ΔΙΑΒΑΖΩ
αφιερώματα σε Ο. ντε Μπαλζάκ No 40* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τζόυς No 62* Κ. Χατζηαργύρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80* Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83* Μ. Βίαν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88* Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροίδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Αγρας No 104 I. Βερν No 105 Θ. Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Εσσε No 109 Α. Καμύ No 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Αλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126
Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν. X. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ. Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 I . Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γουλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157 Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χέμινγουεϊ No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 Βολταίρος No 177 Ε. Πάουντ No 178 Μολιέρος No 179 Δ. Χατζής No 180
συγγραφ Ε. Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 190 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Λόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Ρ. Ράιχ No 197 Ρ. Μούζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ No 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Α. Λουπέν No 218 Φ. Πετράρχης No 218 Τζ. Όργουελ No 226 Τ. Λειβαδίτης No 228 Κ. Ντίκενς No 229 Δάντης No 230 Γκ. Γκ. Μάρκες No 223 Γκ. Απολλιναίρ No 231 Ρ. Βελεστινλής No 235 Σοφοκλής No 243 Κέρουακ No 249 Μαρκ Τουαίν No 252 Γιούκιο Μισίμα No 253 Μοράβια No 256 Μαριβό No 257 Μ. Καραγάτσης No 258 Άρθουρ Μίλλερ No 259 Χένρυ Τζαίημς No 260 Γ. Ξενόπουλος No 265 Γκράχαμ Γκρην No 267 Γ. Σκαρίμπας No 269 Χένρυ Μίλλερ No 273 Ράινερ Μαρία Ρίλκε No 274 I. Καποδίστριας No 275 Γ. Βιζυηνός No 278
Βιβλίο-είδηση. Από τις εκδόσεις «Γνώση», κυκλοφόρησε το βιβλίο του αρχιτέκτονα κ. X. Σφ αέλλου, «Αρχιτεκτονική», η μορφ ή τη ς σ κέψ ης στο φυσικό χώρο»... Τούτη εδώ η στήλη θέλει απλώς να τονίσει ότι, πολλές φορές, η έκδοση ενός βιβλίου είναι είδηση και μάλιστα σοβαρή και σημαντική, πολύ σημαντικότερη από πολλές άλλες ειδήσεις που συνήθως οι εφημερίδες φιλοξενούν στην 1η σελίδα. Σε μία πόλη (και χώρα) που υποφέρει απο τόσα αρχιτεκτονικά τραύματα (τα οποία προκάλεσαν οι κυβερνήσεις και οχι οι αρχιτέκτονες), ενώ το παρελθόν μας εχάρισε αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, το βιβλίο του κ. Σφαέλλου έρχεται να μας επισημανει ποσο αυτός ο περιβάλλων χώρος κακοποιεί (αλλά και κακοποιείται) απο την μορφή της σκέψης μας. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ: 19.12.91
Ιπποκράτους 31, 106 80 Αθήνα Τηλ.: 3620 941 - 3621 194
ε κ δ ό σ ε ι ς Για ; τους Βιβλιοπώλες: Αποκλειστική διάθεση ΔΑΝΑΟΣ Α.Ε. « γ ν ώ
σ η
»
Μαυρομιχάλη 64. 106 80 Αθήνα, Τηλ.: 3604 161, 3631 975, 3611 054
Z [I]
E
A
B
E N H
I
B
A
I
A
1 9 9 1
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α
---------- —
------- —
....................................
Τσουν-Τοαν Γε
Στέφανο Μπένι
ΤΡΙΛΟΓΙΑ · ΗΣΥΧΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ Το χωριό σιο βουνό Α' (Μυθιστόρημα) Τα απέρανια λιβάδια Β' (Μυθιστόρημα) Το μακρινό ταξίδι Γ' (Μυθιστόρημα)
Ο μάγος Μπαόλ - Μια ήσυχη νύχτα της δικτατορίας (Μυθιστόρημα)
»
9
Έκτορ MmavKura Μόνο τα δάκρυα μετράνε (Μυθιστόρημα)
Μαξ Γκαλό
9
Μια δημόσια υπόθεση (Μυθιστόρημα)
Στεν Ναντόλνυ
&
Η ανακάλυμη της βραδύτητας (Μυθιστόρημα)
Κίνγκσλεϊ Έιρις Ο τυχερός Τζιμ 9
Γιαν Κεφελέκ Η γυναίκα κάτω από τον ορίζοντα (Μυθιστόρημα) 9
Ντόρις Λέσινγκ Το καλοκαίρι πριν από το σκοτάδι (Μυθιστόρημα)
Χάρολντ Πίντερ Οι νάνοι (Μυθιστόρημα) 9
Τζόναθαν Σουίφτ Η μάχη των βιβλίων (Μυθιστόρημα) 9
9
Ντ. X. Λώρενς Η ράβδος του Ααρών (Μυθιστόρημα)
Ε.-Μ ,-φόροτερ Εχτί όπου οι άγγελοι φο8ού··«Μ νη σταθούν (Μνθκη'φημα)
9
g?
Έλσα Μοράντε
Στέφαν Χερμλίν
Αραδελι (Μυθιστόρημα)
Λυκόφως (Μυθιστόρημα)
Εκδόσεις Κ αςτανιωτη Η σύγχρονη εκδοπκή παρουσία σια ελληνικά γράμματα
£ Π α ύ λ ο ς
&
Ή μητέρα του σκύλου ιι ι ι —
ιιιπ Μυθιστόρημά ammumssmam
ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ στις Εκδόσεις Gallimard
Ε κ δ ό σ ε ις Κ α ς τ α ν ιω τ η Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Β Σ
I. 0
Λ
Β
A
U
Τ
Ω
Ν
I 0
Ο Ε
Σ
Π
Ω
Ν
Λ
Β
103
Τ
Η
Ε
Ε
I
Ο
R
Λ. - F
A
X
36 00 127
Ταξινομημένα και για κάθε βαθμίδα της Εκπαίδευσης, θα βρείτε στο χώ ρο μας όλα τα βιβλία ό λ ω ν των Εκδοτικών Οίκων. *
Ακόμη, θ’ ανακαλύψετε μια πλούσια συλλογή λογοτεχνικών βιβλίων, πεζογραφίας για παιδιά και νέους, περιοδικών —ελληνικών και ξέ ν ω ν -, όπως επίσης ειδικά τμήματα με βιβλία Ιατρικής, Οικονομίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και όλες τις εκδόσεις του ο ε δ β και του Ευγενιδείου Ιδρύματος. *
Ζητήστε τους καταλόγους των Εκδόσεών μας. Εκτός από τον υπάρχουν κι οι εξής: 0 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
γ ε ν ικ ό ,
0 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ
0 ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
0 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
φ ΦΥΣΙΚΟΥ-ΧΗΜ1ΚΟΥ
0 ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
0 ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τέλος, ιδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα αναλυτικά φυλλάδια για κάθε εκδοτικό πρόγραμμα του Οίκου μας. *
Μπορείτε ν’ αγοράσετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν κ α ι με πιστωτι κές κάρτες (d in e r s , ε θ ν ο κ α ρ τ α , ε μ π ο ρ ο κ α ρ τ α ).
|
Σ
Λ Ε Ι Τ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι Τ Μ Η Μ Α Α Ν Τ ΙΚ Α Τ Α Β Ο Λ Η Σ Γ ΙΑ Ο Λ Η ΤΗ Ν Ε Λ Λ Α Δ Α
0
Λ
I Β
Ω
Ν
0
U
Ι
Β
Σ
τ
Λ
103
Ε
Ι
Τ
Η
Ν
Ο
Π
Λ. - F
Β
Ω
Α
Ε
Λ
X
36 00 127
R
Ε
Ι
|
G
Ο
ΔΙΑΒΑΖΑ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΧΡΟΝΙΚΑ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 33.01.239 Λογιστήριο: 33.01.241 Διαφημίσεις: 33.01.313 Συνδρομές: 33.01.315 Τεύχος 230 5 Φεβρουάριου 1992 Τιμή: Λ ρχ. 600
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, ΤΗΛ./FAX: 33.01.330 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ..237.463
Η ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΥ (Επιμέλεια: Π. Μπαλτάς) ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Γράφει ο Ηρακλής Παπαλέξης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ: 9 ερωτήματα στις Εκδόσεις «Γνώση» ΕΡΕΥΝΑ: Βιζύη - Γ. Βιζυηνός (Γράφει η Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου) Ο κόσμος μέσα από το φάσμα του παραλόγου (Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη)
6 8 10 11 15 18
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Μαρίνη Σκλήρη: Η μοναξιά του τραγικού ήρωα 22 Μάριος Μαρκίδης: Η μοναξιά του Λαΐου 26 Αλέξης Πανσέληνος: Η μοναξιά του λογοτέχνη, η μοναξιά του αναγνώστη 33 Γιώργος Γαλάντης: Μοναξιά: Εκκίνηση και Ακινητοποίηση του καλλιτέχνη 34 Στέλιος Καραγιάννης: Ο ιερομόναχος πικραίνεται (περί της ουσιαστικής μοναξιάς του Διονυσίου Σολωμού) 36 Βαγγέλης Κάσσος: Από την αθώα μοναξιά του Μανόλη Αναγνωστάκη στην επιθετική μοναξιά του Δημήτρη Δούκαρη 49 Γιάννης Ν. Μπασκόζος: Η μοναχική πορεία του λογοτεχνικού ήρωα 51 Βασ. I. Λαζανάς: Το αίσθημα της μόνωσης και αποξένωσης στη γερμανική ποίηση 55 Μισέλ Μπιγκό: Αντάμωφ, Μπέκετ, Ιονέσκο: Οι αβεβαιότητες τις επικοινωνίας 62
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΣΗ: Γ ράφει ο Χρ. Ηλιόπουλος ΠΛΑΙΣΙΟ
67
Γράφει ο Γιάννης Κουβαράς
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
στο επόμενο «Διαβάζω» αφ ιέρω μα: Οι α σ θ έ ν ε ιε ς τω ν συγγραφ έω ν
,* ι* ι» * ° ΐ£ 5 ϊ3 ? 10-13/
·£κθε°η με Τ° ίλρ.υιοίαζιε
<ΡΡΤ ο ύ ν Χ Ρ 0',α &ΡΊ°λε1 ' « * δημόονες
’£ » « « ’°» * j j £ ,ο 1™^™°”™ ,™ ο»»'5·»"”
if e S S - K g iS S
^ .• < £ 2 ^
6463888V*
^
Λ *
s S S '- s · '
s r s s ^
r t
^ ^ ο ’^μο w ρωσΙΚΠ "ο'έρΝ°ιων " £
α 'ώναΚε°;ηρ ο ο ώ η ^ ,^ β ό δ α
% & »**** * * * * *
w
tM .»
^ηλοίοαΒαβης,
&
l& S g i& fk ’,ραοη * “' μΙ, ΐ ,,,,ς ίο » ο'« Χ "“ !
£
&
*
*
*
...
_ „Λ ..,. Ο ΓχώρΝ
,,
^■ S C S ****"* P i'" ” 1
^υρπλΌ« °’
, 0)ί> . 9 ν .
Π / Ι · * .1 ' £
οφ^ · ;ί« Γ ^
,
%
nonooPPP”
* * *
* * £
» g s 3 ~ g s& » 6\βλ»οο· «°
1918-100
9
P“'^V
W * ^ wK'®-»" «"'°"’°
,,- ιμ β * ?
ιούνν τ « Γ ^ ° « τους
o u.v.,n°
X O «o<K o v0n°«r o t^
r
-
i ^sΡ °^« V s r s v '
VS55****
Ε„,#Μ«ηί’'Κ'*'° wn0Un > -
^°"ή *αθ·0X0 , ηα νδοΝ ^ ελλπν<κη
20 β . ^ Ί
> £ >
ct r S ^ ^ ° P'i'
νλω^
«
VI
^
^άρωΜ!
^
s ^
6Αλ'°
•°8 ''o6'SS«w M 0y(3S^«^ c.».0A&P^a
W ,!>W 1
λ
c 5·
ΠέβΡ , o p '^ 9 ς
Προσφορά στη μελέτη της πεζογραφίας και ποίησης των τελευταίων πενήντα χρόνων
Α π ό την πρόσφατη εκδοτική παραγωγή επιλέγουμε τέσσερα Βιβλία, τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κοινό ση μείο τους είναι ότι και τα τέσσερα είναι δοκίμια. Δοκίμια που διατρέχουν μια μεγάλη περίοδο που αρχίζει από τη λογοτεχνία του μεσοπολέμου και φτάνει ως τους ποιητές και πεζογράφους της νεότερης γενιάς. Αντιστοίχως τέσσερις γνωστοί άνθρωποι των γραμμάτων μας είναι οι συγγραφείς τους. Ο Τάσος Κόρφης, ο οποίος ασχολείται με τους ποιητές και πεζογράφους του με σοπολέμου· ο Χριστόφορος Μηλιώνης με την πρώτη και δεύτε ρη μεταπολεμική πεζογραφία· ο Τάκης Καρβέλης που αναφέρεται με τα κριτικά του κείμενα στους ποιητές του μεσοπολέμου και στη μεταπολεμική πεζογραφία και ποίηση· και ο Γιώργος Αριστηνός που, με μια σειρά δοκιμίων, σχολιάζει την πρόσμιξη και άλλων ειδών στο μυθιστόρημα που μας κληροδότησε ο προηγούμενος αιώνας. Κατ' αρχάς ο γνωστός ποιητής και πεζογράφος Τάσος Κόρ φης με τις «Ματιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου» θεωρεί ότι η βάση στην οποία στηρίχτηκε η νεότερη λογοτεχνία μας ε ντοπίζεται στους προδρόμους και κατά συνέπεια στους ποιη τές του μεσοπολέμου. Παράλληλα όμως με την ποίηση, εκτιμά ότι το πεζογραφικό έργο των Βιζυηνού, Θεοτόκη, Χατζόπουλου, Ροδοκανάκη, Μητσάκη σημάδεψε μερικούς από τους συγ γραφείς της γενιάς του '30. Η συμβολή στη μελέτη αυτής της περιόδου της λογοτεχνίας μας μαζί με άλλες εργασίες του Τά σου Κόρφη στοχεύουν' στο να σκιαγραφηθεί το έργο μερικών συγγραφέων του μεσοπολέμου, να προβληθούν οι απόψεις του συγγραφέα για πρόσωπα και κείμενα του μεσοπολέμου και να επισημανθεί η διαφορά ανάμεσα στους «βιωματικούς» συγγρα φείς και του «ιδεολογικούς αναμορφωτές» της εποχής τους. Βέ βαια καθώς, και ο ίδιος σημειώνει, οι «Ματιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου» δεν εξαντλούν το θέμα. Όμως συμβάλλουν μαζί με άλλα κριτικά κείμενα στην προσέγγιση μιας από τις πιο αξιόλογες και σημαντικές περιόδους της λογοτεχνίας. Δεύτερο βιβλίο, τα κριτικά κείμενα της περιόδου ’84 και ’91 (Β' τόμος) του ποιητή και κριτικού Τάκη Καρβέλη με το γενικό τί τλο «Δεύτερη ανάγνωση» που μελετούν το έργο παλαιότερων πεζογράφων και ποιητών μας. Δοκίμια που ασχολούνται με τη συγκριτική μελέτη Κ. Θεοτόκη και Κ. Χατζόπουλου, δοκίμια που αναφέρονται στη συμβολή του Π. Ροδοκανάκη εκφραστή μαζί με τον Κ. Χριστομάνο του κινήματος του ελληνικού αισθητι σμού. Στη συνέχεια ασχολείται με τους ποιητές του μεσοπολέ μου: τον Κ. Καρυωτάκη και τον Γ. Σεφέρη, του οποίου οι αναζη τήσεις και οι προβληματισμοί αποτυπώνονται στα ποιήματα της «Στροφής». Η μελέτη των μεταπολεμικών πεζογράφων και ποιητών καλύπτει το δεύτερο μέρος του βιβλίου και ειδικότερα
χρονικα/9 αναφέρεται στον Ανδρέα Φραγκιά, τον Σπόρο Πλασκοβίτη, τον Μένη Κουμανταρέα, τη Ρέα Γαλανάκη, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Γιώργο Λίκο, τον Νίκο Καρούζο, τον Κλείτο Κόρου, τον ΝίκοΑλέξη Ασλάνογλου, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, την Αλεξάνδρα Πλαστήρα και τον Δημήτρη Χουλιαράκη. Ο πεζογράφος Χριστόφορος Μηλιώνης ακολουθώντας «Το νήμα της Αριάδνης» γράφει δοκίμια που αναφέρονται στην ερ μηνεία κειμένων της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας. Τα δοκί μια αυτά επιχειρούν να υποδείξουν τρόπους προσέγγισης, με βάση τη διδακτική και φιλολογική εμπειρία του συγγραφέα, σε κείμενα που υπάρχουν στα εγχειρίδια της μέσης εκπαίδευσης. Έτσι ο Χριστόφορος Μηλιώνης, εκτός από τις βασικές αρχές για τη διδασκαλία της πεζογραφίας στα σχολεία, ασχολείται με κεί μενα των Γιάννη Μπεράτη, Στρατή Τσίρκα, Δημήτρη Χατζή, Αντώνη Σαμαράκη, Γιώργου Ιωάννου, Μάριου Χάκκα και Βασίλη Βασιλικού. Πάντως εκτός από τη χρηστική αξία αυτού του βι βλίου για τους εκπαιδευτικούς, οι αναλύσεις του X. Μηλιώνη εί ναι ιδιαίτερα κατατοπιστικές για κάθε ενδιαφερόμενο. Τέλος, τα «Δοκίμια για το μυθιστόρημα και τα λογοτεχνικά είδη» του Γιώργου Αριστηνού κινούνται σ' ένα άλλο, πιο θεω ρητικό επίπεδο, με πλούσια ξένη βιβλιογραφία σχετική με τη θε ωρία της λογοτεχνίας. Σ' ένα κείμενο του με τίτλο «Με αφορμή την περίπτωση του Θ. Βαλτινού», ο Γ. Αριστηνός επισημαίνει τον μορφοπλαστικό ρόλο του συγγραφέα, δηλ. την ικανότητά του να μεταβάλει το άπλαστο υλικό σε ποιότητα «αισθητική». Α κολουθούν ενδιαφέροντα κείμενα με απόψεις για την ποίηση, το μεταμοντέρνο, την κοινωνιολογία της λογοτεχνίας, τη «νέα κριτική», για το μυθιστορηματικό είδος, την αυτοτέλεια της κρι τικής, την ποίηση του Θανάση Τζούλη, τη γραφή του Τάκη Θεοδωρόπουλου και το έργο τριών νέων ποιητών: Βασίλη Καλα μαρά, Βασίλη Λαλιώτη και Θανάση Ντόκου. Πρέπει να τονιστεί ότι η αναφορά στα τέσσερα αυτά δοκιμιακά έργα αποτελεί απλώς μια αναγκαία επισήμανση της σημαν τικής προσφοράς τους στη μελέτη της πεζογραφίας και ποίη σης των τελευταίων 50 χρόνων. Τ Α Σ όΣ ΚΟΡΦΗΣ. Μ ατιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου. Δοκίμια. Αθήνα, Πρόσπερος. 1991. Σελ. 272 ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ. Δεύτερη ανάγνωση. Κριτικά κείμενα 1984-1991. Τόμος Β'. Αθήνα, Σοκόλης, 1991. Σελ. 256. ΧΡΙΣΤΟ ΦΟ ΡΟ Σ Μ ΗΛΙΩ ΝΗΣ. Μ ε το νήμα της Αριάδνης. Μεταπολεμι κή πεζογραφία. Ερμηνεία κειμένων. Αθήνα, Σοκόλης, 1991. Σελ. 224. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ. Δοκίμια για το μυθιστόρημα και τα λογοτεχνι κά είδη. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σέλ. 264.
ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΑΙΟΥ από 5 Ιανουάριου 1992 έως 18 Ιανουαρίου 1992 Βαγιονάκης-Αθ., Γκοβόστης-Αθ., ΓκρίτσηςΓεωργιάδης-Καλλιθέα, Γνώση-Αθ., ΔοκιμάκηςΗράκλειο, Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-Αθ., Εστία-ΑΘ., Καραβίας-Ρουσόττουλος-Αθ., Κατώι του Βιβλίου-θεσσ., Λέοχη του Βιβλίου-Αθ., Μάτι-Κατερίνη, Μεθενίτης-Πάτρα, Μένανδρος-Κηφισιά, ΠαράμετροςΒΰρωνας, Πειραϊκή Φωλιά-Πειραιάς, Πλέθρον-Αθ., Ραγιάς-θεσσ., Σάκης-Νέα Σμύρνη. Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο κάθενας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήοεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
| ΚΟΥΝΤΕΡΑ Μ.: Αθανασία
ΕΣΤΙΑ
| ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ Ν.: Οι άνθρωποι του Τζούλι
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά | ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ Μ.: Rien ne vas plus
ΚΕΔΡΟΣ
ΕΡΜΗΣ
ΝΤΕΛΟΡ Ν.: Η Ευρωπαϊκή Πρόκληση
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗ
| ΑΝΤΑΙΟΣ Π. - ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Κ.: Νίκος Ζαχαρώδης, θύτης και θύμα | ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α.: Μέγας Ανατολικός
ΑΓΡΑ
ΚΟΝΔΥΛΗΣ Π.: Παρακμή του αστικού πολιτισμού | ΚΟΡΟΜΗΛΑ Μ.: Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα ΜΙΣΣΙΟΣ X.: Τα κεραμίδια στάζουν ΠΑΑΜΕΡ Λ.: Ύποπτος κόσμος | ΜΠΟΟΥΛΣ Μ.: Τσάι στη Σαχάρα
ΘΕΜΕΛΙΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΔΩΡΙΚΟΣ ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ Γ.: Το ροζ που δεν ξέχασα
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΦΥΤΡΑΚΗΣ
το Προφίλ των Εκδοτών Πριν 10 χρόνια, όταν το «Διαβάζω» άρχισε να παρουσιάζει σε κάθε τεύχος του κι από έναν εκδότη, αυτή η παρουσίαση είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή χαρτογραφούσε συνολικά το έργο, την ιστορία, τα προβλήματα και τις ιδιαιτερότητες του εκδοτικού κόσμου. Σήμερα η εικόνα έχει αλλάξει. Πολλοί από τους, τότε, εκδοτικούς οίκους δεν υπάρχουν πια, άλλοι συνεχίζουν τις δράστηριότητές τους στο χώρο, ενώ άλλοι έχουν δυναμικά, στο μεταξύ, εμφανιστεί. Θεωρώντας λοιπόν απαραίτητο να επαναπροσδιορίσουμε τον εκδοτικό μας χάρτη εγκαινιάσαμε το «ΠΡΟΦΙΛ ΤΩ Ν ΕΚΔΟΤΩΝ». Σ ’ αυ*τή τη νέα στήλη οι εκδότες θ’ απαντούν σε 9 κοινά σε όλους - ερωτήματα που έχουν στόχο να διαφανεί η φυσιογνωμία κάθε εκδοτικού οίκου, αλλά και η σχέση του με τους άλλους εκδότες.
12/χρονικα
S
ΓΝΩ ΣΗ
__________
Ποια είναι η εκδοτική σας πολιτική και ποιους χώ ρους καλύπτει η εκδοτική σας δραστηριότητα;
ΤΙ
I I «Γνώση» ιδρύθηκε το 1978 με μοI ναδικό σκοπό - τότε - τη διακίI νηση αγγλικών εκπαιδευτικών Βιβλίων στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο γί νεται αποκλειστικός αντιπρόσω πος του Βρετανικού εκδοτικού οίκου Mary Glasgow Publications και μετά από μια επιτυχημένη σχολική χρονιά (1978-79) αναλαμβάνει την αντιπροσωπεία του πασίγνωστου εκδοτικού οίκου >Lon gman Group Ltd και παραμένει, έκτοτε, ο μοναδικός εκπρόσω πός του στην Ελλάδα. Το 1981 η «Γνώση» είναι ήδη από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους που εξειδικεύεται στην έκδοση και δια κίνηση βιβλίων για την εκμάθηση ξένων γλωσσών και αποφασίζει να διευρύνει τις δραστηριότητές της στις ελληνικές εκδόσεις. Μεγάλος αριθμός διακεκριμένων Ελ λήνων λογοτεχνών, συγγραφέων και πανεπιστημιακών δασκάλων είναι τα κτικοί συνεργάτες της «Γνώσης», όπω ς και εκδοτικοί οίκοι από όλη την Ευρώ πη, την Αμερική, τις Ανατολικές χώρες κ.ά. Ως τώρα, έχουν κυκλοφορήσει από τη «Γνώση» πάνω από 600 βιβλία που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα των ενδιαφερόντων Ελλήνων και ξένων α ναγνωστών. Είναι βιβλία ελληνικής και ξένης πεζογραφίας και ποίησης, μελέ τες, δοκίμια, κριτική, κοινωνικές επι στήμες, ιστορία, διεθνείς σχέσεις, κλα σικά κείμενα, κινηματογράφος, θέα τρο, μαρτυρίες, καλές τέχνες, λευκώμα τα, παιδικά βιβλία κ.ά.
Το 1984 η «Γνώση» διαχωρίζεται από το τμήμα αγγλικών εκδόσεων και τη διεύθυνσή της αναλαμβάνει ο Μανώ λης Μπουζάκης. Η έδρα της νέας εκδο τικής εταιρίας βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας (Ιπποκράτους 31 και Σόλωνος), σ’ έναν ειδικά διαμορφωμένο χώ ρο, όπου στεγάζονται όλες οι υπηρε σίες της εταιρίας και οργανώνονται οι εκδηλώσεις που συνήθως συνοδεύουν την έκδοση κάθε νέου βιβλίου. Τα βι βλία της «Γνώσης» διακινούνται κατ’ α ποκλειστικότητα σ’ όλη την Ελλάδα α-. π ό την εταιρία Δαναός. Από το 1988 η «Γνώση» έχει ξεκινήσει μια σημαντική προσπάθεια διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της, με καινού ριες σειρές βιβλίων και συνεργασίες με τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού. Στο νέο αυτό ξεκίνημα ο Μανώλης Μπουζάκης μοιράζεται τις ευθύνες διεύθυνσης και οργάνωσης της «Γνώσης» με τη Φλώρα Σαρζετάκη, που είναι συγχρόνως υπεύθυνη για , τον εκδοτικό σχεδιασμό και τα πνευμα τικά δικαιώματα εσωτερικού και εξωτε ρικού, καθώς και το παιδικό βιβλίο. Η «Γνώση» είναι ένας σύγχρονος εκ δοτικός οίκος που έχει ήδη καθιερωθεί στην Ελλάδα, τόσο για το κύρος των εκδοτικών της δραστηριοτήτων όσο και για την αισθητική αρτιότητα και τη με ταφραστική εγκυρότητα των βιβλίων που εκδίδει.
Είστε πιστοί στους αρ χικούς σας στόχους; Οι επιλογές των βιβλίων που εκδίδετε ακολου θούν τους νόμους ζήτη σης και προσφοράς;
Π
I I λίμονο αν είμαστε ακόμη πιστοί στους αρχικούς μας στόχους. Εί μαστε ένας διαρκώς εξελισσόμενος ορ γανισμός π ου διατηρεί αναλλοίωτη μό νο την επιθυμία του για εγκυρότητα, εντιμότητα και ποιότητα. Είμαστε φαί νεται κακοί έμποροι! Τους νόμους της
χρονικά! 13
πρ οσ φ οράς και της ζήτησης ενώ θα ’πρ επ ε, δεν φαίνεται να τους πρ οσ έ χουμε ιδιαίτερα. Δεν είμαστε ικανοποι ημένοι με αυτή μας την αδυναμία γιατί πιστεύουμε π ω ς μ πορούν κάλλιστα να συνδυαστούν η ποιότητα και η εκδοτι κή επιτυχία.
Πώς επιλέγετε τα βιβλία που πρόκειται να εκδώσετε; Υπάρχει κάποια επι τροπή; Ενημερώνεστε α πό τον ξένο Τύπο για το τί συμβαίνει παγκόσμια στο χώρο του βιβλίου;
Ο
νημερωνόμαστε Βέβαια και συνεργαζόμαστε τόσο με εκδοτικούς οί κους του εξωτερικού όσο και με Έλλη νες ειδικούς επιστήμονες. Αυτό όμως π ο υ προσ παθούμε να αναπτύξουμε εί ναι την «εκδοτική μας όσφρηση». Ένας καλός εκδότης πρέπει μαζί με όλα τ ’ άλλα να ’χει πολλές τις ικανότητες ενός καλού κυνηγετικού κυνός. Ένας απ ίθα νος λαγός είναι δυνατό να φωλεύει, πολλές φορές, σε κάποιο θάμνο της αυλής του σπιτιού μας. g
πώ ς αντιλαμβάνεστε αυ τή τη λειτουργία;
σ
ας παρακαλούμε απαντήστε ε σείς, αντί για μας, στο ερώτημά σας αυτό.
Ποια βιβλία άλλων εκδο τικών οίκων θα θέλατε να είχατε εκδώσει εσείς;
ΤΓ
I I ολύ θα θέλαμε να είχαμε πρω # V τοεκδώσει εμείς τη Βίβλο, της Βέδδες και τους Αρχαίους Έλληνες Κλασικούς.
Ποιον από τους εκδοτι κούς οίκους εκτιμάτε πε ρισσότερο για την προ σφορά του και γιατί;
Π
■ I
Προωθείτε, σταθερά, νέ ους συγγραφείς ή περισ σότερο σας ενδιαφέρουν οι ήδη καταξιωμένοι;
υτούς π ο υ α γαπούν τη δουλειά τους και σέβονται τα γράμματα. Είναι εύκολο να τους διακρίνει οποιοσ δήποτε. Είναι π ερ ίπ ου 5 και ξεχωρί ζουν α π ό τους π ερ ίπ ου 555 άλλους συναδέλφους μας.
Ή i
I επιστημονική αρτιότητα, λογοI τεχνική επάρκεια και η ποιότητα της τέχνης μάς ενδιαφέρουν. Αυ τά προσ παθούμε να εντοπίσουμε και αυτούς τους δημιουργούς νέους, σύγ χρονους ή κλασικούς θέλουμε να περ ι λαμβάνουμε στους τίτλους μας.
Ποιους θεωρείτε φυσι κούς σας συμμάχους (ε φημερίδες, περιοδικά, T.V., ραδιόφωνο, πολι τεία κ.ά);
I
Π
Θεωρείτε ότι επιτελείτε πολιτιστικό έργο; Αν ναι,
I I σφαλώς τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αλλά κυρίως τα ίδια τα βιβλία μας και τους αναγνώστες των.
14/χρονικα
Ποια βιβλία σκοπεύετε να εκδώσετε προσεχώς;
5) 18 Ιστορίες που ξεχωρίζουν. Συνέ χεια του πρώ του επιτυχημένου τόμου «17 ιστορίες που ξεχωρίζουν». Από τους: 1. Βαλάση, Νικηφ. Βρεττάκο, Κ.
Π
Γεωργουσόπουλο, Ν. Δήμου, Ν. Ησάίά, Ν. Κάσδαγλη, Τζ. Μαστοράκη
1) Κ. Θ. Δημαρά, Η ιστορία της Νεοελ ληνικής Λογοτεχνίας.
6) Β. Γκρόσμαν, Ζωή και Μοίρα. Μεταφρ. Αιμιλία Ροζίδη-Αγγελίδη. Μυθι στόρημα (Σταλινική εποχή).
I I π ό τις προσεχείς μας εκδόσεις V A αναφέρουμε ενδεικτικά μερικές:
2) Κ. Θ. Δημαρά, Καβαφικά, επιμέλεια
κ.ά.
Γ. Π. Σαββίδη. Συναγωγή κειμένων για τον Κα6άφη (κυρίως οι επιφυλλίδες α π ό το ΒΗΜΑ).
7) Μ π ε ν Ό κ ρι, Ο πεινασμένος Δ ρό μος. Το βραβευμένο με το Booker prize
3) Ουμπέρτο Έκο, Τέχνη και ομορφιά στην αισθητική του Μεσαίω να. Μετά φραση: Έφη Καλλιφατίδη. Συνοπτική μελέτη της εξέλιξης της αισθητικής στους 10 αιώνες του Μεσαίωνα.
8) Λάρα Καρντέλλα, Γύρω α π ό τη Λάουρα. Μετάφραση: Γ. Κασαπίδης. Με τά τη μεγάλη επιτυχία του «Ήθελα να φορέσω πανταλόνια» το δεύτερο best seller της νεαρής συγγραφέως.
4) Έ λλη Σκοπετέα, Η Δύση της Α να τολής. Σελίδες α π ό το τέλος της Ο θω
9) Μ. Granet, Κινεζική Σκέψη. Μετάφρ: Πωλίνα Λάμψα.
μανικής Αυτοκρατορίας. Το βιβλίο στηρίχθηκε σε έρευνα σε βιβλιοθήκες του Λονδίνου και στο αρχείο του Βρετανι κού Υπουργείου εξωτερικών.
10) Πατρίτσια Χάισμιθ, Ο ι άνθρωποι που χτυπούν στην πόρτα. Ένα θαυ μάσιο σύγχρονο μυθιστόρημα της π ο λύ επιτυχημένης Αγγλίδας συγγραφέως.
COUNTRY m u s ic
1991 αριστούργημα.
κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία το βιβλίο του ΜΑΡΙΑΝΟ ΝΤΕ ΣΙΜΟΝΕ
Country Music Από την αγγλική παράδοση ως τη σημερινή country music, διαμέσου της μουσικής Hillbilly, του Western Swing, τον Ήχου Nasbvill, τον Bluegrass, το όιβλίο εξετάζει την ιστορία αυτής της μουσικής σε συνδυασμό με την εξέλιξη της αμερικάνικης κοινωνίας.
χρονικα/15
Δημοσιεύουμε ως συμπληρωματικά του αφιερώματος στον Γ. Βιζυηνό (τεύχ. 278/ 8.1.92) τα σχετικά άρθρα των κ. Καλ. ΠαπαθανάσηΜουσιοπούλου και Ελένης Χωρεάνθη, ται οποία λόγω έλλειψης χώρου στάθηκε αδύνατη να συμπεριληφθούν στοι ειδικό τεύχος μας. «Λ».
Βιζύη - Γ. Βιζυηνός «Γιώργη λένε τ ' όνομά μου, το φτωχό χωριό μου Βίζα...» Γ.
Βιζυηνός
Με το άρθρο μου αυτό επιχειρώ ένα άγγιγμα σε δύο ενότητες: α) Σκιαγρα φώ την ιστορία της Βιζύης και β) Επισημαίνω ότι για τον Θρακιώτη λογοτέχνη ο τόπος που γεννήθηκε ήταν η ανεξάντλητη πηγή εμπνεύσεως.
Γ
ια τον Γεώργιο Βιζοηνό η ιδιαίτερη πατρίδα του ήταν «το σταθερό σημείο αναφοράς».1 Στη «Βιζώ» του είχε αφήσει την ψυχή του. Σ’ αυτή γύριζε κάθε τόσο ο λογισμός του. Δήλωνε με υπε ρηφάνεια: Της Θ ράκης τα χω ριά πολλά, σα ν τη Βιζώ κανένα.2
Όπως τονίζει ο Σπύρος Μελάς: «... δεν είναι το Λονδίνο κι ο Βράιλας Αρμένης που άλλαξαν τον Βιζυηνό, αλλά η ξενιτιά. Η θερμή πνοή της νοσταλ γίας παραμερίζει το σοφό και το "μεγάλο κύριο” της πολιτείας για ν’ αναστήσει μέσα του το χωρια τόπουλό: το Γιωργί της Μιχαλιέσσας, όπως τον φωνάζανε. Ο Βιζυηνός γίνεται το παιδί της Θράκης. Και πολύ συχνά, όχι όλης της Θράκης αλλά της Βιζύης...» Δίκαια ο Γ. Βιζυηνός ήταν περήφανος για τον τό πο του. Κατά τον Στράβωνα η Βιζύη ήταν πρωτεύ ουσα των Αστών, αρχαίου θρακικού φύλου. Βρίσκε ται 3Δ της Κωνσταντίνο υπόλεως, σε απόσταση 130 χλμ Απλώνεται σε γραφική βουνοπλαγιά του Μι κρού Αίμου, κοντά στις πηγές του Εργίνη ποταμού. Εκτός από τον Στράβωνα, ενδααφέρουσεο πληρο φορίες για τη Βιζύη παρέχουν ο Πλάτος και ο Κλ. Πτολεμαίος.4 Έχει διαπιστωθεί ότι η Βιζύη κατά τον * π Χ οι. ήταν πρωτεύουσα των Οδρυσσών, ο» οποίοι ow 4 2 iζαν να μεταφέρουν την έδρα τους από τη Βιζύη στην Ουσκαιιβάμα (Αδριανούπολη) ή τα Κύψελα.5 Ο Γ. Βιζυηνός πληροφορεί ότι στην περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του βρέθηκαν: α) εικόνα του βασιλιά Σανδάλα και της συζύγου του Πομοκράτειας, που έγινε από τον γιο τους Κότυ, β) αφιέρω μα «θεοίς πατρώοις» και γ) χαριστήρια στον θεό συμπλέγματα του Ροιμητάλειου και του Πυθοδόριδος, οι οποίοι παριστάνονται εξελληνισμένοι στα ή θη, τη θρησκεία και τη γλώσσα.6
I t vuikir Ημακιιάτωαα
16/χρονικα Επίσης ήρθαν στο φως αρχαία νομίσματα της Βιζύης, αρκετά από τα οποία φέρουν την προτομή του Κότυος και επιγραφές «Βιζυανών» ή «Βιζυνών». Κοντά στη Βιζύη περνούσε το τείχος που έχτισε ο Αναστάσιος Α', μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Προποντίδας. «Τό τής Βιζύης πολίχνυον», όπως αποκαλεί τη Βι ζύη ο Ιεροκλής ήταν μία από τις δεκατέσσερις πό λεις της Επαρχίας Θράκης κατά την εποχή εκείνη. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους η Βιζύη υπήρξε το φυσικό προπύργιο που εμπόδιζε τους επιδρομείς α πό τον Βορρά να λεηλατήσουν την πλούσια συγκο μιδή της περιοχής. Παρά τους αλλεπάλληλους αιφ νιδιασμούς, οι Σκύθες δεν κατόρθωσαν να την εκ πορθήσουν.7 Τον ΙΒ' μ.Χ. αι. ο Ζωναράς ονομάζει την πατρίδα του Βιζυηνού «Κάστρον της Βιζύης». Επισημαίνεται ότι οι Τούρκοι, που κατέλαβαν το 1361 την Αδριανούπολη και βαθμηδόν όλη τη Θρά κη, δεν μπόρεσαν να κυριεύσουν τη Βιζύη παρά μό λις κατά τις παραμονές της αλώσεως της Κωνστα ντινουπόλεως, δηλ. τον Μάρτιο του 1453.8 Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την εκκέ νωση της Ανατολικής Θράκης, η συλλογή των α γαλμάτων της Βιζύης, που φυλασσόταν από τον Φι λεκπαιδευτικό Σύλλογο της Ραιδεστού, μεταφέρθη κε στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Σ’ αυτή την ιστορική και γραφική κωμόπολη της Θράκης που τόσο η ίδια όσο και η περιοχή της ποτίσθηκαν από το αίμα των πολεμιστών της και τον ι δρώτα των καλλιεργητών της, γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου 1849 ο Γ. Βιζυηνός και πέρασε τα παιδικά του χρόνια.
Θρακιώτης λογοτέχνης στο πεζό και ποιητικό έργο του απαριθμεί, περιγράφει και εξυ μνεί τα βάσανα της «Βιζώς». Ακολουθούν χαρακτη ριστικά αποθησαυρίσματα: Στο διήγημά του «Το μόνον της ζωής μου ταξίδιον» μιλεί για την Μπαήρα, «τό μέγα βραχώδες ύ ψωμα, έφ’ ού άλλοτε ήτον έκτισμένη ή άκρόπολις τού τόπου (Βιζύης), νϋν δέ ύψοΰται έπί τών πελασ γικών αύτής τειχών τό τουρκικόν διοικητήριον καί οίκίαι τινές τών έγκριτων όθωμανών, γραφικώτατον παρέχουσα θέαμα έν τή ποικιλία τών χρωμάτων καί τή άνωμαλία του ρυθμού αύτών...».9 Περιγράφει τη ζωή στη Βιζύη κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1878) στο διήγημά του «ΠοΤος ήτο ό φονεύς τού άδελφοϋ μου». Η μάνα διηγείται: «... Οί επίτροποι καί οί προεστοί έπήγαν άπό νωρίς εις τόν σιδερόδρομσ οί δάσκαλοι μέ τά παιδιά τού σχολείου άραδιασμένα- οί παπάδες καί οί χωριανοί έβγήκαν καμιάν ώρα δρόμο γιά νά τόν προϋπαντήσουν. "Εμεινε άδειο θαρρείς τό χωριό... Σάν είδα τόν κόσμον άπό μακριά πού έπέστρεφε, έσιαξα τό φακιόλι μου κ’ έβγήκα ως έξω άπό τό χω ριό νά φιλήσω κι έγώ τού Δεσπότη τό χέρι. Τά έξαπτέρυγα καί οί σημαίες τής έκκλησίας έλαμπαν άπό μακριά εις τόν ήλιο, καί κατόπιν έγυάλιζαν οί σταυ ροί καί τά φελώνια τών παπάδων πίσω, στό ένα πλάγι, διέκρινα χρυσοσέλωτο τό άσπρο άτι, πού έ πήγαν γιά τόν Δεσπότη, μά δσο κι άν έκόντευε Δε σπότης δέν έφαίνετο έπάνω του. Βγά! είπα μέ τόν
Ο
νοΰ μου καί άρχισα νά πλησιάζω άνήσυχη καί βιαστική. « - Φεύγα, κυρά! έφώναξε τότε ένα άπό τά παι διά, πού έτρεχαν έμπρός, έμπρός μέ τά γιορτερά τους. "Φεύγα πίσω γιατί έρχεται τ’ άσκέρι! Άκοϋς, έκόψαν τόν σιδερόδρομο καί μάς έπήραν τόν Δε σπότη...” ’Εκεί έτινάχθηκε ή καρδιά μου! Ό πόλε μος άκούετο, μά οί Ρούσσοι ήτανε μακριά...».10 Στο διήγημά του «Ο Μοσκώβ-Σελήμ» δίνει γλαφυ ρές εικόνες της Βιζύης και της εξοχής της «Καϊνάρτζα»: «... Έφθάσαμεν εις τήν έδραν τής ύποδιοικήσεως Βιζύης έν τή άνατολική Θράκη. ’Επί τής ύψηλής άκροπόλεως διεκρίνομεν ήδη τούς μελανούς όγκους καταπεπτωκότων πύργων καί ϋπερθεν τών έρυθροσκεπών οικοδομημάτων ύψοϋντο εύθυτενεϊς οί δύο τρεις τής πολίχνης μιναρέδες, περίλευκοι ύπό τού λαμπρού φωτός τού ήρέμα δύοντος ή λιου... ’Αληθώς ή Καϊνάρτζα είναι τερπνότατον θέα μα πηγής, όφείλουσα τό τουρκικόν αύτής άνομα είς τό ότι άναβλύζουσα παρέχει τό θέαμα σφοδρώς κοχλάζοντος λέβητος. Τά χιονόψυχρά της ϋδατα, τό σον διαυγή, όσον ήδύνατο νά είναι ύγροί άδάμαντες, άναθρώσκουσι φωσφορίζοντα έκ τού βάθους λευκοτάτου τιτανώδους βραχώματος, μετά θελκτι κού μυστηριώδους ψιθύρου, πυκνά καί γοργά καί άκάματα, ώς έάν ήσαν κύματα μαγικών ζωοφόρων ύποχθονίων πνευμάτων, τά όποια, Πότνια μήτηρ, ή Γή μετ’ άενάου στοργής έκπέμπει άπό τών κόλπων αύτής, μέ τήν έντολήν νά περιχυθώσι καί άναπτύξωσιν έν τή εύρεία πεδιάδι τόσα καί τόσα φυτά καί άνθύλλια λιποψυχοΰντα ύπό τά ολέθρια τοξεύματα τού θερινού ήλιου...».11 Στό ποίημά του «Η μητέρα των επτά» (Είκών έκ τών έν Βιζύη καταστροφών κατά τόν τελευταΐον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον), ο Βιζυηνός περιγράφει τα δεινά που υπέστη ο τόπος του κατά τον πόλεμο του 1878. Ακολουθούν λίγοι στίχοι: ... Γ ια τ ’ήρθαν βίσεκτοι κ αιροί σ ’ άνατολή καί δύση / κι όπου π λ α γ ιά σ ’ άπό βραδύς, δ έν ξε ύ ρ ’ άν θά ξυπνήσει / γερός ώς τό ταχύ. Κι όπόχει κ άναν άρρωστο, ά ς τόνε σ α βανώ σει! "Ας ψάλει έ ν ’ «άλληλούια» κι ά ς τόνε παρα χώ σει / σέ μνήμα σκοτεινό. Π ριν φθάσουν κ α ί τό μυρισθοϋν Τσερκέζοι κ α ί Πομάκια / καί τόνε ρίξουν ζω ντανό στοϋ κάμπου τά κοράκια / τ ’ άγρίμια ά π ’ τό βουνό. Γ ια τ ’ έσ τειλ εν ό Μ όσκοβας ένα κρυφό χ α μπάρι /πώς θά ’ρθει τήν Άγια-Σοφ ιά, τήν Π ό λη νά μ ά ς πάρει, / τήν Π όλη τή γραικιά! Κι άνδρείεψ εν ή Βούλγαρό, κι άπό λ α γ ό ς έγίνη/λιοντάρι π ’άναφρύμαξε νά φ ά ’ τή Ρω μιο σύνη / μ α ζ ί μέ τήν Τουρκιά... Τ ’ ά κ ου σ ’ ό Τούρκος κ ’ έβγα λε τ ’ άσκέρι του τσελάτη / κ ’ έκοψε γέρους κ α ί παιδιά, λεχώ νες στό κρεβάτι, / στ’ άφύλαχτο χωριό...
