ιΠ Ε Ν Θ Η Μ Ε Ρ Η
Ε Π ΙΘ Ε Ω Ρ Η Σ Η Τ Ο Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ · Α Ρ . 2 6 3 · 1 5 .5 .9 1 · Δ Ρ Χ . 5 0 0
*
m r-
I
;%κ ι # 4 %
-4
Ψ
' % .%<
ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΖΑΖ 1900-1990
ΟΔΗΓΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΣ
Το ελληνικό τραγούδι των τελευταίων 30 χρόνων
ΕΝΑΣ ΑΙΩΝΑΣ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΟΤΗΣ - ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 30 ΧΡΟΝΩΝ ΛΑΪΚΑ ΕΝΤΕΧΝΑ & ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΤΑΡΑΣ
Εκδόσεις Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ - ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γρ ά μ μ α τα --------
— Α Π Ο Σ Η Μ Ε Ρ Α Σ Ε Ο Λ Α Τ Α Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΑ
Αλκυόνη Παπαδάκη
ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Της ίδιας κυκλοφορούν
• Η μπόρα * • Το κόκκινο σπίτι Κ | ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ 1· · ^ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ5· ΙοςΟΡ.· 10679ΑΘΗΝΑ· ΤΗΛ:3623553
- Τ ι χρώ μα έχει η λύπη; ρώτησε το αστέρι την κερασιά κ α ι παραπάτησ ε στο ξέφ τι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα, τ ι χρώ μα έχει η λύπη; - Έ χ ε ι το χρώ μα που π α ίρ νει η θάλασσα την ώ ρα που γέρνει ο ήλιος στην α γκ αλ ιά της. Έ ν α βαθύ άγρ ιο μπλε. - Τ ι χρώ μα έχουν τα όνειρα; - Τ α όνειρα; Τ α όνειρα έχουν το χρώ μα του δει λινού. - Τι χ ρώ μα έχει η χαρά; - Τ ο χρώ μα του μεσημεριού, αστεράκι μου. - Κ αι η μοναξιά; - Η μ οναξιά έχει χρώ μα μενεξελί. - Τ ι όμορφα που είνα ι τα χρώματα! Θ α σου χ α ρίσω ένα ουρ άνιο τό ξο , να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώ νεις. - Το αστέρι έκλεισε τα μ άτια του κι ακούμπησε στο φράχτη. Έ μ εινε κάμποσο εκεί κα ι ξεκουρά στηκε. - Κ αι η α γά π η; ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώ μα έχει η α γά π η; - ... Τ ο χρώ μα πο υ έχουν τα μ άτια του Θ εού, α πάντησε το δέντρο. *- Τ ι χρώ μα έχει ο έρωτας; - Ο έρωτας έχει το χρώ μα του φ εγγα ρ ιο ύ, όταν είνα ι πανσέληνος. - Έ τσ ι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώ μα του φεγγα ριο ύ , είπε τ’ α σ τέρ ι... Κ οίταξε μ ακριά στο κ ε νό ... Κ α ι δ ά κρ υσ ε...
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΝΕΦΕΛΗ, ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 9. ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 3604793 · ΠΑΤΑΡΙ, X. ΤΡΙΚΟΥΠΗ 31. ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ.: 3602542 • ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ -ΚΑ Ν Α Κ ΗΣ, Ζ. ΠΗΓΗΣ 2. ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ.: 3623113 · ΧΡ ΙΣΤΑ ΚΗ Σ, ΣΟΛΩΝΟΣ 81. ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ.: 3607876 · Α. ΠΟΥΛΟΥΚΤΣΗ & ΣΙΑ , ΛΑΣΣΑΝΗ 9, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΗΛ.: 285857
II «ΑλΉΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΙΙ» ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΙΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΙ'
fT Λ ,Ο ί
ΝΕΕΣ ΣΕΙΡΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ Γυμνασίου - Λυκείου
v j
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Σ. ΚΑΤΕΒΑΙΝΗ
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ASL1
μ ο ΰ σ ε ρ β ίρ ε τ ε £ ν α β ο σ ιλ ό τ τ ο σ λ ο παροκαλώ
ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
Π. Ε. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΠΑΛΑΙΟΠΩΛΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΛΒΡΙΙΙΛΙΔΙΙ
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
ΔΗΜ. Ν. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Ιπποκράτους 8, τηλ. 36.27.318
ΤΑ Ε Λ Λ Η ΝΙΚ Α ΤΩΝ ΕΚ ΔΟΣΕΩΝ ΓΑ Β ΡΙΗ Λ ΙΔ Η
ΡΕΝΑ ΧΛΤΖΗΔΑΚΗ
Ν ΙΚ Ο Σ Π Ε Τ Ρ Ο Π Ο Τ Λ Ο Σ Α Ρ ΙΣ Τ Ο Μ Ε Ν Η Σ Π Ρ Ο Β Ε Λ Ε Γ Γ ΙΟ Σ
Κ ατάστα σ η Π ολιορκ ίας
0 φόβος του αηόενός πα ρα λλή λ ου ‘
Οδοιπόρος προς τη ν π η γ ή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Α φανειάς
ψ
Β Α Σ ΙΛ Η Σ Η Λ Ι 0 Π 0 Υ Λ 0 Σ
m
Σ κ οπιά Ονείρου
TtcgoWot,
Π Α Ν Α Γ ΙΩ Τ Η Σ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ
Ο ΦΟΒΟΙ ΤΟΥ (Τ>ΗΔ€^ΟΙ Τ Τ Α 9 Υ )Μ ^ ο υ
0 Γιούκος
ΕΚΔΟΣΕΙΣΜΓΑΒΡΙΗΛ1ΔΗ
Κ ΑΙ ΤΑ ΒΙΒΛ ΙΑ ΤΙΙΣ Λ ΙΛΗ Σ ΖΩΓΡΑΦΟΙ'
Q
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Κυκλοφόρησε
Κυκλοφόρησε
ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΤΧ
Μ ΥΡΤΑΛΗ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ
ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΝΥΧΤΑ Ο τόμος αυτός πφΐλαμβάνα τις νουβ€λ€ς «Βραδυνό αδύλλιο» και «Μαγ€μ€νπ νύχτα» καθώς και το διήγημα «Το φ€γγαρόλουστο δρομάκι».
Στα βιβλιοπωλεία Σύγχρονη Εποχή τηλ. 36.40.713, 36.29.835 και ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Καταγραφή
ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ Μια αυθ€ντική ποητική φωνή ικανή να €πικοινωνήσ€ΐ μ€ τον αναγνώστη
Στα βιβλιοπωλεία Σύγχρονη Εποχή τηλ. 36.40.713, 36.29.835 και ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ΤΟ
Δ Ι Α Φ Ο Ρ Ε Τ Ι Κ Ο
Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο
Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι Τ Ρ Ι Τ Η 14 Μ Α Ι Ο Υ
ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΣΥΛΒΙ ΖΕΡΜ Α ΙΝ Τ Ο ΒΙΒΛΙΟ Τ Ω Ν ΝΥΧΤΩΝ Συντροφευμένος από μια μυστηριακή ξανθή σκιά και τα δακρυα του πατέρα ο Βίκτορ Φλαντρέν Πενιέλ έρχεται να ζήσει σ’ ένα ακριτικό κυκλωμένο από δάση χωριουδάκι όπου θα γεννήσει πολυάριθμους απογόνους, ση μαδεμένους όλους από τη διδυ μία και τη Βία του πάθους. Σ'
αυτή τη γη όπου ο πόλεμος έριι και ξανάρχεται, όλα τ πρόσωπα θα παλέψουν μέσα η νύχτα της ιστορίας, θ’ αγω νιστούν ενάντια στο θάνατο, τι δοσία και τη λήθη του έρωτα ακροπατώντας ανάμεσα στο θρύλο, το όνειρο και την πραγ ματικότητα. Η Σ.Ζ. γεννήθηκε στην Πράγα. Το Βιβλίο των νυχτών είναι το ιτο της μυθιστόρημα και έχει τιμηθεί με έξι λογοτεχνικά Βρα βεία.
Ποιες αιτίες έκαναν δύσκολη την πραγμάτωση μιας οργανικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής; Ποιες αντιθέσεις και ποιες συ γκρούσεις γέννησαν οι ανάγκες εκσυγχρονισμού και εκδημοκρα τισμού του πολιτικού συστήμα τος της Ιταλίας; Στα «οικεία» αυτά ερωτήματα απαντά το Βι βλίο εξετάζοντας την Ιταλία των κρίσιμων δεκαετιών του '50 και
του '60 με επίκεντρο τις σχέσεις και τις αλληλεξαρτήσεις του τύ που ανάπτυξης και των στρατη γικών συναίνεσης.
Α ΓΚ Ο Υ Σ Τ ΙΝ Σ Α Ν Τ Σ ΕΘ Β ΙΔΑ Λ Μ Π Ο Υ Ν ΙΟ Υ Ε Λ , Λ Ο ΡΚ Α N T Α Λ Ι: Τ Ο Α ΙΝ ΙΓΜ Α Δ ΙΧ Ω Σ Τ Ε Λ Ο Σ Το γεγονός ότι τα 3 διασημότερα ονόματα της Ισπανίας του 20ού αι. υπήρξαν στενοί φίλοι και το έργο τους σημαδεύτηκε από τα αισθήματα στοργής, α-
νταγωνισμου αλλά και απροκά λυπτης εχθρότητας, που έτρε φαν ο ένας για τον άλλον, είναι σχεδόν μοναδικό στην ισπανική αλλά κα. την παγκόσμια ιστορία. Αυτή τη σχέση επιχειρεί να φω τίσει η αυστηρή και τεκμηριωμέ νη εργασία του Α.Σ.Β. με τη Βοή θεια πληθώρας ανέκδοτων ντο κουμέντων, μαρτυριών και γενι κά υλικού που συγκέντρωσε ή συμβουλεύτηκε στην Ισπανία, Γαλλία, Η.ΠΑ. και Μεξικό. 8
Τζαβέλλα 1 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΑ. 3604885, Fax. 3613065
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΤΙΣ
Εκ δ ό σ ε ις Κα ς τ α ν ιω τ η τ ο Ν εο Β ιβλίο του
Κ
Π α π α γ ιω ρ γ η Ν το ςτ ο γιεφ ςκ ι
ωςτη
Σ ιαμαία
Ε πίσης και Ε τεροθαλή
Δ εύ τερη Ε κ δ ο ση
Π ερί Μ έθης Τ ρίτ η Ε κ δ ο σ η
ΕΛΕΝΗ ΖΟΥΝΗ Α' Ατομική Έκθεση Ζωγραφικής
13 Μαΐου — 8 Ιουνίου
ΜΕΔΟΥΣΑ Αίθουσα Τέχνης Ξενοκράτους 7
ΔΙΑΒΑΖΩ
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Α. Μ εταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Μ ΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Επιμέλεια Η ρ α κλ ή ς Π α πα λ έξη ς Η Α ΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟ ΠΡΟ Φ ΙΛ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ ΡΕ Π Ο ΡΤΑ Ζ: Συνέδριο θεω ρίας και πρά ξη ς (Γράφει ο Σ τρα τή ς Κ οκκινέλλης) ΕΡΕΥΝΑ: Γιώργος Βουγιουκλάκης: η παράδοξη έκλειψη ενός σημαντικού συγγραφέω ς (Γράφει ο Α ριστοτέλης Ν ικολαΐδης)
10 12 13 17 19
Τεύχος 263 Α ΦΙΕΡΩΜ Α 15 Μ α ίο υ 1991 Τ ιμ ή : Δ ρ χ . 500 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος -1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω»
Γιάννης Ν. Μ πασκόζος-Γ ιώ ργος Γαλάντης: Τ αξιδεύοντας με το Ό ρ α μ α και τη λογοτεχνία 25 Γαλάτεια Σαράντη: Ό ρ α μ α και Λ ογοτεχνία 28 Σ πύρος Π λασ κοβίτης: Λ ογοτεχνία κ α ι Ό ρ α μ α 30 Ιά κω βος Κ αμπανέλλης: "Κ άνω περίπατο, άρα υ π ά ρ χω ...” 33 Τ ίτος Π α τρίκ ιος: Η πολ λ α πλ ό τη τα κ α ι η έλλειψη του ορ ά μ α το ς 36 Χ ριστόφορος Μηλιώνης: Λ ογοτεχνία κα ι Ό ρ α μ α 38 Φ ίλιππος Δ. Δ ρα κοντα ειδής: Π ροετοιμάζοντας το όραμα 40 Νένη Ευθυμιάδη: Το όραμα είναι φασισμός; 42 Μ άνος Κοντολέων: Το όραμα του συγγραφέα, το όραμα του κειμένου κα ι το όραμα του αναγνώστη 45 Βαγγέλης Κ άσσος: Η "ιδιω τικο πο ίη ση ” του ορ ά μ α το ς στη σύγχρονη λογοτεχνία Φ αίδων Τ α μ βα κ ά κη ς: Το όραμα του νέου πζεογράφου 50 Δημήτρης Τσατσούλης: Ο ρα μ ατιστές χω ρίς ο ράμ ατα 52 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Μια συνομιλία του Τέρι Ή γ κ λ ε το ν με τη Λίλυ Ε ξαρχοπούλου
55
Ο ΔΗ ΓΟ Σ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΗ Λ ΑΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει η Ελένη Σπαθάρη-Μ πεγλίτη Π Ο ΙΗ Σ Η : Γράφει ο Η λ ία ς Κεφάλας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει η Μ αρία Παγώνη
61 64 67
ΠΛ Α ΙΣΙΟ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
ΔΕΛΤΙΟ
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
Κ ΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα: Το λυκόφως της Ψυχανάλυσης
Αλλοτρίωση, η ασθένεια του πολιτισμού μας Α ν θέλετε να διαβάσετε το καινούριο βιβλίο του Διονύση Χαριτόττουλου, «εναντίον του Marlboro», και δεν ξέρετε τουλάχι σ τον τα αγγλικά της γ ' τάξης συνοικιακού φροντιστηρίου, μην το επιχειρήσετε. Θ α καταλάβετε βέβαια την «υπόθεση», αλλά θα σας διαφ ύγει η ουσία. Γιατί η «ουσία» του βιβλίου βρίσκεται ακριβώς στο π ώ ς ο σ υγγρ α φ έα ς διατυπώ νει μέσω της στάσης τω ν π ρ ο σ ώ π ω ν του τα ν οήματα ενός ιδιόμορφου κόσμου π ο υ μας περιβάλλει. Ιδού μερικά α π ο σ π ά σ μ α τα - και δεν είναι τα μοναδικά. «...Της εξήγησα: «Ξέχασε main claim, consum er benefit, reason w hy e.t.c. Ο ρίστε το positioning τη ς εφ η μ ερ ίδα ς και try hard ν α τ ό ε π ιβ ά λ εις. You don't need a reason why. Forget it...». Ή ένας διάλογος όπω ς: « -N o , no. He is a very successful guy». «-B ig boss in a big international company». Ή «Jesus, τι traffic είναι αυτό!» Μ’ αυτό το γλω σσικό ιδίωμα επιτυγχάνεται η επικοινωνία των πρ ο σ ώ π ω ν. Κι αλλού: «Η γλώ σσ α και οι σ υγγρ αφ είς είναι πα ρω χημένα σχήματα. Τη γλώ σσ α εξελίσσουν και π λ ο υ τίζο υ ν σήμερα οι άνθρω π οι της διαφήμισης. Η νέα πα γκόσμια γλώ σσ α δε θα είναι τα αγγλικά. Θ α είναι η γλώ σσ α της διαφήμισης», ισχυρίζεται κάποιος μεγα λ όσχημος διαφημιστής σ ’ ένα συνέδριο. Κι όλοι όσοι ασχολούνται με τη διαφήμιση π ρ ο σ π α θ ο ύ ν να ε πιβάλλουν ένα κατασκεύασμα συνώνυμων π ο υ δεν είναι γλώ σ σα, αλλά η απ ό ρ ριψ ή της - με γνώ μονα την αντικατάσταση λέ ξεων και εννοιών με εικόνες και παραστάσ εις. Ό π ω ς Μ άρλμπορο ίσον άντρας, κόκα-κόλα ίσον νεολαία, Τίμπερλαντ ίσον επ ι τυχία κ.ο.κ. Σ’ αυτόν τον α-νόητο κόσμο της διαφήμισης αναφέρεται το βι βλίο του Δ. Χ αριτόπουλου. Έ να κόσμο ψεύτικο, κενό, ιδιόμορ φο, αφύσικο και αν-αίσθητο. Εκεί π ο υ δεν έχει θέση η π ρ α γμ α τι κή δημιουργία και η πλήρω σ η, αλλά ο πελ ά τη ς (χρήμα), το πρ ο ϊό ν (μέσον) και οι πω λήσ εις (χρήμα). Η αλλοτρίωση σ ’ όλο της το μεγαλείο. Αλλοτρίωση όμω ς α π ό την ο π ο ία δεν κινδυνεύουν να απ ω λέσ ουν την εθνική του ς ταυ τότητα οι μετανάστες και οι π ρ ό σ φ υ γ ε ς μόνον, αλλά όλοι μας. Χάνοντας τη γλώ σσα, δε χάνεις μόνο αυτό π ο υ σε συνδέει με το κοινωνικό σου περιβάλλον, αλλά και την επα φ ή με το εγώ σου. Έτσι γίνεσαι άλλος. Αν κατορθώσεις να επιβιώ σεις ω ς ά λλος, έ χει καλώς. Έχεις αποκτήσει το διαβατήριο π ο υ σε οδηγεί στην ευμάρεια, την επιτυχία, σ’ ένα καλό μικροαστικό γάμο με διαμο νή στα βόρεια πρ οά σ τια με κήπο και γκαζόν. Π ροϋπόθεση ό μως είναι να μη διαλογίζεσαι. Να μην έχεις ουδεμία επ α φ ή με τον εαυτό σ ου, αλλά να α πευθύνεσ αι μόνο στο είδω λό σου· αυ τό π ο υ θέλουν οι άλλοι να είσαι. Δ ιαφορετικά αν ανακαλύψεις κάποια στιγμή ότι αυ τός ο κόσμος είναι ψεύτικος, εξ ολοκλήρου κατασκευασμένος, τότε δεν έχεις άλλη διέξοδο α π ό την π α ρ α φροσύνη, μια μορφή άμυνας στις αλλοτριωτικές συνθήκες της επ ο χ ή ς μας και την έλλειψη ανθρ ώ π ινη ς επικοινωνίας. Τότε, ί σως, η τρέλα σε οδηγήσει κατευθείαν σ τον κόσμο π ο υ π ρ α γμ α τικά ανήκεις. Έτσι και ο ήρω ας του βιβλίου. Σ’ αυτό το ασύστολο ψ εύδος αντιστέκεται. Δεν ομιλεί γιατί η γλώ σσα είναι ένα εργαλείο ά-
χρονικά! Μ χρηστό εφ όσον δε χρησιμοποιείται για την ανθρώ πινη επαφ ή. Δεν ονομάζεται γιατί κι α π ’ αυτό λέξεις θα πρ ο κ όψ ουν. Αρρω σταίνει. Η μηχανή ιδεών δεν α ποδίδει. Χρειάζεται επισκευή. Μη χανικός είναι ένας άλλος τεχνοκράτης, ο γιατρός. Χάπια και φ άρμακα είναι η λύση για ν’ αντέξει αυτό π ο υ του συμβαίνει. Αλλά κι αυτό αποδεικνόεται ανεπαρκές. Ο ιός της τρέλας έχει προσβάλει όλα τα νοητικά κέντρα. Είναι θέμα χρόνου. Ο καθρέ φ της είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του, γιατί εκεί προβάλλεται ο άλλος του εαυτός, ο κάλπικος, σ ’ αυτόν π ο υ οφείλει το ξεπού λημα αλλά και τη λύτρωσή του. Έτσι η απ όδρασ η είναι μοιραία. Ό π ω ς είπε ο Χένρυ Μίλερ: «Αν αύριο με σκοτώσει ένα αυτοκί νητο, θα π εθάνει η γυναίκα μου κι η κόρη μου; Ό χ ι. Θ α βρούνε τρ ό π ο να επιβιώ σουνε. Ενώ αν δε φ ύ γω , εγώ θα πεθάνω». Τα περιθώ ρια ε πιλ ο γή ς είναι θάνατος ή τρέλα, δηλ. φ υ γή. Ο ήρωας του Δ. Χαριτόπουλου οδηγείται στη δεύτερη. Εγκαταλείπει τα εγκόσμια για ένα κόσμο δίχω ς καθρέφτες, δίχως είδωλα. Μ όνος του. Η τρέλα ω ς διαφ υγή, ελλοχεύει εκεί ό π ο υ ο εαυτός μας γίνεται α ντίπ α λος του ά λλου. Κάποιος θ α υπερισχύσει αν βέβαια υπάρχει αντιπαλότητα. Δ ιαφορετικά μ πορεί να συνυ π ά ρ χου ν αρμονικά με τίμημα την επιτυχία. Ό χ ι όμω ς και την ευτυχία, έννοια ξεχασμένη στον κόσμο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ. Η ευτυχία, έστω και πρόσκαιρη, είναι έ γ χρωμη, εικόνες στις οθόνες τω ν τηλεοράσεων και στις σελίδες τω ν περιοδικώ ν ευρείας κυ κλοφορίας. Αυτοί π ο υ κατοικούν μόνιμα σ ’ αυτόν τον κόσμο είναι οι επικίνδυνοι. Αντλούν τη δύνα μή του ς α π ό την κούφια κοινωνική καταξίωση και τις δημόσιες σχέσεις. Κρατούν ένα κομ μάτι αυτής της δύναμης για προ σ ω π ική χρήση και το υ π ό λ ο ιπ ο μας το εκσφενδονίζουν με βέλη π ο υ πρ ο κ αλο ύ ν πνευματική παράλυση. Είναι π ο λ λ ο ί αυτοί οι πολεμιστές. Εκα τονταπλάσιοι α π ’ αυτούς π ο υ μας αναφέρει ο Δ. Χ αριτόπουλος σ το βιβλίο του. Ό ν τ α ά δεια γι’ αυτό και θορυβώ δη, αμπαλαρισμένα οε γυαλιστερά κουβούκλια για εντυπω σια σμό. Ό λ ο φ ρ ου-φ ρου κι αρώματα. Αυτοί είναι π ο υ θέλουν έναν κόσμο ομοιόμορφο· ίδιο μ’ αυτούς. Αυτοί είναι π ο υ θέλουν όλοι μας να διαβάζουμε μια εφημερίδα, ό π ω ς όλοι π ί νουμε κόκα-κόλα αδιακρίτως τάξεων, στρωμάτω ν και ιδεολογιών. Αυτοί είναι π ο υ κάνουν έρωτα σαν μηχανές. Αυτοί είναι π ο υ θεω ρούν το υ ς αν θρ ώ π ο υς π ρ ά γμ α τα μιας και μόνο χρήσης. Δε μιλάνε π α ρ ά μόνο ολίγα ελληνικά και περισ σότερο αγγλικά, γιατί έτσι είναι in. Και π ά ν ω α π ’ όλα, ο χρόνος και το χρήμα για να θυμηθούμε και λίγο τον φουκαρά τον Μαρξ. Αυτό τον κόσμο, τον α π ρ ό σ ω π ο , μας περιγράφ ει στο βιβλίο του ο Δ. Χ αριτόπουλος. Κι αν μέσα σ ’ αυτό το βιβλίο δεν υ πήρ χε και μια φ ωνή π ο υ μιλάει μια γλώ σσ α α νθρ ώ π ι νη - η μητέρα του ήρωα - , τότε θα λέγαμε ότι αυτό το βιβλίο δεν αναφέρεται σε ανθρώ π ο υ ς, αλλά σε ανθρ ω π ό μ ο ρ φ α πλ άσ ματα κενά αισθημάτων και συναισθημάτων. Η εξαίρεση, η απ ό δρ ασ η δηλ. του άχρωμου ήρωα α π ’ αυτόν τον επ ίπ λ α σ το κόσμο στην απ όλυ τη μοναξιά, η τρέλα, είναι το μόνο αισιόδοξο μήνυμα αυτού του βιβλίου. Η παθητική αντίσταση π ο υ σώζει ψυχή και σώμα α π ό τον α δ ηφ άγο καταναλωτισμό. Το βιβλίο του Δ. Χ αριτόπουλου αντιγράφει τη μια π λ ευρ ά μιας πρα γμ ατικότητας π ο υ παλεύει να μας επιβληθεί με μεσάζοντες όλους αυ το ύς το υ ς σχεδόν σαραντάρηδες διαφ η μιστές π ο υ λησμόνησαν το επαναστατικό το υ ς πα ρ ελ θό ν α κολουθώ ντας τα χνάρια όλων τω ν π ρ ώ η ν επανασ τατώ ν συνομηλίκων το υ ς και οι οποίοι ω ς χόμ π υ στα βιογραφικά ση μειώματα π α ρ α θέτο υν το aerobic, το σχεδίασμά ρούχων, το τένις, το σέρφινγκ, το σκουός, την υπερβατική φ ιλοσοφ ία και το shopping. Ο Δ. Χαριτόπουλος π έτυ χε να μας μεταδώσει αυτή την απ οπνιχτικ ή ατμόσφαιρα των παρασκηνίω ν της διαφήμισης, αλλά απ έτυχε λογοτεχνικά. Το βιβλίο «Εναντίον του Mar lboro» δεν είναι μυθιστόρημα, ό π ω ς αναγράφεται στο εξώφυλλο, ούτε αφήγημα. Ανήκει σε μια άλλη κατηγορία βιβλίων - χω ρίς όνομα - π ο υ τα τελευταία χρόνια έχουν εγκαινιά σει π ολ λ οί σύγχρονοι Έλληνες λογοτέχνες. Ας το ονομάσουμε, αυθαιρέτως, καταγραφή. Ω ς τέτοια έχει αξία. Ίσω ς, μετά α π ό π ο λ λά χρόνια - αν περισ ω θεί α π ό το χρόνο - να διαβάζεται ω ς «λαογράφημα». ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ. Εναντίον του Marlboro. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κ α σ τα ν ιώ τη ς , 1991. Σελ. 100.
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ από 15 Απριλίου έω ς 30 Απριλίου 1991
Βαγιονάκης-Αθ.; Γκοβόστης-ΑΘ., Γρηγόρης-Αθ. Δοκιμάκης-Ηράκλειο, Δωδώνη-Αθ., Ελευθερουδάκης Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εξαρχόπουλος-Αθ., Εστία-ΑΘ. Ιανός-Θεσσ., Κατώι του Βιβλίου-Θεσσ., Κρομμύδας Χίος, Λέσχη του Βι6λίου-ΑΘ., Libro-Αθ., Μεθενίτης Πάτρα, Πιτσιλός-ΑΘ., Πρίσμα-Πειραιάς, Ραγιάς Θεσσ., Σακάς-Νέα Σμύρνη, Σύμβολο-Κηφισιά
Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήοεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
| ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Ζάχαρη στην άκρη
Κ ΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
| Ε Μ Π ΕΙΡΙΚ Ο Σ Α .: Ο Μ έγας Α νατολικός | Μ Α ΤΕΣΙΣ Π .: Η μητέρα του σκύλου
ΑΓΡΑ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
| ΜΠΙΖΑΓΚΕ Α .: 1993. Η μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά | ΖΟ Υ ΡΑ ΡΙΣ Κ.: Γελάς Ε λλάς Α ποφράς ΜΕΓΑΠΑΝΟΥ Α .: Γκρίζα πέτρα Μ Π Α ΡΤ Ρ.: Συμβάντα
ΠΟΝΤΙΚΙ
ΑΡΜ ΟΣ
LIBRO
ΡΑ Π Π Α Σ
| ΛΩ ΡΕΝ Σ Τ .Ε ..: Επτά στύλοι της Σοφίας
ΕΣΤΙΑ
| ΓΙΑΝ Ν Α ΡΑ Σ X .: Σχόλιο στο Ά σ μ α Ασμάτων
ΔΟΜΟΣ
ΕΝΤΕ Μ.: Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
| Μ ΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΨΗΣ Γ.: Στρατηγέ μου, ιδού η Φρεγάτα σας
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
το Προφίλ των Εκδοτών Πριν 10 χρόνια, όταν το «Διαβάζω» άρχισε να παρουσιάζει σε κάθε τεύχος του κι από έναν εκδότη, αυτή η παρουσίαση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή χαρτογραφούσε συνολικά το έργο, την ιστορία, τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες του εκδοτικού κόσμου. Σήμερα η εικόνα έχει αλλάξει. Πολλοί από τους, τότε, εκδοτικούς οίκους δεν υπάρχουν πια, άλλοι συνεχίζουν τις δράστηριότητές τους στο χώρο, ενώ άλλοι έχουν δυναμικά, στο μεταξύ, εμφανιστεί. Θεωρώντας λοιπόν απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουμε τον εκδοτικό μας χάρτη εγκαινιάσαμε το «ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ». Σ’ αυτή τη νέα στήλη οι εκδότες θ’ απαντούν σε 9 κοινά σε όλους - ερωτήματα που έχουν στόχο να διαφανεί η φυσιογνωμία κάθε εκδοτικού οίκου, αλλά και η σχέση του με τους άλλους εκδότες.
14/χρονικα
9
ερωτήματα στις
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ Ποια είναι η εκδοτική σας πολιτική και ποιους χ ώ ρους καλύπτει η εκδοτική σας δραστηριότητα;
ι το μ είς σ το υ ς ο π ο ίο υ ς κινούμα σ τε είναι τα βιβλία γ ια την εκ π α ίδ ε υ σ η ,.π α ιδ ικ ή και νεανική λ ο γο τ ε χνία, τα π α ιδ ικ ά βιβλία γενικ ό τερ α, τα λεξικά, βιβλία π α ιδ α γ ω γ ικ ώ ν , ψ υ χ ο λ ο γ ία ς, κο ινω νιο λ ο γίας και η λ ο γο τεχνία. Επιδίωξή μας είναι να έχο υμ ε μια καλά ο ρ γα νω μ ένη επιχείρ η σ η , με εντιμό τητα σ χέσ εω ν τό σ ο σ το εσω τερικό τη ς π ε ρ ι β άλλον ό σ ο και σ τη ν α ν τιμ ετώ πισ η τω ν σ υγγρ αφ έω ν, τω ν μεταφ ραστώ ν, τω ν εικο ν ο γ ρ ά φ ω ν , γενικ ό τερ α τω ν π ν ε υ μ α τικώ ν δ η μ ιο υρ γώ ν και α ν θ ρ ώ π ω ν , αλλά και ό λω ν τω ν υ π ό λ ο ιπ ω ν εξω τερικώ ν σ υ ν ε ρ γ α τώ ν μας. Α υτό θ α α π ο τε λ ε ί τη βάση γ ια να επ ιτ ύ χ ο υ μ ε το υ ς τελικούς σ τό χ ο υ ς μας, π ο υ είναι να γνω ρ ίσ ο υ μ ε τις πο λ ιτιστικές α ν ά γκες το υ τ ό π ο υ μας και να α ν τα π ο κ ρ ιθ ο ύ μ ε σ ' α υ τές εκδίδ ο ν τα ς βιβλία ή π α ρ ά γ ο ν τ α ς άλ λα π ρ ο ϊό ν τ α πο λ ιτισ τικ ο ύ περ ιεχ ο μ έν ο υ, π ο υ θ α είναι α π ο τέ λ ε σ μ α σ ο βα ρ ή ς και σ υσ τηματικής δο υ λ ειά ς και ό λ α α υ τά σ τα π λ α ίσ ια μιας ε πιχείρ η σ η ς, τη ς ε π ι χείρ ησή ς μας, π ο υ θ α είναι οικονομικά υ γιή ς και θ α α υ το χρ η μ α το δ ο τείτα ι. Η τακτική μας είναι να γνω ρ ίσ ο υ μ ε τις α ν ά γκες το υ π ε ρ ιβ ά λ λ ο ντο ς σ το ο π ο ίο δ ου λ εύ ο υ μ ε, να εκτιμήσουμε τις δικές μας δ υ ν α τό τη τε ς και να π ρ ο χ ω ρ ο ύ μ ε π ά ν το τ ε με β ήματα σ ταθερ ά.
λ ο γ έ ς μας ο π ω σ δ ή π ο τ ε α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν σ' ένα μεγάλο μέρος τ ο υ ς ν ό μ ο υ ς ζή τη σης και π ρ ο σ φ ο ρ ά ς , α λ λ ά α υ τό δεν α π ο κλείει το ν α γ ώ ν α για την π ο ιό τη τα . Επί σ η ς π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε να δ η μ ιουρ γή σ ουμ ε κ ά π ο ιες σ υνή θειες σ το υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς , να τ ο υ ς μάθουμε να ζητά νε βιβλία π ο ιό τη τα ς, γενικά π ρ ο ϊό ν τ α π ο ιό τη τα ς.
Π ώς επιλέγετε τα βιβλία π ο υ πρόκειται να εκδώσετε; Υπάρχει κάποια επ ι τροπή; Ενημερώνεστε από τον ξένο Τύπο για το τι συμβαίνει παγκόσμια στο χώρο του βιβλίου;
Ο
Είστε πιστοί στους αρχι κούς σας σ τόχους; Οι επ ι λογές τω ν βιβλίων π ο υ εκδίδετε ακολουθούν τους νόμους ζήτησης και π ρ ο σφοράς;
Ί Iΐ I
#V
ιστεύω ότι είμαστε π ισ τ ο ί σ το υ ς α ρ χικ ο ύς μας σ τό χ ο υ ς. Οι ε π ι
π ά ρ χε ι κατ' α ρ χά ς ένα π ρ ό γ ρ α μ μα μακ ρ ο π ρ ό θεσ μ ο , κάποιοι σ τό χοι γενικοί. Υ π ά ρ χο υ ν π ρ ο τ ά σ ε ις π ο υ έρ χονται είτε α π ' έξω είτε α π ό μέσα. Έ χου μ ε ε π ιτ ρ ο π έ ς οι ο π ο ίε ς κρ ίνουν τις π ρ ο τ ά σ ε ις α π ό π ο λ λ έ ς α π ό ψ εις, α π ό ά π ο ψ η π ε ρ ιεχομ έν ου, α π ό οικονομική ά π ο ψ η κ.τ.λ. Σ το τέλ ο ς λ αμβάνεται η α π ό φ α σ η . Π α ρ α κ ολοθού μ ε σ τενά τα σ υμβ αίνοντα π α γκ ό σ μ ια σ το χ ώ ρ ο το υ βιβλίου. Το σ π ο υ δ α ιό τε ρ ο είναι ότι βρι σκόμασ τε σε έ να διαρκή δ ιά λ ο γ ο με τ ο ν κόσμο μας, το υ ς σ υ γ γ ρ α φ είς, το υ ς με τα φ ρ α σ τές, το υ ς εικ ο ν ο γ ρ ά φ ο υ ς και γ ε νικότερα τ ου ς πνευματικούς α νθρώ π ους, αλ λά και το υ ς υ π ό λ ο ιπ ο υ ς ε ξω τερικούς σ υ ν ε ρ γ ά τ ες μας. Ακόμα με το κοινό το ίδιο, π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε να σ υ γ κ εν τρ ώ σ ο υ με α π ό π α ν τ ο ύ μ η νύ ματα και η α π ό φ α σ ή μ α ς κ ά θ ε φ ο ρ ά ν α ε ίν α ι η σ υνισ τα μ ένη ό λ ω ν α υ τώ ν τω ν μη ν υμ άτω ν.
υ
Προωθείτε, σταθερά, νέ ους σ υγγραφ είς ή περισ σότερο σας ενδιαφέρουν οι ήδη καταξιωμένοι;
C χου μ ε
ω ς κα νόνα να δεχόμ α σ τε ό,τι είναι καλό. Δε μας ενδιαφ έρει αν π ρ ο έ ρ χ ε τα ι α π ό ένα νέο σ υ γ γ ρ α φ έ α ή α π ό ένα καταξιω μένο. Ο π ω σ δ ή π ο τ ε όμ ω ς είναι χα ρ ά μας, ό τα ν α ν α κ α λύ π τ ο υ μ ε έ να καινούριο ταλ έντο, και νιώ g
χρονικά! 15
θο υ μ ε β αθιά ικ α νο π ο ίη σ η να σ τη ρ ίζο υ με ν έο υ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς .
Θ εωρείτε ότι επιτελείτε πολιτιστικό έργο; Αν ναι, π ώ ς αντιλαμβάνεστε αυτή τη λειτουργία;
Υ | \
αι βέβαια π ισ τε ύ ω ότι ένα ς εκδοI λ τικ ό ς ο ίκ ο ς ε π ιτ ελ ε ί ένα π ο λ ιτ ι στικό έ ρ γο . Κάθε ενέρ γεια σ ε ένα ν εκδο τικό οίκο έχει ε π ιπ τ ώ σ ε ις σ το π ο λ ιτισ τι κό ε π ίπ ε δ ο τω ν α ν θ ρ ώ π ω ν σ τ ο υ ς ο π ο ίο υ ς α π ευ θ ύ ν ε τα ι. Η ε π ιλ ο γ ή ε νό ς τίτλου είναι μια π ρ ο σ φ ο ρ ά θετική ή α ρ νητική. Αλλά θ α έλεγα κυρίω ς η υ λ ο π ο ί ηση τη ς ε π ιλ ο γ ή ς , η μετά φ ρ α σ η ε νό ς βιβλίου π .χ ., η ε π ιμ έλ εια το υ βιβλίου, η μορ φ ή το υ , α κ ό μ α και η τιμή π ο υ θ α έ χει το βιβλίο ή το κάθε π ρ ο ϊό ν , α ν είναι π ρ ο σ ιτ ό ή όχι, ακ ό μα και η διάθεσ η το υ πρ ο ϊό ντο ς, αν φτάνει σε όλ α τα μέρη τη ς Ελλάδας, ό λ α α υ τά εντά σ σ ο ντα ι στα π λ α ίσ ια τη ς π ο λ ιτισ τικ ή ς π ρ ο σ φ ο ρ ά ς . Ακόμα να κ α τα φ έρο υ μ ε το ελληνικό βι βλίο να πε ρ ά σ ε ι σε π α γ κ ό σ μ ιο χώ ρ ο . Ό χ ι μό νο ε π ιλ έ γ εις κάτι καλό, αλ λά φ ρ ο ν τίζε ις να εκ δ ο θ εί και σ ω σ τά και φρ οντίζεις ακόμα και να δ ια δο θεί σε ό λο το ν κόσμο. Είμαστε ε να ντίο ν το υ ελιτί σ τικου π ν ε ύ μ α το ς . Θ έλο υ μ ε τα βιβλία μας να φ τά ν ο υ ν σε ό λ ο το ν κόσμο. Ο π ω σ δ ή π ο τ ε βέβαια έχο υμ ε εκδώσει ο ρι σ μ έ ν α β ιβ λ ία ε ιδ ικ ά , τ α ο π ο ί α αν α φ έρ ο ντα ι σε ένα ο ρ ισ μένο κοινό. Ό μω ς το μ εγ α λ ύ τερ ο μέρ ο ς τω ν βιβλίων μας α ναφ έρ εται σ το ε υρ ύ κοινό. Το π α ι δικό βιβλίο π .χ .· α ισ θα ν ό μ α σ τε ιδιαίτε ρη ευα ισ θη σ ία γ ια το π α ιδ ικ ό βιβλίο. Θ έλου μ ε να μην υ π ά ρ χ ε ι ο ύ τε τ ο ελά χι σ το λ άθο ς. Ε πιδιώ κουμε να φ τάνει σ τον π ο λ ύ κόσμο και να φ τάνει ό σ ο μ π ο ρ ο ύ με σε χαμηλή τιμή. Α κόμα π ρ ο σ π α θ ο ύ με να π ρ ο ω θ ή σ ο υ μ ε το υ ς Έ λ λ η νες σ υ γ γ ρ α φ ε ίς σ το εξω τερικό. Ή δ η έ χ ο υ ν τρ ία π α ιδ ικ ά βιβλία μας μ ετα φ ρ α σ τεί σε ξένες γ λώ σ σ ες. Ό λ α α υ τά είναι μια π ο λιτιστική π ρ ο σ φ ο ρ ά . Η πο λ ιτισ τική μας π ρ ο σ φ ο ρ ά ό μ ω ς δε σ τα μ α τά εδώ . Π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε να έρ θο υμ ε σε άμεση ε π α φ ή με το κοινό. Ν α σ υζη τή σ ο υ μ ε μα
ζί τ ο υ τα π ρ ο β λ ή μ α τα τω ν βιβλίων ειδι κότερα, αλ λά και τα γ ενικ ότερα π ρ ο β λ ή μ ατα τη ς ε π ο χ ή ς μας. Θ έμ α τα ό π ω ς το περ ιβ άλλον, η γ λώ σ σ α μας, η εθνική μας τα υ τό τη τα , μ α ς α π α σ χ ο λ ο ύ ν σ τη ν ε π α φ ή μας με τ ο κοινό, είτε αυ τή γίνεται με εκδ ηλώ σ εις δη μ όσ ιες είτε με ά λ λ ο υ ς τρ ό π ο υ ς .
Ποια βιβλία άλλων εκδοτι κώ ν οίκων θα θέλατε να είχατε εκδώσει εσείς;
ε σ υ μ φ ω ν ώ με το ερ ώ τημα . Ο υ σ ιαστικά τα π ε ρ ισ σ ό τ ερ α βιβλία π ο υ εκδίδονται σ τη ν Ελλάδα θ α θ έλ αμ ε να τ α είχαμε εκδώ σει και εμείς. Σημ ασία έχει ότι, ό τα ν κ ά π ο ιο ς εκδίδει ένα βιβλίο, δίνει σ ' α υ τό το δικό το υ χρ ώ μ α , τη δι κή το υ αντίληψ η γ ια τη γ λώ σ σ α , τη ν εμ φ άνισ η και το π ερ ιε χό μ ε ν ο ακ όμα. Ο π ρ ό λ ο γ ο ς π .χ . το υ εκδότη είναι μια σ τά ση το υ εκδότη α π έν α ν τι σ το βιβλίο π ο υ εκδίδει. Ί σ ω ς το ε ρ ώ τη μ α θ α ήταν π ιο εύσ το χο , α ν ζ η το ύ σ ε τ α κριτήρια και τις βασικές ε π ιλ ο γ έ ς π ο υ υ ιοθετεί κανείς σ τη ν έκδοση εν ό ς βιβλίου και π ο υ ο δ η γ ο ύ ν σ το συγκεκρ ιμ ένο α π ο τέ λ ε σ μ α , το σ υγκεκρ ιμ ένο βιβλίο.
Ποιον α π ό του ς εκδοτι κούς οίκους εκτιμάτε π ε ρισσότερο για την π ρ ο σφορά του και γιατί;
αι α υ τό τ ο ε ρ ώ τημ α δε με βρίσκει σ ύ μ φ ω νο . Δ εν υ π ά ρ χε ι κ ά π ο ιο ς εκδ οτικός οίκ ος π ο υ εκτιμάται π ε ρ ισ σ ό τε ρ ο α π ό τ ο υ ς ά λ λ ο υ ς. Θ α άξιζε π ε ρ ισ σ ότερ ο να κα ταγράψ ει κανείς τα ασθενή και τα ισ χυρ ά σ ημεία τ ω ν ελληνικώ ν εκ δο τικ ώ ν οίκω ν.
Ποιους θεω ρείτε φ υ σ ι κούς σας συμμάχους (εφη-
16/χρονικα μερίδες, περιοδικά, T.V.,
β
—
I
I λ έ π ω με σ υ μ π ά θ ε ια την π ρ ο σ π ά θεία το υ ΔΙΑΒΑΖΩ να σ τα θ ε ί κο ν τά σ τα εκδοτικά πρ ά γ μ α τα . Π ρέ π ε ι ό μ ω ς ν α σ ημειώ σ ω και ορ ισ μ ένα σ η μεία σ τα ο π ο ία δ ια φ ω ν ώ . Π .χ. η σ ελ ίδα «Η α γ ο ρ ά τω ν βιβλίων». Α κόμα και οι έ ρ ευ ν ες π ο υ κάνει ό π ω ς α υ τή είναι θετι. κές ενέρ γειες βέβαια, α λ λά νομίζω ότι θ α γ ίν ο ν τ α ν με π ιο α π ο τε λ ε σ μ α τικ ό τ ρ ό π ο α ν υ π ή ρ χ ε μια σ υν ενν ό η σ η και μια ε π α φ ή με ό λ ο υ ς τ ο υ ς εκ δ ό τε ς γ ια το π ε ρ ιε χόμ ενο α υ τώ ν τω ν ερευνώ ν. Θ α
π ρ ό τ ε ιν α ε π ί τη ευκ α ιρ ία ν α ορ γ α ν ώ σ ει τ ο ΔΙΑΒΑΖΩ μια σ υ ν ά ν τη σ η ό λ ω ν τω ν εκ δ ο τώ ν με σ κ ο π ό να κ α τα γ ρ α φ ο ύ ν τα ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τα θ έ μ α τα -π ρ ο β λ ή μ α τα τη ς εκδ οτική ς π α ρ α γ ω γ ή ς , ώ σ τε α υ τά να απ ο τ ε λ έ σ ο υ ν το αντικ είμενο π α ρ ό μ ο ιω ν ερ ευ ν ώ ν . Σε μια τέ το ια π ρ ο σ π ά θ ε ια θ α είμασ τε σ ύμ μ αχοι το υ π ερ ιο δ ικ ο ύ .
