διπλό τ&
παιδικά βιβλία από τις Εκδόσεις
ΠΑΤΑΚΗ vlllHVJ
Σύγχρονη Λογοτεχνία για Παιδιά και για Νέους
Τζέψς Κρους Μ ε λ ισ σ ο ύ λ α -Σ ο ύ λ α φ ροσούλα
Καλλιόπη Σφαέλλου Για τ ο ν π α τ έ ρ α
Μονοτονικό
Μαρία Γ Kpine Λ όελλα Π κ όρ η του Μ π α μ π ά Μ πέρτα
Μ ισ έλ Τουρνιέ Ο Π αρασκευάς ή η π ρ ω τ ό γ ο ν η ζωή
Ψ υχαγωγικά-Μ ορφωτικά
Ρ. Καρθαίου Κατ. Μάνου-Πασσά Χ α ρ ο ύ μ ενες δ ια κ ο π έ ς
Τα σ πο ρ
Δ εύ τ ε ρ ο ς π α γ κ ό σ μ ιο ς πό λ ε μ ο ς
€κδόσ€ ιςΠΑΤΑΚΗ Νικπταοά 3 Τ.Τ.
142 τηλ. 3 6 3 8 3 6 2 '
r
G u te n b e rg Τα νέα β ιβ λ ία Κυκλοφ ορούν μέχρι 3 7 Δ εκεμβρίου
ΧΚΙΑΛΑ Ν.: Χρονικό της Ελληνικής Τοπογραφίας, (Τόμος Τ') ΣΚΙΑΔΑ Ν.: Χρονικό της Ελληνικής Τοπογραφίας, Τόμ. A' (Β' έκδοση) ΜΠΟΣΤ: Μαρία Πενταγιώτισσα (Θέατρο) ΠΕΡΓΙΑΛΗ Ν.: Τα Παλικάρια ΔΑΝΑΗ ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ: Κείμενα ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ Ε.: Ώρες (Ποίηση) ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑ Γ.: Τό Χρυσόμαλλο Δέρας (Ποίηση - Β' έκδοση) ΚΑΡΓΑΚΟΥ Σ.: Προσεχώς κατεδάφιση (Ποίηση) ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ Τ.: Ο Ανθρωπάκος (Ευθομογραφήματα) ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Κ.: Τα Σεξουαλικά (Τ' έκδοση) BAS: 100 Ηγέτες ΠΕΤΡΑΚΗ Λ.: Τό Νέφος μας ΣΕΡΓΗ Λ.: Δημιουργική Μουσική Αγωγή για τα παιδιά μας ΓΟΥΔΕΛΗ Μ.: Ζώα και φυτά (σε στιχάκια) Τόμος Α' LEFEBVRE: Κοινωνιολογία του Μάρξ BOTTOMORE Τ.: Κοινωνιολογία - Βασικά Προβλήματα και Βιβλιογραφία ΓΙΟΡΓΑ Ν.: Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ Τ.: Οι Ξένες Τράπεζες στην Ελλάδα ΚΙΝΤΗ Α.: Η Ανάπτυξη της Ελληνικής Βιομηχανίας ΜΑΛΙΣΣΟΥ Κ.: Κοινοπραξία - Εκμετάλλευση χώρου ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ Β.: Οργάνωση της Διδασκαλίας και της Μάθησης ΜΠΙΤΣΑΚΗ Ε.: θεωρία και Πράξη (Β' έκδοση) ΚΟΡΛΙΡΑ Π.: Οικονομική Δικαιοσύνη και Αποτελεσματικάτητα ΣΙΤΖΑΝΗ Δ.: Άγγελος Δραπέτης (Ποίηση) ΜΟΥΣΤΑΚΗ Γ.: Ελλάς Ελλήνων Παπάδων ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ: θεμέλια Επιστημών Τόμ. Δ' INTRILIGATOR Μ.: Οικονομετρικά Υποδείγματα Τόμοι Α'-Β' BLYTON Ε.: Τά πέντε Λαγωνικά No 11-15. ΜΠΕΛΛΑ Ζ. ■ ΠΤΟΛΕΜΑΙΟΥ Δ.: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας ΚΑΛΟΔΙΚΗ Π.: Νεοελληνική Λογοτεχνία - Η Λογοτεχνία της Αντίστασης
*■**“ *“
-κ>·
Χ Ρ Ο Ν ΙΚ Ο
«**·
ΚΑΛΗΝΙΚΗΣΤΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ!
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ TOY MAPS a
s s a
W
.
Φ Φ Φ * < & <SS$
fflM <·
·:
·
I
< S > ۣǩ |
iS S m v I ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG
Βιβλιοττοολείο: Ιό λ ω ν ο ς 103 - τηλ.3600127 Εκδόσεις: Διδότου 55-57 - τηλ. 3629402 - 3626684
V
S
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 2 30 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τοϋ περιοδι κού ή, άν μένετε οτήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε με άντικαταβολή.
Κυκλοφορούν οί τόμοι 1 - 10 : 1.100 δρχ. 'Αξία βιβλιοδεσίας 2 5 0 δρχ. * Σέ σπουδαστές έκπτωση 15%
Ζητήστε τούς τόμους τοϋ «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τοϋ περιοδικού ή, άν μένε τε στην έπαρχία, ζητήστε νά σάς τούς στείλουμε μ έ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μ έ δεμένους τόμους, πλη ρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (2 5 0 δρχ. γιά κάθε τόμο).
Γραφτείτε συνδρομητές Εσω τερικού 'Απλή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχών): 2.1 0 0 δρχ.
Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.
'Οργανισμών, Τραπεζών, 'Ιδρυμάτων (25 τευχών): 2 .500 δρχ.
Εξωτερικού Α μ ερ ική Ά σ ία
'Απλή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών 'Ιδρυμάτων (25 τευχών): *ΟΙ σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστικής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
Εύρώπη
'Α φρική
25
28
Δολ.
ΗΠΑ
Κύπρος 22
Αΰστραλίε 31
34
39
44
50
Δολ.
ΗΠΑ
20 31
23 36
26 41
30 47
40
45
50
56
'Εμβάσματα στή διεύθυνση:Κατερίνα Γρυπονησιώτου περιοδικό «Διαβάζω» Όμηρου 34 ’Αθήνα (135)
ΔΙΑΒΑΖΩ
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
'Ομήρου 34, ’Αθήνα - 135 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 59 29 Δεκεμβρίου 1982 Τιμή: Δρχ. 130
ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ 4 ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Γράφει ό Γιώργος Βέλτσος 5 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 7 ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Χρ. Φωστιέρη, Ν. ΉσαΓα καί Κ. Δημακόπουλος 8 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: Γράφει ό Δημήτρης Ραυτόπουλος 10 ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Σέ άδιέξοδο καί πάλι τό βιβλίο (γράφει ή Π. Κουνενάκη) 12 Ή ίδέα ήταν καλή (γράφει ή Ελένη Παμποΰκη) 14 Τά παιδιά των συγγραφέων 16 ΑΦΙΕΡΩΜΑ
’Ε ξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη Εκδότης: "Αννα Πετρίδου Διευθυντής: Περ. Άθανασόπουλος Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Βασίλης Καλαμαράς, Γλύκα Μαρκοπουλιώτου, 'Ηρακλής Παπαλέξης, Ντορίνα Πέζαρου, Βασίλης Τσάμης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρη γιάννης Οικονομικός ύπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: 'Ηρακλής Παπαλέξης Δημόσιες σχέσεις: Φιλιά) ’Αρβανίτου Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις
Στοιχειοθεσία: Γραφικαί Τέχναι «Μέμφις», ’Αναξαγόρα 5 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1 ’Εκτύπωση: Βαλασάκης - Άγγελής Ο.Ε., Γαύρου 21 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 3640.488 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζια & Σία Τσιμισκή 78 Τηλ 279.720, 268.940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου & Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία Κυκλοφορεί σέ 12.000 αντίτυπα Υπεύθυνος τυπογραφείου: 'Αθανασία Βασι λείου, Βασ. Κων/νου 28, Καισαριανή
Εισαγωγή Φ. Δρακονταειδής: "Ας προσέξουμε τό πρόσωπό μας Ο. Πάς: Ό κινητός χώρος τής γλώσσας Κ. Φουέντες: Μιά λογοτεχνία χωρίς άναβολές Μ. Β. Γιόσα: Τό γράψιμο στή Λατινική ’Αμερική Γ. Γ. Μάρκες: Χωρίς έπανάσταση δέν γίνεται άλλαγή Κ. Κουφόν: Στρατευμένη ποίηση Σ. Σαρδουί: Ή στροφή πρός τό νεο-μπαρόκ Φ. Ρ. δέ Νόρα: Γυναικεία λογοτεχνία Α. Μ. Έτσενίκε: Ή καταπληκτική ζωντάνια τής λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας Υ. Ζουέν: Ή φανταστική λογοτεχνία στήν ’Αργεντινή X. Α. Άδούμ: Ή λογοτεχνία μπροστά στά τουφέκια Ε. Γκαλεάνο: ’Ελπίδα καί όχι νοσταλγία Λ. Μπαταγιόν: Τό γέλιο σάν πρόκληση Ζ. ντέ Κορτάνζ: Ή λατινοαμερικάνικη πρωτοπορία X. Κορτάσαρ: Γιά μιά διαφορετική ίδέα τής έξορίας Ελληνική βιβλιογραφία λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας
19 20 22 28 32 39 42 45 47 50 52 55 57 59 60 62 65
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ό "Αλκής Ρήγος ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: Γράφει ό Γιώργος Γαλάντης ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Γράφει δ Χρ. Βακαλόπουλος ΓΛΩΣΣΑ: Γράφει ό Ε. Κριαράς ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ό Γ. Βέης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν ή Ό λ γα Μαρκεζίνη, ή 'Ελένη Δαμβουνέλη καί ό Βαγγέλης Ήλιόπουλος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν ή Έλ. Πολίτου-Μαρμαρινοϋ καί ό Μανόλης Λαμπρίδης ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Γράφει ό Κώστας Παπακωνσταντίνου ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ό Θανάσης Καλαφάτης
69 70 71 72 76 80 83 88 89
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Βάιος Παγκουρέλης
71
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Ελένη Παμπούκη ΠΟΛΥΚΡΙΤΙΚΗ: Γράφουν οί Α. Παπανδρόπουλος καί Β. Ραφαηλίδης
85 91
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ_______________________________________________ Κυριάκος Σιμόπουλος: «Στά χρόνια τοΰ ’Αγώνα διακρίνει κανείς τά αίτια των δεινών πού ταλανίζουν τόν τόπο άκόμη...» (συνέντευξη στή Νατάσα Χατζιδάκι) ΛΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
3
ΧΡΟΝΙΚΑ Τό δημοφιλέστβρο βιβλίο ΤΟ «Διαβάζω», Επιλέγοντας ώρισμένα βι βλία γιά νά παρουσιαστούν καί νά κριθοϋν καί άπορρίπτοντας τά ΰπόλοιπα, άσκεΐ άσφαλώς μιά πολιτική στό χώρο τού βιβλίου καί γ€νικότερα της πνευματι κής δημιουργίας. 'Αγνοεί δμως τή γνώμη τών άναγνωστών του γιά τά βιβλία πού Ή «'Αγορά τού Βιβλίου» πάλι δίνει μιά είκόνα, κατά προσέγγιση άντικειμενική, τής Εμπορικότητας όρισμένων βι βλίων. Μέ κανένα δμως τρόπο δέν μπο ρεί νά άναπληρώσει τή φωνή, τίς προτι μήσεις τών ίδιων τών άναγνωστών τού «Διαβάζω», πού ώς όμάδα παρουσιάζει μιά Ιδιαιτερότητα. Σκεφτήκαμε λοιπόν νά διερευνήσουμε τή γνώμη τών άναγνωστών μας γιά τά βιβλία πού διάβασαν μέσα στό 1982, όργανώνοντας μιά σχετική δημοσκόπη ση. Στή δημοσκόπηση αύτή μπορούν νά πάρουν μέρος δλοι οΙ άναγνώστες μας, άρκεΐ νά συμπληρώσουν τό «δελτίο συμμετοχής» πού θά βροΰν στό τεύχος αύτό. Γιά νά θεωρηθούν δμως Εγκυρες οί άπαντήσεις, πρέπει νά άναφέρουν μό νο Ενα ή δύο βιβλία, τά όποϊα νά Εχουν χρονόλογία Εκδοσης 1981 ή 1982. Βι βλία πού δέν θά Εχουν σαφή χρονολογία Εκδοσης, ή Εχουν, άλλά παλιότερη άπό τό 1981, δέν θά ληφθοΰν ύπόψη. Καί κάτι άκόμη. Θά περιμένουμε τίς άπαντήσεις σας μέχρι τίς 25 Ίανουαρίου 1983.
Ποιοί €?στ€ καί τί θέλ€Τ€ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ τή δημοσίευση τών άποτελεσμάτων τής πρόσφατης Ερευνάς μας γιά τό «ποιοί είστε καί τί θέλετε», σάς δίνουμε καί άλλα στοιχεία- γιά τή σύνθεση τού άναγνωστικοϋ μας κοινού. Ής πρός τόν τόπο λοιπόν τής μόνιμης διαμονής τους, τό 55,26% άπάντησε δτι κατοικεί στήν περιοχή 'Αθήνας - Πει ραιά, τό 25,00% σέ κάποια Επαρχιακή πόλη ή χωριό, τό 13,16% στή Θεσσαλο νίκη καί τό 5,26% Εξω άπό τήν 'Ελλάδα. 'Ενδιαφέρον παρουσιάζει καί τό μορ φωτικό Επίπεδο τών άναγνωστών μας: Τό 40,79% είναι πτυχιοΰχοι άνώτατων σχολών, τό 32,89% Εχουν άπολυτήριο
4
προ λεγο μένα μέσης Εκπαίδευσης, τό 11,84% Εχουν δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών καί τό 8,56% είναι άπόφοιτοι άνώτερων σχο λών. Τό 5,92% άρνήθηκε νά άπαντήσει στή σχετική Ερώτηση. Τέλος, τό 17,77% τών άναγνωστών μας Εχει μηνιαίο καθαρό είσόδημα κάτω άπό 20.000 δρχ., τό 15,13% Εχει άποδοχές 20.000 - 30.000 δρχ., τό 18,42% 30.000 - 40.000 δρχ., τό 11,18% 40.000 - 50.000 δρχ. καί τό 15,79% πάνω άπό 50.000 δρχ. Άρνήθηκε νά δώσει άπάντηση τό 18,42%.
Τό «Δ» καί oi άναγνώστες του ΩΣ πρός τή σχέση τους μέ τό «Διαβά ζω», οί άναγνώστες μας, σ' Ενα μεγάλο ποσοστό (36,18%), άγοράζουν τό περιο δικό άπό τά πρώτα τεύχη, Ενα Επίσης με γάλο ποσοστό (24,34%) άπό τότε πού Ε γινε μηνιαίο, Ενώ οί ύπόλοιποι άρχισαν νά τό διαβάζουν τά τελευταία χρόνια. Ή συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία τών άναγνωστών (τό 91,45%) διαβάζει, τα κτικά, κάθε τεύχος μας. "Ενα άλλρ Ενδιαφέρον στοιχείο πού τεκμηριώνεται μέ τά άποτελέσματα τής Ερευνας είναι ή μεγάλη άναγνωσιμότητα τού περιοδικού: κάθε τεύχος. Ενώ τό άγοράζει Ενα άτομο, τελικά τό διαβάζουν δύοΙ Πράγμα πού σημαίνει δτι —τουλά χιστον τό περασμένο φθινόπωρο— κάθε τεύχος τού «Διαβάζω» είχε κάπου 9.000 άναγνώστες! Όσο γιά τό πώς βλέπουν τό περιοδι κό, σέ γενικές γραμμές, άλλοι άναγνώστες τό βρίσκουν πολύ καλό (τό 39,48%), άλλοι άπλώς καλό (τό 52,63%) καί Ελάχιστοι μέτριο (τό 5,26%) ή κακό (τό 0,66%). Μάλιστα τό 43,42% δήλωσε πώς τό «Διαβάζω» είναι άντικειμενικό στίς κρίσεις του καί στήν Επιλογή τών βι βλίων πού παρουσιάζει, τό 52,63% δή λωσε πώς είναι ώς Ενα βαθμό άντικειμε-
νικό, Ενώ μόνο τό 3,29% Εχει άντιρρήσεις γιά τήν άντικειμενικότητα τού πε ριοδικού.
Ποιος προγραμματισμός; ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΜΕ νά Εχουμε στή νέα περίοδο τού «Διαβάζω» μιά στήλη μέσα άπό τήν όποία θά Ενημερώναμε τούς άναγνώστες μας γιά τό τί Ετοιμάζουν νά κυκλοφορήσουν ο) Εκδότες. 'Απευθυν θήκαμε λοιπόν σέ δλους τούς Εκδοτι κούς οίκους, ζητώντας τους στοιχεία γιά τίς προσεχείς Εκδόσεις τους. Δυστυχώς δμως, άπό δσους μάς άπάντησαν (καί ή ταν πολύ λίγοι αύτοί), μόνο Ενας ή δύο ήταν Εκείνοι πού μάς Εδωσαν σωστές πληροφορίες. 01 περισσότεροι μάς άνακοίνωσαν π.χ. δτι Ετοιμάζονται νά θέσουν σέ κυ κλοφορία Ενα βιβλίο καί σέ λίγο μαθαί ναμε άπό τό συγγραφέα ή μεταφραστή του πώς ούτε οί διορθώσεις τών δοκι μίων δέν Εχουν άρχίσει! "Η, πάλι, μάς πληροφορούσαν δτι Ενα βιβλίο τους θά κυκλοφορήσει σέ Ενα μήνα (όπότε μία άναγγελία στό «Διαβάζω» θά είχε κά ποιο νόημα) καί τό κυκλοφορούσαν σέ μία έβδομάδα! "Ετσι, μπροστά στόν κίνδυνο νά μιλά με γιά πολύ πολύ μελλοντικές Εκδόσεις ή νά προαναγγέλλουμε τήν Εκδοση βι βλίων πού θά είχαν ήδη κυκλοφορήσει, άποφασίσαμε νά δημιουργήσουμε τή στήλη μόλις άποκτήσουν οί Εκδότες μας κάποια μεγαλύτερη ύπευθυνότητα στόν προγραμματισμό τών Εκδόσεών τους.
είναι ή δέν είναι Εκεί ό ζητούμενος ή ή ζητούμενη. (Βέβαια δταν θέλουν νά σέ
χρονικά 15 βροΰν έκείνοι, ξέρουν τόν τρόπο καί σέ ανακαλύπτουν στό άψε-σβησε.) Φτάνει μάλιστα αύτή ή συνήθειά τους καί σέ άπελπιστικά άρρωστημένες συμ περιφορές. Τυχαίνει π.χ. νά σηκώσουν τό τηλέφωνο καί κάνουν πώς δέν είναι αύτοί. Κι άν τούς άναγνωρίσεις, δικαιο λογούνται δτι είναι βραχνιασμένοι ή ζα λισμένοι άπό τόν ύπνο! (‘Ένας θεατρικός συγγραφέας προσποιήθηκε κάποτε δτι ήταν ή άδελφή του...) ' Η «άσθένεια» ήταν γνωστή άπό πα λιά (χαρακτηριστικό παράδειγμα ό Κ. Τσ., πολυθεσίτης μέχρι πέρυσι), άλλά τε λευταία έχει χτυπήσει περισσότερους καί νεότερους άνθρώπους, π.χ. έκδότες λογοτεχνικών περιοδικών. Πάντως, άναστήματα πνευματικά καί προσωπικότη τες κύρους μπορείς καί τούς βρίσκεις καί τούς μιλάς σχετικά εύκολα· τώρα, πώς μερικοί νομίζουν δτι μέ τό κρυφτούλι με γαλώνουν τό πνευματικό τους μπόι, αύτό είναι δικό τους πρόβλημα. Κι ένδεχομένως τού ψυχαναλυτή τους.
«Χιούμορ καί ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ στήν «Καθημερινή»: «Ή δημοσιογραφική δικαιοσύνη έπιβάλλει νά άποκαλυφθεί δτι καί τά δύο χρονο γραφήματα τής “ Βραδυνής" καί τής ‘"Εστίας” τά γράφει ή κυρία ‘Αλεξάνδρα Στεφανοπούλου! Δηλαδή ΠΡΩΤΟ βρα βείο έργατικότητας, ταλέντου καί ΧΙΟΥ ΜΟΡ!» ’Αφού ή «Καθημερινή» άρχίζει νά άπονέμει βραβεία χιούμορ καί ταλέντου, μέ Ιδιαίτερο μάλιστα θαυμασμό (προ σέξτε τά θαυμαστικά), στήν πρώην άρχισυντάκτρια τού «Ελεύθερου Κόσμου», τό έπόμενο βήμα θά πρέπει νά είναι ό χαρακτηρισμός τής δικτατορίας τής 21 ης 'Απριλίου σάν ένα δεξιοτεχνικό (λόγω ταλέντου) «άστεϊο»...
Ό ένικός
μαστε τό ίδιο άντίθετοι καί στό νά περιο ρίζουμε τήν «έπαναστατικότητα», τήν δποια διάθεση γιά «άλλαγή» ή έστω τόν «προοδευτισμό» μας σέ κάτι τέτοιες παι δαριώδεις καταργήσεις κι Ισοπεδώσεις. Όλα τά 'χε ή Μαριορή, ό ένικός τής έλει-
αναγνώσεις
Ό πόθος:
Παράδβιγμα γιά μίμηση ΜΕ άρκετή καθυστέρηση έφτασε στά γραφεία μας άπό τήν Κύπρο μιά έκδοση τού όνομαστοΰ Γυμνάσιου Παλουριώτισσας. Τό βιβλίο αύτό —άπό μιά πρώτη ματιά— δέν φαίνεται νά έχει τίποτα τό ξεχωριστό, τίποτα τό έλκυστικό γιά ό σους δέν φοίτησαν στό Γυμνάσιο Παλουριώτισσας. Κι αύτό, γιατί δέν περι λαμβάνει τίποτε άλλο παρά έπτά έτήσιες λογοδοσίες τής διευθύντριάς του κ. Μάγδας Κιτρομηλίδου, άπό τό 1974 ώς τό 1981. Ξεφυλλίζοντάς το όμως, άνακαλύπτεις νά άναδύεται μέσα άπό τό γλαφυ ρό ύφος τής Μ. Κιτρομηλίδου δχι μόνο ή ιστορία τού γυμνασίου κατά τά χρόνια πού άκολούθησαν τήν τουρκική είσβολή (τό γυμνάσιο βρίσκεται κοντά στήν τουρκική ζώνη τής Λευκωσίας), άλλά έ να μικρό χρονικό τής ίδιας τής κυπριακής ζωής αύτά τά σκληρά χρόνια. Κι άκόμη, μέσα άπό τήν έξιστόρηση τών δσων γί νονταν κάθε σχολική χρονιά (καί κάθε χρόνο γίνονταν δλο καί περισσότερα), διακρίνει κανείς μιά φλόγα καί μιά πίστη γιά ζωή καί δημιουργία, τόσο στίς μαθή τριες δσο καί στό διδακτικό προσωπικό. 'Επισημαίνουμε μέ Ιδιαίτερο θαυμα σμό αύτή τήν έκδοση κι έλπίζουμε νά βρει καί στήν 'Ελλάδα μιμητές. Άναλογιζόμαστε: άν δλα τά έκπαιδευτήριά μας έκδίδανε κάθε τόσο άνάλογα βιβλία, δέν θά χαμέ μιά άπτή, φανερή σέ δλους, ει κόνα τής στάθμης καί τών προβλημάτων τής έκπαίδευσής μας καί, παράλληλα, δέν θά πετυχαίναμε ένα συναγωνισμό μαθητών, έκπαιδευτικών καί σχολικών μονάδων; Καί δέν θά ταν μεγάλο τό ό φελος άπό κάτι τέτοιο;
τής
Μιά
Μαριορής
«αισιόδοξη»
«ΝΙΚΗΦΟΡΕ Βρεττάκο, πές μας...» Ό άσεβής αύτός ένικός άκούστηκε σέ μιά άπό τίς άνεκδιήγητες τηλεοπτικές έκπομπές «προβολής τού βιβλίου». Φυσικά ό ποιητής φάνηκε νά άγνοεϊ τή θρασύτατη ρεπόρτερ, άλλά ό σκηνοθέτης τής έκπομπής, ό όποίος άφησε νά περάσει στό μοντάζ αύτή ή φράση, δέν μπόρεσε ν’ άντιληφθεί δτι σ' ένα πρόγραμμα, τό όποιο τιμά μέ τήν παρουσία του ό καλε σμένος λογοτέχνης, δέν έχουν θέση τέ τοιες άγενέστατες προσφωνήσεις; Φυσικά, είμαστε άντίθετοι μέ τήν «Ιδεολογία» τού πληθυντικού, άλλά εί
ΙΣΩΣ νά μήν τό πήρατε είδηση. Όμως τό άμερικανόπνευστο Reader’s Digest δέν βγαίνει πιά στά έλληνικά. Χτυπημένο άπό τήν άδιαφορία τού έλληνικοΰ άναγνωστικοΰ κοινού, παρά τά τεράστια οίκονομικά μέσα πού διέθεσε γιά διαφήμι ση, τό μικρόσχημο περιοδικό δέν έπεισε ούτε γιά τή χρησιμότητα τής ύπαρξής του ούτε γιά τήν έλληνικότητά του. Όσο γι' αύτό τό τελευταίο, έχουμε πληροφορίες (άπό πρώτο χέρι) άτι δέν δημοσιευόταν καμιά έλληνική σύνεργα
άποτυχία
άγγελος έξολοθρευτής Διαβάζω σέ άρθρο τού γάλλου ιστορικού Philippe Aries («Communications», τεύχος 35): Ή ομοφυλοφιλία γίνεται μιά σεξουαλικότητα στήν ττιό καθαρή μορφή της καί κατά συνέπεια μιά σεξουαλικότητα-πιλότος. Δέν θά προσχωρούσα άνευ όρων στήν πρόταση αύτή. Τό πρόβλημα δέν είναι ή άπλουστευτική αντιπαράθεση μιας πρωτοποριακής όμοφυλόφιλης σεξουαλικότητας καί, άπό τήν άλλη, μιας όπισθοδρομικής έτεροφυλοφιλίας. Δέν είναι δηλαδή ή άντίθεσή τους, ούτε ή ταύτισή τους μέ τή μορφή μιας άχόρταγης, συχνά Ιμπεριαλιστικής, άμφιφυλίας, άλλά ή διαίρεσή τους μέσα στόν έαυτό τους. Τό πρόβλημα δέν είναι: έτεροφυλόφιλος ή όμοφυλόφιλος, άλλά καί τό ένα καί τό άλλο, δχι ώς σύμπτωση (άμφι-φυλία) άλλά ώς διαφορά. Μιά ύπέρ-φυλη διαφορά, πού είναι νομίζω ό ίδιος ό πόθος, όταν ορίζεται ώς μόνιμη διαφορά ένός «σέ ζητώ» (αίτημα) άπό ένα «σέ έχω» (Ικανοποίηση). Τι έχω, τί έχουμε, άπό τόν άλλον; Ή έπιθυμία λοιπόν, ό πόθος, δέν είναι ούτε έτεροφυλόφιλος ούτε όμοφυλόφιλος, άλλά ύπέρ-φυλος καί ύπερ-φίαλος, άλαζονικός καί άγγελος έξολοθρευτής. Έτσι ή κλασαρισμένη έτεροφυλοφιλία, γίνεται ομοφυλοφιλία, καί ή μετα-στροφή αυτή δέν σταματά, άλλά γίνεται πάλι, γίνεται άνταλλαγή προσδιορισμών, κινήσεων, βλεμμάτων, στοιχείων πού μεταμορφώνουν τό χώρο τής μιας σέ χώρο τής άλλης, Οπως σ ' έκείνη τήν πρόταση τού Ρ. Claudel, Οπου «ένα κάποιο μπλέ τής θάλασσας είναι τόσο μπλέ, πού μόνο τό αίμα είναι πιό κόκκινο». Νά προσθέσω παραλλάσσοντας τή χρωματολογική παραδοξολογία πώς: κι ό έτεροφυλόφιλος (ό «άνδρας») είναι τόσο «άνδρας», πού μόνον ό ομοφυλόφιλος είναι πιό «άνδρας»; ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
Π
6!χρ ονικά σία, άν δέν λογοκρινόταν πρώτα καί δέν έπαιρνε έγκριση άπό τήν έδρα του πε ριοδικού στίς ΗΠΑ· ή όποια μέ τή σειρά της έστελνε έντολές γιά δημοσίευση κά ποιων άλλων κειμένων, π.χ. ύμνητικών τής δικτατορίας τού Σαλβαδόρ... Τελικά, ή είσβολή μιας άκόμη έκφανσης τού άμερικάνικου τρόπου νά ζεΐ κανείς, νά διαβάζει καί νά σκέφτεται, άπέτυχε. Κάτι
ή άκροατές. 'Αλλά ένώ άλα αύτά θά περίμενε κανείς νά τ’ άκούσει στό κλείσιμο1 τού συμποσίου ώς γενικά συμπεράσμα τα τών έργασιών του, οϊ σύνεδροι, πού. τόση ύπομονή έπί τόσες ώρες είχαν δεί ξει, άνταμείφτηκαν μέ τήν έξής «ρηξικέ- ^ λευθη» δήλωση τού προέδρου: «Όχι, δέ θά βγάλουμε συμπεράσματα, θά ήταν βεβήλωση!...» Αντίθετα, δέν ήταν βεβήλωση, δέν ή ταν προσβολή κατά τών συνέδρων, ή έρήμην τους καί έκ τών υστέρων άναγγελία τών «συμπερασμάτων» τού συμποσίου άπό τίς είδήσεις τής ΕΡΤ, τό Σάββατο 27/11, στίς 9 τό βράδυ! Όμως, ή Ιδιαιτερότητα αύτοΰ τού συμποσίου δέν έξαντλεΐται στά παραπά νω. Συμπληρώνεται, κορυφώνεται καί «τελειοΰται» μέ τήν άπόφαση τού προέ δρου κ. Ν. Μποχλόγυρου νά κλείσει ή σεμνή αύτή τελετή μέ τόν 'Εθνικό Ύ-
Τί αλλάζει; «ΘΑ άλλάξει τό ώράριο στή Βιβλιοθή κη.» Μεγαλογράμματος τίτλος στήν «Ελευθεροτυπία» τής 26/11, πού δη μιουργούσε τήν έντύπωση δτι ή άμαρτωλή 'Εθνική Βιβλιοθήκη θά λειτουρ γούσε πιά άπό τό πρωί μέχρι άργά τό βράδι, γιά νά έξυπηρετοΰνται καί οϊ έργαζόμενοι — δπως άκριβώς γίνεται σ' όλο Νά δμως πού, διαβάζοντας τά άποκάτω, μάθαινες δτι τό ώράριο τής Βιβλιο θήκης «έπεκτείνεται άπό τή 1 στίς 2 μ.μ., δηλαδή μία ώρα μετά τή 1»! Κι δτι ή με γαλόπνοη πρόταση, πού ύποβλήθηκε άπό τούς άρμόδιους ΰπηρεσιακούς πα ράγοντες, «έγινε κατ' άρχήν δεκτή άπό τήν ύπουργό»! (Προσέξτε Ιδιαίτερα αύτό τό «κατ' άρχήν».) Μά είναι σοβαρά πράγματα αϋτά; Τό ση δημοσιότητα καί προβολή γιά μιά ώ ρα παραπάνω; Κι έπειτα, πολιτική τού βι βλίου είναι αύτή, νά πλασάρουμε γιά τά πητα τήν κουρελού;
Συγγραφεϊς, γρηγορεϊτε... ΚΑΜΙΑ φορά οί λέξεις μάς παίζουν με γάλα παιχνίδια. Εύτυχώς, δλοι τό 'χουμε κατά νοΰ καί — μέ τή βοήθεια καί τής σο φής παροιμίας «δπου άκοϋς πολλά κερά σια, βάστα μικρό καλάθι»— δταν άκοΰμε βαρύγδουπους τίτλους παίρνουμε τά μέ τρα μας. Όμως τό Α' Πανελλήνιο Συμπό σιο Παιδικής Λογοτεχνίας καί Αγωγής, πού όργάνωσε τό Ίδρυμα Παιδαγωγι κών Μελετών καί Εφαρμογών τόν πε ρασμένο Νοέμβρη (μερικά... «προφητι κά» γράψαμε στό περασμένο τεύχος), τά ξεπέρασε δλα! «Δέν θά είναι ένα συνέδριο σάν τά άλλα», προειδοποίησε ό έμπνευστής του κ. Ν. Μποχλόγυρος, πρόεδρος τού Ιδρύ ματος. Κι ό καθένας νόμισε πώς ήταν σχήμα λόγου, κοινότυπο μέν, θεμιτό δέ. Όμως είχε δίκιο ό κ. πρόεδρος. Πραγμα τικά ήταν τό κάτι άλλο αύτό τό συμπόσιο (ήταν καί σαρακοστιανό σύν τοίς άλλοιςΙ). Ό σκοπός τών δραστηριοτήτων τού Ιδρύματος -άπό 6ετίας άφανοΰς καί νΰν μεγαλεπήβολου— καί ό χαρακτήρας τού «συμποσίου» άναδύθηκαν ξεκάθαρα μέ
Καί οϊ διαμαρτυρίες δσων θεωρούν? τόν Εθνικό Ύμνο ΰψιστο σύμβολο κι δχι άπολυτίκιο σχολικών πανηγυρισμών, οϊ άντιρρήσεις, ό άποτροπιασμός μπροστά σέ τέτοια προκλητική καπήλευση, κατα πνίγηκαν άπό τίς εύλαβικές φωνές τών μέ περισσή γνώση καί αύταρέσκεια Εθι σμένων νά ψάλλουν... τίας— ό κ. καθηγητής, τεθλιμμένος, πα ραδέχτηκε δτι: «έλάχιστες είναι οϊ έκδόσεις παιδικών βιβλίων πού άναβαπτίζουν τά παιδιά μας στά έθνικά νάματα τών έλληνικών παρα δόσεων», «έλάχιστα τά φρονηματιστικά βιβλία άπό δπου ξεπηδδ ή θρησκευτική φλέβα» «έλάχιστα τά έργα πού θ' άποτελέσουν ναούς θρησκευτικών συγκινή"Ετσι, βαθύτατα εύτυχισμένος μέ τήν «έθνωφελή πρωτοβουλία τού Ιδρύματος νά όργανώσει μέ θερμουργό φροντίδα» αύτό τό συμπόσιο, πού «θά προσθέσει μιά νέα βαρυσήμαντη διάσταση στή δραστηριότητα τού ιδρύματος», ό κ. καθηγητής προσκάλεσε τούς συγγραφείς πού «έμφοροΰνται άπό χριστιανικά Ιδεώδη» νά σπεύσουν καί «μέ τή σοφή γραφίδα τους», έμπνευσμένη άπό τήν όρθόδοξη παράδοση, ν' άνυψώσουν τήν παιδική ψυχή ώστε «νά γίνουν οϊ νέοι αύτόνομες χριστιανικές όντότητες», «ΑΝΘΡΩΠΟΙ», «παιδιά φιλόθρησκα, φιλοπάτριδα, φιλόφρονα, φιλοδίκαια, φι λοπρόοδα» (καί πολλά άκόμα φίλο- πού μπορείτε νά βρείτε στό λεξικό). 'Αλλά τό πράγμα έχει καί συνέχεια (βλ. παρακάτω).
...καί ψάλλετε! ΚΑΤΑ τή διάρκεια αύτοΰ τού περιβόητου συμποσίου, άκούστηκαν καί εύστοχες παρατηρήσεις κι ένδιαφέρουσες εισηγή σεις κι άπόψεις άπό άνθρώπους πού κα λοπροαίρετα πήραν μέρος ώς είσηγητές
Νέο Δ.Σ. ΣΥΜΦΩΝΑ μέ άνακοίνωση πού έφτασε στά γραφεία μας, τό νέο Διοικητικό Συμ βούλιο τού Συλλόγου Έκδοτών-Βιβλιοπωλών τής 'Αθήνας άποτελεΐται άπό τούς: Μανώλη Μπουζάκη (πρόεδρο), Κοσμά Φουντουκίδη (άντιπρόεδρο), Δημήτρη Παντελέσκο (γενικό γραμματέα), Μιχάλη Μπακιρτζή (είδικό· γραμμα τέα), Θεοφάνη 'Ιγνατίου (ταμία), 'Αση μίνα Καρδαμίτσα (έφορο), Θανάση Καοτανιώτη, 'Αναστάσιο Πιτσιλά καί Άντώνη Ψάχο (μέλη).
Μτταλζάκ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ άραγε ή προσωπικότητα τού συγγραφέα καί ή ζωή του μέσα άπό τό έργο του; Είναι δυνατόν νά ύπάρξουν άντιφάσεις μεταξύ τού «δημιουργήμα τος» του καί τής σκληρής καθημερινότη τας μιάς όλόκληρης ζωής; Σ' αύτά τά έρωτηματικά θά προσπα θήσουν ν' άπαντήσουν γνωστοί έλληνες καί γάλλοι κριτικοί, πού θά άναλύσουν τό έργο καί τή ζωή τού Μπαλζάκ, τού άρχιμάστορα τού λόγου στό 19ο αΙώνα, ό όποιος παραμένει άκόμα άδιαμφισβήτητος μά καί συνάμα ό μεγάλος «γνω στός - άγνωστος» γιά τό έλληνικό κοινό. Μιά εύκαιρία γιά νά πλησιάσουμε καί νά γνωρίσουμε καλύτερα τό όξύ αύτό πνεύμα, είναι τό άφιέρωμα τού έπόμενου τεύχους μας, πού θά κυκλοφορήσει τήν Τετάρτη 12 Ίανουαρίου.
’Από 17 Νοεμβρίου £ως 14 Δεκεμβρίου Ε πειδή όμ ω ς είναι τεχνικά άδύνατο νά δη μο σιεύονται άλα τά βιβλία πού αναφ έρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τά βιβ λ ία πού δη λ ώ θ ηκ α ν άπά δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες.
Ό παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά εμ π ο ρικότερα β ιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σ ύμ φ ω να μ έ τά στοιχεία πού μάς πα ραχώ ρησ αν ο δεκαπέντε βιβλιοπ ώ λες α π ’ δλη τήν 'Ελλάδα, δηλώνοντας ό καθένας τους τά τρία β ιβλία πού είχαν τις περισσότερες π ω λήσ εις στό β ιβ λ ιο πω λείο τομ κατά τά διάστημα αυτό. 'Έτσι, τά β ι βλίο μ έ τίς μεγαλύτερες πω λήσ εις σημειώ νεται μέ τρεϊς βούλες ( · · · λ τό αμ έσω ς μετά μέ δυο (% %) καί τό τελευταίο μ έ μία (%).
1. Γκ. Γκ. Μάρκες: 'Εκατό χρόνια μοναξιάς (Νέα Σύνορα)
·'·
Λ
Λ
···
2. Κύρ: ’Αλλαγή... μ' όκούς; (Κάκτος) 3. Μ. Κούντερα: Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης (Όδυσσέας)
•
4. Μ. Κουμανταρέα: Ό ώραΐος λοχαγός (Κέδρος)
··
A
*·
•
|
j
1 1 Δωδώνη-Γ ιάννινα
• •
7. Δ. Σωτηρίου: Κατεδαφιζόμεθα (Κέδρος)
•
..
• ··
Κάθε δεύτερη Τετάρτη τό «ΔΙΑΒΑΖΩ» μαζί σας
ί= ο C
•
·* ·
•
5. Ούμ. Έκο: Ή σημειολογία στήν καθημερινή ζωή (Μαλλιάρης-ΓΙαιδεία) 6. Γκ. Γκ. Μάρκες: Χρονικό ένός προαναγγελθέντος θανάτου (Νέα Σύνορα)
ΕΠΑΡΧΙΑ
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
··
Λ
| Κατώι τού Βιβλίου
1 1<
| Ρόμβος
1
1 | Ένδοχώρα
Δωδώνη
1
I
ΒΙΒΛΙΑ
I_ Γρηγόρης
n
[Σύγχρονη Εποχή
ΑΘΗΝΑ
|
| Γνώση
%p
[ Ραγιάς
jT jf , ! ι
| Αριστοτέλης
‘m -
Ό σο γιά τό ένδιαφ έρον καί τήν ποιότητα τ ώ ν β ιβ λ ίω ν τού πίνακα, σ κόπιμο είναι νά σ υ μ βουλεύεστε τίς σελίδες τής «Επιλογής».
| Κοτζιά
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
• ·
81χρ ονικά
δ ιά λ ο γ ο ι 'Όλα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά ατό κΔια βάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλοΟνται ο! άναγνώστες πού μάς γράφουν νά είναι ΰσο πιό σύντομοι
’Αντιρρήσεις γιά ένα δοκίμιο 'Αγαπητό «Διαβάζω», Ό Τ. Σ. Έλιοτ είχε κατά τή γνώμη μου μιά πολύ άσχημη μεταχείριση στά «κριτι κό δοκίμιο» τής Ν. Ήσαία στό τεΰχοςάφιέρωμα στήν άγγλική λογοτεχνία. Κα μιά δικαιολογία δέν μπορεί νά σταθεί γι' αύτήν τή σχεδιασμένη έπίθεση έναντίον του, ούτε βέβαια αύτό πού ό ίδιος είχε πει: «δέν έχει κανείς τίποτα νά κερδίσει άντιμετωπίζοντας συναισθηματικά τό παρελθόν». Διότι κάτι τέτοιο δέν κολλάει έδώ. Τό κριτικό δοκίμιο δέν συνίσταται στήν άνάλυση τού κατά πόσο καί έάν ή ταν «ψυχικά μπλοκαρισμένος» ό ποιητής — άλλωστε κανένας κριτικός δέν είναι Ικανός νά κάνει τέτοιου είδους Εξιχνιά σεις— ούτε στίς ύποθέσεις γιά τό τί θά «ήταν ή ποίησή του άν θά ήταν ό έλεύθερος άνθρωπος πού θά έπρεπε νά ή ταν». Ό κριτικός δέν είναι κριτής τής ζωής ένός συγγραφέα. Γενικά, ή έντύπωση πού μοΰ δόθηκε άπό τό κείμενο τής Ν. Ήσαία είναι πώς θά ταίριαζαν κα λύτερα στά προσωπικά ήμερολόγιά της, όπου θά έβγαιναν δλα τ' άπωθημένα της γιά τό δάσκαλο, κι δχι στίς σελίδες τοΰ «Διαβάζω». Δέν είναι στόχος μου ν' άναλύσω λεπτομερώς τίς διαφωνίες μου γιά τίς κριτικές δλων τών έργων τού "Ελιοτ όπως τά παρουσιάζει ή Ν. Ήσαία, πιάνοντας ένα ένα τά έπιχειρήματά της καί άνατρέποντάς τα. Θέλω δμως νά διαμαρτυρηθώ έντονα, γιατί κάθε φίλος τής λογοτεχνίας έχει, πιστεύω, τό δικαίωμα νά διαβάσει μέσ' άπό τίς σελίδες τού πε ριοδικού μιά άντικειμενική κριτική γιά τόν άνθρωπο αύτό τών γραμμάτων (κι άναφέρομαι σέ αύτόν τό σχολιασμό δχι ύποβιβαστικά σέ σχέση μέ τό δημιουρ γό, δπως κάνει άνεπιφύλακτα ή Ν. Ήσαία στό άρθρο της). Άν καί τό θέμα είναι πολύ σοβαρό καί μοΰ δημιούργησε πλήθος άποριών, γιά νά μήν κάνω κατά χρηση τοΰ χώρου, σταματώ έδώ. Εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία Χριστίνα Φωστιέρη Μέτωνος 34 Χολαργός - 'Αθήνα Τό γράμμα τής κ. Φωστιέρη θέσα με ύπόψη τής συνεργάτριάς μας κ. Ν. Ήσαία, ή όποία μάς έστειλε τήν έξής άπάντηση: Αγαπητό «Διαβάζω», Παρά τό γεγονός δτι τό γράμμα τής Χρι στίνας Φωστιέρη περιέχει πολλές γενι
μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες ύνοματεπώνυμο καί τήν ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεί ένα γράμ μα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία τοΰ περιοδικού τουλάχι στον τρεις έβάομάδες πρίν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
κότητες σέ σχέση μέ τό δοκίμιό μου, μή δίνοντας έτσι λαβή σέ συγκεκριμένες άπαντήσεις πάνω σέ συγκεκριμένα θέ ματα, ώστόσο, άπαντώ σέ αύτό γιατί, παρά τίς γενικότητές του, καταφέρνει νά θίξει ένα μεγάλο θέμα: τό πώς πρέπει νά γράφονται τά κριτικά δοκίμια. Φανερά ή X. Φωστιέρη έχει συνηθί σει στό είδος τοΰ φιλολογικού καί περι σπούδαστου κριτικού δοκιμίου, ένα εί δος πού δυστυχώς ΰπάρχει σέ μεγάλο βαθμό στόν τόπο μας. Δέν ύπάρχει σχε δόν κανένας δημιουργός συγγραφέας πού νά μήν έχει διαμαρτυρηθεϊ έναντίον αύτοΰ τοΰ είδους τοΰ δοκίμιου. 'Ακόμα καί δ ίδιος ό "Ελιοτ διαμαρτυρήθηκε, σέ κάποια στιγμή, γιά τίς έμβριθείς μελέτες πού είχε προκαλέσει ή «Έρημη χώρα», άν καί ταυτόχρονα παραδεχόμενος δτι ό Ιδιος είχε δώσει λαβή σέ αύτό, μέ τίς ση μειώσεις μέ τίς όποίες είχε φορτώσει τό ποίημα — σημειώσεις, ώστόσο, πού, δ πως είπε, είχαν μάλλον μπει γιά νά προστεθοΰν μερικές σελίδες στό βιβλίο, πού άλλιώς θά κινδύνευε νά είναι πάρα πολύ μικρό! Όχι, δέν είναι ο! άπρόσωπες φι λολογικές μελέτες πού προχωρούν τήν τέχνη. Όσα ξέρομε γιά τήν ποίηση μάς τά είπαν οΙ ίδιοι ο! δημιουργοί καί δχι οΙ μελετητές της -πολύ περισσότερα μάς έχουν πεί π.χ. οί Βαλερύ καί Έλιοτ άπό όποιονδήποτε φιλόλογο καί κριτικό τής ποίησης. Καί μάς τά είπαν δχι μέ τόν άπρόσωπο τόνο πού φαίνεται ν' άγαπάει ή X. Φωστιέρη, άλλά άντίθετα μέ μία, έ στω καί καλυμμένη πολλές φορές, μαχη τική διάθεση. "Ας άκούσομε τά λόγια τοΰ Έσσε, πού καί ό ίδιος είχε γράψει κριτι κές καί κριτικά δοκίμια: «Σ’ έναν κριτικό, ή ουδετερότητα είναι σχεδόν πάντα ύ ποπτη καί δηλώνει πάντα μιά έλλειψη —τήν έλλειψη έντασης τής πνευματικής έμπειρίας. Ό κριτικός δέν πρέπει νά κρύ βει τό πάθος του, στήν περίπτωση πού έχει κάποιο πάθος, άλλά έντονα νά προ σπαθεί νά τό μοιραστεί μέ τούς άλλους. Δέν πρέπει νά συμπεριφέρεται σάν νά ή ταν μία μηχανή μετρήσεως ή τό Υπουρ γείο Πολιτισμού άλλά νά είναι σέ θέση νά ΰπερασπίζεται τίς άπόψεις του». Μένει τώρα τό θέμα τοΰ άν έχει τό δικαίωμα ό κριτικός νά συνδυάζει τή ζωή τοΰ κρινόμενου καλλιτέχνη μέ τό έργο του. Άλλά έργο καί άνθρωπος είναι ένα. Καί ή παραμικρή άδυναμία μας βγαίνει στό χαρτί δταν γράφομε, δπως καί ή δποια δύναμή μας. Καί δσοι νομίζουν δτι άλλα μπορούν νά κάνουν στή ζωή καί άλλα στήν τέχνη, βρίσκονται σέ μεγάλη πλάνη. "Οσοι νομίζουν π.χ. δτι στή ζωή τούς έπιτρέπονται τά ψέματα, μιά καί
διαφυλάσσουν τίς μεγάλες άλήθειες γιά τό έργο τους! Ό άνθρωπος πού λέει ψέ ματα στή ζωή, λέει καί στό έργο του στό τέλος. Ή άγάπη τής άλήθειας είναι μία καί δέν μπορεί παρά νά Ισχύει καί γιά τή ζωή καί γιά τό έργο. Κατά συνέπεια, ό κριτικός έχει τό δικαίωμα νά συνάγει τίς άδυναμίες ένός έργου άπό τίς άδυναμίες πού παρουσιάζει ή συμπεριφορά τοΰ δη μιουργού του. Ή κριτική έρευνα καί τόν άνθρωπο καί τό έργο καί πρέπει πάντα ν' άποτελεί δχι μόνο μία νοητική άλλά καί μία ψυχική περιπέτεια —περιπέτεια πού έχει πολλά νά κάνει μέ τήν ένταση τής πνευματικής έμπειρίας πού έπικαλέσθηκε καί ό Έσσε. Καί μέ αύτή τήν έννοια καλύτερα τά κριτικά μας δοκίμια νά θυμί ζουν σελίδες ήμερολογίων άπό τό νά θυμίζουν ύπηρεσιακές άναφορές ή κάτι παρόμοιο.
Πώς εμττορεύ€ται ή έλληνική νομική σκέψη 'Αγαπητό «Διαβάζω», Ή έλληνική έννομη τάξη είναι ένα μικρό, στήν έκταση πού καταλαμβάνει διεθνώς, σύστημα έθνικών κανόνων δικαίου. Ή έλληνική νομική έπιστήμη παρουσιάζει έντούτοις ένα συγκεκριμένο ένδιαφέ ρον. Τό ένδιαφέρον βέβαια αύτό δέν Ισχύει πέρα άπ' τά σύνορα τής Ελλάδας τόσο γιά τούς ξένους νομικούς, καθώς ή έλληνική νομική έπιστήμη είναι γλωσσι κά άπομονωμένη. Ισχύει δμως γιά τούς πολλούς έλληνες μεταπτυχιακούς νομι κούς, πού δλο καί περισσότερο τόν τε λευταίο καιρό κάνουν συγκριτικό δίκαιο σέ κάποια εύρωπαϊκή χώρα, μέ τήν Ελ λάδα στό ένα σκέλος τής σύγκρισης, ή γενικότερα μεταπτυχιακές ή έπιμορφωτικές σπουδές καί μελέτες. Γι' αύτούς τούς άνθρώπους Ιδιαίτερα έχει μιά βασι κή σημασία νά ύπάρχουν βιβλιοθήκες έ ξω άπό τά σύνορα τής Ελλάδας, πού νά διαθέτουν έλληνική νομική βιβλιογραφία σέ μιά κάποια άξιόλογη έκταση. Απ' δσο ξέρω, τέτοιες βιβλιοθήκες ΰφίστανται έλάχιστες στόν κόσμο. Μιά άπ' αυτές συμβαίνει νά είναι ή Βιβλιοθή κη τοΰ 'Ινστιτούτου Διεθνούς καί 'Αλλο δαπού Δικαίου τής Νομικής Σχολής τοΰ 'Ελεύθερου Πανεπιστημίου τοΰ Δ. Βε ρολίνου, πού μαζί μέ τίς πτέρυγες έλληνικών νομικών βιβλίων καί διαφόρων
χρ ο ν ικ ά 19 άλλων Ινστιτούτων τού ίδιου πανεπιστη μίου κάνουν τό Δ. Βερολίνο τόπο πού προσφέρεται κατ' Εξοχήν στήν Εύρώπη γιά μελέτες συγκριτικού δικαίου μέ άναφορά καί στήν έλληνική έννομη τάξη. Ή προσπάθεια πού γίνεται Εκεί δμως γιά τόν πλουτισμό τής βιβλιοθήκης μέ έλληνικά βιβλία, προσπάθεια πού θά μπορού σε νά έχει έναν παραδειγματικό χαρα κτήρα καί γιά άλλα ξένα πανεπιστήμια, συναντάει έδώ καί πολύν καιρό τερά στιες δυσκολίες, πού παρεμβάλλουν τά έλληνικά κυκλώματα διάθεσης τού έλληνικού νομικού βιβλίου. Περιορίζομαι έδώ στά πιό χαρακτηριστικά μόνον παραδείγΜέ τό έκδοτικό μονοπώλιο πού φαί νεται νά έλέγχει τή νομική βιβλιαγορά στήν ’Αθήνα καί τήν Κομοτηνή, τό 'Ιν στιτούτο Διεθνούς Δικαίου τού Πανεπι στημίου τού Δ. Βερολίνου έπιδίωξε σχέ σεις γιά τήν άγορά έλληνικών βιβλίων άπό παλιά. Νά ποιά ήταν σύντομα ή τύχη μιάς μεγάλης παραγγελίας έλληνικών νο μικών βιβλίων (200 περίπου στόν άριθμό) πού δόθηκε τό 1978: Ή παραγγελία έκτελέσθηκε πάρα πολλούς μήνες άργότερα. 'Εκτός άπό τά βιβλία πού παραγγέλθηκαν άλλά δέν στάλθηκαν (χα ρακτηριστικό: κυρίως άνεξάρτητες Εκδόσεις ή έκδόσεις τρίτων) συνέβησαν καί τά έξής άπίθανα: Στό έπίσημο τιμολόγιο πού συνόδευε τήν άποστολή τών βι βλίων χρεώθηκαν βιβλία πού δέν στάλ θηκαν. Στάλθηκαν βιβλία πού δέν χρεώ θηκαν (έλάχιστο μέρος τής άξίας τών προηγουμένων). Στάλθηκαν καί χρεώ θηκαν βιβλία πού δέν παραγγέλθηκαν. 'Ενώ τό 'Ινστιτούτο διαβίβασε παρ’ δλα αύτά τό πλήρες ποσό πού ζητούσε στό τιμολόγιό του ό Εκδότης, ζήτησε δμως νά άποσταλοΰν καί τά βιβλία πού ΰπολείπονταν ώστε νά καλυφθεί ό λογαρια σμός, καί παρά τις έπανειλημμένες όχλήάεις πού έγιναν άπό τότε, ό έκδότης δέν έδωσε πλέον σημεία ζωής σχετικά μέ τό ζήτημα αΰτό. Μετά άπ' αύτά, τό 'Ινστιτούτο Διεθνούς Δικαίου τού Δ. Βερολίνου έπι δίωξε νά συνάψει σχέσεις μέ έναν άλλο νομικό έκδοτικό καί έμπορικό οίκο τής 'Αθήνας, πού μέχρι πρόσφατα τουλάχι στον έμφανίζοταν ταυτόχρονα σάν ή κύ ρια άθηναϊκή έκπροσώπηση τού έκδοτικοΰ μονοπώλιου πού φαίνεται νά έλέγχει τή νομική βιβλιαγορά στή Θεσσαλονίκη. Ό περί οί ό λόγος οϊκος δμως δχι μόνο δέν άπάντησε ποτέ στή σχετική έπιστολή πού τού άπηύθυνε (στά έλληνικά) τό Πανεπιστήμιο τού Δ. Βερολίνου στίς 8.8.1980, προφανώς διότι θεώρησε άσύμφορο νά ύποβληθεϊ στήν ταλαιπω ρία (ταχυδρομείο, τράπεζες) τής άποστολής βιβλίων στό έξωτερικό, άλλά καί Εξεδίωξε κακήν κακώς έναν άνεξάρτητο βι βλιοπώλη τής περιοχής Αθηνών πού προσφέρθηκε νά μεσολαβήσει γιά νά Εξυπηρετήσει τή βιβλιοθήκη τού Βερολί νου, άγοράζοντας φυσικά άπ'τόν έκδότη τά βιβλία στή χονδρική τους τιμή, μέ τό έξοργιστικό Επιχείρημα δτι τό κύκλωμα τής διάθεσης τού νομικού βιβλίου είναι κλειστό καί δέν Επιτρέπεται ή παρεμβο λή τρίτου, μή νομικού βιβλιοπωλείου!
'Αλλά καί μιά άκόμη προσπάθεια πού άναλήφθηκε τελικά άπό τό Πανεπιστή μιο τού Βερολίνου γιά τήν προμήθεια έλληνικών νομικών βιβλίων μέσω ένός νέου, μικρότερου, (διώνυμου αύτοΰ, νο μικού οίκου στήν 'Αθήνα, πού Επιδιώκει τόν τελευταίο καιρό νά διασπάσει τή μο νοπωλιακή θέση τών άλλων συγκροτη μάτων στόν χώρο τής έκδοσης καί Εμπο ρίας τού Ελληνικού νομικού βιβλίου, στάθηκε τό ίδιο άτυχη. 'Εκτός άπό τή σημαντικότατη οικονομική Επιβάρυνση πού ΰφίσταντο τά βιβλία, μέ τό αίτιολογικό δτι ό Εκδοτικο-έμπορικός οίκος πού άποτελεΐ καί τήν έκπροσώπηση τού μο νοπωλίου τής Θεσσαλονίκης άρνοΰνταν νά παραχωρήσει τά βιβλία του στή χον δρική τους τιμή, οι παραγγελίες Εκτελοΰνταν χωρίς καμία Επιμέλεια, καί τέλος άρχισαν νά καταφθάνουν βιβλία πού κα νονικά άπορρίπτονται κατά τήν Εκτύπω ση στό καλάθι τώνάχρήστων, βιβλία κα κοτυπωμένα, μέ πολλές λευκές σελίδες ή μέ σελίδες δεμένες λάθος ή πού άνήκαν σέ άλλα έργα, βιβλία μελανωμένα κλπ., έτσι ώστε τό Πανεπιστήμιο τού Βε ρολίνου άναγκάστηκε τελικά νά Επιστρέ φει ταχυδρομικά στήν "Ελλάδα έναν άριθμό άπ' αύτά. Ή τελευταία παραγγελία τού Ινστι τούτου Διεθνούς Δικαίου τού Βερολίνου άπό 28.10.1981 δόθηκε κατ' άνάγκην καί πάλι στό πρώτο άναφερόμενο μονο πώλιο — καί έτσι κλείνει δ κύκλος τής μι κρής αύτής Ιστορίας— μέ τήν παράκλη ση νά ΰπάρξει μιά σύντομη άπάντηση, άν ή Επιχείρηση είναι διατεθειμένη νά άνα-
λάβει τήν Εκτέλεσή της. Σήμερα, έπειτα άπό μιά μάταιη άναμονή 11 περίπου μη νών, ό διευθυντής τής βιβλιοθήκης τού Πανεπιστημίου στό Δ. Βερολίνο σκέφτε ται πλέον δημόσια δτι δέν πρέπει νά ξα νακάνει πιά παραγγελία νομικών βιβλίων στήν 'Ελλάδα. Αύτά καί άλλα, δπως π.χ. δτι στάλθη καν βιβλία μέ τήν ένδειξη «δωρεάν γιά τούς φοιτητές», είναι μερικά μόνο στοι χεία τής Ιστορίας αύτής, γιά τά όποΙα βέ βαια ύπάρχει καί τό κατάλληλο άποδεικτικό ύλικό. 'Αναρωτιέμαι άν ύπάρχει τρόπος νά άλλάξει κάτι σ' αύτή τήν κατάσταση. Τό Ελληνικό νομικό βιβλίο βΜπτεται άφάνταστα στό Εξωτερικό (ποβ έχει άλλη άντίληψη γιά τόν τρόπο διάθεσης τού βι βλίου, καί κάνει συγκρίσεις) μέ τήν τα κτική τής «οίκογένειας» τών Εκδοτικοέμπορικών μονοπωλίων πού διαχειρί ζονται τήν τύχη του. Νομίζω δτι είναι καιρός νά δοθεί πιά ό λόγος καί σ’ αύτούς πού τά ύλικά καί πνευματικά τους συμφέροντα πλήττονται πιό άμεσα, τούς δημιουργούς τών έργων, άλλά καί τήν έλληνική Ενδιαφερόμενη κοινή γνώμη, πού πολλΕς Ενδείξεις πείθουν δτι θά είχε πολλά νά συμπληρώσει σχετικά μέ τήν τύχη τού Ελληνικού νομικού βιβλίου καί στό Εσωτερικό τής χώρας. Κώστας Δημακόπουλος Επιστημονικός συνεργάτης στή Νομική Σχολή τού 'Ελεύθερου Πανεπιστημίου τού Δ. Βερολίνου
10/χρονικά
οι σ η μειώ σ εις...
im m ttm m u T O T O Προ-ϋποπολιτισμός «Δύσκοληχρονιά γιά τόν πολιτισμό τό 1983.» ’Έτσι άρχιζε ένα ρεπορτάζ τής «Αύγής» στις 3 0 Νοέμβρη. 77 είχε συμβεΐ; Είχαν φανεί —έπιτέλους— ο) βάρβαροι; "Όχι. Είχε, μόνο, κατατεθεί στη Βουλή ό προϋπολογισμός τοΰ κράτους. Καί... «τό κονδύλι τοΰ κρατικού προϋπολογισμού πού άφορα τό υπουργείο Πολιτισμού είναι αισθητά μειωμένο». Θά μπο ρούσε κανείς νά τό πάρει γιά ειρωνεία, άλλά ό τίτλος σοβαρολογούσε μέ συγκρατημένη αγανάκτηση: «... Μ έ 0,47% τοΰ προϋπολογι σμού είναι περιττό νά μιλάμε γιά "πολιτιστική ανάπτυξη"». "Οτι πολιτισμός καί λεφτά έχουν κάποια στενή σχέση τουλάχιστον είναι γενικά παρα δεκτό. Γιατί ναί μέν τό χρήμα είναι ή ρίζα ό λων των κακών, άλλά ό πολιτισμός έχει άνάγκη άπό ρίζες... Κομμάτι σκανδαλίζει αύτή ή σχεδόν αύτόματη ταύτιση πολιτισμού καί φε ρώνυμου ύπουργείου. Επιστρέφουμε μήπως στην πρώτη έννοια τής λέξης «πολιτισμός», πού σήμαινε, κατά τό Διογένη Λαέρτιο, κυ βέρνηση —διακυβέρνηση— τής πολιτείας; Ζοΰμε σ ’ έποχή προϊούσας κρατικοποίη σης, είτε μέ τήν όλοκληρωτική στρατοπεδική άλλοτρίωση τής κοινωνίας (σοβιετικό σύστη μα), είτε μέ δημοκρατικές έπιφάσεις καί ύπολείμματα (δυτική δημοκρατία). Ή τάση νά ύπουργοποιοΰνται τά πάντα είναι όντίστοιχη μ έ τό μαρασμό τής κοινωνίας των πολιτών, τήν κρίση τάίν φυσιολογικών λειτουργιών της καί τήν άδρανοποίησή της. Στίς άρχές τού αιώνα θά ήταν αδιανόητη ή ίδρυση ύπουργείου ’Ελεύθερου χρόνου. Οικογένειας, Περι βάλλοντος, Θάλασσας, Νεότητας άλλά καί Ηλικιωμένων, Μεταναστών άλλά καί Έπαναπατριζόμενων (είναι μερικά άπό τά νεότερα
ύπουργεία τής Γαλλίας). Ή κρατικοποίηση έπεκτείνεται σέ τομείς τής ήθικής, τής φύσης, τής ψυχικής ζωής, άκόμα καί σέ ιδέες, σέ άφηρημένες έννοιες (ύπουργεΐο 'Εθνικής άλληλεγγύης). Πώς θά ξέφευγε άπό τόν κρατισμό ή πνευ ματική καί καλλιτεχνική ζωή; Γιατί —άς άφήσουμε τά καλαμπούρια— γι’ αύτήν πρόκειται καί όχι γιά τόν «πολιτισμό» ή τήν «κουλτού ρα», όπως λένε άλλού άκριβολογώντας δή θεν. Πρόκειται γιά τό κρατικό όργανο παρεμ βατισμού, έλέγχου, χειραγώγησης, καπελώματος καί, τελικά, εύνουχισμοΰ τής δημιουρ γίας. Τή γνώμη μου γιά τό πώς καί τό γιατί τήν έχω άναπτύξει άλλού, Ιδιαίτερα σέ δυό άφιερώματα τοΰ «Χρονικού ’80» καί τού «Χρονι κού ’81» μέ θέματα «Τέχνη καί συνδικαλι σμός», «Τέχνη καί βιοπορισμός». 'Ένα κρατικό όργανο δέν μπορεί παρά νά έκφράζει καί νά άναπαράγει τήν κυρίαρχη Ιδεολογία, νά ανα γνωρίζει καί νά προάγει τήν τέχνη-θεσμό, νά συνεργάζεται άποκλειστικά μέ τίς έλίτ στήν πιό κατεστημένη καί κορπορατίστικη έκδοχή τους. Συχνά σ ’ αύτή τή συνεργασία, πού έκθειάζεται σάν πολιτιστική άναγέννηση πε ρίπου, περιεχόμενο καί πρόσχημα είναι νά δο θ ε ί —πρός κατανάλωση— «καλύτερη τέχνη στό λαό». Πάνω σ ’ αύτό (τό μεταφέρω γιά συντομία) έγραφα στή δεύτερη παρέμβασή μου, πέρυσι, στό «Χρονικό»; «Στό σημείο αυτό βρίσκεται ή σύγχυση, ή ιδιοτέλεια καί ό κίνδυνος. "Ολα αύτά προϋπο θέτουν ότι κάποιος άποφαίνεται κυριαρχικά: "αυτό είναι καλό, προοδευτικό, αύτό όχι”. Κι αυτός πού έλέγχει έτσι τήν καλλιτεχνική κουλτούρα δέν μπορεί νά είναι άλλος άπό τό κράτος —τή γραφειοκρατία καί τήν πολιτική—
χρ ονικά! 11
...του δημητρη ραυτοπουλου
μέ πράκτορα τίς έλίτ, πού όντιπροσωπεύονται αυθαίρετα ή δχι άπό έπαγγελματικά-συνδικαλιστικά όργανα. Ό μεγάλος όνήλικος, ό ανεύθυνος, ό κηδεμονευόμενος είναι βέβαια ό λαός, κηδεμόνας ή πολιτεία καί ραβδούχος της οί όργανωμένες έλίτ. Στην άκρα συνέπειά της, αυτή ή πολιτιστική αντίληψη όόηγεΐ —άς μου έπιτραπεϊ ό όρος— σ' ένα “σοσιαλδημο κρατικό ρεαλισμό *' πού θά φτιάξει καί τό δόγ μα του, τό ιερατείο του καί τήν Ιεραρχία του». Συμπτώματα μιας τέτοιας πορείας σήμερα ύπάρχουν. Είναι ό άφόρητος λαϊκισμός τής σημερινής πολιτιστικής πολιτικής, οί «μεσο γειακές» άσυναρτησίες, ό νεοεθνικισμός, ό συρτακισμός, ό έμετικός ποιητικίστικος βερμ παλισμός καί ή «άριστερή» δημαγωγία στό τραγούδι πού προωθούνται άπό τά κρατικά μέσα ένημέρωσης, τό κομματικό καπέλωμα των «μαζικών φορέων» καί τό φούντωμα τού κορπορατισμού (βλ. καί συζήτηση γύρω άπό τό Καλλιτεχνικό Επιμελητήριο), οί εύρωπαθλιότητες... Ή άπόλυτη κρατικοποίηση τής κουλτούρας δέν μπορεί βέβαια νά έπιτευχθεϊ παρά μόνο σέ μιά άπόλυτα φιμωμένη, έξουδετερωμένη, ευνουχισμένη κοινωνία όπως ό «ύπαρκτός σοσιαλισμός». Τά άποτελέσματά της είναι κα ταστροφικά χωρίς τήν παραμικρή ύπερβολή. Μισός αιώνας κρατικοποίησης τοϋ λόγου καί τής τέχνης στό σοβιετικό σύστημα πέτυχε αύτή τήν πνευματική καί καλλιτεχνική έρημο (στή λογοτεχνία, στή φιλοσοφία καί τή θεω ρητική σκέψη γενικά, στίς καλές τέχνες), πού σήμερα δέν έχει νά έξαγάγει άλλο άπό τά πιό μπαγιάτικα φρούτα τού άστικού πολιτισμού, τίς μουσειακές έπιβιώσεις τοΰ κλασικού μπα λέτου, τοϋ φολκλόρ, τοΰ τσίρκου καί βιρτουό ζους μουσικών όργάνων. Θέλω νά κάνω έδώ μιά παρένθεση, καθό λου άσχετη μέ τό θέμα, γιά νά σημειώσω ότι είδα σά μιά πνευματική βαναυσότητα τό άφιέ-
ρωμα αυτού τού περιοδικού («Διαβάζω» άρ. 57) στή σοβιετική λογοτεχνία. Τά άρθρα τά γραμμένα άπό σοβιετικούς «κριτικούς» καί άπό ντόπιους ιεραπόστολους τής πνευματικής έρήμου κυριαρχούν καί, μαζί μέ τήν άνυπόγραφη ύλη (πού χρεώνεται βέβαια στό περιο δικό), άποτελούν μιά πελώρια ψευδολογία, κενολογία, χοντροκοπιά: άποσιώπηση τής ση μερινής θλιβερής πραγματικότητας καί τής χθεσινής τραγωδίας τής έπαναστατικής λογο τεχνίας πού έξοντώθηκε μ έ φυσική καί ήθική έκτέλεση. “Α ς ξαναγυρίσουμε όμως στήν άφετηρία αυτών των... κακών προαισθημάτων. Ή βασί λισσα τής Γαλλίας “Α ννα ή Αυστριακή, μαμά τού Βασιλιά Ήλιου, έπιδοτοϋσε μέ λίαν γεν ναία δοσίματα τούς αυλοκόλακες συγγραφείς, στιχοπλόκους, λιβελογράφους κατά τών έχθρών της κλπ. Οί προστατευόμενοί της όνομάζονταν «άρρωστοι τής βασίλισσας». Τρακόσια τόσα χρόνια μετά, στή συζήτηση γύρω άπό τά πολιτιστικά μέ τήν ευκαιρία τοΰ πρώτου προϋπολογισμού τής σοσιαλιστικής κυβέρνησης τής Γαλλίας, ένας διανοούμενος διεκδίκησε γιά τήν ίντελιγκέντσια τό δικαίωμα στόν τίτλο «άρρωστος τής Δημοκρατίας». Μ έ τίς σύγχρονες άνάγκες, τά μεγέθη, τίς άποστάσεις, τή νέα έκταση τής έπικοινωνίας, ή κρατική χρηματοδότηση έκδηλώσεων καί δραστηριοτήτων πολιτιστικών, όρισμένων τουλάχιστον, είναι άναπόφευκτη. Ή τάση ό μως πρός τήν κρατικοποίηση τής «κουλτού ρας» μ έ πρώτο στάδιο τόν παρεμβατισμό ή τό προτεκτοράτο, είναι έπικίνδυνη, άποκρουστική καί άποκρουστέα. Ή άστική δημοκρατία διατήρησε ένα εύαγές ίδρυμα γιά τήν ίντελιγκέντσια, τήν Ακαδημία. “Α ς μή ζητάμε τώρα καί λαϊκά πτωχοκομεϊα ή άσυλα άνιάτων τής σοσιαλιστικής κουλτούρας... j , ,
12!χρ ονικά
Σέ αδιέξοδο καί πάλι τό βιβλίο Ή 11 η Πανελλήνια "Εκθεση Βιβλίου, καθώ ς καί τό 3 ο Συνέδριο γιά τό Βιβλίο, είναι πιά παρελθόν. Τά δυό άλληλένδετα αυτά γεγονότα, ακριβώς έπειδή τώρα πιά ανήκουν α τό παρελθόν, μπορούμε νά έκτιμήσ ουμε τήν ώ φελιμότητά τους, τόσο πρός τήν κ α τεύθυν ση τής διάδοσης τού βιβλίου σ τους ευρ ύτερο υς κοινωνικούς χώρους, όσο καί πρός τήν κ ατεύθυνσ η τής λύσης τω ν προβλημάτων πού περιβάλλουν τήν παραγωγή τού πολιτι στικού α υτού προϊόντος πού λέγ ετα ι βιβλίο. Καί άς άρχίσουμε άπό τήν έκθεση του βιβλίου. ’ Ηταν μιά έκθεση πού διαφημίστηκε πολύ άπό τούς όργανωτές της. Περιμέναμε πραγματικά νά μάς δώσει ένα πανό ραμα τής έκδοτικής κίνησης στή χώρα μας, καί μάς άπογοήτευσε. Γιατί δεν βρήκαμε τά βιβλία πού διαβάζουμε. Μερικοί άπό τούς έκδοτικούς οίκους πού παρουσίαζαν τό έμπόρευμά τους στίς προθήκες τών περιπτέρων μάς ήταν άγνωστοι καί τά βιβλία τους συζητήσιμα τόσο άπό πλευράς περιεχομένου δσο καί έμφάνισης. Άπό τήν έκθεση έλειπαν πολλοί έκδοτικοί οίκοι πού τά βιβλία τους άγοράζονται άπό τό κοινό. Καί, βέβαια, αύτό ήταν συνέπεια τής διαμάχης πού ύπάρχει άνάμεσα ατούς δια φόρους συλλόγους πού έκπροσωποϋν τούς έκδοτες τού βιβλίου, πράγμα πού τελικά έμπόδισε τό κοινό νά έχει μιά ούσιαστική εικόνα τής σύγχρονης έκδοτικής παρα γωγής. Τό γεγονός τής άπλής παρουσίασης τίτλων, πού χα ρακτήριζε τήν έκθεση τού βιβλίου στό Ζάππειο, ήταν στοιχείο άπωθητικό γιά τό κοινό, άφοΰ ή έπαφή του μέ τό βιβλίο περιοριζόταν μόνο στό ξεφύλλισμα τών βι βλίων, στήν προμήθεια κάποιων καταλόγων- πού ύπάρχει ή ύποψία πώς κατέληξαν στό καλάθι τών άχρήστων. Γιατί τό βιβλίο δέν είναι εικαστικό προϊόν, πού μπορού με νά τό χαζεύουμε χωρίς νά έχουμε καί πολλές δυνατό τητες νά τό όποκτήσουμε. Τό βιβλίο είναι προϊόν κατα ναλώσιμο, πού δέν μάς άρκεϊ νά τό δούμε, άλλά συνή θως τό άγοράζουμε άμέσως καί έπιστρέφοντας στό σπί τι άρχίζουμε νά τό διαβάζουμε. Αύτό, κάπου πρέπει νά τό ύποψιάζονται οί έκδοτες, άφοΰ, παρά τίς διακηρύξεις τους πώς στίς έκθέσεις δέν πρέπει νά γίνονται πωλήσεις, πού είχαν σάν άποτέλεσμα νά διασπαστεϊ δ κλά δος, φέτος έβαλαν νερό στό κρασί τους καί έπέτρεψαν τίς πωλήσεις, γιά τίς δυό τελευταίες μέρες τής έκθεσης. Τό άποτέλεσμα ήταν, ό κόσμος τού σαββατόβραδου καί τής Κυριακής νά φεύγει μ' ένα ή δύο βιβλία στή σακού
λα του, πράγμα πού έπιβεβαιώνει τό γεγονός πού άναφέραμε παραπάνω. “Οσο γιά τή θεματική έκθεση πού λειτουργούσε στήν τελευταία αίθουσα τού χώρου πού είχε διατεθεί, παρέμεινε μιά καλή όρχή, χωρίς όμως ούσιαστικό άποτέλε σμα. Αύτό άλλωστε παραδέχτηκε καί έκπρόσωπος τής Πανελλήνιας ‘Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπω λών, πού σέ ίδιωτική συζήτηση άνάφερε πώς «πολλά πρέπει νά γίνουν σ ’ αύτό τόν τομέα». Πάντως, οί έκδότες φανταζόμαστε νά έπισκέφτηκαν τήν έκθεση παιδικού βιβλίου πού είχε όργανώσει τό ύπουργεΐο Πολιτισμού καί Επιστημών. Γιατί ή έκθεση αύτή όποδείκνυε πώς μπορεί μιά έκθεση νά έχει ένδιαφέρον γιά τό κοινό, χωρίς νά έχει πωλήσεις. Ή έκθεση αύτή, λοιπόν, ήταν χωρισμένη κατά τομείς, θέματα καί ήλικίες τών παιδιών, έτσι πού ό ένδιαφερόμενος μπο ρούσε νά έπιλέξει άμέσως δ,τι ήθελε, νά καταγράψει τί τλους καί νά άπευθυνθεΐ στή συνέχεια στό βιβλιοπω λείο. Αύτή τήν έκθεση, έλπίζουμε νά τήν είδαν οί ένδιαφερόμενοι καί νά πήραν κάποιες ιδέες γιά τό πώς μπο ρούν νά προκαλέσουν τό ένδιαφέρον τού κοινού καί νά προωθήσουν τίς πωλήσεις τους. Τό 3ο Συνέδριο Βιβλίου θά μπορούσε κανείς νά πει πώς ήταν στήν ούσία τό πρώτο πού έγινε γι’ αύτό τό θέ μα. Γιατί γιά πρώτη φορά έξετάστηκαν τόσα πολλά θέ ματα, πού άφοροΰσαν τήν προώθηση, τή διακίνηση καί άνάπτυξη βιβλίου. Πώς δμως παρουσιάστηκαν αύτά τά θέματα καί ποιός τά άκουσε, έχει σημασία; Γιατί, παρακολουθώντας άλες σχεδόν τίς μέρες τού συνεδρίου, διαπιστώσαμε τήν έλ λειψη κοινού. Παρότι τό συνέδριο πήρε μεγάλη δημο σιότητα άπό τόν τύπο, τό κοινό πού τό παρακολούθησε περιορίστηκε κυρίως στόν αύστηρά μικρό κύκλο τών έκδοτών, μέ έλάχιστες έξαιρέσεις πού θά μπορούσαν νά μετρηθούν στά δάκτυλα τών χεριών. Βέβαια, έδώ θά
χ ρ ο ν ικ ά /13 πρέπει νά παρατηρήσουμε πώς ένώ τό συνέδριο έγινε μέ τή συμπαράσταση καί τήν οίκονομική βοήθεια τοϋ ΰπουργείου Πολιτισμού καί ’Επιστημών, κανένας άρμόδιος δέν παραβρέθηκε στό συνέδριο, γιά νά καταγρά ψει, έστω, καί νά μεταφέρει έναν προβληματισμό, πού σίγουρα θά βοηθούσε στήν έξεύρεση λύσεων γιά τό βι βλίο. "Ετσι, μέ τήν παντελή έλλειψη τής πολιτείας καί μέ έλάχιστο άκροατήριο, πραγματοποιήθηκε τό 3ο Συνέ δριο Βιβλίου. Στό συνέδριο έγιναν συνολικά 37 εισηγή σεις, άπό τίς όποιες οΙ περισσότερες άναφέρονταν σέ ειδικά τεχνικά θέματα, πού δέν άφοροΰσαν τό σώμα ένός συνεδρίου άλλά τόν περιορισμένο κύκλο τού κλά δου τών έκδοτών. Έδώ θά μπορούσαμε νά παρατηρήσουμε πώς τελικά αύτές οί είσηγήσεις άποπροσανατόλιζαν άπό τό κύριο θέμα τού συνεδρίου, πού ήταν καί τό καίριο πρόβλημα: τό βιβλίο πού άπευθύνεται στό πλατύ κοινό. Πολλά άκούστηκαν άκόμα γιά τά ειδικά βιβλία, πού σίγουρα έ χουν τό ένδιαφέρον τους, άλλά άφοροΰν μιά έλάχιστη όμάδα έκδοτών πού άσχολοΰνται μέ τήν παραγωγή καί τήν προώθησή τους. "Οπως έπίσης οί άναφορές καί οί λεπτομερείς είσηγήσεις γιά τό σπάνιο βιβλίο, άφοροΰ σαν κάποιους συλλέκτες πού διαθέτουν σπάνιες έκδόσεις καί κάποιους έλάχιστους, μετρημένους στά δάκτυ λα, έκδοτες, πού άσχολοΰνται μέ τήν άναπαραγωγή του. Μιά ένδιαφέρουσα όμιλία ήταν έκείνη τού καθηγητή κ. Βασίλη Φίλια, πού, ξεπερνώντας τά είδικά θέματα, άσχολήθηκε μ’ αΰτό καθ' έαυτό τό θέμα τού βιβλίου σφαιρικά καί μίλησε γιά τά προβλήματα πού άντιμετωπίζει. Ένδιαφέρουσα ήταν έπίσης καί ή είσήγηση τού συγγραφέα καί δημοσιογράφου κ. Γιώργου Ματζουράνη, πού άνέπτυξε τό θέμα «Βιβλίο καί κοινό» καί πού άναφερόταν στίς σχέσεις αυτών τών δύο άλληλένδετων παραγόντων, άγγίζοντας τήν ούσία τού πράγματος. Στό σύνολό τους, πάντως, οί θεωρητικές είσηγήσεις δέν ξεπερνούσαν τίς πέντε. Πράγμα όμως πού δέν έσωνε τήν κατάσταση, άφοΰ στό συνέδριο πλειοψήφησε τό περιτ τό καί κάπου χάθηκε ή ούσία. "Ομως αύτός δ άποπροσανατολισμός τού συνεδρίου πιστεύουμε πώς έχει βαθύτερα αίτια. ’Απ’ τή μιά, ή πα ραγωγή τού βιβλίου γίνεται άπό άνθρώπους πού δέν παίρνουν ϋπόψη τους πώς έξελίσσεται τό κοινό καί ποιές είναι οί άναγνωστικές έπιλογές του. Στήν πλειοψηφία τους οί έκδοτες χαρακτηρίζονται άπό έλλειψη προ γραμματισμού, πού θά βοηθήσει στήν άνάπτυξη καί τήν έπιμόρφωση τού κοινού. Άπό τήν άλλη, τό κοινό άνατττύσσεται χωρίς καμιά είδική πληροφόρηση, τίποτε δέν τοϋ προσφέρεται μέ κά ποια μέθοδο, μ’ έναν προγραμματισμό. Τό κοινό δέν μα θαίνει στό σχολείο γιά τό βιβλίο, δέν έλκεται άπό τό βι βλιοπωλείο, δέν πληροφορείται άπό τά ήλεκτρονικά μέ σα ένημέρωσης σωστά γιά τήν έκδοτική παραγωγή. Καί έδώ μπαίνει ή εύθύνη τής πολιτείας, πού δέν κάνει κα μιά προσπάθεια γιά τή διαμόρφωση ένός άναγνωστικοΰ κοινού, δέν έχει φροντίσει γιά τήν καθοδήγηση προς τό καλό βιβλίο- πράγμα πού καθαρά άποδεικνύει τήν έλλει ψη πολιτιστικής πολιτικής, πού διαπιστώνεται σέ δλες τίς μέχρι σήμερα κυβερνήσεις. Εκδότες, λοιπόν, μέ περιορισμένες δυνατότητες, οι κονομικές, τεχνικές καί είδικευμένες έπαγγελματικές, καί ένα κράτος πού άδιαφορεΐ, τόσο πρός τήν πλευρά τής παραγωγής δσο καί τής κατανάλωσης, είναι οί πρώ τοι φορείς πού εύθύνονται γιά τή σημερινή κατάσταση πού βρίσκεται τό βιβλίο.
Οί έκδοτες μας, λοιπόν, πρίν άποφασίσουν νά περά σουν σέ ήχηρές άναγγελίες γιά τό 4ο Συνέδριο Βιβλίου, άς προσπαθήσουν νά λύσουν τά προβλήματα πού προαναφέρθηκαν. Αλλιώς θά φτάσουν, μετά άπό δυό ή τρία χρόνια, νά τούς άπασχολοΰν τά ίδια προβλήματα, πολύ πιό άξυμένα μάλιστα, άφοΰ δέν τηρούνται οί βασικοί κα νόνες τής άγοράς, άλλά ταυτόχρονα δ σεβασμός καί ή σωστή πληροφόρηση τού κοινού. ΠΕΓΚΥ ΚΟΥΝΕΝΑΚΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΙΓΜ Α Μαυρομιχάλη 20 - τηλ. 36.38.941
Π ροσφ ορά στην π α γ κ ό σ μ ια π α ιδ ικ ή φ ιλ ο λ ο γ ία και τέχνη
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΑΔΕΛΦΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ Κυκλοφ ορεί σε 32 χώ ρ ες Σειρά Α' βιβλία 6 Δρχ. 300 το ένα »» Β' » 6 » 160 »» >»
Και μια ωραία αξιοποίηση της λαϊκής μας παράδοσης με τα 6 πρώτα
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ Πωλούνται έ να -έν α Δρχ. 50 Δεμένα όλα μαζί » 340 ^ΠΩ ΛΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠ ΩΛΕΙΑ
14!χρονικά
Ν ά μιλήσεις μ έ ανθρώπους νέους ή καί μ εγαλύτερους γιά τό πώς νιώθουν τή σχέση τους μ ’ έναν πατέρα ή μιά μ η τέρ α διάσημους... είναι λίγο παρακινδυνευμένο. Π ρώ τα πρώτα, γιατί έχεις νά κάνεις μ έ ένα ύπερευαισθητοποιημένο εγώ, που εύκολα θίγεται. Π ρέπει νά πείσεις τό συνομιλητή σου. Σ’ αυτήν «περιλαμβάνονται βιβλία πού έκδόθηκαν μετά τό 1975, δπως καί άνατυπώσεις πού έγιναν μετά τό 1975», δπως γράφει τό ενημερωτικό φυλλάδιο. Αυτό τό «άνατυπώσεις» στάθηκε ή παγίδα τής έκθεσης καί άκύρωσε τήν πρόθεση νά «... τούς δώσουμε λοιπόν δ,τι κα-
Κυκλοφορεϊ ΤίμοΟυ Χίλτον
ΠΙΚΑΣΟ
• Μέ 207 εικόνες από τίς όποιες οί 30 έγχρωμες • Μετάφραση: Άνδρέας Ρικάκης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΟΔΟΜΗ 3ης Σεπτεμβρίου 22, τηλ. 52.34.790
λύτερο μπορούμε...», δπως διαβάζουμε στό Τδιο φυλλάΌ χρονικός περιορισμός τού 1975 έγινε, δπως έλέχθη άπό τόν άρμόδιο τού ΰπουργείου κ. Ζορογιαννίδη, γιά νά άποκλειστοΰν δσα βιβλία είχαν έκδοθεΐ στή χουντική περίοδο. 'Αλλά ή χούντα δέν είχε κάν διανοηθεΤ νά έφαρμόσει τόσο ραφινάτες μεθόδους προπαγάν δας στά παιδιά δπως ή έπί τούτου συγγραφή παιδικών λογοτεχνικών βιβλίων. "Οσα είχαν γραφτεί άπό ένθουσιώδεις ύμνητές, χρησίμεψαν μάλλον γιά σχολική κατα νάλωση, καί τά έφαγε ή μαύρη μαρμάγκα άμέσως μετά τή μεταπολίτευση. 'Ωστόσο έκεΐνο τό... άνατυπώσεις άφήνει άνοιχτές καί άφρούρητες πόρτες στόν κάθε εισβολέα. "Ετσι, αύτό πού προέκυψε τελικά είναι νά συμπεριληφθοΰν φωτοτυπικές έπανεκδόσεις — ή άκόμη καί άχρονολόγητα βιβλία— πού διατηρούν τήν όρθογραφία τής καθαρεύουσας. Σέ σχετικές παρατηρήσεις ό κ. Ζορογιαννίδης άπάντησε: «Μά, οί γονείς τό ξέρουν καί μπο ρούν νά τό ποΰν στά παιδιά». "Ομως ένας κρατικός φο ρέας έχει τήν εΰχέρεια νά είναι μαζί άντικειμενικός καί εύέλικτος στίς έπιλογές του καί τήν ύποχρέωση νά έπισημαίνει τά κακώς κείμενα καί νά ένημερώνει τό κοινό. Καί στά θέματα κουλτούρας κατ' έξοχήν άρμόδια καί ύπόχρεα είναι τό ΰπουργεΐο Πολιτισμού καί Επιστημών καί τό Παιδείας. Βέβαια, άν ή έκθεση περιλάμβανε μόνο τά βιβλία πού έκδόθηκαν μετά τό 1975, θά έλειπαν σημαντικά βιβλία δπως π.χ. τής Π. Δέλτα ή «Τό καπλάνι τής βιτρίνας» τής Α. Ζέη. "Ετσι τό μόνο κριτήριο γιά τήν έπιλογή έπρεπε νά είναι τό καλύτερο, τό άρτιότερο καί τό πληρέστερο άπό κάθε δυνατή άποψη. Ή ιδέα τού ΰπουργείου ήταν πολύ καλή. Επικροτή θηκε καί ένθαρρύνθηκε, δπως είπε ό κ. Ζορογιαννίδης, άπό τήν πρώτη έπιτροπή, τίς κυρίες Ζαραμπούκα, Ζέη καί Σαρή, καί ύλοποιήθηκε άπό τή δεύτερη έπιτροπή, τήν κ. Β. Άγγελοπούλου καί τόν κ. Κυρ. Ντελόπουλο, πού άνέλαβαν τήν τοποθέτηση τών βιβλίων. Καί αύτή ή ταν πολύ καλή. Κατά θέμα καί κατά ήλικία έκάλυπτε σχεδόν δλο τό φάσμα τών έκδόσεων. Μερικές παρεκ τροπές άπό τή θεματική κατάταξη είναι σχεδόν σύμφυ
χρ ονικά ! 15 τες μέ τό είδος τοΰ βιβλίου, Αλλες δμως Αδικαιολόγητες. Π.χ. άνά δύο Αντίτυπα τού ϊδιου βιβλίου τής έξάτομης «'Ανθολογίας παραμυθιού» (σύνολο 12), οί 84 τίτλοι τοΰ Ιουλίου Βέρν σέ σύνολο 1.000 βιβλίων περίπου, οί έλλείψεις στήν κλασική λογοτεχνία, ή παράλειψη βι βλίων πού δέν κυκλοφορούν στίς παιδικές σειρές Αλλά είναι πολύ ώραΐα γιά παιδιά. Καί Ακόμα τό «θάψιμο» δύο βιβλίων σέ Ασχετες με ριές. Τό «'Οδηγός γιά τήν Ακρόπολη» τής Β. Άγγελοπούλου καί «Τό βιβλίο τών βιβλίων» τοΰ Κυρ. Ντελόπουλου. Τό πρώτο θά έπρεπε νά βρίσκεται καί ατό τμή μα τών όδηγών, τό δεύτερο θά έπρεπε νά βρίσκεται πά νω σέ ένα Αναλόγιο, ξεχωριστά Από δλα τά Αλλα βιβλία, προσιτό στά παιδιά καί έμφανές στούς γονείς. "Ετσι πού ήταν έκτεθειμένα, μαζί μέ ένα δειγματολόγιο άπό διά φορα βιβλία, Αποδυναμωνότανε ή Αναμφισβήτητη καί μοναδική Αξία τους. Τό δεύτερο μάλιστα, σέ άλλη έπίσκεψη, τό βρήκα Ανάμεσα στά βιβλία λογοτεχνίας! Πολύ ωραία ήταν καί ή διττή λειτουργία τής έκθεσης: πληροφόρηση καί συμμετοχή, βιβλία, ύλικά γιά τήν ιστορία τής γραφής καί τοΰ βιβλίου καί ζωγραφική Από τά ίδια τά παιδιά. 'Αρτιότατα όργανωμένο τό τμήμα τής Ιστορίας τοΰ βιβλίου, δπου καί τά ύλικά τής τυπογραφίας, ή χρήση καί ή λειτουργικότητά του Αλλά καί ή διήγηση Από βιντεο κασέτα ήταν τέλεια. Υπεύθυνος γι' αύτά ό κ. Δ. Βαλάσης καί μπράβο του. 'Ελλιπής ήταν ή παροχή πληροφοριών. 01 τρεις κοπε
λιές πού κάθονταν πίσω άπό τό σχετικό πάγκο τηρού σαν σιγή ίχθύος, καί Από τούς δύο κυρίους πού περιφέ ρονταν μόνο ό ένας μπορούσε νά Απαντάει μονότονα: «ΑποτανθεΤτε στό ΰπουργεϊο». Εύτυχώς πού συνέπεσε νά έρχεται ό κ. Ζορογιαννίδης τήν ώρα πού έγώ έφευγα καί έτσι μπόρεσα νά πληροφορηθώ μερικά πράγματα, Ανάμεσα στά όποια καί τό Ατι «... δέν είναι δυνατό νά δί νονται πληροφορίες γιά τά βιβλία άπό τούς παριστάμενους, μιά καί ή έκθεση θά διαρκοΰσε τόσο λίγες μέρες». Αύτοί ήταν έκεί «γιά νά προσέχουν άπλώς καί μόνο τά βιβλία». (Παρατήρηση: Τά 4/6 τής έκθεσης ήταν έξω άπό τήν όρατότητα τοΰ πάγκου.) Ό χώρος ήταν ωραίος αίσθητικά: βιβλία, ξύλινα ρά φια, μοκέτα, καλός φωτισμός, φυτά έσωτερικοΰ χώρου, άφισέτες. Δέν ήταν δμως οίκεΐος στά παιδιά, ούτε έξερευνήσιμος. Δέν είδα κανένα παιδί νά ξεφυλλίζει ή έστω νά Αγγίζει βιβλίο. Δέν είδα κανένα κάθισμα καί τραπεζά κι μικρό νά προσκαλεΐ τά παιδιά στό διάβασμα, στήν ά μεση έπαφή μέ τό βιβλίο. Εϊδα σιωπηλούς ένήλικες βι βλιόφιλους καί βαριεστημένα, Απραγα παιδιά — μιλώ γιά τήν καθαυτό έκθεση. Γιατί στή διπλανή αίθουσα, δπου τά παιδιά ζωγράφιζαν ή Ακουγαν τόν κ. Βαλάση, πραγ ματικά συμμετείχαν λάμποντας. Παρ’ δλα αύτά, οί πρωτοβουλίες αύτές τοΰ ύπουργείου Πολιτισμού πρέπει νά πληθαίνουν, καί βέβαια νά βελτιώνονται. ΓΓ αύτά θίγουμε έδώ τά κακώς κείμενα. Γιά δ,τι καλό — καί είναι Αρκετά— εύγε! ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
Τα νεα βιβλία της «Γνώσης» (Ποίηση)
Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α Μετάφραση Αντώνης Φωστιέρης & Θανάσης Θ. Νιάρχος
Χριστόφορος Λιοντάκης Ο Μ ΙΝ Ω Τ Α Υ Ρ Ο Σ Μ Ε Τ Α Κ Ο Μ ΙΖ Ε Ι
Ανδρέας Καραντώνης
Η Χ Ω Μεταφράσεις Ποιημάτων
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ », ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟ Υ 26, ΙΛ ΙΣ ΙΑ , Α Θ Η Ν Α 621, ΤΗ Λ. 7794879-7786441
16/χρονικά
σ υγγραφ έω ν Άπό τίς 2 4 Ν οεμβρίου ώς τήν 1η Δ εκ εμ β ρίο υ έγινε στό Ζάππειο ή Π ρώ τη Έ κθεσ η Π αιδικού Βιβλίου από τό υπουργείο Π ολιτισμοί 7 καί Επιστημών. 1 1 - 2 8 Δ εκ εμ β ρίου θ ά λειτο υρ γή σει στη Θεσσαλονίκη, στό έ κ ε ΐ Α ’ ρχαιολογικό Μ ουσ είο, καί πιθανόν νά μ ετα φ ερ θ εί1ά ργότερα σ ε άλλες πόλεις. «Ξέρεις ποιος εϊμαι έγώ;» Αυτή ήταν ή άπάντησή τους στήν έρώτησή μου. Φόβος καί έπιθετικότητα, μήπως τυ χόν «καπελωθούν» όπό τούς διάσημους γονείς τους... Τά παιδιά τών λογοτεχνών λοιπόν. Διαφορετικά άπό τά παιδιά τών άνώνυμων άνθρώπων. Γόνοι μέ παράδο ση στήν κουλτούρα, ήρθαν άπό νωρίς σέ έπαφή μέ τήν τέχνη. Μεγάλωσαν σ ' ένα διαφορετικό περιβάλλον, έθίστηκαν σ' έναν άλλο τρόπο ζωής. Τά μηνύματα, οϊ νέες άντιλήψεις ύπήρχαν μέσα στήν καθημερινότητά τους. Έτσι, τά παιδιά αύτά ξεκίνησαν μέ τίς καλύτερες προϋποθέσεις τή ζωή τους. ’ Ηταν, τουλάχιστον στήν πλειοψηφία τους, γνώστες τών δυνατοτήτων πού άνοίγονταν μπροστά τους. Μπορούσαν λοιπόν νά έπιλέξουν πιό γρήγορα καί πιό καίρια. Θά μπορούσαμε νά μιλήσουμε γιά μιά διαφορετική συμπεριφορά, πού ξεκινά άπό τήν οικογένεια καί φτάνει μέχρι τήν έκπαίδευση. Γιατί τά περισσότερα άπό τά παι διά τών λογοτεχνών μα, φοίτησαν ή φοιτούν συνήθως σέ πρότυπα σχολεία, όπως τού Μωραίτη, τό Κολέγιο, τή Χίλ, όπου ή γνώση πού παρέχεται ύπερέχει κατά πολύ άπό έκείνη τών δημόσιων σχολείων. Είναι αύτά τά έφόδια πού όδηγοΰν σέ άντιδράσεις; Ή είναι ένας φόβος γιά τόν περίγυρο, οί προκαταλήψεις, πού φέρνουν στήν έπιφάνεια αύτό τό ύπερευαισθητοποιημένο έγώ; 'Εχθρότητα ή κολακεία είναι, σύμφωνα μέ τά λεγάμε να τών συνομιλητών μας, τά πρώτα δείγματα τής συμ περιφοράς αύτοΰ τού κοινωνικού χώρου πού όνομάζουμε «περίγυρο». Καί καταλογίζουνε σ ' αύτόν τό «χώρο» μιά κακοπιστία άπέναντί τους. Λένε, χαρακτηριστικά, πώς «άμφισβήτηση έχει πάρει τή θέση τής άπλής, άνθρώπινης άποδοχής». Είναι όμως καί μιά άλλη κατηγορία άνθρώπων — με γαλύτερων στήν ήλικία— πού σάν τούς ΰποβάλλεις αύτό τό έρώτημα, τό πρόσωπό τους γλυκαίνει. Μνήμες άναβλύζουν, κι άρχίζουνε ένα χείμαρρο άπό άφηγήσεις. Θαυμαστά έχεις τότε μπροστά σου συμπληρωμένη τήν γκάμα τών άνθρώπινων αισθημάτων. Στή νεότητα, κα θαρή τήν έπιθυμία νά άπομυθοποιήσει τό μύθο τού γεν νήτορα, νά καταγράψει ένα έγώ άκέρακτ καί δυνατό. Ταυτόχρονα, τήν ώριμότητα νά διαβαίνεΊ σιωπηλά καί
σχεδόν άπαρατήρητα, δίχως νά γίνεται έκδηλος ό άνταγωνισμός... Ή Ρίτα Μυριβήλη, ή "Ελενα Πατρικίου, ό Άνέστης Άναγνωστάκης καί ή Νέλλη Ίορδανίδου είναι οί άν θρωποι πού συζητήσαμε. "Ανθρωποι μέ τόσα κοινά στοιχεία άλλά καί μέ τόσες διαφορές...
Ρίτα Μ υριβήλη Ή κ. Ρίτα Μυριβήλη λέει: «Διδάσκω φιλολογία. "Εχω τε λειώσει τό άρχαιολογικό τμήμα τής Φιλοσοφικής Σχο λής, άλλά μή γράψετε γι' αύτά. Έχουμε συμφωνήσει νά μή μιλάμε γιά τήν προσωπική μας ζωή...». Έτσι άρχισε ή κουβέντα. Μιά ευχάριστη συζήτηση καί ένας ζεστός τό νος στήν άνάμνηση τού πατέρα της. Συγκινημένη, θά 'λεγα, σ ' δλη τή διάρκεια τής κουβέντας μας καί σεμνή μπροστά στό άνομα τού πατέρα της. 'Αρχίζοντας άπό τά μικράτα της, θά πεί: «Θυμάμαι πόσο άγαποΰσε τά παι διά. Συνήθιζε νά λέει πώς ήθελε νά έχει δικά του μιά τά ξη άπό παιδιά. "Ητανε ένας πολύ γλυκός άνθρωπος ό πα τέρας μας. Εύχάριστος. Γελαστός προπάντων. Κι όπωσδήποτε πολύ άνθρώπινος. Καταλαβαίνετε τώρα, πώς αίσθανόμαστε έμεϊς τά παιδιά tou. Μεγαλώσαμε έχοντας τήν τύχη νά 'χουμε δί πλα μας αύτό τόν άνθρωπο, κι δλη τήν άτμόσφαιρα πού αύτός δημιουργούσε.» «Ποιά έπίδραση άσκησε τό έργο τού πατέρα σας σ' έσάς προσωπικά;» «Νέα ξεκίνησα νά γράφω (παράκληση νά μήν άναφερθεΐ). Τά κείμενα έκεϊνα τά θεωρώ άσήμαντα. Ποιός θά μπορούσε, ποιός θά τολμούσε κάτω άπό μιά τέτοια σκιά νά καταπιαστεί μέ τά ίδια πράγματα χωρίς νά νιώ σει δέος; Φυσικά, πρός θεού, μή σκεφθεΐτε ούτε γιά μιά στιγμή πώς ήταν ό πατέρας μας πού μάς έμπόδισε. Κάθε άλλο μάλιστα. "Ητανε ένας έξαιρετικά φιλελεύθερος άν θρωπος.» Μιά εύγενική φιγούρα τών διηγημάτων τού πατέρα
χ ρ ο ν ικ ά /17 της ή Ρίτα Μυριβήλη, ζεΐ μέ τήν άγαπημένη άνάμνηση τού πατέρα της, περιφρουρεΤ τά κείμενά του άπό τήν κα κοποίηση πού γίνεται τά τελευταία χρόνια ατούς συγ γραφείς μας (άπό μιά μεγάλη μερίδα τών τηλεοπτικών σκηνοθετών). Στή ζωή της διαφαίνεται καθαρά ή σχέση μέ τό λογοτέχνη πατέρα της, ή έπιρροή του στή μετέπειτα ζωή της. Διδάσκει κι έκείνη, τήν τάξη αύτή πού ό Μυριβήλης τήν ήθελε «δλα δικά του παιδιά».
