w
C e sv ÏŠ A
T S N
ΈΚΔΟ ΣΕ ΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΙΑΕΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΙΣΤ ΟΡΙΑ-ΝΤ ΟΚΟΥΜΕΝΤ A ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΛΟΓ ΟΤΕΧΝΙΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ» ΠΑΝΩ ΣΕ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ (1-4). Τέσσερις μελέτες του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών που καλύπτουν έναν πλατύ κύκλο εκπαιδευτικών προβλημάτων. ΣΥΝΤΟΜΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ: Συντάχθηκε από επιτροπή και καλύ πτει τους τομείς της φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, οικονομίας και ιστορίας. Ο ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ: Τα υλικά του επιστημονικού συμποσίου που οργάνωσε το Κέντρο Μ αρξιστικών Ερευνών, για τα 150 χ ρόνια από το θάνατο του μεγάλου γερμανού φιλόσοφου. ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ: Μελέτες και άρθρα της αξέχαστης εκπαιδευτικού Ρόζας Ιμβριώτη πάνω σε Κοινωνικά, παιδαγωγικά, εκπαιδευτικά και πολιτικά θέματα. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ: Της Αλέκας Παπαρήγα. Οι ρίζες και τα προβλήματα της ανισοτιμίας των γυναικών. Η προοπτική της πραγματικής απελευθέρωσης της γυναίκας σαν μέρους του κοινωνικού συνόλου: ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΥΛΙΣΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ: Του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Οι βασικές θέσεις της φιλοσοφίας του μαρξισμού-λενινισμού σε σχέση με τη σύγχρονη επιστήμη και κοινωνική ανάπτυξη. Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗ ΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Του Τ. Μωραίτη. Οι διάφορες πλευρές του γλωσσικού μας προβλήματος όπως αυτό παρουσιάζεται στη σημερινή ελληνική εκπαίδευση. Ιστο ρικό, προβλήματα, προοπτικές.
Κ. ΜΑΡΞ: ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: Το μνημειώδες έργο του θεμελιωτή του επιστημονικού σοσιαλισμού. Κυκλοφόρησαν οι 3 τόμοι του κυρίως έργου και τα 2 από τα 3 μέρη των «θεωριών για τη ν υπεραξία». Β. I. ΛΕΝΙΝ: ΑΠΑΝΤΑ: Ο λόκληρο τό έργο του μεγαλύτερου φιλόσοφου, κοινωνιολό γου και πολιτικού ηγέτη του αιώνα μας. 55 τόμοι και 3 τόμοι ευρετήρια. Κυκλο φόρησαν οι τόμοι 1-40. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜ ΕΣ: Τριμηνιαίο περιοδικό της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Φιλοσοφία. Οικονομία. Ιστορία. Π ολιτική. Κοινωνιολογία. Δίκαιο. Φιλο λογία. Ψυχολογία.
Κεντρική διάθεση και εγγραφή συνδρομητών για τα Άπαντα Λένιν και το περιοδικό Κοινωνικές Επιστήμες:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ», Ζ. Πηγής 16, Τηλ. 3640-713,
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΠΛΕΘΡΟΝ» ΤΟΣΙΤΣΑ 1Α. ΤΗΛ: 8834692
Γραφτείτε συνδρομητές Εσωτερικού Απ λή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχώ ν): 2.100 δρχ.
Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.
’Ο ργανισμών, Τραπεζών, Ιδ ρυ μάτω ν (25 τευχών): 2.500 δρχ. Αμερική Ασία
Εξωτερικού Απλή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδ ρ υ μ ά τω ν (25 τευχών):
Δολ. ηπα Δολ. η π α
Κύπρος 22 34 20 31
Εύρώπη 25 39 23 36
’Αφρική 28 44 26 41
Αύστραλία 31 50 30 47
40
45
50
56
*01 σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώ- ’Εμβάσματα στή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου τατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές περιοδικό «Διαβάζω» μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας 'Ομήρου 34 τής σπουδαστικής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (δν είναι μαθητές). ’Αθήνα (135)
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπ ενθήμερω ν τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Κυκλοφορούν οί τόμοι 1 - 1 0 : 1.100* δρχ. ’Αξία βιβλιοδεσίας 250 δρχ. * Σέ σπουδαστές έκπτωση 15%
\
Ζητήστε τους τόμους τού «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, ζητήστε νά σάς τούς στείλουμε μέ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους, πληρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά κάθε τόμο).
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Όμηρου 34, ’Αθήνα - 135 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 64 9 Μαρτίου 1983 Τιμή: Δρχ. 100 ’Εξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη Διευθυντής: Περ. Άθανασόπουλος ’Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Βασίλης Καλαμαράς, Γλύκα Μαρκοπουλιώτου, 'Ηρακλής Παπαλέξης, Βασίλης Τσάμης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, Παγκράτι, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 ’Εκτύπωση: Βαλασάκης- ’Λγγελής Ο.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 34.66.927 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720, 268.940
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Β. Λάζος, Ε. Δαμβουνέλη, Β. Ραφαηλί6ης, Λ. Λουλούδης, Κ. Μεραναίος, Ρ. Παπαγγέλου καί Ν. Ήσαΐα 4 ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ: Γράφει δ Γιώργος Βέλτσος 5 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 11 ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Τί διαβάζουν οί έπώνυμοι τών γραμμάτων καί τής τέχνης (γράφει ό Άντώνης Κυριαζάνος) 12 ΑΦΙΕΡΩΜΑ Εισαγωγή Pierre Dommergues: Ή γενιά μπήτ Gerard-Georges Lemaire: Τό φάντασμα τού Jack Kerouac Jack Kerouac: Ή τεχνοτροπία - Οί τεχνοτροπίες Girard de Cortanze: Ginsberg, ή όδός τής ποίησης Allen Ginsberg: Μιλώ τήν ποίηση Serge Grunberg: Burroughs, τό άσυλο ή ή έξορία W. Burroughs: Ή άποστολή τής τέχνης Βιβλιογραφία ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφουν οί Κώστας Κοβάνης καί Α. Κουτοϋγκος 43 ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙA : Γράφει ό Α. Ρήγος 47 ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ή Μίνα Μαχαιροπούλου 49 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Κ. Λάμψα καί Ε. Κοροντζή 51 ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οί Γ. Χριστοδούλου καί Β. Παπαβασιλείου 55 ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει δ Β. Κατσαρός 58 ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Βάιος Παγκουρέλης
45
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Ε. Παμπούκη
59
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Καίη Τσιτσέλη: Στήν Ελλάδα υπάρχει άκόμη μιά πίστη στό λόγο
Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία Κυκλοφορεί σέ 12.000 άντίτυπα 'Υπεύθυνος τυπογραφείου: Κ. Λεμπέοη, 'Υμηττού 219. Παγκράτι
15 16 23 28 31 34 36 40 42
62
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
4/χρονικα
^ . □
δ ιά λο γ ο ι
"Ολα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά ατό «Διαβάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) ε ’ίτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλούνται οΐ άναγνώστες πού μάς γρά
’Απάντηση τής «Δωδώνης» σέ σχόλιό μας Αγαπητό «Διαβάζω», Στό τεύχος No 62/9.2.83 καί στή σε λίδα 5 διαβάσαμε σχόλιο μέ τόν τίτλο «ή άνοδική πορεία ένός βιβλίου» δπου, σύμφωνα μέ τήν καταγγελία τριών άναγνωστών σας, κατηγορούμαστε γιά αίσχροκέρδεια καί ποινικώς κολάσιμη πράξη. Λέτε βέβαια πώς μάς έκτιμάτε καί μάς χαρίζετε ένα Ισχνό «άν άληθεύει» (ή καταγγελία), ώστόσο καλύπτετε μέ τό κύρος σας ένα θέμα πού θά μπορούσε νά περάσει στή στήλη τής άλληλογραφίας έπώνυμα, ένημερώνοντάς μας ταυτόχρονα, ώστε νά έχουμε τή δυνατότητα νά άπαντήσουμε στό ϊδιο τεύχος, προλα βαίνοντας διαβρωτικές σέ βάρος μας έπιπτώσεις ένός δεκαπενθήμερου. Εί ναι κάτι άλλωστε πού τό κάνετε μέ τούς συνεργάτες σας καί δέν καταλα βαίνουμε γιατί σέ μάς έπιφυλάξατε άλλου είδους μεταχείριση. Γιά νά περάσουμε δμως στό έπίμαχο θέμα. Τό βιβλίο τού Τσέχωφ σέ με τάφραση Λυκ. Καλλέργη είναι μέν τών έκδόσεων Γκόνη, διατίθεται δμως άπό δυό χοντρέμπορους βιβλίων καί έκδότες, τούς Γ. Λαδιά καί Δ. Δαρεμά, ατούς όποιους ό Γκόνης πούλησε τό ύπόλοιπο stock αύτού καί άλλων βι βλίων του. ΟΙ τιμές τών βιβλίων αύτού τού είδους άλλοτε πάνε μέ τό κιλό καί άλλοτε μέ τό δράμι. ’Εμείς, όσο ύπήρχε τό βιβλίο στήν άγορά, φροντί ζαμε νά τό προμηθευόμαστε. Στίς 6.9.82, μέ τιμολόγιο Γ. Λαδιά καί Σία No 346, άγοράσαμε 5 άντίτυπα τού βιβλίου τού Τσέχωφ μέ τιμή πώ λησης 300 δρχ. καί τά τοποθετήσαμε στό ράφι γιά πώληση. Δυό μήνες άργότερα, στίς 24.11.82, πού τό ξαναζητήσαμε, δέν ήταν σέ θέση νά μάς προμηθεύσει άλλα άντίτυπα. Τά βιβλία μάλιστα τής ίδιας θεατρικής σειράς Γκόνη: 'Ανούιγ, Μίλλερ, Ούίλλιαμς, Πιραντέλλο, στήν όποία άνήκει καί τού Τσέχωφ, είχαν αύξηθεϊ άπό 300 σέ 340 δρχ., δπως φαίνεται άπό τό τιμολόγιο 484, άντίγραφο τού όποίου σάς έπισυνάπτουμε.
φουν νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώ νουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή ους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
Τό ότι στίς 15.12.82 ό πρώτος πελά της βρίσκει τό βιβλίο στήν τιμή τών 300 δρχ., ένώ ήδη άπό τίς 24.11.82 ήταν έξαντλημένο καί στούς δύο δια θέτες του, μαρτυρεί τό κερδοσκοπικό μένος μας. Τά δύο άλλα άντίτυπα τών 350 καί 400 δρχ. άναζητήθηκαν πρός χάριν τών συγκεκριμένων πελατών καί άγοράστηκαν άπό μάς σέ διαφορετικές τιμές άπό τούς παραπάνω προμηθευ τές, χωρίς έκτοτε νά έχουν τή δυνα τότητα νά μάς προμηθεύσουν άλλα μέχρι σήμερα. Είναι ώστόσο καί οί τρεις πελάτες τυχεροί πού βρήκανε τό βιβλίο, μιάς καί ξέρουν πολύ καλά πόσοι συμμα θητές τους δέν μπόρεσαν νά τό προ μηθευτούν. Αύτό δμως είναι μιά άλλη Ιστορία, τό μή όρατδ τμήμα τού παγό βουνου πού λέγεται προσπάθεια γιά ένημέρωση ένός μεγάλου βιβλιοπω λείου δχι μόνο μέ τίς τρέχουσες έκδόσεις άλλά καί μέ δυσεύρετα ή σπά νια βιβλία. Θέλουμε πάντως νά τονίσουμε δτι, κατά τήν άποψή μας, ό τρόπος πού παρουσιάστηκε τό δλο θέμα άδικε! τό πνεύμα καί τήν ύπευθυνότητα ένός άπό τά μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία τής Αθήνας, πού ούτε οί ειδικευμένοι ύπάλληλοι τού λείπουν, ώστε νά χρειάζεται κάποιος νά τούς κόψει τά πόδια, ούτε ληστρική τακτική έχει, κι αύτό τό ξέρουν οί πελάτες μας. Θά ήταν χρήσιμο λοιπόν στά πλαί σια τής σταυροφορίας πού άναλαμβάνετε γιά τήν προστασία τών βιβλιόφι λων άπό άπάτες καί αίσχροκέρδειες νά διαφωτίσετε τό άναγνωστικό κοινό γιά τόν τρόπο διακίνησης τού βιβλίου στήν 'Ελλάδα: Γιά είκονικές προσφο ρές, πού κι έσεϊς διαφημίζετε στό ίδιο τεύχος τού περιοδικού σας, χωρίς ίσιος νά ξέρετε δτι τά βιβλία πού προσφέρονται τό Φεβρουάριο μέ έκ πτωση 30% αύξήθηκαν τέλος Ίανουαρίου κατά 20-25%, όπότε ή προσφορά είναι δώρο άδωρο. Γιά μεγάλες έκπτώσεις καί τί σημαίνουν αύτές στή διαμόρφωση τής όνομαστικής τιμής τού βιβλίου. 'Υπάρχει π.χ. συγκεκρι μένο βιβλιοπωλείο τό όποιο πουλάει βιβλία όρισμένων έκδοτικών οίκων μέ έκπτωση 25-30% (έχουν καταχωρηθεΐ σχετικές διαφημίσεις), δπου τά ράφια χρησιμοποιούνται γιά άποθήκευση δεκάδων άντιτύπων τού ίδιου βιβλίου.
Αύτό έχει σάν άποτέλεσμα τά σωστά βιβλιοπωλεία, πού άνάμεσά τους θέ λουμε νά πιστεύουμε δτι περιλαμβά νεται καί ή «Δωδώνη», δπου βρίσκει κανείς, έκτός άπό τά βιβλία δλων τών έκδοτών, βιβλία Ιδρυμάτων, Ιδιωτών, δυσεύρετα ή σπάνια άντίτυπα καί ύπεύθυνους ύπαλλήλους, νά έμφανίζονται δτι αίσχροκερδοϋν καί μετέρ χονται ποινικώς κολάσιμους τρόπους. Ποιός εύθύνεται γι’ αύτή τήν Ιστορία, οί έκδότες ή οί βιβλιοπώλες; Ξέρετε δτι τό ποσοστό έκπτωσης τών έκδοτών ποικίλλει άπό βιβλιοπω λείο σέ βιβλιοπωλείο (άπό 30-35% μέ χρι 50-55%); Όταν ένα περιοδικό άναπροσαρμόζει τίς τιμές τών προηγουμένων τευ χών του ή ένας έκδότης τίς τιμές τών βιβλίων του πού είναι τυπωμένες στό έξώφυλλο, ποιός προστατεύει τό βι βλιοπώλη άπό τίς ύποψίες τού πελάτη καθώς βλέπει τή νέα χειρόγραφη τιμή πάνω στίς μικρές αύτοκόλλητες έτιΌ βιβλιοπώλης βρίσκεται άντιμέτωπος μέ τόν πελάτη καί πρέπει αύτός νά βγάλει τά κάστανα άπό τή φωτιά, πληρώνοντας τερτίπια καί τακτικές μερικών έκδοτών. Δέν νομίζετε πώς είναι άδικο νά τόν διασύρετε στή συ νείδηση άνθρώπων πού κανείς δέν φρόντισε νά τούς ένημερώσει; Βαγγέλης Λάζος Υ.Γ. Παρακαλοϋμε ή έπιστολή μας νά δημοσιευτεί χωρίς περικοπές, άνεξάρτητα άπό τά δικά σας σχόλια. 'Αθήνα, 11 Φεβρουαρίου 1983
Μ ερικές άντιρρήσεις 'Αγαπητό «Διαβάζω», Μερικές άντιρρήσεις δημιουργεί ή άνάγνωση τής κριτικής τού κ. Β. Ραφαηλίδη στό τεύχος 59 γιά τό τόσο ένδιαφέρον βιβλίο τού Μιχαήλ Βοσλένσκι «Ή νομενκλατούρα». 'Επειδή είναι δύσκολο νά έπεκταθεί κανείς στό χώρο μιάς έπιστολής θά ήθελα νά
χρονικα/5 άναφερθώ σέ μερικά καίρια σημεία. Γιά παράδειγμα: Ό κ. Ραφαηλίδης γράφει πώς ό Βοσλένσκι δέν έξηγεϊ έπαρκώς πώς καί γιατί έγκατέλειψε τά προνόμιά του, νομενκλατουρίστας καθώς ήταν κι ό Ιδιος, καί προσθέτει: «ύποπτευόμαστε πώς κάποτε έπαψε νά προάγεται». "Αν κατάλαβα καλά, έννοεί, όπως φαίνεται καί στή συνέ χεια τού κειμένου του, πώς έπεσε σέ δυσμένεια καί γι’ αύτό σκέφτηκε νά μιλήσει άρνητικά, άφοϋ πρώτα άποχώρησε άπό τήν όμάδα στήν όποια ώς τότε άνήκε. 'Αλλά τά περιεχόμενο τοϋ βιβλίου δέν άφήνει περιθώρια γιά τέτοιες ύποψίες, άφοϋ άνατέμνει κι έπεξηγεϊ μέ σαφήνεια τή δικτατορία τής νομενκλατούρας, πού βέβαια δέν συμπαθεί ποτέ, όπως κάθε όλοκληρωτισμός, τήν έλεύθερη σκέψη καί τήν έκφρασή της. Όσο γιά τις Ικανότητες καί Τά ταλέντα τών άνθρώπων τής νο μενκλατούρας, πραγματικά δέν φαί νεται νά στρέφονται σ’ άλλες κατευ θύνσεις παρά στήν οίκειοποίηση τής έξουσίας καί στήν έδραίωση τής άρχουσας τάξης. Σχετικά μάλιστα μέ τά ταλέντα άρκεΐ νά θυμηθούμε τό ύποθετικό παράδειγμα πού δίνει ό Βοσλένσκι γιά τήν προτίμηση τού συντρό φου Βλακώφ, μέλους τού κόμματος, εις βάρος... τού ’Αϊνστάιν, πού όμως δέν είναι μέλος τού κόμματος. Φαίνε ται έτσι πώς ή ύποταγή προηγείται τής εύφυΐας, ή όποια μάλλον ένοχλεϊ, άφοϋ διατηρεί τή συνήθεια νά ύπερασπίζεται τήν έλευθερία, πού τής έπιτρέπει τή δημιουργικότητα.
Όμως γιά άλλες «Ικανότητες», κα θόλου άξιοθαύμαστες, διαβάσαμε στό βιβλίο αύτό: δπως είναι οι καταδό σεις, τό μπαξίσι, οι «έξαφανίσεις». Φαίνεται πώς στή νομενκλατούρα δέν έχει θέση αύτός πού δέν σκέφτεται μέ τό κεφάλι τοϋ κόμματος, δπως θά ’λεγε ό Κούντερα. Ή «Νομενκλατού ρα» τοϋ Βοσλένσκι συγκλονίζει, δπως κάθε προσωπικό ντοκουμέντο, πού βέβαια δέν έπιβεβαιώνει τίποτα πε ρισσότερο άπό αύτό πού έγραφε ό Όργουελ (άπαγορευμένος στήν ΕΣΣΔ) στή «Φάρμα τών ζώων»: «δλα τά ζώα είναι Ισα, άλλά μερικά είναι πιό Ισα άπό τά άλλα». Κατά τή γνώμη μας, ό Βοσλένσκι παρέμεινε ένας έλεύθερα σκεφτόμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος πού «άπεβλήθη» άπό τό σύστημα καί τις στεγανές του όμάδες, στις όποιες καί πρέπει ν’ άναζητηθοϋν οι δόλιοι, οι πονηροί, οι κρετίνοι, οι άριβίστες κι άλλα παράσιτα, πού πάντα δλοι είναι έναντίον τους, χωρίς αύτό καί νά τούς άνακόπτει τήν πρόοδο. Στήν «καλύτερη» περίπτωση άντικαθίστανται άπλώς άπό άλλα παρομοίων τά σεων άτομα. Ούτε μπορούμε νά δεχθούμε πώς ή νομενκλατούρα δημιουργειται άπό τήν άνάγκη καί τις συνθήκες κι δχι άπό τό κόμμα. Παραδεχόμαστε άπλώς βέβαια τό δτι ή δράση της κυρίως τεί
νει νά τηρείται μυστική. Ό Jean Elleinstein γράφει: «Δέν ζεϊ παρά μόνο στό σκοτάδι. Φοβάται τό φώς. Κρύβεται τόσο καλά, ώστε δύσκολα μπορεί νά τήν άνακαλύψει ή κοινωνιολογία. Κρύβει τά προνόμιά της, βρίσκεται σέ πλήρη άντίφαση μέ τις Ιδέες πού κη ρύσσει στούς πολίτες τής χώρας της». Ό Βοσλένσκι όμως σέ κάποιο σημείο τοϋ κειμένου δέν διστάζει νά τήν άποκαλέσει άπροκάλυπτα «ένα είδος έπαναστατικής “μαφίας”, δπου δλα βασίζοναι στή συνωμοσία... Ό “μαφιόζος" πού κρίνεται άπό τήν όργάνωση άνάξιος, δηλαδή άπό τή διεύ θυνση τής όργάνωσης, άφοϋ δέν ύπάρχει καμιά δημοκρατία, ύπόκειται στήν ποινή τοϋ θανάτου». Έτσι βοηθά τό σύστημα ή νομεν κλατούρα στήν τάση τής παντοδυνα μίας του πού τό κάνει νά παίρνει τή ρεβάνς εις βάρος τοϋ άνθρώπου, δπως άκριβώς περιγράφεται καί στό έργο τοϋ άνατόμου τοϋ όλοκληρωτισμοϋ Όργουελ: «1984». Εύχαριστώ 'Ελένη Δαμβουνέλη Λυκαβηττού 17
Τήν έπιστολή τής Ε. Δαμβου νέλη, θέσαμε υπόψη τοϋ Β. Ραφαηλίδη, ό όποιος μάς έστειλε τήν παρακάτω άπάνΔέν βλέπω νά διαφωνώ δσον άφορά τόν τύπο τών «μερικών άντιρρήσεων» τής κ. Δαμβουνέλη. Πώς θά διαφω νούσα, άλλωστε, άφοϋ καί οι δυό... συμφωνούμε ώς πρός τόν Βοσλένσκι; (Τά πρός τρίτον Ισα...). Όμως, άπ' τις δυό άναφορές τής κ. Δαμβουνέλη στόν Όργουελ κι άπ’ τήν προσπάθειά της νά «άθωώσει» τόν Βοσλένσκι άπ’ τή μομφή τής «εύτέλειας» τών προθέσεων τής άποστασίας του πού τοϋ άποδίδω, γίνεται φανερό πώς ύπάρχει πράγματι μιά βα θύτατη καί ούσιαστικότατη διαφορά άνάμεσα στις δικές μου άπόψεις κι αύτές τής έπιστολογράφου, μιά δια φορά πού ώστόσο δέν έχει σχέση μέ τόν Βοσλένσκι, άλλά μέ τό διαφορετι κό «σημείο δράσης» στό όποιο τοπο θετούμαστε γιά νά κοιτάξουμε τό Ιδιο πράγμα (τή νομενκλατούρα). Ή κ. Δαμβουνέλη κοιτάει τά πράγ ματα άπ' τή μεριά τοϋ παραδοσιακού καί όλικά χρεοκοπημένου άνθρωπισμοϋ, δπου τά παιχνίδια παίζονται όνάμεσα σέ «καλούς» καί «κακούς», δπως στά φιλμ γουέστερν. Μ’ άλλα λόγια, ή άποψη τής κ. Δαμβουνέλη εί ναι τυπικά συναισθηματική, δπως τυ,πικά συναισθηματική είναι καί ή άπο ψη τοϋ Όργουελ, κι ένα σωρό άλλων «εύαίσθητων», πού άδυνατοϋν νά κα ταλάβουν πώς οι νόμοι τής Ιστορίας άπέχουν έτη φωτός άπ’ τό συναισθη ματισμό καί τά τέτοια. Έγώ κοιτάω τά πράγματα, θέλω νά
αναγνώσεις
του γ. βελτσου Η Αγία Οικογένεια Αύτή τή φορά δ έ ν είναι οί άδελφοί Μπάουερ καί ή «Γενική Φιλολογική Εφημερίδα» τους. Δ έν είναι οί ιδεαλιστές τής «καθαρής κριτικής» τοϋ 1843 άλλά οί έμποροι τής άκάθαρτης δεκαρολογίας τοϋ 1983. Αύτή τή φορά είναι τά κυκλώματα τοϋ τύπου καί οί έφ ημερίδες τους. Ά ς άνεβ ά σουνή άς κατεβάσουν τήν τιμή. Ά ς παίξουν όσο θέλουν στό χρηματιστήριο τών περιπτέρων. Ά ς κάνουν ό,τι τούς άρέσει μ έ τό έντυπ ό τους. Τά έξομολογητικά άρθρα μ έ τό «φίλε άναγνώστη» καί τίς δικαιολογίες περί δημοκρατίας, αυτά νά λείψουν. Βέβαια τά κυκλώματα είναι πάντα έγελιανά όπως οί Μπάουερ: έπικρατοϋν γιατί ταυτολογούν καί ταυτολογούν γιατί έπικρατοϋν. Ε μείς πού δ έ ν είμαστε, έμ εϊς οί άναγνώ στες καί σ υ νεργά τες τους πότε θά διαβάσουμε τήν «Άγια οίκογένεια» ώς τήν τελευταία της φράση; « Ό ταν τά βόδια πάνε ζευγαρωτά, τό όργωμα προχω ρεί καλύτερα.» Ά λλά καί γι ’ αυτό ό Έ γελο ς είχε προβλέψει τήν άπάντηση: «Στή νύχτα τοϋ ά πόλυτου όλα τά βόδια (άγελάδες) είναι μαύρα». Μαύρα λοιπόν κι άραχνα.
6/χρονικα
πιστεύω χωρίς νά είμαι βέβαιος, άπ’ τή μεριά τής άριστερής, μαρξιστικής «άντιπολίτευσης», όπως έπεκράτησε, μάλλον λανθασμένα, νά λέμε αύτούς πού άσκοϋν αυστηρή κριτική στόν «ύπαρκτό σοσιαλισμό», χωρίς σέ κα μιά περίπτωση νά τόν άρνοϋνται, έξαιτίας κάποιων στρεβλώσεων. "Αλ λωστε, στό κείμενό μου δηλώνω άπερίφραστα τό θαυμασμό μου γιά τόν Ρούντολφ Μπάρο. "Αν αύτή ή πεντα κάθαρη δήλωση δέν σημαίνει τίποτα γι’ αύτούς πού άγνοοΰν τόν Μπάρο, δέν φταίω έγώ άλλά ή έλλειψη ένημέρωσης έκείνων πού βιάστηκαν νά μοϋ κολλήσουν γιά μυριοστή φορά τό χα ρακτηρισμό τού «νεοσταλινικοϋ». (Δέν έννοώ τήν κ. Δαμβουνέλη, άλλά τούς «άριστερούς» προσκόπους, πού θεώρησαν χρέος τους νά τηλεφωνή σουν στό «Διαβάζω» γιά νά έκφράσουν τήν άγανάκτησή τους γιά «τό άπαράδεκτα νεοσταλινικό κείμενο τού Ραφαηλίδη».) Φανταστείτε δλους αύτούς τούς φωνασκοϋντες «άνθρωπιστές» μικρομεσαϊα στελέχη σ’ ένα ύποθετικό καί καθ' δλα άψογο έλληνικό κομουνιστι κό καθεστώς. Θά τό διάβρωναν μέσα σ’ ένα χρόνο, καθώς θά κουβαλούσαν έκεϊ τόν μουρμούρικο «άνθρωπισμό» τους καί τις μικροαστικές διαβολές τους. Αύτοί άκριβώς οι αιώνιοι παρασκήνιοι, μέ τήν έλλειμματική ψυχολο γία καί τό κολοβό ήθος, θά γίνονταν νομενκλατουρίστες στό π( καί φί: Ό μικροαστός μέ τή μικρότητά του, εί ναι τό πιό έπικίνδυνο ζώον πού περ πάτησε ποτέ στόν πλανήτη μας. Τώρα, στήν 'Ελλάδα, έχουμε μιά κα λή εύκαιρία νά μελετήσουμε τή νοτιοβαλκανική έκδοχή τής νομενκλατούρας: Τό ΠΑΣΟΚ έχει γεμίσει κοριούς, όλικά άσχετους πρός κάθε έκδοχή τού σοσιαλισμού. Αύτό δέν σημαίνει πώς δέν ύπάρχουν σοσιαλιστές στό ΠΑΣΟΚ. Σημαίνει μόνο πώς ή πασοκική νομενκλατούρα, πού διαμορφώθη κε μέ ύποδειγματική ταχύτητα, όρίζει ήδη μέ σαφήνεια καί τήν πραγματική πολιτική φυσιογνωμία αύτοϋ τού μικρομεσαϊα μικροσοσιαλιστικοϋ νομενκλατουρίστικου κόμματος. Βασίλης Ραφαηλίδης
'Ο ρισ μένες έξηγήσεις Κύριε διευθυντά, Στό τεύχος 60 τού περιοδικού σας, καί στή συνέντευξη τού φίλου Κώστα Ζουράρη, παρεμβάλλεται ένα δικό μου σχόλιο γιά τό όποιο θά ήθελα νά δώσω όρισμένες έξηγήσεις σέ σάς καί τούς άναγνώστες τού περιοδικού. Πρώτα, άτι δέν είχα τήν πρόθεση νά παρέμβω δημόσια σ’ όσα ένδιαφέροντα έλεγε ό Κώστας. Ή συμπαθής συνεργάτιδά σας έξέλαβε ίσως λίγο «αύθαίρετα» μιά φιλική συζήτηση στό τέλος τής συνεντεύξεως ώς μέρος της. Καί ή κατάληξη θά ήταν εύτυχής άν όσα λέγω δέν ήσαν άπολύτως άκατανόητα. Γιά τήν άποκατάσταση τής λογικής λοιπόν, δ,τι έννοούσα στό άκατάληπτο σχόλιό μου είναι συνο πτικά τό έξής: οι σημερινές όργανωμένες νεολαίες τών κομμάτων πού θά έπρεπε νά άποτελοϋν φυσιολογικά τή συνέχεια τής γενιάς τού ’65, σέ τίπο τε δέν συνεχίζουν τά έργα έκείνων πού τότε έδωσαν τήν έντύπωση μιάς πολιτιστικής άναγέννησης στόν τόπο μας. Δέν είναι τυχαία ή πλήξη τών έκδηλώσεων αύτοϋ τού όργανωμένου τμήματος τής νεολαίας μας σέ σχέση μ’ όσα, λίγα έστω, άλλά ένδιαφέροντα δημιουργούν οι συνομήλικοίτους πού κινούνται έκτός αύτοϋ, στή μουσική Ιδιαίτερα άλλά καί στόν περιοδικό τύΣάς ευχαριστώ γιά τήν ήθελημένη καί άθέλητη συνεργασία Λεωνίδας Λουλούδης
Τά «Καλλιτεχνικά Νέα» Αγαπητοί κύριοι, Στό τεύχος 58 τού «Διαβάζω» δημο σιεύτηκε ή συνεργασία τού κ. ’Αλεξ. ’Αργυρίου: «Σύντομες άναφορές σέ περιοδικά τής Κατοχής». Είναι, πράγ ματι, άξιο άπορίας πώς τό περιοδικό αύτό τό τύλιξε ή λήθη. Είναι πάντως ένδιαφέρον ότι ό κ. Αργυρίου έπισημαίνει αύτή τήν παραγραφή του. Καί άκόμη πιό ένδιαφέρον πώς άπό τή σχετικά βραχύβια διαδρομή μου δημιουργοϋνται όρισμένα ζητούμενα. Καί αύτά τίθενται, καί δικαιολογημέ να, άπό τόν κ. ’Αργυρίου. Ή διευκρίνι σή τους πιθανόν νά είναι χρήσιμη γιά νά κατανοηθεϊ καλύτερα ή πνευματι κή ζωή καί ή άνάλογη στάση τών άνθρώπων σέ μιά δραματική έθνική γιά τό λαό μας έποχή. Πιστεύω πώς τά ζητούμενα, γενικά, έχουν βρει κιόλας τήν άπάντηση άπό τό κείμενο τού κ. Αργυρίου. Αύτό εί ναι εύνόητο, γιατί έρχεται ώς φυσικό
έπακόλουθο άπό τήν πνευματική εύθύτητα, τήν όξυδερκή παρατήρηση καί προπαντός τή λογική τοποθέτηση, άναγωγή καί άποτίμηση τών άντικειμενικών στοιχείων, πού συνιστοϋν τις άναγκαϊες προϋποθέσεις γιά νά λει τουργήσει ούσιαστικά ή πνευματική καί κριτική έρευνα. Παράλληλα όλα αύτά έμπεδώνονται καί άπό τήν εύρύτητα τής θεωρητικής παιδείας, γιατί χωρίς αύτήν ή προαναφερθείσα έρευ να είναι άδιανόητη. Πέρα άπό τό συγ κεκριμένο θέμα, ό κ. Αργυρίου μάς προσφέρει τά κίνητρα γιά νά άναλογιστοΰμε τί είναι έπιτέλους ή πνευματι κή δραστηριότητα στήν όποιαδήποτε μορφή της. Άπό τήν άποψη αύτή θά μοϋ έπιτραπεί νά προσθέσω πώς τό κείμενο τού κ. ’Αργυρίου είναι ύπόδειγμα πνευματικής καί Ιδιαίτερα κρι τικής συλλογιστικής. Είναι φυσικό νά θέτει ό κ. Αργυ ρίου όρισμένα έρωτήματα πού προ βαίνουν άπό τήν ιστορία αύτοϋ τού περιοδικού. Πολύ όρθά χαρακτηρίζει πώς ό χώρος του όπου κινιόταν ήταν ή άριστερά. Αύτή έκπροσωποϋσε, άλ λωστε, τή μαχητική πρωτοπορία στόν άπελευθερωτικό άγώνα. Άλλά φυσικά στις στήλες τού περιοδικού είχαν θέ ση όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι, άσχετα άπό πολιτικές τοποθετήσεις. Πολύ όρθά, έπίσης, ό κ. Αργυρίου το νίζει τήν περίπτωση τού Τέλλου Άγρα -καί μέ τήν εύκαιρία αύτή θυμάμαι τις συζητήσεις μαζί του μέσα σ’ έκείνη τήν άτμόσφαιρα τού σούρουπου, όταν έρχόταν γιά τή συνεργασία του, έκεϊνος ό λεπτός καί εύαίσθητος άν θρωπος πού ένσάρκωνε τόν βαθύ, ήρεμο τόνο μιάς άδιατάρακτης ποιη τικής βασικά άφοσίωσης. Άλλωστε, άπό τά πράγματα δέν μπορούσε νά νοηθεί άποκλεισμός γιά όποιονδήποτε άληθινό πνευματικό άνθρωπο. Αύ τή καθεαυτή ή πνευματική δημιουρ γία είναι δείγμα γιά τή θετικότερη καί συνεπέστερη άντίσταση. Όταν λει τουργεί τό πνεύμα, ή έθνική, ή πολιτι κή, ή κοινωνική, ή άνθρώπινη τέλος συνείδηση γρήγορε!. Ή στάση αύτή τών «Κ. Ν.» δέν ύπαγορεύονταν άπό άπλή φιλελεύθερη διάθεση. ’Επιβάλ λονταν άπό τήν άνάγκη τών πραγμά των. Κατά συνέπειαν δέν ήταν νοητή κανενός είδους καθοδήγηση. Ήταν περιττή καί άσυμβίβαστη μέ τήν άποστολή καί λειτουργία τού περιοδικού. Τά άναφερόμενα άπό τόν κ. Βασιλό πουλο, προσωπικώς τουλάχιστον, δέν τά γνωρίζω. Άλλωστε είναι πολύ εύ γλωττη ή άξιολόγησή τους άπό τόν κ. Αργυρίου. Φυσικά καί τά άναφερόμε να άπό τόν κ. ’Ελύτή γιά τόν Μ. Αύγέρη είναι έντελώς άνυπόστατα. Απομένει ή τέταρτη άποψη, πού τήν πιθανότητά της τή συμπεραίνει καί ό κ. Αργυρίου. Καί είναι έκπληκτική ή διαύγεια άπό αύτό τό συμπέρα σμα. Ή άνάληψη τής άρχισυνταξίας άπό μένα είναι μάλλον τυχαία. Προήλ
χρονικα/7
θε άπό συμπτωματική γνωριμία μου μέ τόν κ. Βασιλόπουλο, πού είχε ζη τήσει συνεργασία μου καθαρά μετα φραστική, καί άπό τό άδιέξοδο δπου βρέθηκε κιόλας άπό τό πρώτο φύλλο μέ τόν κ. Ν. Βυζαντινό. Φυσικά, άπό τήν πλευρά μου ούτε πρόθεση ούτε φιλοδοξία ύπήρχε, δπως καί δέν έπακολούθησε καμιά συμφωνία. Μπαί νοντας τό δνομά μου ώς άρχισυντάκτη, είχε ώς στέγαστρο μιά συντακτι κή έπιτροπή άνύπαρκτη. Ότι ύπήρχαν φίλοι καί συνεργάτες τού περιοδικού καί μερικοί άπό αύτούς γνώριμοι τού κ. Βασιλόπουλου δέν συνιστά κανενός είδους συντακτική έπιτροπή. "Αλ λωστε, κατά τό διάστημα τής μεσοθασιλείας του Κ. Ζαΐμη ή συντακτική έπιτροπή έχει διαγράφει. Ό ίδιος ώς διευθυντής καλύπτει τά πάντα. Είναι άλήθεια πώς παρουσιάστηκαν άπό τήν άρχή μερικές έντελώς Ιδιωτι κές έπιδιώξεις γιά κηδεμόνευση τού περιοδικού. Προσωπικά άντέδρασα έντονα καί όφείλω νά όμολογήσω πώς είχα τήν πλήρη συμπαράσταση τού κ. Βασιλόπουλου. Στό μεταξύ όμως τό περιοδικό γνώριζε οικονομικές δυ σκολίες καί τότε ό Β. Ρώτας πρότεινε τόν φίλο του Κ. Ζαΐμη ώς μαικήνα τού περιοδικού. Πώς στήν περίπτωση αύτή νά μήν τονισθεϊ καί πάλι ή όξυδέρκεια τού κ. 'Αργυρίου. Ή μεσοβασιλεία άπό τό 28 ώς τό 33 τεύχος τών «Καλλιτεχνικών Νέων» είναι χαρακτη ριστική. 'Υπάρχει όμως καί μιά άλλη , λεπτομέρεια πού μπορεί νά είναι διαφωτιστική γιά τήν περιπέτεια τού πε ριοδικού. Τό περιοδικό άλλάζει στέγη καί διεύθυνση. 'Εγκαταλείπει τή δω ρεάν φιλοξενία στό δικηγορικό γρα φείο μου καί πηγαίνει στήν όδό Λέκκα 29. Ήταν έπιτακτική άπαίτηση πού έπιβλήθηκε άπό τήν καινούρια συντα κτική διεύθυνση. Ήταν όλοφάνερο πώς ύπήρχε κάτι τό άσυμβίβαστο άνάμεσα στόν παλιό καί στόν καινού ριο ύπεύθυνο. Ή νέα διεύθυνση είχε μονοπωλιακή νοοτροπία. Αύτό ύπήρξε άφορμή γιά βίαια έπεισόδια, πού κατάληξαν, ύστερα άπό τήν άντίδρασή μου καί τού κ. Βασιλόπουλου, στήν άποχώρηση τού Κ. Ζαΐμη. Τό περιοδικό, ώστόσο, συνέχισε τήν έκδοσή του ώς τό 36 τεύχος τής 11-343, όπότε καί άπαγορεύτηκε ή έκδοσή του άπό τούς Γερμανούς, τόν περι βόητο Σβαίρμπελ, πού είχε κιόλας διατυπώσει ύποψίες γιά τό τ( ρόλο έπαιζε τό περιοδικό. Σχετικά είχα ει δοποιηθεί άπό τόν κ. Κλέαρχο Μιμίκο, πού μέ είχε καλέσει στά γραφεία τού περιοδικού του «Πειραϊκά Γράμματα», στό Σύνταγμα, στό βιβλιοπωλείο τού Δημητράκου. Μοϋ άνάφερε πώς στήν 'Επιτροπή Χάρτου είχε γίνει συζήτηση καί είχαν διατυπωθεί ύπόνοιες γιά τό περιοδικό, καί μού σύστησε προσοχή. Ανάλογη προειδοποίηση είχε γίνει καί άπό τόν Γιάννη Κορδάτο. Σέ λίγο έπακολουθοϋσε ή άπαγόρευση γιά τή χορήγηση χαρτιού, πού σήμαινε άπα-
γόρευση καί γιά τήν έκδοσή του. Έτσι τερματίστηκε ένα έντυπο πού πραγ ματολογικά ήταν μιά άπό τίς συνεπέ στερες πνευματικές στάσεις στή φο βερή έκείνη έποχή. 'Αναμφίβολα θά άξιζε νά άσχοληθεί κανένας, δπως γράφει καί ό κ. Αργυ ρίου, καί μέ τό περιεχόμενό του. Είναι χρήσιμο καί γιά πρόσωπα καί γιά πράγματα. 'Από τή μεριά μου διεκδικώ, χωρίς αύτό φυσικά νά σημαίνει δτι ήμουν καί ό μόνος, πώς έμεινα πι στός σέ δ,τι ήδη άπό καιρό είχα δια μορφώσει καί πώς τά δσα ύποστήριξα ήταν συνεπή, άλλά καί σαφή. Τά άρ θρα μου -καί είναι χαρακτηριστικοί οί τίτλοι τους- ήταν μιά συνεχής έπίκληση γιά τό χρέος τών πνευματικών άνθρώπων. Προσωπικά τά «Κ. Ν.» μοϋ έδωσαν τήν εύκαιρία γιά συστηματι κότερη έκφραση καί γιά τή χάραξη τής καθαρής πνευματικής γραμμής τους. Καί αύτό έγινε αύθόρμητα καί μέ τή στενή συνεργασία δλων έκείνων πού ένιωθαν τήν όνάγκη νά έκφραστοϋν, νά διαδηλώσουν τή ζωντά νια τους καί νά κρατήσουν περήφανα ψηλά τό μυαλό καί τό αίσθημά τους. Όλους μάς έμψύχωνε ό πόθος γιά τήν έλευθερία. Καί στόν άγώνα αύτό, πού ήταν δχι μόνο έθνικής, άλλά καί βιολογικής κατηγορίας, δλοι οί έντι μοι ήταν κλητοί. ΓΓ αύτό καί τά «Κ. Ν.» ήταν τό σταυροδρόμι γιά τόν έλληνικό πνευματικό κόσμο. Δέν χρειά ζεται νά προσθέσω τίποτε παραπάνω. Ό κ. 'Αργυρίου όδηγεί άσφαλτο στό γενικό συμπέρασμα. Θά ήθελα μόνο νά μοϋ έπιτραπεϊ νά προσθέσω καί τά παρακάτω. Δέν γνω ρίζω τί έπιδίωξε ό κ. Βασιλόπουλος μέ τό βιβλίο του, ούτε ποιά άνάγκη ύπηρετεί. Έχω τήν έντύπωση πώς δέν εί ναι δ αύτουργός. Δέν τόν θεωρώ Ικα νό γιά συκοφαντικές έξυβρίσεις, ούτε καί γιά συγγραφικό αύτοδιασυρμό. Ό κ. 'Αργυρίου πολύ εύστοχα έπισήμανε τό είδος τής γραφής του. 'Υπάρχουν δυό έρωτήματα άκόμη γιά τόν κ. Βα σιλόπουλο: πώς δέν κατόρθωσε τό περιοδικό νά συνεχισθεί μετά τήν άπελευθέρωση; πώς τό μόνο πού κα τόρθωσε ήταν νά έκδώσει' μόνο ένα φύλλο, στίς 3 Μαΐου 1945; Μήπως λη σμόνησε πώς προοδευτικός διανοού μενος τό σαμποτάρισε; Καί τότε ποιά ήταν ή κομματική καθοδήγησή του πού τόσο έπίμονα τήν έπικαλεϊται; Πώς τόσο σύντομα, σχεδόν τήν έπαύ-
ριο, λησμονήθηκε ή άντιστασιακή του Ιστορία; Καί, τέλος, μιά άλλη άπορία: Ό κ. Βασιλόπουλος άναφέρεται κολα κευτικά, παραθέτοντας καί πρόσφατα κείμενα, στό Δ. Γιάκο, έκφράζοντας καί τίς εύχαριστίες του γιά τίς φιλικές συμβουλές του. Πώς όμως ή κομματι κή του συνείδηση συμβιβάζεται μέ τά δσα ένυπόγραφα κατάγγειλε ό Τάσος Βουρνάς στό φύλλο τής 7-3-82 γιά τόν έν λόγω φίλο του; Εύχαριστώντας σας γιά τή φιλοξε νία, άκόμη γιά τήν πρωτοβουλία σας γιά νά μάθομε τή σύγχρονη Ιστορία μας, μέ τά δσα δημοσιεύσατε γιά τά περιοδικά τής Κατοχής, καί τόν κ. 'Αργυρίου γιά τήν πολύτιμη συμβολή του στήν έρευνα, Σάς χαιρετώ, έγκάρδια Κωστής Μεραναϊος Πατριάρχου Γρηγορίου 22 Άγ. Παρασκευή
Γιά τόν Έ λιοτ ’Αγαπητό «Διαβάζω», Άναφέρομαι στή 12σέλιδη «παρου σίαση» τού "Ελιοτ, άπό τή Ν. Ήσαΐα, στό τεύχος 56, Σεπτ. / Όκτ. 1982. Άντιπαρέρχομαι τά γλωσσικά «μαρ γαριτάρια» τής Ν.Η, (σημειώνω μερικά στό τέλος) γιά νά άναφερθώ στήν «ούσία» τού «δοκιμίου». Τί σόι «παρουσίαση» τού Έλιοτ έκανε ή Ν.Η.; "Ενας κριτικός (δπως κάθε μελετητής, π.χ. ιστορικός) έξετάζει τά «πράγματα» καί τή σημασία τους καί τά παρουσιάζει άντικειμενικά, προτού έκφέρει όποιαδήποτε ύποκειμενική άποψη. Ή Ν.Η. προτίμη σε άλλο τρόπο: τού άν τής άρεσε ή δχι. Κι άν άπευθυνόταν στούς «γνώ στες» έγινε καταγέλαστη. Άν πάλι άπευθυνόταν σέ άνθρώπους πού άγνοοϋσαν τόν Έλιοτ καί τό έργο του, οί άναγνώστες αύτοί δχι μόνο δέν μάθανε τίποτα γιά τό μέγεθος καί τό είδος τής ποιητικής του συμβολής, μά καί δεχτήκανε κατακέφαλα τούς μύδρους τής Ν.Η. («ποτέ δέν <■μού άρεσε καί ούτε μέ συγκίνησε Ιδιαίτε ρα») κατά τού «δασκάλου» της (δπως τόν λέει -λές καί μετριέται καλύτερη καί Ισάξια μέ κείνον!), χωρίς καμιά ούσιαστική πληροφορία γιά τό τί έγραψε
Δεκάδες γράμματα άναγνωστών έχουν κατακλύσει τά γραφεία τοϋ περιοδικού. Γιά νά παρουσιάζουν οί σελίδες τών διαλόγων κάποια σχετική έπικαιρότητα, άναβάλλουμε τά Προλεγόμενα γιά τό έπόμενο τεύχος, καί στή θέση τους δίνουμε περισσότε ρες έπιστολές.
8/χρονικα
(έστω βιβλιογραφικά) καί ατό που έγ κειται ή συμβολή τού Έλιοτ. 'Αντί τούτου οί αναγνώστες άκουσαν «έν παρόδιο» γιά κάποιο correlati ve (πού τό μετάφρασε σάν «άντίστοιχο». Γιατί δχι «υποκατάστατο»;) πού τό άκολουθεί υστέρα άπό κάμποσο ένδιάμεσα μιά άσκημα μεταφρασμένη άποστροφή τού "Ελιοτ, σάν έπεξήγηση, χωρίς νά γίνεται φανερό τί είχε κατά νοϋ ό ποιητής. Παραθέτω τό πρωτότυπο κείμενο τού "Ελιοτ: «The only way of expressing emotion in the form of art is by finding an ‘objecti ve correlative'; in other words, a set of objects, a situation, a chain of events which shall be the formula of that particu lar emotion; such that when the external facts, which must terminate in sensory experience, are given, the emotion is im mediately invoked...» («”Αμλετ», 1919, στή 2η έκδοση τού τόμου «Selected Es says», σ. 145). Καί γιά τούς μή άγγλομαθεϊς: «Ό μόνος τρόπος νά έκφραστεϊ ή συγκίνηση μέ καλλιτεχνική μορφή εί ναι μέ τήν άνεύρεση κάποιου “άντικειμενικοϋ ύποκατάστατου”· δηλαδή μιας όμάδας άντικειμένων, μιάς κατά στασης, μιάς άλληλουχίας περιστατι κών, πού θά είναι ό τύπος αύτής τής είδικής συγκίνησης· τέτοιος ώστε δταν τά έξωτερικά συμβάντα, πού δέν
μπορεί παρά νά λήξουν στήν βιωματι κή (τών αισθήσεων, αίσθαντική) έμπειρία, δοθούν, ή συγκίνηση νά προκαλεϊται άμεσα...» Δηλαδή μέ τύπους σάν τήν πτώση τών φύλλων τού φθινόπωρου, ή τό γέρασμα ένός δέντρου -δηλωτικά ψυχικής / συναισθηματικής θλίψης/ φθοράς καί τού άδήριτου. Καί ή Ν.Η. φρόντισε νά παραλείψει άλλα άποσπάσματα άπό τή θεωρία του περί ποιητικής δημιουργίας, σάν τό άκόλουθο: «όσο πιό πολύ τέλειος είναι ό καλλιτέχνης, τόσο καί πιό πο λύ θά είναι χωρισμένα μέσα του ό άν θρωπος πού πάσχει καί ό νοϋς πού δημιουργεί... Δέν είναι στίς προσωπι κές του συγκινήσεις, σ’ όσα προκαλοΰνται άπό συγκεκριμένα περιστατι κά στή ζωή του, πού ό ποιητής είναι μ’ όποιοδήποτε τρόπο αξιοσημείωτος ή ένδιαφέρων... (άλλά στή) "σημαντική” συγκίνηση, συγκίνηση πού βιώνεται στό ποίημα καί δχι στήν Ιστορία (βίο) τού ποιητή...» (Στό «Παράδοση καί τό άτομικό ταλέντο», 1919). Λόγια πού άπό μόνα τους θά 'πρεπε νά είχανε τροχοπεδήσει τή Ν.Η. μακριά άπό άναζητήσεις «έξηγήσεων» γιά τούς στίχους τού Έλιοτ στά έπεισόδια τής ζωής του. Ούτε καί άνάφερε τις αντί στοιχες άπόψεις τού Έζρα Πάουντ γιά τόν μετασχηματιάμό τού έξωτερι-
κού / αντικειμενικού σέ έσωτερικό/ υποκειμενικό καί τήν παρουσίαση ένός πνευματικού καί συναισθηματι κού συνόλου σέ μιά χρονική στιγμή -άφοϋ τόν άνάφερε κιόλας σέ σχέση μέ τόν "Ελιοτ (έκφέροντας μιάν άπο ψή της γιά τό άρχικό κείμενο χωρίς καθ’ όμολογία της νά τό ’χει διαβά σει!). Καί χωρίς νά καταλάβει τό χιού μορ τού "Ελιοτ δταν άναφέρθηκε στήν προσθήκη τών σημειώσεων (δχι σάν άναγκαίων, μά) γιατί τού τό ζήτη σε ό έκδότης του πού ήθελε χοντρό τερο τόμο! Μά δέν φτάναν αύτά. Ή Ν.Η. ύποτιμώντας τή νοημοσύνη τών αναγνω στών φρόντισε νά πασάρει άνοησίες γιά τό ποίημα «Waste Land», έργοσταθμό (ό Σεφέρης τό μετάφρασε σάν «Έρημη Χώρα», δμως πρόκειται γιά «Χέρσα γή» -δπως τό λέω στό βι βλίο μου «Ή άπόγνωση τής έπίγνωσης», έκδόσεις Διογένης, 1983- δπου τίποτα δέ βλαστάνει ή κι άν βλαστάνει φθείρεται καί πεθαίνει), χωρίς μή τε νά καταλάβει έστω καί τόν πρώτο στίχο του: «April is the cruellest month, breeding» (Ό 'Απρίλης είναι ό πιό αδυ σώπητος μήνας, γονιμοποιώντας), πού είναι άπό τούς πιό συγκλονιστι κούς τής παγκόσμιας ποίησης (κόν τρα νατούρα σχεδόν, κι άντίθετα άπό τόν σφύζοντα ζωής 'Απρίλη τού Σολω-
ΠΥΡΙΝΟ: COSMOS ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Λ Α Ο Ύ ΤΖΕ
ΤΑΟ ΤΕ ΤΖΙΓΚ
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 33 ΑΘΗΝΑ ΤΗΑ. 3602883
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΟΓΚΑ· ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
χρονικα/9
μοϋ, Πολέμη, Μαρκορά, κλπ. -μά δμως παράβαλε μέ Σικελιανό: «στ’ 'Απριλιάτικο πέλαγο, νά σμίξει, / σ’ ένα φιλί θανάτου, τής γής δλης / τήν άνοιξη...»), στίχο πού εισάγει τήν άντιθετική έννοια ζωή / θάνατος, ένώ τό τελικό ρήμα (δπως τά τελικά ρήματα των έπόμενων δυό στίχων) συνταιριά ζεται καί μέ τόν 2ο στίχο προωθώντας τΙς μεταφορικές έννοιες τής «εύγονίας» καί τού «θάνατου» γενικά, μά καί τού ίστορικού/σημερινοΰ Λονδί νου ειδικότερα -άφού γιά τό Λονδίνο πρόκειται. Καί στό τέλος κατηγορών τας κι άπό πάνω τόν Έλιοτ πώς «δλες δλες οί σελίδες τής ποίησής του είναι διακόσιες -σταγόνα στόν ώκεανό...»! (Καημένε Κάλβο.) Κι άκόμα δέν τής άρέσει ή άποψη τού Έλιοτ πώς τό ποίημα μπορεί νά κατανοεϊται διαφορετικά άπό τόν κά θε άναγνώστη. (Ό Βαλερύ έπιζητοϋσε ένα του ποίημα νά βιώνέται διαφο ρετικά άπό τόν καθένα, μέσα άπό τά πολλαπλά δυνητικά του πλαίσια.) Τά χα ένα μοιρολόι νά βιώνέται μέ τόν ’ίδιο τρόπο άπό κάποιο πού έχασε ένα παιδί άπό άλλον πού στερείται τέ τοιας έμπειρίας; Κοντολογίς δλα τής φταίνε. Καί δέν είναι παράξενο: ή ίδια όμολογεί πώς «έπρεπε νά διαβάσω πέντε φορές σχεδόν τόν κάθε στίχο γιά νά τόν κα ταλάβω!». Μόνο πού τήν άδυναμία της τή φόρτωσε στόν Έλιοτ κι δχι στ’ άγγλικά της ή άλλες άδυναμίες της.
Τουλάχιστο νά 'τανε τά έλληνικά της καλά; Δέν φτάναν τά λάθη στά μετα φρασμένα άπ’ αύτήν κομμάτια (δπως σέ αύτό πού παράθεσα πιό πάνω) καί τό έπαναλαμθανόμενο μεταφραστικό της λάθος «είναι συνειδητός» (π.χ. σ. 88, στήλη 2, τελευταία άράδα καί σ. 89 πρώτη άράδα -άντί τού σωστού: «έχει συνείδηση / συναίσθηση») ύπάρχουν καί τά έλληνικά «μαργαρι τάρια» πού άνάφερα άρχίζοντας. Π.χ.: - «χώρο πού μάς δόθηκε» (άντί: «μοϋ»), σ. 81, 1η άράδα είσαγωγής - «είμαι συνειδητή τών δυσκολιών» (άντί «έχω συνείδηση / συναίσθηση» ή «συναισθάνομαι τίς δυσκολίες»), σ. 81, 1 στήλη, 1η άράδα - «Στήν κάθε γενιά μπορούν αύτό νά τό κάνουν» (άντί π.χ. «μπορούν νά κάνουν κάτι τέτοιο»), σ. 85, 2η στήλη, 9η άπό τό τέλος άράδα - «αύτό, καί αύτό» (άντί «αύτό, καί τούτο»), σ. 86, 1η στήλη, 12η άράδα - «Μέ αύτά, ώς πρός έμένα, τά πράγματα συνέβηκαν» (Τί σημαίνουν δλα τά «Μέ αύτά, ώς πρός έμένα»; Θ’ άρκοϋσε: «Τά πράγματα έδώ συνέβη καν»), σ. 86, 1η στήλη, 13η άπό τό τέ λος άράδα - «'Αλλά αύτό είναι έτσι, δέν πρέ πει νά» (Δηλαδή;), σ. 90, 1η στήλη, 17τι άράδα - «δημιουργούς καί παραπαίουν» (γιατί δχι «νά παραπαίουν»;), σ. 91, 1η στήλη, 5η άράδα - «Συνεχίζει δέ ώς έξής» (γιατί δχι:
«Συνεχίζει έτσι»), σ. 91, 1η στήλη, 11η άπό τό τέλος άράδα, κλπ. κλπ. κλπ. κλπ... Κρίμα, κρίμα. Κρίνοντας καί άπό τήν έπικριτική έπιστολή τής X. Φωστιέρη άναφορικά μέ τό ίδιο δοκίμιο τής Ν.Η. (στό «Δια βάζω», άρ. 59, σελ. 8, τής 29/12/1982), δέν είμαι ό μόνος πού έχει άντιρρήσεις. Εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία Ρόης Παπαγγέλου 8, St. Georges Avenue London NW9, OJU Λονδίνο, ’Αγγλία Τήν έπιστολή τού Ρόη Παπαγγέλου θέσαμε ύπόψη τής συνεργάτριάς μας Νανάς Ήσαία, ή όποια μάς έστειλε τήν παρακάτω άπάντηση: ’Αγαπητό «Διαβάζω», 'Απαντώντας τά παίρνω καί πάλι δλα μέ τή σειρά. Ό Ρ. Παπαγγέλου μάς λέει δτι τά πράγματα πρίν κριθοΰν πρέπει νά παρουσιάζονται άντικειμενικά. Γιά νά είμαι ειλικρινής δέν ξέρω τί έννοεϊ μέ αύτή τήν «άντικειμενική παρουσίαση». Αύτό πού συμ βαίνει νά ξέρω είναι δτι σέ δποια ποιήματα καί στίχους τού ’Έλιοτ άναφέρθηκα, ή δοκίμια καί σκέψεις, πρώ τα έθεσα τό θέμα μου -τό ποίημα, τούς στίχους, τίς κέψεις- καί μετά εΐ-
ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ • ΥΠΟΓΕΙΟ βιβλία παιδικά εκπαιδευτικά παιχνίδια
• ΙΣΟΓΕΙΟ χαρτικά αφίσσες βιβλία περιοδικά
• ΠΑΤΑΡΙ
εκθεση του Γιώργου Πέταλά με γκραβούρες του 19ου αιώνα απ’ όλο τον κόσμο σε τιμές ευκαιρίας
στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΑΓΑΤΣΗ 1
(νέο δημαρχιακό μέγαρο)
10/χρονικα
πα τίς άπΰψεις μου. Καί τό ίδιο έκανα καί μέ τά θεατρικά έργα. Δέν είπα βέ βαια δλα δσα θά μπορούσε νά πεϊ κα νείς γι’ αύτά, άλλά τά σημεία τους στά όποια άναφέρθηκα, πρώτα τά έθεσα καί μετά τά συζήτησα. 'Εκτός βέβαια άν ό Ρ. Παπαγγέλου θά ήθελε σ’ ένα δοκίμιο 20 σελίδων γραφομη χανής περίπου -πού ήδη κατά πολύ είχε ύπερβεϊ τό δριο τών 12 σελ. πού μοΰ είχες θέσει- νά είχε παρουσια στεί όλόκληρο τό έργο τού "Ελιοτ καί μετά νά είχε καί κριθεϊ άπό πάνω! Ώς πρός, δέ, τόν κατάλογο τών έργων τού "Ελιοτ -πού πιά έχει δημοσιευτεί καί ξαναδημοσιευτεί παντού- δέν βλέπω μέ ποιό τρόπο ή δημοσίευσή του θά άλλαζε έστω κι ένα γιώτα σέ δσα μάς άπασχολοϋν τώρα καί μέ τά όποια καλύτερα άς προχωρήσομε γιά νά φτάσομε στήν παράγραφο πού πα ραθέτει στ’ άγγλικά άπό τό δοκίμιο τού Έλιοτ «Άμλετ». Ή πρώτη του άντίρρηση είναι ή άπόδοση τού «objective correlative». Δέν τού άρέσει ή λέξη «άντίστοιχο» καί προτείνει τή λέξη «ύποκατάστατο». ’Ανοίγω λοιπόν τό λεξικό τών έκδόσεων Penguin, πού συμβαίνει νά εί ναι ένα άπό τά καλύτερα πού έχομε, καί διαβάζω: correlative έπ. (άμοιβαίως) σχετιζόμενος, άλληλοεξαρτώμενός, άντίστοιχος, (συ)σχετικός. Cor relative ούσ. (συ)σχετικόν πράγμα, λέξις. Όταν λοιπόν ή λέξη σάν έπίθετο παρουσιάζει τίς... (συ)σχετικές έρμηνεϊες «άντίστοιχος» καί «(συ)σχετικός», γιατί όταν σάν ούσιαστικό στέ κει γιά τό «(συ)σχετικό» νά μή στέκει καί γιά τό «άντίστοιχο»; ’Από τήν άλ λη μεριά, δέν βλέπω πουθενά νά ση μαίνει τό «ύποκατάστατο», γιά τό όποιο οι "Αγγλοι έντελώς άλλες λέ ξεις έχουν. Λοιπόν; Ή «άντικειμενική παρουσίαση» τών πραγμάτων, πού τό σο άγαπάει ό Ρ. Παπαγγέλου, μάλλον θά έλεγα δτι εύνοεϊ έμένα! Άλλά άς προχωρήσομε: Πραγματικά ή μετά φραση αύτής τής παραγράφου πα ρουσιάζει ένα λάθος, άντί γιά «αισθη τηριακή έμπειρία», πού είναι τό σω στό, λέει «αισθητική έμπειρία». Αύτό είναι ένα λάθος τής γραφομηχανής, τό όποιο ούτε άμα τό διέπραξα τό εί δα καί ούτε όταν ξαναδιάβασα τό κεί μενο πριν τό παραδώσω. Γιά τό έπίθε το «αισθητικός» οί Άγγλοι έχουν μία καί μόνο λέξη: «aesthetic», δηλαδή τή δική μας! Κατά συνέπεια δέν χρειά ζονται καί πολλές γνώσεις γιά νά ξέ ρει κανείς ότι τό έπίθετο «sensory», πού βρίσκεται έδώ πριν άπό τή λέξη «έμπειρία», δέν σημαίνει τήν «αισθη τική» έμπειρία. Τό ότι, δέ, είναι εύκο λο νά γίνουν τέτοια λάθη, ό Ρ. Παπαγγέλου μπορεί νά τό διαπιστώσει καί άπό τό δικό του γράμμα, καθώς σέ αύτό φανερά άπό ένα τέτοιο λάθος -γραφομηχανής- ή τελευταία λέξη τού άγγλικοϋ κειμένου, πού παραθέ τει, άπό «evoked», πού είναι στήν πραγματικότητα, έγινε «invoked».