Στις απερίγραπτες κατστροφές της περιώνυμης κωμοπόλεως και στις αγριότητες του εχθρού πάνω στους ανυπεράσπιστους ραγιάδες αναφέρεται επί σης το ποίημα «Ή έπαίτις τής Βιζύης», από το ο ποίο είναι οι επόμενοι στίχοι:
χρονικα/17
'
Τής Θ ράκης τά χω ριά πολλά σ ά ν τι) Βιζώ κανένα, μ έ γειτονιά στά χ α μη λά πού Π λά τσα τήνε λένα. Σ τ ή ς Π λά τσ α ς τήν άγελαριά μ ιά πέτρα, ’να κοτρώνι, δίπλα στήν πέτρα μ ιά γριά τή χούφ τα της άπλώνει: - Ώ δώ σε μ ’ εύσπλαχνη καρδιά έ ν ’ άσπρο κ α ί σ ’ έμένα νά μνημονέψω τά παιδιά πού μ ’ έχο υ ν σκοτωμένα...13
13. Γ. Βιζυηνός, ό.π., σ. 91. 14. Κ. Μαμώνη, Βιβλιογραφία Γ. Βιζυηνού. Ανέκδοτα ποιή ματα από το χειρόγραφο «Λυρικά», ανάτυπο από τον 29ο τόμο του «Αρχείου του θρακικού και Γλωσσικού Θησαυρού», Αθήνα 1963, σ. 117. 15. Κ. Παλαμάς, Ομιλία στο μνημόσυνο που οργάνωσε το Θρακικό Κέντρο για τον Γ. Βιζυηνό στις 29.4.1930, «θρακικά», ό.π., σ. 20.
Ο Βιζυηνός στην ξενιτιά νιώθει μαύρη την ψυχή του κι αναρωτιέται: Π ώ ς νά τό φάγω τά ψωμί νά πάγει σ τήν καρ δ ιά μου / σάν συλλογιοϋμαι μ οναχή τή μ άνα τή γλυκιά μου. / Κ α ί τό κρασ ί πώς νά τό πιώ πού ή μαύρη του θωριά / μ οιάζει τό γαϊμα πού ’χ υ σ α ν σ τά δόλια μου χωριά...14
Όπως τόνισε ό Κ. Παλαμάς, «ό Βιζυηνός εύτύχησεν, ένώ δείχνει πώς είναι ό ραψωδός τής Θράκης, νά κλείσει στό τραγούδι του άκέρια τήν έλληνική ψυχή...».15 Η λατρεία του Γ. Βιζυηνού για τον τόπο που γεν νήθηκε, μαρτυρείται και από το γεγονός ότι έδεσε τ’ όνομά του μ’ εκείνο της αγαπημένης του πατρί δας, ώστε κάθε φορά που τον αναφέρουμε, να στο χαζόμαστε κι αυτή.
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Β. ΓΚΑΦΟΥΡΟΦ ΑΗΜ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 0 Μ ΑΚΕΔΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ
ΚΑΛ. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗ - ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΥ*1 Σημειώσεις 1. Κ. Μητσάκης. Αναδρομή στις ρίζες. Γ. Βιζυηνός, Αθήνα 1977, σ. 24. 2. Γ. Βιζυηνός, Τα Απαντα, εκδ. X. Γιοβάνη, τόμ, Β', Αθή να 1955. σ. 91. 3. Σπ. Μελάς, Γ. Βιζυηνός, «Ελληνική Δημιουργία», τόμ. Δ'. τεύχ. 40, Αθήνα 1949, σ. 5. 4. Σπ. Σακελλαριάδης. Πόλεις και θέσμια Θράκης καί Ιω νίας εν τή άρχαιότητι. Αθήνα·. 1929. σ. 159. Βλ. επίσης Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου Λαογραψικές Μαρτυ ρίες Γ. Βιζυηνου. Αθήνα 1982. σ. 13. 5. Αχ. Σαμοθράκης. Λεξικό Ιστορικό και Γεωγραφικό της Θράκηο εκδ Εταιρείας θρακικών Μελετών, Αθήνα 1963. ο 385 6. Γ Βιζυηνός. Θρακική Ετιετηρίς. 1897 σ. 103. Βλ. επί σης Oumcnt-Hymoile. σ. 365- Αχ. Σαμοθράκης, ό.π.. σ. 104 7 Ν Χιενιάτης. Τ αμεία τηνάλωσι, ο 406 8 Αχ. Σαμοθράκης ό π . σ. 105 Βλ επίσης κ Ποπθαν'.ίνη ΜουΛοπούλου Οικονομικά και καινω«
9. 10. 11. 12.
κή ζωή του Ελληνισμού της Θράκης κατά την Τουρκο κρατίαν, Αθήναι 1974, σ. 33. Γ. Βιζυηνός, Τα Άπαντα, ό.π., σ. 219. Ό.π., σ. 99. Ό.π., τόμ Α\ σ. 243. Γ. βιζυηνός, ό.π., τόμ. Β\ σ. 217. Σημειώνεται ότι ο Κ. Παλαμάς έχει πει για το ποίημα αυτό: «... προσθέτει στην πατριωτική μας ποίηση απροσδόκητη δύναμη νέ ας ζωής και απλώς ως ποίημα και χωρίς άλλον προσ διορισμόν θα έφτανε για τη δόξα του (Βιζυηνού)..,», «θρακικά», Έκτακτον Τεύχος, Αθήναι 1931, σ. 201.
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8, ΐπλ. 36 .27.318
18/χρονικα
Ο κόσμος μέσα από το φάσμα του παράλογου Όπως είναι γνωστό η ζωή του Γ. Βιζυηνού υπήρξε μια ατέλειωτη περιπέ τεια, μαρτυρική■και η μοίρα τού στάθηκε άδικη ως το τέλος. Το τελειωτικό χτύπημα για την ευαίσθητη και πολυβασανισμένη ψυχή του ήταν ο άτυχος έ ρωτός του, η Μπετίνα, μια μαθήτριά του. Κι αυτό τον οδήγησε με άνθη, με γα μήλια δήθεν βιολιά, στο φρενοκομείο, όπου έμελλε να σβήσει στη μοναξιά μια από τις τραγικότερες και φωτεινότερες ποιητικές φυσιογνωμίες της Νεό τερης Ελλάδας. έσα στο φρενοκομείο, σε κάποια φωτεινά με σοδιαστήματα του νου και της σκέψης, που άφηνε ο παραλογισμός να δει τι είχε, τί έχασε, τί έ χει και τί του απομένει να πράξει, αν μπορεί να πράξει, έγραψε αρκετά ποιήματα, ανάμεσα στα οποία το καλύτερο και το λυρικότερο είναι Το φάσμα μου. Το ποίημα αυτό, αποτελούμενο από δεκατέσσερις (;) στροφές δίνει το μέγεθος της τραγικότητας που ζούσε ο ποιητής μέσα στο φρενοκομείο κατά τις διανοητικές αποδράσεις του στον έξω κόσμο. Οι στίχοι είναι άρτιοι, κατά κανόνα, ο τόνος βαρύς κι αλλού ανάλαφρος, ανάλογα με τους ψυχικούς του κυματισμούς, δραματικός, ανάλογος με τον βαθύ πόνο του ποιητή. Η αλήθεια και η ποίηση έρχεται α πό το βάθος της ψυχής του, από το βάθος των πραγμάτων, είναι οι ίδιες οι λέξεις τόσο περιεκτι κές, τόσο φορτισμένες από το εσωτερικό, το ατε λεύτητο μαρτύριο του ποιητή:
Μ
Μ έσ ’ στα στήθια η συμφορά σαν το κύμα πλημμυρά σέρνω το βαρύ μου βήμα σ ’ ένα μνήμα\
Ο πρώτος κιόλας στίχος φέρνει τη συμφορά, που οδηγεί σταθερά τον ποιητή προς τον τάφο. Με τη δεύτερη στροφή αιτιολογεί αυτή του την κατάντια, μας αποκαλύπτει ως ένα σημείο το λόγο και τον πρόξενο της συμφοράς, που αναποδογύρισε μέσα του τον κόσμο και δεν ξέρει πού βρίσκεται και δεν γνωρίζει πού αρχίζει και πού τελειώνει η μοναξιά μέσα σε μια ξένη χώρα, άγνωστη:
Σ α ν μ ’ αρπάχτηκε η χα ρ ά που εχαιρόμουν μ ια φορά έτσι σε μ ια ν ώρα... μ έ σ ’ σ ’ α υτήν την χώ ρα όλα α λλά ξα ν τώρα!...
Σε τούτες τις πρώτες στροφές, που μιλάει για τη συμφορά, που πλήττει τα στήθη του, χρησιμοποιεί εννέα ουσιαστικά και ένα μόνο επίθετο. Η συμφορά είναι συμφορά, δεν χρειάζεται προσδιορισμούς. Ό μως στην τρίτη στροφή, όπου η λέξη «φως» αναφέρεται στο αγαπώμενο πρόσωπο, μπορεί και στο φυ σικό φως ή τη χαρά της ζωής, που στερείται ο έγ κλειστος στο φρενοκομείο ποιητής, χρησιμοποιεί τρία φωτεινά, χαρακτηριστικά επίθετα: ξανθό, γα λανό, ουράνιο, ως προσδιοριστικά της λέξης αυτής. Και όλα τα άλλα στοιχεία που συμπλέκονται και συνθέτουν τη στροφή είναι δραματικά και εξηγούν ποια είναι η «χαρά», που του «αρπάχτηκε». Κι όχι μόνο συνετέλεσε στο να αλλάξουν όλα μέσα στη χώρα, αλλά: Α πό τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου μ ετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου.
Μάλιστα τα δυο πρώτα επίθετα καλύπτουν έναν ολόκληρο στίχο, ενώ το τρίτο, που η έννοιά του εί ναι απέραντη, «ουράνιο», συνοδεύει το ουσιαστικό φως και συμπληρώνει με το σύνδεσμο (και) και την
χρονικα/19 αντωνυμία (μου), το στίχο, για να μη πέσουμε από το φως μέσα στο ρημαγμένο κόσμο του σαλεμένου νου του, όπως δίνεται με τους δυο τελευταίους στί χους, που κλείνουν την τρίτη στροφή: μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου.
ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ JOHN CHADWICK
πό το σημείο αυτό και κάτω ο θρήνος περνάει στην πλάση, η οποία, συμμετέχοντας στο προ σωπικό του δράμα, φόρεσε κι αυτή τον γκρίζο μαν δύα της συμφοράς, αναποδογυρίστηκε, θρυμματί στηκε όλη μέσα στη ρημαγμένη ψυχή του και με κά θε τρόπο τα πάντα δείχνουν τον πόνο και τη θλίψη τους. Ο ποιητής βλέπει παντού εικόνες πένθους, νιώθει τον πόνο του να σκιάζει όλα τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου. Όλος ο κόσμος αντανακλά τη δική του συμφοριασμένη εικόνα, όλα ζωγραφί ζονται με μαύρα ή «με θλιμμένα χρώματα μέσα στη σκοτεινή του σκέψη», δεν βλέπει παρά «το φάσμα του» να καλύπτει τα πράγματα. Όλα φορούν το πένθιμο της μοναξιάς, θρηνούν μαζί του τη χαμένη του χαρά, ντύνονται το φόβο του θανάτου, όμως με ένα διαφορετικό από αυτόν τρόπο. Στις στροφές που ακολουθούν συναντούμε πολ λά προσδιοριστικά και οι εικόνες που προβάλλουν μπροστά στα μάτια μας, χωρίς να παύουν να είναι πένθιμες, διαφοροποιούνται μέσα στο χώρο του παράλογου κι άλλοτε σκουραίνουν περισσότερο, άλλοτε λιγότερο. Έτσι μέσα στη λυρική του συνεί δηση οι νέοι χάνουν τη φαιδρότητά τους, ατενίζον τας «τη δική του θλίψη», τα εύθυμα παιδάκια «κάμνουν πρόσωπο θλιμμένο», «τα γλυκόφωνα πουλιά σιωπούνε», ο ουρανός στρέφει αλλού το πρόσωπό του, δεν αντέχει να βλέπει τον ποιητή του θλιμμέ νο, η θάλασσα «κλαίει», τα πεταλούδια «παρατούνε τα λουλούδια», το ρυάκι, που άλλοτε μπορούσε να «λαλεί/παραμύθια» και να «πλαλεί», τώρα κι αυτό «σιωπά» και τ’ αγέρι είναι ανήμπορο «να δώσει/αρωμάδα τόση...». Όμως αυτή η έξοδος, η ποιητική, από το δράμα της ψυχής του δεν του δείχνει κανένα λιμάνι ανα παμού, δεν τον βγάζει κι από τους γκρίζους τοί χους του ασύλου. Μόνο του δείχνει σταθερά το χώ ρο που τον περιμένει ως μόνη καταφυγή και διαφυ γή: το μνήμα, «ένα μνήμα», το δικό του; του πεθαμέ νου έρωτά του; Της αδερφής του; Της πλάσης όλης; Ποιος ξέρει! Οι στίχοι δεν το ξεκαθαρίζουν. Οι κα ταληκτικοί στίχοι:
Α
ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β ΚΑΙ ΣΥΓΓΕΝΙΚΕΣ ΓΡΑΦΕΣ
ΒΑΣΟΥ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΕΑΑΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Οι Αρχαιολογικές Μαρτυρίες
Το σταυρό τον αψηλό σφίγγω και γλυκοφιλώ το μυριάκριβο όνομά της κι α π ’ τα χώ μ ατά της η φωνή της η χρυσή μ ε κα λεί «έλα και συ δίπλα στο ξανθό π α ιδ ί σου και κοιμήσου!»
(είναι ενσωματωμένοι και στο ποίημα «Πένθος»), κλείνουν την τραγική, την πένθιμη παράσταση, λι τά, λυτρωτικά, εξόχως ποιητικά! Είναι ένας τρόπος να βγει ο ποιητής από το άσυλο των φορεμένων το μανδύα της ομοιόμορφης, της γκρίζας συμφοράς. Ο μόνος τρόπος! ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Ε
Κ
Δ
Ο
Σ
Ε
Ι
Σ
Δ Η Μ . Ν. Π Α Π Α Δ Η Μ Α Ιπποκράτους 8, τηλ. 36.27.318
Η απέραντη αγαλλίαση του να διαλέγεις τα βιβλία σου...
^[οναξιά και λογοτεχνία Η μοναξιά είναι πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Καθορίζει την προσωπικότη τα του ανθρώπου, σηματοδοτεί καίριες στιγμές της ζωής του. Α ν και ο άνθρω πος είναι ον κοινωνικό, η ατομικότητά του δεν θα ’χε να μας πει πολλά πράγμα τα χωρίς την ξεχωριστή λάμψη που προσφέρει η μοναξιά του. Σήμερα η έννοια της μοναξιάς σπαταλιέται σε ευτελείς χρήσεις, ίσως για τί κανείς δεν ακούει τον Καμύ: «δεν θα γράφατε τόσα για τη μοναξιά, αν ξέρατε ν ’ αντλήσετε α π ’ αυτήν το μέγιστο». Η λογοτεχνία απέδωσε αλλά και εμπνεύσθηκε από τη μοναξιά. Σ τον μ οναχκό ήρωα, δόξασε τα επιτεύγματα και τις αξίες του συλλογικού ανθρώπου. Α πό την ποιητική μοναξιά στα ομηρικά έπη έως τον θρησκευτικό ερμητισμό των χρι στιανικών χρόνων, από τη ρεαλιστική χροιά της μοναξιάς στους Γ άλλους πεζογράφους έως τη ρομαντική της διάσταση στους Γερμανούς ποιητές, και από τη φιλοσοφική μοναξιά του Κ ίκεργκαρντ στην απουσία ακόμα και αυτής της μ ονα ξιάς στους ήρωες του παραλόγου, η μοναξιά όταν δεν είναι θλιβερή μοιρολατρεία, γίνεται δύναμη δημιουργική και ανανεωτική. Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρίνη Σκλήρη - Γιάννης Ν. Μπασκόζος
22/αφιερωμα
Μαρίνη Σκλήρη
Η μοναξιά του τραγικού ήρωα
Η μοναξιά του τραγικού ήρωα... Αναμφισβήτητη... Ίσως όχι πάντα διατυπω μένη σαφώς δια στόματός του, όμως παντού διάχυτη... κατακλυσμική κι επώδυνη... Περισσότερο ίσως για μας, παρά για τον ίδιο... Δεν θα μιλήσουμε λοι πόν για τον ποιητή, ούτε για την αισθητική του έργου του. Θα μιλήσουμε για τη δική μας επικοινωνία μαζί του. Για την ανάγνωση του έργου του έτσι όπως εμείς την κάναμε σήμερα, φορτισμένοι αναγκαστικά από την επαφή μας με τον Νίτσε ή τον Καμύ και τον Σαίξπηρ. Δεν θ ’αποδώσουμε, λοιπόν, στον ποιη τή προθέσεις που πιθανά να μην είχε. Δεν είμαστε κριτικοί. Αναγνώστες και θεατές είμαστε... ι ήρωες είναι πάντοτε μόνοι... Γιατί είναι άν θρωποι ξεχωριστοί. Ξεχωριστοί από τη γέν να τους, μες στη ζωή, στο θάνατό τους. Το πλή θος αδυνατεί να τους ακολουθήσει μέχρι τέλος στην εκτυφλωτική τους τροχιά. Οι τραγικοί ήρωες είναι διπλά μόνοι. Γιατί δεν επιλέγουν οι ίδιοι την απομόνωσή τους. Ούτε κα
Ο
νείς τούς την επιβάλλει. Γεννήθηκαν έτσι. «Ταγ μένοι» όπως άρεσε στον Τερζάκη να λέει, επιλεγ μένοι από μια ανεξιχνίαστη δύναμη, σημαδεμέ νοι από τη γέννα τους, προορισμένοι να εκπλη ρώσουν ένα σκοπό από τον οποίο είναι αδύνατον να ξεφύγουν. Η Αντιγόνη γεννήθηκε για ν’ απο κτήσει το Δίκαιο και να πεθάνει. Ο Προμηθέας
αφιερωμα/23 για ν’ αγγίξει τη Γνώση και να χαθεί. Ο Οιδίπους για ν’ αναζητήσει την Αλήθεια και να τυφλωθεί. Χωρίς αυτές τους τις πράξεις δεν θα είχαν υπάρ ξει ποτέ. Θα ήταν απλώς κάποιοι άλλοι. Λες και γεννήθηκαν μόνο και μόνο για να εκπληρώσουν τους στόχους αυτούς... Τούτοι οι ήρωες δεν ήταν μοναχικοί. Ή ταν μόνοι. Ακριβώς γιατί ήταν ξε χωριστοί. Η Μοίρα τους ήταν η Μοναξιά τους. Αποσπάστηκαν βίαια από το σύνολο, απομονώ θηκαν απ’ αυτό και πορεύτηκαν μόνοι τους μέχρι το θάνατο. Ό μω ς δεν θα είχε μπορέσει ποτέ να γίνει αλλιώς... Άθρήνητη, άφιλη, χωρίς τραγούδια τής χαράς μου, σέρνομαι ή άμοιρη σ ’ αύτόν τόν άναπόφευγο τό δρόμο. Κι αύτό τού ήλιου τό μάτι τό ιερό νά βλέπω δέ μοΰ συγχωριέται πιά κι ούδέ κανείς άπό δικούς τή μοίρα μου δέν κλαίει, δέ στενάζει. (Σοφοκλής-Αντιγόνη)1
ι τραγικοί ήρωες είναι μορφές ανθρώπων ξε χωριστών, ανθρώπων που αναζητούν, που υποψιάζονται και ψηλαφούν σκοτάδια, που υ περβαίνουν και αψηφούν, που αρνούνται και φτάνουν μέχρι το τέλος. Ανθρώπων που δρασκε λίζουν τα όρια ανάμεσα στο γνωστό και στο ά γνωστο, το δυνατό και το αδύνατο, το μέτρο και το άμετρο, το κατανοητό και το ασύλληπτο. Εί ναι άνθρωποι που, έστω και για μια στιγμή αντικρύζουν το άμορφο, κατανοούν το ανεξήγητο. Ο σμίζονται τις αναθυμιάσεις του απύθμενου και συνομιλούν με το άπειρο πριν βυθιστούν σ’ αυτό και χαθούν για πάντα. Ο τραγικός ήρωας λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας και της ζωής... Αγγίζει το ανέγγιχτο από την υποψία και τη σπουδή μας. Μαθαίνει τα τελειωμένα κι αναπόδραστα της ζω ής όχι μονάχα της δικής του, μα του Είδους του ολόκληρου. Ζυγιάζει την αρχή και το τέλος των ορίων του μέσα στον Κόσμο. Και γι’ αυτό είναι μόνος... γεμάτος μονάχα από μοναξιά κι εγκα τάλειψη...
Ο
Προδομένη Μονάχη Παραπατά ή Ήλέκτρα. Δυστυχισμένη "Ολο στενάζει γιά τόν Πατέρα της. ’Αηδόνι πού φτεροκοπά. ’Αγνοεί τόν θάνατο. Μέ θάνατο είναι "Ετοιμη τό βλέμμα της ν’ άνταλλάξει Μόνο ν’ άφανισθεΐ ή Λικέφαλη κατάρα. Ποιός πατέρας είδε ποτέ τέτοιο παιδί; (Σοφοκλής-Ηλέκτρα)2
οια είναι η μοναξιά του τραγικού ήρωα; Δεν θα πρέπει να την αναζητήσουμε σε κάποια πικραμένη απόρριψη του κόσμου, ούτε σε κά ποια ηθελημένη αποστασιοποίηση, απομάκρυ νσή του από αυτόν. Δεν πηγάζει από καμιά συνειδητοποίηση της ιδιαιτερότητάς του, ούτε από πι θανές «φιλοσοφικές» του αναζητήσεις. Δεν έχει σχέση με κάποια μορφή «υπαρξιακού» μηδενι σμού ή αίσθηση του παράλογου αυτού του κό σμου. Δεν είναι προϊόν λάθους (έστω και τραγι κού). Είναι μια διάχυτη αίσθηση της μικρότητας και συνάμα της μεγαλοσύνης του ανθρώπου. Η πρώ τη γνώση της θέσης του μέσα στον Κόσμο. Είναι μια ολοθυμική και σιωπηλή έκρηξη που συνοδεύ ει τη συνειδητοποίηση της ανισχυρότητάς του, της προδιαγεγραμμένης κι αναπότρεπτης πο ρείας του μέσα σ’ ένα κόσμο ακόμα άγνωστο, α προσπέλαστο, ξένο και καμιά φορά εχθρικό. Ε χθρικό γιατί άγνωστο. Πέρα κι έξω από κοινω νίες, συστήματα κι ανθρώπινες σχέσεις, μακριά απ’ ό,τι δημιουργεί ο άνθρωπος για ν’ αντιμετω πίσει την ερημιά ενός Κόσμου του οποίου δεν μπορεί να προσδιορίσει την αρχή και το τέλος, τις διαστάσεις και τη δύναμη, τη θέση που ο ίδιος κατέχει μέσα σ’ αυτόν, τα Όριά του, ο Αιώνιος Άνθρωπος, ο Τραγικός Άνθρωπος, μετρά την ο δύνη της ανθρώπινης εγκατάλειψης, βιώνει την αβεβαιότητα και τη μοναξιά του Είδους του μέσα στο Άπειρο. Η μοναξιά είναι εγγενές και ειδοποιό χαρακτη ριστικό του τραγικού ήρωα. Είναι πρόσωπο τρα γικό, ακριβώς γιατί είναι μόνο. Είναι μόνο στη συνάντησή του με το Άγνωστο και τον Θάνατο, στη σύγκρουσή του με το Θείο και τη Μοίρα. Αι σθάνεται στη ραχοκοκαλιά του την παγωνιά της εγκατάλειψης, της μοναξιάς και του αναπόδρα στου. Παγώνει από τους κεραυνούς των θεών του και τη λάβα της Μοίρας του. Ποια να ’ναι άραγε αυτή η Μοίρα που μακελεύει έτσι τα θύματά της; Τι ήταν αυτό που είδε ο Οιδίπους και τον τύφλω σε και που εμείς μόλις που υποψιαζόμαστε; Μά ταιο θα ’ταν να το αναζητήσουμε στους δύσκο λους δρόμους της μεταφυσικής. Πιο λογικό θα ’ναι να ψάξουμε στο αντίθετο ακριβώς: στη Φύση του ανθρώπου. Αυτό είναι το μόνο αναπόδραστο. Μόνο απ’ αυτό δεν μπορούμε να ξεφύγουμε... Η μοίρα μας είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο Οιδίπους, α ναζητώντας λυσσασμένα την αλήθεια, βρίσκεται μπροστά στον εαυτό του. Μαθαίνει πως οι πρά ξεις μας είναι αναπόφευκτες γιατί είναι προκαθο ρισμένες από τον ίδιο μας τον εαυτό, από τη φύ ση μας. Κι η ύστατη ύβρις είναι να προσπαθούμε ν’ αντιπαλέψουμε εμάς τους ίδιους. Να υπερβούμε τους άλλους γίνεται. Ό χ ι όμως και τον εαυτό μας. Στην πάλη του ανθρώπου με τη φύση του, με τον ίδιο, νικητές και νικημένοι δεν υπάρχουν. Το θύμα θα είναι πάντα το ίδιο.
Π
24/αφιερωμα Η φύση του ανθρώπου είναι να γεννιέται μόνος και να πεθαίνει μόνος και χωρίς αυτός να το επι λέγει. Αυτό, όσο κι αν προσπαθήσει, δεν μπορεί ποτέ να τ’ αλλάξει. Το μόνο που μπορεί, είναι να διασχίζει τη ζωή με αξιοπρέπεια, πληρώνοντας για τα λάθη και τις αδυναμίες του πάντα μ’ αξιο πρέπεια και θάρρος. Σ’ αυτό έγκειται η δική του επιλογή κι ελευθερία. Αυτά μπορεί να τα μοιρα στεί με το είδος του στο βαθμό που το επιδιώξει. Στις κρίσιμες όμως ώρες, τις στιγμές που δεν επι λέγει (όπως ο θάνατος) αλλά του επιβάλλονται, ο χορός αποσύρεται διακριτικά και ο ήρωας μένει μόνος του να μονολογεί με τη Μοίρα-Φύση του. Αυτός που θέλησε ν’ αντισταθεί στην κατάσταση αυτή των πραγμάτων, να την υπερβεί, να πλησιά σει το Απόλυτο, να καθορίσει με τη συνείδησή του αυτό που η φύση ορίζει, νικήθηκε οριστικά. Ο άνθρωπος δεν έχει αποδεχτεί το ότι δεν είναι αυ τός που κινεί τα νήματα, ότι δεν είναι ο ίδιος που ορίζει την κίνησή του μέσα στο άπειρο. Δεν έχει αποδεχτεί τη φύση του και γι’ αυτό νιώθει εγκαταλελειμμένος. Καμιά δογματικά σχηματοποιη μένη θρησκεία, κανένας χριστιανισμός δεν το ’χει πετύχει. Ίσως γι’ αυτό ο διάχυτος, αδογμάτι στος θεϊσμός του αρχαίου κόσμου και του θεά τρου του, έχει εκφράσει με τον πιο διαχρονικό και πανανθρώπινο τρόπο την τραγωδία του αν θρώπου. 'Οταν ο άνθρωπος αποδεχτεί τα Όριά του, τότε θα πάψει να υπάρχει Τραγωδία. Όπω ς, όμως, και πολλά άλλα πράγματα... Στέγη άπό τόν Τάφο σου δώσε καίσ’έμένα - Είμαι τό τίποτα στό τίποτα Νάρθω γιά πάντα νά κατοικήσω δίπλα σου - Έκεϊ κάτω
Όριά του. Ο μοναχικός δρόμος του τον φέρνει πιο κοντά στον Άνθρωπο και την Οδύνη του. Παράδειγμα μοναδικό μοναχικότητας που, αντί να φέρνει την απομόνωση, οδηγεί στην επικοινω νία. Η γόνιμη μοναξιά του καλλιτέχνη και του στοχαστή... Ό παντεπόπτης χρόνος σέ βρήκε καί σέ άπόρριξε... Μακάρι νά μή σέ είχα δει ποτέ! Καί όμως; μόνο χάρη σέ σένα άνάσανα (κάποτε) καί ύστερα τά μάτια μου έκλεισα γαληνεμένα. (Σοφοκλής-Οιδίπους Τύραννος)
Αντιγόνη-Ισμήνη. Ηλέκτρα-Χρυσόθεμις. ΑίαςΤέκμησσα. Οιδίπους-Ιοκάστη. Με ποια τραγική έμπνευση ο ποιητής ζευγαρώνει τους μοναχικούς του ήρωες με πλάσματα τόσο αδύναμα, έτοιμα ν’ αποδεχτούν και να συνθηκολογήσουν, να κλείσουν τα μάτια και ν’ αρνηθούν, κι όμως, πλά σματα τόσο τρυφερά, πρόθυμα ν’ αγαπήσουν και να συμπονέσουν... Αντιπαράθεση σκληρή στην τραγική τους απομόνωση, η ικανότητά τους ν’ α γαπούν και να δέχονται την αγάπη. Η μοναξιά τους γίνεται ακόμα πιο τραγική. Αυτοί που πε ρισσότερο μας αγαπούν είναι συχνά αυτοί που λι γότερο μας καταλαβαίνουν... μας ψιθυρίζουν με λαγχολικά στο αυτί οι βυθισμένοι στην τραγική ειρωνεία τους ήρωες... Κι αύτός, πού πρίν έναν καιρό τόν έστειλες σωστό θεριό μές στοΰ πολέμου τίς άντάρες τώρα στή μοναξιά τό νοΰ του βόσκει σπαράζοντας τών φίλων τήν καρδιά
(Σοφοκλής-Ηλέκτρα)
(Σοφοκλής-Αίας)3
τραγικός ήρωας συγκρούεται με μια τάξη πραγμάτων αναγκαστικά ισχυρότερη απ’ αυτόν. Προσπαθεί να πράξει αυτά που είναι πέρα από τις δυνάμεις του και τις αρμοδιότητες που του έχει ορίσει η Θεότητα-Μοίρα-Φύση, να υπερ βεί τον εαυτό του και να παίξει το ρόλο που θα ’πρεπε να παίξει η Θεότητα. Η μοίρα του ήταν α πό την αρχή μοναχική, μα δίχως αυτήν δεν θα ’χε ποτέ υπάρξει. Μόνος όχι μέσα στην κοινωνία ή τους ανθρώπους, αλλά μέσα στη Φύση και τους απρόσωπους κυβερνήτες της, προσπαθεί άλλοτε να την κατανοήσει, άλλοτε να την πολεμήσει, άλλοτε να την αγνοήσει. Αυτή είναι η ύβρις του που τον οδηγεί στην αναπότρεπτη πτώση. Ό μως, τούτος ο Υβριστής είναι που, ακόμα κι όταν έρχεται σ’ αντίθεση ή και σε ρήξη με τους ανθρώ πους και τους νόμους τους, όταν απομονώνεται ηθελημένα ή αθέλητα απ’ αυτούς, κατορθώνει να έρθει σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον Ά ν θρωπο και τον Κόσμο του, με τις Αιτίες και τα
«Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό». Είναι όμως έτσι; Είναι η φύση ή η αδυναμία του που τον κά νουν «κοινωνικό», η ανασφάλεια κι ο φόβος του; Η κοινωνικότητα είναι άμυνα ή εγγενές χαρα κτηριστικό; Χωρίς αναγκαστικά να υιοθετούμε, ας συζητήσουμε τουλάχιστον την άποψη που θέ λει τον άνθρωπο «ον μοναχικό». Ον φοβισμένο πρώτιστα και γι’ αυτό μοναχικό. Ίσως όχι «μο ναχικό» με την έννοια κάποιου που επιδιώκει τη μοναξιά, αλλά απλώς «μόνου». Φύσει μόνου και γι’ αυτό φοβισμένου... Κινδυνεύαμε να παρασυρθούμε σε μια βαθιά πεσιμιστική αντίληψη για τον άνθρωπο; Ό χι, αν βάλουμε δίπλα σ’ όλα αυτά, το δεύτερο χαρακτη ριστικό του ανθρώπινου γένους, έτσι όπως μας το παρουσιάζει η αρχαία Τραγωδία. Τη μεγαλο σύνη του να μετατρέπει την αβεβαιότητά του αυ τή σε Ιδέες, Ποίηση, Τέχνη, να παλεύει να κατα νοήσει τη δική του Θεότητα, να μετατρέπει την πορεία του Πάθους του σε πορεία αυτογνωσίας, να διαβαίνει μ’ αξιοπρέπεια το Άγνωστό που α
Ο
αφιερωμα/25 ποτελεί τη ζωή του. Αξιοπρέπεια: αυτή είναι η λέξη-κλειδί για την ανάγνωση του τραγικού κό σμου, του τραγικού ήρωα, της τραγικής αντίλη ψης για τον άνθρωπο. Στο πρόσωπο του Οιδίποδα συναντιέται η πτώση και η εξύψωση, η συντρι βή και το μεγαλείο. Συμβαίνει πάντα; Ίσως όχι αν την αναζητήσουμε στα μεμονωμένα άτομα ή τις κοινωνίες. Υπάρχει όμως πάντα δυναμικά στη φύση του ανθρώπου, σαν δυνατότητα, και το μήνυμα της ύπαρξής της που μας φέρνει η αρχαία Τραγωδία, η σιγουριά πως αναμφισβήτητα υπάρ χει σαν υλικό της ανθρώπινης φύσης, αυτό είναι που φέρνει την ελπίδα και την παρηγοριά, την α νακούφιση και την «κάθαρση» στις φοβισμένες ψυχές μας... Απαιτούνται όντα ξεχωριστά, «ταγ μένα», υποψιασμένα κι εμπνευσμένα για να την εκφράσουν... τόσο στην Τραγωδία, όσο και στη ζωή. Χρειαζόμαστε τούτους τους ήρωες του θεά τρου και της ζωής για να γεμίσουν την απελπι σμένη μας μοναξιά με την ελπίδα της Αξιο πρέπειας. Έχουμε ανάγκη τους ήρωες του ποιητή, την Ηλέκτρα και την Αντιγόνη, τον Προμηθέα και τον
Σαράντης Καραβούζης
Οιδίποδα, έχουμε ανάγκη ν’ αναγνωρίζουμε στο πρόσωπό τους τούς ήρωες και τους ποιητές της δικιάς μας ιστορίας για να νιώθουμε πως ναι, οι χρησμοί είναι ίσως ανελέητοι, τα μυστικά της Σφίγγας άλυτα, ο Άνθρωπος μόνος, όμως μπο ρεί να διαβαίνει τη ζωή του μ’ Αξιοπρέπεια, πά ντα ζωντανός κι έτοιμος να παλέψει... Έδιάλεξες νά ζεΐς Πλάι σέ ημέρες πού δλο κλαΐν Έστόλισες την κατάντια σου μέ όπλα Καί σ ’ έναν λόγο ένωσες τά δύο όνόματά
(Σοφοκλής-Ηλέκτρα)4*1
Σημειώσεις 1. 2. 3. 4.
Μετάφραση Μετάφραση Μετάφραση Μετάφραση
Ι.Ν. Γρυπάρη. Γιώργου Χειμωνά. Ι.Ν. Γρυπάρη. Γιώργου Χειμωνά.
26/αφιερωμα
Μάριος Μαρκίδης
Η μοναξιά του Λαΐου Ιακώβω Λακάνη, αντί μνημοσύνου Έκτεινε Λαόν μόριμος υιός
Σαράντης Καραβούζης
όσοι πολλοί μιλάνε στην αγορά για τον Οιδίποδα - ζούμε στον αστερισμό του. Τόσοι λί γοι όμως μιλάνε πια για το Λάιο, αυτή τη σιωπη λή μορφή που δεν θέλησε να χτυπήσει κάποιον που του έφραζε το δρόμο παρά με το βασιλικό του σκήπτρο. Έτσι χτύπησε κι ο Οδυσσέας τον Θερσίτη, όταν αυθαδίασε. Κι οι Αχαιοί όλοι τότε πάγωσαν, γιατί στις επικές ημέρες οι γιοι παγώ νουν. Και σωπαίνουν. Στην οδό για τους Δελφούς όμως ήταν ο Λάιος που σώπασε - είχε έρθει η τραγική ώρα. Φρέναρε τα άλογά του, επέφερε έ ναν συμβολικό ευνουχισμό (το «σκήπτρο» που κατεβαίνει σ’ ένα «κεφάλι» - αγαλλίαση των ψυχαναλυτών), κίνησε το γρανάζι μας και σώπα σε. Ύστερα έγραψαν πάνω στο όνομα του πατέ ρα το όνομα του γιου (όχι Θερσίτης, Οιδίπους. Το γρανάζι δούλεψε με τον Οιδίποδα). Μας άφησαν ένα παλίμψηστο και ξέχασαν. Ή μήπως είμαστε
Τ
εμείς που ξεχάσανε; Ή μήπως είμαστε εμείς που ξεχάσαμε; Ό λα αυτά έγιναν δικαιολογημένα βέ βαια, γιατί οι πατεράδες πρέπει να πετάνε από πάνω τους, όταν φτάσει η τραγική στιγμή, το συμφέρον τους και να πεθαίνουνε στη μοναξιά. Σ’ ένα τρίστρατο, ή σ’ ένα φτωχοκομείο. Η τρα γική στιγμή δεν ανακαλύπτει τον ηγεμονικό ναρ κισσισμό, μα τον «ξεκάνει». Βάζει έναν ασταθή ναρκισσισμό στη θέση ενός ευσταθούς ναρκισσι σμού, έναν Λάιο στον τόπο ενός Οδυσσέα, κυ ρίως όμως έναν Οιδίποδα στον τόπο ενός χαμέ νου Θερσίτη. 2.
Οιδίπους δεν είδε καθαρά μπροστά του τον κόσμο που ανέτελλε, παρά μόνο ό Ο τραγικό ταν τυφλώθηκε. Πράξη της θέλησής του, αν κι ό χι και της επιθυμίας του. Η θέλησή μας πάντα έρ χεται με τη μεσολάβηση ενός Τειρεσία, ενώ η επι
αφιερωμα/27 θυμία μας σκαλώνει πάντα πάνω σε μιαν Ιοκάστη (η Ιοκάστη, γι’ αυτό το λόγο, είναι συγκρα τημένη απέναντι στη μαντεία - στο «σημαίνειν» - διότι η μαντεία μαντεύει όταν η επιθυμία πε ριορίζεται μόνο στο να επιθυμεί). Ποια είναι η πράξη της θέλησης του Λάιου (που έρχεται επί σης με μια μαντεία): Εξόρισε πρώτα τον Οιδίποδα απ’ την ασφυχτική περίπτυξη της μάνας του, τον έφερε στον κόσμο των αντρών κατεβάζοντας στο κεφάλι του το σκήπτρο και στο τέλος ψόφη σε. Για χάρη του Οιδίποδα έκλεισε για κάμποσο καιρό και τα στόματα των μαρτύρων. Είμαστε αυτός ο καιρός που σωπαίνουνε οι μάρτυρες, ού τε πολύς, ούτε λίγος... 3. είναι τραγωδία της θέλησης, το έ Η τραγωδία πος είναι έπος της επιθυμίας. Ο βασιλιάς Λάιος λανθάνει στην τραγωδία δια της θελήσεώς του, οργίζεται για να πεθάνει, εκ-τίθεται για να σωπάσει, αυτός που δονούσε τις μέρες του έπους με την επιθυμία του. Διωγμένος από τη Θήβα ό ταν ο Άμφιος κι ο Ζήθος πήρανε την εξουσία, φεύγει στο βασίλειο του Πέλοπα και πέφτει σε έ ρωτα για τον Χρύσιππο, το γιο του βασιλιά. Τον κλέβει και τον κάνει δικό του. Διότι δεν μπορεί να αντισταθεί, ή μάλλον δεν μπορεί να θέλει να αντισταθεί. Ύστερα έρχεται η «κατάρα» και ο «χρησμός»: η κατάρα, για να πιάσει, αναγκάζει το έπος να βγει από την επικότητά του και ο χρη σμός, το μαντείο, σημαίνει την εμπλοκή του Λάιου στο σχέδιο της τραγικής θέλησης. «Αφικόμενός ποτέ εις Ή λιν και τον του Πέλοπος υιόν Χρύσιππον ιδών ... και αλούς τούτου κατάκρας τω έρωτι, αρπάσας εις Θήβας ήνεγγε και συνήν αυτώ τα ερωτικά, πρώτος εν ανθρώποις την αρρενοφθορίαν ευρών... Ο δε Πέλοψ, μαθών τούτο, κατηράσατο των Λαΐω μηδέποτε μεν παίδα τεκείν, ειδ’ άμα και συμβαίη υπ’ αυτού τούτου αναιρεθήσεσθαι. Δια ταύτα πολύν χρόνον άπαις ων παραγίνεται εις Πυθίαν» (Σχόλια στις «Φοίνισσες»). Η μοναξιά του Λαΐου είναι συνδυασμέ νη επιχείρηση της κατάρας και του χρησμού. Μπορεί να συνετέλεσε και το κρασί, που δε σή κωνε πια ο Λάιος. 4. Οιδίποδα, η Ψυχανάλυση ερμηνεύει Μ ετηντοντραγωδία. Με τον Λάιο, η τραγωδία έρχεται να ερμηνεύσει την Ψυχανάλυση, να οριο θετήσει τον χρόνο της, να αντιστρέφει ιαματικά την ανιαρή κι ατελέσφορη πια συζυγία του μο ντερνισμού (Ψυχανάλυση ΚΑΙ τραγωδία). Ιαμα τικά ΚΑΙ για την Ψυχανάλυση, τόσο πολύ κουρα σμένη πια απ’ τον κομφορμισμό των σταυροφό ρων της στον οποίο κατέληξε μια μεγάλη τόλμη, ιαματικά όμως κυρίως για λόγου μας. Διότι μας
πήρε ο ύπνος και, για να ξυπνήσουμε, πρέπει να ξαναρχίσουμε από τη μοναξιά του Λαΐου. Ή ταν η αποστολή του. 5. φιλοσοφία για όποιον δεν κατα πρώτα την οριακή μοναξιά του Αναξί Δ ενλάβειυπάρχει μανδρου - τόση εσκεμμένη μοναξιά ώστε δεν «παρατηρούσε» καν τι έτρεχε γύρω της (πράγμα από την άποψη της παραγωγικής λογικής τόσο γόνιμο ώστε εντυπωσιάζει τον Κ. Popper). Δεν υ πάρχει λόγος για Ψυχανάλυση δεύτερον, αν δεν ξεκινήσει κανείς αναγνωρίζοντας τη μοναξιά των προτάσεων του Φρόυντ - έναν λόγο εκτός της σημερινής αρχιτεκτονικής και του προϋπο λογισμού της Ψυχανάλυσης. Δε λέω φυσικά ότι ο ίδιος ο Φρόυντ επεδίωξε ενσυνείδητα να μείνει ε κτός της ψυχαναλυτικής αρχιτεκτονικής, ούτε ό τι αδιαφόρησε για τον ετήσιο προϋπολογισμό της, μα έτσι ήρθαν στο τέλος τα πράγματα, γιατί όλο και κάτι ξεφεύγει απ’ την επίθεση της νέ κρας. Ό πω ς κατά κάποιο τρόπο ήρθαν τα πράγ ματα και για τον Λάιο, που άλλα καθώς είπαμε μπορεί να επιθυμούσε και άλλα βρήκε. Τρίτον (αν και κάπως ανώμαλα αριθμημένο): η γνωστή καρικατούρα του εφαρμοσμένου ανθρωπισμού, που δεν είπε πάντως την τελευταία της απειλητι κή λέξη, ίσως κατάντησε καρικατούρα επειδή δεν έστερξε να πιάσει το νόημα της μοναξιάς του ευρωπαϊκού πνεύματος από την άκρη της μονα ξιάς του (τον «σκοτεινό» όπως είπαν Ηράκλει το). Ενώ υποτίθεται πως έψαχνε για τη φιλοσοφι κή αφετηρία, αναποδογύρισε απλώς «επιστημο νικά» το τέρμα. Μια μοναξιά λοιπόν προκαταβο λική ως προς την εμπειρία, δηλητηριάστηκε καθ’ οδόν με επιχειρήματα αντλημένα απ’ την συμπτωματική εμπειρία - εξαπατήθηκε και εξαπάτησε. Είπε: αλήθεια είναι αυτός που υπαγορεύ ει το τι εστί αλήθεια. Ενώ το σωστό ερώτημα θα ήταν: από πού έρχεται το ερώτημα της αλήθειας; Η μοναξιά του Φρόυντ, η μοναξιά του Μαρξ, εί ναι μοναξιές που ήρθαν a posteriori. Αμάρτησαν απέναντι στο ερώτημα της αλήθειας και πλήρω σαν. Και κανείς δεν έβαλε με το μυαλό του να τους σκοτώσει σε μια Σχιστή Οδό, γιατί αρκούσε να τους αφήσουνε να ζήσουν σαν ζωντανοί νε κροί. Αλλά η απόφαση της μοναξιάς του Λάιου είναι μια άλλου είδους μοναξιά, μια μοναξιά a priori, σαν μια γενετική οδηγία επί της υπάρξεως που κανείς δεν ξέρει ποιος - και πότε - την υ πέβαλε. Δεν είναι μια υποτεταγμένη πρόταση, μα μια μοναξιά γραμματικά κύρια, που έρχεται για πρώτη και τελευταία φορά «κατά συνέπειαν» της δράσης ενός αποτροπιαστικού αγνώστου. Ενός που έρχεται σαν βήχας, κάτι σαν λέπρα μέσα στους κανόνες της γραμματικής. «Συστατική» του υποκειμένου μοναξιά, όχι τόσο γραμματική όσο ενέδρα. Ο Λάιος είναι μ’ άλλα λόγια μια
28!αφιέρωμα (προ)σχεδιασμένη από έναν λογά μηχανικό κίνη ση της μηχανής, που ατενίζει με ειρωνική αταρα ξία αυτόν που εκβιάζει τάχα την πατρίδα μας με το «καύσιμο». Ο Λάιος είναι ο εθνικός ήρωας που δεν μπορούμε να του χαρίσουμε ούτε έναν δρόμο μας, ο προβοκάτορας του τόπου της αλή θειας. Δεν σαλεύουν οι τροχοί της γλώσσας μας παρά δια των προβοκατόρων. 6.
