ΔΕΚ.ΑΠΕΝΘ!
Τα τελευταία δύο χρόνια αναμιγνύω ποτά προσπαθώντας να φτιάξω ένα κοκτέιλ. Στην αρχή ήθελα να σας μεθύσω, τώρα το πί νω στην υγειά σας. Πιέστε το κι εσείς στη δική μου, γιατί έχω α νάγκη από την ευχή σας. Κεντρική Διάθεση: Ν Ε Α ΣΥ Ν Ο Ρ Α -Α .Α . ΛΙΒΑΝΗ Σόλωνος 94, τηλ. 3600398
ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
ΓΛΑΥΚΟΣ ΘΡΑΣΑΚΗΣ ...Αγαπώ αυτό το βιβλίο περισ σότερο απ’ όσα έχω γράψει μέ χρι στιγμής. Ο λόγος είναι α πλός: είναι το μόνο μυθιστόρη μα που υιοθετώ απόλυτα σαν έκ φραση του εγώ ως τρίτου... Θα το έλεγα βιομυθιστόρημα, αυτομυθιστόρημα, μυθιστορία... Ό λα αυτά θα ’ ταν λάθος: γιατί υ πάρχει ανάπλαση ενός κατά βά ση βιογραφικού υλικού, υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο βίωμα και στην ανασύνθεσή του...
εκδόσεις^^Β: «γνώση» Ιπποκράτους 31, 106 80 ΑΘΗΝΑ τΐ|λ. 36.20.941 ■ 36.21.194
ΝΕΑΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ε π ιλ ε γ μ έ ν α Β ιβ λία γ ια π α ιδ ιά κ α ι ν έ ο υ ς Β Ι Β Λ ΙΑ Γ ΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ Α Π 0 8 Ε Τ Ω Ν ΚΑΙ Α Ν Ω
Β ΙΒ Α Ι Α Γ Ι Α Π Α ΙΔ ΙΑ Α Π Ο 10 ΕΤΩ Ν ΚΑΙ Α Ν Ω
Ζωρζ Σαντ Ιστορία ενός αγαθούλη.......................... Φώντας Λάδης ΑΛΚΗΣ Ο Τ Ε Π Έ Σ . 0 γάιδαρος που νίκησε το σκυλόψαρο και άλλες ιστορίες............ Όσκαρ Ουάιλντ 0 ευτυχισμένος πρίγκιπας ................ Μάνος Κοντολέων 0 Εέ από τ’ άστρα ................... Α. Παπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ευρώπη) Α. Παπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία) ..... Μαρία Μιχαήλ-Δέδε Ινδιάνικοι θρύλοι.................... Αλέξανδρος Δουμάς Ιστορία ενός καρυοθραύστη....... ΑλφόνςΝτωντέΟΤαρταρέντηςΤαρασκόν ............ Ιφιγένεια Αλμπανοπούλου Χόπιτι-Χοπ ............... Μαρία Μιχαήλ-Δέδε θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας .............................................. Έ λλη Αλεξίου Μύθοι του Αισώπου........................ Ντίνος Δημόπουλος 0 μαστρο-Πολύξερος κι η παλιοπαρέα του ......................................... I. Δ. Ιωαννίδης Τα τρία παιδιά ............................ I. Δ. Ιωαννίδης Ένα καράβι στη βιτρίνα.................. Ότφριντ Πρόισλερ 0 Νερουλίνος, το πνεύμα της λίμνης.......................... ............ Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου 0 κήπος με τ’ αγάλματα .. ............................................. Χάρης Σακελλαρίου 0 Σπιθοβολάκης ................... Ντίνος Δημόπουλος Αν όλα τα πιτσιρίκια του κόσμου Όσκαρ Ουάιλντ 0 εγωιστής γίγαντας .................... Νίνα Θεοχαρίδου Ασημένιος ελέφαντας ............ Λάμπρος Πέτσινης Ρωσικά λαϊκά παραμύθια........... Φιλίσα Χατζηχάννα Η Ντιντόν, ο Παβελάκης μου κι εγώ ........................ '................................. A. Α. Μιλν Τ ο σπίτι στη γωνιά του Πουφ ................ Γ ιάννης Καλατζόπουλος Τ α ρούχα του βασιλιά ....... Αδελφοί Γκριμ Διαλεχτά παραμύθια...................... Χανς Κρίστιαν Άντερσεν Διαλεχτά παραμύθια ....... Σοφία Μιχαλοπούλου 0 Μήτσης και η Μίτση.........
Έ λλη Αλεξίου Ρωτώ και μαθαίνω........................ Τζων Στάινμπεκ Τ ο κόκκινο αλογάκι ................... Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Ιόλη, ή Τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι................................... Σ. Μαυροειδή-Παπαδάκη Ο μικρός περιηγητής Κ' ... Σ. Μαυροειδή-Παπαδάκη Ο μικρός περιηγητής Β' ... Σ. Μαυροειδή-Παπαδάκη Ο μικρός περιηγητής Γ' ... Νίτσα Τζώρτζογλου Ο χρυσός δαρεικός................ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Απίθανες ιστορίες............... Νικολάι Βορόνοβ Τ ο κυνήγι των περιστερών ......... Νίτσα Τζώρτζογλου Το τσίρκο της Ίρμας ............ Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον Το νησί των θησαυρών ... Αλέξανδρος Δουμάς Η μαύρη τουλίπα .................. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Μύθοι και θρύλοι η ς Ρώμης (....................... .................. ......................... Κάρολος Ντίκενς Χριστουγεννιάτικη ιστορία ......... I. Δ. Ιωαννίδης Το άσπρο άλογο.......................... I. Δ . Ιωαννίδης Η ιστορία με το γαλάζιο μολύβι....... Κιτσικοπούλου Μαίρη Ιστορίες των δερβισάδων..... Άντον Τσέχωφ Αστείες ιστορίες.......................... Γιάννης Μπάρτζης 'Αργείος Εσπερινός.................. Νίτσα Τζώρτζογλου Τα Τρία Σίγμα.................... Ειρήνη Μάρρα Μια ιστορία για δύο....................... Σοφία Φίλντιση Ορέστης .................................. Χάρης Σακελλαρίου Διηγήματα των Χριστουγέννων Ε. Παλαιολόγου-Πετρώνδα Στη χώρα των Φαραώ .. Σοφία Φίλντιση Το Ρηνάκι και άλλα διηγήματα ..... Νίτσα Τζώρτζογλου Περπατώντας στους αιώνες __ Μαρία Πυλιώτου Τ α δέντρα που τρέχουν ............... Σώτη Χριστογιάννη Μύθοι και θρύλοι της Νορβηγίας A w Τουέιτ Επιχείρηση «Κόκκινη Άμμος» .............. Πέτερ Χέρτλιγκ Ο Μπεν αγαπάει την Άννα ........... Ντοντάρ Ντουμπάντζε Εγώ, η γιαγιά, ο Ιλίκο καιοίλαρίων ................................................
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Ζωοδόχου Πηγής 3,106 78 Αθήνα ® 360.32.34 - 360.13.31
ΝΕΑΝΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Ε π ιλ ε γ μ έ ν α Β ιβ λ ία γ ια π α ιδ ιά κ α ι ν έ ο υ ς Β ΙΒ Λ ΙΑ Γ ΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ Α Π Ο 10 ΕΤΩ Ν ΚΑΙ Α Ν Ω Λούχας Χάρτμαν Άννα-αννΑ'............................. I. Δ. Ιωαννίδης Καβάλα στο Χρονοδιαβήτη............ Λεονάρ ντε Βρις Το βιβλίο των πειραμάτων............ Λεονάρ ντε Βρις Το δεύτερο βιβλίο των πειραμάτων .. Λεονάρ ντε Βρις Το τρίτο βιβλίο των πειραμάτων . . .. Μ. Ε. Σαλτίχοβ — Στσέντριν Πατέρας και γιος ..... Ιούλιος Βερν Οι πειρατές του Α ιγαίου................... Ντίνος Δημόπουλος Τ α δελφινάκια του Αμβρακικού I. Δ. Ιωαννίδης Το παράξενο δώρο....................... Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Αλκηστη............... Λεονάρντο Ντα Βίντσι Μύθοι και ιστορίες ............ Χάρης Σακελλαρίου Ομήρου Βατραχομυομαχία ..... Ιούλιος Βερν 0 πύργος των Καρπαθίων.................. Προσπέρ Μεριμέ Κολύμπα ................................. ΤζωνΜ πιούκαν Τα 39 σκαλοπάτια...................... Ευγένιος ΣύιΚέρνοκ, ο πειρατής ......................... Ι.Δ. Ιωαννίδης 0 γύρος του κόσμου χωρίς λεφτά....... Άλκη Γουλιμή Η αόρατη σελίδα .......................... Σέλμα Λάγκερλεφ Τ α χριστουγεννιάτικα τριαντάφυλλα Τιερύ Ζονκέ Καταδίωξη στο μετρό ....................... Β ΙΒ Λ ΙΑ Γ ΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ Α Π Ο 12 Ε Τ Ω Ν Κ Α ΙΆ Ν Ω Βίκτωρ Ουγκώ Απ’ όσα έχω δει .......................... Χέντρικ Βαν Δουν Η ιστορία της ανθρωπότητας ..... Όσκαρ Ουάιλντ Το φάντασμα του Κάντερβιλ........... ΤζακΛόντον Αγάπη για τη ζωή .......................... Τζακ Λόντον Πειρατικές ιστορίες ......................... Κατερίνα Γλυκοφρύδη Μελήσιππος..................... Λίτσα Ψαραύτη Στα βήματα του Σαμοθήριου .......... Ά ννα Γκρέτα Βίνμπεργκ Μια Πέμπτη του Οκτώβρη Νικολάι Βορόνοβ Μάσα, ένα σύγχρονο κορίτσι ....... Χάρης Σακελλαρίου Η φωτιά που δε σβήνει ........... Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Τ ο ωραιότερο διήγημα του κόσμου.....................................................
Ανατόλι Αλέξιν Η τρελή Ευδοκία..................... Νίτσα Τζώρτζογλου ΣΟΣ — Κίνδυνος ................ Ανατόλι Αλέξιν Τηλεφωνήστε κι ελάτε.................. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Η εταιρεία Στάλκι & Σία ..... Έρνεστ Χεμινγουέι 0 γέρος και η θάλασσα ............ Τζ. Μιντ Φόκνερ Μούνφλιτ (Το μυστήριο του θρυλιχού διαμαντιού) .....................
Τζακ Λόντον 0 Ασπροδόντης.............................. Κίρα Σίνου — Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου Το χέρι στο βυθό ............................................ Άλμπερτ Λιχάνοφ Η έκλειψη του ήλιου ............ Ιβάν Τουργκένιεφ Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού ........ Μαρκ Τουέιν Οι περιπέτειες του Χακ Φιν ............... Αιμέ Σόμερφελτ Τ ο χαμένο όνειρο ....................... Μανόλης Κορνήλιος Πολύ ωραίο τ’ όνομά σου, Ελευθερία!..................................................... Γιώτα Φωτιάδου-Μπαλαφούτη Ποτέ ξανά .......... Λέων Τολστόι Ιστορίες ..................................... Γκούντρουν Μεμπς Το παιδί της Κυριακής ............ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Δ αίμονες των κυμάτων ........ Τζακ Σέφερ Σέιν, ο άνθρωπος της χαμένης κοιλάδας... Μαρκ Τουέιν Οι περιπέτειες του Τομ Σόγιερ ........... Κίρα Σίνου Το πάρτι της Μιράντας....................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Α' Τόμος ....... ........... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Β'Τόμος ..................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Γ'Τόμος ..................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Δ'-Τόμος ..................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Ε'Τόμος ..................... Μαρκ Τουέιν 0 πρίγκιπας και ο φτωχός.................. Τάκης Χατζηαναγνώστου Η μαγεία του κόσμου (Από τα ταξίδια του Μάρκο Π ό λο )............................
Τζακ Λόντον Μια Οδύσσεια στο Βορρά.................. Τζακ Λόντον Τ ο κάλεσμα της άγριας φύσης ............ Μάνος Κοντολέων Τ ο ταξίδι που σκοτώνει ............ Αλεξάντρ Πούσκιν Ντάμα Π ίκα..........................
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα Ζωοδόχου Πηγής 3,106 78 Αθήνα, ® 360.32,34 - 360.13.31
ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΔΕΣ Π Ο ΙΝΑ ΣΤΙΚΑ Το βιβλίο μου, για να παίζω και να μάθω τόμοι Α'-Β' Οι δύο τόμοι του βιβλιοτετράδιου αυτού περιέχουν ποικιλία ασκήσεων που κα λύπτουν όλες τις προτάσεις του «Βιβλίου για το Νηπια γωγείο» που εκδόθηκε από το Π.Ι. του ΥΠΕΠΘ. Οι πολύχρωμοι, καλαί σθητοι και εύχρηστοι τόμοι είναι με τέτοιο τρόπο σελιδο ποιημένοι και δεμένοι, ώστε με ευκολία και οι δύο τόμοι του βιβλιοτετράδιου μετατρέπονται σε «φύλλα δου λειάς». Η χρήση «Αυτοκόλλητων» συντελεί στην καλύτερη πα ρουσίαση των βιβλιότετράδιων στα μικρά παιδιά.
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΓΠΚΑ
Δ ΕΣΠ Ο ΙΝΑ ΣΤΙΚΑ Βιβλίο για τη Νηπιαγωγό
Βιβλίο για τη νηπιαγωγό
Το «Βιβλίο για τη Νηπιαγωγό» που συνοδεύει τα βιβλιοτετράδια, περιέχει: Επεξηγήσεις, σχόλια και αναλυτικές οδηγίες για την αποτελεσματικότερη χρήση των δραστηριοτήτων που περιέχουν. Το «Βιβλίο για τη Νηπιαγωγό» προσφέρεται ΔΩΡΕΑΝ
G utenberg
------------------- Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η ΣΕ ΙΡΑ ------------------ABERCROMBIE Μ.: Η Δημιουργική Μάθηση ALBERTI Α: Θέματα διδακτικής. Λεξικό βασικών όρων σύγχρονης διδακτικής ΓΑΒΑΛΑΣ Λ.: Εμπειρίες και Δραστηριότητες από τις Φυσι κές Επιστήμες ΓΕΡΟΥ Θ.: Βαθιές τομές στην εκπαίδευση ΔΑΜΑΝΑΚΗΣ Μ.: Μετανάστευση κι Εκπαίδευση ΔΑΡΑΚΗ Π.: Τα παιχνίδια των παιδιών μας ΔΑΡΑΚΗ Π.: Παιδικές κατασκηνώσεις ΔΑΡΑΚΗ Π.: Πνευματικά κέντρα ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Νεοελληνική Εκπαίδευση (1921-198S) ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Συγκριτική παιδαγωγική, Α' τόμος ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Συγκριτική παιδαγωγική, Β' τόμος ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ Σ.: Σύγχρονα Παιδανωγικά κι Εκπαιδευτικά προβλήματα ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ X.: Μιχ. Παπαμαύρος. Η ζωή, οι διώξεις και το έργο του ΣΕΡΓΗ Λ.: Η Δημιουργική μουσική αγωγή των παιδιών μας ΣΕΡΓΗ Λ.: Δραματική έκφραση και αγωγή του παιδιού ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Βασικές παιδαγωγικές θέσεις ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Ψυχοπαιδαγωγική ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Επίκαιρα Εκπαιδευτικά θέματα ΦΡΑΓΚΟΣ X.: Σύγχρονη διδασκαλία ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης, γενικά. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Οργάνωση της διδασκαλίας και της μάθησης, ειδικά και κατά μάθημα. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Η ανάπτυξη της προσωπικότη τας ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ Β.: Νεοελληνική Παιδεία και πλύση εγκεφάλου
-----------Δ Η Μ ΙΟ Υ Ρ Γ ΙΚ Η Α ΙΣΘ Η Τ ΙΚ Η Α ΓΩ ΓΗ ------ΔΑΡΑΚΗ Π.: Κουκλοθέατρο ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Αρχή σχεδίου και μέσα έκφρασης ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Κατασκευές για Κολλάζ, Αρχιτεκτονική, Θέατρο ΜΑΓΟΥΛΙΩΤΗΣ Α.: Ζωγραφική: Γλυπτική, Χαρακτική DELPEUX Η.: Κούκλες και Μαριονέτες FAURE G. - LASCAR S.: Το θεατρικό παιχνίδι στο Νηπια γωγείο και το Δημοτικό σχολείο ROCARD Α.: Κάστρα στην άμμο
GUTENBERG Σω στή σχέση με το βιβλίο
ΚΟΥΚΛΕΣ ΜΑΡΙΟΝΕΤΕ)
το ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ
αφιερώματα σε δέματα Αντίσταση και Λογοτεχνία No 58* Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία No 59* Η Γενιά των Μπήτνικ No 64* Οι επίγονοι του Φρόυντ No 65* Επιθεώρηση Τέχνης No 67 Άγιον Ό ρος No 68 Γερμανόφώνο Θέατρο No 70 Σημειωτική No 71* Μικρασιατικός Ελληνισμός No 74 Λογοτεχνία και Κινηματογρά φος No 75 Ιταλική Λογοτεχνία No 76 Σύγχρονα Ολλανδικά Γ ράμματα No 84 Αστυνομική Λογοτεχνία No 86 Νεοελληνικό Θέατρο No 89 Παιδικό Βιβλίο No 94* Βιβλίο και Φυλακή No 99 Λαϊκό Αισθηματικό Μυθιστόρημα No 100 Αρχαία Λυρική Ποίηση No 107 Φινλανδικά Γράμματα No 114 Δοκίμιο No 117 Κοινωνιολογία No 119 Ελληνικός Υπερρεαλισμός No 120 Κυπριακά Γράμματα No 123 Χιούμορ No 124 Θεσσαλονίκη No 128 Βυζάντιο No 129 Ελληνικό Παραμύθι No 130 Φουτουρισμός No 141 Γλωσσολογία No 144 Βιβλίο και Στρατός No 146 Βιβλία για το καλοκαίρι No 148 Αυτοβιογραφία No 155 Μετάφραση No 156 Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία No 163 Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες No 164 Αλληλογραφία No 170 Επιλογή Βιβλίων ’86-87 No 172 Οι επιστήμες στον κόσμο μας No 175
Παιδικό βιβλίο No 180 Κριτική No 184 Μουσική και Λογοτεχνία No 185 Διανοούμενοι και Εξουσία No 186 Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες No 188 Το νέο Μυθιστόρημα No 189 Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας No 194 Πολιτισμός και Κουλτούρα < No 195 Διακοπές και Βιβλίο No 196 Το Ελληνικό Φεμινιστικό Έντυπο No 198 Βιολογία No 203 Εξπρεσιονισμός No 208 Η Πράγα των συγγραφέων No 209 Ψυχιατρική και ψυχανάλυση No 210 Θέατρο και Παιδί No 214 Ραδιόφωνο και Τηλεόραση No 215 Γαλλική Επανάσταση No 216 Κόμικς No 217 Ροκ No 219 Επιστημονική Φαντασία No 220 Ομοιοπαθητική No 221 Κοινωνικές επιστήμες No 222 Βιβλίο - Η αγοραστική συμπε ριφορά του κοινού No 224 Ρομαντισμός No 225 Στρουκτουραλισμός No 227 Νέοι και Λογοτεχνία No 232 Ελληνική κοινωνία και κράτος No 233 Αναγνώσεις και κείμενα No 234 Το παιχνίδι και το παιδί No 236 Σύγχρονη Αμερικανική Πεζογραφία No 237 Ψυχογλωσσολογία No 238 Έγκλημα - Απόπειρες Ερμηνείας No 239 Το Όνειρο στη λογοτεχνία No 240
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ
Αλέξανδρος
Διονύσιος
ΠΑΓΙΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ
£
ΤΑ ΡΟΔΙ.Υ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ και άλλα διηγήματα
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΑ
■ ALAJN LiPIETZ Michel
TOURNIER Γ
\
ΕΡΙΙΤΙΚΟ ΑΙΙΟΔΕΙΠΝΟ
Τ ζα βέλλα 1 και Ζ ω οδόχου Π η γή ς
ΕΞΑΝΤΑΣ
Τ η λ .: 3 6 .0 4 .8 8 5 - 36.1 3 .0 6 5
Ο. ντε Μπαλζάκ No 40* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80* Μ. Γιουρσενάρ No 81
Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83* Μ. Βίαν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88* Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροΐδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Ά γρας No 104
I. Βερν No 105 Θ. Καΐρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109 Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Άλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν Ν α 126 Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν.Χ. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ.Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κοίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γουλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157 Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χεμινγουέι No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. ΝαμπόκοΦ No 162
Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χατζής No 180 Ε. Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 150 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Β. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Α. Λουπέν No 218 Φ. Πετράρχης No 218 Τζ. Ό ργουελ No 226 ν Τ. Λειβαδίτης No 228 Κ. Ντίκενς No 229 Δάντης No 230 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223 Γ κ. Απολλιναίρ No 231 Ρ. Βελεστινλής No 235
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765'
ΧΡΟΝΙΚΑ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Ηρακλής Παπαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως τέχνη του λόγου (Γράφει ο Ρ. Μπήτον)
10 12 13
Τεύχος 245 5 Σεπτεμβρίου 1990 Τιμή: Δρχ. 400 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υ μηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μ. Γ. Μερακλής: Θέσεις για τη Λαογραφία Μηνάς Αλεξιάδης: Γραπτός και προφορικός λόγος στη λαϊκή παράδοση Βασίλης Νιτσιάκος: Λαογραφία και Κοινωνιολογία Κ. Μπάδα-Τσομώκου: Συμβολή στη μελέτη της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής Μαρίνα Βρέλλη-Ζάχου: Ενδυματολογία: Διδασκαλία και έρευνα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων Ευαγγελία Δενδρινού-Καρακώστα: Ο βαφικός λειχήνας rocella tinctoria και η επιτόπια έρευνα Δημήτρης Ελ. Ράπτης: Ο σχεδιασμός μιας επιτόπιας έρευνας (Τα πρακτικά της προβλήματα) Βαγγέλης Αυδίκος: Προς μια Λαογραφία του αστικού χώρου Γιώργος Καραμπουγίδης: Η λαογραφία ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική Σπόρος Βρεττός: Λαϊκοί ποιητές στη Λευκάδα (1990-1985)
16 23 27 30 54 60 64 67 71 75
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Νικ. Λυκ. Φορόπουλος ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει η Μαρία Κρανιδιώτη ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Γράφει ο Λεωνίδας Μπιλλής ΠΑΙΔΙΚΟ: Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Γράφει ο Νίκος Κολοβός ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΜΕΛΕΤΗ: Γ ράφει ο Αντώνης Κάλφας
79 80 82 83 84 85 87
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν η Νένα Κοκκινάκη και ο Γιώργος Μπαλούρδος
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
37
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦ1Α
48
σ το ε π ό μ ε ν ο «Δ ιαβάζω »
αφιέρωμα στην Ομοφυλοφιλία
Παρακαλούμε τους εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γραφεία του περιοδικού για την άμε ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.
ΜΟΛΙΣ
Αρχές και παράδοση στην τυπογραφία Μ ε τη χαρακτηριστική επωνυμία «Τυποφιλία» εμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη ένας καινούριος εκδοτικός οίκος ο οποίος στοχεύ ει να γνωρίσει στο αναγνωστικό κοινό τα αξιολογότερα, για την τυπογραφική τέχνη, κείμενα. «Οι βασικές αρχές της τυπογρα φίας» είναι έργο του Stanley Morison, ο οποίος αφοσιώθηκε στη μελέτη και στην έρευνα των τυπογραφικών στοιχείων, τη χάρα ξη των γραμμάτων, τη στοιχειοθεσία και, γενικά, όλες τις διαδι κασίες που μεσολαβούν από τη μεταφορά του χειρογράφου στον έντυπο και έκτυπο λόγο. Στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης δεν θα βρει μόνο την έρευνα του Morison αλλά και συμβουλές και αναφορές σε ιστορικά γε γονότα που επηρέασαν την εξέλιξη της τυπογραφίας. Όμω ς κάτι ουσιαστικότερο που διατρέχει όλο το κείμενο είναι η φιλοσοφία για την αισθητική της τυπογραφικής τέχνης, που διαφαίνεται σ' ένα βιβλίο, από τα πιο απλά, στοιχεία-γράμματα, έως τη σύνθεσή τους σε τοπογραφημένη σελίδα. Ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ακόμη ότι το βιβλίο δεν περι κλείει, με το περιεχόμενό του, έναν κόσμο· είναι το ίδιο ένας ο λόκληρος κόσμος που συνδυάζει τάσεις ιδεολογικές και ρεύμα τα καλλιτεχνικά. Στο σεμνό εισαγωγικό τους σημείωμα οι υπεύθυνοι της έκδο σης ζητούν τις παρατηρήσεις ή υποδείξεις των αναγνωστών τους. Εμείς θα είχαμε να παρατηρήσουμε ότι χρειαζόταν περισ σότερη φαντασία στο σχεδίασμά των σελίδων τους, ιδιαίτερα σ' αυτό το κείμενο. Καλή αρχή φίλοι της τυπογραφίας. MORISON STANLEY: Βασικές αρχές της τυπογραφίας. Μετ.: Κλήμης Μαστορίδης. Θεσσαλονίκη, Τυποφιλία, 1990. Σελ. 56.
Θαυμαστές εικόνες για τους ήχους της μουσικής Η επαφή του παιδιού με την τέχνη και ειδικότερα με τη μουσι κή είναι χρήσιμη σε πολλά επίπεδα. Οι ήχοι και οι ρυθμοί προκαλούν το παιδί ώστε να εκφραστεί με το σώμα του, να καλλιερ γηθεί πνευματικά και να πειθαρχήσει στη γνωριμία μ’ ένα μου σικό όργανο. Ας μην ξεχνάμε ότι τα τελευταία χρόνια η μουσικο θεραπεία σε άτομα με ειδικές ανάγκες έχει θαυμάσια αποτελέ σματα. Πώς θα οδηγηθεί το παιδί στη μουσική όταν μάλιστα
χρονικά! 11 δεν παρουσιάζει μια έμφυτη κλίση; Και πώ ς στη συνέχεια θα ω φεληθεί από τη γνωριμία της χωρίς να στοχεύει πάντα σε μια επαγγελματική απασχόληση μαζί της; Θελκτικό γι' αυτούς αλ λά και για πολλούς άλλους λόγους είναι το βιβλίο του Γκουίντο Μπίμπεργκ «Ο Θαυμάσιος Ήχος» που εκδόθηκε πρόσφατα. Σ’ αυτή την έκδοση παρουσιάζονται απλά οι πολλές διαστά σεις της μουσικής. Η αναγκαιότητα της ύπαρξής της, η ιστορία της, οι ποικιλίες των ειδών της, τα μουσικά όργανα αλλά και η γραφή της. Το πολύμορφο υλικό συντίθεται σ' ένα θαυμάσιο α ποτέλεσμα όχι μόνο από την πανέξυπνη και επαγωγική ανά πτυξή του, αλλά και από την εικονογράφησή του που ανήκει στους Ελφρίντε και Έμπερχαρντ Μπίντερ. Ο ρόλος της εικονογράφησης δεν εξαντλείται στο να παρακο λουθεί το κείμενο, αλλά συμπληρώνει με χιούμορ την ατμό σφαιρα κάθε εποχής και περιγράφει τη λειτουργία των μουσι κών οργάνων. Η εικονογράφηση αυτού του βιβλίου μας πληροφορεί για τις πολλές διαστάσεις της μουσικής και μας προσελκύει σ’ αυτήν. Η έκδοση δεν απευθύνεται μόνο σε παιδιά, αλλά και σε πολ λούς ενήλικες, οι οποίοι θα μπορέσουν να την αξιοποιήσουν σαν ένα πρόχειρο οδηγό που θα τους έφερνε κοντότερα σ’ ένα από τα επίπεδα και τους ήχους της μουσικής. Αν και αντιλαμβανόμαστε τους πρακτικούς λόγους που υπα γορεύουν την επιλογή αυτών των στοιχείων, το βιβλίο θα ήταν ακόμα πιο ελκυστικό αν είχε φωτοστοιχειοθετηθεί με μεγαλύτε ρα γράμματα. ΓΚΟΥΙΝΤΟ ΜΠΙΜΠΕΡΓΚ. Ο θαυμαστός ήχος. Διάταξη και Εικονογρά φηση: Ελφρίντε και Έμπερχαρτ Μπίντερ. Μετ. Καίτη Μαράκα. Αθήνα, Σύχρονη Εποχή (χ.χ. η Ελληνική Έκδοση). Σελ. 26.
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ από 12 Ιουλίου έως 31 Ιουλίου 1990
Αριστοτέλης-Αθ., Βασιλόττουλος-Χαλάνδρι, ΔωδώνηΑθ., Δωδώνη-Γιάννινα, Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ.( Εξαρχόπουλος-Αθ., Εστία-ΑΘ., ΙανόςΘεσσ., Κατώι του βιβλίου-Θεσο., Λέσχη του βιβλίουΑθ., Λοξίας-Θεσσ., Libro-ΑΘ., Μάτι-Κατερίνη, Μεθενίτης-Πάτρα, Μιχαλάς-ΑΘ., Πολΰεδρο-Πάτρα, Πρίσμα-Πειραιάς, Σάκης-Ν. Σμύρνη, ΣύμβολοΚηφισιά. * yPlflZANOi Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες α π ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πω λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς οτο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
m m
ΖΩΓΡΑΦΟΥ Λ.: Νύχτωσε αγάπη μου - Είναι χθες
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΜΠΙΟΥΜΠΙ Φ.: ...Και το όνειρο πάγωσε. Ένα χρονικό του AIDS ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Π.: Πέτρος και Ελένη
ΒΑΜΒΟΥΝΑΚΗ Μ.: Οι παλιές αγάπες πάνε στον Παράδεισο ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου
ΚΕΔΡΟΣ
ΚΕΔΡΟΣ
| ΕΛΥΤΗΣ Ο.: Τα δημόσια και τα ιδιωτικά ΜΑΝΙΩΤΗΣ Γ.: Η φοβερά προστασία
ΙΚΑΡΟΣ
ΚΕΔΡΟΣ
| ΣΚΟΥΡΤΗΣ Γ.: Τα χειρόγραφα της Ρωξάνης | ΝΤΑΛ Ρ.: Ματίλντα
ΦΙΛΙΠΠΟΤΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ..: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά | ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Γάτα με πέταλα
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΕΞΑΝΤΑΣ
ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
χρονικά/13
Roderick Beaton
To ελληνικό δημοτικό τραγούδι ως τέχνη του λόγου δη από την πρώτη φάση του ενδιαφέροντος των λογίων για το δημοτικό τραγούδι, στις αρχές του 19ου αιώνα, το ενδιαφέρον αυτό στρεφό ταν γύρω από τις ιστορικές και πολιτισμικές μαρτυ ρίες που προσέφερε. Γράψει ενδεικτικά ο Claude Fauriel στα 1824 ότι τα τραγούδια αυτά δείχνουν μια πλήρη εικόνα της ζωής και των εμπειριών του Νεοέλληνα1. Αργότερα, πρώτος ο Σπ. Ζαμπέλιος και μετά, με μεγαλύτερο κύρος, ο Νικόλαος Πολί της, θεωρούσαν το δημοτικό τραγούδι ως τον εν διάμεσο κρίκο που συνδέει τη συνείδηση του σύγ χρονου Έλληνα με τη μακρινή ιστορία του έθνους κι έπειτα ο Στίλπων Κυριακίδης, που ως πρώτος κα θηγητής στην έδρα Λαογραφίας στη νεοσύστατη τότε (1926) Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εγκαινίασε τη φάση, όπως τη χαρα κτηρίζει η αείμνηστη κόρη του, Άλκη Κυριακίδου Νέστορος, της αυστηρής ιστορικής προσέγγισης στο θέμα . Ο ίδιος ο Κυριακίδης όμως, στο βιβλίο του Ελληνική Λαογραφία Μέρος A Μνημεία του Λόγου (1922)8 εισάγει την επιστημονική ανάλυση του ύφους και της γλώσσας του δημοτικού τραγου διού από μία κάπως «φιλολογική» σκοπιά. Με τα δεδομένα του 19ου αιώνα, και μέχρι την ε ποχή του Κυριακίδη, δεν πρέπει να μας παραξενεύ ει η γενική στροφή προς το παρελθόν και στα ιστο ρικά στοιχεία, που διαπιστώνονται στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού στην Ελλάδα. Το φαινόμενο της ιστορικής, κυρίως, προσέγγισης στα δείγματα του λαϊκού βίου τού τόπου, φυσικά δεν περιορίζε ται στο χώρο του ελληνισμού. Ο ίδιος ο όρος folklore στα αγγλικά (μαζί με τη συγγενική ορολο γία άλλων ευρωπαϊκών γλωσσών), τον οποίο μετέ φερε στα ελληνικά ο Νικόλαος Πολίτης ως «λαο γραφία», στα μέσα του 19ου αιώνα ερμηνευόταν ως «λαϊκές αρχαιότητες» (popular antiquities). Θα κά ναμε μεγάλο λάθος αν συμπεραίναμε, ότι η σχεδόν αποκλειστική ιστορική αντίληψη των ερευνητών του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού κατά τη διάρ κεια του 19ου αιώνα είναι ένα αποκλειστικά ελληνι κό φαινόμενο - την ίδια αντίληψη είχαν και οι ξέ νοι της εποχής για τα δικά τους. Σήμερα στην Ελλάδα τα αντικείμενα της λαογραφικής επιστήμης είναι πολλά και ποίκιλλα, γιατί θε ωρείται ότι καλύπτει όλα, όσα αφορούν τον παρα δοσιακό βίο του λαού. Ένα μέρος της μόνο συνάπτεται με τη φιλολογία: τα «μνημεία του λόγου», ό πως τα ονόμασε ο Πολίτης.4 Και είναι μάλλον εν δεικτικό ότι η λαογραφία στα ελληνικά πανεπιστή μια εντάσσεται μάλλον στο Τμήμα Ιστορίας και όχι στο Τμήμα Φιλολογίας. Το δημοτικό τραγούδι, λοι
Η
πόν, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί απο τελεί ταυτόχρονα υλικό της λαογραφίας ή ανθρω πολογίας, σε σχέση μάλιστα με πολλά άλλα συστα τικά του λαϊκού βίου, αλλά και ένα είδος του λόγου, έργο δηλαδή της γλώσσας, και άρα συγκεκριμένη περίπτωση μιας άλλης ανθρώπινης ιδιότητας, που θεσμικά διερευνάται από τη φιλολογία. Η ιδιότητα αυτή του ελληνικού δημοτικού τρα γουδιού φυσικά δεν παραμελήθηκε εντελώς. Και η τεράστια συμβολή του δημοτικού τραγουδιού στη διαμόρφωση της γραπτής ελληνικής ποίησης από τον Σολωμό μέχρι τον Ρίτσο,5 είναι πια κοινοτοπία των ελληνικών γραμμάτων. Λίγες, όμως, είναι οι συστηματικές και επιστημονικές μελέτες για το δη μοτικό τραγούδι που βασίζονται στην ουσία του ως λόγου. ο πρώτο βήμα έκανε ο Στίλπων Κυριακίδης, στην εργασία του που αναφέρθηκε παραπά νω.6 Άλλο, και σημαντικό, είναι το βιβλίο του Ελβε τού εθνομουσικολόγου Samuel Baud-Bovy, στο ο ποίο αναλύονται διεξοδικά η δομή και η σύνθεση των τραγουδιών των Δωδεκανήσων.7 Σε δική μου εργασία, που κυκλοφόρησε το 1980,8 έθιξα τα θέ ματα της ερμηνείας του δημοτικού τραγουδιού ως γλωσσικού μηνύματος, όπως και της προφορικής διάρθρωσής του που βασίζεται, σύμφωνα με την ε πιχειρηματολογία του βιβλίου, στο σύστημα της «φόρμουλας» ή του «λογοτύπου» που έγινε γνωστό από τις έρευνες των Αμερικανών ομηριστών Milman Parry και Albert Lord. Αλλά η καθαρά φιλολογική προσέγγιση του δη μοτικού τραγουδιού φτάνει στην αποκορύφωση με την πρόσφατη εργασία του Γρ. Σηφάκη, Για μια ποι ητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού.'10 Στο βιβλίο αυτό ο Σηφάκης, με τολμηρό τρόπο, απομακρύνει το δημοτικό τραγούδι τόσο από τις διαχρο νικές σχέσεις με την ιστορία όσο και από τις συγ χρονικές σχέσεις με τα ανθρωπολογικά / λαογραφικά συμφραζόμενα, ώστε να ρίξει όλο το βάρος της μελέτης του στην προβληματική της διάρθρω σης του προφορικού λόγου. Και παρ’ όλο που η μεθοδολογία του θα είχε επι κίνδυνες συνέπειες, αν προσαρμοζόταν χωρίς τη λεπτεπίλεπτη διάκριση που διαθέτει ο ίδιος ο Ση φάκης, στη συγκεκριμένη περίπτωση δικαιώνεται πλήρως από το αποτέλεσμα. Στο βιβλίο αυτό ο Ση φάκης δεν αμφισβητεί καθόλου τη θεωρία της λογοτυπικής σύνθεσης και αναπαραγωγής στο δημο τικό τραγούδι,11 και τη συμφιλιώνει με τη δομική γλωσσολογία και σημειολογία της γαλλικής σχο
Τ
14/χρονικα λής του ’60 και του ’70. Από την πλευρά των κοινωνικών επιστημών, αντί θετα, το δημοτικό τραγούδι μελετάται ολοένα πε ρισσότερο από τη συγχρονική άποψη, και μάλιστα σε στενή σχέση με τα κοινωνικά συμφραζόμενά του.12 Έτσι, π.χ., η Anna Caraveli σε μια μελέτη της για το δημοτικό τραγούδι, και ιδιαίτερα για τη μα ντινάδα της Καρπάθου, αποδίδει την παραγωγή νοήματος, στα ποιήματα αυτά, σε τρεις παράγον τες. Ο πρώτος είναι τα άμεσα συμφραζόμενα της παράστασης. Δεύτερος είναι ένα πλούσιο δίκτυο α ναφορών, που διατρέχει όλη την προφορική παρά δοση, με αποτέλεσμα μια απλή φράση να φέρει μα ζί της τον απόηχο πολλών παραδοσιακών «χω ρίων», τα οποία λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο, ό πως οι ενσυνείδητες παραπομπές ενός λογοτεχνι κού κειμένου. Τρίτος παράγοντας είναι η πλάγια α ναφορά σε τοπικά και κοινωνικά γεγονότα, τόσο γνωστά στο ακροατήριο, ώστε να μη χρειάζεται να αναφερθούν ρητά.13 Η ανάλυση της Caraveli οδη γεί στο έπακρο τη μεθοδολογία της συγχρονικής μελέτης, την οποία εφάρμοσε και η Ruth Finnegan σε διεξοδική μελέτη της για την κοινωνιολογία των προφορικών παραδόσεων όλου του κόσμου.14 Κα τά γενικό κανόνα, τι προσέγγιση αυτή αρνείται την προνομιακή θέση που για τη φιλολογία κατέχει ο λόγος, και προτιμά να αναζητήσει σημασιολογικά δεδομένα σε κάθε είδους κοινωνική πράξη.
Έτσι η παραδοσιακή ιδιότητα της προφορικής ποίησης δεν είναι κάτι που τη διαφοροποιεί ουσια στικά από τη γραπτή λογοτεχνία, η οποία αποδεί χτηκε, και αυτή, κατάλληλη για κοινωνιολογική έ ρευνα. Μια διάκριση όμως πρέπει να γίνεται ακόμη, και είναι η διάκριση όχι ανάμεσα στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, αλλά ανάμεσα στις δύο επι στήμες που, ταυτόχρονα και οι δύο, έχουν αντικεί μενο τον έντεχνο λόγο: ανάμεσα στην ανθρωπολογία/λαογραφία και τη φιλολογία. Η κοινωνιολογική ή λαογραφική μελέτη πολιτι σμικών εκδηλώσεων, που έχουν ως μέσο τους τον λόγο, καθόλου δεν αφαιρεί από τους φιλολόγους την ευθύνη για την παράλληλη μελέτη της προφο ρικής ποίησης στην ιδιότητά της ως λόγου. Και, ό πως ισχυρίζονται οι γλωσσολόγοι, η γλώσσα απο τελεί μοναδικό γνώρισμα του ανθρώπου - αντικει μένου τής ανθρωπολογίας (όπως φυσικά και της λαογραφίας). Στις μέρες μας ιδιαίτερα, όταν τα κεί μενα της λογοτεχνίας ερευνώνται αποτελεσματικά από τους κοινωνιολόγους, είναι επείγουσα ανάγκη για τους φιλολόγους να επεκτείνουν τους ορίζοντές τους, ώστε να καλύψουν την τέχνη του λόγου οποιοσδήποτε μορφής. Με την αναγνώριση της φι λολογίας και της λαογραφίας ως συμπληρωματι κών προσεγγίσεων στα ίδια, συχνά, φαινόμενα, ε πακολουθεί και η δικαίωση τόσο της ανάλυσης του προφορικού λόγου στην ιδιότητά του ως λόγου, ό σο και της κοινωνιολογικής ανάλυσης οποιοσδήπο ια τέτοια κοινωνιολογία της προφορικής πα τε κοινωνικής εκδήλωσης (ανάμεσα στις οποίες ράδοσης φαίνεται, από πρώτη ματιά, να απο- βρίσκεται βέβαια και ο λόγος). Η μία ξεκινάει από μακρύνει το θέμα μας ακόμα πιο πολύ από τη γρα το εσωτερικό του αντικειμένου, ενώ η δεύτερη βα πτή λογοτεχνία. Αλλά οι κοινωνιολόγοι και οι αν- σίζεται στις εξωτερικές σχέσεις του. θρωπολόγοι, όπως είναι γνωστό, δεν σταμάτησαν Η σημερινή «φιλολογική» (αν όχι αναγκαστικά με τον προφορικό λόγο. Στις μέρες μας είναι πια -και σημειολογική) προσέγγιση του θέματος θα έ καθιερωμένο ως αντικείμενο της επιστήμης η κοι- πρεπε να συμβαδίζει και με την κατανόησή των νωνιολογία της λογοτεχνίας. Κι όσο και να αντι πραγματικών εθνογραφικών συμφραζομένων του δρούν οι παλαιότεροι φιλόλογοι, που μερικές φο δημοτικού τραγουδιού, όπως και της λειτουργικόρές θεωρούν την εξέλιξη αυτή ως απειλή, γίνεται τητάς του μέσα στον παραδοσιακό βίο. Και έτσι α τώρα αποδεκτό από πολλούς, ότι ο έντεχνος λό ποβλέπω σε συγκεκριμένες προεκτάσεις της έρευ γος, άσχετα αν είναι γραπτός ή προφορικός, αποτε νας, σε σημεία που δεν θίγονται ούτε από τους πε λεί κοινωνική πράξη και επομένως θεμιτό αντικεί ρισσότερους λαογράφους, ούτε από τον Σηφάκη, ό μενο της γενικότερης έρευνας των ανθρώπινων πως είναι η σημασιολογική λειτουργία και οι ρητο κοινωνιών και θεσμών.*12345678 ρικές δομές του δημοτικού τραγουδιού.
Μ
Σημειώσεις 1. Fauriel, C., Chants populaires de la Grece moderne. Τό μος 1ος, Παρίσι 1824. 2. A. Κυριακίδου-Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής λαο γραφίας - κριτική ανάλυση. Εταιρεία Σπουδών, Αθή να, 1978, σσ. 111-47. 3. Αναδημοσιεύεται στον τόμο: Στιλπ. Κυριακίδης, Το δη μοτικό τραγούδι: συναγω γή μελετώ ν (επιμ. Α. Κυριακίδου-Νέστορος), Αθήνα 1978, σσ. 1-76. 4. Βλ. σχετικά Ν.Γ. Πολίτης, «Λαογραφία», Λαογραφία 1 (1909), σσ. 3-18. 5. Δεν πρέπει να αγνοήσουμε τη συμβολή των ποιητών της νεότερης γενιάς που γράφουν στίχους για μουσι κές συνθέσεις, όπω ς είναι ο Γκότσος, ο Μύρης και ο Ε λευθερίου· όλοι εμπνεύστηκαν έκδηλα και από το δη μοτικό τραγούδι. 6. Βλ. σημ. 3. 7. La chanson populaire grecque du Dodecanese, I. Les textes. Paris, 1936. 8. Roderick Beaton, Folk poetry o f modern Greece. Cambridge, 1980.
9.
10. 1.1. 12.
13. 14.
Βλ. A. Lord, The singer o f tales. Cambridge, Mass., 1960. Για την ελληνική απόδοση του όρου «formula», βλ. Γ.Μ. Σηφάκη, Για μια ποιητική του ελληνικού δημο τικού τραγουδιού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σ. 81, σημ. 1. Βλ. σημ. 9. Η αντίθετη άποψη έχει διατυπωθεί από τον G. Saunier, Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι - της ξενιτιάς, Βι βλιοπωλείο του Ερμή, 1983, σελ. 11. Για τη στροφή αυτή βλ. Α. Κυριακίδου-Νέστορος (στον τόμο που αναφέρθηκε, σημ. 2), όπως και Μ. Herzfeld, Social borderers: them es of conflict and ambiguity in Greek folk song, Byzantine and Modern Greek Studies (Birmingham) 6 (1980): 61-80. A. Caraveli, «The song beyond the song: aesthetics and social interaction in Greek folksong», Journal of American Folklore 95 (1982): 129-58. R. Finnegan, Oral poetry, its nature, significance and social context, Cambridge, 1977. Δυστυχώς η κ. Finnegan δεν παραπέμπει σε κανένα ελληνικό παρά δειγμα της προφορικής ποίησης.