τ V
Ποια βιβλία σκοπεύετε να εκδώσετε πρ οσ εχώ ς;
α βιβλία π ο υ θ α εκ δ ώ σ ο υ μ ε είναι:
ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ: Κρίμα και άδικο ΛΙΤΣΑΣ ΨΑΡΑΥΤΗ: Το αίνιγμα της πέτρινης γενειάδας ΜΑΝΟΥ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ: Δομήνικος ΛΟΤΗΣ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΑΟΥ: Διασκευή παραβολών του Ευαγγελίου ΑΛΕΚΟΥ ΦΑΣΙΑΝΟΥ: Ο χαμένος Παράδεισος Ένα Λεξικό Κοινωυιολογίας και πολλά άλλα παιδικά βιβλία
χρονικα/17
Στις 9 και 10 Μαρτίου στο νέο ιδιόκτητο κτίριο του Ανοικτού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου, στο κέντρο της Αθήνας (Σ. Χαρα λάμπη 1 και Μαυρομιχάλη) έγινε ένα ενδιαφέρον συμπόσιο, με θέμα: «Η Δημοκρατική Θεραπευτική Κοινότητα». Στόχος του συμ ποσίου αυτού ήταν η ευαισθητοποίηση του κοινού στη θεωρία και την πρακτική των Θεραπευτικών Κοινοτήτων και ειδικότερα της Θεραπευτικής Κοινότητας του Ανοικτού Ψυχοθεραπευτικού ύο ήταν τα μέρη του συμποσίου. Το ένα χοθεραπευτικό Κέντρο και οι διαφορές της ήταν μια σειρά από θεωρητικές εισηγή από την Ιεραρχημένη Θεραπευτική Κοινότη τα από τις Ελένη Μοράρου και Αγγελική Κοσεις. Το άλλο, που λειτουργούσε σε αλληλο διαδοχή με το πρώτο, ήταν η συμμετοχή ό σμόγιαννη. λων σε ομάδες εμπειρίας της θεραπευτικής 3η Ενό τητα (Η Θ εραπευτική Δ ια δ ικα σ ία σ τη Θ εραπευτική Κο ινότητα ): Παρουσιάστη Κοινότητας. κε η αλληλεπίδραση διοίκησης και θερα Οι θεωρητικές εισηγήσεις χωρίζονταν σε πείας στη Θεραπευτική Κοινότητα σε αντι ενότητες με ενιαία θεματολογία ως εξής: διαστολή με την ακροφιλική παθολογία του 1η εν ό τη τα (Αρχικές παρουσιάσεις): Παρου ενδιάμεσου θεσμού από τους Τζάνετ Μποκς σιάστηκαν οι βασικές α ρ χές που διέπουν τη λειτουργία μιας Δημοκρατικής Θεραπευτι και Ιωάννη Κ. Τσέγκο. Επίσης αναπτύχθηκε η κής Κοινότητας και η θεωρία της μεγάλης ο σημασία των εκφραστικών-δημιουργικών δραστηριοτήτων στη Θεραπευτική Κοινότη μάδας από τους Στιούαρτ Γουάιτλυ και Μιχάλη Αθητάκη. τα μέσα από μια ιστορική αναδρομή από την Νατάσα Καραποστόλη. 2η ενό τη τα (Η Δ ημοκρ α τική Θ εραπευτική Κ ο ιν ό τη τα · θεω ρ ητική παρουσίαση): Παρου 4η Ενότητα (Π αρ α λλα γές Δ ημ οκρ α τικής θ ε ρ α π ευ τικ ή ς Κ οινότητας): Παρουσιάστη σιάστηκαν η εφαρμογή της Δημοκρατικής Θεραπευτικής Κοινότητας στο Ανοικτό Ψυ καν η «Θερινή» Θεραπευτική Κοινότητα και η
Δ
ρεπο/ηαζ
Ένα συμπόσιο θεωρίας και πράξης
Μ ^
ρεπορτάζ
18/χρονικα Δεκαπενθήμερη Θεραπευτική Κοινότητα του Ανοικτού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου από τους Ά ννα Φωτού και Νίκο Μαρίνο, καθώς και η εφαρμογή των αρχών Θεραπευτικής Κοινότητας στη Μέση Εκπαίδευση από τη Μαριάννα Τσεμπερλίδου. Μετά τις θεωρητικές παρουσιάσεις κάθε ε νότητας ακολουθούσε συζήτηση μεταξύ ει σηγητών και ακροατηρίου. Οι ομάδες πρακτικής ευαισθητοποίησης λειτούργησαν με τις ακόλουθες δραστηριό τητες: Εκφραστικής δημιουργίας, Ζωγραφι κής, Κίνησης, Μουσικής, Παιχνιδιών καθώς και μεγάλες ομάδες. Σκοπός των ομάδων αυτών ήταν η άμεση επαφή με τη μέθοδο, τον τρόπο και τα αποτε λέσματα λειτουργίας της Δημοκρατικής Ψυ χοθεραπευτικής Κοινότητας που είναι η γνω ριμία με τους άλλους και με τον εαυτό, μέσα από καλλιτεχνικές και εκφραστικές δραστη ριότητες, η ανάπτυξη της ικανότητας για σχέσεις εμπιστοσύνης που οδηγούν στην ε λεύθερη αυτοέκφραση, καθώς και η ανάπτυ ξη του υγιούς μέρους του εγώ και η συρρί κνωση τυχόν «αναπήρων» πτυχών της προ σωπικότητας, μέσα από την αλληλοσυμπλή ρωση των μελών και την πολλαπλή εναλλα γή των ρόλων. Το ..συμπόσιο έκλεισε με την ολομέλεια που ήταν η «Ανασκόπηση της Κοινότητας» του διημέρου από όλους τους συμμετέχοντες. Το συμπόσιο χαρακτηρίστηκε από ένα υ ψηλό επίπεδο όσον αφορά τις εισηγήσεις αλ λά και τους συμμετέχοντες. Οι παρουσιάσεις ήταν ενδιαφέρουσες και τα ερεθίσματα προς το ακροατήριο δημιούργησαν προβληματι σμούς σχετικά με την ψυχοθεραπευτική δια δικασία στην Ελλάδα. Η συμμετοχή σε ομάδες πρακτικής ευαισθητοποίησης ήταν κάτι το πρωτοποριακό γιατί έδωσε την ευκαιρία πέρα από τη θεω ρητική κατανόηση να υπάρξει και η εμπειρία, μία γεύση, θα λέγαμε, της λειτουργίας και των επιδράσεων από την εφαρμογή των αρ χών της Δημοκρατικής Θεραπευτικής Κοι νότητας. Ερεθιστικά λειτούργησε επίσης και το πε ριβάλλον του θεάτρου «Πολύτεχνο», δίπλα στο κτίριο του Ανοικτού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου, όπου παρουσιάστηκαν οι εισηγή σεις καθώς και η κινητικότητα που δημιουργούνταν με τις μετακινήσεις στο ίδιο το Κέ ντρο για τις ομάδες πρακτικής ευαισθητοποίησης. διοργάνωση ήταν άψογη από κάθε άπο ψη. Την επ ιστημονική επ ιτροπή του συμποσίου αποτελούσαν οι: Γιώργος Βασι λείου, διευθυντής του Αθηναϊκού Κέντρου Μελέτης του Ανθρώπου- Νίκος Δέγλερης, Λέκτορας του Παν/μίου Παρί V, ψυχίατρος στο Κ.Ψ.Υ. Πειραιώς- Χαράλαμπος Ιεροδιακόνου, καθηγητής ψυχιατρικής Α.Π.Θ., διευ
Η
θυντής της Γ' Παν/μιακής Ψ υχιατρικής Κλινι κής Νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ- Γιώργος Καπρίνης, καθηγητής ψυχιατρικής Α.Π.Θ., πρόε δρος του Δ.Σ. του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης- Χάρις Κατάκη, πρόεδρος του Ερ γαστηρίου Διερεύνησης Ανθρωπίνων Σχέσε ων- Αχιλλέας Κρυστάλλης, διευθυντής Κλινι κής Απεξάρτησης Αλκοολικών-Τοξικομανών του Ψ.Ν.Α.- Ά ρης Λιάκος, καθηγητής ψυχια τρικής Παν/μίου Ιωαννίνων, ιδρυτής της Α νοικτής Θ.Κ. της Παν/μιακής Ψυχιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ιωαννί νων- Νίκος Μάνος, επίκουρος καθηγητής ψυ χιατρικής Α.Π.Θ., υπεύθυνος του Κ.Κ.Ψ.Υ. της Β' Παν/μιακής Ψυχιατρικής ΚλινικήςΓιάννης Μαντωνάκης, επίκουρος καθηγητής ψυχιατρικής Παν/μίου Αθηνών, διευθυντής του Ν.Η. του Αιγινητείου- Ρίτσα Παπαθεοφίλου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Ψυχι κής Υγιεινής και Νευροψυχιατρικής του Παι διού, τ. διευθύντρια της Μ.Ψ.Υ.Ε. του Π.Γ.Ν.Α.- Γιώργος Χριστοδούλου, καθηγη τής ψυχιατρικής Παν/μίου Αθηνών, πρόε δρος της Ε.Ψ.Ε. Συντονιστής: Ιωάννης Κ. Τσέγκος, διευ θυντής του Εκπαιδευτικού-Ερευνητικού Τμή ματος του Α.Ψ.Κ., πρόεδρος του Ι.Ο.Α. Αθη νών. Από Ευρωπαϊκής πλευράς, στο συμπό σιο συμμετείχαν οι: Στιούαρτ Γουάϊτλυ: Μ.Β. Ch. Β„ F.R.C.P. (Ed), F.R.C. Psych., D.P.M., τ. διευθυντής του Νοσοκομείου Χέντερσον, μέ λος της G.A.S., πρώην πρόεδρος της A.T.C. Τζάνετ Π. Μποκς: B.S., Μ.Β., M.R.C. Psych., πρόεδρος του Ι.Ο.Α. Λονδίνου, διευθύνουσα ψυχοθεραπεύτρια στο Νοσοκομείο Σαιντ Τζωρτζ και στη Θ.Κ. Πέπερ Χάροου, τ. εκπαιδεύτρια στη Θ.Κ. του Νοσοκομείου Χέ ντερσον.
Το Ανοικτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο ι δρύθηκε το 1980 και είναι ένας αυτόνομος, αυτοχρηματοδοτούμενος οργανισμός (αστι κή μη κερδοσκοπική εταιρία). Απευθύνεται σε άτομα που παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα κάθε τύπου με εστίαση στην α ντιμετώπιση σοβαρών και οξέων ψυχιατρι κών περιστατικών ώστε ν ’ αποφεύγεται η ει σαγωγή σε κλινική. Πόλοι της θεραπευτικής του πρακτικής είναι η Ομαδική Ανάλυση και η Θεραπευτική Κοινότητα. Το Ανοικτό Ψυχοθεραπευτικό Κέντρο προσφέρει θεραπεία και εκπαίδευση. Θερα πεία για παιδιά, ενήλικες, ζευγάρια και οικο γένειες ενώ προσφέρει μετεκπαίδευση στις ψυχολογικές δοκιμασίες, στην κ ο ινω νιοθ ε ραπεία, στη θεραπεία Οικογένειας-Ζευγαριών και στην εκπαίδευση ψυχαναλυτών ομάδος. Παράλληλα λειτουργούν ετήσια σεμινά ρια στη δυναμική Και κοινωνική ψυχιατρική, στη διαγνωστική ψυχολογία και στην εισα γω γή στην ομαδική ψυχοθεραπεία.
χρονικα/19
Γιώργος Βουγιουκλάκης: η παράδοξη έκλειψη ενός σημαντικού συγγραφέως Ένας ξεχασμένος συγγραφέας; Από τις μέχρι τώρα έρευνές μου έτσι του λάχιστον φαίνεται. Και ρώτησα ουκ ολίγους από τη γενιά του, που υποθετικά την τοποθετώ μάλλον στη γενιά των συγγραφέων του μεσοπολέμου, καθώς και από νεότερους εκ των οποίων θα αναφερθώ σε μερικούς. ώτησα, λοιπόν, συγγραφείς, κριτικούς και άλ λους, ρώτησα λόγου χάρη τον Αντρέα Φρα γκιά, τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Αλέξανδρο Αργυ ρίου, τον Τάσο Κόρφη, για να αναφέρω μερικά ονό ματα, μα φαίνεται ότι κανείς δεν είχε ιδέα ή δεν άκουσε τίποτε για τον συγγραφέα αυτόν. Κάποια στιγμή μόνο νόμισα ότι στην έκφραση του Αλέξαν δρου Κοτζιά διαγράφονταν κάποια σημεία ταυτο ποίησης αλλά η μνήμη του εντέλει δεν τον βοήθη σε. Μας πώ ς επιτέλους μου ήρθε τ’ όνομα τούτο στο μυαλό για να κάνω μιαν όχι ευκαταφρόνητη έ ρευνα μεταξύ σχετιζομένων ανθρώπων; Δεν επρόκειτο για ένα όνομα που μόλις το άκουσα από κάποιον ή που το διάβασα κάπου. Θα πρέπει να ήταν το 1971 ή το 1972 στην Γενεύη, όπου συνά ντησα τον Μενέλαο Λουντέμη ερχόμενο από το Βουκουρέστι με την «περίφημη» σακαράκα-μερσέντες του, μια συνάντηση που έγινε ύστερα από πά ρα πολλά χρόνια πριν από το 1954 πάντως, όταν έ φυγα για το Παρίσι. Μετά μια τόσων ετών συνάντη ση, ενός φίλου και συγγραφέα που τον ήξερα καλά από τα χρόνια της Κατοχής, πολλές αναμνήσεις ήρ θαν τότε στο μυαλό μας για φίλους και βιβλία, αρ κετά βιβλία νομίζω αλλά και συγγραφείς. Συζητού σαμε πότε χιουμοριστικά, πότε σοβαρά, επισημαίνοντας παρουσίες και απουσίες, αξίες ενίοτε - ο καθένας βέβαια κατά την εκτίμησή του - και άλ λους επιπλέοντος φελλούς όχι σπάνια γνωστότα τους και θορυβώδεις στην Αγορά. Ή ταν τότε για πρώτη φορά που άκουσα τον Λουντέμη να μιλάει για κάποιον συγγραφέα'Γ ιώργο Βουγιουκλάκή κα τά τρόπο πολύ σκεπτικό και ερωτηματικό συνάμα, χωρίς να είναι σε θέση να μου δώσει παρά μόνον α όριστες εντυπώσεις για ένα πρόσωπο περί του ο ποίου δυστυχώς ούτε και αυτός θυμόταν τίποτε το συγκεκριμένο. Το όνομα Βουγιουκλάκης έμεινε πάντως στο μυαλό μου επειδή, λίγους μήνες μόνο πριν στο σπίτι μιας φίλης και ψυχολόγου, της Θά λειας Βεργοπούλου, συνάντησα την Αλίκη Βουγιουκλάκη μαζί με τον Παπαμιχαήλ, δύο ονόματα ε ξάλλου που μόνον τα είχα ακουστά αφού δεν έτυχε ποτέ να τους δω μέχρι τότε ούτε στο θέατρο, ούτε
Ρ
στον κινηματογράφο. Συνειρμικά, λοιπόν, έκτοτε μια και η Αλίκη δεν έπαψε ποτέ να ερεθίζει την επικαιρότητα έφερνε μαζί και το φάντασμα ενός συγ γραφέα για τον οποίο κάποτε μου μίλησε ο Λουντέμης. Και άλλες φορές, νομίζω, έτυχε να ρωτήσω φί λους συγγραφ είς ή άλλους σχετικούς χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα και δεν έδιδα πλέον καμιά ση μασία στο γεγονός ώσπου, τυχαίως, τον χειμώνα του 1990, μάλλον προς την Άνοιξη, ξεφυλλίζοντας τη βιβλιογραφία μεταφράσεων Νεοελληνικής Λο γοτεχνίας της Ερασμίας-Λουίζας Σταυροπούλου, έκδοση «Εταιρία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ια τρικού Αρχείου», Αθήνα 1986, έπεσα τυχαίως στο ό νομά του με τον καταχωρημένο αριθμό 253, Vouyouklakis G., La chaste des siecles, Tr.B. de St. Pierre, Regain Monte Carlo 1951. To μικρό τούτο εύρημα μου κίνησε την όρεξη και έψαξα εντόνω ς σε όλες τις προσιτές μου ιστορίες για τη λογοτεχνία, ελληνικές και ξένες, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί ότι ούτε στα ψιλά των αναφερομένων και μονολεκτικά ως όνομα ύπαρξης μπορούσες να συναντήσεις τον Γιώργο Βουγιουκλάκη. Ούτε στις σοβαρές ή λιγότερο σοβαρές ι στορίες που περιλάμβαναν ωστόσο συγγραφείς της γενιάς του αλλά και κατοπινών γενεών. Παρα θέτω τις ιστορίες που συμβουλεύτηκα. Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Ν εοελλη νικής Λογοτεχνίας, 4η έκ δοση 1968, Π.Δ. Μαστροδημητράκης, Εισαγωγή σ τη ν Ν εοελλη νική Φ ιλολογία, 5η έκδοση, Λίνος Πο λίτης, Ιστο ρ ία της Ν εοελλη νικής Λ ο γ ο τεχ ν ία ς κα θώς επίσης και την πολύτιμη Ιστορία της μ ετα π ο λε μ ικ ή ς Π εζογραφίας, εκδόσεις Σοκόλη, την Αληθινή Ιστο ρ ία της Ν εοελλη ν ικ ής Λ ο γ ο τεχ ν ία ς του Νίκου * Το κείμενο τούτο αφορά πρωτίστως τον Έλληνα ανα γνώστη στο σύνολό του, αλλά προσφέρεται ιδιαίτερα στους ειδικούς ερευνητές της λογοτεχνίας διότι, όπως φαίνεται από το περιεχόμενό του, αποτελεί μιαν ευκαιρία για πολλαπλή έρευνα και καταξίωση. Ο γράφων είχε μόνον την επιθυμία να διαβάσει ό,τι του προσέφεραν οι τρέχου σες συνθήκες από αγάπη για την ελληνική λογοτεχνία.
20/χρονικά Παππά, την H istoire de la Litterature Grecque Moderne του Μάριο Βίττι, την Ιστο ρ ία της Ελληνικής Λ ο γο τεχ νία ς του Αλέκου Κουτσούκαλη, εκδόσεις Ιωλκός (τρεις τόμοι) και άλλες επίσης παρόμοιες ή διαφορετικές «Ιστορίες» όπου αναφέρεται συχνά μια ατέλειωτη πληθώρα γνωστών και αγνώστων ο νομάτων, μονολεκτικά και, θα έλεγα, τσουβαληδόν, ενίοτε: Ο Γιώργος Βουγιουκλάκης ως σ υγγραφέας έλαμπε όντως δια της απουσίας του. Τότε σε μια στιγμή πείσματος βάλθηκα στο κυριολεκτικά αχθοφορικό έργο να πλησιάζω την Εθνική βιβλιοθήκη, από την οποία εξάλλου κατά εκατοντάδες χιλιάδες, ως ακούγεται τελευταία, εξαφανίζονται, κατά μυ στηριώδη τρόπο, τα βιβλία των συγγραφέω ν που τους τα εμπιστεύτηκαν, έψαξα και στη γειτονική μου Γενάδειο Βιβλιοθήκη, ώσπου πραγματικά σ’ έ να συμπτωματικό μου πέρασμα και λίγη έμπνευση, σκέφτηκα να κάνω κάποιαν απόπειρα και στη βι βλιοθήκη της Βουλής. Εκεί με πραγματική προθυ μία η κυρία Καραμάνη μου εμπιστεύθηκε το ευρετή ριο των ονομάτων όπου επιτέλους στο όνομα Βουγιουκλάκης ανακάλυψα ότι περιέχονταν τα ακόλου θα έρ γα του όπω ς αναφερόταν στο τέλος του μυθιστορήματός του «Η Μ αντάμ Εύα». 1. Το φάντασ μα της γυμνής γυνα ίκα ς (νουβέλα) 2. Το φ ιδίσ ιο β λέμ μ α (διηγήματα) 3. Ο Ξ ένος (μυθιστόρημα) 4. L ’etranger, Edition Rieder, Paris 5. Η Μ αντάμ Εύα 6. La chaste des siecles, Tr. B. de St. Pierre, Regain Monte Carlo 1951 (λήμμα 253) Αναγγέλλονταν επίσης για έκδοση: Η μάχη (μυθιστόρημα) Ο Π ρ οφήτης (μυθιστόρημα)
νόψει των διακοπών του περασμένου καλοκαι ριού παρεκάλεσα την κυρία Καραμάνη να μου εμπιστευθεί τα μόνα δύο εναπομείναντα στη βι βλιοθήκη μυθιστορήματα του Γ.Β., αυτά που έφ ε ραν τους τίτλους, Οι π ουλητές και η Μ αντάμ Εύα. Δύο πράγματι ογκώδη μυθιστορήματα που μέσα στο μαύρο δέσιμό τους σου ενέπνεαν το δέος, αλλά και πένθιμα συναισθήματα νεκροταφείου. Με τα χειρόγραφά μου υπό μάλης για να κατεργαστώ ορι σμένα κεφάλαια από το τελευταίο μου μυθιστόρημα και ένα αίσθημα ότι ο χρόνος μ’ έπνιγε από παντού, πώ ς αποφάσισα να πάρω μαζί μου τους Π ου λητές του Βουγιουκλάκη, δεδομένου ότι από χρόνια, σπά νια κατορθώνει να με τραβήξει αρκετά ένα μυθιστό ρημα ώστε να του αφιερώσω - ευγνωμόνως άλλω στε - έναν μεγάλο αριθμό ωρών που απαιτεί συ χνά το διάβασμά του; Ό μω ς από τις πρώ τες ματιές που έριξα και στα δυο τούτα μυθιστορήματα «τσίμπησαν» ευθύς αμέ σως. Ή ξερα πλέον μια και αποδυόμουν, σχεδόν, σε λογοτεχνική έρευνα ότι δεν σήκωνε παρά να τα διάβαζα και τα δύο πέρα για πέρα από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα. Μ’ ερέθισε επίσης ι διαίτερα ένας μικρός πρόλογος του Phileas Lebesque, στο μυθιστόρημα του Βουγιουκλάκη Η Μ αντάμ Εύα. Ιδού αυτός, που τον μεταφέρω αυτού σιο για τον ερευνητικό αναγνώστη:
Ε
« Ό τα ν οι σ ά λπ ιγ γ ες της Απ ελευθέρω σης άρ χ ισ α ν να χτυπ ο ύν το ν επ ικήδειο του φασι σμού η σκέψη μ ου γ εμ ά τη νοσ τα λ γ ία στρ ά φ ηκε αμέσω ς προς τη ν Ελλάδα που τόσο ά δ ι κα δεινοπάθησε - και σκεφ τόμουνα: χ ω ρ ίς α μφ ιβ ο λία ο κ. Β ουγιουκλά κης θα ή τα ν ο πρώ τος που θα μούγραφε. Δ εν μπορούσα να τόκανα π ρώ τος· είχ α χ ά σ ει την διεύθυνσή του και ίσω ς να ε ίχ ε α λλά ξει κ α τοικ ία - ί σως να ε ίχ ε π αρασυρθεί από τη ν θύελλα, που ε ίχ ε κ α τασ τρ έψ ει τη ν ευγενική, μ α ά τυ χ η χώρα του... Η ε π ιστολή έφ τα σ ε λ ίγ ο α ργό τερ α και συ ν ο δ ευ ό ταν μ ’ έν α βιβ λ ια ρ ά κ ι που π ερ ιείχ ε τη μ ετά φ ρ ασ η του κα τά Ιωάννη Ε υ α γγελίο υ στη δ η μ οτική γλώσσα. Ο κ. Β ουγιουκλά κης έκ α νε τη μ ετά φ ρ αση περιφ ρονώ ντας τη Σ υ ντα κ τική απαγόρευση... Δ εν ε ίχ ε α φ ίσ ει καθό λο υ το μυθιστόρημα. Με την επ ιστολή του με π ληροφορούσε ό τι δ ο υ λεύ ο ντας ακούραστα στα χρ ό ν ια τη ς τρ ομ ο κρα τίας ε ίχ ε γράψ ει τέσσ ερα μ υ θισ το ρή μ ατα έτο ιμ α για έκδοση. Ο Jean Paul Sartre ε ίν α ι α ρχ η γός της Σχο λ ή ς του E xlstentialism e (υπαρξισμού, υποστασιασμού). Ο κ. Β ο υ γιουκλάκης όμως με το ν «Ξένο», που β γ ή κ ε ά λ λ ο τε σ το Παρίσι στη δ ια λεχ τή συλλογή Rieder π ροηγήθηκε του J. Ρ. Sartre: ο κ. Β ο υ γιουκλάκης είν α ι ο πρόδρομος τη ς παραπάνω Σχολής. Ο κ. Βουγιουκλά κη ς θα μπορούσε να θεω ρ η θ ε ί ο κλη ρονόμος του Ν τοστογέβ σκη, ε πειδή αναλύει β αθ ύ τα τα τ ’ ανθρώπινα έ ν σ τιχ τα που περιγράφει. Ω στόσο το ύφος του κι ο τόνο ς είν α ι εν τελ ώ ς προσωπικά και πρω τότυπα. Κανένας, π ριν από τον Βουγιουκλάκη στη ν Ελλάδα και τη ν Ευρώπη, δ ε ν ερ εύνησε τόσο β αθ ειά το σ κο τεινό και α κατα νόη το ον, τον άνθρωπο. Α υτό είν α ι κ ά τι που πρέπει να σ η μειω θεί γ ια τη ν ιστορία. Ενώ ε μ ε ίς οι δ υ τι κ ο ί λ α ο ί ζητούσα με να ξανάβρουμε σ τη ση μερ ινή Ελλάδα την αρχαία γ εμ ά τη φως Ελ λάδα, ενώ οι ε κ λ ε χ τ ο ί Έ λληνες δια νοο ύμε νοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν τη ν επ ι θυμία μας... Σ ιγά-σ ιγά εκ είν ο ι από του ς σ ημερινούς Έ λληνες που προτού γράψουν, έκα ναν προ σπάθεια να σκεφ τού ν και να κλεισ το ύ ν σ τους εα υ τού ς τους... Φ αινόντανε και φανε ρω νό ντανε πιότερο Β υ ζα ν τιν ο ί παρά Έ λλη νες, π ρα γ μ α τικ ο ί κληρονόμοι τη ς αρχ α ιότη τας. Οι θ ρ η σ κευ τικές ιε ρ ο τελ εσ τίες υφαί νουν γενικά στη ν ψυχή κά θε έθνους, το α ναλλο ίω το και ά σκιστο ύφασμα τω ν ηθών. Το ύφασμα αυτό θα γ ίν ει γ ια το ν παρατη ρ η τικ ό μ υθιστοριογρ άφ ο, το φ ό ντο του π ίνα κα πάνω σ το ν οποίο θα δεσπόσουν α υτά τα ίδ ια του χρώ ματα. Το φό ντο του πίνακα βρίσ κουμε, για πρώ τη φορά, μ ε μ ελα γ χ ο λ ικ ό ρυθμό, μ ’ έν σ τιχ το ελ εύ θερ α ή πλαδαρά σ το σύγχρονο Α λ. ΓΊαπαδιαμάντη, συ γγρ α φ έα της «Φόνισσας». Ε πίσ ης στο ν επ τανήσιο Θεοτόκη, το ν συ γγρ α φέα του «Κατάδικου» και σ το ν Κ. Χρηστομά-
χρονικα/21 νο, το σ υγγρ α φ έα τη ς «Κ ερένιας Κούκλας». Α υτό το ύφασμα κα τα σ κ ευ ά ζετα ι μ ε μ εγ α λύ τερη α κρ ίβ εια από του ς σύγχρονους Έ λλη νες μ υθιστοριογράφους, του ς πιο δ ια λ ε χ τούς. Κ αθένας όμω ς α να κ α τεύ ει κ ά τι σαν παραπανίσια φαντασία... Χμ... Ο π ίνακας φ τιά χ ν ετα ι και ρ ετουσάρεται για ν ’ α ντα π οκρ ιθεί σ τη ν ομοιομορφία που επ ιβ ά λλ ει η μόδα... (Μα η εποχή μ ας β ρ ίσ κ ετα ι σε τρ α γ ικ ή α β εβ α ιό τη τα κα ι γυρ εύ ει κ ά τι πρωτότυπο και απρόοπτο...) Τέτοια δ ε ν είνα ι η περίπ τωση του κ. Βουγιουκλάκη. Ο κ. Β ο υγιουκλάκης α ποφεύγει μ ’ επ ιμέ λ ε ια να παραμορφώσει έστω και σε μικρό βαθμό την π ρα γματικό τητα . Μ παίνει β αθ ειά στη ζωή. Το ύφος του και το χρώ μα του έχ ει απέραντη έντα σ η και απλότητα, όπως η ίδια η ζωή. Το ύφος του είν α ι κου β εντια σ τό κι ε ντελώ ς αυθόρμητο. Τα πρόσωπα των έργω ν του φανερώ νουν α συ νείδη τα τον εα υ τό τους. Ο μ υ θ ισ το ριο γρ άφ ο ς δε ζη τά ει να β α σ ίσ ει τη δ ιή γησή του σύμφωνα μ ε τους κανό νες κάποιου φ ιλο λο γ ικ ο ύ είδους. Μ ας θ έτει και μ α ς παρουσιάζει π ροβλήματα και τεκ μ ή ρ ια τη ς φυσικής ισ τορ ία ς του ανθρώπινου γένο υς χω ρ ίς να σ κο τίζ ετα ι για τη ν ηθική ι δ ιό τη τα των προσώπων το υ ■α δ ια φ ο ρ εί ε π ί σης για τη ν ορ γα νική ε ξ έ λ ιξ ή τους. Η κοινω νική του διο ρ α τικό τη ς είν α ι αφ άντα στα δυ νατή έ τσ ι που μπ ο ρ εί ν ’ α νασύρει από το β α θύ και σ κο τεινό πηγάδι του εν σ τίκ το υ σ το ι χ εία καθαρώ ς επ ιστημ ονική ς α κρίβειας. Ο κ. Β ο υγιουκλάκης σίγουρα θα δη μιο υρ γήσει φα νατικο ύς οπαδούς κι εχθρ ο ύς όπως έγ ιν ε. Ό μω ς δ εν μ π ο ρ εί τίποτα να εμπ οδ ίσ ει γ ια να χ α ιρ ετίσ ο υ μ ε σ ’ α υτόν ένα μ έγ α σύγχρονο και πρωτότυπο συγγραφέα».
Τον σύντομο αυτό πρόλογο του P.L. στη «Μαντάμ Εύα» τον διάβασα μετά την επιστροφή μου από τις διακοπές στην Κέρκυρα. Είχα διαβάσει πρώτα τους «Πουλητές» και η επιθυμία μου να συνεχίσω με άλ λα επίσης μυθιστορήματα του Γ. Β. είχε αυξηθεί. Την επιθυμία μου ερέθισε βέβαια και ο πρόλογος του Λεμπέσκ ούτως ώστε να στριμώξω απεγνωσμέ να κι άλλο χρόνο, μα δεν μετάνιωσα καθόλου γ ι’ αυ τό. Κάποια επιφύλαξη για ορισμένες υπερβολικές εκφράσεις του Λεμπέσκ ή μάλλον πρόω ρες, όπως: «δεν μπορεί τίποτε να εμποδίσει για να χαιρετίσου με σ’ αυτόν ένα μέγα σύγχρονο και πρωτότυπο συγγραφέα», ιδίως εκείνο το «μέγα» μ’ ενοχλούσε, κάπως, διότι λίγα χρόνια ή και δεκαετίες συνήθως, δεν αρκούν γ ι’ αυτό το διαχρονικό επίθετο. Ωστόσο οι «Πουλητές» κυρίως με ωθούσαν να βάλω εμπρός την πράγματι χρονοβόρα ανάγνωση κι αυτών επί σης των 448 σελίδων από ένα βιβλίο μεγάλου σχή ματος και άκρως συμπυκνωμένης τυπογραφικής, που σε μια κανονική και καθόλου χαλαρή σύγχρονη έκδοση πιθανότατα θα ξεπερνούσε τις 600 σελίδες. Είμαι ένας πολύ σκληρός αναγνώστης που εντού τοις δεν μπορεί να διαβάσει ούτε πάνω από μερικές δεκάδες σελίδες, έστω και ερευνητικά, όταν δεν μου δίνουν αυτή τη βαθύτερη ευχαρίστηση της α
νάγνωσης. Ποτέ μου λ.χ. δεν μπόρεσα να διαβάσω κανένα από τα λιγοσέλιδα πεζογραφήματα του Γ. Χειμωνά, του Δ. Χριστοδούλου ή άλλων από τους υ πάρχοντες πρωτόλειους. Προτού όμως προχωρή σω στην κυρίως κριτική μου ανάπτυξη των δύο τού των μυθιστορημάτων του Βουγιουκλάκη, ας ση μειώσω μια μόλις πρόσφατη επαφή, συνειρμική επί σης, που είχα τηλεφωνικώς με τον Ροζέ και την Τα τιάνα Μιλιέξ. Υπελόγιζα ότι ο Λεμπέσκ θα είχε κά ποιες σχέσεις κατά την εποχή εκείνη με το Γαλλικό Ινστιτούτο. Σ’ αυτό έπεσα έξω, αλλά ο Μιλιέξ ήταν ο μόνος άνθρωπος που εντέλει τον θυμόταν μολο νότι δεν τον γνώρισε ποτέ του προσωπικά. Μου εί πε λοιπόν, ότι ο Λεμπέσκ δεν είχε καμιάν ιδιαίτερη σχέση με το Γαλλικό Ινστιτούτο, ότι ήταν ένας Βέλ γος, εξαίρετος γνώ στης της ελληνικής, φιλόλογος. Πάντως και ο ίδιος ο Μιλιέξ είχε ακούσει για τον Γ.Β. και είχε απόμακρες μεν αλλά ευνοϊκές εντυπώ σεις. Ο ίδιος επίσης μου εξέφρασε την έκπληξή του διότι πράγματι τίποτε δεν ακούγονταν γ ι’ αυτόν και τότε με την Τατιάνα δίπλα του, που παρακολουθού σε τη συζήτηση, μου διευκρίνισε, αυτό εξάλλου που κι εγώ άκουσα τηλεφωνικώς να μου λέει η ίδια μι λώντας ιδιαίτεοα για το μυθιστόρημα, Μ αντάμ Εύα. Μεταγράφω επακριβώς αυτό που με σταθερή και εκ βαθέων φωνή μου είπε ω ς εντύπωσή της και η Τα τιάνα, ότι δηλαδή ο Γ. Β. ήταν πράγματι «ένας σπουδαίος και πρω τοπόρος συγγραφέας». Βεβαίως το ήξερα τούτο ήδη από τους «Πουλη τές» που είχα διαβάσει στο χωριό εκείνο της Κέρκυ ρας, όμως επιβεβαίωνε πέρα για πέρα τη γνώμη μου πω ς ο Γιώργος Βουγιουκλάκης μολονότι διά βασα μόνον αυτά τα δύο του μεγάλα μυθιστορήμα τα, που δεν είναι λίγο, πράγματι είναι ένας από τους σημαντικότερους Έ λληνες συγγραφείς, όχι μόνο του μεσοπολέμου ή και της αμέσως μετά πε ριόδου, αλλά, κατά τη γνώμη μου, και όλης της πεζογραφικής δημιουργίας από την εποχή της νέας ελληνικής Επικράτειας. Η παράδοξη μέχρι σήμερα έκλειψη του ονόματος του Γιώργου Βουγιουκλάκη απο οποιαδήποτε, έστω και την πιο πολυπράγμονα, συγκέντρωση των σχετιζομένων ονομάτων παρα μένει ένα ερώτημα. Έ να ερώτημα δυσεξήγητο και λυπηρό μεν, που θα πρέπει να σκιάζει τη συνείδηση όλων μας, όμως αλίμονο εξηγητέον, επίσης, όπως με λίγες γραμμές θα επιχειρήσω να διατυπώσω προς το τέλος αυτού του κειμένου. αι ιδού μια, αναγκαστικά σύντομη, πρώτη κρι τική προσέγγιση. Για τους Π ου λητές εν πρώτοις, δεν μου μένουν πολλά περιθώρια για αναλύσεις αλλά τολμώ να το χαρακτηρίσω, ευθύς, ως ένα εξαιρετικό μυθιστόρη μα μιας περιόδου πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο: μια αναφορά στο όνομα του Περικλή Γιαννόπουλου είναι αρκετά καθοριστική, νομίζω, όσον αφορά την εποχή των συμβαινόντων αλλά ακόμη, ί σως, και την ηλικία - δεν ξέρω τίποτε το βιογραφικό συγκεκριμένα για τον Γ.Β. - που πιθανώς εκ φράζει ανάλογα βιώματα ενός εφήβου γύρω στα 13 ή 14 χρόνια όπω ς είναι ο ήρωας του μυθιστορήμα τος, ο Τάκης, από τη ματιά του οποίου ο συγγραφ έ ας αναπτύσσει την άκρως συνθετική ιστορία του και με μια εξαίρετη τεχνική αναδεικνύει την ατμό-
Κ
22!χρονικά σφαίρα μιας εποχής και του ζωντανού συνανθρώ που όλων των ηλικιών και των δύο φύλων που ζουν, ερωτεύονται, συμμετέχουν και αποσύρονται μέσα σ’ έναν κόσμο όπου ο έρως και ο θάνατος παίζει το αιώνιο παιγνίδι του όπως πάντοτε, αλλά όπως σε κάθε γνήσιο μυθιστόρημα καθόλου αφαιρετικά ή θεωρητικά αλλά μέσα από συγκεκριμένες βιώσεις που εκφράζονται σ ’ ένα στυλ και σε μια γλώσσα, τέ λος σε μιαν αρχιτεκτονική που εάν σε κάθε μυθι στόρημα είναι απαραίτητη, εδώ γίνεται μια απαίτη ση ειδικότερης κατεργασίας εφόσον αυτοί Οι Που λ η τ έ ς στη σχεδόν εντομολογική τους ύπαρξη και α νάμεσα στους ποντικούς, τα φίδια, τις αλλαγές του καιρού, βροχές, καλοκαιρίες ή καταιγίδες, άνθρω ποι ωστόσο εξαιρετικά πειστικοί τόσο στα προβλήματά τους όσο και στη μηδαμινότητά τους ή τις ό ποιες αναζητήσεις τους απαρτίζουν ένα σύνολο σ ’ ένα μοναδικό Οικοσύστημα της ανθρωπότητος ό πως ήταν την εποχή εκείνη οι φτωχές συνοικίες και πρόσκαιροι καταυλισμοί γύρω από τον Βράχο της Ακρόπολης, με τους επισκέπτες της, βέβαια, και άλ λους διερχόμενους, ματαιόσπουδους ή αναζητούντες ίσως κάτι από τον εαυτό τους πρώτα και από το χώρο ύστερα. Πάντως προσωπικά σε κανένα υπάρχον γραπτό οιουδήποτε είδους, και όχι μονάχα μυ θιστορήματος, δεν συνέλαβα ποτέ μια τόσο ευφρό συνη, ανάερη, δραματική συνάμα και σπαρακτική α ναπαράσταση του τοπίου αυτού, το οποίον δεν βγαίνει έξωθεν από οποιαδήποτε περιγραφική μαρ τυρία αλλά από τα βιώματα των απλών αυτών αν θρώπων που προσπαθούν να επιβιώνουν εις άμεση σχέση με το μοναδικό τούτο περιβάλλον στο οποίο, όπως προανέφερα, όχι συμπτωματικά μα τελείως ε φήμερα περιφέρονται, καθώς αργά μεν αλλ’ αναποτρέπτω ς όλα πάνε ν ’ αλλάξουν μέσα στην επιταχυ νόμενη ροή του ιστορικού χρόνου μιας ένδοξης πό λης που ξαναγινόταν η πρωτεύουσα του Ελληνι σμού, πράγμα που οι ίδιοι ούτε το σκέπτονται μα το διαισθάνονται σαν μια σκοτεινή απειλή και προσμο νή, όπως αξίζει στον κάθε άνθρωπο όταν ζει στο κέντρο του κόσμου - υποθετικού ή πραγματικού - όχι ναρκισσική ή εξουσιαστική αλλά εν δυνάμει και αδυναμία μπροστά στις εξελίξεις: σαν βουητό, σαν άκουσμα, μεσ’ από μύριους τόνους κι αισθητη ριακές δονήσεις, σαν μύθος και ιστορία, το άρωμα ιδίως, το άρωμα της ύπαρξης και του χρόνου. Αν θρώπων απεγνωσμένων εξάλλου, βαθύτατα όμως αληθινών, ώστε τίποτε άλλο δεν θα απέδιδε καλύ τερα τις σχέσεις της ανθρώπινης ευθραυστότητος και του εφήμερου της βιολογικής μας ατομικής υ πόστασης, ως π ρος το τοπίο και μάλιστα ένα τοπίο εξαιρετικής ιστορικής σημασίας και ποιότητος. Από την ανάλυσή μου αυτή ας μην σκέπτεται, πα ρακαλώ, ο αναγνώστης ότι ο Γ. Β. ως συγγραφέας κάθεται και συσχετίζει κάθε τόσο ή έστω και πολύ έμμεσα τις συνάψεις που αναφέρω. Είναι η ελλει πτική και διαλείπουσα γλώσσα του κριτικού και α ναγκαστικά σύντομου σχολιαστή, που προφανώς με τη φρασεολογία του αδικεί την υφή και το ύφος μιας μοναδικής συγγραφικής σύνθεσης. Ξεχνώ ντας λοιπόν καθετί το ιδιαίτερο που ως προαναφορά μας συνδέει με την Ακρόπολη και τον χώρο της και παίρνοντάς την απλώς όπως ήταν με τους ζώντας περί αυτήν ανθρώπους της, τους Π ουλητές
σαν ένα εντομολογικό και εφήμερο στοιχείο της αν θρώπινης συνέχειας, προσωπικά - και για να τε λειώνω μέσα στο συσχετισμό τούτο - δεν διάβασα τίποτε καλύτερο για τον ευρύτερο τούτο χώρο πέριξ του Παρθενώνος, τίποτε πιο πειστικό και αναπαραστατικό, τόσο στην ουσία του όσο και στην αξία του. Άν, λοιπόν, βγαίνει σε μένα ή ενδεχομένω ς σε κάποιους άλλους η εντύπωση αυτή, είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας μαστοριάς του συγγραφέα μη α σφαλώς προκαθορισμένης από τον ίδιο και όχι καν αναγκαίας για να εκτιμηθεί το μυθιστόρημά του στους ποικιλότατους χυμούς του, τις ανθρώπινες συγκρούσεις, το δράμα και το πάθος που δίνεται συνήθως σε χαμηλούς τόνους μιας καθημερινότη τας και μ’ έναν ιδιότυπο εξπρεσιονισμό που υποστασιάζει ακόμη και τους πιο φριβόλους από τα πρόσωπά του. Εδώ θα πρέπει να επισημάνω ιδιαίτερα τη σχέση του νεαρού έφηβου Τάκη, έκπληκτου και απορρο φώντας τα πάντα, σαν σ’ ένα παρατεταμένο ξύπνη μα και εγρήγορση, με τη Φούλα, μια κοπέλα γεμάτη διάχυτο αισθησιασμό που περιπλανάται και υλο ποιείται μέσα στα διάφορα πρόσωπα του μυθιστο ρήματος, ανεξαρτήτως ηλικίας, τύπου ή και ερωτι κής ακόμη έλξης: η Φούλα μια πρωτεϊκή ύπαρξη σε ξουαλικότητας - και δεν είναι η μόνη βέβαια μέσα σ ’ αυτό το γεμάτο αισθησιασμό και αισθησιολατρεία μυθιστόρημα - αλλά που ασφαλώς στο πρό σωπό της εμφιλοχωρεί ακόμη και ό,τι το πιο εξειδικευμένρ σαν μια ματαίωση, σαν κάτι που δεν είναι του κόσμου τούτου, αλλά το ξέρει άμεσα ή αποκα λυπτικά όταν, σε κάποιες στιγμές μάλιστα το ψαύει σχεδόν αφουγκραζόμενη τους θορύβους και τις σιωπές της φύσης και των ανθρώπων γύρω της, πο λύ δε περισσότερο όταν αντικαθρεπτίζεται στο ε ρωτηματικό βλέμμα και τις αισθήσεις ενός εφήβου όπως ο Τάκης, ο οποίος και - και είναι ίσως ο μό νος; - φαίνεται σαν ένας κατ’ εξοχήν εξομολόγος της, στον οποίο εξομολογούμενη προσπαθεί ταυτο χρόνους να τον σαγηνεύσει περιγράφοντας με μια περίπου παιδική αθωότητα τις εμπειρίες της με τους διαφόρους τύπους της περιοχής αλλά και με τους άλλους, τους παρείσακτους που έρχονται και παρέρχονται μέσα στο οικοσύστημά τους. Υπάρ χουν μοναδικές σελίδες όπου το ψυχολογικό, το αι σθησιακό και το στοχαστικό που βγαίνει βιωματικά μέσα από τους ανθρώπους αυτούς, είναι ασφαλώς μια αντανάκλαση και ένα δημιούργημα της ματιάς του συγγραφέα αλλά, επ’ ουδενί λόγω, κατασκευάσματά του. Ιδού γιατί αν και δεν είναι αυτό απαραί τητο, έχω την εντύπωση ότι ο Γ. Β. θα ήταν πάρα πολύ περίεργο αν δεν είχε μια βίωση του τόπου, της εποχής και των ανθρώπων που περιγράφει χω ρίς ο ίδιος να συμμετέίχε ταυτιστικά, ίσως, με τον έφηβο που περιγράφει. Ας σημειωθεί ότι το μυθι στόρημα τούτο δεν έχει τίποτα να κάνει με τα γνω στά εφηβικά καλά ή λιγότερο καλά της ίδιας περιό δου, όπως λόγου χάρη την Ερόικα του Κοσμά Πολί τη. Η στόφα των συγγραφέω ν είναι πολύ διαφορε τική και θα, έλεγα, μολονότι εκτιμώ ιδιαίτερα τον Κοσμά Πολίτη, η στόφα του Γ. Β. είναι, κατά την γνώμη μου, ευρύτερη και διεισδυτικότατα δημιουρ γική, μολονότι και οι δυο τους συναντιούνται σ’ ένα κοινό επίπεδο: την ανάλαφρη ατμόσφαιρα που δη
χρονικα/23 μιουργεί η εφηβική ματιά, όχι ως αναπόληση, αλλά-, σαν άμεση εμπειρία των ηρώων. Αυτό ακριβώς το α νάλαφρο πάνω στην περίπτωση ιδιαίτερα των Που λη τώ ν είναι απαραίτο για να σηκώσει το βάρος ε νός τοπίου και αισθητικού χώρου, διαχρονικά κατα ξιωμένου και υπέρτατου, λείπει σε άλλες και διαφό ρου τύπου περιπτώσεις.: όλων, δηλαδή, ίω ν «Υπό την Ακρόπολη» γραπτών, τα οποία την πλησιάζουν περισσότερο απ’ ότι θα μπορούσανε να την αποδώ σουν. Και είναι πολύ φυσικό γράφοντας όλα τούτα ν ’ αναφερθώ επίσης στο μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» που το συνέ λαβε προφανώς στη σύνθεσή του πριν από πολλά χρόνια και το έγραφε - κατά καιρούς ίσως και απο σπασματικά - για μια εικοσαετία τουλάχιστον. Στην προσπάθειά του αυτή ο Σεφέρης έχει βέβαια πολλές σελίδες οι οποίες διεκδικούν τη θέση τους ως αξιόλογες προεκτάσεις του ποιητικού του λό γου και κατεργασίας, όμως συνολικά όταν το διά βαζα, όπως εξάλλου αυτή είναι η εντύπωση και πολλών άλλων, μου έδινε συνεχώς σχεδόν τη γεύ ση ενός κατασκευάσματος όπου ο Σεφέρης ματαίως προσπαθεί να μεταφέρει ορισμένα προσωπι κά του βιώματα εν σχέσει προς τον ιερό βράχο, την ιστορία του, το κάλλος και τα σεληνόφωτα, στους ε ραστές αυτούς της Ακρόπολης που είναι οι ήρωές του. Οι καλύτερες σελίδες του μυθιστορήματος του Σεφέρη, όχι πολλές άλλωστε, αφορούν κάποιους άλλους χώρους και ιδίως τα μπορντέλα των Αθη νών της εποχής περί την πλατεία Βάθης, αν δεν απατώμαι! Αντίθετα προς τους Π ου λητές τ ου Γιώρ γου Βουγιουκλάκη οι σεληνιαζόμενοι στις Έξι νύ χ τ ε ς σ τη ν Ακρόπολη καταντούν στο βάθος άσχετοι με το τοπίο των «εμπνεύσεών» τους, ανόητοι και με λοδραματικοί.
