ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Κ υκλοφ ορεί σε
3η
έκδοση
Γιώργου Γραμματικάκη
Η Κόμη της Βερενίκης
» « * ΙΙ
‘Το βιβλίο αντό αφορά σ' ένα πείραμα που έγινε π ριν από 15 δισεκατομ μύρια χρόνια Ο επιστήμονας που το σχεδίασε δεν είναι πια τριγι’ιρω για να μας εξηγήσει τι ακριβώς έκανε και, κυρίως, τι σκοπό εξυπηρετούσε. Ήσαν δε τέτοιες οι συνθήκες και η θερμοκρασία του πειράματος, που καθιστούν ανέφικτη την επανάληψή του στα γήινα εργαστήρια. Το πείραμα αιπό ήταν η δημιουργία του Σύμπαντος”.
“Η Κόμη της Βερενίκης” ξεδιπλώνει στα μάτια του αναγνώστη όσα η επιστήμη κατόρθωσε μέχρι σήμερα να ξεδιαλύνει για το Σύμπαν που μας περικλείει, μας φοβίζει αλλά και μας συναρπάζει. Βιβλίο με φιλοσοφικές προεκτάσεις και με έντονο λογοτεχνικό χαρακτήρα, ανοίγει νέους δρόμους στη θεώρηση της επιστήμης: Καθώς ο 20ός αιώνας πλησιάζει στο τέλος του και ο άνθρωπος μένει ολοένα μετέωρος σ' έναν πλανήτη που κινδυνεύει να καταστραφεί, μήπως είναι καιρός να αναζη τήσουμε μια νέα αντίληψη της Επιστήμης και του Ανθρωπισμού;
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΚΑΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ! G. Η. Hardy
Η απολογία ενός μαθηματικού Πρόλογος: C.P. Snow Μετάφραση—Σχόλια: Λημήτρης Καραγιαννάκης, Μιχάλης Λάμπρου
Ένας εκκεντρικός κορυφαίος μαθηματικός, κλεισμένος δια βίου στον περίγυρο του Cambridge, αισθάνεται την ανάγκη να “απολογηθεί”. Ένας φυσικός, φίλος του πρώτου, προσπαθεί να φωτίσει την ιδιόρρυθμη προ σωπικότητα του “απολογούμενου”. Χωρίς ίχνος σεμνοτυφίας —στα 1940, με τη δύση της καριέρας του— ο καθηγητής G.H. Hardy υπερασπίζεται με πάθος αλλά χωρίς φανατισμό τη μαθηματική δημιουργία. Ένα βιβλίο που μυεί μυημένους και αμύητους, φίλους και μη της επιστήμης, στον παράξενο κόσμο των καθαρόαιμων μαθηματικών και στις αξίες και αντι λήψεις μιας εποχής που φαίνεται ότι σβήνει. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Τ.θ. 1527,711 10 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΙΙΤΙΪΣ Κεντρική διάθεση: ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Γριββαίων 6, (πάροδος Σκουφά 64) ΑΘΗΝΑ, τηλ. 3646426. Για την Κρήτη: Βιβλιοπωλείο ΚΥΡΙΑΚΗ, Τβανς 67, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, τηλ. 285119
τα βιβλία της «γνώσης»
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Ο ΚΟΣΜΟΙ τπ νΕΙΔΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤ Η Ν ΤΗ Λ Ε Ο Ρ Α Σ Η
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Τί είναι είδηση; Ποια στοιχεία την συνθέτουν; Πώς παρουσιάζονται τα γεγονότα και πώς διαμορφώνεται η αδιάκοπη ροή των ειδήσεων στην οθόνη της τηλεόρασης και στις σελίδες των εφημερίδων; Σε αυτά τα ερωτήματα απαντήσεις δίνει ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΕΙΔΗΣΕΩΝ.
εκδόσεις «γνώση» Ιπποκράτους 31. 106 80 Αθήνα Τηλ: 3620 941 3621 194 Για τους Βιβλιοπώλες Αποκλειστική διάθεση ΔΑΝΑΟΣ Α.Ε.. Μαυρομιχαλη 64. 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 3604 161. 3631 975. 3611 054
£ Μ
Ε Α
Β Ι Β Λ Ι Α
1 9 9 1
Ε Ν Η —
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α ------------------- — — — =— ^
Τοουν-Τσαν Γε
Στέφανο Μπένι
ΤΡΙΛΟΓΙΑ · ΗΣΥ Χ Α ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ Τ ο χωριό σιο βουνό Α' (Μυθιστόρημα) Τα απέραντα λιβάδια Β' (Μυθιστόρημα) Τ ο μακρινό ταξίδι Γ' (Μυθιστόρημα)
Ο μάγος Μ παόλ - Μια ήσυχη νύχτα της δικτατορίας (Μυθιστόρημα)
9
9
Έκτορ Μπαανκιότι Μ όνο τα δάκρυα μετράνε (Μυθιστόρημα)
Μαξ Γκαλό
9
Μια δημόσια υπόθεση (Μυθιστόρημα)
Στεν Ναντόλνυ
9
Η ανακάλυμη της βραδύτητας (Μυθιστόρημα)
Κίνγκσλεϊ Έιμις
9
Ο τυχερός Τζιμ
9
Χάρόλντ Πίντερ
Γιαν Κεφελέκ
Οι νάνοι (Μυθιστόρημα)
Η γυναίκα κάτω από τον ορίζοντα (Μυθιστόρημα) 9
9
ΤζόναΒαν Σουίφτ
Ντόρις Λέσινγκ Το καλοκαίρι πριν από το σκοτάδι (Μυθιστόρημα)
Η μάχη των βιβλίων (Μυθιστόρημα)
9
9
Ντ. X. Λώρενς Η ράβδος του Ααρών (Μυθιστόρημα)
Ε.Μ. Φόρστερ Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν (Μυθιστόρημα)
9
9
Ελσα Μοράντε
Στέφαν Χερμλίν
Αραδέλι (Μυθιστόρημα)
Λυκόφως (Μυθιστόρημα)
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Ν Ε Α
Β Ι Β Λ Ι Α
1 9 9 1
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - Π Ο ΙΗ ΣΗ —
—
—
—
—
-
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τάσος Ρούσσος
Κυριάκος Αδανασιάδης
Ο τευλευταίος της συντεχνίας (Ν ουβέλα )
Δώ δεκα (Μ υθιστόρημα)
Τάκης Ελευδεριάδης Ο πετεινός ή Π ερί αντικειμένου
Γιώργος Σκούρτης Τ ο συμπόσιο της Σ ελήνης (Ν ουβέλα )
Γιώργος Κακουλίδης
Αυτά κι άλλα πολλά
Τ ο σύνδρομο του Π αρθένη (Α φ ήγη μ α )
Αντώνης Σουρούνης
Ιωάννα Καρατζαφέρη Έ σδερ (Μ υθιστόρημα)
Γιώργος Κάτος Ιστορίες της νύχτας (Διηγήματα)
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ Ο νειρικά (Διηγήματα)
Π άσχα στο χωριό (Ν ουβέλα )
Ευγενία Φακίνου Ζάχαρη στην άκρη (Μ υθιστόρημα)
Διονύσης Χαριτόπουλος Εναντίον του M arlboro (Μ υθιστόρημα)
A. Κ. Χριστοδούλου Τ ο αγκάθι ή Ο Π αντελής Βλαστός (Ν ουβέλα )
Η Τρίπολη του Π όντου
Γιώργος Μ ιχαηλίδης
ΠΟΙΗΣΗ
Τ α φονικά (Μ υθιστόρημα)
Δημήτρης Αλεξίου
Γιάννης Ξανδούλης Τ ο ροζ που δ εν ξέχασα (Μ υθιστόρημα)
Βάνα Παπαδανασίου Τ ο οενάριο (Μ υθιστόρημα)
Π ρος Ασωπίαν
Νάντια Βαλαβάνη Τ έλος εποχής
Γιώργος Μ οράρης Σ υναναστροφές της σιωπής
Νικόδημος (μοναχός)
Μαρία Πολενάκη
Τ α άπαντα της στιγμής
Μ η... είμαι ακόμα ζωντανή! (Μ υθιστόρημα)
Δήμητρα X. Χριστοδούλου Η προσευχή του αναιδούς
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα ;
Η Μ Ο Υ Ν Ο Δ ΙΕ ΡΜ Η Ν Ε Α Σ ΤΟΥ ΣΤΑ Λ ΙΝ ΣΕΛΙΔΕΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ 2 ΤΟΜΟΥΣ
Η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου που συγκαταλέγεται στους ελάχιστους επιζώντες από το στενό κύκλο συνεργατών του Στάλιν.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ —
Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελλληνικά γράμματα ___
άπό τό Βιβλίοπωλεΐον τής «Εστίας» τά βιβλία του
ΤΑΣΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ Πανθέοι* (ΤΟΜΟΙ 4)
Ή αίθουσα τοΰ θρόνου* ’Αλβέρτος Σβάιτσερ Ντοσχογιέφσκι (’Από τό κάτεργο στό πάθος) Ταξίδι στή μοναξιά Τρία παιδιά τοΰ αιώνα τους Αναγνωρίσεις Οί φρουροί τής Άχαΐας* (ΤΟΜΟΙ 2)
Ό γιός τοΰ ήλιου: Ίουλιανός ό Παραβάτης Βεβαιότητες καί αμφιβολίες Θαλασσινοί προσκυνητές Οί τελευταίοι έγγονοί* (ΤΟΜΟΙ 2)
Τά παιδιά τής Νιόβης (ΤΟΜΟΙ 2)
Α γία Νεότητα ♦Τηλεοπτική μεταφορά
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΪΟΝ ΤΗ Σ «ΕΣΤΙΑ Σ» I. Λ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & Σ ΙΑ Σ Α .Ε .
ua/uadi am tm w / ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ • Breton Philippe Ιστορία της Πληροφορικής • Βέρκορ Σιωπή της θάλασσας • Μαρία ΛαμπαδαρίδουΣώμα θυμήσου Πόθου • Κάρλο Σγκορλόν Τελευταία κοιλάδα • X. Ρ. Μπελ, Λ. Κοπέλεβ, Αντικομμουνισμός σ' Ανατολή και Δύση X. Φορμβέγκ • Ευστράτιος Δ. Τσακαλώτος : Λεξικόν Λατινοελληνικόν • Αλέξανδρος Ραγκαβής Λεξικόν της Ελληνικής αρχαιολογίας, τόμοι 2 • Βίκα Γκιζελή Δέκα μαθήματα κοινωνιολογίας • Ηλία Έρενμπουργκ Η θυελλώδης ζωή του Λάζικ Ροϊτσβόνιετς • Φιλίπ Οντουάν Οι Σουρρεαλιστές • Π.Κ. Ιωακειμίδης Η Ευρώπη σε μεταλλαγή • Antoni Gronowicz Γκάρμπο • Μαρία Λαϊνά Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα • Γιοβάννα Αντε γειά • Τζακ Λόντον Το κάλεσμα της άγριας φύσης • Αντόνιο Γκράμσι Το δέντρο του σκαντζόχοιρου • Γεβγένι Μπασίν Σημειολογία ■ Φιλοσοφία της Τέχνης • Ρείντοφ Γιόνσον Σαν αδέσποτο σκυλί • Κουρτ Βόνεγκατ Μητέρα νύχτα • Ουμπέρ Μοντεγιέ 0 δρόμος για την κόλαση • Τζεζουάλντο Μπουφαλίνο Τα ψέματα της νύχτας • Μέσα Σελίμοβιτς 0 Δερβίσης και ο θάνατος
ΔΙΑΥΛΟΣ ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗΣ ΔΩΡΙΚΟΣ ΔΩΡΙΚΟΣ ΔΩΡΙΚΟΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΘΕΜΕΛΙΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΘΕΜΕΛΙΟ LIBRO ΛΩΤΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ
ΝΕΟΙ ΤΙΤΛΟΙ • • • • •
Έρνστ Κασσίρερ 0 μύθος του κράτους Δημήτρης Β. Παπούλιας 0 Δημόσιος Τομέας σε κρίση Παναγιώτης Νούτσος Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, Τόμος Β' Παναγιώτης Γ. Κορλίρας Φιλοσοφία της Πολιτικής Οικονομίας Α. Φραντζή, Κ. Αγγελάκη Ρουκ, Ρ. Γαλανάκη. Α. Παπαδάκη, Π. Παμπούδη : Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; • Νίκος Σβορώνος : Η Βυζαντινή επαρχία • Βούλα Δαμιανάκου Τιμιότατο να σαι Έλληνας να σαι ο Γιάννης Ρίτσος • Τότα Χατζή 0 Λάζαρος • Παναγιώτης Κονδύλης Η παρακμή του αστικού πολιτισμού • Κωνσταντίνος Τσουκαλάς Είδωλα εξουσίας • Σωτ. Βαλντέν Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία • Παυλίνα Παμπούδη Ημερολόγιο 1992 • Νίκος Μακρίδης Αρνητικά + • ΜάγδαΔρυμωνίτου Παιχνίδια με εξισώσεις και ανισώσεις • Ντάρα Αλόνσο 0 γαλάζιος αμαξάς • Βιρτζίνια Γουλφ Τα χρόνια • Στέφανος Παπαγιάννης Από εύελπις αντάρτης
ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΘΕΜΕΛΙΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΘΕΜΕΛΙΟ LIBRO LIBRO ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΔΙΑΒΑΖΩ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. Μ εταξά 26, Αθήνα - 106 81 ΧΡΟΝΙΚΑ Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 274 13 Νοεμβρίου 1991
Η ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜ ΕΡΟΥ (Επιμ. Π ά νο ς Μ παλτάς) Μ ΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Γράφει ο Η ρ α κλή ς Π απα λέξη ς Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Τον Γιάννη Ν εγρεπόντη τραγουδώ και θυμάμαι» (Γράφει ο Μ άνος Κοντολέων) ΕΡΕΥΝΑ: Χ έρμπερτ Μαρκούζε: Η αρχή της ελάσσονος κατα πίεση ς (Γράφει ο Ν ίκος Π εφάνης)
8 10 12 13 14
Τιμή: Αρχ. 500 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
Χ ρονολόγιο Ράινερ Μαρία Ρ ίλκε Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή Βασ. I. Λ αζανάς: Rainer Maria Rilke - Η πρώτη ελεγεία του Duino Ράινερ Μ αρία Ρίλκε: Σημειώσεις του Μ άλτε Λάουριτς Μ πρίγκε (Ανθολόγιο) Ν. I. Λούβαρις: Ο Ρίλκε και το «Βιβλίο τω ν Ωρών» Ράινερ Μαρία Ρίλκε: Το Ημερολόγιο της Φ λω ρεντίας Maria Thurn von Taxis: Ράινερ Μ αρία Ρίλκε
22 26 32 35 43 47 48
Ο ΔΗ ΓΟ Σ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ο Γ ιώ ρ γο ς-Ίκα ρ ο ς Μ π αμ π α σά κη ς Π Ο ΙΗ ΣΗ : Γράφει ο Η λία ς Κ εφάλας Π ΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν η Τ ιτίκα Δημητρούλια, η Νένα I. Κ οκκινάκη και ο Κρίτων Χ ουρμουζιάδης Μ ΕΛΕΤΗ: Γράφει ο Γιάννης Κ ουβαράς ΙΣΤΟ ΡΙΑ : Γράφει η Ιουλία Χ ατζηπαναγιώ τη
Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε.
Π ΛΑΙΣΙΟ
Κεντρική διάθεση:
Γράψουν οι Κ οσμάς Μ εγαλομμάτης κα ι Α ντώ νης Κ άλφας
55 56 58 66 69
«Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
στο ε π ό μ εν ο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον I. Καποδίστρια
, 7 οο0 μ μ . «Γλωσσικό φροΚάθε Τε., 7* ~ ! J J nKA ρελέτη χαΡ°' ^ ήΡ'°*μΓ ΐ Ϊ μ ο » ° η0Μδράμα κτήρων του ^ ε°*^°£ο^κλέους και 10υ, «φτλοκτητης» του Q «Αδελφοί Ml0lQ ϊόΦ^οΓΝτοστογιέφσκ». °2 Καραμαζοφ» του (ΜάρκουΙτ Αυ-
ί κ ϊ ί ϊ ϊ δ ν «*·■ τζής ανασκοπει Πολιτισμού θεαααλ ο ν .κ » |^ ε υ τ ρ
_ -o n uu ο ΧανςΡόμηεΡ1 20/11, ^ ε- 7 30 μ μ' ,;nc στο Πανεηι-
^ ο υ ς ^ /^ ^ Γ λ ά ε ιγ τ α η ς
«Αημήερυζ 09 24189) * 66) Αθήνα, τηλ. 82.24.io 17/11. Κυ., 6 μ·μ· ^ " Τ ο β ^ λ ίο τ π ς παρουσιάζει, Υ'° υ# (Α. Τσόχα 3, ,Απε.ρωτάν καΗ Ρ Αθήνα, τηλ. 640σοο Ον εκδόσεις Πα18/H . Αε., 12 π·μ·’ οχΜ(ο του Ατ\νεζή παρουσιάζουν τ ν 1λια. μή' Ρ\ τ Γ ν τ<Ε ° ^ ΕΛ(ΑΚαδημίας 20).
Θεώρησες £" ' ^ v n τους κληρονοπανεπιστημια,ονχοΡ
14-16, τηλ. 3608111)·
S S s r t» * * 6820464). *
. πη 7 30μ.μ·θΓεώρν1°ς
21/U. Πε.,7 μ μ·°nyS
3& i f e 5r 5 5
(δρ. φιλολοψας), λολον;ας),η 1φ>Πατρομανωλακηίορ.φ RE) και 0 γένεια Παπαν Ρ Ναπολέων Μητσης '
χνεύει τις
j
j
κΓλον°«ΐύλλογο «Παρ-
τηλ. 3221917)·
νχωσσολογίας) .yy|(jn στα πα-
θαΙ»)εαναλύε^τς ^έσε'ί ^ μ^
ίας:
Γουλανδρή-Χορν.
Θέσεις π°*,π5 " J L * ; Πολιτισμού ανθρωπισμόν- Στο Μ*Ρ
19/11,Τ ρ ·7, μ ^ Ο Τ ρ ο ί ε ς λομοτε·
«Αημήτρης Γληνος».
τος μας ε'αα^ ^ 8εωρίες. Στο κέντρο χνκές τασε' ^ ης Ιΐ0 κέντρο σύγχρονος σύγχρονης τεχυ (Αρματολώνκαι τέχνης «ΙλεαναΤ 6439406)· Κλεφτών 48, Αθήνα,
» / ι ι . Ϋ". S ' o
* τ · * · κ £ ί ί - * 2 Ε ·.
i S s s i » τ τ«ή μ αΜ ληοί'ς
0ν\κης ορ^
ής κρ«τ,κης .
·? £ &
* * * *
ρ,αςμ
η
e s s s ^r?.^«mifrtV ;n ■
/\wa Λ'^αρ°
«£* C 5^ w S » .« S ii s » ··» * - 4
6λ'οηωλενο ° ^
.
4 „μ„.
Τηλ 3231525V
B r ^ f c ’SK
6782y *
Π Τ τηγΕλλη^Λε0Χ “ ντηνcMnv‘ νος tovma*Diut°« νος’ ' „„ . . Μ η Μ ^ 9/12 ^ε.,7.30μ·Ρ· ^ p0« D u ^
mK
ka»·
Καδάφ^ζ K
vTOM^aPoW° nX
^ rT ® £ ^ κής
Λδην.
***■%£&»'*'
°"' „α,δαϊ»ν«»
s
r
".
i
g
s
Tt 8.30 »» p
s
i
-
έρνα *w°
o k o tiW « « C
Ο γεω-φυσικός χάρτης της Θεσσαλονίκης τη νύχτα
- Α, ρε πατέρα... Ήταν η στερεότυπη φράση που ξεστόμιζα κάθε φορά που τον συναντούσα κι ούτε ποτέ που μπόρεσα να καταλάβω τι ήθελα να εκφράσω μ’αυτό το σπαραγμό! Κάθισα σταυροπό δι, όπως πάντα, μπροστά στην όμορφη φωτογραφία του και βυθίστηκα σε σκέψεις, κάτι σαν μια αναδρομή από τότε που τον θυμόμουν νεαρό οικογενειάρχη μέχρι τη μέρα τη σημα διακή... κι η ώρα πέρασε. Λίγο πριν φέξει ο Θεός, τ' αποφά σισα και σηκώθηκα. Πήρα από δίπλα μου το μπουκάλι και το άδειασα πάνω κάτω στο μνήμα του να ευφρανθεί η ψυχή του κι ύστερα, σαλτάροντας πάλι τον τοίχο, βρέθηκα στην πραγματικότητα (Από το διήγημα «Τα νεκροταφεία»)
Τ ο όνομα του Γιώργου Κάτου είναι συνδεδεμένο με τη Θεσσαλονί κη. Εκεί το 1967 ιδρύει τις εκδόσεις «Εγνατία» που όσοι θυμούνται τα βιβλία της γνωρίζουν ότι αποτελούσε προσφορά στον εκδοτικό μας χώρο. Το 1976 και για τρία χρόνια ήταν εκδότης του λογοτεχνι κού περιοδικού «Τραμ». Το «Τραμ» σταματάει να εκδίδεται για χρό νια και στα 1987 επανακυκλοφορεί με εκδότη και διευθυντή τον ί διο. Εκείνα τα χρόνια η «Εγνατία» και το «Τραμ» ήταν ακόμα μια α πόδειξη ότι οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης ήθελαν να έχουν τη δι κή τους φωνή στα δικά τους έντυπα και στους δικούς τους εκδοτι κούς οίκους, κι όχι ν’ ακολουθούν τα αθηναϊκά ρεύματα. Βέβαια εκκρεμεί ένα ερώτημα. Γιατί πολλοί, οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς συγγραφείς, προτιμούν να εκδίδουν τα βιβλία τους - ό πω ς ο Γ.Κ. - στην Αθήνα, ενώ σήμερα και στη Θεσσαλονίκη υπάρ χουν αξιόλογοι και με έργο εκδότες. Μια πρώτη εύκολη απάντηση είναι ότι η έκδοση των βιβλίων τους στην Αθήνα τους προσδίδει με γαλύτερο κύρος και τους εξασφαλίζει καλύτερη διάθεση και προ βολή. Κάπως έτσι όμως οι προσπάθειες εκτός πρωτεύουσας παρα μένουν σχεδόν άκαρπες. Με τα δικά του βιβλία ο Γ.Κ. εμφανίζεται απ ό το 1965. Οι «Μικροί μας άγγελοι» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Ακολουθεί η «Επι στροφή του Κάιν», η «Άπνοια» και η «Βασιλεία των κατσαρίδων», μυθιστόρημα που γνώρισε εκδοτική επιτυχία και με το οποίο ου σιαστικά ο Γ.Κ. καταξιώνεται ως πεζογράφος. Τα «Καλά παιδιά» και η «Αγία Αλητεία» αποτελούν τα ώριμα έργα του. Με τα πρόσφατα διηγήματα «Ιστορίες της νύχτας» ο Γ.Κ. αποδεικνύει γι' ακόμα μια φορά ότι είναι ένας λογοτέχνης χαμηλών τόνων. Δεν τον ενδιαφέρουν οι εύκολοι εντυπωσιασμοί ούτε τα αβανταδό ρικα θέματα. Κινείται με άνεση στον οικείο του χώρο, αυτόν που βιώνει καθημερινά αντλώντας ερεθίσματα α π ό τη ζωή του στην π ό λη του κι απ ό τις σχέσεις του με τους γύρω. Έτσι τις νύχτες - εξ ου και ο τίτλος της συλλογής - οδοιπόρος στη Θεσσαλονίκη ανα καλύπτει και αποκαλύπτει μιαν άλλη πτυχή της πόλης, αθέατη α π ό τους πολλούς. Ό τα ν όλοι κοιμούνται, κάποιοι άλλοι ξενυχτούν· μαζί τους κι εκείνος. Ξενυχτά πίνοντας στους πάγκους των μπαρ και στα νυχτερινά κέντρα εκεί όπου οι μοναχικοί, κυρίως, άν θρωποι αναθεωρούν τις απόψεις τους για τη ζωή και βρίσκουν
χρονικα/11 νόημα σε εφήμερες συναντήσεις τόσο όμως πλούσιες σε συναι σθήματα. Το ποτό και η νύχτα είναι τα μέσα για να γνωρίσεις έναν κ >σμο άγνωστο, απρόσω πο στις νηφάλιες ηλιόλουστες μέρες, αλλά και τρόπος ζωής. Τις νύχτες συναντάς φίλους αποκομμένους απ ό το περίβλημα της οικογενειακής προστασίας· ανθρώπους μόνους. Συνήθως ο κόσμος της νύχτας του Γ.Κ. είναι ένας κόσμος ανδρι κός· τα φιλαράκια της νύχτας. Το δικαίωμα στο ξενύχτι και το π οτό των κέντρων είναι ένα κατεξοχήν προνόμιο πο υ το απολαμβάνουν οι άνδρες. Αυτούς συναναστρέφεται ο συγγραφέας κι αυτούς περι γράφει. Αν όμως πα ρ’ ελπίδα κάποια γυναίκα εμφανιστεί στα νυ χτερινά στέκια, η ατμόσφαιρα αλλάζει: όπω ς συμβαίνει με την Τζένη στο διήγημα «Ενα και να καίει». «Το κουσούρι του Στράτου», «Το πάθημα του Σωκράτη», «Ο μεσιέ Λακής», «Ο καινούριος φίλος» δεν είναι μόνον τίτλοι διηγημάτων, αλλά και ο περίγυρος του συγγραφέα, η συντροφιά του. Τα παθή ματα των φίλων του αλλά και τα δικά του διηγείται ο Γ.Κ. στις «Ι στορίες της νύχτας». Ιστορίες ανθρώπινες, πιστευτές. Με χιούμορ, γήινες ιστορίες. Χωρίς την ελάχιστη δόση υπερβολής στις σελίδες αυτού του βιβλίου γνωρίζεις το συγγραφέα και την πόλη του. Τους φίλους και τα στέκια του. Τους δρόμους και τα φώτα της. Οι «Ιστο ρίες της νύχτας» είναι ένας γεω-φυσικός χάρτης της Θεσσαλονίκης των ξενύχτηδων. Γραμμένες απλά, χωρίς γλωσσικά τεχνάσματα οι ιστορίες του Γ.Κ. βρίσκονται στο μεταίχμιο ενός λογοτεχνικού (γραπτού) λόγου και της αμεσότητας του προφορικού. Ειδικότερα τα διηγήματα «Μεσιέ Λακής» (ευρηματικό) και «Τα νεκροταφεία» (ευαίσθητο και ανθρώπινο) είναι τα καλύτερα της συλλογής, ενώ το «Μια εποικο δομητική πολιτική συζήτηση» είναι εκτός κλίματος. Ό ,τι γράφει ο Γ.Κ. είναι ή σε πείθει ότι είναι αληθινό, βιωματικό. Διαβάζοντας τις ιστορίες του είναι σαν να στις διηγείται δίπλα σου ο ίδιος, σαν ν' ακούς τη φωνή του. ΓΙΩΡΓΟΥ Β. ΚΑΤΟΥ. Ιστορίες της νύχτας. Διηγήματα. Αθήνα, 1991, Καστανιώτης. Σελ. 140.
Γ ρ α φ τ ε ίτ ε σ υ ν δ ρ ο μ η τ έ ς
Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου Ετήσια 10.000 - Σπουδαστική 9.000 δρχ. Εξάμηνη 5.500 - Σ πουδαστική 4.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 11.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 80 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 75 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 95 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 800 δρ χ., τα δεκαπενθήμερα 500 δρχ, και . τα διπλά 800 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ από 13 Οκτωβρίου έως 26 Οκτωβρίου 1991 Αριστοτέλης-Παγκράτι, Βασιλόπουλος-Χαλάνδρι, Γκο6όστης-Αθ., Γκρίτσης-Γεωργιάδης-Καλλιθέα, Γνώση-ΑΘ., Δοκιμάκης-Ηράκλειο, Δωδώνη-Γιάννενα, Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεσσ., Καρα6ίας-Ρουσσόπουλος-Αθ., Κατώι Βιβλίου-Θεσσ., Κουρκάκης-Καρδίτσα, Λέσχη του Βι6λίου-Αθ., Libro-Αθ., Μεθενίτης-Πάτρα, Μποστάνογλου-Πειραιάς, Ραγιάς-Θεσσ., Ψυχογιός-Αθ. Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
M
M
ΗΑΝΘΟΥΛΗΣ Γ.: Το ροζ που δεν ξέχασα
Μ
Μ
ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου
Κ
Ι
ΜΟΥΡΣΕΛΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά
I t f l
ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Ζάχαρη στην άκρη
Κ
ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΒΑ Ρ.: Ελπίζω
Ι
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΩΚΕΑΝΙΔΑ
ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ Λ.: Να ζεις, ν’ αγαπάς, να μαθαίνεις ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Α.: Βραδυές Μπαλέτου Κ
Ι
ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ. Ν.: Η κόρη του Μπέρτζερ ΡΙΜΠΑΚΟΦ Α.: Ο φόβος
U
Μ ΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Γ.: Τα φονικά
ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ Τ.: Οι τελευταίοι εγγονοί
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΛΕΝΤΕΡΙΚ Α.: Τα παιδιά της Θεσσαλονίκης ΤΟΦΛΕΡ Α.: Το σοκ του μέλλοντος
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
ΕΣΤΙΑ ΓΛΑΡΟΣ
ΚΑΚΤΟΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α.: Ο Μεγάλος Ανατολικός ΟΖ: Το μαύρο κουτί
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΓΝΩΣΗ
H
U
ΓΛΑΡΟΣ
ΚΕΔΡΟΣ
ΑΓΡΑ
χρονικά/13
Τον Γιάννη Νεγρεττόντη τραγουδώ και θυμάμαι
ρέπει να ήταν αρχές καλοκαιριού του 1980. Φάληρο. Ο Δήμος είχε διοργανώσει μια συ νάντηση για το παιδικό βιβλίο. Εκεί πρωτογνώρισα το Γιάννη Νεγρεπόντη. Ένας από τους ομιλητές. (Οι υπόλοιποι ήταν, αν καλά θυμάμαι, η Αθηνά Παπαδάκη, η Βάσω Ψαράκη, ο Θανάσης Καστανιώτης κι εγώ). Εκεί, λοιπόν, πρωτογνώρισα το Γιάννη και από την πρώτη στιγμή με κέρδισε με το χιούμορ του και με την τόλμη του να λέει ξεκάθαρα τις ιδέες του ιδέες που πολύ συχνά ξέφευγαν από τα κοινά πα ραδεχτά. Όμως το όνομα Νεγρεπάντης, ασφαλώς και δεν μου ήταν άγνωστο. Το γνώριζα, το θαύμα ζα, το αγαπούσα από τα τραγούδια του (αχ, αυτά τα «Μικρασιατικά»!). Κι είναι χαρακτηριστικό το πόσο με θαύμαζε και με ζήλευε - τότε - η παρέα των στενών φίλων μου, που είχα την τύχη να δω από κοντά, να γνωρίσω προσωπικά τον ποιητή των στί χων που σιγοτραγουδούσαμε στα ταβερνάκια. Πέρασαν κάποιοι μήνες από τη μέρα εκείνης της ομιλίας. Και μια άλλη φορά, με πήραν στο τηλέφω νο ο Περικλής Αθανασόπουλος (πρόωρα και άδικα κι αυτός χαμένος) και ο Γιώργος Γαλάντης, που ή ταν υπεύθυνοι του περιοδικού «Διαβάζω» και παρα γωγοί της τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο «Ε πιλογή», για να μου ζητήσουν να παρουσιάσω τη δουλειά μου στην εκπομπή τους. Μου είπαν πως τους μίλησε για τα πρώτα βιβλία ο Νεγρεπάντης και όταν γυρίσαμε εκείνη τη συνέντευξη με τον Γαλάντη, μου πρότεινε αν ήθελα να δημοσιεύω κριτι κές μου στο «Διαβάζω», μιας και ο Νεγρεπάντης πά λι του είχε πει πως μ’ ενδιέφερε να ασχολούμαι με την-κριτική.
Π
Με ξάφνιασε και με συγκίνησε το ενδιαφέρον και η πίστη που μου έδειχνε. Το ότι η πρώτη μου συνερ γασία με το «Διαβάζω» είχε να κάνει μ’ ένα δικό του βιβλίο, ήταν μια δίκιά μου ανιδιοτελής κι αυθόρμη τη ανταπόδοση στην αγάπη του. Όχι, δεν έβλεπα συχνά το Γιάννη. Όμως το ότι ήξερα πως υπήρχε - πάντα εκεί στο ημιυπόγειο γραφείο της οδού Σεμιτέλου - το ότι ήξερα πώς θα απαντούσε στο τη λέφωνο για να γεμίσει τ’ αυτιά μου με την ιδιόρρυθ μα θυμωμένη φωνή του και για να με «ενδυναμώ σει» με τον ακόμα πιο ιδιόρρυθμο (αλλά πάντα σω στό) τρόπο που ανάλυε γεγονότα και περιέγραφε ανθρώπους, το ότι ήξερα όλα αυτά, ήταν πολύ ση μαντικά για μένα. Τώρα θα πρέπει να σβήσω από την ατζέντα μου το τηλέφωνό του και ν ’ αποφεύγω να περνώ από την οδό Σεμιτέλου. Υπάρχουν όμως τα βιβλία του, οι δίσκοι του. Και θα υπάρχουν πάντα κάποιες φω νές που θα σπάνε τα σκοτάδια της νύχτας με το «α κορντεόν». Οι ποιητές φαίνεται πως δεν εξαφανί ζονται. Απλώς από την οδό Σεμιτέλου μετακομί ζουν στην οδό Συναισθημάτων. «Γιάννη, γεια σου. Ο Μάνος είμαι!». «Έλα, παιδί μου! Τι γίνεσαι; Χάθηκες!». Χάθηκες! Ένα ρήμα που σήμερα (24/9/91) ημέρα της κηδείας του Γιάννη, το μουρμουρίζω τώρα εγώ, καθώς κάποιες φωνές γύρω μου επιμένουν στους στίχους σου. «Στη γειτονιά μου την παλιά είχα ένα φίλο...». ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
14/χρονικα
Στο θέατρο των θεωρητικών επιχειρήσεων - όπως επίσης και σε αυτό των πρακτικών - η άλλη εκδοχή είναι πάντα παρούσα, ακόμα και όταν φαίνεται πως εξοβελίζεται από τις σκηνοθετικές οδηγίες. Έτσι, στο συμβατικό και δυσδιάκριτο τέλος μίας περιόδου, λ.χ. αστικής, ολοκληρώνεται ο κύκλος των αναζητήσεων του γερμανικού ιδεαλισμού, ακριβώς τη στιγμή που ανοίγεται ένας άλλος μέσα από αυτόν και που εγκυμονεί μάλιστα τη διάσπασή του. Η ιδέα της εσωτερικότητας, που μπορούσε να στηρίξει, τόσο στο ρομαντισμό, όσο και στον ιδεαλισμό, το αυτόνομο υπερβατικό άτομο και τη συμμετοχή του σε ανώτερες αισθητικές μορφές, ήδη στον Schiller συναντά το αντίθετό της: μίαν ακατέργαστη ακόμα, αλλά αρκετά σαφή ιδέα της “ εξωτερικότητας” .1 ιλώντας λοιπόν ο Marcuse για καταφατική κουλτούρα2 και για έναν “ μονοδιάστατο άν θρωπο”, δεν αναιρεί την σιλλεριανή ή την πλατωνι κή σκέψη, αλλά καταπιάνεται εκ νέου με τον προ βληματισμό τους για να μπορέσει να κατανοήσει, να αναλύσει και, φυσικά, να αλλάξει τη δική του κοι νωνία. Δικαιούται, ως εκ τούτου, ασκώντας κριτική στο αναγεννησιακό και ιδεαλιστικό πνεύμα, να το νίσει την «επαναστατική δύναμη του ιδανικού που κρατάει ζωντανές... τις καλύτερες επιθυμίες του ανθρώπου μέσα σε μία κακή πραγματικότητα.»3 Εδώ εντοπίζονται οι κεντρικοί προβληματισμοί του φιλοσόφου· πρόκειται για την ελάχιστη σκια γράφηση της φιλοσοφίας του: τι σημαίνει πραγμα τικότητα και, προπάντων, τι σημαίνει κακή πραγμα τικότητα; Μέσα από ποιες διαδικασίες και στα πλαί σια ποιων πολιτικών και κοινωνικών θεσμών νομι μοποιείται το ιδανικό ως επαναστατική δύναμη;
Μ
Ποιος είναι ο ρόλος της επιθυμίας και ποιες οι συν θήκες γένεσής της· εν κατακλείδΓ ποια είναι η ου σία και ποια η κατεύθυνση της ανθρώπινης επανά στασης; Η θεματική αυτή, όπως δείξαμε, έχει ως υπόβα θρο τον ιδεαλισμό που φθάνει μέχρι τον Hegel, αλ λά διαγράφεται και αναπτύσσεται κυρίως στα πλαί σια του διαλεκτικού υλισμού και της ψυχανάλυσης. Είναι η κατοχή και η χρήση των παραγωγικών μέ σων, η αρχή της ηδονής και της πραγματικότητας, η αξία χρήσης και ανταλλαγής, η υπεραναπλήρωση και ο υπερκαθορισμός, με δυο λόγια, η πολιτική και η ενορμητική οικονομία που αποτελεί τη βάση για τις έρευνες του Marcuse. Η έρειση αυτή μας βοηθά ει καλύτερα να δούμε ότι και η αισθητική του θεω ρία είναι θεωρία για το κοινωνικό γίγνεσθαι και την κοινωνική απελευθέρωση του ατόμου. Όμως η απε λευθέρωση αυτή δεν έχει απαραιτήτως τον χαρα
χρονικα/15 κτήρα του ένοπλου αγώνα. Δεν πρόκειται για μίαν επανάσταση που καθαιρεί μίαν εξουσία και ενθρο νίζει μίαν άλλη - όπως συνέβη τις περισσότερες φορές με κάθε επανάσταση. Η επανάσταση οφείλει να αποφύγει τις συμπληγάδες δύο επικίνδυνων πρακτικών: αυτής της αφελούς επανάστασης και της άλλης, που ελλοχεύει στους μηχανισμούς άμ βλυνσης και αναπαραγωγής, που κάθε κοινωνία α ναπτύσσει στο εσωτερικό της. Από τη μια πλευρά λοιπόν βρίσκεται η μαζικότητα, η αντιεξουσιαστική εξουσία που οδηγεί, εν είδει αναγκαίας ουσίας, στον συγκεντρωτισμό, στην παράλογη οργάνωση του κράτους, στην πλήρη, πλην έμμεση, υποταγή των μερών σ’ ένα αόριστο, πάντα αόριστο, σύνολο, στην εσωτερικότητα, την τυποποίηση και την εξιδανίκευση· και από την άλλη, η ατομικότητα, ο εγκλει σμός του εγώ στα μεταρσιωμένα πεδία της ψυχής, η σιωπηλή κατάφαση της καθεστηκυίας τάξης, ο κί βδηλος φιλελευθερισμός, η νυσταλέα δραστηριό τητα, η φαντασματική (Phantasmatique) ευτυχία, η εσωτερικότητα και η μοναξιά. Η ίδια πάλι διάζευξη, ο ίδιος μανιχαϊσμός που, παρ’ όλα αυτά - και ιδίως μετά το γκρέμισμα των τειχών - δεν μπορεί να κρύψει τη μία και μοναδική του βάση στα παρασκή νια της μοντερνικότητας: και στις δύο περιπτώσεις ισχύει η αρχή της πραγματικότητας που τείνει να ε ξαλείψει ή, συνηθέστερα, να διαβρώσει και έτσι να “προσεταιρισθεί” την αρχή της ηδονής. Ισχύει επί σης και αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “αρχή της ελάσσοντος καταπίεσης", σύμφωνα με την οποία, ο καταπιεστής μετατρέπεται σε τίμιο ερ γοδότη, έντιμο πολιτικό, άδολο διανοούμενο, χάρη σε κάποιες διαφορετικές, αλλά συγκλίνουσες τε χνικές, οι οποίες άλλοτε επικαλύπτονται και άλλο τε λειτουργούν συνδυαστικώς. Πρόκειται για την υιοθέτηση των κοινωνικών ρόλων, την ελαχιστοποίηση της θεατρικότητας της ανθρώπινης πράξης4, τη χειραγώγηση της γοητείας5 και της σεξουαλι κής συμπεριφοράς, την εσωτερίκευση της εργα σίας ως ανταλλακτική αξία, την υπαγωγή της παρα γωγικότητας στην αποδοτικότητα6 και ο υπερκαθορισμός της από την ηθική της ανάπτυξης... το βαθμό που η ανάγκη για πραγματική ευτυ χία δεν μπορεί να παραβλεφθεί, πρέπει οπωσ δήποτε να βρεθεί το μέσο που θα λύσει την παρα πάνω αντίφαση κατά τρόπο ψευδαισθητικό' τον ρό λο αυτό τον επωμίστηκε η τέχνη: μόνον οι εξιδανικευμένες μορφές της μπορούν να παράσχουν την ψευδαίσθηση αυτήν. Το “πνευματικό”, το “ορθο λογικό”, το “επιστημονικό” , αποτελούν τουλάχι στον νύξη για τα προβλήματα της καθημερινότη τας- αντιθέτως, η ομορφιά θα ανοίξει τις πύλες για το συναίσθημα και την απόλαυση της έυτυχίας7. Επρόκειτο για την εσκεμμένη καθήλωση της τέχνης στο “φαντασιακό” , την αποκοπή της από το “ ριζι κό φαντασιακό”8 που συχνάζει το μη- ταυσόσημο και την ολίσθησή της σε μίαν εξίσωση με όρους το πνεύμα και τον κόσμο, και που στην οποία δεν υ πάρχει λύση /ιαρά μόνο με τη διαγραφή των δύο όρων9, ή με την εγγραφή τους σε έναν ευρύτατο πολιτικό αισθητισμό των φουτουριστών και των ι διωτικών ονειροπόλων.10 Η ελάσσων καταπίεση προϋποθέτει και συνεπά
Σ
γεται τη μυθοποιημένη πραγματικότητα που μπο ρεί για κάποιο χρονικό διάστημα (το διάστημα του θεάματος) να αποτραβιέται από τα εγκόσμια, βάσει ενός μεσαιωνικού προτύπου, κατά το οποίο δεν εί ναι πλέον απαραίτητη η συνδρομή του ιεροεξετα στή και του επιμορφωτή, αφού είναι δυνατό να γίνει απ’ ευθείας η σύνδεση με το υπερκοσμικό μέσω της απατηλής ικανοποίησης του ονείρου, της προσδο κίας του ανεκπλήρωτου. Η άρνηση της υλικής ύ παρξης στις συγκεκριμένες συνθήκες διαβίωσής της θεωρείται τετελεσμένη - αν και σπάνια ομολογείται. Η ανωτερότητα του εξιδανικευμένου κό σμου τίθεται υπεράνω της υλικής ύπαρξης και έτσι της αρνείται τη δυνατότητα να πετύχει στο δικό της επίπεδο την ικανοποίηση που ο κόσμος αυτός προ σφέρει. Η καταφατική κουλτούρα, κατά τη διαγρα φή της στα αρχικά στάδια της ελάσσονος καταπίε σης, ανάμεσα στα άλλα, αμβλύνει το συναίσθημα της αθλιότητας και της νοσηρότητας που αποπνέει η σύγχρονη ζωή, χωρίς καν να αγγίζει την αθλιότη τα και τη νοσηρότητα καθ’ εαυτήν. Μετά την εξαρσίωσή του στον εξιδανικευμένο χώρο, το άτομο επι στρέφει στην “καθημερινότητα” , στο ταυτόσημο, έχοντας προσκομίσει αρκετούς λόγους για να μπο ρέσει να δικαιολογήσει στον εαυτό του την αποξέ νωση, τη διάσπαση και την καθηλωτική απραξία που του επιβάλλεται: τούτη η μοναξιά γίνεται μετα φυσική μοναξιά, ευδαιμονική ενδοσκόπηση και ανα κλαστική σκέψη, που είναι το αδιάσειστο στήριγμα μίας προσωπικότητας πλήρως εναρμονισμένης, κατ’ ουσίαν, με την καθεστηκυία τάξη. Τούτη η ε ναρμόνιση παραταύτα αντίκειται στην εσωτερική κίνηση του καπιταλισμού. Μολονότι ανοίγει το δρό μο προς την ελάσσονα καταπίεση, μονιμοποιεί τον καταφατικό μηχανισμό με κίνδυνο να τον καταστή σει διάφανο. Τα έργα και τα πάρεργα της Pop Art έρχονται λοιπόν να παίξουν τον ρόλο της αντιτέχνης, εκεί όπου η τέχνη έχει γίνει αυταπάτη.11 Είναι το αντέρεισμα που φέρει το επίχρισμα της πρωτοπορίας και το προβάλλει μέσα από τα ίδια μέ σα που χρησιμοποιεί και η καταφατική κουλτούρα. Σε μία κοινωνία όπου οι “ ιδεολόγοι” κηρύσσουν το τέλος της ιδεολογίας και οι “καλλιτέχνες” το τέ λος του νοήματος, όπου η ταριχευμένη πολιτική ε πικαλείται τα πολιτικά ιδεώδη και η επιστήμη για τράπεζα σπέρματος, δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάγκη να αποκηρυχθεί ρητά η “ Ενάτη συμφωνία” , όπως έκανε ο Th. Mann στον “ Dr. Faustus”· μπορεί κάλλιστα ο “ύμνος της χαράς” να συνοδεύσει την πορεία ενός γρήγορου αυτοκινήτου, την άνοδο των τιμών μίας ασφαλιστικής εταιρείας ή τις συμβουλές ενός καλοσυνάτου οδοντογιατρού. Οι κώδικες της ελάσσονος καταπίεσης είναι ευμετάβολοι και ευ προσάρμοστοι τόσο στη φρενιτιώδη παρότρυνση, όσο και στην αποσυμπίεση. Όμως ο οδοντογιατρός έχει σάπια δόντια και το καλοσυνάτο χαμόγελό του δεν μπορεί παρά να τα φανερώνει. Οι κώδικες της ελάσσονος καταπίεσης είναι κατασκευασμένοι Yta να παίζουν με τις πεποιθήσεις και τις βασικές παρα δοχές: η καταφατική κουλτούρα προάγει την ατομι κότητα, το διαρκές ονειροπόλημα και την εσωτερι κότητα. Υπαινίσσεται συνεχώς τη βασική παραδο χή του πεπερασμένου του ανθρώπου και προτρέπει στην αναζήτηση και υιοθέτηση αξιών μεταφυσικών
16/χρονικα και, ως εκ τούτου, εσωτερικεύσιμων. Η αντι-τέχνη βασίζεται στην ίδια παραδοχή, ακολουθεί την αντί στροφη πορεία και καταλήγει στο ίδιο σημείο: ενώ η καταφατική κουλτούρα μεταρσιώνει την τέχνη για να διατηρήσει την πραγματικότητα, αυτή, την απομεταρσιώνει για να ταυτίσει το τεχνικό προϊόν με το αισθητικό αντικείμενο12 για να καταστήσει τη διάκρισή τους αρχικώς αβέβαιη και τελικώς παρά λογη. Έτσι, ένας καλλιτέχνης νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί τεμαχισμένα έργα άλλων συναδέλ φων του και να ποζάρει με όλο αυτό το συνονθύλευ μα σε διαφημίσεις καλυντικών13. Ό λα είναι δυνα τά, όλα επιτρέπονται· η τέχνη μπορεί πλέον να θεω ρείται κατηργημένη: υπάρχει μόνο η βιομηχανική τέχνη, η αντι-τέχνη που υπόσχεται ισότητα ευκαι ριών πρόσβασης σε κάτι που πριν ήταν απρόσιτο, και το πετυχαίνει, αφού πρώτα καταστρέψει την ου σιαστική του δομή. Υπόσχεται απεριόριστες δυνα τότητες έκφρασης και επικοινωνίας, σύνδεση της παραγωγής με την αναπαραγωγή, της αξίας με την αποδοτικότητα, πλουραλισμό, ελευθερία, ευδαιμο νία. Αφού η ομορφιά δεν βρίσκεται παρά σε ό,τι κα τασκευάζει ο άνθρωπος, εδώ πρόκειται για τη χα λαρή αποτύπωση της παραδοχής του πεπερασμέ νου μέσα στις βιομηχανικές σχέσεις, είναι επιτρε πτή και ευκτέα η επιστροφή στο παρελθόν, η ανακατασκευή, τουτέστιν, η αποδιάρθρωση των καλλι τεχνικών προϊόντων και η μαζική διανομή τους. Το παρελθόν όμως όχι μόνο παραμένει ανελευθέρωτο, αλλά, ανελευθέρωτο συνεχίζει να χαλά κάθε απε λευθέρωση.14 Η εσωτερίκευση της αναγκαιότητας της μαζικής τέχνης και της εξάλειψης του δρώντος υποκειμένου, βρίσκει το άλλοθι της κατά τρόπο ευ καιριακό, στη μετάβαση της δυτικής κοινωνίας σε όλο και πιο σύνθετες μορφές οργάνωσης και στις εννοιολογικές έρευνες που αφορούν στην αισθητι κή διάσταση μικρών κοινωνιών, όπως αυτή των ιθα γενών της Αυστραλίας.15 Στην πραγματικότητα ό μως είναι άμεσα εξαρτώμενη με αυτή την ίδια την κοινωνική μεταλλαγή στις διαδικασίες εργασίας και παραγωγής, στη διαφοροποίηση πρακτικών και δομών, μεταλλαγή που δεν αρκείται πλέον στη με ρική (καταφατική), αλλά και στη γενική (αποδοτική) κινητοποίηση των ατόμων ως ατόμων και όχι ως ο μάδων. Εδώ, η αυτοκατάργηση της καταφατικής κουλτούρας, μένοντας πιστή στο πνεύμα της ελάσσονος καταπίεσης, ανοίγει το δρόμο προς τη μαζικότητα - αφού το δικό της σχήμα είναι πλέον ατε λέσφορο. Οι μετακοινωνικές αναφορές του σχήμα τος αυτού (θρησκεία, πρόοδος, αφθονία) υποκαθί στανται από τις εμβόλιμες αξίες της συνοχής, της ευημερίας, της αποδοτικότητας και του πλουραλι σμού στους συσχετισμούς, στις συγκρίσεις και στις αναλογίες. Η αποδοτικότητα παρεισφρέει στις επι στήμες, στις τέχνες και στις φιλοσοφικές έρευνες· δεν αφορά πλέον τη μάσκα του ωφελιμισμού: οι θε ατρικοί κώδικες επιτρέπουν σ ’ αυτόν τον τελευταίο να ανεβαίνει στη σκηνή αυτο-προσώπως ως αφόρμηση αλλά και ως αποτέλεσμα ενός υπερορθολογισμού σε ό,τι αφορά τη διευθέτηση και τη χειραγώ γηση του κοινωνικού- φαντασιακού. Ο ρόλος της τέχνης, η οποία υψίσταται ανελλιπώς σε αυτή τη διαπλοκή, δεν είναι κατ’ αρχάς συντελεστικός αλλά συμπτωματικός. Μία δυσδιάκριτη διαδικασία ισο
μορφισμού την περιορίζει στο ρόλο ανοχής16 και αργότερα στο ρόλο της διακόσμησης, ένα ρόλο απλούστατο στην εκτέλεσή του, αλλά πολυσύνθετο κατά την ανάλυσή του. Αυτόν το ρόλο ανέλαβε η κοινωνιολογία της τέχνης και ιδιαίτερα η κριτική θεωρία για να κατανοήσει την υφή της αυθεντικής τέχνης. Η διακόσμηση συνιστά την πιο εξελιγμένη μορφή της αρχής της ελάσσονος καταπίεσης αφού περιλαμβάνει κάθε πολιτιστικό μόρφωμα, μια μικρορροή ανθρώπων και πραγμάτων του παρελθό ντος και του παρόντος ή μία “σύνταξη” οποιοσδή ποτε μορφής, και το περιβάλλει με πρόσθετα στοι χεία αποδίδοντάς του μίαν άλλη, υβριδική μορφή: δημιουργείται έτσι η ψευδαίσθηση της παρουσίας αυτού του μορφώματος και η υπόνοια ότι έχει ξεπεραστεί, τη στιγμή που δεν ισχύει τίποτε από τα δύο· απλούστατα φαλκιδεύεται η ταυτότητα και η υπό στασή του. Η διακόσμηση είναι τυποποίηση των γε νικών χαρακτηριστικών και των ιδιαίτερων λεπτο μερειών κάθε πολιτιστικού μορφώματος: έτσι, το τυποποιημένο αποτελεί υπερκαθορισμό του διακοσμήσιμου αντικειμένου, έναν ασύνδετο υπερσυμβολισμό του περιεχομένου του που απολήγει στη διά σπαση του περιεχομένου αυτού, στην άμβλυνση του δυναμισμού του εν όψει ενός μέσου παρουσία σης (αφίσα, φωτογραφία, ηλεκτρονική συσκευή...) που τείνει να υπερκαλύψει τόσο την παρουσίαση, ό σο και το παρουσιαζόμενο.17 Η διακόσμηση ανα λαμβάνει το ρόλο της αναδίπλωσης προκειμένου να προλάβει ή και να καλύψει τις ρωγμές στο πολι τιστικό στερέωμα. Επαναλαμβάνει έτσι και αναπαλαιώνει παρωχημένα θέματα, αναμοχλεύει συζητή σεις και αφηγήσεις που έχουν ήδη λήξει, προσδίδοντάς τους χαρακτήρα πρότυπου παραδείγματος: γίνεται διδακτική για να αρνηθεί αμέσως μετά τον διδακτισμό της, υπενθυμίζοντας, με την προβολή των μέσων που χρησιμοποιεί, τη μοντέρνα φυσιο γνωμία της, γίνεται διασκευαστική (κλασικών έρ γων, αποδεκτών ρητορειών, κ.ο.κ.) για να αναβιώ σει, όπως διατείνονται οι φορείς της, με τρόπο τε χνητό, παλιές τεχνοτροπίες κάι μόδες, ολοκληρω μένα νοητικά σχήματα και συγκεκριμένες επιχειρη ματολογίες, στην πραγματικότητα όμως για να δια τηρήσει την ίδια την “τεχνικότητα” στη διασύνδε ση του παρελθόντος και του παρόντος. Το απόσπα σμα, που χρησιμοποιείται κατά κόρον, είναι όντως αποσπασμένο από το οικείο του περιβάλλον - ό πως και το έργο τέχνης από την “αύρα” των συνθη κών γένεσής του: βρίσκεται χωρίς ρίζες πλέον, στομωμένο από την πληθωρική παρουσία ανοί κειων εικόνων, αντικειμένων, αφηγημάτων, προκα ταλήψεων. Περιμένει απλώς μίαν ανακατάταξη για να μπορέσει να “πει” κάτι, ένα montage που θα του “επιτρέψει” να δηλώσει ή να συμπαραδηλώσει ε ντελώς ξένα προς αυτό νοήματα. Η παρεμβολή α ποσπασμάτων στο λόγο της ελάσσονος καταπίε σης, ως διακοσμητική τεχνική, προϋποθέτει όχι μό νο την απόσπαση του εδαφίου από το αρχικό κείμε νο και την περαιτέρω χειραγωγημένη “ομιλία” του, αλλά και την απομόνωση του ίδιου του αρχικού κει μένου, τον αποκλεισμό του στο ταυτόσημο, στο ί διο, στον μονοδιάστατο ρόλο του στηρίγματος (support). Η ελάσσων καταπίεση γίνεται έτσι μία δια-σκεδ αστική, δια-κοσμητική σκηνοθεσία πολύ
χρονικα/17 αυστηρού χαρακτήρα, εφόσον απαιτεί με το χαμό γελο του πλουραλισμού (στα μέσα και στα σημαί νοντα) μία μονοσήμαντη ερμηνεία από τον θεατή (στους σκοπούς και στα αναφερόμενα νοήματα), κα θώς και μία μονοσήμαντη αναπαράσταση του εγώ στον εαυτό του και στους άλλους. Πολύ περισσότε ρο από την έλλειψη πρωτοτυπίας και επινοητικότη τας, η καθήλωση στο μονοσήμαντο νόημα μέσω πολύτυπων σημαινόντων αποτελεί μία αποτυχημένη προσπάθεια εξατομίκευσης ή μία πετυχημένη ψευδοεξατομίκευση του αναφερόμενου νοήματος. Στο βαθμό που το ατομικό διαπερνάται πρωτίστως από το κοινωνικό-ιστορικό, δηλαδή από τη δυναμικότη τα του ριζικού κοινωνικού φαντασιακού και στο μέ τρο που μπορούμε να αναλύσουμε τη δομή τού εγώ εν σχέσει με τα διατακτικά σχήματα (disposition)18 που παίρνουμε για να αποδώσουμε, για να αναπα ραστήσουμε το αναφερόμενο νόημα, η προβολή του ταυτόσημου ισοδυναμεί με την προσπάθεια α ποκοπής του ατόμου από το κοινωνικό-ιστορικό, α πό την ίδια δηλαδή τη ρίζα της δημιουργικότητάς του, με την προσπάθεια παραγωγής και αναπαρα γωγής μονοδιάστατων ανθρώπων, αποσπασματι κών και αποσπασμένων στην άνυδρη χώρα της τε χνολογικής ευτυχίας. Καταφατικό, τυποποιημένο, ψευδοεξατομικευμένο, δια-σκεδαστικό, συντηρητικό, δια-κοσμητικό, υβριδικό, διασκευαστικό, επαναληπτικό, ταυτόσημο και μονοδιάστατο, το σύγχρονο πολιτιστικό μόρ φωμα, και ιδίως εκείνο που αυτοαποκαλείται καλλι τεχνικό ή (κατ’ εξορκισμό) αντικαλλιτεχνικό, δεν α ποβλέπει στην υπέρβαση της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων, αφού αυτή η τάξη το γέννησε τέτοιο για να τη συντηρεί καν, ως εκ τούτου, δεν θέλει και δεν μπορεί να υπαινιχθεί και έναν καλύτερο κόσμο: τα ιδανικά έχουν εξοβελιστεί ή έχουν εσωτερικευθεί στη στιλπνότητα του προϊόντος. Αυτή η απόλυ τη συμφωνία με το παρόν, διαβιβρώσκει το ίδιο το παρόν ως τέτοιο, ως ροϊκότητα και ως προβολή. Έ να τέτοιο πολιτιστικό μόρφωμα είναι κανονιστικό χωρίς κανένα στοιχείο απόκλισης. Η ετερότητα, ό πως και το μέλλον και ο αυθεντικός καλλιτεχνικός έρωτας, είναι πάνω απ’ όλα ένας κίνδυνος, μια α πειλή, ενώ η ταυτότητα, έστω και η τεχνητή, είναι ε φησυχασμός, ασφάλεια, ειρήνευση - έστω και λυ όμενη. Η ψυχολογία της ελάσσονος καταπίεσης εί ναι αυτή της εξομάλυνσης και του συμβιβασμού, ε νώ η σημειολογία της παρουσιάζεται πάντα μερική και αποσπασματική, αφού η ολοκλήρωση σε σύνολη μορφή είναι αδύνατη και επικίνδυνη. Τα μέρη ε ντάσσονται και συμμορφώνονται ευκολότερα σε κατασκευασμένες μορφολογίες, σε σχήματαπρότυπα τα οποία, αφού εσωτερικευθούν, λειτουρ γούν εφεξής ως σημεία αναφοράς για κάθε άλλο βίωμα, ως σημεία αναγνώρισης. καλλιτεχνική μορφή συμπιέζεται από τις επι στημονικές τεχνικές και τις ψυχαγωγικές πρακτικές και δεν εμφανίζεται παρά μόνο στο με ταίχμιά τους" ως διά-κόσμηση της τεχνητής αντιπαλότητάς τους. Από τη μία πλευρά, η επιστημονική τεχνική έχει καταλάβει τον χώρο του ορθολογικού, κλείνοντας πίσω της τις πύλες· και από την άλλη, οι πρακτικές της “ψυχαγωγίας” και της διασκέδασης
Η
διεκδικούν κατ’ αποκλειστικότητα σχεδόν το ανορθόλογο. Κάθε εναλλακτική οδός δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί περιττή διαδρομή μεταξύ τους. Είναι εντούτοις μία ετερότητα και, ως τέτοια, έχει τη δική της γλώσσα - και αυτή, με τη σειρά της τις δικές της παραλλαγές: την αρχιτεκτονική, την ποιητική, τη θεατρική, τη μουσική κ.ο.κ. γλώσσα· όλες αυτές οι αποχρώσεις της ετερότητας συνιστούν τη διαφο ρά που για τον Marcuse δεν πρέπει ούτε να καταργείται, ούτε να υπερθεματίζεται. Ο κόσμος της “ μηεπιστημονικής κουλτούρας” 19, ως ετερότητα και διαφορά της καταφατικής κουλτούρας και των όψι μων τεχνητών πολιτιστικών μορφωμάτων, πρέπει να υφίσταται σε διαρκή σχέση με ό,τι παρουσιάζει το υπάρχον ως το μόνο δυνατό, με ό,τι εγκλωβίζει το Είναι του ανθρώπου στους αρμούς της “χυδαίας ιστορίας*' και αποκρύπτει την “αυθεντική χρονικότητα”20. Η κατάργηση της διαφοράς που συνιστά η καλλι τεχνική μορφή, ισοδυναμεί με την πλήρη κατάφαση του εργαλειακού-επιστημονικού ορθολογισμού, της καθεστηκυίας δηλαδή τάξης που τον στηρίζει και στηρίζεται σε αυτόν. Αντιστρόφως, ο υπερθεμα τισμός της την τοποθετεί στα πλαίσια μεταφυσικής αδράνειας και αναγκάζει τους λόγους που ανα πτύσσονται γύρω από την υπόστασή της να διαγρά ψουν δια μιας εκείνη την ελλειπτική τροχιά προς τα παρελθόντα ιδεαλιστικά τεχνάσματα μίας τέχνης για την τέχνη. Έχουμε λοιπόν και εδώ ανάκαμψη του μανιχαϊστικού διλήμματος που επιχειρείται στα πλαίσια της αρχής της ελάσσονος καταπίεσης· πρόκειται για την επανάληψη του ίδιου σεναρίου: προβάλλονται ως μοναδικές δύο προοπτικές που ο δηγούν στο ίδιο σημείο αφοπλισμού της καλλιτε χνικής μορφής, υποταγής της αρχής της ηδονής στην αρχή της πραγματικότητας. Η αυθεντική όμως καλλιτεχνική μορφή ως τέτοια καλλιεργεί την προσδοκία της διαφοράς, την πλήρη αντίθεση προς
Τ Ό Δ Ε Ν ΙΡ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: ’Ανέκδοταποιτειατα ΜΑΡΚΤΟΤΑ1Ν: Ή χφωτίς τΛ Νώε (Μτφ. Άλ. Παπαδιαμάντη) Ν. ΚΟΤΝΔΟΤΡΟΣ: ΔΙΔΩΠΥΓΗΡΙΟΤ: Ό Μάριος Κρ*"4
1 ΣΑΛΒ. ΝΤΑΛΙ: ■Ρ
1ΣΜ. ΒΛΑΒΙΑΝΟΤ:
[SI a;
ΒΑΣ. ΠΑΠΑΣ: Θ.ΒΑΣΙΛΙΚΙΩΤΗΣ: x i ’Αριστοκράτες...