"Ελενα Πατρικίου «Τής τύχης πού μοϋ ‘δώσε γονείς τήν Κάκια καί τόν Τί το.» Αύτή τήν άφιέρωση έχει ή "Ελενα Πατρικίου στίς πρώτες σελίδες τού βιβλίου της πού τιτλοφορείται «Μυθολογικές διαδρομές» καί έκδόθηκε τό Δεκέμβριο τού 1981 άπό τίς έκδόσεις «Καστανιώτης». Ή ίδια, μόλις είκοσι χρόνων, φοιτά στό τρίτο έτος τής Φιλολογικής Σχολής τών Ίωαννίνων. Παρακολουθεί έπίσης τό πρώτο έτος τής Σχολής τού 'Εθνικού Θεά τρου. Ή παράδοση τής οίκογένειας φαίνεται ήδη πόσο έχει έπιδράσει στίς έπιλογές της: Κόρη τού ποιητή Πατρίκιου, έγγονή τού Σπύρου Πατρικίου, πού ήτανε γιά χρόνια πρόεδρος τού Σωματείου 'Ελλήνων Ηθοποιών. «Έγώ ή Γή, στέκω όλόρθη καί άμετάκλητη. / 'Εγώ ή Γή, / ή άνεξίτηλη, ή άνεξάντλητη. / ΕΓΩ. Ή μάνα, ή γυ ναίκα, κάθε στιγμή άφουγκράζομαι / τό σφυγμό μου.» Μέσα άπ' αύτούς τούς στίχους ή παρουσία της γίνε ται διάφανα καθαρή. Μαζί μέ τήν Ιδιαίτερη γυναικεία ύπόστασή της. Τό τελευταίο ποίημα τής συλλογής άνανεώνει τήν αίσθηση τής Ιστορίας καί τών θυσιών πού ή ίδια άπό μικρή ένιωσε. Τήν αίσθηση μιάς άναγκαίας στέ ρησης, τότε πού ό ποιητής έφυγε γιά χρόνια στό Παρίσι. «Μέσα άπό τό αίμα τής τρισχιλιόχρονης πατρίδας ζεϊ, άναστενάζει, κοιλοπονάει ή ίδια ή ζωή...» Ή "Ελενα Πατρικίου έχει τελειώσει τή σχολή Μωροίτη. Σχεδιάζει άργότερα νά συνεχίσει τίς σπουδές της στό Παρίσι. "Εχει ένα όμορφο παρουσιαστικό. Μιλάει ά νετα καί εύχάριστα. 'Ωστόσο, κάπου «σκάλωσε» ή συνέντευξή μας. Ακριβώς στό σημείο πού τήν άνάφερα σάν κόρη τού Τίτου Πατρίκιου. 'Εκεί πού ό παρονομα στής ήτανε ή Ιδιότητα τών πατεράδων. Ό χι γιατί, όπως διαβεβαιώνει ή ίδια, άντιδρά στό γεγονός πώς είναι κό ρη τού γνωστού ποιητή. 'Αντίθετα, έκτιμά αύτό τό γεγο νός. Όμως θά ήταν διατεθειμένη νά μιλήσει σάν αύτόνομη προσωπικότητα. Σάν νέα ποιήτρια (καί καθόλου δέν ύποτιμώ, γράφοντάς το, τήν ποίησή της). Ή δυσκολία ό μως παρουσιάζεται στόν περίγυρο, πού πιθανόν νά τής προσάψει σκοπιμότητα, άν έδινε συνέντευξη. Ό τι δηλα δή ήθελε νά προβληθεί, στηριζόμενη σέ δεκανίκια. "Αν καί προσπάθησα πολύ, δέν μπόρεσα νά τή μεταπείσω. 'Επιχειρηματολόγησα, λέγοντας ότι μπορεί νά καταρρίψει τίς κατηγορίες μέσα άπό τίς άπαντήσεις της. Μά στάθηκε άδύνατο.
Κώστας Βρεττάκος Ό Κώστας Βρεττάκος, γιός τού Νικηφόρου. "Ητανε μιά άκόμα «δύσκολη περίπτωση»! "Απειρα τηλεφωνήματα καί ύποσχέσεις γιά άντίστοιχες συναντήσεις. Μάταια. Τελικά κατέγραψα τηλεφωνικά όρισμένες άπό τίς ίδιότητές του. Θεωρείται ένας καλός σκηνοθέτης, πού μάλιστα έρ-
Σκίτσο τού Σ. Ιωσήφ
γάστηκε καί γιά κάποιο διάστημα στή διαφήμιση. Πρό σφατα έργαζόταν σάν ύπεύθυνος ύλης στήν πολιτιστική σελίδα τής «Μεσημβρινής». Αύτές τίς τελευταίες μέρες έξέδωσε καί μιά σειρά άπό λευκώματα μέ παραδοσιακά σπίτια καί πόρτες άπ' όλη τήν 'Ελλάδα. Άκόμα, έμαθα πώς πρόκειται νά άσχοληθεΐ μέ τήν έκδοση ποιητικών έργων τού πατέρα του. Αύτό τό τελευταίο ήτανε καί τό πρώτο πράγμα πού τόν ρώτησα: «Κε Βρεττάκο, παρακαλώ θά μοΰ μιλήσετε γιά τή σχέση πού έχετε μέ τόν πατέρα σας καί τό έργο του;» «Ξέρετε ποιός είμαι έγώ...» «Είδατε, δέν ξέρετε τίποτα γιά μένα, πώς λοιπόν νά συζητήσουμε;» «'Εσάς θέλω νά προφυλάξω, γι' αύτό τά λέω αύτά. Τέλος πάντων, πάρτε με τηλέφωνο άργότερα. Τώρα δέν έχω χρόνο...» Μιά συνάντηση πού δέν έγινε ποτέ, άφήνοντας άπει ρα έρωτηματικά, γιά έναν ποιητή πού θεωρείται άπό τούς σημαντικότερους τής έποχής μας, καί γιά τό πώς διαμόρφωσε τίς σχέσεις του μέ τά παιδιά του...
Άνέστης Άναγνωστάκης Τό σήμερα είναι παρόν καί στόν νέο αύτό, άλλά άπό μιά διαφορετική άποψη. Δέν θά 'ταν ύπερβολή άν λέγαμε πώς έξελίσσεται πέρα άπό τίς προδιαγραφές καί τά άναμενόμενα. Στά είκοσιπέντε του, δ Άνέστης δουλεύει γιά τά πρός τό ζεϊν στίς έκδόσεις «Νεφέλη». Πάνε τρία χρό νια πού τέλειωσε τή σχολή Βακαλό, τό τμήμα καλών τε χνών. Ανήσυχος, ίσως λίγο άμήχανος, άφήνει νά πα ρεμβάλλονται λίγα λεπτά, πρίν άπαντήσει στίς έρωτήσεις: «Ό μύθος τού γνωστού πατέρα μέ κάνει νά νιώθω όρισμένες φορές σάν ξένος. Καταλαβαίνεις... ’ Ηταν ό φόβος μήν όδηγηθώ άθέλητα σέ έπιλογές πού δέν μ' ένδιέφεραν πραγματικά. Θυμάμαι μικρότερος, δταν πή γαινα στό γυμνάσιο, ένιωθα ένα πραγματικό χάσμα μ' αύτό τόν κόσμο πού κουβέντιαζε συνεχώς γιά ποίηση. Ίσως αύτό νά έγινε άπό άντίδραση σέ μιά ήδη διαμορ φωμένη κατάσταση. "Ηθελα νά ξεφύγω. Άπό τήν άλλη μεριά, δέν νομίζω άτι ύπάρχει εύκολία στήν άποδοχή τής διαφοράς. Συχνά, στόν εύρύτερο κύκλο τών άνθρώ-
18/χρονικά πων αυτών, άκούγεται παράξενα τό γεγονός δτι έγώ ένδιαφέρομαι γιά πράγματα άλλότρια. Όχι πώς 6 ίδιος ό πατέρας μου θέλησε νά μοϋ έπιβάλει τίς άπόψεις του. Ούτε βέβαια δτι είναι άπρόσιτος. Θά 'λεγα, άντίθετα, πώς έχουμε μιά καλή σχέση, έπικοινωνούμε άπόλυτα, χωρίς νά παρεμβαίνουν άνάμεσά μας οί δουλειές μας».
Νέλλη Ίορδανίδου «Έγώ ξεχνιέμαι πολλές φορές καί μιλάω σά νά 'μαι έγώ ή ίδια πού έγραψα τά βιβλία καί όχι ή μητέρα μου. Λέω: τά βιβλία μας, ή δουλειά μας.» Ή αίσθηση τού κοινού, τής ίδιας μοίρας, διακατέχει, είναι ή άλήθεια, τό σπιτικό τής οίκογένειας Ίορδανίδη. Μάνα καί κόρη μέ δέχτηκαν ένα βροχερό βράδι ατό σπί τι τους στή Νέα Σμύρνη. Μέ τράταραν γλυκόπιοτο κι έ να τούρκικο γλυκό μ' ένα παράξενο όνομα κι άρχισαν νά μιλούν. Ή μιά συμπλήρωνε τήν άλλη. Ξεχνιόνταν καί πειράζονταν μεταξύ τους, κι δλο τούς ξέφευγε καί κανέ να καλαμπούρι. «"Ακου νά σοϋ πώ», είπε ή Μαρία Ίορδανίδου, μέ ύ φος «Κυρά Λωξάντρας», «έμεϊς περάσαμε δύσκολους καιρούς...». «Μάνα άσε, έμένα ρωτάει ή κοπέλα.» Ή Νέλλη μιλάει μ' ένα χαμόγελο στό στόμα: «Λοιπόν παιδί μου, είμαι πενήντα πέντε χρόνων. Έμεϊς ζήσαμε πολύ εύτυχισμένα. Μαζί δλα τά χρόνια. Τά ζήσαμε άληθινά, συμμετείχαμε ένεργά στή ζωή πού κυλάει. Έγώ νά σοΰ
πώ, έχω μιά εύχέρεια στό γράψιμο. Διατυπώνω μέ άνε ση τίς άπόψεις μου, άλλά δέν έκανα τίποτα μέχρι τώρα». Μαρία Ίορδανίδου: «Ξέρω δτι έχεις αϋτό πού έχει ό συγγραφέας, φουσκώνει σάν τό γάλα, δταν κάτι τόν συγκινεί. Θά γράψει καλά, είναι άληθινός άνθρωπος, δέν είναι κάλπικος». «Δέν μ' έχει έπηρεάσει ή μητέρα συγγραφέας. Αύτή τήν ιδιότητα άλλωστε τήν άπέκτησε πολύ άργά. Ή προ σωπικότητά της δμως έχει άφήσει πάνω μου σημάδια. Ζηλεύω αύτό τόν τρόπο πού σκέπτεται. Ό,τι έκείνη τό κρίνει σωστό, τό πράττει δίχως σκέψη. Είναι τό δόγμα: ‘"Ό,τι είναι καλό γιά μένα, είναι καί γιά τούς άλλους” . Έ χει μιά καθαρή είκόνα γιά τά πράγματα. Θυμάμαι στήν κατοχή, είχαμε ένα καροτσάκι τού κή που. Αύτό τό χειράμαξο μέ μιά ρόδα. Είχαμε βρεθεί σέ πολύ δύσκολη οίκονομική κατάσταση. Πήρε λοιπόν ή μάνα μου όρισμένα πράγματα άπό τό σπίτι καί τά ‘βάλε στό καροτσάκι γιά νά πάμε νά τά πουλήσουμε. Μέναμε στό Μέτς καί έπρεπε νά πάμε στό Γιουσουρούμ. Έμένα μ’ έπιασαν οί ντροπές. Αύτή, βούτηξε τό καροτσάκι κι άρχισε νά περπατάει, κάνοντας τή ντροπή φιλότιμο. 'Αναγκάστηκα νά τό σύρω κι έγώ. Αύτή είναι ή σχέση μας.» Ή Νέλλη Ίορδανίδου δουλεύει σάν ίδιωτική ΰπάλληλος, άπό τό πρωί ώς τό άπόγευμα. Λέει πώς ζεΐ στή δου λειά της αύτή τήν άγάπη πού έχει ό κόσμος γιά τή μητέ ρα της.
Κυκλοφορούν:
ΤΑ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΟΜΠΕΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ •ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟ Μ ΑΧΟ Η
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
Ά παγορευμέ' ιό στή Σοβιετική Ενωση άιτό τό 1923. "Ενα θαυμάσιο αύτι)βιογραφικό κείμενο, ή φιλία τοΰ Πάστερνακ με τό Μ αγιακόφσκυ, ή ατμόσφαίρα μιας επαναστατικής εποχής.
Ή ιστορία μιας γυναίκας. Μ ιας γυναίκας κοιταπιεσμένης άπό τόν κοινωνι,κό της περίγυρο. Μιας γυνίιίκας πού αγάπησε «παράνομιι», άγωνίστηκε καί κέρδισε τήν έλευθερία της. «Γυναικείος λόγος» , μέ καθηλω τικές αναλογίες στήν έλληνική πραγματικότητα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
..ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ'' ΤΗΛ. 264-958
‘Έ να ερωτικό αριστούργημα. Ό Γιαπω νέζος νομπελίστας Καβαμπάτα, άγνωστος στήν ' Ελλάδα, δίνει μέσα άπό μιά εύστοχη έρωτική αλληγορία ένα χαρακτηριστικό δείγμα τοΰ μυστικισμοΰ τής Ά να το λής·
παρατηρητής
^ Λ
..1 a n j ΑΘΗΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: ΑΙΔΟΤΟΥ 3'
Ή λατινοαμερικανική λογοτεχνία Ή λογοτεχνία τής ίσπανόφωνης κεντρικής καί νό τιας :'Αμερικής, αύτής πού εχουμε συνηθίσει νά ονο μάζουμε Λατινική Αμερική, είναι ίσως ή πιό σημαν τική λογοτεχνία τής εποχής μας. *Έστω κι αν ή εξο ρία είναι μιά άνοιχτή πληγή... Στό αφιέρωμά μας αυτό προσπαθήσαμε νά γνωρί σουμε στόν έλληνα αναγνώστη, όχι μόνο τούς λατι νοαμερικάνους συγγραφείς, άλλά κ α ί τό χώρο, τό χρόνο, τις κοινωνίες κ α ί τά ήθη αύτής τής άπέραντης ήπείρου, πού ή ευρωπαϊκή μας ψύχωση μάς έχει εμποδίσει νά συλλάβουμε τό μέγεθος της καί πού οΐ λογοτέχνες της είναι καί πάρα πολλοί καί διαφορε τικοί μεταξύ τους. Αυτός είναι εξάλλου κι ό λόγος γιοί όσα πιθανόν λείπουν άπό τό αφιέρωμα, όπως κάποιες εκτενέστερες άναφορές στόν Μπόρχες π.χ. ή στόν Αστούριας —συγγραφείς άρκετά γνωστούς στό έλληνικό κοινό. "Όσο γιά τήν παντελή απουσία τής βραζιλιάνικης λογοτεχνίας, οφείλουμε νά διευκρινίσουμε ότι ή ίσπανόφωνη Λατινική Αμερική δέν περιλαμβάνει τή Βραζιλία, γέννημα μονολιθικό μιας άλλης αυτοκρα τορίας, τής πορτογαλικής. 'Ωστόσο, παρ’ όλες τις έλλείψεις ή εξαιρέσεις, πι στεύουμε ότι τελικά δίνουμε ένα άρκετά πλατύ πα νόραμα γιά όσα έγιναν καί γιά όσα συμβαίνουν σέ μιά λογοτεχνία τόσο πλούσια, τόσο παλιά κ α ί τόσο γόνιμη σήμερα, όπως είναι ή λογοτεχνία τής Λατινι κής Αμερικής.
Σκίτσο του Ινδιάνου Περουβιανού Ούαμάν Πόμα, σχεδιασμένο τόν 16ο αιώνα
("Ολα τά ένυπόγραφα κείμενα τοΰ άφιερώματος, έκτος άπό τό κείμενο τοΰ Φ. Δρακονταειδή, είναι copyright ToC>«Magazine Litteraire» καί μεταφράστηκαν άπό τόν Πέτρο Παπαδόπουλο.)
2 0 /α φ ιερ ω μ α
Φίλιππος Δρακονταειδής
νΑς προσέξουμε τό πρόσωπό μας Τι σχέση μπορεί νά έχει ή Ε λλάδα κ α ί ή λογοτεχνία της μ έ τή Λ α τινική ’Α μερική κ α ί τή λο γοτεχνική παραγωγή της, δταν ο ί δύο τόποι βρίσκονται σέ απόσταση έκατοντάδων χιλιάδων χιλιομέτρων ό ένας από τόν άλλο, άνήκονν σέ διαφορετικές ήπείρους κ α ί κατοικοΰνται άπό λαούς μ έ τελείως διαφορετική γλώσσα κ α ί πολιτισμό; «Κ α ί δμως», άπαντά ό Φίλιππος Δρακονταειδής. Είμαστε τό προϊόν της κατάτμησης μιας αύτοκρατορίας, τής όποιας ό τεμαχισμός άποτέλεσε ζήτημα γιά τίς μεγάλες δυνάμεις πού τόν είχαν άποφασίσει, άνταγωνιζόμενες ή μία τήν άλλη ή συμμαχώντας πρό σκαιρα. Ά πό τή δημιουργία τού νεότερου έλληνικοΰ κράτους βρεθήκαμε άκόμα περισσότερο κάτω άπό τήν έπιρροή τής μιας ή τής άλλης άπό Εκείνες τίς μεγάλες δυνάμεις ή κάποιες άλλες πού τίς άκολούθησαν. Καί τό πολιτιστικό μας πρόσωπο δέν φτιάχτηκε άπό έμάς τούς ίδιους, άλλά άπό τήν έκάστοτε δύναμη πού έπέβαλε τήν πολιτική της θέληση στόν τόπο μας. Πολιτικά έξαρτημένοι, δέν πάψαμε ούτε στιγμή νά είμαστε πολιτιστικά ύπόδουλοι. Σήμερα, δποια πολιτιστική Ιδιαιτερότητα μάς χα ρακτήριζε (θρησκεία, συμβίωση παγανισμού καί χρι στιανισμού κλπ.), μετατράπηκε σέ εύτελές προϊόν, κενό περιεχομένου, πού πουλιέται στούς τουρίστες. Εκείνο τό βαθύ καί μεγάλο πού λέγεται κληρονομιά καί πού ριζωμένο στά Εγκατα τής σύνολης ψυχής μας Εδινε τήν αίσθηση τής συνέχειας αύτού πού όνομάστηκε Ελληνισμός, είναι Ερείπιο άπλησίαστο ή φτιασιδωμένο πρόσωπο πόρνης. Τό πρόβλημα ταυτότητας καί ύπαρξής μας σάν Εθνους, λαού καί πολιτισμού χρονίζει καί οί διαδοχι κοί μαθητευόμενοι μάγοι, νεοφώτιστοι καί φανατι σμένοι καίσαρες τής μέρας, δέν Εχουν πετύχει άλλο άπό τό νά τό περιπλέξουν καί νά τό άφήσουν νά σα πίζει, σά γάγγραινα πάνω στό κορμί μας. Καί τό κυριότερο, ή γλώσσα μας, τή στιγμή πού ύφίσταται τήν άφόρητη πίεση τής άμερικάνικης είσβολής άπό τά μέσα μαζικής Επικοινωνίας καί τόν τρόπο ζωής, ύποχρεώνεται νά καταπιεί δηλητήρια πού δέν Εχει δημιουργήσει. Ή αίσθηση τού Επείγοντος είναι διά χυτη, άλλά τά μέτρα πού παίρνονται θάνατο δίνουν παρά ζωή: είναι σάν ή θεραπεία καρκινοπαθούς νά βρίσκεται στά χέρια κομπογιανίτη. Ά π ό τέτοιον άν θρωπο δέν μπορέϊς ν’ άπαιτήσεις λύπη, ούτε περί σκεψη, ούτε —κυρίως— αίδώ. Ή ίσπανόφωνη κεντρική καί νότια Αμερική Εχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά μέ τό Ελληνικό Εθνος.
Θά Ελεγα μάλιστα δτι αύτά τά κοινά σημεία ίσως άποτελέσουν γόνιμα κεντρίσματα γιά τόν πολιτισμό μας (Εχω στό νοΰ μου τή λογοτεχνία μας), Εφόσον προέρχονται άπό όμοιους μας. Οί κατά καιρούς έξουσιαστές μας ή προστάτες μας ή σύμμαχοι μάς Επέβαλαν τίς δικές τους μορφές πολιτισμού, Ετσι πού ή λογοτεχνία μας Εχει μιάν όσμή Γαλλίας, Γερ μανίας, Ρωσίας, ’Αμερικής, άνάλογα. Δέν Εχει όσμή Ελλάδας, Εκτός άν πρόκειται γιά ήθογραφία γιά νά χάσκουν οί κουτόφραγκοι. Καί χρειάζεται νά έπαναληφθεΐ Εδώ πώς κάποιες Εξαιρέσεις, βραβευμένες ή δχι, Επιβεβαιώνουν αύτό τόν κανόνα. Είμαστε ώστόσο ή μόνη χώρα τής Εύρώπης πού γέννησε τόσο θαυμαστό, άρτιο καί ζωντανό δημοτι κό τραγούδι, τόσο καίρια καί πλούσια λαϊκή ή λαϊκίζουσα ποίηση καί πεζογραφία, άπό τό «Φτωχοπρόδρομο», στόν «Έρωτόκριτο», στή «Φυλλάδα τού Μεγαλέξαντρου», στούς άνώνυμους χρονικο γράφους καί στούς Επώνυμους άπομνημονευματογράφους (Σκουζές, Μακρυγιάννης κλπ.). Κάνω λοι πόν τήν ύπόθεση δτι πάνω σέ τέτοια βάση κα ίμ έ δι δαχές άπό όμοιες περιπτώσεις ίσως είναι δυνατή ή πολιτιστική μας γνήσια άναβίωση ή τουλάχιστον Επιβίωση. Τί κοινό Εχουμε μέ τίς χώρες τής Λατινικής Α μ ε ρικής; Πρίν άπ* δλα, ξεκινήσαμε μαζί τούς άπελευθερωτικούς μας άγώνες. Ό Παπαρρηγόπουλος, γρά φοντας τήν ιστορία τού Ελληνικού έθνους, κάνει αύ τό τόν παραλληλισμό καί συμβουλεύει τούς Έ λ λ η νες νά προσέξουν νά μήν πέσουν στίς φαγωμάρες των Λατινοαμερικάνων, πράγμα πού θά τούς βγει σέ κακό. ’Εμείς βέβαια δέν προσέξαμε, κι Ετσι τούς μοιάσαμε: κάναμε άχρηστους καί Εξευτελιστικούς πολέμους, ριχτήκαμε σέ διχόνοιες, σπαραγμούς, δι χασμούς κι Εμφύλιους, άγκαλιάσαμε δικτατορίες Εμ φανείς, συγκαλυμμένες, τρίτους πολιτισμούς καί Εμετικούς χριστιανισμούς. Τέλος, οί «σωτήρες» τους, δπως καί οί δικοί μας, βγήκαν άπό τίς ίδιες άκριβώς σχολές, σέ βαθμό πού άναρωτιέται κανείς
α φ ιέρ ω μ α /21 άν κάναμε έμεΐς έξαγωγή δικτατορίας στή Χιλή ή άν ή Βολιβία μας έστειλε κάποιον άπό τούς έκατό καί βάλε δικτάτορές της στή διάρκεια ενός αιώνα ζωής της. Ή Λατινική ’Αμερική είναι κι αύτή προϊόν τής κατάτμησης μιας αύτοκρατορίας, μέ παρεμβάσεις μεγάλων δυνάμεων (π.χ. Γαλλίας στό Μεξικό, ΗΠΑ στήν Κούβα, ’Αγγλίας στήν κεντρική ’Αμερική), στό πλαίσιο άνταγωνισμών καί συμμαχιών. Έ χ ε ι κι αύτή μιά γλωσσική καί θρησκευτική όμοιογένεια. Είναι στό κέντρο μιας άνελέητης πολιτικής, οικονο μικής καί πολιτιστικής λεηλασίας, άπό τήν όποια πέ τυχε όρισμένες φορές νά ξεφύγει (π.χ. Κούβα ή Με ξικό), ένώ άλλες φορές ή προσπάθεια άπέτυχε (π.χ. Χιλή), τή στιγμή πού άλλου συνεχίζεται (π.χ. Σαλ βαδόρ) ή φαίνεται νά σταθεροποιείται (π.χ. Νικαρά γουα). Ή Λατινική ’Αμερική βρίσκεται στό στάδιο μιας έξέλιξης άξιοπρέπειας, πού δέν ξέρω άν έμεΐς έ χουμε κερδίσει. Αύτή ή έξέλιξη συμβάδισε καί συμβαδίζει μέ μιά ταυτόχρονη καί παράλληλη πολιτιστική έξέλιξη, πού μέ τή σειρά της στηρίζεται σέ μιά έπικών δια στάσεων συμβίωση τής παράδοσης μέσα στήν πραγ ματικότητα. Ό ρόλος του λογοτέχνη στή Λατινική ’Αμερική σέν ύπήρξε περιθωριακός, δηλαδή άσήμαντος, στό πλαίσιο τών ύπαρχουσών δυνάμεων. ’Αντίθετα, ύπήρξε ούσιαστικός στό πλαίσιο τής έθνικής άπελευθέρωσης (π.χ. ό Χοσέ Μαρτί, ό μεγαλύτε ρος ποιητής τής Κούβας, ύπήρξε ό έλευθερωτής της). Γενικά ό ρόλος τού λόγιου καί τού διανοούμε νου στάθηκε άξονας άπελευθέρωσης, άλλαγών, έπαναστάσεων (π.χ. Σιμόν Μπολίβαρ, Τσέ Γκεβάρα, Άγιέντε κλπ.). Ή λογοτεχνία, σάν συνέχεια μιας παράδοσης, δπου τό ίνδιάνικο στοιχείο μπολιάζει τόν ισπανικό πολιτισμό, νιώθει πιό εύκολο νά βρει έκεϊ τίς πηγές της, νά βάζει τόν έπόμενο λίθο. Ό σ ον καιρό ή Λατινική ’Αμερική δέν ήταν κοι νωνικά δομημένη, άλλά τά διάφορα κράτη, μέ έξαί-
ρεση τό Μεξικό μετά τήν έπανάσταση τού Έμίλιο Σαπάτα (1910-1919), ήταν μπερδεμένες κοινωνικές τάξεις, ένα άμορφο μωσαϊκό δπου πάνω του κυριαρ χούσε ή άστική τάξη-δργανο τών ξένων συμφερόν των, δλον αύτό τόν καιρό δέν ύπήρξε πιθανότητα άξιοπρέπειας, ούτε πραγματικής πολιτιστικής άνάπτυξης, παρ' δλο πού οί σπόροι της μέ συνέπεια έπε φταν κι οί ύποσχέσεις παρέμεναν συνεχείς. Ή κουβανική έπανάσταση άποτέλεσε έναυσμα στήν πορεία γι’ άξιοπρέπεια καί πολιτισμό. Ή λεγάμενη λογοτε χνική έκρηξη τών έτών 1955-1975, πού σέ μεγάλο βαθμό συνεχίζεται άκόμα, συμπίπτει μέ τήν έπιτυχία τών γενειοφόρων τού Κάστρο. Καί θεωρώ σκόπιμο νά θυμίσω έδώ πώς οί δικοί μας γενειοφόροι τού Ε.Α.Μ. ύπήρξαν, πρίν οί γκεριγιέρος τής Λατινικής ’Αμερικής άνακαλύψουν τή γενειάδα. Τό άφιέρωμα πού άκολουθεϊ καλύπτει ένα εύρύτατο φάσμα άπόψεων καί έκφράσεων τών λογοτεχνών τής Λατινικής ’Αμερικής, μαζί μέ πληροφοριακά στοιχεία μελετητών καί μεταφραστών. Πιστεύω κιό λας δτι δέν θά μπορούσε νά γίνει καλύτερο. ’Από αύτό δύο κίνδυνοι προκύπτουν: Ό πρώτος, καί λι γότερο όδυνηρός, είναι νά τό διαβάσουμε, νά μήν καταλάβουμε τίποτα καί νά μή μάς έπηρεάσει. Ό δεύτερος καί σημαντικότερος είναι ν’ άποτελέσει πη γή πληροφοριών γιά τούς έκδοτες μας, πού μέ τόση προχειρότητα έχουν άσχοληθεΐ ώς σήμερα μέ τή λο γοτεχνία τής Λατινικής ’Αμερικής, ώστε νά συνεχίσουν τίς κακές μεταφράσεις, τίς κλοπές δικαιωμά των, τίς τυχάρπαστες γνωριμίες μας, όπότε θά έχου με χάσει (κι δχι γιά πρώτη φορά) κάτι σημαντικό. Θά είναι κρίμα, γιατί, δπως καταδείχνουν τά κείμενα πού άκολουθοΰν, έδώ έχουμε τήν εύκαιρία νά συνέλθουμε καί νά προσέξουμε τό πρόσωπό μας. Ά ν τό καταλάβουν καί οί έμποροι στό ναό τού πνεύματος, θ’ άποκομίσουν μεγαλύτερο καί διαρκέστερο κέρδος. Τά πράγματα θά έχουν πάρει μιάν άξια.
JA N O S.
Φ
η λ έ ξ η Α Φ ΙΕ Ρ Ω Μ Α
- -Μ^
ΣΤΗΝ
Ψ Υ Χ ΙΑ Τ Ρ ΙΚ Η
THOMAS SZASZ Ή ψυχική ύγεία σάν ιδεολογία ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ GIOVANNI JERVIS ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΓΡΙΒΑΣ Τό άδιέξοδο τής ψυχιατρικής DAVID COOPER Ή άντιψυχιατρική άπομυθοποιημένη RONALD LAING Σχιζοφρένεια
xkiwj-t__ ™
ι m U B
ά
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
V / fa h
/'
22/αφΐ€ρωμα
Όκτάβιο Πάς
Ό κινητός χώρος τής γλώσσας Σ έ μιά διάλεξή του στό πανεπιστήμιο τοΰ Γέιλ, στις Η νωμένες Πολιτείες, τό Δεκέμβριο τοΰ 1976, ό Όκτάβιο Π άς άναρωτήθηκε αν ύπάρχει λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Έ χομε δλοι μας μιά ίδέα, λίγο-πολύ σαφή, γιά τό θέ μα πού μας άπασχολεΐ σήμερα. Είναι ένα καί πολλα πλό, ή προέλευσή του είναι κάπως άγνωστη, τό περίγραμμά του άκαθόριστο, ή φύση του μεταβαλ λόμενη καί άντιφατική, ό στόχος του άπρόβλεπτος. Αύτό δέν έχει σημασία: αύτές οί διαφορετικές κατα στάσεις καί ιδιότητες άνάγονται σ’ ένα σύνολο άπό λογοτεχνικά έργα —ποιήματα, διηγήματα, μυθιστο ρήματα, θέατρο, δοκίμια - γραμμένα στά ισπανικά, στίς παλιές Ισπανικές άποικίες τής ’Αμερικής. Αύτό είναι τό θέμα τής όμιλίας μου. Οί άμφιβολίες Αρχί ζουν μέ τήν ίδια τή λέξη: λατινοαμερικάνικη, ίβηροαμερικάνικη, ίσπανοαμερικάνικη, ίνδοαμερικάνικη λογοτεχνία; Μιά ματιά στά λεξικά, άντί νά διαλύ σει τή σύγχυση, τήν έπιτείνει. Παράδειγμα: τά Ισπα νικά λεξικά παρατηρούν πώς τό επίθετο ίβηροαμερικάνος αφορά τούς άμερικάνικους λαούς πού άνήκαν στά βασίλεια τής ’Ισπανίας καί τής Πορτογαλίας. Σχεδόν δλοι οί Βραζιλιάνοι καί ίσπανοαμερικάνοι δέν δέχονται αύτό τόν όρισμό καί προτιμούν τή λέ ξη λατινοαμερικάνος. Ά λλω στε, ή Ίβηρία, πού είναι ή παλιά όνομασία τής ’Ισπανίας, άφορά έπίσης μιά άρχαία άσιατική χώρα. Γιατί νά χρησιμοποιούμε μιάν άμφιλεγόμενη όνομασία πού άφορά δυό διαφο ρετικούς λαούς, γιά νά καλύψομε μιά μονοσήμαντη καί σύγχρονη πραγματικότητα; Ούτε ό δρος ίνδοαμερικάνος ύπάρχει στά Ισπανικά λεξικά, ένώ βρίσκο με τούς δρους ίνδοευρωπαΐος καί ίνδογερμανός —ί σως γιά ν’ άποφύγουν μιά κάποια σύγχυση άνάμεσα στούς ’Ινδιάνους τής ’Αμερικής καί τούς ’Ινδούς. Έ τσ ι ίσως έξηγεΐται ή είσαγωγή μιας τόσο κακόη χης λέξης: άμερινδιάνος. Σέ κανένα Μάγια ή Κέτσουα δέν θά άρεσε νά τόν έβλεπαν σάν άμερινδιάνο. Ό π ω ς καί νά ’ναι δέν μπορούμε νά κρατήσο με τόν δρο ίνδοαμερικάνος γιατί άφορά τούς Ινδιάνι κους πληθυσμούς τής άμερικάνικης ηπείρου· ή λο γοτεχνία τους, προφορική γενικά, είναι ένα κεφά λαιο τής ιστορίας των άμερικάνικων πολιτισμών. Ούτε ή λέξη λατινοαμερικάνος ύπάρχει στά περισ σότερα Ισπανικά λεξικά. Οί λόγοι αύτής τής παρά λειψης είναι γνωστοί. Δέν θά τούς έπαναλάβω καί θά περιοριστώ νά θυμίσω πώς είναι μάλλον ιστορικοί καί πατριωτικοί παρά γλωσσολογικοί. Ά ν λατίνος σημαίνει, σέ μιά άπό τίς έννοιές του, «Ιθαγενής μερι
κών χωρών τής Εύρώπης δπου μιλάνε λατινογενείς γλώσσες», είναι φανερό πώς αύτός ό δρος ταιριάζει τέλεια καί γιά τά άμερικάνικα έθνη πού μιλούν έπί σης αύτές τίς γλώσσες. Ή λατινοαμερικάνικη λογο τεχνία είναι ή λογοτεχνία τής ’Αμερικής πού χρησι μοποίησε τά Ισπανικά, τά πορτογαλικά καί τά γαλλι κά —τίς τρεις λατινικές γλώσσες τής ήπείρου μας. Βασικά, ό πραγματικός τίτλος τής όμιλίας μας πα ρουσιάζεται σχεδόν άφαιρετικά: ίσπανοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι ή λογοτεχνία τών άμερικάνικων λαών πού μιλούν Ισπανικά. Νά λοιπόν ένας Ιστορι κός άλλά κυρίως γλωσσολογικός όρισμός. Δέν μπο ρεί νά γίνει άλλιώς: ή θεμελιακή πραγματικότητα μιας λογοτεχνίας, είναι ή γλώσσα. Είναι μιά πραγμα τικότητα άξεχώριστη άπό άλλες πραγματικότητες καί έννοιες, Ιστορικές, έθνικές, πολιτικές ή θρησκευ τικές. Ή πραγματικότητα λογοτεχνία δέν συμπίπτει ποτέ όλότελα μέ τήν πραγματικότητα «έθνος», «κρά τος», «φυλή», «τάξη», «λαός». Ή μεσαιωνική λατινι κή λογοτεχνία καί ή σανσκριτική λογοτεχνία τής σανσκριτικής περιόδου —γιά ν’ άναφέρομε δυό μόνο παραδείγματα— χρησιμοποιούσαν γλώσσες πού εί χαν πάψα νά είναι ζωντανές. Δέν ύπάρχουν λαοί χωρίς λογοτεχνία άλλά ύπάρχουν λογοτεχνίες χω ρίς λαό. Αύτή είναι στό τέλος ή μοίρα δλων τών λο γοτεχνιών: νά δώσουν-ζωντανά έργα γραμμένα σέ νεκρές γλώσσες. Ή άθανασία κάθε λογοτεχνίας εί ναι κάτι τό άφηρημένο καί τ’ δνομά της: βιβλιοθή κη. Ή ζωγραφική γίνεται άπό γραμμές καί χρώματα πού δίνουν μορφές· τή λογοτεχνία συνθέτουν γράμ ματα καί ήχοι πού δίνουν τίς λέξεις. Ά ν ή λογοτε χνία καθορίζεται άπό τό ύλικό πού τής δίνει μορφή, ή ίσπανοαμερικάνικη γλώσσα καί λογοτεχνία δέν εί ναι τίποτ’ άλλο παρά ένα παρακλάδι τοΰ ισπανικού κορμού. Αύτή ή ίδέα κυριαρχούσε ώς τό τέλος τοΰ δέκατου ένατου αίώνα καί κανένας δέν σκανδαλιζό ταν δταν τήν υίοθετοΰσαν οί Ισπανοί κριτικοί· κι αύ τό έξηγεΐται: πρίν έμφανιστούν οί «μοντερνιστές», δέν ήταν εύκολο νά διακρίνομε κάτι τό πρωτότυπο στήν ίσπανοαμερικάνικη λογοτεχνία. 'Ωστόσο ύπήρχε άπό τή ρομαντική έποχή μιά άπροσδιόριστη τάση γιά «λογοτεχνική άποδέσμευση» άπό τήν ’Ισπανία. Α φελής μετάθεση τών φιλελεύθερων πολι
αφ/βρω μο/23 τικών προγραμμάτων στό χώρο τής λογοτεχνίας· αύτή ή ίδέα, δν καί πολύ δημοφιλής, δέν έδωσε κα νένα άξιομνημόνευτο Εργο. Ό λογοτεχνικός πα τριωτισμός στάθηκε λιγότερο βλαβερός άπό τόν σο σιαλιστικό ρεαλισμό, άλλά ήταν εξίσου στείρος. Ή ίσπανοαμερικάνικη λογοτεχνία γεννήθηκε λίγο άργότερα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, δταν δρχισε ν’ άποχωρίζεται σιγά σιγά άπό τήν ισπανική λογοτε χνία. Εμφανίζεται κάπως δειλά στά έργα μερικών ρομαντικών —ό νους μου πάει στό άξιομνημόνευτο «Μαρτίν Φιέρρο» τοΰ Χοσέ Έρνάντες. Ή τομή όλοκληρώνεται μέ τούς «μοντερνιστές», πού άπαρνήθηκαν τήν παράδοση καί τό σεβασμό στά ίσπανικά πρότυπα, πιό πολύ γιά νά προβάλουν τήν οίκουμενικότητα τής ποίησής τους παρά τήν άμερικάνικη πρωτοτυπία τους. Στάση πού θύμιζε περισσότερο Πάουντ καί Έ λιοτ παρά Ούίτμαν: δπως έγινε άργότερα μέ τούς βορειοαμερικάνους ποιητές, ό Ρουμπέν Δαρίο καί μερικοί άλλοι ίσπανοαμερικάνοι θέλησαν, στίς άρχές τοΰ αίώνα μας, νά συνδεθοΰν μέ μιά οι κουμενική παράδοση. Στή μιά καί στήν άλλη περί πτωση γέφυρα ήταν ό γαλλικός συμβολισμός. Τότε, γιά πρώτη φορά στήν Ιστορία μας, οί ’Ισπανοί άκουσαν όσα έλεγαν οί ίσπανοαμερικάνοι. 'Ακόυσαν καί άπάντησαν: ό διάλογος άνάμεσα στίς δυό λογοτε χνίες στά πλαίσια τής ίδιας γλώσσας μπορούσε ν’ άρχίσει. Ή έμφάνιση καί ή έξέλιξη μιας λογοτεχνίας σέ άγγλική, πορτογαλική καί ισπανική γλώσσα είναι έ να φαινόμενο μοναδικό μέσα στήν παγκόσμια Ιστο ρία τής λογοτεχνίας. Γενικά, ή ζωή μιάς λογοτε χνίας ταυτίζεται μέ τή γλώσσα. Στήν περίπτωση τής δικής μας λογοτεχνίας, ή παιδική της ήλικία συμπί πτει μέ τήν ωριμότητα τής γλώσσας. Ό σ ο ι άρχίζουν νά γράφουν δέν έρχονται πρίν, άλλά ύστερα άπό μιά δοκιμασμένη παράδοση: είναι οί άπόγονοι τοΰ Σπένσερ, τού Καμόενς, τοΰ Γκαρσιλάσο. Οί λογοτεχνίες μας άρχίζουν άπό τό τέλος κι οί κλασικοί τους λέ γονται Ούίτμαν, Δαρίο, Ματσάδο δέ Ά σσίς. Ή γλώσσα πού μιλάμε είναι μιά γλώσσα διωγμένη άπό τόν τόπο καταγωγής της· είχε φτάσει στήν άμερικά νικη ήπαρο ώριμη πιά κι έμεΐς, χάρη στή λογοτεχνι κή μας παραγωγή, τήν είχαμε μεταφυτέψει στό άμερικάνικο έδαφος. Ή γλώσσα μάς συνδέει μέ μιάν άλ λη λογοτεχνία καί μιάν άλλη Ιστορία· ή γή δπου ζοΰμε μάς ζητά νά τήν όνομάσομε, κι έτσι οί Εξόρι στες λέξεις χώνονται μέσα στό έδαφος καί βυθίζουν τίς ρίζες τους. Ή έξορία έγινε μεταφύτευση... Πότε άρχίσαμε νά νιώθομε διαφορετικά; 'Α ν κι ό Ρουίς δέ ’Αλαρκόν ήταν πιά ένας ξένος γιά τούς ’Ισπανούς τοΰ καιροΰ του —καί τό ήξερε— δέν εΐχε^ καμιά άμφιβολία ποτέ του γιά τήν «ίσπανικότητά» του κι έζησε τήν ίδιαιτερότητά του σάν ένα ελάττω μα. Ή άδελφή Ίνιές δέ λά Κρούς είχε συνειδητο ποιήσει τήν άμερικάνικη όντότητά της· δχι μόνο μιά φορά είδε σάν πατρίδα της τό Μεξικό καί δέν άμφέβαλε ποτέ γιά τήν καταγωγή της· τό έργο της καί ή ίδια άνήκαν στήν ’Ισπανία. Τήν ίδια άκόμα έποχή άρχίζουν νά διαβλέπουν μέσα στήν κρεόλικη εύαισθησία ένα διάχυτο καί συγκεχυμένο πατριωτισμό,
Οκτάβιο Πάς
μιά συγκεχυμένη τάση άποχωρισμοΰ άπό τήν ’Ισπα νία. Στό δέκατο όγδοο αίώνα, οί ’Ιησουίτες εύνόησαν αύτά τά συναισθήματα κι άρχισαν νά τά διατυ πώνουν μέ έννοιες ιστορικές καί πολιτικές. Ή έξω ση τών ’Ιησουιτών, δέν άνέκοψε αύτή τή διαδικασία, άν καί είχε συμβάλει στήν άναστολή τών στόχων της. Οί Κρεολοί άναζήτησαν άκόμα περισσότερο μέ σα σέ πηγές ξένες άπό τήν ίδια τους τήν παράδοση μιά πολιτική φιλοσοφία πού θά θεμελίωνε τίς διαχωριστικές τους τάσεις. Τήν άνακάλυψαν μέσα στίς ιδέες τής Επανάστασης γιά τήν άνεξαρτησία τών Η νωμένων Πολιτειών καί τίς ίδέες τής Γαλλικής Επανάστασης. ’Αλλά αύτές οί ίδέες, Ενώ τούς άπομάκρυναν άπό τήν ’Ισπανία, τούς άπομάκρυναν καί άπό τόν ίδιο τους τόν Εαυτό. Τά άποτελέσματα τής δικής μας άνεξαρτησίας ήταν διαμετρικά άντίθετα άπό τή βορειοαμερικάνικη άνεξαρτησία. Ποτισμένοι άπό τό ισχυρό αίσθημα Εθνικής άποστολής πού τούς έδιναν αύτές οί Ιδέες, οί νοτιοαμερικάνοι χρησιμο ποίησαν αύτές τίς ίδέες σάν βόλια στίς αιματηρές καί άγονες διαμάχες τους, ώς τή στιγμή πού κομμα τιάστηκαν σ’ ένα σωρό έθνη καί ψευτοέθνη. Γιά τούς βορειοαμερικάνους, αύτές οί ίδέες ήταν ένας καθρέ φτης δπου μπόρεσαν ν’ άναγνωρίσουν τόν έαυτό τους άλλά καί ένα πρότυπο γιά έμπνευση: γιά μάς, δέν ήταν παρά μεταμφιέσεις καί μάσκες. Οί νέες ίδέες, άντί νά μάς άποκαλύψουν τόν έαυτό μας, μάς τόν άπόκρυψαν. Τό χάσμα άνάμεσα στά πατριωτικά αίσθήματα τών μιγάδων καί τίς πολιτικές ίδέες πού δέχτηκαν Επαναλαμβάνεται στό χώρο τής λογοτεχνίας. Έ χω ξαναμιλήσει γιά τήν ίδέα τής «λογοτεχνικής άνεξαρ τησίας»· αύτή ή έννοια προκάλεσε μιά Επίμονη προ κατάληψη: τή βαθιά πίστη πώς ύπάρχουν Εθνικές λογοτεχνίες. Αύτή ή ύπερβολική προσήλωση στήν
241αφΐ€ρω μα ή «Κ ΙΒ Ω ΤΟ Σ» £δ€σ€ στόν
Π Ε ΙΡ Α ΙΑ
Μέ κέφι καί μεράκι γιά τό βιβλίο φτιάξαμε ένα μαγαζί στήν καρδιά τοΰ ΠΕΙΡΑΙΑ. Δούλεψαν άνθρωποι πολλοί έπί μήνες καί έπιτέλους στήθηκε τό τριώροφο. Βάλαμε τη φαντασία μας νά όργιάσει μαζί μέ τήν άγάπη μας γιά τά παιδιά καί διαμορφώσαμε τό ΥΠΟΓΕΙΟ σ ’ έ ναν πραγματικό παιδότοπο μέ παι χνίδια διαλεχτά, έκπαιδευτικά, μέ βιβλία, γιά άλες τίς παιδικές ήλικίες, έλληνικά, άγγλικά, γαλλικά. Τό ΙΣΟΓΕΙΟ τό διαθέσαμε στά έλληνικά βιβλία, στίς άφίσες, στίς κάρτες, στά χειροποίητα κεριά, στά χαρτικά. Σ’ ένα τμήμα βάλαμε άγγλικά βιβλία, πάμφθηνα, σέ συνερ γασία μέ τό COMPENDIUM, ένώ ένας ειδικός χώρος άφιερώθηκε στά περιοδικά. Ό Γ. Γαλάντης προσφέρθηκε νά έκθέσει στό ΠΑΤΑΡΙ τά κολάζ πού φτιάχνει έδώ καί χρόνια γιά τά έξώφυλλα τοΰ περιοδικού «ΔΙΑΒΑΖΩ» σ' ένα χώρο ειδικά διαμορφωμένο γιά τέτοιου είδους έκδηλώσεις. "Εχουμε κι άλλα σχέδια γιά τό μέλλον. Σίγουρα δμως θά ήτανε πολύτιμη ή συμβολή σας άν, περ νώντας άπό τήν ΚΙΒΩΤΟ, μάς κά νατε τίς παρατηρήσεις σας.
βιβλία - χαρτικά π α ι χ ν ί δ ι α
Δραγάτση 1 - Πειραιάς (ΝΕΟ ΔΗΜΑΡΧΙΑΚΟ ΜΕΓΑΡΟ)
24
ίδέα τοΰ έθνους στόν τομέα της λογοτεχνίας στάθη κε έμπόδιο γιά μιά σωστή κατανόηση τής λογοτε χνίας μας. Κάθε νοτιοαμερικάνικη χώρα Ισχυρίζεται πώς έχει τή δική της λογοτεχνική Ιστορία, καί σπου δαίοι κριτικοί σάν τόν Πέδρο Ένρίκες Ούρένα καί τόν Σίντιο Βιτιέρ άσχολήθηκαν στίς μελέτες τους μέ τά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τής μεξικάνικης καί τής κουβανέζικης ποίησης. "Αν δέν είναι δύσκολο νά βρούμε άξιόλογα κουβανέζικα ή άργεντινά έργα, ού τε κάν χρειάζεται νά θυμίσομε πώς είναι δύσκολο νά έντοπίσομε μιά λογοτεχνία κουβανέζικη ή άργεντινή μέ τά ιδιαιτέρά της χαρακτηριστικά καί πού νά άποτελεΐ αύτή καθεαυτή ένα χώρο σαφή γιά μιά Ιστορική καί λογοτεχνική κατανόηση. Είχε δίκιο νά πιστεύει ό Τόυνμπη πώς ή προϋπόθεση τοΰ Ιστορι κού άντικειμένου είναι ν’ άποτελεΐ μιάν εύκρινή ένότητα, μιάν αύτεπαρκή καί σχετικά αύτόνομη όντότητα. Μιά ιστορική κοινωνία είναι μιά τυπική ένότητα. Ή λογοτεχνία είναι ένα σύνολο έργων, λογοτεχνών καί άναγνωστών: μιά κοινωνία μέσα στήν κοινωνία. Κι άν ύπάρχουν έξαιρετικοί ποιητές καί μυθιστοριογράφοι στήν Κολομβία, τή Νικαράγουα καί τή Βενε ζουέλα δέν μπορούμε νά μιλάμε γιά λογοτεχνία τής Κολομβίας ή τής Νικαράγουας ή τής Βενεζουέλας. Ό λ ες αύτές τίς ύποθετικές έθνικές λογοτεχνίες τίς κατανοούμε μόνο άν τίς δούμε σάν τμήματα τής ίσπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Ό Λουγκόνες μέ νει άκατανόητος χωρίς τόν Δαρίο τής Νικαράγουας καί ό Λόπες Βελάρδε χωρίς τόν άργεντινό Λουγκό νες. Ή ιστορία τής ίσπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας είναι τό άθροισμα τής τμηματικής καί άσχετης λογο τεχνικής ιστορίας τής κάθε χώρας. Τή λογοτεχνία μας άποτελοΰν οί σχέσεις (άπότομες έπαφές, επιδρά σεις, διάλογοι, διαμάχες, μονόλογοι) άνάμεσα σ’ όρισμένες τεχνοτροπίες, τάσεις, προσωπικότητες, πού ύλοποιήθηκαν μέσα σέ μερικά έργα. Αύτά τά έργα ξεπέρασαν τά έθνικά σύνορα καί τίς ιδεολογίες. Ή ίσπανοαμερικάνικη ένότητα είναι ή Ιογοτεχνία της. Πώς νά ξεχωρίσομε τή λατινοαμερικάνικη λογο τεχνία άπό τήν ισπανική; Οί Γάλλοι έχουν μιά πε ρίεργη περίφραση δταν μιλούν γιά έργα γραμμένα στή γλώσσα τους άπό βέλγους, έλβετούς, σενεγαλέζους ή άντιλλέζους λογοτέχνες: λογοτεχνία γαλλι κής έκφρασης. Ποιος άπό μάς θά τολμούσε ν’ άποκαλέσει τόν Δαρίο ή τόν Βαγιέχο ποιητές Ισπανικής έκφρασης; Ή Ισπανική γλώσσα είναι πιό μεγάλη άπό τήν ’Ισπανία. Τό παράδοξο, σέ μιά πρώτη ματιά, μέ τή λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, είναι πού, άν καί είναι γραμμένη σέ ισπανική γλώσσα, θά ήταν σωστή τρέλα ν’ άποκαλέσομε ίσπανούς λογοτέχνες τόν Νερούδα, τόν Γκιράλντες, τόν Ρούλφο. Κι είναι κάτι παράδοξο, σέ μιά πρώτη πάντα ματιά, γιατί άν είναι άλήθεια πώς κάθε λογοτεχνία τήν άποτελοΰν λέξεις, είναι έξίσου άλήθεια πώς οί λογοτέχνες άλλάζουν τίς λέξεις. Οί ίσπανοαμερικάνοι λογοτέχνες άλ λαξαν τήν ίσπανική γλώσσα, κι αύτή ή άλλαγή άκριβώς έδωσε τήν ίσπανοαμερικάνικη λογοτεχνία. Στό θέμα τών άλλαγών τής Ισπανικής γλώσσας καί τών σχέσεων τών λατινοαμερικάνων λογοτε χνών μέ τή γλώσσα τους —σχέσεις γεμάτες βία καί
α φ ΐ€ρ ω μα /2 5
πάθος, δπως γίνεται μέ κάθε βαθιά σχέση— γράφτη καν λαμπρές ύπερβολές. Εμείς, οί ίσπανοαμερικάνοι, είπαν, μιλάμε μιά γλώσσα πού δέν είναι δική μας καί πού δέν μπορεί νά γίνει κτήμα μας παρά μό νο μέ βίαιο τρόπο. Κάθε αύθεντικό ίσπανοαμερικάνικο έργο είναι μιά πράξη πεισματικής κατάκτησης, ένα μυστήριο άνάμεσα στή θρησκευτικότητα καί τόν έρωτισμό, δπου ό λογοτέχνης θυσιάζει τις εύρωπαϊκές λέξεις πάνω στό βωμό τής άμερικάνικης αύθεντικότητας. Μέσα άπό τά ίσπανοαμερικάνικα βι βλία κυλά ένα αίμα λέξεων: τό αίμα των ούσιαστικών, τών έπιθέτων, των έπιρρημάτων καί των ρημά των, τό άχρωμο αίμα τής ισπανικής σύνταξης καί προσωδίας. 'Οπλισμένος μέ τή γραφομηχανή του σάν νά κρατούσε ένα πρωτόγονο μαχαίρι, ό λογοτέ χνης έπιτελεϊ μιά πολυτελή καί βάρβαρη τελετουρ γία: είναι κάποιος ήροπκός έραστής καί κάθε του ποίημα ή δποια του άφήγηση θυμίζουν άπαγωγή, δχι τών Σαβίνων άλλά τών λέξεων· είναι άπελευθερωτής, άντάρτης, έπαναστάτης κι έλευθερώνει τή γλώσσα άπό τά δεσμά της. Ό λ ες αύτές οί μεταφορι κές έννοιες έκφράζουν τίς Ιστορικές έρωτοπαθεΐς καί πολιτικές ψυχώσεις πού φλόγισαν καί τύφλωσαν τούς λογοτέχνες μας στά τελευταία είκοσι χρόνια. Σ’ ένα μικρό δοκίμιο, ψιλοβρόχι πού έπνιξε δλα αύτά τά πυροτεχνήματα, ό Γκαμπριέλ Σαΐντ μάς θύ μισε πώς οί ίσπανοαμερικάνοι μιλάνε τήν ίδια γλώσ σα μέ τούς ’Ισπανούς. Άπ* αύτό καί μόνο τό γεγο νός ή σχέση μας μέ τόν Θερβάντες, τόν Λόπε δέ Βέγα ή τόν Κεβέδο δέν μπορεί νά διαφέρει καί πολύ άπό τή σχέση πού διατηρούν μαζί τους οί ’Ισπανοί. "Αν γεννήθηκε κάποιος στήν Άντοφαγκάντα ή τή Ναβοχόα δέν είναι έμπόδιο γιά νά καταλάβει τόν Γκόγκορα· άλλες είναι οί δυσκολίες, καί δέν έχουν καμιά σχέση μέ τόν τόπο πού γεννήθηκες. Ό Μπόρχες λέει πότε πότε πώς ή διαφορά άνάμεσα στούς ’Ισπανούς καί τούς ’Αργεντινούς είναι πώς οί πρώ τοι έδωσαν κιόλας έναν Θερβάντες ένώ οί δεύτεροι θά μπορούσαν μιά μέρα νά δώσουν έναν δικό τους. Εντυπωσιακή αύτή ή σκέψη άλλά καί άπατηλή: ό Θερβάντες είναι κάτι παραπάνω άπό τόν Μπόρχες
—άν μπορούμε ποτέ νά έχομε στήν κατοχή μας ένα έργο σάν νά ήταν άντικείμενο...—, άπ’ δ,τι ένας συμ βολαιογράφος τής Μαδρίτης ή ένας ταβερνιάρης τού Βαγιαδολίδ. "Αλλωστε, στήν ’Αμερική, ή γλωσ σική ένότητα είναι πιό μεγάλη άπ’ δ,τι στήν ’Ισπανία κι είναι φανερό πώς κάποιος άπό τή Λίμα ή τό Σαντιάγκο είναι πιό κοντά στή γλώσσα τού Θερβάντες άπ’ δ,τι ένας Καταλάνος, ένας Βάσκος ή ένας Γαλικιανός. Οί κλασικοί τής ισπανικής λογοτεχνίας δέν είναι κτήμα τών ’Ισπανών τής ισπανικής χερσονή σου: άνήκουν σ’ δσους μιλούν ισπανικά, δρα καί σέ μάς τούς ίδιους. Φυσικά δέν φτάνει νά μιλάς τήν ίδια γλώσσα. Ή κουλτούρα δέν είναι θέμα κληρονομιάς άλλά έπιλογής: ’Αφοσίωση καί πειθαρχία. Συνέπεια καί πάθος. Ό χ ι, οί λέξεις πού χρησιμοποιούμε, έμεΐς οί άμερικάνοι λογοτέχνες —άν έξαιρέσομε τίς περι φερειακές καταβολές μας καί τίς ιδιαιτερότητες τού ύφους μας—, δέν διαφέρουν άπό τίς λέξεις τών ’Ισπανών· αύτό πού διαφέρει είναι τό άποτέλεσμα: ή λογοτεχνία. Μήπως ύπάρχει μιά ίσπανοαμερικάνικη λογοτε χνική γλώσσα πού διαφέρει άπό τή γλώσσα τών ’Ισπανών; ’Αμφιβάλλω γιά κάτι τέτοιο. Οί τεχνοτρο πίες έπικοινωνοΰν μεταξύ τους πάνω άπό τά σύνορα καί τόν ώκεανό, οί τάσεις καί οί προσωπικότητες. 'Υπάρχουν λογοτεχνικές οίκογένειες, άλλά αύτές τίς οίκογένειες δέν τίς ένώνει ούτε τό αίμα ούτε ή γεω γραφία άλλά οί διαθέσεις, οί προτιμήσεις, οί έμμονες Ιδέες. Δέν είναι ένας ό λατινοαμερικάνος λογοτέ- ’ χνης πού κατάγεται άπό τόν Βάγιε-Ίνκλάν, πού κι αύτός μέ τή σειρά του κατάγεται άπό τόν Δαρίο, πού κι αύτός έμαθε πολλά κοντά στόν Λουγκόνες. Λοι πόν; Πρέπει νά διακρίνομε τίς λογοτεχνικές έπιδράσεις, τίς άκούσιες όμοιότητες καί τίς άναλλοίωτες διαφορές. Οί έπιδράσεις ήταν άμοιβαΐες καί βαθιές. Οί τεχνοτροπίες καί λογοτεχνικές τάσεις δέν είναι ποτέ έθνακές. Οί τεχνοτροπίες είναι σάν τούς ταξι διώτες, διασχίζουν τίς χώρες καί τή φαντασία καί με ταμορφώνουν τή λογοτεχνική γεωγραφία δσο καί τήν εύαισθησία τού κάθε λογοτέχνη καί άναγνώστη.
2 6 ! α φ ιέρω μα
'Υπάρχουν μήπως χώρες έξπρεσιονιστικές, μπαρόκ, ρομαντικές, νεοκλασικές; Οδτε τό Μεξικό, ούτε ή ’Ισπανία, οδτε τό Περού είναι χώρες Εξπρεσιονιστικές, ένώ μερικοί ίσπανοί, μεξικάνοι, περουβιανοί λο γοτέχνες είναι κάτι τέτοιο. Τό πρωτοποριακό Εθνος είναι σάν τόν νομάδα, Εστω κι άν οί χώροι πού προ τιμά πιό πολύ είναι οί νοτιοαμερικάνικες πρωτεύου σες: τό Μπουένος Ά ιρ ες, τό Σαντιάγκο. Θά ήταν λάθος άν μπερδεύαμε τίς Επιδράσεις καί τήν Επικρά τηση αύτής ή Εκείνης της τεχνοτροπίας μέ τίς άκούσιες όμοιότητες άνάμεσα σέ λογοτέχνες διαφορετι κών χωρών. Αύτές οί όμοιότητες είναι, στην πράξη πάντα, πιό βαθιές, καί σπάνε τίς όμοιότητες ιδιοσυγ κρασίας ή χαρακτήρα. Έ να λογοτεχνικό Εργο είναι δημιούργημα διαφορετικών περιστάσεων πού συν δυάζονται μ’ Εναν άπρόβλεπτο τρόπο: τό χαρακτήρα τοδ λογοτέχνη, τή βιογραφία του, τά διαβάσματά του, τό περιβάλλον όπου ζεΐ... ’Αλλά καί τή θρη σκεία, τή φιλοσοφία, ή τίς ιδέες πού ό καθένας τους Εχει γιά τή ζωή Εδώ κάτω ή τήν άλλη. ’Ανάμεσα στόν Χόρχε Γκιγιέν καί τόν Χοσέ Γκοροστίσα ύπάρχουν άναμφισβήτητες συγγένειες καί κοινά δια βάσματα (Βαλερύ), άλλά αύτές οί όμοιότητες λοξο δρομούν καί διαχωρίζονται σέ δυό άντίθετα δράμα τα: τό άκαθόριστο πού στόν ίσπανικό κόσμο συνε παίρνει τόν άνθρωπο καί στόν μεξικάνικο τόν θάβει. Ή ίδια διαύγεια διαγράφει, Εξίσου άδολα, τά δυό άν τίθετα: Ναί καί ’Οχι. Καί δσο γιά τίς «Αναλλοίωτες διαφορές», δπως τίς είπαν, Επειδή πιστεύω στήν ίδιοφυία τών λαών καί τών πολιτισμών, νομίζω πώς άλλος είναι δ ισπανι κός χαρακτήρας κι άλλος ό ίσπανοαμερικάνικος. 'Ωστόσο άμφιβάλλω άν μπορούμε νά Απομονώσο με Ενα σύνολο Από ιδιοτυπίες σάν χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε λογοτεχνίας μας. Είναι βέβαιο πώς οί ίσπανοαμερικάνοι Εδειξαν μιάν εύαισθησία πιό εύνοϊκά στραμμένη πρός τά μοντέρνα ρεύματα Απ’ δ,τι οί ’Ισπανοί (γιατί ήταν καί περισσότερο στραμ μένοι πρός τά Εξω). Πράγματι, δλα τά μεγάλα ποιη τικά κινήματα τοδ αίώνα μας έφτασαν στήν ’Ισπανία μέσα Από τούς ίσπανοαμερικάνους ποιητές. Τό ίδιο Εγινε καί στήν Αγγλική γλώσσα: "Οπως ό Δαρίο καί ό Ούιδόμπρο στήν ’Ισπανία, Ετσι κι ό Πάουντ καί ό Έ λιοτ κατηγορήθηκαν στήν ’Αγγλία γιά αισθητική ξενομανία. Είδαν οί δικοί μας τόν κοσμοπολιτισμό
(Επαινος ή προσβολή) σάν Εναν Από τούς χαρακτή ρες τής ίσπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Τό Αντίθε το πάλι είχε τήν Ιδια Αξία. Μιά Από τίς Εμμονες ιδέες μας στάθηκε ό Αμερικανισμός μέ δλες του τίς μορ φές: Από τόν μιγαδισμό ώς τόν ίθαγενισμό, περνών τας Από τόν νεοκοσμισμό. Έ νας Από τούς πιό μεγά λους σύγχρονους ποιητές τής γλώσσας μας, ό Ραμόν Λόπες Βελάρδε, τραγούδησε Εξυπνα καί μέ στοργή, δχι τή Ρώμη, τή Βαβέλ ή τήν Τενοτσιτλάν, άλλά τή Σακαρέρας, τήν «Αλλόκοτη πρωτεύουσα τής χώρας μου πού είναι Ενας άπονος ούρανός καί μιά γή πολύχρωμη». Στή βορειοαμερικάνικη ποίηση παρουσιάζονται οί ίδιες Αντιθέσεις καί Εκφράζονται μ’ Ενα Ανάλογο πάθος: στόν άμερικανισμό τού Βαγιέχο μπροστά στόν κοσμοπολιτισμό τού Ούιδόμπρο Αντιστοιχεί ή στάση τοδ Ούίλλιαμ Κάρλος Ούίλλιαμ μπροστά στόν εύρωπαϊσμό τοδ Έλιοτ. Στή λογοτεχνία βασιλεύουν οί Εξαιρέσεις καί οί ιδιο μορφίες. Σ’ αύτό τό βασίλειο δέν μετράνε οί οικογέ νειες καί τά είδη Αλλά τά άτομα καί τά μοναδικά πρότυπα: δέν είναι τό μπαρόκ άλλά ό Γκόγκορα ή ό Κεβέδο, ούτε ό μοντερνισμός άλλά ό Χοσέ Μαρτί ή ό Δαρίο. Ό Σανταγιάνα θέλησε νά γράψει σέ δσο γί νεται πιό καλά Αγγλικά τίς ίδέες του καί τίς Εμπειρίες του σάν μεσογειακός ’Ισπανός —δ,τι πιό Αντίθετο Από Εναν Ά γγλο. Τό ιδανικό του είναι καί ίδανικό κάθε λογοτέχνη. Ή κοινωνία καθρεφτίζεται μέσα στή λογοτεχνία άλλά πιό συχνά Ακόμα πέφτει σέ Αν τιφάσεις. Ό σ α λέω Εδώ είναι σάν νά Αντιλέγουν σέ δσα τό νιζα στήν Αρχή. Είπα Αρχίζοντας πώς οί ίσπανοαμερικάνοι λογοτέχνες είχαν Αλλοιώσει τά Ισπανικά καί πώς αύτή ή Αλλοίωση Εδωσε τήν ίσπανοαμερικάνικη λογοτεχνία· τώρα ύποστηρίζω πώς Εμείς οί ίσπανοαμερικάνοι γράφομε τήν Ιδια γλώσσα μέ τούς ’Ισπα νούς κι αύτό δέν μάς Εμπόδισε νά δημιουργήσομε μιά λογοτεχνία διαφορετική Από τή δική τους. Τί συμβαίνει πράγματι; Ή Αντίφαση δέν βρίσκεται μέ σα μου Αλλά μέσα στήν ίδια τή λογοτεχνία. Ή ούσία τής λογοτεχνίας είναι Αντιφατική. Κάθε λογοτέχνης Αλλάζει τή γλώσσα πού του δόθηκε άλλά μέσα σ’ αύ τή τήν Αλλαγή ή γλώσσα διατηρείται καί διαιωνίζεται. Ό λογοτέχνης τήν Αλλάζει μέσα του, τή βαθαί νει περισσότερο καί τής δίνει μεγαλύτερη πληρότη τα. Μέσα σ’ αύτή τήν Αλλαγή, ή γλώσσα έπιτελεΐ μιά Από τίς πιό μυστικές καί Ανυποψίαστες δυνατότητές της. Συντομία καί ξάφνιασμα, αύτή ή διπλή λειτουρ γία τοδ λόγου πού μέσα της ή πιό αύστηρή λογική δημιουργεί μιά προβολή τού κόσμου καί τοδ χρόνου Εξω Από τήν πραγματικότητα, είναι ιδιότητες πού συνδέομε σήμερα μέ τό ύφος τού Μπόρχες, άλλά πού δέν Επινόησε ό Μπόρχες. Αύτές οί δυνατότητες ζούσαν μέσα στή φύση τής ισπανικής γλώσσας καί ό τρόπος γραφής τού Μπόρχες μάς Εδωσε νά τίς δού με καί νά τίς Αγγίξομε. *0 λογοτέχνης δέν Επινοεί μόνο, Ανακαλύπτει. Κι αύτό πού Ανακαλύπτει ήταν κιόλας μέσα στή γλώσσα, Αλλά περισσότερο σάν κά- ’ τι πού Εμελλε νά Εμφανιστεί σύντομα παρά σάν πα ρουσία. Ό τρόπος γραφής τών καλύτερων λογοτε χνών μας παρουσιάζεται σάν μιά παράβαση Από τόν
α φ ιέρ ω μ α /2 7 κανόνα μιας γλώσσας πού ύλοποιεΐται, σπαταλιέται, ίδιοφυΐα. Ό Λόπες Βελάρδε είπε γιά τό Μεξικό πώς_ είναι μιά χώρα «Ισπανική καί μαυριτανική μέ μιά άζάλλα ύπάρχει. Μ’ αύτή τήν έννοια, άλλάζομε, έμεΐς οί ίσπανοαμερικάνοι, τήν Ισπανική γλώσσα καί ' τέκικη χαρακιά πάνω της». Αύτή ή είκόνα δέν ται άλλάζοντάς την τής μείναμε πιστοί. 'Η χειρότερη ριάζει όλότελα γιά τή Βενεζουέλα ή τή Χιλή, άλλά άπιστία είναι ή προσήλωση στήν παράδοση. τό κεντρικό της στοιχείο είναι κοινό γιά ύλες τίς ίσπανοαμερικάνίκες χώρες: Ή γλώσσα κι δ,τι ση Ή ύπαρξη τής ίσπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας μαίνει αύτή. Τά άμερικάνικα έθνη, δποια κι άν είναι είναι άναμφισβήτητη: τά έργα ύπάρχουν μπροστά ή γλώσσα τους, είναι άποτέλεσμα τής δυτικής έξάστά μάτια καί τό μυαλό μας. Πολλά άπ’ αύτά τά έργα πλωσης. Μιλάμε δλοι μας μεταφυτευμένες γλώσσες. είναι έξαιρετικά καί μερικά είναι πράγματι μοναδικά. Είναι άδύνατο νά περιορίσομε τήν πολυμορφία Δέν χωρά έπίσης άμφιβολία πώς αύτά τά ποιήματα, τών ίσπανοαμερικάνικων έργων σέ μερικές χαρα τά μυθιστορήματα, τά διηγήματα μόνο ίσπανοαμερικάνοι θά μπορούσαν νά τά γράψουν καί πώς μέσα σ’ κτηριστικές Ιδιότητες. ’Αλλά τό ίδιο δέν συμβαίνει καί μέ τίς άλλες λογοτεχνίες; Ποιος θά μπορούσε ν ά , αύτά τά βιβλία, ή ισπανική γλώσσα, χωρίς νά πάψει δώσει έναν όρισμό γιά τή γαλλική, άγγλική ή ιταλι νά είναι αύτό πού είναι, δέν είναι αύτή πού γράφουν κή λογοτεχνία; Ό Ρακίνας κι ό Σατωβριάνδος, ό οί ίσπανοί λογοτέχνες. Θά προσθέσω πώς ή λατιΠόουπ κι ό Γουώρντσγουωρθ, ό Πετράρχης κι ό νοαμερικάνικη λογοτεχνία είναι πολύ πρόσφατη. Εί Λεοπάρντι: ό καθένας τους ζεΐ μέσα σ’ έναν διαφορε ναι ή πιό νέα άπό τίς δυτικές λογοτεχνίες. ’Από τότε τικό κόσμο παρόλο πού γράφει τήν ίδια γλώσσα. πού άρχισε ό πολιτισμός μας, οί δυτικές λογοτεχνίες Γιατί νά έπιμένομε νά καθορίσομε τό χαρακτήρα τής παρουσιάστηκαν μέ πολύ άργό ρυθμό. Στόν 19ο ίσπανοαμερικάνικης λογοτεχνίας; Οί λογοτεχνίες αίώνα ξεπετάχτηκαν δυό μεγάλες λογοτεχνίες: ή ρώδέν έχουν χαρακτήρα. Καί πιό σωστά: ή άντίφαση, ή σικη καί ή βορειοαμερικάνικη. Στόν 20ό αίώνα άναάμφιλογία, ή έξαίρεση καί τό άκαθόριστο είναι κοινό πήδησε ή ίσπανοαμερικάνικη. Α λλού, μίλησα γιά χαρακτηριστικό σέ κάθε λογοτεχνία. Μέσα σέ κάθε τήν. πιό μεγάλη μας έλλειψη: τήν άπουσία μιας κρι λογοτεχνία άκούγεται ένας άδιάκοπος διάλογος γε τικής παραδοσιακής σκέψης σάν κι αύτή πού ύπάρμάτος άντιθέσεις, διαχωρισμούς, λοξοδρομήσεις. Ή χει στήν ύπόλοιπη Δύση άπό τό τέλος τού Π ου αίώ λογοτεχνία είναι ένα πλέγμα άπό καταφάσεις καί άρνα. Είναι μιά έλλειψη πού μοιράζονται μαζί μας ή νήσεις, άμφιβολίες κι έρωτήματα. Ή ίσπανοαμερι ’Ισπανία καί ή Πορτογαλία καί στήν άλλη άκρη τού κάνικη λογοτεχνία δέν είναι ένα άπλό σύνολο άπό δικού μας κόσμου, ή Ρωσία. Ή χώρα μας δέν γνώρι έργα άλλά οί σχέσεις πού διατηρούν τά έργα αύτά σε 18ο αίώνα καί ό μοντερνισμός μας είναι άτελής. μεταξύ τους. Καθένα άπ’ αύτά είναι μιά άπάντηση, ’Αλλά αύτές οί άνεπάρκειες δέν μάς μετέτρεψαν σέ φανερή ή σιωπηρή, σ’ ένα άλλο έργο γραμμένο άπό πολίτες τού Τρίτου Κόσμου, κουδουνάκι πού έπιέναν προκάτοχο, ένα σύγχρονο ή έναν φανταστικό νόηόαν οί οικονομολόγοι καί παίζουν γιά νά μαζέ άπόγονο. Ή κριτική μας θά έπρεπε νά έξερευνήσει ψουν τά πρόβατα. Τό κουδουνάκι είναι τό δόλωμα αύτές τίς άντιφατικές σχέσεις καί νά μάς δείξει μέ γιά τή συγκομιδή καί τό σφαγείο. Ό χ ι, έμεΐς γράφο ποιό τρόπο δλες αύτές οί καταφάσεις καί άρνήσεις, με στά ισπανικά, μιά γλώσσα λατινική: είμαστε ένα πού ή μιά άποκλείει τήν άλλη, είναι συνάμα, κατά άκρωτήρι τής Δύσης. Μιά φτωχή καί ματοβαμμένη κάποιον τρόπο, καί συμπληρωματικές. ’Ονειρεύομαι ήπειρος, ένας άλλόκοτος καί άκριτικός πολιτισμός. καμιά φορά μιά ιστορία τής λατινοαμερικάνικης λο Γιατί νά μήν πούμε άκόμα πώς αύτό τό χάλι λάμ γοτεχνίας πού θά μάς άφηγιόταν αύτή τήν τεράστια πει καμιά φορά άπό έναν ζωντανό καί περίεργο φω καί πολύμορφη περιπέτεια τή σχεδόν πάντα παράνο τισμό; Φτώχεια, βία, μισαλλοδοξία, άναρχοι λαοί, μη, μερικών διανοητών μέσα στόν κινούμενο χώρο τύραννοι κάθε λογής, τό ψέμα βασιλεύει σέ δεξιές τής γλώσσας. Ή Ιστορία τών γραμμάτων μας θά μάς καί άριστερές παρατάξεις· άλλά καί φαντασία, εύαιπαρηγορούσε κάπως γιά τήν άπογοήτευση δπου μάς σθησία, λεπτότητα, αισθησιασμός, χαρά, ένας κά Β ποιος στωικισμός μπροστά στό θάνατο καί τή ζωή — βυθίζει ή πραγματική μας ιστορία.
2 8 ! αφ ιέρω μα
Κάρλος Φουέντες
Μιά λογοτεχνία χωρίς αναβολές Γιατί νά γράφομε σέ μιά ήπειρο μ έ άναλφάβητους; Γιά τον Κάρλος Φουέντες, είναι σάν νά παίζεις την έλευθερία σου γιατί πρέπει νά σ ω θ εί μιά παλιά κουλτούρα-χωρίς αυτήν δέν υπάρ χει ούτε παρόν ούτε μέλλον. «Γιατί γράφετε τόσο πολύ;» μέ ρώτησε μιά μέρα ό φίλος μου Ντόναλντ Μπάρθελμ, άμερικάνος πεζογράφος. «Στις Η νωμένες Πολιτείες νιώθουμε σάν νά μήν έχουμε νά πούμε πολλά...» Απάντησα, φυσικά, πώς στά δικά μας μέρη έχομε νά πούμε πάρα πολλά· έτσι έξηγεΐται ό πυρετός πού χαρακτηρίζει τή σημε ρινή λογοτεχνία στή Λατινική ’Αμερική, ώστε νά εί ναι —μαζί μέ τή λογοτεχνία τής κεντρικής Εύρώπης— ένας άπό τούς πόλους τής λογοτεχνικής φαν τασίας. Έχομε πολλά νά πούμε, καί ό μόνος τρόπος, πα ράδοξος καί λεπτός, γιά νά πετύχομε κάτι τέτοιο εί ναι νά γράφομε βιβλία γιά άνθρώπους πού στήν πλέιοψηφία τους δέν ξέρουν νά διαβάζουν, νά προτείνομε λέξεις καί ιδέες μέσα σέ κοινωνίες δπου δέν είναι εύκολο ίσως νά ξεχωρίσεις τή φωνή τής προ σευχής άπό τήν κραυγή των βασανιστηρίων. 'Ωστόσο μπορούμε νά άναρωτηθοΰμε άν αύτή ή παράδοξη καί λεπτή κατάσταση δέν είναι τό αύθεντικό σημάδι τής συνοχής καί τής βαθύτερης δύναμης μιας λογοτεχνίας πού δέν πρωτοφάνηκε χτές μόλις, άφοΰ συνδέεται μέ τά πρώτα βήματα τού Νέου Κό σμου καί μέ τό πολιτισμικό βάρος πού κλείνει τό έπικό τραγούδι καί ή ούτοπιστική σκέψη, σ’ έναν δι φορούμενο άγώνα άνάμεσα στήν έπιθυμία τής έξουσίας καί τήν έξουσία τής έπιθυμίας πού καταλήγει ειρωνικά σέ μιά «άμφίβολη άλήθεια», δπως είπε ό Ρουίς δέ Ά λαρκόν, ό πρώτος ίσως ίσπανοαμερικάνος λογοτέχνης. Έ ναν αιώνα άργότερα, ή θεμελίωση τής λογοτε χνίας μας έβρισκε τό ριζικό καί μόνιμο μοντερνισμό της στό έργο κάποιου θλιβερού στρατιώτη, γραμμέ νο άνάμεσα σέ χρέη καί φυλακές. 'Η πρόζα τού «Δόν Κιχώτη» κρύβει ένα έλεγειακό ποίημα δπου κάθετι είναι άφορμή γιά κέφι και γιά πόνο συνάμα· καθρέ φτης μιας πραγματικότητας πού στό τέλος φαντάζει σάν άπατηλή· φιλοσοφικός λόγος που ζητά νά ται ριάζει τή λογική μέ τήν άλήθεια καί πού στό τέλος άμφισβητεΐ τήν άλήθεια τής λογικής· άπίστευτη
άπόπειρα γιά άναστύλωση μιάς δοξασμένης έποχής μέσα σ’ ένα σάπιο σήμερα. Ό «Δόν Κιχώτης» τού Θερβάντες είναι δλα αύτά καί γι’ αύτό παραμένει τό πιό ζωντανό κι έπεΐγον πρότυπο τής λογοτεχνίας μας. Σάν τόν Θερβάντες δέν μπορούμε νά είμαστε σήμερα λογοτέχνες· παρά μ’ έναν τρόπο άνόσιο, σφαλερό, μυθικό καί πληρο φοριακό συνάμα. Ή φαντασία, καθώς ξαναζωντα νεύει, άποκτά μιά λογοτεχνική μορφή πού πλησιάζει περισσότερο τήν άλήθεια, γιατί άποδεσμεύεται άπό τήν άξίωση γιά άλήθεια καί πού είναι πιό κοντά στήν πραγματικότητα, γιατί ύπονομεύει αύτή τήν ί δια τήν πραγματικότητα· σάν κι έκεϊνον πού λέει: «πίστεψέ με» καί κανένας δέν τόν πιστεύει· «μή μέ πιστέψτε» καί δλοι τόν πιστεύουν. Ά ν κάθε βιβλίο έχει πατέρα κάποιο άλλο βιβλίο, δλα τά βιβλία τής ισπανικής ’Αμερικής είναι άπόγονοι έκείνου τού βιβλίου, πού έχει μιάν άφηγηματική ποιητική πού μπορεί νά συγκριθεΐ μόνο μέ τόν «Τρίστραμ Σάντυ» τού Λώρενς Στέρν: πρόγονος μερι κών βιβλίων κι αύτός. Ή δύναμη τής λογοτεχνίας στήν κεντρική Εύρώπη προέρχεται άπό τήν έπείγουσα άνάγκη νά διατη ρηθεί ζωντανή μιά γλώσσα, ένα παρελθόν, μιά ταυ τότητα σέ περιοχές πού κατέχει ή Σοβιετική Ένωση ή πού πιέζονται άπό τήν πολιτική της. Πώς νά ύπονομεύσεις τή μονολιθική ’Αρκαδία τού κομουνισμού μ’ ένα κάποιο χαμόγελο κριτικό καί γεμάτο άμφιβολίες; Μήπως μιά τέτοια, άνάλογη προσπάθεια δέν θά μπορούσε νά γίνει καί στή δική μας ήπειρο πού άντιμετωπίζει τή δεσποτεία τού κα πιταλισμού τής φτώχειας; ’Εδώ δέ χωρά καμιά άμφιβολία, άλλά ή δυσκολία γιά μας είναι άκόμα πιό με γάλη. Ή άσύστολη ούτοπία τού σύγχρονου καπιτα λισμού δέ δείχνει σχεδόν ποτέ τό άληθινό της πρό σωπο, δέν είναι ξεκάθαρο, γιά ν’ άποφύγει άκριβώς νά περάσει γιά δλοκληρωτική, καί προτιμά νά κατα φεύγει σ’ έναν εύνουχισμό μέ τό μαλακό. Δέχεται καί άφομοιώνει τήν κριτική, άνοίγει άσφαλιστικές
α φ ιερ ω μ α /2 9 δικλείδες καί έπισπεύδει, δπως έλεγε ό Νίτσε, «τήν έπιπόλαιη άποθέωση τοΰ σήμερα». Μέ λίγα λόγια, είναι πιό εύκολο νά κατακρίνεις έ να σύστημα πού δέν δέχεται τήν κριτική παρά νά έπικρΐνεις ένα άλλο πού τή δέχεται καί μάλιστα τήν έκθειάζει. Τό άμεσο καθήκον γιά τούς λογοτέχνες τής κεντρικής Εύρώπης διαφέρει λοιπόν, άπό τή φύ ση του, άπό τό δικό μας· γιά κείνους, τό θέμα είναι ν’ άμφισβητήσουν τήν άλήθεια τού είδύλλιου πού έπιβάλλεται σέ όλους δυναμικά· γιά μάς, τό θέμα είναι νά έμποδίσομε τό ειδύλλιο νά γίνει άλήθεια καί τό ψέμα, πού μάς έπιβάλλουν μέ χαμόγελα τύπου όδοντόκρεμας καί άφρόλουτρου, νά γίνει είδύλλιο. Πίσω άπό τήν τρομοκρατία καί τό αίμα των σημερινών δι κτατοριών στή Λατινική ’Αμερική παραμονεύει μιά άλλη μόνιμη δικτατορία πού ύπόσχεται νά μάς άπελευθερώσει άπό τούς τωρινούς ήγέτες τής Χιλής, τής ’Αργεντινής καί τής Ούρουγουάης όσο γίνονται —καί κάθε μέρα περισσότερο— έμπόδιο γιά τή χαρ μόσυνη έφαρμογή τών άνθρώπινων δικαιωμάτων καί γιά περισσότερα κέρδη. Οί Πινοσέτ, οί Βιντέλα, οί Μπορνταμπέρυ έξυπηρετοΰν γιά λίγο, άλλά ό στόχος μένει πάντα μιά ήπειρος μέ χαμογελαστούς σκλάβους, ύποτακτικούς καταναλωτές καί άκίνδυνους έπικριτές- οί άναχρονιστικοί βασανιστές κα ταντούν στό τέλος περιττοί. Θλιβερή Ιστορία βέβαια λαών πού κατακρίνονται γιατί καταδικάζουν άδικα τούς καταπιεστές τους, άλλά πού μόλις άναλάβουν οί ίδιοι τή μοίρα τους, πρέπει νά άψηφήσουν τήν πε ριφανή νίκη τοΰ Ντάλλες στή Γουατεμάλα, τήν άπόβαση στόν Κόλπο τών Χοίρων, τή νιξονική συνω μοσία κατά τοΰ Λαϊκού Μετώπου στή Χιλή καί νά ξαναπέσουν σέ μιά σκλαβιά γιά τήν όποια μάς κατη γορούν πώς άπό δικό μας λάθος δέν θέλομε νά γλιτώσομε. ’Αποθέωση τοΰ φαύλου κύκλου. Ό μόνος τρόπος γιά νά τόν σπάσομε είναι νά προβάλομε χωρίς καμιά χρονοτριβή τίς δικές μας έπιλογές. Αύτό προϋποθέτει τή δύσκολη πράγματι ύποχρέωση νά καταρτίσομε καί νά ξανακαταρτίσομε τίς μορφές καί τό περιεχόμενο (ένα καί τό αύτό στό κάτω κάτω) τοΰ λατινοαμερικάνικου πολιτισμού μας. Πρέπει νά πούμε καί νά κάνομε πάρα πολλά καί γιά πάμπολλους λόγους. Ό πρώτος κι ό πιό φανε ρός σχετίζεται μέ μιά διπλή έλλειψη: έλλειψη λει τουργίας καί έλλειψη χρόνου. Στίς περισσότερες κοινωνίες μας λείπουν όρισμένες λειτουργίες πού είναι αύτονόητες στόν δυτικό κόσμο, όπου άνήκομε καί δέν άνήκομε μ’ έναν τρό πο τόσο συγκινητικό. Λειτουργία κριτικής, πληρο φοριών, διαφωτισμού, λειτουργία προοπτικής άλλά καί άμεσότητας, .συζήτησης, ύπεράσπισης καί έκ φρασης γιά όποιον ύποφέρει άπό τήν άδικία καί τή σιωπή. Αύτή ή λίγο πολύ χτυπητή έλλειψη λειτουρ γίας άναγκάζει τόν λατινοαμερικάνο λογοτέχνη νά έπωμιστεΐ τήν κατάσταση καί νά γίνει ό ίδιος νομοθέτης, δημοσιογράφος, φιλόσοφος, έξομολογητής, συνδικαλιστής, λυτρωτής ’Ινδιάνων, κοινωνικός χειρούργος καί σημαιοφόρος χαμένων λίγο πολύ ύποθέσεων.
Αύτή ή έλλειψη λειτουργίας ταυτίζεται μέ τήν έλ λειψη χρόνου, πού δέν τήν άντιμετωπίζομε σάν άπώλεια χρόνου, άλλά σάν χαμένο χρόνο. Ή μόνι μη ένταση άνάμεσα στήν Ιστορία καί τή λογοτεχνία καί ή σωστή άφομοίωσή τους πού τόσο θαυμάζομε στήν περίπτωση τής Γαλλίας καί τής ’Αγγλίας κα ταντούν σέ μάς ένα άρχιπέλαγος άναστολών: νησιάναυάγια στή θάλασσα τών χαμένων όνείρων. Οί χώρες μέ ινδιάνικο αίμα όχι μόνο έχασαν τό χρόνο πού τίς έδενε μέ τούς παλιούς πολιτισμούς τους άλλά καί άποστερήθηκαν τό χρόνο τών νέων άνθρώπων πού ήρθαν άπό τήν ’Ισπανία στήν ’Ανα γέννηση. Κατακτητής καί κατακτημένος ήταν τά θύ ματα μιάς διπλά σιωπηλής ήττας: Οί ιθαγενείς έχα σαν όχι μόνο τή δική τους φωνή άλλά καί τή φωνή πού τούς έπιβλήθηκε· ή ήττα ήταν άκόμα πιό ειρωνι κή γιά τό νέο κόσμο τών κρεολών καί τών μιγάδων, πού έχασαν κι αύτοί τή φωνή τους ύστερα άπό τήν ’Αντιμεταρρύθμιση παρανοώντας τήν άπήχηση καί τήν όρμή τής παραφουσκωμένης καί νομικίστικης ρητορικής της. Έλλειψη λειτουργίας καί έλλειψη χρόνου: ποιος μπορεί νά φανταστεί μιά κατάσταση πιό έξευτελιστική, πιό άνυπόφορη καί άδικη γιά έναν πολιτισμό σάν τό δικό μας, γιά μιά άπό τίς σπάνιες καί τόσο πλούσιες πολιτιστικές περιοχές τοΰ κόσμου, κληρο νόμο τής μυθικής έπιμονής τοΰ κόσμου τών ιθαγε νών, άλλά καί τοΰ συνόλου τής δυτικής κουλτού ρας, μέσα άπό τήν ’Ισπανία, όταν θεμελιώθηκε τόν 16ο αίώνα, ή μέσα άπό τή Γαλλία τοΰ 19ου αίώνα, στήν έποχή τών έπαναστάσεων. Φορέας αύτής τής άλλόκοτης οίκουμενικότητας ή Λατινική ’Αμερική δέν μπορεί νά νιώθει μόνιμα έξοργισμένη μπροστά σέ τέτοια άποτυχία, όχι τών πολιτιστικών της δια μορφώσεων, άλλά τών πολιτικών της παραμορφώ σεων. Γιατί οί έλλείψεις λειτουργίας καί χρόνου γιά τίς όποιες μίλησα περιορίζονται στό κάτω κάτω σ’ έ ναν έπίμονο διαχωρισμό τής πολιτιστικής συνέχειας άπό τόν πολιτικό κατακερματισμό τών περιοχών μας. Νά γράφεις σέ μιά ήπειρο άναλφάβητων δέν είναι τόσο παράδοξο όσο φαίνεται. Ίσ ω ς νά ξέρει ό λογο τέχνης πώς έργάζεται γιά νά διατηρήσει ζωντανή τή σχέση μ’ αύτό τό θαυμάσιο πολιτιστικό παρελθόν πού σπάνια βρήκε τό πολιτικό του άντιστάθμισμα. "Αν άποφεύγαμε νά γράψομε θά ήταν σάν νά παραδεχόμασταν πώς νικηθήκαμε· καί φτάνει νά διαβαί νεις τούς δρόμους τής Μπογκοτά, τοΰ Μεξικοΰ, τής Λίμα, γιά νά καταλάβεις πώς ή Λατινική ’Αμερική βρίσκεται στό στερνό σκαλί αύτοΰ τοΰ χαμού. Νά γράφεις στή Λατινική Α μερική, είναι σάν νά παίζεις τήν έλευθερία σου, είναι σάν νά λές μέσα στή μοναξιά σου τήν ώρα πού γράφεις πώς δέν χωρά άναβολή γιά νά κρατήσεις ζωντανή τήν παραδοσια κή κουλτούρα, γιατί χωρίς αύτήν δέν θά έχομε ούτε πραγματικό παρόν ούτε μέλλον κατανοητό· έτσι εί ναι, κι άς ξέρομε πώς δέν θά πετύχομε σίγουρα άποτελέσματα, πώς δέν θ’ άλλάξομε τόν κόσμο ούτε μέ δέ κα ούτε μέ χίλια βιβλία καί δέν μάς περιμένει καμιά άνταμοιβή.
3 0 /α φ ΐ€ ρ ω μ α Μας φτάνει νά ξέρομε, δταν παραμονεύει παντού ή Ιστορική ήττα, πώς βοηθάμε ίσως έτσι νά βρούμε κάπως τήν ταυτότητά μας σ’ έναν κόσμο πού θά ήθε λε νά ίσωπεδώσει όλες τίς χώρες πάνω στό πρότυπο τής τεχνολογίας πού μάς κατακλύζει άποσκοπώντας στην άλληλοεξάρτηση... καί πώς έμεΐς πάλι κινούμε, ζυμώνομε, χαϊδεύομε καί προπηλακίζομε μιά άπό τίς μεγάλες γλώσσες τής οικουμένης, τήν έμποδίζομε νά παραστήσει τήν ώραία Κοιμωμένη τού δάσους γιά νά τής άποδώσομε τήν πραγματικά έπαναστατική της φύση, δπως δταν έστηνε ό Θερβάντες τόν «Δόν Κιχώτη» στά σύνορα τών δυό δικών μας κό σμων: τόν κόσμο τής σχολαστικής όμοιομορφίας τών πάντων καί τόν κόσμο τής ούμανιστικής διαφο ροποίησης. Γι’ αύτό δέν μάς ξεγελά πιά δποιος έπιχειρεΐ νά καλύψει τίς λειτουργικές μας έλλείψεις μέ καλές προθέσεις καί κακή λογοτεχνία, μπροστά στίς κριτικές καί έκφραστικές λειτουργίες τής γλώσσας μας, πού αύτές καί μόνο έπιτρέπουν (άφοΰ τίς έπεξεργαστοΰμε) νά καθορίσομε πιό πρακτικά μιά ταυ τότητα καί νά προβάλομε μιά κουλτούρα: 'Ο Μπόρχες, πολιτικά άντιδραστικός, είναι, μ’ αύτή τήν έν νοια, πολύ πιό έπαναστάτης άπό ένα σωρό μαρξι στές. Νά γράφεις σέ μιά ήπειρο άναλφάβητων: Κι άν τό γράψιμο ήταν ένας τρόπος γιά νά έπικοινωνήσομε μέ δσους κάποια μέρα δέν θά είναι πιά άναλφάβητοι καί θά έχουν τότε τό δικαίωμα νά ζητήσουν τή συμ μετοχή μας, ν’ άπαιτήσουν τό «Κουτσό» πού έπρεπε νά γράψομε τό 1962, «Τό βασίλειο αύτοΰ τού κό σμου» πού έπρεπε νά γράψομε τό 1946, «Τό λαβύ ρινθο τής μοναξιάς» πού έπρεπε νά γράψομε τό 1950, τό «Διαμονή στή γή» πού έπρεπε νά γράψομε τό 1933 καί νά καταδικάσουν μιά γιά πάντα δσους δέν θά είχαν γράψει αύτά τά βιβλία, γιατί μόνο μιά μειονότητα, έκείνη τήν έποχή, μπορούσε νά τά δια βάσει ή νά τά καταλάβει; Κι άν τό γράψιμο ήταν ένας τρόπος γιά νά δώσο με ένα άλλο έπίπεδο, μιά άλλη διάσταση, μιά άκόμα βουνοκορφή στό μόνιμο χώρο τού πολιτισμού μας,
πού είναι ή άδιάκοπη διάρκεια μιάς λαϊκής, χειρωνα κτικής, βιοτεχνικής κουλτούρας, μιάς κουλτούρας μέ τραγούδια, χορούς, διακοσμητές καί χτίστες; Ά ς μή χλευάζομε λοιπόν αύτούς πού έστησαν τό Κούσκο καί τό Τσετσενίτσα, τό Τοναντσιτλάν καί τό Τόρρε Τάμπλε μέ κατώτερα ή φτηνά έργα! Πολιτιστικά έπική, ούτοπιστική καί μυθική ή Λα τινική ’Αμερική δέν γνώρισε τήν άνώτατη λογοτε χνική μορφή, τή μόνη δπου οί συγκρούσεις ήθικής αιτιολογίας άνάγονται ύπερβατικά στό άνώτερο έπί πεδο τής σύγκρουσης άξιών δπου, δπως έλεγε ό Καμύ, τίποτα δέν είναι δίκαιο, άλλά κάθετι δικαιολογεί ται. Ή τραγική λογοτεχνία λείπει στή Λατινική ’Αμερική, κι άς είναι ή Ιστορία της γεμάτη έγκλήματα. Στήν τραγωδία καί οί δυό πλευρές έχουν δίκιο: ή ’Αντιγόνη πού ύπερασπίζει τά δικαιώματα τού άτόμου καί ό Κρέων πού ύπερασπίζει τήν πολιτεία. Ό ταν δμως ύπάρχουν μόνο δήμιοι καί θύματα, δέν ύπάρχει τραγωδία, άλλά έγκλημα μελοδραματικό καί ποταπό. Μπροστά στό έπκρανειακό πεπρωμένο αύτής τής άπατηλής μοίρας δπου τά πάντα δείχνουν νά άνήκουν σέ μιά αίώνια νύχτα δλο μπουντρούμια καί βα σανιστήρια, ένώ ή μέρα ξεγελά μέ τίς ψεύτικες έλευθερίες της πού φωτίζονται άπό χιλιόμετρα ψεύτικου φωτισμού, ό λατινοαμερικάνος λογοτέχνης γράφει άναγκασμένος νά μήν άναβάλει ούτε μιά στιγμή σέ μιά ήπαρο άγράμματων γιά νά μή σβήσει ή δυνατό τητα μιάς άλλης Ιστορίας δπου δ,τι συμβαίνει θά ή ταν άναγκαΐο άλλά δχι ώστόσο μοιραίο. Νά μετατρέψομε τήν έμπειρία μας σέ μοίρα, έλεγε ό Μαλρώ· νά κάτι πού μπορεί νά περάσει σάν άπόφθεγμα γιά τή σημερινή λογοτεχνία τής Λατινικής ’Αμερικής. Ή τραγωδία λοιπόν δέν ήταν στή βάπτιση τού Νέου Κόσμου γιατί τήν είχαν διώξει άπό τήν Εύρώπη ή ύπερβατική αισιοδοξία τού χριστιανισμού καί ή έγκόσμια αισιοδοξία τού ούμανισμοΰ πού θά έφτα νε στό άπόγειό της μέ τήν άστική έπανάσταση τού 18ου αιώνα. Πλούσια σέ συμφορές, ή Λατινική ’Αμερική δέν έ-
αντί Τό ζήτημα δέν είναι μόνο νά διαβάζετε «ΑΝΤΙ» άλλά νά μπορείτε ν’ άνατρέχε,τε σ’ αύτό σταθερά. • Τό καλύτερο δώρο γιά σάς καί τούς φίλους σας: • Έ νας πανόδετος τόμος τού περιοδικού «ΑΝΤΙ»
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΓΙΩΡΓΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ Του Αντιστασιακού Περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα». Το αδικημέ νο ιστορικό Περιοδικό της Κατο χής που στάθηκε πνευματικά και υλικά πλάι στις γραμμές του ΕΑΜ. Έργο ζωής του παλαίμαχου αγω νιστή, ύμνος στην Εθνική μας Αν τίσταση·
ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ «ufliiniTaniufl m »
α φ ΐ€ρ ω μα /3 1
Σχέδιο τοΰ Ποσάδα
γράψε τραγωδίες. Ή άπάντησή της σ’ αύτή τήν άρνητική κατάσταση, δν τή δοΰμε σάν άπουσία κά ποιου παράδεισου πού θά χάριζε ή ούτοπία τοΰ Νέου Κόσμου, έκφράζεται κατά τρόπο άναπληρωματικό στή μορφή πού δέν άνέχεται τό κενό, έστω καί τό κενό τής ήττας: τή μορφή τοΰ μπαρόκ. ’Αλλά άπό τή στιγμή πού τό μπαρόκ παύει νά άντιμετωπίζεται σάν όδυνηρός διάκοσμος κι άνακαλύπτει στό κέντρο τής πληθωρικής του φύσης τό άγριο μονοπάτι πού όδηγεΐ στήν ποιητική όλοκλήρωση, τίποτα δέν μας έμποδίζει νά πιστέψομε πώς έκεΐ βρίσκεται ή τραγική δυνατότητα. Μόνο σ’ αύτό τόν τύπο ποιητικής όλοκλήρωσης μπορεί νά βρει ή μοίρα μας έναν πιθανό καθρέφτη · ή σημερινή λογοτεχνία στή Λατινική ’Αμερική συνό ψισε τήν πολιτική, ήθική, μυθική, γλωσσική καί δυ ναμικά τραγική άμεση άναγκαιότητά της μέσα σ’ αύ τή τήν ποιητική πείνα πού έφτασε νά δώσει αύτό πού θεωρώ σάν τό πιό μεγάλο μυθιστόρημα πού γράφτηκε στήν ίσπανική ’Αμερική: τό «Paradiso» τοΰ Χοσέ Λεσάμα Λίμα. Τό μυθιστόρημα γίνεται έδώ ποιητική κίνηση προικισμένη μέ τούς δικούς της νόμους πού τροφοδοτεί μιά άπληστία πού περιέ χει τίς πρωτεϊκές μορφές τοΰ μπαρόκ άλλά καί τήν πληρότητα τοΰ κορμιοΰ, τοΰ χρόνου, τοΰ χώρου καί τοΰ λόγου· κι δλα αύτά διοχετεύονται έτσι ώστε ό ποιητής καί ό άναγνώστης του νά αίσθάνονται κά πως σάν τόν Κοπέρνικο καί νά μπορούν «νά διατυ πώνουν τούς νόμους τών πραγμάτων πού χάθηκαν ή κατακλύστηκαν άπό μιά σκοτεινή μοίρα». Ό Λε σάμα Λίμα είναι τό άνώτατο παράδειγμα πού δείχνει πώς έχομε πάρα πολλά νά ποΰμε, πολλές φωνές γιά νά τά ποΰμε καί ν’ άνακαλύψομε καινούριους κό σμους, ν’ άφυπνίσομε περιοχές, νά τάξομε στόχους, νά κλάψομε γιά νίκες καί νά γιορτάσομε πανω λεθρίες. Τό τεράστιο παλίμψηστο κείμενο τοΰ «Paradiso» άνοίγει μ’ ένα είδος διχασμένης ιδιορρυθμίας, μέ κά τι τό άπίθανο πού ζητά όχι μόνο τή δική μας σύμ πραξη άλλά κι ένα συνδυασμό όλων τών άντιθέσεων τής λατινοαμερικάνικης ψυχής, ντόπιας καί ξενό
φερτης, έπαρχιώτικης καί οίκουμενικής, όνειρικής καί μελετημένης, διαλυμένης καί όρθολογιστικής, θρησκευτικής καί έγκόσμιας, σύγχρονης καί άρχαίας, λάγνας καί άσκητικής, καθημερινής καί αιώ νιας. Γιατί ό Λεσάμα, μέσα στό λαβύρινθο τής πρό ζας του μάς δείχνει πώς στή Λατινική ’Αμερική αύτοί οί όροι δέν είναι οδτε δυαδικοί οΰτε αντίθετοι άλ λά δλα τά κομμάτια γίνονται ένα κι ό χρόνος είναι έ νας γιά δλους. Έ τσ ι έχομε ένα σημείο άφετηρίας γιά μιά νέα έπεξεργασία τών λέξεων καί τών πραγμάΤό μέλλον πού ύποσχέθηκε ή αίσιοδοξία τοΰ 18ου αίώνα είναι μπροστά μας. 'Ολοκληρώθηκε. Δέν είναι ώραΐο. Δέν λειτουργεί καλά. Ό λ ες οί πρωτοπορίες γέρασαν. Καινούριοι είναι οί λαοί καί οί καλλιτέχνες πού ξέρουν νά βάζουν τό παρελθόν νά ύπηρετεΐ τό σήμερα, χωρίς ώστόσο νά μετατρέπουν τό σήμερα σ’ ένα παρελθόν έτοιμο νά θυσιαστεί καί νά λησμονηθεί.. Καινούριοι είναι οί λαοί καί οί καλλιτέχνες πού δέν έχουν άνάγκη νά τονίζουν τό δικό τους σήμερα άναπολώντας τό μα κρινό θάνατο τών προγόνων. Καινούριοι είναι οί λαοί καί οί καλλιτέχνες πού, σάν τή φυλή τών Ίμερίμα στή Μαδαγασκάρη, τούς ξέφυγε ό χρόνος, άλ λά έχουν δλο τό χρόνο πού τούς κληρονόμησε ή άκοή τους καί ή θύμηση τής λαλιάς τους. Τ’ αύτιά καί τά στόματα μάς λένε πώς βρισκόμα στε σέ μιά βασική καμπή τής σύγχρονης ιστορίας. Έ νώ πάει νά τελειώσει, ό 20ός αίώνας άποχωρίζεται τίς αύταπάτες πού κυριαρχούσαν στή γέννησή του, πού διαγραφόταν σάν μιά συνέχεια μέσα στό χρόνο, άν καί περιορισμένου, στό χώρο, στά διάφορα κέν τρα τής βιομηχανικής καί λευκής κουλτούρας. Παν τού, οί κουλτούρες γκρεμίζουν τίς ιδεολογίες. Ίσ ω ς βρει μιά μέρα ή Λατινική ’Αμερική τήν πραγματική της ταυτότητα μέσα σ’ ένα μωσαϊκό άπό κρυμμένα καί φοβερά πρόσωπα τών πολιτισμών δπως τά άποκαλύπτει τό τέλος αύτής τής χιλιετίας. Ό προφορικός καί γραπτός λόγος θά είναι δσο ποτέ άλλοτε κάτι πού δέν άναβάλλεται. Ή εύκαιρία αύτή πλησιάζει. Δέν πρέπει ν’ άφήσομε νά μάς ξεφύγει.
