Salman Rushdie
Ο Ρασίντ είναι ο Σάχης του Μ πλα-Μπλα κι έχει μέσα του ωκεανούς από ιδέες και το Χάρισμα του Λόγου. Ζητήστε από το Σάχη του Μ πλα-Μπλα ένα παραμύθι και δεν θ ’ ακούσετε ένα οποιοδήποτε παραμύθι. Ούτε θ’ ακούσετε μόνο ένα. Θ ’ ακούσετε πολλά παραμύθια, εκατοντάδες παραμύθια, αστεία και λυπητερά παραμύθια, ανακατεμένα με δεξιοτεχνία, γεμάτα μάγια κι έρωτες, πριγκίπισσες, κακούς θείους και χοντρές θείες, γκάνγκστερ με μουστάκια και κίτρινα καρό παντελόνια, καθώς και πέντ’ έξι μελωδίες που θα τις μάθετε αμέσως.
Εκδόοεις ΛΙΒΑΝΗ
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ
ΜΥΘΟΣ N0IR
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ΓΙΑ Ν Ε Ο Υ Σ ι. D. Η. 2.
L a w r e n c e , Ο Άνθρωπος που αγαπούσε Απόδοση Σπόρος Ηλιόπουλος
H onore
de
3.
B a l z a c , Η Γρεναδιέρο (Το Σπίτι Μετάφραση Έφη Κορόμηλά
με τις Ροδιές)
H e rm a n B a n g , Οι Τέσσεροι Διάβολοι Μετάφραση Κώστας Χατζόπουλος
4. J a m es J o y c e , Η Πανσιόν και Αλλα Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης 5. G
7.
τα Νησιά
Διηγήματα
V e r g a , Περιπλάνηση Μετάφραση Ελένη Ροντογιάννη
iov a n n i
Τάουν-Χο
H e rm a n M e l v il l e , Η Ιστορία του Μετάφραση A. Κ. Χριστοδούλου
9. L a f c a d io H e a r n , Όλέθοος και Αλλα Μετάφραση Πέτρος Π, Καλονάρος
Διηγήματα
ίο. G a brie l e D ’A n n u n z io , Επίσκοπο Μετάφραση Πέτρος Πικρός 11 .
& Σ*1
H e in r ic h B o l l , Ιστορίες με Τσιγάρα Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής
is . G a brie l e D ’A n n u n z io , Η Γυναικαδέλφη Μετάφραση Πέτρος Πικρός 16 .
G
u st a f
G e ije r st a m , Το Αγόρι της Μετάφραση Λέων Κουκούλας
Κυρά-Λέ νης
is. V o l t a ir e , Ζαντίγκ, ή Το Πεπρωμένο Μετάφραση Μανόλης Γιαλουράκης 19. R o be rt M u sil , Εικόνες Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής 20.
2 ΐ.
23 .
G
G
U
C h a r l e s B a u d e l a ir e , Ο Μικρός Μετάφραση Κ.Χ. Σύρρος
Γητευτής
J an N e r u d a , Ιστορίες από τη Μάλα-Στράνα Μετάφραση Sofia Dorfiakova-Στάμου u st a f
G e ije r st a m , Ο Πέτρος με Μετάφραση Λέων Κουκούλας
Τ
Ε
Ν
Β
το Ένα Μάτι
Ε
R
G
ΒΙΒΛΙΑ ΠΑ ΝΕΟΥΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ
ΑΠ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΤΑ ΠΡ2ΤΑ ΜΟΥ ΒΙΒΛ ΙΑ Δ. ΣΤΙΚΑ
Οι καλοκαιρινές μου διακοπές Δ. ΣΤΙΚΑ
Το βιβλίο μου. Για να παίζω και να μάθω (τόμοι A '-Β') Π. ΔΑΡΑΚΗ
Η τεμπελομαρία Π. ΔΑΡΑΚΗ
Ονειρα στο Πετροχώρι Ε. BLYTON
Τα κόκκινα καρότα του Μπάρμπα Αρκούδου Ε. BLYTON
Τα καινούργια παπούτσια του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BLYTON
Ο θησαυρός του Μπάρμπα Κούνελου Ε. BLYTON
0 Μπάρμπα Αλεπούδος πηγαίνει στην αγορά Ε. BLYTON
Ο Μπάρμπα Κούνελος και το φεγγάρι Ε. BLYTON
Το καινούργιο σπίτι του Μπάρμπα Αλεπούδου
GIANNI RODARI
Uik'tik'K
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΑΓΡΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟέΜΟ ΣΕ 6 ΤΟΜΟΥΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟΥΣ
Φιγούρες Καραγκιόζη
GUTENBERG
GUTENBERG
Gutenberg -------r
Η ΜΕΔΟΥΣΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ:
Αποκλειστική Διάθεση: «Σ Υ Ν Ε Ρ Γ Α Σ ΙΑ » Κοινοπραξία Διακίνησης Βιβλίων Ε .Π .Ε. Ζαλόγγου 6 Αθήνα Τηλ. 3607878, 3645133 Fax 3607878
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ
Μαυρομιχάλη 39, τηλ. 3601956, 3610445, Αθήνα 10680
Η χαμένη μετάφραση uV
«Το χωριό Στεπαντσίκοβο» του Ντοστογιέβσκη από τον Ά ρ η Α λεξάνδρου
‘£ κ Μ α Χ * * * * & ^ * \
M 'T»,up'
Α*1ι\
nj L M * • H* •
Το YtV ,j i t * w r i , « f h ' uaj
f ■»' * ’
*
^ _
u* ^ ^ .t L » ·» * ιλ -
*"»
*7^· i " L - * 7, Ι* » Λ ^ ^ i··^
^ Γ . ^
7 v ^ * yi<;
"1 ,v ^ ·*
. · * * *W ‘
* < · '* < * 7-· — n 1** *
Το μοναδικό χιουμοριστικό μυθιστόρημα του Ν τοστογιέβσκη Φ, ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΒΣΚΗ χω ριό Σ τεπ α ντσ ίκ οβ ο Μετάφραση: Αρης Αλεξάνδρου
^ fcV ,, v J
Α π ό καιρό αναζητούσαμε τις πρώτες σε λίδες των χειρογράφων της μετάφρασης που κατά τη μετακόμιση από το παλιό μας βιβλιοπωλείο της Πεσμαζόγλου κάπου... μπλέχτηκαν! Εδώ και λίγο καιρό τις ανακαλύψαμε! Απολαύστε «Το χωριό Στεπαντσίκοβο» και τους κατοίκους του, σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου.
τ ο υ
γ κ ο β ο σ τ η
Ζ ω ο δ ό χ ο υ Π η γ ή ς 2 1
-
τ η λ . 3 6 . 1 5 . 4 3 3
Ε κ δ ό σ εις Π λέθρον ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ σειρά: ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ
στην ίδια σειρά κυκλοφορούν:
ΜΠΡΕΤΟΝ - ΡΕΜΠΩ - ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ - ΜΠΡΕΧΤ ΜΓΊΑΕΗΚ - ΑΡΑΓΚΟΝ - ΓΟΥΙΤΜΑΝ - ΣΑΠΦΩ Βιβλιοπωλείο - Εκδόσεις: Μ ασσαλίας 20α, 106 80 Α θήνα,
Τηλ. 36.41.260,36.45.057
ΔΙΑΒΑΖΩ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος 260 3 Α πριλίου 1991
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Τιμή: Α ρχ. 500
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π .Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: 1. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
Κατερίνα Κέη: Χένρυ Τζαίημς: Η ζωή και το έργο του Έζρα Πάουντ: Σύντομο σχόλιο Τ.Σ. Έλιοτ: Μια πρόβλεψη Γιάννης Ν. Μπασκόζος: Χένρυ Τζαίημς: Ο ποιητής και ο τεχνίτης Ίρβινγκ Χάου: Οι πολιτικοί του προσανατολισμοί Αλεξάνδρα Χαίνη: Το μοντέλο της Αμερικανίδας γυναίκας στον Χένρυ Τζαίημς Τ.Ρ. Άντερσον: Ο ιμπρεσιονιστής λογοτέχνης Ελληνική και ξένη βιβλιογραφία Χένρυ Τζαίημς
10 12
16 20
23 24 28 33 37 43
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Μια συνομιλία του Περικλή Σφυρίδη με τον Γιώργο Γαλάντη
47
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΔΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΛΕΥΚΩΜΑ: Γράφει η Μαρία Μεντζελοπούλου ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Χρήστος Ηλιόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει η Νένα I. Κοκκινάκη ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Βρασίδας Καραλής
61 63 67 71
ΠΛΑΙΣΙΟ Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα: Ανολοκλήρωτοι Έρωτες
Παρακαλούμε το υς εκδότες να αποστέλλουν το συντομότερο δυνατόν τα βιβλία τους στα γ ραφεία του περιοδικού για τη ν άμε ση ενημέρωση της συντακτικής επιτροπής, η οποία υπογράφει τα κείμενα που ακολουθούν.
Ταξινόμηση της ελληνικής λογοτεχνίας με το σύστημα Dewey
Η ορθή ταξινόμηση βιβλίων, ελληνικών και ξένων, που αναφέρονται στην ελληνική γραμματεία, από τις απαρχές της ως σή μερα είναι έργο εξαιρετικά πολύπλοκο αλλά και αναγκαίο. Θα διευκολύνει τους μελετητές, τους βιβλιοθηκάριους, τους σπου δαστές σχολών βιβλιοθηκονομίας, τους βιβλιοπώλες και συλλέ κτες βιβλίων. Ό μως όταν ανακύπτει το ερώτημα ποιο σύστημα ταξινόμη σης είναι το καταλληλότερο για το τεράστιο σε όγκο και ποικι λία υλικό της ελληνικής λογοτεχνίας, η απάντηση δεν είναι εύκολη. Προϋπόθεση για την επιλογή ενός ορθού συστήματος ταξινό μησης είναι: το σύστημα αυτό να είναι εύχρηστο και πρακτικό, * να βασίζεται στη λογική, να είναι κατανοητό και εύληπτο από τους χρήστες των βιβλιοθηκών, να είναι ελαστικό και προσαρ μόσιμο σε επεξεργασίες επέκτασης, εύπλαστο και ευέλικτο στη δομή του. Ένα τέτοιο σύστημα λοιπόν με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι το Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Ντιούι (Dewey Decimal Classification) - το πιο διαδεδομένο ταξινομικό σύστημα στον κό σμο — γιατί μπορεί να εφαρμοστεί με αποτελεσματικότητα απ’ όλες τις βιβλιοθήκες. Βέβαια τον εμπνευστή αυτού του συστήματος, τον Μέλβιλ Ντιούι (1851-1931), καθώς και τους μετά απ' αυτόν συντά κτες του οι οποίοι βελτίωσαν, άλλαξαν ή πρόσθεσαν νέα στοιχεία, δεν απασχόλησε η ελληνική λογοτεχνία - από τις πλουσιότερες σε παραγωγή και ποικιλία και η μακροβιότερη - με αποτέλεσμα αυτή η παράλειμη να ταλαιπωρεί τους Έλληνες βιβλιοθηκάριους και να τους υποχρεώνει να επινοούν αυτοσχέδια συστήματα κατάταξης, τα οποία όχι μόνον αποδοτικά δεν είναι, αλλά και, πολλές φορές, δη μιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που καλούνται να επι λύσουν. Αυτά λοιπόν τα προβλήματα έρχεται να λύσει η έκδοση του εγχει ριδίου που αναφέρεται στην ταξινόμηση της ελληνικής λογοτεχνίας με το σύστημα Ντιούι, επεξεργασμένη από τον γνωστό βιβλιογράφο, βιβλιοθηκάριο και συγγραφέα Κυριάκο Ντελόπουλο. Οι πίνακες ταξινόμησης αυτού του εγχειριδίου καλύπτουν την ελ ληνική γραμματεία των τριών μεγάλων περιόδων της: την Αρχαία Ελ ληνική Λογοτεχνία, τη Βυζαντινή και Νεοελληνική και τη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία. Τρία ευρετήρια, ένα αρχαίων συγγραφέων
χρο νικα /1 1 (800 ονόματα), ένα Λογίων της Τουρκοκρατίας (224 ονόματα) και ένα Νεοελλήνων Λογοτεχνών (2820 ονόματα) καθιστούν αυτό το εγ χειρίδιο χρηστικό για τις φιλολογικές έρευνες και μελέτες καθώς και απαραίτητο βοήθημα για γενικές, ειδικές, πανεπιστημιακές, λαϊκές, δημοτικές, παιδικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες. Κι ενώ δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που θα χρησίμευε σε πολ λούς βιβλιόφιλους, ωστόσο το γεγονός ότι συμβάλλει αποφασιστικά στη λύση ενός χρόνιου προβλήματος όπως η ταξινόμηση της ελληνι κής λογοτεχνίας με τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο, το καθιστά πολύτιμο και αναγκαίο για όσους ασχολούνται επαγγελματικά με την ταξινόμηση της ελληνικής λογοτεχνίας.
DEWEY. Δεκαδική Ταξινόμηση. Ελληνική Λογοτεχνία. Ανάπτυξη - Ε πεξεργασία - Ευρετήρια: Κυριάκος Ντελόπουλος. Αθήνα, Ένωση Ελληνων Βιβλιοθηκάριων, 1990. Σελ. 100. Δρχ. 2000. *
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ Το μυθιστόρημα που ενέπ νευσ ε τον Γ Τσεμπερόπουλο για την ταινία του « Αντε Γεια», βραβευμένη με ΠΕΝΤΕ ΚΡΑΤΙΚΑ ΒΡΑΒΕΙΑ
ΊΟΒΑΝΝΑ
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
ΓΙΟΒΑΝΝΑ
Δυο αφηγηματικοί μονόλογοι που περιγρά φουν 1. τη νοοτροπία και τις επιδράσεις στη σχέση «γονείς-παιδιά», 2. το φόβο και τη μο ναξιά σαν σύνδρομα της αλλοτρίωσης.
ΣΤΑΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑΣΥΓΧΡΟΝΗΕΠΟΧΗΤηλ.: 3640713,36 29 835 και σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
η ΑΓΟΡΑ του
ΒΙΒΑΙΟΥ από 3 Μαρτίου έως 16 Μαρτίου 1991
Αριστοτέλης-ΑΘ., Αριστοτέλης-Παγκράτι, Βαγιονάκης-Αθ., Γκοβόστης-ΑΘ., Γρηγόρης-ΑΘ., ΔωδώνηΑθ., Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εοτία-Αθ., Ιανός-θεσσ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., ΚουρκάκηςΚαρδίτοα, Κρομμύδας-Χίος, Λέσχη του Βιβλίου-ΑΘ„ Libro-Αθ., Μεθενίτης-Πάτρα, Μττοστάνογλου-Πειραιάς, Παρά Πέντε-Αθ., Ραγιάς-θεσσ., Φιλιιτττότης-ΑΘ. Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
I ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α.: Ο Μέγος Ανατολικός ΑΓΡΑ ΟΣΤΡΟΒΣΚΙ Β. -Χ Ο Ϊ Κ.: Στα άδυτα της MOSSAD ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ Α.: Γκρίζα Πέτρα
Κ
Ι
LIBRO
ΖΩΓΡΑΦΟΥ Λ.: Παλαιοπώλης Ονείρων
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ
ΛΩΡΕΝΣ Τ.Ε.: Επτά στύλοι της Σοφίας
ΕΣΤΙΑ
ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ Κ.: Γράμμα στον σιωνιστή Μπους ΔΟΥΚΑ Μ.: Εις τον πάτο της εικόνας
|Q
|
Ι
ΚΕΔΡΟΣ
Προφητείες του Νοστράδαμου
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ
Προφητείες του Νοστράδαμου
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΝΤΕΓΙΑΝΝΗΣ Γ.: Δίκη Κ
ΠΟΝΤΙΚΙ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΓΝΩΣΗ
ΕΥΘΥΜΙΑΔΗ Ν.: Τρυφερός Θάνατος
ΕΣΤΙΑ
ΚΑΠΑΝΤΑΗ I.: Απειρωτάν και Τούρκων
ΕΣΤΙΑ
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ
Η ΜΕΔΟΥΣΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ: Το αριστούργημα του Γονΐλκι Κόλλινς, Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ. Πρόκειται για το πρωτότυπο, ολοκληρωμένο μυθιστόρημα που αποτέλεσε τη βάση για την ομώνυμη γνωστή σειρά κόμικ στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα».
Αποκλειστική Διάθεση: -«ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» Κοινοπραξία Διακίνησης Βιβλίων Ε.Π.Ε.. Ζαλόγγου 6 Αθήνα Τηλ. 3607878, 3645133 Fax 3607878
/
Ν
ΕΕΒΑ ΚΙΛΠΙ,
Ταμάρα, μτφ. Δημοσθένης Κούρτοβικ ΦΡΑΝΤΣ ΒΕΡΦΕΛ,
Οί σαράντα μέρες τού Μουζά Ντάγκ, μτφ. "Αγγελος Παρθένης ΜΙΣΕΛ ΜΠΥΤΟΡ,
Ή τροποποίηση, μτφ. Έφη Χατζηφόρου ΜΙΣΕΛ ΜΠΥΤΟΡ,
Ή χρήση τού χρόνου, μτφ. Γιώργος Σπανός ΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΙ Τ.Σ. ΛΩΡΕΝΣ, 'Επτά στύλοι τής σοφίας, μτφ. Εόαγγελία Κιζήλου ΜΑΓΔΑ ΣΑΜΠΟ, Τό έλαφάκι, μτφ. Γαλάτεια Σαράντη ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ, Ένας καλλιτέχνης τού ρευστού κόσμου, μτφ. Ν.Κ. ΑΛΕΣΣΑΝΤΡΟ ΜΑΝΤΣΟΝΙ. Οί άρραβωνιασμένοι, μτφ. Δημήτριος ’Α ργυρίου ΝΤΟΝ ΝΤΕΛΙΛΟ, Λευκός θόρυβος, μτφ. Πέτρος Άμπατζόγλου ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΑΤΓΟΥΝΤ, Ανάδυση, μτφ. Γιώργος Δανιήλ ΕΡΡΙΚΟΣ ΜΥΡΖΕ, Σκηνές μποέμικης ζωής, μτφ. Κ.Θ. Παπαλεξάνδρου ΚΛΩΝΤ ΣΙΜΟΝ, Ξενοδοχείο Πολυτελείας, μτφ. Τάνια Βελλιανίτη ΤΖΩΝ ΜΠΑΝΒΙΛ, Μεφίστο, μτφ. Καίτη Άντωνιάδου ΡΟΜΠΕΡ ΝΤΕΣΝΟΣ, Ποιήματα, μτφ. Βερονίκη Δαλακούρα ΑΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ, Ημερολόγια, μτφ. Σπόρος Μεϊμάρης
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» I. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. ΣΟΛΩΝΟΣ 60 -106 72 ΑΘΗΝΑ - ΤΗΛ.: 361.5077 - 363.7324 V .—
*_________________________________ :___________________________________________________________/
ΟΧένρυ Τζαίημς είναι ο ζωγράφος του ανθρώπου ως πολιτιστικής οντότητας γεμάτης αντιθέσεις. Το ξαναδιάβασμα του X. Τζαίημς, σήμερα, σημαίνει την α ναγνώρισή του ως καλλιτέχνη υψηλής πολιτιστικής συνείδησης με μια σκέψη που αγγίζει τους σύγχρονους δικούς μας προβληματισμούς. Όπως σημειώνει ο Ε. Πάουντ, ο Τζαίημς δούλεψε με τη μεριά του πολιτισμού και όχι της βαρβαρό τητας. Το έργο του είναι απαύγασμα της αγωνίας του να διερευνήσει τις δυνατό τητες ύπαρξης και δημιουργικής διαπλοκής μεταξύ διαφορετικών εθνικών πολι τιστικών χαρακτηριστικών. Με το έργο του εναντιώθηκε στην ευτέλεια, στην πολιτιστική ισοπέδωση, στην οποιουδήποτε είδους καταπίεση του ατόμου. Αγωνιούσε για το είδος του πολιτισμού που θα διαμόρφωνε η πατρίδα του, η Αμερική. Έφθασε στο τέλος ν’ αρνηθεί την υπηκοότητά του - ύστατο τίμημα των προσπαθειών του να συνδέσει τον παλιό, πολύπλοκο ευρωπαϊκό πολιτισμό με τον νεότερο και αγνό, όπως πίστευε, αμερικανικό πολιτισμό. «Είδε - και όχι φαντάστηκε - » , γράφει ο Έλιοτ, τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας του ιδανικού. Είδε και επεξεργάστηκε τις ελεύθερες προσωπικότητες ακόμα και όταν έπρεπε να διανύσουν μια ζωή μέσα σε ασφυκτικά κοινωνικά δε δομένα. Ίσως απέτυχε κάποιες φορές στις προσπάθειές του να συγκεράσει τις αντιφάσεις και αντιθέσεις μεταξύ ομορφιάς και αναγκαιότητας, πιθανότητας και γεγονότος, παλιού και νέου πολιτισμού. Πόσες λαμπρές αποτυχίες δεν απο δείχθηκαν χρησιμότερες για μας τους σημερινούς; Έμεινε στις λογοτεχνικές ιστορίες σαν απαράμιλλος στυλίστας, επιδέξιος καλλιτέχνης των φίνων λεπτομερειών, θεωρητικός και ανανεωτής της αφηγημα τικής τεχνικής. Τίποτα από αυτά δεν θα είχε αξία αν δεν είχε, όπως τον χαρα κτηρίζει ο Αήβις, την «αίσθηση» του ποιητή. Αυτή που τον έκανε να μας χαρίσει με το ένα χέρι την αλήθεια και με το άλλο το ασημένιο κλειδί για το λαβύρινθο της συνείδησής μας. Επιμέλεια αφιερώματος: Γιάννης Ν. Μπασκόζος
16/αψιερωμα
Κ&ΐββίνα Κέη
Χένρυ Τζαίημς: η ζωή και to έργο του
VmiUji % W 0 b : jfajikmc6, Vrii
Ο Χένρυ Τζαίημς, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1843, στη Ν. Υόρκη, από μια εύπορη οικογένεια διανοουμένων. Ο πατέρας του ήταν ένας εκκεντρικός φιλόσοφός, οπαδός της διδασκαλίας του Swedenborg πού πίστευε ότι 0 'Θεός είναι αγάπη κάι Σωφροσύνή, ενώ ο παράδεισός κι η κόλασή δεν Φ /αι σπαρΚ ϊό ί Υόπόι άλλά φϋ^ιλτές Κατάστάσετς. μεγαλύτερος αδελφός του συγγραφέα, Γουίλιαμ, καθηγήτής φίλοσόφΐά'ς Και ψοχόλόγΐας σ ΐό Χάρ$ν(>ντ, ύπηρζε τόύ φιλο σοφικού έργου του Π ηρς και ο σημαντικότερος μαζί με τον Τξ. Κτΐοαη <18ς5^-1^52> εκπ μόόώ π ός του π ρ α γμ ατισ μο ύ.1 Η οικογένεια τόύ σύ^Μ ζε *σε ΐ&ΐόλόύς
φόυτουρισίών, μέλη τής Ομάδας ΐόύ BrOokP Οι επαφές αυτές άφησαν Ϋα σημάδια τούς στον νε'άβό Τζαίημς που, Κό\ύ άργόΐερα’, κάΐώ 'από το βάρος Μ ν κοινώΝλκών 'βύγΧράΰΰε-
F arm .1
ων της δεκαετίας ’70-’80, θα κα ταπια στεί με την ανάλυση των κοινωνικών κινημάτων της εποχής ¥σο \Ϋ1ριγκΓπί<&ά % & & $& & & , 1*90).
αφιερωμα/17 Ό τα ν ο Χένρυ έγινε 12 χρονών, ο πατέρας του, θέλοντας τα παιδιά του να πάρουν μια ευρωπαϊ κή κουλτούρα και παράλληλα να μάθουν καλά γαλλικά και γερμανικά, εγκαταλείπει τον Νέο Κόσμο για χάρη του Παλιού. Τα χρόνια που ακο λουθούν ως το 1859 κάνουν το γύρο της Ευρώπης ταξιδεύοντας στην Ελβετία, Αγγλία, Γαλλία, Ι ταλία και Γερμανία. Ο Χένρυ και τ’ αδέρφια του υποχρεώνονται σε ατέλειωτες ώρες επισκέψεων σε μουσεία, πινακοθήκες και θέατρα. Η πρωτότυπη αυτή εκπαιδευτική μέθοδος μπο ρεί ν’ άφησε ελλιπή τη σχολική εκπαίδευση των παιδιών, οπωσδήποτε όμως πρέπει να όξυνε την παρατηρητικότητά τους και συνέτεινε ταυτόχρο να στο ν’ αποκτήσουν μια πλατιά αν και μησυστηματική γνώση της ευρωπαϊκής παράδοσης και κουλτούρας. Επιστρέφοντας με την οικογένειά του στην Α μερική, ο X. Τζαίημς γράφεται στη Νομική Σχο λή του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, την οποία όμως δεν πρόκειται ποτέ να τελειώσει αφού η λο γοτεχνία τον έχει πλέον οριστικά κερδίσει. Τα πρώτα του διηγήματα που δημοσιεύονται από το 1865 σ’ εφημερίδες και περιοδικά, όπως η «Atlantic Monthly», «North American Review», «Galaxy» και «Nation», συναντούν την επιδοκι μασία της κριτικής. Ως το 1875 πραγματοποιεί αλλεπάλληλα ταξί δια στην Ευρώπη προβληματιζόμενος για το πού πρέπει τελικά να εγκατασταθεί προ,κειμένου ν ’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο συγγραφικό του έρ γο. Στα 1876 αποφασίζει επιτέλους να εγκατα σταθεί οριστικά στην Αγγλία.
------- Χρονολόγιο Χένρυ Τζαίημς
Ό λ ο αυτό το διάστημα ο Τζαίημς γράφει, πα ρατηρεί, ανακατεύεται σε λογοτεχνικούς κύ κλους, αλληλογραφεί, ασχολείται με τη λογοτε χνική κριτική κι έρχεται σ’ επαφή με μερικούς α πό τους σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του, όπως ο Μπρόουνινγκ, Ρ.Λ . Στήβενσον, ο Ρ. Κίπλινγκ, ο Α. Ντωντέ, ο Τουργκένιεφ, ο Ζολά, ο Ουέλς, ο Κόνραντ, κ.ά. Ο εγκυρότερος βιογράφος του Τζαίημς, ι. Έντελ, διακρίνει τη συγγραφική δραστηριότητα του συγγραφέα σε τρεις περιόδους. Η πρώτη περίοδος εκτείνεται απ’ το 1871 έως το 1881 και περιλαμβάνει έργα όπως «Φρουρός και Φρουρά» (1871), «Ρόντερικ Χάτσον», (1875), «Ο Αμερικάνος» (1877), «Οι Ευρωπαίοι» (1878), «Ντέιζυ Μίλλερ» (1878), «Διεθνές Επεισόδιο» (1879), «Εμπιστοσύνη» (1879), «Πλατεία Ουάσιγκτον» (1880), «Το Ημερολόγιο ενός Πε νηντάρη» (1880), «Το πορτραίτο μιας κυρίας» (1881). Στα μυθιστορήματά του αυτά της πρώτης πε ριόδου τα θέματά του είναι διεθνή. Εκτυλίσσο νται κυρίως στους μεγαλοαστικούς χώρους της Ευρώπης και της Αμερικής και αφορούν τις σχέ σεις αλλά και τις αντιθέσεις ανάμεσα στο ευρω παϊκό και το αμερικανικό ήθος, ανάμεσα στον Παλιό και το Νέο Κόσμο. Στον «Αμερικάνο», από τα πιο γνωστά και α ντιπροσωπευτικά δείγματα αυτής της περιόδου, περιγράφεται η σύγκρουση ενός νεαρού νεόπλου του και φιλελεύθερου Αμερικανού με το αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον μιας παλιάς γαλλι κής οικογένειας, νοσταλγών των Βουρβώνων κι
(1843-1916) 1897:
1843:
Γεννιέται ο Χένρυ Τζαιημς, στη Νέα Υόρκη (15 Απριλίου). 1862: Σπουδάζει νομικά στο Χάρβαρντ. Γράφει διη γήματα και κριτικές βιβλίου. 1864: Γνωρίζει τον Γ. Ντ. Χάουελς, αρχισυντάκτη του «Atlantic». 1968: Η εφημερίδα «Nation» τον ονομάζει «καλύτε ρο διηγηματογράφο στην Αμερική». 1869-70: A Passionate Pilgrim. Watch and Ward. 1872-74: Ταξιδεύει στην Ευρώ πη. Roderick H udson («Ο Γλύπτης»).
1875: 1878:
1881:
1886: j 888; 1889: 1895;
Εγκαθίσταται στο Παρίσι. The American («Έ νας Αμερικανός»). Daisy Miller («Ντέιζυ Μίλλερ»). The Europeans («Οι Ευρωπαί οι»). Washington Square («Η Κληρονόμος»). The Portrait o f a Lady. An International Episode. A Bundle o f Letters. The Point o f View («Η οπτι κή γωνία»). The Princess Casamassima The Aspern Papers («Τα Χαρτιά του Ά σπερν»). The Tragic M use The Other House
1898:
1899: 1901:
1902: 1904: 1907: 1910:
1916:
The Spoils o f Poynton. What Maisie Knew. In the Cage. The Turn o f the Screw («Το Στρίψι μο της Βίδας») The A wkward Age The Ambassadors («Οι Πρεσβευτές»). Δημο σιεύεται το 1903. The Wings o f Dove The Golden Bowl («To Χρυσό Κύπελλο»). The American Scene Αυτοβιογβαφικά: A Small Boy and Others. Notes o f a Son and Brother. The Middle Years. Ατέλειωτα: The Ivory Tower. The Sense o f the Past. Πεθαίνει στις 28 Φε βρουάριου του 1916.
18/αφιερωμα α π ’ τα τελευταία υπολείμματα της «noblesse d’epee». Το καλύτερο όμως έργο του Τζαίημς αυτή την πρώτη δεκαετία, θεωρείται το «Πορτραίτο μιας Κυρίας». Εδώ, στο πρόσωπο της 'Ιζαμπελ Ά ρ τσερ, περιγράφεται η ζωή κι ο θάνατος της Μαίρης Ταμπλ, ξαδέρφης του συγγραφέα, που πέθανε από φυματίωση σε ηλικία μόλις 24 χρόνων. Ο Τζαίημς είναι ίσως ο πρώτος που σπάζοντας τη βικτωριανή παράδοση, προσπαθεί να δη μιουργήσει έναν νέο τύπο μυθιστορήματος θεω ρητικά θεμελιωμένου. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει έργο μεγάλης λογοτεχνικής αξίας που να μη στηρίζε ται σε θεωρητικό υπόβαθρο. Οι κοινωνικές μετα βολές που συντελούνται την ίδια περίοδο στην Ευρώπη και την Αμερική, η επαφή του με τα με γάλα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα, κι ιδιαί τερα αυτό του νατουραλισμού, καθώς κι η επί δραση της πραγματιστικής θεωρίας που ιδιαίτε ρα αναπτύχθηκε α π ’ τον αδερφό του Γουίλιαμ, τον ώθησαν σε θεωρητικές επεξεργασίες των ο ποίων τα συμπεράσματα προσπάθησε με ιδιαίτε ρη επιμονή να προβάλει στα μυθιστορήματά του. Τζαίημς επιμένει ιδιαίτερα στην έννοια της οργανικής ενότητας, της ενότητας του ύ φους, η οποία, όμως, πρέπει μ’ έναν τρόπο να συμβιβάζεται και με τη φαινομενικά αντίθετή της έννοια της ποικιλίας, αυτό που ονομάζεται «ποικίλία της ατομικής αυταπόκρισης ή αλλιώς υπο κειμενικότητα». Γράφει ο Τζαίημς: «Και αυτός και ο διπλανός του παρακολουθούν το θέαμα, αλλά ο ένας βλέ πει περισσότερα πράγματα, εκεί* που ο άλλος βλέπει λιγότερα, ο ένας βλέπει μαύρο εκεί που ο άλλος βλέπει άσπρο, ο ένας βλέπει κάτι το σπου δαίο εκεί που ο άλλος βλέπει κάτι το μηδαμινό, ή κάτι το χυδαίο εκεί που άλλος βλέπει κάτι το εξαίσιο». Αυτός βέβαια ο υποκειμενισμός, όπως και ο ί διος ο συγγραφέας παραδέχεται, θέτει για τον κάθε παρατηρητή επείγοντα προβλήματα στον καλλιτέχνη που έγνοια του είναι η ενότητα.2 Το αν βέβαια ο Τζαίημς καταφέρνει να λύσει αυτή την αντίφαση, θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα μιας ολόκληρης μελέτης. Γεγονός πάντως είναι ότι καταφέρνει να ξεφύγει α π ’ τη βικτωριανή ηθικολογία και τη συμβατι κότητα του μικροαστικού μυθιστορήματος της Τ. Ώ στεν, του Θάκεραιΰ και της Τ. Έ λιοτ. Α πο φεύγει όσο μπορεί τον διδακτικό τόνο και καταρ γεί την προσωπική ανάμιξη του συγγραφέα των βικτωριανών έργων περιοριζόμενος στο ρόλο του απλού παρατηρητή. Α π’ το 1885 ώς το 1895, ο Τζαίημς ακολουθώ ντας τη νατουραλιστική μέθοδο γράφει μια σειρά έργων όπως οι «Βοστωνέζοι» (1886), η «Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα» (1890), και η «Τραγική Μού
Ο
σα» (1890). Ενδιάμεσα, εκδίδει τα έργα: η «Πο λιορκία του Λονδίνου» (1883), «Ιστορίες τριών Πόλεων» (1884), «Πανδώρα» (1884), «Ανταυγαστήρας» (1888), «Λουίζα Πάλλαντ» (1888), ο «Ψεύτης» (1889), «Παταγωνία» (1889). Τη δεύτερη αυτή περίοδο της συγγραφικής τδυ δραστηριότητας, ο Τζαίημς αποσπάται απ’ τα κοσμοπολίτικα θέματά του για να στραφεί στην ανάλυση των κοινωνικών και πολιτικών ρευμά των της δεκαετίας 1870-1880. Αυτή την ίδια περίοδο στις Η .Π.Α. αρχίζει ν’ αναπτύσσεται ένας ιδιαίτερος «εθνικός» νατου ραλισμός με όψη αρκετά διαφορετική απ’ αυτή του ευρωπαϊκού. Εδώ το ρεύμα αυτό συνδέεται ακόμη περισσό τερο με κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Η οξεία μορφή που παίρνουν οι κοινωνικές αντι θέσεις, ιδιαίτερα μετά τον τερματισμό του Εμφυ λίου Πολέμου (1865) και τον θρίαμβο του βιομη χανικού καπιταλισμού, καθώς και η απογοήτευ ση με την κατάρρευση του αγροτικού μύθου, δί νουν στον αμερικανικό νατουραλισμό μια ιδιαί τερη μορφή.3 Την ίδια εποχή στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γαλλία και τη Γερμανία, η εργατική τάξη αφυ πνίζεται κι εξεγείρεται. Αν και κατά βάθος ο Τζαίημς παραμένει πάντα ένας συντηρητικός, τα κινήματα της εποχής του δεν τον αφήνουν αδιά φορο. Προσπαθεί να τα προσεγγίσει και να τα α ναλύσει.4 Η ελλιπής όμως γνώση και της επανα στατικής δραστηριότητας και των επαναστατι κών ομάδων της εποχής, καθώς και το γεγονός ότι το ενδιαφέρον του το συγκεντρώνουν όχι τα ί δια τα κινήματα, ούτε και η συμπεριφορά μιας τάξης σαν τάξη, αλλά τα πρόσωπα και οι χαρα κτήρες, όλ’ αυτά δεν τον αφήνουν ν’ αξιοποιήσει ολόκληρο το δημιουργικό του ταλέντο και να προχωρήσει πιο βαθιά από μια κάπως αποσπα σματική ανάλυση. Ας σημειωθεί επίσης, ότι την ίδια αυτή περίοδο γράφει ένα απ’ τα σημαντικότερα θεωρητικέ του κείμενα, την «Τέχνη της Μυθοπλασίας» (18S4). στόσο η αλλαγή στη θεματολογία των μυθι στορημάτων του Τζαίημς, τον απομακρύνει απ’ το πλατύ κοινό. Έτσι, προκειμένου να ξανακερδίσει τη χαμένη του δημοτικότητα και πιστεύοντας ότι γνωρίζει καλά τους κανόνες της γαλλικής δραματουργίας - το αγγλικό θέατρο το περιφρονούσε - γράφει ανάμεσα στα 1890-’95 επτά θεάτρικά έργα. Κανέ να όμως δεν είχε επιτυχία κι έτσι ο Τζαίημς, απο γοητευμένος και ταπεινωμένος, εγκαταλείπει ο ριστικά στα 1895 τη δραματουργία. Ακολουθεί ανάμεσα στα 1895-1900 μια περίο δος όπου ο Τζαίημς ασχολείται κυρίως, με μυθι στορήματα μικρότερης έκτασης, όπου το φαντα στικό στοιχείο είναι το κυρίαρχο: «Ο Θάνατος
Ω
αφιερωμα/19 του Λιονταριού» (1895), «Τα Μεσαία Χρόνια» (1895), «Η επόμενη φορά» (1896), «Οι Φίλοι των Φίλων» (1896), «Τι Ή ξερε η Μέιζυ» (1897), «Ο Μαθητής» (1898), «Η στροφή της Βίδας» (1898), «Η Αχαρη Ηλικία» (1899), «Ευρώπη», (1900), «Οι Φτερούγες του Περιστεριού» (1900), «Οι Πρεσβευτές» (1903), «Το Χρυσό Κύπελλο» (1904), «Η Κραυγή» (1911), «Ο Φιλντισένιος Πύρ γος» (ατέλειωτο, 1917), «Η αίσθηση του Παρελ θόντος» (ατέλειωτο, 1917). Το «Τι ήξερε η Μέιζυ», σηματοδοτεί τη στροφή, του Τζαίημς στον Μοντερνισμό. Ο Τζαίημς απο γοητευμένος απ’ την ήττα των κοινωνικών κινη μάτων της εποχής του, αλλά και φανερά επηρεα σμένος από την πραγματιστική θεωρία του αδερ φού του Γουίλιαμ, στρέφεται σχεδόν ολοκληρω τικά στον υποκειμενισμό, στο «παιχνίδι» των ε ντυπώσεων και των εμπειριών, της συνείδησης και της ενόρασης. Εδώ, όπως και στις «Φτερού γες του Περιστεριού», η έννοια της εμπειρίας παίζει σημαντικό ρόλο. Γνωρίζουμε τον κόσμο μέσα από την εμπειρία. Α λλά η έννοια της εμπει ρίας για τον πραγματισμό είναι τόσο ευρεία ώστε ν’ αγκαλιάζει τα όνειρα και τις ψευδαισθήσεις μας, τη θρησκευτική έκσταση και τις φαντασιώ σεις μας. Τα πράγματα που αποτελούν το υλικό της εμπειρίας είναι προϊόντα των δικών μας υπο θέσεων και η πραγματικότητα τελικά παίρνει τη μορφή που εμείς θέλουμε να της δώσουμε. Έ τσι ο Τζαίημς, ιδιαίτερα με τα τελευταία του μυθιστορήματα, ανάμεσα στα οποία τα σημαντι κότερα εκτός από το «Τι ήξερε η Μέιζυ» και τις «Φτερούγες του Περιστεριού», είναι οι «Πρε σβευτές» και το «Χρυσό Κύπελλο», κάνει μερικά σημαντικά βήματα προς τον Μοντερνισμό. Αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας του έργου του Τζαίημς είναι ότι κληρονόμησε στο'κοινό του ένα έργο που, «για άλλους είναι μια σημαντική
συνεισφορά στην επέκταση του ρεαλισμού και στην ανάπτυξη του κοινωνικού και ηθικού μυθι στορήματος, ενώ για άλλους το βασικό του στοι χείο είναι η συνεισφορά του στον μοντερνισμό, η μετατροπή του ρεαλισμού σε κάτι διαφορετι κό».5 Ο Τζαίημς έγραψε συνολικά 20 μυθιστορή ματα, 100 διηγήματα, δοκίμια, μελέτες, και κριτικές. Ανάμεσα στα θεωρητικά του έργα ξεχωρίζουν «Η Τέχνη της Μυθοπλασίας» (1884), «Γάλλοι ποιητές και πεζογράφοι» (1878), «Σημειώσεις για συγγραφείς» (1914), «Το μάθημα του Μπαλζάκ» (1905). Έγραψε επίσης οδοιπορικά έργα όπως «Έ να ς μικρός γύρος της Γαλλίας» (1884), «Αγ γλικές ώρες» (1905), «Ιταλικές ώρες» (1909). Στις 25 Ιουνίου του 1915 κι ενώ ο Α' Παγκόσμιος Π όλεμος έχει ήδη ξεσπάσει πολιτογραφείται Ά γ γλος, δείχνοντας έτσι την αφοσίωσή του στην Αγγλία. Θα πεθάνει στις 28 Φεβρουάριου του 1916 ξεχασμένος και θα χρειαστούν τέσσερα ο λόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του για να ξανάρθει στο κέντρο του ενδιαφέροντος της κριτι κής με τη δημοσίευση των «Επιστολών» του. Σήμερα που ο Τζαίημς, απ’ τα πιο «χαϊδεμένα παιδιά» της κριτικής, συγκατελέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής του, μοιάζει να επαληθεύεται η φράση ότι «κάπο τε ολόκληρο το θαμμένο και ξεχασμένο θ’ αποτινάξει με μιας την ταφόπετρα που το σκεπάζει».*1 Σημειώσεις 1. Encycopedie de la Pleiade. Ιστορία της Φιλοσοφίας 19ος-20ός αι. Αθήνα, 1979, σελ. 177, 178. 2. Paul Faulkner, Μοντερνισμός, εκδ. Ερμής, σελ. 25. 3. Εφαρμόζοντας όχι πάντα με επιτυχία τον νατουραλιστικό ντετερμινισμό. 4. L. Furst και Ρ. Skrine, Νατουραλισμός, εκδ. Ερμής. 5. The Modern American Novel, Modernity and Modernism. 1900-1912.
20/αφιερωμα
Έ ζρ α Π άουντ
Σύντομο σχόλιο Ίσως πουν ορισμένοι ότι το έργο του είχε ολοκληρωθεί κατά τρόπο εξαιρε τικό. Οτι πρόκειται για έργο μνημειώδες, βαρύ φορτίο για τους ώμους ενός ανθρώπου. Εργασία αρκετή για να καλύψει δύο ζωές αν και θα μπορούσε να μας είχε δώσει για μερικά χρόνια ακόμη προϊόντα γραφής του. Ίσως η δημιουργικότητά του να είχε ατονήσει.