Χρειάζεται νά πώ τίποτα παραπάνω; Μιά όμως καί βρισκόμαστε στό θέμα τών λαθών, θά ήθελα νά ύποδείξω κι έγώ στό Ρ. Παπαγγέλου ότι ό "Ελιοτ, στό μέρος αύτό, καθόλου δέν λέει ότι τά «έξωτερικά συμβάντα» δέν μπορεί παρά νά «λήξουν» σέ αύτή τήν περί φημη πλέον έμπειρία τών αισθήσεων, λέει ότι πρέπει νά «λήξουν», ή μάλ λον νά «καταλήξουν», όπως μεταφρά ζω έγώ, σέ αύτήν. Καί ή διαφορά τών δύο αύτών διατυπώσεων είναι μεγά λη. Καί προχωρούμε: δέν «φρόντισα» νά παραλείψω τίποτα άπ’ δσα λέει. Μάλιστα συμφωνώ μέ τήν άποψη ότι όσο πιό σημαντικός είναι ό δημιουρ γός, τόσο πιό διαχωρισμένος θά είναι σέ αύτόν δ νοΰς πού δημιουργεί άπό τόν άνθρωπο πού πάσχει. Άν μάλιστα πάσχει καθόλου, μιά καί στήν ώρα τής δημιουργίας δέν μπορεί παρά νά χαί ρεται βλέποντας τό νοϋ του νά δίνει έκφραση στό ύλικό του -όσο όδυνηρό κι άν είναι αύτό ή ποτέ ήταν. Καί είναι μέ αύτή τήν έννοια, φαντάζομαι, πού ό Γκαίτε είπε ότι ή δημιουργία δέν μπορεί παρά νά σημαίνει ένα μό νο πράγμα: τή χαρά! Ωστόσο, τό όποιο ύλικό αύτό, δέν μπορεί παρά νά άνήκει στήν προσωπική Ιστορία τού διαμορφωτή του καί ή συγκίνηση, πού θά δοκιμάσει ό άναγνώστης ένός ποιήματος, όπωσδήποτε θά έχει σχέ ση μέ αύτό, ή τουλάχιστον θά πρέπει νά έχει. Δέν δημιουργούμε στόν άέρα, ή μέ τόν άέρα, άλλά μέ αύτά πού είμαστε καί αύτά πού είμαστε παίζουν ρόλο καί μεγάλο μάλιστα! Χωρίς αύτά δέν ξέρω κι άν θά ύπήρχαν έργα. Όσο γιά τό χιούμορ τού Έλιοτ -πού έντελώς άσχετα άναφέρεται στό τέλος τής σχετικής μέ τά πιό πάνω παραγράφου- έχω νά πώ ότι τό πραγ ματικό χιούμορ είναι αύτό πού άναφέρεται σέ πραγματικές καταστάσεις καί τέτοιο ήταν καί τό χιούμορ τού Έλιοτ. Πραγματικά τό βιβλίο έπρεπε ν’ άποκτήσει περισσότερες σελίδες! Καί προχωρούμε: Έγώ ούδέποτε εί πα ότι ό "Ελιοτ δέν έγραψε θαυμά σιους στίχους -γι’ αύτούς άλλωστε τούς θαυμάσιους στίχους είναι πού καί κυρίως διεκδικεϊ τόν τίτλο τού ποιητή, πού νομίζω ότι πλήρως τού άπέδωσα-, έγώ είπα ότι δέν έγραψε θαυμάσια σύνολα στίχων μέ τήν έξαίρεση όρισμένων πρώτων ποιημάτων του όπως καί όρισμένων θεατρικών μονολόγων. Καί προχωρούμε καί πάλι γιά νά φτάσομε στό πραγματικά έπίμαχο θέ μα τού άν είναι δυνατόν ή όχι νά έχουμε μεγάλο έργο στήν ποίηση μέ 200 σελίδες μόνο! Ή γνώμη μου είναι ότι δέν είναι. Ή γνώμη μου είναι ότι ή ποίηση, ή πιό δύσκολη άπ’ όλες τίς τέχνες, άπαιτεί τό καθημερινό γράψι μο μιάς όλόκληρης ζωής γιά νά όλοκληρωθεϊ, διαφορετικά δέν μπορεί παρά νά παρουσιάζει λάθη. Λάθη πού μέ τό πέρασμα τού χρόνου φαίνονται
όλο καί περισσότερο. Άς άκούσομε καί πάλι τά λόγια τού Χέσσε πού γενι κά ρωτάει: «Όταν κάθε άλλο είδος άνθρώπινου έπιτεύγματος μπορεί νά κατορθωθεί μόνο κάτω άπό συνθήκες καταναγκασμού καί σκληρής πίεσης, γιατί θά έπρεπε ή τέχνη ν’ άποτελεϊ έξαίρεση;» Καί, δή, προσθέτω έγώ, ν’ άποτελεϊ έξαίρεση ή ποίηση, ή πιό δύ σκολη άπ’ όλες τις τέχνες; Τό θέμα αύτό, ώστόσο, είναι τεράστιο καί άπό μόνο του άπαιτεί όλόκληρο δοκίμιο, καθώς έχει καί πολύ μεγάλη σχέση μέ τό πρόβλημα τού άν είναι δυνατόν νά έχομε ένα γερό δημιουργικό μυαλό, πού δέν αισθάνεται τήν άνάγκη νά δημιουργεί όλη τήν ώρα. ΟΙ πραγματι κά μεγάλοι δημιουργοί, πιθανότατα, άφησαν πίσω τους ένα όγκώδες έργο γιά τόν πολύ άπλό λόγο τού ότι τό μυαλό τους παρουσίαζε μία διαρκή άνάγκη έκφρασης. Όσο γιά τόν Κάλβο, τού όποιου τά ποιητικά δώρα, όπως είπε καί ό Σεφέρης, παρά τίς έπιμέρους άντιρρήσεις του, δέν έχει ξαναδεί αύτός ό τόπος, δύο πράγμα τα έχω νά παρατηρήσω: 1ον ότι άκριβώς λόγω τού μεγέθους τών ποιητι κών του δώρων μού είναι άδύνατον νά πιστέψω ότι κι άλλα ποιήματα δέν άκολούθησαν τά άρχικά καί δέν μπο ρώ παρά νά ύποπτεύομαι ότι αύτά πού άκολούθησαν θά πρέπει είτε νά χάθηκαν είτε νά καταστράφηκαν, καί 2ον ότι τά ποιήματα πού έχομε, άκριβώς έπειδή είναι λίγα, παρουσιάζουν, παρά τή μεγαλοφυία τού δημιουργού τους, τό μεγάλο λάθος τής πεποιημένης γλώσσας -ένα λάθος πού, άσφαλώς, στήν περίπτωση τού περισσότε ρου καί μεταγενέστερου πιθανώς γραψίματος, ό Κάλβος δέν θά μπο ρούσε παρά νά είχε διορθώσει. Άλλά άς προχωρήσομε: ό Ρ. Παπαγγέλου, μοΰ φαίνεται, δέν μπορεί νά κάνει όρισμένες διακρίσεις, μιά καί άλλο είναι τό νά ζητάς πολλές καί διαφορετικές άντιμετωπίσεις ένός ποιήματος σέ σχέση μέ τήν πολλα πλότητα τών νοημάτων πού παρου σιάζει καί άλλο είναι τό νά λές ότι ό κάθε εύαίσθητος άναγνώστης μπορεί ν’ άντιμετωπίζει ένα ποίημα όπως θέ λει! Γιατί δέν είναι δυνατόν, βέβαια, ένα ποίημα νά μιλάει γιά τριαντάφυλ λα κι έμείς νά λέμε ότι μιλάει γιά... καράβια! Καί πιά καταΐδρωμένοι (!) φτάνομε στά... έλληνικά μου! Ώς πρός τά «μαργαριτάρια» πού μοΰ άποδίδει έχω νά πώ ότι τό «μάς» είναι τυπο γραφικό λάθος, καί ότι τό «Άλλά αύ τό είναι έτσι», πού πρέπει νά διαβα στεί «Άλλά άν αύτό είναι έτσι», είναι *αί πάλι λάθος γραφομηχανής, όπως έγραψα στό προηγούμενο γράμμα μου. Ώς πρός τά ύπόλοιπα, δέν έχω νά πώ τίποτα! Αποτελούν τό ύφος μου καί πολύ λυπάμαι πού δέν τού άρέσει! Μέ πολλή έκτίμηση Νανά Ήσαία
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
’Από 9 έως 22 Φεβρουάριου
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερα βιβλία ένός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες άπ' όλη τήν Ελλάδα, δηλώνοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στό βιβλιοπωλείο του κα τά τά διάστημα αύτό. Έτσι, τά βιβλίο μέ τις με γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται μέ τρεις βού λες ( ···) , τά άμέσως μετά μέ δύο ( ··) καί τό τελευταίο μέ μία (·).
1. Γ. Ίωάννου: Καταπακτή (Γνώση)
•
· *·
2. Σ. Σινιορέ: Ή νοσταλγία δέν είναι πιά αύτό πού ήταν... (Εξάντας)
*
3. Ν. Πουλαντζά: Τό κράτος, ή έξουσία, ό σοσιαλι σμός (Θεμέλιο)
··
• ·
.
··
4. Γ. Ίωάννου: Ό τρίτος δρόμος (Πολύτυπο)
•
5. Ν. Σβορώνου: Άνάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας καί Ιστοριογραφίας (Θεμέλιο) 6. Γ. Δουατζή: ΟΙ ταγματασφαλίτες (Τολίδη) 7. Μ. Κούντερα: Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης (Όδυσσέας) 8. θ. Λιακόπουλου: Τά έπονίτικα νιάτα τής Εθνικής 'Αντίστασης (Όδηγητής)
• ·
9. Γκ. Γκ. Μάρκες: Εκατό χρόνια μοναξιάς (Νέα Σύ νορα)
Λ
10. Μ. Στασινόπουλου: Μηνύματα άπό τίς δύο δχθες (Εστία)
• ,
11. Γ. Άράγη: Ζητήματα λογοτεχνικής κριτικής (Δω δώνη) 12. Τζ. Κόνραντ: Ό νέγρος τού Νάρκισσος (Μπαρμπουνάκης) 13. Μ. Λαμπαδαρίδου-Πόθου: Γράμμα στό γιό μου κι ένα άστρο (Καστανιώτης)
•
•
ΕΠΑΡΧΙΑ • ·#
| Χατζούλη - Λάρισα
I I
| Μεθενίτης - Πάτρα
!
| Κοτζιά
C
1 Κατώι τού Βιβλίου
2
| Σύγχρονη'Εποχή
1
* -<
I Πλέθρον
| Έξαρχόπουλος
Ένδοχώρα
Έλευθερουδάκης
Δωδώνη
ΒΙΒΛΙΑ
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
ΑΘΗΝΑ
^
|
|
| Λέσχη τού Βιβλίου
1
|
|
Επειδή όμως είναι τεχνικά άδύνατο νά δημοσιεύονται όλα τά βιβλία πού άναφέρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκεϊνα τά βιβλία πού δηλώθηκαν άπό δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες ή πού συγκεντρώνουν τρεις βούλες προτίμησης, άνεξάρτητα άπό τόν άριθμό βιβλιοπωλείων πού τά προτείνουν. 'Όσο γιά τό ένδιαφέρον καί τήν ποιότητα των βιβλίων τού πίνακα, σκόπιμο είναι νά συμβου λεύεστε τίς σελίδες τής « Επιλογής».
12/χρονικα
διαβάζουν έπώνυμοι τών γραμμάτων καί τής τέχνης Σάς έχει συμβει νά στέκεστε σέ κάποια ούρά κρατώντας την έφημερίδα σας άνοιχτή καί νά προσπαθείτε νά διαβάσετε την έφημερίδα πού κρατά ό διπλα νός σας; "Αν σάς άρέσει λοιπόν αύτή ή αίσθηση τής λαθρανάγνωσης, πάρτε μέρος σέ μιά ούρά πού περνά μέσα άπό τίς βιβλιοθήκες έπώνυμων άνθρώπων τής τέ χνης καί τών γραμμάτων. Καί διαβάστε στις έπόμενες γραμμές τί διαβάζουν οί άνθρωποι αύτοί, στό διάστημα μιάς ήμέρας. Λουκιανός Κηλαϊδόνης Καί άρχίζουμε άπό τό συνθέτη καί τραγουδιστή Λουκιανό Κηλάίδόνη: «Διαβάζω κυρίως λογοτεχνία -μάς λ έ ε ι- καί αύτό όχι συστηματικά. Κατά καιρούς μόνο, άνακαλύπτω κάποιον συγγραφέα καί διαβάζω άναδρομικά δλα του τά έργα πού έχουν έκδοθεΐ. Στό διάστημα αύτό διαβάζω τόν Μπόρχες, δλα του τά βιβλία πού έχουν κυκλοφορήσει στή χώρα μας. Διαβάζω δμως καί κά ποια καινούρια έκδοση πού μοϋ “τραβάει” τήν προ σοχή. Όπως τώρα πού, άνάμεσα στά κείμενα τού Μπόρχες, διαβάζω τό βιβλίο δπου “Ό Φελίνι μιλάει γιά τόν Φελίνι”. Όπως καταλαβαίνεις, τό διάβασμά μου δέν είναι κάτι συστηματικό. Άπό περιοδικά καί άλλα έντυπα, δχι, δέν διαβάζω τίποτε...»
Λουκιανός Κηλαϊδόνης
χρονικα/13
Πέτρος Τατσόπουλος Ό συγγραφέας Πέτρος Τατσόπουλος τώρα: «Κατά πρώτο λόγο βέβαια διαβάζω έφημερίδες. Ή άναξιοπιστία τοϋ έλληνικοϋ τύπου στό σύνολό του -συμπολιτευόμενου καί άντιπολιτευόμενουμέ άναγκάζει νά άγοράζω δύο μέ τρεις διαφορετι κού προσανατολισμού έφημερίδες καθημερινά, καί σχεδόν όλες τήν Κυριακή, ώστε νά προσεγγίζω τήν άλήθεια διά τής άντιπαραβολής. “Αν περάσω άπό τά βιβλιοπωλεία, θά ξεφυλλίσω δλα τά λογοτεχνικά περιοδικά καί θά άγοράσω έκεϊνα πού θά μοϋ κεν τρίσουν τό ένδιαφέρον, δίχως προτίμηση ή προκα τάληψη έκ τών προτέρων. 'Αντίθετα, είμαι τακτικός άναγνώστης δλων τών “σοβαρών” πολιτικών έπιθεωρήσεων -καινούρια οίκονομική αίμορραγίαμιάς καί ή “σοβαρότητα”, καθώς καί ή “γελοιότη τα ” είναι διασκορπισμένη σ’ δλο τόν πολιτικό μας χάρτη. Είμαι λάτρης τών κόμικς άπό χρόνια καί φα νατικός άναγνώστης τοϋ μοναδικού μηνιαίου πε ριοδικού κόμικς (καί δχι μόνο) πού έπέζησε. Τά έβδομαδιαΐα περιοδικά εύρείας κυκλοφορίας θά μέ συντροφέψουν στό λεωφορείο ή στό μεσημεριανό φαγητό, μοναχά άν ξεμείνω άπό όποιοδήποτε άλλο έντυπο. Συνήθως διαβάζω καί δύο τρία βιβλία πα ράλληλα. Αύτό τόν καιρό, άντίθετα πρός τήν έπικρατούσα μόδα, ή λογοτεχνία δέν κυριαρχεί στά ένδιαφέροντά μου. Προτιμώ τίς Ιστορικο-πολιτικοκαλλιτεχνικές μαρτυρίες (Σοστακόβιτς, Σινιορέ κλπ.), τά άπομνημονεύματα άνθρώπων πού γνωρί ζουν άπό πρώτο χέρι τίς σχέσεις τής τέχνης καί τής έξουσίας».
Πέτρος Τατσόπουλος
Κώστας Μπάκας Ό σκηνοθέτης Κώστας Μπάκας: «Αύτή τή στιγμή διαβάζω τήν “Ποιητική” τοϋ ’Αριστοτέλη σέ μετάφραση καί σχόλια τοϋ Σ. Δρομάζου. Διαβάζω πάντα τά βιβλία πού έκδίδονται γιά τό θέατρο·. Αύτές τίς μέρες μάλιστα ξαναδιαβάζω τίς μεταφράσεις τοϋ Δρομάζου πάνω στόν Μπρέχτ. ’Έντυπα δέν παρακολουθώ. Άντίθετα, θέλω νά εί μαι ένήμερος γιά τίς έκδόσεις τών θεατρικών έρ γων. Ό ταν πέσει στήν άντίληψή μου κάποια νέα έκ δοση, τή διαβάζω άμέσως. Άπό τίς έφημερίδες, διαβάζω 3 ή 4 καθημερινά, προσέχοντας περισσό τερο τά πολιτικά καί καλλιτεχνικά γεγονότα».
Κώστας Μπόχας
Νίκος Μαμαγκάκης Ό συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης, άφοϋ μάς ύπενθύμισε πρώτα δτι «οί περισσότεροι συνθέτες δέν εί ναι πολύ τοϋ διαβάσματος», μάς άπαρίθμησε τί άποτελεϊ τό καθημερινό του διάβασμα. ’Έτσι λοιπόν: «Διαβάζω καθημερινά δύο έφημερί δες καί άπό τά έντυπα δύο λογοτεχνικά, ένα πολιτι κό καί πού καί ποϋ τά έβδομαδιαΐα. Μ’ ένδιαφέρει ή Ιστορία καί γι’ αύτό διαβάζω ένα περιοδικό πού πε ριέχει Ιστορικά θέματα. Μ’ έλκύουν έπίσης τά άπο μνημονεύματα διαφόρων προσωπικοτήτων· πρόσ-
Νίκος Μαμαγκάκης
14/χρονικα
φατα διάβασα τού Σοστακόβιτς καί τοϋ Έρεμπουργκ. Μέ μανία διαβάζω... παρτιτούρες άκούγοντάς τες συγχρόνως. Τώρα πρέπει νά πώ ότι διαβάζω κυρίως τούς 33.333 στίχους τής “’Οδύσσειας” τοϋ Καζαντζάκη, ξέροντας άπ’ έξω περίπου χίλιους...» (Σ.Σ.: Ό Νίκος Μαμαγκάκης μελοποιεί αύτή τήν έποχή τήν «’Οδύσσεια» τοϋ Καζαντζάκη καί τό μου σικό έργο πρόκειται νά παρουσιαστεί τό καλοκαίρι στό «Ήρώδειο»),
Στέφανος Ληναϊος Ό ήθοποιός καί σκηνοθέτης Στέφανος Ληναϊος: «Διαβάζω όπωσδήποτε δύο έφημερίδες τήν ήμέρα, μιά άπό τόν άντιπολιτευόμενο χώρο καί μιά άπό τόν συμπολιτευόμενο, προσπαθώντας νά διαλέξω δσο μπορώ τις πιό σοβαρές τοϋ είδους. Χειμώνα καλοκαίρι διαβάζω έλληνικά καί ξένα θεατρικά έργα καί συνεχώς κάποια καινούρια βιβλία καί περιοδικά πού μ’ ένδιαφέρουν προσωπικά. Τό περιεχόμενό τους μπορεί νά είναι άπό Ιστορία καί λογοτεχνία μέχρι καί έπιστημονική φαντασία. Πάντως, άν μοϋ μένει έλεύθερος καιρός παίζω μέ μανία σκάκι...»
Γιάννης Κοντός Ό ποιητής Γιάννης Κοντός: «Διαβάζω πάρα πολύ άπό μικρή ήλικία καί μέ ρυθ μό έντονο πού δέν έχει σταματήσει ποτέ. Παίρνω πολλά βιβλία καί κάθε μέρα έχω άνοιχτά μπροστά 4 ή 5 βιβλία πού άρχίζουν άπό ποίηση, δοκίμιο, πεζο γραφία, μεταφράσεις καί διαβάζω διακεκομμένα μιά άπό τό ένα μιά άπό τό άλλο. ”Αν ένα βιβλίο είναι ένδιαφέρον μένω σ’ αύτό μόνιμα μέχρι νά τό τε λειώσω. Άπό τά έντυπα, διαβάζω δύο καθαρά λογο τεχνικά περιοδικά καί δύο έφημερίδες, μέ είδική έμφαση στά καλλιτεχνικά καί λογοτεχνικά γεγονό τα. Αύτός ό ρυθμός τής άνάγνωσης γίνεται χρόνια πολλά καί κάθε μέρα καί ίσως αύτό νά ήταν ή άφορμή νά γράψω κι έγώ».
Ρενέ Κάμμερ Τόν Άνρί Τρουαγιά μέ τις βιογραφίες τριών μεγά λων τής Ρωσίας, τής Αίκατερίνης, τοϋ Πέτρου καί τοϋ Ίβάν τοϋ Τρομερού, διαβάζει αύτό τόν καιρό ή γνωστή χορεύτρια Ρενέ Κάμμερ. Μαζί μέ τόν Τρουαγιά είναι καί ό Μπαλζάκ οί άγαπημένοι της συγγραφείς, πού συχνά άνατρέχει σ’ αύτούς, δπως καί στή «Λωξάντρα», πού τήν ήρεμεΐ. Καί συνεχίζει: «Καθημερινά διαβάζω μιά έφημερίδα καί άπό τά λογοτεχνικά περιοδικά τόν “Έκηβόλο”, ένώ άπό τά έβδομαδιαΐα τόν “Ταχυδρόμο”. Υπάρχει πάντα ένα βιβλίο ψυχολογίας δίπλα μου, κάποιο γιά τήν τέχνη, κάποια βιογραφία καί - γιατί δχι; - Άγκάθα Κρίστι. Διαβάζω πάντα άνάλογα μέ τή διάθεσή μου». ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΥΡΙΑΖΑΝΟΣ
Ή γενιά Ή γενιά των μπήτ, πού εμφανίστηκε στις παραμονές τοϋ βιετναμικοϋ πολέμου, άριθμεϊ σήμερα πάνω από είκοσι χρόνια ζωής. Στό ξεκίνημά της στάθηκε πέτρα σκανδάλου γιά την πουριτανική Αμερική κι Αποκάλυψη γιά τούς Ευρωπαίους, πού τή χαιρέτισαν σάν τήν πρώτη πραγματικά αμερικάνικη λογοτεχνική γενιά, πρίν άκόμη γίνει άποόεκτή στήν ίδια τή χώρα της. Προκλητικοί, περιθωριακοί, οπαδοί τής άπόλυτης ελευθερίας καί πολέμιοι κάθε συστήματος, ο ί πεζογράφοι, ποιητές καί θεατρικοί συγγραφείς πού τήν έξέφρασαν, στή διαδρομή τους ως τίς μέρες μας επαληθεύτηκαν τραγικά σ’ όσα προφητικά κατάγγειλαν στά έργα τους, σέ βαθμό πού σήμερα νά έχουν καταντήσει κοινοί τόποι. Μιά άντίστροφη πορεία οίκειοποίησής τους, από πανεπιστημιακές μελέτες, από τή μιά, καί από τή σχολή πού δημιούργησαν, άπό τήν άλλη, άποδυνάμωσε όλες τίς αιχμές τής εξέγερσής τους, μεταβάλλοντάς τις σέ στερεότυπα. Π ολλοί άπό τούς πρώτους εκπροσώπους της δούλιαξαν στόν κόσμο των ναρκωτικών, στράφηκαν στό μυστικισμό ή μετέβαλαν σέ μανιερισμό ό, τι στήν αρχή του ήταν μιά ρωμαλέα, αυθόρμητη διαμαρτυρία κατά τής κωδικοποιημένης κοινωνίας κ αί τής τέχνης της. Ω στόσο αυτό δέν άναιρεϊ τή σημαντική τους συμβολή στή λογοτεχνική παράδοση τοϋ καιρού μας, όπου έφεραν έναν άέρα έλευθερίας, άντικομφορμισμοϋ, πλησιάζοντας τήν τέχνη στόν προφορικό λόγο, τό άμεσο βίωμα.
16/αφιερωμα
Pierre Dom m ergues
Ή γενιά μπήτ Πρίν άπό είκοσι χρόνια, ή «γενιά μπήτ» σκανδάλιζε τή συντηρητική ’Αμερική πού θά βουλίαζε μετά άπό λίγο στήν περίπλοκη βιετναμική υπόθεση. Σήμερα, ό Kerouac (Κέρουακ), ό πρόωρα πεθαμένος «ουράνιος αλήτης», ό Gin sberg (Γκίνσμπεργκ), ό πρίν άπό λίγο ακόμα τριχωτός ως τά φρύδια προφήτης, καί ό Burroughs (Μπάρροουζ) μέ τό κεφάλι τού Bustez Keaton, εξυμνούνται παντού. Τά πανεπιστήμια τούς όιεκόικοϋν μέ λύσσα. Στά 1980 τί μπορεί νά μάς προσφέρει ή άνάγνωση των ποιημάτων, των μυθιστορη μάτων καί των δοκιμίων τής γενιάς μπήτ; "Ενα υπόδειγμα στρατηγικής άπέναντι σ’ όλες τίς εξουσίες, άπαντά εδώ ό Pierre Dommergues (Πιέρ Ντομέργκ), πού συν δέει τήν περιπέτεια μπήτ μέ τήν άναρχική παράδοση. "Ενα υπόδειγμα γραφής επί σης, γιατί δέν πρέπει νά υποτιμηθεί τό γεγονός τής εκπληκτικής αυτής γλωσσικής επανάστασης πού εξακολουθεί νά συγκλονίζει τήν. άμερικάνικη λογοτεχνία καί πού χάρη στόν Christian Bourgois (Κριστιάν Μπουργκουά) καί μερικούς άλλους άρχίζει νά διαδίδεται στήν ευρωπαϊκή μεριά τού ’Ατλαντικού. Ή εποχή των «μπήτνικ» Εμφανίζονται στίς Ηνωμένες Πολιτείες στά τέ λη τής δεκαετίας τού ’50, δταν κυριαρχεί ό μα καρθισμός. ’Αγόρια καί κορίτσια -νέοι, πολύ νέοι- πού άρνιούγται τό ξέφρενο κυνήγι τού τρόμου, τής παραγωγής, τής κατανάλωσης. Προ τείνουν ένα «όχι» ένστιχτώδες καί άμετάκλητο στόν ψυχρό πόλεμο, στόν εκβιασμό τής βόμβας, στή χίμαιρα τής άφθονίας, στό πρότυπο τού όργανωμένου άνθρώπου. Ποιητές, μυθιστοριογράφοι, δραματικοί συγ γραφείς -όλοι αιρετικοί. Δέν πιστεύουν στόν έπιστημονικό ορθολογισμό πού τούς προτείνει τό πανεπιστήμιο, ό κόσμος τών επιχειρήσεων καί οί πολιτικοί. Προτιμούν τήν πνευματική επικοινω νία, τό όραμα, τή φαντασία. Δέν πιστεύουν στόν άνθρωπο τής μάζας πού διαμορφώνουν οί κοι νωνίες τής προόδου καί τής καταστροφής, στή Δύση καί στήν ’Ανατολή: προτιμούν τό άτομο, τήν άκεραιότητα τού άνθρώπου, τήν προστασία κάθε ζωντανού πλάσματος. Δέν πιστεύουν στή διαφορά τού καπιταλιστικού συστήματος άπ’ τό σοσιαλιστικό: γι’ αυτούς, οί μέθοδοι παραγωγής, τά μέσα ελέγχου, ή έπιστημονικο-γραφειοκρατική τάξη, δέ γνωρίζουν ούτε εθνικά ούτε Ιδεο
λογικά σύνορα. "Ενα προσωπικό παράδειγμα -αυτή ή γενιά δέ θέλει νά κρίνει παρά μόνο έκ πείρας-, ένα σύμπτωμα επίσης: ό Ginsberg διώ χνεται άπό τήν Κούβα γιατί υποστήριξε τό ομο φυλόφιλο κίνημα καί βρίσκεται κατηγορούμενος στή Νέα 'Υόρκη μέ πρόσχημα τήν κατοχή ναρ κωτικών. 'Απλοϊκοί, ούτοπιστές, άνεύθυνοι -αυτά τά πλάσματα πού ενσαρκώνουν τό πνεύμα τού Μάη; Ή άπόρριψη τού ορθολογισμού δέν έχει σά συνέπεια τό φούντωμα ένός έξαλλου παραλογισμού, μιά «καταπραϋντική» πνευματικότητα, ένα μυστικισμό πού οδηγεί στήν άδράνεια; Ή άξιοποίηση τού ατόμου δέ φέρνει τή ρήξη μέ τόν κόσμο, τό συλλογικό αυτισμό, τό κλείσιμο στήν έγωιστική ηδονή; Ή ταύτιση τής κοινωνικής λει τουργίας στή Δύση καί στήν ’Ανατολή δέ χρησι μεύει στή διακοπή τών έθνικών άγώνων, στήν άπόκρυψη τού κυριότερου εχθρού, στή στερέωση τού κατεστημένου; Υπάρχουν κίνδυνοι, αυτό εί ναι άλήθεια. 'Υπάρχουν παραπατήματα, θά ξαναγυρίσουμε σ’ αύτά. ’Αλλά πέρα άπ’ αυτούς τούς κινδύνους -μέσα, θά έλεγα, σ’ αυτούς τούς κινδύνους- υπάρχουν επίσης πολύτιμα σπέρματα ανατροπής. Ή κραυγή τού Ginsberg είναι κραυγή κάθε άτόμου πού έπιχειρεΐ νά άντισταθεί στήν τυποποίηση. Ή σιωπή τού Burroughs είναι
αφιερωμα/17 επίσης τό δπλο τού άντάρτη πού έτοιμάζει τόν έκτροχιασμό τού τρένου. Ό λόγος πού οίκειοποιεΐται ό Kerouac είναι ό λόγος πού χιλιάδες άντρες καί γυναίκες θά τολμήσουν νά πουν ή νά ξαναπούν στά δέκα έπόμενα χρόνια. Ή έκρηξη τής δεκαετίας τού ’60 είναι άκατα νόητη χωρίς αύτή τή γενιά πού ετοιμάζει τό έδα φος κάποιας «πολιτιστικής επανάστασης» καί κάποιων κοινωνικών «πρακτικών ρήξης». Τό ούσιαστικό είναι νά τσακιστεί ή συνείδηση πού έχει μεταμορφωθεί σέ πράγμα άπό τά μέσα μαζικής έπικοινωνίας. Νά έξαφανιστοΰν οί καταστροφι κές άξιες. Νά δημιουργηθεΐ μιά καινούρια συ νείδηση. Νά πάρει τέλος ή προτεραιότητα τού οικονομικού στοιχείου, τού συγκεντρωτισμού καί τής ιεραρχίας. Μ’ αυτό τό πνεύμα γίνονται στίς Ηνωμένες Πολιτείες (καί άλλοΰ) άγώνες χωρίς προηγούμενο στόν 20ό αιώνα ενάντια στό φυλετισμό (κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων), ένάντια στήν άνισότητα (κίνημα κοινωνικών δι καιωμάτων), ένάντια στό σύστημα τής άναπαραγωγής (φοιτητικό κίνημα), τέλος, ενάντια σέ όρισμένες πλευρές τού ιμπεριαλισμού (κίνημα κατά τού πολέμου τού Βιετνάμ). Σήμερα, προσπαθού με νά ξεχάσουμε αυτές τίς δοκιμασίες καί νά έξαφανίσουμε τά αίτια πού τίς δημιούργησαν. Ή μνήμη τής ιστορίας είναι περίεργη.
I960: αύτά πού ελεγαν οί αιρετικοί Ginsberg: «Τό πρόσφατο παρελθόν μας είναι ή ιστορία μιάς άπέραντης συνωμοσίας γιά νά έπιβληθεί στήν άνθρωπότητα ένα μόνο επίπεδο μη χανιστικής συνείδησης καί νά καταστραφούν όλες οί μοναδικές έκδηλώσεις τής ευαισθησίας μας. Ή κατάργηση τής στοχαστικής άτομικότητας είναι σχεδόν άπόλυτη». Burroughs·. «Πρέπει νά καταστρέφουμε τή μη χανή, τώρα πού μάς έκανε τή χάρη νά μάς δείξει τόν κίνδυνο τού έλέγχου. Είμαι άπόλυτα έχθρικός στήν επιστήμη, γιατί αισθάνομαι τή συνωμο σία έτοιμη νά επιβάλει τόν έπιστημονικό κόσμο σάν τό μόνο άληθινό. Οί σοφοί είναι οί τοξικο μανείς τής πραγματικότητας. Τούς χρειάζεται πάντοτε κάτι πραγματικά χειροπιαστό». Corso (Κόρσο): «Δέ δεχόμαστε νά φορέσουμε τό ζουρλομανδύα τών ήθικών κανόνων πού μάς κληροδότησαν οί πατεράδες μας, φτιαγμένο άπό κουρέλια καί κουρελάκια, ραμμένο μέ τή δεισι δαιμονία μιάς πρωτόγονης μυθολογίας. Είμαστε πολλοί. Θά κάνουμε ν’ άκουστεϊ ή φωνή μας, γιά ν’ άλλάξουν οί νόμοι πού κυβερνούν τίς υποτιθέ μενα πολιτισμένες μας χώρες. Οί νόμοι γέμισαν τή γή μέ μυστικές άστυνομίες, στρατόπεδα συγ κέντρωσης, καταπίεσης, δουλείας, μέ πολέμους καί νεκρούς».
Ό κυριότερος εχθρός Burroughs: «Ή Σοβιετική Ένωση καί οί Η νω μένες Πολιτείες θά καταλήξουν μιά μέρα νά κα τασκευάσουν άνταλλακτικά κοινωνικών έξαρτημάτων. Ούτε τό ένα έθνος ούτε τό άλλο έχουν “ήθικά” δίκιο. Είναι γελοίο νά πιστεύουν, στήν ’Αμερική, δτι είναι δυνατή ή αύτοδιαχείριση μιάς έπιχείρησης. Στήν πραγματικότητα τό σύ στημα τό έλέγχουν ή κυβέρνηση καί τά συνδικά τα -δηλαδή ό ίδιος τύπος διάρθρωσης. Αυτοί άποφασίζουν γιά τίς προσλήψεις, τούς μισθούς καί τίς τιμές. Ποιά διαφορά υπάρχει άπό τό νά είναι ή πολιτεία ίδιοκτήτρια τού εργοστασίου καί νά σέ κρατούν σά διευθυντή;» Ferlinghetti (Φερλινγκέττι): «Καί ή βία. Ή άστυνομία. Οί τελωνειακοί. Οί υπάλληλοι ταχυ δρομείων. Οί πρόεδροι πανεπιστημίων. "Ολοι αυτοί πού ή άγάπη τής εξουσίας τούς όδήγησε σέ θέσεις πού έπιτρέπουν νά κακομεταχειρίζεσαι τό άτομο πού δέ συμμερίζεται τή γνώμη σου ή τό δικό σου “όραμα γιά τόν κόσμο”». Burroughs: «Τό μικρόβιο τής δύναμης εκδηλώ νεται μέ πολλούς τρόπους. Στήν κατασκευή τών πυρηνικών όπλων, σέ δλα τά σημερινά πολιτικά συστήματα πού σκοπεύουν νά περικόψουν τήν εσωτερική έλευθερία μέ τόν έλεγχο. Τό μικρόβιο εκδηλώνεται στήν ήθική μιζέρια τής καθημερινής ζωής στίς χώρες τής Δύσης. Στήν άσχήμια καί τή χυδαιότητα πού μάς περιβάλλουν». Ginsberg: «Πόσοι υποκριτές υπάρχουν στήν ’Αμερική; Πόσα φοβιτσιάρικα πρόβατα πού τρέ μουν μήπως πιαστούν επ’ αύτοφώρω; Ποιά έξουσία βάλαμε πάνω άπό τά κεφάλια μας καί δέν μπορούμε πιά νά είμαστε αύτό πού ήμαστε;»
Τό μήνυμα τής αντίστασης Kerouac: «1. Γέμισε μέ όρνιθοσκαλίσματα άπόρρητα σημειωματάρια καί παράφρονες σελί δες γιά τή δική σου μόνο ευχαρίστηση. 2. Δέξου κάθε σήμα, άνοιξε τόν έαυτό σου, άκουγε (...). 7. Άνάπνεε, άνάπνεε όσο βαθιά μπορείς (...). 13. Πέταξε μακριά τά κόμπλεξ σου τά φιλολογι κά, ·τά γραμματικά καί τά συντακτικά (...). 18. Ξεκίνησε άπό τά βάθη τού είναι σου καί μέ τό μάτι ορθάνοιχτο ρίξου μ’ όρμή στή θάλασσα τού λόγου (...). 20. Πίστευε στό άγιο σχήμα τής ζωής. 21. Κατάργησε τό φόβο καί τήν ντροπή μπροστά στήν άκεραιότητα τής πείρας, τής γλώσσας καί τής γνώσης σου (...). 29. Είσαι μιά Μεγαλοφυία -πάντα. .30. Συγγραφέας-σκηνοθέτης γήινων ταινιών πού χρηματοδοτούν οί "Αγ γελοι τού Παραδείσου». Burroughs: «Δημιουργήστε συγκρούσεις. Μά θετε δτι οί λέξεις δέν άνήκουν σέ κανένα. Οί λέ
18/αφιερωμα ξεις έχουν μιά ζωτικότητα όλότελα δική τους, που τούς άνήκει· έσεϊς, έμεϊς, καθένας μας μπο ρεί νά τίς κάνει νά έκραγοΰν στην πράξη». Olson (Όλσον): «Ένα ποίημα είναι ενέργεια φερμένη άπό έκεϊ πού τη βρήκε ό ποιητής (ό όποιος θά έχει πάρει πάμπολλες άποφάσεις) μέ τή βοήθεια τού ποιήματος, κι αυτό ώς τόν άναγνώστη. 'Ωραία. Τό ποίημα, αυτό καθαυτό, όφείλει λοιπόν νά είναι άπ’ όλες τίς άπόψεις ένα σύστημα φορτισμένο μέ ένέργεια, καθώς καί μιά αποφόρτιση άπό τήν ίδια ένέργεια». Ginsberg: «Ή ποίηση είναι ή ρυθμική άρθρω ση τής σκέψης. Ή συγκίνηση μοιάζει μέ μιά σε ξουαλική παρόρμηση- είναι σχεδόν τό ίδιο συγ κεκριμένη. Ή συγκίνηση ξεκινά άπ’ τή στομαχι κή κοιλότητα, άνεβαίνει στό στήθος καί άμέσως μετά δραπετεύει άπό τό στόμα καί τ’ αυτιά σάν παράπονο, μουρμούρισμα ή στεναγμός». Burroughs: «Πληρώστε - Έπιστρέψτε τό χρώ μα πού κλέψατε - Πληρώστε κόκκινο - Έ π ι στρέψτε τό κόκκινο πού κλέψατε γιά τίς ψεύτι κες σημαίες σας καί τό σήμα τής κόκα κόλα Έπιστρέψτε αύτό τό κόκκινο στό πέος, στό αίμα καί στόν ήλιο. Πληρώστε μπλέ - Έπιστρέψτε τό μπλέ πού κλέψατε γιά τίς άστυνομικές σας στο λές - Έπιστρέψτε αύτό τό μπλέ στή θάλασσα, στόν ουρανό καί στά μάτια, τής γης - Πληρώστε πράσινο - Έπιστρέψτε τό πράσινο πού κλέψατε γιά τά χαρτονομίσματά σας - Έπιστρέψτε αύτό τό πράσινο στά λουλούδια, στή ζούγκλα, στό πο τάμι καί στόν ούρανό - Συμβούλια, συνδικάτα καί κυβερνήσεις τής Γής έπιστρέψτε τά χρώματα πού κλέψατε».
Ή πολιτιστική έπανάσταση Ginsberg: «Σέ λίγο θά γίνει μιά αύθεντική έπα νάσταση στίς άνθρώπινες σχέσεις. Τά άτομα όφείλουν νά καταλάβουν μέ έφοδο τά μέσα έπικοινωνίας καί έλέγχόυ. Οί τεχνικές πού χρησιμο ποιούν οί ποιητές γιά ν’ άλλάξουν τόν κόσμο τών τεχνών μπορούν εύκολα νά προσαρμοσθούν στά τηλεφωνικά κέντρα, στό ράδιο, στήν ύπηρεσία έλέγχου τής πληροφόρησης, στίς έγκαταστάσεις πού έπιτρέπουν νά παρακολουθοΰνται τά τηλε φωνήματα, στίς πιό μικρές διακλαδώσεις τού τε ράστιου δικτύου πού καλύπτει μέ τό άραχνένιο πέπλο του τά πιό πολιτισμένα μέρη τού κόσμου». Snyder (Σνάιντερ): «Σοφία είναι ή γνώση τού πνεύματος, τής άγάπης καί τής σαφήνειας πού είναι κρυμμένη κάτω άπό τά άγχη καί τίς έπιθέσεις πού δημιουργεί τό έγώ. Ή περισυλλογή εί ναι ή είσοδος στήν ψυχή γιά νά τό άντιληφθεΐτε μόνοι σας. Τό ήθικό δίδαγμα είναι ή έξωτερίκευση τού δικού σας τρόπου ζωής, μέσα άπό τό προσωπικό παράδειγμα καί τήν ύπεύθυνη πρά
ξη, γιά νά κατακτηθεί στό τέλος ή πραγματική έπικοινωνία άνάμεσα σ’ όλους τούς άνθρώπους». Ginsberg: «Ή άνθρωπότητα έχει άνάγκη άπό ένα είδος έπανάστασης: νά μπούν σέ λειτουργία οί άχρησιμοποίητες έγκεφαλικές ζώνες· νά διευρυνθεΐ ή συνείδηση γιά νά έπικοινωνήσει πιό ούσιαστικά άπό ό,τι στό σημερινό μας προϊστορικό σύστημα έπικοινωνίας· νά γίνει ένα είδος έγκεφαλικής έπαφής μέ τό σύμπαν». Burroughs: «Πρέπει νά γίνει ή πολιτιστική έπανάσταση. Στήν πολιτιστική έπανάσταση, ή σεξουαλική χειραφέτηση είναι ένα στοιχείο ισο δύναμο μέ τήν πάλη ένάντια στή λογοκρισία. Τό σύστημα ή θά σκληρύνει καί θά γίνει φασιστικό ή άντίθετα θά ύποχωρεί κάθε μέρα καί περισσό τερο. Έ δώ πρέπει νά Ιπέμβουμε. Τό μόνο πού μπορώ νά πώ είναι ότι, στήν ιστορία, τά ισχυρό τερα όπλα ήταν πάντοτε νέες μορφές συνείδησης καί ότι ή ούσιαστική έπανάσταση δέν μπορεί νά είναι τίποτε άλλο άπό τό άποτέλεσμα μιας έξέλιξης. Ή 'Ιερή Εξέταση καί ή δύναμη τής Εκκλη σίας στό Μεσαίωνα δέν άνατράπηκαν άπό μιά άμεση έπαναστατική πράξη. Ή έπιρροή τους έξαφανίστηκε γιατί ή άνθρώπινη συνείδηση άναπτύχθηκε πέρα άπ’ αυτές».
1980: Επίθεση άπό όλες τίς κατευθύνσεις ένάντια στήν άναρχική παράδοση "Ο,τι ένώνει αυτούς τούς άντιπολιτευόμενους -συγγραφείς ή άτομα πού δρούν πολιτικά-, τούς στρατευμένους σέ διάφορες κατευθύνσεις, πα ράλληλες, καί μάλιστα περιφραγμένες, είναι μιά κάποια ομοιότητα στήν άνάλυση: ή καταπίεση είναι πολύμορφη, δέν περιορίζεται σέ μιά μόνο διάσταση· είναι πολιτική καί άστυνομική καί οι κονομική καί κοινωνική καί πολιτισμική καί ιδεολογική κλπ. Ό στόχος δέν είναι ή κατάληψη τής κρατικής έξουσίας -πράγμα πού θά έξασφάλιζε μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν άνανέωση τών έλίτ- άλλά ή δημιουργία μιας καινούριας ευαι σθησίας, πού μόνο αύτή μπορεί νά άλλάξει τίς βασικές δομές. Τό ιδανικό τής έπανάστασης (πού, κατά τήν έκφραση τού Burroughs, δέν εί ναι άλλο άπό μιά «circum-volution» μέσα στίς ιστορικές της ένσαρκώσεις) δίνει τή θέση του στή σαφή θέληση γιά χειραφέτηση -χειραφέτηση άμεση, «πληθυντική», βιωμένη μέρα μέ τή μέρα. ’Αγώνες όχι σέ έθνική ή διεθνή κλίμακα, άλλά σέ τοπική. Μιά συνολική στρατηγική θεμελιωμένη πάνω σέ άποσυγκεντρωτικές τακτικές. Πολλά θά είχε νά πει κανείς γιά τά όρια, τά διφορούμενα καί τίς άντιφάσεις ένός τέτοιου
αφιερωμα/19
Ή έκρηξη τής δεκαετίας τον ’60 στις Ηνωμένες Πολιτείες συνδέεται άναπόσπαστα μ ’ αυτή τη γενιά πού προετοιμάζει τό έδαφος γιά κάποια «πολιτιστική έπανάσταση»
σχεδίου. Ό κριτικός άπολογισμός δέν έχει γίνει άκόμη. 'Ωστόσο σήμερα δέν έχουμε νά κάνουμε μ’ έναν παρόμοιο άπολογισμό αλλά μάλλον με μιά μεθοδική παραμόρφωση μιάς άντίληψης γιά τόν κόσμο καί μιά συστηματική υποτίμηση μιάς ευαισθησίας πού -άν κρίνουμε άπό τή σφοδρότητα των άντιδράσεων- ένοχλεϊ τήν πιό «σκλη ρή» μερίδα τής δεξιάς καθώς καί τήν πιό «άγνή» μερίδα τής άριστεράς, στή Γαλλία όπως καί στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Ή άπόρριψη τού άναρχικοϋ δράματος -μιά άπό τίς πιό σπουδαίες λαϊκές παραδόσεις- είναι σύμπτωμα αύτοϋ τού τερά στιου συντηρητικού κινήματος πού σαρώνει έναν κόσμο σέ κρίση, στή στροφή τής δεκαετίας τού ’80. Ζοϋμε στήν εποχή τής αύξησης τού αύταρχισμού τής δεξιάς καί τού σεχταρισμού τής άριστεράς. Ή δεξιά επίθεση δέν έχει τίποτε εκπληκτικό. Ή παράδοση τής άναρχίας είναι άντιαυταρχική, άντιιεραρχική, άντισυγκεντρωτική, ενώ ή δεσπό ζουσα συντηρητική παράδοση, τόσο στή Γαλλία δσο καί στίς 'Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αυταρ χική, ίεραρχική καί συγκεντρωτική: τό ομοσπον διακό άμερικάνικο σύστημα άξίζει δσο καί ό γαλλικός συγκεντρωτισμός, καί ή πρόσφατη άποδέσμευση τού κράτους καί άπό τίς δύο με ριές τού ’Ατλαντικού, δέν υπονομεύει καθόλου τήν κρατική έξουσία. Στή δεκαετία τού ’60 ή πα ράδοση τής άπόλυτης ελευθερίας συμβάλλει άποφασιστικά στό ισχυρό δημοκρατικό ρεύμα
πού σημαδεύεται άπό τήν έκρηξη τών διεκδική σεων γιά ισότητα καθώς έπίσης καί άπό τίς μορ φές τής διεκδίκησης: κινητοποίηση τών μαζών, άμεση δράση, άγώνες στό περιθώριο τών κομμά των καί άλλων θεσμικών όργανισμών. Ένθαρρύνοντας τήν άμεση συμμετοχή, αύτό τό κίνημα κλονίζει τό άντιπροσωπευτικό παραδοσιακό σύ στημα, υποσκάπτει τήν ισχύ τού κράτους, μεγα λώνει τήν κρίση τής έξουσίας. Γίνεται άπαραίτητο λοιπόν νά άναχαιτισθούν οί «καταχρήσεις τής δημοκρατίας» καί, γιά νά έπαναλάβουμε τήν έκ φραση τού Samuel Huntington [Σάμιουελ Χάντινγκτον], ένός άπό τούς ίδεολόγους τού άμερικάνικου νεοσυντηρητισμοϋ, νά μπούν «τά ποθη τά δρια στή χωρίς τέλος έξάπλωση τής πολιτικής δημοκρατικοποίησης». Ή ισορροπία δέ στηρίζε ται στήν άποκατάσταση τής αυθεντίας μέ «τήν ιεραρχία, τήν πραγματογνωμοσύνη καί τόν πλούτο»;
Ή συμμαχία νεοσυντηρητικών καί νεοσταλινικών Ή έπίθεση άπό τ’ άριστερά, ιδιαίτερα στή Γαλ λία, είναι πιό έπεξεργασμένη, πιό «ιδεολογική», άλλά καί περισσότερο φαρμακερή. ’Επιχειρήματα: 1. 'Η άποκέντρωση, ό άντικρατισμός, ή συνε
20/αφιερωμα
ταιριστική πράξη είναι έννοιες τής άριστεράς. Χωρίς αμφιβολία υπάρχει καί στη δεξιά ένα μειο-ψηφικό ρεύμα πού εύνοεΐ αυτές τίς άρχές, άλλά τό γεγονός αυτό μάς έπιτρέπει άραγε νά άγνοήσουμε την ισχυρή άμερικάνικη παράδοση τού άναρχοσυνδικαλισμού (τούς συγκεκριμένους του άγώνες, τη σπουδαιότητα τών νικών του) καί νά σβήσουμε τούς δεσμούς άνάμεσα στην παράδοση τής άπόλυτης ελευθερίας καί τη μαρ ξιστική παράδοση στη Γαλλία; 2. Οί πρακτικές τής άπόλυτης έλευθερίας στή δεκαετία τού ’60 έπιτρέπουν ατούς φιλελεύθε ρους νά ένισχύσουν μιά τάξη θεμελιωμένη στήν άνεκτικότητα, τό νεοτερισμό καί τήν παγκοσμιό τητα- «οί οπαδοί τής άπόλυτης έλευθερίας» είναι λοιπόν «άντικειμενικοί σύμμαχοι» τών «φιλελεύ θερων»! Είναι φανερό δτι ό κοινωνικός έλεγχος έξαρτάται σήμερα περισσότερο παρά ποτέ άπό τήν έξάπλωση χώρων μέ ψευδοελευθερίες -ό Marcuse είναι ό πρώτος πού κατάγγειλε τίς πο λυάριθμες εκδηλώσεις τής «κατασταλτικής άνοχής». Πώς μπορούμε νά δεχθούμε τη γελοιογραφική έξομοίωση τών πρακτικών τής άπόλυτης έλευθερίας τής δεκαετίας τού ’60 μέ τήν άλλοίωση πού δέχτηκαν, στή δεκαετία τού 70, άπό τούς στρατηγούς ένός new-look ρεφορμισμού; ’Εξάλ λου πώς μπορούμε νά μη δούμε στούς όπαδούς τού συστήματος τής όλοκληρωτικής κρατικο ποίησης μιά άντίφαση -άπλοϊκή; δημαγωγική; τακτική;- στήν άναγνώριση όρισμένων τύπων άποκέντρωσης; Τέλος, πώς μπορούμε νά μήν άνησυχήσουμε μέ κάποιο παραλληλισμό στή ρη τορική τών οπαδών τού συγκεντρωτισμού πού κρύβουν τόν αύταρχισμό τους κάτω άπό λόγους γιά αύτονομισμούς-συμμετοχή, στή δεξιά, καί γιά αύτοδιαχείριση-πολιτισμική αύτοβεβαίωση, στήν άριστερά; 3. Ή «καινούρια ευαισθησία», μάς βεβαιώ νουν, προέρχεται άπό τίς Ηνωμένες Πολιτείες: είναι λοιπόν σημαδεμένη άπό τό καπιταλιστικό στίγμα. Ή κυριότερη σύγχρονη έκφρασή της εί ναι ή «καινούρια άμερικάνικη άριστερά» τής δε καετίας τού ’60: έπομένως είναι άπολιτική καί άπό τίς δυό μεριές τού ’Ατλαντικού, άφού άποτελεϊ προϊόν «ιδεολογικά εύθραυστων» στρωμά των, καινουριοφερμένων στόν πολιτικό χώρο. Ό αγώνας λοιπόν κατά τής εύαισθησίας τής άπόλυτης έλευθερίας ϊσοδυναμεϊ μέ τόν άγώνα κατά τού άμερικάνικου Ιμπεριαλισμού καί ύπέρ τής πραγματικής πολιτικοποίησης τών μαζών. ’Ενάντια στό διεθνισμό τών καπιταλιστών καί ύπέρ τού έθνικισμού τών έργαζομένων. Τό έθνικό κράτος, άναδιαρθρωμένο δημοκρατικά, φαί νεται σάν τό μόνο έμπόδιο στήν έπανασύνταξη τού καπιταλισμού... ’Οπαδοί τής κρατικοποίη σης δλων τών οριζόντων ένωθεϊτε! Σ’ αύτό τόν άνελέητο άγώνα ένάντια στήν παράδοση τής
άπόλυτης έλευθερίας, καταλήγουμε νά άναρωτηθούμε άν ή συμπαιγνία, πού μέ τόσο θόρυβο κα ταγγέλθηκε, τών όπαδών αύτής τής τελευταίας καί τών φιλελεύθερων δέν είναι συμπαιγνία τών νεοσυντηρητικών φιλελεύθερων καί τών νεοσταλινικών.