ο «σημαίνον» είναι πάντα ο γνωστός άγνω Τ στος, ένας γνωστός που δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των γνωστών κι ένας άγνωστος που γέρνουν τα κλαδιά του από το δέος των γνώριμων ήχων. Συμμετέχει ταυτό χρονα και απέχει. Είναι η απάντηση στο αίνιγμα του Μπέρτραντ Ράσσελ - μια απάντηση που μπαίνει πάντα ερωτηματικά. Μα όσον αφορά το «τάχα» σε σχέση με τον εκβιασμό δια του καυσί μου, λέω «τάχα» διότι η μηχανή μας δεν χρειάζε ται στην πραγματικότητα καύσιμο. Την ιδέα του καυσίμου, για να προκύψει ενέργεια και σφρίγος στη διάθεση του δυτικού πολιτισμού, την υπέβα λε η εμπειρικιστική γνώση, που μέχρι σήμερα τρομοκρατείται τόσο από τη μοναξιά ώστε δεν έ χει άλλη λύση απ’ το να γίνει φυγόκεντρη. Και να βγει στο πυκνοκατοικημένο μα αμίλητο κενό. Η παραγωγική πρόταση όμως δεν καταναλίσκει πρακτικά ενέργεια, ούτε και θέλει πρώτη ύλη, και σ’ αυτό ανατρέπει την ιδέα περί φυσικής νο μοτέλειας που εισήγαγαν οι Γότθοι. Οι λεγόμενοι «φυσικοί φιλόσοφοι» είναι λοιπόν στ’ αλήθεια φι λόσοφοι «μη φυσικοί». Κατά κάποιο τρόπο, φι λόσοφοι «κεντρομόλοι». Αρκούνται στο καντήλι τους. Είμαστε εμείς που όσο βαστάει η μόδα α ποδεικτικής αξίας των προτάσεών μας, θα χρειαζόμαστε ενέργεια - θα χύνουμε μάλιστα ποταμούς το αίμα για να την έχουμε. Είναι βαρβαρική κατά βάθος η ανάγκη μας, γιατί μόνο οι βάρβαροι έσκασαν στη μέση το ρόδι της ζωής για να εκχυμώσουν την ενέργειά του. Λάιος είναι, α πό την άλλη μεριά, μια τραγική χρονικότητα χω ρίς καταναλωτικές ανάγκες. Μια φυσική λα γνεία που μετασχηματίστηκε σε στοχαστική μο ναξιά, μια μοναξιά που γυρνάει τη ρόδα του χρό νου χωρίς πρακτικά τριβές - αν εξαιρέσεις τον φόνο. Με ελάχιστο δηλαδή έξοδο. Από κει μας έρχεται η πίεση να ρωτάμε για την αλήθεια μας.
μοναξιά του Αναξίμανδρου, του φιλόσοφου που «δεν έβλεπε» (ώστε να πάρει έτσι χα Η μπάρι ότι οφείλουν να υπάρχουν αντίποδες άν θρωποι που να περπατούν με το κεφάλι προς τα κάτω), άνοιξε έναν δρόμο απ’ τη Μικρά Ασία στην Ελέα, δρόμο που έσβησε πάλι με την ενο χλητική παραβίαση, από τον τόπο Αθήνα, της α
πόφασης του Σωκράτη να προσχωρήσει στη μο ναξιά. Διότι ο Σωκράτης με τα λόγια μπορεί να διασκέδαζε, μα την τραγικότητα την καταλάβαι νε. Ο Κρίτων λ.χ., ο Κέβης, ο Φαίδων, ακόμη και ο Πλάτωνας (που τον πονούσε τόσο πολύ η τρα γικότητα ώστε αποφάσισε να συγκατοικήσει μό νο με σκιές), εμπόδιζαν τον Σωκράτη να πεθάνει, ενώ αυτή ήταν η θέληση του Σωκράτη. Κι ο Σω κράτης ήθελε να είναι η θέλησή του. Πληρώνουμε μέχρι σήμερα τα επίχειρα της επιθυμίας τους, μιας «παιδικής» επιθυμίας, μιας παθητικής αγά πης που δεν είχε αρκετή θέληση. Γιατί η θέληση δεν τρέφεται απ’ την αγάπη, τρέφεται από «αλ λού». Δε βρέθηκε κανείς (έξω φυσικά από έναν, που τον υποχρεώνουμε όμως σιγά σιγά κι αυτόν στην κατανάλωσή μας) που ν’ αφήσει τον Φρόυντ να πεθάνει - όπως θα έπρεπε βέβαια να πεθάνει για να έχει ελπίδες να ζήσει. Μ’ ένα μια και έξω χτύπημα, όχι με μια στοργική ταρίχευση. Τα ίδια κάναμε και με τον Μαρξ, είμαστε από εκβαρβαρισμένο σόι. Δεν υπήρξε ανάμεσα στην εξευρωπαϊσμένη ορδή μας σεβασμός της μονα ξιάς του πατέρα — δεν υπήρξε επομένως υιός. Για να κατέβει στον κόσμο η «απορία» των Οιδιπόδων - η μήτρα της σκέψης που αξιώνει να γί νει ανθρώπινη σκέψη - πρέπει να δειχτεί ο απα ραίτητος σεβασμός απέναντι στον αισχρό Λάιο. Να σκοτωθεί δηλαδή μ’ ένα ραβδί ο Λάιος (επει δή «προκάλεσε», επειδή έφερε στη μέση την αγα νάκτηση), να σκοτωθεί σαν το σκυλί. Έτσι τα έ χουν κανονίσει οι θεοί. Κάθε πονοψυχιά απέναντι στον Λάιο καταστρέφει το «σχέδιο». 7α. πρέπει να ρωτάμε τι έγινε ένας μαραγκός Δ ενονόματι Ιωσήφ. Έγινε αυτό που είμαστε. 8.
καθίσω να γράψω ένα συγκλονιστικό δο Θ ακίμιο με τίτλο «Οιδίπους, θάνατος, Ηρά κλειτος». Δεν θα λέω τίποτα καινούριο, ενώ θα είναι όλα καινούρια εξαιτίας του τρόπου που θα τα λέω. Τον θάνατο θα τον συνδέω με τις υποχρε ώσεις της πατρικής λειτουργίας - ο Λάιος μ’ άλ λα λόγια ήξερε καλά τι έκανε όταν ερέθιζε στο Δίστομο τον θυμό ενός Οιδίποδος, όταν ακρωτή ριαζε με το χτύπημα ενός σκήπτρου κι όταν πέθαινε. Ή ταν ένας πράκτορας της υποκειμενικότητάς μας, ένα μέσο «μεταφοράς» που αποσπά το Είναι από τα πρώτα κλαψουρίσματα της επι θυμίας για να γίνει το ίδιο η επιθυμία μας (επομέ νως και μια «απουσία», γιατί δεν επιθυμούμε πα ρά ό,τι απουσιάζει. Και το αποτέλεσμα της απου σίας είναι η θεληματική μοναξιά). «Ανάγκασε» έναν φιλήσυχο νεαρό περιηγητή, τον Οιδίποδα, να τον ανακόψει πάνω που κάλπαζαν ιδρωμένα τα άλογά του — συμβολική παράσταση της πα
αφιερωμα/29 τρικής ορμής προς συνουσίαν, διαπιστώνει ψύ χραιμα ο Karl Abraham. Ο βασιλιάς Λάιος, μια συνουσία επ’ άπειρον, άφησε τον Οιδίποδα να τον μετατρέψει σ’ ένα coitus interruptus. Κι αυτό, το ότι ήξερε δηλαδή τι έκανε πάνω στην κορύφω ση της ηδονής του, συνιστά την πελώρια μοναξιά των Λαΐων, γιατί δεν πρέπει να φανερωθεί η πλεκτάνη τους ενώ πρέπει να πετύχει. Θα υπενθυμίσω στο κείμενό μου πως ο φιλόσο φος που αντιστικτεί με την τραγωδία είναι μάλ λον ο «σκοτεινός» Ηράκλειτος (αν κι έχουμε την κλίση να παρεξηγούμε την ηλικία των ρακών του, να τον θεωρούμε ανείπωτα πιο γέρο λ.χ. από τον Σοφοκλή). Ο Ηράκλειτος είναι μέσα στον «ε θνικό αγώνα» που δίνει ένας θεός απ’ τους Δελ φούς, καθ’ ην στιγμήν ο Πλάτωνας, ας πούμε, ή ο Αριστοτέλης επαναδιαπραγματεύονται εξαρ χής το θεϊκό των θεοτήτων ή καταγράφουν στην εμπειρία τις μορφές του. Ο Ηράκλειτος το δεί χνει, αυτός ο μοναχικός λοξός από την Έφεσο (;) ξέρει ν’ ακούει τον τρόπο του θεού, ξέρει τι θεϊ κό ενυπάρχει στη θεότητα. Δε φανερώνει, λέει, ούτε κρύβει ο θεός, «σημαίνει». Φέρνει τους αν θρώπους σ’ αυτό το σημαίνειν, που θα γίνει ο τό πος τους. Ταξιδεύει τον Λάιο σ’ ένα στενό κομ μάτι του δρόμου (όπου θα αναλάβει κατά το συμ βόλαιο της μοναξιάς του την εκτέλεση του νόμου του) και «μεταφέρει» τον Οιδίποδα στη λογική του μαντείου - εκεί όπου όλα τα συμ-βαίνοντα αρχίζουν να διαμεσολαβούνται πια από έναν ση μαίνοντα τρίτο, τον ερμηνευτικό «λόγο». Διότι πριν φτάσουμε με τη συντονισμένη δράση της ωμότητάς μας να καταναλώσουμε και να ξεφτιλί σουμε τη μαντεία, αυτό πήγαινε να πει μαντική, μια ομιλία που έρχεται με το βουητό της μανίας. Πρέπει να συμπληρώσω ότι η άφιξη του Οιδίποδα στον τόπο της μεταφοράς του είναι το τέλος του έπους. Από μιαν άποψη, η ιστορία του έπους τε λειώνει με τον απαγχονισμό της Ιοκάστης. 9.
ίγο πριν φτάσει στο σκίσιμο της Σχιστής Ο δού ο Λάιος, ο Οιδίπους είναι ένα ασταμά τητο κι αστόχαστο, ένα α-νόητο ερώτημα. Δεν έ χει απάντηση. Λίγο μετά ζει πλέον μόνο μέσα στην απάντηση, γιατί στους ανθρώπους δόθηκε να υπάρχουν ερωτήσεις που δεν πρέπει να τις ρω τάνε (είναι κατά βάθος μια λειτουργία κι αυτή της ανθρώπινης μοναξιάς). Διότι οι ερωτήσεις εί ναι ανεξέλεγκτες, μια αδιάλειπτη ναρκισσιστική μουρμούρα, σαν τις μητέρες των παιδιών που δε γνώρισαν άντρα ενώ η αλήθεια είναι πως δεν θέ λησαν να τον αναγνωρίσουν. Ερωτήσεις ανεξέ λεγκτες, ένας τριγμός μάλλον του μητρικού σώ ματος, την ώρά που ο θεός απαιτεί να ελέγχει για πάρτι του, να συγκροτεί «εκκέντρως» - σαν έλ λειψη, σαν θάνατο της ερώτησης - τη θέση των υποκειμένων. Ό ταν δηλαδή τα υποκείμενα μιλά
Λ
νε, πράγμα στο οποίο μετά τον φόνο υποχρεώ νονται, να μην εντοπίζονται στην εκνευριστική γκρίνια τους, σε μια απαίτηση άμεσης εξόφλη σης των γραμματίων, σε μια ακριβή μετάφραση της υποθήκης της μητρικής γκρίνιας. Διότι η κυ ριότητα των (συνδυασμών τών) λέξεών μας ανή κει «αλλού»: ο θεός τα φέρνει έτσι, εξαντλώντας αλύπητα τον Λάιο, ώστε ο Οιδίπους να μην είναι κύριος των όσων λέει. Για να αναγορευτεί διευ θυντής της ομιλίας του, πρέπει πρώτα ν’ αναγνω ρίσει διά συμβολαιογραφικής πράξεως μια ψιλή κυριότητα, έναν «Άλλο» μας λέει ο Λακάν. Ό ταν τώρα ο τραγικός (αρκετά χρόνια μετά) βάζει τον Οιδίποδα ν’ αρχίζει να ξαναρωτάει τα ερωτήματά του, αυτό δεν διαψεύδει τίποτα από τις ε κτιμήσεις μας. Πρώτο, η τέχνη ήταν ανέκαθεν μια ασυδοσία των παλμών του χρόνου - ο ρόλος της είναι να κάνει το εύκολο δύσκολο. Να το δια στρέφει και να το αναστρέφει. Δεύτερο, το και κυριότερο, η τραγική τέχνη θεωρεί διδακτικό να εκρήγνυται ανακαλώντας στην ενεργό δράση έ ναν Λάιο, έναν πατέρα Καραμάζωφ, έναν μονα χικό εισηγητή των απαντήσεών μας κάθε που μας παραζορίζουν οι συσσωρευμένες ερωτήσεις. Είκοσι αιώνες μπορεί να θρηνούμε (στην πραγ ματικότητα είναι πολύ παραπάνω) για τη μονα ξιά που έπεσε στον κόσμο μας - και καλά από χίλιες πλευρές κάνουμε - μα το σημαίνον της μοναξιάς είναι είτε το θέλουμε είτε όχι στην αφε τηρία μας. Ό λα ξεκινούν απ’ το παγωμένο βασί λειό της. Διότι το πρόβλημα των σκιών είναι πρωτίστως ότι κρυώνουν. Ου γαρ έτι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν... 10. που θα κατεβάσω στο δοκί που θα συνεχίσει αποκαλυπτικά Τ ομιόπιομουγερό(καιχαρτί τις προηγούμενες, παλινωδικές κάπως, προσβά σεις μου) θα είναι τούτο: ο Οιδίποδας πρώτα έ πρεπε να πλαγιάσει με τη μάνα του, ν’ «απευθυν θεί» σ’ αυτήν, να «εγκαθιδρυθεί» σ’ αυτήν, κι ύ στερα να σκοτώσει κατ’ ανθρωπολογική εντολή τον δόλιο τον πατέρα του. Έτσι είναι το πρέπον. Έτσι ώστε να επισφραγίσει την αιματηρή ανατο λή του μέσα στον κόσμο των κυρίων ονομάτων (: των απαντήσεων) δια μιας προκλητής «απου σίας» (αυτή η απουσία είναι, όπως είπα, η προσχεδιασμένη μοναξιά του Λάιου). Γεγονός που σημαίνει, αν γίνει κατ’ αρχήν και στο σύνολό του δεκτό ως σχέδιο νόμου, πως ο καθένας μας, που έχει γεννήσει ή «υιοθετήσει» στη ζωή του παιδιά, πρέπει από ένα κρίσιμο σημείο και πέρα να περά σει στη μοναξιά του. Να λουφάξει. Διότι η απο ζημίωσή του για ό,τι έκανε δεν είναι μια αποζη μίωση που έρχεται φωναχτά και επί τη εμφανίσει, μπορεί μάλιστα να μην έρθει παρά δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα - και τη στιγμή που οι Λάιοι βαρέθηκαν ίσως πια να περιμένουν. Αυτό σημαί
30/αφιερωμα νει πως πρέπει κανείς, αν θέλει να είναι πατέρας, να υπομένει απέραντα. 11 .
ια να ξαναγυρίσω για λίγο στον Οιδίποδα που ξέρουμε, ο μαύρος ο Οιδίπους, αυτός ο Γ πρώιμος λόρδος Μπάυρον της τραγωδίας, τα έ κανε τα πράγματα ανάποδα και γι’ αυτό πλήρω σε με τον τρόπο που πλήρωσε. Διότι κάνοντας ό,τι έκανε βεβήλωσε τον συστατικό ως προς την υποκειμενικότητα κανόνα της απουσίας. Ανέ τρεψε τον μεταβολισμό της, επέφερε μια στιγμιαίμ σύγχυση στον σφυγμό της, την ώρα που ή ταν να πέσει ανάμεσά μας η απουσία, αυτός βγή κε μπροστά να φωνάξει παρών! Σκότωσε πριν απ’ τον καιρό του κι αιμομίκτησε μετά την ώρα του - ένας φαλλός που τίποτα άλλο δεν σκα μπάζει απ’ την προσωπική αξία του ως φαλλού. Και τότε ο θεός, που μας γεννάει σαν επιθυμίες κι όχι σαν ιταμή χόρταση των ορέξεών μας, τον πλήρωσε. Τον έκανε πρωταγωνιστή μιας παρά στασης που θ’ ανεβάζει σ’ όλα τα παλκοσένικα το αδύνατό της. Εφόσον μιλάμε όμως για τραγω δία και για παράσταση («παράσταση» είναι η λέ ξη που χρησιμοποιούμε και για τα γεννήματα της γλώσσας), μπορούμε να πούμε επίσης πως ο α φέντης Λάιος, με την ανατροπή των χρόνων που επέφερε η τραγωδία, εμποδίστηκε να δώσει την παράστασή του. Αν ο Οιδίπους είναι τελικά αδύ νατος (και γι’ αυτό το λόγο η τραγωδία Οιδίπους τύραννος δεν είναι ευκταίο να «παίζεται»), ο Λάιος αδυνατεί εξ αρχής. Τον κάλεσαν στη σκη νή νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε, κι ο Λάιος δεν βρή κε κανέναν. Αντιθέτως η Ιοκάστη, για να μην ξε χνάμε το ρόλο της, βγήκε απ’ τη σκηνή αργότερα απ’ ό,τι έπρεπε - πράγμα που σήμαινε και πάλι σκάνδαλο για τη μοναξιά του Λαΐου (η μοναξιά, όπως θυμόμαστε, είναι ο δικός του ρόλος). Η ι δέα της Σφίγγας έρχεται να δηλώσει αυτό το διε στραμμένο πάντρεμα του νωρίτερα με το αργότε ρα, ένα μοναχικό επίσης τέρας. Η Σφίγγα είναι το σαρκοβόρο κατώφλι της λογοτεχνίας με θέμα: Ιστορία και δυναμική της μοναξιάς. 12.
οι Οιδίποδες αυτού του κόσμου είναι κα Ο λοι τά κάποιο τρόπο λαϊκιστές. Κερδίζουνε την
εξουσία μαγεύοντας τα μάτια της Θήβας με μη ε ξουσία - μηχανή χωρίς τριβές. Αρνούνται να ο νομαστούν από τα πλήθη αυτοκράτορες ( αυτό μας λέει ο χλεμπονιάρης ο Κάσσιος την ώρα που ψήνει στη συνωμοσία το Βρούτο), ενώ έχουν ήδη πρακτικά γίνει. Οι Οιδίποδες καταγγέλλουν την αυθαιρεσία και σκοτώνουν, σαν να μην ήξεραν τάχα και οι Λάιοι να καταγγείλουνε εν τη γενέσει της τη συνωμοσία και να σκοτώσουν. Μα οι Λάιοι, όταν έρθει ο καιρός, δεν είναι καθόλου αυ
θαίρετοι και τη συνωμοσία κάνουνε πως δεν τη βλέπουν. Τραβάνε για τη Σχιστή Οδό μ’ έναν γέ ρο αμαξά και μ’ ένα οξύθυμο σκήπτρο. Είναι μοι ραίοι. Δηλαδή οι Λάιοι, για να είναι πλήρεις, πρέ πει να ολοκληρώσουν την αποστολή τους: συ γκατανεύουν να καταγγελθούν γι’ αυτό που δεν είναι και να πεθάνουν για όλο αυτό που είναι, σαν στοργικοί πατέρες που είναι. Αν η αντιστροφή των επεισοδίων ώστε ν’ αποκατασταθεί στη λογι κή της τάξη η Οιδιποδιάδα δεν είναι θεμιτή, αν η αποκωδικοποίηση δεν είναι παρά συσκότιση, κι αν δεν είναι αλήθεια πως είναι μέσα στους ιδιαί τερους σκοπούς του ποιητή να μας αποπροσανα τολίζει (για να κάνει νοστιμότερη την ιστορία του, όπως το αστυνομικό διήγημα συνηθίζει ν’ α ποπροσανατολίζει και ν’ αναποδογυρίζει), θα πρέπει να υποθέσουμε πως η τραγωδία Οιδίπους τύραννος στηρίζεται σε μια ύβρι χωρίς ύβρι. Ο Οιδίπους πληρώνει για έναν φόνο που δεν είναι παρά άγια άμυνα. Μα ύβρις υπήρξε, κι ο βασι λιάς Λάιος είναι ο πρωταπόστολος της ύβρεως. Ό χ ι τόσο επειδή κι αυτός ερωτεύεται και πρέπει να σηκώσει το σκήπτρο του, όσο επειδή θυμώνει και πρέπει με βίαιο τρόπο να το κατεβάσει. Πά νω από ένα κρεβάτι, όπου ξαπλώνει αθώα η Ιοκάστη με τον Οιδίποδα... Την ίδια στιγμή που κατεβαίνει το σκήπτρο η κλίνη γίνεται αναδρομι κά αισχρή, έτσι σημαίνει ο θεός. Κι έτσι μας χτί ζει τους ανθρώπους που είμαστε στην επικράτειά του, καθ’ ομοίωσίν του, γιατί ο θεός, αν και είναι ο ίδιος από μόνος του μια ύβρις, είναι περισσότε ρο ο λόγος της ύβρεως (σημείωση: κι οι θεοί διέπονται από το «πρέπει»). Το συμπέρασμα είναι ότι ο Λάιος εισάγει στη χώρα την ύβριν. Καθ’ υ ψηλήν παραγγελίαν. Γι’ αυτό δεν μπορούν οι φι λόλογοι να συλλάβουν με ακρίβεια σε τι ύβρι υπέ πεσε ο Οιδίπους (βλ. C.M. Bowra: Οι τραγωδίες του Σοφοκλή), διότι απλούστατα η ύβρις έρχεται από πριν. Έτσι γράφει ο θεός, ο λόγος της ύβρεως. 12α. η ύβρις που κινεί την τραγωδία (από μια Α νπλεκτάνη της αστυνομίας που φορτώνει στο θύμα τις ευθύνες του θύτη) είχε σαν τόπο τον Οι δίποδα, θα ήταν μια ύβρις που σε κανένα σημείο της απολογίας της δεν θα μπορούσε να μας πεί σει για την ύβρι της. Ο Οιδίπους χρειάζεται απε γνωσμένα να καταδικαστεί κι εμείς δεν θα μπο ρούσαμε να τον καταδικάσουμε - θα τον αθωώ ναμε μάλιστα παμψηφεί λόγω ελλείψεως κατα λογισμού. Θα τον αναθέταμε δηλαδή στην «τρέ λα» - για να ξεμπλέξουμε. Δεν θα πλήρωνε στο τέλος παρά μόνο με μερικά χρονάκια και με τα μάτια του, μα κι αυτό θα ήταν κάτι που θα προκαλούσε ο ίδιος, στο κελί του. Θα ήταν εν άλλοις λόγοις ο Οιδίπους μια κολασμένη νευρωτική ψυ-
αφιερωμα/31 χή, που άλλο δεν θα περίμενε παρά να έρθει η Ψυ χανάλυση για να εξηγήσει τις ημέρες και τα έργα της, ένας Άμλετ που θα άνοιγε αλληλογραφία με το φάντασμα του βασιλιά Αηρ. Τούθ’ όπερ άτοπον, διότι είπαμε πως το πνεύμα της τραγωδίας είναι εκείνο που ερμηνεύει την Ψυχανάλυση κι ό χι αντιστρόφως. Το πνεύμα είναι ο γευστικός πυ ρήνας του σημαίνοντος μέσα σ’ ένα άνοστο ίσως γράμμα. Το πνεύμα αφυπνίζει βίαια, όταν το γράμμα μπορεί να κοιμίζει μαλακά. Υπάρχει και παραϋπάρχει βέβαια Ψυχανάλυση που στυλώνει τα πόδια στο γράμμα (βλέπουμε τα λυπηρά τέλη του W. Reich: αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι επρόκειτο για έναν αμέριμνο ύπνο). Υπάρχει ακόμη και παραϋπάρχει Ψυχανάλυση που απογειώνεται από το γράμμα, αλλά ταυτό χρονα κι από τη Θήβα και τα μαντεία της. Δεν πρόκειται άλλωστε παρά για ένα δυναμικό κόλ πο της κατανάλωσης - η κατανάλωση εκμεταλ λεύεται κάθε πιθανή δίψα της αγοράς (δίψα μπο ρεί να υπάρχει και για Καστοριάδη: όλα να τε θούν εν αμφιβόλω, φτάνει μόνο να προκόψει στο τέλος «θεραπεία»). Δίψα παραισθητικής αθωό τητας, γιατί αυτή μας φτάνει, και δίψα επιφα νειακής ενοχής, γιατί δεν χρειαζόμαστε περισσό τερη. Αυτό το είδος δίψας αντλεί στην ουσία του από ένα απλοϊκό όσο κι επικίνδυνο δίπολο, το έ σοδο έναντι του εξόδου: είναι το δίπολο στο ο ποίο πτωχεύει μια γενναιοκοσμική Ψυχανάλυση, διότι η υποκειμενικότητα δεν είναι ταμειακή ι σορροπία, είναι συνεχές έξοδο. Υπάρχει δηλαδή - κι ευτυχώς για την Ψυχανάλυση - και μια άλ λη τομή, που εκλαμβάνει το φροϋδικό κείμενο σαν ένα ρομαντικό ρήγμα και προσπαθεί να θε μελιωθεί όχι στην παρανοϊκή πληρότητα δια του κοντόφθαλμου γράμματος, ούτε στην αλλοτριω τική κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογι σμού (που χάνει το Είναι της καθώς κερδίζει τη μάχη του ψωμιού της), αλλά στο Είναι ως έλλει ψη οντότητας. Η έλλειψη όντος του Οιδίποδος εί ναι ο Λάιος. Κι αυτό που ονομάστηκε πνεύμα εγγράφεται στη λειτουργία έλλειψης, πνεύμα είναι δηλαδή όταν η ιδέα ενός «όλου» του ανθρώπου λιμοκτονεί. Το πνεύμα είναι ο λόγος μιας δαπά νης που ακούγεται πάνω απ’ τον λόγο κάθε πιθα νού κέρδους. Κι είναι πολύ μοναχικό. 13.
στιγμές όπου το σώμα συλλαμβάνεται να τα σκουπίδια ρακένδυτο, στα πηγά Σ τιςψάχνει δια της ασφάλτου που πέφτει και τσακίζεται, στα απότομα φρεναρίσματα της «προόδου» που του βγάζουν το μέσα έξω, στις προγραμματισμένες συγκινήσεις για τις οποίες αδιαφορεί και στις α πρόβλεπτες που το λυγίζουν, είναι πνεύμα. Δοκι μάζεται από έναν εισαγόμενο πληθωρισμό, χάνει τον μπούσουλα, μα στην πραγματικότητα ποτέ
δεν πλήθωρίζεται. Διότι η μοναξιά του Λαΐου, ε νώ προσποιείται την απόλυτη μοναξιά, είναι ταυ τόχρονα και παραστάτης στο σώμα - στο σώμα που με τις. κουτσαμάρες του μετασχηματίζεται σε πνεύμα. Στις μετάνοιες του σώματος που δεν ξέρουν για ποιο έγκλημα μετανοούν είναι πνεύ μα. Το πνεύμα φταίει ενώ δεν φταίει. Το πνεύμα του Οιδίποδος, που δεν φταίει, είναι η θυσία του πατρός του που δεν έγινε πατέρας παρά για να φταίξει. Μιλάμε για μια θυσία τόσο με την ενερ γητική έννοια (το κατέβασμα του βασιλικού
Σαράντης Καραβούζης
«σκήπτρου» πάνω σ’ ένα κεφάλι...) όσο και με την παθητική - το «ραβδί» του Οιδίποδα σαν ποιητικό αίτιο της τραγωδίας του Λάιου, την πα τροκτονία που υπομένει τον κρύο χρόνο χάριν του νεαρού σημαίνοντος Οιδίπους. Γιατί, όπως δείξαμε, ο βασιλιάς Λάιος κατέληξε στη μοναξιά έπειτα από μια μεγάλη ενεργητικότητα κι έπειτα από μια μεγάλη παθητικότητα («Τέξεις μεν φίλον υιόν, ατάρ τόδε σοι μόρος έσται...»). Και γιατί ό ποιος φταίει τον έχουνε διαλέξει για το πανηγύρι οι θεοί που ασκούν τη μαντική - τον φέρνουν στη μέση της Σχιστής Οδού, τον κουρντίζουνε
32/αφιερωμα κατάλληλα και τον εγκαταλείπουνε στο ρείθρο. Ο Λάιος δηλαδή θυσιάζει τον μονάκριβο υιό του, που επιθυμεί σφοδρά, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος. Και θυσιάζεται ταυτοχρόνως από τον γιο του, στον οποίο ηυδόκησε, για να περάσει μπροστά το ρήμα του Οιδίποδος. Γι' αυτό λέμε πως η γέννηση της λέξης είναι ο φόνος του πράγ ματος. Είναι και η μοναξιά του πράγματος.
κριβώς το υποκείμενο της απώλειας. Μια φίρα, μια σαβούρα που πετάει το καράβι στη θάλασσα, ένα σακκί άμμου που αδειάζει το αερόστατο του Ιουλίου Βερν για να μπορέσει να σηκωθεί από το χώμα. Αλλά η Ψυχανάλυση «μιλιέται» από τον τόπο της φίρας. Για να κερδίσει το αεροδρόμιο η Ψυχανάλυση, έχασε την πτήση.
14.
μοναξιά του Λαΐου εισάγει στο Δίκαιο με τον Λάιο σιωπηλό πρέπει να διανεί Η γιατί μουμε μεταξύ μας τον χρόνο. Κατά το θέλημα
15.
ε τη διπλή του θυσία (που είναι κάτι σαν δι πλωπία), ο Λάιος σηκώνει την αυλαία των πράξεων της τραγωδικής Ψυχανάλυσης, εκβιάζει να προκόψει από μια αδικία για την οποία είναι ένοχος μια ομιλούσα αδικία τής οποίας είναι τραγικό θύμα (αυτό είναι το στάδιο που τρέχει ο Οιδίπους). Μια αμφίπλευρη θυσία είναι το πνεύ μα του τραγικού μύθου - μα είναι φανερό πως πρέπει να γίνει και δικό μας πνεύμα αν θέλουμε να γυρίσουμε κάποτε στη Θήβα. Για να γλιτώ σουμε δηλαδή από το εξασφαλισμένο μέλλον της Κορίνθου πρέπει να υπηρετήσουμε τους σκοπούς της ύβρεως, κι ας κρεμάστηκε έτσι η Θήβα μαζί με τη φτώχιά της τρελή, την Ιοκάστη. Πρέπει εν άλλοις λόγοις ν’ αγαπήσουμε τόσο ατιμωτικά άρενες άρρενας ώστε να εκ-θέσουμε, όπως και πρέπει εν ευθέτω χρόνω να ψοφήσουμε. Η γενική αλήθεια είναι πως παραχορτάσαμε με τις άνο στες «επιστημονικές» προσβάσεις στο νόημα της τραγωδίας (που όλες έχουν σαν προϋπόθεση ότι θα μείνει απέξω ο Λάιος). Άνευ λόγου βαρυστομαχιά. Ή μήπως δεν υπάρχει καν ένα «νόη μα» της τραγωδίας, με την έννοια τουλάχιστο που ο θετικισμός μας διαστρέβλωσε το νόημα του νοήματος; Ή μήπως δεν υπάρχει καν λόγος της μοναξιάς μας, αλλά η ίδια η μοναξιά μας εί ναι ο λόγος; Η Ψυχανάλυση, εν πάση περιπτώσει (μηγάρις κι έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ψυχανά λυση και γλώσσα, όπως θα ’λεγε κι ο Διονύσιος Σολωμός), κατέληξε ν’ αυτοπροτείνεται μεταφροϋδικά σαν η πιο αισιόδοξη «επιστημονική» πρόσβαση - όταν δεν της έρχεται ασφαλώς να καταγγέλλει την επιστημονική πρόσβαση μόνο και μόνο για ν’ αντικαταστήσει το ατελέσφορο tavor με πολλαπλάσια ατελέσφορο συμβουλευτι κό ακτιβισμό. Και φυσικά, δι’ αυτής της βασιλι κής οδού, ο πάλαι ποτέ ποιητικός οίστρος εκμη δενίζεται μέσα στους τίτλους που φαντασιώνει, ή μέσα στην «κοινωνική δράση» υπέρ της οποίας φλογερά συνηγορεί. Η Ψυχανάλυση, για να το ε παναλάβω αφού η επανάληψη είναι μήτηρ μαθήσεως (Lacan), πέρασε ιστορικά στο κράτος των «κερδισμένων» (όπως εκείνος ο άμοιρος Δουσάν, ο γιουγκοσλάβος, που έτσι τα έχασε όλα), δια της αρνήσεως μιας στρατηγικής μοναξιάς που θα την ενέτασσε στα επιχειρήματα της «α πώλειας», στον σφυγμό του ανθρώπινου «μείον». Το ασίγαστο «ποιος» της Ψυχανάλυσης ήταν α
Μ
του λοξού θεού που ασκεί τη μαντική. Μα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως κι ο θεός έχει δανειστεί την τέχνη απ’ «αλλού», από ένα πρωτόγονο σχέ διο που μήτε κι οι θεοί δεν ξέρουν ποιος αρχικά το σχεδίασε. Ίσως η χρονικότητα, αν είναι αρχι κή. Ίσως να είναι μια έκτρωση της σιωπής. 16.
αλινδρόμηση (προς εκκαθάρισιν εδάφους): όχι πως κι οι άλλες «ψυχολογικές» γλώσ σες, που δεν υπολόγισαν κι αυτές στη συστατική μοναξιά του Λάιου, γλίτωσαν τον γκρεμό. Πυκνοκατοικήθηκαν όπως ήταν επόμενο απ’ τους χρυσοθήρες της «θεραπείας» κι εγκαταλείφθηκαν (όπως ήταν επίσης επόμενο) όταν η φλέβα ε ξαντλήθηκε - γιατί δεν υπάρχουν έτσι ή αλλιώς πλούσια κοιτάσματα στην Ψυχολογία. Το κατεξοχήν ερώτημα που προκύπτει σήμερα είναι πά ντως τούτο: ποια είναι η τραγωδική είσοδος στην τραγωδία του επιστημονικού λόγου; Μια διορι σμένη δηλαδή από τον Όλυμπο ερώτηση, που α πευθύνεται στην προσφυγιά της Ευρώπης. Ο Λάιος, ο ταγμένος στην επαρχία της μοναξιάς, έ νας ρόλος που ξεπλένουν οι βροχές στη Σχιστή Οδό, φαίνεται στο κατώφλι της τραγωδίας - κι ας πέφτουν ακόμη όλα τα φώτα των εισιτηρίων πάνω στον Οιδίποδα. Κι ας μεταφράζουμε συνε χώς τον Κλαύδιο Άμλετ, γιατί όλα τα παίζουμε σε μια επιστήμη της συνειδήσεως, στις πιθανότη τες μιας εξάρας που νομίζει ότι μπορεί να περνά ει αιωνίως σαν «ζοφερή» λογοτεχνία. Διότι ο Λάιος δεν είναι - «λαγγεμένη» έστω - επιστή μη της συνειδήσεως, όπως δεν είναι και ζοφερή λογοτεχνία. Ο Λάιος δεν εξηγεί, ο Λάιος δεν «θε ραπεύει», ο Λάιος μόνο «είναι». Είναι ο ζόφος και δεν υπάρχουμε χωρίς αυτόν τον ζοφερό πρό λογο. Τα υπόλοιπα είναι σιωπή. Ο Τειρεσίας, με βυζιά γυναίκας κρεμασμένα σαν καπνοσακκούλες, είπε: - Είχαν μπροστά τους τόση γιορτή της μοναξιάς, πέρασαν μια νύ χτα τέτοιου ζόφου, και τώρα ροχαλίζουνε!
Π
Έγραφον εν τη οδώ Δημητρέσσα, σωτήριον έτος 1991 Μάριος Μαρκίδης
αφιερωμα/33
Αλέξης Πανσέληνος
Η μοναξιά του λογοτέχνη, η μοναξιά του αναγνώστη σ τίμημα της ελευθερίας είναι η μοναξιά. Αυτό δεν το υπολόγισε άραγε ο πλεονέκτης χαρακτήρας μας ή μήπως ήταν το βαθύ τερο αίτημά μας, όταν οι θεσμοί είχαν πια πάψει να λειτουργούν σαν συνεκτικός ιστός και χρησίμευαν μόνο για να διαιωνίζουν την υποταγή μας στην απρόσωπη εξουσία; Η μοναξιά - σαν επανάσταση απέναντι στην ομηρία μιας κοινωνίας ανθρώπων που έχει σβήσει. Ο συγγραφέας έχασε το κοινό του. Απευθυνόμαστε σ’ ένα πρόσωπο φανταστικό (τόσο περισσότερο φανταστικό όσο το ε πιθυμούμε πιο πλατύ, συλλογικότερο) - σ’ έναν ακόμη ήρωα των βιβλίων μας που δε μας πέρασε ποτέ από τσ μυαλό να τον ζωγραφίσουμε Kt αυτόν πλάι στους άλλους. Απευθυνόμαστε σε μια μεγεθυμένη αντανάκλαση του εαυτού μας. Υποθέτουμε πως είναι κι άλλοι πολλοί σαν κι εμάς, και σ’ αυτούς μιλούμε, στους φί λους μας, στους κονπνσύς μας, στους δικούς μας ανθρώπους, στ” άτομα εκείνα που μας βοηθούν να βλέπουμε πάνω τους, μέσα στα μάτια τους, τον εαυτό μας. Εκείνους που μας βοηθούν να συνειδητοποιούμαστε. Πολλούς, λίγους, όσους τέλος πάντων διαθέτουμε. Τελικά μονολογούμε. Πώς μπορεί ένας μονόλογος να έχει απήχηση πιο πέρα από το δωμάτιό μας; Αγοράζουν τα βιβλία μας και μένουμε κατάπληκτοι. Μήπως είμαστε λιγότερο μόνοι απ’ όσο πιστεύαμε; Μήπως είμαστε λιγότερο διαφορετικοί απ’ όσο ελπίζαμε; Μήπως εί μαστε ένα χαρακτηριστικό δείγμα κοινών τόπων που απλώς μπορούν να εκφράζονται; Το κοινό είναι μια συγκροτημένη κοινωνία μοναχικών ανθρώπων. Αλλά υπάρχει. Δια μαρτύρεται βουβά - όχι σαν εμάς - ζώντας έτσι όπως πιστεύει πως καλύτερα αντιστέ κεται: Ενάντια στην κοινωνικότητα - αντικοινωνικό. Ενάντια στις επιταγές της συντε ταγμένης Πολιτείας - απολιτικό ή καθαρά εγκληματικό. Ενάντια στις εντολές της κάθε θρησκείας και ιδεολογίας - ανήθικο, πυρωμένο, αρπακτικό και συμφεροντολόγο. Ενά ντια στη φωνή της συνείδησής του - καταναλίσκσντας φτηνή και εύκολη τέχνη. Εμείς μπορούμε να φωνάζουμε, δίνοντας φωνή σ’ αυτή τη συμπεριφορά, καταγγέλλοντάς το εκείνο για όλα αυτά που η κοινωνία σήμερα δεν του προσφέρει και που του λεί πουν και που τα νοσταλγεί με μια ασυνείδητη αίσθηση, πέρα από τη λογική, χαμένων πα ραδείσων, Καταγγέλλοντάς τσ, καταγγέλλουμε την κοινωνία που το περιφρονεί, το ποδοπατεί, το καπηλεύεται, το εκμεταλλεύεται και το αγνοεί. Το κοινό είναι ο ίδιος ο μοναχικός συγγραφέας που το στηλιτεύει - και διορθώνεται εκείνος. Το κοινό είναι το άθροισμα των μοναχικών ανθρώπων που δεν θέλουν να είναι μοναχικοί και που κάποτε το αντιλαμβάνονται, διαβάζοντας τα βιβλία μας. Κι αν μας περιφρονεί, κι αν το περιφρονοόμε, είναι γιατί είμαστε αδέλφια ομογάλακτα - γιατί γνω ρίζουμε πως μας γνωρίζει και γνωρίζει ότι το γνωρίζουμε. Ταπεινώνοντας ο ένας τον άλλον πορευόμαστε αγκαλιασμένοι και αλληλοϋβριζόμενοι. Η μοναξιά μας είναι πως κανείς από τους δύο δεν εκτιμά την παρουσία του άλλου πα ρά μόνο αφού χωρίσουμε κάποτε οριστικά. Το κοινό, γυρίζοντας την πλάτη του. Ο συγγραφέας, κλείνοντας τα μάτια, □
Τ
34/αφιερωμα
τη σύνθεση της εικόνας του καλλιτέχνη συμπεριλαμβάνεται ένα μέρος μοναξιάς. Επιζητούμενη ή μη, ακολουθεί τον καλλιτέχνη στις δημιουργικές διαδρομές που διανύει, είτε μόνος είτε συνεργαζόμενος - ανάλογα με τη μορφή τέχνης που υπηρετεί με άλλους. Οι ποικίλες εκδοχές, οι προερχόμενες από τη σύζευξη του καλλιτέχνη με τη μοναξιά, κλιμακώνονται και μεταλλάσσονται στα διάφορα στάδια, τα οποία εκείνος διέρχεται από την ώρα της σύλληψης του οράματος, της πραγματοποίησής του μέχρι την αποδοχή ή την απόρριψή του. Οι εκδοχές αυτές πολλαπλασιάζονται όταν ο καλλιτέχνης δεν είναι ο μοναδικός εκτελεστής της ιδέας του, όπως μπορεί να είναι ένας συγγραφέας (ποιητής ή πεζογράφος) ή όπως είναι ο ζωγράφος, αλλά για την πραγματοποίηση της σύλληψής του πρέπει να συνεργαστούν μαζί του κι άλλα άτομα. Αυτό συμβαίνει συνήθως στους χώρους του θεάτρου, του κινηματογράφου, του χορού και της μουσικής, αν και στην τελευταία περίπτωση ο συνθέτης μπορεί να διατυπώσει την ιδέα του θεματικά, δομι κά και μορφικά, πριν εποικοδομητικά ή διαστρεβλωτικά την αποδώσει μια ομάδα ερμη νευτών. Με μεγάλη μυστικότητα ο καλλιτέχνης απολαμβάνει τη συντροφιά της μοναξιάς του που συνοδεύεται από τη φαντασία του. Έτσι συλλαμβάνει την ιδέα, εμπνέεται το θέμα του, σχεδιάζει τη μορφή του (πίνακας, θεατρικό έργο, χορογραφία, σενάριο, μουσική σύνθεση, σκηνοθεσία, ρόλος). Τ’ αποτελέσματα αυτού του διαλόγου δε θέλει ακόμη να τ’ ανακοινώσει και ούτε είναι ανακοινώσιμα, γιατί η μοναξιά μάς κινεί σε διαδρομές ε σωτερικών μας τοπίων και σε άλματα συνειρμών. Επίσης, αυτές τις στιγμές ο δημιουρ γός ανακαλύπτει τα βασικά στοιχεία της υπόστασής του και από τι είναι φτιαγμένο το εργαλείο εκείνο μέσω του οποίου αντιπαρατίθεται, συγκρούεται ή συμβιβάζεται με άτο μα, με ομάδες, με την κοινωνία, με τον κόσμο (ορατό και αόρατο). Στην επωφελή κι επιδιωκόμενη αυτή μοναξιά καταφεύγει ο δημιουργός για να βρει ακόμη τον εργαστηριακό του σύντροφο, το συμπαίκτη των σχημάτων και το συμπαραστάτη των εκφραστικών του δεξιοτήτων. Είναι ένας πλήρης διάλογος που επικυρώνει το δημιουργό ως άνθρωπο και καλλιτέχνη και ακυρώνει την αρνητική εικόνα της μοναξιάς. Η επεξεργασμένη σε μεγάλο ποσοστό από τον εμπνευστή ιδέα παραδίδεται στους συ ντελεστές για να εμπλουτιστεί και να ζυμωθεί κατά την αναμεταξύ τους συνεργασία, α φού βέβαια ο καθένας έχει ακολουθήσει, σύμφωνα με τα ερεθίσματα που του έχει δώσει ο δημιουργός, τη δική του διαλεκτική διαδικασία με τη μοναξιά. Η σύμπραξη της μοναξιάς στην ολοκλήρωση του έργου έχει επιτελεστεί. Ο κύριος δη μιουργός επιζητεί την έκθεση του έργου του- μέσω της παρουσίασής του, επιβεβαιώνεται η δική του υπόσταση και παρουσία.