Κέντημα Αττικής 19ος αι. Μουσείο Μπενάκη
Η λα ογρα φία, α κόμ α και μ ε τά τη θεω ρητική κατοχύρω ση και, τρ ό π ο ν τινά, κρίσιμη ίδρυσή της από τον Ν ικ ό λ α ο Π ο λίτη (1909), έγινε πεδίο σ υ γκλίσ εω ς πολλώ ν ψυχολογικώ ν, πατριω τικώ ν, ιδεολογικώ ν τά σ εω ν και διαθέσεω ν, κ α θώς α π ο τέλεσ ε το μ ε γά λ ο κά το π τρο , όπου α ν τικ α θ ρ εφ τίσ τη κ ε ο π α ρα δ ο σ ια κό ς π ο λιτισμός ενός λαού, μ ’ ένα εντυπ ω σια κό εύρος, και μ ά λ ισ τα σε-μ ια ν επ οχή όπου π ο λλ ές σ υγκυρίες συ νέτεινα ν σ τ η ν α ναζήτη ση μ ια ς εθνικής αυτογνω σίας. Η κ ίνηση αυτή συνήθω ς κρίνεται α υ σ τη ρά και υ ποτιμά τα ι, κ α τά λ ό γ ο πά ντω ς αντίσ τροφ ο π ρος τη ν απ ήχη ση που β ρ ή κ ε (και εξ α κ ο λο υ θ εί να βρίσκει) σ ε π ο λ λέ ς και διάφορες κατη γορίες του πληθυσμού. Π εριορίζομαι να αναφερθώ σ το ν κόσμο τω ν διδασ κάλω ν, που υπ ή ρξα ν από τους πιο θερμούς θιασώ τες α λ λά και ερ γά τες τη ς λα ογρα φ ίας. Η κριτική , που ασ κήθ ηκε και α σ κ είτα ι απ ό τους ευάριθμους διανοουμένους γενικά, και η απ ήχηση, που β ρ ή κ ε η λα ογρα φ ία και η λα ο γρα φ ική κίνηση σ ’ένα εντυπ ω σια κά πολυάριθμο κοινό, συ ν ισ τά ένα πρόβ λη μα , το οποίο δ ε ν έχει ώς τώ ρα αντιμ ετω π ισ θεί νηφάλια. Σ υμ βολή σ ε μια τέτοια α ν τιμ ετώ πισ η και μ ε λέτη του προ β λή μ α το ς α π ο τε λεί το αφιέρω μα αυτό. Επιμέλεια αφιερώματος Μ. Γ. Μερακλής * Οι προβληματικές που αναπτύσσονται στο αφιέρωμά μας θα συμπληρωθούν, σε επόμενα τεύχη μας, με τη δημο σίευση των άρθρων: α) Αριστείδη Δουλαβέρη, «Ο έμμετρος λόγος στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία», β) Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού, «Η έννοια και η πραγματικότητα της εκδίκησης στην ύπαιθρο ενός νησιού»
16/αφιερωμα
Μ.Γ. Μερακλής
Θέσεις για τη Λαογραφία Η Λαογραφία ως επιστήμη είναι αρτιπαγής.1 Ειδικότερα στην Ελλάδα αριθμεί ογδόντα χρόνια ζωής, αν θε ωρήσουμε αρχή την ίδρυση της Ελ ληνικής Λαογραφικής Εταιρείας και την έκδοση του επιστημονικού της Δελτίου, της «Λαογραφίας» (1909).2 Εντούτοις η ώς τώρα επιστημονική της πορεία προκάλεσε έντονες συζη τήσεις όσον αφορά την εν γένει προ σφορά της αλλά και τη θεωρία, τη με θοδολογία της, την οντότητά της ως επιστημονικού κλάδου. Ακόμα, όσον αφορά και τη βιωσιμότητά της, οι α πόψεις που εκφράζονται σχετικά προς αυτή ποικίλλουν. Θεόδωρος Παπαδόπουλλος θεωρεί «το λαογραφικόν πρόβλημα ως ουσιαστικώς επι στημολογικόν»,3 έχει την άποψη ότι οι τεχνολο γικές και οικονομικές μεταβολές έκαναν φανε ρό, «ότι αναγκαιούν ριζικαί αναπροσαρμογαί εις την θεωρίαν και μέθοδον των επιστημών του αν θρώπου» και προσθέτει ότι «η μέλλουσα θέσις της Λαογραφίας ως επιστήμης του ανθρώπου θα εξαρτηθή εκ της δυνατότητος αντιμετωπίσεως α πό της ιδικής της σκοπιάς των ανθρωπίνων προ βλημάτων εντός του ραγδαίως εξελισσομένου κοινωνικού περιβάλλοντος και της αναπροσαρ μογής του θεωρητικού και μεδοδολογικού αυτής εξοπλισμού προς τας απαιτήσεις της προβλημα τικής ταύτης».4 Ο Στάθης Δαμιανάκος υποστηρίζει ότι μια «κοινωνιολογική ανάγνωση της λαϊκής πολιτι σμικής κληρονομιάς δεν είναι δυνατή χωρίς έναν θεωρητικό επαναπροσδιορισμό των θεμελιωδών εννοιών που δεσπόζουν στη λογική της λαϊκής πολιτισμικής δημιουργίας».5 Ο Στέλιος Παπαδόπουλος, στην εισαγωγή που προτάσσει στη διδακτορική του διατριβή, διαπι-
Ο
Ήπειρος, Μέτσοβο, Μουσείο Τοσίτσα
στώνει ότι «η σπουδή του νεοελληνικού παραδο σιακού πολιτισμού, όπως και όσο αυτή πραγμα τοποιήθηκε από τη λαογραφία στη διάρκεια των τελευταίων 70 ετών, παρουσιάζει σήμερα ανισομέρειες, κενά και καθυστερήσεις που προήλθαν από τη θεωρητική της τοποθέτηση και από τις ι στορικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώ θηκε η θεωρητική εκείνη τοποθέτηση».6 Η Margaret Alexiou, διαπιστώνοντας ότι «αμ φισβητείται η θεωρητική βάση και η πρακτική α ξία ενός τέτοιου προσανατολισμού»7 αναρωτιέ ται «τι θα κάνομε» αν καταργηθεί «η ανίχνευση παλαιότερων και δήθεν αρχαίων μοτίβων»,8 αλ λά δε διευκρινίζει αν ο λαογράφος έχει θέση στο σύγχρονο μεταβαλλόμενο κόσμο, ή πώς εννοεί την προσαρμογή του στις πολύπλοκες μεταβολές της κοινωνίας και του πολιτισμού της.9 Στον ειδικότερο κύκλο των λαογράφων ο Δη μ.
αφιερωμα/17 Σ. Λουκάτος, ήδη από το 1954, στην κριτική του βιβλίου τού Marcel Maget, Guide d’etude directe des comportements culturels, Paris 1953 (Λαογρα φία, 13/1954, σ. 357-61), επισημαίνει την ανάγκη για αναπροσανατολισμό της λαογραφίας στις μεθόδους της και το θεωρητικό της πλαίσιο. Το 1964, ως καθηγητής της έδρας της λαογραφίας στα Ιωάννινα, εισάγει νέα στοιχεία στη θεματική της λαογραφίας.10 Ο Μ.Γ. Μερακλής εισάγει το ιστορικόκοινωνιολογικό στοιχείο στην εξέταση των λαογραφικών φαινομένων και κατανοεί την ανα γκαιότητα για στροφή στην επιστήμη της λαο γραφίας, με κάθε όμως σεβασμό στο παρελθόν της,11 το οποίο υπήρξε ιστορικά-νομοτελειακά καθορισμένο και δε θα μπορούσε να έχει πραγ ματοποιηθεί κατά τις τις επιθυμίες των μεταγενε στέρων. Το σεβασμό του στους παλιούς λαογράφους εξέφρασε και ο Μ. Herzfeld.12 Η Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος13 προτείνει τον περιορισμό του αντικειμένου της λαογραφίας χρονικά και τοπικά και την ενασχόλησή της με τον παραδοσιακό πολιτισμό, του οποίου η εποχή14 της ακμής πέφτει μέσα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα στην περίοδο 1770-1820, που ο Κ.Θ. Δημαράς ονόμασε ελληνι κό Διαφωτισμό. Χώρος ανάπτυξης του παραδο σιακού πολιτισμού είναι η αυτόνομη ελληνική κοινότητα, η οποία δεν εξαρτάται ακόμη από μια κεντρική διοίκηση και έχει τα περιθώρια να α σκήσει δική της πολιτική και να αυτοοργανωθεί. Γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι η κριτική της λαογραφίας ασκήθηκε προς δύο κατευθύν σεις: επικρίθηκε γιατί δεν ενδιαφέρθηκε για τη θεωρητική θεμελίωση και τον ιστορικό προσδιο ρισμό των γενεσιουργών αιτίων της και γιατί δε φρόντισε να διακριθεί και να αντιδιασταλεί από την ερασιτεχνική λαογραφική ενασχόληση. Για τη διαλεύκανση σημείων που σχετίζονται με την κριτική αυτή, κρίνεται αναγκαία μια σύ ντομη ιστορική αναδρομή. Μια μεγάλη χρονική ενότητα ή περίοδος είναι αυτή που ορίζεται από την πρώτη εμφάνιση της λαογραφίας (1909) ώς τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αντικείμενο της λαογραφίας σ’ αυτή την περίοδο είναι ο πληθυ σμός της υπαίθρου και βάσει αυτού η ανίχνευση της «συνέχειας», των στοιχείων δηλαδή εκείνων που θα πιστοποιούν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες και κατά συνέπεια ο πολιτισμός τους έλκουν την καταγωγή τους από την Αρχαία Ελλάδα.15 Προ στίθεται ακόμη και η έρευνα γενικά της ιδιοσυ στασίας του ανθρώπου.16 Η θεωρία της συνέχειας είναι πάντως συνέπεια των ιστορικών συνθηκών που επικρατούσαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην Ευρώπη εμφανίζεται τότε ο εθνικισμός, μια ιδέα που κινείται στα πλαίσια και της ρομαντικής θεωρίας. Ο Ρομαντι σμός έρχεται σ’ αντίθεση με το Διαφωτισμό που
κυριαρχούσε στη δυτική Ευρώπη, ιδίως στις αποικιοκρατικές χώρες (Γαλλία, Αγγλία), και α ποτελούσε κίνδυνο για την εθνοφυλετική υπόστα ση των λαών της κεντρικής και ανατολικής Ευ ρώπης.17 Η λαογραφία, ως προϊόν ενός ρομαντικού ε θνοκεντρισμού, ενισχύει την προσπάθεια ίδρυσης και περιχαράκωσης των εθνικών κρατών έναντι των άλλων. Στα Βαλκάνια ο Ρομαντισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος. Κύριος στόχος της λαογρα φίας στον βαλκανικό χώρο είναι η επισήμανση των εθνικών χαρακτηριστικών που διαφορο ποιούν κάθε έθνος-κράτος από τα υπόλοιπα. Η γέννηση της λαογραφίας στην Ελλάδα επιβάλλε ται, λοιπόν, από την ανάγκη να στερεωθεί το νεο σύστατο κράτος, του οποίου ο συνεκτικός ιστός, σύμφωνα με τη ρομαντική αντίληψη, θεωρείται η εθνική συνείδηση που εξαρτάται από τη συγγέ νεια του αίματος. Η έννοια της συνείδησης αυτής αμφισβητήθηκε από τον Γερμανό ιστορικό Fallmerayer. ι απόψεις του Fallmerayer, που αμφισβητού σαν άμεσα την οντότητα του ελληνικού έθνους-κράτους, θα αποτελόσουν το ιδεολογικό υ πόβαθρο για εδαφικές διεκδικήσεις γειτονικών λαών, δεδομένου ότι τον 19ο αιώνα η άρνηση της συγγένειας αίματος αίρει την αναγκαιότητα της ύπαρξης ενός κράτους και φυσικά ακυρώνει το όραμα για επέκταση των συνόρων. Η Μεγάλη Ι δέα, που ιδεολογικοποιούσε την εθνική και πολι τική ζωή στην Ελλάδα, έχανε έτσι τη δύναμη, με την οποία κρατούσε σε εγρήγορση τον ελληνικό λαό. Μέσα σε μια τέτοια, αντικειμενικά προσδιο ρισμένη ατμόσφαιρα, «οι λαογράφοι και οι ιστο ρικοί αγωνίστηκαν με πατριωτική εφευρετικότητα να προβάλουν την ιστορική και εθνολογική μαρτυρία τους για την πρόοδο ή ισχυροποίηση των εθνικών τους συνόρων».18 Η λαογραφία α ναλαμβάνει να στηρίξει την άποψη ότι ο σημερι νός ελληνικός λαός προέρχεται από τους αρ χαίους Έλληνες, είναι συνέχεια της αρχαίας κληρονομιάς. Σ’ αυτό τον ιδεολογικό αγώνα συστρατεύονται και άλλες επιστήμες, που έτσι ανα πόφευκτα φορτίζονται ιδεολογικά, τουλάχιστον σε πολύ μεγάλο βαθμό, αφού, όπως σημειώθηκε, κάτω από την πίεση ιστορικών όρων εμπλέκο νται σε ιδεολογικού χαρακτήρα αντιθέσεις και συγκρούσεις. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος επιχειρεί να αποδείξει το αδιάσπαστο της ελ ληνικής ιστορίας. Το βάρος, όμως, πέφτει στη λαογραφία, γιατί ασφαλώς η περιοχή, ,που κρινόταν κατάλληλη για να αποδειχθεί ο ισχυρισμός αυτός, ήταν ο λαϊκός πολιτισμός. Η λαογραφία, λοιπόν, από τη γέννησή της χρεώνεται με την ευ θύνη στήριξης της αυθεντικότητας του ελληνικού έθνους και κράτους. Ως φυσική συνέπεια έρχεται η ταύτισή της, ως επιστήμης, με το έθνος, που εί
Ο
18/αφιερωμα ναι το αντικείμενο της μελέτης της. Χάνεται η α πόσταση από το αντικείμενο, η οποία δίνει τη δυ νατότητα να αναθεωρούνται και να αναπροσανατολίζονται πιο εύκολα και ελεύθερα οι θεωρη τικές και μεθοδολογικές αρχές. Ο λαϊκός πολιτι σμός έτσι δεν αντιμετωπίζεται αυτόνομα, αλλά αποκτά τη σημασία του αντανακλαστικά, στο βαθμό δηλ. που διασώζει στοιχεία που επιβεβαιώ νουν την «αρχαιότητα και μοναδικότητα του έ θνους».19 Ο Νικόλαος Πολίτης αναζητεί τα «μνημεία της αρχαιότητος τα ζώντα παρά τω ελ ληνικά) λαώ».20 Η αρχαιολογική αυτή αντιμετώπιση του λαϊ κού πολιτισμού είχε βεβαίως τις επιπτώσεις της και στην έννοια του λαού, που σχεδόν ταυτίστη κε με τον αγροτικό πληθυσμό, γιατί εκεί ήταν δυ νατό, με τη δεδομένη εξαιρετικά αργή εξέλιξη ή και ακινησία των δομών, να εντοπισθούν τα «μνημεία της αρχαιότητος». Η ελληνική λαογρα φία έτσι έτεινε περισσότερο προς την κλασική φι λολογία και αρχαιολογία21 και η πολιτισμική έκ φραση δε γινόταν κατανοητή ως μια ιστορική πραγματικότητα, που ανήκει σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αλλά ως μια υπερβατική σύλλη ψη, που υπαγορεύει ανάλογη μεθοδολογία, όπως είναι η θεματική λημματογραφική συλλογή του υ λικού και η διαχρονική σύγκριση.22 Ό ταν οι ό ροι αυτοί θα πάψουν να υπάρχουν — και ουσια στικά κάτι τέτοιο συμβαίνει στη μεταπολεμική ε ποχή - η λαογραφία θα αποβάλει την υπέρμετρη ιδεολογία23 και θα αποδεχθεί θεμελιώδεις επι στημονικές αρχές ως conditio sine qua non του έργου της. Μια δεύτερη κριτική που δέχτηκε η λαογρα φία, είναι ότι ταυτίστηκε με την ερασιτεχνία. Εί ναι γεγονός, ότι σε καμιάν άλλη περιοχή μελέτης δε συγκεντρώθηκαν, αυθόρμητα, τόσοι πολλοί φίλοι του αντικειμένου αυτού, ώστε καταρχήν να είναι δυνατό να συγχυθούν τα όρια ανάμεσα στην επιστημονική και τη μη επιστημονική δραστη ριότητα. Η σύγχυση των ορίων οφείλεται και στον παλαιό προσανατολισμό της λαογραφίας, η οποία, προκειμένου να διαγνώσει τη «συνέχεια», αναζητούσε, όπως σημειώθηκε, στοιχεία από την ελληνική ύπαιθρο και για το σκοπό αυτό επι στράτευσε, προπάντων, ήδη από τα χρόνια του Νικολάου Πολίτη, τους δασκάλους που υπηρε τούσαν στα χωριά,-να καταρτίσουν συλλογές όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και οι μαθητές τους, παιδιά λοιπόν των δημοτικών σχολείων, που η ηλικία τους δεν υπερέβαινε το δέκατο ή δωδέκατο έτος! Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Στίλπων Κυριακίδης το 1949, ως διευθυντής του Λαογραφικού Αρ χείου της Ακαδημίας Αθηνών, ζητάει από «πάντας τους εραστάς της ακραιφνούς ελληνικής ψυχής (...) κατά τας ώρας της σχόλης αυτών, οιονεί παίζοντες, να μελετήσωσι τον βίον αυτού υφ’ όλας τας επόψεις του και να καταρτίσωσι με-
λέτας και συλλογάς».24 Ο Κυριακίδης γνωρίζει προφανώς τον κίνδυνο από μια τέτοια πρόσκλη ση. Είναι όμως δέσμιος του δεδομένου εθνικούιδεολογικού προσανατολισμού της λαογραφίας. Η χρησιμοποίηση των ερασιτεχνών ως πρωτογε νών «στοιχειοληπτών» συνεχίστηκε για πολλά χρόνια αργότερα, σε σημείο που ο Δημήτριος Λουκάτος, το 1954, αισθάνεται την ανάγκη να πει: «η σωστή εθνογραφία και λαογραφία δε γίνε ται με ερασιτεχνισμό».25 Η παρατήρηση αυτή του Λουκάτου, ο οποίος, ας σημειωθεί, επανειλημμένα τίμησε τους ερασι τέχνες λαογράφους, δεν είναι τυχαία, αν προπά ντων συσχετισθεί με την εποχή, στην οποία δια τυπώθηκε. Βρισκόμαστε ήδη μία δεκαετία μετά τον πόλεμο, ο προσανατολισμός και της λαογρα φίας έχει αλλάξει, αν δεν έχε; αντιστραφεί: δεν εί ναι πρώτα ιδεολογικός και ύστερα επιστημονι κός, είναι ακριβώς το αντίθετο, .λυτό σημαίνει ό τι έχει έλθει και η ώρα του περιορισμού της σημα σίας της ερασιτεχνικής συμβολής, αν και, με επι στημονικά κριτήρια θεωρώντας το πράγμα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι οι ερασιτέχνες μέτριαζαν σε σημαντικό βαθμό το μειονέκτημα της ερασιτεχνίας τους με το γεγονός, ότι ήταν μέ λη της κοινότητας που περιέγραφαν, αντίθετα με τους αστούς επιστήμονες, όσοι «μάθαιναν» εκ των υστέρων το αντικείμενό τους. Ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να επικυρωθεί από το γεγονός, ότι ο σημερινός ερευνητής προσφεύγει πάντα στο υ λικό του παρελθόντος το αποθησαυρισμένο από ερασιτέχνες. Οι αδυναμίες της ερασιτεχνίας είναι προφανείς, ώστε να είναι περιττό να σταθεί κα νείς ιδιαίτερα στο θέμα αυτό. Ο συναισθηματι σμός, η τάση για εξιδανίκευση του παρελθόντος ή της ιδιαίτερης πατρίδας, η έλλειψη μεθόδου και η λημματογραφική συγκέντρωση υλικού, η τάση να αποσιωπηθούν στοιχεία που κρίνονται με υπο κειμενικά κριτήρια είτε άνευ αξίας είτε μειωτικά για τον τόπο, σφράγισαν τις ερασιτεχνικές συλ λογές. Ο Πολίτης, ο Κυριακίδης, ο Μέγας, δεν α γνόησαν τα μειονεκτήματα αυτά. Είναι όμως ευ τύχημα ότι, μολοντούτο, χρησιμοποίησαν αυτές τις πηγές, αφού άλλωστε η επιστημονική επιτό πια έρευνα δεν υπήρχε διόλου στον ορίζοντα όχι μόνο της λαογραφίας, αλλά και των άλλων συγ γενών επιστημών. Εξάλλου και σήμερα και πά ντα μια επιτόπια έρευνα δεν είναι νοητή, χωρίς τη συνεργασία του ερευνητή με τον «ερασιτέχνη» πληροφορητή. Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θεωρείται σημαντική τομή στην ελληνική ιστορία. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος δημιουργούν νέα δεδομέ να. Και βέβαια στα πλαίσια των διεθνών οικονο μικών - κυρίως - ανακατατάξεων πραγματο ποιείται η «ενσωμάτωση της ελληνικής οικονο μίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό εμπόριο».26
Ο
αφιερωμα/19 Οι καταστροφές του πολέμου και η υπαγωγή της Ελλάδας στο δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την άφιξη στην Ελλάδα κοινωνικών επιστημόνων που μελε τούν τον αγροτικό κόσμο, ώστε να μην προκληθούν προβλήματα στον εκσυγχρονισμό της γεωρ γίας. Ώ ς το 1960 η έρευνα αυτού του είδους που γίνεται στην Ελλάδα περνάει από ιδρύματα του ε ξωτερικού (Naval Intelligence Division, Near East Foundation, Foulbritght, C.N.R.S).27 Οι ντόπιοι επιστήμονες εύλογα δεν παρουσιάζουν αξιόλογη δραστηριότητα. Το μετεμφυλιοπολεμικό κλίμα έχει προκαλέσει ποικίλες εμπλοκές και δυσχέ ρειες (φυγή επιστημόνων, παραγωγή νέων στο ε ξωτερικό, που όμως δεν μπορούν να έλθουν στην Ελλάδα). Ο Κυριακίδης και ο Μέγας, οι εκπρόσωποι της πανεπιστημιακής διδασκαλίας της λαογραφίας, δεν ήταν ούτως ή άλλως δυνατό να απομακρυν θούν από την ακαδημαϊκή αντίληψη, σε μια επο χή όπου η καθεστηκυία τάξη εξακολουθεί να πι στεύει ότι ο καλύτερος τρόπος «απάντησης» στον αντίπαλο, που τον έχει νικήσει στο στρα τιωτικό και πολιτικό πεδίο αλλά πάντα τον υπο λογίζει και τον φοβάται στο ιδεολογικό, είναι η πιο αυστηρή εμμονή στα καθιερωμένα.28 Στη δεκαετία του 1960 καταφθάνουν στην Ελ λάδα, όπου έχει ήδη εκδηλωθεί δειλά μια πολιτι κή άνοιξη, ανθρωπογεωγράφοι και κοινωνικοί ανθρωπολόγοι από Αγγλία, Γαλλία, Η.ΓΊ.Α. κ.λπ. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μεταβάλλονται στην Ελλάδα. Η μετανάστευση, με αιχμή τώρα προς το εξωτερικό, βρίσκεται σε ένταση. Η ύπαιθρος ερημώνει και διαμορφώνεται η υδροκεφαλική Αθήνα. Οι πληθυσμιακές μετα κινήσεις προς το αστικό κέντρο επιφέρουν ρωγ μή στο παραδοσιακό σχήμα πόλη-ύπαιθρος.29 Εντούτοις η μετακίνηση τεράστιων αγροτικών μαζών στην Αθήνα (κυριότατα) δεν ήταν δυνατό να σημαίνει μιαν ομαλή και εύκολη αστικοποίη ση. Η αστική ζωή στην Ελλάδα είναι νόθα.30 Παρατηρείται ότι οι μετανάστες μεταφέρουν στο αστικό κέντρο μορφές της αγροτικής ζωής.31 Ταυτόχρονα ο κοινωνικός, οικονομικός και γεω γραφικός χώρος της υπαίθρου υφίσταται τις διαβρωτικές επιδράσεις της αστικής - πιο γενικά της εκσυγχρονισμένης με τις μηχανές - ζωής. Έτσι οι λαογράφοι από τις αρχές της δεκαε τίας του ’60 εντοπίζουν τα καινούρια κοινωνικά δεδομένα και προσανατολίζονται προς αυτά, έ στω και αν η προσέγγιση δε γίνεται με αναθεώρη ση των μεθοδολογικών εργαλείων. Ο Δημήτριος Λουκάτος διαπιστώνει την ύπαρξη μιας σύγχρο νης ή αστικής λαογραφίας.32 Νεότεροι λαογράφοι εντοπίζουν τις κυοφορούμενες αλλαγές και την άμβλυνση της διχοτόμησης του αγροτοαστικού χώρου (rural-urban dichotomy). Σύμφω να με το Αουκάτο, τον πρώτο Έλληνα λαογράφο
που ιχνηλατεί την ελληνική μεταπολεμική κοινω νία και διαπιστώνει αρχικά την παραγωγή νέων λαογραφικών φαινομένων και αργότερα την α νάγκη μιας μεθοδολογικής προσέγγισης, «ο Δεύ τερος παγκόσμιος πόλεμος δημιούργησε μια νέα γενική "Λαογραφία” , ελάχιστα παραδοσιακή, αξιοπρόσεχτη όμως για τη νέα της σύνθεση, που αυτομάτως την ξεχώριζε από οτιδήποτε παλιό, που περνούσε τώρα στην ιστορία».33 Διαπιστώ νει ότι δημιουργείται ένας νέος λαός, αυτός των μεγαλουπόλεων, που διαφέρει από τον αγροτικό και προβιομηχανικό λαό, γιατί «είναι περισσότε-
Σιδερένιο κιγκλίδωμα παραθύρου του καθολικού Ι.Μ. Διονυ σίου, Ά γιον Ό ρος
ρο μια απλωτή επιφάνεια στο κέντρο της πελώ ριας εθνικής λεκάνης, που τροφοδοτείται από τα ψηλότερα κοινωνικά τοιχώματα και συνθέτει τη νέα ζωή».34 Ο Λουκάτος έχει τη συνείδηση ότι παρατηρεί γύρω του και ότι δηλοποιεί και ανακοινώνει κάτι πραγματικά καινούριο, που είναι κατανάγκην και αισιόδοξο. Την αισιοδοξία του αντλεί από αυτή την ίδια τη νεότητα των φαινομένων: «Νο μίζω, ότι φέρνω ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε ό σους αγαπούν και πιστεύουν στην αξία και στον εθνικό πάντα ρόλο των λαϊκών εκδηλώσεων με
20/αφιερωμα το να σημειώσω, ότι εκείνο που ονομάζουμε «λαογραφικό» βίωμα και έργο δεν είναι μόνο κάτι ι στορικά και αρχαιολογικά δεμένο με την παρά δοση, αλλά και κάτι που μπορεί να είναι ζωντανό και παράλληλο προς την αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες».35 Ο αστι κός χώρος επίσης παράγει λαογραφικά φαινόμε να. Αυτό ήταν σε τελευταία ανάλυση το μήνυμα του συγγραφέα των «Σύγχρονων Λαογραφικών». Η Αλκή Κυριακίδου - Νέστορος από την πλευρά της διαπιστώνει μια ρευστότητα στις διά φορες ομάδες του σημερινού λαού, που τον θεω ρεί πάντως και αυτή διαφορετικόν από τον αγρο τικό, τον προβιομηχανικό λαό της λαογρα φίας.36 Αποδέχεται την ύπαρξη του λαού των πό λεων που κατά την άποψή της «βρίσκεται σήμε ρα σ’ ένα μεταβατικό στάδιο αναπτύξεως, επο μένως κι ένα μεταβατικό στάδιο πολιτισμού».37 Το πρόβλημα που απασχολεί την Κυριακίδου εί ναι αυτό της δημιουργίας. Πιστεύει ότι «προς το παρόν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, ώστε ο λα ός των αγροτών και των εργατών να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού του και ένα σύστημα αξιών που να μην εξαρτάται από το αντίστοιχο αστικό σύστημα».38 Έτσι, αφού διαπιστώνει ότι μέσα στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το 1950 ο λαϊκός πολιτισμός ως ιστορική πραγματικότη τα δεν υπάρχει πια, διακηρύσσει τον ιστορικό προσανατολισμό της λαογραφίας που θα την μεταβάλει ουσιαστικά σε ιστορία του πολιτισμού της Τουρκοκρατίας,39 όπου ο μελετητής θα μπο ρούσε να συλλάβει τον παραδοσιακό πολιτισμό - και όχι λαϊκό - , του οποίου η δομή είναι δυ νατό να αποκαλυφθεί με μια συγχρονική μελέτη. Ο στόχος της αυτοπροσδιορίζει και τις θεωρητι κές και μεθοδολογικές της αρχές, που σαφώς διαφοροποιούνται από των παλαιότερων λαογράφων, οι οποίοι μελετούσαν λημματογραφικά τα λαογραφικά φαινόμενα. Οι δύο αυτοί προσανατολισμοί, ο σύγχρονος κοινωνικός, με τη βεβαιότητα της εμφάνισης νέ ων λαογραφικών φαινομένων, αλλά με ζητούμε νη ακόμη την αντίστοιχη μεθοδολογία, και ο ι στορικός, με εξασφαλισμένη τη μέθοδο της συγ χρονικής προσέγγισης, είναι σαφώς δύο νέοι προσανατολισμοί της μεταπολεμικής ελληνικής λαογραφίας που εγκαινίαζαν μιαν ουσιαστική α νανέωση. Ο Μ.Γ. Μερακλής επιχειρεί, μέσα από μια σύν θεσή τους ή συνδυασμό τους, να προωθήσει τη νέα λαογραφική έρευνα. Πριν ακόμη γίνει καθη γητής στα Ιωάννινα (1975), διευρύνει τις επιστη μονικές του αναζητήσεις στον αστικό χώρο.40 Ε πισημαίνει την εμφάνιση στην πόλη ενός νέου τύ που ανθρώπου που διαρρηγνύει τους δεσμούς του με την παραδοσιακή εικόνα του ανθρώπου της υ παίθρου.41 Τελικά μίλησε για μια λαογραφία που «σήμερα ασχολείται με την αγροτική τάξη, αλλά
και με την εργατική και αστική τάξη».42 Πιστεύ ει, το κυριότερο, ότι και σήμερα υπάρχει δη μιουργικότητα. Αναθεωρεί την έννοια της παρά δοσης και εντάσσει σ’ αυτήν νέα κοινωνικά φαι νόμενα, εφόσον επαναλαμβάνονται,43 έστω κι αν πρόκειται για ήθη που δε μορφοποιούνται σε έθιμα.44 Τις αναζητήσεις αυτές θα θελήσει να με ταδώσει στα Ιωάννινα, όπου συν τω χρόνω δια μορφώνεται αυτοτελής τομέας Λαογραφίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (όχι στο Φιλο λογικό τμήμα). Στον Τομέα Λαογραφίας ενθαρρύνεται και η εκπόνηση διατριβών που είναι χα ρακτηριστικές ως προς τους νέους προσανατο λισμούς. Από τις αρχές, λοιπόν, της δεκαετίας του ’60 (Λουκάτος 1963) και με εντονότερο ρυθμό στην επόμενη δεκαετία (Μερακλής, Κυριακίδου) ση μειώνονται αποφασιστικές αλλαγές στην περιο χή της ελληνικής λαογραφικής μελέτης και έρευ νας. Ο Λουκάτος, που είχε ανιχνεύσει το νέο θε ματικό χώρο της λαογραφίας, αργότερα θα προ βληματιστεί και ως προς την ανάγκη μιας νέας μεθόδου: «μετά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η λαογραφία γίνεται παντού και ιστορική επιστή μη».45 Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζονται οι δια στάσεις του χώρου και του χρόνου και έτσι η λα ογραφία χρειάζεται μια καινούρια μέθοδο, ανάγ κη που χαρακτηρίζει ως «εθνογραφικό τρόπο με λέτης, που πλαισιώνει τα θέματα με γεωγραφική, ιστορική και οικονομική ενημέρωση».46 Η Κυριακίδου κρίνει αναγκαία τη διάκριση με ταξύ εθνογραφικής και λαογραφικής μεθόδου,47 για να πάρει από την πρώτη τη συνολικότητα (συγχρονικότητα), από τη δεύτερη τη θεματική, ιστορική και συγκριτική προσέγγιση. Και προτεί νει τελικά για τη λαογραφία τη μέθοδο της «ιστο ρικής εθνογραφίας»,48 στην οποία οδηγείται με την απόφασή της να ασχοληθεί με τον παραδο σιακό πολιτισμό την εποχή της Τουρκοκρα τίας.49 ίνεται σαφής εδώ από τα παραπάνω ένας ι στορικός προσδιορισμός της μεταπολεμικής λαογραφίας, αντίθετα προς την προπολεμική λα ογραφία, η οποία, προκειμένου να εξασφαλίσει τη βεβαίωση της «συνέχειας», εργαζόταν κατά κανόνα αϊστορικά, αφού ιστορία σημαίνει μετα βολή, διαφοροποίηση και εξέλιξη.50 Ενώ η πριν από τον πόλεμο λαογραφία ζητούσε αποκλειστι κά την ταυτότητα, η μεταπολεμική ενδιαφέρεται, κατά κύριο λόγο, για την ετερότητα, όπως αυτή, κυρίως, προκύπτει με την ιστορική διαδικασία αλλά και από την παρουσία ψυχολογικών διαφο ρών που συντελούν στη διαμόρφωση της έννοιας - βασικής στην ορολογία της λαογραφίας των παραλλαγών. Η επισήμανση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανάπτυξη της θεω ρίας και μεθοδολογίας της λαογραφίας, ανεξάρ
Γ
αφιερωμα/21 τητα από το χώρο και το χρόνο της μελέτης. Μια τέτοια θεώρηση των φαινομένων εισάγει, ασφαλώς, το κοινωνιολογικό στοιχείο στην ερ μηνεία των γεγονότων51 και την έννοια της κοι νότητας, όπου εντάσσονται η πολιτισμική δη μιουργία και τα κοινωνικά δρώμενα, σε συνάρτη ση και με την οικονομική οργάνωση του χώρουπλαισίου. Η εξέταση των λαογραφικών φαινομέ νων μ’ αυτό το πνεύμα εξοικειώνει το λαογράφο με τις γνωστές μεθόδους που χρησιμοποιούν οι κοινωνικές επιστήμες. Τη λαογραφία πάντως εν διαφέρει, όπως δηλώθηκε, και η πολυτυπία των φαινομένων, σ’ αντίθεση με την κοινωνιολογΐα ή την ιστορία που υπερβαίνουν, κατά κανόνα, τις μερικές και ατομικές περιπτώσεις.52 Την ενδια φέρει η απόκλιση, που δεν τη θεωρεί εξαίρεση (η οποία δε χωράει σε μια ποσοστιαία κατηγοριοποίηση), αλλά αντίθετα απάντηση των ατόμων στις εξωτερικές πιέσεις, που φανερώνει την πολ λαπλότητα και συνθετότητα της συμπεριφοράς των προσώπων και των ομάδων. Αυτό, βέραια, μπορεί να ανιχνευθεί με την ποιοτική μεθοδολο γία, χωρίς να παραβλέπεται η ποσοτική, όταν και όπου χρειάζεται. Ορισμένοι θρήνησαν το τέλος της λαογραφίας και κήρυξαν την ανυποληψία της. Εμείς, όμως, μπορούμε να διακηρύξουμε ότι η λαογραφία υ πάρχει, ανανεωμένη βέβαια, σύμφωνα με τις επι ταγές της ίδιας της ζωής και της ιστορίας. Διεκδικεί την παρουσία της στο επιστημονικό πεδίο, δίνοντας τις δικές της απαντήσεις στα σύγχρονα κοινωνικά και πολιτισμικά προβλήματα και φαι νόμενα. Ο πιθανός ισχυρισμός, ότι η αγροτική κοινωνιολογία (rural sociology) ή η παρεμφερής ανθρω πολογία (peasant communities) έπρεπε να επιληφθούν και να επέμβουν στο χώρο της αγροτικής κοινότητας, γιατί η λαογραφία που την είχε (πριν από τις άλλες επιστήμες) αντικείμενό της, δε διέ θετε την αναγκαία επιστημονική μεθοδολογία, είνει τελικά επιστημονικά αστήρικτος, γιατί η έλ λειψη ολοκληρωμένης μεθόδου δεν αφορούσε α ποκλειστικά τη λαογραφία, αλλά ήταν αποτέλε σμα της πρώιμης ακόμα τότε, για θεωρητικές και μεδοδολογικές ολοκληρώσεις, εποχής. Η εξέλι ξη, η ανάπτυξη, η βελτίωση των θεωρητικών αρ χών και των μεθοδολογικών εργαλείων μπορού σε να πραγματοποιηθεί, όπως και πραγματοποι ήθηκε, με την πάροδο του χρόνου. Τέτοιες με ταλλαγές μέσα στο χρόνο χαρακτηρίζουν όχι μό νο τη λαογραφία, αλλά όλες τις επιστήμες του ανθρώπου. Παραδείγματος χάρη η ιστορία, η ο ποία, στη μεταπολεμική επίσης περίοδο, γνώρισε μεταβολές, αν όχι και ανατροπές, στη θεωρία και τη μεθοδολογία της. Στην Ελλάδα έγιναν αρκετές έρευνες από αν θρωπολόγους, κυρίως στην ύπαιθρο53 αλλά και στην πόλη54 σε θέματα καθαρά λαογραφικά (γά
μος, προίκα, οικογένεια, κοινωνική οργάνωση κ.λπ.). Η λαογραφία δεν αντιδικεί με κανέναν. Αναγνωρίζουμε ότι οι εργασίες εκείνες ήταν ση μαντικές και για τη λαογραφία, η οποία, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, μόλις από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισε σιγά σιγά - για τους αντικειμενικούς λόγους που αναφέραμε - να α ναπροσδιορίζεται, παρακολουθώντας την ιστορι κή εξέλιξη. Η λαογραφία επιτελεί τώρα το επι στημονικό της έργο μέσα στις νέες συνθήκες. Αν αυτό δεν το δέχονται ορισμένοι, οφείλεται στο γεγονός ότι αγνοούν αυτό που συντελείται στους κόλπους της ή (σπανιότερα) σκόπιμα το απο κρύπτουν.1
Ορειχάλκινο ρόπτρο οικίας Μετσόβου Σημειώσεις 1. Γ. Μέγας, «Λαογραφία, Εθνογραφία, Εθνολογία», Λαο γραφία, 25 (1967) σ. 39 (39-42). 2. Ο Ν.Γ. Πολίτης ήδη από το 1871 είχε εκδώσει το έργο του «Νεοελληνική μυθολογία», το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως προάγγελος της λαογραφίας. Εξάλλου από το 1884, προτού προχωρήσει στην οργάνωση της επιστήμης, χρησι μοποιεί τον όρο Λαογραφία. Για περισσότερες πληροφο ρίες βλ. Μηνά Αλ. Αλεξιάδη. Η ελληνική και διεθνής επι στημονική ονοματοθεσία της Λαογραφίας, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1988, σ. 1-2, 15-18 και 41-45. 3. Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, «Το πεδίον και το περιεχόμενον της Λαογραφίας δια του ορισμού αυτής», Επετηρίς Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου, 3 (1969-70), Ο. 56 (1-59). 4. Θεόδωρος Παπαδόπουλλος, ο.π, σ. 59 5. Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πο λιτισμός, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1987, σ. 24. 6. Στέλιος Παπαδόπουλος, Η χαλκοτεχνία στον ελληνικό χώρο: 1900-1975, Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 1982, σ. 9. 7. Margaret Alexiou, «Τι είναι - και πού βαδίζει - η (ελληνι-
22/αφιερωμα κή) λαογραφία», Πρακτικά Δ' Συμποσίου ποίησης, εκδό σεις Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 45 (42-60). 8. Alexiou, ο.π., σ. 45 9. Alexiou, ο.π., σ. 48 10. Δημ. Σ. Λουκάτος, Λαογραφία - Εθνογραφία: Στοιχεία διδασκαλίας και απόψεις από τον Εναρκτήριο λόγο της έ δρας του. Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων (13-1-67), Ιωάννι να 1968. Ο Λουκάτος, όσον αφορά τον αναπροσανατολισμό της λαογραφίας, είχε κάνει ήδη παρατηρήσεις το 1950 σε άρθρο του στη Νέα Εστία, αφιερωμένο «στα πρώτα πε νήντα χρόνια του αιώνα μας». Βλ. Νέα Εστία, τευχ. 563: Χριστούγεννα 1950, σσ. 287-97. 11. Χαρακτηριστική είναι η παρέμβασή του στις εισηγήσεις του Μ. Herzfeld και της Μ. Alexiou στο Δ" συμπόσιο ποίη σης: «είναι επικίνδυνη αυτή η προσπάθεια γελοιοποίησης των λαογράφων του παρελθόντος», Πρακτικά Δ' συμπο σίου ποίησης, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 207-8. 12. «Ζούσαν οι λαογράφοι των προηγουμένων γενεών σ’ ένα συμβολικό και ιδεολογικό κόσμο, αλλιώτικο στ’ αλήθεια απ' το δικό μας, αλλά αν δεν τον πλησιάσουμε με κάποιο σεβασμό, καταντάμε τελικά στο ίδιο επίπεδο που αποδί δουμε τόσο αφελώς σε κείνους, ένα επίπεδο δηλ. που χα ρακτηρίζεται από πενιχρή ή και από ανύπαρκτη αυτογνω σία», Μ. Herzfeld, «Η κειμενικότητα του ελληνικού δημο τικού τραγουδιού», Πρακτικά Δ’ συμποσίου ποίησης, εκ δόσεις Γνώση, Αθήνα 1985, σ. 35 (31-42). 13. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, «Λαϊκός πολιτισμός», Αντί, 41 (1976), 44-5. 14. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα, εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1979, σ. 45-46. 15. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, «Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας», Γ' έκδοση, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνι κού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (ιδρυτής: Σχολή Μωραίτη), (1978), σ. 121-2, σ. 44-5 16. Γ. Μέγας, «Λαογραφία - Εθνογραφία - Εθνολογία», ο.π., σ. 41. 17. «Σ’ αντίθεση με το φιλελεύθερο εθνισμό, ο ρομαντικός εθνι σμός τόνισε το πάθος και το ένστικτο αντί για τη λογική και τις κοινές φιλοδοξίες, και πάνω απ’ όλα, την ίδρυση των εθνών πάνω στις παραδόσεις και τους μύθους του πα ρελθόντος, δηλ. πάνω στο folklore, όχι πάνω στις πολιτι κές πραγματικότητες του παρόντος», W.A. Wilson, «Herder, folklore and romantic nationalism», Journal of Popular Culture, 6 (1973), σ. 820. 18. J.K. Campbell, Honour, family and patronage, Oxford Uninersity Press, Oxford 1964, σ. 4. 19. Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας..., ο.π, σ. 21. 20. Περισσότερες πληροφορίες βλ. Άλκη Κυριακίδου - Νέ στορος, Η θεωρία..., ό.π. 21. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, ο.π, σ. 94. 22. Στάθης Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας..., ο. 23 23. Το πρόβλημα της σχέσης της ιδεολογίας προς την επιστή μη είναι πολύ σοβαρό και δε λύνεται με τον ισχυρισμό ότι η μία είναι άρνηση της άλλης. Καμιά επιστήμη δεν είναι α πόλυτα αποϊδεολογικοποιημένη και η ιδεολογία μπορεί να αφομοιώσει σημαντικό αριθμό επιστημονικών στοιχείων, με τρόπο δημιουργικό. 24. Στίλπων Κυριακίδης, «Εγκύκλιος προς τους λειτουργούς της Μέσης και Δημοτικής Εκπαιδεύσεως δια την συλλο γήν λαογραφικής ύλης», Λαογραφία, 8 (1921), σ. 236-9. 25. Δημ. Σ. Λουκάτος, κριτική του βιβλίου του Marcel Maget, «Guide d’6tude directe des comportements culturels, Paris 1963», Λαογραφία, 13 (1954), σ. 360 (357-61). 26. St. Damianakos, «Rural Community Studies in Greece», Rural Community Studies in Europe, Pergamon Press (European Coordination Centre for Research and Documentation in Social Sciences), vol. 3 (1985), σ. 78 (73-123). 27. St. Damianakos, ο.π, σ. 78 28. Στα A.E.I λειτουργούσαν με τρόπο άτεγκτο συμβούλια «νομιμοφροσύνης». 29. Η εισαγωγή των Μ. Kenny και D. Kertzer, «Urban Life in
Mediterranean Europe: Anthropological Perspectives, University of Illinois Press, 1983, είναι κατατοπιστική για τη διοχοτόμηση του αγροτοαστικού. 30. Βασίλης Φίλιας, Κοινωνία και εξουσία στην Ελλάδα. Η νό θα αστικοποίηση 1800-64, εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1985. 31. Ο Μ.Γ. Μερακλής - «Αστική Λαογραφία», στο Δελτίο της Εταιρίας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενι κής Παιδείας, 3 (1979), σ. 11-13 - λέει ότι «δεν είναι σω στό να πούμε ότι στην ελληνική πόλη πραγματοποιείται μια ραγδαία και ολοσχερής αστική αφομοίωση». 32. Δημ. Σ. Λουκάτος, Σύγχρονα λαογραφικά, Αθήνα 1963, 33. Δημ. Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, Β' έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σ. 79-80. 34. Δημ. Σ. Λουκάτος, Σύγχρονα Λαογραφικά, Αθήνα 1963, σ. 35. Δημ. Σ. Λουκάτος, ό.π, σ. ιδ. 36. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, Λαογραφικά Μελετήματα, Νέα Σύνορα 1979, σ. 89. 37. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, Λαϊκός πολιτισμός, Αντί, 41 (1976), σ. 44-5. 38. Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, ο.π. 39. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, ο.π. 40. Χαρακτηριστικές αυτού του προσανατολισμού είναι οι πα ρακάτω δημοσιεύσεις του: 1. Τι είναι ο folklorismus, Λαο γραφία, 28 (1972), σ. 27-38. 2. Η μηχανή και ο λαϊκός άν θρωπος, ο.π. σ. 115-23. 3. Ο άνθρωπος της πόλεως, Λαο γραφία, 29 (1974), σ. 71-83. 41. Μ.Γ. Μερακλής, Ο άνθρωπος της πόλεως, ο.π, σ. 72. 42. Μ.Γ. Μερακλής, Σημειώσεις Λαογραφίας, τεύχ. Α: Έν νοια και Σκοπός της Λαογραφίας, Ιωάννινα 1981, σ. 27. 43. Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Α Κοινωνική συγ κρότηση, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1984, σ. 10. 44. Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Β Ήθη και έθιμα, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986, σ. 8. 45. Δημ. Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογρα φία..., ο.π, α. 80. 46. Δημ. Σ. Λουκάτος, Λαογραφία - Εθνογραφία... ο.π, σ. 10. 47. Άλκη Κυριακίδου - Νέστορος, Λαογραφία και ανθρωπι στικές σπουδές, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 94-5. 48. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστο'ρος, ο.π., σ. 96. 49. Ά λκη Κυριακίδου - Νέστορος, Η θεωρία..., ο.π, σ. 45. 50. Μ.Γ. Μερακλής, Σημειώσεις Λαογραφίας..., ο.π. σ. 26. 51. Μ.Γ. Μερακλής, ο.π. 52. ο.π. 53. St. Diamianakos, «Rural Community Studies in Greece» Rural Community Studies in Europe, Pergamon Press (European Coordination Centre for Research and Documentation in Social Sciences, vol. 3 (1985), σ. 72-123. 54. Kenny και D. Kertzer (Εισαγωγή και εκδοτική επιμέλεια), Urban Life in Mediterranean Europe: Anthropological Perspectives, University of Illinois Press, 1983. D. Kertzer. 1983. To παραπάνω κείμενο είναι αποτέλεσμα συζητήσεων που έγι ναν στον Τομέα Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ειδικότερα στο Σεμινάριο Λαογραφίας του καθ. Μ.Γ. Μερακλή, ο οποίος δίδαξε στα Γιάννενα στο διάστημα 1975-1989. Στις συζητήσεις έλαβαν μέρος: Αλεξιάδης, Μηνάς· Αυδίκος, Βαγγέλης· Βρέλλη - Ζάχου, Μαρίνα· Βρέλλης, Αριστοτέλης· Βρεττός, Σπύρος· Δαμιανού, Δέσποινα· Δενδρίνού - Καρακώστα, Ευαγγελία· Ζωγράφου, Μάγδα· Θανάτσης, Γιώργος- Καρποδίνη-Δημητριάδου, Έφη· Δουλαβέρας, Αριστείδης- Καραμπουγίδης, Γιώργος· Κονταξής, Κώστας· Κοψιδά-Βρεττού, Παρασκευή· Μερακλής, Μ.Γ.· Μάνου, Χρυσούλα· Μήτσης, Ηλίας· Μπάδα - Τσομώκου, Κωνσταντίνα· Μπεγλίτη - Σπαθάρη, Ελένη· Νιτσιάκος, Βασί λειος· Ντάτση - Δάλλα, Ευαγγελή· Ράπτης, Δημήτρης· Ρόκου, Βασιλική· Σπηλιωτοπούλου, Τίνα.