3 2 / αφ ιέρω μα
Μάριο Βάργκας Γιόσα
Τό γράψιμο στή Λατινική Αμερική Τό λειτούργημα του λογοτέχνη στή Λατινική Αμερική είναι κάτι τό συγκεκριμένο, τόνιζε σέ μιά διάλεξή του στό Παρίσι ό Περουβιανός Μάριο Βάργκας Γιόσα. Λυτό σημαίνει πρώτα πρώτα κ α ί συχνά αποκλειστικά δτι έπωμίζεται μιά κοινωνική ευθύνη. Ό περουβιανός λογοτέχνης Χοσέ Μαρία Άργκέδας αύτοκτόνησε στίς 2 Δεκεμβρίου 1969 σέ μιά αίθου σα τοΰ πανεπιστήμιου Λά Μολίνα, στήν πόλη Λίμα. ΤΗταν ένας άνθρωπος μετρημένος, καί γιά νά μήν άναστατώσει τή λειτουργία των μαθημάτων διάλεξε νά σκοτωθεί ένα Σάββατο μετά τά μαθήματα. Κοντά στό πτώμα του βρέθηκε ένα κείμενο μέ όδηγίες γιά τήν κηδεία του, τήν τοποθεσία δπου έπρεπε νά τόν θάψουν, γιά τό πρόσωπο πού θά έλεγε τόν επικήδειο στό κοιμητήριο καί μέ τήν εύχή νά τόν άποχαιρετήσει κάποιος φίλος του βιολιστής άπό τή Σιέρρα, παί ζοντας ένα κομμάτι πού άγαποΰσε. Οί τελευταίες του έπιθυμίες έγιναν καί ό Άργκέδας, πού σ’ δλη του τή ζωή ήταν ένας άνθρωπος σεμνός, είχε μιά θεαματική κηδεία· άντίπαλες άκροαριστερές όμάδες μάλιστα συγκρούστηκαν μέ γροθιές θέλοντας ή κα θεμιά άπ’ αύτές νά στολίσει μέ λάβαρα καί νά μετα φέρει τό φέρετρό του. Τίς άλλες μέρες, άρχισαν νά έμφανίζονται κι άλλα δικά του γράμματα. ΤΗταν διά φορες παραλλαγές τής διαθήκης του πού είχε στείλει σέ συγγενείς, φίλους, δημοσιογράφους, καθηγητές καί πολιτικούς. Τό κεντρικό της θέμα φυσικά ήταν ό θάνατός του ή μάλλον οί λόγοι πού τόν όδήγησαν ν’ αύτοκτονήσει. Αύτοί οί λόγοι διανέμανε πολύ έξυ πνα ή άπότομα άπό τό ένα γράμμα στό άλλο. Σ’ ένα άπ’ αυτά, ίσως τό πιό δραματικό, έλεγε πώς ό λόγος τής αύτοκτονίας του ήταν πού ένιωθε τελειωμένος σάν λογοτέχνης, χωρίς ένεργητικότητα καί έμπνευ ση γιά νά συνεχίσει νά δημιουργεί. Σέ άλλα πάλι γράμματα οί λόγοι ήταν ήθικοί, κοινωνικοί καί πολι τικοί. Οί παραπεταμένοι ’Ινδιάνοι, ή οικονομική άδικία, ή βία των ίσχυρών, ή καταπίεση τής δεσπόζου σας κουλτούρας, τό γελοίο έπίπεδο τής παιδείας, ή έλλειψη έλευθερίας. Μπορούμε νά δούμε σ’ αύτά τά κείμενα καί ν’ άγγίξομε τήν άγωνία πού έπνιγε τόν Άργκέδας στήν τελευταία του περίοδο καί τόν άκοΰμε εύαίσθητο κι άπελπισμένο στήν άκρη τοΰ γκρεμού, ζητώντας άπό τούς συμπατριώτες του μέ άντιφατικά νοήματα άναγνώριση, στοργή, κατανόη ση. Είναι κείμενα πολύ διδακτικά, γιατί αύτή ή προ σπάθεια πού ξεκινά άπό τόν τάφο γιά νά χαρίσει στούς κατοπινούς τήν εικόνα ένός λογοτέχνη πού έ φτασε νά θυσιάσει τό άτομό του επειδή τόν βασάνι
ζαν τά προβλήματα τής χώρας του, φωτίζει μέ δρα ματικό τρόπο τίς ταλαιπωρίες πού συνοδεύουν στίς χώρες μας τήν άσκηση τής λογοτεχνίας. Α λλού, λογοτέχνης σημαίνει πρώτα πρώτα καί σχεδόν άποκλειστικά δτι έπωμίζεσαι μιά προσωπική ευθύνη, τήν εύθύνη ένός έργου πού, άν άξίζει καλλι τεχνικά, θά πλουτίσει τήν κουλτούρα τής χώρας δ που γεννήθηκες. Στό Περού καί σ’ άλλες χώρες τής Λατινικής Αμερικής, λογοτέχνης σημαίνει πρώτα πρώτα καί σχεδόν άποκλειστικά δτι έπωμίζεσαι μιά κοινωνική εύθύνη. Παράλληλα μέ τό έργο του καί καμιά φορά πρίν άπό τό έργο πού θά δώσει, περιμέ νουν άπό τό λογοτέχνη νά έχει πολιτική δράση. Ό λογοτέχνης, έπειδή «ναι λογοτέχνης καί γιά νά είναι λογοτέχνης, πρέπει νά γίνει ένας καλλιτέχνης πού συμμετέχει, μέσα άπ’ δσα γράφει καί λέει, στή λύση τών προβλημάτων τής χώρας του. Αύτή ή συμμετο χή είναι κάτι πού δλοι κατέληξαν νά δέχονται σάν κάτι τό άναπόφευκτο. Ό σ ο ι διαβάζουν κι δσοι δέν διαβάζουν, δσοι δέν ξέρουν νά γράφουν καί φυσικά οί ίδιοι οί λογοτέχνες. Έ τσ ι ώστε ή στράτευση τοΰ λογοτέχνη, δπως έλεγαν στή δεκαετία τοΰ ’50, έγινε στή Λατινική Αμερική μιά άποστολή πού είναι δύ σκολο νά άποφύγεις. Αύτός πού τολμά κάτι τέτοιο, άγνοώντας τήν πολιτική καί έχοντας τό νοΰ του μό νο στή δημιουργία ένός έργου πού μέ μιά πρώτη μα τιά, δηλαδή σ’ ένα έπίπεδο έπιφανειακό, δέν σχετίζε ται μέ τά άμεσα κοινωνικά προβλήματα, περνά, στήν καλύτερη περίπτωση, γιά έγωιστής, γιά ένας λογοτέ χνης κλεισμένος στό χρυσελεφάντινο πύργο του -είναι ή συνηθισμένη έκφραση— καί στή χειρότερη τόν βλέπουν σάν συνένοχο κάθε άδικίας πού πλήτ τει τή χώρα του: τήν άμάθεια, τήν έξαθλίωση, τήν έξάρτηση, τήν έκμετάλλευση, καί πού άρνεΐται νά καταπολεμήσει. Ή στράτευση, δπως πιστεύουν οί περισσότεροι, δέν είναι ένας άπό τούς παράγοντες πού συνθέτουν τή λογοτεχνία, άνάμεσα σέ άλλους, ή μιά δραστη ριότητα πού τής είναι παράλληλη, άλλά αύτή ή ίδια ή ούσία τής λογοτεχνίας. Έ χει σημασία νά τονίσομε πώς αύτή ή Ιδέα τής άποστολής τοΰ λογοτέχνη δέν προέρχεται άποκλειστικά άπό τή μαρξιστική πλευ ρά, πού πάντα άπαιτοΰσε μιά μορφή ίδεολογικής
α φ ΐ€ρω μα/33 στράτευσης τοϋ λογοτέχνη, άλλα άπ' δλους τούς κύ κλους των διανοούμενων καί τής σκεπτόμενης γενι κά κοινωνίας, δηλαδή καί άπ’ αύτούς πού γιά δλα τ’ άλλα διαφωνούν καί μάλιστα δέν άντέχουν τόν ίδεολογισμό. Στά γράμματα πού έγραψε ένώ είχε έτοιμάσει τό περίστροφο γιά ν’ αύτοκτονήσει, δ ’Αργκέδας προ σπαθούσε νά κινηθεί σύμφωνα μ’ αύτή τήν άντίληψη πού βλέπει τό λογοτέχνη σάν έναν ΐδεολόγο, ένα συλλέκτη ντοκουμέντων καί κριτικό τής κοινωνίας, πριν γίνει μαρξιστής ή κι δν είναι, ώστε νά ριχτεί σ’ ένα μακρινό ταξίδι, μέ ήσυχη τή συνείδησή του, μα ζί μέ τούς συμπολίτες του. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ποιος είναι ό λόγος γιά τόν όποιο στό Περού καί στίς άλλες χώρες τής Λατινικής 'Αμερικής οί λογοτέχνες, άντί νά είναι βασικά δημιουργοί, καλλιτέχνες, πρέπει νά είναι πρίν άπ’ δλα πολιτικοί, ταραχοποιοί, μεταρρυθμι στές, κοινωνικοί δημοσιολόγοι, ήθολόγοι; Ό βαθύ τερος λόγος δέν βρίσκεται τόσο στίς κοινωνικές συνθήκες κάθε χώρας, στά προβλήματα πού παρου σιάζονται, δσο στό γεγονός δτι ή λογοτεχνία, στήν καλύτερη ή χειρότερη περίπτωση, στάθηκε έδώ καί μερικούς αιώνες στή Λατινική ’Αμερική ό μόνος ένδιάμεσος παράγοντας γιά νά προβληθούν αύτά τά προβλήματα. "Ολες οί χώρες φυσικά έχουν προβλή ματα, άλλά στίς περισσότερες λατινοαμερικάνικες χώρες τά θέματα πού άπασχολοΰν οδυνηρά τούς άνθρώπους δέν συζητιούνται πράγματι ούτε άναλύονται· άντίθετα μάλιστα καταπνίγονται καί άποδοκιμάζονται· έπειδή τό κυρίαρχο καθεστώς άσκεΐ μιά αύστηρή λογοκρισία πάνω σ’ δλα τά συστήματα έπικοινωνίας, θέλοντας έτσι νά άναστείλει ή νά μετριά σει τίς πληροφορίες καί τίς γνώμες πού κρίνει σάν έπικίνδυνες. Τά παραδείγματα στίς μέρες μας είναι άμέτρητα. Στή χιλιανή ραδιοφωνία, στήν άργεντινή τηλεόρα ση, δέν άκούμε λέξη γιά τούς πολιτικούς φυλακισμέ νους, γιά τίς έξαφανίσεις, γιά τά βασανιστήρια στίς δυό αύτές χώρες, παρόλο πού συγκίνησαν δλο τόν κόσμο. ’Αλλά φυσικά τόσο ή χιλιανή ραδιοφωνία δ σο καί ή άργεντινή τηλεόραση μέ άφάνταστο ζήλο δίνουν ένα σωρό λεπτομέρειες γιά τίς παραβιάσεις τών άνθρώπινων δικαιωμάτων στίς κομουνιστικές χώρες. Στίς έφημερίδες τού Περού, δημευμένες άπό τήν κυβέρνηση έδώ καί τέσσερα χρόνια μέ τό πρόσχημα δτι θά τίς μεταβιβάσει στόν λαϊκό τομέα, δέν ύπάρχει λέξη γιά τίς συλλήψεις συνδικαλιστών, τήν έξάπλωση τών έγκλημάτων ή γιά τίς παρανοϊκές άγορές δπλων σέ μιά χώρα έτοιμη νά χρεωκοπήσει. ’Αντί γι’ αύτά, οί σελίδες τους προσπαθούν ν’ άποκοιμίσουν τόν κόσμο μέ τή λεπτομερή άνάλυση τών προόδων πού έπιτελεΐ, κάτω άπό τήν όξυδερκή κα θοδήγηση τών ένοπλων δυνάμεων, ή λεγάμενη πε ρουβιανή έπανάσταση. Ό ,τ ι συμβαίνει μέ τή ραδιοφωνία, τήν τηλεόραση καί τόν τύπο έπαναλαμβάνεται έξίσου συχνά καί στά πανεπιστήμια. Ή κυβέρνηση έπεμβαίνει σ’ αύτά, διώχνει καθηγητές καί φοιτητές πού θεωρεί σάν στα σιαστές κι άναδιοργανώνει τό σύστημα σπουδών καί
τή διοίκηση μέ πολιτικά κριτήρια. Τί νά πούμε γιά τόν παραλογισμό δπου μπορεί νά φτάσει αύτή ή πο λιτιστική πολιτική; Φτάνει νά θυμίσομε πώς στήν Ούρουγουάη τά τμήματα κοινωνιολογίας τών πανε πιστημίων έκλεισαν γιατί οί άρχές πίστευαν πώς οί κοινωνικές έπιστήμες είναι άπό τή φύση τους άνατρεπτικές· σάν τούς ιεροεξεταστές στό 16ο αιώνα, πού πίστευαν τά ίδια γιά τό μυθιστόρημα. Περιττό νά πούμε λοιπόν πώς σέ άκαδημαϊκά κέντρα πού γνωρίζουν τέτοιου είδους έκκαθαρίσεις, είναι άπίθανο, αν δχι άδύνατο, νά μελετηθούν τά πιό φλέγοντα πολιτικά, κοινωνικά καί οικονομικά προβλήματα. Τό πανεπιστήμιο, δπως καί τά μέσα πληροφόρησης, έμειναν στό περιθώριο σέ πολλές χώρες, μακριά άπ’ δ,τι συμβαίνει άντικειμενικά στήν κοινωνία καί πού θεωρητικά τουλάχιστο θά έπρεπε νά μελετά. Ή λογοτεχνία άναπλήρωσε τό κενό πού προέκυψε, γιατί (γιά εύκολονόητους λόγους) δέν γνώρισε έ ναν τόσο αύστηρό έλεγχο καί μπόρεσε συνεπώς ν’ άσχοληθεΐ έλεύθερα μέ θέματα πού ήταν άδιανόητα γιά τίς έφημερίδες ή τά πανεπιστήμια. Σπάνια λογόκριναν τά ποιήματα καί τά μυθιστορήματα. Καί γιατί νά γίνει κάτι τέτοιο σέ χώρες πού έχουν ένα τόσο με γάλο ποσοστό άναλφάβητων καί δπου συχνά αύτοί πού κυβερνούν ήταν οί ίδιοι καί συνεχίζουν νά είναι κούτσουρα άπελέκητα; Kt έτσι ή λογοτεχνία πήρε τή σκυτάλη άπό τά πανεπιστήμια σάν μέσο έρευνας καί μελέτης τής ζωής καί σάν δργανο κοινωνικής άναταραχής. Στά παραδείγματά μου δέν μίλησα γιά τήν περί πτωση τής Κούβας: δ χι γιατί ύπάρχουν φανερές δια φορές άνάμεσα σ’ ένα άριστερό αύταρχικό καθεστώς κι ένα δεξιό- ή περουβιανή στρατιωτική δικτατορία έλεγε πώς ήταν άριστερή ώς τό 1976- ούτε γιά δ,τι άφορά τόν έλεγχο τών μέσων πληροφόρησης καί τών πανεπιστημίων άπό τό κράτος - τίποτα δέν τά ξε χωρίζει αύτά τά καθεστώτα, έκτος ίσως δτι αύτός ό έλεγχος σέ μιά κομουνιστική χώρα είναι τεχνικά πιό τέλειος- άλλά έπειδή ή στάση τών άριστερών καθε στώτων είναι διαφορετική άπέναντι στή λογοτεχνία. Στήν Κούβα, δπως καί σέ κάθε χώρα μέ κρατική οί-
3 4 /α φ ιβ ρ ω μ α κονομία, ό σχεδιασμός άπομάκρυνε τόν έλεύθερο χώρο πού έκάλυπτε σχεδόν πάντα ή λογοτεχνία άκόμα καί στίς χειρότερες λατινοαμερικάνικες δι κτατορίες. Σέ άντίθεση μέ τίς δεξιές στρατιωτικές όλιγαρχίες, τά κομουνιστικά κράτη δίνουν σίγουρα πρωταρχική σημασία στή λογοτεχνία. Γι’ αύτό καί τή λογοκρίνουν προσεκτικά, ένώ τήν ίδια στιγμή τήν προσφέρουν στίς μεγάλες μάζες μέ άφθονες καί φτηνές έκδόσεις. "Οσα έγιναν στή Λατινική ’Αμερική μέ τή λογοτε χνία δέν είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο. ’Ακόμα καί στήν άποικιοκρατική έποχή καί περισσότερο άκόμα δταν άρχισαν οί άγώνες γιά άνεξαρτησία, δπου οί διανοούμενοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο, τά μυθιστο ρήματα, τά ποιήματα, τά θέατρο, είχαν γιά άποστολή τους πρωταρχική νά πληροφορούν. Αύτά τά κείμενα ήταν, σύμφωνα μέ τόν όρισμό πού δίνει ό Σταντάλ γιά τό μυθιστόρημα, οί καθρέφτες δπου οί λατινοα μερικάνοι μπορούσαν νά βλέπουν τό πραγματικό τους πρόσωπο, ν’ άναγνωρίζουν τά βάσανά τους. Ό σ α καταπιέζονταν ή παραμορφώνονταν στίς έφημερίδες, στό σχολειό, στήν κοινωνία, δλα τά δεινά πού πάσχιζε νά άποκρύψει ή ήγετική τάξη ή άπλούστατα δέν έβλεπε, δσα δέν έλεγαν ποτέ τους οί πολι τικοί στούς λόγους τους καί δέν συζητούσαν στά συνέδριά τους, ούτε άνέφεραν τά περιοδικά, δλα αύ τά ωστόσο βρήκαν μιά φωνή γιά νά τά πει καί νά διαμαρτυρηθεΐ: τή λογοτεχνία. ’Αλλά έγινε καί κάτι τό παράδοξο. Τό βασίλειο τής ύποκειμενικότητας μεταμορφώθηκε στή Λατινική ’Αμερική σέ βασίλειο τής άντικειμενικότητας. Ή λογοτεχνία άντικατέστησε τήν έπιστήμη σάν δργανο περιγραφής τής κοινω νικής ζωής καί οί καλύτεροι καθηγητές τής πραγμα τικότητας στάθηκαν αύτοί οί όνειροπαρμένοι, οί άν θρωποι των γραμμάτων. Κι έτσι δλος ό κόσμος πείστηκε πώς ή άποστολή τής λογοτεχνίας ήταν νά πληροφορεί μέ ντοκουμέν τα σχετικά μέ τή ζωή καί νά λέει τήν άλήθεια. Καί πρώτα πρώτα, οί λογοτέχνες πού μέ πολύ πείσμα έβγαζαν πέρα τήν άποστολή πού άνέλαβαν ξεσκεπά ζοντας αύτά τά προβλήματα πού λογόκρινε ή παρα μόρφωνε ή έξουσία, παρ’ δλες τίς έπιπτώσεις τους πάνω στή ζωή τών άνθρώπων ή μέ άφορμή αύτές τίς έπιπτώσεις. Κι αύτό δέν ίσχύει μόνο γιά τούς μεγά λους δοκιμιογράφους, τών όποιων τά βιβλία είναι άπαραίτητα γιά νά γνωρίσομε τήν Ιστορική πραγμα τικότητα τής κάθε μιας χώρας, άλλά καί γιά δσους άσχολήθηκαν μέ τό μυθιστόρημα, τήν ποίηση ή τό θέατρο. Χωρίς φόβο ύπερβολής, μπορούμε νά πούμε πώς ή πιό αύθεντική περιγραφή τών βασικών προ βλημάτων τής Λατινικής ’Αμερικής στούς αίώνες πού πέρασαν άλλά καί σ’ ένα μεγάλο κομμάτι τού δι κού μας βρίσκεται μέσα στή λογοτεχνία καί πώς άν έγινε λόγος γιά τίς κοινωνικές συμφορές τής ήπείρου μας αύτό τό χρωστάμε στούς στίχους τών ποιη τών μας, στούς διαλόγους τών δραματουργών μας καί στίς άφηγήσεις τών διηγηματογράφων μας. Ό ίθαγενισμός είναι μιά ιδιαίτερα διαφωτιστική περίπτωση: πρόκειται γιά ένα λογοτεχνικό κίνημα πού στά τέλη τού περασμένου αίώνα κι ώς μιά πρό
σφατη έποχή διάλεξε τόν ’Ινδιάνο τών "Ανδεων σάν κεντρικό του θέμα. Οί ίθαγενιστές λογοτέχνες ήταν οί πρώτοι πού περιγράψανε τίς τρομερές συνθήκες ζωής τών χωρικών τής όροσειράς τών "Ανδεων, τρεις αίώνες ύστερα άπό τήν ισπανική κατοχή, δεί χνοντας πώς τούς έκμεταλλεύονταν άνελέητα καί τούς βασάνιζαν οί διάφοροι τσιφλικάδες, δεσπότες καί άλλοι άπόλυτοι κύριοι· κατατρέχαν τούς ’Ινδιά νους τους καί τούς πουλούσαν πιό φτηνά κι άπό τά κοπάδια τους. Ό πρώτος ίθαγενιστής λογοτέχνης ή ταν μιά γυναίκα, δυναμική κτηματίας ή ίδια καί άναγνώστρια τού Αίμιλίου Ζολά καί τών θετικιστών φι λοσόφων: ή Κλορίντα Μάττος δέ Τούρνερ. Τό μυθι στόρημά της «Πουλιά χωρίς φωλιά» έγκαινίασε μιά μεγάλη σειρά άπό στρατευμένα βιβλία, δπου περιγράφεται άπό διαφορετικές σκοπιές ή ζωή τών χωρι κών, στιγματίζονται οί άδικίες καί προβάλλονται τά έθιμα καί οί παραδόσεις τών ιθαγενών, πού ή έπίσημη κουλτούρα είχε ώς τότε άγνοήσει σέ άπίστευτο βαθμό. Είναι άδύνατο νά πούμε ότιδήποτε γιά τήν άγροτική ιστορία τής ’Αμερικής καί νά κατανοήσο με τήν τραγική μοίρα τών άνθρώπων τών "Ανδεων μετά τήν άποικιοκρατική περίοδο, άν δέν άναφερθοΰμε στό ίθαγενιστικό μυθιστόρημα. Είναι ό καλύ τερος καί συχνά ό μόνος μάρτυς αύτής τής Ιστορίας. Αύτή ή άποφασιστική συμμετοχή τού λατινοαμε ρικάνου λογοτέχνη στήν πραγματική καί κοινωνική άπογραφή τής ζωής, τό γεγονός πώς σέ πολλές περι πτώσεις, καί μέ τρόπο έξίσου άποτελεσματικό, συμ πληρώνει ή άναπληρώνει σ’ αύτή τήν άποστολή τόν έπιστήμονα, τό δημοσιογράφο καί τόν κοινωνικό ταραξία, συνέβαλε γιά νά καθιερωθεί μιά άντίληψη τής λογοτεχνίας πού πέρασε βαθιά μέσα σ’ δλους τούς τομείς. Ή λογοτεχνία παρουσιάζεται λοιπόν σάν μιά δραστηριότητα καλοπροαίρετη καί θετική πού περι γράφει τά πραγματικά γεγονότα καί προτείνει τρό πους θεραπείας, πού ξετινάζει τά έπίσημα ψεύδη καί φρόντιζα νά λάμψει ή άλήθεια. ’Αλλά έχει καί μιά λειτουργία διερευνητική, ζητά καί προμηνά τίς άλλαγές, τήν κοινωνική έπανάσταση, μιά νέα κοι νωνία, χωρίς δαίμονες, τούς όποιους αύτή καταγγέλλα καί έξορκίζει. Σύμφωνα μέ αύτή τήν άντί ληψη, ή φαντασία καί ό λόγος ύπηρετούν τελείως έ να ιδανικό πολιτικής άγωγής καί ή άντικειμενική πραγματικότητα έπιβάλλεται στά θέματα τής λογο τεχνίας. Αύτή ή άποστολή τής λογοτεχνίας σάν μιμητική άπασχόληση, ήθικά έποικοδομητική, Ιστορικά άληθινή, κοινωνιολογικά σωστή, πολιτικά έπαναστατική, διαδόθηκε στίς χώρες μας, κι έτσι έξηγεΐται κά πως ό παράλογος τρόπος μέ τόν όποιο συχνά οί κυ βερνήσεις, μόλις άρπάξουν τήν έξουσία, καταδιώ κουν, φυλακίζουν, βασανίζουν, καί μάλιστα σκοτώ νουν λογοτέχνες πού τίς περισσότερες φορές δέν έ χουν καμιά σχέση μέ τήν πολιτική δράση, δπως εί δαμε πρίν λίγο καιρό νά γίνεται π.χ. στήν Ούρουγουάη, τή Χιλή καί τήν ’Αργεντινή. Τό γεγονός πώς καταδιώκεται περισσότερο ό Ιδιος ό λογοτέχνης πα ρά τά βιβλία του συμπίπτει μέ δσα λέω. Στήν περίο δο τής δικτατορίας τού Ό δρία στό Περού (1948 -
α φ ιερ ω μ α /3 5 1956), οί ήγέτες τοΰ Λαϊκού 'Επαναστατικού Μετώ που καί των κομουνιστών είχαν καταδιωχτεί σκλη ρά, κι δμως κυκλοφορούσαν τά «Δοκίμια» τοΰ Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι σχετικά μέ τήν περουβιανή πραγματικότητα... Σήμερα, στήν ’Αργεντινή, κυκλο φορούν πάντα τά βιβλία τοΰ ’Αρόλδο Κόντι καί τοΰ Ροδόλφο Ούάλς, ένώ οί Γδιοι έξαφανίστηκαν καί πο λύ πιθανό νά δολοφονήθηκαν άπό τό καθεστώς. ’Από τό γεγονός καί μόνο πώς είναι λογοτέχνες, τούς ύποψιάζονται δτι άπειλοΰν μικροπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα τήν ύπάρχουσα κατάσταση. "Ολα αύτά περιπλέκουν σέ μεγάλο βαθμό κάτι πού άπό μόνο του είναι δύσκολο νά ξεκαθαρίσομε·, μιά βασική παρεξήγηση: ή στράτευση τοΰ λογοτέ ζώνει μέσα σέ κάτι πιό μόνιμο. Πηγάζει πιό πολύ μέ χνη μέ τήν έννοια τής ύποχρέωσής του νά άναφέρει σα άπό τά θολά κι άπαγορευμένα βάθη τής άνθρώπιτίς άδικίες καί νά προτείνει τρόπους θεραπείας δέν νης έμπειρίας παρά άπό μιά προστατευτική κοινωνι είναι έγγύηση πώς τό έργο του έχει μιά κάποια καλ κή θέληση, καί ή ύπηρεσία πού πράγματι προσφέρει λιτεχνική άξια. Ό τα ν θέλεις νά σπάσεις τή σιωπή στόν άνθρωπο δέν είναι νά συμβάλλει στή διάδοση πού τυλίγει τά κοινωνικά προβλήματα καί ν’ άπαιτήτής πίστης καί τοΰ θρησκευτικοΰ ή πολιτικού κατησεις νά τούς δοθεί μιά λύση, αύτό δέν σημαίνει πώς χισμοΰ, άλλά νά ύπονομεύει άκριβώς τίς ίδιες τίς τά κείμενα πού γράφονται μ’ αύτή τήν πρόθεση θά βάσεις κάθε πίστης καί νά ύποβάλλει σέ δοκιμασία ή μπορέσουν νά είναι πρωτότυπα καί δημιουργικά. νά σχετικοποιεΐ κάθε όρθολογιστική γνώση τοΰ κό ’Από τήν άλλη πάλι, δταν αύτή ή άντίληψη γιά τή σμου. λογοτεχνία ριζώσει καλά στό κοινό, είναι πολύ δύ Ή ούσιαστική άποστολή τής λογοτεχνίας είναι σκολο νά μπορέσεις νά διαχωρίσεις τή λογοτεχνική πιό πλατιά άπ’ δ,τι πιστεύουν δσοι τή βλέπουν σάν άξια τοΰ κειμένου άπό τήν κοινωνική καί πολιτική ένα άπλό δργανο πού θά καταπολεμήσει τίς κυβερ του άποτελεσματικότητα. νήσεις καί τίς δεσπόζουσες κοινωνικές δομές. ’Ορ Μιά κοινωνία πού ζυμώθηκε μέ τήν πεποίθηση θώνεται έπίσης μπροστά σ’ δ,τι σημαίνει δόγμα καί πώς ή λογοτεχνία πρέπει νά είναι χρήσιμη, δηλαδή λογική μονομέρεια στήν έρμηνεία τής ζωής, δηλαδή νά έξυπηρετεΐ τήν έπικαιρότητα, θά κατανοήσει ή θά έξίσου μπροστά στις όρθοδοξίες καί τίς βιολογικές δεχτεί δύσκολα έργα πού άντί νά καθρεφτίζουν τήν έτεροδοξίες. Μέ άλλα λόγια, ή λογοτεχνία είναι ένας πραγματικότητα τήν έπανορθώνουν ή τήν άρνοΰνζωντανός, συστηματικός, άναπόφευκτος άντίλογος. ται· κι δμως τέτοια έργα άποτελοΰν τήν πραγματική Ά ς ξαναγυρίσομε στό παράδειγμα τής ίθαγενιστιλογοτεχνία. Γιά νά τά παραδεχτεί λοιπόν ή κοινω κής λογοτεχνίας. Είναι κάτι σημαντικό, δπως είπα, νία, ή κριτική, άν δέν τολμά νά τά άπωθήσει, άναγάπό Ιστορική άποψη, άλλά δχι (ύπάρχουν καί έξαικάζεται νά τά παραμορφώνει παρουσιάζοντάς τα ρέσεις) άπό λογοτεχνική άποψη. Τά μυθιστορήματα σάν σύμβολα ή άλληγορίες πού μέ μιά έπίφαση μα καί τά ποιήματα πού γράφτηκαν, βιαστικά τίς περισ σότερες φορές κάτω άπό τήν πίεση καταστάσεων γείας, φαντασίας ή τρέλας έχουν κι αύτά σάν εύεργεπού έπρεπε όπωσδήποτε ν’ άλλάξουν χωρίς καμιά τική άποστολή νά καταδικάζουν τό κακό καί νά προ άναβολή, μ’ ένα άγωνιστικό πάθος πότε πότε, θέλον τείνουν τήν καλή ίδέα. Ωστόσο είναι βέβαιο, δπως τας νά επανορθώσουν κάποιο κακό, δέν έχουν συ είπε κάποτε ό Ά ντρέ Ζίντ, πώς δέν κάνεις καλή λο χνά δ,τι είναι άπαραίτητο σ’ ένα έργο τέχνης: έκείνη γοτεχνία μέ καλά καί μόνο αισθήματα. Θά μπορού τή ζωή πού άναπηδά μέσα άπό τόν εκφραστικό σαμε ίσως νά ξαναγράφαμε αύτή τή φράση καί νά πλοΰτο καί τήν τεχνική έπιδεξιότητα. Ό διδακτικός τονίζαμε πιό γενικά πώς τά καλά αισθήματα δέν δί τους στόχος τά κάνει σχεδόν πάντα νά είναι άπλοϊκά νουν λογοτεχνία άλλά κάτι τό διαφορετικό: θρη καί ό μονομερής πολιτικός τους χαρακτήρας τά σκεία, ήθική, πολιτική, φιλοσοφία, ιστορία, δημοσιο φορτώνει μέ κουραστική έπιχειρηματολογία, άν δχι γραφία. Ή λογοτεχνία μπορεί νά χρησιμοποιήσει δμέ δημαγωγικές έξάρσεις. 'Απαιτώντας τοπικές λύλους αύτούς τούς κλάδους, γιά τούς σκοπούς της φυσικά, κι αύτό κάνει πάντα, άλλά δέν μπορεί νά 1σεις, πάνε τόσο μακριά στή λαογραφική τους άτμόσφαιρα, ιδιαίτερα στή χρήση τοπικών ιδιωμάτων, ύπηρετήσει έναν άπ’ αύτούς παρά μόνο άφοΰ πουλή πού είναι σχεδόν άκατάληπτα γιά όποιον δέν σχετί σει τήν ψυχή της, όπότε καί μετατρέπεται σ’ αύτό ζεται 'μέ τό περιβάλλον πού περιγράφουν. Καί γιά πού θέλει νά ύπηρετήσει. Γιατί ή λογοτεχνία δέν άποδεικνύει άλλά δείχνει. πολλούς ίθαγενιστές λογοτέχνες μπορούμε νά πούμε Στό χώρο της, οί ίδέες έχουν λιγότερη σημασία άπ’ πώς σχέδόν πάντα χωρίς νά τό ξέρουν θυσίασαν κά δ,τι οί έμμονες ίδέες της καί οί διαισθήσεις της. Ή θε λογοτεχνικό τους χάρισμα. Ό καθένας θά κρίνει σύμφωνα μέ τό προσωπικό άλήθεια της δέν έξαρτάται άπό τήν όμοιότητά της μέ του σύστημα άξιών, άν αύτή ή θυσία άξίζει ή δχι τόν τήν πραγματικότητα, άλλά άπό τήν ίκανότητά της νά συγκροτείται σάν κάτι διαφορετικό άπό τό πρότυ κίνδυνο, άν ή θυσία τής καλλιτεχνικής πλευράς τοΰ έργου γιά μιά κοινωνική καί πολιτική στράτευση πο. Ό χ ι μόνο άδιαφορεΐ γιά τήν έπικαιρότητα, άλλά δέν ύπάρχει παρά μόνο δταν τή μετουσιώνει καί ρι πρέπει νά προβάλλεται, δπως έγινε μέ τόν Σάρτρ,
36/αφιέρωμα
ύψιλον /βιβλία Σολωμού 16, ’Αθήνα 148, τηλ. 3638257
ΑΡΗΣ___________
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΕΞΩ ΑΠ’
δοκϊμια-μελέτες
Ο ΡΓΟΥΕΛ ΤΕΣΣΕΡΑ Δ Ο Κ ΙΜ ΙΙΑ>940-46
■Λ s g s g g ig g g ff ϋ ϋ Β
ϋ
ϋ
πρίν δεκαπέντε χρόνια, δταν είπε σέ μιά φράση του πού είναι καί μιά αύτοκριτική: μπροστά σ’ ένα παιδί πού πεθαίνει τής πείνας, ή «Ναυτία» δέν μετρά καθό λου. Αύτό είναι ένα άλλο πρόβλημα, πού δέν θά μάς βρει όλους σύμφωνους. Αύτό πού θέλω νά τονίσω είναι πώς στή Λατινική ’Αμερική, γιά λόγους πού ένδιαφέρουν τήν κοινωνι κή προβληματική καί τό είδος τής λογοτεχνίας πού είχαμε γιά πάρα πολύ καιρό, δημιουργήθηκε μιά πο λύ είδική κατάσταση γιά τούς λογοτέχνες, σέ δ,τι αφορά τήν άσκηση τής άποστολής τους. Τό πραγμα τικό καί πιθανό κοινό του λογοτέχνη, οί άναγνώστες του ή άπλούστατα οί συμπολίτες του, ό καθένας συ νήθισε νά βλέπει τή λογοτεχνία σάν μιά έποικοδομητική κοινωνική ύπηρεσία, μιά δραστηριότητα πού έπωμίζεται δσα παραμορφώνουν τά μέσα ένημέρωσης καί κρύβουν ή παιδεία καί ή έπίσημη πολιτική. Αύτό τό κοινό περιμένει άπό τή λογοτεχνία νά πα ρεμποδίσει τήν άπόκρυψη τής πραγματικότητας πού έπιχειρεΐ ή έξουσία, νά διατηρήσει ζωντανή τήν έλπίδα καί νά τονώσει τήν έξέγερση των θυμάτων. Αύτή ή άπαίτηση δίνει στό λογοτέχνη ένα χρίσμα ήθικό καί πολιτειακά καθοδηγητικό· καί ό λογοτέχνης πρέπει νά προσπαθεί σ’ δλη του τή ζωή νά προσαρ μόζει τή διαγωγή του πάνω σ’ αύτή τήν είκόνα, του λάχιστο γιά δσα λέει κι δχι πάντα γιά δσα κάνει, Αλλιώς θά πέσει στήν έκτίμηση τοΰ κοινού. Φυσικά ό λογοτέχνης μπορεί νά άρνηθεΐ τό ρόλο πού ή κοινωνία θέλει νά τοΰ έπιβάλει καί νά πει πώς ζητά νά παραμείνει μόνο καλλιτέχνης, πώς δέν δέχε ται νά ταυτιστεί ή λογοτεχνία μέ τήν πολιτική φι λανθρωπία καί πώς τά ένδιαφέροντα πού τροφοδο τούν τή δουλειά του ούτε κάν άγγίζουν τά θέματα τής κοινωνιολογίας καί τής σύγχρονης Ιστορίας, όπότε, παρ’ δλες τίς έπικρίσεις, θά μείνει Αποκλει σμένος μέσα στό κάστρο τών προσωπικών του ψυ χώσεων. Αύτή ή στάση θά κριθεΐ δχι μόνο σάν μιά πολιτική τοποθέτηση, πού δίχως άλλο έτσι είναι, άλλά θά είναι τό πραγματικό κριτήριο γιά νά έκτιμήσομε δ,τι θά γράψει· σέ κάθε του γραφτό θά κολλάνε μιά έτικέτα. Θά τό ζυγίζουν Ανάλογα μέ τή στάση του, πού οί πραγματικοί ή πιθανοί άναγνώστες του δέν θά βλέπουν παρά σάν μιά προδοσία Απέναντι στά θύματα. Ή εύγενική φιλοδοξία νά είσαι μόνο καλλιτέχνης σημαίνει, μέσα σ’ αύτή τήν προοπτική, ηθικό έγκλημα καί πολιτικό Αμάρτημα. Ή λογοτεχνία μας σημαδεύτηκε Απ’ δλη αύτή τήν κατάσταση καί άν δέν τή δούμε Απ’ αύτή τή σκοπιά, δύσκολα θά καταλάβομε δχι μόνο τίς διαφορές Από άλλες λογοτεχνίες, Αλλά καί τή συμπεριφορά τοΰ κάθε λογοτέχνη στή Λατινική ’Αμερική. Γιατί στά μέρη μας κανένας λογοτέχνης δέν Αγνοεί τήν ψυχο λογική πίεση πού Ασκούν πάνω του γιά νά στρατευ τεί’ κι αύτό έχει ζωτική σημασία, γιατί ή πίεση προέρχεται συνάμα άπό τά θύματα κι άπό τούς δή μιους· δλοι τους πιστεύουν πώς ή λογοτεχνία είναι, πρέπει καί δέν μπορεί παρά νά είναι κοινωνική. Υ πάρχουν φυσικά λογοτέχνες πού ύποκύπτουν σ’ αύτή τήν πίεση γιατί Απλούστατα αύτή ή έξωτερική παρόρμηση συμπίπτει μέ τίς πεποιθήσεις τους. Αύ-
α φ ιερ ω μ α /3 7 τοί είναι οί τυχεροί. Ή σύμπτωση τής άτομικής έπιλογής τοΰ λογοτέχνη μέ τήν ιδέα πού έχει γιά τήν άποστολή του ή κοινωνία, έπιτρέπει στό λογοτέχνη νά δημιουργεί έλεύθερα, χωρίς τύψεις, μέ τή συνεί δηση ήσυχη πώς βρίσκεται στό πλευρό τής δικαιο σύνης καί πώς θά τόν άγκαλιάσουν πρόωρα οί συνάνθρωποί του. Έ χει σημασία νά προσέξομε πώς πολλοί λατινοα μερικάνοι λογοτέχνες πού στά πρώτα τους βήματα έδειξαν νά άδιαφοροΰν, δείχνοντας μάλιστα έχθρική διάθεση, πολλοί άπ’ αύτούς, γιά τά κοινωνικά καί τά πολιτικά ζητήματα, προσανατόλισαν άργότερα καί καμιά φορά σιγά σιγά τά γραφτά τους πρός τή στρατευμένη λογοτεχνία. Ό λόγος αύτής τής άλλαγής είναι ίσως δτι κάποια στιγμή άνακάλυψαν τό μέ γεθος τής κοινωνικής άδικίας κι έτσι άποφάσισαν νά τήν καταπολεμήσουν μέ τή λογοτεχνία. ’Αλλά δέν μπορούμε καί ν’ άποκλείσομε τήν ύποψία πώς σ’ αύτή τήν άλλαγή τής πορείας τους δέν τούς έπηρέασε καί τόσο ή συνείδηση πώς δέν θά ήταν άρεστοί καί πώς οί άπαιτήσεις τοΰ κοινού θά δυσκόλευαν τό έρ γο τους- άλλά ίσως καί ή συνείδηση,άπό τήν άλλη, γιά τά ψυχολογικά καί πρακτικά πλεονεκτήματα πού θά άποκόμιζαν άν έγραφαν αύτά πού περίμεναν οί άλλοι. Ό λ α αύτά έδωσαν στή λατινοαμερικάνικη λογο τεχνία ίδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τά κοινωνικά καί πολιτικά προβλήματα ύπάρχουν μόνιμα μέσα της καί τά συναντάμε άκόμα καί σέ έργα πού τό περιεχό μενό τους καί ή μορφή τους είναι πολύ μακριά άπ’ αύτά τά προβλήματα. Σάν παράδειγμα έχομε τή λογοτεχνία πού άποκαλοΰν φανταστική γιά νά τήν ξεχωρίζουν άπό τό ρεα λισμό. 'Υπάρχουν λογοτέχνες πού ή ούσία τοΰ έρ γου τους καί ή νοοτροπία τους δέν άποσκοποΰν γε νικά νά περιγράφουν τό μηχανισμό τής οικονομικής άδικίας άλλά νά έξερευνήσουν τόν φανταστικό κό σμο καί νά βροΰν μέσα στά δνειρα καί τά δράματά τους τό ύλικό μέ τό όποιο θά χτίσουν έναν άλλο δι κό τους κόσμο, άποξενωμένο άπό τούς νόμους τής αιτιότητας, τής λογικής καί όπωσδήποτε άδιαπέραστο άπό τήν έμπειρία. ’Αλλά στή Λατινική ’Αμερική ή φανταστική λογοτεχνία ήταν ένα μέσο γιά άνακάλυψη καί κριτική των κοινωνικών προβλημάτων. Τό φανταστικό μεταβλήθηκε έτσι σέ ένα κομψό κάλυμ μα τών προθέσεων τοΰ ρεαλισμοΰ καί στάθηκε πράγ ματι μιά μεταφορική λειτουργία τοΰ λόγου, δπου τό άλλόκοτο, τό ύπερφυσικό, τό καταπληκτικό ήταν σάν πρίσματα γιά νά δούμε τά γεγονότα καί τά πρό σωπα τής άντικειμενικής ζωής. 'Υπάρχουν πολλά παραδείγματα αύτής τής ρεαλιστικής χρήσης τοΰ έξωπραγματικοΰ. Παράδειγμα ό Βενεζουελιάνος Σαλβαδόρ Γκουαρμενδία, πού περίγραψε σέ διηγή ματα άποπνικτικής φρίκης, τή σκληρή ζωή τών δρό μων τοΰ Καράκας, τίς άποστερήσεις καί τούς μύ θους τών μεσαίων τάξεων αύτής τής πόλης. Στό μο ναδικό μυθιστόρημα τοΰ Χουάν Ρούλφο, «Πέδρο Πάραμο», πού οί ήρωές του, δπως άρχίζομε νά κατα λαβαίνομε στή μέση τοΰ βιβλίου, είναι δλοι τους ζωντανά πτώματα, τά φαντάσματα δέν ξεχωρίζουν
άπό τούς ζωντανούς· είναι ένα εύρημα γιά νά μάς παρουσιάσει, μέ έναν πολύ λεπτό τρόπο, τή βία, τή θλίψη, σ’ ένα μικρό χωριό τοΰ Χαλίσκο στό Μεξικό. Ό Χούλιο Κορτάσαρ είναι μιά άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση. Έ νώ τά πρώτα του άφηγήματα έστηναν έναν κόσμο πού πίσω άπό τήν καθημερινότητα ξε χώριζε όντολογικά άπό τήν πραγματικότητα καί δ που δέν είχαν θέση τά κοινωνικά προβλήματα, στά τελευταία του γραφτά, κυρίως στό τελευταίο του μυ θιστόρημα, «Τό βιβλίο τοΰ Μανουέλ», τά θέματά του άλλάζουν άπότομα, καί χωρίς νά μετατοπίσουν τό φανταστικό τό μπολιάζουν. Ό λ ο τό μυθιστόρημα εί ναι μιά προσπάθεια γιά ν’ άφομοιωθέΐ μέσα στό φαν ταστικό μιά άνησυχία πού προκαλοΰν θέματα καθα ρά πολιτικά δπως είναι ή έξορία, ή τρομοκρατία καί ή δικτατορία. Πρέπει άλλωστε νά τονίσομε πώς ή πολιτικοποίη ση τών λογοτεχνών καί τής λογοτεχνίας στή Λατινι κή ’Αμερική δέν προκύπτει μόνο άπό τήν οικονομι κή άδικία καί τούς βανδαλισμούς κάθε δικτατορίας. 'Υπάρχουν καί πολιτιστικοί λόγοι γιά μιά στρατευ μένη λογοτεχνία, άπαιτήσεις πού ό λογοτέχνης βλέ πει ν’ άναπηδοΰν δσο συνεχίζει τό έργο του, γιατί σέ χώρες δπως αύτή δπου ζοΰσε ό Χοσέ Μαρία Ά ργκέδας, δταν άναλάβεις νά γράψεις σημαίνει πώς θά δοκιμάσεις άργά ή γρήγορα στό ίδιο σου τό πετσί τί είναι ύποανάπτυξη. 'Η άνισότητα, οί διακρίσεις, ή καθυστέρηση δέν έπηρεάζουν μόνο τούς έργαζόμενους, τό χωρικό, τούς άνεργους. Είναι καί βασικά έμπόδια στήν έξάσκηση μιας καλλιτεχνικής δραστη ριότητας. Μέ ποιές συνθήκες μπορεί νά έπιζήσει έ νας λογοτέχνης μέσα σέ κοινωνίες δπου ό μισός κα μιά φορά πληθυσμός είναι άναλφάβητος; Πώς μπο ρεί νά εύημερήσει ή λογοτεχνία σέ χώρες χωρίς έκδοτικούς οίκους, χωρίς λογοτεχνικές έκδόσεις, δ που πολλοί λογοτέχνες γιά νά μήν πεθάνουν χωρίς νά έκδώσούν κάτι πρέπει νά πληρώνουν άπό τήν τσέπη τους τήν έκδοση τών βιβλίων τους; Πώς μπο ρεί νά άναπτυχθεΐ ή λογοτεχνική ζωή έκεΐ δπου οί ύλικές συνθήκες, ή έλλειψη παιδείας, οί μισθοί πού μόλις σοΰ έπιτρέπουν νά ζήσεις, ή μόνιμη άνεργία όρθώνουν ένα πραγματικό πολιτιστικό γκέτο πού κρατά μακριά άπό τά βιβλία τό μεγάλο κοινό; Καί άν, σάν νά μήν έφταναν δλα αύτά, ή έξουσία έπιβάλλει μιά συστηματική λογοκρισία στόν τύπο, τήν τη λεόραση, τό ραδιόφωνο, στά πενεπιστήμια, δηλαδή σέ χώρους δπου ή λογοτεχνία θά μπορούσε νά καταφύγει καί νά άναπτυχθεΐ, πώς μπορεί ό' λογοτέχνης νά μένει άδιάφορος μπροστά στά κοινωνικά προβλή ματα; 'Υπάρχουν δίχως άλλο σ’ αύτή τήν κατάσταση καί θετικά σημεία γιά τή λογοτεχνία. Ή στράτευση τήν άναγκάζει νά διατηρεί στενές σχέσεις μέ τήν πιό ζωντανή πραγματικότητα καί μπορεί νά τή γλιτώσει άπό τόν πειρασμό νά άφεθεΐ στό μυστικισμό, δπως γίνεται σέ μερικές άναπτυγμένες κοινωνίες. Έ κεΐ οί συστηματικοί πειραματισμοί άπομακρύνουν σιγά σι γά τό λογοτέχνη άπό τούς άνθρώπους καί ή λογοτε χνία γίνεται χασομέρι γιά Νάρκισσους καί ματαιό δοξους. Ή στράτευση, τουλάχιστο θεωρητικά, θά
αφ ιέρ ω μα ! 67 ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Ανάμνηση άπό το μαύρο νη σί. Πρόλογος-μετάφραση-σχόλια Κώστα Βαλέτα. 'Αθήνα, Γραμμή, 1976. Σελ. 209. ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Γενικό άσμα (Κάντο χενεράλ). Είσαγωγή-μετάφραση-έξηγητικά Δανάης Στρατηγοποόλου 3 τόμοι. ’Αθήνα, Gutenberg, 1975. Σελ. 206+195+264. ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Παρακίνηση σέ νιξονκτονία καί έγκώμιο στή χιλιανή έπανάσταση. Μετ. Δανάης Στρατηγοποόλου. Πρόλογος Κώστα Χατζηαργύρη. ’Αθήνα, Gutenberg, 1974. Σελ. 100.
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ* ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ* & ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Ποιήματα. Μετ. Ά ννα ς Παπαδημήτρη. Άθήναι, Τολίδης, 1975. Σελ. 160.
ΜΕΛΕΤΑΙ ΑΡΘΡΑ
ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Ποιήματα. Μετ. Δανάης Στρατηγοποόλου. ’Αθήνα, Μόσχος. Σελ. 142. ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Τρίτο βιβλίο των ώδών. Ε λ ληνικό κεϊμενο-κριτικό σημειωμα-σχόλια A. I. Λιβέρη. ’Αθήνα, Νιάρχος, 1981. Σελ. 198.
©
ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Ύψη τού Μάτσου Πίτσου. ’Απόδοση στά έλληνικά καί σχόλιο Ρόη Παπαγγέλου. ’Αθήνα, Διογένης, 1979. Σελ. 32. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΥΚΟΥΤΡΗ
ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: ’Ωδές στά καθημερινά καί τά άσήμαντα. ’Αθήνα, Νιάρχος, 1981. Σελ. 206.
Μ Ε Λ Ε ΤΑ Ι ΚΑΙ Α Ρ Θ Ρ Α
ΝΕΡΟΥΛΑ ΠΑΜΠΛΟ: Ώδή στόν Λένιν. Ρεκαβάρρεν. ’Απόδοση Δανάης Στρατηγοποόλου. ’Αθήνα, Gutenberg, 1977. ΠΑΖ ΟΚΤΑΒΙΟ: Ποιήματα. Μετ. Άργύρη Χιόνη. ’Αθήνα, Σπηλιώτης, 1981. Ποίηση τής Λατινικής ’Αμερικής. Μετ. Σοφίας Χατζιδάκη. ’Αθήνα, 1980. Σελ. 171.
ΑΣΤΟΥΡΙΑΣ ΜΙΓΚΟΥΕΛ ΑΝΧΕΛ: Σολούνα. Μετ. Γιάννη Θηβαίου. ’Αθήνα, Δωδώνη, χ.χ. Σελ. 127. ΜΠΟΑΛ ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ: Θείος Πάπαρος. Πρόλογος-μετάφραση Θόδωρου Έξαρχου. ’Αθήνα, Δωδώνη, χ.χ. Σελ. 85. ΤΡΙΑΝΑ ΧΟΣΕ: Ή νύχτα των δολοφόνων. Πρόλογος-μετάφραση Γιάννη Θηβαίου. ’Αθήνα, Δω δώνη, χ.χ. Σελ. 104. ΦΟΝΤΟΝ ΧΟΥΑΝ: Ή Χιλή θά νικήσει. Μετ. ’Ελπί δας Μπραουδάκη. Πρόλογος-μετάφραση στίχων Π. Νερούδα Δανάης Στρατηγοποόλου. ’Αθήνα, Δωδώνη, χ.χ. Σελ. 85.
ΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ (από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη) Γράφουν: Ε. ΤΣΑΝΤΣΑΝΟΓΛΟΥ, Π. ΜΟΥΛΛΑΣ Δ. ΣΠΑΘΗΣ, Ν. ΤΣΟΥΓΑΝΑΤΟΣ, Α. ΑΓΓΕΛΟΥ, Τ. ΒΟΥΡΝΑΣ, Ξ. Α. ΚΟΚΟΛΗΣ Γ. ΔΑΛΛΑΣ, Τ. ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ, Γ. Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Κ. Ο. ΔΗΜΑΡΑΣ
Μελέτες ΑΛΑΖΡΑΚΙ ΧΑΪΜΕ: Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Μετ. Σπόρου Τσακνιά. ’Αθήνα, Νεφέλη. Σελ. 74. ΜΠΟΑΛ ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ: Τό θέατρο τού καταπιε σμένου. Μετ. ’Ελπίδας Μπραουδάκη. 'Αθήνα, Θεωρία, 1981. Σελ. 231.
V
Αποκλειστική διάθεση: «ΓΝΩΣΗ» ΕΠΕ Γρηγορίου Αυξεντίου 26, Ιλίσια, 621 Τηλ. 77.94.879
α φ ΐ€ρ ω μα /3 9
Μάρκες: χωρίς επανάσταση 6έν γίνεται αλλαγή «Είναι τό καλύτερό μου μυθιστόρημα· σέ κανένα άλλο δέν μπόρεσα νά επιβληθώ περισσότερο», δήλωσε ό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες μόλις κυ κλοφόρησε πέρυσι τό μυθιστόρημά του «Χρονικό ένός προαναγγελθέντος θανάτου». Μ έ αφορμή αύτή τή δήλωσή του, ό διάσημος πιά λατινοαμε ρικάνος συγγραφέας μιλάει στό Jesus Ceberio τής ισπανικής εφημερίδας El Pais γιά τό μυθι στόρημά του αυτό, τήν κατάσταση στή Λατινική ’Αμερική καί τόν πολιτικό ρόλο του λατινοαμερι κάνου συγγραφέα. Δέν είναι κάπως τολμηρό, ύστερα άπό τήν έπιτοχία των «Εκατό χρόνων μοναξιάς», νά δηλώνετε πώς τό βιβλίο αύτό είναι τό καλύτε ρο μυθιστόρημά σας; ΛΕΝΕ πάντα πώς τό καλύτερο μυθιστόρημα είναι τό τελευταίο, άλλά πιστεύω πώς αύτό είναι πράγματι τό καλύτερο, μέ τήν έννοια ότι πέτυχα νά δώσω άκριβώς αύτό πού ήθελα. Τά μυθιστορήματα, ένώ τά γράφομε, θέλουν νά ξεφύγουν άπό τά χέρια μας, οί ήρωές τους άποκτοΰν τή δική τους ζωή καί στό τέ λος κάνουν τό κέφι τους. Σέ κανένα άλλο μου μυθι στόρημα δέν έπιβλήθηκα τόσο άπόλυτα δσο σ' αύτό έδώ. Ίσ ω ς αύτό νά όφείλεται στήν ύπόθεση καί τό μέγεθος. Πρόκειται γιά ένα θέμα πολύ αύστηρό· ή δομή του θυμίζει Αστυνομικό μυθιστόρημα, κι είναι ένα πολύ σύντομο βιβλίο. Είμαι Ικανοποιημένος άπό τό Αποτέλεσμα. Πιστεύω πώς τό καλύτερο τε λευταίο μου μυθιστόρημα ήταν « Ό συνταγματάρχης δέν περιμένει γράμμα άπό πουθενά» καί δχι τό «Εκατό χρόνια μοναξιάς», κι αύτό τό είπα πολλές φορές. Τώρα πιστεύω πώς τό καλύτερό μου μυθιστό ρημα είναι αύτό τό βιβλίο. Πιστεύετε πώς ή κριτική θά συμφωνήσει μαζί σας;
/ καμπριέλ
Γκαρσία Μάρκες
ΔΕΝ ξέρω γιά τήν κριτική, άλλά οί Αναγνώστες όπωσδήποτε. Πώς γεννήθηκε αύτό τό «Χρονικό ένός προα ναγγελθέντος θανάτου»; ΑΥΤΟ τό μυθιστόρημα γυρνά τριάντα χρόνια πίσω. ’Αφετηρία του είναι ένα πραγματικό γεγονός, μιά δολοφονία σ’ ένα χωριό τής Κολομβίας. Βρέθηκα πολύ κοντά στά πρόσωπα αύτοΰ τού δράματος σέ μιά έποχή πού είχα γράψει μερικά διηγήματα, άλλά δέν είχα Ακόμα δημοσιεύσει τό πρώτο μου μυθιστό ρημα. Κατάλαβα Αμέσως πώς είχα στά χέρια μου έ να Αρκετά σημαντικό ύλικό, Αλλά ή μητέρα μου τό έμαθε καί μοΰ ζήτησε νά μή γράψω ποτέ μου αύτό τό βιβλίο δσο θά ζοΰσαν μερικοί άπό τούς πρωταγω νιστές του. Καί μοΰ άνάφερε τά όνόματά. Έγκατέλειψα λοιπόν τήν ίδέα. Πίστεψα πώς τό δράμα είχε πιά τελειώσει ένώ αύτό συνέχισε νά έξελίσσεται, καί Ακολούθησαν πολλά άλλα γεγονότα. Ά ν τό είχα γράψει τότε, θά έλειπαν πάρα πολλά βασικά στοιχεία γιά μιά καλύτερη κατανόηση τής ιστορίας.
4 0 /α φ ιερ ω μ α Πότε άποφασίσατε νά τό γράψετε; ΤΟ 1976, ύστερα άπό τό «Φθινόπωρο τοΰ πατριάρ χη», άφοΰ πέθαναν οί πρωταγωνιστές πού είχε άναφέρει ή μητέρα μοο. Μοΰ τό είχε ζητήσει γιατί νόμι ζε πώς θά έγραφα κανένα ρεπορτάζ γύρω άπ’ αύτό τό γεγονός. Είναι ένδιαφέρον νά βλέπεις σήμερα πώς τό μυθιστόρημα πού βγήκε μέσα άπ’ αύτή τήν πραγματικότητα δέν έχει καμιά σχέση μαζί της. 'Υπάρχει καμιά δημοσιογραφική τεχνική σ’ αύτό τό μυθιστόρημα,; ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑ μιά τεχνική τοΰ ρεπορτάζ, άλλά στό μυθιστόρημα δέν ύπάρχει, άπό τό ίδιο τό δράμα ή τά πρόσωπα, παρά μόνο ή άφετηρία, ή δο μή. Τά πρόσωπα είναι μέ άλλα όνόματα καί ή περι γραφή δέν σχετίζεται μέ τό χώρο. Ό λ α έχουν μετα τεθεί ποιητικά. Οί μόνοι πού διατηρούν τό όνομά τους είναι οί συγγενείς μου, έπειδή άκριβώς μοΰ τό έπέτρεψαν. Φυσικά τά πρόσωπα θ’ άναγνωρίσουν τόν έαυτό τους, άλλά αύτό πού μ’ ένδιαφέρει καί πρέπει, κατά τή γνώμη μου, ν’ άπασχολήσει τούς κριτικούς, είναι ή σύγκριση άνάμεσα στήν πραγμα τικότητα καί τό λογοτεχνικό έργο. Μήπως τό μυθιστόρημα, όπως γίνεται μέ τά αινίγματα, όδηγήσει σέ μιά προσπάθεια γιά έξιχνίαση τών πραγματικών προσώπων; ΕΓΙΝΕ κιόλας. Δέν πρόφτασε νά κυκλοφορήσει τό μυθιστόρημα κι ένα περιοδικό τής Μπογκοτά είχε δημοσιεύσει ένα ρεπορτάζ γύρω άπό τόν τόπο όπου έγιναν τά γεγονότα, μέ φωτογραφίες τών ύποθετικών πρωταγωνιστών. ’Από δημοσιογραφική άποψη ήταν μιά έξαίρετη, κατά τή γνώμη μου, δουλειά· άλ λά αύτό πού είναι καταπληκτικό, είναι πώς τό δράμα πού έξιστόρησαν οί μάρτυρες διαφέρει όλότελα άπό τό μυθιστόρημα. «Όλότελα» ίσως νά μήν είναι ή κα τάλληλη λέξη. Ή άφετηρία είναι ή Ιδια, άλλά ή έξέλιξη είναι διαφορετική. Θέλω νά πιστεύω πώς τό δράμα τοΰ βιβλίου μου είναι καλύτερο, πιό δεμένο καί μέ καλύτερη δομή. Σέ μιά συνέντευξη είπατε πώς ή βία ήταν ή κύρια ύπόθεση αύτοΰ τοΰ βιβλίου. ΔΕΝ θυμάμαι νά έχω πει κάτι τέτοιο, άλλά αύτό τό πιστεύω γιά δλα μου τά βιβλία. Ή βία στή Λατινική ’Αμερική καί κυρίως στήν Κολομβία είναι ένα φαι νόμενο δλης τής Ιστορίας της, είναι κάτι πού μας έρ χεται άπό τήν ’Ισπανία. Ή βία είναι ή μεγάλη μαμή τής ιστορίας μας. Υπερασπίσατε τό δικαίωμα τής προσφυγής στόν ένοπλο άγώνα, άλλά δέν συμφωνείτε κα θόλου μέ τήν τρομοκρατία. Τό ίδιο πιστεύει καί ή άμερικάνικη κυβέρνηση. Ε σείς βλέπετε καμιά διαφορά;
ΛΕΝΕ πράγματι πώς κάθε άντίθεση στό κατεστημέ νο σύστημα είναι τρομοκρατία, άλλά πρέπει νά ξε χωρίσομε αύτή τήν άποψη άπό τόν ένοπλο άγώνα, πού οί ίδιοι οί φιλελεύθεροι άντιμετώπισαν στή Λα τινική ’Αμερική σάν μιά νόμιμη Ιστορική ένέργεια· κι άς είναι σήμερα άντίθετοι σ’ αύτή τήν άποψη, κυ ρίως στήν πατρίδα μου. Οί στρατιωτικές δικτατορίες πού μιλούν γιά τρομοκρατία, τήν άσκοΰν οί ίδιες. Πιστεύω πώς τρομοκρατία είναι δταν πας ν’ άλλάξεις τήν κοινωνία μέ μεθόδους πού άποσκοποΰν άποκλειστικά νά έπεκτείνουν τόν τρόμο, χωρίς νά κινδυνεύεις σχεδόν καθόλου έσύ ό ίδιος προσωπικά.
Χωρίς έπανάσταση δέν γίνεται αλλαγή Ή σημερινή κατάσταση μπορεί ν’ άλλάξει· χωρίς έπανάσταση; ΑΥΤΟ πού πρέπει νά γίνει στή Λατινική Αμερική είναι ν’ άλλάξουν χέρι τά συμφέροντα. Κι αύτοί πού είναι στήν έξουσία —μπορείτε νά είστε άπόλυτα βέ βαιοι— δέν θά ύποχωρήσουν μέ τό μαλακό. Δυστυ χώς, πιστεύω πώς χωρίς έπανάσταση δέν γίνεται άλλαγή. Ή κατάσταση μπορεί νά βελτιωθεί, άλλά αύτά τά συμφέροντα έχουν πολύ δυνατά στηρίγματα, στίς Ηνωμένες Πολιτείες κυρίως. Είναι πολύ σοβαρό πώς ή κυβέρνηση Ρήγκαν δίνει σήμερα πρωταρχική σημασία στή Λατινική ’Αμερική μ’ ένα δόγμα πού παραμελεί τίς παμπάλαιες κοινωνικές άνισότητες. Πιστεύει πώς τίποτα άπ’ δλα αύτά δέν είναι άλήθεια καί πώς δσα συμβαίνουν προέρχονται άπό τή Σοβιε τική Ένωση. ’Ακόμα καί τήν Κούβα δέν θέλουν νά τήν ξεκαθαρίσουν έπειδή άποτελεΐ ένα κακό παρά δειγμα, δπως στή δεκαετία τοΰ ’60, άλλά έπειδή τή βλέπουν σάν ένα σοβιετικό πράκτορα. Ή Κούβα δέν έχασε γιά τήν προοδευτική εύρωπαϊκή διανόηση τό γόητρο πού είχε τά πρώτα χρόνια; ΑΥΤΗ ή άπώλεια γοήτρου πού άναφέρετε ύπακούει σέ πολλούς παράγοντες (μερικοί είναι πραγματικοί), άλλά στήν Κούβα έλειψε τό πραγματικό όξυγόνο γιά νά προχωρήσει στήν έπανάσταση πού έπρεπε νά γίνει. Έκανε τήν έπανάσταση πού τήν άφησαν νά κάνει. Δέν πρέπει νά ξεχνάμε τόν άποκλεισμό πού της έπέβαλαν· είναι μιά χώρα σέ άπόσταση δέκα χι λιάδων χιλιομέτρων άπό τούς ένεργειακούς της πό ρους, μ’ ένα πετρελαιοφόρο, κατά μέσο δρο, κάθε τριάντα ώρες. Αύτό καί μόνο τό γεγονός, θέμε δέ θέμε, περιορίζει πολύ τήν άνεξαρτησία. Ε σείς πού γνωρίζετε τόσο καλά τόν Φιντέλ Κάστρο, πιστεύετε πώς ή κουβανέζικη έπανά σταση θά ήταν διαφορετική άν δέν ύπήρχε ό άποκλεισμός;
α φ ΐ€ ρ ω μ α /4 1 ΠΙΣΤΕΥΩ πώς ή έπανάσταση θά ήταν ή Ιδια, άλλά οί βιοτικές συνθήκες θά ήταν διαφορετικές. Πρέπει νά λάβομε ύπόψη μας τήν κρίση που βαραίνει πάνω στήν Κούβα, έδώ καί είκοσι χρόνια· δποια άλλη χώ ρα στόν κόσμο μέσα σέ τέτοιες συνθήκες πρέπει νά περιορίσει τίς έλευθερίες. Δέν θέλω νά πω πώς δσα λένε γιά τήν Κούβα δέν είναι παρά συκοφαντίες, άλ λά ύπάρχει μιά δόση άντιπροπαγάνδας. Πιστεύω πώς οί δυνατότητες γιά σπουδές πού έχουν δλες οί κοινωνικές τάξεις π.χ. είναι πολύ μεγαλύτερες Απ’ δ,τι συμβαίνει σέ άρκετές εύρωπαϊκές δημοκρατίες. 'Ωστόσο δέν λέω πώς δέν ύπάρχουν σοβαροί περιο ρισμοί στίς έλευθερίες.
ΤΟ πρώτο Επαναστατικό καθήκον τοΰ συγγραφέα εί ναι νά γράφει καλά, νά δημιουργεί μιά λογοτεχνία πού νά συμβάλλει στήν Αναζήτηση τής ταυτότητάς μας. Συμβαίνει στή Λατινική 'Αμερική νά είναι ή κα τάσταση τόσο κρίσιμη ώστε Εμείς, οί συγγραφείς, δέν μπορούμε νά περιοριζόμαστε στό γράψιμο καί ξαναπέφτομε στόν άγώνα, έστω καί δθελά μας, γιατί άπλούστατα κάποιος χτυπά τήν πόρτα μας καί μάς ζητά κάποια χάρη.
Ή λατινοαμερικάνικη άριστερά δέν προτιμά σήμερα ν’ άκολουθέΐ τό πρότυπο τής Νικαρά γουας παρά τήν Κούβα, άκριβώς έπειδή οί σαντινίστας σέβονται περισσότερο τίς έλευθε ρίες;
ΕΙΝΑΙ γιατί δέν ξεγελιέμαι στήν Αντίληψη πού έχω γιά τήν πραγματικότητα κι Επειδή Ερμηνεύω τή λατινοαμερικάνικη πραγματικότητα μέ τέτοια ειλικρί νεια πού μπορεί νά συγκινήσει τόν καθένα. Αύτό όδηγεΐ σέ Εκπλήξεις- δπως δταν πήρα ένα γράμμα άπό μιά κυρία πού ζεΐ σ’ ένα μικρό γερμανικό χωριό καί πού διάβασε τά μεταφρασμένα μου βιβλία· μοΰ λέει λοιπόν πώς ή ίστορία πού έγραψα είναι ή ιστο ρία τοΰ χωριοΰ της. Τότε είναι πού ΐπεσα άπό τό σύννεφα.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ στή Νικαράγουα είναι αύτό πού είναι γιατί έχει άπό πίσω της τήν κουβανέζικη έπα νάσταση, δχι μόνο μέ τίς θετικές της έμπειρίες άλλά καί τις Αρνητικές της δψεις. Πολλές άπό τίς καλές συμβουλές πού δέχονται οί σαντινίστας τούς δίνον ται άπό τούς Κουβανέζους, δχι μόνο γιά νά είναι πιό ριζοσπαστικοί, άλλά καί πιό ρεαλιστές. Έ χ ω πολλή Εμπιστοσύνη στό μέλλον των σαντινίστας. Μοΰ φαί νεται πώς αύτή τή στιγμή ή κυβέρνηση των ΗΠΑ, πού ρίχτηκε στή μέση σάν ταύρος γιά νά διαλύσει τά πάντα, βρήκε κάτι πού δέν περίμενε, Εσπασε τά μού τρα της, κι είμαι βέβαιος πώς θά άναζητήσει στό τέ λος τρόπους γιά μία διευθέτηση. Προσωπικά, ή Επα νάσταση των σαντινίστας μ’ Ενδιαφέρει πολύ γιατί ως τώρα στάθηκαν πιό τυχεροί άπό τούς Κουβανέ ζους γιά νά προχωρήσουν στή δική τους έπανάστα ση. ’Αλλά δέν πρέπει νά παραγνωρίζομε τήν Αλλη λεγγύη πού έδειξαν οί Κουβανέζοι. Μπορώ νά δια τυπώνω μέσα μου άρκετές έπιφυλάξεις γιά τήν κου βανέζικη έπανάσταση, άλλά δέν θά μέ Αναγκάσετε ποτέ νά τίς έκφράσω Ανοιχτά. Έ χ ω νά διατυπώσω Ακόμα περισσότερες Επιφυλάξεις γιά τή Σοβιετική Ένωση, άλλά ή βοήθεια καί μόνο πού έστειλε αύτή ή χώρα στήν Κούβα, παρ’ δλες τίς Αντιξοότητες, μοΰ γέννα τέτοια αισθήματα εύγνωμοσύνης ώστε δέν θά μέ βρείτε ποτέ στό στρατόπεδο τής άντισοβιετικής Εκστρατείας δσο καί άν Εσείς οί Εύρωπαϊοι έ χετε τούς λόγους σας γιά κάτι τέτοιο.
Ό πολιτικός ρόλος τοΰ λατινοαμερικάνου συγγραφέα Είχατε σταματήσει νά δημοσιεύετε γιά πολιτι κούς λόγους καί ξαναρχίζετε νά δημοσιεύετε βιβλία γιά τούς ίδιους άκριβώς λόγους. Ποιος πρέπει νά είναι ό ρόλος τοΰ συγγραφέα στήν πολιτική ζωή αύτής τής ήπείρου;
Μ’ ένα μυθιστόρημα τόσο Αμερικάνικο, πώς Εξηγείται ή Επιτυχία σας στίς άλλες ήπείρους;
Οί Επαναστατικές σας θέσεις δέν σάς Εμπόδι σαν νά έχετε καλές σχέσεις μέ τούς μεγαλοα στούς τής πατρίδας σας. ΕΧΩ φίλους μέσα σ’ δλες τίς κοινωνικές τάξεις, γι’ αύτό καί μοΰ γίνεται κριτική δχι μόνο άπό τούς Αρι στερούς άλλά καί άπό τήν όλιγαρχία. Νομίζω πώς είναι σχέσεις πού δέν μπορούν νά διαρκέσουν γιά πάντα καί πού οί περιστάσεις μιά μέρα θά διακόψουν, άλλά αύτή ή στιγμή δέν ήρθε Ακόμα στήν Κ ο λομβία. Στή Χιλή έγινε κάτι τέτοιο στήν τελευταία περίοδο τής κυβέρνησης Ά λλιέντε, καί ό Πάμπλο Νερούδα, πού μοΰ έμοιαζε πολύ, καλλιεργώντας φι λίες δπου μπορούσε, τό μετάνιωσε. Θυμάμαι πώς μιά μέρα στό Παρίσι τοΰ έδειξαν μιά έκθεση γιά τήν Εσωτερική κατάσταση στή Χιλή κι Αναγκάστηκε νά τή σχολιάσει μ’ αύτά τά λόγια: «Κρίμα νά μήν μπο ρείς πιά νά τρως μαζί μέ τούς μόμιος (τούς άκροδεξιούς), κι άς ήταν τόσο συμπαθείς». Ή Εντύπωση πού δίνετε τοΰ καλοζωισμένου Ανθρώπου έρχεται συχνά σέ Αντίθεση μέ τίς ιδεολογικές σας θέσεις. ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΜΕ νά κάνομε τήν έπανάσταση γιά νά ζοΰν δλοι καλύτερα. Γιά προσωπικούς λόγους γνώρισα τώρα δλα τά πλεονεκτήματα πού έχει ή Αστική τάξη σάν κυρίαρχο σώμα, καί πιστεύω πώς δέν τά δικαιούται, πώς τά Εχει ύφαρπάξει, πώς Ανή κουν σέ δλους. Δέν ύπάρχει κανένας λόγος γιά νά χάσω αύτά τά πλεονεκτήματα. Μ’ Αρέσει τό καλό φαγητό, τό καλό κρασί, μ’ Αρέσει νά ταξιδεύω άνετα. Γι’ αύτό άκριβώς πρέπει νά γίνει ή έπανάσταση, γιά νά μπορούν δλοι νά ζοΰν δπως τούς Αρέσει.
421 αφιέρωμα
Κλώντ Κουφόν
Στρατευμένη ποίηση Δέν ύπάρχουν γεγονότα στη Λατινική 'Αμερική πού νάμήν έχουν σ υνοδευτείάπό τή φωνή των ποιητών. 'Ορισμένοι μάλιστα άπ ’ αυτούς έχουν παίξει βασικό ρόλο στήν έξέλιξη τής ιστορίας. Ή στρατευμένη ποίηση βρήκε στή Λατινική ’Αμερι κή, άπό τά πρώτα της βήματα, ένα πρόσφορο έδα φος. "Οπως τά φυσικά στοιχεία αύτής τής ήπείρου, όπως τά ήφαίστεια, οί όροσειρές, τά ποτάμια καί τά γιγάντια δάση, έτσι καί ή ποίηση τυλίγει τόν Άμερικάνο καί τόν συνοδεύει στήν καθημερινή του ζωή. Ή ποίηση τρέφει κι αύτή, σάν τό άραποσίτι, τροφο δοτεί τά βάσανα καί τίς χαρές του, τά όνειρα καί τίς έλπίδες του, τήν πάλη του γιά δικαιοσύνη καί άξιοπρέπεια, τούς πολιτικούς καί κοινωνικούς του άγώνες. Ό άνθρωπος τίς περισσότερες φορές δέν ξέ ρει νά διαβάσει άλλα άκούει ποιήματα καί πιάνει τό μήνυμά τους. Τά σχολειά είναι λίγα, άλλά στό εργο στάσιο ή τίς βιοτεχνίες έργάτες ή τεχνίτες προσκαλοΰν τούς ποιητές νά πουν τά ποιήματά τους. Στήν Κούβα, στίς πιό μαύρες μέρες τής δικτατορίας, τόν καιρό τού Ματσάδο ή τού Μπατίστα, ό Νικολάς Γκιγιέν διάβαζε στά έργοστάσια καπνού γιά τούς έρ γάτες καί τίς έργάτριες ποιήματα πού καταδίκαζαν τήν πείνα, τήν έξαθλίωση, τήν έκμετάλλευση, τόν Ιμπεριαλισμό, όπως καί σήμερα διαβάζει τά κεφάτα του τραγούδια γιά τήν έπανάσταση. Στά στάδια ή σέ θέατρα πού έστηναν πρόχειρα στήν ύπαιθρο, ό Πάμπλο Νερούδα μάζευε γύρω του σ’ όποιαδήποτε χώρα δέκα χιλιάδες άκροατές άπό τίς πόλεις καί τά χωριά γιά ν’ άπαγγείλει γνωστά κομμάτια άπό τό «Κάντο Χενεράλ». Πράγματι, ή ποίηση στή Λατινική ’Αμερική είναι παντού. Τή βρίσκομε κάθε μέρα στίς μεγάλες έφημερίδες, γεμίζει τίς σελίδες τών περιοδικών, έχει τή θέ ση της καί στούς πιό μικρούς έκδοτικούς οίκους, άπλώνεται φαρδιά-πλατιά στίς βιτρίνες τών βιβλιο πωλείων. Αύτή ή ξεχωριστή θέση τής ποίησης μέσα στή ζωή έξηγεΐ γιατί δέν ύπάρχουν γεγονότα, σπουδαία ή άσήμαντα, στήν ιστορία τής Λατινικής ’Αμερικής πού νά μήν τά άναγγέλλει, νά τά συνοδεύει, νά τά καταδικάζει ή νά τά έξυμνεΐ ή φωνή τών ποιητών. Μερικά βιβλία έπαιξαν βασικό ρόλο στόν προσανα τολισμό τής ιστορίας. Τά «’Ανθρώπινα ποιήματα» τού Σέσαρ Βαγιέχο καί κυρίως τό «Κάντο Χενεράλ» τού Πάμπλο Νερούδα πρόσφεραν πολύ περισσότερα γιά τήν άνεξαρτησία τών λατινοαμερικάνικων λαών άπ’ όλους τούς λόγους τών ρητόρων. Οί στίχοι τους φώτισαν τίς καρδιές τών ταπεινών άνθρώπων, ξύ πνησαν συνειδήσεις καί τόνωσαν τήν ένεργητικότη-
τά τους, άναψαν τή λαχτάρα τους γιά έπανάσταση. Στήν Κούβα, ή έπανάσταση τού Φιντέλ Κάστρο έτοιμάστήκε, έδώ καί είκοσι πέντε χρόνια, άπό τούς δραματικούς ρυθμούς τού Νικολάς Γκιγιέν στίς συλλογές του «Εταιρεία Δυτικών ’Ινδιών», «Σονγκόρο Κοζόγκο», «Ό πλήρης ήχος», τό «Περιστέρι πετά μέ τό λαό»· δικαιολογημένα ή έπαναστατική Κούβα τδν άνακήρυξε έθνικό της ποιητή. Αύτοί οί έξαιρετικοί ποιητές —Νερούδα, Βαγιέχο, Γκιγιέν, ’Αστούριας, Όκτάβιο Πάς, Γκαμπριέλα Μιστράλ, Χόρχε Καρρέρα Ά ν τρ ά ν τε - τώρα πιά μετα γράφονται, μελετιούνται καί διαβάζονται. Είναι λυπηρό ώστόσο πού άλλοι πιό πρόσφατοι ποιητές μένουν άκόμα στό περιθώριο. Τά γεγονότα στή Νικαράγουα π.χ. είχαν άπασχολήσει όλες τίς έφημερίδες, τούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, όλα τά τηλεοπτικά δίκτυα. ’Αλλά ούτε μιά στιγμή κανείς δέν έπωφελήθηκε άπό τήν έπικαιρότητα γιά νά θυμί σει πώς στά τέλη τού περασμένου αίώνα ένας ποιη τής άπό τή Νικαράγουα, ό Ρούμπεν Δαρίο, λάτρης τού Βερλαίν καί τών γάλλων συμβολιστών, άναστάτωσε τήν Ισπανική ποίηση καί άνοιξε νέους δρόμους γιά τό μέλλον δημιουργώντας τή σχολή τού μοντερ νισμού. Χωρίς αύτόν, ίσως νά μήν είχαμε έναν Χουάν Ραμόν Χιμένες καί τούς άμεσους μαθητές του: τόν Λόρκα, τόν ’Αλμπέρτι κι άλλους μεγάλους τής «γενιάς τού 1927». Σ’ αύτή τή μικρή χώρα τής Λατινικής ’Αμερικής πού καταπατούσε άπό τό 1937 μιά οικογένεια τυράννων καί πού άνέτρεψε τόν τε λευταίο άπ* αύτούς, έδώ καί πολλά χρόνια, ένας πα πάς, ένας ποιητής καταγγέλλει στά έργα του τή βία, τή φτώχεια, τόν άναλφαβητισμό, τίς κάθε είδους κα ταπιέσεις πού ταλαιπωρούν τό λαό. Γεννήθηκε στή Γρανάδα τό 1925. Λέγεται Έρνέστο Καρδενάλ. Στό νησί Σολεντινάμε, στή μεγάλη λίμνη Νικαράγουα, ί δρυσε ένα κοινόβιο καί άσχολεΐται μέ τούς ντό πιους, χτίζοντας ένα σχολειό κι ένα πρόχειρο νοσο κομείο. Φρόντισε ν’ άναπτυχθεΐ ή λαϊκή ζωγραφική, καί ό Χούλιο Κορτάσαρ, φίλος τού Καρδενάλ πού είχε τήν εύκαιρία νά δει έπί τόπου τούς πίνακες αύ τούς, τούς παρουσίασε μέ συμπάθεια στό διήγημά του «’Αποκάλυψη τού Σολεντινάμε». Γράφει: «Δέν θυμάμαι πιά ποιος μοΰ έξήγησε πώς τούς ζωγράφι σαν οί χωρικοί τής περιοχής· αύτόν έδώ τόν έκανε ό Βισέντε, έκεΐνον έκεΐ ή Ραμόνα, άλλοι έχουν ύπογραφή, άλλοι καθόλου, άλλά δλοι τους «ναι τόσο
α φ ιερ ω μ α /4 3 ωραίοι, άκόμα μιά φορά ένας κόσμος πρωτοϊδωμένος άπό τή λαγαρή ματιά έκείνού πού περιγράφει τόν κόσμο του σάν ύμνο ζωής: άγελάδες νάνοι μέσα σέ άγρούς δλο παπαρούνες, μιά καλύβα άπό ζαχαρο κάλαμο, άπ’ δπου βγαίνουν δνθρωποι-μερμήγκια, έ να άλογο μέ πράσινα μάτια μπροστά σέ κορμούς μπαμπού, τά βαφτίσια σέ μιά έκκλησιά πού ξέχασε τήν προοπτική της καί άνεβοκατεβαίνει, μιά λίμνη μέ καράβια μεγάλα σάν παπούτσια καί στό βάθος τοΰ πίνακα ένα τεράστιο ψάρι πού γελά μέ τά γαλα ζωπά χείλια του. Τότε ήρθε ό Έρνέστο καί μοΰ έξήγησε πώς πουλάνε τίς ζωγραφιές γιά νά μπορέσουν νά τά βγάλουν πέρα· αύριο θά μοΰ δείξει τή δουλειά” τών χωρικών πάνω στό ξύλο καί τήν πέτρα καθώς καί τά δικά του γλυπτά». Κοντά στούς δικούς του άνθρώπους, ό Έρνέστο Καρδενάλ σκέφτεται καί προσεύχεται, σκαλίζει τά γλυπτά του καί γράφει. Στούς «Ψαλμούς» τής τελευ ταίας συλλογής του «Κραυγή» τραγουδά τήν πίστη, τών φτωχών στό θεό καί τήν άγνή καρδιά τους σέ μιά χώρα μέ παραδεισένια φύση, άλλά δπου βασι-0 λεύει ή έπίσημη περιφρόνηση, ή άλαζονεία τής έξουσίας, ή άκαταδεξιά τών χορτάτων, τά βασανιστήρια, τά στρατόπεδα συγκέντρωσης, τό πολιτικό έγκλημα: «Άπό τά βάθη τής άβύσσου φωνάζω πρός έσένα Κ ύ ριε! Φωνάζω τή νύχτα μέσα στη φυλακή κα ί στό στρατόπεδο Μέσα στό θάλαμο τών μαρτυρίων δταν σκοτεινιάζει ακούσε τή φωνή μου, τό S.O.S. πού στέλνω». Στή γειτονική ’Ονδούρα βρίσκεται ό Ρομπέρτο Σόζα, πού γεννήθηκε στό Γιόρο τό 1930. Αύτός ό δια κριτικός καί άμίλητος άνθρωπος έγινε ό βάρδος τής πατρίδας του καί ξανάπλασε μέ φωτεινές καί λεπτές εικόνες τό δράμα τών άνθρώπων της στίς συλλογές του «Καλλιγράμματα» (1959), «Τοίχοι» (1966), «Εσωτερική θάλασσα» (1967). ’Αλλά κυρίως στίς συλλογές του «Οί φτωχοί» (1968) κι «Ένας κόσμος γιά δλους» (βραβείο Κάζα δέ λάς Άμέρικας, ’Αβάνα 1971) άποκαλύπτει τήν παθητική μοναξιά μιας καρ διάς πού δείχνει μέσα στή φτώχεια πού τήν τυλίγει τήν ύπαρξιακή άπογύμνωση τοΰ άνθρώπου τής κεν τρικής ’Αμερικής καί πού καταλαβαίνει πώς: «Πράγματι μόνο δ,τι κάνει ό Άνθρωπος γιά νά έξυψώσει τόν άνθρωπο είναι ύπερβατικό Τό χορτάρι πού μαζεύει ό χωριάτης είναι δσο κι ένας Αστερισμός ’Ένας Αστερισμός είναι δσο κι ένας πολύτιμος λίθος έίλλά ή κόπωση τών χωρικών πού έκοψαν τό χορτάρι είναι Ανώτερη άπό τό Σόμπαν Νά δείχνεις δσα κρύβονται μέσα στή νωχέλεια μιας φωτιάς πού δέν ξέρομε καθόλου, κα ί νά καις λιβάνι γιά τούς τίμιους βοηθά νά ζεϊς βοηθά νά πεθαίνεις καλά».
Μικυλάς Γκιγιέν
Μίλησα γιά τόν Καρδενάλ καί τόν Σόζα γιά νά προ σέξετε δυό μεγάλους κοινωνικούς ποιητές. Ξέρω δμως δτι έτσι άδικώ καμιά τριανταριά νέους δημιουρ γούς. Έδώ καί πολύν καιρό, τά περιοδικά «Ποιητική Δράση» καί «Εύρώπη» μάς έδωσαν χαρακτηριστικές ανθολογίες στά άφιερώματά τους γιά τήν Κούβα, τό Περού, τό Μεξικό, τήν Κολομβία, τήν Παραγουάη, τό Πόρτο-Ρίκο. Στό τεύχος 21 τοΰ περιοδικού «’Αλ λαγή», ό άργεντινός λογοτέχνης Σαούλ Γιούρκιεβιτς δίνει μέ άκρίβεια έναν όρισμό τής προσωπικό τητας καί τών έπιδιώξεων τών νέων στρατευμένων ποιητών: «Ναί, είμαστε φορμαλιστές, άλλά είμαστε καί ρεαλιστές. Είμαστε Ιστοριογράφοι: πρόθεσή μας είναι νά ένσωματώσομε τήν ποίησή μας μέσα στή σύγχρονη πραγματικότητα, νά τήν ένσωματώσομε σάν διαδικασία ύλιστικής παραγωγής, καί δχι σάν άπλό φίλτρο ή έρέθισμα, σάν πορεία πρός τήν έξιδατ νίκευση, σάν άλμα ύπερβατικό, σάν άφροδισιακό ή παραισθησιογόνο. Σκοπός μας είναι νά τήν προσαρτήσομε στή χειροπιαστή, προσωπική καί κοινοτική πραγματικότητά μας, νά τήν ποτίσομε μέ τήν πιό πλατιά έπικαιρότητα, βασικά αίσθητική καί πολιτι κή. Ελαστικοί καί σταθεροί, άπορρίπτομε τά βαλσα μωμένα ρητορικά σχήματα, τούς στερεότυπους κώ δικες (ρεαλιστικούς ή ίδεαλιστικούς). ’Αντιδρούμε σ έ κάθε ύπερβολική εύκολία, στήν αύταπάτη τού φυσικού καί τήν όργανική φτώχεια τοΰ λαϊκισμού. Χωρίς δόγμα, χωρίς συστηματοποίηση ούτε λογο κρισία, θέλομε νά κυκλώσομε δλο τό λόγο, χωρίς ν’ άλλοτριώσομε δμως τίς άπαιτήσεις τοΰ ποιητικού σημείου, γιατί ξέρομε πώς είναι πριν άπ’ δλα άνώτατη άρχή τού λόγου πού ύπακούει στή δική της διαδι-
4 4 ! αφ ιέρω μα κασία, στην έσώτερη Αρμοδιότητα της, στούς ειδι κούς μηχανισμούς της πού προσπαθούμε νά έκμεταλλευτούμε καί νά διεορύνομε. ’Ασκούμε μιά ποίη ση πολυμερή, πολυφωνική, πολλαπλή, σύμφωνα μ’ ένα δραμα σχετικό καί Ασταθές, μιά Αντίληψη τού κόσμου έτερογενή, Ασυνεχή καί ταυτόχρονη. Θά θέ λαμε νά συνασπίσομε πολιτική πρωτοπορία καί καλ λιτεχνική πρωτοπορία». Σ’ αύτό τόν Αγώνα γιά τόν Ανθρωπο, ποίηση καί μουσική συνεργάζονται Αλλωστε, δπως έγινε μέ τόν ’Αργεντινό Άταουάλπα Γιουπάνκι ή τή Χιλιανή Βιολέτα Πάρρα. Ποτέ δσο σήμερα τό στρατευμένο τραγούδι δέν ήταν δπλο τόσο Αποτελεσματικό γιά τήν Απελευθέρωση τού Ανθρώπου καί δέν είναι ό Ούρουγουάνος Ντανιέλ Βιλιέτι ή ό Χιλιανός Πατρίσιο ΜΑνς πού θά διαφωνήσουν μαζί μου. /Η ρ θα στήν έπανάσταση Από τό δρόμο τής ποίη σης», έγραψε ό Ρόκε Δάλτον στήν «Ταβέρνα κι Αλλα μέρη» (Βραβείο Κάζα δέ λάς Άμέρικας, 1969). Στή Λατινική ’Αμερική ό ποιητής γίνεται εύκολα Αντάρ της. Είναι λοιπόν φυσικό νά έχει ή λατινοαμερικάνικη ποίηση τά θύματα καί τούς μάρτυρές της. Στή δε
Θωμάς Κ.Φλαμουρτζόγλου
ΑΙΑΣΠΑΣΗ ΑΤΟΚΟΥ Δ ιη γ ή μ ατα
καετία τού ’60, στό Περού, ένας νέος Αντιστασιακός, ό Χαβιέρ Έρώ, πού είχε γράψει δυό φιλόδοξες συλ λογές, τό «Ποτάμι» καί τό «Ταξίδι», έλεγε: «Τυχαίνει νά μή φοβάμαι τό θάνατο Ανάμεσα στά πουλιά καί τά δέντρα». Κυνηγημένος μέσα στά δάση σάν Αγριο θηρίο άπό τούς στρατιώτες τής δικτατορίας δολοφο νήθηκε στίς δχθες τού Μάδρε δέ Διός τό 1963. Δέν είχε κλείσει τά είκοσιένα του χρόνια... Πιό τελευταία, τό 1965, ό Ρόκε Δάλτον δολοφο νήθηκε στήν πατρίδα του τό Σαλβαδόρ. Ό Χούλιο Κορτάσαρ, στό διήγημα πού άναφέραμε, έγραψε κά τι πολύτιμο γι’ αύτό τό δράμα: «... Είδα ένα ξέφωτο μέσα στό παρθένο δάσος, μιά Αχυροκαλύβα καί δέν τρα μπροστά· πάνω στόν πιό κοντινό κορμό, ένα Αδύνατο παλικάρι πού κοίταζε Αριστερά μιά Ακαθό ριστη όμάδα· πεντέξι Αντρες κολλητά ό ένας στόν Αλλο τόν σημάδευαν μέ ντουφέκια καί πιστόλια· τό Αγόρι μέ τό Αδύνατο καί μακρουλό πρόσωπο, μ’ ένα τσουλούφι μαλλιά πάνω στό σκούρο μέτωπό του τούς κοίταζε μισοσηκώνοντας τό χέρι του σάν νά ’θελε νά τούς πει κάτι χωρίς νά βιάζεται, σχεδόν μέ νωχέλεια· Αν καί ή φωτογραφία ήταν κάπως θολή, έ νιωσα καί κατάλαβα καί είδα πώς αύτό τό άγόρι ή ταν ό Ρόκε Δάλτον...». Ό Ρόκε Δάλτον γεννήθηκε τό 1935· κομουνιστι κό στέλεχος, είχε γνωρίσει τίς φυλακές καί τήν έξορία. Στήν Πράγα ή τήν ’Αβάνα έγραφε έπαναστατικά ποιήματα πού μερικά Απ’ αύτά ήταν προφητικά: «... "Οταν μάθεις πώς πέθανα συλλάβισε λέξεις περίεργες Π ες λουλούδι, μέλισσα, δάκρυ, ψωμί, θύελλα Μήν άφήσεις τά χείλια σου νά βρουν τά ένδεκα γράμματά μου Νυστάξω, άγάπησα, κέρδισα τή σιωπή Μήν πεις τ ’ όνομά μου όταν μάθεις πώς πέθανα Άπό τό σκοτεινό χώμα θά "ρθω ν’ ανταμώσω τή φωνή σου...» Τό ποίημά του ή «Ανάπαυση τού πολεμιστή» συνο ψίζει μέσα στήν προφητική του ειρωνεία τήν έλπίδα έκείνων πού πεθαίνουν γιά νά προβάλει ή Αξιοπρέ πεια τού Ανθρώπου στή Λατινική ’Αμερική:
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ‘ ΕΣΤΙΑΣ* ΑΘΗΝΑ 1982
«Οί νεκροί μέρα μέ τή μέρα είναι πιό άταχτοι. Ά λλοτε όλα ήταν εύκολα μαζί τους. Τούς δίναμε ένα σκληρό κολλάρο ένα λουλούδι τούς έξυμνούσαμε μ 3 ένα μεγάλο κατάλογο: κα ί τό μεγαλείο τής πατρίδας κ α ί ο ί έπιφανεϊς σκιές κα ί τό τερατώδες μάρμαρο. Τό κουφάρι ύπόγραφε κάτω άπό τή μνήμη κ α ί ξεκινούσε πάλι στή σειρά κα ί προχωρούσε στό ρυθμό τής παλιάς μουσικής μας. ’Α λλά νά πού οί νεκροί δέν είναι οί ίδιοι πιά. Τώρα ειρωνεύονται κι όλο ρωτούν. Μ οΰ φαίνεται πώς καταλαβαίνουν πώς δσο πάει είναι αύτοί ή πλειοψηφία!» g
α φ ιερ ω μ α /4 5
Σεβέρο Σαρδουί
Ή στροφή πρός τό νεο-μπαρόκ Τό νέο νοηοαμερικΑνικο μπαρόκ, είτε στην Αρχιτεκτονική είτε στη λογοτεχνία, ανήκει στήν ί δια σειρά Ακραίων φαινομένων πού συναντάμε τόσο στήν πρόσοψη τής μητρόπολης τον Κίτο δσο κ α ί στά έργα του Λεσάμα Αίμα.
1.
Τό πρότυπο άλλοιώνετοα
Τό νοτιοαμερικάνικο μπαρόκ μπορούμε νά τό δοΰμε σάν Ενα πόλεμο γλωσσών: διασταύρωση καί μπόλιασμα άπό τοπικές, άγροτικές, ύπόγειες, άρχαϊκές ίδιολεξίες μέ μιά γλώσσα άποικιοκρατική —τήν ισπανι κή—, φορέα δλων των άναγεννησιακών συνυποδηλώσεων πού αύτές οί λέξεις ύπονομεύουν ή διαβρώνουν. Ξεκινάμε άπό Ενα βασικό πρότυπο, αύταρχικό, αποικιακό, πού ήρθε άπέξω καί πού δχι μόνο Επι βάλλεται ή Επαναλαμβάνεται μέσα σ’ Ενα νέο περιφε ρειακό χώρο άλλά σιγά σιγά θά ραγίσει κάτω άπό τήν Επιρροή μιας πληθώρας νέων στοιχείων: είναι σάν νά είχαν εισβάλει δευτερεύουσες (άλλογενεΐς) φράσεις μέσα σέ μιά προϋπάρχουσα συντακτική πε ρίοδο. "Ετσι Εγινε μέ τό Εργο τοΰ ’Ινδιάνου Κοντάρι ή μέ τίς προσόψεις τοΰ Άλεϊχαντίνο. Τό Εμβλημα αύτής τής παρεμβολής είναι μέσα στόν «Καθρέφτη τής ύπομονής»* πού πρέπει νά τό άναζητήσομε καί μέσα στό Εργο τοΰ Λεσάμα Λίμα, πού είναι ό άπόηχός του. Μέσα στόν «Καθρέφτη» τό γκογκοριανό (σεβαστό) πρότυπο δοκιμαζόταν άπό Ενα σαρκασμό καθαρά κουβανέζικο: άποτέλεσμα μιας άνάμιξης των στοιχείων τής έλληνικής καί λατινικής μυθολο γίας μέ τά στοιχεία τής κρεόλικης χλωρίδας καί πα νίδας. Έ τσ ι Εχομε σ’ Ενα σημείο τοΰ βιβλίου «Paradiso» τοΰ Λεσάμα Λίμα Ενα πρόσωπο πού άφοΰ μίλη σε γιά τά νιάτα του στό Μπιλμπάο άλλά καί πού Εχει πιά άφομοιωθεΐ στή νέα του πατρίδα, ύψώνει τή φω νή του Ενώ καταπίνει χοντρά πράσινα σταφύλια καί λέει Επίσημα: «τό δόντι του δέν λυπήθηκε κανένα τσαμπί κι άν δέν Εκανε κάτι τέτοιο μπροστά στό Βάκχο άκόμα λιγότερο στ’ άμπέλι του». Έδώ τό πρότυπο δέν ύπονομεύεται, δπως γίνεται συχνά μέ τόν Λεσάμα Λίμα- άπλούστατα, ή μετααναγεννησιακή πολιτιστική εύγλωττία καί ρητορική εισβάλλουν σ’ Ενα γελοίο πλαίσιο. Μεταφορά κυριολεκτικά: με τατόπιση, μετακόμιση: είσβολή τοΰ γκογκοριανοΰ πλανήτη μέσα στήν κουβανέζικη τροχιά· έκτόπιση, λοιπόν, πρός τήν περιφέρεια. Σ’ δλα αύτά, τό μπαρόκ είναι συνώνυμο μιας άποκεντρότητας. Τά πρότυπα σάν νά Εκτοπίζονται άπό
κάθε προοπτική πυραμίδα, τινάζονται μακριά άπό τή γεωμετρική αύταπάτη: δέν ύπάρχει σημείο φυγής, μακέτα διαστάσεων, πρώτο πλάνο, ίεραρχική διάτα ξη τών προσώπων άνάλογα μέ τό ρόλο τους στήν πλοκή- ή γελοιοποίηση τοποθετεί τά πάντα σ’ Ενα μοναδικό πλάνο, χωρίς βάθος. Αύτό είναι πού μ’ Εν διαφέρει. Γιατί τά ισπανικά πρότυπα μεταφέρουν δ λα μαζί τους, ή άθελά τους, τίς δικές τους ιδεολο γίες: τήν κατάκτηση, τήν Εξουσία, τήν άποικιοκρατία, τό χριστιανισμό, τόν εύρωπαϊκό ούμανισμό. Ά λλά αύτά τά Ιδια τά πρότυπα, άφοΰ όδηγήθηκαν ή Επαναφέρθηκαν σέ μιά έξομοίωση δπου δέν λείπουν Ετερογενή στοιχεία, γελοιοποιούνται, σαρκάζονται, τό ίδεολογικό ύπόβαθρο πού κουβαλοΰν άποβάλλεται, τό κατακάθι τους λιώνει καί ή άφανής σκέψη πού είναι ή ούσία τους άναστατώνεται, δπως γίνεται μέ τά παράσιτα σέ μιά Εκπομπή.
2.
Ό απόηχος
Αύτή ή Εκφραση πού χρησιμοποιώ γιά νά καταλάβω Ενα σύστημα σάν τό μπαρόκ είναι Ενα φαινόμενο Επίπτωσης ή άπήχησης πού παρουσιάζεται άνάμεσα στήν Επιστήμη καί τήν τέχνη (ιδιαίτερα) μέ άφορμή μιά ά-χρονική αιτιολογία. ’Αποτέλεσμα καί αίτια δέν άλληλοδιαδέχονται τό Ενα τό άλλο μέ μηχανικό τρό πο. 'Η αίτια π.χ. μπορεί νά έπέμβει καί μετά καί πρίν άπό τό άποτέλεσμα· μάλλον γίνεται Ενα μαζί του. Ό άπόηχος βοηθά άλλωστε στήν Εντόπιση όμοιοτήτων σέ χώρους ξεχωριστούς· τό δμοιο ή τό δομικά άνάλογο δέν είναι άναγκαστικά συνεχόμενα ή συνυπαρκτά. Καί κάτι περισσότερο: δέν πρόκειται νά κατα πιαστούμε μέ μιά ταξινόμηση, σέ μιά συστηματική προοδευτική Εξέλιξη,δλων τών συμβολικών άποτελεσμάτων Ενός παραδείγματος άλλά ν’ άναγνωρίσομε πώς μπορούμε νά δοΰμε σέ μιά μοναδική κλίμα κα: κοντά στά άποτελέσματα Ενός όρισμένου πρότυ που, τό ίδιο τό πρότυπο, άλλοιωμένο διαλεκτικά άπό τά άποτελέσματά του, χωρίς χρονική, νοητική ή το πική προτεραιότητα. 'Υπάρχει Εδώ άλληλεπίδραση καί Εκμηδένιση πυρήνων πού λειτουργούν στό χώρο μιάς σχετικότητας.