Τά γλιστρήματα τής δεκαετίας τοϋ ’70 Οί κίνδυνοι διολίσθησης πού άπειλοΰν τήν ιδεο λογία τή άπόλυτης έλευθερίας είναι παρ’ δλα αυ τά πραγματικοί -ιδιαίτερα σέ μιά έποχή πού χα ρακτηρίζεται άπό τή συστηματική υποτίμηση τών κοινών καί τήν ύπερτίμηση τής ιδιωτικής σφαίρας. Ζούμε σέ μιά έποχή δπου έπιταχύνεται μιά διπλή ιστορική διαδικασία: τό ξέφτισμα τού δημόσιου άνθρώπου καί τό μεσουράνημα τού ιδιωτικού. Ή διάβρωση τού δημόσιου παράγον τα συνδέεται μέ τήν άνάδυση ένός ρομαντισμού πού κλονίζει τήν κλασική ισορροπία άνάμεσα στό δημόσιο καί τό ιδιωτικό. Καί ή έκρηξη τού ιδιωτικού παράγοντα δέν είναι άσχετη μέ τή δη μιουργία μιάς μαζικής παραγωγής προορισμένης νά ικανοποιήσει άτομικές άνάγκες. Σήμερα ή κοινωνική σταθερότητα στηρίζεται όλοφάνερα σ’ αυτή τή διπλή κίνηση, τής μείωσης τού δημόσιου καί τής έπένδυσης στό ιδιωτικό. ’Επιδιώκοντας τή γενική άπελευθέρωση, μέ άφετηρία δμως ιδιωτικές πρακτικές, οί άγώνες χειραφέτησης, οί έμπνευσμένοι άπό τούς όπα δούς τής άπόλυτης έλευθερίας, τής δεκαετίας τού ’60, δέν κατάφεραν νά ξεπεράσουν τούς προσωπικούς στόχους, νά συντονιστούν άποτελεσματικά καί νά προβάλουν μιά πραγματική άντίσταση σ’ αύτή τήν τεράστια πορεία τής ιδιω τικοποίησης. Ή ειρωνεία είναι δτι ό άγώνας ένάντια στόν άνθρωπο τής όργάνωσης δημιούρ γησε ένα καινούριο πολιτισμικό μοντέλο -τό μοντέλο ένός Νάρκισσου στενοκέφαλου, άπομονωμένου άπό τόν έξω κόσμο ή, άντίθετα, όλότελα ένσωματωμένου. Καί θά μπορούσε κανείς νά συσχετίσει τό ναρκισσιστικό ιδανικό τής ένδοσκόπησης ένός κατακερματισμένου έγώ μέ τό ιδανικό μπήτνικ γιά τήν έξερεύνηση ένός άπέραντου προσωπικού καί συλλογικού χώρου. Τό πιό έντυπωσιακό παράδειγμα παρέκκλισης είναι τού Jerry Rubin [Τζέρρυ Ρούμπιν], πού υπήρξε ένας άπό τούς άρχηγούς τού φοιτητικού κινήματος στό πανεπιστήμιο τού Bercley, γύρω στό ’65, καί ό κυριότερος διοργανωτής τής πο ρείας πρός τό Πεντάγωνο τό 1968 κατά τού πο λέμου τού Βιετνάμ. Σήμερα άρκεΐται σ’ ένα έγωκεντρικό παραλήρημα: «Μέσα σέ πέντε χρόνια, υπενθυμίζει περήφανα στήν αυτοβιογραφία του, άπό τό 1971 μέχρι τό 1975, έχω προσωπικά πει-
αφιερωμα/21
Jerry Rubin
ραματιστεί πάνω στη θεραπεία Γκέσταλτ, τη βιοενέργεια, τό ρόλφινγκ, τό μασάζ, τό τζόγκινγκ, τό μοντέρνο χορό, την περισυλλογή, τόν πνευματικό έλεγχο Σίλβα, τό βελονισμό, τη σε ξουαλική θεραπεία, τη θεραπεία Ράιχ, τό More House -ένα μάθημα καινούριας συνείδησης. “Αρχιζα άπό τίς έπτά τό πρωί, μέ μιά περιέργεια καί μιά ενεργητικότητα χωρίς όρια». Τό γλίστρημα δέν περιορίζεται μόνο σέ μερικά άτομα. 'Ολόκληρη ή ’Αμερική τής δεκαετίας τού ’70 έχει προσβληθεί άπ’ αυτή τήν άναζήτηση μιας αυστηρά άτομικής ευημερίας. Ή συνειδητοποίηση τού έαυτού μας, άπό τόν έαυτό μας καί γιά τόν έαυτό μας («self-awareness») γίνεται σέ μερικά χρόνια ή καινούρια έθνική πανάκεια. Έπιδιωκόμενος στόχος είναι ή «επαφή» μέ τόν έαυτό μας· ή σχέση μέ τόν κόσμο, τή φύση, τούς άλλους· «ή έσωτερική γαλήνη» πού άπομονώνει άπό τό θόρυβο καί τόν παροξυσμό. ’Αλλά οί υποκινητές αυτής τής καινούριας βιομηχανίας τής άνάπτυξης τού έγώ δέν έπιδιώκουν μόνο τή βελτίωση τής άτομικής υγείας καί τής ποιότητας τής ζωής, βλέπουν στίς πρακτικές τους τό κλειδί γιά τήν κοινωνική πρόοδο, τή λύση τών κοινωνικών-έθνικών προβλημάτων, άκόμη καί τών διε θνών. Πιστεύουν δτι οί μέθοδοί τους έπιτρέπουν μιά «πολιτικοποίηση σέ βάθος» τού άτόμου καί ένα πλησίασμα πιό συνολικό. Πάλι ό Jerry Rubin είναι ό τυπικότερος έκπρόσωπος αυτής τής τά σης: «Τό δραμα κλείνει μέσα του τόν άγώνα, διαβεβαιώνει, καί τό "ψυχικό δραμα τήν άρμο-
νία. Σέ μιά σύνθεση, μπορώ νά δημιουργήσω τήν άρμονία μέσα στόν άγώνα καί νά παραμείνω άρμονικός καθώς άγωνίζομαι...»
Τό πρόβλημα στίς αρχές τής δεκαετίας τοϋ ’80 Οί παρεκκλίσεις άπό τήν ιδεολογία τής άπόλυτης ελευθερίας είναι άναμφισβήτητες. ’Αναμφι σβήτητες είναι καί οί παραμορφώσεις πού τής έπιβάλλουν οί καινούριες αυταρχικές ιδεολογίες τής δεξιάς καί τής άριστεράς. Τό πρόβλημα πού μπαίνει στίς αρχές τής δεκαετίας τοϋ ’80 είναι: Τί δυνατότητες έχει ή παράδοση τής άπόλυτης έλευθερίας μέσα στή νέα έσωτερική τάξη πού άρχίζει νά έδραιώνεται μετά τήν κρίση τοϋ 197374; Στή δεκαετία τοϋ ’60, στηριγμένη κατά κά ποιο τρόπο άπό μιά οικονομική άνάπτυξη χωρίς προηγούμενο, ή παράδοση τής άπόλυτης έλευθε ρίας είχε συμβάλει στήν υποχώρηση τοϋ μακαρ θισμού καί στή βαθύτερη συνειδητοποίηση τών άντρών καί τών γυναικών. ’Αλλά ποιος μπορεί νά είναι ό ρόλος της μέσα σ’ ένα κλίμα στασιμό τητας, πληθωρισμού καί άνεργίας, δταν τό κέν τρο βάρους μετατοπίζεται άπό τό έθνικό στό παγκόσμιο, άπό τίς προλεταριακές τάξεις στά προλεταριακά έθνη καί οί τεχνικές κοινωνικού ελέγχου άποκτούν μιά άδιανόητη ως τώρα τε λειότητα;
22/αφιερωμα
Στό τέλος τής δεκαετίας τοϋ '70, ό Ginsberg, ή Yoko Ono καί ό William Burroughs: «Νά γίνουμε άνθρώπινοι καί άνεξάρτητοι»
Ό άντίκτυπος πού μπορεί νά έχει στό μέλλον ή παράδοση τής άπόλυτης έλευθερίας έξαρτάται άπό τό βαθμό τοΰ σεχταρισμού της. Ή νοσταλ γία τού ’68 είναι καί παράλογη καί άνώφελη. Ή κοινωνική περιπλοκή άπαγορεύει τίς άπλουστεύσεις καί τίς άποκλειστικότητες. Δεν είναι εποχή γιά βεβαιότητες. Ή ίακωβίνικη νοσταλγία είναι, κι αυτή, άνώφελη καί παράλογη. Ή άπλή κατάκτηση τής κρατικής εξουσίας είναι τόσο λίγο ικανοποιητική δσο καί ό άπλός μετασχηματισμός τών διανοητικών δομών. Οί άνταγωνιστικές πα ραδόσεις οφείλουν νά έμπλουτισθούν καί νά άλληλοϊσορροπηθούν. Αυτές οί προϋποθέσεις πρέ πει νά γίνουν κοινός τόπος. Μέ τρόπο πιό συνεπή καί πιό άμεσο, τί προσ φέρει σήμερα ή άνάγνωση τών ποιημάτων, τών μυθιστορημάτων καί τών δοκιμίων τής γενιάς μπήτνικ; Πρώτα πρώτα τή σχεδόν προφητική συνείδηση καινούριων τύπων κονωνικΟύ έλέγχου: είκοσι χρόνια πρίν, είχαν άποκαλύψει εκεί νο πού ονομάζουμε σήμερα «κοινωνία πληροφορημένη μέ ηλεκτρονικά μέσα», «παγίδες ήλεκτρονικού υπολογιστή πού σκοτώνουν τήν έλευθερία», «ή χρήση τών μέσων ένημέρωσης σέ και ρό κρίσης» κλπ. κι ακόμη ένα μοντέλο στρατηγι κής (ένάντια στόν έχθρό, χρησιμοποίησε τό όπλο τού εχθρού) καί ένα πρωτόκολλο στρατηγικής: τή ρητορική, τόν έξουσιαστικό λόγο, τό λόγο τών μαζικών μέσων ένημέρωσης, τό λόγο τής διαφή μισης, καί ένάντια σ’ αύτό τό λόγο, τό όπλο τής λέξης, τή φράση, τό ποίημα, τό γράψιμο. Τό αί σθημα έπίσης πώς ή υποκειμενικότητα δέ σημαί
νει άπαραίτητα κλείσιμο στόν έαυτό μας, άλλά προϋπόθεση δράσης: ή υποκειμενικότητα μπορεί καί πρέπει νά είναι «άνατρεπτική». Γιά νά έπαναλάβουμε τήν πολύ όμορφη φράση τού Marcuse σ’ ένα άπό τά τελευταία του κείμενα, «ή άντάρτισσα υποκειμενικότητα έτοιμάζει ένα άπό τά εί δη άπελευθέρωσης: τήν ύπαρξη άλληλέγγυων άτόμων τόσο στό έπίπεδο τής δράσης όσο καί στό έπίπεδο τής ευαισθησίας». Μάς έδωσαν, τέλος, τήν έλπίδα γιά έναν κό σμο όπου μπλέκονται οί δυό μεγάλες λαϊκές πα ραδόσεις. Ή χαρακτηριστική έκφραση τοΰ Gin sberg είναι πάντοτε έπίκαιρη: «"Οταν ό Κάστρο έκανε τήν έπανάστασή του, έλεγε: “Είναι μιά μαρξιστική έπανάστασή, άλλά είναι καί μιά έπανάσταση άνθρωπιστική” . Έ ά ν είναι άνθρωπιστική έπανάστασή, δέν μπορούν νά έξευτελίζουν τούς ομοφυλόφιλους. Διαφορετικά χρησιμοποι ούν διπλή γλώσσα. Πιστεύω ότι είναι σπουδαίο νά υποστηρίξουμε κάθε κίνημα “διαχωρισμού” άπό τόν άμερικάνικο ιμπεριαλισμό καί αύτή τήν κοινωνία τής έπιδεικτικής κατανάλωσης· έπικροτώ έπίσης κάθε έκδήλωση άνεξαρτησίας άπέναντι στήν ψυχολογική άμερικάνικη κυριαρχία. Άλλά, άπό τήν άλλη μεριά, ό σκοπός τέτοιων πράξεων είναι νά γίνουμε άνθρώπινοι καί άνεξάρτητοι».
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: "Αννα Πετρίδου
αφιερωμα/23
G erard-Georges Lemaire
Τό φάντασμα τοΰ Jack Kerouac Ή μυθολογία κατατάσσει τόν Kerouac στις φλογερές μορφές τής λογοτεχνίας, στό ϊόιο πάνθεο μέ τόν Rimbaud (Ρεμπώ) ή τόν Artaud (Άρτώ). Κατά ένα περίεργο τρόπο όμως, αυτός ό μεταθανάτιος θρίαμβος επισκιάζει τό έργο τοι\ που ωστόσο είναι ένα άπό τά σπουδαιότερα μεταπολεμικά έργα των Ηνωμένων Πολιτειών. «Σκυθρωπός, ό Jack στό Lowell (Λόουελ) άπ’ όλους τούς άλλους ήταν αυτός πού έζησε πιό κοντά στό φάντασμα» Allen Ginsberg «Βλέποντας τόν Jack μέσα στό νεκρικό θάλαμο, όπου όλος ό κόσμος έρχόταν νά τόν δει γιά τελευ ταία φορά, μού πέρασε ή ιδέα ν’ άρπάξω τό κορμί του καί νά τό πετάξω μέσα στό δωμάτιο. Έ να είδος πράξης zen πού θά τοΰ άρεσε. Γιατί δέν ήταν πιά έδώ, δέν είχε άπομείνει παρά μονάχα ένα νεκρό σώ μα» Gregory Corso
Δέκα χρόνια μετά τό θάνατό του, ή φήμη τοΰ Jack Kerouac είναι πιό λαμπερή παρά ποτέ. Ό μεταθανάτιος θρίαμβός του δέν είναι λιγότερο ιδιόμορφος άπό τή δόξα πού γνώρισε άργοπορημένα. Αλλά ίσως κι αυτό νά μήν είναι παράδο ξο · ή μυθική προσωπικότητά του μελετήθηκε κι άμφισβητήθηκε περισσότερο άπό τά έργα του. "Αν ό Kerouac διαβάζεται στις Ηνωμένες Πολι τείες καθώς καί στήν Ευρώπη, κέντρο τοΰ ενδια φέροντος ώστόσο παραμένει πάντα ή μυθολογία πού τόν περιβάλλει. Ένώ οί βιογραφίες διαδέ χονται ή μιά τήν άλλη μέ περισσότερη ή λιγότερη έπιτυχία, πάνω στίς υποτιθέμενες κρυφές πτυχές τής ύπαρξής του, προσπαθώντας νά φωτίσουν λεπτομέρειες, μπερδεύοντας συχνά τή ζωή τού άνθρώπου μέ τή ζωή τού λογοτέχνη, πέφτοντας δηλαδή στήν παγίδα πού είχε στήσει ό ίδιος ό Kerouac μέ τά κείμενά του, παραμελούμε έντελώς τήν ίδια τή σπουδαιότητα τών κειμένων του καί τήν άποκαλυπτική άξια τών άναζητήσεών του. Βιαστήκαμε νά τόν κατατάξουμε στίς φλογε ρές μορφές τής σύγχρονης λογοτεχνίας μας, όπως κάναμε γιά τόν Rimbaud ή τόν Antonin Ar
taud. ’Αλλά τό ίδιο βιαστικά περιορίσαμε τίς καινοτομίες του στό χώρο τής γραφής σέ ένα φαντασιακό ιστορικό τής γενιάς μπήτ (πού άποτελεϊ μιά έπική άφήγηση) καί μιάς γήινης περιή γησης όχι λιγότερο άναπαραστημένης. Τά βιβλία του είναι ή έκφραση μιάς άκαμπτης θέλησης πού σκοπεύει νά μεταμορφώσει ριζικά τή μεταπολε μική λογοτεχνία. Μετά τή «χαμένη γενιά» τού Scott Fitzerald, ή λαθραία γενιά μπήτ ήρθε νά ανατρέψει τίς μυθιστοριογραφικές καί ποιητικές σφαίρες. Θύμα τής όψιμης έπιτυχίας του, προαισθάνε ται παρ’ όλα αύτά τόν κίνδυνο πού άπειλεϊ τά γραπτά του καί έκτοξεύει ένα βίαιο λίβελλο ένάντια σέ όσους έπικαλοϋνται τήν επιρροή του, έτοιμοι νά πάρουν τούς δρόμους πιστεύοντας πώς μπορούν ν’ άλλάξουν τόν κόσμο. Σ’ ένα άρ θρο γραμμένο τρεις μέρες πρίν άπ’ τό θάνατό του, επιτίθεται μέ κάποια σκληρότητα σ’ αυτούς πού έμπνέονται άπό τήν άνταρσία τών ηρώων του. Ή περιπέτεια πού έζησε μέ μερικούς άντρες καί γυναίκες καί πού άποφάσισε νά τή διηγηθεϊ μέσα στίς σελίδες του, σά νά ήθελε νά τήν προ βάλει γιά μιά ονειρική μελλούμενη γενιά, άλλα ξε, άθελά του, σέ μιά συλλογική περιπέτεια, τήν πιό άπρόβλεπτη ίσως τού αιώνα.
’Ανάμεσα σέ δύο γλώσσες Γαλλοκαναδικής καταγωγής, ό Jack Kerouac άρχίζει νά μαθαίνει άγγλικά στήν ήλικία τών έντε κα χρόνων. Ή καναδική διάλεκτος τόν σημαδεύ ει γιά όλη του τή ζωή, παρόλο πού τή χρήσιμο-
24/αφιερωμα
Ό Jack Kerouac οτνν Καλιφόρηα, τό 1951
ποιεί μόνο μέ τή μητέρα του. Τό γεγονός ότι ή γλώσσα αύτή είναι, θά λέγαμε, ή μητρική του, παίζει καθοριστικό ρόλο στη συνολική σύλληψη τού έργου του. Γράφει πολλά κομμάτια άπό τά βιβλία του σέ ιδίωμα ή, μάλλον, δέ διστάζει νά παρεμβάλλει πότε πότε ορισμένες άπολαυστικές ιδιωματικές εκφράσεις- δέν έχουμε όμως εδώ παρά μόνο άναδρομές σέ μιά ταραγμένη οικογε νειακή ζωή, ενδείξεις γιά τή συμβολική άναπαράσταση μιάς θεατρικότητας τοϋ παιδικού λό γου. Τό ότι ένιωσε τήν επιθυμία νά γράψει σ’ αύτή τή διάλεκτο ένα ολόκληρο βιβλίο γιά νά έγκωμιάσει γιά μιά άκόμη φορά τό φίλο του Neal Cassady [Νίαλ Κάσσαντυ], ηρώα τοϋ Στό δρόμο, είναι πολύ έκπληκτικότερο. Είναι τό άναπόφευκτο σημάδι ενός καθαρά γλωσσολογικοϋ δράμα τος. "Ομως ή σφραγίδα τής γλώσσας γίνεται άκόμα πιό καθοριστική στή σταθερή άπόκλιση άνάμεσα στή γλώσσα πού έχει διδαχτεί καί τή γλώσσα πού έχει άπό τό όνομά του. Τόν ίδιο καιρό πού αρχί ζει νά εδραιώνεται τό έργο του, ό Kerouac συγ κροτεί τόν κύκλο τού Duluoz, ενός αφηγητή πού είναι τό «έγώ» τών μυθιστορημάτων του, πού τοϋ χρησιμεύει σάν προπέτασμα γιά νά άφηγηθεΐ τήν έσωτερική του ύπαρξη. Σέ τέτοιο σημείο πού βρίσκει μιά λόγια καί απόκρυφη σημασία στό όνομά του: «Λοιπόν, Καίερν. Κ-Α-Ι-Ε-Ρ-Ν. Τί είναι ένα καίερν; Έ νας σωρός πέτρες. Τώρα, Κόρνγουαλ (Κορνουάλη), Καίερνγουαλ. Καί λοιπόν Κέρν, Κ-Ε-Ρ-Ν, σημαίνει ό, τι καί Καίερν, Κέρν. Ούάκ σημαίνει «ή γλώσσα τού». νΑρα Ke rouac σημαίνει ή γλώσσα τής Κορνουάλης. Κέρρ,
όπως Ντέμπορα Κέρρ... Ούάκ, σημαίνει σωρός άπό πέτρες. "Ενας σωρός άπό πέτρες δέν έχει γλώσσα. Kerouac. Κέρ, ούάκ γλώσσα τού. Κι αύτό έχει σχέση μέ τό παλιό Ιρλανδέζικο όνομα Κέργουικ, πού είναι μιά παραφθορά. Είναι ένα όνομα τής Κορνουάλης πού, αύτό καθαυτό, θέ λει νά πει πέτρινος σωρός...» Ή άναζήτηση τής γενεαλογίας ενός ονόματος θά μπορούσε, αύτή καθαυτή, νά θεωρηθεί σά μιά παραληρηματική παρέκβαση, άν ό Σατόρι στό Παρίσι δέν είχε ποτέ έκδοθεϊ. Πραγματικά, τό σύντομο αύτό άφήγημα άναφέρει λεπτομε ρειακά τό ταξίδι του στή Γαλλία καί ιδιαίτερα στή Βρετάνη, όπου πήγε άναζητώντας μιά μα κρινή ύποθετική συγγένεια: «Αύτός ό φοβιτσιάρης Βρετόνος (έγώ) διεφθαρμένος άπό τούς δυό αιώνες πού πέρασαν στόν Καναδά καί στήν ’Αμερική!» Στή Ματαιότητα τον Duluoz ρωτούν τόν Jack: «’Από πού βγαίνει τό όνομά σου;» «Βρετονικό, γαλλικό... άπ’ τά παλιά ιρλανδέζι κα, γιά νά πώ τήν άλήθεια». Αύτή ή επιμονή νά ξανανέβει στίς πηγές μιάς κελτικής γενιάς, αύτός ό πόθος νά βρει ρίζες στό έδαφος τής γηραιάς Εύρώπης (πόθος πού στοι χειώνει κάθε ’Αμερικανό) μεταμορφώνονται σέ πάθος χωρίς όρια γιά τήν προφορική έκφραση. Παθιασμένος άναγνώστης καί άρκετά μορφωμέ νος, ό Kerouac άφιερώνει όλες του τίς προσπά θειες στό άκουσμα αύτού πού ονομάζεται στ’ άγγλικά lingo -όρος πού άγκαλιάζει ταυτόχρονα τά ιδιώματα, τό λαϊκό τρόπο ομιλίας καί τίς έπαρχιακές διαλέκτους. "Οπως πολλοί άμερικανοί συγγραφείς, ό Ke rouac βασανίζεται άπό τήν έπιθυμία ν’ άγκαλιάσει ένα καινούριο μυθιστοριογραφικό χώρο, όπως τόν εννοούσαν ή Stein [Στάιν] ή ή Wolfe [Γούλφ]. Τό χώρο αύτό, άποκρυπτογραφημένο σάν «ιστορία», δηλαδή σάν έπινόημα τής άνάπτυξής της μέσα στόν άνθρώπινο χρόνο, ό Ke rouac τόν εξετάζει μέσα σέ μιά προοπτική ριζικά καινούρια. Περιγράφοντας τά κατορθώματα τών πρωταγωνιστών τής εποποιίας του «Καινούριο όραμα», περιγράφει πρίν άπ’ όλα ένα γλωσσικό άπωθημένο, κάνοντας νά άναδυθούν μέσα στόν τρόπο γραφής του οί κινήσεις καί οί Αρθρώσεις τής καθημερινής φράσης, ό ήχητικός πλούτος τών γλωσσών χωρίς λεξικά, οί δόλιες ομορφιές μιάς γραμματικής χωρίς πίστη ούτε νόμο.
Ό χρόνος Αύτή ή άγάπη γιά τήν προλεταριακή ή τή χωριά τικη έκφραση, τήν προφορά, τίς άνεξάντλητες μεταφορές τών συνθηματικών διαλέκτων, τούς ιδιωματισμούς, παροτρύνει τόν Kerouac νά μελε τήσει τό μέτρο καί τό ρυθμό τους. Μεγάλος θαυ
αφιερωμα/25
μαστής τών μουσικών τής τζάζ, πού τή γνωρίζει άμεσος μόλις φτάνει στη Νέα 'Υόρκη γιά νά κά νει άνώτερες σπουδές, μαγεύεται άπό τή μελωδι κή δομή τών μουσικών τού Harlem, ιδιαίτερα άπό τίς παραλλαγές τους, πού είναι αύτοσχεδιασμοί πάνω σ’ ένα δοσμένο θέμα. Μέσα άπό τήν τζάζ καταφέρνει νά ορίσει τίς άρχές αυτού πού ονομάζει «αυθόρμητη πρόζα». Κατά περίεργο τρόπο, μακρύτερα πρός τήν κατεύθυνση ένός ελεύθερου αύτοσχεδιασμού, εμπνευσμένου άπό τά σόλο τής τζάζ, πηγαίνει μέ τή μεγάλη του ποιητική συλλογή Mexico City Blues [Τά μπλούζ τής Πολιτείας τού Μέξικο], παρόλο πού δηλώνει πώς τό είδος αύτό τού μαύρου ρυθμού, ή κατα πληκτική έφευρετικότητα τών οργάνων έχουν με γάλη επιρροή στόν τρόπο γραφής του -«Ναί, jazz καί pop, σάν τόν τενόρο πού κρατά τήν άναπνοή του καί φυσά μιά φράση στό σαξόφωνό του, μέχρι πού νά μήν τού μένει πιά άναπνοή, καί όταν τό κάνει αύτό, ή φράση του έχει πει αύτό πού είχε νά πει... έτσι χωρίζω τίς φράσεις μου, σάν άναπνευστικούς διαχωρισμούς τού πνεύματος...»- ωστόσο πηγαίνει άκόμα μακρύτε ρα, άφού καταφέρνει νά συλλάβει ένα τέμπο κα τάλληλο γιά τό έργο του, όπου ή τεχνοτροπία υπακούει άπόλυτα σ’ αυτή τή ρυθμική άνάγκη: «διατύπωσα τή θεωρία τής άναπνοής σάν μέτρο, στήν πρόζα καί στό στίχο (...) τό 1953, μέ τήν παράκληση τού Burroughs καί τού Ginsberg». Οί μελωδικές αυτές γραμμές, οί σπασμωδικές, οί άκανόνιστες, οί παλμικές, οί διακεκομμένες κάποτε, καταγράφονται στό εσωτερικό σχετικά έκτεταμένων περιόδων πού ή άναπνοή τίς υπο στηρίζει καί τίς εκφράζει· οί φράσεις είναι συ χνά τεντωμένες, δυσανάλογες, σά νά όφειλαν νά συγκροτήσουν, άπό μόνες τους, έναν αυτόνομο κόσμο. ’Αντί νά σχηματίζουν όμως σύνολα εν νοιών, όπως στόν James, ή στόν Όδνσσέα τού Joyce, παρασύρονται άπό τή ροή τής έκφρασης, σά νά μήν ήταν τίποτε άλλο παρά μιά καί μόνη φράση άπό τή μιά άκρη ως τήν άλλη, μέ διαφο ρετικές έντάσεις, άποχρώσεις, άλλαγές ύφους. Καταλαβαίνουμε γιατί ό Kerouac σκέφτηκε μιά μέρα νά δώσει μιά προσωπική συνέχεια στό Ξύ πνημα τοϋ Φίννεγκαν. Κάθε σχέδιο άποτελούσε γιά τόν Kerouac τήν εύκαιρία γιά νά έκφράσει έναν καινούριο τρόπο θεώρησης τής γραφής του. Ή «αυθόρμητη πρό ζα» είναι πάντοτε ό χρυσός κανόνας, άλλά μπο ρεί νά εννοηθεί είτε σάν ένα continuum -καί συγ γράφει τούς Υποχθόνιους-είτε σάν ένα μωσαϊκό άπό καθρέφτη-όπως π.χ. ό Γιατρός Sax. Ό χρόνος γραψίματος είναι μιά κινητήρια δραματική δύναμη μέ τήν όποια ό τραχύς, γρή γορος άλλά παρ’ όλα αυτά ρευστός ρυθμός έχει τή θέση τής ηχητικής σκηνής· ό Jack Kerouac έσπρωξε τή θεωρία του ώς τό σημείο νά συγγρά-
Ό Jack Kerouac καί ό Neal Cassady
ψει κείμενα πού δέν είναι πιά παρά ό ίδιος ό χρόνος έγγραφής. Τελειωμένοι μέσα σέ τρεις μέ ρες καί τρεις νύχτες οί Υποχθόνιοι άποτελούν τό πιό άντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Κι όταν δέ συμβαίνει αύτό, έργάζεται πάνω σ’ ένα χάρτινο ρολό τηλέτυπου, προχωρώντας κατά συνέχειες τριών μέτρων κάθε βράδυ (έτσι γράφε ται ή Ματαιοόοξία τοϋ Duluoz) ή γράφει ένα χάρτινο ρολό 160 μέτρα μακρύ άπ’ εύθείας στη μηχανή (Στό δρόμο). Ένώ όμως είναι ικανός νά γράψει οκτώ χιλιάδες λέξεις κάθε βράδυ, περ νούν μεγάλα διαστήματα χωρίς νά γράψει γραμ μή. Πολλαπλασιάζοντας τίς μεθόδους του, χρησι μοποιεί πολύ συχνά συζητήσεις πού είχε μέ τούς φίλους του, αύτές πού κάνει μέ τόν Garver γιά τό Mexico City Blues, καί κυρίως έκεϊνες πού εί χε μέ τόν Neal Cassady, τό «δάσκαλό» του, άπό τίς όποιες δακτυλογραφεί μιά μεγάλη παρτίδα γιά τό "Οραμα τοϋ Cody. ’Ενώ όμως εισάγει τό μαγνητόφωνο σάν έργαλεϊο πού χρησιμεύει στή δημιουργία μιας φανταστικής κατάστασης, δέ συστηματοποιεί τή χρήση του. Συνήθως άντιγράφει άπό τά σημειωματάριά του, πού δέν τά άποχωρίζεται ποτέ, τούς διαλόγους πού έχει κατα γράψει πυρετωδώς μέσα άπό τήν ίδια τή ζωή. Μέσα σέ μιά άνάλογη οπτική, άντλεί άφθονα άπό τά σημειωματάρια τών όνείρων του, πού τά γράφει βιαστικά, άγουροξυπνημένος, καί τά όποια, διορθωμένα αισθητά, τά έχει έκδώσει μέ τίτλο Βιβλίο τών όνείρων. "Ολα τά πρόσωπα τών μυθιστορημάτων του (καθώς έπίσης καί τής ’ίδιας του τής ζωής, άφού καί τά μέν καί τά δέ
26/αψιερωμα παίζουν γι’ αυτόν ένα διπλό παιγνίδι) ξαναεμφανίζονται μέσα σ’ ονειρικές καταστάσεις πού Αποκαλύπτουν, κάτω από ένα σκληρό φωτισμό, μέ ποιό τρόπο συλλαμβάνει τίς «σκηνές» των κει μένων του, πολλές άπό τίς όποιες είναι παρμένες άπό τό Βιβλίο αυτό.
Τά χρονικά τοΰ Jack Kerouac Τόν καιρό πού σπουδάζει στήν Κολούμπια κάνει δύο σημαντικές Ανακαλύψεις πού θά έπηρεάσουν δλη τη ζωή του καί πού ή συμβολή τους θά άφήσει ένα Ανεξίτηλο ίχνος στό σύνολο τοΰ έρ γου του. Ά π ό πολύ νωρίς παίρνει μιά γεύση άπό τήν τέχνη τοΰ Ντοστογιέφσκι βλέποντας τήν ται νία τοΰ Renoir [Ρενουάρ] Τά κοινωνικά κατα κάθια, πού τόν σημαδεύει βαθιά. Μέσα σέ λίγον καιρό έχει διαβάσει σχεδόν τά άπαντά του. Τόν συνεπαίρνουν επίσης τά μυθιστορήματα τού Thomas Wolfe [Τόμας Γούλφ], πού τόν θεωρεί «έναν Αμερικάνικο, παραδεισιακό καί κολασμέ νο χείμαρρο πού άνοιξε τά μάτια πάνω στήν Αμερική, σάν θέμα αυτό καθαυτό». Σ ’ αυτές τίς περίεργες Αλληλεπιδράσεις έρχε ται νά προστεθεί ή έξαίσια Αποκάλυψη τοΰ Ar thur Rimbaud [Άρτύρ Ρεμπώ] (γιά χάρη τοΰ όποιου φαντάζεται ένα άπό τά ώραιότερα ποιή-
(
ματά του), τοΰ Jean Genet [Ζάν Ζενέ] καί πιό πολύ τοΰ Louis Ferdinand Celine [Λουί Φερντινάν Σελίν], τοΰ όποιου τήν καθοριστική επίδρα ση αισθανόμαστε στό στύλ του καί στόν τρόπο μέ τόν όποιο αποδίδει τίς κοφτερές καί έντονες φράσεις του. Στό Γιατρό Sax, ένας μυστηριώδης Destouches [Ντετούς] έμφανίζεται στή στροφή μιας σελίδας, όπως καί κάποιος όνόματι Billy Artaud [Μπίλλι Άρτώ]. Κατά πολύ παράξενο τρόπο, τά μυθιστορήμα τα τοΰ Kerouac είναι πρίν άπό όλα ένας κόσμος συγγραφέων πού, ζωντανοί ή πεθαμένοι, κάτω άπό διάφορα ψευδώνυμα άρκετά διαφανή ή μέ Απρόσμενες μετενσαρκώσεις, υφαίνουν τόν μα κρύ Αφηγηματικό ιστό. Ό δημιουργός, άνάμεσα στά πλάσματα τής φαντασίας του, γίνεται ένα άπό αύτά, άλλά συγχρόνως μοιάζει νά είναι τό παιγνίδι τους. Δέν είναι εκπληκτικό ότι τά πε ρισσότερα άπό τά θεμελιώδη έργα του είναι σέ τελευταία άνάλυση τά χρονικά ένός λογοτεχνι κού ψευδο-κινήματος (Στό δρόμο, όπου έμφανίζονται οί Allen Ginsberg, Neal Cassady, William Burroughs, John Clellon Holmes [Τζόν Κλίλλον Χόλμες] κλπ., ή ή Αποκλειστική βιογραφία ένός συγγραφέα: τοΰ Bill Burroughs στό Γιατρό Sax, τοΰ Neal Cassady στή Ματαιοδοξία τοϋ Cody, κλπ.) καί φυσικά μέσα σχεδόν σέ όλα βρίσκεται ό ίδιος ό Kerouac, πού ή υποτιθέμενη αυτοβιο γραφία του είναι πρίν άπ’ όλα ή ώραιοποιημένη
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ ΑΠΑΝΤΑ
(Φιλολογική επιμέλεια: ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ - ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ) ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
νΥ κ A
ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ
χ ρ ”ο
! Α' ΤΟΜΟΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΝΥΧΤΕΣ
Μυθιστόρημα
Β' ΤΟΜΟΣ
Π ΤΟΜΟΣ
Δ' ΤΟΜΟΣ
ΘΕΛΕΤΕ ΧΡΟΝΙΚΑ ΕΙΚΟΣΤΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΝΑ ΧΟΡΕΨΟΜΕ Απάντηση σε 5 ερωτήματα Μυθιστόρημα Πρωτομαγιές 1886-1945 ΜΑΡΙΑ; Qi Ελληνίδες Φρουροί της Ελλάδας Ν ο υβέλα
Αθήνα 1941-1945_______
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Γεωργίου Γενναδίου 6 (πάροδος ’Ακαδημίας) - Τηλ.: 36.15.783
)
αφιερωμα/27
Στό Μεξικό, ατά 1956. Jack Kerouac, Allen Ginsberg, Peter Orlovsky [Πήτερ Όρλόβσκι], Gregory Corso καί Lafcadio Orlovky [Λαφκάντιο Όρλόβσκι)
βιογραφία ενός δημιουργού, κι ό ίδιος δεν είναι στό βάθος παρά ό χρονογράφος του. Χωρίς καμιά άμφιβολία τό ωραιότερο εγκώμιο τού Kerouac τό έχει κάνει ό Burroughs, πού έχει έπίσης περιγράφει με τόν καλύτερο τρόπο τη ση μασία τού έργου του. «Ή υποτιθέμενη πραγμα τική ζωή τού συγγραφέα δέν είναι έγκυρη, ό συγγραφέας πρέπει νά βάζει σέ κίνδυνο τό γρά ψιμό του καί τό πάν έξαρτάται άπό τή συνάντη ση μέ τό συγγραφέα, πρίν ή μετά. Είναι έτοιμος νά νοθεύσει τά πρόσωπα καί τά ντεκόρ του, έπιμένοντας νά είναι πραγματικά; Τόν άπασχολεΐ όλόκληρη ή πραγματικότητα των προσώπων καί τών ντεκόρ του;» Καί πιό κάτω, έπιχειρεϊ νά δεί ξει τή θέση πού ό. Kerouac έχει προσεκτικά ορί σει στίς μάσκες τών βιβλίων του (Peter Martin, Sal Paradise, Leo Percepied, Jack Duluoz, Ray Smith, Jack [Πήτερ Μάρτιν, Σάλ Παραντάιζ, Λίο Περσπίντ, Τζάκ Ντύλυοζ, Ρέι Σμίθ, Τζάκ] κλπ.): «Επάνω στή σκηνή ό συγγραφέας δέ βρί σκεται εκεί ούτε σά συγγραφέας ούτε σάν πρό σωπο. 'Ο αφηγητής ή ό πρωταγωνιστής είναι στήν πραγματικότητα ένα άλλο πρόσωπο, πιό δύσκολο γενικά νά τό διακρίνουμε καί νά τό κα ταλάβουμε, γιατί έπιμένουμε νά τό μπερδεύουμε μέ τόν ίδιο τό συγγραφέα. Ό άφηγητής είναι ό παρατηρητής, σταλμένος έπιτόπου άπό τό δη μιουργό, καί αισθάνεται πολύ άσχημα μέσα σ’ αυτό τό ρόλο, γιατί δέν μπορεί νά έξηγήσει τήν παρουσία του». Στή Ματαιοόοξία τοϋ Duluoz, ό Kerouac γλι
στρά στό εσωτερικό τού σωσία του καί δηλώνει: «Είμαι ό δημιουργός αυτού τού βιβλίου». Κι άμέσως μετά, άναφέρει ένα γράμμα πού τού είχε γράψει μιά γυναίκα: «Δέν είστε ό Jack Kerouac. 'Ο Jack Kerouac δέν υπάρχει. Κανένας ποτέ δέν έγραψε τά βιβλία του». Πρόκειται γιά μιά φαν ταστική διάσταση πού εισχωρεί σέ κάθε σκέψη γραφής, πού γίνεται όμως τό προνομιούχο, άν όχι τό άποκλειστικό, άντικείμενο τής περιπαθής άναζήτησής του. Τό «έγώ είναι ένας άλλος» τού Rimbaud γίνεται στόν Kerouac ένας πραγματι κός κώδικας συμπεριφοράς τού εμπνευσμένου γραφέα: «Δέν είμαι είμαι αλλά άπλώς ένας κα τάσκοπος μέσα στό κορμί κάποιου άλλου...» Σέ όλα σχεδόν τά πεζογραφήματά του βλέπου με, λοιπόν, τό φάντασμα τού Kerouac νά άναρωτιέται σχετικά μέ τή στρατηγική πού πρέπει νά υιοθετήσει, γιά νά γίνει ή ίδια του ή γραφή, ό ίδιος του ό μύθος. Κατά τόν Ginsberg, «έγραφε άπό τό βασίλειο τής συνείδησης, έκεϊ όπου ή συ νείδηση είναι αυθόρμητη, έκεϊ όπου βασιλεύουν μόνο οί ήχοι». "Ολοι οί οικείοι του τόν περιγρά φουν μέσα στήν ιδιοφυία τής χωρίς τέλος έφηβείας του, βασιλιά τών μπήτ. ’Από όλα όμως τά πορτρέτα πού τού έχουν φιλοτεχνήσει οί σύγχρο νοί του, πάλι τού Burroughs είναι τό πιό καθαρό καί τό πιό συναρπαστικό: « Ό Kerouac ήταν ένας συγγραφέας. Δηλαδή εγραφε».
■ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: ’Ά ν ν α Πετρίδου
28/αφιερωμα
Jack Kerouac: Ή τεχνοτροπία Οΐ τεχνοτροπίες Στη διάρκεια αυτής τής συνέντευξης πού πήρε ό Ted. Berrigan [Τέντ Μπέρριγκαν] γιά λογαριασμό τής Παρισινής Επιθεώρησης (άριθ. 43, καλοκαίρι 1968), ό Jack Kerouac διηγείται πώς προσπάθησε, μέσα από τίς συζητήσεις μέ τό φίλο του Neal Cassady, ν’ άνακαλύψει τό μυστικό τοϋ προφορικού λόγου. Τό πρώτο δικό σου βιβλίο πού διάβασα, κατά άρκετά παράξενο τρόπο, άφοΰ δλος ό κόσμος διαβάζει πρώτα τό Στό δρόμο ...τό πρώτο πού διάβασα ήταν τό The Town and the City [Ή κωμόπολη καί ή πό λη]. ΑΛΗΘΕΙΑ! Τό δανείστηκα άπό τη βιβλιοθήκη... ΑΛΗΘΕΙΑ!... Διάβασες τό Γιατρό Sax; ... την Tristessa; ... Μπορείς νά μέ πιστέψεις. Διάβασα άκόμα καί τό Rimbaud. Έχω ένα άντίτυπο τού 'Οράματος τον Cody πού άγόρασε στήν Τούλσα τής Όκλαχόμα ό Ron Padgett [Ρόν Πάντζετ]. ΣΤΟ διάβολο ό Padgett! Ξέρεις γιατί; Πρωτόβγαλε ένα μικρό περιοδικό μέ τίτλο White Dove Review [Επιθεώρηση Ά σπρο Περιστέρι] στό Κάνσας Σίτυ, έτσι δέν είναι; Στήν Τούλσα; Τής Όκλαχόμα... ναί. Έγραψε: Βοηθήστε μας νά ξεκινήσουμε τό περιοδικό μας στέλνοντάς μας ένα μεγάλο καί πυκνό ποίημα. Τοϋ έστειλα λοι πόν τό «Trashing Doves» [Λερωμένα περιστέ ρια], Έπειτα τοϋ έστειλα ένα άλλο ποίημα καί τό άρνήθηκε, γιατί τό περιοδικό του είχε ήδη κυ κλοφορήσει. Αύτό, γιά νά σοϋ άποδείξω πώς οί βλάκες προσπαθούν ν’ άνοίξουν δρόμο μέ τίς κο λακείες. Μπά, δέν είναι ποιητής. Ξέρεις ποιός
είναι ποιητής; Έγώ ξέρω ποιοι είναι οί μεγάλοι ποιητές. Ποιοι; ΑΣ πούμε, είναι... ό William Bissette [Γουίλλιαμ Μπίσετ] άπό τό Βανκούβερ. Έ νας ΐνδιάνος. Ό Bill Bissette ή Bissonnette [Μπίσονετ]. Ά ς μιλήσουμε γιά τόν Jack Kerouac. ΔΕΝ άξίζει περισσότερο άπ’ τόν Bill Bissette, αλλά είναι πολύ πρωτότυπος. Γιατί δέν άρχίξουμε μέ τούς «έκδότες» σου; Πώς... ΕΝΤΑΞΕΙ. Ό λοι οί «έκδότες» μου, άρχίζοντας άπ’ τόν Malcolm Cowley [Μάλκολμ Κόουλεϊ], πήραν τήν όδηγία ν’ άφήσουν τήν πρόζα μου δπως άκριβώς τήν έγραφα. Τήν έποχή τοϋ Mal colm Cowley, μέ τό Στό δρόμο καί τό Ουράνιοι άλήτες, δέν είχα τή δύναμη νά ύπερασπίσω τήν τεχνοτροπία μου, γιά τό καλύτερο ή γιά τό χει ρότερο. "Οταν ό Malcolm Cowley έκανε άτέλειωτες διορθώσεις καί κόλλησε χιλιάδες άχρηστα κόμματα δπως, άς πούμε, Σεγιέν, Γουιόμιν (για τί νά μήν πούμε άπλά Σεγιέν Γουιόμιν, καί νά μήν πάμε νά ψάξουμε πιό μακριά), ξόδεψα 500 δολλάρια γιά νά άποκαταστήσω τό χειρόγραφο τών "Αλητών στήν πρώτη του μορφή καί πήρα ένα λογαριασμό άπ’ τό Βίκινγκ Πρές μέ τίτλο «Αναθεωρήσεις». Χά, χά, χά. Καί μετά μού λές πώς συνεργάζομαι μ’ έναν «έκδότη»... Σήμερα
αφιερωμα/29
όμως τοϋ χρωστώ ευγνωμοσύνη γιά τη βοήθειά του σχετικά με την άνάγνωση των τυπογραφικών δοκιμίων καί γιατί άνακάλυψε τά λογικά λάθη, δπως τίς ημερομηνίες καί τά ονόματα τοποθε σιών. Στό τελευταίο μου βιβλίο, π.χ., περίγραφα την «εκβολή τού Φόρθ», έπειτα έψαξα, με σύ σταση τοϋ «έκδοτη» μου, κι άνακάλυψα δτι στην πραγματικότητα μιλούσα γιά τήν έκβολή τής Κλίντ. Τέτοια πράγματα. Ή άποκαλούσα τόν Aleister Crowley [Άλάιστερ Κρόουλεϊ] «”Αλιστερ», ή άνακάλυπτε μικρά λάθη σχετικά με τή μέτρηση στό ποδόσφαιρο... καί πάει λέγοντας. "Αν δέν ξανακοιτάξεις αύτά πού γράφεις, δίνεις στόν άναγνώστη τούς πραγματικούς μηχανι σμούς τοϋ πνεύματός σου κατά τη διάρκεια τού ίδιου τοϋ γραψίματος: έξομολογεϊσαι τίς σκέψεις σου πάνω στά γεγονότα, άνάλογα μέ τό δικό σου άμετάβλητο τρόπο... Λοιπόν, κοίταξε, έχεις άκούσει ποτέ έναν τύπο νά διηγείται μιά μεγάλη καί τρομαχτική ιστορία σέ μιά παρέα μέσα σ’ ένα μπάρ, όπου άκούνε όλοι χαμογελώντας, έχεις άκούσει ποτέ αύτόν τόν τύπο νά σταματά, νά διορθώνει αύτό πού είπε, νά ξαναγυρνά σέ μιά προηγούμενη φράση γιά νά τήν έξετάσει, γιά νά έξακριβώσει τήν έντύπωση πού προκάλεσε ή ρυθμική σκέψη... "Οταν κάνει μιά παύση, γιά νά καθαρίσει τή μύτη του, δέν έτοιμάζει τήν έπόμενη φράση; "Οταν άφήνει τήν έπόμενη φράση νά κυλήσει, δέ σημαίνει πώς τήν είπε μέ τόν τρόπο πού θά ήθελε νά τήν πει; Δέν άρχίζει τή σκέψη τής φράσης αύτής καί, δπως τό λέει ό Σαίξπηρ: «γιά πάντα φυλάει τή γλώσσα του» πάνω σ’ αύτό τό θέμα, γιατί τό προσπέρασε πιά, ένώ ένα μέρος τού ποταμού γκρεμίζεται πάνω σ’ ένα βράχο μιά γιά πάντα καί δέν ξαναεπιστρέφει ποτέ, καί δέν μπορεί ποτέ νά γκρεμιστεί μέ διαφορετικό τρόπο μέσα στό χρόνο; Έ τσι ήταν, άς πούμε, ή μανία μου κατά τών περιόδων, στό October in the Rail road Earth [Όκτώβρης στό Σταθμό Γή], πρόζα πολύ πειραματική, καμωμένη γιά νά φλυαρεί σέ δλη τή διάρκεια τού δρόμου σά μιά άτμομηχανή πού τραβά ένα φορτίο άπό έκατό βαγόνια μέ μιά σκευοφόρο πού μιλά στό τέλος, έτσι ήταν καί ή γραμμή μου τότε, καί αύτό μπορεί νά γίνεται πάντα άν ή σκέψη κατά τή διάρκεια τού γρήγο ρου γραψίματος είναι έξομολογητική, καθάρια καί θαρραλέα άπ’ τή ζωή πού ύπάρχει μέσα της. Καί σέ βεβαιώνω, πέρασα δλη μου τή νιότη γρά φοντας άργά, μέ άναθεωρήσεις καί σκέψεις, ξανασυζητώντας τό πράγμα άτελείωτα καί σβήνον τας τόσο πολύ πού έγραφα μιά φράση τήν ήμέρα καί ή φράση αύτή δέν είχε αίσθημα. Θεέ μου, τό αίσθημα είναι αύτό πού άγαπώ στήν τέχνη, όχι ή πονηριά καί ή προσποίηση τών αισθημάτων. Ποιός σ’ ένθάρρυνε νά χρησιμοποιήσεις τήν «αύθόρμητη» τεχνοτροπία στό Δρόμο;
ΕΙΧΑ τήν ιδέα τής αύθόρμητης τεχνοτροπίας τού Στό δρόμο βλέποντας τά γράμματα πού μού έγραφε ό παλιόφιλος Neal Cassady, δλα στό πρώ το πρόσωπο, γρήγορα, τρελά, έξομολογητικά, όλωσδιόλου σοβαρά, πολύ άναλυτικά, μ’ αύθεντικά όνόματα στήν περίπτωσή του (άφού έπρόκειτο γιά γράμματα). Θυμόμουνα επίσης τήν πα ραίνεση τοϋ Γκαίτε, τήν προφητεία, θά έλεγα, τού Γκαίτε, σύμφωνα μέ τήν όποια ή μελλοντική λογοτεχνία τής Δύσης θά ήταν άπό τή φύση της έξομολογητική· ό Ντοστογιέφσκι προφήτευε τό ίδιο πράγμα, καί θά μπορούσε νά άρχιζε νά έργάζεται πρός αύτή τήν κατεύθυνση, άν είχε ζήσει άρκετά γιά νά πραγματοποιήσει τό άριστούργημα πού σχεδίαζε, τόν Μεγάλο άμαρτωλό. Κι ό Cassady είχε άρχίσει στά γραπτά τής νιότης του, μέ άπόπειρες άργές, επίμονες, δλη αύτή τήν ερα σιτεχνική δουλειά χωρίς αξία, άλλά κουράστηκε δπως κι έγώ, βλέποντας πώς αύτό πού έκανε δέν έβγαινε άπό μέσα του, άπό τήν καρδιά, μέ τόν τρόπο πού αισθανόταν πώς θά έπρεπε νά τό κά νει. Κατάλαβα τά πάντα έξαιτίας τής τεχνοτρο πίας του. Είναι ένα άνόητο ψέμα αύτών τών ηλί θιων τής δυτικής άκτής πώς τού έκλεψα τήν ιδέα τού Στό δρόμο. Τό γράμμα πού μού έστειλε λένε πώς είχε τάχα δεκατρείς χιλιάδες λέξεις- δεκα τρείς χιλιάδες λέξεις είχε τό μυθιστόρημά του The First Third [Τό πρώτο τρίτο], πού τό κράτη σε στήν κατοχή του. Τό γράμμα, τό κυρίως γράμ μα θέλω νά πώ, ήταν τέσσερις χιλιάδες λέξεις, παρακαλώ· ένα σύντομο μυθιστόρημα. ΤΗταν τό σπουδαιότερο δείγμα γραφής πού είδα ποτέ, κα λύτερο άπό κάθε άλλο στήν ’Αμερική, ή τουλάχι στον ικανό νά κάνει τούς Melville, Twain, Drei ser, Wolfe καί άλλους νά στριφογυρίζουν άπό τή ζήλεια τους μέσα στους τάφους τους. Ό Allen Ginsberg μού ζήτησε νά τού δανείσω τό πολυσέ λιδο αύτό γράμμα γιά νά τό διαβάσει. Τό διάβα σε, μετά τό δάνεισε σέ κάποιον όνόματι Gerd Stern, πού ζούσε σ’ ένα ποταμόσπιτο στό Σωσαλίτο, στήν Καλιφόρνια, στά 1955, κι αύτός ό τύ πος έχασε τό γράμμα· ύποθέτω δτι τού έπεσε στό νερό. 'Ο Neal κι έγώ τό ονομάζαμε τό Γράμμα Τζόαν "Λντερσον... Μιλούσε γιά ένα χριστουγεν νιάτικο σαββατοκύριακο μέσα στίς σάλες τών μπιλιάρδων, τά δωμάτια ξενοδοχείων καί τίς φυλακές τού Ντένβερ, μέ ξεκαρδιστικά γεγονό τα, άλλά καί τραγικά, είχε άκόμα καί τό σχέδιο ένός παραθύρου, μέ τίς διαστάσεις, γιά νά κατα λαβαίνει ό άναγνώστης, δλ’ αύτά. Ακούσε τώ ρα: Αύτό τό γράμμα θά έκδιδόταν μέ copyright τού Neal, άν μπορούσαμε νά τό βρούμε, άλλά, δπως θά ξέρεις, ήταν ιδιοκτησία μου, άφού μού είχε άπευθυνθεϊ, άν ό Allen δέν ήταν τόσο άπρόσεκτος σχετικά μ’ αύτό τό θέμα, δπως έπίσης κι ό τύπος τού ποταμόσπιτου. "Αν μπορούσαμε νά ξετρυπώσουμε άθικτο αύτό τό γράμμα τών τεσ
30/αφιερωμα
σάρων χιλιάδων λέξεων, θ’ άποδιδόταν δικαιο σύνη στόν Neal. Κάναμε τόσες σύντομες συζητή σεις οί δυό μας, μαγνητοφωνημένες, ξαναγυρίζοντας μέχρι τό 1952, καί τίς άκοΰμε τόσο πολύ πού έχουμε άνακαλύψει τό μυστικό τού προφο ρικού λόγου στη διήγηση μιας ιστορίας καί συμπεράναμε άπ’ αύτό πώς ήταν ό καλύτερος τρό πος γιά νά έκφράσουμε τήν ταχύτητα, τήν έντα ση καί τίς έκστατικές μωρολογίες τής εποχής... είναι άρκετό αύτό; Μέ ποιό τρόπο λές νά άλλαξε αυτή ή τε χνοτροπία άπό τήν εποχή τού Στό δρόμο; ΠΟΙΑ τεχνοτροπία; ”Α, ή τεχνοτροπία τού Στό δρόμο. "Οπως σοΰ είπα, ό Cowley πέρασε άπό κόσκινο τό άρχικό στύλ τού χειρόγραφου, χωρίς νά έχω τή δυνατότητα νά παραπονεθώ, καί άπό τότε τά βιβλία μου έκδίδονται όπως γράφτηκαν, τό έχω ξαναπεϊ, ή τεχνοτροπία άλλαξε άπ’ τήν έποχή τής καθαρά πειραματικής γραφής τού Railroad Earth ως τή μυστικιστική τεχνοτροπία, τήν παραγεμισμένη μέ νύχια καρφωμένα στό κρέας, τής Tristessa, ώς τήν έξομολογητική τρέλα πού έμπνεύστηκα άπό τό Υ πόγειο (τού Ντοστογιέφσκι) στούς Υποχθόνιους, ώς τήν τελειότητα τού Big Sur [Μεγάλου Σούρ], πού διηγείται μιά κοινή ιστορία πνιγμένη σέ μιά φιλολογική αι σθηματολογία, ώς τόν Satori στό Παρίσι, πού εί ναι πραγματικά τό πρώτο βιβλίο πού έγραψα μέ μιά μπουκάλα κοντά μου (κονιάκ καί οινόπνευ μα)... καί νά μήν παραλείψω τό Βιβλίο τών όνείρων, στό στύλ ένός πού πρίν καλοξυπνήσει άρπάξει ένα μολύβι μέσα στό κρεβάτι... μάλιστα, ένα μολύβι... τί δουλειά κι αύτή! Μάτια δακρύ βρεχτα, κεφάλι άρρωστο, ναρκωμένο καί θολό άπό τόν ύπνο, λεπτομέρειες πού άναβλύξουν, Οί Hal Chase [Χάλ Ίαέις], Jack Kerouac, Allen Ginsberg καί W
όταν τίς γράφεις δέν ξέρεις τί σημαίνουν, μετά τόν καφέ τίς κοιτάς καί βλέπεις τή λογική τών ονείρων μέσα στή γλώσσα τών ονείρων, κατάλα βες;... καί τελικά άποφάσισα μέσα στήν κούραση τής ώριμης ηλικίας μου νά έλαττώσω ταχύτητα καί νά γράψω τή Ματαιοδοξία τοϋ Duluoz μέ μιά τεχνοτροπία πιό μετριοπαθή, έτσι πού, άφοϋ ήμουνα ένδοστρεφής όλ’ αυτά τά χρόνια, νά μπορέσουν τώρα μερικοί παλιοί άναγνώστες νά δουν τί άλλαξαν αύτά τά δέκα χρόνια στή ζωή μου καί στή σκέψη μου... Στό κάτω κάτω αύτό είναι τό μόνο πράγμα πού έχω νά προσφέρω, τό άληθινό ιστορικό όσων είδα καί όπως τά είδα. 'Ορισμένα κομμάτια άπό τό “Οραμα τοϋ Cody τά έχεις ύπαγορεύσει. Χρησιμοποίη σες αύτή τή μέθοδο άπό τότε; ΔΕΝ ύπαγόρευσα κομμάτια τοϋ 'Οράματος τοϋ Cody. Δακτυλογράφησα ένα άπόσπασμα μαγνη τοφωνημένης συνομιλίας μέ τόν Neal Cassady, ή Cody, όπου μιλούσε γιά τίς παλιές του περιπέ τειες στό L.A. Σύνολο τέσσερα κεφάλαια. Δέν ξαναχρησιμοποίησα αύτή τή μέθοδο άπό τότε· δέ λειτουργεί τόσο εύκολα όσο θά έπρεπε, μέ τόν Neal καί μέ μένα· όταν καταγράφτηκε τό κάθε τί, μέ όλα τά ά! καί τά χμ! μ’ αύτό τό καταραμέ νο μηχάνημα νά γυρίζει καί νά είμαστε άναγκασμένοι νά μή σπαταλήσουμε πολύ ήλεκτρικό ή ταινίες... Έ πειτα πάλι, δέν ξέρω, θά έπρεπε ίσως νά τό ξαναεπιχειρήσω· αισθάνομαι κουρα σμένος καί γίνομαι τυφλός. Αύτό τό θέμα μέ ένοχλεϊ. "Οπως καί νά είναι, όλος ό κόσμος δακτυ λογραφεί, άλλά έγώ έξακολουθώ νά γράφω. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: "Αννα Πετρίδου Burroughs στή Νέα Ύόρκη, τό 1944
αφιερωμα/31
Gerard de Cortanze