αφιερωμα/23
Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης
Γραπτός και προφορικός λόγος στη λαϊκή παράδοση
Κέντημα Σκύρου, 17ος at.
Σ
το ερευνητικό πεδίο της λαογραφίας κυριαρχούσε για δεκαετίες η αντίληψη ότι η παράδοση της λαϊκής λογοτεχνίας είναι μόνο προφορική και η διάδοση γενικά του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού έχει αποκλειστικά μνημονικό χαρακτήρα. Ξένοι και Έλληνες λαογράφοι στις μελέτες τους υπογραμμίζουν την προφορική διάσταση της λαϊκής παράδοσης στηριζόμενοι στο γεγονός, ότι οι πληθυσμοί των αγροτικών περιοχών, που ακόμα βρίσκονταν σε προ-βιομηχανικά και εξω-εκπαιδευτικά στάδια, ήταν σχεδόν στο σύνολό τους αγράμματοι. Έ τσι ο Αμερικανός λαογράφος W. Newell, από το 1890 ήδη, επισημαίνει τον προφορικό χαρακτήρα της λαϊκής παράδοσης και τη μετάδοσή της από γενιά σε γενιά χωρίς τη χρήση της γραφής.1 Την άποψη αυτή αποδέχθηκαν και άλλοι Αμερικανοί λαογράφοι, μεταξύ των οποίων οι Melville, J. Herskovits και Richard Dorson.2 Στον ελληνικό χώρο η Ά λκη Κυριακίδου-Νέστορος προπάντων υποστηρίζει ότι η έννοια της παράδοσης είναι βασικά συνάρτηση της «προφορικής επικοινωνίας», δηλαδή, «του δια ζώσης», «αυτού που δεν έχει γραφτεί».3 Και υπογραμμίζει τον προφορικό-μνημονικό χαρακτήρα του πολιτισμού των αγροτικών περιοχών, που δημιουργείται με βάση την ανθρώπινη μνήμη.4
24/αφιερωμα Οι αντιλήψεις αυτές έχουν, ωστόσο, κλονισθεί και δεν υιοθετούνται πια καθολικά από τη σύγχρονη λαογραφική έρευνα.5 Ο λόγος είναι ότι ο προφορικός χαρακτήρας της λαϊκής παράδοσης υπάρχει μεν, αλλά σε μιαν ορισμένη πολιτισμική φάση, όταν ακόμα τα λαϊκά στρώματα προπάντων δεν γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, με αποτέλεσμα να βρίσκονται μακριά από τη γνώση και τη μόρφωση.6 Ό ταν όμως ο αναλφαβητισμός, με την κοινωνική εξέλιξη, ξεπεράστηκε, οι λαϊκές μάζες που δεν ήταν δυνατό να παραμένουν επ’άπειρον αμόρφωτες, μπόρεσαν να εκφράζονται και με το γραπτό λόγο.7 ΓΥαυτό και η σημασία της γραφής, όπως σημειώνει ο Jack Goody, παραμένει κυρίαρχη στη δημιουργία ενός νέου μέσου επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων.8
ς ένα δείγμα γραπτής λαϊκής παράδοσης στον ελληνικό χώρο μπορούμε να θεωρήσουμε τις έμμετρες επιστολές, που ανταλλάσσουν διάφορα άτομα μεταξύ τους. Πρόκειται για γράμματα που συντάσσονται στον δεκαπεντασύλλαβο συνήθως στίχο και απευθύνονται σε αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία βρίσκονται κυρίως στο εξωτερικό (και αντίστροφα). Το φαινόμενο από το νησιωτικό χώρο (Κάρπαθος) μαρτυρεί ο Μιχ. Μιχαηλίδης - Νουάρος9 και σχολιάζει στη συνέχεια ο Richard Dawkins,10 ενώ ο Δημ.
Νάξος. Μαξιλάρι (λεπτομέρεια)
Ω
Λουκάτος, σε πρόσφατο σχετικό άρθρο του, εξετάζει ορισμένες μαρτυρίες της έμμετρης αλληλογραφίας των Δωδεκανησίων γενικά.11 Παρόμοια γραπτή έκφραση παρατηρείται και αλλού, λ.χ. στο χωριό Απεράθου της Νάξου, το οποίο, όπως άλλωστε είναι γνωστό, διακρίνεται για την πλούσια στιχουργική του παραγωγή.12 Ωστόσο ο γραπτός χαρακτήρας της παράδοσης στη λαϊκή λογοτεχνία τεκμηριώνεται, νομίζω, επαρκέστερα τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία με την εμφάνιση μιας νέας έντυπης μορφής λαϊκής ποίησης, όπως γράφεται και δημοσιεύεται κάθε μήνα στις εφημερίδες της Καρπάθου, την οποία εξέτασα σε ειδική μελέτη μου.13 Πρόκειται συγκεκριμένα για σειρές δίστιχων (μαντινάδες ή μοιρολόγια), που οι Καρπάθιοι, με πληρωμένη καταχώριση, δημοσιεύουν (με την υπογραφή τους) για ευχάριστα ή δυσάρεστα τοπικά και κυρίως κοινωνικά συμβάντα στις τρεις μηνιαίες εφημερίδες του νησιού «Καρπαθιακή», «Καρπαθιακή Ηχώ» και «Φωνή της Ολύμπου»,14 που εκδίδονται από ιδιωτικούς (η πρώτη) και συλλογικούς (οι δύο άλλες) φορείς, στον Πειραιά.15 Οι εφημερίδες αυτές, που αποτελούν ήδη γνώρισμα εξελιγμένης κοινότητας, ασχολούνται με γεγονότα και θέματα της κοινωνικής, επαγγελματικής και πολιτιστικής ζωής της Καρπάθου. Τα ποιητικά αυτά κείμενα γράφονται αποκλειστικά για να δημοσιευθούν στις παραπάνω εφημερίδες που είναι ο αποκλειστικός «βιότοπός» τους (living-place) και εξελικτικά μεταπλάσσονται σε ένα είδος δημόσιας αλληλογραφίας μεταξύ των Καρπαθίων.16
Σ
τη διεθνή λαογραφική έρευνα οι συζητήσεις για το γραπτό χαρακτήρα της λαϊκής παράδοσης, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, έχουν προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα τη δημοσίευση ανάλογων εργασιών. Αναφέρω εδώ το συλλογικό τόμο «Literacy in Traditional Societies», που επιμελήθηκε ο Jack Goody (1968), με σειρά μελετημάτων για την παιδεία και τις βαθμίδες μόρφωσης (Literacy) σε πολλές παραδοσιακές κοινωνίες.17 Ό πω ς παρατηρεί ο Goody στην «Εισαγωγή» του, λίγες
αφιερωμα/25 μόνον από τις κοινωνίες που μελετούνται στον τόμο μπορούν να χαρακτηρισθούν αγράμματες (non-literate).18 Ο ίδιος αναφέρεται επίσης και στην παράδοση των μαγικών κειμένων, τα οποία μας οδηγούν πίσω στις αρχές της γραφής.19 Το 1975 οι Alan Dundes και Carl Pagter αντικρούουν σταθερά την παραδοσιακή γνώμη άλλων Αμερικανών λαογράφων, σύμφωνα με την οποία το λαογραφικό υλικό μεταδίδεται μόνο προφορικά. Η αντίκρουση γίνεται με τη δημοσίευση ενός πρώτου βιβλίου με σύγχρονο λαογραφικό υλικό από τις Η.Π.Α.,20 όπου υποστηρίζουν πειστικά ότι το κριτήριο της de facto προφορικότητας (orally transmitted) στη λαϊκή παράδοση δεν είναι πάντοτε σωστό, γι’ αυτό πρέπει να αναθεωρηθεί.21 Ό λο το υλικό, που μεταφέρεται στο βιβλίο με σύγχρονη μεθοδολογία (φωτοτυπίες, δακτυλογραφημένα κείμενα και χειρόγραφα), δεν έχει καμιά σχέση με την προφορική μετάδοση της λαϊκής παράδοσης. Το απαρτίζουν επιστολές και γελοιογραφίες, σκίτσα και επιγραφές τοίχων, αγγελίες, αφίσες και άλλα παρόμοια, τα οποία κατακλύζουν καθημερινά τον πολιτισμό μας και ανήκουν στη θεματική της σύγχρονης λαογραφίας.22 Το 1987 οι Dundes και Pagter επανέρχονται στο θέμα με την έκδοση και δεύτερου τόμου.23 Στο υλικό τους τώρα περιλαμβάνονται ορισμοί, λογοπαίγνια, επαγγελματικές κάρτες (business cards), επιστολές και καρτ-ποστάλ (greedings cards), διάφορα
μικροκείμενα σε τοίχους (αγγελίες, ρητά, κ.λπ.), οδηγίες και tests, γελοιογραφίες και σκίτσα, σοφίσματα και παρωδίες.24 Ό λα αυτά, παρότι προέρχονται από μια συγκεκριμένη χώρα (Η.Π.Α.), έχουν, όπως σωστά παρατηρούν, ευρύτερη διάσταση, γιατί ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν και σε άλλες χώρες.25 Τα συμπεράσματα των δύο Αμερικανών λαογράφων έχουν ήδη συζητηθεί και γίνει αποδεκτά στη διεθνή λαογραφική βιβλιογραφία.26 Μαρτυρίες για τον γραπτό χαρακτήρα της λαϊκής παράδοσης δίνει εξάλλου και ο Ιταλός λαογράφος Giovanni Battista Bronzini, ο οποίος σε άρθρο του αναφέρει ότι η ιταλική λαϊκή ποίηση του 15ου αι. δεν ήταν μόνο ποίηση προφορική, αλλά και γραπτή και τραγουδιόταν στις πλατείες.27 Ο Bronzini υποστηρίζει ότι η λαϊκή παράδοση δεν είναι μόνο προφορική αλλά και γραπτή.28 Ένα άλλο φαινόμενο που κυριαρχεί τώρα στη σύγχρονη πολιτισμική έκφραση είναι και τα εικονογραφημένα κόμικς, για τα οποία υπάρχει ήδη πλούσια βιβλιογραφία.29 Τα κόμικς, ως μαζικό λαϊκό ανάγνωσμα όλων των ηλικιών, αποτελούν και ελκυστικό θέμα της λαογραφικής έρευνας.30 Μπορούμε ακόμη να σημειώσουμε εδώ και τα graffiti (λαϊκές επιγραφές ή παραστάσεις σε τοίχους και βράχους), τα οποία αποτελούν επίσης είδος γραπτής λαϊκής έκφρασης και νοοτροπίας.
πό όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω έγινε, νομίζω, σαφές ότι η λαϊκή λογοτεχνία και παράδοση δεν έχουν ως μοναδικό γνώρισμα την προφορικότητα και την αντίστοιχη Α λειτουργικότητά της. Η προφορική παράδοση προϋπήρξε βέβαια, αλλά έχει καθαρά ιστορικό χαρακτήρα, σχετίζεται δηλαδή με μια συγκεκριμένη ιστορική φάση κοινωνικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής κατάστασης των λαϊκών μαζών, που κατ’ ανάγκην εκφράζονταν πολιτισμικά με τη γλώσσα. Αργότερα αποκτούν το κοινωνικό
26/αφιερωμα αγαθό της μόρφωσης και δεν έχουν πλέον καμιά δυσκολία να εκφράσουν τον δικό τους πολιτισμό και με τον γραπτό λόγο. Το άρθρο αυτό, που είναι μια συνηγορία στον γραπτό χαρακτήρα της λαϊκής λογοτεχνίας και παράδοσης, μπορεί να αποτελέσει απαρχή παραπέρα θεωρητικών συζητήσεων (με ανάλογη παρουσίαση νέων μαρτυριών) και στην ελληνική λαογραφική έρευνα. Σημειώσεις 1. Βλ. σχετικά W.W. Nevell «The Study of Folklore», Transactions of the New York Academy of Sciences, 9 (1890), σσ. 134-136. 2. Βλ. Richard Dorson, American Folklore, University of Chicago Press, Chicago 1959, σ. 2. 3. Βλ. σχετικά Ά λκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Η Ελληνική Λαογραφία στη σύγχρονή της προοπτική», στο βιβλίο της «Λαογραφικά Μελετήματα», Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1975, σ. 91. 4. Ά λκη Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σσ. 99-100. Βλ. επίσης Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα [1978], σ. 96. 5. Περίληψη των θεωρητικών συζητήσεων για το θέμα αυτό με σχετική βιβλιογραφία βλ. στον Hermann Strobach, «Direkte miindliche Kommunication als kriterium fur das Wesen der Folklore zur historischen Fundierung des Pro blems' στον τόμο Folklore and Oral Communication/Folklore und miindliche Kommunication, Berlin 1981, σσ. 17-27. 6. Πρβλ. και Venetia Newall, «Introduction», στον τόμο Folklore Studies in the Twentith Century: Proceedings of the Centemany Conference of the Folklore Society (εκδ. επιμέλεια V. Newall), D.S. Brewer, Suffolk 1978-1980, σ. XXVII. 7. Βλ. για το θέμα αυτό όσα γράφει εισαγωγικά ο Γερμανός λαογράφος Hermann Strobach, στον τόμο Deutsche Volksdichtung, Eine Einfiihrung. Verlag Philip Reclam jun., Leipzig 1979, σσ. 7-8. Από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. ιδιαίτερα τις επισημάνσεις και τα σχόλια του Μιχάλη Γ. Μερακλή, Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σσ. 6-7 και 9. 8. Βλ. Jack Goody, «Introduction», στο βιβλίο Literacy in Traditional Societies, Cambridge University Press, Campridge 19813 (α' έκδοση 1968), σσ. 1 και 25. 9. Μιχ. Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, Λαογραφικά Σύμμεικτα Καρπάθου, τόμ. Α] Αθήνα 1932, σ. 55 (β' έκδοση 1969). 10. Richard Μ. Dawkins, «Letter-writing in Verse», The Journal of Hellenic Studies, 53 (1933), σσ. 111-112. 11. Βλ. Δημ. Σ. Λουκάτος, «Η ψυχολογική εμμεσότητα του ποιητικού λαϊκού λόγου και η στιχουργική αλληλογραφία των Δωδεκανησίων», Δωδεκανησιακά Χρονικά, 13 (1989), σσ. 95-102. 12. Βλ. σχετικά Αντώνης Φλ. Καταουρός, 'Ενα χωριό στιχουργεί, Αθήνα 1974 και ιδιαίτερα σ. 6. 13. Βλ. σχετικά Μηνάς Αλ. ΑΧεξιάδης, «Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο: Μορφή - Λειτουργία - Σημασία», Δωδώνη (ΕΕΦΣΠΙ), 12 (1983), σσ. 347-405. 14. Τελευταία τέτοια ποιητικά κείμενα δημοσιεύει και η νέα μηνιαία εφημερίδα «Έλυμπος», που εκδίδεται στη Ρόδο από την Καρπαθιακή Αδελφότητα Ολυμπιτών Ρόδου. 15. Βλ. σχετικά και πρόσφατα παραδείγματα: εφ. Καρπαθιακή, αρ. φ. 462-463, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1989, σσ. 6-7 και Καρπαθιακή Ηχώ, αρ. φ. 280, Νοέμβριος 1989, σ. 2. 16. Βλ. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, «Η έντυπη λαϊκή ποίηση στην Κάρπαθο: Μορφή - Λειτουργία - Σημασία», ό.π., σσ. 348-349. Πρβλ Μιχάλης Γ. Μερακλής, Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία, Αθήνα 1988, σσ. 7-8. Για το θέμα της έντυπης αυτής λαϊκής ποίησης ετοιμάζει ευρύτερη μελέτη-διδακτορική διατριβή ο κ. Ντίνος Αντ. Μελάς. Από την ξένη βιβλιογραφία σημειώνω το άρθρο του Knut Djupedal, «Personal Letters as Research Sources», Ethnologia Scandinavia, 19 (1989), σσ. 51-63. 17. Βλ. σχετικά Jack Goody (εκδοτική επιμέλεια), Literacy in Traditional Societies, Cambridge University Press, Cambridge 19813 (α' έκδοση 1968). Βλ. ακόμα Ruth Finnegan, Literacy an Orality, Oxford 1988. 18. Jack Goody, «Introduction», ό.π., σ. 19. 19. Jack Goody, ό.π., σ. 17. 20. Βλ. Alan Dundes & Carl R. Pagter, Work Hard and You Shall Be Rewarded: Urban Folklore from the Paperwork Empire. Indiana University Press, Bloomington & London 19782 (α' έκδοση 1975). 21. A. Dundes & C. Pagter, ό.π., σ. XIV κ.ε. O Dundes και σε προηγούμενη εργασία του υποστήριξε την άποψη ότι υπάρχουν και άλλες μορφές λαϊκής παράδοσης, που δεν έχουν σχέση με την προφορικότητα. Επομένως, προσθέ τει, ο ορισμός της λαϊκής παράδοσης δεν μπορεί να περιορισθεί σε προφορικά μόνο θέματα. Βλ. σχετικά Alan Dundes, «On Game Morphology», στο βιβλίο του Analytic Essays in Folklore, Mouton-The Hague 1979, σ. 80. 22. A. Dundes & C. Pagter, ό.π., σσ. 3-224. 23. Alan Dundes-Carl R. Pagter, When you’ re up to Your A.S.S. in Alligators... More Urban Folklore from the Paperwork Empire, Wayne State University Press, Detroit 1987. 24. Βλ. A. Dundes - C. Pagter, ό.π., σσ. 21-267. 25. A. Dundes-C. Pagter, ό.π., σ. 268. 26. Βλ. λ.χ. Venetia Newall, «Introduction», στον τόμο Folklore Studies in the Twentith Century: Proceedings of the Centenary Conference of the Folklore Society (εκδ. επιμέλεια V. Newall), D. S. Brewer, Suffolk 1978-1980, σ. XXVII. - Richard Dorson, «The State of Folkloristics from an American Perspective», Journal of the Folklore Institute, 19: 2-3 (1982), σσ. 74-75. 27. Βλ. Giovanni Battista Bronnni, «Oral Culture as Popular Culture: Less and More». International Folklore Review, 3 (1983), σ. 23. Ά λλα σχετικά παραδείγματα από την Ιταλία βλ. στις σσ. 21, 23, 24. 28. Giovanni Battista Bronnni, ό.π., σ. 24. 29. Βλ. πρόχειρα το «Αφιέρωμα στα Κόμικς» του περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος 217 (1989), σσ. 27-75, όπου (ελληνική και ξένη) βιβλιογραφία. 30. Βλ. ήδη τη μελέτη του Γερμανού λαογράφου Lutz Rohrich, «Comics, Advertising, Mass-Lore», δημοσιευμένη στον τόμο Trends in Folk Narrative Theory (εκδ. επιμέλεια L. Rohrich), Freiburg 1979. Πρβλ. Venetia Newall, «Introduction», ό.π., σ. XXVII.
αφιερωμα/27
Ο
και Κοινωνιολογία
ι διαφορές που θα μπορούσε κανείς σχηματικά να ορίσει ανάμεσα στη λαογραφία και την κοινωνιολογία, με τη μορφή που οι δυο επιστήμες έχουν εμφανιστεί και αναπτυχθεί στον ελληνικό χώρο, σχετίζονται τόσο με το γνωστικό αντικείμενο όσο και με την επιστημολογική θεμελίωσή τους. Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να υποστηρίξει, ότι ο ορισμός του αντικειμένου τους συνδέεται άρρηκτα με τις ιστορικές καταβολές και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις της κάθε επιστήμης. Το γνωστικό αντικείμενο της λαογραφίας προέκυψε, οριοθετήθηκε και διαμορφώθηκε στα πλαίσια συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών που συνδέονται με την ανάδυση του νεοελληνικού έθνους - κράτους μεσ’ απ’ την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία και τη σύστοιχη ανάπτυξη της εθνικής ιδεολογίας, στην οποία στηρίχτηκε η συνοχή και η ενότητα του νέου αυτού κοινωνικού μορφώματος. Οι δύο παράμετροι που προσδιόρισαν και την ίδια την υπόσταση του ζητουμένου ήταν η αναζήτηση της συνέχειας από τη μια και της ενότητας του έθνους από την άλλη. Στην ουσία το αντικείμενο στην πρώτη φάση ανάπτυξης της λαογραφίας χρησιμοποιήθηκε για την τεκμηρίωση της επιθυμητής ενότητας στο χρόνο και το χώρο. Προφανώς ο θεωρητικός στόχος καθόρισε και τις μεθόδους προσέγγισης του αντικειμένου, προσδίδοντας στην αναπτυσσόμενη νέα επιστήμη ένα διαχρονικό (συνέχεια στο χρόνο) και ένα διατοπικό (ενότητα στο χώρο) χαρακτήρα. Αυτός ο χαρακτήρας δεν διαμορφώνεται σε καμιά περίπτωση ανεξάρτητα από τα διεθνή επιστημονικά και ιδεολογικά ρεύματα. Αντίθετα χρησιμοποιεί υπάρχουσες θεωρητικές και ιδεολογικές ροπές της Ευρώπης, τις οποίες προσαρμόζει στις δικές του ανάγκες. Καταρχήν, για να στηρίξει την ιδέα της συνέχειας στο χρόνο τεκμηριώνοντάς την και επιστημονικά, χρησιμοποιεί το θεωρητικό και εννοιολογικό οπλοστάσιο της θεωρίας των επιβιώσεων (survivalism), που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του εξελικτισμού (evolutionism) για λόγους που είναι ολοφάνεροι. Εξάλλου η ανάπτυξη στη συνέχεια της ιστορικογεωγραφικής μεθόδου, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας συνδυασμός της ιστορικής προσέγγισης (με την έννοια της μελέτης της καταγωγής των πολιτισμικών φαινομένων) και της γεωγραφικής (που είναι η μελέτη της εξάπλωσης των φαινομένων στο χώρο), πρέπει να θεωρηθεί στα πλαίσια των επιδράσεων της Φινλανδικής Σχολής της λαογραφίας, επιδράσεων που έμελλε να είναι καθοριστικές για τη μετέπειτα πορεία της Ελληνικής Λαογραφίας (Μερακλής 1971: 3-23, Κυριακίδου - Νέστορος 1978: 132-138). Με λίγα λόγια οι υπάρχουσες και θα λέγαμε κυρίαρχες σχολές στους χώρους επιρροής της λαογραφίας, της θεωρίας της εξέλιξης και της (πολιτισμικής) διάδοσης (diffusionism), που τη συμπλήρωνε σε μια μεταγενέστερη φάση, προσφερόταν για τη στήριξη μιας προσπάθειας τεκμηρίωσης της εθνικής ενότητας στο χρόνο και στο χώρο. Το αποτέλεσμα αυτού του προσανατολισμού, που εξηγείται, όπως είπαμε, στη βάση τδυ συγκεκριμένου ιστορικού πλαισίου γένεσης και εξέλιξης της λαογραφίας, ήταν από τη μια η αφαίρεση της ιστορικότητας από τα πολιτισμικά φαινόμενα (το ξεγύμνωμά τους από τον τόπο και το χρόνο που τα γέννησε) και από την άλλη η αποσιώπηση της ετερότητας, της διαφοράς (Δαμιανάκος 1987: 21-39).
g £ | -I. .? .ϊ
g °1
28/αφιερωμα τσι τα λαογραφικά φαινόμενα, αφού απομονώνονταν από το κοινωνικό τους πλαίσιο με τη διαδικασία της συλλογής υλικού που ήταν λημματογραφική, κατατάσσονταν και Ε περιγράφονταν για να αναχθούν στη συνέχεια στους αρχαίους χρόνους και μαζί μ’ όλα τα άλλα να αποδείξουν και τη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Η συγκριτική μέθοδος, στο βαθμό που υιοθετήθηκε, περιορίστηκε με ελάχιστες εξαιρέσεις στα εθνικά όρια. Η διεθνικότητα των φαινομένων δεν αναδεικνυόταν παρόλο που, αποδεδειγμένα, ενδιέφερε τους μεγάλους λαογράφους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νικόλαος Πολίτης που, αν και γνώστης της συγκριτικής μεθόδου και κάτοχος εθνογραφικού υλικού από τη διεθνή βιβλιογραφία, υπήρξε πολύ φειδωλός σε τέτοιες προεκτάσεις. Φαίνεται πως η αίσθηση της εθνικής αποστολής υπερίσχυε, στην πρώτη φάση, οποιωνδήποτε άλλων επιστημονικών προβληματισμών. Οι εθνικές καταβολές της λαογραφίας σημάδεψαν τη μετέπειτα πορεία της. Παρά τις όποιες (και ήταν λίγες) διαφοροποιητικές ανησυχίες ο κυρίαρχος προσανατολισμός παρέμεινε ο ίδιος μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Η κοινωνική διάσταση, το κοινωνιολογικό ενδιαφέρον των λαογραφικών φαινομένων, στο μέτρο που αναδεικνύεται, οφείλεται στην ίδια τη φύση του αντικειμένου παρά σε συνειδητές θεωρητικές επιλογές των μελετητών. Τα ρεύματα του Μαρξισμού, της γαλλικής Κοινωνιολογικής σχολής και του λειτουργισμού (Κοινωνική Ανθρωπολογία), που τείνουν να κυριαρχήσουν στη διεθνή σκηνή από τις αρχές του 20ού αιώνα, βρίσκουν αδιάφορους μέχρι αρνητικούς τους λαογράφους της εποχής. Ο λειτουργισμός και η γαλλική Κοινωνιολογική σχολή πολύ πρόσφατα αρχίζουν να μνημονεύονται, ενώ ο Μαρξισμός συνειδητά πολεμήθηκε από μεγάλους λαογράφους, όπως ο Κυριακίδης (1939). Έτσι τα βασικά ρεύματα, κοντινά στο χώρο της λαογραφίας, που θα μπορούσαν να εισαγάγουν την κοινωνιολογική διάσταση στις λαογραφικές προσεγγίσεις κρατήθηκαν μακριά. Έννοιες, όπως κοινωνική δομή, κοινωνική λειτουργία, κοινωνικοί κανόνες, βάση-εποικοδόμημα κ.λπ. έμειναν άγνωστες για το εννοιολογικό οπλοστάσιο της λαογραφίας. Ό σον αφορά την κοινωνιολογία, είχε την τύχη να ταυτίζεται με νεοτεριστικές και γι’ αυτό ανατρεπτικές ιδέες, μια τύχη που την ακολούθησε για ευνόητους λόγους μέχρι πρόσφατα. Οι έννοιες του κοινωνικού συστήματος ως οργανικού συνόλου και της λειτουργικότητας των επιμέρους κοινωνικών θεσμών που απαρτίζουν το σύστημα, που φτάνουν μέσω του λειτουργισμού στη λαογραφία (προέρχονται όμως από τη γαλλική Κοινωνιολογική Σχολή), τώρα αρχίζουν να επηρεάζουν ουσιαστικά τις αναζητήσεις των λαογράφων. Από τους προγενέστερους ο Κυριακίδης φτάνει κάποιες φορές να μιλά για οργανικό σύνολο (έμμορφο σύνολο), ορίζοντας το λαϊκό πολιτισμό όμως μένει στο εποικοδόμημα- δεν περνά καθόλου στην έννοια του κοινωνικού συστήματος (Κυριακίδου - Νέστορος 1978: 158-185). Αρχές και έννοιες της κοινωνιολογίας φτάνουν στη λαογραφία κατά κανόνα έμμεσα. Κυρίως η κοινωνική ανθρωπολογία αλλά, ώς ένα βαθμό, και ο μαρξισμός ωθούν νεότερους λαογράφους στην υιοθέτηση νέων κατευθύνσεων και τη διάνοιξη καινούριων δρόμων στη μελέτη της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, του λαϊκού μας πολιτισμού και της παραδοσιακής κοινωνίας. Πιστεύω πως τα παραδείγματα της Κυριακίδου —Νέστορος και του Μερακλή, αντιπροσωπευτικά της στροφής προς το «κοινωνικό», είναι χαρακτηριστικά. Η Κυριακίδου - Νέστορος εμφανώς και δεδηλωμένα επηρεασμένη από τις θεωρίες του δομισμού και του λειτουργισμού σε επιστημονικό επίπεδο, και μυημένη στη μαρξιστική θεωρία, δίνει μιαν ώθηση τέτοιου είδους τόσο στην ακδημαϊκή της δραστηριότητα όσο και στο συγγραφικό της έργο. Ο Μερακλής από την άλλη μεριά φαίνεται να έχει, αρχικά τουλάχιστον, μαρξιστικές επιρροές στην απόφασή του να εισαγάγει την κοινωνική προσέγγιση στα λαογραφικά φαινόμενα. Θυμάμαι ότι, σε ανύποπτο για μένα χρόνο, όταν ήμουν μαθητής του, μου είχε πει ότι όλα αυτά τα νέα ενδιαφέροντα προέρχονται από το μαρξισμό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Μερακλής αγνοεί ή παραγνωρίζει την προσφορά της κοινωνικής ανθρωπολογίας). άντως, όπως και να ’ναι, αποτελεί μια πραγματικότητα ότι από τη δεκαετία του ’70 παρουσιάζεται μια τέτοια στροφή, που θα μπορούσε μάλλον να ορισθεί ως πρώτος εμβολιασμός της λαογραφίας με κοινωνιολογικές ιδέες. Αρχίζει να αναζητείται η κοινωνική διάσταση, το κοινωνικό περιεχόμενο των λαογραφικών φαινομένων μ’ έναν κάπως πιο συστηματικό και κυρίως δεδηλωμένο τρόπο. Τονίζω το δεύτερο, γιατί θα
Π
αφιερωμα/29 ήταν άδικο, για παράδειγμα, να πούμε ότι οι προσεγγίσεις του Μέγα στη λαϊκή κατοικία δεν έχουν κοινωνική διάσταση. Ωστόσο, παρόλες τις προσπάθειες, δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για την εμφάνιση μιας νέας συγκροτημένης Ελληνικής Λαογραφικής Σχολής, που να εκφράζει αυτή τη μετεξέλιξη. Κάτι τέτοιο τείνει και πρέπει να γίνει. Το ερώτημα που εύλογα βέβαια προκύπτει είναι πώς θα γίνει αυτή η υπέρβαση και, όταν γίνει, πώς θα επαναπροσδιοριστεί το πεδίο και το περιεχόμενο της λαογραφίας σε σχέση με συγγενικούς κλάδους, όπως η κοινωνική ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία. Νομίζω πως το πρόβλημα που δημιουργείται τόσο επιστημολογικά όσο και ως προς την οριοθέτηση (τα δύο βέβαια είναι άρρηκτα δεμένα) αφορά περισσότερο τη σχέση της λαογραφίας με την κοινωνική ανθρωπολογία και όχι με την κοινωνιολογία. Καταρχήν, αν ορίσουμε την κοινωνιολογία ως επιστήμη της μεγάλης κοινωνικής κλίμακας και τη λαογραφία ως επιστήμη της μικρής κλίμακας, αυτομάτως προκύπτει μια συμπληρωματικότητα. Μια συμπληρωματικότητα που υπαγορεύει τη συνεργασία για τη σφαιρική κατανόηση του φαινομένου κοινωνία και τελικά του Ανθρώπου. Η μελέτη της μικρής κλίμακας συνιστά ένα βήμα, ένα μέρος της συνολικής μελέτης της κοινωνίας που γίνεται μέσα από συνθετικές διαδικασίες. Από την άλλη η γνώση της συνολικής δομής και οργάνωσης μιας κοινωνίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των επιμέρους κοινωνικών συστημάτων που την απαρτίζουν. Μπορούμε δηλαδή να μιλάμε για μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ολικό και το μερικό, που πρέπει να κατευθύνει και τη συνεργασία των δύο κλάδων. Αν μεταφερθούμε έπειτα από τις κλίμακες στα επίπεδα, στις στιγμές του κοινωνικού γίγνεσθαι, είναι εύκολο να διακρίνουμε και μιαν ακόμα συμπληρωματικότητα. Η λαογραφία ασχολείται κατεξοχήν, όχι αποκλειστικά, με φαινόμενα του εποικοδομήματος· φαινόμενα που εδράζονται στις κοινωνικές υποδομές που μελετά κατεξοχήν η κοινωνιολογία. Η μελέτη του πολιτισμικού (λαογραφία) προϋποθέτει μελέτη που κοινωνικού (κοινωνιολογία). Ωστόσο ο προσδιορισμός του αντικειμένου της λαογραφίας στο πολιτισμικό επίπεδο σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι η λαογραφία ξεκινάει πέρα από τις κοινωνικές δομές, τις οποίες περιμένει να μελετήσει η κοινωνιολογία. Δεδομένου ότι η λαογραφία κινείται κατά κανόνα στη μικρή κλίμακα εννοείται ότι η μελέτη των μικροκοινωνιών γίνεται ή πρέπει να γίνεται σφαιρικά από την ίδια με την υιοθέτηση θεωρητικών και μεθοδολογικών εργαλείων, όταν χρειάζεται, από την κοινωνιολογία. Μεθοδολογικά η λαογραφία έχει μιαν ιστορία ποιοτική, εώς και ποιητική, ενώ η κοινωνιολογία έχει καταβολές μάλλον θετικιστικές. Η ποιοτική μέθοδος εμφανίζεται αρκετά αργά στην κοινωνιολογία, στα πλαίσια ενός γενικού κλίματος αμφισβήτησης του θετικισμού στις επιστήμες. Μέθοδοι, όπως η βιογραφική, και τεχνικές, όπως η συνέντευξη, αποτελούν νέες πραγματικότητες για την κοινωνιολογία, παρ’ όλο που είναι σύμφυτες στην κοινωνική ανθρωπολογία. Από την άλλη πλευρά το ίδιο ισχύει για τις ποσοτικές προσεγγίσεις, όσον αφορά τη λαογραφία. Προέρχονται προφανώς από τις επιδράσεις της κοινωνιολογίας και υιοθετούνται, καθώς η ανάγκη για μετρήσεις και στατιστικοποίηση των δεδομένων γίνεται ολοένα πιο αισθητή. Η γενικότερη σύγκλιση, λοιπόν, ανάμεσα στην ποιοτική και την ποσοτική μέθοδο φέρνει και τις δύο επιστήμες πιο κοντά. Έ τσι και σ’ ένα ακόμα επίπεδο η συμπληρωματικότητα προκύπτει ως μια ανάγκη. Συμπερασματικά πρέπει να τονισθεί ότι είναι λάθος το πρόβλημα να εντοπίζεται στην οριοθέτηση του αντικειμένου, σαν να επρόκειτο για ιδιοκτησίες. Οι διάφορες ή οι συγκλίσεις πρέπει να αναζητούνται και να προσδιορίζονται στο επιστημολογικό πεδίο. Και αυτό υπαγορεύει όχι τον αλληλοαποκλεισμό ή τον ανταγωνισμό, αλλά τη συμπληρωματικότητα και τη συνεργασία. Τη διεπιστημονικότητα.*1234 Σημειώσεις 1. Κυριακίδης Στίλπων 1939, Η Οικογένεια, Θεσσαλονίκη. 2. Μερακλής Μιχαήλ 1971, «Οι θεωρητικές Κατευθύνσεις της Λαογραφίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», Λαογραφία 27: 3-23. 3. Κυριακίδου - Νέστορος, Ά λκη 1978: Η Θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας, Αθήνα, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού κάι Γενικής Παιδείας (Σχολή Μωραΐτη). 4. Δαμιανάκος Στάθης 1987, «Ετερότητα και Εθνογραφία: Για μια Κοινωνιολογική Προσέγγιση του Λαϊκού Πολιτισμού», στο Παράδοση Ανταρσίας και Λαϊκός Πολιτισμός, Αθήνα, Πλέθρον: 21-39.
30/αφιερωμα
Κ. Μπΐχδα -Τσομώκου
^βτβολή στη μελέτη της δημόσιας και Μ
Σαμοθράκη, επιστροφή στο σπίτι μετά τη στέψη στην εκκλησία, 1980
ε την πεποίθηση ότι η πολυεπιστημονική προσέγγιση συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση και ερμηνεία του πολιτισμικού γεγονότος ως κοινωνικού, διατυπώνονται εδώ ορισμένες σκέψεις που αποτελούν ταυτόχρονα και υπόθεση έρευνας της ιστορίας της καθημερινής δημόσιας και ιδιωτικής ζωής του παρελθόντος. Αρχίζοντας από την ιδιωτική σφαίρα, διαπιστώνουμε ότι ο μελετητής που επιχειρεί να αντλήσει πληροφορίες για την οικογενειακή οργάνωση και συμπεριφορά των μελών της των προηγούμενων χρόνων προσκρούει στο περιορισμένο ενδιαφέρον των πηγών σε θέματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο της οικογένειας, τις διαπροσωπικές σχέσεις κ.λπ. Στα περισσότερα κείμενα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι παρέχουν μια πρώτη κοινωνικοανθρωπολογική γνώση (π.χ. περιηγητικά) η πληροφορία είναι δυσεύρετη, όταν, όσα από αυτά κατέγραψαν στιγμές της καθημερινής ζωής της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, περιορίζονται στις σκηνές έξω από το σπίτι: σκηνές του δρόμου, των παζαριών, κοινωνικών εκδηλώσεων στην πόλη ή στην ύπαιθρο, στο δημόσιο χώρο και ελάχιστα στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Ή ταν η αντίληψη των εποχών και των κοινωνιών που εμπόδιζε μια τέτοια «εσωτερική ματιά». Και είναι και η ζωή της κοινωνίας, την οποία καταγράφουν, περισσότερο συλλογική, δημόσια, καθώς η ανάγκη κοινωνικής συσπείρωσης φέρνει σε δεύτερη μοίρα τη σημασία της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής. Χρησιμοποιώντας τα συμπεράσματα της ιστορικής έρευνας σημειώνουμε ότι η ανάπτυξη των κλειστών, σχετικά αυτόνομων κοινοτήτων1 δημιούργησε δεσμούς έντονων αλληλεξαρτήσεων των μελών, που ασκούσαν τη συλλογικότητα σε βάρος των ατομικών κλίσεων. Αν και η οικογενειακή μονάδα κατείχε τον κεντρικό ρόλο στην οργάνωση της παραγωγής στη βάση της μικροϊδιοκτησίας,2 μια ευρύτερη ομάδα, η κοινότητα, θεωρείται συλλογικά υπεύθυνη απέναντι στις εξωτερικές επεμβάσεις και υποχρεώσεις (π.χ. φορολογικές). Ό μω ς αυτή η αναγκαστική και απ’ έξωεπιβαλλόμενη συλλογικότητα, σχεδόν αυτόματα αναδείκνυε και μιαν άλλί)* πραγματικότητα, της σχετικής αυτονομίας της κοινότητας σε κάθε εξωτερική εξάρτηση και επέμβαση. Στον πολιτισμικό τουλάχιστον χώρο η διπλή σχέση εξάρτησης και «αυτονομίας» δημιούργησε
αφιερωμα/31 τα χαρακτηριστικά μιας εσωτερικής ομοιογένειας και διαφύλαξε την ταυτότητα της κοινότητας - όσο βέβαια αυτή δεν στέγαζε και ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες. Η προσπάθεια λοιπόν για επιβίωση των μελών της κοινότητας ανέπτυξε τη συλλογικότητα, τους δεσμούς αλληλεξαρτήσεων στη δημόσια κοινωνική ζωή, που περιόριζαν αντίστοιχα τα όρια της ιδιωτικής. Μέσα π.χ. από τα έθιμα του γάμου, της βάφτισης, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ή του θανάτου διαπιστώνουμε πόσο η κοινωνία (η κλειστή κοινότητα) επενέβαινε ακόμα και για τις πιο στενές σχέσεις του ζευγαριού. Η τελετουργία του γάμου διαρκούσε αρκετές μέρες, με την τέλεση παραδοσιακών τελετουργιών και πράξεων, όπου συμμετείχε η ευρύτερη ομάδα, με όλες τις επιμέρους ηλικιακές και κοινωνικές ομάδες. Η γυναικεία νεότητα π.χ. χρησιμοποιείται στο «ανάπιασμα» των προζυμιών για τα ψωμιά του γάμου, η αντίστοιχη αντρική στη στενή συνοδεία του γαμπρού και στο ξύρισμα (βλάμηδες, αδελφοποιτοί κ.λπ.), η παιδική στο κάλεσμα των καλεσμένων. Η επέμβαση της κοινότητας στις ιδιωτικές σχέσεις κορυφώνεται στο στρώσιμο του νυφικού κρεβατιού, στην παρουσία των γεροντισσών στις πρώτες νύχτες του γάμου (φυλάχτρες), στην έκθεση του νυφικού πουκάμισου για τον έλεγχο της αγνότητας της νύφης και της σεξουαλικής επιτυχίας του άνδρα. Γιατί λοιπόν, γράφει ο Aries αναφερόμενος στη δυτική πραγματικότητα, «να αγανακτούμε, αφού στην πραγματικότητα κανείς δεν είχε ιδιωτική ζωή(...) Η κοινωνική συσπείρωση δεν άφηνε θέση στην οικογενειακή. Θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι δεν υπήρχε ως ζωντανή πραγματικότητα. Δ εν υπήρχε όμως ως συναίσθημα ή αξία».3 Στην παραπάνω άποψη θα σημειώσουμε μόνο ότι οι συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές δομές, που ίσχυαν στον ελληνικό χώρο, επέτρεψαν στην οικογένεια να υπάρχει και ως συναίσθημα ή αξία, αλλά υποταγμένη στις απαιτήσεις και αντιλήψεις μιας συλλογικής κοινωνικής ζωής. Ο Παναγής Σκουζές στα Απομνημονεύματά του μας πληροφορεί ότι, κατά την περίοδο της τυραννίας του Χατζή Αλή Χασεκή, όταν κάποιος ενορίτης έφευγε κρυφά, τις υποχρεώσεις του τις αναλάμβαναν οι υπόλοιποι: «Η Αθήνα ήτον εις 36 μαχαλάδες ενορίας. Όποιος έφευγεν από αυτήν την ενορίαν το δόσιμο αυτουνού ήτον εις χρέος να το πληρώσουν οι ενορίτες όλοι. Οι ενορίτες τι έκαμναν; Άνοιγαν το σπίτι του φευγάτου, αλλά τίποτες δεν έβρισκαν μέσα (...). Εκατέβαζαν τα κεραμίδια, τες σκεπές των οσπιτιών και ξυλιτζή και τα επουλούσαν, διότι ατζίνητο πράγμα δεν επωλιούντο μήτε κανένας το αγόραζεν».4 Ίδια αντίληψη, που εξωτερικεύει τις δυνατότητες των κοινωνιών «αλληλογνωριμίας» υπαινίσσεται και η υποχρέωση των μελών της κοινότητας να υπηρετούν το αίσθημα της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας: « Ή ταν και ένα συνήθιον εις Αθήνα. Οι άρχοντες προεστοί εις την παραμονήν των Χριστουγέννων και εις την Ανάσταση του Χριστού εδιόριζαν δυο νοικοτζυρέους και έναν κληρικόν και τους έδιδαν την άδειαν να περιέλθουν τα εσινάφια και όλην την πόλην, να συνάζουν ό,τι προαιρείται ο καθένας. Ομοίως και από τους επιτρόπους των εκκλησιών να δίνουν κάτι από τα συναγμένα της εκκλησίας - ομοίως και τα μοναστήρια, οι γούμενοι και εν οι καταστάσει πατέρες - και μ ’ αυτά τα συναγμένα εγόραζαν παπούτζια, μανδήλια δια τας γυναίκας, φέσια και λοιπά και εις ολίγα χρήματα. Και τα εμοίραζαν εις αυτούς τους κατοικούντας δυστυχείς εις τας ενορίας και εις μερικούς ευγενείς ξεπεσμένους, οπού είχαν δυστυχήσει και τους είχεν μείνει μόνον ένα σπίτι όπου εκατοικούσαν, ή κανέναν υποστατικόν μικρόν, και ασυνήθιστοι να εργάζονται ηστερούντο».5 Παράλληλα ο ίδιος συγγραφέας καταγράφει τα αισθήματα και την πραγματικότητα στο εσωτερικό της (δικής του) οικογένειας. Τον πόνο του πατέρα για το θάνατο της μητέρας του: «ο πατήρ μου εμικροψύχησεν πολλά. Α γκα λά και δεν έχασεν ολίγον πράγμα, μιαν τέτοιαν γυναίκαν άξιαν, με την οποίαν έζησεν χρόνους δώδεκα». Τον δεύτερο γάμο και τις αντιδράσεις της ευρύτερης οικογένειας, γιατί η νέα γυναίκα «ήτον μικρής καταστάσεως και ασήμαντο σπίτι»· δείχνει ακόμα μια σχεδόν ανεπαίσθητη κατανόηση στην παιδική συναισθηματική ανασφάλεια, μετά το θάνατο και των δύο γονέων: «έτσι λοιπόν εμείναμεν τα τρία αδέλφια μόνοι μας, σταυροχεριασμένοι, ανήλικοι».6 Βρισκόμαστε όμως στον 18ο αι., που επιτρέπει κάποια καταγραφή και των εσωτερικών αισθημάτων και ενδιαφερόντων της οικογένειας,7 σημείο ότι το οικογενειακό αίσθημα προβάλλει διεκδικητικό πλάι σ’ αυτό της συλλογικότητας. Γενικά η διεκδίκηση αυτή υπάρχει ή προπαγανδίζεται ακόμα υπό συνθήκες ευπορίας. Η βελτίωση των όρων ζωής, κάτω από τις οποίες ζει ο ελληνισμός στον 18ο αι., είναι μια πραγματικότητα αισθητή σε πολλούς τομείς, συνδεδεμένη με την προϊούσα συνείδηση
32/αφιερωμα του διαφορισμού των τάξεων. Οι μεταβολές γίνονται αισθητές και στο πολιτισμικό επίπεδο, καθώς η ανάδειξη νεών κοινωνικών ομάδων υπαινίσσεται, μέσα βέβαια στα όρια των πολύ αργών μεταβάσεων, εκτός των άλλων, και νέους κώδικες κοινωνικής και ηθικής συμπεριφοράς.8 Σ’ ορισμένες κοινωνικές ομάδες οι συνθήκες της υλικής ζωής δέχονται μεταβολές, όπως επίσης και οι συνθήκες πνευματικής ανάπτυξης (εκπαίδευση π.χ.). Οι οποιεσδήποτε μεταβολές λοιπόν περνούν ή υπηρετούν πρώτα τις ανάγκες του σπιτιού, του «οίκου» των προαναφερόμενων (εύπορων) βέβαια κοινωνικών ομάδων. Παραμένει πάντως αίτημα της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, της κοινωνικής λαογραφίας η ανάγκη μελέτης και αναλυτικής προσέγγισης των γραπτών και άγραφων πηγών σε σχέση με συμπεριφορές και νοοτροπίες των ανθρώπων, ομάδων και τάξεων που αφορούν το παραπάνω θέμα. Ιδιαίτερα όταν από ποικίλα κείμενα δημιουργείται η εντύπωση, ότι η στροφή σε μια περισσότερο οικογενειακή και ατομική ζωή δεν περιορίζεται μόνο στα εύπορα στρώματα, αλλά επεκτείνεται και στις λεγάμενες κατώτερες τάξεις. Στις Διδαχές π.χ. του Κοσμά του Αιτωλού οι σχέσεις των φύλων, η οικογενειακή αρμονία, ο καθοδηγητικός ρόλος της μητέρας προς το παιδί, ο γάμος και οι σεξουαλικές σχέσεις των συζύγων αποτελούν κεντρικό θέμα. Και έχει συνείδηση ο Κοσμάς ο Αιτωλός ότι θίγει λεπτά κοινωνικά ζητήματα, στα οποία τίθενται και αρχές κοινωνικών ορίων και ρόλων: «Είναι άπρεπο ο καλόγερος να διδάσκει περί γάμου, μα πάλι από το άπρεπον εβγάνομεν κέρδος».