ΟΚΤΩΕΠΙΣΤΟΛΕΣΕΠΙΦΑΝΩΝΛΟΓΙΩΝΜΑΣ: Γράφουν«ττήνΚλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου οί: Α. Σικελιανός, Κ. Παλαμας, Τ. Άγρας, Ρ. Γχόλφης, Γ. Ψυχάρης, Γ. ΣκαρίμπαςκΑ. (’Επιμέλεια: ΖωήΜπέλλα) ΧΡ. ΧΑΡΤΟΜΑΤΣΙΔΗΣ: Τότραγούδι τουΣτένκαΡάζιν(Διήγημα). ΓΡΑΜΜΑΤΑ:ΌΣαλβαντόρ ΝταλΙ γράφει στόν Φ. Γκ. Λόρχα. ΤΟΣΙΝΕΜΑ: Τάεύφυήτέραταστόν Κινη ματογράφο(Γράφει &Τάσος Γουδέλης). ΜΙΚΡΑΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ: Γράφουνοί Δ. Τζιόβαςκαί Βύρ. Γαραντοΰδης. ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Διαβά&νταςκαί σχολιάζο ντας τόν ξένοτύπο.ΤΑΦΥΛΛΑ: Σχόλιαγιά τήν πνευματική (καί μή) έπικαιρότητα (Γράφουνοί Τάσος Γουδέλης, Κώστας Μαυρουδης, Γιώργος Κόκκινος, Βαγγέλης Κάσσος, ΧλόηΚ. Μουρίχη).
63
18/χρονικα την εμπειρική ζωή. Ο Adorno υποστηρίζει επανει λημμένους ότι “δεν υπάρχει τίποτα το άμεσα κοινω νικό στην τέχνη, ακόμα και όταν η άμεση κοινωνικό τητα είναι η ίδια η έκφραση του καλλιτέχνη”21. Θα πρέπει να εκληφθεί εδώ το κοινωνικό ως το κοινώς δεδομένο, ως η βεβιασμένη από την ελάσσονα κα ταπίεση μετάβαση στο πραγματικό, χειραγωγώ ντας το φαντασιακό και υποσκελίζοντας το συμβο λικό. Εδώ βρίσκεται αυτό που αποκρύπτουν συστη ματικά όσοι επικαλούνται τον πλουραλισμό της σύγχρονης κοινωνίας: μια τέτοια μετάβαση φέρει το άτομο πλήρως αφοπλισμένο, πλήρως ανίκανο να πιστέψει και να “φανταστεί” κάτι: αυτός που δεν μπορεί να πιστεύει σε κάτι στρέφεται προς οποια δήποτε πίστη του προσφέρεται,. και αυτός που δεν μπορεί να φανταστεί μίαν άλλη πραγματικότητα, “φαντάζεται την καθεστηκυία τάξη ως δυνάμει άλ λη πραγματικότητα και τη διαφορά ως μακρινή έ λευση της ταυτότητας”. Η αυθεντική καλλιτεχνική μορφή προβάλλει αντίσταση στην ολίσθηση αυτήτο συναίσθημα που δημιουργεί καθώς και ο ορι σμός του ωραίου ως τέτοιου ερείδεται στην αντί δραση του ατόμου “που αποσπάται από τις επικρα τούσες κοινωνικές σταθερές”22. Ος εκ τούτου, η ά ποψη εκείνη, κατά την οποία δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι η σχέση του κοινού σήμερα με την αυθεντική καλλιτεχνική μορφή είναι λιγότερο βα θιά ή γνήσια εν σχέσει με αυτήν των προηγουμέ νων εποχών23, είναι απλώς ηλίθια γιατί προσποιεί ται ότι αγνοεί το πρόβλημα των μαζικών μέσων επι κοινωνίας και το γεγονός ότι μια οποιαδήποτε γνω ριμία που στερείται πρωτογενούς εμπειρίας και κρι τικής ευρύτητας αντιλήψεων, “εξυπηρετεί μόνο την υποστήριξη του κρατούντος συστήματος”24. Η πρωτογενής εμπειρία παραμένει το κεντρικό ζήτη μα της αυθεντικής καλλιτεχνικής μορφής και της “ουτοπικής”25 σκέψης, ως το βαθύ βίωμα της επα νασύνδεσης του αρχέγονου χαρακτήρα του ανθρώ που και της φύσης26. Δεν πρόκειται βεβαίως για αιώνιες οντότητες μεταφυσικού χαρακτήρα, αλλά για βασικές δομές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως αυτές έχουν σχηματιστεί μέχρι σήμερα, μέσα σε διαφορετικά κοινωνικοϊστορικά περιβάλλοντα. Η πρωτογενής εμπειρία απορρέει από τη συνείδη ση του ιδιάζοντος του ιστορικού κόσμου και (μόνο τότε) αναφέρεται μέσω της αναγνωρίσεως2' στη γενικευμένη έννοια του ανθρώπου και της φύσης που τον περιβάλλει. Δεν τίθεται στην απαρχή μίας αφαιρετικής διαδρομής που ολοκληρώνεται (και σβήνει) σε τεχνολογικά σχήματα, σε παγωμένα συντάγματα λόγου, σε επικαλυπτικές ρητορικές πρακτικές ή σε σύνολα προγραμματισμένων πολιτι στικών μορφωμάτων. Είναι επίσης αδύνατη αυτής της πρωτογενούς εμπειρίας σε οποιαδήποτε διαδο χή: τα συστατικά της δεν είναι εντοπίσιμα κατά τη μελέτη των αντικειμένων που τυχόν την “προκαλούν”, άρα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν όμοια με άλλα συστατικά παρόμοιας εμπειρίας. Εάν όμως δεν ισχύει εδώ η σχέση ομολογίας, γίνεται κατα νοητό ότι και η σχέση αναλογίας είναι αδύνατη, α φού η ύπαρξη διαφορετικών ασύμβατων και ετερότροπων συστατικών συγκροτεί ένα άλλο γένος. Ε πομένως η πρωταρχική εμπειρία που εκδηλώνεται ως τέτοια έναντι της αισθητικής μορφής, παρουσιά
ζεται ως ετερογένεια, ως ασύμβατο ενός συνειδη σιακού ενεργήματος, ως ετεροτροπία και διαφορά. Αυτά δε τα “χαρακτηριστικά” αποδίδονται από τον Marcuse και στην ίδια την αισθητική μορφή, νομι μοποιώντας έτσι έναν ισομορφισμό μεταξύ αυτής και εξιστάμενης προς (και μέσω) αυτής συνειδήσεως. Πρόκειται για την περιπέτεια της συνειδήσεως μέσω της αισθητικής μορφής, στο βαθμό που η ετε ροτροπία είναι διακύβευση της δεσπόζουσας συν θήκης, που ενέχει την αρχή της ελάσσονος κατα πίεσης, την εξομάλυνση, τη σύγκλιση, την επικάλυ ψη και τη λήθη. Η αισθητική μορφή πυροδοτεί μη χανισμούς που αναιρούν τα προγράμματα για ένα τακτό και εύπεμπτο πολιτιστικό μόρφωμα, φωτίζει ρήγματα και ασυνέχειες, αποκαλύπτει αναδιπλώ σεις κι επικαλύψεις, “δίνει όνομα στο ακατονόμα στο, βάζοντας τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τα όνει ρα που προδίδει και τα εγκλήματα που λη σμονεί”28. Συνιστά την πιο ευδιάκριτη δυνατή ανα παράσταση της εισαγωγής των πιθανών κόσμων ε λευθερίας στον “υπαρκτό” κόσμο της μηπιθανότητας και της εξομάλυνσης. Δεν αρκεί η επι σήμανση της ταλάντευσης, της αιώρησης, της ισορ ροπίας ή του ισολογισμού μεταξύ της “κριτικής άρ νησης” και της “ουτοπικής κατάφασης”29 για να κατανοήσουμε το εγχείρημα του Marcuse: μεγαλύ τερη βαρύτητα έχει η θεώρηση της αισθητικής μορ φής ως αναπαράσταση. Και οι δύο παραπάνω λει τουργίες αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας σε ό,τι αφορά την αισθητική μορφή. Η κριτική άρνηση της πραγματικότητας που διαπερνάται από την αρ χή της ελάσσονος καταπίεσης δεν εννοείται χωρίς την ουτοπική κατάφαση μίας άλλης πραγματικότη τας που εισάγεται εδώ μέσω της αισθητικής μορ φής. Αλλά ο ουτοπικός χαρακτήρας της κατάφασης παραπέμπει ευθέως στην αναπαράσταση ενός “όχι ακόμα” (pas encore) που είναι ήδη όμως παρόν. Άρνηση και κατάφαση, απόκλιση και σύγκλιση, ταυτότητα και διαφορά, μοναδικότητα και διασπορά, η αισθητική μορφή είναι ταυτοχρόνως το μόρ φωμα ενός διανύσματος μεταξύ πραγματικότητας και μη- πραγματικότητας, η αναπαράσταση εκείνου του πεδίου όπου οι δύο αυτές διαστάσεις αφήνο νται να ιδωθούν, να γνωσθούν, να διαχυθούν η μία μέσα στην άλλη. Η διανυσματική σχέση που καθί σταται δυνατή μέσω της αναπαράστασης του ιδιάζοντος αυτού πεδίου, επιτρέπει τη φόρτιση της πραγματικότητας με τη ροϊκότητα και τη δυναμικό τητα της μη-πραγματικότητας και, αντιστρόφως, την ταυτόχρονη μετάγγιση της πυκνότητας της πρώτης στη δεύτερη. Ο “λόγος” της αρχής της ε λάσσονος καταπίεσης είναι εδώ αδύνατος: τίποτα δεν μπορεί να εξομαλυνθεί, τίποτα δεν μπορεί να ε πικαλυφθεί μπροστά στις πυροδοτήσεις της ετερό τητας. Όλοι οι λόγοι αναγκάζονται να υπακούσουν σε μίαν άλλη τάξη: δεν καταργούνται, αλλά αναι ρούνται στο βαθμό που εξαλείφεται ο επικαλυπτικός τους ρόλος. Ο σκηνοθέτης τώρα έχει αλλάξει: τη διανομή των ρόλων δεν αφορμάται πλέον από την κυριαρχία του ταυτόσημου, αλλά από την ανά γκη να ξεπεραστεί, αναιρούμενο μέσα στη διαύγαση του λανθάνοντος, του αλλότροπου, του απωθημένου. Όλοι οι λόγοι υπακούουν τώρα στην (αυθαί ρετη) ανάγκη ενός διαλόγου, ενός θεατρικού δια
χρονικα/19 λόγου: όπως η γραφή (ecriture) είναι το σωματικό πρότυπο της γλώσσας30, ο θεατρικός διάλογος, στον οποίο υποβάλλονται οι λόγοι της “πραγματι κότητας”, είναι το σωματικό πρότυπο κάθε δυνα τής αλλοτροπίας, στο μέτρο που το σώμα είναι η πηγή της πρωταρχικής εμπειρίας, η ελάχιστη δυνα τή συμμετοχή τού εγώ στον κόσμο της ηδονής, του νοήματος,.της επιθυμίας. Πράγματι, κάθε αισθητι κή (και κυρίως η θεατρική31) μορφή, είναι πάνω απ’ όλα ανταπόκριση σε επιθυμίες που δεν έχουν ακό μη προσδιοριστεί, σε αναπάντεχα βιώματα, σε γνώ ση που δεν έχει καταταγεί σε κατηγορίες, σε συ μπεριφορές που δεν έχουν κατατμηθεί από τα επι στημονικά σχήματα εξήγησης. Η θλίψη του Mahler, η ακόρεστη ένταση του Buchner, η έπαρση του Ver di και του Bayron, η ευαισθησία του Chopin και του Brahms, το ερωτικό πάθος του Wordsworth, του Ke ats και του Schelley, δεν είναι συναισθήματα που μπορεί να νιώσει κανείς την οποιαδήποτε στιγμή. Η συγκρατημένη αισιοδοξία του Mozart λ.χ. δεν α παντά σε καμία ερώτηση για το μέλλον: σχηματίζει η ίδια ένα ερώτημα για μίαν απάντηση που δεν υ πάρχει ακόμα και που σχεδόν πάντα δεν εμφανίζε ται ολοκληρωτικά, ακόμα και όταν πρόκειται για ο λοκληρωμένο έργο που από μόνο του συνιστά έναν κόσμο, όπως λ.χ. η σονάτα ή ο γλυπτός διάκοσμος ενός ναού. Η αισθητική μορφή αφ’ εαυτής είναι μία ρωγμή στο συμπαγές ταυτόσημο κάθε κοινωνικού σχημα τισμού. Βρίσκεται στο μεταίχμιο των χρονολογικών διαστάσεων του Είναι· κατά έναν τρόπο, ανήκει στην εποχή του και κατά έναν άλλον δεν ανήκει. Εξαρτάται από τις αισθήσεις μόνο και μόνο για να τις υπερβεί, όπως υπερβαίνει και τις ιδέες καθώς τις εκφράζει. Είναι ένα διαρκές παράδοξο για κάθε ορ θολογικά οργανωμένη κοινωνία. Το μεγαλείο των έργων τέχνης δεν είναι παρά αυτή η παραδοξότητα στην πιο ξεκάθαρη εμφάνισή της: δοκιμάζουμε το αίσθημα της γέννησης ενός κόσμου καινούριου, στο βαθμό που τα εξατομικευμένα σχήματα της αι σθητικής μορφής καθιστούν το έργο τέχνης μία πα ρούσα ουτοπία, μέσω της δικής τους προβολής προς το μέλλον. Η αρχή της ελάσσονος καταπίεσης στηρίζεται στην αποσιώπηση και στη δυνατή απόσβεση αυτού του κραυγαλέου παραδόξου: αντιδιαστέλλει πλή ρως το παρόν και το μέλλον, ενώ εγκωμιάζει υπο κριτικά το παρελθόν. Για την αρχή αυτή που είναι κατά βάθος πάντα εμπειρική, η πραγματικότητα εί ναι αυτή εδώ, το γεγο νό ς ότι κάτι “είναι εδώ” . Ό,τι άλλο υπερβαίνει αυτήν την “ενθαδικότητα” απωθείται συστηματικά ή γίνεται δεκτό στην προσπά θεια εμπλουτισμού και διατήρησης της “ενθαδικότητας”. Αντιθέτως, για την αισθητική μορφή, το δι συπόστατο, είναι όχι μόνο αυτονόητα, αλλά και θε μελιώδες για τη σύστασή της: δεν μπορεί να υπάρ ξει παρά μέσα σε μία πραγματικότητα που συλλαμβάνεται ως η διπλή ποιότητα, η διπλή ιδιότητα των όντων32 να είναι παρούσες ουτοπίες και όχι (διακοσμητικές) ουτοπιστικές παρουσίες. Και αυτή η διττότητα δεν μπορεί παρά να παράγει διττά σχή ματα, διττές σημασίες, διττές αισθήσεις33 - όπως το θεατρικό σημείο παράγει πάλι σημεία - που διασπούν το ταυτόσημο του τεχνολογικού ορθολο
γισμού και αναταράσσουν τον “ μονοδιάστατο άν θρωπο” . Η καθεστηκυία τάξη δεν αναπαράγεται μόνο στο επίπεδο των λογικών διαδικασιών και της διανομής εργασίας- πολύ περισσότερο και με τρό πο εκπληκτικά μονιμότερο, συντηρείται στην οργά νωση των ηδονών, των απολαύσεων34 και των αισθήσεων35. Η αισθητική μορφή που απευθύνεται στις ίδιες σφαίρες του εγώ, αποδομεί κάθε οργάνωση φέρ νοντας στην επιφάνεια όλες εκείνες τις ανατρεπτι κές τάσεις της ανθρώπινης συνείδησης που βρί σκονται απωθημένες στα τεχνητά πλαίσια κάποιας “αφέλειας” και “παιδικότητας” και επιφέρει (ακό μα ένα παράδοξο) την αταξία στις ορθολογικές ορ γανώσεις των ανθρώπινων σχέσεων, ενώ (ίσως και επειδή) η ίδια είναι αρμονική, κυριαρχημένη στις α παιτήσεις και στους σκοπούς της. Μπορεί και κάμ πτει τον εξορθολογισμό επειδή έχει αφ’ εαυτής θε σμοθετήσει τις αξίες που προβάλλει, επειδή είναι νοηματοδοτική σύμφωνα με τους δικούς της νό μους,36 που εντούτοις, θεσπίζει μέσα και μέσω του κοινωνικού-ιστορικού. Ο Marcuse, κατ’ ουσίαν, υπαινίσσεται μία διευρυμένη, θα λέγαμε καθολικευμένη, αισθητικότητα στην προοπτική του δυνατού, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει μεγάλες θεματικές της φιλοσοφίας και της επιστημονικής έρευνας. Εδώ, κάνει ένα βή μα παράλληλα με τον Adorno: ο δεύτερος επιμένει στον αρνητικό ρόλο του αισθητικού του ορθολογι σμού, που βασίζεται στη διάκριση και στη μετέπειτα διαλεκτική ενοποίηση του μιμητικού και του κα τασκευαστικού στοιχείου37 αφενός, και στην ταυ τόχρονη άρση και κατάφαση της σχέσης υποκειμένου-αντικειμένου38 κατά της αισθητικής εμπειρίας. Η καθολικευμένη αισθητικότητα του Marcuse συνάπτεται άμεσα με το πρόβλημα της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο μέτρο που και οι δύο ως κοι νωνικές πρακτικές έρευνας και συνολιστικά συστή ματα γνώσεως θα μπορούσαν “ν ’ ανακαλύπτουν και να πραγματοποιούν τις δυνατότητες πραγμά των και ανθρώπων για την προστασία και την ικανο ποίηση της ζωής, παίζοντας με τις δυνατότητες της μορφής και της ύλης...”39. Η αμοιβαία σύγκλιση τέ χνης και τεχνικής, φανταστικού και λογικού, ποιητι κού και επιστημονικού, είναι η βασική προϋπόθεση του αισθητικού ήθους, της ιδιάζουσας αυτής ηθικής-πολιτικής διάστασης που προτάσσει την α ναγκαιότητα της αισθησιακής δύναμης του ωραίου και, ως εκ τούτου, της απελευθέρωσης των δη μιουργικών ενστίκτων και ορμών του ανθρώπου. Ο άνθρωπος του Marcuse είναι πλασματικός; Σί γουρα είναι, εάν είναι πλασματικός και ο έρωτας, η επιθυμία να πούμε όσα δεν θελήσαμε κάποτε να πούμε, να κάνουμε τις χειρονομίες που από δειλία ή αφέλεια σταματήσαμε, να εκδηλώσουμε την αυ θόρμητη τρυφερότητα που κάποτε κλείσαμε σε α νοίκειες μόδες. Ο Marcuse λοιπόν ψεύδεται όταν μιλά για αισθησιακή δύναμη· μας υπόσχεται τη δυ νατότητα διατήρησης της ανθρώπινης υπόσχε σης40 - όταν κάθε υπόσχεση είναι αδύνατη και μα ζί της η αναβίωση του παλιού ονείρου, της χαμένης ευτυχίας που επιζητά την επιστροφή της. Ν. ΠΕΦΑΝΗΣ
20/χρονικα Σημειώσεις 1. 2. 3. 4.
5. 6.
7.
8.
9. 10.
11. 12.
13. 14. 15.
Fr. Schiller: «Για την αισθητική παιδεία του ανθρώπου», επιστ. 26η, σελ. 156, εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1990. Η. Marcuse: «Αρνήσεις», εκδ. «Ύψιλον», Αθήνα 1985, σελ. 66, κ.ά. ο.π. σελ. 74. Αφού, καθώς γράφει ο Sartre, «οι μυρμηγκοκοινωνίες μας διαισθάνονται έναν αόριστο κίνδυνο στη θεατρική παράσταση», είναι επόμενο να ελαχιστοποιούν με ό ποια μέσα διαθέτουν - και διαθέτουν πολλά στην επο χή των Μ.Μ.Ε. - τη δυναμικότητα αυτής της παράστα σης και να μεγιστοποιούν τη λειτουργία του λάιτ-μοτίβ που κατευθύνουν τη ζωή μας και που θα έπρεπε να ή ταν μονάχα όροι και όχι οι συντελεστές των πράξεων και αποφάσεών μας. Βλ. «Άγιος Ζενέ' κωμωδός και μάρτυρας», τομ. II, σσ. 33 και 125, εκδ. «Εξάντας», Αθή να 1990. Βλ. Jean Baudrillard: «Η γοητεία», σελ. 82, εκδ. «Θεω ρία», 1984. Βλ. Jean Baudrillard: «Ο καθρέφτης της παραγωγής», σελ. 16, εκδ. «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 1990 και «Le systeme des objets» σσ. 221-223, «Gallimard» Paris 1968. Βλ. H. Marcuse: «Αντεπανάσταση και εξέγερση», σελ. 85, 89, «Παπαζήσης» Αθήνα 1974, «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», σσ. 86-7, «Παπαζήσης» 1971, Ernst Fis cher: «Η αναγκαιότητα της Τέχνης», σσ. 121-2, «Θεμέ λιο», Αθήνα 1984, Th. Adorno: «Aesthetic theory», σσ. 367-369, 323-324, «Routledge and Kegan Paul», London 1986, Christian Zimmer: «Κινηματογράφος και πολιτι κή», σσ. 17-21, «Εξάντας» 1976, Edgar Morin: «Οι σταρ», «Παϊρίδης», Αθήνα χ.χ., G. Debord: «Σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος», σσ. 17-19, «Ελεύθερος Τύ πος», Αθήνα 1988. Πρέπει να γίνεται με τρόπο σαφή η διάκριση του «ριζι κού φαντασιακού» του Κ. Καστοριάδη, το οποίο οριοθετείται σαν «κοινή ρίζα του πραγματικού φαντασιακού και του συμβολικού» («Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», σελ. 190, «Ράππας» Αθήνα 1985, και του «φαινομενολογικού φαντασιακού» (Βλ. J.T. Sartre: «Το φανταστικό», «Αρσενίδης», Αθήνα χ.χ.), αφενός, και α φετέρου, του «φανταστικού» των δομιστών (Πρβλ. την ανάλυση λ.χ. του Θ. Λίποβατς: «Η απάρνηση του πολι τικού», Οδυσσέας 1990). Βλ. Μ. Horkheimer - Th. Adorno: «Η διαλεκτική του δια φωτισμού», σελ. 43. «Ύψιλον» 1986. Βλ. W. Bedjamin: «Δοκίμια για την Τέχνη», σσ. 36-38, «Κάλβος», Αθήνα 1978, Mario de Micheli: «Οι πρωτοπο ρίες της Τέχνης του 20ού αιώνα», σσ.247-261, «Οδυσ σέας» 1978. Βλ. Η. Marcuse: «Δοκίμια για την απελευθέρωση», σσ. 65-66, «Διογένης», Αθήνα 1971, και «The aesthetic di mension», «MacMillan», London 1986 σσ. 49-53. Βλ. Δημοσθ. Αγραφιώτη: «Νεοτερικότητα-Αναπαράσταση», σσ. 84-103, «Ύψιλον» 1989, Ν. Μαρμαρά: «Καλλιτεχνική δημιουργία και ηλεκτρονικοί υπολογι στές: η ανάγκη προσαρμογής των εργαλείων στους χρήστες-δημιουργούς στο «Κουλτούρα και Τεχνολο γία» «Praxis» Αθήνα 1990, σσ. 131-136, Ρ. Francastel «Art et technique», σσ. 246-274, «Gallimard», Paris 1988. T. Γουόκερ: «Η τέχνη την εποχή των μαζικών μέσων ε πικοινωνίας», σσ. 91-103 κ.α., «Κομμούνα» Αθήνα 1987. Η. Marcuse: «Έρως και πολιτισμός», σελ. 125. Για το νόημα του πεπερασμένου βλ. σσ. 126-129, «Κάλβος» Α θήνα 1981, και Κ. Καστοριάδη, ο.π. σσ. 290-291. Βλ. Ρ. Fuller: «Aesthetics after modernism», «Writers
and Readers», London 1983. 16. Βλ. H. Marcuse: «Καταπιεστική ανοχή», περ. «Δευκα λίων» τ. 4, σσ. 321-351, Αθήνα 1978. 17. Βλ. Edgar Wind: «Τέχνη και αναρχία», σσ. 92-97, «Νεφέ λη», Αθήνα 1986.
18. Erving Goffman: «La mise en scene et la vie quotidienne», vol. I, σελ. 238, «Minuit», Paris 1973. 19. Βλ. H. Marcuse: «Παρατηρήσεις για έναν επαναπροσ διορισμό της κουλτούρας», στο «Τέχνη και μαζική κουλτούρα», σσ. 43-47, «Ύψιλον» 1984. 20. Βλ. Μ. Heidegger: «Είναι και Χρόνος», τομ. II, σσ. 630-643, «Δωδώνη», Αθήνα 1985. 21. Th. Adorno: «Aesthetic theory», ο.π. σελ. 322. 22. Μ. Horkheimer: «Τέχνη και μαζική κουλτούρα», βλ. σημ. 23, σελ. 49. 23. Βλ. λ.χ. Edw. Shils: «The intellectuals and the powers», σσ. 261-262, «University of Chicago Press», Chicago and London 1972. 24. Leo Lowenthal: «Για μια κριτική θεωρία της Λογοτε χνίας», σελ. 63, «Ρόπτρον», Αθήνα 1990. 25. Βλ. «Les strategies de I’ utopie», (Collectif), «Editions
Galilee», Paris 1981. Πρβλ. ακόμη την άποψη του Η. Lefebvre στο «Η καθημερινή ζωή στο σύγχρονο κόσμο», σελ. 116, «Ράππας», 1970, Karl Mannheim: «Ideology and Utopia» σελ. 173 κ.α., Routledge and Kegan Paul», 1966. 26. O Jean Jaures ήταν από τους λίγους μεγάλους πολιτι κούς, μέσα στην ιστορία της ευρωπαϊκής υποκρισίας, που έβλεπε στην Τέχνη και στην πρωταρχική εμπειρία που αυτή προσφέρει, έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της ανθρώπινης ανάτασης: «Τότε η αν θρωπότητα [...] θα πει στον εαυτό της: Επειδή έγινα κα λή, εγώ που ξέφυγα από την υποταγή μου στη Φύση, πρέπει και σ’ αυτή τη φύση, (την ανθρώπινη), [...] να κοι μούνται μυστήρια καλοσύνης, κρυμμένες τρυφερότη τες. Κάι θα αισθανθούμε να δημιουργείται ένας και νούργιος δεσμός ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση. Όλες οι άγνωστες τρυφερότητες, που μιμο ύ νται στα βάθη των πραγμάτων, θα γίνουν φανερές και φωτεινές για την απελευθερωμένη ανθρωπότητα!», «Κείμενα», «Εκδ. Διεθνούς Επικαιρότητας», Αθήνα 1970, σελ. 108, Βλ. Η. Marcuse: «Αντεπανάσταση και ε ξέγερση», ο.π. σελ. 66. 27. Πρβλ. Ernst Blohk: «Ουτοπία και Επανάσταση», «Έρα σμος», Αθήνα 1985, σσ. 46-48, 50-52. 28. Η. Marcuse: «Η Τέχνη, Μορφή της Πραγματικότητας», «Γλάρος», Αθήνα 1982, σελ. 32. 29. Richard Kearney: «Modern movements in European ph ilosophy», «Manchester University Press1987, σελ. 219. 30. Βλ. Ν. Νικολαΐδης: «Η αναπαράσταση. Ψυχαναλυτικό δοκίμιο», «Ράππας», Αθήνα 1986, σσ. 82-88. 31. Βλ. J. Duvignaud: «Les ombres collectives» “ Π.Θ.Φ.” , Paris 1973, σελ. 580. 32. Etienne Sourcau: «La correspondance des arts», “ Frammation” , Paris 1969, σελ. 285. 33. Βλ. H. Marcuse: «Αντεπανάσταση και εξέγερση», ο.π. σσ. 63-64, 66. 34. Βλ. Η. Marcuse: «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», ο.π. σσ. 93-100. Πρβλ. Μ. Foucault: «Ιστορία της σεξουαλι κότητας», τομ. Β' «Ράππας», σσ. 219-258, Αθήνα 1989, τομ. Α' σσ. 63-6, 104, 122, 148, 152, 156, 178, 190, 192, κ.α., «Ράππας» 1982. 35. Βλ. Η. Marcuse: «Αντεπανάσταση και εξέγερση», ο.π. σσ. 69-70, Η. Lefebvre: «Η καθημερινή ζωή στον σύγ χρονο κόσμο», «Ράππας» 1979, σσ. 129-130. 36. Βλ. Η. Marcuse: «Δοκίμιο για την απελευθέρωση», ο.π. σελ. 67, και The aestetic dimension, “MacMillan” , London 1986. 37. Πρβλ. Th. Adorno: «Aesthetic theory», ο.π. σσ. 79-90. Πρβλ. H. Marcuse: «The aesthetic dimension», ο.π. σσ. 45-49. 38. ο.π. σσ. 239-251. 39. H. Marcuse: «Δοκίμιο για την απελευθέρωση», ο.π. σελ. 42. 40. Η. Marcuse: «The aesthetic dimension», ο.π. σελ. 68.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε Α ρ κ εί νομίζω να έχει γοητευθεί κανείς με την Ποίηση στην εφηβεία του για να θυ μάται και να τιμά τον Ρίλκε από τις «Επιστολές σ ’ ένα νέο ποιητή» κι από κείνους τους στίχους που αποκαλύ πτουν και ομολογούν ότι «η Ομορφιά δεν είναι παρά η αρχή του Τρομερού». Μιλώ για κείνη την «αρχή του Τρομερού που μόλις μ πο ρούμε να υποφέρουμε και τη θαυμάζουμε μόνο γιατί δεν στέργει να μας καταστρέ ψει». Ο Ρ ίλκε αποτελεί ένα κεφάλαιο στα παγκόσμια γράμματα γιατί οδήγησε μια μακρόχρονη παράδοση θρησκευόμενης ποίησης σε νέες ανεξερεύνητες περιοχές μυστικισμού και φιλοσοφικής ενατένισης. Ό μω ς η υπέρβαση και η κατάνυξη με την οποία περιέβαλε με θαυμαστή δεξιοτεχνία μεγάλου τεχνίτη ερεθίσματα και βιώματα καθημερινής ζωής, η ευαισθησία, η μόνωση και η χριστολογία του δεν είναι αποτέλεσμα μιας στείρας χριστιανικής αντίληψης πραγμάτων, αλλά μια στάση ζωής, μια άγρυπνη συνείδηση άσκησης και αποστολής που είναι η Τέ χνη για κάθε γνήσιο καλλιτέχνη. Α πό τις «Ελεγείες του Ντουίνο» ως τον «Μ άλτε Α άουριτς Μ πρίγκε», από τη μελέτη για τον Ροντέν ως τις παρατηρήσεις του για τη ζωγραφική και τους ζωγράφους, διάσπαρτες στις γαλλικές και γερμανι κές επιστολές του, αποκαλύπτεται μια αναζήτηση, το εύρος της οποίας είναι α κόμη δύσκολο να καθοριστεί. Στον τόπο μας ο Ρίλκε, μολονότι δεν είναι μεταφρασμένο όλο του το έργο, άσκησε βαθύτατη επίδραση. Ποιητές όπως ο Παπατσώνης, η Μ ελισσάνθη, η Κ αρέλλη, ο Βαρβιτσιώτης αλλά και άλλοι νεότεροι φέρνουν σημάδια θητείας στην ποίησή του. Μ ε το αφιέρωμα αυτό, το «Δ » επιχειρεί μια νέα προσέγγιση του έργου του και ταυτόχρονα παρουσιάζει για πρώτη φορά αποσπάσματα από το ανέκδοτο μέχρι στιγμής στα ελληνικά «Η μερολόγιο της Φλωρεντίας». Α κολουθεί το επίσης ά γνωστο στα ελληνικά κείμενο της πριγκήπισσας Μαρίας Θερν Βον Τάξις, φίληςπροστάτριας του ποιητή και στην οποία οφείλουμε τις ελεγείες του Ντουίνο. ο Επιμέλεια αφιερώματος: Θ άνος Φ ω σκαρίνης
Ευχαριστούμε τις εκδόσεις «Ίκαρος», «Ερμείας» και «Δωδώνη» για την άδεια αναδημοσίευσης αποσπασμάτων από έργα του Ρίλκε.
22/αφιερωμα
Χρονολόγιο Ράινερ Μαρία Ρίλκε 1875-1885 4 Δεκεμβρίου: Γεννιέται ο Rene Karl Wilhelm Johann Maria Rilke «από μητέρα κοσμική» - την Phia Entz - «κόρη αυτοκρατορικού συμβούλου κι από πατέρα στρατιωτικό» - τον Josef Rilke - «που αργότερα εγκατέλειψε την καριέρα του, εξαιτίας μιας αρρώστιας του λάρυγγος και εργάστηκε σαν επιθε ωρητής σιδηροδρόμων στη Βόρεια Βοημία. Ζευγάρι αταίρια στο, τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην ηλικία, που οι σχέσεις του δεν δηλητήριασαν μόνο τα παιδικά χρόνια του Ποιητή μα ολόκληρη τη ζωή του. Α πό το 1884 οι δύο σύζυγοι ζουν εν διαστάσει. Η φοίτηση του μικρού υπερευαίσθητου και φιλάσθενου παιδιού στα διάφορα σχολεία υπήρξε άταχτη και τυραννική για να κορυφωθεί η δυστυχία του στις τόσο διαφορετικές από την ιδιοσυγκρασία του χαρακτήρα και την ευαισθησία του στρατιω τικές σχολές όπου έζησε από τα δέκα ως τα δεκαπέντε χρόνια του».* Αποφασιστικής σημασίας η επαφή του με τον καθολικι σμό που είναι η θρησκεία της οικογένειας. Α πό τις επιδόσεις του ξεχωρίζει η ζωγραφική και η ποίηση.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε. 1897
1886 Εγγράφεται στη στρατιωτική ακαδημία του St. Polten όπου θα παραμείνει ως το 1890 για να περάσει στη στρατιωτική σχολή του Mahrish-Weisskirchen (Μοραβία), την οποία επίσης θα ε γκαταλείψει το 1891 για άγνωστες αιτίες. «Οι ανώτερες σπου δές που ακολούθησε μετά, σαν έφηβος στην Ακαδημία Εμπο ρίου Handelakademie του Λιντς (τέλη Σεπτεμβρίου 1891 έως μέ σα Μάίου 1892) τον ικανοποιούν περισσότερο κι αρχίζει ν’ ασχολείται σοβαρά με τη λογοτεχνία. Απασχολείται με τα γεγο νότα του Τριακονταετούς Πολέμου και οι ήρωες καθώς και τα μεγάλα'πνεύματα εκείνης της εποχής περνούν μέσα από τις 81 σελίδες ενός χειρογράφου που βρίσκεται στα αρχεία της Βαϊμάρης».*
1893 Αρραβωνιάζεται με τη Vally (Valerie von David-Rhonfeld) κι ο καρπός του πρώτου εκείνου έρωτά του είναι 130 επιστολές κι έ να βιβλίο ποιημάτων που θα εκδοθεί την επόμενη χρονιά.
1894
Οι νύχτες για τα πλήθη δεν έγιναν στοχάσου. Η νύχτα σε χωρίζει από τον γείτονά γι’ αυτό, δεν πρέπει εσύ, να τον ζη τήσεις.*
Όποιος σπίτι δεν έχει τώρα, δεν θα Όποιος μονάχος είναι τώρα για και ρό θα μείνει θ’ άγρυπνά, θα διαβάζει, θα γράφει γράμματα μεγάλα και στις δενδροστοιχίες εδώ κι εκεί δίχως γαλήνη θα πλανιέται τα φύλλα ενώ θα σέρ νονται στο χώμα.
Εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Ζωή και Τραγούδια» (Leben und Lieder) με τον υπότιτλο «εικόνες και φύλλα ημερολογίου». Το βιβλίο τυπώθηκε και κυκλοφόρησε χάρη στην οικονομική υ ποστήριξη της αρραβωνιαστικιάς του.