Ginsberg, ή οδός τής ποίησης Γιά τόν Ginsberg, ή ποίηση είναι μιά άποσπασματική σύνθεση τοϋ ταξιδιού καί τής συζήτησης, μιά απολογία καί μιά εικονογράφηση τοϋ γραπτού πού περιγράφει τά γεγονότα. Ή πρώτη μου συνάντηση μέ τόν Allen Ginsberg ήταν άργοπορημένη καί έμμεση. “Αρχισε άπ’ τίς χάρτινες τίγρεις τής βιβλιοθήκης καί τίς έγκυκλοπαιδικές άναμνήσεις, καί πέρασε άπό τό μα κρύ ποίημα σέ πρόζα πού έγραψε ό Roque Dal ton [Ρόκουε Ντάλτον] -ό δολοφονημένος ποιητής άπό τό Σάν Σαλβαδόρ- άνάμεσα σέ θεωρητικές συζητήσεις καί ποτήρια μπίρας στην ταβέρνα «U Fleku», στήν Πράγα, ένα φθινοπωρινό βράδι τού 1966: «*.Ενα βράδι στήν Πράγα ό ποιητής Ginsberg κοιμήθηκε μ έ δεκατέσσερα άγόρια Αυτός ό τύπος δέν είναι ένας παιδεραστής ποιητής είναι ένας άνθρωπος πού καταπίνει σπαθιά παρ’ όλα αυτά μοϋ άρεσε πολύ τό Houl [Ουρλιαχτό]». Συνάντηση πού, πέρα άπό τόν επεισοδιακό χα ρακτήρα της, ορίζει άρκετά καλά αύτό πού θά μπορούσε νά είναι ή ποιητική τού Allen Gin sberg: μιά άποσπασματική σύνθεση τοϋ ταξιδιού καί τής συζήτησης, μιά άπολογία καί μιά εικονο γράφηση τού γραπτού πού περιγράφει τά γεγο νότα, τήν άτομική καί τή συλλογική ιστορία. "Οπως αυτή ή ποιητική πνοή πού διαπερνούσε τήν ταβέρνα τής Πράγας, σμίγοντας γιά λίγο -ή «όμαλοποίηση» δέν είχε άκόμα μεσολαβήσει- τά δαχτυλίδια τού καπνού μέ τό θόρυβο τών γλωσ σών, των κορμιών καί τής κουβέντας. Παράξενη σύμπτωση αυτή ή άνάγνωση πού άνακατεύει στή μνήμη μου τόν υπερευαίσθητο ποιητή τού Σάν Σαλβαδόρ πού κατέφυγε στήν Κούβα, καί πιθα νόν σκοτώθηκε άπό τή C.I.A, μέ τόν άμερικανό γιό έβραίων μεταναστών άπ’ τή Ρωσία, πού γεν νήθηκε στό Πάτερσον στά 1926, καί λάνσαρε στό Μπέρκλεϊ τό Λουλούδι Δύναμη, γιά νά κάνει τίς πολιτικές διαδηλώσεις «ένα παραδειγματικό θέαμα... ξένο πρός τήν ψυχολογία τού πολέμου». Παράξενη σύμπτωση ή λάμπα τού κομοδίνου μου πού πλησίασε στιγμιαία δύο είδη γραφής τών οποίων ή συνάφεια -άν πάρουμε υπόψη μας
τούς διαφορετικούς πολιτισμικούς, οικονομι κούς καί πολιτικούς περίγυρους- μού φαίνεται ξαφνικά άναμφισβήτητη: Ό Ginsberg δέ θά υιο θετούσε άραγε τήν παρατήρηση τοϋ Roque Dal ton: «Έφθασα στήν έπανάσταση άπ’ τήν όδό τής ποίησης»; Ή ποιητική πορεία τοϋ Ginsberg, πα ρόλο πού είναι διαφορετική, περνά κι αυτή μέσα άπό ένα ολόκληρο σύνολο διαδοχικών στρωμά των, πού θά τόν κάνουν νά υπονομεύσει τά ίδια τά θεμέλια τής βορειοαμερικάνικης παιδείας καί ιδεολογίας: όταν ή ιστορία τής φαντασίωσης είναι φαντασίωση τής ιστορίας, τό γράψιμο γίνε ται άνατρεπτικό. Γεννημένος σέ μιά ’Αμερική σπαραγμένη άπό τή μεγάλη κρίση τού 1929 καί τά 13 εκατομμύρια άνέργων, άπό τόν πόλεμο (ό Ρούζβελτ έκανε τό τε τήν ’Αμερική ένα «μεγάλο όπλοστάσιο τής δη μοκρατίας»), κι έπειτα άπό τήν έξαλλη καί σφο δρή άντικομουνιστική εκστρατεία τού γερουσια στή Joseph McCarthy, ό Ginsberg άνήκει σέ μιά γενιά συγγραφέων πού έχει διασχίσει, θά μπο ρούσαμε νά πούμε, παραφράζοντας τόν William Carlos Williams [Γουίλλιαμ Κάρλος Γουίλλιαμς], τίς δοκιμασίες καί τίς βρομιές τής ζωής βγάζον τας ένα ουρλιαχτό ήττας. Ή έμφάνιση τής γενιάς μπήτ, ήδη παρούσας στά προδρομικά κείμενα τού Robert Creeley [Ρόμπερτ Κρίλεϊ] ή τού Ro bert Duncan [Ρόμπερτ Ντάνκαν], είναι όμοια μ’ έκείνην τού Allen Ginsberg, ένός άπό τούς ιδρυ τές της (σήμερα τόν ονομάζουν «ΠαππούΜπήτ»): ριζωμένη μέσα σέ μιά καθημερινή πραγματικότητα, κάνει κάτι σάν σεισμογράφημα τής ’Αμερικής, σάν τό ήχογράφημά της, μιά τομή πού δείχνει γυμνή τήν ιστορία τών ΗΠΑ. Μελέ τη άποσπασματική καί άστρική, φτιαγμένη μέρα μέ τή μέρα, δίνει, μέ μεγαλύτερη άκρίβεια άπό τήν πληρέστερη κοινωνικοπολιτισμική μελέτη, μιά πιστή καί άνησυχητική εικόνα τής ’Αμερικής στό δεύτερο μισό τού 20ού αιώνα. Έ δώ άκριβώς υπάρχει ή ριζική άντίθεση άνάμεσα στόν Ezra Pound [Έ ζρα Πάουντ] καί τόν Βουδιστή
32/αφιερωμα
Ό Allen Ginsberg τό 1945, ναύτης στή γραμμή KearneyBaltimore
’Εδραίο πού άναφέρει ό C. Tysh [Κ. Τίς], Στό διαχρονικό σχέδιο τού Pound, ό Ginsberg άντιπαραθέτει ένα συγχρονικό όραμα τής ’Αμερικής καί τής γλώσσας της. Δέν κάνει λοιπόν μιά κλα σική ανάγνωση. Ή εξάντλησή του δέν περιλαμ βάνει την ιστορία τής λέξης, τό έπεξεργασμένο ύλικό του δέν άφορά τή γεωλογική της σύσταση· ούτε έπικαιρότητα, ούτε άναγνώσεις· ή άπαγωγή του, άπαγωγή τής καθημερινότητας καί τοϋ ήλεκτρισμένου παρόντος, άποκλείει ό,τι θά μπορού σαμε νά ονομάσουμε φαινόμενο μουσειομανίας: «Θά επρεπε νά πάρουμε δλη τή σύγχρονη ιστο ρία, τούς τίτλους των έφημερίδων καί ολόκληρη τήν πόπ τέχνη τοϋ σταλινισμού καί τό Χίτλερ καί
τόν Τζόνσον καί τόν Κέννεντυ καί τό Βιετνάμ καί τό Κονγκό καί τό Λουμούμπα καί τούς Σάκκο καί Βαντσέττι -δλα δσα συμβαίνουν στό πε δίο συνείδησης τοϋ καθενός. Καί έπειτα μ ’ αύτά νά κατασκευάσουμε ένα καλάθι -όπως πλέκουμε ένα καλάθι, νά πλέξουμε ένα καλάθι άπ’ δλα αύ τά». Ό Ginsberg έργάζεται μέ τό συνειρμό πιό πο λύ παρά μέ τό patchwork καί γι’ αύτό άκριβώς είναι συναρπαστική ή ποιητική του: ή ιστορία αύτή τής ’Αμερικής είναι μαζί ή συγκεκριμένη ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς, ή προσωπική ιστορία τοϋ Ginsberg, μιά, ρωμαλέα vita nuova όπου συσσωρεύονται, μέσα σ’ ένα θαυμαστό άνακάτωμα άπό διηγήσεις καί περιγραφές, τά ίδια του τά δράματα. Προλογίζοντας τή διάσημη συλλογή Howl [Ουρλιαχτό], πού κυκλοφόρησε τό 1956 καί στοίχισε στό δημιουργό της μιά δίκη γιά προσβολή τών ήθών, ό William Carlos Wil liams έγραφε: «Οί ποιητές είναι καταραμένοι, άλλά δέν είναι τυφλοί· βλέπουν μέ τά μάτια τών άγγέλων»· καί τό μάτι τοϋ Ginsberg, προικισμέ νο μέ τήν άφέλεια πού άπαιτεί ή ύπερβατικότητα, δέν είναι λιγότερο αυστηρό καί διαπεραστι κό. Τό θέαμα πού περιγράφει είναι τό θέαμα τής κόλασης καί τής άπελπισίας: «Ζώντας σάν τά ζώα I δρομίζοντας τίς ίδιες μας τίς φωλιές, / Καπνός καί άτμός, γυαλί / σπασμέ νο καί κουτί / μπίρας, I ’Αέριο διαφυγής / Σκατά τοϋ πολιτισμού πού διασκορπίζονται στούς / δρόμους / Λεπτή μαύρη ομίχλη πάνω σέ διαμερί σματα / αυλάκια νερού πού παρασέρνουν τά / λί πη / σύντροφοι νεκρά ψάρια» / γράφει στήν Πτώση τής ’Αμερικής, ή άκόμα, δεκαέξι χρόνια νωρίτερα, στό Howl: «Είδα τά μεγάλα πνεύματα τής γενιάς μου νά καταστρέφονται άπό τήν τρέ λα, υστερικά, πεινασμένα, γυμνά». Είναι περι θωριακός ποιητής ώς καί στό ρόλο πού δίνει στά ναρκωτικά. Μιά άπ’ τίς θεμελιώδεις διαφορές άνάμεσα στή γενιά μπήτ καί στό φαινόμενο τών χίππυς -ή άς πούμε στό σύνολο τών πολιτικο ποιημένων ή όχι ομάδων πού δρούσαν λίγο μετά τό ’68, όπως οί Μαύροι Πάνθηρες, οί οπαδοί τοϋ S.D.S. κλπ.- είναι ή συχνή καί κινητήρια παρουσία τών ναρκωτικών. ’Αλλά καί έκεϊ άκό μα, τό παραισθησιακό τυπικό παίζει στόν Gin sberg λειτουργικό ρόλο: τό πεϊγιότλ τού Howl, οί άμφεταμίνες τού Kaddish [ Ό παλιάνθρωπος], τό λυσεργικό διεθυλαμικό όξύ τού Wales visitations [’Επισκέψεις στήν Ουαλία] έχουν μοναδικό σκο πό ν’ άποκαλύψουν καλύτερα τό άτομο στό άτο μο καί τό άτομο μέσα στό άτομο. Καμιά φυγή στήν αυταπάτη ενός όποιουδήποτε τεχνητού πα ραδείσου, άλλά, λανθάνουσα, ή δυνατότητα γιά μιά κάθοδο μέ καθάριο πνεύμα στήν ίδια μας τήν ουσία: « Ό Αντικειμενικός σκοπός τοϋ γραψίματος εί ναι ν’ Αποκαλύπτει. ’Όχι νά διδάσκει, ούτε νά
αφιερωμα/33
κάνει διαφήμιση, οϋτε νά πουλά, οϋτε ακόμα νά μεταδίδει (γιατί πρέπει νά υπάρχουν δύο), αλλά ν’ άποκαλύπτει, πράγμα πού δέ χρειάζεται κα μιά άλλη παρουσία, μόνο την παρουσία τού ίδιου τού άνθρώπου... Τί ν’ αποκαλύπτει; Ν ’ άποκαλύπτει αυτό πού υπάρχει μέσα στόν άν θρωπο» (William Carlos Williams). Γιά νά ξεθεμελιώσει τό άγαλμα τοϋ ονείρου γιά άφθονία καί κυριαρχία τής σύγχρονης καπι ταλιστικής Αμερικής -«ένας άπ’ τους κυριότερους ’Ιούδες τοϋ σύγχρονου κόσμου»- ό συγγρα φέας πρέπει νά κατέβει στό βάθος τοϋ έαυτού του, νά διαπεράσει τό περιέχον, γιά νά μπορέσει στή συνέχεια ν’ άναλύσει μέ απανωτές λεπτομε ρειακές πινελιές τόν κοινωνικό-πολιτικό περίγυ ρο πού τόν καταθλίβει: τό ναρκωτικό έχει τέ τοιες ικανότητες. Ή μορφή δέν είναι τίποτε άλ λο «άπό μιά επέκταση τού περιεχομένου» (C. Ol son)· ό συγγραφέας πρέπει δταν γράφει νά είναι όσο γίνεται πιό κοντά στό σώμα του, ν’ άκούει τόν ίδιο του τό ρυθμό, ν’ άκούει τίς δικές του νευρικές καί ρυθμικές παρορμήσεις. ’Επαναλαμ βάνοντας τά μαθήματα τού δασκάλου του Whi tman [Γουίτμαν] («δέν άντάμωσα πιό τρυφερό λίπος άπ’ αυτό πού κολλά στά κόκαλά μου»), έμβαθύνοντας σ’ ένα θεμελιακό στοιχείο τής θεμα τικής τού Pound («μήν ψιλοκομματιάζετε τά έρ γα σας σέ χωριστούς ιάμβους, συνθέτετε άνάλογα μέ την εξέλιξη τής μουσικής φράσης καί όχι άνάλογα μέ την εξέλιξη τού μετρονόμου») κάνει τόν ποιητή ένα ζωντανό πλάσμα, ένα πλάσμα πού άναπνέει καί διψά, πού τό βασίλειό του εί ναι ένας κήπος τής ’Εδέμ, πού τόν συντηρούν ό στοχασμός Σαντόρι, ή μαγεία τής φωτιάς, οί Άγγελοι τής Κόλασης, ή άναπνοή Γιόγκι, ό Βούδας, ό Σίβα, ό ’Αλλάχ, ό Κρίσνα, ό Χριστός. Αύτοκρατορία-βρικόλακας τού έκλεκτισμού, τό τρελό είναι του συναντά την τρέλα τής φύσης του, έπομένως τής ίδιας τής φύσης. Ή ποίηση, βιωμένη σά μιά κίνηση («έχω τή γεύση τών μα κριών καί μεγάλων ηχηρών διακηρύξεων»), σά μιά άναπνοή (μερικές σελίδες τού Ουρλιαχτού θυμίζουν τήν τεχνική τής άναπνοής γιόγκι...), γίνεται ήχηρή έμπειρία, πιό κοντά στό σώμα πα ρά στή μετρική καί στά σχήματα τής τεχνοτρο πίας («πολλές άπ’ αύτές τίς μορφές άναπτύχθηκαν μέ άφετηρία ένα παράπονο ύπέρραψωδιακό πού άκουσα μιά μέρα σ’ ένα άσυλο τρελών»). Νά μπλεκόμαστε μέσα στό γράψιμο, νά γρά φουμε όπως είμαστε, μέ μιά ολόκληρη καί άπόλυτη ύπαρξη τού γράφω μας μέσα στό κορμί μας... Στόν Ginsberg ή συγκίνηση είναι παρού σα, μιά συγκίνηση βαριά, δραστική, σάν αύτές πού μάς άρπάζουν άπό τό λαιμό τήν έποχή τής έφήμερης καί κολπικής σωματικής παρουσίας τής γέννησης. Ή γλώσσα τού Ginsberg έχει τό
βάρος τών λέξεων τής σιωπής καί τών κραυγών. Μασάμε τό χρόνο, αισθανόμαστε τό χρόνο. Πέ ρα άπ’ τήν άποσύνθεση, τόν άποχωρισμό καί τήν άπουσία πού σημαδεύουν τίς οδυνηρές σελίδες τού Kaddish, άφιερωμένες στή μητέρα του πού τρελάθηκε στήν άπομόνωση ένός άσύλου τού Λόνγκ Άιλαντ, υπάρχει τό ίδιο τό νευρικό σύ στημα τού ποιητή πού πάλλεται πάνω στήν πλα τεία καί ή παρουσία τής ψυχής -όπως τήν εννοεί ό Blake [Μπλέικ]- χορεύει σάν τόν ένιαίο βουδικό γραφισμό: τό σκοτάδι είναι φώς, τό τελειωμένο είναι άτέλειωτο καί τό μέσα είναι έξω. 'Υπάρχει κάτι άπό τόν Joaquim Sousandrade [Γιοακίμ Σουζαντρέιντ] στόν Ginsberg: ό προ φήτης πού τό κορμί του είναι ένα αύτί περιγρά φει μέσα στό αύτί τό κορμί τού κόσμου: «Μολώχ! Μοναξιά! Βρομιά! ’Ασχήμια! Σκουπιόοντενεκέδες καί δολλάρια είναι αδύνατο ν’ αποκτηθούν! Παιδιά πού ουρλιάζουν κάτω άπ’ τίς σκάλες! 'Αγόρια στρατευμένα πού κλαίνε μέ λυγμούς! Γέροι πού κλαϊνε μέσα στά πάρκα», έκτοξεύει τόν άνθρωπο πού καταπίνει τά σπαθιά στό πρόσωπο τού κόσμου. Προφήτης πού γράφει μέσα στ’ αύτί γιά τ’ αύτί, ό Allen Ginsberg, άπορρίπτοντας κάθε προσφυγή στή λειτουργική γλώσσα, μάς δίνει λοιπόν μιά μεταγραφή κυριο λεκτικά φυσική τής εικονικής κινητικότητας πού παρελαύνει μπροστά στά μάτια του, ως μέσα στούς πόρους του. Είτε περιγράφει ένα σουπερ μάρκετ στήν Καλιφόρνια, τά μαύρα νερά τής Λήθης, τά κινέζικα κρέατα πού κρέμονταν στά μαγαζιά ι;ού Μπαγκόνκ τό Μάιο τού ’63 · είτε ψέλνει τήν Πτώση τής ’Αμερικής είτε σημειώνει τά αποσπάσματα πού μάζεψε κατά τήν παραμο νή του στήν ’Ινδία καί τά ενσωμάτωσε στά ’Ινδι κά ημερολόγια, ό Ginsberg έχει μιά έμμονη ιδέα: νά γράφει, νά γράφει, νά γράφει καί νά σημειώ νει τά πάντα, νά πει τά πάντα, γιατί όλα είναι ιερά, γιατί όλα ΕΙΝΑΙ: « Ό κόσμος είναι ιερός! Ή ψυχή είναι ιερή! Τό δέρμα είναι ιερό! Ή μύτη είναι ιερή! Ή γλώσσα καί τό πέος καί τό χέρι καί ό πρωκτός ιερά!» Στό τέρμα αυτής τής καθόδου μέσα στό μάτι τού πονηρού καί μέσα στή σύγχυση τού κορμιού καί τών άναπνοών, τού θανάτου καί τών πό λεων, αυτού τοϋ τρομακτικού καί μουσικού καί άβυσσαλέου μωσαϊκού άπό ά-συντακτικό όργιο, άν έπρεπε νά διαλέξουμε μιά εικόνα, θά ήταν ή εικόνα τού Μανχάτταν -πόλη όπου στοιβάζονται τά ουτοπικά άποτυχημένα μεγαλεία- ή άκόμα αύτές τίς λέξεις τού William Carlos Williams πού άντηχούν σάν κραυγή: «Άνασηκώστε τίς φού στες σας, κυρίες μου, θά διασχίσουμε τήν κόλα ση». Copyright: Magazine Litteraire
Μετάφραση: ’Ά ννα Πετρίδου
34/αφιερωμα
Allen Ginsberg: Μιλώ την ποίηση Τόν 1Απρίλη τοϋ 1979, στη Νέα Ύόρκη, ό Eric Sarner είχε μιά συζήτηση μέ τόν Ginsberg γιά τό πρόβλημα τής ποίησης, Αποσπάσματα άπό τή συζήτηση αυτή δίνονται παρακάτω. Μιλώ: ή βάση τής ποιητικής μας έδώ καί είκοσι χρόνια είναι ό William Carlos Williams, πού έγραφε ποιήματα στη συνηθισμένη γλώσσα... Λόγος συνηθισμένος, πνεύμα συνηθισμένο («or dinary mind»), πραγματική πνευματικότητα... Στά αγγλικά ή λέξη «spirit» παραπέμπει στήν πνοή, καί οί πνευματικές συνήθειες άρχίζουν πάντα άπό μιά έξάσκηση τής άναπνοής... Κι έπειτα τά μπλουζ κι ό Ντύλαν... δλ’ αυτά έρχον ται σ’ άντίθεση μέ μιά άκαδημαϊκή άποψη τοϋ κειμένου· ίσως αυτή ή άποψη νά μην είναι άρκετά γενναιόδωρη γιά νά συμπεριλάβει τή γλώσσα τοϋ κειμένου. Ό Blake λέει πώς υπάρχουν τέσ σερα στοιχεία πού θά έπρεπε νά είναι ισορροπη μένα: ή διανόηση, ή καρδιά, τό κορμί, ή φαντα σία. ’Ονόμασε τόν ισορροπημένο άνθρωπο Ά λ μπιον καί τόν πολύ εγκεφαλικό Γιούριζεν (your reason), πού θά ήταν κάτι σά σφετεριστής. Ή «καλή» ποίηση, κατά τή γνώμη μου, πρέπει νά συγκεντρώνει τήν καρδιά, τό κορμί, τή «γλυκιά έπιστήμη» καί τή δημιουργική φαντασία... Ό Williams έγραφε, ξεκινώντας άπό τόν καθημερι νό λόγο, δσα άκουγε γύρω του ή έβρισκε μέσα στό ίδιο του τό στόμα, στοιχεία πού γίνονται έντονότερα γιατί είναι άποτελέσματα κάποιου πο λύ άπλοϋ πράγματος. Οί περισσότεροι άπό τούς ποιητές τής γενιάς μας, δπως ό Philip Whalen [Φίλ. Γουέιλεν] ή ό Lew Welch [Λιού Γουέλς]... δλοι γοητευθήκαμε άπό τήν πορεία πού άκολούθησε ό Williams. Ά ν γράφεις σέ μιά μορφή προ φορικού λόγου, θά έλεγα «λόγου πού θά μπο ρούσε νά μιληθεί», τό νά μιλάς τά ποιήματά σου, νά τά λές, δέ θά έπρεπε νά δημιουργεί πρόβλη μα. Ό Pound έλεγε: «Ή ποίηση θά έπρεπε νά ήταν τόσο καλά γραμμένη όσο καί ή πρόζα!». Μέ λίγα λόγια, ή μιά δέ θά έπρεπε νά φαίνεται πιό προσποιητή άπ’ τήν άλλη... Ταξιδεύω τή φωνή: ’Αρκετά άπό τά ποιήματα τής τελευταίας μου συλλογής Mind breaths [Οί άναπνοές τής διάνοιας] γράφτηκαν κατά τή
διάρκεια μετακινήσεων στίς Ηνωμένες Πολι τείες καί στήν ’Αγγλία. Τό Iron horse [Σιδερένιο άλογο] γράφτηκε στό τρένο. Γράφω πολύ στ’ άεροπλάνο. Τό μαγνητόφωνο μοΰ χρειάζεται ιδιαί τερα γιά τά τραγούδια... Δέν είναι άρκετά σί γουρο γιά τήν ποίηση... Τό ’68, π.χ., βρισκόμουν στήν έξοχή, κοιμόμουνα σ’ έναν άγρό, ήμουν έκεί, έβλεπα, άκουγα... Καί στρώθηκα νά αύτοσχεδιάσω ένα ποίημα στό μαγνητόφωνο, λεγόταν «Stars and Crickets» [Αστέρια καί τριζόνια], με τά τελείωσα, σηκώνομαι καί άντιλαμβάνομαι πώς τό ποίημα είχε ξαναφύγει μέσα στή νύχτα: είχα κάνει λάθος στό κουμπί! ’Αλλά τό μεγαλύ τερο μέρος τού The fall o f America [Ή πτώση τής Αμερικής], καθώς καί πολλά άλλα πράγματα, ήταν στήν άρχή ειπωμένα στό μαγνητόφωνο. Τά άντέγραψα, αφού τά έπεξεργάστηκα ελάχιστα, τόσο πού ν’ άποφύγω τίς επαναλήψεις... νά βγά λω τό λίπος. Αυτό πού είναι ένδιαφέρον δμως στήν ποίηση είναι ή πρώτη σειρά μέ τήν όποια οί φράσεις οργανώνονται, καί προσπαθώ νά τήν κρατήσω όσο περισσότερο γίνεται. Είναι ένδια φέρον νά παρακολουθήσεις τό ξεδίπλωμα τών σκέψεων καί τών φράσεων, πώς ξεπερνιώνται, πώς άντιφάσκουν, πώς ένα πράγμα μεγεθύνει τό άλλο. Βρήκα κάτι τέτοιο στόν Kerouac καί φυ σικά στό βουδισμό, έφαρμόζοντας πάνω άπ’ δλα τήν περισυλλογή καί συζητώντας μέ τόν Chungyar Trungpa [Σουνγκιγιάρ Τρούνγκπα], τόν κα θηγητή μου, πού μού μετέδωσε αύτό έδώ: «πρώ τη ιδέα, καλύτερη ιδέα»· μέ άλλα λόγια βλέπου με πρώτα, χωρίς λέξη, έπειτα άναγνωρίζουμε τό χώρο: ή κουζίνα τού Ginsberg, 12ος Δρόμος, Ανατολική Νέα 'Υόρκη, φούρνος άπό άσπρο έμαγέ... Καί μετά οί δυό αύτές φάσεις συνο δεύονται κατά γενικό κανόνα άπό μιά τρίτη: «άαα! τά ψάρια μέσα στό φούρνο!» καί έχουμε ένα χαϊκού! Τρεις χρόνοι λοιπόν, έκτίμηση τού χώρου έξω άπό κάθε νόημα, μετά άναγνώριση τών σχημάτων καί έμφάνιση τών νοημάτων, τέ-
αφιερωμα/35
Ginsberg: «Τό πνεύμα είναι άέρας, πνοή, ΐμπνευση. Μέσα ατήν πραγματικότητα βάζονμε τό πνεύμα μέσα στό στόμα»
λος συγκέντρωση ή σκέψη πάνω σ’ αυτή ή έκείνη την ιδέα... "Ολα αυτά περιλαμβάνονται στά πα ραδοσιακά δεδομένα τής άνατολίτικης σκέψης: ό ουρανός («τό φλάς»), ή γή (τά σχήματα καί τά ονόματα) καί ό άνθρωπος, μέ τήν άναγκαία έξυπνάδα γιά νά τά συνδέσει όλ’ αυτά ή γιά νά τά σχολιάσει ή γιά νά μήν πει τίποτα... ’Ενεργώ (τήν ποίηση): Οί ποιητές πού, σάν τόν William Blake, πιστεύουν πώς ή ένέργεια εί ναι ή αιώνια ευχαρίστηση, θά μπορούσαν νά έπαναλάβουν αύτή τή φράση κάποιου πού δέ θυμάμαι πιά: « Ό κόσμος προχωρεί, γιατί δέ γυ ρίζει;» Μέσα στη δεκαετία τού ’60, άκόμα καί μετά άπ’ αυτήν, πολλοί άνθρωποι ονειρεύονται («daydreaming»), έξάλλου τό «λουλούδι δύνα μη», οί χίππυς, μπορούν νά θεωρηθούν σάν κάτι πολύ αισθηματικό άλλά μπορεί επίσης νά παραπέμψουν στήν άπλή άνάγκη νά φυτέψουν δέν τρα, νά γίνει ή συγκομιδή κλπ.... Ή καταγγελία δέν είναι πιά πραγματικά άναγκαία, ό κόσμος καταγγέλλεται άπό μόνος του. Ξέρουμε, αύτό εί ναι μιά τραγωδία, άλλά δέ θά άρκεστούμε στό συναίσθημα τής πίκρας... Αύτό πού θά έπρεπε νά μάς παρακινήσει νά κάνουμε τό γεγονός αύ τό, είναι νά πάρουμε ένα φτυάρι καί μιά άξίνα καί νά φύγουμε. Θά ήταν σά νά κάναμε μιά πρά ξη όρθοφροσύνης, άπλά, μέ τήν έννοια ότι ένας πυρηνικός άντιδραστήρας δέν είναι ικανός γιά τήν ίδια πράξη... Αύτό πού ξέρει νά κάνει είναι, όπως λέει ό Burroughs, «νά πουλά τη γή κάτω άπό πόδια πού δέ γεννήθηκαν άκόμα»... Κανέ νας δέν ξέρει πώς νά διαλύσει ένα πυρηνικό κέν τρο όταν είναι ήδη έγκατεστημένο, θά μπορού σαμε λοιπόν θαυμάσια νά άποκτήσουμε σφραγι σμένα μαυσωλεία... 'Όλοι αυτοί πού προπαγαν δίζουν μιά βαριά επιστήμη, μιά επιστήμη άπό μέταλλο, σέ άποκαρδιώνουν... ’Εδώ καί μερικές μέρες συνειδητοποίησα πώς αύτό πού μισώ δέν
είναι τόσο ή πυρηνική ένέργεια όσο οί άνθρωποι πού τήν ύπερασπίζουν... Γιά σκέψη: 'Υπάρχουν πολύ ένόιαφέρουσες άνταλλαγές ιδεών άνάμεσα σ’ εκείνους πού έφαρμόζουν τήν άνατολίτικη περισυλλογή καί τούς νέους ποιητές... Είδαμε άνθρώπους σάν τόν Rhilip Whalen νά γίνονται ιερείς βουδιστές, ό Gary Snyder [Γκάρυ Σνάιντερ] συνεχίζει τήν πε ρισυλλογή. "Υστερα ύπάρχει τό ’Ινστιτούτο Ναπόρα στό Μπούλντερ τού Κολοράντο - Ή Jack Kerouac School of Disembodied Poetics [ή Σχολή J.K. τής Μετουσιωμένης Ποιητικής), όπου γί νονται σεμινάρια, μαθήματα, συναντήσεις... 'Υπάρχει ένα είδος γαλήνης καί ύγείας... Στή δε καετία τού ’20, ό Artaud έγραφε στό ΔαλάιΛάμα άλλά αύτό δέ συνοδευόταν άπό μιά πραγ ματική πρακτική, πράγμα πού μάς έδωσε τώρα λίγο «hollow air», λίγο περισσότερο φώς, λίγο λιγότερη ζεστασιά. Πάρα πολλοί νέοι ποιητές έφαρμόζουν τίς άνατολίτικες συνήθειες, ή του λάχιστον άκουσαν νά μιλούν γι’ αύτές, καί αύτό άλλαξε τά πράγματα... Νομίζω πώς ή πρακτική έχει μεγάλη σημασία· ύπήρχε καί πρίν ένας «ρο μαντισμός τών Ίμαλαΐων» άλλά κανένας δέν είχε πραγματικά άσχοληθεΐ μέ τό θέμα... Είναι τόσο άπλό, κάθεσαι, συγκεντρώνεσαι πάνω στήν άναπνοή, παρατηρείς, άπλά παρατηρείς κάθε τί πού συμβαίνει γύρω σου. Μιλήσαμε γιά τήν άπουσία τού Θεού, τώρα μιλάμε γιά τήν άπουσία τής σκε πής ή τού ταβανιού, τών όρίων... Ό βουδισμός είναι ένα δόγμα χωρίς θέση, μιά σκέψη τού μήπνεύματος... Είναι μιά μή-έπιθετική άποψη σκέ ψης... Νά διευρύνεις τό πνεύμα, νά διευρύνεις τό χώρο... νά μήν μπερδεύεις τό πνεύμα μέ τίς σκέψεις...
■
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: "Αννα Πετρίδου
36/αφιερωμα
Serge Grunberg
Burroughs τό άσυλο ή ή εξορία Ό μύθος τοϋ William Burroughs είναι τά ναρκωτικά, ή εξορία ή ή ομοφυλοφιλία. Ξεχνάμε πότε πότε πώς δημιούργησε, εδώ καί είκοσι χρόνια, ενα είδος ριζικά νεοτεριστικής γραφής, άπίστευτα πυκνής, όπου έμφανίζονται όλα τά μεγάλα θέματα τοϋ μοντερνισμού. Τό άγωνιώδες ερώτημα τής δεκαετίας πού έρχε ται δεν άφορά τό μέλλον τού μονοθεϊσμού, τούς μετασχηματισμούς τού νεοναζισμού ή την ίσλαμοποίηση τού φεμινισμού. Ό χι! Τό μόνο άληθινό ερώτημα πού έχουν δικαίωμα νά θέσουν στόν εαυτό τους όσοι ένδιαφέρονται γιά ό,τι άπομένει άπό τή λογοτεχνία σ’ αύτό τόν κάτω κόσμο καί γιά τίς προσπάθειες νά έκφρασθεϊ μιά πρωτότυ πη σκέψη είναι: άν δώσουν τό Νόμπελ στόν Bur roughs, θά δεχθεί νά φορέσει φράκο σάν τόν πρώτο τυχόντα Σολζενίτσιν; Θά μπορούσαμε έπίσης νά φανταστούμε τό λόγο του στην Α κ α δημία (καί άλλοι άμερικανοί πολίτες δέν κατάφεραν νά πάρουν μιά γρήγορη πολιτογράφηση;)· θά φορεΐ άλαζονικά τό πράσινο τυρολέζικο κα πέλο πού θά τού άπονείμει μιά επιτροπή άπό με τανοημένους punks καί άντί γιά ξίφος θά έχει μιά παλιά σύριγγα άπό quartz. Γιατί, μέ κίνδυνο νά στενοχώρήσουμε όλους αυτούς πού περηφα νεύονται ότι γράφουν (πρώτος ό Bill Β. θά μπο ρούσε νά τούς διαβεβαιώσει πώς τό νά περηφα νεύονται δέν άρκεϊ πάντα), πρέπει νά πούμε ότι ό Burroughs είναι ό πιό μεγάλος σύγχρονος συγ γραφέας, ότι ό Burroughs έξακολουθεΐ νά γρά φει μέσα στήν καρβουναποθήκη τής όδού Κάναλ, ότι ό Burroughs είναι καλά. Έ χω την εύτυχία νά άνήκω στούς happy few τής ομάδας W.S.B., στούς ειδικούς τής τέχνης τού Burroughs, τούς συμβατικούς nova. "Οταν δειπνώ στήν Κουπόλ μέ τό δάσκαλο, δέν ξεχνώ νά πάω νά τού φέρω τό καπέλο του. Γιά εύχαριστώ, μοΰ παραχωρεί πότε πότε μιά συνέντευξη άπό τήν οποία δέν καταλαβαίνω πολλά πράγμα τα, γιατί ό Burroughs μιλά τή διάλεκτο τού Sain Louis / Missouri μέ τήν έντονη προφορά τής γλώσσας τού πλανήτη ’Αφροδίτη. Μπορώ λοι πόν νά καταθέσω πώς ό Burroughs είναι ζωντα-
νός καί έντελώς πανομοιότυπος μέ τό μύθο του. Ή άνθρωπότητα τείνει λοιπόν νά χωριστεί σέ δυό φατρίες πολύ ευδιάκριτες μεταξύ τους, αυ τούς πού συναναστρέφονται τό δημιουργό τού Γυμνού συμποσίου καί τούς άλλους. Ό William Seward Burroughs άνήκει σ’ εκεί νους τούς άδιόρθωτους καί άδιάφθορους έρασιτέχνες πού δέ γράφουν γιά τούς άνθρώπους πού παίρνουν τό μετρό, τό τρένο ή άκόμα τό άεροπλάνο, κάνοντάς τους νά περάσουν μιά όμορ φη στιγμή. "Οπως έλεγε ένας λογοτεχνικός νά νος, «γράφει πάντοτε τό ίδιο, βιβλίο». Ξέρουμε πώς μέσα σ’ αύτή τήν περίοδο τής πλαδαρής έγκατάλειψης, τής επιστροφής στά έξομολογητήρια, οί άνθρωποι πού δέν άλλάζουν γνώμη θεω ρούνται θλιβερά ήλίθιοι. Ό Burroughs μέ τήν άθωότητα τού yankee-junkie-red neck δημιούρ γησε, έδώ καί είκοσι χρόνια, μιά γραφή άπόλυτα φυσική, ριζικά νεοτεριστική, άπίστευτα πυκνή, καί σάν άπό τύχη διαπραγματεύθηκε όλα τά με γάλα σύγχρονα θέματα. Ό Burroughs δέν είναι μόνο ένας δημιουργός, είναι μιά παρουσία■ έννοώ μ’ αύτό ότι είναι ένα πρόσωπο πού τό γρα πτό του ζευγαρώνει μέ το έπος καί μάς άνακρίνει (όπως λένε οί χριστιανοί τής άριστεράς) σχε τικά μέ την τοποθέτησή μας άπέναντι σ’ αύτό τόν άστατο κόσμο. ’Αλλά άς είναι σίγουροι όλοι, δέ θά υπάρξει ούτε άγιοποίηση ούτε θεοποίηση. Ό Burroughs είναι ήδη άλλού, έμεϊς είμαστε πού παίζουμε λάθος τούς ρόλους πού μάς έγραψε άπό παλιά. Ό Burroughs, σάν τόν καθηγητή Freud, ένδιαφέρθηκε πάντα γιά τά βρόμικα καί άνεπίτρεπτα πράγματα. Είναι πολύ ομοφυλόφιλος, ήταν πολύ τοξικομανής, κατασκόπευσε τούς έπιστημολόγους, λένε πώς σκότωσε τή γυναίκα του, καί όταν μιλά γιά τούς γονείς του έκθειάζει μέ έν-
αφιερωμα/37
θουσιασμό την έπιταγή πού τού έστελναν τακτι κά ώς μιά προχωρημένη ηλικία. Έξολόθρευσε ποντίκια, λήστεψε τούς ζητιάνους στό μετρά τής Νέας Ύόρκης, έκοψε κομματάκια φράσεων, δί πλωσε σελίδες, διηγήθηκε τη μυρωδιά τών ού ρων καί τού ίδρωτα μέσα στ’ άποδυτήρια τής γυ μναστικής, κρέμασε τούς μεγάλους ιερείς τών μάγια, ήπιε άφεψήματα yage μέσα στίς πιό τρο πικές ζούγκλες καί άρκετοί άπό μάς έχουν σχε δόν τη βεβαιότητα πώς επικοινωνεί μέ μιά εξω γήινη δύναμη. 'Ο Burroughs παρά λίγο νά κατα δικαστεί γιά παράνομη άσκηση τής Ιατρικής, όταν ψυχανάλυσε τόν Kerouac καί τόν Ginsberg χωρίς νά δηλώσει τό ποσό τής πληρωμής του. Ό πρώτος άπό τούς άρρώστους του τόν ευχαρίστη σε βρίσκοντάς του έναν τίτλο γιά τό πρώτο του βιβλίο καί ό δεύτερος απαντώντας στά γράμμα τά του άπό τή Νότια ’Αμερική. Ό Burroughs δέν είναι βουδιστής, πράγμα πού θεωρήθηκε πο λύ κατακριτέο μιά εποχή, κι όταν ό Τρούνγκπα Ρίνπος τόν κάλεσε νά έρθει γιά περισυλλογή στό άσράμ του, έσπρωξε τήν άναίδεια ώς τό σημείο νά πάρει μαζί του τήν ξεχαρβαλωμένη του γρα φομηχανή (κι άς μή μιλήσουμε γιά τό κατα πραϋντικό ελιξίριο μέ τό όποιο ράντιζε τό μή άποφλοιωμένο ρύζι του!). Μιά μέρα ό Burroughs άναγκάστήκε νά έγκατελείψει τήν ’Αμερική πού, όπως λέει στό Γνμνό συμπόσιο, είναι μιά πολύ παλιά χώρα, γιά νά καταφύγει σ’ ένα μπορντέλο τής Τανγκέρης ή σέ μιά παναμέζικη καντίνα ή σ’ ένα ξενοδοχείο τής όδοϋ Ζί-λέ-κέρ ή σέ μιά λονδρέζικη κλινική, δπου τού έδωσαν μιά υπερβολική δόση άπομορφίνης («τήν έχω τόσο πολύ κάτω άπ’ τό δέρμα, τή μορφίνη, γιατρέ... - Πέστε 33!»... οί μυημένοι, δπως λέει ό φίλος μου Βέρεγκεν, θά τό εκτι μήσουν). Είναι λοιπόν καιρός νά δώσω στόν παραπλα νημένο άναγνώστη ένα μικρό οδηγό γιά νά μή χαθεί τελειωτικά στίς αβυσσαλέες κατοικίες δπου μένει ό άνθρωπάκος μας. Έτσι, μέσα στό Junkie, ό Burroughs λέει πώς «δέν έχουμε δει πο τέ σχιζοφρενή τοξικομανή». Θά μέ καταλάβουν. Στήν Κρίση τοϋ πολιτισμού ό Freud λέει δτι ή άνθρωπότητα δέ θά μπορέσει ποτέ νά άπαλλαγεϊ άπό τά ναρκωτικά (πολλά χρόνια πριν, έστελνε φλογισμένες επιστολές στή Μάρθα, παραγεμί ζοντας τή μύτη του μέ κοκαΐνη). Στό μεταξύ, εί χε βρει ένα άλλο μέσο γιά νά μή γίνει τρελός. ’Οχυρωνόταν, π.χ., στά όνειρά του, στίς λέξεις του, σωστές καί λανθασμένες, υποκρινόταν πώς άκουγε αυτούς πού, ξαπλωμένοι, τοϋ διηγόνταν τίς μικροπρέπειές τους καί πίστεψε πώς ξετρύ πωσε άπό τά λόγια καί τά έργα τών συγχρόνων του ένα μικρό ψωριάρικο ζώο γιά τό όποιο δέν είχαν βρει άκόμα τό έμβόλιο. Αυτό τό ονόμαζε υποσυνείδητο, πρίν ν’ άντιγράψει ένα διπλανό
William Burroughs
του, ικανότερο, καί νά τό όνομάσει άπλούστατα αυτό. ’Ονομάζω αύτό τό κάποιο, αυτό. Είναι απλό. Τό ίδιο άκριβώς κάνει καί ό Burroughs, μόνο πού τό υποσυνείδητό του δέν είναι τό ίδιο μέ τού herr doktor τής Μπεργκάς. Πρέπει, νομί ζω, νά τό ύπογραμμίσουμε. Έ ν α δεύτερο σημείο είναι δτι ό Burroughs, δπως καί ό Freud, είναι ναυτικός. ’Εξάλλου ή Αυστρία καί τό Μισούρι είναι φημισμένα γιά τίς άνίκητες άρμάδες τους. Αύτά γιά τήν έξορία. «Άνθρωπος ελεύθερος, πάντα κλπ.» Ποιος μί λησε καλύτερα άπό τόν Burroughs γιά τήν έλευθερία στά τέλη αυτού τού αιώνα; Περιμένω άπάντηση. Έ να τρίτο σημείο είναι πώς ό Burroughs είναι ένας Φραγκενστάιν, ένας τρελός επιστήμονας, ένας ναζιστής γιατρός, ένας άνατόμος, ένας δη μιουργός τεράτων, ένας παρανοϊκός έπιστήμονας τής γενετικής. Ά ν άθροίσουμε δλα τά και νούρια είδη στά όποια έδωσε ζωή, θά άποκτήσουμε μιά ήθικοδιδακτική συλλογή άπό παραμύ θια πού έχουν γιά ήρωες ζώα καί, άν έχουμε πο νηρό μυαλό, θά βρούμε καταστάσεις πού μοιά ζουν περίεργα μέ τίς δικές μας. Τί μπορεί νά εί ναι ένας συγγραφέας πού δέ θά ήταν δημιουργός κόσμων; Τίποτα. Έ ν α τέταρτο σημείο είναι πώς ό Burroughs έχει πεποιθήσεις· ιδέες, έάν προτιμάτε. Τί πρω τότυπο! Νά τον τώρα πού άρχίζει νά μιλά γιά ιδέες, νά άκούει τό κορμί του, νά τό κόβει κομ ματάκια καί νά τό ξαναγράφει. Έδώ, δπως λένε
38/αφιερωμα
Το ΝΕΟ βιβλίο του ΜΑΡΙΟΥ ΠΟΝΤΙΚΑ
ΚΛΕΙΔΑΡΟΤΡΥΠΑ και άλες ιστορίες
στις εκδόσεις ΓΝΠΣΗ
ΑΛΕΞΗ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΣΚΥΛΟΥΣ Διηγήματα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783
τά καθώς πρέπει πνεύματα, πήγε πολύ μακριά. Τό πέμπτο καί τελευταίο σημείο (δέν μπορώ δμως νά σάς τά πώ ΟΛΑ, νά σάς άποκαλύψω τό τέλος, όπως γίνεται μέ τ’ άστυνομικά, έτσι θά κινδύνευα νά χάσω τά προνόμιά μου) είναι πώς ό Burroughs είναι καλλιτέχνης. Μεταχειρίζεται τό γραφικό του υλικό όπως, άπό την έποχή τού Duchamp [Ντυσάν], αύτοί πού ένδιαφέρονται γιά τό βλέμμα μεταχειρίζονται τη βάσηέπιφάνειά τους. Μίλησαν γιά τόν 'Ιερώνυμο Μπός. ’Αρκεί νά δούμε τά scrap books πού έφτιαξε μαζί μέ τό σύντροφο του Gysin, γιά νά καταλάβουμε γιά ποιό πράγμα μιλώ. ’Ανυπόφο ρο, θά πουν οί καθώς πρέπει. Ό Burroughs λοιπόν άσχολεΐται μέ τά πάντα, άλλά μέ τί τρόπο! Έ ν τώ μεταξύ στά σαλόνια τού κάνουν μούτρα, τό κοινό τόν άγνοεΐ, καί θά ήθελαν, ιδιαίτερα μέσα στην ίδια του τη χώρα, νά τόν κάνουν νά περάσει γιά παιδεραστής καί τοξικομανής πού έναν καιρό ήταν κατά κάποιον τρόπο μάνατζερ τών Rolling Stones, τότε πού δέν μάζευαν άκόμα τόσο πολύ ηχηρό καί πρόσβαρο χρήμα. Ναί, ναί! Τό ξέρω! Είναι δύσκολο νά διαβάσει κανείς Burroughs... Γι’ αύτό χρειάζεται νά βά λουμε σημάδια. Τό πολύ πολύ, θά έπρεπε νά μπορούσαμε νά πετσοκόψουμε λίγο τά κείμενά του καί νά τά ξαναδημιουργήσουμε μέ τό δικό μας τρόπο. ’Αλλά αύτό θά ήταν άπροκάλυπτος βανδαλισμός. Είναι ανάγκη λοιπόν νά τό πάρου με απόφαση πώς πρέπει νά διαβάσουμε τά πάν τα. Χρονολογικά, άν είναι δυνατό. Ό Burroughs είναι παθιασμένος μέ την έπιστήμη, την τεχνολογία. Έφυγε άπό αύτό πού ονόμαζε «ρουτίνες» του, γιά νά συνθέσει μιά χο ρογραφία τής γλώσσας, ένα είδος πρωτότυπου χάους δπου ξεπετιοϋνται σχεδόν διαρκώς ζωη ρές άστραπές, έφευρέσεις πού προκαλοϋν άμηχανία, «καινούριες λέξεις». "Οποιος διαβάσει προσεκτικά τόν Burroughs μπορεί νά ελπίζει δτι θά καταλάβει τί είναι ή άμερικάνικη ιδεολογία, αύτός ό απελπισμένος πραγματιστικός καλβινι σμός, αύτή ή μοναξιά τού άνθρώπου άπέναντι στό σκληρό κενό, δταν μένει μόνος στό «μικρό του σπίτι πάνω στό λόφο», πού αγαπούνε τόσο οί πουριτανοί. Αύτοί πού φοβούνται περισσότε ρο τά βιβλία τόυ είναι οί άμεσα ένδιαφερόμενοι. Οί Γάλλοι, πού ξέρουν πολύ λίγα πράγματα γιά τό τί είναι πραγματικά ή ’Αμερική, άρκούνται νά κάνουν τούς δύσκολους. "Αν γίνει δμως μιά μέρα ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θά άνακαλύψουμε πολύ άργά πώς ήταν ήδη καταγραμ μένος στό έργο του. Τό κορμί. Τό τέλειο, άδαμικό, σιωπηλό κορμί. Τό άρσενικό κορμί τών άδάμαστων άγοριών. Τό κορμί γραμμένο μέ άσπρα καί τελικά γράμματα.
αφιερωμα/39
Τό κορμί πού κατανοήθηκε έπιτέλους, πού ξεπήδησε μέσα από τίς λανθάνουσες καταστάσεις τής Δύσης καί άποδόθηκε μέ τήν πολύμορφη καί παιχνιδιάρα γλώσσα πού όνειρευόταν ή γενιά μας. Καί αύτή ή άλληλοδιείσδυση τών κορμιών μέσα σέ άλλα κορμιά, τό βαρύ άνακάτεμα τής ύλης πού ονομάζουμε, άκυριολεκτώντας, έπικοινωνία ή άγάπη ή κατοχή. Χωρίς άμφιβολία αύτό άκριβώς μάς άφήνει νά μισοδοΰμε ό Burroughs σέ μιά γλώσσα μέ απατηλή άπλότητα. Μαθαίνω ότι ό Lacan [Λακάν] διαλύει τή Φροϋδική Σχολή, λοιπόν άς μή μιλάμε πιά. γιά μεταφορά ή γιά θλιβερές μετωνυμικές ταλαντεύσεις. ’Ά ς πετάξουμε τό μπουρνούζι άπό χοντρό μάλλινο ύφασμα στά νερά τής αρχαίας λίμνης· στό κατάστρωμα τού πλοίου, οί οπαδοί μπερ δεύουν τά πόδια τους μέσα στά σκοινιά. «Κατά στρωμα, δέν είμαστε καλά!» κραυγάζουν σάν Άριάδνες άφημένες χωρίς μίτο. Ό Burroughs θά τούς θάψει όλους, θά τό δείτε! Τού φτάνει μιά λέξη, αύτή πού άφήνει άσπρη άκριβώς γιά νά παρασυρθούμε καί νά έξακολουθήσουμε νά τά πιστεύουμε όλα αύτά. Σάν τόν Joyce, σάν τή Gertrude Stein [Γκέρτρυντε Στάιν], καί βέβαια σάν τόν Artaud. Γιατί, όταν τόν σκέφτομαι, μοΰ έρχεται στό μυαλό ή λέξη κυριαρχία; Λίγο όπως τήν έννοοϋσαν οί ’Ιακωβίνοι καί πιό πολύ όπως τήν εν νοούσε ό Bataille [Μπατάιγ]. Γιατί αύτή ή ρητο ρική άλχημεία χάνεται ξαφνικά, άνάερη, στό έργαστήρι τού γιατρού Benway; Πρέπει στ’ άλήθεια νά συλλαβίσουμε τόν Burroughs λέξη πρός λέξη; Χωρίς νά είναι ποτέ ένα πρότυπο θεωρητικού, παραμένει ό μόνος δάσκαλος στό γράψιμο γιά τόν όποιο μπορεί νά κολακεύεται ό μοντερνισμός μας. Ό άνθρωπος τών τελευταίων λέξεων, αυ τών πού, «ίσως, έρχονται πολύ άργά». Πρέπει άραγε νά άναλάβω άκόμα τή γελοιότητα νά θυ μηθώ τό ’68, όταν μέσα στό λονδρέζικο άντρο του ό William καλούσε τά άτίθασα άγόρια τής Δύσης στήν έπανάσταση τής ζωής; Τουλάχιστον ξέρω πώς οί πεποιθήσεις του είναι καί δικές μου καί άς μοΰ τό συγχωρήσουν όσοι κυλιόνται σή μερα μέσα στήν πιό άποκρουστική ήθικολογία, μά δέν καταφέρνω νά άποφύγω τήν ερώτησή του: «Στήν άρχή ήταν ό Λόγος. Στήν αρχή ποια νού πράγματος αλήθεια;» Κορυφαίος όπως ό Sade, στυλίστας όπως ό Conrad, όραματιστής όσο κι ό Nietzsche ή ό Kan dinsky [Καντίσκι] -σκορπώ χύμα τίς λέξεις μου, γιά νά εγκωμιάσω τόν Burroughs, όχι γιά νά τόν θάψω. Είμαστε ή γενιά πού δέν πήγαινε πιά στό θέατρο, πού καταπολεμούσε τίς άυπνίες της μέ άστυνομικά καί γνώριζε καλύτερα τό Χίτσκοκ άπό τόν Κικέρωνα. Χρησιμοποιούσαμε τίς λεγόμενες έπιστήμες τού άνθρώπου γιά νά μήν ά ν α -.
Ό Bill Burroughs στήν Τανγκέρη, τό 1957
παραγάγουμε πιά τόν τραυλό λόγο τής αιώνιας επιστροφής τής ίδιας κατάρας. Καί ό γερο-Bill, άπό τό βάθος τού κορμιού του τού βασανισμένου άπό τά ναρκωτικά, ό Bill πού έγινε άόρατος, άφού μετέβαλε τόν εαυτό του σέ βρικόλακα, μάς έστειλε ένα άδελφικό μήνυμα πού δέν τό βρομίζει καμιά υπερβατικότητα, μερικές σταγόνες αί μα πιτσιλισμένες άπό τή σύριγγά του πού έπε φταν στά κεφάλια μας σάν ένας πίνακας τού Pol lack καί ή έπιτάφια φωνή του έβγαινε άπό τήν τρύπα τού κώλου του καί μιά μέρα έπιτέλους δέν είχαμε πιά κανένα φόβο νά γράψουμε καί δέ νιώθαμε ντροπή πού είμαστε σάν κι αυτόν, άνάμεσα στό άσυλο καί τήν έξορία, μοναχικοί ταξι διώτες τής διαστημικής εποχής. «Navigare necesse est, vivere non est necesse». ’Ακυβέρνητοι μαζί του, διαβάσαμε τόν Wolfson [Γούλφσον] καί τόν άπολαύσαμε. Είτε μάς λέει, σάν τόν Reich [Ράιχ], πώς «ή ζωή δέν έχει άνάγκη άπό καμιά εξήγηση» ή, σάν τήν Gertrude Stein, πώς «a rose is a rose is a ro se», είτε θαυμάζει τόν ποταμό άπό σκατά πού κυλούσε κοντά στούς βραχόκηπους, στό ΣαίντΛούις τού Μινέλλι («Meet me in Saint-Louis, Louie», θυμάστε;), είτε επικοινωνεί τηλεπαθητικά μέ τόν Ah Pook, τό θεό τού θανάτου, είτε μάς δίνει τή συνταγή τής «κρύας γαλοπούλας», ό Burroughs is here δπως έσείς καί έγώ. Τίποτα άλλο. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: ’Ά ννα Πετρίδου
40/αφιερωμα
William Burroughs: Ή άποστολή τής τέχνης Ό William Burroughs μνημονεύει εδώ τούς συγγραφείς πού τόν σημάδεψαν, από τόν Freud μέχρι τόν Conrad. Ή συζήτηση μαγνητοφωνήθηκε στό πλαίσιο μιας σει ράς εκπομπών τού Alain Veinstein [Ά λα ίν Βαϊνστάιν] γιά τό ραδιόφωνο. Προχθές μοϋ έμπιστευθήκατε πώς έχετε διαβάσει δλο τό έργο τού Freud, άλλά εϊσαστε πολύ επιφυλακτικός άπέναντί του. Μπορείτε νά μοϋ πείτε γιατί; ΣΧΕΤΙΚΑ μέ τό Freud, πρέπει νά πώ πώς ήταν ό πρώτος άπό τούς δυτικούς μελετητές πού έπέμεινε πάνω στην πλάγια σκέψη. ’Αξιολογώντας την όμως, την έκρινε κατώτερη άπό τη λογική σκέψη. Καί ή θεραπεία του είχε σκοπό νά επα ναφέρει τά άτομα στη λογική στάση. Ξέρουμε σήμερα πώς αύτή ή στάση είναι άβολη καί άτελής -μιά στάση μερική, τμηματική καί άσταθής. Δέν ξέρω ποιος είπε πώς ή σκέψη πού φανερώ νεται στήν επιφάνεια είναι σάν ένα παγόβουνο. Μοΰ φαίνεται πώς ή άποστολή τής ψυχανάλυσης θά ήταν νά κάνει τούς άνθρώπους νά συνειδητο ποιήσουν δ,τι περνά κάτω άπό τήν επιφάνεια, γιά νά μπορέσουν νά έπωφεληθοϋν. Είπε πώς τό αυτό βρίσκεται εκεί δπου άπέχει τό έγώ· άλλά, κατά τή γνώμη μου, τό αύτό είναι πιό άποτελεσματικό, στήν πραγματικότητα, άπό δ,τι τό εγώ. Στό βαθμό πού πρόκειται νά γίνει κάτι τουλάχι στον σχετικά μέ τή δημιουργική σκέψη. Ά π ό τήν άποψη αύτή χρησιμοποιούμε περισσότερο τό αυ τό άπό δ,τι τό εγώ. "Οπως μπορείτε νά διαπι στώσετε, διαφωνώ σέ πολλά σημεία μέ τό Freud. Πιστεύω πώς ολόκληρη ή άντίληψή του γιά τό ένστικτο τού θανάτου είναι πολύ συζητήσιμη. Παρόλο πού ήθελε νά είναι σύμφωνος θεωρητι κά μέ τόν εαυτό του, στό τέλος τής ζωής του έφτασε νά πιστεύει στήν τηλεπάθεια, δταν άντιμετώπισε πολλές περιπτώσεις αύτοϋ τού φαινο μένου. "Επειτα δμως δήλωσε πώς πρόκειται γιά μιά ιδιότητα κατώτερη, ένα άπομεινάρι τής πιό πρωτόγονης περιόδου. Διατυπώνει λοιπόν άξιολογικές κρίσεις, κι δλες αύτές οί κρίσεις είναι κρίσεις ενός γιατρού πού βασίζει τή σκέψη σέ λογικές άκολουθίες...
Στά έργα σας χρησιμοποιείτε πολύ τά όνειρά σας. Ποιά άκριβώς είναι ή μέθοδός σας; ΕΝΑ μεγάλο μέρος τού ύλικού μου προέρχεται άπό τά όνειρά μου. 'Ολόκληρα κεφάλαια καί νουβέλες είναι παρμένα άπό όνειρα πού έχω κα ταγράψει. Χρησιμοποιώ λοιπόν τόν ονειρισμό μέ πολύ άμεσο τρόπο. Ή άντίληψη δτι τό όνειρο είναι ή πραγματοποίηση τών πόθων μας είναι καί δέν είναι άληθινή. Πολύ συχνά δέν είναι άληθινή. Μερικοί άνθρωποι πού πήγαν στόν πό λεμο, τόν ονειρεύονται. Αύτό δέ σημαίνει δτι ό πόλεμος είναι ή πραγματοποίηση τών πόθων τους. Ό Carl Gustave Jung [Κάρλ Γκούσταβ Γιούνγκ] επηρέασε βαθιά τή λογοτεχνία καί τή ζωγραφική στήν ‘Αμερική. ’Ισχύει καί γιά σάς αύτό; ΓΝΩΡΙΖΩ λιγότερο καλά τή δουλειά τού Jung άπό δ,τι τού Freud. Γιά μένα ό Jung είναι ένας στοχαστής χωρίς καμιά σαφήνεια. "Αν χρειαζό ταν νά στραφώ στό μυστικισμό, θά προτιμούσα ν’ άπευθυνθώ στούς μάγους! ’Αρκετοί στήν Αμερική, προσπαθώντας νά ορίσουν τό άσυνείδητο, καταφεύγουν στό βουδισμό. Πιστεύετε πώς είναι ένα μέσο γιά νά έξερευνήσουμε τήν ίδια μας τήν ψυχή; ΑΥΤΟ σημαίνει ήδη πώς άκολουθούμε τό πνεύ μα τού Freud καί αύτό πού ό βουδισμός θεωρεί σάν ένα πράγμα δευτερεύον. Ναί, βέβαια, ύπάρχει μιά συνάφεια άνάμεσα σέ μάς καί τά κίνητρά μας κλπ. Αύτό δμως είναι μόνο ή άρχή. ’Αρχίζει δπου καταλήγει ό Freud.