ένα κείμενο όπου τα προ-εισαγωγικά για έναν συγγραφέα εν πλήρει εκλείψει ήταν πράγματι απαραίτητα και χαρτοβόρα δεν μου επιτρέπεται και πολύ να περάσω σε λεπτομέρειες - όπως δεν έγι νε και εξάλλου για τους Π ουλητές - ενός μυθιστο ρήματος όπως Η Μ αντάμ Εύα. Καθώς προχω ρείς στην ανάγνωσή του βλέπεις πλέον πολύ καθαρά τον έμπειρο και ταξιδεμένο εκείνο συγγραφέα που πέρασε προφανώς πολλά χρόνια κυρίως στη Γαλ λία (όπου εξάλλου μεταφράστηκαν και δύο μυθι στορήματα, αν και το ένα πριν από τον πόλεμο, το άλλο δε στα 1950) που ασφαλώς εκτός από τα ποικί λα διαβάσματά του έζησε διαβρωτικά ορισμένες εμπειρίες και ιδίως αυτές τις μεσοαστικής τάξης προς την «ανώτερη», κυρίως στη Γαλλία και κατά δεύτερο λόγο πιθανώς στην Ελλάδα, μολονότι ο Βουγιουκλάκης βλέπει το ουσιώδες από τους αν θρώπους που περιγράφει με τη δική του τόλμη και αισθησιασμό που (για μένα οι αναφορές σε άλλους συγγραφείς δεν έχουν κανένα σημείο εξάρτησης παρά μόνον υπόμνησης) τον φέρνουν κοντά στον Μπατάιγ, αλλά και, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Λεμπέσκ, τον Σαρτρ, του οποίου μάλιστα ο σχολια στής αυτός τον θεωρεί ως «πρόδρομό» του. Αυτό βέβαια για μένα μόνο υπομνηματική σημασία έχει και αναφέρεται προφανώς στον Ξένο του Γ.Β. που
Σ
προφανώς προηγήθηκε από την Ν αυτία του Σαρτρ, η οποία δημοσιεύτηκε το 1938. Ας μην αναφερθώ ε δώ στον Ξένο του Καμύ, ο οποίος και έγινε μεταγε νέστερα, αλλά ο κοινός τίτλος ίσως είναι υποσημαντικός, από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις, ε φόσον ως ένας πρωτοπόρος, αναμφισβήτητα όπως ο Γ. Β., ανήκει σ’ αυτό το κλίμα της εποχής. Επανερ χόμενος πάντως στη Μ αντάμ Εύα θα ήθελα να επισημάνω τη βαθύτατη και σπάνια σύνθεση των δια λόγω ν μέσω των οποίων κυρίως εξελίσσεται η δρά ση του μυθιστορήματος. Οι άνθρωποί του, γυναίκες ή άντρες, θα μπορούσαν ν ’ ανήκουν σε μια μεγάλη πόλη της Γαλλίας - ίσως στο Παρίσι - ή στην Α θήνα, στην προπολεμική εποχή πάντως, αλλά εντέλει σαφή στοιχεία του μυθιστορήματος αναφέρονται, βεβαίως στην Αθήνα, μολονότι αρχίζει με ανά μικτα ονόματα, ιδίως τα πρώτα αναφερόμενα, όπως Εδουάρδος, Μπρουχάχα, και λοιπά, που θα μπο ρούσαν μάλλον ν ’ ανήκουν σε άλλους χώρους. Και αυτό είναι ακριβώς, όπως και στους τελείως αυτόχθονες των Πουλητών, ένα μέγα πλεονέκτημα του Βουγιουκλάκη: οι ήρωές του και όταν το περιβάλ λον είναι τελείως συγκεκριμένο, είτε ως τόπος είτε ως πόλη, έχουν κάτι το παγκόσμια ανθρώπινο που ξεπερνάει οποιαδήποτε στενή τοπικότητα ή και χρονικότητα, ακόμη και αν υποδηλούνται αυτά αμέ σως ή εμμέσως. Από τους Πουλητές, ήδη, είχα τον πειρασμό να παρέθετα κάποια κομμάτια από το βιβλίο του. Τί ό μως θα μπορούσε να ήταν πειστικό ή ενδεικτικό α πλώς από δύο τόσο πλούσια μυθιστορήματα είτε σαν ύφος είτε σαν γενικότερη ουσία. Αν πάντως στους Π ου λητές αντιμετωπίζεται η πολύχυμη εφημερότητα, ευτέλεια αλλά και ουσιώδης βιοψυχολο-
24/χρονικα γική κάθεξη των ανθρώπων, γύρω από ένα υπέρτα το ιστορικό, αισθητικό, και καθημερινό τοπίο (το ο ποίο ο συγγραφ έας κατορθώνει να το ξεχάσει τε λείως για να το επισημάνει μόνον προς το τέλος του μυθιστορήματος σαν μια φανταστικά επαπειλούμενη κατάρρευση ή κίνδυνο), στη Μ αντάμ Εύα ο ψυχολογικός λαβύρινθος όπου εισέρχονται και ε ξέρχονται οι ήρωές του δεν μπορεί να φανερωθεί με κανένα απόσπασμα ούτε με καμιά πρόταση διαλογική έστω και εξομολογητική. Αυτή η Εύα που σε όλο το μυθιστόρημα φαίνεται ν ’ ασχολείται περιπαθώς με τους άλλους όσο τουλάχιστον με τον εαυτό της, πράγμα το οποίο νομιμοποιεί κάθε εμπλοκή της με τους άλλους ή απαγκίστρωση, μιας Εύας που συνδέει τόσες άλλες αυθύπαρκτες μοίρες προ χωρώντας καταλυτικά όχι σ ’ αυτό που ένας οποιοσ δήποτε ψυχολογισμός θα επέβαλε, αλλά στα μηνύ ματα της ανθρώπινης κατάστασης που μόνον ένας συγγραφ έας μέσω ενός μυθιστορήματος θα μπο ρούσε να δομήσει. Σε μια εποχή που ορισμένες λέξεις ήταν δέσμιες ακόμη των πραγμάτων, όταν δηλαδή η αναπαρά σταση των πραγμάτων εγγίζεται σαν το πράγμα καθεαυτό- όταν υπήρχαν λέξεις καλές, κακές, ηθικές ή ανήθικες ταυτισμένες με το αντικείμενο και όχι α νήκουστες στον κόσμο της γλώσσας, ο Γ. Β. κινού νταν ανάμεσα στις φράσεις, τους διαλόγους, με μιαν εκπληκτικά τολμηρή ευελιξία και όχι μόνον αυ τό, αλλά με τον στοχασμό του, την εκφραστική και τις περιγραφ ές του καταδύονταν σε περιοχές που άλλοι σ υγγραφείς ούτε καν τις πλησίασαν ίσως διό τι ήταν οι περιοχές αυτές απογορευμένες ζώνες της συμβατικότητος. Ο Γ. Β. δεν είχε ακόμα από τις γλωσσικές συμβάσεις την ευχέρεια να μεταχειρι στεί όλη εκείνη την γκάμα των συνώνυμων λέξεων τις οποίες σήμερα τις ακούει κανείς στα χείλη οποιουδήποτε, ακόμη και «παρθενικών» νεανίδων, διότι πώ ς διάβολε στην περίοδο του μεσοπολέμου θα μπορούσε ένας Έλλην συγγραφ εύς να ξεφύγει από τις περιφράσεις και τα υπονοούμενα - που έ χουν και αυτά την χάριν τους, όταν χρειάζονται, για να περάσει στον κόσμο της μιας καίριας λέξης κάθε φορά ή ακόμα περισσότερο στον κόσμο των α παγορευμένων ακόμη συνωνύμων, πράγμα ωστόσο που είτε το γράψεις άμεσα, είτε έμμεσα δεν έχει κα μιάν «πολύτως σημασία εφόσον όλα εντέλει κρίνονται και όλα εξαντλούνται στο στυλ του κειμέ νου; Ο Γ. Β. θα έπρεπε οπωσδήποτε να ήταν ένας ά νθρωπος βαθύτατης μόρφωσης και ένας ασφα λώς συμμετέχων στα ρεύματα της εποχής του, κοι νών ικα, ψυχολογικά, φιλοσοφικά. Πάνω απ’ όλα ό μως ήταν ένας στοχαστής ώστε τίποτα να μην τον παγίδευε, ως ιδεολόγημα, πρόθεση, όταν λειτουρ γούσε σαν συγγραφέας: Γράφοντας, απελευθερω νόταν από κάθε είδους καθήλωση καθώς ερευνού σε και προσπαθούσε, σκεπτόμενος, να εκφράσει το ανθρώπινο και το απάνθρωπο, το πρόσωπο ή την αποπροσωποποίησή του. Προχωρώντας και παραλείποντας θα ήθελα να σημειώσω λίγα, επίσης, για τη γλώσσα του Βουγιουκλάκη, όχι τη μυθιστορηματική αλλά την τρέ χουσα νεοελληνική του, της εποχής, με τους ανά λογους δημοτικισμούς, μα και μιαν αίσθηση εκφρα στικής ελευθερίας όπου καμιά προκατάληψη δημοτικίστικης δυσκαμψίας δεν τον εμποδίζει να εκφρα
στεί. Εκεί που ασφαλώς αστοχεί είναι ορισμένες όχι πολλές, αλλά ενοχλητικές οπωσδήποτε - ορ θογραφικές «απλοποιήσεις», οι οποίες χαρακτήρι ζαν ακριβώς πολλούς συγγραφ είς της εποχής του. Σε μιαν άλλη, καινούρια και ενδεχόμενη έκδοση των βιβλίων του αυτές οι αστοχίες θα ήταν απλώς ένα ζήτημα διορθωτή που διορθώνει τα συγγραφι κά λάθη ενός συγγραφ έα χω ρίς καθόλου να επεμ βαίνει στο ύφος του, τη σύνταξη ή τις λέξεις του. Μιλώ ήδη για μια καινούρια πιθανή έκδοση. Προτού τελειώσω όμως, ας θέσω το ερώτημα, που ασφαλώς θα κινεί και την δυσπιστία πολλών α πό όσους διαβάζουν το κείμενο τούτο. Τί ήταν εκεί νο που προκάλεσε την ολική σχεδόν έκλειψη ενός συγγραφ έω ς που έγραψε ουκ ολίγα μυθιστορήμα τα, ογκώδη μάλιστα, και με μεταφράσεις δύο του λάχιστον εξ αυτών στα Γαλλικά; Ο Βουγιουκλάκης μετά τη δημοσίευση των Π ουλητώ ν και της Μ αντάμ Εύας, το 1946, εξαφανίστηκε από το προσκήνιο της ελληνικής κοινωνίας, όσο, τουλάχιστον, μπορεί να ξέρω εγώ. Μήπως εν όψει ενός τραγικού εμφυλίου πολέμου μέσα στον οποίο αισθανόταν όχι ακριβώς σαν ένας «Ξένος», αλλά σαν ένας άνθρωπος που γνώ ριζε το ανυπόφορο οποιοσδήποτε προσωπικής του σχέσης με αυτόν, έφ υγε ξανά στη Γαλλία; Το μυθιστόρημά του La chaste des siecles, Tr. B. Le st. Piene,Regain, Monte Carlo, 1951, που μεταφράστη κε στα Γαλλικά το 1950, ίσως ν ’ αποτελεί κάποιο ί χνος του και ασφαλώς το τελευταίο. Ίχνη πάντως στην Ελλάδα, εάν άφησε, θα πρέπει να μένουν μόνο στο κεφάλι κάποιων συγγραφέω ν όπω ς ο Μενέλα ος Λουντέμης ή η Τατιάνα Μιλιέξ από τους οποίους απέσπασα κάποιες νύξεις ή ερωτήματα. Πάντως η φράση του Λεμπέσκ προς το τέλος της σύντομης ει σαγω γής του στη «Μαντάμ Εύα» μπορεί να μας δί δει το κλειδί. Ο Λεμπέσκ γράφει: «Ο κ. Βουγιουκλάκης σίγουρα θα δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς και εχθρούς, όπω ς και έγινε». Αλλά κάι όπως ξέρου με δυστυχώς στον τόπο μας η μνήμη μεν των οπα δών ατονεί αλλά η καταστροφική μανία και εξολο θρευτική δραστηριότητα των εχθρών επιδιαρκεί. Γιατί όμως αυτούς τους - ενδεχομένω ς - εξοντω τικούς εχθρούς; Μήπως επειδή ο Βουγιουκλάκης υ πήρξε αυτός που ήταν χω ρίς να προλάβει να διασυνδεθεί με κάποιο από τα λιμνάζοντα κυκλώματα και βάλτους της πνευματικής μας ζωής, μήπως διό τι αρνήθηκε να συνδεθεί με οποιαδήποτε από τις δι ηθήσεις τους ή - κυρίως - επειδή ήταν πολύ ση μαντικός για τις έρπουσες μετριότητες του καιρού του; Ο Βουγιουκλάκης δεν υπήρξε ποτέ γ ι’ αυτές τις διηθήσεις βέβαια. Κάποτε, κάποιος τον διάβασε και τον συνάντησε μέσα από το έργο του. Και αυτός μπορεί να διαβεβαιώσει ότι ο Γ. Β. ήταν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφ είς της νεοελληνι κής μας ιστορίας, ένας από αυτούς που θα μπορού σαν ν ’ αναφέρονται μεταξύ Παπαδιαμάντη και Καζαντζάκη, για να αναφερθώ μόνον σε δυο οριακά ο νόματα που καλύπτουν και χρονολογικά τη φυσική του γέννηση και θάνατο. Ο Γιώργος Βουγιουκλάκης θα μπορούσε ίσως και να μην υπάρξει ποτέ, πράγμα που δεν είναι μοναδικό στην ιστορία του πνεύματος. Πάντως από τη στιγμή τούτη δεν είναι ένας ξεχασμένος! Α ΡΙΣΤΟ ΤΕΛ Η Σ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
αφιερωμα/25
Ταξιδεύοντας με το Όραμα και τη Λογοτεχνία Ζούμε μια κρίσιμη εποχή. Χαρακτηριστικό της είναι η μετάβαση α πό την εποχή των ισορροπιών (έστω και του πυρηνικού τρόμου) στην εποχή της παγκόσμιας αταξίας. Κι αν η πολιτική έχει να επιλέξει τον «εφικτό» μίτο της Αριάδνης για μια προσωρινή έξοδο, η δια νόηση φαίνεται χαμένη σε νέους λαβύρινθους. Πιο επίκαιρος παρά ποτέ, ο Αλεξανδρινός ποιητής θα υπόγραφε ξανά τους στίχους του: Ά λ λ η καταστροφή, που δεν την φανταζόμεθαν, εξαφνική, ραγδαία πέφτει επάνω μας, κι ανέτοιμους - πού πια καιρός - μας συνεπαίρνει.
Πληθαίνουν οι φωνές που κηρύσσουν την απουσία οράματος. Οι συγκαιρινοί μας διαννοούμενοι περνούν στην ανυποληψία καθώς η εποχή μας διαφημίζεται σαν αυτή του «τέλους των προφητών». Αυ το ί που σ ’ άλλες εποχές με τα οράματα, τα συστήματα, τους ρεαλι σμούς ή τις ουτοπίες τους ίππευαν το ρεύμα κάθε εποχής, σήμερα θεωρούνται από ορισμένους, πρόσωπα «μυθικά» και γ ι’ αυτό ψεύτικα.
26/αφιερωμα αι η λογοτεχνία; Ο γ ρ α πτό ς λόγος που ήταν πά ντα αρωγός στη σκιαγράφηση αυτών των οραμάτω ν - είτε επρόκειτο για προσ ω πικά είτε για συλλογικά - σήμερα τί λέει. Θα ’ταν άδικο κα ι ανιστορικό να καταλήξει κανείς εύκολα κα ι γρήγορα ότι το όραμα, το " κ ι νούν” στοιχείο για ένα λογοτέχνη, είναι μια τελειωμένη υπόθεση μαζί με το τέλος αυτού του αιώνα. Και θα ’ναι άδικο γιατί ποτέ τα οράματα δεν είναι κοινά για όλους· και ανιστορικό γιατί η ιστορία μάς έχει δείξει ότι υπήρξαν καλλιτεχνικά οράματα που πήγαν κόντρα στα κυρίαρχα ορά ματα των εποχώ ν τους και ακόμα υπήρξαν προ σω πικά οράματα που κινήθηκαν σ ’ αντίθετη κ α τεύθυνση α π ’ αυτά των περισσοτέρω ν συναδέλ φων τους, ή άλλα που ξεκίνησαν σαν μοναχικά για να κυριαρχήσουν πολύ αργότερα ή να δικαιω θούν απλά από την ίδια την ιστορία της λογο τεχνίας. Συνήθως την τέχνη την επηρέασαν τα μεγάλα κοσμοθεωρητικά, φιλοσοφικά ή αισθητικά και κοινωνικά οράματα που χαρακτήρισα ν την κίνη ση της εποχής τους. Για παράδειγμα, πίσω από το έργο των Α λμπέρτι, Ν τα Βίντσι, Ντύρερ βρί σ κεται το όραμα της Αναγέννησης να προσεγγί σει με μια νέα οπτική τον ορατό κόσμο. Π ίσω α πό τον Κορνέιγ και τον Μ ολιέρο βρίσκεται ο Μ πουαλώ, ο Κ αρτέσιος, η θέληση δηλαδή του Δ ιαφωτισμού να ιδωθεί ο κόσ μος μέσα από τον λόγο, την ορθοφροσύνη, την κατανοητότητα. Π ί σω από τον Σίλλερ βρίσκεται ο γ ερμ α ν ικό ς ιδεα λισμός του Καντ και το όραμα της υπέρβασης του πρόωρου κατακερματισμού της κοινωνίας και του ατόμου. Θα μπορούσαμε σ χη ματικά να πούμε ότι « κ ά θε εποχή κα ι το όραμά της». Α λλά ακόμα κα ι ό ταν οι επο χές δεν «επέτρεπαν» τα οράματα - ό πω ς σ ’ ένα τμήμα των χρόνων του Μ εσαίωνα υπήρξαν ο ραματιστές καλλιτέχνες. Επίσης πίσω από την έννοια του ο ράματος υ πήρχαν διαφορετικά κάθε φορά περιεχόμενα. Στην αρχαϊκή, αρχαία, μέχρι και τη χριστιανική εποχή το όραμα ήταν ένα διάμεσο μεταξύ θεών και ανθρώπων, τρόπος σύλληψης του μέλλοντος που ήταν υπερβατικά δοσμένο με οράματα που έ βλεπαν κάποιοι «εκλεκτοί». Π λήθος γνω στά ο ράματα χαρακτηρίζουν εκείνες τις εποχές, όπω ς το όραμα του Φ αραώ για τα 7 παχιά και τα 7 αδύ νατα χρόνια, τα όνειρα του Τούτμοση, ο Ασσύριος θεός του ονείρου Μ άμου. Τα περισσότερα α π ’ αυτά απεικονίσθηκαν σε τοιχογραφίες κα ι α ντικείμενα της εποχής. Α λλά κα ι πιο πίσω-αν πάμε στη νεολιθική επο χή, με τον έντονο ανιμισμό της, θα βρούμε τη σύγκρουση δύο κόσμω ν - του πραγματικού και του φ ανταστικού. Ο δεύτερος είχε κα ι υπερβατι κά, οραματικά στοιχεία. Για τα οράματα αυτά μας μιλά η ζω γραφική, η
Κ
«λογοτεχνία και των απλώ ν ανθρώπων» όπω ς την έχουν ονομάσει. Α πό τα σ πήλαια της Ά λ τ α Μίρα, στις αιγυπτιακές εικονογραφήσεις κ α ι από κει στα χρόνια του Ραφαήλ, του Τζιόττο, του Πιέρο ντε λα Φ ραντσέσκα μέχρι τον Ιερώνυμο Μ πος, τον Κ αντίνσκυ, τον Ν ταλί, τον Ριβέρα και τον Π ικάσο επώνυμα ή ανώνυμα, βρίσκουμε πλήθος έργα που εικονίζουν οράματα. δώ θα πρέπει να κάνουμε μια δεύτερη υποση μείωση. Α πό τον 18ο στον 20ό αιώνα το όρα μα εκφ ράστηκε είτε από πρόσω πα, είτε μέσα από διαφορετικές κα λλιτεχνικές ομάδες. Γι’ άλλους ήταν ό ραμα καθαρά προσ ω πικό, υπερβατικό και δέσποσε σ ’ όλο τους το έργο. ΓΓ άλλους το όρα μα ή ταν ιδεολογικό ή κοινωνικό κα ι προήλθε κα-. τά το μάλλον ή ήττον από συλλογικές κοινωνι κές διεργασίες. Οι Ρ ομαντικοί ήταν ένα χαρακτηριστικό οραματικό κίνημα. Στη φυγή από την πρα γμ ατικότη τα ανακαλύπτουν το ασυνείδητο α π ’ το οποίο πη γάζουν τα όνειρά τους, που είναι η εκπλήρωση τω ν επιθυμιών τους μέσα κα ι από ανορθολογικές λύσεις. Η φυγή προς την ουτοπία, το παραμύθι, το φ ανταστικό, το αλλόκοτο, τα όνειρα κα ι το παράδοξο ανέδειξαν τους μεγάλους οραματιστές. αυτού του κινήματος. Και η ποικιλία αυτών των οραμάτω ν υπήρξε εντυπωσιακή. Για παράδειγμα ο Σέλλεϋ κα ι το κοσ μολογικό όραμά του. Η σύ γκρουση ανάμεσα στο καλό κα ι το κα κό, τον ε πηρέασε κα λλιτεχνικά, τον έφερε να αναμετρη θεί κα ι να τροποποιήσει το προμηθεϊκό δράμα του Α ισχύλου μετατρέποντάς το στον «προμηθέα λυόμενο», γιατί έτσι υπηρετούσε καλύτερα το η θικό του όραμα. Ο Σατω βριάνδος, ο Ρουσσώ αλ λά κυρίως ο Βύρωνας βρίσκονταν κάτω από την επίδραση του Weltschmertz ( = του παγκόσμιου πόνου) που τους οδήγησε στη δημιουργία του ρο μαντικού ήρωα ω ς ενός «ξεπεσμένου αγγέλου», λαμπρού κα ι άχρηστου, γιατί το όραμά του δεν είχε αντίκρυσμα στην εποχή του. ι συμβολιστές προσγειώνουν το όραμα στο «πρόσωπο» του καλλιτέχνη. Στόχος τους οι κανόνες μιας «ηθικής τέλειου λογοτέχνη, τέλειου φιλόλογου». Ο συμβολισμός αναζητά την τέλεια φιλολογία, την τέλεια λογοτεχνία, την τέλεια μορφική επανάσταση, εκεί που ο ρομαντισμός α ναζητά πνευματικά κα ι κοινω νικά οράματα. Στην περίπτωση αυτή έχουμε, λοιπόν, ένα όραμα για την ίδια την τέχνη που θέλει να την κα ταστή σει απόλυτη, που θέλει με το όνειρο κα ι το ένστι κτο να συλλάβει απροσδιόριστες ψ υχικές κα τα στάσεις, να μετατρέψει τη λογοτεχνία σε ισοδύ ναμο της μουσικής, όπω ς σημείωνε ο Βαλερύ. Π αρόμοιο οραματικό κίνημα με αναφορά στην Τέχνη ήταν ο ντανταϊσ μός. Η καταστροφή της τέχνης ήταν η «αρνητική» όψη ενός οράματος που συγκλόνιζε την προσω πική ζωή και την κα λ λιτεχνική δράση της ομάδας.
Ε
Ο
αφιερω μα/27 Μια σύνθεση του ο ράματος για την τελειοποίη ση της τέχνης κα ι του κοινωνικού ο ράματος απέ διδε ο φουτουρισμός. Ο Μ αρινέττι ονειρευόταν τον τρόπο που θα γράφουν οι ποιητές κα ι θα ζω γραφίζουν οι ζω γράφοι του μέλλοντος. Το μέλλον υπήρξε πά ντα μία κινητήρια δύναμη γύρω από την οποία δέθηκαν πολλά οραματικά κινήματα. Είτε αυτό ή ταν το κοινωνικό μέλλον εκφρασμένο με τον τρόπο ενός συγκεκριμένου κοινωνικού πολιτικού συστήματος (περιπτώσεις ακραιφνούς σοσιαλιστικού ρεαλισμού), είτε γενικά το μέλλον μιας σύγχρονης ζωής με άλλες διαστάσεις από αυτές που είχαν συνηθίσει οι συγκαιρινοί τους. Στην τελευταία περίπτωση είναι χαρακτηριστικό το πάθος του Ο υίτμαν ν’ αποδώσει το όραμα της μοντέρνας, σ ύγχρονης ζωής ό πω ς το έδιναν οι γιγάντιες διαστάσεις της Α μερικανικής Η πείρου. Υ πήρξαν κα ι οράματα ο λικά. Που φιλοδόξη σαν - άσχετο πόσο πέτυχαν - να τροποποιή σουν τη φιλοσοφία, την καθημερινή ζωή του αν θρώπου κα ι ταυτόχρονα την ίδια την τέχνη. Χ α ρακτηριστικό παράδειγμα ο υπερρεαλισμός. Ά λ λ α οράματα είχαν περισσότερο ιδεολογικό χαρακτήρα όπω ς αυτά που επηρεάσθηκαν από το πρώ το σοσιαλιστικό κίνημα (προλετ-κουλτ, «κόκκινη» δεκαετία της πεζογραφίας σ τις αρχές του αιώ να στην Αμερική) ή το μυθιστόρημακήρυκας της ελευθερίας της έκφ ρασης μέσα από την καταγγελία αποξένω σης του ατόμου από την κοινωνία (όπω ς το ρώσικο ψυχολογικό μυθιστό ρημα, του Ν τοστογιέφσκι, του Τ ολστόι κ .ά.). Χ αρακτηριστικό όραμα ιδεών είναι όσοι λογοτέ χνες θυμίζοντας τον Π λάτω να, - ό πω ς ο Μαλλαρμέ - θέλησαν να πραγματώσουν, έστω και μερικά, τον κόσμο των ιδεών στη ζωή της εποχής τους. Τέλος, υπήρξαν οράματα προσω πικά ό πω ς υπερβατισμού (Μ πλέικ), φυγή κα ι τεχνητού πα ρ α δείσου (Μ πωντλέρ), ντεκαντάντσ ιας (Βερλαίν), ενόρασης ενός καινούριου φανταστικού κόσμου (Βερν-Ό ργουελ) ακόμα κα ι ερω τικά - προσωποποιημένα οράματα (Βάγκνερ στο «Τ ριστάνος και Ιζόλδη» όπου προσωποποιεί τον έρωτά του για τη Μ ατθίλδη Βεζεντούκ). τη χώ ρα μας έχει παρατηρηθεί ότι οι περισ σότεροι λογοτέχνες κινήθηκαν κάτω από την επίδραση τω ν διαδικασιώ ν για την αναζήτη ση συλλογικών οραμάτων. Π οιος θα αποσυνδέ σει τη γενιά του ’20 (Κ. Θ εοτόκης, Κ. Π αρορίτης κ .ά .) από το πρώ το σοσιαλιστικό όραμα, τη γε νιά του ’30 από το όραμα του εκσυγχρονισμού κ α ι του εξευρωπαϊσμού, ό πω ς το διατύπωσε ο Γ. Θ εοτοκάς στο «Ελεύθερο Π νεύμα», τη μεταπο λεμική γενιά α π ’ το «χαμένο όραμα». Έ κ το τε α κολούθησαν γενιές επάλληλω ν « χαμένων οραμά των» - με μια μικρή εξαίρεση στη διάρκεια της δικτατορ ίας - που δέσποσαν στην καλλιτεχνική παραγω γή.
Σ
Π α ρ ’ όλα αυτά θα ’ταν πολύ σχηματικό να θε ωρήσουμε ότι κάθε λογοτέχνης δεν έχει το δικό του προσ ω πικό όραμα, που πολλές φορές είναι σύνθεση πολλών στοιχείων. Σικελιανός και το ό ραμα της Δ ελφικής Ιδέας· Καρυωτάκης και το αποπνιχτικό κ λίμα του μεσοπολέμου· Σεφέρης και ελληνικότητα· Ελύτης κα ι φύση· Καρέλλη και θρησκευτικότητα· Καζαντζάκης κα ι νιτσεϊκός υ περάνθρωπος. Ά λ λ ε ς φορές το όραμα που συνέχει τον δη μιουργό και αποτελεί γι’ αυτόν πηγή ζωής και δη μιουργίας είναι η κριτική δεδομένων οραμάτων. Για παράδειγμα, η κριτική στο μικροαστικό ό ρα μα (Μ. Κουμανταρέας) ή στην κυριαρχούσα ιδεο λογία της γραφ ειοκρατικής Α ριστερός (Μ. Χάκκα ς) κ.ά. Ε πίσης το όραμα αυτό μπορεί κά ποτε ν’ απου σιάζει εντελώς. Α λλά κα ι σ’ αυτή την περίπτωση το μη-όραμα, ο μηδενισμός, αποτελεί ένα δυνα μικό στοιχείο προ-λογοτεχνικό, ικανό να κινητο ποιήσει την καλλιτεχνική δυνατότητα και να βρει τελική έκφραση σε δημιουργικό έργο. Ί σ ω ς μόνο η αυτόματη γραφή να μπορεί να εξαιρεθεί από την καλλιτεχνική δημιουργία που δεν προαπαιτεί όραμα. υ μπερασ ματικά θα λέγαμε ότι το όραμα μέ σα από τη λογοτεχνία έδωσε κα τά καιρούς τα ακόλουθα στοιχεία: α. Το όραμα αναφέρεται στον καλλιτέχνη, στην κοσμοθεωρία του, στον ψυχισμό του και την προσ ω πικότητά του, αλλά ανιχνεύεται στο έργο του, γιατί εκεί βρίσκεται καταγραμμένο, β. Ιστορικά έχει δειχθεί ότι συνδέεται, απηχεί, ε πηρεάζεται από μεγάλα κοινω νικά, φιλοσοφικά, ιδεολογικά ρεύματα. Ό μ ω ς ... γ. Κάθε κα λλιτεχνικό όραμα έχει τον δ ικό του, ι διαίτερο χαρακ τήρα που εξαρτάτα ι από αυτή καθεαυτή την προσω πικότητα του καλλιτέχνη. Από τις αισθητικές του απόψεις, τις ιδιαιτερότητες ή και τις εμμονές του, τις εκφ ρασ τικές του προτι μήσεις, την παρουσία ή απουσία του απ ό κοινω νικές ή κα λλιτεχνικές ομάδες κ.ά . δ. Το όραμα δεν ταυτίζεται με το θέμα, ή την κεντρική ιδέα ή τη φιλοσοφία του λογοτέχνη. Έ να επιπλέον στοιχείο που έχει είναι η προωθητική του δύναμη, η δυνατότητα να επηρεάζει τον λο γοτεχνικό περίγυρο κα ι τους αναγνώ στες.
Σ
Σήμερα ζούμε μια νέα εποχή, που κ ι αυτή ανα ζητά τα δικά της μέτρα. Μ έσα στο σήμερα όμως δημιουργούνται έργα από λογοτέχνες διαφόρων γενιών. Εμπνέονται ή έστω αναζητούν όραμα αυ τοί οι δημιουργοί; Υ πάρχουν σήμερα οράματα, αλλά είναι διαφοροποιημένα; Ή μήπω ς υπάρχει απουσία οράματος που για κάποιους μπορεί να ’ναι κα ι πιο δημιουργικό; Σ’ αυτά κα ι άλλα ερω τήμα τα οφείλεται το αφιέρωμα που κ ρ ατάτε σή μερα στα χέρια σας. □ αφιερώματος: Γιάννης Ν. Μ π α σ κ ό ζο ς -Γ .
Γαλάντης
28/αφιερω μα
ίναι περίεργο αλλά η λέξη όραμα γεννάει μέσα μου τώρα τελευταία, μιαν έ ντονη δυσπιστία. Προσπαθώ να καταλάβω το γιατί έχει φθαρεί, γιατί έχει αλλοιωθεί και δεν το κατορθώνω. Συλλογίζομαι πόσο διαφορετικά θα μιλούσα άλλοτε για τη σχέση της λογοτε χνίας με το όραμα και τρομάζω, σαν να χάθηκε σχεδόν κάτι από το μεγαλείο, τη μοναδικότητα, το ιδιαίτερα χαρισματικό που είχε. Ίσω ς να φταίω εγώ, ίσως να φταίει το ότι σήμερα όλοι μ λάνε για τα οράματά τους έτσι όπως μιλάνε για τους έρωτες και τη γρίπη. Τα πολλά λόγιά, η εξωτερί κευση με μεγεθυντικούς φακούς της καθημερινής προσπάθειας να πείσουμε τον κόσμο μας και την εποχή μας για την αναμφισβήτητη ποιότητα του πιθανού ο ράματος που μας οδηγεί, δημιουργούν ίσως αυτόν τον διάχυτο τρόμο καπηλείας της έννοιας, φθοράς της λέξης. Ίσω ς... Έχουμε δει όλοι λογοτέχνες νέους και παλαιούς να πορεύονται βάσει οράματος, να πορεύονται σαν καλοκουρδισμένες μηχανές, αξιοθαύμαστες και συγχρόνως αποκρουστικές, πάντα μέσα στην επικαιρότητα. Ο ορισμός όμως είναι σαφής και περιοριστικός: «"Οραμα είναι τό έν έκστάσει όρώμενο». Εκεί βρίσκεται, νομίζω, η δυσκολία, η αυταπάτη, η αιτία της λεκτι κής φθοράς, η πηγή της δυσπιστίας. Το «εν εκστάσει» δεν είναι κάτι καθημερι νό, δεν βιάζεται, δεν διαμορφώνεται από καμιά φιλοδοξία, καμιά θέληση, κανέ να σκοπό. Η λογοτεχνία δεν είναι δυνατή, βέβαια, χωρίς την ευεργετική αστραπή, που μπορεί να οδηγήσει το λογοτέχνη στην κατάσταση της χάριτος. Ο λογοτέχνης και ο πιο ρασιοναλιστής και ο πιο προσγειωμένος το ξέρει αυ τό, ζει συνειδητά πε'ριμένοντας και προκαλώντας την έμπνευση, που θα τον οδη γήσει στη σύλληψη μιας ιδέας, μιας μορφής, μιας ανθρώπινης σχέσης, ακόμη μιας αλήθειας, η γενικότερα μιας άλλης πραγματικότητας.
Ε
αφιερωμα/29
Τ
ο «έν έκστάσει» είναι η μοίρα του λογοτέχνη. Μπορεί ποτέ να μην έρθει,
μπορεί να έρθει σε ώρα βαθύτατου ύπνου σαν τον Νυμφίο... Το πρόβλημα είναι το πώς δέχεται κανείς αυτή τη μοίρα. Μπορεί να τη δεχτεί με χαρά και με ταπεινοσύνη, με έπαρση και βεβαιότητα, με υπομονή και γνώση, ή με όλα αυτά μαζί αλληλοσυγκρουόμενα και αντιφατικά συγχρόνως. Άλλωστε η συνύπαρξη του πραγματικού με το φανταστικό και η αέναη παλινδρομική μετακίνηση από το όνειρο στο χειροπιαστό είναι ο μόνος δρόμος για το λογοτέχνη. Μόνο έτσι έχει κάποια πιθανότητα να συλλάβει και να μορφοποιήσει κάτι από αυτό που λέμε βαθύτερο νόημα της ζωής. Ισως ακόμη να μπορέσει να αποκαλύψει, αν είναι άξιος, κάποιο ελάχιστο μέρος της αλήθειας, της ομορφιάς, της ελευθερίας, της αγάπης. Μεγάλες λέξεις λέω; Ναι, μεγάλες λέξεις που θα έπρεπε να γράφο νται με κεφαλαία. Δεν φοβάμαι, όμως, να αναφερθώ σ’ αυτές γιατί δεν έχουν φθαρεί μέσα μου και τις προσεγγίζω με το θάρρος παιδιού που ονειρεύεται. Είναι και άλλες ακόμη λέξεις-δρόμοι, στη δουλειά μας, οδηγοί στο «έν έκστάσει». Λέξεις αστραπές και κεραυνοί: Είναι ο χρόνος, τα περασμένα και τα μελ λούμενα που πλέκονται, έξω από τη θέλησή μας, με το ελάχιστο παρόν και το σήμερα. Είναι η συνειδητή και η υποσυνείδητη μνήμη μας. Είναι ο θάνατοςγνώση του απόλυτου μαύρου, όπως είπε ο Σικελιανός στον Σεφέρη. Πρόσκληση αε μια πατρίδα που μας καλεί. Νοσταλγία των ουρανών και αίσθηση, πάνω απ' όλα, ανυπαρξίας των ορίων. Όραμα και λογοτεχνία, είναι θαρρώ, το πολύ που ονειρευόμαστε και το λίγο που πραγματοποιούμε. □
Ο
Γ ε ς κ
χ
ο
ι μ
ι ο
ς
έχει δ ώ σ ει τον π ληρέστερο λόγο τη ς α ρ χ α ία ς ε λ λ η ν ικ ή ς σ τ ίχ ο υ ρ γ ίσ ς κ α ι μ ο χ ισ ικ ή ς . Β ιβ λ ίο ε γ κ ό λ π ιο γ ια κ ά θ ε φ ιλ ό λ ο γ ο . tjt Δ ΙΦ Ρ Ο Ε
Ζ Σ
^T CcxT cxX cxg ί! ΚΑΗΜΟΙ ΙΠΑΙ ΑΛΛΪ
ΑΠΑΝΤΑ Ο
*
I * Μιλέτες feniAom λιφροϊ:
ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 57, Αθήνα 106 79
1ος όροφος, γραφ. 110, τηλ. 3610811
30/αφιερωμα
Σπύρος Πλασκοβίτης
Λογοτεχνία και Όραμα πάρχει όραμα στη Λογοτεχνία - στο λογοτέχνη δηλαδή όταν δίνει έργο; Και τι θα πει όραμα; Είναι, βέβαια, ένα ερώτημα. Αν το αντιστρέφουμε: Νοείται τάχα αληθινή λογοτεχνία χωρίς όραμα; Οραματίζεται, νομίζω, κανένας κάτι που είναι πέρα από την πράξη, πέρα από την πραγματικότητα που ζει, κάτι μάλιστα που δεν παύει ν’ απομακρύνεται όσο εσύ προσπαθείς να το πλησιάσεις, το ανέφικτο που θέλεις και το ελπίζεις εφικτό... Θα τολμούσα να πω ότι ένας ικανοποιημένος άνθρωπος δεν γράφει. Η λογο τεχνία είναι κατά κάποιον τρόπο η έκφραση του ανικανοποίητου, η δίψα για κά ποια μορφή του Απόλυτου - έστω και αν στα μάτια του δημιουργού αυτό το «απόλυτο» δεν είναι ξεκαθαρισμένο και, πολύ λιγότερο, δεν ταυτίζεται ανάμεσα στους τεχνίτες του λόγου. Ωστόσο το πρώτο και κοινό όραμα που συναντάμε σε όλα τα άξια λογοτεχνικά έργα είναι το «εκφραστικό όραμα» του συγγραφέα ή του ποιητή, πέρα από κάθε άλλη μακρυνότερή του προσδοκία. Είναι το όρα μα, ο αγώνας του για την τέλεια έκφραση. Είναι η ελπίδα του, που τη μαντεύεις . ανάμεσα στη φράση ή το στίχο, να φτάσει στο ανώτατο δυνατό όριο την εκφρα στική απεικόνιση του μέσα του κόσμου. Έχω την εντύπωση ότι κανένας μεγά λος ή και απλά σημαντικός δημιουργός δεν αρκέστηκε στα κείμενά του και ότι δεν περίμενε πάντα να έρθει η ώρα κάποιας πληρέστερης εκφραστικής ωριμότη τας. Ανάμεσα στο υπαρκτό λογοτέχνημα και στο όραμα του δημιουργού του αι σθάνεσαι να μεσολαβεί πάντα κάποιο κενό· είναι για μένα το πιο συγκινητικό, το θαυμασιότερο στοιχείο σε κάθε άξιο λογοτεχνικό έργο όταν έρχεσαι σ’ επαφή με την περιπέτεια της γραφής. Ο τραγικός ποιητής των «κενών», ο Σίσυφος στον ανήφορο για την άρτια, την απόλυτη έκφραση, ο Δ. Σολωμός είναι για μας τους Έλληνες ο μεγαλύτερος.
Υ
να προχωρήσουμε τώρα πέρα από τον οραματισμό του λογοτέ Α νχνηθελήσουμε για το λογοτέχνημα, θα συναντήσουμε λογής οραματιστές - άλλους με περισσότερο διάφανο κι έντονο το δραματικό στοιχείο στο κείμενά τους, άλ λους για τους οποίους θα πρέπει προσεχτικά, και όχι χωρίς αμφιβολίες, να ψά ξεις για να βρεις τί πίστευαν ή σε τί ελπίζουν επειδή η τέχνη τους, η εποχή τους, c χαρακτήρας τους αρέσκεται σε σκεπασμένες καταστάσεις, στον «λανθάνοντα λόγο», σε σημείο κάποτε να δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει τίποτα γι’ αυτούς πέρα από μια «ζωική» ορμή γραφής, δίχως δικαιολογία και σκοπό. Η τελευταία περίπτωση εμφανίζεται κάπως συχνότερα.στις ημέρες μας κάτω από την επιρροή αμερικανικών προτύπων με τη μορφή ενός μοντέρνου νεονατουραλισμού. Οι εποχές και οι κοινωνίες στις οποίες έζησαν οι δημιουργοί έ χουν φυσικά άμεση αντανάκλαση στον.οραματισμό τους. Υπάρχει η μεγάλη κα τηγορία των οραματιστούν συγγραφέων και ποιητών θρησκευτικής, με την πλα τύτερη σημασία του όρου, καταγωγής. Υπάρχει η κατηγορία των κοινωνικών ορσματιστών συγγραφέων - αυτών που έλπισαν σε μιαν εγκόσμια δικαιοσύνη για τον άνθρωπο. Υπάρχουν και τ«... ανάμικτα είδη οραμάτων του λογοτέχνη
αφιερωμα/31
Νταλί: Προμήνυμα Εμφυλίου Πολέμου, 1936
- η άθρησκη μεταφυσική, το όραμα του ερωτικού απόλυτου, ο φυλετικός και πατριωτικός οραματισμός, ο ιδεολογικός ή και αμεσότερα πολιτικός... Θα ή ταν άχαρη δουλειά το να κατατάξεις και να μετρήσεις τα άπειρα εσώτερα κίνη τρα που διαμορφώνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τον οραματισμό του λογο τέχνη και τον ωθούν τελικά στο να είναι αυτός κι όχι ένας άλλος. Ανάμεσα στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ και τον χριστιανισμό πανσλαυισμό του Ντοστογιέφσκι ποιες συγκρίσεις και ποιες αποστάσεις μπορούν να σε οδη γήσουν σε σταθερά συμπεράσματα; Ανάμεσα στο Μπαλζάκ και τον Τολστόι, τον Φλωμπέρ και τον Σταντάλ, τον Τσέχωφ, τον Προυστ και τους δικούς μας Παπαδιαμάντη και Κοσμά Πολίτη, λόγου χάρη, - πόση απόσταση, μα και πό σα τα κοινά στους οραματισμούς τους! Γιατί, ενώ είναι βέβαιο ότι ο κόσμος τους - το πραγματικό μέρος των αφηγήσεών τους - παραμένει για τον καθένα ένας άλλος διαφορετικός κόσμος, δεν σου μένει αμφιβολία πως κανένας τους δεν αρκείται στην περιγραφή αυτού του δικού του κόσμου. Μια δίψα, μια λαχτά ρα, τους πηγαίνει πιο πέρα, σε κάτι που ολοένα προσπαθούν να το ελπίσουν και να το συλλάβουν, για τον εαυτό τους πρώτα και για τον αναγνώστη έπειτα.