Σ
αφιερωμα/35
Γιώργος Γαλάντης
Μοναξιά: εκκίνηση και ακινητοποίηση του καλλιτέχνη Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις αρνητικής μοναξιάς του καλλιτέχνη, η οποία τον α ναιρεί ως δημιουργό και του περιορίζει το δικαίωμα και τη δυνατότητα της διαλεκτικής του επαφής με το κοινό. Α. Παράγοντες εξωκαλλιτεχνικοί (έλλειψη θεάτρου, εκθετηρίου, απουσία μέσων) ε μποδίζουν την επαφή του κοινού, του φυσικού αποδέκτη, με το έργο και στη συνέχεια με τον ίδιο το δημιουργό. Β. Σε άλλες περιπτώσεις, ενώ ο δημιουργός παραδίδει το έργο του στους εκτελεστές, αυτό παρερμηνεύεται από τους συντελεστές, αλλά και οι γενικότερες συνθήκες δεν ευ νοούν τη σωστή απόδοσή του και εμποδίζεται πάλι η πλήρης επικοινωνία μεταξύ δη μιουργού και κοινού. Γ. Τέλος, ακόμα κι όταν έχουν ξεπεραστεί οι δυσκολίες της παρουσίασης του έργου, αυτό δε βρίσκει ανταπόκριση από το κοινό. Η κοινωνική αυτή ακύρωση, και στις τρεις περιπτώσεις, έχει ως επακόλουθο την κα τάργηση του διαλόγου με τον ευρέως εννοούμενο πολιτισμικό περίγυρο του δημιουργού, αναλόγως με τη μορφή της τέχνης του αλλά και την ίδια του την προσωπικότητα. Παύει έτσι ο καλλιτέχνης να έχει διάλογο με τον ψυχικό και πνευματικό του κόσμο, αποχωρίζε ται από το υλικό εκείνο το οποίο δημιουργεί τα οράματα και τις ιδέες και γίνεται άπραγη μονάδα, όχι μόνο στο να παράγει, αλλά και στο να σκέφτεται. Η κατάσταση της άπρα γης αυτής μονάδας που δεν επικοινωνεί με τον εαυτό της μπορεί να θεωρηθεί ως «κλινι κή» μοναξιά (αρνητική).
ια ειδική περίπτωση μοναξιάς του δημιουργού είναι κι αυτή που προκαλείται έμμε σα από τη συνειδητή αλλοτρίωσή του. Τελευταία στον τόπο μας, όπως παλιότερα σε άλλες χώρες, εμφανίστηκαν επιτροπές, τα μέλη των οποίων σύμφωνα με τις γνώσεις τους, τις αισθητικές προτιμήσεις τους και την κοσμική πληροφόρηση επιδοτούν οράμα τα καλλιτεχνών (και μάλιστα θιάσων) ώστε αυτά να πραγματοποιηθούν και να παρου σιαστούν στο κοινό. Ο δημιουργός αναγκάζεται επομένως να συμβιβαστεί με τις προδια γραφές που ευνοούν οι επιτροπές αυτές κι έτσι, του προκαλείται μια άλλη μορφή μονα ξιάς που είναι αποτέλεσμα της συνειδητής του αυτής αλλοτρίωσης. Επικοινωνεί μεν με τους άλλους, αλλά όχι με το όραμά του και αυτό είναι μερική μοναξιά. Δε βρίσκεται σε δημιουργική αφασία και του παραχωρείται και κάποια δυνατότητα διαλόγου (ζωικήπαραγωγική). □
Μ
36/αφιερωμα
Σαράντης Καραβούζης
Στέλιος Καραγιάννης
Ο ιερομόναχος πικραίνεται (περί της ουσιαστικής μοναξιάς του Διονυσίου Σολωμού) Ίσως θα εμβαθύναμε περισσότερο στη Σολωμική Ποιητική και τέχνη, ίσως θα μας έμενε κάτι επιπλέον από την απλή ψευδαίσθηση ότι κάτι μάθαμε για τα έργα και τις ημέρες του Διονύσιου του Ιερομόναχου, αν δεν ξεφεύγαμε τό σο συχνά από τη δοκιμασία που ούτως ή άλλως μας υποβάλλουν η μόνωση, η περισυλλογή, ο μυστικισμός και η ιερή εκείνη μοναξιά που περιβάλλει το έρ γο του. Η σύγκριση ανάμεσα στη μοναξιά του Σολωμικού έργου και στον ενεργό βίο της εποχής του, από τη μια, και η όποια φιλολογία για τις μεταλλαγές και το ειδικό βάρος που αυτή η λέξη - μέσα από το έργο του - ως τις ημέρες μας υφίσταται και παρουσιάζει από την άλλη, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πράγματι δεν είναι η μοναξιά σ ’ όλους τους κόσμους η ίδια.2 ποφέροντας όλο το βάρος της εγκόσμιας μοναξιάς, «σαν έτοιμος από καιρό» και γι’ αυτήν καλά προετοιμασμένος, ήξερε να ανεβοκατεβαίνει στο κελάρι του και να αργοπίνει μο νάχος. Αντιγράφοντας αυτές τις σκόρπιες ση μειώσεις από κάποιο παλιό, σ’ ένα συρτάρι ξεχα
Υ
σμένο, σημειωματάριο - περασμένα από ώρα μεσάνυχτα - προς στιγμήν λησμόνησα ότι η μο ναξιά στο βάθος του Σολωμικού έργου παραμένει ακόμα μια ανεπούλωτη πληγή, για την οποία ου σιαστικά δεν αρθρώθηκε ως σήμερα η κατάλλη λη, η τελευταία λέξη.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Β' ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1991 (ΤΕΥΧΗ 266-277)
Επιμέλεια: Κατερίνα Γρυπονησιώτου
Μ Ο Ν ΙΜ Ε Σ ΣΤΗ ΛΕΣ Βιβλιογραφικό δελτίο, 266/73, 267/73, 268/153, 269/73, 270/71, 271/73, 272/73, 273173, 274/73, 275/73, 276/153, 277/81 Η αγορά του βιβλίου, 266/10, 267/14, 268/40, 269/8, 270/9, 271/10, 272/10, 273/12, 274/12, 275/16, 276/24, 277/20 Η ατζέντα του δεκαπενθήμερου, 27276, 273/8, 274/8, 275/12, 276/20 Κριτικογραφία, 266/78, 267/79, 268/159, 269/78, 270/77, 271/79, 272/78, 273/78, 274/79, 275/79, 276/159, 277/86
ΧΡ Ο Ν ΙΚ Α Το προφίλ των εκδοτών
Εκδόσεις Εκδόσεις Εκδόσεις Εκδόσεις Εκδόσεις
«Γκοβόστη» 269/14 «Εξάντας» 271/12 «Εστίας» 275/18 «Πλέθρον» 273/14 «Στοχαστής» 267/16
Έρευνα
Ανδρέου Αποστόλης - Τζήκας Χρήστος: Το Μαθητι κό Έντυπο, 268/48 Απογραφή των νεοελληνικών έργων που έχουν με ταφραστεί στην Αγγλική από το 1824 έως το 1987, 271/11 Βελέντζας Γιώργος: Σιωπή και λόγος του αρχαίου και σύγχρονου τραγικού ήρωα, 272/12 Καρακίτσιος Ανδρέας: Το εικονογραφήγημα, τα ε πίπεδα ανάγνωσης και η παιδική λογοτεχνία, 277/24 Κοντολέων Μάνος: Τον Γιάννη Νεγρεπόντη τρα γουδώ και θυμάμαι, 274/13 Λάζος Δ. Χρήστος: Τα Κόμικς Επιστημονικής Φα ντασίας στην Ελλάδα, 276/32 Λαμπαδαρίδου Α. Έφη: Σπονδή στον Patrick White, 273/17
Μαρκίδης Μάριος: Η επιθυμία του Νόμου. Εξ αφορ μής του βιβλίου του Θάνου Λίποβατς: Η Απάρνηση του Πολιτικού, 271/17 , Πρναγιώτου Κυριάκος: Το πρώιμο θεατρικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη, 277/21 Πετράκου Κ.: Η ομοφυλοφιλία στο Κρητικό θέατρο, 276/27 Πεφάνης Ν.: Η αρχή της ελάσσονος καταπίεσης και η αισθητική μορφή του Marcuse, 274/14 Πλάκας Δημήτρης: Λίγα λόγια στη μνήμη του ποιη τή Ανδρέα Αγγελάκη, 270/11 Σεβαστάκης Νίκος: Η νοσταλγία του απείρου Σκέψεις πάνω στην ποίηση του Τ. Λειβαδίτη, 267/21 Ρεπορτάζ
Ηλιανός Ορέστης: Το λεξικό των ανυπάρκτων λέξε ων, 266/14 Μπασκόζος Γιάννης: Έλληνες υπερρεαλιστές στο Παρίσι, 269/12 «Στεριγίνο Ποζόργε». Ένα Διεθνές Θεατρικό Φε στιβάλ, 266/11
Ill B' εξάμηνο
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Αλεξίου Έλλη, 269/52 Δεληγιάννη-Αναστασιάδη Γεωργία, 272/45 Μαλεβίτσης Χρήστος, 266/53 Μόσχος Ευάγγελος: «Ο ποιητής Τ.Σ. Έλιοτ προφή της τής Ενότητας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού», 269/58 Πάβιτς Μίλοραντ, 270/42 Τομπαΐδης Δημήτρης, 268/108 Χατζής Δημήτρης, 273/61
Μ ΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Ανώνυμου: Ο Άρντεν από το Φέβερσαμ, 268/21 Αργυριάδη Μαρία: Η κούκλα στην ελληνική ζωή και τέχνη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, 276/22 Ατταλί Ζακ: Θόρυβοι, 268/25 Ατταλί Ζακ: Αιώνια Ζωή, 268/26 Βέντερς Βιμ: Η λογική των εικόνων, 268/34 Βογιατζόγλου Στέλλα: «Και ο Φαίδων... ήμουν ε γώ!», 275/14 Γκουρογιάννης Βασίλης: Διηγήσεις παραφυσικών φαινομένων, 268/37 Γκράμσι Αντόνιο: Το δένδρο του σκαντζόχοιρου, 268/28 Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, 268/30 Ζακόμπ Φρανσουά: Σμιλεύοντας το εσώτερο άγαλ μα, 268/38 Ζωγράφου Λιλή: Παλαιοπώλης αναμνήσεων, 270/6 Θάκερυ Ουίλιαμ: Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας, 268/19 Θάκερυ Ουίλιαμ: Το βιβλίο των Σνομπ, 268/20 Θεοφίλου Νάσος: Με ταχύτητα ηλικίας, 268/24 Ιωάννου Γιάννης: Δε χάθηκαν όλοι, 277/18 Καμπανίλε Ακίλε: Γαμήλιο ταξίδι με πολλούς, 268/20 Κάτος Β. Γιώργος: Ιστορίες της νύχτας, 274/10 Κήλυ Έντμουντ: Φόνος στον Θερμαϊκό. Ύπατοι, Πραίτωρες και Τύπος στην υπόθεση Πολκ, 268/36 Κολιοδήμος Δημήτρης: 365 Νύχτες τρόμου και επι στημονικής φαντασίας, 268/38 Κοτζιάς Αλέξανδρος: Ο Πυγμάχος, 268/21 Κούντερα Μίλαν: Μονόλογοι, 268/22 Κουτσούκος Ηλίας: Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκι νοι, 272/8 Λακαριέρ Ζακ: Αυτό το ωραίο σήμερα, 273/10 Μεγάλου-Σεφεριάδη Αία: Ο δρόμος είναι η χαρά, 268/16 Μεγαπάνου Αμαλία: Η γκρίζα πέτρα, 268/24 Μήτσου Ανδρέας: Ιστορίες συμπτωματικού ρεαλι σμού, 271/8 Μοράβια Αλμπέρτο-Ελκάν Αλέν: Η ζωή του Μοράβια, 268/34 Μούζιλ Ρόμπερτ: Εικόνες, 268/33
Μπλίξεν Κάρεν: Ιστορίες του χειμώνα, 268/14 Ντ’ Ανούντσιο Γκαμπριέλε: Επίσκοπο και Σία, 268/35 Ντάρρελ Λώρενς: Το Μαύρο Βιβλίο, 268/32 Ξανθούλης Γιάννης: Το ροζ που δεν ξέχασα, 268/23 Οζ Άμος: Το Μαύρο Κουτί, 268/28 Οντουάν Φιλίπ: Οι Σουρρεαλιστές, 268/33 Παναγιωτόπουλος Ι.Μ: Ανθρώπινη δίψα, 268/25 Πανσέληνος Αλέξης: Βραδυές μπαλέτου, 268/16 Πάουντ Έζρα: Σχεδιάσματα και αποσπάσματα των Κάντος CX-CXX, 268/24 Παπαγιώργης Κωστής: Ζώντες και τεθνεώτες, 267/10 Περέκ Ζορζ: Ζωή, Οδηγίες χρήσεως, 268/18 Πίρες Ζοζέ Καρντόζο: Η μπαλάντα της αμμουδιάς των σκύλων, 268/14 Πίρες Ζοζέ Καρντόζο: Ο αγκυροβολημένος άγγε λος, 268/14 Πόε, τόμος Α' (Ποιήματα, Κριτική, Επιστολές), 268/36 Πόε, τόμος Β' (Ιστορίες), 268/36 Ρανσμάγερ Κριστόφ: Ο έσχατος κόσμος, 268/16 Ρασντί Σαλμάν: Ο Χαρούν και η θάλασσα των παρα μυθιών, 268/26 Ρενώ Μαίρη: Το τελευταίο κρασί, 268/38 Στάθης: Ο επιτυχημένος, 277/18 Σύρκλουντ Βίλλυ: Ελπήνωρ, 268/23 Σχοινά Κατερίνα: Χρουτς. Κόμικς-γελοιογραφίες, 277-18 Τα Απόρρητα Σημειωματάρια της Έλενας Τσαουσέσκου, 266/8 Ταμβακάκης Φαίδων: Η υστάτη και τέσσερις σπου δές, 269/6 Τσαρούχης Γιάννης: Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας, 268/27 Τσάτουιν Μπρους: Ουτς, 268/17 Τσιαμπούσης Βασίλης: Η βέσπα και άλλα επαρχία-. κά διηγήματα, 268/17 Τσιμπουκίδης Δημήτρης: Ελεύθεροι και Δούλοι, 268/22
Β' εξαμηνο/ΙΙΙ Υτέν Ζαν Πιέρ: Μαμπρούκ. Σκύλος μιας ζωής, 268/30 Φακίνου Ευγενία: Ζάχαρη στην άκρη, 268/18 Χόρβατ Έντεν: Νιάτα χωρίς Θεό, 268/29 Χρηστάκης Λεωνίδας: Το μυθιστόρημα των Μου σείων, 268/30
Gonick Larry: Η ιστορία του κόσμου σε κόμικς. Από τη μεγάλη 'Εκρηξη ως τον Αλέξανδρο το Μέγα, 268/35 Lange Monique: Η ιστορία της Εντίθ Πιαφ, 268/32 Murdoch Iris: Θάλασσα, θάλασσα, 268/27
ΑΦ ΙΕΡΩΜ ΑΤΑ Κινηματογράφος και Ιστορία, 266/17 Δημητρίου Θ. Σωτ.: Ο κινηματογράφος ως υποκεί μενο και ως αντικείμενο της ιστορίας, 266/18 Θέος Δήμος: Ιστορία, αναπαράσταση και κινηματο γράφος, 266/30 Κολοβός Νίκος: Ιστορία και μνήμη στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, 266/35 Μικελίδης Νίνος Φενέκ: Ο ισπανικός εμφύλιος πό λεμος. Όπως τον είδε το Χόλιγουντ και ο ευρωπαϊ κός κινηματογράφος, 266/25 Τριανταφύλλου Σώτη: Το Αμερικανικό Ιστορικό Φιλμ, 266/48 Γκράχαμ Γκρην, 267/29 Εξαρχοπούλου Λίλυ: Χρονολόγιο Γκράχαμ Γκρην (1904-1991), 267/30 Λαμπαδαρίδου Α. Έφη: Το ταξίδι του Γκράχαμ Γκρην, 267/38 Μπαρονιάν Ζαν Μπατίστ: Οι κινήσεις του Γκρην και η κίνηση του αναγνώστη, 267/44 Ο Γκράχαμ Γκρην πηγαίνει σινεμά, 267/56 Παναγή Μ.Α.: Το τέλος μιας υπόθεσης. Μια μελέτη για την αγάπη και το μίσος, 267/48 Παπαγεωργίου Χρήστος: Ελληνική Βιβλιογραφία Γκράχαμ Γκρην, 267/64 Χαΐνη Αλεξάνδρα: Το κωμικό στοιχείο στον Γκρά χαμ Γκρην, 267/52 Ballard J.G.: Διαβατήριο για την πραγματικότητα, 267/46 Η πολιτική γελοιογραφία 268/88 Πανταζή Περσεφόνη-Χατζηστέλιου Αγγελική: Η πολιτική γελοιογραφία και η σημασία της κατά την προεκλογική περίοδο, 268/88 Η σχέση μου με το Βιβλίο 268/77 Αρβανίτη Μπέτυ, 268/77 Βενετσάνου Νένα, 268/79 Βογιατζής Λευτέρης, 268/81 Ζούνη Πέμη, 268/81 Κοταμανίδου Εύα, 268/82 Κωνσταντινίδου Αφροδίτη, 268/84 Σπανουδάκης Σταμάτης, 268/86 Παπαβασιλείου Βασίλης, 268/86 Τανάγρη Μελίνα, 268/87 Γιάννης Σκαρίμπας, 269/19 Καλόμαλος Θανάσης: Το ’21 κι η αλήθεια, Ιστορία με «συνειρμική» γραφή, 269/45 Κεντρωτής Γιώργος: Ο μαιτρ του φάλτσου και τα νευρόσπαστά του, 269/28 Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη Σούλα: Φιλολογικά ψευδώνυμα του Γιάννη Σκαρίμπα, 269/47 Παπαστάμος Γιώργος: Έργο-Βιογραφίας Χρονολόγιο του Γιάννη Σκαρίμπα (1893-1984), 269/20 Παπαστάμος Γιώργος: Η πορεία της σκαριμπικής πεζογραφίας, 269/35
Πολενάκης Λέανδρος: Μικρό σημείωμα για τα θεα τρικά του Γιάννη Σκαρίμπα, 269/42 Πρωτοπορίες και κινήματα, 270/15 Βιβλιογραφία έργων της Καταστασιακής Διεθνούς και συναφών Κινημάτων, 270/40 Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος: Λεττριστική Διε θνής, 270/29 Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος-Τσαχαγέας Πάνος: Καταστασιακή Διεθνής, 270/33 Τριανταφύλλου Σώτη: Ένας κόσμος μετά από πόλε μο, 270/16 Τσαχαγέας Πάνος: Το διεθνές κίνημα για ένα φαντασιακό Μπαουχάουζ, 270/26 Bandini Mirella: Το Πειραματικό Εργαστήρι της Άλμπα - μια τεράστια και άγνωστη χημική αντίδρα ση, 270/23 Brau Jean-Louis: Ο ρόλος των πρωτοποριακών κι νημάτων, 270/19 Φωτογραφία και Λογοτεχνία, 271/25 Κράους Ρόζαλιντ: Όταν οι λέξεις απουσιάζουν, 271/30 Όταν οι λέξεις ανασημασιοδοτούν την εικόνα. Φω τογραφίες με κείμενο του Duane Michals και ποίη ση Κ. Καβάφη, 271/36 Τσατσούλης Δημήτρης: Η ενδομυθιστορηματική Φωτογραφία ως αφηγηματική τεχνική, 271/51 Τσατσούλης Δημήτρης: Η Εθνογραφική Φωτογρα φία ως συμβολική αναπαράσταση της πραγματικό τητας, 271/62 Χατζηφόρου Θεοφανώ-Άρτεμις: Lartigue-Duras. μια εικόνα οδηγός ανάγνωσης της αφηγηματικής δομής της «Αρρώστιας του Θανάτου», 271/44 Ades Dawn: Η φωτογραφική εικονογράφηση της «Νάντια» του Μπρετόν ως ρεαλιστική αναπαράστα ση του «εξαίσιου», 271/57 Τρέλα και Κοινωνία, 272/15 Πλουμπίδης Δημήτρης: Η ιστορία των ασύλων στην Ελλάδα, 272/32 Στεφανάτος Γεράσιμος: Ψυχιατρικός θεσμός, κοι νωνικό και ψυχικό αίτημα: θεωρητικές επισημάν σεις, αναγκαίες διαφοροποιήσεις, 272/37 Τζαβάρας Θανάσης: Η τρέλα και η κοινωνία ή η Κυ ριακάτικη έξοδος από το τρελοκομείο του θείου Τεό, 272/26 Τσαλίκογλου Φωτεινή: Πολυσθενής έρως, πάθος και τρέλα, 272/18 Τσαλίκογλου Φωτεινή: Η τρέλα μέσα στο χρόνο, 272/20 Χένρυ Μίλλερ, 273/23 Λουί Ρομπέρ: Μίλλερ ή η γραφή του πόθου, 273/37 Μίλλερ Χένρυ: Το αισχρό στη λογοτεχνία όπως και στη ζωή, 273/40
IV/ Β ' εξάμηνο Μπασκόζος Γιάννης: Χρονολόγιο Χένρυ Μίλλερ (1891-1980), 273/24 Μπασκόζος Ν. Γιάννης: Η Ελλάδα του Χένρυ Μίλερ, 273/52 Μπαμπασάκης Γιώργος-Ίκαρος: Χένρυ-Μίλλερ: Α ναμνήσεις Άδολου Εγωτισμού, 273/35 Μπιντό Αν-Μαρί: Ο Ζαρατούστρα του Μπρούκλιν, 273/25 Ντάρελ Λόρενς: Ο ευτυχισμένος βράχος, 273/29 Ο Βαγγέλης Κατσάνης μιλά για τον Μίλλερ και την Ελλάδα στον Γ. Μπασκόζο, 273/55 Παπαγεωργίου Χρίστος: Ελληνική βιβλιογραφία Χένρυ Μίλλερ, 273/60 Τριανταφύλλου Σώτη: Το πέρασμα του Μίλλερ, 273/58 Τσιμπούκη Ντάρα: Χένρυ Μίλλερ και Αρθούρ Ρεμπώ: Πότε θα πάψουν οι άγγελοι να μοιάζουν μετα ξύ τους; 273/47 Ράινερ Μαρία Ρίλκε, 274/21 Λαζανάς I, Βασ.: Rainer Maria Rilke. Η πρώτη ελε γεία του Duino, 274/32 Ρίλκε Ράινερ Μαρία: Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, 274/26 Ρίλκε: Βιβλιογραφικό Σημείωμα, 274/25 Ρίλκε Ράινερ Μαρία: Το Ημερολόγιο της φλωρε ντίας, 274/47 Λούβαρι Ι.Ν. Ο Ρίλκε και το «Βιβλίο των Ωρών», 274/43 Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε, 274/35 Χρονολόγιο Ράινερ Μαρία Ρίλκε, 274/22 Thurn von Taxis Maria: Ράινερ Μαρία Ρίλκε, 274/48 Ιωάννης Καποδίστριας, 275/21 Δωροβίνης Κ. Βασίλης: Ο Καποδίστριας, τα δημό σια κτίρια και οι απαρχές σχεδιασμού των ελληνι κών πόλεων, 275/59 Επίκρισις Καποδιστρίου, 275/50 Ζαχαρία Μαρία: Η οργανωτική μεγαλοφυία του Ιω· άννου Καποδίστρια, 275/33 Κονιόρδος Σωκράτης: Εκτιμήσεις του Marx για τον Καποδίστρια, 275/55 Κούκκου Ε. Ελένη: Ιωάννης Καποδίστριας, ο Άγιος της Πολιτικής, 275/22 Λαζανάς I. Βασίλης: Κρίσιμες αλήθειες του Γκαίτε για την τύχη του Καποδίστρια, 275/52 Οικονομίδης Σπύρος: Οι δύο δολοφονίες που είχαν στόχο την αρπαγή της γης, 275/64 Πανανίδου Μαρία: Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η ε ποχή του, 275/24 Ράντζος Σεραφείμ: Η «βλάσφημη αμαρτία εναντίον του πνεύματος», 275/57
Ραπτόπουλος Σωτήρης: Η δράση του Κυβερνήτου στο διπλωματικό πεδίο, 275/42 Σαραντάκος Δημήτρης; Αναπαριστώντας το θείο δράμα, 275/67 Τερτσέτης Γεώργιος: Η πιο αποθεωτική υποδοχή που έγινε ποτέ σε άνθρωπο, 275/31 Τσιπράς Γιάννης: Ομόνοια και Ελληνική Διχόνοια, 275/63 Φραγκοπούλου Ζωή-Πάσσαρης Νίκος: Ο διαμεσο λαβητής Επιθυμιών και Νόμου, 275/48 Ηγεσία και Κοινωνία, 276/43 Αγγελακοπούλου Χρυσούλα: Δημόσια Διοίκηση και Ηγεσία, 276/83 Βαλατσού Γεωργία: Ο Διοικητικός ηγέτης στην Ελ ληνική Δημόσια Διοίκηση, 276/79 Γιαννόπουλος Π.: Περί ηγεσίας, 276/64 Θερμός Ηλίας: Θεωρία και τυπολογίες χαρισματι κής ηγεσίας, 276/54 Καλτσόγια-Τουρναβίτη Νίκη; Έρευνα για τις ελλη νικές μορφές ηγεσίας, 276/97 Κουτσούκης Κλ.: Ηγεσία και Κοινωνία, 276/43 Κουτσούκης Κλ.: Η Παθολογία των Ηγετών. Η με ταμόρφωση του ηγέτη και η αναμόρφωση της κοι νωνίας, 276/90 Κρανιδιώτης Παντελής: Εισαγωγή στο μάθημα της κινητικής παραγλώσσας του Ηγέτη, 276/95 Λάβδας Α. Κώστας: Πολιτικές Ελίτ και Εκσυγχρονι σμός: Μια κριτική επισκόπηση, 276/101 Μικρογιαννάκης Εμμ,: Ηγεσία, 276/46 Μπουραντάς Δημήτρης: Το ζήτημα της ηγεσίας στις ελληνικές επιχειρήσεις, 276/85 Τσαρδανίδης Χαράλαμπος: Πολιτική Ηγεσία και Ε ξωτερική Πολιτική, 276/68 Παιδί και γιορτές, 277/35 Άλκηστις: Εορταστικά δρώμενα και Τεχνολογία, 277/40 Κοντολέων Μόνος: Η παρουσία των βιβλίων για παιδιά τις μέρες των Χριστουγέννων, 277/45 Κρανιδιώτης Παντελής: Γιορτές, μια επίσημη υπαρ ξιακή παραμυθία του παιδιού, 277/36 Κρανιδιώτης Παντελής: Ανιχνεύοντας το νόημα του δώρου των εορτών, 277/42 Μαλαφάντης Δημ, Κων/νος: Γιορτές και επέτειοι στα αναγνωστικά κείμενα του Δημοτικού Σχολείου, 277/47 Παπαθανασίου Στέλιος: «Αι εισπράξεις των καλάνδων» και η ιδεολογία μιας εποχής, 277/55 Τσιλιμένη Τοσούλα: Οι γιορτές στο νηπιαγωγείο, 277/52
ΕΠΙΛΟ ΓΗ Αλληλογραφία
Εκπαίδευση
Παλαμάς Κωστής: Αλληλογραφία, τ. Ε', Γράμματα στη Στέλλα Διαλέτη (1929-1934), 276/140
Βώρος Κ. Φ.: Δρόμοι ελληνικής παιδείας - Προς την Ευρώπη, προς την Ελλάδα, 276/117
Αυτοβιογραφία
Θέατρο
Βλάχος Άγγελος: Πρωθύστερο: Παις,Έφηβος, Ειρην, 266/57
Πάτσης Γιάννης: Ζηνοβία η Κυρία Εξουσία, 271/68
Β εξαμηνο/V Ιστορία
Γενική Ιστορία της Ευρώπης, 268/136 A'Grimal Pierre, Millote Jaques-Pierre, Raynal Re6: Η Ευρώπη από τους πρώτους χρόνους μέχρι το Με σαίωνα, 268/135 Β' Pacaut Marcel: Η Ευρώπη από το Μεσαίωνα μέ χρι το 1300, 268/135 Γ' Berenger Jean, Contamine Philipper, Rapp Fran cis: Η Ευρώπη από το 1300 μέχρι to 1660, 268/135 Δ' B6renger Jean, Durand Yves: Η Ευρώπη από το 1660 μέχρι to 1789, 268/135 Ε' Dreyfus Frangois-Georges, Marx Roland, Poidevin Raymond: Η Ευρώπη από το 1789 μέχρι το 1914, 268/135 ΣΤ' Dreyfus Frang ois-Georges, Marx Roland, Poidevin Raymond: Η Ευρώπη από το 1848 μέχρι σήμερα, 268/135 Κιτσίκης Δημήτρης: Η Τρίτη Ιδεολογία και η Ορθο δοξία. Πολιτική και Εκκλησία, 272/68 Χατζηβασιλείου Σ. Βασίλης: Ιστορία της νήσου Κω. Αρχαία, Μεσαιωνική, Νεότερη, 274/69 Berard V: Τουρκία και Ελληνισμός, Οδοιπορικό στη Μακεδονία, (Έλληνες-Τούρκοι-Βλάχοι-ΑλβανοίΒούλγαροι-Σέρβοι), 275/71 Hopper R. J.; Οι πρώτοι Έλληνες, από την προϊστο ρία ως τις απαρχές της Ιστορίας, 273/70 Κινηματογράφος
Θεοδωράκη Στέλλα: Κινηματογραφικές πρωτοπο ρίες, 276/119 Τριανταφύλλου Σώτη: Κινηματογραφημένες πό λεις, 268/118 Κοινωνιολογία
Ενρίκο Ρότζερ: Ο Αντίπαλος έκανε πίσω, 272/49 Στασινοπούλου Όλγα: Κράτος Πρόνοιας: Ιστορική εξέλιξη - σύγχρονες θεωρητικές προσεγγίσεις, 277/65 Χρηστάκης Λεωνίδας: Η Ιστορία της Αλητείας, 271/67 Λαογραφία
Κιτρομηλίδου Μόγδα: Ακριτικά τραγούδια και Πα ραλογές από την Κύπρο, 275/69 Λεύκωμα
Μεσολόγγι 1830-1990, 269/68 Μιχελή Λίζα: Αιγαίο. Νεοκλασικές πόλεις και λιμά νια του 19ου αιώνα, 268/110 Μελέτες
Βουτσίνου-Κικίλια Μαρία: Sequentiae: Victimae Paschali, Veni Sancte Spintus, Lauda Sion, Stabat mater, Dies irae - Συμβολή στη Λατινική Μεσαιω νική Λογοτεχνία παράρτημα Φ. 14, του περιοδικού Παρουσία, 277/73 Γεωργής Γιώργος: Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύπρον σκαιών, 274/66 Γκότοβος Ν. Αθανάσιος: Το μυθικό και ιδεολογικό
σύμπαν της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, 270/68 Καλογήρου Γεωργία: Τα παιδιά «Μπροστά στο ίδιο ποτάμι» του Νικηφόρου Βρεττάκου, 276/143 Μαρτινίδης Πέτρος: «Κόμικς». Τέχνη και Τεχνικές της Εικονογράφησης, 276/146 Μπενάτσης Απόστολος: Η ποιητική Μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη, 272/64 Σακελλαρίου Χάρης: Πηνελόπη Δέλτα, 267/69 Σαμουηλίδου-Βλάχου Εριφύλη: «Η Στέρνα» του Γ. Σεφέρη. Προσπάθεια προσέγγισης του συμβόλου, 268/43 Φωτέας Παναγιώτης: Ο Λόγος και ο Χρόνος, 277/70 Παιδικά
Σίνου Κίρα: Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας, 268/120 Πεζογραφία
Αθανασιάδης Τάσος: Αγία Νεότητα, 270/53 Αξιώτης Διαμαντής: Το Μισό των Κενταύρων, 272/55 Βασιλικός Βασίλης: Γλαύκος θρασάκης, 266/62 Δούκα Μάρω: Εις τον πάτο της εικόνας, 274/58 Ευθυμιάδη Νένη: Ο τρυφερός θάνατος, 268/128 Ζουμπουλάκη Δημήτρια: Περιμένοντας το Μάη, 274/60 Ισιγκούρο Κ.: Ένας καλλιτέχνης του ρευστού κό σμου, 266/67 Καββαδίας Α. Νίκος: Δάφνη, 276/136 Καββαδίας Α. Νίκος: Φόβος κι ελπίδα, 276/136 Κάντας Αριστείδης: Στο περιθώριο της πόλης, 277/69 Καρατζαφέρη Ιωάννα: Η Ώρα του Λύκου, 268/131 Κοτζιάς Αλέξανδρος: Ο Πυγμάχος, 274/62 Λαδιά Ελένη: Ωρογραφία, 272/56 Μάτεσις Παύλος: Η μητέρα του σκύλου, 266/65 Μπακόλας Νίκος: Καταπάτηση, 268/133 Μπάροουζ Ουίλιαμ: Ο τόπος των νεκρών δρόμων, 276/139 Οζ Άμος: Το μαύρο κουτί, 272/61 Ουέλς Χέρμπερτ Τζωρτζ: Το νησί του Δρος Μορώ, 273/66 Ρούσσος Τάσος: Ο τελευταίος της συντεχνίας, 267/67 Χάρης Πέτρος: Συνομιλίες με φίλους, 270/57 Nerval Gerard De: Συλβί. Αναμνήσεις από το Βαλουά, 270/59 Ποίηση Βαφόπουλος Θ. Γ.: Άπαντα τα ποιητικά, 276/123 Βέης Γιώργος: Παράφραση της Νύχτας, 267/65 Βλαβιανός Χάρης: Άσπονδος Αναίρεσις, 266/60 Καρούση Μαρή: Χαμηλό εκ Γιβραλτάρ, 270/51 Λόγιος Η., Καψάλης Δ., Κοροπούλης Γ.: Τριώδιο. Βαλλίσματα, 276/131 Μήτρας Μιχαήλ: Αόριστες Λεπτομέρειες, 271/70 Ναούμης Γ. Ε.: Απήδαλος τριήρης, 268/122 Παπαγεωργίου Γ. Κώστας: Ραμμένο στόμα, 277/67 Παπαδάτου Βικτωρία: Το Φωτεινό δείγμα ελάχιστο, 273/65
VI/ Β' εξάμηνο Παστάκας Σωτήρης: Η Μάθηση της Αναπνοής, 276/134 Παυλόπουλος Γιώργος: Τριαντατρία Χαϊκού, 270/49 Πολύζος Αχιλλέας: Ορυχείο Θανάτου, 274/56 Ριζόπουλος Γιώργος: Τα ποιήματα, 269/70 Τζούλης Θανάσης: Όταν ο Θεός εις το σώμα έλθη πολύς, 268/125
Πολιτική Οκέτο Ακίλε: Ο νέος δρόμος, 274/55 Σύγχρονη ελληνική εξωτερική πολιτική, 272/51 Φιλοσοφία Ράμφος Στέλιος: Φιλόσοφος και θείος Έρως, 269/63
ΠΛΑΙΣΙΟ ΛαογραφίαΙστορία Μπασλής Ν. I.: Κρανιά Ολύμπου, Λαογραφία, 276/127
Ιστορία-
Έντε Μιχαέλ: Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη, 268/145 Μπρούχος I. Δημήτρης: Ασκητική Θανάτου, 267/70
Οικολογία
Περιοδικά
Τοπογραφίες: Οικολογική Θεώρηση του Ελληνικού Περιφερειακού χώρου, 272/69
Βυζαντινός Δόμος, 274/70 Ποίηση
Παιδικά Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Φιλομ. α) Πουλιά και Αυγερινός β) Γεια σας φίλοι μου. Γράμματα από τη Δάφνη γ) Σαν ψέμα, 268/139
Καραγιάννης Στέλιος: Ο σχοινοβάτης και η αιώρα, 270/63 Πολιτική Σύγχρονη Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 266/64
Πεζογραφία Βλαχογιάννης Γιάννης: Της τέχνης τα φαρμάκια, 274/64
ΟΝ Ο Μ Α ΤΑ ΣΥΝ ΕΡΓΑΤΩΝ Αγγελακοπούλου Χρυσούλα, 276/83 Αζελής Αγαθοκλής, 268/135 Αλιβάνιστου Ντάρα, 273/40 Άλκηστις, 277/40 Αναγνωστόπουλος Χρήστος, 270/19 Ανδρέου Αποστόλης, 268/48 Απάκη Έφη, 266/73, 267/73, 268/153, 269/73, 270/71, 271/73, 272/73, 273/73, 274/73, 275/73, 276/153, 277/81 Βαλατσού Γεωργία, 276/79 Βέης Γιώργος, 266/65, 277/67 Βελέντζας Γιώργος, 271/12 Γιαννόπουλος Π., 276/64 Δεληγιάννη-Αναστασιάδη Γεωργία, 272/45 Δημητρίου Θ. Σωτ., 266/18 Δημητρούλια Τιτίκα, 267/44, 271/30, 271/36, 273/25, 273/29, 273/37, 274/58 Δήμος Θέος, 266/30 Δωροβίνης Κ. Βασίλης, 275/59 Εξαρχοπούλου Λίλυ, 266/67, 267/30, 272/61, 273/66 Ζαχαρία Μαρία, 275/33 Ηλιόπουλος Χρήστος, 266/60, 267/65, 268/122, 270/49, 276/131
Θερμός Ηλίας, 276/54 Ίρμσερ Γιοχάνες, 273/61 Καλόμαλος Θανάσης, 269/45 Καλτσόγια-Τουρναβίτη Νίκη, 276/97 Κάλφας Αντώνης, 267/70, 270/63, 274/64 Καραγιάννης Θανάσης, 270/68 Καραθανάσης Ε. Αθαν., 277/73 Καρακίτσιος Ανδρέας, 277/24 Καραλής Βρασίδας, 269/63 Κατσάνης Βαγγέλης, 273/55 Κέη Κατερίνα, 267/46 Κεντρωτής Γιώργος, 269/28 Κεφάλας Ηλίας, 268/125, 272/56, 274/56, 275/69 Κοκκινάκη I. Νένα, 266/57, 268/108, 269/70, 271/68, 274/60, 276/117 Κολοβός Νίκος, 266/35, 268/118, 276/119 Κονιόρδος Σωκράτης 275/55 Κοντολέων Μάνος, 267/67, 274/13, 277/45 Κουβαράς Γιάννης, 272/64, 274/66, 276/140 Κούκκου Ε. Ελένη, 275/22 Κουτσούκης Κλ. 276/43, 276/90 Κρανιδιώτης Παντελής 276/95, 277/36, 277/42 Κράους Ρόζαλιντ, 271/30
Β εξαμηνο/VII Λάβδας Α. Κώστας, 276/101 Λαζανάς I. Βασ., 274/32 275/52 Λάζος Δ. Χρηστός, 276/32 Λάλα-Κριστ Δέσποινα, 268/131 Λαμπαδαρίδου Α. Έφη, 267/38, 273/17 Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μαρία, 266/53, 269/58 Μαλαφάντης Δημ. Κων., 267/69, 276/143, 277/47 Μαλεβίτσης Χρήστος, 266/53 Μαρκίδης Μάριος, 271/17 Μεγαλομμάτης Κ. 272/68, 274/70 Μεντζελοπούλου Μαρία, 268/110 Μικελίδης Νίνος Φενέκ, 266/25 Μικρογιαννάκης Εμμ., 276/46 Μόσχος Ευάγγελος, 269/58 Μπαλτάς Πάνος 272/6, 273/8, 274/8, 275/12, 276/20 Μπαμπασάκης Ίκαρος, 270/23, 270/29, 270/33, 273/35, 274/55, 276/139 Μπαρονιάν Ζαν Μπατίστ, 267/44 Μπασκόζος Γιάννης, 269/12, 273/24, 273/52, 273/55 Μπιλής Λ. Λεωνίδας, 272/49 Μπιντό Αν-Μαρί, 273/25 Μπουραντάς Δημήτρης, 276/85 Ντάλης Σωτήρης, 266/64, 272/51, 272/69 Οικονομίδης Σπύρος, 275/64 Πάβιτς Μίλοραντ, 270/42 Παναγή Α. Μ., 267/48 Παναγιωτοπούλου Στέλλα, 271/57 Παναγιώτου Ηνώ, 267/48 Παναγιώτου Κυριάκος, 277/21 Παναγόπουλος Ανδρέας, 273/61 Πανανίδου Μαρία, 275/24 Πανταζή Περσεφόνη, 268/88 Παπαγεωργίου Χρήστος, 267/64, 268/128, 273/60, 276/136 Παπαγεωργοπούλου-Ιωαννίδη Σούλα, 269/47 Παπαθανασίου Στέλιος, 277/55 Παπαθανασόπουλος Θανάσης, 270/53 Παπαστάμος Γιώργος, 269/20, 269/35 Πάσσαρης Νίκος, 275/48 Πεγκλή Γιολάντα, 273/65 Πετράκου Κ., 276/27 Πεφάνης Ν„ 274/14 Πλάκας Δημήτρης, 270/11
Πλουμπίδης Δημήτρης, 272/32 Πολενάκης Λέανδρος, 269/42 Ράντζος Σεραμείμ, 275/57 Ραπτόπουλος Σωτήρης, 275/42 Ρόσιτς Γκάγκα, 270/42 Σαμουηλίδου-Βλάχου Εριφύλη, 268/43 Σαραντάκος Δημήτρης, 275/67 Σεβαστάκης Νίκος, 267/21 Σκαρπέλος Γιάννης, 276/146 Σταυρακάκης Γιάννης, 277/65 Στεφανάτος Γεράσιμος, 272/37 Στρατηγοπούλου Χριστίνα, 271/67 Τερτσέτης Γεώργιος, 275/31 Τζαβάρας Θανάσης, 272/26 Τζήκας Χρήστος, 268/48 Τομπαΐδης Δημήτρης, 268/108 Τριανταφύλλου Σώτη, 266/48, 270/16, 273/58 Τρουπάκη Μαρία, 266/78, 267/79, 268/159, 269/78, 270/77, 271/79, 272/78, 273/78, 274/79, 275/79, 276/159, 277/86 Τσαλίκογλου Φωτεινή, 272/18, 272/20 Τσαρδανίδης Χαράλαμπος, 276/68 Τσατσούλης Δημήτρης, 270/59, 271/51, 270/62 Τσαχαγέας Πάνος, 270/26, 276/33 Τσιλιμένη Τασούλα, 277/52 Τσιμπούκη Ντάρα, 273/47 Τσιπράς Γιάννης, 275/63 Φορόπουλος Λυκ. Νικ., 273/70, 275/71, 276/127 Φραγκοπούλου Ζωή, 275/48 Φραγκόπουλος Δ. Θ. 270/57 Φράγκου-Κικίλια Ρίτσα, 276/134 Φωσκαρίνης Θάνος, 274/21 Χαΐνη Αλεξάνδρα, 267/52 Χατζηπαναγιώτη Ιουλία, 274/69 Χατζηστέλιου Αγγελική, 268/88 Χατζηφόρου Θεοφανώ-Άρτεμις, 271/44 Χουρδάκης Νίκος, 269/52 Χουρμουζιάδης Κρίτων, 266/62, 268/133, 271/70, 272/55, 274/62 Χωρεάνθη Ελένη, 268/120, 268/139, 269/68 Χωρεάνθης Κώστας, 270/51, 276/123, 277/70 Ψαλιδόπουλος Θ. 277/69
Ο Ν Ο Μ Α ΤΑ ΕΠΙΣΤΟ ΛΟ ΓΡΑΦ Ω Ν Διονυσόπουλος Σάββας, 269/10 Καραμανάβης Ν., 270/10 Νικολάΐδης Αριστοτέλης, 271/16 Παπασηφάκης Σ. Π. 269/11 Σταυρόπουλος Κ. Γ., 269/9
αφιερωμα/45 Μόνωση, περισυλλογή, μυστικισμός, εξορία, μοναξιά, «ιερή μοναξιά μες στο ιερό βήμα της ψυχής», λέξεις άχρηστες και σε απόσυρση σ’ έ ναν κόσμο συνεχώς πολλαπλασιαζόμενων και συνωστιζόμενων αργυραμοιβών, λέξεις τόσο πα ρούσες - γι’ αυτό και τελικά τόσο χαρακτηρι στικά κακοχρησιμοποιημένες από το τρέχον ποι ητικό λεξιλόγιο - και επομένως απούσες... Ό σ ο για το πώς διαπλέκσνται, συσχετίζονται ή διαφορίζονται αυτές οι τόσο καίριες για κάθε ποιητική λέξεις, όπως και το θέμα της γενικότερης αντί στιξης μοναξιάς και ενεργού βίου, αναφορικά πάντα με το ποιητικό υποκείμενο, ας μην τα ε γκαταλείψουμε και ας μην τα χρεώσουμε όλα αυ τά, άπαξ και διαπαντός, στους περί την Σολωμι κή τέχνη «επαρκείς» νεοσοφολογιότατσυς και «σημειολάγους». Γιατί η ατέλειωτη παρθενική μοναξιά, μες στην οποία εξακολουθεί να ζει ακόμα και σήμε ρα αυτή η ταπεινή και απαστράπτουσα θάμβος, μ’ όλα της τα συντρίμμια, τέχνη (αποκρούοντας καίρια τέτοιου είδους σοφολογιοτατισμούς, σχο λαστικισμούς και ρητορείες) ευτυχώς που μας αναπροσανατολίζει και μας αναγκάζει να εννοή σουμε ότι η αναμέτρηση με «τα μύριά της εξαγό μενα»,3 με τη βαθΰτερή της αισθητική, ηθική και ποιητική πεμπτουσία θα είναι επίπονη, συνεχής και οπωσδήποτε προβληματική υπόθεση, αφού επισημαίνονται ευθύς αμέσως και με γυμνό ο φθαλμό, οι αυστηροί κανόνες μιας άλλης Αισθη τικής, που διαρκώς αποκλίνει από την αυταρέ σκεια του γνωστού ποιητικού ατομικισμού και τη στάση της διακριτικής απομόνωσης.4 Εξαρχής φαίνεται, λοιπόν, πως «γλυκό ’ναι της Παράδεισος να μελετάς τα κάλλη» μες στην «πικρή», «τη φοβερώτατη του κόσμου ανεμοζά λη» με τη στιφή, πικρή κιόλας γέψη, πως εδώ στην ποιητική της Κέρκυρας κάμαρα δεν φθά νουν παρά μόνο οι απόηχοι, «ο αντίλαλος» και ό χι του κόσμου «η τρικυμιά». Βέβαια κι αν ακόμα δεν αδιαφορήσουμε μπρος στην αυθεντικότητα αυτής της πρώιμης ρομαντι κής μοναξιάς που σαφώς υποκρύπτει κάποιο ου σιαστικό και γνήσιο ποιητικό γίγνεσθαι (και δεν συσχετίζεται αξιολογικά με την αντίστοιχη ναρκισσευτική και οπωσδήποτε επιδιώκουσα τη δια φοροποίηση ποιητική μοναξιά των σημαντικότε ρων εκπροσώπων της μοντέρνας μας ποίησης), δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τον πρόσχαρο και συμφιλιωτικό της χαρακτήρα, «που κρατά ακό μα και καλλιεργεί την επαφή με τον έξω κόσμο», τον καλλιτεχνικό δηλαδή κόσμο της Κέρκυρας. Φαίνεται πως «ο μικρούλης χωλός θεός» δεν έχει ακόμα λάβει όλο το θάρρος για μια πιο βαθιά και θαρραλέα κάθοδο στα απύθμενα ωκεάνια βάθη της. Έχουμε δηλαδή εδώ να κάνουμε με τη δια κριτική, γλυκιά μοναξιά, που δεν έχει ακόμα απορρίψει τις καλλιτεχνικές επαφές, αυτή που αρ
γότερα θα απορριφθεί σαν ανεπαρκής και επιφα νειακή μιας και δεν θα αντανακλά σ’ έναν ουσια στικότερο ποιητικό προορισμό ιδεών; Ιδεών που στόχο θα είχαν την ακεραιότητα της ποιητικής μορφής από μια άλλη σφαίρα τέχνης. Ο πρώιμος Σολωμός, λοιπόν, δεν είναι ακόμα ένας άνθρω πος εντελώς αποσυρμένος. Και αυτό φαίνεται κυ ρίως από την αλληλογραφία του (που αν βεβαίως τύχει και ανάλογης αναγνωστικής - πλην της εκδοτικής - φροντίδας, πολλά έχει γύρω από το έργο του να προσθέσει). Παρά τις όποιες νύξεις για την ουσιαστικότητα και τη δια βίου επιδίωξη της ποιητικής γαλήνης «θα ερχόμουν στη Ζάκυν θο, θα έπρεπε όμως ν ’ αψήσω εδώ τη γαλήνη μου κι εγώ θέλω να την έχω μαζί μου ως τον τάφο», η αφιέρωση στο έργο, η ασκητική τραγική μόνω ση και περισυλλογή για την πραγμάτωσή του, η τραγική απόσυρση, δεν έχει έρθει ακόμα το πλή ρωμα του χρόνου για να επισυμβούν και η «δόλια η καμαρούλα» του ποιητή δεν βλέπει την ώρα ν’ ανοίξει διάπλατα. Εννοείται όμως πως μόλις πε ράσει μέσα ο αναμενόμενος, ο ακριβός ξένος, θα πρέπει γρήγορα να μπουν διπλές οι αμπάρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως δε ζει κανείς καλά παρά μόνος. »Από μικρό παιδί πάντα μου έκανε εντύπωση ο κοντός εκείνος θεός, που τόνε πέταξε πάνω α πό τον ουρανό η μητέρα του και που καθόταν στο βυθό της θάλασσας και δούλευε χωρίς ν’ ακούει γύρω από τη σπηλιά του τίπστ’ άλλο έξω από τη βοή του Ωκεανού». Τεκμήρια αυτής της «πρό σχαρης απομόνωσης» της γαλήνης και της ευτυ χίας, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο αξιομνη μόνευτος καθηγητής Λίνος Πολίτης, είναι όλα αυτά τα τραγούδια τα αποτεινόμενα σε παρθένες ή σε νέες γυναίκες, τραγούδια «που τα ενώνει ένα κοινό υψηλό ήθος».5 Η ευδαιμονία και η ήρεμη ποιητική διάθεση αυτής της περιόδου αντανακλά και το ουσιαστικότερο νόημα αυτού του «άγουροο» είδους ποιητικής μοναξιάς που συνοψίζε ται, στο να ζει κανείς χωρίς φροντίδες κι ελεύθε ρα, ατενίζοντας κάθε τόσο τον κόσμο, από το πρώτο της ποιήσεως σκαλί με ένα αθώο, καθάριο Kat οπωσδήποτε όχι ακόμα δύσπιστο και σκοτει νό ρομαντικό βλέμμα. Η πρώιμη ποιητική μοναξιά του Διονυσίου Σο λωμού, αυτή η στάση ζωής με τους μελαγχολικοός και ρομαντικούς περιπάτους στη σαγηνευ τική φύση της Κέρκυρας, αυτοί οι απαλοί τόνο» που σημασιοδοτοόν την ποιητική αποξένωση της πρώτης περιόδου, όπως λ.χ. «στην Κέρκυρα βρί σκομαι, όμως δεν είναι η ζωή μου στην Κέρκυ ρα», είναι οπωσδήποτε ενδείξεις μιας αυθεντι κής, ποιητικής βιοθεωρίας και πράξης που προοιωνίζει αν συσχετιστεί και θεωρηθεί σωστά και με τα ιστορικά και οικογενειακά κατόπιν δρώμενα - μια δραματική συνέχεια - δεν εμπε ριέχει όμως τα τεκμήρια και την πυρετώδη δρα