αφιερωμα/41
Ποιος είναι όμως ό δικός σας ορισμός γιά τό άσυνείδητο; ΔΕΝ έχω ορισμό. Πιστεύω πώς είναι μιά πολύ άσαφής έννοια. Ά ν ήταν όλότελα άσυνείδητο, δε θά έφτανε ως τό συνειδητό. ’Αλλά δεν είναι, είναι μερικά συνειδητό. Καί όπως έχω πει πολ λές φορές, άποστολή τής τέχνης είναι νά κάνει συνειδητό αύτό πού ξέρουμε, μην ξέροντας πώς τό ξέρουμε. Κάποτε μάλιστα ξέρουμε πώς τό ξέ ρουμε. Σάν τούς άνθρώπους τού Μεσαίωνα πού ήξεραν πώς ή γή είναι στρογγυλή, άλλά πίστευαν πώς είναι επίπεδη. "Οταν χρησιμοποιούμε μιά τεχνική τόσο ριψοκίνδυνη όπως τό cut-up, φαί νεται σάν εγκαταλειμμένη στήν τύχη, άλλά στήν πραγματικότητα δέν είναι καθόλου. Ξέρουμε ως ένα σημείο πώς θά λειτουργήσει τό cut-up. Καί ένας μαθηματικός καί γιατρός, ό John Donne [Τζών Ντόουν], "Αγγλος, πού δέν πρέπει νά μπερδεύουμε μέ τόν ποιητή, έπέμεινε πάνω σέ μελλοντικά γεγονότα πού άναπαράγονται προδρομικά μέσα στά όνειρα. Αύτή τήν πλευρά των πραγμάτων δέν τήν πήρε υπόψη της ή φροϋδική άποψη, πού ήταν άρκετά κοντά μέ τόν υλισμό τού 19ου αιώνα. Κατά τή γνώμη μου, πρόκειται γιά μιά θέση πού δέν εύσταθεΐ. Οί ίδιοι οί για τροί έχουν πρό πολλοϋ έγκαταλείψει θέσεις πού οί κοινωνιολόγοι, οί ψυχολόγοι, όπως άκριβώς καί οί φιλόσοφοι, εξακολουθούν νά υποστηρί ζουν. Θεωρείτε τόν έαυτό σας υλιστή; ΔΕ νομίζω πώς αύτή ή λέξη έχει τήν παραμικρή σημασία! Δέν ξέρω τί είναι ένας υλιστής. ’Αλλά, βασικά, κάτι τέτοιο σημαίνει ότι όλα τά άποτελέσματα έχουν αιτίες καί πώς όλα έχουν μιά έξήγηση. Αύτή ή άντίληψη προβλήθηκε άπό τούς υπερασπιστές τών υποτιθέμενων θετικών έπιστημών. Πρόσφατα όμως τήν έχουν έγκαταλείψει κι αύτοί, γιατί δέν υπάρχει σχέση αίτιου καί αίτιατού. 'Υπάρχει κάτι σά μιά μαύρη τρύπα, καί τά πράγματα γίνονται άντιληπτά μέ λιγότερη σαφή νεια, όταν εφαρμόζονται οί υποτιθέμενοι φυσι κοί νόμοι. Μέσα στά βιβλία σας χρησιμοποιείτε πολύ συχνά άριθμούς, νούμερα. Τό «23», π.χ., έπανέρχεται πολύ συχνά. Θά ήθελα νά ξέ ρω άν έχετε μιά εξήγηση γι’ αύτή τή χρήση τών άριθμών καί άν σάς έλκύουν τά μαθη ματικά. ΕΛΑΧΙΣΤΑ πράγματα ξέρω γιά τά μαθηματικά. Δέν μπορώ νά δώσω λογική εξήγηση στό πρό βλημα. Μερικοί άριθμοί έμφανίζονται πιό συχνά
Ό Burroughs καί ό Kerouac
άπό άλλους καί συνδέονται μέ ορισμένους τύ πους γεγονότων. ’Αλλά είμαι πολύ άμαθής στά μαθηματικά. Γιατί νά χρησιμοποιείτε λοιπόν τόσο τούς άριθμούς; ΟΙ άριθμοί έχουν μιά σημασία γιά μένα, γιατί κάνουν συχνά τήν έμφάνισή τους. Ά ν έπρόκειτο νά ποντάρω, θά πόνταρα στό 23. Αύτοί όμως οί άριθμοί, όπως τό 23, έρ χονται συχνά μαζί μέ νέα καταστροφών καί συμφορών. Μπορείτε νά δώσετε ένα παράδειγμα; Ποιές εικόνες σχηματίζονται όταν τούς χρησιμοποιείτε; ΔΕΝ μπορώ νά σάς δώσω καμιά εξήγηση, έκτος άπό τό ότι τό 23 επανέρχεται χωρίς διακοπή. ’Υπήρξαν 23 πεθαμένοι κλπ. Ό π ω ς σωστά πα ρατηρήσατε, εμφανίζεται μαζί μέ τίς συμφορές. Άλλά είναι άδύνατο νά πώ τί γίνεται πέρα άπό τήν καθαρή τύχη, άν υπάρχει κάτι τέτοιο. 'Υπο θέτω πώς κανένας μαθηματικός δέ θά μπορούσε νά εκτιμήσει, μέ τή στατιστική, τήν επανάληψη τών άριθμών αύτών. Αύτό, όπως ξέρετε, έχει καί κάποιες μυστικιστικές συνδηλώσεις. Στήν πραγ ματικότητα, ό άριθμός 23 είναι μάλλον μυστικι στικής ύφής. Ό άριθμός 23, τό 8, τό 18, τό 7, τό 11... Χωρίς νά έπανέλθουμε σέ όλες τίς έπιρροές πού άναγνωρίσατε, θά ήθελα νά μι λήσουμε γιά τόν Joseph Conrad. Έχετε ήδη δηλώσει ότι ό Conrad είχε γιά σάς με γάλη σημασία. Ποια σχέση έχετε μέ τό έρ γο του;
42/αφιερωμα
ΕΙΝΑΙ πραγματικά μιά άπό τίς πιό σημαντικές έπιρροές πού έχω δεχτεί καί, δπως μπορείτε νά διαπιστώσετε, ολόκληρα κομμάτια άπό τά βιβλία μου πηγάζουν άπό τόν Conrad. "Ενα άπό αυτά είναι άναμφίβολα ή σκηνή άνάμεσα στόν Carl καί τό γιατρό Benway στό Γυμνό συμπόσιο. Εί ναι συνειδητά άντιγραμμένη άπό τή συζήτηση τοϋ Carson MacCullen μέ τόν πρωταγωνιστή των Δυτικών ματιών, πού έχει πολλά ρωσικά ονόμα τα. Αύτό είναι πού χρησιμοποιώ συνειδητά γιά μοντέλο. Καί θά μπορούσα σίγουρα νά σάς δώ σω κι άλλα παραδείγματα. Διάβασα Conrad όταν ήμουν νέος. Διάβασα σχεδόν όλα του τά έργα. Έ χει έπίσης άσκήσει τή μεγαλύτερη επί δραση στή δουλειά μου, ώς πρός τό στύλ. Καί υπάρχει, τέλος, κάποια συγγένεια στήν άγάπη μας γιά μερικά θέματα, δπως ή ζούγκλα... Τί σάς άρέσει δμως περισσότερο στά μυθι-
στορήματά του: ό τρόπος πού στήνει τήν πλοκή ή οί καταστάσεις μέσα στίς όποιες βρίσκονται τά πρόσωπά του;... ΝΑΙ, δέν είναι λίγα τά κοινά σημεία του μέ τόν Genet: παίρνει πολύ συνηθισμένους άνθρώπους καί τούς μεταμορφώνει σέ σημείο πού νά τούς κάνει ένδιαφέροντες. Γιά παράδειγμα, ό Nyers είναι ένα άπό τά πιό βαρετά πρόσωπα στόν κό σμο. Καί δμως ό Conrad φροντίζει νά μεταμορ φώσει αυτό τό χωρίς άκτινοβολία πρόσωπο, μέ τόν ίδιο τρόπο πού ό Genet καταφέρνει νά μετα μορφώσει τούς νταβατζήδες καί τούς κλέφτες του σέ μορφές ύψιστης σημασίας καί μεγάλου ένδιαφέροντος. Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: ’Ά ν ν α Πετρίδου
Έ ργα των Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ καί Μπάρροουζ στά έλληνικά ’Άλλεν Γκίνσμπεργκ Ποιήματα (μτφρ. Τζένη Μαστοράκη - έκδοτική έπιμέλεια Στέφανος Μπεκατώρος). A 1974, Μπουκουμάνης. Ποιήματα (μτφρ. "Αρης Μπερλής - εκδοτική επιμέλεια Εύγένιος Άρανίτσης). Α ' έκδ. A [1978], Άκμων. Ποιήματα (μτφρ. “Αρης Μπερλής - εκδοτική επιμέλεια Εύγένιος Άρανίτσης). Β' έκδ. A [1980], Άκμων. Άμερικάνοι ποιητές (μτφρ. Άλέξης Τραϊα νός). Θ. [χ.χ.], Έγνατία.
νίου). Γ' έκδ. Α 1979, Μή άμεση έπανάσταση. Οί υπόγειοι (μτφρ. Λευκή Γιαννοπούλου). Α' έκδ. Α 1979, Ύ πό σκέψη. Οί υπόγειοι (μτφρ. Λευκή Γιαννοπούλου). Β' έκδ. Α 1981, 'Υπό σκέψη. Στό δρόμο (μτφρ. Δήμητρα Νικολοπούλου). Α 1981, Πλέθρον. Μοναχικός ταξιδιώτης (μτφρ. Γιώργος Τασσόπουλος). Α 1982, Πλέθρον. Οί υποχθόνιοι (μτφρ. ’Ιουλία Ίατρίδη). Α 1982, Πλέθρον. Ούίλλιαμ Μπάρροουζ
Τζάκ Κέρουακ Σκόρπια ποιήματα (μτφρ. Σταύρος Α ντω νίου). Α ' έκδ. A 1975, Κούρος. Σκόρπια ποιήματα (μτφρ. Σταύρος Α ντω νίου). Β' έκδ. Α 1977, Κούρος. Σκόρπια ποιήματα (μτφρ. Σταύρος Α ντω
Junky (μτφρ. Νίκος Πρατσίνης - Ντίνα Σώτηρα). Α [1981], Απόπειρα. ’Ηλεκτρονική έπανάσταση (μτφρ. Γιώργος Γούτας). Α 1983, Ελεύθερος Τύπος. 'Ο Άπολυμαντής! (μτφρ. Νίκος Μπαλής). Α 1982, ’Ελεύθερος Τύπος.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή άντι- ιδεολογικά Μ Α Ν Ο Λ Η ΛΑ Μ Π ΡΙΔΗ : Ά ντιΙδεολογικά. ΟΙ Ιδέες, άριθ. 8. ’Αθήνα, ' Ερασμος, 1982. Σελ. 72.
Πρό καιρού, άπό τίς σελίδες τού περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» είχα διατυπώσει την ευχή νά έκδοθούν συγκεντρωμένα σέ τόμο τά κείμενα πού δημοσίευσε ό Μ. Λ., σέ καιρούς δύσκολους, σέ έντυ πα πού σήμερα δέν τά βρίσκει εύκολα δ άναγνώστης. Ή δη οί έκδόσεις «Έρασμος» μάς δίνουν πάλι ένα μικρό μέρος άπό τίς έργασίες αυτές, τονίζοντας τη σημασία τους πού ξεπερνάει την έκταση τής δημοσιότητάς τους -έστω κι άν βλέπουμε τώρα, σ’ αυ τά τά χρόνια τής πολιτικής «άνοχής», μερικές άπό τίς «αιρετικές» άπόψεις πού διατυπώνονται έκεΐ μέσα νά άποκαθίστανται καί νά υιοθετούνται όπως όπως άπό μιά μερίδα τής άριστεράς... Αύτά τά κείμενα κάποτε ύπήρξαν. Καί υπήρξαν, γιά ένα περιορισμένο, έστω, κύκλο νεοτέρων, άπό τά λίγα έκεϊνα στηρίγματα πού τούς βοή θησαν νά μήν καταποντιστούν μέ σα στό κύμα τού πνευματικού ζό φου καί τής ιδεολογικής τρομοκρα τίας, άλλά καί τής συμβατικότητας καί τού καιροσκοπισμού, πού πλημμύριζε όλόκληρη τη μεταπολε μική περίοδο». Τό βιβλίο χωρίζεται σέ δύο ένότητες. Στην πρώτη περιλαμβάνονται οί «Κριτικές σημειώσεις στόν έναρκτήριο λόγο στην ’Ακαδημία τού κ. Κ. Τσάτσου» (’Αντινομίες άκαδημαϊκοΰ λόγου), γραμμένες τό 1962, καί δύο άρθρα στό περιοδικό «Μαρτυρίες» τού 1962-1963 μέ τίτ λο: «Έννόμος τάξη» καί «Πράξεις βασιλικοί». Τό άλλο μέρος καλύπτεται άπό
τό δοκίμιο « Ό παρεμβατισμός στό πνεύμα. Γιά την υπεράσπιση τής τέχνης καί τού πνεύματος», κείμενο τού 1950, δημοσιευμένο στό περιο δικό « Ό Αιώνας μας». Ό πρώτος λόγος τού κ. Κ. Τσά τσου στην ’Ακαδημία είναι μιά έπιτομή, μπορούμε νά πούμε, τών βα σικών θέσεων καί κοσμοθεωρητι κών σχημάτων άπό τή σκοπιά τών όποιων ή καθ’ ημάς έπίσημη φιλο σοφία άντιμετωπίζει τά θεμελιώδη προβλήματα τού σύγχρονου άνθρώπου καί την κοινωνική κρίση, έκφράζοντας καί καλύπτοντας ιδεολογικά τό πράττειν τών κυ ρίαρχων τάξεων. Αύτό τό άντιπροσωπευτικό κεί μενο σχολιάζει ό Μ. Λ. Βλέπει μέσα σ’ αύτό τό θεμελιώ δη μηχανισμό κατασκευής πού προσιδιάζει σέ δλα τά ιδεολογικά συστήματα, καί ή κριτική πού άσκεΐ είναι, φυσικά, στά πλαίσια τής μελέτης τής άντίθεσης ίδεαλισμού-ύλισμοΰ. Στήν άποψη πού θεωρεί την ιστορία ώς κατά προσέγγισιν ένσάρκωση τού «τελικού σκοπού», δηλαδή, στήν ουσία, σάν μιά-μετα φυσική σκηνή, φαντασμαγορία άπό φρεναπάτες, όπου άτομα καί λαοί καί άνθρώπινες πράξεις δέν είναι παρά γεννήματα τής άυλης ύπό-
στάσης τής ιδέας, ό Μ. Λ. άντιτάσσει τήν άλλη ιδέα, δτι ή «ιστορία» δέν είναι κανένα μεταφυσικό ύποκείμενο πού χρησιμοποιεί τούς άνθρώπους ώς μέσον γιά νά πραγμα τοποιήσει τούς «δικούς» της σκο πούς καί, φυσικά, δέν νοείται δτι κάνει τίποτε άπό μόνη της. Οί άν θρωποι οί ζωντανοί, οί πραγματι κοί είναι έκεΐνοι πού ένεργούν, πού δροΰν, πού μάχονται, πραγμα τοποιώντας ή μή πραγματοποιών τας, σκοπούς πού οί ίδιοι θέτουν -κ ι αύτό τό λέμε «ιστορία». Ό Μ. Λ. χαρακτηρίζει ώς έξής τή θεωρία τού κ. Τσάτσου: ’Από ηθική άποψη, ώς σύγχυση, καί ταύτιση καλού καί κακού. Ά πό πολιτική άποψη, θεοποίη ση τού κράτους καί ιδιαίτερα τών συγχρόνων κρατών πού τείνουν νά φασιστικοποιηθούν, φιλοσοφική δικαίωση τής όργανωμένης βίας καί κακουργίας τής έκάστοτε κυ ρίαρχης τάξης. Στά δύο άλλα μικρότερα κείμενα πού άκολουθοΰν έξετάζονται: Ή «έννομος τάξη», τό «δίκαιον» ώς ιδεολογική μορφή τής ταξικής κυριαρχίας καί ιδιαίτερα στά μετα πολεμικά χρόνια. Ή λειτουργία τής «ιδεολογίας» γενικά ώς χειραγώγηση τής συνεί δησης τού κόσμου γιά νά άποδέχεται τήν ύφισταμένη τάξη πραγμά των, νά προσχωρεί σ’ αύτήν. Τό ύπόλοιπο μέρος τού βιβλίου καλύπτεται άπό τήν κριτική τής θεωρίας τού παρεμβατισμού στήν έπιστήμη καί στήν τέχνη, θεωρίας κοινής σέ δεξιούς καί άριστερούς
44/οδηγος
«ίδεολόγους» ύποστηρικτές τού άστικοΰ καθεστώτος καί έν ένεργεία ή δυνάμει σταλινικούς «όδηγητές». 'Υπάρχει καί μιά «μικρή ιστο ρία» τών κριτικών αυτών παρατη ρήσεων. Τά «Ελεύθερα Γράμματα», πού ξεκίνησαν τή συζήτηση, καί ή «Νέα Εστία», σταυροφόρος τών «έλεύθερων πνευματικών άνθρώπων», δεν δέχτηκαν νά δημοσιεύσουν τό κείμενο αύτό. Ή κριτική αυτή, είναι ή πρώτη πού τολμά νά υπερασπιστεί τήν άληθινή ελευθερία τής πνευματικής δημιουργίας. Τήν κάνει, μπορώ νά πώ, μονα δική στό είδος της ή θεωρητική λο γική θεμελίωση καί ή στήριξή της μέ συγκεκριμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις άπό τήν πνευματική πραγματικότητα στήν Ελλάδα καί στήν ΕΣΣΔ. Είναι άνεπίκαιρη σήμερα μιά τέ τοια κριτική, πού γράφτηκε πριν
33 χρόνια; Ό χ ι. Καί δώ καί στίς χώρες τού «υπαρκτού σοσιαλι σμού» καθημερινά συνεχίζεται ό διωγμός τού έλεύθερου πνεύματος. Ναί, αύτό πού γράφτηκε πρίν 33 χρόνια ίχύει καί σήμερα. ”Ας μετα φέρω λίγα λόγια άπ’ τήν κλασική αυτή κριτική τού Μ. Λ., πού είναι μιά άτράνταχτη μαρτυρία γιά «μιά στάση διαφορετική, άνεξάρτητη κριτική σκέψη, άντιδογματική εις πείσμα δλων τών εξοντωτικών συν θηκών»: «Σήμερα τό πνεύμα -έγραφε ό Μ. Λ. τό 1950- ύποφέρει εγκάθειρ κτο μέσα στά σιδερένια κλουβιά κάθε λογής καί τύπου τυραννίας. Είναι κοινός τόπος δτι ένα πνευμα τικό δημιούργημα δέν μπορεί νά πραγματοποιήσει τήν κοινωνική παρουσία του μέ προοπτικές κά ποιων ουσιαστικών έπιδράσεων στίς συνειδήσεις τών άνθρώπων, παρά μονάχα δταν “πατρονάρε ται” κατά κάποιον τρόπον, άπό μιάν άπό τίς δεσπόζουσες πολιτι
κές οργανώσεις, δηλαδή δταν δε χτεί ό δημιουργός νά τού δέσει τά άγέρωχα φτερά του στήν κλίνη τού Προκρούστη τών πολιτικών έπιδιώξεων τής στιγμής μιας ορισμέ νης κοινωνικής ομάδας... »’Αλλά δέν υπάρχει στό σκοτεινό πλανήτη μας καμιά άστραπή έλευθερίας νά σκίζει τή νύχτα τών κυ κλώνων τής κάθε είδους τυραννίας; Θά πρέπει νά υπάρχουν πολλές, πάρα πολλές. Μόνο πού ή κάθε μιά τους μοιάζει σάν μόνη μέσα σ’ ένα παντέρημο στερέωμα. “Ομως δλες αυτές μαζί άποτελούν μιάν έλπιδοφόρα άδερφότητα...» Σίγουρα δσοι έχουν διαβάσει δλα τά κείμενα τού Μανόλη Λαμπρίδη, άπ’ τό 1950 μέχρι σήμερα, θά έχουν διαπιστώσει δτι τά πε ρισσότερα είναι «άστραπές έλευθερίας πού σκίζουν τή νύχτα τών κυ κλώνων τής κάθε είδους τυραν νίας». ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΒΑΝΗΣ
ίστορικισμός καί τά περιθώρια τής κριτικής ΚΑ ΡΑ ΠΟΠΠΕΡ: Ή ανοιχτή κοι νωνία κ α ί ο ί έχθροί της. Τόμος Β Hegel, Marx καί τά έπακόλονθα. Μετ. Ειρήνης Παπαόάκη. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 626.
Γιά τόν μή τακτικό αναγνώστη τοϋ «Διαβάζω» θά ήθελα νά παρα πέμπω στήν κριτική τού πρώτου τόμου πού δημοσιεύτηκε στό τεύ χος 43, τόν ’Ιούνιο τού ’81. Έκεΐ προσπάθησα νά εντοπίσω τήν προέλευση καί τό βαθύτερο νόημα τής κριτικής διάθεσης τού Pop per, τήν όποια θεωρώ δτι σήμερα χαρακτηρίζει πιά τό συνολικό έργο του ώς φιλοσοφία τής κριτικής.
Πρίν προχωρήσω στό δεύτερο τόμο αισθάνομαι τήν άνάγκη νά υπενθυ μίσω επιγραμματικά ορισμένα ση μεία άπό τήν κριτική τού πρώτου: 1. 'Ο Popper δέν θεωρεί τό έργο του ώς φιλοσοφικό σύστημα. 2. Ή ύπόσταση τού «άτόμου»
οδηγος/45
Κάρλ Πόππερ
πρέπει νά διαφυλάσσεται άπό αυ τήν τοΰ «όπαδού», πού συχνά συ νηγορεί γιά απόψεις χωρίς νά κα ταλαβαίνει κάτω άπό ποιές συνθή κες θά τίς άπέρριπτε. Στίς περι πτώσεις αυτές, ή ένταξη, ένώ στήν ούσία είναι πράξη έλευθερίας, κα ταλήγει σταδιακά στό άντίθετό της. 3. Ό Popper εντοπίζει τόν κίν δυνο τής σημασιολογικής χαλαρότητας των φιλοσοφικών δογμάτων, ή όποια λειτουργεί ώς έδαφος δπου καλλιεργούνται καί αναπτύσσονται ταυτολογίες, συνήθως μέ μορφή συνθημάτων κοινής χρήσης γιά κά θε ιδεολογία. Ό δεύτερος τόμος είναι μιά άσκηση γιά τόν άναγνώστη, μιά άσκηση έφαρμογής τών κριτηρίων τού Popper στόν ίδιο τόν Popper, ώστε νά ξεχωρίσει κανείς αύτό πού άποτελεί πράγματι ταυτολογία, κίνδυνο καί καταπίεση πού προέρ χεται άπό τίς διάφορες τάσεις ιστο ρικής έρμηνείας, άπό αύτό πού θά μπορούσε νά σωθεί έπιστημονικά. Ή γνώμη μου είναι δτι μιά τέτοια άσκηση θά άποτελούσε γιά δλους μας μιά άνεκτίμητη θεραπεία δημο κρατίας καί λογικής. Στό κεφάλαιο 11 (τό πρώτο τού β' τόμου), «Οί αριστοτελικές ρίζες τοΰ εγελιανισμού», ό Popper τονί ζει τή σημασία τής σχέσης τής άριστοτελικής τελεολογίας μέ τή φιλο σοφία τού Hegel. Θεωρεί δτι, δπως γιά τόν ’Αριστοτέλη άλλαγή ή έξέλιξη σημαίνει τό φανέρωμα τών κρυμμένων δυνατοτήτων (τής ούσίας) ενός πράγματος (πού περιέχονται σ’ αύτό άπ’ τήν άρχή), τό
ίδιο καί στόν Hegel, ή έξέλιξη οδη γεί στήν αποκάλυψη τής «άπόλυτης ιδέας», ή οποία δέν άποτελεί μόνο τήν ούσία τών πραγμάτων ή τών δντων άλλά κυρίως μιά ούσία παγ κόσμιου χαρακτήρα δπως αύτή τοΰ έθνους ή τού κράτους. Γιά τόν Popper αύτό σημαίνει πλήρη ύποταγή τοΰ άτόμου στήν παγκόσμια αύτή ούσία καί στούς νόμους τής έξέλιξής της, τούς όποι ους μπορούμε νά γνωρίσουμε (άν θέλουμε νά ύποταγοΰμε σ’ αύτούς συνειδητά -επιτρέψτε μου νά μετα φέρω έτσι τή δεικτικότητα πού πε ριέχει έδώ ή χρήση τού «γνωρίζω» άπό τόν Popper) άπό τή μελέτη τής ιστορίας. ’Εδώ βέβαια ό άναγνώστης περιμένει άπό τόν Popper, τουλάχιστον στό άμέσως επόμενο κεφάλαιο γιά τόν Hegel, « Ό Hegel καί ό νέος φυλετισμός», μιά ύπεύθυνη άξιολόγηση τής διαφοράς τής έξελικτικής διαδικασίας στόν He gel άπό τήν ταυτολογική, θά έλεγα, μορφή τελεολογικής εξέλιξης στόν ’Αριστοτέλη.* Ό Popper δμως πα ρακάμπτει σιωπηρά τό θέμα τής σύγκρισης τών μορφών εξέλιξης καί περνά άπευθείας στήν κριτική τής ειδοποιού διαφοράς τής έγελκτνής μορφής εξέλιξης -τή διαλε κτική- καί συγκεκριμένα τήν κριτι κή πού άφορά τή χρήση τής διαλε κτικής στήν έπιστήμη. Στήν κίνηση αύτή τού Popper περιέχονται δλα δσα έχουμε πεί μέχρι τώρα, καθώς καί δλα δσα θά μπορούσαμε νά πούμε γιά τό ύπόλοιπο βιβλίο. Παντού δεσπόζει γιά τόν Popper τό θέμα τού άτομικού χαρακτήρα τής ήθικής. Ή σαφής ποιοτική δια φορά τής διαλεκτικής δυναμικής έξέλιξής άπό τήν απλή άριστοτελική τελεολογία -διαφορά πού χαρα κτηρίζεται άπό τή δυνατότητα τοΰ διαλεκτικού μοντέλου νά προσδιο ρίζει τίς μεταβλητές του μέσα άπό τήν ίδια του τή λειτουργία, ξεπερνώντας έτσι τήν άριστοτελική στατικότητα τών άπόλυτα προκαθορι σμένων δυνατοτήτων εξέλιξης- δέν έξετάζεται άπό τόν Popper, πού βλέπει τό έξελικτικό αύτό σχήμα άπλά καί μόνο ώς αιτίά καταπίε σης τού άτόμου. Παραμένει έτσι στό πλαίσιο μιας άτομικής ήθικής πού τοΰ έξασφαλίζει πάνω άπ’ δλα τήν κριτική δυνατότητα, τή βάση τής φιλοσοφίας του. Ή ηθική διά σταση αύτής τής δυνατότητας έπισφραγίζει έξ δλοκλήρου καί τήν κριτική του στόν Μάρξ. Ή άπλότητα τού κλασικού λογικού μοντέ-
πλαίσιο ΕΡ ΙΚ Μ ΠΕΝΤΛΕΫ: Τό σιρατευμένο θέατρο. Μετ. ’Α λίκης Άλεξανδράκη. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 199.
ΑΛΛΗ μιά έπανέκδοση σημαντική άπό τό χώρο τού θεάτρου: Μιά σειρά δοκιμίων, πού μέ ίδιάζουσα άντικειμενικότητα έξετάζει άπό δλες τίς πλευρές τό πρόβλημα τής στράτευσης τοΰ καλλιτέχνη (ιδιαίτερα στό θέατρο). Καί άξίζει νά διαβαστούν αύτά τά κείμενα άπό καλλιτέχνες καί κοινό, καθώς εύκολα γίνονται στόχοι μιας διάθεσης φτηνού άποπροσανατολισμοΰ, κα ί στήν έλληνική σκηνή... Πάντως, δσοι πλησιάσουν τό βιβλίο, άς μήν κάνουν τόν κόπο νά διαβάσουν τό όπισθόφυλλό του. Δέν έχει καμιά σχέση μέ τήν πολύπλευρη ούσία τοΰ Μπέντλεΰ. Θ ΑΝ Α ΣΗ ΠΑ ΡΑ ΣΚ ΕΥΑΪΔΗ : Τά λιόδεντρα κ α ί οί ξωμάχοι πάνω στή Λέσβο. “Εκδοση Ένω σης Δήμων κα ί Κοινοτήτων Νομού Λέσβου, 1982. Σελ. 94.
ΧΡΟΝΙΚΟ ονοματίζει τό κείμενό του δ συγγραφέας, είναι δμως πιότερο ένας ζωντανός ζωγραφικός πίνακας, δπου άπεικονίζεται μιά ιδιαίτερη σύνδεση τού άνθρώπου μέ τόν φυτικό κόσμο. Τά λιόδεντρα -μέ τήν ποίηση τοΰ γραφτού- παίρνουν διπλή ύπόσταση, μιά σάν σημείο άναφοράς καί εξάρτησης τής πραγματικότητας τών Λεσβίων καί μιά σχεδόν μεταφυσική σάν μήτρα τών σκέψεων καί τών άνθρώπινων άνησυχιών. Μπροστά άπ’ δλα αύτά, πάντως, ύπάρχει μιά άπόλυτα
46/οδηγος
λου τών δύο τιμών (άλήθειαψεύδος) προσφέρει τό «έπιστημολογικό» στοιχείο αύτής τής ηθικό τητας, άπό τό όποιο προέρχεται καί τό περίφημο κριτήριο τής δια ψευσιμότητας (βλ. παραπάνω [2]). Ή εφαρμογή πάντως αυ τού τού κριτηρίου στό επιστημονι κό έργο τού Μάρξ είναι κατά τή γνώμη μου έλλιπής. Χωρίς νά μπο ρώ νά έπεκταθώ, άναφέρω μόνο δτι ή πτώση τοϋ ποσοστού τού κέρ δους άποτελεϊ σχεδόν όρισμό τής σχέσης κεφαλαίου-έργασίας καί δέν μπορεί νά σταματήσει άπό τή μείωση τών έπενδύσεων, δπως άναφέρει ό Popper (κεφ. 20, « Ό καπιταλισμός καί ή μοίρα του»), άλλά μόνο άπό τήν κατάργηση τής ιδιοκτησίας καί τήν άνατροπή τής σχέσης κεφαλαίου- έργασίας. Τό κριτήριο τής διαψευσιμότητας δμως δέν έφαρμόζεται σέ όρισμούς ή άξιώματα- γενικά δέν έφαρμόζεται δταν υπάρχει εξάρτηση τού προβλεπόμενου άπό τό φορέα τής πρόβλεψης. Αυτή τή σχέση δμως τή συναντάμε τόσο συχνά -άποτελεϊ τό κύριο πρόβλημα δσον άφορά τήν άντικειμενική σύγκριση τών έπιστημονικών θεωριών- πού δί καια άναρωτιέται κανείς ποιό άρα γε νά είναι τό πεδίο έφαρμογής της. • Γυρίζω λοιπόν στίς ρίζες τής διαψευσιμότητας πού άφοροϋν τή σχέση ηθικότητας καί κριτικής δυ νατότητας, δηλαδή τό κύριο θέμα καί τών δύο τόμων. 'Ο θαυμασμός τού Popper γιά τό βαθύ άνθρωπισμό τού Μάρξ, μετατρέπεται σέ πολεμική ενάντια στόν
ήθικό θετικισμό του, ένα θετικισμό τόν όποιο ό Μάρξ άφησε νά διαποτίσει τή φιλοσοφία του παράλληλα μέ τόν ανθρωπισμό του. Τόν ήθικό αύτό θετικισμό θεωρεί ό Popper ώς τόν μεγαλύτερο κίνδυνο τοϋ άνθρωπισμοϋ, γιατί μπορεί νά άποτελέσει, κατά τή γνώμη του, τή βάση κάθε άπολογητικής στάσης δσον άφορά τήν παράταξη στό πλευρό τής όποιασδήποτε δύναμης (βλ. σ. 305, τ. II, σχόλιο γιά τή σύγκριση τοϋ ηθικού συντηρητισμού, τοϋ ήθικού μοντερνισμού καί τού ηθι κού φουτουρισμού). 'Ως ήθικό θετικισμό όρίζει ό Popper μιά άρκετά γνώριμη σέ δλους μας τάση άναγωγής τών άποφάσεων ή έπιλογών μας πού φυσιολογικά θά μπορούσαν νά χα ρακτηριστούν συναισθηματικές ή/' καί ηθικές, σέ άποφάσεις ή επιλο γές όρθολογικού ή έπιστημονικοΰ χαρακτήρα. Πάνω σ’ αύτό ό Pop per άναπτύσσει ώς παράδειγμα, μέ άξιοθαύμαστη άντικειμενικότητα καί άκρίβεια, τήν επιχειρηματολο γία μέ τήν όποια ένας μαρξιστής θά ήθελε νά έξηγήσει γιατί ή ένταξή του στό έπαναστατικό κίνημα δέν όφείλεται σέ μιά συναισθηματική παρόρμηση νά βοηθήσει τούς κα ταπιεσμένους άλλά στήν όρθολογική καί επιστημονική άπόφαση νά μήν προβάλει μάταιη άντίσταση ατούς νόμους άνάπτυξης τής κοι νωνίας (σσ. 301-303). Ή άναγωγή αύτή άγγίζει, κατά τή γνώμη μου, τό συγκλονιστικότερο πρόβλημα τής ηθικής φιλοσοφίας, άπό τήν πιό θεωρητική τη; διάσταση ώς τά
I B A I A ^ e k h o z e ix
r a m
Kuflcrn y
„
s
αθηνα
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ*ΠΟΛΙΤΙΚΗ* ΙΣΤΟΡΙΑ Ϋ,
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗ ΝΈΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
πιό καθημερινά άνθρώπινα βιώμα τα. Οί δύο αύτές σελίδες τού Pop per πρέπει νά διαβαστούν προσε χτικά, καί ιδιαίτερα άπό τούς μαρ ξιστές, πού είναι οί κύριοι φορείς μιας τέτοιας ηθικής στάσης. Ή με γάλη εύαισθησία τού Popper δμως στό άποφασιστικό αύτό πρόβλημα τής άνθρώπινης ελευθερίας άδικείται άπό τή σχετική μονομέρεια μέ τήν όποια τό έξετάζει. Είναι γεγο νός δτι ή άναγωγή τών συναισθη μάτων σέ όρθολογικές εκτιμήσεις δεσμεύει ώς ένα βαθμό τόν άνθρω πο στά προκαθορισμένα άπό τούς κάθε είδους νόμους. Πώς άλλιώς δμως θά μπορούσε κανείς ν’ άντισταθεϊ στό άλλο είδος δέσμευσης στήν όποια όδηγείται άν, χωρίς τή γνώση τού άναγκαίου, άντιμετωπίζει άοπλος τόν άντικειμενικό έξωτερικό κόσμο; Είναι περίεργο πώς ό Popper, ένθερμος όπαδός τοϋ φι λοσοφικού ρεαλισμού, δέν άσχολεϊται μέ αύτή τή σκοπιά τού ηθι κού θετικισμού. (Πάντως άκόμη καί ή άπόφαση ένταξης μέ τή δύνα μη τού μέλλοντος περιέχει σαφώς τόν πυρήνα μιας ώφελιμιστικής ήθικής πού δέν συμβιβάζεται γιά πολλούς άλλους λόγους μέ τίς έπιλογές στό πλαίσιο μιας επαναστα τικής ιδεολογίας.) Πώς είναι δυνατόν, νά έλευθερώνομαι άπό τήν παρόρμηση ένός συναισθήματος γνωρίζοντας τίς αι τίες του, παράλληλα νά ζώ έλεύθερα άπολαμβάνοντας τό συναίσθη μά μου, καί, έτσι, νά είμαιύπεύθυνος γιά τίς πράξεις μου (άκριβώς έπειδή θά είμαι ταυτόχρονα έλεύθερος άπό τήν έμπλοκή μου σέ «άναπόφευκτες» διαδικασίες, άλλά καί ικανός γιά λογικό έλεγχο έφόσον θά μπορώ νά «συμμετέχω» στίς ύπαρκτές «νομοτέλειες»); Έξαρτάται άραγε τό μυστικό τής «άνοιχτής κοινωνίας» άπό τόν παράδοξο αύ τό συνδυασμό; Νομίζω δτι ή συν ταγή τού Popper, δπως όλοκληρώνεται στό δεύτερο τόμο, είναι: πε ρισσότερο θάρρος στήν έκφραση τών συναισθημάτων μας καί μεγα λύτερη έμπιστοσύνη στήν κριτική μας ικανότητα. "Αν αύτά συνδυά ζονται, τότε ίσως ύπάρχει ή βάση γιά μιά δημοκρατική θεραπεία άκόμη καί σήμερα. Α. ΚΟΥΤΟΥΓΚΟΣ * Βλ. Α. Κοντούγχον, «The Relevancy o f Aristotle's Theory o f Change to Mo dern Issues», Φιλοσοφία, 7, 1977.
οδηγος/47
κατανοητή καί γοητευτική γραφή, γύρω άπό τό παραμύθι τής έλιάς στη Λέσβο.
«μιά φωνή γιά τούς μάρτυρες πού πεθαίνουν άφωνοι» Ζ Α Ν ΖΙΓΚΛΕΡ: Ο ί ζω ντανοί κι ό θάνατος. Μετ. Βασίλη Παπαβααιλείου. ’Emμ. μετ. Θόδωρον Ίωαννίόη. ’Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1982. Σελ. 414.
Ό ζεστός, μεσογειακά παθιασμένος, μά ταυτόχρονα έντονα άπομυθοποιητικός καί γι’ αυτό τόσο ενσαρκωμένος, δηλαδή έπαναστατικός, λόγος τού έλβετοϋ πολιτικού καί καθηγητή Ζ. Ζίγκλερ, δέν είναι άγνωστος στό έλληνικό άναγνωστικό κοινό καί προφα νώς ούτε άδιάφορος. Τό προφανώς αύτό «πιστοποιείται άπό τίς συνεχείς μεταφράσεις στη γλώσσα μας» έργων του, τά τελευ ταία χρόνια*, άλλά καί άπό την παρούσα έκδοση, μέ την όποια άποφάσισε νά έγκαινιάσει μιά κοι νωνιολογική σειρά εύχρηστων βι βλίων ένας πετυχημένος καί ποιοτι κά -πράγμα όχι συνηθισμένο- εκ δοτικός οίκος, κύρια μεγάλων, έγκυκλοπαιδικής μορφής, έργων. Μέ τόν άπομυθοποιητικό αύτό λόγο, «έσχατο καταφύγιο μιας άξιοπρέπειας πού τόσο δυσκολεύ τηκε μέχρι σήμερα νά συγκεκριμε νοποιηθεί σέ μιά συλλογική πρά ξη», άγωνίζεται ό Ζίγκλερ νά άποκαταστήσει την άλήθεια τού πολύ πλοκα σύνθετου κόσμου πού ζούμε. «Νά μιλήσει καί νά πει τί συμ βαίνει. Νά πεί δτι αύτό πού συμ βαίνει είναι κακό... Νά διακηρύξει δτι σέ κάθε μάρτυρα άντιστοιχεί
ένας δολοφόνος. Νά γίνει τέλος μιά φωνή γιά τούς μάρτυρες πού πε θαίνουν άφωνοι», δπως γράφει ό ίδιος στην εισαγωγή του. Θέμα του αύτή τη φορά -δσο κι άν ήχεί παράξενα- ό θάνατος. Μιά κοινωνιολογική θεώρηση ένός φαι νομένου, δηλαδή, πού έχουμε μά θει νά θεωρούμε σάν φυσικό καί διαταξικό, στό βαθμό πού δλοι πε θαίνουμε, άνεξάρτητα ταξικής ή έθνολογικής ένταξης. Καί πού στό βάθος του είναι τόσο ταξικό δσο καί εύρύτατα πολιτισμικό, μιά πού ό θάνατος έξαρτάται άπό τήν έντα ξη τού καθένα μας σ’ ένα κοινωνι κό σύνολο, φυλετικό, οικογενεια κό, έθνικό, πολιτισμικό, θρησκευ τικό. Μιά συγκριτική κοινωνιολογία δύο τέτοιων κοινωνικών συνό λων άπό τόν Ζίγκλερ μάς άποκαλύπτει δύο τό ίδιο άγνωστους σύγ χρονους κόσμους:
ΜΠΕΑ ΤΑΣ Κ1ΤΣΙΚΗ: Γνώρισα τούς κόκκινους φρουρούς. ’Α θήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 349.
ΤΙΣ μνήμες καί τίς έντυπώσεις της άπό τη γνωριμία της μέ τη μαοϊκή Κίνα παρουσιάζει στό βιβλίο αύτό ή συγγραφέας, μέ καλή πίστη, άλλά καί σαφή θέση ύπέρ τών ριζοσπαστών τής «μορφωτικής έπανάστασης». Μάλιστα, καθώς τό κείμενο γράφτηκε πρίν άπό 15 χρόνια (δταν ή μορφωτική έπανάσταση βρισκόταν στό ζενίθ της), δίνεται ή εύκαιρία -τώρα πού πρωτοεκδίδεται- γιά συσχετισμούς μέ τή σημερινή πραγματικότητα καί τίς τάσεις οί όποιες επικρατούν στή μεταμαοϊκή Κίνα.
ΒΙΒΗΣ Κ Α Τ Ο Υ ΤΑ Σ Ο ΥΛ Α Σ ΣΩ ΤΗ ΡΑ ΚΟ Υ: Ή Μ αρία, ό Γιάννης κα ί ό καπιταλισμός. ’Α θήνα, 1982. Σελ. 176.
ΕΝΑ κόμικ («εικονογραφημένο μυθιστόρημα σοσιαλιστικού ρεαλισμού μέ φεμινιστικές προεκτάσεις» τό λένε, λίγο ειρωνικά μάλλον, οί δημιουργές του), μέ πολλές άλήθειες, είναι αύτό τό βιβλίο, πού κυκλοφορεί έκτος εμπορικών οίκων. Μόνο πού οί άλήθειες του είναι τόσο ύπερβολικά πολλές ώστε -βοηθούντων καί τών μέτριων σχεδίων του μέ τό διανοουμενίστικο συχνά νόημά τους- δύσκολα διαβάζεται, καθώς άποκεντρώνονται οί στόχοι του, ένώ παράλληλα «πλατειάζει» σέ άρκετά σημεία. Πάντως, ή προσπάθεια περισσότερο, παρά τό άποτέλεσμα, δημιουργίας ένός έλληνικού πολιτικού κόμικ,
48/οδηγος
Ζάν Ζίγκλερ
Τόν άφρικάνικο, φυλετικό κόσμο τής νοτιοαμερικάνικης διασποράς, που έχουμε συνηθίσει νά τόν βλέ πουμε σάν πολιτισμικά κατώτερο, σάν φολκλορικό στοιχείο, μέσα άπό τίς έγχρωμες εικόνες τοϋ περί φημου καί θανατηφόρου καρναβα λιού τού Ρίο. Έναν κόσμο όμως όπου ή τομή ζωή-θάνατος δέν ύπάρχει· δπου «κάθε άνθρωπος γεννιέται άπό τήν ούσία τής ζωής, προκύπτει άπό μιά μοναδική καί μηδέποτε έπαναλαμβανόμενη δη μιουργική πράξη -ά π ’ τή στιγμή πού θά γεννηθεί θά ζεΐ γιά πάντα»· όπου «ό άνθρωπος γεννιέται γιά νά διατηρεί τή ζωή πάνω στή γή», άρα «τό νά πληγώσεις άνθρωπο, νά χτυπήσεις παιδί, νά χρησιμοποιή σεις τίς τεράστιες δυνάμεις πού σοΰ παραχώρησαν οί Ό ριζα γιά νά κάνεις κακό, αυτό είναι κάτι άδιανόητο». "Εναν κόσμο πού μόνο όποιος «δέ σέβεται τούς θεμελιώ δεις νόμους τής ζωής, δέ ζεϊ... δέ θά μάθει σ’ άλλους άνθρώπους νά ζοΰν» θά σπάσει τόν κρίκο καί «ή μοναξιά του θά είναι πιά όριστική». Έ ναν κόσμο πού «οί νεκροί είναι οί κάτοχοι τής ζωής... οί παι δαγωγοί τών ζωντανών», μιά πού «νεκρός ή ζωντανός, ό άνθρωπος είναι υπηρέτης τής ζωής... καί ή ζωή δέν έχει τέλος» (σελ. 361-62). "Εναν κόσμο πού μέσα άπό τίς με λέτες τοϋ Ζίγκλερ -πού συγκλίνουν μέ τίς άλλες μελέτες τής γενετικής κοινωνιολογίας- άναδεικνύει, σ’
όλο τό μεγαλείο τής «πρωτόγονης» ούσίας του, τήν άξια άνθρωπος. Κι άπό τήν άλλη, τόν εύρωπαϊκοκεντρισμένο, ουμανιστικό μας κό σμο, πού δμως τούς βασικούς νό μους λειτουργίας του σκεπάζει μιά μυθολογική όμίχλη άξιών άπό και ρούς ξεπεσμένων· δπου «ό άνθρωπιστικός λόγος συγκαλύπτει τίς πιό έτερόκλητες κοινωνικές στρατηγι κές» καί κύρια τή σκληρή δσο καί πικρή άλήθεια δτι «ό άνθρωπος στή Δύση είναι πιά έμπόρευμα». «Ή γλώσσα του άκολουθεί αυτή τή γενική κίνηση πού δδηγεϊ στήν άνωνυμία. Τά συμβολικά συστήμα τα πεθαίνουν... ’Ακόμα καί τό χρήμα σήμερα είναι άνώνυμο. "Αλ λοτε ήταν τό “αίμα τών φτωχών...” ’Αρχίζουμε -π ιά - νά συνηθίζουμε τήν κατευθυνόμενη μαζικοποίηση τών πολλαπλών πλευρών τής άνθρώπινης ύπαρξης. Ή πλύση τών έγκεφάλων, είτε μέσω τής κρατικής προπαγάνδας, είτε μέσω τής τερά στιας καί τρισάθλιας διαφήμισης τού ιδιωτικού τομέα, δέν έκπλήσσει πιά κανέναν». Έ ναν κόσμο δπου άκόμη καί «τό σώμα, αύτή ή τελευταία έπαλξη τής συγκεκριμέ νης άτομικότητας τών άνθρώπων...» δέν γλιτώνει «άπό τόν έμπορευματικό κανιβαλισμό», μιά πού «στίς μέρες μας τά βασικά όρ γανα τού άνθρώπου άγοράζονται, πουλιούνται, μεταφυτεύονται, άποθηκεύονται, γίνονται άντικείμενα έμπορίας» (σελ. 42). Έναν κόσμο πού δχι μόνο δέν έξασφαλίζει καμιά ισότητα μπροστά στό θά νατο, πού δλες οί εικόνες του είναι κι έδώ ταξικές, πού δέν ξέρει τί νά κάνει τούς νεκρούς του, άλλά σού στερεί άκόμη καί τό δικαίωμα νά βιώσεις τόν προσωπικό σου θάνα το. Οί σκηνές άπό τά άμερικάνικα υπερσύγχρονα νοσοκομεία -αυτούς «τούς μικρόκοσμους δπου συμπυ κνώνονται οί συστατικές συγκρού σεις τής έμπορευματικής κοινω νίας» (σελ. 170)- καί οί θεωρητικο ποιήσεις τους, άπό τούς γιατρούς τού Χάρβαρντ, είναι πραγματικά συγκλονιστικές κι άποδεικτικές δλων τών παραπάνω. Ή συγκριτική αύτή κοινωνιολογία τού θανάτου πού έπιχειρεΐ ό Ζίγκλερ, δχι βέβαια προτείνοντας ρομαντικά τό άφρικάνικο σύστημα ώς πρότυπο, άπλά δείχνοντάς μας πώς λειτουργεί ένας άλλος πολιτι σμικός μηχανισμός πού δικαιώνει τόν άνθρωπο, μετατρέπεται έτσι σ’ αύτό πού λέει ό Balandier, δτι δη
λαδή «δ άρχαϊκός λόγος γίνεται, σέ σχέση μέ τόν νεοτερικό, μέσο κοι νωνικής κριτικής». Μιάς κριτικής άδυσώπητης, πού έπιβάλλει μιά νέα συλλογική-αύτοκριτική συζήτηση-άνάλυση τών κατευθύνσεων άκόμη καί τών πιό φαινομενικά έτερόκλητων έπιστημών. Μιάς κρι τικής πού ό κοινωνικός άνθρωπολόγος, αυτός «ό άστρονόμος τών άνθρώπινων γαλαξιών» -σύμφωνα μέ τήν ποιητική τού Levi Straussόδηγείται, μέσα άπό τή μελέτη τού αιώνιου τρομακτικού φυτού πού λέγεται έξουσία, στόν «ενσαρκωμέ νο λόγο, δηλαδή στήν έπανάσταση, τή συντονισμένη έξέγερση άνδρών καί γυναικών άποφασισμένων νά κατακτήσουν τήν ισότητα καί τήν έλευθερία τους» (σελ. 409). 'Οδη γείται στή γνώση δμως ταυτόχρονα δτι: «θά άποτελούσε πλάνη τό νά ύποστηρίξει δτι τό πέρασμα στό σοσιαλισμό, δηλαδή ή κατάλυση τής έμπορευματικής καπιταλιστι κής τάξης καί ή άναδιοργάνωστ τής κοινωνίας μέ βάση τίς άρχές τοϋ κοινοτικού βίου, θά μεταβάλει, αύτόματα, τή θανατοπραξία τής δυτικής κοινωνίας. Τό άνθρώπινο είδος έχει μακραίωνη ιστορία, κά θε νέα έπανάσταση, έστω καί σο σιαλιστική, έρχεται νά έγγράφει σ’ αύτό τό αυτόνομο πολιτισμικό πε δίο πού τό άπορροφά, άλλά καί, ταυτόχρονα, όφείλει νά τό κατα κερματίζει, νά τό μετασχηματίζει, κοντολογίς, νά τό έπαναστατικοποιεϊ κι αύτό» (σελ. 39). Έδώ θά μπορούσε νά κλείσει αύτή ή βιβλιοκριτική παρουσία. 'Υπάρ χει δμως κάτι πού πρέπει άκόμα νά ειπωθεί. Δυστυχώς, γιά μιά άκόμη φορά, ή έπαφή μέ τόν ένσαρκωμένο λόγο τού Ζίγκλερ δέν γίνεται μέ τή μετα φραστική προσοχή καί έξειδίκευση, ούτε κύρια μέ τό σεβασμό, τή σοβαρότητα καί τήν εύθύνη πού άπαιτεϊ ή έπιμέλεια μιάς έκδοσης τόσο ένδιαφέρουσας καί τεχνικά άψογης, ή όποια μάλιστα άπευθύνεται σ’ ένα άναγνωστικό κοινό ποιοτικά άνεβασμένο. Τό πρόβλη μα πού θίγουμε, βέβαια, είναι γε γονός δτι άφορά εύρύτερα τίς με ταφράσεις -πολλές δέ φορές δχι μόνο αύτές- τοϋ κοινωνικοπολιτικοΰ βιβλίου καί είναι πρωταρχικά πρόβλημα όρολογιακής-πειθαρχίας, τών σχετικά νέων, γιά τή νεοελληνική γλωσσική έκφραση, κοινωνικών έπιστημών.
οδηγος/49 Έτσι άκόμη καί στις πιό στρωτές μεταφράσεις -ή παρούσα είναι μιά άπ’ αύτές- ό μεταφραστής, άλλά βασικά ό έπιμελητής τής έκδοσης, όταν υπάρχει, διαλέγεται μόνο μέ βάση τή γνώση τής γλώσσας άπό τήν όποια γίνεται ή μετάφραση καί δχι καί τή γνώση τού έπιστημονικοϋ άντικείμενου. ’Αποτέλεσμα, λέξεις τερατουργήματα, φράσεις χωρίς νόημα, συνήθως άνακατεμένες καί μ’ ένα ιδιότυπο λογιοτατισμό της δημοτικής -δυστυχώς άπ’ δ,τι φαίνεται πολύ τής μόδας-, δπως: έκκοινωνισμός, έννοημάτωση, συγκρατική παρήχηση, συγκρατική μορφή κοινωνικότητας, έμμενή ύπαρξη, άτρεπτη περιοχή, έμμεσοποίηση, θανατοκράτης, θεο κράτης, θανατοπραξία, διαδημοτι
κός κύκλος, βρίζοντας βορείου σέλαος, γεγονότητα πού άρχίζει σή μερα στό πεδίο τού γνώσιμου... κ.ά., πού δυσχεραίνουν τήν πρόσ βαση στόν καθαρό λόγο τού Ζίγκλερ -μέ τήν ευκαιρία, καί σ’ αύτή τήν έκδοση, δπως καί σέ τόσες άλ λες, δέν άναφέρεται, δπως θά ’πρεπε, ό τίτλος τοϋ πρωτότυπουπροσβάλλοντας μαζί καί τή γλωσ σική αντίληψη τοϋ άναγνώστη. Πάντως, οί άτέλειες αύτές δέν εί ναι άποτρεπτικές τής άνάγνωσης αύτοΰ τοϋ πραγματικά ένδιαφέροντος βιβλίου. ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ * Βλέπε βιβλιοκριτική μας στό «Διαβά ζω» τεύχος 32, αελ. 69, γιά ένα άλλο έρ γο τον ίδιου συγγραφέα, τό « Ή ’Αφρι κή στό στόχαστρο».
ποϋ βρίσκεται ό λαβύρινθος τοϋ ποιητή Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Φ Ο Ρ Ο Υ ΛΙΟ Ν ΤΑΚ Η : Ό μινώ ταυρος μετακομίζει. Ποιήμα τα. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 45.
'Ο λαβύρινθος ενός ποιητή δέν έχει τόπο. Ό λαβύρινθος είναι μέρος τού σώματος τοϋ ποιητή, μέρος τής ψυχής του, ή καλύτερα τό ίδιο του τό σώμα καί ή ίδια του ή ψυχή. 'Όταν μετακομίζει ό ποιητής-λαβύρινθος, μετακομίζει καί ή ζωή τού λαβύρινθου, ό μι νώταυρος. Δύο ένότητες ποιημάτων, τό «Χά σμα» καί ό «Χάνδαξ», συμπάσχουν μέ τή «μετακόμιση» τοϋ ποιητή άπό τίς έγγραφές-μνήμες τής έπαρχιακής πόλης στίς άναδρομικές έγγραφές τής πρωτεύουσας. Καί είναι άναδρομικές εγγραφές αύτές πού άκολουθούν, γιατί δλα γράφτηκαν
τότε, καί τό παιχνίδι τότε παίχτη κε, στήν πρώτη εφηβική νιότη. Τό τε πού, δπως γράφει ό Χρ. Λιοντάκης στόν «Κήπο εφηβικό» (τό πρώ το ποίημα τοϋ βιβλίου): «χώμα καί φυτά δλα μέ γεύση σάρκας / τό πρώτο σπέρμα τινάζεται στό δυό σμο» γιά νά καταλήξει (στό τελευ-
είναι άξιόλογη καί ή συνέχισή της ίσως καταφέρει δ,τι δέν πετυχαίνεται τώρα.
ΒΑ ΣΙΛ Η Λ Α Μ Ν ΑΤ Ο Υ: Ο ί μήνες στην άγροτική καί ποιμενική ζωή τοϋ λα ο ύ μας. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 190.
ΣΠΑΝΙΖΟΥΝ δσο περνά ό καιρός τά άξιόλογα βιβλία λαογραφίας, ίσως επειδή τό ύλικό δέν «άνανεώνεται» άλλά μάλλον χάνεται μέ τό χρόνο καί τό μεγαλύτερό του μέρος έχει ήδη παρουσιαστεί. "Ομως, πάντα ύπάρχει ή δυνατότητα καί τής εύρεσης παρθένων στοιχείων τής παράδοσης καί τής συνδυαστικής παρουσίασης γνωστών, δπως άποδεικνύει τό βιβλίο αυτό τοϋ συγγραφέα, γνωστοΰ άπό άνάλογα προηγούμενα κείμενά του. Καί είναι τόσο σημαντικό τούτο τό βιβλίο, τώρα πού οί μήνες τής πόλης κυλάνε ίδιοι ό ένας πίσω άπ’ τόν άλλο...
ΓΙΑΝΝΗ ΞΑΝ ΘΟ ΥΛΗ: Ο ικογένεια Μπές-Βγές. Α θή να , Κάκτος, 1982. Σελ. 159.
ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ στά άκρα τό ιδιότυπο χιούμορ του ό Ξανθούλης σ’ αύτό τό νέο του βιβλίο βυθίζεται όλοκληρωτικά σέ καταστάσεις γκρανγκινιολικές, πού άγγίζουν τό επίπεδο τοϋ σουρεαλισμού. Θάνατοι παρά-λογοι, τό καθημερινά φάσμα τού «κακού» πίσω άπ’ τά λόγια καί τίς άπίθανες καταστάσεις, μιά άστυνομική ύφή άντιστρέφούσα τίς παραδεδεγμένες άρχές κάθε άστυνομικοΰ μυθιστορήματος, «μαύρου» ή «άσπρου». Κι δλα αύτά κάτω άπό έναν άπατηλό μανδύα μιάς οικογενειακής ιστορίας, πού θυμίζει άπερίγραπτα κάποια Κοκκινοσκουφίτσα νά τρώει μέ βουλιμία λύκους, λύκους, λύκους...
50/οδηγος
Χριστόφορος Λιοντάχης
ταϊο ποίημα): «Μυστικό μισό τής σελήνης / πού συνοψίζεις νοσταλ γία / σε ύδάτινους καθρέφτες». 'Ο ποιητής, ή έφηβεία, ή νοσταλ γία καί ό μινώταυρος. Ό ποιητής καί ό μινώταυρος, μαζί, άδιαίρετοι, άναπόσπαστοι, δχι τόσο άπό έπιλογή δσο άπό μιά κατ’ άνάγκην συναδέλφωση, μιά συναδέλφωση δηλαδή έπιβεβλημένη. Καί γιατί έπιβεβλημένη; Γιατί έκεϊ στόν «Χάνδακα» γράφει ό ποιητής: «Μ’ έναγκαλίζεται ό μινώταυρος / μάς είδανε μαζί πολλές φορές / μέ κυ νηγά / τόν κυνηγώ / ποικίλλουν οί φήμες». Γιατί ποιητής καί μινώταυρος βρίσκονται στό δρόμο πού συνδέει τούς δύο κόσμους -τόν Έ να καί τόν "Αλλο, τόν «πάνω» καί τόν «κάτω»-, πού δέν είναι άλλος άπό τόν άτέλειωτο βαθύ δρόμο τού λα βύρινθου, αύτόν πού κλείνει στίς παλινδρομές του τόν άνθρωπο μέ τό κεφάλι τού ταύρου, τό άνθρωποφάγο τέρας, τόν άνθρωπο-ζώο, τό νόθο γέννημα μιάς παράβασης.1 Αύτό τό μείγμα ζωώδους ελευθε ρίας καί άνθρώπινου περιορισμού Σημειώσεις: 1. Σύμφωνα μέ τή μυθολογία ό Μινώ ταυρος ήταν γιός τής Πασιφάης καί τον ώραίου ταύρον πού ό Ποσειδώνας έστειλε στόν άντρα της καί βασι λιά Μίνωα. Ή Πασιφάη έσμιξε μέ τόν ταύρο κλεισμένη στην ξύλινη άγελάόα πού ό Δαίδαλος ίπινόησε γι’ αύτήν. ’Αργότερα, μέ διαταγή τον Μίνωα, ό ίδιος ό Δαίδαλος κατα σκεύασε την κατοικία τον Μινώταυ ρον, τό λαβύρινθο. 2. «Είδαμε άκόμη σ’ είκονισμούς τού Λαβυρινθικού Μύθου τήν Κλωστή
μπορεί νά είναι τό «κακό» στίγμα τής ψυχής τού ποιητή, τό ίδιο τό άσυνείδητο, τόπος δημιουργίας άλλά καί καταστροφής. Σύμφωνα μέ τή μυθολογία, ό τό πος διαμονής τού μινώταυρου έχει τήν κυρά του. Ή ’Αριάδνη, ή «Δέ σποινα» τού κρητικοϋ λαβύρινθου, χάριν τού έρωτά της γιά τό Θησέα προδίδει τόν πατέρα της καί τήν έξουσία τού πατέρα της Μίνωα, γί νεται καθοδηγήτρια καί συνεργός στό φόνο τού μινώταυρου, καί φεύγει μέ τό νικητή Θησέα. Στό βι βλίο αύτό τού Χρ. Λιοντάκη γίνε ται μιά άντιστροφή, ίσως έρήμην του. Ό ποιητής είναι διπλός. Έ χει δύο ρόλους. ’Από τή μιά είναι ό Θησέας καί ή ’Αριάδνη μαζί. Ό Θησέας πα λεύει μέ τό μινώταυρο, ή ’Αριάδνη δίνει τό νήμα-όδηγό. 'Ωστόσο, αύ τό τό νήμα ξεκινά άπό τό σώμα της· καί αύτός πού θά τήν έρωτευθεί βρίσκεται μέσα σ’ έναν άλλο λαβύρινθο, περισσότερο όδυνηρό, πού είναι τό ίδιο τό σώμα τής ’Αριάδνης.2 Ά πό τήν άλλη, ό ποιητής είναι ό μινώταυρος πού εγκαταλείπει τό λαβύρινθο γιατί ό ίδιος γίνεται ά ν θρωπος λαβυρινθικός.