32/αφιερωμα ο όραμα του λογοτέχνη - συνειδητό ή ασυνείδητο - πυροδοτεί τη γραφή και ανεβάζει τη θερμοκρασία του κειμένου τόσο στα μεγάλα και κορυφαία έργα, όσο και στα λιγότερο διάσημα, στο βαθμό που ο συγγραφέας ή ο ποιητής κονιορτοποιείται τελικά από την ίδια του τη δίψα. Το όραμα στη λογοτεχνία εί ναι εξάλλου η άλλη όψη του νομίσματος της ανιδιοτέλειας της συγγραφής. Ο συγγραφέας, ο ποιητής, μπορεί να έχει προσωπικά πάθη, έμμονες ιδέες, φανατι σμούς πρόσκαιρους. Μπορεί συχνά, συχνότατα, ν’ ανακατεύει τον εαυτό του με τους ήρωές του αν είναι πεζογράφος ή με τους ίσκιους των ψυχών που διασκελί ζουν τους στίχους του αν είναι ποιητής. Ό μω ς όταν φτάνει μπροστά στη λογο τεχνική δημιουργία όλα αυτά τα μικρά, τα καθημερινά, ανθρώπινα πράγματα παραμερίζουν για να κάνει την εμφάνισή της η ιερότητα της γραφής. Όποιος επιχειρεί να γράψει προσγειωμένος σε πρακτικούς σκοπούς, επιθυμώντας να ε ξυπηρετήσει συμφέροντα κάθε είδους, δικά του ή τρίτων, οπωσδήποτε δεν γρά φει λογοτεχνία. Η πονηρή πρόθεση εξαφανίζει το όραμα, λειτουργεί σαν «θειϊκό οξύ» που διαλύει την απατηλή επιφάνεια, τη λογοτεχνική υποκρισία, και ξεσκε πάζει την αληθινή μορφή του κειμένου. Οραματιστές που έχουν τοποθετήσει το ελπιζόμενο - ηθικό, κοινωνικό, ιδεο λογικό, μεταφυσικής κάποιας ευδαιμονίας - στο απροσδιόριστο μέλλον, ενώ ερευνούν και πάσχουν για τον καθημερινό άνθρωπο της εποχής τους, για τις α μαρτίες του και τη μεγαλοσύνη του. Συγγραφείς που συγχωρούν και μέσα από το συμβατικό της ζωής αισθάνεσαι πόσο κυνηγούν το Απόλυτο. Άλλοι που δια μαρτύρονται και καταγγέλλουν, οι ασυμβίβαστοι, οι ανατρεπτικοί - εξίσου οραματιστές του μέλλοντος ωστόσο με τους προηγούμενους, ακόμα κι όταν το αρνούνται. Λυρικοί ψυχογράφοι, εικονογράφοι ενός οράματος ζωής που κατοι κεί κάπου στο παρελθόν και που δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά με την αφαίρεση και τη νοσταλγία του συγγραφέα λαβαίνει τις διαστάσεις ενός παράδεισου μέσα στην «Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου» του Προυστ, στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη ή στη Σμύρνη του Κοσμά Πολίτη... Ό λοι οι άνεμοι της Γης ταξιδεύουν φέρνοντας στα φτερά τους μηνύματα για όσους έχουν ανοιχτά παράθυρα. Ο κόσμος για τον πεζογράφο και τον ποιητή είναι μια διαρκής αναστάτωση. Με κλειστά παράθυρα, με κουρτίνες που απαγο ρεύουν τη θέα, μ’ εγωιστικούς ναρκισσισμούς και παθητικότητα... όχι, δε νομί ζω ότι μπορεί να γεννηθεί σημαντικό λογοτεχνικό έργο. Για τα μεγάλα και θεμε λιακά στην ιστορία του πνεύματος δεν χωράει συζήτηση. Θα ήταν αρκετό να σκεφτούμε ότι χωρίς τον οραματισμό ολάκερη η αρχαία τραγωδία δεν θα υπήρ χε... □
Τ
Κλέε: Κ εφ ά λ ια , 19 13
αφιερωμα/33
Ιάκωβος Καμπανέλλης
πάρχει μια βασική διαφορά μεταξύ προπολεμικού και μεταπολεμικού ορά ματος που επέφερε και μια διαφοροποίηση στο όλο γράψιμο. Δεν θα ’λεγα ότι η διαφοροποίηση αυτή είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Κάθε άλλο. Έχει την ίδια αφετηρία, αλλά μοιραία επηρεάζεται, συνοδοιπορεί με τις εξελίξεις των συνθηκών. Συνθήκες περιβάλλοντος πολιτικού, κοινωνικού, ψυχολογικού, υ παρξιακού κ.ά. Μοιραία ακολουθούμε τους κανόνες του παιχνιδιού, δηλαδή τους κανόνες της πραγματικότητας. Αλλά να λάβουμε υπόψη μας και κάτι άλ λο. Οι συνθήκες ήταν τότε προωθητικές. Τα ερεθίσματα, οι ευαισθησίες ήταν προωθητικά στοιχεία. Αλλά, ξέρετε κάτι, είμασταν νέοι και εμείς. Κι αυτό είχε τεράστια σημασία. Αν με ρωτήσετε να σας πω τους σταθμούς αυτής της εξελι κτικής πορείας, θα σας πω ότι μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο, μετά από ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, κοντολογίς τις γενικές και ειδικές συνθήκες και εμπειρίες που είχα εγώ προσωπικά, μαζί με τη νιότη, ήταν φυσικό να έχω μια αγωνιστικότητα. Να είμαι πιο κοινωνικός στο γράψιμό μου απ’ ότι είμαι τώρα. Επηρεαζόμασταν, τότε, πάρα πολύ από τη διεθνή κατάσταση, αλλά και την εδώ. Πιστεύαμε οι πιο πολλοί, ότι η δουλειά μας μπορεί να παίξει κάποιο ρόλο, ένα πετραδάκι ίσως. Με το πέρασμα του καιρού - όχι ότι κανείς απογοητεύε ται, και όταν λέω απογοητεύεται εννοώ να φθάνει στην απόγνωση του ν’ αυτοκτονεί και να παραιτείται από οποιαδήποτε αγωνιστικότητα - είναι φυσικό να ωριμάζει. Μπαίνει και μια γεύση ματαιότητος στην ύπαρξή μας. Κάπου γινόμα στε και πιο ενδοσκοπικοί. Κάπου γυρεύουμε και ευθύνες στον εαυτό μας μέσα.
Υ
34/αφιερωμα Θα ’λεγα ότι εγωκεντρίζεται κάπου η δημιουργία όσο περνάνε τα χρόνια. Δεν είναι εις βάρος της δουλειάς αυτό. Απεναντίας. Κάπου γίνεται κανείς πιο ευρύς και πιο βαθύς. Ό ταν είναι νέος κανείς - θα το πω απλουστευτικά - μεγαλώνει και αποδίδει ευθύνες σε πρόσωπα. Αργότερα μετατοπίζεται από τα πρόσωπα. Ό ταν είναι παιδί, νομίζει ότι φταίνε ο μπαμπάς, η μαμά και τ ’ αδέλφια του. Αρ γότερα οι συμπολίτες, μετά τα γύρω κράτη, η Ευρώπη... και όλο απλώνει την ευθύνη για να φθάσει σε τραγικά βάθη. Στους αιώνες, στους προηγούμενους και στους επόμενους. Κι όλα απλώνουν. Οι τόποι, οι χρόνοι... Κι είναι φυσικό όλα αυτά να επηρεάζουν τον τρόπο που κανείς γράφει, τον τρόπο που κανείς ει σπράττει τα του κόσμου τούτου, που πάντα, από αυτά αιμοδοτείται μια δουλειά.
Φ
οβάμαι πάντα τους ορισμούς. Παρ’ όλο που μίλησα πιο πριν για αγωνιστι κότητα κ.λπ., δεν ξέρω αν είχα ποτέ μου όραμα. Έ χω την εντύπωση ότι δεν είχα. Απ’ τα πράγματα που αγαπώ πιο πολύ - θα σας το πω με μια εικόνα πάλι - είναι να πηγαίνω περίπατο σε μια παραλία. Να χαζεύω με τα φύκια, τα βότσαλα, τους βράχους, να κοιτώ τον ουρανό, τα σύννεφα, τις βάρκες... Ό ταν ξεκινώ τον περίπατο δεν έχω κανένα όραμα, κανένα στόχο. Γίνεται ο περίπατος για τον περίπατο. Δεν το πάω στο «η τέχνη για την τέχνη», αλλά πιστεύω ότι και στην εποχή της αγωνιστικότητας έγραφα για ν’ αναλωθώ εγώ πιο πολύ, να ζήσω κάποιες ελευθερίες τις ώρες που έγραφα, να εκτονωθώ μέσα από τα γρα φτά μου. Δεν πίστευα ποτέ ότι ένας ποιητής, ένας συγγραφέας μπορεί να είναι ένας απόστολος και να κάνει μια αποστολική δουλειά. Τέτοιες αφέλειες δεν τις πίστεψα ποτέ μου. Συγκεκριμένο όραμα, λοιπόν, δεν είχα. Νομίζω ότι αν υπάρχει ένα όραμα, αυ τό εισπράττεται από τους παρατηρητές ενός δημιουργού. Το συλλέγει και το α νακαλύπτει ο δημιουργός, αλλά δεν είναι πάντα μέσα στις προθέσεις του να έχει ένα όραμα να το υπηρετεί. Νομίζω ότι ο καθένας μας διαλέγει ένα παιχνίδι, παι χνίδι της ζωής δηλαδή. Εγώ διάλεξα το θέατρο για παιχνίδι. Δεν θα το έλεγα «πράμα». Ό ταν γράφω δεν σκέπτομαι τον παραλήπτη σώνει και καλά. Δεν το γράφω γι’ αυτούς ή για κείνους τους παραλήπτες. Το γράφω για τον εαυτό μου. Μ’ αυτή την έννοια δεν υπάρχει «όραμα». Αν υπάρχει ένα, αυτό είναι ένα εγωιστικό όρα μα για «ιδία χρήση». Είναι ο τρόπος που εγώ βλέπω, που εγώ κινούμαι, σ’ αυτό τον κόσμο, σ’ αυτό το σύμπαν. Μια στάση ζωής, ένας τρόπος ζωής. Θα έλεγα και το ότι γράφω είναι γιατί διάλεξα αυτό τον τρόπο ζωής και μοιραία καθορί στηκα και δρομολογήθηκα έτσι κι όχι αλλιώς. Αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ να προσπαθώ να «περάσω» τις πολιτικές ή φιλοσοφικές μου ιδέες. Δεν είχα ποτέ άλλο στόχο πέρα από την προσωπική μου φυγή και ανάγκη. Μπορεί να ’χω ένα όραμα. Ας ψάξει να το βρει ο αναγνώστης. ...Σχετικά με τα οράματα ή γενικότερα τις τάσεις των σημερινών δημιουργών νομίζω ότι είναι ο καθένας μόνος του. Δεν υπάρχουν ομαδοποιήσεις σήμερα στην τέχνη. Δεν βλέπω άλλωστε και τα καλά της ομαδοποίησης. Τώρα είμαστε και έξω από τις εποχές. Μπορεί άλλοτε οι συνθήκες να το ζητάγανε αυτό και να ωφελούσε. Τώρα δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο χρειάζεται. Παρ’ όλο που είπα ότι δεν υπάρχει όραμα, και δεν έχει στόχο, θα ’θελα να προσθέσω μια σκέψη. Είναι μια εποχή που πάσχει το πνεύμα. Πάσχει δηλαδή ο κόσμος από πνεύμα. Πίστευα πάντα ότι ο πολιτισμός γενικά χρειάζεται στον απλό άνθρωπο. Ό τι ο άνθρωπος χωρίς τον πολιτισμό είναι απροστάτευτος. Αυ τό κάνουν άλλωστε και οι θρησκείες. Δεν είμαι θρήσκος - αλλά αν ο Χριστιανι σμός επεβλήθη μέσα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ήταν μια ανάγκη να ’χει ένα όπλο και ένς πνεύμα ο πολύ απλός άνθρωπος. Ο πονεμένος, ο καταπιεζόμενος, ο φτωχός, αυτός που δεν ήταν τίποτε, δηλαδή, απέκτησε έναν εαυτό, με την
αφιερωμα/35 πνευματικότητα που του έδινε ο Χριστιανισμός... και όλα αυτά μαζί με τη μετα φυσική και την ομαδικότητα που είχε σαν αντίληψη ζωής, ο άνθρωπος αποκτού σε μια αυτοπροστασία. ιστεύω ότι σήμερα ο δημιουργός μπορεί να είναι ένα πρότυπο, ένα ακραίο πρότυπο, για τον απλό άνθρωπο. Αυτό που κερδίσαμε εμείς οι δημιουργοί ήταν η αυτοπροστασία της φαντασίας μας. Το να λέω ότι κάνω περίπατο και τον απολαμβάνω πάρα πολύ. Να λέω, δηλαδή, κάνω περίπατο άρα υπάρχω. Το ότι μπορώ να σκέφτομαι με λυτρώνει από πάρα πολλά πράγματα. Μπορώ να επεξεργάζομαι τις ανησυχίες μου, τα προβλήματά μου. Μπορεί, λοιπόν, οι δη μιουργοί να ’ναι ένα πρότυπο για τον άνθρωπο. Να καλλιεργήσουν τον αυτοπροστατευόμενο άνθρωπο, πολίτη αυτού του κόσμου, ενός πολύ άγριου κόσμου. Ε μείς οι μεγαλύτεροι βλέπουμε μια αγριάδα που δεν υπήρχε, όπως, για παράδειγ μα, η αγριάδα στην ψυχαγωγία της τηλεόρασης κ.ά. Ό λα τα έργα μου, «Οδυσσέας», «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού», «Ο δρό μος περνά από μέσα» κ.λπ. νομίζω ότι μεταβιβάζουν στο κοινό τη σκέψη του συγγραφέα. Είναι ένας καθρέφτης αυτογνωσίας - όχι του Έλληνα - αλλά του ανθρώπου. Ό σ ο καλλιεργείς την αυτογνωσία του, τόσο αυτόπροστατευμένος μπορεί να είναι. Για παράδειγμα, το τελευταίο έργο μου «Ο δρόμος περνά από μέσα» είχε την ίδια απήχηση με την «Αυλή». Είναι η επίδρασή του πια με άλλο τρόπο. Εκείνο το έργο συγκινούσε τον απλό άνθρωπο. Του μιλούσε για την προ σφυγιά του. Δεν ήταν ανάγκη να πεινάει. Η προσφυγιά είναι σε πολλά επίπεδα, εξάλλου. Εκείνο μιλούσε για προβλήματα πιο άμεσα, βιοτικά, ψυχικά. Τώρα μι λήσαμε γι’ άλλα προβλήματα. Της ανεργίας, της ανασφάλειας κ.λπ. Τα προ βλήματα των απογόνων της αυλής - όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά - αυτών που έχουν φάει, έχουν εγκατασταθεί πια, τα ’χουν οικονομήσει... Από την άλλη μεριά και στο «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», ο πολιτικός μύθος του ειδώλου που είναι ένα κατασκευασμένο πρότυπο, ένα μπαλόνι φουσκωμένο με αέρα που κάποτε σπάει - δυστυχώς δεν ξεπεράσθηκε - υπήρχε ένα σημερινό υπαρκτό πρό βλημα. Στον τρόπο σύλληψης της κοινωνικής πραγματικότητας μεταξύ της δικιάς μου γενιάς και των νεότερων υπάρχουν ομοιότητες και διαφορές. Οι ομοιότητες έχουν ένα μορφολογικό χαρακτηριστικό: Τα έργα των νεότερων είναι πάρα πο λύ ζωντανά, έχουν μια δόμηση, καμιά φιλολογίτιδα. Ενώ υπάρχει από κάτω μια βαθιά φιλοσοφική σκέψη, δεν είναι πνευματικές ασκήσεις. Για παράδειγμα, στο έργο της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά υπάρχει ένας λόγος με πάρα πολύ ενδιαφέρον και ορισμένες φορές πάρα πολύ δυνατός και σπαραχτικός. Ορισμένοι είπαν ότι δεν είναι θεατρικό, αλλά η δόξα του θεάτρου είναι ότι τα μπορεί και τα φροντίζει όλα. Το να κάνεις πνευματικές ασκήσεις δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το να πατάς κατ’ αρχήν στη γη και ν’ απογειώνεσαι. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Και αυτό το ’χουν πετύχει οι νεότεροι. Γιατί είναι τα έργα τους αιμοδοτημένα από την ελληνική πραγματικότητα. Μαρτυρούν και καταγράφουν έναν χώρο, τον ελληνικό. Για παράδειγμα «Ο ήχος του όπλου» της Αναγνωστάκη, ή το φε τινό του Μανιώτη, πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικά έργα. Οι διαφορές μας τώ ρα, είναι μοιραίες. Είναι διαφορές οπτικής. Ά λλοι είναι περισσότερο ρεαλιστές, φθάνουν ώς το νατουραλισμό - και άλλοι φεύγουν πιο πολύ. Προς ένα παράλο γο που το βρίσκω ξεπερασμένο, γιατί μπορεί να ξεκινά γερά δομημένο αλλά στα μέσα του δρόμου γίνεται ψεύδος, αυτοσκοπός, μια μανιέρα. Πράγμα επικίνδυνο για την τέχνη που την τορπιλίζει και γίνεται μπούμεραγκ. □
Π
* Το κείμενο του Ι.Κ. είναι η γραπτή απόδοση μιας απομαγνητοιρωνημένης συνέντευξης-συζήτησης με τον Γ.Ν. Μπασκόζο, με θέμα Το όραμα του συγγραφέα τότε και τώρα.
36/αφιερωμα
Η πολλαπλότητα και η έλλειψη οράματος
Τίτος Πατρίκιος
ταν μιλάμε για όραμα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η λέξη έχει περισσότε ρες από μια σημασίες. Έ τσι όραμα μπορεί να σημαίνει, σύμφωνα με το Φιλοσοφικό Λεξικό του Lalande «την οπτική αντίληψη μιας υπερφυσικής πραγ ματικότητας ή μιας συμβολικής αποκάλυψης», είτε «τις ψευδαισθήσεις και, με ταφορικά, τις φαντασιακές ιδέες, τις ρέουσες ονειροπολήσεις», όμως μπορεί α κόμα να σημαίνει τη σύλληψη μιας λυτρωτικής ανθρώπινης κατάστασης που βρίσκεται στο μέλλον, αλλά η οποία διαμορφώνεται από τις παρούσες προσδο κίες και προς την οποία κατατείνουν οι παρούσες κινήσεις ενός κοινωνικού συνόλου. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το όραμα έχει πάντα μια βαθιά σχέση με τη λογοτεχνία - άλλοτε ομολογημένη κι άλλοτε ανομολόγητη, άλλοτε ρητή κι άλλοτε ενδιά θετη - αλλά, κατά τους καιρούς, τις συνθήκες και τις ευαισθησίες, άλλοτε με τη μία και άλλοτε με την άλλη σημασία του. Έ τσι το όραμα, με την πρώτη πα ραπάνω σημασία του, εμψυχώνει έργα όπως, λόγου χάρη, η Αποκάλυψη του Ιω άννη, τα ποιήματα του William Blake ή Οι Δώδεκα του Μπλοκ. Με τη δεύτερη σημασία του είναι φανερό πως το όραμα υπάρχει και λειτουργεί σε κάθε ρομα
Ο
αφιερωμα/37 ντική, φανταστική ή συνειρμική λογοτεχνική έκφραση. Αλλά όσο και αν δεν εί ναι φανερό, το όραμα, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει επίσης και στην πιο ρεαλι στική, στην πιο νατουραλιστική λογοτεχνία, σ’ εκείνη που θέλει να αποτυπώσει με εργαστηριακή ακρίβεια την παρούσα και μόνο πραγματικότητα και να απο κλείσει κάθε αναφορά σ’ ένα μέλλον ρευστό, αβέβαιο, βουλησιακό. Κι αυτό για τί κάθε αποκλεισμός από την πραγματικότητα του μέλλοντος, δηλαδή της χρο νικής ροής, και των στάσεων των ανθρώπων απέναντι του, είναι τελικά μια ψευδαισθησιακή στάση, μια στάση αποκλεισμού ενός καίριου στοιχείου της πραγ ματικότητας. Ωστόσο εκεί που τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο είναι με την τρίτη σημασία του οράματος, όπως τουλάχιστον προσπάθησα να τη διατυ πώσω πιο πάνω. Η λογοτεχνία που διαπνέεται από το έτσι ιδωμένο όραμα είναι η πιο φιλόδοξη, γιατί αποσκοπεί στην ολικότητα και απορρίπτει τη μερικότητα την οποία αποδίδει στις άλλες περιπτώσεις· θέλει να συλλάβει όχι μόνο την ε μπειρική αλλά και τη φαντασιακή πραγματικότητα... Και όχι μόνο στις κρυ σταλλώσεις αλλά και στις κινήσεις της. Ό μω ς ταυτόχρονα είναι η λογοτεχνία που γνώρισε τις ογκωδέστερες αποτυχίες και οδηγήθηκε στα πιο αποπνικτικά αδιέξοδα. Αν μείνουμε στον αιώνα μας, αυτό το βλέπουμε πιο καθαρά σ’ ένα πολύ μεγάλο μέρος στης πολιτικής ή αγωνιστικής ή στρατευμένης λογοτεχνίας, κι ακόμα περισσότερο τού από καιρού εκμετρήσαντος το ζην σοσιαλιστικού ρε αλισμού. Αλλά το φαινόμενο δεν αφορά αποκλειστικά τον αιώνα μας. ν σταθώ τώρα ειδικότερα στον τρόπο που λειτούργησαν οι συγγραφείς, οι οποίοι υιοθέτησαν τα λυτρωτικά ολικά οράματα - και έχοντας επίγνωση του ότι αυτή η προοπτική, παρά τα πράγματα που μπορεί να φωτίσει, όταν γίνε ται αποκλειστική, οδηγεί, όπως καθετί το αποκλειστικό, στη σχηματικότητα θα έλεγα πως οι παράγοντες της αποτυχίας είναι κυρίως δύο: Ο πρώτος συνίσταται στην υποκατάσταση του οράματος από την ουτοπία. Δηλαδή στην υποκατάσταση μιας μελλοντικής δυνητικής κατάστασης για την οποία στοιχηματίζει το παρόν, από μια προδιαγραμμένη φαντασιακή πραγματι κότητα η οποία επιβάλλεται στο παρόν και το παρουσιάζει στη λογοτεχνία πα ραμορφωμένο και παραμορφωτικό. Ο δεύτερος συνίσταται στην υποκατάσταση της οραματικής πνοής του λογο τεχνικού έργου από τη συστηματοποιημένη προβολή του προγράμματος, από το πρόταγμα δηλαδή, ενός συγκεκριμένου πολιτικού σχηματισμού. Έ τσι η λογοτε χνία αντί να εκφράζει τη δυναμική της πραγματικότητας, μέσα σ’ όλη την αντιφατικότητα και την πολυπλοκότητα της δυναμικής της, αποτυπώνει κάποιο μο νομερές και στατικό απείκασμα μέσα στο οποίο ένας εξουσιαστικός πολιτικός σχηματισμός θέλει να περικλείσει την πραγματικότητα. Θα ’λεγα, λοιπόν, πως κάθε λογοτεχνία που προσφέρεται στην υπηρεσία της οποιοσδήποτε πολιτικής εξουσίας, κάθε τελικά αυλική λογοτεχνία, λειτουργεί κάτω από την επίδραση του ενός ή του άλλου απ’ τους παραπάνω παράγοντες και αργά ή γρήγορα καταλήγει στην αναίρεση του εαυτού της, στην κατάργηση της λογοτεχνίας. Από την άλλη μεριά όμως πιστεύω πως κάθε λογοτεχνία που έχει απογυμνωθεί από κάθε όραμα, που έχει ακινητοποιηθεί μέσα στο χρόνο, που δεν ανασύρει από το παρελθόν μνήμες για να πλουτίσει το παρόν και να φω τίσει κάπως το μέλλον, που δεν τείνει να ανασυστήσει, έστω μακροπρόθεσμα και προβληματικά, τη θρυμματισμένη ανθρώπινη ατομικότητα και την κατα κερματισμένη ανθρώπινη κοινότητα, που δεν διψάει για πάθη, που δεν εξεγείρεται για ελευθερία και δικαιοσύνη, είναι κι αυτή μια λογοτεχνία αυτοαναιρούμενη, καταδικασμένη να αποσαθρωθεί μέσα στην αγαλμάτωση ή την αμμουδερή στατικότητά της. □
Α
38/αφιερωμα
Λεονόρ Φινί. Το τέλος του κόσμου, 1944
Χριστόφορος Μηλιώνης
Λογοτεχνία και Όραμα ' (~ \ Ποιος, αλήθεια, τη θυμήθηκε αυτή τη λέξη, για να μας βάλει πασχαλιάτικα ν’ αναδιφούμε τα Λεξικά και «τας δέλτους της Ιστορίας»; Ό χ ι, βέβαια, πως έχει εκλείψει παντελώς από το σύγχρονο λεξιλόγιο. Μόνο που είχαμε συνηθίσει πια να την ακούμε μονάχα από τα μπαλκόνια, παραμονές ε κλογών, μαζί με όλα εκείνα τα περί ελληνοχριστιανικών ιδεωδών ευνομίας, κοι νωνικής δικαιοσύνης, εθνικής ανεξαρτησίας. Και μαζί με τα άλλα τα ξενόφερ τα, τα ψυχαναγκαστικά και ψυχοβγαλτικά, περί Ευρώπης Ενωμένης. Ποιας Ευ ρώπης και ποιας Ενωμένης; Guarda e passa, όλα αυτά! Ξεφυλλίζω λοιπόν την Ιστορία μας και λογαριάζω τα συλλογικά μας οράματα (τα προσωπικά δε λογαριάζονται). Οραμα πρώτο: Η ανάσταση του Γένους. «Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά...;» Όραμα δεύτερο: Ο λυτρωμός των αλύτρωτων. «Για τον αδελφό το σκλαβωμένο/και για της πατρίδος την τιμή...». Που άδικα και παράλογα χλευάστηκε από τους εξυπνάκηδες ως μεγαλοϊδεα τισμός. Όραμα τρίτο: Η Δημοκρατία. «Από τα βάθη των αιώνων/Δημοκρατία
ξεκινά». Όραμα τέταρτο: Η δικαίωση, την επαύριον, για μια προδομένη νίκη. «Αύριο, αύριο! Το Πάσχα του Θεού!». Και μαζί μ’ αυτά, εκείνα που κατέβαιναν με το βοριά «ψηλά απ’ της Ρωσίας τα χιόνια» και «εμπρός της γης οι κολασμένοι». Λογαριάζω και τους συγγραφείς μας που δώσανε έκφραση σ’ αυτά τα οράμα τα. Τους αναγνωρίζω με την πρώτη ματιά στη χορεία των ποιητών. Ο Κάλβος: Ήλθεν η ποθητή ώρα· στολίζουσι
την κεφαλήν σεβάσμιον της Ελλάδος οι δάφναι, φύλλα αμάραντα θριάμβων... Ο Σολωμός: Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου με λογισμό και μ ’ όνειρο, τι χάρ ’ έχουν τα μάτια, τα μάτια τούτα, να σ ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος
αφιερωμα/39
που ξάφνου σου τριγύρισε τ ’ αθάνατα ποδάρια (κοίτα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα του Βαϊώνε. Ο Παλαμάς: Είμ ’ εγώ η ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων. Στην Εφτάλοφην έφερα το σπαθί των Ελλήνων... Δε χάνομαι στα Τάρταρα μονάχα ξαποσταίνω, στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω! Ο Σικελιανός: Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα... και το άλλο:
Θα ’ρτει τάχα ποτέ, θε να ’ρτει η ώρα που η ψυχή της αρκούδας και του Γύφτου, κι η ψυχή μου, που Μυημένη τήνε κράζω θα γιορτάσουν μαζί; ... ένα μούρμουρο, απλώθη πάνωθέ μου, ένα μούρμουρο, κι έμοιαζ’ έλεε, "θα ’ρτει”. Ο Ρίτσος: Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις. Εκεί που πάει να σβήσει να σου πετιέται από ξαρχής... και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου και συνάμα
Ω εργάτη, εσένα ο προβολέας της Ιστορίας θωρεί... Και τελευταίος στο χορό ο Ελύτης:
Εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;... και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενιές στους αιώνας των αιώνων. Αλήθεια, πως ακούονται τώρα όλα αυτά; Πάντως, κατά παράδοξο τρόπο η Ποίηση, και μάλιστα η «λυρική», δηλαδή η πιο προσωπική, γίνεται και ο πιο διαπρύσιος κήρυκας των συλλογικών οραμάτων. Και η Πεζογραφία; Μου φαίνεται πως όταν αρχίζει και μιλάει για οράματα, σκαρτεύει. Από τις τρεις κατηγορίες των «φαινομένων» που γνωρίζει ο ομηρι κός μάντις (χρησμ-ωδός κι αυτός, μην το ξεχνάμε)
τα τ ’ εόντα τα τ ’ εσόμενα προ τ ’ εόντα στον κλήρο των πεζογράφων πέφτουν τα πρώτα και τα τελευταία. Ψάχνουν στα ερείπια των παρελθόντων, καταδύονται στη θάλασσα των παρόντων, και πα σχίζουν να φέρουν στην επιφάνεια τα ευρήματά τους· να καταλάβουν (και να καταλάβουμε) τί ακριβώς συμβαίνει. Με τέτοιους όρους, δε μένουν πια περιθώ ρια (ούτε ελπίδα;) για τα μελλούμενα. Το πολύ, ν’ ακούσουν τον ήχο τους καθώς πλησιάζουν - σαν τους «σοφούς» του Καβάφη. Ό σ ο για μας που σχηματιστήκαμε, όταν πια είχαν γίνει σκόνη και κουρνια χτός και τα «θάματα και τα οράματα» - τι να πω; Τα λέω και τα ξαναλέω και κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Αλλιώς δε θα με ρωτούσαν. □
40/αφιερωμα
Μάιντνερ: Προφήτης, 1918
Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής
Προετοιμάζοντας το Όραμα άθε πολιτισμός έχει την ώρα της καταστροφής του, δεν γνωρίζουμε κανέναν που να μην υπέκυψε στα τραύματά του, συμπαρασύροντας ό,τι μικρό ή μεγά) ο τον κοσμούσε. Αντιλαμβανόμαστε, για πρώτη και μοναδική φορά με τόση εναργεια, πως ο πολιτισμός που μετράει μερικές χιλιετίες ζωής και που πι θανώς υπερβαίνει σε καθαρότητα, σαφήνεια, μεγαλείο και δράμα όποιον παλαιότερο ή σύγχρονό του, αυτός όπου μέσα του ζούμε, πως έχει την ικανότητα να καταστρέψει τη ζωή και να νεκρώσει τον πλανήτη, πριν η δική τους ώρα υπολογισμένη πια κι αυτή - έρθει. Μάλλον ο λόγος, θεμέλιο και κολοφώνας αυ τού του πολιτισμού, που εδώ και πολλές δεκαετίες αργοπέθαινε, έχει τινάξει τα πέταλα, αφόρητη η οσμή της σήψης και η μόλυνση των βρυκολάκων. Ό λες οι ιστορικές περίοδοι (με την έννοια που δίνει ο Ηρόδοτος στα έργα των ανθρώπων μέσα στο χρόνο) αναζήτησαν και πέτυχαν, με συμβάσεις θρησκείας, τέχνης, κωδίκων σκέψης, να καλλιεργήσουν την υγιή φαντασίωση της σταθερό τητας, της αθανασίας. Σήμερα δεν έχουμε τέτοιες πλατιά αποδεκτές συμβά σεις, εκτός εκείνης της ταχύτητας προς τα εμπρός, που εξευτελίζει το χρόνο, καθιστά τα πάντα εφήμερα, δημιουργεί απορρίματα, πάνω στα οποία αναμέ νουν να προστεθούν άλλα. Η τέχνη είναι δυνατή; Η λογοτεχνία έχει περιθώριο να υπάρξει; Οι προϋποθέσεις δεν φαίνονται ισχυρές. Λόγος ύπαρξης οποιουδήποτε έργου είναι ο αντίλογος προς τον υπάρχοντα κόσμο και προς τον υπαρκτό ή ανύπαρ κτο πλάστη του, υφάδι στο στημόνι του «είναι-εν-τω-γίγνεσθαι». Τέτοιος αντί λογος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς γένεση, ίδια περίπου μ’ εκείνη της Γραφής, όπου χρειάζεται να «πεις» κι όπου χρειάζονται «έξι» τουλάχιστον μέρες για να ολοκληρωθεί το πέρασμα από τη γονιμότητα του χάους στην ολοκλήρωση της
Κ
αφιερωμα/41 διάπλασής του. Κι αυτή η διάπλαση, αυτή η «δημιουργία» υπακούει σε κανόνες, σε βήματα, σε μια άτεγκτη λογική, ώστε να σταθεί ισόβαθμη απέναντι στην άλ λη, την καθημερινή και «θεϊκή». Το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι αντάξιο των κανόνων, αλλά οι κανόνες δεν παραμερίζονται. Γιατί τότε το χάος στέκεται άγονο και δεν πρόκειται ποτέ να διαπλαστεί. Ο καιρός μας δεν διαλέγεται ώστε να προβάλει το μεγαλείο, το δέος, το έλεος του αντίλογου, της αντίδρασης, της ανάδρασης. Συνάδει και συνοδοιπορεί, υπο ψιάζεται την ανύποπτη καχυποψία του, στριφογυρίζει περί τον άξονά του, εχθρι κός προς καθετί, διεκδικητικός για καθετί, επιθετικός προς το παν, κτηνωδώς «επαναστατικός». Μονομανία και μονοτονία σε αυτή τη θλιβερή σειρά εκρήξε ων. Δείγμα πως νιώθει ότι ο χρόνος δεν του περισσεύει, ότι ο χρόνος του τελειώ νει από στιγμή σε στιγμή. Πώς να αποδεχτείς ότι όποιος πνέει τα λοίσθια είναι σε θέση να σκεφτεί την τέχνη, τη λογοτεχνία; Κι οι διάττοντες που προσπαθούν να σε πείσουν για το αντίθετο, τί άλλο είναι από απαιτήσεις παράτασης, ώστε να συγκινηθεί ο θάνατος, που έχει την υπομονή και τη μεγαλοψυχία να περιμέ νει; Το όραμα λοιπόν είναι αδύνατο; εν σε εγκαταλείπει. Αν προσπαθήσεις να το περιγράψεις, ατελώς, αλλά και με ενάργεια, αφήνοντας τις προσβάσεις ανοιχτές για προσθήκες, έχεις τουλάχιστον ετούτες τις ψηφίδες: την εμβάπτιση στο παρελθόν δίχως νοσταλ γία, αλλά για την απόκτηση του χρώματος που επιτρέπει να συνδιαλέγεσαι με τις μορφές των αλλοτινών καιρών, ικανές να προσφέρουν ανακούφιση. Τη φα νατική, τυφλή εμμονή σε αρχές καλλιέργειας ύφους, μορφής και περιεχομένου, δίχως διάθεση μίμησης, αλλά με το θαυμασμό που προέρχεται από τα έργα που κατά τρόπο φυσικό (πάει να πει δίχως εναλλάξιμη συναρμογή) ολοκλήρωσαν ή πρότειναν μιαν «αρμονία αφανή» καλύτερη από τη φανερή. Το αξίωμα ότι η τέ χνη σκέφτεται τον κόσμο, γιατί δεν είναι επιστήμη, δούλη των αποδείξεων και των τύπων. Την άσκηση, έντονη, συνεχή, για την προσέγγιση τόσο της αβύσσου όσο και του στερεώματος. Την περιέργεια ότι μπορεί να υπάρχει συνεννόηση στη θορυβώδη Βαβέλ της κατανάλωσης, της χυδαιότητας. Τη συνάντηση με τα χαμερπή και τη βεβαιότητα πως ο δημιουργός δε λερώνεται, πως δεν επιλέγει τα λογής βολικά και άνανδρα περιθώρια, όπου γαργαρίζεται με τους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές. Τη σκέψη που διαψεύδεται κάθε λεπτό και κλώθεται για να σπάσει, για να ματιστεί, για να φτιάξει ένα κουβάρι, μικρό, αλλά σφιχτό, ίσως ανόητο, αλλά δίχως παραχωρήσεις. Την απόλυτη άγνοια και τη στεγνή α ποδοχή ότι η συνεύρεση με το χαρτί, όπως και με κάθε άλλο υπόστρωμα, όπου η τέχνη αποτυπώνεται, δεν έχει οπωσδήποτε βλαστό, γιατί τίποτα δεν γράφεται προγραμματικά. Την επανάληψη της μοιραίας και αναντικατάστατης φράσης: «η τέχνη μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο», έστω κι αν αποδεικνύεται πέραν πόσης αμφισβήτησης ότι η τέχνη δεν αλλάζει τίποτα και κανέναν. Την ελευθερία της ανάπαυσης την εβδόμη ημέρα, που οδηγεί ξανά στην πρώτη κι όπου η επόμενη δημιουργία σκοτώνει την προηγούμενη, όχι άγονη σισύφεια προσπάθεια, αλλά καρποί που σπέρνονται, χάνονται, βρίσκονται πάλι ίσως, αφού ό,τι μοιάζει κυ κλικό μπορεί να χάνεται στην εφαπτομένη. Την απομάκρυνση από τις γελοιότη τες κάθε ανάπαυσης δογματικής, από τους εν ισχύι συρμούς, από τη λέπρα των φελλών, που για καμία μπουκάλα, από αυτές που ο δημιουργός ρίχνει στις πραγματικές και νοητές θάλασσες, δεν κάνουν. Το θάρρος του λάθους και της ασυνέχειας. Τη σώφρωνα έπαρση ότι η τέχνη είναι αριστοκρατική κι έτσι πρέπει να μείνει. Και πάνω απ’ όλα την αναμονή της διάψευσης, που είναι η πιθανότερη ανταμοιβή, γιατί πάντα είσαι κατώτερος του υλικού που χειρίζεσαι. Το όραμα, παράλογο και θανατηφόρο, ότι ο τελειωμένος, ο νεκρός λόγος έχει αφήσει σπέρ ματα πίσω του, των οποίων είσαι συλλέκτης και καλλιεργητής. □
Δ
42/αφιερωμα
Νένη Ευθυμιάδη
Το όραμα είναι φασισμός; λέξη «όραμα» ασκούσε ανέκαθεν στις απλοϊκές συνειδήσεις μια θλιβερή γοητεία. Γοητεία, επειδή το «όραμα», ακριβώς επειδή ήταν όραμα, άρα και ανεύθυνο, πάντα καταδίκαζε άμεσα ή έμμεσα την πραγματικότητα και υποσχό ταν ποικίλους ανατασιακούς δρόμους για το μέλλον. Αλλά και γοητεία θλιβερή, επειδή συνήθως είτε έμενε αιχμάλωτο στις σφαίρες τής μη πραγμάτωσης, έχο ντας απλώς χρησιμεύσει σαν ονειρικός και άδοξος τρόπος εκτόνωσης, είτε, σε περιπτώσεις ρεαλιστικής επαφής του με τον περίγυρο, μεταμορφωνόταν στο εκτρωματικό αποτέλεσμα των θηριωδιών ή των καταστρατηγήσεων, αλλά κυ ρίως της δικής του πρωτογενούς μερικότητας. Και, φυσικά, στο παρελθόν, παρήλασαν άπειροι τύποι οραμάτων, προσωπι κών ή συλλογικών. Γνωρίσαμε λοιπόν οράματα θρησκευτικά, πολιτικά, ηθικά, αισθητικά, φυλετικά, εθνικιστικά, αλλά και ανθρωπιστικά χιλίων διαφορετικών τύπων και μορφών. Υπήρξαν όλα οράματα ανόμοια ή συγκρουόμενα μεταξύ τους, είχαν ωστόσο κάποιον κοινό παρονομαστή. Την απολυτότητα (έστω και μέσα από την υπεράσπιση του σχετικού) και τη διάθεση τοπικής ή παγκόσμιας κυριαρχίας, τουλάχιστον σε επίπεδο ψυχοπνευματικό.