Ι
σως να μην παρήγαγε ένα άρτια δομημένο βι βλίο αν και θα ξεχώριζαν εδώ και εκεί ενδια φέρουσες παράγραφοι. Ή θα μας προσέφερε του λάχιστον, συνομιλία, υπέροχη συνομιλία. Και αν δεν γινόμασταν αυτήκοοι μάρτυρες αυτής της συνομιλίας θα γνωρίζαμε ότι κάπου διεξάγεται. Το επιβλητικό κεφάλι, το αργό σήκωμα του χε ριού, Gli occhi onesti e tardi, οι φράσεις του βαλ μένες η μία δίπλα στην άλλη να συνθέτουν περί τεχνες προτάσεις, η αστραπιαία δηκτικότητα, οι παύσεις, η ελαφρά τρεμάμενη παραινετική χειρο νομία που συνοδευόταν από τα λόγια «πε-ππερίμενε.λίγο, περίμενε λίγο, κάτι θα γίνει». Με γάλα λόγια και αγαθότητα και το βάρος τόσων χρόνων επιμελούς, αδιάκοπου μόχθου και λεπτο μερειακής παρατήρησης είναι παρόντα για να ε μπλουτίσουν ανά πάσα στιγμή την κουβέντα. Αυ τή την κουβέντα που είχα ακούσει ελάχιστα, αλ λά παρ’ όλα αυτά θα μου μείνει αλησμόνητη. Ο Χένρυ Τζαίημς διέθετε εκείνο το παράξενο χάρισμα να εμπνέει συμπάθεια σε ανθρώπους που μόλις τον γνώριζαν, ακόμη και σε πολλούς
που δεν τον είχαν δει ποτέ, που τον γνώριζαν μό νο από δεύτερο χέρι. Ό ποιος δεν έζησε και από τις δύο πλευρές του Α τλαντικού αδυνατεί να αξιολογήσει σωστά τον Χένρυ Τζαίημς· ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας χρονικής περιόδου. Γράφουν οι Ti mes: «Οι Αμερικανοί θα καταλάβουν το λόγο για τον οποίο άλλαξε την εθνικότητά του», ή κάτι παρόμοιο. Οι Αμερικανοί δεν θα καταλάβουν τί ποτε απολύτως σχετικά με το θέμα. Δεν έχουν καταλάβει τίποτε. Ούτε καν γνωρίζουν τί έχα σαν. Δεν σταμάτησαν ούτε πέντε λεπτά να συλ λογιστούν τη σημασία της τελευταίας του δημό σιας πράξης. Αφού επί ένα χρόνο εργάσθηκε ακατάπαυστα, έγραψε επιστολές, ανέπτυξε επι χειρήματα, πάσχισε με κάθε τρόπο να φέρει την Αμερική προς την πλευρά του πολιτισμού, πέθανε από αποπληξία. Προς την πλευρά του πολιτι σμού - του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας, του πολιτισμού, όχι της Ουτοπίας, όχι προς την πλευρά μιας χώρας ή χωρών όπου το δίκαιο επι κρατεί πάντοτε μέσα σε έξι εβδομάδες! Αφού α-
αφιερωμα/21
Ουίλιαμ Χόγκαμθ: Ο γάμος της μόδας. Λονδίνο, Εθνική Πινακοθήκη (λεπτο μέρεια)
φιέρωσε μία ολόκληρη ζωή στην προσπάθεια αλ ληλοκατανόησης μεταξύ δύο ηπείρων, στην προ σπάθεια - και μόνον οι σκεπτόμενοι αναγνώ στες του είναι δυνατόν να αντιληφθούν πόσο είχε προσπαθήσει - να κάνει τρία έθνη να κατανοή σουν το ένα το άλλο. Έ χω απαυδήσει να ακούω μικρότητες όσον αφορά το ύφος του Χένρυ Τζαίημς. Το θέμα έχει συζητηθεί επαρκώς όσον αφο ρά τον ελάσσονα Τζαίημς. Δεν έχω ακούσει, ω στόσο, λέξη σχετικά μέ τον μείζονα Τζαίημς, τον εχθρό της τυραννίας: Το ένα μετά το άλλο τα πρώιμα έργα του εναντιώνονται στην καταπίεση, εναντιώνονται σε κάθε αποκρουστική, ευτελή συντριπτική καταπίεση του ατόμου, εναντιώνο νται στην κυριαρχία της σύγχρονης ζωής. Και ό λ’ αυτά χωρίς να τα έχει επεξεργαστεί στα πρότυπα της ελληνικής τραγωδίας. Χωρίς να χαρακτηρί ζονται «έπη» ούτε εκείνος «Αισχύλος». Οι εκρή ξεις στο έργο «Η Τραγική Μούσα», ολόκληρο «Το Στρίψιμο της Βίδας» αναφέρονται στην αν θρώπινη ελευθερία, την προσωπική ελευθερία, τα δικαιώματα του ατόμου ενάντια σε κάθε είδους απροσδιόριστη δουλεία.1 Το πάθος, το ασίγαστο πάθος της ελευθερίας σ ’ αυτόν τόν άντρα, ο ο ποίος, όπως υποστηρίζουν οι ανόητοι, δεν «αι σθανόταν». Ποτέ δεν συνάντησα συναισθηματι κό άνθρωπο, εναντίον του οποίου να μην ύψωσαν οι ηλίθιοι αυτή την κραυγή. Και ο ευγενής μόχθος, ο μόχθος της μετάφρα
σης, ο μόχθος να κάνει την Αμερική κατανοητή, να κάνει εφικτή την προσέγγιση των ατόμων πέ ρα από τα εθνικά σύνορα. Πιστεύω ότι το μισό α μερικανικό ιδίωμα έχει καταγραφεί στο έργο του Χένρυ Τζαίημς, και ολόκληρες δεκαετίες αμερι κανικής ζωής που άλλως, θα είχαν χαθεί εντε λώς. Θα είχαν καταστραφεί, θα σήπονταν μέσα στις όχι καλά κλεισμένες γυάλες της κακής γρα φής, της εσφαλμένης γραφής. Κανένας Ά γγλ ο ς αναγνώστης δεν θα μάθει ποτέ πόσο καλά πα ρουσιάζει τη Νέα Υόρκη και τη Νέα Αγγλία· κα νείς απ’ αυτούς που δεν συναντούν τους φίλους ή τη γιαγιά τους στις σελίδες των αμερικανικών βι βλίων. Ολόκληρη η σημαντική διαδικασία αποτί μησης και στάθμισης, η έρευνα σχετικά με τη ση μασία της εθνικότητας, Γαλλικής, Αγγλικής, Α μερικανικής. Κανείς δεν φαίνεται να ομιλεί περί αυτών. «Μια ασυνήθιστη ηλικιωμένη γυναίκα, ένας α πό τους λίγους ανθρώπους που κάνουν πράγματι κάτι καλό». Ναι, υπήρχαν οι αράχνες της εμπειρογνωμοσύνης κ .τ.λ ., αλλά τι σημασία έχουν; Κάποιος βλάχος γράφει στην εφημερίδα του χω ριού του, όπω ς είχε γράψει νωρίτερα ο Henley: «Το υλικό του Τζαίημς ήταν ανάξιο λόγου». Ο Henley έχει σχεδόν τελείως εξαφανιστεί.
Η
Αμερική δεν έχει ακόμη συνειδητοποιήσει ότι κανείς από τους μεγάλους άνδρες της,
22!αφιέρωμα σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της δεν εγκατέλειψε ποτέ την υπηκοότητά του λόγω ντροπής. Ή ταν η τελευταία πράξη - το τελευταίο που έμελλε να γίνει. Ό λη του τη ζωή είχε δουλέψει για το έθνος και επί ένα έτος είχε εργασθεί για την εθνική υπόληψη. Κανένας άλλος Αμερικανός δεν υπήρξε αρκετά σημαντικός ώστε η μεταβολή της πίστης του προς το κράτος να αποτελέσει διεθνές γεγονός: Κανένας άλλος Αμερικανός δεν θα είχε τύχει αυτής της δημόσιας υποδοχής. Η Α μερική τα παραβλέπει αυτά τα πράγματα, αλλά ο σκεπτόμενος άνθρωπος αδυνατεί να τα παρα βλάψει. Ο Αρμαγεδών, η σύγκρουση; Περνώ στο έργο του Τζαίημς « Έ να πακέτο επιστολών»: Μια επι στολή από τον “ Dr Rudolph Staub” στο Παρίσι, η οποία καταλήγει ως εξής: «Θα δικαιολογήσετε, νομίζω, την πεποίθησή μου ότι η αγγλόφωνη οικογένεια μέλλει να ανα λωθεί ανάμεσα στη ραγδαία φθορά και τις αδελφοκτόνες έχθρες και ότι παράλληλα με την πα ρακμή της θα λάμψει η προοπτική της γενικής εξάπλωσης, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμέ νως, για τα παιδιά της πάτριας γης με τη στεντό ρεια φωνή!» Μέχρι σήμερα έχουμε ακούσει πληθώρα παρό μοιων λό γω ν ηχούν πολύ φυσιολογικά. Η δική μου έκδοση του τόμου που περιείχε τα εν λόγω γράμματα τυπώθηκε το 1883, και τα φανταστικά γράμματα γράφτηκαν λίγο νωρίτερα. Δεν γνωρί ζω αν αυτό απαιτεί σχολιασμό. Ο Χένρυ Τζαίημς αντιλήφθηκε την εξέλιξη των πραγμάτων τριά ντα χρόνια πριν από τον Αρμαγεδώνα. Τούτο θέ λω απλώς να επισημάνω. Ο Φλωμπέρ είπε για τον πόλεμο του 1870: «Α ν είχαν διαβάσει την "Αισθηματική Αγωγή” μου, δεν θα είχε συμβεί κάτι παρόμοιο». Οι καλλιτέχνες είναι οι κεραίες της φυλής, εντούτοις οι άξεστοι ποτέ δεν θα μά θουν να εμπιστεύονται τους μεγάλους καλλιτέ χνες τους. Καθήκον του καλλιτέχνη είναι να βοη θήσει την ανθρωπότητα να αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της: Στην προκειμένη περίπτωση αυ τό συνετελέσθη, γράφτηκαν οι σελίδες της διά γνωσης. Το πλήθος των βαριεστημένων ηλιθίων δεν θα μάθουν να διακρίνουν το δεξί από το αρι στερό τους χέρι, ούτε θα αναζητήσουν το βαθύτε ρο νόημα. Είναι πάντοτε εύκολο να αποδοκιμάζει κανείς εκείνο το οποίο δεν προσπάθησε να κατανοήσει. Δεν είναι μέσα στις προθέσεις μου να συγγράψω μονογραφία διεξοδικής κριτικής, θα ήθελα, ω στόσο, να υποστηρίξω δυο πράγματα, τα οποία δεν είδα στα δοκίμια των βιβλιοκριτικών. Πρώ τον, ότι στο μίσος του Χένρυ Τζαίημς για την τυ ραννία υπάρχει συναισθηματικό μεγαλείο: Δεύ τερον, ότι υπάρχει τιτάνιο μέγεθος, βάρος, στις μάζες που συγκρούονται μέσα στο έργο του. Οι δυνάμεις που χρησιμοποιεί δεν είναι στο ε
λάχιστο λιγότερο ισχυρές από την περίφημη «πτώση του οίκου» (των Ατρειδών): Πεπρωμένο, από μηχανής θεός, μεγαλειώδης παραδοσιακή τέχνη. Η τέχνη του υπήρξε μεγάλη σε αντιπαρά θεση με την υπερβολικά περίτεχνη ή την υπερβο λικά εκλεπτυσμένη τέχνη και αυτό οφείλεται στις σημαντικές συγκρούσεις που περιγράφει. Στα βιβλία του παρουσίασε ανυποχώρητες τη μια φυλή εναντίον της άλλης. Στον «Αμερικάνο» πα ρουσίασε τα ουσιώδη Αμερικανικά ή Αγγλικά ή Γαλλικά χαρακτηριστικά, τη διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου έθνους. Ό χ ι σημαίες που κυματίζουν και συνθήκες. Ό χ ι τους μηχανι σμούς της κυβέρνησης, αλλά τον λόγο για τον ο ποίο εκδηλώνονται πάντοτε παρεξηγήσεις, τον λόγο που οι άνθρωποι διαφορετικής φυλής δεν εί ναι οι ίδιοι. Έ χουμε πάψει να πιστεύουμε ότι κατακτήσα με τίποτε από τη γιγαντιαία «βόλτα» που έκανε ο Μέγας Α λέξανδρος στα βάθη της Ινδίας. Γνω ρίζουμε ότι οι κατακτήσεις γίνονται στο εργα στήριο, ότι ο Κιουρί κάνει κατακτήσεις με τα α πειροελάχιστα μόρια των πραγμάτων που διακρίνονται καθαρά στους δοκιμαστικούς σωλή νες, μέσα σε παράξενες συσκευές. Κατά τον ίδιο τρόπο, σ ’ αυτά τα μυθιστορήματα ανακαλύπτο νται και τίθενται σε λειτουργία τα ουσιώδη χαρα κτηριστικά που συνθέτουν τα εθνικά χαρακτηρι στικά. Αποσαφηνίζονται οι θεμελιώδεις αντιθέ σεις. Κανένας άλλος δεν μόχθησε όσο εκείνος για τη δημιουργία μέσων επικοινωνίας. Το σύνο λο της υψηλής τέχνης αποτελεί αγώνα για επικοι νωνία. Οτιδήποτε εναντιώνεται σ’ αυτήν την επι κοινωνία είναι εκ του πονηρού, ασχέτως αν πρό κειται για φυλετικά στερεότυπα ή για δασμολογι κά εμπόδια. Και η επικοινωνία αυτή δεν αποτελεί ισοπέδωση, ούτε εξάλειψη των διαφορών. Αποτελεί ανα γνώριση των διαφορών, του δικαιώματος στις διαφορές, του ενδιαφέροντος για διαπίστωση των διαφορών. Η κουλτούρα είναι μια αθλιότητα, η φιλολογία είναι μια αθλιότητα· κάθε καταπιεστική εκπαί δευση που επιχειρεί την ομοιομορφία καταδικά ζεται με βδελυγμία. Μετάφραση: Εύη Μακρυγιάννη*1 Σημειώσεις 1. Αυτό ισχύει, παρά τα όσα μπορούν να ειπωθούν για τη μανία του με το κοινωνικό status, και τον κοινωνικό τόνο. Φυσικά δεν υπαινίσσομαι πολιτικές θέσεις, από τις οποίες ο X. Τζ., πιστεύουμε, εξαιρείτο. Αυτό που πολεμά είναι η «επιρροή», η καταπίεση της οικογένειας, η καταπίεση μιας προσωπικό τητας πάνω σε μια άλλη· όλα αυτά θεωρούνται σε ύψιστο βαθμό καταραμένα, μισητά, απεχθή. Ο σεβασμός του περι βάλλοντος του ατόμου, αποτελεί ίσως ανακάλυψη της γε νιάς μας- αμφιβάλλω· αν και φαίνεται να υποστηριζόταν για αρκετό καιρό σε ορισμένες περιοχές.
αφιερωμα/23
Τ .Σ . Έ λ ιο τ
Μια πρόβλεψη Whistler: Στο πιάνο, 1859
Ο Χένρυ Τζαίημς είναι ένας συγγραφέας δύσκολος για τους Άγγλους ανα γνώστες επειδή είναι Αμερικανός. Και δύσκολος για τους Αμερικανούς επει δή είναι Αγγλος. Επιπλέον δεν γνωρίζω αν μπορεί εντέλει να γίνει κατανοη τός από τους υπόλοιπους αναγνώστες. Από την άλλη, ο εξόχως ευαίσθητος αναγνώστης που δεν είναι ούτε Αγγλος, ούτε Αμερικανός, ενδέχεται να παραμείνει αποστασιοποιημένος, πράγμα που αποτελεί πλεονέκτημα. ο βέβαιο είναι ότι τα βιβλία του Τζαίημς α πο τελούν ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Θα πρέ πει κανείς να τα διαβάσει όλα προκειμένου να αντιληφθεί τουλάχιστον, ταυτόχρονα, την ενότη τα και την εξέλιξη. Η σταδιακή ανάπτυξη και η θεμελιώδης πνευματική ταυτότητα είναι εξίσου σημαντικές και δίνουν και οι δύο το ίδιο μάθημα. Ο Τζαίημς είχε στην Αγγλία τη συνηθισμένη τύχη εκείνων που μίλησαν απερίφραστα για τη σημασία της τεχνικής. Η τεχνική του εγκω μιάστηκε με το είδος των επαίνων που αποδίδο νται συνήθως σε κάποιο άχρηστο, άσχημο, επι δέξια κατασκευασμένο ξυλόγλυπτο που απαίτη σε πολύ χρόνο για να γίνει, αλλά κατηγορείται ε πειδή δεν πέτυχε να κάνει τα πράγματα που δεν επιχείρησε ποτέ να κάνει. Δεν ασχολήθηκε με το «χαρακτήρα» με την έννοια που αναμένεται η α πεικόνισή του στο αγγλικό μυθιστόρημα. Οι κρι τικοί του δεν αντιλαμβάνονται ότι ο «χαρακτή ρας» είναι ένας μόνον από τους πιθανούς τρό πους να συλλάβουμε την πραγματικότητα. Αν ή ταν καλύτερος στη διάπλαση χαρακτήρων, θα ή ταν και πιο χοντροκομμένος και θα είχε χάσει την ευαισθησία του ως προς το ιδιαίτερο είδος δε δομένων που αποτελούσαν το «στοιχείο» του. Λί γο βαραίνει το γεγονός ότι καίτοι Α μερικανός, η άποψή του για την Αγγλία - άποψη που μετα βάλλεται συν τω χρόνω - ήταν ρομαντική. Ο ρο μαντισμός του όμως δεν υποδήλωνε ανεπάρκεια όσον αφορά στην παρατήρηση των πραγμάτων που ήθελε να παρατηρήσει. Δεν ήταν ο ρομαντι
Τ
σμός εκείνων που ονειρεύονται επειδή είναι πολύ οκνηροί ή πολύ δειλοί για ν ’ αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα. Πήγαζε μάλλον από την κυ ρίαρχη εμμονή ενός ιδανικού που τον βασάνιζε. Τον διακατείχε το όραμα μιας ιδανικής κοινω νίας. Ε ίδ ε (και όχι φαντάστηκε) τις σχέσεις μετα ξύ των μελών μιας τέτοιας κοινωνίας. Και κανείς τελικά δεν είχε καλύτερη επίγνωση - ή με μεγα λύτερη καλοσύνη ή με λιγότερη πικρία - της διαφοράς μεταξύ πιθανότητας και γεγονότος. Αν το ολοκληρωμένο έργο του δεν κατόρθωσε να το αποδείξει, θα ήταν αδύνατο ν ’ αποτύχουν. («Η αίσθηση του παρελθόντος» και «Ο φιλντισένιος πύργος»). Το παράδειγμα που μας προσέφερε ο Χένρυ Τζαίημς δεν αφορούσε κάποιο στυλ για να το μιμηθούμε. Α λλά μια τόσο μεγάλη ακεραιότητα, έ να τόσο απαιτητικό όραμα ώστε αναγκάστηκε να φτάσει στο ανώτατο όριο φροντίδας και ακρί βειας για σαφή έκφραση. Δ εν μας προσέφερε «ι δέες», αλλά έναν άλλο κόσμο σκέψης και αισθή ματος. Γι’ αυτόν τον κόσμο μερικοί στράφηκαν στον Ντοστογιέφσκι, ορισμένοι στον Τζαίημς. Και τείνω να πιστεύω ότι το πνεύμα του Τζαίημς, με τόσο λιγότερη βία, με τόσο περισσότερη λογι κή και τόσο περισσότερη καρτερικότητα από ε κείνον του Ρώσου, δεν διαθέτει λιγότερο βάθος και είναι πιο ωφέλιμο, πιθανά εφαρμόσιμο στο μέλλον μας.
Μετάφραση: Εύη Μακρυγιάννη
24/αφιερωμα
Γ ιάννης Ν . Μ π α σ κ ό ζο ς
Χένρυ Τζαΐημς: ο ποιητής και ο τεχνίτης
Johan Barthold Jongkind: Το λιμάνι της Αμβέρσας, 1868
Αναζητούμε τον Χένρυ Τζαίημς κάθε φορά που έχουμε ανάγκη τους μεγά λους τεχνίτες και ανανεωτές του μυθιστορήματος. Το έργο του, αλλά και οι παρατηρήσεις, οι δικές του, πάνω στο έργο του αποτελούν το σώμα μιας ι διαίτερης μυθιστορηματικής γραφής που θεμελίωσε το σύγχρονο αμερικανι κό μυθιστόρημα. Σε μια εποχή που κυριαρχούσε η νατουραλιστική καταγρα φή, αυτός συνεχίζοντας το έργο του Ν. Χώθορν επιβάλλει μια καινούρια αντί ληψη για την τέχνη μέσα από μια δική του αφηγηματική μέθοδο που ονόμασε οπτική γωνία («point of view»). ο δεύτερο στοιχείο που προσπόρισε στη σύγ χρονη λογοτεχνία ο Τζαίημς, είναι το ηθικό νόημα, ο ηθικός σκοπός του μυθιστορήματος. Ό χ ι όμως όπως τον αντιλαμβανόταν για παρά δειγμα ο Φρανκ Νόρρις που επιζητούσε το διδα
Τ
κτικό ήθος μέσα σ ’ ένα κοινωνικό μυθιστόρημα, αλλά χειριζόμενος τις οξύτατες κοινωνιολογικές του παρατηρήσεις σαν «ζήτημα προσωπικών σχέσεων ανάμεσα σε μέλη μιας ώριμης και περί πλοκης κοινωνίας», όπως θα σημειώσει ο Φ.Ρ.
αφιερωμα/25 Λήβις. Τρίτο καν όχι λιγότερο σημαντικό στοι χείο είναι ότι τα έργα του Τζαίημς είναι οι ευαί σθητοι καταγραφείς των πολιτιστικών διεργα σιών και αντιθέσεων. Ιδιαίτερα τον κατατρέχει με μια εμμονή, η σχέση του δυτικού πολιτισμού με τον αμερικανικό. Μια σχέση τόσο συμπληρω ματική όσο και αντιθετική, με τόσο οξυδερκείς παρατηρήσεις που έως και σήμερα έχουν θέση στον παγκόσμιο προβληματισμό για τις σχέσεις Ευρώπης και Αμερικής. Κυρίαρχο ερώτημα που τον απασχολεί από το πρώτο του μυθιστόρημα «Ρόντερικ Χ άντσον» είναι ποιος μπορεί να 'ναι ο καρπός από τη σχέση ενός «παλιού και πολύπλο κου πολιτισμού», όπω ς ο Ευρωπαϊκός, με έναν «καινούριο και απλό», όπως ο αμερικανικός. Η Ευρώπη για τον Τζαίημς ενσαρκώνει την ανώτε ρη αισθητική αξία, η οποία δίνει μέσω της τέχνης αξία στην ίδια τη ζωή. Μα πάνω απ’ όλα ο Τζαίημς ήταν ένας ερα στής της ζωής, όχι σαν αναλυτικός, διεισδυτικός καταγραφέας όπως ο Μ παλζάκ - χωρίς να του λείπει κι αυτή η ιδιότητα - αλλά σαν διανοούμε νος που ζούσε πνευματικά την εμπειρία του μετουσιώνοντάς την σε τέχνη και μέσω αυτής δί νοντας ένα ανώτερο αισθητικό νόημα στη ζωή. Αυτός ο μεγάλος στυλίστας αναζητούσε ένα «καλλιτεχνικό πιστεύω» που να υπερβαίνει τη naivete που, κατά τη γνώμη του, χαρακτήριζε τα μυθιστορήματα του Ντίκενς και του Θάκεραιϋ α ναζητώντας όπω ς ο Μπηζεντ - για χάρη των διαφωνιών του μ* αυτόν έγραψε την «Τέχνη της μυθοπλασίας» (Art o f Fiction) - ένα «έργο εξαι ρετικά μεγάλης τέχνης», με το χαρακτήρα δηλα δή του υψηλού. Η ζωή αποκτούσε για τον Τζαί ημς νόημα μέσα από την υψηλή τέχνη. Πίστευε ό τι η ζωή όντας «μια υπέροχη σπατάλη» μπορού σε να γίνει αντιληπτή στη σημαντικότητά της και στην ουσιώδη μορφή της, μέσω της πεζογραφίας.
εντρικός πυρήνας της αφηγηματικής τεχνι κής του X. Τζαίημς είναι η «οπτική γωνία». Πρόκειται για μέθοδο που ακολουθεί ευλαβικά ο Τζαίημς και που έχει παρουσιάσει αναλυτικά στα κριτικά του σημειώματα. «Η οπτική γωνία» δε συμπυκνώνει απλά μια αφηγηματική τεχνική· για τον Τζαίημς είναι κάτι παραπάνω. Περιλαμβάνει δηλ. και την αισθητική, και το καλλιτεχνικό πι στεύω και την κοσμοθεωρία μέσα από τις οποίες εκφράζεται ο καλλιτέχνης. Σχετικά με το σε ποιον αναφέρεται η οπτική γωνία, ο Τζαίημς εν νοούσε κυρίως τον γνώστη - καλλιτέχνη ή ανα γνώστη - ενώ μελετητές του όπω ς ο Percy Lubbock αναφερόταν και στον αφηγητή. Ο Τζαί ημς χρησιμοποιούσε ακόμη τη συμπληρωματική έννοια του «κεντρικού νου» (central Intelligence). Αυτή αναφέρεται στον πρωταγωνιστή απέναντι
Κ
στα γεγονότα, που δεν σχετίζεται με τον αφηγη τή, και που σηματοδοτεί το σύνολο των αντιθέσε ων και αντιφάσεων που εντυπώνονται στο νου του κύριου μυθιστορηματικού προσώπου. Για να κατανοηθούν οι έννοιες της «οπτικής γωνίας» και του «κεντρικού νου» χρειάζεται να προσφύγουμε και στις γενικότερες εννοιακές συλλήψεις του Τζαίημς για τη σχέση μυθιστορή ματος και ζωής. Στο σημαντικό του δοκίμιο «The Art o f Fiction» ορίζει το μυθιστόρημα, κατά την ευρύτερη σημασία του όρου όπως υπογραμμί ζει, ως μια «προσωπική, άμεση εντύπωση της ζω ής. Εδώ, πριν α π’ όλα τ ’ άλλα, βρίσκεται η αξία του η οποία είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη αναλόγω ς προς την ένταση αυτής της εντύπωσης». Ο Τζαίημς είναι ο μελετητής όχι απευθείας της αντικειμενικής πραγματικότητας - που ήταν ως γνω στόν ιδανικό του ρεαλισμού - αλλά της ε ντύπωσης της πραγματικότητας. Φιλοσοφικά βρίσκετα κοντά στον πραγματισμό του Charles Sanders Peirce και του William James. Ο Peirce α κολουθεί τη μεθοδολογική αρχή, σύμφωνα με την οποία οι αντίκτυποι από τις εμπειρίες μας γίνο νται αντικείμενο της σκέψης μας. Τα αποτελέ σματα που συνάγουμε μας επιτρέπουν να κάνου με τη σκέψη να συμφωνήσε· με τα δεδομένα της εμπειρίας. Ο πραγματισμός δίνει προτεραιότητα στη λειτουργία της νόησης μια και αυτή επεξερ γάζεται τις εντυπώσεις του πραγματικού. Οι συ νήθειες της σκέψης αληθεύουν στο βαθμό που ε πιτρέπουν πράξεις που γενικά επιδρούν στο πραγματικό. Ο Peirce έδινε ιδιαίτερη σημασία στη συμπεριφορά μας και ο εγκεφαλικός τρόπος λειτουργίας της σκέψης είχε σαν αποτέλεσμα μιαν «άποψη» να συνίσταται αποκλειστικά στις νοητές συνέπειες για τη συμπεριφορά της ζωής. Σε όλα σχεδόν τα έργα του Χένρυ Τζαίημς η συ μπεριφορά των μυθιστορηματικών του προσώ πων καταλήγει να ’ναι η ιστορία της συμπεριφο ράς του νου τους και η επίδραση στη συμπεριφο ρά στη ζωή τους. Ο Τζαίημς με τη μέθοδό του δεν λέει στον ανα γνώστη τί συμβαίνει στο μυθιστόρημα, αλλά χρη σιμοποιεί την εντύπωση και τη συμπεριφορά της σκέψης σαν σχήμα που πάνω του αποδίδεται η ι στορία - ο μύθος. Για παράδειγμα, ο Stretcher στους «Ambassadors» όταν κινείται και μιλάει δεν κάνει τίποτε ά λλο από το ν ’ αναπαριστά προ αποφασισμένα πράγματα που έχουν δουλευτεί στο νου του, αλλά και κ ατ’ επέκταση στο νου του αναγνώστη. Ο αναγνώστης, για τον Τζαίημς, είναι πάντα σε καλύτερη θέση από τόν ήρωά του γιατί χρησι μοποιεί τη σκέψη του έχοντας στη διάθεσή του ό,τι «βλέπει» ο ήρωας και ακόμα το πώς αυτό το «υλικό» το «επεξεργάζεται» ο ήρωας, Έ τσι ο α ναγνώ στης «βλέπει» τις εντυπώσεις της πραγμα τικότητας στη σκέψη των μυθιστορηματικών
26/αφιερωμα προσώπων και κατόπιν τις επεξεργασίες και τ’ α ποτελέσματα τους, όπως αυτά διατυπώνονται ξανά στις κινήσεις των ηρώων. Ο αναγνώστης έ χει τον τελικό λόγο. Ο συγγραφέας δεν δικαιού ται να βάλει τη δίκιά του σκοπιά και να κατα στρέφει την εικόνα. Ο Τζαίημς δεν πιστεύει ότι ο συγγραφέας εξαφανίζεται εντελώς, απλώς στην εξέλιξη της ιστορίας τον θέλει αθέατο, μη παρεμ βατικό. Την ιστορία την προχωρούν οι ήρωες όχι πια ο συγγραφέας, ο οποίος εξαφανίζεται στο βαθμό που οργανώνει το υλικό του έτσι ώστε να πετύχει την «εντονότερη ψευδαίσθηση της πραγ ματικότητας». Π ολλές συζητήσεις ανοίχθηκαν γύρω από το πόσο μπορεί να εξαφανιστεί ο συγ γραφέας, αν ταυτίζεται με τον ήρωα ή με άλλο μυθιστορηματικό πρόσωπο, αν η διαδικασία της αφήγησης - το «λέγω» - είναι καλύτερο από το «δείχνω» - και μήπως στην πρώτη περίπτωση είναι αναπόφευκτος ο «καταπιεστικός» λόγος του αφηγητή-'συγγραφέα. Σ’ όλες τις περιπτώσεις και πίσω απ’ όλες αυτές υπάρχει, είτε το θέλουμε είτε όχι, ο συγγραφέας και εξαρτάται από την ι κανότητά του να «εξαφανισθεί» - αν θέλει να εξαφανισθεί - ή να παρεμβαίνει και το έργο να κερδίζει σε δύναμη. Ο X. Τζαίημς ξέρει να «δεί χνει», χωρίς να φαίνεται, αλλά είναι τόσο εγκε φαλικός και συνεπής στη μέθοδό του που τα έργα του φέρουν ανεξίτηλη την προσωπική του σφρα γίδα. Τ’ αναγνωρίζεις ακόμα και όταν τα διαβά ζεις χωρίς να ξέρεις τον συγγραφέα.
αφηγηματική τεχνική του Τζαίημς διαθέτει αξιοπρόσεκτα στοιχεία. Κατ’ αρχήν είναι το υλικό του. Η ιστορία ξεκινάει ταυτόχρονα με την αρχή του βιβλίου. Α ν το βιβλίο ήταν αυτοβιο γραφία, ο ήρωας θα «ζούσε» την αυτοβιογραφία του. Η εξέλιξη της ιστορίας προχωρά χωρίς πα ρακαμπτήριους. «Σασπένς» και απρόσμενες εξε λίξεις δεν παίζουν ρόλο, καθώς η εξέλιξη της ι στορίας στόχο έχει την άμεση απεικόνισή της στη «μνήμη» του θεατή όπου εκεί θα διαγράψει μια νέα τροχιά. Από αυτήν την αντίληψη επηρεά ζονται και οι ήρωες των έργων του, που σε όλη τη μυθιστορηματική εξέλιξη, παραμένουν δυσκίνη τοι όχι όμως και ως προς τη συνείδησή τους. Α κόμα και αν στα βιβλία του Τζαίημς το τέλος ή ταν διαφορετικό, οι αλλαγές δεν θα φαίνονταν στα υποκείμενα της δράσης, μια και το ζητούμε νο δεν είναι οι αλλαγές στη σκηνή, αλλά οι αλλα γές μέσα στη συνείδησή τους, όπου συντελείται στην ουσία η δράση. Και όμως αυτός ο εγκεφαλικός και στυλίστας που δίνει την εντύπωση ότι δεν τον ενδιαφέρει η κοινωνική πραγματικότητα, οργάνωνε όλες τις διανοητικές του συλλήψεις με βάση την προτε ραιότητα στην κοινωνική πραγματικότητα. «Η
Η
μορφή, έγραφε, πρέπει να εκτιμάται μετά το γε γονός· τότε έχουν γίνει οι επιλογές του συγγρα φέα, έχει φανερωθεί το στίγμα του». Επιδιωκόμενος στόχος είναι να φανερωθεί «η αλήθεια αδια κόσμητη» [...]. «Η πνοή της πραγματικότητας ή η στέρεη απόδοση των λεπτομερειών» ήταν, κα τά τα γραφόμενά του, ο μέγιστος στόχος στον ο ποίο υπέτασσε τις υπόλοιπες καλλιτεχνικές και αισθητικές αναζητήσεις του. Η έννοια της αναπαράστασης της πραγματι κότητας, όπως και στους ρεαλιστές, αλλά μέσα από την πραγματιστική φιλοσοφία του αποτελεί κεντρική έννοια. «Ο μόνος λόγος της ύπαρξης ε νός μυθιστορήματος είναι το ότι προσπαθεί να αναπαραστήσει τη ζωή», γράφει ο Τζαίημς. Ταξι νόμησε μάλιστα τα μυθιστορήματα ανάμεσα σ ’ εκείνα που είχαν ζωή και σ’ αυτά που δεν είχαν. Θεωρούσε το μυθιστόρημα, απ’ όλες τις εικόνες της ζωής την πιο συνθετική και πιο εύκαμπτη. Συνέκρινε το μυθιστόρημα συνήθως με τη ζω γραφική. Θεωρούσε ότι υπάρχει «τέλεια» αναλο γία μεταξύ των δυο τεχνών. Ό π ω ς ο πίνακας εί ναι πραγματικότητα, το μυθιστόρημα για τον Τζαίημς είναι ιστορία. Με την αναλυτική τεχνική του μετέτρεπε τα διανοητικά του συμπεράσματα σε εικόνες και περιγραφές, μια και για τον Τζαί ημς «η μαγεία των παραστατικών τεχνών βρι σκόταν στο κατά πόσο ανταποκρίνονται στους συνειρμούς που γεννούν τα πράγματα». Ό χ ι τυ χαία τον χαρακτήρισαν ιμπρεσιονιστή μυθιστοριογράφο. Κι όμως, ενώ δουλεύει με τις αισθήσεις, τον ή χο, τη γεύση, την αφή, το οξύτατο βλέμμα, όλες τις καθοδηγεί στην αναζήτηση της αλήθειας. Ε πικρίνει συγραφείς όπως τον Anthony Trollope που προσποιούνται και παραμυθιάζουν τον ανα γνώστη. Χαρακτηρίζει «προδοσία ιερού καθή κοντος» το να παραδέχεσαι ότι τα γεγονότα που αφηγείσαι δεν έχουν συμβεί στην πραγματικότη τα. Κάτω από τη θετικιστική επίδραση των ημε ρών του συγκρίνει το μυθιστοριογράφο με τον ι στορικό. Σημειώνει ότι το να μην είναι και οι δυο προσηλωμένοι στην αναζήτηση της αλήθειας, τους στερεί όλο το «ζωτικό τους χωρό». Αντιτίθεται σ ’ αυτούς που αντιλαμβάνονται τη λογοτε χνία διδακτική ή ψυχαγωγική επιζητώντας να ε φεύρουν σχήματα που κρύβουν την «ουσία» την οποία αφαιρούν από τις καλλιτεχνικές τους ανη συχίες, από τη μέριμνά τους για τη μορφή. Και είναι χαρακτηριστικό ότι την πραγματικό τητα δεν την αντιμετωπίζει αποσπασματικά αλ λά στις γενικεύσεις της. Έγραφε χαρακτηριστι κά για τη σχέση γενικού και μερικού: «Η δύναμη να μαντεύεις το αόρατο απ’ το ορατό, ν ’ ανακα λύπτεις τα υπονοούμενα, να κρίνεις ολόκληρο το αντικείμενο από ένα δείγμα του, η χάρις να συλ λαμβάνεις τη ζωή εν γένει τόσο ολοκληρωμένα, ώστε να μην απέχεις πολύ από το να κατέχεις
αφιεροψσ/27 κάθε ιδιαίτερη πτυχή της» (The Art o f Fiction). Τον απασχολεί φυσικά το θέμα και η επιλογή του. Η τέχνη για τον Τζαίημς κάνει επιλογή από τη ζωή, μόνο που αυτή πρέπει να ’χει χαρακτήρα «τυπικό και συμπεριληπτικό». Δεν τον ενδιαφέ ρει δηλαδή το πλάτος των εμπειριών όσο το να εί ναι τέτοιες που να συνταιριάζουν με τις γενικές θεωρήσεις του. Το θέμα πρέπει κι αυτό να υπηρε τεί τον ηθικό σκοπό του μυθιστορήματος. Θαυ μάζει το γαλλικό μυθιστόρημα σε σχέση με το αγγλικό γιατί το πρώτο υπερτερεί σε ζωντάνια, ο ξυδέρκεια, αρχιτεκτονική δομή του υλικού και ε πιπλέον είναι δημοκρατικό, καθώς απλώνει τις ι στορίες του και στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Αντίθετα θαυμάζει τους Βικτωρια νούς μυθιστοριογράφους για τον «ηθικό κόσμο» που υπηρετούν. Για τον Τζαίημς πολλά πράγμα τα ήταν προκαθορισμένα. Η ηθική, η καλώ ς εν νοούμενη συμπεριφορά, σύμφωνα με την παρά δοση και το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλ λον, οι κοινωνικές σχέσεις όπω ς εμφανίζονται στα μυθιστορήματα του μοιάζουν «διατεταγμέ νες» να υπηρετούν έναν κατά το μάλλον ή ήττον συντηρητικό κώδικα αξιών και συμπεριφοράς. Αυτός ο κώδικας, ενώ δίνει την εντύπωση ενός «γυάλινου κορσέ» που σε κάθε παρατυπία τού ήρωα είναι έτοιμος να σπάσει, κρύβει εντούτοις α πό κάτω κοινωνικές αιχμές και παρατηρήσεις που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ηρεμού σα επιφάνεια. Για παράδειγμα, αυτή η φροντίδα για την καλή συμπεριφορά στον «Αμερικάνο» κρύβει από κάτω της τις πιο οξείες παρατηρήσεις
για τις^αξίες της αμερικανικής κοινωνίας, που α κόμα και σήμερα λίγα πράγματα θα μπορούσε κανείς να προσθέσει.
Τζαίημς παρουσιάσθηκε στο μεταίχμιο δυο αιώνων. Οι κυοφορούμενες αλλαγές ήταν ήσαν ήδη πολλές και ο Τζαίημς ένας ανήσυχος αναζητητής τους. Ό σ ο κι αν τα έργα του επιφα νειακά δείχνουν μια στατικότητα ως προς τον χρόνο και τις κοινωνικές εξελίξεις, στην ουσία τους αναζητούν βαθύτερα αίτια. Ο ίδιος σημείωνε ότι οι εποχές που δεν έχουν αντιπαραθέσεις και θέσεις για την τέχνη αν και μπορεί να ’ναι εποχές δόξας, δεν είναι εποχές ανάπτυξης. Το πάθος του για την κριτική, τα δοκίμιά του, οι μελέτες του για τους μεγάλους του μυθιστορήματος μαρ τυρούν ότι η τέχνη γΓ αυτόν έπρεπε ν ’ αναπτυχθεί για ν ’ αναπτυχθεί η ίδια ζωή. Η πνοή της αισθητι κής ανανέωσης τον συνέπαιρνε επειδή ζήταγε με βάση αυτήν να ανανεώσει τη ζωή γύρω του. Ο Λήβις έλεγε για το Τζαίημς ότι έχει την «αίσθη ση» του ποιητή, επειδή βάζει πάνω απ’ όλα τη δραστήρια αίσθηση της ζωής δίνοντάς μας από το ένα χέρι την αλήθεια και από το άλλο το αση μένιο κλειδί για το λαβύρινθο της συνείδησής μας. Το πιο ενδιαφέρον και αναπτυγμένο στην τέχνη του στοιχείο, συνέχιζε, ο Λήβις για τον Τζαίημς, είναι «το τί είναι βαθύτερο σ ’ αυτόν» ώ στε να φανερώνει «το τί είναι βαθύτερο σε μας».