α φ ιέρ ω μ α ! 5 9
Λάουρα Μπαταγιόν
Τό γέλιο σάν πρόκληση Σ έ μιά ήπειρο πού ματώνει κάθε μέρα —κ α ί σ ’ δλα της τά σημεία— δύσκολα γεννιέται ένα χαμόγελο. Π αρ’ δλο πού τό γέλιο είναι κι αυτό ένα όπλο... Γιατί αύτή ή έπιμονή νά βλέπομε τή Λατινική ’Αμερική σάν τόν Τρίτο κόσμο τής δυτικής λογοτε χνίας καί τέχνης; Πάει καιρός πιά πού είναι έξίσου περίπλοκο νά μιλήσεις γιά τή «σημερινή λογοτε χνία» τής ’Αργεντινής ή τής Ουρουγουάης δσο καί γιά τή γαλλική. Έ σ τω κι άν, δπως συνηθίζεται, δέν μιλούν παρά γιά τό μυθιστόρημα, άφήνοντας αιω νίως στήν άφάνεια τήν τόσο πλούσια ποίηση καί τό θέατρο. ’Επειδή πρέπει νά πολλαπλασιάσεις αύτόν τόν άθλο (νά μιλήσεις γιά τή λογοτεχνία κάθε μιας χώρας χωριστά) μέ πεντέξι χώρες πλούσιες σάν τήν Άργεντινή( χωρίς νά λογαριάσεις τίς άλλες, στό τέ λος έχεις νά κάνεις μέ κλήρωση δπου τραβάς στήν τύχη δ,τι σοΰ κατέβει στό μυαλό, ανάλογα μέ τά κέ φια σου. Γιά νά περιορίσω αύτό τόν απέραντο χώρο, διάλεξα νά ρίξω μιά γρήγορη ματιά σ’ αύτή τήν πο λύ σπάνια φλέβα τής λογοτεχνίας, Ιδιαίτερα στή Λα τινική ’Αμερική: τήν κωμική. Σέ μιά ήπειρο πού ματώνει άπό παντού φαίνεται δύσκολο πράγματι νά πιστέψεις πώς τό γέλιο θά μπορούσε ν ’ άντέξει καί νά ωριμάσει. Κι δμως είναι κι αύτό μιά πρόκληση πού μέ πιότερη σιγουριά άπό τό χιούμορ όδηγεΐ στή ζωή. Δυό βιβλία πρόσφατα είναι, μαζί μέ τή νοσταλγία ή τήν άπελπισία πού κλείνουν μέσα τους, γεμάτα ένα άπίθανο κέφι. Τό έ να, πράγματι, μάς χαρίζει γέλιο, άλλά δχι χαρά, τό άλλο μιά βαθιά χαρά, άν δέν προκαλεϊ άναγκαστικά τό γέλιο. Αύτό είναι τό μυθιστόρημα τού Χιλιανοΰ Ά ντόνιο Σκαρμέτα «Όμορφα παιδιά χάνετε τό πιό ώραΐο τριαντάφυλλο». Έ να κομμάτι ζωής άπό τή νεολαία τής Χιλής, λίγο πρίν άπό τό πραξικόπημα. Φλογερή στιγμή πού μάς δίνει ό Σκαρμέτα μ’ έναν γραπτό λόγο χειμαρρώδη, αισθησιακό καί ελεύθερο. Ό λ ο τό μυθιστόρημα βρίσκει μιά τέλεια ισορροπία άνάμεσα στόν αύθορμητισμό καί τή σοβαρότητα, τίς περίπλοκες άπαιτήσεις τής δομής καί τής γραφής καί τό ρυθμό κάποιου πού τρέχει, πού βάζει τέρμα, πού άγαπά ξέφρενα μιά κοπέλα, τήν επανάσταση, τό κρασί, τό γέλιο καί τό δνειρο. Λίγα μεγάλα μυθιστο ρήματα κατάφεραν νά μιλήσουν γιά τίς λαϊκές δυνά μεις δσο αύτό. Αύτό πού τού δίνει δύναμη καί γοη τεία είναι ή ένεργητικότητα, ή καταπληκτική νιότη πού κατακλύζει τήν πλοκή, μιά όρμή ίκανή νά συνεπάρει τά πάντα. Κι άν δέν ύπάρχουν στήν κυριολε ξία «άστεΐα κομμάτια», ό άναγνώστης στροβιλίζεται
μέσα σ’ αύτές τίς σελίδες σάν τίς συντρόφισσες στή γιορτή τής 2ας Σεπτεμβρίου μέσα στήν άγκαλιά τών συντρόφων «πού τούς περνούσαν θά έλεγες γιά αστροναύτες». Τό γέλιο είναι ό τελευταίος τρόπος γιά άντίσταση; Έφτανε νά δεις τόν ήθοποιό Ό σκαρ Κάστρο νά μάς παίζει τίς σκηνές πού αύτοσχεδίαζαν οί φυλακισμένοι στά στρατόπεδα συγκέντρωσης, γιά νά πιστέψεις πώς καί τό γέλιο είναι άντίσταση. Ν ’ αντιστέκεσαι καί νά ορθώνεις τήν άνθρωπιά σου άπέναντι στόν βάρβαρο, πού είναι τέρας σοβαρότητος. Τήν Γδια πρόκληση έχομε στό βιβλίο τού Όσβάλδο Σοριάνο «Δέν σάς λέω άντίο». Τό γέλιο έρχεται ν’ άντισταθμίσει μιά κοινωνία άπληστη πού δέν άνέχεται πιά ούτε αύτό τό γέλιο, ούτε τό χιούμορ, έναν κάποιο τρόπο ζωής. Έ χομ ε νά κάνομε μέ δλο τόν καλό κόσμο τού Χόλλυγουντ στή δεκαετία τού ’60, ένα Χόλλυγουντ σέ πλήρη δράση καί πού βλέπομε πίσω άπό τά παραμορφωτικά άλλά καί τόσο άποκαλυπτικά γυαλιά ένός άργεντινοΰ δημοσιογράφου πού δέν μπορεί νά γνωρίσει τίς Η νωμένες Πολιτείες παρά μόνο μέσα άπό τίς ταινίες, τά κόμιξ, τ’ άστυνομικά βιβλία πού τού μπουκώνει ό άποικιοκράτης. Ό σ α μάς άφηγεΐται ό Σοριάνο κι ό τρόπος πού τά λέει είναι μοναδικά στή λατινοαμερικάνικη λογοτε χνία· τόσο γιά τό θέμα πού διάλεξε (ένας τρελός έ ρωτας γιά τό παλιό Χόλλυγουντ καί τά βασικά του πρόσωπα, κυρίως οί άτίοτυχημένοι καί μισοξεχασμένοι), δσο καί γιά τό ρυθμό του. Κλαΐς συχνά άπ’ τά γέλια, δπως στίς καλύτερες στιγμές τού Χοντρού καί τού Λιγνού ή τού Μάκ Σέννεττ, αύτούς τούς δα σκάλους τού Σοριάνο. Τρέχεις μέ ταχύτητα 120 χι λιομέτρων, δπως κι δταν διαβάζεις Ραίημοντ Τσάντλερ καί Ντάνιελ Χάμμεττ, πού ψυχή τε καί σώματι διασχίζουν τό βιβλίο. Πώς νά μή χρωστάμε εύγνωμοσύνη λοιπόν σ’ αύτό τό «Μικρό βιβλίο», άνέμελο χωρίς προκλητικότητα, σημαντικό χωρίς νά είναι κανένα μεγάλο έργο, άδιάντροπο πού δέν τού καίγε ται καρφί γιά τίς λογοτεχνικές συμβατικότητες, άλ λά πού έμαθε πολλά άπό τήν άμερικάνικη κωμωδία καί τά θρίλερ. Τό κωμικό, λοιπόν, είναι μιά άλλη δψη πού πρέ πει νά μελετήσομε σ’ αύτή τή λογοτεχνία, πού δέν στεγάζει μόνο τό μπαρόκ, τό μαγικό ρεαλισμό καί τό φανταστικό στοιχείο. g
α φ ΐ€ ρ ω μα /4 7
Φλόρ Ρομέρο δέ Νόρα
Γυναικεία λογοτεχνία Υπάρχουν στη Λατινική ’Α μερική και γυναίκες λογοτέχνες- αυτό δμως δέν σημαίνει πώς υπάρχει μιά γυναικεία λογοτεχνία. Υ πάρχει πράγματι μιά γυναικεία λογοτεχνία στή Λατινική ’Αμερική; 'Υπάρχουν έργα, άλλά δχι γυ ναικεία τεχνοτροπία, τίποτα τό μόνιμο, τίποτα πού νά χαρακτηρίζει ίδιαίτερα τά έργα των γυναικών. Δέν ύπάρχει ένα νήμα πού νά συνδέει τή λογοτεχνία πού γράφουν οί γυναίκες, δπως θά μπορούσε νά γί νει στήν Εύρώπη. ’Επειδή ή ιστορία μας είναι πρόσφατη, ή γυναι κεία λογοτεχνία δέν έχει μεγάλη Ιστορία, δν έξαιρέσομε τά έργα δυό μοναχών (ή μιά άπό τό Μεξικό, ή άλλη άπό τήν Κολομβία) πού γράφουν τόν καιρό της ισπανικής άποικιοκρατίας καί έκφράζουν σέ στί χους δλες τους τίς άγωνίες καί τό μυστικισμό του κύκλου δπου ζοΰν. Ή άδελφή Χουάνα Ίνιές δέ λά Κρούς (1648-1695), Μεξικάνα, έγραψε στό μονα στήρι τού 'Αγίου 'Ιερώνυμου ποιήματα καί πεζοτρά γουδα πού τής χάρισαν τό δνομα τής Δέκατης Μού σας. Τά έργα της καθρεφτίζουν καθαρά τή μοίρα τής γυναίκας —θύματος τής καταπίεσης στήν κοινωνία τού καιρού της: «Σοΰ άρέσει, κόσμε, νά με κατατρέχεις; Σ έ πείραζα, έπειδή γύρευα νά δώσω όμορφιά στήν εξυπνάδα μου κα ί δχι έξυπνάδα στις τόσες όμορφιές; Λέω πώς καλύτερα είναι νά καίω μέσα στήν άλήθεια μου τίς ματαιότητες τής ζωής παρά νά καίω τή ζωή μ έ ματαιότητες». Κολομβιανή, ή Μητέρα Χοσέφα δέ Καστίγιο (16711742) γεννήθηκε στήν Τούνχα· γράφει στό μονα στήρι τής Σάντα Κλάρα, «Αύτοβιογραφία» καί «Πνευματικά πάθη», τά πιό γνωστά της έργα· ποίηση δλο μυστικισμό, πεζοτράγουδα μεγάλης πνευματι κής όμορφιας. Ύστερα άπό τήν άποικιοκρατία, άρχίζουν νά έμφανίζονται γυναικεία όνόματα μέ πεζά καί ποιήματα, άλλά κυρίως δίνουν ποίηση. Τίς περισσότερες γυ ναίκες λογοτέχνες συναντάμε στή νότια ’Αμερική, δν καί πρέπει νά προσέξομε, στήν Κούβα, τή Γερτρούδη Γκόμες δέ Άβεγιανάδα, μιά πρόωρη προσω πικότητα, καί στό Περού τήν Κλορίντα Μάττος δέ Τούρνερ (1854-1909), πού γεφυρώνει τόν ίνδιανισμό μέ τόν ίθαγενισμό σ’ ένα έργο σταθερό καί πρω τοποριακό. Οί νότιες χώρες τής ήπείρου, δπου ή εύρωπαϊκή μετανάστευση ήταν πιό μαζική, άπελευθερώθηκαν πιό γρήγορα άπό τόν δυνατό κλοιό τού «άνδρισμοΰ»· άνοίγουν σιγά σιγά τό δρόμο στίς γυναίκες,
καί ή Γκαμπριέλα Μιστράλ (1889-1957), μεγαλο φυής ποιήτρια τής Χιλής, παίρνει τό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας τό 1945. ’Από τή στιγμή πού οί γυναίκες ενσωματώνονται περισσότερο στή δημόσια ζωή καί τό περιβάλλον τους τίς δέχεται καλύτερα, ή λογοτεχνική έκρηξη έπιβάλλεται καί σήμερα ξέρομε έκατοντάδες γυναί κες πού γράφουν μυθιστορήματα, δοκίμια, ποίηση, κριτική, θέατρο, Ιστορία. Δέν ήταν εύκολο γιά τίς γυναίκες πού γράφουν στή Λατινική ’Αμερική νά βγοΰν άπό τό περιθώριο. Γιά νά καταλάβομε αύτό τό φαινόμενο, θά έπρεπε νά άναλύσομε τίς ίστορικές διαδικασίες καί τό ρόλο πού έπαιξαν οί γυναίκες σάν κοινωνική όμάδα. Τό παιδαγωγικό σύστημα τίς έφόρτωνε μέ τίς δουλειές τού σπιτιού καί τή μόρφωση τών παιδιών χωρίς νά τούς άνοίγει τό δρόμο πρός τή γνώση. *Ηταν μιά με σαιωνική κοινωνία πού τούς έπέβαλλε δλες τίς εύθύνες ζητώντας τους καί τό λογαριασμό. ’Αργότερα, δταν άποφάσισαν νά ξεφύγουν άπό τή σκλαβιά τού σπιτιού, έπιδόθηκαν στίς τέχνες, κυρίως διακοσμητικές, πού χάριζαν όμορφιά καί κέφι. Τά πολιτικά συστήματα στή Λατινική ’Αμερική τίς έμπόδιζαν νά έξισωθοΰν μέ τούς άντρες καί νά μποΰν στίς άκαδημίες, στούς λογοτεχνικούς κύ κλους καί τίς λογοτεχνικές συγκεντρώσεις. Ά π ό πουθενά δέν έπαιρναν κουράγιο, κι αύτό τίς σταμα τούσε- δέν τούς έμενε παρά νά γράφουν στίχους, πού σχεδόν πάντα έσταζαν άπό πόνο καί θλίψη. Αύτή ή ποίηση, κάτω άπό τήν έπίδραση τών ρυθμών τών μαύρων, μιλούσε γιά τήν «τραγική αίσθηση τής ζωής», δπως θά πει ό Ούναμούνο γιά τήν ισπανική κουλτούρα, καί έρχόταν νά προστεθεί στή νοσταλ γία τών ιθαγενών. "Ως τά μέσα τού αίώνα, οί άντρες έγραφαν τήν ίστορία στή Λατινική Αμερική. Σ’ αύτούς άνήκαν τά πολιτικά λειτουργήματα, οί δυνατότητες έγγραφής στό πανεπιστήμιο, οί πολιτιστικές πηγές. Δέν έ μενε στίς γυναίκες παρά νά μαζέψουν λίγα ψίχουλα στό σπίτι τους, στίς βιβλιοθήκες ή ν’ άφομοιώσουν δ,τι μπορούσαν στίς συζητήσεις τους μέ επισκέπτες καί τούς γονείς τους, στό σαλόνι ή στήν οικογενεια κή βεγγέρα. Ά λ λά αύτή ή σιγανόφωνη βουβαμάρα άρχίζει νά ύποχωρεί καί οί γυναίκες θ’ άνοίξουν τό δρόμο τους: σάν δασκάλες (μέ τούς πιό χαμηλούς μισθούς) καί ύπάλληλοι ταχυδρομείων, γιά νά μποΰν άργότερα, δικαιωματικά, στή δημόσια ζωή, μέ πανεπιστη
48 /α φ ΐ€ ρ ω μ α μιακές έδρες, δείχνοντας Ετσι πώς Εχουν τίς Ικανό τητες νά δημιουργήσουν καί νά ψυχαγωγήσουν. ’Αλλά τό βάρος των παραδόσεων είναι πολύ δυνατό καί ή κοινωνία δέν άλλάζει ιδέες άπό τή μιά μέρα στήν άλλη. «Ό λόγος —δπως λέει ό Χάιμε Μέχια Ντούκουε—,. χαρακτηριστικό Εφόδιο τής άνθρωπιάς της, δέν τής παραχωρεΐται παρά σάν Ενα μέσο Επικοινω νίας, περιορισμένο καί πεζό, στά πλαίσια μιας κλει στής καί άχρωμης καθημερινής ζωής. ’Αλλά ποτέ σάν δημιουργός "άξιων”, γιατί ό μοναδικός δη μιουργικός καί γόνιμος λόγος άνήκει στόν άντρα. Ό σ ο άσήμαντος κι άν είναι, ό άντρας μόνο είναι "λογικός” καί "σοβαρός”. Ή Εξυπνάδα τής γυναί κας μέσα στό κοινωνικό αύτό πλαίσιο δείχνει φυσι κά μιά εύαισθησία, άλλά πού χάνεται στό κενό. Ή κριτική της είναι πολύ θετική άλλά πνίγεται καί σκορπά μέσα σέ κουταμάρες;» 'Ωστόσο, άρχίζομε νά πιστεύομε στις λατινοαμερικάνες γυναίκες, άν καί ό χι όσο θά Επρεπε- ύπάρχουν Εργα λογοτεχνικής, πο λιτικής, καλλιτεχνικής κριτικής γραμμένα άπό γυ ναίκες δπως ή Μεξικάνα Έλενα Πονιατόφσκα, ή Κολομβιανή Έλενα Ά ράουχο, ή ’Αργεντινή Μάρτα Τράμπα, ή Χιλιανή Ά ν α Πιζάρρο, ή Παραγουανή Χοσεφίνα Πλά. Αύτές οί γυναίκες, έκτος άπό τίς σο βαρές κριτικές πού γράφουν, είναι δημοσιογράφοι, μυθιστοριογράφοι, καθηγήτριες πανεπιστημίου. Ή Ούρουγουάη Εχει καλές ποιήτριες: τή Χουάνα ντέ Ίμπαρμπούρου (πού πέθανε πρίν λίγο καιρό στά 84 της), τήν Ά λφονσίνα Στόρνι καί τή Σάρα ντέ Ίμπανέζ. Οί πιό νέες είναι ή Κλάρα Σίλβα καί ή ’Αρ μονία Σόμμερ. Στήν ’Αργεντινή ξεχωρίζουν ή Σιλβίνα Ό κάμπο, διηγηματογράφος, ή Βικτόρια Ό κάμπο, ποιήτρια πού ίδρυσε καί Εμψύχωνε τό περιοδικό «Σούρ», μιά μεγάλη φυσιογνωμία των γραμμάτων- ή Σίλβινα Μπούλλριτς, μυθιστοριογράφος, ή Μπεατρίζ Γκουίντο, διηγηματογράφος, δπως καί ή Μάρτα Λύντζ, ή Ά λεχάντρα Πιζάρνικ, ποιήτρια καί διηγη ματογράφος, ή Σουζάνα Γκαμπάρο, μυθιστοριογράφος πού γράφει καί θέατρο, ή Γκλόρια Ά λκόρτα, μυθιστοριογράφος, καί ή Έλβίρα Ό ρφέ, διηγηματο γράφος. Στή Χιλή, Εκτός άπό τή μεγάλη μορφή τής Γκαμπριέλα Μιστράλ, Εχομε τή Μαρία Λουίζα Μπομπάλ, πού Εδωσε Ενα καινούριο είδος σουρεαλιστικής συμβολιστικής άφήγησης μέ πολιτικό” μήνυμα («Λά
Άμορταχάντα»), ή Βιολέτα Πάρρα, ποιήτρια πού οί στίχοι της Εγιναν πασίγνωστα τραγούδια- ή Βιολέτα είναι Ενα περίεργο λαϊκό φαινόμενο: στά 80 της καί πάνω Εφτασε σ’ Ενα σημείο πού τή ζηλεύουν καί οί άντρες στή Λατινική ’Αμερική καί δίνει μέ τά τρα γούδια της ζωντάνια στή λαϊκή ποίηση. Ό π ω ς είπε ό Βίκτορ Χάρα, ό άτυχος χιλιανός τραγουδιστής, «τό λάβαρο τής Βιολέτας Πάρρα στό νέο χιλιανό τραγούδι άντιπροσωπεύει ένα τραγούδι πού προ σπαθεί νά άνακτήσει δλες τίς παραγνωρισμένες άξιες τοϋ λαού μας καί συνάμα νά δώσει στό τρα γούδι ένα κοινωνικό νόημα, πολύ πιό ταιριασμένο μέ τήν πραγματικότητα πού ζοΰμε. Είναι ένα τρα γούδι χωρίς μάσκα, Ενα τραγούδι μέ ξέσκεπο πρό σωπο, ένα άνοιχτό τραγούδι». Στήν Παραγουάη, ξεχωρίζει ή φυσιογνωμία τής Χοσεφίνα Πλά, ισπανικής καταγωγής- ίδρυσε τό 1940 ένα πρωτοποριακό κίνημα, γράφει ποιήματα, διηγήματα, κριτική. Στή Βραζιλία Επιβάλλεται ή Κλαρίς Λισπεκτόράν καί κατάγεται άπό τήν Ούκρανία, Εζησε δλη της σχεδόν τή ζωή στή Βραζιλία, δπου πέθανε τό 1977. Έγραψε, στά πορτογαλέζικα, Εννιά μυθιστορήματα καί άνήκει στό κίνημα τοϋ νέου βραζιλιανού μυθι στορήματος. Είναι άπό τούς πιό σημαντικούς λογο τέχνες τής Λατινικής ’Αμερικής. Στήν Εύρώπη, λέει ή Μπριζίτ Λεγκάρ, «άν καί ύπάρχουν μερικές όμοιότητες μέ τό νέο γαλλικό μυθιστόρημα, κυρίως δσο σχετίζεται μέ τό τερατώδες καί τό άπάνθρωπο ή άκόμα μέ τή διαρκή άναζήτηση, άπό βιβλίο σέ βιβλίο, μιάς καθημερινής Εμπειρίας άποκλειστικά Εσωτερι κής, μπορούμε νά πούμε πώς τό Εργο τής Κλαρίς Λισπεκτόρ είναι σχετικά κάτι άλλο». Ή Καρολίνα Μαρία ντέ Χεζούς, διηγηματογρά φος, ή Ρακουέλ ντέ Κουερόζ, μυθιστοριογράφος, άκαδημαϊκή, ή Άντελίνα Πράντο, ποιήτρια, ή Ρεζίν Καρβάλο, μυθιστοριογράφος καί ποιήτρια, γράφουν πάντα στή Βραζιλία. Οί δυό χώρες πού Εδωσαν τίς δυό μεγάλες γυναι κείες ποιητικές φυσιογνωμίες δέν Εμφανίζονται παρά τό 19ο αίώνα, στό διήγημα καί τήν ποίηση. Στήν Κολομβία, τόν περασμένο αίώνα, Εχομε τή Σολιεντάντ ’Ακόστα ντέ Σαμπέρ, άφηγήτρια καί Ιστορικό πού σκύβει πάνω στά γεγρνότα τής Εθνικής ζωής. ’Ανάμεσα στίς πιό σύγχρονες καί τήν Εποχή πού άναστατώνεται ή ζωή μέ τήν ψήφο τής γυναίκας καί τίς νέες δυνατότητες πού τούς προσφέρονται,
α φ ΐ€ρ ω μα /4 9 έμφανίζονται οί Φανή Μπουιτράγκο (μυθιστόρημα, διήγημα, δράμα), Έλενα Ά ράουχο (κριτική, άφήγημα), ”Αλμπα Λουθία Ά ν χ ελ (μυθιστόρημα), Μαρία Έλενα ντέ Ούρίμπε (μυθιστόρημα), Ροθίο Βελέζ ντέ Πιεντραχίτα (παραμύθια γιά παιδιά, χρονογράφημα), Χουντίθ Πόρτο ντέ Γκονζάλβεζ (διήγημα, θέατρο). Ε κτός άπό τίς πεζογράφους, μιά πλειάδα άπό ποιήτριες δικαιολογεί γιατί είπαν τήν Κολομβία πα τρίδα τής ποίησης. Ό κατάλογος είναι μεγάλος. Άνάμεσά τους έχομε: τή Λάουρα Βικτόρια, μέ πα νανθρώπινους τόνους, τή Ντόρα Καστεγιάνος, τήν Ό λ γα Έλενα Ματτέι, τήν Ά γριππίνα Μοντές ντέλ Βάγιε, τήν Ό λ γα Τσάμπς, τήν Ίζαμπέλ Γιέρας ντέ Ό σπίνα, τήν Καρμελίνα Σότο, τή Μαρούχα Βιέιρα, τή Ματίλντε Έσπινόζα ντέ Περέζ, τή Ντόλλυ Μέ-
χια· Ή Ροζάριο Καστεγιάνος, στό Μεξικό, ξεπέρασε τά σύνορα τής χώρας της καί τά μυθιστορήματά της είναι γνωστά στήν Εύρώπη. Ή Έ λενα Πονιατόφσκα, έντυπωσιακή καί σκληρή, συνδυάζει τό μυθι στόρημα μέ τήν κοινωνιολογία· είναι καί ή Έλενα Γκάρρο (διήγημα), ή Γκλόρια Σάλας ντέ Καλντερόν (μυθιστόρημα), ή Πίτα Ά μόρ (ποίηση), ή Γκριζέλντα Άλβαρέζ (διήγημα), ή Ούλαλούμε Γκονζάλεζ ντέ Λεόν (ποίηση). Στήν Κούβα, ή άνάμνηση τής Μερτσέντες Μοντάλβο είναι άκόμα ζωντανή. 'Η κυριότερη φυσιο γνωμία τοΰ 19ου αιώνα είναι ή Γερτρούδη Γκομέζ δέ Άβεγιανάδα (1814-1873), μεγαλόπνοη ρομαντι κή ποιήτρια πού είχε λαμπρή σταδιοδρομία στήν ’Ισπανία, άλλά μικρή έπίδραση στήν Κούβα. Ή Λουίζα Πέρεζ ντέ Ζαμπράνο (1835-1922) είναι βα θιά Κουβανή · γράφει άπλά καί όμορφα ποιήματα μέ πατριωτικές πλευρές. Στόν 20ό αιώνα καί στή γενιά πού ό Ά λ έ χ ο Καρπαντιέρ όνομάζει «μινορισμό» (έκεΐ άνήκει ό ίδιος) καί πού έμφανίζεται μετά τό 1924, βρίσκομε τή Μαρία Βιγιάρ Μπουτσέτα· είναι μιά άπογοητευμένη γενιά, χωρίς κίνητρα, πού τρα γουδά τή θλίψη της μπροστά στή ζωή. Μιά Κούβα πού δέν ταιριάζει στά όνειρα αύτών τών νέων. Ή Ντόλτσε Μαρία ΛοΟνάζ, άνεξάρτητη καί μοναχική στήν ποίησή της, βρίσκει έναν τόνο κάπως σουρεα λιστικό. Ή Μίρτα Άγκουίρρε, πανεπιστημιακή πού τήν άπασχολοΰν σοβαρά τά έπαναστατικά καί κοι νωνικά θέματα, είναι μιά άπό τίς ώραΐες φυσιογνω μίες τής κουβανέζικης ποίησης.
Άλκόρτα
Στή γενιά τοΰ 1940 δεσπόζει ή Φίνα Γκαρθία Μαρρούζ (γυναίκα τοΰ Σίντιο Βιτιέρ, πού μελέτησε όσο κανένας άλλος τήν «κουβανικότητα»), ποιήτρια· ειδικεύτηκε στό έργο τοΰ Μαρτί. Σήμερα, πολλές γυναίκες γράφουν, κυρίως ποιήματα, καί μερικές μυ θιστορήματα καί δοκίμια. Στή Βενεζουέλα, ή Τερέζα ντέ λά Πάρρα γεννήθη κε στό Παρίσι τό 1898 άλλά έζησε άπό πολύ μικρή στό Καράκας. Περιγράφει τόν κόσμο τοΰ Καράκας έκείνης τής έποχής, μέ τίς έλλείψεις καί τίς δυσκο λίες του. Ή Ά ντόνια Παλλάθιος (Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας), ή Τρμα ντέ Σόλα (πρόεδρος τής Ε τα ι ρείας Λογοτεχνών), ή Γκλόρια Στόλκ (διήγημα καί ποίηση). Στόν τομέα τής Ιστορίας πρέπει ν’ άναφέρομε τά όνόματα τεσσάρων γυναικών πού μελετούν σοβαρά αύτά τά προβλήματα: τή Χοσεφίνα Ά λόνσο, τή Λουθίλα Λουτσιάνι ντέ Πέρεζ, τήν Έμίλια Βερκοτσέα καί τήν Ά νχελίνα Λέμους. Στή Βολιβία βρίσκομε τήν ποιήτρια Γιολάντα Μπεντρεγκάλ καί στήν Κόστα-Ρίκα τήν Κάρμεν Ναράνχιο (κριτικό, διηγηματογράφο, ύπουργό Πο λιτισμού). Τό Περού, έκτος άπό τήν Κλορίντα Μάττος ντέ Τούρνερ, έδωσε τήν Έλενα Πορτοκαρρέρο (μυθι στόρημα, θέατρο) καί τίς ποιήτριες Τσεθίλια Μπουσταμέντε, Έλάνκα Βαρέλα καί Μαρία Εύγενία Γκονζάλεζ Όλάετσας. Οί γυναίκες φέρνουν στή λατινοαμερικάνικη λο γοτεχνία μιά νέα γλώσσα καί μιά καινούρια φωνή πού ταιριάζουν στό ύφος τής ήπείρου. Δέν μπορού με νά ποΰμε πώς διάλεξαν μιά Ιδιαίτερη θεματική· άσχολοΰνται, όπως καί οί άντρες, μέ τούς ίδιους το μείς, κυρίως μέ κοινωνικά θέματα. Ίσ ω ς οί κοινω νιολογικές πιέσεις τής κοινωνίας τίς όδηγοΰν νά προβάλλουν τή φύση, τό κλίμα, τό λαό, περισσότε ρο άπό τόν άνθρωπο σάν άτομο κλεισμένο στό δικό του κόσμο. Καθρεφτίζουν τόν κόσμο τοΰ άπίθανου πού ό ’Αστούριας θ’ άρχίζει νά διαμορφώνει καί, πα ρόλο πού δέν στοχάζονται τόσο, φαίνεται δτι άφηγοΰνται μέ τήν εύαισθησία τους, πώς έχουν ένα σί γουρο λογοτεχνικό αύτί γιά νά μεταδώσουν τή φω νή καί τίς λέξεις τής κοινωνίας δπου ζοΰν. Φυσικά, έχουν τά Ιδια δρια μέ τούς άντρες λογο τέχνες, πού όφείλονται σέ κοινωνίες δπου ή πολιτι στική πολιτική είναι άκόμα στά σπάργανα, άλλά καί σέ καταστάσεις δπου άλλα ζητήματα είναι πιό έπείγοντα. Δοκιμάζονται άπό τίς έκδοτικές έλλείψεις, άπό τήν άπουσία μιάς συγκροτημένης λογοτεχνικής κριτικής, άπό τά μέσα πολιτιστικής έπικοινωνίας. ’Αλλά παρόλο πού ή κοινωνία συνεχίζει νά άνδροκρατεΐται, ή άνοδος τής γυναίκας παρουσιάζεται μέ μεγαλύτερη ένταση κυρίως στή Λατινική ’Αμερική. Χώρες σάν τήν Κολομβία π.χ. δίνουν τό παράδειγ μα γυναικών πού έχουν άναλάβει τεράστιες εύθύνες, σάν ύπουργοί, βουλευτίνες, διοικητές, διπλωμάτες, προεδρικοί σύμβουλοι κλπ. Αύτό τό φαινόμενο κλείνει φυσικά περισσότερες δυνατότητες γιά τή γυ ναίκα γενικά καί ειδικά γιά τή γυναίκα λογοτέχνη, πού άρχιζα νά ξεπερνά τά σύνορα τής πατρίδας της.
5 Ο α φ ιέρω μα
Άλφρέδο Μπρύς Ετσενίκε
Ή καταπληκτική ζωντάνια τής λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας Π αρ’ δλες τίς καταδιώξεις πού γνωρίζουν ο ί περισσότεροι διανοούμενοι στις χώ ρες δπου κυ ριαρχεί ή καταπίεση, ή δύναμη τής ιας δεν ύποχωρεϊ. «Κάθε λογοτεχνικό πανόραμα, έλεγε ό έξαίρετος καί νέος περουβιανός κριτικός Ρικάρδο Γκονσάλες Βιχίλ, είναι κάτι αύθαίρετο —μιά γόνιμη έκφραση τής πνευματικής περιπέτειας.» Συμμετέχοντας στίς άρετές καί τίς έλλείψεις πού χαρακτηρίζουν μιά ιστορι κή ματιά καί μιά άνθολόγηση, κάθε άπολογισμός εί ναι άσταθής. Καί στην περίπτωσή μας πρέπει νά πα ραδεχτούμε καί μιά άλλη δυσκολία: ή άπόστασή μας άπό τά κέντρα λογοτεχνικής παραγωγής στή Λατινι κή ’Αμερική. Θά βασιστούμε λοιπόν, κυρίως, στήν άπογραφή μόνο των βιβλίων πού διαβάσαμε, ύπολογίζοντας συνάμα τίς πολιτικές, κοινωνικές καί οικο νομικές άλλαγές πού άλλοίωσαν τήν αισιόδοξη εικό να τής λογοτεχνικής παραγωγής καί των ισπανικών καί λατινοαμερικάνικων έκδόσεων. Ή μοίρα τοΰ λογοτέχνη —τουλάχιστο ή άμεσότερη μοίρα του— άλλαξε άπότομα σέ πολλές χώρες τής νότιας ’Αμερικής, δπου μιά στρατοκρατία νέου τύπου —όταν δέν είναι άνοιχτά φασιστική— διέκοψε τά χρόνια αισιοδοξίας πού χάρισαν τά πειράματα τοΰ Λαϊκού Μετώπου στή Χιλή καί οί μεταρρυθμιστικές άπόπειρες στό Περού τοΰ Βελάσκο ή στή Βο λιβία τοΰ Τόρρες. Πολλοί άργεντινοί, ούρουγουάνοι, χιλιανοί, βραζιλιάνοι λογοτέχνες (καί πολλοί άνθρωποι πού είχαν κάποια σχέση μέ τή λογοτεχνία ή καί καμιά), στή δεκαετία τοΰ 1970, διώχτηκαν, πέθαναν, φυλακίστηκαν ή έφυγαν άλλοΰ. ’Αλλά, άντίθετα άπ’ δ,τι θά περιμέναμε, ή δημιουργικότητα δέν παύει νά φουντώνει άκόμα κι δταν άντιμετωπίζει βίαια τά νέα προβλήματα πού πιέζουν σήμερα τούς ποιητές καί πεζογράφους τών χωρών τής Λατινικής ’Αμερικής. Ε ννοώ τήν έκδοτική κρίση (έξαιτίας τής λογοκρισίας κυρίως), πού άρχίζει νά θίγει τώρα τήν ισχυρή έκδοτική βιομηχανία τής ’Ισπανίας, πού σιγά σιγά έχασε άγορές τόσο σημαντικές δπως τό Σαντιάγκο, τό Μπουένος ’Άιρες, τό Μοντεβιδέο, τή Λί μα. Στήν τελευταία αύτή πόλη, είναι κυρίως ή οικο νομική κρίση, δπως όμολόγησε ή κυβέρνηση τό 1976, πού προκάλεσε μιά σχεδόν όλοκληρωτική
πτώση στίς είσαγωγές τοΰ ισπανικού βιβλίου, ένώ παράλληλα άρχισαν κάπως νά έμφανίζονται μικροί έθνικοί έκδοτικοί οίκοι, μέ έπίκεντρό τους τήν άγορά τοΰ Περού (στή Λίμα κυρίως): Τό κοινό, μήν μπορώντας πιά νά άγοράζει τά άκριβά βιβλία τοΰ έξωτερικοΰ, στράφηκε φυσικά πρός τήν έθνική, πιό προσιτή παραγωγή. Έ τσ ι ό λογοτέχνης πού ώς τότε γύρευε μεγάλους ξένους έκδοτες (γιά νά έπωφεληθεΐ καί άπό ένα πιό πλατύ κύκλωμα κυκλοφορίας) προ σπαθεί τώρα πιά νά τυπώνεται σέ μικρούς έκδοτικούς οίκους τής πατρίδας του, γιά νά τόν γνωρίσουν τουλάχιστο οί συμπατριώτες του. Αύτή είναι ή περί πτωση τοΰ Περού, μιάς χώρας πού περνά τήν πιό σοβαρή, δπως λένε, οικονομική της κρίση. Ή κατά σταση τών διανοουμένων σέ μιά χώρα σάν τό Μεξι κό είναι τελείως διαφορετική: έκεΐ τουλάχιστο τούς έχουν σέ κάποια ύπόληψη οί κυβερνητικοί ύπεύθυνοι —καί ή πιό χειροπιαστή άπόδειξη είναι Ισως δτι γιά τόν μεξικανό λογοτέχνη ή έπιθυμία του νά ύλοποιήσει τό δνειρό του δέν θά τόν όδηγήσει στήν αύτοεξορία. Ή οικονομική άνάπτυξη στή Βενεζουέλα βοηθά άρκετά νά λειτουργήσουν άρκετοί έκδοτικοί οίκοι. Ά λ λ ’ άς δούμε τώρα τί γίνεται μέ τό γράψιμο. Ό σο άπομακρύνεται άπό τήν άμφίβολη καί στιγμιαία αισιοδοξία τής άπότομης άνόδου τής λατινοαμερι κ ά νο υ ς λογοτεχνίας τό μυθιστόρημα δείχνει νά ξαναγυρνά στήν παλιά του μοίρα: στήν καρδιά μιάς πολύ μεγάλης παραγωγής, ό λογοτέχνης πού φάνη κε ύστερα άπό τήν έκδοτική έξαρση, άρχίζει νά συ ναντά νέες δυσκολίες, ίδιες σχεδόν μ’ έκεΐνες πού περνούσαν γιά κανονικές πριν γνωρίσομε τίς μεγά λες έπιτυχίες τοΰ Γκαρσία Μάρκες, τοΰ Βάργκας Γιόσα, τοΰ Κάρλος Φουέντες, τοΰ Χούλιο Κορτάσαρ κλπ.· πρίν πάρουν τό βραβείο Νόμπελ λογοτέ χνες σάν τήν Γκαμπριέλα Μιστράλ, τόν ’Αστούριας, τό Νερούδα καί καθιερωθούν τελειωτικά καί δικαιο λογημένα οί Καρπεντιέρ, Ρούλφο, Ό νέττι, πού έ-
α φ ΐ€ρ ω μα /5 Ί
ΙΙάνω: Άλφρέδο Μπρύς Έτσενίκε ■Ιεξιά: Άλέχο Καρπεντιέρ
γραφαν πρίν άρχίσουν οί έκδοτες άπ’ δλο τόν κόσμο νά κυνηγούν δχι μόνο τά δικά τους βιβλία άλλά καί των άλλων λατινοαμερικάνων λογοτεχνών. Ό σ ο γιά τήν ποίηση, άν έξαιρέσομε μερικούς ποιητές σάν τό Νερούδα, ή μοίρα τού λατινοαμερικάνου ποιητή εί ναι, δπως παντού, ή ίδια: τεράστιες δυσκολίες νά βρει καί νά φτάσει τό κοινό του, ή άδιαφορία γύρω του καί άπό τήν πλευρά των έκδοτων. Παρ’ δλα αύτά ή ζωντάνια τής περουβιανής ποίη σης είναι καταπληκτική. Στό Περού τό 1977 τυπώ θηκαν πολλές ποιητικές συλλογές, καί μερικές άπ’ αύτές άρκετά άξιόλογες, δπως τού Ά μπελάρδο Σάντσες Λεόν (νέος ποιητής πού ή κριτική είδε σάν μιά άπό τις μεγαλύτερες άποκαλύψεις τά τελευταία χρό νια στή Λατινική ’Αμερική): «Ίχνη σαλιγκαριού». Τό 1977-1978 είναι πολύ καλή χρονιά γιά τό περου βιανό μυθιστόρημα. Κοντά στό πέμπτο μυθιστόρημα τού Βάργκας Γιόσα —αύτοβιογραφία δοσμένη σάν μιά αισθηματική άγωγή— έχομε τά έξαίρετα άφηγήματα τού Χούλιο Ραμόν Ριμπέιρο «Όρνια χωρίς φτερά», τού Άουγκούστο Χίγκα «Γιά νά σέ φάει ό τίγρης» καί τά πολύ ένδιαφέροντα μυθιστορήματα δυό νέων: «Ή πέτρα στό νερό» τού Χάρρυ Μπελεβάν καί «Τραγούδι σειρήνας» τού Γκρεγκάριο Μαρτίνες. Στήν ’Ισπανία, ό έκδοτης Σέιξ Μπαρράλ έβγα λε τό τέταρτο μυθιστόρημα τού Χοσέ Ά ντόνιο Μπράβο («Στήν ώρα τού χρόνου»), πού θεωρώ σάν ένα άπό τά καλύτερα βιβλία τού Περού —παράλλη λα μέ δυό τόμους τού Έντγκάρδο Ριβέρα πού τυπώ θηκαν μέ πολλές δυσκολίες. Ό Ά ντόνιο Σεσνέιρος, ένας άπό τούς πιό σημαντικούς νέους ποιητές, βρή κε τόν καιρό (κι έναν έκδοτη!) γιά νά γράψει καί νά τυπώσει τό τελευταίο του βιβλίο «Περί θεών καί Ούγγρων». Ό λ α αύτά σέ μιά χώρα δπου ποιητές καί πεζογράφοι μοιράζονται τό χρόνο τους γράφοντας καί δουλεύοντας κάπου γιά νά μπορέσουν νά έπιζήσουν. ’Αλλά τό Περού δέν είναι παρά ένα παράδειγμα, άνάμεσα σέ τόσα άλλα, γιά τή ζωντάνια τής λατινοα-
μερικάνικης λογοτεχνίας, ένώ ή ήπειρος αύτή γνω ρίζει πολύ μεγάλες δυσκολίες. Ύστερα άπό τά τρία μεγάλα μυθιστορήματα πάνω στό θέμα τής δικτατο ρίας, «Τό φθινόπωρο τού πατριάρχη» τού Γκαρσία Μάρκες, «Ή προσφυγή στή μέθοδο» τού Ά λέχο Καρπεντιέρ καί «Έγώ ό ύπέρτατος» τού Άουγκού στο Ρόα Μπάστος κι άλλοι λογοτέχνες καταπιάστη καν μέ νέες καί πολύ προσωπικές άναζητήσεις. Τά πιό χαρακτηριστικά έργα αύτής τής κατηγορίας εί ναι: «’Ανάμεσα στό Μάρξ καί μιά γυμνή γυναίκα» τού Χόρχε Ένρίκε Ά δούμ άπό τόν ’Ισημερινό καί «Τό φιλί τής γυναίκας άράχνης» τού Μανουέλ Πουίγκ (σίγουρα τό καλύτερο άπό τά τέσσερα μυθι στορήματα αυτού τού πολύ άξιόλογου άργεντινοΰ πεζογράφου). Ά ς μήν ξεχνάμε τό μαγευτικό «Στέψη τής άνοιξης» τού Ά λέχο Καρπεντιέρ καί τή μετάβα ση τού Μεξικάνου Κάρλος Φουέντες άπό τή σοβα ρότητα τής «Δικής μας γής» στό άστυνομικό είδος τής «Κεφαλής τής ΰδρας», καθώς καί τό θαυμάσιο βιβλίο διηγημάτων τού μεγάλου μάστορα τής έλευθερίας στό γράψιμο πού είναι ό Χούλιο Κορτάσαρ καί πού βρίσκει έδώ τόν τρόπο νά μάς έντυπωσιάσει άκόμη μιά φορά: «Τρόποι νά χάνεις». Πόσα βιβλία έμειναν έξω άπ’ αύτή τήν άπογραφή πού βασίστηκε δχι μόνο σέ διαβάσματα καί προτι μήσεις άλλά καί στήν έλλειψη πληροφοριών (άκόμα καί στά ειδικευμένα περιοδικά); Πόσα βιβλία τυπώ θηκαν σ’ αύτή τήν περίοδο κρίσης στήν ισπανική έκδοτική βιομηχανία, σ’ αύτή τήν κρίσιμη στιγμή τής λατινοαμερικάνικης Ιστορίας, ένα χώρο λογο κρισίας, καταστροφής τού βιβλίου, διασποράς καί άπελπισίας πού άναστατώνουν τόσους λογοτέχνες; 'Ωστόσο τίποτα δέν φαίνεται νά δείχνει πώς ποιητές καί πεζογράφοι έχασαν τήν καλή συνήθεια νά προ χωρούν μέ τήν πένα στό χέρι, καί λιγότερο άκόμη τήν καταπληκτική ζωντάνια πού τούς έμψυχώνει πολεμώντας τις καθημερινές καί έθνικές δυσκολίες, πού είναι δυσκολίες δλης τής Λατινικής Αμερικής.
5 2 /α φ ιερ ω μ α
Ύμπέρ Ζουέν
Ή φανταστική λογοτεχνία στήν ’Αργεντινή Π ολύ νωρίς Αναπτύχθηκε στήν Αργεντινή μιά καταπληκτική λογοτεχνία τοΰ φανταστικόν. Α λλά ο ί σημερινές φαντασιώσεις δέν είναι τά φαντάσματα τοΰ χτες; Είναι τέσσερις: ό Χόρχε Λουίς Μπόρχες, πού μα γεύει- ό Ά ντόνιο Μπιόυ Καδάρες, πού μας άνησυχεΐ· ή Σιλβίνα Ό κάμπο, πού γοητεύει- ό Χούλιο Κορτάσαρ, πού πείθει. "Αν προσέξομε άπό πιό κοντά καί δχι μόνο μέσα άπό τόν παραμορφωτικό φακό των μεταφράσεων, ύπάρχουν κι άλλοι πιό παραγνω ρισμένοι. Τυχαία καμιά φορά γνωριζόμαστε μέ ένα σημαντικό λογοτέχνη, όπως έγινε μέ τό άριστούργημα τοΰ Χουάν Ρούλφο, «Πέδρο Πάραμο», πού άνακάλυψε ό Ροζέ Καγιουά. Αύτό πού είναι βέβαιο καί άναμφισβήτητο είναι πώς στήν ’Αργεντινή άναπτύχθηκε πολύ νωρίς καί πολύ γρήγορα μιά λογοτεχνία τοΰ φανταστικού έξαιρετικής ποιότητας. Στό 19ο αίώνα, ένας 'Αργεν τινός, ό Έδουάρδο Λαντισλάο Χόλμπεργκ θά εγκαι νιάσει —κυριολεκτικά— αύτό τό είδος λογοτεχνίας: ήταν ένας πληθωρικός λογοτέχνης πού προμήθευε μέ γραπτά δλο τόν τύπο τοΰ καιροΰ του άλλά κι έ νας άνθρωπος ξεπαρμένος πού έδωσε πολλά διηγή ματα έπιστημονικής φαντασίας, άστυνομικά μυθι στορήματα καί παραμύθια «φανταστικά», πού θά έπρεπε νά γνωρίσομε. Ή ’Αργεντινή έπιτρέπει ένα καταπληκτικό συνδυασμό πολιτισμών, κι δλα αύτά τά στοιχεία μεταμοσχεύονται πάνω σ’ ένα πλουσιό τατο λαϊκό ύπόβαθρο. Ή λαϊκή μυθολογία είναι γε μάτη άλλόκοτα πρόσωπα, δπου βλέπομε παιδιά, δια βόλους νά ζοΰν μαζί μέ παρθένες αίμόφυρτες. Στήν ύπαιθρο πλανιούνται μαζί τό «κακό» φως, ό ταΰροςδαίμονας κι ένα στοιχειό πού περνά γιά μουλάρι. Μ’ άλλα λόγια, τό πιό άπόλυτα έξωπραγματικό στοιχείο πάει καί φωλιάζει μέσα στήν καθημερινότητα. Ό θρύλος συντροφεύει τή ζωή. Τά έθιμα καί οί τελε τουργίες διαστρέφουν τήν άλήθεια. Αύτά είναι τά άναγκαΐα καρυκεύματα γιά έναν δοκιμασμένο φαν ταστικό κόσμο- ή λογοτεχνία έρχεται μετά. Πρέπει νά προσθέσομε σ’ αύτά, πού είναι βασικά, τήν προτίμηση τών ’Αργεντινών γιά μιά σχεδόν λα βυρινθική δόμηση τής μυθιστορηματικής πλοκής. Ή δομή τοΰ άστυνομικοΰ έργου τούς βοηθά νά κα ταστρώνουν φανταστικά σενάρια δπου ζευγαρώνον
ται τό άφηρημένο καί τό χεροπιαστό στοιχείο, σμί γουν κι άνανεώνουν τό ένδιαφέρον μας. Επηρεα σμένοι βαθιά άπό τόν γαλλικό θετικισμό οί ’Αργεντι νοί —παράδειγμα ό Χόλμπεργκ— δείχνουν (ή έδει χναν) νά ένδιαφέρονται πολύ γιά τίς έπιστήμες. ’Αλ λά ή παιχνιδιάρικη ίδιοσυγκρασία τους τούς όδήγησε γρήγορα νά έπηρεαστοΰν πιό πολύ άπό τίς παρα μορφώσεις τής έπιστήμης παρά άπό τή θετικιστική της πλευρά, κι έδώ άρχίζει μιά παρέκκλιση πού άπόγονός της είναι ό Μπόρχες π.χ. Τό Μπουένος Ά ιρες είναι μιά καταπληκτική πόλη πού ύπάρχει σέ δυό έπίπεδα: μιά μοντέρνα πόλη, ύπερβολικά πολιτισμέ νη, σχεδόν άμερικανοποιημένη, θά λέγαμε, καί μιά πόλη-φάντασμα, πού είναι σάν τά σωθικά τής όρατής πόλης, τό μυστικό της. Είναι τό Μπουένος Ά ιρες, δπου τά μυστήρια έρχονται καί χάνονται, δπως βλέπομε στόν Μπόρχες ή τόν Κορτάσαρ. Δηλαδή, κάτω άπό τό Μπουένος ’’Αιρες μέ τή γεωμετρική διάταξη τών δρόμων καί δπως μάς πα ρουσιάζεται, ύπάρχει μιά θεμελιακή πολιτεία πού άγγίζει τά δρια τοΰ έξωτισμοΰ: είναι τό Μπουένος Ά ιρες τοΰ ταγκό, ένας χώρος φαντασιώσεων. Έκεΐ ζοΰν άνθρωποι στοιχειωμένοι άπό τήν Ιδέα τοΰ θα νάτου. "Ενας θάνατος πού τόν νιώθουν, δχι ρομαντι κά, άλλά ζωτικά: άγωνία, μύθος, παιχνίδι! Ό λογοτέχνης τοΰ φανταστικοΰ ξεκινά άπό μιά ύπόθεση καί τήν πηγαίνει στά άκρα της. Τό 1896 π.χ. ό Μασεδόνιο Φερνάντες δημοσιεύει τήν Ιστορία κάποιου δέντρου πού μεγαλώνει καί μεγαλώνει, σκε πάζει δλη τήν οίκουμένη κι δλα ξαναγυρνάν στήν άνυπαρξία. Γι’ αύτούς τούς λογοτέχνες τά άντικείμενα έχουν μιά δική τους ζωή πού ξεφεύγει άπό τήν πραγματικότητα ή μάλλον πού άποπραγματοποιεϊ τόν κόσμο. Πράγματι, αύτό πού γίνεται στήν ’Αργεντινή, στό χώρο τής λογοτεχνίας, στίς άρχές τοΰ 20οΰ αίώνα, είναι κάτι τό βαθιά πρωτότυπο. Πρόκειται γιά ένα χωνευτήρι πού μπορεί νά συγκριθεΐ μέ τό κλίμα 1900 στή Γαλλία: άνακαλύπτουν άνάκατα τόν ιν δουισμό καί τόν Σοπενάουερ, διαβάζουν Μπερξόν.
ΔΕΛΤΙΟ βιβλιογραφικό δελτίο άριθ. 59
17 Νοεμβρίου14 Δεκεμβρίου 1982
•
Γά Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μέ τήν πολύτιμη συνεργασία τοϋ βιβλιο πωλείου τής «Εστίας», τή διεύθυνση καί τό προσωπικό τοϋ όποιου εύχαριατοΰμε θερμά.
•
Ί ί ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Τα ξινόμησης, προσαρμοσμένο στην έλληνική βιβλιογραφία.
•
Σέ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγοΰν-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΒΙΕΠ / Βιβλιοθήκη έπιχειρήσεων. Θεματικός κατάλογος βιβλίων γιά στελέχη έπιχειρήσεων. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 95. Οί Έλληνες στήν Αίγυπτο. 4.000 χρόνια παρουσία. Κατά λογος έκθέσεως. Σύνδεσμος Αίγυπτιωτών Ελλήνων, 1982. Σελ. 96 + είκόνες. Δρχ. 100.
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ Γελοιογραφικό ήμερολόγιο 1983. Συνεργάζονται: ’Αρχέ λαος - Βλάχος Κ. - Γκιόκας Π. - Καλαμαράς Α. - Καμένος Δ. - Μητρόπουλος Β. - Μητρόπουλος Κ. - Παυλίδης Β. Σκουλάκης Δ. - Σκουλάς Η. - Χριστοδούλου Β. ’Αθήνα, Γαλαΐος. Δρχ. 480.
Έπιμέλεια: Έ φη Άπάκη
ται αλφαβητικά οί έλληνες συγγραφείς καί άκολουθοΰν οί ξένοι. • 7 / κατάταξη τών ξένων συγγραφέων γί νεται σύμφωνα μέ τό έλληνικό άλφάβη-
• •
Στην κατηγορία τών περιοδικών δέν πε ριλαμβάνονται έβδομαδιαϊα έντυπα. Γιά τήν άκόμη μεγαλύτερη πληρότητα τοϋ Δελτίου, παρακαλοϋνται οί έκδοτες νά μάς στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες έκδόσεις τους.
Ελένης Βέλτσου καί ’Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή. ’Αθήνα, Χατζήνικολή, 1982. Σελ. 270. Δρχ. 600. DUVERNOY J. F. Γιά νά γνωρίσετε τή σκέψη τού Μακιαβέλλι. Μετ. Μάριου Βερέττα. Συλλογή, άριθ. 13. ’Αθή να, Άπειρον. Σελ. 372. Δρχ. 480. ΣΟΥΜΑΧΕΡ Ε. Φ. 'Οδηγός καθημερινής σοφίας. Μετ. Μαρίνας Λώμη. Οίκονομία-Πολιτική-Φιλοσοφία, άριθ. 6. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 193. Δρχ. 270.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΛΑΟΥ Τ. Κινέζικη άστρολογία. Μετ. Α. Άιδίνη. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 317. Δρχ. 300.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΝΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ ΜΗΝΑ. Προβληματικά παιδιά καί κοι νωνική εύθύνη. ’Αθήνα, Είρήνη, 1982. Σελ. 111.
ΓΕΝΙΚΑ
ΧΟΥΡΔΑΚΗ ΜΑΡΙΑ. Οικογενειακή ψυχολογία. Α θή να, Γρηγόρης, 1982. Σελ. 364. Δρχ. 600.
ΓΚΙΚΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Φιλοσοφικό λεξικό. Γ 6κδ. άναθεωρημένη. ’Αθήνα, Φελέκης, 1982. Σελ. 375. Δρχ. 500. ΓΡΟΛΛΙΟΣ Ε. X. Συντελεστές πολιτισμού. Σχέδιο μελέ της. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 50. Δρχ. 350. ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ. Άντι-ίδεολογικά. Οί ιδέες, dpt0. 8. ’Αθήνα, Έρασμος, 1982. Σελ. 72. Δρχ. 120. ΝΟΥΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Ή διαλεκτική τής ούτοπίας. Ή φιλοσοφική σκέψη καί ή πολιτική πράξη τής έποχής μας. ’Ανάτυπο άπό τόν τόμο «Φιλοσοφία καί πολιτική». ’Αθήνα, 1982. Σελ. 143-149. ΝΟΥΤΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. G. Lukacs. Ή ένότητα θεω ρίας καί πράξης στό κέντρο τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας. ’Αθήνα, Γρηγόρης, 1982. Σελ. 39. BACHELARD GASTON. Ή ποιητική τού χώρου. Μετ.
ΚΑΡΝΕΤΖΥ ΝΤΑΙΗΛ. Πώς νά κερδίσετε φίλους καί νά έπηρεάζετε τούς άνθρώπους. Μετ. Μαριλένας Γεωργιάδη. ’Αθήνα, Άστήρ, 1982. Σελ. 246. Δρχ. 250.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚ Α ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Δημοκρατία καί Ε λλη νική ’Ορθοδοξία. Δοκιμή διαλόγου μέ τό όρθόδοξο φρό νημα. ’Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1982. Σελ. 88.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ APIAS JUAN. Ό Θεός στόν όποιο δέν πιστεύω. (Έλλη-
1
νική άπόδοση Μάρκου Ρούσσου). ’Αθήνα, Πορεία Πνευ ματική, 1982. Σελ. 170.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΣ - ΓΟΝΤΙΚΑ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ. Θεωρία καί πρακτική τής χρηματοδοτικής μισθώ σεως (Leasing). ‘Αθήνα, Παπαζήσης, 1982. Σελ. 90. Δρχ. 180.
ΔΙΚΑΙΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
ΜΠΟΥΡΝΙΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ I. Ιστορία τής όριζοντίου ιδιοκτησίας. Άθήναι, 1982. Σελ. 208. Δρχ. 600.
ΚΑΝΚΡΙΝΙ ΛΟΥΙΤΖΙ. Τοξικομανίες. Μετ. Ντίνας Καραχάλιου. ’Αθήνα, ’Αποσπερίτης. Σελ. 150. Δρχ. 220.
ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ. Ή ποινική προστασία τών πολιτικών σωμάτων στό Ελληνικό δίκαιο. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 264. Δρχ. 500.
ΠΟΠΠΕΡ ΚΑΡΑ. Ή άνοιχτή κοινωνία καί οί έχθροί της. Τόμος Β': Hegel, Marx καί τά έπακόλουθα. Μετ. Είρήνης Παπαδάκη. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 626. Δρχ. 700.
ΛΑΟΓΡΑΦ ΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Είρήνη καί άφοπλισμός. ’Επιστημονικό συμπόσιο 22-23 Μάρτη 1982 τοΰ Κέντρου Μαρξιστικών ’Ερευνών. ’Αθή να, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 163. Ή ιμπεριαλιστική άντεπανάσταση. Χαρακτήραςπαραλλαγές-ίστορική πείρα. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 63. ΠΑΝΟΥ Σ. - ΜΑΓΚΑΚΗΣ Γ. Α. - ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ Γ. ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ Μ. - ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Σ. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ. - ΦΑΤΟΥΡΟΣ Δ. - ΧΟΝΔΡΟΚΟΥ ΚΗΣ Δ. - ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ X. - ΛΟΥΚΑΣ Σ. - ΒΕΛΤΣΟΣ Γ. - ΡΩΜΑΙΟΣ Γ. Ελλάδα καί σοσιαλισμός. ’Αθή να, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 114. Δρχ. 150. ΠΑΠΑ-ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΤΙΝΑΣ. Φωτιά στό κατεστημένο. Πειραιάς, Καραμπερόπουλος. Σελ. 262. Δρχ. 350. ΑΤΣΙΛ ΓΚΙΟΡΓΚΙ. Ό κανόνας τής έλευθερίας. Μετ. Γιάννη Σαμαρά. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 123. ΒΑΪΧΟΛΝΤ ΓΙΟΧΕΝ. Ό άναρχισμός σήμερα. Ή θέση του στή σημερινή ταξική πάλη. Μετ. Πόπης Κανακάρη. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 210. BORELLA FRANQOISE. Τά πολιτικά κόμματα τής Εύρώπης τών Δέκα. ’Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1983. Σελ. 352. Γκεόργκι Δημητρόφ. 100 χρόνια άπό τή γέννησή του. Επιστημονικό Συμπόσιο 12-13 Μάη 1982 τού Κέντρου Μαρξιστικών ’Ερευνών. Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 93. ERAD Ζ. - ZYGIER G. Μ. Ή Πολωνία: μιά κοινωνία σέ έξέγερση. Μετ. Ελένης ’Αστεριού κ.δ. ’Αθήνα, Πολίτης, 1982. Σελ. 205. Δρχ. 300.
ΗΛΙΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΑΝΑΣΤ. Λαογραφικά τών Μεγάρων. Τόμος Α'. Έπιμέλεια-πρόλογος-σημειώσεις Κώστα Στρατηγάκη. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 102. Δρχ. 300. ΠΕΡΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ M AN. Ό καταχανάς. Θρύλοι καί παραδόσεις μέ σχόλια καί κριτική παρουσίαση. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 77. Δρχ. 130.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΓΚΡΟΥΛ ΧΕΡΜΠΕΡΤ. Έ νας πλανήτης λεηλατείται. Οι κονομική Εξάντληση καί οικολογική καταστροφή. ’Αθήνα. NOTOS 1982. Σελ. 356. Δρχ. 500.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΗΜΑΚΑΚΟΣ ΗΛΙΑΣ Κ. - ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑ ΝΑΣΗΣ Π. Συμβολή στή διδασκαλία τών Εκθέσεων λυ κείου. Προβληματισμοί. Σειρά Β'. ’Αθήνα, Βασιλείου. Σελ. 277. Δρχ. 380. ΚΟΥΤΟΥΛΙΔΗΣ Δ. - ΜΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝ. ΤΣΟΥΚΑΣ Γ. - ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΙΣ. Ή άνάγνωση στίς άνώτερες τάξεις τοΰ δημοτικού σχολείου. ’Αθήνα, ’Εκπαι δευτήρια Γ. Ζηρίδη, 1982. Σελ. 203.
Π ΑΙΔΑΓΩ ΓΙΚ Η DEBESSE MAURICE - MIALARET GASTON. Οί παι δαγωγικές Επιστήμες. Τόμος Β'. Ιστορία τής παιδαγωγι κής. ’Αθήνα, Δίπτυχο, 1982. Σελ. 784. Δρχ. 2.200.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΧΟΤΖΑ ΕΝΒΕΡ. Ό άγγλοαμερικάνικος κίνδυνος γιά τήν ’Αλβανία. ’Απομνημονεύματα. Μετ. Γιόνας ΜικέΠαϊδούση. ’Αθήνα, ’Αλλαγή, 1982. Σελ. 337. Δρχ. 500.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑ ΓΝ Ω ΣΜ Α ΤΑ
ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑ
ΑΛΚΗΣΤΙΣ. Ελλάδα, φώς! Τόμος Α". ’Ακρόπολη. Τόμος Β". Κνωσσός. Τόμος Γ". Επίδαυρος. ’Αθήνα,'Αλκηστις. Δρχ. 250 (ό κάθε τόμος).
ΓΕΡΜΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α. Διεθνής τραπεζική. ’Αθή να, Παπαζήσης, 1982. Σελ. 272. Δρχ. 400. Ζητήματα τής ένεργειακής μας πολιτικής. Οί στόχοι τής πραγματικής άλλαγής στόν ένεργειακό τομέα. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 223. ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΜΙΛΤ. Τουριστική πολιτική. ’Αθήνα, Παπαζήσης, 1982. Σελ. 226. Δρχ. 350. ΣΑΜΑΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Κράτος καί κεφάλαιο στήν Ε λ λάδα. Δ' Εκδοση. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 486.
2
ΑΝΕΖΙΝΗ-ΛΕΡΑΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Ή τύχη τού Φασαρίκου. Παραμύθι. ’Αθήνα, Σύγχρονη Ε ποχή, 1982. Σελ. 46. ΓΟΥΛΙΜΗ ΑΛΚΗ. Τό γκρινιάρικο άστεράκι καί άλλα παραμύθια. Εικονογράφηση Ζωής Κυτοπούλου. ’Αθήνα, Έλευθερουδάκης, 1982. Σελ. 48. Δρχ. 250. Κ ΥΡΙΤΣΟ ΠΟΥ ΛΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Έ να παραμύθι γιά χει μώνα καί καλοκαίρι. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Δρχ. 150. Παραμύθια τού κόσμου. Τόμος Α'. Εικονογράφηση Ζωής Κυτοπούλου. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982. Σελ. 74.
ΠΕΡΙΣΤΕΡΑΚΗ-ΨΥΧΟΓΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ. Ή Ιστο ρία τοΰ νερού. Β' Εκδοση. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982.
LE GRICE MALCOLM. Abstract film and beyond. Μετά τό άφηρημένο φίλμ. ’Αθήνα, Καστανιώτης. Σελ. 208. Δρχ. 300.
ΣΑΡΗ ΖΩΡΖ. Τό κουκί καί τό ρεβύθι. Παραμύθι. Εικονο γράφηση ’Αγγελικής Μάκρη. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 46. Δρχ. 180.
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΣΤΡΑΝΗ ΛΕΝΕΤΑ. Μιά Ιστορία στό λιβάδι. Ζωγραφιές: Ειρήνη Χαλκούση. ’Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 26. Δρχ. 250. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑ ΦΙΛΙΣΑ. Ή Ντιντόν, ό Παβελάκης μου κι Εγώ. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 185. Δρχ. 280. BRISVILLE JEAN-CLAUDE. Έ νας χειμώνας στή ζωή τής μεγάλης ’Αρκούδας. Εικονογράφηση Daniele Bour. ’Αθήνα, Δεληθανάσης. Σελ. 28. Δρχ. 300.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑ JONES MARC EDMUND. Πώς νά μάθετε άστρολογία. Μετ. ’Αναστασίας Νάνου. ’Αθήνα, Τηλορήτης, 1982. Σελ. 211. Δρχ. 280.
ΦΥΣΙΚΗ ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Σ. Τά καυστικά κάτοπτρα τοΰ Ά ρχιμήδους. Ά θήναι. 1982. Σελ. 37. Δρχ. 100.
ΕΦΑΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ_______ ΙΑΤΡΙΚΗ
ΕΚΜΕΚΤΣΟΓΛΟΥ X. Ιστορία τής κιθάρας. Ά π ό τήν άρχαιότητα μέχρι σήμερα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 308. Δρχ. 750.
ΧΙΟΥΜ ΟΡ ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ό κύριος φίρμας καί άλλες γελοιογραφίες. Αθήνα, Γνώση, 1982. Δρχ. 250.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚ Α WHIRTER NORRIS. Guinnes. Τά παράξενα καί τά ρε κόρ τοΰ κόσμου. 29η 6κδ. Θεσσαλονίκη, «δ-π», 1983. Σελ. 523. Δρχ. 750.
ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Ελληνικά χαρτονομίσματα. Κα τάλογος 1983. ’Αθήνα, Ελληνικό Νόμισμα. Δρχ. 250.
ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑ Πρακτικός τεχνικός όδηγός. Ό λ α μόνος σου. Φυτά στό σπίτι, στή βεράντα, στόν κήπο. ’Αθήνα, Κύκλος, 1982. Σελ. 96. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ ΣΩΤ. Οί καρδιοπαθεΐς χωρίς κινδυνολογίες καί ή ζωή τοΰ καρδιακού χωρίς άφορισμούς. Αθήνα, 1982. Σελ. 293. Δρχ. 800.
ΓΛΩΣΣΑ
ΤΕΧΝΟ ΛΟ ΓΙΑ
ΤΖΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Γλώσσα καί παιδεία. (Τόμος Γ'). ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 127.
ΜΠΑΡΡΟΟΥΖ ΟΥΙΛΛΙΑΜ. ’Ηλεκτρονική Επανάσταση. Μετ. Γιώργου Γούτα. ’Αθήνα, ’Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 84. Δρχ. 120.
ΤΕΧΝΕΣ
ΓΕΝ ΙΚ Α
ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ’Αραβική μέθοδος άνευ διδασκάλου μετά διαλόγων. Άθήναι, Καλφάκης. Σελ. 158. Δρχ. 70.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ ΚΩΣΤΑΣ - ΝΤΕ ΝΟΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ. Πόρτες. ’Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1982. Σελ. 144.
ΑΡΧ ΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΛΟΪΖΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ν. ’Οδοιπορικό ένός άρχιτέκτονα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 249. Δρχ. 3.000. ΜΟΥΖΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ Α. Σιδερένια νεοκλασικά στολί δια. Συμβολισμός-λαογραφία. 1. Αύλόθυρες. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 43 + πίνακες.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Πλάτωνος Εύθύφρων. Εισαγωγή, μετάφραση καί Ερμηνευ τικά σημειώματα Ν. Μ. Σκουτερόπουλου. ’Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1982. Σελ. 88. Δρχ. 150.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ
ΣΠΗΤΕΡΗΣ ΤΩΝΗΣ. Δάσκαλοι τής Ελληνικής ζωγραφι κής τοΰ 19ου καί 20οΰ αίώνα. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 189.
ΑΛΕΞΑΚΗΣ ΟΡΕΣΤΗΣ. ΟΙ κόνδορες καί τό άντιπρανές. ’Αθήνα, Πόρφυρας, 1982. Σελ. 92.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ. Κόκκινοι δρόμοι. Ποιή ματα 1970-1980. ’Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1982. Σελ. 94.
ΤΑΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Τό στίγμα. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 133. Δρχ. 200.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 134.
’Επάνοδος.
Ποιήματα.
3
ΗΣΑΪΑ ΝΑΝΑ. Συναίσθηση λήθης. Ποίηση, άριθ. 15. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 98. Δρχ. 160.
Διηγήματα. Νεοελληνική Λογοτεχνία, άριθ. 267. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 303. Δρχ. 280.
ΚΕΦΑΛΑΣ ΗΛΙΑΣ. Μεταλλαγή στό άπροσδόκητο. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 46.
ΒΛΑΧΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ Σ. Πυθίας παραληρήματα. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 222. Δρχ. 300.
ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΟΥ-ΜΥΡΑΛΙΔΗ ΔΩΡΑ. Όπω ς πάνω Ετσι καί κάτω. ’Αθήνα, Ίωλκός. Σελ. 37.
ΓΑΛΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. Οί σύντροφοι. Μυθιστόρημα. "Ελληνική Πεζογραφία, άριθ. 1. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 160. Δρχ. 250.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Δείγματα βυθού. ’Αθή να, Δόμος, 1982. Σελ. 111. ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ. Ό Μινώταυρος μετα κομίζει. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 45. ΜΑΒΙΛΗΣ ΛΟΡΕΝΤΣΟΣ. Σονέτα. ’Αθήνα, Κείμενα, 1982. Σελ. 71. Δρχ. 400. ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ένα. Αθήνα, Διογένης, 1982. Σελ. 83.
ΔΗΜΑΣΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Ή μαμά Ελλάς. Τόμος Γ αύτοτελής. ’Ιχνηλασία. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 212. ΔΟΥΚΑΣ ΣΤΡΑΤΗΣ. Θερμοκήπιο. Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 40. Δρχ. 200. ΔΡΑΚΟ NT ΑΕΙΔΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Πρός Όφρύνιο. Πεζο γραφία, dpt0. 16. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 136. Δρχ.
200.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Συμφωνική βία. Αθήνα, Ώκεανϊδα, 1982. Σελ. 190.
ΚΑΠΛΑΝΟΓΛΟΥ ΜΑΝΙΑ. Ένα άξέχαστο καλοκαίρι. ’Αθήνα, Χελιδόνι, 1982. Σελ. 67. Δρχ. 120.
ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Οί πυροτεχνουργοί. Γ Εκδοση. Ποίηση, άριθ. 12. Α θήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 55. Δρχ. 140.
ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. Σέργιος καί Βάκχος. Τόμοι Α' + Β-. Νεοελληνική Λογοτεχνία, άριθ. 268. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 474 + 498. Δρχ. 420 + 420.
ΜΙΧΑΛΟΣ ΗΛΙΑΣ Ν. Περιπέτεια. Ποιήματα 1949-1982. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 126.
ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ ΛΟΥΚΑΣ. Τό βουνό. Πεζογραφία, άριθ. 11. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 135. Δρχ. 200.
ΜΟΔΙΝΟΣ ΠΟΛΥΣ. Διάλογος μέ τόν Φτωχούλη τής Άσσίζης. ’Αθήνα, Εστία. Σελ. 73. Δρχ. 150.
ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Γ. Ή νεότερη διαθήκη. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Μαυρίδης, 1982. Σελ. 79. Δρχ. 120.
ΠΑΠΑΔΗΜΑ-ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΕΥΗ. Τριλαμπή. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 24.
ΝΑΚΟΥ ΛΙΛΙΚΑ. Οί όραματιστές τής ’Ικαρίας. Μυθι στόρημα. Α θήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 254. Δρχ. 320.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Οί άστυξένοι. Α θή να, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 54.
ΝΟΡ ΠΩΛ. Ή πόλη τού φωτός. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 178. Δρχ. 250.
ΠΑΠΑΚΟΓΚΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ματωμένος ήλιος. (Ποίηση). ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 152.
ΝΟΡ ΠΩΛ. Ό Μίμης ό άμίμητος. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 234. Δρχ. 300.
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. ’Ιταλικό τρίπτυχο. Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 133. Δρχ. 250.
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οικογένεια μπές-βγές. ’Αθή να, Κάκτος, 1982. Σελ. 159. Δρχ. 200.
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Μονεμβασιά. Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 66. Δρχ. 120.
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Άπαντα. Τόμος Β-. Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Αθήνα, Δόμος, 1982. Σελ. 701. Δρχ. 1.500.
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Υπόκωφα. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 95. Δρχ. 150. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Π. Στό φώς τού λυχναριού. Ποίηση. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 112.
ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Άρίοστος ό Προσεχτικός άφηγεΐται στιγμές τού βίου του καί τού ύπνου του. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 92. Δρχ. 200.
ΤΡΥΦΩΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ Δ. Ό Εσχατος τού χάους. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 87.
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Οί κανίβαλοι. Διηγήματα. Α θήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 77. Δρχ. 180.
ΤΣΑΤΣΟΥ ΙΩΑΝΝΑ. Πορεία. Προμετωπίδα Σπόρου Βα σιλείου. ’Αθήνα, Ίκαρος, 1982. Σελ. 35. Δρχ. 250.
ΣΟΥΣΗ ΝΤΑΙΖΗ. Ή γυμνή άλήθεια. Αθήνα, Είρήνη, 1982. Σελ. 243.
ΤΣΙΒΕΛΕΚΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ό άθώος βασανιστής. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 66.
ΣΤΑΝΚΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ. Ή Ούρούμα. Μαυροθαλασσίτικο είδύλλιο. Μετ. Σωκράτη Λούλη. Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 139.
ΒΙΑΝ ΜΠΟΡΙΣ. Ποιήματα Μετ. Άντώνη Φωστιέρη Θανάση Θ. Νιάρχου. Ξένη Ποίηση, άριθ. 2. 'Αθήνα, Γνώ ση, 1982. Σελ. 86. H0LDERLIN FRIEDRICH. Πάτμος καί 30 άλλα ποιή ματα. Πρόλογος - μετάφραση - σχόλια: "Αρη Δικταίου. 'Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 190. Δρχ. 300. ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ. Β. I. Λένιν. Ποίημα. Μετ. Δημήτρη Πάνου. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982. Σελ. 91.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΓΕΛΟΓΛΟΥ ΑΛΚΗΣ. Επιλογή (1952-1982). ’Αθήνα, Εκδόσεις Καθημερινής, 1982. Σελ. 148. Δρχ. 300. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΤΑΣΟΣ. Θαλασσινοί προσκυνητές.
4
ΤΑΜΒΑΚΑΚΗΣ ΦΑΙΔΩΝ. Εύμορφία. Πεζογραφία, ά ριθ. 17. Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 167. Δρχ. 200. ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Τό παυσίπονο. Πεζογραφία, άριθ. 13. Α θήνα, Εστία, 1982. Σελ. 221. Δρχ. 240. ΤΣΙΦΟΡΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ό Γκιούλιβερ στή χώρα των γιγάν των. Ό Γκιούλιβερ στή χώρα των νάνων. Α θήνα, ’Ερμής, 1982. Σελ. 238. Δρχ. 300. ΦΑΡΣΑΚΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ή πρώτη πατρίδα. Αθήνα, 1982. Σελ. 237. Δρχ. 300. ΦΛΑΜΟΥΡΤΖΟΓΛΟΥ ΘΩΜΑΣ. Διάσπαση άτόμου. Διηγήματα. Α θήνα, Εστία, 1982. Σελ. 120. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Θ. Δ. Επίκαιρα διηγήματα. Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 141.
ΧΑΛΑΤΣΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ X. Ύμνολόγιον. Λυρική σύνθεση σέ δέκα ύμνους. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 39.
ρως, 1982. Σελ. 171. Δρχ. 250.
ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Βάσανα καί θυμοί. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 72.
ΝΤΕ ΚΙΡΙΚΟ TZIQPTZIO. Έβδόμετρος. Μετ. Στέφα νου Ν. Κουμανούδη. ’Αθήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 154. Δρχ. 220.
ΧΑΤΖΗΦΩΤΙΟΥ ΖΑΧΟΣ. Τό μυστικό τής Καρολίνας Φερράρα. (Μυθιστόρημα). ’Αθήνα, Πατσούρης, 1983. Σελ. 210. Δρχ. 350.
ΝΤΥΡΑΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ. Δέκα καί μισή καλοκαίρι βράδυ. Μετ. Τατιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη. Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 108. Δρχ. 100.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Τό πεζοδρόμιο. Μυθι στόρημα. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 228. Δρχ. 350.
ΟΡΓΟΥΕΛ ΤΖΩΡΤΖ. Ή φάρμα των ζώων. Μετ. Κυριά κου Ντελόπουλου. Α θήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 127. Δρχ. 170.
ΧΩΡΑΦΑ-ΣΤΥΓΑ Μ. «Εύθυμες άναμνήσεις άπό τήν πα λιά έπαρχϊα». ’Αθήνα, Εύκλείδης. Σελ. 65. Δρχ. 200. ΑΪΤΜΑΤΟΦ ΤΣΙΝΓΚΙΖ. Μιά μέρα Ενας αίώνας. Μυθι στόρημα. Μετ. Χρήστου Τρικαλινού. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 375. ΑΪΖΕΝΣΤΑΪΝ ΣΕΡΓΚΕΪ. Ίβάν ό Τρομερός. Τόμοι A' + Β'. Μετ. Γιάννη Μανωλάκη. ’Αθήνα, Έρμείας, 1982. Σελ. 141 + 142. Δρχ. 270 + 330. AMADO JORGE. ΟΙ καπετάνιοι τής άμμου. Μυθιστόρη μα. Μετ. Μαρίας Κούρση. ’Αθήνα, Πορεία, 1982. Σελ. 283. Δρχ. 350. ΒΑΛΤΑΡΙ ΜΙΚΑ. Ό αίγύπτιος. Μετ. Γιάννη Λάμψα. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 736. Δρχ. 400. ΒΙΑΝ ΜΠΟΡΙΣ. Έ χουν μαύρα μεσάνυχτα. Μετ. Ρένας Χατχούτ. ’Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 127. Δρχ. 170. ΓΚΟΣΣΕ ΦΙΛΙΠ. 'Ιστορία τής πειρατείας. Μετ. Άνδρέα Παγκάλου. ’Αθήνα, Βιβλιοεκδοτική. Σελ. 350. Δρχ. 450. GHEORGHIU VIRGIL. Ό Θεός στό Παρίσι. Μετ. Χρή στου Βουδούρη. 'Ελληνική καί Ξένη Λογοτεχνία, άριθ. 3. Αθήνα, Ακρίτας, 1982. Σελ. 238. Δρχ. 280. ΓΚΡΟΝΤΕΚ ΤΖΩΡΤΖ. Τό βιβλίο τού «’Εκείνο». Μετ. Μαρίνας Λώμη. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 335. HESSE HERMANN. Ή καρδιά ένός παιδιού. Μετ. Ε λ έ νης Σταματοπούλου. ’Αθήνα, Λυχνάρι, 1982. Σελ. 203. ΙΡΒΙΝΓΚ ΟΥΑΣΙΝΓΚΤΟΝ. Ρίπ Βάν Ούίνκλ. Ό μύθος τής κοιμισμένης κοιλάδας. Μετ. Θάνου Σακκέτα. ’Αθήνα, Στοχαστής, 1982. Σελ. 143. Δρχ. 200. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Ή μεταμόρφωση. Μετ. Κώστα Προ κοπίου. ’Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 156. Δρχ. 200. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Τά μπλέ τετράδια. Λογοτεχνία Σήμε ρα, άριθ. 10. Αθήνα, ’Επίκουρος, 1982. Σελ. 101. Δρχ. 150. KEROUAC JACK. Οί ύποχθόνιοι. Μετ. Ιουλίας Ραλλίδη. ’Αθήνα, Πλέθρον, 1982. Σελ. 143. Δρχ. 330. ΚΟΝΡΑΝΤ ΤΖΟΖΕΦ. Καρδιά τού σκοταδιού. Μετ. Θα νάση Γεωργιάδη. Θεσσαλονίκη, ’Ανοιχτή Γωνία, 1982. Σελ. 159. Δρχ. 230. ΚΟΖΛΟΒΣΚΑΓΙΑ ΑΝΝΑ. Ή Νατάσα ζεΐ στή Μόσχα. Διηγήματα. ’Αθήνα, Πύλη, 1982. Σελ. 84. ΛΕΤΕΣΙΕ ΔΩΡΟΘΕΑ. Ταξίδι στό Πευπόλ. Μετ. Κατερί νας Κοίνη-Μωραΐτη. Θεσσαλονίκη, ’Ανοιχτή Γωνία. Σελ. 143. Δρχ. 200. MACHARD ALFRED. Αύριο θά είναι πολύ άργά. Μετ. Μανώλη Κορνήλιου. ’Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 279. Δρχ. 250.
ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ. Μιά βίαιη ζωή. Μετ. Βαγγέ λη Ήλιόπουλου. Έπιμ. Ντάνυ Πιέρρου. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 368. ΘΕΡΜΠΕΡ ΤΖΕΗΜΣ. Τό άσπρο Ελάφι. Μετ. Σωτήρη Κακίση. Α θήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 100. ΖΙΝΤ ΑΝΤΡΕ. Τά ύπόγεια τού Βατικανού. Ιστορία εύτράπελη. Μετ. Στέφανου Κουμανούδη. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 214. Δρχ. 150.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΑΡΗΣ. Έξω άπ’ τά δόντια (1937-1975). Β' Εκδοση. ’Αθήνα, Ύψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 183. Δρχ. 250. ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΑΚΗΣ. Αισθητικά σημειώματα. Θεωρητικά, τόποι καί πρόσωπα. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 302. Δρχ. 700. ΑΛΕΞΙΟΥ ΤΑΚΗΣ. Ό «τρίτος» Καβάφης. ’Αθήνα, 1982. Άπόκοπος. Άπολώνιος. Ιστορία τής Σωσάννης. Λαϊκά Λογοτεχνικά Έντυπα, άριθ. 1. ’Επιμελητής: Γιώργος Κεχαγιόγλου. ’Αθήνα, Ερμής, 1982. Σελ. 227. Δρχ. 300. Ά σμ α πολεμιστήριον. ’Ανώνυμο Εργο τού Κοραή. Πα ρουσιασμένο άπό τόν Φίλιππο Ήλιού. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο, 1982. Σελ. 72. Δρχ. 100. ΒΕΛΤΣΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Άντι-κείμενα. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 228. Θέσεις γιά τόν Παν. Κανελλόπουλο. Τιμή στά όγδοντάχρονά του. Τετράδια Εύθύνης, άριθ. 17. Σελ. 204. Δρχ. 350. ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ε. Οί Ελληνες λόγιοι στή Βλαχία (1670-1714). Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου τού Αίμου, άριθ. 194. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 279. Δρχ. 500. ΜΑΡΤΙΝΙΔΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Συνηγορία τής παραλογοτεχνίας. ’Αθήνα, Πολύτυπο, 1982. Σελ. 239. Δρχ. 350. ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. Περικλής Γιαννόπουλος. Ό άπολλώνιος λόγος. Χρυσή Αύγή, 1982. Σελ. 79. Δρχ. 150. ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΑΤΙΑΝΑ. Τετράδια μνήμης. Μυριβήλης. Βενέζης. Καστανάκης. Μυρτιώτισσα. Μελίέτη-Έρευνα, ά ριθ. 10. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο, 1982. Σελ. 110.
ΜΠΟΝΤΑΡΕΦ ΓΙΟΥΡΙ. Ή δχθη. Μυθιστόρημα. Μετ. ’Απόστολου Κοτσιώλη. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 510.
ΣΥΚΟΥΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Μελέται καί άρθρα. Β' Εκδο ση. Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, άριθ. 14. Α θήνα, Εται ρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού καί Γενικής Παιδείας / Ίδρυμα Σχολής Μωραίτη, 1982. Σελ. 654. \ρ χ. 900.
ΝΑΜΠΟΚΟΦ ΒΛΑΝΤΙΜΗΡ. Πρόσκληση σ’ Ενα άποκεφαλισμό. Μετ. Δημήτρη Καραγιάννη. ’Αθήνα, Αίγόκε
ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Ό άνθρωπος καί ό ίσκιος του. ’Αθή να, Ίκαρος, 1982. Σελ. 268. Δρχ. 500.
5
ΦΡΙΟΥ ΚΛΩΝΤ. Μαγιακόφσκι. (’Από τόν ίδιο). Μετάφραση-έπιμέλεια: Παναγή Λογγοόρη. Α θήνα, ’Αλ φειός, 1982. Σελ. 212. Δρχ. 300.
ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΓΑ
άπό τό έργο «Ελλάδα, Ιστορία καί πολιτισμός», τόμ. 6. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 28. ΖΟΥΖΟΥΛΑΣ ΣΤΥΛ. Ό έλληνισμός τού Πόντου. Άθήναι, 1982. Σελ. 72. Δρχ. 150. ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ή Αθήνα καί οί άθηναΐες. Ιστορικές Μνήμες, άριθ. 2. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 192. Δρχ. 1.500.
Μιά δκδοση τής πόλης γυναικών 1982 γιά έγχρωμα κο ρίτσια πού ’χουν σκεφτεί τήν αύτοκτονία δταν τό ούράνιο τόξο είναι άρκετό. 'Αθήνα, 1982. Σελ. 69. Δρχ. 120.
ΚΡΑΨΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Οί Σουλιώτες στά 'Εφτάνησα καί οί πόλεμοί τους στήν Ήπειρο (1804-1822). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 178. Δρχ. 350.
ΝΑΣΚΟΣ ΣΟΦΟΚΛΗΣ. Ό γάμος. Τό Σαββατοκύριακο. Ή μοιχεία. Θέατρο, άριθ. 14. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 140. Δρχ. 200.
Μακεδονία. 4.000 χρόνια έλληνικής Ιστορίας καί πολιτι σμού. Ιστορικοί έλληνικοί χώροι. ’Αθήνα, ’Εκδοτική ’Αθηνών, 1982. Σελ. 576.
ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Δάτς ωλ! Θέατρο. ’Αθή να, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 104. Δρχ. 200.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Λαϊκό δημόσιο δίκαιο. 1941-1945. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 250.
ΠΕΡΕΛΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ή μπόμπα. ’Αθήνα, Σύγχρονη Ε π ο χή, 1982. Σελ. 78. ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΝΤΙΝΟΣ. Θέατρο τού ένός. 14 μονόπραχτα. Τόμος Β \ ’Αθήνα, Σημερινή ’Εποχή, 1983. Σελ. 111. Δρχ. 200. ΒΕΝΤΕΚΙΝΤ ΦΡΑΝΚ - ΜΠΕΡΓΚ ΛΑΜΠΑΝ. Λούλου. Είσαγωγή-μετάφραση Εδμολπου Συναδηνοΰ. ’Αθήνα, Ό δός Πανός, 1982. Σελ. 112.
ΠΡΟΚΟΒΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Άμπελάκια. Τό λίκνο τού συ νεταιρισμού. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 198. Δρχ. 1.800. ΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ελληνικές θύελλες. Δημοσιογραφικά χρονικά 1934-1974. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 324. Δρχ. 450.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
BARDECHE MAURICE. Ή Γή τής ’Επαγγελίας. Στοι χεία περί Σιωνισμού, άριθ. 5. ’Αθήνα, ’Ελεύθερη Σκέψις, 1982. Σελ. 158. Δρχ. 250.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
PINT ΤΖΩΝ. Δέκα μέρες πού συγκλόνισαν τόν κόσμο. Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 483.
ΓΟΥΝΑΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Τά τείχη της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου τού Αίμου, 1982. Σελ. 52 + είκόνες. Δρχ. 200.
Γ Ε Ω Γ Ρ Α Φ ΙΑ - Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
ΚΟΥΤΕΔΑΚΗΣ ΧΑΡΗΣ MIX. Συμβολή στό τοπωνυμι κό της Τήλου. Στέγη Γραμμάτων καί Τεχνών Δωδεκανήσου / Σειρά Αύτοτελών ’Εκδόσεων, άριθ. 13. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 207. Δρχ. 500.
ΕΛΛΑΔΑ
ΚΡΙΤΣΕΛΗ-ΠΡΟΒΙΔΗ ΙΩΑΝΝΑ. Τοιχογραφίες τού Θρησκευτικού Κέντρου τών Μυκηνών. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 142 + πίνακες.
ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ ΠΑΝ. ΧΡ. Πορεία καί στάσεις. Δοκιμές άνίχνευσης χώρου. Α θήνα, Δίφρος, 1982. Σελ. 237.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΕΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΙΠΠΑ. Μαρία Δημάδη. Ήρωίδα τής ’Εθνικής ’Αντίστασης. ’Αθήνα. Σελ. 191. Δρχ. 250. ΓΟΡΓΟΛΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Μέ συντροφικούς χαιρετι σμούς. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 71. ΚΕΠΕΣΗΣ ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ. Θά νικήσουμε. ’Αθήνα, Σύγ χρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 318. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΕΛΛΗ. Πορεία καί περιπλάνηση. Β' δκδοση μέ περικοπές καί προσθήκες. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 110 + φωτογραφίες. ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ό άγώνας στά έλληνικά βουνά. (Ό Β. Ρώτας στή δεκαετία 1940-1950). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 331.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ-ΛΑΜΠΙΡΗ ΗΡΩ. Στό Πήλιο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 79.
ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΒΛΑΣΤΑΡΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Β. Ή Εύρώπη άπό τό παρά θυρο τού τραίνου. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 111. Δρχ. 150. ΜΟΡΕΗ ΤΖΩΡΤΖ. Δυτική Γερμανία. Μετ. Ά ρ . Κάντα. ’Αθήνα, Πατάκης, 1982. Σελ. 61. Δρχ. 280.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΘΗΝΑ. Σύγγραμμα περιοδικόν τής έν Άθήναις ’Επι στημονικής 'Εταιρείας. Τόμος 72 / 1980-1982. Δρχ. 1.000. ΑΝΘΡΩΠΟΣ +ΧΩΡΟΣ. Ελληνικό άρχιτεκτονικό περιο δικό. Τεύχος 18. Δρχ. 250. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική έπιθεώρηση. Τεύχος 219. Δρχ. 40. Η ΑΡΓΩ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. Έκδοση τής ΟΙΕΛΕ. Τεύχος 5. Δρχ. 100.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ. Ό λήσταρχος Νταβέλης καί ή αίχμαλωσία τών γάλλων άξιωματικών. ’Αθήνα, Διόνυσος, 1982. Σελ. 783. Δρχ. 1.000.
ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχη 20-21. Δρχ. 150.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ελλάδα 1981. ’Ανάτυπο
ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη έπιθεώρηση. Τεύχος 89. Δρχ. 50.
6
ΑΣΤΡΙΚΗ ΕΠΑΦΗ UFO. Τεύχος 21. Δρχ. 100.
ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση τέ χνης, κριτικής καί κοινωνικού προβληματισμού. Φύλλο 1. Δρχ. 80. ΓΥΝΑΙΚΑ. Τό περιοδικό τής έλληνικής οίκογένειας. Τεύχος 857. Δρχ. 80. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό πολιτικής άξιολογίας. Τεύ χος 11 (35). Δρχ. 60. ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Φύλλο 46. Δρχ. 1,50. ΔΙΑΒΑΖΩ. Έπιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχη 56 καί 57. Δρχ. 200 καί 230. ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Τετράμηνο λογοτεχνικό καί καλλιτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 11. Δρχ. 180. Η ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ. Φύλλο 28. Δρχ. 15. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Τόμος 3. Τεύχος 3. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 74. Δρχ. 250. ΕΥΒΟΪΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Μηνιάτικη έκδο ση. Φύλλο 7. Δρχ. 20. ΖΥΓΟΣ. Διμηνιαΐο περιοδικό. Τεύχος 55. Δρχ. 300.
ΣΥΝΑΞΗ. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στήν 'Ορθοδοξία. Τεύχος 4. Δρχ. 150. ΣΥΝ ΚΑΙ ΠΛΗΝ. Τεύχος 4. Δρχ. 100. ΣΧΟΛΙΚΑ ΝΙΑΤΑ. Φύλλο 30. 4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 147. Δρχ. 70. ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Τεύ χος 47. Δρχ. 100. ΤΣΟΝΤΑ. Περιοδικό τής κινηματογραφικής λέσχης θεατρικό έργαστήρι Θεσσαλονίκης. Τεύχος 10. ΦΙΛΜ. Περιοδική έκδοση άνάλυσης καί θεώρησης τού κι νηματογράφου. Τεύχος 23. Δρχ. 150. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ. Ετήσια λογοτεχνική καί καλλιτεχνική έκδοση. Τόμος 40 / 1983. Δρχ. 500. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΣΤΕΓΗ. Τεύχος 29. ΧΑΡΤΗΣ. Δίμηνο περιοδικό. Τεύχος 3. Δρχ. 150. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανον τού Κεντρικού Ίσραηλιτικού Συμ βουλίου τής Ελλάδος. Τεύχος 53. ΗΟΜΟΝΟΙΑ - ΟΜΟΝΟΙΑ. Επετηρίδα τής έδρας τής έλληνικής γλώσσας καί λογοτεχνίας τού Πανεπιστημίου Βουδαπέστης. Τόμος 4.
ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχος 66-67. Δρχ. 50. ΘΡΑΚΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ετήσια έκδοση. Τεύχος 37. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση 'Εταιρείας ’Ιατρικών Σπου δών. Τόμος 42, τεύχος 3. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδικό Ιστορικής ύλης. Τεύχος 173. Δρχ. 100. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ. Φύλλο 42. Δρχ. 10. Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ. Τεύχος 6. Δρχ. 80. ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ. Μηνιάτικη έφημερίδα τού Προοδευτικού Συλλόγου Μακρινίτσας. Φύλλο 11. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1329. Δρχ. 200. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματισμού. Τεύχος 23. Δρχ. 250.
ΞΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Aristophanes: Essays in interpretation. Cambridge Univer sity Press. Σελ. 237. Λίρ. 15. ARMSTRONG A. M. An introduction to ancient philoso phy. Σελ. 270. Λίρ. 4,75 (paperback). BRISSON LUC. Platon et les mythes. Maspero. Σελ. 224. Γαλλ. φρ. 78. CARGILL JACK. The Second Athenian League. Univer sity of California Press. Σελ. 215. Alp. 17,25."
ΟΝΟΜΑΤΑ. Ετήσια επιστημονική έκδοση τής Έλληνι κής Όνοματολογικής Εταιρείας. Τεύχος 7. Δρχ. 250.
Delectus ex iambis et elegis graecis. Oxford University Press. Σελ. 295. Λίρ. 7,95.
ΟΥΡΑΝΟΙ. ’Αεροδιαστημική έπιθεώρησις. Φύλλα 184, 185 καί 186. Δρχ. 50.
DETIENNE MARCEL. Les maitres de verite dans la Grece archaique. Maspero. Γαλλ. φρ. 45.
ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχη 765 καί 766. Δρχ. 60.
VERNANT J. P. Mythe et societe en G rke ancienne. Ma spero. Γαλλ. φρ. 50.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Έπιθεώρηση πολιτικής έπιστήμης. Τεύχος 4. Δρχ. 300.
VERNANT - VIDAL - NAQUET. Mythe et tragedie en Grece ancienne. Maspero. Γαλλ. φρ. 45.
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 55. Δρχ. 120.
VIDAL - NAQUET. Le chasseur noir. Maspero. Γαλλ. φρ. 140.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Όργανο τής «Κίνησης γιά τή Νεότη τα». Διμηνιαΐο περιοδικό. Τεύχος Β' / 9. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΑΣΟΠΟΝΙΑΣ. Δίμηνη περιοδική έκ δοση. Τεύχος 39. ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ. Εβδομαδιαία έφημερίδα. Φύλλο 50. Δρχ. 10. ΣΠΟΡΑ ΡΙΖΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό λογοτεχνικής άνθοφορίας. Τεύχος 2. Δρχ. 100. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τρίμηνη έπιθεώρηση εκ παιδευτικών θεμάτων. Τεύχος 9. Δρχ. 130. ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ. Περιοδικό προσχολικής άγωγής. Τεύχος 7-8. Δρχ. 100.
Μην ξ€χνάτ€ τά μεγάλα αφιερώματα τοϋ 1982: φράντς Κάφκα Μαρσέλ Προύστ Ούίλλιαμ
(No 52)
Φ ώ κνερ (No 54)
’Α γγλική λογοτεχνία
(No 56)
Σοβιετική λογοτεχνία
(No 57)
Καί τά παλαιότβρα: Βιβλίο γ/ά παιδιά (No 24) Γυναικεία λογοτεχνία (No 36) Τό σχολικό βιβλίο (No 47)
ψ
30 Νοεμβρίου 1982
κριτικογραφια
Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφια περιλαμβάνονται δλες ο ί έπώνυμες βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύονται στόν ήμερήσιο άθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, έπίσης, καί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό καί έπαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φροντίζουν νά μάς στέλνουν ο ί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τού κριτικού καί ό τίτλος τού έντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κα ί ή ήμέρα δημοσίευσης τής κριτικής, &ν πρόκειται γιά έφημερίδα, ή ό άριθμός έκδοσης, άν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.