Η
ο «όραμα» λοιπόν, σαν κοινωνικό φαινόμενο, πολύ συχνά όχι απλώς στέγα σε στοργικά τα παραληρήματα του φανατισμού, αλλά και σφράγισε καθορι στικά απέραντους τομείς της σκέψης και της τέχνης. Αναπόφευκτα, ο γραπτός λόγος υπήρξε το καταλληλότερο μέσο για την έκ φραση και επικράτηση του κάθε φύσης οράματος. Οι αιτίες είναι εύλογες. Ο γραπτός λόγος προσφέρεται ιδιαίτερα για συγκεκριμενοποίηση, κωδικοποίηση, εξωραϊσμό, μεταφέρεται και διαδίδεται με εκπληκτικές επιταχύνσεις, τέλος, λόγω της αποτύπωσής του σε κάποιο τμήμα ύλης, χαρίζει ανακουφιστικές ψευ δαισθήσεις αιωνιότητας. Θα ήταν τελείως αφύσικο αν, στη διαδρομή ενός πολιτισμού που σαν κινητή ριους μοχλούς διαθέτει τις φαντασιώσεις, έμενε άθικτη η λογοτεχνία από τη μό νιμη και επίμονη εισβολή των διαφόρων οραμάτων. Εκ πρώτης όψεως το γεγονός μοιάζει δικαιολογημένο, αλλά και νόμιμο. Η λογοτεχνία δεν είναι παρά μία ακόμα κοινωνική έκφραση, συνιστώσα και αυτή στο σύνολο των πολιτισμικών μεγεθών, που αδιάκοπα ανιχνεύουν ιδανικά ση μεία ισορρόπησης. Τί συνεπέστερο λοιπόν από το να στηρίζει εποχιακά οράμα τα ή, συχνά, να προτρέχει αυτών, μέσα από την ειδική της τεχνική; Και, εν πάση περιπτώσει, τί το επιλήψιμο στο να προβάλει ο συγγραφέας, άμεσα ή έμμεσα, θετικά ή αποθετικά, υγιέστερες προτάσεις ζωής ή και θανάτου;
Τ
ύσσωμη ίσως η ιστορία θα χειροκροτούσε ανάλογα επιχειρήματα, είναι άλ λωστε γνωστό ότι στο πάνθεον των «μεγαλοφυών» κατά καιρούς κατατά χθηκαν συγγραφείς που ακμαία υπερασπίσθηκαν ή πρώτοι ανακοίνωσαν το επι κρατέστερο όραμα της εποχής, όπως και είναι περισσότερο από πιθανό, άλλες, νεοτεριστικές και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες λογοτεχνικές προσπάθειες του πα ρελθόντος όχι μόνο να μην έφθασαν ως εμάς, αλλά και να μη γνώρισαν ποτέ το φως της δημοσιότητας. Επειδή όμως διανύουμε το τέλος του εικοστού αιώνα, όπου ο μύθος της «με-
Σ
αφιερωμα/43
Καρά: Η μεταφυσική Μούσα, 1917
γαλοφυίας» προκαλεί χαμόγελα σκωπτικά, επειδή η ιστορία, ή, καλύτερα, το καταγραμμένο μικρό τμήμα του παρελθόντος που αποκαλείται ιστορία, κατα δικάζεται ανοιχτά για νοθεύσεις, αλλοιώσεις και αποσιωπήσεις παραμορφωτι κές, τέλος επειδή, παρά την αντίστοιχη μυθολογία, ίσως τίποτα ποτέ δεν επανα λαμβάνεται και η πολιτισμική εξέλιξη λαών και μεγεθών είναι άρρυθμη και ασυ νεχής, το θέμα της σύζευξης λογοτεχνίας και οράματος θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί με διαφορετική οπτική. σύγχρονα πολιτικοκοινωνικά προβλήματα είναι γνωστά. Νομοθεσίες δύ Τ ασκαμπτες, διαδικασίες βραδυκίνητες, μηχανισμοί εξουσίας αποκρουστι-
44/αφιερωμα κοί, πηγές αποφάσεων αόρατες και μάζες υποταγμένες στο καθεστώς αυτό της αναίμακτης τρομοκρατίας και του προσωπικού αφοπλισμού. Σαν σύμμαχοι στη σχεδόν καθολική αδράνεια ή αμηχανία σπεύδουν παραδόσεις παρωχημένες, α νασταλτικές της εξέλιξης, θεσμοί που άστοχα διαιωνίζονται, κοινωνικά ήθη πα ράλογα, που εφαρμόζονται μηχανιστικά. Μικρή και αμφίβολη διέξοδο στην πολιτισμική αιχμαλωσία ίσως προσφέρει στο άτομο η προσωπική έκφραση. Αμφίβολη, επειδή η έκφραση σε οποιονδήποτε τομέα περνά από τις συμπληγάδες της καθιερωμένης τεχνικής, σε τόσο έντο νο βαθμό, ώστε όχι απλώς η ανατρεπτικότητα ή η πρωτοπορία να καταλήγουν σε ασήμαντες μετακινήσεις μέσα στο συμβατικό, αλλά και η ίδια η έννοια της διεξόδου να αποκτά θεμέλια σχεδόν ουτοπικά. Ιδιαίτερα στη λογοτεχνία οι φραγμοί της γλώσσας δείχνουν να πυρπολούν την ίδια της την ουσία, αν ουσία της θεωρηθεί κάποια δειλή απόπειρα υπέρβασης των πολιτισμικών στεγανών. Και σαν φραγμούς της γλώσσας δεν εννοούμε τό σο το ακωδικοποίητο ακόμα τμήμα της ανθρώπινης αίσθησης και αντίληψης, όσο το κωδικοποιημένο, εκείνο που έχει αναπότρεπτα σφραγισθεί από αρχαίες και απαράδεκτες για τη σύγχρονη σκέψη ιδεολογίες ή τακτικές. έσα στον σύγχρονο κόσμο, λοιπόν, που, εκτός των άλλων του δεινών, ασφυκτιά από πιεστικές ιδεοληψίες, φαντασιώσεις και ηθικές τυραννικές (από τις τερατώδεις παρενέργειες των «οραμάτων» δηλαδή), θα είχε λόγο ύπαρ ξης η λογοτεχνία αν λειτουργούσε απλώς επαναληπτικά; Και παρά το ανεπαρ κές της όργανο, τη γλώσσα, θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν ήταν μια δοκιμή ή, έστω, ένα παιχνίδι ελευθερίας, ένας ανοιχτός διάλογος με τον κόσμο, τις πολυ σήμαντες όψεις του και τις άπειρές του εκδοχές, αν δεν ήταν μία συνεχής έρευ να της πολλαπλής και απέραντης ανθρώπινης ετερονομίας, μία πρόκληση στο άγνωστο, στο ανέφικτο, ίσως και στη σιωπή; Και θα μπορούσαν να επιτευχθούν τα παραπάνω αν η λογοτεχνία δε χρησιμοποιούσε καίρια την επισήμανση, την απομυθοποίηση, την απογύμνωση του πραγματικού από το φαντασιακό του κέλυφος; Αν όμως δεχθούμε την άποψη αυτή για τη σημασία της λογοτεχνίας μέσα στο φάσμα των πολιτισμικών αξιών του εικοστού αιώνα, τότε η σύζευξη λογοτε χνίας και οράματος αναγκαστικά θα θεωρηθεί δηλητηριώδης ή αναιρετική για τη λογοτεχνία και ευεργετική μόνο για νέους τύπους συνθηματολογίας και ε πιβολής. Γιατί τα συστατικά τού οράματος προέρχονται από ιδεολογικές σφαίρες εκ διαμέτρου αντίθετες. Το όραμα ποτέ δεν είναι παιχνίδι ή απόπειρα ελευθερίας, αντίθετα, προσπαθεί να φυλακίσει την έννοια της ελευθερίας σε νόμους, κανό νες, δόγματα, ακόμα και όταν προβαλλόμενο ιδανικό είναι αυτή. Το όραμα δεν είναι ανοιχτός διάλογος με τον κόσμο, τις όψεις του και τις εκδοχές, αντίθετα, χρησιμοποιώντας μονοδιάστατα κριτήρια και οπτικές, αποπειράται να εγκλω βίσει την πραγματικότητα, την πολλαπλότητα, τη ροή, σε σχήματα προκαθορι σμένα και πνιγερά. Άλλωστε, ακόμα και όταν προσποιείται ότι απογυμνώνει το πραγματικό, στην ουσία το καλύπτει με άλλους τρόπους, προσθέτοντας νέες ομίχλες φαντασίωσης. Τέλος, για να πείσει, εκμεταλλεύεται το παρελθόν, βιάζει το παρόν, προεξοφλεί αυταρχικά το μέλλον, και εξορκίζει αδίστακτα τη φαντα σία χάριν της δικής του απολυταρχικής μυθολογίας, ιδεοληψίας, ηθικής. Με άλλες λέξεις, η λειτουργία του οράματος είναι καθαρά φασιστική, ενώ η σύγχρονη λογοτεχνία, εκείνη τουλάχιστον που επιδιώκει να διατηρήσει ή ανανε ώσει το λόγο ύπαρξής της, μάχεται τους εμφανείς ή αφανείς φασιστικούς πυ ρήνες του παρελθόντος, του παρόντος και, όσο είναι δυνατό, και του μέλλο ντος. □
Μ
αφιερωμα/45
Μάνος Κοντολέων
Το όραμα του συγγραφέα, το όραμα του κειμένου και το όραμα του αναγνώστη
δημιουργία ενός λογοτεχνικού κειμένου προέρχεται πάντα από ένα όραμα. Το όραμα του συγγραφέα. Και εννοώ με τον όρο «όραμα του συγγραφέα», εκείνη την απροσδιόριστη ως προς την υφή της, αλλά συγχρόνως και απόλυτα απτή ως προς τους στόχους της, διάθεση να καταγραφεί μια σειρά ιδεών, να δημιουργηθεί μια ομάδα συγκεκριμένων τύπων ανθρώπων, να προκληθεί μια αι σθητική αντίδραση, να προβληθούν τα ατομικά στοιχεία μιας κοινωνικής τοπο θέτησης. Ό λα αυτά είναι που θα δημιουργήσουν το λογοτεχνικό έργο.
Η
46/αφιερωμα Ό μω ς από τη στιγμή που το λογοτεχνικό κείμενο έχει ολοκληρωθεί κι έχει τυ πωθεί και κυκλοφορεί ως βιβλίο, τότε έχουμε μπροστά μας ένα άλλο όραμα, αυ τό του κειμένου. Εδώ, με τον όρο «όραμα του κειμένου» εννοώ τη διάθεση του ίδιου, πια, του έργου να επικοινωνήσει (και κατ’ επέκταση να ολοκληρωθεί1) με τον αναγνώστη του. Είναι μια διάθεση αυτόνομης έκφρασης του δημιουργήμα τος, το οποίο έχει ξεφύγει από την κηδεμονία του δημιουργού του. Είναι μια διά θεση που του την επιβάλλει η ίδια του η φύση. Το λογοτεχνικό κείμενο θυμίζει άνθρωπο που ασφυχτιά μέσα στη μοναξιά του και ψάχνει να βρει μιαν άλλη πα ρουσία για να μπορέσει να ανασάνει, να ζήσει. Αλλά, ποια, άραγε, σχέση συνδέει - αν υπάρχει σχέση που να τα συνδέει το όραμα του συγγραφέα με το όραμα του κειμένου; Θα ’λεγε κανείς πως μια τέτοια ερώτηση είναι μάλλον αφελής. Γιατί τί τάχα άλλο να συνδέει τα δυο αυτά οράματα, από μια τάση ταύτισής τους; Ό μω ς, η αλήθεια είναι πως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Το όραμα του συγγραφέα βρίσκεται μακριά από το όραμα του κειμένου και καμιά δύναμη δε δημιουργείται, η οποία θα τραβούσε το ένα προς το άλλο. Η δημιουργία ενός λογοτεχνικού έργου είναι, στη βάση της, μια πράξη καθα ρά εγωκεντρική. Ο συγγραφέας μπορεί να ερεθίζεται από το περιβάλλον του, αλλά στην ουσία παραμένει αποκλεισμένος στον ψυχικό του κόσμο. Το δη μιούργημά του υλοποιείται για καθαρώς ενδοστρεφείς λόγους. Κανείς γράφει γιατί θέλει να δει τις ιδέες, τα πάθη του, τα όνειρά του, τις ανησυχίες και τους φόβους του να σαρκώνονται με τη μορφή ενός πεζογραφήματος. Η άποψη πως κάποιος γράφει γιατί θέλει να μοιραστεί τον συναισθηματικό του κόσμο με τους άλλους, είναι μια άποψη αφόρητα μεγαλόστομη και ίσως υποκριτικά κοινωνι κοποιημένη. Στην ουσία, ο συγγραφέας θέλει να επιβάλει τις απόψεις του. Δε ζητά να επικοινωνήσει με τους αναγνώστες, ζητά να κυριαρχήσει πάνω τους. Μια τέτοια εξήγηση μοιάζει να είναι σκληρή και άδικη. Ό μω ς όχι. Φτάνει μόνο να δεχτούμε πως η καλλιτεχνική δημιουργία γενικότερα και η λογοτεχνική πιο συγκεκριμένα, δεν είναι παρά η ανάγκη του καλλιτέχνη/συγγραφέα να δει το εί δωλό του και να το θαυμάσει. Και τον θαυμασμό του αυτόν θέλει να τον κάνει γνωστό και στους άλλους. Μ’ άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με μια μορφή ε ξουσίας - ίσως την πιο εκλεπτυσμένη. Απόδειξη γι’ αυτό είναι και οι άσχημες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους συγγραφείς και τους κριτικούς (εκφραστές κι αυτοί μιας άλλης μορφής εξου σίας). Οι τελευταίοι μιλούν για το δημιούργημα, ενώ οι συγγραφείς θέλουν να διαβάσουν την περιγραφή τού πώς οι ίδιοι έχουν καταφέρει να σκιαγραφήσουν τις ανησυχίες τους και πώς έχουν επιτύχει να εξακοντίσουν την ατομικότητά τους στην αναλλοίωτη αξία μιας μελλοντικής καταξίωσης. ην ακριβώς αντίθετη διάθεση εκφράζει, αυτόνομα ενεργώντας, το λογοτε χνικό έργο. Το όποιο ποίημα, το όποιο διήγημα ή παραμύθι, το όποιο μυθι στόρημα, γνωρίζει πολύ καλά πως θα μπορέσει να υπάρξει αν έρθει σε μια συνύ παρξη ερωτικών διαστάσεων με τον αναγνώστη του. Γιατί το κάθε έργο ολοκλη ρώνεται όχι μέσα στις άψυχες σελίδες, αλλά μέσα στην, κάθε φορά και διαφορε τική, ιδιοσυγκρασία του τυχαίου αναγνώστη του. Το κείμενο δε θέλει να επιβλη θεί, να εξουσιάσει. Θέλει να γονιμοποιήσει και την ίδια στιγμή να γονιμοποιηθεί. Αυτό είναι το όραμα του κειμένου. Σε σχέση μ’ εκείνο του συγγραφέα, θα το χα ρακτήριζα όραμα της ένωσης, ενώ αντίθετα το όραμα του συγγραφέα ως όραμα του επεκτατικού ναρκισσισμού. Δυο ξεχωριστά, λοιπόν, οράματα. Μια τραγική αποξένωση του δημιουργού από το δημιούργημά του. Αλλά - και γιατί όχι; - και μια αποδέσμευση. Οπότε και το ερώτημα: «ο αναγνώστης με ποιον, τελικά, συνομιλεί;» έρχεται
Τ
αφιερωμα/47 να μας θυμίσει πως η απάντησή του σε επίπεδο λεκτικού υπαινιγμού μπορεί να βρει μια συμβιβαστική διέξοδο. «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ!» είπε ο Φλωμπέρ κι έτσι έσπευσε να προκαταβάλει το αποτέλεσμα της ανάγνωσης του έργου του. Η μαγεία των μεταμορφώσεων ίσως να είναι μια γοητευτική άποψη, αλλά τα ο ράματα προϋπάρχουν των φαντασιώσεων και των λογοτεχνικών συνευρέσεων. Προϋπάρχουν μέσα στη μοναξιά τους. Το όραμα του συγγραφέα να παραπέμπει στην εσώκλειστη εγωκεντρικότητα. Το όραμα του κειμένου να υπενθυμίζει την παντοδυναμία της όποιας γονιμοποίησης. Κι έτσι η όποια - αν, υπάρχει - τελική απόφαση, θα πρέπει να ανιχνευθεί σ’ ένα άλλο, τρίτο όραμα. Αυτό του αναγνώστη. που ζητά να βρει το κείμενο που θα τον εκφράζει. Μ’ άλλα Τ ουλόγιααναγνώστη ζητά να επικοινωνήσει μ’ ένα έργο που κάποιος άλλος το έχει γράψει, με τέτοιο όμως τρόπο σαν να το έχει γράψει ο ίδιος που το διαβάζει. Στο σημείο αυτό, η απαίτηση του αναγνώστη συναντά τη διάθεση γονιμοποίη σης του κειμένου. Από τη συνάντηση αυτή ίσως κάτι να κερδίσει ο αναγνώστης - ν’ ανακαλύψει την έκφραση πλευρών του εαυτού του. Αλλά το κείμενο, α σφαλώς, διακορεύεται. Τη διάθεσή του για μια απόλυτη ένωση, θα τη δει να εκ πίπτει σε χρησιμοποίηση. Το κείμενο, με μια φονική αθωότητα, δεν κρατά ση μεία αντίστασης. Μα κι αν το κάνει, πάλι χαμένο θα ’ναι. Ο αναγνώστης δε θα αναγνωρίσει μέσα σ’ αυτό τον εαυτό του κι έτσι θα αποφασίσει πως έχει συναν τήσει τη λογοτεχνική αποτυχία. Ισως, όμως, όλες οι πιο πάνω σκέψεις να μην ευσταθούν και υπάρχουν κά ποιοι αισιόδοξοι που λένε πως η ανάγνωση είναι μια νέα δημιουργία, μια επανεγγραφή του αρχικού κειμένου. Είναι φορές που κι εγώ ο ίδιος κλείνω προς αυτήν την άποψη, αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, τότε έχουμε τόσες επανεγγραφές ενός κειμένου, όσοι είναι και οι αναγνώστες του. Αλλά αυτόματα, αυτή η διαπίστωση, μας οδηγεί στην σκέψη πως το όραμα του αναγνώστη είναι όραμα ψευδαίσθησης. Διαβάζουμε - και επαναδημιουργούμε - το κείμενο που κάποιος άλλος έγραψε με διαφορετικούς από τους δι κούς μας στόχους. Και επικοινωνούμε με το έργο ερήμην των δικών του απαιτή σεων. Λέμε πως μας καλύπτει - κι αφού το λέμε, έτσι θα ’ναι. Ό μω ς έχουμε ξεχάσει - ίσως και ποτέ δεν το μάθαμε - πως τελικά η Μαντάμ Μποβαρύ δεν είναι ο Φλωμπέρ, δεν είναι καν αυτή που κυκλοφορεί μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος-ζωής της, αλλά εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας και μια άλλη πε ρίπτωση, μια άλλη Μποβαρύ. Ό λοι μας - αναγνώστες, κείμενο, συγγραφέας - διεκδικούμε το ίδιο όνομα, την ίδια ψευδαίσθηση. Μια ταυτότητα. Και μόνο τα οράματά μας εξακολουθούν να υποστηρίζουν την ανεξαρτησία τους. Ακριβώς γιατί είναι οράματα. Που σημαίνει πως μπορούν ν’ αντέχουν α-
48/αφιερωμα
Μαγκρίτ: Το τηλεσκόπιο, 1963
Βαγγέλης Κάσσος
Η ” ιδιω τικοποίηση” | του οράματος στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ιλώντας για όραμα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, αναφερόμαστε α ναγκαστικά στο κοινωνικό όραμα της εναλλακτικής ιδεολογίας, το οποίο υιοθέτησε και στο οποίο αφιερώθηκε η πλειοψηφία των ποιητών και συγ γραφέων της γενιάς του ’50. Ά λλο όραμα μετά απ’ αυτό δεν υπήρξε. Αν εμείς χρησιμοποιήσαμε τον όρο «ιδιωτικό όραμα» για τη γενιά του ’80, το κάναμε κυ ρίως για να δείξουμε πως είναι μέσα στη δεκαετία του ’80 που εκπνέει οριστικά και αμετάκλητα η ισχύς του κοινωνικού οράματος της γενιάς του ’50, αλλά και των δύο επόμενων απ’ αυτήν γενεών, οι οποίες ανατράφηκαν και δημιούργησαν μέσα στην ατμόσφαιρα των απόηχων της μυθολογίας που εισήγαγε η γενιά του ’50. Η γενιά αυτή αληθινά λειτούργησε σαν εξοντωτικό υπερεγώ για τη δική μας γενιά, τη γενιά του ’80. Η ψυχολογική μας εξάρτηση από τη γενιά του ’50 μάς οδήγησε σήμερα στο σημείο να θρηνούμε για το χαμένο όραμα άλλων, μιας άλ λης γενιάς. Το έτος 1989 σκέπασε σαν πραγματική ταφόπετρα τη δεκαετία του ’80. Γιατί, όμως, εμείς να ξαφνιαστούμε, αφού, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, εί χαμε αντιληφθεί και γράψει1 ότι στη λογοτεχνία εκλείπουν πλέον τα αλληλέγ γυα οράματα, ότι έφτασε δηλαδή στην παρακμή του το κοινωνικό όραμα που ίσχυσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70; Γιατί να μας τρομάξει ο ιδεολογικός σεισμός του 1989; Επειδή ακριβώς ακόμη και τώρα ισχύει σε μεγάλο βαθμό η ψυχολογική μας ε ξάρτηση από τη γενιά του ’50.
Μ
αφιερωμα/49 ο γεγονός ότι πολλοί από τους ανθρώπους της γενιάς του ’50 απεμπολούν με χαρακτηριστική ευκολία το όραμα της γενιάς τους, ενώ οι περισσότεροι από τους ανθρώπους της δικής μου γενιάς δυσκολεύονται να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι το κοινωνικό τους ιδανικό δεν ήταν παρά μια ωραία αυταπάτη, δεν πρέπει να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το όραμα που ματαιώθηκε ήταν έ να δικό μας όραμα. Ό χι. Το μοναδικό όραμα που μπορεί να έχει η δική μου γενιά είναι η προσωπική μέθοδος του καθενός να αντιστέκεται στη συλλογική μοναξιά που μας πολιορ κεί ακατάπαυστα. Αυτό είναι το «ιδιωτικό όραμα», για το οποίο μιλάμε εδώ και χρόνια. Για μας που γράφουμε ποιήματα, υποτίθεται ότι η μέθοδος αυτή είναι η ποίηση. Στεκόμαστε μπροστά στο υπαρξιακό βάραθρο και προσπαθούμε να ανεγεί ρουμε τη φωνή μας. Ο αντίλαλος πιστεύουμε ότι υποκαθιστά την κοινωνική αλ ληλεγγύη που υποδηλώνει από τη φύση του το ποιητικό φαινόμενο. Αλλά είμαστε οι πολίτες μιας φανταστικής πολιτείας, μιας πολιτείας που αρνείται να αυτοσυνειδητοποιηθεί και να υπάρξει. Δεν είμαστε καν οι απόβλητοι αυτής της πολιτείας. Είμαστε κι εμείς κοινωνικοποιημένες ατομικότητες, κα θώς θα έλεγε ο Αξελός.2 Κανείς δεν μπήκε ούτε πρόκειται ποτέ να μπει στον κόπο να μας εξορίσει. Γευόμαστε έτσι την κατάθλιψη εκείνου που μένει μετέω ρος και που δεν αντιστοιχεί πουθενά. ΠΟΥΘΕΝΑ: είναι, πιστεύω, μια λέξη που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια στα στόματα και τις ψυχές όλων μας. Η γενιά που έρχεται μετά από μας θα ζήσει μέσα στην απελπισία. Θα είναι μια γενιά βεβαιωμένης από τα πριν απελπισίας, που δε θα έχει προλάβει να ασκήσει το προνόμιο της απογοήτευσης, έστω και εξ αντανακλάσεως, όπως κάναμε ε μείς. □
Τ
Σημειώσεις
50/αφιερωμα
Κλίε: Σκηνή μάχης από τη φα νταστική κωμική όπερα «Σεβάχ ο θαλασσινός», 1923
Φαίδων Ταμβακάκης
Το όραμα του νέου πεζογράφου ο όραμα του νέου πεζογράφου δεν θα πρέπει να διαφέρει από το όραμα του νέου θαλασσοπόρου. Είναι ο γυρισμός στο πατρικό λιμάνι και η οριστική ανάπαυση, η συμφιλίωση με την οργανωμένη κοινότητα. Ο νέος θαλασσοπόρος ξέρει ότι αν δεν ταξιδέψει, αν δεν κινδυνεύσει, αν δεν παλέψει με το άγνωστο και το υπεράνθρωπο δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί τα βράδια. Δε θα του φτάνει η αγκαλιά της γυναίκας του, δε θα πιστεύει τον καλό λόγο των συγχωριανών του, θα τον πληγώνουν τα διαβάσματα και οι αφηγήσεις για μακρινούς τόπους και ανθρώπους, δε θα μπορεί να οδηγεί τους απογόνους του αν πρώτα δεν ταξι δέψει ο ίδιος. Το όραμα της επιστροφής τον συντηρεί τις κρύες νύχτες στο κατάστρωμα, ό ταν ο άνεμος τρυπάει το πετσί του κι ολόγυρα βλέπει μονάχα τη σκοτεινή θά λασσα. Αυτό τον ζωντανεύει όταν στερείται τις απολαύσεις που μοιράζονται α πλόχερα στους υπόλοιπους, όταν οι κόποι του τυγχάνουν περιφρόνησης. Ο νέος θαλασσοπόρος ξέρει ότι μια μέρα θα γίνει καπετάνιος, θα τον εμπι στευτούν ψυχές, και συχνά ψυχές άξιες. Ό ταν αρχίσει ως δόκιμος θα διαλέξει και θα πιστέψει στον καπετάνιο του, θα θυσιαστεί γι’ αυτόν και θα μαθητέψει σωστά. Και μία ημέρα θα πρέπει μόνος του να χαράξει πορεία, να αποφύγει την καταιγίδα, να κάνει τις απαιτούμενες επισκευές μεσοπέλαγα, να πείσει το πλή-
Τ
αφιερωμα/51
ρωμα ότι είναι άξιος. Και όταν ταξιδεύει, πάντοτε θα στοχεύει στο άγνωστο και το δύσκολο γιατί το πλοίο του θα ανεμίζει την πατρική σημαία, οι πράξεις του θα αντανακλούν στο σπίτι και την πατρίδα του. Και όταν επιστρέψει, ο έπαινος κι ο σεβασμός των άλλων δεν θα του είναι βάρος. Ξέρει πως πέρασε τους Μπαίηδες και την Καλή Ελπίδα, ότι δεν κιότισε, ότι έσωσε τον μικρό ναύτη στο ξένο λιμάνι. Και τα παιδιά του δεν θα ντρέπεται να τα μαλώσει και να τα διδάξει γιατί θα ξέρει σίγουρα, τη γνώση του έχει σφραγίσει το αίμα. Και τη γυναίκα του θα τη λατρέ ψει όσο καμία καλλονή των λιμανιών γιατί αυτή και μόνο τον περίμενε όλα αυτά τα χρόνια. Και βέβαια σε όλα τα ταξίδια θα συσσωρεύει πλούτο, πλούτο και γνώσεις που κάποια μέρα θα φτάσουν στον τόπο του και θα φανούν ως δωρεές και εικονίσματα, ένα εκκλησάκι, ένα ωραίο σπίτι για να θαυμάζει το χωριό και να θυμούνται οι επόμενοι. Τότε θα βρει ανάπαυση, θα πάψει να αναζητεί τα δύσκολα και θα εξομοιωθεί με τους συγχωριανούς του, ίσος την Κυριακή στη λειτουργία, ίσος στο καφενείο, ίσος στα πανηγύρια και τις γιορτές. Γιατί στη ρίζα κάθε θαλασσοπόρου και πεζογράφου κρύβεται η ανεπάρκεια, το αίσθημα ότι δεν γεννιέσαι άξιος για την α πόλαυση, πρέπει μόνος σου να την κατακτήσεις. □
52/αφιερωμα
Σχέδιο του Μωρίς Λνρν, 1934
Δημήτρης Τσατσούλη.
Οραματιστές χωρίς οράματα οι προηγούμενες δεκαετίες του 20ού αιώνα και οι αντίστοιχες «λογοτεχνι Α νκές» γενιές τους τάχθηκαν στην υπηρεσία και κατ’ επέκταση χαρακτηρί στηκαν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, από ένα όραμα ή μια κοσμοθεωρία («παρακμιακή» στα ’20, «αναζήτηση της ελληνικότητας» στα ’30, «σοσιαλιστι κής επαγγελίας» παράλληλα ή «αριστερής ταυτότητας» στα ’70), η λογοτεχνική «παραγωγή» της δεκαετίας του ’80 και ιδιαίτερα η πεζογραφική, αφήνει αμήχα νους τους κριτικούς όταν δεν προβαίνουν σε αφορισμούς του είδους: «έλλειψη πρωτοτυπίας», «μιμητισμός», «φτωχό περιεχόμενο», «χαμηλή ποιότητα» ή άλ λα παρεμφερή. Είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση, η έλλειψη «οράματος» των σύγχρο νων πεζογράφων προβάλλει ως αυτονόητη μια και το όραμα στην εκλαϊκευμένη σύγχρονη μορφή του μοιάζει να ταυτίζεται με τις κοινωνικές προδιαγραφές και επαγγελίες όχι μόνον αυτού που θεωρείται «αναγνώσιμο» και «προσλήψιμο» α πό ένα ευρύ κοινό, αλλά και αυτού που αποτελεί το «παραδεκτό» πλαίσιο δια μόρφωσης της δημιουργικότητας και της ευαισθησίας του συγγραφέα. Οι κοινωνικές προεκτάσεις μιας τέτοιας διαπίστωσης δεν είναι μικρής σημα σίας: ο αφορισμός της «απουσίας» οράματος φαίνεται με τη σειρά του να εμφα νίζει τη σύγχρονη πεζογραφία σε λάθος δρόμο και κενή νοήματος, ενώ παράλ ληλα να την οδηγεί σε ένα είδος μαρασμού της και να δικαιολογεί την απόσταση λογοτεχνικού έργου και κοινού, απόσταση μετρήσιμη, φυσικά, με εμπορικούς όρους, δηλαδή ποσοστά κατανάλωσης. Το ελληνικό κοινό (και από μιαν άλλη άποψη το δυνητικό ξένο κοινό) μοιάζει έτσι αδιάφορο προς τους καρπούς της σύγχρονής μας ελληνικής πεζογραφίας που κατηγορείται ότι δεν εννοεί να πάρει στα σοβαρά τον κοινωνικοποιητικό της ρόλο μέσα στην κοινωνία (αντίστοιχο εκείνου που επέλεξαν οι λειτουργοί των προηγούμενων πεζογραφικών «γενεών») υιοθετώντας σαφώς και ξεκάθαρα μια μορφή αναπαραγωγής κυρίαρχων πεποιθήσεων και αξιών ή έστω το ρόλο του καθρέφτη των σύγχρονων νοοτροπιών και στερεοτυπικών αντιλήψεων που
αφιερωμα/53 κυριαρχούν (ή τείνουν να επιβληθούν) στη νεοελληνική πραγματικότητα... Μοιάζει, έτσι, να κατηγορείται πως ηθελημένα αγνοεί ότι ο σύγχρονος αναγνώ στης δεν είναι άλλος από τον καταναλωτή τηλεοπτικών υποπροϊόντων, κινημα τογραφικών ραμπονινζοϊδών κατασκευασμάτων και προεπιλεγμένων ειδησεογραφικών ενημερώσεων που του παρέχουν αφειδίός ευκολοχώνευτα και αφο μοιώσιμα μηνύματα και πληροφορίες με επίφαση πραγματικότητας και ο ραμάτων. ε μια εποχή, λοιπόν, που ο πολίτης - υποψήφιος αναγνώστης γεύεται παθητι κά την όλο και περισσότερο αυξανόμενη αλλοτριωτική δύναμη των μέσων μαζικής επικοινωνίας και βιώνει το όραμα της καταναλωτικής του εμπάθειας, ο Λόγος του Άλλου πρέπει να ηχεί οικείος και οικειοποιήσιμος, αλλιώς είναι απορριπτέος. Με άλλα λόγια και ο λόγος της λογοτεχνίας πρέπει να «σημαίνει» το δικό του (του αναγνώστη) ετεροδημιουργημένο όραμα, να δηλώνει τη δική του πραγματικότητα, αλλιώς θεωρείται αλλότριος, αιρετικός και σαν αιρετικός καταδικαστέος. Και ως δικό του λόγο δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζει εκείνον που φέρει τα σίγουρα διαπιστευτήρια, φιλτραρισμένος μέσα από αποδεδειγμέ νης εμπιστοσύνης χείλη: χείλη που δευτερολογούν πάνω στον πρώτο, τον λόγο το δημιουργικό, χείλη ανάλογα μ’ εκείνα που φέρουν το χαμόγελο της τηλεπαρουσιάστριας που ανακοινώνει το αγαπημένο του σήριαλ ή χείλη που ’μάθε να αναγνωρίζει, μέσω στερεότυπων εικόνων, ως ανήκοντα επάξια στον φορέα κύ ρους που αυτονόητα αποδέχεται. Η ανούσια αυτή δευτερολογία, που αυτοαποκαλείται εκφραστής, αλλά και διαμορφωτής του λογοτεχνικού γούστου του κοινού της, δεν θα πρέπει, ωστόσο, να μένει ανικανοποίητη όσο κι αν δεν το δείχνει. Η πεζογραφική «παραγωγή» ακολουθεί αρκετά συχνά τα όρια που της χαράζει και μέσα σ’ αυτά το όραμα, ανάλογο των καιριόν: την εμπορική επιτυχία. Οι «λογοτέχνες» που την υπηρε τούν λανσάρονται «εν μια νυκτί» ή καθιερώνονται μεταπηδώντας από άλλους κλάδους, συγγενικούς, με ευδόκιμη θητεία. Οι εικόνες, αν και δανεικές, καλά δοκιμασμένες, η προβολή από τα «χείλη κύρους» σίγουρη, η εμπορικότητα εξα σφαλισμένη. Με θέματα «λιγότερο από το μηδέν» και κάμποσο «φεγγάρια πα γωμένα» που πίνονται σε κάποιες «γειτονιές» από τους «Σκλάβους της Νέας Υόρκης» δημιουργούνται οι επιτυχίες των-καιρών με όραμα το ελληνικό κοινό να ρουφήξει τα κακέτυπα όχι γιατί του αρέσουν περισσότερο, αλλά γιατί ακριβώς διαθέτουν την ίδια αυτή μορφή οραμάτων που έμαθε τόσο καλά και εύκολα να αφομοιώνει. Εξάλλου, το μάρκετινγκ έμαθε κι εδώ να λειτουργεί σωστά, προ βάλλοντας όχι απλά τις αρετές των καταναλωτικών του προϊόντων, αλλά και επενδύοντάς τα με τις κατάλληλες στερεότυπες σημασίες. Έτσι, όραμα του κοινού και όραμα του συγγραφέα βρίσκονται πια τέλεια συνταιριασμένα (χάρη σε μια σειρά μεσάζοντες-συντελεστές) συναποτελώντας τους αναγκαίους όρους μιας και μόνης κεφαλαιώδους λειτουργίας: παραγωγής και κατανάλωσης προϊόντων, όπου η πραγματική αξία χρήσης έχει ολοκληρωτικά χαθεί παραχω ρώντας τη θέση της στα σύγχρονα υποκατάστατά της: καλό βιβλίο σημαίνει κα λές πωλήσεις και εύκολη ανάγνωση για ανάλαφρο ύπνο. Έ νας νέος τρόπος, άλ λωστε, θέασης του κόσμου (θεματικά, σε επίπεδο έκφρασης ή επίπεδο δομής) δεν υπήρξε ουδέποτε φιλολαϊκός... Αν όμως έτσι λειτουργεί το σύστημα και η εμπορικότητα ανάγεται σε όραμα και υπέρτατη αξία κάποιων παλαιοτέρων ή νέων λογοτεχνών, ποιος είναι ο ρό λος της κριτικής, που δεν παύει να προβληματίζεται για την έλλειψη πραγματι κού οράματος της νέας πεζογραφίας, απέναντι σε εκείνους που κάτι άλλο προ σπαθούν να βγάλουν, να προβάλουν; Ο λόγος της κριτικής έχει προ πολλού πάψει να ανακαλύπτει (να δίνει το νέο, το καινούριο στο κοινό, να προτείνει τρό-
Σ
54/αφιερωμα πους ανάγνωσης, να θεωρητικοποιεί και να αναλύει) αυτοπεριοριζόμενος στον δικό του ερμητικό αρνητισμό, ψέγοντας ή επαινώντας, αδιάφορο- ενταγμένος κι αυτός σ’ έναν αλλότριο λόγο και ταυτόχρονα δέσμιος στο φόβο που εκείνος του προκαλεί. Η κριτική, εμπλεκόμενη σ’ ένα σύστημα και επιδιώκοντας μά ταια να προβάλει την απεμπλοκή της, δεν καταφέρνει άλλο από το να συγκαλύ πτει απροκάλυπτα και να συνωμοτεί μαζί του για την απρόσκοπτη λειτουργία των αλλοτριωτικών μηχανισμών που αυτό επιβάλλει. Διότι, ακόμα και ψέγον τας διακριτικά πασιφανώς ήσσονος σημασίας έργα, δεν κάνει άλλο από το να συναποτελεί εξάρτημα του διαφημιστικού μηχανισμού τους. έσα σ’ αυτό της το αδιέξοδο αδυνατεί πλέον να δει ή να διαχωρίσει εκείνα τα έργα που ξεπηδούν (μέσα από άνισους, είναι αλήθεια, μηχανισμούς προβολής και γι’ αυτό πολλά από αυτά δύσκολα στον εντοπισμό τους) και εκ φράζουν ένα όραμα ειλικρινές, μια κοσμοθέαση ατόφια. Πρόκειται για τα έργα εκείνων των συγγραφέων που, αρνούμενοι την εύκολη λύση μιας αναπαράστα σης της καθημερινής ζωής και το πλάσιμο ηρώων ευκολοαναγνωρίσιμων και άρα, αρεστών απ’ τους πολλούς, προβάλλουν μέσα από διαφοροποιημένες, αλλά συγγενικές μεταξύ τους τεχνικές ένα κοινό όραμα: τον αυτοπροσδιορισμό τους. Αυτοπροσδιορισμό που, όντας μακριά από παραπλανητικές εσωστρέφειες ή ε ξάρσεις ατομικότητας που πολλοί θα ήσαν έτοιμοι να διακρίνουν υπομειδιώντας, σηματοδοτεί μια πάλη σώμα με σώμα με το ίδιο τους το έργο και τη δη μιουργική τους φαντασία, μια ανάγκη τοποθέτησης απέναντι στην ίδια τους τη μυθοπλασία, άρα απέναντι στην ίδια τους τη ζωή. Στον αλλοτριωτικό λόγο αντιπαραθέτουν την ειλικρίνεια της εικόνας, καταφύγιο, αλλά ταυτόχρονα και μέ σον επαναπροσδιορισμού απέναντι στη βιωμένη πραγματικότητα. Εξάλλου, η πάλη με τη γλώσσα, με τη δημιουργική δύναμη της γλώσσας που ανοίγει νέους δρόμους για να χωρέσει η ύπαρξη που ασφυκτιά περιχαρακωμένη στη στενότη τα της καθημερινότητας όπου όλα έχουν ισοπεδωθεί, αμφισβητηθεί, ρευστοποιηθεί, η έντονη προβολή του αφηγηματικού προσώπου που μετέχει της υπόστα σης τόσο του συγγραφέα όσο και των αφηγηματικών ηρώων, και η διμέτωπη α ντιπαλότητα που εγγενώς εκφράζει, όλα αυτά δίνουν ακριβώς τη νέα διάσταση των οραματισμών του σύγχρονου συγγραφέα που δεν μεταφράζεται σε φυγή, αλ λά σε δημιουργική αντιπαράθεση μ’ έναν κόσμο που οικειοποιείται τα οράματα για να τα καταστρέφει. Μ’ αυτή την έννοια, τούτος ο πεζογράφος θέτει τον εαυ τό του στο μεταίχμιο ενός κόσμου που αλλάζει κι ενός κόσμου που έρχεται και του οποίου γίνεται προάγγελος, γι’ αυτό και αιρετικός για την εποχή του. Το ίδιο και οι ήρωές του: μια βουβή Φιλομήλα που επικοινωνεί με τον κόσμο μέσω των βιασμών της, ένας Ορέστης που αυτοσαρκαζόμενος αντιπαλεύει τον εαυτό του, ένας Ανδρέας που προσφέρει τρυφερούς θανάτους, μια Εύα - Ανίτα που αυτοαναιρείται μέσα από το ανεξήγητο μιας εξαφάνισης, μια Μαρία που περιχαρακω μένη στην οικεία άμμο περιμένει το μήνυμα του θανάτου, ένας Δημήτριος που η ιστορία του ακούγεται από το στόμα μιας παλιάς Remington και κάποιοι άλ λοι ακόμη διεκδικούν τη δική τους θέση μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικό τητας, διαπερνώντας ταυτόχρονα τη χωροχρονική οριοθέτηση της κοινωνίας που τους δέχτηκε, αλλά δεν αποδέχτηκε ως πρόσωπα δικά τους, αφού κινού νται έξω από τα κατεστημένα ψεύδη της. Σ’ αυτή την κοινωνία του ψεύδους, ο πηγαίος μυθοπλάστης, ο παραμυθάς, δεν έχει θέση. Την παραχωρεί, έτσι, απλόχερα στον συγγραφέα που ποιεί, στον συγγραφέα-τεχνίτη, πραγματικό χειρώνακτα που δεν καθοδηγεί, αλλά ούτε τέρ πει τις ψυχές: όντας εργάτης, σμιλεύει πάνω στο βράχο δείχνοντας κάπως έτσι τη δική του απελευθέρωση και κάνοντας πιο επώδυνο τον ετεροπροσδιορισμό μας. Μήπως κι αυτό δεν είναι να υπηρετείς ένα όραμα; □
Μ
συνεντευξη/55
Λίλυ Εξαρχοπούλου
Ο Τέρι Ήγκλετον
στην Ελλάδα Οι απόψεις του για την εξέλιξη της λογοτεχνικής θεωρίας και το μέλλον των πολιτισμικών σπουδών Ο Τέρι Ήγκλετον, από τους επιφανέστερους θεωρητικούς της λογοτεχνίας και των Πολιτισμικών Σπουδών, ήρθε στην Ελλάδα, προσκεκλημένος από τις εκδόσεις «Οδυσσέας» που εξέδωσαν πρόσφατα στα ελληνικά το βιβλίο του «Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας». Εδώ και είκοσι χρόνια, καθηγητής στο κολλέγιο Ουάνταμ (Wadham) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο κ. Ήγ κλετον έδωσε δύο διαλέξεις, μία σ τη ν .Αθήνα και μία στην Θεσσαλονίκη, μιλώντας για το μέλλον της θεωρίας και τις επιθέσεις που δέχεται σήμερα. την Αθήνα, η διάλεξή του δόθηκε στο κα τά μεστο αμφιθέατρο της Ο δοντια τρικής, στο Κεντρικό κτίριο του Π ανεπιστημίου Αθηνών, και η παρουσία του προλογίστηκε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, κ. Ε ρατοσθένη Καψωμένο. Εν μέσω τω ν χερσαίω ν επιχειρήσεων των σ υμμαχικώ ν δυνάμεων σ το Κουβέιτ, ο κ. Κα ψω μένος, στο πνεύμα του Τ έρι Ή γ κ λ ε το ν , αφιέ ρωσε την εκδήλωση στην ειρήνη κα ι στη συνα δέλφωση τω ν λαών. Α κολούθησε μια σύντομη παρουσίαση του έργου του Ή γ κ λ ε το ν που, όπω ς ανέφερε ο κ. Κ αψω μένος, μπορεί να χω ριστεί σε τρεις περιόδους. Η πρώ τη περίοδος (1966-1970), σημαδεύεται από μια προσπάθεια σύνδεσης του σοσιαλιστικού ανθρωπισμού με τον καθολικι σμό, με κυριότερα έργα τα: «Η Νέα Αριστερή Ε κκλησ ία» (1966), «Σαίξπηρ κα ι Κοινωνία» (1967), «Το Σώ μα ω ς Γλώσσα: Δ ιάγραμμ α μιας Ν έας Α ριστερής Ιδεολογίας» (1970) κα ι το «Ε ξό ριστοι κα ί Μ ετανάσ τες» (1970). Τη δεύτερη πε ρίοδο (1970-80), ο Ή γ κ λ ε το ν α π ο κτά πα γκόσμια φήμη κυρίως για τα έργα του που έχουν σχέση με τη Μ αρξιστική Λ ογοτεχνική Κριτική ό πω ς το «Κριτική κα ι Ιδεολογία» (1976) κα ι «Μ αρξισμός
Σ
κα ι Λ ογοτεχνική Κριτική» (1976) που μεταφράζε ται το 1982 κ α ι στα ελληνικά. Ά λ λ ο σημαντικό έργο του αυτής τη ς περιόδου αποτελεί το: «Μύθοι της εξουσίας: Μια μαρξιστική ανάλυση του έρ γου τω ν αδελφών Μ προντέ» (1976). Την Τρίτη περίοδο που κα λύπτει τα τελευταία χρόνια από το 1980 έω ς σ ήμερα, ο Τέρι Ή γ κ λ ε το ν γίνεται πιο πο λ ιτικός και στρέφεται πρός τις πολιτισμικές Σπουδές γενικότερα, ασχολούμενος πά ντα με το μαρξισμό, το φεμινινισμό κ α ι την ψυχανάλυση. Σπουδαιότερα έργα αυτής της περιόδου είναι τα: «Ουώλτερ Μ πέντζαμιν» (1981), «Εισαγωγή στη Θ εωρία της Λ ογοτεχνίας» (1983), «Ενάντια στο Ρεύμα» (1986) που αποτελείται από μια επιλογή δοκιμίω ν του τη ς δε κ αετίας 1975-1985 κ.ά . Στην συνέχεια η καθηγήτρια κ. Ά ν ν α Τζούμα αναφέρθηκε γενικά στην ανάπτυξη της λογοτε χ νική ς θεωρίας. Ο Τέρι Ή γ κ λ ε το ν , που πήρε α μ έσως μετά το λόγο, ανέπτυξε τις απόψεις του περί της αναγκαιότητας της διεύρυνσης του πε δίου της λ ογοτεχνικής θεωρίας που θα πρέπει πια να περικλείει καινούριους τομείς που ανήκουν σ τις γενικότερες πολιτισμικές σπουδές. Η ομιλία του ήταν απλή και μεστή κα ι διανθιζόταν από α-
56/συνεντευξη νέκδοτα κα ι διάφορα περιστατικά από τους α κ α δημαϊκούς χώρους. Α ρχικά έκανε τη διαπίστωση ότι ένα τόσο ειδι κευμένο θέμα όσο η λογοτεχνική θεωρία γεμίζει σήμερα τα αμφιθέατρα και προσελκύει πολλούς ακ ροα τές. Αυτό συμβαίνει, είπε, την ίδια ακρι βώ ς περίοδο που εντείνεται η πολεμική ενάντια στη θεωρία. Στα αμερικανικά πανεπιστήμια διακινείται μία επιστολή που προειδοποιεί τους α κ α δημαϊκούς ότι ανάμεσά τους υπάρχει ένα ς ε χθρός που ακούει στο ό νομα deconstruction (αποδόμηση; και ότι αυτός ο εχθρός είναι επικίνδυ νος, διαπνέεται από αντιαμερικανικά αισθήματα και υπονομεύει το σύστημα. Στη συνέχεια, ανα ρωτήθηκε, για ποιο λόγο διακινείται σήμερα αυ τή η επιστολή, είκοσι και πλέον χρόνια από την ανάπτυξη του portstructuralism (μεταστρουκτουραλισμού) που όντω ς υπονομεύει κά ποιες αξίες, και είπε ότι πιστεύει ότι αυτό γίνεται σ ήμερα, για τί έχει καταρρεύσει ο εχθρός σ τις Α νατολικές χώ ρες και ήρθε η ώρα για να καταπολεμηθεί ο ε σω τερικός εχθρός. Γίνεται μια προσπάθεια, είπε, να σκηνοθετήσουν μια διαμάχη ανάμεσα στον πα ραδοσ ιακό ανθρωπισμό και τη θεωρία. Κατά τον Ή γκ λετο ν , ο ανθρωπισμός είναι μια λέξηκώ δικ ας, για κά ποιες συγκεκριμένες, πα ραδο σ ιακές πολιτισμικές κ α ι θρησκευτικές αξίες, που είναι ακριβώ ς αυτές που αντιμάχεται η θεωρία. Οι αξίες αυτές είναι ιστορικά καταξιω μένες και έχουν σίγουρα να επιδείξουν έναν πλούτο σκέ ψης, αλλά συνδέονται άμεσα με συγκεκριμένους εκφ ραστές που είναι όλοι λευκοί, άνδρες, δυτικοί και μικροαστοί. Α πό αυτή τη σ κοπιά, ο ανθρωπι σ μός έχει γίνει κα τά κάποιο τρόπο ένα ς κώ δικ ας που εμπεριέχει το διαχωρισμό σε φυλές και φύλα. Έ τ σ ι φτάσαμε στο σημείο η πολεμική προς τη θεωρία, να γίνεται στο όνομα του ανθρωπισμού. Κατά τον Ή γκ λετο ν , σήμερα διεξάγονται και πάλι, για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ’60, πολιτικές διαμάχες στα Π ανεπιστήμια, ιδιαίτερα στα αμερικανικά και γενικότερα όπου γίνεται μια δεξιά στροφή στην εθνική πολιτική για την παιδεία. ανάπτυξη της θεωρίας άρχισε ουσιαστικά από το ’60 κα ι μετά· με την επανα-ανακάλυψη του φ ορμαλισμού, τις νέες μαρξιστικές, φε μινιστικές, δομ ιστικές κ .λπ . απόψεις. Την ίδια περίοδο επίσης, λόγω του Βιετνάμ, διαβρώθηκε και ο ανθρω πιστικός κώ δικ ας. Ο στρουκτουρα λισμός έδωσε τη λαβή για να διαφωτιστούν αυτά που συνήθως αποκρύπτονται. Στο σημείο αυτό αναφέρθηκε αστειευόμενος στο δικό του Π ανεπιστήμιο, της Ο ξφόρδης, που όπω ς είπε δεν έχει περάσει ακόμα ούτε στον κα πιταλισμό. Η Ο ξφόρδη, είπε χαριτολογώ ντας, εί ναι τόσο βαθιά διαποτισμένη από την παλαιά ιδε ολογία που δεν μπορεί να τη διαταράξει τίποτα,
Η
εκτός ίσως από κάποιο πύραυλο κρουζ. Υπάρ χουν άδυτα που χρειάζεται πολύς χρόνος για να ανατραπούν και εκεί φ αίνεται και η επιτυχία μιας ιδεολογίας, όταν γίνεται σιωπηρά αποδεκτή επί σειρά ετών. Οι καινούριες θεωρίες της δεκ αετίας του ’60 δεν εξελίχθηκαν στο κενό. Οπότε υπάρχουν πολλές εξελίξεις στον έξω κόσμο, οι ακαδημα ϊ κοί πέφτουν σε περισυλλογή που συνήθως αποφέρει τη δημιουργική σκέψη, αλλιώ ς είναι κα τα δι κασμένοι σε αποτυχία. Έ τ σ ι η θεωρία αναπτύσ σεται συνέχεια, έχουμε φτάσει στη μεταθεωρία ή ακόμη και στη μετα-μεταθεωρία κ.ο.κ . Η θεωρία αποδεικνύει ότι κά τι πάει στραβά. Σ ’ αυτές τις περιπτώ σεις ο λόγος (discourse) αναζη τάει το δρόμο του και γίνεται ο ίδιος αντικείμενο της μελέτης του. Η κρίση κα ι οι ανθρω πιστικές σπουδές αναπτύσσονται ταυτόχρονα. Αυτό συμ βαίνει όταν η λέξη άνθρωπος φαίνεται πια χω ρίς νόημα, μια και καθορίζεται από το φύλο, τη φυ λή, τα πιστεύω, την παιδεία κ.λπ . Ο Ή γ κ λ ε το ν πιστεύει ότι πρέπει πάντα να ξε κινάμε από την ουσία κα ι μετά να βρίσκουμε τους γενικότερους όρους. Οι αξίες του διαφωτι σμού δεν μπορούν να υποπέσουν σε αχρηστία μια και η κοινωνία τούς χρειάζεται για να δικαιολο γήσει την ύπαρξή της. Αυτή είναι μια αντίφαση που δεν μπορεί ν τ αποφευχθεί. Από τη μια έχου με να κάνουμε μ ; υπερβατικές αξίες κα ι από την άλλη με κοσμικι δραστηριότητα που τις αναιρεί. Στην Αμερική γίνονται ασύστολες αναφορές στην ελευθερίά, την ισότητα, τη δικαιοσύνη κ.λπ . Στην Αγγλία υπάρχει μεγαλύτερη μετριο πάθεια κα ι έτσι τουλάχιστον αυτές οι αναφορές δεν γίνονται ανοιχτά. Ό μ ω ς δεν υπάρχει τρόπος για να αναπτυχθούν αυτές οι αξίες στην αγορά. Ο Νίτσε, προσέφερε στους κα πιταλισ τές τού 19ου αιώνα μια διέξοδο: «Αφήστε την αφθονία τω ν α γαθών να βρει μόνη της τη δικαιολόγηση της ύ πα ρξής της». Ή τ α ν μια τολμηρή διέξοδος. Τα τμήμ ατα των Π ανεπιστημίων που ασχολούνηται με τις θεωρητικές σπουδές, από τη μια, νο μιμοποιούν α λλά από την άλλη, υπονομεύουν την κοινωνία μας. Σ ’ αυτό το σημείο, αναφέρθηκε σ τις αντιθέσεις που εμποδίζουν την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών αξιών. Σύμφωνα με τον Ή γ κλετον, το κυριότερο πρόβλημα είναι η ταξική κοινωνία, με την οποία οδηγούμαστε σε μια οιδι πόδεια κα τάσταση, σαν να μην υπάρχει κανένας γονέας, σαν να μπορεί να ανανεωθεί από μόνη της. Έ τ σ ι έχουμε κα ι την κα πιταλισ τική κουλ τούρα που μιλάει περί του σ ώ ματος αλλά όχι γι’ αυτό. Ιδιαίτερη σημασία έχουν αυτά που αποσιωπώ νται κι όχι αυτά που λέγονται. Α ναφερόμενος σ τις εργα σια κές σχέσεις χρησι μοποίησε τα λόγια του Γουώλτερ Μπέντζαμιν: «Δεν υπάρχει στοιχείο του πολιτισμού μας που να μην είναι ταυτόχρονα και μνημείο της βαρβα-
συνεντευξη/57 ρότητας». Π ρέπει, είπε ο Τέρι Ή γ κ λ ε το ν , να βλέπουμε κα ι τις δυο πλευρές, την καθεμιά υπό το φ ως τη ς άλλης. Έ τ σ ι λειτουργεί η διαλεκτική. Κι αυτό είναι το μοναδικό, το σ υνταρακτικότερο γεγονός της ιστορίας. Ό σ ο κι αν ψάξουμε την ι στορία, θα βρούμε έναν κοινό παρονομαστή, κι αυτό είναι ότι ο πολύς κό σ μο ς ζούσε πά ντοτε ε ξαθλιωμένα. Π ρέπει να βρούμε έναν τρόπο εξέ τασ ης που θα συμπεριλαμβάνει μέσα σ το ν πολι τισμό μας αυτές τις εξαθλιωμένες ζω ές που ζήσαν μυριάδες άνθρωποι. Σ ’ αυτό στοχεύει η υλι στική κριτική. Τελειώ νοντας την ομιλία του, ο κ. Ή γ κ λετο ν , τόνισε ότι όπου διακυβεύονται μεγάλα ζητήματα υπάρχει διαμάχη. Οι θεωρητικές σπουδές είτε θα εξακολουθήσουν να επιβιώνουν στην ασφάλεια των πανεπιστημιακώ ν ιδρυμάτων, είτε θα υ ποτα χθούν στη θεωρία και θα κατορθώσουν να απευ θυνθούν σ ’ ολόκληρη την κοινωνία. Κι εδώ βρί σ κεται μια ακόμη αντίθεση: στην προσπάθεια της αποφυγής του ελιτισμού αλλά, ταυτόχρονα, στην προσπάθεια συνέχισης της πα ράδοσ ης. Τε λ ικά, είπε, φ τάσαμε σ το σημείο να γίνουν οι ριζο σ πάσ τες συνεχιστές της πα ράδοσ ης και όχι οι αντίπαλοί τους. Μ ετά το τέλος της ο μιλίας του, ο Τέρι Ή γ κ λ ε τον απάντησε σε μια σειρά ερωτήσεω ν που του υ πέβαλε το ακροατήριο. Μ ια απ ό τις κυριότερες δευτερολογίες του αφορούσε τον Μ αρξισμό. Για τον Μ αρξισμό, είπε, ο βασικός χρόνος είναι ο μέλλων αλ λά στην οριστική και ό χι στην ευχετι κή έγκλιση. Για την ερμηνευτική θεωρία (herme neutics) ο βασικός χρόνος είναι ο Ε νεστώ ς και ο Α όριστος. Αναφέρομαι σ’ ένα μέλλον ε φ ικ τ ό και επ ιθυ μ η τό που το διαβάζει κ ανείς στα σημεία των καιρών. Οι δυο αυτές λέξεις, εφικτό κα ι επιθυμη τό, μπορούν να υπάρξουν σε πολλούς συνδυα σμούς, αλλά δεν πρέπει ποτέ να πέφτουμε σ τη ν π αγίδα του α π ρ α γμ α το π ο ίη το υ κ α ι να αρρω σταί νουμε από την επιθυμία. Κ άτι τέτοιο ή ταν για τον Φ ρόυντ ένδειξη ασθένειας (νεύρωση). Ο Μ αρξ, αντίθετα, ήταν πιστό ς στην εβραϊκή παράδοση τω ν ρόδινων εικόνων. Σε κάπο ια άλλη ερώτηση απάντησε ότι δεν μπορεί να πει τΐ σημαίνει α ταξι κή κοινωνία κα ι είπε ότι εάν μπορούσε να α π α ντήσει, θα σήμαινε ότι την έχουμε ήδη. Τ ελικά δεν έχει σημασία αν διαφωνείς ή συμ φωνείς με τις απόψ εις του Τέρι Ή γ κ λ ε το ν . Το σί γουρο είναι ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσες και υ πήρξαν το έναυσμα πολλών συζητήσεων. Α λλά τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση για τη διάλεξή του την άκουσα τυχαία β γαίνοντας από το αμφιθέα τρο από κά ποιον που περίμενε έναν γνω στό του. «Μου κάνει εντύπωση», είπε «που βγαίνει όλος αυτός ο κό σ μο ς μετά από τόσ ες ώ ρες κ α ι δεν φαίνεται κουρασμένος». Αυτή ή ταν κ α ι η μεγάλη επιτυχία της βραδιάς.