Ο
*
Λ Ι ΔDΡr Λ 0 llin U 7L lf
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
W
&Κ %
Παρακαταθήκη
\
π α λ α ιώ ν τ ε υ χ ώ ν Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΟ
$
+
Λ
Β
ή
/
Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 1 1 6 - Α Θ Η Ν Α 1 0 6 81 - Τ Η Λ .: 3 6 .1 0 .3 6 6 , FA X: 3 6 .2 8 .9 3 8
□
28/αφιερωμα
Ίρβίνγκ Χάου
Οι πολιτικοί του προσανατολισμοί
OviXtafi Χόγκαρθ; Το δικαστήριο, 175»
Ο Χένρυ Τζαίημς υπήρξε ένας συγγραφέας που αντιμετώπισε διαφόρων ει δών πειρασμούς στους οποίους είτε αντιστάθηκε, ε ίτε υπέκυψε, μετανιώνοντας πολλές φορές και για τα δυο. Όμως ο πειρασμός της πολιτικής, που στοίχειωσε στο έργο τόσων σύγχρονων συγγραφέων, μοιάζει σαν να μην τον άγγιξε ποτέ. Τα πολιτικά σπάνια τού προκαλούσαν έντονα συναισθήματα ή προβληματισμούς. Θα ’λεγε κανείς ότι ποτέ δεν αναγνώρισε στην πολιτική μια ανθρώπινη δραστηριότητα χρήσιμη ή αναγκαία. Στο βαθμό που γνωρί ζουμε τη ζωή και τον κόσμο του, ο Τζαίημς παρουσιάζεται σαν συντηρητικός, όχι όμως τόσο με την κλασική έννοια του όρου, όσο με την έννοια μιας αισθη τικής στάσης, ένα μπέρδεμα ιδεών που θα ονομάζαμε «πολιτιστικές συγκινή σεις»: πρόκειται περισσότερο για ένα σιωπηλό σεβασμό απέναντι στα μεγάλα γεγονότα του παρελθόντος που ξεπηδούν μέσα απ’ την αδιάκοπη ροή αίμα τος και τις αμέτρητες αποτυχίες της ιστορίας. να αίσθημα ότι τα ιστορικά αυτά γεγονότα αλλά και η ίδια η Ιστορία στο σύνολό της δεν μπορούν να αποκοπούν απ’ το αίμα και την
Ε
αποτυχία. Μια απέχθεια για τη βαναυσότητα της δημόσιας ζωής, γεγονός άλλωστε που υπήρξε και η βασική αιτία που τον έκανε να εγκαταλείψει
αψιερωμα/29 την Αμερική όπου η ζωή ήταν ασφυκτικά δημό σια, μια βαθιά έλλειψη εμπιστοσύνης, στην* πραγματικότητα η άρνηση των αφηρημένων ιδε ών από έναν επαγγελματία, Σαν συγγραφέας με το εκπληκτικό χάρισμα που είχε να εκμεταλλεύ εται τις αδυναμίες του στο μέγιστο δυνατό βαθ μό, ο Τζαίημς δεν αντιμετώπισε ποτέ το ερώτη μα, εκτός ίσως προς το τέλος της ζωής του. Τέ τοια στάση ήταν το προνόμιο του συγγραφέα ή το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της αμερικανι κής αθωότητας που τον συνόδεψε μέχρι το τέλος της ζωής του στην Ευρώπη, Δεν αντιμετώπισε αυτό το ερώτημα, γιατί έζησε σε μια εποχή που ή ταν ακόμη δυνατό, για ένα συγγραφέα σαν κι αυ τόν, να δημιουργήσει με το συντηρητισμό του πε ρισσότερο μια προσωπική αισθητική αντίληψη παρά καθαρή ιδεολογία, Αντίθετα με την Ντοστογιέφσκι, ο Τζαίημς πο τέ δεν ένιωσε την έντονη επίδραση τ©υ ριζοσπα στισμού παρ’ όλο που είχε έρθει σ’ επαφή μ’ αυ τόν μέσω των Φουριεριστικών κύκλων όπου σύ χναζε ο πατέρας του, και παρά το γεγονός ότι τον είχε γνωρίσει σ’ όλη του την ένταση μέσω της αδερφής του Αλίκης, Αντίθετα με τον Κόνραντ δεν ένιωθε την ανάγκη να πειθαρχήσει, ή να απω θήσει αναμνήσεις μιας οικογενειακής επαναστα τικής παράδοσης, Ο συντηρητισμός του Τζαίημς ήταν, κατά περίεργο τρόπο, ο συντηρητισμός ε νός καλλιτέχνη που έχει μετρήσει την προσπά θεια και την αγωνία που συνόδευσαν όλα τα επι τεύγματα του παρελθόντος και που δεν είναι έτοι μος να υποβαθμίσει την αξία τους στο όνομα ε νός αδημιούργητου και αδοκίμαστου μέλλοντος, Και ήταν ο συντηρητισμός ενός ανθρώπου με βα θιά αίσθηση της ανθρώπινης ανικανότητας, με συνείδηση της καταστροφής και της αποτυχίας τόσο βαθιά, ώστε ορισμένες φορές να καταστρέ φει την ίδια της τη δύναμη, Ί τσ ι ώστε όταν άρχισε να γράφει για την επα ναστατική πολιτική τον 19ο αιώνα στην «Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα», οι απόψεις του δεν ήταν ούτε επικίνδυνες ούτε ιδιαίτερα προκλητικές, Το βιβλίο αποτελούσε γι’ αυτόν ένα πείραμα πάνω στην τεχνική και τη φαντασία. Πόσο καλά θα μπορούσε να επιθεωρήσει μια περιοχή της ζωής που δεν είχε ποτέ εξερευνήσει; Αργότερα, στον πρόλογο του μυθιστορήματος αναγνώρισε με κά ποια δόση γενναιότητας αυτό το πρόβλημα αν και λιγότερο απ’ ό,τι έκανε στην ίδια τη νουβέλα, Η «Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα» τον γοήτευε, σαν ένα επιδέξιο φτερούγισμα και πτώση στο α ναρχικό Λονδίνο, Ήταν ένας κόσμος πρυ είχε πρόσφατα έρθει στο κέντρο του δημόσιου ενδια φέροντος εξαιτίας των ταραχών στο Τραφάλγκαρ Σκουέαρ, Οτιδήποτε το άγνωστο, κρυμμέ νο και φοβερό υπήρχε στην ιδέα ενός υποβόσκοντος ριζοσπαστισμού, ερέθιζε την περιέργειά του, Επεδίωκε να συλλάβει το ενδεχόμενο της κατα
στροφής εφόσον αυτό παρέμενε απλώς ενδε χόμενο, «Η αρρωστημένη και συνεχής μιζέρια, φωνή βοώντος εν τη ερήμω», - και να το δραματοποιήσει με φόντο τους βρόμικους ακάλυπτους των φτωχόσπιτων του Λονδίνου. Ήταν μια άσκηση καθαρής δύναμης, της αφομοιωτικής δύναμης της ευφυίας, της ικανότητάς της να εξιδανικεύει αυτό που στην πραγματικότητα δεν γνωρίζει, Μέχρι στιγμής δεν έχω επώοθεί στη συγγραφή μυθιστορήματος - εξομολογείται στις σημειώσεις του = που μετά την αρχή του γραψίματος οι λεπτομέρειες να παραμένουν τόσο αόριστες. Και δεν ήταν αυτή η αοριστία μια προμελετημένη επι λογή, όπως αργότερα θα ισχυριζόταν στον πρό λογό του στον οποίο ετόνιζε ότι: «η μη γνώση της κοινωνίας δεν είναι τόσο σημαντική σε σχέ ση με τις υποθέσεις μας, τις υποψίες μας και την προσπάθειά μας ν’ αγνοήσουμε εκείνο που διαχέεται ατελείωτα και ύπουλα κάτω από τις ατέ λειωτες ομιχλώδεις επιφάνειες· Ακόμα υπάρχει κάτι το αξιοθαύμαστο στο δημιουργικό bravado του Τζαίημς, Κι αυτό είναι η τολμηρή προσέγγιση αγνώστων θεμάτων και ο τρόπσς που εκμεταλλεύεται την άγνοιά του, Και υπάρχει ακόμα κάτι πιο αξιοθαύ μαστο στηΥ ετοιμότητά του να αντιμετωπίσει τη δυνατότητα = ή πιθανότητα γι’ αυτόν - του πώς η κοινωνία στην οποία ήταν ενταγμένος από προτίμηση κι από συνήθεια βρισκόταν κιόλας στο ό-
ριο της καταστροφής, Γιατί δεν ήταν μόνο μια συνειδητή προσπάθεια του Τζαίημς όταν έγραφε την «Ιΐριγκίπισσα Καζαμάσιμα», ν’ ανακαλύψει μέχρι ποιου σημείου μπορεί να εκτείνει τη συγ γραφική του ικανότητα σ ’ έναν ξένο γι’ αυτόν
χώρο, αλλά ικανοποιούσε έτσι και πιο εσώτερες ανάγκες, Στ© βιβλίο, καταγράφονταν οι φόβοι του για μια κατάρρευση του κόσμου των αξιών του. ©α ήταν περιττό να αναρωτηθούμε κατά πό σο αυτός ρ φόβος του ήταν πραγματικός, γιατί ε δώ ακριβώς προδίνονται ©I αμφιβολίες του για ΤΟ κατά πόσ© ©ι αξίες αυτές δεν άξιζαν στην πραγ ματικότητα να γκρεμιστούν, αμφιβολίες που συμπίπτουν μ’ ένα απώτερο σημείο ανάλογης η θικής αναγνώρισης πέρα από τις πεποιθήσεις του. Αυτά όμως δύσκολα μπορούσαν να επηρεά σουν τον βαθιά ριζωμένο συντηρητισμό του και να του επιτρέψουν να φανερώσει ή να διευρύνει τον συναισθηματικό του κόσμο, πιο δύσκολα απ’ όσο μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο σ’ εκείνους για τους οποίους ο συντηρητισμός είναι απλά μια γνώμη, ο βιβλίο η «Πριγκίπισσα Καζαμάσιμα», α Τ ποτελεί ένα εκπληκτικό μίγμα του εξαίσιου και του κακού, Τρεις κύριες γραμμές δράσης α ναπτύσσονται σ’ αυτό; Η προσωπική πίστη του Υ άκινθου Ρόμ πίνουν, η σ ταδιοδμυμία της πρι
30/αφιερωμα γκίπισσας καθώς και οι δραστηριότητες των ε παναστατώ ν, ειδικότερα σε αυτές του Π. Μιούνιμεντ. Αυστηρά από άποψη τεχνικής, το μυθιστό ρημα πάσχει από την αποτυχία του Τζαίημς να συμπλέξει με ικανοποιητικό τρόπο τα τρία αυτά νήματα, δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι αυτά βρίσκονται σε θέση παράλληλη, ενώ κανονικά θα έπρεπε να δ ιαπλέκονται. Α λλά, όπω ς θα έπρε πε να περιμένουμε, αυτή η «τεχνική» αποτυχία α ποτελεί το δείγμα μιας σοβαρότερης αποτυχίας, αποτυχίας σύλληψης. Αποδεικνύει ότι ενώ ο Τζαίημς ήταν σε θέση να φαντάζεται με θαυμα στό τρόπο για την πριγκίπισσα και με ικανοποιη τικό τρόπο για τον Υάκινθο τον τόνο και την ποιότητα του χαρακτήρα τους, εμφανίζει αδυνα μία στη σύνδεση και στο συσχετισμό του ενός προσώπου με το άλλο. Η πριγκίπισσα, το πιο ολοκληρωμένο πρόσω πο του βιβλίου, γνωρίζει το ψέμα της κοινωνικής της κατάστασης. Γνωρίζει ακριβώς το πόσο μα κριά μπορεί να πάει μ’ έναν εξαγορασμένο τίτλο ευγένειας, προϊόν του άθλιου γάμου που μεθόδευε η τυχοδιώκτρια μητέρα της. Περιφρονεί την τάξη της, αλλά αυτή η περιφρόνηση δεν δικαιολογεί ούτε κι εξισορροπείται από συμπαγή αισθήματα προς μια άλλη τάξη. Ενδιαφέρεται για την επα νάσταση, ή τουλάχιστον για την ιδέα της επανά στασης, όχι όμω ς και για τα εξαθλιωμένα όντα στο όνομα των οποίων αντίθετα αυτή γίνεται. Κι όταν η πριγκίπισσα επιδίδεται σε αγαθοεργίες, ο Τζαίημς αδυσώπητα παρακολουθεί τα κίνητρά της - ο Υάκινθος πρέπει μέσα του να παραδε χτεί ότι: η συμπεριφορά της τελικά απ οσκοπούσε στη δίκιά της ανακούφιση, κι όχι στην ανακούφι ση των άλλων. Έ τσι καθώς με αγωνία αναρωτιέται κατά πό σο η επανάσταση είναι «πραγματική» ή όχι, κα τά πόσο αποτελεί μια «συναθροιστική δύναμη» ή έναν «στείρο ηρωισμό», η πριγκίπισσα γίνεται το πρότυπο του συνοδοιπόρου α π ’ την ανώτερη τά ξη, η αντιπαθητική εκδοχή της γυναίκας που μπαίνει στην πολιτική ψ άχνοντας για εμπειρίες που δεν μπορεί να βρει πουθενά αλλού. Θα ήταν σοβαρό λάθος και θα μείωνε την πρωτοτυπία του Τζαίημς, το ν ’ αντιμετωπίσει κανείς την πριγκίπισσα σαν μια αργόσχολη που διασκεδάζει με τις ιδέες του ριζοσπαστισμού. Μια τέτοια υπόθεση θα υποτιμούσε την εκρηκτική δύναμη της ανίας στα πλαίσια της μοντέρνας κοινωνίας, όπω ς επί σης και το πόσο μακριά μπορεί να οδηγήσει ορι σμένα άτομα η δίψα για την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Οτιδήποτε ο ίδιος ο Τζαίημς μάς δείχνει για την πριγκίπισσα και μας το δείχνει με ανυπέρβλητο τρόπο ότι αυτή δεν θα αμφιταλα ντευόταν στο να φτάσει μακρύτερα, να δοκιμά σει τη φτώχεια σαν μια ακόμη εμπειρία, και να δοθεί ολόψ υχα στην επανάσταση ή, τουλάχι στον, σε ό,τι αυτή υπέθετε ότι ήταν επανάσταση.
Το μόνο φράγμα στον ενθουσιασμό της θα ήταν ίσως η ανακάλυψη ότι η επαναστατική πολιτική αντί να καταλήξει σε μια θαυμάσια συνολική εξέ γερση, απαιτεί υπομονή και πεζή προετοιμασία. Α λλά ενώ θα μπορούσε να εγκαταλείψει τους α ναρχικούς, η πριγκίπισσα δε θα ξαναγύρναγε στο παρελθόν της, αλλά τελικά θα ορμούσε στο ά γνω στο, ψ άχνοντας και αρπάζοντας, πάνω α π’ ό λ’ αρπάζοντας. Σε ποιο βαθμό ο Τζαίημς διαισθανόταν - γιατί στην πραγματικότητα αγνοούσε - μερικά από τα πιο εμφανή ποιοτικά στοιχεία του αναρχισμού του 19ου αιώνα, έχει σημειωθεί α π ’ τον Lionel Torling στο δοκίμιό του πάνω στο έργο «Η πριγκίπισσα». Με ενστικτώδη διακριτικότητα ο Τζαίημς τοποθετεί τη δράση των ηρώων του την Κυριακή, μόνη μέρα που οι εργάτες θα ήταν δυ νατό ν ’ ασχοληθούν με την πολιτική και θα πρέ πει, βέβαια, ν ’ αντιλαμβανόταν το ειρωνικό στοι χείο αυτής της αντικατάστασης των θρησκευτι κών ενασχολήσεω ν με την πολιτική δραστηριό τητα. Οι αναρχικοί εμφανίζονται, αρκετά σω στά, περισσότερο σαν ειδικευμένοι τεχνίτες πα ρά σαν προλετάριοι της φάμπρικας. Και τα ξε σπάσματα των διαφωνιών που βαραίνουν την α τμόσφαιρα των πρωτόγονων ριζοσπαστικών συγκεντρώσεων στο καφενείο « Ή λ ιο ς και Φεγ γάρι» είναι αρκετά πειστικά στο βαθμό που εμ φ ανίζουν μιαν άξεστη κι απροσανατόλιστη ο μήγυρη. Ο Τζαίημς καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες να συσσωρεύσει αισθητικές εντυπώσεις για τις φτωχογειτονιές του Λ ονδίνου. Και υπάρχουν πα ράγραφοι στις οποίες φτάνει σε σημείο εξοντωτι κής προσπάθειας στρεφόμενος σ’ ένα επεξεργα σμένο ρητορικό ύφος, όχι πολύ συνηθισμένο σ ’ αυτό το στάδιο της σταδιοδρομίας του, με σκοπό να μεταδώσει μέσω της ευγλωττίας ό,τι δεν κα ταφέρνει μέσω της δραματοποίησης. Και μόνο το γεγονός ότι τέτοιες παράγραφοι δείχνουν πόσο πλήρη συνείδηση της σχετικής του άγνοιας είχε ο Τζαίημς και πόσο γνήσια ήταν η συμπάθειά του προς τη σιωπηρή και βασανι σμένη φτωχολογιά που σαλεύει στο περιθώριο του μυθιστορήματος, τις κάνει συχνά αντικείμε να θαυμασμού. Π αρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε ν ’ αποβάλλουμε το αίσθημα ότι, παρά τη μερικότερη πειστικότητά τους, τα ξεσπάσματα αυτά ενώ είναι υψηλής γενίκευσης, είχαν προστεθεί για ν ’ αποσπάσουν την προσοχή από το γεγονός των δυσκολιώ ν του Τζαίημς να επεξεργαστεί το θέμα Ακριβώς σ ’ αυτούς τους τομείς - στους τομείς που σχετίζονται με τον κόσμο της πολιτικής, ε κεί όπου το μυθιστόρημα έπρεπε να έχει τη μεγα λύτερη πυκνότητα, εκεί ακριβώς αφήνει τα μεγα λύτερα κενά. Και πάλι αυτή η αποτυχία δεν είναι απλά η «Τεχνική» όταν είναι ανίκ α νος να κατα-
αφιερωμα/31 νοήσει έναν ξένο κόσμο. Στην πραγματικότητα μας υποδεικνεύει μιαν άλλη, πολύ σοβαρότερη α ποτυχία η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο αν προσέξουμε τον τρόπο που ο Τζαίημς μεταχει ρίζεται τους ριζοσπάστες ήρωές του. ν τους πάρουμε έναν προς έναν, τούτοι φαί νονται απόλυτα επιτυχείς σαν μυθιστορημα τικοί ήρωες. Ο Ευστάθιος Πουπέν, βετεράνος της Κομμούνας του Παρισιού και της επανάστα σης του 1848, «ένας δημοκράτης της παλιάς φρουράς», απεριόριστα δοσμένος στις αρχές της αδελφοσύνης και της ισότητας, είναι ένα τέλειο δείγμα του προμαρξιστή αλλά και μεταϊακωβινικού τύπου επαναστάτη που δείχνει όλο ν τον ιδεα λισμό του, τη διανοητική του ευαισθησία και το φανατισμό του, ένας αξιαγάπητος εκρηκτικός χαρακτήρας που δεν μπορεί ν ’ αποβάλλει το σε βασμό για τα δικά του πράγματα. Το πιστεύω του είναι εκείνο του Λουί Μ πλανκ, και ο τρόπος του, εκείνος του Γάλλου αστού. Ο Πουπέν είναι ένα άτομο καλής προαίρεσης, αλλά και ηθικής οκνηρίας, ένας ενθουσιώδης ε παναστάτης, που είναι όμως τυφλός στη δυνατό τητα, ότι ένας τέτοιος ενθουσιασμός μπορεί να ο δηγήσει στο έγκλημα. Ο Πουπέν δεν αποτελεί έΤ να λάθος μέσα στο μυθιστόρημα. Περισσότερη σύγχυση μπορεί να προκύψει απ’ το γεγονός ότι το ενδιαφέρον που μας δημιουργεί ο Τζαίημς γι’ αυτόν είναι δυσανάλογο με την εικόνα που μας δίνει. Η προβολή του είναι μεγάλη αν θεωρηθεί
Α
δεύτερης τάξης ήρωας, ενώ ο φωτισμός του είναι αδύνατος αν θεωρηθεί πρωταγωνιστής. Α ν και κατά κάποιο τρόπο είναι η πιο ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη φυσιογνωμία στο βιβλίο, ο συγγραφέ ας μάς κρατά σε μεγάλη απόσταση από αυτόν και δεν αποκτούμε πλήρη γνώση του δυναμισμού της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Τη διακρίνου με μόνο στ’ αποτελέσματά της πάνω σε μερικούς φίλους του, στην ευγενική χειραγώγηση του Υά κινθου και στον κωμικό αλλά ανελέητο αγώνα με την πριγκίπισσα για προσωπική κυριαρχία. Μέχρις ενός σημείου η αοριστία του Τζαίημς σε σχέση με την πολιτική ζωή του Μιούνιμεντ μπορεί να εκληφθεί σιχν μέρος μιας στρατηγικής τονισμού των περισσότερων φοβερών δυνατοτή των που προκύπτουν από την άρνηση μιας συ γκεκριμένης επιλογής. Αλλά μια και η πολιτική αρχίζει να γίνεται ένα ισχυρό στοιχείο του μυθι στορήματος — κάπου στα μισά του — ο Μιούνι μεντ πρέπει να εμφανιστεί αν όχι γι’ άλλο λόγο, για να κάνει πιο ζωηρή και ουσιαστική μία από τις δυνάμεις που επενεργούν στον Υάκινθο. Αυτή η ανεπάρκεια - όπως το κρίνω εγώ - οφείλεται πιθανότατα στην έλλειψη από τον Τζαίημς εκεί νης της βαθιάς και προσωπικής γνώσης της ζωής του αγγλικού προλεταριάτου που εμφανίζεται τό σο ισχυρή στις πρώτες νουβέλες του Ντ. X. Λώρενς. Π αρ’ όλα αυτά ο Μιούνιμεντ εκπροσωπεί μια από τις μεγαλύτερες διαισθητικές συλλήψεις του συγγραφέα. Ο Τζαίημς αρπάζει στο φτερό τα Φρανκ Χολ: Στην πύλη, εκθέτουν την περιπέτεια τους, 1879
32/αφιερωμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εργατικής γρα φειοκρατίας. Η αυτοπεποίθηση του Μιούνιμεντ που φαίνεται να βασίζεται σε κάτι παραπάνω α πό τη διανοητική του ικανότητα· η αίσθηση των μεγάλων πεπρωμένων που αντανακλάται και α ποτελεί εν μέρει το αποτέλεσμα μιας θαυμαστής τάσης προς τη μυστικότητα· ο μικροαστικός του φιλισταϊσμός σε θέματα ηθικής και γούστων, η ψυχρή βουλιμία του για δύναμη και μαζί μ’ όλα αυτά η γνήσια αφοσίωσή του στην εργατική υπό θεση. Τούτα είναι τα γνωρίσματα μιας καθοδήγη σης ανησυχητικά γνωστής στους καιρούς μας. Το ίδιο το όνομα του Μιούνιμεντ, παρμένο α π’ το σχετικό λατινικό ρήμα «οχυρώνω», υποβάλλει τόσο την ισχύ όσο και το σκιώδες του τύπου του. Έ νας σοσιαλιστής ηγέτης είπε κάποτε ότι δεν ή θελε να υψωθεί πάνω από την τάξη του αλλά μαζί της. Ο Μιούνιμεντ προείδε μιαν άλλη δυνατότη τα: θα υψωνόταν πάνω στην εργατική τάξη. Αν και η διεισδυτικότητα του Τζαίημς όσον α φορά τα στοιχεία της πολιτικής προσωπικότητας είναι αξιοσημείωτη, νομίζω ότι θα ήταν εύλογη η παρατήρηση ότι ο Τζαίημς δεν είχε ικανοποιητι κή θεώρηση της πολιτικής ζωής. Ο Τζαίημς φά νηκε εξαιρετικά'προικισμένος όσον αφορά την περιγραφή της συμπεριφοράς των πολιτικοποιη μένων ατόμων, αλλά δεν είχε ευρύτερη σύλληψη της πολιτικής σαν συλλογικό τρόπο δράσης. Μπορούσε να συλλάβει τον επαναστάτη σαν άτο μο, αλλά όχι το επαναστατικό κίνημα, πράγμα που μπορούσε να μην είχε σημασία αν το ίδιο το κίνημα δεν αποτελούσε ένα βασικό στοιχείο του μυθιστορήματος, τόσο βασικό όσο και τα άτομα που κινούνται σ ’ αυτό. Έ κ ανε το λάθος να υπο θέσει ότι το ό λο είναι ίσο προς το σύνολο των με ρών. Υπέθετε ότι αν έπαυαν να υπάρχουν οι ριζο σπάστες, θα εξαντλούνταν και το ριζοσπαστικό κίνημα. Ανακάλυψε, ή νόμισε ότι ανακάλυψε, ό τι ο φθόνος είναι το κύριο κίνητρο των ριζοσπα στών. Α λλά κι αν α κόμα αυτό ήταν αληθινό, τού το δε θα ήταν πολύ διαφωτιστικό όχι γι’ άλλο λό γο παρά για το ότι ο φθόνος αποτελεί την αιτία μιας ποικιλίας ανθρώπινων συμπεριφορών και δεν αποτελεί στοιχείο με βάση το οποίο διακρί νουμε τη μια πολιτική από την άλλη. Για να κα τανοήσει κανείς ένα κοινωνικό κίνημα, πρέπει να προσπαθήσει να το προσεγγίσει μέσω αντικει μενικών όρων, με τέτοιους όρους που να παραμε ρίζουν έστω και προσωρινά τα κίνητρα των συμμετεχόντων ατόμων, και να προσδίδουν ένα ειδι κό βάρος και σημασία στην ίδια ομάδα. Κι αυτό το πράγμα ο Τζαίημς, με τη σκόπιμη αποχή του από την αφηρημένη σκέψη, δεν μπορούσε να το κάνει. Δ εν λυπούμαι - κι αυτό πρέπει να τονι στεί για το πώς ο Τζαίημς σ αν άτομο ήταν στερη μένος από πολιτική ιδεολογία - γιατί το γεγονός αυτό δεν αφορά την εργασία αυτή. Η άποψή μου
είναι ότι μερικές κατευθυντήριες ιδέες, έγκυρες ή όχι, ήταν απαραίτητες για να εκδηλωθεί όλη η δυναμικότητα που υφέρπει μέσα στο μυθι στόρημα. Κι ο Τζαίημς, ως συγγραφέας, όχι μόνο δεν εί χε μια ιδεολογία, αλλά δεν είχε συλλάβει και την αναγκαιότητά της. Η ιδέα για την οποία μιλώ δεν χρειάστηκε να διευκρινισθεί απ’ το συγγραφέα, και γενικά ίσως ήταν καλύτερα να γίνει αυτό. Αλλά έπρεπε να μπει σαν προϋπόθεση το τί ση μαίνει επαναστατική παρόρμηση και τί μπορεί να κάνει αυτή στην κοινωνία και για την κοινω νία. Χρειάζεται να γίνει αισθητό σαν αόρατη δύ ναμη, πίσω από τους χαρακτήρες, πίσω από τα γεγονότα, πίσω από τις ίδιες τις λέξεις. Το ότι δεν γίνεται αισθητό, σημαίνει ότι το πολιτικό στοιχείο του μυθιστορήματος παραμένει εν μέρει αχρησιμοποίητο. Αλλά πρέπει να κάνουμε ένα προσδιορισμό. Γιατί πραγματικά μπορούμε να διακρίνουμε στο μυθιστόρημα του Τζαίημς μια κάποια κεντρική ιδέα, μια ιδέα εξαιρετικά δημο φιλή στην Αγγλία και τη Γαλλία. Οι πολιτικοί αρθρογράφοι του 19ου αιώνα προτιμούσαν να περι γράφουν τον πολιτικό αγώνα μεταξύ ριζοσπα στών και συντηρητικών σαν σύγκρουση ανάμεσα στην πολιτιστική βαρβαρότητα και την πολιτι στική εκλέπτυνση. Και στον Τζαίημς υπάρχει μια τάση να κρίνει το κίνημα στο οποίο προσχώρησε ο Υάκινθος Ρόμπινσον όχι σαν ηθικό ή μη κατα ξιωμένο, σαν κοινωνικά δημιουργικό ή κατα στρεπτικό φαινόμενο, αλλά σαν κάτι που κατα τρώει μια πολιτιστική ευαισθησία. Με άλλα λό για ο Τζαίημς προσπαθεί να κρίνει μια πολύ σύν θετη ανθρώπινη επιχείρηση με μέτρα που είναι και ουσιαστικά ανεπαρκή, και το αποτέλεσμα μοιάζει με πολιτιστική μυωπία. Εδώ ο Τζαίημς έχει φτάσει, - και σημειώνω ό τι ήξερε πολύ καλά τι εσήμαινε να ζει κανείς α νά μεσα σε δύο κόσμους - έχει αγγίξει, επαναλαμ βάνω, το πρόβλημα που βρίσκεται στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Ο Υάκινθος είναι παγιδευμένος σε μια μάχη ανάμεσα στην ομορφιά και την αναγκαιότητα. Θέλει μόνο να ζήσει, ν ’ ανταποκριθεί, αλλά είναι η ίδια η γνώση του ασυμβίβα στου αγώνα ανάμεσα στην ομορφιά και την α ναγκαιότητα που τον καταστρέφει. Ο κ όσμος που τον πιέζει με το συντριπτικό του βάρος δε θα τον αφήσει να ζήσει. Η πάλη μεταξύ ευαισθησίας και πίστης που δίχασε τη ζωή του αποδεικνύεται μια ονειροφαντασία. Οτιδήποτε ο Τζαίημς δεν εί χε δει στον κόσμο του Υάκινθου αντικαθίσταται από την τελική κατανόηση μιας θλιβερής πραγ ματικότητας: ότι για τον Υάκινθο, όπως και για πολλούς άλλους, στον κόσμο αυτό το ίδιο το λά θος για μια επιλογή αποκαλύπτει σύγκαιρα και τη δύναμη του πεπρωμένου. Μετάφραση: Κατερίνα Κέη
αφιερωμα/33
Α λ εξά νδ ρ α Χ αΐνη
Το μοντέλο της Αμερικανίδας γυναίκας στον X. Τζαίημς
Ρενουάρ: Σπουδές κεφαλιών, Παρίσι
Ο Γ. Ντ. Χάουελς απέδιδε στον Χένρυ Τζαίημς τον τίτλο του «εφευρέτη της παγκόσμιας αναγνωρίσιμης Αμερικανίδας». Και πράγματι, το μεγαλύτερο τμήμα της λογοτεχνικής παραγωγής του Τζαίημς, κυριαρχείται από γυναι κείες παρουσίες: νέες, ωραίες, ανεξάρτητες, με μια κουβέντα: Αμερικανίδες. όλη υπόθεση ξεκινά το 1870, όταν γράφει το «Travelling Companions» - και προετοιμά ζει το έδαφος για την «Νταίηζυ Μίλλερ» - ενώ συνεχίζει το 1874 με το «The Last o f Valerii» που είναι πρόδρομος του «Golden Bowl» και όπου η Αμερικανίδα πρωταγωνίστρια έρχεται σε σύ γκρουση με τον Ιταλό σύζυγό της. Α λλά τί κρύ βεται πίσω από την επιμονή του Χένρυ Τζαίημς να αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στην ανάλυση της γυναικείας προσωπικότητας; Α ν λάβουμε υ πόψη μας - ό,τι άλλωστε πιστεύει κι ο ίδιος ότι το λογοτεχνικό έργο διεισδύει στην ανθρώπι νη ψυχή έχοντας πρώτα περάσει από την ψυχή ε κείνου που το πρωτοεπινόησε, του συγγραφέα στην προκειμένη περίπτωση, τότε μπορούμε να ι σχυριστούμε ότι οι αναμνήσεις και εμπειρίες του
Η
X. Τζαίημς χρησιμέυσαν ως πλούσιο υλικό για το χτίσιμο των ηρωίδων του. Το 1870 γράφει, βαθιά συγκλονισμένος από τον τραγικό θάνατο της ξαδέρφης του Minny Temple: « Ό σ ο περισσότερο τη σκέφτομαι, τόσο περισσότερο χαίρομαι που τη μετέφρασα από με ταβλητό γεγονός σε σταθερή σκέψη». Η Isabel («The Portrait o f A Lady»), η Ευγενία, η Γερτρούδη («Οι Ευρωπαίοι»), η Νταίηζυ Μ ίλ λερ, ακόμα και η Μικρή Maisie («What Maisie Knew») αποτελούν προέκταση, είναι οι διαφορε τικές όψεις της ξαδέλφης του, η οποία με το θά νατό της αφήνει το νεαρό Χένρυ αβοήθητο στην αδυναμία του και σε αμφιλεγόμενη συναισθημα τική κατάσταση - ίσως γι’ αυτό - όπως άλλω στε ισχυρίζονται και οι περισσότεροι μελετητές
34/αφιερωμα - και ο συγγραφέας διαλέγει γυναίκες για πρω ταγωνίστριες των έργων του. Ισως όμως από την άλλη, μέσω αυτών των γυναικείων πορτραίτων, που με τόση επιμέλεια και προσοχή ζωγραφίζει, να προσπαθεί να ανασυγκροτήσει το μυαλό του που βρίσκεται διχασμένο ανάμεσα σε δυο κό σμους, τον θηλυκό και τον αρσενικό, την Αμερι κή και την Ευρώπη, ή, όπω ς το βλέπει, την Αθω ότητα και τη Γνώση. Η Γυναίκα μεταμορφώνεται σε Ά γγελο εξ Α μερικής, γίνεται σύμβολο της αθωότητας του Νέ ου Κόσμου, της Νέας Φιλελεύθερης Σκέψης, που έρχεται σε αντιπαράθεση με τα ήθη της Γηραιάς Ηπείρου. Η σχέση θηλυκού-αρσενικού εντείνει αυτή την αντιπαράθεση, ενώ η τελική ένωση γάμος της Αμερικανίδας με τον Ευρωπαίο - ι διαίτερα συνήθης στα χρόνια που ακολούθησαν
τους τρόπους και τη συμπεριφορά Ευρώπης - Α μερικής, την «ελευθερία» που απολαμβάνουν οι Αμερικανίδες με την αυστηρότητα που επιβάλλε ται στις Ευρωπαίες «jeunes filles». Η Νταίηζυ παρ’ ό λ’ αυτά «εξοστρακίζεται» και από τους συντηρητικούς συμπατριώτες της, οι οποίοι σε μια προσπάθεια να εξομοιωθούν με την Ευρώπη, επιθυμούν να προβάλουν μια «σεμνή» εικόνα προς τα έξω, με αποτέλεσμα να καθιστούν γυναί κες «τύπου Μίλλερ», κοινωνικά ανυπόφορες. Η Νταίηζυ, σε αντίθεση με την Isabel («The portrait o f a lady»), παίζει με την εμφάνισή της και μέ μια μυστηριώδη αύρα αυτοπεποίθησης που την ακο λουθεί παντού. Η Isabel, μάλλον αδιάφορης εξω τερικής εμφάνισης, διαθέτει έναν υποτιθέμενο α νώτερο ατομικό κώδικα, συγκροτημένο μυαλό, και γενικά ενσαρκώνει για τον Τζαίημς, την ιδα νική γυναίκα, που παρεμπιπτόντως είναι και Α μερικανίδα.
«Γυναίκες, σας περιγράφουμε όπως μας αρέσει/κι εξοργιζόμαστε που δε χωράτε στις πε ριγραφές μας». (Τίτος Πατρίκιος, «Περιγραφές») Ο Χένρυ Τζαίημς γράφει λοιπόν για τις σχέσεις των γυναικών με τον κόσμο, και για τις σχέσεις τους με τους άνδρες. Γράφει κατά συνέπεια για τον έρωτα, αν ονομάσουμε έτσι την προσπάθειά του να συνενώσει δυο διαφορετικούς κόσμους. Κι αυτή ακριβώς η διαφορά, κάνει τους έρωτες του Τζαίημς να φαντάζουν ευνουχισμένοι, χωρίς έ ντονα πάθη - άλλωστε δηλώνει αντίθετος στον ερωτικό παροξυσμό που διακατέχει τα έργα των Γάλλων συγχρόνων του - καταπιεσμένα και τε λικά χωρίς καμιά δικαίωση. Αυτό προκαλεί στο «ξαναδιάβασμα» κατά κά ποιο τρόπο της φήμης του X. Τζαίημς ως « ι>οσωπογράφου» των γυναικών της εποχής τι . Εξάλλου, «... αν η γυναίκα δεν υπήρχε παρά μόνο οτα έργα που έχουν γράψει άντρες, θα τη φαντα ζόταν κανείς σαν άτομο εξαιρετικής σημα σίας· σαν άτομο πολύ διαφορετικό· ηρωικό και μικρόψυχο, εξαίσιο και χυδαίο, αφάντα στα όμορφο και απείρως αποκρουστικό, υπέ ροχο σαν τον άντρα και όπως πιστεύουν μερι κοί κι ακόμα περισσότερο. Αυτή όμως είναι η γυναίκα στη λογοτεχνία». Ρενουάρ: Ο χορός στην εξοχή
(Βιρτζίνια Γουλφ, «Ένα δικό σου Δωμάτιο») τον εμφύλιο πόλεμο - αντικατοπτρίζει την προ σπάθεια του συγγραφέα να συγκεράσει και να πλησιάσει όσο το δυνατόν, τους δυο πολι τισμούς. Στην «Νταίηζυ Μίλλερ», φέρνει σε.σύγκρουση
Ό λ α βέβαια ξεκινούν από τη διάθεση της επο χής, την όλη αρνητική αντιμετώπιση των πρώ των δειλών γυναικείων βημάτων (Βλ. Σουφραζέ τες) και κυρίως τη θέση που [δεν] κατείχαν στο
αφιερωμα/35 λογοτεχνικό - κοινώς αποδεκτό — προσκήνιο. Από τους αρχαίους ακόμα χρόνους, μέχρι τον 19ο αιώνα όπου ο Χένρυ Τζαίημς συνθέτει τα αρι στουργήματα του, η κοινωνία της Ευρώπης και έ πειτα της Αμερικής, αρνείται να δεχθεί στους κόλπους της τη λογοτεχνική παραγωγή πολλώ ν και αξιόλογων γυναικείων παρουσιών: Jane Austen, αδελφές Bronte, George Eliot κλπ. To πάνθεον διακατέχεται από αρσενικά ονόματα, το face control είναι ιδιαίτερα αυστηρό, ενώ το τί μημα βαρύτατο. Το σκήπτρο της διανόησης και ειδικότερα η πένα ανήκει στους λίγους, και φυσι κά όχι στις γυναίκες. Η βικτωριανή εποχή απορ ρίπτει τα προϊόντα της γυναικείας συνείδησης. Η γλώ σσα και συνεπώς η λογοτεχνία ελέγχονται α πό τους κρατούντες και αποτελούν απαγορευμέ νη ζώνη.
ζουμε τη ριζοσπαστική Αμερικανιδούλα, τη φιλε λεύθερη, σκεπτόμενη, έξυπνη αλλά ταυτόχρονα αυτοκαταστροφική Isabel, ως «τύπο» γυναίκας της εποχής; Ο Χένρυ Τζαίημς, πιστός στα χνάρια του πατέ ρα του - ο οποίος δε δίσταζε να δημοσιεύει συχνά-πυκνά τις απόψεις του για τις σχέσεις των δυο φύλων, καταλήγοντας πάντοτε σε συμβατι κά σενάρια υποταγής της γυναίκας στο σύζυγό της - υποστηρίζει με θέρμη: «Δ εν πιστεύω ότι ό λοι έχουν δικαίωμα [στο γάμο], όσο δεν πιστεύω ότι όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου» (Γράμματα 3:54). Εξάλλου, πριν ακόμα γράψει το «πορτραίτο», ο συγγραφέας επικροτεί τη θέση της Κας Sutherland Orr («Το Μ έλλον των Αγγλίδων Γυ ναικών»), ότι η γυναικεία απελευθέρωση θα είναι με λίγα λόγια «ολέθρια», καθώς θα δημιουργήσει
Βαν Ντόγκεν Κίις: Στο πάρκο
Α νατρέχοντας στις διάφορες μελέτες αλλά, κυρίως, στο ίδιο το έργο του Τζαίημς, η βασική γεύση που μένει, είναι - όπως άλλωστε προαναφέρθηκε - ότι ο συγγραφέας προσφέρει πλούσιο υλικό για την προσωπικότητα της Α μερικανίδας της εποχής. Το ερώτημα που γεννάται, είναι γιατί ο συγγραφέας να χαιρετίζεται ως ο συγγραφέας των γυναικών και να τυγχάνει αναλογώ ν τιμών δια μέσου των αιώνων. Κατά πόσο λοιπόν θα πρέπει να αποδεχτούμε την περίφημη αυθεντία του, κατά πόσο επίσης θα πρέπει να αναγνωρί-
όχι «βελτιωμένες γυναίκες», αλλά απλά «κατώ τερους άνδρες». Το 1906-7, ο αντιφεμινισμός του ξεσπάει στο Harper’s Bazar, όπου δημοσιεύει κεί μενα σχετικά με τους τρόπους και την ομιλία των νεαρών Αμερικανίδων. Επαινεί τις γκουβερνάντες και διδασκάλισσες της μεσοβικτωριανής ε ποχής για τις παραδοσιακά αυστηρές τακτικές τους, φρίττει με τη «νέα γυναίκα της εποχής» και καταλήγει παραληρώντας: «στο όνομα των σπιτιών μας, των παιδιών μας, του μέλλοντος μας, της εθνικής μας τιμής, μην επιτρέψετε να έχουμε
36/αφιερωμα γυναίκες σαν κι αυτές!» («French writers and American Women. Essays», 42-49). πό την επήρεια των δηλώσεων και αφορισμών του Χένρυ Τζαίημς, τα αριστουργηματικά πορτραίτα των γυναικών που τόσο απλόχε ρα προσφέρει στο κοινό του, μετατρέπονται σε «έμμεσο οδηγό συμπεριφοράς», σε «savoir faire» για τη γυναίκα που αν και έχει το δικαίωμα φω νής, απαγορεύεται να φωνάξει, να ξεσπάσει και να αποδεσμευτεί οριστικά από την «ιδανικά» αυστη'ρή τακτική των πάλαι ποτέ νταντάδων. Η Βιρτζίνια Γουλφ, στο «Έ να δικό σου Δωμάτιο», φέρεται να διαβάζει τη σκέψη του James και γρά φει: «αν η γυναίκα άρχισε να λέει την αλήθεια, τότε η μορφή της στον καθρέφτη αρχίζει να μι κραίνει· η ικανότητά της απέναντι στη ζωή ελατ τώνεται». Αναπόφευκτα, ο αναγνώστης πέφτει στην παγίδα και λατρεύει φαινομενικά αρτιότα τες γυναικείες μορφές, αγνοώντας το ότι κατα λήγουν ανάπηρες, ότι η όλη εξέλιξη της υπόθε σης δεν τις δικαιώνει ούτε στο ελάχιστο, αλλά τις εγκαταλείπει έρμαια της «τάξης των πραγμά των». Σε μια πρώτη ανάννοιση ™ ~~υ
Υ
Τζαίημς φαντάζουν αθώες, αγνέε. " £ ” 'ιλες και αμόλυντες. Φ ιλε^ Ο έρες και ανεξάρτητες, προ σπαθούν να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους. Κι ο συγγραφέας, στην αγωνία του να τις κρατή σει στην ίδια «αθώα» κατάσταση, τις προειδο ποιεί - και μαζί μ’ αυτές τη Νέα Ή πειρο - να μην «εκπορνευτούν». Βέβαια, αν «ξαναδιαβά σει» κανείς το «πορτραίτο», παρακολουθώντας με καχυποψία βήμα προς βήμα την πορεία και πτώση της Isabel Archer, θα διαπιστώσει ότι «η ανεξαρτησία και η αυτάρκεια έφαγαν τη γυναίκα». Η οιαδήποτε ριζοσπαστική θέση ή καινοτομία αποτολμάται από το συγγραφέα στο πρώτο μισό τόσο του προαναφερθέντος μυθιστορήματος, ό σο και της «Νταίηζυ Μίλλερ», καθώς ο αναγνώ στης μυείται στον κόσμο ενδιαφερουσών - ή τουλάχιστον διαφορετικών — γυναικών, αυτοαναιρείται και αυτοκαταστρέφεται, από τη στιγμή που η ηρωίδα φθάνει σε αδιέξοδο και στην ουσία χάνεται- η εξέλιξη του μύθου μετατρέπει τις πρω ταγωνίστριες σε θύματα της ίδιας τους της προ σωπικότητας, η ανεξαρτησία, ελευθερία ή ό,τι άλλο τις διακρίνει και τις κάνει μοναδικές, λει τουργεί ως μπούμερανγκ και αντί να τις εξοπλί ζει με περισσότερα προσόντα και ικανότητα σω στότερης αντίληψης του γίγνεσθαι, τις εγκατα λείπει στο «μοιραίο γυναικείο μυαλό της». Οι «γλυκές εξαδέλφες» του Τζαίημς είτε συμβιβά ζονται στην αγκαλιά ανδρών τύπου Osmond (Isa bel), είτε αποδέχονται την «κοινή μοίρα της γυ ναίκας» (Vevena: «The Bostonians»), είτε θυσιά ζονται (May: «Beast in the Jungle», Νταίηζυ: «Νταίηζυ Μίλλερ»), είτε αποχωρούν σιωπηλά
(Ευγενία: «Ευρωπαίοι»). Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η ύστατη προσπάθεια της Isabel να δηλώσει τη «μοναδικότητά» της γεννώ ντας ένα παιδί, είναι μάταιη, καθώς το παιδί πεθαίνει και μαζί μ’ αυτό καταπιέζεται για μια ακόμα φορά η συνείδησή της: « Ό τα ν τα παιδιά παύουν να είναι γενικώς επιθυμητά, οι γυναίκες παύουν να είναι γενικώς απαραίτητες», αντιγράφει η Β. Γουλφ α πό τη «Συνοπτική Ιστορία των Γυναικών» του Τζ. Λ άνγκτον Ντέηβις.
Ο φόβος που αισθάνεται ο Χένρυ Τζαίημς μπροστά στην «επικίνδυνη» πορεία των γυναι κών της εποχής του, χτίζεται προσεκτικά, μέσα από την καταπληκτικά μεστή, σφιχτή και ελεγ χόμενη, «αρχιτεκτονική» αφήγηση των μυθιστο ρημάτων του. Ο τρόπος του και μόνο, φτάνει για να κάνει αποδεκτό το απαράδεκτο. Ό πω ς γρά φει η * . Stubbs, «ο άκρατος αντιφεμινισμός του εμπλέκεται τόσο απόλυτα με τη φόρμα... έτσι ώ στε να αγνοείται εντελώ ς... ο αναγνώστης πανιμη αποδεκτό».
ι τρομερές αυτές γυναίκες του Τζαίημς, αν και ζωγραφισμένες με σπουδή και αγάπη, σε ενδιαφέροντες τόνους και αποχρώσεις, παρα μένουν περιορισμένες. Ο Τζαίημς - ίσως πικρα μένος από τα προσωπικά του βιώματα - επιμέ νει να τους αρνείται κάθε ευτυχία - έστω και πλασματική. Δεν είναι τυχαίο, ότι το μοναδικό φιλί με πάθος που λαμβάνει, απολαμβάνει και στο οποίο ανταποκρίνεται η Ιζαμπέλ, έρχεται μόλις μια σελίδα πριν ολοκληρωθεί το πορτραίτο της.
Ο
Βιβλιογραφία άρθρου James, Η. The Portrait o f A Lady, (Penguin Classics: England, 1986). What Maisie Knew, (Penguin Classics: England, 1985). Τζαίημς, X. Οι Ευρωπαίοι. (Πλίθρον ΕΠΕ: Αθήνα, 1979), μετά φραση: Ν. Λαμπρόπουλος. Νταίηζυ Μίλλερ. (Πλέθρον ΕΠΕ: Αθήνα, 19;) μετάφραση: Κ. Πολίτης.
Γουλφ, Β. Ένα Δικό σου Δωμάτιο. (Οδυσσέας: Αθήνα, 1980), μετάφραση: Μ. Δαλαμάγκα. Habegger, A. Henry James and the «Woman Business». (Cambridge Univ. Press: Cambridge, 1989). Samuels, Ch. T. The Ambigrity o f Henry James. (Univ. of Illinois Press: Urbana. Chicago. London, 1971). Showaiter, E., ed. The New Feminist Criticism. Essays on Women, Literature and theory. (Chicago Press Ltd: London, 1986). Wagenknecht, E. The Novels o f Henry James. (Frederick Ungar Publishing Co: N.Y., 1983). Wegelin, C. The Image o f Europe in Henry James. The Turn o f the Screw. (Thomas T. Crowell Comp.: N.Y., 1960).