Ύ π ό μ ν η μα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. 'Αργυρίου ΑΛ: Α. Λαμπρία ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΒΚ: Β. Καλαμαράς ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΚ: Ε. Κοροντζή ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΚ: Κ. Καλημέρης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΓ: Γ. Μαρκοπουλιώτου ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΣ: Μ. Στασινοπούλου
ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΚ: Άκρόπολις ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΗ: Βήμα ΒΡ: Ή Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: ’Εμείς καί τό Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα
Γενικά έργα Κατάλογος βιβλίων γιά τήν κλασική άρχαιότητα (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 22/11) Μακρυνικόλα Α.: Έργογραφία Γ. Ρίτσου (ΜΣ, ΔΙ, 56) Φιλιππόπουλος Α.: Ό δημοσιογράφος (ΚΤ, ΕΘ, 14/11) Χριστιανόπουλος Ν.: 'Ελληνικές έκδόσεις στή Θεσσαλονίκη έπί Τουρκο κρατίας (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 15/11) Χριστιανόπουλος Ν.: Λογοτεχνικά βιβλία καί περιοδικά πού τυπώθηκαν στή Θεσσαλονίκη 1850-1950 (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 15/11) Φιλοσοφία Βαλέτας Γ.: Βενιαμινικά (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 25/11) Βελισσαρόπουλος Δ.: Ιστορία τής κινέζικης φιλοσοφίας (Σ. Γεμενάκη, ΔΙ, 56)
ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.) ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη ΗΧ: ’Ηχος καί Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Κοσμοπόλιταν ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: ’Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΕ: Τριφυλλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
Δεσποτόποολος Κ.: Φιλοσοφία τής Ιστορίας κατά Πλάτωνα (Κ. Ντελόπου λος, ΚΑ, 28/11) •Ιστορία τής φιλοσοφίας. 20ός αιώνας (ΚΣ, ΝΕ, 27/11) Λούκατς Γ.: ’Από τή φαινομενολογία στόν ύπαρξισμό (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Μπατάιγ Ζ.: Ό έρωτισμός (Μ. Μαχαιροποόλου, ΔΙ, 56) Ψυχολογία Καρντινάλ Μ. - Λεκλέρ Α.: ’Εκ βαθέων (ΚΛ, ΔΙ, 56) Μπρετόν Α.: Τά συγκοινωνοϋντα δοχεία (ΒΚ, ΔΙ, 57) Ντελέζ Ζ. - Γκουαταρί Φ.: Καπιταλισμός καί σχιζοφρένεια (Κ. Ναυρίδης, ΔΙ, 57) Θρησκεία Άγουρίδης Σ.: ’Αποστόλου Παύλου πρώτη πρός Κορινθίους έπιστολή (Σ.Α.. ΚΑ. 11/11)
’ Αρμάος Α.: ’Εγώ ό Φραγκίσκος (Σ.Α., ΚΑ 11/11)
9
Μπεκατώρος Γ.: Τάξις των Ιερών άκολουθιών τού 1983 (Σ.Α., ΚΑ, 11/11) Κοινοί νιολογία Ζίγκλερ Ζ.: 01 ζωντανοί κι ό θάνατος (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Ματζουνέας Ε.: Τεχνητή γονιμοποίηση καί όρθόδοξος χριστιανική Ελ λάς (Σ.Α., ΚΑ, 11/11) Πολενάκη Μ.: Επαναστατικές λύσεις (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 23/11) Οικονομία Βερέμης Θ.: ΟΙκονομία καί δικτατορία (ΚΣ, ΝΕ, 27/11) Μαντέλ Ε.: Μαρξιστική πραγματεία τής οίκονομίας (ΓΜ, ΔΙ, 57) Παπαγιαννάκης Λ.: Οί έλληνικοί σιδηρόδρομοι 1882-1910 (ΚΣ, ΝΕ, 27/11) Πολιτική Άθκαράτε Μ. - Κλαουντίν Φ.: Ενωμένη Εύρώπη: ’Από τόν ’Ατλαντικό ώς τά Ούράλια (ΓΜ, ΔΙ, 57) Δήμου Τ.: Ένα γαρύφαλλο πού δέν τ’ άφήνουν ν’ άνθίσει (ΓΜ, ΔΙ, 56) Κοντογιώργης Γ.: Κοινωνική δυναμική καί πολιτική αύτοδιοίκηση (Α.ΠΑΠ., ΟΤ, 47) Μαντέλ Ε.: Διδάγματα άπό τό Μάη τού 1968 (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 25/11) Δίκαιο Μιχαηλίδης-Νουάρος Γ.: Ζωντανό δίκαιο καί φυσικό δίκαιο (Α. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 45) Διοίκηση έπιχειρήσεων Παπούλιας Γ.: Χρηματοοικονομική διοίκηση καί πολιτική (Γ. Ούζούνης, ΟΤ, 47) Λαογραφία Λουκάτος Δ.: Τά φθινοπωρινά (ΣΤ, ΕΛ, 25/11), (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11), (ΚΤ, ΕΘ, 3/11) Τόσκα-Καμπα Σ.: Λαογραφικά Άργιθέας θεσσαλικών Άγράφων (Θ.Α.Ν., Τρικαλινά, τόμ. 2) Έκπαίδευση-Παιδαγωγική Illich I.: Κοινωνία χωρίς σχολεία (Α. Άνδρέοο, Εκπαιδευτικός 'Αγώνας, Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση (Α. Τεπέρογλου, ΔΙ, 57)
4)
Παιδικά Ζωιτοπούλου Α.: 'Εξωτικά παραμύθια (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11) Καλογεροπούλου Ε.: Όδυσσεβάχ (ΓΜ, ΔΙ, 57) Κισίντα Ε.: Ή λίμνη τών κύκνων (ΤΜ, ΕΠ, 745) Κοντολέων Μ.: Ό 'Εέ άπό τ' άστρα (ΓΜ, ΔΙ, 56) Λογοτεχνικό θεμέλιο (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 25/11) Μάρρα Ε.: Ό άσπρος δράκος καί ή παρέα του (ΕΚ, ΔΙ, 56) ' Ο μαγικός λύχνος τού Άλαντίν (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Σαραντίτη-Παναγιώτου Ε.: Ιόλη ή τή νύχτα πού ξεχείλισε τό ποτάμι (ΓΜ, ΔΙ, 56) Τσουτσούι Κ.: Τζόυ ό Κλόουν (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11) Φελίξ Μ.: Ένα ποντίκι κλεισμένο μέσα σ’ ένα βιβλίο (ZB, ΡΙ, 5/11) Φλώρου Λ.: Φαντάζομαι-Ζωγραφίζω (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον. 23/11) Χέλμε X.: Οί φιλαράκοι (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Τεχνολογία Μαγνήσαλης Κ.: Δημιουργική (Α. Παπανδρόπουλος, ΟΤ, 25/11)
Τριχόπουλος Δ.: ’Επιδημιολογία (Γ. Μερίκας, ΚΑ, 18/11) Τέχνες Άθανασόποολος Δ.: Δ. Γαλάνης (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 45) Βεράρεν Ε.: Ρέμπραντ (ΤΜ, ΕΠ, 18/11), (ΕΚ, ΔΙ, 57) Βρεττάκος Κ. - Ντέ Νόρα Ε.: Ή λατρεία τών περιστερών (ΤΜ, ΕΠ, 744) Βρεττάκος Κ. - Ντέ Νόρα Ε.: Κρητικό τοπίο (ΤΜ, ΕΠ, 744) Βρεττάκος Κ. - Ντέ Νόρα Ε.: Πόρτες (Α.Κ., ΚΑ, 25/11) 'Ελευθερίου Μ.: Φωτογραφίες καί φωτογράφοι (ΓΜ, ΔΙ, 56) Ίακωβίδης X.: Νεοελληνική άρχιτεκτονική καί άστική Ιδεολογία (Κ. Ντε λόπουλος, ΚΑ, 11/11) Καροΰζος X.: Περικαλλές άγαλμα έξεποίησ' ούκ άδαής (ΜΣ, ΔΙ, 56) Μιχαηλίδης Σ.: 'Εγκυκλοπαίδεια τής άρχαίας έλληνικής μουσικής (ΕΚ, ΔΙ, 57) Μπέκ Τ,: Ή ζωή τού θεάτρου (ΕΚ, ΔΙ, 57) Bonnefoy Υ.: 01 τάφοι τής Ραβέννας (ΕΚ, ΔΙ, 57) Μπουζιάνης Γ.: Άκουαρέλλες (ΚΤ, ΕΘ, 21/11), (ΤΜ, ΕΠ, 745)
10
Μπούρας Π.: Ή μή άναγκαιότητα τής τέχνης (ΚΚ, ΔΙ, 56) Μυστακίδου Α.: Τό θέατρο σκιών στήν 'Ελλάδα καί τήν Τουρκία (ΣΤ, ΕΛ, 25/11) Μωραΐτης Μ.: Γιά ένα διαλεκτικό άντιρεαλισμό στόν κινηματογράφο (ΤΜ, ΕΠ, 744) Ό Φελίνι γιά τά Φελίνι (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Risebero Β.: 'Ιστορία τής δυτικής άρχιτεκτονικής (ΣΤ, ΕΛ, 11/11) Σαββόπουλος Δ.: Τό φορτηγό (ΚΣ, ΝΕ, 20/11), (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/ 11) Σικελιώτης Γ.: 32 κεφάλια 1935-1980 (ΚΣ, ΝΕ, 20/11) Hebdige D.: Ύποκουλτούρα - τό νόημα τοΰ στύλ (ΚΚ, ΔΙ, 56) Χιούμορ ΚΥΡ.: 'Αλλαγή... μ' άκοΰς; (ΚΤ, ΕΘ, 24/11) ’ Αθλητισμός Ziecshang Κ.: Αύτός είναι ό στίβος (ΘΠ, ΟΤ, 25/11) Γλώσσα Έκο Ο.: Ή σημειολογία στήν καθημερινή ζωή (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Παπαθανασόποολος Θ.: Γλωσσάρι ρουμελιώτικης ντοπιολαλιάς (ΔΣ, ΒΡ, 23/11) Τομπαίδης Δ.: Διδασκαλία τής νεοελληνικής γλώσσας (ΜΣ, ΔΙ, 57) Φωκάς Ν.: 'Επιχειρήματα γιά τή γλώσσα καί τή λογοτεχνία (Α. Σιδέρη, ΔΙ, Κλασική φιλολογία Ήρώνδας.: 'Επτά μιμίαμβοι (Β. Παγκουρέλης, ΔΙ, 57) Κακριδής Φ.: Άριστοφάνους «Όρνιθες» (Γ. Κάτσης, ΔΙ, 56) Πεζογραφία Άιτμάτωφ Τ.: Μιά μέρα ένας αίώνας (Γ. Νικόλτσιου, ΡΙ, 12/11) ' Αραγκόν Λ.: Τό χωριό μου τό Παρίσι (ΚΑ, ΔΙ, 57) Άρβανιτάκης Α.: Γράμματα στό Μάριο (ΜΠ, ΝΕ, 27/11), (ΤΜ, ΕΠ, 25/11) Άρτώ Α.: Ταξίδι στή χώρα τών Ταραχουμάρα (ΕΑ, ΕΛ, 18/11) Βαλαωρίτης Ν.: 'Από τά κόκαλα βγαλμένη (ΕΚ, ΔΙ, 56) Βέρος Κ.: Πυρκαγιά (Μ. Νεοφώτιστου, Έλληνοσοβιετικά Χρονικά, 76) Γιατρομανωλάκης Γ.: 'Ιστορία (Δ. Μαρωνίτης, ΠΟ, 55) Γουέλς Τ.: Ή μηχανή πού ταξιδεύει μέσα στό χρόνο (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Γούλφ Β.: Μέχρι τό φάρο (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 23/11) Γούλφ Β.: Τρεις γκινέες (ΤΜ, ΕΠ, 744) Δούκας Σ.: Οί δώδεκα μήνες (ΚΤ, ΕΘ, 14/11) Δρακονταειδής Φ.: Στά ίχνη τής παράστασης (Μ. Μερακλής, ΔΙ, 57) Έρεμπουργκ Η.: Τό ένατο κύμα (ΚΤ, ΕΘ, 21/11) Θέρμπερ Τ.: Μύθοι γιά τήν έποχή μας (Θ. Ζερβού, ΔΙ, 57) ' Ικάζα X.: Ούαζιπούνγκο (TP, CO, τεΰχ. Νοεμ.) Καλβίνο I.: ΟΙ δύσκολοι έρωτες (ΚΤ, ΕΘ, 17/11) Κανέττι Ε.: ΟΙ φωνές τοΰ Μαρακές (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Κασόλας Μ.: Ό πρίγκιπας (Γ. Βελόυδάκης, ΔΙ, 56) Κέην Τ.: Ό ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυό φορές (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, Κερένης Α.: Οί κανόνες τοΰ παιγνιδιού (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Κέτσης Μ.: Κρανίου τόπος (Α Δημάσος, ΡΙ, 19/11) Κόκκινος Δ.: 'Αφοπλισμός (ΘΠ, ΕΣ, 22/11) Κονβίσκι Τ.: Μικρή άποκάλυψη (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11) Κόνραντ Τ.: Ή Φρέγυα άπό τά έφτά νησιά (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Κόνραντ Τ.: Τυφώνας (ΚΑ, ΔΙ, 57) Κονστάν Μ.: Άδόλφος (Φ. Χατζιδάκη, ΔΙ, 57) Κοσσέρη Ρ.: Ένθύμιος ΰπνος (ΚΚ, ΔΙ, 56) Κούντερα Μ.: Τό βιβλίο τοδ γέλιου καί τής λήθης (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Κρανάκη Μ.: Contre-teraps (ΜΣ, ΔΙ, 56) Μελεάγρου Η.: Ή προτελευταία έποχή (ΒΚ, ΔΙ, 56) Μητροπούλου Κ.: Όσκαρ ή τό χαμόγελο τής τοιχογραφίας (ΣΤ, ΕΛ, Μπέλοου Σ·: Άρπαξε τή μέρα (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Μπορόβσκι Τ.: Άπό δώ γιά τ' άέρια κυρίες καί κύριοι (ΚΚ, ΔΙ, 56) Μπρύκνερ Π.: Τά μαύρα φεγγάρια τού έρωτα (ΚΤ, ΕΘ, 28/11) Νεγρεπόντης Γ.: Τό διπλανό δωμάτιο (Π. Αθηναίος, 'Ημερήσια, 19/11), (TP, CO, τεΰχ. Νοέμ.) Νόλλας Δ.: Τρυφερό δέρμα (ΕΑ, ΕΛ, 7/11) Ντέμπλιν Α.: Μπερλίν 'Αλεξάντερπλατς (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11), (ΤΜ, ΕΠ, 745) Ούάιλντ Ο.: Τό πορτραίτο τοΰ κ. W.H. (ΕΑ, ΕΛ, 18/11) Παπακυριάκης Γ.: Καβάλα στή χελώνα (ΑΔ, ΑΥ, 28/11),(ΚΤ, ΕΘ, 13/11) Παππά Λ.: Βιορυθμοί (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 23/11) Πάρνης Α.: Μιά Πράγα στόν καθένα (Π. Αθηναίος, Ήμερησία, 19/11) Πατσώνης Γ.: Κυλιόμενες σκάλες (Γ. Ίωάννου, ΔΙ, 57) Πρεβελάκης Π.: Ή άντίστροφη μέτρηση (Π. Αθηναίος, Ήμερησία, 19/11) Ρύς Τ.: Άφότου έφυγε άπό τόν κύριο Μακένζυ (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Σαλτίκωφ-Στσεντρίν Μ.: Οικογένεια Γκολοβλιόφ (Φ. Χατζιδάκη, ΔΙ, 56) Σαλτίκωφ-Στσεντρίν Μ.: Πώς ένας μουζίκος έθρεφε δυό μανδαρίνους καί άλλες Ιστορίες (Φ. Χατζιδάκη, ΔΙ, 56)
Σουκρί Μ.: Τό γυμνό ψωμί (TP, CO, τεύχ. Νοέμ.) Σφακιανάκης Α.: 'Οταν βρέχει καί φοράς παπούτσια κόλετζ (ΜΣ, ΔΙ, 56) Τζαίημς X.: Ό κληρονόμος τής πλατείας Ούάσινγκτον (ΚΛ, ΔΙ, 57) Τζόυς Τ.: Δουβλινέζοι (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 57) Τουρνιέ Μ.: Παρασκευάς ή στις μονές τού Ειρηνικού (ΤΘ, ΜΕ, 16/11) Τσάντλερ Ρ.: Ή κορία τής λίμνης (ΤΘ, ΜΕ, 23/11) Φακίνου Ε.: Άστραδενή (ΓΜ, ΔΙ, 57) Φώκνερ Ο.: Φως Αύγουστου (TP, CO, τεύχ. Νοέμ.) Χαίλντερλιν Φ.: Ύπερίων ή ό έρημίτης στην Ελλάδα (Α. Δικταίος, ΔΙ, 57) Χαριτόπουλος Δ.: Δανεικιά γραβάτα (ΕΖ, ΡΙ, 12/11) Χρυσοχόου I.: Μαρτυρική πορεία (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 25/11) Ψυχογιός Δ.: Μεροληπτική κατάθεση (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 24/11) Ποίηση 'Αβραάμ Κ.: Βαθειά ψυχή (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) ’ Αγγελάκη-Ρούκ Κ.: ’Ενάντιος έρωτας (Α. Μπελεζίνης, ΔΙ, 57) Αίγιαλός Τ.: Ή γελαστή συντρόφισσα (Κ. Άνδρονίκας, ΡΙ, 5/11) ' Αλεξίου Γ.: Αντιστέκομαι (Μ. Νεοφωτίστου. Έλληνοσοβιετικά Χρονικά, 76) Βαλαωρίτης Α.: Ποιήματα καί πεζά. Β' (Γ.'Άλισανδάτος, ΔΙ, 57) Βαρβέρης Θ.: Υπόθεση άνελκυστήρων (Θ.Α.Ν., Τρικαλινά, τόμ. 2) Βαρβιτσιώτης Τ.: Σύνοψη (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 56) Βρεττάκος Ν.: ΕΙς μνήμην 1940-1944 (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Βρεττάκος Ν.: Λειτουργία κάτω άπό τήν Ακρόπολη (Κ. Κουλουφάκος, ΔΙ, 57) Γαλανάκη Ρ.: Πού ζεΓ ό λύκος; (Γ. Βέης, ΔΙ, 57) Γεράνης Σ.: Μεσοτοιχίες τρελών (ΤΜ, ΕΠ, 746), (ΒΚ, ΔΙ, 56) Γκρής Η.: Στά γιοφύρια τού κόσμου (Φ. Ζαμπαθά-Παγουλάτου, ΡΙ, 5/11) Γουλιάμος Κ.: Νευρασθενικά τοπία (Σ. Τσακνιάς, ΔΙ, 56) Δάλλας Γ.: Τό τίμημα (Δ. Πλάκας, ΔΙ, 56) Δεληγιάννη-Άναστασιάδη Γ.: Διά πυρός καί σιδήρου (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 3/11) Δήμου Ν.: Ποιήματα 1950-1980 (ΚΤ, ΕΘ, 3/11) ’ Ελύτης Ο.: Τρία ποιήματα μέ σημαία εύκαιρίας (Θ. Λεχωβίτης, ΠΟ, 55), (ΒΚ, ΔΙ, 57) Ζαμπαθά-Παγουλάτου Φ.: Ή πολιτεία πεθαίνει άπόψε (ΔΣ, ΒΡ, 30/11) Ήλιάδης Μ.: Υστερόγραφο (Κ. Άνδρονίκας, ΡΙ, 19/11) Καραντώνης Α.: Ήχώ (ΚΤ, ΕΘ, 17/11) Καρβέλας Λ.; Εσπερίδες (ΑΦ, ΑΚ, 20/11) Κατσίμπας Γ.; Δωρικός λόγος (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Κοκόροβιτς Κ.: Ούράνιο τόξο στήν δμίχλη (Γ. Νικολόπουλος, ΡΙ, 12/11) Μαγιακόφσκι Β.: Ποίηση (ΤΜ, ΕΠ, 744) Μαραγκού Ν.: Τά άπό κήπων (TP, CO, τεύχ. Νοέμ.) Μαυρογιώργης Φ.: Μνημόσυνα (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Μενουδάκης Γ.: Σταγόνες καί ρινίσματα (ΑΦ, ΑΚ, 20/11) Μισδραχή Ε.: Ανέμων κύματα (ΤΜ. ΕΠ, 744) Μάντης Κ.: Μετά φόβου άνθρώπου (ΒΚ. ΔΙ. 57) Μουντές Μ.: Τά άντίποινα (Γ. Μαρκόπουλος, ΔΙ, 57) Μπόρχες X. Λ.: Τό έγκώμιο τής σκιάς (Δ. Πέππας, ΠΟ, 55), (ΒΚ, ΔΙ, 56) Μπράντ I.: Ποιήματα (ΕΑ, ΕΛ, 4/11) Ντύλαν Τ.: Ποιήματα (ΒΚ, ΔΙ, 57) Πατίλης Γ.: Μή καπνιστής σέ χώρα καπνιζόντων (ΒΚ, ΔΙ, 56) Πεσσόα Φ.: Ποιήματα τού Άλμπέρτο Καέιρο (ΒΚ, ΔΙ, 57) Πρεβέρ Ζ.: Θέαμα καί ιστορίες (ΒΚ, ΔΙ, 57) Ρίτσος Γ.: Συντροφικά τραγούδια (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Σιδέρης Γ.: Δοξαστικό (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Σινόπουλος Τ.: Τό γκρίζο φώς (ΚΤ, ΕΘ, 21/11) Σταύρου Δ.: Νέγροι ποιητές (ΤΜ, ΕΠ, 25/11), (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/ 11) Τηλικίδης Σ.: Ρέκβιεμ γιά τά χερουβείμ (ΘΠ, ΕΣ, 30/9) Τηλικίδης Σ.: Σταλαχτίτες άπό δάκρυ (ΘΠ, ΕΣ, 30/9) Τρουβαδούροι (ΒΚ, ΔΙ, 57) Τσακνιά Α.: Τό μπαλκόνι (Τ. Κόρφης, ΔΙ, 57) Τσουράκης Α.: ’Ανατολικός καί δυτικός ήλιος (Φ. Ζαμπαθά-Παγουλάτου, ΡΙ, 19/11) ’ Υφαντής Γ.: Μυστικοί τής Ανατολής (ΘΠ, ΕΣ, 6/11) Φλώρου-Κώτσα Κ.: Άντιφεγγίσματα (ΘΠ, Παναιτωλική, 7/11) Φουργιώτης Θ.: Έπί πιστώσει (ΑΦ, ΑΚ, 20/11) Φυτσίλης Β.: Φωνές άπό τά σίδερα (Γ. Νικολόπουλος, ΕΒ, 41) Δοκίμια-Μελέτες-Συνεντεύξεις Αλεξίου Γ.: Ό τρίτος Καβάφης (ΚΤ, ΕΘ, 14/11) Άναγνωστόπουλος Β.: Τάσεις καί έξελίξεις στήν παιδική λογοτεχνία 1970-80 (ΣΤ, ΕΛ, 11/11), (ΚΡ, ΔΙ, 56) Βάις Π.; Σημειώσεις γιά τήν πολιτιστική ζωή τού Βιετνάμ (ΕΑ, ΕΛ, 18/11) Βελουδής Γ.: Προτάσεις (ΕΚ, ΔΙ, 56) Γουδέλης Γ.: ’Οδηγός λογοτεχνίας (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 24/11) Εύαγγέλου I.: ’Ανάγνωση καί γραφή (ΜΣ, ΔΙ, 56) Ζακόπουλος Ν.: ’Εμείς χτές, σήμερα, αύριο (ΔΣ, ΒΡ, 30/11), (ΣΤ, ΕΛ, 11/ 11) Κακίσης Σ.: Άππία όδός (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11), (ΓΜ, ΑΥ, 28/11) Κήλη Ε.: Συζήτηση μέ τό Γιώργο Σεφέρη (ΚΤ, ΕΘ, 10/11), (ΕΑ, ΕΛ,
Λαμπρίδης Μ.: Ή ταξική συνείδηση στό έργο τού Κί. Βάρναλη (ΜΣ, ΔΙ, 57) Νάσιουτζικ Α.: Τό σήμερα καί τό αύριο (ΔΣ, ΒΡ, 23/11) Ξύδας Μ.: Ή ρωμιοσύνη κι ό Φώτης Κόντογλου (Γ.Κ., ΚΑ, 11/11), (ΣΤ, ΕΛ, 25/11) Ρεμπώ Α.; Κείμενα καί κριτική (ΕΚ, ΔΙ, 57) Τσάντλερ Ρ.: Ή άπλή τέχνη τού φόνου (ΤΘ, ΜΕ, 23/11) Τσούρας Κ.: Τά λυχνάρια τού Μυκερίνου (ΣΤ, ΕΛ, 11/11) Faulkner Ρ.; Μοντερνισμός (ΚΡ, ΔΙ, 56) Θέατρο Γεωργουσόπουλος Κ.: Κλειδιά καί κώδικες τού θεάτρου. 1 (Γ. Βαρβέρης, ΔΙ, 56) Καμπανέλλης I.; Θέατρο. Τόμ. Γ' (ΕΚ, ΔΙ, 56) Μουρσελάς Κ.: ’Ενυδρείο (ΒΚ, ΔΙ, 56) Μπόαλ Α.: Τό θέατρο τού καταπιεσμένου (ΕΚ, ΔΙ, 56) Μπρέχτ Μ.: Ό άφέντης Πουντίλα καί ό ύπηρέτης του ό Ματί (ΤΜ, ΕΠ, 746) Μπρέχτ Μ.: Στή ζούγκλα τών πόλεων. ΟΙ μέρες τής Κομμούνας (ΤΜ, ΕΠ, 18/11) "Ορτον Τ.; Τά γούστα τού κυρίου Σλόαν (Β. Παγκουρέλης, ΔΙ, 57) Ιστορία Βιογραφίες-Μαρτυρίες-’Απομνημονεύματα Γκλότζ Γ.: Ή έργασία στήν άρχαία ’Ελλάδα (ΚΛ, ΔΙ, 57) Δήμου Α.: ’Αναμνήσεις Νεραϊδοχωρίου ή Βετερνίκ (Θ.Α.Ν., Τρικαλινά, τόμ. 2) ’ Ελλάδα. Ιστορία καί πολιτισμός. Τόμ. Α’ (Ν.Σ., ΟΤ, 25/11) ’ Ελλάδα. Ιστορία καί πολιτισμός. Τόμ. Η’ (ΤΜ, ΕΠ, 745) ' Ελληνική νομαρχία (ΜΣ, ΔΙ, 57), (ΣΤ, ΕΛ, 11/11) ’ Ιωαννίδης Σ.: Ξάνθη 1870-1940 (ΚΣ, ΝΕ, 20/11) Καρά Μ.: Έπονίτισσα (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 24/11) Κάρρ Ε.: ’Ιστορία τής Σοβιετικής Ένωσης (ΓΜ, ΔΙ, 57) Κεπέσης Ν.: Θά νικήσουμε (Μ. Νεοφωτίστου, Έλληνοσοβιετικά Χρονικά, 76) Κλαουντίν Φ.: Ή κρίση τού παγκόσμιου κομουνιστικού κινήματος (Α. Ρήγος, ΔΙ, 56) Κονοφάγος Κ.: Ή έξέγερση τού Πολυτεχνείου (ΚΤ, ΕΘ, 17/11),(ΚΣ, ΝΕ, 13/11) Κουτσιλιέρης Α.: Μαυρομιχαλαίοι καί Καποδίστριας (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 3/11), (Π. ’Αθηναίος, ’Ελεύθερη Ώρα, 7/11) Κρεμμυδάς Β. - Μαρκιανός Σ.: Ό άρχαίος κόσμος (Γ. Βανδώρος, Επιστη μονική Σκέψη, 9) Λάζος X.: Ιστορία τής πανεπιστημιακής ή φοιτητικής φάλαγγας (Α. Άνδρέου, Σχολείο καί Σπίτι, 78) Λάππας Τ.: Ματοβαμμένες δάφνες τής Ρούμελης (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, Μασσίπ Ρ.: Καραμανλής, ό Έλληνας πού ξεχώρισε (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 44) Μιλλιέξ Ρ.: Ημερολόγιο καί μαρτυρίες τού πολέμου καί τής κατοχής (ΚΛ, ΔΙ, 56) Μπωβουάρ Σ.: Ή τελετή τού Αποχαιρετισμού (ΚΛ, ΔΙ. 571 Νενεδάκης Α.: Ό έφεδροπατέρας (Π. Μιχελιδάκης, ΑΥ, 18/11) •MKU Φ.; Καλάβρυτα 1943 (ΓΜ, ΔΙ, 56) Dakin D.: Ή ένοποίηση τής Ελλάδας 1770-1923 (ΚΛ, ΔΙ, 57) Ξηραδάκη Κ.: Ή Αθήνα πριν 100 χρόνια (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11) Παπαδούκα Ο.: Γυναικείες φυλακές Άβέρωφ (ΚΛ, ΔΙ, 56) Παπανούτσος Ε.: Απομνημονεύματα (Κ. Ντελόπουλος, ΚΑ, 11/11) Πλατάρης Γ.: Κώδικας χώρας Μετσόβου τών έτών 1708-1907 (Θ.Α.Ν., Τρικαλινά, τόμ. 2) Runciman S.: Ή βυζαντινή θεοκρατία (ΚΛ, ΔΙ, 57) Ρωμανίδης Σ.: Ρωμηοσύνη (Π. ’Αθηναίος, Ήμερησία, 4/11) Σαράφη Μ. (έπιμ.): Άπό τήν Αντίσταση στόν έμφύλιο πόλεμο (Τ. Βουρνάς, ΔΙ, 56) Σιαφλέκης Γ ν Ελλάδα τού 1821 (ΤΜ, ΕΠ, 747) Τενεκίδης Γ. - Κρανιδιώτης Γ. (έπιμ.); Κύπρος (X. Ροζάκης, ΔΙ, 56) Τοντόρωφ Ν.: Ή βαλκανική διάσταση τής έπανάστασης τού 1821 (Δ. Λουλάς, ΔΙ, 56) Τυπάλδος-Ίακωβάτος Γ.: Ιστορία τής Ίόνιας Ακαδημίας (ΤΘ, ΜΕ, 30/11) Φράνκ Π.: Μάης 1968: Πρώτη φάση τής γαλλικής έπανάστασης (Κ. Ντε λόπουλος, ΚΑ, 25/11) X. Α.: Ή Άλικη στή χώρα τού L.S.D. (ΕΑ, ΕΛ, 18/11) Χουρμουζιάδης Γ. κ.ά.: Μαγνησία, τό χρονικό ένός πολιτισμού (ΚΤ, ΕΘ, 10/11), (ΚΣ, ΝΕ, 20/11)
’Αρχαιολογία Boardman "Ελληνική πλαστική (ΕΚ, ΔΙ, 57)
11
TO ΔΕΝΤΡΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ: Όνειρο χι έφιάλτης (Θεατρικό·απόσπα σμα) ' ΟΑΛΕΞ. ΚΟΤΖΙΑΣσυζητάει μέ τόνΤάσο Γουδέληγιάτήλογο τεχνίακαί τόΙργοτου. ΜΑΡΩΔΟΤΚΑ: Ούδέποτεφοβήθηκατόν Άλλαν Πόε (Διήγημα). ΚΛΕΙΤΟΣ ΚΤΡΟΤ: Κυνηγοί (Ποίημα). ΝΙΚ. ΖΟΤ- , ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: 'Υπερρεαλιστική ήθιχή στήν «Υψικάμινο». (Μελέτη· άπόσπασμα). ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ: Πρόλογος (Ποίημα). ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ: Χριστουγεννιάτικο διήγημα. ΓΙΩΡΓΟΣΒΕΗΣ: Πέντεποιήματα. ΓΙΑΝΝΗΣΜΑΡΑΒΑΣ: Τρία ποιήματα. ΣΠΤΡΟΣ ΗΛΙΟΠΟΤΛΟΣ: Τρία ποιήματα. SERGIO GUNTERKUNERT: Γιατί γράφουμε (Δοκίμιο· άπόδοση: Φλώρα Βασιλειάδου). JORGELUISBORGES: ’Ελεγεία(Ποίημα· άπόδοση: Γιώργος Μπρουνιάς). LUIGI MALERBA: Μά έκείνη ή μαϊμού δέν μ’ άφήνει νά ζήσω (Διήγημα- άπόδοση: Νέλα Γιαννακοδήμου). ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: ΚΩΝ/ΤΙΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ: Περί Μαλαχίας, περί Συνουσίας.(Κείμενατου 1790). ΚΑΚΟΠΑΙΔΕΙΑ: Ό ένας άναγνώστης. (Γράφει όΚωστηςΠα-
31 ^ ΑΘΗΝΑ
\
Τα βιβλία της «Γνώσης»
4
ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ ΑΝΤΙ-ΡΕΑΛΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΕΡΑΦΟ
#
-
ΠΟΙΗΣΗΣ
α φ ΐ€ρ ω μα /5 3
ΙΙάνυ): Άδόλφο Μπιόν Κασάρες ίεζιά: ~Εκτορ Μπιανσιόττι
Οί άποκρυφιστές πάνε στήν έκκλησία. ΟΙ καθολικοί γίνονται αίρεσιάρχες. Οί έτηστήμες έξελίσσονται τό σο γρήγορα πού ζαλίζουν καί τά πιό γερά μυαλά. Ή ψυχανάλυση πού άκολουθεΐ τόν Γάλλο Σαρκό, χαλά τούς κανόνες τοΰ παιχνιδιού. ’Αλλά στή Γαλλία, μέσα άπ’ δλα αύτά, θέλουν νά καταλήξουν σέ νέες πεποιθήσεις, σέ νέες συνθέσεις καί θεωρίες, μέ λίγα λόγια σέ κάτι τό όρθολογικό. Οί ’Αργεντινοί, άντίθετα άπό τούς Γάλλους, είδαν δλη αύτή τήν άναστάτωση πιό πολύ σάν ένα παιχνίδι. Βασικά, ή λογική είχε πάψει νά πείθει. Κι έτσι ρίχτη καν μέ τά μούτρα στήν έξερεύνηση τοΰ παράλογου καί των θαυμαστών κι έκπληκτικών προοπτικών πού τούς άνοιγε. Ό Μπόρχες κινείται σ’ αύτά τά πλαίσια. ’Εκεί πρέπει νά τοποθετήσομε τό ώραΐο καί άξέχαστο βιβλίο τού Μπιόυ Κασάρες «Ή εφεύρεση τοΰ Μορέλ». Στόν πρόλογο αύτού τοΰ βιβλίου, ό Μπόρχες δείχνει καλά δτι κάθε άφήγηση θυμίζει στοίχημα, άναφέροντας τόν Στήβενσον (άλλά θά μπορούσε νά μιλήσει καί γιά τόν Τσέστερτον): δια λέγεις μιά κατάσταση, τήν πιό άπίθανη κι άβέβαιη, τήν πιό αινιγματική καί πιό άλλόκοτη- ύστερα τής δίνεις, μέ δσο γίνεται πιό λεπτό κι άποτελεσματικό τρόπο, μιά λύση λογική, άληθοφανή καί έντυπωσιακή. Έ τσ ι έξηγεΐται γιατί αύτοί οί άργεντινοί λογοτέ χνες δέν ξέκοψαν ποτέ άπό τό άστυνομικό είδος... Αύτό πού είναι αίσθητό στή φανταστική λογοτε χνία της ’Αργεντινής είναι τό συναίσθημα μιας άβέβαιης πραγματικότητας. Μάς θυμίζει τόν κινέζο φι λόσοφο πού όνειρεύτηκε πώς ήταν πεταλούδα, άλλά ίσως νά ήταν ή πεταλούδα πού όνειρςμτηκε πώς ή ταν κινέζος φιλόσοφος. Ό Μπόρχες αύτό λέει μέ θαυμάσιο τρόπο σ’ ένα κείμενό του γιά τόν Έντγκαρ Πόε: «Ό Σαίξπηρ έ γραψε πώς οί άσχολίες τής κακοδαιμονίας είναι γλυκιές· χωρίς τή νεύρωση, τό ποτό, τή φτώχεια, τή μο ναξιά, τό έργο τοΰ Πόε δέν θά ύπήρχε. Έ πλασε έναν κόσμο φανταστικό γιά νά ξεφύγει άπό τόν πραγματι κό· ό κόσμος πού όνειρεύτηκε έμεινε, ό άλλος είναι
σχεδόν ένα δνειρο...». Τό 1941, ό Μπόρχες δημο σιεύει τόν «Κήπο μέ τά διχαλωτά μονοπάτια», πού άφοΰ συμπληρώθηκε τρία χρόνια άργότερα μέ τά διηγήματα «Τεχνάσματα» θά δώσει τό άριστούργημα «Φανταστικά διηγήματα». Ό π ω ς λέει ό Ίμπάρρα, πού τόν μετάφρασε καί τόν προλόγισε, ό Μπόρχες, μ’ αύτή τή συλλογή, δημιούργησε ένα νέο είδος, τό «μεταφυσικό-άφήγημα». Τήν ύπόθεση σέ κάθε άφήγήμα πρέπει νά τή βλέπομε άπό τά πλάγια. Νά τήν καλύπτομε μέ μιά βεβαιότητα πού δέν είναι παρά άμφιβολία καί νά δείχνομε δ,τι είναι πλάγιο κι δ,τι κλείνει πρός τά πλάγια μέσα σ’ έκεΐνα τά σημεία πού δείχνουν βεβαιότητα καί είναι άναμφισβήτητα. Ή έννοια τοΰ παιχνιδιού (στό διήγημα «Ή κλήρωση στή Βαβυλώνα!») είναι έδώ πολύ φανερή: ή μόρφω ση, ή βιβλιοθήκη, οί γλώσσες, οί φιλόσοφοι, δλα έ χουν δυό πρόσωπα, δλα χώνονται μέσα σ’ ένα λαβύ ρινθο πού ύποχρεώνει τό βλέμμα νά στραφεί άπό τά έξω πρός τά μέσα. Είμαστε γραπτά: ύπάρχει έδώ, νο μίζω, μιά φανερή σχέση μέ τόν Λεόν Μπλουά κι δχι τόσο μέ τόν Σοπενάουερ. Πρέπει νά δείχνομε τό τρε μούλιασμα τοΰ πιθανοΰ καί νά ξετρυπώνομε τόν «τί γρη» (ζώο-σύμβολο γιά τόν Μπόρχες), τόν τίγρη πού είναι στό μυαλό μας: τήν τρομακτική δύναμη τής σκέψης. Ό Μπόρχες μίλησε άρκετά γιά τά σχέδιά του, άλ λά δέν πέτυχε, δπως μιλούσε, παρά νά συσσωρεύει πάνω σέ μυστικά, άλλα μυστικά. Έ χει μιά μάσκα τυ φλού ή χειρότερη άπ’ δλες. Έγραψαν πολλά γι’ αύτόν. Κι είναι άλήθεια πώς είναι ένας άπό τούς πέντε ή δέκα πιό ξεχωριστούς καί διάσημους λογοτέχνες τοΰ καιρού μας. Έδόνησε τό φανταστικό: τό έργο του είναι ένας άποχαιρετισμός γιά πάντα στό έργο τοΰ Πόε. Τόν καιρό πού μυούσαν τά παιδιά μας, τούς άρεσαν ή δέν τούς άρεσαν, στά σύγχρονα μα θηματικά, έκεΐνος μάς μυοΰσε σέ κάτι όλότελα και νούριο: τή μαθηματική τέχνη τοΰ άπίθανου. Μιά τέ χνη πού είναι αύστηρή καί πολύ λεπτή: μόνο αύτή είναι ίκανή νά στήνει παγίδες δπου μοιραία θά πια στεί ό τίγρης. Δέν είναι περιττό νά θυμίσομε πώς ό
5 4 ! αφ ιέρω μα Μπόρχες προλόγισε τίς «Φανταστικές ζωές» τού Μαρσέλ Σβόμπ... Ό Μπόρχες είναι ένας λογοτέχνης πού καταδικά ζει τή λογοτεχνία γιατί τήν όδήγησε στά άκρότατα' δριά της. Πρέπει νά διαβάσομε —ή νά ξαναδιαβάσο με— τόν «Πιέρ Μενάρ συγγραφέα τοϋ Κιχώτη»: εί ναι άναμφισβήτητα τό άριστούργημα τής περιόδου της ύποψίας (Σ.τ.Μ.: Ή άντίληψη δτι τό ίδιο τό μυ θιστόρημα στήν έποχή μας Αρχίζει ν’άμφισβητεΐ τόν ϊδκ> του τόν έαυτό). Μίλησα γιά τόν Μαρσέλ Σβόμ π : τό κοινό σημείο μέ τόν Μπόρχες είναι ή έκσταση μπροστά στήν πολυμάθεια καί ή άγάπη τους γιά τήν άγυρτεία. Θά βρούμε στά βιβλία τού Μπιόυ Κασάρες, τόν πιστό του φίλο, κάτι τό παρόμοιο: τήν προ τίμηση γιά δ,τι είναι «ύποπτο», τό σημείο δπου πα ραπαίει ή κοινωνία, τό περιθωριακό πού μετατρέπει τή ζωή σέ θέαμα. ’Αλλά τό θέαμα δέν είναι, ούτε στόν ένα ούτε στόν άλλο, ένας μύθος. Δέν είναι κα θόλου ήθολόγοι· μοναδική τους φροντίδα: τό γράψι μο. Έ χοντας τή φιλαρέσκεια μάλιστα νά λένε πώς δέν τούς ένδιαφέρει καί τόσο! Ό Χούλιο Κορτάσαρ γεννήθηκε τό 1914. Στά βι βλία του, ή τέχνη τού φανταστικού πηγάζει περισ σότερο άπό τίς φαντασιώσεις τής εξορίας. Είναι άλήθεια πώς ή συλλογή του τού 1959 «Τά μυστικά δπλα» δίνει στή λογοτεχνία τής ’Αργεντινής καί, άπό όρισμένη άποψη, στή λογοτεχνία τού φανταστι κού μιά νέα πνοή. Ό Κορτάσαρ ρίχνει πάνω στά γε γονότα καί τά άντικείμενα μιά πολύ περίεργη ματιά: Ό τα ν άρχίζει έκεΐνο τό τρεμούλιασμα τού πιθανού (πού άνέφερα πιό πάνω), δταν άρχίζει ό ίλιγγος καί ή πραγματικότητα γίνεται άβέβαιη, τότε εμφανίζεται μιά άλήθεια, λιγότερο παράξενη (άν δούμε καλά) καί πιό βασική. Στό βιβλίο του «Τρόποι νά χάνεις», κα ταλαβαίνομε τί έμψυχώνει τόν Χούλιο Κορτάσαρ: ή έξέγερση έναντίον κάθε είδους δικτατορίας, είτε εί ναι πολιτική, είτε κοινωνική, είτε καθημερινή. Αύτός ό άντάρτης πού γράφει τόσο άπαλά είναι ένας μάστορας τού φανταστικού λόγου: αύτό πού μάς δείχνει καί μάς άποκαλύπτει είναι ή άβεβαιότητα τού πραγματικού, καί μάλιστα ή άδικία του. Στό βιβλίο του «Οί κερδισμένοι» ξεχωρίζομε τόν άληθινό λογοτέχνη: ό καιρός πέρασε κι δμως ούτε μιά ρυτίδα καί σ’ αύτό τό βιβλίο... Θά ήθελα ώστόσο νά κατατάξω σ’ αύτή τήν κατη γορία καί τόν Έ κτορ Μπιανσιόττι. Τό βιβλίο του «Ή πραγματεία των έποχών» έκφράζει θαυμάσια αύ τή τήν περίφημη «άπόκλιση» πού χαρακτηρίζει, νο μίζω, τό «φανταστικό» στή λογοτεχνία καί τή ζωγρα φική. Ή τέχνη τού Μπιανσιόττι ξέρει νά συσσω ρεύει τά μυστικά, κι αύτά τά μυστικά γίνονται σήμα τα, κι αύτά σήματα είκόνες, κι αύτές οί εικόνες όνειροπόληση. Ή φωτογραφία μιας γυναίκας σ’ ένα λαϊκό περιοδικό: Ποιος είπε καλύτερα άπ’ αύτόν τί μπορούσε ν’ Αντιπροσωπεύει, τή δυναμική πού έγκαινίαζε, τή μοίρα πού προμηνά; Καί στήν πεδιάδα πού μάς θυμίζει Τσέχωφ (ποιος ξεχνά τήν τελειότη τα τής «Στέπας» του;) άναπηδοΰν οί φαντασιώσεις. ’Αλλά οί σημερινές φαντασιώσεις δέν είναι τά φαν τάσματα τού χτές; Στό πιό τρομερό! g
α φ ιερ ω μα /5 5
Χόρχε Ένρίκε Άδούμ
Ή λογοτεχνία μπροστά στά τουφέκια Χόρχε Ένρίκε Άδούμ
'Εδώ κι έ κ ε ί στη Λατινική ’Α μερική, καίνε τά βιβλία, κλείνουν τις έφημερίδες, καταστρέφουν τά Αρχεία, καταδιώκουν τούς λογοτέχνες κ α ί τούς καλλιτέχνες. Στή συνέντευξη πού ακολου θεί, ένας ποιητής Από τόν ’Ι σημερινό, ό Χόρχε Ένρίκε Άδούμ, μας λέει γιατί έλπίζει πάντα. Τί ρόλο μπορεί νά παίξει ή λογοτεχνία μπρο στά «στά τουφέκια καί τά δολλάρια» σ’ αύτή τήν ήπειρο της σιωπής δπου μέ λύσσα θέλουν νά άφανίσουν κάθε σκέψη; ΑΝ καί είπα πολλές φορές πώς ή λογοτεχνία δέν μπορεί καί πολλά πράγματα μπροστά στά τουφέκια καί τά δολλάρια —έκτος άπό τό νά μήν έπιτρέψει νά τήν έξοντώσουν καί, κάτι σημαντικότερο, νά μήν έξαγοραστεΐ—ή έπίμονη μανία μέ τήν όποια τής φέ ρονται οί λατινοαμερικάνοι ιεροεξεταστές μέ έπεισε σιγά σιγά γιά τό άντίθετο. Ά ν ή λογοτεχνία είναι άνήμπορη, ή δόλια, δν δέν χρησιμεύει σέ τίποτα σ’ αύτή τή δύσκολη στιγμή τής όμαδικής μας μοίρας, γιατί ό λόγος, είτε προφορικός είτε γραπτός είτε σάν τραγούδι, φοβίζει τόσο πολύ; Γιατί δλοι αύτοί οί όμόκεντροι κύκλοι καταπίεσης —άπειλές, φυλακή, βασανιστήρια, έξορία— έναντίον των έκδοτων, των βιβλιοπωλείων καί, πιό είδικά, έναντίον των πρώτων ένόχων, πού είναι οί λογοτέ χνες; Τό άδίκημά τους φαίνεται τόσο σοβαρό ώστε, σέ πολλά μέρη, τό πληρώνουν μέ τήν ίδια τή ζωή των παιδιών τους. Στίς περισσότερες χώρες μας, τό μεγαλύτερο μέ ρος τής σημερινής λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας είναι μιά λογοτεχνία έξόριστων: αύτή πού κυκλοφο ρεί στό έξωτερικό δέν πέρνα τά έξαγριωμένα τελω νεία τής άντισκέψης· αύτή πού γράφεται μέσα σέ κά θε χώρα όφείλει νά άντιμετωπίσει τήν άδυσώπητη λογοκρισία τού καθεστώτος, όπότε θά κινδύνευε ό δημιουργός της. Ποιά θέση έχει ή ιστορία πού βρίσκεται άποφασιστικά στό σταυροδρόμι τής ποίησης καί τής πολιτικής; Θυμάμαι δτι έλεγε ό Κάρλος
Φουέντες: «άνακαλύπτοντας έναν τρόπο γρα φής λές δσα άποσιώπησε ή Ιστορία». ΑΝ ή Ιστορία άποσιώπησε τόσα καί τόσα, σήμερα θέλουν νά φιμώσουν τήν ιστορία. Ό δολοφόνος έξαφανίζει τά ένοχοποιητικά στοιχεία καί άπαλλάσσεται άπ’ δσους τόν είδαν νά σκοτώνει: καίνε τά βιβλία, κλείνουν έφημερίδες καί περιοδικά, καταστρέφουν άρχεΐα, διαλύουν θιάσους, κατατρέχουν λογοτέχνες καί καλλιτέχνες. Τούς κλειδαμπαρώνουν μέσα στήν έξορία τής φυλακής ή μέσα στή φυλακή τής έξορίας, σάν τίς κυρίες μέ τά γουναρικά πού κλειδώνουν τ' άνυπότακτα παιδιά τους δταν δέχονται κυρίες μέ κα πελίνες, γιά νά μήν πετάξουν —τά μούλικα— καμιά κουβέντα πού έμαθαν στό δρόμο. ’Αλλά καί οί ποιη τές λένε κακά λόγια: έκμετάλλευση, έξαθλίωση, δι κτατορία, ήλιθιότητα, άποκτήνωση. Ό τα ν βλέπω αύτή τή σχέση πού πάντα ύπήρχε καί πού ύπάρχει τώρα άκόμα περισσότερο (στή Λατινική ’Αμερική) άνάμεσα στό λογο τέχνη καί τήν κοινωνία, μοΰ ’ρχεται νά σας ρωτήσω: Γιά ποιόν γράφετε; ΓΙΑ ποιόν γράφομε; Στίς λίγες έκεΐνες χώρες δπου δέν μας άπαγορεύουν νά σκεφτόμαστε ή νά διαβάζο με, άλλά δπου ό άναλφαβητισμός είναι σέ μερικές περιπτώσεις κάτι τό μόνιμο, σάν τή φτώχεια, πρέπει νά τό πάρομε άπόφαση πώς τά βιβλία μας δέν θ’ άγγίξουν παρά μιά μικρή μειονότητα τής άστικής μεσαίας τάξης. Πολύ λίγοι λογοτέχνες, άπ’ τούς πιό μεγάλους τής ’Αμερικής, πέτυχαν ν' άνοίξουν διάλο γο μέ τό λαό τους. Γιά μας τώρα θά ήταν πιό κουτό παρά ποτέ νά
5 6 ! α φ ιέρω μα Ισχυριστούμε πώς γράφομε γιά τούς μετά άπό μας. Τό αύριο πού όνειρεύεται 6 πολεμικός άνταποκριτής πού είναι σήμερα ό λατινοαμερικάνος λογοτέχνης, είναι τό ίδιο αύριο πού μπορεί νά γνωρίσει αύτή ή άλλη, πλούσια κι άξια σεβασμού λογοτεχνία πού γράφεται πάνω στούς τοίχους τών δρόμων ή τών φυλακών, τό θέατρο πού αυτοσχεδιάζεται στά στρα τόπεδα συγκέντρωσης, τά τραγούδια πού σιγοτραγουδούνται σάν κάποιο σύνθημα. ’Αλλά μπροστά σ’ αύτή τήν πονηρή καί ξέφρενη προσπάθεια τής έξουσίας γιά νά μή μείνει παρά μιά λευκή σελίδα άπό τή σημερινή μας ίστορία, μπορούμε νά πούμε πώς γρά φομε γιά τό αύριο, έτσι ώστε νά μάθουν οί δικοί μας τί έγινε σήμερα. Γι’ αύτό καί πάλι λέω έδώ: σ’ ένα μεγάλο τμήμα τής Λατινικής ’Αμερικής, τό κρύο βα σιλεύει δπως σ’ έκείνη τή χώρα δπου τά λόγια τού φθινόπωρου παγώναν κι έπρεπε νά περιμένεις τήν ά νοιξη γιά νά μπορέσεις νά τ’ άκούσεις. ’Ίσως γράφο με, ό καθένας μέ τόν τρόπο του, ένα μέρος άπό τήν
όμαδική μας βιογραφία γιά μιά άνοιξη χωρίς δικτά τορες, μιά έποχή πού δέν θ’ άπαγορεύεται νά μιλάς σέ πάνω άπό δυό πρόσωπα. Είναι μιά όλόκληρη γενιά πού θά πρέπει νά μάθει αύριο δσα τής άπαγορεύουν σήμερα: τήν έξόριστη λογοτεχνία, τό κατατρεγμένο τραγούδι, τή φιμωμέ νη ιστορική μαρτυρία, τήν άπαγορευμένή άνθρωπολογία καί κοινωνιολογία, κι άλλα πανεπιστημιακά μαθήματα έκτος νόμου σήμερα. Έ νας άπό τούς ιε ροεξεταστές δέν δήλωσε μάλιστα πρίν λίγο καιρό πώς τά σύγχρονα μαθηματικά είναι ένα «έπιδέξιο δπλο άνατρεπτικής ιδεολογικής διεισδύσεως» καί πώς οί δροι διάνυσμα, σύνολχχ καί μήτρες έχουν προέ λευση τυπικά μαρξιστική; Ό Βαλερύ συνδύαζε τά μαθηματικά μέ τήν ποίηση· ένας ίδεολόγος μέ μπό τες εξομοιώνει ποίηση καί μαθηματικά μέ τήν παρά νομη κατασκευή έκρηκτικών ύλών.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «’Ανοιχτή Γωνία» Λογοθέτου 1, 417.129
αφιέρωμα/57
Έδουάρδο Γκαλεάνο
Ελπίδα καί δχι νοσταλγία Ό Ούρουγουάνος Έδουάρδο Γκαλεάνο, έξόριστος στη Βαρκελώνη, δοκιμάζει νά καθορίσει τ ί πρέπει νά είναι μιά πολιτική λογοτεχνία, μιά άγωνιστική λογοτεχνία. «Πρέπει νά σέβεσαι τά χέρια. Κάποτε, στήν Κούβα, ένας Μαύρος πού έπαιζε θαυμάσια τούμπανο, πού ή ξερε νά μαγεύει αύτό τό τεντωμένο δέρμα, μας χάρι σε γιά ώρα πολλή άνείπωτες όμορφιές. Στό τέλος τόν ρώτησα πώς έκανε, καί μού άπάντησε: "Δέν ξέ ρω τί κάνω, παίζω δταν μέ τρώνε τά χέρια μου, δταν μού μπαίνουν έρωτήματα”...» Αύτή τή φαγούρα, τήν ένιωσε συχνά ό Έδουάρδο Γκαλεάνο. Στά 39 του, ζεΐ έξόριστος σήμερα σ* ένα θαλασσοχώρι δχι μακριά άπό τή Βαρκελώνη. Δημο σιογράφος άπό πολύ νέος (στά 20 του ήταν κιόλας άρχισυντάκτης τού πιό σημαντικού μορφωτικού πε ριοδικού τής Ούρουγουάης) έγραψε βιβλία δπως «Οί άνοιχτές φλέβες τής Λατινικής ’Αμερικής», δυ νατή τοιχογραφία δπου ή ίστορία τής λατινοαμερικάνικης έξάρτησης άπό τούς ξένους γίνεται γιά πρώτη φορά προσιτή στούς πολλούς κι δχι μόνο τούς ειδικούς, ή «Τό τραγούδι πού τραγουδάμε», δυ νατή άναπόληση τής πόλης δπου γεννήθηκε, τού Μοντεβιδέο, πρίν πέσει στά χέρια τών στρατιωτι κών, καί δπου άγωνιστές καί περιθωριακοί γίνονται ένα γιά νά μιλήσουν γιά έναν κόσμο όλόκληρο καί μιά έποχή · ή άκόμα «Μέρες καί νύχτες τής άγάπης καί τού πολέμου», ζωντανή, προσωπική μαρτυρία άπό διάφορες φάσεις τής ζωής ένός διανοούμενου σέ μιά έμπόλεμη ήπειρο. Βιβλία άπαγορευμένα σήμερα στίς περισσότερες χώρες τής Λατινικής ’Αμερικής. Βιβλία πού σκοπό τους έχουν κυρίως νά ποΰν, νά έπικοινωνήσουν, καί πού χρειάζονται, άκριβώς γι’ αύτό, ένα ύφος καθαρό, διάφανο, μεταδοτικό. Είναι περίπου σάν μιά άπόπειρα άπό-λογοτεχνίας, άν λογοτεχνία είναι ένας χώρος δπου συνδυάζονται κούφια έπαναλαμβανόμενα σχήματα πού οδηγούν σέ άνετα άντανακλαστικά. Πρέπει νά έξαρθρώσομε αύτή τή λογοτεχνία καί νά στήσομε μιά άλλη πού νά πηγάζει άπό τίς βαθύτερες άνάγκες τού άνθρώπου, πού νά χρησιμοποιεί τά πιό άπλά μέσα. Υπάρχουν κείμενα πού μού θυμίζουν περιοδικά μέ φωτογρα φίες άπό πολύ γυμνασμένα σώματα· δταν τά βλέπω, λέω πώς έχουν πολλά μούσκουλα, άλλά ποτέ>δέν μού δίνουν τήν έντύπωση τής δύναμης. Πιστεύω πώς κάτι έχουν νά μεταδώσουν στούς άλλους, άλλιώς δέν θά έγραφαν. Δέν πίστεψα ποτέ εκείνους' πού λένε πώς γράφουν γιά τόν έαυτό τους. Νιώθω πώς τό γράψιμο είναι κάτι τό τόσο δύσκολο, κάτι πού σέ καταπονεί τόσο, ώστε δέν πιστεύω πώς
άξίζει τόν κόπο νά γράφεις δπως αύνανίζεσαι, έτσι γιά τό κέφι σου· ή θυσία καί ό πόνος ξεπερνούν κατά πολύ τήν πιθανή άπόλαυση μέσα στόν περιορισμένο κύκλο τού καθρέφτη. ’Αντίθετα, δταν γράφεις γιά τούς άλλους, ή άπόλαυση τής έπικοινωνίας είναι άπεριόριστη. Ή μόνη άπόδειξη τής χρησιμότητας ένός βιβλίου φαίνεται άπό τό άποτέλεσμα πού προκαλεΐ στόν άναγνώστη: ένα καλό βιβλίο δέν διαβάζεται ποτέ χωρίς έπιπτώσεις· άν ό άναγνώστης δέν έχει κάπως άλλάξει, τότε τό βιβλίο άπέτυχε. 'Υπάρχουν λοιπόν βιβλία πού προκάλεσαν άλλαγές σ’ δσους τά διάβα σαν, κι έτσι, μέ μιά άλυσιδωτή έπενέργεια, μπόρεσαν νά συμβάλουν στήν άποδέσμευση μιας διαδικασίας άλλαγής σέ έπίπεδο συλλογικό. Κάθε βιβλίο είναι σάν τή σκανδάλη· δέν ύλοποιεΐται παρά μόνο άν ξυπνήσει στόν άναγνώστη ένα μη χανισμό φαντασίας, κατανόησης, ζωντανεμένης μνήμης, δηλαδή τίς δημιουργικές δυνάμεις πού έχο με μέσα μας. ’Αναρωτήθηκα, λοιπόν, τί σημαίνει τό γράψιμο έ ξω άπό τήν πατρίδα μου —ή τίς πατρίδες μου, γιατί είμαι άνθρωπος άπό πολλά μέρη. Δέν ξέρω άν είναι γιά νά παρηγοριέμαι, άλλά βρίσκω πάντα σάν άπάντηση πώς έχει σημασία τό γράψιμο. Ό χ ι μόνο γιά τούς συγκαιρινούς μου, πού μπορούν ίσως νά δια βάζουν τά βιβλία μου σέ άλλους τόπους, σέ χώρες δπου έπιτρέπονται, αύτή τήν τεράστια μάζα τών έξόριστων πού νιώθουν τήν ανάγκη νά βροΰν τόν έαυτό τους σέ μιά λογοτεχνία πού τούς έκφράζει, άλλά πιό πολύ γιά δσους θ’ άκολουθήσουν: ή έξορία σέ βοηθά νά έχεις ύπομονή καί νά είσαι σεμνός. Αύτά τά βι βλία ίσως νά μή διαβαστούν σήμερα άπό τούς φυσι κούς παραλήπτες τους, άλλά θά μπορέσουν κάποια έποχή, πού δέν μπορώ νά ύπολογίσω, νά βοηθήσουν άλλες γενιές νά πλησιάσουν κάπως περισσότερο τήν πραγματική ίστορία τού καιρού μας. Δέν άναζητάμε τήν άθανασία: ή άθανασία δέν ύπάρχει γιά δποιον ξέρει πώς θά πεθάνει. Είναι άκόμα μιά προσπάθεια γιά έπικοινωνία, μιά έλπιδοφόρα πράξη. Ή λογοτεχνία τής δεξιάς είναι μιά λογοτεχνία πού προτιμά τή νοσταλγία άπό τήν ελπίδα καί πού γυρεύει καταφύγιο μέσα στά περασμένα. Ή δεξιά έ χει τούς λόγους της νά προτιμά τό χτές άπό τό σή μερα, τούς νεκρούς άπό τούς ζωντανούς: οί νεκροί μένουν άκίνητοι. Νομίζω πώς ύπάρχει ένας πολύ
5 8 ! αφ ιέρω μα
Ίίύυυιψόο Γκαλεάνο
σοβαρός κίνδυνος στην έξορία: νά καταφύγεις μέσα σ’ ένα χτές πού πλάθεις άνάλογα μέ τίς έπιθυμίες σου. Ό σ ο πιό δύσκολο είναι τό σήμερα, μεγαλύτε ρος κι ό κίνδυνος νά ξαναγυρίσεις στον ζεστό καί μητρικό κόρφο των περασμένων. Γιατί είναι σίγου ρα πιό εύκολο νά πλάσης τό χτές παρά τό σήμερα. Καμιά φορά, ή άγάπη γιά τούς νεκρούς κρύβα τήν άγάπη τού θανάτου. Υπάρχουν δυό τρόποι γιά νά δούμε τήν Ιστορία, είτε ιδιωτική καί άτομική, είτε συλλογική: 'Υπάρχει μιά τεχνοτροπία πού προσπαθεί νά τή διασχίσει σάν ένα κέρινο μουσείο δπου βλέπομε άκίνητους, άνέκφραστους,άποξενωμένους ήρωες· είναι ό χορός με ταμφιεσμένων τής Ιστορίας. 'Υπάρχει καί ή ιστορία σάν μνήμη ζωντανή, σάν ίχνος πού θά βοηθήσει νά ξεχερσώσομε καινούρια μονοπάτια. ΓΓ αύτό άκριβώς κατατρέχουν καί άπαγορεύουν δχι μόνο τήν πραγματικότητα, άλλά καί τήν άνάμνηση, δταν φυ σικά δέν περιορίζεται ν’ άνακατεύει μέσα στό τσου κάλι των θρήνων καί όδυρμών τόπους καί πρόσωπα πού γνωρίσαμε. Δέν είναι αύτό πού φοβίζει τό σύ στημα. ’Αντίθετα μάλιστα, άφοΰ πρόκειται γιά μιά λογοτεχνία τελείως άκίνδυνη. Δέν βλέπω λοιπόν τά βιβλία μου σάν τ’ άπομνημονεύματα κάποιου πού τέλειωσε τήν πορεία του κι αράζει μέσα στήν άνάμνηση. Έ τσι, λοιπόν, οί επο χές συγχέονται διαρκώς. Δέν ύπάρχει τίποτα νά χω ρίζει τό χτές άπό τό σήμερα. Αύτός πού είναι έκεΐ, είμαι έγώ, έγώ, σήμερα, ζωντανός, έδώ. ’Αλλά μέ ποιόν είμαι; Ποιος μέ συνοδεύει; Αύτοί πού βλέπω κι αύτοί πού είδα. Αύτοί πού κουβεντιάζουν μαζί μου κι αύτοί πού μοΰ μιλούσαν. Είμαι τό άποτέλεσμα δλων μου των πράξεων κι δλων τών καταστά σεων πού μέ έπλασαν. ΓΓ αύτό καί τά βιβλία μου προσπαθούν νά τινά
ξουν στόν άέρα τά σύνορα ανάμεσα σ’ έναν κόσμο «γενικό» κι έναν κόσμο «Ιδιωτικό». Γιά νά δείξω πώς δσα γίνονται μέσα μου δέν διαφέρουν βασικά άπ’ ό σα γίνονται «έξω». Ό ταν λέω «έγώ» δοκιμάζω νά πω «έμεΐς». Κι δμως πώς μπορούμε νά ξέρομε άν έτσι τό καταλαβαίνουν καί οί άλλοι; Μόνο άπό τό διάβασμα τού βιβλίου μπορώ νά ξέρω άν είναι μιά προσωπική έξομολόγηση ή άν μπορεί νά προκαλέσει στόν άναγνώστη μιά άπάντηση πού ξεκινά άπό μιά ταύτιση τού δικού του «έγώ» μέ τό δικό μου «έγώ» πού έγινε πιά ένα «έμεΐς». Τό σύστημα θά ήθελε νά μάς πείσει πώς ή πολιτι κή λογοτεχνία είναι μιά λογοτεχνία ήλίθια, δημαγω γική, πού άσχολεΐται μέ θέματα «πολιτικά». Είναι μιά παγίδα πού άποσκοπεΐ νά άφαιρέσει άπό τήν κα θημερινή ζωή τό πολιτικό της περιεχόμενο. Καί με ρικοί πέφτουν στήν παγίδα. Θά νομίσουν πώς είναι ύποχρεωμένοι νά κλείσουν τήν πολιτική λογοτεχνία στά στενά δρια τής «πολιτικής» δπως τά καθορίζουν τά άστικά κριτήρια. Ή πολιτική λογοτεχνία δέν πρέ πει άναγκαστικά νά μιλά γι’ αύτά. Λογοτέχνες σάν τόν Ρούλφο, τόν Άργκέδας, τόν Γκαρσία Μάρκες έ καναν πότε πότε καί πολιτική, ίσως χωρίς νά τό ξέ ρουν, δταν μιλούσαν γιά τά καθημερινά βιώματα τών άνθρώπων. Πολιτική λογοτεχνία είναι έκείνη πού βοηθά τούς άνθρώπους νά άνακτήσουν τή μνή μη τους, τήν ταυτότητά τους, νά μάθουν ποιοι είναι, άπό πού έρχονται. ’Αλλά ή άλλη λογοτεχνία, αύτή πού θολώνη τά νέρα καί σβήνει τή συνείδηση πώς οί ρίζες μας καί τό μέλλον άνήκουν σέ δλους, είναι κι άν ή πολιτική —άπ’ τήν άνάποδη. 'Η δεξιά θέλει νά έχει τό μονοπώλιο τής έσωτερικής ζωής. Τί καλύτερο γιά τή λογοτεχνία τής δεξιάς παρά νά μπορεί νά λέει: «Έμεΐς άσχολούμεθα μέ τήν προσωπική ζωή · έσεΐς, κοιτάξτε τίς άπεργίες». Έγώ άσχολήθηκα πάντα μέ τίς άπεργίες, όπότε έχω τό δι καίωμα καί τήν ύποχρέωση ν’ άσχοληθώ μέ τήν έσωτερική μου ζωή, έπειδή κυρίως γιά μένα οί άπερ γίες καί ή έσωτερική μου ζωή δέν βρίσκονται σέ κα μιά άντίθεση. ’Αλλά ύπάρχουν μαχόμενες συνειδή σεις πού ύποφέρουν άπό πουριτανισμό καί πασχί ζουν νά διατηρήσουν τό χάσμα άνάμεσα στούς ιστο ρικούς άγώνες τών μαζών (πού τίς άντιμετωπίζουν τελικά σάν ένα άφηρημένο σχήμα) καί τίς συγκεκρι μένες μάχες πού ό καθένας διεξάγει μέσα στή συνεί δησή του, μέσα στό δικό του λαβύρινθο. Προσφέ ρουν έτσι μεγάλη ύπηρεσία στή δεξιά. Δυστυχώς, ή άριστερή λογοτεχνία είναι μιά λογο τεχνία πού συχνά φοβάται νά πετάξει, πού ντρέπεται νά πετάξει. "Αλλη μιά συνέπεια τής παγίδας πού στήνει τό σύστημα: 'Υπάρχει μιά πολύ στενή άντίληψη τού «ρεαλισμού» πού πηγάζει άπό ένα νατου ρ α λ ισ μ ό καί άστικέ> κριτήριο. Δέν είναι πάντα ή λογοτεχνία πού άσχολεΐται μέ θέματα πολύ άληθινά. καί ή πιό ρεαλιστική. Ύπάρχουν όπτικές γωνίες άπό τά πρίν καθορισμένες σάν «φανταστικές» πού βοη θούν ν’ άγγίξομε τήν πραγματικότητα μ’ έναν τρόπο πιό τολμηρό, σκάβοντάς την περισσότερο, άπομυζώντας τούς κρυφούς χυμούς της.
4 6 ! αφ ιέρω μα
3. Τό ομοίωμα Δέν ισχυρίζομαι πώς καταλαβαίνω όρισμένους χα ρακτηριστικούς μηχανισμούς τού μπαρόκ —τήν άναμόρφωση, τήν όφθαλμαπάτη μεταξύ άλλων— σάν μιά παραγωγή, περιπλοκή, διαστροφή ή ύπερ βολική απόδοση δλλων προγενέστερων μορφών πού θά ήταν άντίστοιχα: ή μετωπική άνάπάράστάση καί ή ένταξη σέ μιά προοπτική, ή, άν προτιμάτε: ή προσανατολισμένη άντίληψη καί ή έπίπεδη άναπαράσταση τού χώρου· στή μιά δπως καί στήν άλλη περίπτωση θά πέφταμε στή συμβατική περιγραφή τού μανιερισμού καί δχι τού μπαρόκ. Προτείνω μάλι στα νά δούμε αύτές τίς μορφές σάν άσκήσεις ένός νέου πάθους γιά ταύτιση. Θά ήθελα σ' αύτό τό ση μείο νά ξεκινήσω πάλι άπ’ αύτή τή γενική έννοια, απ' αύτό τόν κοινό παρονομαστή: τήν προσωπο ποίηση. Ό πότε αύτό πού μ' ένδιαφέρει στήν περί πτωση τής άναμόρφωσης, δπως καί στήν όφθαλμα πάτη, είναι ή Ενταση τοϋ όμοιώματος· άνάλογη μέ τήν ένταση πού έκδηλώνεται στήν άλλοίωση τού φύλου (τραβεστί), τό μακιγιάζ, τόν άμυντικό μιμητι σμό στά ζώα, τό καμουφλάζ. Ό λ ες αύτές οί «έπιδείξεις» καλύπτουν ένα χώρο πού ξεκινά άπό τίς σε ξουαλικές έμφανίσεις μερικών ζώων γιά νά φτάσει στή γραφή μπαρόκ, δσο αύτή π.χ. άντικαθιστά μιά μετωπική άφήγηση άπό καθορισμένη σκοπιά μέ μιά διήγηση πλάγια μέ άκαθόριστη σκοπιά.
4. Ή κοσμολογική μετάθεση Ή κόπωση τοϋ παραδείγματος, πού σημαδεύει τό πέ ρασμα άπό μιά έποχή στήν δλλη (άπό τόν κλασικι σμό στό μπαρόκ) είναι δίχως άλλο κάτι σάν μιά γενι κή έντροπία, μιά άδυσώπητη καί άργή άπώλεια συμ βολικής ένέργειας, χωρίς προσδιορισμένη προέλευ ση καί κέντρο. Πώς νά δώσουμε —τί σημαίνει δίνω— τό μπαρόκ σήμερα σάν τεχνοτροπία; "Αν είναι εύκολο, άναδρομικά, νά δούμε πώς γεννήθηκε στόν 17ο αίώνα, είναι πολύ πιό πολύπλοκο νά μαντέψομε πώς θά τό δίνα με σήμερα. Σέ μιά άφελή άντίληψη τού μπαρόκ, λέ με π.χ. πώς μιά λογοτεχνία ή ένας πίνακας αύτής τής τεχνοτροπίας είναι τέχνες πληθωρικές καί πώς κινήματα έκούσια παρακμιακά δπως τό κιτς, τό κάμπ, τό ρετρό κλπ. είναι μεταφορικές έκδηλώσεις τού μπαρόκ —δπως είναι κάθε τέχνη μέ πληθώρα επιθέτων ή μέ περίπλοκη άφήγηση. Πιστεύω μάλλον πώς αύτό πού δίνει τό μπαρόκ δέν είναι καθόλου κά ποια φαινομενική έκδήλωση, ή έπιμονή ή ή έπιστροφή ένός συμπτώματος, ένός τύπου γραφής —δσο με γαλοπρεπής καί άν είναι— άλλά ή άντικατάσταση —έστω κι άν είναι πολύ λιτή καί αύστηρή— ένός πα ραδείγματος σάν τόν κύκλο άπό ένα άλλο σάν τήν έλλειψη. Μέ τήν ίδιά έννοια, έχομε σήμερα ένα πολύ ένδιαφέρον φαινόμενο: ύστερα άπό τόν Σωσσύρ, τό παρά-δειγμα πού χρησιμοποιήσαμε στή γενική μας άνάλυση ήταν βασικά γλωσσολογικό, ξεκινώντας άπό τή μοριακή φυσική ως τίς ήλεκτρονικές μηχα νές, σ’ δλους τούς τομείς πράγματι —κι αύτό είναι δλη ή ούσία— γιατί έφαρμόστηκε ένα δυαδικό σύστη μα. Ό μω ς τί θά γινόταν άν στή θέση αύτοΰ τού συ
στήματος βάζαμε ένα άλλο —πολύ πιό πλούσιο—.δ πως τά δέντρα τού Τσόμσκυ είτε κυρίως τό σύστημα μιάς κοσμολογίας —διαλέγω τήν κοσμολογία γιατί είναι μιά όλική έπιστήμη— πού δέν θ’ άποφύγει νά συνεργαστεί μέ πολλαπλά πρότυπα, άντιφατικά με ταξύ τους;
5,
Ό μιμητισμός
Μερικά ζώα, καί κυρίως μερικές πεταλούδες τής ’Ιν δονησίας, δπως ή καλλίμα ίνάχις ή παράλλεκτα, πά νε πολύ μακριά σ’ έναν άμυντικό μιμητισμό· αύτή τήν ύπερτέλεια κατάσταση ή ύπερτελισμό ό Ροζέ Καγιουά δανείστηκε άπό τή ζωολογία γιά τό βιβλίο του ό «Μύθος καί ό άνθρωπος», πού, δπως είναι γνωστό, στάθηκε μιά άπό τίς βάσεις τού ποιητικού συστήματος τού Λεσάμα Λίμα. Αύτά τά ζώα, λοι πόν, πάνε πολύ πιό πέρα άπό τόν ίδιο τους τό σκο πό: καταστροφική ύπερβολή γι’ αύτά. ’Ακρότητες στή φυσική δαπάνη, έπικίνδυνη πολυτέλεια: κάτι τό μπαρόκ πού κλείνει μέσα του ένα θανατηφόρο συμ πλήρωμα. Στήν περίπτωση τής πεταλούδας μας πού μιμείται σχεδόν τέλεια ένα φύλλο καί πού φτάνει μά λιστα νά προσθέτει καί τρύπες σάν νά τό είχαν τσιμ πήσει έντομα ή στίγματα άπό περιττώματα παρατή ρησαν μιά «ύπερβολή προφυλάξεων». «’Αλλά ή πε ρίπτωση ένός άλλου είδους πεταλούδας είναι πιό άξιοθρήνητη: Τρώει ή μιά τήν άλλη γιατί τήν περνά γιά πραγματικό φύλλο, έτσι πού φτάνομε νά πιστέ ψομε σ’ έναν όμαδικό μαζοχισμό πού καταλήγει σέ μιά άμοιβαία όμοφαγία· ένώ προσποιείται πώς είναι φύλλο προκαλεΐ τόν κανιβαλισμό σ’ αύτό τό τοτεμικό συμπόσιο» (Ροζέ Καγιουά). Στό βοτανικό κήπο τού Κάντι στήν Κεύλάνη είδα μιά ορχιδέα πού προσποιόταν τήν πεταλούδα. Ή άπομίμηση ήταν τόσο τέλεια πού ό άνεμος τή δο νούσε, τά πέταλά της περνούσαν γιά φτερά καί οί λακάτες της γιά κεραίες —είτε πρόκειται γιά έναν άμυντικό μηχανισμό είτε γιά σεξουαλική άποπλάνηση. Θά ήθελα νά δω σ’ αύτά τά δυό φαινόμενα —μιά πεταλούδα νά προσποιείται τέλεια ένα φυτό, κι ένα φυτό νά προσποιείται τέλεια μιά πεταλούδα— ένα μηχανισμό συμμετρίας. Γιατί κι εδώ άκόμα δέν μπο ρώ νά πιστέψω πώς δέν ύπάρχει στό βάθος τού μι μητισμού παρά μιά βιολογική άνάγκη καί στό βάθος τής άλλοίωσης τού φύλου στά τραβεστί μιά σεξουα λική καί μόνο άνάγκη. Σ’ αύτή τήν περίπτωση, δπως καί στήν άλλη, μιά ύπερβολική παρόρμηση λειτουρ γεί σάν ένα θανατηφόρο συμπλήρωμα. Μ’ αύτή τήν έννοια, στά τραβεστί δέν πρόκειται νά ύποκαταστήσομε τόν άντρα μέ τή γυναίκα ή νά μεταμοσχεύσομε τό ένα φύλο πάνω στό άλλο, ν’ άκυρώσομε ή ν’ άποκρύψομε τό πρωταρχικό φύλο, άλλά μάλλον νά Επι βάλομε τήν άκινησία τού θανάτου πάνω σ’ ένα φύλο (ό θάνατος πολλών τραβεστί δέν είναι κάτι τυχαίο). Τό μπαρόκ, πιστεύω, άνήκει στήν ίδια αύτή σειρά ύπερβολικών καί θανατηφόρων φαινομένων. Καί θά μπορούσε νά κατανοηθεΐ σέ σχέση μ’ αύτή τήν Επί σπευση μέσα στή μίμηση. ■ *Ποίημα τοΰ 1608, πρώτο κουβανέζικο ποίημα.
6 0 /α φ ΐ€ ρ ω μ α
Ζεράρ ντέ Κορτάνζ
Ή λατινοαμερικανική πρωτοπορία Ή λατινοαμερικάνικη λογοτεχνική παραγωγή διατηρεί σήμερα πολύ πιό έντονες σχέσεις α π ’ δ,τι παλιότερα με τή γλώσσα-μάνα. Τό 1936 οί μεγάλοι Ισπανοί έκδοτες, γιά ν’ άποφύγουν τόν Φράνκο, έγκαταστάθηκαν στή Λατινική ’Αμερική... Σήμερα, μπροστά στις δικτατορίες, πού ριζώνουν έκεΐ γιά καθαρά οικονομικούς λόγους (βλ. θεωρίες τού Βραβείου Νόμπελ Φρήντμαν), ήρθε ή σειρά των λατινοαμερικάνων έκδοτων νά γυρίσουν στήν ’Ισπανία... Έ ν α άπό τά βασικά σημεία πού μπορεί νά μεταβάλει καί τόν τρόπο πού διαβάζομε τή λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία νομίζω πώς είναι οί στενές δσο ποτέ άλλοτε σχέσεις πού διατηρεί αύτή μέ μιά γλώσσα-μάνα τήν όποια όχι μόνο διαστρέ φει άνετα άλλά καί τήν κατατρώει. Τά έργα τοϋ Χουλιάν Ρίος, τοΰ Έμίλιο Σάντσες-Όρτίς ή τοΰ νέου Ά νδρές Σάντσες-Ρομπάινα είναι χαρακτηριστικά: οί πειραματισμοί τους άνοίγουν πράγματι καινούριους δρόμους στή γραφή τής ίσπανοαμερικάνικης γλώσσας, λειτουργώντας σάν μιά σωτήρια κάθαρση. Ό Χουλιάν Ρίος μέ τό κείμενό του «Λάρβα» προε
ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ
ΕΥΛΑΒΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
κτείνει τήν προσπάθεια τοΰ Βάγιε-Ίνκλάν μέ τό «Τιράνο Μπαντέρας» καί τοΰ Τζόυς μέ τό «Φίννεγκανς Ούέικ»· ό Έμίλιο Σάντσες-’Ορτίς στό έξαίσιο μυθι στόρημά του «’Αποκαλυψόλα» έγκαινιάζει ένα νέο ψυχαναλυτικό-πορνογραφικό ντανταϊσμό· ό Ά νδρές Σάντσες-Ρομπάινα, πιό Κουβανός καί μαλαρμεϊκός παρά ’Ισπανός... Τρεις προσβάσεις στήν πρω τοπορία τών νέων φλογερών σχέσεων μέ μιά ίβιρική γλώσσα πού κομματιάστηκε στήν άλλη δχθη τοΰ ώκεανοΰ καί ξαναγυρνά γεμάτη παράνομες λέξεις... Ό ’Οσβάλδο δέ Ά ντράντε στό άνθρωποφάγο μα νιφέστο του έπέμενε στήν άμεση σχέση πού ύπάρχει άνάμεσα στή γραμμή καί τή γλύκισα, τή λογοτεχνία καί τήν κουζίνα, αύτό τό παραλήρημα τής μάσας... Νά τρως τή λέξη, νά γίνεται κανίβαλος ή γλώσσα κι δλη αύτή ή διεργασία νά γίνεται ό χώρος τής γρα φής σου. Αύτό πού μέ έντυπωσιάζει στή λατινοαμε ρ ικά νος λογοτεχνία τήν πιό πρόσφατη είναι άναμ-
GASTON BACHELARD
Ή ποιητική τοΰ χώρου
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ Ε κ δ ό σ ε ις Χ α τ ζ η ν ικ ο λ ή
> Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Χ Α Τ Ζ Η Ν ΙΚ Ο Λ Η
Σόλω νος 76, τηλ. 3629.923 ■
α φ ιέρ ω μ α /61 φισβήτητα μιά μόνιμη προσήλωση στην Εύρώπη (στή Βόρεια ’Αμερική), άλλα πού δέν έμπλέκεται πιά στήν άπατηλή σχέση ραγιά-άφέντη πού συχνά γνώ ρισε ό λατινοαμερικάνος λογοτέχνης μπροστά στίς καλλιτεχνικές άναζητήσεις τής Εύρώπης. Ό Μάριο δέ Άντράντε, στό βιβλίο του «Μακουνάιμα», έβλεπε τόν «ξαναμαυρισμένο μαύρο» του σάν τό άμερικάνικο σύμβολο τού ίνδιάνου άπέναντι στόν λευκό άποικιοκράτη. Διεκδικώντας έναν κάποιο «ίθαγενισμό» γιά νά δημιουργήσει μιά βραζιλιάνικη λογοτεχνία καί γλώσσα διαφορετική άπ’ τά πορτογαλέζικα, ήθε λε νά συλλάβει σέ λογοτεχνικά πλαίσια μιά έθνική καί γεωγραφική έννοια, νά δαμάσει αύτή τή μόνιμη ψυχική πραγματικότητα, τό «χαρακτήρα» πού, δπως τού καταμαρτυρούσε, δέν είχε ό ήρωάς του. Κι ώς έ να σημείο, δ,τι συμβαίνει σήμερα στή Λατινική ’Αμερική, είναι στό ίδιο πνεύμα, άλλά άντίστροφα, μέ τήν έννοια δτι προεκτείνει τήν παρεξηγημένη στάση τού Μπόρχες: τίποτα πιό άργεντινό άπό τόν Μπόρχες· κι ό εύρωπαϊσμός, πού τόν κατηγόρησαν, έξηγεΐται, νομίζω, άπό ένα λάθος προοπτικής: αύτή ή έπιφανειακή άπόσταση δέν είναι παρά μιά άόρατη μάσκα γιά νά ριζώσει καλύτερα μέσα στήν άργεντινή κουλτούρα καί ό μύθος των πολλών γλωσσών δέν όδηγεΐ σ’ ένα διεθνισμό πού άποσυνθέτει τή γρα φή άλλά σέ μιά συμπύκνωση τών είκόνων. Τά βι βλία τών ’Αργεντινών Έκτορα Λιμπερτέγια καί Λεωνίδα Λαμποργκίνι, τού Μεξικάνου Έμιλιάνο Γκονσάλες ή τού Ούρουγουάνου Ρομπέρτο Έτσαβαρρέν δίνουν στήν πλοκή τους αύτή τή διάσταση. Σάν μιά χοντροκομμένη έπιγραφή σέ πρωτόγονη σπηλιά, τό ύφος τους «μουγκρίζει» άναζητώντας νά έξαγνιστεΐ, Ό Έκτορας Λιμπερτέγια, στά δοκίμιά του δπως καί στά μυθιστορήματά του, χρησιμοποιεί άπεριόριστα τίς δυνατότητες τού κλασικού μυθιστοΤΡΙΜΗΝΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΑΕΪΪΗ
για αδέσμευτο διάλογο για σφαιρική πληροφόρηση για ενημέρωση στις εξελίξεις των επιστημών της αγωγής για μια νέα αντίληψη των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων για μια πρωτοποριακή θεώρηση των εκπαιδευτικών προβλημάτων Μια μαχητική παρουσία στόν εκπαιδευτικό χώρο
ρήματος: πλοκή, πρόσωπα, άπίθανες έκπλήξεις, άγωνία· ένα όλόκληρο όπλοστάσιο άπό τεχνάσματα πού μέσα στήν ίδια τους τήν ύπερβολή όδηγοΰν στήν άταξία καί τήν ύπέρβαση, τήν άπώλεια τού πρωταρχικού άντικειμένου. Στιγμή μπαρόκ κυρίως, τό βιβλίο γυρνά γύρω άπό μιά άπουσία καί προσπα θεί νά καλύψει.ένα κενό μ’ ένα χυδαίο παιχνίδι βίαιων μεταφορών. Ό Λαμποργκίνι, πού διάβασε μέ άπληστία τόν Μπόρχες, τόν Μασεδόνιο Φερνάντες καί τόν Γκόμπροβιτς, μάς δίνει μιά σειρά άπό φοβε ρές σκηνές καί άφηγήσεις μέσα άπό τή ζωή καί τή φαντασία, πού μέ τήν ύπερβολή τους μάς θυμίζουν τίς άγγλικές όμίχλες, τά κοιμητήρια καί τή βίαιη πορνογραφία τών ποιημάτων καί πεζών τού Έμιλιάνο Γκονσάλες. Τό κοινό σημείο αύτών τών νέων λο γοτεχνών: ή έπιρροή πού δέχτηκαν άπό τό άπαισιόδοξο άμερικάνικο μυθιστόρημα, τήν άγγλοσαξονική κουλτούρα, μιά περιθωριακή άμερικάνικη κουλτού ρα (τηλεόραση, διαφήμιση, κινηματογράφος, περιο δικά, κόμιξ, ραδιόφωνο), άλλά δλα αύτά κολοβωμέ να, παραμορφωμένα, διάτρητα άπό μιά νέα στάση: Κρατούν μόνο δ,τι μπορεί νά τροφοδοτήσει τό γρά ψιμό τους. Στά χρόνια τής Ισπανικής κατοχής μερικοί ’Ινδιά νοι, γιά νά ξορκίσουν τούς ξένους δαίμονες, έφτια χναν περίεργα ντυσίματα-πανοπλίες σκεπασμένα μέ σελίδες άπό τίς Βίβλους τών ’Ισπανών καί έκρυβαν τό πρόσωπό τους κάτω άπό μιά μάσκα άπό στεγνω μένο άνθρώπινο δέρμα, άφοΰ είχαν γδάρει τούς νι κημένους κατακτητές... 'Α λλοι πάλι τύλιγαν τό σώ μα τους μέ τεράστια πλεχτά καλάθια γιά ν’ άποφεύγουν τά βέλη. Ή λατινοαμερικάνικη γραφή πέταξε σήμερα άπό πάνω της τίς μάσκες καί τά καλάθια, έ στω κι άν άφαίρεσε μαζί τους κομμάτια άπό τήν πα λιά γλώσσα... _
r ι
κώστας θεοφάνους
Ρουσώ καί Ντιντερό (η ζω π και το έρ γ ο το υ ς)
Μια πρωτότυπη μελέτη για πρώτη φ όρα στην Ελλάδα εκδόσεις αλεβιζόπουλος Φ ειδ ϊο υ 14 16 Αθήνα 142
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Ταχ. Θυρ. 107 - Ν. Σμύρνη - Αθήνα. Τηλέφωνα: 88.23.762 - 82.24.635
W
^
62/α φ ΐ€ρ ω μα
Χούλιο Κορτάσαρ
Γιά μιά διαφορετική ιδέα τής εξορίας 'Ο'Χούλιο Κορτάσαρ, πού ύφυγε άπό την πατρίδα του, την ’Αργεντινή, πριν είκοσι χρόνια κ α ί πού ζ ε ΐ έξόριστος, άναλύει τά προβλήματα τής έξορίας κ α ί μιας λογοτεχνίας τής έξορίας. Μήν Εχοντας άναλοτικές ικανότητες, θά περιοριστώ έδώ σέ μιά προσωπική ματιά γιά τήν έξορία καί τή λογοτεχνία τής έξορίας. Πραγματικό γεγονός καί λογοτεχνικό θέμα, ή έξο ρία δεσπόζει σήμερα στή σκηνή τής λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Κι δν αύτή τή στιγμή οί Εξόρι στοι τής Νικαράγουας ξαναγυρναν στήν πατρίδα τους, οί -Αργεντινοί, Χιλιανοί καί Ούρουγουάνοι - γ ιά νά περιοριστώ σ’ αύτοΰς— ξέρουν πώς ό γυρι σμός τους δέν είναι κάτι άμεσο. Τά δικτατορικά κα θεστώτα τής πατρίδας τους παραμένουν άκλόνητα, γιατί τά στηρίζουν, έδώ καί χρόνια, κάθε είδους συ νένοχοι καί συμφέροντα, άλλά καί ή παγκόσμια άδιαφορία κι Ινα κομμάτι τών ίδιων τών λαών πού άγνοεΐ τή βαθιά πραγματικότητα τής πατρίδας του ή, χειρότερα άκόμα, τή δέχεται άπό φόβο ή φιλοχρη ματία. Ό τα ν οί πρώτοι χιλιανοί Εξόριστοι έφτασαν στό Παρίσι, πολλοί άπ’ αύτούς προεξοφλούσαν μιά σύν τομη άλλαγή · ή διεθνής συμπαράσταση στό λαό τής Χιλής ήταν τεράστια κι άφηνε μιά κάποια αισιοδοξία πού τά γεγονότα δέν Επιβεβαίωσαν, κάθε άλλο μάλι στα. Οί Ούρουγουάνοι καί οί ’Αργεντινοί δέν περίμεναν καί μιά τόσο γρήγορη Επιστροφή- δέν μένει παρά νά διαπιστώσομε πώς οί Εξορίες τής δεκαετίας τού ’70 παρατείνονται χωρίς καμιά Ελπίδα. Αύτή τή στιγμή άνήκω στά άναρίθμητα μέλη αύτής τής διασποράς. Ή διαφορά είναι πώς τήν έξορία άρχισα νά τή ζώ Εδώ καί λίγα χρόνια. Ό τα ν έφυγα άπό τήν ’Αργεντινή τό 1951, είναι Επειδή τό θέλησα, χωρίς καμιά πολιτική ή ιδεολογική πίεση. Γι’ αύτό καί τά είκοσι Επόμενα χρόνια μπόρεσα νά πηγαίνω όυχνά στήν πατρίδα μου- άπό τό 1974 καί μετά άναγκάστηκα νά θεωρώ τόν Εαυτό μου σάν Εξόρι στο. ’Αλλά καί κάτι παραπάνω καί χειρότερο: στήν πραγματική έξορία ήρθε νά προστεθεί, έδώ καί δυό χρόνια, μιά πολιτιστική έξορία άπίθανα πιό όδυνηρή γιά ένα λογοτέχνη πού δουλεύει σέ στενότατη σχέση μέ τό Εθνικό καί γλωσσικό του περιβάλλον. Πράγ ματι. ή έκδοση, στήν ’Αργεντινή, τής τελευταίας συλλογής διηγημάτων μου άπαγορεύτηκε άπό τή
στρατιωτική χούντα, πού ήταν έτοιμη νά τήν Επιτρέ ψει μόνο άν καταδεχόμουν νά άφαιρέσω δύο διηγή ματα πού θεωρούσε Επικίνδυνα γι’ αύτήν ή γιά τό σύστημα καταπίεσης καί άλλοτρίωσης,πού άντιπροσωπεύει. Έ ν α άπ’ αύτά τά κείμενα μιλούσε μέ έμμε σο τρόπο γιά τήν Εξαφάνιση προσώπων στήν ’Αρ γεντινή καί τό άλλο γιά τήν καταστροφή τού χρι στιανικού κοινοβίου τού νικαραγουάνου ποιητή Έρνέστο Καρδενάλ, στό νησί Σολεντινάμε. Μπορώ λοιπόν σήμερα νά νιώσω τήν έξορία άπό μέσα, δηλαδή, άν καί παράδοξο, άπό μακριά. Ό ταν, παλιά, έπρεπε νά ύπερασπιστώ τά θύματα κάποιας δικτατορίας στήν ’Αμερική, δέν θά είχα ποτέ σκεφτεΐ νά μπώ στή θέση τους, άφοΰ δέν είχα ποτέ θεωρήσει τήν άπομάκρυνσή μου άπό Εκεί σάν είδος έξορίας, ούτε κάν σάν αύτοεξορία. Γιά μένα, ή έννοια τής έξορίας κλείνει μέσα της τόν καταναγκασμό καί πολλές φορές τή βία. Τόν Εξόριστο σχεδόν πάντα τόν διώχνουν άπό τήν πατρίδα του, καί δέν είναι τέ τοια ή περίπτωσή μου. Θέλω μάλιστα νά τονίσω πώς δέν πήραν ποτέ κανένα Επίσημο μέτρο Εναντίον μου, μ’ αύτή τήν έννοια, καί είναι πολύ πιθανό πώς άν ή θελα νά γυρίσω στήν ’Αργεντινή, θά μπορούσα νά πάω χωρίς δυσκολίες- αύτό πού δέν θά μπορούσα, δίχως άλλο, θά ήταν νά ξαναβγώ. Ή στρατιωτική χούντα φυσικά θά «άπεκδύετο πάσης εύθύνης» γιά δ,τι θά μπορούσε νά μοΰ συμβεΐ- ξέρομε δά πώς στήν ’Αργεντινή οί άνθρωποι Εξαφανίζονται χωρίς κανείς νά πληροφορηθεΐ έπισήμως ότιδήποτε. Ό ντα ς λογοτέχνης, μιλώ έδώ γιά τήν έξορία τών διανοουμένων. Δέν έχω τήν πρόθεση νά κάνω αύτοψία τής κατάστασης πού ύπάρχει, άλλά μάλλον νά προχωρήσω σέ μιά βιοψία. Σκοπός μου δέν είναι νά Ελεεινολογήσω τήν άξιοθρήνητη περίπτωση κάθε έξορίας, άλλά ν’ άναζητήσω μιά θετική άπάντηση στήν πολιτιστική γενοκτονία πού άπλώνεται άπό μέ ρα σέ μέρα στίς χώρες μας κάτω άπό τό ζυγό τών Βιντέλα, Πινοσέτ, Στραίσνερ καί άλλων. Καί μέ κίν δυνο νά περάσω γιά ούτοπιστής, θά πώ μάλιστα αύ τό: είμαι πεπεισμένος πώς Εμείς, οί Εξόριστοι λογο τέχνες, διαθέτομε τά μέσα γιά νά ύποτάξομε τήν όδύνη καί τόν ξεριζωμό πού μάς Επιβάλλουν αύτά
α φ ιερ ω μ α /6 3 τά καθεστώτα καί ν’ Ανταπαντήσομε μέ τον δικό μας τρόπο στά κτυπήματα πού δεχόμαστε μέ κάθε νέα έξορία. 'Αλλά γι’ αύτό θά έπρεπε νά ξεπεράσομε με ρικές έννοιες ρομαντικές καί ούμανιστικές, Αναχρο νιστικές μάλιστα, καί ν’ Αντιμετωπίσομε τή μοίρα μας σάν έξόριστοι, έτσι ώστε νά ξεπεραστεΐ ή Αρνη τική πλευρά τής έξορίας, πλευρά Αναπόφευκτη καί τρομερή καμιά φορά άλλά συχνά στερεότυπη καί ματαιόπονη. Είναι φανερό πώς κάθε έξορία προκαλεΐ ένα ψυχι κό τραύμα. Έ νας εξόριστος λογοτέχνης είναι πρώτα άπ’ δλα μιά γυναίκα ή ένας άντρας έξόριστος, κά ποιος πού βλέπει νά τόν Απογυμνώνουν άπ’ δ,τι είχε καί δέν είχε, νά τόν Αποχωρίζουν συχνά άπό τήν οικογένεια του καί στήν καλύτερη περίπτωση νά τόν ξεκόβουν άπό έναν τρόπο ζωής, άπό ένα άρωμα καί κάποιο χρώμα ούρανοΰ, άπό σπίτια καί σοκάκια γνωστά, άπό μιά βιβλιοθήκη κι ένα σκύλο, άπό τά καφενεία πού έβρισκε τούς φίλους καί τίς εφημερί δες του, άπό μουσικές καί περιπάτους μέσα στήν πό λη του. Ή έξορία είναι ένα φύλλωμα, ρίζες πού στε ρήθηκαν τόν άέρα καί τή γη πού τούς ήταν φυσικός περίγυρος: Είναι σάν νά τελειώνει Απότομα κάποιος έρωτας, σάν ένας θάνατος άσύλληπτα φρικτός, Αφού συνεχίζεις νά τόν ζεΐς συνειδητά. Αύτό τό ψυχικό τραύμα Αναγκάζει μερικούς Εξό ριστους λογοτέχνες νά βυθιστούν σ’ ένα είδος μισο σκόταδου διανοητικού καί δημιουργικού πού περιο ρίζει, φτωχαίνει καί καμιά φορά έκμηδενίζει τή δου λειά τους. Διαπίστωση θλιβερά είρωνική: αύτό πιό συχνά τυχαίνει σέ λογοτέχνες νέους παρά στούς δο κιμασμένους κι έτσι οί δικτατορίες πετυχαίνουν κα λύτερα τό στόχο τους, πού είναι ή καταστροφή τής έλεύθερης καί μαχητικής σκέψης καί δημιουργίας. Είδα έτσι νά χάνονται πολλά νέα Αστέρια κάτω άπό ξένους ούρανούς. Αύτό πού θά μπορούσαμε νά πού με έσωτερική έξορία είναι Ακόμα χειρότερο: Στίς χώρες μας, ή καταπίεση, ή λογοκρισία καί ό φόβος έτσάκισαν έπί τόπου Αρκετά νέα ταλέντα πού τά πρώτα τους έργα ήταν γεμάτα ύποσχέσεις. ’Από τό 1955 ώς τό 1970, έλαβα ένα σωρό βιβλία καί χειρό γραφα νέων άπό τήν ’Αργεντινή πού μέ γέμισαν έλπίδες. Δέν ξέρω πιά τίποτα γι’ αύτούς, κυρίως γιά ό σους ζοΰν στήν ’Αργεντινή. Καί δέν πρόκειται, σ’ αύτή τήν περίπτωση, γιά τήν Αναπόφευκτη διαδικα σία έπιλογής, πού Αφορά κάθε γενιά πού κατασταλά ζει. Ά λ λη διαπίστωση, θλιβερά είρωνική κι αύτή: οί έξόριστοι λογοτέχνες —νέοι ή δοκιμασμένοι— είναι γενικά πιό παραγωγικοί άπό έκείνους πού ζοΰν τήν πίεση τών συνθηκών μέσα στή χώρα τους. ’Ελάχι στοι έξόριστοι σωπαίνουν. Επειδή Αναγκάζονται συχνά νά προσαρμοστούν σέ συνθήκες ζωής καί διαφορετικές δραστηριότητες πού τούς άπομακρύνουν άπό τή λογοτεχνία σάν βασική τους Απασχό ληση. Οί Αντιδράσεις τών άλλων, πού συνεχίζουν νά γράφουν, ποικίλλουν. Μερικοί, διαλέγοντας ένα ύφος γραφής σχεδόν προυστικό, βλέπουν τήν έξο ρία σάν Αφετηρία γιά μιά νοσταλγική Αναζήτηση τής
Χούλιο Κορτάσαρ
χαμένης πατρίδας· άλλοι στρέφουν τό έργο τους στήν Ανάκτησή της καί ένσωματώνόυν τή λογοτε χνική τους προσπάθεια μέσα στήν πολιτική πάλη. Παρ’ δλη τή ριζική διαφορά, διακρίνομε κάτι τό κοι νό στίς δύο αύτές στάσεις: καί οί δυό κατηγορίες βλέπουν τήν έξορία σάν μιά Αναίρεση, έναν Ακρωτη ριασμό Αξιών, καί γι’ αύτό πρέπει νά άντιδράσουν. Δέν μοΰ έτυχε, μέχρι σήμερα, νά διαβάσω πολλά λατινοαμερικάνικα κείμενα δπου ή είδική μοίρα τού έξόριστου νά γίνεται Αντικείμενο μιας έσωτερικής κριτικής πού θά τήν έκμηδένιζε σάν Αρνητική άξια καί θά τήν ύψωνε σ’ ένα πεδίο θετικό. Οί διανοούμε νοι, γιά τούς όποιους ό στοχασμός καί ή άνάλυση θά έπρεπε νά Αντιπροσωπεύουν μιά λειτουργία ιδιόρ ρυθμη, δέν έχουν καί τόσο τή διάθεση νά τή δοκιμά σουν στήν περίπτωσή τους. Ά ν καί καταλαβαίνομε τή στάση μερικών, αύτή ή στάση δύσκολα δικαιολο γείται σ’ αύτούς πού έχουν τά μέσα νά ξεπεράσουν αύτό τό δδυνηρό καί Αρνητικό πρώτο στάδιο καί νά τοποθετηθούν σ’ ένα άλλο πλαίσιο άπ’ αύτό πού τούς έπιβάλλει ό έχθρός. Ό χ ι μόνο μπορούν, άλλά είναι καί ύποχρέωση γιά τούς διανοούμενους νά ξεπεράσουν αύτό τό Αρ νητικό στάδιο. Ό τα ν δέχονται τόν κανόνα τού παι χνιδιού πού έπιβάλλει ό Αντίπαλος, είναι σάν νά τού χαρίζουν ένα διπλό θρίαμβο: τούς ξεφορτώνεται σάν Αντιπάλους καί τούς έκμηδενίζει πνευματικά, στήν καλλιτεχνική, έπιστημονική, λογοτεχνική τους έργασία. Κι άν οί έξόριστοι Αποφάσιζαν μέ τή σειρά τους νά δοΰν τήν έξορία σάν κάτι θετικό; Ά ν καί ξέρω πώς Αρχίζω νά παραδοξολογώ έπικίνδυνα, πιστεύω πώς μιά τέτοια έπιλογή άνταποκρίνεται σέ μιά λογι κότατη προσγείωση μέσα στήν πραγματικότητα. Γι’ αύτό καί τούς καλώ σέ μιά σαφή Αποστασιοποίηση πού θά βασιζόταν καί στό αίσθημα τής σάτιρας, αύτής τής σάτιρας πού μάς βοήθησε, μέσα στήν ιστο ρία μας, νά μεταφέρομε Ιδέες καί μιά πρακτική πού
64/α φ ΐ€β ω μα χωρίς τή σάτιρα θά περνούσαν γιά τρέλα ή παραλή ρημα. ’Ακόμα μιά φορά άναφέρομαι στήν προσωπική μου έμπειρία: Ή πρόσφατη πνευματική μου έξορία, πού έκοψε τίς γέφυρες άπό τούς συμπατριώτες μου σάν άναγνώστες καί κριτές τοΰ έργου μου, δέν ήταν γιά μένα ένα άρνητικό ψυχικό τραύμα. Ά ν αύτοί πού μοΰ έκλεισαν μ’ αύτό τόν τρόπο τίς πόρτες τής πατρίδας μου πιστεύουν πώς άποτέλειωσαν τήν έξο ρία μου, γελιούνται πέρα ώς πέρα. Στήν πραγματι κότητα μοΰ έδωσαν μιά ύποτροφία γιά νά άφιερωθώ δσο ποτέ άλλοτε στή δουλειά μου, γιατί ή δική μου άπάντηση σ’ αύτό τόν πολιτιστικό φασισμό είναι καί θά είναι νά πολλαπλασιάσω τίς προσπάθειές μου κοντά σ’ έκείνους πού Αγωνίζονται γιά τήν Απελευ θέρωση τής πατρίδας μου. Εξόριστοι μάλιστα. Ε ξό ριστοι λογοτέχνες, βέβαια, Αλλά τονίζοντας τή λέξη «λογοτέχνες». Οί λατινοαμερικάνικες δικτατορίες δέν έχουν λο γοτέχνες, Αλλά μόνο γραφιάδες· άς μή γίνομε' έμεΐς οί γραφιάδες τής πίκρας, τής μνησικακίας, τής με λαγχολίας. ’Αντί νά μοιρολογδμε είναι προτιμότερο νά λέμε —δσο τρέλα κι άν φαίνεται—πώς οί πραγμα τικοί έξόριστοι είναι τά φασιστικά καθεστώτα τής ’Αμερικής, έξόριστα άπό τήν αύθεντική έθνική πραγματικότητα, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, έξόρι στα άπό τή χαρά καί τήν ειρήνη. Κι έπειδή μίλησα γιά τρέλα: Σάν τή σάτιρα, είναι κι αύτή ένας τρόπος νά τινάξεις στόν Αέρα τίς συμ βατικότητες καί νά χαράξεις ένα σίγουρο μονοπάτι, δυσεύρετο δμως, δσο συνεχίζομε νά σκύβομε κάτω άπό τούς ψυχρούς καί ύπολογισμένους κανόνες παι χνιδιού τού έχθροΰ. Ά ς μήν ξεχνάμε πώς ένας τρελο-Άμλετ κατάφερε νά έπιβληθεΐ στό δεσποτικό σύστημα πού έπνιγε τή Δανία. Αύτό τό είδος πνευματικής Αντεπίθεσης Απαιτεί φαντασία, έπινοητικότητα, χιούμορ, καί μάλιστα μιά κάποια τρέλα, Αλλά είναι διπλά Αποτελεσματικό: άν ή πνευματική δουλειά τών έξόριστων Ανοίξει ένα μονοπάτι στίς πατρίδες μας (κι είναι πάντα δυνατό, Ακόμα κι άν Αγγίξει μειονότητες μέσα άπό ιδιωτικά κυκλώματα), έχει καί Αντίκτυπο στίς χώρες πού μάς φιλοξενούν καί βοηθά νά Απλωθεί περισσότερο ή συμπαράστασή τους. ’Αλλά γιά δλα αύτά, πρέπει νά ξεκόψομε άπό τό συνηθισμένο ρεπερτόριο «περί έξορίας» καί νά δού με τί γίνεται μέ τόν έαυτό μας, νά τόν ξαναδοΰμε, νά τόν δούμε διαφορετικό. Τήν προσγείωση μέσα στήν πραγματικότητα, πού άνέφερα πιό πάνω, θά τήν πετύχομε μόνο μέ τήν αύτοκριτική μας, πού θά μάς Ανοίξει τά μάτια μιά γιά πάντα. Κάθε τίμιος λογοτέχνης θά παραδεχτεί πώς ό ξε ριζωμός όδηγεΐ σ’ αύτή τήν Αναθεώρηση τοΰ έαυτοΰ μας. Καταναγκαστική καί βάναυση, θυμίζει, στίς συνέπειές της, τό περίφημο «ταξίδι στάς Εύρώπας» τών παππούδων μας. Φυσικά έκεΐνα τά ταξίδια ήταν μιά έπιλογή προσωπική κι εύχάριστη —ήταν ή γοη τεία τής Εύρώπης σάν καταλύτης δυνάμεων καί τα λέντων σέ έμβρυακή Ακόμα κατάσταση. Τό ταξίδι
πού όδηγοΰσε έναν Χιλιανό ή ’Αργεντινό στό Παρί σι, τή Ρώμη ή τό Λονδίνο είχε ένα χαρακτήρα μύη σης· έπαιρνες τό χρίσμα τοΰ ίππότη, περνούσες στά άδυτα τών Αδύτων τής δυτικής σκέψης. Εύτυχώς, δ σο περνά ό καιρός, γλιτώνομε Απ’ αύτή τή στάση πνευματικού ραγιαδισμού, πού ήταν δικαιολογημέ νη παλιά, Αλλά πού είναι πιά Αναχρονιστική, δταν έ χομε νά κάνομε σήμερα μέ τήν πανταχοΰ παρούσα κουλτούρα τών μέσων ένημέρωσης γιά πολλούς ή γιά λίγους τυχερούς. ’Ωστόσο ύπάρχει πάντα μιά Αναλογία Ανάμεσα στό μαγευτικό πολιτιστικό ταξίδι τοΰ παλιού καλού καιρού καί τήν Αδυσώπητη Απέ λαση τής έξορίας: ή δυνατότητα γιά μιά Αναθεώρη ση τοΰ έαυτοΰ μας σάν λογοτέχνες πού ξεριζώθηκαν άπό τόν κόσμο τους. Τό ζήτημα πιά δέν είναι νά μάθομε, καί νά μάθομε άπό τήν Εύρώπη, Αλλά νά σκύψομε πάνω στήν Αφεντιά μας, σάν άτομα πού Ανήκουν σέ κάποιο λαό τής Λατινικής ’Αμερικής, καί ν’ άναζητήσομε γιατί χάνομε τις μάχες, γιατί είμαστε έξόριστοι, γιατί ζοΰμε δύσκολα στήν πατρίδα μας, γιατί δέν ξέρομε μήτε νά κυβερνάμε, μήτε νά άνατρέπομε τίς κακές κυβερ νήσεις, γιατί έχομε τήν τάση νά ύπερτιμάμε τίς ίκανότητές μας γιά νά καλύψομε τήν άτζαμοσύνη μας. Τό πρώτο καθήκον τοΰ έξόριστου διανοούμενου θά έπρεπε νά είναι νά στηθεί γυμνός μπροστά στόν όδυνηρό καθρέφτη τής μοναξιάς του σ’ ένα ξενοδοχείο τοΰ έξωτερικοΰ καί έκεΐ, χωρίς τό εύκολο άλλοθι τοΰ τοπικισμού καί τής Απουσίας δρων σύγκρισης, νά δοκιμάσει νά δει ποιος είναι πράγματι. Πολλοί έπιχείρησαν κάτι τέτοιο, τά τελευταία χρόνια, καί τά έργα τους καθρεφτίζουν αύτή τή νέα καθαρή ματιά. Μερικοί έπαψαν νά γράφουν γιά νά ριχτούν στή δράση· οί άλλοι γράφουν πιά άπό ένα πιό πλατύ όπτικό πεδίο, άπό νέα καί πιό Αποτελε σματικά πεδία βολής. Ά π ό τήν άλλη δμως, δσοι σω παίνουν, ή συνεχίζουν νά γράφουν δπως παλιά, Αχρηστεύονται, έπειδή Ακριβώς συνεχίζουν νά σέ βονται τήν Αρνητική πλευρά τής έξορίας. Φυσικά —κι αύτό τό ξέρομε μέ τό παραπάνω—πο λύ δύσκολα μπορούν νά τά βάλουν οί λογοτέχνες μέ τό όπλοστάσιο τοΰ ιμπεριαλισμού καί τή φασιστική τρομοκρατία πού βασιλεύει στήν πατρίδα τους. Α λ λά άν οί τίμιοι δημοσιογράφοι πληροφορούν δσο πάει καί καλύτερα τή διεθνή κοινή γνώμη γιά δσα συμβαίνουν, ό δικός μας ρόλος, σάν έξόριστοι λατι νοαμερικάνοι λογοτέχνες, είναι νά ζωντανέψομε κά θε πληροφορία, νά τήν ύλοποιήσομε μέ τόν Ανεπα νάληπτο τρόπο τής δημιουργίας πού άνασυνθέτει καί συμβολίζει, μέ τό μυθιστόρημα, τήν ποίηση ή τό διήγημα, πού ένσαρκώνουν δσα ποτέ δέν θά ένσαρκώσουν τά τέλεξ ή οί Αναλύσεις τών ειδικών. Γι’ αύ τό Ακριβώς τόν λόγο οί δικτατορίες στίς χώρες μας φοβούνται, Απαγορεύουν καί καίνε τά βιβλία πού γέννησε ή έξορία, είτε έξωτερική είναι είτε έσωτερική. Α λ λά σέ μάς Ανήκει νά τ’ άξιοποιήσομε δλα αύ τά, δπως καί τήν έξορία. Τό βιβλίο πού μάς Απαγό ρεψαν ή έκαψαν δέν ήταν παρά τό προτελευταίο. Ά ς γράψομε τώρα ένα καλύτερο.