Σ
τη συνέχεια προπαγανδίζει ένα ατομικό συζυγικό αίσθημα με αγάπη, συγχώρεση, κατανόηση, ένα αίσθημα φροντίδας για την παιδική ηλικία με συγκεκριμένες προτάσεις - εκπαίδευση, υλική μέριμνα, θρησκευτική καθοδήγηση, αγάπη κ.ά. - ενώ φαίνεται να μην εγκρίνει την απεριόριστη συμμετοχή και επέμβαση της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας και, ίσως, ούτε της ευρύτερα οικογενειακής. Ό ταν αναφέρει απόψεις για τον ευλογημένο γάμο, διαπιστώνουμε την τάση απόρριψης των παρεμβάσεων του συγγενικού κύκλου και αντιμετώπισης του θέματος ως προσωπικής υπόθεσης: «'Ακούσε παιδί μου, όταν θέλεις να υπανδρευτείς να ζητήσεις πρώτον γυναίκα να μην είναι από την συγγένειά σου, όπου το εμποδίζει ο Νόμος της Εκκλησίας, δεύτερον να έχει τον φόβον του Θεού εις την ψυχήν της και τρίτον να είναι στολισμένη με την εντροπήν (...). Επήρες γυναίκα πτωχή; επήρες σκλάβα. Επήρες γυναίκα πλούσια; έγινες εσύ σκλάβος, επήρες ραβδί της κεφαλής σου (...). Α ν είναι με το θέλημα και των δύο, ετότες να τους στεφανώσει ο παπάς (...) και να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν κεφαλή και η γυναίκα ωσάν σώμα (...) οι άνδρες όσον ημπορείτε να έχετε την αγάπην με τες γυναίκες σας. Αεν βλέπετε πόσους πειρασμούς έχουν οι ευλογημένες με τα παιδιά τους, με το σπίτι με το ένα με το άλλο; Μεγαλυτέρα αρετή δεν ημπορεί να κάμει η γυναίκα ωσάν να παρηγορήσει και να υπομένει τον άνδρα της».9 Στις περιορισμένες δυνατότητες αυτού του άρθρου ελάχιστα πράγματα μπορούν να λεχθούν για τον εσωτερικό κόσμο της οικογένειας, την καθημερινή της ζωή, τα αισθήματα των μελών της, στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ευνόησε την κοινωνική διαστρωμάτωση. Έχουν βέβαια πληθύνει οι γνώσεις μας για τη γονιμότητα των νοικοκυριών, για τα πρότυπα γαμήλιας συμπεριφοράς, για τα μεγέθη και τους τύπους οικογενειακών εγκαταστάσεων, αλλά είναι δύσκολες οι γενικεύσεις και λόγω της απουσίας πηγών και λόγω της ποικιλόμορφης, κοινωνικά και πολιτιστικά, πραγματικότητας του ελληνικού χώρου.10 Π.χ. στοιχεία απο την οικιστική δραστηριότητα ως τις ισχύουσες παραγωγικές σχέσεις (εμπορευματικές) που επιβάλλουν τη διάσπαση του οικογενειακού κυττάρου, μέσα στα όρια της κοινότητας, αλλά και το διασκορπισμό της οικογένειας σε μια ανοιχτή κοινωνία, μας δίνουν τη δυνατότητα να υποθέσουμε μια προσωρινή έστω ανδροπατροτοπική εγκατάσταση του ζευγαριού11 και ίσως την οριστική κατοχή του πατρικού οίκου, αν πρόκειται για το παιδί που εθιμικά όφειλε να μείνει με τους γονείς: διαφορετικά, το νέο ζευγάρι, με τη βοήθεια της πατρικής οικογένειας, θα οργανώσει ένα νεοτοπικό ατομικό νοικοκυριό μέσα στα πατροτοπικά συνήθως όρια. Παράλληλα η διευρυμένη οικογένεια υπήρξε μια ζωντανή πραγματικότητα ώς την ώρα τουλάχιστον της ανατροπής των «τοπικών» συστημάτων. Ενδεικτικά στον «Κώδικα Βιογραφίας» του Γεωργίου Γαζή καα πιθανώς σε πολλά άλλα ιστορικά κείμενα, που απαιτούν τη μελέτη τους ως προς αυτή την κατεύθυνση,
αφιερωμα/33 καταγράφονται οι διαφορετικές νοοτροπίες και συμπεριφορές δύο εποχών, τη στιγμή ακριβώς της μετάβασης. Ο Γαζής από το Δελβινάκι Ηπείρου, γραμματικός του Γεωργίου Καραϊσκάκη και αργότερα δημόσιος υπάλληλος σε διάφορους τόπους, προσκρούει στη σοβαρή αντίδραση του πατρικού σπιτιού, όταν επιχειρεί το διαχωρισμό της ατομικής του οικογένειας από την ευρύτερη και νεοτοπική εγκατάσταση. Το κείμενο της γραπτής συμφωνίας που συντάσσεται ανάμεσα στον πατρικό οίκο και στον ίδιο, καθώς και μια σειρά άλλων ενεργειών, τεκμηριώνουν: α) τη λειτουργία της ευρύτερης οικογένειας ως οικονομικής μονάδας που υποτάσσει τις ατομικές προτιμήσεις των μελών της στο συλλογικό συμφέρον και β) την ανάπτυξη των κοινωνικών προϋποθέσεων, που επιτρέπουν στα νέα μέλη να επιζητούν την ατομική ανεξαρτησία και την κοινωνική κινητικότητα: «Εγώ ο Κων. Γατζής αυτοθελήτως και με όλην μου την καρδιάν δίδω την ευχήν μου του υιού μου κυρίου Γεωργίου να ζήσει όπου έχει ευχαρίστησιν και δια τα γηρατειά μου και έξοδα της οσπιτίου μου ευχαριστήθηκα να
«Αντιπραγματισμός»: δίνει ξύλα και παίρνει κυδώνια (Πύργος Δράμας, 1964)
μου στέλλει τον καθ’ έκαστον χρόνον τριακοστάς δραχμάς (αριθμ. 300) και όχι περισσότερον ή αφήσει την φαμπϋαα τους εις το σπίτι ή την σηκώσει την ευχή μου να έχει, εγώ τίποτε περισσότερο δεν θέλω από τας άνωθεν δραχμάς. Αυτός όμως έχει χρέος να μου τας στέλλει καθώς ευχαριστήθηκαν και τα δύο μέρη... 1836 τη 24 Σεπτεμβρίου, Αθήναι... Υπογραφαί μαρτύρων». Η αποτυχία τελικά των οικογενειακών διαπραγματεύσεων οδήγησε τον Γαζή στην απαγωγή της οικογένειάς του το 1837: «εκείθεν δε διορισθείς Σχολάρχης Μεσολογγίου τη 4 Ιουνίου και μεταβάς εις Μεσολόγγιον ωργάνισα την έξοδον της συμβίας και του υιού μου Χρήστου εκ Αελβινακίου, ήτις έγινε κρυφίως εν αγνοία των γονέων μου και συγγενών κατά τας αρχάς Νοεμβρίου και απήλαυσα αυτούς εις Μεσολόγγιον τη 24 Νοεμβρίου».12 ρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μεταβαλλόμενες αντιλήψεις, οι οποίες στη διαδρομή του 19ου αιώνα και πολύ περισσότερο του 20ού αιώνα θα σχηματίσουν σταδιακά την εικόνα της πυρηνικής οικογένειας. Αναφέρομαι εδώ στην κονωνική πραγματικότητα του
Β
34/αφιερωμα 19ου αιώνα που επέβαλλε διασπάσεις και ανατροπές προγενέστερων μορφών οικογενειακής σύνθεσης, όπως επισημάνθηκε από τον Stojanovich, αλλά και στις «προθέσεις» αυτής της κοινωνίας ή περισσότερο συγκεκριμένα των αστικών στρωμάτων της να προβάλλουν αυτό τον τύπο οικογένειας13 ο οποίος συμβάδιζε με τον επιχειρούμενο αστικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Το πρότυπο της αστικής οικογένειας, με ιδιαίτερα εξιδανικευμένο το ρόλο της γυναίκας μέσα σ’ αυτή, υποστηρίχτηκε σχεδόν συνολικά από τα κείμενα της περιόδου των μέσων του 19ου αιώνα κ.ε. Για την πρώτη περίοδο μετά την ανεξαρτησία, θα υποστηρίζαμε ότι ο εσωτερικός κόσμος της οικογένειας δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο εξιδανίκευσης ούτε άλλωστε μπορούσε να γίνει, εφόσον αυτό προϋπέθετε άνετες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, που ο ελληνικός χώρος ήταν δύσκολο να έχει εξασφαλίσει. Και ενώ στη Δυτική Ευρώπη κατά τον 19ο αιώνα η αστική τάξη έχει διαμορφώσει ένα πολύ διαφορετικό οικογενειακό ιδεώδες, του καταφύγιου και της θαλπωρής, που προστατεύει από την αφιλόξενη βιομηχανική κοινωνία, στην Ελλάδα ως το πρώτο μισό του 19ου αιώνα απουσιάζουν ακόμα οι προϋποθέσεις, και βέβαια και οι ενδείξεις (κατοικία, επίπλωση, ένδυση), για τη διαμόρφωση στο εσωτερικό της γηγενούς αστικής τάξης τέτοιων ιδεωδών. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι περιορισμένες, με ελάχιστες τεχνικές διευκολύνσεις για την παρασκευή του φαγητού, τη θέρμανση, την προσωπική και οικιακή καθαριότητα και με περιορισμένους επίσης τους χώρους και τη διακόσμηση εκείνη που διευκολύνουν την οικογενειακή οικειότητα και τη εξιδανίκευσή της. Ξένοι παρατηρητές περιγράφουν την οικογενειακή αλλά και την κοινωνική ζωή γεμάτη αθλιότητα που απλώνεται στα περισσότερα κοινωνικά στρώματα. Ο Αμπού π.χ. παρατηρεί την έλλειψη της οικιακής και οικογενειακής θαλπωρής στις αστικές οικογένειες, ενώ αναγνωρίζει ότι υπάρχει στα ηγετικά αστικά στρώματα: «Είδα συχνά στην Αθήνα μια αστική οικογένεια συγκεντρωμένη για το δείπνο (...). Δεν ξέρω τίποτε τόσο ταπεινό και τόσο φτωχό, όσο η όψη αυτών των δείπνων, τίποτε πιο ψυχρό όσο αυτές τις οικογενειακές συγκεντρώσεις: Η αμηχανία είναι παντού ως και τις κινήσεις. Καμιά διάχυση, καμιά ευθυμία. Ο άνδρας είναι σκυθρωπός, η γυναίκα μουρμούρα, τα παιδιά κραυγαλέα (...) Ό λη αυτή η αστική τάξη είναι θλιμμένη και άρρωστη. Η δυσκολία της ζωής, η έλλειψη του αναγκαίου (...) θα εμποδίσουν για καιρό ακόμα τη γέννηση αυτής της οικειότητας, χωρίς την οποία δεν καταλαβαίνουμε εμείς την οικογένεια. Στους Φαναριώτες, η οικογένεια είναι σχεδόν ό,τι είναι σε μας. Η γυναίκα, σ ’ όλα ίση με τον άνδρα της, εκτελεί με χάρη τα καθήκοντα της νοικοκυράς. Τα παιδιά δείχνουν για τους γονείς τους ένα τρυφερό σεβασμό. Η μητέρα φιλά το γιο της το πρωί και το βράδυ. Είναι αρκετά πλούσιοι για ν’ αγαπιούνται».14 Από τα μέσα ωστόσο του 19ου αιώνα το αστικό ιδεώδες για τον κοινωνικό ρόλο της οικογένειας και τη θαλπωρή του οικογενειακού περιβάλλοντος εμφανίζεται και για τα μεσαία στρώματα και εξιδανικεύει, κυρίως, το ρόλο της γυναίκας ως μητέρας και σταδιακά, προς το τέλος του αιώνα, και ως συζύγου. Πρόκειται στην ουσία για επαναπροσδιορισμό των παραδοσιακών οικογενειακών αξιών πάνω σε άλλη βάση15: ο αποκλεισμός της γυναίκας από το εργατικό δυναμικό της νέας ή προσδοκώμενης κοινωνικής πραγματικότητας της πόλης - διαχωρισμός δηλαδή του τόπου εργασίας και κατοικίας, σταδιακή επικράτηση της μισθωτής εργασίας, επέκταση της οικονομίας της αγοράς - καλύπτεται με εξιδανικευτικούς ρόλους και προορισμούς που μετατρέπονται μάλιστα και σε εθνικούς. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ιδεολογική αυτή διεργασία16 των μεγαλοαστικών και μεσαίων στρωμάτων σχεδόν ολοκληρώνεται τη στιγμή που μόλις έχουν αρχίσει οι διαδικασίες οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Η αντιφατικότητα μετριάζεται και ερμηνεύεται, αν συσχετιστεί με τον τρόπο, με τον οποίο έγινε η ανάπτυξη της χώρας στα πλαίσια του ελληνικού καπιταλισμού.17 Θα ήταν χρήσιμο να αντλήσουμε τα συναφή στοιχεία των τάξεων και των στρωμάτων στην ιδιωτική και δημόσια σφαίρα, αλλά και την ιστορία της οικονομίας και κοινωνίας μέσα από κείμενα της εποχής όπως αυτά του Μιχαήλ Μητσάκη (Αθηναϊκοί Σελίδες, Η Ζωή εις την πρωτεύουσαν).'* Με δεδομένη τη σύνδεση του αγροτικού με τον αστικό χώρο, όπου σταδιακά διοχετεύεται το ανθρώπινο δυναμικό του πρώτου και ενσωματώνεται σε μια μικροαστική πραγματικότητα ή στους πρώτους πυρήνες των εργατικών στρωμάτων, απομένει ακόμα να διερευνηθούν θέματα που αφορούν τον εσωτερικό κόσμο και την οργάνωση της
αφιερωμα/35 αγροτικής οικογένειας, τις πιθανές μεταβολές που συμβαίνουν στον οικογενειακό χώρο σ’ αυτή τη φάση τόσο στο χώρο της εκκίνησης όσο και σ’ αυτής της υποδοχής, την ανίχνευση των οικογενειακών αισθημάτων, των επαφών μεταξύ των μελών, των σχέσεων μεταξύ των συζύγων, των στάσεων απέναντι στα νόμιμα και παράνομα παιδιά, των διαπροσωπικών τελικά σχέσεων μέσα στην οικογένεια του αγροτικού κόσμου. Μια πρώτη εκτίμηση που υπαινίσσεται μεταβολές νοοτροπιών και ίσως πράξεων όπως τις είδαμε στο 18ο αιώνα, ως συνέπεια των κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών, δεν είναι αρκετά ισχυρή για να αντικρούσει τα τεκμήρια της «πολιτιστικής» στασιμότητας για το οικογενειακό ή, ακόμα περισσότερο, το ατομικό αίσθημα. Σημαντική πηγή για τη μελέτη της οικογένειας από ανθρωπολογική άποψη, την ανίχνευση των συμπεριφορών και νοοτροπιών της αποτελούν πάλι τα κείμενα που καταγράφουν τη βιωματική εμπειρία των ανθρώπων της «παραδοσιακής» κοινωνίας. Στις ενθυμήσεις π.χ. του Κύρκου Παπανίκου των ετών 1806-1845 οι κίνδυνοι διάσπασης ενός διευρυμένου νοικοκυριού αποδίδονται στη συμπεριφορά του γυναικείου φύλου. Αφήνοντας στα 1820 το γιο του γενικό κληρονόμο προτρέπει: «Και μη γελαστήτε από λόγια φιλικά γυναικήσια ότι αποβλέπουν αι γυναίκες όλο το χαλασμό (...) Αυτό το κακό να φυλλαχθήτε ωσάν από φείδι... και να μη βάλετε θεμέλιο σε λόγια γυναικών ιδικών και ξένων».'9 υνοψίζοντας επαναλαμβάνουμε ότι η οικογενειακή μονάδα υπόκειται στις ποικίλες εξαρτήσεις και ρυθμίσεις μιας κοινωνίας αλληλογνωριμίας, στις πολύμορφες πιέσεις και στον κοινωνικό έλεγχο, που τόσο βάραινε στο επίπεδο της οικογενειακής και ατομικής ζωής. Στο εσωτερικό της η οικογενειακή μονάδα απολάμβανε αυτονομία διάθεσης και του ανθρώπινου δυναμικού της ακόμα και σε σχέση μ’ ένα ευρύτερο κύκλο συγγενικής συσπείρωσης, αν και η τελευταία ίσως ισχυροποιείται για λίγο, αφότου χαλαρώνουν οι πολύμορφες εξαρτήσεις της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας.20 Τότε ακριβώς η συγγενική συσπείρωση, βασισμένη σε μια εσωτερική κατά φύλο και ηλικία ιεράρχηση και με αναπτυγμένο το αίσθημα της συγγενικής πλέον αλληλεγγύης, συμβάλλει στην κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών των ατόμων-μελών των επιμέρους οικογενειακών μονάδων, περισσότερο ίσως ως ένα είδος «κοινωνικής ασφάλισης»21 αλλά και ως καθημερινή συμβίωση και πρακτική (διευρυμένη οικογένεια) όταν και όπου συγκεκριμένες παραγωγικές δραστηριότητες και συνθήκες τη διαμόρφωναν. Παράλληλα το συγγενικό δίκτυο διευρύνεται σ’ έναν κύκλο δικών με τεχνητές συγγένειες, που διευκολύνουν τις εντάξεις και ενσωματώσεις της οικογενειακής και ευρύτερα συμβιωτικής ομάδας σε μια συλλογική-εθνική πραγματικότητα. Αναφερόμαστε στις ατομικές δυαδικές πλέον σχέσεις της πατρωνείας. Προς μια τέτοια κατεύθυνση η έρευνα έχει να θέσει και να λύσει πολλά ακόμη προβλήματα. Από μια περισσότερο «ποιοτική» προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου της οικογένειας, των διαπροσωπικών της σχέσεων και των αισθημάτων της που αποτελεί βασική μας υπόθεση έρευνας, τεκμηριώνεται, μέσα από λαογραφικές κυρίως πηγές, μια αυστηρά ιεραρχημένη οικογενειακή οργάνωση, όπου το φύλο22 και η ηλικία αποδεικνύονται οι κύριοι ρυθμιστές των μορφών εξουσίας. Οι σχέσεις των συζύγων δεν ρυθμίζονται με βάση τα προσωπικά τους αισθήματα αλλά υπαγορεύονται από την ιδιότητά τους ως μελών της συγγενικής τους ομάδας και του ευρύτερου συλλογικού σώματος. Η οικογένεια π.χ. δεν ζητά από τα μέλη της να παντρευτούν, αλλά κατευθύνει την εκλογή τους. Αυτό, σημειώνουν οι Thomas-Thaniecki, «δεν είναι τυραννία ούτε ιδιοτέλεια από τη μεριά των γονιών, ούτε βέβαια αδιαφορία για το μέλλον των παιδιών, αλλά μια λογική συνέπεια της θέσης του ατόμου στην οικογενειακή ομάδα...»23 Ένα άλλο ερώτημα είναι, αν μπορούμε να αναζητήσουμε σ ’ αυτό τον κόσμο των συλλογικών στάσεων περιθώρια ανάπτυξης προσωπικών αισθημάτων και κλίσεων: θα χρειαστεί να φτάσουμε στον 19ο αιώνα, όπου η ιστορική μαρτυρία δίνει περισσότερα στοιχεία για την προσωπική καθημερινή ζωή. Εξάλλου και η προφορική ιστορία νομίζω ότι διαγράφει και την άλλη όψη της παραδοσιακής κοινωνίας: η τελευταία σιωπηρά φαίνεται να δημιουργούσε και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης ορισμένων προσωπικών αισθημάτων και σχέσεων. Μια προσεκτική λοιπόν μελέτη της λαϊκής λογοτεχνίας και των εθίμων θα αναδείκνυε ίσως την περιορισμένη έστω αντανάκλαση μιας κοινωνικής
Σ
36/αφιερωμα πραγματικότητας πλούσιας σε ατομικές συμπεριφορές, σε ελεύθερους έρωτες, σε τρόπους απαλλαγής από παράνομους ερωτικούς καρπούς ή εκδηλώσεις μιας εξαιρετικά τρυφερής φροντίδας για το παιδί (τα νανουρίσματα ή τα ταχταρίσματα αποτελούν το καλύτερο σημείο εξωτερίκευσης τέτοιων αισθημάτων). Ή θα διέκρινε μέσα στις θεσμοθετημένες εθιμικές συμπεριφορές και ένα σύνολο συμβολικών πράξεων και λόγων που δρουν μόνο για την εκδήλωση των ατομικών επιλογών και επιθυμιών πριν από την τελική συλλογική έγκριση.24 Χωρίς π.χ. λόγο και πράξη οι επιλογές εξωτερικεύονται μέσω άλλων κινήσεων, για παράδειγμα με το πέταγμα του μαντιλιού - ή στα πλαίσια συγκεκριμένων εθιμικών δράσεων όπως π.χ. είναι οι μαντικές «επιλογές» που πραγματοποιούν οι νέες τη νύχτα της καθαράς Δευτέρας, ή το έθιμο του «Κλήδονα» που εξέφραζε έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο ερωτικής επαφής και αλληλογνωριμίας των δύο φύλων.25 Σημειώσεις 1. Με την έννοια αυτή ορίζεται μια κοινωνική ενότητα που υπόκειται στη δυναμική των μεταβολών στο χρόνο και τον τόπο και της οποίας η οργάνωση ρυθμίζεται από διαφορετικά δημογραφικά, οικονομικά, παραγωγικά και κοι νωνικά ζητήματα. Γενικότερα βλ. Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. Οι ελληνι κές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982. Για τα θεμελιώδη κοινωνικά γνωρίσματα που χαρακτήριζαν τη λειτουργία της κονότητας και προσδιόριζαν τις πολιτιστικές δραστηριότητές της βλ. Στ. Δαμιανάκος, Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1987, σ. 29, 34-36. 2. Κ. Βεργόπουλος, Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, Αθήνα, γ' έκδ. 1975. Κ. Δ. Καραβίδα, Αγροτικά. Μελέτη συγκριτική. Φωτ. ανατ. από την έκδ. του 1931. Αθήνα, 1977, σ. 433-434· Κων. Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα 1982, σ. 69-84. 3. Ph. Aries, V Enfant et la Vie Familale sous l ’Ancien Regime, Seuil, 1973, σ. 309. 4. Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796) Αθήνα, Κέδρος 1975, σ. 75. 5. Σκουζές, ό.π., σ. 138. 6. Σκουζές, ό.π., σ. 85, 101. 7. Στην αλληλογραφία π.χ. του καπετάν Ανδρούτσου προς τη γυναίκα του και μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του ανακαλύπτεται η καταγραφή των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων μιας οικογενειακής μονάδας. Σε επιστολή του, το 1793, από τη φυλακή προς τη γυναίκα του γίνεται φανερό ότι τα όρια της ατομικής οικογένειας υπάρχουν μέσα σ’ αυτά της ευρύτερης οικογενειακής ομάδας. «Σε περικαλώ ως το ψωμί που εφάγαμεν, να μου κάμης τα καλά της ψυχής μου (...) ότι τα παιδιά μου και ανηψίδια μου να τα έχης ωσάν τα ίδια παιδιά μου μην λείψης». Στη δεύτερη επιστολή που απευθύνει στα αδέλφια του και τη μητέρα του επίσης διαβάζουμε: «ότι τα παιδιά μου να τα τηράξετε ωσάν τα ίδια τα παιδιά σας (...) μην λείψετε εις εκείνο οπού δύναται η φαμελιά μου δια να μου κάμετε τα καλά της ψυχής μου». Και αλλού δείχνει την ίδια φροντίδα για τον ευρύτερο «κύκλο δικών» όπως στις 9 Απρι λίου 1974: «(...) έμαθα δια τη νύφη πως εμίσεψε, δια τα παιδιά δεν ηξεύρομεν, αν τα αφήσατε και τα επήρεν η νύφη εκάματε πολλά αχαμνό (...)». Το ατομικό ωστόσο οικογενειακό αίσθημα επίσης προβάλλει όταν, ανάμεσα στα άλλα που αφορούν αποκλειστικά το σπίτι του, εκδηλώνει στη γυναίκα του και τη φροντίδα του για τα παιδιά τους: «Ο Γιαννάκης να μη λείπη από το σπίτι, ομοίως και τη Βάσω...» [Βασίλας Ηλίας, Τέσσερα γράμματα του καπετάν Ανδρούτσου στη γυναίκα του, Ηπειρωτική Εστία 5 (1956), δ. 439-442.] 8. Οι βαθμοί αποδοχής, απόρριψης, ανοχής και αφομοίωσης από το συλλογικό σώμα συμπεριφορών που διαμορφώ νονται στο εσωτερικό μεμονωμένων οικογενειακών μονάδων ή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, γίνονται αντι ληπτοί και μέσα από το δημοτικό τραγούδι. Η αποτύπωση π.χ. μιας προωθούμενης, στο γυναικείο πληθυσμό των εύπορων στρωμάτων, κοινωνικής συμπεριφοράς που συνδέεται με την άεργη και αντιπαραγωγική θέση τους, γίνε ται αισθητή στο συλλογικό σώμα: Έγραψαν (ενν. στο προικοσύμφωνο) και της λυγερής ποτέ δουλειά μην κάνει μόνο να κάθ’ η λυγερή σε μια χρυσή καθέκλα... εσύ εία’ η θυγατέρα μου (...), η βαροπροικισμένη απού σε γράψαν στο χαρτί, ώστε δουλειά μην κάνεις; Όπως επίσης αποδίδει τις τάσεις κοινωνικής κινητικότητας μέσα από το γάμο και την προίκα: Τρεις χρόνους έχει ο νιούτσικος που περπατεί για νύφη, γυρεύει νύφ’ από σειριά, γυρεύει νύφη πλούσια (...). 9. I. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές. Διδακτ. Διατρ. Αθήνα, 1979, σ. 195-198,282. 10. Μόλις πρόσφατα η ιστορική έρευνα έχει ασχοληθεί με τα δημογραφικά μεγέθη του οικογενειακού σχηματισμού σημειώνοντας και την απουσία επαρκών πηγών. Τα συμπεράσματα διαμορφώνουν δύο τουλάχιστον τύπους οικο γενειακής σύνθεσης. Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος τεκμηριώνει την ύπαρξη ατομικού νοικοκυριού στην Πελοπόν νησο, προς το τέλος του Που αιώνα, με μέσο οικογενειακό μέγεθος 4,04 (Β. Παναγιωτόπουλος, Μέγεθος και σύν θεση της οικογένειας στην Πελοπόννησο γύρω στα 1700, Τα Ιστορικά, 1 (1983), σ. 5-18 πβ. Τ. Καβουνίδου, Μερικά προβλήματα στη μελέτη της ιστορίας της ελληνικής οικογένειας. Σύγχρονα θέματα 22 (1984), σ. 95-102. Άλλες μελέτες φέρνουν στην επιφάνεια την ύπαρξη εκτεταμένης ή σύνθετης μορφής οικογένειας όπου συμβιούν τουλάχι στον γονείς με παντρεμένα ή ανύπαντρα παιδιά με ανδροπατροτοπική εγκατάσταση. Βλ. Μ. Ναούμη - Ρ. Καυταντζόγλου, Η μορφή της οικογένειας στο Συρράκο. ΕΚΚΕ, 58 (1985), σ. 32-54. Δ. Ψυχογιός, Προίκες, φόροι, στα φίδες και ψωμί. Οικονομία και οικογένεια στην αγροτική Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα, ΕΚΚΕ, 1987, σ. 97-112. 11. Ειδικότερα για τη σύνθεση και τους τύπους της βαλκανικής οικογένειας και τη σταδιακή εξέλιξή της από σύνθετη σε πυρηνική βλ. Trajan Stojanovich, The Balkan Domesotic Family: Commerce, Demography, Revue des Etudes sud-est Europeennes, 14 (1976), σ. 465-475. Για τις ανθρωπολογικές εργασίες που αναφέρονται στη σύνθεση και
αφιερωμα/53 την οργάνωση της ελληνικής οικογένειας και χρονολογικά προσδιορίζουν τα μέσα του 20ού αι., βλ. Ελένη Κοβάνη, Οι εμπειρικές έρευνες στην αγροτική Ελλάδα, ΕΚΚΕ, 1986, σ. 73-78. Επίσης Γρηγ. Γκιζέλη, Η οικογένεια στην προ του 1940 βιβλιογραφία της ελληνικής κοινωνικής επιστήμης, Ελληνική Κοινωνία 1 (1987), σ. 23-41. 12. Γ. Γαζής, Λεξικόν της επαναστάσεως και άλλα έργα, εκδ. Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα, 1974, σ. 272, 274. 13. Πρόσφατες μελέτες μας επιτρέπουν την αναγνώριση τέτοιων κοινωνικών τάσεων και προθέσεων. Τα αναγνωστικά π.χ. βιβλία της περιόδου 1834-1914 διαμορφώνουν τις αντιλήψεις, τις αξίες και τις λειτουργίες της πυρηνικής οικο γένειας στα πλαίσια ενός αστικού ιδεώδους (βλ. ενδεικτικά, Δημ. Μακρυνιώτη, Η παιδική ηλικία στα αναγνωστι κά βιβλία 1834-1919, Αθήνα, Δωδώνη, 1986, σ. 68-168). Το ίδιο πρότυπο προβάλλεται και ενισχύεται με την ανάλο γη εκπαίδευση, ιδιαίτερα του γυναικείου φύλου, και στη μέση εκπαίδευση (Σ. Ζιώγου-Καραστεργίου, Η μέση εκ παίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα, Αθήνα, ΙΑΕΝ, 1986). 14. Εντ. Αμπού, Η Ελλάδα του Όθωνος, Αθήνα 1976, σ. 133. 15. Η Ελένη Βαρίκα επισημαίνει για τη θέση της γυναίκας μέσα στα (νέα) αστικά πλαίσια, «ότι πρόκειται για τον μο ναδικό τομέα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας που παραμένει τόσο στενά δεμένος με το παρελθόν. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, δεδομένου ότι η κυρίαρχη ιδεολογία στηριζόταν στη συστηματική απώθηση όλων των στοιχείων που θύμιζαν το πρόσφατο παρελθόν και τον ανατολίτικο χαρακτήρα του» (Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση της φεμινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα, 1833-1907, Αθήνα 1987, σ. 38). 16. Η ανακάλυψη του οικογενειακού αισθήματος συμβάδισε με την ιδεολογία της εθνικής συνείδησης και ανέλαβε ως φορέας μεταβίβασής της και δημιουργός της νέας γενιάς να συμβάλει στην προοπτική ενός εκσυγχρονιστικού κράτους. Το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» ήδη αποτελεί το κοινωνικό πρότυπο. Διαβάζουμε ενδεικτικά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Η Φιλόστοργος Μήτηρ», 1862: «Εις υμάς δε, ω φιλόστοργοι γονείς, οίτινες ανάχθητε ευθύνην ενώπιον θεού και ανθρώπων περί της ανατροφής των τέκνων υμών (...)». 17. Guy Burgel, Αθήνα. Η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας. Αθήνα, Εξάντας, 1976, σ. 183-184. 18. Ανάλογες καταγραφές που βοηθούν στην κατανόηση των κοινωνικών και οικογενειακών συμπεριφορών των διά φορων στρωμάτων αντλούμε και από άλλες πρωτογενείς πηγές, όπως π.χ. είναι τα Απομνημονεύματα. Βλ. ενδει κτικά Ανδρέα Συγγρού, Απομνημονεύματα, εν Αθήναις 1908, σ. 128-133 όπου επίσης προκύπτουν στοιχεία, για την οργάνωση του οικιακού χώρου υποδοχής, για τους κανόνες εθιμοτυπικής συμπεριφοράς του οικοδεσπότη και των προσκεκλημένων, για τη συναναστροφή των κοινωνικών στρωμάτων κ.λπ. Οι περιγραφές π.χ. του οικιακού χώρου διαμορφώνουν ακόμα για την περίοδο 1860-70 περίπου την εικόνα του μεσοαστικού σπιτιού με ανατολικές ακόμα επιρροές και τάσεις εξευρωπαϊσμού: «τα έπιπλα συνίσταντο εις ένα τουρκικόν σοφάν κατέχοντα σχεδόν ολόκληρον πλευράν της αιθούσης και ικανόν αριθμόν καθεκλών ψάθινων. Εν τω δωματίω εκτός των ψάθινων καθεκλών και ενός μικρού σοφά (αγκωναριά), υπήρχε και το κλειδοκύμβαλον και δύο πολυθρόναι μικραί επεστρωμέναι δια μάλλινου υφάσματος (...). Εν τούτοις το «σαλόνι» τούτο εσυχνάζετο από πολλάς προσωπικότητας επι στημόνων, ανωτέρων λειτουργιών της Θέμιδος, καθηγητών του Πανεπιστημίου, φιλολόγων Παντείου, ανωτέρων στρατιωτικών (...) Υπήρχαν και άλλα σαλόνια ομογενικά, εις τα οποία προσεφέρετο τω επισκέπτη τέιον (...) εις τα σαλόνια ταύτα έβλεπέ τις την διαφοράν του καθαρά αθηναϊκού και εξωτερικού βίου (...). Υπήρχε τότε και άλλη κατηγορία σαλονιών εν Αθήναις η των Φαναριωτών (...) αλλ’ εις αυτά υπήρχε τι δήθεν αριστοκρατικόν. Ήσαν προσιτά και εις τους διακεκριμένους ομογενείς, αλλ’ επί του προκειμένου συνέβαινεν το παράδοξον, του να μη αρέσκωνται αμοιβαίως οι δύο κύκλοι, ο των καθαρώς εγχωρίων δηλαδή και ο των Φαναριωτών εις σχέσεις μετ’ εκείνου, όστις επεθύμει να σχετίζεται μετ’ αμφοτέρων» (σ. 130-132). 19. Ευρ. Σούρλα, Κύρκος Παπανίκου, Ηπειρωτικά Χρονικά, 16 (1941), σ. 197. 20. Γενικά θα συμφωνήσουμε εδώ με άλλους μελετητές, όπως π.χ. τον Flandrin, που υποστηρίζει ότι η συγγενική αλλη λεγγύη, αν και είναι ισχυρή στις καθημερινές παραγωγικές και κοινωνικές δραστηριότητες, δε φαίνεται να έχει στα αγροτικά λαϊκά στρώματα μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι έχουν ευρύτεροι κοινωνικοί δεσμοί της χωρικής κοι νότητας (όπως είναι η παρουσία των γειτόνων - η σημασία των προυχόντων κ.λπ.). Η έννοια της «γενιάς» και των έντονων οικογενειακών δεσμών θα πρέπει κυρίως να αναζητηθούν στην αριστοκρατική τάξη (J. L. Flandrin, Families in Former Times. Kinship, Household and Sexuality, Cambridge Univ. Press, 1979, p. 47-48). 21. Πβ. Κων. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 128-129. Πβ. Τ. Stojanovich, ό.π., σ. 465-475. Ο συγγραφέας υποστηρίζει, ότι η ανά πτυξη των εμπορευματικών και στη. συνέχεια, θα προσθέσουμε, των καπιταλιστικών σχέσεων συντέλεσε στη μείωση της εκτεταμένης σύνθεσης της οικογένειας και στην ανάδειξη της πυρηνικής. Προσωρινά, επισημαίνει, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα επήλθε μια αύξηση του μεγέθους της πυρηνικής οικογένειας, που σχετί ζεται και με την πτώση του βαθμού θνησιμότητας. Η ανάπτυξη πολυμελούς αγροτικής οικογένειας ευνοεί πράγμα τι την οργάνωση, από την ίδια οικογενειακή μονάδα, ενός εξωαγροτικού δικτύου, που να μπορεί να δρα περισσό τερο στα όρια της εκχρηματισμένης οικονομίας (π.χ. με τα μεταναστευτικά εμβάσματα) και των διαμορφωνόμενων δυνατοτήτων για κοινωνική κινητικότητα (π.χ. μέσω της εκπαίδευσης), όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σ. 124-135 και νωρίτερα ο Κ. Δ. Καραβίδας, ό.π., σ. 462. 22. Η λαογραφική έρευνα μπορεί να αναζητήσει, ίσως περισσότερο από άλλες συγγενείς επιστήμες, την εικόνα που δίνει για τον εαυτό της και τη ζωή της η μεγάλη μάζα του αναλφάβητου γυναικείου και ανδρικού πληθυσμού, όσο ακόμα αυτός είναι ζωντανός φορέας ενός πολιτισμικού και κοινωνικού συστήματος που στο σύνολό του έχει σχε δόν εκλείψει. Ένας κατάλογος π.χ. που θα προέκυπτε μ’ αυτό τον τρόπο και σ’ αυτή την προοπτική για τους οικογενειακούς ρόλους της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία, δεν θα αποτελούσε παρά ένα πολύ μικρό μέρος στο σύνολο του αντικειμένου που πρέπει να μας απασχολήσει, αλλά ο κατάλογος αυτός θα μπορούσε να συμβάλει καλύτερα στη μελέτη της ίδιας της ιστορίας της οικογένειας. Τέτοιου είδους τεκμήρια για την ποσότητα π.χ. εργα σίας που πρόσφεραν, την ακριβή χρήση του χρόνου τους, τον κατά φύλο καταμερισμό εργασίας, την καταγραφή της καθημερινότητας στα πλαίσια του διευρυμένου νοικοκυριού ή της συζυγικής οικογένειας για να περιοριστούμε μόνο σ’ αυτά, θα έδιναν μια πιο πειστική εικόνα για τη θέση της γυναίκας στο παρελθόν ή μπροστά στην αντρική κυριαρχία. 23. W. Thomas, - FI. Zhaniecki, Polish Peasant Family, In: Th Shanin (ed), Peasants and Peasant Societs, Penguin Books, (ed. 1971), 1984, p. 25-29. 24. Για τη συνύπαρξη των προδιατεταγμένων ρόλων στα πλαίσια μιας συλλογικής ζωής και τα περιθώρια ύπαρξης των ίδιων των προσώπων βλ. Μ. Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία. Ήθη και έθιμα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1986, σ. 58-62, στον ιδιαίτερα αξιολογημένο τίτλο: Τα προσωπεία και τα πρόσωπα. 25. Βλ. ενδεικτικά Π. Παπαχριστοδούλου, Ο «Κλήδονας» Αρχ. Θρ. Λαογρ. Θησ., 17, (1952), σ. 287-291.