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΚΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
CLAUDE MOSSE
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
ΔΗΜ. Ν. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Ιπποκράτους 8, τπλ. 36.27.318
58/συνεντευξη
Η συνέντευξη που ακολουθεί πάρθηκε λίγη ώρα πριν από τη διάλεξη του Τέρι Ήγκλετον, την Τρίτη 26 Φεβρουάριου, κι ενώ ακόμα μαινόταν ο πόλεμος στον Περσικό.
------------------- ■Τη συνέντευξη πήρε η Αίλυ Εξαρχοπούλου ·------------------Ζούμε σε μια εποχή που σημαδεύεται από γοργές αλλαγές. Τα καθεστώτα στην Α νατολική Ευρώ πη έχουν καταρρεύσει και τα αποτελέσματα αυ τώ ν τω ν αλλαγών δεν έχουν ακόμη ολοκληρω θεί. Πόση ισχύ έχει σήμερα μια μαρξιστική θεώ ρηση του κόσμου και μια μαρξιστική λογοτεχνι κή θεωρία;
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ αυτών των καθεστώτω ν φέρ νει σε αμηχανία μόνον εκείνο το είδος της μαρξι σ τικής θεωρίας που τα απ οδέχτηκε ω ς υπαρκτό σοσιαλισμό. Π ροσω πικά δέν ξέρω κα μιά μαρξι στική θεωρία - από το 1930, που να τ α απ ο δεχό ταν. Στη Βρετανία, ω ς επί το πλείστον, η μαρξι στική θεωρία έχει προέλθει από την άκ ρα , μη κομμουνιστική αριστερά και, ό πω ς ξέρετε, η ά κρα αριστερά στην Α γγλία είναι τροτσ κισ τικ ής αποκλίσεω ς. Αυτό που με ενδιαφέρει σ’ αυτό το θέμα, αυτό που εγώ θεωρώ εξαιρετικής σημα σίας, είναι ότι η πιο συστηματική, η πιο δηκτική κριτική τω ν Σταλινικώ ν Α νατολικοευρω παϊκών κοινωνιών έχει στην πρα γμ ατικότητα προέλθει από μέσα από τη Μ αρξιστική παράδοση κα ι όχι α π ’ έξω. Το ποιόν της αντισ ταλινικής κριτικής που εμπεριέχει ο μαρξισμός ήταν πολύ πιο έντο νο και πολύ πιο ισ τορικά τεκμηριωμένο α π ’ ότι οι φιλελεύθερες κριτικές για τον σταλινισμό που έ χουμε στη Δύση. Εννοείται ότι για μένα, η διάλυ ση των ευρω παϊκών ή νεοσταλινικώ ν καθεστώ των ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για οτιδήπο τε άλλο, ωστόσο είμαι σίγουρος ότι δεν μπορού με ακόμη να προβλέψουμε το μέγεθος της επιρ ροής του μαρξισμού στους διανοητές της Δύσης. Πριν από μερικές δεκαετίες το να είναι κανείς μαρξιστής ισοδυναμούσε με το να είναι αιρετι κός. Και ωστόσο βλέπουμε σήμερα τους μαρξι στές να βρίσκονται σε ακαδημαϊκές θέσεις. Τι έ χει αλλάξει; Μ ήπω ς είναι λιγότερο επικίνδυνος ο μαρξισμός;
Σ’ ΑΥΤΟΝ τον τομέα έχει υπάρξει μια αλλαγή, μια πολύ σημαντική αλλαγή. Π ριν από 15 χρό νια, σ τις αρ χές κα ι στα μέσα της δεκ αετίας του ’70, το να είσαι μαρξιστής ή ταν της μόδας. Τώρα πια δεν συμβαίνει αυτό. Σίγουρα δεν συμβαίνει σ τις Η Π Α που είναι και η πα τρ ίδα πολλώ ν ριζο σ πασ τικώ ν θεωριών κάθε είδους. Το να είσαι σή μερα μαρξιστής σ τις Η Π Α είναι σαν να ’σαι δει νόσαυρος, έστω διαλεκ τικό ς δεινόσαυρος. Το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει κα ι δεν φυσάνε ού ριοι άνεμοι ακόμη και για εκείνο το είδος τω ν σ χετικά βολεμένων μαρξιστώ ν ακ αδημαϊκώ ν
στους οποίους αναφέρεστε. Τα τελευταία δέκα χρόνια εργάζομαι σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που βρισκόταν υπό την καθοδήγηση της Μάργκαρετ Θ άτσερ, της οποίας σ κοπός δεν ήταν α πλώ ς να πολεμήσει τις μαρξιστικές ιδέες αλλά να τις σβήσει από προσώπου γης. Η κα τάσταση αυτή κάθε άλλο παρά βολική είναι κα ι μερικές φορές το περισσότερο που μπορεί να κάνει κ α νείς είναι να διατηρήσει αυτές τις ιδέες ζω ντανές. Νομίζω ότι η θέση μου — όσον αφορά την επι κοινωνία μου με τους φοιτητές κα ι τον κόσμο γε νικότερα — είναι πολύ πιο δύσκολη α π ’ ότι ήταν, ας πούμε, πριν από 15 χρόνια, όταν, τουλάχιστον σ τις αρ χές της δεκ αετίας του ’70 ή στο τέλος της δεκ αετίας του ’60, υπήρχε μια γενικότερη σοσια λιστική κουλτούρα, οπότε οι ιδέες που είχες βρί σκανε μεγαλύτερη απήχηση. Ό τ α ν δεν έχεις να κά νεις με μια τέτοια κουλτούρα ή μια τέτοια α τμόσφαιρα, μ’ ένα τέτοιο κλίμα, τότε οι ιδέες σου είναι απομονωμένες κα ι έχουν λιγότερη α πήχηση. Πόσο διαφέρουν οι ιδέες των διαφόρων μαρξι στών διανοητών της λογοτεχνικής θεωρίας; Ας πούμε οι δικές σας και του Τζέιμσον;
ΑΥΤΗ είναι μια δύσκολη ερώτηση, ή καλύτερα, θα έλεγα, μια πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Π ραγματικά θαυμάζω το έργο του Τζέιμσον. Αυ τό που θαυμάζω ιδιαίτερα στον Τζέιμσον - μό λις κυκλοφόρησε ένα καινούριο του βιβλίο για το Μ εταμοντερνισμό, έργο κεφαλαιώδους σημα σίας, ολόκληρος τόμος - είναι ότι δεν είναι α πλώ ς μαρξιστής κρ ιτικός της λ ογοτεχνίας αλλά ένας κριτικός του πολιτισμού. Είναι ένα ς από τους λίγους εκείνους κριτικούς σαν τους Έ ν τουαρντ Σάίντ, Γ καγιάτρι Σπίθακ, Πιερ Μπωτιέ που θεωρούν ω ς αντικείμενό τους ολόκληρο τον πολιτισμό, την κατεύθυνση ολόκληρης της κοι νωνίας. Μ’ αυτή την έννοια ο Τζέιμσον υπερασπί ζεται την κα τά τ’ άλλα όχι και πολύ δικαιολογη μένη δραστηριότητά του, γιατί τα όσα πράττει και λέει μ’ αυτή του τη στάση έχουν εξαιρετική σημασία για την ίδια τη φύση της κα πιταλισ τικής κουλτούρας. Μ ετά α π ’ αυτή την εισαγωγή περ νάω στο θέμα των διαφορών στο οποίο αναφερ θήκατε. Και νά ποια είναι η βασική διαφορά. Δε νομίζω ότι ο Τζέιμσον, λόγω της Α μερικανικής εμπειρίας του, είχε ποτέ τις πιέσεις της κλασι κής, μπολσεβίκικης, λενινιστικής, τροτσκιστικής παράδοσ ης. Σ ’ αυτό το σημείο υπάρχει ένα
συνεντευξη/59 κενό στο έργο του Τζέιμσον, το ίδιο κενό που υ πάρχει, σ ημαδιακά κ α τά τη γνώμη μου, σε σχέ ση με τον Αλτουσέρ, τον Αλτουσέρ ω ς ένα πιο πρόσφατο εκπρόσω πο του Μ αρξισμού-Λενινισμού. Ο Τζέιμσον αναφέρεται στον Α λτουσσέρ, αλλά δε νομίζω ότι έχει αυτή την παράδοση μέσα στο πετσί του. Ά μ α έχεις μεγαλώσει στο περι βάλλον της ευρω παϊκής αριστερός είναι πολύ πιο πιθανό να πιστεύεις ότι αυτά τα θέματα, εννοώ η Ιστορία, είναι σημαντική. Για την Αμερική Ιστο ρία σημαίνει τώρα. Α κριβώ ς με τον Αλτουσέρ σχετίζεται και η επό μενη ερώτησή μου. Ο Αλτουσέρ περιλαμβάνει τη λογοτεχνία στους Ιδεολογικούς Κρατικούς Μη χανισμούς που συνεισφέρουν στη διαδικασία της αναπαραγω γής τω ν παραγω γικώ ν σχέσεω ν, των κοινω νικών σχέσεων που είναι αναγκαία προϋ πόθεση για την ύπαρξη και τη διαιώνιση του κα πιταλιστικού τρόπου παραγω γής. Εσείς συμ φωνείτε;
ΚΑΤ’ α ρ χά ς δεν πιστεύω ότι ο Α λτουσέρ συμπε ριλαμβάνει κα τηγορημ ατικά μέσα στους Ιδεολο γικούς Κ ρατικούς Μ ηχανισμούς τη λογοτεχνία. Στα σχόλιά του περί λ ογοτεχνίας ο Αλτουσέρ έ χει αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για την ψυχο λογική θέση της· γι’ αυτόν η λογοτεχνία είναι και δεν είναι ιδεολογία, μάλλον τη διαχωρίζει από την ιδεολογία, ενώ αντίθετα στον Μ άσερεϊ αυτό είναι το σημαντικό στοιχείο στο έργο του. Ο Α λ τουσέρ δεν αφήνει τή λογοτεχνία να γίνει εξ ολο κλήρου ζήτημα ιδεολογίας. Η άποψή μου είναι ό τι σωστά αναγνώ ρισε ότι παρότι μπορεί να συ νεργήσει με τους Ιδεολογικούς Κ ρατικούς Μ ηχα νισμούς, υπάρχουν κα ι τρόποι με τους οποίους μπορεί να τους αντισταθεί. Α ποτελεί ένα αντιφα τικό φαινόμενο. Νομίζω ότι το να λες ότι η κουλ τούρα δεν είναι πα ρά μια λειτουργία αναπα ραγω
γής τω ν κυρίαρχων σχέσεων, είναι θέση τω ν φονξιοναλιστών, κι εδώ βρίσκεται η ειρωνεία του ζη τήματος· δεν πρόκειται περί μαρξιστικής θέσης, αλλά περί ασ τικής φονξιοναλιστικής θέσης μια και ξεριζώνει τις αντινομίες. Πιστεύω ότι η κουλ τούρα αμφισβητεί αυτούς τους μηχανισμούς, αυ τές τις σ χέσεις κ .ο .κ . Αέτε στο δοκίμιό σας «Καπιταλισμός, Μοντερνι σμός και Μεταμοντερνισμός» ότι «αυτό που δια κωμωδείται από τη μεταμοντέρνα κουλτούρα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η επαναστατική τέχνη της πρω τοπορίας του εικοστού αιώνα». Μ ήπω ς αυτό κάνει το μεταμοντερνισμό ένα κάπω ς ειδικευμέ νο λογοτεχνικό λόγο που απευθύνεται στους μορφωμένους;
ΟΧΙ. Νομίζω ότι ένα από τα πιο θετικά στοιχεία της μεταμοντέρνας κουλτούρας είναι ο αντιελιτισ μός της. Θεωρεί ότι ο μοντερνισμός - ιδίω ς της επο χής της ακ μής του μοντερνισμού - ήταν μια πολύ ελιτίστικη καλλιτεχνική ή και πολιτιστική έκφραση. Δεν πιστεύω· ότι ο μεταμοντερνισμός μπορεί να κατηγορηθεί ότι κρατάει τον απλό άν θρωπο σε απόσταση, ότι είναι κά τι το ασυνήθι στο. Α ντίθετα, δέχεται το κοινότυπο αβασάνι στα, δέχεται επιπόλαια τα προϊόντα της κοι νωνίας. Τότε, πιστεύετε ότι ο μεταμοντερνισμός επιταχύ νει ή επιβραδύνει το «θάνατο του μυθιστο ρήματος»;
ΕΧΩ μεγάλες επιφυλάξεις για διατυπώσεις του τύπου «θάνατος του μυθιστορήματος». Το μυθι στόρημα έχει δεχτεί πά ρα πολλές πρόω ρες νε κρολογίες, όπω ς ακριβώ ς είχε γίνει και με τον Μ αρκ Τουαίην. Είναι πολύ ά δικο να μιλάμε για το θ άνατο ενός είδους γραφ ής που δεν έχουμε κ α ταφέρει ακόμη να ορίσουμε. Κανείς ω ς τώρα δεν ΦΑΚΕΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑ
Μηνιαία επιθεώρηση, Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80, τηλ. 36.19.837
Πολιτικά κείμενα των: Μ. Μοδινού, Β. Χα· λιώτη, Γ. Σακιώτη, Γ. Παρασκευόπουλου, Α. Ανδρεαδάκη Α. Ανδρεαδάκη: Κτηματικά ομόλογα και οικοπεδοποιήσεις
Λεωνίδας Λουλούδης: Πού βαδίζει η ελληνική γεωργία; Χαρ. Κασίμης: Γερασμένοι και πολυαπασχολημένοι οι 'Ελληνες αγρότες Μ. Ντεμούσης: Ορισμένες επιπτώσεις του πληθωρισμού Ν. Μαραβέγιας: Η Gatt και η ευρωπαϊ κή πορεία της γεωργίας μας Λεωνίδας Λουλούδης: Χημικός ή οργα νικός γεωργός: Ένα σύγχρονο δίλημμα Λ.Λ.: Γνώθι σαυτόν: Η κοινωνική συγ κρότηση του αγροτικού χώρου Μιχάλης Παπαγιαννάκης: Ευρωοικολογικά Θ. Θεοδωράτος: Οργανική Γεωργία: Ένας
βιβλιογραφικός οδηγός Ντ. Κάλομπ: Η Λάικα Γ. Μπλιώνης: Απειλή κατά της μεσογεια κής Φώκιας__________________________
60/συνεντευξη έχει κατορθώ σει να το ορίσει, οπότε το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι μπορεί να εξαφανισθεί κάποιο είδο ς μυθιστορήματος που σίγουρα θα ξαναεμφ ανιστεί με διαφ ορετική μορφή. Το μυθι στόρημα έχει πρω τεϊκή μορφή, πολύ ρευστή μορ φή. Νομίζω ότι εάν με τη λέξη μυθιστόρημα εν νοούμε ένα εκτενές κείμενο μυθοπλασίας, τότε θα συνεχίσει να υπάρχει. Κ άποια είδη μυθιστορη μάτω ν μπορεί να χαθούν αλ λά θα α ν τικ ατασ ταθούν από άλλα. Υ πάρχει κάποια ολοκληρωμένη λογοτεχνική θε ωρία; Κάποια θεωρία που να μπορεί να δώσει α παντήσεις σε όλα τα ερωτήματα;
ΝΟΜ ΙΖΩ ότι κ ά πο ιες λο γο τεχνικ ές θεωρίες θέ λουν να φ αντάζονται κά τι τέτοιο, ό πω ς κα ι μερι κοί άνθρωποι θέλουν να φαντάζονται ότι είναι ο λοκληρω μένοι κα ι έχουν απαντήσεις επ ί π α ντό ς επιστητού. Εγώ π ά ντω ς δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι διαλέγουμε κά πο ια θεωρία ή κά πο ια μέθοδο αναλόγω ς με το τί θέλουμε να κάνουμε. Η κάθε θεωρία έχει περιορισμένη χρησιμότητα για συ γκεκρ ιμ ένα είδη μελέτης. Δεν πρέπει να θεωρεί τα ι ότι μπορεί να τα κά νει όλα, ότι μπορεί να χρησιμεύσει περισσότερο από ένα εργαλείο, δη λαδή ότι ένα εργαλείο, μπορεί να τα κά νει όλα. Αφού χρ ησιμοποιείς ένα εργαλείο, μετά μπορείς να δοκ ιμάσ εις κάπο ιο άλλο. Είναι θέμα λειτουρ γ ικότητας. Η λογοτεχνική θεωρία είναι μια σχετικά καινού ρια επιστήμη, τουλάχιστον αν δεν ψάξουμε τις Α ριστοτελικές καταβολές τη ς αλλά περιοριστούμε στη μετασωσυρική (Post-Saussurian) ανάπτυξή της στον εικοστό αιώνα. Π ώ ς βλέπετε την εξέλι ξή της; Π οια είναι τα σύγχρονα ρεύματα πού θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες;
ΑΥΤΗ τη στιγμή αναπτύσ σονται δυο σημαντικές εξελίξεις. Η πρώτη είναι μια μετατόπιση από τον Γαλλικό διαλογισμό στον Γ ερμανικό. Η Γαλλική θεωρία, ό πω ς θα ξέρετε, επηρέασε πά ρα πολύ τον Α γγλοσ αξω νικό κόσμο. Αυτό έχει πια ξεπεραστεί κα ι οι θεωρητικοί ασ χολούνται όλο και περισσότερο με τη Γερμανική σ χολή, ιδιαίτερα με τον Χ άμπ ερμας (Haberm as) κ.λπ . Η δεύτερη εξέλιξη έχει σ χέση με μια τάση πρ ο ς τις γενικ ό τε ρες πολ ιτιστικές σπουδές. Νομίζω ότι η θεωρία αναπτύσ σεται πρ ο ς τα εκεί - πάρτε για π α ρ ά δειγμα το τελευταίο έργο του Τζέιμσον - με μια πολύ σοβαρότερη μελέτη της μ αζικής (λαϊκής) κουλτούρας, τω ν φιλμ, τω ν μέσων μαζικής ενη μέρωσης, οπότε κα ι ξεφεύγει α πό το άμεσο λογο τεχνικό περιβάλλον, το ποιητικό περιβάλλον α π ’ όπου ξεκίνησε, και χρησιμοποιείται διαφο ρετικά. Δ ηλαδή συμπεριλαμβάνει και ερευνά και την παραλογοτεχνία;
ΝΑΙ, φυσικά. Αυτό σχετίζεται και με την επόμενη ερώτησή μου. Π οιος τελικά επηρεάζει τη λογοτεχνική πα ραγωγή; Στην Α γγλία π .χ . η εταιρεία W .H . Smith έχει υπό τον έλεγχό της το 60% τω ν βρετανικών β ιβλιοπωλείω ν κ .λ π. Ή μ ήπω ς παίζουν κάποιο ρόλο και οι ακαδημαϊκοί; Μ ή πω ς τελικά ανα γκαζόμαστε να αποδεχτούμε συγγραφείς που δια φορετικά δε θα είχαμε καν προσέξει;
Υ ΠΑΡΧΕΙ ένα αλληλοεξαρτούμενο σύστημα λο γοτεχνικώ ν θεσμών που σ υναποτελείται απ ό τα λ ογοτεχνικ ά περιοδικά, τις κρ ιτικές, τον W .H . Smith κ .λ π . Νομίζω ότι όλη αυτή η πλειάδα των λ ογοτεχνικ ώ ν θεσμών μαζί δημιουργεί μια κ ά ποιου είδους συναίνεση, ένα σ υγκεκριμένο κύ κλω μα κα ι καθορίζει το τί είναι απ οδεκτό. Και μια επίκαιρη ερώτηση. Π οια πρέπει να είναι η στάση της ενεργής (μαχόμενης) διανόησης στον πόλεμο του Κόλπου και την προτεινόμενη α πό τους Α μερικανούς Νέα Τάξη Π ραγμάτων;
(Σημ.: Η συνέντευξη πάρθηκε την Τρίτη 26 Φλε βάρη, λίγο πριν από την ομιλία του κυρίου Ήγκλετον) ΝΟΜΙΖΩ ότι ο ρόλος του διανοητή στη Δύση εί ναι να αντιτίθεται έντονα σ ’ εκείνο το είδος του σωβινισμού που δημουργούν τέτοια γεγονότα στη λαϊκή συνείδηση, όπω ς είχε γίνει κα ι στη Βρετα νία πριν απ ό μερικά χρόνια με τον πόλεμο των Φ ώ κλαντ. Οι διανοούμενοι έπαιζαν κα ι τότε, νο μίζω, πολύ σ ημαντικό ρόλο στην κα ταπολέμησ η του κλ ίμ α τος μ αζικής υ στερίας κα ι μιλιταρι σμού. Α υτός είναι ο ένα ς τρ όπ ος με τον οποίο μπορούν να συνεισφέρουν κα ι ο ά λ λος τρ όπ ος συνεισφοράς είναι εκείνος ο τρ όπ ος με τον οποίο συνεισφέρουν πά ντα οι διανοούμενοι, δηλαδή πρ οσ παθώ ντας να πουν την αλήθεια, όσο δύσκο λο κι αν είναι αυτό. Οι διανοούμενοι πρέπει ν α α ποδεχτούν αυτή την ευθύνη. Και μια ελαφρότερη ή αν θέλετε και αστεία ερώ τηση. Π ώ ς αισθάνεστε όταν μπαίνετε ας πούμε στο β ιβλιοπωλείο του Μ πλάκγουελ στην Ο ξφόρ δη και βλέπετε στοίβες βιβλίω ν σας κάτω από την επιγραφή « τοπ ικός συγγραφέας»;
Δ ΕΝ θεωρώ τον εαυτό μου σ αν ντόπιο στη Οξ φόρδη ή μάλλον κα λύτερα δεν α π οδέχομ α ι κ α μία εντοπιότη τα. Η Οξφόρδη είναι το μέρος πο· συμβαίνει να ζω. Α λλά τα θέματα για τα οπού* μιλήσαμε, όπω ς η πολιτιστική ανάπτυξη, - ναι ζητήματα πρ α γμ α τικά διεθνή. Η πατρίδα ,'ός Τ ζέιμσον, η πα τρ ίδα ενός Σαΐντ είναι ολόκ ί ος ο κόσ μος κα ι πιστεύω ότι αυτή είναι μια νέ< ξέλιξη. Τα εθνικά ιδρύματα, οι λ ογοτεχνικ οί θεσμοί έχουν ξεπεραστεί.
□
ΙΑΒΑΖΩ ε πιΑο παραμύθι σε δυο παραλλαγές ΓΤ~\
ΜΠΕΤΤΥΣ ΨΑΡΟΠΟΥΛΟΥ: Η κεραμική του χθες στα Κύθηρα και στην Κύθνο. Αθήνα 1990. Σελ. 88. «Η μελέτη του παρελθόντος αυξάνει το μήκος της ζωής μας»
(Γιάννης Τσαρούχης)
3 ένα καλαίσθητο και προσεγμένο τεύχος in-4, η Μπέττυ Ψαροπούλου θέλησε να μας διηγηθεί ένα παραμύθι σε δυο πα ραλλαγές. Μας έχει διηγηθεί άλλωστε και παλαιότερα για τους αγ γειοπλάστες του Ανατολικού Αιγαίου. «Κάθε φορά μιλώντας ή γράφοντας για την παραδοσιακή - πώς αλλιώς να τη χαρακτηρί σει κανείς - κεραμική τέχνη και για τους ανθρώπους που τη θερά πευαν, θα ’πρεπε ίσως ν’ αρχίζει με το στιχάκι που έλεγαν οι χρυ σές γιαγιάδες μιας αλλοτινής εποχής, στην αρχή κάθε λαϊκού πα ραμυθιού: Δώστου κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Ό πως και τα παραμύθια των γιαγιάδων μας, η διήγηση κυλάει σαν το γάργαρο νερό και το βιβλίο προσφέρεται να διαβαστεί με μιας, με μια μόνη ανάγνωση. Μας ανακαλεί σε μια απλότητα μιας άλ λης εποχής και σε μια αμεσότητα με την ύλη, εμάς που δεν πατάμε πια τη γη αλλά την άσφαλτο, που δεν πιάνουμε τον πηλό αλλά το πλαστικό, που δεν βλέπουμε την άνοιξη ν’ ανθίζει από το παράθυ ρο του σπιτιού μας· εμάς τους αλλοτριωμένους κατοίκους της πό λης, τους αποξενωμένους από τη φύση, τους μετανιωμένους καμιά φορά, που αναζητούμε μάταια - και ευκαιριακά - ν’ αγγίξουμε το χέρι μας πάνω στο καθάριο χώμα. Άραγε υπάρχει ακόμα; Το έχουμε ποτέ αγγίξει, χωρίς αποστροφή, αλλά με την αίσθηση της ζωογόνου δύναμης που πιστεύει ο λαός μας ότι η γη προσφέρει, έ τσι όπως οι αρχαίοι πρόγονοί μας ξεγύμνωναν το ένα τους πόδι για ν’ ακουμπούν άμεσα τη γη κατά τις επικίνδυνες αποστολές τους, πιστεύοντας στη δύναμη που αυτή μπορεί να τους γεμίσει; Η συγγραφέας αμέσως μας προειδοποιεί: «Όμως κάπου ανάμε σα από τη φαντασία και το μύθο, υπάρχουν και τεχνικές και εργα λεία και κατασκευές, που πρέπει κανείς να καταγράψει».
Σ
ο βιβλίο δεν φιλοδοξεί να κάνει μια επιστημονική προσέγγιση του θέματος, με λεπτομερή και σχολαστική περιγραφή των τε χνικών. Επίσης δεν αναλύει το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εκδηλώνεται αυτή η τεχνική δραστηριότητα. Δεν είναι η πρόθεση της συγγραφέως, όπως άλλωστε η ίδια το δηλώνει. Α πευθύνεται στο ευρύ κοινό και το κείμενο παραμένει πιστό στη μα γεία που θέλει να δώσει για τον παραδοσιακό πολιτισμό μας. Πίσω όμως από την απλότητα κρύβεται μια σχολαστική επιτόπια έρευνα και καταγραφή. Έχει χρησιμοποιηθεί η οικεία στους λαογράφους τεχνική της συνέντευξης, η καταγραφή των εργαλείων, η αποτύ πωση σε αρχιτεκτονικά σχέδια των κτιριακών κατασκευών (εργα στήρια, καμίνια κ.ά.) και η απαρίθμηση των κεραμικών και της
Τ
Ααο,ypa φια
62/επιλογη χρήσης τους. Η Μ πέττυ Ψαροπούλου είναι εξοικειωμένη με την κε ραμική του τόπου μας λόγω της μ ακροχρόνια ς ενασχόλησής της μ ’ αυτή. Έ χ ε ι ιδρύσει κα ι διευθύνει το Κέντρο Μ ελέτης Νεώτερης Κεραμικής. Συνθέτοντας τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της, υ περβαίνει την ψυχρή παρουσίασή τους, για να κα ταλή ξει σε μια σχέση αγάπης με το αντικείμενό της, σχέση που ορίζει και την ίδια την καθημερινή δραστηριότητά της, την ίδια τη ζωή της. ο βιβλίο ωστόσο αφήνει να διαφανούν ενδιαφέροντα στοιχεία, από τα οποία κα ι ο σ χο λασ τικ ό ς ερευνητής θα βγάλει σημα ντικά συμπεράσματα. Έ χ ε ι κα τά καιρούς τονιστεί πολύ ο ντετερ μινισμός του φυσικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη μιας πολι τισ τικής δραστηριότητας, κά τι το οποίο όμως έχει αμφισβητηθεί από τα ίδια τα στοιχεία που μας προσφέρει η έρευνα. Η συγγραφέ ας θα προσθέσει τη δική της παρατήρηση: πλούσια σε ποικιλία ει δικών χω μάτω ν για την παρασκευή πηλού τα Κύθηρα, όπω ς μας διαβεβαιώνεν κοκ κινάτζα, γλινέα, φουρνόπηλος, ασπρόπηλος· αλλά το νησί δεν ήταν ένα από τα σημαντικά κέντρα κεραμικής. Δ ύσκολα θα μετρήσουμε δυο-τρεις οικογένειες α γγειοπλαστών, μα και η τέχνη διδαγμένη από ξένο: από Σιφνιό. Α πορεί με το π ώ ς ένα νησί σαν την Κύθνο, που είναι γεμάτο φ ράκτες κα ι πεζούλες καμω μένες από ξερολιθιά, ταγμένες να συγκρατούν το λιγοστό χώμα της για να μην κυλήσει στη θάλασσα, έχει χώ μα κατάλληλο για τη'.· παραγωγή κεραμικών αντικ ειμένω ν όμως από πολύ παλιά, ά γνω στο από πότε, κα τά τις προφορικές μαρτυρίες, υπήρχαν αγ γειοπλάσ τες, μας πληροφορεί. Επιβεβαιώ νεται η άποψη του καθη γητή Μ.Γ. Μ ερακλή: «Η πολιτιστική δραστηριότητα δεν εκδηλώ νεται όμοια παντού κα ι πά ντα . Υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες, ιστορικοί (με μια ευρύτερη έννοια), που καθορίζουν κ α ι την ποιότη τα και την π οσότητα της π ολιτιστικής δραστηριότητας. Έ τ σ ι π ολ λές φορές ο φυσικός χώ ρος, ενώ είναι γ εμάτο ς από φυσικές προϋ ποθέσεις, παραμένει πολύ χρόνο αναξιοποίητος, γιατί δεν αναπτύ χθηκαν και οι πολιτιστικές προϋποθέσεις»1. Ά λ λ η ενδιαφέρουσα παρατήρηση: γνωρίζουμε ότι ο ελληνικός νησιω τικός χώ ρος χαρακτηρίστηκε κα τά το παρελθόν από μια έ ντονη κινητικότητα, σε αντίθεση λ .χ. με τη Θ εσσαλία. Από τα ο ρεινά των νησιών, κάθοδος στα παράλια· από κει, άνοιγμα στους θαλάσσιους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου (ναυτικοί) ή μετα νάστευση στον ηπειρω τικό χώρο και το εξωτερικό. Τ α νησιά, και ειδικότερα οι Κ υκλάδες, είχαν τον υψηλότερο ποσοστό μετανά στευσης2. Την ίδια πορεία των κα τοίκω ν σ’ όλο το μεσογειακό χώρο καταγράφει ο Braudel στη μελέτη του για τη Μ εσόγειο3. Την ίδια κινητικότητα θα παρατηρήσουμε και σ τους α γγειοπλάστες τό σο των Κυθήρων, όσο κα ι της Κύθνου που καταφεύγουν στα μεγά λα ασ τικά κέντρα ή κα ι στο εξωτερικό. Π ρόκειται για ένα φαινό μενο που εντάσσεται στο γενικότερο ρεύμα της αγροτικής εξόδου, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’50 και, θα έλεγα, της μετακίνησης ει δικευμένων τεχνιτώ ν από την ύπαιθρο στις παρυφές τω ν πόλεων. Η Ψαροπούλου μας ενισχύει αυτή την εικόνα της μετακίνησης με επιπρόσθετα παραδείγματα.
Τ
μως κα ι την τάση της πρ ο σ αρμοσ τικότητας κα ι της προοδευτικ ό τητας που έχει ο παραδο σ ιακό ς τεχνίτης, ο αγγειοπλά στης, μπορούμε να διακρίνουμε, εάν διαβάσουμε το κείμενο με μια διεισδυτική ματιά. Οι πα ραδοσ ιακές κοινωνίες είναι προοδευτι κές, από την άποψη ότι προσπαθούν ενεργητικά να επέμβουν σ τα διακά στη φύση κα ι να ξ επ ερ ά σ ω ^ πολλούς από τους κα τα ν α γκ α σμούς της. Οι παρατηρήσεις κ α ι η εμπειρία τφ*· τεχνιτώ ν κω δικό-
Ο
επιλογη/63 ποιούνται σταδιακά στη συλλογική μνήμη και διαμορφώνουν την παράδοση. Έτσι ο ρόλος της παράδοσης γίνεται σε πολλές περι πτώσεις πολύ πιο ισχυρός και από τις ίδιες τις φυσικές αναγκαιό τητες. Μα πάνω από τις ίδιες τις παραδόσεις βρίσκονται «οι μετα βαλλόμενες πρωτοβουλίες του ανθρώπου που απαντά στις αδιάκο πες αλλαγές των οικονομικών συνθηκών», επιβεβαιώνοντας την ά ποψη: «ανάμεσα στους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον, υ πάρχει η ιδέα (η πρωτοβουλία, θα πρόσθετα) - πάντα η ιδέα που γλιστρά και στέκεται ενδιάμεσα»*1234. Αυτό μας μαρτυρεί η παρατή ρηση της συγγραφέως ότι στα Κύθηρα έχουμε μια παρέμβαση στη φυσιολογική εξέλιξη του τροχού με τη χρήση μιας μηχανής, η ο ποία ήταν πιθανότατα τμήμα μηχανισμού καταστρώματος σκά φους και έδινε μεγαλύτερες δυνατότητες στους τεχνίτες. Ανάμεσα στη φύση και τον παραδοσιακό πολιτισμό λοιπόν, υπάρχουν οι ι δέες και ο άνθρωπος. την προσπάθεια του ανθρώπου για τον έλεγχο της φύσης και την τεχνολογική του πρόοδο, αναπτύσσεται μια διαλογική ε πικοινωνία ανάμεσα σ’ αυτόν και τη φύση. Ο άνθρωπος παρατηρεί το υλικό, τους ήχους του, τη λάμψη του: επικοινωνεί μ’ αυτό, δεν είναι αποξενωμένος από το προϊόν της παραγωγής του. Ενδιαφέ ρουσες είναι οι εμπειρικές παρατηρήσεις που μας παραθέτει η συγ γραφέας «Το ζυμάρι πλάθεται αν έχει μια τρίχα. Ο πηλός δεν πλά θεται». «Ο ιδιαίτερος ήχος που βγαίνει από τα βάθη του καμινιού κατά την ώρα του πυρώματος, είναι μια άγνωστη σ ’ εμάς γλώσσα, μα ο τσουκαλάς ξέρει καλά να την ερμηνεύει». «Ένα κλαρί πικρο δάφνης απάνω στο φούρνο: εάν έπαιρνε αμέσως φωτιά, τότε σήμαινε πως δεν χρειαζότανε να τάίσει άλλο το καμίνι με κλαριά».. «Όταν το κεραμικό έλαμπε σαν τον ήλιο από το άνοιγμα, έλεγε του αγγειοπλάτη: τα χρειασίδια είναι έτοιμα». Ο δρόμος για το δαμασμό της φύσης είναι μακρύς, ο κόπος πλη ρώνει αδρά αυτή την προσπάθεια. Μακρύς ο δρόμος για τη μετα φορά του πηλού, κάθε κοπάνισμά του κι ένας αναστεναγμός. Εν νιακόσιες οκάδες αγκάθια - δεκαπέντε φορτώματα· ένα ατέλειω το πήγαιν’ έλα στο ρουμάνι - για το άναμμα του καμινιού. Παρά τον κόπο όμως δεν υπάρχει γέροντας αγγειοπλάστης, που να μη νοσταλγεί αυτούς τους δύσκολους χρόνους του μόχθου. Είναι ίσως το ασυνείδητο αίσθημα της ελεύθερης δημιουργίας; Είναι η ίδια και άμεση, απτή δημιουργία; Έχει σχέση, το γεμάτο αυθάδεια, ελευθε ρία και έπαρση δίστιχο, που θα μπορούσε εύκολα να συμπληρωθεί με ένα «γιατί έτσι μου αρέσει» και που το συναντάμε σ ’ ένα σωρό παραλλαγές, «όπου θέλει ο τσουκαλάς κολλάει το χέρι, γιατί έτσι του αρέσει», και που δηλώνει την ελευθερία που είχε, και που κάθε ανθρώπινο ον την αποζητάει;
Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και νέους
Σ
Το βιβλίο αυτό μας γαληνεύει. Μιλάει όχι μόνο για την εμπορευματική παραγωγή, αλλά και για την παραδοσιακή τέχνη. Κάπου υπάρχει μια διαφορετική ομορφιά, μια ομορφιά που βασίζεται στην απλότητα του λαϊκού ανθρώπου και στην επαφή με τη φύση. Σημειώσεις
ΕΛΕΝΗ ΣΠΑΘΑΡΗ-ΜΠΕΓΛΙΤΗ
1. Μ.Γ. Μερακλής, Ελληνική Λαογραφία, Κοινωνική Συγκρότηση, Αθήνα, Οδυσσέας, 1984, 17. 2. Μ. Kenny και D. Kerter, Urban Life in Mediterranean Europe, Antropoiogical Persectives, University of Illinois Press, 1983, 110. 3. F. Braudel, La Mediterrannee, L ’ espace et /’ histoire, Paris, 1985 και Η Μεσόγειος, Αλεξάνδρεια, 1990. 4. L. Febvre, Pour une histoire a par! entiere, Paris, edition del’ Ecoledes Hautes Etudes en Sciences Sociales, 1982, 62.