α φ ΐ€ ρ ω μα /6 5
-Ελληνική βιβλιογραφία—
λατινοαμε ρικάνίκη ς λογοτεχνίας Ή λατινοαμερικανική λογοτεχνία τά τελευταία χρόνια έχει άρχίσει νά γίνεται ίδιαίτερα δημοφιλής στή χώρα μας, μέ άποτέλεσμα οί μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων άπό τίς χώρες της Λ ατινικής’Αμε ρικής νά αύξάνονται μέ όλοένα έντεινόμενο ρυθμό. Ή βιβλιογραφία πού άκολουθέί τό έπιβεβαιώνει μέ πανηγυρικό τρόπο. Γιά δσους ένδιαφερθοϋν καί θελήσουν νά διαβάσουν κάποια άπό τίς έκδόσεις τής βιβλιογραφίας, όφείλουμε νά διευκρινίσουμε τά έξής: 1) Ή βιβλιογραφία αύτή συντάχθηκε μέ βάση τά Βιβλιογραφικά Δελτία τοΰ «Διαβάζω», τούς τιμο καταλόγους των έκδοτών καί τή δική μας έρευνα στά μεγάλα αθηναϊκά βιβλιοπωλεία. 2) Ή βιβλιογραφία περιλαμβάνει δσα πεζογραφήματα, ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα καί φιλο λογικές μελέτες έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα (15.11.82) καί έχουν έκδοθεϊ σέ αύτοτελεΐς έκδόσεις. 3) Δέν περιλαμβάνονται δημοσιεύματα περιοδικών. Πρέπει δμως νά άναφέρουμε δτι τό περιοδικό «Πρίσμα», μέ διευθυντή τό Δημήτρη Χατζή, άφιέρωνε συστηματικά σελίδες του στή λογοτεχνία τής Λατινικής ’Αμερικής (μεταφράσεις καί κατατοπιστικά άρθρα). 4) Δέν έχει έπιχειρηθεΐ καμιά άξιολόγηση τών μεταφράσεων, οί όποιες —σημειώστε το—έχουν γίνει είτε άπό τά Ισπανικά (λίγες) είτε άπό άλλες γλώσσες (άκόμη καί άπό ρωσικά!) Γι’ αυτό, πριν άποφασίσει κανείς γιά τήν άγορά μιάς μετάφρασης, σκόπιμο είναι νά τήν έλέγξει προσεκτικά.
Πεζογραφία ΑΛΕΓΚΡΙΑ ΙΡΟ: Τό χρυσό φίδι. Μετ. Λένας Σακελλαρίου. 'Αθήνα, Πάπυρος, χ.χ. Σελ. 192. ΑΛΕΡΑΜΟ ΣΙΜΠΙΛΑ: Μιά γυναίκα. Μετ. Τοσούλας Καραϊσκάκη. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1979. Σελ. 240. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Νύχτα άγωνίας. Μετ. Γιώργου Ταμβίσκου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, χ.χ. Σελ. 434. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Οί δρόμοι τής πείνας. Μετ. Κώ στα Κοτζια. Άθήναι, Γκόνης, 1976. Σελ. 339. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Σκληροί καιροί. Μετ. Γιώργου Ταμβίσκου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, χ.χ. Σελ. 455. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Τερέζα Μπατίστα. Μετ. Γιώργου
Ταμβίσκου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1981. Σελ. 337. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Τιετά, ή γιδοβοσκός. Μετ. Γιώρ γου Ταμβίσκου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982. Σελ. 492. ΑΜΑΝΤΟ ΧΟΡΧΕ: Φως στό σκοτάδι. Μετ. Γιώργου Ταμβίσκου. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, χ.χ. Σελ. 515. ΒΑΡΓΚΑΣ-ΓΙΟΣΑ ΜΑΡΙΟ: Ή πόλη καί τά σκυλιά. Μετ. Λέανδρου Πολενάκη. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1981. Σελ. 436. ΓΚΑΛΕΑΝΟ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤΟ: Μέρες καί νύχτες άγάπης καί πολέμου. Μετ. ’Ισμήνης Κανσή. ’Αθήνα, ’Εξάντας, 1980. Σελ. 224. ΙΚΑΖΑ ΧΟΡΧΕ: «Ούαζιπούνγκο». Μυθιστόρημα. Μετ. Πόλλας Ζαχοπούλου-Βλάχου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1982 Σελ. 148.
6 6 ! α φ ιέρω μα ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Ή διδασκαλία του Δόν Χουάν- Μετ. "Αγγέλου Μαστοράκη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1977. Σελ. 288.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Ή άναφορά τού Μπράντι. Μετ. Χρήστου Τσαμαδοΰ - Κλειώς Νταβέλη. ’Αθήνα, Εξάντας, 1974. Σελ. 104.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: 'Ιστορίες δύναμης. Μετ. Νίκου Σιδέρη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1978. Σελ. 298.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Ιστορίες. Μετ. Κάτιας Γουίλσον. ’Αθήνα, 'Ερμής, 1976. Σελ. 199.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Μιά ξεχωριστή προσω πικότητα. Μετ. Λουκά Θεοδωρακόπουλου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1978. Σελ. 320.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Λαβύρινθοι. Μετ. Βαγγέλη Κατσάνη. ’Αθήνα, Πλειάς, 1974.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Ό δεύτερος κρίκος δύ ναμης. Μετ. ’Αναστασίας Νάνου. Α θήνα, Τηλορήτης, 1981. Σελ. 358.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Ό δημιουργός καί άλ λα κείμενα. Μετ. Νίκου Καρούζου - Δημήτρη Καλοκύρη. ’Αθήνα, Ύψιλον, 1980 Σελ. 83.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Ταξίδι στό Ίξτλάν. Μετ. Νίκου Σαββάτη. ’Αθήνα, Panderma, 1976. Σελ. 55.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Παγκόσμια Ιστορία τής άτιμίας. Μετ. Δημήτρη Καλοκύρη. ’Αθήνα, Ύψιλον 1982. Σελ. 106.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Ταξίδι στό Ίξτλάν. Τά διδάγματα του Δόν Χουάν. Μετ. Λουκά Θεοδωρακό πουλου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1978. Σελ. 352.
"ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Τό βιβλίο τής άμμου. Μετ. Σπόρου Τσακνιά. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 135.
ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ: Τό δώρο τού άετοϋ. Μετ, ’Αναστασίας Νάνου. ’Αθήνα, Τηλορήτης, 1982. Σελ. 388.
ΟΤΕΡΟ-ΣΙΛΒΑ ΜΙΓΕΛ: Οί πέντε πού δέν μίλησαν. Μετ. Τάκη Α. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1980. Σελ. 194.
ΚΑΣΤΙΓΙΟ ΚΑΡΜΕΝ: Μιά νύχτα στό Σαντιάγκο. ’Αθήνα, Πράξη, χ.χ. Σελ. 219. ΚΟΡΤΑΣΑΡ ΧΟΥΛΙΟ: Ή δεσποινίς Κόρα. Μετ. ’Ισμήνης Κανσή. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 188. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΘΙΑ: Ή άθώα Έρέντιρα καί άλλα διηγήματα. Μετ. Ντ. Γαρουφαλιά. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 166. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΘΙΑ: Σιέστα και άλ λα διηγήματα. Μετ. Έρ. Μπαρτζινόπουλου. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 192.
ΟΥΣΛΑΡ ΠΙΕΤΡΙ ΑΡΤΟΥΡ: Κόκκινες λόγχες. Μετ. ’Ισμήνης Κανσή. ’Αθήνα, 'Εξάντας, 1981. Σελ. 215. Πεζογράφοι τής Λατινικής ’Αμερικής. Μετάφρασηείσαγωγή-σημειώματα Φίλιππου Δρακονταειδή. Θεσ σαλονίκη, Έγνατία, χ.χ. Σελ. 216. ΡΙΜΠΕΫΡΟ ΧΟΥΛΙΟ ΡΑΜΟΝ: Ό λόγος τού μουγ κού. Είσαγωγή-μετάφραση Γιώργου Ρούβαλη. ’Επιμέ λεια Φ. Δρακονταειδή. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 194. ΡΟΑ-ΜΠΑΣΤΟΣ ΑΟΥΓΚΟΥΣΤΟ: Ό γιός τού άνθρώπου. Μετ. Τατιάνας ΝικολαΤδου. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1981. Σελ. 334.
ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ: Εκατό χρόνια μοναξιάς. Μετ. ’Αγγέλας Βερυκοκάκη-Άρτέμη. ’Αθή να, Νέα Σύνορα, 1979. Σελ. 374.
ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΖ ΑΛΜΠΕΡΤΟ ΜΟΛΙΝΑ: Οί άνθρω ποι τής σιωπής. Μετ. Α. Κοτσιώλη. ’Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, χ.χ. Σελ. 164.
ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ: Ή άπίστευτη καί θλιβερή Ιστορία τής άθώας Έρέντιρα καί τής άσ πλαχνης γιαγιάς της. Μετ. Σόφης "Αννινου-Rojas. ’Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 78.
ΡΟΥΛΦΟ ΧΟΥΑΝ: Ή πεδιάδα στις φλόγες.Μετ. Φί λιππου Δρακονταειδή. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 153.
ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ: Χρονικόν ένός προαναγγελθέντος θανάτου. Θεσσαλονίκη, "Αρπα, 1982. Σελ. 255. MARQUEZ GABRIEL GARCIA: Χρονικό ένός προαναγγελθέντος θανάτου. Μετ.: Σάμη Ταμπώχ. ’Αθήνα, Πλέθρον, 1982. Σελ. 111.
ΡΟΥΛΦΟ ΧΟΥΑΝ: Πέδρο Πάραμο. Μετ. Ν. Πρατσίνη. ’Αθήνα, Δεληθανάσης, 1982. Σελ. 126. ΣΚΟΡΣΑ ΜΑΝΟΥΕΛ: Ή Ιστορία τού Γκαραμπόμπο τού ’Αόρατου. Μετ. Βασίλη Καραπλή. Θεσσαλονίκη, Δεληθανάσης, 1981. Σελ. 296.
ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ: Ή κηδεία τής μεγάλης μάμας. Μετ. Καίτης Σωτηρίου. ’Αθήνα, Νε φέλη, 1982, Σελ. 83.
Ποίηση
ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ: Ό συνταγμα τάρχης δέν περιμένει γράμμα άπό πουθενά. Μετ. "Αρη Καψή. ’Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 108.
ΒΑΛΛΙΕΧΟ ΚΑΙΣΑΡ: Ποιήματα. Είσαγωγή-έκλογήμέτάφραση Ρήγα Καππάτου. ’Αθήνα, ΟΔΕΒ, 1979. Σελ. 196.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: Ρόδινο καί γαλάζιο. Μετ. Ά χ . Κυριακΐδη. ’Αθήνα, Ύψιλον, 1982. Σελ. 98.
16 λατινοαμερικανοί ποιητές. Έκλογή-μετάφρασησημειώσεις Ρήγα Καππάτου. Εισαγωγή Jorge Ro driguez Padron. ’Αθήνα, Καραβίας, 1980. Σελ. 335.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ: ’Ανθολογία. Είσαγωγήμετάφραση-σημειώσεις Λάμπρου Καμπερίδη. ’Αθήνα, Δόμος, 1979. Σελ. 288.
ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ-ΛΟΥΙΣ: Τό έγκώμιο τής σκιάς. Μετ. Δημήτρη Καλοκύρη. ’Αθήνα, Ύψιλον, 1982. Σελ. 136.
3 8! αφιέρωμα Επρεπε νά άναγκάζει τούς λογοτέχνες, τουλάχιστο στά λόγια καί τίς πράξεις τους, ν’ Αναζητούν αδιάκο πα τίς εύθύνες τους. Ή κοινωνική επιτήρηση πού άσκεΐται συχνά έπάνω τους έπειδή Εχουν μιά όρισμένη κοινωνική Αποστολή, θά Επρεπε νά τούς προστα τεύει άπό τόν πειρασμό νά χρησιμοποιούν τή γλώσ σα καί τή φαντασία τους γιά νά παρασταίνουν τό τρομερό παιδί πού λέει ψέματα, τό γλεντά καί προ τείνει τίς χειρότερες Επιλογές. Ά π ό τήν άλλη, καί στά ίδια πλαίσια, ό τυπωμένος λόγος, τό βιβλίο βρί σκονται σέ προνομιούχο χώρο, Αξίζουν τό σεβασμό καί τρέφουν τήν Ελπίδα. Ή Εμπιστοσύνη πού τούς δείχνουν είναι όλοκληρωτική. Ή πίεση πού Ασκεί ται πάνω στή λογοτεχνία σημαίνει πώς είναι Ικανή νά πεί τήν Αλήθεια, ν’ Αποδώσει Ακριβώς τή ζωή, σκορπώντας κάθε θολούρα καί Ασάφεια, καί πώς τό μυθιστόρημα, τό ποίημα, τό δραματικό Εργο μπο ρούν σάν τίς μπόμπες, τούς σεισμούς καί τά θαύμα τα νά προκαλέσουν βαθιές καί στιγμιαίες κοινωνικές Αλλαγές, νά καταστρέψουν κάθετι στραβό. Αύτή ή πεποίθηση γιά τήν παντόδυναμία>της λο γοτεχνίας στόν κοινωνικοπολιτικό τομέα είναι Αφε λής, ΑλλΑ τής Εξασφαλίζει μιά λειτουργία Ανώτερη Απ’ δ,τι είναι μιά Απλή κούφια Απασχόληση, καί μπορεί νά παίζει ρόλο τονωτικό γιά τό λογοτέχνη. Είναι μιά πεποίθηση πού ξεκινά άλλωστε άπό Ενα γεγονός βέβαιο καί σωτήριο. Στή Λατινική ’Αμερική ή Εξουσία δέν καταπιάστηκε νά Ελέγχει, νά Αλλοιώ νει, νά Εξευτελίζει τά βιβλία, δπως Εγινε μέ άλλα μέ σα έκφρασης, καί στίς περισσότερες χώρες ή λογοτε χνία είναι τό τελευταίο όχυρό τής Ελευθερίας. Αύτό τό χρωστάμε στή μακάρια ήλιθιότητα τών ήγετών μας, πού δέν Εβλεπαν τή λογοτεχνία σάν κάτι τό νο σηρό γιά νά τή λογοκρίνουν· Αλλά τό χρωστάμε Επί σης καί σέ κάτι άλλο: ή φύση της καί ό μηχανισμός πού τή δημιουργεί, ή μοναξιά πού Απαιτεί, ή σχετι κότητα πού ύπάρχει στήν Αναπαραγωγή της καί τήν κυκλοφορία της καί τά μόνιμα ίχνη πού Αφήνει πίσω της δταν οί άνθρωποι Αναγνωρίζουν τόν Εαυτό τους μέσα της, δλα αύτά δείχνουν πώς ή λογοτεχνία, Απ’ δλες τίς Ανθρώπινες δημιουργίες, είναι αύτή πού άντεξε καί δέν λύγισε μπροστά στήν Εξουσία, αύτή πού καλύτερα Απόφυγε τά χτυπήματά της. Αύτό τόν και ρό πού Εδώ κι Εκεί όρθώνονται προφήτες γιά νά Αναγγείλουν τό θάνατό της, είναι παρήγορο νά δια πιστώνεις πώς στά μέρη μας ή λογοτεχνία δέθηκε καί συνεχίζει νά μένει δεμένη μέ δλες αύτές τίς εύγενικές φιλοδοξίες: ν’ Ακουστεί ή Αλήθεια καί ν’ Αφανι στεί ή Αδικία. ’Αλλά αύτή ή κατάσταση κλείνει καί πολλούς κιν δύνους. Ή λειτουργία τής λογοτεχνίας μπορεί ν’ Αλ λοιωθεί βαθιά άν τά κείμενα τών δημιουργών της διαβάζονται μόνο καί κυρίως σάν Ενα μέσο κοινωνι κών γνώσεων ή σάν όργανο παιδείας καί πολιτικής κινητοποίησης. Ποιά θά ήταν τότε τά σύνορα Ανάμε σα στήν κοινωνιολογία, τήν ιστορία, τή δημοσιο γραφία, τή διαφήμιση καί τή λογοτεχνία; Ή λογοτε χνία δέν είναι τίποτα άλλο παρά μιά Εκφυλισμένη μορφή τών κοινωνικών Επιστημών καί τού πολιτι κού δοκιμίου, Αφού τά δεδομένα της είναι πάντα Αμ
φίβολα, καθώς Επεμβαίνει τό φανταστικό στοιχείο; Γιά νά πούμε τήν Αλήθεια, ή λογοτεχνία μεταμορ φώνεται σέ κάτι τέτοιο άν πιστεύομε πώς ό πιό μεγά λος άθλος της είναι νά Αποτελεί μιά μαρτυρία τής Αντικειμενικής πραγματικότητας, άν κρίνεται μόνο σάν πράξη καί Αξιόπιστη διαπίστωση γιά δσα συμ βαίνουν στήν κοινωνία. Ά πό τήν άλλη, αύτή ή κα τάσταση Ανοίγει τίς πόρτες τής λογοτεχνίας σέ κάθε είδους καιροσκοπισμούς καί τούς πιό Αναίσχυντους Εκβιασμούς. Ό κριτικός π.χ. πρέπει νά είναι πολύ προσεκτικός, Αλλιώς χάθηκε. Πώς νά συμβάλει στήν Αποτυχία κάποιου μυθιστορήματος πού διαμαρτύρε ται γιά τήν καταπίεση τών μαζών, δταν κινδυνεύει νά τόν ποΰν ύπηρέτη τού τύραννου; Πώς νά χαρα κτηρίσει γιά τερατούργημα Ενα ποίημα πού Αναθε ματίζει μέ στίχους ήχηρούς τίς πολυεθνικές Εται ρείες χωρίς, νά τόν κατηγορήσουν γιά πράκτορα προστάτη τού ιμπεριαλισμού; Καί ξέρομε καλά πό σο ώφελοΰνται Απ’ αύτή τή φτωχή Αντίληψη τής λο γοτεχνίας οί κακοήθεις διανοούμενοι καί μέ πόση εύκολία αύτά τά Επιχειρήματα μπορούν νά Επηρεά σουν Ενα Αμόρφωτο κοινό. Ή Απαίτηση γιά στρατευμένη λογοτεχνία μπορεί νά όδηγήσει στήν ύπονόμευση κάποιου ταλέντου άν ή φύση τών πειραμα τισμών του καί ή Ιδιοσυγκρασία του Εμποδίζουν τό λογοτέχνη νά γράψει κάτι σχετικό κι δπως τό περι μένει ή κοινωνία Απ’ αύτόν· δταν μάλιστα αύτή ή Απαίτηση κουβαλά μέσα της τή δυνατότητα νά Ακρωτηριάσει τή λογοτεχνία πού κλείνει μέσα στά σύνορα τής εύάισθησίας, τής Επιθυμίας καί τής φαν τασίας κάτι τό τρομερά πιό πλατύ άπό τόν αύστηρό χώρο τών κοινωνικών καί πολιτικών προβλημάτων καί κάτι πού πάει πιό μακριά στό χρόνο Απ’ δ,τι ή Επικαιρότητα. Έ νας λογοτέχνης σάν τόν Χόρχε Λουίς Μπόρχες Εχτισε Ενα μεγάλο λογοτεχνικό Εργο δπου αύτά τά θέματα μένουν Απ’ Εξω κι δπου κυριαρχούν μάλλον Ανησυχίες μεταφυσικές, θεολογικές, λογοτεχνικές, άσκοπες καί άδολες Επινοήσεις. Α λλά φυσικά δέν μπόρεσε ν’ Αποφύγει νά Απαντήσει στό πολιτικό προσκλητήριο. Καί σοΰ Ερχεται νά δεις τίς πιρ Ακραίες συντηρητικές δηλώσεις του πού συνέχε|α κάνει καί πού ζαλίζουν καμιά φορά καί τούς πιό συντηρητικούς Ακόμα σάν μιά Ιερόσυλη στρατηγική γιά νά τόν Αφήσουν ήσυχο νά γράφει αύτά πού τόν καίνε. Ανάμεσα στούς λογοτέχνες, δπως σέ Ανθρώ πους κάθε άλλης Ασχολίας, ύπάρχουν πολλοί πού τά κοινωνικά καί πολιτικά προβλήματα δέν Ενδιαφέ ρουν ή όπωσδήποτε δχι Αρκετά ώστε νά γίνουν τό κέντρο τής δουλειάς τους. Αύτές είναι οί άτυχες πε ριπτώσεις. Ά ν ύπακούσουν στήν Ενδόμυχη προδιά θεσή τους καί γράψουν Ενα Εργο χωρίς φανερή σχέ ση μέ τό κοινωνικό πρόβλημα, τό Εργο αύτό θά θεω ρηθεί όπωσδήποτε σάν μιά ύπεκφυγή, σάν μιά άναν δρη συμπαράσταση στήν Αδικία. Ά ν δμως Ικανο ποιούν τήν Απαίτηση αύτών τών δυνάμεων νά γρά ψουν στρατευμένα βιβλία, καταπιέζοντας τή φύση τους καί προδίνοντας τό δαιμόνιο τους, είναι πολύ πιθανό νά νιώθουν Αποστερημένοι σάν λογοτέχνες καί τό Εργο τους δέν θά είναι καθόλου αύθεντικό.
Έχ€Τ€ ακόμα το καιρό να χαρίσετε στον εαυτό σας και τους φίλους σας διαλεχτά βιβλία, που μέσα στο 1 9 8 2 συ ζητήθηκαν και διαβάστηκαν πολύ. Σας προτείνουμε μια επιλογή από τις τελευταίες εκδόσεις μας. Γ Κ Α Μ Π Ρ ΙΕ Λ Γ Κ Α Ρ Σ ΙΑ Μ Α Ρ Κ Ε Σ Α Ν Τ Ζ Ε Λ Α Ν Τ Α ΙΗ Β ΙΣ Κ Α Ρ Ε Ν Μ ΙΧ Α Ε Λ ΙΣ ΤΖΑ Κ ΛΟΝΤΟΝ Ε Λ ΙΖ Α Μ Π Ε Θ Ν Τ Α ΙΗ Β ΙΣ Ρ ΙΤ Σ Α Ρ Ν Τ Μ Π Α Χ Χ Ο ΡΧ Ε Α Μ ΑΝΤΟ Γ Κ Ο Υ ΪΝ Τ Ο Μ Π Λ Ο Υ Μ ΙΡ Τ Ζ ΙΑ Ν Κ Α ΡΛ Ο Α Ρ Ν Α Ο
Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου Α ν αυτοί έρθουν την αυγή Γυναίκες Μάρτιν Ήντεν Το πρώτο φύλλο Ο γλάρος Ιωνάθαν Τιετά η γιδοβοσκός Ηρωίνη Κοκαΐνη
Κ ι’ ακόμα τα δυο ξεχωριστά λευκώματα Η ΕΛ Λ Α Δ Α Π Ο Υ Φ ΕΥ ΓΕΙ του Αημήτρη Παπαδήμα Ε Ρ Ω Τ Ο Κ Ρ ΙΤ Ο Σ Μ ινιατούρες του Λογοθέτη Πετράκη
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ
$ Α.Α. Λιβάνη καί Σία Ε.Ε ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 94, τηλ. 3 6 1 0 5 8 9 - 3 6 0 0 3 9 8
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ L
j
επιλογή
ή δ ια χ ρ ο ν ικ ή π ο ρ ε ία μ ια ς σ κ έ ψ η ς Ν ΙΚΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ: Γιά τόν Γκράμσι. Μεταξύ Σάρτρ καί Αλτουσέρ. Παρεμβάσεις. Μετ. Τάκη Καφετζη. ’Αθήνα, Πολύτυπο, 1982. Σελ. 156.
Μιά άκόμη Εκδοση Εργου τοΰ Νίκου Πουλαντζα, ή Εβδομη, μεταφρασμένη κι αύτή άπό τά γαλλικά, βλέ πει τό φως τής δημοσιότητας. Τίτλος τοΰ πρωτότυ που Reperes, Εκδοση Maspero 1980. Στήν πραγμα Πρόκειται γιά τή συλλογή σ’ Εναν τό μο τεσσάρων συνεντεύξεων πού δό θηκαν άνάμεσα στά 1976 καί 1979 καί ένός παλιότερου άρθρου τοΰ Νί κου Πουλαντζα γραμμένου στά 1966. Μάλιστα οί τρεις άπό τις συνεντεύ ξεις Εχουν παρουσιαστεί στήν 'Ελλά δα, οί δύο, πού δημοσιεύτηκαν στό «Marxism Today* ’Ιούλιος 1979 μέ τίτλους «Ή πορεία πρός Εναν προ βληματικό εύρωκομουνισμό» καί «Ή κρίση των πολιτικών κομμάτων», στήν έφημερίδα «Αύγή» φύλλα τής 4, 6, 7 καί 8 Νοέμβρη 1979, ή άλλη πού δημοσιεύτηκε στό «Dialectiques» τοΰ 1976 μέ τίτλο «Τό κράτος τοΰ κεφα λαίου», στό περιοδικό «’Αντί» τεΰχος 58. Αύτό δέν σημαίνει δτι ή Εκδοση εί ναι περιττή- άντίθετα, μάλιστα, συμ βάλλει στή συγκέντρωση ένός σκόρ πιου ύλικοΰ, δυσεύρετου δσο κυλάει ό χρόνος, άλλά καί, κατά τή γνώμη μου, άκόμη πιό σημαντικό: Δίνει τή δυνατότητα στόν Ελληνα άναγνώστη -μέσα κύρια άπό τίς συνεντεύξεις, δπου ό λόγος άναγκαστικά είναι πιό λιτός καί διαυγής— νά παρακολουθή σει διαχρονικά τήν πορεία μιάς σκέ ψης πάντα ζωντανής καί πάντα άδογμάτιστης γύρω άπ’ τά προβλήματα: τής φύσης καί τής «σχετικής αύτονομίας» τοΰ σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, των μορφών Εξουσίας, τών κοινωνικών τάξεων, τής ήγεμονίας, τοΰ ρόλου τών πολιτικών κομμάτων. Μιάς σκέψης κριτικής, πού ξέρει νά χρησιμοποιεί δημιουργικά τά Εργα λεία τής μαρξικής Επιστημονικής με
τικότητα δέν πρόκειται γιά Ενα άκόμη Εργο τοΰ με γάλου αύτόχειρα τής μαρξιστικής διανόησης, μέ τό όποιο Εστω καί καθυστερημένα Ερχεται σέ Επαφή τό Ελληνικό άναγνωστικό κοινό.
θόδου, καί πού χωρίς τομές διευρύνει τή μελέτη τοΰ πολιτικού —πού άπάλλαξε άπ’ τή στενή άλληλεξάρτηση τοΰ οίκονομικοΰ ό Γκράμσι— πέραν τών κρατικών όρίων πρός τά νέα κοι νωνικά κινήματα, τά όποια δροΰν Εξω άπό τόν κλασικό χώρο τής παραγω γής, άρα καί τήν Επανεκτίμηση άπό τήν άριστερά τοΰ πολιτικού τους ρό λου. ’Επανεκτίμηση πού όδηγεΐ τόν Πουλαντζά δημιουργικά μέσα στό εύρωκομουνιστικό ρεΰμα, σωστότερα σ’ αύτό πού ό ίδιος όνόμασε, στή συνέντευξή του στό «Marxism To day», «άριστερό εύρωκομουνισμό». Ή κατανόηση αύτής τής θεωρητι κής πορείας, πάντα συνταιριασμένης γιά τό Νίκο Πουλαντζά μέ τήν πολι τική πράξη Ενταξής του στούς άγώνες τής κομουνιστικής άριστεράς άπό τή δεκαετία τοΰ ’60, τόσο στή Γαλλία δσο καί στήν Ελλάδα μέσα άπό τίς γραμμές τοΰ Κ.Κ.Ε. έσωτερικοΰ, πλουτίζει άφάνταστα, σέ μιά έποχή κρίσης δπως ή δική μας, τόν κομου νισμό, μέ μιά νέα στρατηγική σύλλη ψη, άνοιχτή στίς άντιφάσεις καί πολυπλοκότητες τών καιρών, ίκανή νά ξεπεράσει τόν διευρυνόμενο παντοΰ αύταρχικό κρατισμό, πού συμπιέζει τίς κατακτημένες άτομικές καί κοινω νικές Ελευθερίες. Κιόλας μέ τό άρθρο του «Γκράμσι: μεταξύ Σάρτρ καί Άλτουσέρ. Προλεγόμενα στή μελέτη γιά τήν ήγεμονία στό κράτος» —πού πιάνει πάνω άπ’ τή μισή Εκδοση καί Εχει γραφτεί στά 1966, δηλαδή δύο χρόνια πριν τό θε μελιακό του Εργο «Πολιτική Εξουσία
καί κοινωνικές τάξεις», Ελληνική Εκδοση Θεμέλιο 1975— άποκρούει τόσο τή στατική, οίκονομίστικη άντίληψη γιά τό κράτος τής Δεύτερης καί Τρίτης διεθνούς, πού τό ταύτιζα μέ «μηχανή» ή «Εργαλείο» τής βούλησης τής κυρίαρχης τάξης, δσο καί τίς σύγχρονες θεσμολειτουργικές άντιλήψεις ρευμάτων τής πολιτικής Επι στήμης, πού τό θεωρούν σάν ύποκείμενο τό όποΤο διαθέτει άπόλυτη αύτονομία, καί ύποτάσσα Επομένως τίς κοινωνικές τάξεις ή γίνεται Ενας άπό τά πάνω καί Εξω διαιτητής τής πάλης τους, σάν βαθιά ίδεαλιστικές καί βολονταριστικές. ’Ανατρέχει στίς πη γές, στόν Μάρξ, τόν Ένγκελς, τόν Λένιν, μελετώντας ταυτόχρονα τίς Επεξεργασίες τοΰ Γκράμσι γιά τήν ήγεμονία, τό ρόλο τών διανοούμε νων, τίς μορφές ταξικής πάλης στόν ήδη άνεπτυγμένο, τόν μεσοπόλεμο, Νίκος Πουλαντζάς
ΊΟ Ιοδηγος καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Γιά νά καταλήξει στήν πρόταση δτι τό κράτος «συμπυκνώνει τόν συσχετι σμό δυνάμεων» του ταξικού μπλοκ έξουσίας καί των κυριαρχούμενων τάξεων, άρα παίζει ένα νέο ένοποιητικό ρόλο στήν άπαραίτητη άνάγκη ισορροπίας καί συμβιβασμών. Αυτή ή κατάληξη τόν όδηγεΐ άργά μά στα θερά σέ μιά διπλή άρνηση· άρνηση τής λενινιστικής στρατηγικής περί μετφ’πικής έφόδου καί άρνηση τής γκραμσιανής στρατηγικής περί πολέ μου θέσεων γιά τήν περικύκλωση τού κράτους. Αύτό δέν σημαίνει άρνηση τής προσφοράς τοΰ Λένιν καί τού
Γκράμσι· τό άντίθετο μάλιστα, σημαί νει άποδοχή τοΰ Λένιν τοΰ «δλη ή έξουσία στά σοβιέτ», δηλαδή στήν ά μεση δημοκρατία, συνταιριασμένου δμως άρρηκτα μέ τήν κριτική τής Ρόζας Αούξεμπουργκ γιά διεύρυνση καί έμβάθυνση παράλληλα τών θεσμών τής άντιπροσωπευτικής δημοκρατίας καί τών πολιτικών έλευθεριών. Ση μαίνει τήν άνάγκη μιας νέας στρατη γικής —δπως ήδη άναφέραμε— πού συλλαμβάνει «τήν δυνατότητα γιά έ να ριζικό μετασχηματισμό τοΰ κρά τους, συναρθρώνοντας» —δπως λέει στή συνέντευξή του γιά τήν «κρίση τών πολιτικών κομμάτων»— τούς θε
σμούς τής άντιπροσωπευτικής δημο κρατίας μέ τά κοινωνικά κινήματα βάσης, προωθώντας τήν άνάπτυξη έστιών άμεσης δημοκρατίας σέ μιά "αύτοδιαχειριστική προοπτική”». Ή νέα αύτή στρατηγική προβάλλει άνάγλυφα μέσα άπό τήν πορεία τών κειμένων πρύ παραθέτει ή έκδοση τοΰ «Πολύτυπου». Γίνεται πλατιά κα τανοητή καί γι’ αύτό ή παρούσα έκδοση είναι τόσο ένδιαφέρουσα άλλά καί άναγκαία σήμερα ειδικά πού έ νας νέος μανιχαϊκός λόγος μαύρουάσπρου προβάλλει στή νεοελληνική κοινωνία. ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ
πετυχημένος τρόπος προσέγγισης ελληνικών νησιών 'Ελληνική -παραδοσιακή Αρχιτεκτονι κή. Σαντορίνη - Σίφνος - Πάρος - Νά ξος - Κέα - Τήνος - "Ανδρος - Σάμος Λέσβος. ’Αθήνα, Μέλισσα, 1982. 9 τό-
Ό έκδοτικός οίκος «Μέλισσα» καί οί συνεργάτες του έπιχειροΰν, μέ έννέα τόμους, μιά περιήγηση σέ ισάριθμα έλληνικά νησιά: έπτά άπό τις Κυκλάδες (Σαντορίνη, Σίφνο, Πάρο, Νάξο, Κέα, Τήνο καί "Ανδρο) καί δυό άπό τά νησιά τοΰ άνατολικοΰ Αίγαίου (Σάμο καί Λέσβο). Ά ξονα ς τής περιήγησης είναι ή πα ραδοσιακή Αρχιτεκτονική αύτών τών νησιών· καί είναι ένας πετυχημένος τρόπος γιά νά τά προσεγγίσουμε, νά μάθουμε γιά τίς κλιματολογικές συν θήκες, τή μορφολογία τοΰ έδάφους, τίς κοινωνικοπολιτικές έξελίξεις, τίς έπιρροές, έτσι ώστε νά γίνεται φανερό ποιές άνάγκες έπηρεάζουν τή δη μιουργία τοΰ οικήματος, τήν έσωτερική του διαρρύθμιση, τή διακόσμηση, τή μεταξύ τών οικημάτων σχέση καί πώς δλα αύτά μέ τή σειρά τους έπη ρεάζουν τά ήθη καί γενικότερα τήν άνθρώπινη συμπεριφορά. Σ’ αύτές τίς σκέψεις γιά τήν παρα δοσιακή άρχιτεκτονική μπορεί νά όδηγηθεΐ κανείς διαβάζοντας τίς με λέτες γιά τά έννέα νησιά άλλά καί πα ρακολουθώντας τό πλούσιο καί έξαιρετικό φωτογραφικό ύλικό καί τά σχέδια πού συμπληρώνουν χρηστικά τό κείμενο. Οί μελέτες αύτές, δν καί έχουν τήν έγκυρότητα τής έπιστημονικής έρευ
νας, δέν άπευθύνονται μόνο στούς είδικούς άλλά καί σ’ ένα πλατύτερο κοινό, καί μάλιστα τό παραθεριστικό, πού ένώ κάνει τίς πρώτες βουτιές στά άκρογιάλια ζητά άπαντήσεις στά έρωτήματα πού τοΰ προκλήθηκαν άπό τίς άρχιτεκτονικές ιδιομορφίες τοΰ νησιοΰ. Μέ σχεδόν ίδια τή διάρθρωση τής ΰλης καί μέ κάποια έμφαση στά ιδιαί τερα άρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, οί έννέα τόμοι συμπληρώνονται μέ γλωσσάρι χρήσιμο τόσο γιά τά ύλικά πού χρησιμοποιούνται καί τούς τρό πους κατασκευής τών σπιτιών, δσο καί γιά τήν έσωτερική τους διαρρύθ μιση καί τά διακοσμητικά τους στοι χεία. 'Ορισμένες άπό τίς μελέτες έχουν κάποια πρόσθετα στοιχεία στή συγ γραφή πού γοητεύουν τόν άναγνώστη, μιά πού μας τραβάνε άπό τό χέρι στήν ιστορία τοΰ νησιοΰ, διαβαίνον τας δρόμους, έκκλησιές, σοκάκια, άνεβαίνοντας σκαλοπάτια, καί πού
οδηγος! 71 μας μεταφέρει άπό τίς άνασκαφές στό άρχαϊο ’Ακρωτήρι σ’ ένα σύγχρονο χωριό γιά νά διαπιστώσουμε πώς χρησιμοποιείται ό Ιδιος τρόπος χτισί ματος αίώνες τώρα. (Μιλάμε γιά τόν τόμο τής Σαντορίνης, δημιουργία τού Δημήτρη Φιλιππίδη —ό ίδιος είναι σύμβουλος καί συντονιστής των τό μων γιά τή Σάμο, τή Σίφνο, τήν Πάρο καί τη Λέσβο). Δημιουργοί των άλλων μελετών εί ναι: ή ’Αγγελική Χαριτωνίδου γιά τήν Τήνο καί "Ανδρο, οί Ράνια Κλουτσινιώτη, Νικόλας Φαράκλας καί Νίκος ’Αλεξάνδρου γιά τήν Κέα, ή Ειρήνη Βοστάνη-Κούμπα γιά τή Λέσβο, οί Κατερίνα Κουρουπάκη, 'Ελένη Σάββαρη, Ματίνα ΣταθάΣπηλιοπούλου, Βάσω Τσαμτσούρη γιά τή Νάξο, ή ’Αναστασία Τζάκου γιά τή Σίφνο, ό Κωνσταντίνος Σπ. Παπαϊωάννου γιά τή Σάμο καί ή Μά ριο Φίλιππα-Άποστόλου γιά τήν Πά ρο-’Αντίπαρο. Οί περισσότερες φωτογραφίες εί ναι δημιουργίες τού Γιάννη Σκουρογιάννη, τήν καλλιτεχνική έπιμέλεια έ
χει ή Είρήνη Φιλιππίδη καί τήν έπιμέλεια έκδοσης ή Λαμπρινή Παπαίώάννου. Στις περισσότερες χώρες, καί στις πιό μικρές πόλεις ύπάρχουν έκδόσεις-όδηγοι πού πουλοΰνται στά ταχυδρομεία, στά καταστήματα είδών δώρων μέχρι καί μέσα στίς έκκλησίες. Παρ’ δλη τήν πολυμορφία πού διαθέτει ό τόπος μας, οί «όδηγοί» σπανίζουν, ένώ ο ί 1ξένοι τουρίστες πού έρχονται άπό δλ» τά μέρη τού κόσμου φροντίζουν νά ένημερωθοΰν άπό έκδιδόμενους στόν τόπο τους όδηγούς καί γιά τήν πιό μικρή λεπτο μέρεια τής πατρίδας μας. Θά ’ταν εύχής έργο λοιπόν ή «Μέλισσα» νά πλουτίσει τή σειρά της καί μέ μελέτες άπό άλλα μέρη τής ’Ελλάδας, ήπειρωτικής καί νησιώτικης. Μέ τήν ίδια πάντα ποιότητα πού έχουν οί μέχρι τώρα έργασίες, μέ τήν ίδια έπιστημονική έμπέδωση καί μέ τό ίδιο στύλ, τού εύχάριστου ξεναγοΰ-όδηγοϋ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΤΗΣ
απόπειρα εκλογίκευσης ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗ: Λε ξικό ταινιών. Τόμος Α'(Α - 1). Αθήνα, Αίγόύερως, 1982. Σελ. 206. Ό κινηματογράφος είναι ένας ώκεανός εικόνων καί ήχων, καί κανένας κριτικός μέχρι σήμερα δέν άντιστάθηκε στόν πειρασμό νά λειτουργήσει σάν σανίδα σωτηρίας. Αύτή είναι ή έννοια τής «έρμηνείας» τού φιλμικού κειμένου, κι ό Βασίλης Ραφαηλίδης τήν υίοθετεΐ μέ χαρά καί πραγματική εύφορία, γιά νά μπορέσει έτσι νά βά λει σέ κάποια τάξη τήν άχαλίνωτη κι-, νηματογραφοφιλία του. Τό «Λεξικό ταινιών» λοιπόν, συρραφή κειμένων άπό τή «Δημοκρατική ’Αλλαγή» μέ χρι τό «Βήμα», περνώντας άπό τό έκθαμβωτικό πυροτέχνημα τής πρώ της έποχής τού «Σύγχρονου Κινημα τογράφου», δέν είναι τίποτα άλλο άπό άπόπειρα έκλογίκευσης ένός άτακτου πάθους, τού μυστηρίου έκείνου πού πραγματοποιείται δταν βρίσκεσαι τα κτικά σέ μιά σκοτεινή αίθουσα. Ή έκλογίκευση αύτή παντρεύεται μέ τό γούστο άλλά φλερτάρει μέ τήν ιδεο λογία: Ό κριτικός είναι ένας άκροβά-
της κι ό Βασίλης Ραφαηλίδης αύτό δέν τό άρνήθηκε ποτέ. Δυό σκηνοθέτες κυριαρχούν στόν πρώτο τόμο τού λεξικού, καί μάς βοηθάνε νά καταλάβουμε τά παραπά νω. Είναι ό Γιάντσο κι ό Γκοντάρ, δυό έμμονές τής δεκαετίας τού ’60 καί τού «νέου» έλληνικοΰ κινηματο γράφου. Ό Βασίλης Ραφαηλίδης μα γνητίζεται άπό τήν αισθητική πρότα ση πού διατυπώνουν καί μοιράζεται στά δυό, υιοθετώντας έξίσου τό κλει στό σκηνικό σύστημα τού πρώτου καί τήν έλεγχόμενη άνατροπή πού έπιχειρεί ό δεύτερος.. Τά ύπόλοιπα κείμενα λίγο, ώς πολύ έπιχειροΰν νά συμφιλιώσουν αύτή τή διπλή έπιλογή καί συχνά φαντάζουν ύπερβολικά, άλλά αύτό δέν έχει σημασία: έτσι κι άλλιώς τό μεγαλείο τής κινηματογρα φικής κριτικής έδρεύει στήν ούτοπία τού όράματός της, στήν ικανότητά της νά άνασταίνει φαντάσματα κι ύ στερα νά χάνεται ή ίδια μέσα τους.
πλαίσιο JOLAN CHANG: Τό έρωτικό Ταό. Μετ. Κ. Κανδηλφροο. ’Αθήνα, 'Αρμονία, 1982. Σελ. 193. ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ κινέζικη κοσμοθεωρία ό ταοϊσμός, καλύπτει άνάμεσα στούς άλλους τομείς καί τά ζητήματα καρδιάς, άγάπης, έρωτα. Καί τό*βιβλίο άσχολεΐται μέ αύτά τά θέματα καί κυρίως τήν τεχνική τού έρωτα καί τίς προοπτικές έφαρμογής σήμερα τής παραδοσιακής κινέζικης θεώρησης γιά μακροζωία καί έρωτική άνταπόκριση. ’Αξίζει νά σημειωθεί δτι ή έργασία τού Τσάνγκ προβάλλει αύτή τήν άντίληψη μέ έπιστημονική σοβαρότητα, μακριά άπό σκανδαλιστικές τάσεις, καί ή βιβλιογραφία πού παραθέτει είναι έκπληκτική σέ εύρύτητα γιά δσους θέλουν νά βροΰν περισσότερες πληροφορίες.
ΛΟΥΤΣΙΟ ΚΟΛΕΤΙ: Οί ιδεολογίες άπό τό '68 μέχρι αήμερα. Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 81. ΣΥΝΟΠΉΚΑ ό Κολέτι παρουσιάζει τίς ιδεολογικές τάσεις στό χώρο τής Άριστεράς, άπό τό 1968, μιά πραγματικά σημαδιακή ήμερομηνία (έξέγερση νεολαίας στή Δύση, βίαιο τέλος τής «"Ανοιξης τής Πράγας», άρχή κορύφωσης στόν πόλεμο τού Βιετνάμ, παγίωση τής μορφωτικής έπανάστασης στήν Κίνα). Ό κύκλος τών γεγονότων, μαζί μέ άλλα μικρότερης σημασίας, βοήθησε στήν ταχύτερη έμφάνιση μιάς ιδεολογικής κρίσης μέ έξαγωγή άνάλογων συμπερασμάτων άπ’ αύτήν (πού γέννησαν καί τή Νέα Αριστερά), συμπερασμάτων πού παρακολουθεί καί άναπτύσσει ό Κολέτι. (Στήν έκδοση; δέν άναφέρεται μεταφραστής. Γιατί;)
72/οδη γος
Βασίλης Ραψαηλίδης 'Υπάρχει όμως κι Ενας άλλος σκη νοθέτης σ’ αύτό τό βιβλίο καί λέγεται
ματος καί τήν κριτική της, τήν Εξου σία πού άσκοΰν οί είκόνες καί οί ήχοι καί τήν άμφισβήτησή της. Αύτές οί Ιδέες πού άνθισαν στή δεκαετία τοΰ ’60, συγκεντρώθηκαν, άλλοτε βιαστι κά καί πρόχειρα κι άλλοτε Ιδιαίτερα Εμπνευσμένα, στά γραπτά Ενός άνθρώπου. Δέν είναι τυχαίο δτι ό Βασί λης Ραφαηλίδης, άν καί διατήρησε πάντα πολύ κακές σχέσεις μέ τήν πλειοψηφία τών νέων έλλήνων σκη νοθετών, είδε μέ τά μάτια του τίς μισές νέες Ελληνικές ταινίες νά τοποθε τούνται κάτω άπό τόν (ιδεολογικό καί αισθητικό) άστερισμό τοΰ Γιάν τσο καί τίς άλλες μισές νά χαροπα λεύουν, Απωθώντας τις ή υίοθετώντας τις, μέ τίς γκονταρικές πρακτικές. Είναι κρίμα πού κανείς δέν Επηρεά σθηκε άπό τόν Γουέλες.
Ό ρσ ον Γοοέλες. Γιά τόν Β.Ρ., ύπερασπιστή μέχρις Εσχάτων τής θεωρίας των δημιουργών, ό Γουέλες κι 6 Ά ιζενστάιν Επιχείρησαν τό «τέλειο Ερ γο», κι ό πρώτος τό συνδύασε μέ μιά άνελέητη όσο καί ναρκισσιστική αύτοκριτική. Τί άπομένει στόν κριτικό πέρα άπ’ τό νά τό διαπιστώσει; ’Απο μονωμένα καί κλειστοφοβικά τά κεί μενα πού ύπάρχουν Εδώ γιά τόν Γουέλες, ύποβάλλουν μιά άλλη κα τεύθυνση γιά τήν κινηματογραφική κριτική, τό δρόμο τής άπογυμνωμένης άνάλυσης πού δέν μεθοδεύει κανενός είδους αισθητικό σχέδιο άλλά στέκει μέ σεβασμό άπέναντι στό άντικείμενό της. Τά τρία Γ (Γκοντάρ, Γιάντσο, Γουέλες) δρίζουν τόν Β.Ρ. ώς κριτι κό, γιατί Εμπεριέχουν δλο τόν κινη ματογράφο, τίς νόρμες του, τίς άνατροπές του, τή βιομηχανία του θεά
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
γ ιά μιά ο μ α λ ή τ ε λ ικ ή ρ ύ θ μ ισ η τ ο ΰ θ έμ α τος τ ο υ γ ρ α π τ ο ύ δ η μ ο τ ικ ο ύ μ α ς λ ό γ ο υ ΑΓΑΠΗΤΟΥ Γ. ΤΣΟΠΑΝΑΚΗ: Ο δρόμος προς τη δημοτική. (Μελέτες και άρθρα). Παιδαγωγική και Εκπαί δευση, αριθ. 3. Θεσσαλονίκη, Κυρια κή5ης, 1982. Σελ. 385.
Ο καθηγητής Α. Γ. Τσοπανάκης αναδημοσιεύει στον τόμο τούτον δεκαέξι μελετήματα και άρθρα του, που γράφτηκαν ανάμεσα στα χρόνια 1944 και 1979 και αναφέρονται σε προβλήματα του γραπτού μας λόγου. Τοποθετούν το συγγραφέα στους ορθό δοξους δημοτικιστές, έχει όμως ο Τσοπανάκης τις προσωπικότερες τάσεις και απόψεις του σε ορισμένα Καμιά φορά και σε άλλα θέματα απο μακρύνεται από τις λύσεις που δίνει εκείνος (βλ. κυρίως το άρθρο του « Η τρίτη δημοτική»). Δε θα γίνει εδώ λό γος για όλα τα σημεία όπου διαφωνώ με τον Τσοπανάκη, ούτε για όλα εκεί να όπου βρίσκομαι σύμφωνος. Πε ριορίζομαι σε ορισμένα μόνο· με άλ λα θα ασχοληθώ σε δεύτερο σχετικό δημοσίευμά μου. Η διδασκαλία της γραμματικής
μερικότερα θέματα. Στο χώρο του γλωσσικού ζητή ματος τον έχουν κατά καιρούς απασχολήσει και άλ λα βέβαια θέματα, αλλά και η επέκταση της δημοτι κής στην επιστήμη, η διδασκαλία της γραμματικής, το νεοελληνικό κλιτικό σύστημα (διαφωνεί εδώ με το Μανόλη Τριανταφυλλίδη).
θεωρείται βέβαια από το συγγραφέα βασική προϋπόθεση για την ουσια στικότερη επικράτηση του δημοτικι σμού. Χρειάζεται μάλιστα —σωστά νομίζει— αρκετή καλλιέργεια της γλώσσας για να επιβληθούν οριστικά οι απαραίτητοι γραμματικοί κανόνες. Συμφωνώ επίσης με το συγγραφέα ό ταν υποστηρίζει ότι «το τυπικό απο τελεί τη μήτρα μέσα στην οποία χύ νονται και ενοποιούνται τ’ ανομοιο-
γενή στοιχεία» (σελ. 87). Σύμφωνο με βρίσκει και η άποψή του ότι γράφον τας τη δημοτική πρέπει να ακολου θούμε τη δημοτική σύνταξη Kat όχι «μεταφράζομε» από την καθα ρεύουσα. Σωστό ακόμη είναι και το ότι η διδασκαλία της γραμματικής πρέπει απαραιτήτως να συνδυάζεται την προτίμηση των κοινότερων γραμματικών τύπων, που και πρέπει να επικρατήσουν στον κοινό γραπτό
οδηγοςΙ 73 λόγο. Τέτοιοι κοινοί γραμματικοί τύ ποι είναι λ.χ. οι ακόλουθοι: δ ια σ κ ο ρ π ώ , κ ρ α τ ο ύ σ α , β ιά ζ ο ν τ α ν , γ ρ ά φ ο υ ν , γ ρ ά φ α ν , κλπ. και όχι οι: δ ι α σ κ ο ρ π ά ω , κρά τα γα , γρά φ α νε,
β ια ζ ό ν τ ο υ σ α ν ,
γρά φ ο υ νε,
κλπ. Στο αξιόλογο μελέτημά του για την επέκταση της δημοτικής στην επιστήμη, γραμμένο το 1944, σωστά διαπιστώνει ότι καθήκον είχαν τότε οι νέοι να εργαστούν για τη διαμόρ φωση της επιστημονικής δημοτικής γλώσσας, γιατί, όπως πιστεύει, «η άρ ρυθμη επαφή της δημοτυαστικής πράξης με την καθαρευουσιάνικη πραγματικότητα στον τομέα της επι στήμης θα έφερνε πάμπολλα καθα ρευουσιάνικα στοιχεία στη δημοτική και θα νόθευε τόσο το χαρακτήρα της γλώσσας μας που θα ξαναγυρίζαμε έτσι σε μια επιστημονική νεοκαθαρεύουσα». Στο χώρο τούτο ο Τσοπανάκης διατυπώνει θετικές συστάσεις, που, άν ήταν δυνατό να τις ακολου θούσαμε από τότε που ανακοινώθη καν, η δημοτική θα είχε σήμερα πε ρισσότερο προωθηθεί σε επιστημονι κούς και άλλους χώρους. Ζητούσε να συγκροτηθούν ομάδες επιστημόνων από όλες τις ειδικότητες, που με τη συνεργασία φιλολόγων και γλωσσο λόγων θα αντιμετώπιζαν τις δυσκο λίες που θα παρουσιάζονταν, καθώς και τους νέους όρους που τυχόν θα κρίνονταν απαραίτητοι. Ο Τσοπανάκης έβλεπε ότι ήταν τότε ώριμη η στιγμή για τη νέα εξόρμηση ελπίζον τας ότι μέσα σε μια πεντηκονταετία από τότε θα λυνόταν το ζήτημα (σελ. 45). Η πρόβλεψη του Τσοπανάκη δεν ήταν βέβαια πολύ αισιόδοξη. Πάντως τριάντα οκτώ χρόνια πέρα σαν για να μπουν τα γλωσσικά πράγ ματα σε κάποιο δρόμο που οδηγεί στην οριστικότερη ρύθμιση. Παρά και τις σημερινές ακόμα αντεγκλή σεις γύρω από το γλωσσικό θέμα και μόλο που τώρα μόνο αρχίζει να κατα κτά έδαφος η δημοτική στο χώρο της νομοθεσίας και της δικαιοσύνης, μπορούμε να ελπίζομε ότι θα έχει ο λ ο κ λ η ρ ω τ ι κ ά ρυθμιστεί το γλωσσι κό μας ζήτημα πριν να συμπληρωθεί η πεντηκονταετία από το 1944. Και άλλα δημοσιεύματα του τόμου που μας απασχολεί, αλλά και εκείνα που τιτλοφορούνται «Γραπτή και προφορική δημοτική» και «Ο δρόμος προς τη δημοτική», παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί σ’ αυτά συζητούνται με αναλυτικό τρόπο θέ ματα πρακτικής του σημερινού δημο τικισμού. Πολλά τα σωστά και διαφωτιστικά και για το πλατύτερο κοι νό και για τους καλλιεργημένους βρί σκει κανείς στο πρώτο από τα δύο αυ
τά μελετήματα, όμως υπερβολική εί ναι η άποψη του Τσοπανάκη ότι ο Τριανταφυλλίδης ούτε στα 1941, ούτε.στα 1949 «είχε συνειδητοποιήσει... ότι υπάρχει και προφορικός και γρα πτός χαρακτήρας στην κοινή νεοελ ληνική γλώσσα» (σελ. 272-3 βλ. και σελ. 315). Ο ίδιος άλλωστε ο Τσοπανάκης αμέσως πιο κάτω (σελ. 273) αναιρεί την άποψή του, αφού δέχεται ότι ο Τριανταφυλλίδης «σε ορισμένες περιπτώσεις μιλά για προφορικό λό γο και γραπτό λόγο ή καθημερινή ομιλία μέσα στα πλαίσια της δημοτι κής». Πρέπει να παρατηρήσω ότι στην ουσία ο Τσοπανάκης, μόνο σε ορισμένες ορθογραφικές κυρίως απο κλίσεις διαφωνεί με τον Τριανταφυλλίδη και τους άλλους δημοτικιστές, καθώς και στη χρησιμοποίηση ενός τελικού -ν (που μόνο ως ευφωνικό στο τέλος επιθέτων και ουσιαστικών είναι καμιά φορά επιτρεπτό και όχι στο άρθρο στις περιπτώσεις που το θέλει ο Τσοπανάκης). Τη διάκριση γραπτού και προφορικού λόγου, που τόσο υπογραμμίζει ο μελετητής, τη δέχεται κάθε συνειδητός δημοτικι στής και θα ήταν αδιανόητο να είχε διαφύγει από τον Τριανταφυλλίδη. Δεν πρέπει πάντως να παραλείψω να σημειώσω ότι ο Τσοπανάκης πρώτος, νομίζω, συστηματικά και με αφετηρία γραμματικές παρατηρήσεις του Τριανταφυλλίδη αλλά και την όλη θεωρία του, διατύπωσε δικές του πα ρατηρήσεις. Πολλές απ’ αυτές είναι ευπρόσδεκτες, όμως απορεί ο ανα γνώστης πώς ο δημοτικιστής Τσοπα νάκης καταφέρεται καμιά φορά με πά θος κατά των ομοϊδεατών του (σελ.' 316), μόλο που θέλει συχνά να εμφα νίζεται αντικειμενικός και αφανάτι στος (πβ. σελ. 312). Σχετικά με τη διαμόρφωση του κοινού γραπτού μας λόγου σωστά νομίζει ότι πρέπει να βασιστεί και στο κατάλληλο λεξιλόγιο και στην πραγ ματικά νεοελληνική σύνταξη. Διαφω νεί εκ των προτέρων με εκείνους που «νομίζουν ότι πρέπει να πάρουμε όλον τον λεξιλογικό πλούτο της καθα ρεύουσας και της αρχαίας και να τον προσαρμόσουμε» (σελ. 222). Τη λεξι λογική μάλιστα και γραμματική ταλάντευση ορισμένων τύπων της δη μοτικής την αποδίδει δικαιολογημένα στο γεγονός ότι επί εκατόν πενήντα τόσα χρόνια η δημοτική μιλιέται χω ρίς να γράφεται και χωρίς να διδάΣωστή είναι ακόμη η άποψή του (σελ. 225) ότι η πείρα μας διδάσκει ό τι διαλεκτικές λέξεις χρησιμοποιού σαν «όλοι οι μεγάλοι συγγραφείς τον καιρό που η γλώσσα πλουτιζόταν
D IE TH E R H O PF :
Διαφοροποίηση τής σχολικής έργασίας.
Μ ετ.
Β α σ ι λ ι κ ή ς Α ε λ η γ ιά ν ν η Κ ο υ ιμ τ ζ ή . Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η , ’Α φ ο ί Κ υ ρ ι α κ ί δ η , 1 9 8 2 . Σ ελ. 130.
ΣΤΟΧΟΣ τού βιβλίου —όπως σημειώνει καί ή μεταφράστρια— είναι «νά παρουσιάσει τήν προβληματική πού έχει σχέση μέ τό σύστημα κατάταξης καί έπιλογής μαθητών σύμφωνα μέ τήν έπίδοσή τους στά μαθήματα καί γενικά τή λεγάμενη "διαφοροποίηση" τής σχολικής έργασίας». Έτσι, τό κείμενο γίνεται σημαντικό βοήθημα γιά τούς έλληνες έκπαιδευτικούς (έστω κι άν οί άναφορές τοΰ συγγραφέα γίνονται στό σύστημα τής 'Ομοσπονδιακής Γερμανίας), καθώς μάλιστα σήμερα στήν Ελλάδα ύπάρχει ή ρευστή κατάσταση τής έκπαιδευτικής μεταρρύθμισης... Ό Φελίνι γιά τον Φελίνι. Μ ετ. Τ οσ ούλα ς Κ α ρ α ϊσ κ ά κ η . Α θ ή ν α ,
.
Ό δυσ σ έα ς, 1 982. Σ ελ.
210
ΟΙ σημειώσεις τοΰ σκηνοθέτη Φεντερίκο Φελίνι πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο (μνήμες, σκέψεις, γεγονότα) γίοιάζουν μέ τήν Ιδια τήν κινηματογραφική του γλώσσα. Ή πραγματικότητα καί οί έγκεφαλικές διεργασίες συγχέονται μέ τέτοιο τρόπο, ώστε τελικά συγχωνεύονται, δίνοντας ένα ένιαΐο —άπόλυτα προσωπικό— άποτέλεσμα. Έτσι, αύτό πού κάποια στιγμή δείχνει σάν αύτοβιογραφική εικόνα ή άφήγηση γεγονότων μέ τρίτους, γρήγορα μεταβάλλεται σέ αύτοδύναμη άντιμετώπιση τών πραγμάτων καί τανάπαλιν, κάνοντας τό βιβλίο έξίσου ένα γοητευτικό κείμενο, όσο καί έναν άξονα προβληματισμού. ΔΗΜ Η ΤΡΗ ΣΤΑΥΡΟΥ: Νέγροι ποιητές. ’Α θ ή ν α , Π ρ ό α π ε ρ ο ς / Ά ν θ ο λ ό γιο , 1982. Σ ελ. 102.
Η ΕΠΙΛΟΓΗ πού είχε κάνει ό Δημήτρης Σταύρου ήταν καθαρά
7 4 /ο δ η γ ο ς ακόμα ή όταν ήθελαν να δώσουν ένα αδιάφθορο γλωσσικό στοιχείο». Σω στά δεν αποκλείει να χρησιμοποιούν ται και ορισμένοι νεολογισμοί που επιβάλλονται από την τεχνική, τη βιομηχανία και τις θετικές επιστήμες (σελ. 229). Ως προς τη ρηματική αύξηση, που ο Τριανταφυλλίδης την έβλεπε ρευ στή, ο Τσοπανάκης κάνει χρήσιμες διαπιστώσεις από τη γραπτή πράξη. Βέβαιο πάντως είναι ότι γενικότερα στους ρηματικούς σχηματισμούς η καθαρεύουσα και ειδικότερα η διοικη τική γλώσσα κληροδότησε ορισμέ νους ανώμαλους τύπους, που δυσκο λεύονται για την ώρα να συμμορφω θούν με την κλίση της δημοτικής (σελ. 294). Δίκιο επίσης έχει υποστη ρίζοντας ότι οι συγκεκομμένοι τύποι της προστακτικής κ ό ψ τ ε , γ ρ ά ψ τ ε , κλπ. είναι μόνο προφορικοί. Καμιά φορά ο Τσοπανάκης προτεί νει (σελ. 247) να αντικαταστήσομε καθιερωμένες εκφράσεις που προέρ χονται από την καθαρεύουσα, όπως «αυξημένες νεφώσεις», με δημοτικότερη διατύπωση. Θα προτιμούσε το «μεγαλύτερη συννεφιά». Καμιά αντίρ ρηση δεν υπάρχει ότι η δεύτερη δια τύπωση είναι ζωντανότερη από την
γ7
πρώτη. Όμως δεν μπορούμε, ύστερα από τη μακροχρόνια παντοκρατορία της καθαρεύουσας, να είμαστε τόσο αποκλειστικοί. Χωρίς να αποδοκιμά ζω την άποψη Τσοπανάκη, τη δέχο μαι μόνο σαν παρότρυνση. Επίσης καλό είναι να αποφεύγομε τα αφηρημένα ουσιαστικά (καμιά φορά και τα σκέτα ουσιαστικά) και να χρησιμο ποιούμε στη θέση τους ρήματα —με τις απαραίτητες βέβαια αλλαγές. Δικαιολογημένη είναι η σύσταση του Τσοπανάκη να αποφεύγεται η κα τάχρηση της γενικής πτώσης των αφηρημένων ουσιαστικών (σελ. 23243). Γενικότερα πάντως πιστεύει ο Τσοπανάκης ότι και μετά την έκδοση της «Νεοελληνικής Γραμματικής» του Τριανταφυλλίδη (1941) υπάρχει η ανάγκη για μια καλύτερη συστηματοποίηση του κλιτικού συστήματος ουσιαστικών και επιθέτων (σελ. 77). Το θέμα απασχόλησε τον Τσοπανάκη σε σειρά δημοσιευμάτων, που βλέ πουν ξανά το φως στον τόμο (σελ. 92-199) που συζητείται και ίσως απασχολήσει στο μέλλον και άλλους. Σχετικά τώρα με το μονοτονικό σύστημα δε νομίζω πως το 1977 (που έγραφε ο Τσοπανάκης τη σχετική αναδημοσιευμένη μελέτη του) το ζή
τημα το είχαν ήδη λύσει οι εφημερί δες της Θεσσαλονίκης και ορισμένα περιοδικά της Αθήνας. Ασφαλώς δεν έφτανε για τη λύση του ζητήμα τος η αντικατάσταση των πνευμάτων με ένα είδος οξείας και των ποικίλων τόνων με το ίδιο σημείο. Χρειάσθηκε και μετά την καινοτομία που υπαινίσ σεται ο Τσοπανάκης διαφώτιση και της κοινής γνώμης και των αρμόδιων πολιτικών ηγετών για να καταλήξομε στο σημερινό αποτέλεσμα: την καθιέ ρωση ενός αληθινά απλουστευτικού μονοτονικού συστήματος. Σημειώνω με την ευκαιρία και τούτο: όταν στα χρόνια της κατοχής (1942) η Φιλοσο φική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ξεκινούσε τον αγώνα της κατά του καθηγητή Ιωάννη Κακριδή, στην ουσία δεν αγωνιζόταν προ σωπικά κατά του Κακριδή, όπως υποστηρίζει ο Τσοπανάκης (σελ. 309), παρόλο που εναντίον του διατύ πωνε ανυπόστατες κατηγορίες, αλλά κατά του δημοτικισμού και της τονικής απλοποίησης, ιδεών που υπερά σπιζε και τότε (όπως βέβαια και τώ ρα) ο Κακριδής. Ο Τσοπανάκης, ό πως φάνηκε από τα προηγούμενα, έ χει ταχθεί υπέρ του μονοτονικού συ στήματος (σελ. 209-211),δέν προχω-
4 νέα βιβλία του ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ στις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Αρίοστος 6 Προσεχτικός
f>:·. —
Μ ίΐίο
ΙΤΑ ΛΙΚ Ο ΤΡΙΠ ΤΥ Χ Ο
ΥΠΟΚΩΦΑ
n jjgl
•ο ένας Τό άγαλμα στη βροχή
ψ
—
—
ΑΡΙΟΣΤΟΣ Ο ΠΡΟΣΕΧΤΙΚΟΣ
ΙΤΑΛΙΚΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ
(Πεζογράφημα)
(Ποιήματα)
ΜΟΝΟΒΑΣΙΑ
ΥΠΟΚΩΦΑ
(Ποιήματα)
(Ποιήματα)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Γεωργίου Γενναδίου 6 (πάροδος ’Α καδημίας) - Τηλ.: 36.15.783
\
ο δ η γ ο ς/7 5 ρεί όμως στο μελέτη μά του σε γενικό τερη και ιστορικότερη αντιμετώπιση του ζητήματος. Κρίμα πάντως που ανατυπώνοντας τη μελέτη του στα 1981 εφαρμόζει ακόμα τον παραδο σιακό τονισμό. Είναι ανάγκη να σημειώσω ότι στην πραγματικότητα γενικά συμφω νώ με τον Τσοπανάκη στις απόψεις του πάνω στη χρήση της δημοτικής γλώσσας, όμως διαφωνώ μαζί του ό ταν αφήνεται σε ορισμένες κρίσεις καθόλου αντικειμενικές, καθόλου στηριγμένες στην ιστορική πραγματι κότητα. Αδικώντας τον Ψυχάρη και το μεγάλο του έργο κάνει λόγο γι’ αυ τά (σελ. 278-9 βλ. και σελ. 229-30) με τρόπο αληθινά σχετλιαστικό (βλ. και σημ. 15 στη σελ. 282). Πρέπει όμως να παρατηρήσω ότι όταν κανείς ώς έ να βαθμό απομακρύνεται από τον Τριανταφυλλίδη και αρνείται τον Ψυ χάρη, δεν είναι συνακόλουθος με τον εαυτό του γράφοντας σε ορισμένα σημεία των μελετών του: νευρώδικος,
σκελετώδικος, μνημειώδικος, πενηνταετϊα, ελληνόπρεπος, υποτυπική μορ φή, εκπροσώπισσα, κ.ά. Αλήθεια πάντως είναι ότι αργότε ρα (1977, σελ. 305) θεωρεί την κατά ληξη -ώδης «αναγκαία περιουσία». Ανάλογης πάντως ριζοσπαστικότητας είναι και ορισμένοι άλλοι «νεολο γισμοί» του, όπως «ελληνόπρεπος, υποτυπική μορφή (= υποτυπώδης), εκπροσώπισσα (θηλυκό του «εκπρό σωπος»), πενηνταε τία». Είναι εξάλλου γεγονός ότι η δημο τική που γράφομε σήμερα οι συνειδη τοί δημοτικιστές σε ορισμένα αποκλί νει από τις απόψεις του Τριανταφυλλίδη. Υπερβολική γι’ αυτό είναι η ά ποψη του Τσοπανάκη ότι ot «οπαδοί» του Τριανταφυλλίδη τον μεταβάλ λουν σε «άσυλο πρόσωπο» (tabou) και σε λάβαρο «εν τούτω νίκα» και θεωρούν «βέβηλους όσους τολμούν να προτείνουν και την ελάχιστη τρο ποποίηση». Μερικά σημεία από το άρθρο του Τσοπανάκη «Η τρίτη δημοτική» (βλ. σελ. 200-232 του τόμου που συζητείται) με απασχόλησαν σε δημοσίευμά μου: «Ζητήματα του γραπτού μας λό γου» («Εποχές», 43, Νοέμβρ. 1966, σελ. 411-6· αναδημοσιεύτηκε στο βι βλίο μου «Άρθρα και σημειώματα ενός δημοτικιστή», σελ. 247-260). Ο Τσοπανάκης υποστήριζε ότι στη δια μόρφωση του νεοελληνικού γραπτού λόγου δεν έπρεπε να παίξει τον πρω ταρχικό ρόλο η λογοτεχνία, αλλά το σχολείο. Όμως ποιο σχολείο; Μια τέτοια άποψη τη θεώρησα τότε ουτο πική. Γιατί πίστευα και πιστεύω ότι δεν μπορούσε τον καιρό του κυρίαρ
χου καθαρευουσιανισμού να παίζει κανένα δημιουργικό ρόλο το σχολείο χωρίς να έχει προϋπάρξει κάποια αλ λαγή στη γλώσσα της λογοτεχνίας. Η ευθύνη έπεφτε στους ώμους των λο γοτεχνών, κυρίως των μεταψυχαρικών λογοτεχνών, που ανέλαβαν να διαμορφώσουν το νεοελληνικό γρα πτό λόγο στον τομέα της ποίησης και της πεζογραφίας. Ήταν μοιραίο, ό πως έγραφα τότε (σελ. 249 «Άρθρα»), η γλωσσική πολιτική να ακολουθήσει μετά την πρώτη λογοτεχνική διαμόρ φωση του νεοελληνικού γραπτού λό γου χωρίς να συντελέσει το σχολείο στη διαμόρφωση τούτη. Μόνο μετά τη δημιουργία κάποιας παραδεχτής' δημοτικής από τους παλιότερους λο γοτέχνες υπήρχε η δυνατότητα —με την κατάλληλη εκπαιδευτική πολιτι κή— να διδαχτεί στο σχολείο η καθιε ρωμένη —στις γενικές τουλάχιστο γραμμές της— γλώσσα και να γίνει προσπάθεια προς την κατεύθυνση μιας οριστικότερης ρύθμισης της μορφής του γραπτού μας λόγου. Δεν ήταν λογικό λ.χ. από το σχολείο του 1890, αλλά και της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, να περιμένομε νά δί νει πρότυπα νέας ελληνικής (δημοτι κής) γλώσσας, τη στιγμή που την όλή πνευματική ζωή την εδέσποζε ένα πνεύμα γλωσσικά αρχαϊστικό, δηλ. έκδηλα συντηρητικό. Σέ άρκετές περιπτώσεις ο Τσο πανάκης συγκεντρώνει χρήσιμο για την έρευνα ύλικό, που καμιά φορά και το κατατάσσει μεθοδικά. Είναι λ.χ. ή περίπτωση τμήματος μελέτης του σχετικού με τις παραγωγικές κα ταλήξεις των έπαγγελματικών θηλυ κών (σελ. 325-342). Η συλλογή αύτή μπορεί να βοηθήσει για μια ούσιαστικότερη άναζήτηση των κατάλληλων έπαγγελματικών θηλυκών που σήμε ρα δεν έχουν δημιουργηθεΐ ή δέν έ χουν έπικρατήσει. Έχομε χρέος να επαινέσομε την απόφαση του Τσοπανάκη να συγκεν τρώσει παλιότερες και νεότερες μελέ τες του ή και άρθρα του ακόμη σε έ ναν τόμο. Ο τόμος είναι χρήσιμος σε όσους ενδιαφέρονται για μια ομαλή τελική ρύθμιση του θέματος του γρα πτού δημοτικού μας λόγου. Ο Τσο πανάκης όμως έχει και τις προσωπικότερες αντιλήψεις του, που δε θα βρουν όλες τη συναίνεση του ανα γνώστη. Μέσα στα αναδημοσιευμένα γρα πτά του Τσοπανάκη θα βρει ο ανα γνώστης, παρεκβατικά διατυπωμένα, και αυτοβιογραφικά και απομνημονευματικά στοιχεία. Θα διαπιστώσει συχνά και κάποια απαισιοδοξία του συγγραφέα, που δεν φαίνεται πάντοτε
προσωπική: μετέφρασε ποιήματα πού άγαποΰσε, ποιητών —νέγρων— πού άγαποΰσε. Έτσι, ή άνθολογία του αύτή (πού κυκλοφορεί τώρα συμπληρωμένη, 16 χρόνια μετά τήν πρώτη της έκδοση), δέν έπιδιώκει νά παραστήσει ένα όλοκληρωμένο δειγματολόγιο τής νέγρικης ποίησης, άλλά νά μεταφέρει ποιητικά ψήγματα χρυσού, έδώ κι έκεΐ διαλεγμένα, άπ’ δλο τό φάσμα τής άγγλόφωνης καί γαλλόφωνης νεγροσύνης. Αύτή τήν «άτομική» εικόνα άγάπης ύπηρετεΐ άλλωστε καί ό μεταφραστικός τρόπος, μέ διαφαινόμενες τις άνησυχίες καί τούς καημούς τού Ιδιου τού Σταύρου...
ΤΑΚΗ ΣΙΜΩΤΑ: Ό κυνηγός. Αθήνα, 'Εξάντας, 1982. Σελ. 273. ΕΝΑ μωσαϊκό είναι ό «Κυνηγός» τού Τάκη Σιμώτα. Μεγάλο μέρος καλύπτεται άπό «έσωτερικούς μονόλογους» πού θυμίζουν χαρακτηριστικά τά πεζογραφήματα τού Θεσσαλονικιοΰ Πεντζίκη (ή Θεσσαλονίκη, άλλωστε, ύπάρχει μέσα στό έργο καί τή ζωή τού Σιμώτα). Τό ύπόλοιπο μέρος τού βιβλίου είναι σημειώσεις πάνω σέ γεγονότα «παρέας φίλολογίζουσας» στή συμπρωτεύουσα ή πάνω σέ λογοτεχνήματα, άνάκατα μέ «σχέδια ποιημάτων», πού δλα μαζί δίνουν κυρίως τό κλίμα μέσα άπό τό όποιο ώθήθηκε και ώθεΐται ό συγγραφέας γιά νά γράψει...
ΓΚΥΓΙΩΜ ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ: Ή καθιστή γυναίκα. Μετ. Λύντιας Στεφάνου. Αθήνα, Γαλαξίας / Έρμείας, 1982. Σελ. 126. Η «Καθιστή γυναίκα» είναι ένα άπ’ τά πιό καίρια πεζογραφήματα τού Άπολλιναίρ. Γιατί, χρησιμοποιώντας —σάν άλλοθι— μιά συμβατική γραφή, διαλύει μέ προφητικό τρόπο μιά σειρά άπό
7 6 /οδη γος εντελώς δικαιολογημένη· ακόμη και μια τάση να κριθούν πολλά φαινόμε να και γεγονότα ατομικής και συλλο γικής ζωής και δραστηριότητας. Δια βάζοντας τον τόμο βρισκόμαστε μπροστά όχι μόνο στον επιστήμονα,
αλλά και στον άνθρωπο. Κι αυτό εί ναι πολύ ενδιαφέρον για τον αναγνώ στη. Φυσικά και ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να συμφωνήσει ή να δια φωνήσει με τις κρίσεις του συγγρα φέα, που καμιά φορά δεν τους λείπα
κάποιο χιούμορ στη διατύπωση. Ο προσωπικός τόνος δεσπόζει, νομίζω, και στα «προλογικά» (σελ. 7-20), που προτάσσονται από τα κείμενα του τόΕ. ΚΡΙΑΡΑΣ
ερευνώ ντα ς τή μ υ σ τ ικ ή σ χ έ σ η κ ε ν ο ύ κ α ί ο ν ε ίρ ο υ ΝΑΝΑΣ ΗΣΑΪΑ: Στην τακτική του πάθους. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 143. «Γράφει κανείς γιά ν' άγαπηθεΐ, διαβά ζεται χωρίς νά μπορεί ν’ άγαπηθεΐ —αύτό τό χάσμα συνιστδ άσφαλώς τό συγγραφέα.» R. Barthes'
Ή Νανά Ή σαΐα μέ τό έβδομο βιβλίο της, «Στήν τα κτική τοΰ πάθους», άναλύει ένα καί μόνο συγκεκρι μένο γεγονός: τή διάλυση μιας σύντομης έρωτικής σχέσης, φαινομενικά άπλής καί συνηθισμένης. Ή άνάλυση γίνεται μέ τρεις διαφορετικούς τρόπους: 1) μέ τόν τρόπο δηλαδή μιας μελέτης πού έξετάζει κι Τά προβλήματα πού θίγονται είναι: α) τό δράμα τοΰ διπλού έαυτοΰ τής ποιήτριας, πού παρακολουθεί, πότε ψύχραιμη, πότε έκπληκτη, τήν άνυποχώρητη τάση τοΰ δημιουργικού / ποιητικού της έγώ ν’ άπορροφήσει τό έρωτικό / λιμπιντικό της έγώ, β) ή άδυναμία τής πειθαρχημένης άλλά καί ιδιόμορφης λογικής της νά έπιβιώσει μέσα στά στενά πλαίσια πού χάραξε ή ίδια γιά τόν έαυτό (τούς έαυτούς) της. Κι αύτό συμβαίνει σέ τέτοιο βαθμό ώστε ή πρόταση τού Yves Bonnefoy2 «ή νόηση άπαιτέΐ τή «συνέπεια». Τό σύστημά της είναι ένα όλοκληρωμένο φράγμα άπέναντι στό θάνατο» νά έπαληθεύεται πολύ συχνά σ’ δλο τό φάσμα τής «Τακτικής τού πάθους», γ) ή άποστροφή πού έμφανίζεται πρός κάθε σχεδόν μορφή ζωής, μετά τήν πλήρη άποτυχία (γιά τήν όποια δμως δέν εύθύνεται ούσιασηκά ή ίδια) τής έξίσωσης / άνύψωσης τής
έρμη νεύει ένα πραγματικό συμβάν, 2) μέ τή μέθοδο τής παράθεσης ένός μεγάλου γράμματος, πού παρέ χει άπ’ τή φύση του πολλά στοιχεία γιά τήν άνίχνευση πολύπλοκων κατά βάση ψυχικών διεργασιών καί 3) μέ τόν τρόπο τής ποιητικής γραφής, πού μέ τήν πύκνωσή της προσδίδει κι άλλες διαστάσεις στήν δλη έπεξεργασία τοΰ κυρίως θέματος.
ζωής πρός τήν ποίηση, δ) ή σαρκα στική κριτική (= ένα κράμα είρωνείας καί μαύρου χιούμορ) τής παράξενης συμβίωσης τών βαθύτατα μεταφυσι κών έκείνων στοιχείων τής ζωής μας μέ τά άλλα τά τόσο χυδαία καί ε) ή πραγμάτωση τών θεμελιωδών άρχών τής άξιοπρέπειας, τής όμορφιάς άλλά καί τής άλήθειας (στό βαθμό μάλιστα τής γκραμσιανής άπολυτότητας: «μό νο ή άλήθεια είναι έπαναστατική») άνάμεσα στίς άντιφάσεις καί τίς άντιξοότητες μιας εύνουχισμένης πνευ ματικά άλλά έπικίνδυνης καί άνελέητης πραγματικότητας. Τόσο στίς δύο πρώτες ένότητες τοΰ έργου αύτοΰ, πού είναι καθαρά προζαϊκές, δσες καί στίς άλλες δύο, τίς ποιητικές, δπου περιλαμβάνονται σαράντα τέσσερα αύτόνομα ποιήμα τα, ή Νανά ΉσαΓα, αύτοβιογραφούμενη πάντα, μάς εισάγει στό κλίμα μιάς έσχατης άγωνίας. Δέν είναι πιά
ή άγωνία ένός έκστατικοΰ έγώ, πού μέσα στό καθολικό περιρρέον κενό άντιλαμβάνεται δτι δυστυχώς δέν τό καραδοκεί μόνο ό άναπότρεπτος βιο λογικός θάνατος άλλά πολλοί άλλοι όρατοί κι άόρατοι θανάσιμοι έχθροί του, δπως ή μοναξιά, ή άλλοτρίωση, ή καθημερινή άπειλή τόσων ψυχικών ή σωματικών άσθενειών, ή άγωνία μ’ άλλα λόγια τοΰ ύποκειμένου τής προηγούμενης συλλογής της «Μορ φή» (1980),3 άλλά κάτι άκόμα πιό συγκεκριμένο: Στήν «Τακτική τοΰ πά θους» έχουμε νά κάνουμε μέ τό αί σθημα τής πανικοβλημένης ύπαρξης πού βλέπει τή λάμψη τής ήδονής νά σβήνει μέσα στίς στάχτες τής πιό με γάλης άποτυχίας, τής άδυναμίας δη λαδή τοΰ πνεύματος νά ύπερισχύσει καί νά έπιβληθεϊ στόν άστικό τρόπο ζωής. Καί είναι αύτή ή λάμψη πού στό φώς της συνελήφθη ή έννοια τής διαλεκτικά άντιθετικής ίδέας: τοΰ
οδηγος! 7 7 σκότους, τής καταστροφικής δύνα μης, πού ύπολανθάνει μέσα στά ίδια τά Εργα τού πνεύματος καί κατ’ έπέκτασιν τής δημιουργίας. ’Ενδεικτικό είναι τό ποίημα «Λευ κή λάμψη» (σ. 80), πού μαζί μέ τούς στίχους της «Κι έγώ πώς θά ήθελα κάποτε / νά καταλάβω τό λευκό / χω ρίς τό μαύρο» (άπ’ τό ποίημα «Ή άπόφαση τού χρόνου», σ. 83 έπ.), συ νοψίζουν αισθητικά τίς άπόψεις τής ποιήτριας γιά τήν άλλη άλληλεξάρτηση, τή σύγκρουση άλλά καί τή συ νύπαρξη τών τριών ζευγών: πρώτο καί δεύτερο έγώ, λάμψη (ή φώς) καί στάχτες (ή σκοτάδι), χρόνος καί μή χρόνος. Τό πρώτο τουλάχιστον ζεύ γος μπορούμε νά τό έκλάβουμε ώς τήν άπεικόνιση ένός δρου, πού δέν εί ναι Εξωτερικός γιά έναν δεύτερο δρο, άλλά πού θεωρείται ταυτόχρονα δτι δρά Εντός τού τελευταίου καί μ’ αύτή τήν Εννοια Εννοείται ώς Εσωτερική του διαφορά. Μ’ άλλα λόγια άντιστοιχεΐστόν έγελιανό τύπο: «Als nich ausserlich von den andem unterschieden».4"Οσο γιά τήν άνάλυση τών άλ λων δύο ζευγών, άς παραβάλουμε τίς σκέψεις τού Hegel: α) «Όπως τό φώς είναι ή Εκδήλωση τού Εαυτού του καί τού άντιθέτου του, τού σκοταδιού δη λαδή, καί δέν Εκδηλώνεται τό Ιδιο πα ρά Εκδηλώνοντας τό άντίθετο αύτό, Ετσι καί τό Εγώ δέν άποκαλύπτεται στόν Εαυτό του, παρά δσο τό άντίθετό του άποκαλύπτεται σ’ αύτό μέ τή μορφή ένός άνεξάρτητου δρου», καί β) «Ή λέξη σάν ήχος σβήνει στό χρό νο. Ό χρόνος παράγεται Ετσι στή λέ ξη σάν μιά άφηρημένη άρνητικότητα, δηλαδή σάν μιά καθαρά καταστρεπτι κή Ικανότητα» (άπ’ τά κεφάλαια «Συ νείδηση» καί «Μνήμη» τής «Φιλοσο φίας τού πνεύματος»). Στίχοι δπως: «Παράξενο δτι ό χρόνος στά χέρια μας / άγνοεΐ τό χρόνο. (...) Δέν ύπάρχει ό χρόνος» (άπ’ τό ποίημα «Χρό νος», σ. 75, πού τό συναντάμε Επίσης αύτούσιο καί στή συλλογή «Μορφή») ή «Κατέστρεψες τή σχέση μου μέ τόν έαυτό μου. / Τό πρόσωπό μου ώς πρός τό πρόσωπό μου / στρέφεται στό κενό» (σ. 87) καί «Γιά ποιό καλο καίρι σκοτεινού φωτός;» (σ. 137) — «Μήπως καί στό βάθος τού χωρισμού / βρεθεί Εκείνο τό διπρόσωπο δν / μέ τό όνομα έγώ / Τό δικό μου ή τό δικό σου» (σ. 140), μάς όδηγοΰν κατευ θείαν στίς άπώτερες συλλήψεις τού εύρηματικού νοΰ τής ποιήτριας αύτής, πού φιλοδοξεί ν’ άποκρυπτογραφήσει τούς τόσο δύσκολους κώδικες τών Εννοιών τού κενού, τού όνείρου καί τού χρόνου. Σέ άντίθεση μέ τή γραμμική άνά-
πτυξη πού Επιχειρεί ή πρόζα τών δύο πρώτων μερών; οί εύκίνητοι καί πο λυσήμαντοι στίχοι τώ ν. ποιητικών Ενοτήτων προσφέρουν μιά σφαιρική άνάλυση τών ίδιων Εννοιών, προε κτείνοντας τά νοήματα πού ύπολανθάνουν στό πεζογραφικό τμήμα τού Εργου, συνοψίζοντας καταστάσεις καί ιδέες μέ τή χρήση τής τεχνικής τής άφαίρεσης. Οί όκτώ στροφές π.χ. τού ποιήματος «Επικίνδυνη» όλοκληρώνουν διεξοδικά τήν περιγραφή τής διαδοχικής μετάβασης ένός κόσμου θανάτου άπό τή σαρκαστική αύτοαναίρεσή του μέχρι τή «φαντασμαγορι κή» διάλυσή του, Ενώ ταυτόχρονα πρός τό τέλος μνημονεύεται καί ή Ερωτική δικαίωση τής ποιήτριας. ’Ανάλογες Εμπειρίες, διαλεκτικά άντιθετικές, βιώνονται καί στά άρτια ποιήματα «Άγγελος» καί «Χωρι σμός». Στό τελευταίο μάλιστα προσδιορίζεται άλλη μιά Εννοιακλειδί τής ποίησης τής Ν. Ήσαΐα, ή «φαντασμαγορία». Είναι ή έσχατη Εκείνη λάμψη πού μέσα της, αύτοστιγμεί, διαχέονται τά σύνδρομα τής ζωής καί τού θανάτου, τού λόγου καί τής σιωπής, τού άφανισμού καί τής άθανασίας. Είναι τό φώς τών μυστι κών, πού προσδίδει στήν ποίησή της μιά ιδιαίτερη αίσθηση Εντασης καί μαγείας. Τά Εξαγριωμένα ένστικτα τής ποιήτριας, ή άνάγκη καταστρο φής καί αύτοκαταστροφής, ή αίσθηση τής μεταφυσικής σύλληψης τής δι πλής φύσης τών πραγμάτων καί τών δομικών τους άντιθέσεων, άκόμα κι αύτός ό Εντελώς άνθρώπινος πόνος καί θυμός της διυλίζονται μέσα στό όνειρικό κλίμα τής «Τακτικής τού πά θους», προοιωνίζοντας Ετσι τήν τελι κή νίκη της άπέναντι στόν πιό Επικίν δυνο Εχθρό της: τό διχασμό τής προ σωπικότητάς της. «Ό μονόλογος δέν είναι· άναγκαστικά δεσποτικός. 'Ο μονόλογος μπορεί νά είναι καί "Ερωτικός".» R. Barthes5 «Σου λέω αύτά πού θά έπρεπε νά σου πώ. / Αύτά πού ξέρεις κι έσύ. / Τά νέα της κό λασης. / Ποιος θά τό έλεγε δτι τό αίμα θά ήταν τόσο πολύ. / Ερωτικός ό μονόλο γος. / Ό μονόλογος αύτός μιας μεγάλης παύσης.» Ν. Ήσαία6
"Η άναφορά τής Ν. Ήσαΐα στό ό νειρο, πού άποτελεϊ βασικό στοιχείο τής ποίησής της, προσδιορίζει πέρα άπ’ ότιδήποτε άλλο τή μέθοδο τής λύ τρωσής της καί έντέλει τήν κάθαρση τών παθών της (βλ. Επίσης τίς άπόψεις τού Θ. Δ. Φραγκόπουλου γιά τή δουλειά της: «τό όνειρο είναι ό άξο-
συμβατικούς μύθους ήθίκής, συμβίωσης, κοινωνικής συνάφειας. Μέσα άπό μιά γοητευτική διήγηση άνδρικής καί γυναικείας πολυγαμίας θυμίζει κείμενα τόΰ ντέ Σάντ. Μέ τή διαφορά ότι, άντί γιά τήν άπόλυτη Ελευθερία άπέναντι στό άνθρώπινό σύνολο, ό Άπολλιναίρ προβάλλει τήν άπόλυτη άσυνέχεια, μιά θεώρηση πού συμβαδίζει μέ τήν Ενστικτώδη ποίηση ή τούς πίνακες τού Πικάσσο... ΕΝΤΓΚΑΡ Α ΛΑΝ ΠΟΕ:
Ή μάσκα τοΰ κόκκινου θανάτου. Μ ε τ . Γ ιά ν ν η Ε ύ α γ γ ε λ ίδ η . Α θ ή ν α , Γράμματα, 1 9 8 2 . Σ ε λ .
222.
Ο ΠΟΕ θεωρούσε τόν έαυτό του ποιητή κυρίως. Όμως, στό εύρύ σημερινό κοινό είναι Εξίσου, άν όχι περισσότερο, συνδεδεμένος μέ τή φανταστική λογοτεχνία (πεζογραφία), χάρη στά πάνω άπό 70 διηγήματά του. Μιά κορφολόγηση άπό τίς Ιστορίες (σέ μετάφραση Επιμελημένη, άλλά όχι πάντα πετυχημένη) περιλαμβάνει κι ό τόμος αύτός, στόν όποιο μάλιστα έδωσε τόν τίτλο Ενα άπ’ τά πιό γνωστά διηγήματα «τρόμου» τού Πόε. Συνολικά, παρουσιάζονται 13 Ιστορίες, δίνοντας όλη τήν ποικιλία τών θεμάτων μέ τά όποια άσχολήθηκε. EDM UND KEELEY:
Συζήτηση μέ τόν Γιώργο Σεφέρη. Μ ε τ . Λ ί ν α ς Κ ά σ δ α γ λ η . ’Α θ ή ν α , " Α γρα, 1982. Σ ελ. 139.
Ο ΣΕΦΕΡΗΣ μέ τά ήμερολόγιά του κυρίως έδωσε ξεκάθαρα «κλαδιά» γιά τήν άποκρυπτογράφηση τοΰ προσωπικού του κόσμου. ’Ανάλογη συμβολή —σέ πολύ μικρότερη βέβαια κλίμακα— άποτελεϊ καί τό τομίδιο τών συζητήσεών του μέ τόν Ελληνιστή Κήλυ, τό ’68, στήν ’Αμερική (ή Εκδοση είναι δίγλωσση, Ελληνικά καί άγγλικά). Ό ποιητής Εμφανίζεται «γυμνός»
7 8/οδηγος νας Αναφοράς τοΰ όνε(ρου της, δπως ή ποίηση είναι ό άξονας αύτοαναφοράς της».7Πρόκειται γιά ένα όργανωμένο όνειρο, προσεκτικά διατυπωμέ νο, πού άντιδιαστέλλεται έντελώς πρός τό παραληρηματικό, «άσύδοτο» όνειρο των όρθόδοξων καί μή ύπερρεαλιστών. Έχει διατυπωθεί ότι «άν είχε δοθεί ή δυνατότητα στά μάτια μας νά βλέπουν μέσα στή συνείδηση τοΰ άλλου άνθρώπου, θά τόν κρίναμε μέ μεγαλύτερη σιγουριά άπό αύτά πού όνειρεύεται, παρά άπό αύτά πού σκέφτεται» (Victor Hugo) —κι αύτό είναι Ακριβώς πού θέλει ή ποιήτρια νά φέρει άπό τό χώρο τοΰ άδηλου στό φως τής πραγματικότητας. Ή διαδικασία προϋποθέτει ψυχραι μία καί φυσικά τή συγκρότηση ένός κατάλληλου λεκτικοΰ όργάνου. Ά λ λωστε «μόνο αύτός πού είναι έντελώς ξύπνιος μπορεί νά μιλήσει σωστά γιά τό όνειρό του» (Ρ. Valery). Ή μέρι μνά της νά έπιτύχει μιάν όσο τό δυ νατόν πιό ένδελεχή όνειρική έμπειρία, τήν όδηγεΐ νά ύποκαταστήσει τήν ίδια τή ζωική καί όφθαλμοφανή ύλη σέ παραίσθηση, σέ όνειρικό κλί μα, έστω. ΟΙ στίχοι της «Ό καθημερι νός τρόπος μου / νά διατηρώ τό όνει ρο. / Σάν τή μόνη περιοχή ζωής. / Στήν όποια καμιά στιγμή / δέν ύπάρχει ποτέ έντελώς. / Ή κάθε πράξη πρίν συμβεΐ / άποφεύγει τήν άλλη» άπ’ τό ποίημα «Περιοχή όνείρου» (σ. 139 έπ.), δέν είναι Απλώς δηλωτικοί άλλά συνιστοΰν αύτή τήν ίδια τήν «έγκεφαλική έργασία βάσεως» πού άναφέρει ό D. G. Rossetti καί πού προϋποθέτει κάθε σχεδόν της ποίημα. Είναι τό βάθρο πού πάνω του στηρί ζεται τό σύνολο τής ποιητικής της δημιουργίας. Ό έρωτισμός της άλλά καί ή μεταερωτική της βούληση, πού δέν συρρικνώθηκαν όριστικά ποτέ, τή βοηθοΰν νά έπικαλεϊται μέ σθένος έ να συγκεκριμένο όραμα τόλμης κι αι σιοδοξίας, μέσα άπ’ τόν φορτισμένο συναισθηματικά άλλά λειτουργικά Σημειώσεις: 1. Ά π’τά «Κριτικά δοκίμια», έκδ. Seuil, σειρά Tel-Quel, a. 276. 2. «Οί τάφοι τής Ραβέννας», μετ. Χρισ. Λιοντάκη, έκδ. «Γνώση», σ. 15. 3. Βλ. τήν κριτική μου γιά τή «Μορ φή» στό περιοδικό «Πολιορκία», τεύχος 15, α. 84 έπ. 4. Βλ. Hegel: «Φιλοσοφία τού πνεύ ματος», κεφ. I, «Φαινομενολογία τοΰ πνεύματος», Νοΰς. Πρβλ. έπίσης τις σκέψεις: «Έτσι, άπό τή μιά μεριά (οί ύπερρεαλιστές) βλέπουν
άποτελεσματικό «έπικό» της μονόλο γο. Στό κενό, πού τής προτείνουν κά ποτε καί οί άλλοι, μέ τέτοια μάλιστα ένταση ώστε πρός στιγμή νά τό άποδέχεται καί ή ίδια, άντιπαραθέτει μιάν έπίμονη φιλοσοφία πού Αρχίζει άπ’ τόν όρισμό: «Όχι: στό τέλος δέν εί ναι ότι ό δημιουργός δέ θέλει τή ζωή. Ά ν κάποιος τή θέλει καί ξέρει τί ση μαίνει, είναι αύτός» καί τελειώνει στήν έπαρση πού περιέχει ή φράση: «Καί σέ όποιο σημείο καί άν φτάσει ή ζωή, θά ξέρω τουλάχιστον ότι έχω κάνει τήν ποίησή μου» (σ. 71). Όπως στή συγγραφή τής πρόζας διαπιστώνουμε τή συμπτωματική ή συνειδητή συμβολή μερικών συγγρα φέων δπως α) τής Susan Sontag, στή δομική παράταξη τών άριθμημένων μικρών κεφαλαίων, β) τής Annals Nin, στήν ήμερολογιακή καταγραφή τών βασικών γεγονότων, γ) τοΰ Oscar Wilde, μέ τό «De Profundis» τοΰ όποίου συγγενεύει τό μεγάλο γράμμα της, 5) τής Iris Murdoch, ε) τοΰ Vladimir Holan καί άλλων, έτσι καί στήν ποίηση τοΰ έρωτικοΰ μονό λογου παρατηροΰμε: α) τή χρήση τών διδαγμάτων τής Sylvia Plath, τοΰ Γ. Σεφέρη καί άλλων περί τών μεγά λων δυνατοτήτων πού προσφέρει ή παράταξη όμοιογενών ήχητικά λέ ξεων καί ή μουσική πού ένυπάρχει σέ συγγενικούς φθόγγους (πρβλ. φερειπεΐν τά σχήματά της: «άρρωστοι έραστές», «γράμμα - τραύμα», «πιά σκιά», «όνειρο - ούρανός» (=ή μιά λέξη προέρχεται, άκουστικά, άπ’ τήν άλλη), β) τήν υίοθέτηση τοΰ στοι χείου τής Αντίθεσης, γ) τήν Ανάπτυξη τής τεχνικής «θέμα καί παραλλαγές»· πρβλ. π.χ. τόν τρόπο πού παραλλάσσει τό στοιχείο τοΰ χρυσού καί τοΰ λευκοΰ στό ποίημά της «’Επικίνδυ νη», σ. 127 έπ., καί δ) τή χρήση τής ύποβολής, Ακολουθώντας πιστά τήν έντολή τοΰ Paul Valery: «καθετί πού μπορεί νά τό έξομολογηθοΰμε, είναι σά νά έχει Απογυμνωθεί Από μέλλον».
Αύτό όμως πού Αναγνωρίζεται σάν Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τής γραφής τής Ν. Ήσαϊα, τόσο στήν ποιητική ό σο καί σ’ έκείνη τής πρόζας, είναι ή σύμμειξη στοιχείων τής καθαρεύου σας όσο καί τής δημοτικής, χωρίς τό γλωσσικό Αποτέλεσμα νά θεωρείται κατανάγκην καθαρευουσιάνικο ή δημοτικοφανές. Σέ μιάν έποχή πού έλάχιστοι «τολμούν νά έπικρίνουν τήν τάχα προοδευτική δημοτική σάν γλώσσα πολιτικά Αντιδραστική καί πνευματικά άτολμη, καθώς καί νά έπανεξετάσουν εύνοϊκά καταδικασμέ νους τύπους καί τρόπους τής λόγιας παράδοσης άπό σκοπιά προοδευτι κή»8 ή Ν. Ήσαΐα, όπαδός τής λεγά μενης έλληνικής γλωσσικής ένότητας, δέ διστάζει νά μάς προσφέρει πο λύπλοκους άλλά άμεσους γλωσσικά τύπους δπως: «ύπεύθυνος λεπτομε ρειών λήθης», «άγγελος πληροφο ριών τέλους», «τό διαρκές αύτό όνει ρο παροχής λήθης», «Μορφή συμφω νικής άποστροφής τοΰ άνέμου» καί «τί θά προφτάσεις στό τέλος; / Τή λεωφόρο πρός κάποιο προάστιο / έτών άποστροφής / μιας συζυγικής τάξης;» (’Εδώ μάλιστα οί καθαρευου σιάνικες γενικές χωρίς άρθρα —ή έλ λειψή τους, σημειωτέον, Αποτελεί στοιχείο τής Αρχαίας έλληνικής—έπιταχύνουν τόν καλπασμό τών νοημά των καθώς διαδέχονται τό ένα τό άλ λο.) Τό «δολοφονικό άλλά καί Ανακου φιστικό γέλιο, πού είναι ίσως ή γνη σιότερη έκφραση τοΰ ζωντανοΰ σώ ματος κι όχι μόνο τοΰ στόματος»,9 πού άκούγεται πάνω άπό τή νιτσεϊκή άβυσσο, ύποδηλώνει τό πρόσκαιρο τέλος τοΰ βαθύτατα έρωτικοΰ αύτοΰ μονόλογου. Είναι τό γέλιο μιάς ποιήτριας πού προτίμησε τήν έκσταση άπ’ τή δολιοφθορά τής καθημερινότητας καί τήν ισορροπία τών στίχων άπ’ τήν ύποταγή στίς τόσες ύπουλες τρέ λες τής έποχής μας. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ένα έγώ πού δέν είναι άληθινό, πα ρά κατά τό μέτρο πού είναι όλόκληρο παραδομένο στόν έαυτό του. Κι άπό τήν άλλη, ένα έγώ πού είναι αληθινό, κατά τό μέτρο πού όλόκληρο άποφασίζεται άπό τό Ιδιο», Αντρέας Καραντώνης, άπ' τό κεφ. «Ή καθαρή ποίηση καί ό ύπερρεαλισμός», τοΰ βιβλίου «Πρότυπα με γάλης κριτικής», έκδ. «Γνώση», α.