αφιερωμα/37
Τ .Ρ . Ά ν τ ε ρ σ ο ν
Ο Ιμπρεσιονιστής Λογοτέχνης
Ρενουάρ: Η Γκρενουγιέρ. Στοκχόλμη, Εθνικό Μουσείο
Είναι πράγματι αξιοπρόσεκτη η μεγάλη ομοιότητα τόσων σημαντικών ση μείω ν των «Ambassadors» με τους πίνακες των Γάλλων ιμπρεσιονιστών. Χω ρ ίς άλλο αποδεικτικό στοιχείο βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ε πηρέασαν συνειδητά τον Χένρυ Τζαίημς - τουλάχιστον όμως διαφωτίζουν την εντύπωση για τις εικόνες που επιθυμούσε να δώσει. Τζαίημς είχε εκφραστεί καθαρά και με έμ φαση σχετικά με το θέμα, 20 χρόνια πριν στο «Η Τέχνη της Μ υθοπλασίας», το επιχείρημα-κλειδί για τη θεωρία της λογοτεχνίας. Εκεί, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του καλλιτέχνη πα ρά ηθικογράφο, δηλώνει: «[ο μυθιστοριογράφος] διαγωνίζεται με τον αδελφό του το ζωγράφο στην προσπάθειά του να αποδώ σει την εντύπωση των πραγμάτων, την εντύπωση που βγάζει τη σημα
Ο
σία τους, να πιάσει το χρώ μα, τον όγκ ο, την έκ φραση, την επιφάνεια, την ουσία του ανθρώπινου θεάματος». Ό τ α ν κ άνουμε τέτοιες συγκρίσεις, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα όρια που ενυ πά ρχουν στο συσχετισμό μιας τέχνης με κάποια άλλη, στην προκειμένη περίπτωση της ζωγραφι κής με την πεζογραφία - κ άπ οιος κριτικός το έ θεσε επιγραμματικά: «Η τεχνική της περιγραφής μιας σκηνής σαν πίνακα είναι εντελώ ς διάφορε-
38/αφιερωμα τική από εκείνη της ζωγραφικής». Π αρ’ όλο που οι ιμπρεσιονιστές ίσως ενέπνευσαν τον Τζαίημς στην περιγραφή του σκηνικού των A m bassadors, οι Γάλλοι «ιμπρεσιονιστές της λογοτεχνίας» ή τα ν αυτοί που επηρέασαν τον τρόπο σύνθεσης και το στυλ περιγραφής των τελευταίων σπου δαίων έργων του. Κάτι για το οποίο υπάρχουν τρανές και σαφείς αποδείξεις. Μια νεότερη γενιά συγγραφέων - οι Daudet, Maupassant, Loti - συνέχιζε στα χνάρια των λο γοτεχνικώ ν πειραμάτων του Flaubert και των λοι πών «τέκνω ν του Balzac». Ο Τζαίημς συνάντησε τους δυο πρώτους στο σπίτι του Φλωμπέρ τα Κυ ριακάτικα απογεύματα του χειμώνα του 1875-76· αργότερα γνώρισε τον Loti στο σπίτι του Daudet, το 1884. Τα δοκίμιά του που αφορούν και τους τρεις, αποδεικνύουν πόσο μεγάλη σημασία έδινε στις τεχνικές τους. Καθώς αυτοί οι συγγραφείς ή ταν στενοί φίλοι των Ρενουάρ, Μ ανέ, Μ ονέ και των λοιπών - οι πίνακες των οποίων είχαν α ναμ φισβήτητα επηρεάσει τα γραπτά τους - οι Γάλ λοι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι ίσως να κατέληξαν να επηρεάσουν και τον Χένρυ Τζαίημς, μέσω αυ τής της έμμεσης, αλλά λογικής, λογοτεχνικής ο δού. Ενδεχομένως, μια επαρκής συζήτηση του ύ φους της «κυριότερης φάσης» του, η οποία θα α ναφερόταν σε αυτές τις σημαντικές επιρροές, θα απαιτούσε άλλη μια μακροσκελή μελέτη [...]. Ο Πιέρ Λοτί ήταν εκείνος που τον επηρέασε λι γότερο, καθώς τόσο ο ίδιος όσ ο και το έργο του έγιναν αντιληπτά από τον Τζαίημς κάπως αργά. Το 1888 γράφει ότο «το κυρίαρχο χαρακτηριστι κό του μυθιστορήματος στη Γαλλία σήμερα», συνδέοντας το Λοτί με τους Ντωντέ και Μωπασάν, «είναι η αξιοπρόσεκτη εξέλιξη των εξωτερι κών αισθήσεων - της εμφάνισης, του ήχου, της γεύσης, του συναισθήματος, της γενικής φυσικής αίσθησης των πραγμάτων». Ταξινομεί τον Πιέρ Λοτί ανάμεσα στους θαλασσογράφους, «όλης αυτής της συνειρμικής ποίησης, όλων των πλευ ρών που κρύβουν τα πρόσω πα, οι τόποι και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτήν». Ό σ ο κι αν χάνει σε σύνθεση και ψ υχολογικό βάθος, η επιφάνειά του είναι πάντα υπέροχη υποδηλώ νο ντας «πόσο ακόμα μπορεί να προχωρήσει ο ιμ πρεσιονισμός». ευχαρίστηση που νιώθει ο Α μερικανός συγ γραφέας με τα τοπία και τους χρωματι σμούς του Λοτί, τις «στιγμές» και τις «εικόνες» του, αποκαλύπτεται μια δεκαετία αργότερα, στην εγκωμιαστική εισαγωγή ενός τόμου σύντο μων κειμένων τα οποία μετέφρασε στα αγγλικά και δημοσίευσε το 1898 υπό τον τίτλο «Εντυπώ σεις» («Impressions»). Η ιδιαίτερη γοητεία τους εναπόκειται «στον λεπτό τρόπο με τον οποίο ο Λοτί βλέπει κάτι και σ ’ αυτό που μας κάνει να δούμε», εκτιμά ο Τζαίημς, που προτιμούσε τα
Η
πρώτα έργα που αφορούσαν στη θάλασσα και τη φύση της γενέτειράς του Βρετάνης - και όχι τα ερωτικά του κείμενα. «Χρησιμοποιεί όλες τις ε ντυπώσεις του», καταλήγει η εισαγωγή, τις ο ποίες δε χάνει ποτέ, ούτε αποφεύγει να αρπάζει· και η αλλόκοτη αφήγησή του χαρακτηρίζεται α πό μια ιδιαίτερα ελαφριά, χαλαρή αλλά και συ νάμα πανούργα συνύφανση αυτών [των εντυπώ σεων]». Μια βινιέτα του Λοτί, οι «Εντυπώσεις α πό τον Καθεδρικό Ν αό», όπου περιγράφει τη σπουδαία ισπανική εκκλησία του Μ πουργκός, θυμίζει τον Καθεδρικό Ν αό της Ρουέν που ζωγρά φισε ο Μονέ· και ότα ν πάλι ο Λοτί στρέφεται στο εσωτερικό του ναού, όπου μια γυναίκα γονατίζει μπροστά στη φωτισμένη Αγία Τράπεζα, θυμόμα στε μια σκηνή της Π αναγίας των Παρισίων, τότε που ο Strether ανακαλύπτει τη Mme de Vionnet να προσεύχεται. Έ να άλλο γαλλικό ιμπρεσιονιστι κό τοπίο θάλα σσας, βουνού, χωριού και εκκλη σίας, που φέρνει τον τίτλο «Μια Στιγμή Σ τοχα σμού», θυμίζει την κλιμάκωση των «Ambassa dors», την αποκαλυπτική σκηνή την οποία ο Τζαίημς εμπνεύστηκε από το «La Seine a Vertheuil». Είναι τόσο δυνατή η ομοιότητα των λεκτι κών εικόνων του Λοτί με τους πίνακες του Μονέ, που ο Τζαίημς δείχνει διπλά γοητευμένος. Η περίπτωση του Γκύ ντε Μ ω πασάν δίνει πε ρισσότερα στοιχεία. Ο Τζαίημς τον γνώρισε στη διάρκεια του δημιουργικότατου χρόνου που πέ ρασε στο Παρίσι- ο εικοσιπεντάχρονος Γάλλος, ακόμα στην αφάνεια, ήταν ένας αθλητικός νεα ρός που μιλούσε μόνο για κολύμβηση, κω πηλα σία στο Σηκουάνα, και για την κτατάκτηση του γυναικείου φύλου. Μια δεκαετία αργότερα, το καλοκαίρι του 1886, επισκέφθηκε το Λ ονδίνο, ό που ο Τζαίημς έκ α νε ό,τι περνούσε από το χέρι του ω ς οικοδεσπότη. Ο πληθωρικός όμω ς Μω π ασάν, αν και στο απόγειο της λογοτεχνικής του δόξας, εξακολουθούσε να ενδιαφέρεται περισσό τερο για τις γυναίκες παρά για τα βιβλία. Ο Α γγλο-Α μερικανός συγγραφέας προτιμούσε α σφαλώς τον Γάλλο καλλιτέχνη από τον άνθρω πο. Η βαθιά γνώση του έργου του καταγράφεται σε ένα μακροσκ ελές κείμενο που δημοσιεύθηκε δυο χρόνια αργότερα και παραμένει ένα κλασικό κείμενο για τον Μ ωπασάν, γραμμένο στα αγγλι κά. Αυτό το πενηντασέλιδο δοκίμιο, μαζί με ένα ανάλογο για τον Ντωντέ, αποτελεί το βασικό τμήμα των «Ανολοκλήρω τω ν Πορτραίτων» (1888), ενός τόμου που στιγματίζει την καριέρα του Τζαίημς. (Η νέα του κατεύθυνση αναλύεται στην «Τέχνη της Μ υθοπλασίας»). γνήσιος θαυμασμός που έτρεφε για τον Μω πασάν, κλονιζόταν από δυο βασικά στοι χεία. Α ρχικά, δεν ενέκρινε τη σημασία που έδινε στο σεξ, θέμα το οποίο κατά τον Τζαίημς προ βαλλόταν υπέρ του δέοντος από τους Γάλλους
Ο
αφιερωμα/39 συγγραφείς και το οποίο τελικά αποθεώθηκε με τον κατάφωρο ερωτισμό του νεαρού μαθητευόμενου του Φλωμπέρ. Έ πειτα, ερχόταν σε αντίθεση με το γεγονός ότι ο Μ ω πασάν απέρριπτε κάθε α ναφορά στα ψυχολογικά ή τα ηθικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όντας αποφασισμέ νο ς να περιοριστεί στα ορατά πράγματα και να αποδώσει αντικειμενικά μόνο ό,τι είχε δει. Αυτή ήταν περίπου και η θεωρία κάποιω ν Ιμπρεσιονιστών ζωγράφων - παρότι ήταν ιδιαίτερα δύσκο λο να την εφαρμόσουν στην πράξη. « Ό σ ο κι αν προσπάθησε ο Ντεγκά να περιορίσει στο φαινό μενο καθεαυτό την πρόθεσή του να είναι πιστευ τός, δεν κατόρθωσε να αποφύγει την παραγωγή
πράγμα στο οποίο εναπόκειται ο χαρακτήρας του αντικειμένου ή της σκηνής, και εκφράζοντάς το αριστοτεχνικά, επιδέξια και σύντομα, προ σφέρει μια πειστική και γνήσια εικόνα», καταλή γει ο Τζαίημς: «[Σε όλες τις περιγραφές του] τα πάντα αποτελούν μια εντύπωση, όπω ς λένε και οι σημερινοί ζωγράφοι». Η σχέση του Μ ω πασάν με τη σχολή των Ιμπρεσιονιστών έχει επισημανθεί επανειλλημένα, με τη σκέψη ότι η επίδραση ήταν αμφίδρομη. Η ομοιότητα του Ντεγκά με το συγγραφέα έχει ήδη υπογραμμιστεί. Α π ’ όλους αυτούς τους ζωγρά φους, ίσως ο καλύτερος φίλος του να ήταν ο Μανέ, ο βιογράφος του οποίου υποστηρίζει ότι ο πί-
Κλωντ Μονέ: Η γέφυρα 1874
έργων που κριτικάρουν τη ζωή», επισημαίνει δια κεκριμένος ιστορικός τέχνης, ο οποίος καταλή γει με μια εύλογη σύγκριση: «Μ ε άλλα λόγια, το συναίσθημα δεν μπόρεσε να εκλείψει, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να θυμίζει κάπως Μ ωπασάν». Π αρ’ όλο που στην ουσία ο Τζαίημς αμφέβαλ λε ότι μια τόσο ολοκληρωμένη αντικειμενικότη τα ήταν δυνατή, παραδεχόταν ότι αυτό που έχρι σε τον Μ ω πασάν ανώτατο παρατηρητή, ήταν η αφοσίωσή του στο αξίωμα σύμφωνα με το οποίο ένας συγγραφέας «αποδίδει όσο το δυνατόν κα λύτερα το αληθινό ότα ν ζωγραφίζει τους ανθρώ πους εξωτερικά παρά εσωτερικά». Ωστόσο, ήταν φανερό ότι ο Μ ω πασάν είχε ξεφύγει όχι μόνο από το νατουραλισμό του Ζ ολά, αλλά και από τον νέο εγγενή ρεαλισμό του Ντωντέ. Αποφεύγει τη «μόδα της αναλυτικής αφήγησης μιας ιστορίας», τονίζει ο Τζαίημς, και περιορίζεται στο «να κάνει ανθρώπους και γεγονότα να περνούν μ προστά α πό τα μάτια μας». Το μεγάλο, μεγάλο του προ σόν είναι η ζωντάνια των πέντε του αισθήσεων, εκ των οποίων πιο ισχυρή είναι η όραση. «Το μά τι του επιλέγει αλάθητα, ασυνείδητα, ακόμα και χωρίς σύνεση - συλλαμβάνει το συγκεκριμένο
Αρζαντέιγ,
να κ α ς «Chez Pere Lathuille»... ήταν μια λαμπρή βινιέττα της ζωής στη σύγχρονη Γαλλία, «όπω ς ακριβώς στις λεκτικές εικόνες του Μ ωπασάν». Οι καμβάδες των Ρενουάρ και Μ ονέ, από την άλ λη, που έφεραν τον τίτλο «La Grenouillere» (και αποτέλεσαν το μοντέλο για την πρώτη σκηνή α ποκάλυψ ης του Τζαίημς στη γαλλική ύπαιθρο), ί σως να συνεπήραν τον Μ ω πασάν, τον επιδέξιο κωπηλάτη, και να τους χρησιμοποίησε ως σκηνι κό σε αρκετές ιστορίες του που διαδραματίζο νται σ ’ αυτό το δημοφιλές θέρετρο πλάι στο πο τάμι. Ο μεταφραστής του ξεχωρίζει μια από τις τελευταίες του ιστορίες, τη «Mouche», την οποία θεωρεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ο μοιότητας: «Περιγράφει πιστά, όπω ς ακριβώς έ να ς σύγχρονος πίνακας του Ρενουάρ, ένα εστια τόριο πλάι στο ποτάμι, ένα χαμένο κόσμο μυ στακοφόρω ν νεαρώ ν με ψαθάκια και ριγωτές φα νέλες, και χαμογελαστώ ν κοριτσιών με λουλου δάτα καπελίνα». Επικαλείται περισσότερο το «Dejeuner des Canotiers» του Ρενουάρ, παρά το «La Grenouillere», αν και οι δυο πίνακες παρου σιάζουν το ίδιο θέρετρο στο Borgival του Ση κουάνα.
40/αφιερωμα την πραγματικότητα, η «Mouche» δεν περι γράφει μια σκηνή γεύματος, πα ρ’ όλο που αναφέρεται στην πρόσχαρη και ανέμελη ζωή των κωπηλατών, όπω ς τους αποθανάτισε ο Ρενουάρ. Σε ό,τι αφορά τις εικόνες της, η ιστορία του Μωπα σά ν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αναγνώ στες των «Ambassadors» — ο πίνακας του Μ ονέ «La Seine a Vetheuil», χρησιμεύει ως μοντέλο για το δεύτερο μέρος της αποκαλυπτι κής σκηνής του Τζαίημς στο ποτάμι. Στο «M ou che», οι πέντε γλετζέδες, ολοκληρώνουν τη δια σκέδασή τους βρίσκοντας μια κοκότα στην ο ποία αναθέτουν το διπλό ρόλο της τιμονιέρισσας στην πρύμνη, και της ερωμένης καθ’ όλη τη διάρ κεια των γλεντιώ ν τους. «Η γυναίκα είναι ένα α παραίτητο εξάρτημα σ ’ ένα πλοίο σ αν το δικό μας», αναφέρει ο αφηγητής-συγγραφέας, « απα ραίτητη γιατί κρατά το νου και την καρδιά σε ε γρήγορση, γιατί προσφέρει ενθουσιασμό, διασκέ δαση και ανεμελιά, αλλά και γιατί κάνει τη ζωή πικάντικη, ενώ, γλιστρώ ντας με το κ όκκινο ομ πρελίνο της πάνω στις πράσινες ακτές, τη διακο σμεί κιόλας». Το ρομαντικό «ροζ ομπρελίνο» της Κας de Vionnet, στην ιστορία του Μ ωπασάν, αντικαθίσταται από ένα πιο ρεαλιστικό χρώμα, που συμβολίζει τη μοιχεία! Σ’ αυτή τη φάση μπαί νει στο προσκήνιο ο Χένρυ Τζαίημς. Είναι φανε ρό ότι αυτές ακριβώς τις ιστορίες τύπου «M ou che», που περιγράφονται ελεύθερες σεξουαλικές σχέσεις, σκέφτεται όταν στους «Ambassadors» γράφει - πριν ακόμα το πλοίο με τον Chad και τη Mme de Vionnet εμφανιστεί - ότι όλες οι ε μπειρίες του Strether στην ύπαιθρο..., «του θυμί ζουν, όπω ς και ολόκληρο το επεισόδιο, τον Μω π ασάν». (302). Αυτή η αόριστη δήλωση, γίνεται τώρα πιο συγκεκριμένη. Ο Α λφόνς Ν τωντέ όμως ήταν αυτός που επηρέ ασε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το στυλ και το ύφος του Τζαίημς στα τελευταία σπουδαία έργα του. Μ όνο δυο από τους συγγρα φείς που γνώρισε στα 1875-76 στις λογοτεχνικές συγκεντρώσεις του Φλωμπέρ, παρέμειναν στενοί του φίλοι. Ο ένας ήταν ο Τουργκένιεφ, αρκετά η λικιωμένος ακόμα και για πατέρας του· ο δεύτε ρος, ο Ντωντέ, περίπου στην ηλικία του. Αυτό που τον τράβηξε τόσο κοντά σ ’ αυτόν τον Γάλλο συγγραφέα ήταν η φοβερή του άνεση αρχικά, και έπειτα η αμοιβαία τους προσκόλληση στον γη ραιό Ρώσο συγγραφέα. Στα επόμενα χρόνια, ο Τζαίημς επισκέφθηκε πολλές φορές το σπίτι του Ντωντέ - κυρίως κατά τη διάρκέια των χρόνω ν που παρέμεινε στο Παρίσι, το 1884, το 1889 και το 1893 - κι όταν πλησίαζε το τέλος της ζωής του Γάλλου συγγραφέα, ο Τζαίημς τον φρόντισε με αφοσίωση, φιλοξενώ ντας τον για αρκετό και ρό στο Λονδίνο. Αυτό που ενδιαφέρει όμως την παρούσα έρευ να, είναι ο θαυμασμός του για την τέχνη του
Σ
Ντωντέ, κάτι που εκδηλώνεται στα διάφορα δο κίμιά του. Το 1882 γράφει ένα σύντομο δοκίμιο με αφορμή τη δημοσίευση απομνημονευμάτω ν α πό τον αδερφό τού Γάλλου μυθιστορισγράφου, ε νώ τον επόμενο χρόνο δημοσιεύει μια πενηντασέλιδη μελέτη των γραπτώ ν του μέχρι το 1883. Στο μεγαλύτερο κείμενο, όπου επιθυμεί να τοποθετή σει τον Ντωντέ δίπλα στους σύγχρονούς του, ο Τζαίημς υποδεικνύει τους λόγους για τους ο ποίους τον προτιμά. «Η νέα λογοτεχνική σχολή στη Γαλλία, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ση μειώσεις», γράφει, επικαλούμενος τους Ζολά και Φλωμπέρ· παρ’ όλο όμω ς που τους εκτιμά εξί σου, θεωρεί ότι τους χρειάζεται λιγότερο: «Ο Ντωντέ βλέπει γρήγορα και αυτόματα». Ό λ ο ι αυτοί οι συγγραφείς ενδιαφέρονται λιγότερο για τον ηθικό και μεταφυσικό κόσμο, παρά για τον κ όσμο των αισθήσεων, «συλλαμβάνοντας τα πάντα στην ορατή τους μορφή». Ό π ω ς κι αυτοί, έτσι κι ο Ντωντέ, συλλαμβάνει κυρίως τη μεγάλη επιφάνεια της ζωής. Α λλά διαθέτει συναίσθημα και έχει «βαθιά ριζωμένο το ποιητικό στοιχείο»· αυτό ακριβώς τον διαφοροποιεί από τους Φλω μπέρ και Ζολά, οι οποίοι σε αντίθεση, δείχνουν «σκληροί και ξεροί». Ό μ ω ς ο Ντωντέ είναι μο ντέρνος, «διαθέτει όλα τα αισθητήρια όργανα που μόλις έχουν αναπτυχθεί και ανακαλυφθεί». Σύμφωνα μ’ αυτή τη σχολή, «μοντέρνο» σημαίνει «μια πιο αναλυτική εξέταση των φαινομένων», ε ξηγεί ο Τζαίημς: «Είναι γνω στό από την τάση για ανάλυση των ανακαλύψεω ν σε εικ όνες... Η μα γεία των τεχνώ ν της αναπαράστασης έγκειται στο κατά πόσο αυτές ανταποκρίνονται στους συ νειρμούς που φέρνουν τα πράγματα». Είναι αναπόφευκτο κάθε αναφορά στο έργο του Ντωντέ να γίνεται μέσω των πινάκων των Ιμπρεσιονιστών. Είχε φιλικές σχέσεις με αρκετούς από αυτούς, στενότερες ίσως με τον Ρενουάρ, ο οποίος τον επισκέφθηκε το 1877 και ζωγράφισε το πορτραίτο της γυναίκας του. Συνάντησε ποτέ ο Τζαίημς το ζωγράφο στο σπίτι του συγγραφέα; Ό π ω ς και να έχει το πράγμα, το σχόλιό του πά νω στον Ντωντέ θα μπορούσε άνετα να αναφέρεται και στον Ρενουάρ: Κανείς δε διαθέτει τέτοιο μάτι για ένα θέμα· τέ τοια αντίληψη των «κομματιών», όπως λένε ό σοι ζωγραφίζουν με νερομπογιές. Είναι πράγμα τι σαν να δούλευε νερομπογιές, από μια πλούσια και υγρή παλέτα· το ύφος του δεν είναι τόσο λο γοτεχνικό όσο πλαστικό. Είναι ένας υπέροχος παρατηρητής όλων των εξωγενών παραγόντων - των εντυπώσεων, αντικειμένων, επιφανειών, καταστάσεων· αλλά αυτό που τον κάνει μοναδι κό είναι... η εξαιρετική αχτίδα, η ένταση του συ ναισθήματος, που δίνει πάντα φως στην εικό να... Η νέα μόδα του ρεαλισμού, μας έχει διδά ξει ότι σε κάθε περιγραφή της ζωής, η περιγρα φή τόπων και πραγμάτων είναι το ήμισυ του παντός. Ό μω ς για να τα περιγράφουμε, πρέπει
αφιερωμα/41 να τα δούμε, και μερικοί άνθρωποι βλέπουν το ίδιο πράγμα, σε περισσότερο βάθος από ό,τι οι άλλοι. Ο Αλφόνς Ντωντέ, είναι από αυτούς που βλέπουν τα μέγιστα... Α, τα πράγματα που βλέ πει - τα διάφορα φευγαλέα, απόκρυφα, λεπτε πίλεπτα, ακατονόμαστα, ανθρώπινα πράγμα τα!... Τι θα μπορούσε να είναι πιο μοντέρνο από το ύφος του, απ’ όπου έχει εκλείψει κάθε ίχνος κλασικισμού, και το οποίο κινείται υπό την αί γλη των εικόνων, των ανακαλύψεων, των λεκτι κών ασκήσεων, και που αναζωογονείται πάντα από το ίδιο πάθος για το συγκεκριμένο.
ΝΕΕΣ ΣΕΙΡΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΠΊΣΜΟΙ ΠΩΑΦΩΡ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
άποψη του Τζαίημς ότι «σε κάθε περιγραφή της ζωής, η περιγραφή τόπων και πραγμά των είναι το ήμισυ του παντός», έρχεται να επιβε βαιώσει και την προσωπική μου θέση. Αν αυτό το εφ’ όλης της ύλης σχόλιο προβάλ λει τη σχέση του Ντωντέ με τους Ιμπρεσιονιστές ζωγράφους, ένα πιο συγκεκριμένο σχόλιο πάνω στα «Le Nabab» και «Les Rois en Exil», που εμπε ριέχεται στο μεγαλύτερο εκ των δυο κείμενο του Τζαίημς, επισημαίνει την εκπληκτική ομοιότητα των Ambassadors με το απεικονιστικό ύφος του Γάλλου συγγραφέα. Με τα ώριμα αυτά έργα του, ο Ντωντέ, γέννημα της Προβηγγίας, «κατακτά» το Παρίσι και είναι γΓ αυτά ακριβώς που ο Α με ρικανός συγγραφέας τον θαυμάζει σε τέτοιο βαθ μό. «Έ χει φτιάξει ένα δικό του Παρίσι - ένα Παρίσι σαν μια πλατεία, δροσερή νερομπογιά»:
Η
Για τον Ντωντέ, ...οι γνώριμες πλευρές του Πα ρισιού είναι απεριόριστα απεικονιστικές, και μέρος της γοητείας των μυθιστορημάτων του (για όσους μοιράζονται τη λατρεία του γι’ αυτό το άνθος του πολιτισμού), είναι ο τρόπος με τον οποίο το ανακαλεί, το φέρνει στο νου, το παρου σιάζει ξαφνικά, σε κομμάτια ή ολόκληρο, στις αισθήσεις μας. Το φως, ο ουρανός, η αίσθηση του αέρα, οι μυρωδιές των δρόμων, η όψη ορι σμένων περιοχών, ο ασημένιος λασπωμένος Ση κουάνας, ο δροσερός, γκρίζος τόνος του χρώ ματος, η φυσιογνωμία κάποιων γειτονιών, η συ νολική εντύπωση που δίνει το Παρίσι, σε αντα μώνουν έξαφνα στις σελίδες του, για να σου θυ μίσουν για άλλη μια φορά, ότι αν ζωγραφίζει με πένα, γράφει με πινέλο. Ο Τζαίημς δεν υποψιαζόταν βέβαια, το 1883, με πόση ακρίβεια έδινε εικόνες από το Παρίσι, που θα περιγράψει δυο δεκαετίες μετά, στο μυθι στόρημά του. Εξάλλου το τελευταίο του σχόλιο σχετικά με τις απεικονιστικές πλευρές των «Le Nabab» και «Les Rois en Exil» - «αυτά τα βιβλία αποκτούν τη συνολική τους αξία μόνο στο μυαλό όσων έχουν, είτε λίγο είτε πολύ, παριζιανοποιηθεί» — αγαφέρεται εξίσου και στους αναγνώστες των «Ambassadors». Έ νας παρόμοιος αναγνώστης, ξεφυλλίζοντας οποιαδήποτε από τις δυο νουβέλες του Ντωντέ, σαν ένα βιβλίο με εικόνες από το Παρίσι, χωρίς
ΡΟΜΠΕΡ ΜΑΝΤΡΑΝ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΕΪΜΑΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΟΥΣ
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
Δ Η Μ . Ν. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Ι π π ο κ ρ ά τ ο υ ς 8, τ η λ . 3 6 . 2 7 . 3 1 8
42/αφιερωμα να δίνει ιδιαίτερη σημασία στην πλοκή, άνετα πι στεύει ότι ξεφυλλίζει κάποιο από τα αριστουργή ματα του Τζαίημς. Έ να τυχαίο παράδειγμα απο τελεί η περιγραφή· μιας από τις βασικές ηρωίδες τού «Le Nabab», όπω ς εμφανίζεται στην γκαλερί γλυπτών της Διεθνούς Έ κθεσης του 1855: Το πρώτο άτομο που αντίκρυσε μόλις έφθασε, ήταν η Felicia Ruys, η οποία στεκόταν όρθια γέρ νοντας επί του βάθρου ενός αγάλματος, ανάμε σα σε συγχαρητήρια και φόρους τιμής... Ή ταν ντυμένη απλά, με ένα μαύρο κοστούμι, κεντημέ νο και στολισμένο με νεφρίτη, ενώ η σοβαρότη τα του φορέματος μετριαζόταν από ένα σπινθη ροβόλημα αντανακλάσεων και τη μεγαλοπρέ πεια ενός εντυπωσιακού καπελίνου με φτερά φασιανού, απ’ όπου τα κατσαρά της μαλλιά, που έβγαιναν μαζί στο μέτωπο και χωρίζονταν στον αυχένα σε μεγάλα κύματα, δίνοντας συνέ χεια και απαλύνοντας το παιχνίδι των χρωμά των. Ένα πλήθος καλλιτεχνών, κοσμικών τύ πων [gens du monde], κινήθηκε προς τα εμπρός ανυπόμονος να γνωρίσει μια τέτοια ιδιοφυία σε συνδυασμό με τόση ομορφιά. Αυτή η γυναίκα, πάνω στο μοντέλο της Sarah
Bernardt, θα μπορούσε να είχε εμπνεύσει τα πορτραίτα της Mme de Vionnet... Οι σχέσεις του Τζαίημς με τον Ντωντέ, ήταν ζωντανές μέχρις ότου άρχισε να γράφει τους Ambassadors. Το 1890, μετέφρασε και το τελευ ταίο μέρος της τριλογίας του Tartarin... το οποίο δημοσιεύει στη Νέα Υόρκη υπό τον τίτλο «Port Tarascon». Στην εισαγωγή εξαιρεί αυτά τα χα ρούμενα χρονικά της Προβηγγίας, αυτά τα «ελα φρά και έξυπνα και ακαταμάχητα» δείγματα της «τέλειας τέχνης» του Ντωντέ. Αργότερα... αποτίει τον ύστατο φόρο τιμής στον αγαπημένο του συνάδελφο... «Το να σκέφτεται κανείς κάποιο βιβλίο του είναι σαν να βλέπει μια επιχρυσωμένη πινακοθήκη με μικρά μοντέρνα αριστουργήμα τα», τονίζει ο Τζαίημς, συνοψίζοντας τον 25χρονο θαυμασμό του για την τέχνη του Ντωντέ: «Το ύφος του είναι ιμπρεσιονισμός απ’ άκρη σ’ ά κρη». Ο ίδιος ο Τζαίημς πάντως, γράφοντας τα τρία καλύτερα μυθιστορήματά του, ίσως να προ χώρησε ακόμα περισσότερο... Μετάφραση: Αλεξάνδρα Χαΐνη
αφιερωμα/43
Α λεξά νδρ α Χ αΐνη -
Γ ιάννης Ν . Μ π α σ κ ό ζο ς
ρΒιβλιογραφίαη ελληνική και ξένη Χένρυ Τζαίημς
Ελληνική 1. Χένρυ Τζαίημς, Η Κληρονόμος. Μτφρ.: Νινίλα Παπαγιάννη. Εκδ. Ίκαρος. 1953. 2. Χένρυ Τζαίημς, Τρεις νουβέλες. Τα χαρτιά του Ασπερν. Ντέιζυ Μίλλερ. Το στρίψιμο της Βίδας. Μτφρ.: Κοσμάς Πολίτης. Εκδ. Φέξη 1964, Αθήνα. 3. Χένρυ Τζαίημς, Ντέιζυ Μίλλερ. Εισαγωγή Ρόμπσον. Μτφρ.: Κοσμάς Πολίτης. Εκδ. Πλέθρον 1979. 4. Χένρυ Τζαίημς, Οι Ευρωπαίοι. Εισαγωγήμετάφραση: Νίκος Λαμπρόπουλος. Εκδ. Πλέθρον 1979. 5. Χένρυ Τζαίημς, Ο Αμερικανός. Μτφρ. Ρένα Χατχουτ. Εκδ. Γράμματα, 1980. 6. Χένρυ Τζαίημς, Ο Γλύπτης (Ρόντερικ Χάντσον). Ε πίλογος: Ε. Μπόουντεν. Μτφρ.: Γεωργία Αλεξίου. Εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1981. 7. Χένρυ Τζαίημς, Το στρίψιμο της βίδας. Μ’ ένα δο κίμιο του Μ. Μπλανσό. Εργοβιογραφίαμετάφραση: Κοσμάς Πολίτης. Εκδ. Άγρα. 8. Χένρυ Τζαίημς, Το στρίψιμο της βίδας. Μτφρ.: Κο σμάς Πολίτης. Εκδ. Γράμματα, 1986, Αθήνα. 9. Χένρυ Τζαίημς. Οι φίλοι των φίλων. Μτφρ.: Γιώρ γος Μπλάνας. Εκδ. Ροές, 1987. 10. Χένρυ Τζαίημς, Τέσσερις συναντήσεις. Μτφρ.: Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Εκδ. Νεφέλη, 1987. 11. Χένρυ Τζαίημς, Τα χαρτιά του Ά σπερν. Μτφρ.: Κοσμάς Πολίτης. Εκδ. Πλέθρον. 12. Χένρυ Τζαίημς, Η τέχνη της μυθοπλασίας. Πρόλο γος - μετάφραση - σημειώσεις: Κώστας Παπαδόπουλος. Εκδ. Ά γρα, 1984. Μ ελ έτ ες για τον X . Τ ζαίημς 13. Δέλιος Γιώργος, Φυσιογνωμίες του ξένου έντεχνου λόγου. Μελετήματα. Θεσσαλονίκη 1974. 4. Αποστόλου Σαχίνη, Τετράδια κριτικής (Έκτη σει ρά), Εκδ. Εστία, 1990.
15. Frederick Hoffman, Το σύγχρονο αμερικανικό μυ θιστόρημα (1900-1950). Μτφρ. Φ.Χ. Εκδ. Αετός, 1954 Αθήνα. 16. R. Wellek - A. Warm, Θεωρία Λογοτεχνίας. Μτφρ.: Σταύρος Γ. Δεληγιώργης. Εκδ. Δίφρος, 1965.
Ξένη Anderson, Ch. R., Person, Place and thing in Henry James’s Novels. (Duke University Press: Durham, N. Carolina, 1977). Berland, A. Culture and conduct in the Novels o f Henry James. (Cambridge University Press: Cambridge, 1981). Brooks, V.W. The Pilgrinage o f Henry James. (Octagon Books: N.Y., 1972) Bradbury, M. The Modern American Novel: (Oxford Uni-press: Oxford, 1983) Brian Lee. American Fiction. 1865-1940. Longmann. London and N.Y. 1987. Chatman, S. The Later Style o f Henry James. (Oxford: Basil Blackwell, 1972). Daugherty, S.B. The Literary Criticisms o f Henry James. (Ohio University Press: USA, 1982). Dupee, F.W. Henry James. (The American Men of Letters Series. William Sloane Associates: USA, 1951). Edel, L., ed. Henry James. A Collection o f critical Essays. (Prentice-Hall, inc: Engle-wood cliffs, N.J., 1963). Ford, F.M. Henry James. A Critical study. (Octagon Books: N.Y., 1980). Habegger Alfred. Gender, Fantasy and Realism in American Literature. Columbia University Press N.Y. 1982. Habegger, A. Henry James and the «Woman Business». (Cambridge University Press: Cambridge, 1989).
44/αφιερωμα
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΣΕΙΡΑ: ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Γυμνασίου - Λυκείου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Σ. ΚΑΤΕΒΑΙΝΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΤΣΟΥΡΕΑΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΚΘΕΣΗ-ΕΚΦΡΑΣΗ
Ε ΤΟΜΟΣ
Holland, L.B. The Expense o f Vision. Essays on the craft o f Henry James. (The Johns Hophins Univ. Press: i Baltimore, 1964, 1982). Hutchinson, St. Henry James: An American as Modernist. (Barnes and Noble Books: USA, 1982) Jacobson, M. Henry James and the Mass Market. (The University of Alabama Press: Alabama, 1983). Kelley, C. The Early Development o f Henry James. (University of Illinois Press: Urbana 1965). Leavis F.R. The Great Tradition. (Eliot, James, Konrad). 1948. Lebowitz, N., ed. Discussions o f Henry James. (D.C. Health and Company: Boston, 1962). Leon Edel. The complete plays o f H. James. Philadelphia. 1949. Leon Edel. The selected Letters o f H. James. Farrar, Straus and Cudahy. N. York 1955. Leon Edel. The Untried Years. J.B. Lipincott Company Philadelphia. N. York 1953. Leon Edel. H. James biography. C.B. Lippincot Company. Philadelphia N.Y. 1972. Long Robert Emmet. The Great Succesion. Henry James and the Legacy o f Hawthhorn. University of Pitsburg Press 1979. Norrman, R. The Insecure World o f Henry James’s fiction. Intensity and Ambignity. (St. Martin’s Press: N.Y., 1982). O’Neill, J.P. Workable Design. Action and Situation in the Action o f Henry James. (Kennikat Press: N.Y., 1973). Perosa, S. Henry James and the Experimental Novel. (University Press of Virginia: Charlottesville, 1978). Samuels, Ch. T. The Ambiguity o f Henry James. (University of Illinois Press: Urbana. Chicago. London 1971. Sicker, P. Love and the Quest for Identity in the Fiction o f Henry James. (Princeton Uni. Press: N.J., 1980). Schneider Daniel. The crystal cage: adventures o f the imagination in the fiction o f H. James. Regents Press of Kansas. 1978. The Norton Anthology o f American Literature. Volume 2 (W.W. Norton & (ο.: N.Y. London, 1979). Tomkins, J.P., ed. Twentieth century interpretations o f the Turn o f the Screw and other tales. (Prentice Hall, Inc: N.J., 1970). Veeder, W. Henry James - The Lessons o f the Master Popular Fiction and Personal Style in the 19th century. (The Uni. of Chicago Press: Chicago and London, 1975). Wagenknecht, E. The Novels o f Henry James. (Frederick Ungar Publishing Co: N.Y., 1983). Wegelin, C. The Image o f Europe in Henry James. (Southern Methodist Uni. Press: Pallas, 1958). Willen, G., ed. A Casebook o f Henry James. The Turn o f the Screw. (Thomas Y. Crowell Comp.: N.Y., 1960). Henry James. Autobiography. N. York. Criterion Books 1956.
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
Δ Η Μ . Ν. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Ιπ π ο κ ρ ά τ ο υ ς 8, τ η λ . 3 6 .2 7 .3 1 8
Ναπολέων Ασιανής
ΙΧΝΗ ΣΙΩΠΗΣ Έ να δυνατό μυθιστόρημα στο οποίο οι πό λεις είναι τέρατα, η δουλειά λύτρωση, η φύ ση αισιοδοξία, και μέσα από την ουσιαστική σιγή προβάλλει η μοναξιά, η αϋπνία, η αρ ρώστια, η νύχτα που είναι ο φόβος και ο θάνατος. Ο ήρωας θα παλεύει ως το τέλος, έχοντας μοναδικό σύμμαχο τη φύση, θα πα λεύει να λυτρώσει το σώμα με τη δουλειά, με το πιοτό, να γλυτώσει απ’ τις μνήμες, απ’ την αίσθηση της ματαιότητας, απ’ τον ίδιο του τον εαυτό.