1895 Εγγράφεται στο πανεπιστήμιο της Π ράγας όπου παρακολουθεί σποραδικά μαθήματα ορισμένων καθηγητών της λογοτεχνίας. Η έντονη ροπή του για τη λογοτεχνία εκφράζεται με τη συγγρα φή διηγημάτων, νουβελών, ποιημάτων, δραμάτων, βιβλιοκριτι κών και δοκιμίων ενώ, ταυτόχρονα, γνωρίζεται με τους συγ γραφείς της εποχής. Παρ’ όλα αυτά η καταπίεση του οικογε νειακού περιβάλλοντος τού είναι φορτική.
[* Οι σ τίχοι προέρχονται α πό το βι βλίο «Ρ.Μ . Ρ ίλκε, ποιήματα» σε μετάφρ. Ά ρ η Δικτα ίου, εκδ. Ηριδ α νό ς, 1957.)
αφιερωμα/23
1896 Εγκαταλείπει την Πράγα και μεταφέρεται στο Μ όναχο όπου θα παραμείνει ως το φθινόπωρο του 1897 με μόνη διακοπή μια πε ρίοδο ταξιδιού στην Ιταλία. Στο Μ όναχο εγκαθίσταται στην Brienner Strasse 48 και κατόπιν στην Bliitenstrasse 8. Τους δύο αυτούς χώρους διαμονής του περιγράφει στο αυτοβιογραφικό αφήγημα «Εβαλντ Τράγκυ» (Ewald Tragy). Εκδίδεται η ποιητι κή συλλογή «προσφορά στους Λάρητες» (Larenopfer).
1897 Γράφει τη νουβέλα «Εβαλντ Τράγκυ». Αποφασιστικής σημα σίας είναι η συνάντησή του με την Λου-Αντρέας Σαλομέ (Lou Andreas-Salome), γυναίκα που ασκεί μοναδική πνευματική γοη τεία και επιρροή. Αλλάζει το όνομά του από Rene σε Rainer. Εκδίδεται η συλλογή «Στεφανωμένος από όνειρο» (Traumgekront).
1898 Ταξιδεύει στην Ιταλία και γράφει το «Η μερολόγιο της Φλωρε ντίας» (Das Florenzer Tagebuch). Εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Σαρακοστή» (Advent).
1899 Πρώτο ταξίδι στη Ρωσία με τη Σαλομέ. Η εμπειρία του ταξιδιού και οι εκεί συναντήσεις είναι καθοριστικής σημασίας για την ποίησή του. Σκέπτεται επίσης να μάθει καλά τη ρωσική γλώ σ σα για να γράψει ποιήματα στα ρωσικά. Επιστρέφοντας κατοι κεί στο Schmargendorf στο Βερολίνο. Εκδίδεται η συλλογή «Για τη χαρά μου» (Mir fur Feier) που θα εμπλουτιστεί αργότερα με άλλα νεανικά ποιήματα και θ’ αποτελέσει μαζί με τις προηγού μενες συλλογές το σώμα της συγκεντρωτικής συλογής «Τα Πρώτα Ποιήματα» (Die Friihen Gedichte).
1900 Δεύτερο ταξίδι στη Ρωσία. Γνωρίζεται με τον Λέοντα Τολστόι. Γράφει ποιήματα στα ρωσικά. Εγκαθίσταται στο Βόρπσβεντε (Worpswede), την κατεξοχήν διαμονή γερμανών καλλιτεχνών κοντά στη Βρέμη. Γνωρίζεται με τη γλύπτρια Clara Westhoff, μαθήτρια του Ροντέν. Θα παντρευτούν και θ’ αποκτήσουν μια κόρη, τη Ρουθ. Εκδίδεται το βιβλίο «Ιστορίες του καλού Θεού» (Geschichte vom lieben Gott).
1902 Εγκαθίσταται στο Παρίσι με σκοπό να γράψει μια μονογραφία για τον Ροντέν, του οποίου γίνεται γραμματέας. Στη γαλλική πρωτεύουσα θα παραμείνει ως το 1914 με ενδιάμεσα διαλείμμα τα ταξιδιών. Α π’ αυτή τη χρονιά ζει κατ’ ουσίαν χωρισμένος α πό τη γυναίκα του. Εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Το Βιβλίο των Εικόνων» (Das Buch der Bilder).
1903 Ταξιδεύει στο Βιαρέτζιο και στη Ρώμη. Εκδίδεται το μελέτημα «Worpswede» ως εισαγωγή σε μια εικονογραφημένη μονογρα φία των καλλιτεχνών του Βορπσβέντε. Εκδίδεται επίσης το δο κίμιό του «Αύγουστος Ροντέν» (Auguste Rodin).
1904 Ταξιδεύει στη Δανία και τη Σουηδία. Εκδίδεται το « Ά σ μ α του
Η Λον Αντρέας-Σαλομέ την εποχή της πρώτης γνωριμίας με τον Ρίλκε το 1897
Άπλω σα τις φτερούγες μου κι αλλόκοτα έχω γίνει φαρδύς· το μικρό σπίτι σου τώρα έχει ξεχειλίσει απ’ το μεγάλο ρούχο μου.
Ω, αγαπητότατο Εσύ αυτί του τραγουδιού μου τώρα νιώθω: χάθηκε ο λόγος μου μέσα μου, όπως σε δάσος.
Ελάχιστο δεν μου είναι τίποτα και τ’ αγαπώ και σε χρυσή, μεγάλη βάση η αγάπη μου το στήνει κάποτε· και το κρατώ ψηλά και δεν ξέρω σε ποιον την ψυχή του ελεύθερην αφήνει.
24/αφιερωμα έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε» (Die Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke).
1905 Επιστρέφει στο Παρίσι και συνεργάζεται με τον Ροντέν. Εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Το Βιβλίο των Ωρών» (Das Studenbuch).
1906 Διαμονή στο Κάπρι.
1909 Εγκαθίσταται στην Προβέντζα. 13 Δεκεμβρίου: Γνωρίζεται με την πριγκίπισσα Maria von Thurn und Taxis-Hohenlohe, η οποία θα τον φιλοξενήσει στον πύργο της, στο Ντουίνο (Τεργέστη), όπου ο ποιητής θα εμπνευστεί και θα συνθέσει τα πρώτα ποιήματα της ομώνυμης συλλογής.
1910 Μετά από οχτώ χρόνια κυοφορίας εκδίδονται οι «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε» (Die Aufreichnungen des Make Laurids Brigge) πεζογράφημα ιδιόμορφο και διορατικό όπου επιχειρείται αγχώδης ανάλυση υπαρξιακού προβληματισμού του σύγχρονου ανθρώπου. Ταξιδεύει στην Ιταλία, στη Βοημία, στην Αλγερία και στην Τυνησία. 20 Απριλίου: Καταφθάνει στο Ντουίνο όπου θα παραμείνει για μια βδομάδα. Α πό τα μέσα ως τα τέλη Αυγούστου είναι φιλοξε νούμενος της πριγκίπισσας Maria von Thurn und TaxisHohenlohe στο Lauschin.
1911 Ταξιδεύει στην Αίγυπτο. Απρίλιος: Φιλοξενείται από την πριγκίπισσα στη Βενετία. 25 Ιουλίου: Φθάνει στο Lautschin όπου θα περάσει το καλοκαί ρι. Κατόπιν επιστρέφει στο Παρίσι οδικώς με την πριγκίπισσα διασχίζοντας τη Γερμανία και σταθμεύοντας στη Βεϊμάρη. Ξαναγυρίζει στο Ντουίνο και περνά το χειμώνα στη Βενετία.
1922 Ολοκληρώνει και εκδίδει τις «Ελεγείες του Ντουίνο» (Duineser Elegien) και τα «Σονέτα του Ορφέα» (Die Sonette an Orpheus). Οι δύο αυτές συνθέσεις αντιμετωπίζουν θερμή υποδοχή και ανα γνωρίζεται ως μεγάλος ποιητής. Ο ίδιος αποφεύγει τις δημόσιες εμφανίσεις και προτιμά τη μοναξιά. Ιούνιος: Η πριγκίπισσα εγκαθίσταται στο Sierre κοντά στο Muzot και συναντάται με τον Ρίλκε που της διαβάζει τα τελευ ταία του ποιήματα.
1924 Προσβάλλεται από ένα σπάνιο είδος λευχαιμίας και υποβάλλε ται σε θεραπεία σε κλινική στο Valmont κοντά στο Montrieux. Επισκέπτεται τη φίλη πριγκίπισσα που διαμένει στο Ragaz.
1926 29Δεκεμβρίου: Πεθαίνει στις 3.30 τα ξημερώματα στην κλινική Val-Mont sur Terriet (Vaud) στην Ελβετία. * Οι αναφορές προέρχονται από τα επιλεγόμενα και τις σημειώσεις του Άρη Δικταίου από το βιβλίο: Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, «Ποιήματα», μετάφραση Άρη Δικταίου, εκδόσεις Ηριδανός, 1957.
Θα ’πρεπεν ο ένας μες στον άλλον να πλαγιάζει, όπως οι στήμονες γύρω απ’ τον ύπε ρό τους.
Αν ο ένας μας τον άλλον συγκρατεί τον άγουρον εσύ, τον γέροντα εγώ θα ’μαστέ σαν ο αστερισμός που κύκλον κλείνει.
Το κάθε τι που του δίνομαι πλουταίνει και θα με σπαταλήσει.
Από ήλιον πρώτο ο αφρός των μαλ λιών έλαμψε του φαρδιού αιδοίου του κύματος που σε μιαν άκρη του στάθηκε η κόρη ταραγμένη κάθυγρη λευκή Πως σαλεύει το νέο φύλλο το πράσινο πως τανυέται κι αργά αργά ξετυλίγεται το σώμα της μες στη δροσιά έτσι ξε διπλώθηκε μες στου πρωϊού την αύρα την ανέγγιχτη.
αφιερωμα/25
Έργα Leben und Lieder (1894) Larenopfer (1896) Traumgekront (1897) Advent (1898) Mir zur Ferie (1899) Geschichte vom lieben Gott (1900) Das Buch der Bilder 61902) Worpswede (1903) Auguste Rodin (1903) Die Weise von Liebe und Tod des Cormets Christoph Rilke (1904) Das Stundenbuch (1905) Neue Gedichte τόμ. I, II (1907-1908) Requiem (1909) Die Aufreichnungen des Make Laurids Brigge (1910) Das Marien-Leben (1913) Duineser Elegien (1922) Die Sonette an Orpheus (1922) Vergers,/suivi des Quatrains Valaisans (1926) Ε κτός απ’ αυτές τις εκδόσεις θα πρέπει να προ στεθούν άλλες που τυπώθηκαν και κυκλοφόρη σαν ξεχωριστά σε περιοδικά, εκδόσεις μεταθα νάτιες κ .λ π ., το μεγαλύτερο μέρος των οποίων βρίσκεται στην πιο ολοκληρωμένη έκδοση των Απάντων του από τον οίκο Insel Verlag, «Samtliche Werke in sechs Banden», Herausgegeben vom Rilke-Archiv. In Verbindung mit Ruth Sieber-Rilke besorgt durch Ernst Zinn. Οι έξι τόμοι της έκδοσης περιέχουν τα ακόλουθα κείμενα:I. I. Gedichte. Erster Teil. Erste Gedichte. - Die Friihen Gedichte. - Die weisse Fiirstin. - Die Weise von Liebe und Tod des Cornets Christoph Rilke. - Das Stundenbuch. - Das Buch der Bilder. - Neue Gedichte. - Der Neuen Gedichte anderer Teil. - Requiem. - Das Marien-Leben. Duineser Elegien. - Die Sonette an Orpheus.
II. Gedichte. Zweiter Teil. Verstreute und nachgelassene Gedichte aus den Jahren 1906-1926 einschliesslich «Aus dem Nachlass des Grafen C.W .» und «Briefwechsel in Gedichten mit Erika Mitterer». - Gedichte in franzosischer Sprache. III. Jugendgedichte. Leben und Lieder. - Christus-Visionen. - Dir zur Feier. - Friihwerke in ursprunglicher Gestalt. Jugendgedichte aus dem Nachlass. IV. Friihe Erzahlungen und Dramen. Erzahlungen aus der Friihzeit: Am Leben hin. Zwei Prager Geschichten. - Die Letzten. Geschichten vom lieben Gott. - Verstreute und nachgelassene Erzahlungen und Skizzen aus den Jahren 1893-1902. - Dramen: Im Fruhrost. - «Jetz und in der Stunde unseres Absterbens». Miitterchen. - Hohenluft. - Ohne Gegenwart. -. Fragment. - Das tagliche Leben. - Waisenkinder. Im Anhang: Zwei Briefe. - Gedichte in russicher Sprache. V. Worpswede. Rodin. Aufsatze. Worpswede. - Rodin. - Aufsatze, Anzeigen, Betrachtungen aus den Jahren 1893-1905. VI. Malte Laurids Brigge. Prosa 1906-1926. Die Aufzeichnuhngen des Malte Laurids Brigge. Kleine Schriften 1906 bis 1926. - Gedichte in Prosa und Verwandtes. Επίσης υπάρχει από τον ίδιο οίκο, Insel Verlag, η έκδοση: R.M. Rilke: Werke in dei Banden, Mit einer Einleitung von Beda Allemann. Ανολοκλή ρωτη θεωρείται η συλλογή της αλληλογραφίας του. Μια πρώτη έκδοση των επιστολών του από καιρό εξαντλημένη είναι η εξάτομη Gesammelte Briefe, Herausgegeben von Ruth Sieber-Rilke und Carl Sieber, 1936-1939. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία του Ρίλκε καθώς και μελέτες για τη ζωή και το έργο του. Ουσιαστική η συμβολή του καθηγητή Λ. Μυγδάλη με το πόνημα «Ελληνική Βιβλιογρα φία, Ράινερ Μαρία Ρίλκε» "Διαγώνιος” , Θεσσα λονίκη 1978, το οποίο πρόκειται να επανεκδοθεί συμπληρωμένο με νεότερα λήμματα.
26/αφιερωμα
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή (Ανθολόγιο) κριτική είναι το χειρότερο μέσο για ν’ αγγίξεις ένα έργο τέχνης: καταντάς πάντα σε πετυχημένες, λίγο ή πολύ, παρανοήσεις. Δεν μπορούμε όλα να τα συλλάβουμε και να τα εκφράσουμε - όσο κι αν θέλουν πολλοί να μας πείσουν για το αντίθετο.
Η
νας μονάχα δρόμος υπάρχει: βυθιστείτε μέσα στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας αναγκάζει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώ νουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Εξομολογηθείτε στον εαυτό σας: θα πεθαίνατε τάχα, αν σας απαγόρευαν να γράφετε;.Τούτο, πρώτ’ απ’ ό λα: αναρωτηθείτε, την πιο σιγηλή ώρα της νύχτας σας: Πρέπει να γράφω; Σκα λίστε βαθιά; μέσα σας, να βρείτε την απόκριση. Κι αν η απόκριση τούτη αντη χήσει καταφατικά, αν απέναντι στο βαθυσήμαντο τούτο ερώτημα μπορείτε να υψώσετε ένα στέρεο κι απλό Πρέπει, τότε πλάσετε τη ζωή σας σύμφωνα μ’ αυτή την ανάγκη. Η ζωή σας, ακόμα και στην πιο αδιάφορη, την πιο άδειαν ώρα της, πρέπει να γίνει σημάδι και μάρτυρας αυτής της ορμής.
Ε
ακριά απ’ τα μεγάλα γενικά θέματα, σκύψετε σε κείνα που σας προσφέ ρει η καθημερινότητα. Ιστορήστε τις θλίψεις και τους πόνους σας, τους φευγαλέους στοχασμούς σας, την πίστη σας σε κάποιαν ομορφιά - ιστορήστε τα όλα τούτα με βαθιά, γαλήνια, ταπεινή ειλικρίνεια, και μεταχειριστείτε, για να εκφραστείτε, τα πράματα που σας περιτριγυρίζουν, τις εικόνες των ονείρων σας και τις πηγές των αναμνήσεών σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σάς φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας, που δεν είναι αρκετά ποιητής και δεν μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της.
Μ
-Ε
να έργο τέχνης είναι άξιο μόνο σαν ξεπηδάει από μιαν ανάγκη.
ια την ειρωνεία, πρώτα. Μην την αφήσετε να σας κυριέψει, προπάντων τις ώρες που στερεύει η δημιουργικότητά σας. Στις δημιουργικές σας στιγμές, προσπαθήστε να τη χρησιμοποιήσετε σαν ένα ακόμα μέσο για να «συλλάβετε»
Γ
τη ζωή... Ό τα ν τη μεταχειριζόμαστε με αγνότητα, μένει αγνή κι εκείνη και δεν πρέπει να ντρεπόμαστε γι’ αυτήν.
π’ όλα μου τα βιβλία, λίγα μού είναι απαραίτητα: δύο τους βρίσκονται πάντα ανάμεσα στα πράγματά μου, όπου κι αν πάω. Τα ’χω κι εδώ, τώρα, κοντά μου: τη Βίβλο και τα βιβλία του μεγάλου Δανού ποιητή Jens Peter Jacobsen. Αλήθεια, τα ’χετε διαβάσει τα έργα του; (...) Πάρτε το μικρό τόμο «Έ ξι νουβέλες» του J.P. Jacobsen και το μυθιστόρημά του «Niels Lyhne» κι αρχίστε απ’ την πρώτη νουβέλα, το «Mogens». Έ νας ολόκληρος κόσμος θα σας κυριέψει, η ευτυχία, ο πλούτος, το ανεξερεύνητο μεγαλείο ενός κόσμου. Ζήστε, για λίγο μέσα σ’ αυτά τα βιβλία, διδαχτείτε από κει ό,τι νομίζετε πως αξίζει να το διδαχτεί κανένας, μα, πάνω απ’ όλα, αγαπήστε τα. Η αγάπη αυτή θα σας ανταποδοθεί μυριάδες, μυριάδες φορές και (όποια και να σταθεί η κατοπινή ζωή σας) θα πλεχτεί, είμαι βέβαιος, πέρα ως πέρα στο φαντό της ύπαρξής σας και θα γίνει έν’ απ’ τα πιο σημαντικά νήματά του, ανάμεσα στα νήματα των δοκιμασιών σας, των απογοητεύσεών σας και των χαρών σας.
Α
αι σας παρακαλώ πάλι: διαβάζετε όσο μπορείτε λιγότερο αισθητικές και κριτικές μελέτες - γιατί ή είναι μεροληπτικές και μονόπλευρες απόψεις, απολιθωμένες και χωρίς νόημα πια μεσ’ στην άψυχη αλυγισιά τους ή είναι επι δέξια λεκτικά παιχνίδια όπου σήμερα κυριαρχεί η Α άποψη κι αύριο η αντίθετη. Τα έργα τέχνης ζουν μέσα σ ’ απέραντη μοναξιά κι η κριτική είναι το χειρότερο μέσο για να τα ζυγώσεις. Μ ονάχα η αγάπη μπορεί να τα «συλλάβει», να τ’ α γκαλιάσει, να σταθεί δίκαιη απέναντι τους. Να πιστεύετε, πάνω απ' όλα, ό,τι σας λέει το δικό σας το αίσθημα, στο πείσμα όλων αυτών των αναλύσεων, των συζητήσεων, των εισαγωγών. Κι άδικο ακόμα αν είχατε, η φυσική ανάπτυξη του εσωτερικού σας κόσμου θα σας οδηγήσει, σιγά-σιγά, με τον καιρό, προς άλλες γνωστικές κατακτήσεις. Αφήστε τις κρίσεις σας ν ’ ακολουθήσουν τη δι κή τους σιωπηλή, αδιατάραχτη εξέλιξη, που (όπως κάθε πρόοδος) πρέπει να ’ρχεται απ’ τα βάθη του Είναι σας και δεν μπορεί ν’ ανεχτεί ούτε πίεση, ούτε βιάση. Εγκυμοσύνη ως την κρίσιμην ώρα, και, τότε, γεννοβόλημα: Αυτό είν’ ό λο. Αφήστε κάθε εντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος να ωριμάζει μέσα σας στο σκοτάδι, στο χώρο του ανείπωτου, του υποσυνείδητου, όπου δεν φτάνει η νόησή σας· και, με βαθιά ταπεινοσύνη κι υπομονή, προσμείνετε την ώρα που θα γεννηθεί ένα καινούργιο φεγγοβόλημα: αυτό και μόνο, θα πει «ζω την τέ χνη»: είτε απλός πιστός της είσαι, είτε δημιουργός.
Κ
αλλιτέχνης θα πει: να μη μετράς, να μη λογαριάζεις, να ψηλώνεις όπως το δέντρο, που δεν βιάζει το χυμό του, που αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτι κες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι έρχε ται. Έρχεται, όμως, μονάχα για κείνους που ξέρουν να προσμένουν, ξένοιαστοι και γαλήνιοι σα να ’χάνε μπροστά τους την αιωνιότητα.
Κ
ι αληθινά, η καλλιτεχνική δημιουργικότητα βρίσκεται τόσο απίστευτα κοντά με τη σεξουαλική ζωή, με τους πόνους και τις ηδονές της, που κατά βάθος είναι δυο διαφορετικές μορφές της ίδιας ανάγκης, του ίδιου πόθου, της ίδιας απόλαυσης. Κι αν αντίς «οργασμός» μπορούσαμε να πούμε «φύλο» στην ψηλή, την αγνή την πλατιά της λέξης έννοια, λευτερωμένη απ’ τις υποψίες και τις πλάνες της εκκλησίας - τότε η τέχνη του Dehmel θα ’ταν γιγάντια κι απέραντα βαθυσήμαντη.
Κ
28/αφιερωμα
ίσαστε τόσο νέος, αγαπητέ Κύριε, τόσο νεοφώτιστος μπροστά στο κάθε τι, πού θα ’θελα να σας παρακαλέσω, μ’ όλη μου τη δύναμη, να κάντε υπομο νή για όλα κείνα που μένουν άλυτα μεσ’ στην καρδιά σας· προσπαθήστε ν ’ αγα πήσετε τα ίδια σας τα ρωτήματα, σα να ’ταν κλειστά δωμάτια ή βιβλία γραμμέ να σε ξένη, άγνωστη γλώσσα. Μη γυρεύετε, για την ώρα, να πάρετε απαντή σεις, που δεν γίνεται να σας δοθούν, γιατί δε θα μπορούσατε να τις εφαρμόσετε, να τις «ζήσετε». Κι αυτό, ίσα-ίσα, έχει σημασία: να ζείτε το κάθε τι. Για την ώ ρα, να ζείτε τα ρωτήματά σας μόνο. Κι ίσως, έτσι μπορέσετε να φτάσετε, μια μακρινή μέρα, χωρίς να το νιώσετε, στην απόκριση. Ίσω ς να κλείνετε μέσα σας πλαστουργικές και δημιουργικές ικανότητες, που θα ’φερναν τη ζωή σας σ’ αγνό κι ευτυχισμένο δρόμο· ακολουθήστε αυτή την πορεία κι αυτόν το στόχο - δώστε όμως όλη σας την εμπιστοσύνη σε κείνο που έρχεται· κι αν, τούτο, έρχεται απ’ τη βούλησή σας μονάχα, από μια κάποιαν ανέχεια κι ανάγκη του εσώτερου Είναι σας, τυλιχτέ το με την έγνοια σας, μην το μισήσετε. Οι δρόμοι της σάρκας είναι δύσκολοι, σίγουρα.
Ε
σαρκική ηδονή είναι ένα επεισόδιο απ’ τη ζωή και τη λειτουργία των αι σθήσεων, καθόλου αλλιώτικο απ’ την αγνή ματιά ή την αγνή απόλαυση που χαρίζει στη γλώσσα μας ένας όμορφος καρπός· είναι μια μεγάλη, απέραντη πείρα που μας προίκισεν η φύση, μια γνώση του Κόσμου, η πληρότητα, η ολο κλήρωση κι η λάμψη ολόκληρης της Γνώσης. Τίποτα το κακό δεν υπάρχει σ’ αυτή την πείρα μέσα· το κακό βρίσκεται στο ότι όλοι σχεδόν τη χρησιμοποιούν άθλια, τη σκορπάνε στους πέντε ανέμους, τη μεταχειρίζονται για διεγερτικό και για διασκέδαση τις κουρασμένες ώρες της ζωής τους, κι όχι για περισυλλογή κι αυτοσυγκέντρωση προς τις μεγάλες κορφές. Και το φαί, οι άνθρωποι, το κα ταντήσανε κάτι αλλιώτικο: στέρηση απ’ τη μια, πληθωρισμός α π’ την άλλη, θό λωσαν την καθαρότητα αυτής της ανάγκης.
Η
ς μπορούσε [ο άνθρωπος] να νιώσει πιότερο σεβασμό για την ίδια του τη γονιμότητα, που - είτε πνευματική μορφή έχει, είτε σαρκική - είναι μία γιατί και το πνευματικό ακόμα δημιούργημα τη ρίζα την έχει στο σαρκικό, μια είν’ η φύση τους· το έργο του πνεύματος είναι σα μια απαλότερη, πιο μυστηριακή, πιο γητεμένη, πιο «αιώνια» επανάληψη της σωματικής ηδονής.
Α και μόνη:
λοι τους καλούν το αύριο· ακόμα κι όταν παραστρατίζουν, ακόμα κι όταν αγκαλιάζονται στα τυφλά, το αύριο έρχεται ωστόσο, άλλος ένας άνθρω πος ορθώνεται, και απ’ τα βάθη της Τύχης (που λες κι αυτήν μονάχα υπακούνε τα πάντα εδώ), ξυπνάει ο νόμος που προστάζει κάθε γερό δυνατό σπέρμα ν ’ α νοίγει δρόμο προς το ωάριο που προχωρεί, ανοιχτό, να τ’ ανταμώσει. Μην ξεγε λιόσαστε απ’ τα εξωτερικά φαινόμενα· στο βάθος τα πάντα είναι Νόμος.
Ο
κόμα και στον άντρα υπάρχει, νομίζω, η μητρότητα, σωματική και πνευ ματική: η καρποφορία του είναι ένα είδος γεννοβόλημα: και γεννοβολάει, πραγματικά, ο άντρας, όταν δημιουργεί μέσ’ απ’ το πιο ολοκληρωμένο Είναι του. Μπορεί τα φύλα να συγγενεύουνε περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε· κι η με γάλη Ανανέωση του κόσμου μπορεί να ’ναι τούτη δω: ο άντρας και η γυναίκα,
Α
αφιερωμα/29 λυτρωμένοι απ’ όλες τις πλάνες κι απ’ όλες τις δυσαρέσκειες, θ’ αποζητάνε ο ένας τον άλλον, όχι πια σαν αντίπαλοι, μα σαν αδέρφια, σα συνοδοιπόροι· και θα συσμίγουν σαν άνθρωποι, για να σηκώσουν μαζί στους ώμους τους, απλά, σοβαρά και καρτερικά, το βαρύ φορτίο της σάρκας, που τους έταξεν η μοίρα.
ι γύρω σας - λέτε - σας είναι μακρινοί κι απόξενοι: αυτό θα πει πως ένα πλατύ διάστημα αρχίζει να ξανοίγεται ολόγυρά σας και να σας ωρίζει απ’ αυτούς. Κι όταν σας φαίνεται απόμακρος ο περίγυρός σας, τότε θα πει πως το διάστημα τούτο είναι απροσμέτρητα πλατύ κι αγγίζει τ’ αστέρια. Χαρείτε το αυτό σας το μέστωμα, όπου κανένας δε μπορεί να σας ακολουθήσει. Φανείτε καλός σε κείνους που μένουν πίσω - σίγουρος για τον εαυτό σας και γαλήνιος απέναντι τους. Μην τους τυραννάτε με τις αμφιβολίες σας, μην τους τρομάζετε με τους φανατισμούς και τους ενθουσιασμούς σας: δε θα μπορούσαν να τους καταλάβουν.
Ο
εσώτατη πορεία σας αξίζει όλη σας την αγάπη, πρέπει να εργαζόσαστε α διάκοπα γι’ αυτήν, και να μη χάνετε πολύν καιρό και πολύ κόπο ξεκα θαρίζοντας τις σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους. Κι άλλωστε, ποιος σας λέει πως βρισκόσαστε σ’ οποιαδήποτε σχέση μαζί τους;
Η
να, και μόνο, μας είναι απαραίτητο; η Μ οναξιά, η μεγάλη εσώτερη Μονα ξιά. Να βυθίζεσαι στον εαυτό σου και, ώρες ολόκληρες, να μην ανταμώνεις εκεί κανέναν - αυτός πρέπει να ’ναι ο ανώτερος του καθενός στόχος. Να ’σαι μονάχος - όπως ήσουν στα παιδικά σου χρόνια, όταν οι μεγάλοι πηγαινόρχονταν, μπερδεμένοι σε πράματα, που σου φαίνονταν σοβαρά και σπουδαία μόνο και μόνο επειδή αυτοί ήταν τόσο πολύ απασχολημένοι μαζί τους κι επειδή εσύ δεν καταλάβαινες τίποτα απ’ ό,τι έκαναν. Κι έρχεται μια μέρα, που νιώθεις πως οι ασχολίες τους κακομοίρικες, τα ε παγγέλματα τους κοκαλωμένα και χωρίς πια δεσμούς με τη ζωή... Γιατί, τότε, να μην εξακολουθήσεις να τα βλέπεις όπως το παιδί, σαν κάτι ξένο, απ’ τα βά θη του δικού σου του κόσμου, απ’ την απεραντοσύνη της μοναξιάς σου, που εί ναι αυτή δουλειά και θέση κι επάγγελμα; Γιατί να θες ν ’ ανταλλάξεις το σοφό «δεν - καταλαβαίνω» του παιδιού, με τον αγώνα και την περιφρόνηση, μια και «δεν - καταλαβαίνω» θα πει «είμαι μονάχος», ενώ «αγωνίζομαι και περιφρο νώ» θα πει «παίρνω μέρος σε κείνα ίσα-ίσα τα πράματα που θέλω, μ’ αυτόν τον τρόπο, να κρατήσω μακριά μου»;.
Ε
[...] άμα έχετε χάσει κάθε επαφή με τους ανθρώπους, πασχίστε να ζυγώσετε τα πράγματα· δεν θα σας παρατήσουν ποτέ, αυτά. Σας μένουν ακόμα οι νύχτες και οι άνεμοι, που γλιστράνε μεσ’ απ’ τα δέντρα και τρέχουν πάνω από χώρες και τόπους· στον κόσμο των πραγμάτων και των ζώων το κάθε τι είναι γεμάτο από γεγονότα που μπορείτε και σεις να τα συμμεριστείτε· τα παιδιά είναι πάντα ίδια, όπως ήσαστε κάποτε και σεις παιδί: θλιμμένα κι ευτυχισμένα - κι όταν αναθυμόσαστε τα παιδικά σας χρόνια ξαναζείτε πάλι ανάμεσά τους, ανάμεσα στα μοναχικά παιδιά. Κι οι μεγάλοι δεν είναι τίποτα, η αξιοπρέπειά τους είναι ολότελα κούφια.
30/αφιερωμα ίγα πράματα ξέρουμε- όμως, για το ότι πρέπει να στεκόμαστε στο Δύσκο λο, θα ’μαστέ πάντα σίγουροι. Είναι γόνιμη η μοναξιά, επειδή είναι δύσκο λη. Έ να ς παραπάνω λόγος για να επιχειρήσουμε κάτι, πρέπει να ’ναι η δυσκο λία που το κάτι αυτό παρουσιάζει. Γόνιμος είναι κι ο έρωτας: επειδή κι ο έρωτας είναι δύσκολος. Έ ρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο: ίσως αυτό να ’ναι το δυσκολότερο απ’ όσα μας έταξεν η μοίρα, το πιο απόμακρο, η τελευταία δοκιμασία, το έργο που όλα τ’ άλλα δεν είναι παρά προετοιμασία και προπαρασκευή του. Γι’ αυτό κι οι νέοι - που είναι «αρχάριοι» στο κάθε τι - δεν ξέρουν ακόμα ν ’ αγαπούν: πρέπει να διδαχτούν τον έρωτα. Με όλο τους το είναι, με όλες τους τις δυνάμεις συμ μαζεμένες γύρω στην ερημική φοβισμένη καρδιά τους, που οι χτύποι της ψηλώ νουν ολοένα, πρέπει να μάθουν να αγαπούν. Ο καιρός όμως της μαθητείας είναι πάντα καιρός μακρόχρονου «εγκλεισμού». Έ τσι είναι, για πολύν καιρό, κι ο έρωτας: μοναξιά ολοένα και πιο έντονη και πιο βαθιά μόνωση. Έ ρωτας δεν θα πει ν’ ανοίγεσαι ευθύς, να δίνεσαι, να ενώνεσαι με κάποιον Α λλον (τι θα ήταν, άλλωστε, η ένωση δύο όντων ακαθόριστων ακόμα, ατέλειωτων, ανοργάνω των;)· είναι μια σπάνια ευκαιρία για να ωριμάσεις, ν ’ αποχτήσεις μιαν υπόστα ση δική σου, να γίνεις εσύ ένας ολόκληρος Κόσμος, για χάρη κάποιου άλλου, αγαπημένου προσώπου- είναι μια υψηλή, ακράτητη αξίωση, που σε χρίζει εκλε κτό της και σε σπρώχνει προς τ’ απέραντα πλάτη. Μόνο έτσι θα ’πρεπε να με ταχειρίζονται οι νέοι τον έρωτά τους: σαν ένα καθήκον που τους υποχρεώνει να εργάζονται αδιάκοπα στο μέσα τους κόσμο («ν’ ακρομάζονται και να σφυροκοπάνε νύχτα-μέρα»). Δεν είναι ακόμα ώριμοι για το δόσιμο του εαυτού τους, για την εγκατάλειψη και το σβήσιμό τους μέσα σ ’ ένα άλλο άτομο, για οποιοδήποτε τρόπο Έ νω σης. (Πρέπει, πρώτα, και για πολύν-πολύν καιρό, να μαζεύουν και να θησαυρίζουν ολοένα). Η Ένωση αυτή, το δόσιμο αυτό, είναι το στερνό σκαλοπάτι- ίσως η ανθρώπινη ζωή να μη μπορεί ακόμα να το χωρέσει.
Λ
Σ
στο δρόμο του έρωτα (όπως και στο δρόμο του θανάτου, που είναι δύσκο λος κι αυτός) δεν θα βρεις -άμα τον αντικρύζεις σοβαρά - κανένα φως, καμιάν απόκριση, ούτε σημάδι, ούτε χαραγμένο δρόμο, για να σε βοηθήσουν. Και για τα δύο τούτα καθήκοντα, που κρατάμε μέσα μας και τα παραδίνουμε στους άλλους χωρίς να φωτίσουμε το μυστικό τους, δεν υπάρχουν γενικοί κα νόνες. Ό σ ο όμως πιο πολύ αποζητάμε τη μοναξιά στη ζωή μας, τόσο περισσό τερο ζυγώνουμε το μεγάλο νόημα του έρωτα και του θανάτου. Οι απαιτήσεις που, τραχύς και δύσκολος, ο έρωτας έχει α π’ τη ζωή μας σ ’ όλη της την πορεία, είναι πάρα πολύ βαριές κι εμείς στα πρώτα μας βήματα, είμαστε πολύ αδύναμοι μπροστά τους. Α ν όμως σταθούμε καρτερικοί και δεχτούμε τον έρωτα αυτόν σαν τραχιά μαθητεία - αντίς να χανόμαστε σ ’ όλα εκείνα τα εύκολα και κού φια παιχνίδια, που επινόησε ο άνθρωπος για να μην αντικρύζει κατάματα τη βα θύτατη σοβαρότητα της ζωής - ίσως τότε, κείνοι που θα ’ρθουν καιρό έπειτ’ από μας, να νιώσουν μια κάποια προόδο κι ένα ξαλάφρωμα- και θα ’ταν σημα ντικό τούτο.
ν υπάρχουν τρόμοι μέσα σ ’ αυτόν τον κόσμο είναι τρόμοι δικοί μας. Αν υπάρχουν γκρεμνοί, δικοί μας γκρεμνοί είναι- αν υπάρχουν κίνδυνοι, πρέ πει να προσπαθήσουμε να τους αγαπήσουμε. Κι αν πλάσουμε τη ζωή μας σύμ φωνα με την αρχή πως πρέπει πάντα ν ’ αποζητάμε το δύσκολο - τότε όλα εκεί να, που σήμερα ακόμα μας φαίνονται τόσο ξένα, θα πλημμυρίσουν εμπιστοσύ νη και πίστη.
Α
αφιερωμα/31 ιατί θέλετε να διώξετε απ’ τη ζωή σας κάποιες ανησυχίες, κάποιους πό νους, κάποιες βαρυθυμίες ενώ δεν ξέρετε τι έργο πραγματώνουν μέσα σας; Γιατί ν ’ αυτοβασανιζόσαστε με το ρώτημα: από πού έρχονται ό λ’ αυτά και πού πηγαίνουν; Μια και ξέρετε καλά πως βρισκόσαστε πάνω στην εξέλιξή σας και πως πάνω απ’ όλα ένα ποθείτε: να μεταμορφωθείτε. Αν κάτι εντός σας μοιάζει αρρωστιάρικο, αναλογιστείτε τότε πως η αρρώστια είναι ένα μέσο για να λυ τρωθεί ο οργανισμός από ό,τι του είναι ξένο και ενάντιο· πρέπει, λοιπόν, να βοηθήσετε την αρρώστια αυτή ν’ ακολουθήσει την πορεία της ως το" τέλος.
Γ
ολύ συχνά η ονομασία (και μόνο) κάποιου εγκλήματος συντρίβει μια ζωή, κι όχι η ίδια η ανώνυμη πράξη, που μορεί και να ’ταν μια ανάγκη αυτής της ζωής και να ’βρίσκε σ’ αυτήν, εύκολα καταφύγιο.
Π
ι η τέχνη, ακόμα, δεν είναι παρά ένας τρόπος ζωής. Μπορούμε ζώντας έτσι Κ ή αλλιώς, να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν χωρίς να το ξέρουμε. Κάθε τι πραγματικό βρίσκεται πολύ πιο σιμά της από τα ψευτοκαλλιτεχνικά επαγγέλ
ματα, που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματική ζωή και που, ενώ πιθηκί ζουν την τέχνη, αρνιούνται και προσβάλλουν «έργω» όλη της την υπόσταση· αυτό κάνει η Δημοσιογραφία, όλη σχεδόν η Κριτική και τα τρία τέταρτα αυτού που ονομάζεται ή που θέλει να ονομάζεται Λογοτεχνία. Με δυο λόγια, χαίρομαι που αποφύγατε τους επικίνδυνους αυτούς δρόμους και που βρισκόσαστε μόνος και αδείλιαστος μέσα στην τραχιά πραγματικότητα. Εύχομαι, ο χρόνος που έρ χεται, να σας κρατήσει σ ’ αυτό το δρόμο, και να σας δυναμώσει. Πάντα δικός σας Rainer Maria Rilke * Η μετάφραση - κλασική πλέον -, είναι του Μάριου Πλωρίτη από το βιβλίο «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή», εκδ. Ίκαρος, 1944.
32/αφιερωμα
Βασ. I. Λαζανάς
Rainer Maria Rilke Η πρώτη ελεγεία του Duino I
Οι «Ελεγείες του Duino» έχουν ήδη μεταφρασθεί με επιτυχία από τον Άρη Δικταίο, από τον Δημ. Δήμου, από τονΧ.Π. Τζανετάκη, από τον Δημήτρη Λιαντίνη, από τον Ν.Ι.Σ. Μπούσουλα. Παρ’ όλα αυτά όμως, ο αναγνώστης δεν κα τορθώνει να διεισδύσει και να συλλάβει το περιεχόμενο των «Ελεγειών» και να αισθανθεί κατόπιν μιας υψηλής ποιότητας αισθητική συγκίνηση («Πρέπει πρώτα ο νους να συλλάβει και μετά να αισθανθεί η καρδιά», είπε ο Σολωμός), δεδομένου ότι οι μεταφράσεις αυτές δεν πλαισιώνονται από προλογικά ση μειώματα και σχόλια που θα διευκόλυναν τον καλλιεργημένο, βεβαίως, ανα γνώστη να «οικειωθεί» τις ενοραματικές συλλήψεις του Rilke και να δοκιμά σει κατόπιν, όπως προείπαμε, μιας υψηλής στάθμης αισθητική συγκίνηση. Θα παραθέσουμε, λοιπόν, την πρώτη ελεγεία σε μια μεταφραστική προσπάθεια, αφού προτάξουμε ένα προλογικό σημείωμα και αφού σχολιάσουμε και ορι σμένα σημεία των στίχων του. Πάντως με μια επιφύλαξη και πάλι. Η πλήρης (πλήρης;) κατανόηση των «Ελεγειών του Duino» που αποτελούν μια κορυφαία ποιητική σύνθεση, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί παρά μόνον έπειτα από μια ενδελεχή μελέτη του συνολικού έργου του Rainer Maria Rilke, ο οποίος δεν είναι μόνον ένας υψιπέτης, αλλά, συγχρόνως και ένας περινούστατος και βαθυστόχαστος ποιητής. II άγγελος που εμφανίζεται στην «πρώτη» ελε γεία του Duino (αργότερα και στις άλλες) είναι ο κρίκος, είναι ο αναβαθμός, η ενδιάμεση ύ παρξη, που οδηγεί διά μέσου των συνεχών «μετα μορφώσεων» προς το αόρατο, προς τη «θέωση» του ανθρώπου. Αν στο «Βιβλίο των Ωρών» κυ ριαρχεί ο θεός, εδώ κυριαρχεί ο «Ενδιάμεσος», μια νέα μορφή υπάρξεως, την οποία θα «ενδυθεί» ο άνθρωπος ως μεταβατικό στάδιο για να προ σεγγίσει το θεό, να συγχωνευθεί με Αυτόν, να «θεωθεί», με άλλους λόγους. Επικαλείται, λοι πόν, ο ποιητής την παρουσία του. Αλλά αμέσως συνέρχεται. Το κάλλος του είναι τόσο «υπερβατι κό», ώστε θα τον συνέτριβε οπωσδήποτε, αν τον έκλεινε στην αγκάλη του. Τί απομένει, κατά συ νέπεια, για τον άνθρωπο; Απλώς να θεάται και
Ο
να συμβιώνει με τα «πράγματα». Αλλά τα «πράγματα» και η Νύχτα δεν του προσφέρουν παρά μόνον απατηλές απολαύσεις και συγκινή σεις. Υπάρχει, βεβαίως, και μια διέξοδος: Να «σηματοδοτεί», να «ονοματοδοτεί», να δίδει «νόημα» και «φωνή» στα «πράγματα», ώστε «πνευματοποιώντας» ολόκληρη τη φύση να κα τευνάζει την υπαρξιακή του αγωνία, να ικανο ποιεί, με αυτόν τον τρόπο, την ακατάπαυτη νο σταλγία του: τη συγχώνευσή του με το «Θειον» που είναι διάχυτο και κατακλύζει και εμπεριέχει το Σύμπαν. Αλλά το έργο αυτό προϋποθέτει αφο σίωση, έξαρση, μεταρσίωση. Ποιοι είναι εκείνοι που είναι δυνατόν να γνωρίσουν την έξαρση, τη μεταρσίωση; Είναι οι ερωτευμένοι. Αυτοί κοινωνούν, ταυτίζονται, συγχωνεύονται με το Σύμπαν σε στιγμές υπέρβασης, ανάτασης και ψυχικού σάλου. Κατόπιν είναι οι ήρωες. Είναι αυτοί που
αφιερωμα/33 αντιμετωπίζουν το θάνατο με ηρεμία, με ευψυχία, με εγκαρτέρηση. Ο Rilke επιμένει: Π ρέπει να κ α τανοήσουμε το θάνατο, ότι είναι η μετάβαση, η μετάσταση, η μεταστοιχείωση, είναι η αρχή της «μεταμόρφωσης», ώστε, βαθμιαία και σταδιακά, με την ανάδυση, συνεχώ ς, τελειοτέρων ανθρώπι νων όντων, να επιτευχθεί η «θέωση». Ο άνθρω πος είναι «άδικος» απέναντι του θανάτου. Φα ντάζεται ότι διακόπτει τη ζωή με την ευρύτερη σημασία του όρου. Βεβαίως είναι δυνατόν να δι καιολογηθεί η αδυναμία του αυτή. Είναι πικρό να εγκαταλείπεις τη γη, με την οποία συνδέεσαι με πλήθος δεσμούς. Είναι πικρό να αποκοπείς από τους οικείους αυτούς δεσμούς και να εισχωρή σεις σ ’ έναν κόσμ ο άγνωστο. Λυπούμεθα, συνή θως, εκείνους που απέθαναν νέοι, που αποσπάσθηκαν από τους κ όλπους της γης, καθώς το βρέφος που αποκόπτει το θηλασμό. Και όμω ς πρέπει να τους θεωρήσουμε ω ς οδηγούς. Εισδύοντας στο χώρο του θανάτου, γνωρίζουν ήδη, πο λύ ενωρίς, τα «μυστήρια», που είναι άγνωστα στους «ζώ ντες». Ο θάνατος, λοιπόν, είναι «πρόο δος», «υπέρβαση», προσπέλαση του «αοράτου», του «Υπεραισθητού», του «Α γνώ στου». Ε κτός αυτού όμω ς, ο θάνατος είναι αυτός που προσέφερε ένα ανεκτίμητο δώρο στον άνθρωπο: τη Μου σική. Με το θρήνο για τον Λίνο αρχίζει η κ αλ λιέργεια της μουσικής. Η μουσική είναι αυτή που βοηθεί τον άνθρωπο να διεισδύσει στο « Ά π ε ι ρο», να συλλάβει την αρμονία του Σύμπαντος, να συμφιλιωθεί με τους νόμους που διέπουν τη μοίρα του ανθρώπου. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Ορφέα. Εμψύχωνε την ανόργανη ύλη και την έφερε πλησιέστερα προς τον άνθρωπο. Και για να κλείσουμε συνοπτικά αυτό το προλόγικό σημείωμα: Στην πρώτη ελεγεία ο Rainer Maria Rilke ενορχη στρώνει ακόμη μερικά θέματα, που θα αναπτύξει εκτενέστερα στις επόμ ενες ελεγείες. Κυρίως εδώ προαναγγέλλει ότι ο θάνατος δεν είναι παρά μια «στάση», δεν είναι παρά μια φάση απαραίτητη, που ανοίγει τη θύρα προς την «τελείωση» προς τη «θέωση» του ανθρώπου1.