7. Α π’ τήν κριτική τοΰ Θ. Δ. Φραγκόπουλου γιά τήν προηγούμενη δου λειά της στό περ. «Διαβάζω», τ. 12, σ. 48 έπ. 8. 'Απ’ τό κεφάλαιο «Εύρωπληθυντικός καί έλληνική γλώσσα» τοΰ βι βλίου τοΰ Νίκου Φωκά «’Επιχειρή ματα γιά τή γλώσσα καί τή λογοτε χνία», έκδ. «Βιβλιοπωλείου τής ’Εστίας», σ. 18, Πρβλ. έπίσης τό άρθρο τοΰ Στέλιου Ράμφου «Ίδεογλωσσία καί μαζοτέλεια», στό περιοδ. «’Αντί», τεΰχος 213/3-9-82, σ. 27. 9. Βλ. σημ. 3.
102.
5. Α π’τόν «Nouvel Observateur», τεύ χος 635, 10-1-77. 6. Α π’ τό ποίημά της «Μονόλογος», σ. 95, τής «Τακτικής τοΰ πάθους».
οδηγος/ 79
μικρή αναφορά στον μεγάκοσμο τών μικροαστών ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ: Πρατήριο καυσίμων. Θεσσα λονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 40.
Τά τριάντα ποιήματα τής πρόσφατης συλλογής τοΰ Γιάννη Καρατζόγλου (γεννήθηκε τό 1946) «Πρατήριο καυ σίμων» διακρίνονται σέ δύο κατηγο ρίες. Ή πρώτη περιλαμβάνει τά ποιή ματα έκεΐνα πού θίγουν άποκλειστικά τά έρωτικά βιώματα τοΰ ποιητή, συ νεχίζοντας κατά κάποιον τρόπο τήν άπόδοση άνάλογων συναισθηματι κών καταστάσεων πού συναντήσαμε στήν παλαιότερη συλλογή του «Ένα καλοκαίρι». Χαρακτηριστικά ποιήμα τα τής κατηγορίας αύτής, πού διακρίνεται γιά τή ρεαλιστικότητα τής περι γραφής άλλά καί τήν έπεξεργασία τής Εκφρασης, είναι ή «’Απιστία», οί «Πα λιές εικόνες», τό «Σάν τόν κλέφτη», ή «Φωτιά», «Ή μοιρασιά», ή «Επιστρο φή», ή «Χλιδή», ή «Παναγούδα», οί «Συγκρίσεις», «Κάτω άπ’ τίς χαραμά δες» κι Ενα-δυό άλλα. Ή δεύτερη περιλαμβάνει ένα μι κρότερο σύνολο ποιημάτων, πολιτι κών στό περιεχόμενο καί άπολογητικών στό χαρακτήρα, πού μπορούν κάλλιστα νά έκληφθοΰν ώς οί διαλε κτικοί άντίποδες τών στρατευμένων —ύπό τή στενή Εννοια τοΰ δρου έννοουμένων— ποιητικών άναφορών τής προηγούμενης συλλογής του «ΔΞΘ». ’Εδώ ύπάγονται τά: «’Ιεραρ χία», «Ή;» «Τό μόνο κέρδος», «Ή νι κήτρια», «Ή Εποχή τών σεισμών» καί άλλα, οί έξομολογητικοί τόνοι τών όποιων άνάγονται εύθέως στά προβλήματα-έρωτήματα πού έθεσε ή «ΔΞΘ». Στήν ήρωική άπαισιοδοξία τοΰ «Ποιήματος γιά τό Λάζαρο», φερειπεΐν, οί σημερινοί στίχοι τοΰ «Πρατηρίου καυσίμων» άντιπαρατάσσουν ώμά τή χρεωκοπία τών όραματισμών γιά ένα άνθρωπινότερο μέλ λον, τήν ύπεροχή τοΰ μικροαστικού τρόπου ζωής καί τή μαζοποίηση τών πάλαι ποτέ {δεολόγων κάτω άπ’ τή. σημαία τής πιό χαυνωτικής εύμά-
ρειας: «Μιλώ ξανά, τήν ώρα τής πραγματικής καμπής: Πάλι κατα στροφή, / πάλι αύτοκαταστροφή —άναχωρήσεις άπό άεροδρόμια χω ρίς χαιρετισμό/ χωρίς δικαιούχο τής άσφάλειας ζωής κι άτυχη μάτων—/ καμπή ξανά μηδενική. Ζητώντας τόν αίώνιο δικαιούχο: σάν τό σκυλί, λέει, ή μάνα μου, σάν τό σκυλί στ\ άμπέλι...» (σ. 28). Τά ποιήματα τής δεύτερης κατηγο ρίας, σέ άντίθεση μ’ έκεΐνα τής πρώ της, άφήνουν νά έμφιλοχωρήσουν, Ενίοτε άδικαιολόγητα, συμβάσεις καί δάνεια τυποποιημένα, κοινοτυπίες, δυσαρμονικές παραθέσεις πού άδικοΰν τήν περιρρέουσα ποιητική άτμόσφαιρα (π.χ.: «ρίζες σου παλιές [...] συνεφάπτονται τών στιγμών μας Εν εΐδει σεβντά», ή «ό καθένας τό δρό μο του, καί ό λουμίδης στούς καφέ δες» καί «κατακλυσμιαΐα βροχερός/ κι άνεπανόρθωτά μακριά τό πρόσωπό σου»), ώς καί κάποιες προβληματικές Εκφράσεις, πού στό δνομα τής κυνι κότητας Εξοβελίζουν τήν άγαθή, πλήν δμως άπαραίτητη, ύποβολή (βλ. π.χ. τούς δυό τελευταίους στί χους τής «Νικήτριας», σ. 15). Ή θετική προσφορά πάντως τοΰ Γιάννη Καρατζόγλου Εγκειται στούς περιεκτικούς Εκείνους στίχους πού, Εκπληρώνοντας στόχους τής «ποιητι κής ειλικρίνειας», άβίαστα (κι δχι βέ βαια πάντα μέ τήν ίδια Επιτυχία) συγ κεντρώνονται στίς πίκρες καί στά βά σανα αύτοΰ τοΰ ίδιου. Έτσι άλλωστε μπορεί νά Εξειδικευτεί, μέ μεγαλύτε ρη σαφήνεια, ή σιβυλλική προοπτική τοΰ δίστιχου «Πάλι μέ χρόνια, μέ και ρούς, πάλι δικά μας θά 'vat, Λάζαρε·/ δ,τι κι άν γίνει, σφάλματα ’Αθήνας, Βάρκιζας, βάσης, ήγεσίας» τής «ΔΞΘ». ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
άπέναντι στό συνομιλητή του άρκετές φορές, καθώς ή κουβέντα άφαιρεΐ κάθε «φτιασίδι» πού μπορεί νά περάσει στό χαρτί. Μειονέκτημα, πάντως, τής καταγραφής τοΰ λόγου είναι κι Εδώ πώς τά νοήματα Εμφανίζονται κάπως διαλυμένα, πάντοτε δμως Ενδιαφέροντα καί άποκαλυπτικά... NAZIM ΧΙΚΜΕΤ: Τό σπαθί του Ααμοκλή. Μετ. "Ερμου Άργαίου. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 80. ΤΟ Εργο τοΰ Ναζίμ Χικμέτ, τοΰ γενάρχη αύτοΰ τής νεότερης τουρκικής λογοτεχνίας τής άριστεράς, είναι καί μεγάλο σέ δγκο καί πολύμορφο. Κύριος χώρος του ή ποίηση, άλλά καί τό θέατρο, άφοΰ συνολικά Εγραψε περίπου 30 Εργα, άνάμεσα στά όποια καί «Τό σπαθί τοΰ Δαμοκλή». Τόπος δράσης μιά καπιταλιστική χώρα (ΗΠΑ) καί θέμα ή Εξέλιξη ένός πληβείου πρός τήν άτομική Επανάσταση, τήν Επανάσταση χωρίς δικαίωση. Ή γραφή Εχει τήν «ταχύτητα» κινηματογραφικού σεναρίου καί Επιτείνεται άπ’ τή σωστή —θεατρικά καί γλωσσικά— μετάφραση. ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ: Ό Αφέντης Πουντίλα κ αί ό υπηρέτης του Ματί. Μετ. Στάθη Ίω. Δρομάζου. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 224.
ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ: Στή ζούγκλα τών πόλεων.
Μετ. Στάθη Ίω. Δρομά ζου. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 182. ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ: ΟΙ μέρες τής Κομμούνας.
Μετ. Στάθη Ίω. Δρομά ζου. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 204. ΤΑ έργα τοΰ Μπρέχτ είναι άλήθεια δτι Εχουν κακοπάθει στίς Ελληνικές Εκδόσεις τους. Εκτός άπό λίγες, μεμονωμένες, οί ύπόλοιπες μέ προχειρότητα καί
8 0 /ο δ η γ ο ς
αποκάλυψ η α λ λ ο τ ρ ιω τ ικ ώ ν σχέσεω ν [ΓΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ: ΟΙ δύσκολοι έρωτες. Μετ. 'Ανταίου Χρυσοστομίδη. 'Αθήνα, ’Αστέρι, 1982. Σελ. 298. Τό βιβλίο τοοτο μας δρεσε διπλά: καί ώς θεματική καί ώς μετάφραση. Ό μεταφραστής, χωρίς νά προδώσει τό ύφος τοΰ συγγραφέα, άποδίδει σέ ώραία, 'Ο Καλβίνο είναι πρωτότυπος κι άνθρωποκεντρικός συγγραφέας. Στό πρώτο του μυθιστόρημα άποφεύγει τή διδασκαλία τοΰ νεορεαλισμού («II sentiero dei nidi di ragno» —Τό μονο πάτι μέ τίς φωλιές τής άράχνης, 1947). Κρίνει καί κατακρίνει τήν Ιτα λική μεταπολεμική κοινωνία μέ τρία όπλα: τήν είρωνεία, τό λυρισμό, τή φαντασία, πού θά τήν προεκτείνει ώς τό παραμύθι (μέ τήν τριλογία του «Οί προπάτορές μας» τοΰ ’51, ’57 καί ’59 άντίστοιχα) καί τό μύθο. Στις νουβέλες πού θά έκδώσει τό 1958 μέ τόν τίτλο «Τά διηγήματα» (δηλ. «Οί δύσκολοι έρωτες»), θά άκολουθήσει ρεαλιστικότερο δρόμο. Εί ναι τά χρόνια τοΰ ιταλικού «θαύμα τος». Τό ένδιαφέρον του είναι στραμ μένο στή συγκεκριμένη ιταλική πραγματικότητα. Ή λεπτομερειακή άφήγηση, ή ψυχογράφηση τών ήρώων δέν είναι άπλό φιλολογικό παιχνίδι ή έπίδειξη εύφυϊας. Ξεσκε πάζει άλλοτριωτικές σχέσεις μεταξύ άνθρώπων, άνθρώπων καί πραγμά των. Μέ λυρισμό καί φιλοσοφικό στοχασμό πλάθει ήρωες λιγότερο ή περισσότερο άπλρύς, καθημερινούς: τή μικροαστή πόύ χάνει τό μαγιό της, τόν ύπαλληλάκο πού άφοΰ θά ζήσει Ιμιά νυχτερινή έρωτική περιπέτεια προσγειώνεται τό πρωί στή γκρίζα,
"Ιταλό Καλβίνο
στρωτή γλώσσα, έλληνικότατα —άρετή πού λίγες μεταφράσεις έχουν— τό δύσκολο κείμενο.
ίσοπεδωτική πραγματικότητα, κι άλ λους άκόμα. Ό Καλβίνο μοιάζει νά λέει: σ’ έναν άλλοτριωμένο κόσμο άκόμα κι ό έρωτας (ή ή άπλή φαντα σίωση πού προκαλεΐ) δέν μπορεί πα ρά νά είναι άλλοτριωμένος. Ή σιω πή, ή καθημερινότητα, μικρές ή μεγά λες μανίες, άθώα καί μή χόμπυ, όρθώνονται άδιόρατοι τοίχοι πού όδηγοΰν στήν άποτυχία. Στό τολμηρότερο άπ’ όλα, τό πρώ το, στήν «Περιπέτεια ένός στρατιώ τη», ό φανταράκος πού κοινώς «βάζει χέρι» στήν όμορφη, άνεκτική χήρα πού δέν ξέρει ώς τό τέλος δν τόν ένθαρρύνει ή όχι, θά κάνει έρωτα μαζί της στό άδειο κουπέ τοΰ τρένου. Τό κρεσέντο τής έρωτικής άφής βρίσκει βουβή διέξοδο στούς σπασμούς τοΰ όλοκληρωμένου έρωτα, χωρίς μιά κουβέντα, μόνο μέσα άπό τό άγγιγμα. Στήν «Περιπέτεια ένός φωτογρά φου» τό άπλό «χόμπυ» ώς τίς άκραΐες του συνέπειες, καταντά τόν άνθρωπο μονόχνωτο, σχεδόν παρανοϊκό. Τό πάθος τής φωτογραφίας θά ρίξει στήν άγκαλτά του τή Μπίτσε. Ή μανία ό μως νά τή φωτογραφίζει στίς πιό άκατάλληλες στιγμές θά σκοτώσει τόν έ ρωτα. Ή πραγματικότητα παραμορ φώνεται μέσα άπό τό φακό, δέν καταδείχνεται.
Ό έρωτας, λοιπόν, μέσα άπό τό πολιτισμικό άδιέξοδο τοΰ καιροΰ μας; «Ή περιπέτεια τών δύο παντρε μένων» έχει έντονα κοινωνιολογικό ένδιαφέρον. Ή ιταλική λογοτεχνία άνακαλύπτει κι άποκαλύπτει τό έργοστάσιο, τήν άλλοτρίωση τής έργασίας. Ή έπιθεώρηση «Μεναμπό», ό που συνεργάζεται ό Καλβίνο, τό 1962 θά άφιερώσει τό φύλλο της στή «Λογοτεχνία καί Βιομηχανία». Στό διήγημα αύτό είναι πιά όρατός ό έχθρός: ή διαφορετική βάρδια στή φάμπρικα χωρίζει τό ζευγάρι. Μόνη του παρηγοριά τό μέρος έκεΐνο τοΰ κρεβατιού πού, γιά τόν καθένα μέ τή σειρά του, άποπνέει άκόμα τή ζέστα τοΰ κορμιού τοΰ άπόντος συντρόφου καί προκαλεΐ τρυφερότητα. Ό άλαζονικός μάστορας τής γρα φής, ό ποιητής, μέσα στή σπηλιά τοΰ Νότου, άπολαμβάνοντας τό κολύμπι τής γυμνής Ντέλια, άναμένει νά τοΰ άποκαλύψει «σάν ένας διαφορετικός πλανήτης, μιά καινούρια λέξη». Ά ν μέσα άπό τό αισθησιακό θέαμα στό νερό κατανοεί τήν άξια τής σιωπής, ή συνάντησή τους μέ τούς ντόπιους ψαράδες καί ή θέα τοΰ έξαθλιωμένου χωριού, τοΰ άποκαλύπτουν πάλι τή δύναμη τών λέξεων μέσ’ άπό τήν άξια τής κραυγής: στό άνείπωτο τοΰ έρω-
οδηγοςΙ81 τα, όρθώνεται ή καταγγελία γιά τήν ύπανάπτυξη τοΰ ιταλικού Νότου. Ή έγκεφαλικότητα τής μή δράσης θά κορυφωθεΐ στήν «Περιπέτεια ένός αύτοκινητιστή». Ό ζηλιάρης έρωτευμένος πού, μετά άπό έναν τηλεφωνι κό καβγά μέ τήν άγαπημένη του, τρέ χει νυχτιάτικα στόν αύτοκινητόδρομο γιά νά τή δει, μέσα άπό τό δαίδαλο των φωτεινών σημάτων πού διφορού μενα όδηγοΰν σέ άλληλοαναιρούμενους συλλογισμούς, παραιτεΐται άπό τήν έπιθυμία του. Τό τηλέφωνο πού δέν άπαντά, τά φωτεινά σήματα, είναι γρίφοι πού μάς κρύβουν τό νόημα τής ζωής. «Ή ζωή τών βιβλίων είναι πιό ζωντανή άπό τήν πραγματική»: αύτό πιστεύει ό άναγνώστης πού, άκόμα καί στις πιό έντονες στιγμές τού πά θους πού ζεΐ στή βραχώδη άκτή μέ τήν τολμηρή γυναίκα, βρίσκει τήν εύκαιρία νά «βάλει τόν σελιδοδείκτη στή σωστή σελίδα». Τό διάβασμα δέν είναι κουλτούρα, είναι τό ύποκατάστατο τής ζωής, άποξενώνει τό άτομο πού, ζώντας τή ζωή τών βιβλίων, δέ ζεΐ τίς δικές του άνεπανάληπτες έμπειρίες. Στό δεύτερο μέρος, στή «Δύσκολη ζωή», οί ήρωες δέν είναι πιά μεμονω μένα άτομα πού βιώνουν άπλώς τόν έρωτα ή έγκαταλείπονται στις φαντα σιώσεις τους. Μιά όλάκερη κοινωνι κή πραγματικότητα ξετυλίγεται σιγά σιγά μπρός στό άνυποψίαστο βλέμμα
τους πού βλέπει καί παρατηρεί τά πάντα. Στό «'Αργεντινό μυρμήγκι» τό ζευ γάρι τών μεταναστών πού νυχτιάτικα βρίσκεται άντιμέτωπο μ' έναν άπίθανο έχθρό —χιλιάδες μυρμήγκια έχουν είσβάλει στό σπίτι τους— παλεύει νά τόν καταπολεμήσει έστω κι άν στό τέ λος δέν τά καταφέρνει. Φευγαλέοι ή ρωες πού άγγίζουν τό γκροτέσκο εί ναι ύποβλητικοί στήν ύπερβολή τους: ή κυρία Μάουρο, μαυροντυμέ νη, κρύβει καλά τό μυστικό της —τά μυρμήγκια τής τσιμπάνε τό κορμί— μ’ άξιοπρέπεια ή ό ύπαλληλίσκος τής 'Υπηρεσίας καταπολέμησης τών μυρ μηγκιών μοιάζει ό ίδιος μέ μυρμήγκι. «Τό νέφος» είναι, άλίμονο, τόσο έπίκαιρο! ’Ο έπαρχιώτης δημοσιο γράφος, μέσα στήν κατάθλιψή του (μάς) άποκαλύπτει τά δεινά του καί δικά μας δεινά: τήν αίθαλομίχλη, τήν άνικανότητά του νά παρέμβει μέσα άπό τόν έλεγχόμενο άπό τό μεγάλο κεφάλαιο τύπο, τόν κίνδυνο τής άτομικής ραδιενέργειας. Ό άνειλικρινής δεσμός του μέ τήν όμορφη, άνέμελη μεγαλοαστή, ή συνάντησή του μέ τόν φιλοκινέζο διανοούμενο, όλα τού δεί χνουν τόν κόσμο έτσι όπως είναι, χω ρίς αύταπάτες, ώραιοποιήσεις. Δέ θά καταφέρει σίγουρα νά τόν άλλάξει. ’Αρκεί όμως πού συνειδητοποιήθηκε ό ίδιος. ΟΛΓΑ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ
ένας άναζητητής του άπόλυτου J A C K L O N D O N : Μ ά ρ τ η Ή ντεν. Μ ε τ . ' Α γ γ ε λ ι κ ή ς Φ ι λ ιπ π ά τ ο υ , 'Α θ ή ν α , Ν έα Σ ύνορα, 1 982. Σ ε λ . 508,
Ό «Μάρτιν Ή ντεν» είναι ένα αύτοβιογραφικό μυθιστόρημα τοΰ Λόντον. Υπάρχει σ’ αύτό όλος ό άνώνας καί ή σκληρή δουλειά τοΰ συγ γραφέα γιά νά δημιουργηθεΐ. Είν’ ένας άνθρωπος πού παλεύει μέ τή ζωή σώμα μέ σώμα, θέλοντας νά δώσει έκφραση στό πιστεύω του πε ρισσότερο κι δχι άπλώς νά προσεγγίσει τήν έπιτυχία, πού, όπως διαπι στώνει, διαβρώνει συχνά τήν ποιότητα κι Αλλοιώνει τήν πραγματικό τητα. Έτσι παραμένει πιστός στόν άνθρω πο καί σ’ δ,τι τόν δικαιώνει σάν ύπαρ ξη: ή άγάπη γιά τή ζωή, ό έρωτας, ή κοινή άνθρώπινη μοίρα. Όταν πάλι ή έπιτυχία έρθει, δέ θά θελήσει νά τή
«χρησιμοποιήσει» μέ τούς πάγιους κοινωνικούς τρόπους, άντίθετα θά θε λήσει νά βοηθήσει μέ παιδιάστικη εύχαρίστηση τούς φίλους του κι άλ λους άνθρώπους πού όχι μόνο δέν εί-
άντιθεατρικές μεταφράσεις μάλλον άπωθούν παρά έλκύουν τόν άνήσυχο άναγνώστη. Έτσι, οί τρεις αύτές παρουσιάσεις κειμένων τού μεγάλου γερμανοΰ δραματουργού (έστω κι άν δέν πρόκειται γιά τά άξιολογότερα έργα του) άποτελοΰν ένα σίγουρο κέρδος (άν όχι γιά τόν «Ήριδανό», τουλάχιστον γιά τό άναγνωστικό κοινό). Τά τρία έργα δίνουν άπό μιά διαφορετική διαλεκτικήμπρεχτική είκόνα: στήν Ιστορία τοΰ Πουντίλα καί τοΰ Ματί (όπου ή σχέση τους μεταβάλλεται άνάλογα μέ τό πόσο πιωμένος είναι ό πρώτος) τό άντικείμενο έρευνας είναι ή ταξική διαφοροποίηση. Στή «Ζούγκλα τών πόλεων», πάλι, σμιλεύεται τό παράλογο τοΰ άγώνα, πού δέν έχει συγκεκριμένους στόχους καί Ιδεολογική όργάνωση. Θεατρογραφώντας, τέλος, τή γαλλική Κομμούνα τού 1871, ό Μπρέχτ δίνει —έστω μέ άδυναμίες σκηνικές— ένα θεατρικό δοκίμιο τής έξέγερσης τού προλεταριάτου. Ή μετάφραση τών τριών έργων είναι ρέουσα (άλλωστε ό Στ. Δρομάζος είναι πολύχρονος άνθρωπος τοΰ θεάτρου), άλλά δείχνει νά μήν έχει γίνει άπευθείας άπό τά γερμανικά. Θετική ή παράθεση χρονολόγιου τού Μπρέχτ καί τών έργων του στό τέλος τών βιβλίων (καθώς καί παρατηρήσεων τού συγγραφέα γιά τό δραματικό καί τό έπικό θέατρο), όμως άπό τήν άλλη είναι έντονη ή έλλειψη προλόγων... Π Ε Τ Ε Ρ Β Α ΪΣ :
Σημειώσεις γιά τήν πολιτιστική ζωή ατό Βιετνάμ. Μ ε τ . Σ τ . Κ α μ π ο υ ρ ίδ η . Α θ ή ν α , Θ ε ω ρ ία , 1 9 8 2 . Σ ε λ . 1 8 5 .
ΜΕΤΑ ά π ό πολυάριθμες συναντήσεις καί συζητήσεις πού έκανε ό Πέτερ Βάις (ό γερμανός συγγραφέας πού έγινε γνωστός κυρίως άπό τά θεατρικά του έργα καί πέθανε μόλις τόν περασμένο Μάιο) παρουσιάζει σ’ αύτό τό βιβλίο μερικές χαρακτηριστικές ιδιότητες τού βιετναμέζικου
8 2 /ο δ η γ ο ς ναι φίλοι του, άλλα ούτε τόν καταλα βαίνουν. Αύτή είναι ή νίκη τοΰ Ήντεν άπέναντι στή στενόμυαλη μι κροαστική άντίληψη πού στό χρήμα βρίσκει κάποτε μιά νέα μορφή σκλα βιάς. ’Αντίθετα, ό ίδιος βλέπει τό χρήμα νά βοηθά στήν άπελευθέρωση άπό όποιαδήποτε μορφή κατάπτωσης ή άθλιότητας. Είναι περισσότερο ένα μέσο γιά εύτυχία κι όχι ένας σκοπός πού δημιουργεί δυστυχία. Ένα άπό τά χαρακτηριστικότερα πρόσωπα τοΰ βιβλίου, πού συγκεν τρώνει τήν άνθρώπινη άξια καί τήν άνθρωπιά, είναι αύτό τής Μαρίας, στό σπίτι τής όποιας ζεΐ ό Μάρτιν καί τή βλέπει νά μεγαλώνει μόνη της καί μέ πολλές δυσκολίες τά παιδιά της. Μέ τή βοήθεια τοΰ Μάρτιν ή Μαρία θά γίνει ίδιοκτήτρια ένός σπιτιού κι άφεντικό μιάς άγροικίας καί τά παιδιά της φοροΰν τώρα παπούτσια καί πάνε σχολείο. Έτσι ή Μαρία «πού έργάστηκε σκληρά, πού στάθηκε άκαμπτη στις δυσκολίες, θά συναντήσει τήν καλή της μοίρα» στό πρόσωπο ένός
πρώην έργάτη καθαριστηρίου. Ή άδιαφορία του πρός τήν έπιτυχία καί τή δημοσιότητα δημιουργεί τό έρώτημα γιατί άγωνιζόταν τόσο σκληρά καί πεισματικά. Είναι άσφαλώς τό κέρδος νά περάσει τό λόγο του στόν κόσμο. Ένα λόγο αύθεντικό, χωρίς ώραιοποιήσεις, μέ κύριο βάρος αύτό τής προσωπικής πίστης στήν άνθρώπινη άξία άλλά καί μέ τήν πρόθεση νά περιγράφει «τήν ύπέροχη όμορφιά τοΰ κόσμου πού τόν βασάνι ζε». Τελικά ό θάνατος τοΰ Ήντεν δι καιώνει τήν άποψη πώς είναι άναζητητής τοΰ άπόλυτου. Γι’ αύτό καί δέν στέργει σέ όποιαδήποτε βολή. Ό θά νατός του θά μπορούσε νά φανεί πα ράλογος, Ιδιαίτερα σ' έναν καιρό πού δείχνει νά ’χει βρει τό δρόμο του. ’Αλλά ό δρόμος του περνά μέσα άπό τίς θάλασσες καί τίς μακρινές χώρες όπου ταξίδεψε, περνά άπό κάθε σκλη ρή δουλειά πού λυγίζει τήν άνθρώπι νη δύναμη. ’Αλλά πάντα είναι ένας δρόμος άναζήτησης πού μοιραία θά
τόν φέρει σέ σύγκρουση μέ τόν μι κροαστισμό καί θά τόν άπομακρύνει άπό τίς παραδεδεγμένες άξιες του. Γιά τόν μικροαστικό κόσμο ό συγ γραφέας, ιδίως δταν είναι άποτυχημένος καί σοσιαλιστής, είναι ή πρόσω πο άνερμήνευτο ή πάντως παρεξηγή σιμο. Όταν όμως έπιτύχει, είναι πρό θυμος νά τόν άποδεχτεϊ μέ τήν ίδια προθυμία μέ τήν όποία πρώτα τόν άποδοκίμαζε. Άλλά καί πάλι θά τόν άποβάλει δταν αύτός είναι τόσο άσυμβίβαστος δσο ό Μάρτιν Ήντεν. Ό Λόντον γράφει γιά τήν άστική τά ξη: «Ή άστική τάξη είναι δειλή. Φο βάται τή ζωή... Ή χυδαιότητα, μάλι στα ή χυδαιότητα... βρίσκεται στή βάση δλης τής άστικής κουλτούρας καί τοΰ άστικοΰ λεπτού γούστου». Ίσως νά έναπόκειται στούς συγ γραφείς τελικά τό καθήκον νά κα ταγγέλλουν άλήθειες πού διαφορετι κά δέν θά ύπήρχε εύκολα τρόπος νά καταγγελθούν. ΕΛΕΝΗ ΔΑΜΒΟΥΝΕΛΗ
τό μυθιστόρημα μέσο βασανιστικής ένδοσκόπησης ΙΤΑΛΟ ΣΒΕΒΟ: Γέρασμα. Μετ. ’Ιου λίας Τσακίρη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 252. Ή «περίπτωση Σβέβο» είναι άπ’ τίς πιό συνταρακτικές τής ιταλικής λο γοτεχνίας κατά τό τέλος τοΰ δέκατου ένατου αίώνα. ’Αγνοημένος τε λείως τήν έποχή πού έξέδωσε τά δυό πρώτα του βιβλία, ό Σβέβο έγινε δεκτός μέ θαυμασμό καί δυσπιστία ταυτόχρονα μόνο δταν τό τελευταίο του μυθιστόρημα έπεσε στήν άντίληψη μερικών ξένων μελετητών καί συγγραφέων, μεταξύ τών όποιων ό Τζόυς καί ό Ιταλός ποιητής Μοντάλε. Τελείως διαφορετικό τό γράψιμό του άπό τό λογοτεχνικό ΰφος τής έποχής, τελείως άδιάφορο στή σαγήνη τοΰ αι σθηματισμού, καί έντελώς εύρωπαϊκό, δέν συμφωνεί καθόλου μέ τήν έμπειρία καί τήν παράδοση τής κά πως έπαρχκότικης ιταλικής πεζογρα φίας. Σήμερα τό έργο τοΰ Σβέβο άποκτά δλο καί μεγαλύτερη σημασία γιά τούς νέους μελετητές καί άναγνώστες, άν δέν είναι ένα μοναδικό δείγμα τής πιό δραματικής έκφρασης τής σκοτεινής κρίσης πού μαστίζει τή σύγχρονη
κοινωνία. Γιατί ό Σβέβο έφερε άληθινή έπανάσταση στό μυθιστόρημα, χρησιμοποιώντας το σάν μέσο γιά βασανιστική ένδοσκόπηση. Ό ρεαλι σμός τοΰ δέκατου δγδοου αίώνα, ή έμπνευσμένη άπό τό νατουραλισμό πεζογραφία είχε διαμορφώσει τήν πιό άξιόλογη έμπειρία τής άστικής κοι νωνίας τή στιγμή τής μεγαλύτερης άκμής της· τή θαρραλέα έρευνα τής άστικής εύρωπαϊκής κουλτούρας στόν έκτεταμένο χώρο αύτών πού δέν μετείχαν στήν ίδια τήν άστική τάξη. Ό Τζιοβάνι Βέργκα, γιά νά άναφέ-
ρουμε κάποιο δνομα έκείνης τής πε ριόδου. Ή κρίση τοΰ νατουραλισμού είναι τό σημάδι μιάς κρίσης πιό πλα τιάς, ή κρίση μιάς κοινωνίας πού δέν έχει πιά χρόνο νά κοιτάξει τήν έξωτερική όψη πραγμάτων καί καταστά σεων άλλά στρέφει φοβισμένη τά μά τια πρός τόν έαυτό της, καί διαισθά νεται νά πλησιάζει κάποια σκοτεινή καταστροφή, ή παρακμή μιάς έποχής. Στό νατουραλισμό ύπεισέρχεται ή άνάγκη μιάς κοινωνίας πού τρομαγ μένη άκούει τις κραυγές τοΰ έγώ της καί άρχίζει νά αύτοαναλύεται. Ό Σβέβο, πού έζησε μέσα σ’ αύτό άκριβώς τό κλίμα καί τό περιβάλλον τής κρίσης καί παρακμής, στά σύνο ρα τής αύτοκρατορίας τών Άψβούργων, πού ήταν μιά άπό τίς πλέον στέ ρεες έκφράσεις τοΰ συστήματος καί πού ή κατάρρευσή της άνάγγειλε τήν πτώση μιάς όλόκληρης κοινωνίας,
οδηγος/83 δέν περιορίζεται νά ύπομένει τήν άρρώστια της, είναι πάνω άπ’ αύτήν, καί σ’ αύτό όφείλεται ή ξεχωριστή του θέση σάν συγγραφέα. Δέν είναι πιά ένας ψυχολογικά άσθενής άλλά ένας ύγιής που έχουν διαψευσθεΐ δλες του οί έλπίδες, έχει κάνει τή διάγνωσή του, κι έχει κατα δικάσει τήν κοινωνία στήν όποία ζεΐ. Γι’ αύτό ή άνάλυσή του προχωρεί άκόμα πιό βαθιά, βασανιστική καί άνελέητη, πάντοτε δμως μέ χαμόγε λο, διασκεδάζοντας μέ τούς ήρωές του πού θέλουν καί δέ θέλουν, πού δέν παύουν νά χαράζουν μιά πορεία καί κατευθύνονται ήδη στήν άντίθετη διεύθυνση. Τό μεγαλείο τού Σβέβο βρίσκεται σ’ αύτό τό διορατικό χαμό γελο, σέ κείνο τό είδος της σοφίας πού συνοδεύει τά γηρατειά, τήν άπόλυτη σοφία πού συμπυκνώνει ό χρό νος, τήν παρατήρηση άπ' έξω τής «άρρώστιας» τών ήρώων του. Ό τίτλος τού βιβλίου («Senilita») σημαίνει αύτήν άκριβώς τή γνώση καί αύτογνωσία πού συνοδεύουν τά γηρατειά. Ό ήρωάς του, ένας μικροα στός ύπάλληλος, στά σαράντα του χρόνια άνακαλύπτει τόν έρωτα στό πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας, κατώτερής του κοινωνικά, καί μέσα άπ’ αύτόν άναθεωρεΐ τίς σχέσεις τοη μέ τόν έαυτό του καί τούς άλλους, κά νοντας μιά βασανιστική άνάλυση τών αισθημάτων καί τών άντιφάσεών του. Αύτό είναι τό μεγαλύτερο χάρισμα
τού συγγραφέα: ή άπόδοση ένός «ψυ χαναλυτικού ντοκουμέντου» μέσα άπό ένα έργο τέχνης, άν καί τόσο δια φορετικό δσον άφορά τή φόρμα, τόσο μακριά άπό έκείνη πού έχει κληροδο τήσει ή παράδοση τής ιταλικής πεζο γραφίας, χωρίς νά έχει καμιά σχέση μέ τή ριζωμένη άντϊληψη τού καλαί σθητου γραψίματος. Είναι δμως άδικο, καί γιά τό συγ γραφέα καί γιά τόν έλληνα άναγνώστη, πού τό πρώτο βιβλίο τού Σβέβο τό όποιο έκδίδεται στή χώρα μας άτύχησε τόσο στή μετάφρασή του. Δέν έξηγεΐται άλλιώς δτι διαβάζοντας τό βιβλίο έχει κανείς τήν αίσθηση —καί άναφέρομαι σ' αύτούς πού δέν ξέ ρουν ιταλικά, γιατί οί άλλοι έχουν τή γνώση— πώς μεταφράστηκε μέ λεξι κό λέξη πρός λέξη, άφού τό πρωτότυ πο μέ τή μετάφραση δέν έχει καμιά άντιστοιχία στούς χρόνους καί κανέ να ρυθμό στή σύνταξη. Οί λέξεις χά νουν τόσο τό βάρος τους καί άπογυμνώνονται άπό τή σημασία τους, ώ στε τό γραπτό δέν θυμίζει ούτε άμυδρά τόν συγγραφέα. Γιατί ή γλώσσα τού Σβέβο μπορεί νά μήν έχει σχέση μέ τήν αισθητική, είναι δμως μιά γλώσσα σκληρή καί ρωμαλέα, πού ξένιζα μέ τό όξύ της ύφος, καί κυ ρίως είναι μιά γλώσσα χωρίς λάθη καί άσάφειες, άπό δποια πλευρά κι άν τήν έξετάσει κανείς. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
παρρησία πού φανερώνει συνείδηση καί γνώση ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ: Ζητήματα λογο τεχνικής κριτικής. Β' έκδοση. Γιάννι να, Δωδώνη, 1982. Σελ. 92.
Στό μικρό αύτό άλλά περιεκτικό βιβλίο τοΰ.Γιώργου Ά ράγη έξετάζονται άπό θεωρητική σκοπιά όρισμένα άπό τά βασικά προβλήματα τής κριτικής τής λογοτεχνίας. Στό πρώτο κεφάλαιο πού έχει τόν τίτλο «Μέ τό βλέμμα πρός τό γεγονός» (σσ, 7-14), ό Ά ράγης διακρίνει —χωρίς δ μως καί νά άποσαφηνίζει τί άκριβώς έξετάξοντας στό λογοτεχνικό κεί μενο καταλήγει στή διάκριση αύτή— δύο άκραΐες στάσεις τών λογοτε χνών «κατά τή διάρκεια τής καλλιτεχνικής πράξης», μέ άλλα λόγια κα τά τή διάρκεια τής καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ή πρώτη είναι ή στάση τού συγγραφέα ό όποιος κατά τήν ώρα πού δημιουργεί άναστέλλει τόν ύποθετικό άναγνώστη ώς άμεση παρουσία καί έχει τό βλέμμα του προ σηλωμένο σέ κάποιο γεγονός τό όποιο τείνει νά έκφράσει.
λαού, καθώς καί τίς ίστορικοκοινωνικές καί πολιτιστικές διαδρομές του. Καί μέ τόν τρόπο αύτό δίνει μιά έξήγηση γιά τήν έξέλιξη τών γεγονότων τών πολέμων στήν ’Ινδοκίνα καί τήν πρόσφατη νίκη τού μικρού άγροτικοΰ λαού έπί τού ύπερσύγχρονου πολεμικού μηχανισμού τών ΗΠΑ.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
• Ένα έξαιρετικό άφιέρωμα στό Γιάννη Μπεράτη περιλαμβάνει ή έπιθεώρηση «Γράμματα καί Τέχνες» (στό τεύχος ’Οκτωβρίου). Άγνωστα στοιχεία άπό τή ζωή καί τό έργο τού λογοτέχνη έρχονται στό φώς μαζί μέ έπιστολές πολλών σημαντικών συναδέλφων του. Στό ίδιο τεύχος ύπάρχει άκόμη μιά άγνωστη έπιστολή τού Τσίρκα πρός τόν Σεφέρη γιά τίς «Μέρες τού 194551» κ.ά. • Στό 2ο τεύχος τού πολυσέλιδου τόμου-περιοδικού «Δίκαιο καί Πολιτική»
προεξάρχει ένα άφιέρωμα γιά τήν Τοπική Αύτοδιοίκηση. ’Επίσης, άναλύεται ό νόμος-πλαίσιο γιά τά ’Ανώτατα ’Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, δίνεται ή έργογραφία τού Α.'Σβώλου καί ένα πλήθος νομομαθών άναλύει ή έκφράζει άπόψεις γιά διάφορα καίρια θέματα στό μεταίχμιο τού δικαίου καί τής πολιτικής, δπως άκριβώς θέλει καί ό τίτλος τού περιοδικού. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
8 4 /ο δ η γο ς Ώ ς γεγονός έδώ νοείται «τό βιωματι κό ύλικό πού άποτελεΐ τό δυνάμει πε ριεχόμενο ένός άγραφου λογοτεχνι κού κειμένου». Στή δεύτερη άκραία στάση, άντίθετα, ό συγγραφέας είναι προσανατολισμένος στόν ύποθετικό άναγνώστη τόν όποιο τείνει νά έντυπωσιάσει ναρκισσευόμενος ή νά «δι δάξει» προβάλλοντας κάποια ίδεολογία. Στό Ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο «Ή άναγνώριση τής Τατιάνας» (σσ. 15-28) ό Άράγης άναπτύσσει τή θέση σύμφωνα μέ τήν όποία ό κριτικός θά πραγματώσει πληρέστερα τό στόχο του, θά έπισημάνει δηλαδή άκριβέστερα τήν Ιδιομορφία τού κειμένου πού έξετάζει, δσο περισσότερο άποδεσμευτεΐ άπό τά θέσφατα άλλοτριωτικών αύθεντιών, οί περισσότερες άπό τις όποιες πηγάζουν, δπως λέει, άπό τό χώρο τής λογοτεχνίας, τών ίδεολογιών καί όρισμένων έπιστημών, δπως είναι π.χ. ή ψυχολογία καί ή γλωσσολογία. Ώ ς παράδειγμα τέ τοιας αύτονομημένης, καί γι' αύτό έπιτυχημένης κριτικής, πού γίνεται άποδεκτή καί γιά τόν πρόσθετο λόγο δτι είναι Αναλυτική, συγκεκριμένη καί σαφής, φέρνει τήν «άναγνώριση» τού Κάλβου άπό τόν Παλαμά, τού Καβάφη άπό τόν Ξενόπουλο καί τού Καρυωτάκη άπό τόν Άγρα. Στό κεφάλαιο «Γλώσσα καί έκφρα ση» (σσ. 29-48), πού κατά τήν άποψή μου είναι καί τό ούσιαστικότερο τού βιβλίου του, ό Άράγης κάνει όρισμέ-
Κάθε δεύτερη Τετάρτη τό «ΔΙΑΒΑΖΩ» μαζί σας
νες καίριες καί γι’ αύτό χρησιμότατες παρατηρήσεις σχετικά μέ τίς διαφο ρές πού ύπάρχουν άνάμεσα στή γλώσσα καί τήν έκφραση, άνάμεσα δηλαδή στό σύστημα (λεξιλόγιο, γραμματικοί κανόνες, συντακτικοί κανόνες κλπ.) καί τήν ύποκειμενική κάθε φορά χρήση του άπό τόν λογο τέχνη. Οί παρατηρήσεις αύτές μπορεί νά συνοψιστούν στά έξής: α) Τήν κριτική τής λογοτεχνίας ένδιαφέρει ή έκφραση καί δχι ή γλώσσα, β) *Η γλώσσα τείνει νά κωδικοποιήσει καί νά παγιώσει τό λόγο, ένώ ή έκφραση νά τόν άναθεωρήσει καί νά τόν άνανεώσει. γ) Στή γλώσσα οί λέξεις πα ραπέμπουν στό κεκτημένο τους «πε ριεχόμενο», ένώ στήν έκφραση οί λέ ξεις ύπερβαίνουν τό σημασιολογικό τους παρελθόν καί παίρνουν ένα προ σανατολισμό πέρα άπό τήν κεκτημένη τους σημασία, δ) Τό άντικείμενο προσανατολισμού τών λέξεων στήν έκφραση «είναι βιωματικής ύφής καί άποτελεΐ συστατικό ένός πρωτογε νούς περιεχομένου». Μέ τόν τίτλο «Παρααισθητικά συ στατικά» (σσ. 49-59) έπιγράφεται τό κεφάλαιο στό όποιο έξετάζονται τά συστατικά έκεΐνα τού λογοτεχνήμα τος τά όποια είναι άπαραίτητα γιά νά λειτουργήσει τό λογοτέχνημα καταρχήν ώς κείμενο, στά,όποΐα δμως είναι άδύνατο νά έντοπιστεΐ καί έπομένως καί νά άναζητηθεΐ ή λογοτεχνική του άξια, άφού τά στοιχεία αύτά άπαντούν σέ δλα άνεξαίρετα τά κείμενα. Τά παρααισθητικά αύτά συστατικά εί ναι: α) ή γλώσσα, σέ δ,τι κοινόχρη στο έχει, β) τό θέμα καί γ) ή μέθοδος, ή τεχνοτροπία μέ τήν όποία άναπτύσσεται τό θέμα. Ώ ς άποτέλεσμα τής διάκρισης τών παρααισθητικών συ στατικών άπό τά αισθητικά —τά δεύ τερα ό συγγραφέας δέχεται άσφαλώς δτι ύπάρχουν χωρίς δμως καί νά τά προσδιορίζει— ό Άράγης συμπεραί νει δτι δσοι κριτικοί άσχολοΰνται μέ τή γλώσσα ένός λογοτεχνήματος (άρα δχι μέ τήν έκφραση, δπως όρίστηκε πιό πάνω), μέ τό θέμα καί τήν τε χνοτροπία του, δέν κάνουν κριτική τής λογοτεχνίας άλλά φιλολογική κριτική ή βιβλιοπαρουσίαση καί έπο μένως δέν έχουν τό δικαίωμα νά προ βαίνουν σέ άξιολογικές κρίσεις. Ή συχνά έπανερχόμενη φράση «Ό χρόνος θά κρίνει» δίνει τόν τίτλο στό έπόμενο κεφάλαιο (σσ. 60-66). Σ’ αύ τό ό συγγραφέας μετά άπό μιά σειρά εύστοχων συλλογισμών καταλήγει στό σωστό συμπέρασμα δτι ή φράση αύτή δταν χρησιμοποιείται άπό τούς κριτικούς, άν δέν φανερώνει ύπεκφυγή, φανερώνει άσφαλώς έλλειψη προ βληματισμού.
Τό τελευταίο κείμενο, μέ τό όποιο συμπληρώνεται ή β' έκδοση τού βι βλίου, άσχολεΐται έκτενώς μέ τήν «Έννοια τής λογοτεχνικής κριτικής» (σσ. 67-92). Οί θέσεις πού ύποστηρίζει ό συγγραφέας καί τίς όποιες ένισχύει μέ συγκεκριμένα παραδείγ ματα νεοελληνικών κριτικών καμέ νων είναι οί έξής: α) ή λογοτεχνική κριτική ώς λειτουργία καί ώς λόγος είναι άναλυτική· β) ή λογοτεχνική κριτική άναφέρεται εύθέως στά λογο τεχνικά κείμενα· γ) ή λογοτεχνική κριτική είναι άξιολογική· καί δ) ή λο γοτεχνική κριτική είναι άπρόθετη, άσκεΐται δηλαδή άπροκατάληπτα καί άπρογραμμάτιστα. Γά παραπάνω κείμενα τού Άράγη είναι δυνατόν, δπως συμβαίνει άλλω στε καί μέ κάθε κείμενο, νά έγείρουν όρισμένες γενικότερες ή καί έπιμέρους άντιρρήσεις, δπως π.χ. τί ένδιαφέρον παρουσιάζει ή ποιό τό πρακτι κό άποτέλεσμα γιά τόν κριτικό ή έξακρίβωση τής στάσης τού συγγραφέα κατά τή διάρκεια τής καλλιτεχνικής πράξης, ένός θέματος δηλαδή πού άνάγεται στήν ψυχολογία γενικά καί ειδικότερα στήν ψυχολογία τής δη μιουργικότητας, ή άν οί αύθεντίες πού πηγάζουν άπό τόν χώρο τής λο γοτεχνίας καί μάλιστα τής παγκό σμιας είναι τής Ιδιας κατηγορίας μέ τίς αύθεντίες πού προέρχονται άπό τίς Ιδεολογίες καί τίς έπιστήμες κ.ά. Ωστόσο έκεΐνο πού θά πρέπει νά άναγνωρίσει κανείς είναι τό γεγονός δτι τά κείμενα τού Άράγη έχουν τή σφραγίδα τής γνησιότητας, τού προ σωπικού δηλαδή προβληματισμού, τής προσωπικής έρευνας καί τής προ σωπικής άνακάλυψης. Αύτό έχει ώς άποτέλεσμα νά έπηρεάζεται εύεργετικά ό τρόπος μέ τόν όποιο ό συγγρα φέας μιλάει γιά τά ζητήματα πού τόν άπασχολοΰν. Ό λόγος του, καί αύτό είναι μιά εύχάριστη έκπληξη μέσα στή σύγχυση πού έπικρατεΐ κυρίως σήμερα στό χώρο τής κριτικής, είναι άναλυτικός, συγκεκριμένος, σαφής, θά έλεγα καί τολμηρός. Άποφεύγοντας συστηματικά μιά δευτερογενή με ταφορική μεταγλώσσα, πού μόνο σύγχυση μπορεί νά προκαλέσει, δη λώνει τά πράγματα μέ παρρησία πού φανερώνει συνείδηση καί γνώση. Καί έκεϊ ίσως, χωρίς άσφαλώς νά ύποτιμάται καί ή συμβολή του σέ θέματα ούσίας, νομίζω πώς θά πρέπει νά το ποθετηθεί, κυρίως, ή άξια καί ή προ σφορά αύτού τού λιτού, καθόλου φι λόδοξου στήν έμφάνισή του άλλά ση μαντικού σέ βαρύτητα βιβλίου. ΕΛ. ΠΟΛΙΤΟΥ-ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ
οδη γ ο ς/8 5
σχέση πλαίσιο λογοτεχνίας για παιδια καί κοινωνικής πραγματικότητας MARIETTAS ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ ΗΛΜΒΑΚΑ: Ό φυλακισμένος πού... κλαίει.
Εικόνες Γιώργου Λ αζόγκα. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 45. Δρχ. 250.
EDWIN BERRY BURGUM: Μυθι στόρημα καί κοινωνία. Μετ.: Νέλλη~Ολγα Γκανά. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 184.
Δοκίμια κοινωνιολογίας τής λογοτεχνίας έλάχιστα ύπάρχουν στά έλληνικά. Ή μετάφραση λοιπόν των δοκιμίων του καθηγητή Edwin Ber ry Burgum πού περιλαμβάνονται στήν παραπάνω Εκδοση, μπορούμε νά πούμε δτι είναι μιά τόνωση τής πενιχρής σχετικής βιβλιογραφίας μας μέ μερικά σημαντικά κείμενα. Ό Burgum Εξετάζει σ' αύτά όρισμένους άντιπροσωπευτικούς συγγρα φείς τού 20οΰ αίώνα καί άναλύει τά σημαντικότερα Εργα τους. Τό βιβλίο, συγκεκριμένα, περιλαμβάνει: 2 δοκί μια γιά τό Μαρσέλ Προύστ (Ή προυστιανή άνάλυση τής παρακμής τής γαλλικής κουλτούρας, ’Αντισταθμί σματα τής άπελπισίας στό «’Αναζη τώντας τό χαμένο χρόνο»), 3 δοκίμια γιά τόν Τζέιμς Τζόις (Ό «Όδυσσέας» καί τό άδιέξοδο τοΰ άτομισμοΰ, ΟΙ άντιφάσεις τοΰ σκεπτικισμού στό «Ξύπνημα τού Φίννεγκαν», Πορτραΐτο τοΰ καλλιτέχνη ώς άνθρώπου), 1 δοκίμιο γιά τό Φράντς Κάφκα (Φράντς Κάφκα: Ή άποτυχία τής πίστης), 1 δοκίμιο γιά τή Βιρτζίνια Γούλφ (Ή Β.Γ. καί τό άδειο δωμάτιο) καί 1 γιά τή δομή τοΰ «’Αλεξανδρινού κουαρ τέτου» τού Λόρενς Ντάρρελ. Ήδη οί τίτλοι ύποδηλώνουν τό άντικείμενο καί τήν κατεύθυνση τής Ε ρευνας τού συγγραφέα. Τό κεντρικό θέμα είναι ή σχέση τής λογοτεχνίας, καί Ιδιαίτερα τοΰ μυθιστορήματος, μέ τήν κοινωνική πραγματικότητα. Θά συνοψίσω (πολύ σχηματικά, Εννοείται) τίς γενικές μεθοδικές άρχές, όπως συνάγονται άπό τόν τρόπο μέ τόν όποιο ό συγγραφέας διαπραγ ματεύεται τά θέματά του. Κατ’ άρχήν θεωρεί τά Εργα τής λο
γοτεχνίας άναπόσπαστο μέρος τού συνόλου τής κοινωνικής άνάπτυξης. Προσπαθεί νά συλλάβει καί νά άποκαλύψει τό νόημα τών Εργων πού Εξετάζει, καί νά Εξηγήσει σέ ποιούς κοινωνικούς δρους όφείλονται τά Ιδιαίτερα γνωρίσματα τών συναισθη μάτων, τών σκέψεων κλπ., δηλαδή τής κοσμοθεωρίας πού Εκφράζεται μέσα στό Εργο καί μέσω τού Εργου. Άνιχνεύει τά άποτυπώματα τής πραγματικότητας τών κοινωνικών τάξεων, τά ταξικά νοήματα καί τίς σημασίες. Προσπαθεί νά διαγνώσει τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής Εποχής δπου Εζησε ό συγγραφέας, τήν κατάσταση καί τήν ψυχολογία τών τάξεων, καί Ιδιαίτερα τών κοινω νικών στρωμάτων πού δημιουργούν καί άπολαμβάνουν τή λογοτεχνία. Νά έπισημάνει τόν τρόπο μέ τόν όποιο οί άνθρωποι βιώνουν τήν ταξι κή πραγματικότητα τής κοινωνίας δ που ζοΰν, μέ δυό λόγια: τίς ιδεολογι κές δομές, τούς τρόπους τοΰ βλέπειν τόν κόσμο, τίς κοσμοθεωρίες. Έπειτα νά μελετήσει τήν προσωπικότητα τού συγγραφέα, μέσω τής όποιας μεταφέρεται ή κοσμοθεωρία στό λογοτεχνι κό Εργο, τίς Επιδράσεις πού δέχτηκε, καί δλα τά ιδιαίτερα στοιχεία τής Ιδιοσυγκρασίας, τοΰ ταλέντου του. πού τοΰ Επιτρέψανε νά δώσει στά γε
Ό Εκδοτικός οίκος Α.Σ.Ε. άρχισε τήν Εκδοση τής σειράς «Έλληνες συγγραφείς γιά παιδιά» σέ δύο σκέλη: «γιά μικρά παιδιά» καί «γιά μεγάλα παιδιά», πού διευθύνεται άπό τή Μάρω Λοϊζου. Ό προσδιορισμός μικρό ή μεγάλο παιδί φτιάχνει μιά πολύ ασαφή Εννοια δταν χρησιμοποιείται στά βιβλία, κυρίως σέ Εκείνα πού ό συγγραφέας τους δέν Εχει αποφασίσει γιά ποιές ήλικίες παιδιών γράφει. Αύτή ή διαπίστωσή προκύπτει άπό τό βιβλίο τής Μαριέττας Αύγερινού Βαμβακά «Ό φυλακισμένος πού... κλαίει», άφού άκόμα καί τά αποσιωπητικά τοΰ τίτλου —καί ό.τι ή χρησιμοποίησή τους υπαινίσσεται— δέν μπορεί νά είναι κατανοητά άπό παιδιά'πού είτε δέν έχουν διδαχθεί γραμματική είτε δέν Εχουν εξοικειωθεί άκόμα μέ τό γραπτό
Η Ιστορία καθαυτή περιέχει πολλά άνομοιογενή στοιχεία: επεισόδια πού θυμίζουν Εντονα τόν Γιάννη-’Αγιάννη καί τήν Ωραία Κοιμωμένη τού Δάσους, υπερβατικές λαϊκές διηγήσεις καί νατουραλιστικές περιγραφές παρωχημένης πεζογραφίας. Έτσι τό νά παρεμβάλλονται . οιλαροφικές Εννοιες: ’ΑλήθειαΘλίψη - Χαρά ή οί σύγχρονες έννοιες ‘Ανεργία Εκμετάλλευση, στις γνωστές ανθρώπινες συμφορές, Πείνα Αδικία - ’Απελπισία, προσωποποιημένες μάλιστα σέ κακάσχημες καί χαιρέκακες γυναικείες φιγούρες, ύποδηλώνει απλά καί μόνο τήν άσάφεια τών προθέσεων τής συγγραφέα καί εντείνει τήν άκαταλληλότητα τοΰ
8 6 /ο δ η γο ς νικά θέματα μιά έκφραση πρωτότυπη. Καί παραπέρα προχωρεί, άπό τήν κοινωνιολογική έρευνα, στην αισθη τική: Διερευνά τούς δεσμούς πού μπορεί νά ύπάρχουν μεταξύ των κοι νωνικών δομών καί τών λογοτεχνι κών δομών, μέσω τής συλλογικής συνείδησης τής κοσμοθεωρίας. Έτσι, μέ αύτή τήν «ύπόθεση έργασίας» ό Burgum στό έργο τού Μαρσέλ Προύστ βρίσκει έναν έκτεταμένο, άντικειμενικό καί πειστικό πίνακα τής Ιστορίας τής παρακμής τοΰ αρι στοκρατικού ιδεώδους στή Γαλλία, καί τών κυρίαρχων τάξεων, πριν άπό τήν έμφάνιση τοΰ φασισμού καί τό Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γιά νά άποκαταστήσει μιά σωστή σχέση με ταξύ Ιδεώδους καί πραγματικού ό Προύστ μεταθέτει τή ζωή στή λογο τεχνία. Ή άντίληψή του γιά τό μυθι στόρημα συνδέεται μέ αύτήν τή συ νειδησιακή έξέλιξή του, καί τό στύλ, γενικά ό τρόπος τοΰ γραψίματος άντιστοιχεΐ στις διάφορες φάσεις καί στόν έκάστοτε τρόπο τού βλέπειν. Σχετικά μέ τόν Τζέιμς Τζρις ό συγ γραφέας έξετάζει τό έργο του άπό τούς «Δουβλινέζους» ώς τό «Ξύπνη μα τού Φίννεγκαν», παρακολουθών τας «τό πέρασμά του άπό τήν παρα δοσιακή παραδοχή τοΰ άντικειμενικοΰ κόσμου ώς χώρου τής πραγματι κότητας στήν δλο καί πιό πλήρη με τάθεση τών πραγματικών γεγονότων στόν ύποκειμενικό κόσμο τοΰ όνείρου καί τών ύποσυνείδητων παρορμήσεων», τόν άγώνα του «νά κατα κτήσει στό λογοτεχνικό έργο έκεΐνο τόν κόσμο πού δέν μπόρεσε νά έξουσιάσει στή ζωή». Στόν «Όδυσσέα» βρίσκει δτι άπεικονίζεται ή τελική χρεωκοπία τού άτομισμοΰ στή χωρίς έλπίδα άπομόνωση τοΰ άτομικοΰ πνεύματος. Σχε τικά μέ τό «Ξύπνημα τοΰ Φίννεγκαν», προσπαθεί νά έξηγήσει τή δομή καί τό ιδιότυπο ΰφος αύτοΰ τοΰ βιβλίου («ροή τής συνείδησης», «έσωτερικός
μονόλογος») άπό τή φιλοσοφία τής ζωής πού τό διαπνέει. «Τό θέμα τοΰ μυθιστορήματος παρουσιάζεται στό μικρόκοσμο τής δομής τής κάθε λέ ξης δπως προβάλλει». Σέ ιδιαίτερο δοκίμιο ύπογραμμίζει τά ούσιαστικότερα γνωρίσματα τοΰ χαρακτήρα καί τής προσωπικότητας τοΰ Τζέιμς Τζόις. Στά έργα τοΰ Κάφκα ό Burgum βλέπει κάτι περισ σότερο άπό περιγραφή καταστάσεων διαταραγμένης προσωπικότητας. Τό βάσανο τών ήρώων τοΰ Κάφκα άπό τό άπρόσιτο καί άσύλληπτο τής κρυμμένης άλήθειας, ή θλίψη γιά τό άδιέξοδο τών καταστάσεων, ή βαθιά άπελπισΐα γιά τήν άποτυχία, τό σκο τεινό Καθεστώς άγωνίας, έχουν ένα κοινωνικό ισοδύναμο. Φανερώνουν λανθάνουσες τάσεις καί ιδιότητες τής κοινωνίας, άποκαλύπτουν τίς διανοη τικές περιπλοκές καί τήν άνασφάλεια τής συμπεριφοράς μέσα στή γερμανι κή κοινωνία τής έποχής τής δημο κρατίας τής Βαϊμάρης. Ό συγγραφέας διατυπώνει ένδιαφέρουσες προτάσεις έρμηνείας γιά τή «Δίκη» καί τόν «Πύργο». Στό δοκίμιο γιά τόν Τάρας Μάν παρακολουθοΰνται οί άλλαγές τοΰ ύ φους καί τής δομής τών έργων σύμ φωνα μέ τίς μεταβολές τοΰ ύφους καί τής δομής τών γεγονότων πού άφηγεϊται ό συγγραφέας καί τή στάση άπέναντι σ' αύτά. Στό «Βασιλική ύψηλότης», κοιτά ζοντας τήν παρακμή τής άριστοκρατίας άπ’ έξω, δίνει τή χαριστική βολή στήν παλαιά φεουδαρχική Γερμανία μέ στύλ ζωντανό κωμικής δπερας. Στό «Μπούντενμπρουκ», πού είναι ή ίστορία τής παρακμής μιας άστικής οίκογένειας, ό Τόμας Μάν δίνει πιστή περιγραφή τοΰ κώδικα συμπεριφοράς τής μεσαίας άστικής τάξης. Ή σχέση του μέ τό ύλικό τοΰ έργου έκφράζεται μ’ ένα στύλ άντικειμενικοΰ ρεαλισμοΰ. Ένα άπό τά κεντρικά θέματα
ΑΝΝΑ Μ ΠΑΛΛΗ
ΦΑΚΕΛΟΣ ΤΣΑΠΜΑΝ α) Ποια ήταν π ΤσαπμανΡ β) Γιατί ήρθε σ τ ην ΕΑλαδαΡ Υ)Π οιοι και γιατί τη σ κότω σαν?
Ε Κ Δ Ο Σ Η :Α Λ Ε Β ΙΖ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ
Φ Ε ΙΔ ΙΟ Υ 14-16 ΑΘΗΝΑ ΤΗ Λ. 3 6 0 0 .0 5 9
πού βασανίζει τόν Τόμας Μάν σέ πολλά έργα του («Μπούντενμπρουκ», «Τοηίο Kroger», «Θάνατος στή Βενε τία», «Δόκτωρ Φάουστους») είναι τό θέμα τής σχέσης τής τέχνης μέ τή ζωή, ή παράξενη καί τραγική ίστορία τής τέχνης μέσα στήν άστική κοινω νία. Ή ένασχόληση μέ τήν τέχνη στήν παλαιά άστική κοινωνία θεωρεί ται κάτι σάν έκτροπή, σάν άνωμαλία, σάν άποτυχία μέσα στή ζωή τών άστών. ’Αργότερα τροποποιείται κά πως ή άντίληψη αύτή, χωρίς νά έξαλεϊφεται τελείως ή Ιδέα γιά κάποιον άντιφυσιολογικό χαρακτήρα τής καλ λιτεχνικής δημιουργίας, γιά κάποια έ νοχη συνείδηση. Στούς τροφίμους τοΰ «Μαγικού βουνού» ό Burgum βλέπει τήν πρω τοπορία τής παρακμής. ’Απεικονίζε ται ή εύρωπαϊκή κοινωνία πρίν άπό τόν Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ό κλονισμός τής σταθερότητας τοΰ συ στήματος, καθώς καί ή κατάσταση καί τά χαρακτηριστικά τής διανόησης στή δεκαετία τοΰ ’20, μέ κεντρικό πρόβλημα τό παλαιό πρόβλημα γιά τή φύση τοΰ κακοΰ καί τό θέμα τής πράξης μέσα στήν πραγματικότητα τοΰ κοινωνικού διαφορισμοΰ. Τό θέμα στά πιό σημαντικά έργα τής Βφτζίνια Γούλφ είναι ή άνικανότητα νά άποκαταστήσουμε σωστές άνθρώπινες σχέσεις. Ή έχθρότητα τής ζωής πρός τό ούμανιστικό ίδεώ-, δες τοΰ όλοκληρωμένου άνθρώπου, τό όποιο ίσως δέν ύπήρξε ποτέ. Ή έξιστόρηση τής περιπέτειας αύτής τοΰ άνέφικτου βρίσκει όμόλογη τε χνική τόν «έσωτερικό μονόλογο». Τό τελευταίο δοκίμιο άναφέρεται στή δομή τοΰ «’Αλεξανδρινού κουαρ τέτου» τοΰ Λόρενς Ντάρρελ. Ό κριτι κός έξετάζει στήν άρχή τήν έννοια τοΰ μυθιστορήματος-ποταμοΰ καί τοΰ συνηθισμένου, πιό περιορισμέ-
οδηγοςΙ8 7 νου, μυθιστορήματος. Τό μυθιστόρημα-ποταμός προϋποθέτει Ικανότητα άνάλυσης καί κατανόησης τοϋ κό σμου, μιαν άρχή ταξινόμησης των πολύπλοκων δεδομένων του, μιά φι λοσοφία. *0 Ντάρρελ, διαπιστώνει, δέν έχει μιά γενική έποπτεία τής πραγματικό τητας, δέν είναι Ικανός νά ίδεΐ μέ σα φήνεια καί νά κατανοήσει παρά μόνο δσα δέν ύπερβαίνουν τήν άμεση αι σθητηριακή έμπειρία. Τά μυθιστορήματά του στερούνται έννοιολογικοΰ περιεχομένου. Τό Ιδιαίτερο, λοιπόν, χαρακτηριστικό τοΰ Ντάρρελ έγκει ται στό δτι δίχως τή συνδρομή ένός κοινωνικού δράματος, δίχως τή βοή θεια τής φιλοσοφίας έγραψε τό μονα δικό μυθιστόρημα-ποταμό αύτής τής περιόδου. Έτσι δέν μπορεί παρά νά άναζητήσει στόν έαυτό του μιά όργανωτική άρχή. ’Αντί γιά έννοιολογικό στοιχείο στρέφεται στή μορφή καθ’ έαυτήν ώς συνδετικό Ιστό τού συνό λου τής άφήγησης.
Είναι φανερό δτι ό συγγραφέας των δοκιμίων διαμορφώνει τό δργανο άνάλυσης, πού χρησιμοποιεί, άπό τό μαρξισμό καί τήν ψυχανάλυση. "Ομως δέν έχει τίποτε τό δογματικό καί τό σχηματικό (δπως, ένδεχομένως, θά έτεινε κανείς νά ύποθέσει άπό τις πα ραπάνω τροχιοδεικτικές νύξεις πού έ καμα). Ή σκέψη ·του είναι άνοιχτή καί εύέλικτη. Εισδύει σέ πολλαπλά έπίπεδα τής κοινωνικής όργάνωσης, τής ιδεολογίας, τής άτομικής ψυχο λογίας κλπ. καί άποκαλύπτει τούς μηχανισμούς πού τά συνδέουν. Γιά δσους έχουν διαβάσει τά κρινόμενα έργα, καί έχουν συγκινηθεΐ καί στοχαστεί πάνω σ’ αύτά, τό διά βασμα τοΰ βιβλίου τοΰ Burgum προ σφέρει μιά εύκαιρία γιά νά έμβαθύνουν περισσότερο, νά έδραιώσουν τίς σχηματισμένες άπόψεις τους, ή νά ξαναστοχαστοΰν, νά ίδοΰν μέ άλλο μάτι καί νά τίς τροποποιήσουν ή νά
τίς άναθεωρήσουν. Καί όπωσδήποτε, είτε συμφωνεί κανείς είτε δχι μέ τήν «ύπόθεση έργασίας» τοΰ συγγραφέα, είτε βρίσκει ή δχι άρκετά πειστική τήν έπιχειρηματολογία του, ή μελέτη τών δοκιμίων αύτών ώς έντρύφημα, ώς άσκηση, δίνει μιά Ιδιαίτερη ικανο ποίηση στό πνεύμα καί βάζα σέ κίνη ση τό στοχασμό, έτσι δπως σέ φέρνει άντιμέτωπο μέ τά κεντρικότερα προ βλήματα τής σημερινής ύπαρξης τών άνθρώπων καί τήν εύθύνη τής δια νόησης. Δέν έχω ύπόψη μου τό ξενόγλωσ σο κείμενο γιά νά πω κάτι γιά τήν πι στότητα ή τήν έπιτυχία τής μετάφρα σης στά έλληνικά. Στή σελ. 25 διαβάζομε: «... τήν άξίωση έκείνων οί όποιοι θά ήθελαν νά άγοράσουν τήν κουλτούρα σάν έ να πακέτο πράξεις». Νά ύποθέσω πώς θέλει νά πει: «ένα πακέτο μετοχές» (actions);
Στή σελ. 130 άναφέρεται ή «γυναί κα τοΰ Πουτιφάρη». Προφανώς πρό κειται γιά τή «γυναίκα τοΰ Πετεφρψ. (Ό λόγος είναι γιά τόν «’Ιωσήφ καί τ’ άδέρφια του».) Στή σελ. 131 γράφει: «hubris (άλαζονεία)». Θά είναι ή έλληνική ό'βρις. Ώ ς νεοελληνικό κείμενο ή μετά φραση, πού όπωσδήποτε είναι ένα, έπϊμοχθο έργο, διαβάζεται κατά κανό να άπρόσκοπτα. Όμως έδώ κι έκεΐ σκοντάφτουμε καί σέ μερικά γλωσσι κά λάθη. Π.χ. «Πρέπει νά μέμφομε μό νο έμάς τούς ίδιους» (σελ. 54)· «συ νειδητές άντιλήψεις έπικαλούμενες άπό έξωτερικά έρεθίσματα» (σελ. 48)· «τών υπαρχόντων σχέσεων»· «δομή τών Αφηγούμενων γεγονότων» (σελ. •110). Ή άπαίτηση νά γράφομε ·σωστά καί καλαίσθητα τή γλώσσα δέν είναι σχολαστικότητα. ΜΑΝΟΛΗΣ ΛΑΜΠΡΙΛΗΣ
βιβλίου γιά μικρά παιδιά. Τά μεγαλύτερα τά άποπροσανατολίζει. Καί είναι κρίμα. Γιατί μερικά σημεία δείχνουν δτι ή συγγραφέας διαθέτει καί εύρηματικότητα καί φαντασία καί γλώσσα Ικανή νά μιλήσει στά μικρά (π.χ. στήν έννοια τοΰ χρόνου).
ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Ό ήλιος κρυώνει. Εικονογράφηση Ειρήνης Καραλέκα. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 60. Δρχ. 200.
Στό δεύτερο σκέλος τής σειράς βρίσκουμε δύο ένδιαφέροντα βιβλία. Τό «Ό ήλιος κρυώνει» τής Άθηνάς Παπαδάκη, μιά άλληγορία γιά τήν άνάγκη τής έπικοινωνίας γραμμένη μέ ένα μοντέρνο, άποσπασματικό, ποιητικό ΰφος, δχι συνηθισμένο στά βιβλία παιδικής λογοτεχνίας, άλλο τόσο μεστό άπό εικόνες καί μηνύματα! (άπό 11 χρόνων).
ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΒΑΡΕΛΛΑ:
Φιλενάδα, φουντουκιά μου. Εικονογράφηση 'Ελένης Μωραΐτη. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1982. Σελ. 124. Δρχ. 250.
Ή ’Αγγελική Βαρελλά έγραψε τό «Φιλενάδα, φουντουκιά μου». Ό Δώδος έχει φίλη τή Φούντου πού κινδυνεύει. Καί τή σώζει. ’Από τήν Μπουλντόζα, τόν ’Εργολάβο, τό Μηχανικό, τό Κόψιμο. Τά μικρά κεφάλαιά, γοργά, ζωντανά, λίγο άστεΐα, λίγο θλιμμένα, πολύ αίσιόδοξα. Ένα βιβλίο γιά τή γειτονιά, τήν πόλη, τή φροντίδα καί τήν άγάπη. Θά μπορούσαμε νά τό ποΰμε ένα βιβλίο γιά τό περιβάλλον. Είναι πιό πολύ. Είναι γιά τό περιβάλλον καί τήν άνθρωπιά (άπό 8 χρόνων).
ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
8 8 /ο δ η γ ο ς
γνωριμία μέ §να «στρατευμένο» συγγραφέα ΒΙΚΤΩΡ ΣΕΡΖ: Άνθρωποι στή φυλακή. Μετ. Μάκη Βαΐνά. 'Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 247.
ΒΙΚΤΩΡ ΣΕΡΖ: ΤΙ πρέπει νά ξέρει κάθε έπαναστάτης. Μετ. ΚΑ. 'Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 168.
Ό Βίκτωρ Σέρζ (1890-1947) άνήκει σ’ έκεΐνο τό είδος συγγραφέων πού όνομάζονται «στρατευμένοι» πολύ πρίν τούτος ό δρος άποκτήσει άπολογητικό περιεχόμενο. ’Αλλά μέ μιά πιό είδική έννοια: Δέν είναι ό λο γοτέχνης πού παρασέρνεται Από τό θόρυβο τής έπανάστασης, μά ό εύαίσθητος πολιτικός πού Ανακαλύπτει τό λογοτεχνικό ισοδύναμό της. Πορεία θαυμαστή καί ταυτόχρονα έπώδυνη, Αντιφατική. Έ τσι, δταν ή πολιτική πράξη έκμηδενίζεται, δταν ή φυσική καί πολιτική άπομόνωση άπό τήν ίστορία γίνεται αισθητή, τότε ή λογοτεχνική δημιουργία έξω άπό Ατομική έκφραστική άνάγκη γίνεται γέφυρα γιά τή ζωή, πυξίδα γιά τόν έπανακαθορισμό τών Ατομικών Αξιών μπροστά στά κοινωνικά γε γονότα. Αύτή είναι ή περίπτωση τού Βίκτορα Σέρζ.
μως τό Ανθρώπινο περιεχόμενο δταν είναι συνδεμένο συνειδητά μέ τήν έποχή του μπορεί νά Αχρηστεύσει έσωτερικά αύτό τό σύστημα. Ό χρό νος, ή Ιστορία εισβάλλουν καί καθο ρίζουν άτομα καί ίδέες. Τά Ατομικά πάθη καθορίζονται τώρα σ’ ένα χώρο τεσσάρων διαστάσεων. Ή μοίρα μετατρέπεται σέ Αναγκαιότητα καί ή Αναγκαιότητα σέ Ατομικό δράμα μιάς κοινωνικής τραγωδίας. Μόνη διέξο δος: ή συνειδητή πάλη μ’ αύτήν. Άπό τήν ήττα στή νίκη.
Ζέΐ καί Αγωνίζεται σέ μιά συνταραχτική έποχή. ’Αναρχικός πρίν τόν Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, γεγονός πού τού κόστισε πέντε χρόνια φυλα κή, συμμετέχει στήν έξέγερση τής Βερκελώνης τό 1917 καί άπό κεΐ μέ τό κάλεσμα τής Ρωσικής έπανάστα σης περνά στήν πολιορκημένη Πε τρούπολη καί στόν μπολσεβικισμό. Μέ τά πρώτα σύννεφα τής Αντίδρα σης προσχωρεί στήν άριστερή Αντι πολίτευση, μέ φυσική συνέπεια: δια γραφή άπό τό κόμμα, πέντε χρόνια Απομόνωσης καί τρία έξορίας στή Σι βηρία. Θά Απελευθερωθεί τό 1936, ύ στερα άπό μιά διεθνή κινητοποίηση τής προοδευτικής διανόησης. Συμμε τέχει στήν 'Ισπανική έπανάσταση καί μετά τό ξέσπασμα τού Δεύτερου παγ κόσμιου πολέμου κατορθώνει νά φύ γει στό Μεξικό, δπου πεθαίνει φτω χός καί ξεχασμένος. Τό έργο του χωρίζεται σέ δυό μέ ρη: ένα λογοτεχνικό κι ένα μή λογο τεχνικό (πολιτικο-δημοσιογραφικό, Ιστορικό). Ή σχέση μεταξύ τους εί ναι ή σχέση μεταξύ τών διαφόρων στιγμών τής ζωής του, πού εναλλάσ σονται μέ έξαιρετικό ρυθμό καί έντα ση. Άπό έκδοτης μιας Αναρχικής έφημερίδας, δημοσιογράφος καί όργανωτής τής Κομουνιστικής Δι εθνούς τήν έποχή τού Λένιν καί άπό κεΐ συγγραφέας ίστορικών καί λογο τεχνικών έργων. Σέ Ιδεολογικούς 6ρους: άπό τόν Αναρχικό ίντιβιντουαλισμό στόν μπολσεβικισμό καί άπό κεΐ στήν άριστερή άντιπολίτευση. Σέ ήθικούς όρους: άπό τήν ήττα στή νί κη καί άπό τή νίκη στήν ήττα. Αύτή είναι ή καμπύλη τού έργου του, τής
ζωής του, τής έποχής του. Τά δύο έργα, πού κυκλοφορούν άπό τίς έκδόσεις «Θεωρία» σέ πολύ καλή μετάφραση, Αποτελούν μιά εύκαιρία γιά μιά πρώτη γνωριμία μέ τό έργο τού Βίκτορα Σέρζ, πού έντελώς Αδικαιολόγητα (όπως συχνά συμβαί νει...) μέχρι σήμερα είναι άγνωστο στήν Ελλάδα. Μέ τό «Άνθρωποι στή φυλακή» μπαίνουμε κατευθείαν στόν πυρήνα τής μυθιστορηματικής προ βληματικής του. Ό Βίκτωρ Σέρζ Αρχίζει τή λογοτε χνική συγγραφή σέ μιά δύσκολη έπο χή. Τό 1928, διαγραμμένος άπό τό κόμμα καί Απαλλαγμένος άπό όλα τά καθήκοντα, Αρχίζει τήν πρώτη τριλο γία του. Βιβλίο πρώτο: «Άνθρωποι στή φυλακή». Ή καλύτερη διευθέτη ση γιά τό σήμερα είναι τό ξεκαθάρισμα τών λογαριασμών μέ τό χθές. Πι θανώς δμως νά διαισθάνεται καί τό μέλλον του. Θά γράψει γι’ αύτό Αργό τερα: «Ή φυλακή μέ βάραινε μέ μιά τόσο βαριά έμπειρία, τόσο δυσβάσταχτη, πού Αρκετό χρόνο Αργότερα, δταν ξανάρχισα νά γράφω, τό πρώτο μου βιβλίο ήταν μιά προσπάθεια νά ελευθερωθώ άπό τούτο τόν εσωτερι κό έφιάλτη, Αλλά καί ή έκπλήρωση μιας ύποχρέωσης Απέναντι σ’ αύτούς πού δέν μπορούν πιά νά τόν άποδιώξουν». Ή φυλακή τού Σέρζ δέν είναι Απλά τό «Σπίτι τών νεκρών». Αντίθετα, άπό μιά άποψη, ξεκινά άπό κεΐ πού τελειώνει τό βιβλίο τού Ντοστογιέβσκι. Ή σύγχρονη φυλακή στόχο έχει νά σταματήσει μέσα στούς τοίχους της τό χρόνο, τήν έξέλιξη. Γι’ αύτό διαθέτει ένα φοβερό σύστημα. Κι δ
Πέρα άπό όποιοδήποτε χυδαίο άντικειμενισμό ό Σέρζ τολμά καί βουτά μέ τό κεφάλι μέσα στήν πραγματικό τητα γιά νά βάλει σέ δοκιμασία δλες τίς σκευές του: τίς ίδέες, τίς αύταπάτες, τίς ελπίδες του. Ή καμπύλη παίρνει τή μορφή ένός διαρκούς πήγαινε-έλα άπό τό άτομο στό σύνο λο, μιάς ρευστής Αντίθεσης Ανάμεσα στό Αντικειμενικό καί ύποκειμενικό γεγονός. Ή πραγματικότητα συστέλ λεται ή διαστέλλεται Ανάλογα μέ τήν ούσιαστική γνώση πού έχουμε γι’ αύ τήν. Ή λογοτεχνική Αλήθεια δχι μό νο δέν έρχεται σέ σύγκρουση μέ τήν επαναστατική Αλλά καί οί δυό Αποκα λύπτονται σάν στιγμές τής ίδιας π ραγματικότητας. Αργότερα, στά χρόνια τής δου λειάς του στόν τύπο τής Διεθνούς, θά τού δοθεί ή εύκαιρία νά γνωρίσει καί θεωρητικά μερικές ούσιαστικές πλευ ρές τού ίδιου συστήματος. Πέφτουν στά χέρια του τά Αρχεία τής τσαρικής Αστυνομίας (Όχράνας). Αποτέλεσμα αύτής τής δεύτερης συνάντησης είναι ένα βιβλιαράκι δπου Αναλύει σέ πολι τικούς δρους τό ίδιο πρόβλημα: «Τί πρέπει νά ξέρει κάθε επαναστάτης». Ή Αναγγελία άπό τίς ίδιες έκδόσεις ένός άλλου μέρους τής τριλογίας («Ή κυριευμένη πόλη») μάς κάνει νά έλπίσουμε σέ μιά πιό ούσιαστική γνωριμία μαζί του. Γνωρίζουμε τούς κύριους πολιτικούς ή λογοτέχνες τής γενιάς τής Ρωσικής έπανάστασης. Ό Βίκτωρ Σέρζ είναι ένας Αναγκαίος καί πολύ συνεκτικός κρίκος μεταξύ τους. Κ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
οδη γο ς/89
απομυθοποίηση ιστοριογραφικών παραδοχών
)
καί άνοιγμά νέου δρόμου
^ ---- γιά τή μελέτη του ελληνισμού στό 19ο αιώνα AEYTEPH ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΗ: Οί ελληνικοί σιδηρόδρομοι (1882 1910). ’Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα ’Εθνικής Τραπέζης, 1982. Σελ. 254.
Ά τ βάρ μεϊντάν γιόκ (Τό άλογο ύπάρχει, τό πεδίο δχι — τούρκικη παροιμία)
Έ να άπό τά βασικά θέματα έρευνας γιά τό οικονο μικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι τοϋ νέου έλληνισμοϋ είναι ή συμβολή των έπενδύσεων, καί ειδικότερα των δημόσιων, στην άναπτυξιακή διαδικασία. Στή διάρκεια των 154 έτών έλεύθερου βίου τοΰ έλληνικοΰ κράτους μπορούμε νά διακρίνουμε τρεις κρίσιΣτίς περιόδους αύτές Εχει Επικεντρω θεί τό ένδιαφέρον παλαιότερων καί νεότερων έρευνητών δχι μόνο γιά τή διερεύνηση καί έπισήμανση κάποιων σταδίων άνάπτυξης άλλά καί τόν προσδιορισμό των γενικότερων Επιπτώσεών τους σ' δλα τά Επίπεδα άνθρώπινης δράσης. ’Αναφορικά μέ τήν πρώτη περίοδο, είναι φανερό δτι ή σοβαρότερη Επεν δυτική προσπάθεια τοΰ δημοσίου συγκεντρώνεται στήν κατασκευή τοϋ σιδηροδρομικού δικτύου. Ή εισαγω γή νέων μέσων μεταφοράς καί κυρίως τοΰ σιδηροδρόμου άποτελεΐ τόν 19ο αίώνα γιά τήν Εύρώπη (στό πρώτο ήμισυ τοΰ αίώνα γιά τό προηγμένο τμήμα της) μοχλό Εκβιομηχάνισης καί κατ’ Επέκταση οικονομικής άνά πτυξης. Ή Επικράτηση τών σαινσιμονιστικών άπόψεων γιά τό θέμα αύτό στίς περισσότερες χώρες είναι Ενδεικτική τοΰ ρόλου πού θά παίξουν οί νέες αύτές Επενδύσεις στήν άνάπτυξη'καί κάμψη τής καπιταλιστικής Επέκτασης στόν κυρίως εύρωπαϊκό χώρο καί τήν περιφέρεια. Παράλληλα μέ τό βασικό πρόβλη-
μες περιόδους Επενδυτικής προσπάθειας: έκείνη τής δεκαετίας τοΰ 1880, πού συνδέεται κυρίως μέ Επεν δύσεις στόν τομέα τών μεταφορών, τοϋ μεσοπολέ μου, πού σχετίζεται μέ Εργα γεωργικής ύποδομής, καί τήν περίοδο ’50-’65, πού γίνονται Επενδύσεις καί στόν τομέα τών μεταφορών καί στή βιομηχανία.
μα, δηλαδή ή μεγάλη εύρωπαϊκή κρί ση είναι καί σ’ Ενα βαθμό άποτέλεσμα τών μεγάλων έπενδύσεων πού Εγιναν στό σιδηροδρομικό δίκτυο (Ερώτημα πού Εχει τεθεί καί γιά τήν άνάλογη Ελληνική οικονομική κρίση στά 1890-’93), δύο άκόμη Ερωτήματα άπασχολοΰν τή φιλολογία τής οικο νομικής Ιστορίας στό συγκεκριμένο πλαίσιο κάθε εύρωπαϊκοΰ κράτους, ή σύνδεση καί άλληλεξάρτηση μεταφο ράς καί παραγωγής (άνάπτυξης) καί τό Επαρκές ή δχι τής Επενδυτικής προσπάθειας. Ήπωσδήποτε, κάνον τας άφαίρεση τών ειδικών συνθηκών κάθε χώρας, ιδιαίτερα στό πρώτο Ερώτημα παρακολουθώντας τήν Ιστο ρία τής εισαγωγής τοΰ σιδηροδρομι κού συστήματος, μποροΰμε νά συμ φωνήσουμε μέ τήν άποψη δτι τά πολ λαπλασιαστικά άποτελέσματα λει τούργησαν προωθητικά ή άνασταλτικά άνάλογα μέ τό άν στόν κάθε Εθνι κό χώρο τά μηχανήματα καί τά άλλα ύλικά παράγονταν έγχωρίως ή άν τό κεφάλαιο είσαγόταν καί οί Επιπτώσεις τής Επενδυτικής προσπάθειας συσσω ρεύονταν στίς χώρες Εξαγωγής. Αύτό
τό σημείο ήταν τελικά ή μεγάλη τομή άνάμεσα στίς προηγμένες καί στίς λι γότερο άνεπτυγμένες χώρες. Στήν Ελλάδα ή εισαγωγή τοΰ σι δηροδρομικού συστήματος Εγινε μέ άρκετή καθυστέρηση σέ σχέση μέ τίς προηγμένες δυτικές χώρες. Καθυστέ ρηση πού συμβαδίζει μέ τή γενικότε ρη πορεία Εκσυγχρονισμού τής Ελλη νικής οικονομίας καί κοινωνίας (άν καί, στήν περίπτωσή μας, δέν μπο ρούμε νά παραγνωρίσουμε μιά σειρά Ιστορικούς λόγους) πού δέν κατορ θώνει νά ρυθμίσει τό πρόβλημα τής γής καί νά πραγματοποιήσει βελτιώ σεις στή γεωργία καί τήν τεχνολογία παρά μόνο στίς άρχές τοΰ 20οΰ αίώ να. 'Ακόμη ή εισαγωγή αύτή σφραγί ζεται άπό τήν τρικουπική διακυβέρ νηση καί συμπίπτει μέ μιά κρίσιμη καμπή τοΰ κοινωνικοΰ μετασχηματισμοΰ τής χώρας μέ τή μεγάλη Εξοδο τοΰ εύρωπαϊκοΰ κεφαλαίου στήν πε ριφέρεια, Ενώ Εχει προηγηθεΐ ή διά νοιξη τοΰ Σουέζ καί ή Θεσσαλία προσαρτάται στήν Ελλάδα. Ήδη ή εισαγωγή τοΰ σιδηροδρομι κού συστήματος στίς προηγμένες
9 0 /ο ύ η γ ο ς εύρωπαϊκές χώρες καί κυρίως στις λι γότερο άνεπτυγμένες όπως ή ’Ιταλία, έκανε εμφανή τά προβλήματα καί δι λήμματα πού θά άντιμετώπιζε ή έλληνική άστική τάξη στό Ιδιο έγχείρημα χωρίς νά παραβλέπονται οί ιδιομορ φίες τής έλληνικής κοινωνίας καί οι κονομίας. Προβλήματα πού σχετί ζονταν μέ τούς φορείς κατασκευής καί έκμετάλλευσης των γραμμών, τή χωροταξική διάταξη, τοπικό ή δι εθνές δίκτυο, είχαν άντιμετωπιστεΐ προηγούμενα σέ άλλους έθνικούς χώ ρους. Ή κατασκευή τού δικτύου έγινε άντικείμενο κριτικής σέ μιά σειρά ση μεία δχι μόνο άπό τήν έκάστοτε άντιπολίτευση άλλά καί άπό διάφορους μελετητές στό πρώτο ήμισυ τού αιώ να μας. Ένώ ταυτόχρονα έμφανίστηκαν καί οί άκριτοι ύποστηρικτές τών τρικουπικών έπιλογών, συντελεστές σ’ ένα μεγάλο βαθμό τής ύπερβολής του τρικουπικού μύθου τών δημο σίων έργων. Τά κύρια σημεία τών αίτιάσεων τών πρώτων άναφέρονται βασικά στήν εύθύνη πού τυχόν βαρύ νει τίς σιδηροδρομικές έπενδύσεις γιά τήν οίκονομική χρεωκοπία καί στό άντιπαραγωγικό τών γραμμών. Στήν Ιδια προοπτική έρχεται ή ση μερινή έργασία τού Λευτέρη Παπαγιαννάκη νά έξετάσει τό όλο πρόβλη μα μέσα άπό μιά εύρύτερη σύγχρονη άναπτυξιακή θεώρηση, προχωρώντας πέρα άπό τά τεχνικοοικονομικά δεδο μένα καί λαμβάνοντας ύπόψη τή σύγ χρονη προβληματική γιά τήν περίοδο τού νέου έλληνισμοΰ. Τό κύριο πρό βλημα πού ό συγγραφέας πραγμα τεύεται είναι πώς καί γιατί ή εισαγω γή τοϋ σιδηροδρομικού συστήματος δέν έπέτρεψε τήν άπογείωση τής έλ ληνικής οικονομίας. Στό εισαγωγικό κεφάλαιο άναλύει τίς άμεσες καί έμ μεσες συνέπειες τής εισαγωγής τού σιδηροδρομικού συστήματος στό οι κονομικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι, ύπογραμμίζει τό νέο ρόλο πού κατά συνέπεια καλείται τό κράτος νά ύπηρετήσει στήν Εύρώπη τού 19ου αίώνα, καί έξετάζει τούς μηχανισμούς μέ τούς όποιους τό κράτος ένεπλάκη στήν έπενδυτική αύτή δραστηριότη τα, τόσο στήν Εύρώπη όσο καί στίς άλλες χώρες τού κόσμου. Ό συγγρα φέας, παρακολουθώντας τίς διάφορες φάσεις τής σιδηροδρομικής έπέκτασης, μάς δίνει άνάγλυφα τήν παράλ ληλη πορεία τής καπιταλιστικής άνάπτυξης στήν Εύρώπη καί τόν ύπόλοιπο κόσμο ύστερα άπό τήν κρίση τού 1873 καί δικαιώνει μέ τήν άνάλυσή του δτι ή Ιστορική έπανάληψη τών πολλαπλασιαστικών άποτελεσμάτων
τής εισαγωγής τού σιδηροδρομικού συστήματος ήταν άδύνατη στίς λιγό τερο άνεπτυγμένες χώρες καί στήν Ελλάδα. Στό πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζον ται οί διάφορες προτάσεις έλληνικών καί ξένων οίκων γιά τή δημιουργία σιδηροδρομικών γραμμών άπό τό 1835 μέχρι τό 1881, καί έπίσης ή προβληματική πού άναπτύσσεται γύ ρω άπό τό θέμα, προβληματική φορ τισμένη Ιδεολογικά καί γεωπολιτικά. Τό οικονομικό καί κοινωνικό πλαίσιο πρίν τή μεγάλη προσπάθεια άναλύεται σέ δύο φάσεις, έκείνη πρίν τή με γάλη τομή τών έτών 1870-80 καί αύ τή ν πού άκολουθεΐ. Παρατηρούμε δτι ή πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται άπό μιά πολύ άργή έξέλιξη μέ έπιπτώσεις άνασταλτικές γιά τήν έκβιομηχάνιση, ή δέ δεύτερη μέ θετικές έξελίξεις πού έπισκιάζονται σοβαρά άπό τή λειτουργία άρνητικών στοι χείων γιά τό σχηματισμό τού κεφαΣτό κεφάλαιο πού άκολουθεΐ ό συγγραφέας παρουσιάζει τίς δύο δια φορετικές άντιλήψεις-στρατηγικές πού συγκρούσθηκαν στό κοινοβού λιο μέ πόλο τά προβλήματα τού σιδη ροδρομικού δικτύου πρίν άπό τή με γάλη προσπάθεια, τού Κουμουνδούρου καί τού Τρικούπη, ή όποια τελι κά ύπερίσχυσε. Οί δύο αύτές διαφο ρετικές άπόψεις άναλύονται στήν πραγματική τους διάσταση, πού άγγίζει, πέρα άπό τά τεχνικοοικονομικά δεδομένα (πλατιά ή στενή γραμμή, άκτινωτή άπό τό κέντρο ή δχι, βάρος στό τοπικό δίκτυο ή τή διεθνή σύνδε ση κλπ.), τό βασικό πρόβλημα, άν ή άνάπτυξη θά έρθει άπ’ έξω ή κατά πό σο τό εύρωπαϊκό προσκλητήριο είναι άναγκαιότητα ή δυνατότητα. Στό τρίτο κεφάλαιο δίνεται τό χρο νικό τής άνάπτυξης τού δικτύου: Σι δηρόδρομοι Πελοποννήσου, Πει ραιώς - ’Αθηνών - Πελοποννήσου, Θεσσαλίας, ’Αττικής, ’Αθηνών - Πει ραιώς. Στή συνέχεια άναλύονται τά έμπόδια πού άκολουθοΰν τίς βασικές έπιλογές, γιά τήν κατασκευή τού έρ γου, ό τρόπος διαχείρισης τών δα νείων, ή έμπλοκή τών τοπικών συμ φερόντων, οί έπιδράσεις τών έκτα κτων συνθηκών καί ή κριτική τής άντιπολϊτευσης, καί ύπογραμμίζεται άκόμη μιά φορά ή πάγια τακτική τού Τρικούπη νά δίδεται προτεραιότητα στήν Ιδιωτική πρωτοβουλία (χιλιομε τρική έπιχορήγηση) κατ’ άρχήν καί νά άκολουθεΐ τό κράτος σάν κατα σκευαστής σέ δεύτερη φάση ένώ τό πέρασμα καί τής έκμετάλλευσης στό κράτος θά γίνει στίς άρχές τού 20ού αιώνα.
’Αφού άπ’ δλη τήν προηγούμενη άνάλυσή του ό συγγραφέας δικαιώσει τήν άποψη δτι ή άπουσία τού κατάλ ληλου κοινωνικοοικονομικού πλαι σίου καί ή δυσμενής συγκυρία κατέ στησαν άνενεργό τήν είσαγωγή τού σιδηροδρομικού συστήματος στό τε λευταίο κεφάλαιο άσχολεΐται μέ τά προβλήματα χρηματοδότησης καί άπόδοσης τού σιδηροδρομικού δι κτύου. Κινούμενος στό όλισθηρό έ δαφος άσαφών καί έλλιπών στατιστι κών στοιχείων, κάνει χρήσιμες συσχετίσεις τού κεφαλαίου πού έπενδύθηκε στούς σιδηροδρόμους καί τού ύψους τού κρατικού προϋπολογι σμού καί τού έθνικοΰ εισοδήματος, δίνοντας καί τή διάρθρωση τού κεφα λαίου σέ κρατικό καί ιδιωτικό. ’Από τίς συγκρίσεις γίνεται φανερό πόσο ή έπιβάρυνση τού δανεισμού θά ήτ°ν πολύ μικρότερη άν συμπιέζονταν οΐ άντιπαραγωγικές δαπάνες τού προϋπολογισμού, ένώ στήν έξέταση τών ποσοτικών δεδομένων παρουσιά ζονται άνάγλυφα οί πραγματικές δια στάσεις τής συμμετοχής τού ξένου κεφαλαίου, τού όμίλου τών όμογενών καί τής ’Εθνικής Τράπεζας τής 'Ελ λάδος. Τό κεφάλαιο συμπληρώνεται τέλος μέ μιά διεισδυτική άνάλυσή τής άποδοτικότητας τού δικτύου, πού ύπογραμμίζει τή σύνδεση τών μακρο χρόνιων διακυμάνσεων μέ τά κοινω νικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Θά μπορούσαμε δίχως ύπερβολή νά ύποστηρίξουμε δτι άπομυθοποιώντας κάποιες Ιστοριογραφικές παραδοχές ό συγγραφέας άνοίγει ένα δρόμο πολύ μακρινό γιά τή μελέτη τού έλληνισμοΰ στό 19ο αίώνα. ’Αν τικειμενικά, κάποιες άξιολογικές γε νικεύσεις, περιορισμένες έδώ, θά παύσουν νά συναντιώνται σέ παρόμοια βιβλία, όταν συλλογικότερες έργασίες θά λύσουν κρίσιμα προβλήματα στατιστικού ύλικοΰ καί χρονολογι κών σειρών. Ή πλούσια προβληματική τού βι βλίου άναδεικνύει πλήθος νέων ση μείων γιά λεπτομερέστερη διερεύνηση, δπως ή διαμάχη άνάμεσα στούς σιδηροδρόμους Θεσσαλίας καί Πει ραιά, ή διαμάχη γιά τήν Κηφισιά κλπ. Συμπερασματικά, θά θέλαμε νά ύπογραμμίσουμε δτι ή έπιτυχής πραγμάτευση τού δλου θέματος μέσα άπό ένα πολυδαίδαλο συγκυρίας καί μεγάλης διάρκειας δίπλα στό καινού ριο πού φέρνει στήν προβληματική τών δημόσιων έπενδύσεων, καθιστά τό βιβλίο χρήσιμο έργαλεΐο γιά τή μελέτη τής έλληνικής οικονομικής Ιστορίας καί τού νεότερου έλληνισμοΰ γενικότερα. ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ
οδηγός! 91
Π Ο ΛΥΚΡΙΤΙΚΗ ■ Μ Μ ,Β ,Ο Η
Τί είναι ή «νομενκλατούρα»; Τό βιβλίο αυτό, που έκδόθηκε τώρα καί στην Ελλάδα, μέ πρόλογο του Ζάν Έλλενστάιν (μετά φραση Καίτης Παπαναστασίου, έκδ. Νεοεκδοτική, σελ. 340), δέν αφήνει κανόναν άδιάφορο. Τό άντίθετο μάλιστα· άναγκάζει τόν προσεκτικό άναγνώστη του νά. προβληματιστεί. Στις σελίδες πού άκολουθοΰν ό Α. Παπανδρόπουλος καί ό Βασίλης Ραφαηλίδης κρίνουν καί άναλύουν, ό καθένας άπό τη σκοπιά του, τό βι βλίο καί τό φαινόμενο τής «νομενκλατούρας».
Νομενκλατούρα: μιά λατινική λέξη, γνωστή μόνο σέ λίγους ειδικούς, βρήκε τά τελευταία χρόνια μιά άπροσδόκητη δημοσιότητα. Κι αυτό, μέ άφορμή τό ομώνυμο βιβλίο του Μιχαήλ Βοσλένσκυ, πού άναφέρεται στή σύγχρονη σοβιετική κοινωνία. Αλλά τί σημαίνει «νομενκλατούρα» γιά τή Σοβιετική ’Ένωση; Είναι μιά πραγματικό τητα του λεγάμενου «ύπαρκτοϋ σοσιαλισμού» ή ένα κατασκεύασμα τής δυτικής προπαγάνδας; Πάντως, δ,τι καινά συμβαίνει, ένα είναι γεγονός.