46/αφιερωμα στηριότητα και εργασία, για την πραγμάτωση και ακεραίωση του έργου με όποιο τίμημα, του έργου που σκοπό και ευτυχισμένο τέλος θα έχει να τελειώσει άπαξ και σε ακέραιες Μορφές και όχι να ξαναχύνεται πυρετωδώς και αγωνιωδώς σε αμέτρητα νέα καλούπια. Αν το μελαγχολικό πάθος της μοναξιάς υπήρξε για τον Διονύσιο Σο λωμό μια ανεξάντλητη φλέβα ποιητικής έμπνευ σης, η μοναχική του ζωή - κατά μια μεγάλη πε ρίοδο και οπωσδήποτε πριν τα τραγικά δρώμενα της Δίκης - δεν ήταν αναγκαστικά και μια ζωή φριχτής αποξένωσης και ανυπόφορης μοναξιάς, αφού δεν είχαν αποκοπεί όλες οι δίοδοι προς τα έξω. Η εργένικη μοναχική «καμαρούλα» παραμένει ακόμα «γλυκειά», αφού η Μούσα που έγινε δεκτή απ’ το «ζεστό» του ποιητή «στήθος», διατηρεί α κόμα κάποια φυσικά, εξωγενή και εγκόσμια χα ρακτηριστικά που αναζωογονούν με τις δροσι στικές του κόσμου και της φύσης πνοές τα πικρά φύλλα του δέντρου της μοναξιάς, συγκρατώντας τον πάντα σ’ ένα ύψος αξιοπρέπειας, που απο κρούει την όποια περηφάνια για το σπάνιο αυτό «προνόμιο», «προνόμοιο» που πολλούς έκανε να ξαστοχήσουν, εξιδανικεύοντας και αποσπώντας από την ποιητική σφαίρα, τις ηδονές των μοναχι κών τους οραματισμών και ονειροπολήσεων. Του Διονυσίου Σολωμού η πρώιμη εγκόσμια μοναξιά όντας μόνο αξιοπρεπής ποιητική στάση αποκρούει επίσης το απόκοσμο και μνησίκακο στοιχείο και είναι από τώρα - και όχι μόνο γι’ αυτό - Ηθική και εσωτερική ταυτόχρονα Αισθη τική και αναγκαιότητα. Γι’ αυτό και ο κόσμος των ποιητικών του οραματισμών καθώς εξελίσ σεται βαθμιαία - παρά «τα λαμπρά συντρίμμια» μέσα από τα οποία αναδεικνύει το μεγαλείο του ήθους και της ελληνικής του απλότητας - απα στράπτει και θα απαστράπτει πάντα αποσπα σματικά, σιγά-σιγά και επώδυνα, επισημαίνοντας την ύστερη τραγική «συντριβή και το δέος» του ποιητή - το μοναχικό εκείνο δέος για τη μη πραγμάτωση της ποιητικής αλήθειας και ομορ φιάς, σε ακέραιες μόνο Μορφές αλλά σε πολλα πλά σχεδιάσματα, αποσπάσματα ή «λαμπρά» ποιητικά μοτίβα: στα μάτια και στο πρόσωπο/φαίνονται οι στοχασμοί τους/τους λέει μεγά λα και πολλά/η τρίσβαθη ψυχή τους/. Η επιδίω ξη ενός τρόπου ζωής μέσα στην περισυλλογή και τη μόνωση και η επίκληση της ποιητικής γαλή νης και ησυχίας για να σαρκωθεί η Ιδέα σε Ποίη ση (να εύρει δηλαδή η Δημοκρατία των Ιδεών την ευτυχισμένη της αισθητική και ηθική τελείωση) είναι εμφανής και τα πρώτα της τεκμήρια ανιχνεύονται στον γνωστό επικήδειο του ποιητή για τον Ugo Foscolo: «Αντίμαχος στον κόσμο, αντί μαχα τα πράγματα σε μένα. Δε στάθηκε ευτυχι σμένος, κύριοί μου! Γιατί ούτε η ευχαρίστηση που νιώθουν εκείνοι όταν δημιουργούν τα αρι
στουργήματα της τέχνης, ούτε κι η άλλη από τον έπαινο των ξένων δεν μπορεί να ονομαστεί ευτυ χία· αυτή εδώ φαίνεται πως στέκεται το πιο πολύ σε κάποιον μετριασμό των συναισθημάτων, όσο γίνεται συνεχή. Κι έτσι η ανθρώπινη αδυναμία ε μποδίζεται να χαρεί το μοιράδι της ευτυχίας που μπορεί να έχει εδώ κάτω, εμποδίζεται, λέω, από τις ίδιες ίσια ίσια ιδιότητες που την κάνουν να παρουσιάζεται θαυμαστή και αξιοζήλευτη. Έλε γε εκείνος που ήθελε να ζητήσει την ησυχία σε τούτο το νησάκι που το αγάπησε πάντα· κι αν εί χε αλήθεια έρθει, κι είχε μπει εδώ μέσα όπου βρι σκόμαστε, θα μπορούσε κανείς να θυμηθεί τον Δάντη, που μπήκε σε κείνη την εκκλησιά της πα τρίδας του κουρασμένος κι από τις κακοτυχίες κι από τις τιμές κι από τη ζωή· κι όταν τον ^ρώτησε ο ταπεινός εκείνος καλογεράκος τι ήθελε, στύλωσε τα μάτια πάνω στις εικόνες των αγίων και του αποκρίθηκε: ησυχία». Ας κρατήσουμε απ’ αυτό το απόσπασμα την απόκρουση του ε παίνου που δεν μπορεί να ονομαστεί ευτυχία, τη θέση για τον μετριασμό των παθών, τη διαλεκτι κή της αντίθεσης και σύγκρουσης της ποιητικής (θείας) ιδιότητας και της ανθρώπινης (με τις αδυ ναμίες) και την αναφορά στον Dante. Αν ο συσχετισμός των φιλοσοφικών ιδεών, των σημειώσεων ποιητικής βιοθεωρίας και των απο σπασμάτων του ώριμου έργου του Διονυσίου Σο λωμού, περιπλέκει τα πράγματα και ασφαλώς μας εκτρέπει και μας οδηγεί μακριά από την ό ποια ικανοποιητική επίλυση του προβλήματος της ποίησής του, οι όποιες συγκρίσεις του βίου και του έργου του (νεανικού και ώριμου) με αυτό των Ιταλών και Γερμανών ρομαντικών μόνο σύγ χυση και επιμέρους οφέλη έχουν ως τώρα αποφέρει. Η εγκόσμια μοναξιά του Διονύσιου του Ιερο μόναχου στον μικρόκοσμο της Κέρκυρας είναι κι αυτή «ένα έργο εν προόδω» επικαλύπτεται δε με τόσους πολλούς χιτώνες, παρουσιάζει τόσες δια βαθμίσεις, που η όποια απόπειρα θεώρησής της αποκλειστικά και μόνο μέσα από το κλίμα του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, μόνο σε αποτυχία και εσφαλμένα εξαγόμενα μπορεί να καταλήξει. Εί ναι γνωστό ότι ο Fr. Schiller θεωρούσε τους ρο μαντικούς ως εξόριστους που υποφέρουν για μια πατρίδα. Αν λοιπόν το έργο του Σολωμού θεωρη θεί μονοσήμαντα μέσα στο γενικότερο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού, τότε και το ζήτη μα της μόνωσης και της αβάσταχτης ερημιάς του μπορεί να εξεταστεί από δύο όψεις. Η μια δείχνει την προσπάθεια ανύψωσης στο επίπεδο της Ρο μαντικής ατομικότητας (επίπεδο που ο φιλοσοφι κός, αισθητικός και ηθικός κόσμος του Ρομαντι σμού επιβάλλουν να κερδηθεί ως απόλυτη ποιητι κή ουσία), η άλλη την τάση της απόσυρσης και τον αποκλεισμό των διόδων προς έναν κόσμο που με τη διαρκή απόκλισή του, από το όραμα
αφιερωμα/47 της ιδανικής πατρίδας, επιβάλλει σιγά-σιγά στον Οραματιστή Ποιητή αυτή τη μοναξιά και ερημιά. Μάλιστα, μπορεί κανείς να ισχυριστεί θεωρώ ντας το ώριμο έργο του Ιερομόναχου ότι αυτή η δεύτερη όψη παρουσιάζει ανάγλυφο και το βαθύ τερο δράμα της εγκόσμιός του μοναξιάς. Σαν α πό προαίσθηση ο ποιητής ήξερε ότι θα μαραζώνει δια βίου γι’ αυτή την ιδανική πατρίδα, την ασύλ ληπτη και άφθαστη και «σαν έτοιμος από και ρό», δεν θέλησε να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η διανοητική και ηθική Παράδεισος την οποία υ παινισσόταν ως δυνατότητα, έμελλε να παραμείνει ιδανική, ποιητική μόνο και απαστράπτουσα ουράνια μελαγχολία, σ’ ένα άφθαστο για τα γήι να μέτρα της εποχής του ύψος. Αλλά ο Σολωμός δεν επικαλέστηκε ποτέ αυτή την Παράδεισο σαν κάτι το υπερβατικό και ά φθαστο για έναν κόσμο ξεπεσμένο και απομα κρυσμένο από το όραμα και τη θεία της ουσία. Δεν αισθάνθηκε ποτέ τον εαυτό του και τον κό σμο των ιδεών του ανίκανο και ανάξιο για μια τέ τοια ανύψωση. Η αγωνία και η δυστυχία του ανα δύονται μέσα από το πεδίο της σύγκρουσης της αφελούς και αθώας ποιητικής μου ψυχής με τον κόσμο που τον περιέβαλλε και δεν έχουν καμιά ομοιότητα με τη μεταφυσική τής αγωνίας για το «χαμένο Παράδεισο» του επόμενου Ευρωπαϊκού Υπαρξισμού. Ο ποιητής δε λυγίζει μέσα στις δοκιμασίες της ζωής. Κι αν ακόμα είναι κάτοχος από νωρίς της πικρής, στυφής γνώσης ότι ο ίδιος ο τόπος του συνιστά ένα απέραντο πεδίο μαρτυρίων και δοκι μασιών κάτω από έναν κλειστό ουρανό που αδιά φορος όπως η φύση για τα ανθρώπινα όρια αντο χής μέσα στο μαρτύριο, τίποτα δεν ακούει, δεν εκπίπτει, δε σκύφτει, όπως ο Fr. Kafka αργότε ρα, στο βασανισμένο του στήθος, το κουρασμένο από την ένταση και το βάρος τέτοιων ιδεών κε φάλι, έχει την ψυχή του βαθιά και δυνατή σαν α ντιστύλι, γιομάτη ωστόσο με θλίψη, με επίγεια θλίψη και δέος. Και αλαφροΐσκιωτος, πικραμένος και ολομό ναχος, όπως ο προπάππος του Διονύσιος ο Ιερο μόναχος, ενδύεται το ράσο της ασκητικής και της ερημιάς και φεύγει «πριν θολώσουν τα νερά», για το μοναστήρι του Αγίου Λυπίου, έτοιμος πά ντα για τα χείριστα. Δεν επιλέγει και δεν τυλίγε ται στη μοναξιά σαν σε χιτώνα σωτηρίας, δεν έ χει στόχο «να σώσει την ψυχή του» μέσα στον σιωπηλό κόσμο της ασκητικής, αποδυόμενος σε μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια μετριασμού των παθών, κατασίγασης των γήινων πόθων και ανο μιών (ψυχής τε και σώματος). Ο μετριασμός των παθών, η απόκρουση της δόξας, η μη διεκδίκηση του ποιητικού βάθρου, η ροπή προς τη ρομαντική μελαγχολία και τον δια φημιζόμενο (από τους αδαείς) αλκοολισμό, αν δε συσχετισθούν επαρκώς με τους εξωτερικούς και
εξωγενείς παράγοντες που του επιβάλλουν τη διαρκή περισυλλογή, μόνωση και επιλεγμένη α πόσυρση από τα εγκόσμια (αποτυχία της επανά στασης και διασυρμός των πρωτεργατών της α πό τα καραδοκούντα όργανα της εξουσίας, απο τελέσματα και επιπτώσεις της οικογενειακής Δί κης, έκπτωση και βαθμιαία απόκλιση του μετε-
Σαράντης Καμαβονζης
παναστατικού κόσμου από τα νοητά επίπεδα της Σολωμικής Ιδέας για την ιδανική πατρίδα, επιβε βαίωση δηλαδή του απωλεσθέντος πια γήινου Παραδείσου) δεν πρόκειται ποτέ να αποκαλύψουν τους βαθύτερους και πλέον επώδυνους χι τώνες της Σολωμικής εγκόσμιας μοναξιάς. Μοναχικός και εξόριστος λοιπόν ποιητής στον αιώνα του και ο Διονύσιος Σολωμός. Αλλά με μια μοναξιά και εσωτερική εξορία πολύ πιο βα θιά, πολύ πιο ουσιαστική, με μια μοναξιά όχι των εστέτ της ποίησης (που σαγηνεύονται δια βίου α πό την αρρωστημένη αναζήτηση και δημοσιοποί ησή της μήπως και τελικά διασωθεί από την πλα σματική «ποιητική», λάμψη της, ο σαθρός και μάταιος κόσμος του αποπνευματοποιημένου
48/αφιερωμα τους ατομικισμού) και με το ένδυμα του μαρτυ ρίου της κατακυριευμένης πια πατρίδας ζωσμένο κατάσαρκα, με το ένδυμα της οδύνης να καλύ πτει τη μεγάλη και βαθιά του ψυχή μάταια επιμέ νει να επικαλείται τη διανοητική και ηθική του Παράδεισου. Και αυτή η αντίθεση, ανάμεσα στη διανοητική και ηθική παράδεισο, ανάμεσα στην ιδανική επί γεια πατρίδα, που επικαλέστηκε ως δυνατότητα και ύψωσε σε απόλυτη ιδέα ο ποιητής και την άλ λη, την πραγματική, την εγκόσμια, την εξελισσό μενη και διαμσρφούμενη, μετά την αποτυχία της επανάστασης, τον αλληλοσπαραγμό και την α πόσυρση στη μελαγχολία των ηρώων, είναι νομί ζω και η ουσιαστικότερη, που μπορεί να απσκαλύψει μετά το ανασήκωμα και του τελευταίου χι τώνα της εγκόσμιός του μοναξιάς, τη συντριβή και το δέος του Οραματιστή Ποιητή: «Α, κει μο
νάχα να ’ταν/Έ να κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα/Που τέτοιας νύχτας την αγρυπνία πέρασες./Κ αι τη γνωρίζω πάνω σ ’ άσπρα χαρτιά/πιο δύσβατα κι α π ’ του Μεσολογ γίου τις π λά κες./ Ναι. Γιατί σ ’ είχε ανάγκη κά ποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός».6 Μ οναχι κός, άγρυπνος πάντα και εξόριστος ο ποιητής, παραμένει ακόμα με ανοιχτά (από το δέος την προσπάθεια και την αγωνία) της ψυχής του τα μάτια, νοσταλγικός και κάπως απόκοσμος. Μοιάζει να θεωρεί ακόμα με το σπινθηρσβόλο
του βλέμμα το αόριστο, ασαφές αλλά ποιητικό ο πωσδήποτε στη θετικότητά του όραμα της επί γειας ιδανικής πατρίδας που ορίζεται από τα α γκωνάρια της Ηθικής της Ελευθερίας και της Πί στης. Με μια μελαγχολία εξακολουθητικά ρο μαντική, αλλά τόσο επίσης ελληνική μες στην αυθεντικότητά της, που κανένα πια ισχυρό δε σμό δε φαίνεται να έχει με τον απονεκρωμένσ και σιωπηλό κόσμο του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Το ώριμο έργο του Διονυσίου Σολωμού θα επιζήσει για πολλά ακόμα χρόνια, μες στη μοναχική του (αποσπασματικότητα) και μέσα α π’ αυτήν θα απαστράπτει αποσπασματικά με μια εξακο λουθητική σαγήνη και καμιά μηχανιστική και α πό δεύτερο χέρι «αισθητική του αποσπάσματος» ή ρομαντικά αφελής «καλλιτεχνική ώριμη βού ληση για αποσπασματικότητα» δεν πρόκειται ποτέ να το «ολοκληρώσει» και να το επανασυγκολλήσει. *1 Σημειώνεις 1. Βλ. «Η Γυναίκα της Ζάκυνθος», Ίκαρος. 2. Βλ. 06, Ελότη, «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», Ύψιλον. J. Βλ. Κωστής Παλαμάς, εφημ. «Άοτο», 9 Απριλίου (898. 4. Μια τέτοια στάση υπαινισσόταν και ο Γιώργος Ιεφέρης (Δο κιμές A, 8). 5. Βλ. Λίνσυ Πολίτη «Γύρα» στο Ισλωμό», Ίκαρος. 6. Βλ. 06. Ελότη, «Ελεγεία της Οξώπετρας».
ραφτείτε συνδρομητές
Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου Ετήσια 12.000 - Σκουδαστική ί 1.000 δρχ. Εξάμηνη 6.500 - Σπουδαστική 5.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων J4.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 90 δσλ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 65 δσλ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 105 δσλ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 1000 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 600 δρχ. κα» τα διπλά 1000 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 *1
αφιερωμα/49
Βαγγέλης Κάσσος
Από την αθώα μοναξιά του Μανόλη Αναγνωστάκη
στην επιθετική μοναξιά του Δημήτρη Δούκαρη «Μα πού τελειώνει η μοναξιά;» αναρωτιόταν σ ’ ένα ποίημά του από τη συλ λογή «Η συνέχεια» (1954) ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ήταν σαν να εξέφρα ζε την πιο αθώα απορία μιας ολόκληρης γενιάς, που είχε στο ξεκίνημά της πι στέψει ότι υπάρχει ένα μόνο είδος μοναξιάς, αυτό που κανείς επιλέγει μόνος του και στο οποίο αποσύρεται στα ενδιάμεσα της κοινωνικής συνύπαρξης. Έ να κοινωνικό διάλειμμα, δηλαδή, πού τελειώνει γρήγορα, για να επιστρέφει κανείς ανανεωμένος στον κυρίαρχο ζωτικό χώρο, που είναι ο κοινωνικός. ταν, πολύ νωρίς, η ελπίδα για μιαν αρτιότε ρη μορφή κοινωνικής συνύπαρξης, διαψεύδεται και σκληραίνει τον ορίζοντα, ακόμη και για εκείνους που δεν είχαν πιστέψει στην αλλαγή της κοινωνικής μοίρας, ξεπροβάλλει δειλά ένα νέο είδος μοναξιάς, η συλλογική μοναξιά, η «φο βερή ερημία του πλήθους», καθώς την προαισθάνθηκε ο Μανόλης Αναγνωστάκης από το 1956, ήδη, στο ποίημά του «Μιλώ» από τη συλλο γή «Η συνέχεια 2». Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η καινούρια αυτή μοναξιά; Μπορεί να έχει ένα τέλος ή, αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε νέες μορφές συνύπαρξης, και, κατά συνέπεια, σε νέες μορφές μοναξιάς; Ο
Ο
Αναγνωστάκης υποψιάζεται ότι η μοναξιά, γενι κώς, δεν έχει τέλος, ότι διαρκώς αναπαράγεται, δε θέλει, όμως, να το πει ευθέως, γιατί ακόμη ελπίζει. Η απογοήτευση για το κοινωνικό ζήτημα βρί σκεται ακόμη στη ρομαντική της περίοδο. Και ό ταν ο Αναγνωστάκης μιλά για τη «φοβερή ερημία του πλήθους», το κάνει με την ευκαιρία της πε ποίθησής του ότι οι ψαράδες, οι απόστολοι μιας ιδέας, μπορούν ν’ αντισταθούν σ’ αυτή την και νούρια μοναξιά, να μείνουν όρθιοι και ν’ αμυν θούν στην κοινωνική αδιαφορία και την εγκατά λειψη. Και στην περίπτωση αυτή, υπάρχει ακόμη η ελπίδα. Η ρομαντική περίοδος δεν έχει τε
50/αφιερωμα λειώσει. Θα χρειαστεί να διατρέξει τρεις σημαδιακές χρονολογίες: 1956 (γεγονότα της Ουγγαρίας)· 1968 (σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία)· 1989 (κατάρρευση ανατολικών καθεστώτων), για να πάψει πλέον οριστικά να ισχύει. Μετά την εξάντληση κάθε ρομαντισμού για μια δικαιότερη οργάνωση της κοινωνικής συνύ παρξης, βρισκόμαστε πλέον μπροστά στην ολο κληρωτική επικράτηση της μοναξιάς του πλή θους, της μαζικής μοναξιάς. Όμω ς, η πλήρης επικράτηση του νέου αυτού είδους μοναξιάς δε θα σημάνει ταυτόχρονα ότι φτάσαμε στα όρια του φαινομένου της μοναξιάς, στο τέλος των εξελικτικών της δυνατοτήτων. Κάθε άλλο. Η μοναξιά θα συνεχιστεί και θα πά ρει και άλλες ακόμη μορφές, ακολουθώντας τα ξαφνιάσματα της ανθρώπινης περιπέτειες. Εκείνο το είδος μοναξιάς που έχει, μάλλον, ο ριστικά τελειώσει είναι η ατομική μοναξιά μέσα στον ιδιωτικό χώρο. Μέσα εκεί, το μάτι του Με γάλου Αδελφού, η τηλεόραση, καταλήγει να είναι η διαρκής λάμψη του θριάμβου για την επικράτη ση της «ομοιόμορφης μοναξιάς», μιας διάφανης δηλαδή μοναξιάς που αναιρεί και διακωμωδεί τον εαυτό της. Η πληροφόρηση που, αντί να πλη ροφορήσει, κατορθώνει έμμεσα να πληροφορεί ται για τη ζωή μας, είναι το αντίτιμο της ιδιαιτερότητάς μας, μέσα στον ιδιωτικό χώρο που χά θηκε για πάντα. Και καθώς πια η μοναξιά του ιδιωτικού μας χοίρου είναι γνωστή σε όλους, παύουν να ισχύουν και τα όρια ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Το παιχνίδι της ιδιαιτερότητας, αν πρόκειται να παιχτεί, θα παιχτεί πλέον ανοιχτά, στην καρ διά της συλλογικής μοναξιάς. Ό χ ι πλέον ως συμμετοχή στην κοινωνική αγωνία ούτε ως ηθική απομάκρυνση, που και οι δύο καταλήγουν στην κατάργηση του κοινωνικού εαυτού, αλλά ως επι θετική διαφοροποίηση, ως αποστασιοποίηση, της οποίας ο αντίκτυπος θα μπορεί να επιφέρει κάποια αμηχανία στην κοινωνική συνύπαρξη, να την κάνει να μην αισθάνεται πια βέβαιη για την ορθότητα της οργάνωσής της και της λειτουρ γίας της. Το νέο αυτό είδος μοναξιάς, μιας ενεργού ατο μικής μοναξιάς μέσα στο δημόσιο χώρο δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί. Όμω ς, τη βλέπουμε γύρω παντού να προσπαθεί να προσανατολιστεί και, κυρίως, να βεβαιωθεί για την αιτία της. ια το νέο αυτό είδος μοναξιάς πρόλαβε, εδώ και δέκα χρόνια, να μιλήσει ένας άλλος ποιητής, της ίδιας με τον Αναγνωστάκη γενιάς, ο Δημήτρης Δούκαρης. Σε δύο στίχους, που, για πρώτη φορά, παρου
Γ
σιάζονται εδώ, και που πιθανόν να ήταν εναρκτή ριοι κάποιου ποιήματος, που δεν πρόλαβε να ο λοκληρωθεί, ο Δημήτρης Δούκαρης, ο οποίος, ε κτός από τα συνηθισμένα είδη μοναξιάς, δοκίμα σε επιπλέον και τη μοναξιά της εξορίας, τη μονα ξιά της ξενιτιάς και, τέλος, μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας, την πολιτική μοναξιά, σε ένα ώριμο ξέσπασμα, γράφει: Ωραία που είναι η μοναξιά Ανάμεσα στους ανθρώπους Οι στίχοι αυτοί, γραμμένοι, προφανώς, κατά το χρονικό διάστημα Νοέμβριος 1980 (οπότε εκδίδεται η τελευταία ποιητική του συλλογή «Ποιή ματα του σώματος») - Απρίλιος 1982 (οπότε ο ποιητής φεύγει από τη ζωή), προοιωνίζονται το κλίμα της μοναξιάς που άρχισε να διαμορφώνε ται μέσα στη δεκαετία του ’80 και που ακόμη δεν έχει κατασταλάξει. Πρόκειται το κλίμα αυτό να επικρατήσει; Πρό κειται, ίσως, να ανατρέψει το φαινόμενο της κοι νωνικής απάθειας και μοιρολατρείας που δεσπό ζει σήμερα; Η εξέλιξη θα εξαρτηθεί από τη σημασία που μπορεί να αποκτήσει το επίθετο «ωραία» που χρησιμοποιεί ο Δούκαρης, θέλοντας να χαρα κτηρίσει τη μοναξιά του ανάμεσα στους ανθρώ πους. Το «ωραία» θα σημαίνει απλώς «αυτάρε σκη» ή μήπως «επιθετική», με σκοπό να ξυπνή σει το κοινωνικό ενδιαφέρον; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Ούτε έχει νόημα κανείς να ευχηθεί. Έτσι κι αλλιώς, η μοναξιά του ανθρώπου δεν πρόκειται ποτέ να πάρει τέλος ή ν’ αποκτήσει κάποια σταθερά όρια. Θα αλλάζει συνεχώς μορφές ακολουθώντας πότε τις εξελίξεις της αμηχανίας για την κοινωνι κή συνύπαρξη και πότε τις διακυμάνσεις του φό βου για την ύπαρξη. Αυτό, άλλωστε, δεν υπαινισσόταν ο Δούκα ρης, μιλώντας για την αναλλοίωτη μοναξιά της καμήλας, αντιπαραθέτοντάς την προς εκείνην του ανθρώπου, σε ένα από τα σπουδαιότερα ποι ήματα που έχουν γραφτεί για τη μοναξιά που έχει τον τίτλο «Οι καμήλες», και πού προέρχεται από τη συλλογή «Αποδημία Β'» (1969); Έρχονται ρυθμικά οι καμήλες απ’ την έρημο, με τα ξύλινα κουδούνια, με το νωχελικό τους βάδισμαφεύγουν φορτωμένες οι καμήλες για την έρημο, υποταχτικές, ανυποψίαστες καμιάν άλλη έρημο δεν έχουν φανταστεί Οι άνθρωποι, αντίθετα, υποψιάζονται και φα ντάζονται. Κι αυτό πολλαπλασιάζει τη μοναξιά τους. Μολονότι αυτή είναι μια και αδιάσπαστη: η εξοντωτική πολιορκία της ύπαρξης. □
αφιερωμα/51
Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Η μοναχική πορεία του λογοτεχνικού ήρωα
Edward Hopper
Αν μας έχει συγκινήσει κάτι από τα πρώτα μας διαβάσματα, είναι εκείνοι οι ήρωες που πάντα πραγματοποιούσαν κατορθώματα που εμείς δεν μπορού σαμε να φτάσουμε. Και η ζωή τους ήταν πάντα αυτό που θα θέλαμε να είναι η δική μας. Μα πάνω απ’ όλα μάς συγκινούσε η τεράστια δύναμή τους να δρουν ή να πονάνε ή να ερωτεύονται ή να σκέφτονται έτσι μοναδικά που μόνο αυτοί θα μπορούσαν με τέτοιο τρόπο να το κάνουνε. Δεν είχαμε παρατηρήσει όμως ότι όλες τους τις πράξεις, τις ιδέες, τις περιπέτειες τις βίωναν μόνοι και ότι το φωτοστέφανο της μυθιστορηματικής τους ζωής δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η μοναξιά τους. εξαιρέσει κανείς ελάχιστα ρεύματα που Α νφιλοδόξησαν να «σβήσουν» μέσα στους πολλούς την περιπέτεια του ενός, τα περισσότε ρα πεζογραφήματα αναπαριστούν τον ήρωα, τις περιπέτειές του, τη· δράση του και την παρέμβα
σή του στο γίγνεσθαι του μύθου. Ακόμα και αν οι ήρωες των πεζογράφων δεν είναι μόνοι τους, αλ λά περιστοιχίζονται από φίλους, ερωμένες, συζύ γους, αντιπάλους και συμπαθούντες δεν παύουν να διακρίνονται επειδή αυτοί δρουν ξεχωριστά,
52/αφιερωμα ξεφεύγουν του μέσου αρνητικού ή θετικού όρου, βρίσκονται στη δίνη των εξελίξεων παρασύροντας ή καθυστερώντας την ανέλιξη της δράσης, τονίζοντας έτσι κάθε στιγμή το «ξεχωριστό» που τους διακρίνει. Η ατομικότητα υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε πρόσωπο ενός πεζογραφικού γίγνεσθαι. Όμως ο ήρως ή οι βασικοί ήρωες δια θέτουν μια ατομικότητα με απαιτήσεις που ξεπερνώντας το επίπεδο της σκέψης, της δράσης, της ψυχοσύνθεσης και των αισθημάτων των άλ λων, διαμορφώνουν τα όρια της μοναχικής τους πορείας. Είναι ξεχωριστοί, επειδή δρουν «μό νοι». Ακόμα και αν η κίνηση ή η σκέψη ή τα αισθήματά τους είναι πλέον παθητικά ή αρνητικά για να γίνουν «ήρωες» ενός πεζογραφήματος πρέπει να εκτιναχθούν σε άλλη σφαίρα και σε άλ λο μήκος κύματος από αυτό που κινούνται όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα του μύθου. Ο συγγραφέας περιγράφοντας την πορεία τους, περιγράφει το «ίδιον» που τους χαρακτηρίζει, τη διαφορετικό τητα, την παρέμβασή τους σε ένα επίπεδο που οι άλλοι δεν μπορούν να καταλάβουν ή να φτάσουν. Ακόμα και σε αυτά τα πεζογραφήματα που ο ή ρως δρα για το κοινό συμφέρον ή για να αποδοθεί μια συνολική δράση, η προσωπικότητά του υ πάρχει ως κάτι δυναμικό και ξεχωριστό όταν ε πιτυγχάνει ή παθαίνει αυτό που απασχολεί και περιγράφει ο συγγραφέας. Αλλιώς, αν ο «ήρωας» δεν ξεχωρίσει, δεν είναι ήρωας. Ο Κ. Μαρξ έλεγε για την επιστήμη και πιστεύω ότι ισχύει και για τη λογοτεχνία ότι «ένας μόνος του μπορεί να πετύχει κάτι που να αφορά το κοι νωνικό σύνολο. Αλλά αυτοί που το πετυχαίνουν είναι πάντα μόνοι». Από τη μοναξιά του Οιδίποδα έως τα «100 χρόνια μοναξιάς» του Μαρκές και από τον Δον Κιχώτη έως τον Φίλιπ Μάρλοου, οι λογοτεχνικοί ήρωες αποτυπώνουν τη μοναξιά τους στη δράση τους. Βιώνουν μια μοναχική πο ρεία που αποτελεί γι’ αυτούς ταυτόχρονα τη δόξα και το έρεβος, την κοινωνική αναγνώριση και την τραγική αποξένωση, το έλεος και το πάθος, το φόβο και την αποκοτιά. Η ιστορία του λογοτε χνικού ήρωα είναι η ιστορία της μοναξιάς του. Μόνο που κάθε φορά έχει διαφορετικά αίτια και αιτιατά, αποτελείται από προσδιοριζόμενες ξε χωριστές αποκλίνουσες μοναχικές πορείες. Η μοναξιά του λογοτεχνικού ήρωα έχει διάφορες εκφάνσεις ανάλογα με την κοινωνία και τα αι σθητικά ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, την προσωπικότητα του συγγραφέα όσο και την προ σωπική μέθοδο γραφής του. ερίπτωση πρώτη: Η μοναξιά του ήρωα απέ ναντι στην ιστορία. Εκφράζει συνήθως επο χές που βρίσκονται στο μεταίχμιο. Ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες είναι η έκφραση του διλήμμα τος μιας εποχής μεταξύ θανάτου και συμβιβα σμού. Ο Δον Κιχώτης ακροβατεί ενάντια στο α
Π
πόλυτο και αντιμετωπίζει την απάντηση τρέλα ή θάνατος. Είναι οι εποχές που απαιτούν να πορευ τείς μόνος σου μέσα στην ιστορία. Εποχές φορτι σμένες με τα μηνύματα των καιρών. Οι ήρωες δεν μπορούν να αποφασίσουν, γιατί σκέπτονται μπροστά από την εποχή τους. Είναι εποχές που οι κοινωνικές μετατοπίσεις απειλούν να συνθλί ψουν τα άτομα και οι λογοτεχνικοί ήρωες συνθλιβόμενοι εκφράζουν το αναπόδραστο της μοίρας, της τραγωδίας, της μοναξιάς. Έχει υποστηριχτεί ότι και η ελληνική τραγωδία και το ισπανικό, αγ γλικό και ιταλικό δράμα του 16ου και 17ου αιώνα παράχθηκαν σε τέτοιες περιόδους κρίσης και α ντανακλούν την τραγική μοίρα των κυρίαρχων τάξεων της εποχής. Σε αυτές τις περιόδους ο ήρωας βίωνε την κα ταστροφή του ως καταστροφή υψηλών ιδανικών μιας τάξης που δεν πρόκειται να ξαναύπάρξει γι’ αυτό και η καταστροφή της δινόταν ως ολική κα ταστροφή του ανθρώπου. Ο ήρωας έμενε χωρίς τάξη, χωρίς ιδανικά, μόνος απέναντι στον εαυτό του και το λυκόφως του ανθρώπου, όπως τουλά χιστον του φαινόταν. Γι’ αυτό και ένας Άμλετ θα καταστρεφόταν οπωσδήποτε μη έχοντας μέλλον και εποχή που θα μπορούσε να αποδεχτεί τη μο ναξιά του. Αντίθετα ένας ήρωας του Σίλλερ σε μια άλλη εποχή θα ζούσε ευτυχισμένος γιατί αν και μόνος απέναντι στη μοίρα της συγκυρίας, εκ προσωπεί το νέό που έρχεται, έχει ζωή σε μια άλ λη εποχή. Εκφράζει ιδέες, τάξεις, συμφέροντα που προορίζονται να κυριαρχήσουν ιστορικά. Αντίθετα κλασική είναι η περίπτωση του Ζυλ Σορέλ, κεντρικού προσώπου στο «Κόκκινο και το Μαύρο» του Σταντάλ. Έγραψαν γι’ αυτόν ότι γεννήθηκε πάρα πολύ νωρίς ή πάρα πολύ αργά, αφού καμία τάξη της εποχής του δεν μπορούσε να τον ικανοποιήσει. Η μοναξιά του απέναντι στις τάξεις τον οδηγεί στη μοναξιά απέναντι στις δυο γυναίκες που αγάπησε και τις εκπροσω πούσαν. ερίπτωση δεύτερη: η μοναξιά απέναντι στην κοινωνία. Στην περίπτωση αυτή ανή κουν οι ρομαντικοί, οι περιθωριακοί, οι βυρωνιστές όσο και οι εκπίπτοντες και προδίδοντες την τάξη τους. Ο ρομαντισμός ώθησε τον ατομισμό στα έσχατα όριά του. Με αυτόν εκφράστηκαν οι περιπέτειες ηρώων που απομακρύνονταν από μια κοινωνία που την κατηγορούσαν για τον υλισμό της, για την εχθρότητά της απέναντι στο πνεύμα, για την ασφυξία των αισθημάτων και των σχέσε ων που καλλιεργούσε. Οι ρομαντικοί ξεκινούσαν μόνοι τους ένα μακρύ ταξίδι, άλλοι για την επι στροφή στο ιστορικό παρελθόν, άλλοι αναζητώ ντας την ουτοπία, το αλλόκοτο, το φανταστικό, το ανορθολογικό, την παιδική ηλικία ή την παρα φροσύνη. Και όλες αυτές ήταν πορείες μοναχι κές, απέλπιδες, απόπειρες χωρίς πέρας παρά μό
Π
αφιερωμα/53 νο διάρκεια. Πρόκειται για πορείες μέσα στο χά ος αναζητώντας εκείνο το αστέρι που θα είναι τό σο πιο λαμπρό όσο πιο βαθύ είναι το σκοτάδι. Ο Βύρων επέβαλε τον ήρωα σαν «εκπεσόντα άγγελο». Αναχωρητής από την τάξη του, γίνεται επίπονος αναζητητής του απόλυτου με μια δόση αριστοκρατικής αυταραέσκειας και ναρκισσι σμού. Ομοίως ο Γκωτιέ, ο Ζεράρ ντε Νερβάλ κ.ά., εγκαταλείπουν την τάξη τους για να ζήσουν διαφορετικά, όντας πάντα αριστοκράτες. Αλλά υπάρχουν και οι μοναχικοί και αρνητές που ανή κουν στις κατώτερες τάξεις. Ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν, ο Μπωντλέρ ζουν ανέστιοι, πένητες και ά θλιοι. Η μοναξιά τους απέναντι στην κοινωνία εί ναι μοναξιά απέναντι σε όλο τον δυτικό πολιτι σμένο κόσμο. Έκφραση αυτής της τάσης τους είναι η αναζήτηση από μέρους τους του εξωτι σμού και οι συχνές τυχοδιωκτικές τους ιστορίες. Εδώ ο λογοτεχνικός ήρωας (αν δεχτούμε τη σύμ βαση ότι η ποίησή τους δεν είναι παρά μια προ σωπική εξομολόγηση) και ο συγγραφέας ταυτί ζονται. Η λογική τους οδηγεί στην αυτοκατα στροφή. Απόηχους αυτής της γενιάς θα βρούμε στους Μπητ, στους παρακμιακούς ποιητές πολ
λών χωρών, στη σύγχρονη πεζογραφία που με ε φιαλτικές αναφορές διαγράφει τη μοναξιά του σημερινού ανθρώπου απέναντι σε έναν κόσμο και έναν πολιτισμό που βιώνει ηδονικά την αυτο καταστροφή του. ερίπτωση τρίτη: η μοναξιά στον έρωτα. Χιλιοτραγουδισμένη και πολυφορεμένη δε σπόζει σε όλή τη λογοτεχνία. Από τις λαϊκές φυλλάδες μέχρι τα πιο εγκεφαλικά πεζογραφήματα, η μοναξιά του ερωτευμένου και μηδέποτε αγαπη μένου, η μοναξιά του μυστικού, του μη ομολογημένου έρωτα, του παραβατικού για τα κοινωνικά δεδομένα έρωτα είναι η πιο δυνατή συγκινησιακά μοναξιά. Από τη μοναξιά της «επώνυμης» μα ντάμ Μποβαρύ όπου «όλα και ο ίδιος της ο εαυ τός, της ήταν ανυπόφορα...», όπου κανένας έρω τας δεν μπορούσε να κατασιγάσει τις λαχτάρες της έως τους απρόσωπους ήρωες στους «Δύσκο λους έρωτες» του Ίταλο Καλβίνο με όλες τις ι στορίες του να περιγράφουν καθημερινούς «μηέρωτες». Ο έρωτας είναι πλέον η απουσία του έ ρωτα. Η έλλειψη επικοινωνίας γίνεται το βασικό χαρακτηριστικό του ερωτικού παιχνιδιού. Οι αλ-
Π
54/αφιερωμα λοτριωμένες ερωτικές σχέσεις δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου κανείς δεν κοιτά στα μάτια τον άλλο, κανείς δεν έχει λύσεις, απλά υπάρχουν μαζί και ο καθένας μόνος μέχρι το ό ποιο τέλος. ερίπτωση τέταρτη: η μοναξιά του 20ού αιώ να - ιστορική, κοινωνική και πρώτιστα πολιτιστική. Στην πεζογραφία του 20ού αιώνα σκιαγραφείται η μοναξιά του ανθρώπου σαν α πόρροια των στρεβλών κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Χέγγελ, ο Φόυερμπαχ, ο Μαρξ ονόμαζαν αλλοτρίωση ή αποξένωση. Η αλλοτρίωση είναι το αποτέλεσμα της μετατρο πής των ανθρώπινων ιδιοτήτων, σχέσεων και ι διοτήτων σε ιδιότητες και ενέργειες πραγμάτων που είναι ανεξάρτητες από τον άνθρωπο και ε ξουσιάζουν τη ζωή του. Ο άνθρωπος αποξενώνε ται από τα προϊόντα που δημιουργεί αφού μετατρέπονται σε εμπορεύματα, αποξενώνεται από τους άλλους ανθρώπους μέσα από τις εκμεταλ λευτικές, υποκριτικές σχέσεις, αποξενώνεται τε λικά από τον ίδιο τον εαυτό του αφού δεν πραγ ματώνει πια την ανθρωπιά του. Ο Φίλιπ Μάρλοου, ο ήρωας του Ραίημοντ Τσάντλερ είναι θύ μα των αποξενωμένων σχέσεων της σύγχρονης πόλης. Βιώνει τη μοναξιά του με μια ηδονή πι κρή, έχοντας συνείδηση της καταστροφής που α ναπόφευκτα εκπέμπει ο χώρος και οι άνθρωποί του. «Άνθρωποι πεινασμένοι, άρρωστοι, βαριεστημένοι, σκληροί, ξαναμμένοι, συγκλονισμένοι από λυγμούς. Μια πόλη όχι χειρότερη από τις άλ λες, μια πόλη πλούσια, δυναμική, γεμάτη περηφάνεια, μια πόλη χαμένη, συνθλιμμένη, κενή». Η μοναξιά των σημερινών ανθρώπινων σχέσε ων καταλήγει στον παραλογισμό. Ο Κάφκα, ο Τζόυς, ο Καμύ προεκτείνουν τη σημερινή μονα
Π
ξιά ονομάζοντας τις πληγές της: δέσμευση της α τομικής ελευθερίας, ασφυκτικοί κοινωνικοί θε σμοί, εμπορευματοποιημένες σχέσεις, αδύναμος και ανίκανος έρωτας, εμπλοκή της συνείδησης. Η τελευταία, στερνό και αέναο αποκούμπι του ανθρώπου, παραπαίει μπροστά σε μια πραγματι κότητα που δεν δαμάζεται πια στον ξέφρενο κα τήφορο της. Παραλύει και παραδίδει τον άνθρω πο στο παράλογο, το ανορθόλογο, την κατα στροφή. Ο λογοτεχνικός ήρωας μένει μόνος απέ ναντι και στη συνείδησή του που δεν τον υπακού ει πια, μετέωρος σε ένα προαναγγελθέν κενό. Α πό δω έχει να επιλέξει δύο δρόμους. Ο ένας είναι αυτός του ήρωα του Πήτερ Χάντκε στο «Σύντο μο γράμμα για ένα μεγάλο αποχαιρετισμό» όπου προσπαθεί να ζήσει πλέον μόνος του σαν ένα νέο είδος ανθρώπου, του «μοναχικού». Ο άλλος είναι η απόγνωση και η υποταγή στο σκληρό τέλος των ηρώων του Μπέκετ. Προέκταση αυτού είναι η ερημιά των σύγχρονων ηρώων που ζουν σε ένα μελλοντικό εφιαλτικό κόσμο (Τζωρτζ Όργουελ, Στέφεν Κινγκ, οι ήρωες των κόμικς κ.ά.). ερίπτωση πέμπτη: Η μοναξιά μέσα στις ι δέες ή για τις ιδέες. Συμβαίνει όταν ο ήρωας διακατέχεται από πάθος ζωής για μια ιδέα που εί ναι πολύ δυνατή και τον αναγκάζει για να την υ πηρετήσει να φθάσει στα άκρα την ατομικότητά του και να στέψει αυτή την προσπάθεια με την πλήρη μοναξιά. Περίπτωση τέτοια είναι ο Ρασκόλνικωφ του Ντοστογιέφσκι όπου η ανάγκη να αποδείξει την αυταξία της ατομικής ελευθερίας του, τον οδηγεί σε επιθετική στάση απέναντι στους υπόλοιπους ανθρώπους. Άλλη περίπτωση ερημιάς μέσα στις ιδέες είναι οι λογοτεχνικοί ή ρωες που πίστεψαν σε μια ιδεολογία, έπαιξαν, έ χασαν με αυτήν αλλά εξακολουθούν να βρίσκο νται μόνοι μέσα στις συνέπειες που αυτή ανεξίτη λα έχει χαράξει για τη ζωή τους. Παράδειγμα τέ τοιο ο ήρωας στο «Κιβώτιο» του Α. Αλεξάνδρου.