Ελένη Τσιάλτα
Η γιαγιά μου η μάγισσα
Ελένη Μαντέλου
Η περιπέτεια της Περιπέτειας
64/επιλογη
η αναζήτηση της ομορφιάς και η δίψα της ύπαρξης ΓΤΛ
Μ ΙΛ ΤΟ Υ ΣΑΧΤΟ ΥΡΗ : Καταβύθιση. Ποιήματα. Αθήνα, Κ έ δ ρ ο ς , 1990. Σελ. 32.
οικείος χώρος του Μίλτου Σαχτούρη είναι πάντα ο βυθός. Η παρουσία του καταδηλώνεται μέσα από κάποιον βυθό. Κεκρυμμένος, αλλά τόσο φανερός, απομακρυσμένος, αλλά τόσο πλησίστιος, κάτω από την αχνή διάθλαση λόγων παραβολικών, και τόσο διαυγής, τόσο βέβαιος, ώστε να εκτοξεύει τη φαντασμα γορία της λύπης του μέσα από το απροσδιόριστο βάθος των πραγ μάτων. Εκεί είναι η πραγματική του κατοικία. Εκεί συγκατοικεί με το δαίμονά του. Και από τόσο χαμηλά βλέπει ψηλότερα από πολ λούς υψιπετείς. Συνήθως αρέσει στον Σαχτούρη να εμψυχώνει το βυθό του με κα τοικίδια θαλασσινά. Να του προσδίδει οράματα κοραλλιών και ατέρμονες αγρυπνίες θαλασσοπνιγμένων. Βάσανα της αγάπης και μοιρολόγια που κατακάθονται σιγά-σιγά. Ο βυθός του νερού είναι ο πάτος του σκοταδιού, το τέρμα όλων των πραγμάτων. Το ασα φές όριο μιας σαφούς δυνατότητας. Της ύπαρξης. Από το βυθό βλέπει να αίρονται οι αμαρτίες των νεκρών και πανάλαφροι να αιωρούνται σε σκοτεινά υπερρεαλιστικά ύψη. Όπως στο παλιό του ποίημα:
Ο
«Ένας ναύτης ψηλά στα κάτασπρα ντυμένος τρέχει μέσ’ στο φεγγάρι...» (Ο Βυθός/Παραλογαίς, 1948) «Καταβύθιση» είναι μια επιστροφή στα παλιά σημεία ξεκινή ματος. Είναι ένας επαναπροσδιορισμός του χώρου από τον οποίο ατένισε ποιητικά τον κόσμο. Ο χώρος αυτός ορίζεται επα κριβώς με τη διαδρομή των ποιητικών συλλογών από τη «Λησμο νημένη» (1945) μέχρι τα «Χρωμοτραύματα» (1980). Ο Σαχτούρης φαίνεται σαν να θεωρεί περαιωμένη τη διαδρομή αυτή, σαν να έχει πλέον συγκροτήσει το κύριο σώμα της ποίησής του, γι’ αυτό και στην επόμενη συλλογή του, το 1986, δίνει ξαφνικά τον τίτλο «Ε κτοπλάσματα». Τα ποιήματα της συλλογής αυτής «εκτο-πλασματικά», όπως τα θέλει ο ίδιος, μοιάζουν με ένα σινιάλο (αποχαιρετισμού;) προς τον κόσμο, αλλά και προς το προηγηθέν ποιητικό του έργο. Εγγράφονται ως μια παρουσία αμφίσημη. Και ως προερχόμενα από έναν οργανισμό που λειτουργεί βιολογικά και αισθητικά ακόμα, και ως προϊόντα μιας μετάβασης εκτοπλασματικής, από ένα χώρο δηλα δή με άλλες συνθήκες θεώρησης των πραγμάτων. Με την «Καταβύθιση» ο Μίλτος Σαχτούρης φαίνεται σαν να ξε κινάει ξανά την ίδια προσπάθεια, αλλά από μιαν άλλη προκεχωρημένη θέση. Γι’ αυτό και η πρώτη λέξη της συλλογής, στον τίτλο του πρώτου ποιήματος, το ρήμα Batir, πιστεύω ότι δεν είναι τυχαίο ή, εν πάση περιπτώσει, δηλώνει έστω και ασυναίσθητα την επανατο
Η
ποι ησ η
επιλογή!65 ποθέτησή του μέσα σ’ ένα καινούριο πλέγμα δημιουργίας. Η προκεχωρημένη θέση, που ανέφερα πιο πάνω, σημαίνει ότι ο ποιητής άλλαξε θέση παρατήρησης του κόσμου, όχι τρόπο, θέση μονάχα, πήγε πιο μπροστά, νομίζεις ότιυπερέβη τα όρια του θανά του, ότι βρίσκεται εκείθεν του θανάτου. νώ, μέχρι τώρα, είχαμε μια συμφιλίωση του ποιητή με το γεγο νός του θανάτου, το αντιμετώπιζε, δηλαδή, ως γεγονός αναμε νόμενο μέσα σε μια κάποια στιγμή, ερχόμενη είτε πολύ γρήγορα, είτε πολύ αργά, τώρα βλέπουμε ότι ο ποιητής δεν περιμένει πια το θάνατο, αλλά προχωρά μόνος του, ξεπερνάει το σημείο από το ο ποίο ο θάνατος θα έπρεπε να τον είχε πάρει μαζί του και βρίσκεται εντός του ερεβώδους χώρου του. Είναι ένας νεκροζώντανος, έχει την παραφυσική ιδιότητα της θεώρησης των τοπίων εντεύθεν και εκείθεν του σκοτεινού σημείου, του φευγαλέου, νοητού στίγματος που σημασιοδοτεί τον αμετάκλητο χωρισμό. Αυτή είναι η νέα καταβύθιση του ποιητή, δίπλα και πέρα από το θάνατο, ο οποίος τον παρατηρεί αμήχανος πλέον και του ρίχνει
Ε
«...κλεφτές ματιές ματιές απορημένες...» Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής αυτής. Στο «Όνειρο» ο ποιητής με τη διπλή υπόσταση της δυνατότητας θέασης νεκρών και ζωντανών, αναφωνεί:
«Ένα μικρό σε μια κούνια είναι πεθαμένο. Λες, λέω, είναι πεθαμένο κι όμως περπατάει» Στο «Ησυχάστε», πάλι, βλέπει ο ίδιος το αγγελτήριο του θανά του του και δηλώνει ότι είχε «ραντεβού με το Διάβολο», ενώ αφή νει να φανεί η τρομερή μοναξιά του ανθρώπου, η απέραντη και α ξεπέραστη μοναξιά, κυρίως η μοναχικότητα του ατόμου η οποία δεν αλλοιώνεται ούτε από την παρουσία συγγενών, ούτε από τη συνδρομή φίλων. «καταβύθιση» ορίζει συγχρόνως και ένα χώρο στρεβλωμένο. από τις συμβατικές φαινομενικότητες του κόσμου, όπου πλάι στο ορθολογιστικό γεγονός συμφυεί και το παράδοξο, όπου στις ά λογες εικόνες που προβληματίζουν τη λογική αναδύονται οι έλλο γες, που την υπερθεματίζουν. Ένα λιοντάρι συμπεριφέρεται ανθρωπομορφικά, υποδέχεται τους καλεσμένους του, μπροστά όμως στην αμείλικτη ερώτηση της ύπαρξης και της αναζήτησης του ζω ντανού στοιχείου, μπροστά στο «πού είναι οι άλλοι;» αδυνατεί να στηρίξει τη φασματική παρουσία του, η αυθαιρεσία της εικόνας του υποχωρεί και χάνεται μέσα στον φαντασιακό χώρο του ποιή ματος. Ο ποιητής όμως, που το βλέπει σαν ένα θετικό στοιχείο της ποίησής του, ένα στοιχείο που παίζει το ρόλο του και δίνει τη δική του σημασία, δεν επιτρέπει να απωλεσθεί ολοκληρωτικά. Το μι κραίνει, το μεταλλάζει σε μια καρφίτσα, στολίδι της γραβάτας αυ τού που αγωνιωδώς αναζητάει «τους άλλους».
Η
ποιητής εδώ δεν ξέρει τί απόκριση ή, μάλλον, δεν θέλει να δώσει απόκριση στο φοβερό «που είναι οι άλλοι». Σκέφτεται ότι οι άλλοι, φίλοι χαμένοι και λησμονημένοι νεκροί,, πιθανόν να έχουν χαθεί για πάντα. Φοβάται ότι οι νεκροί μπορεί να πάψουν να υπάρχουν ακόμα και ως νεκροί. Υπάρχουν, λοιπόν, οριακά σημεία και πέρα από όλα τα όρια; Αντί να δώσει απάντηση ο ποιητής, προτιμά το μαγικό παιχνίδι της μεταλλαγής των χαμένων. Μας θυ-
Ο
ΓΙΩΡΓΟΥ Π Α Π ΑΣΤΑΜΟΥ: Ο Ιππότης της ανεμόπορτας. Αθήνα, Δ ί φρος, 1990.Σελ. 218, 8ο. Ο Γιώργος Παπαστάμος είναι συγγραφέας και ποιητής, από τους πιό σημαντικούς· μελετητές της λο γοτεχνίας και κριτικός. Είναι ποιη τής πρώτα απ' όλα· συγγραφέας λυρικός, χειμαρρώδης και πληθωρι κός, ένας παθιασμένος δημιουργός με ευρυμάθεια και ταλέντο, με συν θετικές ικανότητες θαυμαστές. Έρ γα του είναι: Το συγκλονιστικό Συ ναξάρι του Μετανάστη, 1982, ο δι κός του μοναχικός Σκαρίμπας, 1986, το συναρπαστικό Ματωμένο Καλοκαίρι, 1987, έξι ποιητικά βι βλία, οχτώ δοκίμια-μελέτες, εκτός α πό τα άρθρα και κάθε λογής δημο σιεύματα σε περιοδικά κι εφημερί δες της Αθήνας και επαρχιών. Αξίζει να μνημονεύσουμε τις παρουσιά σεις Δασκάλων Λογοτεχνών στο παιδαγωγικό περιοδικό Το σχολείο και το σπίτι, που στην ουσία είναι μικρά δοκίμια, έργο γνώσης και α γάπης. Δάσκαλος ο ίδιος και Σχολι κός Σύμβουλος ξέρει όσο κανένας άλλος τα προβλήματα, τους αγώ νες και τις αγωνίες των συναδέλ φων του λογοτεχνών. Το πρόσφατο βιβλίο του, Ο Ιππό της της Ανεμόπορτας, αναφέρεται στον θρυλικό ήρωα του Νεγρεπόντε, τον Ροδολίνο Ίκαρι ή Λίκαρη ή Λικάριο, που εναντιώθηκε στους ο μοφύλους του Λατίνους κι ελευθέ ρωσε σχεδόν όλη την Εύβοια από τη βάναυση δεσποτεία των Λομβαρ δών και των Ενετών, απάλλαξε τα νησιά του Αρχιπελάγους από τους Ιταλούς με τη βοήθεια των Βυζαντι νών, σύντριψε τους Τούρκους του Αϊδινίου με εντολή των Βυζαντινών και χάθηκε στα βάθη της Μικρασίας
(5 Τ
66/επιλογη μίζει τις καταφυγές του δημοτικού τραγουδιού π.χ. η Μάρω και ο Γιάννος που έγιναν αστέρια στον ουρανό. Ολική καταβύθιση πλέον για τον ποιητή, ο οποίος μέσα στα «νε ρά της θάλασσας του Πόρου» (Πόρος = πέρασμα) δηλώνει «νεο φώτιστος», καθώς πορεύεται στα αλλοιωμένα διαδοχικά τοπία του βυθού. Στον μυθικό χώρο του υγρού σκοταδιού ο ποιητής κάνει χρήση του «μεγάλου καθρέφτη», της δυνατότητας να ορά τα αντί θετα, να συζεί με τα παράλογα.
«Είναι μέσα στον Καθρέφτη ζωντανοί μαζί και νεκροί» Μίλτος Σαχτούρης έχει έναν θαυμάσιο τρόπο να συνομιλεί με τα ίδια τα ποιήματά του ή βάζοντας τα ποιήματα να συνομι λούν μεταξύ τους, καθώς εικόνες και στίχοι από παλιότερες εγ γραφές υπεισέρχονται μέσα στα νεότερα ποιήματα. Λέει στο Lynne:
Ο
«Θυμάστε τότε που έγραφα για τα δαινονισμένα
πορτοκάλια;»
Επίσης στο ποίημα «Άσπρα, ωραία καράβια, όπως μου άρεσαν πολύ».
«Γεμάτο το λιμάνι του Πειραιά από μεγάλα άσπρα καράβια σαν κι αυτό που μνημονεύω στο τελευταίο ποίημά μου στα Εκτοπλάσματα”» Και σ’ ένα παλιότερο, πάλι, στο «Βρέχει...»
«Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα την Πορτοκαλιά» Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη διακρίνεται για την ανεπιτήδευ τη απλότητά της. Οι στίχοι του είναι αφτιασίδωτοι, με μιαν μεγα λόπρεπη φτώχεια, τονίζοντας την ομορφιά του απέριττου. Διαχέουν μια ζεστασιά, που βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του δημιουρ γού. Μοιάζουν μ’ ένα γήινο ρούχο, γεμάτο χώμα και νερό. Λασπω μένο από την επαφή με τη γη. Και αυτό δεν είναι παρά ένα δραμα τικό υπόβαθρο, για να στηρίζει την ποίησή του, για να αμβλύνεται η τραγική θλίψη του κόσμου. Η θλίψη του Σαχτούρη είναι καρπός μιας ασύλληπτης αναγκαιότητας. Της αναγκαιότητας να εντρυφήσει ο άνθρωπος μέσα στα νάματα του Αχέροντα. Γιατί μόνο μέσα από τον καθρέφτη του μοναδικού αυτού ποταμού μπορεί ο άνθρω πος να δει έως πού διαιωνίζεται το πρόσωπό του. Μέχρι πού παρα μένει η μορφή του ολοκληρωμένη και πού κατακερματίζεται. Έτσι με απλές εικόνες και αγνές σαν τη φαντασία μικρού παι διού, ο Σαχτούρης ξεκλέβει κομμάτια από τη θλίψη του χρόνου για να παρηγορήσει την εσωτερική του ερημιά, που δεν είναι άλλο πα ρά η αντανάκλαση ενός ανικανοποίητου και φορτισμένου με πα ράξενες νοσταλγίες κόσμου. Ορφάνιες ξεχασμένες έρχονται στο φως. Αποδημίες και κατα βυθίσεις, δυστυχίες και διωγμοί, πίκρες και βάσανα. Διαθλάσεις πραγμάτων και αναψηλαφήσεις εποχών. Και ο ποιητής αναζητάει την ομορφιά του κόσμου για να εκφράσει τη δίψα της ύπαρξης. Και η ομορφιά αυτή αναβλύζει αβίαστα από μέσα του. Από τις διη θήσεις της μνήμης. Από τα βιωμένα σπαράγματα του χρόνου. Σαχτούρης δεν ντύνει το λόγο του. Απεναντίας, σου δίνει την αίσθηση ότι τον γδύνει. Μας παραθέτει τον σκελετό των λέξε ων. Το ποίημά του είναι ο αρμός μονάχα της οικοδομής, χωρίς τα επιχρίσματα.
Ο
μέσα στην καταχνιά του θρύλου, κυνηγώντας το άπιαστο όνειρό του. Ο Γιώργος Παπαστάμος παρακο λουθεί τον ήρωά του σ’ όλες τις στράτες της πολυκύμαντης και ρο μαντικής - γιατί όχι - σταδιοδρο μίας. Τον παίρνει από τη στιγμή, που εγκαταλείπει κρυφά τους γο νείς του και φεύγει από την Κάρυ στο, «λαθρεπιβάτης μιας ατέλειω της δυστυχίας», ως εκείνη που χάνε ται και τον χάνει κι η Ιστορία. Ο Ροδολίνο, γιος του Γενοβέζου Ιππότη Αντώνιο ντε Λικάριο (που κίνησε από τα περίχωρα της Βιτσέντζα μ’ ένα καραβάνι συντρόφων κι αυτός, κυνηγώντας τη μοίρα του στα σταυροδρόμια του κόσμου και ξέμεινε στης Κάρυστος τα μέρη, ό που παντρεύτηκε την όμορφη Ασήμω Φιλιάσκη) είναι ο πανέμορφος και παράξενος ήρωας που είχε θέ σει σκοπό της ζωής του να γίνει ο υ περασπιστής των αδικουμένων και των καταπιεσμένων, η πιο αντιφα τική, αλλά και η πιο τραγική μορφή του ελληνικού μεσαίωνα (112). Χωρίς να ξέρει από ιδανικά, μες το μεθύσι της απόγνωσης και τον παραλογισμό της μοναξιάς γίνεται ο αυτόκλητος ιππότης Ροδολίνο Ίκαρι και μ' ένα καλάμι στο χέρι κι έ να ξύλινο σπαθί στη μέση κινάει να σώσει τον κόσμο! Μπαίνει στα πα λάτια των αρχόντων, κλέβει τις καρ διές των κυράδων του καλού κό σμου, παντρεύεται τη χήρα Φελίζα, χαίρεται τον πλούτο και την καλο πέραση, αλλά δεν λησμονεί ποτέ τον φτωχό Ροδολίνο, που ζει μέσα του, ενώ το μίσος δικτυώνεται επι κίνδυνα γύρω του. Με τον καιρό α ποκτά οπαδούς και με τους συ ντρόφους του ταμπουρώνεται στο κάστρο της Ανεμόπορτας στην πε ριοχή της Καρύστου. Έχοντάς το στο εξής ορμητήριο των επιχειρήσεών του, γίνεται ο φόβος και ο τρό μος των ισχυρών του Νεγρεπόντε και η ελπίδα των καταπιεσμένων. Καταφέρνει να γίνει κυρίαρχος σ' ό λο σχεδόν το Αιγαίο, από το Ταίνα ρο ως τη Λήμνο και να τον τρέμουν οι κουρσάροι της Μεσογείου (186). Για τους αγώνες του οι Βυζαντινοί τον τίμησαν με τον τίτλο του Μεγά-
ΕΡ"
επιλογη/67 Για το λόγο αυτό είναι αναγκαστικά και ένας από τους πιο ολι γόλογους ποιητές μας. Δεν μιλάει εύκολα κι όταν μιλάει δεν λέει πολλά. Γράφει λίγα ποιήματα και από αυτά τα λίγα τα περισσότε ρα, σχεδόν όλα, είναι μικρά. Αλλά, μήπως χρειάζονται περισσότε ρα; Άλλοι που μίλησαν πιο πολύ, μήπως κατάφεραν να πουν κάτι παραπάνω; Ο άνθρωπος είναι σαν ένα φτωχό πουλί, υποκείμενο όμως σε μια μονόπατη αποδημία. Το μόνο του υλικό, το πολυτιμότερο εφόδιο, που αξίζει να μεταφέρει κατά τη διάρκεια της διαδρομής του είναι η μνήμη. Η μνήμη είναι η ίδια η ύπαρξη. Το διαρκώς μεταλλασσόμενο πρόσωπό του. Μέσω της μνήμης υπάρχει ο θάνατος, μέσω της μνήμης και η αθανασία. Ο Μίλτος Σαχτούρης μας χαρίζει το «Ημερολόγιο», το τελευ ταίο ποίημα της συλλογής, ως ένα ερέθισμα, σαν μια αναπότρεπτη ευκαιρία για να απελπιστούμε. Να απελπιστούμε γιατί η μνήμη κά ποια στιγμή, εξασθενεί. Και τότε προκύπτουν όλα.
«...κι εγώ με το μπερέ και το κόκκινο κασκόλ ξεχνάω ολοένα θα ξεχνάω σε λίγο θα ξεχάσω και ποιος είμαι και τότε...» Και τότε ή, μάλλον, και τώρα, μπορούμε να κλαίμε ελεύθερα. Το κλάμα είναι το ύστατο δώρο της ποίησης, η πιο απελπισμένη συ γκίνηση. Η πεμπτουσία της αγνότητας μέσα από την αθώα κλίμα κα των ήχων.
λου Δούκα Κοντόσταυλου και με μια... όμορφη Ελένη για σύζυγο (η Φελίζα είχε χαθεί, ύστερ' από το θά νατο του γιου της), αλλά και με την εντολή να συνεχίσει τους αγώνες στη Μικρασία. Κι αυτό υπήρξε το τέλος του, η αρχή του τέλους του. Ο συγγραφέας δίνει με συναρπα στική λυρικότητα και ποίηση, με σαφήνεια και ζωντάνια τόσο την ε παναστατική δράση όσο και τη φλογερή ερωτική ζωή του πανέ μορφου γιου του Αντώνιο Λικάριο, Ροδολίνο, που αγαπήθηκε και μισή θηκε παράφορα, που αγάπησε το λαό κι έφτασε στο κορύφωμα της παραδοχής και της άρνησης, της δόξας και της αμφιβολίας, του θριάμβου και της απελπισίας, για να καταλήξει πλανόδιος γυρολόγος του ονείρου στις ερημιές της Μικρασίας, πέρ’ απ' την άγρια Παφλαγονία και να χαθεί μέσα στην απέρα ντη μοναξιά του κόσμου τούτου, περιβεβλημένος το φως της μικρής μεγάλης του αιωνιότητας!
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
διεπιστημονική προσέγγιση της ηθικής ανάπτυξης V y\
Μ ΑΡΙΟ Υ Α. ΠΟ ΥΡΚΟ Υ: Η ανάπτυξη της ηθικής Αυτονομίας: Γνωστικο-αναπτυξιακήμεθοδολογία. Αθήνα, Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α τ α , 1990. Σελ. 223.
πρόσφατη δημοσίευση του πιο πάνω βιβλίου δεν μπορεί, νο μίζω, να περάσει απαρατήρητη τόσο για τον ενδιαφερόμενο ερευνητή όσο και για τον κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο ο οποίος προ βληματίζεται πάνω σε θεμελιώδη κοινωνικο-ηθικά ζητήματα. Αντικείμενο του συγγραφέα αποτελεί η οργανωμένη παρουσίαση της μεθοδολογίας που χρησιμοποίησε ο L. Kohlberg και οι συνερ γάτες του για τη διερεύνηση των γνωστικο-αναπτυξιακών νομοτελειών που διέπουν τη διαμόρφωση της ηθικής αυτονομίας. Η παρουσίαση αυτή επιτυγχάνεται ολοκληρωμένα μέσ’ από τις τρεις ενότητες που συνθέτουν το περιεχόμενο του βιβλίου. Η πρώ τη ενότητα έχει καθαρά εμπειρικό χαρακτήρα και αναφέρεται στην εξέλιξη των ερευνητικών τεχνικών που χρησιμοποιήθηκαν α πό τον Kohlberg και τους συνεργάτες του με βάση την προοδευτική μετάβαση του μεθοδολογικού πλαισίου από το περιεχόμενο στη δομή της ηθικής κρίσης. Έμφαση δίνεται στο Τυποποιημένο Σύ στημα Εκτίμησης της Ανάπτυξης της Ηθικής Κρίσης το οποίο επι κεντρώνεται στη σύλληψη των δομών της ηθικής σκέψης. Το σύ-
Η
μ%
ns
68/επιλογη στημα αυτό αναλύεται λεπτομερειακά με τη βοήθεια πλούσιων πα ραρτημάτων που αναφέρονται α) στις τεχνικές διεξαγωγής της έ ρευνας, β) στο περιεχόμενο της έρευνας και γ) στη μέθοδο ανάλυ σης του εμπειρικού υλικού. Καθώς το Τυποποιημένο Σύστημα Εκτίμησης της Ανάπτυξης της Ηθικής Κρίσης χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των ηθι κών σταδίων, ο συγγραφέας αφιερώνει τη δεύτερη ενότητα στην εννοιολογική οριοθέτηση των έξι ηθικών σταδίων και στους διεργασιακούς ορισμούς που χρησιμοποίησε ο Kohlberg για να περι γράφει τη δομή τους. Η περιγραφή των σταδίων γίνεται με άξονα την προοδευτική εξισορρόπηση αλλά και την ιδιαιτερότητα των η θικών δομών: η εξέλιξή τους προϋποθέτει την ύπαρξη όλο και ανώ τερων γνωστικών ικανοτήτων αλλά αξιολογείται με βάση καθαρά ηθικά κριτήρια τα οποία αναφέρονται σ’ ένα σύνολο διεργασιών (operations) που ορίζουν την έννοια της δικαιοσύνης. Η ανάλυση πραγματοποιείται με διεπιστημονικό πνεύμα το οποίο ερμηνεύεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει σπουδάσει Φιλοσοφία, Ψυ χολογία, Κοινωνιολογία και Θρησκειολογία: το ίδιο το αντικείμενο της ηθικής ανάπτυξης απαιτεί τη σφαιρική του προσέγγιση και έ νας ψυχολόγος με επιστημονικό μεράκι, συνέπεια και ευαισθησία δεν θα μπορούσε να το μελετήσει αποκομμένο από τις φιλοσοφι κές του βάσεις και τις κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές του προεκτάσεις. Η ανάλυση των ηθικών σταδίων συμπληρώνεται με την τρίτη ε νότητα που είναι αφιερωμένη στην παρουσίαση των ηθικών υποσταδίων και των εννοιών του ετερόνομου και αυτόνομου ηθικού τύ που. Η ενότητα αυτή έχει ιδιάίτερη σημασία γιατί, αν και δεν αναφέρεται άμεσα από τον συγγραφέα, τόσο τα υποστάδια όσο και οι ηθικοί τύποι επινοήθηκαν από τον Kohlberg στην προσπάθειά του να ενσωματώσει στο σύστημά του πλευρές της ηθικότητας που το ποθετούνται μεταξύ μορφής και περιεχομένου. Επιτυγχάνεται η σφαιρική και ολοκληρωμένη προσέγγιση της μεθόδου εκτίμησης των ηθικών τύπων με σταδιακή μετάβαση από το θεωρητικό πλαί σιο των τεσσάρων ηθικών προσανατολισμών που απετέλεσε την α φετηρία του προσδιορισμού των ηθικών τύπων στην αναλυτική πα ρουσίαση των φάσεων της διαδικασίας εκτίμησής τους με συγκε κριμένη αναφορά στα στάδια και τις στρατηγικές που συνθέτουν την κάθε φάση. ο βιβλίο αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα και το διεπιστη μονικό πνεύμα που χαρακτηρίζουν το μεθοδολογικό σύστημα του Kohlberg. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σύστημα αυτό πήρε την τελική του μορφή μετά από 30 περίπου χρόνια ερευνητικής δουλειάς του ίδιου και των συνεργατών του και εφαρμόσθηκε σε παγκόσμια κλίμακα από δεκάδες επιστημόνων. Οι ειδικοί που συμμετείχαν σ ’ αυτές τις έρευνες έπρεπε να περάσουν από μια δια δικασία μύησης πολλών εβδομάδων μέχρι ν’ αποκτήσουν την ηθι κή ευαισθησία και τη μεθοδολογική λεπτότητα που απαιτούσε η εμπειρική (ερευνητική) εφαρμογή αυτής της μεθόδου. Κι αυτό γιατί η γνωστικο-αναπτυξιακή προσέγγιση της ηθικής σκέψης αποτελεί το σημείο συνάντησης φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών και ψυχο λογικών θεωρήσεων της ηθικής ανάπτυξης οι οποίες θεμελιώνουν ένα σύνθετο σύστημα εκτίμησης της ηθικής κρίσης. Το σύστημα αυτό στηρίζεται στη σύνταξη και χρησιμοποίηση διεργασιακών ο ρισμών (operational definitions) οι οποίοι ανάγουν σε συγκεκριμένα εμπειρικά κριτήρια ένα σύνολο θεωρητικών εννοιών που απαιτούν υψηλό βαθμό αφαίρεσης. Έτσι, παρά τις αναλυτικές περιγραφές, τη σαφήνεια του λόγου και τα πλούσια και καλά επιλεγμένα παραδείγματα και παραρτή-
Τ
ΑΝ, ΟΝΤΩΣ, ΘΕΛΕΤΕ να μάθετέ τα πάντα γύρω από το σκάκι, τηλεφωνήστε μου: 3638015.
επιλογη/69 ματα που διευκολύνουν την ένταξη του αναγνώστη στο επιστημο νικό και ηθικό περιεχόμενο του βιβλίου, η βαθύτερη κατανόησή του απαιτεί να διαβαστεί τόσο με αναλυτικό όσο και με συνθετικό τρόπο. Ο αναγνώστης θα πρέπει να αναλύσει τη δομική σύσταση και το ηθικό περιεχόμενο των γνωστικο-ηθικών εννοιών που αναφέρονται, να εντοπίσει τις λεπτές διαφοροποιήσεις τους και τα ση μεία που τις ενώνουν ώστε να μπορέσει να κατανοήσει τη θέση που η καθεμιά κατέχει στο ενιαίο και καλά δομημένο σύστημα του Kohlberg. Πιστεύουμε ότι η εμβάθυνση και η ολοκληρωμένη προσέγγιση του συστήματος αυτού απαιτεί επίσης: 1) Παράλληλη εμπειρική (πρακτική) εξάσκηση η οποία άλλωστε εκπληρώνει και τον βασικό προορισμό του βιβλίου που κατά· προ τεραιότητα απευθύνεται στους φοιτητές της Ψυχολογίας. 2) Εκτεταμένη μελέτη των σύγχρονων φιλοσοφικών και ψυχολο γικών θεωριών (όπως του J. Piaget, του I. Kant, του J. Rawls, του G.H. Mead, του J. Dewey και άλλων) στις οποίες στηρίχθηκε ο Kohlberg για τη θεμελίωση του επιστημολογικού πλαισίου της Γε νετικής Ηθικής η οποία συνίσταται στην αναζήτηση της γένεσης των γνωστικών δομών της ηθικής σκέψης και συμπεριφοράς. 3) Μελέτη των κριτικών που έχουν διατυπωθεί σχετικά με το θε ωρητικό υπόβαθρο, τις τεχνικές εφαρμογής και τα αποτελέσματα του μεθοδολογικού συστήματος του Kohlberg. Οι κριτικές αυτές ε στιάζονται στη μέθοδο μέτρησης και αξιολόγησης της ηθικής κρί σης (W. Kurtines, Ε.Β. Greif, 1974), στην καθολικότητα των ηθι κών σταδίων (Ε. Simpson 1974, J.G. Miller, 1990) και στην ανεπάρ κεια του θεωρητικού συστήματος του Kohlberg να συμπεριλάβει τις διαφορές ανάπτυξης της ηθικής κρίσης στα δύο φύλα (C. Gilligan, 1982) και το ρόλο που παίζει η ηθική ευαισθησία και γενι κότερα ο συναισθηματικός κόσμος σ’ αυτή την ανάπτυξη (E.V. Sullivan, 1977). Αξίζει επίσης να γίνει κριτική ανάλυση του επιστη μολογικού υπόβαθρου της θεωρίας του Kohlberg, και πιο συγκεκρι μένα του κατά πόσο η επικέντρωση του ενδιαφέροντος του στην περιγραφή των χαρακτηριστικών των σταδίων της ηθικής κρίσης με βάση υποθετικές ιστορίες συμβάλλει στην πλήρη σύλληψη των γνωστικών μηχανισμών παραγωγής και ιεράρχησης ηθικών κανό νων και αξιών αναγκαίων για την κοινωνική προσαρμογή του ατό μου (I. Καβαθατζόπουλος, 1989).
1. ΟΜ ΑΔΑ ΔΙΟΡΘΩ ΤΩ Ν ανα λαμβάνει την επιμέλεια και τη διόρθωση κειμένων κα θώ ς επί σης και μεταφράσεις από τα Ιτα λικά. Τηλ. 5623573-4952930
α θέματα αυτά απαιτούν εκτεταμένη και συστηματική μελέτη γι’ αυτό άλλωστε και, όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον Πρόλογό του, θα αποτελόσουν αντικείμενα άλλων εγχειριδίων. Σύμφωνα με όσα είπαμε ως τώρα μπορούμε να συμπεράνουμε ό τι η επιστημονική αξία του βιβλίου που μας ενδιαφέρει συνίσταται: 1) Στον ενημερωτικό του χαρακτήρα γιατί αποτελεί μια επιστη μονική και οργανωμένη εισαγωγή στο πολύπλοκο κολμπεργκιανό μεθοδολογικό σύστημα με βάση τη δημιουργική σύνθεση στοι χείων που μόνο διασκορπισμένα υπάρχουν στα δυσεύρετα στον ευ ρωπαϊκό χώρο άρθρα και εγχειρίδια του Kohlberg. 2) Στον λειτουργικό και μεθοδολογικό του χαρακτήρα γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν εγχειρίδιο αξιολόγησης της ανάπτυ ξης της ηθικής κρίσης με κάποια καθοδήγηση όμως από έναν κα λά μυημένο (έμπειρο) σ’ αυτό το σύστημα ειδικό. Το βιβλίο αποτε λεί ένα ολοκληρωμένο και μεστό εγχειρίδιο μεθοδολογίας απ’ αυ τά που σπάνια εμφανίζονται στον ελληνικό χώρο. Φανερώνει ότι η μεθοδολογία στην Ψυχολογία και γενικότερα στις Ανθρωπιστι κές επιστήμες δεν ανάγεται σε στατιστικές αναλύσεις (σε απλή παράθεση ποσοτικών μεγεθών αριθμητικού μέσου) αλλά προϋπο-
Τ
70/επιλογη θέτει κάποιο συγκεκριμένο επιστημολογικό κ α ι οντολογικό υπό βαθρο (T.S. Kuhn, 1962) στο οποίο βασίζονται οι διεργασιακοί ορι σμοί που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή εμπειρικών δει κτώ ν. Στη διαδικασία αυτή στηρίζεται η διερεύνηση τω ν μηχανι σμών που διέπουν τα ψυχικά φαινόμενα που μας ενδιαφέρουν. 3) Στον εκπαιδευτικό του χαρακ τήρα για δύο λόγους: α) Στο βιβλίο αυτό όχι μόνο χαρτογραφ είται με επιστημονική γλώ σσα όλο το πεδίο της ηθικής προοπ τικ ής στο οποίο κινείται ο άνθρω πος, αλλά προβάλλονται κα ι συγκεκριμένοι τρόποι σκέψης για την εξασφάλιση της ηθικής ολοκλήρωσης. Στο έκτο στάδιο προτείνονται κά ποιες σ τρατηγικές για την εξασφάλιση της σω σ τής εφαρμογής της αρχής της ενεργούς παρ αδο χής της αξιοπρέ πειας και ελευθερίας του ανθρώπου, όπω ς αυτή του διαλόγου και της συναίνεσης στη θεωρία του Habermas. Με την προοδευτική δε πορεία κατανόησης τω ν βαθύτερων ανα πτυξιακώ ν νομοτελειών που διέπουν την αθέατη ή τη μετόπισθεν, όπω ς λέει ο συγγραφέας, πλευρά της ηθικής συμπεριφοράς, αυξά νονται οι γνω στικές ικανότητες της αποκέντρω σης (decentration), της αμοιβαιότητας (reciprocity) κα ι γενικά της αντιστρεψιμότητας (reversibility). Οι ικανότητες αυτές αποτελούν τα κύρια χαρ ακ τηρ ι σ τικά γνω ρίσματα που α π ο κτά η σκέψη του ανθρώπου όταν περνά από έναν εγω κεντρικό (υποκειμενικό) τρόπο αντίληψης του κό σμου σε μια αντικειμενικότερη (πιο εξισορροπημένη) σχέση με το περιβάλλον του. Σ ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω ότι και ο Σ ω κράτης στους διαλόγους του με τους μαθητές του δεν επεδίωκε παρά την αύξηση αυτών τω ν γνω στικώ ν τους ικανοτήτων. Π ί στευε μάλιστα ότι η αρετή (το καλό, το δίκαιο) είναι ταυτόσημη με τη γνώση (θα μπορούσαμε να πούμε ότι στο σύστημα του Kohlberg η γνώση αυτή αντιστοιχεί στην έννοια τω ν γνω στικώ ν δομών της μετασυμβατικής ηθικότητας). Με άλλα λόγια, ήταν πεπεισμένος ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει δίκαιη κα ι σωστή συμπεριφορά αν δεν προηγείται αυτής η κατάλληλη γνώση του δέοντος. β) Στην πλειοψηφία των ανθρώπων η λέξη «ηθική» προκαλεί αρ νητικές αντιδράσεις γιατί συγχέεται με την ηθικολογία κάθε μορ φής όπω ς αυτή εκφ ράζεται μέσ’ από θρησκευτικά στερεότυπα, συντηρητικούς κανόνες κα ι στενότητα πνεύματος. Το σύστημα του Kohlberg αποδεικνύει ότι η ηθική δεν περιορίζεται στον τομέα τω ν ηθών αλλά έχει ευρύτερο χαρ ακ τήρ α κα ι είναι παρούσα σε ό λες τις εκδηλώ σεις της ζωής μας. Α ποτελεί ένα εσω τερικευμένο ιε ραρχημένο σύστημα αξιών που τείνει να βγει στην επιφάνεια κάθε φορά που δημιουργείται σύγκρουση μεταξύ δύο ηθικών τάσεων που υπαγορεύονται απο ανάγκες (κίνητρα) διαφορετικού επιπέδου (προσυμβατικού, συμβατικού, μετασυμβατικού). Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι οι λόγοι τω ν πολιτικών, οι συζητήσεις μεταξύ φίλων ή μέσα στην οικογένεια κα ι γενικά η καθημερινή μας ζωή είναι γε μάτη από ηθικές κρίσεις και συμπεριφορές που αντικατοπτρίζουν τέτοιες συγκρούσεις. τα πλαίσια της εκπαίδευσης, η έννοια του ηθικά σωστού βρί σ κεται συνήθως διασκορπισμένη εδώ κι εκεί, κ α τακερ ματι σμένη σε επιμέρους κανόνες του τύπου: «Να μη λες ψέματα», «Να είσαι ευγενικός», «Να βοηθάς τους φίλους σου», «Ν α μην κάνεις φασαρία μέσα στην τάξη», κ.λπ . Οι επιταγές όμω ς αυτές βρίσκο νται σε λάθος κατεύθυνση γιατί τοποθετούν στο ίδιο επίπεδο τους πολιτιστικά καθορισμένους κα νόνες συμπεριφοράς (ηθικός σχετι κισμός) με τις αυθεντικές ηθικές αρ χές που τείνουν να εκφ ράζο νται μέσ’ από την προοπτική του πέμπτου κα ι του έκτου σταδίου στο σύστημα του Kohlberg. Ε κτό ς αυτού οι υπαγορεύσεις αυτές καλλιεργούν την ετερόνομη η θικότητα που βασίζεται στην τιμωρία
Σ
εττιλογη/71 και υπακοή και δεν αφήνουν περιθώριο για ανάπτυξη της ηθικής αυτονομίας. Ό π ω ς λέει ο Kohlberg, μια ηθική αρχή δεν είναι ένας κα νόνας πρά ξης αλλά ένα ς λόγος (κίνητρο) πρά ξης γιατί ένας κ α νόνας έχει εξαιρέσεις ενώ μια αρχή (κίνητρο) ισχύει σε κάθε περί πτωση. Κατά συνέπεια, ο ρόλος της εκπαίδευσης δεν είναι να επιζητά τη συμμόρφωση σε έτοιμες ηθικές εντολές χω ρ ίς νοηματοδοτημένο περιεχόμενο αλλά να συμβάλλει στη «φυσική» ανάπτυξη των ικ ανοτήτω ν εκείνων που θα επιτρέψ ουν στα παιδιά να διαμορ φώνουν αυτόνομη ηθική κρίση και ηθικά κίνητρα. Το θέμα αυτό της ηθικής εκπαίδευσης αγγίζει, κα τά τη γνώμη μου, την κα ρδιά του πρ οβλήματος της ελληνικής κοινωνίας. Τα πρόσφ ατα σ κά νδα λ α στο χώ ρο της ο ικονομ ίας, οι μικροκομματικές σ κοπιμότητες κα ι η προχειρότητα που ρυθμίζουν σημαντι κούς τομείς της ζω ής μας ό πω ς αυτούς της Υ γείας κα ι τη ς Π αι δείας, μαρτυρούν την έλλειψη ενός νοηματοδοτημένου ορ άματος κα ι ενός αδιασάλευτου (ισορροπημένου) σ υσ τήματος αξιών. Οι έρευνες του Kohlberg απέδειξαν ότι η πλειοψηφία των ενήλι κω ν ατόμων, σε πα γκ όσμιο επίπεδο, βρίσκεται στο τρίτο ηθικό στάδιο, δηλαδή το σ τάδιο όπου η ηθική σκέψη κα ι συμπεριφορά καθοδηγούνται κυρίω ς από τους δεσμούς (affiliations) του ατόμου με τον σ τενό κύκλο των ανθρώπων που το περιβάλλουν, τον κύκλο των «δικών» ό πω ς λέμε, πολύ χαρ ακ τηρ ισ τικά, στην Ε λλάδα. Ό μως ό ταν το ίδιο το άτομο νοσεί κα ι δια κα τέχετα ι από έντονη ανα σφάλεια, είναι ανίκανο να συνάψει υγιείς δεσμούς με τα πρόσω πα με τα ο ποία έρχεται σε επαφή. Στην π ροσπάθειά του να νικήσει την αδυναμία του - γιατί δεν έχει πίστη ούτε στον εαυτό του ούτε σε κά ποιες κα θολικ ές αξίες που να νοηματοδοτούν τη ζωή του κα ι να του δίνουν δύναμη - το άτομο γαντζώ νεται α πό τους άλλους π α ίρ νοντας ό,τι μπορεί, με υλική ή συναισθηματική μορφή, με αποτέ λ εσμα ν ’ αυξάνεται η κτητικό τη τα κα ι ο αυ ταρχισ μός κα ι να δημ ιουργούνται προβλήματα σ τις σχέσεις, φ ιλικές, επαγγελμ ατικές, οικογενειακές ή ερω τικές. Έ τ σ ι, η αρνητική ηθική ατμόσφαιρα που, για διάφορους λ όγους, κα τάντησε να ε πικρατεί σε όλα τα επί πεδα κοινω νικής συμβίωσης στην Ε λλάδα αναγκάζει το άτομο να προσ κολλά ται σε εφήμερες αξίες κα ι σε ψευδή ηθικά απόλυτα, ό πω ς αυτά που εκφ ράζονται απ ό την πρ οοπτική τη ς εξουσίας, της υπακοής κα ι τη ς τιμ ω ρίας του πρώ του κοινωνικο-ηθικού σταδίου ή την ατομικιστική-χρησιμοθηρική (χειριστική-ηδονιστική) προο πτική του δευτέρου. Η νέα γενιά που μεγαλώνει μέσα σ ’ αυτό το κλίμα, νιώθει ασφυ κ τικά από τη στενότητα σ κέψ ης που την πλαισιώνει. Η αντίδρασή της αρχίζει με την κ α ταδίκ η της έλλειψης αξιώ ν από την Π αιδεία κα ι της στενής ω φ ελιμιστικής πρ ο ο π τικ ής τω ν προσυμβατικώ ν κα ι συμβατικώ ν σ ταδίω ν που ρυθμίζουν το μέλλον της: «... Φταίνε οι π ολ ιτικ ές ηγεσίες γ ια τί ποτέ δεν ε ίδαν τα πρ α γμα τικά προβλήματα τη ς Π α ιδεία ς, τα πρ α γμ α τικά προβλήμ ατα τη ς ελληνι κ ή ς κοινω νίας, γιατί αντιμετώ πιζαν το υ ς μαθητές σαν πολιτικούς αντιπά λους, σαν ά τομ α που θα μ πορούσαν να ζημιώσουν τους εκάστοτε κυβερνώ ντες, γ ια τί έβλεπαν το χώ ρο τ η ς Π α ιδεία ς σαν α κόμ α ένα πρόσφορο έδα φος για μ ικ ρ ο κο μ μ α τικ ές σκοπ ιμ ότη τες. ... Φταίνε οι καθηγητές για τί δεν έχουν κατανοήσει το γεγο νό ς ότι δεν εξασκούν επά γγελμ α αλλά επιτελούν λειτούργημα, κ α ι ότι το πα ρα μ ικρό λά θος τους δε μεταφράζεται σε δ ρ α χμ ές α λ λά σε χαμ έ νες ζω ές...» (Γα Ν έα, 1991, σελ. 8).