Καί οί δύο ρόλ,οι, τελικά, συμ πνέουν στήν κατάληξή τους, γιατί χάνονται στήν άβυσσο τού λαβύ ρινθου, στήν άβυσσο δηλαδή τής αιτίας τού ποιητή. Έ τσι ό ποιητής κερδίζει τό μινώταυρο, τό τίμημακίνδυνο γιά τήν άτέλειωτη τού βά θους όδό, κερδίζει τελικά τόν έαυτό του. Ό μινώταυρος μετακομίζει στήν Α θήνα, καί ή Α θήνα ένας άκόμη λαβύρινθος δπου: «Φανατισμένοι προβολείς / πάνω σέ δένδρα καί μνημεία / καθώς τό φώς / μετατοπί ζεται ή ειρωνεία / ξεχύνεται άπό τούς θάμνους / νικά ό φόβος / ψυ τής ’Αριάδνης νά ξεκινά δχι άπό τά χέρια της μά άπό τό κορμί της», γρά φει ό Π. Αεκατσάς ατό βιβλίο του «Ό λαβύρινθος» ( ’Α θήνα 1973): «Τό κορμί, μ ’ άλλα λόγια, τής ’Αριάδνης καί των όμοιων της είναι μέσα ατούς Λαβύρινθους άλλοι λαβύρινθοι κ’ έκεϊνα» (σελ. 55). ’Επίσης ό F. Nie tzsche, άπευθυνόμενος στήν ’Αριάδ νη μέσα άπό τά λόγια τού Διόνυσου, τής λέει: «’Α ριάδνη είσαι ένας λαβύ ρινθος: ό θησέας χάθηκε μέσα σου, δέν έχει πιά τό νήμα. Σέ τί λοιπόν τόν ώφέλησε τό δτι δέν κατασπαρά χτηκε άπό τό Μινώταυρο; Αύτό πού
χραίνεται ό ζήλος». Έδώ, ό λαβύρινθος είναι ή έξου σία, ό λαβύρινθος είναι ή άπαγόρευση, ό λαβύρινθος είναι ό φόβος, ή έγκατάλειψη, ό έρωτας, ό λαβύ ρινθος είναι ή παρανομία καί τά βρόμικα ξενοδοχεία, ή μοναδική άγκαλιά γιά τούς παράνομους έραστές: ■'«Κλέβοντας τόν ίλιγγο / ξε πλένεις τή συμμετοχή σου / καί σπέρματα παλίμψηστα ξενοδοχείΒαθύτατα ερωτικά τά ποιήματα τού Χρ. Λιοντάκη, μ’ έναν έρωτισμό ύπαινικτικό πάντα μέ τό στίγ μα τού φόβου-πόνου. Αναφέρω ένδεικτικά τά όκτώ μέρη τού «Ρό λου», ποίημα στό όποιο οί ποιητι κές ένότητες κορυφώνονται, γιατί έκτός άπό τήν εικαστική του δύνα μη, τό ρυθμό καί τήν άμεσότητα τής γραφής, γίνεται ό συνδετικός κρίκος τού ερωτισμού τής έξουσίας καί τού ύπόκοσμου. Στήν πρώτη συλλογή τού βιβλίου, «Τό χάσμα», ή έξουσία παίρνει τήν πρωτογενή της μορφή, βιωμένη κατ’ άρχήν καί κατ’ έξοχήν σωματικά: ή οικογε νειακή άπαγόρευση, τό παράνομο παιδικό-έφηβικό παιχνίδι, ό κρυ φός ένοχοποιητικός αύνανισμός. Ή πρώτη γνωριμία μέ τό σώμα, πού πάντα γίνεται μέ φόβο, γιατί: « Ό ήλιος πάντα άστυνομεύει / τούς κανόνες τού παιχνιδιού / άλλάζοντας τόν κήπο κάθε μεσημέ ρι». Χάσμα ή έφηβεία, «Τό χάσμα» έγινε ή άναδρομή της: ή μητέρα, ό πατέρας, ό ποιητής («κι έγώ μέσα στ’ άχυρα έψαχνα / αίμα έψαχνα νά βρώ») καί ή έπαρχιακή πόλη τής Κρήτης («στέρνα άνάμικτη όργασμό κι άρρώστιες»), ’Εκεί δπου ή έρωτική διέξοδος περιορίζεται, με ταμφιέζεται, μά κάποτε άνοίγεται: «Κάποτε συμβαίνουν καί τυχερά/ πού έξαντλούνται σέ λέξεις / καί πράξεις τής μιάς χρήσεως». τόν κατασπαράξει είναι χειρότερο άπό τό Μινώταυρο» (A. Kremer Marietti: «L‘ homme et ses labyrinthes» έκδ. 10/18, 1972, σελ. 7). 3. Τόν δρο «έξιδανίκευση» χρησιμοποιώ μέ τήν ψυχαναλυτική του σημασία, έτσι δπως ό Freud τόν είσήγαγε, δη λαδή ώς μετατροπή των ένορμητικών τάσεων (σεξουαλικών ή έπιθετικών) σέ πράξεις πού άποσκοποϋν στήν κοινωνική έπιόοκιμασία. Ώ ς έξιδανικευμένες πράξεις, άναφέρονται κυ ρίως οί καλλιτεχνικές έπιδόσεις καί ή διανοητική άναζήτηση.
οδηγος/51 Οί στίχοι τού Χρ. Λιοντάκη, άψογα επεξεργασμένοι, πυκνώνουν μιά είκονοφόρα γραφή, άμεση καί συνάμα Αφαιρετική. Ό αναγνώ στης γίνεται θεατής μιας συγκρατη μένης, «έξιδανικευμένης»3' Αγω νίας, που διατρέχει τό έργο σέ μιά έξελικτική πορεία, δσο τουλάχι στον άφορά τή χρονική της διάστα ση. "Οσον άφορά ωστόσο τή νοη
ματική της διάσταση, ή έξέλιξη εί ναι πρόσχημα, γιατί ό λαβύρινθος είναι πάντα αυτός πού ήταν. "Ενας καί ίδιος, προικισμένος παρ’ δλα αύτά μέ τήν ικανότητα τής πολυπροσωπίας, καί γι’ αύτό τού ξεγετ λάσματος. ΜΙΝΑ ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟ Υ
εικόνα μιας άλλης, άγνωστης Γαλλίας ΡΟ ΖΕ ΒΑΓΙΑΝ: Μπώ-Μάσκ. (Τό όμορφόπαιόο). Π ρόλογος κα ί με τάφραση Παύλου Τσιώμη. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 399.
Ό Ροζέ Βάγιάν (1907-65) είναι ένας άπό τούς σημαντικότερους έκπρόσωπους τού ρεαλιστικού μυθιστορήματος τής μεταπολεμικής Γαλλίας. "Οπως πολλοί άλλοι διανοούμενοι καί καλλιτέχνες τής γενιάς του, πέρασε στή ζωή του πολλές φάσεις, γιατί ό Ανήσυχος χαρακτήρας του τόν εμπόδιζε νά ένταχθεϊ οριστικά σ’ ένα συγκε κριμένο πολιτικό ή καλλιτεχνικό κίνημα. Προσχώρησε Αρχικά στόν υπερ ρεαλισμό, πού Αργότερα έγκατέλειψε. Πήρε μέρος στήν Αντίσταση έναντίον των Γερμανών μέσα άπό ντεγκωλική οργάνωση. "Υστερα, τό 1952, έγινε μέλος τού γαλλικού ΚΚ, πού κι αυτό δμως τόν Απογοήτευσε καί τό 1956, μέ Αφορμή τά γεγονό τα τής Ούγγαρίας, άποχώρησε άπ’ τό κόμμα κι άπό τότε έπαψε ν’ άσχολεΐται μέ τήν πολιτική. ’Επαγγελματικά, στράφηκε πρώ τα στή δημοσιογραφία, επάγγελμα πού διατήρησε σ’ δλη του τή ζωή, παράλληλα; μέ τή συγγραφή βι βλίων. Τό «Μπώ-Μάσκ»’(1954) άνήκει στή μαρξιστική του περίοδο, όπου τά κοινωνικά προβλήματα τής έπ:οχής του τόν Απασχολούν σε πρώτο πλάνο. Είναι ή ιστορία μιας Απερ γίας, σέ μιά κλωστοϋφαντουργία
τού Κλουζό, μικρής πόλης κοντά στή Λυών, τή δεκαετία τού ’50. Μέσα άπό μιά καθαρά μυθιστο ρηματική πλοκή, διαγράφεται Α δρά ή σύγκρουση τού Αμερικάνι κου κεφάλαιου, πού διεισδύει εκεί νη τήν εποχή στήν ευρωπαϊκή Αγο ρά, μέ τό ντόπιο πού Αντιστέκεται. Οΐ Αμερικανοί μέτοχοι τής ύφαντουργίας θέλουν νά έκσυγχρονίσουν τό εργοστάσιο, πράμα πού Απότελεΐ Απειλή γιά τούς γάλλους έργάτες, πού κινδυνεύουν νά μεί νουν άνεργοι. Τά πρόσωπα τού έργου Ανήκουν σ’ δλες τίς κοινωνικές τάξεις. Κεν τρική μορφή είναι ωστόσο ή μαχη τική έργάτρια Πιερρέτ Άμάμπλ, πού & \ πολιτικά εκφράζει τούς άγονες'κ άί τά» όνειρα τής εργατι κής ντά ξ|ς,; σάν γυναίκα Αντιπρο σωπεύει έναν τύπο έξω Απ’ τά πρό-
Ε. Γ. ΑΣΛΑΝΙΔΗ: Ό διαμελισμός. ‘Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 61.
ΝΑ άλλη μιά πολύ ένδιαφέρουσα περίπτωση στόν πλούσιο ποσοτικά καί φτωχό ποιοτικά χώρο τής νεότερης έλληνικής ποίησης. Διαβάζοντας τά ποιήματα τού Άσλανίδη νιώθει ό Αναγνώστης πίσω τους τήν ύπαρξη ενός προσωπικού μύθου πού κατευθύνει τή γραφή. Τό κάθε ένα, αυτεξούσιο, είναι παράλληλα κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου, ιδεολογικού καί ψυχολογικού προβληματισμού, θεώρησης, έκφρασης. Κι ό λόγος, κοφτός καί συγκεκριμένος, ξεπερνά τή φραστική σύγχυση γιά νά όδηγήσει συνειδητά στήν Αμφιταλάντευση, τήν ύπαρξιακή Αμφιβολία καί τήν Αβεβαιότητα τής ζωής καί τών σχέσεων.
ΧΕ ΡΜ ΑΝ ΕΣΣΕ: Κάτω άπό τή ρόδα. Μετ. Σταύρον Καμπουρίδη. ’Αθήνα, Σ. I. Ζαχαρόπονλος, 1982. Σελ. 222.
ΑΛΛΟ ένα μυθιστόρημα τού νομπελίστα Έσσε στά ελληνικά. Καί μάλιστα άπό τά πιό ένδιαφέροντα, Αφού δέν είναι χαμένο σέ ενατενίσεις ή ρομαντικούς συμβολισμούς, Αλλά μεταφέρει μεταμφιεσμένα τά βιώματα τού συγγραφέα Αίίό τή νεανική του ζωή, Αγγίζοντας συγχρόνως καίρια θεματολογία: τό σχολείο καί τή σχέσή μαθητή-δάσκαλου καί μαθητή-γνώσης (σχέση άμφίδρομη καί πολύμορφα έξαρτημένη). Καί, παράλληλα, κάτω άπό τό ότόρυ, παρουσιάζεται ένας Ακόμη νεανικός κόσμος: ό τρόπος δημιουργίας τής «παιδικής φιλίας», πού άτέοτελεϊ έναν Απ’ τούς πιό ισχυρούς μικροκοινωνίκρύς δεσμούς.
(
52/οδηγος
τυπα τής ηθικής τής «καλής κομου νίστριας». Γιατί ή Πιερρέτ, έκτός τοϋ δτι είναι μιά συνειδητοποιημέ νη συνδικαλίστρια, γραμματέας τής Ένωσης Συνδικάτων τοϋ Κλουζό τής Γενικής Συνομοσπονδίας Ε ρ γατών καί μέλος τής γραμματείας τής τοπικής όργάνωσης τοϋ γαλλι κού ΚΚ, έχει τά έξής χαρακτηρι στικά: είναι νεότατη, χωρισμένη άπό δική της πρωτοβουλία κι έχει ένα παιδί πού τό μεγαλώνουν οί θείοι της σ’ ένα κοντινό χωριό, τό Γκράν-ό-Βέν. Σεμνή, έργατική, άφοσιωμένη στόν άγώνα, άποτελεΐ ήγετική φυ σιογνωμία τοϋ τόπου της, πού τήν τρέμουν άκόμα κι οί διευθυντές τοϋ έργοστασίου. ’Επειδή ξέρει νά έπιβάλλεται ατούς συντρόφους της. ’Επειδή έκείνη ύποκινεϊ τίς άπεργίες, διεκδικεϊ δικαιώματα, στηρί ζει τό ήθικό τών άλλων έργατών στις δύσκολες στιγμές. Δέν θά χάσει τό κύρος της άκόμα κι δταν θά συνδεθεί μέ τόν ΜπώΜάσκ καί θά συζήσει μαζί του. Ό Μπώ-Μάσκ έχει κι αύτός μεγάλο ένδιαφέρον σάν πρόσωπο. Είναι ’Ιταλός, δχι άκριβώς ώραϊος, δπως ύποδηλώνει τ’ όνομά του, άλλά πο λύ άρρενωπός καί μέ μεγάλες έπιτυχίες στίς γυναίκες. Ή ζωή του είναι «βίος καί πολιτεία». Μετά άπό άναρίθμητες περιπέτειες έχει καταλήξει στό Κλουζό, δπου έκτελεί χρέη γαλατά, κάνοντας πα ράλληλα κι άλλα θελήματα. Παράλληλα δμως μέ τήν έρωτική ιστορία τής Πιερρέτ καί τοϋ ΜπώΜάσκ, πού τό κορύφωμά της καί ή πτώση της δίνονται μέ πολλή τέχνη
άπ’ τό Βάγιάν (ιδιαίτερα ή σταδια κή άλλοίωση τοϋ χαρακτήρα τοϋ Μπώ-Μάσκ, πού δέν θά μπορέσει νά σταθεί πλάι στή δυναμική Πιερρέτ), παρακολουθούμε καί τόν έρωτα τοϋ Φιλίπ Λετουρνώ γιά τήν ωραία Πιερρέτ. Ό Φιλίπ, γιός τών άφεντικών, έκτελεί χρέη διευθυντή προσωπικού στό έργοστάσιο, γιά νά έξασκηθεί γιρ τά, μελλοντικά καθήκοντά του. Ό έρωτας αύτός, πού θά σταθεί μοιραίος γιά τή ζωή του, θά τόν κάνει νά πάρει τό μέ ρος τών έργατών, άρκετά έπιφανειακά καί σέ συνδυασμό μ’ ένα γε νικότερο ζεμανφουτισμό καί άηδία πού νιώθει γιά τήν τάξη του. Έτσι, ό Βάγιάν βάζει τό νεαρό κληρονό μο νά λέει στούς έργάτες δτι «ή πε ριουσία μας δημιουργήθηκε άπ’ τήν κλεψιά, τήν έκμετάλλευση τών παιδιών, τήν έκμετάλλευση τοϋ τύ φου, τήν άνελέητη έκμηδένιση τών άνταγωνιστών, τήν οικογενειακή προδοσία». Γύρω άπ’ τόν Φιλίπ κινούνται διάφορα πρόσωπα τής μεγαλοαστι κής τάξης τής γαλλικής έπαρχίας, πού έρχονται νά τονίσουν τή σαπί λα καί τή διαφθορά αύτής τής τά ξης: ή τρομερή κι άδίστακτη μητέ ρα του, ή έκκεντρική έτεροθαλής άδελφή του, πού τό ’χει ρίξει στό πιοτό, ή φτωχή ξαδέρφη πού ’χει πουλήσει κάθε άξιοπρέπεια γιά λί γα χρήματα... Αύτά τά άτομα δέν διστάζουν μπροστά σέ τίποτα προκειμένου νά ικανοποιήσουν τά πά θη τους, πού είναι τό χρήμα ή τό σέξ, άκόμα καί μεταξύ τους. ’Ανάμεσα στή διεφθαρμένη άστική τάξη καί τήν έλπιδοφόρα έργατιά, ό Βάγιάν σκιαγραφεί -στά
ΜΕΒίζοπουα .36 59
ΦΕΙΑΙΟΥ 14-16 Α3ΗΝΑ
τηλ οοο
ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ^ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ^ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜ
πρόσωπα τής Ραιμόντ Μίνιό καί τής κόρης τού Νομπλέ- μιά άλφα μικροαστική τάξη, πού περιφρονεί τούς όμοιους της καί προσπαθεί μέ κάθε τρόπο «ν’ άνέβει». Μήν μπο ρώντας νά γίνει άποδεκτή άπ’ τούς άστούς, παραμένει στό περιθώριο τής μικρής κοινωνίας, μέ έπιμονή καί πείσμα, κι άς έχει γιά άντίβαρο τή μοναξιά. Αύτές είναι οί βασικές γραμμές τοϋ βιβλίου, πού άνεξάρτητα άπ’ τό πολιτικό καί κοινωνικό του πλαίσιο, διαβάζεται ευχάριστα καί σάν μυθιστόρημα. Έ να μυθιστόρη μα δροσερό κι αισιόδοξο. Γιατί οί προεκτάσεις κι οί συμβολισμοί του μπορούν σήμερα νά φανούν κάπως άπλοϊκοί, δπως θά φαίνονταν ίσως καί στόν ίδιο τόν Βάγιάν, άν ζούσε. Τό έργο του αύτό άποτελεΐ κα θρέφτη μιας συγκεκριμένης φάσης τής ζωής του καί δσα άκολούθησαν είχαν έντελώς διαφορετικές κατευ θύνσεις. Πολύ σημαντικό παραμένει δτι μέσα άπ’ τό μυθιστόρημα βλέπουμε τήν εικόνα μιας άλλης Γαλλίας, πού είναι έλάχιστα γνωστή στό ελ ληνικό κοινό. Είναι ή Γαλλία τής έπαρχίας, τής βιομηχανίας, τών έργατικών κινητοποιήσεων... Μιά Γαλλία, έξω άπ’ τό Παρίσι, πού σπάνια περιγράφεται στή νεότερη πεζογραφία καί πού άξίζει νά γνω ρίσουμε. Καί μόνο γι’ αύτό τό λόγο είναι άξιέπαινη ή πρωτοβουλία αύτής τής έκδοσης άπ’ τόν «Κέδρο», δπως άλλωστε καί ή καλή μετά φραση τού Παύλου Τσιώμη. ΚΑΡΙΝΑ ΛΑΜΨΑ
ΊΒ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ
οδηγος/53
άπό τό έσχατο σημείο τής άπελπισίας στην ώριμότητα ΑΛ Μ Π ΕΡ Τ Ο Μ ΟΡΑΒΙΑ: Ή χωριάτισσα. Μετ. ’Αριστείδη Καντά κ α ί Πόπης Σκαφίδα-Καντά. ’Επι μέλεια: Ντάνν Πιέρρου. ’Α θήνα, Όόυσσέας, 1982. Σελ. 340.
«Οί συγγραφείς θά ’πρεπε νά καταλάβουν πώς κάθε καλλιτέχνης άντάξιος αυτού τού όνόματος έχει μόνο ένα περιορισμένο άριθμό πραγμάτων άληθινά αυθεντικών καί πρωτότυπων γιά νά πει καί πώς αυτός ό περιορισμός είναι ή πιό σίγουρη έγγύηση τής άξίας του σάν καλλιτέχνη. Οί μέτριοι καλλιτέχνες όμως δίνουν τήν έντύπωση πώς έχουν νά πουν πάμπολλα πράγματα· μά όλα στερημένα αυθεντικότητας καί ουσίας.» Λόγια τού Μοράβια, ένός συγγρα φέα πού τά πίστεψε καί τά έφάρμοσε σέ δλη την πολύχρονη καί πλούσια συγγραφική καριέρα του. ’Από τούς πιό γνωστούς στό έξωτερικό, πιό μεταφρασμένους καί πιό άγαπημενους συγγραφείς τής ’Ιταλίας, ό Alberto Pincherle έγινε διάσημος στό λογοτεχνικό κό σμο μέ τό έπώνυμο τής μητέρας του. Γεννήθηκε στή Ρώμη τό 1907 άπό πατέρα Βενετό. Στή διάρκεια τής έφηβείας του μιά σοβαρή άρρώστια τόν κράτησε σέ μακριά άπομόνωση καί τόν άνάγκασε νά στοχαστεί καί νά μελετήσει πολύ. Σ’ αύτήν ίσως όφείλουμε κι όφείλει τόν άνελέητο ρεαλισμό, τό σαρκα στικό πνεύμα πού χαρακτηρίζει τό έργο του καί τή μανία τής λεπτομέ ρειας μέ τήν όποια ένας άπομονωμένος άρρωστος έμαθε νώ παρατη ρεί καί ν’ άναλύει τά πάντα. “Αρχισε νά δουλεύει σά δημόσιό-
γράφος στό περιοδικό «Novecento» τού Bontempelli, καί στά 22 του μόλις χρόνια έγραψε τό πολυσυζη τημένο μυθιστόρημα «Οΐ άδιάφοροι», μέ τόν σκληρό χωρίς προκα ταλήψεις ρεαλισμό του -τότε άκόμα ένας νεοτερισμός- πού σήκωσε έντονες πολεμικές έναντίον του καί τού χάρισε μιά πλατιά φήμη. ’Αργότερα ταξίδεψε πολύ καί δούλεψε στίς εφημερίδες «La Stampa», «La Gazetta del Popolo», «Corriere della Sera» καί τό περιο δικό «Espresso», δπου έκανε κινη ματογραφικές κριτικές. Τό 1953 βγάζει μέ τόν Pier-Paolo Pasolini καί τόν Siciliani τό λογοτε χνικό περιοδικό «Nuovi Argomenti» (Νέα Θέματα). Έγραψε πολλά μυθιστορήματα δπως: «Ω ραία ζωή», «Τά όνειρα τού τεμπέλη», «Agostino», τό πολύ γνωστό «Ή Ρωμαία», « Ό κομφορμίστας», «Ή πλήξη», «’Εσωτερική
ΚΩ ΣΤΑ Π ΑΠΑ ΪΩ ΑΝ Ν Ο Υ: Ή Ιστορία τής κυρίας « Ο ν»... ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 112.
ΣΑΝ «άστικό μυθιστόρημα» καλύπτει τό βιβλίο τήν ιστορία τής Δεξιάς. Φαιδρές οικογενειακές καταστάσεις μισού αιώνα άντιστοιχοΰν άπόλυτα μέ τά πολιτικά γεγονότα, έτσι ώστε εύκολα καταλαβαίνει κανείς ποιός είναι ό Κώστας, ή κυρά Εκάβη καί ό βασιλικός σύζυγός της Παύλος, ό έκδοτης Σκύρου... Ή άντιστοιχία είναι πραγματικά γοητευτική, άλλά τό γράψιμο δέν βρίσκεται πάντα στό έπίπεδό της, λές καί κάπου κάπου τό χιούμορ υποχωρεί μπρός στήν άνάγκη τής σαφέστερης υποδήλωσης τής πολιτικής άντιστοιχίας. ΓΑ ΛΑΤ Ε ΙΑΣ ΣΑΡΑΠΤΗ: Ε λένη . ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 133.
ΣΤΑ διηγήματα τούτης τής συλλογής γίνεται άμέσως φανερή ή «τεχνική», θά ’λεγε κανείς, μαεστρία τής συγγραφέως. Τό ύλικό, λέξεις-φράσεις-νοήματα, εΰπλαστο στά χέρια της. Καί δσο κι άν ό τρόπος, τό ύφος, μοιάζει νά άκολουθεϊ σέ πρώτο έπίπεδο τό στύλ τού διηγήματος τού ’50, πίσω άπό τήν καλλιέπεια καί τή ρέουσα συνέχεια διακρίνεται ή έξέλιξη, καί σέ σχέση μέ τήν έπιλογή τών ειδικών στιγμών (οί όποιες άποτελοΰν τό θέμα κάθε διηγήματος) καί σέ σχέση μέ τήν όπτική γωνία άνάπτυξής τους. ΠΩ Λ ΝΟΡ: Μ ίμης ό ’Α μίμητος. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 234.
ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ τού λογοπαιγνίου ό Πώλ Νόρ. Καί άκριβώς
54/οδηγος
ζωή» καί άλλα, καθώς καί ποίηση, δοκίμιο καί θέατρο. "Ολα σχεδόν γραμμένα μέ τό δημοσιογραφικό, ταπεινό καί ξερό ϋφος τού χρονι κογράφου, πού δμως έχει άμεσο άποτέλεσμα στόν άναγνώστη, δη μιουργώντας του ισχυρό σόκ. "Ετσι καί «Ή χωριάτισσα», ένα άπό τά πιό άγνωστα ίσως έργα του, κυλά μ’ έναν ιδιαίτερα άργό, βασα νιστικό ρυθμό πού δέ μειώνει δμως τό ενδιαφέρον τού άναγνώστη. Στούς τελευταίους καί πιό κρίσι μους μήνες τού Β' Παγκοσμίου Πο λέμου έξελίσσεται αύτό τό μυθιστό ρημα, πού γράφτηκε τό 1957. Έδώ ό Μοραβία Αφήνει τό τόσο γνώριμο άστικό ή μικροαστικό πε ριβάλλον καί μεταφέρεται στόν κό σμο μιας καλοστεκούμενης σαραντάρας έμπόρισσας τής Ρώμης πού κατάγεται άπό κάποιο χωριό κι άποφασίζει, δταν ή ζωή έκεϊ γίνε ται Αμφίβολη, νά πάει γιά «λίγες μέρες» στούς γονείς της, ώσπου νά τελειώσει ό πόλεμος, μαζί μέ τή 18χρονη κόρη της. Περιγράφει τήν περιπετειώδη καί δύσκολη πορεία τών δύο γυναικών, πού, γιά νά φύ γουν άπό τήν έπικίνδυνη πιά Ρώ μη, βαδίζουν άνήξερες στήν καρ διά τοΰ κινδύνου, περιπλανώνται γιά μήνες καί μήνες ώσπου νά φτά σουν στά άδυτα τοΰ πόνου, κι έτσι άπό τήν άγνοια στή γνώση. "Εχον τας περάσει δλα τά προηγούμενα χρόνια τού πολέμου στήν άμέριμνη άσυνειδησία τους, μιά καί τίποτα δέν τίς άνάγκαζε νά σκεφτοΰν, βρί σκονται τώρα άντιμέτωπες μέ τή φτώχεια, τήν κλεψιά, τό φόβο, τήν προδοσία. Οΐ άνθρωποι, έντρομοι καί πεινασμένοι, δέ διστάζουν πιά μπρος σέ τίποτα, καί μέσα στή σύγ χυσή τους, τό μόνο σαφές αίσθημα πού νιώθουν είναι εκείνο τοΰ συμ
φέροντος καί τής προσωρινής τους άσφάλειας. Μάνα καί κόρη Αναγκάζονται νά Αντιμετωπίσουν τήν άδιαφορία, τήν κοροϊδία, τήν εκμετάλλευση, τή σκληρότητα, τή βία, ώσπου νά φτάσουν στό έσχατο σημείο τής Απελπισίας κι άπό κεϊ στήν ωριμό τητα. Μιά ωριμότητα παράξενη, Αλήθεια, κυνική καί σκληρή, μιά καί ή ήρεμη γαλήνη τίς εγκαταλεί πει μέσα άπό τό φόβο, τή στέρηση, τόν κίνδυνο, γιά νά δώσει τή θέση της στή συνείδηση τής έλευθερίας, τήν πίκρα, τό μίσος. «Κι αυτή ή έκρηξη μοϋ προξενούσε μιά βαθιά χαρά· καταλάβαινα πώς αυτή ή χα ρά δέν ήταν καλή γιατί ήταν χαρά μίσους, Αλλά δέν μπορούσα νά κά νω διαφορετικά», λέει κάπου ή μη τέρα χαρακτηριστικά. Τά πρόσωπα τοΰ έργου χαρακτη ρίζονται άπό τήν ήθική νωθρότητα, τήν παθητικότητα καί τό έντο νο ένδιαφέρον τους γιά τήν υλική πλευρά τής ζωής μέσα στήν άμφί βολη καί περιπεπλεγμένή Ατμό σφαιρα, ένώ ή δύσπιστη παράθεση τών γεγονότων θυμίζει τό ϋφος ένός βιολόγου μέ ήθική χωρίς ίδεαλιστική δύναμη, έτσι πού ή Ανά γνωση προκαλεϊ κάποια αισθητή ένόχληση. Ό διάλογος, άντί νά πλησιάσει τά πρόσωπα τ’ άπομακρύνει καί δημιουργεί άδιαπέραστο κενό άνάμεσά τους, ένώ αύτό πού τά συν δέει είναι ό έσωτερικός μονόλογος τής χωριάτισσας πού άφηγεϊται τίς σκληρές περιπέτειες. Ή άσπλαχνη μαεστρία τού συγ γραφέα γεμίζει τίς σελίδες άπό πράγματα πού δέν ειπώθηκαν κι άπό μιά Ανησυχητικά τεταμένη κα τάσταση κι Ακίνητη συγχρόνως πού υπονοεί κάποια ελπίδα Απομακρυ σμένη πού δέ φαίνεται δμως πολύ πιθανή. Χωρίς προκαταλήψεις «μετα φράζει» σοφά τή ζωή μέσα άπό τά Ασήμαντα πρόσωπα τής έπαρχίας, τής άγοράς, τοΰ χωριού μέ τά μι κρά συνηθισμένα έλαττώματα κι Αρετές, πού δμως δ πόλεμος τούς δίνει διαστάσεις Αφάνταστες -κό σμος Απλός πού ένεργεΐ άπό ένστι κτο κι άπό μιά ήθική παράλογη μά πρακτική κι αύθόρμητη, πού τώρα δμως έχει σκληρύνει λόγω τών συν-. θηκών. Ό συγγραφέας δμως ζωγραφίζει καί δέν κρίνει, άν καί μέ τήν Αθέ λητη ειρωνεία του προτρέπει, σαρ κάζοντας τίς μάταιες κι έγωιστικές
Ανθρώπινες έπιθυμίες. Ή διήγηση είναι παγωμένη κι Απόμακρη, μ’ έναν άδιόρατο αι σθησιασμό, χωρίς άλματα καί δο νήσεις άκόμα καί στίς πιό δραματι κές σκηνές πού ζούν οί δύο ήρωίδες του. Λέει ή μητέρα σέ μιά πραγματικά κρίσιμη στιγμή: «Ήμουν σέ μιά κατάσταση παρά ξενη σάν κάποιον πού παρά τό δτι βρίσκεται σ’ έναν ιερό χώρο δέν έχει διάθεση νά προσευχηθεί... Εί χα έλπίσει πώς θά ξανάβρισκα τόν τόπο πού γεννήθηκα, τόν κόσμο πού είχα μεγαλώσει άνάμεσά του κι ίσως άκόμα καί τούς γονείς μου. ’Αλλά δέ βρήκα παρά στάχτες: δλοι είχαν φύγει· μπορεί καί ή ίδια ή Παναγία Αποκαρδιωμένη άπό τήν εικόνα της πού είχε χαλάσει καί στραβώσει». ”Αν δμως προχωρήσει κανείς πιό βαθιά, Ανακαλύπτει πώς ή τέχνη του, παρά τό γυμνό καί σκληρό ρεαλισμό, κινείται άπό Ανθρωπιά, οίκτο καί συμπάθεια γιά τίς Αν θρώπινες Αδυναμίες, έπιείκεια καί συγκατάβαση γιά τίς φιλοδοξίες πού διαλύονται πρίν άκόμα πά ρουν συγκεκριμένη μορφή, γιά τά όνειρα πού μέ τό ξύπνημα γίνονται έφιάλτες. Αυτή ή Απροσδόκητη κι άσπλα χνη πραγματικότητα ένεργεΐ σάν καταλύτης πάνω στίς δύο γυναίκες, πού Ανακαλύπτουν έτσι τήν Αλή θεια καί τόν έαυτό τους μέσα άπό τόν πόνο, δπως ό Λάζαρος μέσα άπό τό θάνατο βρήκε τήν Ανάστα ση. «Τώρα δμως, καταλάβαινα πώς ό Μικέλε είχε δίκιο· πώς γι’ Αρκετό καιρό ήμασταν νεκρές κι έμείς οί δύο, ή Ροζέτα κι έγώ, νεκρές, χω ρίς νά δείχνουμε τή συμπόνια πού πρέπει στούς άλλους καί τούς έαυτούς μας. ’Αλλά ό πόνος μάς είχε σώσει τήν τελευταία στιγμή. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, ή περικοπή τού Λαζάρου Αφορούσε κι έμάς, μιά καί, χάρη στόν πόνο, είχαμε βγει τελικά άπό τόν πόλεμο, πού μάς έκλεινε στόν τάφο τής Αδιαφο ρίας καί τής μοχθηρίας, κι είχαμε ξαναρχίσει νά πορευόμαστε στή ζωή μας, πού μπορεί νά ’ταν φτω χική, γεμάτη άγνοια καί λάθη, άλ λά παρ’ δλ’ αυτά ήταν ή δική μας ζωή κι ήταν αυτή πού όφείλαμε νά ζήσουμε, δπως θά ’λεγε σίγουρα κι ό Μικέλε, άν ήταν τώρα κοντά μας». ΕΛΕΝΗ ΚΟΡΟΝΤΖΗ
οδηγος/55
«στό υψηλότερο σημείο ή στήλη εσπασεν άπότομα» ΙΩ Α Ν Ν Ο Υ Σ ΥΚ Ο ΥΤΡΗ : Μελέται κ α ί άρθρα. Β ' έκδοση. Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, άριθ. 14. ’Αθή να, ’Εταιρεία Σ πονδώ ν Νεοελληνι κού Πολιτισμού κα ί Γενικής Π αι δείας I Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, 1982. Σελ. 654.
Πρέπει νά χαιρετιστεί άνεπιφΰλακτα ή πρωτοβουλία τής Ε τα ι ρείας Σπουδών Μωραίτη νά έπανεκδώσει τόν τόμο αυτό, πρωτοδημοσιευμένο τό 1956 καί άπό καιρό έξαντλημένο. Καί τούτο γιατί ό ’Ιωάννης Συκουτρής, παρά τό βραχύτατο διάστημα τής ζωής του (έζησε άπό τό 1901 ως τό 1937), πέτυχε νά σφραγίσει την έποχή του μέ την πληθωρική του προσωπικότητα καί ν’ άφήσει στους μεταγενέστερους έργο άπό κάθε άποψη θεμελιακό καί γόνιμο σέ προβλη ματισμού ς. Ό Συκουτρής γεννήθηκε άπό φτω χούς Χιώτες γονείς στή Σμύρνη τό 1901. Οί σπουδές του, άπό τήν Εύαγγελική Σχολή τής γενέτειράς του, τόν φέρνουν στή Φιλοσοφική ’Αθηνών καί στά πανεπιστήμια Λιψίας καί Βερολίνου. Διδάσκει άρχικά στό ιεροδιδασκαλείο τής Λάρ νακας Κύπρου καί κατόπιν ώς ύφηγητής στή Φιλοσοφική ’Αθη νών. ’Οργανώνει τήν «'Ελληνική Βιβλιοθήκη» τής ’Ακαδημίας ’Αθηνών, συνέχεια τής όμώνυμης τού Κοραή. Δημοσιεύει σέ έλληνικά καί γερμανικά περιοδικά περι σπούδαστες μελέτες γιά τήν έλληνική άρχαιότητα, τό Βυζάντιο καί τό νέο έλληνισμό. Συγκεντρώνει γύρω του άφοσιωμένους φίλους, άλλά καί βάλλεται χωρίς οίκτο άπό πο λυώνυμους εχθρούς. Αύτοχειριάζεται στόν Άκροκόρινθο, 21 Σεπτεμ βρίου 1937. Τόν θρηνούν σέ ποιή-
ματά τους ό Παλαμάς καί ό ΣικεΌ προκείμενος τόμος χωρίζεται σέ τρία μέρη: Τό πρώτο (σσ. 1176), περιλαμβάνει σκιαγραφία τής ζωής καί τού έργου τού Συκ., τά ποιήματα τού Παλαμά καί τού Σικελιανού, καθώς καί μελετήματα διαφόρων περί τού Συκ. καί τού έργου του. Τό δεύτερο (σσ. 77633), είναι επιλογή άπό τά πολυά ριθμα (πάνω άπό 200) δημοσιεύματά του, τών όποιων πλήρης κατά λογος υπάρχει στό τρίτο μέρος (σσ. 635-652). Τό δεύτερο μέρος είναι προφα νώς τό σημαντικότερο. Έδώ συγ κεντρώνονται μελέτες τού Συκ. πού άναφέρονται κυρίως, (α) σέ θεμε λιακά ζητήματα τής φιλολογικής έπιστήμης («Γραμματεία» σσ. 120127, «Γραμματολογία» 128-171, «Κριτική» 172-188, «Κριτικές έκδό-
έκατοντάδες παίγνια τών λέξεων, πού κατά καιρούς έγραψε, έχουν άνθολογηθεΐ σ’ αυτό τόν τόμο. "Αλλα ευθύβολα καί άλλα λιγότερο, δλα έχουν τή σπιρτάδα τής κρυμμένης ευφυΐας κι ένός παράδοξου μηχανισμού τού μυαλού, ό όποιος άποτελεϊται άπό μνήμη, δυνατότητα άμεσων συνδυασμών, άπόλυτη εξουσία στόν προφορικό λόγο καί αίσθηση τού παράδοξου χιούμορ. Καί διαβάζονται -τουλάχιστον οί περισσότερες άπ’ αυτές τίς εύθυμες μινιατούρες- μέ πραγματική άπόλαυση.
Τ Ζ Α Κ Λ Ο Ν Τ Ο Ν : Μέ τούς πειρατές τον Α γ ιο ν Φραγκίσκου. Μετ. Θ. Δ. Φραγκόπουλου. ’Αθήνα, Σ. I. Ζαχαρόπονλος, 1982. Σελ. 164.
ΠΛΕΟΝΤΑΣ μέσα στόν κόσμο τών περιπετειών, ό Τζάκ Λόντον (πού ξανάρθε στήν έλληνική έκδοτική έπιφάνεια τά τελευταία χρόνια), ζωγράφισε ένστικτώδικα μέ τά μυθιστορήματα καί τά διηγήματά του μόνιμες συγκρούσεις, όπως ό πρωτογονισμός μέ τήν καλλιέργεια ή ή πλουτοθηρία μέ τήν ισότητα. Κάπου άνάμεσα σ’ αύτές τίς συγκρούσεις, λοιπόν, βρίσκονται καί οί «Πειρατές» (πραγματικός τίτλος «Ή κρουαζιέρα τού Ντάζλερ» -όνομα πλοιαρίου), μέ τή γοητευτική έξιστόρηση τής περιπέτειας ένός πλουσιόπαιδου στόν ύπόκοσμο τού Σάν Φραντζίσκο, πού δίνεται σέ υποδειγματική γιά τό είδος μετάφραση.
56/οδηγος
Ιωάννης Συκοντρής
σεις νεοελληνικών λογοτεχνημά των» 420-435, «Ή βιβλιογραφία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας» 319328, «Βιβλιοκρισία τού έργου τού Γ. Άποστολάκη, “Τά Δημοτικά τραγούδια Α '”» (189-202), μελέτες -πρέπει άμέσως νά λεχθεί- πού συνιστοϋν άναγκαϊα (ένίοτε τά άναγκαϊα) στηρίγματα τοϋ έλληνα φιλολόγου νά προσπελάσει τίς γραμματειακές τούτες περιοχές· (β) στήν έρμηνεία τοϋ φιλολογικού φαινομένου όχι ώς άπλής έπιστημονικής ειδίκευσης, άλλά ώς προ σωπικού προβλήματος, ζωτικού γιά τόν άνθρωπο μέσα στό πλαίσιο τής πνευματικής ζωής τού έθνους του («Φιλολογία καί ζωή» σσ. 210239, «Επιλεγόμενα εις τό έργον τού Th. Zielinski, «Ημείς καί οί ’Αρχαίοι» 93-119)· (γ) στήν έρμη νεία ορισμένων έργων τής έλληνικής καί ξένης γραμματείας («Ό “Οικονομικός” τού Ξενοφώντος» σσ. 203-209, «Οί “Ίχνευταί” τού Σοφοκλέους» 356-368, «Πλουτάρ χου, “Των έπτά σοφών συμπόσιον”» 534-547, «'Ο “Δωδεκάλογος τοϋ γύφτου” τού Κωστή Παλαμά» 436-515, «Ή πρώτη συνομιλία τής Μαργαρίτας καί τού Φάουστ» 585595)· (δ) σέ θέματα τής άρχαίας λο γοτεχνίας («Πλατωνικός ευαγγελι σμός» σσ. 261-274, «Παρακλαυσίθυρα» 346-355, «’Επιτάφιοι πρός τιμήν τών πεσόντων εις τάς άρ χαίας ’Αθήνας» 556-584)· καί (ε) σέ προβλήματα τής πνευματικής μας ζωής ή στή φιλοσοφημένη ενα τένιση τής πραγματικότητας («Αί πνευματικαί κατευθύνσεις τών νέων» σσ. 257-260, «Εισαγωγή εις τήν μελέτην τού Max Weber, “Ή έπιστήμη ώς έπάγγελμα”» 275-318, «Τά σύγχρονα προβλήματα τής
πνευματικής μας ζωής» 400-419, «Ή έλληνική άρχαιότης καί ή με ταπολεμική πνευματική ζωή» 516530, «Φιλοσοφία τής ζωής» 598633). Δέν είναι δυνατό, μέσα στά στε νά περιθώρια ένός σημειώματος, νά άναλύσουμε μιά τόσο πλατιά σέ έκταση καί πλούσια σέ περιεχόμενο συγγραφική παραγωγή· παραγωγή πού κατορθώνει νά άγκαλιάσει πνευματικά μεγέθη τού παρελθόν τος (δπως ό "Ομηρος καί ό Σοφο κλής, ό Πλάτων καί ό Ξενοφών, τό δημοτικό τραγούδι καί ό Σολωμός, ό Παλαμάς καί ό Νίτσε, ό Σαίξπηρ καί ό Γκαίτε) καί νά τά φέρει σ’ έπαφή μέ τούς πόθους καί τίς άναζητήσεις τού σύγχρονου άνθρώπου, ώστε νά τόν υψώσουν άπό τό έπίπεδο τής βιολογικής του ύπαρ ξης στό ήθικό έπίπεδο, τό άποκλειστικά άνθρώπινο. «Καί καταβιβάζει ό φιλόλογος διά τής έρμηνείας του τούς μεγάλους τού πνεύματος είς τήν κονίστραν τών συγχρόνων πνευματικών άγώνων καί τούς άποδεικνύει παράγοντας ζωντα νούς, έν δημιουργία ευρισκομένου πολιτισμού. Ό Αισχύλος, ό Πλά των, ό Δημοσθένης, ό Ρωμανός δέν άποτελοΰν πλέον μορφάς ένδόξους ιστορικής πινακοθήκης· γίνονται σύγχρονοι πνευματικοί δυνάμεις πού έχουν νά προσφέρουν άδράν τήν συμβολήν των είς τάς ίδικάς μας πνευματικός άνάγκας, τιμώμε νοι ή άποκηρυττόμενοι, άγαπώμενοι ή πολεμούμενοι -πάντοτε δμως μελετώμενοι» (σσ. 234-235). Έδώ ή στέρεη φιλολογική προπαιδεία συνυφασμένη άρρηκτα μέ τή ζωηρή τού φιλοσοφεϊν διάθεση, στήνει μπροστά στά μάτια μας τίς παρα μόνιμες έκείνες άξιες πού θά χρη σιμέψουν (πού μπορεί νά χρησιμέ ψουν) ώς πνευματικοί παράγοντες καί πρότυπα τοϋ παρόντος: «Χω ρίς τό άντίκρυσμα τού παρόντος καί τήν στροφήν πρός τό μέλλον μένει καί τό παρελθόν (ώς ζωντα νός παράγων πολιτισμού) σκοτει νόν καί άδιερεύνητον. Τό άπόφθεγμα τοϋ παρελθόντος, λέγει ό Nietzsche (...), είναι πάντοτε μα ν τείου Απόφθεγμα■μόνον ώς Αρχιτέ κτονες τον μέλλοντος, ώς γνώσται τοϋ παρόντος θά τό εννοήσετε.
Κατ’ αύτόν τόν τρόπον ή φιλολο γία, καί άς φαίνεται μία διαρκής παρελθοντολογία, έργάζεται, δπως κάθε ζωντανή έπιστήμη, κυρίως διά τήν κατανόησιν τοϋ παρόντος, διά τήν δημιουργίαν τού μέλλον
τος» (σ. 238). Έ τσι θεμελιώνεται μέσα στόν άνθρωπο ή αύτογνωσία, ή έπίγνωση τής μοίρας του, τό άδιάκοπο πλάσιμό της καί, έξ αί τιας άνυπέρβλητων συχνά άντιφάσεων, ό τραγικός χαρακτήρας της: «Ριζωμένος είναι ό τραγικός άν θρωπος βαθύτατα είς τό παρελθόν, τού όποιου είναι τό έκλεκτότερον κάρπισμα· μέσα του συμπυκνώνει τό παρόν καί μάχεται έν όνόματι τού μέλλοντος, τό όποιον ζή ό ίδιος προληπτικώς μόνον ώς πραγματι κότητα μέσα του» (σ. 626). Τό βά ρος πέφτει άκέριο στήν προσωπική έκάστοτε έπιλογή -τό πρόβλημα τής προσωπικής εύθύνης, τής έλευθερίας καί τής μοναξιάς σ’ δλη του τήν ένταση: «Κανένας», γράφει άπηχώντας ένα φιλόσοφο, «δέν μ π ο ρ εί νά χτίση γιά λογαριασμό σου τό γεφύρι, Απ’ όπου χρωστάς νά περάσης τό ρεϋμα τής Ζωής κανένας έκτος άπό σένα τόν ίδιον. Υ π ά ρ χο υν βέβαια μονοπάτια άπει ρα κ α ί γεφ ύρια κ α ί ήμίθεοι πρόθυ μοι νά σέ περάσουν■ μά θά ζητή σουν πληρωμή τόν ίδιο σου τόν έαυτό. Σ τόν κόσμο 'ένας μόνο δρό μος υπάρχει, κι αυτόν κανένας άλ λ ο ς δέν μ π ο ρ εί νά τόν βαδίαη παρά έσύ. Πρός τά ποϋ βγάζει; Μήν τό ρωτάς. Τράβα τον μό νο ...» (σ.
633). Ό Συκ., καθώς έγραψε ό Τέλλος "Αγρας (έφ. Ή Καθημερι νή, άριθ. 7619, 27.9.1937, σ. 1), «έζησε άδιάκοπα μέ υψωμένο τό θερμόμετρο. Στό υψηλότερο σημείο ή στήλη έσπασεν άπότομα». «’Αλ λά», συμπληρώνει ό Παλαμάς (έφ. ’Ελεύθερο Βήμα, άριθ. 5471, 25.9.1937 = Μελ. κ. *Αρθρα, σ. 17), «κι άν χάθηκε δ ψαλμός, πάν τα άσβηστος άκόμα / κι άλιωτος μένει, σά νά βγαίνει άπ’ τό δικό σου στόμα./ Καί μέ τ’ άρχαία τά γράμματα καί μέ τά νέα τά λόγια, / σού πρέπουνε δοξάσματα λαϊκά καί μοιρολόγια». Ή παρούσα έκδοση άνατυπώνει φωτομηχανικά τήν πρώτη έκδοση τού 1956, πού είχε έτοιμαστεί μέ τή φροντίδα μαθητών τού Συκ. καί τής Χαράς Συκουτρή, καί τυπωθεί, κατά τρόπο άψογο, μέ τήν έπιμέλεια τού Νάσου Δετζώρτζη καί δα πάνη τού Άντώνη Μωραίτη. Θά ήταν πάντως σκόπιμο, μέ τήν εύκαιρία τής έπανέκδοσης, νά συμ πληρωνόταν ό Κατάλογος δημο σιευμάτων (σσ. 635-652) μέ δσα εί δαν τό φώς τής δημοσιότητας μετά τό 1956, είτε ώς έπανέκδοση άρ θρων ή βιβλίων του, είτε ώς πρώτες
οδηγος/57 δημοσιεύσεις άπό τά κατάλοιπά του ή άπό άλλα έντυπα, είτε τέλος ώς μεταφράσεις στην έλληνική ξε νόγλωσσων κειμένων του. Σημειώ νω ένδεικτικά τά έξης, άπό τό άφιέρωμα στόν Συκ. τής Νέας 'Εστίας 63 (1958), σσ. 510-542: «Εισαγωγή εις τόν πρόλογον τοϋ “Φαιδρού”» 510-512, «Άνάλυσις τοΰ προλόγου τοϋ “Φαιδρού”» 512-514, «’Απόσπασμα άπό την ει σαγωγήν εις τόν “Φαίδωνα”» 515519, «Σοφοκλέους “Αίας”. Άνάλυσις» 519-526, «’Ανέκδοτα γράμμα τα» 527-542, «Τό τελευταίο χειρό γραφο» 543. Ά ς προστεθούν έδώ δύο επιστολές τοϋ Συκ., δημοσιευ μένες ή μία άπό τόν Στέφ. Καββάδα στό περ. Χιακή Έπιθεώρησις 9 (1971), σ. 51, καί ή άλλη άπό τόν Στ. Ν. Φασουλάκη στό περ. Χιακά
Χρονικά 11 (1979), σ. 73. Μετα
φράσεις άπό τή γερμανική γλώσσα δύο μελετημάτων τού Συκ., «Der demosthenische Epitaphios» (άριθ. 78 τοϋ Καταλόγου) καί «Ργοbleme der Byzantinischen Epistolographie» (άριθ. 135), δημοσίεψαν, τού πρώτου ό Β. Λαούρδας (Νέα 'Εστία 63 (1958), σσ. 498-509) καί τοΰ δεύτερου ό Ν. Β. Τωμαδάκης (Βυζαντινή ’Επιστολογραφία , ’Α θήνα 1969, σσ. 307-320). Πολύ χρή σιμο θά ήταν άν, στά κυριότερα τουλάχιστο λήμματα τοΰ Καταλό γου, είχαν ένταχθεί καί οί δημο σιευμένες γι’ αυτά κρίσεις, άπό έλληνες καί ξένους ειδικούς, σέ έπιστημονικά περιοδικά. ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
λήμμα ΓΙΩ ΡΓΟ Υ ΒΕΛΤΣΟΥ: Α ν τι-κείμενα. Α θήνα , Γνώση, 1982. Σελ. 228.
ΒΕΛΤΣΟΣ, Γιώργος. Πρόσωπο τής άθηναϊκής σκηνής. Έπισήμως υποδύεται τόν πανεπιστημιακό. Ήμιεπισήμως άντιποιεΐται, κατά τούς άσπονδους φίλους του, ρό λους άλλοτρίους: Έφημεριδογραφεϊ, Πεζογραφεί, Ραδιοεκτίθεται, ϊηλεπροβάλλεται. Χαρακτηριστικά - ’Ασχολίες: Μπαρόφιλος, Μπαρτο λάγνος, Λακανομανής, Μυκονιάτης, Έξορκιστής σημείων καί τε ράτων. «ΑΝΤΙ-ΚΕΙΜΕΝΑ»: Τίτλος συλλογής πονημάτων τοΰ Γ.Β. πού πρωτοεϊδαν τό φώς τής δημοσιότη τας σέ έντυπα τοϋ λεκανοπεδίου ’Αττικής άπό τό 1978 ώς τό 1982 («Νέα», «’Αντί», «Πολίτης», «Λέ ξη», «Δέντρο» κ.ά.). Έ ν όλίγοις: Τό Βιβλίο τών δεύτερων δημοσιεύ σεων. Μέ μία έξαίρεση: τόν δμότιτλο Πρόλογο, δπου ό συγγραφέας έκθέτει τό σκεπτικό βάσει τοΰ
όποιου άποφάσισε τή συγκέντρωση τών δεκαοκτώ «παρέργων» του σ’ έναν τόμο. Στόν Πρόλογό του ό Γ.Β. θεμελιώ νει λογικά τό διάβημά του καί κα τονομάζει τά γνωστικά άντικείμενα πού τόν άπασχολούν: Σώμα, ’Ασυ νείδητο, Γλώσσα, ’Εξουσία, Κουλ τούρα, Γοητεία. Δύο ενστάσεις: 1) ’Από δεξιά: Οί προαναφερόμενες έννοιες, στή γενικότητά τους, δέ στοιχειοθετούν τυπικά γνωστικά άντικείμενα. 2) Ά πό άριστερά: Ή έξάδα αύτή συνιστά, οΰτε λίγο ούτε πολύ, τό Παν τής Γνώσεως. Ά ρ α, άπλουστεύοντας, θά ’λεγες πώς ό συγ γραφέας βρίζει ώς άντικείμενό του τό Πάν. Ό Πρόλογος, ώς έπιχειρηματολογία, προϋποθέτει τήν πρώτη έν σταση. Μέ τήν έννοια δτι ίναντίον
Θ Α Ν Ο Υ ΦΩΣΚΑΡΙΝΗ: Δ οκ ίμιο χρονογραφίας γιά τήν 'Έλλη ’Α λεξίου. Α θή να , Καστανιώτης, 1982. Σελ. 101.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ τή σειρά τών κειμένων τής Έλλης Αλεξίου, ό ίδιος έκδοτικός οίκος κυκλοφόρησε ένα εξίσου σημαντικό βιβλίο, πού βοηθά πιά στήν κατανόηση τής σχέσης τής συγγραφέως μ’ αύτά τά κείμενα. Έτσι, στό «Δοκίμιο» καταγράφονται -καί συχνά άναπτύσσονται- μέ χρονολογική σειρά τά διάφορα χαρακτηριστικά γεγονότα έής ζωής τής Αλεξίου, τά όποια δπως είναι φυσικό έπέδρασαν στή διαμόρφωση τής θεματογραφίας της, άλλά καί τοΰ τρόπου γραφής της άκόμη. Τό βιβλίο ξεφεύγει άπό στεγνές άναφορές, γίνεται ενδιαφέρον καί χρήσιμο καί σέ μη τακτικούς άναγνώστες τής συγγραφέως. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
58/οδηγος
Γιώργος Βέλτσος
της συλλογίζεται έδώ ό Γ.Β. («Σκε φτόμαστε καλύτερα όταν σκεφτό μαστε κόντρα σέ κάτι», έλεγε ό Γκαστόν Μπασελάρ). Την πειστι κότητα ή γευστικότητα των άπαντήσεών του μπορεί, λοιπόν, νά την κρίνει άπό πρώτο χέρι ό Αναγνώ στης. "Ομως ή δεύτερη ένσταση πα ραμένει άναπάντητη έξ όρισμοΰ. Διότι δέν είναι ειδική, συγκεκριμέ νη, άλλά γενική, οικουμενική.. ’Ισχύει σέ κάθε περίπτωση μετα σχηματισμού ένός κειμένου, μιάς γραφής σέ Βιβλίο. Πίσω άπό τό
κείμενο υπάρχει πάντα αύτός πού γράφει. Πίσω άπό τό Βιβλίο δέν υπάρχει ποτέ κανείς -ή μάλλον υπάρχει κάτι Ακατονόμαστο: ή πολλαπλότητα ένός υποκειμένου πού ζητά νά Αναγνωριστεί Από τήν πειρατική εκπομπή τής έπιθυμίας του μέσα στή σκηνή τού κόσμου. Τό Βιβλίο είναι, ούτως ή Αλλως, ή μετωνυμία τής βουλιμίας τού παν τός -ένα καθαρό Σημαίνον. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ό λόγος των πραγμάτων καί ή ίδεοδυναμική ένός χώρου Με τήν έμφάνιση τής 'ίδεοχωρογραφικής' Μ α κάποια σημαντική λειτουργία υποβάλλει αυτόματα στόν Αναγνώστη τή διεργασία τών επι λογών της: πρώτα πρώτα ή σημειωτική παρου σία τού διακοσμητικοΰ τού εξωφύλλου δηλώνει τή διαχρονική δυναμική τών ενοτήτων· ύστερα ό τίτλος καί ή έπιλογή τού συμπληρωματικού ύπόγ ν η σ ία ς
Τό βιβλίο, πρέπει νά ειπωθεί προ καταβολικά. είναι δύσκολο νά 'π α ρουσιαστεί- στά περιορισμένα πλαίσια τού διαθέσιμου χώρου· ή γραφή του μπορεί νά χαρακτηρι στεί. άπό άποψη ποσοτική καί ποιοτική, σάν μιά πυκνότατη συγ κέντρωση ποικίλων 'πληροφοριών' όκτώ χιλιάδων χρόνων πολιτισμού πού Αναπτύχτηκε μέσα στό συγκε
Γ. Χ Ο Υ Ρ Μ Ο Υ Ζ ΙΑ ΔΗ - Π Α Σ Η ΜΑ ΚΟ ΠΟ ΥΛ Ο Υ-Α ΤΖΑ ΚΑ - Κ. Α. ΜΑΚΡΗ: Μαγνησία. Τό χρονι κό ένός πολιτισμόν. Αθήνα, Μ. κα ί Ρ. Κ απόν , 1982. Σελ. 279.
τίτλου επαυξάνουν τή χωροχρονική δυναμική τών σχέσεων καί, τέλος, ή έπιλογή τών ειδικών γιά τή συγγραφή (βιογραφικά τους σημειώματα βρίσκονται στό τέλος τού βιβλίου) ξεκαθαρίζουν άπό τήν άρχή τούς στόχους μιάς ‘ξαφνικής-, γιά τά ελληνικά δεδομένα, εκδοτικής προσπάθειας.