54/αφιερωμα
Μαρίνα Βρέλλη - Ζάχου
Ενδυματολογία: Διδασκαλία και έρευνα στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Κρητικός αργαλειός
Η Ενδυματολογία, που επιτυχώς έχει ορισθεί ως η επιστήμη που ερευνά τα ενδύματα από ιστορική, οικονομική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, γεωγραφι κή, κατασκευαστική σκοπιά,1 εντάχθηκε μάλλον όψιμα στα ενδιαφέροντα των πανεπιστημιακών λαογράφων, όπως άλλωστε και τα άλλα θέματα του υ λικού μας πολιτισμού.2 Ώ ς και τη δεκαετία του 1970, αν εξαιρέσουμε τη δια τριβή της Άλκης Κυριακίδου - Νέστορος για τα Υφαντά της Μακεδονίας και της Θράκης (1965), μόνο το έργο εξωπανεπιστημιακών αποτέλεσε πραγματι κή προσφορά·3 και ώς τις μέρες μας συνεχίζεται πολύτιμο.4
Σ
τα μαθήματα για τη «Λαϊκή Τέχνη» που δί δαξε ο καθηγητής της Λαογραφίας Μ.Γ. Μερακλής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στα τέ λη της δεκαετίας του ’70, υποστήριζε ότι «στο κοστούμι αντικαθρεφτίζεται όλος ο πολιτισμός μιας εποχής».5
Με την προτροπή του ίδιου το αντικείμενο δι δάχτηκε από το 1978-1983 ως φροντιστηριακό μάθημα στα πλαίσια των μαθημάτων λαογρα φίας και στη συνέχεια - από το 1983 και εξής ως αυτοδύναμο μάθημα. Στα χρόνια που πέρασαν διαμορφώθηκε η ση
αφιερωμα/55 μερινή εικόνα του μαθήματος, που προσφέρεται σε χειμερινό και θερινό εξάμηνο στους φοιτητές όλων των Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής, καθώς και του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτι κής Εκπαίδευσης. Ειδικότερα καλύπτονται τα ε ξής επιμέρους αντικείμενα: (1) Υλικός λαϊκός πολιτισμός: ένδυση και κοινωνία. (2) Ιστορική εξέλιξη του κοστουμιού από την αρχαιότητα ώς τον 20ό αιώνα. (3) Μορφολογική και κοινωνιολογική προσέγγι ση6 της ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς. Το αντικείμενο (1) αποτελεί μια σφαιρική προ σέγγιση της κοινωνικής λειτουργίας του ενδύμα τος ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο, με αναφορές ωστόσο και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό. Τα πρώτα Εισαγωγικά μαθήματα περιλαμβά νουν ειδικότερα: I. Εισαγωγή σε θέματα που αφορούν το λαϊκό πολιτισμό (υλικό, πνευματικό). II. Το αντικείμενο Υλικός λαϊκός πολιτισμός και η Λαογραφική έρευνα στην Ελλάδα. III. Μεθοδολογικές προσεγγίσεις. IV. Μορφές υλικού πολιτισμού: (α) Το ρούχο (β) Βασικές λειτουργίες και σημασίες. Η θεματική ενότητα που ακολουθεί υπό το γε νικό τίτλο «Παραγωγικές σχέσεις (Παραγωγή Διακίνηση - Κατανάλωση)» περιλαμβάνει: I. α. Διαδικασίες και μέσα παραγωγής - Τε χνολογικές δυνατότητες - Μορφολογία. β. Παραγωγικές δυνάμεις: Γυναικείο - αν δρικό εργατικό δυναμικό. II. Διακίνηση του προϊόντος: (α) Οργάνωση α γοράς (β) συντεχνίες (γ) εμπόριο υφασμάτων. III. Ο χώρος της κατανάλωσης: Η κοινωνική ζωή του αντικειμένου: 1. Οι οικονομικές και κοινωνικές δυνανότητες των εποχών και το ένδυμα. 2. 18ος αιώνας: Επέκταση κοινωνικών δυνάμε ων και δημιουργία της μόδας. Πλούσιοι και φτω χοί (Ευρώπη). 3. Εκκλησία και κοινωνικός έλεγχος. 4. Οικονομικές εκτιμήσεις: Το ένδυμα ως μεταφερόμενο - περιουσιακό στοιχείο: προίκα και κληρονομιά. 5. Ο σημειοδοτικός χαρακτήρας του ενδύματος στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία. 6. Κοινωνικοί μετασχηματισμοί - ενδυματολογικοί αντικατοπτρισμοί. Το αντικείμενο (2) παρουσιάζεται διατοπικά - διαχρονικά: (α) στις χώρες περί τη Μεσόγειο (Αίγυπτος, Μεσοποταμία, Μινωική Κρήτη, Μυ κηναϊκή Ελλάδα, Αρχαϊκή - Κλασική Ελλάδα, Ρώμη, Βυζάντιο) και (β) στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης (Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία, Αγγλία, Γαλλία), στις οποίες οφείλονται οι κατευθυντή ριες γραμμές της εξέλιξης των ενδυμάτων στην
αγροτική παραδοσιακή και αστική τους μορφή. Και βέβαια στην ενδυματολογία αυτών των πε ριοχών εντοπίζονται στοιχεία αλληλοδιεισδύσεων και αλληλοεπηρεασμών. αθώς το ένδυμα αντανακλά τις σχέσεις των δύο φύλων, την κοινωνική θέση και υπόστα ση των ανθρώπων, αλλά και την επίδραση των καλλιτεχνικών ρευμάτων στις αισθητικές τους ε πιλογές υπό τα εκάστοτε ιστορικά δεδομένα, τα κύρια σημεία κατά τη διδασκαλία συνιστούν η α νίχνευση του ερωτικού, κοινωνικού και αισθητι κού υπόβαθρου της ενδυματολογικής συμπερι φοράς των λαών.7 Κατά τη μορφολογική εξέταση των κοστουμιών η προσοχή δεν στρέφεται μόνο στην απλή αναφορά των επιμέρους στοιχείων και των ιδιο μορφιών τους, που συνθέτουν και αντιπροσωπεύ ουν ένα γνωστό στυλ ένδυσης (αιγυπτιακό, μινωικό, κλασικό, γοτθικό, μπαρόκ, νεοκλασικό κ.λπ.), αλλά και στην επισήμανση των σταδια κών μεταβάσεων από το ένα ενδυματολογικό στυλ στο αμέσως επόμενο, στη διάκριση της πρώιμης, μέσης, ύστερης φάσης ενός στυλ: Έχει σημασία να νιώσουμε αυτή την πορεία από τη γέ νεση στην κυριαρχία και τέλος το θάνατο (ή τη μετεξέλιξη), προσδιορίζοντας τα υπεύθυνα αίτια, που την προκάλεσαν και την κατεύθυναν· κι α κόμη να τη συνδέσουμε με την ανάλογη συχνά πορεία μορφών τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής, της γλυπτικής, για παράδειγμα, κι ακόμα της επίπλωσης και της διακόσμησης.8 Βεβαίως συσχετίζονται τα ενδυματολογικά δε δομένα με την ιστορική - κοινωνική διαδρομή των λαών, ερμηνεύονται ως προϊόντα της, ως κάτοπτρα και αντικατοπτρισμοί των ανθρώπι νων σχέσεων, που η διαδρομή αυτή ανέδειξε θετι κά ή αρνητικά και σε ποικίλα επίπεδα9: Δίνεται έμφαση για παράδειγμα στην επισήμανση του ενδυματολογικού δυϊσμού, του κατά φύλα δηλαδή διαχωρισμού των ενδυμάτων, που βλέπουμε στην ιστορία του κοστουμιού να κορυφώνεται «παράλληλα με την ενδυνάμωση της πατριαρχι κής εξουσίας στην οικογένεια, που παραμέρισε τη γυναικεία προσωπικότητα και την υποχρέωσε να υποταχθεί στον σωματικά και οικονομικά α νώτερο άνδρα και στο αξιολογικό σύστημα που εκείνος διαμόρφωσε».10 Έτσι η γυναικεία ένδυ ση εκφράζει κατ’ αντανάκλαση τις ανδρικές ε ρωτικές προσδοκίες ή τις αντιλήψεις για την αυ στηρή οικογενειακή τάξη.11 Οι γυναίκες και ενδυματολογικά υποδύονται τον ένα ή τον άλλον ρόλο, πειθήνια, πρόθυμα ή και υποχρεωτικά κάποτε, με το ερωτικό στοιχείο να υπογραμμίζεται σε συγκεκριμένα σημεία του κορμιού, στα στήθη, τη μέση, τους γοφούς, τα πόδια, όλα καλυπτόμενα, αποκαλυπτόμενα ή με περίσκεψη τονισμένα: είτε για να επιδιώκουν ε
Κ
56/αφιερωμα ρωτική έλξη είτε για να επιβεβαιώνουν γονιμότη τα, να τροφοδοτούν και να εξάπτουν έτσι ή αλ λιώς ισχυρά τις ανδρικές προσδοκίες. Από την άλλη πλευρά τα ανδρικά κουστούμια δείχνουν πόσο δευτερεύον, αν όχι άτονο, εμφανίζεται σ’ αυτά το ερωτικό στοιχείο, με σπάνιες εξαιρέσεις και επιφυλάξεις, αφού άλλα στοιχεία ήσαν εκεί να που προσείλκυαν το γυναικείο ενδιαφέρον, π.χ. το κοινωνικό κύρος, η οικονομική ευρωστία, η ικανότητα του άντρα να προστατεύει.12 Στη συνέχεια η διερεύνηση της έκφρασης των ταξικών διαφορών των κοινωνικών ομάδων μέ σα από τα ενδύματα επισημαίνει τα μορφολογικά χαρακτηριστικά που την πιστοποιούν. Κυ ρίως όμως προσπαθούμε να διακρίνουμε τους λόγους (οικονομικούς, πολιτικούς, θρησκευτι κούς, ηθικούς κ.ά.), που όρισαν και καθόρισαν την κατά τάξεις ενδυματολογική συμπεριφορά και τους τρόπους, με τους οποίους συχνά αυτή ε πιβλήθηκε ή τουλάχιστουν επιχειρήθηκε να επι βληθεί. Γίνεται λοιπόν αναφορά στη διαχρονική συμ βολή των επιβεβλημένων στα μη προνομιούχα συνήθως κοινωνικά στρώματα νόμων και ποικί λων ρυθμιστικών διατάξεων, που απέβλεπαν στον λεπτομερή προσδιορισμό των ενδυμάτων τους (υλικά κατασκευής, μορφολογία, διακόσμηση, αξία κ.λπ.), προπάντων σε περιόδους, ό που τα στρώματα αυτά προκαλούσαν και απει λούσαν τα κοινωνικά στεγανά. Η κορύφωση αυ τών των νόμων (γνωστών στη διεθνή βιβλιογρα φία ως sumptuary ή luxury laws ή lois somptuaires), οι οποίοι ίσχυσαν και σε άλλους τομείς του υλικού βίου (π.χ. τροφή, οικιακά σκεύη, κ.λπ.), κατά το Μεσαίωνα, την Αναγέννηση, το 17ο και 18ο αιώνα, αποτελεί ένα θέμα που κατεξοχήν συ ζητούμε και ερευνούμε. Συνδέεται εξάλλου άμε σα με την άνοδο και εδραίωση της αστικής τά ξης αφενός και αφετέρου με την απαλλαγή του α γροτικού κόσμου από τη δουλοπαροικία και την προσπάθεια κατάκτησης της οικονομικής κοινωνικής ελευθερίας του, δυο κοινωνικές πραγματικότητες της φθίνουσας φεουδαρχικής Ευρώπης, οι οποίες είναι υπεύθυνες, η πρώτη για τη γέννηση της Μόδας - με την έννοια της επο χιακά εναλλασσόμενης αμφίεσης - ήδη από τα τέλη του Που αι., η δεύτερη για τη διαμόρφωση των «εθνικών ενδυμασιών», που διέσωσαν από τον διεθνικό ενδυματολογικό κομφορμισμό την εθνική ιδιορρυθμία και ταυτότητα, έστω και ως μουσειακές πλέον παρουσίες. δυσκολία άμεσης προσέγγισης πρωταρχι κών πηγών - δηλαδή των ίδιων των κοστουμιών, για εποχές που διατηρήθηκαν - αντι μετωπίζεται με παράλληλη κατά τη διδασκαλία προβολή (α) διαφανειών με εικαστικά έργα ενδυματολογικού ενδιαφέροντος, που εκτίθενται
Η
σε διεθνώς γνωστά μουσεία και (β) διαφανειών που περιέχουν τα ίδια τα κοστούμια φημισμένων συλλογών, όπως του Museum of Costume στο Bath και στο Victoria and Albert Museum στο Λονδίνο. Προς το παρόν το Λαογραφικό Αρχείο του Πανεπιστημίου διαθέτει συλλογή από τουλά χιστον 1.500 διαφάνειες. Ως σημαντική αδυναμία θεωρούμε τη δυσκο λία των φοιτητών μας να χρησιμοποιούν την ξέ νη βιβλιογραφία, που καλύπτει το θέμα πολύ πλευρα.13 Είναι όμως αξιοσημείωτη η προθυμία πολλών να καλλιεργήσουν τα ενδυματολογικά τους εν διαφέροντα αναλαμβάνοντας την επεξεργασία πρωτότυπων θεμάτων για ειδικά ενδυματολογι κά ζητήματα. Αναφέρω ενδεικτικούς τίτλους φοιητικών εργασιών: «Παιδικό ένδυμα και δια φήμιση», «Ένδυμα και διαφήμιση», «Τα μπλουτζήν στο σύγχρονο κόσμο», «Επαγγελμα τικά ενδύματα», «Σχολές ενόπλων δυνάμεων και σωμάτων ασφαλείας», «Σχολικές αμφιέ σεις», «Η ενδυμασία του κλήρου», «Ενδυματολογία και θέατρο», «Αναστήλωση των βυζαντι νών κοστουμιών μέσα από τις γραπτές πηγές», «Η ενδυμασία στις τραγωδίες του Αισχύλου» (και ακόμη του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, καθώς και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη) κ.λπ. Οι ερ γασίες αυτές - πολυσέλιδες και πλαισιωμένες με πλούσιο πρωτότυπο συχνά φωτογραφικό υλι κό - είναι ίσως ό,τι πιο πολύτιμο μένει από τη συνεργασία με τους φοιτητές μας - κατατίθε νται και ταξινομούνται στο Λαογραφικό Αρχείο πάντα - , αλλά, κυρίως, ό,τι πολύτιμο αποκομί ζουν εκείνοι, καθώς ασκούνται στην έρευνα, συλλογή και σύνθεση. Το αντικείμενο (3) διδάσκεται πάνω στη βασι κή αρχή, ότι η λαϊκή φορεσιά με την κατά περιο χές ιδιομορφία της αποτελεί ορατό σύμβολο της ταυτότητας της κοινότητας και των πολλαπλών σχέσεων και δεσμών των μελών της προς αυτή και μέσα σ’ αυτή.14 Δείχνουμε αρχικά ότι «στον παραδοσιακό αγροτικό κόσμο - και όχι μόνο τον ελληνικό - η κοινότητα αποτελούσε το κέ ντρο· το άτομο, εντ^γμένο σ’ αυτή, δεν ήταν προσωπικά ελεύθερο να εκφράσει την ατομικότητά του στο ένδυμα. Αντίθετα, με αυτό έπρεπε να δείχνει την υπακοή του στους άγραφους θε σμούς που όριζαν τη ζωή της κοινότητας και την ξεχώριζαν από κάποιαν άλλη. Το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική κατάσταση, το επάγγελμα, η καθη μερινότητα και οι γιορτές, οι επίσημες κοινωνι κές ώρες - γέννηση, ενηλικίωση, γάμος, θάνα τος - , οι θρησκευτικές δοξασίες λειτουργούσαν ως καθοριστικοί συντελεστές μιας ενιαίας ενδυματολογικής συμπεριφοράς των μελών της κοι νότητας».15 Ό σον αφορά τα ελληνικά ενδύματα στις επιμέρους ενότητες, διδάσκονται ακόμη τα εξής:
αφιερωμα/57 1. Οι πηγές έρευνας της ελληνικής φορεσιάς και οι δυσκολίες προσέγγισης και προσπέλασής τους. Το έργο των μελετητών της ελληνικής λαϊ κής φορεσιάς. Οι μουσειακές συλλογές κοστουμιών στον τόπο μας. 2. Διαίρεση - Κατάταξη της φορεσιάς. Επιδρά σεις. Τα μέρη της φορεσιάς. 3. Συλλογή υλικού για την «αναστήλωση» μιας φορεσιάς. Κατάρτιση ερωτηματολογίων - Επι τόπια έρευνα - Επιλογή πληροφορητών - Χρή ση έντυπων πηγών - Επεξεργασία υλικού Σύνθεση - Παρουσίαση. 4. Πρώτες ύλες - Φυσικές - Τεχνητές ίνες Κατεργασία - Βαφική - Κατασκευή. Οι ραπτάδες της ελληνικής φορεσιάς - Οι χρυσορράπτες - Οι τερζήδες - Οι καποτάδες. 5. Η ελληνική φορεσιά από την Άλωση έως την Απελευθέρωση - Ρυθμιστικές διατάξεις του κατακτητή - Ταξικές διακρίσεις των υποδούλων μέσα από τη φορεσιά. 6. Η γυναικεία φορεσιά κατά το 19ο αι. και ώς το Β' παγκόσμιο πόλεμο στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. 7. Η ανδρική φορεσιά (βράκα - φουστανέλα). Τα «φράγκικα». 8. Κεντήματα και κοσμήματα της φορεσιάς. 9. Μορφολογικοί αντικατοπτρισμοί της γυναι κείας και ανδρικής δυτικοευρωπαϊκής αμφίεσης στις ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. 10. Η ελληνική φορεσιά στη λογοτεχνία του 19ου και 20ού αιώνα. Το θέμα της Ελληνικής λαϊκής φορεσιάς είναι πιο προσιτό στους φοιτητές μας από όσο η Ιστο ρία του κοστουμιού (που συνάμα απαιτεί καλή γνώση όλων των ιστορικών περιόδων καθώς και ζητημάτων ιστορίας της τέχνης). Οι λόγοι θα πρέπει ίσως να αναζητηθούν στη σαφώς πλου σιότερη — οπτική τουλάχιστον, και όχι μόνο εμπειρία και επαφή που έχουν με το αντικείμενο, αλλά και στη δυνατότητα μελέτης της επαρκούς ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας. Στο ενδιαφέρον τους να αναλάβουν την «ανα στήλωση» μιας ελληνικής παραδοσιακής φορε σιάς - αυτής του τόπου καταγωγής τους κατά κανόνα - οφείλουμε την παρουσίαση πρωτότυ πων μικρών μονογραφιών, που αποτελούν ήδη σημαντική πηγή έρευνας και κείμενα αναφοράς και τεκμηρίωσης για μελλοντικούς ερευνητές, καθώς μάλιστα είναι βασισμένες σε υλικό που προέρχεται από προφορικές μαρτυρίες ηλικιω μένων πληροφορητών. Το φωτογραφικό υλικό ε πίσης, που πλαισιώνει τα κείμενα, - αν και κά ποτε ερασιτεχνικό, πρωτότυπο ωστόσο στο σύ νολό του, - τεκμηριώνει τα πορίσματα της επι τόπιας έρευνας. Η εξάσκηση των φοιτητών μας σ’ αυτήν αποτελεί μια από τις ευτυχείς στιγμές της φοιτητικής τους θητείας αλλά και την πιο συγκινητική ή και ιερή προσφορά τους στην έ
ρευνα που λαϊκού μας πολιτισμού. Εκ των προτέρων τους δίδονται οδηγίες και γί νονται πολλές συζητήσεις - και κατ’ ιδίαν μαζί τους για την ερευνητική πορεία που πρέπει να ακολουθήσουν: για την εκλογή του τόπου έ ρευνας, το είδος της φορεσιάς, την ακριβή τοπο θέτησή της στο χώρο και το χρόνο, τις ιστορικές - κοινωνικές συνθήκες που τη διαμόρφωσαν κι ακόμη για την προσέγγιση υπεύθυνων πληροφο ρητών, τη σύνταξη ερωτηματολογίου για τη συλ λογή του ζητούμενου υλικού- τέλος για τη σύνθε ση και παρουσίαση του υλικού από τον πρόλογο και την εισαγωγή ως τα συμπεράσματα και τα γλωσσάρια.
Κάρπαθος. Πουκαμίσα. Μουσείο Μπενάκη
Αναφέρω ενδεικτικά ηπειρωτικές και νησιωτι κές περιοχές (αστικές και αγροτικές) που ερευνήθηκαν ενδυματολογικά από τους φοιτητές μας: Κοζάνη, Έδεσσα, Τρίκαλα, Φάρσαλα, Ε λασσόνα, Αράχοβα, Ζαγόρια, Αγναντερό Καρδί τσας, Μεγαλοχώρι Τρικάλων, Δεσκάτη Γρεβενών, Ά νω Ψάχη Πρέβεζας, Ριζοβούνι Πρέβεζας,
58/αφιερωμα Ρούσο Πρέβεζας, Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, Βαρβάρα Χαλκιδικής, Γεροπλάτανος Πωγωνίου, Πεντάλοφος Κοζάνης, Γέρμας Καστοριάς, Γαστούρι Κέρκυρας, Ρόδα Κέρκυρας, Λευκάδα, Κάλυμνος, Νάουσα Πάρου, Κεφαλονιά, Βάσα Κύπρου κ.ά. Ενδιαφέρουσες είναι ακόμη εργασίες που ανα συγκροτούν ενδυματολογικά στοιχεία αποδελτιωμένα από τα ηθογραφικά κείμενα της λογοτε χνίας μας, π.χ. από το έργο των Α. Παπαδιαμάντη και Α. Μωραϊτίδη για τη Σκιάθο, και τα συ γκρίνουν με τα δεδομένα άλλων πηγών ελέγχο ντας έτσι την πιστότητα των περιγραφών τους, αλλά και τη λειτουργία τους στην πλοκή του κει μένου, την οπτική του συγγραφέα κ.λπ. Πρωτό τυπη ακόμη είναι η μοναδική εργασία που παρου σίασε τα ενδυματολογικά στοιχεία που περνούν μέσα από τα δημοτικά μας τραγούδια και την ιδιάζουσα λειτουργία και σημασία τους σ’ αυτά, καθώς και μια ακόμη που διερεύνησε τα ίδια θέ ματα στα λαϊκά παραμύθια. Καλύπτονται με τις εργασίες των φοιτητών πολλά κενά στην έρευνα των παραδοσιακών μας ενδυμασιών, και μάλιστα ενδυμασιών «άση μων», - από περιοχές που ποτέ δεν ερευνήθηκαν στο παρελθόν - , ή άλλων που έχουν ήδη σβήσει και ας έχουν με την τέχνη και την τεχνική της κατασκευής τους και τη διακριτική παρουσία τους κοσμήσει αισθητικά την ενδυματολογική ει κόνα του τόπου μας. λείνοντας τη σύντομη αυτή αναφορά μου θε ωρώ σκόπιμο να παραθέσω κατάλογο εργα σιών που έγιναν στα πλαίσια της διδασκαλίας και της έρευνας της λαογραφίας στο Πανεπιστή μιο Ιωαννίνων κατά το διάστημα 1975-1990 και σχετίζονται με την ενδυματολογία:
Κ
1978:
Κωνσταντίνα Μπάδα - Τσομώκου, «Η συμβολική σημασία της γενειάδας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», Δωδώνη, 6 (1977), σελ. 377-396. 1980: Άννα Γουήλ-Μπαδιεριτάκη, Το γυ ναικείο παραδοσιακό πουκάμισο της η πειρωτικής Ελλάδας (Διδακτορική διατριβή). 1980-81: Βασιλική Ρόκου, «Le costume de mar riage a Metsovo (Amintciou)», Bulletin Biblioteci Romane, VIII (XII), Seri nova (Freiburg 1980-81), σελ. 133-146. 1982: Κωνστ.Δ. Τσαγγαλάς, Η γυναικεία καραγκούνικη ενδυμασία σε μια θεσσά λικη κοινότητα - Κατασκευή και λει τουργία - Συμβολή στη μελέτη της εν δυμασίας στο φυσικό της περιβάλλον (Διατριβή επί υφηγεσία). 1983: Κωνσταντίνα Μπάδα —Τσομώκου, Η αθηναϊκή γυναικεία φορεσιά κατά την περίοδο 1687-1834. Ενδυματολογική με-
Νίσυρος. Μανίκι, Μουσείο Μπενάκη
λέτη (Διδακτορική διατριβή). Μαρίνα Βρέλλη - Ζάχου, Η ενδυμασία στη Ζάκυνθο μετά την Ένωση (18641910). Συμβολή στη μελέτη της ιστορι κότητας και της κοινωνιολογίας του εν δύματος (Διδακτορική διατριβή). Μαρίνα Βρέλλη - Ζάχου, «Ένδυμα και διαφήμιση στη Ζάκυνθο κατά το χρονι κό διάστημα 1877-1911», Δωδώνη, 15: 1 (1986), σελ. 143-168. Κωνσταντίνα Μπάδα - Τσομώκου, «Παιδικοί - νεανικοί ενδυματολογικοί κώδικες και το κοινωνικό - ιστορικό τους ισοδύναμο στην Ήπειρο», Πρα κτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Ιστορι κότητα της παιδικής ηλικίας και της νε ότητας (Αθήνα 1-5 Οκτωβρίου 1984), τ. Β ; σελ. 177-191. Κωνστ.Δ. Τσαγγαλάς, Μια παλιότερη μορφή της γυναικείας καραγκούνικης
αφιερωμα/59
1989:
1990:
ενδυμασίας γύρω στα 1900. Λειτουργία, εξέλιξη, εγκατάλειψη. (α) Ευαγ. Δενδρινού —Καρακώοτα, Η λαϊκή κεντητική στην Αμοργό (από τα μέσα του 19ου αι. έως την περίοδο του Μεσοπολέμου), Διδακτορική διατριβή, (β) Βασ. Ρόκου, Η Υφαντική Οικιακή βιοτεχνία στο Μέτσοβο (18ος-20ος αι.) (α) Κων. Μπάδα —Τσομώκου, Ενδυματολογικοί κώδικες της παιδικής - νεα-*1234567
Ση μειώσεις 1. Ιωάννα Παπαντωνίου, «Συμβολή στη μελέτη της γυναι κείας ελληνικής παραδοσιακής φορεσιάς», Εθνογραφικά, 1 (1978), σελ. 5 2. Πρβλ. Στέλιου Παπαδόπουλου, Η χαλκοτεχνία στον ελλη νικό χώρο, Π.Λ.Ι., Ναύπλιο 1982, σελ. 11-36 (ανασκόπηση της μεθόδου έρευνας του υλικού βίου). 3. Αναφέρω τα ονόματα της Αγγελικής Χατζημιχάλη, του Δημήτριου Λουκόπουλου, της Αθηνάς Ταρσούλη, της Ευαγ. Φραγκάκι, της Πόπης Ζώρα ως ενδεικτικά αλλά και «πρώτα» στην εξωπανεπιστημιακή έρευνα των τοπικών μας ενδυμασιών αλλά και τη διάσωσή τους. 4. 'Οπως για παράδειγμα η συμβολή της Ιωάννας Παπαντω νίου, τόσο στις δημοσιευμένες στο περιοδικό «Εθνογραφι κά» εργασίες της (από το 1978 έως σήμερα) όσο και στο διασωστικό της έργο, όπως αυτό εκτίθεται ή φυλάσσεται στο Λαογραφικό Μουσείο «Β. Παπαντωνίου» στο Ναύπλιο. 5. Βλ. Μ.Γ. Μερακλή, Σημειώσεις Λαογραφίας. Τεύχος Θ : Λαϊκή Τέχνη (Δεύτερο Μέρος), Ιωάννινα 1981, σελ. 27. 6. Το αντικείμενο (1) διδάσκεται από τη λέκτορα Κων/να Μπάδα-Τσομώκου. Τα αντικείμενα (2) και (3) διδάσκο νται από τη λέκτορα Μαρίνα Βρέλλη - Ζάχου. 7. Πρβλ. Μαρίνας Βρέλλη - Ζάχου, Η ενδυμασία στη Ζάκυν θο μετά την Ενωση (1864-1910). Συμβολή στη μελέτη της ι-
νικής ηλικίας - Το κοινωνικό - ιστο ρικό τους ισοδύναμο (υπο έκδοση στη σειρά του Ιστορικού Αρχείου Ελληνικής Νεολαίας). (β) Μαρίνας Βρέλλη - Ζάχου, Τα τσα ρούχια και οι τσαρουχάδες στην Ήπει ρο. Συμβολή στη μελέτη της λαϊκής υ πόδησης (υπό έκδοση στη σειρά εκδό σεων του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος). ατομικότητας και της κοινωνιολογίας του ενδύματος. Δι δακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1985, σελ. 34-58. 8. Πρβλ. σχετικές απόψεις στου Henny Harald Hansen, Histoire du costume. Traduit du danois par Jaqueline Paissant. Dessins de Ebbe Sunresen, Mogens Bryder et Koj Norregaard, Flammarion, Paris 1956, σελ. 5-6. 9. Πρβλ. S. Tokarev, Methods o f Ethnographic Research into Material Culture, στου Yu. Brobley (ed.), Soviet Ethnology and Anthropology Today (Studies in Anthropology Ser. No 1), Mouton, Paris 1974. 10. Βρέλλη - Ζάχου, ό.π., σελ. 6. Για τη θέση της γυναίκας στην οικογένεια και το ρόλο της στην κοινωνική ζωή δια χρονικά βλ. το βιβλίο της Ingeborg Weber - Kellermann, Die deutsche Familie, Versuch einer Sozialgeschichte, Frankfurt 1975, όπου και σχετική βιβλιογραφία. 11. Βρέλλη - Ζάχου, ό.π., σελ. 6. 12. Ό .π ., σελ. 39-40. 13. Οι μεταφραστικές προσεγγίσεις κειμένων θεωρητικών και ιστορικών του κοστουμιού, τις οποίες επιχειρούμε, διευκο λύνουν τη μελέτη προ των εξετάσεων κατά κεφάλαια, ενώ το πρόβλημα παραμένει, και οι φοιτητές αποθαρρύνονται εκ των πραγμάτων. 14. Πρβλ. Don Yoder, Folk costume, στο βιβλίο του Richard Μ. Dorson, Folklore and Folklife - An Introduction, Chicago and London 1972,’ σελ. 296. 15. Βρέλλη - Ζάχου, ό.π., σελ. 45.
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Παρακαταθήκη τ ω ν π α λ α ιώ ν τ ε υ χ ώ ν ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «Σ Ο Λ Ω Ν» ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.27.539, FAX: 36.28.938
60/αφιερωμα
Ευαγγελία Δενδρινού-Καρακώστα
Ο βαφικός λειχήνας rocella tinctoria
ρώτος ο Pitton de Tournefort (1700) κατά την περιήγησή του στην Αμοργό1επισήμανε το βαφικό λειχήνα rocella tinctoria,2 που αποτελούσε πολύτιμη βαφική ύλη αλλά και αξιόλογο εμπορεύσιμο υλικό για το νησί, αφού πουλιόταν 10 σκούδες το καντάρι με τόπους προορισμού την Αλεξάνδρεια και την Αγγλία, όπου τον χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή της κόκκινης βαφής.3 Η παρασκευή του κόκκινου χρώματος από το λειχήνα rocella tinctoria που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Tournefort, ήταν γνωστή μόνο στην Αμοργό (ενώ ο λειχήνας δεν ήταν σπάνιος και στα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους), καθώς και η εκμετάλλευσή του ως εμπορεύσιμου υλικού, οδήγησαν τον περιηγητή αυτό στην υπόθεση για την πιθανή χρή ,η αυτού του λειχήνα στην παρασκευή του κόκκινου χρώματος των αμόργινων χιτώνων της αρχαιότητας.4 Επιστημονικά η υπόθεση αυτή του Tournefort δεν τεκμηριώνεται.5 Στο τέλος του 18ου αι. ένας άλλος περιηγητής, ο Sonnini (1789),6 μας δίνει αξιόλογες μαρτυρίες για το βαφικό λειχήνα, γνωστό ως orseille d’herbe ou d’Afrique. Σύμφωνα μ’ αυτές, οι κάτοικοι της Αμοργού γνώριζαν να δίνουν στα υφάσματά τους ένα ωραίο κόκκινο χρώμα με την orseille, που φύτρωνε στους βράχους των περισσότερων νησιών του Αρχιπελάγους. Από το 1776 ή 1777 ανακάλυψαν την αξία αυτού του φυτού οι Έλληνες, σημειώνει ο Sonnini, όταν Άγγλοι έμποροι έρχονταν στις Κυκλάδες να το προμηθευτούν. Η εμπορική αυτή δραστηριότητα αποτελούσε πολύτιμη πηγή χρήματος για τους κατοίκους των νησιών, αφού τότε η τιμή του λειχήνα κυμαινόταν από 6 ως 13 παράδες η οκά. Τότε ονόμαζαν την orseille «l’herbe aux Anglois».7 Την εκμετάλλευση του βαφικού λειχήνα στην Αμοργό ως εμπορεύσιμου υλικού από Άγγλους εμπόρους αναφέρουν επίσης οι συγγραφείς της Γεωγραφίας Νεωτερικής (1791),8 ενώ από άλλη μαρτυρία, του Bory de Saint-Vincent (1821)9 φαίνεται ότι το εμπόριο του λειχήνα από τα νησιά των Κυκλάδων, προορισμένο για τις ανάγκες του αγγλικού εμπορίου, εξακολούθησε τουλάχιστον ώς τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Μαρτυρίες άλλωστε για τις εμπορικές δραστηριότητες (με νήματα) εμπόρων του νησιού (της Χώρας) με τη Βενετία, απ’ όπου προμηθεύονταν γυαλικά, έχουμε από ένα κατάστιχο του εμπόρου Γαβρά10, καθώς και από ένα ιστορικό δημοτικό τραγούδι, που διέσωσε ο Αντ. Μηλιαράκης.11 Από τον Οδηγό ακόμη των Neigebaur-Aldenhoven12 (1841) γνωρίζουμε ότι ώς το 1813 υπήρχαν στην Αμοργό νηματουργεία βαμβακιού, τα οποία εξήγαν σημαντικές ποσότητες νημάτων, ενώ μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η ντόπια παραγωγή βαμβακιού και μεταξιού ήταν προορισμένη να καλύπτει τις τοπικές ανάγκες. Απ’ όσο τουλάχιστον γνωρίζω, μαρτυρίες για το εμπόριο του βαφικού λειχήνα ή των βαμβακερών νημάτων από την Αμοργό μετά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. δεν υπάρχουν ένδειξη που ενισχύει την άποψη, ότι οι εμπορικές δραστηριότητες πρέπει να αποδοθούν στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χώρο της Μεσογείου και του Αιγαίου13 την εποχή αυτή, ενώ οι μαρτυρίες αυτές μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως υπήρχε στην Αμοργό αξιόλογη οικοτεχνία και παραγωγή νημάτων και υφασμάτων, μαρτυρημένη
Π
αφιερωμα/61 ήδη από το 16ο αι.14 ον Αύγουστο του 1881 ο Θ. Χελδράιχ, γνωρίζοντας τις μαρτυρίες τουλάχιστον, όπως αναφέρει, του Pitton de Tournefort, κατά την περιήγησή του στην Αμοργό (4-10 Αυγούστου) είδε «πανταχού επί του βορείου μέρους της νήσου επί των εκ σχιστόλιθων και ασβεστολίθων απαρτιζομένων βράχων την Rocella Phycopsis καλύπτουσαν πυκνότατα τα πετρώματα και τα παλαιά έτι τείχη, τα οποία βρέχονται υπό των κυμάτων, και εις τας ράχεις των λόφων και των βουνών, αίτινες ανυψούνται και πλέον των 1000 ποδών άνω της επιφάνειας της θαλάσσης».15 Από την επιτόπια επίσκεψή του ο Χελδράιχ διέσωσε και το κοινό (τότε) όνομα της rocella στην Αμοργό: «γλίντζα της πέτρας, όπερ σημαίνει περίπου το εξάφρισμα ή απόφλεγμα αυτής», καταλήγοντας ωστόσο στην ακόλουθη διαπίστωση: «ότι ο λειχήν ούτος προ 180 ετών ήτο πολύτιμον εμπόρευμα εξαγωγής και εχρησίμευε προς βαφήν, ουδείς πλέον εγνώριζε εν τη νήσω».16 Το επόμενο έτος (1882) ο αρχαιολόγος Α. Μηλιαράκης, που επισκέφτηκε την Αμοργό και διέσωσε αξιόλογα στοιχεία από το λαϊκό της πολιτισμό, την ιστορία και την οικονομική ζωή, σχετικά με το βαφικό λειχήνα διαπιστώνει, όπως και ο Χελδράιχ, ότι οι κάτοικοι «ουδέν εγνώριζον περί της βαφικής αυτού ιδιότητος».17 Η Ά ννα Αποστολάκη μνημονεύει επίσης τις μαρτυρίες των πηγών για τη rocella και αναφέρεται στην εγκατάλειψη της χρήσης της από τη βαφική της Αμοργού.18 Απ’ όσο γνωρίζω, άλλη σχετική δημοσιευμένη μαρτυρία για τον περίφημο βαφικό λειχήνα της Αμοργού έκτοτε δεν υπήρξε. Σήμερα ωστόσο οι απόψεις αυτές των προηγούμενων ερευνητών19 αποδεικνύονται ανακριβείς χάρη στη συστηματική λαογραφική έρευνα, η οποία έχει αποφέρει αποκαλυπτικά, κατά την άποψή μας, στοιχεία. Κατά το 1985-1988 η συστηματική επιτόπια έρευνά μου στην Αμοργό για τη λαϊκή κεντητική του νησιού στράφηκε και στη λαϊκή βαφική, γιατί γνώριζα, από προσωπικές εμπειρίες, την πλούσια λαϊκή παράδοση και στον τομέα αυτόν, που τη δηλώνει άλλωστε η άσκηση της βαφικής στην Αμοργό στα πλαίσια της οικοτεχνίας, ως γυναικείας δραστηριότητας αλλά και ως ανδρικής βιοτεχνικής απασχόλησης από τους μπογιατζήδες. Όσον αφορά το βαφικό λειχήνα, πρέπει να σημειώσω ότι η λεπτομερής αναφορά του Χελδράιχ στην αφθονία του φυτού στο νησί, σε μια περίοδο που η λαϊκή βαφική άκμαζε ακόμα στην Αμοργό, προκάλεσε τον έντονο προβληματισμό μου σχετικά με την εγκυρότητα της μαρτυρίας του για την εγκατάλειψη της χρήσης του στη βαφική της Αμοργού. Αρχικά, είναι αλήθεια, κανένας πληροφορητής δεν μπορούσε να μου δώσει καμιάν απολύτως σαφή μαρτυρία για το λειχήνα και τη χρήση του στη βαφική. Η επίμονη αναζήτησή μου με παρότρυνε να αξιοποιήσω για την άντληση πληροφοριακού υλικού τη συλλογική παρουσία, κατά τα καλοκαιρινά βράδια, ολόκληρης της γειτονιάς σε ορισμένα χωριά της Αιγιάλης, σε μακρές ομαδικές συγκεντρώσεις που διατήρησαν ως σήμερα την παραδοσιακότητα των παλιών ομαδικών συναθροίσεων, που είναι γνωστές ως αποσπερίδες ή βεγγέρες.20 Σχετικά με το λειχήνα, μια αόριστη πληροφορία του ενός προκάλεσε τη θύμηση του άλλου και τελικά μπόρεσα να μάθω ότι αυτή η βαφική ύλη ήταν γνωστή, τουλάχιστον στην Αιγιάλη, ως «αλε(ι)χήνα της πέτρας». Στη συνέχεια μου υπέδειξαν τους «ειδικούς», απ’ όπου θα μπορούσα να αντλήσω λεπτομερειακά στοιχεία. Η τελευταία «’νελύτρια» του μεταξιού στην Αιγιάλη Φανή Θηραίου, που πέθανε πρόσφατα, μου αποκάλυψε: «Α, αλε(ι)χήνα της πέτρας την ηλέασι και την ημάζευ(γ)εν η λαλά μου η Κορβέσαινα από τις πέρες του γιαλού· την ήξει, την ηκοπάνιει ύστερι κι απιό την ήβραζε κι ήβαφε κόκκινα. Μάλλενα μπα να βάφε θαρρώ και μετάξα. Εν εθυμούμαι αν ήβαφε και ύαύακερά».21 Στη συνέχεια και η αιωνόβια Σοφία Χάλαρη, που πέθανε κι αυτή, θυμήθηκε την «αλε(ι)χήνα της πέτρας». «Μ’ αυτοδά ηβάφασι-ν-άα κόκκινα. Η συχωρεμένη η λαλά μου το ’βράζε κι ηγίνουντο κόκκινη-κόκκινη σα-ν-d dnν-ύορφύρα-ν-άου βασιλιά η μπογιά».22 Κι ο Νικόλαος Δενδρινός του Μπαρουτάκη, με αρκετή σαφήνεια, μου προσδιόρισε κι αυτός τη βαφική ύλη: «Αυτοδά το λέασι αλεσήνα της πέτρας. Ετσιά γκριζωπόν είναι, βγαίνει απάνω στον εγκρεμό, ούτε αθιεί, εν^άνει λουλούδι. Βγαίνει και-κάτω στη θάλασσα απάνω στα βράχια. Επά πίσω οι εγκρεμοί όλοι είναι γεμάτοι απ’ αυτοδά. A bo-v-gi αν ήμου-ν-όαιδί εθυμούμαι τη λαλά μου που το μάζευ(γ)ε κι ηβάφασι-ν-da κόκκινα. Τα κόκκινα των ηρέχα-ν-άω-ν-ύαλαιών εδώ».23
Τ
62/αφιερωμα ια άλλη πολύτιμη επίσης μαρτυρία της Διασινώς I. Νομικού, από τη Χώρα, που διέσωσε η Μαρία Συνοδινού, κατά τη λαογραφική της έρευνα (1973) στη ΧώραΚατάπολα Αμοργού, αναφέρεται στην παρασκευή του κόκκινου χρώματος στην Αμοργό από «βράχου θροφή»: «Το κόκκινο χρώμα το βάφανε από βράχου θροφή. Τώρα από ποιο βράχο δε θυμούμαι, γιατί έχομε πολλούς βράχους: άσπρους, γκρίζους, πασπάρους. Κάτι είναι σα κολλημένο πάνω στο βράχο· δεν έχει ρίζα, ούτε λουλούδι κάνει και το λέμε βράχου θροφή. Αυτό το ζούσανε και κάνανε την αμόργη και βάφανε τα κόκκινα ρούχα. Απ’ αυτό βάφανε και τους αμόργινους πέπλους που ήτανε τόσο λεπτοί που περνούσε ολόκληρος ο πέπλος από ένα δαχτυλίδι».24 Χωρίς να παραβλέπω το γεγονός, ότι στην τελευταία αυτή μαρτυρία υπάρχει και η μυθοποιημένη υπερβολή, οπωσδήποτε οι πολύτιμες αυτές μαρτυρίες της προφορικής λαϊκής παράδοσης της Αμοργού, όπως παρατίθενται, αναφέρονται στο βαφικό λειχήνα και δηλώνουν ρητά ότι οι κάτοικοι του νησιού γνώριζαν τις βαφικές ιδιότητες αυτής της φυσικής ύλης. Άλλωστε με τη χρονολογική αναγωγή, η ηλικία των πληροφορητών μάς παραπέμπει στις αρχές του 20ού αι. και στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι., όπου αναφέρεται και ο Χελδράιχ. Για την παρασκευή του κόκκινου χρώματος, στην περιοχή της Αιγιάλης, σύμφωνα με σαφείς μαρτυρίες, χρησιμοποιόταν, την εποχή αυτή, κι άλλη φυτική ύλη: «Πέρα στην Παναγιά ήτονε μια σκιφίδα κι ηκατέβαζε χώμα κόκ-κινο. Εκειά ηπααίνασι-ν-οι γυναίκες κι ημαζεύ(γ)α χώμα κι ηβάφασι-ν-da κόκ-κινα ρούχα».25 Γνωστή ήταν επίσης στο νησί και η βαφή με το κρεμέζι για την παρασκευή του έντονου κόκκινου χρώματος «σαν αίμα»26 καθώς και η βαφή με τον πίτυκα27 από τους μπογιατζήδες που έδινε το πιτυκένιο χρώμα κι έβαφε τα βαμβακερά. Όσον αφορά τις μαρτυρίες για το εμπόριο του βαφικού λειχήνα από την Αμοργό, έχουμε αξιόλογες προφορικές ειδήσεις που μαρτυρούν για την παρασκευή κόκκινου χρώματος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από το βαφικό λειχήνα της Αμοργού: «Α boν-ήρτεν από την Αλεξάνάραν-άης Αιγύπτου ο πάρβας σου ο Μανόλης, ήπηρε-ν-do Φινάκη κι ηπήε στη Νικουριά και στ’ Ακρωτήρι κι ημαζεύ(γ)α μέρες αλεχήνα. Είχε-νόάρει και κανα-δυο άλλους με το καΐκι κι ηγεμίσα τσουβάλια και τα πήρε στην Αλεξάντραν οπού ’χεν-do μπογιατζίδικο. Άλλη-ν-όάλι φορά εθυμούμαι η προλαλά σου το Καλλιτσάκι του ’στείλε κανα τσουβάλι με το-ν-άαχυδρόμο κάτω στην Αλεξάνάραν».28 Για την προμήθεια άλλωστε φυτικών βαφικών υλών, μέσω του εμπορίου, από τους μπογιατζήδες της Αμοργού, πολύτιμη είναι η μαρτυρία της Μαρίας Χιοτίνη από τη Χώρα, που δε ζει πια, την οποία διέσωσε η Μαρία Συνοδινού: «Το σκούρο μπλε ήτο πέτρα και είχε η ουχά ένα χιλιάρικο τότε. Μ’ αυτή έβαφε ο πατέρας μου τα βρακάδικα».29 Ανάλογες μαρτυρίες της προφορικής λαϊκής παράδοσης απηχούν την προμήθεια φυτικών βαφικών υλών, με την απασχόληση ανηλίκων, από τους μπογιατζήδες της Αιγιάλης: «Ήπαιρνε-ν-όαραγιούς ο μπογιατζής κι ηπααίνασιν αξάργου κι ημαζεύ(γ)α τον-Μτυκα που τον ήβγαλλεν η θάλασσα όξω. Τον ηξέραινεν ο μόογιατζής κι απιό την ηκοπανιούσαν οι παραγιοί για να κατεβάζει πιο πολλή-ν-βογιά κι ύστερι τον ήβραζε. Με το-ν-Μτυκα ήβαφε-ν-da δίχτυα και ρούχα όαόακερνά».30 «Ως κι απάνω στη Νικουριά ηκατήντησεν να πααίνομε να μαζεύ(γ)ομε-ν-άη σκοινιά. Την ηφήναμε κι ηξεραίνουντο κι ύστερι την ηλιοτριβίζαμε. Απιό την ηβράζαμε και ηρίχταμε μέσα τα δερμάτια κι ηκοκκίνιζα λι(γ)άκιν».31 Οι πολύτιμες αυτές μαρτυρίες της στοματικής παράδοσης της Αμοργού έχω την άποψη ότι μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε τη συντήρηση των παραδοσιακών μορφών της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στο νησί για μακρό χρόνο32. Οι σχέσεις της κοινότητας με τον εξωτερικό κόσμο λειτούργησαν για μακρό χρονικό διάστημα στα πλαίσια των δεδομένων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, και όχι μόνο δεν απειλούσαν την αυτονομία της κοινότητας, αλλά αντίθετα την εμπλούτιζαν με νέες δυνάμεις,33 σημειώνοντας ωστόσο με πολύ βραδείς ρυθμούς τις μεταβολές στην παραδοσιακή ζωή.34 Έχω την άποψη ότι η πλούσια συγκομιδή από τη συστηματική επιτόπια έρευνα,35 όσον αφορά το βαφικό λειχήνα της Αμοργού εδώ, αποκαλύπτει τη συμβολή της προφορικής λαϊκής μαρτυρίας στην ερευνητική εργασία. Παράλληλα όμως τίθεται σ’ όλη του την έκταση το πρόβλημα της μεθοδολογίας για τη διεξαγωγή της επιτόπιας έρευνας από την οποία, νομίζω, απορρέει άλλωστε και το θέμα της εγκυρότητας της προφορικής
Μ
αφιερωμα/63 μαρτυρίας. Στην περίπτωση που μνημόνευσα η εγκυρότητά της αποδεικνύεται πιο ισχυρή από τους ισχυρισμούς των ερευνητών. Σημειώσεις 1. Βλ. Pitton de Tournefort, Relation d ’un voyage du Levant fait par ordre du roy, tome premier, Lyon MDCCXVII (1717), σσ. 269-287. Για την περιήγηση του Tournefort στην Αμοργό βλ. και Αντ. Μηλιαράκης, Υπομνήματα περι γραφικά των Κυκλάδων νήσων κατά μέρος: Αμοργός, Εν Αθήναις 1884, σ. 72 (προσθήκη Δ' - Ευρωπαίοι περιηγηταί) και σ. 56 (προσθήκη Α' - Περί των Αμοργίνων χιτώνων). Επίσης Ι.Κ. Βογιατζίδης, Αμοργός - Ιστορικοί Έρευναι περί της νήσου, εν Αθήναις 1918, σσ. 124 και 127. Επίσης πρόχειρα βλ. Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξι διώτες στην Ελλάδα, 333 μ.Χ,-1700 μ.Χ., Αθήνα 1972, σ. 711 κ.ε. 2. Περιγραφή του λειχήνα παραθέτει ο Ρ. de Tournefort, ό.π., σσ. 277-278 (Lichen). Για τη Rocella Tinctoria βλ. επίσης Π. Γιώργης Μοάτσος, Η πορφύρα, Αλεξάνδρεια 1932, σσ. 5-6: Πρώτοι μεταχειρίσθηκαν το λειχήνα ως βαφικόν οι Ιταλοί Rucellai ή Oricellarii, οι οποίοι ανακάλυψαν τις χρωστικές του ιδιότητες κατά το 1300 μ.Χ. Αργότερα η χρήση της Rocella γενικεύτηκε στην Ευρώπη. Βλ. επίσης Π.Γ. Γεννάδιος, Λεξικόν Φυτολσγικόν, Εν Αθήναις 1914, σ. 850 (λ. Ροκέλλη). 3. Pitton de Tournefort, ό.π., σ. 277. 4. Pitton de Tournefort, ό.π., σ. 277. Για τους Αμόργινους χιτώνες βλ. σχετικά Καλλιόπη Μ. Γιαννουλίδου, Αμόργινοι χιτώνες, ΕΕΚΜ, 10 (1974-1977), σσ. 485-500, όπου υπάρχει λεπτομερής παράθεση των αρχαίων πηγών. Επίσης Ι.Κ. Βογιατζίδης, ό.π., σσ. 106-127 (αμόργινα υφάσματα). 5. Βλ. και Ι.Κ. Βογιατζίδης, ό.π. σ. 127. 6. C.S. Sonnini, Voyage en Grice et en Turquie fait par ordre de Louis XVI et avec l’autorisation de la corn Ottomane, tome premier, A Paris 1801 (chapitre XIV Amorgo), σσ. 289-300. 7. C.S. Sonnini, ό.π., σσ. 292-295. 8. Βλ. Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική περί Ελλάδος, Αθήνα 1970, σ. 157, περί της Αμοργού: «Γίνεται και ένα φυτό όπου βάφει κόκκινα από το οποίο παίρνουν αρκετό οι εγγλέζοι». 9. Βλ. Αντ. Μηλιαράκης, ό.π., σ. 56, σημ. αρ. 1. 10. Αντ. Μηλιαράκης, ό.π., σ. 21. 11. Αντ. Μηλιαράκης, ό.π., σσ. 59-60 και σημ, στους στίχους 13 και 17. 12. Joh. Ferd. Neigebaur-Ferdinand Aldenhoven, Handbuch fur Reisende in Griechenland, Leipzig 1842, σ. 24. 13. Γ. Λέων, Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1850), στον τόμο Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία, Αθήναι 1972, σσ. 25 και 41-42· επίσης Trajan Stoianovich, Ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έμπορος, στον τόμο Η Οικονομική Δομή των Βαλκανικώνν χωρών στα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ιε'-ιθ" αι., Αθήνα 1979, σσ. 327-328. 14. Ι.Κ. Βογιατζίδης, ό.π., σ. 95 (λ. λινοβροχεϊον). 15. Βλ. Th. Heldreich, Ο χρωστικός λειχήν του ελληνικού αρχιπελάγους [Rocella Pbycopsis Ach.], Εστία, αρ. 310 (1881), σ. 771. 16. Th. Heldreich, ό.π., σ. 771. 17. Α. Μηλιαράκης, ό.π., σ. 57. 18. Άννα Αποστολάκη, Βαφική, βαφικοί ύλαι και χρήαις αυτών, Λαογραφία, 14 (1952) σ. 99 και σημ. αρ. 4: «Ο βαφι κός λειχήν είχε λησμονηθή συν τω χρόνω αντικατασταθείς τις οίδεν υπό ποιας άλλης χρωστικής ουσίας εις μετα γενεστέρους χρόνους και σήμερον είναι άγνωστος εις τας γυναίκας της Αμοργού, καίτοι κατά το πρώτον ήμισυ του παρελθόντος αιώνος εγίνετο εξαγωγή τούτου». 19. Αναφέρομαι στις απόψεις του Heldreich, ό.π. σ. 771, του Μηλιαράκη, ό.π., σ. 57, της Αποστολάκη ό.π., σ. 99, σημ. αρ. 4. 20. «σπεροκάθισμα» στην Τήνο με ανάλογη λειτουργία: Βλ. Αδαμάντιος I. Αδαμαντίου, Τηνιακά, ΔΙΕΕ, 5 (1900), σ. 281 · «ποσπέρισμα» ή «γειτόνεμα» στην Κω, βλ. Αναστ. Καραναστάσης, Ποιμενικά της Κω, Λαογραφία, 16 (1956), σ. 90. 21. Φανή Θηραίου, Ιούλιος 1986, Λαγκάδα. 22. Σοφία Χάλαρη, Αύγουστος 1986, Όρμος. Η αναφορά της αιωνόβιας αυτής γερόντισσας απηχεί την άποψη του Fobius Columna (De Purpura, 1616) που αναφέρει ο Μοάτσος: «αν έπαυσε η χρήσις της πορφύρας σ' αυτό συνέτεινε πρωτίστως η διάδοσις της Ορσέλλας ήτις δίδει λαμπρό χρώμα χωρίς η παρασκευή της να απαιτή τα έξοδα και τους κόπους της κογχυλιανής πορφύρας». Βλ. Π.Γ. Μοάτσος, Η πορφύρα, ό.π., σ. 6. 23. Νικόλαος Δενδρινός (Μπαρουίάκης), Ιούλιος 1986, Λαγκάδα. Για την προτίμηση του νησιού στο κόκκινο χρώμα βλ. A. J. Β. Wace, Mediterranean and near eastern Embroideries from the collection o f Mrs Cook, I Text, London 1935, σ. 3. 24. ΣΛΠΑ [Συλλογή λαογρ. υλικού στο Πανεπιστήμιο Αθηνών] χφ. αρ. 1928, (συλλ. Μαρία Συνοδινού, ΧώραΚατάπολα Αμοργού, 1973), σ. 100. 25. Νικήτας Μενδρινός, Αύγουστος 1987, Λαγκάδα. 26. ΣΛΠΑ, χφ. αρ. 1928, ό.π., σ. 101: «Βάφανε τα κατακόκκινα ρούχα (...). Έχει μείνει κι όταν θέλει να πει κανείς για κάτι κόκκινο "λε, σα κρεμέζι” . Ό ταν ντροπιαστεί η γυναίκα και κοκκινίζουν τα μάγουλα "λε, έγινε σα κρεμέζΓ'». 27. Επίσης σχετικά ΣΛΠΑ, χφ. αρ. 1928, ό.π., σ. 99 (πληροφορητής Κωνσταντίνος Γιαννακός). 28. Νικόλαος Δενδρινός (Μπαρουίάκης), Ιούλιος 1986, Λαγκάδα. 29. ΣΛΠΑ, χφ. αρ. 1928, ό.π., σ. 98. 30. Ξενιώ Βεκρή, Αύγουστος 1986, Όρμος. 31. Ιωάννης Δενδρινός, Αύγουστος 1986, Λαγκάδα. 32. Μ.Γ. Μερακλής, Σύγχρονος ελληνικός λαϊκός πολιτισμός, Αθήνα 1973, σσ. 36-44. 33. Βλ. Francoise Saulnier, Μερικές όψεις του κοινωνικού μετασχηματισμού σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, στο βι βλίο: Διαδικασίες κοινωνικού μετασχηματισμού στην αγροτική Ελλάδα, σ. 427. 34. Μ.Γ. Μερακλής, Σημειώσεις Λαογραφίας, τεύχ. Η ', Λαϊκή Τέχνη, Πρώτο Μέρος, Ιωάννινα 1978, σσ. 1-11. 35. Για τη διεξαγωγή της επιτόπιας έρευνας βλ. και K.S. Goldstein, A Guide for Field Works in Folklore, London 1964· επίσης Στ. Ήμελλος - Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, Παραδοσιακός υλικός βίος του ελληνικού λαού (ερωτηματο λόγιο), Αθήνα 1983.