σοσιαλισμός καί προνόμια «Ό κόσμος θά άλλάξει βάση Δέν είμαστε τίποτε, δς γίνουμε τό πάν (Στιχάκι τής «Διεθνούς»)
Ή «ύλική άνεση καί ή ύπερβολική καταναλωτική εύχέρεια πού έχει ή γραφειοκρατική άριστοκρατία τού κόμματος, πολύ συχνά, προκαλοΰν στούς προνομιούχους τής νομενκλα τούρας, Ιδιαίτερα δέ στά μέλη των οι κογενειών πού τήν άπαρτίζουν, αύτάρκεια, έπιθετικότητα καί άρκετές φορές διαστροφή... ’Αντίθετα, ή άνασφαλής ύλική θέση τών έργαζομένων, τόσο στις πόλεις δσο καί στήν ύπαιθρο, κατά κανόνα, τούς σπρώ χνει πρός τήν κλεψιά, πράγμα πού συνεπιφέρει τήν ηθική τους κατάπτω ση καί τούς όδηγεΐ σέ μιά σειρά άπό άπωθητικές συμπεριφορές, δπως τό μεθύσι, οί ξυλοδαρμοί γυναικών καί παιδιών, ή τεμπελιά καί καμιά φορά τά παράλογα έγκλήματα... ’Από τήν άλλη μεριά ή γραφειοκρατική άριστο κρατία μέ τίποτε δέν θέλει νά παρατή σει τήν άπεριόριστη καί άνεξέλεγκτη έξουσία της, άλλ’ ούτε καί λέει νά δώ σει λίγη διαφάνεια στήν άπόλυτη μυ στικότητα πού περιβάλλει τίς οικονο μικές καί πολιτικές της άποφάσεις...» Αύτά έγραφε τό 1964, στό γνωστό σέ πολύ όλίγους βιβλίο του «Ή δια θήκη», ό Εύγένιος Βάργκα, πού πέθανε τόν Ιδιο χρόνο, σέ ήλικία 85 χρό νων, έχοντας βαθιά μέσα του τήν πι κρία τής άποτυχίας μιας κοινωνικής
έπανάστασης πού έκφυλίστηκε σέ «παρωδία τού σοσιαλισμού». 'Ωστό σο, τήν έποχή έκείνη, γιά πολλούς διανοούμενους, ή άπάτη τού όλοκληρωτισμού δέν ήταν άκόμα προφανής. Έτσι δυσκολεύονταν νά πιστέψουν τά λόγια τού Κ. Καστοριάδη πού έλε γε δτι τό Κ.Κ. Σοβιετικής Ένωσης «άποτελεΐ Ιστορικό πτώμα». Ή ώρα τής μεγάλης σολτζενικής έπανάστα σης δέν είχε άκόμα σημάνει. Δέν προκαλεΐ λοιπόν καμιά άπορία, τό γεγο νός δτι, γιά τό βιβλίο τού Βάργκα, πού πρώτος πραγματοποίησε μιά δια περαστική μελέτη τού φαινομένου τής νομενκλατούρας στήν ΕΣΣΔ, δέν βρέθηκε κανένας Έλλενστάιν γιά νά τό προλογίσει καί νά γράψει: «ποτέ στήν ιστορία ένα καθεστώς δέν έδειξε τέτοια ύποκρισία καί τόση ύπουλία...» Δεκάξι χρόνια μετά τόν Βάργ κα, τριάντα χρόνια μετά τόν Τζίλας και έκατόν τριάντα δύο χρόνια μετά τό «Κομουνιστικό Μανιφέστο» ό σο βιετικός Ιστορικός Μιχαήλ Βοσλέν σκυ, παλαιό μέλος τής νομενκλατού ρας, ύπήρξε πιό τυχερός. Γράφοντας, πιό δημοσιογραφικά, σχεδόν τά ίδια πράγματα μέ τούς προκατόχους του, κατάφερνε, πρίν δυό χρόνια, νά δη μιουργήσει ένα πραγματικό πολιτικό «μπέστ-σέλερ». Επιβεβαίωνε έτσι τό γάλλο φιλόσοφο Φ. Σολλέρς πού λέει δτι «περισσότερη σημασία άπό τό τί λές, έχει τό πότε τό λές». Καί άπό τήν άποψη αύτή, ό Βοσλένσκυ πέτυχε
διάνα. Βρισκόμαστε στήν έποχή (μέ έξαίρεση τήν Ελλάδα) όπου στή δη μοκρατική Δύση τό ντεραπάρισμα τών Ιδεολογιών είναι γεγονός. Ή ύ παρξη τού Γκουλάγκ δέν άμφισβητεΐται καί όρισμένοι βαρύγδουποι Ρομπέρ ’Εσκαρπί1 δέν άποτολμοΰν πιά νά πουν, δπως τό 1974, δτι «ή σοβιε τική στρατοπεδική κοινωνία, είναι άνεξάρτητη άπό τό σοβιετικό πολιτι κό σύστημα». Ή σοβιετική πραγματι κότητα είναι πιά τόσο γνωστή, ώστε ό Ζάν Έλλενστάιν γράφει προλογί ζοντας τό βιβλίο τού Βοσλένσκυ: «Γιά όρισμένους άπό αύτούς πού δέν είναι άριστεροί, ή κριτική τής ΕΣΣΔ είναι εύκολο πράγμα γιατί χρησιμο ποιούν τή θλιβερή σοβιετική πραγμα τικότητα έναντίον τού σοσιαλισμού, καί ή Σοβιετική Ένωση άποτελεΐ πράγματι πρότυπο γιά τέτοια κριτι κή... Τό βιβλίο τού Βοσλένσκυ μάς άναγκάζει — μέ κίνδυνο νά φανούμε πολιτικά άνέντιμοι πρώτα πρώτα άπέστούς ίδιους τούς έαυτούς μας—νά είμαστε πιό τολμηροί. Ή αύ τά πού γράφει είναι ψευδή —καί τότε πρέπει νά τού άπαντήσουμε καί νά τόν άντικρούσουμε—ή αύτά πού λέει είναι άληθινά —όπότε πρέπει νά βγά λουμε τά συμπεράσματά μας. Ά ς ση μειωθεί δτι ή Σοβιετική Ένωση δέν είναι κράτος σοσιαλιστικό. Στήν πραγματικότητα δέν έχει σοσιαλιστι κή οικονομία καί κοινωνία. ’Αντίθε τα, είναι μιά κοινωνία τάξεων ή μιάς τάξης —τής νομενκλατούρας—σχετι κά όλιγάριθμης πού έκμεταλλεύεται τό μεγαλύτερο τμήμα τού λαού καί άρχει χάρη στό όλοκληρωτικό κρά τος...» Κατά τό έπίσημο σοβιετικό λεξιλό γιο, ή νομενκλατούρα είναι μιά μικρή
9 2 /ο δ η γο ς λέξη πού σημαίνει: λίστα μέ τίς θέσεις-κλειδιά καί αύτούς πού τίς κα τέχουν. Καί άν αύτή ή μικρή λέξη έχει ένα διαχειριστικό καί διοικητικό άπόηχο, ό Βοσλένσκυ τής έδωσε τό πραγματικό της νόημα. Δείχνει, έτσι, ότι πίσω άπό αύτή τήν άνώδυνη λέξη κρύβονται τρία έκατομμύρια προνο μιούχοι, πραγματικά κοινωνικά πα ράσιτα, πού έκμεταλλεύονται, κατα πιέζουν καί διευθύνουν τούς λαούς τής ΕΣΣΔ. Πρόκειται δηλαδή γιά μιά πραγματική κοινωνική τάξη, πού κρύβεται μέν, άλλά δέν παύει νά έχει φέουδό της τήν έξουσία. «Έχουμε νά κάνουμε, λέει ό Βοσλένσκυ, μέ μιά έπιθετική τάξη μεγαλομανών, ή όποια, χωρίς καμιά άμφιβολία, άποτελεϊ παγκόσμια άπειλή». Σημαντικό έργαλεΐο κατανόησης τού παρόντος, μέ καθόλου περιπτωσιακό χαρακτήρα, τό βιβλίο τού Βο σλένσκυ δπως λέει καί ό Ζάν Έλλενστάιν στόν πρόλογό του, πρέπει νά διαβαστεί μέ προσοχή. Άνθρωπος πού έζησε τή νομενκλατούρα άπό μέ σα, μιά καί ύπήρξε μέλος της,2 ό συγγραφέας, σάν έμπειρος δημοσιο γράφος, προσφέρει στόν άναγνώστη ένα πιστό πορτρέτο τού σοβιετικού κατεστημένου, τό όποιο, πέρα άπό τήν ιδιοκτησία τού κράτους καί χω ρίς κανέναν έλεγχο, διαχειρίζεται δλους τούς πόρους του, δείχνει μιά βα θύτατη άποστροφή πρός τόν σοβιετι κό λαό καί τά προβλήματά του καί πολεμά λυσσωδώς κάθε άλλαγή μέ
Τάκης Γιαννόπουλος ΕΠΑΝΟΔΟΣ ποιήματα
m
■Αθήνα 1982 Κυκλοφόρησε ή νέα ποιητική συλλογή τού Τάκη Γιαννόπουλου μέ 100 ποιήματα καί 35 σχέ δια τής ζωγράφου ’Αλίκης Τόμ-
κοινωνικό περιεχόμενο. Ό Βοσλέν σκυ δέν άρκεΐται δμως μόνο στή ρεα λιστική καταγραφή τού τρόπου ζωής καί τής νοοτροπίας τής νομενκλατούρας. Σάν ιστορικός καί κοινωνιολό γος πού είναι, χρησιμοποιεί καί τόν μαρξισμό, προκειμένου νά προσδιο ρίσει τή γέννηση, τή φύση καί τή λει τουργία αύτής τής παρασιτικής καί καταπιεστικής τάξης. Έτσι, στόν κό σμο τής σοβιετικής κοινωνίας, τά μαρξιστικά έργαλεΐα βρίσκουν τήν άποτελεσματικότητα πού είχαν τό 19ο αιώνα στήν Εύρώπη, δταν κομ μάτιαζαν τίς τότε πρωτόγνωρες καπι ταλιστικές κοινωνίες. Στό σημείο αύτό ωστόσο άξίζει τόν κόπο νά ύπογραμμιστεΐ δτι δσο ισχυρή είναι ή μαρξιστική άνάλυση στή σοβιετική κοινωνία, άντίθετα άντιμετωπίζει σο βαρές συλληματικές δυσκολίες στό χώρο τού δημοκρατικού καπιταλι σμού. Στά πλαίσια αύτά, ό Βοσλέν σκυ πληροφορεί τόν άναγνώστη δτι ύπάρχουν άκόμη καί σήμερα στήν ΕΣΣΔ προκαπιταλιστικά φαινόμενα δπως ή καταναγκαστική έργασία, ή άπαγόρευση τής άπεργίας, ή διαρκής καταστολή καί ή έκμετάλλευση τής έργατικής τάξης πρός δφελος τριών έκατομμυρίων γραφειοκρατών, οί όποιοι νέμονται τήν παραγόμενη ύπεραξία, τονώνουν τήν πολιτική έξου σία τους καί άπολαμβάνουν τά προ νόμια πού συνεπάγεται. Μ’ άλλα λό για, λοιπόν, ό σοβιετικός ιστορικός, πού διδάσκει στό πανεπιστήμιο Μάξ Πλάνκ τού Μονάχου, μάς λέει δτι, παρά τό γεγονός δτι τό «Κομουνιστι κό Μανιφέστο» πρόσφερε στούς φτω χούς μιά θέση στόν ήλιο, σήμερα, ή δικτατορία τού προλεταριάτου, άφού άφαίρεσε άπό τούς προλετάριους κά θε δικαίωμα καί κάθε πολιτική έλευθερία, κατάληξε νά είναι καί δικτατο ρία έπί τού προλεταριάτου! Κατά συ νέπεια, ό Βοσλένσκυ μάς λέει δτι οί προλετάριοι τών λεγάμενων σοσιαλι στικών χωρών, δχι μόνο «άπό τίποτε δέν θά γίνουν τό πάν» άλλά δύσκολα θά ξεφύγουν άπό μιά έξουσία πού διατείνεται δτι είναι δική τους, ένώ αύτοαναπαράγεται γιά νά παραμείνει πάντα έκτος προλεταριάτου. Ένα άλλο σημαντικό καί έπίκαιρο σημείο τού βιβλίου τού Βοσλένσκυ είναι οί σχέσεις τής νομενκλατούρας μέ τήν K.G.B. καί τό στρατό, πού άποτελοΰν μέρος της, έχοντας ταυτό χρονα άναλάβει καί τή διεθνή έπέκτασή της. Έχουμε ήδη πέΐ, γράφει ό συγγραφέας, δτι «ή νομενκλατούρα δέν έπιθυμεί τόν πόλεμο άλλά τή νί κη. Ό δρόμος δμως πού δδηγεΐ στή νίκη, ξεπερνάει τά δρια πού χωρίζουν τόν πόλεμο άπό τήν ειρήνη καί έδώ
άκριβώς παραμονεύει ό κίνδυνος τής έκρήξεως ένός νέου παγκοσμίου πολέμ'ου...» Καί προσθέτει: «Οί προσπά θειες δμως τών νομενκλατουριστών πρός τήν κατεύθυνση αύτή (δηλαδή τής παγκόσμιας ήγεμονίας) είναι κα ταδικασμένες σέ άποτυχία. Ή ιστο ρία μάς παρουσιάζει πολλούς πού θέ λησαν καί προσπάθησαν νά άναλάβουν τήν παγκόσμια ήγεμονία: τό Μέγα ’Αλέξανδρο, τόν ’Αττίλα, τόν Τζένγκινς Χάν, τό Ναπολέοντα, τό Χίτλερ... "Ολοι τους άπέτυχαν, δλοι θά άποτυγχάνουν, έτσι θά άποτύχει καί ή νομενκλατούρα». ’Ιδιαίτερα ένδιαφέρουσα έπίσης είναι καί ή άνάλυ ση τού Βοσλένσκυ σχετικά μέ τίς κα ταβολές τής νομενκλατούρας. Δεί χνει έτσι δτι, άντίθετα μέ τά δσα πι στεύονται, τό φαινόμενο δέν είναι άπότοκο τής σταλινικής περιόδου, άλλά είχε ήδη δημιουργηθεϊ άπό τό 1919, δταν άρχισαν οί πρώτες γρα φειοκρατικές έκδηλώσεις. «Ένώ ό Λένιν καί οί έπαγγελματίες έπαναστάτες, γράφει ό Βοσλένσκυ, ξεγελούσαν τούς έργαζομένους στούς όποιους εί χαν ύποσχεθεΐ τή δικτατορία τού προλεταριάτου καί μεταβάλλονταν ραγδαία σέ νέα άρχουσα τάξη, γρήγο ρα ή διαδικασία γιά τή γένεση αύτής τής νέας άρχουσας τάξης ξέφυγε άπό τόν έλεγχό τους. Ή πρώτη φρουρά τών μπολσεβίκων, έξασθενημένη άπό τά τελευταία ύπολείμματα τού ιδεαλι σμού καί τής αύταπάτης γιά τήν έξυπηρέτηση τών συμφερόντων τής έρ γατικής τάξης, άποδείχτηκε άνίσχυρη. Έπρεπε νά άναμετρηθεΐ μέ τίς νέ.ες δυνάμεις πού δέν είχαν ίχνος ιδεαλισμού καί πού δέν έβλεπαν τίπο τε άλλο παρά πώς θά άγκαλιάσουν τήν έξουσία... Ό έπαναστάτης Λένιν έπινόησε τήν δργάνωση τών έπαγγελματιών έπαναστατών. Ό άπαρατσίκ Στάλιν έπινόησε τή νο μενκλατούρα. Ή έπινόηση τού Λένιν ήταν ό μοχλός πού τού έπέτρεψε νά άνατρέψει έκ βάθρων τή Ρωσία. Γρή γορα μπήκε στό έπαναστατικό μου σείο... Ή έπινόηση τού Στάλιν ήταν ό μηχανισμός πού τού έπέτρεψε νά κυβερνήσει τή Ρωσία. Άποδείχτηκε άπείρως μεγαλύτερης διάρκειας...» Στή συνέχεια, ό Βοσλένσκυ, σύντομα άλλά άδρά, περιγράφει πώς ή «έκκαθάριση» τού κόμματος ύπήρξε ή άπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν έπικράτηση τής νομενκλατούρας καί δίνει όρισμένα κλαδιά γιά νά μελετήσει κανείς πώς ή άρχουσα τάξη τής ΕΣΣΔ μετέτρεψε τήν ιδεολογική έξουσία σέ κρατικό μονοπώλιο καί άρα σέ άπόλυτη άλήθεια. Πάντως, σάν μελετητής τών σοβιετικών πραγμά των καί γενικότερα τού κομουνιστι-
οόηγος/93 κοΰ φαινομένου, θεωρούμε δτι τό μο ναδικό άσθενές σημείο τοΰ έκπληκτικοΰ σέ διαύγεια καί πληροφορίες βι βλίου τοΰ Βοσλένσκυ, είναι ή άποψή του γύρω άπό τήν ίδεολογία τής νομενκλατούρας. 'Υποστηρίζοντας δτι είναι ή κληρονόμος τής τσαρικής Αρι στοκρατίας, μέ άποτέλεσμα νά δείχνει ένα ύπέρμετρο νάσιοναλ-σοβινισμό μέ μαρξιστική όρολογία, ό συγγρα φέας ύπεραπλουστεύει τό γενικότερο φαινόμενο τοΰ σοβιετικοΰ όλοκληρωτισμοΰ καί παρακάμπτει τή φιλο σοφία του, ή όποια είναι ένεργός καί δραστήρια. Τό γεγονός αύτό, πάντως, δέν άφαιρεΐ άπολύτως τίποτε άπό τήν άξια τοΰ βιβλίου, τό όποιο, μέ άπόλυτη σαφήνεια, άφθονα στοιχεία καί άπλό τρόπο, καταγράφει καί άνατέμνει τήν ΰπαρξη ένός φαινομένου άπέναντι στό όποιο πολλοί είναι αύτοί πού κλείνουν ντροπαλά τά μάτια, ένώ άλλοι δέν τό βλέπουν καθόλου. Ίσως γιατί τά προνόμια καί τό χρήμα πάντα άσκοΰσαν γοητεία σέ πολλούς άπό αύτούς πού λένε δτι θέλουν νά τά καταργήσουν. Κλείνοντας τούτη τήν παρουσία
ση, θά θέλαμε νά έπισημάνουμε δτι ένώ τό γενικό έπίπεδο τής μεταφρα στικής δουλειάς πού έκανε ή Καίτη Δ. Παπαναστασίου είναι καλό, ύπάρχουν όρισμένα σημεία πού πρέπει νά ύπογραμμιστοΰν. Έτσι, ή μετάφραση τοΰ δρου «societe concentrationnaire» σάν «συγκεντρωτική κοινωνία» άποτελεί λάθος. Ό δρος αύτός σημαίνει «στρατοπεδική κοινωνία» καί προέρ χεται άπό τό «camps de concentra tion», πού σημαίνει «στρατόπεδο συγκέντρωσης». ’Επίσης ή έκφραση «apprentis sorciers» σημαίνει «μαθητευόμενοι μάγοι» καί δχι «ψευτοπρο φήτες». Γιά τήν ίστορία, άναφέρουμε δτι οί γάλλοι συγγραφείς, δταν θέ λουν νά μιλήσουν γιά τό συγκεντρω τικό σύστημα τής ΕΣΣΔ, χρησιμο ποιούν περισσότερο τίς λέξεις «cen tralise», «centralisateur» κλπ. Τέλος, έντύπωση προκαλεϊ γιατί στόν έπίλογο τοΰ βιβλίου ή μεταφράστρια τό ρήμα «transformer» τό μεταφράζει «μεταμόρφωση» καί δχι «μετασχημα τισμό», πού είναι καί τό σωστό. Ή νομενκλατούρα δέν μεταμορφώνεται σέ παρασιτική τάξη, πράγμα πού θά
ήταν πρόσκαιρο, άλλά μετασχηματί ζεται σέ παράσιτο. Καί αύτό, είναι όριστικό. Όπως έννοεΐ ό συγγρα φέας. Α. ΠΑΠΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ Σημειώσεις: 1. Χρονογράφος τής γαλλικής «Λέ Μόντ». 2. Ό Μιχαήλ Βοσλένσκυ γεννήθηκε στήν ΕΣΣΔ τό 1920 καί ήταν μεταφραστής στή δίκη τής Νυρεμβέργης. Άπό τό 1950 έργάστηκε στή Μόσχα, συνεργαζόμενοςστενά μέ τήν Κεντρική ’Επιτροπή τοΰ Κ.Κ. Συμμετείχε ώς απεσταλμένος τής Σοβιετι κής Ένωσης στό Διεθνές Συνέδριο Ειρήνης στήν Πράγα καί στή Βιέννη. Έπιστρέφοντας στή Μόσχα κατέλαβε διάφορα άξιώματα στή Σοβιετική ’Ακαδημία 'Επιστημών: ΰπήρξε γραμματέας τής ’Επιτροπής ’Αφο πλισμού καί έπειτα αντιπρόεδρος τής ’Επι τροπής 'Ιστορικών ΕΣΣΔ καί ’Ανατολικής Γερμανίας. Καθηγητής τής Ιστορίας στό Πανεπιστήμιο Λουμούμπα τής Μόσχας, υπήρξε, ταυτόχρονα, μέλος τοΰ Συμβουλίου τής Ακαδημίας Κοινωνικών 'Επιστημών. Ό Μιχαήλ Βοσλένσκυ θεωρείται στή Δύση - όπου κατέφυγε τό 1972 - ένας άπό τούς πλέον έζέχοντες ειδικούς τής σοβιετικής πολιτικής.
ή γραφειοκρατική εκτροπή υπό κομουνιστικό καθεστώς Ξέρουμε πώς ένα βιβλίο δέν είναι ένα άντικείμενο, άλλά μιά σχέση άνάμεσα σ’ ένα συγγραφέα κι έναν άναγνώστη. Συνεπώς, οί ιδέες ή οί άπόψεις πού άναπτύσσει ένας συγγραφέας άποχτοΰν νόημα μόνο στή διαλεκτι κή σχέση τους μέ τίς ιδέες καί τίς άπόψεις τοΰ άναγνώστη. Έτσι, τά άντικομουνιστικά βιβλία προϋποθέτουν άντικομουνιστές άναγνώστες γιά νά λειτουργήσουν πλή ρως: Προμηθεύουν έπιχειρήματα σέ κάποιον πού τά στερείται ή, πιό σω στά, έδραιώνουν καί πλαταίνουν μιά άντιδραστικότητα πού τήν κουβαλάει σάν μικρόβιο μέσα του. Μόνο ένας άπαίδευτος, καί δχι μό νο μαρξιστικά, θά άντιμετώπιζε τή «Νομενκλατούρα» τοΰ Μιχαήλ Βο σλένσκυ σάν ένα άντιμαρξιστικό ή άκόμα καί άντικομουνιστικά βιβλίο. Πρόκειται άπλά καί καθαρά γιά ένα άντιγραφειοκρατικό ή «άντικαθεστωτικό» βιβλίο πού μελετάει πάρα πολύ σχολαστικά τή γραφειοκρατική έκτροπή ύπό κομουνιστικό καθεστώς
καί πού έπιτρέπει στόν άναγνώστη νά συναγάγει κάποια συμπεράσματα πά ρα πολύ χρήσιμα άν είναι κομουνι στής καί πάρα πολύ άχρηστα άν είναι άντικομουνιστής. Όπως καί νά ’ναι, ή συζήτηση γι’ αύτά τά προβλήματα άνάμεσα σέ άνθρώπους πού δέν είναι μαρξιστές εί ναι έξαρχής ΰπΟπτη: Δέν γίνεται νά τούς άφορά μιά ένδομαρξιστική, ένδοκομουνιστική διένεξη, παρά στό μέτρο πού θέλουν νά τή χρησιμο ποιήσουν γιά τούς σκοπούς τους. Ά ς ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τά πράγματα άπ’ τήν άρχή: Ό Ιστορικός Βοσλένσκυ είναι μέν πολιτικός φυγάς πού κατέφυγε στή Δυτ. Γερμανία τό 1972, είναι μέν «άντικαθεστωτικός», άλλά σέ καμιά περίπτωση δέν είναι οΰτε άντιμαρξιστής, οΰτε άντικομουνιστής, τουλάχιστον μέ τήν ίσχύουσα έννοια. ’Ανήκει στήν άριστερή κι δχι στή δεξιά άντιπολίτευση, δπως κι ό Ρόυ Μεντβέντεφ ή ό Ρούντολφ Μπάρο —κι ένα σωρό άκόμα. "Αν συζη τούμε έδώ τίς άποψης του, τό κάνου
με γιατί είμαστε ήδη πεισμένοι πώς δέν έχουμε νά κάνουμε μ’ ένα βλάκα άντικομουνιστή, άλλά μ’ ένα σοβαρό άνθρωπο πού νοιάζεται πολύ γιά τή μοίρα τοΰ σοσιαλισμού σέ τοΰτο τόν κόσμο καί πού θά ήθελε τά πράγματα νά είναι κάπως καλύτερα στήν πρώτη σοσιαλιστική χώρα, δπου, ώς γνω στόν, οί πολίτες δέν πλέουν σέ πελάγη οΰτε μαρξιστικής, οΰτε πνευματι κής, οΰτε ύλικής εύτυχίας. Απλώς δημιουργοΰν τίς προϋποθέσεις γιά μιά παραπέρα έξέλιξη τοΰ ίστορικοΰ γίγνεσθαι πρός τήν ήδη διαγραμμένη κατεύθυνση, πράγμα πού είναι φυσι κό νά ένοχλεί πολύ τούς φύσει καί θέ σει συντηρητικούς. «Τό παρελθόν άνατράπηκε, άλλά δέν καταργήθηκε», λέει ό Λένιν (Ά παντα, τόμος 33), μιλώντας γιά τίς έπιβιώσεις τών άστικών κατάλοιπων μέσα στό νέο καθεστώς, τό όποιο θά ήταν άπολύτως άδύνατο νά έπέμβει μέ διατάγματα ή δπως άλλιώς σέ μιά άνθρώπινη νοοτροπία ή μιά κοινωνι κή συμπεριφορά ριζωμένη στή συνεί
9 4 /ο δ η γο ς δηση άπό χιλιετίες. Τό έποικοδόμημα κοί κομουνιστές», δτι δηλαδή: πδς κομμουνιστής, προνομιούχος — πΑς είναι Απελπιστικά δύσκαμπτο καί δυσπροσάρμοστο στίς Αλλαγμένες συν μή κομουνιστής, μή προνομιούχος. Πώς έξηγεΐται ή παραπάνω «Αντί θήκες πού δημιουργεί ή Αλλαγμένη φαση», δτι δηλαδή ύπάρχόυν καί μή οίκονομική βάση. Συνεπώς δέν είναι μόνο Ανιστόρητος καί Απαίδευτος Αλ προνομιούχοι κομουνιστές, καί μάλι στα σ’ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό; λά πιθανότατα καί Ανόητος αύτός πού ψάχνει τά αίτια τής δποιας κακο ’Εξηγείται Απ’ τό γεγονός πώς ή νο μενκλατούρα, κατά τόν Βοσλένσκυ δαιμονίας τής ΕΣΣΔ καί των Αλλων σοσιαλιστικών χωρών στην Ανικανό πάντα, στρατολογεί τά μέλης της Απ’ δλα τά στρώματα τού πληθυσμού κι τητα ή τά λάθη τού κόμματος, λές καί δχι μόνο Απ’ τούς κομουνιστές. Ή τό κόμμα δέν άποτελεΐται άπό Ανθρώ νομενκλατούρα είναι «Αταξική» —κι πους. Ό Βοσλένσκυ, πού δέν είναι αύτό θά ‘πρεπε νά χαροποιεί τούς Ανιστόρητος, προσπαθεί νά έπισημάύποκριτικότατα κοπτόμενους γιά τό νει τά αίτια τού κακού £ξω Απ’ τό «σκάνδαλο» τής προνομιακής μετα κόμμα, στό κοινωνικό περιέχον έντός χείρισης τών κομουνιστών. Ή συν τού όποιου δρα καί κινείται τό κόμ τριπτική πλειοψηφία τών κομουνι μα. στών στήν ΕΣΣΔ δέν είναι προνο "Ομως, πρίν δούμε πώς δημιουρμιούχοι, λέει ό Βοσλένσκυ. Καί συμ γοΰνται τούτες οί δυσμορφίες, πρέπει πληρώνει: «Ή κυρίαρχη τάξη τών καταρχήν νά δούμε τί «ναι καί πώς λειτουργεί ή νομενκλατούρα. Ή νο-' νομενκλατουριστών Απομονώνεται δλο καί περισσότερο, τό ρήγμα μεταξύ μενκλατούρα είναι λέξη λατινική, καί στήν κυριολεξία της σημαίνει «κατά-' αύτής καί τού κόμματος δέν παύει νά μεγαλώνει καί τό κόμμα Αποτελεί λογος όνομάτων» βάσει τού όποιου όλοένα καί πιό πολύ τμήμα τού γίνονται οί προαγωγές μέσα σ’ ένα ίελαού». Μιά τέτοια συντριπτική δήλω ραρχικό σύστημα. Ή νομενκλατούρα ση Απ’ τή μεριά ένός «Αντιφρονοΰνείναι ένας νεολογισμός στό πολιτικό τος» θά έφτανε Από μόνη της νά δείξει λεξιλόγιο, πού τόν έπέβαλε ό Βο πώς τό κόμμα δχι μόνο έχει συνείδη σλένσκυ γιά νά δηλώσει μ’ αύτόν τό ση τών δυσκολιών πού δημιουργεί ή στρώμα τών προνομιούχων τής νομενκλατούρα Αλλά καί δουλεύει ΕΣΣΔ, τήν «κόκκινη Αριστοκρατία», γιά τήν κατάργησή της, πού ίσως κα πού διαθέτει μιά κολοσσιαία δύναμη θυστερήσει πάρα πολύ Ακόμα, έξαιστό πολιτικό έπίπεδο Αλλά καί μιά Α τίας Ακριβώς τής δυσκαμψίας τού νεση στό έπίπεδο τού ιδιωτικού βίου έποικοδομήματος. μεγαλύτερη Απ’ τόν κοινό μέσο δρο Μ’ Αλλα λόγια, ή νομενκλατούρα τού κοινού σοβιετικού πολίτη. δέν είναι δημιούργημα τού κόμματος Κατά τόν Βοσλένσκυ, πού ύπήρξε Αλλά τής Ανάγκης καί τών συνθηκών: νομενκλατουρίστας, δηλαδή προνο Οί ίκανοί καί ταλαντούχοι Ανθρωποι μιούχος (δέν έξηγεΐ πάντως έπαρκώς δέν είναι Αναγκαστικά καί Αποκλει πώς καί γιατί έγκατέλειψε τά προνό στικά οί κομματικοί. Καί μιά χώρα μιά του, Αλλά ύποπτευόμαστε πώς σάν τήν ΕΣΣΔ έχει Ανάγκη Απ’ δλους , κάποτε έπαψε νά «προάγεται», πράγ τούς ίκανούς καί ταλαντούχους Αν μα πού τόν έκανε νά περάσει Απ’ τή μεριά τόν «στάσιμων», δηλαδή τών. θρώπους, Ασχετα Απ’ τήν ένταξή τους ή δχι στό κόμμα. Όμως, δπως ξέρου δυσαρεστημένων, δηλαδή τών «άντιμε, Ικανός καί ταλαντούχος Ανθρω φρονούντων», πού δέν είναι πάντα πος δέν σημαίνει όπωσδήποτε καί Αν «Αγνοί ίδεολόγοι» δπως θέλουν νά θρωπος μέ αύστηρό καί ύψηλό ήθος. μάς τούς έμφανίζουν έδώ στή Δύση), Ή διαφθορά λοιπόν εισβάλλει στόν οί νομενκλατουρίστες, δηλαδή οί Κομματικό καί κρατικό μηχανισμό προνομιούχοι, Ανέρχονται στήν μαζί μέ τό ταλέντο —καί είναι Αδύνα ΕΣΣΔ στίς 750.000, πού μαζί μ’ δσους έπωφελούνται Απ’ τά προνόμιά το νά γίνει Αλλιώς, προκειμένου νά άξιοποιηθούν Αποτελεσματικά οί Αν τους φτάνουν τόν Αριθμό 3 έκατομθρώπινες Ικανότητες πού θά ήταν πα μύρια, δηλαδή ποσοστό 1,5% έπί τού ράλογο Αν καί έκεΐ —δπως καί δώ στή συνόλου τού πληθυσμού. Όμως, τό Δύση—Αφήνονταν στήν τύχη καί τή ΚΚ τής ΕΣΣΔ έχει 17 έκατομμύρια συγκυρία. Ή δύναμη τού κομουνι μέλη, δηλαδή τό 9% τού συνόλου στικού καθεστώτος τής ΕΣΣΔ καί ή τού πληθυσμού. Μ’ Αλλα λόγια, τό Αναμφισβήτητη βιωσιμότητά του, πέ 7,5% τού πληθυσμού τής ΕΣΣΔ πού ρα καί πάνω Απ’ τις δποιες δυσκολίες είναι κομματικοί δέν είναι καί νομεν στό έπίπεδο τής πράξης καί τίς δκλατουρίστες, δηλαδή προνομιούχοι. ποιες παραμορφώσεις στό έπίπεδο Έδώ ό Βοσλένσκυ καταρρίπτει τόν τής ιδεολογίας, συνίσταται Ακριβώς πρώτο καί κύριο μύθο πού πλασάρει σ’ αύτή τήν πλήρη Αξιοποίηση τών έντεχνα ή δυτική προπαγάνδα, Αλλά Ανθρώπινων Ικανοτήτων, πράγμα καί οί κατ’ εύφημισμόν «μή δογματι
πού έξηγεΐ καί τά άλματα πού έκανε στό μεταξύ μιά ύπανάπτυκτη τό 1917 χώρα. 'Ωστόσο, σ’ δ,τι έχει σχέση μέ τήν «παραγωγή ιδεολογίας» —φιλο σοφία, τέχνες, φιλολογία— ή Αξιο ποίηση τών Ανθρώπινων Ικανοτήτων Αποκλείεται πρός τό παρόν νά είναι πλήρης. Τά κομουνιστικά καθεστώτα βρίσκονται Ακόμα στό στάδιο τής έδραίωσης τής βάσης, πού θά καθορί σει «σέ τελική Ανάλυση», δπως λέει ό Άλτουσέρ, καί τό μελλοντικό έποικοδόμημα. Δέν πρέπει νά είμαστε βιαστικοί, Αν βέβαια θέλουμε νά σκε πτόμαστε μέ δρους Ιστορικούς καί δχι ήθικίστικους ή συναισθηματικούς. Ή Αξιοποίηση τού ταλέντου άναφέρεται μόνο σέ δ,τι έχει σχέση μέ τή Κατά τόν Βοσλένσκυ, οί νομεν κλατουρίστες είναι πολύ ίκανοί καί πολύ δραστήριοι Ανθρωποι —κι αύτό είναι κάτι πού πρέπει νά τό προσέ ξουμε έντελώς Ιδιαίτερα: Γιά τούς Ανίκανους δέν ύπάρχει όδός προσπέ λασης πρός τό ίεραρχικό σύστημα, δ πως στή Δύση, πού είναι καταδικα σμένη, δπως πιστεύουν ό Νίτσε καί ό Σπένγκλερ, δηλαδή δυό στοχαστές πού Απέχουν έτη φωτός Απ’ τό σοσια λισμό, Ακριβώς γιατί είναι Ανίκανη πιά νά όργανώνει ίεραρχικά συστή ματα φυσικότερα καί λογικότερα. Κάτι τέτοιο φαντάζει σάν μακιαβελι σμός, Αλλά μέχρι πού νά γκρεμι στούν τά ίεραρχικά συστήματα έν γέ νη, πράγμα πολύ Αμφίβολο καί πολύ συζητήσιμο, είμαστε ύποχρεωμένοι νά παραμερίσουμε τόν πολύ ύποπτο, χριστιανικής καταγωγής «Ανθρωπι σμό», στό δνομα τού όποιου διαιωνίζεται ή βαρβαρότητα, καί ή πόσης φύσεως Ανομία. Πρέπει νά σταματή σει μέ κάθε τρόπο ή διάβρωση τής ίεραρχικής πυραμίδας, τής δυστυχώς Αναγκαίας στό παρόν στάδιο Ανάπτυ ξης τής κοινωνίας, Απ’ τούς κρετίνους, τούς δόλιους, τούς πονηρούς, τούς, Αριβίστες, τούς έλαστικούς, τούς συζύγους ώραίων γυναικών —κι δλη έκείνη τήν Ατέλειωτη στρατιά τών παρασίτων. Ή ίεραρχική πυρα μίδα θά γκρεμιστεί άπό μόνη της, μό νο Αφού προηγουμένως άποκαθαρθεΐ Απ’ τά τεχνητά «ύποστυλώματα». Τά παραπάνω δέν σημαίνουν πώς στήν ΕΣΣΔ καί τίς άλλες σοσιαλιστι κές χώρες ή ίεραρχική πυραμίδα λει τουργεί σωστά. Είπαμε ήδη πώς τό μεγαλύτερο μέρος τών κομουνιστών 8χη πεταχτεϊ στή βάση τής πυραμί δας, προκειμένου νά άξιοποιηθούν τά ταλέντα. Κι έδώ μπαίνη 6να πρόβλη μα ήθικής τάξεως: Πώς γίνεται νά πα ραγκωνίζονται οί «νέου τύπου» Αν θρωποι, Ακριβώς δταν τό καθεστώς
οδηγος/95 άγωνίζεται γιά τή δημιουργία τοΰ «νέου τύπου» άνθρώπου; Έχουμε λοιπόν μιά όλοφάνερη άντίφαση, πού άλλωστε δέν είναι ή μόνη, ούτε ή σο βαρότερη. Όμως, τούτη ή άντίφαση άποχτδ νόημα μόνο δταν έξακολουθοΰμε νά σκεφτόμαστε, χριστιανικά) τώ τρόπω, «άνθρωπιστικά». Ή άντί φαση δέν είναι δυνατόν νά ξεπεραστεΐ παρά μόνο δταν ξεπεραστούν οί άντικειμενικές συνθήκες πού τή συν τηρούν, δηλαδή οί δυσκολίες καί οί άνάγκες στή δημιουργία σοσιαλιστι κής βάσης —δχι σοσιαλιστικού έποικοδομήματος. Αύτό —τό έποικοδόμημα—θά έξαρτηθεΐ «σέ τελική άνάλυση» άπ’ τή σταθερότητα καί τή μονι μότητα τής βάσης, στό χτίσιμο τής όποιας πέφτει σήμερα δλο τό βάρος μιάς τιτάνιας προσπάθειας.Ό σοσια λισμός «έδώ καί τώρα» είναι τό πιό ήλίθιο καί τό πιό άντιιστορικό σύνθη μα πού έμφανίστηκε ποτέ —ένα σύν θημα πού φανερώνει, μέ τρόπο κραυ γαλέο, τήν τυπικά μικροαστική άπαίτηση γιά βόλεμα πάση θυσία, έδώ καί Αύτό πού άδυνατοΰμε νά καταλά βουμε δέν είναι ή διάβρωση τοΰ κρα τικού καί κομματικού μηχανισμού τής ΕΣΣΔ καί των άλλων σοσιαλιστι κών χωρών άπό άνθρώπους έλλειμματικού ήθους. Είπαμε πώς τούτη ή διάβρωση είναι συνέπεια τού ντεκαλάζ —τής διάστασης μέ μιά έννοια χωρική— άνάμεσα στήν άνθρώπινη Ικανότητα καί τό άνθρώπινο ήθος. Αύτό πού άδυνατοΰμε νά καταλάβου με είναι ή διάβρωση τών δυτικών ΚΚ άπό άνθρώπους έλλειμματικοΰ ή θους, άφοΰ έδώ δέν μπαίνει άμεσο πρόβλημα έξουσίας, όπότε θά δικαιο λογούνταν ίσως ένας κάποιος «μακια βελισμός» προκειμένου νά μήν καταρρεύσει τό σύστημα λόγω ύπερβάλλοντος «άνθρωπισμοΰ», δηλαδή λόγω τής άκριβώς ίσης μεταχείρισης καί τών ικανών καί τών άνίκανων, καί τών εύνοημένων καί τών άδικημέων άπ’ τή φύση, πράγμα πού πρέ πει νά μπει σάν άπώτερος στόχος, σάν κατάληξη τής όλοκλήρωσης μιάς διαδικασίας έξανθρωπισμού τοΰ άν θρώπου. 'Η λεγάμενη «πλατιά στρα τολογία» λοιπόν μόνο δεινά' μπορεί νά συσσωρεύσει στά δυτικά ΚΚ: Εί ναι άδύνατο νά είναι κομουνιστής ό καθένας πού θά τού ’ρθει ξαφνικά νά δηλώσει κομουνιστής. Οί κομουνι στές δέν είναι τέτοιοι γιατί τό έδήλωσαν, άλλά γιατί τό άποδείχνει όλόκληρη ή ζωή τους, όλόκληρη ή συμ περιφορά τους, δλοι οί άγώνες τους, δλοι οί διωγμοί τους. Είναι άκατα νόητο νά έμφανίζεται κάποιος στά γραφεία τού ΚΚ, νά λέει «καλημέρα
σας, είμαι κομουνιστής, καί έπιθυμώ νά γίνω μέλος τοΰ κόμματος» καί κεί νοι νά τοΰ άπαντούν: «Εύχαριστοΰμε γιά τήν προτίμηση πού δείξατε στό δικό μας κατάστημα κι δχι στό κατά στημα τοΰ γείτονα, περάστε αύριο νά πάρετε τήν κομματική σας ταυτότητα πού θά άποδείχνει πώς είστε πράγμα τι κομουνιστής. Κι έχετε ύπόψη σας πώς άν σάς τήν πάρουμε πίσω κάποια μέρα, αύτομάτως παύετε νά είστε κο μουνιστής, καί τούτο άδιάφορα άν στό μεταξύ άποδείξατε μέσα άπ’ τούς άγώνες πώς είστε πράγματι κομουνι στής». Όλη ή τραγωδία τής κομματι κής γραφειοκρατικοποίησης μπορεί νά συνοψιστεί μέσα στό παραπάνω «άνέκδοτο». Ά ς γυρίσουμε, ώστόσο, στή σοβιε τική νομενκλατούρα, πού κυρίως μάς ένδιαφέρει έδώ, γιά νά έξετάσουμε έ να πρόβλημα πού άποτελεϊ καί τήν «άχίλλειο πτέρνα» τής σκέψης τού Βοσλένσκυ, ό όποιος άδυνατεΐ νά δώ σει σοβαρή καί έπιστημονικά τεκμη ριωμένη έρμηνεία τοΰ φαινομένου, πού τό έξαρτά άπ’ τήν ψυχολογία!! ’Υποστηρίζει δηλαδή πώς οί νομενκλατουρίστες ένα καί μοναδικό πράγ μα έχουν στό νοΰ τους: Τήν άσκηση τής έξουσίας μόνο καί μόνο γιά τή χαρά πού δίνει ή άσκηση τής έξου σίας! Τά οικονομικά καί τά άλλα πρα κτικά προνόμια τούς άφήνουν ούσιαστικά άδιάφορους, παρόλο πού δέν τά άποποιοΰνται. Αύτά (τά προνό μια) δέν είναι σκοπός άλλά τό άποτέλεσμα. Καί τούτο, διότι ό νομενκλατουρίστας δέν είναι καπιταλίστας, άφοΰ στήν ΕΣΣΔ δέν ίσχύει ό βασι κός νόμος τής καπιταλιστικής κοινω νίας, πού είναι τό κυνήγι τοΰ μέγιστου κέρδους. Μέγιστο κέρδος γιά τά άτομα δέν μπορεί νά ύπάρξει στις άνατολικές χώρες. Τό μάξιμουμ δριο τού «κέρδους» μπορεί νά φτάσει τό πολύ μέχρι τό είκοσαπλάσιο τοΰ κατώτατου μισθού, άλλά ό μισθός δέν είναι κέρδος μέ δρους οίκονομικούς, είναι άμοιβή, πού δσο ύψηλή κι άν εί ναι δέν παύει νά είναι άμοιβή κι δχι Σέ σχέση μέ τόν καπιταλισμό, δπου ή ψαλίδα άνάμεσα στό κατώτατο καί τό άνώτατο εισόδημα έχει ένα ά νοιγμα στήν κυριολεξία άπέριόριστο, ή σοβιετική ψαλίδα τοΰ ένα πρός εί κοσι δέν σημαίνει τίποτα άπολύτως σέ άπόλυτους άριθμούς. Τό μόνο πού μπορεί νά δείχνει αύτή ή ψαλίδα είναι ή ύπαρξη μιάς άνισης κατανομής τοΰ εισοδήματος, άλλά τούτη ή άνισότητα έχει ένα άξεπέραστο δριο, κι αύτό είναι ήδη ένα κέρδος σέ σχέση μέ τό άπέριόριστο τής καπιταλιστικής βου λιμίας. Πράγμα πού δέν σημαίνει, βέ-
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1982
Κούντερα Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης.
’ Αλλά είναι πραγματικά τά τάνκς σπουδαιότερα άπ’ τ’ άχλάδια; ”Αχ ναί, λοιπόν, ή μητέρα έχει άπόλυτο δίκιο: τό τάνκς είναι θνητό καί τό άχλάδι αιώνιο. σ. 230. δρχ. 180
Παζολίνι Μιά βίαιη ζωή. Οί λαϊκές συνοικίες
τής Ρώμης καί τά «παιδιά τής ζω ής» σ ’ αύτό τό δεύτερο μεγάλο μυθιστόρημα τοΰ Παζολίνι. σ. 361. δρχ. 270
Μοραβία Ή χωριάτισσα. Δυό γυναίκες μόνες
άντιμέτωπες μέ τήν άδιαφορία, τήν άγνοια κάί τό φόβο. σ. 337. δρχ. 250
Ζίντ Τά υπόγεια τοΰ Βατικανού. "Ενα μυ
θικό καρναβάλι γεμάτο καρικατού ρες θρησκόληπτων, άλητών, άνθρώπων τών γραμμάτων. σ. 214. δρχ. 150
Στήβενσον Κατριόνα. Τό δεύτερο μέρος άπό τίς κλασικές Περιπέτειες τοΰ Νταίηβιντ Μπάλφουρ. σ. 288. δρχ. 200
Θέρμπερ Τό άσπρο ελάφι. Είναι κάτι έλάφια πού μεταμορφώνονται σέ πριγκίπισσες. Ψηλές, μελαχρινές, πριγκίπισσες μέ τά δλα τους. ο. 136. δρχ. 100
96/ο δ η γο ς βαια, πώς ή σοσιαλιστική ψαλίδα δέν πρέπει νά κλείσει καί κάποτε νά έξαφανιστεϊ έντελώς. Πρός τό παρόν, πάντως, πρέπει νά άμεκρθούν καλά τά ταλέντα. Είπαμε ήδη πώς οί νομενκλατοορίστες, κατά τόν Βοσλένσκυ, είναι γνήσια ταλέντα, καί συνεπώς μέ δρους δυτικούς δέν ύπάρχει πρόβλη μα άδικίας. Μέ δρους σοσιαλιστικούς δμως ύπάρχει καί παραϋπάρχει: Σέ τούτο τόν άθλιο κόσμο πρέπει κάποτε νά ζήσει καλά καί ό λιγότερο ταλαν τούχος, καί ό λιγότερο εύνοημένος άπ’ τή φύση. ’Αλλά αύτό τό μεταθέ σαμε ήδη στό μέλλον: Είναι τό «Ιστο ρικό ζητούμενο», πού πάντως δέν πρόκειται νά τό βρει ό καπιταλισμός —αύτό είναι σίγουρο. Λοιπόν, ό Βοσλένσκυ άπ’ τή μιά έπισημαίνει καί στηλιτεύει τήν ψαλί δα κι άπ’ τήν άλλη μάς λέει πώς τού τη είναι Απλή συνέπεια τής δίψας γιά έξουσία. Σίγουρα κάνει έδώ κάποιο πολύ σοβαρό λάθος, άφοΰ καταφεύ γει σέ έρμηνεΐες τυπικότατα ίδεαλιστικές. Πάντως τούτη ή άμηχανία του φανερώνει τουλάχιστον ένα πράγμα: Πώς είναι τερατώδες λάθος νά έρμηνεύουμε τά φαινόμενα «σο σιαλιστικής δυσμορφίας» μέ δρους δανεισμένους άπ’ τή μαρξιστική με λέτη τού καπιταλισμού. Σέ καμιά πε ρίπτωση ή σοβιετική κοινωνία δέν εί ναι μιά καπιταλιστική κοινωνία. Γιά νά δούμε τί είναι πρέπει νά έγκαταλείψουμε τόν Βοσλένσκυ, γιατί αύτός δέν γνωρίζει τίποτα έπί τού θέ ματος. Θά καταφύγουμε άναγκαστικά στόν Ρούντολφ Μπάρο, άφοΰ δμως έπισημάνουμε προηγουμένως πώς τόν κίνδυνο τής γραφειοκρατικοποίησης τού σοσιαλισμού τόν έπεσήμανε πρώτος ό Λένιν, πού έξαρτοΰσε τήν άπάλειψη τούτου τού κινδύνου άπ’ τή δυνατότητα τού ΚΚ νά δημιουρ γήσει δικά του ικανά στελέχη, ώστε νά μήν κατακλυστεΐ ό κρατικός μη χανισμός άπό στελέχη τού παλιού καθεστώτος, πού θα καλούνταν νά προσφέρουν τις ειδικές τους γνώσεις. "Όμως, οί ίκανοί γιά διοίκηση κο μουνιστές δέν είναι μανιτάρια πού φυτρώνουν μετά τήν (έπαναστατική) βροχή, κι δ Στάλιν γιά νά βολέψει τά πράγματα καί γιά νά μήν καταρρεύσουν τά πάντα κατέφυγε στίς ύπηρεσίες άνώτερων, μεσαίων καί κατώτε ρων στελεχών τού τσαρικού καθε στώτος. Δημιουργός τής νομενκλατούρας λοιπόν είναι ό Στάλιν. Αύτός είναι πού άνοιξε τίς πόρτες καί τού κόμματος καί τού κράτους στήν άστική λαίλαπα, πού ταλαιπωρεί άκόμα τή Σοβιετική Ένωση. Βέβαια, τίς ά νοιξε άπό άνάγκη. Πάντως, αύτό πού ένδιαφέρει νά καταλάβουμε καλά εί
ναι πώς οί δυσμορφίες δέν όφείλονται στούς κομουνιστές άλλά στούς άστούς πού εισχώρησαν άθρόα στίς τάξεις τους (βλέπε καί τόν «Κοριό» τού Μαγιακόφσκι) κουβαλώντας μαζί τους τή φθορά καί τή διαφθορά. (Κα ταλαβαίνουμε τώρα γιατί δέν μάς άρέσει καθόλου τό σύστημα τής «πλατιάς στρατολογίας».) ’ Ο άμερόληπτος καί προσεχτικός παρατηρη τής γνωρίζει ωστόσο τόν άγώνα πού κάνει σήμερα τό ΚΚ τής Σοβιετικής Ένωσης γιά νά σταματήσει καί νά έξαλείψει τήν κληρονομημένη άπ’ τό δύσκολο παρελθόν άστοποίηση τού κράτους καί τού κόμματος. Θά πετύχει; Δέν είναι άπόλυτα σίγουρο, πα ρόλο πού οί ένδείξεις πρέπει νά μάς κάνουν αισιόδοξους. Μετά τόν Λένιν, ό Τρότσκι θεώρη σε τή γραφειοκρατία σάν «ένα προ σωρινό καρκίνωμα στό σώμα τού κόμματος». Φαίνεται πώς είχε άδικο. Πολύ πιό σωστή μοιάζει ή άποψη τού Ρίτζι γιά τήν άναγκαιότητα τού περά σματος άπ’ τό στάδιο τής γραφειο κρατίας. Όμως τήν όριστική λύση σ’ αύτό τό πολύ δύσκολο πρόβλημα φαίνεται νά τή δίνει ό Ρούντολφ Μπάρο, σ’ έκέϊνο τό πραγματικά συγκλονιστικό έργο του πού έχει τόν τίτλο «Ή έναλλακτική λύση» (έτοιμάζεται ή έλληνική του έκδοση, δπως μαθαίνουμε). Ό Μπάρο, πού χαρακτηρίστηκε σάν «ό νέος Μάρξ» —έλπίζουμε πώς ό χαρακτηρισμός δέν θά σοκάρει τούς χοντροκέφαλους πού στρατολογήθηκαν στά ΚΚ μέ τόν άστεΐο τρόπο πού περιγράψαμε, καί πού πήραν όριστικό διαζύγιο μέ τή μαρξιστική σκέψη, γιά νά μήν πούμε καί μέ τή σκέψη νέ τα σκέτα— πρεσβεύει πώς ύπάρχει καί ένας «μή καπιταλιστικός δρόμος πρός τή βιομηχανική κοινωνία». Αύ τός ό άναγκαΐος Ιστορικά δρόμος —δέν νοείται σοσιαλισμός χωρίς βιο μηχανική άνάπτυξη— «κάνει περιτ τούς, ώς μέλη τού κόμματος, άκριβώς έκείνους τούς άνθρώπους πού εί ναι κομουνιστές άπό πεποίθηση καί χαρακτήρα». Ή βιομηχανική Ανάπτυ ξη δέν χρειάζεται σώνει καί καλά κο μουνιστές, χρειάζεται Αποτελεσματι κούς καί Ικανούς άνθρώπους. Οί κο μουνιστές παραμένουν στήν έφεδρεία γιά νά άναλάβουν δράση στό έπόμενο στάδιο, μετά τήν πλήρη έκβιομηχάνιση. Τότε, τό Αγωνιστικό έπίπεδο όπου θά διαδραματιστεί ή έπικείμενη πολιτιστική έπανάσταση,λέει ό Μπάρο, θά είναι τό σύνολο τής πνευματι κής ζωής τής κοινωνίας, καί όχι μό νο, δπως σήμερα, ή ύλική της βάση. Πρός αύτή τήν κατεύθυνση όδηγούν τά πράγματα οί γνήσιοι κομουνιστές
(δχι οί δηλώσαντες κομουνιστές), πού ύπάρχουν πάντα μέσα σ’ δλα τά ΚΚ, καί πού Αποτελούν τήν πραγματική κοινωνική πρωτοπορία. Ή Αλλαγή θά προέλθει άπ’ τήν «πλεονάζουσα συνείδηση». Πρόκειται γιά ένα νεολογισμό τού Μπάρο (βλέ πε έπί τού θέματος καί τό βιβλίο τού Μπάρο «Θά συνεχίσω τό δρόμο μου», έκδοση «Θεωρία») πού θέλει νά πέί πώς ή σωστή Αξιοποίηση τού έλεύθερου χρόνου μέσα άπ’ τό ψάξιμο καί τή μελέτη (ό Αγράμματος καί Απαί δευτος κομουνιστής είναι σκέτος Ατα βισμός) θά όδηγήσει άναγκαστικά σέ μιά πλήρη καί καθαρή συνειδητοποίηση τών κοινωνικών προβλημά των καί σ’ ένα ζωντάνεμα τού μαρξι σμού πού πάγωσε μέσα στή νομενκλατουρίστικη ρουτίνα. Σήμερα, ή «άπορροφημένη συνείδηση» (πρόκειτα γιά ένα άκόμα νεολογισμό τού Μπάρο, πού όρίζει Ακριβώς τήν ούσιαστική Αδιαφορία γιά τά κοινωνικά προβλήματα) δέν μας έπιτρέπει νά κάνουμε τίποτα τό σπουδαίο: Καταναλίσκεται όλόκληρη στά μίζερα προβλήματα τής καθημερινότητας. Μάς είναι Αναγκαία μιά πλεονάζουσα συνείδηση —κι αύτήν μόνο ό κομου νιστής μπορεί νά τήν έχει. Ό κοκόμοιρος άστούλης είναι τόσο μίζερος μέσα στήν έλλειμματικότητά του, πού ούτε τό βρακί του δέν μπορεί νά Ανεβάσει στή σωστή του θέση: Πώς νά λύσει τά προβλήματα τού κόσμου κάποιος πού δέν κατάφερε νά λύσει τά έντελώς στοιχειώδη προσωπικά του προβλήματα; Έχουμε έδώ μιά ύπεραπορροφημένη συνείδηση, έντε λώς Ακατάλληλη γιά ότιδήποτε δέν έ χει σχέση μέ τόν πυρετό τού μωρού, τή γυναίκα τού γείτονα ή τόν Απογευ ματινό πονοκέφαλο τής συζύγου, κι δλα τ’ άλλα «σφουγγάρια» τής συνεί δησης. Δέν ξέρουμε άν κι ώς πού είναι «ρεβιζιονιστής» ό Μπάρο. ’Αφήνουμε τό πρόβλημα γιά διερεύνηση Απ’ τούς ειδικούς -ά ν ύποτεθεΐ πώς ή ύπαρξη τών ειδικών έν τώ κόσμω έχει κάποιο νόημα, πράγμα πού δέν τό πιστεύου με, άκόμα κι δταν πρόκειται γιά ειδι κούς έπί τού μαρξισμού. Αύτό πού μέ βεβαιότητα μπορούμε νά πούμε είναι πώς ή ιδιοφυία τού Μπάρο Αργά ή γρήγορα θά Αναγνωριστεί καί έπισήμως άπ’ τούς «έπίσημους» μαρξιστές. Πού κάποτε θά Αναγκαστούν νά στή σουν τόν Ανδριάντα του στήν Κόκκι νη Πλατεία —πού τότε θά είναι, πιά, κατακόκκινη. Όσο γιά τόν Βοσλέν σκυ, αύτός δέν έχει καί πολλές έλπίδες. Είναι Απλώς ένας Ιστορικός —δχι ένας φιλόσοφος. ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
9 8/σ υ ν€ντευ ξη
Κυριάκος Σιμόπουλος: Στά χρόνια του Αγώνα διακρίνει κανείς τά αίτια των δεινών πού ταλανίζουν τόν τόπο ακόμη Τά τελευταία δώδεκα χρόνια ό Κυριάκος Σιμό πουλος δημοσίευσε δύο έργα επιβλητικά σε όγκο κ α ί πολύτιμα γιά τό πλού σιο ιστορικό ύλικό πού προσφέρουν. Τό πρώτο είναι τό τετράτομο «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ε λλά δα». Τό δεύτερο, άνάλογης σημασίας κ α ί περιεχο μένου, έχει τόν τίτλο «Πώς είδαν ο ί ξένοι την Ε λλάδα τού ’21)>· κυκλοφόρησαν ο ί τέσσερις πρώτοι τόμοι του κ α ί θά ολοκληρω θεί
μ έ την έκδοση ενός η δύο ακόμη τόμων. Ό Κυριάκος Σιμόπου λος είναι δημοσιογράφος
κ α ί ή ιστορική έρευνα δέν είναι τό επάγγελμά του. Έτσι μ έ τό έργο του, πού καλύπτει γνωστές άδυναμίες τής έρευνας στόν τό πο μας, γίνεται συνεχιστής μιας παράδοσης πού χά ραξαν ό Κωνσταντίνος Σάθας, ό Τιάννης Βλαχογιάννης κ.ά. Γήν παρακάτω συνέν τευξη άπό τόν Κυριάκο Σιμόπουλο πήρε γιά χάρη τού «Διαβάζω» ό συνεργά της μας, ιστορικός, Τιάννης Γιαννόπουλος.
σ υ ν€ντ€υξη/99 Κύριε Σιμόπουλε, ξέρουμε δτι είστε δημοσιο γράφος καί δτι τά τελευταία χρόνια έκδώσατε δύο έργα τριών καί δύο χιλιάδων σελίδων τό καθένα, τό πρώτο μέ κείμενα ξένων περιηγη τών πού έπισκέφθηκαν τήν Ελλάδα άπό τό 333 μ.Χ. ώς τό 1821, καί τό δεύτερο μέ κείμε να ξένων πού ώς έθελοντές ή μέ άλλη ιδιότη τα βρέθηκαν στην Ελλάδα τά έξι πρώτα χρό νια τής έπανάστασης. Μ’ αύτή τήν εύκαιρία μιλήστε μας γιά σας, γιά τά λόγια ένδιαφέροντά σας· πώς φτάσατε σ’ αύτό τό έπίμοχθο, μ’ ένα μεγάλο πλήθος μαρτυριών έργο σας; Ποιοι σάς συμπαραστάθηκαν στην προσπάθειά σας; ΝΟΜΙΖΩ πώς θά ήταν καλύτερα νά περάσουμε κα τευθείαν στό θέμα μας. Στίς δύο έργασίες πού άναφέρατε. Ό λ α ξεκίνησαν άπό τή διαπίστωση, γενική άλ λωστε, δτι στά κείμενα-πηγές τής μεσαιωνικής καί νεότερης έλληνικής ιστορίας κυριαρχούν τά πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα. ’Αφθονία ύλικοΰ γιά «καισάρων πράξεις καί πολέμους βασιλέων». ’Απουσιά ζουν δμως όλότελα ή σπανίζουν τά στοιχεία γιά τόν άνθρωπο καί τή δραστηριότητά του, γιά τόν Ιδιωτι κό βίο καί τόν λαϊκό πολιτισμό. Εϊσαστε ιστορικός καί ξέρετε καλά τίς δυσκολίες πού άντιμετώπισε ό Φαίδων Κουκουλές διερευνώντας τόν κοινωνικό βίο τών βυζαντινών. Ιστορικοί καί χρονογράφοι είχαν δώσει τά πάντα γιά τούς αύτοκράτορες καί τήν Αύλή τους, γιά δλους τούς Ισχυρούς, έλάχιστα δμως γιά τό λαό τών βυζαντινών αιώνων καί τήν καθημε ρινή ζωή. Καταφρονούσαν, δπως οί ίδιοι καυχιόν ταν, τά «έργα ιδιωτών καί χυδαίων άνθρώπων». Κι άναγκαζόταν ό Κουκουλές νά ξεψαχνίζει τά συναξά ρια τών άγίων, τίς άστρολογικές φυλλάδες, τά ιατρο σόφια καί τά πατερικά κείμενα γιά νά περισυλλέξει διεξονυχίζοντας, ψηλαφώντας, άπολιχνίζοντας καί ψιλοκοσκινίζοντας τίς πληροφορίες πού τού έπέτρεψαν τελικά νά άνασυνθέσει τόν «Βυζαντινών βίο καί πολιτισμό». ’Αλλά άν είναι άπερίγραπτη ή φτώχεια τέτοιων ει δήσεων στίς έγχώριες πηγές, ύπάρχει μιά άλλη πλούσια φλέβα: Τά κείμενα τών ξένων ταξιδιωτών πού περιπλανήθηκαν στόν έλληνικό χώρο κατά τόν μεσαίωνα καί τήν τουρκοκρατία, άλλά καί στά χρό νια τού άπελευθερωτικοΰ άγώνα. Μηδαμινή ή περιο ρισμένη ή άξιοποίηση αύτοΰ τού ύλικοΰ άπό τούς παλαιότερους Ιστοριογράφους. Στά κείμενα τού Είκοσιένα κυριαρχούν οί μάχες καί ή έξιστόρηση τών πολιτικών έξελίξεων. ’Ασήμαντα τά στοιχεία γιά τήν καθημερινή ζωή στό στρατόπεδο καί τά μετόπισθεν. Είναι φυσικό. Οί έλληνες Ιστορικοί καί άπομνημονευματογράφοι άπευθύνονταν σέ Έ λληνες. 'Ιστο ρούσαν πολεμικά γεγονότα ή κατέγραφαν προσωπι κές μνήμες, μιλούσαν γιά άγνωστα καί άμφισβητούμενα πράγματα, δχι γιά τά πασίγνωστα. Γιά τούς ξέ νους, δμως, δσα έβλεπαν ήταν πρωτόγνωρα, παρά δοξα, έξωτικά. Ό χώρος, ό άνθρωπος, ό λόγος. Έ σπευδαν, λοιπόν, άπό ένστικτώδη παρόρμηση, νά
καταγράψουν μέ εύσυνειδησία καί συχνά μέ σχολα στικότητα δ,τι έβλεπαν καί δ,τι άκούγαν στήν Ε λ λάδα τού Είκοσιένα. Αύτές οί διαπιστώσεις ήταν καί τό ξεκίνημά μου. Μιά πορεία άνιχνευτική πρός τά πίσω διαμέσου τής τουρκοκρατίας καί τών βυζαντινών χρόνων γιά τήν έπισήμανση τών ξένων πού ταξίδεψαν στόν έλληνι κό χώρο καί έγραψαν περιηγητικά χρονικά. Έ τσι έφθασα στό 333 μ.Χ., στόν πρώτο Εύρωπαΐο, έναν ταξιδιώτη, έναν προσκυνητή άπό τό Μπορντώ, πού διέσχισε τή βόρεια Ελλάδα όδοιπορώντας πρός τήν Κωνσταντινούπολη. Κι ύστερα ή άντίστροφη πο ρεία: άπό τόν 4ο αιώνα ώς τό 1821 καί τήν έθνική άποκατάσταση. Δεκαπέντε αίώνες έλληνικής ιστο ρίας καί ζωής μέσα άπό τά κείμενα τών ξένων ταξι διωτών. Μέ ρωτάτε ποιοι μοΰ συμπαραστάθηκαν. Ή ταν έ νας μοναχικός άγώνας. Δέν ύπήρχαν άλλωστε περι θώρια πρακτικής βοήθειας στήν έρευνα καί τή συγ κομιδή. Είχα, δμως, πλούσια ήθική συμπαράσταση. Καί εύγνωμονώ δλους έκείνους πού μέ τά γραφτά καί τό λόγο τους, μέ τήν κρίση καί τίς παρατηρήσεις τους ένδυνάμωσαν τήν προσπάθειά μου. Θά ήταν ένδιαφέρον άν μάς μιλούσατε γιά τίς δυσκολίες, τά προβλήματα πού άντιμετωπίσατε στό στάδιο τής έρευνας, γιά τή μέθοδο πού χρησιμοποιήσατε. ΗΤΑΝ μιά πρόκληση, μιά σκληρή πνευματική περι πέτεια —καί δχι μόνο πνευματική— άλλά καί ένας γοητευτικός άγώνας. Γοητευτικός άλλά καί δύσκο λος καί πικρός. Τεράστιες οί δυσκολίες. Ένιωθα πώς εισχωρούσα σέ ένα σκοτεινό δρυμό. ’Αμέτρητα τά περιηγητικά κείμενα άλλά κατάσπαρτα, γραμμένα σέ πολλές καί ποικίλες γλώσσες καί δχι μόνο στίς
«Μ ερικοί συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων έγραφαν χωρίς νά μετακινη θούν διόλου άπό τό σπίτι τους_» κάπως προσιτές. Λατινικά άλλά καί φλαμανδικά, σουηδικά καί ρωσικά, τουρκικά καί άραβικά. Δυσχε ρής ή προσπέλαση έστω καί άπό παρακαμπτήριες όδούς. Καί τί άπογοήτευση, δταν άναδιφώντας πεν τακόσιες καί χίλιες σελίδες δέν βάζεις στό καλάθι σου πάνω άπό πέντε άράδες χρήσιμες. Ή καί καμιά. Χρόνος χαμένος, άκαρπος. Αύτή τή δοκιμασία, αύ τή τήν άγωνία έκφράζει καί ό λόγος τού Ηράκλει του πού συνοδεύει τούς τέσσερις πρώτους τόμους: «Χρυσόν γάρ οί διζήμενοι, γήν πολλήν όρύσσουσι καί εύρίσκουσιν όλίγον». Σκάβεις, σκάβεις, βουνά τά χώματα καί στή χούφτα σου έλάχιστα ψήγματα. Βλέπετε, ώς τόν 17ο αιώνα, δέν ύτίάρχουν σχεδόν περιηγητικά χρονικά άφιερωμένα άποκλειστικά
1 0 0 /σ υ νέντευξη στήν Ελλάδα. Οί ταξιδιώτες πού τή διασχίζουν ή τήν προσεγγίζουν προορίζονται γιά τήν όθωμανική ’Ανατολή. Καί οί άναφορές στον έλληνικό χώρο χά νονται μέσα σ’ έναν ωκεανό μυριάδων σελίδων. ’Αφήνω τίς παγίδες πού καραδοκούν σέ κάθε βή μα. Μερικοί συγγραφείς ταξιδιωτικών βιβλίων έγρα φαν χωρίς νά μετακινηθούν διόλου άπό τό σπίτι τους. Ά λ λ ο ι λεηλατούσαν τά χρονικά πραγματικών περιηγητών. Ή λογοκλοπή άποτελοΰσε συνηθισμέ νο φαινόμενο ή καλύτερα θεμιτό. ’Αλλά καί σήμερα δέν είναι λίγοι έκεΐνοι πού οίκειοποιοΰνται μέ τόν έ να ή άλλο τρόπο τόν μόχθο τών άλλων, πού τόν λα φυραγωγούν χωρίς ένδοιασμό, πού έπωφελοΰνται άπό τίς ξένες Ιδέες άλλά τό κρύβουν, πού γράφουν μελέτες, άρθρα, έκπομπές άποσιωπώντας έντελώς τίς πηγές, τή βοήθεια, μικρή ή μεγάλη. Λίγοι είναι έκεΐνοι πού οικοδομούν μέ άλλότρια ύλικά χωρίς νά μνημονεύουν τήν προέλευσή τους; Ά λ λ ο ι πάλι περιηγητές διασχίζουν βιαστικά τήν
((Πού είναι ό κρατικός μηχανισμός πού θά τυπώσει —σέ πρωτότυπο κ α ί μετά φραση— δλα τά κείμενα τής πνευματι κής μας κληρονομιάς;..^ Ελλάδα ή περνούν άπό ένα δύο λιμάνια, δέ διστά ζουν δμως νά γράψουν όλόκληρο τόμο μέ περιγρα φές λεπτομερείς, έντυπώσεις, σχόλια. Α κόμα καί κατά τήν προεπαναστατική είκοσαετία. Δεκατρείς μόνο μέρες κράτησε τό ταξίδι τού Σατωβριάνδου άπό τήν Πύλο στήν Α ττική τό 1806. Ό ίδιος δμως Ισχυρίζεται πώς τό «’Οδοιπορικό» του είναι ό πιό άξιόπιστος όδηγός γιά τίς έλληνικές άρχαιότητες. Έ νας άλλος Γάλλος, ό γιατρός Πουκβίλ, αιχμάλω τος τών Τούρκων στήν Τριπολιτσά τό 1800, έγραψε ταξιδιωτικό χρονικό γιά τήν Πελοπόννησο πού είδε καί δέν είδε. Μέ δάνεια άπό ξένα περιηγητικά κείμε να. "Οσο γιά τή μέθοδο πού άκολούθησα, συνοψίζω μέ λίγα λόγια: Επισήμανση τών ξένων περιηγητών μιάς όρισμένης περιόδου, προσδιορισμός τής χρονο λογίας τού ταξιδιού καί τής διάρκειας παραμονής στόν έλληνικό χώρο, μελέτη τών κειμένων, άποθησαύριση τών πληροφοριών, έλεγχος, διασταυρώ σεις, ύπομνηματισμός. Ή άξιοποίηση τού ύλικοΰ δέν έγινε διαχρονικά, κάθετα, άλλά χρονολογικά καί διαστρωματικά, άπό έποχή σέ έποχή. "Οχι κάθε θε ματική ένότητα χωριστά καί άνεξάρτητα άλλά δλα τά θέματα παράλληλα.
Γιά τή συγκέντρωση τού ύλικοΰ σας σέ ποιές κυρίως βιβλιοθήκες έργαστήκατε έδώ στήν Ελλάδα καί στό έξωτερικό; Πόσο τά κείμενα πού χρησιμοποιήσατε ήταν άγνωστα στόν έρευνητή;
ΤΑ περισσότερα ύπάρχουν στήν Ελλάδα. Δούλεψα κυρίως στή Γεννάδειο, πού διαθέτει τήν καλύτερη συλλογή περιηγητικών κειμένων καί είναι ή καλύτε ρα όργανωμένη βιβλιοθήκη στόν τόπο μας. Έπισκέφθηκα τίς περισσότερες χώρες τής Εύρώπης. Ε ρεύ νησα κυρίως γιά άγνωστους ταξιδιώτες στίς βιβλιο θήκες Λονδίνου, ’Οξφόρδης, Μονάχου καί Παρι σιού. Οί έργασίες μου δέν περιέχουν άνέκδοτα κεί μενα (χειρόγραφα δηλαδή καί άρχειακό ύλικό) άλλά κείμενα λίγο πολύ άγνωστα στούς μελετητές, άνερεύνητα ή δυσπροσεγγίσιμα. Έδώ πρέπει νά ση μειωθεί δτι μερικές βιβλιοθήκες τού έξωτερικοΰ λει τουργούν μέ ήλεκτρ· νικό ύπολογιστή γιά τήν έξυπηρέτηση τών έρευνητών. Στούς ύπολογιστές κατα γράφονται δχι μόνο οί τίτλοι τών βιβλίων πού ύπάρ χουν στή συγκεκριμένη βιβλιοθήκη άλλά καί τών βιβλίων πού δέν ύπάρχουν καί άκόμα ή βιβλιοθήκη δπου πρέπει νά άναζητηθοΰν. Παράδειγμα: ζήτησα ένα δυσεύρετο κείμενο στή βιβλιοθήκη τού Μονά χου. Ό έγκέφαλος άπάντησε δτι βρίσκεται μόνο στή βιβλιοθήκη τής Bamberg, δπου καί κατέφυγα. Ύπάρχουν, σύμφωνα μέ τίς έκτιμήσεις σας, πολλά άκόμη άνάλογα έργα, στά όποια θά πρέπει μελλοντικά νά στρέψει τήν προσοχή της ή έρευνα καί πού θά χρειαστεί νά τά άναζητήσει; Τί προτείνετε; ΣΙΓΟΥΡΑ ύπάρχουν. Καί κατά τή γνώμη μου πάμπολλα. Λησμονημένα σέ ράφια δημόσιων καί Ιδιωτι κών βιβλιοθηκών τής Εύρώπης καί τής Αμερικής. ’Ακατάγραφα, άνέγγιχτα, σέ άνυποψίαστα ίσως χέ ρια. Κάτω άπό τίτλο άπατηλό ή σφηνωμένα σέ πα ραπλήσιες έκδόσεις. Κάθε τόσο έρχεται στό φώς κά τι καινούριο, έντελώς άγνωστο. Συνήθως τυχαία. Πρέπει έπίσης νά ύπάρχουν άνέκδοτα κείμενα στά ξένα άρχεΐα, στά ρωσικά λ.χ., άκόμα καί σέ χρονον τούλαπα κονισαλέα καί σαρακοφαγωμένες κασέλες. ’Ιδιαίτερα γιά τήν έπανάσταση (ήμερολόγια, έπιστολές, έκθέσεις, ύπομνήματα, δελτία πληροφοριών κ.ά.). Απαραίτητη av al καί μιά συστηματική έρευνα στά τουρκικά άρχεΐα. Ό τα ν έξασφαλιστοΰν οί προϋποθέσεις. Ή άνίχνευση ώστόσο είναι δύσκολη, γιατί χρειά ζεται έξειδίκευση, έρευνητικός ζήλος, μεθοδική καί ύπομονετική άναζήτηση καί πολύς χρόνος. Τό άναγκαΐο γιά τή μελέτη τής έλληνικής ιστορίας έργο μπορούν νά πραγματοποιήσουν προικισμένοι νέοι έλληνες έπιστήμονες, ύπό τήν αιγίδα τών Α.Ε.Ι ή έρευνητικών κέντρων καί μέ μακροχρόνια οικονομι κή κάλυψη άπό τήν πολιτεία. Ά λλά καί μιά τέτοια προσπάθεια έχει περιορισμένη έμβέλεια. Θά καταν τήσει εύκαιριακή. Εκείνο πού χρειάζεται είναι ή ί δρυση στίς πρωτεύουσες τών μεγάλων χωρών τής Εύρώπης καί στήν Αμερική ’Ινστιτούτων Ε λ ληνι κών Σπουδών πού θά άποτελέσουν δχι μόνο κέντρα έλληνικής άκτινοβολΐας άλλά καί μόνιμα έργαστήρια έρευνών καί γόνιμης συνεργασίας μέ τά ξένα ιδρύματα. Τότε καί τό ζήτημα τού άρχειακοΰ ύλικοΰ
σ υ ν έν τευ ξη ! 101
τοΰ Εξωτερικού θά βρει τή λύση του, μέ προοπτική βέβαια δεκαετιών. Καθώς έρχεται κανείς σέ έπαφή μέ τό έργο σας διαπιστώνει δτι δέν έκδίδετε τό πρωτότυ πο καί δέν μεταφράζετε τά κείμενα στό σύνο λό τους, άλλά κάνετε μιά Επιλογή σελίδων ιί συχνά τό Ιστορικό ύλικό τό παρουσέ θεματικές ένότητες. Μέ ποιά κριτή ρια κάνατε αύτή τήν έπιλογή; Τί πιό πολύ σάς ένδιαφέρει, τί άφήνετε άπ’ έξω, πόσο νο μίζετε δτι ό έρευνητής θά άναγκαστεΐ νά προστρέξει στό πρωτότυπο; Πώς μπορούμε νά προεξοφλήσουμε δτι τά δικά σας ένδιαφέροντα καλύπτουν τίς έκζητήσεις τοΰ Ιστορικού καί ιδιαίτερα τοΰ σύγχρονου Ιστορικού, πού στρέφεται σέ θέματα τά όποια ή παλιότερη Ιστοριογραφία είχε άγνοήσει; ΓΙΑ τήν Εκδοση δλων τών περιηγητικών πρωτοτύ πων τοΰ μεσαίωνα καί τής τουρκοκρατίας θά χρειά ζονταν δχι τέσσερις τόμοι μέ 3.000 σελίδες άλλά 300 τόμοι μέ 250.000 σελίδες. Καί γιά τίς ξένες μαρ τυρίες γύρω άπό τό Είκοσιένα τουλάχιστον 100 τό μοι. Αυτό βέβαια θά ήταν τό ίδεώδες. Τό «κόρπους» τών περιηγητικών κειμένων. Κάτι τέτοιο έγινε μόνο γιά τή Χίο άπό τούς Ά ργέντη - Κυριακίδη (τρεις όγκώδεις τόμοι εικονογραφημένοι, μέ ξένα κείμενα καί τή μετάφραση. Πολυδάπανη έκδοση —ύπήρχε, βλέ
πετε, χρήμα). Ή μεταγλώττιση δλων τών ταξιδιωτι κών χρονικών πού άφορούν τήν Ε λλάδα είναι ούτοπία. Καί μάλλον άνώφελη. Έ δώ δέν έχει όλοκληρωθεΐ ή έκδοση τών κειμένων τής άρχαίας Ελληνικής γραμματείας, πού έπρεπε νά βρίσκονται σέ κάθε βι βλιοθήκη, πρωτότυπο καί μετάφραση. ’Εδώ δέν έ χουν Εκδοθεΐ τά βυζαντινά κείμενα, ό άνεκτίμητος αύτός καί τόσο περιφρονημένος θησαυρός. Μέ άποτέλεσμα οί μελετητές νά καταφεύγουν στίς δημόσιες βιβλιοθήκες, κι δταν δέν είναι Εξοικειωμένοι μέ τή γλώσσα σέ ξένες μεταφράσεις. Πού είναι ό κρατικός μηχανισμός πού θά τυπώσει —σέ πρωτότυπο καί με τάφραση— δλα τά κείμενα τής πνευματικής μας κλη ρονομιάς; ’Από τόν Ό μ ηρ ο ώς τό Θουκυδίδη, άπό τό Δημοσθένη ώς τόν Πλούταρχο, άπό τό Λουκιανό ώς τόν Προκόπιο, τό Μιχαήλ Ψελλό, τόν Εύστάθιο Θεσσαλονίκης καί τήν Ά ν ν α Κομνηνή, άπό τό Νι κήτα Χωνιάτη ώς τόν Πλήθωνα καί τό Δούκα; Α φήνω τή λογοτεχνία. Ποιος λαός έχει τέτοιο πνευ ματικό πακτωλό, τέτοια πολιτιστική συνέχεια μέ ένιαία γλώσσα; Τί τά θέλουμε τά πνευματικά καί πο λιτιστικά κέντρα, τά καλλιμάρμαρα μέγαρα, δταν δέν έχουμε τά στοιχειώδη καί δέν γνωρίζουμε τίς ρί ζες μας; Γιατί χτίζουμε άπό τή σκεπή; Μέ ρωτάτε γιά τά κριτήρια τής Επιλογής. Αύτά φαίνονται άπό τούς τίτλους τών δύο Εργασιών. Τής πρώτης: «Ξένοι ταξιδιώτες στήν Ελλάδα, Δημόσιος καί ίδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, Εκκλησία καί οικονομική ζωή άπό τά περιηγητικά χρονικά». Καί τής δεύτερης: «Πώς είδαν οί ξένοι τήν Ελλάδα
1 0 2 /σ υ νέντευξη τοΰ ’21. ’Απομνημονεύματα, χρονικά, ήμερολόγια, ύπομνήματα, Αλληλογραφία έθελοντών, διπλωμα τών, περιηγητών, πρακτόρων κ.ά.» Έμειναν έξω μόνο τά γεωγραφικά, τά τοπογραφι κά, τά αύστηρώς Αρχαιολογικά (περιγραφές μνη μείων) καί τά φιλολογικά (οί Αναγωγές στήν ελληνι κή Αρχαιότητα), ύλικό Απεραντολογικό, Αμφισβητήσιμο τίς περισσότερες φορές. Πιστεύω δτι ή έπιλογή καλύπτει τά ένδιαφέροντα τού σύγχρονου ιστορικού γιατί παρουσιάζει ένα πυκνό θεματικό ψηφιδωτό: πόλεις καί χωριά, δρόμοι καί λιμάνια, Αρχιτεκτονική καί πολεοδομία, κάστρα καί τεχνικά έργα, έμπόριο καί ναυτιλία, βιοτεχνία, κτηνοτροφία καί άλιεία, ναυτικοί καί έφοπλιστές, γεωργοί καί τσοπάνηδες, παραγωγή, καλλιέργειες, χλωρίδα καί πανίδα, εισα γωγές καί έξαγωγές, προϊόντα, πλουτοπαραγωγικές πηγές, τιμές, μισθοί καί μεροκάματα, μέτρα καί σταθμά, νομίσματα, μεταφορές καί συγκοινωνίες, Αγορές καί σκλαβοπάζαρα, φόροι καί δοσίματα, πο-
«Οί περιηγητές πρόσεξαν τη συνεργα σία τοΰ άνώτατου κλήρου κ α ί των φα ναριωτών με τό δυνάστη..μ λεμική καί ειρηνική ζωή, δπλα καί έργαλεΐα, κατοι κία, νοικοκυριό, έπιπλα καί σκεύη, Αμφίεση, καλλω πισμός, διατροφή, έδέσματα, οικογενειακός βίος, άνδρας, γυναίκα, παιδιά, ήθη, έθιμα, παραδόσεις, ψυχα γωγία, μουσική καί μουσικά δργανα, τραγούδι, χο ρός, προλήψεις καί δεισιδαιμονίες, γιορτές καί πανη γύρια, παιδεία, σχολεία, δάσκαλοι καί μαθητές, βι βλία, τυπογραφία, διαφωτισμός, κοινωνικές σχέσεις, όθωμανική διοίκηση καί κοινοτικό σύστημα, κοινω νικές τάξεις καί κοινωνικοί Αγώνες, δικαιοσύνη, εγ κληματικότητα, ποινές, βασανιστήρια, γιατροί καί φάρμακα, Αρρώστιες καί έπιδημίες, λαϊκή ιατρική, νοσοκομεία καί λοιμοκαθαρτήρια, κοινωνική πρό νοια, έκκλησία, κλήρος, ναοί, μοναστήρια, δόγματα, λατρεία, Ιεραπόστολοι καί προσηλυτισμοί, Αρχαιο καπηλία, λεηλασία καί καταστροφή μνημείων, πει ρατεία, ληστεία, πληθυσμός, μετανάστευση, σεισμοί, μετεωρολογία, τουρισμός, κοινωνικοί Αγώνες καί άλλα πού δέν μου έρχονται αύτή τή στιγμή στό νοΰ. Μέ ρωτάτε δν πρέπει νά καταφεύγει ό έρευνητής στό πρωτότυπο τών κειμένων. Έ γώ συνήθως κατα φεύγω σέ παρόμοιες περιπτώσεις. Ό χ ι τόσο γιά τήν παραβολή τής συγκεκριμένης πληροφορίας δσο γιά νά ένημερωθώ στά περιρρέοντα, Αξιοποιώντας στό μάξιμουμ τήν πηγή. Ποιές πλευρές τής οικονομικής, πολιτικής καί πολιτιστικής κοινωνίας φωτίζουν τά κεί μενά σας; Ποιά ιδέα έχουν οί ξένοι γιά τούς Έλληνες; Πώς τούς βλέπουν; Ποιά ή Αξιοπι στία τους; Μέ ποιά Ιδιότητα φτάνουν έδώ, ποιά ή παιδεία, οί προκαταλήψεις, τά ένδιαφέροντά τους;
ΟΙ Αφηγήσεις τών περιηγητών φωτίζουν πτυχές τοΰ βυζαντινού βίου καί έξεικονίζουν τίς δοκιμασίες τοΰ έλληνισμού στούς αιώνες τής τουρκοκρατίας. Στά κείμενά τους παρακολουθούμε δλες τίς διεργασίες, δλους τούς μετασχηματισμούς Από αίώνα σέ αίώνα, τήν Αποσάθρωση καί τήν παρακμή τής βυζαντινής αύτοκρατορίας καί τίς συνέπειες τού όθωμανικοΰ δεσποτισμοΰ. Τό μαρασμό τής οικονομίας καί τόν αύτοαφοπλισμό τής έλληνικής κοινωνίας έξαιτίας τών άρπακτικών συνηθειών τής διεφθαρμένης τουρκικής διοίκησης. Οί περιηγητές έβλεπαν τούς πλούσιους Έλληνες νά κυκλοφορούν μέ ράκη γιά νά μήν κι νούν τίς ύποψίες καί γιά ν’ άποφύγουν τήν όλέθρια «Αβανιά». Πρόσεξαν τή συμπεριφορά τών κοινωνι κών τάξεων, τή συνεργασία τοΰ Ανωτάτου κλήρου καί τών φαναριωτών μέ τό δυνάστη Αλλά καί τήν ά γρια Αντίσταση τής Αγροτιάς καί τήν έκκολαπτόμενη εθνική συνείδηση. Τά κείμενά τους έπισημαίνουν τήν Αφύπνιση πού συντελεΐται μέσα στόν 18ο αίώνα, τήν έμποροναυτική έξόρμηση πού συνακολούθησε τή μεταβολή τοΰ συσχετισμού τών δυνάμεων στό έσωτερικό τής όθωμανικής αύτοκρατορίας καί στό έξωτερικό, καθώς καί τήν πνευματική Αναγέννηση πού άνοιξε τό δρόμο γιά τόν έθνικό ξεσηκωμό. ’Αποκαλύπτουν έπίσης τήν έπιβίωση έθίμων καί πο λιτιστικών Αξιών Από τήν Αρχαιότητα καί τή σταδια κή Αλλά σταθερή Ανάπτυξη τής παιδείας καί δια λύουν τό μύθο περί κρυφού σχολειού. Οί ξένοι ταξι διώτες έπισκέπτονται δημόσια έλληνικά σχολεία στίς Αρχές τοΰ Π ου αίώνα μέ τιμητική συνοδεία τούρκων γενιτσάρων. ’Αντιφατικές οί κρίσεις τών περιηγητών γιά τούς Έλληνες —ζήτημα παιδείας καί όξυδέρκειας. Ά λ λοι τούς βλέπουν μέ καταφρόνηση, τούς θεωρούν έκβαρβαρωμένους, έκφυλισμένους, Ανίκανους, Ακόμα
« ’Ονόματα ξένων τυχοδιωκτών κ α ί μι σθοφόρων, πού υπήρξαν ένοχοι σφαγιασμοϋ χιλιάδων άγωνιστών, δόθη καν τιμητικά σέ άθηναϊκούς δρόμους..^ καί Ανάξιους νά κερδίσουν τήν έλευθερία τους. Κι άλλοι βεβαιώνουν δτι είναι τολμηροί, προοδευτικοί, εύφυεΐς, έφευρετικοί, φιλελεύθεροι. Οί μέν βλέπουν τούς Έ λληνες τής τουρκοκρατίας ώς γνήσιους Απο γόνους τών Αρχαίων Ελλήνων, οί δέ ισχυρίζονται δτι έχουν δλα τά έλαττώματα τών Αρχαίων καί κα μιά Από τίς Αρετές τους. Μερικοί παραδέχονται τά έλαττώματα Αλλά τά Αποδίδουν στίς διαβρωτικές συνέπειες τής δουλείας. Ά λ λο ι ξεχωρίζουν τούς Έλληνες τής Πόλης καί τών έμποροναυτικών κέν τρων Από τούς κατοίκους τής ύπαίθρου. Οί πρώτοι είναι διεφθαρμένοι Από τό συγχρωτισμό μέ τό δυνΑρτη, οί Αγρότες είναι Αγνοί, ένΑρετοι, πατριώτες, ή έλπίδα γιά τήν έθνική παλιγγενεσία.
σ υ ν έν τε υ ξη /103 Ή Αξιοπιστία των περιηγητών; Ναί, αύτό είναι σπουδαίο πρόβλημα. Χρειάζεται αύστηρός έλεγχος γιά νά διακριβωθούν οί ένδεχόμενες προκαταλήψεις, οί γενικεύσεις έξαιτίας προσωπικών παθημάτων, Ακόμα καί οί σκοπιμότητες. Καί γιά τήν αύθεντικότητα κάθε μαρτυρίας έπιβάλλονται προσεχτικές καί έπίμονες συγκρίσεις καί διασταυρώσεις. Ά λλω στε ποικίλλουν οί στόχοι καί τό πνευματικό επίπεδο τών ταξιδιωτών. 'Υπάρχουν οί πεπαιδευμένοι καί οί Αφε λείς, οί άπελέκητοι καί οί τετραπέρατοι. Ταξίδευα στόν έλληνικό χώρο κάθε καρυδιάς καρύδι: ναυτι κοί, έμποροι, στρατιωτικοί, ιεραπόστολοι, διπλωμά τες, είδικοί Απεσταλμένοι, έξερευνητές, γιατροί, φυ σιοδίφες, Ιερωμένοι, λαογράφοι, καλλιτέχνες, Αρι στοκράτες καί μεγιστάνες, κερδοσκόποι, πράκτορες, κατάσκοποι, κ.ά., κ.ά. Πόσο προάγεται ή έρευνα μέσα άπό τούς «Ξέ νους» σας γιά έπίμαχα θέματα τής έπανάστασης; ΔΕΝ προάγεται μόνο ή έρευνα. Πιστεύω πώς τά στοιχεία πού Αναδύονται άπό τίς μαρτυρίες τών ξέ νων ύποχρεώνουν σέ έπανεκτίμηση καί βαθιές τομές σέ έπίμαχα θέματα δπως ό φιλελληνισμός, οί λεγό μενοι φιλέλληνες καί ό ρόλος τών Δυνάμεων στήν ύπόθεση τής έλληνικής Ανεξαρτησίας. Ή ιστορία τού Είκοσιένα πάσχει. Διαμορφώθηκε σέ μια έποχή πού ή πολιτική έξουσία ήταν έξαρτημένη άπό ξένα κέντρα. Οί Ιστοριογράφοι μας είχαν ένταχθεΐ σέ κά ποια «ιδεολογία», οί άπομνημονευματογράφοι Αγω νίζονταν γιά τό δίκιο τους. Καί ή Αλήθεια γιά πρό σωπα καί γεγονότα στρεβλωνόταν ή Ακρωτηριαζό ταν σέ προκρούστειες κλίνες. Θά προσέξατε ίσως δτι πουθενά στήν έργασία μου δέν Αποκαλώ φιλέλληνες τούς ξένους πού ήρθαν στήν Ελλάδα στά χρόνια τοΰ ’Αγώνα. Τούς Αποκαλώ έθελοντές. Γιατί σπάνια άνιχνεύεται φιλελληνισμός άνάμεσά τους. Οί περισ σότεροι ήταν μισθοφόροι, τυχοδιώκτες, άνεργοι, στρατιωτικοί πού πρόσφεραν τό σπαθί τους στόν κά θε πλειοδότη. Στούς έλληνες έπαναστάτες ή τούς Ισπανούς συνταγματικούς, στό σουλτάνο Μαχμούτ ή στό Μεχμέτ Ά λ ή τής Αίγύπτου. Μερικοί ήταν πράκτορες ύπηρεσιών ή είδικοί Απεσταλμένοι κυ βερνήσεων. Οί Αξιωματικοί φιλοδοξούσαν νά γίνουν στρατηγοί σέ έξι μήνες καί νά πλουτίσουν άπό τά λάφυρα. Κι δταν Απογοητεύονταν, δέν δίσταζαν νά διαπεραιωθοΰν στήν Αίγυπτο γιά νά ύπηρετήσουν τόν καλοπληρωτή σατράπη τής Αίγύπτου ή νά κα ταφύγουν στούς Τούρκους. Οί περισσότεροι άπό δσους άνέλαβαν ήγετικά πόστα προκάλεσαν πολυαί μακτες πολεμικές συμφορές. Ά λ λο ι, μέ τίς ιδιοτέ λειες, τούς παραλογισμούς, τούς παραγοντισμούς καί τό χρήμα τους έβλαψαν τήν έλληνική ύπόθεση διαφθείροντας τούς Αγωνιστές καί μαραίνοντας τό ζήλο τους. Υποδαύλισαν τή διχόνοια κι έριξαν λάδι στή φωτιά τοΰ έμφυλίου πολέμου, νομιμοποιώντας τίς ξένες έπεμβάσεις.
Έργα τοΰ Κυριάκου Σιμόπουλου Βύρων (1969) Ή γλώσσα καί τό Είκοσιένα (1970) Ξένοι ταξιδιώτες στήν Ελλάδα, 4 τόμοι (19701975) Πώς είδαν οί ξένοι τήν Ελλάδα τοΰ '21, οί πρώτοι 4 τόμοι (1979-1982) Τουρκόφιλες οί εύρωπαϊκές δυνάμεις καταπολε μούσαν ή ύπονόμευαν τήν έπανάσταση Αλλά τήν ί δια στιγμή δημιουργούσαν προγεφυρώματα έπιρροής στήν Ελλάδα, μέ έξαγορές καί φατρίες. Κοινό δόγμα τους ή Ακεραιότητα τής όθωμανικής αύτοκρατορίας. Φιλοτουρκική καί ή πολιτική τών Αμερι κανικών κυβερνήσεων, σέ δλη μάλιστα τή διάρκεια τοΰ Αγώνα. Οί λαοί, βέβαια, φλέγονταν άπό φιλελληνισμό —προκάλυμμα τών φιλελευθέρων ίδεών καί σύμβο λο τών έσωτερικών Αγώνων κατά τών καταπιέσεων καί τής Απολυταρχίας. Α λλά αύτός ό φιλελληνι σμός ήταν καθοδηγούμενος ή έλεγχόμενος. Φούν τωνε ή έσβηνε σύμφωνα μέ τίς άνωθεν έπιταγές. Τά περισσότερα φιλελληνικά κομιτάτα κατευθύνονταν άπό τίς Αντίστοιχες κυβερνήσεις. Ή συμφωνία τών Δυνάμεων γιά ένοπλη παρέμβα ση στήν έλληνική ύπόθεση ήταν ένας ψυχρός διακα νονισμός Ανταγωνιστικών βλέψεων γιά νά άποκατασταθεΐ ή διαταραγμένη ίσορροπία στήν περιοχή καί νά σωθεί ό Μέγας Ασθενής, ή όθωμανική αύτοκρατορία. Τά κανόνια δέν βρόντηξαν στό Ναυαρίνο γιά τήν έλληνική έλευθερία άλλά γιά τά συμφέροντα τών Δυνάμεων. Δέν ύπήρξαν προστάτιδες Δυνάμεις. Στήν καρτερία τών 'Ελλήνων τοΰ Είκοσιένα καί στήν Αντοχή τους όφείλεται ή Ανεξαρτησία. Κι δμως ή μεταπελευθερωτική Ελλάδα τίμησε μέ Ανδριάντες ξένους πολιτικούς μισελληνικής νοοτρο πίας «άνθ’ ών έπραξαν» γιά τήν προστασία τών συμ φερόντων τής δικής τους πατρίδας. Καί τά όνόματα ξένων τυχοδιωκτών καί μισθοφόρων πού ύπήρξαν έ νοχοι σφαγιασμοΰ χιλιάδων Αγωνιστών ή έβλαψαν τήν έλληνική ύπόθεση δόθηκαν τιμητικά σέ Αθη ναϊκούς δρόμους. Ά λλά μήπως καί τό όνομα ένός βάνδαλου ξένου Αρχαιολόγου καί άρχαιοκάπηλου τής προεπαναστα τικής έποχής δέν Αποθανατίστηκε σέ δύο —μάλιστα δύο— όδούς τής πρωτεύουσας; Ποιό τό εικαστικό ύλικό στά έργα πού μελε τήσατε, ποιά ή Αξία του ώς ιστορική μαρτυ ρία; Τί θά λέγατε γι’ αύτοΰ τού είδους τίς πη γές τοΰ παρελθόντος; ΠΛΟΥΣΙΑ καί Ανεκτίμητη ή εικονογράφηση τών περιηγητικών χρονικών. Καί ώς ίστορική μαρτυρία
104/συνβντ€υξη είναι τό ίδιο σημαντική, άν δχι περισσότερο, άπό τά ίδια τά κείμενα. ’Αποτελούν τεκμήρια, αύθεντικά στοιχεία άδιαμφισβήτητα. Ή άξια μάλιστα τής εικό νας κορυφώνεται δταν πρόκειται δχι γιά άπλό σχέ διο άλλά γιά έγχρωμη άναπαράσταση. Πολλοί πε ριηγητές (διπλωμάτες, ή πλούσιοι άριστοκράτες) τα ξίδευαν στόν έλληνικό χώρο μέ συνοδεία Ικανών ζωγράφων. Μερικοί ταξιδιώτες ήταν οί ίδιοι καλλι τέχνες. Τά εικαστικά έργα τους άποτυπώνουν εικό νες τής καθημερινής ζωής, πρόσωπα, ένδυμασίες, πόλεις, λιμάνια, κάστρα, άρχαιολογικούς χώρους, μνημεία. Αύτή ή εικονογράφηση άποκτά Ιδιαίτερη σημασία γιά τήν περίοδο τού ’Αγώνα. Έχουμε μερι κά σκίτσα άγωνιστών πού άποδϊδουν μέ σπαρακτική δραματικότητα καί είλικρίνεια τήν προσωπικότητα, τό ύφος καί τό ήθος τους. Καμιά σχέση μέ τίς έξωραϊσμένες, έξηρωικοποιημένες καί φανταχτερές προ σωπογραφίες πού γνωρίζουμε άπό τίς πινακοθήκες. Δυστυχώς δέν μπόρεσα ούτε μιά μικρή εικαστική ανθολογία νά προσθέσω στίς δύο έργασίες μου. Δυσβάσταχτη ή δαπάνη. Νομίζω δμως πώς θά ήταν σημαντική προσφορά άν συγκεντρώνονταν δλες, το νίζω δλες, οί εικόνες καί τά σχεδιαγράμματα τών χρονικών πού άφοροΰν τόν έλληνικό χώρο καί άναπαράγονταν σέ ένιαία έκδοση. Ή μακρά άναστροφή σας μέ τά κείμενα τών ξένων πού έγραψαν γιά τήν Ελλάδα, τό πλή θος τών μαρτυριών τους, πώς συναιρείται μέ σα σας, τί σάς πρόσφερε τό δικό σας ταξίδι μέσα άπ’ αύτές τίς πηγές στό παρελθόν, στήν ίστορία μας; ΟΙ άφηγήσεις καί τά ήμερολόγια τών περιηγητών καί τών έθελοντών έχουν μιά άμεσότητα πού σέ συ νεπαίρνει. Γνωρίζεις δτι έζησαν οί ίδιοι τό συμβεβηκός καί τό καταγράφουν τήν ίδια στιγμή. Θυμίζουν τόν σύγχρονο ρεπόρτερ πού καλύπτει τό γεγονός μέ τήν κινηματογραφική μηχανή καί τό μαγνητόφωνο. Ά π ό τό άλλο μέρος ή προσωπική συνοδοιπορία μέ τούς ταξιδιώτες σ’ αύτούς τούς δεκαπέντε αιώνες σοΰ προκαλεϊ δέος. Αναρωτιέσαι πώς δντεξε αύτή ή φυλή πού τράβηξε τού λιναριού τά πάθη. Πώς μπό ρεσε νά έπιβιώσει, έτσι πού χτυπήθηκε, σάν τ’ αύγό στά δύο λιθάρια, άνάμεσα στόν ’Οθωμανό καί τόν Φράγκο. Είδικά ή άναδίφηση τών ξένων πηγών γιά τό Είκοσιένα μοΰ άφησε μιά πολύ πικρή γεύση. Γιατί έκεί, στά χρόνια τού Α γώνα, διακρίνει κανείς τά αί τια τών δεινών πού ταλάνισαν τόν τόπο ένάμιση αιώνα καί τόν ταλανίζουν άκόμα. Νά γιατί πρέπει νά βλέπουμε μέ άνοιχτά μάτια τήν ώμή άλήθεια. Μεγα λώσαμε πιά, δέν χρειάζονται ώραιοποιήσεις ή παρα ποιήσεις. «Τό έθνος πρέπει νά μάθει νά θεωρεί έθνικόν δ,τι είναι άληθές», έγραφε ό Σολωμός. Ά λ λ ω στε, ή γνώση τών παλαιών παθημάτων προστατεύει άπό άλλα τωρινά ή μελλούμενα, γιά νά θυμηθούμε τόν άρχαϊο ίστορικό.
μικρές αγγελίες ΑΝ έχετε σειρές παλιών περιοδι κών, κατά προτίμηση τού 19ου αιώνα ή τών άρχών τού 20οΰ, καί θέλετε νά τά πουλήσετε, τηλεφω νήστε στό 7232.694.
ΟΠΟΙΟΣ έχει στήν κατοχή του τό τεύχος άριθ. 5 τού προδικτατορικοΰ περιοδικού «’Εποχές», άς τηλεφωνήσει στό 3202.049 (8-11 π.μ.) καί θά άμειφθεΐ.
ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ μανιακός άναζητα προγράμματα, άφίσες καί είσιτήρια έλληνικών θεάτρων τού 19ου αιώνα. Ά ν μπορείτε νά τόν έξυπηρετήσετε, τηλεφωνήστε στό 3231.397.
*
ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟΣ συλλέκτης πε ριοδικών άναζητά, έδώ καί χρό νια, φύλλα τών παλιών περιοδι κών τής Αλεξάνδρειας «Ίσις» καί «’Οθόνη». Ά ν έχετε ή, έστω, άν ιά ’χετε δει στά χέρια κάποιου, τηλεφωνήστε του: 7777.270 (μό νο άπογεύματα).
*
Ο Κ.Ζ., πού σπουδάζει στίς ΗΠΑ, ειδοποιεί τούς φίλους του πού τυχαίνει νά ’ναι άγοραστές τού «Διαβάζω» δτι δέν θά μπορέ σει νά ’ρθει στήν Ελλάδα τήν Πρωτοχρονιά, δπως τούς είχε γράψει.
ΘΕΑΤΡΟ «ΔΟΚΙΜΙΟ 11 Π εζ ο γ ρ α φ ία Λ ο υ κά ς Κ ο ύσ ο υλ α ς
Τό Β ουνό
στήν ίδια σειρά 1 Π ε ζ ο γ ρ α φ ία · Γ ιώ ρ γ ο ς Ίω ά ν ν ο υ
Πολλαπλά Κατάγματα 2 Δ ο κ ίμ ιο · Κώ στας Γε ω ρ γ ο υ σ ό π ο υ λ ο ς
12 Π οίη σ η Γ ιώ ρ γ ο ς Μ α ρ κ ό π ο υ λ ο ς
Οί Π υρ ο τεχ νο υ ρ γ ο ί
Κλειδιά καί Κώδικες Θεάτρου 3 Π ε ζ ο γ ρ α φ ία · Φ ίλ ιπ π ο ς Δ ρ α κ ο ν τ α ε ιδ ή ς
Στά ’Ίχνη τής Παράστασης 4 Δ ο κ ίμ ιο · Ν ίκ ο ς Φ ω κάς
13 Π εζ ο γ ρ α φ ία Π έτρος Τ α τ σ ό π ο υ λ ο ς
Τό Π α υ σ ίπ ο νο
Επιχειρήματα γιά τή Γλώσσα, γιά τή Λογοτεχνία 5 Θ έατρ ο · Π α ύλ ο ς Μ άτεσ ις
’Εξορία 6 Π οίη σ η « Σ π ό ρ ο ς Τ σ α κ ν ιά ς
Πτέρυξ Χρονιών Παθήσεων 14 Θ έατρο Σ ο φ ο κ λ ή ς Ν άσ κος
Ό Γάμος · Τό Σ α β β α το κ ύ ρ ια κ ο · Ή Μ ο ιχ ε ία
7 Θ έατρ ο · Γ ιώ ρ γ ο ς Μ ανιώ τη ς
Περιπλανώμενη Ζωή ■ 'Αγία Κυριακή 8 Π ο ίη σ η · Μ α τ θα ίος Μ ουντές
Τά ’Αντίποινα 9 Π οίη σ η · Ζέφ η Δ α ρά κη
Τό Μοναχικό Φάντασμα τής Λένας ’Όλεμ-Θάλεια
Σ υ ν α ίσ θ η σ η Λ ή θ ης
10 Π ε ζ ο γ ρ α φ ία · Γ ε ώ ρ γ ιο ς Χ ό ρ τω ν
Κωνσταντίνος
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤ Λ ΜΕΛΟΥ
ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ \ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ : ■ . Βλάσης Γαβριηλίδης ' . ! Κλεάνθης Τριαντάφνλλος - Ραμπαγάς
wmΕκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 . ΑΘΗΝΑ 141 . ΤΗΛ 36 18 457