για απαιτητικούς αναγνώστες Οβιδιακές μεταμορφώσεις που θα βρίσκονται μέσα στο μυαλό του αναγνώστη για πολύ καιρό. Αριστούργημα. Repubblica
μεταφράσεις σε όλο τον κόσμο, κριτικοί που ανεβάζουν το βιβλίο στον έβδομο ουρα νό, ένα φαινόμενο ενάντια στα γνωστά σκου πίδια του εκδοτικού μάρκετινγκ των τελευ ταίων χρόνων. 18
Stampa
Επιτέλους ένα νέο ταλέντο στον ορίζοντα. Frankfurter Algemeine
Το ωραιότερο μυθιστόρημα της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Die Zeit
Κρίσζοφ Ρανομάγερ 0 ΕΣΧΑΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Όταν ο Οβίδιος πουλάει διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα! Νίκος Μπακουνάκης, Ταχυδρόμος
Ένα εξαιρετικά πρωτότυπο, οραματικό και απίστευτα πλατύ στη σύλληψη μυθιστόρημα. Δημοσθένης Κούρτοβικ, Ελευθεροτυπία
ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ
Το αιώνιο αρχέτυπο του ήρωα και η πολύμορφη εκδήλωσή του στην παγκόσμια μυθολογία. Ο ήρωας μέσα μας, η κινητήρια δύ ναμη του ανθρώπινου πεπρωμένου. Ένα βιβλίο που συναρπάζει με την αφήγησή του και αγγίζει την ψυχή. Μια μελέτη που έγινε θρύλος και διαβάστηκε από εκα τομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Μάρνη 5-7, 10433 ΑΘΗΝΑ Τηλ. 5221744, 5227678 FAX: 5226581
σ υνεντευξη/47
Μια συνομιλία του Περικλή Σφυρίδη με τον Γιώργο Γαλάντη
Ο Περικλής Σφνρίδης με τον Γιώργο Γαλάντη
Ο Περικλής Σφυρίδης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους διηγηματογράφους μας. Η σχέση του όμως με το βιβλίο δεν ε ξαντλείται στο συγγραφικό του έργο, απλώνεται και σε άλλους τομείς του εκ δοτικού φάσματος. Έτσι ανακαλύπτουμε την υπογραφή του στη διεύθυνση λογοτεχνικού περιοδικού, στην επιμέλεια εκδόσεων τέχνης και στην ανθολό γηση πεζογραφημάτων Θεσσαλονικιών δημιουργών. Ο εντυπωσιακός σε ποι κιλία δεσμός του με τις εκδόσεις δεν είναι η μοναδική απασχόληση του Σφυ ρίδη· με υπευθυνότητα και αγάπη ασκεί, εδώ και αρκετά χρόνια, το επάγγελ μα του γιατρού (καρδιολόγος). Στο ιατρείο του, στη Θεσσαλονίκη, συναντή σαμε το συγγραφέα και καταγράψαμε τη συνομιλία που είχαμε μαζί του. Έχοντας διαβάσει τα βιβλία σου και βλέποντας τώρα το ιατρείο σου, μου ήρθε στο νου να σε ρω τήσω αν δεν ήσουν γιατρός, θα έγραφες; ΔΕΝ μπορώ να το ξέρω. Σίγουρα η ιατρική μού έδωσε τη δυνατότητα να έχω μιαν άλλη αίσθηση ζωής. Μ’ έφερε κοντά στους ανθρώπους και τα προβλήματά τους, δίνοντάς μου ταυτόχρονα ι σχυρά ερεθίσματα για γράψιμο. Σε πολλά διηγή
ματα καταγράφω τις επαγγελματικές μου εμπει ρίες. Ανήκω στην κατηγορία των βιωματικών πεζογράφων κι ασφαλώς αντλώ τα θέματά μου από την προσωπική μου ζωή και το περιβάλλον μου. Επίσης σαν γιατρός είμαι ρεαλιστής. Έ τσι, ξε κομμένος από κάθε λογής φιλολογία διαμόρφω σα κι ένα ρεαλιστικό τρόπο γραψίματος που πι στεύω ότι μ ’ εκφράζει. Α πό την άλλη όμω ς μεριά,
48/συνεντευξη νομίζω ότι κάποιος που έχει μέσα του το σαράκι της λογοτεχνίας - διότι για σαράκι πρόκειται θα βρει τον τρόπο για να γράψει. Η ζωή προσφέ ρει σ ’ όλους ερεθίσματα κι έχει τους τρόπους της να πληγώνει. Μπαίνοντας στο γραφείο σου δεν κατάλαβα αν βρίσκομαι σε ιατρείο ή στο δωμάτιο ενός συγγρα φέα. Κι έψαξα για να εντοπίσω τα ιατρικά σου μηχανήματα που κανονικά έπρεπε να κυ ριαρχούν. ΝΑΙ, στο γραφείο μου συνυπάρχουν οι πίνακες φίλων μου ζωγράφων με τον καρδιογράφο και το πιεσόμετρο. Τα λογοτεχνικά βιβλία και περιοδι κά παρέα με τα ιατρικά συγγράμματα. Πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι αγαπώ και την ιατρική και τη λογοτεχνία, με διαφορετικό όμως είδος αγά πης την καθεμιά. Α ς πούμε ότι η ιατρική είναι η γυναίκα και η λογοτεχνία η ερωμένη. Λοιπόν, στο χώρο του ιατρείου μου - το μόνο χώρο που θεωρώ απόλυτα δικό μου - συζώ αρμονικά και με τις δυο, κάτι που δεν έγινε ποτέ στην εκτός γραφείου ζωή μου. Πέρα όμως από τις ιατρικές εμπειρίες που κατα γράφονται στο έργο σου, υπάρχει και το ερωτικό στοιχείο, που η παρουσία του άλλοτε είναι έντονη κι άλλοτε υποβόσκει. Οι ερωτικές σχέσεις είναι, νομίζω, μια κυρίαρχη θεματική σου προτίμηση. Πώς συνδυάζονται, λοιπόν, ο ανθρώπινος πό νος, οι αρρώστιες, τα νοσοκομεία με τον έρωτα στην αισθησιακή πολλές φορές διάστασή του; ΚΑΙ τα δυο προκαλούν πόνο και επιδέχονται θε ραπεία. Α λλά ας αφήσουμε το ευφυολόγημα για να ανατρέξουμε για λίγο στο πώς άρχισα να γρά φω. Από έφηβος σκάρωνα μικρά, συνήθως ερω τικά, ποιήματα, για να εκφράσω με στίχους τα αισθήματά μου. Το 1977, μεσήλικας πια, έζησα κάποιο άσχημο κι απροσδόκητο τέλος μιας μα κρόχρονης ερωτικής μου ιστορίας. Ένιωθα α πελπισμένος. Ή θελα να γράψω γι’ αυτόν το δε σμό, για τις καλές και τις κακές του ώρες, για τις συνθήκες και τους ανθρώπους που τον οδήγησαν σε ναυάγιο. Μέσα σε μια βδομάδα έγραψα όλα τα διηγήματα της πρώτης συλλογής μου «Η αφίσα». Τα έδειξα στον Χριστιανόπουλο που έχει έμπειρο μάτι. «Έ χεις πεζογραφική φλέβα», μου είπε, «αλλά χρειάζεται να δουλέψεις σκληρά. Α πό τα διηγήματα που μου έδωσες μόνο δυο είναι κατάλληλα για δημοσίευση. Μη βιάζεσαι». Εγώ όμως καιγόμουν. Νόμιζα ότι η δημοσίευσή τους σ ’ ένα τόμο θα μ’ ανακούφιζε. Έ τσι τύπωσα το βιβλίο από τις εκδόσεις «Εγνατία». Με την πάρο δο του χρόνου αμβλύνθηκε, όπως ήταν επόμενο, η συναισθηματική μου φόρτιση από το γεγονός και στράφηκα στην πεζογραφία σοβαρά. Μπορεί το ταλέντο να είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να γράψεις λογοτεχνία, αλλά είναι ο ιδρώτας, που πρέπει να χύσει ο συγγραφέας, αυτός που
καθορίζει την ποιότητα του έργου του. Κι ο ιδρώ τας απαιτεί αφοσίωση κι έναν δόκιμο δάσκαλο. Κι εγώ ευτύχησα να έχω τον Χριστιανόπουλο που με βοήθησε να γίνω ένας από τους βασικούς συ νεργάτες του περιοδικού του «Διαγώνιος». Έ μα θα πολλά από αυτόν και τώρα, σαν υπεύθυνος της ύλης δυο περιοδικών, προσπαθώ να τα μετα δώσω σε νεότερους πεζογράφους. Ας επανέλθουμε όμως στον έρωτα. ΔΕΝ προσδιορίζω εγώ το θέμα. Εκείνο μου επι βάλλεται. Ό τα ν η ερωτική απογοήτευση σου χώ νει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο, είναι αδύνατο να συγκινηθεΐς από τον επιθανάτιο ρόγχο του ασθε νούς σου. Το ξέρω ότι είναι παράλογο. Αλλά η λογοτεχνία έχει ακριβώς να κάνει με το παράλο γο, το παράδοξο στη ζωή μας. Ο λογοτέχνης κατευθύνεται από το συναίσθημα κι όχι από τη λογι κή. Κακά όμως τα ψέματα. Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει και με τους περισσότερους ανθρώ πους; Οι πιο σοβαρές αποφάσεις για τη ζωή μας δεν στηρίζονται στη λογική αλλά ξεκινούν από τις συναισθηματικές μας παρορμήσεις. Θυμάμαι τώρα που ο Φρόυντ είπε πως όπου η λογική αντιστρατεύεται τη νεύρωση, εκείνη που πάντα νικά ει είναι η δεύτερη, μ’ όλες τις συνέπειες που μπο ρεί να έχει μια τέτοια παράλογη νίκη. Ε, λοιπόν, έχω την αίσθηση, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που γνώρισα είναι νευρωσικοί. Υποφέρουν, αλλά ζούνε. Είναι η ένταση που κάνει τη ζωή τους εν διαφέρουσα. Απεναντίας οι λογικοί και οι μετρη μένοι είναι πάντα νερόβραστοι. Βέβαια, όταν ο έ ρωτας καταλάγιασε με τα χρόνια - άδειασαν οι μπαταρίες μου, όπως είπε κάποιος φίλος - τότε μετατοπίστηκε και η θεματική μου προτίμηση προς τα ιατρικά θέματα, που κι αυτά έχουν τις προσωπικές και κοινωνικές δραματικές πτυχές τους. Η κριτική έχει επισημάνει ότι πέρα από την απο ξένωση, την απάτη, τη μοιχεία, την απιστία, το πιο πρωτότυπο και κυρίαρχο στοιχείο που εισά γεις στο θέμα του έρωτα, είναι η εκμετάλλευσή του, που γίνεται από τη γυναίκα σε βάρος του ά ντρα που τη συμπαθεί, την αγαπάει ή την ορέγε ται. Μήπως αυτό κρύβει κάποιον λανθάνοντα μισογυνισμό; ΑΣ σταθούμε πρώτα στο στοιχείο της εκμετάλ λευσης. Ο έρωτας για μένα είναι κατάσταση ύψιστης αφοσίωσης, θυσίας και προσφοράς. Στην αλλοτριωμένη όμως εποχή μας, τη ζωή της κα ταναλωτικής κοινωνίας με τα «βασιλεμένα ιδανι κά», τα αισθήματα έχουν ξεφτίσει. Έ τσι η γυναί κα, η «πρώτη δύναμη» για τους περισσότερους άντρες, εκμεταλλεύεται την αδυναμία που της δείχνουν, για να εκπληρώσει κάποιες προσωπι κές της φιλοδοξίες. Μόλις εκπληρώσει το σκοπό της απορρίπτει τον εραστή σαν μεταχειρισμένο
συνεντευξη/49 προφυλαχτικό. Για τους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούν οι γυναίκες, ο Αλεξίου έγρα ψε ένα ολόκληρο δοκίμιο*με αφορμή τα γυναι κεία πρόσωπα των διηγημάτων μου. Α λλά κι ο Τσίζεκ παρατήρησε εύστοχα σ ’ ένα κριτικό του σημείωμα ότι «τα γυναικεία πρόσωπά [μου] πλη ρώνουν πάντα με ακάλυπτες επιταγές, ή, σαν τον φιλάργυρο του Τριλούσσα, με το καθρέφτισμα των θησαυρών τους στα μάτια του εραστή, φρο ντίζοντας κάθε φορά, με την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, να τους ξανακλείνουν στο συρ τάρι. Το ότι ενδεχόμενα ενδίδουν δεν σημαίνει τί ποτα. Είναι ένα είδος μικρού δανεισμού με αυξα νόμενο επιτόκιο, που δε θίγει ποτέ, αλλά αντίθε τα αυξάνει, το αποθεματικό κεφάλαιο». Τα αφε ρέγγυα, λοιπόν, αισθήματα και τα «κούφια λό για» βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Κατά βάθος όμως και οι ίδιες αυτές γυναίκες δεν είναι ευτυχισμένες ή έστω ευχαριστημένες. «Δ εν έχουν σκοπούς ούτε βούληση», έχει γράψει και ο Παπανάκος. «Χ οϊκές φιγούρες που *χουν απωλέσει τον προσανατολισμό τους και πάνε κι έρχονται σ ’ ένα νευρωτικό σούρτα-φέρτα». Μετατρέπονται έτσι κι αυτές σε θύματα μιας εποχής και μιας συγκεκριμένης νοοτροπίας. Και συνεχίζει: «Χρειάστηκε πολλή αισιοδοξία, ζωντάνια κι α γάπη από μέρους του συγγραφέα για να μας γί νουν τα αξιοδάκρυτα αυτά ανδρείκελα, αξιαγά πητα». Αυτό βέβαια δεν γίνεται αντιληπτό από μια βιαστική ή επιπόλαιη ανάγνωση. ΓΓ αυτό και ορισμένες έξαλλες φεμινίστριες, όλες βολεμένες κυρίες που συναθροίζονται σε κάτι συλλόγους «δημοκρατικών γυναικών», με θεωρούν μισογύ νη. Κάθε άλλο. Κι επειδή δε μ ’ αρέσει να μιλώ για τον εαυτό μόυ, θ* αφήσω πάλι τον Π απανάκο ν ’ απαντήσει στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου. Γράφει, λοιπόν: «Σ’ όλα τα πεζογραφήματα του βιβλίου, κάτω απ’ το ρεαλισμό, την αργκό, το κοφτό ύφος με τη φανταρίστικη σκληράδα, κρύβονται τα αναφιλητά ενός γνήσια ρομαντικού ανθρώπου». Και για να μην υπάρξει καμιά παρε ξήγηση, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι γράφοντας αυτά τα βιβλία δεν είχα την πρόθεση να αποδείξω τη φθορά του έρωτα στην εποχή μας. Τους καη μούς μου ή τα πάθη γνωστών μου εξιστορούσα. Για μένα προηγείται η ζωή κι ακολουθεί η λογο τεχνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στα διηγήματά μου δεν υπάρχει η απαραίτητη μυθοπλασία γιατί αλλιώς δε θα συζητούσαμε για λογοτεχνία αλλά για φτηνή δημοσιογραφία. Ό τα ν, λοιπόν, τα διηγήματα αυτά διαβάστηκαν σαν σύνολο, ι δίως μετά τη συγκέντρωση των τριών πρώτων συλλογών μου σ’ ένα βιβλίο με τον τίτλο «Τίμημα χωρίς αντίκρισμα» και τα «Κούφια λόγια» που το συμπληρώνουν, τότε φάνηκε ότι πράγματι το νέο και κυρίαρχο στοιχείο ήταν η ερωτική εκμετάλ λευση, κάτι που επισήμαναν αμέσως όλοι σχεδόν οι κριτικοί.
Αυτό το στοιχείο της εκμετάλλευσης υπάρχει έ ντονα και στα ιατρικά σου διηγήματα; ΠΑΝΤΑ ο άνθρωπος προσπαθούσε να εκμεταλ λευτεί τους συνανθρώπους, ας μη γελιόμαστε. Το παράδοξο όμω ς είναι ότι ενώ στη σημερινή εποχή όλοι κόπτονται για ισότητα και ανθρώπινα δι καιώματα, η εκμετάλλευση των συνανθρώπων περνάει σ αν κυρίαρχη τάση. Θα με ρωτήσεις για τί; Διότι η καταναλωτική μας μανία δεν έχει ό-
αναρωτιέμαι πώς έχουν γραφτεί τόσο καλά βιβλία από τόσο μικρόψυχους ανθρώπους ρια. Τσαλαπάτησε ιδανικά κι αξίες ηθικές. Σήμε ρα πετυχημένος θεωρείται ο οικονομημένος, αυ τός με τη βιλάρα και τη βυσσινιά μερσεντές. Και κανείς δε νοιάζεται για τους τρόπους ή τις κομπίνες που χρησιμοποίησε για να τα αποκτήσει. Κι αυτή η αρρώστια - γιατί αρρώστια είναι, πανώλης - έχει χτυπήσει όλη την κοινωνική πυραμί δα. Κι όσο πιο ψηλά βρίσκεται κανείς, ας πούμε στο πολιτικό στερέωμα, τόσο πιο χοντρές οι μπάζες. Και μένουν ή θα μείνουν ατιμώρητοι κι ας πιάνονται στα πράσα. Αλλά αφήνω τις γενι κεύσεις για να έρθω στους γιατρούς που μας εν διαφέρουν. Ποιοι τσεπώνουν τους χοντρούς φα κέλους; Οι μεγαλογιατροί, αυτοί που έχουν τα πάντα και δεν τους λείπει τίποτα. Έ να ς γιατρός του ΙΚΑ, όσο κι αν παρανομήσει, θα μείνει πάντα ψιλικατζής. Η πρόθεση βέβαια είναι ίδια. Έ γινε και το ΕΣΥ για να χτυπήσει την ιατρική παραοι κονομία. Ξέρεις τι κατόρθωσε σ ’ αυτόν τον το μέα; Το ψιθυρίζουν οι ίδιοι οι γιατροί: σταμάτησε το φακελάκι κι άρχισε το σακουλάκι. Και γιατί σε ρωτώ παρανομούν; Για ν ’ αποκτήσουν κι άλ λα - νέα ας πούμε μοντέλα, άχρηστα τα περισ σότερα - μπιχλιμπίδια που ούτε προλαβαίνουν να τα χαρούν γιατί σκοτώνονται στη δουλειά. Α πό την άλλη μεριά είναι και η νοοτροπία των αρ ρώστων. Ό λ ο ι, πλούσιοι και φτωχοί, θέλουν να χειρουργηθούν από διευθυντές ή καθηγητές πανε πιστημίου. Έ τσι δήμιουργούνται οι συνθήκες της μαύρης αγοράς στον χώρο της υγείας. Και πώς να μη συγκινηθείς - εδώ πρόκειται μάλλον για αγανάκτηση - και να μη γράψεις γι’ αυτή την κατάσταση; Να», τα περιγράφεις παραστατικότατα στο διήγη μά σου «Η αναμέτρηση», θ α ήθελα όμως να σε ρωτήσω, τί αντιδράσεις αντιμετώπισες από τον ιατρικό κόσμο όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο σου «Από πρώτο χέρι», όπου εκτός από την εκμετάλ λευση του ασθενούς αναφέρεσαι και στην αναξιο-
50/συνεντευξη κρατία που επικρατεί στις κρίσεις των γιατρών ή στην απαράδεκτη κατάσταση των νοσοκομείων; ΔΕΝ αντιμετώπισα καμία απολύτως αντίδραση, διότι παραβίασα ανοιχτές πόρτες. Δεν έκανα τί ποτα περισσότερο από το να περάσω στη λογοτε χνία, αυτό που κάθε μέρα ζούμε όλοι. Ό τα ν έχεις εθιστεί να ζεις στη βρόμα, είναι παράλογο να ζη τήσεις τα ρέστα από κάποιον που σου λέει ότι μυ ρίζεις άσχημα. Εξάλλου αυτά όλα τα έχουμε α κούσει και από τα στόματα επισήμων στην τηλε όραση. Τα γράφουν κάθε τόσο και οι εφημερίδες. Ούτε για το βιβλίο μου «Από πρώτο χέρι» υπήρξε κάποια αντίδραση, ούτε για το προηγούμενο «Μισθός ανθυπιάτρου» όπου αναφέρομαι σε ποι κίλα όσα περιστατικά από την άσκηση της ιατρι κής. Και θίγω καυτά πράγματα, όπως τη συναλ λαγή των γιατρών με τα ποσοστά ή τα κοράκια. Απεναντίας προσκλήθηκα επίσημα και διάβασα ένα «ιατρικό» διήγημά μου στο τελευταίο Βο ρειοελλαδικό Ιατρικό Συνέδριο που έγινε το Μάιο του ’90 στη Θεσσαλονίκη. Πιστεύω επίσης ότι οι περισσότεροι γιατροί είναι αηδιασμένοι α πό την κατάσταση, αλλά δεν βλέπω να προσπα θούν για να την αλλάξουν. Τα περιμένουν όλα α πό το κράτος. Επικαλούνται τη συμβολή αυτού του διεφθαρμένου και αναξιόπιστου κράτους σαν να πρόκειται για τον από μηχανής θεό. Κάποτε μ’ είχαν προσκαλέσει σαν πρόεδρο του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης να πάρω μέρος, μαζί με άλλους προέδρους επιστημονικών συλλόγων, σε μια συζήτηση για το ρόλο του επιστήμονα στην κοινωνία. Μιλήσαμε όλοι ανεξαιρέτως για τα στραβά της κοινωνίας μας και τα φορτώσαμε ό λα στην καμπούρα του κράτους. Μου την έδωσε ο φαρισαϊσμός όλων μας και ρώτησα ευθέως τους συνομιλητές μου. Φταίει το κράτος που οι γιατροί παίρνουν φακελάκια; Φταίει το κράτος που οι φαρμακοποιοί αλλάζουν τις δημοσιοϋπαλ ληλικές συνταγές με αρώματα; Φταίει το κράτος που οι μηχανικοί στα πολεοδομικά γραφεία λα δώνονται αβέρτα; Κι όταν εμείς οι επιστήμονες δίνουμε το παράδειγμα της διαφθοράς, τι θα κά νει ο κοσμάκης; Πώς θα διορθωθεί το κακό; Α πό το κράτος; Που κι αυτό είναι σαρξ εκ της σαρκός αυτής της κοινωνίας; Γι’ αυτό εξομολογού μαι ότι είμαι απελπισμένος. Το σκάρτεμα είναι βαθύ. Με το να περάσεις αυτά τα «εκφυλιστικά φαινό μενα» - όπως λένε - στη λογοτεχνία, νομίζεις ότι βοηθάει σε τίποτα; ΟΧΙ, δεν είμαι αφελής. Τα γράφω από εσωτερική ανάγκη, να ξαλαφρώσω ο ίδιος. Ό πω ς στα ερω τικά διηγήματα μ’ οδήγησε η απελπισία από τη διάψευση των προσδοκιών μου, έτσι και στα «ια τρικά» η απογοήτευση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω γράψει διηγήματα για το μόχθο και
την αυτοθυσία των γιατρών που δουλεύουν τις πε ρισσότερες φορές, κάτω από απαράδεκτες συνθήκες. Έχω παρατηρήσει ότι στα πρώτα σου διηγήματα ο πόνος που παρουσιάζεται βρίσκεται σε πιο προ σωπικό επίπεδο. Έβλεπα ότι πονούσες περισσό τερο. Στα τελευταία σου διηγήματα ο πόνος γίνε ται αφορμή για να χτυπήσεις κάποιες καταστά σεις, τα κακώς κείμενα, θα έλεγα με τρόπο πε ρισσότερο μεθοδικό. Είναι έτσι; ΤΑ πρώτα διηγήματά μου ήταν ερωτικά, κι ο έ ρωτας είναι μια προσωπική υπόθεση, παρά τις ό ποιες κοινωνικές του αναφορές. Τα τελευταία δι ηγήματα είναι τα «ιατρικά», κι η άσκηση της ια τρικής είναι μια κοινωνική λειτουργία, παρά την όποια - και ουσιαστική ασφαλώς - προσωπική συμμετοχή. Στον έρωτα παθιάζεσαι, ενεργείς πα ράλογα. Στην ιατρική πρέπει να δουλεύεις με ψυ χραιμία, γιατί αλλιώς αλίμονο στον άρρωστο. Ί σως αυτό να εξηγεί και τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο εκφράζεται ο πόνος. Πάντως ο έρωτας και η ιατρική μπλέκονται στα γραφτά μου ανε ξάρτητα με το ποιο τελικά είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε κάθε διήγημα. Γιατί και στο γράψιμο κουβαλάει πάντα κανείς αυτό που είναι: το φύλο του, τη νοημοσύνη, τον χαρακτήρα, το περιβάλ λον και φυσικά το επάγγελμά του. Ό λ α συμβάλ λουν στο να αποκτηθούν οι κατάλληλες εκείνες εμπειρίες που θα γίνουν λογοτεχνία. Στα διηγήματά σου βλέπουμε το γιατρό να κάνει πολλές φορές κατάχρηση της εξουσίας του, κάτι που εσύ καταγγέλλεις. Μήπως όμως κι εσύ μια ε ξουσία που έχεις σαν λογοτέχνης δεν την χρησι μοποιείς καταχρηστικά για να καταγγείλεις αυτά που εσύ θέλεις μέσω του αναγνωστικού κοινού; ΘΑ σταθώ πρώτα σ’ εκείνο το «αυτά που εσύ θέ λεις», που τσάκωσα. Τόσο με τις ερωτικές όσο και με τις ιατρικές μου ιστορίες όπου παρουσιά ζεται συνήθως το δίδυμο θύτης και θύμα - που πολλές φορές μέσα στην ίδια την ιστορία αλλά ζουν ρόλους - εγώ δεν προσπαθώ ν ’ αποδείξω τίποτα. Δεν κάνω κοινωνιολογικές ή στατιστικές μελέτες, δε μ’ ενδιαφέρουν γιατί δεν χωράει τίπο τε απ’ αυτά στη λογοτεχνία. Αναφέρομαι σε κά ποια περιστατικά, επιλεκτικά αν θέλεις, χαρα κτηριστικά του παλμού της εποχής. Τα διηγήμα τα, όπως είπαμε, ξεκινούν μεν από προσωπικά βιώματα αλλά περνούν από βασανιστική μυθο πλασία και ποικίλες όσες αφαιρέσεις για να απο δώσουν τη σύγχρονη πραγματικότητα. Και ο ρε αλισμός - δεν το λέω εγώ, το έχουν πει πολλοί διάσημοι συγγραφείς - είναι ασφαλώς ο πιο δύ σ κολος τρόπος γραφής. Τα κουσούρια είτε στην πλοκή, είτε στην ψυχογραφία των ηρώων, είτε στο ύφος - και είναι πολύ δύσκολο να αποκτή σεις το δικό σου ρεαλιστικό ύφος — φαίνονται α μέσως. Ενώ στα μοντέρνα είδη γραφής με τις
συνεντευξη/51 ποικίλες όσες πειραματικές γλωσσικές αναζητή σεις, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα, σκοτίζο νται όπως γίνεται ακριβώς με τους ανεικονικούς πίνακες ζωγραφικής, όπου μπορεί να συνυπάρ χουν τα ταλέντα με τους τσαρλατάνους. Έ ρχο μαι τώρα στην εξουσία που μπορώ να ασκήσω σαν λογοτέχνης. Δέχομαι ασφαλώς ότι η λογοτε χνία μπορεί, σαν μεγεθυντικός φακός, να κατα γράψει καταστάσεις και να ευαισθητοποιήσει το αναγνωστικό κοινό. Ποιο είναι όμως αυτό το κοινό; Πού και πόσο είναι; Θα ήταν ενδιαφέρον να μαθαίναμε πόσοι από τους πολιτικούς μας έ χουν διαβάσει έστω κι ένα λογοτεχνικό βιβλίο ή ποιος τέλος πάντων απ’ όσους καθορίζουν τις τύ χες μας παίρνουν τη λογοτεχνία σοβαρά και προ βληματίζονται. Εμένα με βρίσκουν στο δρόμο διάφοροι συνάδελφοι - γιατροί εννοώ - ή άλλοι γνωστοί παράγοντες της κοινωνικής μας ζωής και γεμάτοι συγκατάβαση - σαν να με λυπού νται - με ρωτούν: Πώς πάει το χόμπυ σου; Σαν γιατρό με εκτιμούν, σαν συγγραφέας τους είμαι άγνωστος. Οι περισσότεροι πελάτες μου έμαθαν ότι γράφω όταν τα τοπικά κανάλια με κάλεσαν κανά-δυο φορές και μίλησα για το έργο μου. Και ξέρεις ποια ήταν η αντίδρασή τους; Σε είδαμε στην τηλεόραση, μου είπαν όλοι. Ουδείς όμως έσπευσε να αγοράσει τα βιβλία μου.
δώδεκα διηγήματά μου για τηλε-ταινίες και τα υ ποβάλαμε στην κρατική τηλεόραση. Αλλά με τα οικονομικά χάλια που παρουσιάζουν τα κρατικά κανάλια η υπόθεση ναυάγησε. Τώρα ο Ψαρράς γυρίζει μια μεγάλη ταινία βασισμένη στο διήγημά μου «Το μυστικό». Γράψαμε μαζί πάλι το σενά ριο. Ό σ ο για θέατρο, ναι, πιστεύω ότι θα μπο ρούσα να γράψω αλλά μέχρι σήμερα δε μ’ ενδια φέρει. Προτιμώ να μείνω πιστός στην καθαρή λο γοτεχνία και ειδικότερα στο διήγημα. Εξάλλου, είπαμε, δεν προγραμματίζω τί θα γράψω. Μου ε πιβάλλεται, είτε σαν εσωτερική ανάγκη, είτε από διάφορους άλλους λόγους. Αν π .χ. δε μου ζητού σε ο Ψαρράς συνεργασία, ασφαλώς δε θα είχα
Στα διηγήματά σου παρουσιάζεις πολύ παραστα τικά τις ανθρώπινες σχέσεις μ’ ένα θεατρικό ή κι νηματογραφικό, θα έλεγα, τρόπο. Πώς δεν σκέφτηκες να γράψεις θέατρο ή για τον κινημα τογράφο; ΕΠΙΣΗΜΑΝΕΣ πολύ σωστά ένα κύριο στοιχείο της τεχνικής των διηγημάτων μου, που είναι ο διάλογος. Με ζωντανούς και ζουμερούς διαλό γους - προσέχω πάντα η γλώ σσα να είναι αυτή που μιλάει ο λαός μας - προσπαθώ να δώσω ενάργεια στην αφήγηση και να ζωηρέψω την πλο κή. Έ τσι πράγματι, τα διηγήματά μου προσφέρονται και για θέατρο και για κινηματογράφο. Πολλοί μου είπαν πως αν απλώς αφαιρέσω τα α φηγηματικά τους στοιχεία θα έχω στα χέρια μου σενάρια. Αυτό το πρόσεξαν άνθρωποι που ασχο λούνται με τον κινηματογράφο και ήδη κάποιος νεαρός σκηνοθέτης μού ζήτησε την άδεια και γύ ρισε ταινία το διήγημά μου «Καρτέλα ασθενούς» που παίχτηκε κι από την ΕΡΤ-2. Επρόκειτο για παταγώδη αποτυχία. Δ εν ξέρω αν έφταιγε ο σκη νοθέτης ή δεν είχε τα μέσα και τους ηθοποιούς που έπρεπε. Σ’ όλα τα διηγήματά μου υπάρχει χιούμορ, αλλά σε μικρές δόσεις, για να απαλύνει την τραγικότητά τους. Το ίδιο συμβαίνει και με την «Καρτέλα ασθενούς». Στην ταινία εκείνο που κυριάρχησε ήταν το γέλιο. Και ασφαλώς -γέλασα κι εγώ με το πάθημά μου. Μέχρι που ο Τάσος Ψαρράς μου ζήτησε συνεργασία. Τα πράγματα έ παιρναν πλέον σοβαρό δρόμο. Σεναριοποιήσαμε
γράψει και τα σενάρια. Εξάλλου εκείνος μου έ δειξε την τεχνική που απαιτείται για να γραφτεί ένα σενάριο. Μου έμαθε να φαντάζομαι την υπό θεση κινηματογραφικά κι όχι λογοτεχνικά. Μήπως θα προχωρήσεις κάποτε στο μυθι στόρημα; Η ΑΛΗΘΕΙΑ είναι ότι τελευταία γράφω μεγάλα διηγήματα, νουβέλες μπορώ να πω. Θα ήθελα πραγματικά να γράψω και μυθιστόρημα. Αλλά είμαι πολυάσχολος άνθρωπος, δεν έχω τον απα ραίτητο χρόνο και την ησυχία που απαιτεί η συγ γραφή ενός μεγάλου συνθετικού έργου. Γράφω πάντα στο ιατρείο μου. Είναι περίεργο, αλλά εί ναι ο μόνος χώρος που με εμπνέει. Ο χώρος αυ τός γίνεται τρεις-τέσσερις ώρες κάθε μέρα δημό σιος. Δεν χρειάζεται να είναι το σαλόνι γεμάτο που δεν είναι. Κι ένας πελάτης να ’ρθει, αρκεί για
52/συνεντευξη να σου χαλάσει τον ειρμό των σκέψεων. Αλλά κι όταν δεν κάνω ιατρείο, ανά πάσα στιγμή μπορεί να με καλέσουν για κατ’ οίκον επίσκεψη. Βγάζω το ψωμί μου κάνοντας τον κινητό ερυθρό σταυ ρό. Ύστερα είναι και τα δυο περιοδικά που έχω την ευθύνη της ύλης τους. Χωρίς αυτό να σημαί νει πως εκεί σταματούν οι υποχρεώσεις μου, που φτάνουν μέχρι το στάδιο της βιβλιοδεσίας. Μα τί στα λέω τώρα εσένα, που βγάζεις το «Διαβάζω» κάθε δεκαπέντε μέρες. Έ τσι ελπίζω να γράψω αν γράψω - κάποιο μυθιστόρημα όταν τελειώ σουν οι οικογενειακές μου υποχρεώσεις και βγω στη σύνταξη, Εκτός κι αν συνταξιοδοτηθεί και το μυαλό μου. Θα ήθελα να σε ρωτήσω, η Θεσσαλονίκη σαν πό λη, σαν χώρος, αλλά και η κοινωνία της έχουν παίξει κάποιο ρόλο και ποιον στο έργο σου; ΔΕΝ ξέρω πόσο και τί ρόλο έπαιξε η Θ εσσαλονί κη στα γραφτά μου. Οπωσδήποτε υπάρχει στα διηγήματά μου σαν χώρος. Ό χ ι όμως συστημα τικά και ηθελημένα για να προβληθεί η πόλη, ό πως έγινε με άλλους συγγραφείς. Τα περιστατικά που αφηγούμαι συνέβησαν σε κάποια συγκεκρι μένα μέρη της πόλης, επομένως θα ήταν αδύνατο να απουσιάζει η Θεσσαλονίκη, Από την άλλη ό μως μεριά, σκέφτομαι ότι τα ίδια θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στην Αθήνα ή αλλού. Επομένως η Θεσσαλονίκη σαν τόπος δε νομίζω να είχε άμε ση επίδραση στο έργο μου, Εαν ατμόσφαιρα, σαν κλίμα ίσως, Λναφέρεσαι σ ’ αυτό που λέμε «Σχολή Θεσσα λονίκης»; ΠΡΩΤΑ δεν υπάρχει σχολή. Υπάρχουν ορισμένοι λογοτέχνες που ζουν εδώ και επηρεάζει ο ένας τον άλλο, Εαν γενικότερο κλίμα θα μπορούσα να αναφέρω μια παράδοση ποιότητας που θέλουμε να έχει το έργο μας. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτε ρη βαρύτητα και πρέπει να μελετηθεί είναι η συμ βολή των λογοτεχνικών περιοδικών της Θεσσα λονίκης στη διαμόρφωση των λογοτεχνικών ρευ μάτων στην πόλη. Δε θα αναφερθώ στις «Μακε δονικές Ημέρες», τον «Κοχλία» και την «Κριτι κή» που άφησαν παράδοση. Θα μιλήσω μόνο για τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου από την ο ποία προέρχομαι, Ετην πεζογραφία καλλιέργησε το διήγημα και έναν παραδοσιακότερο εξομολογητικό τρόπο γραφής. Ασφαλώς οι Ιωάννου, Χριστιανόπουλος, Παπαδημητρίου, Καζαντζής, εγώ και άλλοι, έχουμε ο καθένας τη δική μας θεματι κή προτίμηση και το προσωπικό μας ύφος. Τα στοιχεία όμως που ανέφερα - διήγημα, ρεαλι στικός τρόπος γραψίματος, εξομολόγηση - εί ναι κοινά σ ’ όλους. Μου έγραψε τις προάλλες ο Κάσδαγλης ότι βρίσκει στο έργο τού Καλούτσα ομοιότητες με το δικό μου και τον θεωρεί μαθητή μου. Το θεωρώ υπερβολή, Απλούστατα ο Καλού-
τσας προέρχεται κι αυτός από τη «Διαγώνιο» με ξεκάθαρα δικό του πρόσωπο. Και κάτι ακόμα, Χρειάζεται κότσια για να είσαι εξομολογητικός. Πρέπει να δεχτείς τη ρήξη που θα δημιουργηθεί στο οικογενειακό και κοινωνικό σου περιβάλ λον, Ό τα ν δημοσίευσα τα πρώτα μου βιβλία, η μάνα μου έγινε έξω φρενών, «Ο κόσμος τα κου κουλώνει κι εσύ τα βγάζεις στη φόρα;» μου φώναξε. Από την αρχή της συζήτησης που κάνουμε «ναφέρθηκες πολλές φορές στον Χριστιανόπουλο, Ποιο ρόλο νομίζεις ότι έχει παίξει στην πνευματι κή ζωή της Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι είναι μια αντιφατική φυσιογνωμία μ’ όλες αυτές τις δη λώσεις, τις συνεντεύξεις και την απρόβλεπτη ο ρισμένες φορές συμπεριφορά του; ΕΙΝΑΙ πραγματικά μια αντιφατική φυσιογνωμία κι αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε συχνά στις ι σχυρές προσωπικότητες, Η επιθετικότητά του δεν περιορίζεται μόνο μ' όσους βρίσκεται σε κά ποια αντιδικία - τα γνωστά μαλώματα που λέει κι ο ίδιος - αλλά ακόμα τα βάζει και με τους πιο στενούς φίλους και συνεργάτες του, Είναι το κου-
η ζωή προσφέρει σε όλους ερεθίσματα κι έχει του; τρόπους της να πληγώνκι
σούρι του, που όπως ο ίδιος λέει, δεν μπορεί να ελέγξει. Πάρε για παράδειγμα εμένα, Τα τελευ ταία δεκαπέντε χρόνια είμαι ο πιο στενός φίλος και συνεργάτης του, Κι όμως τόσο πίσω από την πλάτη μου, όσο και δημόσια καμιά φορά μ’ έχει εκθέσει χωρίς να υπάρχει λόγος. Έ τσι καταλα βαίνω πολύ καλά γιατί έχει τσακωθεί με τόσους πρώην φίλους του. Γίνεται θυσία να βοηθήσει φί λους και συνεργάτες του κι ύστερα τσακώνεται μαζί τους. Έ χει θα έλεγα τη συμπεριφορά κατσί κας, Ναι, αλλά το γάλα της είναι πολύ παχύ και θρεπτικό. Δεν είναι του παρόντος να σου απαριθ μήσω - κι ούτε έχω τη διάθεση - ποια κατά την άποψή μου είναι τα αίτια της αντιφατικής αυτής συμπεριφοράς του, Εκείνο που για μένα μετράει είναι η αναμφισβήτητη προσφορά του. Τόσο με το περιοδικό «Διαγώνιος» - τριάντα ολόκληρα χρόνια - και τις εκδόσεις «Διαγωνίου», όσο και με τη Μικρή Πινακοθήκη βοήθησε πολλούς λο γοτέχνες και καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης να βρουν το δρόμο τους και να καταξιωθούν στα γράμματα και στις τέχνες. Περιττό ν’ αναφέρω ονόματα. Είναι όλοι γνωστοί. Κι αυτό χρειάζεται πολύ δουλειά και πίστη για το έργο που επιτελείται. Κι ο Χριστιανόπουλος είναι ντοπαρισμένος
συνεντευξη/53 από αυτή την πίστη που τον γεμίζει με αισιοδοξία καμιά φορά εξωπραγματική. Μερικοί λένε ότι το κάνει από προσωπική φιλοδοξία, άλλοι γιατί πα θιάζεται για την υστεροφημία του. Α ς λένε ό,τι θέλουν. Το έργο γίνεται; Γίνεται. Ε, αυτό είναι που έχει σημασία. Εγώ προσωπικά θα ήμουν πο λύ ευχαριστημένος αν στη Θεσσαλονίκη υπήρ χαν κι άλλοι τέτοιοι φιλόδοξοι. Κι η προσφορά του δεν περιορίζεται μόνο στις συμβουλές ή στις υποδείξεις, αλλά προσφέρει δωρεάν και την επι μέλεια των τυπογραφικών δοκιμίων των βιβλίων μας, κάνει ακόμα μόνος του και τη διανομή τους στα βιβλιοπωλεία και μας αποδίδει λεπτομερή λογαριασμό. Κι αυτά τα πράγματα δεν πρέπει να ξεχνιούνται, επειδή μερικές φορές παρασυρμέ νος από κάποιο ακροατήριο, που συνεχώς δη μιουργεί γύρω του, μας πικραίνει, γιατί αρέσουν πάντα στον κοσμάκη τα σουβλερά λογάκια. Σκέφτομαι κάποτε ότι το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να κάνει κανείς στον Χριστιανόπουλο είναι να του απαγορεύσει να μιλάει. Δε βα ριέσαι, κανείς δεν είναι τέλειος αλλά και τι νόη μα θα είχε; Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν εύκολα τις ευεργεσίες και θυμούνται πάντα τις όποιες αδικίες. Διαβάζοντας το τελευταίο «Τραμ» είδα μέσα μια επιστολή επιθετική εναντίον σου. Γνωρίζω ότι δουλεύεις με κέφι και απόδοση για τα εκδοτικά της Θεσσαλονίκης, τόσο στη λογοτεχνία με «Το Τραμ» και την «Παραφυάδα», όσο και για τα ει καστικά με τα διάφορα λευκώματα για τους ζω γράφους της Θεσσαλονίκης που έχεις επιμεληθεί εκδοτικά. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, γιατί να υπάρχει αυτή η διαμάχη σ' ένα δημιουργικό πραγματικά χώρο, όπως είναι η Θεσσαλονίκη; Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ είναι μια δύσκολη πόλη, κι οι πνευματικοί της άνθρωποι ακόμα δυσκολότε ροι. Ό ,τ ι και να προσφέρεις, ό,τι και να κάνεις ένα είναι το σίγουρο: κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βρεις τον μπελά σου. Η επιστολή που διάβασες έχει σχέση με τρεις ανθολογίες που επιμελήθηκα πέρσι. Πρώτα κυκλοφόρησε στα γερ μανικά από τον εκδοτικό οίκο Romiosini της Κο λωνίας που διευθύνει η Νίκη Αϊντενάιερ, μια αν θολογία μεταπολεμικών πεζογράφων της Θεσσα λονίκης με τον τίτλο «Saloniki Erjfthst». Η πρω τοβουλία ήταν δική μου κι ο χρηματοδότης φίλος μου. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο διαπιστώσα με ότι για κάποιον που θα ήθελε να βρει τα αντί στοιχα ελληνικά κείμενα, θα ήταν πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Πρότεινα τότε στο Δήμο Θ εσσα λονίκης να τυπώσουμε την ίδια ανθολογία στα ελληνικά. Η πρότασή μου έγινε ομόφωνα αποδε κτή και κυκλοφόρησε η ίδια ανθολογία με τον τί τλο «Έ νδον Πόλη», τα Χριστούγεννα του 1989. Τότε ακριβώς επιμελούμαι μαζί με τον νεοελληνι στή Μισέλ Βολκοβίτς και μια δίγλωσση ελληνογαλλική ανθολογία με «Ποιητές της Θ εσσαλονί
κης και της Βόρειας Ελλάδας» που κυκλοφόρη σε «Το τραμ», με την οποία συμμετείχε και η λο γοτεχνία της Θ εσσαλονίκης στις εκδηλώσεις των «Ωραίων Ξένων» που έγιναν τον Ιανουάριο του 1990, στο Παρίσι. Και για τις τρεις ανθολογίες, ό λοι οι ανθολογούμενοι, ποιητές και πεζογράφοι, έδωσαν εγγράφως τη συγκατάθεσή τους, αφού ε νημερώθηκαν με ποιο διήγημα ή ποια ποιήματα θα ανθολογηθούν. Φυλάω τα καρτελάκια τους με τις σχετικές ευχαριστίες. Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία, άρχισαν τα παράπονα και οι διαμαρ τυρίες. Γιατί εμένα με τόσα ποιήματα ενώ κά ποιος άλλος με περισσότερα, γιατί στην εισαγω γή σου έγραψες αυτά για το έργο μου και πολλά άλλα, να μην ξέρω αν έπρεπε να κλάψω ή να γε λάσω. Έ φτασε μάλιστα κάποιος πεζογράφος του «Έ νδ ον Πόλη» να στείλει επιστολές διαμαρ τυρίες σ ’ όλες τις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας - ναι, σ'όλες! - διαμαρτυρόμενος - και βρίζοντάς με ταυτόχρονα - γιατί δεν τον ρώτησα, τι ήθελε εκ είνος να γράψω εγώ για το έργο του στην εισαγωγή μου! Μα είναι δυνα τόν να λέγονται και να γράφονται τέτοιες ανοη σίες. Κι όμως, ταυτόχρονα άρχισε κι ένας ψιθυρι στός πόλεμος κατασυκοφάντησής μου. Ό λ α μου τα χρόνια που ασχολούμαι με τη λογοτεχνία και τις εκδόσεις δεν έχω πάρει ποτέ μα ποτέ μια δε κάρα από κανέναν. Απεναντίας βάζω συνέχεια από την τσέπη μου. Ά ρ χ ισ α ν, λοιπόν, να διαδί δουν ότι πληρώθηκα για την επιμέλειά μου του « Έ νδον Πόλη» από το Δήμο, μ’ ένα ποσόν που ισοδυναμούσε με το κόστος όλης της έκδοσης.