Π
Η λογοτεχνία είναι τελικά ανεξάντλητη σε ή ρωες που βιώνουν κάθε φορά ξεχωριστές περι πτώσεις μοναξιάς. Ανεξάρτητα ποια είναι η μο ναχική πορεία του ήρωα, αν είναι ιππότης του Γουώλτερ Σκοτ ή εκφράζει τη μοναξιά του δη μιουργού στα έργα του Τ. Μαν (Θάνατος στη Βε νετία), ή τη μοναξιά της ομορφιάς ςτον Ο. Ουάιλντ (Το πορτραίτο του Ν. Γκρέυ), ή ίου ταξι διώτη στον Κέρουακ (Στο δρόμο), ή των θρη σκευόμενων στο δρόμο για τους Εμμαούς, θα εί ναι πάντα μια έκφραση της πορείας του ανθρώ που προς την ολοκλήρωση της μονάδας-άνθρωπος. Έτσι κι αλλιώς η ιστορία του ανθρώπου, σαν τους λογοτεχνικούς του ήρωες, είναι τελικά η ιστορία της μοναξιάς του. □
αφιερωμα/55
Βασ. I. Λαζανάς
Το αίσθημα της μόνωσης και αποξένωσης στη Γερμανική ποίηση
Σαράντης Καραβονζης
I. Το αίσθημα της μόνωσης απαντάται στον Πλάτωνα ως «μοναξία» (Πλάτωνος, Τίμαιος, 31β) και σημαίνει το να είναι κανείς μόνος, τί ο εγκλεισμός, με άλλους λόγους, του ανθρώπου στον εαυτόν του. II. Ο άνθρωπος αισθάνεται έμφυτη την ανάγκη να συνάπτει κοινωνικές σχέσεις με τους συναν θρώπους του. Η ανάγκη αυτή εκδηλώνεται από τη βρεφική ακόμη ηλικία. Αισθάνεται ευαρέ σκεια να επικοινωνεί με τους άλλους, να εκφρά ζει τα συναισθήματά του, τους στοχασμούς του και τους οραματισμούς του ακόμη. Ακόμη, με την επικοινωνία αυτή, ενισχύεται και ενδυναμώ νεται ψυχικώς και ηθικώς στον καθημερινό αγώ
να για την επιβίωση, για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που συναντά καθημερινώς στη ζωή του. Τέλος, με την επικοινωνία, επιζητεί την ανα γνώριση των ικανοτήτων του, την επιβράβευση των έργων του, τον «πολλαπλασιασμό» της χα ράς του ή, αντιθέτως, τον μετριασμό και την καταπράυνση των πικριών που αντιμετωπίζει. Με άλλους λόγους για να συνοψίσουμε: Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να ζει μόνος. Η έφεση και η ορ μή προς την κοινωνικότητα είναι αυθόρμητη, εγ γενής και έμφυτη. Εύστοχα ο Αριστοτέλης έχει ή δη επισημάνει την τάση αυτή με το γνωστό από φθεγμα: «Ο κάθ’ εαυτόν ζων ή θηρίον ή θεός» (Πολιτεία, Α', 1253).
56/αφιερωμα III. Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που αδυνακαταφεύγουν στη «σκήτη» τους. Θα ήταν δυνατόν να προβούμε σε εξονυχιστιτούν να ικανοποιήσουν την έμφυτη αυτή τάση. κότερες διερευνήσεις του θέματος. Θα ήταν δυ Θραύουν τους δεσμούς με την κοινωνία, περιορί νατόν, συγκεκριμένα, να ασχοληθούμε και με τις ζονται στον εαυτόν τους και στον ιδικό τους κό ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις, που οδηγούν στη σμο. Κι αυτό διότι είτε κατακλείζονται από δυ μόνωση, καθώς και με το πρόβλημα της διάσπα σάρεστα συναισθήματα και αναζητούν άσυλο σης της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, και καταφύγιο στη μόνωση είτε, αντιθέτως, διότι στην οποία οδηγεί ο τεχνολογικός πολιτισμός (εί αισθάνονται ικανοποιημένοι από τη ζωή και ανα ναι «η ερημία των συνωστισμών» όπως είπε ο Γ. ζητούν ένα γαληνιαίο περιβάλλον για να «στεγά Ρίτσος). Τα θέματα όμως αυτά είναι κατά πολύ σουν» την ευτυχία τους. Ποιοι είναι, συγκεκριμέ ευρύτερα και υπερβαίνουν τα όρια της εργασίας να, οι άνθρωποι αυτοί; Θα ήταν δυνατόν, συνο αυτής. πτικά βεβαίως, να αναφερθούν και να επισημανIV. Τα συναισθήματα αυτά της μόνωσης, της θούν οι εξής ομάδες: α) Είναι αυτοί που έχουν την αποξένωσης είναι διάχυτα στη γερμανική ποίη εντύπωση ότι δεν απολαμβάνουν την αρμόζουσα, ση. Θα σημειώσουμε την παρουσία τους σε διά κατά τη γνώμη τους, κοινωνική εκτίμηση. Η ιδέα φορους, κατά σειράν, ποιητές από τους πλέον αυτή τους συμπιέζει και τους συνθλίβει ψυχικώς. γνωστούς και σημαίνοντες: β) Κατατρύχονται από συναισθήματα μειονεκτι1. Goethe (1749-1832). Ο μεγάλος Γερμανός κότητας (λόγω αναπηρίας, δυσμορφίας, ταπει ποιητής θεωρεί τη μόνωση και την αποξένωση α νής καταγωγής), γ) Είναι αυτοί, που, λόγω υπερ πό τον περιβάλλοντα κόσμο, ως απαραίτητη και τροφικού εγωισμού, θεωρούν τον εαυτόν τους αυ βασική προϋπόθεση για την αφοσίωση του ποιη τάρκη και, περιφρονούντες τους άλλους, περιο τή και του καλλιτέχνη στο δημιουργικό τους έρ ρίζουν ή αποκλείουν σχεδόν τη συνάφεια μαζί γο. Σε μια επιστολή του προς τη Mme de Stein τους, δ) Είναι, σε πολλές περιπτώσεις, οι διανύγράφει: «Η μόνωση είναι για μένα προσφιλής, ό οντες την εφηβική τους ηλικία, οι οποίοι αποσύπως και για τους άλλους. Πρέπει να τελούν σε ρονται στον εσωτερικό τους κόσμο, επειδή έχουν μια κατάσταση γαλήνης και ηρεμίας, όταν πρό την εντύπωση ότι δεν συναντούν στο περιβάλλον κειται να επιδοθούν στο δημιουργικό τους έρ τους τη θαλπωρή και τη συμπαράσταση στα προ γο».1 Σε πολλά επίσης ποιήματά του επισημαίνει βλήματα που τους απασχολούν, ε) Είναι οι θρη τη σημασία της μόνωσης για την εκκόλαψη και σκευόμενοι, οι οποίοι διακατεχόμενοι από μυστι την ανάδυση του καλλιτεχνικού έργου. Έτσι κιστικές τάσεις, καταφεύγουν στη μόνωση, δε στην ποιητική του σύνθεση «Kiinstler» (ο καλλι δομένου ότι μόνον με την αυτοσυγκέντρωση και τέχνης) απευθύνει στον καλλιτέχνη τους στίχους: την περισυλλογή θα κατορθώσουν να «επικοινω νήσουν» με τις υπερβατικές δυνάμεις και με το Για να εμπνευσθείς, για να ολοκληρώσεις «θειον», στ) Είναι οι ερωτευμένοι, οι οποίοι δια το έργο σου, μείνε, καλλιτέχνη, μόνος!2 σπούν τους δεσμούς των με το κοινωνικό περι βάλλον για να απολαύσουν, ανενόχλητοι και μα Στο ποίημά του «Ο Αρπιστής» (Harfenspieler) υ κάριοι, την ερωτική τους ευδαιμονία ή, αντιθέ πογραμμίζει ότι ο καλλιτέχνης, όταν είναι μόνος, τως, για να αμβλύνουν και να κατασιγάσουν τον τότε θα καταστεί δυνατόν να φέρει εις πέρας το ψυχικό τους σάλο, διότι δεν συνήντησαν την α έργο του. Άλλωστε, ουσιαστικά, δεν είναι μό νταπόκριση που προσδοκούσαν ή εγκαταλείφθηνος. Ζει με τα οράματά του. Αισθάνεται ότι τον σαν από το αγαπημένο πρόσωπο, ζ) Είναι, τέλος, κατακλύζει το κύμα της ζωής: οι ποιητές, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες, οι ο Ό ταν παραδοθείς στη μόνωση, στη ποίοι αναζητούν τη μόνωση, την αυτοσυγκέντρω σιωπή, ση για να καταγράψουν τα βιώματα, τις εμπει ω, ευθύς θα αισθανθείς ότι ποτέ δεν είσαι ρίες, τους στοχασμούς ή τις φιλοσοφικές τους μόνος. «συλλήψεις» ή για να επιδοθούν στο καλλιτεχνι ... Ό ταν επιτύχω να είμαι πραγματικά κό τους έργο, μακριά από το θόρυβο της αγοράς. μονάχος, Είναι αυτονόητο άλλωστε. Η ψυχή παρουσιάζει ναι, δεν είμαι, τότε, πλέον μόνος!3 θαυμαστή ευγονία, όταν «εγκαταλείπεται» στη γαλήνη και τη σιωπή του σπουδαστηρίου. Πά Στο έργο του: «Τα πάθη του νεαρού Βερθέρου», ντως, στο σημείο αυτό, πρέπει να προσθέσουμε ο ήρωας του μυθιστορήματος, εξαιρεί τη σημα και το εξής: Πολλοί, ιδίως ποιητές και καλλιτέ σία της μοναχικής ζωής· αισθάνεται, ως να ’ναι χνες, με την ευπάθεια και την ευαισθησία που βυθισμένος στο άπειρο. Μια ευφροσύνη απερί τους διακρίνει δεν είναι εύκολο να «συμβιώσουν» γραπτη κατακλύζει την ψυχή του. Απορροφημέή έστω να σαυμβιβαστούν με το θορυβώδες κοι νος από το ήσυχο και γαλήνιο περιβάλλον αισθά νωνικό περίγυρο. Αποφεύγουν, λοιπόν, τη συνά νεται ότι η αρμονία της ψυχής του συντονίζεται φεια με τους συνανθρώπους των «τους δούλους με την αρμονία του Σύμπαντος και συγχέεται με αυτής της ταπεινής ανάγκης» (Fr. Holderlin) και αυτήν. Ακόμη και η υπαίθρια ζωή, η φύση, είναι
αφιερωμα/57 δυνατόν να συμβάλλουν και να δημιουργήσουν στον άνθρωπο μια χαρμόσυνη, πανευδαίμονη διάθεση. Σ’ ένα ποίημά του ο Goethe παρακαλεί τα Αγα θά Πνεύματα των δασών να προσφέρουν τόσο σ’ αυτόν όσο και σ’ όλους τους βαρύθυμους και θλιμμένους γαλήνη και ανακούφιση: Σεις που κατοικείτε στα όρη και τους βρά χους, Νύμφες, χαρίστε στον καθένα ό, τι ποθεί. Παραμυθία στον θλιμμένο, γλυκειά ανακούφιση σ ’ αυτόν που βασανίζει η αμ φιβολία. 5
και άνθη στον παγετό ενός χειμερινού τοπίου. Ζούσα αποφασιστικά και επίμονα εντελώς μό νος». Αλλού πάλι: «Ω, εσείς δύσμοιροι που αι σθάνεστε, καθώς εγώ, το ίδιο... που έχετε υποστεί την επιδρομή του κενού... Έχουμε ίσως γεν νηθεί για να γίνουμε λεία του μηδενός, δεν αγα πούμε παρά το μηδέν, δεν πιστεύουμε παρά στο μηδέν, δεν ετοιμαζόμαστε παρά για το μηδέν. Ναι, δεν υπάρχει άλλη λύση: θα παραδώσουμε τα πάντα στο μηδέν.9 3. Herman Hesse (1877-1962). Ο ποιητής περι γράφει την ερημία και την αποξένωση του ανθρώ-
Στη «Mignon» θα συναντήσουμε την απόγνωση του ερωτευμένης, που αποσύρεται από τον κό σμο και κλείνεται στον εαυτόν της: Αποξενωμένη α π ’ τις χαρές του κόσμου τούτου, στρέφω το βλέμμα προς τους ουρανούς α πελπισμένη. Α χ! Αυτός που αγαπώ, δεν είναι εδώ, είναι στα μάκρη πέρα...6 Τέλος ο Goethe στο ποίημά του: «Die fciahe des Geliebten» περιγράφει την ευτυχία των ερωτευμέ νων. Ο κόσμος έχει περιορισθεί πλέον. Ταυτίζε ται με την ψυχή των δύο. Οι άλλοι άνθρωποι είναι γι’ αυτούς αδιάφοροι, περιττοί και ξένοι: Εσένα σκέπτομαι, όταν το φως του ηλίου επάνω στης θάλασσας το κύμα λαμπυρίζει, εσένα σκέπτομαι, όταν η λάμψη της σελήνης με το φλύαρο νερό της κρήνης παίζει . 72 2. Fr. Holderlin (1770-1843). Η απόλυτη απομό νωση των εξαιρετικών ανθρώπων δεν ενδείκνυται από τον ποιητή. Δεν πρέπει να χάνουν την ε παφή με τους συνανθρώπους τους, να αποξενώ νονται από τα προβλήματά τους και να τους ε γκαταλείπουν στη μοίρα τους. Σ’ ένα σημείο της αλληλογραφίας του σημειώνει: «Οι εξέχοντες άνδρες πρέπει να γίνουν συμπαραστάτες του λαού, όταν αγωνίζεται και διεκδικεί τα δικαιώματά του. Δεν πρέπει να χάνουν την επαφή με το λαό, | να αποστασιοποιούνται, να θραύουν την επαφή ί με την πραγματικότητα και να καταβυθίζονται στο τέλμα της ερημιάς».8 Αντιθέτως, σε άλλες περιπτώσεις, όταν ο ποιη τής διαπιστώνει ότι τα οράματά του δεν συνάντη σαν την αποδοχή και την ανταπόκριση που προσδοκούσε, τότε η καθαρότητα της ψυχής του επιβάλλει την απομάκρυνση από το θόρυβο της ζωής, την απομόνωσή του. Έτσι στο στέλος του λυρικού του πεζογραφήματος: «Υπερίων» ση μειώνει: «Ήμουν τόσο κουρασμένος, ώστε θα προτιμούσα να αναζητώ σταφύλια στην έρημο
>
: 'L David Hochney
που, ο οποίος έχει «περιχαρακωθεί» στον εαυτόν του, απογοητευμένος από τις πικρίες που δοκί μασε, συγχρωτιζόμενος με τους άλλους. Το ακό λουθο ποίημα είναι χαρακτηριστικό: Από ένα χέρι απωθημένος, σκληρό πανίσχυρο, εκλείσθηκες στον κόσμο το δικό σου, ριγώντας, τρέμοντας. Ακούοντας τώρα από μακρυά, α π ’ τη χαμένη σου πατρίδα πλέον, εύθυμες παιδικές φωνές και τόνοι ερωτικοί χαρμόσυνοι!10
58/αφιερωμα Α π ’ όλους τους ανθρώπους, οι ποιητές είναι οι
πλέον μοναχικοί. Είναι επιρρεπείς, άλλωστε, προς την απόκοσμη, την περιθωριακή ζωή. Συζούν με τα οράματά τους και εξαγγέλλουν από τη «φυλακή» τους το ευαγγέλιο του Μέλλοντος, το ευαγγέλιο μιας νέας ζωής. Ο ποιητής απουσιάζει όμως. Δεν τον χρειάζονται πλέον: ... Όταν εορτάζουν του Μέλλοντος την παγκόσμια εορτή, μόνον ο ποιητής απουσιάζει. Αυτός ο μοναχικός, αυτός ο προφήτης, αυτός ο εξάγγελος των μεγάλων οραμάτων. Δεν τον χρειάζονται· Είναι πλέον περιττός!" 4. Fr. Nietzsche (1844-1900). Ο ποιητήςφιλόσοφος στο έργο του: «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» σημειώνει, ότι επανέρχεται με δάκρυα στα μάτια στο «δεσμωτήριο» της μοναξιάς, στον πύργο της σιωπής: Μοναξιά, μοναξιά, γλυκύτατη εσύ πατρίδα! Έζησα χρόνους πολλούς ανάμεσα σε ξένους, απάνθρωπους, σκληρούς. 12
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η μοναχική ζωή είναι επώδυνη, καταθλιπτική. Μια παρόμοια περίπτωση παρουσιάζει ο Nietzche στο ακόλουθο ποίημα (από την ενότητα Dionysos Dithyramben): ... Μόνος με σένα συντροφιά και πάλι, πικρέ εαυτέ μου, διασπασμένος, κα τα κερμ ατισμένος, στην άβυσσο της γνώσης. 13 Σ’ ένα άλλο ποίημα (της ίδιας ενότητας) περιγρά φει την πορεία του προς τον απέραντο ωκεανό της λήθης, της σιωπής. Ό λος ο σάλος, όλες οι καταιγίδες, όλες οι περιδινήσεις, έχουν πλέον τερματισθεί. Το ρεύμα της επώδυνης ζωής του εκχύνεται στον ποταμό της αιωνιότητας για να απολαύσει, επιτέλους, την απέραντη, την απόλυ τη γαλήνη: Γαλήνη, ευφρόσυνη, χρυσή, έλα επιτέλους! Ω του θανάτου πρόγευση τερπνή, Λιέτρεξα μήπως γρήγορα το δρόμο μου; Τώρα που είναι κατάκοπο το βήμα μου, στρέψε τα βλέμματά σου προς εμέ, της ευτυχίας κάμε με, επιτέλους, κοινωνό/ 14
Την ανώτατη μηδενιστική αποξένωση αφηγεί-
ται ο Nietzsche σε ένα ποίημά του. Ο απελπισμέ νος άνθρωπος πλανάται παντέρημος στα παγε τώδη ύψη μια ώρα χειμερινή. Η καρδιά του είναι αιμάσσουσα. Εγκαταλελειμμένος απ’ όλους συ νεχίζει την άσκοπη πορεία του κάτω απ’ τους κρωγμούς των άγριων πουλιών. Ιδού το ποίημα με τον τίτλο «Einsam» (Έρημος): Κρώζουν τα κοράκια, κρώζουν και διαβαίνουν απ’ την πόλη - μελανή κηλίδα - , όπου και να ’ναι θα χιονίσεν χαρά σ ’ αυτόν που ακόμη έχει πατρίδα. 15
Τέλος, κλείνοντας τη σχετική έρευνα για τον Nietzsche, ας σημειώσουμε και το εξής: Η αίσθη ση της μοναξιάς είνα πρόδηλη και προφανής ι δίως κατά την περίοδο της αρρώστιας του. Γρά ψει σε μια επιστολή του: «Αν ήθελα να διατυπώ σω την αίσθηση της μοναξιάς μου, θα έλεγα: ελά χιστα αισθάνομαι συγγενής με τους ζώντες· μό νον ανάμεσα στους νεκρούς θα μου είναι δυνατόν να συναντήσω κάποιον, με τον οποίον θα αισθα νόμουν ότι έχω δεσμούς συγγενικούς».16 5. Fridr. Schiller. Ο εξωτερικός κόσμος είναι, κατά τον ποιητή, εχθρικός και πιεστικός απέ ναντι ορισμένων ευαίσθητων και πνευματικά προηγμένων ανθρώπων. Τα άτομα αυτά αναγκά ζονται τότε να κλειστούν στον εαυτό τους για να προστατεύσουν την εσωτερική ελευθερία και α νεξαρτησία τους. Ιδού μερικοί στίχοι του Schiller από το περίφημο ποίημα «Η Καμπάνα» (Die Glocke): Μόνος παντέρημος πλανάται. Απομακρύνεται, αποσύρεται δεν ανέχεται πλέον τον συγχρωτισμό και τη συνάφεια με των συνανθρώπων του το άγριο πλήθος. 17
Για τα άτομα αυτά που ζουν στον «κλοιό» της μοναξιάς, της απομόνωσης, η φύση παραμένει το μοναδικό καταφύγιο, η μοναδική διέξοδος. Η ε ρημιά, η επικοινωνία με το φυσικό περιβάλλον, θέλγει, γοητεύει, ανακουφίζει: Καθαρή είναι η ζωή μου τώρα στα πανά χραντα, / τα αμόλυντα αυτά βουνά. Ναι, ξαναζώ και πάλι τώρα / το χαρμόσυνο θάρρος, τις ελπιδοφόρες ώρες / της νεότη τάς μου τις εξαίσιες ημέρες. 18
6. Ricarda Huch (1864-1947). Η ποιήτρια υπο γραμμίζει ότι η μοίρα του ποιητή είναι η μοναξιά. Μόνον τότε, απερίσπαστος και αποκομμένος α πό το θόρυβο της αγοράς, θα είναι δυνατόν να ε ξαγγείλει τους προφητικούς του λόγους: Η μόνωση είναι η μοίρα του. Όμως πιστός
αφιερωμα/59 στη θεία / την εντολή, υπομένοντας, μα κριά από το πλήθος, / ψάλλει και μέλπει τα άσματά του. Η άρπα του υψωμένο ξίφος!'9
7. Wilhelm Muller (1794-1827). Ο ποιητής ανα γνωρίζει ότι η απόσυρση από την τύρβη της κα θημερινής ζωής είναι απαραίτητη για την επιτέλε ση του δημιουργικού του έργου. Ορισμένες όμως ώρες η απομόνωση αυτή τον καταθλίβει. Είναι βαρύτατη, ανυπόφορη, επαχθής: έτσι κι εγώ τα βήματά μου σέρνω βαρειά, βαρύτατα στο δρόμο αυτόν, ενώ στο βάθος πέρα βομβεί η εύθυμη, λαμπρή ζωή... Μόνος, κατάμονος, χωρίς χαιρετισμόν από κανένα/ 20
8. Novalis (Fr. von Hardenberg, 1772-1800). Στους γνωστούς και περίφημους «Ύμνους προς τη Νύχτα», ο ποιητής εξαιρεί τη σιωπή και την η ρεμία της νύχτας. Εντούτοις υπάρχουν και στιγ μές που η μόνωση γίνεται για τον ευαίσθητο ποιη τή τρομερή, αβάστακτη, εφιαλτική: Ήμουν έρημος, όσο ποτέ κανείς δεν ήταν εμπρός μου τίποτε! Και πίσω μου και πάλι τίποτε! Σπαραζόμουν απ’ την αγωνία και τον τρόμο. Η ζωή μου έφευγε· όμως ασίγαστος ένας πόθος εκρέμονταν από την άκρη της ψυχής μου. 21
9. Ed. Morike (1704-1775). Η αυτο-απομόνωση, η ασκητική ζωή είναι του ποιητή, όταν διάφοροι παράγοντες διαψεύδουν τα όνειρα και τις ελπί δες του. Δεν θέλει να «ανακοινώσει» στους άλ λους ο,τιδήποτε συγκινεί και αναταράζει τον ψυ χικό του κόσμο: Δεν ξέρω τί ακριβώς με θλίβει· είναι ένας πόνος ασίγαστος, βαρύς. Ανάμεσα στα δάκρυα βλέπω μόνο, του ήλιου το λαμπρό το φως.22
10. Gotifried Benn (1886-1956). Ο ποιητής θεω ρεί την πλήρη, την απόλυτη μόνωση, ως πηγή στοχασμών, ψυχικής ανάτασης και υψιπετών ο ραμάτων: Οποιος είναι μόνος, αυτός θα κατορθώσει να βυθισθεί στα «μυστικά» του κόσμου τούτου. Αναδύεται ο στοχασμός, η «γνώση» αναδύεται, ακόμη και οι σκιές εκπέμπουν λάμψεις.23
11. Robert Faesi (αρχές του αιώνα μας). Ο χώ
ρος της ερημιάς είναι για τον ποιητή το μοναδικό άσυλο και καταφύγιο. Στο χώρο αυτόν αναδύο νται ελεύθεροι και αβίαστοι οι στοχασμοί, οι πό θοι, τα οράματα: Οι στοχασμοί συνωθούνται, συνωστίζονται, στο χώρο αυτό της μοναξιάς, της ερημιάς. Αναδύονται οι επιθυμίες μου, τα όνειρα. Ο μέγας πόθος μου προχωρεί και ρέει, παρόμοιος μ ’ ενός μεγάλου ποταμού το ρεύμα. 24
Σ’ ένα άλλο ποίημα, υμνεί ο Γερμανόφωνος Ελ βετός ποιητής την ερημία με λαμπρούς και κατανυκτικούς στίχους. Πιστεύει ότι είναι βυθισμένος πλέον στους κόλπους της αιωνιότητας: Η μόνωση είναι η σύντροφός μου η αγαπημένη, περίφοβος ο θόρυβος του δρόμου, την ερημία, τη σιωπή μου δεν τολμά να θίξει. Μ ια ώρα αιωνιότητας! Η γαλήνη από παντού με ζώνει, η ευλάβεια ενοικεί στα βάθη της καρδιάς μου.25
12. Hans Leip (αρχές του αιώνα μας). Ο ποιη τής πιστεύει ότι η απομόνωση αποτελεί τη μονα δική εγγύηση, η οποία θα διαφυλάξει την ευτυχία ή, επιτέλους, την ανάμνηση της ευτυχίας που κά ποτε γνώρισε: Ω, συ μοναδικό μου οχυρό, φύλαξε της ψυχής μου το άδυτο. Τη λάμψη που κάποτε γνώρισα κι εγώ, ας την φυλάξεις, ωσάν ένα χώρο ιερό. 26
13. Josef Eichendorf (1788-1857). Ο ποιητής διαδηλώνει με ωραίους στίχους την επιθυμία του να αποσυρθεί από τις περιπέτειες μιας πολυμέρι μνης και περιπετειώδους ζωής. Το βάρος των ε τών είναι καταθλιπτικό γι’ αυτόν. Μόνος και εγκαταλελειμμένος είναι. Δεν απομένει παρά μό νον ο θάνατος. Αυτός θα του δώσει την απόλυτη γαλήνη: Μ ’ έχει κουράσει η ημέρα πλέον. Α ς ησυχάσει, ας ηρεμήσει, επιτέλους, η ψυχή μου από κάθε χαρά, από κάθε πόνο. Α ς έλθει η ροδαυγή να καταυγάσει το σιωπηλό το δάσος!21
14. Christian Morgenstern (1871-1914). Ο ποιη τής περιγράφει τη μοίρα του ανθρώπου, που ανα ζητεί τη συμπάθεια, τη θαλπωρή των συνανθρώ πων του, χωρίς να την επιτυγχάνει όμως. Κλείνε-
60/αφιερωμα ται τότε στον εαυτόν του. Η οδύνη είναι η μοίρα Μόνος καθένας ζει με τη χαρά ή με τον πόνο του. Κάθε καρδιά είναι στο στήθος μόνημόνη, μόνη Ζ28
Σε άλλο ποίημα ο Morgenstem υμνεί την ερωτι κή του ευδαιμονία. Ο κόσμος ο εξωτερικός δεν υ πάρχει πλέον. Έχει διαποτίσει τα πάντα: Ο έρωτάς μου είναι μεγάλος, όσο κι ο κόσμος. Έξω απ’ αυτόν υπάρχει το μηδέν. Όπως τα πάντα ο ήλιος θερμαίνει και φωτίζει, έτσι κι ο έρωτάς μου τα πάντα καταυγάζει.29
Τέλος σ’ ένα ποίημα υπογραυ ιιίζει τη μόνωση του μεγαλοφυούς ανθρώπου, ο ·.■ ,_· :σς είναι προ σηλωμένος στο μεγάλο του όραμα: αυτός που είναι προσηλωμένος στο μέγα, στο θείο το όραμά του, μόνος, κατάμονος θα μείνει. Ούτε της θάλασσας ο βράχος τόσο παντέρημος και μόνος είναι.30
μερικοί στίχοι από τη συλλογή του «Θυσία στους Λώρητες» που αναφέρονται σε μια εγκαταλελειμμένη γυναίκα. Ζούσε μόνη· και μόνη θα πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο: Την βρήκαν · είχε το κρανίο συντριμμένο στο χέρι της κρατούσε ένα που έκαιε πιστόλι. Ρόγχος κατόπιν. Κι έσπευσαν να αποκομίσουν αυτήν και την οδύνη της. Έξω, μνήμα κανένα!
Ιδού κι ένα άλλο. Είναι η μοναξιά του φυλακι σμένου (Νέα Ποιήματα): Τρέχει το νερό, με πάταγο, απ’ τους βράχους. Αυτόν τον πάταγον ακούω, αυτόν και μόνο.
Ιδού ακόμη μερικά ποιήματα. Είναι ο «Ποιη τής». Έρημος και μόνος. Το άσμα που δεν έχει απήχηση· δεν έχει ανταπόκριση. Είναι μάταιο και άσκοπο: Μόνος. Τι να το κάμω αυτό το στόμα; Την σκοτεινή τη νύχτα μου τι να την κάμω κι η ημέρα μου είναι άχρηστη και εκείνη! Αεν έχω σπίτι, άσυλο δεν έχω, δεν έχω αγαπημένη...
15. Ν Lenau (1802-1850). Ο ποιητής ψάλλει τη μοναξιά της νεκρής κόρης. Παραθέτουμε μερικά (Νέα Ποιήματα) χαρακτηριστικά τετράστιχα από το ποίημα του «Νοσταλγία»: Σ’ ένα άλλο ποίημα είναι οι επαίτες, που προκαλούν την προσοχή του ευαίσθητου ποιητή: Κοιτάζει απ’ το παράθυρό της τώρα η Λίλα προς το δάσος σιωπηλή, και, γέρνοντας θλιβά το πρόσωπό της, καιρούς παλιούς με ρέμβη αναπολεί.
Επίσης μερικά αποσπάσματα από το ποίημά του «Άσυλο». Εδώ ο Lenau περιγράφει ένα ερημικό τοπίο. Εδώ τα πάντα είναι ήρεμα, σιωπηλά. Ούτε κρωγμοί πουλιών αντηχούν ούτε άνεμοι θροΐζουν ούτε και ρυάκια ταράζουν την έρημη αυτή γη. Εί ναι το μοναδικό άσυλο για τους απελπισμένους από τη ζωή και, προπαντός, από τον έρωτα: Με περισσή στοργή φυλών οι βράχοι να βρίσκεται μια θέση γαληνή για να ’ρχεται μια αγάπη απελπισμένη κρυφά να κλαίει... να κλαίει... να θρηνεί...31
Rainer Maria Rilke (1875-1926). Το αίσθημα της μοναξιάς είναι εμφανές και πρόδηλο στο ποιητι κό έργο του Rilke. Ή δη και στις πρώτες ποιητι κές του συλλογές θα συναντήσουμε ποιήματα, που έχουν ως πυρήνα και επίκεντρο τη μόνωση και την αποξένωση των απλών ιδίως ανθρώπων του λαού καθώς και των αναπήρων. Ιδού αμέσως
Δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά την κοιλότητα του χεριού να επιδεικνύουν Δεν έχουν τίποτε άλλο να προσφέρουν...
(Νέα Ποιήματα) Επίσης και οι τυφλοί δεν τον αφήνουν αδιάφο ρο. Δεν είναι μόνον η μοναξιά- είναι και η πείνα ακόμη που τους μαστίζει: Μ ια ατέλειωτη κραυγή δονεί το στήθος μου. Δεν ξέρω αν είναι η καρδιά μου εκείνη που φωνάζει ή μήπως είναι τα έντερά μου που κραυγάζουν...
(Βιβλίο των Εικόνων) Τέλος και το ποίημα «Ο κήπος των Ελαιών» εί ναι πολύ σημαντικό. Μολονότι αναφέρεται στο αίσθημα της μοναξιάς, που δοκιμάζει ο Ιησούς Χριστός, ο εσταυρωμένος, εντούτοις συμβολίζει, νομίζουμε, την ερημία, την τραγική ερημία των ανθρώπων επί της γης. Το παραθέτουμε σχεδόν ολόκληρο:
αφιερωμα/61 Ναι δεν σε βρίσκω· ούτε και μέσα μου μηδέ στους άλλους. Ούτε στην πέτρα αυτή. Στο λέω δεν σε βρίσκω. Και είμαι παντέρη μος και μόνος. Είμαι συγχωνευμένος με τη θλίψη των αν θρώπων όλων, που μ ' εσένα ως «ενδιάμεσο» να ελαφρύνω προσπαθούσα. Μ ε σένα, ναι, που δεν υπάρχεις! Ω, καται σχύνη ανήκουστη! Κατόπιν ήρθε ένας άγγελος. Έ τσ ι δια δίδουν! Άγγελος προς τι. Α, όχι! Η νύχτα ήρθε μόνο ως αδιάφορη θρόισε μες στα φυλλώματα των δέντρων... Η νύχτα που ήρθε ήταν, ωσάν τις άλλες, όμοια με εκατοντάδες άλλες νύχτες. Κοιμούνται οι σκύλοι· κοιμούνται οι βράχοι.