III
I δού τώρα η πρώτη αυτή ελεγεία:
Κι αν κραύγαζα, ποιος θα μ ’ άκουε ανάμε σα στις τάζεις των αγγέλω ν;/Κ ι αν ένας, αίφ νης, μ ’ έκλεινε στον κόρφο του, θα με συνέτριβε, πιστεύω / η ισχυρότερη υπόστασή του. Δεν είναι το Ωραίο παρά ο πρώτος του τρομε ρού / αναβαθμός. Να το ανεχθούμε μόλις εί ναι δυνατόν. Κ ι’ αν το θαυμάζουμε, επιτέλους / είναι γιατί δεν καταδέχεται - από αδιαφο ρία - να μας συντρίψει. / Κάθε άγγελος είναι τρομερός. Κι αρκούμαι την κραυγήν να κατα
πνίξω, / που αναδύεται από μέσα μου μ ’ ενός μαύρου λυγμού τη συνδρομή. Τι μένει; / Σε ποιόν να καταφύγουμε; Σε άγγελους μήτε ού τε σε ανθρώπους πάλι. / Και τα ζώα ακόμη διαισθάνονται, πως δεν είμεθα, ως υπάρξεις, / 10 εδώ, ασφαλείς. Σ ’ έναν κόσμο ζούμε, απλώς γνωστόν, οικείο / γνωστόν, ερμηνευμένον έ στω. Ίσως και τούτο / να ’ναι αρκετό: Να βλέπουμε την κάθε ημέρα ένα δέντρο / ακόμη κι έναν δρόμο · να είμαστε προσηλωμένοι επί σης / σ ’ έναν κατακτημένο, πλέον, τρόπο ζω ής. Τον είχαμε γνωρίσει / έναν καιρό και τώ ρα επάνω μας έχει προσκολληθεί. Δεν μας αφίνει. / Είναι η Νύχτα, ω η Νύχτα! Ό ταν ο ά νεμος, ο υφασμένος / στις κοσμικές, απέραν τες εκτάσεις, τη μορφή μας φθείρει, / ποιος είναι αυτός, ποιος είναι, αλήθεια, εκείνος, / που η εράσμια δεν τον γοήτευσεν η νύχτα, κι ας γνώριζε έστω / 20 πως, οπωσδήποτε, είναι απατηλή κι αυτή. Πως σύντομα κι η Νύχτα / θα διαψεύσει τις ελπίδες του κι οδύνες θα του προσκομίσει πλήθος, / καθώς υψώνεται αινιγματική εμ πρός στην καρδιά του τώρα. / Μήπως πλέον αβρή, απαλή προς τους ερωτευμένους είναι; / Αλλοίμονο! Τη μοίρα τους ο ένας από τον άλ λον αποκρύπτει. /Α υ τ ό δεν το γνωρίζεις; Λοι πόν τα χέρια σου προς το κενό ας υψώσεις. / Προς τις εκτάσεις άνοιξέ τα που μας προσφέ ρουν την πνοή, / όπου τα πουλιά αισθάνονται πλέον διάπλατο και οικείο, ίσως τον αέρα. / Ναι! Οι άνοιξες είχαν την ανάγκη σου. Πλή θος αστέρια πάλι / επρόσμεναν το βλέμμα σου. Και, ιδού, το παρελθόν που υψώθηκε, αίφνης / 30 ως κύμα· ίσως ακόμη το πρόσωπό σου να έ στρεψες ήδη προς ένα / παράθυρο ανοικτό, ό που οι τόνοι ενός βιολιού, οι τελευταίοι, ηχού σαν. /Α υ τ ά ήσαν όλο προσταγή. Όμως εσύ έχεις, ως το τέλος, υπακούσει; / Ή σουν στη θέση μιας αναμονής, ωσάν να προμήνυαν τα πάντα γύρω / της αγαπημένης σου την έλευση (όμως να την προστατεύσεις / δεν ήσουν ά ξιος, όταν στοχασμοί βαθείς, αδιάφοροι για σε επιτέλους, / ταλαιπωρούν έως της νυκτός τα βάθη την καρδιά σου). / Ωστόσο αν είναι η ψυχή σου νοσταλγός τις ερωτευμένες ας υ μνήσεις. / Η δόξα τους και η λάμψη τους απόσβησαν. Οι εγκαταλελειμμένες ήσαν, / που από ένας πάθος φλέγονται, που ουδέ στιγμή είχαν γνωρίσει / 40 οι άλλες οι κατευνασμένες. Λοιπόν αίνους και ύμνους ας μην παύεις / - ίσως να τις φθονείς - δοξαστικές γ ι’ αυτές να μέλπεις. / Σκέψου: ο ήρωας θα μένει αιώνιος· η πτώση του δεν ή ταν / παρά η διέξοδος ώστε την ύπαρξή του ε πί της γης να πραγματώσει. / Η τελευταία γέννησή του ήταν αυτή. Οι ερωτευμένες ό
34/αφιερωμα μως! / Η φύση, εξαντλημένη, μες στους κόρφους της και πάλι τις συνάζει, / ωσάν μια δύναμη πα ρόμοια να μην έχει πλέον / ώστε υπάρξεις, ως αυτές, στη γη, στο φως να φέρει εκ νέου. / Την Gaspara Stampa μήπως εσύ στοχάστηκες ποτέ σου, / τη μνήμη της εδόξασες ποτέ; Έ χεις τη Gaspara ως πρότυπον υψώσει / ώστε η κάθε νέα κόρη τον αγαπημένο της που θα ’χει χάσει / να την προσβλέπει ως υπόδειγμα, ως υπογραμμό στο δρόμο της ζωής της. / Οι αρ χαίες οδύνες - οι πλέον αρχαίες - δεν έχουν ωριμάσει εντός σου, /ώ στε να γίνουν γόνιμες; Ο καιρός δεν ήλθε αυτός που, όταν αγαπούμε, / να είμεθα πρόθυμοι από το προσφιλές το πρόσωπο, έστω με οδύνη, / να αποσπασθούμε, όπως το βέλος (καθώς συσπειρωμένο / στο στόχο κατευθύνεται) νικά, υπερβαίνοντας τον ίδιο τον εαυτόν του; / Ναι, στάση - διάρ κεια ανύπαρκτη. Να το κατανοήσεις πρέπει!/ Φωνές, φωνές! Καθώς έναν καιρό οι Άγιοι μό νο / τις άκουαν. Η πρόσκληση ήταν επιτακτι κή, ώστε από τη γης ακόμη / 60 τους ανασήκωνε. Απαθείς, γονατιστοί παρέ μεναν / ακούοντας. Οχι γιατί είναι εφικτό τη φωνή του θεού νανθέξεις. / Όχι αυτό! Όμως άκου τη φωνή που φθάνει απ’ του Αχανούς τα βάθη, /είναι το συνεχές, το αδιάλειπτο το μή νυμα που η Σιωπή αρθρώνει, /α π ό τους πρόω ρους νεκρούς ένας όρθος ανεβαίνει και την α κοή σου κρούει. / Σ ’ όλους τους τόπους που ήδη εσύ έχεις γνωρίσει / στους ναούς της Νεά πολης, της Ρώμης, δεν άκουσες το Πεπρωμέ νο / να σου μιλείμε πράα φωνή ή μιαν επιγρα φή στη Santa Maria Formosa; / Τι θέλουν από με; Με εγκαρτέρηση θα πρέπει / της αδικίας το ομοίωμα που ενίοτε ενοχλεί να απο σπάσω,/ 70 που την ελεύθερη την κίνηση του πνεύματός τους εμποδίζει. / Είναι αλλόκοτο τη γη μην την κατοικούμε πλέον / τον τρόπο της ζωής που ήδη είχαμε μάθει να μην ακολουθούμε. / Στα ρόδα να μην διαβλέπουμε, καθώς και στα πράγματα τα άλλα, / το μυστικό που εγ κλείουν, το αποκαλυπτικό του μέλλοντος του ανθρώπου. / Να μην είμαστε ό,τι υπήρξαμε στην άπειρη των χεριών την αγωνία. / Και τόνομά σου, ως κι αυτό, να το εγκαταλείπεις, / ως άθυρμα που συντριμμένο απόμεινες. Α λ λόκοτο είναι / επιθυμίες και πόθους φλογε ρούς εντός σου να μην τρέφεις πλέον. / Αλλό κοτο ό,τι ήταν σκληρό και συμπαγές να θρυμ ματίζεται· / ω, νάσαι 80 νεκρός, πικρό κι οδυνηρό. Και είναι βαρύ να μην αισθάνεσαι, έστω / ότι ένα μόριο της αιω νιότητας κατέχεις. Όμως οι ζώντες / πλανώνται, όταν προχωρούν σε διακρίσεις αυστη
ρές. Οι άγγελοι - ας το μάθουν / αγνοούν αν ανάμεσα σε ζώντες ή νεκρούς κινούνται. Το αιώνιο ρεύμα / τα πάντα αναμοχλεύει και συμφύρει· οι δύο κόσμοι / συγχέονται κι ανά μεσα σ ’ αυτούς κυρίαρχη αντηχεί η φωνή τους. / Κι αυτό ακόμη: αυτοί που πρόωρα έχουν πεθάνει / αποχωρίζονται ήρεμα από τα γήινα πράγματα. Τη γης εγκαταλείπουν, / καθώς το βρέφος της μητέρας το μαστό, όταν θα μεγα λώσει πλέον. / Λοιπόν εμείς, σε τόσα μυστικά που να εισδύσουμε ποθούμε, / 90 η άνοδος η ευδαιμονική να υπάρξουμε, δίχως εκείνους / θα ήταν δυνατόν ποτέ; Αναπηδά η λύτρωση απ’ το πένθος! / Ο μύθος περιττός. Το θάνατο του Λίνου μ ’ ένα θρήνο / για να τι μήσει η Μουσική της ύλης διαπέρασε το στρώμα. / Το τρομαλέο διάστημα ένας έφη βος, μ ’ έναν θεό παρόμοιος, / διαυλάκωσε. Και το κενό μια δόνηση αισθάνθηκε αίφνης, / που μας αναταράζει· μας βοηθά και μας ανα κουφίζει.
Σχόλια Στίχος: 3-4: Η θέα του Ωραίου προκαλεί στον άν θρωπο συγκίνηση, δέος και τρόμο ακόμη. Κατά τις απόψεις της φιλοσοφίας του ιδεαλισμού, επει δή είναι «έκφανση» της θεότητας, δεδομένου ότι ο Θεός (Ο Νους, ο Λόγος, η «απόλυτος ιδέα») εμ περιέχει και το Αγαθόν και το Αληθές και το Ωραίον. Κατά τους υλιστές φιλοσόφους είναι ενστικτική επιταγή. Κατά τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων και των άλλων λαών η εμφάνιση των θεών, ημιθέων, προφητών, προκαλούσε στους θνητούς δέος, τρόμο, ψυχική συντριβή (Ιλιάδα, XX, 129-131, Παλ. ανθολογία IX, 625, Πράξ. αποστ. θ, 1-5). Στίχος 48: Ιταλίδα ποιήτρια του 16ου αιώνα. Πε ρίφημος ο έρωτάς της προς τον Gallaltino di Gallalto, ο οποίος την εγκατέλειψε, όπως προκύ πτει από την ποιητική συλλογή «Rima». Μαζί με τη Louise Labe και τη Marianna Alko-Forado (η Πορταγαλίδα μοναχή) αποτελούν τις μεγάλες ε ρωτευμένες, στις οποίες αναφέρεται ο Rilke και στις «Σημειώσεις του Make Laurids Brigge». Στίχος 87: Επιγραφή σε μια πλάκα του περίφη μου ναού της Βενετίας. Στίχος 92: Ο μύθος του Λίνου αναφέρεται από τον Ό μηρο (Ιλιάδα, XVIII, 567 και επ.) και από τον Οβίδιο (Amores, 3, 9, 23 και 480).1 1. Περιττό να σημειώσουμε ότι η ερμηνεία που δίνουμε είναι μια από τις πολλές ερμηνείες που είναι δυνατόν να διατυπω θούν. Η μεγάλη ποίηση - είναι κοινός τόπος - είναι πολυδιά στατη, πολύπλευρη, πολυσύνθετη.
αφιερωμα/35
___ /V " - #
/
1 T
I ■1 V
%'}%: Fi~j
Σημειώσεις του '« ? V Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε (Ανθολόγιο)·
/"
x
η
v>
< ft
*
y I \ ^
iv>.N >, \
\ ■
Οι «Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε» ξεκίνησαν το 1904 και τελείωσαν το 1909. Εκδόθηκαν το 1910 και θεωρούνται το πιο ευρύ πεζό έργο του Ρίλκε, το πιο ολοκληρωμένο του, που πλησιάζει τη φόρμα του μυθιστορήματος. Θα πρέπει να λάβει υπόψη κανείς ότι το 1904 ο Τόμας Μαν κυκλοφόρησε τον «Τόνιο Κρέγκερ» και το 1906 ο Μούζιλ τον «Νεα ρό Τέρλες». Σ ’ αυτή τη γερμανόφωνη ανθολογία εφήβων με τις αγωνίες και τις περιπέτειές τους, θα πρέπει να προστεθεί επίσης το αριστούργη μα του Τζόυς «Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεανική ηλικία» ως μια μο ναδική παγκόσμια κατάθεση της κρίσης του ανθρώπου της εποχής και του Ευρωπαίου καλλιτέχνη. Τοποθετούν τον Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε κοντά στον «Οδυσσέα», το «Μαγικό Βουνό» και τον «Άνθρωπο χωρίς ι διότητες», προσδίδοντάς του ανάμεσα σ ’ αυτές τις αναλογίες τη σημα σία της αναζήτησης νέων μορφών έκφρασης και σκέψης. Το βιβλίο δεν έχει σχεδόν πλοκή. Αποτελείται από αυτοβιογραφικές σελίδες, αποσπά σματα γεγονότων σφηνωμένων στη μνήμη, από αποσπάσματα επιστο λών, από περιγραφή περαστικών προσώπων ή αντικειμένων που όλα τους όμως λειτουργούν σαν μια ενότητα μαρτυρώντας την αγωνιώδη προσπάθεια του ήρωα να βρει το πρόσωπό του, να ονομάσει την ύπαρξή του. Αυτός είναι ο λόγος που η ένταση, η ψυχική πίεση, η αγωνία και το άγ χος του ήρωα κάνουν το βιβλίο να είναι ένας προάγγελος της σχολής των υπαρξιστών που γεννήθηκε κατόπιν στο Παρίσι.
36/αφιερωμα
rue Toullier, 11 Σεπτεμβρίου
έξω Ω σ τ ε λοιπόν εδώ έρχονται οι άνθρωποι για να ζήσουν, εγώ θα έλεγα μάλλον πως πεθαίνει κανείς εδώ. Ή μουν έξω. Είδα νοσοκομεία. Είδα έναν άνθρωπο που κλονίστηκε κ ’ έπεσε. Ο κόσμος συγκεντρώθηκε γύρω του, αυτό με απάλ λαξε από τα παρακάτω. Είδα μιαν έγκυο γυναίκα. Σερνόταν βαριά σ’ ενός ψη λού, ζεστού τοίχου το μάκρος, ψηλαφώντας τον κάποτε σα να ήθελε να βεβαιωθή πως ήταν ακόμα εκεί. Ναι, ήταν ακόμα εκεί. Από πίσω; Έ ψ αξα στο σχεδιά γραμμά μου: Maison d’Accouchement. Καλά. Θα την ξεγεννήσουν - μπορούν. Παρακάτω, rue Saint-Jacques, ένα μεγάλο οικοδόμημα μ’ ένα θόλο. Το σχεδιά γραμμα ανέφερε: Val de grace. Hopital militaire. Αυτό δεν ήταν ανάγκη βέβαια να το ξέρω, ωστόσο δεν βλάπτει. Ο στενός δρόμος άρχισε νά μυρίζη απ’ όλες τις μεριές. Μύριζε, όσο μπορούσε να ξεχωρίση κανείς, ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. Ό λ ε ς οι πολιτείες μυρίζουν το καλοκαίρι. Κ’ ύστερα είδα ένα ιδιότροπα θεότυφλο σπίτι, αδύνατο να βρεθή στο σχεδιάγραμμα, ωστόσο πάνω από την πόρτα στεκόταν ακόμα αρκετά ευανάγνωστα: Asyle de nuit. Πλάι στην πόρτα ήταν οι τιμές. Τις διάβασα. Δ εν ήταν ακριβό. Και τίποτ’ άλλο; Έ να παιδί μέσα σ ’ ένα σταματημένο παιδικό αμαξάκι: ήταν χοντρό, πρασινωπό, κ’ είχε ένα ευδιάκριτο εξάνθημα πάνω στο μέτωπο. Απο θεραπευόταν καθώς φαίνεται και δεν πονούσε. Το παιδί κοιμόταν, το στόμα ή ταν ανοιχτό, ανάπνεε ιοντοφόρμ, λίπος από pommes frites, φόβο. Αυτό ήταν μια φορά έτσι. Το κυριώτερο ήταν πως ζούσαμε. Αυτό ήταν το κυριώτερο.
βλέπω
Δ
εν το έχω πει; Μαθαίνω να βλέπω. Ναι, αρχίζω. Ακόμα δεν τα καταφέρνω. Ωστόσο θέλω να εκμεταλλευτώ τον καιρό μου. Να μην καταλάβω λόγου χάρη ποτέ, πόσα πρόσωπα υπάρχουν. Υπάρχουν πλήθος άνθρωποι, αλλά ακόμα περισσότερα πρόσωπα, αφού ο καθένας έχει πολλά. Υπάρχουν άνθρωποι που φορούν χρόνια ένα πρόσωπο, φυσικά φθείρε ται, λερώνει, ξεσχίζεται στις πτυχές, φαρδαίνει σαν τα γάντια που φόρεσε κα νείς στο ταξίδι. Είναι οικονόμοι, απλοϊκοί άνθρωποι· δεν το αλλάζουν, δεν το καθαρίζουν καθόλου. Είναι αρκετά καλό, ισχυρίζονται, και ποιος μπορεί να τους απόδειξη το εναντίον; Τώρα ερωτάται βέβαια, αφού έχουν πολλά πρόσω πα, τι να τα κάνουν τ’ άλλα; Τα φυλάνε. Τα παιδιά τους θα τα φορέσουν. Αλλά συμβαίνει να βγαίνουν έξω και οι σκύλοι τους μ’ αυτά. Και γιατί όχι; Το πρόσω πο είναι πρόσωπο. Ά λ λ ο ι φορούν τα πρόσωπά τους με δυσοίωνη γρηγοράδα, το ένα ύστερα από τ’ άλλο, και τα χαλάνε. Νομίζουν στην αρχή, πως θα έχουν για πάντα πρόσω πα, αλλά μόλις είναι σαράντα: και ιδού το τελευταίο. Αυτό έχει φυσικά την τραγικότητά του. Δεν είναι συνηθισμένοι να προφυλάνε πρόσωπα, το τελϊευταίο τους χάλασε σε οκτώ μέρες, απέκτησε τρύπες, σε πολλές μεριές είναι λεπτό σαν χαρτί, κ’ ύστερα προβάλλει πότε πότε το υπόστρωμα, το μη-πρόσωπο, και μ’ αυτό τριγυρίζουν.
στίχοι
Γ ιατί οι στίχοι δεν είναι, καθώς νομίζουν οι άνθρωποι, αισθήματα (αυτά τα έχει κανείς αρκετά νωρίς), είναι εμπειρίες. Για ένα στίχο πρέπει να δη κανείς πολ λές πόλεις, ανθρώπους και πράγματα, πρέπει να γνωρίζη κανείς τα ζώα, πρέπει να αισθάνεται πώς πετάνε τα πουλιά και να ξέρη την κίνηση, με την οποία ανοί
αφιερωμα/37
γουν τα μικρά λουλούδια το πρωί. Πρέπει να μπορή να στρέφη τη σκέψη του πίσω, σε δρόμους, σε άγνωστες περιοχές, σ’ απροσδόκητες συναντήσεις και σ’ αποχωρισμούς που από καιρό τους περιμέναμε, - σε μέρες παιδικότητας, που μένουν ακόμα ανεξήγητες στους γονείς που έπρεπε να τους πικραίνουμε όταν μας έφερναν μια χαρά που δεν την νοιώθαμε (ήταν μια χαρά για έναν άλλον), σε αρρώστιες παιδιών που αρχίζουν τόσο παράξενα με τόσες βαθειές και βαρειές αλλαγές, σε μέρες, στα ήρεμα, περιωρισμένα δωμάτια και πρωινά στη θά λασσα, στη θάλασσα παντού, σε θάλασσες, σε νύχτες ταξιδιών θορυβώδεις που πέταξαν ψηλά μ’ όλα τ’ αστέρια - και δεν είναι ακόμα αρκετό όταν μπορή κα νείς όλα αυτά να τα σκέπτεται. Πρέπει να έχη αναμνήσεις από πολλές ερωτικές νύχτες, που καμμιά τους δεν έμοιαζε με την άλλη, από κραυγές γυναικών ετοι μόγεννων, κι από ανάλαφρες λευκές, κοιμισμένες λεχώνες που κλείνονται. Ωστόσο πρέπει να παραστάθηκε κανείς και σε ετοιμοθάνατους, πρέπει να κάθησε κοντά σε νεκρούς στο δωμάτιο με τ’ ανοιχτό παράθυρο και τους εναλ λασσόμενους θόρυβους. Κι ακόμα δεν αρκεί να έχη κανείς αναμνήσεις. Πρέπει να μπορή κανείς να τις λησμονά όταν είναι πολλές και πρέπει να έχη την μεγά λη υπομονή να περιμένη να ξανάρθουν. Επειδή δεν είναι ακόμα οι ίδιες οι ανα μνήσεις. Μ όνον όταν γίνουν αίμα μέσα μας, βλέμμα και χειρονομία, δίχως όνο μα και δίχως πια να ξεχωρίζουν από μας τους ίδιους, τότε μόνον μπορεί να συμβή, σε μια πολύ σπάνια ώρα η πρώτη λέξη ενός στίχου να υψωθή στη μέση τους και να βγη απ’ αυτές. Ό λο ι οι στίχοι μου όμως γεννήθηκαν διαφορετικά, ώστε λοιπόν δεν είναι στί χοι. Κι όταν έγραφα το δράμα μου, πόσο πλανήθηκα! Ή μουν ένας μιμητής κ’ ένας τρελλός για να έχω την ανάγκη ενός τρίτου, για να διηγηθώ για το πεπρω μένο δύο ανθρώπων, που το είχαν κάνει βαρύ; Πόσο εύκολα έπεσα στην παγί δα. Κι όμως θα έπρεπε να γνωρίζω πως αυτός ο τρίτος που περνάει από κάθε ζωή και λογοτεχνία, αυτό το φάντασμα ενός τρίτου, που δεν υπήρξε ποτέ, δεν έχει καμμιά σημασία, ώστε πρέπει κανείς να τον αρνηθή. Ανήκει στα προσχή ματα της φύσεως, που πάντα πασχίζει να απομακρύνη την προσοχή των ανθρώ πων από τα βαθύτατα μυστικά της. Είναι το προπέτασμα, που πίσω του παίζε ται ένα δράμα. Είναι ο θόρυβος στην είσοδο της άφωνης ηρεμίας μιας αληθινής σύγκρουσης. Θα νόμιζε κανείς πως ήταν δύσκολο σε όλους ώς τώρα να μιλή σουν για τους δυό, γι’ αυτούς που πρόκειται· ο τρίτος, ακριβώς επειδή είναι τό σον ανυπόστατος, είναι το εύκολο της άσκησης, γι’ αυτόν όλοι μπορούν.
θεός
Ν
αι, είναι δυνατό. Είναι δυνατό, να υπάρχουν άνθρωποι, που λένε «Θεός» και πιστεύουν πως αυτό είναι κάτι κοινό; - Κοίταξε μόνο, δύο παιδιά του σχολείου. Αγοράζει το ένα ένα μαχαίρι και την ίδια μέρα αγοράζει κι ο γείτονάς του ένα εντελώς όμοιο. Και τα δείχνουν ο ένας στον άλλον, ύστερα από μια βδομάδα, τα δυο μαχαίρια, και προκύπτει πως έχουν μονάχα ασήμαντες ομοιότητες - τόσο διαφορετικά καταντήσανε σε διαφορετικά χέρια. (Ναι, λέει η μητέρα του ενός πάνω σ’ αυτό: αφού τα χαλάτε με το πρώτο). Α, έτσι λοιπόν: είναι δυνατό, να πιστεύη κανείς πως θα μπορούσε να έχη ένα Θεό, χωρίς να τον μεταχειρίζεται; Ναι, είναι δυνατό.
ποιητής
Δ
εν ξέρετε τι είναι αυτό, ένας ποιητής; - Ο Βερλαίν... Ούτε; Καμμιάν ανά μνηση; Ό χ ι. Δεν τον ξεχωρίσατε ανάμεσα σ ’ αυτούς που γνωρίσατε; Δεν κάνέτε διακρίσεις, το ξέρω. Ό μ ω ς είναι ένας άλλος ποιητής αυτός που διαβάζω, έ νας που δεν κατοικεί στο Παρίσι, ένας εντελώς άλλος. Έ νας που έχει ένα ήσυ
38/αφιερωμα
χο σπίτι στο βουνό. Αυτός αντηχεί σαν καμπάνα σε καθάριον αέρα. Έ νας ευτυ χισμένος ποιητής που διηγείται για το παράθυρό του και για τις τζαμόπορτες της βιβλιοθήκης του που καθρεφτίζουν στοχαστικά ένα αγαπημένο, έρημο διά στημα. Να ο ποιητής ακριβώς που θάθελα να γίνω- επειδή ξέρει από κορίτσια, τόσο πολλά και θα ήξερα κ’ εγώ πολλά γι’ αυτά. Ξέρει από κορίτσια που ζήσανε πριν από εκατό χρόνια· δεν πειράζει, πως είναι πεθαμένα, επειδή τα ξέρει ό λα αυτός. Κι αυτό είναι το σπουδαιότερο. Προφέρει τα ονόματά τους, αυτά τα απαλά λεπτογραμμένα ονόματα με τα πλουμίδια της παλιάς εποχής, στα μα κριά ψηφία και τα ηλικιωμένα ονόματα των μεγαλύτερων φιλενάδων τους, ό που κιόλας αντηχεί μαζί τους λίγη μοίρα, λίγη απογοήτευση και θάνατος. Ίσως σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του, από μαόνι, να πλαγιάζουν τα ξεθωριασμένα τους γράμματα και τα σκόρπια φύλλα των ημερολογίων τους που μιλούν για γε νέθλια, για θερινές εκδρομές, για γενέθλια. Ή μπορεί να υπάρχη στο κυρτό κομμό στο βάθος της κρεβατοκάμαράς του ένα συρτάρι, όπου τ’ ανοιξιάτικα φορέματά τους είναι φυλαγμένα· λευκά φορέματα που φορέθηκαν τη Λαμπρή για πρώτη φορά, φορέματα από χνουδωτό τούλι, που ανήκουν κυρίως στο κα λοκαίρι που δεν μπόρεσαν να το περιμένουν.
φόβος
Ο
φόβος πως ένα μικρό μάλλινο νήμα, που προεξέχει από την ούγια της κου βέρτας, είναι σκληρό, σκληρό και κοφτερό σαν μια ατσαλένια βελόνα· ο φό βος, πως τούτο το μικρό κουμπί της νυχτικιάς μου είναι μεγαλύτερο από τό κε φάλι μου, μεγάλο και βαρύ· ο φόβος, πως τούτο το ψίχουλο του ψωμιού, που πέφτει τώρα απ’ το κρεβάτι μου, θα ’φτάνε κάτω γυάλινο και σπασμένο, και η καταθλιπτική έγνοια μήπως μαζί του θα θραύονταν όλα, όλα για πάντα· ο φό βος, πως η λουρίδα από την άκρη μιας ανοιγμένης επιστολής είναι κάτι απαγο ρευμένο, που κανείς δεν επιτρέπεται να δη, κάτι απερίγραπτα πολύτιμο, που γι’ αυτό κανένα μέρος μέσα στην κάμαρα δεν είναι αρκετά ασφαλές· ο φόβος, πως θα κατάπινα, αν μ’ έπαιρνε ο ύπνος, το κάρβουνο, που είναι μπροστά στη θερ μάστρα· ο φόβος, πως κάποιος αριθμός μέσα στον εγκέφαλό μου αρχίζει να μεγαλώνη, ώσπου να μη χωρά πια μέσα μου· ο φόβος, πως αυτό που επάνω του είμαι πλαγιασμένος είναι γρανίτης, γκρίζος γρανίτης· ο φόβος, πως θα μπορού σα να κραύγαζα, πως θα μαζεύονταν μπρος στην πόρτα μου, και θα την άνοι γαν στο τέλος δια της βίας· ο φόβος, πως θα μπορούσα να προδοθώ και να τα πω όλα αυτά που φοβάμαι, κι ο φόβος πως δεν θα μπορούσα τίποτα να πω, επει δή όλα είναι ανέκφραστα - και οι άλλοι φόβοι... οι φόβοι. Παρακάλεσα για τα παιδικά μου χρόνια και ξανάρθαν, κ’ αισθάνομαι πως εξακολουθούν να είναι όπως πρώτα τόσο βαρειά, και πως τίποτα δεν ωφέλησε που μεγάλωσα.
καρδιά
Η ύπαρξη του τρομαχτικού σε κάθε συστατικό του αέρα. Το αναπνέεις με τη διαφάνειά του· ωστόσο μέσα σου κατακρημνίζεται, γίνεται σκληρό, παίρνει μυ τερά, γεωμετρικά σχήματα ανάμεσα στα όργανα· επειδή όλα τα μαρτύρια και οι φρικαλεότητες που συνέβησαν στις πλατείες των εκτελέσεων, στις κάμαρες των βασανιστηρίων, στα φρενοκομεία, στις αίθουσες των εγχειρίσεων, κάτω απ’ τα τόξα των γεφυρών, το ύστερο φθινόπωρο: όλα αυτά τα χαρακτηρίζει μια επίμονη διάρκεια, όλα αυτά είναι αυθύπαρκτα και εξαρτώνται, ζηλότυπα για κάθε ον, από την τρομερή τους πραγματικότητα. [...] Καλύτερα ίσως να έμενες στο σκοτάδι και να δοκίμαζε η απεριόριστη καρδιά σου, να είναι η βαρειά καρδιά όλων των δυσδιάκριτων. Τώρα συγκεν τρώθηκες στον εαυτό σου, βλέπεις τον εαυτό σου μπροστά σου να τελειώνη μέ
αφιερωμα/39
σα στα χέρια σου και ξαναχαράζεις από καιρό σε καιρό με μιαν αβέβαιη κίνη ση, το πρόσωπό σου. Και μέσα σου δεν υπάρχει πια χώρος· και σχεδόν σε καθη συχάζει η σκέψη, πως μέσα σ’ αυτή την εσωτερική σου στενότητα, αδύνατο να μπορέση να σταθή κάτι μεγάλο· πως και το ανήκουστο πρέπει να εισχωρήση και να περιοριστή, κατά τις περιστάσεις. Ό μ ω ς έξω, έξω δεν υπάρχει σκοπός· κι όταν έξω υψώνεται η στάθμη, τότε υψώνεται και μέσα σου όχι μέσα σ’ αγγεία που βρίσκονται εν μέρει υπό την εξουσία σου ή στο φλέγμα των ατάραχων ορ γάνων σου: αυξαίνει μέσα στα τριχοειδή αγγεία, καθώς απορροφάται έως τις ακρότερες διακλαδώσεις της πολυσχιδούς σου υπάρξεως. Εκεί υψώνεται, εκεί σε πλημμυρίζει, ανεβαίνει ψηλότερα απ’ την αναπνοή σου, όπου καταφεύγεις όπως το τελευταίο σου καταφύγιο. Α χ, κ’ έπειτα προς τα πού, προς τα πού; Η καρδιά σου σε σπρώχνει έξω από τον εαυτό σου, η καρδιά σου σε κυνηγά κι εσύ στέκεις σχεδόν πια έξω από τον εαυτό σου και δεν μπορείς πια να γυρίσης.
νύχτα
Ω
νύχτα δίχως αντικείμενα. Ω παράθυρο τυφλό προς τα έξω, ω θύρες κλεισμέ νες προσεχτικά· θεσμοί παρμένοι παλαιόθεν δοκιμασμένοι, ποτέ ολότελα κα τανοητοί. Ω ησυχία της σκάλας, ησυχία των διπλανών δωματίων, ησυχία ψη λά, πάνω στη στέγη. Ω μητέρα: ω μοναδική εσύ, που σκέπαζες όλη αυτή την ησυχία κάποτε στα παιδικά μου χρόνια. Που την παίρνεις επάνω σου λέγοντας: μην τρομάζης, εγώ είμαι. Που έχεις το θάρρος να είσαι μεσ’ στη βαθειά νύχτα η ησυχία αυτή για κείνους που φοβούνται, που λειώνουν από φόβο. Ανάβεις ένα φως, κ’ είσαι συ κιόλας ο θόρυβος. Και το προτείνεις λέγοντας: εγώ είμαι, μην τρομάζης. Και το απιθώνεις, σιγά, και δεν υπάρχει αμφιβολία: είσαι συ, συ είσαι το φως γύρω απ’ τα γνωστά αγαπημένα αντικείμενα, που βρίσκονται εδώ δίχως νόημα κρυφό, αγαθά, απλά, θετικά. Κι όταν κάτι θορυβή κάπου στον τοίχο ή κάνη ένα βήμα στα πατώματα: τότε χαμογελάς μόνο, χαμογελάς, χαμογελάς διάφανα σε βάθος φωτεινό στο περίφοβο πρόσωπο, που σ ’ ερευνά, σα νάσουν ένα, και μέσα στο μυστικό κάθε πνιγμένου ήχου, συνεννοημένη μαζί του και σύμφωνη. Μοιάζει καμμιά δύναμη τη δύναμή σου μέσα στη γήινη κυριαρχία; Κοίτα, βασιλείς κοίτονται αλύγιστοι κι ο μυθολόγος δε μπορεί να τους διασκεδάση. Πάνω στα μακάρια στήθη της ευνοουμένης τους, τους συνέχει η φρίκη και τους κάνει χαλαρούς κι ανόρεχτους. Κ’ έρχεσαι συ και κρατάς πίσω σου το τέρας, και το κρύβεις ολότελα, όχι σαν ένα προπέτασμα που μπορεί κανείς εδώ κ’ εκεί να τ’ ανοίξη. Ό χ ι σα να το ξεπέρασες με το κάλεσμα εκείνου που σε είχε ανάγκη. Σα να τα πρόλαβες όλα, όσα μπορούν να ’ρθουν, και να είχες πίσω σου μόνο την προσδρομή σου, τον αιώνιο δρόμο σου, το πέταγμα της αγά πης σου.
εκμαγείο
Ο
χύτης, που κάθε μέρα περνώ από μπροστά του, έχει κρεμάσει πλάι στην πόρτα του δυο εκμαγεία. Το πρόσωπο της νεαρής πνιγμένης που το πήραν στο νεκροτομείο, επειδή ήταν ωραίο, επειδή χαμογελούσε, επειδή χαμογελούσε τό σο απατηλά σα να το ήξερε. Κι από κάτω το πρόσωπό του που ξέρει. Αυτόν το σκληρό κόμπο των σφιχτοδεμένων αισθήσεων. Αυτή την αδυσώπητη αυτο συμπύκνωση μουσικής, που θέλει διαρκώς να εξατμίζεται. Το πρόσωπο εκεί νου, που ένας Θεός του έκλεισε την ακςή, για να μην υπάρχουν άλλοι ήχοι απ’ τους δικούς του. Για να μη παραπλανηθή από το θολό κ’ εφήμερο των θορύβων. Αυτός, που μέσα του ήταν η διαύγεια και η διάρκειά τους- ώστε μόνον οι άτονες αισθήσεις να του φέρουν τον κόσμο αθόρυβα, έναν κόσμο σε ένταση, σε αναμο νή, ανέτοιμον, πριν απ’ τη δημιουργία του ήχου. Μην παρακαλής κανένα να μιλήση για σένα, ούτε καν περιφρονητικά. Κι ό-
40/αφιερωμα
ταν περάση ο καιρός και δης πως τ’ όνομά σου κυκλοφορεί μεσ’ στους ανθρώ πους, μη το παίρνης σοβαρώτερα απ’ όλα τ’ άλλα που βρίσκεις μέσα στο στόμα τους. Σκέψου: χάλασε, και πέταξέ το. Πάρε ένα άλλο, οποιοδήποτε, για να μπορή να σε καλή ο Θεός τη νύχτα. Και κρύψε το απ’ όλους.
θάνατος
Α πό τότε πολλές φορές συλλογίστηκα το φόβο του θανάτου, όχι χωρίς να λά βω υπ’ όψη μου ωρισμένες δικές μου εμπειρίες. Νομίζω, μπορώ να πω τον αισθάνθηκα. Με κατελάμβανε μέσα στην πόλη, καταμεσίς στον κόσμο, συχνά δίχως αιτία. Π ολλές φορές βέβαια συσσωρεύονταν οι αιτίες· όταν παραδείγμα τος χάρη κάποιος ξεψυχούσε πάνω σ ’ ένα πάγκο κι όλοι στέκονταν γύρω του και τον κοίταζαν κι αυτός είχε ξεπεράσει το φόβο, τότε εγώ είχα το φόβο μου. Ή στη Νεάπολη τότε: εκεί που καθόταν αυτό το νεαρό πρόσωπο, στον ηλεκτρι κό σιδηρόδρομο απέναντι μου και πέθανε. Στην αρχή φαινόταν σαν λιποθυμία, εξακολουθήσαμε μάλιστα το δρόμο μας μια στιγμή. Ό μω ς ύστερα δεν υπήρχε αμφιβολία πως έπρεπε να σταματήσουμε. Και πίσω μας στάθηκαν τα οχήματα κι αραδιάστηκαν το ένα πίσω από τ’ άλλο, σαν να μην προχωρούσε πιο κάτω σ’ αυτή τη διεύθυνση. Το χλωμό, παχύ κορίτσι θα μπορούσε να πεθάνη έτσι ή συχα, ακουμπισμένο στη γειτόνισσά του. Ό μω ς η μητέρα του δεν το παραδεχό ταν αυτό. Της παρενέβαλε όλες τις δυνατές δυσκολίες. Της ανακάτωσε όλα τα ρούχα της, της έχυσε κάτι στο στόμα που δεν κρατούσε πια τίποτα. Έτριψε ένα υγρό πάνω στο μέτωπό της, που της έφερε κάποιος, κι όταν ύστερα τα μάτια αλλοιθώρισαν λίγο, άρχισε να την τραντάζη για να ξαναφέρη το βλέμμα της ί σια μπροστά. Φώναζε μέσα στα μάτια αυτά που δεν άκουγαν, την έσερνε και την τραβούσε ολόκληρη πέρα δώθε σαν μια κούκλα και στο τέλος την έβγαλε έξω και της χτυπούσε με όλη τη δύναμη το παχύ πρόσωπο, για να μην πεθάνη. Τότε φοβήθηκα.
γείτονας Υ π ά ρ χ ε ι ένα πλάσμα που είναι τελείως άκακο όταν σου πέση στα μάτια- μόλις το αντιλαμβάνεσαι και το ξαναλησμονείς αμέσως. Μόλις όμως πέση στην α κοή σου, αόρατο κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο, τότε αναπτύσσεται εκεί, εκ κολάπτεται κατά κάποιον τρόπο, κ’ έχουμε δει περιπτώσεις, που έφτασε μέχρι τον εγκέφαλο κ’ ευδοκίμησε μέσα σ’ αυτό το όργανο εξοντωτικά, όμοια με τους πνευμονιόκοκκους του σκύλου, που εισχωρούν από τη μύτη. Αυτό το πλάσμα είναι ο γείτονας. Από τον καιρό λοιπόν που γυρίζω έτσι μονάχος, είχα αμέτρητους γείτονεςαπό πάνω μου κι από κάτω μου, δεξιά και αριστερά μου, κάποτε και τα τέσσε ρα είδη μαζί. Θα μπορούσα να γράψω απλώς την ιστορία των γειτόνων μου- αυ τό θ’ αποτελούσε έργο ζωής. Θα ήταν βέβαια μάλλον η ιστορία των νοσηρών συμπτωμάτων, που προξένησαν αυτοί μέσα μου- όμως αυτή την ιδιότητα τη μοιράζονται μ’ όλα τα πλάσματα αυτού του είδους, ώστε να μπορούν να προσ διοριστούν μόνο στις αλλοιώσεις που προξενούν σε ωρισμένους ιστούς.
χρόνος Τ ο υ ήρθε στο νου πως θα έπρεπε να υπάρχει μια κρατική υπηρεσία, ένα είδος Τράπεζα Χρόνου, όπου θα μπορούσε ν ’ αλλάξη ένα μέρος των τιποτένιων του δευτερολέπτων. Στο κάτω κάτω ήταν γνήσια. Δεν είχε ακούσει ποτέ για ένα τέ τοιο κατάστημα, όμως στο βιβλίο των διευθύνσεων απλώς θα μπορούσε να βρη κανείς κάτι τέτοιο, στο γράμμα Τ, ή ίσως ωνομαζόταν «Χρονοτράπεζα»- θα μπορούσε εύκολα να κοιτάξη κανείς και στο X. Ενδεχόμενο να πρέπει να λάβη
αφιερωμα/41
κανείς υπ’ όψη του και το γράμμα Α, επειδή υποτίθεται ότι είναι ένα αυτοκρατορικό ίδρυμα· αυτό ανταποκρινόταν στη σπουδαιότητά του.
ήχος Σ χ ε δ ό ν ο καθένας ξέρει το θόρυβο που προξενεί ένα οποιοδήποτε τενεκεδένιο στρογγυλό αντικείμενο, ας πούμε, το πώμα ενός τενεκεδένιου κουτιού όταν ξεγλιστρήση απ’ τα χέρια μας. Συνήθως δεν πέφτει κάτω με δυνατό πάταγο, πέ φτει σύντομα, εξακολουθεί να κυλά πάνω στο γύρο του, και γίνεται τότε μόνο δυσάρεστο, όταν ο κραδασμός κοντεύη να τελειώση, κι αναποδογυρίζει τρικλί ζοντας προς όλες τις μεριές πριν σταματήση. Λοιπόν: αυτό είναι όλο· ένα τέ τοιο τενεκεδένιο αντικείμενο έπεσε κάτω, κύλησε, σταμάτησε, και στο αναμε ταξύ σ ’ ωρισμένα διαστήματα βρόντηξε. Ό π ω ς όλοι οι θόρυβοι, που επιβάλ λονται επανειλημμένα, είχε κ ’ αυτός οργανωθή εσωτερικά· μεταβαλλόταν, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Ό μ ω ς αυτό ακριβώς συνηγορούσε για τη νομοτυπία του. Μπορούσε να είναι δυνατός ή απαλός ή μελαγχολικός· μπορούσε να χάνεται βιαστικός ή να κυλά ατέλειωτη ώρα πριν σταματήση. Και το τελευταίο ταλάντεμα ήταν πάντα απροσδόκητο.
μονήρης
Ο
ταν μιλά κανείς για τους μονήρεις, προϋποθέτει πάντοτε πολλά. Νομίζει, πως οι άνθρωποι ξέρουν, για τι πρόκειται. Ό χ ι, δεν το ξέρουν. Δεν έχουν δει ποτέ έναν μονήρη, τον μίσησαν μόνο, χωρίς να τον γνωρίζουν. Υπήρξαν οι γείτονές του που τον κατανάλωναν και οι φωνές στο πλαϊνό δωμάτιο που τον σκανδάλιζαν. Εξερέθιζαν τ’ αντικείμενα εναντίον του να θορυβούν και να τον επικαλύπτουν οι θόρυβοι. Τα παιδιά συμμαχούσαν εναντίον του, επειδή ήταν τρυφερός και παιδί, και κάθε του ανάπτυξη αναπτυσσόταν ενάντια στους ηλι κιωμένους. Τον ιχνηλατούσαν μέσα στην κρύπτη του σαν ένα θηρεύσιμο ζώο, και στη μακριά του νεότητα δεν υπήρχε θηρευτική απαγόρευση. Κι όταν αυτός δεν εξαντλείτο και διέφευγε, τότε κραύγαζαν για κάθε τι που προερχόταν απ’ αυτόν, και το ωνόμαζαν άσχημο και το ενοχοποιούσαν. Κι όταν αυτός δεν έδινε προσοχή, τότε γίνονταν πιο έκδηλοι και του καταβρόχθιζαν την τροφή και ανάσαιναν τον αέρα του, και έφτυναν μέσα στη φτώχια του, ώστε να τού γίνη αποκρουστική. Τον δυσφημούσαν, όπως δυσφημούν έναν μολυσμένο, και τον λιθο βολούσαν για ν ’ απομακρυνθή πιο γρήγορα. Και είχαν δίκαιο μέσα στο παλαιό τους ένστικτο: επειδή ήταν πραγματικά εχθρός τους.
διάβασμα
Κ
άνει καλά κανείς να προσδιορίζη απλώς ωρισμένα πράγματα που δε θ’ αλ λάξουν πια, χωρίς να θλίβεται για τα γεγονότα ή και μόνο να τα κρίνη. Έ τσι είδα καθαρά, πως ποτέ δεν υπήρξα ένας σωστός αναγνώστης. Στα παιδικά μου χρόνια, φανταζόμουν το διάβασμα σαν ένα επάγγελμα, που θα το αναλάμβανε κανείς αργότερα μια φορά, όταν θα έρχονταν όλα τα επαγγέλματα, το ένα μετά το άλλο. Για να πω την αλήθεια, δεν είχα καμμιά συγκεκριμένη παράσταση, πότε αυτό θα μπορούσε να γίνη. Βασιζόμουν στο ότι θα το παρατηρούσε κανείς, όταν η ζωή μέχρι κάποιο σημείο θα λοξοδρομούσε και θα ερχόταν μόνον πια απ’ έξω, όπως ερχόταν πριν από μέσα. Φανταζόμουν πως τότε θα γινόταν ξε κάθαρη και με μια σημασία και καθόλου παρεξηγήσιμη. Με κανέναν τρόπο α πλή, απεναντίας πολύ απαιτητική, περίπλοκη και δύσκολη αν θέλετε, αλλά ο πωσδήποτε ορατή. Το ιδιόρρυθμα απεριόριστο της παιδικής ηλικίας, το δυσα νάλογο, το ποτέ εντελώς ευδιάγνωστο, αυτό θα μπορούσε τότε να υπερνικηθή. Δεν ήταν βέβαια δυνατό να εννοηθή, πώς. Στο βάθος εξακολουθούσε ακόμα να
42/αφιερωμα
μεγαλώνη και να κλείνεται α π’ όλες τις μεριές, κι όσο πιο πολύ έβλεπε κανείς έξω, τόσο περισσότερο εσώτατο ανατάρασσε μέσα του: ο Θεός ξέρει από πού προερχόταν. Ό μ ω ς προφανώς αύξαινε μέχρι το ακρότατο κ ’ ύστερα αποσπα ζόταν με μιας. Ή τα ν εύκολο να παρατηρήση κανείς πως οι ενήλικοι πολύ λίγο ανησυχούσαν γι’ αυτό· τριγύριζαν, γνωμοδοτούσαν, κ ’ ενεργούσαν, κι αν κάπο τε συναντούσαν δυσκολίες, αυτό (οφειλόταν σε εξωτερικά αίτια. Στην αρχή τέτοιων μεταβολών ασχολήθηκα κ ’ εγώ με το διάβασμα. Τότε θα καταπιανόταν με τα βιβλία κανείς, όπως με τους γνωστούς, θα υπήρχε γι’ αυτά χρόνος, ένας ωρισμένος χρόνος που περνούσε κανονικά κ ’ ευχάριστα ακριβώς τόσος όσ ος χρειάζεται. Φυσικά θα υπήρχαν μερικά βιβλία που θα στέκονταν πιο κοντά του, κι αυτό δε θα πη πως θα ήταν εκ των προτέρων βέβαιος ότι δεν θα του απορροφούσαν ούτε μισή ώρα πότε πότε: έναν περίπατο, μια συνέντευ ξη, την αρχή μιας θεατρικής παράστασης ή ένα επείγον γράμμα. Ό τι όμως θα λύγιζαν και θα ανακάτω ναν τα μαλλιά του, σαν να είχε πλαγιάσει πάνω τους, ότι θ’ αποκτούσε φλογερά αυτιά και σαν μέταλλο παγωμένα χέρια, ότι ένα μα κρύ χέρι θα καιγόταν ολόκληρο πλάι του, και μέσα στο κηροπήγιο αυτό, δόξα τω Θεώ, θ’ αποκλειόταν τότε εντελώς.
γυναίκα X ο πεπρωμένο αγαπά να εφευρίσκη σχέδια και μορφές. Η δυσκολία του στηρί ζεται στο πολύπλοκο. Η ζωή όμως η ίδια είναι δύσκολη με την απλότητά της. Έ χει μονάχα μερικά πράγματα δυσανάλογα στο μέγεθος με μας. Ο Ά γ ιο ς, αρνούμενος το πεπρωμένο, αυτά εκλέγει ενώπιον του Θεού. Ό τι όμως και η γυναί κα σύμφωνα με τη φύση της αναφορικά προς τον άντρα, πρέπει να κάνη την ίδια εκλογή, προκαλεί την τύχη όλω ν των ερωτικών σχέσεων: αποφασιστική και άμοιρη σαν μια αιώνια στέκει στο πλάι του άντρα που μεταβάλλεται. Πάν τα ξεπερνά η γυναίκα που αγαπά το αγαπημένο πρόσωπο, επειδή η ζωή είναι μεγαλύτερη απ’ το πεπρωμένο. Το δόσιμό της θέλει να είναι άπειρο: αυτό είναι η ευτυχία της. Ό μ ω ς ο ακατονόμαστος πόνος της αγάπης της ήταν πάντα ότι της ζητούν να περιορίση αυτό το δόσιμο.
αφιερωμα/43
Ν.Ι. Λούβαρι
γΟ Ρίλκε και το «Βιβλίο των Ωρών»^
Το «Βιβλίον των Ωρών» συνδέεται και προς τα προ αυτού και προς τα μ ε τ’ αυτό έργα του Ρίλκε. Εκείνα ημπορούν να χαρακτηρισθούν ως προανακρού σματα της θρησκευτικής διαθέσεως, που εκφράζει το «Βιβλίον των Ωρών». Ταύτα εμφανίζουν την συνέχισιν αυτής και τας ποικίλας διαμορφώσεις. Ήδη τα «Πρώτα ποιήματα» φέρουν μυστικίζοντα χρωματισμόν, μαρτυρούν την ζήτησιν του Θεού και δεικνύουν την αγάπην του ποιητού προς την μόνωσιν. ις το «Βιβλίον των Εικόνων» πειράται να προχωρήση από τας έξωθεν εντυπώσεις και από την εξωτερικήν εμπειρίαν εις το εσωτερικόν βίωμα. Τα πράγματα τα αισθάνεται ολονέν συγ γενέστερα, η αγάπη του προς τους πτωχούς εμ φανίζεται διαρκώς καθαρωτέρα, η διάκρισις με ταξύ Θεού και κόσμου, αισθητού και υπεραισθη τού, λαμβάνει μορφήν σαφούς γνώσεως. Καθό λου, τα ίχνη των θεμάτων, που περιέχει το «Βιβλίον των Ωρών», ανευρίσκονται εις τας εικόνας της συλλογής αυτής. Τα «Νέα ποιήματα» εγράφησαν υπό την επίδρασιν της τέχνης του Rodin. Δια τούτο αποτελούν αγώνα προς μορφήν, προς υπόταξιν του βιώματος εις την μορφήν, της ύλης εις το είδος, προς εναρμόνισιν εκφράσεως και βιώματος. Εν τούτοις εις το βιβλίον τούτο περι λαμβάνεται σειρά ποιημάτων, που αναφέρονται εις τον καθεδρικόν ναόν, τα οποία αποκαλύ πτουν το θρησκευτικόν βίωμα του ποιητού, ως εί χε διαμορφωθή κατά τον χρόνον της συγγραφής των. Από αυτά καταφαίνεται ότι επιστρέφει εις τα πράγματα, προς τα οποία αισθάνεται συνδεδεμένον μυστικά τον εαυτόν του και τα οποία εμ
Ε
ψυχώνει. Χρησιμοποιεί εικόνας από την Αγίαν Γραφήν, ασχολείται περί το θέμα του θανάτου, δεικνύει την προστασίαν του δια τους πτωχούς και την αγάπην του προς την εις εαυτόν συγκέντρωσιν και την μόνωσιν. Σπανίως όμως ομιλεί περί του Θεού. Αλλά επιστρέφει ταχέως εις τον μυστικισμόν, ως ο κομήτης εις την ηλιακήν ε στίαν. Μαρτύρια της επιστροφής αυτής είναι αι «Ιστορίαι περί του καλού Θεού» και ο «Make Laurids Brigge», δύο πεζά έργα, τα οποία συνο ρεύουν και χρονικώς προς το «Βιβλίον των Ω ρών». Εις το πρώτον ευρίσκομεν την αυτήν ζήτησιν του Θεού, την αυτήν παράστασιν περί της πα ρουσίας του μέσα εις όλα, την αυτήν ιδέαν περί δημιουργίας του Θεού μέσα εις τον χρόνον δια του ανθρώπου, την πεποίθησιν, κατά την οποίαν αδυνατεί να υπάρχη χωρίς ημάς, τα θέματα της πτωχείας και του θανάτου, την ενότητα μεταξύ αυτού και της ζωής. Το δεύτερον δύναται να θεωρηθή ως συμπλήρωμα του τρίτου μέρους του «Βι* Απόσπασμα από τη μελέτη Ν.Ι. Λούβαρι «Ρίλκε», εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1972.