η καταναλωτική μας μανία τσαλαπάτησε ιδανικά και αξίες ηθικές Α γανάκτησα. Κι ενώ τόσα χρόνια δεν άνοιξα πο τέ το στόμα μου να πω κάτι κακό για κανέναν, αναγκάστηκα να φέρω στο φως της δημοσιότη τας όλη αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, μ’ έ να εκτενές σημείωμά μου που δημοσίευσα τον Ιούνιο του 1990 στο «Τραμ» με τον τίτλο «Εκ των ένδον». Σκόπευα την ανθολογία αυτή των πεζο γράφων να την κυκλοφορήσω και σε δυο ακόμα γλώσσες: Αγγλικά και Γαλλικά. Είχα μάλιστα προετοιμάσει το έδαφος. Μου χάλασαν όμως τη διάθεση και ζημιωμένη φυσικά βγαίνει η λογοτε χνία. Μια χούφτα άνθρωποι είμαστε οι λογοτέ χνες της Θεσσαλονίκης. Ε, οι μισοί δεν μιλούν στους άλλους μισούς. Ραγίζει η καρδιά μου να βλέπω ν ’ ανταμώνονται στην Τσιμισκή, ας πού με, ο Χριστιανόπουλος με τον Αλαβέρα και να γυρίζουν αλλού τα μούτρα τους. Το φαινόμενο με
54/συνεντευξη θλίβει αφάνταστα. Προσπάθησα, λοιπόν, τόσο με τις ανθολογίες αυτές όσο και με την «Π αρα φυάδα», να ενώσω όλους αυτούς τους λογοτέ χνες και βρήκα τον μπελά μου. Χωρίς να το θέλω μπήκα κι εγώ στο χορό των μαλωμάτων, κάτι που αληθινά σιχαίνομαι. Και ντρέπομαι. Πραγ ματικά μ’ έχει πικράνει τόσο πολύ η όλη κατά σταση που αν δεν ήταν μεγάλη η αγάπη μου για τη λογοτεχνία - είπαμε σαράκι - και τους νέ ους λογοτέχνες που θέλουν να έχουν ένα σοβαρό έντυπο για να παρουσιάσουν τη δουλειά τους, τό τε ίσως και να τα παρατούσα όλα. Ό χι, πρέπει να συνεχιστεί, διότι η προσφορά και του «Τραμ» και της «Παραφυάδας» είναι ουσια στική και σημαντική, ιδίως στην ανάδειξη νέων δημιουργών. ΣΩΣΤΑ, αλλά θα έπρεπε να είμαι αναίσθητος για να μην πικραίνομαι. Σ’ αυτή την πόλη υπάρχουν καλοί λογοτέχνες και γράφονται σημαντικά βιβλία. Κι όμω ς οι δη μιουργοί τους έχουν περισσότερες μικρότητες απ’ ό,τι ο απλός κόσμος. Καταλαβαίνω τα συ ντροφικά μαχαιρώματα στην πολιτική για μια καρέκλα. Εκεί υπάρχει η εξουσία μ ’ ό,τι αυτή κουβαλάει. Α λλά στη λογοτεχνία που είναι αέ ρας; Επιτρέπεται; Θα μου πεις είναι η δόξα. Ποια δόξα; Εδώ μας αγνοούν οι δικοί μας άνθρωποι, το κοινό της Θ εσσαλονίκης. Κι αντί να ενώσουμε όλοι τις δυνάμεις μας για να κάνουμε γνωστή τη λογοτεχνία μας κι έξω α π’ τα στενά σύνορα της πατρίδας μ ας, εμείς τσακωνόμαστε. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, μα είναι δυνατόν να έχουν γραφτεί τόσο καλά βιβλία από τόσο μικρόψυχους ανθρώ πους; Αναφέρομαι, βέβαια, σε λίγους. Ό χ ι σ ’ όλους. Βλέπεις δηλαδή μικρότητες κι όχι αισθητικές ή καλλιτεχνικές διαφορές που προ καλούν τις αντι δράσεις; ΤΗΝ αντιπαράθεση για αισθητικές διαφορές θα τη δεχόμουνα ευχάριστα εφόσον θα ήταν καλόπι στη. Θα βοηθούσε στην πρόοδο της λογοτεχνίας. Δυστυχώς τέτοιες διαφορές δεν συζητούμε. Μας εξουσιάζουν τα προσωπικά. Αρκετοί από τους πνευματικούς ανθρώπους της Θ εσσαλονίκης πι στεύουν πως το κέντρο του κόσμου είναι η Θεσ σαλονίκη και ότι το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι οι ίδιοι. Κι αυτό νομίζω ότι είναι μια εκδή λωση επαρχιωτισμού. Έ τσι για να έχει κανείς την ησυχία του πρέπει να αγαπάει τους συγγρα φείς μόνο μέσα από το έργο τους, καμιά φορά σκέφτομαι ότι η ευαισθησία τους, τους κάνει ταυ τόχρονα και ιδιόρρυθμους και εγωιστές. Κι είναι αυτός ο ιδιόρρυθμος εγωισμός που τους σπρώ χνει να βλέπουν με μισό μάτι τους άλλους λογο τέχνες. Τους θεωρούν ανταγωνιστές. Ανταγωνι
στές πού; Σ’ ένα χώρο που χωράει όλους; Σ’ ένα χώρο που όσο πιο πολλοί είναι οι άξιοι τόσο κερ δισμένη θα βγει η λογοτεχνία μας; Θα σου πω κι ένα παράδειγμα με τους ζωγράφους για να γίνω περισσότερο κατανοητός. Έ χω γυρίσει σχεδόν όλα τα σπίτια των ντόπιων καλλιτεχνών. Ε, λοι πόν, σε κανένα σαλόνι δεν είδα πίνακες κάποιου άλλου ζωγράφου. Γεμάτα τα ντουβάρια με τα έρ γα του ίδιου του ζωγράφου, ακόμα κι αν δεν ήταν όλα καλής ποιότητας. Κι αναρωτιέμαι, κανείς δεν είχε την ανάγκη να στολίσει το σπίτι του με τις ζωγραφιές συναδέλφων του; Καθώς ξέρεις υ πήρξα και πρόεδρος των γιατρών της Θεσσαλο νίκης για αρκετά χρόνια. Κι εκεί υπήρχαν εγωι σμοί, τσακωμοί και επαγγελματικοί άνταγωνισμοί. Αλλά ποτέ οι γιατροί δεν φτάνουν στις α κρότητες των πνευματικών ανθρώπων. Μια και αναφέρθηκες στους γιατρούς, θέλω να σε ρωτήσω ποια είναι η γνώμη σου για τους για τρούς που γράφουν. Υπάρχουν καθώς ίσως γνω ρίζεις πολλοί γιατροί που γράφουν. Ορισμένοι μαζί με την εξέταση πουλάνε στους ασθενείς τους κι από μια ποιητική συλλογή. Υπάρχει άλλωστε κι ένας σύλλογος «Ιατρών-Λογοτεχνών». Πώς τα βλέπεις όλα αυτά; ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για άκρως φαιδρές περιπτώσεις. Στη λογοτεχνία πρέπει να σταθεί κανείς σκέτα σαν λογοτέχνης. Κι επειδή στην ελληνική πραγ ματικότητα κανείς σχεδόν δεν βιοπορίζεται από τα γραφτά του, όλοι οι λογοτέχνες κάνουμε και κάποια άλλη δουλειά για να ζούμε. Έ τσι δεν έχει καμιά σημασία αν εγώ είμαι γιατρός, ο άλλος δι κηγόρος κι ο τρίτος χαμάλης στο λιμάνι. Εκείνο που μετράει είναι η ποιότητα της λογοτεχνίας που γράφει ο καθένας μας. Η ιατρική έδωσε αρ κετούς άξιους λογοτέχνες. Πάρε για παράδειγμα τους Αναγνωστάκη, Χειμωνά και Παπαδημητρακόπουλο, για να περιοριστώ σε τρεις μόνο σύγχρονους καταξιωμένους λογοτέχνες μας. Ό ταν δεν μπορεί να σταθεί κανείς στη λογοτεχνία με το έργο του, τότε επιστρατεύεται το επάγγελ μα και δημιουργούνται οι διάφοροι σύλλογοι, ό πως ο «Σύλλογος Ιατρών-Λογοτεχνών» που ανέ φερες. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε ε πάγγελμα, οπότε θα μας έτρωγαν λάχανο οι τραβεστί. Αυτά είναι αστεία πράγματα. Οι γιατροί ό μως που λογοτεχνίζουν, μέλη όλοι του συλλόγου, είναι αυτάρεσκοι, αλληλοθαυμάζονται, διοργανώνουν μια δυο φορές το χρόνο εκδρομές σε πο λυτελή παραθαλάσσια ξενοδοχεία, όπου πηγαί νουν μαζί με τις οικογένειές τους, κι αφού διαβά σουν λίγο Καβάφη και Σικελιανό, ακολουθούν τα δικά τους ποιήματα και η αλληλοβράβευσή τους. Ο κόσμος βέβαια δεν ξέρει και τους θαυμάζει. Τους θεωρεί σπουδαίους, γιατί δεν υπάρχει παι δεία. Οι πιο πολλοί τυπώνουν τα βιβλία τους και είτε τα πουλούν, είτε τα χαρίζουν στους πελάτες
συνεντευξη/55 τους για εφέ. Γνωρίζω έναν τέως διευθυντή του IΚΑ που είχε τυπώσει μια γελοία ποιητική συλλο γή με πέντε ψευδώνυμα που άρχιζαν από Δ διότι τον έλεγαν Δημήτρη. Ταυτόχρονα είχε γράψει κι ένα χοντρό σύγγραμμα για το πώς, κατά τη γνώ μη του, έπρεπε να γίνει η αναδιάρθρωση των υ γειονομικών υπηρεσιών του ΙΚΑ. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αυτού, αφού διαφήμιζε την ποιητική συλλογή του, παρέθετε και απόσπασμα από ένα μυθιστόρημα που μελλοντικά θα έγραφε. Τα δυο αυτά βιβλία τα πούλησε πανάκριβα στο προσωπικό του νοσοκομείου που ήταν διευθυ ντής. Και σ αν να μην έφτανε αυτό, πάω μια φορά στον σύλλογο των γιατρών του ΙΚΑ, - του ο ποίου κάποτε ήμουν πρόεδρος - και βλέπω ότι κι ο σύλλογος είχε αγοράσει τα βιβλία του. Έ χω κάνει μια συλλογή από τέτοια βιβλία και καμιά φορά, όταν βρίσκομαι με παρέα κι έρθω στο κέ φι, τους διαβάζω κάτι και ξεκαρδιζόμαστε. Η κατάσταση όμως δεν είναι για γέλια αλλά για κλάματα. θ α ήθελα τη γνώμη σου τώρα για τους θεσσαλονικείς εκείνους λογοτέχνες που αφού έδωσαν στη Θεσσαλονίκη το καλύτερο και ουσιαστικότε ρο μέρος του έργου τους, εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, χωρίς να έχουν την αναμενόμενη συνέ χεια. Τι φταίει γι’ αυτό; ΤΟ θέμα είναι σοβαρό και μ’ έχει απασχολήσει. Θα σου πω τις προσωπικές απόψεις μου. Ο λογο τέχνης που ζει στη Θεσσαλονίκη δεν μπορεί να έ χει τη δημοσιότητα και την καθιέρωση που θα εί χε αν ζούσε στην Αθήνα. Στην Αθήνα βρίσκονται τα κέντρα αποφάσεων, οι κριτικοί, οι τηλεορά σεις και οι εφημερίδες· οι μεγάλοι εκδοτικοί οί κοι και τα κόμματα, ας μη γελιόμαστε. Έ τσι λοι πόν, αν κ άποιος λογοτέχνης έχει τη φιλοδοξία να κάνει το έργο του πλατύτερα γνωστό, πρέπει να κατεβεί στην Αθήνα και να πλευρίσει είτε κλίκες, ή δημοσιογραφικά συγκροτήματα, τηλεοράσεις και κόμματα. Μ ένοντας στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα μακριά από γλειψίματα, μοιραία δεν πρόκειται να δει ποτέ τα φώτα της δημοσιότη τας. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που αρκετοί λο γοτέχνες της Θεσσαλονίκης, πήραν υπό μάλης το έργο που δημιούργησαν εδώ και κατέβηκαν στην Αθήνα για να γίνουν περισσότερο γνωστοί. Στη λογοτεχνική ζωή όμως ενός συγγραφέα υ πάρχει πάντα μια περίοδος μεγάλης γονιμότητας κι ακολουθεί η περίοδος της κάμψης. Α κόμα και οι κότες δεν μπορούν να γεννούν συνέχεια αυγά της προκοπής. Έ τσι, αρκετοί Θεσσαλονικείς λο γοτέχνες κατέβηκαν στην Αθήνα αφού έζησαν τη γόνιμη περίοδό τους στη Θ εσσαλονίκη. Κι εκεί είχαν δυο επιλογές: Ή να αγωνιστούν για την κα θιέρωση του έργου που δημιούργησαν στη Θεσ σαλονίκη ή να εξακολουθήσουν να γράφουν για να υπάρχουν πάντα στην επικαιρότητα. Και στη
μια και στην άλλη περίπτωση η συνέχεια δεν ή ταν η αναμενόμενη. Στην πρώτη περίπτωση, στην οποία για παράδειγμα ανήκει ο Αναγνωστάκης, η ποιότητα του συνολικού έργου παραμένει σταθερή αλλά η παραγωγή της Αθήνας είναι πο λύ περιορισμένη. Κατά την άποψή μου αυτή είναι η σωστή στάση. Ο λογοτέχνης αν δεν έχει να προσθέσει στο έργο του κάτι τι το σημαντικό, καλύτερα να το βουλώνει. Θα βγει οπωσδήποτε κερδισμένος. Στη δεύτερη περίπτωση, η παραγω γή της Αθήνας ξεπερνάει εκείνη της Θεσσαλονί κης, αλλά πέφτει ποιοτικά, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξία του λογοτεχνικού του έργου σαν σύνολο. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση ανήκει ο Ιωάννου που χωρίς να το καταλαβαίνει γλιστρού σε σιγά-σιγά από τη λογοτεχνία προς τη δημοσογραφία. Και μιλούμε για ένα πολύ μεγάλο ταλέ ντο, πρώτης γραμμής. Σκεφτείτε τί μπορεί να γί νει μ’ άλλους λογοτέχνες. Πέρα όμως από το γεγονός ότι ο Ιωάννου ζούσε στην Αθήνα, αντλούσε εμπνεύσεις πάντα από τη Θεσσαλονίκη. ΑΝΤΛΟΥΣΕ από τη Θεσσαλονίκη γιατί αυτό εί χε πέραση στην Αθήνα, αν και στα τελευταία του βιβλία υπάρχει και πολλή Ομόνοια. Σκοπεύεις ποτέ να εγκατασταθείς στην Αθήνα; ΟΧΙ, μου είναι αδιανόητο. Είμαι ζυμωμένος με την πόλη στην οποία γεννήθηκα και σ ’ αυτή την πόλη επιθυμώ να πεθάνω. Ό τ α ν βγω στη σύντα ξη μπορεί να μένω για μερικούς μήνες το χρόνο στο νησί τη Σκύρο, την ιδιαίτερη πατρίδα του π α τέρα μου, που τη θεωρώ σαν δεύτερη πατρίδα δι κή μου. Χρειάζομαι μια ήσυχη γωνιά για να ξε κουράζομαι από την ένταση της μεγάλης πόλης, αν και το καλοκαίρι η Σκόρος κάθε άλλο παρά ήσυχη γωνιά είναι πια. Την Αθήνα, λοιπόν, σας τη χαρίζω. Κατεβαίνω μια δυο φορές το χρόνο για ελάχιστες μέρες γιατί έχω εκεί ορισμένους καλούς φίλους. Μίλησες για τη Θεσσαλονίκη και τη Σκύρο. Αλή θεια η θάλασσα έχει παίξει κάποιο ρόλο στο έργο σου; ΔΕΝ νομίζω, γιατί δεν είμαι ναυτικός, ούτε καν ερασιτέχνης ψαράς. Δεν έχω βιώματα θαλασσι νού. Είμαι ένας αστός που στη θάλασσα κάνω μόνο τα μπάνια μου. Βέβαια μέσα στα διηγήματά μου αναφέρεται συχνά και η θάλασσα, και η Σκό ρος, ακόμα και το κολύμπι. Αυτό όμως τελείως συμπτωματικά. Αν ήμουν μεγαλοαστός θα μπο ρούσα, αν το απαιτούσε η οικονομία κάποιου δι ηγήματος, να γράψω και για την πισίνα κάποιας βίλας. Ναι, κι εγώ νομίζω πως είσαι συγγραφέας του κλειστού χώρου κι αν στο έργο σου υπάρχουν
56/συνεντευξη κάποια ταξίδια ή περιγραφές εξοχικών τοπίων, είναι κάτι το συμπτωματικό. ΕΙΜΑΙ συγγραφέας του μικροαστικού χώρου α πό τον οποίο προέρχομαι. Κι όλοι οι αστοί σήμε ρα έχουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουν ή να πα ραθερίζουν. Καταγράφω επομένως τις ανθρώπι νες σχέσεις μέσα στη μικροαστική κοινωνία. Κι η καταγραφή έχει πίκρα γιατί η κοινωνία αυτή φθείρεται συνεχώς. Κάποιοι μίλησαν για αστική ηθογραφία. Νομίζω ότι κάνουν λάθος γιατί από τα διηγήματά μου λείπουν δυο βασικά στοιχεία της ηθογραφίας: η εξιδανίκευση και η νοσταλγία. Δε μ’ αρέσουν τα κλισέ, αλλά αν κάποιος επέμε νε κάπου να κατατάξει το πεζογραφικό μου έργο, θα έπρεπε να σκεφτεί τον κοινωνικό ρεαλισμό στις σχέσεις των σύγχρονων αστών. Υπάρχει μια κριτική καταγραφή των ανθρώπων αυτών στον τρόπο με τον οποίο ζούνε, ερωτεύονται ή συναλ λάσσονται. Σαν γιατρός δεν έχεις συναναστραφεί άτομα από τον μεγαλοαστικό χώρο; ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΑΣΤΟΙ πάνε στους μεγαλογια τρούς. Εγώ προέρχομαι από φτωχή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν υπάλληλος των τριών Τ (Ταχυ δρομείο, Τηλεφωνείο, Τηλεγραφείο), και τότε οι μισθοί ήταν της πείνας, όχι σαν τους μισθούς των σημερινών Οτετζήδων που μας έχουν ταράξει στις απεργίες. Π ολλοί με θεωρούν πλουσιόπαιδο, γιατί φοίτησα στο Αμερικανικό Κολλέγιο «Ανατόλια». Σπούδασα, ύστερα από εξετάσεις, με μια υποτροφία για φτωχούς μαθητές. Σαν αποφοίτη σα ο μόνος τρόπος για να σπουδάσω ανέξοδα στο Πανεπιστήμιο, ήταν η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή, το Τέμενος, όπως το λέγαμε. Χίλιοι τρακόσιοι υποψήφιοι για τριανταδύο θέσεις. Το τί τραβήξαμε εκεί μέσα για να πάρουμε το πτυχίο μας δεν λέγεται. Τα περιγράφει θαυμάσια ο συνά δελφος Νίκος Α. Καββαδίας στο βιβλίο του «Η πρώτη μέρα». Δεν παραπονιέμαι όμως. Τι θα γι νόμουν αν δεν υπήρχε η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή; Κι ο Παπαδημητρακόπουλος όπως κι ο Καββαδίας ήταν στρατιωτικοί γιατροί. Το ότι έ γινα γιατρός κι όχι κάποιος υπάλληλος και είχα τη δυνατότητα να έχω αυτή την άλλη αίσθηση ζωής που με βοήθησε στη λογοτεχνία, μου φτά νει. Το ότι δεν έγινα μεγαλογιατρός δεν με στεναχωρεί. Πιο έντονα ζεις την ιατρική στα χαρακώ ματα παρά στο επιτελείο. Πες μου τώρα τι διαβάζεις; ΠΡΩΤΑ-ΠΡΩΤΑ βιβλία που διαβάζονται γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάντια από ένα βιβλίο που δε διαβάζεται. Δεν πιστεύω ότι ο ρόλος των βιβλίων πρέπει να είναι τα υποκατάστατα των υ πνωτικών. Η λογοτεχνία, πέρα απ’ όλες τις άλ λες παραμέτρους της, πρέπει να συγκινεί και να
ψυχαγωγεί τον αναγνώστη. Αν η λογοτεχνία είναι επικοινωνία και η επικοινωνία γίνεται με τον γραπτό λόγο, πώς εγώ να επικοινωνήσω όταν ο συγγραφέας για να φανεί σπουδαίος μου βάζει τό σους γλωσσικούς ή νοηματικούς φραγμούς; Η λογοτεχνία δεν πρέπει να έχει σχέση με τα σταυ ρόλεξα. Λένε ορισμένοι ότι η ερμητική γραφή προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή του ανα γνώστη. Αυτά εγώ τα ακούω βερεσέ. Δηλαδή αν κάποιο βιβλίο με τη σαφήνεια και την ενάργειά του διαβάζεται μονορούφι, τότε δεν συμμετέχει ο αναγνώστης; Και συμμετέχει όταν σπάει το κε φάλι του για να μαντέψει, τι θέλει να πει ο συγ γραφέας; Οι αναζητήσεις στο χώρο της λογοτε χνίας μ’ ενδιαφέρουν όταν προέρχονται από πρώ το χέρι. Τα καθυστερημένα αναμασήματα πολ λών νέων λογοτεχνών μας μ’ αφήνουν αδιάφορο. Και βέβαια είναι κοινή συνείδηση σ ’ όλους ότι το συνεχές κυνήγημα της πρωτοπορίας οδήγησε τη λογοτεχνία, όπως και τη ζωγραφική, σ’ αδιέξο δο. Κάποτε, μου είπε ο Τσίζεκ ότι με το να θέλουν όλοι να είναι πρωτότυποι παύουν να είναι μοντέρ νοι. Εξάλλου τι αλήθεια κρύβεται πίσω από το κί νημα του μεταμοντερνισμού; Δεν είναι η παραδο χή - με sic φυσικά ορολογία - αυτού καθεαυτού του αδιεξόδου; Παλιότερα όποιος έγραφε παρα δοσιακά εθεωρείτο ξεπερασμένος, ξοφλημένος. Τώρα δέχονται ότι καλή είναι και η παράδοση αρκεί να μην πέσουμε στο άλλο άκρο και αναθε ματίσουμε καθετί το πρωτοποριακό. Το δέχομαι. Αυτό είναι το σωστό. Στην πολυφωνική εποχή που ζούμε εκείνο που πρέπει να μετράει είναι η ποιότητα κι όχι ο τρόπος γραφής. Τώρα για να α παντήσω πιο συγκεκριμένα στο ερώτημά σου, ε μένα μ’ έχουν επηρεάσει όλοι οι κλασικοί συγ γραφείς και ειδικά από τους ξένους ο Τσέχωφ ό σον αφορά το κλίμα και ο Χέμινγουέι όσον αφο ρά τη γραφή· κι από τους Έ λληνες ο Χατζής, ο Ταχτσής κι οι παλιότεροι συγγραφείς της «Διαγωνίου». Ποιο θα ήταν το βιβλίο που θα ήθελες να γράψεις; ΕΝΑ μυθιστόρημα σαν ανακεφαλαίωση των βιω μάτων και αισθημάτων, μ’ όλες τις εμπειρίες και απογοητεύσεις μιας ολόκληρης ζωής. Έχοντας μια συγκεκριμένη άποψη για τη λογο τεχνία που πρέπει να είναι περισσότερο συγκε κριμένη και κατανοητή, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν αυτή την προτίμησή σου την επιβάλλεις και στα περιοδικά, «Το Τραμ» και την «Πα ραφυάδα»; ΩΣ γνωστόν έχω την ευθύνη της ύλης τόσο του «Τραμ» - στην τρίτη διαδρομή του από το 1987 - όσο και της «Παραφυάδας». Θα ήταν αδιάκριτο να ρωτήσω γιατί λες συνέχεια «ευθύνη της ύλης;».
συνεντευξη/57 ΔΕΝ έχω την εκδοτική και διαχειριστική ευθύνη των δυο αυτών περιοδικών. Στο «Τραμ» μέχρι το όγδοο τεύχος εκδότης ήταν ο Κάτος με ευθύνη στη σελιδοποίηση, το τύπωμα και την κυκλοφο ρία, από το ένατο μέχρι το δεκατοπέμπτο τεύ χος, το τελευταίο, συμμετέχει σαν εκδότης κι ο Μ ανόλης Μ παρμπουνάκης. Στην «Παραφυάδα» στα δυο πρώτα τεύχη (1985-1986) ο εκδότης ήταν ο Γιάννης Ρ έκος και στη συνέχεια ο Ν ίκος Καρατζάς που διευθύνει το βιβλιοπωλείο και τις εκδό σεις «Ιανός». Στο «Τραμ» αναφέρεσαι σαν σύμβουλος έκδο σης. Γιατί όχι αρχισυντάκτης ή διευθυντής; ΝΑΙ, τον τίτλο του αρχισυντάκτη μού τον πρότεινε α π’ την αρχή ο Κάτος, αλλά δεν το δέχτηκα. Έ χω μια έμφυτη αντιπάθεια σ ’ ό,τι έχει σχέση με «αρχές». Α κόμα και στο ΙΚΑ, παρ’ όλο που είχε έρθει η σειρά μου, αρνήθηκα κατηγορηματικά να γίνω διευθυντής και πήρα σύνταξη σαν απλός θε ραπευτής γιατρός. Δ ε δίνω σημασία στους τί τλους αλλά στο έργο. Και μου δίνεται τώρα η ευ καιρία να δηλώσω δημοσία ότι τόσο η συνεργα σία μου με τον Κάτο στο «Τραμ», όσο και με τον Καρατζά στην «Παραφυάδα» είναι άψογη και α πόλυτα αρμονική. Έ ρχομαι τώρα στις επιλογές των κειμένων για τα δυο αυτά περιοδικά. Δεν στέκομαι μόνο στις προσωπικές μου προτιμή σεις. Θα ήταν μεγάλο σφάλμα. Ζούμε, όπως εί πα, σε μια πολυφωνική εποχή και πρέπει όλες οι τάσεις να εμφανίζονται στα λογοτεχνικά περιοδι κά. Εκείνο, λοιπόν, που μετράει είναι μόνο η ποιότητα των κειμένων που μου προτείνονται για συνεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βιβλία που παρουσιάζονται με βιβλιοκρισίες από το «Τραμ». Ενδιαφέρει η ποιότητα του βιβλίου κι ό χι το λογοτεχνικό ρεύμα στο οποίο ανήκει, αρκεί οι βιβλιοκρισίες να είναι πειστικά και κατανοητά γραμμένες από τους φίλους κριτικούς με τους ο ποίους το «Τραμ» συνεργάζεται.
πα. Το παρήγορο είναι ότι διαβάζουν πολλοί νέοι. Έ να καλό βιβλίο θα εξαντλήσει την έκδοσή του. Βοηθάει σ’ αυτό το Πανεπιστήμιο; ΑΝ εννοείς ότι επειδή εδώ βρίσκεται το Πανεπι στήμιο κι οι φοιτητές είναι το πιο ζωντανό κομ μάτι του αναγνωστικού κοινού, τότε σίγουρα. Αν όμως υπονοείς τη Φιλοσοφική Σχολή και τους καθηγητές της, τότε να μου επιτρέψεις να αμφι βάλω. Δεν είδα καμιά προσπάθεια των καθηγη τών που διδάσκουν νεοελληνική λογοτεχνία να γνωρίσουν στους φοιτητές τους τους Θεσσαλονικείς λογοτέχνες, κάτι που γινόταν από παλαιότερους συναδέλφους τους. Ούτε έχουν κάποια ου σιαστική σχέση με τα λογοτεχνικά περιοδικά. Είναι αυτάρεσκα απομονω μένοι μέσα στους πα νεπιστημιακούς θώκους τους, απ’ όπου εξέρχο νται όταν και όπου προσωπικά τους συμφέρει. Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς συγγραφείς βγά ζουν τα βιβλία τους στην Αθήνα, ενώ υπάρχουν
Πληρώνετε τους συνεργάτες σας; ΟΧΙ, δεν έχουμε τη δυνατότητα. Τόσο όμως στο «Τραμ» όσο και στην «Παραφυάδα» δίνουμε α πό πέντε τεύχη σε κάθε συνεργάτη σαν ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς τους. Ποια είναι η κίνηση των βιβλίων στη Θεσσαλονί κη; Σαν περιοδικό «Διαβάζω» έχουμε την εντύ πωση ότι οι Θεσσαλονικείς διαβάζουν περισσό τερα βιβλία απ’ ό,τι οι Αθηναίοι. ΘΑ μου επιτρέψεις να επιμένω ότι αυτοί που δια βάζουν στην Ε λλάδα είναι σχετικά λίγοι, κι ακό μα λιγότεροι όσοι διαβάζουν λογοτεχνία. Τώρα από το κοινό που διαβάζει, η Θεσσαλονίκη έχει ένα σημαντικό μερτικό. Η κατάσταση βελτιώνε ται. Πριν από μερικά χρόνια οι λογοτέχνες δεν μπορούσαν να πουλήσουν παρά ελάχιστα αντίτυ
και στη Θεσσαλονίκη αξιόλογοι εκδοτικοί οίκοι. Γιατί; ΔΕΝ μπορώ να ξέρω γιατί το κάνουν οι άλλοι Θ εσσαλονικείς λογοτέχνες. Πιστεύω ότι ο καθέ νας θα έχει τους δικούς του λόγους. Θα μιλήσω όμως για την προσωπική μου περίπτωση. Έ βγα λα τα τέσσερα πρώτα λογοτεχνικά βιβλία μου (αν εξαιρέσουμε την «Αφίσα») και μια μελέτη για
58/συνεντευξη τους ζωγράφους της Θ εσσαλονίκης από τη «Δια γώνιο». Δεν πρόκειται για εκδοτικό οίκο με τη συμβατική έννοια του όρου. Στη «Διαγώνιο» πληρώνουμε όλοι τα βιβλία μας, ξεχωριστά τον τυπογράφο Νικολαΐδη, τον Τσίζεκ για το εξώ φυλλο, το βιβλιοδέτη. Ο Χ ριστιανόπουλος δεν δέχεται λεφτά για την επιμέλειά του. Τα βιβλία της «Διαγώνιου» έχουν αυστηρή ποιότητα γιατί αλλιώς δεν τα δέχεται ο Χριστιανόπουλος στις εκδόσεις του, και άψογη τυπωτική και αισθητική εμφάνιση, αφού κάθε εξώφυλλο του Τσίζεκ είναι και ένα νέο έργο τέχνης. Α πό κει και πέρα αρχί ζει το πρόβλημα της διακίνησης των βιβλίων. Στη Θεσσαλονίκη μοιράζει τα βιβλία σε τρία τέσ σερα κεντρικά βιβλιοπωλεία χέρι με χέρι ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος. Στην Αθήνα τα μοίραζε μέ χρι πρότινος ο ποιητής Ν ίκος Βασιλάκης, συνερ γάτης κι αυτός της «Διαγώνιου». Τώρα όμως ε γκαταστάθηκε κι αυτός στη Θεσσαλονίκη και το πρόβλημα έγινε ακόμα πιο δύσκολο. Παρ’ όλα αυτά εξαντλήθηκαν οι πρώτες εκδόσεις των βι βλίων μου, χωρίς διαφήμιση, χωρίς εκδοτική υ ποστήριξη. Κι αυτό μ ’ ευχαρίστησε πολύ γιατί τα βιβλία αγοράστηκαν χέρι με χέρι. Θα με ρωτή σεις τώρα αν πήρα πίσω τα χρήματα που ξόδεψα - και δεν ήταν λίγα. Μ όνο το βιβλίο με τους καλλιτέχνες που είχε έγχρωμα ένθετα και πάρα πολλά κλισέ μού κόστισε μια περιουσία. Λοιπόν, δεν πήρα ούτε τα μισά χρήματα πίσω κι αυτό μέ σα στα τόσα χρόνια, περίπου δώδεκα, λίγα-λίγα, ούτε που φάνηκαν. Γιατί ο Χ ριστιανόπουλος κα θορίζει τις τιμές των βιβλίων πολύ χαμηλές, κά τω πολύ από το κόστος, για να είναι προσιτά τα βιβλία σ ’ όλα τα βαλάντια, κυρίως στα φοιτητι κά. Θεωρεί τη λογοτεχνία ιεραποστολή. Έ τσι ε ξαντλήθηκα κάποτε, δεν είχα χρήματα για να βγάλω άλλο βιβλίο από τη «Διαγώνιο» και προσέφυγα στους εκδοτικούς οίκους των Αθηνών. Θα μου πεις γιατί στην Αθήνα; Μα, υπάρχουν σο βαροί και καλά οργανωμένοι εκδοτικοί οίκοι στη Θεσσαλονίκη; Αμφιβάλλω. Τώρα τελευταία κι νείται δραστήρια μόνο ο «Παρατηρητής», αλλά κι αυτός έχει στρέψει την προτίμησή του στον πανεπιστημιακό και δημοσιογραφικό χώρο. Έ τσι δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο της Αθή νας. Κι είδα τη διαφορά. Πρώτα-πρώτα ξενοιά ζεις με την υπογραφή του συμβολαίου και την κα τάθεση των χειρογράφων. Βέβαια το βιβλίο δεν θα έχει την αισθητική ποιότητα των «Εκδόσεων Διαγώνιου», αλλά οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι της Αθήνας - κι εγώ συνεργάζομαι με τον Καστανιώτη - λόγω του ανταγωνισμού βγάζουν κι αυ τοί πολύ προσεγμένα βιβλία. Ύ στερα γνωρίζω ό τι τα βιβλία μου θα πάνε στα περισσότερα βιβλιο πωλεία της Αθήνας και της Θ εσσαλονίκης κι ί σως σ ’ όλες τις μεγάλες επαρχιακές πόλεις. Θλί βομαι βέβαια με τον υδροκεφαλισμό της πρωτεύ ουσας αλλά είναι μια πραγματικότητα που αργά
ή γρήγορα πρέπει κανείς να αποδεχτεί, αφού η πολυπόθητη αποκέντρωση περιορίζεται χρόνια τώρα στις προεκλογικές μόνο εξαγγελίες των κομμάτων. Εξάλλου οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι έχουν τη δυνατότητα και να επιβάλλουν την αγο ρά κάποιων βιβλίων που αυτοί θέλουν. Με τη διαφήμιση; ΚΙ όχι μόνο. Ό τα ν ένας εκδότης έχει διακόσιους τίτλους βιβλίων και οι βιβλιοπώλες τού ζητούν το πολύ τριάντα ή σαράντα βιβλία, τότε για να τους τα δώσει τους επιβάλλει ν ’ αγοράζουν και από δυο ή τρία αντίτυπα κι από τους άλλους τίτλους που διαθέτει. Ό π ω ς γίνεται στη λαχαναγορά. Ο μανάβης ζητάει ντομάτες κι ο χοντρέμπορος του λέει ότι θα σου δώσω, αλλά με κάθε κάσα από ντομάτες θα αγοράζεις και δέκα αγγούρια. Είναι θέμα μάρκετιγκ. Παρ’ όλο που συμβαίνουν αυτά οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς έχουν ακουστεί σ’ όλη την Ελλάδα, άρα κάτι συμβαίνει. ΜΕ παρεξήγησες. Κανένα μάρκετιγκ δεν μπορεί να πουλήσει σάπια προϊόντα. Το μάρκετιγκ βοη θάει στη διακίνηση του καλού προϊόντος, που θα μπορούσε να είχε μείνει άγνωστο. Η πνευματική Θεσσαλονίκη είναι μια κλειστή κοινωνία και μά λιστα συντηρητική. Ο λογοτέχνης δεν τολμάει να εκδώσει οτιδήποτε, φοβάται τα πικρά σχόλια, τα φαρμακερά γελάκια. Οι σοβαροί λογοτέχνες δί νουν τα χειρόγραφά τους σε έμπιστους φίλους και παίρνουν τη γνώμη τους, προτού να πάνε στον εκδότη. Έ τσι έχει δημιουργηθεΐ μια παρά δοση λογοτεχνικής ποιότητας. Α ν κι αυτό στους νεότερους τείνει να εκλείψει. Πολύ φοβάμαι ότι ορισμένοι νέοι λογοτέχνες θεωρούν τα βιβλία σαν τις διαδοχικές σημειώσεις της λογοτεχνικής τους καριέρας που πρέπει να συμπληρώνονται κάθε χρόνο. Κλείνοντας τη συνομιλία μας θα ήθελα να σε ρω τήσω τί εσύ προσωπικά ετοιμάζεις τώρα; ΤΟ «Τραμ» κι η «Παραφυάδα» μου παίρνουν πο λύ χρόνο. Έ τσι δε μου περισσεύει καιρός για τα δικά μου γραψίματα. Με την πάροδο των χρόνων γράφω και δυσκολότερα. Γίνομαι όλο και πιο α παιτητικός από τον εαυτό μου. Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της επανάληψης. Π αρ’ όλα αυτά είναι στο πρόγραμμα μια νέα συλλογή μεγάλων διηγη μάτων. Δυο από αυτά, «Το μυστικό» και «Ρέκ βιεμ για την αιώνια ποίηση» έχουν ήδη δημοσιευθεί στην «Παραφυάδα». Δυο τρία ακόμα βρί σκονται στα σκαριά. Δεν βιάζομαι όμως. Πρέπει να σιγουρευτώ ότι το καινούριο βιβλίο που θα βγάλω πρέπει να είναι τουλάχιστον ισάξιο με τα προηγούμενα, αλλιώς δε θα έχει λόγο να κυκλο φορήσει. Πρέπει πάντα να προσέχει κανείς για να μην καβαλήσει το καλάμι.
Γ It ^ p r t t 'Ά W ^ c k a v o f \T t*
A
’
'
fr\< J .K * > A
ΑΛ \Λ Λ
b
'
t <
L^ vc; XX? £ / X
*
(19 3 5 ^ 6 2 ^
"^‘ y
bAjx?t>((-otw^oji^t· t ^#
ίλ
J (Μ
Φιλολογική Επιμέλεια. Δ κ^ ης
«.Λ
»
t
c
<4 1
.
/ ' ' it /V K ^ —✓
T*
v;
r>f
£ ?
, 0 *
5
fe
, i.fcfcSW ?1’
<1
> L f> * ' | 7 . X >
Ολΐλ0£
·
#
*
^ “ iL t\L ·
W. i
/
,
1
^
ΝΕΜΙΡΟΦΣΚΙΙΡΕΝ Ο χορός ΜΑΛΡΟ ΑΝΤΡΕ Ο πειρασμός της Δύσης ΣΑΜΠΑΤΟ ΕΡΝΕΣΤΟ Ο συγγραφέας και η καταστροφή
ΤΟΥΡΝΙΕ ΜΙΣΕΛ Πόλεις, μάσκες, κορμιά ΚΡΙΣΤΟΦ ΑΓΚΟΤΑ Το μεγάλο τετράδιο ΝΤΥΡΑΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ Το μακρύ ταξίδι στη μοναξιά της Λόλα Στάιν
ΚΑΡΠΕΝΤΙΕΡ ΑΛΕΧΟ Η άρπα και η σκιά ΣΙΟΡΑΝ Ε.Μ. Εγκόλπιο ανασκολοπισμού ΝΤΥΡΑΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ Αυτοβιογραφία ΣΑΡΤΡ ΖΑΝ ΠΟΑ Το πρόβλημα της μεθόδου ΜΕΡΤΕΝΣ ΠΙΕΡ Ασυλίας τόπος ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ ΚΩΣΤΗΣ Ο νομοθέτηςπου αυτοκτονεί
ΣΙΟΡΑΝ Ε.Μ. Εξομολογήσεις και αναθεματισμοί ΝΤΥΡΑΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ Emily L. ΠΟΝΤΥ-ΜΕΛΡΟ ΜΟΡΙΣ Ανθρωπισμός και τρομοκρατία
ΣΤΟΟΥΝ ΡΟΜΠΕΡΤ Ένα λάβαρο για την αυγή ΖΟΥΡΑΡΙΣ ΚΩΣΤΑΣ Θεοείδεια Παρακατιανή. Εισαγωγή στην απορία της πολιτικής
ΝΤΡΕΪΓ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛ Σώμα με Σώμα ΝΤΥΡΑΣ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ Καλοκαιρινή βροχή ΓΚΙΟΥΡΣΕΛ ΝΕΝΤΙΜ Αγαπημένη μου Ισταμπούλ ΚΡΙΣΤΟΦ ΑΓΚΟΤΑ Η απόδειξη ΡΙΟ ΜΙΣΕΛ Αρχιπέλαγος ΡΕΓΕΣ ΑΛΙΝΑ Ο χασάπης MINK ΑΛΕΝ Η μεγάλη χίμαιρα ΜΠΑΧΜΑΝ ΙΝΓΚΕΜΠΟΡΓΚ Το τριακοστό έτος ΖΕΡΜΕΝ ΣΥΛΒΙ Το βιβλίο των νυχτών
ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Τζαβέλλα 1 - ΑΘΗΝΑ 106 81 Τηλ. 3604885 Fax. 3613065
lABAZfi ε niJopn συντροφιά με 36 κάστρα . Ν-ΧΑ
Κάστρα της Πελοπόννησου. Κείμενα: Δρ. Ε. ΚαρποδίνηΔημητριάδη. Σχέδια: Ν. Διανός. Φωτογραφίες: Δίζα Έβερτ - Ντά ρα Μηναΐδη - Μαρία Φακίδη. Αθήνα, Α δ ά μ , 1990. Σελ. 256. «Κάστρα της Πελοπόννησου»... «Κάστρο»...
νας μηχανισμός άμυνας που δεν έχει πια θέση στην τεχνολογι κή υπερσύγχρονη στρατηγική αν και συχνά τον χρησιμο ποιούμε μεταφορικά στο λεξιλόγιό μας. Έ να ς μηχανισμός όμως που δεν στερείται αισθητικής δημιουργώντας, ίσως, και αισθήμα τα ή σκέψεις ρομαντικής υφής σε ορισμένους, αδιαμφισβήτητο εν διαφέρον στους γνώ στες αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας με τις ποικιλίες και διαφοροποιήσεις κατασκευών και σχεδίων που πα ρουσιάζονται σ’ αυτό τον τομέα κατά τη διάρκεια των αιώνων ύ παρξής τους. Γιατί οι αμυντικές αυτές κατασκευές υφίστανται, ό πως όλοι γνωρίζουμε, από τα προϊστορικά χρόνια, και συχνά ένα καινούριο κάστρο κτιζόταν πάνω στα ερείπια ενός παλαιοτέρου αν η τοποθεσία ευνοούσε μια οχυρωμένη θέση. Κάστρα, λοιπόν, με πύργους στρογγυλούς ή τετράγωνους, με τοίχους επικλινείς και διακοσμητική ταινία στο επάνω τμήμα του τείχους, με ισχυρό εσωτερικό πύργο - donjon — στο εσωτερικό τους, ή με τάφρο ολόγυρα, υπάρχουν τόσο ενδιαφέρουσες διαβαθ μίσεις που μας διευκολύνουν να εντοπίσουμε και την κατασκευή, βενετσιάνικη, φράγκικη, τούρκικη, βυζαντινή. Κάστρα συνδεδεμένα με ιστορικά γεγονότα αλλά και με θρύλους, καμιά φορά θρύ λους που υπάρχουν σε διαφορετικές και απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές της Ε λλάδας καθώς τους διαδίδει η προφορική πα ράδοση. Συχνά οι κατασκευές αυτές δεν λειτουργούσαν απλά και μόνο σαν αμυντικοί, μηχανισμοί, όπω ς για παράδειγμα το Χλεμούτσι, αλλά περιέκλειαν και προστάτευαν ολόκληρους οργανωμέ νους οικισμούς, όπω ς στην περίπτωση του κάστρου της Μεθώνης. Σημαντικά λοιπόν μνημεία-μαρτυρίες των ιστορικών εναλλαγών όπως αυτές συνέβησαν σ ’ αυτή την άκρη της βαλκανικής χερσονή σου, μνημεία που είναι ίσως πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε. Ο τόμος που μας προσφέρουν οι εκδόσεις «Α δάμ» περιορίζεται στον γεωγραφικό χώρο της Π ελοποννήσου για την παρουσίαση πε ρισσότερο ή λιγότερο γνωστών κάστρων. Ό μ ω ς όλη η Ε λλάδα εί ναι γεμάτη από κάστρα και ίσως μερικά δεν τα έχουμε καν προσέ ξει είτε γιατί είναι πολύ ερειπωμένα και γίνονται σχεδόν ένα με το βράχο που τα έχει δεχτεί, είτε γιατί συνήθως περνώντας σαν ταξι διώτες από την περιοχή όπου βρίσκονται είναι τέτοια η έλλειψη α τμοσφαιρικής διαύγειας, ειδικά μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, που μας εμποδίζει ακόμη και να υποπτευθούμε την παρουσία τους.
Ε
Α εα
κω.
Μ
62/επιλογη ι εκδόσεις «Αδάμ» έκαναν μια αξιόλογη και επιτυχημένη προσπάθεια παρουσίασης στο ευρύ αναγνωστικό κοινό των ιστορικών αυτών μνημείων. Πρόκειται για ένα βιβλίο που χωρίς να είναι εκλαϊκευμένο, με την αρνητική έννοια της λέξης, εντούτοις ξεφεύγει από τις βαρετές και ίσως κουραστικές για τον μη ειδικό εκδόσεις. Και όμως, ο τρόπος γραφής και οργάνωσης δείχνει φανερή την παρουσία του επιστήμονα που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η κ. Έφη Καρποδίνη-Δημητριάδη, πτυχιούχος του ΙστορικούΑρχαιολογικού με Διδακτορικό στη Λαογραφία. Το κυρίως κείμε νο του βιβλίου αναφέρεται στα ιστορικά, μυθολογικά και αρχιτε κτονικά, αρχαιολογικά στοιχεία που αφορούν το εκάστοτε κτίσμα, καθώς επίσης και στους θρύλους που συνδέονται με αυτό ή το αφορούν γενικότερα. Σε μία από τις σελίδες κάθε κεφαλαίου, πλάι στο κείμενο που προαναφέραμε, υπάρχει πάντοτε ένας σαφής χρονολογικός πίνα κας που παρουσιάζει τα βασικά ιστορικά γεγονότα, γεγονότα που συνδέονται με το συγκεκριμένο κάστρο. Βιβλιογραφικές σημειώ σεις στο τέλος του βιβλίου προσφέρουν μία πληρέστερη ενημέρω ση, και ίσως κάποιο κέντρισμα για τον αναγνώστη που δεν έχει ά μεση σχέση με αυτό τον επιστημονικό χώρο, να πλησιάσει και άλ λες βιβλιογραφικές πηγές. Το ίδιο συμβαίνει και με τη βιβλιογρα φία που ακολουθεί τις σημειώσεις. Λεπτομερή σχεδιαγράμματα, προοπτικές αναπαραστάσεις, το πογραφικά διαγράμματα του αρχιτέκτονα κ. Νίκου Λιανού ολο κληρώνουν την επιμελημένη παρουσίαση που κυριολεκτικά κατα κλύζεται από τις φωτογραφίες που τράβηξαν ειδικά γι’ αυτή την έκδοση οι κυρίες Λίζα Έβερτ, Ντόρα Μηναΐδη και Μαρία Φακίδη. Φωτογραφίες που παρουσιάζουν τα κάστρα από πολλές οπτικές γωνίες και που θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελόσουν ένα όμορφο λεύκωμα. Οι γκραβούρες, που συνοδεύουν τα κυρίως κεφάλαια του βι βλίου, οπωσδήποτε προσθέτουν μία ρομαντική χροιά στο κείμενο, αλλά ο προσεκτικός μελετητής μπορεί να βρει σ ’ αυτές και στοι χεία που ίσως του λύσουν τυχόν απορίες που του είχαν δημιουργηθεί από άλλες μελέτες σχεδίων και διαγραμμάτων αυτών των κάστρων.