64/αφιερωμα
Δημήτρης Ελ. Ράπτης
Ο Σχεδιασμός1 μιας Λαογραφικής
επιτόπιας ρευνας
Τα πρακτικά της προβλήματα ίναι γνωστό το κλίμα, Ε μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η λαογραφική έρευνα και μελέτη από την ίδρυση της λαογραφίας ως επιστήμης. Οι ιστορικές ανάγκες του 19ου αι. όχι μόνο υπαγόρευσαν τη μέθοδο «Ιούδας», Πάσχα 1964, Χανιά έρευνας των λαογραφικών φαινομένων αλλά και καθόρισαν σημαντικά την τύχη αυτής της επιστήμης ώς το 2ο Παγκόσμιο πόλεμο. Οι λαογράφοι, επηρεασμένοι για πολλά χρόνια από την κυρίαρχη - εθνοκεντρική - τάση έδωσαν την προτεραιότητα στην τεκμηρίωση της πραγματικότητας του έθνους, και ενώ δεν προβληματίζονταν, σχεδόν καθόλου, για την πραγματικότητα γύρω τους, η επιβίωση του μακρινού παρελθόντος της αρχαιότητας ήταν ο κύριος σκοπός των μελετών τους. Η ανάγκη για μια θεωρητική και μεθοδολογική αναθεώρηση2 της λαογραφίας επισημάνθηκε νωρίς μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο και συγχρόνως τονίσθηκε ο ιστορικός και κοινωνικός χαρακτήρας των λαογραφικών φαινομένων όχι μόνο στην εξέταση του παρόντος, αλλά και αυτού του μακρινού παρελθόντος.3 Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο λαογράφος - ερευνητής αντιμετωπίζει σήμερα τα λαογραφικά φαινόμενα από μιαν άλλη οπτική γωνία, χρησιμοποιεί καινούρια μεθοδολογικά εργαλεία, αναλύει και ερμηνεύει το υλικό του με νεότερες μεθόδους. Ιδιαίτερα για την αυτοτελή μελέτη του παρόντος, απαλλαγμένη πια από το σύνδρομο του παρελθόντος και της επιβίωσής του στη σημερινή κοινωνία, ο λαογράφος πρέπει να στηρίζεται σε αυθεντικό υλικό συγκεντρωμένο με επιτόπια έρευνα και με τη χρησιμοποίηση των ειδικών για την περίπτωση αυτή μεθόδων και τεχνικών (ερωτηματολόγια, συνεντεύξεις, αφηγήσεις κ.ά.). Για να διεισδύσει όμως ο λαογράφος, όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα, στη ζωή των κατοίκων μιας κοινότητας και να μπορέσει να διακρίνει το βαθύτερο υπόστρωμα της συμπεριφοράς των ανθρώπων, που συχνά δε φαίνεται, μολονότι λειτουργεί τις πιο πολλές φορές ρυθμιστικά στις σχέσεις τους, είναι ανάγκη να παραμείνει στο χώρο της έρευνας για πολύ χρονικό διάστημα και να ζήσει ο ίδιος με τους τρόπους ζωής της κοινότητας. Έτσι θα μπορέσει να μπει στην ουσία του λαϊκού πολιτισμού και να ερμηνεύσει τελικά αυτά που συμβαίνουν στην εξεταζόμενη κοινωνία. Είναι γεγονός βέβαια, ότι έρχεται ξένος σ’ έναν τόπο και καθώς η είσοδός του στην κοινότητα είναι μια πράξη εξωτερική, είναι αναμενόμενο στη θέα χαρτιών, ερωτηματολογίων και σημειώσεων να προκαλέσει, αν όχι φανερές αντιδράσεις, τουλάχιστον ευμενή ή δυσμενή
αφιερωμα/65 σχόλια και συζητήσεις, που μπορεί να αποβούν και μοιραία για το μέλλον της εργασίας. Ύστερα από όλα αυτά και έχοντας στο νου του την ευθύνη απέναντι στην εργασία και τους πληροφορητές, είναι υποχρεωμένος όχι μόνο να αφιερώσει την προσοχή του στην κατάλληλη προετοιμασία της εισόδου του στην κοινότητα - αυτό δεν εξαρτάται και τόσο από την προσωπική του επιθυμία, όσο από τη δεδομένη πρακτική κατάσταση που δημιουργείται στο χώρο της έρευνας - , αλλά και να δημιουργήσει και να θεμελιώσει το απαιτούμενο για τη συγκέντρωση των στοιχείων κλίμα.4 Η ευμενής αποδοχή του ερευνητή - λαογράφου στο χώρο της έρευνας είναι απαραίτητη και από αυτό θα εξαρτηθεί αρχικά η ποσότητα και η ποιότητα του υλικού και κατά συνέπεια η μελλοντική τύχη της έρευνας. Γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση να κάνεις τελικά τέτοια «ανάκριση», που θα φέρει στην επιφάνεια τις επιθυμητές πληροφορίες για τη συμπεριφορά και τη στάση των ανθρώπων. ύριο, λοιπόν, μέλημά του είναι να κερδίσει την εμπιστοσύνη5 των πληροφορητών για να επιτύχει έτσι την αυθόρμητη έκφρασή τους. Σημασία για την έρευνα έχουν σ’ αυτό το σημείο ορισμένα άτομα - κλειδιά αναγνωρισμένα από το σύνολο (κοινωνικά, επαγγελματικά, ηθικά κ.τ.λ.) και με κύρος στην κοινότητα. Αυτοί μπορούν να βοηθήσουν σταδιακά στην εμπέδωση του αναγκαίου κλίματος εμπιστοσύνης ανάμεσα στον ερευνητή και τους κατοίκους. Σ’ αυτούς κρίνεται σκόπιμο να προηγηθεί μια γενική ενημέρωση6 για την έρευνα. Το προϊόν της ενημέρωσης ασφαλώς θα μεταδοθεί με την καθημερινή τους κουβέντα και θα δημιουργήσει το κατάλληλο πλαίσιο, μέσα στο οποίο είναι δυνατό να κινηθεί ευχερέστερα ο λαογράφος. Παράλληλα μ’ αυτό ο ερευνητής θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει και να δικαιολογεί κάθε φορά, που χρειάζεται, την είσοδό του και την παρουσία του στο χώρο της κοινότητας, ώστε να γίνει αποδεκτή από μέρους της. Το ζήτημα της ευνοϊκής αποδοχής και της εμπιστοσύνης είναι εκείνο που τελικά καθορίζει και το βαθμό εισόδου του στην κοινότητα. Ακόμη ένα εξίσου πολύ ενδιαφέρον ζήτημα για την ευνοϊκή αποδοχή του λαογράφου - ερευνητή από την κοινότητα είναι ο σεβασμός, που πρέπει να επιδείξει, γενικά, προς τις αρχές και τις αξίες αυτών των ανθρώπων. Η συγκέντρωση στοχείων με τη συμμετοχική παρατήρηση και τη συνέντευξη προϋποθέτει την παρουσία του ερευνητή στο χώρο της έρευνας ως φυσικού μέλους της κοινότητας για πολύ χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό ο ερευνητής πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός σε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την ιδιωτική και δημόσια ζωή των πληροφορητών. Ο λαογράφος δεν θα πρέπει να καινοτομήσει ούτε στο ωράριο της εργασίας τους ούτε της ανάπαυσής τους. Έπειτα δεν είναι σωστό να κοινολογεί το περιεχόμενο των συζητήσεών του στους άλλους· αν γίνεται αυτό, - πάντα, φυσικά για την έρευνα, - να γίνεται ανώνυμα. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον πληροφορητή να αντιληφθεί ότι το όνομά του μένει «μυστικό». Επίσης, αν ο ερευνητής δεν καταφέρει να πείσει από την αρχή τον πληροφορητή για το σκοπό της έρευνας και να διαλύσει τους φόβους του,7 δεν είναι ανάγκη να ασκείται ψυχολογική πίεση για την απόσπαση πληροφοριών. Γιατί η πειθώ είναι η καλύτερη λύση που διαλύει τους φόβους. Επιπλέον ο φυσικός χώρος της οικογένειας, το σπίτι, και δευτερευόντως - κυρίως για τους άντρες - το καφενείο ή άλλος δημόσιος χώρος είναι καταλληλότερος για τη συζήτηση. Άλλωστε αυτό επιζητούν και οι ίδιοι. Ακόμα και ο χώρος της εργασίας τους (χωράφι, σιδεράδικο, ξυλουργείο, το κατάστημά τους) είναι για την κουβέντα μαζί τους κατάλληλος. Τον τελευταίο φαίνεται πως τον «τιμούν» ιδιαίτερα. Πιο πολύ όμως ο ερευνητής θα πρέπει να λάβει υπόψη του και να σεβαστεί τις ιδιαιτερότητες και ευαισθησίες των ατόμων. Για το λόγο αυτό είναι απαραίτητο να φροντίσει από πριν να μάθει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ζωής τους, τις αντιδράσεις τους στα κοινά προβλήματα, τις επιθυμίες και επιδιώξεις τους και να αρχίζει τη συζήτηση με καθαρά δικά τους στοιχεία. Τότε η κουβέντα παίρνει μια διάσταση αληθινής «εξομολόγησης».8 Συμπληρωματικά πρέπει να πω ότι ο ερευνητής, η έρευνα και τα συναφή με αυτή στοιχεία δεν θα πρέπει να δημιουργήσουν αναστάτωση στην καθημερινή ζωή της κοινότητας. Η πορεία της έρευνας μόνο παράλληλα με αυτήν μπορεί να πηγαίνει.
Κ
πότοκες της εμπιστοσύνης και του σεβασμού, όπως προανέφερα, είναι επίσης και οι διαπροσωπικές σχέσεις, τις οποίες πρέπει να επιδιώξει με κάθε τρόπο ο ερευνητής, γιατί είναι απαραίτητες στη διεξαγωγή της έρευνας. Ο συναισθηματικός δεσμός με τους
Α
66/αφιέρωμα πληροφορητές στηρίζει και υποβοηθά τη συγκέντρωση στοιχείων για την επιτυχή ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων. Έτσι προκαλείται η αυθόρμητη και χωρίς αναστολές έκφρασή τους. Είναι ανάγκη, λοιπόν, να αποχωρισθεί τις κάθε είδους προσωπικές ιδιοτροπίες του και να πλησιάσει τους ανθρώπους, για να αποκομίσει έτσι πιο πολλά και χρήσιμα στοιχεία. Θα ανταλλάξει δώρα, κάρτες, τουλάχιστον με τους πληροφορητές, θα έχει τηλεφωνική επικοινωνία, επισκέψεις σε ονομαστικές ή άλλες γιορτές και θα δεχθεί τις κάθε είδους προσφορές τους. Αυτά όλα τον φέρνουν πιο κοντά στους ανθρώπους, κάτι που φυσικά ωφελεί την έρευνα. Το κυριότερο όμως είναι το γεγονός, ότι ο ερευνητής θα πρέπει να δέχεται να ακούει τον «πόνο» τους. Εκείνη την ώρα ο λαογράφος είναι ένα άτομο, στο οποίο προσβλέπουν με ελπίδα για κάτι που τους απασχολεί. Στις περιπτώσεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί καν ερωτηματολόγιο, γιατί δημιουργεί απόσταση ανάμεσά τους και δυσχεραίνει την ειλικρινή συζήτηση. Αν ο λαογράφος μιλήσει μάλιστα και με τη δική τους προφορά ή γλώσσα9, διευκολύνει ακόμα πιο πολύ τα πράγματα. Πρόθεσή μου, βέβαια, στο συνοπτικό αυτό άρθρο, όπως ανέφερα, δεν είναι να ασχοληθώ με όλα τα πρακτικά προβλήματα μιας επιτόπιας έρευνας. Στάθηκα ιδιαίτερα στο σημείο της «εισόδου» του λαογράφου στην κοινότητα και στη θεμελίωση της αναγκαίας υποδομής, πριν αρχίσει η έρευνα. Επισημαίνω ότι η ευνοϊκή αποδοχή του λαογράφου από μέρους της κοινότητας, η εμπιστοσύνη, ο σεβασμός, οι διαπροσωπικές σχέσεις είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συγκέντρωση των απαραίτητων στοιχείων για το έργο του.*1 Σημειώσεις 1. Βασικός μου σκοπός στο συνοπτικό αυτό άρθρο είναι να παρουσιάσω, στο περιθώριο μιας διδακτορικής διατρι βής. τις εμπειρίες που προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μιας τέτοιας έρευνας με θέμα. Το Καναλάκι της Πρέβεζας: Μεταβολές στην πολιτισμική συμπεριφορά των κατοίκων μιας ηπει ρωτικής κοινότητας στην εικοσαετία 1965-1985, Γιάννινα 1989. Ανάλογοι προβληματισμοί σημειώνονται και στην παραπάνω εργασία. Ο αναγνώστης όμως θα πρέπει να έχει επιπλέον υπόψη του ότι εδώ δεν θίγονται όλες οι πλευ ρές μιας επιτόπιας έρευνας. Οι εμπειρίες μου αφορούν, από το στάδιο του σχεδιασμού και πραγματοποίησης μιας τέτοιας έρευνας, μόνο το χρονικό σημείο της «προετοιμασίας της εισόδου» του λαογράφου στην κοινότητα που θα ερευνήσει. 2. Στη δεκαετία του ’60 και με εντονότερο ρυθμό στη δεκαετία του ’70 σημειώνονται αποφασιστικές αλλαγές. Ένας τέτοιος προβληματισμός συνοψίζεται στους δυο τόμους της «Ελληνικής Λαογραφίας» του Μ.Γ. Μερακλή: Κοινω νική Συγκρότηση, 1984, Ήθη και έθιμα, 1986. 3. Για την κλιμάκωση του χρόνου στη λαογραφία βλ. Μ.Γ. Μερακλή, Ελληνική Λαογραφία, Κοινωνική Συγκρότηση, Αθήνα, 1984, σ. 120-121. 4. Βέβαια δεν είναι δυνατό να τεθούν γενικοί και αυστηροί κανόνες, με την τήρηση των οποίων θα λυθεί το πρόβλημα. Ο λαογράφος πρέπει να είναι έτοιμος κάθε στιγμή να αντιμετωπίζει αλλαγές γεγονότων. Η πορεία του είναι γεμάτη απρόοπτα. Η αβεβαιότητα δεν πρέπει να τον οδηγήσει στην απογοήτευση και γι’ αυτό πρέπει να είναι έτοιμος να αντέχει. Έπειτα, αν ο ερευνητής είναι εντελώς ξένος και έρχεται πρώτη φορά σε επαφή με το χώρο, ίσως χρειάζε ται μια ανίχνευση και μια προκαταρκτική έρευνα, για να εντοπίσει στο χώρο αυτό πιθανά προβλήματα πρόσβα σης. Με αυτό τον τρόπο θα προληφθούν εγκαίρως και θα εξομαλυνθούν τα προβλήματα, για να εξασφαλισθεί έτσι και η αναγκαία υποδομή για την έρευνα. 5. Το ζήτημα της εμπιστοσύνης είναι το βασικότερο. Αυτό τουλάχιστον φάνηκε από τις συνεντεύξεις μου στην κοινό τητα. Πιο πολύ οι ηλικιωμένες γυναίκες και λιγότερο οι άντρες, διακόπτοντας πότε-πότε την κουβέντα τους, έλε γαν. «Θα μας κάνει μπουλιουρή» ( = θα μας ρεζιλέψει). Αλλά επανέρχονταν ευθύς αμέσως κάτω από ένα πνεύμα καθησυχασμού του άνδρα ή του παιδιού. Ώ ς εδώ, βέβαια, τα πράγματα παρουσιάζονται αμβλυμένα. Εκεί που παρουσιάζουν ιδιαίτερη όξυνση, όσον αφορά το θέμα της εμπιστοσύνης, είναι η αμφιβολία για τη μελλοντική τύχη των στοιχείων, κυρίως των οικονομικών (σχετικά με τη φορολογία και με την κομματική τοποθέτησή τους). Διέ βλεπα εύκολα αυτή την ανησυχία τους. 6. Το θέμα, ο σκοπός, το Ίδρυμα που κάνει την έρευνα, μπορεί να ανακοινώνονται στους πληροφορητές. Αλλά και ορισμένα στοιχεία για τον ερευνητή είναι απαραίτητο να γνωστοποιούνται στους ανθρώπους, όπως το επάγγελμά του, οι σπουδές του, οι προθέσεις του σχετικά με την εργασία. Ό λα αυτά διευκολύνουν τη στερέωση κλίματος εμπιστοσύνης. 7. Γενικά ό,τι είχε σχέση με αποδεικτικά στοιχεία οι πληροφορητές μου το απέφευγαν, ιδιαίτερα οι γυναίκες και λιγό τερο οι άνδρες, περισσότερο οι αγράμματοι και λιγότερο οι εγγράμματοι. Θα μου μείνει αξέχαστη η έκπληξη μιας ηλικιωμένης, όταν άκουσε τη μαγνητοφωνημένη συνέντευξη, που είχα κάνει μαζί της, πριν από αρκετό καιρό, χωρίς να το καταλάβει. 8. Υπομονετικά θα ακούσει όλα όσα λέγονται, ανεξαρτήτως, αν προς στιγμήν φαίνονται αδιάφορα - τίποτε δεν είναι άχρηστο για μια κοινωνική έρευνα - , ακόμα και αν ο πληροφορητής θέλει δάνειο να τελειώσει το σπίτι του ή κάποια άλλη εξυπηρέτηση από την πόλη. Ό λα αυτά δημιουργούν συναισθηματικούς δεσμούς μεταξύ τους, πολ λές φορές άρρηκτους, που υποβοηθούν τη συλλογή των στοιχείων. 9. Στην περιοχή, που έκανα την έρευνα, μιλούν και την αρβανίτικη γλώσσα. Αυτό όμως δεν δυσκόλεψε την επικοινω νία μας, αφού μιλούν εξίσου καλά και την ελληνική. Επιπλέον φρόντισα και εγώ να μάθω λίγες λέξεις της αρβανίτικης, ικανές όμως να δημιουργήσουν μιαν ευχάριστη ατμόσφαιρα την ώρα της συζήτησης όχι μόνο με τους πλη ροφορητές μου, αλλά και με τους υπόλοιπους κατοίκους της κοινότητας.
αφιερωμα/67
Βαγγέλης Γρ. Αυδίκος
Προς μια λαογραφία του αστικού χώρου Ο αστικός χώρος στην Ελλάδα ως αντι κείμενο επιστημονικής διερεύνησης απασχό λησε τους επιστήμονες τα τελευταία μεταπολε μικά χρόνια.1 Το φαινό μενο αυτό παρατηρείται και διεθνώς στις συνα φείς επιστήμες του αν θρώπου. Αν εξαιρέσου με την κοινωνιολογία, η οποία ήδη από τις αρ χές του 20ού αιώνα έ στρεφε το ενδιαφέρον της στη μελέτη των πό λεων,2 οι άλλες, συγγε νείς επιστήμες στη λαο γραφία (εθνογραφία, ε θνολογία, ανθρωπολο γία) καθυστέρησαν αρ-
Νάξος, Κάστρο, εσωτερικό οικίας Άννας Μαρκόπολι, 19ος αι.
κετά να συμπεριλάβουν στο επιστημονικό τους σώμα τα αστικά φαινό μενα.3 Αυτό παρατηρή θηκε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ό ταν οι πληθυσμοί της υ
ι ανθρωπολόγοι ακολούθησαν τότε τα επι στημονικά τους αντικείμενα - τις πληθυσμιακές ομάδες - στους νέους χώρους εγκατά στασής τους, οι οποίοι συνήθως είναι οι παρυφές της πόλης, και μελετούν τη διαδικασία προσαρ μογής των ομάδων αυτών στο νέο τους περιβάλ λον.4 Οι συνθήκες μάλιστα, μέσα στις οποίες πραγματοποιήθηκε η μετατόπιση του πεδίου έ ρευνας των ανθρωπολόγων από τον αγροτικό στον αστικό χώρο, οδήγησαν μερικούς να ανα ρωτηθούν αν η ανθρωπολογία έχει προοπτική στον αστικό χώρο ή έχει «πεθάνει».5 Η αγωνία ςρτή συνείχε και τους λαογράφους στην Ελλάδα για το μέλλον της επιστήμης τους στην πόλη. Το πρόβλημα της λαογραφίας σχετι
Ο
παίθρου μετακινήθηκαν προς τις πόλεις υπό την πίεση διαδικασιών, ό πως αυτές εκφράστη καν στις χώρες της πε ριφέρειας και του Τρί του κόσμου.
ζόταν με το περιεχόμενο και το εύρος του επιστη μονικού της αντικειμένου και των βασικών εν νοιών της στην προσέγγιση του αντικειμένου της.6 Οι συνθήκες γέννησης σφράγισαν και τους προσανατολισμούς της, παρ’ όλο που η ιδιοφυία του ιδρυτή της, του Νικολάου Πολίτη, είχε επισημάνει όψεις,7 τις οποίες σήμερα θα μπορούσαμε χωρίς δισταγμό να τις εντάξουμε στην Αστική Λαογραφία. Οι έννοιες του λαού, του λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης ήταν καθοριστικές για την α ποδοχή του αστικού χώρου ως πεδίου της λαο γραφίας. Η όποια μετακίνηση των λαογράφων στην πόλη προϋπέθετε τη διεύρυνση των θεωρητι
68/αφιερωμα κών της αρχών και βασικών εννοιών. Η επιστή μη της λαογραφίας αποδεχόταν ώς τότε ως αντι κείμενό της τον αγροτικό πληθυσμό και τον πο λιτισμό του, το λαϊκό πολιτισμό, του οποίου βα σικά γνωρίσματα θεωρούνταν το κατά παράδο ση, το αυθόρμητο και το ομαδικό.8 Η πόλη και ο πολιτισμός της δεν εξυπηρετούσε την «ιδιοτέ λεια» της επιστήμης, καθώς οι κάτοικοι του α στικού χώρου ήταν εκτεθειμένοι στη διαβρωτική επίδραση του δυτικού πολιτισμού. Παρά τις εγγενείς δυσκολίες και τις γενικότε ρες αντιλήψεις, που επικρατούν για το εύρος της λαογραφίας και τη σχέση της με την πόλη, η λαο γραφία επιχείρησε αρκετά νωρίτερα από άλλες συγγενείς επιστήμες να συμπεριλάβει και τον α στικό χώρο στο επιστημονικό της αντικείμενο. Ο Δημ. Σ. Λουκάτος, με σπουδές στη Γαλλία, έφε ρε τις καινούριες ιδέες, που αναπτύχθηκαν στη Δύση μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ή δη από το 1950 είχε αρχίσει να προσανατολίζεται προς την πόλη.9 Το ενδιαφέρον όμως υλοποιεί ται το 1963, οπότε εκδίδει τα «Σύγχρονα Λαογραφικά».10 Το έργο αυτό αποτελεί μια σημαντι κή συνεισφορά της λαογραφίας στην προσπάθεια των επιστημόνων για μελέτη του αστικού χώρου. Είναι μια πρωτοποριακή προσπάθεια, που δεν έ χει αποτιμηθεί στις σωστές της διαστάσεις. Η κίνηση του Δουκάτου να συμπεριλάβει και τον αστικό χώρο στο φάσμα των επιστημονικών του ενδιαφερόντων είναι λυτρωτική για τον ίδιο, καθώς διανοίγονται νέες προοπτικές. Το ίδιο ι σχύει και για την επιστήμη της λαογραφίας και νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί τη χαρά του με τους αναγνώστες του. «Φέρνω ένα μήνυμα αισιο δοξίας (...) ότι εκείνο που ονομάζουμε «λαογραφικό» βίωμα και έργο δεν είναι μόνο κάτι ιστορι κά και αρχαιολογικά δεμένο με την παράδοση, αλλά και κάτι που μπορεί να είναι ζωντανό και παράλληλο προς την αιώνια παρουσία του λαού μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες».11 Ο Λουκάτος αποδέχεται ότι πολιτισμική δρα στηριότητα υπάρχει και στον αστικό χώρο, κάτι που η λαογραφία είχε αγνοήσει έως τότε για τους γνωστούς λόγους. Η δραστηριότητα αυτή εκφρά ζεται με τρεις τρόπους. Ο πρώτος σχετίζεται με το χρώμα που «έδωσαν οι ετερόκλητοι προσφυγικοί πληθυσμοί».12 Ο δεύτερος είναι «οι επαρχια κοί ελλαδικοί επήλυδες» και ο τρίτος αφορά το ανάμεικτα παραδοσιακό και το «νεοαστικό, που δημιουργήθηκε με την κοινή διοίκηση, την κοινή βιοπάλη, την κοινή ψυχαγωγία».13 Ο Λουκάτος «μπαίνει» στην πόλη μαζί με τους νέους πληθυσμούς (πρόσφυγες - επαρχιώτες) και παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους, παλιά και καινούρια. Η διαπίστωση όμως ότι υπάρχει Αστική Λαογραφία συνοδεύεται και από διεύρυν ση της έννοιας του λαού, που τώρα είναι «μια α πλωτή επιφάνεια, στο κέντρο της πελώριας εθνι
κής λεκάνης, που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τα ψηλότερα κοινωνικά στρώματα».14 Η σχέση λοιπόν των λαογράφων με τον αστικό χώρο εξαρτιόταν από τη θέση τους απέναντι στις έννοιες - κλειδιά της επιστήμης, το λαό και το λαϊκό πολιτισμό. Ο Λουκάτος έκανε την αρχή και έφερε στην επιφάνεια προβληματισμούς που ήταν έντονοι στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα εί χαν αρχίσει να γίνονται ορατοί μετά τις σημαντι κές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβολές, που παρατηρήθηκαν στη μεταπολε μική περίοδο. Η Αστική Λαογραφία θεωρούνταν βέβαια στη δεκαετία του 1970 αδιαμφισβήτητο γεγονός,15 αλλά οι αναφορές σ’ αυτήν περιορίζονταν στην ε πισήμανση της ύπαρξής της, η οποία επιβαλλό ταν από συγκεκριμένες αλλαγές στη βάση και το εποικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας. Παράλ ληλα επικράτησαν οι συζητήσεις και προτάσεις για τα βασικά θέματα, τα οποία είχε θέσει ο Λου κάτος το 1963. Στη δημόσια επιστημονική πραγμάτευση των θεμάτων πρωταγωνίστησαν δύο νέοι πανεπιστη μιακοί δάσκαλοι στη δεκαετία του 1970, ο Μ.Γ. Μερακλής και η Λ. Κυριακίδου-Νέστορος. Ο Μερακλής ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόκλη ση του αστικού χώρου και τον συμπεριέλαβε αμέ σως στα επιστημονικά του ενδιαφέροντα.16 Είδε ότι στην πόλη ο άνθρωπος βίωνε μια κοσμοθεω ρία, που διαφοροποιόταν από την αντίστοιχη του λαού της υπαίθρου. Έτσι προσπαθεί να ανιχνεύσει σημεία διαφοράς ανάμεσα στον άνθρωπο της υπαίθρου και τον άνθρωπο της πόλης.17 Η «είδοσος» του Μερακλή λοιπόν στον αστικό χώρο έχει ως αφετηρία το παραδοσιακό αντικεί μενο της λαογραφίας, το λαό της υπαίθρου. Είναι ένας τρόπος, που του εξασφαλίζει μια στέρεη βά ση για το ξεκίνημα του εγχειρήματος του. Έτσι διαπιστώνει διαφορετική στάση από τους κατοί κους τής πόλης όσον αφορά τη μηχανή, τη φύση κ.λπ. Αυτό τον οδηγεί αργότερα να διευρύνει την έννοια του λαού, δεδομένου ότι η διερεύνηση του αστικού χώρου θα μετεωριζόταν, αν δεν συνοδευ όταν από θεωρητική στήριξη. Έτσι «η λαογρα φία ασχολείται σήμερα με την αγροτική τάξη, αλλά και με την εργατική και με την αστική τά ξη, σε όλα της τα επίπεδα: μικροαστικό, μεσοα στικό, μεγαλοαστικό».18 Ο ίδιος καταλαβαίνει όμως ότι δεν αρκεί η διεύρυνση της έννοιας του λαού, για να στηρίξει την ενασχόληση των λαογράφων με τον αστικό χώρο. Εξίσου καθοριστικό σημείο ήταν η απά ντηση στο τι είναι λαογραφικό φαινόμενο και ποια τα γνωρίσματά του, καθώς και τι είναι λαϊ κός πολιτισμός. Έτσι συγκροτεί άποψη και σ’ αυτά τα ζητήματα. Δεν αποδέχεται το αυθόρμη το19 ως κριτήριο για την αξιολόγηση ενός φαινο μένου ως λαογραφικού και, το σπουδαιότερο, δε
αφιερωμα/69 θεωρεί την προφορικότητα20 ως αποκλειστικό συστατικό στοιχείο της λαϊκής δημιουργίας. αναθεώρηση των βασικών εννοιών της λαο γραφίας δίνει τη δυνατότητα στον Μερακλή να διαμορφώσει ένα θεωρητικό πλαίσιο για τις προσεγγίσεις του σε αστικά φαινόμενα και να ε πιχειρήσει σε μια ομιλία του στη Σχολή Μωραΐτη να χωροθετήσει την καινούρια τάση, την Αστική Λαογραφία.21 Η προσπάθειά του διευκολύνθηκε από τη διάκριση που έκανε ανάμεσα στα έθιμα και τα ήθη,22 γεγονός που επιτρέπει στους νέους λαογράφους να μην αναζητούν στον αστικό χώ ρο συμπεριφορές επαναλαμβανόμενες για μεγά λο χρονικό διάστημα. Η επισήμανσή του είναι σημαντική για την αστική λαογραφική έρευνα. Γίνεται κατανοητό, ότι η σύγχρονη κοινωνία έχει διαφορετική δομή και συνεπώς η προσπάθεια να τη μελετήσουμε με αδιαφοροποίητα τα εννοιολογικά όργανα δε διευκολύνει την κατανόησή της. Η Α. Κυριακίδου - Νέστορος επίσης τοποθε τείται με τη σειρά της απέναντι στον αστικό χώ ρο. Θεωρεί και αυτή αναμφισβήτητο, ότι η έννοια του λαού διευρύνθηκε μεταπολεμικά. Οι γενικό τερες αλλαγές επηρέασαν και τη συγκρότηση του λαού. «Σήμερα όμως τόσο η λέξη "λαός” ό σο και το επίθετο "λαϊκός” έχουν πολύ ευρύτερη σημασία».23 Έτσι η αποδοχή της ύπαρξης του λαού των πόλεων είναι μια φυσιολογική συνέ πεια. Επικροτεί χωρίς καμιά ένσταση τη διαφο ροποίηση της έννοιας λαός στα μεταπολεμικά χρόνια. Η Κυριακίδου προβάλλει όμως αντιρρήσεις στην έννοια του λαϊκού πολιτισμού. Πιστεύει ότι σήμερα στον αστικό χώρο δε δημιουργείται λαϊ κός πολιτισμός,24 αφού ως βασικά χαρακτηρι στικά του αναγνωρίζει την προφορικότητα και τη μνημονική δομή.25 «Ο ζωηρός διάλογος μεταξύ μνήμης που συγκρατεί και δημιουργικής, που έ δινε πνοή στον παραδοσιακό κύκλο, περιορίστη κε σε μιαν απλή απαγγελία αποστηθισμένων κομματιών και δεν έμεινε περιθώριο για το προι κισμένο άτομο να αναδιπλωθεί και να εκπληρώ σει τις φιλοδοξίες του».26 Για την Κυριακίδου ο αστικός χώρος δεν προσφέρεται για τη μελέτη του λαϊκού πολιτισμού. Στην πόλη ο ελληνικός λαός βρίσκεται σ’ ένα με ταβατικό στάδιο ανάπτυξης και ο τρόπος ζωής του είναι «συμπλήρωμα από επιβιώματα του πα ραδοσιακού πολιτισμού και από τα λεγάμενα καταπεπτωκότα στοιχεία».27 Οι κάτοικοι των πα ρυφών της πόλης δεν έχουν συνείδηση, ώστε να δημιουργήσουν δικό τους πολιτισμό. Έτσι κατα λήγει στο συμπέρασμα ότι ο λαογράφος πρέπει να επιλέξει ως χώρα έρευνας το λαϊκό πολιτισμό επί Τουρκοκρατίας, τότε που συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για παραγωγή, λαϊκού πολιτισμού. «Πιστεύω ότι είναι χρήσιμος σήμερα για την πα τρίδα μας ένας ιστορικός προσανατολισμός της
Η
λαογραφίας, ο οποίος θα την μεταβάλει ουσια στικά σε ιστορία του πολιτισμού της Τουρκοκρα τίας - εφόσον αυτός αποτελεί την τελευταία φά ση της ακμής του παραδοσιακού μας πολι τισμού».28 Η Κυριακίδου λοιπόν τοποθετείται όχι ευνοϊκά στο ενδεχόμενο να συμπεριλάβει η λαογραφία και τον αστικό χώρο ως μέρος του επιστημονι κού της αντικειμένου. Δεν αναφέρει καν τον όρο Αστική Λαογραφία. Αποδέχεται μόνο την ύπαρ ξη της Νέας Λαογραφίας, ιδίως στην ανατολική Ευρώπη, που ασχολείται με τις φολκλορικές εκ δηλώσεις, και της Σύγχρονης Λαογραφίας, η ο ποία μελετά «όλες τις σύγχρονες εκδηλώσεις που πηγάζουν "από την καρδιά του λαού” , άσχετα με την παραδοσιακή ή όποια άλλη μορφή τους».29 Η θέση αυτή βέβαια της Κυριακίδου προέρχε ται από την αντίληψή της για το λαϊκό πολιτισμό και το χώρο και χρόνο που γεννήθηκε, άκμασε και παρήκμασε. Παρόλα αυτά όμως έχω την ε ντύπωση ότι «μπήκε» τελικά στον αστικό χώρο, ακολουθώντας τους επιστημονικούς της προσα νατολισμούς και ιδιαίτερα τη μελέτη της προφο ρικής ιστορίας, με την οποία ασχολήθηκε ζωηρά τα τελευταία χρόνια, στην προσπάθειά της να επισημάνει τον τρόπο, με τον οποίο δημιουργεί σήμερα ο άνθρωπος. Πίστευε ότι αυτό θα της το αποκάλυπταν οι προσωπικές ιστορίες του πρό σφυγα, του μετανάστη και του λαϊκού ανθρώπου στις «εργατικές συνοικίες και τα γκέτο των μεγαλουπόλεων».30 Έτσι προσανατόλισε την έρευ να της ομάδας, που δημιούργησε, στις βιογρα φίες ακόμη και δεύτερης ή τρίτης γενιάς μετανα στών και προσφύγων, τους οποίους έβρισκε στους εθνοτοπικούς και πολιτιστικούς συλλό γους των πόλεων.31 Η Αστική Λαογραφία λοιπόν αποτελεί μια πραγματικότητα τόσο ως υπαρκτό πεδίο έρευνας όσο και ως αρθρωμένος επιστημονικός λόγος. Για το πρώτο - υπαρκτό πεδίο έρευνας - συμ φωνούμε με την άποψη ότι η «Αστική Λαογραφία εξετάζει τη ζωή των κατοίκων της πόλης, καθώς και των οικισμών, όπου έχει εισχωρήσει το πνεύ μα της πόλης, στην οποία, εξάλλου, διαπιστώνε ται επικράτηση του τρόπου ζωής της αστικής τά ξης, ως άρχουσας τάξης».32 Ο χώρος της Αστικής Λαογραφίας δεν περιορί ζεται μόνο στην πόλη και τις παρυφές της, αλλά μπορεί να επεκταθεί και στα χωριά, για να ανιχνεύει τις μορφές, με τις οποίες προσλαμβάνεται η ακτινοβολία του πολιτισμού στην ύπαιθρο. Εί ναι προφανές, ότι στην περίπτωση αυτή ο λαο γράφος παρακολουθεί την πορεία της αστικοποί ησης από το αστικό κέντρο προς το χωριό. Ό πω ς είναι γνωστό, το φαινόμενο αυτό εμφα νίστηκε στη μεταπολεμική περίοδο. Η αστική ό μως λαογραφία δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σ’
70/αφιερωμα αυτό το χρονικό πλαίσιο. Η Αστική Λαογραφία οφείλει οπωσδήποτε να εξετάζει τις μορφές ζωής που μεταφέρουν στην πόλη οι μετανάστες, την αγροτοποιημένη αστική ζωή,33 όπως και τις αστι κές συμπεριφορές, που η πόλη εξάγει στην ύπαι θρο. Ό μω ς συστατικό στοιχείο του επιστημονι κού της αντικειμένου είναι και οι καθαρές αστι κές μορφές πολιτισμού, π.χ. «το ελαφρό ή πολι τικό τραγούδι, οι σύλλογοι, οι πολιτικές συγκε ντρώσεις, η πολυκατοικία, η μηχανή κ.λπ.».34 Η*1
αντιμετώπιση του αστικού χώρου απ’ αυτή την ο πτική διευρύνει τα χρονικά όρια της έρευνας στην πόλη και μπορεί ο λαογράφος να μελετήσει παλαιότερα πολιτισμικά αστικά φαινόμενα,35 για τα οποία δεν ενδιαφέρθηκαν οι προγενέστεροι επιστήμονες λόγω του συγκεκριμένου προσανα τολισμού της λαογραφίας. Ο αστικός χώρος ήδη υπάρχει, το θεωρητικό πλαίσιο έχει διαμορφωθεί. Απομένει να ανταποκριθούν οι λαογράφοι στην πρόκληση.36
Σημειώσεις
20. Μ.Γ. Μερακλής, «Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία», στο βιβλίο του: Τι είναι λαϊκή λογοτεχνία, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1988, σελ. 7. 21. Μ.Γ. Μερακλής, «Αστική Λαογραφία», Δελτίο της Εται ρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 3 (1979), σελ. 11-13. 22. Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Β' Ήθη και Έθι μα. Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1986, σελ. 7-8. 23. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Η οργάνωση του χώρου στον παραδοσιακό πολιτισμό», στο βιβλίο: Ααογραφικά Μελετήματα, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1979, σελ. 43. 24. 'Αλκή Κυριακίδου-Νέστορος, «Λαϊκός πολιτισμός», Α ντί, 41 (1971), σελ. 45. 25. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Η ελληνική λαογραφία στη σύγχρονή της προοπτική», στο βιβλίο: Ααογραφικά Μελετήματα, εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα 1979, σελ. 102-107. 26. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Η ελληνική λαογραφία στη σύγχρονή της προοπτική», ό.π., σελ. 110. 27. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Λαϊκός πολιτισμός», ό.π., σελ. 45. 28. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π., σελ. 44. 29. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Η ελληνική λαογραφία στη σύγχρονή της προοπτική», σελ. 90. 30. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, «Λαϊκός πολιτισμός», ό.π., σελ. 45 31. Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος, Αδέλλα Ισμηρλιάδου, Ά ν να Παναγιωταρέα, Άννα Πυργάκη, Έφη Βουτηρά, Ρίτσα Δέλτσου, «Λαογραφία και προφορική ιστορία», Εντευκτή ριο, 8 (1989), σελ. 39-57. 32. Μ.Γ. Μερακλής, «Αστική Λαογραφία», ό.π., σελ. 11. 33. Μ.Γ. Μερακλής, ό.π., σελ. 13 34. Μ.Γ. Μερακλής, ό.π. 35. Τέτοια πολιτισμικά αστικά φαινόμενα είναι ο Καραγκιό ζης, τα ρεμπέτικα, η επιθεώρηση, με τα οποία ασχολήθη καν άλλοι επιστήμονες. Σημειώνουμε ενδεικτικά: Στ. Δαμιανάκος, Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου. Εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα 1976. Θόδωρος Χατζηπανταζής, Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890. Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1984. Θόδωρος Χατζηπανταζής, Της ασιάτιδος μούσης ερασταί... Η Ακμή του αθηναϊκού καφέ αμάν στα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α. Εκδόσεις Στιγμή, Α θήνα 1986. Βάλτερ Πούχνερ, Το παραδοσιακό κοινό του Θεάτρου σκιών στην Ελλάδα. Συμβολή στην έρευνα του θεατρικού κοινού, στο: Ευρωπαϊκή Θεατρολογία, Αθήνα 1984 (όπου και πολλές άλλες σελίδες αναφέρονται στο θέ μα της δημιουργίας ενός αστικού θεατρικού κοινού στην Ελλάδα). Μ.Μ. Παπάίωάννου, Το κωμειδύλλιο και το θέα τρο της αστικής πνευματικής αναγέννησης του 19ου αιώ να, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1983. 36. Παραθέτουμε δύο χαρακτηριστικές εργασίες, που κινού νται στην κατεύθυνση της Αστικής Λαογραφίας: Κωνστα ντίνα Μπάδα, «Βαθμοί αστικοποίησης του αγροτικού χώ ρου (Ήπειρος 1950 κ.ε.)», Πρακτικά Συνεδρίου Ιστορίας: «Ήπειρος: Κοινωνία - Οικονομία 15ος-16ος αι.» (Σε πτέμβρης 1985). Γιάννινα 1986, σελ. 227-239. Μηνάς Αλ. Αλεξιάδης, Λαϊκές επιγραφές και ονόματα σε ελληνικά αυτοκίνητα. Συμβολή στην έρευνα σύγχρονων λαογραφικων φαινομένων. Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1989.
1. Τη διαπίστωση για την απουσία συστηματικής επιστημονι κής έρευνας του αστικού χώρου στην Ελλάδα σημειώνουν οι: Hans Vermeulen, «Urban Research in Greece», στο βι βλίο Urban Life in Mediterranean Europe: Anthropological Perspectives (εισαγωγή - επιμέλεια Michael Kenny και David I. Kertzer). University of Illinois Press, Urbana Chicago - London 1983, σελ. 109). Γιώργος Τσουγιόπουλος, To ελληνικό αστικό κέντρο. Πρώτο μέρος: Μεθοδολογική προσέγγιση. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1984, σελ. 13. Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς, 1835-1870. Εισαγωγή στην ιστορία του ελληνικού Μάντσεστερ. Εκδό σεις Καστανιώτη, Αθήνα 1984, σελ. 17. 2. Βλ. το ενδιαφέρον έργο της Βίλμας Χαστάογλου, Κοινωνι κές θεωρίες για τον αστικό χώρο. Κριτική ανάλυση, Εκδό σεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1982. 3. Richard Basham, Urban Anthropology. The Cross-Cultural Study of Complex Societies. Mayfield Publishing Company, Palo Alto, Cal. 1978, σελ. 26-27. 4. Carole E. Hill, «Adaption in Public and Private Behavior of Ethnic Groups in an American Urban Setting», Urban Anthropology, vol. 4: 4, 1975, σελ. 333. 5. Richard C. Fox. Urban Anthropology. Cities in their Cultutal Settings. Prentice-Hall, Inc., Englewood Cliffs, New Jersey 1977, σελ. xi. 6. Μ.Γ. Μερακλής, Σημειώσεις Λαογραφίας, τεύχος Α': Έ ν νοια και σκοπός της Λαογραφίας, Ιωάννινα 1981, σελ. 1. 7. Αναφερόμαστε στις κατηγορίες «Στρατιωτικός βίος» και «Βιομηχανικά επιτηδεύματα», που ο Πολίτης είχε συμπεριλάβει στα ενδιαφέροντα της λαογραφίας. Βλ. Ν.Γ. Πολί τη, «Λαογραφία», Λαογραφία, 1 (1909), σελ. 12. Στην Ελ λάδα, ιδίως η μελέτη της ζωής και του πολιτισμού στα ερ γοστάσια δεν αναπτύχθηκε, όπως συνέβη σ’ άλλες χώρες. Βλ. Betty Messenger, Picking up in the Linen Threads. A Study in Industrial Folklore. Blackstaff Press, Belfast 1980. 8. MX. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, A' Κοινωνική Συ γκρότηση. Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1984, σελ. 10. 9. Δημήτριος Σ. Λουκάτος, «Σύγχρονα προβλήματα λαογρα φίας», Νέα Εστία, 48 (1950), σελ. 1377-1379. 10. Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Σύγχρονα Ααογραφικά (Folklorica Contemporanea), Αθήνα 1963. 11. Λουκάτος, ό.π., σελ. ιδ.' 12. ό.π., σελ. ια.' 13. ό.π., σελ. ιβ.' 14. ό.π., σελ. ι.' 15. Δημήτριος Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαο γραφία. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1978, σελ. 294-295. 16. Ενδεικτικές των προθέσεων του Μ.Γ. Μερακλή είναι οι δη μοσιεύσεις του: «Τι είναι ο Folklorismus», Λαογραφία, 28 (1972), σελ. 2-38. «Η μηχανή και ο λαϊκός άνθρωπος», Λα ογραφία (1972), σελ. 115-123. «Ο άνθρωπος της πόλεως», Λαογραφία, 29 (1974), σελ. 71-83. 17. Βλ. Μ.Γ. Μερακλή, «Ο άνθρωπος της πόλεως», ό.π. 18. Μ.Γ. Μερακλής, Σημειώσεις Λαογραφίας, τεύχος Α': Έν νοια και σκοπός της Λαογραφίας. Ιωάννινα, σελ. 27. 19. Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Α' Κοινωνική Συγ κρότηση, ό.π., σελ. 10.