44/αφιερωμα βλίου των Ωρών». Από τα βάθη, εις τα οποία κα τήλθε δια του τελευταίου τούτου, επιστρέφει πλουσιώτερος, όχι όμως και λυτρωμένος. Διότι συναποκομίζει την γνώσιν ότι ουδέποτε ημπορεί κανείς να φθάση εις το τέρμα, ότι η ένωσις μετά του Θεού, η πλήρης πραγματοποίησις του πόθου των μυστικών, παραμένει ανεπίτευκτον αίτημα. Ούτω η ζήτησις του Θεού καταλήγει εις την απελ πισίαν, ήτις οδηγεί εις οδυνηρόν ερημιάν. Εις το εξής δεν περιδινείται πλέον ο ποιητής γύρω από τον Θεόν, δεν προσπαθεί να συλλάβη αυτόν δι’ εικόνων, δεν αισθάνεται αυτόν ως γείτονα. Διότι έχει υψωθή εις απρόσιτον, ακατανόητον, όλως αλλότριον ον. Το απρόσιτον τούτο αποτελεί την ουσίαν του, την ιδιαιτάτην του φύσιν. Δια τον λό γον τούτον δεν ομιλεί ειμή σπανίως μόνον εις τα επόμενα έργα περί αυτού. Τήν θέσιν αυτού λαμ βάνουν οι άγγελοι. Ούτω εις τον «Βίον της Μα ρίας» ο Θεός εξαφανίζεται εις τα βάθη του υπερ βατικού, ενώ οι άγγελοι είναι πανταχού παρόντες. Παραπλήσιόν τι παρατηρούμεν και εις τα «Σονέττα εις τον Ορφέα». Εις αυτά όμως εξαίρε τοι ιδιαζόντως ο θάνατος. Το βασίλειον των νε κρών είμαι μία μεγάλη και ήσυχος πραγματικότης, εν συγκρίσει προς την οποίαν η ζωή εμφανί ζεται ως μικρόν, πενιχρόν φως. Την σχέσιν μετα ξύ των δύο βιοί ο ποιητής ως τελείαν αρμονίαν, όπως ο Ηράκλειτος, οι Νεοπλατωνικοί, ο Goethe. Τέλος αι «Ελεγείαι του Duino» σημαί νουν τεραστίαν προσπάθειαν προς αποπνευμάτωσιν των πραγμάτων δια μίαν ακόμη φοράν. Συγχρόνως είναι ολοκληρωτική στροφή προς τους αγγέλους, την νύκτα, την ερημιάν και τον θάνατον,όπως επίσης και προς το θέμα της εν χρόνω δημιουργίας του Θεού. Με την διαφοράν ότι δεν δημιουργείται πλέον ο Θεός δια του αν θρώπου, αλλά οι άγγελοι. Εξ όλων των έργων του, τα κυριώτερα των οποίων εμνημονεύσαμεν, εξαιρεί ο Ρίλκε ως «αχρονολόγητα»: το «Βιβλίον των Ωρών», τα «Νέα ποιήματα», τον «Malte Laurids Brigge», τα «Σονέττα εις τον Ορφέα» και τας «Ελεγείας του Duino». Τα έργα αυτά δεικνύ ουν την προϊούσαν εξέλιξιν του ποιητού και δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τα επιτεύγματα, τα οποία εκφράζουν γνησιώτατα την βαθυτέραν φύσιν αυτού. Η αντιπαραβολή του Επέκεινα προς το Ενθάδε συνδέει το περιεχόμενον των βιβλίων αυτών, εις όλα δε απαντώμεν την ιδέαν, κατά την οποίαν κατάφασις της ζωής και κατάφασις του θανάτου είναι έν και το αυτό. Τας «Ελεγείας του Duino» χαρακτηρίζει ο ίδιος ως την περαιτέρω ε πεξεργασίαν και διαμόρφωσιν των προϋποθέσε ων εκείνων, αι οποίαι ενυπάρχουν εις το «Βιβλίον των Ωρών». Α λλ’ ως ήδη υπεδηλώθη, ενώ το κέντρον του τελευταίου τούτου είναι ο Θεός, περί τον οποίον περιστρέφονται τα πάντα και τον ο ποίον ζητεί να γνωρίση ο ποιητής, παραιτόύνται του εγχειρήματος τούτου αι «Ελεγείαι» χάριν του
όντος εκείνου, όπερ κινείται και υπάρχει, ως ε ντός ενός και του αυτού χώρου, μεταξύ των δύο κόσμων, του αισθητού και του υπεραισθητού. Το ον τούτο είναι ο άγγελος. Αυτός αποτελεί το ου σιώδες περιεχόμενον των «Ελεγειών». Διότι, ό πως έλεγεν ο Ρίλκε εις την Lou Andreas-Salome, το αντικείμενον του «Βιβλίου των Ωρών» είνε πο λύ μεγάλο και ο καλλιτέχνης οφείλει να περιορί ζεται εις μικρότερα. Αποσιωπά λοιπόν τον Θεόν εις τα κατόπιν έργα του. Ό ,τ ι μόνον τολμά πλέ ον είναι η έκφρασις της δόξης του κατά τον τρό πον της βυζαντινής αγιογραφίας. Ούτω γίνεται ό λη αυτή η ποιητική του δημιουργία, όπως παρα τηρεί ευστόχως η Ρουθ Movius, μία μεγάλη βυ ζαντινή εικών, η οποία αφήνει να αισθανώμεθα μόνον το αντικείμενον της, το οποίον κρύπτει ευλαβώς όπισθεν των ακινήτων της γραμμών. Αυ τός ο αποσιωπών εαυτόν Θεός, ο άνευ Ονόματος και όπισθεν των πραγμάτων αυξάνων, είναι ο Θε ός του ποιητού. Εκ των ειρημένων καταφαίνεται ο σύνδεσμος του «Βιβλίου των Ωρών» προς τα λοιπά «αχρονολόγητα» έργα. Α λλ’ εις τα τελευ ταία ταύτα δεν απευθύνεται πλέον κατ’ άμεσον τρόπον προς τον Θεόν, όπως εις εκείνο. Η ιδέα περί του μελλοντικού Θεού υποχωρεί. Η παράστασις του Γίγνεσθαι, της εξελίξεως, η οποία κυ ριαρχεί εις το «Βιβλίον των Ωρών», αντικαθίστα ται από την ιδέαν της μεταμορφώσεως παντός ο ρατού εις το αόρατον. Μίαν μόνον φοράν μετά την εμφάνισιν του «Βιβλίου των Ωρών» επανευρίσκομεν την ιδέαν της εξελίξεως και καθόλου τας ιδέας, αι οποίαι πληρούν το έργον εκείνο, εις τα επιστολάς, τας οποίας γράφει κατά την διαμονήν του εις το Borgely-Gard, τρία έτη μετά την έκδοσιν του «Βιβλίου των Ωρών». Η διάθεσις, ήτις διήκει δι’ αυτού, φαίνεται εις ύψιστον βαθμόν ηυξημένη εις τας επιστολάς εκείνας. Τα βιώματα, που εκφράζει το «Βιβλίον των Ωρών», ανακαλούνται εδώ εις νέαν ζωήν και οδηγούν αφ’ εαυτών εις νέ ας προσευχάς. Το πρώτον ποίημα του τετάρτου μέρους του έργου τούτου, όπερ όμως δεν συνετελέσθη, κατάγεται από τον χρόνον της διαμονής του εις το Borgely-Gard. Η εγκατάλειψις της από πειρας ταύτης προς συνέχισιν του «Βιβλίου των Ωρών» οφείλεται ίσως εις την εν τω μεταξύ δημιουργηθείσαν εις την ψυχήν του Ρίλκε πεποίθησιν, την οποίαν υποδηλώσαμεν ανωτέρω και κα τά την οποίαν το αντικείμενον του «Βιβλίου των Ωρών» είναι πολύ μεγάλο και ότι οφείλει δια τού το ο ποιητής να περιορίζεται εις μικρότερα.
Ρίλκε δεν έχει μόνον την ιδίαν αυτού περί κόσμου και βίου θεωρίαν, αλλ’ όπως όλοι οι μυστικοί, ρέπει προς προσωπικήν και άμεσον σχέσιν προς τον Θεόν, ήτις αποκλείει πάσαν ιδέ αν μεσιτείας μεταξύ Θεού και ανθρώπου δια τρί
Ο
αφιερωμα/45 των. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο ποιητής αγνοεί το θετικόν θρήσκευμα. Α λλ’ η θέσις, την οποίαν λαμβάνει απέναντι του, ποικίλλει αναλόγως των φάσεων του βίου του. Το γεγονός τούτο είναι εις εκ των λόγων της αντιγνωμίας των ερμηνευτών ως προς το ζήτημα τούτο. Εις μίαν σειράν ποιη μάτων, τα οποία παρέμειναν αποσπάσματα, διήκουσα έννοια είναι η ομολογία, την οποίαν θέτει ο ποιητής εις το στόμα του Ιησού: «Δεν είμαι ε κείνος, ο οποίος νομίζεται ότι είναι». Δ εν είναι εις θέσιν να ανακούφιση το παράπονον και την ένδειαν μιας μητρός. Αδυνατεί να απαντήση εις το ερώτημα της ορφανής αν θα επανίδη την μητέ ρα της εις τον ουρανόν. Εις τα παιδιά εκμυστη ρεύεται ότι δεν είναι η ζωή. Και αλλαχού βεβαιώ νει ρητώς ότι δεν είναι Θεός. Έ χομ εν λοιπόν προ ημών θρησκευτικότητα, ήτις δεν έχει σχέσιν προς την εν στενωτέρα εννοία χριστιανικήν. Δεν παρατηρείται δε και άλλως εις αυτόν, όπως εις τον Holderlin, τον Nietzsche, τον Ibsen, ο διαρκής εκείνος αγών προς τον Χριστόν εις το βάθος της ψυχής του, ο οποίος παραμένει αμφίρροπος, χω ρίς οριστικήν έκβασιν. Εξ άλλου όμως απαντώμεν αρκετά ίχνη της πίστεως των παιδικών χρό νων κατά την ώριμον ηλικίαν. Αναφέρονται εις τον χριστιανισμόν καθόλου ή εις τον καθολικι σμόν ιδιαιτέρως. Ό λ ο ν του τον βίον συνοδεύει ο σεβασμός προς το χριστιανικόν πνεύμα. Η αγία Γραφή είναι καθημερινόν του ανάγνωσμα. Αγα πά τον Αυγουστίνον, ενδιαφέρεται δια τον βίον του αγίου Φραγκίσκου, γνωρίζει την αξίαν της προσευχής. Ο «Βίος της Μαρίας», μαρτυρεί την επαφήν του προς το πνεύμα του καθολικισμού. Επιθυμεί όπως κηδευθή κατά το τυπικόν της ρω μαϊκής εκκλησίας. Θέλει να ενταφιασθή παρά την αψίδα της μικράς εκκλησίας της Rarogne. Ό λ ο ν του το έργον διαπνέεται από το κήρυγμα της αγάπης η οποία κυβερνά τον κόσμον κατά την διδασκαλίαν του χριστιανισμού και συμφώνως προς την πίστιν των μεγάλων μυστικών, που τονίζουν την Ordinem Amoris. Της αγάπης αυτής καθιστά τον εαυτόν του υποφήτην και τοιουτο τρόπως υψώνει την αποστολήν του εις θρησκευ τικήν. Ό χ ι αδίκως ισχυρίσθησαν ότι είναι Anima Naturaliter Christiana, η οποία όμως παραμένει ε κτός του περιβόλου της εκκλησίας και αδιαφορεί προς τας ιστορικός μορφάς, τας οποίας περιεβλήθη ο χριστιανισμός. Και είναι γνωστόν ότι ματαίως κατεβλήθη προσπάθεια όπως επιστρέψη εις τον καθολικισμόν. Παρά ταύτα όλη του η ύπαρξις είναι αναμονή του Θεού, όστις κρύπτει τον εαυτόν του μέσα εις την ανωνυμίαν, την νύ κτα, το σκότος. Και όπως οι μυστικοί καλύπτει και αυτός τον Θεόν αυτόν, που τον προσμένει δια της σιωπής και της νοσταλγίας, μέσα εις ωκεα νόν από παρομοιώσεις, αλληγορίας, σύμβολα και εικόνας. Με την διαφοράν ότι ο Ρίλκε αγνοεί την έννοιαν της αμαρτίας και μαζί με αυτήν και
την έννοιαν της χάριτος. Αι χριστιανικοί παρα στάσεις, τας οποίας απαντώμεν παρ’ αυτώ, ουδεμίαν άμεσον σχέσιν έχουν προς τον χριστιανι σμόν. Είναι η δια χριστιανικών μορφών αμφίεσις συναισθημάτων και ιδεών, αι οποίαι θα ηδύναντο να εμφανισθούν και υπό οιανδήποτε άλλην μορ φήν. Η υπό χριστιανικόν ένδυμα εμφάνισίς των οφείλεται εις δύο τινά. Πρώτον εις την λατρείαν της καθολικής εκκλησίας, ήτις επιδρά επ’ αυτού από των παιδικών του χρόνων. Αυτή παρέχει εις αυτόν την ευχέρειαν να περιβάλλη τα βιώματά του δι’ εικόνων και να καθιστά αυτά αισθητά. Δεύτερον, εις το βίωμα της Ρωσίας. Εκ της επισκέψεως της χώρας ταύτης αποκομίζει βαθείας εντυπώσεις, αίτινες απορρέουν από την ευσέ βειαν και την φύσιν καθόλου του Ρώσου χωρι κού. Προς έκφρασίν των ήτο φυσικόν να χρησιμοποιήση τον κύκλον των συμβόλων και των πα ραστάσεων της χριστιανικής εκκλησίας. Τούτο ισχύει ιδία ως προς το «Βιβλίον των Ωρών». Εις αυτό πρόκειται περί βιωμάτων και πραγμάτων, τα οποία ουδεμίαν άμεσον σχέσιν έχουν προς τον χριστιανισμόν. Χαρακτηριστικός είναι ως προς τούτο ο στίχος, που εκφράζει το παράπονον, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν ακόμη τον φορέα της πλήρους αποκαλύψεως:
Τον ποιο μεγάλο δε γέννησα, αλλοίμονο, ακόμα.
Ο Στέφαν Γκέοργκε σ’ ένα σχέδιο του Μέλχιορ Λέτστερ όπου εμφανίζεται σαν μορφή μυθολογική. Το 1898 συνάντησε τον Ρίλ κε στη Φλωρεντία, διάβασε τα νεανικά του έργα τα οποία όμως έκρινε αρνητικά.
46/αφιερωμα Απλώς χρησιμοποιεί και εδώ, όπως πρότερον εις τα Ά σ μ α τα των αγέλων και εις τας προσευχάς των νεανίδων προς την Μαρίαν, τας παρα στάσεις της εκκλησίας προς έκφρασιν των ιδικών του βιωμάτων. Βραδύτερον, αι βιβλικαί προ σωπικότητες και τα γεγονότα της Ιεράς Ιστορίας δεν χρησιμεύουν πλέον ως εξωτερικόν πλαισίω μα, αλλά γίνονται αντικείμενον της θεωρήσεως και της εκφράσεως του ποιητού. Μερικά εκ των «Νέων ποιημάτων» και ο «Βίος της Μαρίας» εμ φανίζονται ως προανάκρουσμα των έργων της τελευταίας δεκαετίας, κατά την οποίαν παρατηρείται συνειδητή και σαφής σχέσις προς τον χρι στιανισμόν. Με την διαφοράν όμως ότι ο Ρίλκε διακρίνει αυστηρώς την διδασκαλίαν της εκκλη σίας από το πρόσωπον του Χριστού. Εις μίαν επι στολήν, γραφείσαν τρία χρόνια προ του θανάτου του, βεβαιώνει ότι το χριστιανικόν βίωμα εξαφα νίζεται ολοέν περισσότερον από τον ορίζοντά του. Η αιτία της αποκρούσεως ταύτης του εκ κλησιαστικού χριστιανισμού είναι διττή. Πρώτον το δόγμα περί προπατορικής αμαρτίας και δεύ τερον η άρνησις των επιγείων αξιών χάριν του Ε πέκεινα. Εις την ανωτέρω επιστολήν αναγινώσκομεν τα εξής: «Η γνώμη ότι είμεθα αμαρτωλοί και ότι χρήζομεν εξαγοράς ως προϋποθέσεως της προσεγγίσεώς μας εις τον Θεόν, αντιτίθεται διαρ κώς περισσότερον εις μίαν καρδίαν, η οποία κατενόησε την γην». Και εις την επιστολήν του ερ γάτου ευρίσκομεν μομφάς κατά του χριστιανι σμού, που ομοιάζουν πολύ προς τας εκ του Nietzsche γνω στός. Καθόλου η διδασκαλία της εκκλησίας ήτο δι’ αυτόν δι’ όλου του βίου ζήτημα δευτερευούσης εντελώς σημασίας. Τούτο όμως δεν δυνάμεθα να ισχυρισθώμεν και ως προς το πρόσωπον του Χριστού. Η περί αυτού πεποίθησις διαφέρει τώρα πολύ από τας αντιλήψεις, τας ο ποίας είχεν εκφράσει πρότερον, ιδία εις τους α νεκδότους έτι «Οραματισμούς του Χριστού». Εις μερικά εκ των ποιημάτων της δεκαετίας αυτής, ως π.χ. είναι η «Κάθοδος εις τον Ά δ ην», η «Εμμαούς» και προπάντων η «Ανάστασις του Λαζά ρου», διατυπώνει την νέαν του σχέσιν προς τον Χριστόν. Εκφράζει δι’ αυτών το υπεράνθρωπον, το υπερβατικόν, το θειον, όπερ διαισθάνεται υπάρχον εν τω προσώπω του Σωτήρος. Εις τα «Νέα ποιήματα» βλέπει τον Ιησούν ως άνθρω πον, ως θρησκευτικήν μεγαλοφυΐαν. Εις τα προ μικρού μνημονευθέντα τουναντίον αναγνωρίζει εν αυτώ τον πνεύματος αγίου έμπλεων Χριστόν του Κυρίου. Ιδία η «Ανάστασις το Λαζάρου» εκ φράζει κατά ανυπέρβλητον τρόπον την υπερβατι κότητα του προσώπου και του έργου του Ιησού. Ό ,τ ι λέγει περί αυτού, υπενθυμίζει τα βαθυστό χαστα και πλήρη ευλαβείας λόγια του Goethe σχετικά προς τον Χριστόν. Η αγάπη προς τον Θεόν αμαυρώνει κατ’ αρχάς την θείαν μορφήν
του Ιησού, συμβαλλούσης και της σφαλερός θρη σκευτικής αγωγής. Αλλά επί του ελευθέρου δρό μου προς το μέλλον, όπου κανείς πλέον δεν ανα μένεται εκτός μόνον του Θεού, εμφανίζεται πάλιν εις τον ψυχικόν ορίζοντα του ποιητού ο Χριστός και ερμηνεύεται ως το μέλλον. Διότι ο Ρίλκε διαι σθάνεται τώρα και την αγάπην του Θεού προς τους ανθρώπους και συναισθάνεται την ανάγκην αυτής. Εις μίαν επιστολήν προς την μητέρα του ομιλεί τα Χριστούγεννα του 1923 περί της χάριτος, της οποίας έλαβε πλέον πείραν. Και ο J.R. von Salis διηγείται ότι ο ποιητής είχε την πρόθεσιν κατά το ύστατον έτος της ζωής του να ομιλήση προς τους ανθρώπους περί της αγάπης του Θεού προς ημάς, δια της οποίας απαντά εις την ιδικήν μας αγάπην προς αυτόν, εκ της πεποιθήσεως ότι τον Θεόν ημπορούμεν να εύρωμεν μόνον εφόσον είναι ενεργός και η εις την ιδικήν μας αγάπην ανταποκρινομένη θεία αγάπη και σπεύδει προς βοήθειαν. Είναι αληθές ότι ο Ρίλκε είναι ξένος* προς την δογματικώς καθωρισμένην και κατά παράδοσιν ευσέβειαν της εκκλησίας. Α λλ’ ο νεώτερος πολιτισμός στηρίζεται τόσον πολύ επί της χριστιανικής ερμηνείας του κόσμου, ώστε να εί ναι εις αυτόν αυτονόητοι μερικαί προϋποθέσεις, αι οποίαι δεν ήσαν δυναταί προ της εμφανίσεως του χριστιανισμού. Ό λ ο ι ζώμεν από τας προϋπο θέσεις αυτάς του χριστιανισμού και κατ’ ακολου θίαν πιστοί ή άπιστοι ανήκομεν τουλάχιστον εις τον λεγόμενον μη συνειδητόν χριστιανισμόν, τον οποίον ανεκάλυψε πρώτος ο Fichte. Ακουσίως ή εκουσίως είμεθα διαποτισμένοι από το πνεύμα του. Το πνεύμα τούτο αποπνέει και το έργον και η προσωπικότης του Ρίλκε. Α λλ’ η σχέσις του προς τον χριστιανισμόν δεν περιορίζεται έως ε δώ. Ομολογεί βαθμηδόν τον Χριστόν ως τον επί γης φωτεινόν οδηγόν προς τον Θεόν. Και ακόμη περισσότερον: Ζη την ζωήν του Χριστού. Δια την ζωήν του αυτήν θα ηδύναντο να χρησιμεύσουν ως χαρακτηρισμός οι λόγοι του μεγάλου μυστικού Suso: «Απηλλαγμένος από την κτίσιν, εσχηματισμένος με τον Χριστόν, τετελειωμένος μέσα εις τον Θεόν». Η ζωή του αυτή είναι εσωτερικότης, σιωπηλή και ταπεινόφρων, ακριβώς όπως περι γράφει την χριστιανικήν ζωήν ο Thomas a Kempis. Ευστόχως λέγει η Elisabeth von SchmidtPauli, η οποία εγνώρισε τον Ρίλκε πλησιέστερον ίσως παντός άλλου, ότι σπανίως ενεσαρκώθη εις οιονδήποτε εκ των κηρύκων της η θέλησις του Χριστού εις όσον βαθμόν συνέβη τούτο δια της ζωντανής υπάρξεως του ποιητού. Οσάκις αναστρέφεται κανείς αυτόν δια μέσου των έργων του ενθυμείται αυτομάτως τους λόγους του Goethe περί του Schiller, μέσα εις την ψυχήν του οποίου έζη το εξευγενίζον την ανθρωπίνην φύσιν και τους λόγους και τας πράξεις αυτής πνεύμα του Χριστού.
αφιερωμα/47
Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Το Η μερολόγιο τηζ Φλωρεντίας Ο Ρίλκε εγκα τα στάθη κε στη Φλωρεντία στις 7 Α πριλίου 1898 και μέσα σε σύντομο χρόνο έγραψε το ο μώνυμο ημερολόγιο με σ κοπό να α ποδείξει στη γυναί κα που αγαπούσε, τη Λου Α ντρέας-Σαλομέ, ότι οι δι
δα χές που πήρε α πό την ίδια και η παραμονή τ στην Ιταλία εμπλούτισαν την εμπειρία του ω ς καλλι τέχνη. Εδώ δημοσιεύουμε μερικά χαρα κτη ριστικά α ποσ πά σμ α τα για την αποστολή του καλλιτέχνη.
α ξέρετε ότι η τέχνη είναι: το μέσον του Μοναδικού και του Μόνου απ’ όπου αντλεί αυτός ο ίδιος. Αυτό που υπήρξε εξωτερικά ο Ναπολέων είναι εσωτερικά ο κάθε καλλιτέχνης. Πηδά από νίκη σε νίκη σαν από σκαλί σε σκαλί. Αλλά νίκησε ποτέ ο Ναπολέων για ν ’ αρέσει στο κοινό;
Ν
Να ξέρετε ότι η τέχνη είναι: ένα μονοπάτι προς την ελευθερία. Ό λοι μας γεννη θήκαμε δέσμιοι. Υπάρχει αυτός που ξεχνά τις δικές του αλυσίδες κι αυτός που τις επιχρυσώνει ή τις επαργυρώνει. Εμείς όμως θέλουμε να τις σπάσουμε. Ό χ ι με ωμή και άγρια βία: θέλουμε σιγά-σιγά να δημιουργήσουμε μακριά απ’ αυτές. Να ξέρετε ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί για τον εαυτό του και μόνο για τον εαυ τό του. Αυτό που για σας γίνεται γέλιο ή κλάμα αυτός πρέπει να πολεμήσει για να το μορφοποιήσει με τα χέρια του και να το φέρει στο φως. Εσωτερικά ο ίδιος δεν έχει χώρο για το παρελθόν του και γι’ αυτό δίνει στα έργα του μια δική του ύπαρξη. Αλλά συνδέει ο ίδιος το έργο του με τις ημέρες σας μόνο και μόνο επει δή δεν γνωρίζει άλλη ουσία απ’ αυτήν του κόσμου σας. Τα έργα του δεν είναι για σας. Μην τ’ αγγίζετε και να τα έχετε σε βαθύ σεβασμό. Είναι απερίγραπτη η ωμότητα στη στιγμιαία σχέση μεταξύ μάζας και καλλιτέ χνη. Οι εξομολογήσεις αυτού του τελευταίου που καταφεύγουν ανυπεράσπιστες μέσα στις φόρμες άλλων πραγμάτων δεν παρουσιάζονται σ’ όλα τα πράγματα. Ό λο ι βάζουν το χέρι πάνω τους: όλοι μπορούν να πουν εκείνο που πιστεύουν ακόμα κι όταν η βούλησή τους δεν το επιδοκιμάζει. Ό λ ο ι πιάνουν με τα χέρια τους το ιερό πράγμα σαν ένα αντικείμενο καθημερινής χρήσης, σαν μια ιδιο κτησία που μπορούν να καταστρέψουν ατιμώρητα οποιαδήποτε στιγμή. Ιε ρόσυλοι. Γι’ αυτό η πορεία του καλλιτέχνη πρέπει να είναι η εξής: να στήσει ένα γεφύρι το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο πάνω στα εμπόδια και να υψώσει σκαλί το σκαλί μέχρις ότου μπορέσει να κοιτάξει μέσα στον εαυτό του (...) ήρεμος και καθαρός όπως εν μέσω ενός τοπίου. Μετά απ’ αυτή την επιστροφή στον ίδιο του τον εαυ τό κάθε πράξη θα είναι μόνο μια εύκολη χαρά· η ζωή του είναι ένα σύμπαν και πια τα πράγματα δε θα φεύγουν προς τα έξω. Ο ίδιος είναι μακριά κι έχει μέσα του χώρο για κάθε ωριμότητα. Για κάθε καλλιτέχνη το να δημιουργεί είναι εντολή: ο ίδιος αφαιρεί από τον εαυ τό του όλα τα μικρά και εφήμερα: τις μοναχικές του αγωνίες, τις ακαθόριστες επιθυμίες του, τα τρομακτικά του όνειρα, τις ικανοποιήσεις που προορίζονται να μαραζώσουν. Τότε ανοίγει σ ’ αυτόν ένας χώρος εγκάρδιος, ο ίδιος έφτιαξε την πατρίδα που είναι... αντάξιά του. Κάθε άνθρωπος αφότου γεννηθεί δημιουργεί τον κόσμο εξαρχής, γιατί ο κάθε άνθρωπος είναι ο κόσμος. Εκτός όμως απ’ αυτόν υπάρχει κάτι άλλο, υπάρχουν χίλιοι άλλοι ακόμη ιστορικοί κόσμοι και στις διαπραγματεύσεις του να ανυψώ σει κάποιον απ’ αυτούς σε σύμβολο όλων των άλλων τού διαφεύγει το πιο μεγά λο μέρος της ζωής σπαταλώντας την καλύτερη δύναμη.
48/αφιερωμα
Maria Thurn von Taxis
Ράινερ Μαρία Ρίλκε To 1910 μας έδωσε τη μεγάλη χαρά να έχουμε κοντά μας τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Σ ’ ένα από τα πρώτα μου γράμματα του είχα μιλήσει για το Ντουίνο μας που, στη συνέχεια, θ’ αποκτούσε τόση σημασία γ ι’ αυτόν. Ο ίδιος μού α πάντησε: «Φαντάζομαι το κάστρο σας πάνω στη θάλασσα σε μια παραλία ό μοια μ ’ εκείνη του Βιαρέτζιο όπου κατέφυγα πολλές φορές μέσα σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια. Μεγάλο μέρος του "Βιβλίου των Ωρών” γεννήθηκε εκεί κι εγώ ο ίδιος ξέρω πόσο έχω σκεφθεί ότι θα ’πρεπε να υπάρχει εκεί, σε κάποιο μέρος, ένα κάστρο κι οπουδήποτε κι αν βρισκόταν, θα μπορούσε βέβαια να είναι αυτό που έψαχνα τότε». αι δεν έκανε λάθος, μολονότι οι σκληροί βράχοι της Αδριατικής μας δεν μοιάζουν καθόλου με την έντονη μεσογειακή ακτή. Λίγο αργότερα ανακοίνωσε ότι θα κάνει την επίσκεψη κι έφτασε στις 20 Απριλίου. Είχα φιλοξενούμε νους τον μυστικοσύμβουλο Bode με την κόρη του και τον Rudolf Kassner εκείνο το απόγευμα βρι σκόμασταν στο Τσιβιντάλε για να επισκεφθούμε το ναΐσκο των λογγοβάρδων. Ό τα ν επιστρέψαμε, ο Ρίλκε βρισκόταν στο Ντουίνο, ήδη, εδώ και δυο ώρες. Παραχώρησα στο φιλοξενούμενο μας ένα δωμάτιο σπάνια χρησιμοποιημένο που όμως μου φαινόταν ότι έγινε ακριβώς γι’ αυτόν: ένα δωμάτιο γωνιακό με παράθυρο σε τρία επίπεδα και μια εσωτερική σκαλίτσα που οδηγούσε στο προσευχητήριο. Η οροφή ήταν διακοσμημένη με ωραιότατα βενετικά ανάγλυφα. Παρά τα τρία παράθυρα, το δωμάτιο ήταν μάλλον σκοτεινό με μια ατμόσφαιρα βαριά, πράγμα για το οποίο μια από τις αδελφές μου παραπονιόταν συχνά. Στον Ρίλκε όμως άρεσε τόσο· χαιρόταν κυρίως από τη γαλήνη που το περιέβαλε: δεν είχε γειτόνους γιατί από τη μια μεριά ήταν το παρεκκλήσι του κά στρου, ενώ από την άλλη βρισκόταν η μεγάλη τραπεζαρία που έπιανε όλο το μήκος του κτιρίου και το μπαλκόνι έβλεπε στην ανοιχτή θάλασσα. Στ’ αριστερά από τους βράχους μας ήταν η Τερ γέστη, το Μιραμάρ και τα βουνά της Ίστρια. Με στενοχώρησε πολύ το ότι δεν ήμουν παρού σα στην άφιξη του Ρίλκε, ο ίδιος όμως εξομολο γήθηκε ότι ήταν ικανοποιημένος που πέρασε μό νος τις πρώτες ώρες, γιατί η ομορφιά του Ντουί
Κ
νο ήταν τόσο θαμπωτική που είχε ανάγκη από μόνωση για να μπορέσει να τη συνηθίσει. Θα έμε νε στο μπαλκόνι όλο εκείνο το φωτεινό ανοιξιάτι κο απόγευμα μες στην ευωδιά από τις ατέλειωτες ίριδες και τη θαλάσσια αύρα, με το βλέμμα στραμμένο στο γαλάζιο της θ άλασσας, όλος βυ θισμένος στην έκσταση. Ή τα ν αλησμόνητες οι μέρες εκείνες που ζούσαμε τότε. Ό σ ο περισσότερο έμενα με τον ποιη τή, που μόλις είχα δει στο Παρίσι, τόσο περισσό τερο αισθανόμουν επηρεασμένη από την ιδιαίτε ρη γοητεία του. Αυτό που περισσότερο με συγκινούσε ήταν η χαρά και η ευγνωμοσύνη για τη συ νάντησή μας, μολονότι εγώ ειλικρινά δεν έβρι σκα κάποια αιτιολογία γι’ αυτό. Εμείς, μόνον ε μείς έπρεπε να του είμαστε ολόψυχα ευγνώμονες και μόνο για το γεγονός ότι υπήρχε. Ο Ρίλκε διέ θετε μιαν απίστευτη σεμνότητα: σπάνια αντίκρυσα κάτι παρόμοιο. Αυτό όσον αφορά τον άνθρω πο που ο ίδιος ξεχώριζε καθαρά από τον ποιητή. Ο ποιητής δεν αναγνώριζε άλλον κριτή εκτός απ’ αυτόν τον ίδιο· επευφημία και κριτική τον άφη ναν απόλυτα αδιάφορο. Γνώριζε ότι μέσα του μιλούσε μια φωνή που έ πρεπε ν ’ ακολουθήσει κι αυτό του αρκούσε. Πλάι σ’ αυτή την υπερήφανη εμπιστοσύνη για τον εαυ τό του που έμενε αμείωτη πολύ συχνά διαισθανό μουν μέσα του το μικρό παιδί. Έ να παιδί μαγευ τικό, λίγο εγκαταλελειμμένο σ’ αυτόν τον απέ ραντο κόσμο, πιο κοντά στη γη και στ’ αστέρια απ’ ότι στους ανθρώπους, που ενδόμυχα φαινό ταν να φοβάται· ένα μικρό παιδί στο έλεος των
αφιερωμα/49
Στο Ντουϊνο, τα ερείπια τον Παλιού Κάστρου χτισμένου πάνω απ' τη θάλασσα. Στο βάθος ακονίζεται το Νέο Κάστρο
σκοτεινών φαντασμάτων της νύχτας, αλλά και των επιφανών οραμάτων, που οραματιζόταν α κόμα και τους αγγέλους που προσφέρουν «ευδο κία και χαρά». Μα πόσο ανηφορικός ήταν επίσης ο δρόμος, αυτός ο δρόμος που οδηγούσε σε διέξοδο από την «επώδυνη κρίση»! Να μπορούσε τουλάχιστον να κρατήσει μακριά από τη ζωή του κάθε πικρία και μελαγχολία! Σκέφτομαι τελικά ότι ο ποιητής α πέσπασε αμέσως τη μεγάλη συμπάθεια η οποία με συνέδεε μαζί του: γνώριζε ότι μπορούσε να υ πολογίζει σ’ αυτήν. «Τώρα όλα πάνε καλά, τώρα όλα είναι εντάξει» επαναλάμβανε συνεχώς. Στη συνάντησή μας υπήρξε κάτι το παράξενο, σχε δόν το μαγικό όπως συνήθιζε να λέει. Μια συνά ντηση θαυμαστή και απρόβλεπτη που τον έφερε εκεί όπου θα μπορούσε να εκδηλωθεί το πιο ω ραίο άνθος του πνεύματός του. Στους πρόποδες του κάστρου του Ντουίνο μες στη θάλασσα προε ξέχει ένας παράξενος βράχος. Η λαϊκή παράδο ση τον αποκαλούσε και ακόμη και σήμερα τον ο νομάζει «η πέτρα του Δάντη». Λέγεται ότι ο με γάλος γιβελλίνος στάθμευσε στο κάστρο όταν ήρθε από τον Παγκάνο νταλα Τόρε, πατριάρχη της Ακουϊλέια. Φαίνεται ότι αργότερα ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος ο 3ος, στον οποίο τότε α νήκε το κάστρο, θα έστεφε δύο ποιητές. Το Ντουίνο ήταν προορισμένο γι’ αυτό... Ανάμεσα στις πολύ ισχνές σημειώσεις μου βρί σκω μερικά γράμματα για μια εκδρομή μας στην Καποδίστρια απ’ όπου μεταφέρω κατά γράμμα: «(...) Εκδρομή στην Καποδίστρια. Ο Γκαμπριέλε
κι εγώ με τον δόκτορα Kassner και τον Ρίλκε. Πρόγευμα απροσδόκητα ευχάριστο σ’ ένα μικρό εστιατόριο όπου ο Ρίλκε, που από την άφιξή του στάθηκε ιδιαίτερα σιωπηλός, άρχισε ξαφνικά να μιλά με την απαλή και λίγο νανουριστική φωνή του: ήταν ενδιαφέρον να τον ακούς να περιγράφει τις μοναξιές του Βόλγα, όταν πάνω σ’ ένα πλοιά ριο ακολουθούσε το ρεύμα για μέρες ολόκληρες και μέσα στη μελαγχολία του κάμπου ορθώνεται ξαφνικά ένα απέραντο δάσος που "υψώνεται σαν τη νύχτα” . Κατόπιν: τα γεγονότα και οι ε μπειρίες του με τους ρώσους χωρικούς, η βιβλική τους μεγαλοπρέπεια, η μοιρολατρεία τους, η θλί ψη των τραγουδιών τους, ο επαρχιώτης ποιητής που ήθελε να φωτογραφηθεί με τον Ρίλκε, η ηλι κιωμένη γιαγιά που ευχαριστούσε το Θεό που μπόρεσε να έχει έναν ακόμη φιλοξενούμενο πριν πεθάνει, η πιο νεαρή κι επιπλέον χαριτωμένη χω ρική που στην πόρτα μιας καλύβας εγκαταλελειμμένης στη μέση της στέπας, όπου ο ίδιος είχε περάσει τη νύχτα του, αφηγήθηκε τη ζωή της με τόση απλότητα και μεγαλείο που ο ποιητής την τοποθετούσε στο επίπεδό του- είχε μιλήσει με κείνη την άγνωστη που βέβαια δεν είχε ποτέ πριν αντικρύσει, που έβλεπε τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του σαν να μην είχε ποτέ μιλήσει με αν θρώπινη ύπαρξη... Ό σ ο περισσότερο βλέπω τον Ρίλκε τόσο πε ρισσότερο μεγαλώνει η συμπάθειά μου γι’ αυτόν. Κι ελπίζω ν’ ανταποδόθηκε. Από πρώτη ματιά φαίνεται άσχημος, μικρός και εύθραυστος αν και είναι ωραία φιγούρα. Έ να πρόσωπο μακρύ με
50/αφιερωμα μια μεγάλη μύτη, τα χείλη γεμάτα και προεξέχοντα τονισμένα από το πηγούνι κάπως φευγα λέα με ένα βαθύ λακκάκι.. Μα εκτός απ’ αυτό, τα ωραιότατα γαλάζια μάτια του, μάτια σχεδόν γυ ναικεία με τα οποία όταν γελά δείχνοντας τα λευ κότατα δόντια του, ανάμεσα στα πυκνά φρύδια λάμπει μια απροσδόκητα εύθυμη παιδική πονηριά». ι πολύτιμες ώρες εκείνης της πρώτης διαμο νής στο Ντουΐνο πέρασαν με ευχάριστη αρ μονία. Μου φαινόταν ότι γνωριζόμασταν από πάντα, δεν υπήρχε τίποτα το ξένο ανάμεσά μας εκτός ίσως από κείνο τον άνεμο μαγείας που δεν αισθάνθηκα έτσι έντονα και ισχυρά με κανέναν άλλον. Αισθανόμουν ότι κι εκείνος ακόμη μου ά νοιγε τις πόρτες... Σκοεφτόταν τότε να γράψει έ να βιβλίο για τον Karlo Zeno, τον μεγάλο Βενετό ναύαρχο που είχε μια ζωή τόσο γεμάτη από γεγο νότα, αλλά μας εγκατέλειψε στις 27 μετά από μια πολύ σύντομη βδομάδα που πέρασε στο Ντουΐνο για να κάνει έρευνες στα βενετικά αρ χεία και μετά να γυρίσει στο Παρίσι.
Ο
«Car la parole est toujours reprimee quand le sujet surmonte le disant (Francois I dans son sonnet sur Laure de sade)». To πρώτο του γράμμα από τη Βενετία άρχιζε μ’ αυτά τα λόγια· κατόπιν έγραφε με ενθουσιασμό για τις μέρες που πέρασε κοντά μας χωρίς όμως να λησμονεί τον Κάρλο Τζένα. Αντίθετα τα επόμενα γράμματα από το Παρίσι ή ταν λυπημένα. Σ’ ένα έκανε αναφορά για κάτι που εγώ η ίδια είχα πει δυο ή τρεις μέρες πριν από την αναχώρηση: είχα ονειρευτεί μια γυναίκα νε κρή εδώ και καιρό, τη μοναδική γυναίκα στον κόσμο την οποία εμπιστευόμουν στη ζωή. Πολλά χρόνια αγότερα στο Ραγκάιζ όπου ειδωθήκαμε για ελευταία φορά ξαναρχίσαμε να μιλάμε για το όνειρό μου. Το ’φερε έτσι η τύχη να μάθω ότι ο Ρίλκε μικρός είχε πάει να συναντήσει αυτήν την κυρία συνοδευόμενος από τη μητέρα του. Ό τα ν αυτή γονάτισε μπροστά του και του χάιδεψε τα μαλλιά με τα ωραία μακριά της χέρια, το παιδί δοκίμασε μιαν ανείπωτη και παράξενη αίσθηση γαλήνιας ευτυχίας που τον είχε κυριέψει για αρ κετές μέρες. Δεν την ξέχασε ποτέ. Εκείνη η μα κρινή ανάμνηση γεννούσε μια μεγάλη ικανοποίη ση στον Ρίλκε γιατί τον έκανε να πιστεύει ότι α νάμεσα σ’ αυτόν και σε μένα υπήρξαν μυστικές σχέσεις, από τότε ακόμα που εγώ αγνοούσα τήν ύπαρξή του. Εκείνη τη φορά ο Ρίλκε δεν αισθανόταν καλά στο Παρίσι- τότε μου τηλεγράφησε να ’ρθει να με βρει στη Βοημία. Θα αναχωρούσε αμέσως αλλά η υγεία του, πάντοτε φιλάσθενη, τον έκανε να α ναβάλει την αναχώρηση. Έφθασε μόνον στα μέ σα Αυγούστου κι εμείς είμασταν πολύ ευτυχείς γι’ αυτό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε το μικρό μας χωριό, τότε ακόμη ένα χωριό στα όρια
έκτασης των δικών μας δασών με πεύκα, βελανι διές και σημύδες. Δεδομένου του καθαρού αέρα καί κλίματος στο Lautschin (Loucen), πολύς κό σμος από την Πράγα περνούσε κει το καλοκαίρι κι οι γονείς του Ρίλκε ακόμη στέλναν εκεί τον γιό για ένα-δύο μήνες. Εγώ δεν γνώριζα την οικογένειά του και προφανώς ήμουν απούσα. Εκείνος η-ίαν τότε 15,16 χρόνων. Πώς θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι το χλωμό παιδί που ερχόταν στο Λαουτσίν για θεραπεία, μαζί με μια άρρωστη θεία κι ένα κουνέλι τρυφερά αγαπημένο, θα γινό ταν ένας μεγάλος ποιητής και ένας από τους κα λύτερους φίλους μου; Ο Ρίλκε μου αφηγήθηκε έ να επεισόδιο κωμικοτραγικό μ’ εκείνο το λα μπρό και σπινθηροβόλο τόνο που ερχόταν σ’ αν τίθεση τόσο με τη συνηθισμένη του μελαγχολία, που όμως δεν τον εγκατέλειπε ποτέ όταν μιλούσε για τις λεγάμενες δικές του «κακοτυχίες». Εκείνη την εποχή βρισκόταν σε σύγκρουση με τους γονείς του που δεν είχαν καμιά πρόθεση να τον αφήσουν να συνεχίσει τις σπουδές αφότου βγήκε από κείνη την ατυχή στρατιωτική σχολή. Φτάνοντας στο Λαουτσίν είδε ένα πρωί τον πά ντα απασχολημένο σύζυγό μου. Τον φώναζαν η «Πρόνοια του χωριού» κι αυτό ώθησε τον Ρίλκε να του παρουσιαστεί για να ζη τήσει βοήθεια και στήριγμα. Τον παρουσίασε λοι πόν στο κάστρο· και κείνος λίγο ντροπαλός του παρουσίασε τα ποιήματά του, πιστεύω πως ίσως ακόμα και να του διάβασε κανένα. Ο πρίγκιπας τον άκουσε βέβαια με καλή προαίρεση αλλά και αφηρημένα και ο νεαρός αποχώρησε υποσχόμε νος να επιστρέψει κάποια στιγμή και να του δια βάσει κάτι εάν του το ζητούσε. Υπερφορτωμένος από υποχρεώσεις και ευρι σκόμενος συχνά σε ταξίδι ο σύζυγός μου, ξέχασε ολότελα την άτολμη παράκληση του νεαρού ποι ητή. Εντωμεταξύ όμως το αγαπημένο κουνελάκι προσβλήθηκε από διφθερίτη και ο Ρίλκε περίμενε με αγωνία πλάι στο άρρωστο κουνελάκι και στη μεμψίμοιρη θεία καμιά πρόσκληση που όμως δεν ήρθε ποτέ. Επρεπε να κάνει ζεστές κομπρέσες στη θεία και κρύες κομπρέσες στο κουνελάκι και φυσικά έγιν’ εκεί πάνω κάποιο αστείο μπέρδεμα. Το κουνελάκι πέθανε και οι διακοπές τελείωσαν. Μολονότι όταν ο Ρίλκε μου αφηγόταν αυτή την ιστορία θα ’πρεπε να γελά κανείς μέχρι δακρύων, εμένα μου πλακωνόταν η καρδιά σκεπτόμενη το φωτχό παιδί που βρισκόταν σε αναμονή. Δεν βρί σκω σημειώσεις σχετικές μ’ εκείνη την παραμο νή του Ρίλκε στο σπίτι μου, ξέρω όμως ότι γινό ταν πάντα πιο αγαπητός σε όλους μας και ιδιαί τερα στο σύζυγό μου. Εκάναμε συχνά εκδρομές στα δάση μας που τόσο αγαπούσε. Θυμάμαι ακό μα πόσο με τρόμαξε τυχαία σε μία από κείνες τις εκδρομές καθώς επίσης το σημείο στο δάσος, έ να μακρύ δρόμο με ψηλά και σκοτεινά έλατα. Ο Ρίλκε είχε αρχίσει ξαφνικά να μιλά για τον
αφιερωμα/51 «Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε» και την πιθανότητα να μην γράψει τίποτα άλλο μετά από κείνο το έρ γο, για το ανησυχητικό αίσθημα ότι ο προορι σμός του είχε τελειώσει γιατί τώρα πια ό,τι είχε να πει το είχε πει... εν συντομία, δήλωνε ότι ήθε λε να παραιτηθεί από την ποίηση και να γίνει για τρός! Τα λόγια του μ’ άφηναν άναυδη και διαμαρτυρήθηκα έντονα. Ηταν αδύνατο αυτή η σκέ ψη να αναδύθηκε από μέσα του, όμως αμέσως με καθησύχασε. Εν πάση περιπτώσει για πρώτη φο ρά τότε, δέχτηκα ένα από κείνα τα δυνατά χτυ πήματα μελαγχολίας και απογοήτευσης που κά ποιες φορές σ ’ αυτόν αποκτούσαν φόρμες ασυνή θιστες· τελικά φάνηκε πληγωμένος από το λάθος μου και δεν έκανε πλέον λόγο γι’ αυτό. Σ’ αυτή την περίοδο κυκλοφόρησε το δοκίμιο του Ρούντολφ Κάσνερ «Ο ερασιτεχνισμός», που το διαβάσαμε με ενθουσιασμό. Ο ποιητής πριν α ναχωρήσει μου εμπιστεύθηκε τα σχέδιά του για το χειμώνα. Ή θελε να επιχειρήσει ένα μεγάλο ταξίδι και προγραμμάτιζε για την Κωνσταντινού πολη. Ευχαρίστως θα ήθελα να τον είχα μαζί μας τα Χριστούγενα, ενώ αντίθετα εκείνος ήλπιζε να με συναντήσει στο Παρίσι το φθινόπωρο. Δυστυ χώς παρά την έντονη επιθυμία μου δεν έγινε τίπο τα, ξαναγύρισε ακόμη μια φορά στον «Μάλτε». Ακόμα «τρομάζω όταν σκέπτομαι την ένταση που έβαλα στον Μάλτε Λάουριτς και πώς έφθασα μαζί του από την άλλη μεριά των πραγμάτων με συνέπεια την απογοήτευση σε τέτοια αντίθεση από τα πέραν του θανάτου ώστε τίποτα πλέον δεν ήταν πιθανό, ούτε το να πεθάνει κανείς. Σκέ πτομαι ότι κανείς άλλος δεν θα είδε καθαρότερα πώς η τέχνη πηγαίνει ενάντια στη φύση: αυτή εί ναι η πιο δυναμική αντίθεση του κόσμου, η επι στροφή από το άπειρο όπου συναντώνται τα πιο αξιόλογα πράγματα και φανερώνονται μέσα στο σχήμα τους τελειωμένα, ενώ η όψη τους πλησιά ζει και διαγράφονται οι λεπτομέρειες: ναι, όμως ποιος είναι αυτός που από μόνος του μπορεί να διασχίσει αυτό το μονοπάτι σε αντίθετη κατεύ θυνση από όλους τους άλλους και σε διαρκή εναντιοδρομία διαψεύδοντάς τους γιατί έφταναν να πιστέψουν ότι κατέληξαν ήδη σ’ ένα αποτέλε σμα, σ’ ένα στόχο και τώρα επιστρέφουν πολύ εύκολα»; Το χειμώνα ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι κι έτσι για μια κάποια περίοδο είχαμε πολύ λίγες πληρο φορίες ο ένας για τον άλλον. Πήγε στην Αφρική· το ταξίδι ξεκίνησε από το Αλγέρι και ολοκληρώ θηκε στην Αίγυπτο. Ούτε ο Κάσνερ ούτε κι εγώ ή μασταν ικανοποιημένοι από την απουσία του. Πρώτα-πρώτα γιατί φυσικά μας απογοήτευε να τον ξέρουμε τόσο μακριά, κατόπιν όμως γιατί απ’ όσο γνώριζε ο Κάσνερ, ο Ρίλκε βρισκόταν μπερδεμένος με μια σειρά δυσάρεστες καταστά σεις που του προξενούσαν νευρική υπερδιέγερση. Στην πραγματικότητα ακόμη κι αργότερα τον α-
Η Maria Thurn Von Taxis Η πριγκίπισσα Maria H ohenlohe, κόρη του πρί γκιπα Egon Hohenlohe και της Θηρεσίας κοντέσσας Thurn - Hofer - Valsassina γεννήθηκε στη Βενετία ρτις 28 Δεκεμβρίου 1855. Η παραδοσιακή αριστο κρατική της καταγωγή, η ανατροφή της σ’ ένα περι βάλλον πολιτισμού και κουλτούρας, ο γάμος της το 1875 με του πρίγκιπα Alex von Thurn und Taxis (1851-1939), η μητρότητα, αποτελούν τα διαδοχικά στάδια ενός υμηλού και πλούσιου μυχισμού που αντι μετώπιζε την τέχνη με ευαισθησία και θρησκευτικό σεβασμό. Οι ιδιότητες αυτές στάθηκαν βέβαια καθο ριστικές για τη συνάντησή της με του Ραίνερ Μαρία Ρίλκε στις 23 Δεκεμβρίου 1909 και την κατοπινή θερ μή τους φιλία. Και για να ακολουθήσουμε τα γεγονό τα: Στις 20 Απριλίου 1910, σε μια περίοδο που το ανι κανοποίητο ωθεί του Ποιητή να αναζητεί του αληθινό του εαυτό σε διάφορες μακρινές διαμονές φθάνει στο Ντουΐυο (Τεργέστη), όπου η πριγκίπισσα του φιλοξε νεί για μια εβδομάδα. Στα μέσα Αυγούστου του φιλο ξενεί στο Lautschin. Τον Απρίλιο τού 1911, του φιλοξενεί στη Βενετία ε νώ στις 25 Ιουλίου φθάνει στο Lautschin όπου περνά όλο το καλοκαίρι. Κατόπιν επιστρέφουν οδικώς στο Παρίσι διασχίζοντας τη Γερμαυία με ενδιάμεσο σταθ μό στη Βεϊμάρη. Η πριγκίπισσα θα καταλήξει στην Αγγλία αφήνοντας όμως του οδηγό και το αυτοκίνητο στη διάθεση του Ρίλκε, ο οποίος περνώντας από την Provenza σταματά στο Ντουΐυο όπου θα περάσει το χειμώνα. Το 1912 η πριγκίπισσα φιλοξενεί του Ρίλκε στη Βε νετία. Του Απρίλιο 1914 ο Ρίλκε σταματά για λίγο στο Ντουΐυο. Το 1916 η πριγκίπισσα εγκαθίσταται για δύο μήνες στην Τεργέστη για να είναι κοντά στο γιο της που βρίσκεται στο μέτωπο και στο ξενοδοχείο, ό που έχει καταλύσει, αντιμετωπίζει τις συνέπειες της καταστροφής του κάστρου της από τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Ντουΐυο. Κατόπιν επιστρέφει στη Βιέννη και προσπαθεί με κάθε τρόπο ν' ανακουφίσει τον Ρίλκε από τα βάρη της επιστράτευσής του και της υπηρεσίας του στο Αρχείο Πολέμου. Του Μάιο η πριγκιπική οικογένεια συναντάται εκ νέου με τον Ρίλκε. Του Ιούνιο 1922 η πριγκίπισσα εγκαθίστανται στο Sierre κοντά στο Muzot, ό που ο Ρίλκε τής διαβάζει τις τελευταίες του ελεγείες και σονέτα.. Το 1923 η πριγκίπισσα με μια εγγονή της εγκαθί στανται πάλι στο Sierre όπου, παρά τα προβλήματα υ γείας της, δεν παύει να επισκέπτεται τον ποιητή. Το 1924 ο Ρίλκε επισκέπτεται την πριγκίπισσα που μένει στο Ragaz για θεραπεία. Το 1926 η πριγκίπισσα βρί σκεται στη Ρώμη όπου προγραμματίζει να φιλοξενή σει του Ρίλκε στη νέα κατοικία της, στο palazzo Borghese. Εκεί λαμβάνει ένα τηλεγράφημα από τον Kassner που της αναγγέλλει το θάνατο του ποιητή στις 29 Δεκεμβρίου. Το 1934 η Maria Thurn und Taxis πεθαίνει στο Lautschin μετά από μια μακρόχρονη α σθένεια.