Τα παιδιά μας ζητούν μια παιδεία που να υψώνεται στην ηθική προοπτική του έκτου ηθικού σταδίου. Αυτή η Π αιδεία δεν μπορεί παρά να έχει σαν αντικείμενο την κα λλιέργεια της ανιδιοτελούς α γά πη ς για τη Γνώση κα ι την Αρετή κ α ι να πηγάζει από την ανιδιο-
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΩΝ, κειμενόφιλων, βιβλιόφιλων. Για κάθε βιβλιογραφικό κενό, για κάθε δυσκολία καλέστε το: 3638015.
72/επιλογη τέλη αγάπη κα ι το σεβασμό πρ ο ς το ανθρώπινο πρόσ ω πο το οποίο αναπτύσσεται μέσ’ από τη νέα γενιά: «... Στο σχολείο μ α ς έμαθαν ότι ο Α ριστοτέλης δίδαξε Αρετή. Δεν μ α ς ενδιαφέρει μόνο αυτό. Μ πορεί το σχολείο να μ α ς διδάξει Αρε τή ;...» (7 α Ν έα, 1991, σελ. 8).
Το όραμα τω ν νέων έχει καθαρά ηθική βάση. Με άλλα λόγια, τα εκπ αιδευτικά συστήματα που εφ αρμόζονται αυτή τη στιγμή στην Ε λλάδα δ ιέπονται από αυθαίρετα προγράμμ ατα διδα σ κα λ ία ς όσον αφορά στην τεκμηρίωσή τους με βάση τα επισ τημονικά ευρήματα της Ψ υχολογίας τη ς Α νάπτυξης κα ι τη ς Ε κπαίδευσης του Ανθρώ που κα ι γενικότερα τω ν Επιστημώ ν της Α γωγής. Η «οργάνωση» που τείνει να εφαρμόζεται από τις εκάσ το τε κυβερνήσεις δεν θα ’πρεπε να βασίζεται σε τε χνο κρ α τικ ά κα ι χρησιμοθηρικά κριτή ρια, αλλά να πληρεί τους βασικούς σ κο πο ύ ς της εκπαίδευσης. Δύο από τους θεμελιώδεις αυτούς σ κοπούς είναι ο πω σδήποτε η διανοη τική και ηθική ολοκλήρωση του ατόμου (J. Dewey 1963, L. Kohlberg 1972, J. Piaget 1969, J. Piaget 1972). Σύμφωνα μάλιστα με τα δεδομένα του σ υσ τήματος του Kohlberg θα μπορούσαμε να πού με ότι η ανάπτυξη της ηθικής αυτονομίας στα ανώ τατά της σ τάδια (στάδια 5 κα ι 6) συνιστά τον πρω ταρ χικό σκο πό της Π αιδείας κ α θώς οι βασικές ικ ανό τητες της λ ογικο-μαθηματικής σ κέψ ης απο τελούν απαραίτητη αλλά μη επαρκή προϋπόθεσή της (J. Piaget 1953-1954, D. Kuhn, J. Langer, L. Kohlberg, N.S. H aan 1971, C. Tomlinson-Keasey, C.B. Keasey 1974). Βιβλιογραφικές αναφορές Μ Α ΡΙΑ ΠΑΓΩΝΗ Dewey J. (1938), Experience and Education, New York, Collier 1963. Gilligan C., In a Different Voice: Psychological Theory and Women’s Development, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1982. Καβαθατζόπουλος I., Η έννοια της εκπαίδευσης στην Πιαζετική θεωρία της ηθικής ανάπτυξης, Ψυχολογικά Θέματα, 1989, 2, 1, 11-17. Kohlberg L., Mayer R., Development as the Aim of Education, Harvard Educational Review, 1972, 42, 4, 449-496. Kohlberg L., Essays on Moral Development, Vol. I: The Philosophy o f Moral Development, San Francisco, Harper and Row, 1981. Kohlberg L., Essays on Moral Development, Vol. II: The Psychology o f Moral Development. San Francisco, Harper and Row, 1984. Kohlberg L., Candee D., The relation of Moral Judgment to Moral Action, in Kurtines W., Gerwitz J. (Ed.), Morality, Moral Behavior and Moral Development, New York, Wiley Interscience, 1984. Kuhn D., Langer J., Kohlberg L., Haan N.S., The Development o f Formal Operations in Logical and Moral Judgment, Unpublished paper, Columbia University, 1971. Kuhn T.S., The structure o f scientific revolutions, Chicago, University of Chicago Press, 1962. Kurtines W., Greif E.B., The Development of Moral Thought: Review and Evaluation of Kohlberg’s approach, in Psychological Bulletin, 1974, 81, 8, 453-470. Miller J.G., Culture and Moral Development, in Strigler J.W., Shweder R.A., Herdt G., Cul'ural Psychology. Essays on comparative Human Development, New York, Cambridge University Press, 1990. Moessinger P., La Psychologie Morale, Que sais-je?, Paris, PUF, 1989. Piaget J., Les relations entre l’affectivite et Tintelligence dans le developpement mental de l’enfant, Bulletin de Psychologie, 1953-1954, 7, 143-150, 346-361, 522-535, 699-701. Piaget J. (1932), Le Jugement Moral chez I’enfant, Paris, PUF, 1969. Piaget J., Six etudes de psychologie, Paris, Denoel Gonthier, 1969. Piaget J., Psychologie et Pedagogie, Paris, Denoel Gonthier, 1969. Piaget J., Oil va I’Education?, Paris, Denoel Gonthier, 1969. Piaget J., Oil va TEducation?, Paris, Denoel Gonth:er 1972. Πρωτοχρονιάτικο «διάγγελμα» μαθητών: Μπορεί το σχολείο να μας διδάξει Αρετή; Εφημερίδα «Τα Νέα», 2/1/1991, σελ. 8. Simpson E.L., Moral Development Research: A Case Study of Scientific Cultural Bias, in Human Development, 1974, 17, 81-106. Sullivan E.V., A Study of Kohlberg’s Structural Theory of Moral Development: A Critique of Liberal Social Science Ideology, in Human Development, 1977, 20, 352-376. Tomlinson-Keasey C., Keasey C.B., The Mediating Role of Cognitive Development in Moral Judgment, in Child Development, 1974, 43, 291-298.
/ ------------------- \
V_______ Α Ν Α Λ Α Μ Β Α Ν Ω δακτυλο γρ α φ ή σ εις ελ λ η νικ ώ ν κ αι α γ γ λ ικ ώ ν κ ειμ ένω ν με η λ ε κ τ ρ ο νικ ό υ π ολογισ τ ή Τ ηλ. 36.37.324 (πρω ινά ) κ αι 36.10.779 (α π ο γεύ μ α τ α )
δελτιο/73
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦ ΙΚΟ Δ ελτίο συντάσσεται μ ε την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπω λείου της «Ε στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η Τ Α Ξ ΙΝ Ο Μ Η ΣΗ των β ι βλίων γίνεται μ ε βάση το γνωστό Δ εκαδ ικό Σύστημα Ταξινόμησης, π ροσαρμο σμένο στην ελληνική β ι βλιογραφία.
δελ Τ 1 ο
27 Μ αρτίου 17 Α πρ ιλίο υ 1991
βιβλίο γ ρ α φικο
263
Ε π ιμ έλ ε ια : Έ φ η Α πάκη
ΣΕ Κ Α Θ Ε κατηγορία βιβλίω ν προηγούνται α λ φαβητικά ο ι Έλληνες συγγραφείς και α κολου θούν οι ξένοι.
Η Κ Α Τ Α Τ Α Ξ Η των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα μ ε το ελ λη ν ικ ό αλφάβητο. Σ Τ Η Ν Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ ΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβ δο μ αδ ια ία έντυπα. ΓΙΑ Τ Η Ν α κόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται ο ι εκδότες να μ ας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδ όσεις τους.
ΓΕ Ν ΙΚ Α Ε Ρ Γ Α
Α ρ χα ία φ ιλ ο σ ο φ ία
Β ιβ λ ιο θ η κ ο ν ο μ ία
ΛΑΜΠΡΙΔΗΣ Χ.Α. Ηράκλειτος. Αθήνα, Κλείω, 1991. Σελ. 462. Δρχ. 4200.
ΣΚΑΝΔΑΛΗ ΑΛΜΚΗΝΗ Α. Θεματική ευρετηρίαση. Προσυνδυασμένα συστήματα. Αθήνα, Βασι λείου, 1990. Σελ. 153. Δρχ. 1245. ΣΚΑΝΔΑΛΗ ΑΛΚΜΗΝΗ Α. Θεματική ευρετηρίαση. Υστεροσυνδυασμένα συστήματα. Αθήνα, Βασι λείου, 1990. Σελ. 87. Δρχ. 1245.
Ν ε ό τε ρ η φ ιλ ο σ ο φ ία PERNIOLA MARIO. Η κοινωνία των ομοιωμάτων. Μετ. Paola Caenazzo — Αδάλογλου. Αθήνα, Αλε ξάνδρεια, 1991. Σελ. 200. Δρχ. 1350. Α π ο κ ρ υ φ ισ μ ό ς
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γενικά ΡΟΚΚΑΣ Ε. Ο σκοπός και το νόημα της ζωής. Α8ήνα, Ρ ό κ κ α ς , 1990. Σελ. 463. Δρχ. 2080. CLARK MICHAEL. Ο Χριστός, ο χριστιανός και η Μασονία. Μετ. Τ. Δαρβέρης. Αθήνα, Στερέωμα, 1991. Σελ. 264. Δρχ. 1455. LOSEE JOHN. Φιλοσοφία της επιστήμης - Μετ. επιμ. Θ.Μ. Χρηστίδης. Θεσσαλονίκη, Β ά ν ια ς , 1991. Σελ. 332. Δρχ. 2080.
Τα μυστικά των σοφών της Σιών. Αθήνα, Στοά, 1991. Σελ. 260. Δρχ. 1295. ΚΑΣΤΑΝΕΝΤΑ ΚΑΡΛΟΣ. Εσωτερική φλόγα. Μετ. Κ. Τσαπόγιας. Αθήνα, Στοά, 1991. Σελ. 298. Δρχ. 1245. CASTANEDA CARLOS. Δεύτερος κρίκος δύναμης. Μετ. Ε. Τσολάκη. Αθήνα, Στοά, 1991. Σελ. 367. Δρχ. 1245.
7Λ!δελτίο
Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η -
Π Α ΙΔ Α ΓΩ ΓΙΚ Η
Γ ε ν ικ ά
Γ ε νικ ά
ΓΙΟΥΝΓΚ ΚΑΡΑ. Σύμβολα της μεταμόρφωσης. Μετ. Φωτ. Κατσαούνης. Αθήνα. Α ρσενίδης, 1991. Σελ. 350. Δρχ. 8320.
Παιδαγωγική μυχολογική εγκυκλοπαίδεια — λεξικό. Τόμος Ε'. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1990. Δρχ. 5960.
Ε φ α ρ μ ο σ μ έ νη μυ χ ο λο γ ία
Ε κ π α ίδ ευ σ η
Οικογένε’π. Ψυχοκοινωνικές - μυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Επιμ. Α. Καλαντζή - Αζίζι - Ν. Πα ρίσης. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1990. Σελ. 133. Δρχ. 1040. ΑΣΗΜΑΚΗΣ Π.Δ. Υπερβατικός διαλογισμός. Αθή να. Aquarius. 1991. Σελ. 183. Δρχ. 1245. ΠΟΥΡΚΟΣ Μ.Α. Η ανάπτυξη της ηθικής αυτονο μίας. Αθήνα, 1990. Σελ. 223. Δρχ. 1660.
ΤΣΟΥΡΕΚΗΣ ΔΗΜ. Γ. Τα σχολεία Αττικής. Πειρα ματική έρευνα. Αθήνα, 1991. Σελ. 158. Δρχ. 935.
Θ Ρ Η Σ Κ Ε ΙΑ Γ εν ικ ά ΤΣΑΜΗΣ Δ.Γ. Εισαγωγή στην πατερική σκέμη. Θεσ σαλονίκη, Πουρναράς, 1990. Σελ. 529. Δρχ. 5250. ΕΛΤΣΙΑΝΙΚΩΦ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (ΠΡΕΣΒ.). Πνευμα τικά κεφάλαια. Μετ. Χ.Ι. Ασιώτης. Αθήνα, Τήνος, 1990. Σελ. 255. Δρχ. 1040. MIGNE J.P . Ελληνική Πατρολογία. Αθήνα. Κέ ντρου Πατερικών εκδόσεων, 1990. Σελ. 2.300. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Οι ανατολικοί πατέρες του τετάρτου αιώνα. Μετ. Π.Κ. Πάλλης. Θεσσαλονί κη, Πουρναράς, 1991. Σελ. 445. Δρχ. 2080.
ΓΛ Ω Σ ΣΑ Γ ε νικ ά ΠΑΠΑΡΙΖΟΣ Χ.Α. Επικοιυωνιακή προσέγγιση. Αθή να, «Νέα Παιδεία», 1990. Σελ. 150. Δρχ. 830. CHOMSKY NOAM. Συντακτικές δομές. Μετ. Φ. Καβουκόπουλος. Αθήνα, Ν εφέλη, 1991. Σελ. 177. Δρχ. 1560. Θ Ε Τ ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ Α σ τρ ονομ ία FIELD G. - CHA) 5SON Ε. Το αθέατο σόμπαν. Εισ.απόδ. Καυάρης ' σίγκαυος. Ηράκλειο, Πανεπιστη μιακές εκδόσε ς Κρήτης, 1990. Σελ. 220. Δρχ. 1765. ΤΕΧΝΕΣ
Θ ε ο λ ο ν ία ΠΑΤΡΩΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. Η ιστορική πορεία του Ιησού. Από τη φάτνη ως του κενό τάφο. Αθήνα, Δό μος, 1991. Σελ. 575. Δρχ. 3740.
• .... Α ρ χιτεκ το νικ ή
. . . .
.
_
ΔΗΜΗΤΡΟΚΑΑΛΗΣ Γ. Άγνωστοι βυζαντινοί ναοί της Ιεράς Μητροπόλεως Μεσσηνίας. Αθήνα, 1990. Σελ. 299. Δρχ. 5200.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ Μ ουσική Π ολιτικ ή ΡΑΠΤΗΣ Μ.Ν. (PABLO). Εκτός συνόρων. Αθήνα, Ά πομη, 1991. Σελ. 239. Δρχ. 2080.
ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Jazz 1900-1990. Ιστορι κός και δισκογραφικός οδηγός. Αθήνα, Νέα Σύνο ρα, 1990. Σελ. 292. Δρχ. 1975.
Δ ημ όσ ια διο ίκ η σ η
Ε Ν Α Σ Χ Ο Λ Η Σ Ε ΙΣ
ΠΑΝΑΣ Ε.Ε. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση. Σκέμεις και προβληματισμοί. Αθήνα, 1990. Σελ. 203. Δρχ. 1560. Ε θ ν ο λ ο γ ία CAMPBELL JOSEPH. Ο ήρωας με τα χίλια πρόσω πα. Μετ. Θ. Σιαφαρίκας. Αθήνα, Ιάμβλιχος, 1990. Σελ. 495. Δρχ. 2100.
Γ ε νικ ά ΦΑΛΑΡΑΣ ΠΑΝΟΣ. Δολώματα για όλα τα μαρέματα. Αθήνα, Χριστάκης. Σελ. 174. Δρχ. 1560.
δελτιο/75 Αθλητισμός ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΣ Π. - ΜΩΡΑΪΤΗΣ Σ. Μαθαίνω ποδόσφαιρο. Αθήνα, Χριστόπουλος, 1991. Σελ. 107. Δρχ. 2080.
Οικιακή οικονομία ADAM CORNELIA. Νόστιμες σαλάτες. Αθήνα, Καλοκάθη, 1991 Σελ. 63. Δρχ. 1040. EDELBERG S. Κοκτέιλς. Αθήνα, Κολοκάθη, 1991. Σελ. 62. Δρχ. 1040. DONHAUSER R.T. Τοστ και σάντουιτς. Αθήνα. Κο λοκάθη, 1991. Σελ. 62. Δρχ. 1040.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Αρχαίοι συγγραφείς ΠΛΑΤΩΝ. Απολογία Σωκράτους. Εισ.-σχολ.-μετ. Η. Ανδρεάδη. Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 79. Δρχ. 935. ΠΛΑΤΩΝ. Συμπόσιο (ή περί έρωτος). Ε ισ.-σχόλ.μετ. Η. Ανδρεάδη. Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 150. Δρχ. 935.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Ποίηση ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Ο ναρκωμένος αρχάγγελος. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1991. Σελ. 108. Δρχ. 1040. ΑΝΔΡΩΝΗΣ Δ. Αδιάκοπη κίνηση. Αθήνα, Διογέ νης, 1991. Σελ. 29. Δρχ. 415. ΒΙΓΛΑΡΗΣ ΠΑΝΟΣ. Ο λαός μας εν εκπεσμώ.... πώς ανορθούται; Αθήναι, 1991. Σελ. 359. Δρχ. 1040. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Επιστήμη. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 92. Δρχ. 830. ΚΟΚΚΙΝΗ ΡΙΑ. Μυρίζεις αύριο ετούτο το τραγούδι... Αθήνα, Εμβόλιμου, 1990. Σελ. 76. Δρχ. 520. ΜΑΝΤΑ ΔΗΜΗΤΡΑ. Μνήμη κατόπτρων Σικυώνος. Ποιήματα. Αθήνα, Περγαμηνή, 1990. Σελ. 59. Δρχ. 620. ΠΙΕΡΡΑΤΟΥ ΕΛΛΗ. Ιδιοστροφορμή. Αθήνα, 1990. Σελ. 71. Δρχ. 520.
Πεζογραφία ΒΑΛΕΤΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Το κορίτσι με το μεγάλο βρα κί. (Διηγήματα). Αθήνα. Πηγή. Σελ. 95. Δρχ. 830. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΕΚΑ. Πάνω απ’ όλα εσύ. Διηγήματα. Αθήνα, 1990. Σελ. 110. Δρχ. 520.
ΓΚΟΛΤΣΟΥ - ΛΕΦΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Στην ανέμη της ανάγκης. Αθήνα, 1990. Σελ. 125. Δρχ. 1560. ΖΗΣΙΑΔΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Θεσσαλονίκη. Ό σα θυμά μαι. Θεσσαλονίκη. Παρατηρητής, 1991. Σελ. 247. Δρχ. 1975. ΖΙΩΓΑΣ Γ.Σ. Πισωγυρίσματα. Γιάννινα, 1991. Σελ. 112. Δρχ. 1455. ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΙΑΗ. Παλαιοπώλης αναμνήσεων. Α θήνα, Γαβριηλίδης, 1991. Σελ. 132. Δρχ. 1455. ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ ΝΙΚΟΣ. Οι ελεήμονες. Διηγήματα. Α θήνα, Κέδρος, 1990. Σελ. 263. Δρχ. 1245. ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Οι συλλέκται της Μουόχρα. Αθήνα, Γνώσεις, 1990. Σελ. 182. Δρχ. 1560. ΜΕΤΑΠΑΝΟΥ ΑΜΑΛΙΑ. Η γκρίζα πέτρα. Αθήνα. Libro, 1991. Σελ. 302. Δρχ. 2080. ΜΠΑΛΚΟΣ Α.Μ. Οι εκτελεστές. Ντοκουμέντο τρο μοκρατίας. Αθήνα, Ισοκράτης, 1991. Σελ. 183. Δρχ. 1040. ΜΠΕΛΟΥ ΣΑΟΥΛ. Η κλοπή. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κασταυιώτης, 1991. Σελ. 109. Δρχ. 1245. ΠΑΠΑΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ. I. Γη. Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1990. Σελ. 175. Δρχ. 415. ΣΑΡΔΕΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο Ά γιος των σκλάβων. Κο σμάς ο Αιτωλός. ΣΤ' έκδοση. Αθήνα, Εστία. Σελ. 456. Δρχ. 2100. ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Τα δέντρα. Δώδεκα διηγήματα. Αθήνα, Εστία. Σελ. 115. Δρχ. 900. ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Εναντίον του Mar lboro. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κασταυιώτης, 1991. Σελ. 165. Δρχ. 1040. VERGA GIOVANNI. Το σπίτι με τη μουσμουλιά. (Οι Μαλαβόλια). Μετ. Κούλα Κυριακίδου — Καφετζή. Αθήνα, Εξάντας, 1991. Σελ. 310. Δρχ. 2080. ΓΕ ΤΣΟΥΝ-ΤΣΑΝ. Τα απέραντα λιβάδια. Ήσυχα εί ναι τα βουνά. Τόμος Β' + Γ. Απόδ. Φ. Κονδύλης. Α θήνα, Κασταυιώτης, 1990. Σελ. 358 + 372. Δρχ. 2.600 + 2.600 WESTBROOK R. Η νοσταλγία σκοτώνει. Μετ. Στ. Κωνσταντινέα. Αθήνα, Aquarius. 1990. Σελ. 386. Δρχ. 1660. ΖΕΡΜΑΙΝ ΣΥΛΒΙ. Το βιβλίο των νυχτών. Μετ. Σ. Διαμάντη. Αθήνα, Εξάντας, 1990. Σελ. 316. Δρχ. 2080. CAPOTE TRUMAN. Μύριαμ. Μετ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης. Αθήνα, Ερατώ, 1991. Σελ. 148. Δρχ. 1040. ΚΟΛΛΙΝΣ ΓΟΥΙΛΚΙ. Η φεγγαρόπετρα. Μετ. Τάσος Δαρβέρης. Αθήνα, Μέδουσα, 1991. Σελ. 605. Δρχ. 2500. BOUVIER NICOLAS. Γιαπωνέζικο χρονικό. Μετ. Γ.Ε. Φασουλάκης. Αθήνα, Το κλειδί, 1991. Σελ. 404. Δρχ. 1765. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΦΙΟΝΤΟΡ. Οι φτωχοί. Μετ. Σ.Ι. Ζήζηλα. Αθήνα, Κάκτος, 1990. Σελ. 183. Δρχ. 935. ΟΖΛΟΥ ΤΕΖΕΡ. Οι κρύες παιδικές νύχτες. Μετ. Α. Διαμαντοπούλου — Α. Καρρά. Αθήνα, Ροδαμός, 1990. Σελ. 111. Δρχ. 830. ΡΑΙΝΕ MICHAEL. Ot πόλεις των νεκρών. Μετ. Δ.Π. Κωστελένος. Αθήνα, Κονιδάρης, 1991. Σελ. 270. Δρχ. 1765.
76/δελτιο ΠΙΡΕΣ Ζ.Κ. Μπαλάντα της αμμουδιάς των σκύλων. Μετ. Μ. Φερρέιρα - Χιδίρογλου. Αδήνα, Στοχα στής, 1991. Σελ. 268. Δρχ. 1660. ΣΑΝΔΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Ο βάλτος του διαβόλου. Μετ. Δ. Σαραφιανός. Αδήνα, Χατξηνικολή, 1990. Σελ. 116. Δρχ. 1245. ΣΤΡΑΤΙ ΣΑΒΕΡΙΟ. Ο άνθρωπος στο βάδος του πη γαδιού. Μετ. Γ. Κασαπίδης. Αδήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 308. Δρχ. 1245. ΤΣΑΤΟΥΙΝ ΜΠΡΟΥΣ. Ουτς. Μετ. Τ. Βεκιαρέλη. Α δήνα, Χατξηνικολή, 1991. Σελ. 162. Δρχ. 1455. ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ ΕΡΝΕΣΤ. «Για ποιον χτυπά η καμπά να». Μετ. Αλ. Καρρέρ. Αδήνα, Το Ποντίκι, 1991. Σελ. 507. Δρχ. 1245. Μ ε λ έ τε ς
______________
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ Γ.Μ. Η ποίηση στη ζωή μας. Θεσ σαλονίκη, Βάνιας, 1991. Σελ. 347. Δρχ. 1870. ΓΕΩΡΓΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρου σκαιών. Αδήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 246. Δρχ. 1870. ΔΗΜΑΔΗΣ Κ.Α. Δικτατορία - πόλεμος και πεζογροφία. 1936-1944. Αδήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 548. Δρχ. 2600 ΡΟΖΟΣ Ε.Γ. Φιλολογικά μελετήματα. Αδήνα, Δρυ μός, 1990. Σελ. 79. Δρχ. 520. Δ οκίμ ια
ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΛΕΥΤΕΡΗΣ. Η εποποιία 1940-1941. Α δήνα, Συλλογές, 1990. Σελ. 79. Δρχ. 520. FEYNMAN R.P. Σίγουρα δα αστειεύεστε κύριε Feynman. Μετ. Κ. Πύριλλου. Αδήνα, Τροχαλία, 1990. Σελ. 410. Δρχ. 2910. Ε λ ληνικ ή Ιστορία ΜΑΥΡΟΧΑΛΥΒΙΔΗΣ Γ.Π. Η Αξός Καππαδοκίας. Τόμοι Α + Β'. Αδήνα, 1990. Σελ. 716. Δρχ. 12480. ΝΤΟΥΝΗΣ Χ.Ε. Η ελληνική ναυτιλία κατά τον Πρώ το Παγκόσμιο Πόλεμο. Αδήνα, 1991. Σελ. 860. Δρχ. 5200. Π ΑΝΑΓΙΩΤ ΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ I. Κρήτη. Ιστορία Εικόνες. Τόμος Α': Μυθολογία - αρχαιολογία — Βενετοκρατία. Ηράκλειο, 1990. Σελ. 399. Δρχ. 9360. ΠΕΤΡΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ. Ξένη εξάρτηση και εθνική πολιτική. 1910-1918. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Πα ρατηρητής, 1991. Σελ. 483. Δρχ. 2495. MOSSE CLAUDE. Η γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα. Μετ. Α.Δ. Στεφάνής. Αδήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 210. Δρχ. 1560. Π α γ κ ό σ μ ια Ιστορία ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ Χ.Μ. Ελληνισμός και Αρμενία. Αδή να, Ιδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1991. Σελ. 117. Δρχ. 1040. Π Α ΙΔΙΚΑ
ΔΑΡΑΚΗΣ ΛΟΥΚΑΣ. Η νέα πνεύματική γενεά. Β' έκδοση. Αδήνα, Εστία, 1991. Σελ. 87. Δρχ. 700. Τ έχνες ΘΕΑΤΡΟ
Έ ρ γ α _______________________ ________________ ΑΙΚΜΠΟΡΝ ΑΛΑΝ. Ναν. Απόδ. Μ. Πλωρίτης. Αδήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 125. Δρχ. 830. ΙΣΤ Ο Ρ ΙΑ
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗΣ Γ. Το παιχνίδι της μουσικής. Αδήνας, Ελληνικά Γράμματα, 1991. Σελ. 102. Δρχ. 1040. Ε λ εύ θ ε ρ α α να γνώ σ μ α τα ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΗΣ. Σαν ιστορίες και σαν πα ραμύθια. Διηγήματα. Αδήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1990. Σελ. 154. Δρχ. 1245.
Α ρ χα ιο λ ο γία
Π Ε ΡΙΟ Δ ΙΚ Α
ΡΑΓΚΑΒΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ρ. Λεξικόν της ελληνι κής αρχαιολογίας. Τόμος Α + Β '. Αδήνα, Επικαιρότητα, 1991. Σελ. 1589. Δρχ. 10400.
Ο ΑΙΓΎΠΤΙΩΤΗΣ. Φεβρουάριος 1991. ΑΚΤΗ. Περιοδικό λογοτεχνίας και κριτικής. Τεύχος 6. Δρχ. 600. ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο εκπαιδευτικό πε ριοδικό. Τεύχος 32. Δρχ. 350. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ. Αγγελιοφόρος 885. Δρχ. 80. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 463. Δρχ. 250. ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΟ ΝΑΥ ΠΛΙΟ. Μια περιοδική έκδοση της Πρωτοβουλίας Δημοτών Ναυπλίου. Τεύχος 39. Δρχ. 300.
Μ α ρ τυ ρ ίες ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ I. Γράμμα στο σιωνιστή χασάπη Μπους. Αδήνα, Λογοδέτης, 1991. Σελ. 312. Δρχ. 2080.
δελτιο/77 ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. Περιοδικό της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών. Τόμος 8. Τεύχος 1. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 38. Δρχ. 700. ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ MEDIA. Μηνιαίο περιοδικό για το βι βλίο. Τεύχος 7. Δρχ. 500. ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη σερραϊκή επιθεώρηση. Τεύχος 189. Δρχ. 250. ΔΕΛΤΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΝΑΥΠΛΙΟΥ. Μη νιαία έκδοση του Δήμου Ναυπλιέων. Τόμος 2. Τεύχη 29, 30. Δρχ. 200. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 260. Δρχ. 500. ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 21. Δρχ. 500. ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ. Χρήσιμες πληροφορίες για γονείς, εκπαιδευτικούς και για κάθε άνθρωπο. Φύλ λο 37. Δρχ. 100. ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό,.Τεύχος 21. Δρχ. 500. ΕΜΕΙΣ. Ο κόσμος της Εθνικής Τράπεζας. Τεύχος 24. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 103. ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΣΠΟΥ ΔΩΝ. Τόμος ΜΖ', 1987-1989. Δρχ. 6240. ΕΠΙΓΝΩΣΗ. Τεύχος 34. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 166. Δρχ. 500 ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ. Τριμηνιαίο πολιτικό πε ριοδικό. Τεύχος 1. Δρχ. 300. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση. Τόμος 59, Τεύχος 2. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 273. Δρχ. 450. ΚΑΣΤΑΛΙΑ. Δελτίο Ελληνικής Εταρείας Ιατρών Λο γοτεχνών. Τεύχος 103. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ. Τεύχος 14. Δρχ. 250.
ΚΙΝΗΣΗ ΠΟΛΙΤΩΝ. Περιοδική ενημερωτική έκδο ση. Φύλλο 11-12. Δρχ. 20. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ. Τεύχος 23. Δρχ. 250. ΛΕΒΙΑΘΑΝ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 9. Δρχ. 1350. Η ΜΥΚΟΝΙΑΤΙΚΗ. Μηνιαία εφημερίδα από τη Μύ κονο. Φύλλο 27. ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. Ιδμερη επαναστατική εφημερί δα. Φύλλο 26. Δρχ. 100. ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαία έκδοση του Συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Τεύχος 38. Δωρεάν. ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ. Λογοτεχνικό περιοδικό λόγου και τέχνης. Τεύχος 28-29. Δρχ. 250. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 138. Δρχ. 600. ΡΙΖΑ ΑΓΡΙΝΙΩΤΩΝ. Περιοδική έκδοση του «Συλλό γου των εν Αθήναις Αγρινιωτών». Τεύχος 6. Δρχ. 800. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ. Περιοδικό της διαφήμι σης και της επικοινωνίας. Τεύχος 452. Δρχ. 200. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Διμηνιαία λογοτεχνική εφημερίδα. Φύλλο 26. ΣΥΡΙΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Ιστορία - λογοτεχνία λαογραφία - καλές τέχνες. Τεύχος 14. Δρχ. 700. ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχη 2,3. Δρχ. 450. ΦΥΣΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών. Τεύχη 127, 128. Δρχ. 200. ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ. Τεύχος 9. Δρχ. 520. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΗΜΕΡΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 11. Δρχ. 450. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Τόμος 3, τεύχος 2. Δρχ. 850. SKEPSIS. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 1, 1990. Δρχ. 1560.
Γ ρ α φ τ είτ ε σ υ ν δ ρ ο μ η τ ές
Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου Ετήσια 10.000 - Σ πουδαστική 9.000 δρχ. Εξάμηνη 5.500 - Σπουδαστική 4.500 δρχ. Ο ργανισμών, Τ ραπεζών, Ιδρυμάτων 11.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 80 δολ. (ΗΠΑ) Σ πουδαστική Ε τήσια 75 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 95 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 800 δ ρ χ., τα δεκαπενθήμερα 500 δρ χ. και τα διπ λά 800 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
78/δελτιο
Στην Κ ρ ιτικογραφία περιλαμβάνονται όλες ο ι ε πώνυμες βιβ λιο κρ ιτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικώ ν εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κ ρ ιτικ ές δη μ ο σ ιευ μ έν ες στον περιοδικό και επαρχιακό τύ πο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντά 1 Τ* 1 1 / Γ \ κτες τους. Γ ια κά θε β ιβ λίο Ι \ . L I L I I rV Ο σημειώνονται, μέσα σε πα ρένθεση: το όνομα του κ ρ ι τικού και ο τίτλος του εντύ που. καθώς και η ημέρα δη μοσίευσης της κ ρ ιτι κής αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκ δοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Λεξικά Ραγκαβής Α.: Λεξικόν της ελληνικής αρχαιολογίας (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 18/4)
δελ Τ1ο
10 Α π ρ ιλ ίο υ - ' 23 Α πριλίου 1991
γ ρ α φία
263
Ε π ιμ έλ ε ια : Μ αρία Τ ρ ο υπ ά κη
Κοντογεώργης Γ.: Η Ελλάδα στην Ευρώπη (Ν. Στέ ρεο, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 11/4)
Σακς Ο.: Ο άνθρωπος που μπέρδεμε τη γυναίκα του μ' ένα καπέλο (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 14/4)
Μητσοτάκης Κ.: Αυτοπροσωπογραφία (Γ. Σωμερίτης, Καθημερινή, 11/4)* Παπανδρέου Γ.: 1974-1990. (Θ. Ψαλιδόπουλος, Διαβάζω, 261) Τσουκαλάς Κ., κ.ά. Προσεγγίσεις (Μ. Παξινού, Βι βλίο και Media, 7) Λοκ Τ.: Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως (Γ. Δρόσος, Καθημερινή. 14/4) Μπρύκνερ Π.: Η μελαγχολική δημοκρατία (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 21/4)
Οικονομία
Δίκαιο
Χατζηκωνσταντίνου Γ.Θ.: Οικονομία και περιβάλλον. (Σ. Μπογιατζής, Αντί, 19/4)
Γιολογκίνα — Οικονόμου Ε.: Συμβάσεις της Ανώνυ μης Εταιρείας με τα μέλη της διοικήσεώς της (Α.Δ.Π., Οικονομικό Ταχυδρόμος, 11/4)
Φιλοσοφία Συμπόσιο Wittgenstein (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 18/4) Ψυχολογία
Κοινωνιολογία Για μια εναλλακτική πρόταση (Σ. Μπογιατζής, Αντί, 19/4) Σταυρίδης Σ.: Η συμβολική σχέση με το χώρο (Δ. Τσατσούλης, Διαβάζω, 261) Πολιτική Καμής Γ.: Στρατηγέ, Ιδού η φρεγάτα σας (Κ. Τσαού σης, Έθνος, 21/4)
δελτιο/79 Φυσική Davies Ρ., κ.ά. Υ περχορδές (Τ. Κυπριανίδης, Κ α θ η μερινή, 12/4) Γλώσσα Μπεζεντάκος Ν.: Η αρχαία ελληνική μίτρα (X. Μπουλιώτης, Καθημερινή, 12/4) Τέχνες Γιαννουλόπουλος Κ.: Τζαζ (X. Τσανάκας, Αντί, 19/4) Παπαϊωάννου Θ.: Ενθύμιον Αθηνών (Δ. Κούρτοβικ, Ελευθεροτυπία, 10/4).
Σουρούνης Α.: Πάσχα στο χωριό (Κ. Τσαούσης, Έ' θνος. 18/4) Αλιέντε I.: Ιστορίες της Εύα Λούνα (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 16/4) Jardin Α..: Ο ζέβρος (Α. Αδριανού, Β ιβ λίο και Media, 7) Λόρενς Ντ.Χ.: Ή λιος (Κ. Τσαούσης. Έθνος, 12/4) Μοράβια Α.: Το ταξίδι στη Ρώμη (Η. Βάσσου, Δ η μ ο κρατικός Λόγος, 21/4) Ντοστογιέφσκι Φ.: 0 Ηλίθιος (Ε. Δραγανίγου, Β ι β λίο και Media, 7) Ουάιλντ Ο.: Σαλώμη (Ν. Κώτσιου, Β ιβ λίο και Media, 7) Τουρνιέ Μ.: Ερωτικό απόδειπνο (Α. Αδριανού, Β ι β λίο και Media, 7) Traven Β.: 1) Το Λευκό Ρόδο 2) Το γεφύρι της ζού γκλας (Π. Μπουκάλας, Καθημερινή, 19/4)
Ποίηση Βρεττάκος Ν.: Διαμαρτυρία (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 12/4) Ελευθερίου Α.: Αργά τ’ απόγευμα (Γ. Βέης, Διαβάζω, 261) Θεολόγου Ρ.: Φρυκτωρίες (Γ. Βέης, Διαβάζω, 261) Πύρπασος X.: Τα τραγούδια της Ελένης (X. Βαλαβάνης, Ελεύθερη Ώρα, 26/4) Χατζιδάκι Ν.: Άλλοι (Δ. Πανουσάκης, Ριζοσπάστης, 11/4)
Μ ελέτες Γουδέλης Γ.: Ανθολογία νεοελληνικής κριτικής. (Δ. Πάκος, Εξόρμηση, 21/4) Δημαράς Κ.Θ.: Δοκίμιο για την ποίηση (Μ. Θεοδο σοπούλου, Εποχή, 14/4) Ορφανίδης Ν.: Η λογοτεχνία του μυστικού δρόμου (Β. Χατζηβασιλείου, Αντί, 19/4) Παπαγιώργης Κ.: Ντοστογιέφσκι (Ε. Κοτζιά, Κ α θη μ ε ρινή, 21/4)
Πεζογραφία
Δοκίμια
Βέργη Α.: Κλειστές πόρτες (Δ. Γιάκος, Εξόρμηση, 14/4) Γκουρογιάννης Β.: Διηγήσεις παραφυσικών φαινο μένων (Κ. Σταματίου, Ταχυδρόμος, 11/4) Δούκα Μ.: Εις τον πάτο της εικόνας. (Μ. Θεοδοσοπούλου, Αντί, 19/4) Εμπειριίκος Α.: Ο Μέγας Αναπσλικός (Γ. Ντόκας, Ε λευθεροτυπία, 21/4), (Π. Μηλιώρη, Β ιβ λ ίο και M e dia, 7). Καββαδίας Ν.: 1) Δάφνη 2) Φόβος Κ. Ελπίδα (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 21/4) Μαυροπούλου — Μαρτίνη Τ.: 0 αριθμός μας άλλα ξε (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 12/4) Μαραγκού Ν.: Μια στρώση άμμου (Η. Κεφάλας, Δ ια βάζω, 261). Παπαγιάννη Β.: Κυράνω (X. Παπαγεωργίου, Αυγή, 14/4)
Ζάννας Π.Α.: Πετροκαλαμήθρες (Β. Χατζηβασιλείου, Αντί, 19/4) Ιστορία Βελισσαρόπουλος Δ.: Έλληνες και Ινδοί (Π. Μπου κάλας, Καθημερινή, 12/4) Τρίχα Λ.: Διπλωματία και πολιτική (Δ. Σταμέλος, Ε λευθεροτυπία, 17/4) Dover K.J.: Η ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα (Δ. Κυρτάτας, Καθημερινή, 19/4) Β ιογραφίες - Μαρτυρίες Γεδεών Μ.: 0 Ά θω ς (Σ.Π., Μεσημβρινή, 13/4) Δρόσος Γ.Ν.: Μότσαρτ (Ε. Χωρεάνθη, Ριζοσπάστης, . 18/4) Καιροφύλλας Γ.: Η Αθηναϊκή Αποκριά (Χ.Π. Στρατηγοπούλου, Διαβάζω, 261). Μοράβια Α. - Ελκάν Α.: Η ζωή του Μοράβια (Η. Βάσου, Δ ημοκραπκός Λόγος, 21/4) (Α.Λ., Μ εσ ημ β ρ ι νή, 13/4) Π εριοδικές Εκδόσεις Μολυβδο-Κονδυλο-Πελεκητής (Μ.Ο. Εποχή, 21/4)
' Τ' Τ' Τ' ' Τ' Τ' Τ'
Τ' Τ' 7* 7*
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ΓΙ Α Ν Ε Ο Υ Σ ι. D. Η. L awrence, Ο Άνθρωπος που αγαπούσε τα Νησιά Απόδοση Σπόρος Ηλιόπουλος
' Τ' ' Τ' ' Τ' ' Τ' ' Τ' * Τ' ' 7* * Τ' 'Τ ' * Τ' * Τ' * Τ' * 7* * 7* * Τ'
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' 7* Τ' 7* Τ' Τ' Τ' Τ' 3
Τ' 7* Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' 7* Τ' Τ' Τ' 7*
2. Honore de B alzac , Η Γρεναδιέρο (Το Σ π ίτι μ ε τις Ροδιές) Μετάφραση Έφη Κορόμηλά— 3. H erman B ang , Οι Τέσσεροι Διάβολοι Μετάφραση Κώστας Χατζόπουλος 4. J ames J oyce , Η Π ανσιόν και Άλλα Δ ιηγήματα Μετάφραση Κοσμάς Πολίτης
Μετάφραση A. Κ. Χριστοδούλου 9. L afcadio H earn , Όλεθρος και Άλλα Δ ιηγήματα Μετάφραση Πέτρος Π. Καλονάρος ίο. G abriele D’A nnunzio, Επίσκοπο & Xto Μετάφραση Πέτρος Πικρός π . H einrich B oll , Ιστορίες μ ε Τσιγάρα Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής is. G abriele D ’A nnunzio, Η Γυναικαδέλφη ° Μετάφραση Πέτρος Πικρός 16,' G ustaf G eijerstam , Το Αγόρι της Κυρά-Λένης Μετάφραση Λέων Κουκούλας is. V oltaire , Ζαντίγκ, ή Το Πεπρωμένο Μετάφραση Μανόλης Γιαλουράκης 19. R obert M usil, Εικόνες Μετάφραση Γιώργος Κεντρωτής 20. C harles B audelaire , Ο Μ ικρός Γητευτής Μετάφραση Κ.Χ. Σύρρος 2ΐ. J an N eruda , Ιστορίες από τη Μάλα-Στράνα Μετάφραση Sofia Dorfiakova-Στάμου 23. G ustaf G eijerstam , Ο Πέτρος μ ε το Ενα Μ άτι Μετάφραση Λέων Κουκούλας
U
Τ
Ε
Ν
Β
Ε
R
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'
Τ' Τ' Τ' Τ'
5. G iovanni V erga , Περιπλάνηση Μετάφραση Ελένη Ροντογιάννη
7. H erman M elville , Η Ιστορία του Τάουν-Χο
G
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'
G
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'οΤ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'
Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ' Τ'
jt/m/niap με μεγάλη φροντίδα αϊτό τη «γνώση»
εκ δόσ εις''^!· «γνώση» Ιπποκράτους 31, 106 80 ΑΘΗΝΑ τη*. 36 20 94 1 ■ 36 2 1 19 4
4
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΔΟΣ: ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ Φέτος, που συμπληρώνονται 80 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου Σκιαθίτη πεζογράφου μας, ο ΚΕΔΡΟΣ παρουσιάζει, με την επιμέλεια του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, την Ανθολογία «Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη». Τα χαριτωμένα αφηγήματα της Ανθολογίας, γραμμένα από παλαιότερους (Βάρναλη, Καραγάτση, Λαπαθιώτη) και νεώτερους με το ύφος του Παπαδιαμάντη, αντανακλούν τη μαγεία του κόσμου του και της γραφής του.
ΑΙΑ ΜΕΓΑΛΟ ΥΣΕΦΕΡΙΑΔΗ: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ: Ο ΠΥΓΜΑΧΟΣ Η τρίτη νουβέλα της σειράς ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ που άρχισε ο συγγραφέας με τον Ιαγουάρο και συνέχισε με τη Μηχανή. «Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει» πιστεύει ο Ελληνικός λαός καί ο κλητήρας που αφηγείται τον Πυγμάχο. «Κι έτσι που όλα στη ζωή μου έρχονται ανάποδα δεν απομένει για ν’ ανταπεξέλθουμε παρά ο προσωπικός μου δυναμισμός - η πυγμαχία - » σε τούτο
έχει καταλήξει ο κακότυχος αφηγητής έπειτα από τίς «διδαχές» ενός δυναμικού δημοσιογράφου στην εφημερίδα όπου κι οι δυό εργάζονται. Και καθώς τις δικές του αναποδιές και αντιξοότητες αφηγείται ο νεαρός απόκληρος της τύχης, στην πραγματικότητα ξετυλίγει, χωρίς να τη λέει και χωρίς να τη γνωρίζει, την κατά πολύ συναρπαστικότερη ιστορία του «διδάχου» του, ενός αυθεντικού Πυγμάχου.
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Μέσα στη δίνη της μικρασιατικής καταστροφής ένα βρέφος φυγαδεύεται, για να βρει καινούργια πατρίδα και οικογένεια σ’ ένα νησί του Αιγαίου. Αυτή είναι η Ελένη, μιά αγράμματη νησιώτισσα, που κατέχει τη δυσκολότερη απ’ όλες τις τέχνες: την τέχνη της ζωής. Το «ιαματικό» αυτό βιβλίο εξιστορεί το βίο της, βίο παράλληλο με εκείνον της νεότερης Ελλάδας.