αφιερωμα/71
Γιώργος Καραμπουγίδης
Η λαογραφία ανάμεσα στα ένστικτα και τη λογική γνωστός ζωολόγος ανθρωπολόγος Ντέσμοντ Μόρρις, επισηραίνοντας (στο βιβλίο του «Ο γυμνός πίθηκος») τη διαρκή επανάσταση της βιολογικής φύσης του ανθρώπου ενάντια σε κάθε κοινωνικοπολιτιστική επιβολή και την αδυναμία του είδους μας να κυριαρχήσει στις βασικές βιολογικές του ορμές, αποφαίνεται ότι «οι απίστευτα πολυσύνθετοι πολιτισμοί μας θα μπορέσουν να ευημερήσουν, μόνο αν τους αναπτύξουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έρχονται σε σύγκρουση ή να τείνουν να καταπνίξουν τις στοιχειώδεις ζωικές μας απαιτήσεις»· διαφορετικά «οι αποπνικτικά συμπιεσμένες βιολογικές μας «Μπαμπούγεροι» μεταμφιεσμένοι Θεοφανείων. Καλή Βρύση Λράμας 1964 ορμές θα εκτονωθούν κάποτε ξαφνικά και, γκρεμίζοντας τους ερμητικούς φραγμούς τους, θα εξορμήσουν συμπαρασύροντας μαζί τους και εξαρθρώνοντας εντελώς το περίτεχνα διαρθρωμένο σύστημα της ύπαρξής μας».1 Δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τον Μόρρις. Η μετάβαση από τους ανώτερους ανθρωποειδείς πιθήκους στον άνθρωπο είναι το σήμαντικότερο, στην ιστορία
>ν«
Ο
72/αφιερωμα του ζωικού βασιλείου, βιολογικό άλμα. Έκτοτε η ανθρώπινη φύση είναι ένα κράμα κληρονομημένων ενστικτωδών ιδιοτήτων και επίκτητων, πολιτισμικής προελεύσεως, χαρακτηριστικών. Η διαλεκτική αντιθετική συνύπαρξη ενστίκτων και λογικής είναι η κινητήρια δύναμη της ψυχοπνευματικής ανάπτυξης του ανθρώπου.2 Καθώς η αντίθεση δεν έχει μέχρι σήμερα αρθεί (αφού η κυριαρχία της λογικής δεν ήταν ποτέ απόλυτη), βρισκόμαστε ακόμη στο μεταβατικό εκείνο στάδιο, όπου το μέτρο, δηλαδή το όριο ύπαρξης του ανθρώπου εξακολουθεί να παραμένει αξεπέραστο. Κι αυτό γιατί πέρα από τα όρια του μέτρου έχουμε την ποιοτική αλλαγή του δοσμένου αντικειμένου. Οι τρεις τελευταίοι αιώνες, ωστόσο, συνθέτουν μια ιστορική περίοδο κατά την οποία η σύγκρουση ενστίκτων και λογικής αποκτά δραματικές διαστάσεις. Τον 18ο αιώνα ο άνθρωπος ανακαλύπτει και αποθεώνει την «παντοδύναμη» raison, ενώ τον 19ο αιώνα αρχίζει να εκμεταλλεύεται τις δυνατότητες που αυτή τού παρέχει. Η αποκορύφωση αυτής της εκμετάλλευσης εντοπίζεται στον 20ό αιώνα και πιο συγκεκριμένα στη μεταπολεμική περίοδο. Η σταδιακή, όμως, διαμόρφωση και επικράτηση του τεχνολογικού και τεχνοκρατικού ορθολογισμού στηρίχτηκε αναπόφευκτα σε μια διαρκώς εντεινόμενη υποβάθμιση των βιολογικών ορμών του ανθρώπου και, σε τελευταία ανάλυση, σε μια άλογη παραβίαση του μέτρου. Αλλά κάθε τέτοια παραβίαση οδηγεί μοιραία σε τερατομορφίες και διαστρεβλώσεις- ο άνθρωπος του 20ού αιώ'· _ (και κυρίως των ημερών μας) είναι ον κατεξοχήν ανισόρροπο και γι’ αυτό τραγικό.3 Η τραγικότητά του, που πηγάζει από την αδυναμία του να εναρμονίσει τη ζωική και την πολιτισμική του φύση, αποκρυσταλλώθηκε στους δύο παγκόσμιους πολέμους, στη σχετικά πρόσφατη σεξουαλική επανάσταση και στη συνακόλουθή της μετατροπή της ανθρώπινης σκέψης (και συμπεριφοράς) σε κατεξοχήν σεξοκεντρική. Η χρονική αλληλουχία αυτών των γεγονότων δεν είναι τυχαία· αντανακλά μια κλιμακωτή «εκδίκηση των καταπιεσμένων ενστίκτων», η οποία, όμως, ακριβώς γιατί είναι εκδίκηση, κατέληξε σε μια σοβαρότατη στρέβλωση της φύσης των εκδικουμένων. Η βίαιη σύγκρουση (πόλεμοι)4 και η νόθα απελευθέρωση (σεξουαλική επανάσταση) οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, σε μια κατ’ επίφαση επικράτηση (σεξοκεντρική σκέψη και συμπεριφορά), που υποβάθμισε σημαντικά την ποιότητα των ενστίκτων. κορύφωση της δραματικής σύγκρουσης ενστίκτων και λογικής, στον 20ό αιώνα, και τα θλιβερά επακόλουθα της σύγκρουσης αυτής, σήμαναν τη στροφή της επιστήμης προς τη διερεύνηση της ζωικής φύσης και του ψυχισμού του ανθρώπου και τη μελέτη της αλληλεπίδρασης των κοινωνικών, των βιολογικών και των ψυχικών συνιστωσών στα πλαίσια ενός πολιτισμικού συστήματος. Τη στροφή εγκαινιάζει, στις αρχές του αιώνα, η φροϋδική ψυχανάλυση που αφού γνωρίσει μια πρωτοφανή εξάπλωση αμέσως μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο,5 από το 1927 (ώς το 1939) επιχειρεί να μετατραπεί και σε ερμηνευτική του Πολιτισμού.6 Την ίδια χρονιά, δηλαδή το 1927, έχουμε την πρώτη σημαντική κατάθεση της Ανθρωπολογίας. Ο Πολωνός στην καταγωγή θεωρητικός του Κοινωνικού Λειτουργισμού Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι εκδίδει το θεμελιώδες έργο του «Σεξουαλικότητα και καταπίεση στην πρωτόγονη κοινωνία», που αποτελεί την πρώτη (αλλά με κριτικές διαθέσεις) εφαρμογή της ψυχαναλυτικής θεωρίας στη μελέτη της πρωτόγονης ζωής και συνάμα την πρώτη θετική σύγκρουση ενός πρωτόγονου μητρογραμμικού πολιτισμού (αυτού των Μελανησιών Τροβριάνων) με το σύγχρονό μας πατρογραμμικό πολιτισμό, σύγκριση που έχει ως κεντρικό άξονα την αλληλεπίδραση των βιολογικών ενορμήσεων και των κοινωνικών νόμων στα πλαίσια αυτών των δύο διαφορετικών πολιτισμικών συστημάτων δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, την αντιθετική συνύπαρξη ενστίκτων και λογικής.7 Ο Μαλινόφσκι είναι ο πρώτος μη ψυχαναλυτής που επισημαίνει την ανάγκη να λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι ειδικοί (κοινωνικοί, κυρίως) επιστήμονες τις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις.8 Αλλά οι εκκλήσεις του δεν βρήκαν ανταπόκριση. Έτσι τη σύνδεση της ψυχανάλυσης με τις Κοινωνικές Επιστήμες ανέλαβαν οι ίδιοι οι ψυχαναλυτές. Τις σημαντικότερες προσπάθειες στον τομέα αυτό κατέβαλαν οι αναθεωρητές του φροϋδισμού Έριχ Φρομ και Βίλχελμ Ράιχ. Οπαδοί και οι δύο του Διαλεκτικού και του Ιστορικού Υλισμού επιχείρησαν, την ίδια περίπου περίοδο, να συνδέσουν την ψυχαναλυτική μέθοδο με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής. Ο Φρομ
Η
αφιερωμα/73 μάλιστα θεμελίωσε την Αναλυτική Κοινωνική Ψυχολογία ή Αναλυτική Κοινωνιοψυχολογία. Ανάλογη με αυτήν του Φρομ και του Ράιχ προσπάθεια κατέβαλε, πολλά χρόνια μετά, ένας μη ψυχαναλυτής, ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ιδρυτικό μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης και θεωρητικός της σεξουαλικής επανάστασης. Το εγχείρημά του, ωστόσο, στερείται επιστημονικής θεμελίωσης και παρερμηνεύει τη σκέψη τόσο του Μαρξ όσο και του Φρόυντ. Ο Μαρκούζε και ο Ράιχ θεωρούνται πατριάρχες του φροϋδομαρξισμού, που δέχτηκε τα πυρά των περισσότερων, ορθόδοξων και μη μαρξιστών. Ωστόσο, αν οι επιθέσεις εναντίον του Μαρκούζε ευσταθούν, η περίπτωση του Ράιχ πρέπει να επανεκτιμηθεί. Οι προσπάθειες, τέλος, του Φρομ να θεμελιώσει μιαν αναλυτική κοινωνιοψυχολογία με μαρξιστικούς προσανατολισμούς και η εξέλιξη της κοινωνικής ή πολιτιστικής ανθρωπολογίας στάθηκαν, ίσως, οι αφορμές για την ανάπτυξη της κοινωνικής ψυχολογίας, που θεωρείται ως «ο πιο δυναμικά αναπτυσσόμενος κλάδος των κοινωνικών επιστημών» και έχει - ή, τουλάχιστον, είχε αρχικά - σαφείς αντιμαρξιστικές κατευθύνσεις. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της επιστήμης αυτής είναι ο Γερμανός Πέτερ Χοφστάτερ. Είναι λοιπόν φανερό ότι, άλλοτε συνειδητά και άλλοτε από ένστικτο, οι επιστήμονες, στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν την εσωτερική ανισορροπία του αιώνα μας και να προτείνουν διεξόδους, έστρεψαν την προσοχή τους προς τη σύγκρουση των ενστίκτων με τη λογική. Αυτό βέβαια όσον αφορά τη Δυτική Ευρώπη κατά πρώτο λόγο και την Αμερική κατά δεύτερο. Οι λεγάμενες σοσιαλιστικές χώρες, εγκλωβισμένες μέχρι πρόσφατα σε μια στείρα και, σε τελευταία ανάλυση, αντιμαρξιστική καθαρά ηθική, αγνόησαν ολότελα τα θετικά διδάγματα της ψυχανάλυσης και αρνήθηκαν την οποιαδήποτε συμβολή των ενστίκτων στην κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξη. λαογραφική επιστήμη δεν θα μπορούσε φυσικά να μείνει ανεπηρέαστη από όσα συνέβαιναν. Ήδη το 1911 ο Ιταλός λαογράφος Giuseppe Pitre πρότεινε τη μελέτη της ψυχικής ζωής των μορφωμένων τάξεων, ενώ την ψυχολογική εξέταση των λαογραφικών φαινομένων καθιέρωσε το 1920, στη μελέτη του «Ψυχολογία και Λαογραφία», ο Άγγλος R.R. Marett. Αλλά την ψυχολογία εισήγαγε ουσιαστικά στη λαογραφία το 1924 ο Adolf Spamer που, αν και δεν περιφρονούσε το κοινωνιολογικό στοιχείο, υπερτόνιζε το ρόλο των ψυχικών και πνευματικών δυνάμεων εις βάρος των ιστορικών και κοινωνικών γενεσιουργών αιτιών. Το 1927 ο Γερμανός φιλόλογος Julius Schwietering και αργότερα (1930) ο Βέλγος Albert Marinus εισάγουν στη λαογραφική επιστήμη την Κοινωνιολογία. Τις απόψεις του Μαλινόφσκι, που γνωρίζουν ευρεία διάδοση εκείνη την εποχή, μεταφέρει στη λαογραφία ο Andre Varagnac. Αλλά αυτοί που κυρίως εισήγαγαν έναν λειτουργικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων ήταν ο Σουηδός λαογράφος Sigurd Erixon (1937) και ο Ελβετός συνάδελφός του Richard Weiss (1946). Ο Erixon «δίνει έμφαση στον άνθρωπο που ζει και δρα μέσα στο δικό του περιβάλλον, το δημιουργημένο από τον ίδιο, που είναι ο πολιτισμός»,9 και προτείνει την επιτόπια έρευνα με τη μορφή της συμβίωσης. Ο Weiss θέλει τη λαογραφία επιστήμη του παρόντος που φιλοδοξεί να συμβάλει, με τον τρόπο της, στη γνώση του ανθρώπου γενικά. Διακρίνει δύο αντίρροπες στάσεις του ανθρώπινου ψυχισμού: την «επιστημονική», που αρνείται το παρελθόν και επιζητεί την πρόοδο, και την «παραδοσιακή», που διαμορφώνει μιαν «αϊστορική αντίληψη του κόσμου» και γεννά την πίστη στην παράδοση, πίστη που είναι, σε τελευταία ανάλυση, η ανάγκη του ανθρώπου να δημιουργεί πάντα νέα παράδοση». Ο Weiss δεν μπόρεσε να διακρίνει πίσω από την «παραδοσιακή» στάση την επενέργεια των ενστίκτων. Στις σοσιαλιστικές χώρες, τέλος, ακόμη και σήμερα, «γενικά ασκείται η παραδοσιακή λαογραφία, αλλά με την πεποίθηση, ότι το υλικό, που με περισσή φροντίδα συγκεντρώνεται, είναι μουσειακό (...) Το μουσειακό αυτό υλικό μελετούν εξάλλου για να ανακαλύψουν ενδεχόμενες μαρτυρίες των κοινωνικών συγκρούσεων ή αντιθέσεων κ.λπ.».10 Παρά την επισήμανση και διερεύνηση της εσωτερικής ανισορροπίας, που διακρίνει την ιστορική περίοδο την οποία διανύουμε, δεν έχει ακόμη αρθεί το αδιέξοδο, δεν έχει επιτευχθεί η πολυπόθητη ισορροπία. Τούτο οφείλεται κατά κύριο λόγο: α) (Ό σον αφορά τη Δύση) στην αδυναμία να συνδεθεί η επίλυση του προβλήματος με το μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών. Οι αστοί επιστήμονες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, όσοι διέβλεψαν σωστά, πρότειναν (ανώδυνες για το υπάρχον σύστημα) επεμβάσεις στο εποικοδόμημα της κοινωνίας. Εγκλωβισμένοι στο μύθο των
Η
74/αφιερωμα τεράστιων εσωτερικών δυνατοτήτων του καπιταλισμού, ισχυρίστηκαν ότι δεν είναι αναγκαία, για την επίλυση του προβλήματος, η αλλαγή της κοινωνικής βάσης, ότι το αδιέξοδο μπορεί να αρθεί με θεσμικές μόνο αλλαγές. (Οι μαρξιστές ή φιλομαρξιστές συνάδελφοί τους αρνήθηκαν τη σύγκρουση ενστίκτων - λογικής ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν την είδαν στις πραγματικές της διαστάσεις. Μοναδική, ίσως, εξαίρεση, αποτελεί ο Βίλχελμ Ράιχ, οι ριζοσπαστικές θεωρήσεις του οποίου δέχτηκαν τα πυρά τόσο της μαρξιστικής όσο και της αστικής διανόησης και επιστήμης - η σύμπτωση θα έπρεπε να είχε προβληματίσει τους μαρξιστές). β) (Όσον αφορά τις σοσιαλιστικές χώρες) στην αδυναμία να συνδεθεί το πρόβλημα με τη σύγκρουση ενστίκτων - λογικής. Δυστυχώς στις χώρες αυτές ο μετασχηματισμός των κοινωνικών δομών συνοδεύτηκε από την επικράτηση μιας, αντιμαρξιστικής κατά βάση, ηθικής, που διαπότισε όλο το εποικοδόμημα και περιόρισε την όραση των επιστημόνων. Είμαι πεπεισμένος ότι, αν οι σοσιαλιστικές χώρες αποδέχονταν την εναρμόνιση ενστίκτων - λογικής ως απαραίτητη (αν και όχι ικανή) προϋπόθεση για την εσωτερική ισορροπία της κοινωνίας (ακόμη και επί Μπρέζνιεφ!) ο ηθικός εκπεσμός, τον οποίο επισήμανε ο Γκορμπατσώφ, θα είχε ενδεχόμενα αποφευχθεί. Τι συμβαίνει λοιπόν; Οι σύγχρονες (υπερ)αναπτυγμένες κοινωνίες είναι καταδικασμένες στην εσωτερική τους ανισορροπία; Σαφώς όχι. «Οι κοινωνίες αυτές βρίσκονται μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι: ή αφήνονται στην ανισσοροπία τους ή αγωνίζονται για μια δραστική υπέρβασή της».*11 Στις δυτικές κοινωνίες (που εδώ μας ενδιαφέρουν περισσότερο) η συμβολή των επιστημόνων στην υπέρβαση αυτή είναι το ίδιο επιτακτική, αλλά περισσότερο πολύπλοκη από ό,τι στις σοσιαλιστικές. Αφενός η επιστημονική διερεύνηση της σύγκρουσης ενστίκτων - λογικής απαιτεί την ειλικρινή συνεργασία όλων των «Επιστημών του ανθρώπου» και αφετέρου η σύγκρουση αυτή πρέπει να συνδεθεί με την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού των κοινωνικών δομών. Αλλά αυτό είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, ένας ανέφικτος οραματισμός. Στην υπόθεση αυτή θα μπορούσε, ωστόσο, να προσφέρει τα μέγιστα μια πολυεπιστήμη με μαρξιστικούς προσανατολισμούς, που θα λάμβανε σοβαρά υπόψη της τις ψυχαναλυτικές θεωρήσεις. Και πολυεπιστήμη είναι η λαογραφία. Σημειώσεις 1. Ντέσμοντ Μόρις: «Ο γυμνός πίθηκος», μετάφραση: Σ. Κωνσταντίνου - Ν. Σταματίου, «Κέδρος», 1970 σ. 58-367. 2. Σαφώς η μορφή αυτής της συνύπαρξης καθορίζεται από την οικονομική βάση της κοινωνίας. Αλλά ο καθορισμός είναι σχετικός· το ένα τουλάχιστον από τα δύο μέρη της σχέσης, τα ένστικτα, έχουν μια αξιοσημείωτη αυτονομία και γίνονται, ώς ένα βαθμό, συνρυθμιστές της μορφής, που αποκτά σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή η συνύπαρ ξή τους με τη λογική. 3. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στον αιώνα μας γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η ψυχανάλυση και γνώρισαν θεαματι κή εξάπλωση οι φιλοσοφίες τηυ υπαρξισμού. 4. Βέβαια κάθε πόλεμος έχει συγκεκριμένα οικονομικά και πολιτικά αίτια. Αλλά αυτό δεν αναιρεί τον παραλσγισμό των δύο Παγκόσμιων πολέμων και το γεγονός, ότι αυτοί αποτελούν, έστω σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, μια σύγκρουση ενστίκτων και λογικής. Πώς αλλιώς εξηγούνται οι βιαιότητες και φρικαλεότητες του Δεύτερου κυρίως πολέμου; Και δεν είναι μόνο τα φοβερά εγκλήματα των Ναζί που εκφράζουν αυτή τη σύγκρουση. Ό ταν οι Σοβιετικοί στρα τιώτες εισέβαλαν στη νικημένη πια Γερμανία, επιδόθηκαν σε ολονύκτιους και συχνά ομαδικούς βιασμούς Γερ5. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο. Ο Jean - Lyc Donnet (Encyclopedie de la Pleiade: «Ιστορία της Φιλοσοφίας. 20ός αιώ νας - Σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα» σ. 298) σημειώνει χαρακτηριστικά: «Πραγματικά, ο πόλεμος είχε ενισχύσει το ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση, καθώς η παρατήρηση των νευρώσεων του πολέμου είχε πείσει πολλούς στρα τιωτικούς γιατρούς για την ψυχογένεση των νευρωτικών διαταραχών και είχε φέρει στην ημερήσια διάταξη έννοιες όπως φυγή μέσα στην αρρώστια και όφελος της αρρώστιας». Το γεγονός ότι τα ψυχαναλυτικά κέντρα του στρα τού ιδρύθηκαν από την ανάγκη να «αποκατασταθεί η ψυχική υγεία των στρατιωτών» δεν μειώνει την επιτυχία της ψυχανάλυσης. 6. Τα έργα του Φρόυντ αυτή την περίοδο είναι: «Το μέλλον μιας ουτοπίας» (1927), «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» (1929), «Γιατί ο πόλεμος;» (1933) και «Ο Μωϋσής και ο μονοθεϊσμός» (1939). 7. Λέει χαρακτηριστικά ο Μαλινόφσκι (ελληνική μετάφραση, Άννας Σταματοπούλου, σελ. 122): «Τίποτε δεν μου προκάλεσε μεγαλύτερη κατάπληξη, κατά τη διάρκεια των κοινωνιολογικών μου ερευνών, από το υπολανθάνον ρεύμα των ενορμήσεων και των επιθυμιών, που εναντιώνονται στη συμβατικότητα, τους νόμους και τα ήθη». 8. Ο Μαλινόφσκι προτείνει συγκεκριμένα «τη σωστή και ειλικρινή συνεργασία ανάμεσα στους ειδήμονες της ψυχα νάλυσης και τους αντιπροσώπους των διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι θα έπρεπε να εξοικειωθούν με τις αρχές της ψυχανάλυσης, να οδηγηθούν σε νέους δρόμους έρευνας και, με τη σειρά τους, να θέσουν τις ειδικές γνώσεις και μεθόδους στη διάθεση των ψυχαναλυτών» (ελλ. μεταφρ., σ. 149). 9. Μ. Γ. Μερακλής: «Σημειώσεις Λαογραφίας» (Τεύχος Α' Η θεωρία της Λαογραφίας), Ιωάννινα 1976, σ. 39. 10. Μερακλής, ο.π., σ. 46-47. 11. Μ. Γ. Μερακλής: «Πέντε λαογραφικά δοκίμια για τη γλώσσα και την ποίηση», «Φιλιππότης», 1985, σ. 10.
αφιερωμα/75
Σπύρος Βρεττός
Λαϊκοί ποιητές στη Λευκάδα ( 1900- 1985) Εργασία μου με το παραπάνω θέμα αποτέλεσε τη διδακτορική μου διατριβή, που υπο στήριξα στο Πανεπιστή μιο των Ιωαννίνων. Αναφέρεται στην παρουσία λαϊκών ποιητών από τις αρχές του αιώνα μας ώς τις μέρες μας, στη Λευ κάδα. Ο εντοπισμός του φαινομένου (συνάντησα 187 τέτοιους στιχουργούς) και η συλλογή του υλικού (εκατοντάδες ποιήματα από προφορι κή παράδοση, χειρό γραφα ποιητών, βιογραφικά στοιχεία), α
παίτησε εντατική ερευ νητική προσπάθεια από το 1978 έως το 1985, γιατί ώς τότε κανένα στοιχείο δεν ήταν γνω
όνο από τον 19ο αιώνα ο Λευκαδίτης λό γιος Ιωάννης Σταματέλλος (1822-1881) είχε δημοσιεύσει τη «Συλλογή ανεκδότων ασμάτων της Λευκάδος» (περιοδικό «Πλάτων», 1880), ό που όμως δεν έκανε αναφορά καθόλου σε ποιη τές και ονόματα ποιητών. Ο ίδιος λόγιος είχε αποστείλει το 1879 στο Παρίσι, στον Emile Legrand μια ρίμα, τη μοναδική που διασώθηκε (στ. 274) του Ιωάννη Κολόκα, από το χωριό Κατούνα, με περιεχόμενο την εξέγερση των χωρι κών της Λευκάδας το 1819. Αλλά η δημοσίευση του ποιήματος από τον Legrand, δεν έγινε, παρά την πρόθεση του Γάλλου νεοελληνιστή, όπως μας πληροφορεί ο Γ.Κ. Κωνσταντινίδης, που το 1961 ερευνώντας τα χαρτιά του Hubert Pernot α νακάλυψε το ποίημα, το οποίο και δημοσίευσε στο περιοδικό «Ηώς» (έτος 4ο, φύλλο 9, Αθήνα 1961).
Μ
στό, ούτε είχε δημο σιευτεί κάτι σχετικά με τους επώνυμους λαϊ κούς ποιητές της Λευ κάδας.
Στην εργασία μου επιχείρησα, αρχικά, με βάση τη συλλογή του Ιωάννη Σταματέλλου και τη ρίμα του Ιωάννη Κολόκα, τη σύνδεση του φαινομένου των λαϊκών ποιητών του 19ου αιώνα με τη συνέχειά του στον αιώνα μας, καθώς επίσης και την επισήμανση του διπλού δρόμου της λαϊκής δη μιουργίας: των δημοτικών τραγουδιών και της προσωπικής λαϊκής ποίησης. Στη συνέχεια συσχετίζεται το φαινόμενο της παρουσίας ή μη λαϊκών ποιητών με την ιδιαίτερη κατάσταση της οικονομίας κάθε χωριού και της πόλης και επισημαίνεται ο βαθμός εξάρτησης των κατοίκων από άρχοντες-μεγαλοϊδιοκτήτες γης και εμπόρους. Παράλληλα εξετάστηκε το φυσικό περιβάλ λον, η ηλιοφάνεια και ο προσανατολισμός των χωριών. Συσχετίζοντας το συνολικό πλέγμα των οικο
76/αφιερωμα νομικών σχέσεων και το φυσικό περιβάλλον με το φαινόμενο των λαϊκών ποιητών, παρατηρούμε τελικά τα εξής: 1. Μολονότι η γενική φυσιογνωμία της οικονο μίας δε διαφοροποιείται αισθητά από χωριό σε χωριό οι καλλιέργειες είναι οι παραδοσιακές: α μπέλια, ελιές, λιγότερο στάρι, βρώμη, όσπρια, κτηνοτροφία· η παραγωγή δεν αποφέρει επαρκή εισοδήματα, απεναντίας οι κάτοικοι των χω ριών, υποχρεωμένοι να προπωλούν συνήθως τα προϊόντα τους για να επιβιώσουν, οδηγούνται σε κατάσταση διαρκούς χρέωσης στους εμπόρους και στους άρχοντες, γεγονός που έχει ως αποτέ λεσμα τη συνεχή μετακίνησή τους προς την απέ ναντι Ακαρνανία και τη μετανάστευση - ο βαθ μός οικονομικής εξάρτησης των κατοίκων ποι κίλλει από χωριό σε χωριό. Κύριοι λόγοι κάποιας ανεξαρτησίας είναι η απουσία αρχόντων και μεγαλοϊδιοκτητών γης, η απόσταση από τα εμπορι κά κέντρα, ιδίως από την πόλη, η κατανομή της ιδιοκτησίας κατά κάποιο ισομερή τρόπο, μια σχετική επάρκεια παραγωγής σε προϊόντα, η ύ παρξη σημαντικών συμπληρωματικών απασχο λήσεων για τους κατοίκους, η λειτουργία της εκ παίδευσης για μεγάλο χρονικό διάστημα και, προπαντός, τα εμβάσματα από τη μετανά στευση. Ειδικά ως προς τους ποιητές: α) Σε χωριά και οικισμούς που πέφτει βαριά η σκιά της παρουσίας των αρχόντων και των μεγαλοϊδιοκτητών γης ή εφόσον μεγάλο τμήμα της περιοχής των χωριών αποτελεί ιδιοκτησία κατοί κων άλλων χωριών, δεν εμφανίζονται λαϊκοί ποιητές. β) Αντίθετα σε χωριά και οικισμούς περισσότε ρο ανεξάρτητους (για τους λόγους που προαναφέραμε) εμφανίζεται μεγάλος αριθμός λαϊκών ποιητών. (Η ποιμενική ζωή ορεινών περιοχών φαίνεται να παρουσιάζει ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό ανεξαρτησίας από όσο η γεωργική ζωή του κάμπου των εξαρτημένων ιδιαίτερα πε ριοχών.) γ) Παραθαλάσσια χωριά και οικισμοί που προήλθαν από εποικισμούς σχετικά πρόσφα τους, άλλων ορεινών χωριών (Βλυχό, Νυδρί, Πε ριγιάλι, Βασιλική, 'Αγιος Νικήτας, Ρουπακιά) δεν εμφανίζουν συνήθως λαϊκούς ποιητές. δ) Περιοχές που σχηματίζονται από εποικι σμούς και μεταβάλλονται συγχρόνως σε εμπορι κά κέντρα (Βασιλική, Άγιος Νικήτας, Βλυχό), είτε παρουσιάζουν στοιχεία αστικής δραστηριό τητας (Βασιλική), είτε όχι (Ά γιος Νικήτας), συ νήθως δεν εμφανίζουν λαϊκούς ποιητές. ε) Σε σχέση με το υψόμετρο παρατηρούμε τα ε ξής: περιοχές που βρίσκονται στο ύψος περίπου της θάλασσας ή που το υψόμετρό τους δεν ξεπερ νάει τα 10 μέτρα (πόλη της Λευκάδας, Ά γιος Νι κήτας, Βασιλική, Βλυχό, Νυδρί, Βαθύ Μεγανη-
σίου, Περιγιάλι, Λυγιά) δεν εμφανίζουν λαϊκούς ποιητές. Το ίδιο ισχύει και για περιοχές ελώδεις και χωρίς ανοιχτό ορίζοντα: Βασιλική, Μαραντοχώρι, Κοντάραινα, Νυδρί, Βλυχό, πόλη της Λευκάδας. στ) Η φυσική ομορφιά ορισμένων περιοχών και η έντονη ηλιοφάνεια φαίνεται να επιδρούν σημα ντικά στην ύπαρξη λαϊκής ποίησης. Γι’ αυτό αι σθητά μεγαλύτερος αριθμός ποιητών εμφανίζεται στις ΒΔ περιοχές του νησιού, σε χωριά με έντονη ηλιοφάνεια και ανοιχτό ορίζοντα, που υπέρκεινται της ανοιχτής θάλασσας του Ιονίου. Παρατηρούμε τελικά ότι ο συνδυασμός πολλα πλών παραγόντων επιδρά στην ύπαρξη ή μη λαϊ κών ποιητών. Κατεξοχήν θετικοί παράγοντες εμ φανίζονται η απουσία, ώς ένα βαθμό, οικονομι κής εξάρτησης, το μεγάλο σχετικά υψόμετρο, ο ανοιχτός ορίζοντας και το φυσικό κάλλος, η ποιμενική ζωή. Κατεξοχήν αρνητικοί είναι η άμεση οικονομική εξάρτηση, η έλλειψη ανοιχτού ορί ζοντα, το χαμηλό υψόμετρο, οι ελώδεις περιοχές. Σε ιδιαίτερο κεφάλαιο εξετάζεται το πολιτισμι κό περιβάλλον των χωριών από το 1900 και μετά (παρουσία ή μη δημοτικού σχολείου, τελειόφοι των γυμνασίου, πτυχιούχων ανωτάτων σχολών, παρουσία πανηγυριών, δημοτικών τραγουδιών, ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων, αυτο σχέδιων θεατρικών παραστάσεων, άλλων-παρα δοσιακών εθιμικών εκδηλώσεων, βιβλιοθηκών κοινοτικών-ιδιωτικών, ραδιοφώνου, τηλεόρα σης). Ερευνήθηκε επίσης η πολιτισμική κατά σταση των λαϊκών στρωμάτων της πόλης. Από την εξέταση του πολιτισμικού χώρου της αγροτι κής Λευκάδας παρατηρούμε ότι ο μόνος παρά γοντας που λειτουργεί σταθερά σε όλα τα χωριά του νησιού, όπου εμφανίζονται λαϊκοί ποιητές, εί ναι εκείνος των δημοτικών τραγουδιών. Η πα ρουσία των πτυχιούχων, των τελειόφοιτων γυ μνασίου, ακόμα και των τελειόφοιτων ελληνικού σχολείου (που άλλωστε αποτελούν ελάχιστο πο σοστό σε σχέση με το σύνολο ενός αγράμματου πληθυσμού - οι απόφοιτοι του γυμνασίου Λευ κάδας των αγροτικών περιοχών μεταξύ των ετών 1920-1940 αποτελούν, κατ’ έτος, το 0,03% έως 0,07% του αγροτικού πληθυσμού), δε φαίνεται να επιδρά θετικά, αφού σε χωριά που ώς το 1940 δεν παρουσιάζουν καθόλου πτυχιούχους ή τελειόφοι τους γυμνασίου εμφανίζονται σημαντικοί λαϊκοί ποιητές (Ά γιος Ηλίας, Μανάση κ.ά.). Άλλωστε - σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες των πα λαιών κατοίκων του νησιού - το σύνολο σχεδόν των μορφωμένων κρατούσε «μιαν απόσταση» α πό τον πολύ κόσμο. Δε συναρτάται επίσης η παρουσία των λαϊκών ποιητών με τις ερασιτεχνικές θεατρικές παρα στάσεις. Τα λαϊκά στρώματα της πόλης που ζουν σε ά μεση οικονομική και πολιτιστική εξάρτηση από
αφιερωμα/77 τους άρχοντες και τους οικονομικά ισχυρούς δεν εμφανίζουν κανένα λαϊκό ποιητή. Από τη μελέτη 40 ερωτηματολογίων που αφο ρούν λαϊκούς ποιητές από διάφορα χωριά της Λευκάδας (τα στοιχεία έδωσαν οι ίδιοι ή οι στε νοί συγγενείς τους) και σε σχέση με την κοινωνι κή διαστρωμάτωση, όπως οι ίδιοι οι κάτοικοι την καθορίζουν σε «νοικοκυραίους», «μεσαίους» και «κατώτερους», προκύπτει ότι: 24 λαϊκοί ποιητές (ποσοστό 60%), ανήκουν στους «μεσαίους», 10 ποιητές (ποσοστό 25%) στους «κατώτερους», 5 ποιητές (ποσοστό 12,5%) στους «νοικοκυραίους», 1 ποιητής (ποσοστό 2,5%) στους ακτήμονες. Είναι λοιπόν άξιο προσοχής, ότι οι λαϊκοί ποιητές προέρχονται από όλα τα στρώματα της κοινωνίας των χωριών του νησιού. Από τη μελέτη των ερωτηματολογίων προκύ πτει ακόμη ότι: 1 ποιητής τελείωσε το τριτάξιο γυμνάσιο, 1 φοίτησε και στη δευτέρα σχολαρ χείου, 12 είναι τελειόφοιτοι δημοτικού, 5 έχουν παρακολουθήσει ως και την πέμπτη του δημοτι κού, 11 την τετάρτη, 3 την τρίτη, 2 τη δευτέρα, 3 φοίτησαν μόνο μερικούς μήνες στην πρώτη του δημοτικού (οι 2 είναι γυναίκες), ενώ 2 είναι αναλ φάβητοι (1 άντρας-1 γυναίκα). Από τους 40 λαϊκούς ποιητές δεν διάβαζαν κα θόλου 5. Είχαν κάποια επαφή με την ελληνική πε ζογραφία 6, με την ξένη πεζογραφία 7, με την ελ ληνική ποίηση 14, με την ξένη ποίηση 4, με εκ κλησιαστικά βιβλία 2. Από τους 14 που ήρθαν σε επαφή με την ελληνική ποίηση, οι 10 διάβασαν και Βαλαωρίτη, ενώ 1 μόνο Σικελιανό και 1 Ερωτόκριτο. Ένας διάβασε έργο του Σαίξπηρ («Άμλετ»), ενώ 7 διάβασαν ή έπαιξαν σε ερασιτεχνι κές παραστάσεις τα έργα του Περεσιάδη «Γκόλφω», «Σκλάβα», «Εσμέ», «Αστέρω», «Καρα γκιόζη» διάβασαν 2, εφημερίδες διάβαζαν 17. Πολλοί σύγχρονοι λαϊκοί ποιητές - αλλά και παλαιότεροι - έχουν παράλληλα με την ποίηση και άλλες καλλιτεχνικές επιδόσεις, κυρίως στην ξυλογλυπτική, τη ζωγραφική, το τραγούδι, το χο
ρό, τη χρήση μουσικών οργάνων, την ψαλτική, το κέντημα κ.ά. Αναζητώντας την πρώτη αιτία (αφορμή), που οδηγεί το λαϊκό άνθρωπο της Λευκάδας να γρά ψει ποιήματα, παρατηρούμε καταρχήν ότι δεν αρχίζουν όλοι να γράφουν το ίδιο νωρίς και στην ίδια ηλικία. Αφετηρία για τους άντρες είναι συνή θως η περίοδος της στρατιωτικής θητείας. Ορι σμένοι, ωστόσο, αρχίζουν και μετά τα 60 ή 70 τους χρόνια. ς προς την κοινωνική δράση των λαϊκών ποιητών - που, όπως επισημάναμε ήδη, προέρχονται από όλα τα στρώματα της κοινω νίας των χωριών, κυρίως από τα μεσαία - παρα τηρούμε ότι εκλέγονται από τις αρχές του αιώνα πρόεδροι κοινοτήτων και κοινοτικοί σύμβουλοι, συμμετέχουν στους κοινωνικούς αγώνες και, όχι σπάνια, το ποιητικό τους έργο επίσης απηχεί την προσπάθειά τους να διαδώσουν τις ιδέες τους, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λαϊκή ποίηση δεν ε κτείνεται και σε άλλους χώρους. Οι λαϊκοί ποιητές της Λευκάδας γράφουν οι ί διοι τα ποιήματά τους (συνήθως σε χρησιμοποιη μένα σχολικά τετράδια), είτε τα υπαγορεύουν σε στενούς συγγενείς τους, όταν οι ίδιοι είναι εντε λώς αγράμματοι. Συνήθως τα ποιήματα ανακοι νώνουν οι ίδιοι σε μικρό αριθμό ατόμων, αφού προηγουμένως τα έχουν γράψει (υπάρχουν και περιπτώσεις στιγμιαίας προφορικής σύνθεσης, ι δίως όταν πρόκειται να σατιρίσουν). Η ανακοί νωση των ποιημάτων γίνεται λιγότερο στα καφε νεία, περισσότερο σε άλλους χώρους συγκέντρω σης: μικρές πλατείες, σημεία κεντρικών δρόμων του χωριού, κατά τις ώρες της σχόλης αλλά και στους χώρους δουλειάς π.χ. στα χωράφια, όταν οργώνουν για σπορά, όταν σκάβουν τ’ αμπέλια, όταν θερίζουν, στ’ αλώνια όταν αλωνίζουν ή στα λιτρουβιά όταν γίνεται η έκθλιψη του ελαιοκάρπου. Τα ποιήματα δε σχετίζονται θεματικά με την εργασία που εκτελεί ο ποιητής ή οι ακροατές κατά την ώρα της ανακοίνωσης. Εκείνοι που α-
Ω
78/αφιερωμα κούνε, αναμεταδίδουν τα ποιήματα σε άλλους γνωστούς τους. Έτσι πραγματοποιείται η διάδο ση της λαϊκής ποίησης, που σπάνια ξεπερνάει τα όρια του χωριού, ακόμα και όταν, όπως συμβαί νει συχνά, θεματικά εγγίζει εντυπωσιακά γεγονό τα και προβλήματα του ευρύτερου χώρου. Με τα παραπάνω διευκρινίζεται ίσως και η έννοια της προφορικής παράδοσης, όπως υπάρχει εδώ: σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται - στην εποχή μας ιδιαίτερα - για προφορική αναπαραγωγή της λαϊκής ποίησης και μάλιστα αναπαραγωγή που βελτιώνει το αρχικό πρότυπο. Απεναντίας μπορούμε να μιλάμε όπου δεν υπάρχει χειρόγρα φο του ίδιου του ποιητή - ιδίως για ποιήματα που γράφτηκαν στις αρχές του αιώνα - για σχε τικές παραποιήσεις του αρχικού κειμένου από τους διάφορους αναμεταδότες. Είναι λίγα τα λαϊκά ποιήματα που έχουν δημο σιευτεί σε τοπικές εφημερίδες της Λευκάδας ή σε εφημερίδες των συλλόγων των χωριών στην Ελ λάδα και το εξωτερικό. Οι λαϊκοί ποιητές δεν τυ πώνουν και δεν εμπορεύονται τα ποιήματά τους. Απέναντι στους μορφωμένους - πτυχιούχους των χωριών κυρίως - οι λαϊκοί ποιητές εμφανί ζονται άκρως επιφυλακτικοί. Γενικά διατυπώ νουν το παράπονο πως οι μορφωμένοι υποτίμη σαν το έργο τους: χαρακτηριστικοί είναι οι στί χοι του Δημητρίου Γρηγόρη (1880-1958): Α ν τα ’γράφε ο Παλαμάς θα θάμαζ’ όλος ο ντουνιάς τώρα τα γράφει ο χωραφάς (γεωργός) και τα περλαβαίνει ο καλαθάς (καλάθι των αχρήστων) Στο επίμετρο της εργασίας επιχειρήθηκε μια θεματική κατάταξη, μέσα στο ευρύ πλαίσιο μη σατιρικής-σατιρικής ποίησης (με παράθεση κατ’ επιλογήν σχετικών ποιημάτων), διαιρεμένης σε τρεις χρονικές περιόδους (1900-1940, 1940-1950, 1950-1985), ώστε να διαφανεί και η διαφοροποίη ση της αντίστοιχης εποχής. Θέματα μη σατιρικής ποίησης για την περίοδο 1900-1940: τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινω νικής ζωής του χωριού: η οικονομική εξάρτηση, η έλλειψη των μέσων διατροφής, ο αγώνας για ε πιβίωση, η φτώχεια, η κατάσταση της παιδείας. Η εγκληματικότητα, η μετανάστευση και η αλ λοτρίωση. Τα πολεμικά γεγονότα του 1912-13 (ό που το κύριο δείγμα είναι η θλίψη για τον άνθρω πο που σκοτώνεται, χωρίς να γίνεται διάκριση αν είναι φίλος ή εχθρός). Η Μεγάλη Ιδέα. Η εκτέλε ση των υπεύθυνων της Μικρασιατικής κατα στροφής στο Γουδί. Η δικτατορία του Πάγκαλου - οι φιλοβασιλικές τάσεις της νότιας Λευκάδας. Η διαμαρτυρία εναντίον της κοινωνικής αδικίας. Η χαρά της αγροτικής ζωής. Ο έρωτας. Ο θάνα τος. Η μαγεία και το παραμύθι. Η θρησκευτικό τητα. Η αλληγορία.
Θέματα σατιρικής ποίησης 1900-1940: γεροντοπαλίκαρα - γεροντοκόρες, χαρτοπαίκτες. Η αγραμματοσύνη των μικρών τσοπάνων, που α γνοούν τις λατρευτικές συνήθειες στην εκκλησία. Η παιδαγωγική μέθοδος χωριάτισσας. Ο κοινω νικός ανταγωνισμός. Ο γάμος. Περιπαίγματα (α μοιβαία σάτιρα λαϊκών ποιητών, ελαττώματα χωρικών, σάτιρα γειτονικών χωριών, αποζημίω ση σεισμόπληκτου, η σάτιρα της άθλιας ψαλτι κής ικανότητας χωρικών κ.λπ.). Θέματα μη σατιρικής ποίησης 1940-1950: η Ευ ρώπη αμέσως μετά την έναρξη του Δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ο πόλεμος του ’40-’41. Η Κατοχή, η Αντίσταση, η διάθεση για συμφιλίωση μετά το Διχασμό. Εξορία λαϊκού ποιητή γιατί α παγγέλλει δημόσια τα ποιήματά του. Ύμνοι (στο Στάλινγκραντ, σε πρόσωπα, κυρίως ήρωες της Αντίστασης). Η αρρώστια - ο θάνατος, ο λαϊ κός ανθρωπισμός. Ο Γράμμος (θρήνος του γο νιού για το σκοτωμένο γιο του). Σατιρική ποίηση 1940-1950 (γενικά συναντάμε ελάχιστα σατιρικά ποιήματα για την παραπάνω περίοδο. Η σατιρική διάθεση μαζί με την τάση για ψυχαγωγία στην ύπαιθρο έχει κατά πολύ υπο χωρήσει). Θέματα: σάτιρα για το Μουσολίνι, πτώση οπλαρχηγού, αμοιβαία σάτιρα αντιφρονούντων λαϊκών ποιητών. Μη σατιρική ποίηση 1950-1985. Θέματα: η θέ ση των ηττημένων, φτώχεια-μετανάστευση, η ερήμωση των χωριών (το κατεξοχήν θέμα της λαϊ κής ποίησης), η κατάσταση εκείνων που έμειναν στα χωριά: το κοινωνικό αδιέξοδο - η επαναστατικότητα. Λευκάδα και συκοφαντία. Φιλοσο φική θεώρηση (επανάσταση-ελευθερία, φυσικό και ιστορικό γίγνεσθαι, επιστημονική πρόοδος και ύβρις κ.ά.). Ανθρωπιστικά. Δικτατορία. Πο λυτεχνείο. Κύπρος. Ειρήνη. Εγκωμιαστικά, έμ μετρες νεκρολογίες, θρήνοι για τη νιότη που χά θηκε, ερωτικά, φεμινιστικά, αυτοκριτική και πα ράπονο λαϊκών ποιητών. Σατιρική ποίηση 1950-1985 (ακμάζει εκ νέου μετά την υποχώρηση, προφανώς, του φόβου κα τά την περίοδο 1941-1950). Σατιρίζονται και πάλι οι διάφορες όψεις της καθημερινής ζωής χωρίς να αποκλείονται και τα παγκόσμια γεγονότα, σε συσχετισμό πάντοτε με τους κατοίκους του συ γκεκριμένου λευκαδίτικου χωριού. Θέματα: το χρήμα των πολεμικών αποζημιώσεων παίρνουν μόνο οι εφοπλιστές και βιομήχανοι, εκλογές, καρναβάλι 1955, σύγκρουση φτωχών σέμπρων με ιδιοκτήτρια ορεινής, άγονης γης, σάτιρα αθλητι κών αγώνων. Ποικίλα (επίθεση άγριων πουλιών, εμφάνιση φαντασμάτων, για τον παπά που θεω ρείται υπαίτιος για το θάνατο όλων των γερόντων της ενορίας κ.ά.). Δεξιοί που υποφέρουν για την ήττα των Αμερικανών στο Βιετνάμ και σπεύδουν για βοήθεια. Αμοιβαία σάτιρα λαϊκών ποιητών. Η τεχνολογική πρόοδος.
ΙΑΒΑΖΩ ε m J oy η νέες φιλοσοφικές προσεγγίσεις - ερμηνείες \~ γ \
Δ Η Μ .Ζ . Α Ν Δ Ρ Ι Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Α ρ χ α ί α Ε λ λ η ν ι κ ή Γ ν ω σ ιο θ ε ω ρ ία . Σ υ μ β ο λ ή σ τ η δ ιε ρ ε ύ ν η σ η τ ο υ π ρ ο β λ ή μ α τ ο ς α ν τ ίλ η ψ η κ α ι γ ν ώ σ η . Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η , Β ά ν ι α ς , 1988. Σ ε λ . 256.
Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, γνώμονας της νεότερης φιλο σοφικής σκέψης, εξακολουθεί να γοητεύει όχι μόνο ως σύλ ληψη γνώσεως, αλλά και ως αφετηρία νέων αναζητήσεων. Ο συγ γραφέας καθηγητής της φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστή μιο Θεσσαλονίκης επιχειρεί με μια νέα προσέγγιση να οριοθετήσει το πρόβλημα των σχέσεων αντίληψης και γνώσης παρ’ όλο που μέ χρι σήμερα το θέμα έχει ερευνηθεί από αξιόλογους μελετητές. Η έννοια της αίσθησης σαν όρος αποτελεί το γνώμονα της γνωσιοθεωρίας της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, όπως αυτή διαμορφώ θηκε με κριτήριο αλήθειας και αναφορά προς τη θεωρητική γνώση. Ο στόχος του συγγραφέα να καλύψει το κενό στην ελληνική βι βλιογραφία με τα πορίσματα των ερευνών και τις ερμηνείες που δόθηκαν στη φιλοσοφία, τις τελευταίες δεκαετίες, πραγματούται με τη «γνωσιοθεωρία» του, την οποία και θέτει στην υπηρεσία των μελετητών, προωθώντας τη φιλοσοφική έρευνα. Για την εμβάθυν ση του προβλήματος της σχέσεως αντίληψης και γνώσης, ήταν φυ σικό να ανατρέξει στα φωτεινά πνεύματα της αρχαιότητας, τα ο ποία και έθεσαν τις βάσεις της καθαρής σκέψεως και έλαβαν το προβάδισμα σε ό,τι σήμερα χαρακτηρίζουμε φιλοσοφική σκέψη.