52/αφιερωμα κούγαμε συχνά να παραπονιέται για κείνο το τα ξίδι που είχε άδοξο τέλος. όλις στα τέλη του Φεβρουάριου έλαβα μα κρύ γράμμα από το Ελουάν (Heluan). Με τά από σχεδόν τρεις βδομάδες διαρκούς κακο διαθεσίας έφυγε για το Κάιρο και κατέφυγε στο Ε λουάν πίστευε ότι θα μπορούσε να επιστρέφει στην Ευρώπη στα τέλη Μαρτίου. Με ρωτούσε αν τότε δεν ήταν πολύ αργά για το Ντουΐνο γιατί επι θυμούσε πολύ να με δει το συντομότερο δυνατόν. Είχε πολλά να μου πει που του «βάραιναν την καρδιά». Τον συνάντησα τις πρώτες μέρες τουΑπριλίου στη Βενετία: ήταν κουρασμένος και α πογοητευμένος. Δεν μπόρεσε να μου κάνει εκτε νή αναφορά του ταξιδιού γιατί εκεί μείναμε μόνο για ελάχιστο χρονικό διάστημα. Βρίσκω ένα σημείωμα στις 3 Απριλίου: «Έ κθε ση Querino Stampalia με τον Ρίλκε». Τότε είχα για πρώτη φορά μία από κείνες τις παράξενες ε μπειρίες που μ’ έκαναν να αισθανθώ τη «μαγική» ατμόσφαιρα που περιέβαλλε τον ποιητή περισσό τερο από το συνηθισμένο. Να επρόκειτο για την «τέτατη διάσταση»; Μου είχε «διανοίξει τις πόρ τες του»; Μάταια προσπαθώ να περιγράφω εκεί νη την ιδιαίτερη αίσθηση... Μιλούν γι’ αυτό οι επόμενες σημειώσεις; «Πρέ πει να θυμηθώ ένα παράξενο γεγονός που μ’ εντυ πώσιασε βαθύτατα. Έ να ωραίο πρωινό πήγαμε στην Έκθεση Stampalia και στη Santa Maria Formosa. Γνώριζα ότι η Santa Maria Formosa δεν είναι πολύ μακριά από τον San Zaccaria που με τη σειρά του έπρεπε να ’ναι πολύ κοντά στην Ακτή των Schiavoni. Λοιπόν, πρώτα με το βαπορέτο (αλίμονο οι γόνδολες όλο και πιο σπάνια πηγαί νουν από κει!) και μετά πεζοπορία! Έ να ς γεροντάκος περιποιητικός που καψάλιζε υπέροχα κά στανα μας υπέδειξε την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε «και μετά πάντα ευθεία»! Φυ σικά θα έπρεπε να πάμε από την αντίθετη μεριά. Και αμέσως βρεθήκαμε χαμένοι μέσα σ’ ένα λα βύρινθο δρόμων, στενά, γέφυρες και καμάρες, μια αληθινή ντροπή για μια γνήσια βενετσιάνα σαν κι εμένα! Ξαφνικά βρεθήκαμε σ’ έναν τόπο τόσο παράξενο και ολότελα άγνωστο... Έ νας μακρύς δρόμος - όχι ακριβώς αυτός που στη Βενετία ονομάζουμε «καλντερίμι» (calle) - μ’ έ να μικρό πηγάδι στην άκρη και γεμάτο από σπί τια μεγάλα και ψηλά, σπίτια θλιμμένα και αστό λιστα χωρίς μουτζούρες και σπασμένα τζάμια ό πως μπορεί να συναντήσει κανείς στις πιο φτω χές γειτονιές της Βενετίας και με μια σιωπή, μια σιωπή που φαινόταν να προέρχεται από εποχές ήδη νεκρές και που οι αιχμηροί τόνοι ενός φλάου του μ’ εκείνη την παράξενη ανατολίτικη μουσική υπέβαλαν ακόμα πιο βαθιά. Σταματήσαμε εκεί και μ’ ένα αίσθημα δυσφορίας κοιτάξαμε ασυ νάρτητα το λιθόστρωτο όπου το χορτάρι μεγάλω
Μ
νε στις σχισμές (το χορτάρι στη Βενετία!), τα ά φωνα σπίτια της μιζέριας, τα παράθυρα με τα κιγκλιδώματα απ’ όπου ουδείς ξεπρόβαλε, τις έ ρημες στράτες. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος ε κτός από κείνον του φλάουτου που παραπονιό ταν μονότονα. Μάταια ψάχναμε το όνομα του δρόμου, που συνήθως βρίσκεται γραμμένο κά που, κι εγώ πια συλλογιζόμουν ότι δεν θα ξαναβρούμε ποτέ πια εκείνη τη γωνιά, δεν θα ξανα κούσουμε ποτέ πια το μικρό φλάουτο με το μακρόσυρτο ανατολίτικο σκοπό που δονούσε στο δρόμο». Έ χουμε συχνά αναφερθεί σε κείνο το γεγονός κι ο Ρίλκε συνέχιζε να λέει ότι παρ’ όλες τις έρευνές του, δεν κατόρθωσε πλέον να βρει εκείνο τον παράξενο δρόμο. Στις 6 Απριλίου επέστρεψα στη Βιέννη και ο Ρίλκε αναχώρησε για το Παρίσι. Ακόμη αισθα νόταν τις συνέπειες εκείνου του δυσάρεστου τα ξιδιού κι όπως έγραφε, δεν κατόρθωνε να εργα στεί σοβαρά. Οι επιστολές του όμως ήταν πραγ ματικά ασύγκριτες. Μου ανήγγειλε δύο εργασίες που φαινόταν ότι θα μπορούσαν να τον ξαναφέρουν στο μοναδικό δρόμο που θα ’ταν δυνατό να τον ικανοποιήσει: τη μετάφραση του «Κενταύ ρου» του Maurice de Guerin και τα κυρύγματα πάνω στν «Έρωτα της Μανταλένα». Σε μια επι στολή το Μάιο έλεγε: «Το βράδυ διαβάζω τα γράμματα του Ευγένιου de Guerin· είναι συγκινη τική η αφοσίωσή σου στο αδελφό· πέρασε τη ζωή του ήρεμος και στερημένος από γεγονότα, απο μονωμένος σ’ εκείνη τη θαυμάσια πόλη διατη ρώντας άσβηστη πάντα τη μικρή εσωτερική του φλόγα μπροστά στη συγκεχυμένη εικόνα της ψυ χής του όπου συχνά όλα ήταν ακαθόριστα. Εκεί νη τη χρονιά ένα βιβλίο τού έκανε εντύπωση. Η ταν η εξαιρετική δουλειά του Κάσνερ, που ο Ρίλ κε θεωρούσε την καλύτερη εργασία του «Die Elemente der menschlichen Grobe» (Τα στοιχεία του ανθρώπινου μεγαλείου). Ο ίδιος ολοκληρωτι κά απορροφημένος πήγε στο «Zardin de Luxem bourg» μ’ ένα αντίτυπο του βιβλίου που μόλις είχε εκδοθεί διαβάζοντάς το μέχρι το τέλος χωρίς κα μιά διακοπή. Σχετικά μ’ αυτό μου ’γράψε ανάμεσα στ’ άλ λα: «Λέγω πως αυτός ο άνθρωπος είναι ο πιο ση μαντικός ανάμεσα σε τόσους από μας που γρά φουν και μιλούν· αυτός έφτασε σε αληθινές κορυ φές και είναι βέβαια ασφαλής μπροστά σε λάθος επιθυμίες και ασάφειες απ’ όπου εμείς αντίθετα ε ξαντλούμε τις βέβαιες δυνάμεις που τελειώνουν καταστρέφοντάς μας». Εκείνη την περίοδο ο Ρίλκε ξανασυνάντησε τον διάσημο Ρώσο χορευτή Nijinski που του έκα νε βαθιά εντύπωση. Μου έγραψε εκτενώς για το μπαλέτο «Le spectre de la rose» που είχα θαυμά σει στη Βιέννη και σκόπευε να γράψει κάτι για τον Nijinski: στίχους δηλαδή ή πραγματικά ένα
αφιερωμα/53 ολόκληρο κομμάτι και νόμιζε ότι μου ’χε μιλήσει σχετικά κι εγώ ήμουν μάλιστα ενθουσιασμένη. Με δυσαρεστεί που ο Ρίλκε σ’ εκείνο του το γράμμα, το τόσο γεμάτο από σχέδια, δεν μίλησε γι’ αυτό το θέμα εκτενέστερα, γιατί δυστυχώς δεν θυμάμαι τίποτα περισσότερο. Τελικά εκείνες οι προθέσεις έμειναν έτσι, όπως επίσης η ιδέα να πάει τον Αύγουστο στις Βερσαλλίες όπου θα μπο ρούσε να συναντηθεί με τον Nijinski, με τον ιμ πρεσάριο του και μερικούς φίλους και τον Ν τ’ Α,νούντσιο. Δεν νομίζω ότι ο Ρίλκε γνωρίστηκε πο τέ με τον Ντ’ Ανούντσιο. Προς μεγάλη ικανοποίηση του Ρίλκε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού δήλωσα επίσημα ότι ήθελα να του βρω ένα ξεχωριστό όνομα, όλο δικό μου. Του εξήγησα ότι το Ράινερ Μαρία Ρίλκε ή ταν πάρα πολύ μακρύ, το Ρίλκε πολύ κοντό, που έτσι κι αλλιώς ήταν το επώνυμο, ενώ το Ράινερ Μαρία δεν ήταν αρκετά σεβαστό. Πώς γέλασε για τις εξηγήσεις μου, για το σεβασμό μου και τις δυσκολίες μου! Ό μ ω ς είχε επίσης πολλή περιέρ γεια να μάθει τί είχα επινοήσει. «Έ να νέο όνομα! Για σκεφθείτε, Πριγκίπισσα,
αυτό θα μπορούσε να είναι κάτι παράδοξο και ί σως να είναι αλήθεια ότι το όνομά μου, το μυστη ριώδες αυτό όνομα που μου ανήκει»... «Δόκτωρ Seraphicus» μού ήρθε ξαφνικά στο νου, σαν να μου το είχαν κάνει υποβολή και χω ρίς να γνωρίζω από πού προερχόταν εκείνη η λέ ξη. Την επανέλαβα μηχανικά αρκετές φορές διερωτώμενη αν εκείνο το απρόσμενο όνομα θα ή ταν πραγματικά αυτό που αρμόζει, κατόπιν απο φάσισα να το σκεφτώ ξανά. Κι όμως τι θαυμάσια και προφητική εκείνη η έμπνευση! Το κατάλαβα βαθιά από καρδιάς όταν έφθασε τελικά η ώρα, η ώρα της δεύτερης ελεγείας, η θαυμαστή ελεγεία των αγγέλων! Ο Σεράφικους, όπως πλέον αποκαλούσα τον Ρίλκε, έφθασε στο Λαουτσίν στις 23 Ιουλίου. Ή ταν ένα υπέροχο καλοκαίρι. Σχε δόν όλο το πρωινό το περνούσαμε στο πάρκο, στο λιβάδι μπρος στο γαλάζιο σαλόνι που ονομά ζουμε έτσι από τις κινέζικες πορσελάνες Delft που βρίσκονταν εκεί, και που ο ποιητής αγαπού σε τόσο. Ή ταν υπέροχες ώρες σ’ εκείνα τα ηλιό λουστα απογεύματα όταν ο Ρίλκε έκανε απαγγε λίες στην ανιψιά μου Taxis-Metternich και σε
EnioKgyn στο Ντουΐνο Ακολουθώντας το χάρτη όταν περάσει κανείς τον όρ μο της Sistiana, φθάνει στο Ντουΐνο. Μικρό τουριστι κό λιμανάκι και καλοκαιρινό θέρετρο, το Ντουΐνο υ πήρξε στο μεσαίωνα σημαντικό κέντρο που συναγωνι ζόταν το μικρό λιμάνι της Τεργέστης. Ήταν περικυ κλωμένο από τείχη και έχει μεγάλη αξία για την πόλη. Η σημασία του προερχόταν από την ισχυρή οικογέ νεια των φεουδαρχών που κατοικούσε στη Rocca (το «παλιό κάστρο του Ντουΐνο» από το οποίο παραμέ νουν μέχρι σήμερα λίγα ερείπια), και το οποίο έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στην πολιτική ζωή της περιοχής. Οι σχέσεις του κάστρου εκτείνονταν ανάμεσα στη Sistiana και το Timaro, όμως οι κυρίαρχοι του Ντουΐ νο κατείχαν επί 300 χρόνια και τα κάστρα του Prem, Senosecchia και Gutenek (φέουδα κι αυτά, όπως το Ντουΐνο, των Πατριαρχών της Aquileia) κι επιπλέον τα Castua, Veptinaz και Moschenizze (φέουδα του Αρ χιεπίσκοπου της Poia). Όταν οι Δούκες της Αυστρίας κατάκτησαν την Carniola κι έγιναν το 1366 αυτοί οι παραμεθόριοι, οι Ντουϊνέζοι - μολονότι υποτελείς του Πατριάρχη - ορ κίστηκαν υποταγή στον οίκο των Αμγούργων που κατά κάποιον τρόπο με τη «φεουδαρχική κυριαρχία» επί της signoria του Ντουΐνο και την κατοχή της κομητείας του Pisino (1374) έφθασαν με τις κατακτήσεις τους ως την Αδριατική ακτή. Ο όρος «εκβολή στη θάλασσσα» θα παγιωθεί με την προσθήκη της Τεργέστης στην Αυστρία. Το 1395 οι κατακτήσεις αυτές περνούν στην οικο γένεια των Walsee. Αυτοί οι τελευταίοι ανέλαβαν την κατασκευή του νέου κάστρου κοντά στο παλιό. (...) Στα τέλη του 1400 οι ιδιοκτησίες της signoria του Ντουΐνο
έγιναν κατευθείαν ιδιοκτησία του Οίκου της Αυ στρίας. Μετά από μια σύντομη κατοχή του κάστρου α πό πλευράς των Βενετών (1508 —1511), που από το 1420 είχαν επεκτείνει τις κατακτήσεις τους σ’ όλο το Friuli μέχρι το Timaro, το κάστρο αποδόθηκε ως φέ ουδο στην οικογένεια Hofer και στη συνέχεια πουλή θηκε στους κόντες του Πύργου, δούκες ήδη του Μιλά νου (που μάλιστα εξαιτίας αυτού έφερναν τον τίτλο των Signori di Valsassina, το πριγκιπικό φέουδο του δουκάτου τους). Οι νέοι ιδιοκτήτες τροποποίησαν το κάστρο και το περιβάλλον του έτσι που μεταμορφώθηκε σε ένα με γαλοπρεπή τόπο διαμονής. Την οικογένεια των Torriani διαδέχτηκαν οι πρίγκιπες Hohenlohe και τε λευταία οι πρίγκιπες του Torreze Tasso, οι οποίοι μέ χρι σήμερα διαμένουν σ' αυτόν τον εξαιρετικό τόπο κατοικίας που είναι εμπλουτισμένος με πολλές καλλι τεχνικές συλλογές. Το κάστρο, ύστερα από βαρύτατα πλήγματα που υπέστη κατά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ανακατα σκευάστηκε το 1920 και ξανά μετά το Δεύτερο παγκό σμιο πόλεμο, όταν για κάποια περίοδο υπήρξε βάση των συμμαχικών στρατιωτικών δυνάμεων.
Ένας από τους πιο διεισδυτικούς γερμανόφωνους ποιητές, ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, υπήρξε φιλοξε νούμενος των πριγκήπων Torre e Tasso κι έμεινε στο Ντουΐνο το 1911-1912. Εκεί βρήκε ένα ιδανικό περιβάλλον για να διαλογιστεί και ν’ ακολουθήσει τις εμπνεύσεις του, καρπός των οποίων είναι οι λαμπρές «Ελεγείες του Ντουΐνο». από ιταλικό τουριστικό οδηγό
54/αφιερωμα μένα. Τις έκανε μόνο σε μας τις δύο γιατί μας γεννή θηκε η επιθυμία να φιλοξενούμε μόνο πρόσωπα που ήταν σε θέση να τον εκτιμήσουν και να τον σεβαστούν, πολύ περισσότερο που εκείνη την πε ρίοδο ο ίδιος δεν ήταν ακόμη διάσημος όπως έγι νε λίγο αργότερα ( και θα γίνεται ολοένα και πε ρισσότερο). Θυμάμαι ότι ακόμη πολύ πιο μετά, όταν ξαναβρισκόμασταν ανάμεσα σε λίγους δι κούς, και ήταν όλοι τους με πολλή ειλικρίνεια, μου ζητούσαν συχνά να τους φέρω κάποιο ποίη μα του Ρίλκε και να το «εξηγήσω»... Εκείνες τις καλοκαιρινές μέρες στο Λαουτσίν άκουσα για πρώτη φορά τα τρία ποιήματα: «Έ να μικρό κο ρίτσι», «Η επιστροφή της Ιουδήθ» και «Σχεδία σμα για έναν Ά γιο Γεώργιο». Δύο απ’ αυτά δεν έχουν μέχρι στιγμής εμφανιστεί παρά μόνο στην ιταλική μετάφρασή μου στο περιοδικό «II Baretti». Ο Ρίλκε διάβαζε μ’ έναν τρόπο χαρακτηρι στικό, συνήθως όρθιος, με μια φωνή ικανή για α τέλειωτες μεταλλαγές που φορές μεγάλωνε ανα πτύσσοντας ένα φορτίσσιμο, μ’ έναν τόνο πε ρίεργο, μονότονο και πολύ εμφαντικό στο ρυθμό. Ή ταν κάτι το ασυνήθιστο που ευθύς εξ αρχής γοήτευε, στη συνέχεια όμως κατέληγε να συγκινεί. Δεν άκουσα ποτέ να απαγγέλλονται στίχοι με τρόπο πιο απλό και ταυτόχρονα επίσημο: κα νείς ποτέ δεν κουραζόταν να τον ακούει. Επίσης παράξενες ήταν οι ασυνήθιστες μακρές παύσεις του: τότε εκείνος έγερνε αργά το κεφάλι, χαμήλωνε τα βλέφαρα και η σιωπή γινόταν αι σθητή όπως στις παύσεις μιας σονάτας του Beethoven. «Ο πάνθηρας», «Η μαγεία των φιδιών», «Τα πάρκα», τί ικανοποίηση! Ο Ρίλκε έ γραψε τα τρία πρώτα ποιήματα δίνοντας αυτόν τον τίτλο στο μικρό μου βιβλίο όπου μέχρι εκείνη τη στιγμή βρισκόταν μόνο το δοκίμιο στη Madame de Noailles. Λίγο αργότερα προστέθηκε κάποιο άλλο διαμάντι. κτός από τα ξαδέρφια Taxis είχαμε επίσης άλλους προσκεκλημένους τον Carlo Placci καθηγητή o f enjoyment όπως τον αποκαλούσα, ένα νεαρό Εγγλέζο αρχιτέκτονα, πολύ ευγενικό, και αρκετούς άλλους. Ή μασταν όλοι πολύ ται ριασμένοι όταν ένας κεραυνός εν αιθρία ξέσπασε πάνω στην ωραία μας αρμονία: ο ανιψούλης μου, ο Ραϊμόνδος, ξαφνικά αρρώστησε από οστρακιά όπως διέγνωσε ο γιατρός. Οι καλεσμένοι μας έ πρεπε ν’ αναχωρήσουν κι εγώ έμεινα μόνη με το σύζυγό μου για να περιποιηθούμε το φτωχό μι κρό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ· τη συγκινητική ανησυ χία του Ρίλκε κατά τη διάρκεια αυτής της σύντο μης ασθένειας και τη χαρούμενη επιστροφή του μετά την ανάρρωση του μικρού. Ο Ρίλκε έλεγε πάντα ότι εκείνος ήταν ο μοναδικός μικρός που θα μπορούσε ο ίδιος να καταλάβει. Τον αγαπού σε πολύ· επρόκειτο για αληθινή εξαίρεση γιατί οι
Ε
σχέσεις του με τα μικρά ήταν ιδιόμορφες. (,..)Αντίθετα τα μικρά τον αγαπούσαν και ήταν ευτυχι σμένα όταν έφθανε. Συχνά σκάγαμε στα γέλια ό ταν ο ίδιος αμήχανος και δύστυχος παρατηρούσε με μάτια ξαφνιασμένα τη μικρή ζωηρή συντρο φιά. Από την άλλη μεριά, ο ίδιος διέθετε ένα δώ ρο εξαιρετικό- το να ξέρει να βρίσκει παιχνίδια, συνήθως πολύ απλά, που όμως προκαλούσαν τον ενθουσιασμό των μικρών. Για παράδειγμα, μετά την ανάρρωση, έφερε στον μικρό Ραϊμόνδο μια πανέμορφη πηγή κάπως εκτός μόδας. Ο Ραΐίμόνδος έπαιξε μόνο μ’ αυτή που το πραγματικό της νερό κυλούσε σ’ ένα μικρό κουτί, ανάβλυζε και μετά ξανάπεφτε. Για τον Ραϊμόνδο αυτό ήταν κάτι το απέραντα παραμυθένιο. Δυστυχώς ο Ρίλ κε δεν μπόρεσε να μείνει για πολύ μαζί μας, γιατί ο εκδότης του τον καλούσε στη Λειψία. Ύστερα ο Ραϊμόνδος έπρεπε να επιστρέψει στους γονείς του. Αποφασίσαμε να κάνει ένα ωραίο ταξίδι με αυτοκίνητο και προτείναμε στον Ρίλκε να τον συνοδέψει στη Λειψία, αφού όμως κάνουν πρώτα μια στάση στη Βαϊμάρη. Ελήφθη όμως και μια άλλη απόφαση σημαντική, επειδή η αναπτυσσό μενη νεύρωση του Ρίλκε δημιουργούσε ανησυχία. Ή τα ν ανήσυχος όταν εξέταζε το προσεχές μέλ λον του: δεν ήξερε πού να περάσει το φθινόπωρο και το χειμώνα, γιατί ήθελε να εγκαταλείψει την κατοικία του στο Παρίσι (στο σπίτι που έμενε ο Rodin πολύ κοντά στον αγαπημένο Jardin de Luxembourg). Δεν ήθελε να επιστρέψει στο Παρίσι για να βρει καινούριο διαμέρισμα. Επιζητούσε προπάντων γαλήνη, μοναξιά και θαλασσινό αέρα: σκεπτό ταν για το Biarritj αλλά δεν είχε πληροφορίες για τον τόπο. Εν συντομία ήταν αναποφάσιστος, πιε σμένος και χωρίς κάποιο πρόγραμμα. Kdi νά που μου ήρθε στο νου το Ντουΐνο! Δεν θα ξεχάσω πο τέ τη μεγάλη του χαρά όταν του έκανα την πρό ταση. Έ τσι συμφωνήσαμε να βρεθούμε στο Πα ρίσι μετά την επιστροφή μου από την Αγγλία, ό που ήθελα να κάνω επίσκεψη σε φίλους κι από κει να πάρω έναν οποιονδήποτε δρόμο που θα μ’ έφερνε με το αυτοκίνητο μέχρι τους βράχους μας. Ή θελα να περάσω το φθινόπωρο στο Ντουΐνο και στη Βενετία και το χειμώνα ν ’ αναχωρήσω για τη Βιέννη. Ο Ρίλκε θα έμενε στο Ντουΐνο σε απόλυτη μόνωση υπό την προστασία της γκουβερνάντας μας, Miss Greenham, και του ηλικιω μένου και πιστού Κάρλο, καθαρόαιμου Ντουϊνέζου που από την εφηβεία του ήταν στην υπηρεσία μας. Σ’ αυτό το πρόγραμμα προστέθηκε άλλο έ να ακόμα πιο ωραίο: να περάσω από την Προ βέντζα που ήταν η παλιά μου επιθυμία. Με τον Ρίλκε μαζί θα ήταν αληθινό όνειρο! Αναχωρήσα με λοιπόν στις 20 Αυγούστου (...).
lABAZfl ε
π ι Α o
δρόμοι για αέναο διάλογο Γ"Τ~λ
ΑΚΙΛΕ ΟΚΕΤΟ: Ο νέος δρόμος. Μ ετ.: Δώρα Κανούση. Αθήνα, 0 ε μ έ λ ιο , 1991. Σελ. 148. «Συνεπώς, δεν καταλαβαίνουμε γιατί θα έπρεπε να αλλάξουμε όνομα. Το δικό μας ήταν και είναι δοξασμένο και γι’ αυτό απαιτεί σεβασμό» (Α. Ο κέτο, Μ άρτιος 1989)
«Ένα νέο κόμμα και ένα νέο όνομα είναι λογική συνέπεια μιας δεδομένης επεξεργασίας και αρχή μιας καινούριας» (Α. Ο κέτο, Ο κτώ βριος 1990)
ίναι γνωστό πως το βιβλίο «Ο Νέος Δρόμος» του Ακίλε Οκέ το, έχει προκαλέσει μια σειρά συζητήσεων, κυρίως ανά μεσα στους κύκλους όσων παρακολουθούν με έντονο ενδιαφέρον τα δρώμενα στο χώρο της κομμουνιστικής αριστερός. Δεν είναι λί γοι εκείνοι που υιοθετούν κατά γράμμα (σχεδόν) τις θέσεις του Ο κέτο και υπερασπίζονται τα τολμηρά - όπως ισχυρίζονται - α νοίγματα των Ιταλών (τέως) κομμουνιστών. Ά λ λ ο ι απορρίπτουν συλλήβδην, και μετά βδελυγμίας, ρητής και υπόρρητης, τους αιρε τικούς προσανατολισμούς του ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμμα τος της Αριστερός. Μια τρίτη κατηγορία αναγνωστών του «Νέου Δρόμου», που οι εμπειρίες και οι επιλογές τους δεν τους επιτρέ πουν να είναι ενθουσιώδεις, είτε απορριπτικοί απέναντι στις ζυμώ σεις του ανανεωτικού χώρου, δικαιούνται, νομίζω, να είναι καχύποπτοι και διατακτικοί, καθώς μ’ ένα πικρό και ειρωνικό (καμιά φορά) χαμόγελο διαβάζουν τις σελίδες του Οκέτο. Γιατί, άραγε, αυτή η κραυγαλέα κατάχρηση του επιθέτου «νέ ος»; Γιατί πάντα εκ των υστέρων να αποκαλύπτεται και να δημο σιοποιείται μια μεγάλη αλήθεια; Γιατί πάντα τα συντριπτικά γεγο νότα προηγούνται και οι αναλύσεις έπονται με τόση καθυστέρηση; Γιατί αυτή η (ύποπτη) αναμονή τού πώς θα εξελιχθεί ένα αυτόνομο κίνημα, και, σε περίπτωση διόγκωσης η νίκης του, ή κατόπιν εορ τής μελίρρυτη απόπειρα οικειοποίησής του; Και, πώς μπορεί να μην είσαι (το λιγότερο) δύσπιστος όταν, ακόμη και στο θέμα της αλλαγής του ονόματος του κομματικού μηχανισμού, ο Οκέτο ε λέγχεται ως αντιφατικός;
Ε
ι απαντήσεις είναι εύκολες και αποστομωτικές εάν έχει κα νείς παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα στο πολιτικό τοπίο του πλανήτη υπό το πρίσμα των θέσεων που ανέπτυξαν αληθινοί αιρετικοί, όπως ο Ανρί Λεφέβρ, ο Κώστας Παπαϊωάννου, ο Κορνή-
Ο
π% ΤΙ κη
56/επιλογη λιος Καστοριάδης ή ο Γκυ Ντεμπόρ. Το ζήτημα, ωστόσο, περιπλέ κεται εάν θελήσεις να υποδυθείς το δικηγόρο του διαβόλου και να εκτιμήσεις τα πραγματικά θετικά στοιχεία που κυοφορούνται στις προτάσεις του Οκέτο. Γιατί, ακριβώς, η τωρινή αντιφατικότητα του Δ.Κ .Α . είναι προϊόν της ιδιορρυθμίας του Κομμουνιστικού κι νήματος της Ιταλίας. Ακόμη και την εποχή που ήταν δέσμιο του σταλινισμού, ήταν το μόνο ίσως Κ.Κ. που διέθετε λαμπρούς στο χαστές στις γραμμές του, θεωρητικούς μεγάλου βεληνεκούς, κα θώς και πλήθος από ανορθόδοξα μέλη. Μπόρεσε, προς τιμήν του, να διαχωρίσει από νωρίς τη θέση του από την ασφυκτική (για τα άλλα Κ.Κ.) επιρροή της Μ όσχας, καί τόλμησε να πει ανοιχτά ότι θεωρεί αποστολή τοϋ όχι την εξέγερση, αλλά τη μεταρρύθμιση, όχι την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού κράτους, αλλά μια κάπως πιο φερέγγυα και δημοκρατική διαχείριση. Έ τσι ξέρει κανείς καλύτερα με τί έχει να κάνει στην πραγματικότητα (με ένα κάπως ιδιόρρυθμο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) και δεν τρέφει αυ ταπάτες - είτε θετικές, είτε αρνητικές. Και τούτη είναι, ακριβώς, η αξία των τολμημάτων του Οκέτο. έλοντας να είναι ένα μαζικό κόμμα, το Δ.Κ.Α. (όπως παλαιότερα και το Ι.Κ.Κ.) αναγκάζεται να προσεταιριστεί σχεδόν τα πάντα, μιλώντας χωρίς αιχμηρότητες, και υιοθετώντας μια στάση γλυκιάς «ανοιχτότητας». Ό πω ς οι συγγραφείς των μπεστ-σέλερ ή οι σταρ του θεάματος, έτσι και ο Οκέτο θέλει να γίνεται αρεστός σε όσο το δυνατόν περισσότερους - και για να το καταφέρεις αυ τό πρέπει να αοριστολογείς. Στο «Νέο Δρόμο» (που είναι μια ενδει κτική συρραφή εισηγήσεων, συνεντεύξεων και διαλέξεων), ο Οκέ το ακολουθεί τον παλιό δρόμο της άμβλυνσης των αντιθέσεων, του χαμηλώματος των τόνων, της συγγνώμης απέναντι σ’ ένα παρελ θόν γεμάτο τριγμούς και λάθη, και της επιείκειας απέναντι σε κάθε εχθρό. Κι έτσι, γίνεται συμπαθής! Έτσι, όμως, όπως θέλουν να πι στεύουν πολλοί, δεν αλλάζει ο κόσμος. Απλώς, καλλωπίζεται! Το θετικό του στοιχήματος που θέλει να παίζει ο Οκέτο είναι ότι, επιτέλους, τίθενται, ακόμα και επίσημα, τα θεμέλια ενός αέναου και εξαιρετικά ενδιαφέροντος διαλόγου σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτού του τεράστιου κινήματος διαρκούς μετασχηματισμού των κοινωνικών και θεσμικών δομών, ενός δια λόγου που η αστυνομική αντίληψη της ιστορίας είχε φιμώσει και είχε μετατρέψει σ’ ένα είδος πολέμου. Πρόκειται για ένα διάλογο, που όσο πιο πολύπλοκος φαίνεται τόσο πιο ενδιαφέρων φαντάζει στα μάτια όσων επιμένουν να εκλαμβάνουν την πραγματικότητα όχι ως μια στατική αναλλοίωτη κατάσταση, αλλά ως ένα πεδίο α τελεύτητων αλλαγών και ανεμπόδιστης δημιουργίας καινούριων αξιών.
Θ
ΓΙΩΡΓΟΣ - ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
χοές για ανθρώπινο πρόσωπο VT~\
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΟΑΥΖΟΥ: Ορυχείο Θανάτου, Ποιήματα. Αθήνα, Νέα Π ο ρεία , 1989. Σελ. 40.
ε το «Ορυχείο Θανάτου» συντελείται ένα ταξίδι προς τα πί σω, προς τις υπόγειες σήραγγες του παρελθόντος, προς τις παλιές πληγές, που γίνονται διαχρονικές οιμωγές, καθώς η μνήμη
Μ
not η <?η
επιλογη/57 τις φωταγωγεί μέσα στον βιωμένο χρόνο. Η μνήμη αποσύρει τα αλλότρια αισθήματα, επισύρει τα καιροφυλακτούντα κακά, τα βαθιά σημάδια της οδύνης και παρασύρει το χρόνο μέχρι τις πετρωμένες αμυχές του. Η μνήμη παγώνει. Η φρίκη αόριστη καιροφυλακτεί. Ο φόβος φωλιάζει μέσα στα ιερογλυφικά του αίματος. Οι πεθαμένοι οδηγούν το χρόνο. Βαλσαμώνουν το πικρό παρόν κάνοντας ανέφικτο το μέλλον. Η δυσλειτουργία των αισθήσεων ο ρίζει την άνευ όρων παράδοση του ποιητή στο ρημαγμένο τοπίο. Στην απόκοσμη πλευρά του κάθε τόπου, στη δίνη του ψύχους, ό που ο θάνατος εξορύσσει το υλικό του. Μέσα στο ναρκωμένο ορυ χείο η ελπίδα παγιδεύεται. Η ερημιά οδηγεί τις υπάρξεις στην εσω τερική τους καταρράκωση, πριν τις εξαχνώσει στο χάος. Η ακινη σία της πέτρας απλώνει την ιδιοσυστασία της κρυσταλλώνοντας την εύπλαστη σάρκα. Ο νεκρός στο νυχτωμένο τούνελ σαρκάζει την κηλιδωμένη μοίρα. Η ασετυλίνη αδυνατεί να εκπέμψει μηνύ ματα. Το κενό μέσα από το λειψό φως δίνει την εικόνα της άφωτης ζωής, μιας αδικαίωτης ανάλωσης. απροσπέλαστη νύχτα, σκέπη του άλλου κόσμου, στιγματίζει την άχαρη ζωή, τη χαμένη μέσα σ ’ ένα άγνωστο ρεύμα, που δεν έχει όνομα, που δεν έχει προορισμό. Οι στίχοι του Α χιλλέα Πο λύζου κονταροχτυπούν μπροστά σ ’ ένα «αδιαπέραστο τείχος από νεκρούς». Τα δάχτυλά του ψηλαφίζουν αίματα, τα πόδια του χτυ πούν σε σωρούς ερειπίων, καθώς αναδύεται μέσα από «χαλασμένα τοπία-χαλασμένα όνειρα». Στα βήματά του παραστέκουν «άβυσ σος, σκουριά και αίμα» και «φέρετρα γυμνά που αναζητούν πεθα μένους» συνθέτουν τα αντικείμενα του χώρου του. Ο προβληματισμένος αναγνώστης, διερχόμενος μέσα από το πε δίο βιωμάτων του ποιητή, θα αναλογιστεί τα άλογα και τα παράλο γα του κόσμου, θα σεβαστεί τον στρόβιλο που τον ανάρπαξε και τον πέταξε σε τόσο παρακμασμένες μέρες. Ο Αχ. Πολύζος φαίνε ται τόσο άτυχος, γιατί στην πορεία του δεν βρέθηκε ούτε η απλή θλίψη, το μελαγχολικό βούρκωμα τόπων όμορφων και γοητευτι κών, ακόμα και μέσα στο παράπονό τους. Ο ποιητής αυτός απω θήθηκε μέσα στο «βυθό του ονείρου», στο «μηδενικό».
Η
Πουλημένα τα υπάρχοντά μου φορτωμένα σ ’ ένα πεθαμένο φως σκουριάζουν χρόνια στα σαγόνια της ερημιάς. Σέρνομαι μόνος στο δύσβατο παρόν. Τα ποιήματα του βιβλίου αυτού είναι νύξεις βαθιές για όλα τα πράγματα που χάνονται αναίτια και ανενδοίαστα. Πιο πολύ όμως ας εκληφθούν ως χοές για το ανθρώπινο πρόσωπο, που τόσο γρή γορα φωσφορίζει νεκρό και αδικαίωτο. Γιατί η παμμέγιστη ερημιά λεηλατεί αδηφάγα ό,τι ξεφεύγει από την εσωτερική του κα τάρρευση. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
ΥΠΕΥΘΥΝΑ αναλαμβάνουμε δακτυλογραφήσεις ελληνικών, αγγλικών και γαλλικών κειμέ νων. Τηλ. 9587341 καθημερινά 7.30 π.μ. - 2.30 μ.μ. και 36.26.828 Τρίτη, Πέμπτη 6.30 μ.μ. - 8.30 μ.μ. Κυρίες: Ρένα και Στέλλα.
58/επιλογή
βιβλίο για ανάγνωση και μελέτη V y A ΜΑΡΩΣ ΔΟΥΚΑ: Εις τον πάτο της εικόνας, Αθήνα, Κ έδ ρ ο ς, 1990.
Μάρω Δούκα με το τελευταίο της μυθιστόρημα, το Εις τον πάτο της εικόνας, συνεχίζει την πορεία της διαρκούς και περί των πάντων αμφισβήτησης που έχει ξεκινήσει από τα πρώτα της κιόλας έργα. Προσπαθώντας με συνέπεια να οδηγήσει το λόγο της, ως λογική και ως λέξη, σε μια βαθύτερη συμφωνία με την πο λυσχιδή πραγματικότητα, μας έχει ήδη δώσει και εξακολουθεί να μας δίνει έργα ουσιαστικά, με άποψη και εμβέλεια αξιοσημείωτες. Στο τελευταίο της μυθιστόρημα, παρακολουθούμε έναν αγώνα δρόμου μεταξύ γραφής και πραγματικότητας, μεταξύ φαντασίας και ζωής, όπου καταρχήν οι πιθανότητες της νίκης είναι και για τα δύο μέρη ίσες. Βαθιά και ουσιαστικά πολιτική συγγραφέας η Μά ριο Δούκα επιχειρεί μια κατάδυση στη σύγχρονη εξωτερική και ε σωτερική πραγματικότητα, επεξεργαζόμενη παράλληλα μια μετα γλώσσα της λογοτεχνίας. Στο Εις τον πάτο της εικόνας υπαρξια κές, πολιτικές, μεταφυσικές αλλά και αισθητικές και καλλιτεχνι κές αγωνίες περνάνε μέσα από το μυθιστόρημα που γράφει ένας δι κηγόρος για έναν ταξιτζή. Η Μάρω Δούκα κατασκοπεύει το συγ γραφέα του έργου να κατασκοπεύει την καθημερινότητα της επο χής του, και να προσπαθεί να την ακινητοποιήσει δια της γραφής. Κατασκοπεύει συγχρόνως τον εαυτό της και τα τεκταινόμενα γύ ρω της. Πρόκειται για ένα διπλό οδοιπορικό στον κόσμο των ορα τών και των αοράτων, αλλά και στο καθρέφτισμά του, ένα παιχνί δι ανάμεσα στην αλήθεια και στη μη-αλήθεια (το ψεύδος στην προ κειμένη περίπτωση αυτοαναιρείται ως έννοια), που δεν ξεσκεπάζει κάποιες απόκρυφες πτυχές της κοινωνικής ζωής και των προσωπι κών δραμάτων, απλώς «σαν φακός τις μεγεθύνει». Τις ήδη υπάρχουσες, αυτές που λίγο πολύ όλοι ζούμε αλλά και τις κουβαλάμε μέσα μας.
Η
τον υπο-κείμενο ιστό του έργου, η καθημερινή πραγματικότη τα διαπλέκεται με τη μυθολογική δομή μιας διαχρονικής αγω νίας. Η μυθολογική επένδυση του μυθιστορηματικού - ή μάλλον αντι-μυθιστορηματικού - υλικού δεν αποτελεί μια τυχαία επιλογή. Ο μύθος του Οιδίποδα, μύθος γνώσης και θανάτου που λειτουργεί ως υπόκρουση στις αφηγήσεις, είτε ονομάζεται «και ο μύθος του Οιδίποδα σε ένα βιβλίο ελληνικό θα ήταν παράταιρος», είτε υπονο είται, αποδίδει τις μεταφυσικές διαστάσεις της αγωνίας του σύγ χρονου δρώντος και γράφοντος υποκειμένου. Τόσο ο δικηγόρος Ά κ η ς Παπαδάτος όσο κι ο ταξιτζής Αντώνης Λύτρας, ο ήρωάς του, εμπλέκονται στους τροχούς της γνώσης και πληρώνουν το α ντίστοιχο τίμημα. Το οποίο για τον μεν διανοούμενο ενσαρκώνεται στο υπόκωφα θρηνητικό υπαρξιακό ερώτημα του τέλους, για τον δε ταξιτζή, ο οποίος λόγω επαγγέλματος έχει και μια ιδιαίτερη σχέση με την εποχή του, με ένα βίαιο θάνατο - ή μάλλον με πολ λούς, το δικό του, ως «πραγματικό» πρόσωπο, της γυναίκας του ως «μυθιστορηματικό». Μέσα από τις παράλληλες πορείες των δύο αντρών και των αντεστραμμένων ειδώλων τους, μέσα από τις παράλληλες ζωές των επιμέρους αλλά κυριολεκτικά ηρώων, περ-
Σ
πεζο m
αφιια
M apu Δ οτκα
Εις τόν πάτο
επιλογη/59 νάει όλο το φάσμα των υπαρξιακών, πολιτικοκοινωνικών αλλά και καλλιτεχνικών αδιεξόδων σήμερα. Η μεγάλη ιστορία και η πο λιτική, η οποία όχι απλώς υπάρχει στο κείμενο, αλλά παρουσιάζε ται και με τις πιο συγκεκριμένες της λεπτομέρειες, ρίχνουν σιωπη ρά τη σκιά τους στις μικρές, προσωπικές ιστορίες. Ο Κοσκωτάς που εμφανίζεται ονομαστικώς στο μυθιστόρημα, το ΠΑΣΟΚ, το ΚΚΕ, ο Κΰρκος αφενός ορίζουν κάποια πλαίσια ανάπτυξης και δράσης των προσώπων, αφετέρου οδηγούν τον αναγνώστη στην καρδιά του κειμένου και το κείμενο στην καρδιά της επικαιρότητας, να γράφει την ιστορία πριν την αντικειμενική καταγραφή της. Με γλώσσα προσαρμοσμένη κάθε φορά στο ομιλούν υποκείμενο περιγράφεται η εποχή της πεπερασμένης γοητείας των οραμάτων, της έλλειψης σταθερών, του αφασικού λόγου του πλήθους και της ενδοσκοπικής και εσωστρεφούς λογοτεχνίας. Το ιδιαίτερο ενδια φέρον του κειμένου έγκειται στο ότι όχι απλώς περιγράφει την πο λιτική κατάσταση της χώρας και του κόσμου - ποιος μπορεί να αρνηθεί τις υπαρξιακές και παγκόσμιες εξ ορισμού διαστάσεις της κρίσης της αριστερός - αλλά ότι περιγράφεται η προσωπική και ιδιαίτερη βίωσή της όπως και οι ρωγμές που υπόκωφα δημιουργεί στις καθημερινές σχέσεις και πραγματικότητες. Τα άτομα ζουν με τραγικότητα τη διάλυση του πολιτικού και ηθικού εποικοδομήμα τος στην προσωπική τους καθημερινότητα. Εξίσου τραγικό είναι το τέλος των σχέσεων και των οραμάτων. Ακόμη περισσότερο δε η πολλαπλά οδυνηρή αμφισβήτηση μιας τελευταίας καταφυγής, των δυνατοτήτων και της αναγκαιότητάς της, η αμφισβήτηση της ίδιας της τέχνης. πορεί η μεταγλώσσα της τέχνης να μη χαρακτηρίζει, ως επι νόηση, την εποχή μας, η ανάπτυξή της όμως αποτελεί σί γουρα χαρακτηριστικό της. Ο εικοστός αιώνας, και ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’50 και στο εξής, σηματοδοτεί μια στροφή της τέ χνης προς τις ίδιες εσωτερικές διαδικασίες αλλά και λειτουργίες της, μια αμφισβήτηση της ιερότητας της καλλιτεχνικής πράξης. Στο τελευταίο αυτό έργο της Μάρως Δούκα βρίσκουμε μια πολυπρισματική θεώρηση του θέματος, επικεντρωμένη μεν στο υποκεί μενο, στον συγγραφέα εν προκειμένω, και στην πρόσληψή του και ανάπλαση της ζωντανής περιρρέουσας και προσωπικής πραγματικόητας αλλά και στη σχέση του ίδιου του κειμένου με την πραγμα τικότητα. Μια σχέση αμφιμονοσήμάντη και πολύπλοκη, συμβατι κή στην κειμενική της έκφραση, οργανική στις πραγματικές της διαστάσεις. Ο συγγραφέας εμφανίζεται εκών άκων προσκολλημένος όχι μόνο στην καθημερινή πραγματικότητα της εποχής του, κάτι το οποίο θα ήταν άλλωστε μέχρις ενός σημείου όχι μόνο φυ σιολογικό αλλά αναγκαίο, αλλά στην προσωπική του καθημερινό τητα. Ο συγγραφέας και η πραγματικότητα εισδύουν στο φαντα στικό ενώ την ίδια στιγμή το φανταστικό τους κατακλύζει. Με ει κόνες θα μιλούσαμε για το Πορφυρό Ρόδο του Καΐρου, μόνο που οι πρωταγωνιστές μπαινοβγαίνουν στο έργο δια μέσου των λέξεων, που αντίστοιχα τους φυλακίζουν ή τους απελευθερώνουν. Η πιθα νότητα συνυπάρχει με το βέβαιο όπως και με το είδωλό του. Η φαντασία όχι απλώς δημιουργείται αλλά και δημιουργεί. Μια αντί ληψη υμνητική της τέχνης, λυτρωτική όμως όχι, εφόσον ο συγγρα φέας τελικά δεν ελέγχει πλήρως ούτε την πραγματικότητα ούτε το ίδιο το δημιούργημα του νου του. Αλλά και ούτε ανακουφίζεται α πό τη δημιουργία, τα φαντάσματα εξακολουθούν να τον ακολου θούν κατά πόδας. Το αδιέξοδο του καλλιτέχνη σ’ έναν κόσμο διαβρωμένο από μια καθολική πλέον άγνοια κι αβεβαιότητα, σε μια εποχή υψίστης ακρίβειας στην πληροφορία, η αδυναμία καταφυ-
Μ
60/επιλογή γης στη φαντασία, που κι αυτή ακόμα απαιτητική ζωντανεύει, α ποτελούν έναν κεντρικό θεματικό άξονα του έργου. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι απορρίπτεται η λογοτεχνία ως μέσο γνώσης του κόσμου. Το θέμα που τίθεται είναι ποιος μπορεί πια να μας δώ σει τις πιο σίγουρες πληροφορίες για τον εαυτό μας και τον κόσμο: η λογική, το συναίσθημα, οι αισθήσεις; Ο έρωτας μήπως και η πο λιτική, η τέχνη ή το βύθισμα στην πραγματικότητα, το κυνήγι της γνώσης ή η ηθελημένη άγνοια; Χωρίς να δεσμεύεται με μια απάν τηση μονοσήμαντη, η συγγραφέας δίνει τα στοιχεία για πιθανές πιο σύνθετες οπτικές. ια πιθανή παρατήρηση που θα μπορούσε να γίνει και σ’ αυτό το βιβλίο της Μάρως Δούκα είναι ότι ο ασθματικός χαρα κτήρας της γραφής αποκλείει εξ ορισμού το μέσο κοινό από την λόγου κοινωνία. Το ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος της Μάρως Δού κα, φυσικά, δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτησης «το ύφος είναι επιλογή». Εξάλλου, εξίσου δεδομένο είναι ότι κόμπος της σύγχρο νης πραγματικότητας και σκέψης δεν μπορεί να αποδοθεί, σε επί πεδο μορφής, με ευθείες. Πέραν της αισθητικής ικανοποίησης ποι παρέχει η καταγραφή της σκέψης αλλά και του συναισθήματος και της αγωνίας της ίδιας εν τη γενέσει τους, τη στιγμή ακριβώς που αναδύονται, με την απουσία στίξης και τη σύγχυση να καθρε φτίζεται και σε επίπεδο σύνταξης στην αρχή του βιβλίου, λόγου χ ά ρη. Και κάτι ακόμα, μήπως η Μάρω Δούκα δεν δημιουργεί με τον τρόπο γραφής της και αναγνώστη για το κείμενο, εκτός από το κείμενο για τον αναγνώστη. Το βέβαιο είναι ότι το βιβλίο της επι δρά πολλαπλά στην πραγματικότητα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που πολλαπλώ ς εξ αυτής ορμάται. Με δυο λόγια πρόκειται για ένα βιβλίο συνθετικό, αλλά και απολαυστικό συνάμα, ένα βιβλίο που προσφέρεται και για ανάγνωση και για μελέτη...