Ο
τσι, λοιπόν, μετά την εισαγωγή, το κυρίως κείμενο του βι βλίου διακρίνεται σε δεκαπέντε κεφάλαια που αναφέρονται σε ισάριθμα κάστρα της Πελοποννήσου. Και είναι αυτά τα κά στρα, Ακροκορίνθου, Ά ργο υ ς, Ναυπλίου, Καρύταινας, Μυστρά, Γερακιού, Μ ονεμβασιάς, Κελεφάς, Ζαρνάτας, Κορώνης, Μεθώ νης, Ναβαρίνου, Χλαμουτσιού, Πάτρας, Ρίου. Κάθε κεφάλαιο έ χει, όπως προαναφέραμε, τα ιστορικά, μυθολογικά, αρχαιολογικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία του κάστρου μαζί με τον χρονολογικό πίνακα, τις φωτογραφίες, γκραβούρες, σχέδια και αναπαραστά σεις, δίνοντας μ’ έναν σύντομο, συνοπτικό και σαφή γλωσσικά τρόπο την εικόνα του. Ακολουθεί η παρουσίαση και άλλων είκοσι ένα κάστρων σε μι κρά κείμενα, χωρίς γκραβούρες ή αρχιτεκτονικά σχέδια, που συ νοδεύονται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Τα κάστρα αυτά εί ναι τα: Ξεροκαστέλλι, Πιάδα, Δρέπανο, Θερμήσι, Μύλοι Λέρνας, Ά σ τρ ος, Μούχλι, Βαλτεσίνικο, Ά κ ο β α , Λεοντάρι, Πασσαβάς, Πόρτο Κάγιο, Βάτικα, Καλαμάτα, Ανδρούσα, Μήλα, Αρκαδιά (Κυπαρισσία), Ποντικόκαστρο, Σανταμέρι, Γυφτόκαστρο και Κα λάβρυτα. Ακόμη και αυτά τα μικρότερα κεφάλαια έχουν βιβλιογραφικές
Ε
επιλογη/63 παραπομπές, ενώ από τα μεγάλα κεφάλαια, μόνο εκείνο που αναφέρεται στο κάστρο του Γερακιού παραμένει χωρίς σχέδιο κάτοψης. Το εσώφυλλο του βιβλίου, εμπρός και πίσω, διακοσμείται από έναν παλαιό χάρτη της Πελοπόννησου υπογεγραμμένο από τον F. de Wit, πλαισιωμένο από δέκα σχέδια των κάστρων Ναβαρίνου, Ζαρνάτας, Tomese, Κορίνθου, Μ ονεμβασιάς, Π άτρας, Κορώνης, Ναυπλίου, Μεθώνης, Μιστρά. Έ να ς δεύτερος, σύγχρονος χάρτης μεταξύ εισαγωγής και κυρίως κειμένου, μας προσδιορίζει απλά, με σαφήνεια, τη γεωγραφική θέση αυτών των κάστρων στην Πελο πόννησο, ενώ η φωτογράφιση επιτυγχάνει με τον καλύτερο τρόπο να αποδώσει την επιβλητικότητα που ασκούν στο θεατή αυτοί οι αρχιτεκτονικοί όγκοι. Συμβαίνει επίσης κάποτε η εικόνα να συνδυάζει αρμονικά το αρ χαίο με το μεσαιωνικό όπω ς, για παράδειγμα, η φωτογραφία που παρουσιάζει το ναό του Α πόλλω να στην αρχαία Κόρινθο πλαισιω μένο από το βράχο που φέρει το κάστρο του Ακροκορίνθου. Το σύνολο του έργου της έκδοσης «Α δάμ» εμφανίζει ένα βιβλίο ξεκούραστο και ευχάριστο στην ανάγνωση, αφού ακόμη και η ε κτύπωση του κειμένου έγινε με στοιχεία αρκετά μεγάλα. Ελκυστι κή, λοιπόν, η έκδοση αυτή που μας φέρνει πλησιέστερα στα τριά ντα έξι κάστρα της Πελοποννήσου. Και είναι ευχή του αναγνώστη να επαναληφθεί και για άλλες πε ριοχές καθώς οι δημιουργοί της απέδειξαν ότι βρήκαν με επιτυχία τη μέση οδό στην παρουσίαση του θέματός τους, αποφεύγοντας την υπεραπλούστευση και διατηρώντας τήν εγκυρότητα του επι στημονικού κειμένου. ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
δώρο της νύχτας στην αυγή: δακρυσμένοι ορίζοντες τ-'Γ'Λ
κ. ΚΑΝΑΒΟΥΡΗ: Νυχτολόγιο χειρός. Αθήνα, Κ α σ τα ν ιώ τη , 1990. Σελ. 54. «Γι’ αυτόν η νύχτα κι η αυγή είναι το ίδιο, ■ νύχτα στεναγμών, αυγή νέων δακρύων» (W. Blake)
ύχτα, ο τρυφερός οικοδεσπότης δακρύων και συντριβών, της απουσίας και της επιθυμίας, νύχτα, ο φιλόξενος χώρος και χρόνος μιας απελπισμένης κίνησης καθώς τελειώνει αρχίζοντας με την «αυγή νέων δακρύων». Εσύ νύχτα με το προστατευτικό σου χρώμα, το μαύρο, να φιλο ξενείς αβασάνιστα ακατανόητους μορφασμούς και χειρονομίες, φιλεύσπλαχνη εκείνων που αγαπούν το ανέκφραστο μέρος του ε αυτού τους, εκείνο το οριζόμενο ως σκοτεινό, παράλογο, αντιφατι κό, το οποίο φεύγει και έρχεται ερήμην μας. Εκεί στη νύχτα φύεται και ευδοκιμεί μια ποιητική φωνή σαράντα τεσσάρων ποιημάτων του Κ. Καναβούρη με τον τίτλο: «Ν υχτολό γιο χειρός». Και ιδού η πρώτη προσωπική «φιλοσοφία» στην προσπάθειά της
Ν
ποι ησ η
64/επιλογη να αποτυπώσει εκείνα τα στοιχεία που συνταράσσουν την ύπαρξη, τη διαρκή αγωνία για τη φθορά, τον κλονισμό και την αναζήτηση ενός «γιατρικού»:
«Καμιά φορά οι γάζες Μοιάζουνε κρύσταλλα μες στο σκοτάδι Δύσκολα λιώνουνε Κάποιος λοιπόν να θυμηθεί Τα βότανα που γιατρεύουν τις εκδορές της νύχτας» Έ τσι, η σύμβαση που θέλει την όραση εξουσιαστή των υπολοί πων αισθήσεων εκπίπτει ανοίγοντας το «παράθυρο» για τις υπό λοιπες αισθήσεις του σώματος. Και τότε η «αναστάτωση των αι σθήσεων» αφυπνίζει κατορθώνοντας να αγγίξει μια εικόνα του κι νούμενου σήμερα κόσμου. Με μια λιτή λεκτική χάραξη να απεικο νίζει ένα συναίσθημα γεμάτο, αλλά άδειο από υπερκατασκευές και φλυαρίες, καθιστά την παρούσα ποίηση ικανή να γεμίσει την άδεια καρδιά του τρίτου αναγνώστη. υριευμένος από μαύρη απόγνωση ο άνθρωπος καθώς «κοιτά ζει» το παρελθόν του, αισθανόμενος σαν κρατούμενος ενός πνιγερού παρόντος και διαισθανόμενος ένα μέλλον «να είναι καρ φωμένο σε κάθε στιγμή του παρόντος» ονειρεύεται τη στιγμή:
Κ
«Όταν λυθεί ο επίδεσμος Της μνήμης Και τρέχουν τα μαύρα νερά προς τα χαράματα» Αυτή η έκρηξη μιας πάσχουσας ευαισθησίας αποκτά κίνηση και πορεύεται προς τα χαράματα, στον επόμενο σταθμό, στην «αυγή νέων δακρύων». Κυκλωμένη, λοιπόν, η ανθρώπινη πορεία από μια πραγματικό τητα του μαύρου και εκείνη του λευκού καταδικάζεται σ’ ένα με σοδιάστημα, σε μια κίνηση «που δε με παίρνει αλλού παρά για να με ξαναφέρει στο ίδιο σημείο» (Π. Κλωντέλ). Να ’ναι άραγε κανόνας της ζωής μας η εναλλαγή και συνεύρεση μαύρου και άσπρου όπου κινούνται υπακούοντας στη βαρυθυμία της ύπαρξης; Και η ποίηση, η τέχνη, ένας έρωτας που του δινόμα στε λησμονώντας όσα αρνητικά φέρουμε καθώς εκδηλώνουμε το πάθος του λόγου, δηλαδή μιαν απόσταση που ισορροπεί ή μια προ στατευτική στέγη. Υπακούοντας το χέρι σ ’ ό,τι συλλαμβάνουν οι αισθήσεις, κατακτάται μια «γνώση», εκείνη δια της ζωγραφικής του Φρ. Μπέικον, καθώς εισηγείται - δείχνοντας τη σύγχρονη παραμόφωση του όντος. Στις ίδιες ράγες κινούμενη και η ποίηση, μεταξύ αφής και οράσεως, κατορθώνει σ ’ ένα δίστιχο να βεβαιώσει εκείνο που δεν α φήνεται να βεβαιωθεί από το βάρος μιας αβάσταχτης καθημερινό τητας: «και τρέχουν τα μαύρα νερά προς τα χαράματα». Και βεβαιώνεται η επιθυμία όταν η κατάπτωση είναι γεγονός: «Δεν έπρεπε ν ’ αφήσω την αρρώστια μου/Μ έσα στον πυρετό της». Αυτές και άλλες παραμορφώσεις μαρτυρούν ίσως κάποιες υπο ψίες για το τέλος του πολιτισμού μας και την αρχή ενός νέου εί δους ανθρώπου για τον οποίον:
«Δεν αναφέρει τίποτα η ΙστορίαΜόνο το δάχτυλο καπνίζει ακόμα Ρωτώντας για το κορμί τους»
επιλογη/65 στεγοι κάι γυμνοί στον παρόντα χρόνο οδεύουμε μέσα σε μια φριχτή ...θύελλα ατενίζοντας έναν στόχο, μια ανάπαυλα, ε κείνη της παραίτησης και της Αδιαφορίας. Με την Αδιαφορία και τη Σιωπή συναντάμε ο ένας τον άλλο και τα πράγματα του κό σμου. Στιγματίζοντας αυτήν την εκδήλωση ως παραμόρφωση, τί άραγε υπονοούμε; Εννοούμε ως ένα εποχιακό αποτέλεσμα του α γώνα μας ενάντια στο χρόνο ή πρόκειται γι’ αυτό που υπαινιχθήκα* με, για το τέλος εκείνου του ανθρώπου καθώς γίνεται μια ανάμνη ση. Η παραμόρφωση εκείνου του όντος με συναίσθημα σ ’ ένα νέο είδος, να μας κοιτάζει και να το κοιτάζουμε, να περιστρεφόμαστε ακατάπαυοτα γύρω του χωρίς να γνωρίζουμε αν αγγίζουμε ένα τέ λος να μας εμψυχώνει, Καθώς θά τελειώναμε με τις πνοές θανάτου που μας περισφίγγουν. Έ τσι λοιπόν παραμορφωμένοι, κίνόύμεθα χωρίς να κατορθώ νουμε μια ενότητα, μια δύναμή, Ικανή να βοηθήσει να δραπετεύ σουμε από το κενό που μέσα τόυ άίώβέίτάΐ ή ύΛάβΙή, Και οι φωνές, άηχεξ, προτείνουν συγκαταβατικά καταφύγια ή παυσίλυπα:
Α
«Όπλισε Ντύσου Προβίβασε τη σιωπήν υπενθυμίζοντας μια γεύση την οποία νιώθόύμέ Καί άπθδίδόύμέ ως «ξαναζεσταμένο φαγητό». φήνοντας τις σημασίες της ποίησής, έίϊέ tKelfelibOV, fefite Κη ρύττουν, βουλιάζουμε σε συναισθηματικές κάτάόΐάθέΐς* 66 συνθέσεις εντυπωσιακές όσον αφορά τη λεκτική λιτότήίά κάι τήύ ατμόσφαιρα της συλλογής «Νυχτόλόγιό χειρός>>. Σύνθέόέΐς άίχμάλωτες της Νύχτας, ηχογραφήσεις από και για τό ΣΚΟτάδι. ί4 6Vtfeση της Νύχτας, του Σκότους, ηχηρή κάι κυρίαρχη πρΟκάλεί δονή σεις ξεπερνώντας μια σύνηθίομένή ΚΟΙήτΙΚή άφ'ήΥήόή - πΟίήτίκές στιγμές μέσα δ ε στίχους πού φέρνουν V<tO όύνάίόθήβά πιό ΚΟύτά» είναι εκείνέξ των καταστάσεων:
Α
«Να μαλακώνεις τό ξέρά σκΟτάδΙ Με μια γουλιά νερό» (σ. 9) «Θα σπάσει η πόρτά Η νύχτα θα κυλήσει Μες στο λευκό σεντόνι» (σ. 11) «Είναι λοιπόν μεσάνυχτα μεγάλης ηλικίας» (σ·. 13) Μια ποίηση να συγκινεί καθώς «υπεραόπΐζε^άΐ» τό Μ ράνάλώ μά του όντος σε μια φωτισμένη νύχτα '^ώρίς ΐή ύ τ<ά'γώνίώ&ή μουσική». Με τα ρίγη του ποιητή άρχιτεκτονημένα πέρα τής φλυαρίας κάι δώθε των κοινοτοπιών·, διατηρείται μια ελεγχόμενη άμεσότήτα, ή Ρήτοία κατορθώνει να «ξεφορτώνει» το δραματικό φ Ο Ρ ^ χωρίς Sfa παγιδεύεται σε μονομανίες (π .χ. \ζύ\Κα, σκότος). Και όταν φύγουμε από τήν ύαλάντευση της συλλογής·, ξάφνου αυστηρές λάμψεις μέσα στη σιωπή κυριεύουν το κενό και είνάί !ϋ ι ποιητικοί ψίθυροι καθώς σχηματίζουν την Ωδή του Χρόνου. Είναι μια αίσθηση πως τα ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν α πό τον τρίτο εκείνο αναγνώστη που τα διαβάζει και τα ξαναδιαβά ζει χωρίς να ψεΰγεί ή ά%όρίά τόυ. Είνάί Ουνάίόθήμάττ'κές Κάταστά‘δέίς πΟυ τόυς ΚυΚλσφορόύίμε είτε σαν άνάμνηόή εΚΗνόυ 9τόϋ
Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους
66/επιλογη ζήσαμε και λαχταρούμε, είτε σαν αντίβαρο μιας μίζερης και λιπα ρής συναισθηματικότητας που βιώνουμε. Και καθώς ένα πένθιμο γιατί μας πολιορκεί για μια συνομιλία, μια παρουσία, αντικρύζουμε έναν νέο κύκλο, μια ακόμα μελαγχο λία να μας τυλίγει έτσι που «γυμνούς, ξυπόλητους μας βρίσκει ο γυρισμός». Αυτός ο κύκλος είναι η εικόνα μας στο σήμερα, όπως οδοιπορούμε, επιθυμούμε και συνυπάρχουμε. Και η εικόνα μας στο σήμερα είναι εκείνη της ζωγραφικής του Μ πέικον, είναι το βασανι στικό αμετουσίωτο της καθημερινότητάς μας. Αυτό το αμετουσίωτο είναι στιγμές που κάνει φτερά και φεύγει από την καθημερινή ατμόσφαιρα, φιλοξενούμενο στην ποίηση και εδώ, στη συλλογή «Νυχτολόγιο χειρός». Σαν ένας ηρωισμός η ποί ηση να προσπαθεί να κινηθεί στις παραμορφώσεις μας, στον πα ρόντα χρόνο, χωρίς να λησμονεί να σώζει τ’ όνειρο, δηλαδή την ποίηση. ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ανάμεσα στο συναίσθημα r-r-.
ΑΘΗΝΑΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Ωχροτάτη έως του Λευκού. Αθήνα, Κασ τ α ν ιώ τη , 1990. Σελ. 45.
ίναι κάποιες στιγμές που αισθανόμαστε τη γη που πατούμε να ανοίγει, να γίνεται μια μεγάλη τρύπα και τότε σε μας, τους κα τοίκους της, αυξάνεται μια ιδιότητα περίεργη που όμως κυκλοφο ρεί μόνο για μας, μόνο για τον εαυτό μας. Το πώς επιτυγχάνεται κάτι παρόμοιο, μπορούμε να το αντιληφθούμε σκεπτόμενοι εαυ τούς ως σύνολο συναισθημάτων, ανίκανων να επικοινωνήσουν με ταξύ τους, ανίκανων να αρθρώσουν σήματα επαφής μ’ εκείνα των συνανθρώπων. Είναι η εποχή μιας μονοκαλλιέργειας, είναι σώμα τα δίποδων που επιτρέπουν να ευδοκιμήσουν μόνο μοναξιές, ενο χές και παραισθήσεις. Απελπισμένοι απο την κοινωνικότητα, απογοητευμένοι από τον εαυτό μας, ανακαλύπτουμε μια απόλαυση δίπλα μας και ω στόσο από τον εαυτό μας παραμερισμένη. Είναι η ώρα των εξομολογήσε ων, της επαφής μας με ΐ α λευκά χαρτιά, μια ενέργεια δηλαδή επι κοινωνία κή και άχρονη. Εκεί λοιπόν στα λευκά χαρτιά φωτίζουμε έγνοιες, ολισθήματα, ό,τι μας συμβαίνει, μιλούμε σαν σε άλλον άν θρωπο, καταλήγοντας σε μια λατρεία για το αποτέλεσμα. Και ιδού ένα πρώτο αποτέλεσμα φιλοξενημένο στην ποιητική συλλογή «Ωχροτάτη έως του Λευκού».
Ε
«Υπέρμετρα με καταχράστηκε το μαύρο Μη μ ’ εμπιστεύεστε λοιπόν Κι εγώ όπως τ ’ αποδημητικά που ελευθερώνουνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας νύχτα στην πρωινή πατρίδα» ιαψευσμένη από την κίνησή της η ποιήτρια την αποκαθιστά σε λέξεις, σε στίχους μειώνοντας πιθανά μια επώδυνη αίσθη ση και αυξάνοντας την έχθρα του ενός εαυτού της από τον άλλον. Του ενός εαυτού με τη σκληρή μοίρα να βιώνει τη δυστυχία και ε κείνου του καρπερού, καθώς καταφεύγει στα λευκά χαρτιά, κάνο ντας στίχους σαν μια «λευκή συγκατάβαση άπό χιλιάδες όχι».
Δ
ποι
Η <rn
επιλογη/67 Φεύγοντας από τον εαυτό της και τα συναισθήματα που προκαλούν τον ποιητικό λόγο, καθώς διαλέγονται με το χρόνο και τα πράγματα του κόσμου, εγκαθίσταται η ποιήτρια σε μια διδακτική φρασεολογία. Έ τσι, υπό μορφή παγκοσμίω ν ειδήσεων η διατυπω μένη με οξύτητα κρίσης:
«Ελλάδα, κάλλος σκουπιδιών Ζεις μόνο για το επόμενο λάθος» ομοιάζει με εθνικιστική κορόνα αποστροφής (;) ή ίσως είναι μια «πολεμική κραυγή» στιγμιαία, καθώς κάποια άλλη στιγμή το «λά θος» αντικαθίσταται με το άλμα (:«για το επόμενο άλμα»). Εντούτοις η ποίηση και τα ποιήματα δεν είναι του ενός τρόπου και της μιας έντασης, ούτε ιεραρχούνται εντός ενός οικοδομήμα τος. Ισως μοιάζουν με τις παραμορφώσεις που υφίσταται η ατομι κότητα σε μια κοινωνική εξέλιξη την οποία ελάχιστα επηρεάζει. Γεγονός που επηρεάζει- λέγοντας κρίσεις χωρίς να τις λέμε, αφού είναι εξ ορισμού αδύναμες να επηρεάσουν. Καταχρώμενη τον « νόμο μας ελάχιστης προσπάθειας» η Α . Παπαδάκη εξουδετερώνει το συναίσθημα, αφήνοντας το γυμνό στις δηλώσεις ενός ΕΓΩ:
«Συναγωνίζομαι τον ορίζοντα» (σ.15) «Αξιώθηκα το σπέρμα αιμόφυρτο από ηδονή» (σ.16) «Είμαι πρωτόγονη μέχρι το ράμφος του γερακιού» (σ.17) «Λέω ν’ αγιάσω στα δωρεάν σύννεφα» (σ.19)
Α
φήνοντας το φ λογισμένο ΕΓΩ στον ημερολογιακό τόνο σταθ μεύουμε στην παγκόσμια φωνή που λέγει:
«Αιώνες διασχίζουμε το θάνατο Με το λευκό· της ασπιρίνης» και έμμεσα δείχνει τον μέγα προστάτη μας, το Χ ρόνο, και τον υ πασπιστή του, το θάνατο: Καθώς όμω ς συνδυάζεται αίσθηση και όραση, φυγαδεύοντας εαυ τόν στην ποίηση εκεί όπου τολμούμε τη χίμαιρα:
«δεν ξέρω τί είναι γνώση όμως ό,τι ονειρεύομαι είναι σοφό» τί άραγε επιτυγχάνουμε; Εφευρίσκουμε μια δικαιολογία, ανανεώ νουμε το φθαρμένο εγώ ή προστατεύουμε εαυτόν από την α πελπισία; X . Η.
χρονικές αντιπαραθέσεις r-r-x ΒΑΣΙΛΗ ΜΟΣΚΟΒΗ: Γενεά έρχεται. Αθήνα, Ε σ τ ί α , 1990. Σελ. 438.
Α
κόμα και ο σύγχρονος αναγνώ στης λαχταρά να ελευθερώσει τη φαντασία του που την εξουθένωσε η εικόνα και ο ήχος, να
ΑΝ, ΟΝΤΩΣ, ΘΕΛΕΤΕ να μά θετε τα πάντα γύρω από το σκάκι, τηλεφωνήστε μου: 3638015.
68/επιλογη αναζωογονήσει τον κρυφό του κ όσμο, έτσι που μόνο στην παιδικό τητα τον γνώρισε, επιμένει ακόμα να περιδιαβάζει στις δικές του πραγματικότητες. Τ ο κλασικό μυθιστόρημα έξω από την απαιτούμενη σήμερα «ελλειπτικότητα» είναι γι’ αυτόν μια ασφαλής λύση, ιδιαίτερα όταν ο τρόπος γραφής του αγγίζει τον σύγχρονο προβλη ματισμό. Η Β' έκδοση του μυθιστορήματος του Βασίλη Μοσκόβη «Γενεά έρχεται» από την Εστία (Α' έκδοση: 1961) γίνεται σήμερα, που το θέμα «παιδεία» βρίσκεται όπως πάντα στην επικαιρότητα, πολύ ενδιαφέρουσα. Ο Βασίλης Μ οσκόβης, γνωστός στα ελληνικά γράμματα και βραβευμένος λογοτέχνης, παρουσιάζει ένα πολυπρόσωπο μυθιστό ρημα με ήρωες νέους στην πλειονότητά τους. Περιγράφει τη φοιτη τική ζωή μέσα από συγκεκριμένα ατομικά περιστατικά, στρέφεται γύρω από τα πολιτικά προβλήματα της εποχής πριν από τη σκλη ρή και αφανιστική κατοχή του ’40-*42, τους αγώνες των φοιτητών που πάλευαν να βρουν το αληθινό τους πρόσωπο σ ’ έναν κόσμο διαρκώς κινούμενο και μεταβαλλόμενο. Η πολιτική αστάθεια, το στρατιωτικό πραξικόπημα, η αβεβαιότητα για την επιβίωση του ελληνισμού γίνεται το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου και υποδηλώ νει την αρχή της βαθιάς κοινωνικής κρίσης της εποχής. Τα περιστατικά δεν υπάρχουν αυτοτελή, υπάρχουν μόνο σε σχέ ση με την εποχή και τις αξίες της και, παρά τη φαινομενική ποικι λία τής προβληματικής, το θέμα εστιάζεται στα ερωτήματα που σχετίζονται με τον άνθρωπο, τη μοίρα του, τη θέση που παίρνει μέ σα στα ρεύματα της εποχής. Ο συγγραφέας εκφράζει την ανησυχία του εξισορροπώντας με ευχέρεια την αλήθεια του καιρού του, όσο πικρή κι αν είναι, με την ομορφιά που πηγάζει από τον συναισθη ματικό κόσμο τών ηρώων του. Μέσα από την πολυφωνική αυτή σύνθεσή προβάλλονται οι ιδέες του και αναδεικνύέται ο σύνδεσμος ζωής και τέχνης άλλοτε με τόνο υποκειμενικό, σχεδόν εξομολογητίκό, άλλοτε με επιτυχείς διαλόγους που κατέχουν σημαντική θέση στο βιβλίο.
το Ιο κεφάλαιό επιχειήιείται η γνωριμία με τα πρόσωπα που θα παρακολουθήσουμε στην πορεία τους μέόα στα 30 Κεφάλαια τ©υ μυθιστορήματος. Στο τελευταίο κεφάλαιο μαθαίνουμε την τύ χη των ήρώων ύστερα από 20 χρόνια πιά, μέθα από το 80 «ενθύμη μα» τόυ ΝίΚΟυ Βογιατζή, του φοιτητή που σημείωνε βιώματα και εντυπώσεις στις άδειες σελίδες τών σημειώσεων της Αρχαιολογίας ΚάΙ που στο βιβλίο παίρνει τη θέση αφηγητή. Κυριαρχεί ή τραγικότητα της μορφής του Ευάγγελου Κάνέλλή, του φιλόλογου υφηγητή Ιωάννη ΣύΚόυτρή, του Οποίου η αδόκητη άπουσία από το χώρο της πνευματικής διανόησης τής εποχής άφη σε ένά τεράστιο κενό. Γιά τό θάνατο του Σύκουτρή είχε γράφει ο Καθήγητής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου Paul Maas «είθε κά ποτε η τράγικότής της πνευματικής ηρωικής ϋπάρξέως Του Ιωάννη Ευκουτρή να εύρει ανταξίαν εξιστόρηόίν». Ο συγγραφέας τόν παρουσιάζει ΟρχϊΚά στό 100 κεφάλαιο καί τον παρακολουθεί σαν δάσκαλο, σαν επιστήμονα, σ α ν φίλσ, σα ν διανοούμενό με απόλυτη συναίσθηση τής ευθύνης που θα έχει Ο λό γος του στην ψυχή των πολυπληθών ακροατώ ν του αλλά και στην πνευματική ζωή τόυ τόπου του. Η απήχησή τόυ λόγου τόύ ήταν πραγματικά γονιμοποιός. Ο Ιωάννης Συκουτρής ήταν ο φιλόλογός με την ανειρήνευτη ψυχή και Την αδέκαστη συνείδηση του αγωνι στή που κατάφερε σε δύσκολους καιρούς - δύσκολοι πάντα οι καιροί για τον αληθινό δάσκαλό - να καθιερώσει αντιλήψεις που νότε θεωρούνταν επαναστατικές ή εξωφρενικές, ενώ σήμερα μποφόόν να υιοθετηθούν από τους ψυχραιμότερους διάνοητές, όπω ς η
Σ
επιλογη/69 αναγκαιότητα της συνύπαρξης δημοτικής - καθαρεύουσας («έχει και η καθαρεύουσα τις αρετές της κι ορισμένα πράγματα εκφρά ζονται πληρέστερα μ’ αυτήν» - κεφ. 20, σελ. 289), ότι ο πολιτι σμός είναι δημιούργημα της πνευματικής αριστοκρατίας, ότι ο θε ό ς αποκαλύπτεται μέσα από τα αρχαία κείμενα, ότι ο σκοπός κά θε συζήτησης δεν είναι να πείσει τον άλλο, αλλά ν ’ ανταλλαγούν γνώ μες, να φωτιστούν σκοτεινά σημεία, να φτάσει κανείς στην α λήθεια μέσα από την αναζήτηση. Καμιά θεωρία όσο μεγάλη κι αν είναι δεν αγκάλιασε ποτέ όλη την αλήθεια. Μέσα στην ατμόσφαιρα «της νιότης, της ξεγνοιασιάς, του έρω τα και της μελέτης» ο Ευάγγελος Κανέλλης γίνεται η ψυχή, το κέντρο γύρω από το οποίο περιπλέκονται και οι ά λλες τραγικές ιστορίες των ηρώων. ημαντική θέση κατέχει η μορφή της Α μαρυλλίδας Νάζου, της πανέμορφης φοιτήτριας που «ασώτευε τον εαυτό της» στη μοίρα της ηθοποιού. Η πρώτη της εμφάνιση ήταν από την έδρα του καθηγητή Στέφανου Στέρη που της παραχώρησε το βήμα για ν ’ α παγγείλει τον «Μ παταριά». Ο νεοελληνιστής καθηγητής θα μαστι γώσει από την ίδια αυτή έδρα τη δικτατορία. Οι ρόλοι της Αμαρυλ λίδας σε κλασικά θεατρικά έργα και η ζωντανή της παρουσία στη Φιλοσοφική Σχολή γεννούν το ερωτικό συναίσθημα όχι μόνο στον καθηγητή Στέρη αλλά και σε πρόσωπα συμφοιτητών: στο Λουκά Κλαδογένη, χαρακτηριστικό τύπο χωριατόπαιδου που σπουδάζει στην Αθήνα,'«καζουροποιό» του αμφιθεάτρου που έφερε στο Π α νεπιστήμιο τον αέρα του αγνού πρωτογονισμού, της καλοσύνης και της αλεγράδας. Ο έρωτας θα γεννηθεί και στην ψυχή του Περι κλή Τζανετάκου, του αξιοπρεπούς αγωνιστή που οδηγήθηκε από φτώχεια και υποσιτισμό στη φυματίωση και στο θάνατο. Η Α μα ρυλλίδα που δεχόταν τα σεμνά ανώνυμα ερωτικά του γράμματα πρόλαβε μονάχα το θάνατο να του ομορφήνει («αίσθημα ουράνιο, χωρίς ανταπόδοση»). Ομόρφηνε όμω ς τη ζωή του καθηγητή Στέ φανου Στέρη που μετά το θάνατο της μητέρας του αφέθηκε στο συγκλονισμό του νεανικού της έρωτα. Η Αμαρυλλίς απαρνήθηκε τα νιάτα και την αγάπη της για το θέατρο μόνο για την αγάπη στον καθηγητή της.
Σ
ποίηση και η πεζότητα, ο αγνός ιδεαλισμός και η ανηθικότητα του στενού συντηρητισμού εκφράζονται στο βιβλίο αντί στοιχα από τον καθηγητή Στέρη και τον καθηγητή Θεοδωρόπουλο. Ο δεύτερος θέλει «να συντρίψει τους κομμουνιστές» υπεραμυνόμενος των αξιών του φασισμού που γεννιέται, αλλά δεν παραλεί πει να εμφανίζεται ως κηδεμόνας της φοιτήτριας που έχει τη μορφή «λάγνου ζώου» χωρίς κανένα έλεγχο συμπεριφοράς. Ο αναγνώ στης τον απορρίπτει μαζί με την ιδέα ότι ο αυταρχισμός δεν θανα τώνεται με την κατάρρευση του κομμουνισμού. Το πιστοποιεί και η σημερινή πραγματικότητα: ο ιδεολογικός αγώνας κατά του κ ομ μουνισμού, που κόστισε αμέτρητες ζωές, έφτασε στο τέρμα χωρίς ποτέ να προμηνύει το θάνατο του αυταρχισμού. Οι κοινωνικές ανι σότητες δεν εξέλιπαν, οι ατομικές ελευθερίες πάντα θα περιορίζο νται και οι σπουδάζοντες θα συνεχίζουν να ρίχνονται σε αγώνες εί τε με τη μορφή φοιτητικών ή και μαθητικών κινημάτων, είτε με την οργάνωση απεργιών, όπω ς στο βιβλίο του Β. Μ οσκόβη. Πάντα θα υπάρχουν θιασώτες της βίας που κρίνεται αναγκαία για την επιβο λή νέων πολιτειακών μορφών. Είναι γιατί το βάρος της αντιμετώ πισης των κοινωνικών προβλημάτων δεν έπεσε ποτέ στη διόρθωση των οικονομικών ανισοτήτων με την επιτυχή καθιέρωση δημοκρα τικών θεσμών.
Η
Από την ποίηση τον Ναζίμ Χίκμετ. Απόδοση Αντ. Μάρταλη. Αθήνα, Βιβλιοφιλία, 1990. Σελ. 56, 8ο μικρό Η κομψή και καλοτυπωμένη έκ δοση περιλαμβάνει 25 ποιήματα του Τούρκου ποιητή με την παναν θρώπινη καρδιά, δηλαδή «τις μετα φράσεις της συλλογής του 1953, με μικροαλλαγές από τον Αντώνη Μάρταλη, μετά την έκδοση μαζί με μερικές κάπως μεταγενέστερες άλ λων ποιημάτων», όπως μαθαίνουμε από το σημείωμα, που προτάσσε ται των ποιημάτων. Πρόκειται για ποιήματα χαρακτη ριστικά των θέσεων και των προ βληματισμών του ποιητή, που κλεί νουν μέσα στους εύηχους και καλοφτιαγμένους στίχους και της ελλη νικής έκδοσης, τους καημούς και τα βάσανα, τον πόνο και την οδύνη του αδύνατου, τους κατατρεγμούς και τις ελπίδες των καταφρονημένων, των καμνόντων και των κοπιώντων, τις προσδοκίες των αδικουμένων, των αναγκεμένων όλου του κόσμου. Ο ποιητής δεν χωρίζει τους αν θρώπους. Τους αποκαλεί «αδέρ φια» κι ενώνει τη φωνή του με τη
tar
70/επιλογη τη φοιτητική απεργία πρωτοστατούν ο Μ ιχάλης Λαμπίρης, φοιτητής Ιστορίας και ύστερα πολιτικός του Κέντρου, ανυπο χώρητος στην πείνα, τη φυλακή ακόμα και την πατρική συμβουλή, ο Λαμπράκης, ο Καραγιώργης, ο κρητικός Δευκαλίω νος Τουρνάκης, ο Περικλής Τ ζανετάκος και ο ποιητής Λευκίας. Πίσω από τον Λευκία κρύβεται ο ποιητής Τεύκρος Ανθίας, γνω στός από τη συλλογή «Τα σφυρίγματα του αλήτη». (Πρόκειται για τον Κύπριο ποιητή Ανδρέα Παύλου που η μετεξέλιξή του από πα ραδοσιακά ρεύματα σε επίκαιρους προβληματισμούς δεν τον έχρι σαν ουσιαστικά σε ποιητή). Και ενώ ο πόλεμος αχνοφαίνεται, ενώ τα ήδη κλονισμένα ιδανι κά θα ξεθεμελιωθούν και νέες πολιτειακές μορφές θα έρθουν στην επιφάνεια, οι φοιτητές συνεχίζουν να γεύονται τις χαρές της ζωής. Σ’ ένα τσάι στο πλούσιο σπίτι της Ιφιγένειας Κανάρη, της άλλης ηρωίδας του βιβλίου, ο Λευκίας προφητεύει πως η ωραία κοπέλα θα γίνει ηρωίδα τραγωδίας. Ο αφηγητής το σχολιάζει ως κακή α πομίμηση του Πλατωνικού Αλκιβιάδη στο συμπόσιο, ο Λευκίας ό μως θα δικαιωθεί, όταν η Ιφιγένεια θα γίνει αιτία του αυτοχειρια σμού του φοιτητή Τουρνάκη. Η αντινομική φύση της με την αφο πλιστική ομορφιά και η αδιαφορία που τη διέκρινε ενεργούσε σαν διεγερτικό πάνω στους άντρες της σχολής. Την παρακολουθούμε να οργανώνει μαχητικά τη δική της αντίδραση «ξυπνώντας τους μανδαρίνους που συνεδρίαζαν» όταν οι συνάδελφοί της ήταν στη φυλακή, αλλά και να γίνεται αντικείμενο περιφρόνησης μετά το θάνατο του Δευκαλίωνα. Η κοπέλα δεν έχει πια θέση ανάμεσά τους. Μόνο η Αμαρυλλίδα, που ήταν από εκλεκτή πάστα και δεν θα μπορούσε ποτέ να γίνει ηρωίδα τραγωδίας, την αποχαιρετά πριν φύγει για το Παρίσι, όπου θα φιάξει τη νέα της ζωή πέρα από ό,τι μισητό της επιβλήθηκε.
Σ
ι περιπέτειες των φοιτητών και η μαχητικότητα της νιότης τους κρατούν έντονο το ενδιαφέρον στις σελίδες του μυθιστο ρήματος, ενώ ο προβληματισμός του αναγνώστη πλαταίνει και ο δηγείται στη σύγκριση του σήμερα με το χθες. Έ να σήμερα εντε λώς διαφορετικό που κρατώντας σε ύφεση την πολιτική αντιπαρά θεση οξύνει την κριτική σε τρόπους ζωής. Χωρίς να υπάρχει πια η συναίνεση για φιλελευθεροποίηση της ερωτικής συμπεριφοράς που ήταν διάχυτη μέχρι τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ακόμα, και που συνοδεύτηκε από βιαιότητα στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, σή μερα οι νέοι κρίνουν και επικρίνουν τον τρόπο ζωής. Ο συγγραφέ ας αναρωτιέται γιατί οι σημερινοί δεν είναι σαν κι αυτούς. «Τους λείπει η ζωντάνια, το νεύρο, η επαναστατική ορμή. Ποιος φταίει ά ραγε; Η δικτατορία, ο πόλεμος, η κατοχή ή κάποιος άλλος αστάθ μητος παράγοντας;». Ο συγγραφέας νοσταλγεί λίγη περιπέτεια, λί γη καζούρα, αντιρρήσεις, μια θυελλώδη συζήτηση ακόμα και μιαν απεργία σαν αυτή που οργάνωσαν ο Λ αμπράκης με το Μιχάλη. Πιστεύω ότι η μαχητικότητα δεν θα πάψει να υπάρχει ποτέ στους νέους που σπουδάζουν. Μισοκρυμμένη, αθέατη καμιά φορά εκφράζεται μόνο μέσα από ισχυρούς ερεθισμούς, από διάψευση προσδοκιών, από ανάγκη. Και τότε γίνεται φοβερή δύναμη, καμιά φορά και αμείλικτη τιμωρός εκείνων που έκτισαν τον κόσμο τους, εκείνων που καθημερινά τους διαψεύδουν.
Ο
NENA I. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
φωνή του πόνου τους και της χα ράς τους. Νιώθει τις λύπες και α κούει τα καρδιοχτύπια τους και καλεί όλους να φιλιωθούν σε μια κοινή προσπάθεια για να υπερνικηθεί το κακό: «Ελάτε γρήγορα (...) τόσα / δεινά και τόσο / λίγοι φίλοι. / Έχουν αυτιά κουφά οι καρδιές. /(...) Κι εγώ σου λέω (...). Αν δεν καώ / κι αν δεν καείς / κι αν δεν καούμε / πώς τα σκοτάδια αυτά θα γίνουν φως; (...) Ελάτε γρήγορα, / να λιώσουμε το μολύβι (27, 28). Στην αδελφοσύνη
και στον κοινό αγώνα βλέπει το ξη μέρωμα μιας άλλης μέρας, που θα ξεπροβάλει πάνω από τους λόφους του κακού, φέρνοντας στα φτερά της την «ελπίδα της / μεγάλης αν θρωπότητας». Και συμβουλεύει α πλά: «Παίξε - γέλασε δεν είναι η ζωή. / Σ τα σοβαρά θα την πάρεις / όπως λόγου χάρη την παίρνει ένας σκίουρος...»(18)
Οι στίχοι είναι απλοί, λιτοί, φιλο σοφημένοι, λαγαροί. Μιλούν το ίδιο σοβαρά για απλά καθημερινά πράγματα, όπως και για μεγάλα. Και είναι άμεσοι και γι' αυτό επιβλη τικοί. Οι μεταφράσεις του Α. Μάρταλη έχουν σεβαστεί αυτή την αμε σότητα και την απαλότητα του ποι ητή με την πανανθρώπινη φωνή. Τα ποιήματα μπορούν να διαβα στούν και να κατανοηθούν κι από παιδιά του Δημοτικού των τελευ ταίων τάξεων. ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
εττιλογη/71
ιστορία και αισθητική ΑΘΑΝΑΣΙΑΣΛΕΟΝΤΣΙΝΗ - ΓΑΥΚΟΦΡΥΑΗ: Νεοελληνικός λ-*-λ διαφωτισμός και Αισθητική. Αθήνα, 1990. ο βιβλίο της κ. Α θανασίας Λεοντσίνη - Γλυκοφρύδη θέτει και πάλι επί τάπητος το ζήτημα του νεοελληνικού Διαφωτι σμού- των διαστάσεων, των δυνατοτήτων και των επιτευγμά των του. Από πολύ καιρό, χάρη στην ερευνητική προσπάθεια και τη συνθετική κρίση μελετητών όπως ο Κ.Θ. Δημαράς, ο Ά λ κ η ς Αγγέλου, ο Φίλ. Ηλιού και πιο πρόσφατα ο Π. Κονδύλης και ο Κ. Μ. Κιτρομηλίδης, γνωρίσαμε το πόσο πολύπλευρο και πρωτεϊκό υπήρξε αυτό το κίνημα, το πρώτο που έχει να επιδείξει το έθνος μας μετά την παλαιολόγεια αναγέννηση. Γνωρίσαμε το εύρος της κοινωνικής του κριτικής- το βά θος της πολιτικής του δράσης- τη φιλοσοφική του συμβολή, τη φιλελεύθερη νοοτροπία του, την εκπαιδευτική του πρακτική, την ιδεολογική του κατεύθυνση, τον πολιτισμικό και ανθρωπολογικό του προβληματισμό. Ό π ω ς όμως αποδεικνύεται, ο Δια φωτισμός είναι πραγματικά ένα ανεξάντλητο θέμα και ουσια στικά ένα θεμελιακό πρόβλημα για τις συνειδήσεις μας. Ε ξακο λουθεί ως σήμερα να ανακινεί προβλήματα, που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με τις «αρχαϊκότητες μιας κοινωνίας», όπως τα χαρακτήρισε ο Φ. Ηλιού, αλλά με τις ίδιες τις βάσεις του κοινωνικού μας εποικοδομήματος με την ιστορική του σταθε ρότητα και τη μελλοντική του προοπτική. Το βιβλίο της κ. Γλυκοφρύδη έρχεται να μας υποδείξει τις αι σθητικές αντιλήψεις τριών διαφωτιστών: του Νεόφυτου Βάμβα, του Κωνσταντίνου Βαρδάλαχου και του Κων. Οικονόμου, απο καλύπτοντας μίαν από τις λιγότερο γνωστές διαστάσεις του, ί σως και την πιο απροσδόκητη.