1. Στην Μ. von Stan, <U. ΙΤ». 2. Goethe, Wake, ed Heincmman, τόμος 2, βελ. ISO. 3. Goethe, όπου αν., 9, βελ. 15$. 4. Goethe, Job, Ausgabe, 24, 232, 5. Goethe, Meyers Klassiker Ausgabe, τόμος l, βελ. 34. 6. Goethe, Meyers Ausgaben Heinemann, τόμος I, βελ. 327. 7. Goethe, Werke, Meyers Klassiker, όπου αν., 37. 8. Gesimtliehe Werke, Heidelberg, βελ. 28. 9. HOlderlin Werke, τόμος II, 1949, βελ. 55. 10. H. Hesse, Gedichte, Berlin, 1947, βελ, 188-189. 11. H. Hesse, Gedichte, Berlin, 1957, βελ. 24$ teat επ. 12. Nietzsche, Kroner, Leipzig 1939, βελ, 201. 13. Ft, Nietzsche, Ztvischen Raub vogeln eittsam, Gedichte und Sprricbe, Leipzig, 1898. 14. Ft, Nietzsche, Heiterkeit, «την «Ανθολογία» Lied und Gestalt, Miinchen, 1947, βελ. 340. 1$. Fr, Fietzsche, από το 0ι0λίο «Lytik des Abeadlandes», Miinchen, 1948,
Μ ια νύχτα θλιβερή περίλυπη, μια νύχτα καθώς όλες, που περιμένουν την αυγή. Οι άγγελοι δεν σπεύδουν σε ικέτες, σαν εμέ, οι νύχτες γι’ αυτούς δεν μεγαλύνονται... Είμαι καθώς τα τέκνα που «εκθέτουν» οι πατέρες, που απορρίπτουν οι μητέρες απ ’ τον κόρφο τους!31 V. Η παράθεση τόσων ποιημάτων ή αποσπα σμάτων από την παλαιότερη και νεότερη γερμα νική ποίηση, είναι, νομίζουμε, επαρκής για να ε πιβεβαιώσει, όσα προείπαμε στην εισαγωγή. Η μοναξιά, το αίσθημα της ερημιάς του ανθρώπου, είναι πρόδηλο και καταφανές. Επιπλέον τα ποιή ματα και τα αποσπάσματα αυτά, προσέφεραν στον αναγνώστη, καθώς πιστεύουμε τουλάχι στον, και μια υψηλής ποιότητας αισθητική συ γκίνηση. 16. Fr. Nietzsche, Briefe, Ausgabe Baumler, βελ. IX. 17. Fr. Schiller, Gedichte, ed. Weissenfels, Berlin, 1940. 18. Fr. Schiller, Werke, ed. Boxberger, τόμος 118, βελ. 32. 19. R. Huch, oto ποίημα «De profundis» Anthologie, Miinchen, 1946. 20. W. Miiller, Einsamkeit ero «Buch derdeutschen Lyrik», Tubingen, 1943, βελ. 321. 21. Novalis, Hymnen an die Nadu, ed. Kiukhelm, τόμος I, βελ. 57. 22. E. MOrike, Werke, Leipzig, 1925, τόμος l, βελ. 100. 23. G. Benn, βτη βυλλογή «In Wellen und Lifer» Deutsche Gedichte, ed. O, Zanke, Miinchen, 1954. 24. R. Faesi, Der Brennend Busche, Zurich, 1926. 25. R. Faesi, Hymnen auf die Einsamkeit, Zurich, 1926. 27. J. von Eicherdorf, «Der Einsiedler», Deutsche Nat. Lit,, τό μος 146, ed, Rodt, βελ, 303, 28. C, Morgenstem, Piper Veriag, Miinchen, βελ. 114-115. 29. Chr. Morgenstem, Miinchen, 1949, βελ. 54. 30. Ch. Morgenstem, Piperband (περιοδικό), 1949, 31. Rainer Maria Rilke, Paul de Man, 1972,
62!αφιέρωμα
Μισέλ Μπιγκό
Αντάμωφ, Μπέκετ, Ιονέσκο:
Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν, όπως οι Σμιθ και οι Μάρτιν, δεν έχουν ούτε οικογένεια, ούτε φίλους, ούτε πατρίδα. Μέσα στην οδυνηρή τους μοναξιά έ χουν μόνο το λόγο, φάρμακο παράλογο. το 1950, ορισμένες θεατρικές σκηνές του Α πόΠαρισιού κυριαρχούνται από παραδομένες, αξιολύπητες μορφές, από κλόουν βυθισμένους στην εγκατάλειψη ή από φιγούρες εξορισμένες απ’ τη ζωή, που διασταυρώνονται μεταξύ τους δί χως ποτέ να συναντιούνται στην πραγματικότη τα. Όπως ο Ξένος του Μπωντλέρ, είτε δεν έχουν καθόλου οικογένεια, φίλους, πατρίδα, είτε έχουν κάποιες γελοίες μονάχα σκιές όλων αυτών, χω ρίς να βρίσκουν ωστόσο ποτέ τα μεγαλειώδη σύννεφα που τις δημιουργούν. Ζουν τις πιο πολ λές φορές σε τόπους ξεκομμένους απ’ τον υπό λοιπο κόσμο: κάποια έπαυλη κλειστή στα περί
χωρα του Λονδίνου, δωμάτια αποκομμένα από το εξωτερικό, κάποιος έρημος δρόμος ή μια «τε ράστια έκταση καμένου χόρτου» (Ω! Οι ωραίες ημέρες!). Οι υπεύθυνοι για όλα τούτα ονομάζο νται Αντάμωφ, Μπέκετ, Ιονέσκο. Σήμερα τίτλοι κεφαλαίων σε σχολικά εγχειρίδια (λιγότερο ο Α ντάμωφ, περισσότερο οι άλλοι δύο: τόσο το χει ρότερο; τόσο το καλύτερο;...), την εποχή εκείνη αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας μερίδας της κριτι κής. Πέρα από τις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτούς τους συγγραφείς, που θα τονίζονται με το πέρα σμα του χρόνου (γι’ αυτό το λόγο θ’ αναφερθούμε κυρίως στα πρώτα τους έργα), αν υπάρχει μια
αφιερωμα/63 Edward Hopper
€
λείας κι αυτή του η διαύγεια πνεύματος είναι που τον απομονώνει από τους ανθρώπους. Παιδαγω γός επίμονος κι επινοητικός, θέλει να οδηγήσει και τους άλλους να συνειδητοποιήσουν τα ίδια πράγματα. Τα πρόσωπα του Κεκλεισμένων των θυρών ανακαλύπτουν σιγά σιγά την ακριβή φύση της μοναξιάς τους,· κάτω από τα βλέμματα των άλλων. Ο Βλαδίμηρος όμως και ο Εστραγκόν τα έχουν όλα καταλάβει μονομιάς. Γνωρίζουν από πάντα τι κρύβουν τα χαρτιά, χωρίς να παίζουν το ρόλο του ειδήμονα περί τα ανθρώπινα. Στον Μπέκετ και στα πρώτα τουλάχιστον έργα του Ιονέσκο και του Αντάμωφ, ο χωρισμός του ατόμου από τον κόσμο είναι ένα δεδομένο άμεσο, δίχως δυνατή εναλλακτική λύση, ενώ πίσω από τους μοναχικούς του Σατρ ή του Καμύ διακρίνεται η εικόνα μιας πιθανής υπαρξιακής επιλογής, που θα ’δίνε κάποιο νόημα στην εξορία του αν θρώπου. μοναξιά δεν είναι λοιπόν το αποτέλεσμα μιας βαθιάς σκέψης ή μιας ξεχωριστής κα τάστασης, αλλά η ρίζα των προσώπων αυτών. Μπορούν να την αισθάνονται ως τα κατάβαθά τους - οι πρώτες λέξεις της κυρίας Ρώνεΰ ( Ολοι
Η
Οι αβεβαιότητες της επικοινωνίας σταθερά που τους ενώνει, αυτή είναι σίγουρα η μοναξιά των ευτελών τους ηρώων. Παρατηρούμε βέβαια ότι και το προγενέστερο θέατρο συγκεντρώνει τέτοιους τύπους μοναχι κούς, όπως κάποτε η έρημος ερημίτες. Ό μ ω ς ο Χαμ, ο Σουμπέρ και ο Ταράν, δεν είναι φτιαγμέ νοι από την ίδια μαγιά. Η μοναξιά δεν είναι γΓ αυτούς μια ιδιαίτερη εσωτερική τάση, η σφραγί δα ενός προσωπικού πεπρωμένου. Για τον ήρωα του ρομαντισμού είναι το αντίτιμο της ανώτερότητάς του, σημάδι μιας εκλογής και συνάμα μιας κατάρας< Η απομόνωση του ρομαντικού είναι διακηρυγμένη και γΓ αυτό ακριβώς ύποπτη. Τα πλάσματα όμως αυτού του «Νέου Θεάτρου» δια φέρουν εξίσου ριζικά σ ’ αυτό το επίπεδο τόσο α πό τους ρομαντικούς, όσο και από τους ήρωες του Σατρ και του Καμύ. Ο Καλιγούλας, για παρά δειγμα, καταλαβαίνει το νόημα της «ανθρώπινης κατάστασης» μετά από πολλούς μήνες βασι-
αυτοί που πέφτουν) εκφράζουν τον οίκτο της για μια γειτόνισσα και κατ’ επέκταση για τον ίδιο της τον εαυτό - ή πάλι να την αγνοούν: στη Φα λακρή Τραγουδίστρια οι Σμιθ και οι Μάρτιν δεν υποψιάζονται προφανώς τη μοναξιά τους μιας και, σαν ανδρείκελα που είναι, δεν είναι σε θέση να κάνουν την παραμικρή προσωπική σκέψη. Θα ’λεγε κανείς ότι η μοναξιά δεν υπάρχει από μόνη της σαν κατάσταση, παρά μόνο σαν συναίσθη μα, ότι προϋποθέτει την ύπαρξη ατόμων που να την ζουν, ενώ οι Σμιθ και τα πιστά τους αντίγρα φα, οι Μάρτιν, δεν είναι παρά άδεια κελύφη που αλληλοσυγκρούονται. Ό μω ς, παρ’ όλη τους την κενότητα, τούτες οι διάσημες ανθρωπόμορφες μαριονέτες βασανίζονται εσωτερικά από μια υ πόκωφη βιαιότητα, από μια επιθετικότητα, στην αρχή λανθάνουσα κι έπειτα έκδηλη, που πηγάζει από τη δυσκολία που έχουν να επικοινωνήσουν με τους άλλους. Ό πω ς και οι ήρωες της Πάρω-
64/αφιερωμα δίας ή του Ολοι εναντίον όλων του Αντάμωφ, παρ’ όλη τους την αλλοτρίωση, δεν μπορεί να μη ζουν έντονα τον ακρωτηριασμό τους μέσα στην οδύνη. Αυτή η μορφή της θεμελιώδους μοναξιάς των ατόμων, έχει σαφώς τη ρίζα της μέσα στην προ σωπικότητα αλλά και την εμπειρία των δημιουρ γών τους. Το να πούμε ότι ο Μπέκετ ήταν φειδω λός στις εκμυστηρεύσεις, είναι ευφημισμός. Ας πιστέψουμε όμως τον Σαρλ Ζυλιέ που έλεγε πως «ό,τι έγραψε, το ’χε ζήσει». Ο Αντάμωφ μας έδω σε την πηγή της θεατρικής του κλίσης στο προει σαγωγικό κείμενο του 2ου τόμου του έργου του. Βλέποντας δυο νεαρές κοπέλες που έσπρωχναν στο δρόμο έναν τυφλό, ενώ ταυτόχρονα τραγου δούσαν περιπαικτικά «έκλεισα τα μάτια κι όλα ήταν υπέροχα...», ένιωσε τη διάθεση να γράψει, σχολιάζοντας τη σκηνή και προδιαγράφοντας ταυτόχρονα το περιεχόμενο του θεατρικού του έργου: « ... μου ήρθε λοιπόν η ιδέα να δείξω πάνω στη σκηνή, με τον πιο χονδροειδή, τον πιο κατα φανή τρόπο, την ανθρώπινη μοναξιά, την έλλει ψη επικοινωνίας». Για τον Ιονέσκο, η γέννηση της θεατρικής κλίσης έρχεται παράλληλα με την αίσθηση του αλλόκοτου του κόσμου και της γλώ σσας, με την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ε πικοινωνίας. Ό μ ω ς, πολύ πριν την επιθυμία τους να γράψουν θέατρο, ο Αντάμωφ και ο Ιονέσκο, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, συνειδητο ποιούν τη δική τους μοναξιά μέσα σ ’ έναν παρά ξενο κόσμο. ούτη την εμπειρία ενός σχίσματος ανάμεσα στο εγώ και τον κόσμο, ο Ιονέσκο μ ας τη δί νει σ ’ ένα αφήγημα, σημαδεμένο από την εσωτε ρική εμπειρία του συγγραφέα, με τίτλο - τι πα ράξενη σύμπτωση! - Ο Μοναχικός. «Αναδι πλωμένος στον εαυτό μου (...) συνειδητοποίησα πως αυτοί οι άνθρωποι μου ήταν ξένοι... Λες κι ένα τζάμι παχύ, άθραυστο, τους χώριζε από μέ να. Πώς να τους πλησιάσω; Για μένα είναι αρειανοί όλοι αυτοί οι όμοιοί μου! Αυτοί είναι που βρί σκονται πίσω από το τζάμι, σαν σε ζωολογικό κήπο, ή μήπως εγώ; Προχώρησα πιο πολύ στην κατεύθυνση αυτής της αποξένωσης. Καταγινόμενος μ' αυτό, κατάφερα να κάνω έτσι ώστε οι κι νήσεις τους, οι χειρονομίες τους να μου φαίνο νται συγκεχυμένες, γλώσσα της οποίας δεν γνώ ριζα την έννοια. Οι λέξεις τους μου έγιναν ακατά ληπτες...». Τα πρόσωπα του «Νέου Θεάτρου» είναι ίσως μόνα, γιατί δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα από τους άλλους. Ό τα ν μοιάζεις σ ’ όλο τον κόσμο, κατα λήγεις να βρίσκεσαι ταντού πρόσωπο με πρόσω πο με την ίδια σου τη μιζέρια. Στον Μπέκετ, ένας άρρωστος έχει σχεδόν συνεχώς απέναντι του έ ναν αξιοθρήνητο πάσχοντα, έναν καθρέφτη του δικού του πόνου. Πώς να βρεις παρηγοριά στη
Τ
δυστυχία σου, όταν ο συνομιλητής σου αναμασά συνεχώς τη δίκιά του; Στην καλύτερη περίπτωση ανταλλάσσεις απλώς ιατρικά ανακοινωθέντα... Στον Ιονέσκο, η ανθρωπότητα είναι ίσως πιο υ γιής, όμως στο έργο του η συνάντηση αυτή των σακάτηδων δίνει τη θέση της σε σκηνές ενδοοικογενειακής ζωής. Στο Θύματα του καθήκο ντος ή στο Αμεδαίος ή Πώς να το ξεφορτωθούμε, οι σύζυγοι διαφοροποιούνται σαφώς μεταξύ τους μέσω των ονείρων ή των αξιών τους, όμως, από την άλλη πλευρά, η εικόνα των μνησικακιών, των αποτυχιών, των στερήσεών τους, που αντα νακλά ο ένας πάνω στον άλλον, είναι συμμετρι κ ές μεταξύ τους. Για τον Αντάμωφ, η επικοινω νία με τον άλλον είναι τόσο αδύνατη, ώστε ο θεα τής συμμετέχει σ’ ένα διάλογο μεταξύ κουφών, καθώς το κάθε άτομο βλέπει στους άλλους όχι μόνο κάποιες υπάρξεις που του διαφεύγουν, μα και την αντανάκλαση της δικής τους κώφωσης. Καθένας είναι μόνος γιατί, όντας όλοι όμοιοι με ταξύ τους, κανείς δεν μπορεί να αισθανθεί πως συμπληρώνει τον άλλον, τον οιποιονδήποτε άλλον. Αυτός ο ομοιομορφισμός τονίζεται συχνά, κυ ρίως στον Αντάμωφ και τον Ιονέσκο, με τον δι χασμό ορισμένων προσώπων: για παράδειγμα οι μονόχειρες, οι παρτιζάνοι και οι αστυφύλακες στα Μεγάλα και μικρά γυμνάσια. Για τον Αντά μωφ είναι ένας τρόπος για να υπογραμμίζει την έλλειψη ιδιαίτερων ανθρώπινων χαρακτηριστι κών, υποβαθμίζοντάς τους έτσι στον κοινωνικό τους ρόλο. Ο Ιονέσκο πάλι φτιάχνει σωσίες: οι Μάρτιν είναι το είδωλο των Σμιθ, οι γονείς του Ιάκωβου είναι τα πιστά αντίγραφα των γονιών του Ροβέρτου, ο Ροβέρτος ο 2ος είναι πανομοιό τυπος με τον Ροβέρτο τον Ιο. Αυτή η μηδιάκριση, όταν πρόκειται για κομπάρσους, μπο ρεί εξάλλου να έχει σαν αποτέλεσμα την ενίσχυ ση της απομόνωσης του πρωταγωνιστή, αν αυ τός διαφέρει και όσο διαφέρει από αυτές τις πα νομοιότυπες μαριονέτες. Είναι η περίπτωση του Ιακώβου πριν από την υποταγή του. Μ όνος μαζί με όλους, ο ήρωας του «Νέου Θεάτρου» μπορεί ε πίσης να είναι και μόνος εναντίον όλων. Το πιο αντιπροσωπευτικό ίσως παράδειγμα είναι ο κα θηγητής Ταράν του Αντάμωφ.
Κ
ατηγορούμενος από τα παιδιά πως ξεγυμνώ θηκε δημόσια («με περικύκλωναν... όλοι έρ χονταν καταπάνω μου... φώναζαν όλοι μαζί. Λες και το ’χαν συμφωνήσει»), περνά από μια αστυ νομική ανάκριση που τον τρελαίνει. Η πανεπι στημιακή του φήμη - για την οποία ο θεατής δεν ξέρει αν είναι αληθινή ή σκέτη φαντασίωση δεν τον βοηθά σε τίποτα, όπως ακριβώς και τα διάφορα πρόσωπα που μπαίνουν στο αστυνομικό γραφείο τον αγνοούν ή τον κακομεταχειρίζονται, παρά τις αξιολύπητες προσπάθειες που κάνει για
αφιερωμα/65 να τον αναγνωρίσουν. Ο έσχατος εξευτελισμός θα έρθει με το γράμμα του Πρύτανη, που του ανα κοινώνει τη ματαίωση των μαθημάτων του, τα ο ποία υπήρχε κίνδυνος να ξεσηκώσουν τη γενική κατακραυγή. Έτσι, μόνος πάνω στη σκηνή «πο λύ αργά, αρχίζει να γδύνεται». Ο Ταράν έχει λοι πόν απορριφθεί απ’ όλους. Οι πλάτες που γυρί ζουν, η απότομη εξαφάνιση των συνομιλητών του που τον αφήνουν μόνο με την αγωνία του, είναι οι πιο σαφείς σκηνικές εκφράσεις αυτής της άρνη σης να τον αναγνωρίσουν. Δεν θέλουν να δουν σ ’ αυτόν τον υπεύθυνο καθηγητή Ταράν που, δίκαια ή άδικα, ισχυρίζεται πως είναι: αντιπαραθέτει σ ’ αυτή την άρνηση την ακραία εικόνα ενός Ταράν τιμώμενου από τους φοιτητές του: « Ό σ ο για τους ψιθύρους που, κάποια φορά, ακούστηκαν α πό το βάθος της αίθουσας, ξέρω τι ήταν αυτό που τους προκάλεσε... Κάποιες φοιτήτριες ζήτησαν να σωπάσουν μερικοί νεαροί που κάθονταν πίσω τους και έλεγαν δυνατά: «Τι σαφήνεια! Τι δύνα μη σκέψ ης!...». Γκροτέσκα φαντασίωση που α ποκαλύπτει την απόγνωση ενός ανθρώπου μό νου, που αντισταθμίζει μ’ ένα παραλήρημα μεγα λείου την ταπείνωση του να μην είναι πλέον τίπο τα για τους άλλους. Στο τέλος, καθώς ξεγυμνώ νεται, ευθυγραμμίζεται με την απόφαση αυτών που τον θέλουν ένοχο και μ’ αυτή την απογύμνω ση κάνει το τελευταίο βήμα προς την απόλυτη μοναξιά. Ο Ταράν δεν είναι μονάχα παραμερι σμένος αλλά και αγνοημένος και συντριμμένος από τους ανθρώπους, τις αποφάσεις της εξου σίας και από μια δύναμη απροσδιόριστη, αόρι στα μπουφόνικη, ενσάρκωση της πάντα πανί σχυρης Μοίρας των αρχαίων τραγωδιών. Από δω και στο εξής, σ ’ αυτό το είδος θεά τρου, όλες οι παλιές συνταγές για τη θεραπεία της μοναξιάς, έχουν το ίδιο αποτέλεσμα που έχει κι ένα φυτζάνι τίλιο σ’ ένα γενικευμένο καρκίνο. Ο έρωτας δεν είναι παρά μια παρεξήγηση μιας και η επικοινωνία ανάμεσα στο ζευγάρι δεν αποκαθίσταται ποτέ. Ξεκινώντας απ’ αυτό το αξίω μα ο κάθε συγγραφέας σχεδιάζει τις δικές του παραλλαγές. Στον Αντάμωφ είναι η παρείσφρηση ενός τρίτου μέσα στη σχέση (η μητέρα, στην Εισβολή), ή κάποιες δυσκολίες κοινωνικής φύ σης (ο χωρισμός του ζευγαριού στο Ολοι ενα ντίον όλων). Στην Παρωδία η ηρωίδα, επιθυμητή απ’ όλους κι ανίκανη ν’ αγαπήσει τον οποιονδήποτε, αυτοπροσδιορίζεται από την πρώτη της κιόλας ατάκα: «Δεν ψάχνω τίποτα. Με ψάχνουν, είναι διαφορετικό». Στον Μπέκετ τα ζευγάρια των γέρων αποκαλύπτουν την αποτυχία του κάθε είδους έρωτα. Ο κύριος Ρώνεϋ τυφλός, ο Ουίλλυ (Ω! Οι ωραίες ημέρες) σχεδόν παράλυτος, δεν μπορούν πια ούτε να προσπαθήσουν, όπως κά νουν οι γυναίκες τους, να παρηγορηθούν μέσα στο ανυπόφορο παρόν, επικαλούμενοι κάποια παλιότερη χρυσή εποχή (που παραμένει όμως
πάντα αμφισβητήσιμη). Οι Μάρτιν του Ιονέσκο, προσβεβλημένοι από αμνησία δεν αναγνωρίζο νται μεταξύ τους και είναι υποχρεωμένοι να επιδοθούν σε μια ατέλειωτη επαλήθευση πληροφο ριών μέχρι ν ’ ανακαλύψουν πως είναι παντρεμέ νοι. Στις Καρέκλες, η περιαστασιακή τρυφερότη τα ανάμεσα στο Γέρο και τη Γριά δεν αποκαλύ πτει στο τέλος παρά το ψέμα πάνω στο οποίο στηρίζεται το ζευγάρι, τραπεζικό συμβιβασμό α νάμεσα σε δυο μοναξιές. Η φιλία δεν είναι περισ σότερο πιθανή. Τουλάχιστον όμως αυτή επιτρέ πει μια κάποια συνενοχή. Περισσότερο σύντρο φοι στα δεσμά τους παρά φίλοι, ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν, όπως σ’ ένα άλλο επίπεδο ο Αρ θούρος κι ο Βίκτωρ στο Πινγκ-πονγκ του Αντά μωφ, έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον για να μπο ρέσουν να υποφέρουν όσο γίνεται λιγότερο ανώ δυνα την ύπαρξή τους. τον Μπέκετ αυτή η συντροφικότητα της δυ στυχίας κατέχει μια θέση ουσιαστική. Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν δεν μπορούν ούτε να υποφέρουν ο ένας τον άλλον ούτε ν ’ αποχωρώ στούν ο ένας τον άλλον. «Βλέπεις, είσαι χειρότε ρα όταν είμαι εδώ. Κι εγώ επίσης, αισθάνομαι λι γότερο μόνος». Μα οι δυο τραγικές αυτές φιγού ρες ξαναβρίσκονται πάντα. Είναι που ο πόνος κάνει συγχρόνως μαγευτικό και ανυπόφορο τον πόνο του άλλου. Ν ’ αγαπάς τον πλησίον σου ό πως τον εαυτό σου: Ο Κλοβ και ο Χαμ στο Τέλος του παιχνιδιού εφαρμόζουν κατά γράμμα αυτή τη θεάρεστη αρχή. Μόνο που οι Πατέρες της Εκ κλησίας μας είχαν ξεχάσει πως ο Χαμ δεν αγα πάει και πολύ τον Χ αμ... Έ τσι κάνεις τον άλλον να πληρώσει ακριβά το ότι σου μοιάζει σαν α δερφός... Τελικά ο λόγος είναι το μόνο σχεδόν αποδεκτό παυσίπονο. Οι ήρωες των πρώτων έργων του Ιονέσκο ξεφεύγουν από τη σιωπή μέσω της λογο διάρροιας, της έμφασης, του θορύβου: οτιδήποτε να ’ναι προκειμένου ν ’ αποφευχθεί η βουβαμάρα που παγώνει τους Σμιθ και τους Μάρτιν στην αρ χή της συνάντησής τους. Στα έργα του Μπέκετ μιλάμε για να πούμε πως «τέλειωσε, θα τελειώ σει, ίσως τελειώσει» (Το τέλος του παιχνιδιού) και το να το λες είναι ένας τρόπος ν’ ανταποκριθείς μ’ όλα σου τα μέσα στην αντιφατική σου επι θυμία να επιταχύνεις και ταυτόχρονα να καθυ στερήσεις το τέλος των λέξεων, το τέλος της ύ παρξης. Κι άλλωστε πρέπει ν ’ απευθύνεσαι σε κάποιον... Αλλά οι άλλοι δεν βρίσκονται εδώ για να σ’ ακούσουν πραγματικά. Τούτοι οι εξόριστοι από τη μια σπρώχνονται μεταξύ τους και την ίδια στιγμή φωνάζουν ο ένας τον άλον να τον βοηθή σει. Εστραγκόν: «Μη με αγγίζεις! Μη με ρωτάς τίποτα! Μη λες τίποτα! Μείνε μαζί μου!».
Σ
Μετάφραση: Μαρίνη Σκλήρη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ για ΠΑΙΔΙΑ και πα ΝΕΟΥΣ ΗΡΩ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ
Οι τελευταίοι ήρωες
Το πέρασμα της γάτας
Οδός Γραβιάς
Στο γυμνάσιο ΠΙΤΣΑ ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ
Το φουστάνι της Κλεοπάτρας ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΣΕ Ο Λ Α ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Σ. ΠΑΤΑΚΗΣ ΑΧ. ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 3638362, FAX 3628950
J f ΔΙΑΒΑΖΩ % &
χ
Παρακαταθήκη παλαιών τευχών ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΑΘΗΝΑ 106 81 - ΤΗΛ.: 36.10.366, FAX: 36.28.938
η στειρότητα της εικονολατρείας ΓΓΛ
Κατάλυμα νέων ποιητών της Θεσσαλονίκης. (1980-1989). Αθήνα, Μ π ιλ ιέ τ ο , 1991. Σελ. 118. Αρχ. 1000.
ο αποκορύφωμα μιας πάσχουσας ευαισθησίας συχνά υποκύ πτει κι ακολουθεί την (αυτο)απιστία αποδημώντας σε μια μορ φή του Λόγου και της Τέχνης. Και εκεί εκδιπλώνεται με ή χωρίς αντίσταση λοιδορώντας τη στέρηση και την απουσία ή άδοντας μια συναισθηματική και στοχαστική ένταση. Ωστόσο παραμένει ανεξέταστη η δυνατότητα διατύπωσης στί χων, η απόδοση βιωμάτων και αισθήσεων, μέσω μιας δάνειας ποι ητικής. Το ισχυρό αισθητήριο του Ντ. Χριστιανόπουλου φαίνεται να προσλαμβάνεται ως πρωτότυπο και δεσμευτικό για την έκφραση των «νέων ποιητών της Θ εσ/νίκης». Στα ίχνη αυτού του ποιητικού πρωτότυπου πειθαρχεί και προσαρμόζει την έκφρασή του το σύνο λο των φιλοξενούμενων ποιητών στην υπό σχολιασμό ανθολογία. Ξεπερνώντας την παγίδα ενός αφορισμού ας αναρωτηθούμε: η ποιητική ισχύς Kat αίγλη του πρωτότυπου, περιορίζει ή αναπτύσ σει, υποτάσσει ή απελευθερώνει, παθητικοποιεί ή ενεργοποιεί, με ταμορφώνεται σε μια έτοιμη ποιητική ή ωθεί σε μια απεριόριστη διατύπωση; Από τη βορεινή ποιητική εκδίπλωση-έκφραση προβάλλουν και καταγράφονται τάσεις και αποχρώσεις πειθαρχημένες στην ποιη τική ένταση-βούληση που περιέχεται στο «Κορμί και το Σαράκι» «Κορμί και Μεράκι» κ.ά. Στις ρόγες αυτής της ποιητικής, ετούτου του εμπειρικού στοχα σμού (Ντ. Χριστ.) κινούμενα τα ανθολογούμενα ποιήματα, φθεί ρουν και ξεφτίζουν, ανανεώνουν αναζητώντας νέες «ομιλίες» ή διατηρούν σαν ανάμνηση την ποιητική μήτρα; Μήπως οι ανθολογούμενοι ποιητές προδίδουν τον εαυτό τους υπακούοντας σ ’ ένα στίγμα και αναλαμβάνοντας την αποσαφήνιση και επίρρωσή του; Η γοητεία μιας υπεράσπισης/άρνησης για να μην εκφυλιστεί σ’ ένα στείρο δυϊσμό θα χρειαστεί να σταθμίσει το γεγονός ότι οι ανθολογούμενοι είναι στην αρχή της ποιητικής των δράσης ή απλώς συνεχίζουν... Γι’ αυτό θα οδηγήσουμε την τροχιά του σχολιασμού σταθμεύοντας στον κάθε ανθολογούμενο ξεχωρι στά και αναμένοντας μια άλλη στιγμή για άλλους χειρισμούς.
Τ
ς ξεκινήσουμε το δρομολόγιο με βραδύ βήμα σύμφωνα με ό,τι απαιτεί κι επιτάσσει η τάξη των ανθολογούμενων ποιημάτων. Εκδιπλώνοντας τα ερεθίσματα, σταθμίζοντας τις αποστάσεις με-
Α
ποιΗ
(ΓΗ
68/επιλογη ταξύ άγνωστου και γνωστού, ανοίκειων και οικείων, θα διαπιστώ σουμε πως ακολουθούν/απομακρύνονται τα ποιήματα από την ποιητική μήτρα. Η αποκρυσταλλωμένη αίσθηση που ευημερεί στην Πρώτη μας στάση γίνεται διαυγής καθώς δηλώνεται ο προσανατολισμός και η προτίμηση του Π. Σωτηρίου. Έ νας αμετασχημάτιστος Καβαφισμός και μια διδαχτική υφή γίνονται τα «ενδύματα» μιας ευαισθη σίας που πάλλεται χωρίς να αναζητεί έναν ποιητικό δρόμο. Έτσι, τα βιώματα, ο στοχασμός, παραμένουν αυστηρά περιγραφικά χω ρίς να μεταφυτεύονται σε μια ποιητική αίσθηση. « Οταν οι άλλοι λένε Σεφέρης, Ελύτης Εγώ, λέω Καβάφης κι όταν οι άλλοι λένε Καβάφης-Σεφέρης-Ελύτης Εγώ λέω Καρυωτάκης».
1
ο
Στην συνέχεια μια ευέλικτη κι επιδέξια γραφή επεκτείνει την «ποιητική μήτρα» καθώς διατυπώνεται στην αμφισημία των καθη μερινών σκηνών. Είναι η Δεύτερη στάση δια χειρός Χ .Δ . Καλαϊτζή καθώς ανατέλλει στη μεταφορά αφήνοντας το κοινότοπο μακριά της στιχουργικής.
α <y
«Τα σκυλιά στις ευθείες δεν αρρωσταίνουν δεν έχουν τίποτα να βρουν πίσω από τον ίσκιο τους Οι γωνιές των οδών τα ξεκοιλιάζουν» Στη μυθοποιημένη ψύχωση της υπεροψίας οφείλεται η Τρίτη στάση του Στ. Ζαφειριού καθώς προβάλλει καταγράφοντας μια αυτοπροβολή. Διδαχτικοί και υπεροπτικοί στίχοι επιτυγχάνουν να μην εκφυλίζονται χάριν μιας ευσυνείδητης επαγγελματικά απα σχόλησης με τη «μήτρα». Ιδού πώς διανέμεται καθώς ξεχωρίζει και απονέμει: «Μην τους αγγίζετε αυτούς τους αγγέλους είναι δικοί μου κι αντί για άσπρα φτερά φοράνε μαύρες σημαίες». την αμέσως επόμενη Τετάρτη στάση ο τόπος και ο χρόνος ό που τα ειωθότα και τα καθιερωμένα αίρουν τις όποιες επιφυ λάξεις καθώς μια γκροτέσκο αίσθηση ανανεώνει το ποιητικό στίγ μα. Μια γοητευτική γελοιογραφική υπερβολή φιλοξενημένη σε στί χους εκπέμπει μπρος στο βλέμμα παρασύροντάς μας στη ροή της. Στη ροή της αστείρευτης πηγής του εμπειρικού στοχασμού:
Σ
«Πολυάσχολος καθώς ήταν δεν είδε την άνοιξη που προσπέρασε κατακαλόκαιρο και φοράει ακόμη παλτό». Οι στάσεις μας «πέφτουν» με ταχύ ρυθμό και αυτό μας στερεί από μια παρατεταμένη παραμονή, από έναν λόγο/αντίλογο που ε ρεθίζουν οι ανθολογούμενοι στίχοι. Έτσι, λοιπόν, περιορίζουμε βλέμμα και κρίση σε εύθραυστες και αβέβαιες παρατηρήσεις πρΓσβλέποντας σε μια συνέχεια. Και η διαδρομή «στων ιδεών την πόλη» συναντά την Πέμπτη στάση. Εδώ το σκηνικό αλλάζει, η νοσταλγία επί των στίχων, το άχθος της καθημερινότητας βαραίνει και ο επίλογος ένα
9 Κεντρική Διάθεση: Βιβλιοπωλείο «Σελάνα» Σίνα 38, 106 72 Αθήνα, τηλ. 3638262
επιλογη/69 Happy-End. Οι τετριμμένοι και αμετασχημάτιστοι συλλογισμοί εμ φανίζουν ξανά (και θα συνεχίσουν) την ψευδαίσθηση ότι οι προσω πικές ανάγκες-επιθυμίες νομιμοποιούνται ως ποιητική έκφραση. Μ’ άμεση επίπτωση τη διαιώνιση της επανάπαυσης σε ζεύγη εννοιών: «μέσα στο γκρίζο άδειο νιώθεις αποκλεισμένος κι ελεύθερος συνάμα, σχεδόν χαρούμενος ο ήλιος στο τέλος θα νικήσει αποκαθιστώντας την επικοινωνία οι άνθρωποι θα φανούν»
ι αόρατες αλυσίδες που περισφίγγουν την ύπαρξη αποκτούν στην έκτη στάση του Σ. Τριβιζά τη λαλιά που τις αποτυπώνει και τις ζωντανεύει. Μια λαλιά ειπωμένη σε μια απεριόριστη ποικιλία να φροντίζει για το νόημα της αποστροφής και τη χειρο νομία της διαφυγής. Η στιχουργική τους εξιστόρηση πλάθεται και προσαρμόζεται ώστε να γίνεται διαυγές ένα αίσθημα και να ξεπερ νά την παγίδα μιας ωραιοποιημένης δήλωσης-καταγγελίας:
Ο
«Θα πάω αλλού να κατοικήσω μέχρι να ξηλωθούν τα βήματα απ’ τις σκάλες ν’ αδειάσει η οροφή απ’ τα φαντάσματα και να κρυφτούν τα τέρατα στο σκοτεινό υπόγειο»
Η σαγήνη και ο μαγνήτης του ημερολογιακού ύφους αδρανοποιούν την ποιητική που σταθμεύει στην Έβδομη στάση του Σ. Σεραφού, σ’ ένα φλύαρο λόγο. Καθώς η αίσθηση υποδουλώνεται στα ίχνη-γράμματα και τα ίχνη εξουδετερώνουν την αίσθηση, δημιουρ γούν ένα κοινότοπο θέμα χωρίς να διυλίζεται η εμπειρία και η αί σθηση, καταλήγουν στη γύμνια μιας άτονης εξιστόρησης: «μου είπες: έχω γάτο αλήτη, κανελί από σήμερα θα τα συμπονώ κι εγώ τα αδέσποτα γατιά θα είμαι φίλος τους, να δεις θα παραβλέπω τα νύχια και τα μάτια τους που είναι ύπουλα και κρύα»
'ΓΤ' εγλιστρώντας από την Έβδομη στάση και συνεπείς στην α_ ριθμημένη διαδρομή, στη ροή των ανθολογουμένων, συ ναντάμε την Όγδοοη στάση του Γ.Λ. Οικονόμου. Και εκεί μας υ ποδουλώνει μια ποιητική εκπυρσοκρότηση και μας καθηλώνει στις ανώνυμες φωνές της σιωπής. Σε μια σιωπή που η σημασία της ξεδιπλώθηκε προηγούμενα καθώς διασχίζαμε το διάστημα της τέ ταρτης στάσης: «Ό ταν απλώνεται σιωπή/τότε τα πράγματα ηχούν/με το αληθινό τους όνομα» (Δ. Χοροσκελής) Η εκπυρσοκρότηση αποκαλύπτει και ορίζει την δισημία υποκει μένων ή αντικειμένων που με μια τρίτη ματιά θεωρούνται αυτονόη τα. Και ιδού μια λεκτική χειραφέτηση από την ψευδαίσθηση της σημασίας π.χ. του λευκού: «Από τα χρώματα προτιμούσα το άσπρο Μέχρι που έμαθα για τα λευκά κελιά.»
αρχαία ποίηση Β ΙΩ Ν Ο Σ, Επιτάφιος Λδώνιδος. Π ρόλογοςΜ ετάφ ραση: Π αντελή Μπουκάλα. Αθήνα, Ά γρα, 1991. Σελ. 29. Η αρχαία γραμματολογική μας κληρονομιά δεν έχει δεόντως αξιοττοιηθεί από τους καθ' ύλην αρμό διους, τους φιλολόγους (φιδολόγους τους αποκαλοόσε ο Γ. Ιωάννου). Δυ στυχώς οι γυμνασιόπαιδές μας εξα κολουθούν να υφίστανται τις παραμορφωτικές για το εκφραστικό τους όργανο παρενέργειες της ξεπε ρασμένης - σήμερα αλλά και για την εποχή της - μετάφρασης του Ομή ρου από τον Καζαντζάκη. Αξιέπαινη βέθαια, τελευταία, η προσπάθεια του Μαρωνίτη αλλά αφορά νησίδες μό νο του μεγάλου έπους. Ο Π. Μπουκάλας, οδοντίατρος κατ' ειδικότητα, βάζει κυριολεκτικά τα γυαλιά ημών των φιλολόγων (για να μην πω μας αλλάζει τις μασέλες) καθότι τολμά - σημειωτέον ότι το εγχείρημά του διεκδικεί την «πρώτη παγκόσμια» στα ελληνικά μεταφρα στικά χρονικά - να μεταγράψει σε οι κείο, δραστικό σύγχρονο νεοελλη νικό λόγο τον «Επιτάφιο Αδώνιδος» του Βίωνα του Σμυρναίου (2ος-1 ος π.Χ. αι.). Στον εμπεριστατωμένο πρόλογό του ο μεταφραστής κατα τοπίζει τον αναγνώστη για τον Βίω να και το βουκολικό δράμα που καλλιέργησε, για τη φιλολογική πε ριπέτεια του κειμένου, προβαίνει σε αισθητική αποτίμηση του Επιτάφιου, εκθέτει τους λόγους που τον ώθησαν στην αναμέτρησή του με το αρχαίο
70/επιλογή υνεχίζοντας το ξετύλιγμα της ανθολογίας ο λόγος απονέμεται στον Π. Ιατρού στην Ένατη στάση. Ένας λόγος που καρπο φορεί κραδαίνοντας την αποστροφή για τον κόσμο που ζούμε. Έ τσι, εξιλεώνεται και αποκαθίσταται το «θύμα» και στιγματίζεται καθώς καταγγέλλεται ο «θύτης». Αποτέλεσμα, οι εξομολογητικοί συλλογισμοί:
Σ
«Μια αγχόνη μου σφίγγει το λαιμό άγχομαι μπρος στην ισοπέδωση μια κοινωνία μαστρωπών ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης».
Στην δρομολογημένη Δέκατη στάση γονιμοποιείται η «προγονι κή» ατμόσφαιρα δια χειρός Β.Μ. Νικολαΐδη. Η ποιητική εικόνα, χαρούμενη ή θλιμμένη, φωτεινή ή σκοτεινή, ευημερεί πλάι σε μια νοηματική καθαρότητα. Οι οξυδερκείς νοηματικές χειρονομίες του Ντ. Χριστιανοπούλου προβάλλουν ζωντανές καθώς ανανεώ νονται στις επιδέξιες στιχουργικές χειρονομίες: «Τα μάτια του, ακίνητα, πλάι στον υπόνομο ακόμα με κοιτάζουν»
ή «Τώρα που φέγγεις επικίνδυνα πάνω στην κόψη των φιλιών σου, σε ικετεύω: μη σκοτεινιάσεις απότομα...»
ε αντίθεση με την αδέξια ποιητική γραφή της Ενδέκατης στά σης καθώς δραστηριοποιείται σε μια νεοτεριστική εκδοχή θυμίζοντάς μας ποιητικά αποτύπωματα. Ο Σπ. Λαζαρίδης κεντρίζει και γονιμοποιεί την ευαισθησία του επαναγράφοντας το πνεύμα και την τεχνική του Ντ. Χριστιανοπούλου, φανερώνοντας περισ σότερο μια ανασφάλεια και λιγότερο μια απουσία ποιητικής φλόγας:
Σ
«Τώρα το καλοκαίρι το χέρι σου κινείται εύστοχα κι αναστατώνει το στήθος μου»
ή «Του ζητάς να μην σ ’ εγκαταλείψει ποτέ, Σε φωνάζει με το όνομά σου; ή σε λέει κι αυτός γλύκα μου»
αι ο επόμενος Δωδέκατος πειρασμός στ’ αχνάρια του προη Κ γούμενου, στο προδιαγεγραμμένο πρωτότυπο που νομιμο
ποιεί την προβολή ερωτικών και διεγερτικών σημείων. Ό σο όμως ανθεκτικό διατηρείται το πρωτότυπο, τόσο εύθραυστο γίνεται το αντίγραφο, καθώς επαναφέρει και αναπτύσσει ξεφτισμένα ή μονο σήμαντα την ερωτική προδιάθεση ακυρώνοντας και αυτήν και την ποίηση. «άραγε πόσα θα ’ναι τα στήθη που απόμειναν να χουφτώσω σε πόσα απ’ αυτά θα μείνω πάνω τους».