Μ
ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ
έρω τας της ζωής και αδυσώπητη τραγικότητα ΔΗΜΗΤΡΙΑΣ ΖΟΥΜΠΟΥΑΑΚΗ: Περιμένοντας το Μάη. Μυθιστόρήμα. Αθήνα, Ε π ικ α ιρ ό τη τα . Σελ. 245. ν όλα τα ανθρώπινα επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, αν ο ανθρώπινος οργανισμός, εύθραυστος μέσα στην τελειότητά του, αντιδρά ποικιλότροπα απέναντι στο αιφνίδιο και αποδέχεται τον πόνο που συγκονίζει τα θεμέλια της ύπαρξής του χωρίς να αποκόπτεται από την ελπίδα, αλλά μέσα από τη λυτρωτική θεώρηση αυτού που λέγεται πραγματικότητα - κάθε πραγματικό είναι αδυ σώπητα δραματικό, - βρισκόμαστε μπροστά στην αποκάλυψη της τραγικότητας της ζωής. Η απρόσμενη αρρώστια οδηγεί σε μια ατέλειωτη σειρά ψυχικών διακυμάνσεων πολυερμήνευτων, μα όχι δυσεξήγητων. Η ζωή, μέ σα στους στρόβιλους της απαράγραπτης μοίρας του θανάτου που διέπεται από την αποδοχή μιας πραγματικότητας αναπότρεπτης που τραυματίζει το όνειρο και διαψεύδει τους οραματισμούς, απο-
Α
Ε Μ Π Ε ΙΡ Η κ αθηγήτρια γερ μα νικ ώ ν, φ ιλ ό λ ο γ ο ς (Π α ν. M A R B U R Z /L A H N ) πα ραδίδει μαθή μ α τα όλ ω ν τω ν ε π ιπ έδ ω ν. Τ ηλ. 41.74.898 - α π ο γ. ώ ρες.
επιλογη/61 κτά μια τραγική διάσταση και συγκλονίζει τα θεμέλια της ανθρώ πινης ύπαρξης. Σ’ ένα τέτοιο περίπου άξονα στηρίζει η Δημητρία Ζουμπουλάκη την ανάπτυξη του μυθιστορήματος της. Η ψυχολογία του αρρώ στου, που έντρομος, δύσπιστος, αμήχανος περιμένει την ετυμηγο ρία του γιατρού που θα απομακρύνει το τέλος και θα δώσει συνέ χεια στη βίωση της οδύνης, δημιουργεί ένα πεδίο έντονα επισφαλές ως προς την ουσία του τη μυθιστορηματική, ως προς την οντότητα της πικρής του θεματικής. ταν όμως ο συγγραφέας δεν αγνοεί το πολυσήμαντο στις σχέ σεις ανθρώπων, συνθηκών και παρορμήσεων, όταν μπορεί με άλλα λόγια να διαβάσει την ανθρώπινη ψυχή, έχει τη δυνατότητα ακόμα και μέσα σ ’ ένα τόσο λεπτό καμβά να υφάνει αλήθειες κά πως ασύλληπτες για τους δικούς μας μικρόψυχους καιρούς. Ζω σημαίνει διατηρώ την ελπίδα ακόμα και πίσω από το τεράστιο μέ γεθος του αναπότρεπτου τέλους. Στα ανθρώπινα επιβάλλεται πά ντα το μέγεθος. Η ελπίδα όμως συνυφαίνεται με τη ζωή και ποια πράξη είναι οριακά σοβαρότερη από τη ζωή; «Οι αρρώστιες είναι τελικά οι μόνες δημοκρατικές δυνάμεις που δεν κάνουν διακρίσεις», σημειώνει η συγγραφέας (σελ. 16). Η αί σθηση της εξάρτησης ποικίλλει τις ανθρώπινες αντιδράσεις: από την προσποίηση του θάρρους και την υπερβολή της εμπιστοσύνης, ως όπλου απέναντι στο φόβο και την ηθική δέσμευση που επιδιώ κει ο άνθρωπος να προκαλέσει στο περιβάλλον, ώς τη διοχέτευση της ζωτικής ορμής μέσα σε άλλες κατευθύνσεις, τέτοιες που να τον κάνουν ικανό να αισθάνεται τα πράγματα με πάθος και ειλι κρίνεια. Ανάμεσα στο φόβο και την ελπίδα παίζεται ένα καταπλητικό παιχνίδι, όπου εναλλάσσεται διαδοχικά ο νικητής και ο ηττημένος. Τελικά όλα εξαρτώνται από το στοιχείο της αγάπης που λυ τρώνει κι εξουσιάζει ακόμα και το θάνατο. Είναι σαν το μυστικό συναπάντημα με το μυστήριο. «Κάποτε πίστεψα πως ο άνθρωπος μπορεί να βοηθήσει τον άν θρωπο με χίλιους δυο τρόπους όταν έχει αγάπη μέσα του», γράφει η Δ.Ζ. Οι καιροί όμως σήμερα έχουν ισοπεδώσει την έννοια της α γάπης. Μπροστά στην αρρώστια του άλλου οι άνθρωποι μεταμορ φώνονται περίεργα, λες και οι ίδιοι είναι άτρωτοι, αλώβητοι στο δι ηνεκές, απρόσβλητοι και παντοδύναμοι. Η καχυποψία απέναντι στο «διαφορετικό», η εχθρότητα και η δυσπιστία απέναντι σε ό,τι «ξεχωρίζει» ή «ανατρέπει» χαρακτήριζε πάντα την ιστορία της αν θρωπότητας. Α πό μια ανίατη αρρώστια λυτρώνεσαι μονάχα στην ανυπαρξία του θανάτου. Ποια δύναμη έξω από την απέραντη αγά πη μπορεί να υποχρεώσει τους άλλους να σε παρακολουθούν στην πορεία της οδύνης σου; Φαίνεται πως αυτό το αστείρευτο συναί σθημα της συμπαράστασης ως την αθανασία και ύστερα απ’ αυτή καλύπτεται μονάχα από τη μητρότητα.
Ο
ι άνθρωποι όμως μπλέκονται συνήθως σε άλλες ανθρώπινες αγάπες, έρωτες υποτονικούς και ανθρώπους αδύναμους να α ντέξουν «δεσμούς» με κάποιον που κτυπήθηκε ξαφνικά από το φρικώδες ενός «ξεχωριστού». Είναι αδύναμοι όχι μόνο στην αντι μετώπιση αλλά και στο απλό αντίκρυσμα μιας τέτοιας κατάστα σης. Η κοινωνία δικαιολογεί μια τέτοια στάση. Η ηρωίδα του βι βλίου διατηρώντας την ευθυκρισία της βρίσκει τη δύναμη να ξερριζώσει εκείνο το «υποτονικό»: «Τον παρακάλεσα να δεχθεί τη διά λυση του δεσμού μας. Εμένα περίμενε να το προτείνω. Ά λλω στε δεν τον διέκρινε ποτέ το θάρρος και η λεβεντιά... Ο Γιάννης θαρ ρείς και λυτρώθηκε από μένα. Α πό τότε που το διαλύσαμε ούτε μια
Ο
ΔΗΜΗΤΡΙΑΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ
Περιμένοντας το Μάη
.
62!επιλογή φορά δε με πήρε τηλέφωνο. Προσποιήθηκε πως δε με είδε...» (σελ. 17). Μπροστά στην αρρώστια γινόμαστε τόσο ανυπεράσπιστοι, όσο και μπροστά στην αλήθεια του κορμιού. Το δέσιμο με το γιατρό, το μόνο πρόσωπο που επιβάλλεται στο σήμερα και στο μέλλον του ασθενούς μπορεί να πάρει τη μορφή ερωτικού σκιρτήματος. « Ό σ ο ζω πρέπει να είναι ο γιατρός μου γιατί τον πιστεύω», παραδέχεται η ηρωίδα. «Μετά από τόσα χρόνια μέσα από το παραλήρημά μου ξεπετάχτηκε η γυναίκα κι απ’ την άλλη μεριά τα "πρέπει” » (σελ. 25). «Κάθεται άνετα, με σοβαρό ύφος, σκεφτικός. Τα μάτια μου καρφιά επάνω του. Προσπαθώ να διαβάσω το σύντομο αποτέλε σμα μέσα στα δικά του. Θαρρείς πως συνομιλεί με τον εγκέφαλό του» (σελ. 21). Μια «καλή» απάντηση ξεπερνάει τα όρια της αν θρώπινης ευτυχίας. « Έ νας αέρας ζωής μπήκε μέσα μου σαν παρα λήρημα. - Γιατρέ μου, αλήθεια μου λέτε; Μπορώ ακόμα να περι μένω το Μάη για ένα χρόνο, μπορώ να κάνω όνειρα;»... Όνειρα που εκφράζονται ακόμα και μέσα σ ’ έναν «αμίλητο, ιπποτικό για τρό» που μπορεί να σε αντιμετωπίσει σαν «γυναίκα» έστω και άρ ρωστη και να εκφραστεί ακόμα και με τον αισθησιακότερο τρόπο (σελ. 23). αι μπαίνει κι αυτό μέσα στα ελπιδοφόρα της ζωής, στη μαγεία και τη συγκίνηση των μικρών, των καθημερινών όταν τοποθε τηθούν στις αληθινές τους διαστάσεις. «Η καρδιά μου αγαπάει γιατί της αρέσει ν ’ αγαπάει. Δεν μπαίνει πια στο ζυγό του χρέους, τού "επιτρέπεται” και τού "δεν επιτρέπε ται” . Να έτσι της αρέσει να είναι: παράλογα κι ανεκπλήρωτα ευτυ χισμένη» (σελ. 65). Κι αυτό γίνεται φιλοσοφία ζωής, η προσπάθεια να μην αποκοπεί κανείς από τους δεσμούς της - αισθηματικούς, βιοποριστικούς ακόμα και ψυχαγωγικούς. «Προσπαθώ ν ’ απλώσω τις αναζητήσεις μου και σ’ άλλα θέματα» (σελ. 146) και σ’ άλλους τόπους και σ’ άλλους ανθρώπους. Έ τσι η συγγραφέας κατορθώνει να φωτογραφίσει μέσα στο μυθι στόρημά της αλήθειες που δικαιώνουν την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης αποκαλύπτοντας σε γλώσσα απλή στοιχεία της ανθρώπι νης τραγικότητας.
Κ
Α Ν Α Λ Α Μ ΒΑ Ν Ω δακτυλο γρα φ ή σ εις ελ λ η νικ ώ ν και α γγλ ικ ώ ν κ ειμ ένω ν με η λ ε κ τρ ο νικ ό υ π ολογισ τή Τ ηλ. 36.37.324 (πρω ινά ) και 36.10.779 (α π ογεύ μ α τ α )
ΝΕΝΑ I. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ
γ ρ ά φ ο ν τ α ς γ ια το Μ ό ν τε Κ ά ρ λ ο «Θεωρώ πως η ζωή είναι μία πολύ θλιβερή γελοιότητα, επειδή υπάρχει μέσα μας... η ανάγκη διαρκώς να ξεγελάμε τον εαυτό μας δημιουργώντας μια πραγματικότητα... που κατά καιρούς ανακαλύπτουμε ότι δεν είναι παρά ματαιότητα και αυταπάτη». [(Λουΐτζι Πιραντέλο (1920)] r - r -Λ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΤΖΙΑ: Ο Πυγμάχος. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ.
139. τις 21 Μάίου 1958 διαδραματίζονται τα γεγονότα και στον τρίτη νουβέλα (μετά τον Ιαγουάρο και τη Μηχανή) στη σειρά του Αλέξανδρου Κοτζιά. Είναι μια μέρα στην Ελλάδα που γλείφει ακόμα τις μετεμφυλιακές πλη γές της, ενώ αρχίζει να παίρνει μια πρώτη γεύση ευημερίας και κα-
Σ Πυγμάχο, Τα Παιδιά του Κρόνου
πεζό Ι'/’α φ
ια
επιλογη/63 ταναλωτισμού. Είναι η ονομαστική εορτή του Διαδόχου Κωνσταν τίνου και του πρωθυπουργού Καραμανλή. Συζητείται η απότομη ά νοδος της δύναμης της αριστερός στο κοινοβούλιο μετά τις πρό σφατες εκλογές, προχωρεί η μετανάστευση και ο οικοδομικός ορ γασμός της αντιπαροχής. Η πρώτη πτήση Αθήνα-Γιοχάνεσμπουργκ καταλήγει σε τραγωδία με την πτώση του αεροσκάφους της «εται ρίας KLF». Στο εθνικό θέατρο παίζουν Τρισεύγενη του Παλαμά. υτά τα σημαντικά και ασήμαντα ιστορικά συμβαίνοντα εφά πτονται της ζωής των Αθηναίων ηρώων στις νουβέλες, επηρε άζοντας άμεσα ή έμμεσα την προσωπική τους μοίρα στη δεδομένη ιστορική στιγμή. Επίτευγμα του συγγραφέα στις ιστορίες αυτές α ποτελεί η απόδοση της διαδικασίας στον ψυχικό κόσμο ατόμων που καταφέρνουν μία μερική μόνο ή διατρεβλωμένη συνειδητοποίηση του κοινωνικού τους περιβάλλοντος, ενώ γίνεται σαφές ότι προσδιορίζονται καθοριστικά από το ρευστό κλίμα της εποχής. Στον αγώνα τους για επιβίωση και πρόοδο τα πρόσωπα αυτά δί νουν την απατηλή εντύπωση μιας ισχυρής βούλησης που υπόσχε ται να εξασφαλίσει την επιτυχία. Α λλ’ όμως οι βίοι και πολιτείες, όπως παρουσιάζονται από τον συγγραφέα, αφήνουν να διαφανεί έ να κεντρικό θέμα στις νουβέλες του: πόσο η έλλειψη αληθινής κοι νωνικής συνείδησης κατευθύνει τη βούληση αυτή σε αδιέξοδα με κατάληξη την αποτυχία ή αποτελμάτωση. Αυτή την ευρύτερη έν νοια μιας επιθετικής βούλησης αποκτά και ο όρος «πυγμάχος» της ομότιτλης νουβέλας. Η αφηγηματική μέθοδος είναι και εδώ ο εσωτερικός μονόλογος εναλλασσόμενος με διαλόγους τρίτων προσώπων που πλαισιώνει με τα σχόλιά του ο αφηγητής. Ό μ ω ς ειδικά στον Πυγμάχο δεν δε σπόζει αποκλειστικά η ψυχολογία του αφηγητή. Ενώ η οπτική του γωνία κυριαρχεί ως προς το θέμα που αναφέραμε παραπάνω, ο ί διος και η μοίρα του αποτελούν συγχρόνως «παράδειγμα» του άλ λου κεντρικού θέματος της νουβέλας που είναι η σχέση συγγραφέα και αναπαράστασης της πραγματικότητας, όπως και η δήλωση που οφείλέι να κάνει η μυθιστορηματική γραφή μέσα από πρόσωπα και πράγματα.
Α
ώρος της δράσης στον Πυγμάχο είναι η αίθουσα σύνταξης και το τυπογραφείο μεγάλης αθηναϊκής ημερήσιας εφημερί δας. Η ατμόσφαιρα και οι ρυθμοί λειτουργίας του χώρου αποδί δονται στην αρχή της ιστορίας με εντυπωσιακή στυλιστική μαε στρία. Ο αφηγητής «Αμίλητος» είναι ο νεαρός αρχειοθέτης της ε φημερίδας. Κατάγεται από τους Δελφούς όπου έχασε τους γονείς του, θύματα του εμφυλίου πολέμου. Στο ρόλο του καλοπροαίρε του, αλλά αυταρχικού κατά τον Αμίλητο, προστάτη του ορφανού, ο «Ταμερλάνος», αρχισυντάκτης της εφημερίδας, τον παίρνει εκόντα άκοντα υπό την προστασία του δίνοντάς του δουλειά και υποχρεώνοντάς τον να παρακολουθεί νυκτερινό γυμνάσιο. Ό μ ω ς ο Αμίλητος έχει άλλα στον νου του. Ως μέντορα και υπόδειγμα των φιλοδοξιών του βλέπει τον Στέλιο Αντωνιάδη, συντάκτη, λογοτέ χνη και τζογαδόρο. Ο «κύριος Στέλιος» συχνάζει στον ιππόδρομο και τον έχει πείσει πως είναι και πρέπει να είναι «πυγμάχος», αδί στακτος μαχητής που εκμεταλλεύεται πανούργα κάθε ευκαιρία της τύχης (και η ζωή είναι τυχερό παιχνίδι) για ν ’ αποκτήσει την ανεξαρτησία του και να κάνει το κέφι του.. Ο Αμίλητος πιστεύει α κράδαντα πως έχει τη θέληση και τη δύναμη χαρακτήρα να τα επι τύχει όλα αυτά. Σήμερα είναι η κρίσιμη μέρα. Με όλη του την πε ριουσία, ένα μασούρι λίρες κρυμμένο στο μπουφάν του, περιμένει το τέλος της βάρδιας στην εφημερίδα για να κατηφορίσει με τον
Χ
64/επιλογη κ. Στέλιο προς τον ιππόδρομο. Με τη βοήθεια του τελευταίου θα πολλαπλασιάσει τον θησαυρό του, γιατί ο κ. Στέλιος κατέχει το μυστικό του παίκτη που πάντα κερδίζει. Τυχαία γεγονότα και συμ πτώσεις φαίνεται να έχουν κάνει την τύχη να χαμογελάσει επιτέ λους στον Αμίλητο. Αλλά αυτή είναι μόνο η οπτική γωνία του αφη γητή που κομπάζει με όλη την αφελή αυτοπεποίθηση και αναίδεια του ημιμαθούς. Από δω και πέρα τα πράγματα περιπλέκονται. Δί νουν και παίρνουν (όπως στις προηγούμενες νουβέλες) η απάτη και η αυταπάτη, καθώς επεμβαίνει καθοριστικά και μία σειρά από συμπτώσεις που ματαιώνουν τα σχέδια του Αμίλητου. το σημείο αυτό εισάγεται το θέμα του τυχαίου και της «ασυ ναρτησίας» της ζωής στις συζητήσεις του κ. Στέλιου με τον συνάδελφό του τον «κύριο Αλέξανδρο» (αγνώστου επωνύμου) συγ γραφέα και συντάκτη της φιλολογικής σελίδας. Είναι φανερό πως ο θυμώδης και ολιγόλογος, σχεδόν βραδύγλωσσος, κ. Αλέξαν δρος, αποκαλούμενος «χαρτοπόντικας» από τον αφηγητή, είναι πορτραίτο, ώστε και φερέφωνο, του ίδιου του συγγραφέα σκιαγραφημένο με γερή δόση αυτοειρωνείας. Στις «συζητήσεις» τους ο Στέλιος Αντωνιάδης αποκαλύπτεται ως φλύαρος αριβίστας, ασχο λούμενος με το να δημιουργεί εντυπώσεις και ως άτομο και ως λο γοτέχνης. Προσπαθεί να προβληθεί και να επιβληθεί με όλα τα μέ σα, εκτός από την οποιαδήποτε πραγματική αξία που μπορεί να έ χει. Το αφελές ρεπορτάζ του αφηγητή περί της σύγκρουσης των δύο λογοτεχνών αναπτύσσει διασκεδαστικά πλην σαφέστατα το ζήτημα της φύσης του νατουραλιστικού μυθιστορήματος. Ο κ. Στέλιος υπερασπίζεται με πάθος τη θεωρία του για το «μυθιστόρη μα των πιθανοτήτων», ένα νατουραλισμό που ταυτίζεται με την α συναρτησία της ζωής, όπου όλα είναι τυχαία, χωρίς καμία συνοχή: «... η αλληλουχία μόνο την ανθρώπινη αυταρέσκεια εξηγεί και ουδέν άλλο... Τέρμα λοιπόν η ματαιοδοξία και οι αυταπάτες μας!... Ας είμεθα νατουραλισταί, αυτό καταθέτει ως βαθύτερο νόημα το μυθιστόρημα, που με την γνωστή εμπάθειά σου χαρακτήρισες ασυ νάρτητο... Ο Αλέξανδρος Πούσκιν!» (σελ. 63) Έ να μέρος της α πάντησης έχει δώσει ο Ταμερλάνος σχολιάζοντας τα λεγάμενα του κ. Στέλιου: «Κάπως τα συγχέεις! Ο Ίψ εν δεν έχει γράψει περί τύ χης και αναγκαιότητος. Ο Πιραντέλο... ο κερατάς!» Οταν ο Στέ λιος Αντωνιάδης επικαλείται θριαμβευτικά την Ντάμα Πίκα του Πούσκιν ως παράδειγμα της θεωρίας του για την ανυπαρξία «συναρμογής» στη ζωή, η λακωνική απάντηση κλειδί του κ. Α λέξαν δρου είναι « ... ο Πούσκιν δεν γράφει για το Μόντε Κάρλο... Γρά φει, και μάλιστα καθόλου ασυνάρτητα... για τον Αντίχριστο γράφει».
Σ
ν η απάντηση του κ. Αλέξανδρου είναι λακωνική και μοιάζει γριφώδης, η πλήρης απάντηση του Αλέξανδρου Κοτζιά βρίσκεται στην όλη σύλληψη και δομή του «Πυγμάχου». Η νουβέ λα είναι ένα πλέγμα διαβολικών συμπτώσεων, τυχαίων συνδυα σμών «ηλεκτρονίων» (όπως τα αποκαλεί στην απελπισμένη ανά λυση της ζωής του ο Αμίλητος) που φαίνεται να καθορίζουν τη μοί ρα των ηρώων. Α λλά αν ήταν μόνο αυτό, πόσα πράγματι θα μας ενδιέφεραν τα έρμαια αυτά του τροχού της τύχης; Η ρητορεία του θυμόσοφου Αμίλητου και του διανοούμενου Αντωνιάδη καθώς αραδιάζουν τις τρομερές συμπτώσεις στη ζωή τους δίνει, όπως η ερ μηνεία του κ. Στέλιου για την Ντάμα Πίκα, μία μόνο όψη του νομί σματος. Δεδομένης της οκνηρίας και δειλίας του Αμίλητου, πόσο διαφορετική θα ήταν η εξέλιξή του και χωρίς τις μοιραίες συμπτώ-
Α
ΝΗ: Της τέχνης τα φ αρ μάκια. Νουβέλα. Θεσσα λονίκη, Χ ειρ ό γρ α φ α , 1990. Σελ. 76. « - Τι να σου πω, ρε Μήτσο, φασκέλωσ’ την αυτήν την τέχνη μας... Άτιμη τέχνη, έχει πολλά βάσανα... Ξέρεις τι μαρτύρια έχει; Δεν τα φα ντάζεσαι, γιατί είσ' άγουρος ακόμα. Ας είναι όμως, έχει και τις χάρες της. Πώς να σου πω, δεν μπορώ να σου παραστήσω, είναι τέχνη με διοτροπίες, με νεύρα, με τσακίσματα... Μα σε κανοποιεί... Καταλαβαίνεις μέσα σου πώς κάνεις ένα πράμα που δεν μπορεί άλλος να το κάμει... Γίνεσαι περήφανος με τον εαυτό σου. Οι άλλοι σε κοιτάζουν, σε πειράζουνε, σε κοροϊδεύουνε, μα σε ζηλεύουν το περισσότερο! Εσύ λες με τον ε αυτό σου: "Μάλιστα ρε άτιμοι, είμαι καραγκιοζοπαίχτης - και γι’ αυτό
Η νουβέλα Της τέχνης τα φαρμά κια του Γ. Βλαχογιάννη γράφτηκε το 1917, αλλά δημοσιεύτηκε το 1943· με αυτή του τη νουβέλα ο Βλαχογιάννης (1867-1945) μάς γνω ρίζει τον κόσμο του Καραγκιόζη τό σο μεταφορικά (το κλίμα, την ατμό σφαιρα του θεατρικού είδους) όσο και κυριολεκτικά (δηλ. το συγκεκρι μένο - λαϊκό - κοινό, την πρόσλη ψη και διάδοση αυτού του ωραίου τρόπου του ψυχαγωγείσθαι στο
επιλογη/65 σεις; Η αθέατη για τον κ. Στέλιο άλλη όψη του νομίσματος.παρι στάνει τι γίνεται όταν λείπει η αλληλουχία που εξασφαλίζει αυτό που λέγεται χαρακτήρας, η ικανότητα συνειδητοποίησης της αν θρώπινης κατάστασης και η ανάλογη αντιμετώπιση της ύπαρξης. Για τον Πυγμάχο ο κ. Α λέξανδρος θα έλεγε πιθανότατα: «Ο Αλέ ξανδρος Κοτζιάς δεν γράφει για το Μόντε Κάρλο. Γράφει, και μά λιστα καθόλου ασυνάρτητα... για την έλλειψη χαρακτήρα και για την ασυνειδησία γράφει». εν γράφει καθόλου ασυνάρτητα, αλλά υπό τη μορφή παζλ για προχωρημένους. Χρειάζεται κάποιο κόπο ο αναγνώστης για να συναρμολογήσει τα κομμάτια και συνιστάται δεύτερη ανά γνωση αν δεν θέλουμε να χάσουμε κάτι από την πλήρη εικόνα. Ο εξαιρετικά κατακερματισμένος, συχνά πρωθύστερος τρόπος, που δίδεται ο ιστός της ιστορίας φτάνει εδώ στο έπακρο και δοκιμάζει την ισορροπία ανάμεσα στο suspense και το μέτρο που μπορεί ο α ναγνώστης να παρακολουθεί στοιχειωδώς προς τα πού βαδίζει. Το ύφος είναι το γνωστό που έχει επιλέξει ο συγγραφέας για τις ιστορίες αυτές. Παρά τη διαφοροποίηση από νουβέλα σε νουβέλα, ώστε να προσαρμόζεται η γλώσσα στα πρόσωπα των ομιλητών, ο ρισμένα σημεία του «Πυγμάχου» μου φαίνεται να πλησιάζουν επι κίνδυνα το όριο της μανιέρας. Η ελαφρά καθαρεύουσα των συντα κτών της εποχής είναι χαρακτηριστική, όπως και εν γένει η γκάμα των λεξιλογίων του αφηγητή. Ό μ ω ς μπορεί ν ’ αμφιβάλλει κανείς αν ένας γυμνασιόπαις αμφι βόλου ποιότητος από την επαρχία της εποχής εκείνης (και παρά την τριβή του με δημοσιογράφους που «χειρίζονται την γλώσσα») θα στόλιζε πού και πού τον ειρμό της σκέψης του αυθόρμητα με εκ φράσεις όπως, «Γυρνάει και σε μένα, δηκτικός», «κατατρύχεται», «προσηκώνομαι», «γελάω ενδομύχως». Αυτές μου φαίνονται περι πτώσεις όπου το ειρωνικό ύφος είναι του συγγραφέα και όχι του α φηγητή, ο οποίος αλλού, και επιτυχημένα, μιμείται κοροϊδευτικά το στόμφο του περιβάλλοντος του.
Δ
α μπορούσε να πει κανείς ότι κατά έναν τρόπο ο Ο Πυγμάχος είναι μια μετατροπή του θέματος της Ντάμας Πίκα σε φαρσο κωμωδία. Αλλά μέσα σ’ αυτόν τον αφηγηματικό ιστό πέφτει βαριά και η σκιά του Πιραντέλο. Αυτό που γνωρίζει ή νομίζει πως γνωρί ζει κανείς είναι το ελάχιστο αυτού που είναι. Ο Αμίλητος και ο Αντωνιάδης προτιμούν τη φυγή στη φαντασίωση από τη ζωή σ’ έναν αβέβαιο κόσμο που διαρκώς αλλάζει. Και αυτή είναι η ειρωνεία του «νατουραλισμού» τους. Παρά τα όσα ισχυρίζεται ο Αντωνιάδης, ο κύριος Αλέξανδρος επιμένει στο σταθερό σημείο αναφοράς που ο φείλει να είναι η Τέχνη δίνοντας μορφή στο χάος των βιωμάτων: «Α-κόμη και περί ασυναρτησίας το κείμενο... έ-χει εσωτερική συνοχή, συνάφεια... Διαφορετικά, αμολάμε στο χαρτί οτιδήποτε... είκοσι, τριάντα, άσχετες μεταξύ τους μπανανόφλουδες... Εί-εισε αγεωμέτρητος» (σελ. 80-81). Απόδειξη για του λόγου το αληθές συνιστά η αριστοτεχνική δομή του κειμένου αυτού περί τυχαίου και ασυναρτησίας σε συνάρτηση πάντα με την αλληλουχία των διερ γασιών στον πολυδαίδαλο χώρο της συνείδησης.
Θ
ΚΡΙΤΩΝ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
^ 0 νου, την καρδιά και το συναίσθημα του απλού ανθρώπου των λαϊκών συνοικιών). Η πικρή και ανθρώπινη ιστορία της κλοπής, κάποιων από τις φι γούρες μιας παράστασης Καρα γκιόζη από έναν μαθητευόμενο, οι σχέσεις ανάμεσα στον μάρτυρα και τους μαθητές τους (τον Φούλια με τους Μήτσο και Τσιρπλή) δείχνουν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τις μικροχαρές και μικροαπάτες που ελάβαιναν χώρα στον κόσμο της αγά πης (για τον Καραγκιόζη) και της πείνας (μια που δεν γινόσουν πλού σιος με παραστάσεις Καραγκιόζη!) Αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους- σαν παραμύθι, μια που πρόκειται για έναν κόσμο ανύ παρκτο σήμερα, σαν αλληγορία, για τους καημούς και τα πάθη, «τα φαρμάκια» μιας τέχνης πλούσιας και ταπεινής, σαν κοινωνιολογική μελέτη, όπου συνευρίσκονται σχέ σεις αγάπης, διαβολής, και εξου σίας ανάμεσα στα πρόσωπα που συναποτελούν το χώρο και το κλί μα μιας εποχής. Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί η εκδοτική φροντίδα των μη κερδο σκοπικών εκδόσεων Χειρόγραφαo ' ένα κομψό, άψογο τομίδιο, με τη φιλολογική επιμέλεια της Μάρθας Θωμαΐδου-Μώρου, ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει ένα αγαπημέ νο κομμάτι της νεοελληνικής πεζο γραφίας. Με την ευκαιρία τούτη, ας ση μειώσουμε και τους τίτλους των υ πόλοιπων τεσσάρων τόμων της σει ράς οι οποίοι κυκλοφορούν: Μα ρίας Καραγιάννη: Μυστικός Δείττνος, (ποιήματα), Θ. Γεωργιάδη: Ύπνος και θάνατος (ποιήματα), Π. Σωτηρίου: Ωσάν ποιήματα και του εξαίρετου Εδεσσαίου λογοτέχνη Μάρκου Μέσκου: Παιχνίδια στον Παράδεισο (πεζογραφήματα).
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
66!επιλογή
περιήγησις ανά την γλυκειάν χώραν Κύπρον r - r -λ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΩΡΓΗ: Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών. Αθήνα,Σμίλη, 1991. Σελ. 246. «Στην Κύπρο κάθε πέτρα λέει ένα παραμύθι». «Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν ’ ανεβαίνει είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια, και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν». (Σεφέρης)
πάρχουν πόλεις-μικρότερες ή μεγαλύτερες - αδιάφορο που ευτύχησαν ν ’ αποκτήσουν οικόσημο και προστάτη τους ποιητές. Η Πράγα το πνεύμα του Κάφκα, το Δουβλίνο τον πανταχού παρόντα Τζόυς, η Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, η πολίχνη Σκιά θος τον (δικό της άγιο) Παπαδιαμάντη. Χώρες όμως ολόκληρες σπάνια αξιώθηκαν μια τέτοια δωρεά. Η Κύπρος - η χωμάτινη ρα γισμένη καρδιά της Μεσόγειος - έλαχε ακριβώς ενός τέτοιου σπάνιου κλήρου, να ’χει προστάτη της Αγιώργη τον ποιητή του «ψηφιδωτού καημού της Ρωμιοσύνης», τον Γ. Σεφέρη. Μόνο σ’ αυ τήν «όπου κι αν ταξίδευε, δεν τον πλήγωνε», τουναντίον τον γιά τρευε από παρατεταμένες ποιητικές αγωνίες του και πνευματική αδράνεια. Γι’ αυτό ταξίδεψε συχνά εκεί «που το θαύμα λειτουργεί ακόμη», 7 φορές συνολικά - ακριβώς αυτά τα ταξίδια έχει σαν θέ μα του η ανά χείρας μελέτη - με την πικρή διαφορά ότι το έβδομο δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ: «πέντε μόλις μέρες πριν από το τόσο ποθητό ταξίδι, μπήκε στον “ Ευαγγελισμό” . Αντί για την Κύπρο, έφυγε στις 20 Σεπτεμβρίου για το μοιραίο ταξίδι, δίχως γυρισμό. Στις τσέπες του σακακιού του υπήρχαν δυο εισιτήρια για την Κύ προ», μας πληροφορεί ο Γ. Γιωργής. Το έβδομο λοιπόν ταξίδι έ μελλε να μείνει ανεκτέλεστο, στα μισά, όπως η μοίρα του Τεύκρου «που κυματίζει/ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Α ίαντα/και μιαν άλλη Σαλαμίνα» για να θυμίζει την αγάπη του ποιητή προς το νησί. Η Κύπρος είναι η ιδεολογία και η αγωνία του Σεφέρη, το μητρικό του υποκατάστατο μετά το χαμό στις φλόγες και τους καπνούς της ιδιαίτερης πατρίδας του της Σμύρνης. «Απόθεσε στο νησί την τεφροδόχο με τις παιδικές και νεανικές του μνήμες, την πρώιμη ζωή του για να γαληνέψει», σημειώνει με ευαισθησία ο Γ. Γ. 'Αλλω στε τόσες ομοιότητες έμελλε να έχει η μοίρα και των δύο. «Το ’74 είναι πολλαπλάσιο του ’22» γράφει η Κύπρια ποιήτρια Π. Γαλάζη. Σταχυολογώ ελάχιστον αμητό από το εν λόγω βιβλίο, αντιδωρεά του Σεφέρη προς το νησί που του «έδωσε» (όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ίδιος) τα 18 ποιήματα - ανάμεσά τους μάλιστα 2-3 α πό τα κορυφαία της όλης του δημιουργίας - του «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν» και του ανανέωσε την έμπνευση σε μια κρίσιμη καμπή και δυστοκία της ζωής του: «μόνο σε δυο γεγονότα της ιστορίας μας δόθηκα ολόκληρος, ψυχή και σώμα: στον περασμένο πόλεμο και στο θέμα της Κύπρου. Και στα δυο είδα μεγάλα ξυπνήματα και τρύγησα κάμποσες πικρές εμπειρίες», «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρω μιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες», «ξανάειδα, δεν το έλπιζα, την Κύπρο. Βρήκα αυτή την καταπληκτική ζωντάνια», «απ’ εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα
Υ
επιλογη/67 ξαφνικά ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κό σμος που μιλά ελληνικά. Είναι ελληνικός», «αυτό που βλέπω είναι τόσο δυνατό. Είναι η παρουσία της Ελλάδας εδώ, τόσο ισχυρή κι ανυπότακτη», «Το κυπριακό είναι ένα θέμα που κρίνει την ανθρω πιά μας». ι πνευματικοί άνθρωποι της Κύπρου εξοφλούν με τον καλύτε ρο τρόπο αυτή την αγάπη και συμπαράσταση του Σ. προς το δοκιμαζόμενο πολλαπλά νησί τους φωτίζοντας όλες τις πλευρές της κυπριακής εμπειρίας του Σεφέρη. Ή δη η σχετική ΚυπροΣεφερική βιβλιογραφία (εκπονημένη εν πολλοίς από ελληνοκυ πρίους (Διαμαντής Πιερής, Παύλου, Χαραλαμπίδη κ.ά.), αλλά και από ελλαδικούς (Σαββίδης, Δασκαλόπουλος) είναι εντυπωσιακή σε όγκο αλλά και σε ποιότητα και πλουτίζεται ακόμη περισσότερο με την ως άνω μελέτη η οποία προωθεί αισθητά τη σεφερική έρευνα. Το βιβλίο προλογίζεται από τον καθ. Φ. Δημητρακόπουλο (ε γκρατή της Σεφεροκυπριακής βιβλιογραφίας, έχει μάλιστα εκδώσει μέρος της αλληλογραφίας του Σεφέρη με τον Λοΐζο), ο οποίος επισημαίνει την προσφορά του Γ.Γ. «Ο Γεωργής με το βιβλίο του ετούτο προσφέρει ένα συνολικότερο λόγο επί τη βάσει όλης της ώς τώρα βιβλιογραφίας που την κατέχει καλά, και των σχετικών σεφερικών κειμένων, ιδίως φυσικά των κυπριακών σελίδων του τό μου Μέρες ΣΤ'. Τα νέα στοιχεία, που για πρώτη φορά αξιοποιούνται από το Γιωργή και παρουσιάζονται σε συνδυασμό με τα παλαιότερα, είναι άφθονα». Ο συγγραφέας Γ. Γ. διαθέτει δυο κύρια εφόδια που διασφαλίζουν συνήθως την ευόδωση κάθε ερμηνευτι κού εγχειρήματος, την αγάπη και τη γνώση. Τόση μάλιστα είναι η κατ’ αποκλειστικότητα αγάπη του, που όλα του τα δημοσιεύματα κατά καιρούς δορυφορούν αποκλειστικά γύρω από τη σεφερική ποίηση. Παρά το εύρος της παιδείας του (είναι μάλιστα μορφωτι κός ακόλουθος της κυπριακής πρεσβείας στην Αθήνα) δεν έχει α σχοληθεί (γραπτώς) ποτέ με τίποτε άλλο. Ό σ ο για την αγάπη του προς τον άλλο πόλο της σχέσεως, την Κύπρο, είναι δεσμού αίμα τος, καθότι γενέθλιος τόπος του είναι η σκλαβωμένη Α μμό χωστος.
Ο
Γ. Γ., ως προαναφέρθη, επιχειρεί να ιχνηλατήσει, να κατα γράψει και ν’ αξιοποιήσει ερμηνευτικά (σε σχέση πάντα με την ερμητική σεφερική ποίηση) τις πρώτες σχέσεις και ενδιαφέ ροντα του Σ. με την Κύπρο που χρονολογούνται ήδη από το ’31, να χαρτογραφήσει λεπτομερώς τα 6 ταξίδια του Σ. στη Μ εγαλόνησο, ν ’ αποτιμήσει τον καρποφόρο έρωτα του ποιητή με το νησί. Αναδιφώντας όλο το υπάρχον υλικό, συχνά διάσπαρτο σε εφημερίδες της εποχής αλλά και σε ιδιωτικά αρχεία, αξιοποιώντας τα σεφερικά. ημερολόγια, τις μαρτυρίες των Κυπρίων φίλων του Σεφέρη (Διαμαντή, Χρυσάνθη, Λουίζου, κ.ά.) ακόμη και φωτογραφικό υ λικό, επιχειρεί ν ’ ανασυνθέσει με πάσαν λεπτομέρεια, χνάρι το χνάρι (όπως ο αρχαιολόγος το σπασμένο αγγείο - ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Γ. Γ. έχει σπουδάσει ιστορία-αρχαιολογία) το ψηφιδωτό των ταξιδιών του Σ. και να μας δώσει ανάγλυφα το χωροταξικό πλαίσιο, τη φυσική μήτρα που εξέθρεψε κι εκκολάφθησαν τα Κύ πρια έπη του Σ., σκηνοθετώντας έτσι χωροχρονικά τα 18 κυπρια κά ποιήματα του ποιητή της Στέρνας, εντάσσοντάς τα στο φυσικό πλαίσιό τους, υποβοηθώντας έτσι με την πλήρη τοπιογραφία τους και αρχιτεκτονική τους απεικόνιση στη βαθύτερη κατανόησή τους. Η αναψηλάφιση του χώρου και των συνθηκών που συνελήφθη και κυοφορήθη ένα έργο συμβάλλει αναντίρρητα στην πληρέ-
Ο
Γιώργος Γεωργής
0 ΣΕΦΕΡΗΣ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΗΡΑΝ ΚΤΗΡΟΝ ΣΚΑΙΩΝ
68/επιλογή στερη πρόσληψή του. Μια ασήμαντη φαινομενικά λεπτομέρεια μπορεί κάποτε να είναι καταλυτική στην προσέγγιση ενός ποιήμα τος. Αρκετές τέτοιες λεπτομέρειες καταγράφει και προσφέρει ο Γ. Γ., υποδεικνύοντας πειστικά τα ερεθίσματα που πιθανόν έδωσαν το έναυσμα στον ποιητή για να ξετυλίξει τον ποιητικό του μίτο, για μεταγραφές και περαιτέρω επεξεργάσίες. Έτσι, μ’ όλο αυτό το ε πικουρικό υλικό και τα διάφορα realia πολιορκεί πανταχόθεν κι α ποτελεσματικότερα το ποίημα και μέσω εύστοχων συσχετισμών και επισημάνσεων ανάγεται πλησιέστερα στον πυρήνα του. Ο εμ βριθής λοιπόν υπομνηματισμός του χώρου που εκβλάστησαν τα 18 ποιήματα του Ημερολογίου καταστρώματος Γ', (που φτάνει κάπο τε, είναι αλήθεια, σε όρια εκζήτησης και σχολαστικισμού) πλαι σιώνει και συμπληρώνει κατά τρόπο φυσικό αυτά φωτίζοντας κά ποιες σκιερές πτυχές τους και τα καθιστά οικειότερα αποκαλύ πτοντας τους μυστικούς αρμούς. Ιδιαίτερα διαφωτιστικός είναι στην προσέγγιση των ποιημάτων «Τρεις Μούλες» κι «Ο Δαίμων της Πορνείας» όπου παρακολουθεί αντιστικτικά τη σεφερική «με ταποίηση» του Χρονικού του Μαχαιρά, εντοπίζοντας τις φραστι κές αντιστοιχίες ανάμεσα στα δύο κείμενα. Ο. Γ. Γ. αρθρώνει έξο χο κριτικό λόγο. κιαγραφεί επίσης το πολιτικό παρασκήνιο της κρίσιμης ΙΟετίας του κυπριακού αγώνα (’50-’60), τις διπλωματικές πα ρεμβάσεις του Σεφέρη (1958) υπέρ αυτού του αγώνα. Αξίζει να μνημονευθούν εδώ οι επισημάνσεις του συγγραφέα για τον αγγλόφιλο Ά γγελο Βλάχο (διάβαζε: Ά γγλ ο Βλάχο), τον συνειδητά αντικύπριο Γενικό Π ρόξενο της Ε λλάδος στην Κύπρο τότε και δεδηλωμέ να αντίθετο με τον Αγώνα, που στα βιβλία του «Μια φορά κι έναν καιρό...» (αλήθεια ο τίτλος δεν παραπέμπει σε παραμύθι;) βρίθουν από ανακρίβειες, παραποιήσεις, λοιδορίες για τους Κύπριους αγω νιστές που τους αποκαλεί συλλήβδην «τρομοκράτες» (οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες), αλλά και μειωτικές πε ριγραφές για τον υπέροχο κυπριακό λαό. Και όλα αυτά από τον ε πίσημο εκπρόσωπο της Ελλάδας στην Κύπρο και Ακαδημαϊκό (!) παρακαλώ, σήμερα. Ηθικό δίδαγμα: Υπονόμευε τα συμφέροντα του έθνους σου κι αυτό θα σε ανακηρύξει ακαδημαϊκό τουλά χιστον. Κάποιες αβλεψίες του βιβλίου θα μπορούσαν να εξοβελιστούν σε μια β' έκδοσή του: σ. 37 «ζημιώνουν» αντί «ζημιώνονται», σ. 97 «ευριπιδική εκδοχή» αντί «ευριπίδεια», σ. 188 τα «Αγιανάπα», «Ατόσσα», σε «Αγιάναπα», « Ά το σ σ α » , σ. 135 το «υφάλληλα» σε «υ πάλληλα», ή «παράλληλα», σ, 62 το «υποφητικό» σε «προφητικό» ή «υποβλητικό», σ. 56 το «αντιστιχηθεί» σε «αντιστοιχηθεί», ή φιλολογικότερα «αντιπαραβληθεί». Διορθωτέα η ημερομηνία γέννη σης του Κ. Προυσή (σ. 201), να προσεχθεί η στίξη του Καβαφικού ποιήματος (σ. 76) και να σημειωθεί η πατρότητα των μεταφράσεων των χορικών του Αισχύλου και Ευριπίδη. Επίσης ο υπερτροφικός εγκυκλοπαιδισμός ορισμένων σελίδων (π.χ. 60, 121 κ.ά.) αποβαί νει σε βάρος της ομορφιάς του κριτικού κι ερμηνευτικού λόγου και θα πρέπει ν ’ αποσυμφορηθεί σε υποσελίδιες συνοπτικές σημειώ σεις ή σε παράρτημα παραθεμάτων. Έλλειψη οικονομίας παρατηρείται και όσον αφορά τις σημειώσεις. Σε σύνολο 439, τα δύο τρίτα περίπου αφορούν παραπομπές σε πηγές, το κείμενο των οποίων έ χει ήδη παρατεθεί στο κύριο σώμα της εργασίας. Θα μπορούσαν ακριβώς να έχουν ενσωματωθεί κι αυτές απευθείας στο κύριο σώ μα της μελέτης, ακριβώς δίπλα στο χωρίο ή παράθεμα, στη φυσι κή τους δηλ. θέση. Έ τσι η ροή της ανάγνωσης δεν θα διακοπτόταν κάθε τόσο με τις αναδρομές του αναγνώστη στις πίσω σελίδες τών
Σ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ α ναλαμβάνει συντακτική/δημοσιογραφική επιμέλεια κειμένων και την έκδοση οιουδήποτε ε ντύπου με άψογη ποιότητα και σε συμφέρουσες τιμές. Παραδί δετε χειρόγραφα και παίρνετε το βιβλίο σας έτοιμο. Τηλ. 8018515, 17:00-20:00.