Τ
κ. Γλυκοφρύδη αρχίζει τη σύντομη μελέτη της αναλύο ντας τις σχέσεις των αισθητικών αντιλήψεων του νεοελλη νικού διαφωτισμού με τις γενικότερες ευρωπαϊκές αντιλήψεις της εποχής και ιδιαίτερα του σκωτσέζου αισθητικού Hugh Blair. Και από τη συγκριτική αυτή αντιπαράθεση αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι Έ λληνες διαφωτιστές υιοθέτησαν στα καθ’ ημάς τις απόψεις εκείνες και τις ενσωμάτωσαν στη ρητο ρική και τη φιλολογία. Η ενσωμάτωση αυτή έχει μεγάλη σημα σία μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας των ιδεών και υποδεικνύει τις μεθόδους και τις επιλογές που έγιναν ώστε οι προβληματι σμοί αυτοί να ενσωματωθούν στο ύφος και τις δυνατότητες της ελληνικής παιδείας. Φανερώνει επίσης το ποια άποψη διατηρή θηκε, ποιες επιμέρους της όψεις απορρίφθηκαν, ποιες α ρχές το νίστηκαν ιδιαίτερα και ποιές παραγκωνίστηκαν. Βλέπουμε λοιπόν ότι κατ’ εκείνη την εποχή, ο μικρός αριθ μός λογοτεχνημάτων και η φτωχή διακίνηση ιδεών, δεν δη μιουργούσαν τις προϋποθέσεις για τη σύνθεση μιας ολοκληρω μένης αισθητικής θεωρίας. Η αισθητική θεωρία του Βάμβα, λό γου χάρη, ήταν προσανατολισμένη προς την εκκλησιαστική ρητορική και προοριζόταν «για το χώρο της εκπαίδευσης», α πευθυνόμενη κυρίως σε όσους ήθελαν να γίνουν «καλοί συγγρα φείς και ικανοί ομιλητές» (σ.57). Με τον Β αρδάλαχο η συγγραφέας αποδεικνύει ότι περνάμε σ’ ένα ανώτερο επίπεδο καλαισθητικού στοχασμού, όπου συζη-
KFT
°Ρ.ια
Η
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ, κειμενόφιλων, βιβλιόφιλων. Για κάθε βιβλιογραφικό κενό, για κάθε δυσκολία καλέστε το: 3638015.
72/επιλογη τούνται οι θεμελιώδεις αρχές της κριτικής και του ωραίου, με τελικό σκοπό τη βαθύτερη κατανόηση του ίδιου του αισθητικού φαινομένου. Η ανάβαση ολοκληρώνεται με την αισθητική θεω ρία του Κων. Οικονόμου όπου ξεπερνιούνται τα παλαιά τυπολο γικά σχήματα της ρητορικής τέχνης και απ’ όπου προχωρούμε στη «ρητορική των νεοτέρων», στην ευαισθησία δηλαδή και την εκφραστικότητα του ρομαντισμού. αράλληλα, και αυτό είναι το τελικό και ουσιαστικό συ μπέρασμα της πραγματείας, οι προσπάθειες αυτές συνέ βαλαν στην καλλιέργεια μιας αδούλευτης και αδιαμόρφωτης α κόμα γλώ σσας, εισήγαγαν ένα επαρκές και κατάλληλο λεξιλό γιο και μετέφεραν το πλαίσιο των προβλημάτων της ευρωπαϊ κής νεοκλασικιστικής αισθητικής στον τόπο μας. Και η συγ γραφέας συμπεραίνει: «Οι θεωρίες αυτές, αν και δεν είναι πρω τότυπες, διεκδικούν ω στόσο τη θέση τους στην περιοχή της νε οελληνικής αισθητικής και φανερώνουν τη γονιμότητα της δια κίνησης των ιδεών και των πολιτισμικών αξιών, καθώς και τις σχέσεις της παλαιάς με τη νέα ρητορική, του νεοκλασικισμού με το ρομαντισμό, ενώ παράλληλα καθιστούν φανερό τον προ βληματισμό της νεοελληνικής διανόησης για θέματα που σχετί ζονται με τη δημιουργική πράξη και την αξιολόγηση των καλών τεχνών». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προσθέτει στο θέμα, το μυστικό συναρ παστικό ύφος και ο ζωντανός τρόπος γραφής της κ. Γλυκοφρύδη, δίνοντας μια γόνιμη πνοή πάθους σε ζητήματα που τα συν θλίβει η στειρότητα και ο ακαδημαϊσμός. Η συγγραφεύς επιτυγ χάνει να δώσει μια συνθετική εποπτεία του αισθητικού στοχα σμού των τριών διαφωτιστών, να διευκρινήσει τα μέσα τους και να επισημάνει τις προθέσεις τους. Βοηθά να κατανοήσουμε έτσι το ποιαν εικόνα είχαν για τη λογοτεχνία και το αισθητικό γεγο νός εκείνοι οι στοχαστές και η εποχή τους. Να διακρίνουμε ε πομένως το συνολικό κοσμοείδωλο του ελληνικού πολιτισμού στις α ρχές του 19ου αιώνα, όταν η γλώσσα μας ακόμα ήταν σαμασιολογικά ρευστή και αναγκαζόταν να συλλογίζεται παρα γωγικά. Επειδή δεν είχε εμπειρίες, κατέφευγε σε θεωρητικές γε νικεύσεις, σε υπερσυστήματα ερμηνείας, από τα οποία απέρρεαν οι αισθητικές αρετές και αξίες των έργων. Ή τα ν με άλλα λόγια, αισθητικές κανονιστικές, δεοντολογικές, που απέκλειαν κάθε εξατομικευμένη αντίληψη και πράξη. Ωστόσο μέσα σε αυ τούς τους κύκλους διαμορφώθηκαν ποιητές σαν τον Σολωμό και τον Κάλβο. Και οφείλουμε να μελετάμε το έργο αυτών των συγγραφέων για να κατανοήσουμε, καλύτερα, τί ξεπέρασαν ε κείνοι μέσα από την εμπειρική τους και διαισθητική φιλοκαλία. Ελπίζουμε ότι το βιβλίο της κ. Γλυκοφρύδη θα γίνει η αφετη ρία παρόμοιων εργασιών, μ’ ένα βασικό κυρίως ζητούμενο: τις αισθητικές αντιλήψεις του Αδαμ. Κοραή, τη λογοτεχνική του κριτική, την καλλιτεχνική του δεοντολογία, ούτως ώστε να λυ θούν πολλές παρεξηγήσεις και να επανατοποθετηθούν πολλά προβλήματα που τώρα μένουν στο χάος μιας αποσπασματικής και ανερμάτιστης εικοτολογίας.
Π
ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ
ΔΙΣΚΟ Ι-Β ΙΒ ΛΙΑ ΔΙΣΚΟΙ (CD &LP)-ΚΑΣΕΤΕΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ &ΦΟΛΚΛΟΡΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΠ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Για την ανανέωση της δισκοθή κης σας προτιμήστε τους δίσκους (CD, LP) και τις κασέτες της HUNGAROTON. Συνδιάζουν υψηλή απόδοση εγγραφής με χα μηλή τιμή. Αν επιθυμείτε κάτι διαφορετικό, ανακαλύψτε το μέσα στη πλούσια συλλογή και το ανανεωμένο ρεπε ρτόριο των
R0D01PHF • Απαραίτήτο συμπλήρωμα στη μουσική σας γνώση αποτελούν τα
βιβλία
«Δισκογραφία», μια αναλυ τική καταγραφή της κλασικής και φολκλορικής μουσικής δημιουρ γίας. «Οι συνθέτες και τα έργα τους» με βιογραφίες μεγάλων μουσουργών και αναφορές στην εξέλιξη της μουσικής τέχνης μέσα στους αιώνες. «Το πιάνο». Η εξέλιξη των πληκτροφόρων οργάνων μέχρι την τελική μορφή τους και οι κυριότεροι ερμηνευτές τους. Σύντομα θα κυκλοφορήσει η νέα μας έκδοση «Το Λυρικό Θέα τρο» που αποτελεί πολύτιμο και μοναδικό στο είδος του εγχειρίδιο για την Όπερα. Πώληση Χονδρική-Λιανική
-θ Ι Ν Ε Ο Δ ΙΣ Κ 0£
δελτιο/73
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Ε στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η Τ Α ΞΙΝ Ο Μ Η ΣΗ των βι βλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμο σμένο στην ελληνική βι βλιογραφία.
δ ε λ τ ι ο
30 Ιανουάριου 12 Φεβρουάριου 1991
β ιβ λ ίο γ ρ α φ ικό
260
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
ΣΕ Κ Α Θ Ε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλ φαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι.
Η Κ Α ΤΑ Τ Α Ξ Η των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. Σ Τ Η Ν Κ Α ΤΗ ΓΟ Ρ ΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ Τ Η Ν ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Αποκρυφισμός
Βιβλιογραφία
LEVI ELIPHAS. Το μέγα απόρρητο ή ο αποκαλυμ μένος αποκρυφισμός. Μέρος Β'. Μετ. Δ. Κασιμάτη. Αθήνα, Τετρακτύς. Σελ. 167.
ΧΑΡΙΤΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. Έργων επιτομή. Ειαεπιμ. Μ. Δρίτσα. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, 1990. Σελ. 564. Δρχ. 4160.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Κοινωνική μυχολογία
Γ ενικά
WHITE JOHN. Ψυχικός πόλεμος. Μετ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα, Δίοπτρα, 1990. Σελ. 303. Δρχ. 1870.
ΜΑΡΚΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ. Φιλοσοφικές περιηγή σεις. Αθήνα, Βιβλιογωνία, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 1560. ΠΑΛΑΝΤΙΟΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ «... ατάκτως ερριμένα...». Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1990. Σελ. 60. Δρχ. 310. NAUDON Ρ. Ελευθεροτεκτονισμός. Μετ. Γ. Ζωγραφάκης. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1990. Σελ. 138. Δρχ. 900.
Εφαρμοσμένη μυχολογία ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ ΛΕΟ. Προσωπικότητα και ολοκλή ρωση. Μετ. Γιώργος Δίπλας. Αθήνα, Γλάρος, 1990. Σελ. 170. Δρχ. 1040.
7Α!δελτίο
Κ ΟΙΝΩΝΙΚ ΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
έκδοση. Εισ.-μετ. Κ.Ι. Τσιμπούκης. Αθήνα, Διαπαι δαγώγηση, 1990. Σελ. 135. ΓΛΩΣΣΑ
Κ οινω νιολογία ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΖΗΣΗΣ. Η γυναίκα της ανδροκρατίας και οι κοινωνίες των υπερκαταναλώσεων. Αθή να, Πολύτυπο. Σελ. 449. Πολιτική ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ. Πολιτικός στοχασμός και πολιτικές πρακτικές στην Ελλάδα. Αθήνα, Εξάντας. Σελ. 431. Δρχ. 2600.
Ε λληνική γλώ σσα ΚΑΤΕΒΑΙΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Σ. Συντακτικό της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 247. ΠΑΣΠΑΤΗΣ Α.Γ. Το χιακόν γλωσσάριον (Ανατύπω ση). Αθήνα, Καραβίας, 1990. Σελ. 430. ΤΕΧΝΕΣ
ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Κράτος και φιλοσοφία. Ο διάλογος Μαρξ-Χέγκελ. Αθήνα, Κομμούνα, 1990. Σελ. 226.
Ζω γραφική
Ο ικ ονομ ία
ΑΝΝΑ Δ. ΧΟΡΝ. Αθήνα, Ιδρυμα Γουλανδρή Χορν, 1990. Σελ. 30. Δρχ. 6240.
ΜΑΡΤΙΝΟΣ Ν. Οδηγός διάγνωσης της αγροτικής οι κονομίας σε τοπικό επίπεδο. Αθήνα, 1990. Σελ. 119. Δρχ. 830.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΜΗΛΙΟΣ Γ. - ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ Η. Η διεθνοποίη ση του ελληνικού καππαλισμού. Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 227. Δρχ. 1560. Ε π ικ οινω νίες ΖΕΡΗ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ. Ιδιωτική ραδιοτηλεόραση. Το παράδειγμα των ΗΠΑ. Αθήνα, Παπαξήσης, 1990. Σελ. 278. Δρχ. 1660. ΔΟΥΛΚΕΡΗ ΤΕΣΑ. Μέσα μαζικής επικοινωνίας και ισότητα των δύο φύλων. Αθήνα, Παπαξήσης, 1990. Σελ. 149. Δρχ. 1040. ΚΑΣΤΟΡΑΣ Σ.Δ. Οπτικοακουσπκά μέσα μαζικής ε πικοινωνίας. Αθήνα, Παπαξήσης, 1990. Σελ. 147. Δρχ. 1040.
Α θλητισμός ΛΕΟΝΟΒ Α.Δ. - ΜΑΛΒΙΖ Α.Α. Παιδικό μπάσκετ. Μετ. Γιώργος Ράπτης. Θεσσαλονίκη, Salto, 1990. Σελ. 159. Δρχ. 1245. Οικιακή οικ ονομία Μάθετε να κάνετε μασάζ υγείας και ομορφιάς με το χέρι. Επιμ. Triauce E.R. Μετ. Λέτα Κολιοπούλου. Α θήνα, θυμάρι, 1990. Σελ. 97. Δρχ. 570. Αλλαγή στη ζωή της γυναίκας ή τα χρυσά χρόνια. Μετ. Βερονίκη Αρνίδη. Αθήνα, Θυμάρι, 1990. Σελ. 124. Δρχ. 620. ΚΛΑΣΙΚΗ Φ ΙΛΟ Λ Ο ΓΙΑ
Λ αογραφ ία ΚΟΥΣΤΟΥΡΑΚΗΣ ΓΕΡ. Δήμος Άσσου Κεφαλληνίας. (Σρίρος). Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1990. Σελ. 117. Δρχ. 830. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ. Αλησμό νητες πατρίδες. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πα σχαλιά στην Ανατολική Θράκη. Αθήνα, Ρήσος, 1990. Σελ. 221. Δρχ. 1140. ΕΚΠΑΙΔΕ ΥΣΗ -
Π ΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Π αιδαγω γική Το να είσαι γονιός. Μια υποανάπτυκτη δεξιότητα. Β'
Α ρχαίοι συ γγρ α φ είς Θουκυδίδου Ιστορίαι. Κατά μετάφρασιν Ελευθερίου Βενιζέλου. Τόμος Α' + Β'. Αθήνα, Σμυρνιωτάκης. Σελ. 363 + 364. Δρχ. 4160 (οι δύο τόμοι). Ομήρου Οδύσσεια. Ραμωδία σ. Αρχ. κείμ. — εισ. μετ. - σχόλ. Α.Α. Μπαλτάς. Αθήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 52.
δελτιο/75
Λ Ο ΓΟ ΤΕΧ Ν ΙΑ
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ. Κοιτάσματα. Πεζά κείμενα. Α θήνα, Γνώση, 1990. Σελ. 260. Δρχ. 1660.
Ποίηση
ΙΩΝΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ. Η αμαρτία εκδικείται. Αθήνα, 1990. Σελ. 198. Δρχ. 1040.
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Φευγαλέα. Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1990. Σελ. 67. Δρχ. 520. ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Μικρές Αλεξάνδρειες. Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις, 1990. Σελ. 42. Δρχ. 520. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ Θ. Ίσως. Θεσσαλονίκη, 1990. Σελ. 135.
ΚΑΠΑΝΤΑΗ ΙΣΜΗΝΗ Β. Απειρωτάν και Τούρκων. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Εστία, 1990. Σελ. 245. Δρχ. 1400. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Ο γιούκος. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1990. Σελ. 94. ΚΟΥΜΙΔΗΣ ΓΛΑΥΚΟΣ. Οι δωρητές. Λευκωσία, Πουπούξιος, 1990. Σελ. 43.
ΓΑΛΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ζωήρυτος θάνατος. Ποιήματα. Αθήνα, Συντροφιά, 1990. Σελ. 29.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΙΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Σαπφώ αγαπημένη. Αθήνα, Εστία. Σελ. 151.
ΔΕΛΙΓΚΑΣ ΓΑΡΕΦΗΣ. Οι σκιές μας στο Όφφενμπαχ. (Ποιητική τριλογία). Θεσσαλονίκη, Αβάκιο, 1991. Σελ. 92.
ΠΑΡΑΦΥΑΔΑ. Ανέκδοτα κείμενα πεζογράφων της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκης, Ιανός, 1990. Σελ. 143. Δρχ. 1040.
ΔΩΔΟΠΟΥΛΟΣ ΦΩΤΗΣ. Το ύστατο άσυλο. (Ποιή ματα). Θεσσαλονίκη, 1990. Σελ. 28.
ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ο φόβος του μηδενός παραλλήλου. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1990. Σελ. 86.
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Π. Η Κυρία των Αγγέλων. Νίκαια, Το Λυχνάρι, 1991. Σελ. 46.
ΤΟΤΣΚΑΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ξετυλίγοντας το βυθό. Αθήνα, Γκοβόστης, 1990. Σελ. 133. Δρχ. 830.
ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ ΜΥΡΤΑΛΗ. Του έρωτα και της τρέ λας. Θεσσαλονίκη, 1990. Σελ. 69. Δρχ. 650.
ΦΑΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Η βία των αισθήσεων. Αθή να, 1990. Σελ. 42.
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Πολύχρωμα. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1990. Σελ. 70.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η ώρα των πριγκήπων. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Γνώση, 1990. Σελ. 211. Δρχ. 1245.
ΚΟΥΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ I. Ποιητικά. Αθήνα, χ.χ. Σελ. 239. ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Μετά και εναντίον του προλόγου. Ποιήματα, Αιών, 1990. Σελ. 55.
ΒΕΡΚΟΡ. Η σιωπή της θάλασσας. Μετ. Γ. Παπακυριακάκης. Αθήνα, Αποσπερίτης, 1990. Σελ. 198. Δρχ. 830.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Διγενής Α κρίτας. Αθήνα, Μ ελέαγρος, 1990. Σελ. 691.
GOULD JUDITH. Στο μεθύσι της δόξας. Μετ. Κ. Μπαρμπής. Αθήνα, Bell, 1991. Σελ. 766. Δρχ. 950.
ΠΙΤΤΑΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Από το χτες μέχρι το σήμε ρα. Ποιήματα. Αθήνα, 1990. Σελ. 102.
ΓΚΡΗΝ ΓΚΡΑΧΑΜ. Ο καπετάνιος και ο εχθρός. Μετ. Μαρία Χριστοφόρου. Αθήνα, Ψυχογιός, 1991. Σελ. 181. Δρχ. 1040.
ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΜΙΛΤΟΣ. Καταβύθιση. Αθήνα, Κέ δρος, 1990. Σελ. 27. Δρχ. 520. Π εζογρα φ ία
WORMER LAURA V. Ψιθυρίσματα. Μετ. Ελίνα Τσαγκαράκη. Αθήνα, Flamingo, 1990. Σελ. 539. Δρχ. 650.
Ερωτικές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Πρόλ.επιμ. Μάκης Πανώριος. Αθήνα, Κομήτης, 1990. Σελ. 258. Δρχ. 720.
CAUWELAERT D.V. Ένα φάντασμα σε διακοπές. Μετ. Γιώργος Μαθόπουλος. Αθήνα, Aquarius, 1990. Σελ. 291. Δρχ. 1245.
ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΛΙΕΞ ΤΑΤΙΑΝΑ. Και ιδού ίππος χλωρός. Μυθιστόρημα. Ζ' έκδοση. Αθήνα, Καστανιώτης, 1990. Σελ. 171.
COOK ROBIN. Εταιρεία δολοφόνων. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα, Bell, 1990. Σελ. 312. Δρχ. 450.
ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΛΙΕΞ ΤΑΤΙΑΝΑ. Σπαράγματα. Νουβέλες. Δ' έκδοση. Αθήνα, Καστανιώτης, 1990. Σελ. 148.
ΚΟΟΝΤΖ D.R. Εφιάλτες του μεσονυχτιού. Μετ. Π. Iσμυρίδου. Αθήνα, Bell, 1991. Σελ. 541. Δρχ. 750. ΛΙΤΟΝ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ. Το επερχόμενο γένος. Μετ. Τ. Καλαμίτσης. Αθήνα, Οδυσσέας, 1990. Σελ. 191. Δρχ. 1245. ΜΑΛΑΠΑΡΤΕ ΚΟΥΡΤΣΙΟ. Το δέρμα. Μυθιστόρη μα. Μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης. Αθήνα, θεμέλιο, 1990. Σελ. 383. Δρχ. 2080.
76!δελτίο MANSOUR JOYCE. Οι χορτασμένοι επιτύμβιοι. Μετ.-σημ. Οντέτ Βαρών. Α8ήνα, Ρόπτρον, 1990. Σελ. 213. Δρχ. 1350. MITCHELL JAMES. Κά9ε στιγμή μπορεί να είναι η τελευταία. Μετ. Κ. Οικονόμου. Α8ήνα, Bell, 1991. Σελ. 280. Δρχ. 550.
ΟΝΤΟΥΑΝ ΦΙΛΙΠ. Οι σουρρεαλιστές. Μετ. Δ. Δη μούλης — Β. Παπαοικονόμου. Αθήνα, Θεμέλιο, 1990. Σελ. 220.
Δοκίμια
PEARSON RIDLEY. Το σημάδι του στραγγαλιστή. Μετ. Μαριάννα Τζιαντζή. Αθήνα, Bell, 1991. Σελ. 444. Δρχ. 700.
ΛΟΓΟΘΕΤΗΣ ΗΡΑΚΛΗΣ Δ. Το αρχιπέλαγος της γραφής. Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 216. Δρχ. 1350.
ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΖΙΖΕΛ. Η καρδιά μου τους ακούει. Μετ. X. και Δ. Παπάζογλου Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 113. Δρχ. 1040.
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ. Νύξεις και εκδοχές. Δοκίμια, Αθή να, Πρόσπερος, 1990. Σελ. 11. Δρχ. 830.
SCOTT JUSTIN. Συνωμοσία διακεκριμένων. Μετ. Χρ. Σπυριδάκη. Αθήνα, Bell, Αθήνα, 1990. Σελ. 570. Δρχ. 700. SPELLMAN CATHY C. Τα χρώματα του ανέμου. Μετ. Α. Μανωλίδης. Αθήνα, Bell, 1991. Σελ. 756. Δρχ. 950. ΤΖΙΕ ΤΣΑΝ. Ιστορίες από τη χώρα των μανδαρίνων. Μετ. Γιώργος Στρώνης. Αθήνα, Οδυσσέας, 1990. Σελ. 189. Δρχ. 1245. FLAUBERT GUSTAVE. Νοέμβριος. Εισ.-μετ.-σημ. Οντέτ Βαρών. Αθήνα, Ρόπτρον, 1990. Σελ. 275. Δρχ. 1660. FORBES BRYAN. Ο αστάθμητος παράγοντας. Μετ. Γ. Αναστοπούλου. Αθήνα, Bell, 1991. Σελ. 475. Δρχ. 700
ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ - ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑ ΡΙΑ. Η ευδαιμονία να είσαι Έλληνας. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1990. Σελ. 27. ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Πρεοδρικά κείμενα για την Ελλάδα και την εποχή μας. Αθήνα, Οι Εκδό σεις των Φίλων, 1990. Σελ. 207. Δρχ. 1040. ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Συνομιλίες με φίλους. Δεύτερη σειρά. Αθήνα, Πιτσιλάς, 1990. Σελ. 206. Δρχ. 1040.
ΘΕΑΤΡΟ Έ ρ γ α _____________________________ __________ ΚΕΚΚΟΥ ΜΑΡΙΑ. Μήδεια. Η οφιοπλόκαμη Ερινύα των πόθων. Αθήνα, Υπατία, 1990. Σελ. 80.
Μελέτες Μελέτες ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ ΝΙΚΟΣ. Υπερρεαλισμός και μυθιστό ρημα. Αθήνα, Ύμιλον/Βιβλία, 1990. Σελ. 60.
Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» 1979-1990. Έντε κα χρόνια θέατρο στη Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη, 1990. Σελ. 233. Δρχ. 3120.
ΔΗΜΟΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ. Συμπόσιο για τον Κ.Γ. Καρυωτάκη. Πρέβεζα, 1990. Σελ. 428. Δρχ. 3120.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΕΣΤΗΣ. Εννέα εκδοχές για την ποίηση και την ποιητική. Θεσσαλονίκη, Παρατηρη τής, 1990. Σελ. 43.
Μαρτυρίες
ΚΑΤΣΙΚΗ - ΓΚΙΒΑΛΟΥ ΑΝΤΑ. Φιλολογικές δια δρομές. Από τον Παλαμά στον Βρεττάκο. Αθήνα, Ο δυσσέας, 1990. Σελ. 318. Δρχ. 2285.
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Θητεία στο Ναυτικό. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1990. Σελ. 300. Δρχ. 2080.
ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ιχνηλασίες. Αθήνα, Ο δυσσέας, 1990. Σελ. 204. Δρχ. 830.
OSTROVSKY V. - HOY C. «By way of deception». Μετ. Κ. Δαράκης. Αθήνα, To Ποντίκι, 1990. Σελ. 368. Δρχ. 1560.
ΣΕΡΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ντίνος Κονόμος. Η μορφή του - το έργο του. Αθήνα, Περίπλους. Σελ. 197. Δρχ. 725. ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ ΠΑΝ. ΧΡ. Προσβάσεις. Μελετήματα. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1990. Σελ. 137.
Β ιογρα φ ίες ΠΑΠΑΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ.Δ. Γεώργιος Καραϊσκάκης. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1990. Σελ. 170. Δρχ. 1040.
Ελληνική Ιστορία ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ Δ. ΓΡ. Αι Παλαιοί Αθήναι. (Α νατύπωση). Αθήνα, Καραβίας, 1990. Σελ. 478.
δελτιο/77 ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Η ευβοϊκή πολιτιστική μας κληρονομιά. Αθήνα, Προοδευτική Εύβοια, 1989. Σελ. 45. ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Γειτονιές της Χαλκίδας. Αθήνα, «Προοδευτική Εύβοια». Σελ. 147. Δρχ. 830. ΜΑΚΡΗΣ Γ.Α. - ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ.Π. Το χερ σαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή Πασά Τεπελενλή. Αθήνα, Παπαζήσης, 1990. Σελ. 240. Δρχ. 2600. ΜΟΥΓΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ο βολιώτικος πολιτι σμός του Μεσοπολέμου. Αθήνα, Πύλη, 1990. Σελ.
110. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΤΗΣ. Ο Καραμανλής στα χρόνια 1974-1985. Αθήνα, Φυτράκης/Ο Τύ πος, 1990. Σελ. 334. Δρχ. 1870. ΦΛΩΡΑΚΗΣ ΑΛΕΚΟΣ Ε. Η Παναγία της Τήνου στον Αγώνα του ’40. Β’ έκδοση. Αθήνα, 1990. Σελ. 207. ΧΑΝΤΖΟΣ Δ. Κ. Κύπρος 7 4 . Γιατί δεν νικήσαμε. Θεσσαλονίκη, 1990. Σελ. 295. Δρχ. 1560.
ΚΑΒΑΦΗΣ. Κ.Π. Περιμένοντας τους βαρβάρους. Α θήνα, Εστία, 1990. Σελ. 30. ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ - ΓΙΑΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ. Η χρυσή φυλακή. Απόδ. Άννα Ορφανίδου. Αθήνα, Αθηνά. Σελ. 32. ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ - ΓΙΑΛΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ. Το αγόρι και η Ελπίδα. Απόδ. Άννα Ορφανίδου. Αθήνα, Αθη νά. Σελ. 40. ΚΑΜΑΡΑΤΟΥ - ΓΙΑΛΛΟΥΣΗ ΕΙΡΗΝΗ. Το πέτρι νο πουλί. Απόδ. Άννα Ορφανίδου. Αθήνα, Αθηνά. Σελ. 40. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΣ. Ο παπαγάλος. Αθή να, Εστία, 1990. Σελ. 30. ΡΟΪΔΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Η μηλιά. Αθήνα, Εστία, 1990. Σελ. 20. ΦΡΑΓΚΙΟΥ ΧΑΡΟΥΛΑ. Το κατσικάκι. Αθήνα, Νέοι Ακρίτες, 1990. Σελ. 13. ΧΑΝΤΦΟΡΝΤ ΜΑΡΤΙΝ. Πού είναι ο Γουόλι; Μετ. Λ. Παπαδοπούλου. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε. Σελ. 24.
ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1990. Σελ. 166. Δρχ. 1350.
Σχολικά
ROUSSEL PIERRE. Δήλος. Η πανίερη νήσος. Μετ. Αλίκη Τξεν. Αθήνα, Δημιουργία, 1990. Σελ. 62 + εικ. Δρχ. 620.
ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ ΓΕΡ. ΑΝ. Λουκιανού εκλογές. Αθήνα, Gutenberg, 1990. Σελ. 184.
Παγκόσμια Ιστορία ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ. Χέομ. Ο μέγας αρχιτέκτων. Αθήνα, Σμυρνιωτάκης. Σελ. 368. Δρχ. 1660. ΣΟΥΗΤΩΝΙΟΣ ΓΑΪΟΣ. Η ζωή των Καισάρων 1. Ιού λιος Καίσαρ. Αθήνα, Παρασκήνιο, 1991. Σελ. 116. ΤΑ ΞΙΔ ΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΝΙΚΟΣ ΣΤ. Ανόργανη χημεία της Β' Λυκείου. Αθήνα, Gutenberg, 1990. Σελ. 320.
ΜΠΑΜΠΙΛΗΣ ΝΙΚΟΣ. Βιολογία. Ερωτήσεις - α παντήσεις. Για τη 2η δέσμη. Αθήνα, Gutenberg, 1990. Σελ. 234. Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α _____________________________ ΑΝΘΡΩΠΟΘΕΩΡΙΑ. Περιοδικό γενικής ανθρωπολογικής μελέτης και τέχνης. Τεύχος 1. Δρχ. 1000. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 461. Δρχ. 250. ΑΝΤΙΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. 13-14. Δρχ. 400.
Κόσμος Διακοπές και αγορές ’91. Αθήνα. Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, 1990. Σελ. 439. Δρχ. 2600.
Τεύχος
ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τρι μηνιαία επιστημονική επιθεώρηση. Τόμος Α'. Τεύ χος 3. ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ MEDIA. Τεύχος 5. Δρχ. 500.
Π Α ΙΔ ΙΚ Α Ελεύθερα αναγνώσματα ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Β.Δ. Λαϊκά τραγούδια και παιχνίδια για παιδιά. Αθήνα, Ψυχογιός, 1991. Σελ. 227. Δρχ. 1455.
ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη Σερραϊκή επιθεώρηση πολιτικού — κοινωνικού και πολιτιστικού προβληματισμού. Τεύχος 178-188. Δρχ. 250. ΓΡΑΦΗ. Περιοδικό πνευματικού προσανατολισμού. Τεύχος 12. Δρχ. 400. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το κλασικό γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 1070. Δρχ. 400. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 110. Δρχ. 500.
78/δελτίο ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Τόμος 9. Δρχ. 300.
διαχείρισης και εναλλακτικής προοπτικής. Τεύχος 12. Δρχ. 400.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 257. Δρχ. 500.
ΠΑΝ ΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαία έκδοση του Συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Τεύχος 37. Δωρεάν.
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Τεύχος 19-20. Δρχ. 2.200.
Ο ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ. Περιοδική έκδοση λόγου και τέχνης. Τεύχος 17. Δρχ. 1.100.
ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ. Έρευνα - στοχασμός Τέχνη — κριτική. Τεύχος 78. Δρχ. 500. ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ. Εγχείρημα λόγου, τέχνης και λοιπής φαντασίας. Τεύχος 9. Δρχ. 500. ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ. Ετήσια επιθεώ ρηση. Τεύχος 22. Δρχ. 5500. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση εταιρείας ιατρικών σπου δών. Τόμος 59. Τεύχος 1. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ. Προβληματισμοί και θέσεις. Τεύχος 21. Δρχ. 250. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Μηνιάτικο πο λιτικό θεωρητικό περιοδικό όργανο της Κ.Ε. του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Τεύχος 2. Δρχ. 300.
ΠΑΡΕΜΒΟΛΗ. Έκδοση της Χριστιανικής Φοιτητι κής Ένωσης. Τεύχος 9. Δρχ. 200. ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ. Φυλλάδιο καλλιτεχνικής έκφρασης νέων δημιουργών. Τεύχος 8. Δρχ. 250. ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Περιοδική έκδοση. Τό μος Γ, τεύχος 39-40. Δρχ. 780. ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ. Τεύχος 4. Δρχ. 500. ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ. Τεύχος 13. Δρχ. 1000. ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο περιοδικό για την παιδεία και την εκπαίδευση. Τεύχος 1. Δρχ. 350. ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ. Βγαίνουν τρεις φορές το χρόνο μόνο με ουσιαστική ύλη. Τεύχος 44-45. Δρχ. 300.
ΜΟΥΣΙΚΟΤΡΟΠΙΕΣ. Τριμηνιαία περιοδική έκδοση. Τεύχος 4. Δρχ. 400.
ΤΡΙΚΑΛΙΝΑ. Ετήσιο φιλολογικό ιστορικό λαογραφικό λογοτεχνικό περιοδικό σύγγραμμα. Τόμος 10ος. Δρχ. 3300.
ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ. Διμη νιαίο φιλολογικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό περιοδι κό. Τόμος 4. Τεύχος 24.
ΦΘΙΩΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ετήσια φιλολογική έκδοση. Τόμος 1205. Δρχ. 1040.
ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 76. Δρχ. 400. ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ Ε.Λ.Ι.Α. Τριμηνιαία περιοδική έκδο ση. Τεύχος 21. ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ. Διμηνιαία έκδοση οικολογίας, αυτο
ΥΒΡΙΣ. Τεύχος 1. Δρχ. 300. ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ. Τεύχος Β. Δρχ. 500. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανο του κεντρικού Ισραηλτπκού συμβουλίου της Ελλάδος. Φύλλο 114.
Γραφτείτε συνδρομητές Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου
Ετήσια 10.000 - Σπουδαστική 9.000 δρχ. Εξάμηνη 5.500 - Σπουδαστική 4.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 11.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 80 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 75 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 95 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 800 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 500 δρχ. και τα διπλά 800 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
δελτιο/79
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται ό λες οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεω ν που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αδηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δ η μ ο σ ιευμ έν ες στον περιοδικό και επαρχιακό τύ πο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντά1 Τ 1 1 / κτες τους. Για κάδε βιβλίο «Υ I I I ΙΥ σημειώνονται, μέσα σε παρένδεση: το όνομα του κρι τικού και ο τίτλος του εντύ που, καδώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτι κής αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριδμός έκ δοση ς αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Βιβλιογραφίες Δρούλια-Μητράκου Ε.: 1) Τα μονόφυλλα του Ε.Λ.Ι.Α. 2) Η βιβλιοθήκη του Ε.Λ.Ι.Α. (Δ. Σταμέλος, Ελευδεροτυπία, 6/3)
Φιλοσοφία
δ ε λ 1 ο
Τ
U
27 Φεβρουάριου 11 Μαρτίου 1991
γ ρ α φία
260
Ε π ιμ έλ ε ια : Μ αρία Τ ρ ο υπ ά κη
Χαλλινταίη Φ.: Η Αραβία χωρίς σουλτάνους (Ν. Ντό κας, Ελευδεροτυπία, 10/3)
Οικονομία Καλλιαντζίδης Α.: Η τοπική αυτοδιοίκηση στο σταυ ροδρόμι της επιχειρηματικής πρόκλησης (Λ. Μπιλλής, Διαβάζω, 258)
Τέιλορ Α.Ε.: Πλάτων (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 10/3) (Δ. Σταμέλος, Ελευδεροτυπία, 6/3) Κοινωνιολογία Ψυχολογία
Αβδελά Ε.: Δημόσιοι υπάλληλοι γένους θηλυκού (Δ. Σταμέλος, Ελευδεροτυπία, 27/2)
Μπετελχάιμ Μ.: Ο Φρόύντ και η μυχή του ανθρώπου (Κ. Τσαούσης, Έδνος, 27/2) Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης Πολιτική Γιαταγάνας Ξ.: Η Ευρώπη και η Αριστερά (ΜΑΤΖ, Αυγή, 3/3) Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80 (Σ. Αλεξανδρόπουλος, Βήμα, 10/3) Ζαχάρωφ Γ.: Δημοκρατικός σοσιαλισμός (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Ο ικονομικός Ταχυδρόμος, 7/3) Ντούσκος Π.: Η πανευρωπαϊκή ενοποίηση. (Α Παπανδρόπουλος, Ο ικονομικός Ταχυδρόμος, 28/2) Λαφίν Τ.: Το σπαθί του Ισλάμ. (Κ. Σταματίου, Ταχυ δρόμος, 7/3)
Ζέρη Π.: Ιδιωτική τηλεόραση (Ν. Τρίγκα, Οικονομι κός Ταχυδρόμος, 7/3)
Παιδαγωγική Ομάδα γυναικών της Βοστώνης. Εμείς και τα παιδιά μας (Ν. Ντόκας, Ελευδεροτυπία, 3/3)
Οικολογία Οικολογικό Μανιφέστο (Σ. Μπογιατζής, Αντί, 8/3)
80/δελτιο Φυσικές Επιστήμες Βεργανελάκης Α. κ.ά. Εμείς και η ραδιενέργεια (Μ. Προμπονάς, Ν έα Οικολογία, 77) Καραγιάννης Α.: Το νερό (Σ. Μπογιατζής, Αντί, 8/3)
Ποίηση Ελύτης Ο.: Άσμα ηρωικό και πένθιμο για το χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (Η. Βάσου, Δημοκρατι κός Λόγος, 3/3) Ευαγγέλου I.: Ερωτική Ωδή (Κ. Παπαπάνος, Πολιτι κά Θέματα, 8/3) Καραγιάννης Σ.: Ο Σχοινοβάτης και η αιώρα (Θ. Πο λίτης, Ελεύθερος, 774) Κωσταγιόλας Σ.: Απόκρυφη κύηση (Μ. Βάσου, Νίκη, 10/3) Λειβαδίτης Τ.: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (Ε. Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, 6/3), (Δ. Πανουσάκης, Ριζοσπάστης, 7/3) Παναγουλόπουλος Γ.: Τελευταία φωτοβολίδα (Θ. Πολίτης, Ελεύθερος, 771) Παπαγεωργίου Κ. Το ραμμένο στόμα (Δ. Πανουσά κης, Ριζοσπάστης 28/2) Πρατικάκης Μ.: Η μαγεία της μη διεκδίκησης (Η. Κεφαλάς, Διαβάζω, 258) Ουνγκαρέττι Τ.: Ποιήματα (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 10/3)
Σουρέλλη Γ.: Ο τελευταίος αποχαιρετισμός (Μ. Κον τολέων, Αυγή, 3/3) Σφακιανάκης Α.: Ο τρόμος του κενού (Α.Λ., Μ εσημ βρινή, 2/3) Τζιαντζή Μ.: Παπούτσια για πέταμα (Ν. Ντόκας, Ε λευθεροτυπία, 3/3) Χαριτόπουλος Δ.: Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι (Γ. Χάλαρης, ΜΕΝ, Μάρτιος '91) Χαριτόπουλος Δ.: Εναντίον του Marlboro (Α .Λ ., Μ εσημβρινή, 9/3) Γκούλικ Ρ.: Το αίνιγμα του κινέζικου καρφιού (Α. Κώττη, Ρ ιζοσ πάσ της, 7/3) Γκαρσία-Μάρκες Γ.: Ο στρατηγός μέσα στο λα βύρινθό του (Μ. Φάις, Ε λεύθερος Τύπος, 10/3) Θακερέι Ο.: Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 27/2) Κάλλενμπαχ Ε.: Οικοτοπία (Σ. Μπογιατζής, Α ν τί, 8/3) Κέντρος Α.: Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο (Ε. Παραγιουδάκη, Ν ίκη, 10/3) Κόντι Λ.: Έ νας λαγός με πρόσωπο κοριτσιού (Δ. Κωστόπουλος, Καθημερινή, 1/3) Λάγκερκβιστ Π.: Ο Νάνος (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τ&πος, 3/3) Μπέλοου Σ.: Η κλοπή (Μ. Φάις, Ε λεύθερος Τύ πος, 3/3) Μπουκόφσκι Τ.: Χόλιγουντ (Ε. Αρανίτσης, Ε λευθεροτυπία, 27/2) Οζλού Τ.: Ο κρύες παιδικές νύχτες (Κ. Τσαού σης, Έ θνος, 6/3)
Πεζογραφία Αργυροκαστρίτης A.: Ot παντόφλες του έρωτα (Θ. Ζαρέτος, Ριζοσπάστης, 7/3) Βαμβουνάκη Μ.: Τα κλειστά μάτια (Κ. Σταματίου, Τα χυδρόμος, 28/2) Δημόπουλος Ν.: Η μεσαία όχθη (Μ. Βάσου, Δ ημ ο κρατικός Λόγος, 3/3) Δήμου Μ.: Πυρετός (X. Παπαγεωργίου, Αυγή, 10/3) Ευθυμιάδη Ν.: Τρυφερός θάνατος (Ν. Ντόκας, Ελευ θεροτυπία, 10/3) Θεοφίλου Ν.: Εθιμοταξικόν (Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Καθημερινή, 3/3) Κουλοΰρης X.: Η Αυταπάτη (Κ. Παπαπάνος, Πολιτι κά Θέματα, 8/3) Κυτόπουλος Ν.: Εξομολόγηση (Κ. Δημητριάδης, Ρι ζοσπάστης, 28/2) Μούλιος Φ.: Υγρασία στη ζάχαρη (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 3/3) Παπαρρηγόπουλος Κ.: Η Βγενώ (Μ. Φάις, Ε λεύθε ρο ς Τύπος, 3/3) Πλασκοβίτης Σ.: Η κυρία της βιτρίνας (Η. Βάσσου, Νίκη, 10/3) Πολίτης Κ.: Η Κορομηλιά (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 6/3) Ρούσσου Μ.: Τι θα πάθει μ’ ένα χαστούκι (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 5/3)
Μελέτες Γεράνης Σ.: Κ. Καρυωτάκης (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 6/3) Μαλαφάντης Κ.: Ο πόλεμος στην ποίηση του Ο. Ελύτη (Δ. Γιάκος, Εξόρμηση, 3/3) Πεγκλό Γ.: Νάσος Νικόπουλος (Γ. Κουβαράς, Δια βάζω, 258) Πετρόπουλος Γ.: Ιχνηλασία 2 (Κ. Παπαπάνος, Πολιπκά Θέματα, 8/3) Χατζηγόκης Π.: «Προσβάσει». (Κ. Παπαπάνος, Π ο λιτικά Θέματα, 8/3) Ντερριντά Ζ.: Περί γραμματολογίας (Μ. Αγαπητού, Εποχή, 10/3)
Δοκίμια Θεοφάνους Γ.: Η μάχη των ιδεών (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/3) Κωνσταντινίδης Α.: Η άθλια επικαιρότητα (Σισ. Παπ, Μεσημβρινή, 9/3)
Π Α ΙΔ ΙΚ Η Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ
; « o K p e m Y M f. • Φιλίσα Χατζηχάννα: Το γαλάζιο βιολί
Σπόρος Επαμεινώνδας: Ο Βασί λης κι ο Κρεμμύδας
GJAW ROPAR!
Gianni Rodari 1
^Ιολύχρωμα 0^
£%
.
ΑΤΑΛΑΝΤΗ I
π α ρ α μ ύϋΐα
TOY A N TQ N A K H TOY ΑΟΡΑΤΟΥ G0TEN8ERG
Gianni Rodari: Οι περιπέτειες u Αντωνάκη τον Αόρατον
GutenSezp Marcello Argilli: Πολύχρωμα παρα-
Gianni Rodari: Αταλάντη
01 βΥΖΣΙΝΙ ΠΙΤΣίΛΕΣ
«ΝΕΓ^ΪΔΟΧΩφΑ
ΤΑ ΞΙΔΙ ΣΤΗ
σκορπίζουν πανικό
Αθηνά Παπαδάκη (επιμέλεια): Τα παραμύθια μας
Hazel Townson: Οι βνσσινί π λες σκορπίζουν πανικό
Έρση Ιωάννου: Ταξίδι στη νεραϊδοχώρα
Gutenberg
Η ιεροτελεστία της άνοιξης Μ Ο Υ Σ ΙΚ Η ΙΓ Κ Ο Ρ Σ Τ Ρ Α Β ΙΝ Σ Κ Ι διασκευή: ΕΙΡΗΝΗ Αποσπάσματα από την ομώνυμη μουσική μπαλέτου του Ίγκορ Στραβίνσκι. Α’ χορογραφία: Β. Νιζίνσκι Β' χορογραφία: Μωρίς Μπεζάρ
Ο Πετρούσκα Π ετρϋ ΜΟΥΣΙΚΗ I. Φ. ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΙ Απόσπασμα από την ομώνυμη μουσική μπαλέτου του Ιγκόρ Στραβίνσκι. διασκευή: ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΡΑ
Το όραμα του ρόδου ΜΟΥΣΙΚΗ Κ. Μ. ΒΕΜΠΕΡ Απόσπασμα από την ομώνυμη μουσική μπαλέτου του Βέμπερ,