κριμένο χώρο. Ά πό τήν άρχή του (στά Προλεγόμενα) τό 'μερικό' προαναγγέλλει τό «λόγο τών· πραγ μάτων» καί τή σύσταση τού γενι κού, πού Ακολουθεί (Περιεχόμενα) σάν μιά παραστατική κατανομή τής ύλης σέ τρεις ενότητες: τήν Αρχαία, τήν παλαιοχριστιανική καί βυζαν τινή, καί τή μεταβυζαντινή καί
νεότερη Μαγνησία. Ή έπιλογή τής μεθόδου, μοντέλο πού Ακολουθείται σέ γενικές γραμ μές καί άπό τούς τρεις συνεργάτες, κατατίθεται στά «προλεγόμενα» τού α ’ μέρους άπό τόν καθηγητή Γ. Χουρμουζιάδη- έδώ τό κείμενο λει τουργεί Αναμφίβολα καί σάν 'ώρι-
οδηγος/59
στική- φανέρωση τού τρόπου αντι μετώπισης τών σύνθετων προβλη μάτων τής αρχαίας Μαγνησίας. Μέ βάση τίς λειτουργίες τής χωροορ γάνωσης, τής οργάνωσης τής οικο νομίας καί τήν παρακολούθηση τής έξέλιξης τών ίόεολογιών όριοθετείται ή προσπάθεια γιά μιά σύλληψη τοϋ συνόλου τών μεταβλητών καί τής διαλεκτικής πού άναπτύσσεται άνάμεσά τους σέ μιά πολυσύνθετη κοινωνική λειτοϋργία μέ ιστορική έξέλιξη: άπό τήν εποχή τού πα λαιολιθικού νομαδισμού ώς τήν «υλοποίηση μιάς οικουμενικής πολεοδομικής αντίληψης» πού έφαρμόστηκε στήν έλληνιστική Δημητριάδα. Ά πό τή θεωρητική άφετηρία του ό σ. εκτιμά τίς δυνατότητες προσ πέλασης στό χώρο, γιά νά Λιακρίνει, νά παρακολουθήσει, νά προσ διορίσει καί νά ερμηνεύσει, μέ βά ση τή μαρξιστική κοσμοθεωρία, τούς «τρόπους καί τά στοιχεία» τής όργάνωσης, κατανομής καί χρήσης τού συγκεκριμένου χώρου, τή δυνομικών σχέσεων πάνω στις όποιες θά στηθεί τό «εποικοδόμημα» τής ιδεολογικής συμπεριφοράς τής κοι νωνίας τών κατοίκων τής ΜαγνήΤά αρχαιολογικά δεδομένα τών άρχιτεκτονικών υπολειμμάτων τού χώρου (Σέσκλο. Διμήνι) [μέσα 7ηςάρχές 3ης χιλιετίας] άντιμετωπίκές πραγματοποιήσεις πού σκό πευαν στό νά διεκπεραιώοουν λει τουργίες σέ επίπεδο κοινωνικών καί οικονομικών σχέσεων και στα πλαίσια συγκεκριμένων παραγωγι κών δραστηριοτήτων. Οί εξαρτή σεις ωστόσο άπό τή νεολιθική πα ράδοση φαίνεται νά παραμένουν ώς τά τέλη τής μέσης χαλκοκρατίας (περ. 16(H) π.X.), παρά τούς κοινω νικούς μετασχηματισμούς, πού επι βάλλουν όρισμένες διαφοροποιή σεις καί νέους προσανατολισμούς στήν παραγωγή. Ό σ. επισημαίνει στή συνέχεια τά ιδιαίτερα προβλή ματα πού αναφαίνονται στή χω ροοργάνωση τών μυκηναϊκών οικι σμών (Ίωλκός, Διμήνι. Παλιά. Πευκάκια), δπου έντείνονται οί παραγωγικές δραστηριότητες καί έμφανίζονται νέες κοινωνικές δο μές. Ή καταστροφή τών μυκηναϊ κών κέντρων (12ος αί. π.Χ.) συν δέεται μάλλον μέ τήν άναπόφευκτη σύγκρουση έξουσιών, άπ’ δπου προκύπτουν καί τά γνωστά μυθο
λογικά συμφραζόμενα (ΠελίαςΊάσων-’Αργοναύτες). Ή περιοδι κή εξαφάνιση τού φαινομένου τών άνταγωνισμών επιτρέπει μιά μεταμυκηναϊκή φάση άκμής. πού δι ερ γάζεται σχήματα νέων συγκρού σεων, γιά τίς όποιες 'μιλούν’ οί άμυντικές όχυρώσεις: είναι μιά ‘γλώσσα’ πού αποκαλύπτει καί αρ γότερα τά ιδεολογικά ερείσματα τής έξουσίας στήν επιβλητική χω ροοργάνωση τής ελληνιστικής Δημητριάδας. Στό 6' μέρος ό σ. προτείνει «ένα εισαγωγικό προσχέδιο γιά μιά οι κονομική ιστορία τής άρχαίας Μα γνησίας». Ή προσέγγιση τών βασι κών στοιχείων τής οικονομίας θ’ άρχίσει άπό τίς πρώτες δραστηριό τητες πού εμπίπτουν στό χώρο τής οικονομικής ζωής τού άνθρώπου, θά σταθεί στό επίπεδο τού προ γραμματισμού τών τροφοπρομηθευτικών επιλογών πού σχηματί ζουν τό πλέγμα τών κοινωνικοοι κονομικών σχέσεων τής ‘εξάρτη σης’ τού άνθρώπου άπό τή γή. κα θώς καί στήν οργάνωση τής οικο νομικής λειτουργίας τής οικοτε χνίας τής νεολιθικής Μαγνησίας. Οί οικονομικές δραστηριότητες (βιοτεχνία, εμπόριο) τής μυκηναϊ κής Μαγνησίας, τοποθετημένες στά ιστορικά συμφράζόμενα (ιστορική ένταξη) τής εποχής, φαίνεται νά έπηρεάζονται άπό κάποια «φεου δαρχική» όργάνωση τής παραγω γής καί άπό τήν παρουσία (οί ‘πλη ροφορίες’ άπό τό άρχαιολογικό υλικό) κάποιου ρυθμιστικού ρόλου θρησκευτικών ιδεολογιών- ωστόσο δέν άποδεσμεύονται άπό τίς παρα δοσιακές δομές τής νεολιθικής οι\κονομίας, πού δέν άνατρέπεται άκόμη καί στά οικονομικά συστήτ ματα (μικτή οικονομία, εμπόριο) τής μεταμυκηναϊκής περιόδου Τό κείμενο θά κλείσει μέ μιά άνάλυση τών δομών πού συγκροτούν τήν οι κονομία τών ιστορικών χρόνων τής Μαγνησίας (πόλις-κράτος. νόμι σμα, δουλεία) καί δημιουργούν τίς προϋποθέσεις γιά άλληλοεξαρτημένες σχέσεις ιδεολογιών Στό γ' μέρος ό σ διεισδύει στό ’άβατο’ τής περιοχής τών θεωρητι κών άναζητήσεων τού ένταγμένου στό σύστημα τής παραγωγής κοινο τικού (μέλους τής «πρωτογενούςπολυγονικής οικογένειας») και άργότερα (μυκηναϊκή έποχη και.μετέπειτα) κοινωνικού άνθρώπου. Οί τρόποι τής όργάνωσης Τού παρα γωγικού δυναμικού, ή κοινωνική
πλαίσιο για παιδια -ΛΑΕΞΗ ΚΥΡΙΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: r'Eva παραμύθι γιά χειμώνα καί καλοκαίρι. Κέδρος, 1982.
ΚΑΙ τίς δύο φορές πού ό Κυριτσόπουλος έφτιαξε ένα άποκλειστικά δικό του βιβλίο (κείμενο καί εικονογράφηση) ήταν μικρό άριστούργημα. Τό πρώτο, «Τό παραμύθι μέ τά χρώματα», άπευθυνόταν σέ μικρά παιδιά. Τό δεύτερο, «Ένα παραμύθι γιά χειμώνα καί καλοκαίρι», δέν έχει... ήλικία. «Είναι τρακόσια χρόνια πίσω καί τρακόσια χρόνια μπροστά» είπε μιά φίλη. Καί είναι γιά δλους. Γιά τούς ένήλικες μιά άνάσα, γιά τούς έφηβους ένα μήνυμα, γιά τούς μικρούς μικρούς μιά άγάπη. Ε. Σ ΤΑ ΥΡΙΑΝ Ο Υ: Τό όμορφο παραμύθι τής βροχής. Είκ. Ρένας Βορεάδον. Κέδρος (4-7
Χβ·)· Η ιστορία τοϋ νερού μέσα άπό τίς μεταμορφώσεις μιάς σταγόνας. Ω ραία ή εικονογράφηση τής Ρένας Βορεάδου. Ή ίδια έχει μελοποιήσει «Τό τραγούδι τού νερού». Οΐ νότες του ύπάρχουν στό τέλος τού βιβλίου. Α Σ Τ Ρ ΙΝ Τ ΑΙΝ ΤΓΚΡΕΝ : Ρ όνια ή κόρη τον ληστή. Μετ. Κώστα Λ α δόπονλον. Μετόπη. Σελ. 257 (10-15 Χ3·)·
ΕΙΝΑΙ μεγάλη άπόλαυση δταν διαβάζει κανείς παιδική λογοτεχνία νά πέφτει πάνω σέ ένα τόσο καλογραμμένο καί άψογα μεταφρασμένο μυθιστόρημα πού θίγει καυτά θέματα -καί γιά τούς γονείς καί γιά τά παιδιά- δπως είναι ή κοινωνικοποίηση καί ή χειραφέτηση τών μικρών, ή
60/οδηγος γανωτικών δραστηριοτήτων τής παλαιοχριστιανικής καί βυζαντινής Μαγνησίας, πού βρισκόταν σέ κά ποια αλληλεξάρτηση άπό τήν αρχι τεκτονική λειτουργία τού ελληνο ρωμαϊκού κοινωνικού σχηματισμού καί επηρεαζόταν, σέ πρώιμη φάση, άπό τή διαστρωμάτωση άρχαίων ιδεολογιών. Από τούς γνωστούς άπό πηγές οικισμούς καί τις άμαρτυρες, έπισημασμένες άπό άρχαιολογικά ευρήματα, οικιστικές θέσεις τού παράλιου κυρίως χώρου, ξεχω ρίζουν, σέ επίπεδο άνταγωνισμου, οί ελληνιστικές Θήβες (Ν. Άγχίαλος) καί ή Δημητριάδα. Στήν άρχιτεκτονική όργάνωση κυριαρχεί τό έκκλησιαστικό κτίσμα- φανερώνει τή νέα ιεράρχηση καί τις οικονομι κές σχέσεις πού άναπτύσσονται κά τω άπό τή συγκέντρωση εξουσίας τής εκκλησίας ή άργότερα (στή μέ ση καί βυζαντινή περίοδο) τής μο ναστηριακής γαιοκτησίας. Οί όχυρώσεις καί τό δίκτυο έπικοινωνίας τονίζουν τήν παρουσία τού στρα τού σάν κυρίαρχης έπίσης δύνα μης·
λειτουργία ΐής τέχνης (κοσμηματοτική). πού έντάσοει τα σημαινόμι νά της οτό χώρο τού περιβάλλον, τος. τής ζωής καί τοι· ανθρώπινοι πυρήνα, κι άκόμη η ανάπτυξη Λα τρευτικών δραστηριοτήτων εξετά ζονται κάτω άπό τις προϋποθέσεις τής «ιστορικής ένταξης·· καί μιάς καθαρότερης ανάγνωσης των πλη ροφοριών τού .«αρχαιολογικοί· ύλικου»: αυτό τό υλικό προδίδει τήν ραπέμπει σιric ιδεολογίες γιά τή ή καί τη δ<>μή τών κοινωνικών ; μετασχηματισμούς ί τήν άφοιιοιωτική’ λειτουργία ν λατρευτικών εκδηλώσεων (με ιαμυκηναική εποχή) Τέλος "ιιαπάλη τών τάξεων της Μ
πάνω άπό to αρχαιολογικό υλικό, θά διακρίνει τή λαϊκότροπη δια μόρφωση μιάς παράδοσης πού, εκ φράζει τούς όρους επικοινωνίας τού ανθρώπου μέ τους οικείους του νεκρούς και τήν άντιχτυπη ύποτελεια στις θεϊκές έξουοΐες Η κ. Π Άσημακρπουλου-Άτζακά άναλαμόάνει. στό α μέρος τής 6' ενότητας τού βιβλίου, να κα ταγράψει τά τεκμήρια των χωροορ-
Στό β' μέρος τού κεφαλαίου κα ταβάλλεται προσπάθεια μέσά άπό τό διαθέσιμο υλικό νά προσδιορι στούν οί δομές πού χαρακτηρίζουν τίς οικονομικές δραστηριότητες τής παλαιοχριστιανικής κοινωνίας, νά έπισημανθοΰν οί παράγοντες πού συντέλεσαν άργότερα στή μετατρο πή τής οικονομίας σέ κλειστή, άγροτική, καί οί συγκρούσεις πού έξαφάνισαν τή μικρή ιδιοκτησία μέ άποτέλεσμα νά παρουσιαστεί ή διόγκωση τού φαινομένου τής μεγαλογαιοκτημοσύνης καί τής συγ κέντρωσης τής παραγωγής στά χέ ρια τών «δυνατών». Ή όργάνωση τών παραγωγικών δραστηριοτήτων στά πλαίσια τής άστικής οικονο μίας τών παλαιοχριστιανικών χρό νων έκδηλώνεται μέ τήν ευημερία -λίγο πριν άπό τήν παρακμή- τών άστικών κέντρων καί μέ τήν έμφάνιση μιάς άρχουσας τάξης, πού πι στοποιείται καί άπό επιγραφικές μαρτυρίες: ένας σημαντικός κατά λογος έπαγγελμάτων καί άξιωμάτων μάς κατατοπίζει γιά τόν κατα μερισμό τής εργασίας, πού έπιτρέπει τήν ύπαρξη ειδικευμένου δυνα μικού. Παράλληλα, τό έμπόριο άναπτύσσει τήν οικονομία τής Μα γνησίας, πού εμφανίζεται νά συμ μετέχει καί άργότερα, στήν έμοχή τού άνταγωνισμού άνάμεσα στό Βυζάντιο καί τίς ιταλικές ναυτικές πόλεις, μέ τό άξιόλογο έμπορικό
λιμάνι τού Αλμυρού. Ή παρουσία τών μνημείων ατό χώρο τής Μαγνησίας εκφράζει καί τή δυναμική τών συγκεντρωτικών δομών πού καλλιεργεί, στά πλαίσια τής «οικουμενικής» ιδέας, τό βυ ζαντινό κράτος. Ή σ. επιχειρεί νά περιγράφει τό ποσοτικό καί ποιο τικό μέγεθος τής έργασίας πού ύλοποιούσε τά προγράμματα τής έκκλησίας στά μεγάλα συγκροτήματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλι κών τών Φθ. Θηβών (βασιλικές Α. Β, Γ. Κοιμητηριακή, τού Μαρτυ ρίου. τό λεγόμενο έπισκοπικό μέ γαρο) καί τής Δημητριάδα; (βασι λική τής Δαμοκρατίας. Κοιμητηριακή βασιλική Β)· έπιχειρεί έπί σης νά συγκεντρώσει σ' έναν κατά λογο τίς θέσεις (Ίωλκός. Πλατανίδια. Δάι, Μηλίνα, Θεοτόκος. Όλιζών, Β. Σποράδες) όπου έπισημάνθηκαν καί άλλοι ναοί. Ύστερα άπό τή στασιμότητα καί τούς άργούς ρυθμούς άνάπτυξης γιά άρκετού; αιώνες διαφοροποιούνται καί τά μεγέθη τής βυζαντινής άρχιτεκτονικής τής μέσης καί τής ύστερης βυ ζαντινής περιόδου. Στους διατηρη μένους ναούς ("Αγ. Νικόλαος κον τά στά Κανάλια, καθολικό Αγίας Τριάδος στις Νήες. ναός τού Εύαγγελισμού στό Κάστρο Σκιάθου. "Αγ. Πέτρος στήν Αλόννησο) κι έκείνους πού δέχτηκαν διάφορες έπεμβάσεις ("Αγ. Λαυρέντιο;, ’Επισκοπή Ά νω Βόλου. Παναγία Πορταρέα) άναγνωρίζει κανείς τήν έξάρτηση τού έργου άπό τις δυνα τότητες τών περιοχών |ή χρήση π χ τού διακοσμημένου μαρμάρου μπο ρεί νά άξιολογηθεί στό επίπεδο τών οικονομικών σχέσεων |. Στόν 13ο αΐ. δύο μεγάλα μοναστήρια, ή μονή τή; Μακρινίτισσα; καί τή; Νέας Πέτρας (ιδρύματα τού ηγεμο νικού οίκου ίων Μαλιασηνών). άπλιόνουν τή δικαιοδοσία τους στήν περιοχή. Η παρουσίαση τού ύλικού, σάν σύνθεση μιάς διαχρονικής ολότη τας, κλείνει μέ τίς πληροφορίες γιά τόν εντοπισμό καί άλλων βυζαντι νών θέσεων καί μέ τήν άναφορά στό γνωστό ναυάγιο βυζαντινού πλοίου μ’ ένα φορτίο άπρόομενο γιά τή μελέτη τής βυζαντινής κερα μικής. Ή άσφυκτική πίεση τού διαθέσιμου χώρου, πού ύπαγόρευσε ίσως στή σ. τή συμπίεση τής γραφής, άντισταθμίζεται άπό τήν πρωτοτυπία τού θέματός της καί άπό τόν πλούσιο πληροφοριακό καί οπτικό ύπομνηματισμό.
οδηγος/61 Στην γ' καί τελευταία ενότητα τού βιβλίου ό λαογράφος Κ. A Μακρής περιγράφει τά χωροφυσικά δεδομένα τής μεταβυζαντινής καί νεότερης Μαγνησίας (α μέρος) καί προσπαθεί νά διακρίνει τίς νέες διαλεκτικέ ς σχέσεις πού ανα πτύσσονται ανάμεσα στον άνθρω πο καί τό τοπίο. Τό Πήλιο επιλέγε ται ώς χώρος κοινοτικής οργάνω σης άπό τόν Ι6ο αιώνα κ ί . Η άρχιτεκτονική τών χωριών του, στήν άπλή ή σύνθετη μορφολογία, εκ φράζει τις ειδικότερες οικονομικές καί κοινωνικές λειτουργίες πού αναπτύχθηκαν στήν παραγωγική διαδικασία, κυρίως μέσα στό 18ο καί 19ο αΐ. Τό εκκλησιαστικό κτίσμα, σημείο άναφοράς τών κοινω νικών εκδηλώσεων, άποδεσμεύεται άπό τήν πειθαρχημένη ένταξη στή μοναστηριακή άρχιτεκτονική καί λειτουργεί σάν επίκεντρο οικιστι κού περιβάλλοντος. Τό άγροτικό σπίτι επαναλαμβάνει τό μοντέλο τής ένταξης στή συγκεκριμένη πα ραγωγή, ενώ οί εντατικοί ρυθμοί τής οικονομικής άνάπτυξης επιφέ ρουν άργότερα τήν ποσοτική καί ποιοτική μεταβολή στον τομέα τής κατοικίας, πού κάποτε δέχεται τίς έπιθέσεις τού ‘έπείσακτου’ πλού του. Ά π ό τά μέσα τού 19ου αί. ση μειώνεται επίσης γρήγορος ρυθμός έξέλιξης τού άστικού κέντρου τού Βόλου, ένώ σημαντικούς ρόλους φαίνεται νά διαδραματίζουν στήν οικονομική ζωή τού τόπου, ήδη άπό τόν 18ο αί., ό Αλμυρός καί τό Βελεστίνο. Τέλος, ό σ. άναφέρεται στά οικιστικά σύνολα τού νησιωτι κού χώρου τών Β. Σποράδων. Οΐ τομείς πού καθορίζουν τό πλαίσιο τής οικονομίας στήν περιο χή άπασχολούν τό σ. στό β' μέρος. Ή όργάνωση τής μεταποιητικής δραστηριότητας καί ή αύξηση τής παραγωγικότητας τής έργασίας στή βιοτεχνία (κατεργασία μαλλιού, βαμβακιού, δερμάτων καί κυρίως τού μεταξιού) συνδυασμένη μέ τήν εξαγωγή τού ‘περισσεύματος’ τού λαδιού καί τών φρούτων, στήριξαν τήν οικονομία τού Πηλίου (Μακρινίτσα, Πορταριά. Ζαγορά, Κισ σός). Ά πό τά λιμάνια τού Αλμυ ρού καί τού Βόλου διοχετεύονταν πρός τή θάλασσα τά προϊόντα, έντείνοντας παράλληλα καί τίς δρα στηριότητες γιά τήν άνάπτυξη ναυ τικών καί ναυπηγικών κέντρων στή Μαγνησία. Τά κέρδη τής έμπορευματοποιημένης παραγωγής καί ή εισροή τού χρήματος τών άποδή-
μων -πού κάποτε κατανέμεται σέ έργα κοινωνικής προσφοράς- συν τελούν στή δημιουργία κοινωνικής ιεράρχησης (κοτζαμπάσηδες, έμποροβιοτέχνες, μεροκαματιάρηδες) πού άνατρέπεται μέ τήν έκβιομηχάνιση τού Βόλου καί τή συσσώρευση έργατικού δυναμικού καί πού άλλάζει άπό τά τέλη τού 19ου αί. τήν οικονομική φυσιογνωμία τής πόλης καί τής γύρω περιοχής. Τέλος, κάτω άπό τήν επιγραφή τού κεφ. «Ίδεολογίες-Λαϊκή τέ χνη», ό σ. στρέφει τό ενδιαφέρον τού άναγνώστη σέ πολιτισμικά ζη τήματα καί σέ θέματα παιδείας, μέ άναφορές στήν όργάνωση τών σχο λείων καί τίς ιδεολογίες τών ντό πιων λογίων, τονίζοντας έπίσης τήν έπίδραση πού άσκησαν στό Πήλιο οί ιδέες»τού Διαφωτισμού. Στή συνέχεια προχωρεί στό χώρο τών άναζητήσεων τών λαϊκών καλ λιτεχνών πού επιδίωξαν τήν ομορ φιά στά προϊόντα τού μόχθου τους: στίς πραγματοποιήσεις τής λιθο γλυπτικής, τής εκκλησιαστικής ξυ λογλυπτικής τών τέμπλων, τής οι κιακής, καί ποιμενικής ξυλογλυπτι κής. τής κοσμικής ζωγραφικής (Θεόφιλος, Μπαμπούσης, Χριστόπουλος) καί τής θρησκευτικής ζω γραφικής, πού άσκήθηκε στό χώρο καί άπό όρισμένους επώνυμους καλλιτέχνες. Φροντίδα γιά τό αι σθητικό άποτέλεσμα τού προϊόντος καταβάλλεται καί στο χώρο τών οίκοτεχνικών δραστηριοτήτων (ύφαντική, ένδυμασία, κέντημα) άλλά καί στά άντικείμενα τής βιο τεχνικής παραγωγής (μεταλλοτε χνίας καί άγγειοπλαστικής). Ό σ. ύπεισέρχεται άκόμη καί σέ θέματα έθιμικής λαογραφίας, εξετάζει ιστορικά τίς πολιτισμικές δραστη ριότητες τής κοινωνίας τού Βόλου καί έμβαθύνει στήν ερμηνεία τού φαινομένου τής στροφής πρός τήν πηλιορείτικη παράδοση. Τό έργο έχει συντελεστεϊ: ή οπτι κή κάλυψη πού προσφέρεται στόν άναγνώστη, μέ μιά ποιοτική υπερο χή τού υλικού (σχέδια, φωτογρα φίες). καί οί συνοδευτικές σελίδες μέ τήν έπιλεγμένη βιβλιογραφία καί τά ευρετήρια στό τέλος κάθε κεφαλαίου -πού δίνουν καί τήν αυ τονομία στά κείμενα-, όλοκληρώνουν τήν πληρότητά του. Ή Μα γνησία άποτελεί, νομίζω, ένα υπό δειγμα πρωτοπορίας γιά άνάλογες «ίδεοχωρογραφικές» εργασίες. ΒΑΣΙΑΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
σχέση καί οί συμπεριφορές μεγάλων-μικρών, χωρίς νά έπαναλαμβάνει τίποτα άπό τά γνωστά ίδεαλιστικά πρότυπα ώς πρός τό φύλο καί τήν ήλίκία. Ή Ρονιά καί ό Μπρικ μεγαλώνουν στό δάσος μέ μιά σταδιακή «μυητική» τελετουργία πού τά κάνει άφοβα, ικανά, γενναιόψυχα, ώριμα γιά τήν ένήλικη ζωή τους. ΕΛ ΕΝ Η Σ Β Α Λ Α Β Α Ν Η :Β ά λια ς κ α ί Βά λια . Ζω γραφιές Τατιάνας Βολανάκη. ’Α θή να , Καστανιώτης, 1982. Σελ. 46 (5-10 χρ.).
ΣΤΟΝ πρόλογο τού Μάνου Κοντολέοντα διαβάζουμε δτι τό παραμύθι τής Ε. Β. φτιάχτηκε σέ μιά συνάντηση τών συγγραφέων μέ παιδιά. Αυτά έδώσαν τό έρέθισμα. Γοργά έφτιαξαν στά μέτρα τους τά παιδιά τό Βάλια τόν έλέφαντα-νάνο. Ή διήγηση περνά άπό παιδί σέ παιδί. Καθένα προσθέτει κάτι δικό του στήν ιστορία. Στό τέλος ό Βάλιας φορτώνεται τού καθενός τό όνειρο ή τόν τρόμο (φορά πατίνια, πηγαίνει στόν όδοντογιατρό κ.ά.). 'Ωραία ιδέα γιά νά τή μιμηθοϋν γονείς καί δάσκαλοι πού ψάχνουν τρόπους έπικοινωνίας καί διδασκαλίας μέ / γιά τά παιδιά. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Δ Ο Υ Μ Α : Ιστορία ένός καρυοθραύστη. Μετ. Ντάρας Ζ αγκονρογλον. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 186 (άπό 11 XQ·)·
ΕΝΑ κοριτσάκι φαντασιώνει μέ τά παιχνίδια πού πήρε δώρο τά χριστούγεννα. Ζεϊ τή μεγάλη περιπέτεια στή φανταστική της παιχνιδούπολη, δπου ή πραγματικότητα σμίγει μέ τό όνειρο.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
62/συνεντευξη
Καίη Τσιτσέλη: «Στην Ελλάδα υπάρχει
άκόμη μιά πίστη στό λόγο...> Ή συγγραφέας Καίη Τσιτσέλη είναι μιά ίδιάζουσα καί έξαιρετικά ένδιαφέρουσα περίπτωση στά γράμματά μας: Έλληνίδα πού ζεϊ στην Ελλάδα τά τελευταία είκοσι χρόνια καί γράφει άγγλικά. "Εχει γράψει πέντε βιβλία πού έκδόθηκαν στην ’Αγγλία καί στίς Ηνωμένες Πολιτείες κι άπό αυτά μόνο ένα έχει κυκλοφορήσει στά έλληνικά: « Ό δρόμος πρός τόν Κολωνό» -τρεις Κυρία Τσιτσέλη, νιώθω περίεργα πού πρόκειται νά σάς πάρω συνέντευξη. Κι ως ένα σημείο άσχετη μέ τό έργο σας, γιατί έχω διαβάσει μόνο τό «Δρόμο πρός τόν Κολωνό» καί κάτι σκόρπια διηγήματα. ΜΑ δέν έχει βγει καί τίποτε άλλο στά έλληνικά. Ά π ό τά πέντε βιβλία πού έχω δημοσιεύσει συνο λικά, μόνο ένα έχει μεταφραστεί καί έκδοθεί στήν Ελλάδα. 'Υπάρχει μιά χρονική διαφορά στίς μετα φράσεις τών τριών κομματιών πού άποτελοΰν τό «Δρόμο πρός τόν Κολωνό». Ή με τάφραση τού Κοσμά Πολίτη προηγείται άρκετά.
νουβέλες μέ χαρακτήρες καί καταστάσεις πού μέ μιά πρώτη ματιά παραπέμπουν στούς άστικούς έλληνικούς χώρους τής δεκαετίας τού '50, άλλά πού στήν πραγματικότητα άποτελοϋν μιά δυναμική χαρτογράφηση τής Ελλάδας μετά τό Β ' Παγκόσμιο καί τόν Εμφύλιο. Ή συνεργάτις μας Νατάσα Χατζιδάκι συνάντησε τήν Καίη Τσιτσέλη καί μίλησε μαζί της. Η ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ τού Κοσμά Πολίτη έγινε λίγο μετά άφοϋ βγήκε τό βιβλίο στά άγγλικά καί δη μοσιεύτηκε στόν «Ταχυδρόμο». Καί άργότερα, πολύ άργότερα, όταν άποφασίστηκε νά γίνει ή έλληνική έκδοση, ή Λίνα Κάσδαγλη μετέφρασε τίς άλλες δύο νουβέλες. Δέν εμφανίστηκε κανένας άλλος έκδοτης νά ένδιαφερθεϊ γιά τά άλλα βιβλία σας; ΟΧΙ, κανείς. Ξέρετε, κάποτε ήταν δύσκολες οί μεταφράσεις, ακριβές οί έκδόσεις. Παλιά, ή Λύντια Στεφάνου, έτσι άπό κέφι δικό της καθα ρά, άρχισε νά μεταφράζει ένα άπό τά μυθιστορήματά μου, τό «Ten Seconds from Now», τό όποιο μάλιστα έχει έλληνικά σκηνικό. “Εχει σχέ-
συνεντευξη/63
ΕΧΩ γράψει πέντε βιβλία. Τά δύο είναι μυθι στορήματα. Έ να άλλο άποτελεΐται άπό ένα με γάλο κείμενο πού μεταδόθηκε άπό τό Τρίτο Πρόγραμμα τού BBC -γράφτηκε ειδικά γιά τό ραδιόφωνο καί είχε σάν θέμα τούς σεισμούς τής Κεφαλλονιάς. Καί βγήκε σ’ έναν τόμο μέ άλλα δύο διηγήματα. Γεννηθήκατε τό 1926 άπό έλληνες γονείς στή Μασσαλία. ΟΛΗ ή οικογενειακή μου κατάσταση είναι, έτσι, πολύ «μπάσταρδη». Ή μάνα μου ήταν Χιώτισσα. Κι όπως ξέρουμε οί μέν Χιώτες-Φραγκοχιώτες- είναι κι αύτοί άρκετά μπάσταρδοι, ό δέ πα τέρας μου γεννήθηκε στήν Τζένοβα άλλά μεγά λωσε στή Μασσαλία. Κι έγώ έπίσης γεννήθηκα καί μεγάλωσα στή Μασσαλία. Τά άγγλικά, δηλαδή ή γλώσσα στήν όποια έχετε γράψει τά βιβλία σας, δέν είναι ή μητρική σας γλώσσα...
ση μέ τόν μικρό κανιβαλιστικό κόσμο τής ελληνι κής ραδιοφωνίας τότε, δταν άρχιζε. Την έποχή τού Τσιγάντε, πού όλα γινόντουσαν στό Ζάππειο, σ’ ένα κυκλικό patio μέ τά στούντιο γύρω γύρω μέσα στά δέντρα, έτσι ειδυλλιακά. ’Ηταν ή βιοτεχνική έποχή τής ραδιοφω νίας. .. ΑΛΛΑ όχι καί τόσο ειδυλλιακά στην πραγματι κότητα. Καί μπορώ νά πώ πώς είναι ένα roman a clef, υπάρχουν πολλά ύπαρκτά πρόσωπα έκεΐ μέ σα. Είναι ίσως τό μόνο άπό τά βιβλία μου πού σαφώς άναφέρεται στην Ελλάδα. Κι αύτό σταμάτησε κάποια στιγμή;
ΣΧΕΔΟΝ μπορώ νά πώ ότι άρχισα νά μιλάω συγχρόνως άγγλικά καί γαλλικά μαζί. Ό πατέ ρας μου προσπάθησε νά μάς μάθει έλληνικά άλ λά, όπως ξέρουμε, οί γονείς δέν είναι οί καλύτε ροι δάσκαλοι τών παιδιών τους, καί δέν τά κατάφερε. Θυμάμαι τίς επίμονες προσπάθειές του, άλλά δέν έβγαινε τίποτα. Έτσι, γιά νά μή γίνου με γαλλάκια, δέν μάς έστειλε σχολείο. Καί κάνα με μόνο στό σπίτι γαλλικά καί συγχρόνως ύποστήκαμε αυτόν τόν άπαίσιο θεσμό -δέν ξέρω άν είναι καλός ή κακός- τών άστικών οικογενειών, τότε: είχαμε γκουβερνάντες... Οί όποιες, παραδόξως, είναι μονίμως άγγλίδες. Καί στά μυθιστορήματα, άλλά καί στήν πραγματική ζωή. ΥΠΑΡΧΟΥΝ καί γερμανίδες καί έλβετίδες...
ΝΑΙ. Ή Λύντια ταξίδεψε, έφυγε καί δέν τό συ νέχισε.
’Αλλά οί έλβετίδες είναι συνήθως τρο φοί...
Μιά καί είστε σχεδόν άγνωστη στό πλατύ άναγνωστικό κοινό... Γιά την ώρα πάντως δέν έχετε γίνει μπέστ-σέλερ...
ΤΡΟΦΟΙ... μέ τά τεράστια στήθη... Κατά σύμ πτωση... σάς έλεγα γιά τό μπάσταρδο τής οικο γένειας... παντρεύτηκα έναν άνθρωπο πού κι αυτός είναι άπόδημος σάν νά λέμε. Γιατί κι ό άντρας μου μεγάλωσε στή Ρουμανία. ’Εκεί πάλι, ήταν τής μόδας οί γερμανίδες δασκάλες. Οί δι κές μας οί άγγλίδες ήταν νέες μέν, άλλά πολύ αύστηρές, κι έτσι σάν άποστειρωμένες, άλλά πρέπει νά πώ ότι μού έμαθαν άγγλικά. Καί μ’ αύτές περνούσα όλες τίς ώρες μου. Τούς γονείς μας δέν τούς πολυβλέπαμε. Τούς βλέπαμε λίγα λεπτά τήν ήμέρα κι όλες οί ώρες μας ήταν μ’ αύ-
Α, ΠΑ, ΓΙΑ... Ούτε στην ’Αγγλία δέν ήμουν μπέστ-σέλερ. Είχα αύτό πού λένε succes d’estime, πού νά τό βράσω, τί νά τό κάνει κανείς... Νά πούμε ορισμένα βιογραφικά καί βι βλιογραφικά πράγματα γιά τούς άναγνώστες πού θά επιθυμούσαν ίσως νά σάς άνακαλύψουν τώρα.
64/συνεντευξη
τές τίς γυναίκες, τίς έγγλέζες. Καί δλα αυτά τά βασικά πράγματα πού σοϋ δημιουργούν την αί σθηση τού κόσμου διά μέσου τής γλώσσας, τά παραμύθια, τά τραγούδια, άπό τίς έγγλέζες τά πήρα. Κι ίσως γι’ αύτό τελικά έγραψα άγγλικά καί όχι γαλλικά. Καί καθόλου έλληνικά... ΟΧΙ, δέν ήξερα γρύ έλληνικά. Ήρθαμε στην Ελλάδα τό 1936. Γιά ένα δυό καλοκαίρια είχαμε ξανάρθει. ’Αλλά μονίμως έγκατασταθήκαμε τό ’36. Δέν ήξερα ούτε μιά λέξη έλληνικά, καί έκα να δλο τό δημοτικό στό σπίτι μέ μιά έλληνίδα δασκάλα. Μετά πήγα στό ’Αμερικάνικο Κολέ-
(όλες οί λέξεις είναι ύποπτες» γιο, δπου έπίσης έδιναν προτεραιότητα στά άγ γλικά. Ά ν είχα πάει σ’ ένα άκραιφνές έλληνικό σχολείο, ίσως νά είχα κάνει τότε τήν αλλαγή μου. Καί νομίζω θά μοϋ είχε βγει σέ καλό. Τώρα δέν μπορεί νά πει κανείς δτι δέν ξέ ρετε έλληνικά. ΒΕΒΑΙΩΣ καί ξέρω... 'Υπάρχει λοιπόν τό έξής παράδοξο φαινό μενο: ’Εσείς, άφ’ ένός, δέν έπιχειρεϊτε νά μεταφέρετε τά βιβλία σας στά έλληνικά καί, άπό τήν άλλη, δέν γράφετε έλληνι κά... ΓΙΑ νά τά μεταφέρω... Νομίζω πώς είναι πολύ λάθος ό ίδιος ό συγγραφέας νά μεταφέρει τά έρ γα του, παρ’ δλο πού διαψεύδομαι περίτρανα άπό τόν Μπέκετ, πού έχει μεταφράσει καταπλη κτικά τά γαλλικά του βιβλία στά άγγλικά, καί τανάπαλιν. ’Αλλά εγώ δέν θά μπορούσα νά τό κάνω. Μού προξενεί μιά άπέχθεια ή ιδέα καί μό νο. Θά ήταν σάν νά τρώω τόν έμετό μου. Κάτι πού τό έχεις βγάλει μέ πολύ κόπο καί όδύνη νά τό ξαναβάλεις μέσα σου γιά νά τό...
«κίνητρά» σας δταν γράφετε είναι έλληνική -έλληνικά. ΑΚΡΙΒΩΣ έπειδή είχα αύτό τό πρόβλημα, νά εί μαι άνάμεσα σέ δυό γλώσσες, νά είμαι άνάμεσα σέ δυό τόπους. Τελικά ή λύση -αν είναι λύσηπού βρήκα είναι νά κινούμαι σέ μιά no mans’ land, πού νά μήν είναι σαφώς έλληνική, ούτε άγγλική. Αισθάνομαι δτι αν γράψω άγγλικά γιά τόν κύριο Παπαδόπουλο ή τήν κυρία Φρόσω θά ήταν γελοίο καί θά έδινε άμέσως ένα ύφος «με ταφρασμένο» στό βιβλίο καί ψευτοεξωτικό, πού δέν θά τό ήθελα καθόλου. ’Αλλά συγχρόνως δέν θά μπορούσα νά γράψω γιά τήν κυρία Σμίθ καί τόν κύριο Μπράουν, γιατί κι αύτό θά ήταν ψεύ τικο. Έ τσι διάλεγα πάντα καταστάσεις μάλλον όριακές καί γι’ αύτό άκριβώς δέν έγραφα ποτέ ρεαλιστικά. Ποτέ δέν έβαζα κοινωνικό πλαίσιο. 'Υπάρχει ένας συμβολισμός έντονος, του λάχιστον στό «Δρόμο πρός τόν Κολωνό». Περιέχει σαφείς άναφορές στόν ’Εμφύλιο. Ειδικά ό «’Εξόριστος»... ΑΛΛΑ τό θέμα δέν είναι πολιτικό τελικά. Είναι μεταφυσικό... 'Ο «Γυρισμός» είναι μιά άρκετά ελεύθερη μεταφορά τής έπιστροφής τού Όρέστη πού πρέπει νά πάρει έκδίκηση, άλλά ό ’Ορέστης δέν άποδεικνύεται ιδιαίτερα έκδικητικός, σέ άντίθεση πρός τήν Ήλέκτρα. ’Από τήν ιστορία αύτή άναπηδά, νομίζω, δλη ή μικροαστική άθλιότητα πού άρχίζει νά «πήζει» κατά κάποιο τρόπο στή δεκαετία τού ’50.
«γράφεις γιά νά δεις γιατί γράφεις, καί καταντάς στή σιωπή» ΝΑΙ, ναί. Κι έπίσης οί οικογενειακές σχέσεις, πού αυτές είναι πολύ έλληνικές, βρίσκω, καί δέν ξέρω άν υπάρχουν στην άγγλική κοινωνία ή πάν τως δέν εκφράζονται έτσι. Αύτή ή έγγύτητα, ή άσφυκτική, δπου ό ένας άπομυζάτόν άλλο...
... ξαναεμέσεις. ΝΑΙ... Δέν τό θέλω καθόλου. Καί νομίζω έπίσης ότι, έπειδή είναι δικό σου τό έργο καί τό πονάς, δέν είσαι διατεθειμένος νά κάνεις τίς άπαραίτητες θυσίες πού άπαιτεί ή μετάφραση.
Έ χω τήν έντύπωση πώς υπάρχουν κά ποιες συγγένειες άνάμεσα στό ζευγάρι μά νας καί κόρης τού «Γυρισμού» καί στό άντίστοιχο ζευγάρι στό «Τρίτο στεφάνι» τού Κώστα Ταχτσή.
Πάντως αύτό πού βλέπει κανείς μέ τήν πρώτη ματιά είναι δτι ή έμπνευση καί τά
ΝΑΙ, μπράβο. Δέν έχετε άδικο. Πολύ πιό υστε ρικά ίσως έδώ.
συνεντευξη/65
Ή Καίη Τσιτσέλη γεννήθηκε τό 1926 στή Μασσα λία από ελληνες γονείς. Τό 1936 έρχεται στην Ε λ λάδα καί διδάσκεται γιά πρώτη φορά έλληνικά. Έγγραφή στό ’Αμερικάνικο Κολέγιο. Τά χρόνια τού πολέμου 1941-45 τά πέρασε στήν Κεφαλλονιά, άπ’ δπου κατάγεται ό πατέρας της. Έζησε στήν ’Αγγλία καί ταξίδεψε στήν ’Ιταλία, τό Πακιστάν, τό ’Ιράκ, τό Λίβανο, τή Νιγηρία. ’Εργάστηκε στήν έλληνική ραδιοφωνία. Έ χει κάνει μεταφράσεις (άπό τά έλληνικά στά άγγλικά). ’Από τό 1964 ζεϊ μόνιμα στήν Ελλάδα. Βιβλία της: « Ό εύκολος δρόμος» (1950). «Χωρίς όνομα στίς πλατείες» (fl952). « Ό θάνατος μιας πο λιτείας» (1954). «Σέ μερικά δευτερόλεπτα θ’ άκούσετε» (1956). « Ό δρόμος πρός τόν Κολωνό» (I960). Συνεργασίες της έχουν δημοσιευτεί στά πιό έγκυ ρα ξένα καί έλληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. ’Αξί ζει άκόμη νά σημειωθεί ότι πήρε μέρος στήν ομαδι κή έκδοση «18 Κείμενα» καί, άργότερα, στά «Νέα Κείμενα», μέ τήν όποια έσπασε ή σιωπή τών έλλήνων συγγραφέων κατά τή δικτατορία τοΰ ’67.
Έ χω παρατηρήσει, κι άπό μιά σχετική προσωπική πείρα, ότι όταν ένας έλληνας συγγραφέας πάει στό έξωτερικό, άπό ένα σημείο καί μετά δεν μπορεί νά γράψει τό ’ίδιο εύκολα ή αυθόρμητα στά έλληνικά, γιατί ή ξένη γλώσσα -όπως στή δική σας περίπτωση τά άγγλικά- τοΰ έπιβάλλεται, είτε γιατί τά έλληνικά του άραιώνουν σέ πολύ έπικίνδυνο βαθμό, πού νά κα ταντούν σάν αποτέλεσμα μιά άραιή σού πα. ’Εσείς, παρά τό γεγονός ότι δέν ξεϊτε στήν ’Αγγλία, δέν μιλάτε τόσο πολύ άγ γλικά -έννοώ σέ ποσότητα- όσο έλληνικά, έν τούτοις ή αίσθηση τής άγγλικής γλώσ σας είναι μέσα σας τόσο ισχυρή. Πού τό άποδίδετε αύτό; ΕΙΝΑΙ περίεργο. Κι εγώ έχω διερωτηθεΐ. Καί μάλιστα υπήρξε καί μιά έποχή πού νόμιζα ότι τά χάνω. Φεύγουν άπό μέσα μου. Καί μετά πέρασε αύτό καί ξανάνιωσα μιά σιγουριά άπόλυτη. ’Αλ λά αύτό πού βλέπω είναι πώς έχει καταντήσει μιά έντελώς ιδιωτική, έσωτερική γλώσσα πιά. Καί γι’ αύτό είναι μιά γλώσσα πού δέν μπορώ νά τή χρησιμοποιήσω γιά μυθιστόρημα πιά, γιατί δέν μπορώ ν’ άναπτύξω τόν εύρύ καμβά πού χρειάζεται τό μυθιστόρημα... Αύτό μάς πάει στό διήγημα τού δημοσιεύ τηκε τελευταία στό περιοδικό «Λέξη», στό «Ένα χέρι», πού μετέφρασε ό Νίκος Φω κάς. ΟΛΑ αύτά πού γράφω τώρα, είναι αύτού τού
είδους, μπορώ νά πώ. Πάντως θά ήθελα νά πα ρατηρήσω ότι ό "Αρης ’Αλεξάνδρου δέν έχασε τά έλληνικά του. Ό Χατζής τό ίδιο. Τό «Fiftyfifty» είναι άπό τά ώραιότερα έλληνικά κείμενα πού έχω διαβάσει. Κι έκεί δέν βρίσκω καθόλου ότι ή γλώσσα έχει άραιώσει. Ό ’Αλεξάνδρου όμως -ά π ’ όσο ξέρω- δέν έγραψε τόσα πολλά ποιήματα έξω. Έ γρα ψε μυθιστόρημα. Καί ή ποίηση χρειάζεται μεγαλύτερη πυκνότητα. Εσείς πώς έξηγείτε τό γεγονός ότι σάς επιβλήθηκε τελικώς ή άγγλίκή γλώσσα; ΝΟΜΙΖΩ, όπως ό Ναμπόκωφ έλεγε -πού ήταν ένας ξένος, ένας Ρώσος πού έγραψε άγγλικάέλεγε λοιπόν ότι: «εγώ αύτή τή στιγμή ζώ μιά με γάλη έρωτική ιστορία μέ τήν άγγλική γλώσσα...» "Ισως κάτι τέτοιο μού συνέβη κι έμένα. Έ χω έναν έρωτα μέ τήν άγγλική γλώσσα. Καί νομίζω ότι ύστερα άπ’ όλα αύτά τά χρόνια καί τόν κόπο, δέν τήν έχω κατακτήσει έντελώς· δέν νομίζω ότι είναι δυνατόν αύτό, κι έκεί έχω τίς άνασφάλειές μου. ’Αλλά μού είναι γνώριμη πιά, τήν έχω δου λέψει καί μού είναι δύσκολο όλ’ αύτά νά τά πετάξω καί ν’ άρχίσω άπό τό άλφα στά πενήντα τόσα χρόνια μου. Είναι δύσκολο. Καί πάντως δοκίμασα. Γιατί πάντα μού φαινόταν λίγο άστεΐο, γιά νά μήν πώ γελοίο καί άφύσικο, τό νά ζώ στήν Ελλάδα, νά είμαι Έλληνίδα, ν’ άκούω γύρω μου έλληνικά καί νά κάθομαι νά γράφώ σέ μιά ξένη γλώσσα. Δηλαδή έφθασε τό πράγμα σέ μιά έμμονη ιδέα. Καί αύτό μέ σταμάτησε νά γρά φω γιά πολλά χρόνια. Γιά νά βγώ άπό τό δίλημ
66/συνεντευξη
μα αυτό δοκίμασα νά γράψω ελληνικά, γιατί μέ άνησυχούσε τό γεγονός δτι όταν έγραφα άγγλικά ήταν σάν κάτω άπό τη γλώσσα, τόν ήχο της, νά υπήρχε μιά μεγάλη σιωπή -σχεδόν μιά σιωπή όπως στό βάθος τής θάλασσας. Ένώ όταν άρχι σα νά κάνω τήν πρώτη μου δοκιμή στά ελληνικά, άναδύθηκε ένα βουητό άπό πάρα πολλές φωνές, διαφορετικές φωνές, φράσεις, κραυγές, ψίθυροι, διάφορες διάλεκτοι, διαφορετικοί τόνοι φωνών, έτσι ένα μεγάλο βουητό άπό φωνές. Καί στην άρχή αυτό μοϋ άρεσε πάρα πολύ, άλλά όταν πή γα νά τό μεταφράσω σέ λόγο, δέν βγήκε τίποτα.
«ξέρω συγγραφείς πού όταν γράφουν ένα βιβλίο σταματάνε νά διαβάζουν γιά νά μην επηρεαστούν» Βγήκε μιά πρόζα ευτελής, δημοσιογραφική, πού δέν μέ υπάκουε καθόλου. Βεβαίως, ίσως έπρεπε νά είχα έπιμείνει, γιατί δέν κερδίζεται μιά γλώσ σα έτσι εύκολα. Άλλά ίσως δείλιασα μπροστά στό χρόνο καί στόν πολύ κόπο πού θά χρειαζό ταν γιά νά ξαναφτιάξω μιά γλώσσα πού θά μπο ρούσα νά μεταχειρίζομαι. Τώρα θεωρείτε τόν εαυτό σας μιά συγγρα φέα «ζώνης ούδέτερης», όπως είπατε προηγουμένως... ΝΑΙ. Όρφανή τελείως. Οί Άγγλοι σάς άντιμετωπίζουν μ’ αύτό τόν τρόπο; ΟΤΑΝ γράφτηκαν κριτικές στην Α γγλία γιά μέ να, πάντα τόνιζαν ότι είμαι Έλληνίδα. Λέγανε μέν ότι γράφω σάν νά ήμουν Άγγλίδα, άλλά το νίζανε τό γεγονός ότι ήμουν Έλληνίδα. Αισθα νόμουν πάντα ότι δέν άνήκω πουθενά. Οί έλληνες κριτικοί τί έχουν πει στήν προ κειμένη περίπτωση; ΔΕΝ έχουν πει καί πολλά... Γνωρίζετε πολύ καλά τά λογοτεχνικά πράγματα καί τών δύο χωρών. ΔΙΑΒΑΖΩ πάρα πολύ άγγλική λογοτεχνία. "Ισως αύτό κράτησε τη γλώσσα τόσο ζωντανή μέ σα μου. Ελληνικά πάλι διαβάζω μέ δυσκολία. Δέν γοητεύομαι άμεσα, άλλά μιάς κι άρχίσω καί
διαβάζω, μπορεί νά με γοητεύσει πάρα πολύ ή έλληνική γλώσσα. Άλλά πάντα υπάρχει ένα μι κρό εμπόδιο πού πρέπει νά δρασκελίσω. Ά ρ α θά βρίσκετε πολύ πιό ενδιαφέροντες τούς άγγλους συγγραφείς άπό τούς έλλη νες. ΟΧΙ, βρίσκω ότι αύτή τη στιγμή στήν πεζογρα φία γίνονται έδώ ένδιαφέροντα πράγματα. Τώρα γράφετε κάτι; ΝΑΙ ξανάρχισα. Πολύ διατακτικά. Πολύ φοβι σμένα. Μετά άπ’ αύτό τό block πού κράτησε 1012 χρόνια. Καί τό μπλοκάρισμα αύτό σταθερο ποιήθηκε μέ τη δικτατορία. Ά ν καί δέν νομίζω ότι ήταν ό μόνος λόγος. Θυμάμαι πολύ καλά ότι είχα άρχίσει ένα μυθιστόρημα σέ τελείως άλλη φλέβα, πολύ πιό άνάλαφρο, πολύ πιό fantasque, πιό ελεύθερο, τελείως άλλιώτικο άπ’ αύτά πού είχα γράψει ως τότε, κι όταν έγινε ή δικτατορία, μοϋ φάνηκε τόσο έπιπόλαιο, τόσο άσχετο μέ δ,τι γινόταν, πού τό σταμάτησα καί δέν τό ξανάπιασα ποτέ. Κι έκεΐ πιά έπεσε κι έκείνη ή σιωπή. Έ γραψα δυό-τρία διηγήματα κι ένα-δυό άρθρα, άλλά μετά είδα ότι δέν μπορούσα νά συνεχίσω νά γράφω στρατευμένη λογοτεχνία καί χρειάστη κε πιά νά,δώ τί θά κάνω. Πού πάω. Καί έκανα προσπάθειες στά έλληνικά, άκολούθησε ή άμφιταλάντευση καί τελικά κατέληξα ότι δέν μπορώ νά ζορίζω τόν έαυτό μου σώνει καί καλά· θά γράφω αύτό πού μού έρχεται νά γράψω. Καί γράφω τώρα κάτι πολύ μικρά κομμάτια, τά όποια δέν είναι εντελώς fiction. Είναι όλα στό πρώτο πρόσωπο. Είναι μιά παρατήρηση καί μιά άνίχνευση μιάς όρισμένης καταλυτικής στιγμής. Βλέπετε σέ κάποιο μέλλον, προσεχές ή απώτερο, νά υπάρξει μιά διεθνοποίηση; Τό νά μήν έχει πιά σημασία άν ό ένας εί ναι συγγραφέας Έλληνας καί ή άλλη Γαλλίδα κλπ.; Γιατί διαφαίνεται, νομίζω, μιά ίσοπέδωση θεμάτων άπό συγγραφέα σέ συγγραφέα, έστω κι άν γράφουν σέ διαφο ρετικές γλώσσες. ΔΕΝ ξέρω. Έγώ πάντως δέν βλέπω ίσοπέδωση θεμάτων. Στήν Ελλάδα αύτή τη στιγμή ύπάρχει οπωσδήποτε ιδιαιτερότητα, καί ύπάρχει μιά με γάλη ένασχόληση μέ έλληνικά προβλήματα καί έλληνικά θέματα, κι αύτό είναι πολύ χρήσιμο. Χρειάζεται, νομίζω, νά περάσουν οί έλληνες πεζογράφοι άπ’ αύτή τη φάση. Παραδείγματος χάριν, βρίσκω ότι τό «Τρίτο στεφάνι» καί ή «Α ντι ποίηση άρχής» τού Κοτζιά είναι πολύ άξιόλογα βιβλία καί είναι πάρα πολύ σημαντικό γιά τήν έλληνική πεζογραφία τό ότι γράφτηκαν. Άλλά
συνεντευξη/67
είναι άδύνατο νά μεταφραστούν σωστά καί νά κατανοηθοΰν άπά ξένους. Ή τό τελευταίο βιβλίο τού Γιατρομανωλάκη. Γίνεται νά μεταφραστεί; Μά γενικά δεν έπικρατεϊ ή αντίληψη ότι ένα πραγματικά original έργο δεν «μετα φράζεται»; Ή δεν «μεταφυτεύεται»; ΚΑΙ πώς μεταφυτεύτηκαν τά έργα τού Μάρκες; Έ χω την εντύπωση πώς οί Λατινοαμερι κάνοι έχουν υπερτιμηθεί εδώ. Εσείς τί νομίζετε; Ο ΜΑΡΚΕΣ δχι! Εννοώ σάν σύνολο. Έχουν κατακλύσει τό πάν... σέ σχέση μέ συγγραφείς άλλων έθνικοτήτων ή χωρών. ΕΧΟΥΝ μιά ζωτικότητα. Ένώ δλοι οί άλλοι εί μαστε κατακερματισμένοι, διασπασμένοι, διαλυ μένοι, αυτοί έχουν άκόμη αύτά τά ζουμιά τά κα ταπληκτικά πού βγαίνουν, χυμοί... Είναι χυμώδεις, καί διψάμε τόσο πολύ δλοι στην ερημιά μας, στίς έρημες χώρες μας, πού ρουφάμε αύτούς τούς χυμούς μέ μανία. Καί οί ’Ιταλοί νομίζω είναι άρκετά ένδιαφέροντες άπ’ αυτή την άποψη.
Ή Κ. Τσιτσέλη μέ τόν Κώστα Ταχτσή
ΝΑΙ. Βεβαίως. Καί γιά μένα πιά είναι ή άπαγορευμένη δχθη τό παραδοσιακό στύλ. Δέν μπορώ ούτε νά τό πλησιάσω. Ούτε σάν άναγνώστρια; ΣΑΝ άναγνώστρια μπορώ. Αυτό σημαίνει δμως πώς άπό τή στιγμή πού μπορεί κανείς νά άναγνώσει κάτι πα ραδοσιακό μπορεί καί νά τό γράψει. ΥΠΑΡΧΕΙ παραδοσιακό καί «παραδοσιακό».
ΕΧΩ άκούσει πολλούς νά λένε δτι άπό τό δεύτε ρο μισό τού 20ού αιώνα τίποτα δέν έχει βγει. Έγώ βρίσκω δτι ό Καλβίνο, ό Μάρκες καί ό Γκράς είναι ήδη τρία τεράστια ονόματα. Δέν πρέπει νά είμαστε άχάριστοι. ’Ά ν κρίνω άπό τά έργα σας πού έχω δια βάσει θά μπορούσα νά πώ πώς κάθε άλλο παρά παραδοσιακά γράφετε... ΣΑΣ είπα γιατί. ’Αποκλείεται γιά μένα ό ρεαλι σμός. Δέν μπορώ νά κάνω κοινωνική άνάλυση, κοινωνική παρατήρηση, γιατί τότε άμέσως θά έπρεπε νά μπώ σέ λεπτομέρειες εθνογραφικές. ...’Αλλά θά έλεγα πώς κινείστε στίς παρυ φές ένός πιό ελεύθερου στύλ πρόζας. ΝΑΙ πάρα πολύ. Αύτά πού τελευταία έχω γρά ψει, έχουν πάρα πολύ σχέση μέ τήν ίδια τή δια δικασία τού γραψίματος. Παραδέχεστε δηλαδή τά όρια άνάμεσα στό παραδομένο καί τό μοντέρνο στύλ;
Καί πώς βλέπετε γενικά τό μέλλον τής πε ζογραφίας; ΝΟΜΙΖΩ, όσο πάει γίνεται καί πιό δύσκολο νά γράψει κανείς, νά άρθρώσει άκόμη. Έ χει πέσει, σ’ εμένα τουλάχιστον, μιά καχυποψία τού λόγου. 'Όλες οί λέξεις είναι ύποπτες, Θεέ μου, καί πα ραλύει τό χέρι πιά. Σέ κάθε λέξη πού γράφεις λές: Τί νά πώ, γιατί, τί κρύβεται έκεϊ άπό πίσω; Καί τή στιγμή πού άρχίζουν αυτές οί ερωτήσεις, σταματάει τό χέρι. Κι άρχίζει καί ψάχνει κανείς, καί γίνεται ένας φαύλος κύκλος. Γράφεις γιά νά δεις γιατί γράφεις, καί καταντάς πιά στή σιωπή. Έχετε καταλήξει σέ συμπεράσματα πιό γενικά γιά τά έλληνικά πράγματα; ΝΟΜΙΖΩ δτι στήν Ελλάδα δέν υπάρχει άκόμη αύτό τό άγχος. Νομίζω, υπάρχει άκόμη μιά πί στη στό λόγο. 'Υπάρχει γράψιμο, άμφιβολίες, άνησυχίες ώς πρός τή γραφή ναί, άλλά ό ίδιος ό λόγος δέν έχει άκόμη προβλήματα τού τύπου «γιατί γράφω». Δέν είναι κάτι πού τούς υπονο μεύει εδώ. “Ισως γιατί τώρα μόλις ή πεζογραφία
68/συνεντευξη
μας πλησιάζει μιά άκμή. Τά τελευταία 10-15 χρόνια. Μοϋ κάνει έντύπωση πάντως ή άνθιση τού μυθιστορήματος στην ’Αγγλία, καί κυρίως αυτό γίνεται με τίς γυναίκες συγγραφείς. ΔΕΝ ξέρω άν μπορούμε νά τό πούμε άνθιση. Πάντως, έχει βγει μιά πολύ ώραία γενιά γυναι κών. Έγώ τίς έχω διαβάσει, καί μ’ άρέσουν πο λύ. Έ δώ βρίσκω δτι μερικές άπό τίς δικές μας
«στην Ελλάδα αυτή τή στιγμή υπάρχει οπωσδήποτε ιδιαιτερότητα καί μιά μεγάλη ενασχόληση με ελληνικά προβλήματα καί θέματα. Κι αυτό είναι πολύ χρήσιμο. Χρειάζεται νομίζω νά περάσουν οί έλληνες πεζογράφοι άπ’ αυτή τή φάση» γυναίκες, καί άπό εντελώς άντίθετους δρόμους, συναντιούνται μαζί τους. Αυτές οί νεαρές, ή Δαμιανίδη, ή Σωτηροπούλου, ή Μήτσορα. Αυτός ό σκληρός κόσμος. Κι άπό τίς Άγγλίδες ή Fay Welton, ή Angela Carter, ή Beryl Bainbridge. Εί ναι μιά γραφή τραχιά, καθόλου ωραιοπαθής. Έ νας κόσμος κυνικός, άναρχος, σκληρός. Καί βρίσκω δτι είναι ό ίδιος κόσμος. ’Ίσως δέν τόν άντιμετωπίζουν άκριβώς τό ίδιο, άλλά υπάρχει μιά συγγένεια. Θεωρείτε τόν εαυτό σας έπαγγελματία συγγραφέα; ΔΕΝ έζησα ποτέ άπό τά χρήματα πού μού άποφέρανε τά βιβλία μου. Καί νομίζω δτι αύτό είναι τό κριτήριο. Ποτέ δέν μού φτάσανε γιά νά ζήσω. Περισσότερο έπαγγελματίας μεταφράστρια εί μαι. "Οπως είπατε καί πιό πάνω, μεταφράζετε μόνο άπό τά έλληνικά στά άγγλικά. ΝΑΙ μόνο. Καί μόνο πεζό. Ό χ ι ποίηση. Τί έχετε μεταφράσει ως τώρα;
ΤΟΥ κόσμου τά πράγματα. ’Από σκουπίδια μέ χρι λογοτεχνία. Μεγάλη ποικιλία. Καί είναι εν διαφέρον αύτό βρίσκω, γιατί έτσι παίρνω μιά ιδέα τού πώς εκφράζεται ό "Ελληνας. Διότι έχω μεταφράσει άπό άρχαιολογικά, μέχρι ιστορικά καί τεχνοκριτικά. "Εχω μεταφράσει τούς «Τελευ ταίους Γαληνότατους» τού Αγγέλου Βλάχου. Τήν «Έρόικα» τού Κοσμά Πολίτη, άλλά δέν δη μοσιεύτηκε ποτέ. Μετά τήν «Τριλογία» τού Τσίρκα -μού πήρε δυόμισι χρόνια άλλά μού άρε σε. Δοκίμια τού Ζήσιμου Λορεντζάτου. Τά δύο τελευταία δημοσιεύτηκαν καί στήν ’Αμερική. Ά λλά καί γιά τά δυό πέρα βρέχει. Δέν έπιασαν καθόλου... Ή Αμερική είναι ένας τεράστιος μύλος πού μπορεί ν’ άλέσει τά πάντα. ΕΚΕΙ παίζει τεράστιο ρόλο τό marketing. Α π ο φασίζουν δτι θά φτιάξουν ένα best-seller καί μπαίνει μπρος ή μηχανή... Ποιούς συγγραφείς διαβάσατε δταν βρι σκόσαστε σέ ήλικία κατάλληλη νά δεχτείτε έπιρροές; ΣΥΝΕΧΕΙΑ επηρεάζομαι. Είμαι πάρα πολύ άνοιχτή στίς επιδράσεις. Κι δσο περισσότερες, τόσο καλύτερες. Καί νομίζω πώς τό μόνο πού έχει σημασία είναι τό πώς τίς άφομοιώνει κανείς -καί τίς άφομοιώνει πολύ καλύτερα δταν δέν τίς μάχεται. Ξέρω συγγραφείς πού όταν γράφουν ένα βιβλίο σταματάνε νά διαβάζουν. Τελείως. Καί ν’ άκούνε. Καί νά βλέπουν φίλμ. Ά π ό φόβο μήπως επηρεαστούν. Πάντως είναι σωστό αύτό ως ένα σημείο... ΓΙΑ μένα δέν τό βρίσκω καθόλου σωστό. Γιατί, νομίζω, είναι φυσικώς άδύνατο νά μείνει άναλλοίωτο αύτό πού θά πάρω. Αύτομάτως θά μεταμορφωθεί. Κι έχω επηρεαστεί κατά καιρούς άπό χιλιάδες συγγραφείς. Θυμάμαι, πρώτη μου έπίδραση -ή όποια βέβαια ήταν ολέθρια, γιατί κατέληξε σέ άπομίμηση- καί σέ ήλικία 14 έτών, ήταν ή Κάθρην Μάνσφηλντ. Μετά, στό δεύτερο βιβλίο μπαίνει πολύ ή Βιρτζίνια Γούλφ. Ό Λώρενς. 'Ο Άντρέ Ζίντ καί ό Προύστ. "Ολοι αύτοί μέ είχαν έπηρεάσει κατά καιρούς πάρα πολύ. Τί δομή έχουν τά βιβλία σας πού δέν με ταφράστηκαν στά έλληνικά; ΦΟΒΑΜΑΙ -καί γι’ αύτό τά ’χω κάπως άποκηρύξει- δτι πήγαιναν λίγο στόν ψυχολογισμό, φεύ! Γι’ αύτό τούς έχω γυρίσει τήν πλάτη έντελώς. Τά βλέπίω άπό μεγάλη άπόσταση.