επιλογη/69 εκθετών. Μια ακόμη παρατήρηση: Οι λέξεις «μαυλίστρες», «συν τυχαίνω» δεν επιχωριάζουν μόνο στην κυπριακή ντοπιολαλιά αλ λά είναι εν χρήσει σε πανελλήνια κλίμακα. Τουναντίον ένα μικρό λεξικό (π.χ. κοντοσταΰλης, απλίκι κ.ά.) θα μπορούσε να συμπλη ρώνει την καθ’ όλα θαυμάσια έκδοση. Εν κατακλείδι τονίζουμε ότι οι επιμέρους παρατηρήσεις μας βα ραίνουν τελικά ελάχιστα μπροστά στην ποιότητα και τη συνολική αποτίμηση του βιβλίου που καλύπτει με επιστημονική πληρότητα ένα υπάρχον κενό στη σεφερική βιβλιογραφία, κερδίζοντας εν ταυτώ μια περίοπτη θέση σ ’ αυτήν.* ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ * Το κείμενό μας αυτό ας θεωρηθεί μικρή συμβολή για την επέτειο των 20 χρόνων από το θάνατο του ποιητή.
η Κως στο πέρασμα του χρόνου ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ: Ιστορία της νήσου Κω. Αρχαία, μεσαιωνική, νεότερη. Κως, Δ ή μ ο ς Κω, 1990. Σελ. 774. να είδος ιστορικών μελετών το οποίο δεν σπανίζει στην ελλη νική βιβλιογραφία, είναι εκείνες που ως κέντρο του ενδιαφέ ροντος τους θέτουν ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και επι χειρούν να τον εξετάσουν μέσα στην ιστορική του εξέλιξη, από την εποχή στην οποία ανάγονται οι πρώτες ενδείξεις οίκησής του έως τα νεότερα χρόνια. Πρόκειται για ένα είδος με έντονα εγκυκλοπαι δικό χαρακτήρα, που ανευρίσκει, ταξινομεί και παρουσιάζει πλή θος, πληροφοριών για ποικίλους τομείς που αφορούν στο γεωγραφι κό χώρο, με τον οποίο ασχολείται, πληροφορίες διεσπαρμένες μέ χρι τότε στις πηγές ή στις επιμέρους, εξειδικευμένη βιβλιογραφία. Η σημασία τέτοιων έργων για την επιστημονική έρευνα είναι φανε ρή· αποτελούν ένα σημείο εκκίνησής της ή μια βάση στην οποία συχνά ανατρέχει.
ισ τ
ια
Ε
’ αυτό το είδος ιστορικών μελετών ανήκει και το έργο του Βα σίλη Σ. Χατζηβασιλείου «Ιστορία της νήσου Κω», που κυκλο φόρησε τον Μάρτιο του 1991, εγκαινιάζοντας - όπως τουλάχι στον ευχόμαστε - μία εκδοτική σειρά του Δήμου της Κω. Πρόκει ται για ένα έργο, που όπως μας πληροφορούν τίτλος και υπότι τλος, είναι αφιερωμένο στη μελέτη της αρχαίας, μεσαιωνικής και νεότερης ιστορίας της Κω. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο παρουσιάζεται ο χώρος, με τον οποίο ασχολείται ο συγγραφέας, ως φυσικό περιβάλλον και σκιαγραφούνται τα σημερινά δεδομένα της οικονομικής, πληθυσμιακής και πολιτικής ανάπτυξης του νησιού. Τα επόμενα κεφάλαια πα ρουσιάζουν τον συγκεκριμένο χώρο ως ιστορική οντότητα, αρχί ζοντας από την προϊστορική εποχή και καταλήγοντας στα νεότε ρα χρόνια, στην Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα (1948). Το έργο συμπληρώνεται από ένα «παράρτημα», περιορι σμένο σε έκταση συγκριτικά με το προηγούμενο μέρος, αφιερωμέ νο στη Λαογραφία της Κω.
Σ
Π
αρατηρήσαμε ήδη ότι το έργο που παρουσιάζουμε ανήκει σ’ ένα είδος όχι σπάνιο για την ελληνική βιβλιογραφία· αυτό ό-
ΒΑΣΙΛΗ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΩ ΑΡΧΑΙΑ · ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ · ΝΕΟΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΔΗΜΟΥ ΚΩ
70/εττιλογη μως δεν σημαίνει ότι το συγκεκριμένο έργο είναι κάτι που συχνά συναντούμε. Κάθε άλλο μάλιστα. Καρπός πολύχρονης ενασχόλη σης του συγγραφέα με την ιστορία της Κω, παρουσιάζει πρωτότυ πο υλικό αντλημένο από τα Αρχεία της Μητρόπολης και του Δή μου της Κω, από ιδιωτικά αρχεία και συλλογές. Ως προς αυτό το θέμα είναι χαρακτηριστικά τα κεφάλαια III και IV, του γ' μέρους, τα οποία ασχολούνται με την περίοδο της Ιταλοκρατίας στα Δω δεκάνησα και ειδικότερα στην Κω, περίοδο που παρά τη σημασία και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει δεν έχει απασχολήσει, εκτός ε λάχιστων περιπτώσεων, την επιστημονική έρευνα. Πολύτιμο φωτογραφικό υλικό, στατιστικοί πίνακες, χάρτες, δη μοσίευση σημαντικών χειρογράφων και εγγράφων, καθώς και η παρατιθέμενη συγκεντρωμένη βιβλιογραφία των δημοσιευμάτων των σχετικών με την Κω, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέ τουν την ιδιαιτερότητα του έργου αυτού. Τη σύντομη παρουσίασή μας θα κλείσουμε υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα της δημοσίευσης του έργου του Βασίλη Χατζηβασιλείου από μια άλλη πλευρά. Από την πλευρά της προσπάθειας να αποκεντρωθεί η πολιτιστική δραστηριότητα μέσω της ενδυνάμω σης της υποτονικής πολιτιστικής ζωής του νησιού. ΙΟΥΑΙΑ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΜΟΣ
4. Αθήνα, Δ ό μο ς, 1990. Προ ετών είχε δημοσιευθεί στο «Δ», μια παρουσίαση (ΔΙΑΒΑΖΩ, No 189, 13.4.88, Κ. Μεγαλομμάτης, «Η ελληνική αυτογνωσία και οι ελληνι κοί μέσοι αιώνες», σ. 82-86) του νέ ου τότε θυζαντινολογικοΰ περιοδι κού ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΔΟΜΟΣ, στο τέ λος της οποίας εκφραζόταν η ευχή «να περάσει ο Β.Δ. στα επόμενα χρόνια από τη φάση της ανέγερσής του στην ολοκλήρωση της διακόσμησής του». Με τις άοκνες προσπάθειες του εκδότη Δ. Μαυρόπουλου και του ε πιμελητή έκδοσης, βυζαντινολόγου Α. Γ. Κ. Σαββίδη, οι επόμενοι τόμοι (ΒΔ, 2, 1988, 352, ΒΔ, 3, 1989, 224 σελ. και ΒΔ, 4, 1990, 240 σελ.) π α ρουσίασαν στο ελληνικό κοινό μια σειρά από επιστημονικά άρθρα, τα οποία καλύπτουν τον πυρήνα και τον περίγυρο της μεσαιωνικής ελ ληνικής ιστορικής θεματογραφίας. Ξεχωρίζουμε «Το Ιστορικό Ενδια φέρον του Ταξιδιού ενός Νεγροαφρικανού Βασιλιά στην Κωνσταντι νούπολη στις αρχές του 13ου αι.», του Κιζόμπο Ομπουέγκ Οκουές (σ. 35-40), τα σχόλια «Για την Ελληνική έκδοση του Έργου του Ν. lorga "Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο” . Βιβλιο γραφικό Δοκίμιο» του Φλορίν Μαρινέσκου (σ. 115-124) και το άρθρο «Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης και ο Σικελός Ρηξ». Σχόλια σχετικά με τη
περιοδικό «Στάση του Ευσταθίου απέναντι στο Νορμανδό Γουλιέλμο Β'» του Σ. Λαμπράκη (σ. 183-186) στον 2ο τόμο. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι παρουσιάσεις του Χρατς Μπαρτικιάν «Το Κίνημα των Θονδρακιτών στο Βυζάντιο» (σ. 37-50) και του Αλέξη Σαββίδη «Αττάλεια 11 ος-αρχές Μ ου αι. Η μετάβαση από τη χρι στιανική στη μουσουλμανική εξου σία» (σ. 121-162) στον 3ο τόμο. Στον 4ο τόμο σημειώνουμε το πρώτο ιρανολογικό δημοσιευμένο σε ελληνικό επιστημονικό περιοδι κό άρθρο του Κοσμά Μεγαλομμάτη, «Μιθραϊσμός και Ζωροαστρι σμός στη Βορειοδυτική Σασαηδική Περσία» (σ. 13-52), όπου αναπτύσ σεται μια μεθοδολογική διάκριση α νάμεσα στο ετιικρατήσαν λαϊκό σύ στημα δεισιδαιμονικών αντιλήψεων (Μιθραϊσμός) και την περιορισμένη ιδεολογική ζωροαστρική καθαρότη τα του ιερατείου της Πράασπας (Ταχτ-ε Σουλεϋμάν). Οφείλουμε ιδιαίτερα να συστή σουμε σε κάθε ενδιαφερόμενο τα απαντώμενα σε κάθε τόμο α) πλού σια βιβλιοπαρουσιαστικά-βιβλιοκριτικά τμήματα β) Χρονικά βυζαντινολογικών δραστηριοτήτων (από τον Α. Σαββίδη), γ) Βιβλιογραφικά Δελτία (από τον Α. Σαββίδη) και δ) «Χρονολόγιο Βυζαντινής ιστορίας»
της Φωτεινής Βλαχοπούλου, ενώ Ο ση μέραι αυξάνεται εντυπωσιακά το φάσμα των συνεργατών και των ανταλλασσομένων επετηρίδων - πε ριοδικών, καθώς ο Β. Δ. έχει τη θέ ση του σε βυζαντινολογικά και μη σεμινάρια και βιβλιοθήκες σε πέντε ηπείρους. Αυτά όλα δεν συνιστούν καθόλου μια επαναστατική δικαίωση αλλά έ να νέο έναυσμα και μια παρότρυν ση για περαιτέρω ανάπτυξη θεμα τολογίας και έκτασης του κάθε τό μου: από τις 200-300 σελίδες ξεκι νούν τα περιοδικά, τα οποία φθά νουν τις 500-600 σελίδες σε λίγα χρόνια. Ένα δίκτυο διακίνησης στην επαρχία, στην Κύπρο και στον Ελληνισμό της Διασποράς θα βοη θούσε περισσότερο, ενώ επιτακτι κή προβάλλει η ανάγκη ξενογλώσσων (με ελληνική περίληψη) δημο σιευμάτων, τουλάχιστον στο 1/3 του τόμου, ώστε να γίνουν γνωστές στην Ελλάδα οι συνεισφορές ξένων και στο εξωτερικό οι έρευνες Ελλή νων επιστημόνων. Αυτό δεν θα ση μαίνει μια αποδοχή ενός εμβλήμα τος τύπου «urbi et orbi», αλλά περισσσότερο θα επιβεβαιώνει ένα «μυστικό» όρκο: «Nunquam retrorsum».
ΚΟΣΜΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΜΑΤΗΣ
σ τ ο υ Ζωοδόχου
γ κ ο β ο σ τ η Πηγής
21 - τ η λ . 3 6 . 1 5 . 4 3 3
1 Β Σ
Ι Ο
Λ
Β Ω
Λ Ν
Ι
Ο
Σ
Ο
Π
103
-
Ω
Λ
Τ Η
Λ.
Ε
- F
A
Ι X
Ο 36 00 1 27
Ταξινομημένα και για κάθε βαθμίδα της Εκπαίδευσης, θα βρείτε στο χώ ρο μας όλα τα βιβλία ό λ ω ν των Εκδοτικών Οίκων. *
Ακόμη, θ’ ανακαλύψετε μια πλούσια συλλογή λογοτεχνικών βιβλίων, πεζογραφίας για παιδιά και νέους, περιοδικών -ελληνικώ ν και ξέ ν ω ν -, όπως επίσης ειδικά τμήματα με βιβλία Ιατρικής, Οικονομίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και όλες τις εκδόσεις του ο ε δ β και του Ευγενιδείου Ιδρύματος. *
Ζητήστε τους καταλόγους των Εκδόσεών μας. Εκτός από τον υπάρχουν κι οι εξής: 0 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
0 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ
0 ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
0 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
0 ΦΥΣΙΚΟΥ-ΧΗΜΙΚΟΥ
0 ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
'
γ ε ν ικ ό
.
0 ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τέλος, ιδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα αναλυτικά φυλλάδια για κάθε εκδοτικό πρόγραμμα του Οίκου μας. *
Μπορείτε ν ’ αγοράσετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν κ α ι με πιστωτι κές κάρτες ( d i n e r s , ε θ ν ο κ α ρ τ α , ε μ π ο ρ ο κ α ρ τ α ).
Λ Ε ΙΤ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι ΤΜ Η Μ Α
Σ
Β
Ο
Λ
I
Ω
Ν
Β
Ο
Λ
Α Ν Τ ΙΚ Α Τ Α Β Ο Λ Η Σ
Σ
103
I
0
-
Γ ΙΑ
Τ Η
Π
Λ.
β
ΟΛΗ ΤΗΝ
- F
Λ
A
X
Ε
ΕΛΛΑΔΑ
36 00 127
I
0
δελτιο/73
δελ
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την 25 Σ επ τεμ β ρ ίο υ πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Ε 9 Ο κ τω β ρ ίο υ 1991 στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βι βλίων γίνεται με βάση το λ λ » γνωστό Δεκαδικό Σύστημα ί / j Ι ς 1 * λ Ταξινόμησης, προσαρμο- Γ 1 1 ϊ | 1 11 σμένο στην ελληνική βι βλιογραφία. ΣΕ ΚΑΘΕ κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλΕ πιμ έλ εια : φαβηηκά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολουΕ Φη Α πάκη 9ούν οι ξένοι. Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες ,να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
Τ 1 ο
γρα φικό 274
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ Βιβλιογραφία Bibliographie Byzantine. (1975-1990). Athenes, 1991. Pag. 377. Drx. 6200. Λευκώματα 1941-1991. 50 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης. (Λεύκωμα φωτογραφιών). Δρχ. 4680. 1941-1991. 50 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης. Η ράκλειο, χ.ε. Σελ. 48 + φωτ. Δρχ. 990.
BAURILLARD JEAN. Η έκσταση της επικοινωνίας. Μετ. Β. Αθανασόπουλος. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 830. Σατσάνγκ. Μετ. Σουάμι Γιογκαντάρμα Σαρασουάτι. Αθήνα, Σατυαναντασράμ, 1991. Σελ. 217. Δρχ 2280. Α ποκρυφ ισμός ΓΟΥΑΧΟΥ ΝΤΑΙΑΝΙ. Οι φωνές των προγόνων. Μετ. Α. Ακοντίδου. Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 377. Δρχ. 1870. CUMBE C.E. Η συνομωσία της υδροχοϊκής εποχής. Μετ. Α. Δημητρίου. Αθήνα, Μπίμπης. Σελ. 240. Δρχ. 1560.
Φ ΙΛΟΣΟΦ ΙΑ Ψ Υ Χ Ο Λ Ο ΓΙΑ Γ ενικά ΝΤΑΝΗΣ Β.Ι. Η γήινη κόλαση. Αθήνα, Το Ρόδον, 1991. Σελ. 189. ΝΑΤΖΕΜΥ Ρ. Οικουμενική φιλοσοφία. Μετ. Σάσσα Παναγοπούλου. Αθήνα, Αρμονική Ζωή, 1991. Σελ. 310. Δρχ. 1560.
Γ ενικά ΓΚΙΚΑΣ Σ. Ψυχολογία. Β' έκδοση. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1991. Σελ. 235.
74/δελτιο ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΗΣ Γ.Α. Πολιτισμός και παραγωγικότητα. Αθήνα, 1991. Σελ. 38. Δρχ. 500.
Γ ενικά
Δημόσια διοίκηση
Οι φύλακες του Αιτωλικού. Β' έκδοση. Αιτωλικόυ, Σύλλογος Αποπερατώσεως Ιερού Ναού Κοιμήσε ως Θεοτόκου, 1991. Εελ. 67.
ΚΑΤΣΑΔΩΡΟΣ Κ.Γ. Η δευτεροβάθμια Τοπική Αυ τοδιοίκηση. Αθήνα, Βασιλείου, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 1245.
ΜΠΟΥΜΗΣ Π.Ι. Βάσεις-αρχές του ποιμαντικού και κατηχητικού έργου της Εκκλησίας. Κατερίνη, Τέρτιος, 1991. Σελ. 96. Δρχ. 620.
Λ αογραφία
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Φ.Γ. Αγιολόγιον. Α9ήναι, χ.ε. Σελ. 294. Δρχ. 2600. ΧΡΗΣΤΟΥ Π.Κ. Το μυστήριο του ανθρώπου. Β' έκ δοση. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1991. Σελ. 85. Δρχ. 725. ΧΡΗΣΤΟΥ Π.Κ. Το μυστήριο του Θεού. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1991. Σελ. 203. Δρχ. 1455. Ιερά κ είμενα ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ Χ.Ε. Η Αποκάλυμη του Ιωάννου. Αθήνα, Περγαμηνή, 1991. Σελ. 127. Δρχ. 935.
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΗΣ Σ.Α. Η Μάχη της Κρήτης στο δη μοτικό τραγούδι του νησιού. Χανιά, 1991. Σελ. 103. Δρχ. 1040. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Η. Κυπριακές ηθογραφίες. Λεμε σός, 1991. Σελ. 25. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Μ.Μ. Δημοτικό τραγούδι και λαϊ κός πολιτισμός. Αθήνα, 1991. Σελ. 119. Δρχ. 1040. ΠΑΡΟΤΙΔΗΣ ΦΟΡΗΣ. Παροιμίες του Πόντου και παροιμιακές φράσεις. Θεσσαλονίκη, ΜαλλιάρηςΠαιδεία, 1991. Σελ. 162. Δρχ. 1560. ΦΩΤΙΑΔΟΥ-ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΗ Γ. Εμείς οι βλάχοι. Αθήνα, Καλέντης, 1991. Σελ. 83. Δρχ. 830. Ο ικολογία
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
50 απλά πράγματα που μπορείς να κάνεις για να σώ σεις τη γη. Μετ. Ρ. Βρανάς. Αθήνα, Το Ποντίκι, 1991. Σελ. 148. Δρχ. 1040.
Κ οινω νιολογία ΜΑΤΣΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Ατελής και υγιής κοινωνία. Κοι νωνική και οικολογική γραφή. Αθήνα, 1991. Σελ. 219. Δρχ. 2080.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔΑΕΩΓΙΚΗ
ΝΤΙΚΜΠΑΣΑΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Απόδραση στην πο λιτεία του ανθρώπου. Θεσσαλονίκη, Σφακιανάκης. Σελ. 79.
Γ ενικά
Πολιτική ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ Γ.Γ. Η ευρωπαϊκή πολιτική και αμυ ντική συνεργασία. Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 194. Δρχ. 1870. ΚΛΕ1ΔΕΡΗΣ Γ.Δ. Στα πλοκάμια της κρατικής μα φίας. Αθήνα, 1991. Σελ. 233. Δρχ. 2080.
ΠΟΛΥΖΩΙΔΗΣ Α. Τα νεοελληνικά. Ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριότερα συμβάντα και η κατάστασις της ελλ. Παιδείας. Τόμοι Α' + Β'. Αθήνα, Ρήσος, 1991. Σελ. 290 + 255. Δρχ. 1980+1560. Εκπαίδευση ΚΑΡΑΒΑΣΙΑΗΣ Γ.Γ. Η τέχνη της διδασκαλίας του γλωσσικού μαθήματος. Αθήνα, Βιβλιογονία, 1991. Σελ. 103. Δρχ. 935.
Ο ικονομία
ΓΛΩΣΣΑ
ΒΕΛΕΝΤΖΑΣ Ι.-ΧΑΡΙΣΙΑΔΟΥ Ε. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 1991. Σελ. 248. Δρχ. 2390.
Ελληνική γλώσσα
ΘΑΝΑΣΟΥΛΙΑΣ Α.Ι. Πρακτικός επιχειρησιακός ο δηγός της Ε.Ο.Κ. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 382. Δρχ. 4500. ΜΟΥΤΣΗΣ ΝΙΚΟΣ Σ. Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Θε σμοί και πολιτικές. Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 605. Δρχ. 7280.
ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ ΡΟΗΣ. Η γλώσσα των καραβιών. Ναυτικό λεξικό. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1991. Σελ. 277. Δρχ. 3120.
δελτιο/75 Ξ έν ες γλώ σ σ ες ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ. Λεξικόν λαπνοελλη νικόν. Δ' έκδ. Αθήνα, Επικαιρότητα. Σελ. 787. Δρχ. 4160.
ΣΟΦΟΚΛΗΣ. Οιδίπους Τύραννος. Κριτική και ερ μηνευτική έκδοση: R.R. Dawe. Μετ. Γ.Α. Χρίστοδούλου. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1991. Σελ. 375. Δρχ. 2910. Λ Ο ΓΟ ΤΕΧΝΙΑ
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Π οίηση Γ ενικά ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ X. Η κυριαρχία των πρώτων. Α θήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 337. Δρχ. 2600. STEWART IAN. Παίζει ο Θεός ζάρια; (Η επιστήμη του χάους). Μετ. Κ. Σαμαράς. Αθήνα, Κωσταράκης, 1991. Σελ. 358. Δρχ. 2800 ΤΕΧΝΕΣ Μ ουσική
ΑΓΓΕΛΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Η πολιτεία των ποιητών. Ποιήματα. Αθήνα, 1991. Σελ. 111. ΓΟΝΑΤΑΣ Ε.Χ. Η κρύπτη. Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 69. ΚΑΖΑΝΤΖΟΓΛΟΥΑ.Ι. Πόθος για τα Μάγδαλα. Μετ. A. Juan-D.M. Stratakis. (Χωρίς εκδοτικά στοιχεία). Σελ. 51. ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Ραγισμένο ταμπούρλο. Ποιήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 30. ΜΠΕΗ ΛΕΛΗ. Οι μονωδοί. Αθήνα, Ίκαρος, 1991. Σελ. 52.
ΠΑΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Π.Ι. 108 ελληνικά δημοτικά παραδοσιακά τραγούδια. Πάτρα, 1990. Σελ. 110. Δρχ. 3120.
ΞΗΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Γ. Αλκοολικός κολυμβητής. Αθή να, Αργία, 1991. Σελ. 63. Δρχ. 725.
Χιούμορ
ΠΑΜΠΟΡΗΣ Θ. Πολυμορφία. Ποιήματα. Θεσσαλο νίκη, Ομπρέλα, 1991. Σελ. 41.
EVERITT ALISON. Το βιβλίο των προφυλακπκών για κορίτσια. Μετ. Μ. Πετρά Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 95. Δρχ. 935. ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ Α θλητισμός MENDE J. Προπόνηση με βάρη. Μετ. Ε. Φλεμετάκη. Θεσσαλονίκη, Salto, 1991. Σελ. 224. ΚΛΑΣΙΚΗ Φ ΙΛΟ Λ Ο ΓΙΑ
ΠΙΣΤΙΚΟΣ Δ. Ανάγνωση. Ποιήματα. Πειραιάς, 1991. Σελ. 109. Δρχ. 1040. ΤΣΙΚΡΙΤΣΗ-ΚΑΤΣΙΑΝΑΚΗ X. Στη μετα γλώσσα της σιωπής. Ποίηση. Αθήνα, Νέα Σκέμη, 1991. Σελ. 54. • ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Δ X. Η προοευχπ του ονοιδούζ Ποιήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 77. DIKBASSANIS CHRIS. Θρύμαλα από πράσινο γα λαξία. Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1991. Σελ. 39. ΤΣΕ ΛΑΟ-ΚΙΝΓΚ ΤΑΟ ΤΕ. Το βιβλίο του λόγου και της φύσης. Β' έκδοση. Εισ.-απόδ.-σχόλ.-επιμ. Γ. Αλεξάκης. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 125. Δρχ. 1245. Π εζογραφ ία
Α ρχαίοι σ υ γγραφ είς ΑΝΩΝΥΜΟΣ. Περί ύμους. Μετ. Κ. Χωρεάνθης. Α θήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1991. Σελ. 98. Δρχ. 520. ΓΚΙΚΑΣ Σ. Σοφοκλέους Οιδίπους Τύραννος. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1991. Σελ. 243.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ ΧΑΡΗΣ. Τα τείχη. Αθήνα, Ελεύ θερος Τύπος, 1990. Σελ. 103. Δρχ. 620. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Μ.Π. Η Αντιγόνη του Μαραθώνα. Και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Διογένης, 1991. Σελ. 206. ΛΑΓΚΕ ΕΡΣΗ. Λίγο πριν το 2000. Αθήνα, Θέμα, 1991. Σελ. 136. Δρχ. 1040. ΚΟΚΚΙΝΑΚΗ Ν. Η χάρτινη γυναίκα. Αθήνα, Δόμος, 1991. Σελ. 102. ΠΑΜΠΟΡΗΣ Θ. Η αποκάλυμη ενός «τρελού». Μυ θιστόρημα. Θεσσαλονίκη, Ομπρέλα, 1991. Σελ. 60. ΣΙΔΕΡΗ ΑΛΟΗ. Η κυρία με το γάντι. Χρονογραφή ματα. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 264. Δρχ. 1765.
76/δελτιο ΣΙΣΚΟΣ Σ.Β. Το συνέδριο. Ιστορικό μυθιστόρημα. Θεσσαλονίκη, 1991. Σελ. 219.
ΘΕΑΤΡΟ
ΤΟΤΛΗΣ ΣΑΚΗΣ. Ο συνδυασμός. Αφήγημα. Θεσ σαλονίκη, Διαγώνιος, 1991. Σελ. 132.
Μ ελέτες
ΙΡΒΙΝΓΚ ΤΖΟΝ. Θέα στον ωκεανό. Μετ. Μυρτώ Αναγνωστοπούλου. Αθήνα, Νεφέλη, 1991. Σελ. 722. Δρχ. 4280.
GOUHIER HENRI. Το θέατρο και η ύπαρξη. Μετ. X. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1991. Σελ. 243. Δρχ. 1870.
ΚΟΛΙΝΣ Μ. Το ειδύλλιο του λευκού λωτού. Μετ. Δημ. Κουτσούκης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 129. Δρχ. 1350.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΠΕΡΜΠΕΡΟΒΑ NINA. Η πιανίστα-συνοδός. Μετ. Κ. Μαλεβίτση. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1991. Σελ. 89. Δρχ. 465. ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ ΛΕΟ. Ο πατέρας μου. Μετ. Κ.Δ. Πα τέρα. Αθήνα, Γλάρος, 1991. Σελ. 132. Δρχ. 1140. ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ Ε. Ο ήλιος ανατέλλει ξανά. Μετ. Γ.Γ. Θωμόπουλος. Αθήνα, Μίνωας, 1991. Σελ. 273. Μ ελέτες ΔΕΡΜΙΤΖΑΚΗΣ Μ. Η λαϊκότητα της κρητικής λογο τεχνίας. Αθήνα, Δωρικός, 1990. Σελ. 143. Δρχ. 1040. ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ. «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτο γραφίας». Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 37. ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ Λ. Η νεότερη κυπριακή λογοτεχνία. Λευκωσία, 1991. Σελ. 170. ΠΙΕΡΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Από το μερτικόν της Κύπρου (1979-1990). Κριτικά κείμενα. Αθήνα, Καστανιώ της, 1991. Σελ. 438. Δρχ. 2600. ΣΑΡΑΛΗΣ Γ.Α. Νεοελληνική μετρική. Αθήνα, Ε στία, 1991. Σελ. 187. Δρχ. 1300. ΤΖΟΚΑΣ Λ.Β. Η Τζένη Διαμαντή-Παπαϊωάννου. Η ζωή και το πνευματικό έργο της. Αθήνα, 1991. Σελ. 44. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν.Δ. Αλεξανδριανέ μ' αέρα. Αθήνα, Δόμος, 1991. Σελ. 83. Δρχ. 1040. Δοκίμια
Γ ενικά ΙΑ' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο. Πρακτικά. Θεσ σαλονίκη. Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, 1991. Σελ. 246. Δρχ. 1040. Α ρχαιολογία ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ Γ.Β. Ελληνική χριστιανική επιγρα φική. Γ έκδοση. Αθήνα, 1991. Σελ. 198. Δρχ. 3120. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Α.Κ. Τροφώνιος Έρκυνα Λεβάδεια (Ανατύπωσις). Αθήνα, 1991. Σελ. 62. Μ αρτυρίες ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ ΕΛΕΝΗ. Τι να σου πρωτοθυμηθώ βρε μάνα. Αθήνα, Οδός Πανός, 1991. Σελ. 80. Δρχ. 830. ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ Χ.Δ. Στα στρατόπεδα Ρουμπίκ και Μπούλκες. Αθήνα, Ιωλκός. Σελ. 133. Δρχ. 1040. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΝΙΚΟΣ. Το έργο της &>ής μου. Το θέατρο Σέττας. Αθήνα, Ρώντας, 1991. Τελ. 96. Δρχ. 1040. DENSMORE J . Η ζωή μου με τον Jim Morrison και τους DOORS. Μετ. Λένα Παπαθεμελή. Αθήνα, Νέα Σύνορα. Σελ. 398. Δρχ. 2280. RUBIN Τ.Ι. Τζόρντι Λίζα και Ντέιβιντ. Μετ. Α. Ντούργα. Αθήνα, Δίοδος, 1991. Σελ. 158. Δρχ. 1040. Β ιογραφ ίες
ΚΟΥΚΟΥΤΣΗΣ Β.Ν. Η δικαίωση ενός αγώνα. Αθή να, 1991. Σελ. 128. Δρχ. 1040..
ΛΑΖΑΝΑΣ Β.Ι. Rainer Maria Rilke. Η ζωή και το έρ γο του. Αθήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 351. Δρχ. 2080.
ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΣ ΔΗΜ. Απουσιολόγιο επικράτειας. Δοκίμια. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 145. Δρχ. 1245.
BAKTHTIARY ESFANDIARY. Το παλάτι της μονα ξιάς. Μετ. Ε. Κεκροπούλου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 243. Δρχ. 1765.
ΣΟΛΖΕΝΙΤΣΙΝ Α. Πώς θ’ αναδιοργανώσουμε τη Ρω σία μας; Δοκίμιο. Μετ. Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Αθή να, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 124. Δρχ. 1040. HARDY G.H. Η απολογία ενός μαθηματικού. Μετ.επιμ.-εισ. Δ. Καραγιαννάκης-Μ. Λάμπρου. Ηρά κλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1991. Σελ. 128. Δρχ. 1350.
δελτιο/77 Ελληνική Ιστορία ΚΟΥΒΑΡΑΣ Ε.Ε. Ευρετήριο και χάρτης των αρχαίων πόλεων της Δυτικής Μικρασίας. Αδήνα, 1991. Σελ. 135. Δρχ. 3120. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Η παλαιό Αγία Πα ρασκευή Λέσβου. (Επανέκδοση). Αδήνα, Πνευματι κό Κέντρο Κοινότητας Αγίας Παρασκευής Λέ σβου. Σελ. I-VIII + 296. ΣΙΜΩΝΕΤΗΣ Γ. Θησείο. Γειτονιές που χάδηκαν. Α δήνα, Φιλιππότης, 1991. Σελ. 166. Δρχ. 1245. ΓΚΡΕΓΚΟΡΟΒΙΟΥΣ Φ. Μεσαιωνική ιστορία των Αδηνών. Μετ. Α. Τσάρας. Τόμος Β'. Αδήνα, Κριτική, 1991. Σελ. 249. Δρχ. 2600.
Σχολικά Ομήρου Ιλιάδα. Τόμος Β': Ραμωδίες Ζ-Ο. Για την Β' Γυμνασίου. Αδήνα, Πατάκης. Σελ. 331. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ.Ε.-ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Κ.-ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ.Σ. Η έκδεση έκφραση στο Δημοτικό. Αδήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 127. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Δ.-ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Μαθηματικά για τη Δ' Δημοτικού. Αδήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 160. ΚΑΡΑΤΣΩΛΗΣ Γ.Α. Θεματογραφία. Τόμοι Α' + Β': Θουκυδίδης-Πλάτων-Δημοσθένης. Μέρος Α' + Β'. Αθήνα, Κλεινίας, 1991. Σελ. 329 + 338. Δρχ. 2080 (ο κάδε τόμος).
ΤΣΕΛΕΜΠΙ ΕΒΛΙΑ. Ταξίδι στην Ελλάδα. Αδήνα, Ε κάτη, 1991. Σελ. 246. Δρχ. 2800.
ΚΕΦΑΛΛΩΝΙΤΗΣ I. Συμβολισμός-ονοματολογία, ι σομέρεια στην ανόργανη και οργανική χημεία. Αδή να, Πατάκης, 1991. Σελ. 224. Δρχ. 1700.
Π αγκόσμια Ιστορία
ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ Μ.-ΜΗΛΙΩΡΗ Π. Η Β' Γυμνασίου πάει διακοπές. Αθήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 113.
FLORNOY Β. Ο κόσμος των Ίνκα. Μετ. Ελευθερία Τσολάκη. Αδήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 283. Δρχ. 1560.
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Γ.-ΓΟΡΓΟΛΙΤΣΑΣ Γ. Θεματο γραφία. Αδήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 227.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΤΣΟΥΡΕΑΣ Ε. Γραμματική και συντακτικό αρχαίας ελληνικής. Αθήνα, Παπαδήμας, 1991. Σελ. 478.
Τ έχ νες ΝΙΚΑ-ΜΑΝΟΥ Κ. Παράσταση για μένα. Κατερίνη, Μάτι, 1990. Σελ. 111. Ε λεύθερα αναγνώσματα
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 12. Δρχ. 350.
MAGORIAN Μ. Πίσω στο σπίτι. Μετ. Σ. Γελαδάκη. Αδήνα, Ρώσσης. Σελ. 355. Δρχ. 900.
ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ). Μη νιαίο περιοδικό χριστιανικού προβληματισμού. Τεύ χος 888. Δρχ. 80.
ΡΟΖΕΝ Μ. Ο πόλεμος της Αντιγόνης. Μετ. Κ. Κοντολέων. Αδήνα, Πατάκης, 1991. Σελ. 171.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 475. Δρχ. 250.
SHARMAT Μ.-Μ. Η πριγκίπισσα του σχολείου. Μετ. Κ. Σταδόπουλος. Αδήνα, Ευκλείδης. Σελ. 49.
ΤΟ ΑΝΤΙΔΟΤΟ. Ανένταχτο περιοδικό πολιπκού και κοινωνικού προβληματισμού. Τεύχος 30. Δρχ. 500.
SHARMAT Μ.-Μ. Ο μυστηριώδης κατάσκοπος. Α δήνα, Ευκλείδης. Σελ. 49.
ΒΙΒΔΙΟΦΙΛΙΑ. Τριμηνιαία έρευνα ιστορίας του βι βλίου. Τεύχος 53. Δρχ. 400.
SHARMAT Μ.-Μ. Το. μυστήριο της πίτσας. Μετ. Κ. Σταδόπουλος. Αδήνα, Ευκλείδης. Σελ. 49.
ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 11ος, 1991. Δρχ. 1560. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 116-117. Δρχ. 500. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ. Όργανο δημοσιογραφικής συντροφιάς. Φύλλο 33. ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Τεύχος 66. ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ. Μηνιαία έκδοση. Φύλλο 43. Δρχ. 150. ΕΝ ΣΗΤΕΙΑ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 2. Δρχ. 450. ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Γενική Γραμματεία Έ ρευνας και Τεχνολογίας. Τεύχόξ 1-2-3/91. '
78/δελτιο
Π Α Ν Ε Π ΙΣ Τ Η Μ ΙΑ Κ Ε Σ Ε ΚΔ Ο ΣΕΙΣ Κ ΡΗ ΤΗ Σ Κυκλοφορούν
ΕΠΙΓΝΩΣΗ. Μηνιαία άσκηση και διάκριση των γε γονότων. Τεύχος 38. Δωρεάν. ΕΠΟΠΤΕΙΑ NEWSLETTER. Σεπ. 1991. ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας και γλώσσας. Τεύ χος 237. Δρχ. 300. ΖΕΝΟΦ1. Όραμα ενός άλλου κόσμου. Τεύχος 5. Δρχ. 500.
από τη οειρά επιστημονικής εκλαίκενσης
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Μηνιαία λογοτεχνική εφημε ρίδα. Φύλλο 8. Δρχ. 100.
G. Η. H arpy
II απολογή ενός μαθηματικού
ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπου δών. Τόμος 60. Τεύχος 2.
Πρόλογος :C.P. Snow Μετάφραση—επιμέλεια:
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 279. Δρχ. 500.
Αημ. Καραγιαννάκης, Μ. Λάμπρου
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΤΟΜΕΣ. Προβληματισμοί και θέσεις. Τεύχος 27. Δρχ. 250.
ΙΑΤΡΙΚΗ. Διμηνιαία έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπουδών. Τόμος 59. Συμπλ. 62.
Γ. ΓΡΑΜΜΛΤΙΚΛΚΙΙ
II Κόμη της Βερενίκης 3η έκδοση Richard Feynman
0 Χαρακτήρας τον Φυσικού Νόμον 2η έκδοση, Μετάφραση: Ελένη Πιπίνη. G.B. Field και E.J. C haisson
Το Αθέατο Σύμηαν
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ. Σύγγραμμα περιοδικόν της Εται ρείας Μακεδονικών Σπουδών. Τόμος 27ος, 1989-1990. Δρχ. 2080. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματι σμού. Τεύχος 59. Δρχ. 520. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 57. Δρχ. 500. ΠΑΝΟΡΑΜΑ. Πολιτιστική εταιρεία. Φύλλο 19. Δωρεάν.
2η έκδοση, Μετάφραση: Κανάρης Τσίγκανος
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ ΔΑΣ. Τεύχος 177.
Β ασίλη εανθοπουλου
ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ. Έκδοση ομάδας πρωτο βουλίας φοιτητών. Τεύχος 3. Δρχ. 300.
Περίαστέρτύν και σνμπάνκτν 3η έκδοση
Η ΡΕΜΒΗ. Διμηνιαία έκδοση. Τεύχος 5. Δρχ. 400.
Ε.Ν. Ο ικονόμου
ΤΕΥΧΟΣ. Διεθνές περιοδικό αρχιτεκτονικής τέχνης και σχεδιασμού. Τεύχος 6. Δρχ. 2200.
Πνρηηκά όπλα και ανθρώπινος πολιτισμός 2η έκδοση
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. Ενημερωτικό δελτίο πολιτιστικού τε χνολογικού ιδρύματος Ελληνικής Τράπεζας Βιομη χανικής Αναπτύξεως. Τεύχος 4. Δωρεάν. ARTI. Η τέχνη σήμερα. Τεύχος 6. Δρχ. 1000.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕ! ΕΚΑΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ Τ .β . 1527,711 10 ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
Κεντρική διάθεση: ΤΡΟΧΑΛΙΑ, Γριββαίων 6, (πάροδος Σκουφά 64) ΑΘΗΝΑ, τηλ. 3646426. Για ττ|ν Κρήτη: Βιβλιοπωλείο ΚΥΡΙΑΚΗ, Έβανς 67. ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, τηλ. 285119
MELODY CLUB. Mnvtaia ενημερωτική και καλλιτε χνική εφημερίδα της Χορωδίας Kat Ορχήστρας Νέ ων (Χ.Ο.Ν.). Φύλλο 16-17.
δελτιο/79
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες· οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιο δικό και επαρχιακό τύπο, ό σες ήταν δυνατόν να εξα σφαλίσουμε ή μας απέστει- 1 / Λ 1 Τ 1 Λ λαν οι συντάκτες τους. Για ΓΥ l y I I I l Y \ J κάθε βιβλίο σημειώνονται, * μέσα σε παρένθεση: το όνο μα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου, καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής αν πρό κειται για εφημερίδά, ή ο αριθμός έκδοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
δελ 1ο
Τ
ΥΡα
30 Σ επ τεμ β ρ ίο υ 12 Ο κτω β ρ ίο υ 1991
φια 274 Ε π ιμ έλ εια : Μ αρία Τ ρουπ ά κη
Πολιτική
Τέχνες______________________________________
Τζερμιάς Π.: Η πολιτική σκέμη του Κ. Καραμανλή (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 6/10), Lasky Μ.: Ο Μεγάλος Τροχός, (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 3/10).
Λεύκωμα ζωγραφικής Θεοχαράκη (Α. Γριμάνη, Ε ΝΑ, 9/10) Μπαμπουνάκης Ν.: Το φάντασμα της Νόρμα (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 10/10), (Ε. Χουζούρη, ΕΝΑ, 2/10) Μπαλάφας Κ.: Το αντάρτικο στην Ήπειρο-Λεύκωμα (Φ. Γελαδόπουλος, Ριζοσπάστης, 10/10) Προβελέγγιος Α.: Οδοιπόρος προς την πηγή (Τ. Μενδράκος, Αντί, 6/10) Το κυκλαδικό πνεύμα. Αριστουργήματα της συλλο γής Ν. Π. Γουλανδρή (X. Κιοσσέ, Βήμα, 6/10) Τόσκα-Καμπά Σ.: Νησιώτικοι παραδοσιακοί χοροί. (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 9/10)
Κοιυωυιολογία Λίποβατς Θ.: Η απάντηση του πολιτικού (Μ. Μαρκίδης, Διαβάζω, 271). Χρηστάκης Λ.: Η ιστορία της αλητείας (X. Στρατηγοπούλου, Διαβάζω, 271)
Δημογραφία Τζιαρέττας Γ. Ν.: Η Ελλάς γηράσκουσα (A. X. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 5/10)
Λαογραφία Ο Χαράλαμπος Μποράκλης (Ν. Ντόκας Ελευθερο τυπία, 6/10)
Κλασική φιλολογία Βενιζέλος Ε.: 1) Θουκυδίδου Ιστορίαι 2) Σχόλια στο έργο του Θουκυδίδη (Μ. Παπαγιαννίδου, Βήμα, 6/10)
80/δελτιο Μπουκάλας Π. (Επιμ.) Βίωνος Επιτάφιος Αδώνιδος (Α. Κώπτη, Ριζοσπάστης, 10/10)
Παιδικά Σαρή Ζ.: Κρίμα κι άδικο (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυ πία, 9/10)
Ποίηση Καλογρίδης Π.: Το ερωτικό μου σώμα (Ε. Μιχαήλ, Δημοκρατικός Λόγος, 6/10) Μήτρας Μ.: Αόριστες λεπτομέρειες (Κ. Χουρμουζιάδης, Διαβάζω, 271)
Σωτηράτόυ Π.: Το φουστάνι της Κλεοπάτρας (Ε. Σα ραντίτη, Ελευθεροτυπία, 2/10) Ψαράκη Β.: Χειροτεχνικές συνδέσεις (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 2/10)
Θεατρικά Έργα Πεζογραφία Αθανασιάδης Τ.: Αγία Νεότητα (Γ. Μαρίνος, Οικονο μικός Ταχυδρόμος, 10/10) Γονατάς Ε. X.: Η προετοιμασία (Ε. Κοτζιά, Καθημε ρινή, 6/10) Λιογκάρης Β.: Ένα συνηθισμένο περιστατικό (Ν. Αποστολοπούλου, Ριζοσπάστης, 10/10) Μήτσου Α.: Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλισμού (Η. Παπαλέξης, Διαβάζω, 271) Μιχαηλίδης Γ.: Τα φονικά (Ε. Χουζοΰρη, Καθημερι νή, 4/10) Ταμβακάκης Φ.: Η Υστάτη και τέσσερις σπουδές (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 6/10) Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ.: (Επιμ.) Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη (Κ. Σταματίου, Νέα, 5/10) Γκόρνπμερ Ν.: Η κόρη του Μπέρτζερ (Α. Λ., Μεσημ βρινή, 11/10) Κάφκα Φ.: Η περιγραφή ενός αγώνα (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 10/10) Λάγκερκβιστ Π.: 1) Ο δήμιος 2) Ο νάνος (Α. Κώττη, Ριζοσπάστης, 6/10) Μπιγεντού Ρ.: Περάστε και κλείστε την πόρτα (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 6/10) Ναμπόκοφ Β.: Το γέλιο στο σκοτάδι (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 10/10), (Γ. I. Μπαμπασάκης, Επτάμισι, 11/ 10 ) Νιν Α.: Χένρυ και Τξουν (Κ. Σταματίου, Ταχυδρόμος,
2/ 10) Μελέτες Μαρκόπουλος Γ.: Εκδρομή crrnv άλλη γλώσσα (X. Παπαγεωργίου, Αυγή, 6/10), (Γ. Κουβαράς, Καθη μερινή, 9/10)
Δοκίμια Μαγνήσαλης Κ.: Η σημασία Της δημιουργικής φα ντασίας για τους Έλληνες (A. X. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 3/10) Αμπιρζέ Ζ.: Το μέλι και το κώνειο (Μ. Φάις, Ελεύθε ρος Τύπος, 6/10)
Λάτσης Γ.: Ζηνοβία η κυρία εξουσία (Ν. I. Κοκκινάκη, Διαβάζω, 271) Πολίτης Φ.: Καραγκιόζης ο Μέγας (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 6/10)
Ιστορία Καφταντζής Γ.: Ορφέας Σερρών 1905-1991 (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 2/10) Παρασκευόπουλος Λ.: Ο Καραμανλής στα χρόνια 1974-1985 (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 6/10) Πολυζωίδης Α.: Τα νεοελληνικά (Δ. Παυλάκου, Αυ γή, 8/10) Τζανακάρης Β.Ι.: Εικονογραφημένη ιστορία των Σερ ρών (Δ. Σταμέλος, Ελευθεροτυπία, 2/10) Χρήστου Π.: Η ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη (Α.Χ. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 30/9) Μαρτυρίες Βιογραφίες Γελαδόπουλος Φ.: Μακρονήσι (Δ. Γκ., Ελευθεροτυ πία, 9/10) Κωνσταντίνος Καραμανλής Ο τελευταίος μεγάλος (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 6/10) Παπακώστας Γ.: Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας, (Μ. Φάις, Ελεύθερος Τύπος, 6/10) Klabunh: Οι Βοργίες (Κ. Σταματίου, Ταχυδρόμος, 9/10)
Περιοδικές Εκδόσεις Yearbook 1990 (Γ. Κίννας, Οικονομικός Ταχυδρό μος, 10/10)
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΣ Βάλτερ Σούμπαρτ Μτφρ.: Μ. Ζ. Κοττιδάκης ■Αικ. Σκλήρη
4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γ ενναδίου 3 -
Τηλ. 36.02.007
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ Ως φαίνεται, η γιαγιά κοιμάται ακόμη Ο Π έτρο ς ο Εισηγητής σάς π αρουσιάζει ένα ταξίδι με τρένο προς την ανύ παρκτη Ν έα Ιερουσαλήμ. Δημιουργός καινούργιω ν λέξεω ν ο ίδιος, ερασ τής των π έντε αισθήσεω ν, αποφασίζει να σ υ ντα ξιδ έψ ει σ’ ένα βαγόνι, με τον Ιω άννη τον Κυνηγό, τον Χω ρομέτρη, τον Τυφλό Κύριο, τη Γυναίκα με τις βόμ βες, τη Μ έριλιν των βορείων προαστίων, τον Ετοιμοθάνατο Κλόουν, τους δύο νάνους, την Έ γκυο με το φ λάουτο και τον πανταχού παρόντα Ελεγκτή. Κανένας δεν είναι σε θέση να γνωρίζει ον όλα τού τα τα πρόσωπα είναι υπαρκτά, αν είναι δημιουργήματα της φ αντασίας του ή αν κάποιος άλλος κι νεί τα νήματα σε μια παγίδα που και ο ίδιος βρίσκεται μέσα. Είναι ένα τα ξίδι που μοιάζει με παιχνίδι ανάμεσα στη φαντασία και στους προσωπικούς εφ ιά λτες, στο π αρελθόν και στο μέλλον, στις λ έξε ις και στις αισθήσεις, την ώρα που η Ιστορία, έξω από τα παράθυρα του βαγονιού, πό τ ε τρυφ ερή και πότε βίαιη, π ότε υπέροχη και π ότε απ οκρουστική, προσπα θ εί να μπει στο τρένο, για να γίνει ο δω δέκατος επιβάτης.
Α Ν Δ ΡΕ Α Σ Ν Ε Ν Ε Δ Α Κ Η Σ: Οι Βοιικέφαλοι
1922
Μυθιστόρημα 0 Ανδρέας Ν ενεδά κη ς είναι μια παρουσία στα ελληνικά γράμματα που εντυπω σιάζει για τον αριθμό των βιβλίων του. Έ χει εκδόσει περί τα είκοσι βιβλία - θεα τρικά έργα, μυθιστορήματα, διηγήματα, φ ιλολογικές και ιστορικές εργασίες, κ.ά. Στου ς «Βουκέφαλους» επ ιχειρεί μέσα από τη μυθιστορηματική πλοκή να ζω ντανέψ ει τη ζωή της «πολιτείας του», την εποχή
των Βαλκανικών πολέμων και της Μ ικρασιατικής εκσ τρα τεία ς και καταστροφής. Ένα πλήθος ανθρώπων ζω ντανεύει ο Ανδρέας Ν ενεδά κη ς μέσα στις σ ελίδες του πυκνογραμμένου βιβλίου του. Το σκηνικό του συ νθέτου ν «οι Βουκέφαλοι» - δηλαδή οι κόνσολοι των ξένω ν δυνάμεων, μερικοί «κεφαλάδες», οι κληρικοί και γύρω απ’ α υτούς οι Ρωμιοί κι οι Τούρκοι, οι
βενιζελικοί κι οι βασιλικοί, οι πρόσφυγες. Φ αίνεται να τον απασχολεί ιδιαίτερα η σχέση Ελλήνων και Τούρκων στους τα ραγμένους εκ είνο υ ς καιρούς, ιδιαίτερα μιας κι ο ίδιος τη βίωσε μεγαλώνοντας σ’ αυτή την π ολιτεία. «Η πολιτεία μας... Η πολιτεία των αρχοντορωμαίων, των Nobilitas Venetas, η γενέτειρ α του Χορτάτζη...»