Η
μελέτη διαρθρώνεται μετά τον πρόλογο και την εισαγωγή (σσ.7-21) σε πέντε κεφάλαια, όπου εξετάζονται οι δημιουργοί της φιλοσοφικής σκέψης από τους Προσωκρατικούς φιλοσόφους μέχρι και αυτούς της Ελληνιστικής περιόδου, με τελευταίο τον Νε οπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο. Στο πέμπτο (σσ. 223-236) και τε λευταίο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Συμπερασματικές παρατη ρήσεις», ο συγγραφέας προσπαθεί να παρουσιάσει, όσο ο περιορι σμένος χρόνος του επιτρέπει, την προσφορά των αρχαίων φιλοσό φων στις αρχές αυτές, οι οποίες και διέπουν σήμερα τη φιλοσοφία σχετικά με το πρόβλημα της αντιλήψεως και της γνώσεως. Ξεκι νώντας με τον Αλκμαίωνα, εξετάζει το θέμα διαδοχικά με τον Παρμενίδη, Εμπεδοκλή, Αναξαγόρα, Δημόκριτο και Διογένη τον Απολλώνιο, οι οποίοι με τις προσπάθειές τους θα δώσουν μια κα τανοητή ερμηνεία στα προβλήματα αυτά της γνώσεως, και θα α-
Η
80/επιλογη ποτελέσουν κατά το δυνατόν τους προδρόμους της μετέπεντα φι λοσοφικής σκέψεως. Η παρουσία του Πλάτωνα και αργότερα του Αριστοτέλη θα θεμελιώσει νέες αντιλήψεις προσέγγισης του θέμα τος, αντιλήψεις που θα εναρμονίσουν καινούριες θεωρίες ως εξω τερικά γνωρίσματα της αφετηρίας και της έρευνας. Ο Πλάτωνας με τη φιλοσοφική του εμβρίθεια διαμόρφωσε κατά τη διάρκεια της φιλοσοφικής του πορείας τη γνωστική αντίληψη, εκείνη η οποία με εξονυχιστική έρευνα αναλύεται από το συγγραφέα στις σελίδες (79-108), όπως και του Αριστοτέλους (σσ. 109-138), όπου και απο τελούν τον κύριο κορμό της όλης μελέτης του κ. Ανδριοπούλου. Ο συγγραφέας οριοθετώντας τη φιλοσοφική του σκέψη και στα με τά των δύο μεγάλων φιλοσόφων συμπεράσματα, προχωρεί πολύ ορθά στους φιλοσόφους της Ελληνιστικής περιόδου, αρχίζοντας α πό τον Επίκουρο, τους Στωϊκούς, τους Σκεπτικιστές: Πύρρωνα, Καρνεάδη, Αινησίδημο και Σέξτο τον Εμπειρικό για να ολοκληρώ σει την έρευνά του με τον Νεοπλατωνικό φιλόσοφο Πλωτίνο. σφαλώς δεν θα είχε την αξίωση κανείς σε μια περιορισμένης εκτάσεως παρουσίαση του βιβλίου, να παρακολουθήσει όλα Α τα επιμέρους σημεία της έρευνας του κ. Ανδριοπούλου, η οποία με την κατάλληλη χρήση της πλούσιας βιβλιογραφίας εξαντλεί σε βά θος και πλάτος την έρευνα. Πάντως εκείνο που μπορεί με βεβαιό τητα να επισημανθεί είναι, ότι ο συγγραφέας κατόρθωσε ν’ αποδεί ξει ότι το πρόβλημα της γνώσεως πρέπει να ερευνάται όχι μόνο σε σχέση με το λόγο, αλλά και σε σχέση με την αισθητική εμπειρία σαν μια ιεράρχηση του ψυχικού μεγαλείου του ανθρώπου. Η φιλο σοφική αυτή γνώση αποδεικνύεται στην αναφορά που κάνει ο σ. στην ανάλυση των πλούσιων αποσπασμάτων που παραθέτει στην εργασία του κάι η οποία καλύπτει σχεδόν όλους τους εκπροσώ πους της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, ξεκαθαρίζοντας ταυτοχρόνως πολλούς φιλοσοφικούς όρους που μέχρι σήμερα είχαν επι κρατήσει στην ιστορία της φιλοσοφίας. Παρ’ όλη τη συντομία του βιβλίου ο αναγνώστης μελετητής του φιλοσοφικού αυτού πονήματος έχει τη δυνατότητα να παρακολου θήσει σε βάθος, αλλά γιατί όχι και σε πλάτος,τον Αρχαίο φιλοσο φικό λόγο χωρίς να πελαγοδρομήσει σε ατέρμονες αναλύσεις που παρατηρούνται πολλές φορές σε άλλα παρόμοια εγχειρίδια φιλο σοφικού στοχασμού. Αυτό το άλλο πράγματι θα αναζητήσει ο ανα γνώστης, στη φιλοσοφική εργασία του κ. Ανδριοπούλου, μετά τις νέες ερμηνείες που προβάλλονται επιτακτικά σήμερα. ΝΙΚ. ΛΥΚ. ΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ
εξέλιξη των πολιτικών αιτημάτων Κ Ω Σ Τ Α Γ . Μ Α Υ Ρ Ι Α - Α Ν Τ Ω Ν Η Μ . Π Α Ν Τ Ε Λ Η : Σ υ ν τ α γ μ α τ ικ ά Κ ε ίμ ε ν α , Ε λ λ η ν ι κ ά κ α ι Ξ έ ν α . Α θ ή ν α - Κ ο μ ο τ ιν ή , Α . Σ ά κ κ ο υ λ α , 1990. Σ ε λ . 896.
ο έργο αυτό από την πρώτη του ήδη έκδοση δικαιώθηκε σαν πολύτιμο εργαλείο, όχι μονάχα του ειδικού που ασχολείται με το συνταγματικό δίκαιο και τους πολιτικούς θεσμούς, αλλά και
Τ
πο%
τι νω ΚΗ κιο.
KOI
Λ
'α
επιλογη/81 κάθε πολίτη που θα ήθελε να προστρέξει στα ίδια τα συνταγματικά κείμενα για να κατανοήσει την πολιτική ιστορία και το σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου, πιο πλούσια σε περιεχόμενο, είναι ενημερωμένη μέχρι και τις αρχές του 1990. Στο πρώτο μέρος παρατίθενται πλήρη όλα τα ελληνικά συνταγ ματικά κείμενα, είτε αυτά έχουν τύχει εφαρμογής, ολικής ή μέρικής, είτε όχι, και συνιστά ουσιαστικά την Ελληνική Συνταγματική Ιστορία. Περιλαμβάνει, εκτός από τα εφαρμοσθέντα Συντάγματα, και το Σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα, το Ηγεμονικό Σύνταγμα του 1832, ή το Σχέδιο Συντάγματος του 1948, καθώς και τις σημαντι κότερες Συντακτικές Πράξεις και τα ψηφίσματα που εκδόθηκαν από τη Μεταπολίτευση του 1975 μέχρι την ψήφιση και τη θέση εν ισχύι, τον Ιούνιο του 1975, του νέου Συντάγματος. το δεύτερο μέρος, που αφορά το ισχύον ελληνικό δίκαιο, πα ρατίθενται κατ’ αρχήν το Σύνταγμα του 1975/86 (στην καθα ρεύουσα και στη δημοτική) και ο Κανονισμός της Βουλής του 1987 με τις τροποποιήσεις που έγιναν το περασμένο καλοκαίρι, όπως και ορισμένα κείμενα που βοηθούν στην ερμηνεία του ισχύοντος δικαίου, όπως οι Εισηγητικές Εκθέσεις για το αρχικό Σύνταγμα του 1975 και την Αναθεώρηση του 1986, καθώς και η περίφημη πρόταση της «βαθειάς τομής» του 1963, και μερικοί από τους εκτε λεστικούς του Συντάγματος νόμους μεταξύ των οποίων, όπως η πολιτική και νομική επικαιρότητα υποχρεώνει, και το Ν.Δ. 802/70 περί ευθύνης Υπουργών. Το τρίτο και τέταρτο μέρος, είναι αντιστοίχως αφιερωμένα στα Συντάγματα των Δυτικών και των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών. Τα βασικά κείμενα των Βρεταννικών θεσμών, το δισαιωνόβιο Σύ νταγμα των ΗΠΑ και ο άμεσος πρόγονος των ελληνικών Συνταγ μάτων του 19ου αιώνα - το Βελγικό Σύνταγμα του 1831 - συνυ πάρχουν με τα Συντάγματα της Γαλλίας, της Ελβετίας, της Ιτα λίας, και με τον Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης, καθώς και χωρών, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, που ξαναβρήκαν τη δημοκρα τική τάξη περίπου την ίδια εποχή με τη χώρα μας. Από τα Συντάγ ματα των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών παρατίθενται το Σοβιετικό του 1977/88 (περιλαμβάνοντας έτσι και μία από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσώφ), το Κινέζικο του 1982 με τις τροποποιήσεις του 1989, καθώς και το Γιουγκοσλαβικό του 1974.
Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους
Σ
το πέμπτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνονται τα βασικότερα κείμενα για τη διεθνή προστασία των ανθρω πίνων δικαιωμάτων, όπως η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιω μάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ (1948), καθώς και τα τρία κείμενα που έχουν ενταχθεί με νόμο στην εσωτερική έννομη τάξη της Ελ λάδος, δηλ. η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώ που και πρόσθετα πρωτόκολλα, ο Ευρωπαϊκός Κοινοτικός Χάρ της και το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα. Εξαιτίας του χαρακτήρα του ως πλούσιας - ειδικής βέβαια βιβλιογραφικής πηγής για τους πολιτικούς θεσμούς, το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να συστήσει τον κορμό για τη συγγραφή μιας συνταγματολογικής ιστορίας, αλλά παράλληλα προκαλεί τέτοιο ενδιαφέ ρον, για να ιδωθεί ως πανόραμα της εξέλιξης των πολιτικών αιτη μάτων και των υποχρεώσεων που τα αντισταθμίζουν και που γενι κότερα εξισορροπούν την ανθρώπινη κοινωνία. ΜΑΡΙΑ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ
ΛΙΤΣΑ ΨΑΡΑΥΤΗ Το διπλό ταξίδι
Σ
ΜΙΣΕΛ ΤΟΥΡΝΙΕ 0 Παρασκευάς ή η πρωτόγονη ζωή
82/επιλογη
η «κοινότητα» του στελεχιακού δυναμικού της επιχείρησης ν γ \ Γ Ι Α Ν Ν Η Δ . Β Α Ρ Δ Α Κ Ο Υ Λ Α : Σ υ μ μ ε τ ο χ ή - Κ ο ιν ω ν ικ ο π ο ίη σ η Α υ το δ ια χ ε ίρ ισ η . Α χ α ϊ κ έ ς Ε κ δ ό σ ε ι ς , 1989. Σ ε λ . 196.
ι πολυσυζητημένες έννοιες των λέξεων Συμμετοχή - Κοινω νικοποίηση και Αυτοδιαχείριση, έχουν δημιουργήσει αρκετές φορές προβλήματα στους ακαδημαϊκούς κύκλους του βήματος των Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, άλλοτε θεωρούμενες αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη σειρά που παρατίθενται κι άλ λοτε ως κοινωνικό φαινόμενο που, ίσως, αντικατοπτρίζεται στο πλαίσιο των εξαγγελιών ενός πολιτικού φορέα αλλά δεν αποκρυ σταλλώνεται στην πρακτική της κοινωνικής του πολιτικής. Τα περισσότερα όμως προβλήματα έχουν δημιουργηθεί στο ερ γασιακό περιβάλλον και λόγω της σύγχυσης που υπάρχει στην εννοιολογική αποσαφήνιση των λέξεων, αλλά κυρίως στον καθορι σμό των πεπερασμένων ορίων του εμπεριεχόμενου, στις λέξεις, νοήματος. Ο μελετητής συγγραφέας Γιάννης Βαρδακουλάς επιχειρεί αυτή τη διασαφήνιση επιστρατεύοντας το πλούσιο συγγραφικό του υλι κό, στο οποίο μας παραπέμπει αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μεθοδικής του ανάλυσης, δείχνοντας την πληρότητα των προϋποθέσεων που έχει δημιουργήσει ώστε να ενσκύπτει εύκολα, θα λέγαμε, σε θέματα Κοινωνικής Πολιτικής.
Ο
ύριος άξονας όλων των παραμέτρων του συγγραφέα είναι ο άνθρωπος. Γενεσιουργός, χρήστης και «αντικείμενο» σε μια αέναη αναζήτηση της προσωπικής και κατ’ επέκταση της κοινωνι κής του ελευθερίας, προσπαθεί να καταξιωθεί άλλοτε από τη θέση του επιχειρηματία κι άλλοτε από αυτήν του εργαζόμενου. Ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι η επίτευξη των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας, όπως αυτές βιώνονται μέσα από τη δικαιωματική συμμετοχή του πολίτη στην κοινωνική συμβίωση. Οι νομικές ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων προσπαθούν να «κατοχυρώσουν» τα δειλά στην αρχή, γρήγορα αργότερα, βήματα του ανθρώπου προς τον ιδεώδη σκοπό της ελευθερίας. «Κατ’ επιτακτικό δικαίωμα» ο επιχειρηματίας χειρίζεται τους συντελεστές της παραγωγής (εργασία, φύση, κεφάλαιο), χωρίς να δικαιολογεί τις επιχειρηματικές του ενέργειες στον εργαζόμενο. Ακολουθεί η πατερναλιστική περίοδος όπου ο επιχειρηματίας συμμερίζεται τη διαμόρφωση της τύχης του εργαζόμενου και φτά νουμε στη «συνεργατική» ρύθμιση των επιχειρηματικών προβλη' μάτων, όπου η διεύθυνση δίνει αρμοδιότητες στα στελέχη και αντι μετωπίζει από κοινού την λύση μερικών τουλάχιστον προβλημά των τής επιχείρησης. Έτσι η συμμετοχή πλέον των εργαζομένων στα της επιχείρησης, πραγματώνεται μέσα από την ανάπτυξη του κλίματος των ανθρω πίνων σχέσεων το οποίο καλλιεργεί την αμοιβαιότητα της εμπι στοσύνης. Οι πρακτικές περιπτώσεις (Case Study), των εφαρμογών της
Κ
ΟΙΚΟ
νο Ι"α
επιλογη/83 Συμμετοχής και Αυτοδιαχείρισης, που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέταρτο κεφάλαιο, εμπεδώνουν στον αναγνώστη τις έννοιες που πραγματεύεται το βιβλίο, χωρίς να είναι απαραίτητες στη συ νολική παρουσίαση του έργου. ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΠΙΛΛΗΣ
είναι η ευφυΐα πρόβλημα στην αγωγή; ΤΤλ
Ρ Ο Α Λ Ν Τ Ν Τ Α Λ : Μ α τ ίλ ν τ α . Μ ε τ .: Κ ώ σ τ ια Κ ο ν τ ο λ έ ω ν . Α θ ή ν α , Ψ υ χ ο γ ι ό ς , 1990. Σ ε λ . 26 6, 8ο.
υμβαίνει συχνά στην οικογένεια και στο σχολείο τα παιδιά που διαφέρουν, με οποιονδήποτε τρόπο, από τα άλλα να είναι πρόβλημα και μεγάλος πονοκέφαλος για τους γονείς και τους δα σκάλους. Και, σχεδόν, δεν έχει σημασία αν η ανωμαλία είναι κα θυστέρηση νοητική ή ευφυΐα. Η τελευταία μάλιστα μπορεί να είναι χειρότερη για την εφησυχασμένη μας συνείδηση είτε το ρόλο του γονιού παίζουμε είτε του δασκάλου. Πόσες φορές παιδιά με ανώτε ρη νοημοσύνη δεν στραπατσαρίστηκαν τόσο στην οικογένεια όσο και στο σχολείο... Κυρίως στο σχολείο όπου η αυθεντία των δα σκάλων δεν ανέχεται να τους ξεπερνούν τα παιδιά, σ’ οποιαδήποτε βαθμίδα. Αν είναι δυνατόν... Σ’ αυτές τις περιπτώσεις δυο πράγματα είναι πιθανό να συμβούν: Ή να μαραζώσουν τα προνομιούχα παιδιά στ’ όνομα μιας ισοπεδωτικής αντιμετώπισης κι αδιαφορίας εγκληματικής ή να αντιδράσουν με τον χειρότερο τρόπο, να εκδικηθούν, για να επιβλη θούν στο κατεστημένο και να επιβιώσουν. Κι όπως έχει παρατηρη θεί, τα παιδιά σ’ όλο τον κόσμο αντιδρούν κι εκδικούνται με τον ίδιο τρόπο: σκληρά, πρωτόγονα, ανελέητα! Αυτό κάνει κι η Ματίλντα και σ’ ένα άλλο επίπεδο οι συμμαθη τές ΐης στο σχολείο. Στην αδιαφορία και την κακή συμπεριφορά των γονιών της αντιτάσσει την εκδικητική μανία της, σκαρώνει φάρσες, που κάποτε ξεπερνούν και την πιο τολμηρή φαντασία. Ε πιπλέον διαθέτει κι υπερφυσικές ικανότητες, πράγμα που την κά νει σωστό τύραννο, εκδικητή και αποτιμητή της δικαιοσύνης!
Σ
ο πρόβλημα των σχέσεων των γονέων και των δασκάλων με τα ευφυή παιδιά υπάρχει πάντα. Έτσι όμως όπως το τοποθετεί Τ και το αντιμετωπίζει ο συγγραφέας της «Ματίλντα», μας πάει μάλλον πίσω, σε εποχές άλλες και σε σχολεία κλειστά. Βέβαια, το δίνει μέσ’ από τα καθημερινά πεπραγμένα των μικρών ηρώων και από σπαρταριστά περιστατικά και κάποιες φορές περνάει στο χώ ρο του παραμυθιού, για να έχει την ευχέρεια να κινείται άνετα και να κινεί τους ήρωές του όπου κι όπως θέλει, στερεί όμως έτσι το κείμενο και το θέμα από τη ρεαλιστική του βάση καθώς μεγαλο ποιεί, διογκώνει και υπερβάλλει τα γεγονότα και τα περιστατικά. Δυστυχώς πάντα αναφύονται και θ’ αναφύονται προβλήματα σχέσεων τόσο στην οικογενειακή όσο και στη σχολική - κυρίως - πραγματικότητα ανάμεσα στη γενιά που φεύγει πανικόβλητη κοιτάζοντας προς τα πίσω, και σε κείνη που έρχεται από αλλού και με άλλα οράματα και προδιαγραφές διαφορετικές να κατα κτήσει τη ζωή και να ενταχτεί στην πραγματικότητα των ηλεκτρο νικών υπολογιστών και του διαφημιστικού μέλλοντος.
παι*χ
Οικ ο
84/επιλογη Έτσι τό παιδικό αυτό βιβλίο θα ήταν χρήσιμο να περάσει και στα χέρια των δασκάλων και των υποψήφιων δασκάλων των γο νιών και των υποψήφιων γονιών! Κι αυτό όχι τόσο για να τους δι δάξει τί πρέπει να κάμουν, αλλά για να τους προβληματίσει, όταν βρεθούν αντιμέτωποι με τους αδιάψευστους καθρέφτες: τα παιδι κά μάτια! ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
...κάτι σαν σενάριο ν γ \
Α Κ Ι Ρ Α Κ Ο Υ Ρ Ο Σ Α Β Α : Κάτι σαν αυτοβιογραφία. Μ ε τ ά φ ρ α σ η : Μ ά χ η ς Μ ω ρ α ΐτη ς . Α θ ή ν α , Α ι γ ό κ ε ρ ω ς , 1990. Σ ε λ . 289.
Κουροσάβα όταν έγραψε αυτό το κείμενο ήταν περίπου εβδο μήντα χρονών. Ηλικία στην οποία η εξασθενημένη μνήμη α νακαλεί μόνο τα πιο εντυπωσιακά γεγονότα του παρελθόντος. Α νάκατα κι ασύνδετα. Αναχρονικά κι ανιστορικά. Έτσι ο συγγρα φέας καταγράφει τη συρροή κάποιων αναμνήσεών του. Κυρίως γύ ρω απ’ τη σχέση του με τον κινηματογράφο, για τον οποίο γράφει στον πρόλογο ότι «αν πάρετε εμένα και μου βγάλετε τον κινηματο γράφο, εκείνο που θα μένει θα είναι "τίποτα” ». Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο μεγάλος Ιάπωνας σκηνοθέτης φαίνεται ότι βγήκε απ’ το χει ρωνακτικό, το πρακτικό σχολείο της κινηματογραφίας. Η «ατμό σφαιρα σαμουράι» που επικρατούσε στο πατρικό σπίτι και η αυταρχικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος που μεγάλωσε δεν εί χαν καμιά σχέση με τον κινηματογράφο. Οι εγκύκλιες σπουδές του και η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική δεν συνιστούν κάποιο ιδιαίτερο προσόν. Περισσότερο τροφοδότησαν ως βιωμένο υλικό τη σεναριακή και σκηνοθετική του έμπνευση. Έτσι, π.χ., οι στίχοι δύο τραγουδιών απ’ το δημοτικό σχολείο τού δίδαξαν πώς έπρεπε να είναι το ντεκουπάζ του σεναρίου, απλό, άμεσο, χωρίς περιττές συναισθηματικότητες. Οι φυσικοί ήχοι που άκουγε και περιγράφει, φέρνοντάς τους σ’ αντίθεση με τους «ηλεκτρικούς» ήχους, του έ μαθαν την αξία του ήχου ως εκφραστικού μέσου. «Ανάλογα πώς βάζεις τον ήχο σε μια ταινία, λέει, η οπτική εικόνα επιδρά στο θεα τή με πολλούς διαφορετικούς τρόπους» (σελ. 157). Οι παραμυθά δες κι οι τραγουδιστές που παρουσιάζονταν στα ταβερνεία του Τό κιο, του μετέδωσαν τη γοητεία της αφηγηματικότητας.
Ο
Κουροσάβα ήταν «φιλολογικός» παρά «επιστημονικός», «μέ τριος μαθητής σ’ όλα τα μαθήματα, εκτός από την έκθεση και την ζωγραφική». Προορισμένος, όπως βλέπει τώρα, για την τέχνη. Οι μακρές αναφορές του κειμένου στα παιδικά χρόνια έχουν εν διαφέρον μόνο στο βαθμό που συνδέονται μ’ αυτή την ενστικτώδη, σχεδόν φυσική του προετοιμασία για τον κινηματογράφο, ή ανα δείχνουν την πρώιμη ευαισθησία του. Ο συγγραφέας ονομάζει τους σκηνοθέτες που «σέβεται ως δα σκάλους». Ανάμεσά τους ο Τζών Φόρντ, ο Ζάν Ρενουάρ, ο Κένζι Μιζογκούτσι, ο Γιασουζίρο Οζούκι, ο Μικίο Ναρούζε. Θυμάται τη σύντομη επαναστατική του περίοδο, αλλά συνομολογεί ταπεινά κι ότι δεν αντέδρασε καθόλου στη διάρκεια της έξαρσης του ιαπωνι κού μιλιταρισμού μένοντας άφωνος (σελ. 209). Αποθησαυρίζει ψήγματα βιοσοφίας γράφοντας ότι «νιώθω ότι το σπίτι μου είναι ό
Ο
επιλογη/85 λη η γη», ή «μπορώ να σου πω ότι και μόνο το γεγονός που ζούμε αξίζει τον κόπο». Τον κινηματογράφο έμαθε στις σκοτεινές δημόσιες αίθουσες και στα στούντιο της Τόχο. Χωρίς να αποκτήσει ποτέ, όπως γράφει, «έναν ξεχωριστό τρόπο να κοιτάζει τα πράγματα». Ό λα όμως με όσα είχε ασχοληθεί ώς τη στιγμή που μπήκε να δουλέψει στα στούντιο (λογοτεχνία, ζωγραφική, μουσική, άλλες τέχνες), και ό λα όσα είχε μάθει στη ζωή, συνέβαλαν για να υπηρετήσει την τέχνη του κινηματογράφου. Τέχνες και Ζωή είναι για τον Κουροσάβα ο κινηματογράφος του. Αλλά και τεχνική γνώση κάθε πλευράς τής δουλειάς που γίνεται σ’ αυτόν. «Δεν μπορείς να γίνεις σκηνοθέτης του κινηματογράφου, γράφει, άν δεν γνωρίζεις κάθε πλευρά και στάδιο της διαδικασίας παραγωγής». Από τη συγγραφή του σενα ρίου ώς το μοντάζ «τις τελευταίες πινελιές στο έργο» (σελ. 140, 152). λόκληρο το κείμενο είναι γραμμένο με την αφέλεια ενός παι διού και το ταπεινό φρόνημα μετανοημένου. Ό πω ς θα το έ γραφε ένας γέρος που έχει συνείδηση του ημιτελούς έργου και της περιορισμένης ζωής που αφήνει πίσω του. Ο ίδιος χαρακτηρίζει τον εαυτό του αδιάπλαστο χαρακτήρα και συμπληρώνει: «Δεν εί μαι καμιά εξαιρετική προσωπικότητα, δεν είμαι ιδιαίτερα δυνα τός, ούτε ιδιαίτερα χαρισματικός. Απλώς δεν μ’ αρέσει να δείχνω την αδυναμία μου και δεν μ’ αρέσει να χάνω. Γι’ αυτό και πάντα προσπαθώ σκληρά. Είμαι κατασκευαστής ταινιών, οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά» (σελ. 270). Δεν λείπουν απ’ το κείμενο λαμπρές αφηγηματικές σελίδες (π.χ. εκείνες όπου περιγράφει τους χωριάτες-κομπάρσους και το τοπίο (σελ. 166-167), το άνοιγμα των νούφαρων (σελ. 181). Ούτε άκρως επίκαι ρες απόψεις [όπως π.χ. για το μέλλον του κινηματογράφου το ο ποίο εξαρτιέται από την «εισαγωγή νέας τεχνολογίας» (σελ. 245)]. Ακόμη σειρά χρήσιμων παρατηρήσεων απ’ τα γυρίσματα όλων των ταινιών του μέχρι το Ρασομόν. Μια αντιγραφή σημειώσεών του για τον κινηματογράφο (απ’ τη φύση του ως μορφής τέχνης μέχρι την αξία του μοντάζ) συμπληρώ * νει το κείμενο. Η μετάφραση του Μάκη Μωραΐτη απ’ τα αγγλικά ακολουθεί την αθόρυβη ροή του αφηγηματικού λόγου απ’ το πρωτότυπο. Δεν αντέχω στον πειρασμό να πω ότι θα προτιμούσα μια ταινία του Κουροσάβα σαν αυτοβιογραφία. «Τα όνειρα» π.χ.? την τελευ ταία του. Ένα έργο του κινηματογραφιστή, παρά το σενάριό του όπως μοιάζει να είναι το βιβλίο αυτό.
Ο
ΝΙΚΟΣ ΚΟΛΟΒΟΣ
ποιήματα αντί διηγημάτων Κ ϋ Λ Μ Ε Λ Ε Τ Η Μ Ε Λ Ε Τ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Ο Δ ρά κ ο ς. Α θ ή ν α 1988. Σ ε λ . 40.
ποιήματα και πρώτη συλλογή του Μελέτη Μελετόπουλου. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις επιμέρους ενότητες, ανά Π ρώτα λογα με τη θεματική αντίληψη των ποιημάτων. Εκείνο που εντυ πωσιάζει από την πρώτη στιγμή είναι το ποιητικό φάσμα, μέσα στο οποίο κινείται ο Μ. Μελετόπουλος (γενν. 1962), και το οποίο είναι εντελώς ξένο με το αντίστοιχο των συνομιλήκων του. Η θεματική
ποι \Η
86/επιλογη του και η εκφραστική του έχουν μείνει στα πριν από λίγες δεκαε τίες πρότυπα. Το γεγονός αυτό όμως δε σημαίνει ότι η προσπάθεια του είναι χωρίς ενδιαφέρον. Τα ποιήματα του, γνήσια ως προς τη συγκίνηση και τις ανησυχίες τους, διαβάζονται ευχάριστα, καθώς δημιουργούν έναν ειρμό και προσφέρουν τη γοητεία μιας συνέ χειας. Ο Μελετόπουλος απασχολείται με την έννοια του σκοπού της ζωής, προβληματίζεται με την τελείωση του ανθρώπου και μέ σα στα ποιήματά του είναι έκδηλη η προσπάθειά του να οριοθετή σει το «βλέμμα», μέσα από το οποίο θα επιλέξει και θα αξιολογή σει τα πράγματα που τον περιβάλλουν. Προτρέπει για τα μακρινά, τα ωραία και τα υψηλά μέσα από έναν ηθικολογικό σχολιασμό των γεγονότων. Έτσι, φυσιολογικό αποτέλεσμα ήταν να καταφύγει στα στοιχεία της ηρωικής φαντασίας. Τα φανταιζί σύμβολά του, όπως δράκοι, θεοί, πολεμιστές κλπ., συνθέτουν καταχθόνιους και φωτεινούς κόσμους, όπου το κακό και το καλό βρίσκονται σε συνεχή διαμάχη. Μέσα σ’ αυτόν τον διηνεκή κυκεώνα, που συνεχί ζεται, βέβαια, σ’ όλες τις εποχές, αλλάζοντας μονάχα την εξωτερι κή του μορφή, ο Μελετόπουλος παίρνει τη θέση του εναγώνιου αν θρώπου, που αναζητάει τη μοίρα του και αναρωτιέται: «Τι είμαι;» Απάντηση όμως δεν δόθηκε από καμιά εποχή, γι’ αυτό και ο άν θρωπος βρίσκεται σε μια ατέλειωτη φυγή, σε μια ατέρμονη ανα ζήτηση: «Ο δρόμος για την Απολλωνία που είναι;» «Ο δρόμος για τη Γερμανία που είναι;» απάντηση φαίνεται ότι δεν υπάρχει ούτε και έξω από Ω στόσο, τα όρια του κόσμου. Ο Οδυσσέας πήγε στη χώρα των νεκρών
και γύρισε με την ίδια ασήκωτη θλίψη πίσω. Ίσως, λοιπόν, ο δρό μος της αυτογνωσίας να περνάει μέσα μας. Η εσωτερικότητά μας είναι το ίδιο άγνωστη και σκοτεινή με τον απέραντο κόσμο. Ένα ήρεμο και μοναχικό κοίταγμα προς την αθέατη μέσα μας περιοχή, ίσως να μας διδάξει πολλά: Πέρα στην όχθη με τις καλαμιές στου ποταμού του ατέλειωτου τις πέτρες εκάθησα προχθές ' να κοιτάξω κάθησα με τις ώρες το πρόσωπό σου να κοιτάζω ■μες στο νερό μέσα στους κύκλους που μεγάλωναν καθώς στον ποταμό πετούσα πέτρες. Το παραπάνω ποίημα, αορίστως ερωτικό, προσδιορίζει τη μυ στική θέαση μέσα από τη διάθλαση του νερού. Μεσολαβεί το στοι χείο της αλλοίωσης, που είναι ο ορατός κόσμος, και υποδηλώνει ότι τίποτα δεν παραμένει αλώβητο στην επίφαση του απευθείας βλέμματος. Ο Μελετόπουλος χρησιμοποιεί πολλά ιστορικά στοιχεία στα ποιήματά του και ο Αλεξανδρινός ποιητής στέκεται στο σημείο αυ τό ως ένα λαμπρό του υπόδειγμα. Καταδεικνύει τις αβέβαιες επο χές μέσα στις οποίες έλαμπε πάντα η πρωτοβουλία μοναχικών η ρώων, που μέσα από το ανικανοποίητο της ζωής τους άλλαξαν ρι ζικά τη μοίρα του συνόλου. Διαβάζοντας τα ποιήματα του Μ. Μελετόπουλου σκέφτομαι ότι με τα στοιχεία που διαθέτουν θα μπορούσαν να είχαν γίνει και εξί σου ενδιαφέροντα διηγήματα. Εν πάση περιπτώσει εννοώ ότι ο ποι-
Θ Α Ν Ο Υ Α Σ Ι Κ Η : Ερωτόφυλλα. Α θ ή ν α , Ο ρ ί ζ ο ν τ ε ς , 1989. Σ ε λ . 44. Ο έρωτας, θέμα απόλυτα δεμένο με την ποίηση, την εκφράζει και πραγματώνεται μαζί της έστω και αν είναι μια πλάνη, μπορεί κι ένα φανταστικό ταξίδι σε υπερουρά νιους χώρους. Πρόκειται για τη δέ κατη συλλογή του ποιητή, ποίηση καθαρά ερωτική - και πάλι ο πολυτραγουδισμένος έρωτας - μα με μια φωνή τόσο ανθρώπινη, που γί νεται η γλώσσα για έκφραση του κόσμου και αυτός ο συγκλονισμός είναι ακριβώς η ποίηση.
«Μια εσύ και μία η αλήθεια / Κι αν μιλώ για σένα / Είναι για να μετρώ το λόγο και τον πόθο / κι έτσι όλα γίνονται πόνος και χαρά».
Ο ποιητής αναζητεί τον Ά λλο, το πρόσωπο του Άλλου, τον έρωτα. Οι στίχοι του φαίνεται ότι πηγά ζουν από μια τόσο ισχυρή ανάγκη έκφρασης, ώστε γίνονται τόσο αλη θινοί. . Πώς άλλωστε, αφού μόνο ο Έρωτας δημιουργεί την ωστήρια δύναμη, την Elan Vital, που οδηγεί στο δρόμο της αληθινής ποίησης; NENA I. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
επιλογη/87 ητής φαίνεται σαν να προέρχεται από το χώρο της πεζογραφίας. Το μέλλον θα δείξει πού θα εκδηλώσει την προτίμησή του ο, οπωσ δήποτε εξελίξιμος, Μ. Μελετόπουλος. Η. ΚΕΦΑΛΑΣ
το δικαίωμα στη χειραφέτηση του μυαλού και του σώματος V~Y\ Α Ν Δ Ρ Ε Α Α Γ Γ Ε Α Α Κ Η : Κ ώ σ τ α ς Τ α χ τ σ ή ς : Η κ ο ιν ω ν ικ ή κ α ι π ο ιη τ ι κ ή τ ο υ π ε ρ ίπ τ ω σ η . Α θ ή ν α , Κ α σ τ α ν ι ώ τ η ς , 1989. Σ ε λ . 80.
ρόκειται για ένα πολεμικό βιβλίο ή, καλύτερα, για ένα βιβλίο υπεράσπισης - απ’ αφορμή τη λογοτεχνική και κοινωνική περίπτωση του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή - μιας βασικής ανθρωπολογικής αφετηρίας: «Η δημοκρατικότητα μιας κοινωνίας, ο βαθμός φιλελευθερισμού της κι η απελευθέρωσή της από ιδεολογικές γάγγραινες καθορίζε ται από τη στάση της απέναντι στις μειονότητες και στα δικαιώματά τους [...] Υπαινίσσομαι τους άσκημους, τους ηλικιωμένους, τους φυλακισμένους, τους αποφυλακισμένους, τους σεξουαλικά προβληματικούς, τους άρρωστους, τους ιδρυματικούς, τους ανία τους, τους τοξικομανείς, τους αντιρρησίες συνείδησης, τους παρενδυματικούς, τους τυφλούς, τους έχοντες μια εμφανή σωματική μειονεξία». Απόψεις, δηλαδή, οι οποίες επιμένουν, σε καιρούς νεοσυντηρητικής κριτικής της μεγάλης παράδοσης των «αφηγήσεων του Δια φωτισμού» (με όλα τα αρνητικά επακόλουθα που σημειοδοτεί ο ο ρισμός του Ζ-Φ. Λυοτάρ) τα τονίζουν αυτό ακριβώς που ο σύγχρο νος, «μεταβιομηχανικός» κόσμος αρνείται σε ένα σημαντικό κομ μάτι του: τον κοινωνικό δεσμό, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη νομιμότητα των λόγων του. * Το βιβλίο του Ανδρέα Αγγελάκη αποβαίνει χρήσιμο εργαλείο έ ρευνας των σχέσεων μιας ελευθεριακής συνείδησης και των καταναγκαστικών, μικροαστικών και υποκριτικών στην ουσία τους νοοτροπιών της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Π
α δοκίμια του μικρού αυτού τόμου δεν διεκδικούν το χάρισμα και τη βαθύτητα της επιστημονικής ανάλυσης ενός πολύπλο κου και σοβαρού ζητήματος - όπως αυτό της διαφοράς. Ούτε, α κόμη, προτείνουν φιλολογικές αναλύσεις, τέτοιες που ίσως έρι χναν ένα άλλο φως στο ζήτημα των σχέσεων του συγγραφέα και των γραπτών του. Κάτι τέτοιο, εξάλλου, δεν ήταν και πρόθεση του συγγραφέα. Η αρετή του τόμου συνίσταται στον τίμιο, ανιδιοτελή και εμπειρικό υποκειμενισμό του ποιητή (διότι κατ’ εξοχήν, ποιη τής είναι ο Α. Αγγελάκης), καθώς επίσης και στον δημοκρατικό ουρανισμό που διαπερνά τη συνολική κριτική του απέναντι στις πρακτικές του κοινωνικού ελέγχου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εκτός από το πρώτο κείμενο (ΠαζολίνιΤαχτσής: Παράλληλοι) και το δεύτερο δοκίμιο (Τα ποιήματα του Κώστα Ταχτσή) το οποίο δικαιολογημένα - και με βάση τα ίδια τα ποιήματα - χαρακτηρίζει τον τελευταίο ως ποιητή ήσσονος ση-
Τ
> ·% ns
88/επιλογή μασιας, ενώ χρήσιμες για την πρόσληψη και τον τρόπο με τον ο ποίο αντιμετώπισαν οι κριτικοί το ποιητικό έργο του Ταχτσή είναι και «Οι δύο πρώτες κριτικές για τα ποιήματα του Ταχτσή». Ελλι πές και όχι απαραίτητα άξιο για δημοσίευση είναι «Το ένστικτο της επιβίωσης στο "Τρίτο Στεφάνι” ». Τέλος, «Η αβάσταχτη αυτα ρέσκεια της μισαλλοδοξίας» (επιστολή Πειραιώτη συντηρητικού στην οποία ζητάει να απαγορευθεί διάλεξη με θέμα τον Ταχτσή κα θώς και η απάντηση του Α. Αγγελάκη), χωρίς να προσθέτει τίποτα ουσιαστικότερο, καθιστά ωστόσο σαφή την αναγκαιότητα η οποία υποχρέωσε και τον συγγραφέα του βιβλίου που σχολιάζουμε να προβεί στη δημοσίευση των δοκιμίων του: η ανάγκη, δηλαδή, να υπερασπιστεί αυτό που από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης θεωρείται αυτονόητο· το δικαίωμα στη χειραφέτηση του μυαλού και του σώματος, το δικαίωμα στην ελευθερία - ποιητική και κοι νωνική. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
ποίηση
Α Λ Ε Ξ Α Ν Δ Ρ Ο Υ ΦΕΡΕΝ Τ Η - Α Ρ Ω Ν Η : Ε π ιχ ε ί ρ η σ η Μ υ σ τικ ό ς Δ είπ ν ο ς . Α θ ή ν α , Υ ά κ ιν θ ο ς . Σ ε λ . 52.
Ποίηση εσωτερικού χώρου και ε νός ενδοστρεφούς διαλόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ποίη ση του Φερέντη-Αρώνη. Μισο-αποκαλυπτική, με υπονο ούμενα που δηλώνουν καθαρά οτι δήποτε δεν μπορούν να αποκρύ ψουν, καταγράφει τη συναισθημα τική πλήρωση μιας ευαισθησίας μέ σα σε μια αντι-ποιητική εποχή που έχει μετατρέψει τα πάντα σε «επιχεί ρηση», στα χρήματα και τα κέρδη που αναπληρώνουν μέσα από την τραγική το υ ς . ανταλλαγή, εκείνο που οι ανθρώπινες σχέσεις δεν έ χουν πια, εκείνο που κάποτε υπήρ χε μα τώρα έμεινε μια παραίσθηση, ένα είδος θανάτου. Πάνω από ένα υπόστρωμα στοχασμού ο ποιητής πότε ειρωνεύεται και χλευάζει, πό τε παρωδεί και αυτοσαρκάζεται, πότε νιώθει μια απύθμενη πλήξη ή μια γεύση αποτυχίας, δείχνοντας σιγά σιγά έναν παντοδύναμο ερωτι κό φωτισμό, έναν καβαφικό αισθη σιασμό, που διαπερνά τις εικόνες
και τα συναισθήματα και παραπέ μπει σ' έναν κόσμο μνήμης που δεν υπάρχει πια και τώρα αναβιώνει μέ σα από την ποίηση, σαν ένα παιγνί δι σκιών πίσω από τις λέξεις. Ο κυ ρίαρχος ερωτισμός των ποιημάτων γίνεται πολλές φορές αυτοειρωνεία, γεγονός που τα προσεγγίζει προς το εναγώνιο αίσθημα αυτοβε βαίωσης του Καρυωτάκη, καθώς σε καθαρώς λαϊκές στιχουργικές φόρ μες και χώρους. Έτσι, όχι σπάνια τα ποιήματα του Φερέντη-Αρώνη γ ί νονται πρώτο υλικό για μελοποίη ση κατά έναν τρόπο αντίστροφο α πό εκείνον του Νίκου Γκάτσου. Για τ ί ενώ στον Γκάτσο, η ποίηση των τραγουδιών υποσκελίζει το επι και ρικό στοιχείο και ανήκει πλέον στην καθαυτό λογοτεχνία, η ποίηση των στίχων του Αρώνη επιστρέφει προς την επικαιρότητα των τραγουδιών, όποτε χάνει την καθαρώς αισθητική της ουσία. Ο ποιητής έτσι μας δίνει μερικά άνισα, από ποιητική άποψη, ποιήματα πλάι σε άλλα βαθύτατου λυρισμού και συναισθηματικής έ ντασης, και ο κάθε αναγνώστης θα διαλέξει ανάλογα με τις προδιαθέ-
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ
Ω Ρ Γ ΙΟ Υ : Τ ο α δ ρ ά χ τι π ο υ μ α τ ώ ν ε ι. Π λ έ θ ρ ο ν , Α θ ή ν α , 1989.
Μ' αυτό το λιγοσέλιδο βιβλίο η ποιήτρια Τασούλα Καραγεωργίου, που έχει και άλλοτε ασχοληθεί, όχι χωρίς επιτυχία, με την ποίηση, ανα δημιουργεί μέσα από στίχους την πείρα του κόσμου της· είναι σαφές, τουλάχιστον όσον αφορά την ποίη ση, το primum vivere, deinde scribere. Η ποιήτρια, καθηγήτρια φιλόλο γος και μητέρα, διακρίνεται από στοχαστική ευαισθησία που την εκ φράζει προσωπικά προβάλλοντας το παρόν μέσα στο παρελθόν, όχι χωρίς κάποιο σαρκασμό, και αναζη τώντας την τελειότητα της μορφής που δεν καταφεύγει σε γενικά σχήματα. «θα το πληρώσω ακριβά/το θρά σος μου να ζήσω / θα το πληρώσω ακριβά / μ' έναν θάνατο». Ή ακόμα: «Ο γκρίζος τοίχος / ανοφέλετα θρηνεί / στα σκοτεινά / «Μισή Λευ κωσία» / δεν σε αντέχω πια». Η ανθρώπινη περηφάνεια, η συ νείδηση του πόνου, 0 σαρκασμός μπροστά στην κοινωνική πραγματι κότητα και η αγάπη σαν μοναδικό βάλσαμο, νά το απλό μα αιώνιο ποιητικό σχήμα που στοχεύει στην πλήρωση, μα και πληγώνει κάποτε βαθιά.
NENA I. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΓΙΑ Ν Ε Ο Υ Σ
ι. Ο Ά ν θ ρ ω π ο ς π ο υ α γ α π ο ύ σ ε τα Ν η σ ιά D.H. LAWRENCE Απόδοση Σπόρος Ηλιόπουλος
2.
Η Γ ρ ε ν α δ ιέ ρ ο ( Τ ο Σ π ίτ ι μ ε τις Ρ ο δ ιές ) HONORE DE BALZAC Μετάφραση Έφη Κορόμηλά
3.
Οι Τ έσ σ ερ ο ι Δ ιά β ο λ ο ι
HERMAN BANG Μετάφραση Κώστας Χατζόπουλος
4.
Η Π α ν σ ιό ν κα ι Ά λ λ α Δ ιη γ ή μ α τ α JA ME S JOYCE Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης
5.
Π ε ρ ιπ λ ά ν η σ η
GIOVANNIVERGA Μετάφραση Ελένη Ροντογιάννη
G U
Η
T E N B
E R G
σειρά «Λογοτεχνία για Νέους» απευθύ νεται κυρίως σε ηλικίες από την εφηβική και πάνω, στοχεύοντας σε μιαν ουσια
στικότερη εισαγωγή του νέου αναγνώστη στο σο βαρότερο διάβασμα, στο είδος του βιβλίου δηλαδή που θα τον συνοδεύει σ ’ όλη του τη ζωή.
4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ _________________________ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007________________________
ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ Γάτα με πέταλα
κυκλοφορεί
Ένας χυδαίος τίτλος σ’ ένα βιβλίο που περιγράφει τη χυδαιότητα και την ηθική κατάπτωση. Τρεις παράλληλες και αλληλοεμπλεκόμενες ιστορίες. Μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, μιας καταπάτησης οικοπέδων και μιας τρίτης, πολιτικής ιστορίας, που δεν περιγράφεται, αλλά εννοείται. Γάτα με πέταλα είναι ο Αφρέδος, πρώην βοηθός επιστάτη του κτήματος - που ο ίδιος καταπατά -, πατέρας της εγκυμονούσης και αρχηγός των δολοπλόκων και απατεώνων. Καταφέρνει να τους κάνει όλους αυτουργούς, ηθικούς αυτουργούς και απλο,ύς γνώστες ή θεατές - να αισθάνονται συνένοχοι και συνυπεύθυνοι στις κομπίνες και στο κουκούλωμά τους.
εκδόσεις ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ
4 ΚΕΔΡΟΣ
Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007
Βαμμένα κόκκινα μαλλιά Ένα μυθιστόρημα που προκαλεί ερεθίζει, εξοργίζει. Ερωτικό, αισθησιακό, χυδαίο, αποτρόπαιο, δοσμένο απλά, με χιούμορ, ειρωνεία και καυστική διάθεση. - Σύγχρονοι Άμλετ, σύγχρονοι Ζορμπάδες, αγιοποιημένα κοπρόσκυλα, πόρνες, μπορντέλα, γειτονιές, παράγκες, νυμφομανείς, αυνάνες, παπατζήδες, μι κροαστοί, πρώην προλετάριοι, πρώην ιδεολόγοι και νυν «επιτυχημένοι» καριερίστες, κάλπηδες, ξεφτίλες, άνθρωποι που ερωτεύονται πρόσωπα μέσ’ από καθρέπτες και όχι τα ίδια τα πρόσωπα, μια τοιχογρα φία εποχής και ανθρώπων, διηγημένα ασθματικά, παράφορα, ωμά μ’ ένα φρενήρη ρεαλισμό που τα κά νει όλα να διαστέλλονται, να μεγενθύνονται και να γίνονται ωκεανός, θάλασσα, χρώμα, μουσική αλμύρα, έρωτας.