Η προσφυγή στον ημερολογιακό τόνο μοιάζει να ’ναι αναπόφευ κτη· το κίνητρο του «ερωτισμού» ως ευρετικό αποσκοπεί αποκλει στικά στην ομολογία. Στο κοινότοπο γεγονός του αμετασχημάτιστου βιώματος στρα-
κείμενο και καταλήγει χαρακτηριστι κά: «Γραμμένος για να απαγγέλλεται ήταν λοιπόν ο Επιτάφιος! Ή και για να μοιρολογιέται. Κι εμένα, σαν μοι ρολόι με άλωσε, έτσι με πόνεσε. Έ τσι με πότισε την πένθιμη μουσική του, τη ζωπκή. Και σαν μοιρολόι δο κίμασα να τον πω, αδικώντας την ετυμότητα των λέξεων ίσως, τη σύνταξη αλλού, ή το μήκος των στί χων. Με κίνησε να ξαναδιαβάσω τα μοιρολόγια του τόπου μας. Να ξαναμετρήσω ελάχιστη την αντοχή μπροστά του και να κλάψω τον δε καπεντασύλλαβο ρυθμό τους. Φιλό λογος δεν είμαι.» Ίσως ακριβώς γι’ αυτό το εγχείρημά του εστέφθη με απόλυτη επιτυχία. Χωρίς τα συμπαρομαρτούντα της επαγγελματικής διαστροφής, αλλά με μόνα τα εφό δια του ερασιτεχνισμού (του εραστή της τέχνης, δηλαδή) κατόρθωσε να μεταμοσχεύσει τον παλμό, τη ζωή του ενός κειμένου στο άλλο. Και φυ σικά δεν θα το επετύγχανε, αν κι ο ίδιος ο Π.Μ. δεν ήταν ποιητής, αποδίδοντας τα ημιστίχια των δακτυ λικών εξαμέτρων με τους ρυθμούς των δημοτικών μοιρολογιών. Οι υ πόγειες σχέσεις άλλωστε Δημοτικού τραγουδιού - Ομήρου - Επιτάφιων έχουν υποδειχθεί πειστικά και επι στημονικά (I. Προμπονάς). Ένα μικρό δείγμα από το τεχνούρ γημα του Π.Μ. όπου η Αφροδίτη ο λοφύρεται όταν αντίκρυσε τον σκοτωμένο Άδωνι: Ό σ ο το αίμα τ' Άδωνι τα δάκρυα της Παφίας, κι όλο όπου ποτίζονται να γίνονται λουλούδια, το αίμα ρόδο να γεννά, το δάκρυ ανεμώνα. (στ. 64-66) «Μεγάλο βιβλίο, μεγάλο κακό» έλε γαν οι αρχαίοι. Το ανά χείρας είναι καλό, όχι λόγω του μικρού του με γέθους αλλά για το ότι ο μεταφρα στής του έχει βάλει κάτι από την ψυχή του.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ
επιλογη/71 τεύεται και η Δέκατη τρίτη στάση δια χειρός Α. Μπακονίκα κα θώς μας ξεναγεί στην ερωτική της δράση. Το παιχνίδι του ερωτι σμού με τις ειδικές και ιδιωτικές προτιμήσεις μεταφέρεται σε στί χους γυμνά ξαφνιάζοντας. «Ό σ ο με φιλούσες περίμενα το άγγιγμα της γλώσσας το στριφογύρισμά της μέσα στο στόμα μου» «Για να σωπάσω να πάψω να σε κρίνω ήθελα την προσευχή τόλμη σου»
ο δικαίωμα προβολής μιας ερωτικής ταυτότητας συνεχίζεται από εκδοχή σε εκδοχή, από τις πιθανές κατευθύνσεις εκείνων που εκδίδουν και κοινοποιούν τις σεξουαλικές προτιμήσεις των. Και η μέθοδος αυτή, η υιοθέτηση της δημοσιοποίησης στιγμών ι διωτικής αλήθειας μπορεί και είναι επαρκής ως αφήγηση, ως νόη μα και μήνυμα, τυγχάνει όμως εντελώς ανεπαρκής ως ποίηση. Μέσα σ’ αυτό τον προσανατολισμό η Δέκατη Τέταρτη στάση δια της επωνυμίας Ιγν. Χουβαρδά αποστάζεται γυμνά και απροκά λυπτα όπως κάποιος αποτυπώνεται στο μυστικό και κρυφό ημερο λόγιο του:
Τ
«Έλεγες "σ ’ αγαπώ ” και δεν το καταλάβαινα " είμαι δική σου, γδύσε με, σε θέλω” κι εγώ πρότεινα να δούμε τηλεόραση κι εγώ θυμόμουνα τον Δημήτρη που κάποτε ξάπλωσα μαζί του»
Κ
αι στην ακροτελεύτια Δέκατη Πέμπτη στάση ο Β. Δημητράκος σκηνοθετεί μια φαντασίωση-επιθυμία σκουριασμένη από τις επαναλήψεις και εξαντλημένη από παλμό και ρυθμό. Η ποιητι κή μήτρα καθίσταται ένας ετοιμοφόρετος Λόγος και Ρυθμός για κοινόχρηστα και αμετασχημάτιστα βιώματα. Δια της κοινοποιήσεως μιας αυτο-ακρόασης στην δύση της ανθολογίας θριαμβεύει η άγονη μίμηση και η επιδειξιομανία: « Σ ’ ένα καρότσι σακάτης, με την σκέψη μου θα τριγυρίζω πάλι εκεί μέσα στους θάμνους κάποιον θα παρακαλάω να με στριμώξει, να με γονατίσει».
τα ανθολογούμενα ποιήματα των «νέων ποιητών της Θεσ/νίκης» δεν δοκιμάζεται κάποιος νέος ρυθμός ούτε προβάλλουν νέες προσωπίδες. Η ποιητική ταυτότητα του Ντ. Χριστιανόπουλου πλάθει και υποτάσσει την ακατασίγαστη επιθυμία και ένταση των ποιητών. Το ποιητικό στίγμα που πάλλεται ακατάπαυστα στην αν θολογία παραμένει στα όρια μιας μίμησης τόσο στο πνεύμα όσο και στην τεχνική των ποιημάτων. Έτσι, υιοθετώντας ως συνταγή ένα δοκιμασμένο κι επιτυχημένο ποιητικό στίγμα, μια έτοιμη ποιη τική, η φαντασία και η έμπνευση ατροφεί και κατατρώγει τον «δαίμονα» της προσωπικής και αυτόνομης έκφρασης. Οπτικό και ηχητικό πεδίο, γλωσσική και ψυχική ατμόσφαιρα, συμπλέκονται προς την κατεύθυνση όπου ταυτίζονται και δικαιώνονται οι ανθο λογούμενοι ποιητές, δηλαδή ανάγονται στην ποιητική του Ντ. Χριστιανοπούλου. Ωστόσο δεν διαπιστώνεται ένα αίτημα, μια αναζήτηση, ένας
Σ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ από τα Γαλλι κά, Εμπορική Αλληλογραφία. Άριστη γνώση της γλώσσας και πολύχρονη προϋπηρεσία σε εξαγωγικό τμήμα Τράπεζας. Τηλ. 6420439.
72!επιλογή συνδυασμός της ποιητικής μήτρας με το νέο που θεωρητικά επαγ γέλλεται η ανθολογία. Περισσότερο θυμίζει η ανθολογία μια ανήλι κη θυγατέρα μπροστά στον καθρέφτη.... Ξεπερνώντας τις αναλαμπές των ανθολογούμενων στίχων, τις ευτυχείς στιχουργικές στιγμές, αλιεύουμε τον βασιλικό δρόμο των ποιητών: την επίδειξη και διακήρυξη ενός ερωτισμού. Ίσω ς η παρούσα ανθολογία θυμίζει πολύτεκνη οικογένεια που βαπτίζει ομαδικά τα τέκνα της στην κολυμπήθρα ενός ποιητικού στίγματος. Και οι ανάδοχοι πώς θα λειτουργήσουν χωρίς να υποψιάσουν ότι απλώς αυτοεπιβεβαιώνονται; ερωτική ευαισθησία παραμένει το στοιχείο που στοιχειώνει το σύνολο της ανθολογίας. Δια της μίμησης εγκολπώνεται το παρελθόν, καταγράφεται με μια αστόχαστη κι άνευρη διατύπωση που φιλοδοξεί να ’ναι η προέκταση της ποιητικής μήτρας. Στην σκιά του Ντ. Χριστιανόπουλου προβάλλεται χωρίς να διασώζεται με ευαισθησία καθώς εκτίθεται σε μια διαυγή (διακηρυχτική) επι λογή. Είτε αυτή αφορά τα χρώματα, είτε αναδεικνύεται ως επιδειξιομανία, είτε τέλος κοινοποιείται αναγγέλλοντας μια σεξουαλική προτίμηση. Η γνώριμη και σπουδαία ποιητική που συνδυάζει ένστικτο και πνεύμα, χιούμορ και σοβαρότητα, μάλλον δεν συντηρείται ούτε α νανεώνεται από την πίεση που ασκεί, η δημοσιότητα μιας εξομο λόγησης. Η πενιχρότητα αυτής της δημοσιότητας, οπισθενεργεί σε μια φράση που νομίζουμε ότι αρμόζει για τα ανθολογούμενα ποιή ματα. Δια χειρός Μαρωνίτη διατυπωμένη στο 1972, την παρουσιά ζουμε ως πειστική της αλληλοενέργειας μεταξύ ανθολογίας και κρίσης μας: «κυλάει σαν το νερό πάνω στην γλώσσα και φεύγει». Μια αίσθηση που μειονεκτεί καθώς διατηρεί το χαρακτηριστικό τής «μιας χρήσεως», αλλά και πλεονεκτεί όταν την αντιπαραβάλλουμε στην υποκρισία και το χαμαιλεοντισμό αντίστοιχων ποιη τών της Εσπερίας. Ωστόσο η ποίηση για τους ανθολογούμενους ποιητές παραμένει μια δυνατότητα υπεράσπισης και προβολής των παραλλαγών ενός βιώματος και μιας επιθυμίας. Απορροφημένοι σ’ αυτόν τον κανό να, χωρίς δισταγμό, «χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ» χρησιμοποιούν την ποιητική μήτρα με μια ευέλικτη και επιδέξια μί μηση εκδιπλώνοντας μια ομολογία. Κατά κανόνα εκείνη της ερω τικής επιθυμίας και κατ’ εξαίρεση αγκομαχούν σε «αναστηλωτικές» εργασίες. Και οι στιχουργικές «εργασίες» μέσα σ’ ένα προκατασκευασμένο πλαίσιο ούτε συμπληρώνουν, ούτε προεκτείνουν την ποιητική μήτρα. Και να σκεφθεί κανείς ότι ο Καβάφης στον οποίο έμμεσα αναφέρονται αρκετοί στίχοι απ’ αυτόν τον συνωστισμό, εκμυστηρεύεται υπό μορφή «διδαχής»:
Η
«Προσπάθησε να τα φυλάξεις ποιητή, όσο και αν είναι λίγα αυτά που σταματιούνται του ερωτισμού σου τα οράματα»
Ίσω ς η δύναμη και η ένταση του ερωτικού βιώματος των ποιη τών είναι και παραμένει τόσο ισχυρή που αδυνατεί να μεταγγισθεί και σε στίχους και να προκαλέσει συγκίνηση. Και εδώ η συγκίνηση όχι μόνο απουσιάζει, αλλά δεν εγείρεται καν ως αίτημα. Αντίθετα ζητούμενο (ή μάλλον δεδομένο) είναι η αυτοκατανάλωση της ποίησης μέσα στο κλειστό κύκλωμα, όπου οι ρόλοι πομπού και δέκτη συνεχώς εναλλάσσονται. ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
δελτιο/73
δ ελ 1 ο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Ε στίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο ποίου ευχαριστούμε θερμά. Η ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ των βι βλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρμοσμένο στην ελληνική βιβλιογραφία.
» 1/ j Γ/ 1 ϊ 1 1 I 1 Λ\ 1 1 V ν
Τ
1
18 Δεκεμβρίοι 31 Δεκεμβρίοιj 1991
γ ρ α φικό
280
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
ΣΕ ΚΑΘ Ε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλ φαβητικά οι Έλληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι.
Η ΚΑΤΑΤΑΞΗ των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. ΣΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. ΓΙΑ ΤΗΝ ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα του Δελτίου, ήαρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαιρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
Φ ΙΛΟΣΟΦ ΙΑ
Π ληροφ οριακά
Γενικά
Το βιβλίο των Ρεκόρ Guinnes 1992. Αδήνα, Χρυσή Πέννα, 1991. Σελ. 307. Δρχ. 5100.
ΜΕΤΑΞΟΠΟΥΛΟΣ Α. Πολιτικός σκεπτικισμκός. Α θήνα, Οδυσσέας, 1991. Σελ. 303. Δρχ. 2910.
Ε γκ υκ λοπα ίδειες
ΠΑΠΥΣ. Η Καμπολά. Μυσπκή παράδοση της Δύ σης. Μετ. Λ. Στυλιανούδη. Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1991. Σελ. 435. Δρχ. 3535.
Υδρία - Cambridge - Ήλιος. Σχολική εγκυκλοπαί δεια γενική. Τόμος Α', Αθήνα, Τέσσερα Έμιλον, 1991. Σελ. 336. Δρχ. 6760. Λευκώματα
___
Καππαδοκία. Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή. Αδήνα, Adam, 1991. Σελ. 254. Δρχ. 12480. ΠΑΠΑΣΤΑΜΟΣ Δ. Πινακοθήκη Αβέρωφ. Μέτσοβο, Ίδρυμα Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα, 1991. Σελ. 197. Δρχ. 10500.
74/δελτιο ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Γενικά
Πολιτική
ΧΑΝΤΦΙΛΝΤ Τ. Ψυχολογία και μυχική υγεία. Μετ. Μ. Δερμπζάκης. Αθήνα, Θυμάρι, 1991. Σελ. 438. Δρχ. 2495.
ΑΡΓΥΡΟΥ Φ.-ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. «Η Κύ προς στο σφυρί». Λονδίνο, 1991. Σελ. 70. Δρχ. 830.
Κοινωνική μυχολογία ΜΠΟΥΣΚΑΛΙΑ ΑΕΟ. Ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Μετ. Μ. Γραμμένος. Αθήνα, Γλάρος, 1991. Σελ. 191. Δρχ. 1245.
Εφαρμοσμένη μυχολογία ΠΙΝΤΕΡΗΣ Γ. Λύσε μόνος σου τα προβλήματά σου. Αθήνα, Θυμάρι, 1991. Σελ. 163. Δρχ. 935. ΜΠΛΟΥΜΦΙΛΝΤ Χ.-ΒΙΤΤΕΖ Σ.-ΚΟΡΥ Ρ. Σύντρο φοι οτη ζωή. Μετ. Δ. Π. Κωστελένος. Αθήνα, Γλάρος, 1990. Σελ. 359. Δρχ. 2080.
ΚΑΖΑΝΑΣ Ν. Προδομένος Μαρξ. Αθήνα, Όμιλος Μελετών, 1991. Σελ. 195. Δρχ. 1400 ΜΟΡΕΝ Ε. Να σκεφτούμε την Ευρώπη. Μετ. Έπη Μελοπούλου-Αλούπη. Αθήνα, Εξάντας, 1991. Σελ. 259. Δρχ. 1870.
Οικονομία ΚΑΛΑΦΑΤΗΣ Θ. Αγροτική πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στη Β. Πελοπόννησο. Τόμος Β'. Α θήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1991. Σελ. 450. Δρχ. 2080.
Δίκαιο
ΝΤΥΜΟΝ Θ. Η δύναμη της αυτοσυγκέντρωσης. Μετ. Ε. Μαρκογιάννη. Αθήνα, Κονιδάρης, 1991. Σελ. 186. Δρχ. 1350.
ΧΑΤΖΗΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Φ-ΨΗΛΟΣ Γ. Ασφαλιστική νομοθεσία. Β' έκδοση. Αθήνα, 1991. Σελ. 883. Δρχ. 5720.
Παραμυχολογία
Λαογραφία
STABINER Β. Η αποκάλυμη του αόρατου κόσμου. Μετ. Δ. Γεδεών. Αθήνα, Κονιδάρης, 1991. Σελ. 478. Δρχ. 3325.
ΓΙΑΛΟΥΡΗΣ Θ.-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ Γ. ΚΟΡΜΠΟΥ Μ. Παροιμίες για παιδιά και για νέους. Αθήνα, Αναστασιάδης, 1992. Σελ. 211. Δρχ. 1245.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Οικολογία
Γενικά
ΚΑΛΟΠΙΣΗΣ Ι.Θ. Η θερμική ρύπανση του περιβάλ λοντος Kat τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης. Αθή να, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 98. Δρχ. 830.
Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου. Θεσσαλονίκη, Ιε ρά Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, 1991. Σελ. 703. Δρχ. 5200. ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ. Ιστορία εις την γέννησιν της Παναγίας Θεοτόκου. Μετ. Κ. Γεωργουσόπουλος. Αθήνα, Συνέχεια, 1991. Σελ. 61. Δρχ. 3120. ΜΩΫΣΗΣ (ΜΟΝΑΧΟΣ). Η ευλογία του πόνου και ο πόνος της αγάπης. Αθήνα, Τήνος, 1991. Σελ. 122. Δρχ. 725.
Μυθολογία GRIMAL PIERRE. Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊ κής μυθολογίας. Επιμ. Β. Ατσαλος. Θεσσαλονίκη, University studio Press, 1991. Σελ. 1193. Δρχ. 8000.
Ηθική ΚΟΥΤΣΑΣ ΣΥΜΕΩΝ (ΑΡΧΙΜ.). Μαθητεύσατε. Αθή να, Τήνος, Σελ. 308. Δρχ. 1350.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Παιδαγωγική Εφηβεία. Προσδοκίες και αναζητήσεις. Επιμ. Θ. Δραγώνα Μ. Ντάβου. Αθήνα, Παπαζήσης. Σελ. 286. Δρχ. 2600.
Εκπαίδευση ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Η.Σ. Το αρχαιοελληνικό θέατρο στην παιδεία του σήμερα. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 59. Δρχ. 520.
δελτιο/75 ΓΛΩΣΣΑ
Αρχιτεκτονική
Ελληνική γλώσσα
ΜΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΣ Ν.Κ. Εκκλησίες της Καστοριάς 9ος-11ος αιών. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1992. Σελ. 564. Δρχ. 6240.
ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Π.Ε. Λεξ.κό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα, Πελεκάνος. Σελ. 552. Δρχ. 2600.
ΣΦΑΕΛΛΟΣ Χ.Α. Αρχιτεκτονική. Η μορφή της σκέμης στο φυσικό χώρο. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 419. Δρχ. 8320.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Ζωγραφική
Γενικά
ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ Π.Δ. Αναζητήσεις στη σύγχρονη ελ ληνική ζωγραφική. Αθήνα, 1991. Σελ. 151. Δρχ. 4160.
WEYL Η. Συμμετρία. Μετ. Θ. Ηλιάδης. Αθήνα, Τρο χαλία, 1991. Σελ. 188. Δρχ. 2495.
Φυσική ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Ε.Ν. Η φυσική σήμερα. Ηράκλειο Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1991. Σελ. 438. Δρχ. 3950.
ΣΚΛΗΡΗΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣ. Καθ’ οδόν. Αθήνα, Ακρί τας, 1991. 9 προσωπογραφίες. Δρχ. 1560. ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ. Το ορεινό τοπίο στην ελ ληνική ζωγραφική. Αθήνα, Το Εργαστήρι, 1991. Σελ. 158. Δρχ. 9000.
Χιούμορ Ζωολογία
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ ΤΑΣΟΣ. Οι άθλοι του Βούγδουπου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 46. Δρχ. 1040.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΛΟΥΚΑΣ. Μικρή κτηνιατρική εγκυ κλοπαίδεια. (Χωρίς εκδοτικά στοιχεία). Σελ. 144. Δρχ. 3120.
ΓΗΣΗΣ. Γενεές 14. Αθήνα, Spectrum/ Γ νώση, 1991. Σελ. 111. Δρχ. 2600.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΚΥΡ... με καμιά κυβέρνηση. Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 45. Δρχ. 1560.
Ιατρική
ΜΑΚΡΗΣ ΗΛΙΑΣ. God damn! (Γκαντ-ντεμ!..). Αθή να, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 95. Δρχ. 1560.
LAZORTHES G. Εγκέφαλος και πνεύμα. Μετ. Γ. Σακοράφος. Αθήνα, Γκοβόστης, 1991. Σελ. 238. Δρχ. 2600.
Επιχειρήσεις
ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ. Ο κόσμος σε σκίτσα. Αθήνα, Gutenberg, 1991. Σελ. 116. Δρχ. 1450. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τα άγρια μωρά. Αθή να, Gutenberg, 1991. Σελ. 100. Δρχ. 1560. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Τι είν η πατρίδα μας; Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 94. Δρχ. 1560.
ΜΠΟΥΡΑΝΤΑΣ Δ.-ΜΑΝΤΕΣ Γ. To management των πωλήσεων. Αθήνα, Οδυσσέας, 1991. Σελ. 206. Δρχ. 2390.
ΣΤΑΘΗΣ. Ο επιτυχημένος. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 157. Δρχ. 1870.
ΤΕΧΝΕΣ
ΣΧΟΙΝΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Χρουτς... Αθήνα, Καστανιώ της, 1991. Σελ. 61. Δρχ. 1560.
Γενικά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΑΝΟΦΚΣΙ Ε. Μελέτες εικονολογίας. Μετ. Α. Παππάς. Αθήνα, Νεφέλη, 1991. Σελ. 427. Δρχ. 3120.
_______________
Ποίηση ΓΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Φυσική ιστορία. Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 45. Δρχ. 620. ΚΑΡΒΕΛΗΣ ΤΑΚΗΣ. Αλλαγή σκηνικού. Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 61. Δρχ. 620. ΚΙΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΣ Θ. Επιγραφές-δίστιχα-φωτογραφήσεις. Αθήνα, Αστήρ, 1991. Σελ. 77. Δρχ. 935.
76/δελτιο Πεζογραφία
λου. Αθήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 300.
ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Ρ.Η. Ο κεραυνός. Αθήνα, 1991. Σελ. 37. Δρχ. 500.
ΝΕΣΤΛΙΝΓΚΕΡ Κ. Η πασχαλίτσα μου, πετάει... Μετ. Μαρία Κάσση. Αθήνα, Τεκμήριο, 1991. Σελ. 215. Δρχ. 1350.
ΔΕΙΛΙΝΟΥ Γ. Όταν ξανασμίγουν τ’ αηδόνια. Διηγή ματα. Αθήνα, Μνημοσύνη, 1992. Σελ. 185. Δρχ. 1245.
ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΖΙΖΕΛ. Τρεις νουβέλες. Μετ. Κ. Τσεκένη. Αθήνα, Ύμιλον/Βιβλία, 1991. Σελ. 46. Δρχ. 520.
ΚΑΤΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ Β. Ιστορίες της νύχτας. Διηγήμα τα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 139. Δρχ. 1040. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Π.Γ. Ο τρελός κι η καλόγρια. Νουβέλα. Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1991. Σελ. 144. Δρχ. 1245.
ΦΟΚΝΕΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ. Το χωριουδάκι. Μετ.-εισ. Γ. Παπαδογιάννης. Αθήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 520.
Μελέτες ΚΑΣΣΟΣ Β. Η «τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 45. Δρχ. 620.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Π.Γ. Φωνές παιδιών από τις φυ λακές. Και άλλα διηγήματα. Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1991. Σελ. 117. Δρχ. 830.
ΜΑΡΙΟΛΗΣ Π. Οι κάμπιμοι δρόμοι. Αθήνα, Σύγ χρονη Εκπαίδευση, 1991. Σελ. 182. Δρχ. 1870.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Π.Γ. Το χτήνος της Λήδας. Μυ θιστόρημα. Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1991. Σελ. 132. Δρχ. 1040.
VITTI MARIO. Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής πεζογραφίας. Γ' έκδοση, Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 237. Δρχ. 1400.
ΛΟΥΝΤΖΗΣ ΝΙΚΙΑΣ. Στο Ιόνιο Λιμπερτά. Τόμοι Α' + Β'. Αθήνα, Περίπλους, 1991. Σελ. 2 0 9 + 1 9 3 . Δρχ. 1560. (ο κάθε τόμος).
ΠΑΣ ΟΚΤΑΒΙΟ. Η άλλη φωνή. Η ποίηση στο τέλος του 20ού αιώνα. Μετ. Π. Πόντου; Αθήνα, Αλεξάν δρεια, 1991. Σελ. 190. Δρχ. 1455.
ΜΙΣΣΙΟΣ ΧΡΟΝΗΣ. Τα κεραμίδια στάζουν. Αθήνα, Γράμματα. 1991. Σελ. 214. Δρχ. 1455. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ Α. Ο ανιχνευτής. Β' έκδοση. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 254. Δρχ. 2000. ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΦΩΤΗΣ. Διηγήματα. Καβάλα, Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας. Σελ. 326. Δρχ. 1245. ΣΙΜΙΤΖΗΣ Α. Έρωτες στην ομίχλη. Αθήνα, Νέα Σύ νορα, 1991. Σελ. 326. Δρχ. 1870. ΣΩΤΗΡΧΟΣ Π.Μ. Χατζηεφέντης. Και άλλα διηγήμα τα. Αθήνα, Αρμός, 1991. Σελ. 251. Δρχ. 1245. ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ Φ. Ψυχο-λογικά (Κείμενα 1989-91). Αθήνα, Παπαζήσης, 1991. Σελ. 190. Δρχ. 1350. ΤΣΕΓΚΟΥ ΝΙΚΑ. Πίσω από το παράθυρο... Αθήνα, Βασιλόπουλος, 1991. Σελ. 190. Δρχ. 1245. ΦΩΤΕΑΣ Π. Η μυστική βοή. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1991. Σελ. 81. Δρχ. 500. ΑΜΠΟΤ Ε.Α. Επίπεδος κόσμος. Μετ.-εισ. X. Παπαγεωργίου. Αθήνα, Δελφίνι, 1991. Σελ. 175. GORDIMER Ν. Οι άνθρωποι του Τξούλι. Μετ. Ελένη Κεκροπούλου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1991. Σελ. 224. Δρχ. 1870. EBERHARDT ISABELLE. Γράμματα πάνω στην άμ μο. Μετ. Ε. Παπαγκίκα. Αθήνα, Λιβάνης, 1991. Σελ. 528. Δρχ. 2285. ΚΑΜΠΑΚΟΦ Α. Χωρίς επιστροφή. Μετ. Σ. Κουρε μένος. Αθήνα. Κριτική, 1991. Σελ. 106. ΛΟΡΕΝΣ NT. X. Ο παραβάτης. Μετ. Σ. Τριαντάφυλ
Δοκίμια ΚΟΥΤΡΑΣ Δ.-ΡΕΛΛΟΣ Μ. Έρως-φιλία-αγάπη. Αθή να, 1991. Σελ. 95. Δρχ. 830. ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ Δ.Κ. Επί του προσώπου της γης. Δοκίμια. Αθήνα. Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1991. Σελ. 141. Δρχ. 1040. ΤΕΡΖΑΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Το πρωτείο του πνεύματος Δοκίμια ΙΓ'. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των φίλων, 1991. Σελ. 232. Δρχ. 1140. ΘΕΑ ι ϊΌ
Γενικά Η πρώτη τριετία 1988-1991. Πάτρα, Δημοτικό Περι φερειακό Θέατρο Πάτρας, 1991. Σελ. 156. Δρχ. 4160.
Έργα___________________ ■ Ζήνων. Κρηπτοεπτανησιακή τραγωδία. Επιμ. Σ. Αλεξίου-Μ. Αποσκίτη. Αθήνα, Στιγμή, 1991. Σελ. 294. Δρχ. 3120. BRECHT Β. Η ζωή του Γαλιλαίου. Μετ. Σ. Ευαγγελάτος. Αθήνα, Ερμής, 1991. Σελ. 158. Δρχ. 1245.
δελτιο/77 Αρχαίο δράμα ΑΙΣΧΥΛΟΣ. Προμηθεύς δεσμώτης. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αθήνα, Κάκτος, 1991. Σελ. 123. Δρχ. 935.
πούλου. Β' έκδοση. Αθήνα, Τήνος, 1991. Σελ. 114. Δρχ. 520. ΡΟΥΓΚΕ Β. Η Επανάσταση του Νοέμβρη 1918 στη Γερμανία. Μετ. Γ. Αλατάκη-Σταφυλίδη. Αθήνα, Σύγ χρονη Εποχή, 1991. Σελ. 209 + φωτ. Δρχ. 2080.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ Γενικά ΑΣΔΡΑΧΑΣ Σ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Σύγχρονα αρχείαφάκελοι και ιστορική έρευνα. Αθήνα, 1991. Σελ. 68. Δρχ. 520.
Ελλάδα ΚΟΥΚΟΣ Μ. Στα βήματα του Ορφέα. Οδοιπορικό της Θράκης. Αλεξανδρούπολη, 1991. Σελ. 432. Δρχ. 2600.
Βιογραφίες ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Χ.Α. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τόμος Α'. Αθήνα, Δεδεμάδης. Σελ. 359. Δρχ. 4160. ΛΕΠΡΟΝ Κ. Κλάρα Σούμαν. Μια ζωή γεμάτη μουσι κή. Μετ. Α. Ρικάκης. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 376. Δρχ. 2025. BAKER R. Μότσαρτ. Εικονογραφημένη βιογραφία. Μετ. Μ. Πανουτσοπούλου. Αθήνα, Libro, 1991. Σελ. 161. Δρχ. 6760. ΡΟΣ Φ. Νινόν ντε Λανκλό. Μετ. Α. Κορδόση. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 453. Δρχ. 2025.
Κόσμος Από το Παρίσι στην Αθήνα. Άγνωστου Γάλλου συγ γραφέα. Μετ. Σ. Αγγελίδης. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991. Σελ. 148. Δρχ. 1245. ΠΑΙΔΙΚΑ Γνώσεις Παίξε και μάθε τα χρώματα. Αθήνα, 1991. Σελ. 12. Δρχ. 1500.
Ελληνική Ιστορία
Ελεύθερα αναγνώσματα
ΒΑΣΙΛΑΤΟΣ Ν. Κάστρα της ελληνικής γης. Αθήνα, Μπάτλερ, 1991. Σελ. 186. Δρχ. 10400. ΓΙΩΤΑΣ Δ.Γ. Οι Μενιδιάτες κατά τον 18ο αιώνα και την Επανάσταση του ’21. Αχάρνες, 1990. Σελ. 514. Δρχ. 3500. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΗ-ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Θράκη. Μορφές και γεγονότα. 1902-1922. Αθήνα, Πιτσιλάς. Σελ 157. Δρχ. 1400. ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Ιστορία του Ποντια κού ελληνισμού. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 330. Δρχ. 5200. ΤΣΙΟΥΛΚΑΣ Κ.Ι. Συμβολαί εις την διγλωσσίαν των Μακεδόνων. Αθήνα, 1991. Σελ. 351. Δρχ. 5200. ΨΥΡΟΥΚΗΣ Ν. Ο νεοαποικισμός. Β' έκδοση. Αθή να, Ηρόδοτος, 1991. Σελ. 414. Δρχ. 3000.
Ο Κόκκινος. Τα πρώτα μου βιβλία. Κείμ.-εικόν. Ian Pillinger. Μετ. Θ. Γεωργιάδης. Αθήνα, ΜαλλιάρηςΠαιδεία, 1991. Σελ. 14. Δρχ. 550. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ ΠΑΝΟΣ. Η ζωή του Χριστού. Αθή να, Στρατίκης. Σελ. 70. Δρχ. 1040. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ Μ. Παραμύθια για τον Αυτοκράτορα. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 47. Δρχ. 1245. ΠΑΤΕΡΑΚΗ ΓΙΟΛΑΝΤΑ. Το μυστικό του κοχυλιού. Αθήνα, Ψυχογιός, 1991. Σελ. 154. ΧΑΤΖΑΚΗΣ Σ. Το μικρό σκουλήκι ο Ναπολέων. Α θήνα, Στάχυ, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 1245. ΕΝΤΕ ΜΙΚΑΕΛ. Ο Τζιμ Κνοπφ κι ο μηχανοδηγός Λουκάς. Μετ. Κ. Σίνου. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 260. Δρχ. 1000. ΓΟΥΑΙΛΝΤΟ-ΤΣΒΕΡΓΚΕΡ Λ. Το φάντασμα του Κάντερβιλ. Μετ. Γ. Σημηριώτης. Αθήνα, Ζαχαρόπου λος, 1991. Σελ. 38. Δρχ. 1245. ΝΕΣΜΠΙΤ Ε.-ΤΣΒΕΡΓΚΕΡ Λ. Δύο παιδιά καθαρί ζουν την πόλη τους. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 30. Δρχ. 1040.
Παγκόσμια Ιστορία ΝΥΣΤΑΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΠΕΛΕΚΙΔΟΥ Μ. Οι Βαλκανι κοί λαοί. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 1991. Σελ. 381. Δρχ. 2700. ARSENIEV Ν. Η Αγία Μόσχα. Απόδ. Μ.Δ. Σπυρο-
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Τεύχος 23. Δρχ. 400.
78/δελτιο ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τεύχος 123-124. Δρχ. 600. ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ. Ανηεξουσιασπκή Εναλλακτι κή Επιθεώρηση. Τεύχος 7. Δρχ. 500. ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο εκπαιδευτικό πε ριοδικό. Τεύχος 36. Δρχ. 350. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική και πολιτιστική επι θεώρηση. Τεύχος 484. Δρχ. 250. ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ. Περιοδικό της Ιατρικής Εταιρείας Αθηνών. Τόμος 8, τεύχος 5. ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη Σερραϊκή επιθεώρηση. Τεύχος 197-198. Δρχ. 800. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 277. Δρχ. 500. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ. Δίμηνο περιοδικό. Τεύχος 14. Δρχ. 350. Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΤΟΥ 2000. Φύλλο 35. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΕΑ. THE HELLENIC NEWS. Τεύχη 116-7, 118-9. ΕΑΛΟΠΙΑ. Περιοδικό για τα εθνικά θέματα. Τεύχος 8. Δρχ. 500. ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Γενική Γραμματεία Έ ρευνας και Τεχνολογίας. Τεύχος 7-8-9. ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Τεύχος 4. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Τεύχη 76, 77/1990. ΕΠΟΠΤΕΙΑ NEWSLETTER. Τεύχος 15. ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ. Μηνιαία πολιτική εφημερίδα. Φύλ λο 9. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύ χος 4. Δρχ. 400. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Μηνιαία επιθεώρησις. Τεύχη 465476. Δρχ. 1560. ΙΑΤΡΙΚΗ ΙΑΤΡΟΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Διμηνιαία έκδο ση Εταιρείας Ιατρικών Σπουδών. Τόμος 60, συμπλή ρωμα 64. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 282. Δρχ. 500. ΙΣΤΟΣ. Καλές και καλύτερες τέχνες. Τεύχος 2. Δρχ. 600. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 7-8. Δρχ. 1200. ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ. Διμηνιαίο πολιτιστικό περιοδικό. Τεύχος 210. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Αφιέρωμα στον ποιητή Γιάννη Ρίτσο (1909-1990). Δρχ. 2300. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1549. Δρχ. 500. ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. Ιδθήμερη επαναστατική εφη
μερίδα. Φύλλο 44. Δρχ. 100. ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ Ε.Λ.Ι.Α. Αρ. 25. NOΥΜΑΣ. Επιθεώρηση τέχνης γραμμάτων. Τεύχος 5. Δρχ. 200. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 59. Δρχ. 700. ΟΙΚΟΤΟΠΙΑ. Διμηνιαία έκδοση οικολογίας. Τεύχος 16. Δρχ. 400. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟ. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Φύλλο 1. Δωρεάν. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μηνιαία έκδοση. Τεύχος 50. Δρχ. 100. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ ΔΟΣ. Τεύχος 178. ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Τετράδιο για τα γράμματα και τις τέ χνες. Τεύχος 30-31. Δρχ. 800. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. Λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 15. Δρχ. 780. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ. Τεύχος 47-48. Δρχ. 300. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 116. Δρχ. 500. ΠΟΡΕΙΑ ΒΟΡΕΙΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ. Δεκαπενθήμερη εφη μερίδα. Φύλλο 14. ΠΥΛΕΣ. Τριμηνιαία εφημερίδα. Φύλλο 7. Ο ΡΑΜΠΑΓΑΣ ΚΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ. Ποιητική φυλλάδα. Φύλλο 151. Δρχ. 50. ΡΙΖΑ ΑΓΡΙΝΙΩΤΩΝ. Περιοδική έκδοση. Τεύχη 8-9. Δρχ. 800. ΣΠΕΙΡΑ. Περιοδικό θεωρίας της τέχνης. Τεύχος 2. Δρχ. 1660. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Δίμηνη επιθεώρηση. Τεύχος 61. Δρχ . 700. ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύ χος 6. Δρχ. 350. ΣΥΝΑΞΗ. Τριμηνιαία έκδοση. Τεύχος 40. Δρχ. 800. ΣΥΡΙΑΝΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Ιστορία-λογοτεχνία-λαογραφία καλές τέχνες. Τεύχος 17. Δρχ. 800. ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. 40ημερη περιοδικό έκδοση. Τεύχος 1 (349). Δρχ. 350. ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΤΩΝ. Φύλλο 182. ΦΘΚ2ΤΙΧΟΣ ΛΟΓΟΣ. Περιοδική έκδοση. 1991. Δρχ. 620. Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΒΕΛΕΣΤΙΝΟΥ. Μηνιαία εφημερίδα Φύλλο 2(52). Δρχ. 100. COLLECTIO. Διμηνιαίο ιστορικό-συλλεκτικό πε ριοδικό. Τεύχος 3. Δρχ. 500. MELODY CLUB. Μηνιαίο ενημερωτικό και καλλιτε χνικό περιοδικό. Φύλλο 19.
δελτιο/79
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι ε πώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιο δικό και επαρχιακό τύπο, ό σες ήταν δυνατόν να εξα σφαλίσουμε ή μας απέστει- 1 / Λ 1 Τ 1 1 / / ’Λ λαν οι συντάκτες τους. Για ί \ W 1 1 1 l \ V-/ κάθε βιβλίο σημειώνονται, ' μέσα σε παρένθεση: το όνο μα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου, καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής αν πρό κειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Τυπογραφία-Βιβλιογραφία Πολίτης Λ.: Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής βι βλιοθήκης της Ελλάδος, Αρ. 1857 2500 (Μ Ι. Μανούσακας, Νέα Εστία, 1546) Στάικος Κ.: Χάρτα της Ελληνικής Τυπογραφίας (Α. Κουμάριανού, Νέα Εστία, 1548)
δελ Τ1ο
20 Δεκεμβρίου )')91 4 Ιανουάριου
γρα φια 280 Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Λαογραφία Φλωράκης Α.: Καραβάκια-Τάματα (Δ. Γιακουμάκης, Ναυτική Πνευμαπκή Καλλιέργεια, 29) Βιολογία
Φιλοβοφία
Γιανγκ Τ.: Ο εγκέφαλος και οι φιλόσοφοι (Κ. Τσαού σης, Έθνος. 22/155
Μαλεβίταης X : Δικ.τά τ<»ς Εδέρ ίθ-Δ. ■■.■‘p-jymnou· λος. Μαααμβρν ή 20. 12)
Τ
: ίολτηκά Αλεξίαν Π : Η ΕΟΚ 'Β.Χ. ϊακοόδης. Ριζοσπάστης,
3 1) Παπαιι κη Λ3υ Κ.. Π γένεση του ολοκληρωτισμού (Γ. Σχίζας, Εποχή, 22/12) Κοινωνιολογία Μουζέλης Ν.: Οργάνωση και γραφειοκρατία (Σ. Ντάλης, Αυγή, 22/12) Στασινοποΰλου Ο.: Κράτος πρόνοιας (Γ. Σταυρακάκης, Διαβάζω, 277)
έ
χ
ν
ε
ς
______________ _______
Ιωάννου Γ.: Δεν χάθηκαν όλα (Η. Παπαλέξης, Διαβά ζω, 277) Πίτρουλάκης Α.: Τι είναι a πατρίδα μας; (Κ. Κάρης, Αυγή. 29/12) Στάθης: Ο επιτυχημένος (Η. Παπαλέξης. Διαβάζω, 277) Σχοινά Κ.; Χρουτς (Η. Παπαλέξης, Διαβάζω, 277)
80/δελτιο Γλώσσα Παπαγγέλου Ρ·: Η γλώσσα των καραβιών (Δ. Γιακουμάκης, Ναυτική Πνευματική Καλλιέργεια, 28) Κλασική Φιλολογία Βίων. Επιτάφαιος Αδώνιδος (Α. Παπαδάκη, Αυγή, 22/ 12) Ποίηση Παπαγεωργίου Κ.: Ραμμένο στόμα (Γ. Βέης, Διαβά ζω, 277) Ρίτσος Γ.: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα (Γ.Π. Σαββίδης, Νέα, 27/12), (Π. Μπουκάλας, Καθημερι νή, 31/12)
Γιάκος Δ.: Ιστορία της ελληνικής παιδικής λογοτε χνίας (Δ. Ζαδές, Εξόρμηση, 29/12) Ζαδές Δ.: Πάνω από τον ξένο μόχθο (Α. Φουριώτης, Νέα Εστία, 1548) Σταφυλάς Μ.: Διαρκής ιστορία της νεοελληνικής λο γοτεχνίας. Τεύχ. 9. (Α.Σ., Μεσημβρινή, 3/1) Δοκίμια Φωτέας Π.: Ο λόγος και ο χρόνος (Κ. Χωρεάνθης, Διαβάζω, 277) Παιδικά Δαλμάτη Μ.: Παραμύθια (Ε.Ν. Μόσχος, Νέα Εστία, 1548) Αλληλογραφία
Πεζογραφία Δέφνερ Ο.: Ο Θύαμις (Σ. Δημούλης, Εμβόλιμον, 12) Καντάς Α.: Στο περιθώριο της πόλης (Θ. Ψαλιδόπουλος, Διαβάζω, 277) Χουλιαράς Ν.: Η μέσα βροχή (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 27/12) Γκόρτιμερ Ν.: Οι άνθρωποι του Τζούλι (Π. Μπουκά λας, Καθημερινή, 24/12) Ελιάντε Μ.: Ο γέρος και οι ανακριτές (Λ. Λυχναρά, Βήμα, 29/12) Καλάσσο Ρ.: Οι γάμοι του Κάδμου και της αρμονίας (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 29/12) Μέλβιλ X.: Μόμπυ Ντικ (Γ.Ι. Μπαμπασάκης, Επτάμισι, 20/12), (Α. Γριμάνη, ΕΝΑ, 4/1) Σιμόν Κ.: Ξενοδοχείο πολυτελείας (Λ. Λυχναρά, Βή μα, 22/12)
Σολωμός Δ.: Άπαντα. Τόμ. Γ' Αλληλογραφία (Γ. Αλισανδράτος, Νέα Εστία, 1546), (Γ. Κουβαράς, Καθη μερινή, 24/12) Ιστορία Γιαγκάκης Γ.: Το αρχιπέλαγος της Μεγίστης και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος στη Λυκία θά λασσα (Δ. Γιακουμάκης, Ναυτική Πνευματική Καλ λιέργεια, 27) Κορόμηλά Μ.: Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασσα (X. Κιοσσέ, Βήμα, 22/12) Κύπρος νυν και αεί (Θ.Δ., Οικονομικός Ταχυδρόμος, 26/12) Φλωράκης Α.: Η Παναγία της Τήνου στον Αγώνα του ’40 (Δ. Γιακουμάκης, Ναυτική Πνευματική Καλλιέρ γεια, 29)
Μελέτες-Ιστορία Λογοτεχνίας Βουτσίνου-Κικίλια Μ.: Sequentiae (Α.Ε. Καραθανάσης, Διαβάζω, 277) Γεράνης Σ.: Κ. Καρυωτάκης (Σ. Δημούλης, Εμβόλι μον, 12)
Πληροφορούμε, το αναγνωστικό μας κοινό < τα τηλέφωνα του περιοδικού άλλαξαν. Τα νέα μας τηλέφωνα είναι: Σύνταξης: 3301239 (αντί του 3640487) Λογιστηρίου: 3301241 (αντί του 3640488) Διαφημίσεων: 3301313 (αντί του 3642789) Συνδρομών: 3301315 (αντί του 3642765)
& ψ
Ν
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΛΣΙΚΙ^ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Δ Ι Δ Ο Τ Ο Υ 59 - 10681 Τηλ.: 3604885 Fax: 3613065