συνεντευξη/69
Προσβλέπετε πιό πολύ σ’ αύτά πού θά γράψετε στό μέλλον; Δέν θά θέλατε νά τά γνωρίσουμε κι έμεΐς; Α, ΝΑΙ. Γιατί όχι; ’Από περιέργεια, γιά νά δώ πώς θά προσληφθοϋν. ’Αλλά δέν είναι καθόλου ή δουλειά πού κάνω τώρα. Ξαναδιαβάζοντας τό «Δρόμο πρός τόν Κολωνό», βγήκαν στη μνήμη μου οί ελλη νικές κουζίνες τής δεκαετίας τού ’50 μέ τίς πρώτες «εξημερωμένες» ηλεκτρικές συ σκευές καί τά άποπνικτικά δείπνα. ΜΗΝ ξεχνάτε πώς τό βιβλίο αύτό γράφτηκε τό 1960. ’Αλλά έγώ ήθελα νά σάς κάνω μιά έρώτηση. ’Εσάς σάς έκανε την εντύπωση ότι είναι ένα έλληνικό βιβλίο; Αύτό μ’ ένδιαφέρει πολύ. Βέβαια. Κι όταν τό διάβασα γιά πρώτη φορά, πρίν μερικά χρόνια, μοΰ είχε κάνει κατάπληξη. ’Επειδή γνώριζα πώς γράφετε άγγλικά, ήταν γιά μένα σόκ. Γιατί άφενός άνακάλυψα μιά ποιότητα παρατήρησης καί έκφρασης έντελώς καινούρια, κι άπό τήν άλλη, αύτά τά πυκνά καί έντονα ελλη νικά στοιχεία στό φτιάξιμο τών προσώπων καί στίς σχέσεις τους, καί κυρίως στά ζεύ γη πατέρα-κόρης, μητέρας-κόρης καί συ ζύγων... ΑΥΤΕΣ οί πολύ άσφυκτικές σχέσεις μέσα στίς έλληνικές οικογένειες, στίς φιδοφωλιές πού είναι οί οΐκογένειές μας...
«γράφω καί ψάχνω μιά αλήθεια, μην πιστεύοντας δτι υπάρχει ή αλήθεια πού μπορεί νά ειπωθεί... ’Αλλά υπάρχει τό ψάξιμο» ...Πού είτε σ’ ένα άνάκτορο τών Μυκη νών, είτε σ’ έναν άμπελώνα τής μεσαιωνι κής Πελοποννήσου, είτε σ’ ένα άσφυκτικό διαμέρισμα τών πρώτων πολυκατοικιών τής ’Αθήνας, έχουν αυτή τήν τρομερή αί σθηση μιάς συνέχειας καταδικαστικής γιά τήν έλληνική ράτσα... ΜΙΑ κατάρα.
Ή Καίη Τσιτσέλη
Γιά μένα ήταν μιά έμπειρία νά διαβάσω αύτό τό βιβλίο. Καί γιά νά ξαναγυρίσω στό «ρόλο» μου: Τό νά γράφει κανείς, βέ βαια, μπορεί νά ξεκινάει σάν ένα παιχνίδι ή σάν μιά άνάγκη όπως στήν προ- καί έφηβική ήλικία έχει κανείς άνάγκη νά τρέξει μέχρι νά τού «άνοίξει» ό θώρακας, ν’ άνεβεϊ ένα λόφο... Η ΝΑ ούρλιάξει. Νά φωνάξει άααα... Γράφει κιόλας μέ τόν ίδιο τρόπο. Κάποια στιγμή βέβαια τά πράγματα άλλάζουν -τό νά τρέχει κανείς είναι πολύ υγιεινό σέ κά θε ήλικία, τό γράψιμο έξακολουθεΐ νά εί ναι τό ίδιο υγιεινό; ΟΧΙ. ’Εγώ, θυμάμαι, άπό τό δεύτερο κιόλας βι βλίο ήξερα ότι γράφω πιά, καί ήταν ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Τό πρώτο βγήκε έτσι, χω ρίς νά ξέρω ότι «γράφω». Ένώ άπό τό δεύτερο κιόλας, έλεγα αύτή τή στιγμή γράφω, κι εκεί άρχίζουν τά χιλιάδες προβλήματα. Καί πάλι τώρα αισθάνομαι ότι περπατάω ενάντια στόν άνεμο, ότι κάθε βήμα είναι τρομερά δύσκολο, δέν μπο ρώ νά κάνω κανένα πρόγραμμα. Δέν βλέπω μπροστά μου καθόλου ομαλή όδό· ότι πρόκειται νά γράψω αύτό καί μετά τό άλλο. Καί ζώ σέ μιά συνεχή άμφιβολία. Δέν ξέρω κάν άν θά ύπάρξει έπόμενο γραφτό. Σ’ αύτή τήν κατάσταση βρίσκο μαι τώρα. Δυσκολεύει καί τήν καθημερινή σας ζωή αύτό; ’Εννοώ αύτές τίς καθημερινές σχέ σεις μέ τόν έαυτό μας...
70/συνεντευξη
ΝΑΙ, ζωή, πού δεν προφταίνει κανείς νά σκεφτεΐ ο 5 βρίσκεται καί πού πάει, αλλά ξέρω δεν μπορώο νά έγκαταλείψω έντελώς τόν ' νά πώ ουφ άσ " εν βγαίνει, δεν πάει ά3 λικά τί μένει; Μένει μόνο ή χαρά τού πράττειν. Την ώρα πού τό κάνεις. Είναι τό μόνο πού μένει. Ούτε δταν τό έχεις τελειώσει. Τή στιγμή πού τό κάνεις μόνο. Καί είναι τό μόνο, νομίζω, πού σέ κάνει νά προχωράς. Γιατί πραγματικά είναι μ πολύ σπάνια χαρά. Δέν μοιάζει μέ τίπ Δέν τό φτάνει τίποτα. Καί είναι αύτή ή άνάμνηση κάθε φοράά πού σέ κάνει νά ξαναδιδοκιμάσεις, ’Αλλά, σάς λέω, χωρ ιμιά πορεία μπροστά μου. Γιατί τό θέμα τής διγλωσσίας πού έξακολ μέ παιδεύει. Δέν ξέρω. Μπορεί νά ξαν έλληνικά άργότέρα. Ή μπορεί νά έρθει ένα θέμα δπως στά «18 Κείμενα», πού εκεί δέν άμφέβαλα ούτε στιγμή δτι έπρεπε νά γράψω έλληνικά. Γιατί ήταν διά λογος, καί άκουγα τίς φωνές μέσα στό κεφάλι ν εννοείτο νά γραφτεί άγγλικά αυτός ό διάλογος. Μπορεί πάλι νά έρθει ένα θέμα πού νά απαιτεί έλληνικά, καί νά μοϋ υπαγορεύσει τή δική τ ώσσα... Γράφω τελικά γιά καταστά σεις καί γιά στιγμές άκαριαίες καί καταλυτικές. Καί τίς ψάχνω. Καί ψάχνω, μπορεί νά πει κα νείς, μιά άλήθεια μήν πιστεύοντας δτι υπάρχει ή άλήθεια πού μπορεί νά ειπωθεί. ’Αλλά υπάρχει τό ψάξιμο. Έ να τέτοιο πράγμα... Νομίζω πώς καί στήν Ελλάδα άρχίζουν νά φαίνονται τά πρώτα σημάδια τού άγ χους στό λόγο. ΝΑΙ. 'Υπάρχουν μερικά παραδείγματα. Τό «Μυθιστόρημα» τού Βαλτινού. Αύτό έχει πιό πολύ σχέση μ’ αύτό πού ονομάστηκε ή μεγάλη κρίση τού λόγου. Ό λόγος μπορεί νά είναι δα νεικός, μπορεί νά είναι μιά διαφήμιση, ένα ξένο κείμενο... Δέν υπάρχει κλίμακα άξιών. 'Ο άληθινός λόγος καί ό μή άληθινός. Είναι όλα τό ίδιο... Ό Βαλτινός, νομίζω, αύτό προσπαθούσε νά δείξει ίσως μ’ αύτό τό βιβλίο του. 'Υπάρχουν μερικά τέτοια παραδείγματα. ’Αλλά οί υπόλοι ποι, τούς βλέπω καί γράφουν ακόμη μέ μιά φό ρα, μιά σοβαρότητα, μιά πεποίθηση ότι κάνουν νάτι σημαντικό καί έγκυρο. Δηλαδή τό main stream, τό κυρίως ρεύμα τής ελληνικής λογοτεχνίας καλά κρατεί... ΚΑΙ είναι φυσικό. Γιατί βρίσκονται στήν άρχή άκόμα. ’Αργότερα θά τό συναντήσουν κι αύτοί τό πρόβλημα. Πού θά πάνε...
ΔΕΛΤΙΟ 9 Φεβρουαρίου23 Φεβρουάριου 1983
βιβλιογραφικό δελτίο άριθ. 64 • Τό Βιβλιογραφικό Δελτίο συν τάσσετε» μ έ τήν πολύτιμη συνερ
ληνες συγγραφείς κ α ί Ακολου θούν ο ί ξένοι.
γασία τον βιβλιοπωλείου τής « ’Εστίας», τή διεύθυνση κα ί τό προσωπικό τον όπ οιον ευχαρι στούμε θερμά. • Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γίνε ται μ έ βάση τό γνωστό Δ εκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στήν έλληνική βιβλιο γραφία. • Σ έ κάθε κατηγορία βιβλίω ν προηγούνται Αλφαβητικά ο ί έλ-
• Ή κατάταξη τών ξένων συγγρα
’Επιμέλεια: Έ φη
Άπάκη
φέων γίνεται σύμφωνα μ έ τό έλληνικό Αλφάβητο.
• Στήν κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβάνονται έβόομαόιαϊα έντυπα. • Γιά τήν Ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τού Δελτίου, παρακαλοϋνται ο ί έκόότες νά μάς στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες έκδόσεις τους.
άριθ. 11, 1982. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 30.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΓΕΝΙΚ Α Τό βιβλίο στήν Ελλάδα. Επαγγελματικός όδηγός έκδοτικών οίκων. Βιβλιοπωλείων. Εμπορίας βιβλίου 1983-1985. ’Αθήνα, Βιβλιοεμπορική. Σελ. 200. Δρχ. 800. ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Βιβλιογραφικά Σικελιανού (1980-1982). Βιβλιογραφία, άριθ. 8. ’Αθή να, 'Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρχείο, 1983. Σελ. 109. Δρχ. 250.
ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Πενταδικές μορ φές. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 15. ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ. Τό πρόσωπο 666 (ΧΞΣΤ). Φιλοσοφική μελέτη. ’Αθήνα, Ίωλκός. Σελ. 78. ΜΕΡΕΝΤΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΉΝΟΣ ΙΩ. ’Ακαδημαϊκοί έλεγχοι. Τόμος Α': Θησέως Στ. Τζανετάτου: Έλεγχος τής έργασίας. Άθήναι, 1983. Σελ. 150. Δρχ. 450.
ΤΥΠΟΣ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. Ν. Διαλεκτικός καί ιστορικός ύλισμός. (Θέσεις καί άντιφάσεις). Άθήναι, Δαμασκός, 1983. Σελ. 67.
ΚΟΥΚΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Βιβλιογραφία τού έλληνικοϋ τύ που (1465-1982). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 124. Δρχ. 300.
BAUCH BRUNO. Σκέψη καί ϋλη. Πρόλογοςμετάφραση-έπεξεργασία Ίάσονα Κρεμεζή. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 144.
ΜΟΥΣΕΙΑ
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ
ΚΟΡΔΟΜΕΝΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τά μουσεία τής Θεσ σαλονίκης. ’Ανάτυπο άπό τό περιοδικό «Διαγώνιος»,
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Ν. ’Απόκρυφος έγκυκλοπαίδεια άποκρυφισμοϋ. ’Αθήνα, Μακρής. Σελ. 494. Δρχ. 1200.
72/δελτιο
1983. Σελ. 640. Δρχ. 1000.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΣΩΤΗΡΧΟΣ Π. Παιδομάρτυρες. Παιδιά πού έμαρτύρησαν καί έθυσιάσθησαν γιά τόν Χριστό. 'Άθήναι, ’Ορθόδοξος Τύπος, 1982. Σελ. 157. Δρχ. 300.
ΓΕΝΙΚΑ ΗΘΙΚΗ SZASZ THOMAS S. Ή βιομηχανία τής τρέλας. Μιά συγκριτική μελέτη τής 'Ιερής Εξέτασης καί τής Κίνη σης Ψυχικής 'Υγείας. Τόμος Α \ Μετ. Έ φης ΧαΐρηΣκαράγκα. Θεσσαλονίκη, Ίανός, 1983. Σέλ. 168. Δρχ. 300.
ΑΤΟΜΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΒΙΝΣΟΝ ΖΑΝ. Ή τέχνη καί ή τρέλα. Ή καλλιτεχνική δημιουργία τών παραφρόνων. Μετ. Λ. Γραικού. Θεσ σαλονίκη, Κατσάνος. Σελ. 68. Δρχ. 150
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΑΥΡΟΥ ΛΑΜΠΡΟΣ. Εισαγωγή στην ψυχοπαθολο γία τού νηπίου καί τού παιδιού. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 393. Δρχ. 600.
ΖΗΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. Έ χω τό θάρρος νά υπερα σπιστώ τό Θεό. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 112. Δρχ. 200.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΠΕΡΡΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ Ε. Συστηματική ταξινόμηση τής νομολογίας τού Δικαστηρίου τών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1958-1979. ’Αναφορά στά άρθρα τής συν θήκης Ε.Ο.Κ. ’Αθήνα, «’Επιθεώρηση τών Ευρωπαϊ κών Κοινοτήτων», 1982. Σελ. 130. Δρχ. 350.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΖΗΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ν. Ό άόρατος κόσμος πού μάς τριγυρίζει. Γνώσεις γιά τή μετά θάνατο ζωή. Β' έκδο ση. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 300.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΗΛ. Διαλογική συζήτηση Ευαγγελικών καί ’Ορθοδόξων. Γ' έκδοση. Θεσσαλονί κη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 274. ΘΕΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Ό ’Απόστολος Πέ τρος δέν πήγε ποτέ στή Ρώμη. Ό μακρακισμός είναι παναίρεσις. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 82. Δρχ. 100.
Λεσβίες. Συνεντεύξεις καί προσωπικές μαρτυρίες. ’Αθήνα, Νιάρχος. Σελ. 181. Δρχ. 300. ΠΑΡΝΑΣΣΙΔΗΣ ΟΡΦΕΑΣ. Ή συνείδηση τού λαού. Έ ν α βιβλίο γιά δλη τήν οικογένεια. Άθήναι, Μιχαηλίδης, 1983. Σελ. 160. Δρχ. 200. ΛΕΣΑΝ ΕΝΤΑ. Μαθαίνοντας νά λέμε άντίο στό γονιό πού χάνεται. Μετ. Εΰης Νάντσου. ’Αθήνα, Θυμάρι, 1983. Σελ. 102. Δρχ. 170.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΛΕΞ. Δημοκρατία καί έκλογικόν σύστημα. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, Μπάυρον, 1983. Σελ. 144. Δρχ. 250. ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ν. Πολιτικοί λόγοι καί άρθρα 1946. Άθήναι, 1983. Σελ. 99. Δρχ. 250.
ΚΕΣΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΕΣΤΗΣ Γ. Πάθη καί άρετές στή διδασκαλία τού 'Αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά. ’Αθήνα, Δόμος, 1982. Σελ. 247. Δρχ. 350.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΛ. ’Αστέρες άνέσπεροι. Τόμος Β'. Ψυχογραφήματα, άριθ. 76. ’Αθήνα,
Σύμμεικτα εις μνήμην Ίωάννου Ν. Κούλη. Άθήναι, 1982. Σελ. 504. Δρχ. 1200.
δελτιο/73
ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜ. Σ. Ή έλληνική διοίκη ση. ’Ανεπίκαιρες σκέψεις γιά μιά διοικητική με ταρρύθμιση. ’Αθήνα, Παπαζήσης, 1983. Σελ. 313. Δρχ. 500. Τοπική αυτοδιοίκηση. Μιά σύγχρονη εύρωπαϊκή έκ φραση. ’Αθήνα, Τάμασος, 1983. Σελ. 142. Δρχ. 250.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
Εμείς κάνομε ενα βήμα κοντά σας... κάντε κι εσείς ά λ λ ο ένα κι ελάτε ν α συ να ντη θ ού μ ε στο βιβ λ ιοπ ω λ είο
ΔΡΟΥΔΑΚΗΣ ΑΛΕΞ. Κ. Μαντινάδες τσή Κρήτης. Χανιά, 1982. Σελ. 534. Δρχ. 750.
AVANT GARDE
Τό έθνικό μας τραγούδι. (Μελέτη έθνικής αυτογνω σίας). Τόμος Α'. Πρόλογος-είσαγωγή: ή άγάπη έκ μό χθου Βασίλη Περσείδη. ’Αθήνα, Πιτσιλάς, 1983. Σελ. 479. Δρχ. 700.
ΛΑΜΨΑ 7 και Σ. BIKATOY 14 Τηλ.: 6925840 - 6929326 (Έ ν α ν τι ΦΛΟΚΑ Λεωφ. Κηφισίας)
ΜΑΚΡΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ. Δωδεκανησιακά δημοτικά τραγούδια. ’Ανθολογία. Ρόδος, Πρίσμα, 1983. Σελ. 351. Δρχ. 500.
Για σας που μένετε στους Αμπελόκηπους μέχρι Φιλοθέη και Βόρεια Προάστια, τώρα υπάρχει το Βιβλιοπωλείο σας
AVANT GARDE ΒΙΒΛΙΑ - ΑΦΙΣΣΕΣ ΔΩΡΑ - ΧΑΡΤΙΚΑ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ Οί μεγάλοι παιδαγωγοί. ’Από τόν Πλάτωνα καί τό Σωκράτη ως τόν Τζών Ντιούι καί τή Μαρία Μοντεσσόρι. Διεύθυνση καί συντονισμός Jean Chateau. Μετ. Κωνσταντίνου I. Κίτσου. ’Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 436. Δρχ. 500.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
* »»■
ΟΥΖΟΥΝΗΣ ΑΠ. Τό παιδί καί οί ξένες γλώσσες. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 77.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΓΟΥΒΑΛΗΣ ΕΥΘ. Παραμύθια γλυκά σάν καραμέλλες. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 224. Δρχ. 250. ΚΡΟΝΊΉΡΑ ΛΗΔΑ. ’Ελάτε νά ζωγραφίσουμε. Ζω-
ΠΑΙΙΑΙΩΤΗΡΙΟΥ Ιτουρνάρα 23 3609821
Αθήνα
7Α/δελτίο
γραφιές άπό τή Θήρα. Βιβλίο Β'. Ά θήναι, Άτλαντίς. Σελ. 48. Δρχ. 160. ΜΕΤΑΞΑ ΑΝΤΙΓΟΝΗ. Τό θέατρο τού παιδιού. Βι βλίο Β'. ’Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 188. Δρχ. 350. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Τά παιδιά στήν ’Αν τίσταση. Διηγήματα. ’Αθήνα, ’Αλφειός, 1982. Σελ. 88. Δρχ. 200.
ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΓΙΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Πρακτική άμπελουργίαοίνολογία. ’Αθήνα, Ψίχαλος, 1983. Σελ. 336. Δρχ. 500.
ΡΩΝΤΑΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ. Τά μεγάλα θαύματα τού κό σμου. Επιμέλεια Ντενίζ Ρώντα. Εικονογράφηση Νί κου Μάκη. ’Αθήνα, Στρουμπούκης, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 350.
ΤΕΧΝΕΣ
ΣΤΡΑΝΗ ΛΕΝΕΤΑ. Ό ήλιος κλαίει. Εικονογράφηση Μαρίας Ζησιμοπούλου. ’Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 37. Δρχ. 320.
ΓΕΝΙΚΑ
Διάβασέ μου ιστορίες. Εικονογράφηση Eric Kincaid. ’Αθήνα, Όρφανίδης, 1982. Δρχ. 350.
ΣΠΗΤΕΡΗΣ ΤΩΝΗΣ. Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέ χνης 1660-1967. Τόμοι A ' +Β' +Γ'. ’Αθήνα, ’Εκδοτι κός ’Οργανισμός Πάπυρος, 1982. Σελ. 357 + 488 + 508. Δρχ. 1800 (οί τρεις τόμοι).
Καιρός γιά παραμύθια. Εικονογράφηση Elisabeth Woodhouse καί Gerry Embleton. ’Αθήνα, Όρφανίδης. Δρχ. 350. Κλασικά παραμύθια. Εικονογράφηση Eric Kincaid. Διασκευή Lucy Kincaid. ’Αθήνα, Όρφανίδης, 1982. Δρχ. 350.
ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
Μάγοι, ξωτικά καί γίγαντες. Εικονογράφηση Eric Kincaid. Διασκευή Lucy Kincaid. ’Αθήνα, Όρφανί δης, 1982. Δρχ. 350.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ΑΛΚΗΣ. Ό χαράκτης Νικόλαος Βεντούρας. Θεσσαλονίκη, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1982. Σελ. 120 + 3 χαρακτικά. Δρχ. 1500.
Στόν κόσμο τών παραμυθιών. Εικονογράφηση Eric Kincaid. ’Αθήνα, Όρφανίδης, 1982. Δρχ. 350.
ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Ή ώρα τού παραμυθιού. Εικονογράφηση Eric Kin caid. ’Αθήνα, Όρφανίδης, 1982. Δρχ. 350. ΟΟΥΤΣ ΦΥΛΛΙΣ. Ιστορία τού Ιπιπλου στή Δύση. ’Αθήνα, Φόρμα. Σελ. 268. Δρχ. 900.
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΙΑΤΡΙΚΗ
ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΙΝΓΚΜΑΡ. Σκηνές άπό ένα γάμο. Μετ. Φίλιππου Δραγούμη. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 228. Δρχ. 350.
ΚΡΟΥΙΦ ΠΩΛ ΝΤΕ. Κυνηγοί μικροβίων. Μετ. Γεωρ γίας Δεληγιάννη - Π. Άναγνωστόπουλου. ’Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 370. Δρχ. 350. ΟΛΙΒΕΝΣΤΑΪΝ ΚΛΩΝΤ. Ή ζωή τού τοξικομανή. Μετ. Έλίνας Μορφίνη. ’Αθήνα, Παλλάδα, 1982. Σελ. 148. Δρχ. 250.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ SEELEY J. Ή τεχνική τού υψηλού κοντράστ στή φω τογραφία. Μετ. Κώστα Κολοκύθα. ’Αθήνα, Μωρεσόπουλος/Φωτογραφία, 1983. Σελ. 248. Δρχ. 1100.
ΥΓΙΕΙΝΗ
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΚΑΣΒΙΚΗΣ Κ. Γ. Τό θαύμα τής δυναμικής ύγείας. Χωρίς φάρμακα. Τόμος Α'. Έ κδ. έλληνική-γαλλική. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 226. Δρχ. 550. ΠΛΑΚΑ ΡΕΑ - ΣΠΥΡΙΔΟΓΙΑΝΝΗ ΜΑΙΡΗ. Πώς νά γιατρευτείτε μέ βότανα καί ρίζες. Πειραιάς, Καραμπερόπουλος. Σελ. 213. Δρχ. 300.
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΜΠΟΜΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Γκόλ ’83. Ό λ α γιά τό ποδό-
δελτιο/75 σφαιρο. Πειραιάς, Καραμπερόπουλος. Σελ. 566. Δρχ. 400. ΞΥΡΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΟΣ. Ιδιωτική άεροπορία (άθλητική-τουριστική) στάν έλληνικό χώρο. ’Αθήνα, Πατσούρης, 1983. Σελ. 160 + φωτογραφίες. Δρχ. 400.
Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 59. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Διάτρητος. ’Αθήνα, ’Ιθάκη, 1982. Σελ. 47. ΤΑΓΚΑΛΑΚΗ ΕΛΕΝΗ. ΙΝΟΥΪΤ σημαίνει άνθρωπος. ’Αθήνα, Κέδρος. Σελ. 62. ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Ή γή έκείνη τών άπόντων. ’Αθήνα, Έρασμος, 1983. Σελ. 22.
ΓΛΩΣΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΒΑΓΙΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. Πλήρες συστηματικό καί άλφαβητικό τρίγλωσσο λεξικό. Τόμος IV. Άθήναι, 1983. Σελ. 517. Δρχ. 900. ΔΕΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΑΟΣ I. Ή σύνταξη τού άρχαίου έλληνικοΰ λόγου. ’Αθήνα, Gutenberg. Σελ. 243. Δρχ. 450.
ΦΕΡΕΝΙΚΗ. ’Εσωτερική πλοκή. ’Αθήνα, Δόμος. Σελ. 46. ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ - ΟΥΓΓΑΡΕΤΤΙ ΓΚΙΟΥΖΕΠΕ - ΚΟΥΑΖΙΜΟΝΤΟ ΣΑΛΒΑΤΟΡΕ. 3 ίταλοί ποιητές. Μετάφραση-σχόλια: Στέλιου Κάτσικα. Λογο τεχνικά Κείμενα καί θεωρία, άριθ. 8. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1983. Σελ. 109. Δρχ. 200. ΤΣΑΤΣΙ ΑΛΕΞ. Ποιητική πορεία. Νεοαλβανικά γράμματα. Εισαγωγή καί έπιμέλεια Λάμπρου Μάλαμα. ’Απόδοση Πάνου Τσούκα - Βασίλη Κότσια καί Λάμ πρου Μάλαμα. ’Αθήνα, ’Ελεύθερο Πνεύμα, 1983. Σελ. 80. Δρχ. 200.
ΜΠΑΡΑΚΛΗΣ ΧΑΡ. ’Αρχαία γνωμικά καί λαϊκή σο φία. ’Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 212. ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ I. 'Οδηγός όρθογραφίας. Λεξικό. Γραμματική. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 80. Δρχ. 350.
ΒΑΣΙΛΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Οί λίμνες τού ήλιου. ’Αθή να, ’Ελεύθερος Τύπος, 1983. Σελ. 88. Δρχ. 140. ΔΕΛΗΟΛΑΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Pusher τό βήμα τής άλεπούς. ’Αθήνα, Στοχαστής, 1983. Σελ. 68. Δρχ. 150.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΠΟΙΗΣΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ Α. Τά 39 πρώτα ποιή ματα. ’Αθήνα, 'Ερμής, 1982. Σελ. 86. ΒΟΛΟΒΙΝΗ-ΜΑΖΜΑΝΙΔΗ ΓΙΟΛΑΝΤΑ. Ή πηγή τού χρυσού. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 50. ΓΑΡΑΝΤΟΥΔΗΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ Α. Ανεδαφικός όρειβάτης. Θεσσαλονίκη, Έγνατία, 1983. Σελ. 28. ΓΟΥΝΕΛΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Σιωπή καί θαύμα. ’Αθήνα, Δόμος. Σελ. 35. ΔΑΓΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ή μέρα τών φωταγωγών. ’Αθή να, Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 37. Δρχ. 70. ΔΡΟΥΣΙΩΊΉΣ ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ. Τοπάζια καί βηρύλια. Λευκωσία, «Πνευματική Κύπρος», 1982. Σελ. 26. ΚΑΖΑΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Άμφίδρομο. ’Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 53.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ποιήματα.
ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Φόρμουλες γιά μιάν άγνω στη ζωή. Ποιήματα 1966-1981. Θεσσαλονίκη, Διαγώ νιος, 1982. Σελ. 142. ΚΑΨΑΛΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Βιβλίο πρώτο. ’Αθήνα, Ά γρ α, 1982. Σελ. 37. Δρχ. 100. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ταξίδι στό νησί τού Νότου. Ποιήματα. ’Αθήνα, θεμέλιο, 1983. Σελ. 82. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ Λ. Π. Παλιοί καί σύγχρονοι ρυθμοί.
ΚΑΣΟΛΑΣ ΜΗΤΣΟΣ. Ή άλλη ’Αμερική. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 218. ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Ή ωραία Φιλομήλα καί άλλα ζώα. Δέκα διηγήματα έλευθέρας βοσκής. Έλληνες Πεζογράφοι, άριθ. 32. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 77. Δρχ. 150. ΛΙΩΚΗ ΦΩΤΕΙΝΗ. Ά πότόν παληό τόν κόσμο. ’Αφη γήματα. ’Αθήνα, Εκδοτική Εστία, 1982. Σελ. 92. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ή έκδρομή. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 93. Δρχ. 170. ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ ΛΗΔΑ. Ό κήπος. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 38. Δρχ. 100. ΤΣΕΛΛΟΣ ΤΑΣΟΣ. Τό μουράγιο. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 253. Δρχ. 300. ΑΝΤΡΕΓΙΕΦ ΛΕΟΝΙΝΤ. Τό κόκκινο γέλιο. ’Απόδο ση Γιώργου Κ. Καραβασίλη. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 89. Δρχ. 150. ΒΙΑΝ ΜΠΟΡΙΣ. Τά χρονικά τού ψεύτη. Μετ. Ρίτας Κολαΐτη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 70. Δρχ. 130. ΓΚΑΙΤΕ. Ό Βέρθερος. Μετ. Μέμου Παναγιωτόπουλου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 154. Δρχ. 200. GHEORGHIU VIRGIL. Ό Θεός στό Παρίσι. Μετ. Χρήστου Βουδούρη. Ελληνική καί Ξένη Λογοτεχνία, άριθ. 3. ’Αθήνα, ’Ακρίτας, 1982. Σελ. 238. ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. 'Ιστορίες άπό τήν ’Ιταλία. Μετ. Σόφης Κεφάλα. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982. Σελ. 214. Δρχ. 300.
76/δελτιο
ΚΟΚΤΩ ΖΑΝ. Τό λευκό βιβλίο. Μετ. Νίκου Παπαδογιάννη. Σχέδια Ζάν Κοκτώ. ’Αθήνα, Δαναός, 1983. Σελ. 86. Δρχ. 200. MAN ΚΑΛΟΥΣ. Μεφίστο. Μυθιστόρημα μιας καριέρας. Μετ. Δημ. Α. Ήλιόπουλου. ’Αθήνα, Εύρωεκδοτική, 1982. Σελ. 394. Δρχ. 450. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ. Ή κηδεία τής Μεγάλης Μάμα. Μετ. Σπύρου Τσακνιά. ’Αθήνα, Νε φέλη, 1982. Σελ. 143. ΜΠΑΛΖΑΚ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ. Ή τριαντάχρονη γυναίκα. Μετ. καί εισαγωγή Νίκου Άθανασιάδη. Κλασική Λο γοτεχνία, άριθ. 42. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1982. Σελ. 383. ΣΕΝΤΕΡ ΡΑΜΟΝ. Μνημόσυνο γιά έναν ίσπανό χωριάτη. Μετ. Ρίκι Βάν Μπουσχότεν. ’Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 83. Δρχ. 180.
Σωτηρίας Ματζίρη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 98. Δρχ. 220.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΠΡΟΥΚ ΠΗΤΕΡ. Ή σκηνή χωρίς δρια. Δοκίμιο πά νω στά προβλήματα τοϋ σύγχρονου θεάτρου. Μετ. Μαρί-Πώλ Παπαρά. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 184. Δρχ. 350.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ν. ’Απ’ τήν έποποιία τής Πίνδου στήν άναγκαστική προσφυγιά 1940-1982. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 256. Δρχ. 400.
ΚΑΡΕΛΛΗ ΖΩΗ. Παρατηρήσεις. ’Αθήνα, ’Αστρολά βος / Ευθύνη, 1982. Σελ. 155.
ΚΡΑΨΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Οί Σουλιώτες στά Εφτάνησα καί οί πόλεμοί τους στήν "Ηπειρο. (1804-1822). ’Αθή να, 1982. Σελ. 178. Δρχ. 350.
ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Περιδιαβάζοντας. Τό μος Α '. ’Α π ό τόν Κάλβο στόν Παπατσώνη. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 197. ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ ΒΑΛΤΕΡ. Θέσεις γιά τή φιλοσοφία τής ιστορίας. Σουρρεαλισμός. Γιά τήν εικόνα τού Προύστ. Μετ. Μηνά Παράσχη. ’Αθήνα, Ουτοπία, 1983. Σελ. 100. Δρχ. 200. ΤΡΟΤΣΚΙ AEON. Λογοτεχνία καί έπανάσταση. Μετάφραση-σημειώσεις-έπιμέλεια Λ. Μιχαήλ. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 270. Δρχ. 400.
ΘΕΑΤΡΟ
ΕΡΓΑ ΚΑΣΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Δ. Ίππαρχία ή κυνική φιλόσο φος. Σαπφώ. Σχέδια γιά θέατρο ή κινηματογράφο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 54. Δρχ. 120. ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Τί σημασία έχει ν’ άποφεύγονται τά παχιά λόγια. Ελληνικό καί Ξένο Θέατρο, άριθ. 3. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 26. Δρχ. 80. ΜΠΑΛΛΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ό δράκος τοϋ Σέιχ-Σού. Θεατρικό ντοκουμέντο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 96. ΓΚΑΙΤΕ. Φάουστ. Β ' μέρος. Μετάφραση-σχόλια I. Παυλάκη. ’Αθήνα, Άστήρ, 1983. Σελ. 336 + εικόνες. Δρχ. 350. ΦΟΝ ΧΟΡΒΑΤ ENTER Καζιμίρ καί Καρολίνα. Μετ.
ΛΑΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Ή Σιάτιστα καί οί εμπορικοί οί κοι Χατξημιχαήλ καί Μανούση. (17ος-19ος αί.) Μακε δονική Βιβλιοθήκη / Δημοσιεύματα τής Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, άριθ. 60. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 175. Δρχ. 350. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ιστορία τής Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Ρέκος. Σελ. 394. Ή Σμύρνη καίγεται. ’Αθήνα, Ερμής, 1983. Σελ. 101. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΥΛ. Άράκλοβο. Τό θρυλικό κάστρο τού Βουτσαρά. ’Ανάτυπο «Τριφυλιακής Εστίας». ’Αθήνα, 1982. Σελ. 38. Δρχ. 150. ΣΤΡΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ν. Βυζαντινά μελετήματα. ’Αθήνα, «Νέα Εστία», 1983. Σελ. 78. Δρχ. 280.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ-ΤΑΞΙΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΟΤΣΑΛΗ-ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μήθυμνα. ’Αθήνα, Δήμος Μήθυμνας, 1982. Σελ. 63. Δρχ. 200.
ΜΑΡΓΑΡΗΣ Β. Touristika Jannina. ’Αξιοθέατα ιστορικά στοιχεία - πληροφορίες. ’Ιωάννινα. Δρχ. 100. ΠΑΡΚΙΝΣ ΑΛΤΑ ΑΝΝΑ. Είκόνες τής Μάνης. Ε π ι μέλεια Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου. ’Αθήνα, Έλευθερουδάκης. Σελ. 136. Δρχ. 250.
δελτιο/77
γραμμάτων καί τεχνών. Φύλλο 75. Δρχ. 7.
ΑΛ Λ ΕΣ ΧΩ ΡΕΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ. Περιοδικό τής ζωντανής σκέ
ψης· Τεύχος 2. Δρχ. 120. ΒΥΣΣΟΥΛΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΡ. Ένας Έλληνας στήν Κίνα. ‘Αθήνα, 1983. Σελ. 311. Δρχ. 500.
ΣΥΜΒΟΛΗ. Γιά τίς περιοχές Πατησίων-Κυψέλης. Φύλλο 11. Δρχ. 20. ΤΕΧΝΗ. Μηνιαία εικαστική έπιθεώρηση. Τεύχος 3. Δρχ. 200.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Περιοδική έκδοση τής Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Τεύχος 14. Δρχ.
ΑΓΙΑΣΟΣ. Διμηνιαία έκδοση τού Φιλοπρόοδου Συλ λόγου Άγιασωτών. Τεύχη 12 καί 13.
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΤΕ ΧΝΕΣ. Διμηνιαϊο περιοδικό πνευματικού προβληματι σμού. Τεύχος 84. Δρχ. 100.
100.
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση τής νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 161. Δρχ. 20. ΑΝΤΊΛΑΛΟΙ. Φύλλο 1. Δρχ. 20.
ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ. Περιοδική έκδοση άποφοίτων Φιλο σοφικής Ίωαννίνων. Τεύχος 6. Δρχ. 150.
ΔΕΛΤΙΟΝ ΝΕΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. Δημοτική Βιβλιοθήκη Νέας Ιωνίας. Γενάρης-’Ιούνιος 1982.
ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανον τού Κεντρικού Ίσραηλιτικού Συμβουλίου τής Ελλάδος. Τεύχος 56.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Πεζό - ποίηση - κριτική. Τεύχος 32. Δρχ. 110.
JOURNAL OF THE HELLENIC DIASPORA. Vol. IX, No 4. Δολ. 4.50.
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. ‘Ανεξάρτητη δίμηνη έκδοση δημοτικού προβληματισμού μέ ιδιαίτερο ένδιαφέρον στό Δήμο 'Αγ. ’Αναργύρων ’Αττικής. Φύλλο 47. Δρχ. 150. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη έπιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 62. Δρχ. 100.
PUBLICITY GUIDE. GREECE - CYPRUS. Πα ράρτημα περιοδικού «Νέα Δημοσιότηζ». Τεύχος 119.
— παρατηρητής t g q Q —
ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Ό ργανο τής Πανελλήνιας 'Ομοσπονδίας ’Εκδοτών Βιβλιοχαρτοπωλών. Φύλλο 43. ΔΙΑΤΟΡΟΝ. Τό Ανεξάρτητο φοιτητικό περιοδικό. Τεύχος 1. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗ ΤΩΝ. Τόμος 3. Τεύχος 4. / 1982. Δρχ. 400. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 119. Δρχ. 70. ΙΘΑΚΟΣ. Δεκαπενθήμερη έφημερίδα τής ’Ιθάκης. Φύλλο 71-72. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 175. Δρχ. 100. ΘΟΥΡΙΟΣ. Κεντρικό όργανο τής ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραϊος. Τεύχος 168. Δρχ. 30. ΤΑ ΝΕΑ ΤΗΣ GRAFICO. Τρίμηνο τεχνικό περιοδι κό. Τεύχος 15. Δρχ. 10. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Διμηνιαία έπι θεώρηση. Τεύχος 6. Δρχ. 120. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΝΕΑ. Μηνιαία έφημερίδα τών έργαζομένων στά πανεπιστήμια. Φύλλο 1. Δρχ. 20. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Ό ργανο τής Κίνησης γιά τή Νεότη τα. Διμηνιαϊο περιοδικό. Τεύχος Β710. ΡΗΞΗ. Πολιτικό δελτίο πληροφόρησης γιά μιά προλε ταριακή άριστερά. ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Μηνιαία έκδοση τού Του ριστικού 'Ομίλου Σπετσών. Φύλλο 41. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση
... Συμπληρώ νοντας 100 τίτλους σέ 3 χρόνια, δέν μπορούσαμε παρά νά δημιουργήσουμε τό δικό μας βιβλιοπω λείο στην ’Αθήνα, κέντρο διάθεσης τών έκδόσεων μας γιά ό'λη τή Νότιο Ελλάδα. Θ ά ήταν παράλειψ η άν δέν έκφράζαμε τίς ευχαριστίες μας στά ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ, γιά τήν έπιτυχημένη τριετή συνερ γασία μας. ... Ε π ίσ η ς, ένα άριστα ένημερω μένο βιβλιοπω λείο Γιά παραγγελίες: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ: ΔΙΔΟΤΟΥ 39 ΑΘΗΝΑ, τηλ. 3600658
78/δελτίο 26 Ίανουαρίου9 Φεβρουάριου 1983
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται άλες ο ί ίπ ώ ννμες βιβλιοκριτικές π ού δημοσιεύονται στόν ήμερήσιο Αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, έπίσης, κα ί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό κα ί έπαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φ ροντίζουν νά μ ας στέλνουν ο ί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τού κριτικού κα ί ό τίτλος τού έντύπου (βλ. Υ πόμνημα), καθώς κ α ί ή ημέρα δημοσίευσης τής κριτικής, άν πρόκειται γιά έφημερίδα, ή ό Αριθμός έκδοσης, άν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.
'Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΘ: Π. ’Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΑ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου
ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: ’Απογευματινή ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΡ: Ή Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος Ε Β :’Εμείς καί τό Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.) ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: ’Ελεύθερη "Ωρα
Βιβλιογραφίες Κουχάς Γ.: Βιβλιογραφία τού έλληνιχού τύπου 1465-1982 (ΚΚ, ΚΑ, 27/
1)
Παναγιώτου Ν.: Βιβλιογραφία Α. ΙΤιρνάρη (Γ. Παναγιώτοί), Πρωινή Βόλου, 31/1)
Χαριτάτος Μ.: Βιβλιογραφία Π. Χάρη (ΚΧ, ΠΚ, 262-264)
Τΰπος-Δημοσιογραφία Κουχάς Γ.: Οί πρωτεργάτες τών έλληνιχών έχδόσεων 1476-1821 (ΚΚ, ΚΑ, 27/1) Κωστόπουλος 2.: Στρατευμένη δημοσιογραφία (ΚΤ, Εθ, 26/1) Σταμέλος Δ.: Πρωτοπόροι χαί ήρωες τής ίλληνιχής δημοσιογραφίας (I. Δραγώης, ΓΤ, 13), (ΚΤ, Εθ, 6/2), (ΤΜ, ΕΠ, 757) Φιλοσοφία Βαλέτας Γ.: Βενιαμινιχά (ΒΠ, ΔΙ, 61) Δεσποτόπουλος Κ.: Μελετήματα φιλοσοφίας (ΚΚ, ΚΑ, 27/1)
ΗΜ: Ήμερησία ΗΧ: Ή χος καί Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΑ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Ή Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ:: Νέα 'Εστία ΟΙ: Οίκολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: 'Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Ε στία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
Μπαραχλής X.: ’Αρχαία γνωμιχά χαί λαϊχή σοφία (ΚΚ, ΚΑ, 27/1) Kahn C.: ‘Αναξίμανδρος χαί οί άπαρχές τής ίλληνιχής χοσμολσγίας (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Κοινωνιολογία Βασικά θέματα χοινωνιολογίας χαί χοινωνιολογιχό λεξικό (ΣΤ, ΕΛ, 27/ Καστοριάδης Κ,: Μπροστά στόν πόλεμο (Β. Δήμου, ΕΨ, 10)
1)
Πολιτική Δασκαλάκης Γ. Δ.: Πολιτεία καί λαϊκή θέληση (Π. Ίωακειμίδης, ΟΤ, 56) 'Ελλάδα καί σοσιαλισμός (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Καστοριάδης Κ. - Κόν Μπεντίτ Ν.: ’Από τήν οίκολογία στην αύτονομία (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Μπράτσος I.: Ή σοβιετική πρόκληση στή δεκαετία 1980-1990 (ΚΚ, ΚΑ, 3/2) Μπορελλά Φ.: Τά πολιτικά κόμματα τής Εύρώπης τών δέκα (ΒΠ, ΔΙ, 61)
δελτιο/79
Δίκαιο Σπινέλλη Κ.: Ή γενική πρόληψη τών έγκλημάτων (Β. ’Αναγνωστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Οικονομία Ζητήματα τής ένεργειακής μας πολιτικής (Τ. Συμεωνίδης, ΕΨ, 10) Ή κλωστοϋφαντουργική πολιτική τής ΕΟΚ καί ή έλληνική κλωστοϋφαν τουργία (ΠΑ, ΟΤ, 56) Χαρατσής Ε.: Οίκονομομετρικές μέθοδοι καί έφαρμογές (Π. Κλαυδιανός, ΟΤ, 56) Ρόμπινσον Τ.: Ελευθερία καί άναγκαιότητα (Κ. Παπακωνσταντίνου, ΔΙ, 61) Έκπαίόευση-Παιδαγωγική Εκπαιδευτικά προγράμματα γιά τίς Ιατρικές ειδικότητες (ΤΑ, ΟΤ, 56) Μπελλά Ζ. - Πτολεμαίου Δ.: Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Κανκρίνι Μ. - Χάρισον Λ.: 2 + 2 δέν κάνουν τέσσερα (ΤΜ, ΕΠ, 757) Ροσφόρ Κ.: Τά παιδιά πρώτα (Α. Κορωναίου, ΔΙ, 61) Παιδικά Βασιλειάδου Μ.: Ό καραμελοβασιλιάς (ΕΠ, ΔΙ, 61), (Β. Άναγνωστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Κοντολέων Μ.: Ό χιονάνθρωπος πού δέν ήθελε νά λιώσει (ΕΠ, ΔΙ, 61), (Β. Άναγνωστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Παπαθωμοπούλου Κ.: Βόλφγκανγκ Άμεδαϊος Μότζαρτ (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Σαρρή Ζ.: Ή σοφή μας (σοφή;) ή δασκάλα (Β. Άναγνωστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Σίνου Κ.: Στήν πόλη τού Ά ι Δημήτρη (ΤΜ, ΕΠ, 757) ’Ιατρική Λανσόν Λ.: ’Από γυναίκα σέ γυναίκα (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Τέχνες Βακαλό Ε.: Ή φυσιογνωμία τής μεταπολεμικής τέχνης στήν Ελλάδα. Β' τ. (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Βρεττάκος Κ. - Ντέ Νόρα Ε.: Πόρτες (ΤΜ, ΕΠ, 756) Ίακωβίδης X.: Νεοελληνική άρχιτεκτονική καί άστική Ιδεολογία (Ε. Πορτάλιου, ΔΙ, 61) Κωτίδης Α.: Ό ζωγράφος Κ. Μαλέας (Ε. Φλώρου, ΔΙ, 61) Λογοθέτης Γ.: Ό κύριος Φίρμας καί άλλες γελοιογραφίες (ΒΠ, ΔΙ, 61) Μακρής Κ.: Οί χιονιαδίτες ζωγράφοι (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 3/1) Μαυρομμάτης Ε.: Μορφοπλαστικές διαφοροποιήσεις στό ζωγραφικό χώρο τού Χρήστου Καρά (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Μαυρομμάτης Ε.: Μπέλα Ραυτοπούλου. ’Ελεύθερα σχέδια άπό έλληνικά άγγεία γιά τίς δελφικές γιορτές 1925-1927 (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Μουζάκης Σ.: Σιδερένια νεοκλασικά στολίδια (ΒΠ, ΔΙ, 61) Μπούρλος θ.: Σύγχρονη όπερα (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Νικολαίδης Β.: Μαρία Κάλλας (Γ. Νοτ., ΚΑ, 3/2), (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Παρλαβάντζας Τ.: Οί αίσθητικές κατηγορίες στή σύγχρονη τέχνη (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Τόπος καί εΙκόνα (ΚΤ, Εθ, 26/1) Χρήστου X. - Κουμβακάλη-’Αναστασιάδη Μ.: Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940 (Κ. Έμονίδης, ΚΑ, 27/1) Άιζενστάιν Σ.: Ί6άν ό Τρομερός (ΒΠ, ΔΙ, 61) Στοϊκίτα Β. I.: Μανιερισμός καί τρέλα (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Χίλτον Τ.: Πικάσο (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Οικιακή οικονομία Βουγιονχα Α.: 'Ιστορία μόδας (Γ. Γαλάντης, ΔΙ, 61) Κλασική φιλολογία Λουκιανός: Λούκιος ή Όνος (Τθ, ΜΕ, 1/2)
Βαγενάς Ν.: Ό λαβύρινθος τής σιωπής (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 61) Βότση Ο.: Ή άλλη γνώση (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρατική Πορεία, 8) Γιαννόπουλος Τ.: ’Επάνοδος (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Δενέγρης Τ.: θειάφι καί άποθέωση (Β. Στεριάδης, ΚΑ, 3/2) Δήμου Ν.: Ξένα ποιήματα (ΤΜ, ΕΠ, 756) Ζερβός Τ.: Πάραλος (ΚΝ, ΚΑ, 27/1) Ήσαία Ν.: Συναίσθηση λήθης (ΒΠ, ΔΙ, 61), (ΚΝ, ΚΑ, 27/1)
Ίωαννίδης I.: Γραφή (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρατική Πορεία, 8) Καρούζος Ν.: ’Αναμνηστική λήθη (θ. Νιάρχος, ΛΕ, 21) Κάρτερ Γ.: ’Ατομικός πόλεμος (ΚΤ, Εθ, 26/1) Καρτέρης Γ.: ’Αέναα (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρατική Πορεία, 6-7) Κεφαλάς Μ.: Μεταλλαγή στό άπροσδόκητο (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Κισκύρας Π. Α.: "Οταν οί είδωλολάτρες είκονομαχοΰν (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Κοφίνης Γ.: Πολιτική σάτιρα. Σαρκασμοί. Τά έκατόλογα τής άγάπης (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Κριεζής Κ.: Τό τραγούδι τών άνέμων (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238239) Κωνσταντάκης Γ.: Δείγματα βυθού (Μ. Βαμβουνάκη, Ό Δρόμος, 13-14) Λευκαδίτης Π.: Ή λόγχη καί τό περιστέρι (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) 239) Μουντές Μ.: Τά άντίποινα (Ρ. Κακλαμανάκη, ΓΤ, 13) Μπασαντής Δ.: ’Απόπλους πρός τό μύθο (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βό λου, 17/1) Ξηρός θ.: Τό αίμα (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρατική Πορεία, 8) Παναγουλόπουλος Γ.: Μάταιο παιγνίδι (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρα τική Πορεία, 8) Παπαγεωργίου Κ.: Τό σκοτωμένο αίμα (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, Παπαθανασίου Δ.: Οί Άστύξενοι (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Παπαρρηγόπουλος θ.: ’Επιλογή (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Πάππα Λ.: Ένδόφωνα (Κ. Προύσης, ΠΚ, 262-264) Πατριώτης Ε.: ’Ανοχύρωτοι (Σ. Καλφιώτης, ΠΚ, 262-264) Παυλέα Ρ.: Γλυπτή σκιά (ΚΧ, ΠΚ, 262-264) Πέζαρος Π.: ’Οσμές άπό ίώδιο (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Ρίτσος Γ.: ’Ιταλικό τρίπτυχο (Ε.Κ., ΡΙ, 6/2) Σάνς Ο.: ’Ισημερινός. Τό βαθύ τού έβενου (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Σπανόπουλος Α.: ’Απόβραδα (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Σταματόπουλος Κ.: Πρόσωπο μέ πρόσωπο (Π. Παναγιωτούνης, Δημο κρατική Πορεία, 8) Σταυρόπουλος Σ.: Διαμελίζομαι (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 5/2) Σταφυλοπάτης Ν.: Ποιήματα (Γ. Φωτεινός, Ή θεατρική, 61) Τηλικίδης Σ.: Γρηγορεΐτε (Β.Γ., ΡΙ, 30/1) Φανταζής Λ.: Μινιατούρες (ΔΣ, Ή θεατρική, 63) Γιοβάννα: Ψηλαφίζοντας (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 17/1) Χατζηθωμάς Α.: Στιγμές (ΚΧ, ΠΚ, 262-264) Χατζοπούλου-Καραβία Λ.: 30 ποιήματα ζωής καί θανάτου (Γ. Βέης, ΓΤ, 13) Βιάν Μ.: Ποιήματα (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Βύρων: Ντόν Ζουάν (Δ. Σέττας, Νέα Σκέψη, 238-239) Μαγιακόφσκι Β.: Ποίηση (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Πεζογραφία Άπέργης Σ.: Καημοί τής στεργιάς καί τής θάλασσας (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Ζαδές Δ.: ’Αλβανική ραψωδία (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 5/2) Ζαχαράκη Σ.: Καφενείο «Ή Ελλάς» (ΚΤ, Εθ, 26/1) Ζωγράφου Λ.: ’Επάγγελμα πόρνη (Β. Άναγνιοστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Ζωγράφου Λ.: Μού σερβίρετε ένα βασιλόπουλο παρακαλώ; (Β. Άναγνωστόπουλος, ΚΑ 3/2) Καμαρινάκης Γ.: Τό κορίτσι τού δάσους καί άλλα διηγήματα (Κ. Ξηρα δάκη, ΑΥ, 5/2) Κουμανταρέας Μ.: Ό ώραΐος λοχαγός (Σ. Τσακνιάς, ΛΕ, 21) Μητροπούλου Ν.: Σάς χαιρετάμε κυρία Ιστορία (Ν.Δ.Δ., Πολιτικά θέ ματα, 28/1) Ξένος Π.: ’Ιδεολογικό έγκλημα (ΤΜ, ΕΠ, 756) Παλαιολόγου Γ.: Ό ’Ακάκιος (Π. Παναγιωτούνης, Δημοκρατική Πο ρεία, 6-7) Πανσέληνου Ε.: Τό γάλα τής συκιάς (Η. Γεωργιάδη-Λαμπίρη, ΡΙ, 30/1) Πανώριος Μ. (έπιμ.): Κλασικές Ιστορίες φαντασμάτων (ΚΝ, ΚΑ, 27/1) Πάππα Λ.: Βιορρυθμοί (Κ. Προύσης, ΠΚ, 262-264) Ρήγας Π.: Ένα μικρό σύμπαν (X. Κουλούρης, Νέα Σκέψη, 238-239) Σαλβαρλής Μ.: Τό βάρος τής τριχοφυΐας (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Σούκας Κ.: Ή θάλασσα (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Σφυρίδης Π.: Τό τίμημα (Ν. Δαββέτας, ΘΟ, 167) Ταμβακάκης Φ.: Εύμορφία (ΒΠ, ΔΙ, 61) Χάρης Π.: Ρεμβασμός στό χάρτη (ΚΤ, Εθ, 26/1) Χατζηφωτίου Ζ.: Τό μυστικό τής Καρολίνας Φερράρα (ΚΝ, ΚΑ, 27/1) ’Ανθολογία Αργεντινών πεζογράφων (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 27/1) Άπντάικ Τ.: Τρέχα λαγέ (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Γούλφ Β.: Στό φάρο (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 27/1) Καλβίνο I.: Οί Αόρατες πόλεις (Ε. Γ. Άσλανίδης, ΓΤ, 13) Κέστνερ Ε.: Φάμπιαν (W., ΟΤ, 56) Κοζλόβσκαγια Α.: Ή Νατάσα ζεΐ στή Μόσχα (ΕΖ, ΡΙ, 6/2) Μάνσφηλντ Κ.: Γκάρντεν πάρτυ (Ν. Χατζιδάκι, ΔΙ, 61)
80/δελτιο
μικρές αγγελίες Οί άριθμοί, τά σύμβολα, οι πο λύπλοκες εξισώσεις ή συναρτή σεις *εϊναι γιά σάς ή τό παιδί σας πονοκέφαλος; Τό πρόβλη μα έχει τη λύση του, τηλεφω νώντας στό 72.17.608 (1-4 μ.μ.). * ΕΣΕΙΣ θέλετε νά ξεσκάσετε. Νά πάτε θέατρο, νά έπισκεφθεΐτε φίλους ή καί την πεθερά σας. Τά παιδιά σας δμως; Γιά νά μη μείνουν μόνα τηλεφωνή στε στό 77.52.323. Μιά φοιτή τρια τής Παντείου θά τούς κρατήσει συντροφιά παίζοντας μαζί τους.
ΞΕΡΕΙ καλά γαλλικά καί εφαρμόζει πρωτότυπες μεθό δους διδασκαλίας τής γλώσσας πτυχιοϋχος τής Γαλλικής ’Ακα δημίας. Ένδιαφέρεστε; Τότε, τηλεφωνήστε στό 92.22.434.
Μάνσφηλντ Κ.: Μακαριότητα (Ν. Χατζιδάκι, ΔΙ, 61) Μπουτζάτι Ν.: Ή έρημος τών Ταρτάρων (ΚΤ, Εθ, 6/2), (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 27/1) Σαλαμπέρτ Μ.: Ή έσωτερική έξορία (ΚΝ, ΚΑ, 27/1), (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 27/1) Φρέντς Μ.: Ουρητήρια γυναικών (ΚΛ, Ό άγώνας τής γυναίκας, 15) Δοκίμια-Μελέτες-’Αλληλογραφία Βέλτσος Γ.: Άντι-κείμενα (Τ. Καφετζής, ΑΝ, 224) Γιάκος Δ.: "Αλκής Τροπαιάτης (ΑΦ, ΑΚ, 29/1), (ΣΤ, ΕΛ, 27/1) Γιανναράς X.: Πείνα καί δίψα (Μ. Βαμβουνάκη, Ό Δρόμος, 13-14) Ζακόπουλος Ν.: Εμείς (ΚΤ, Εθ, 26/1) θεοδωράκης Μ.: Μαχόμενη κουλτούρα (Ν. Παπανδρέου, ΡΙ, 30/1) Σακελλαρίου X.: 'Ιστορία τής παιδικής λογοτεχνίας (I. Δραγώης, ΓΤ, 13), (ΣΤ, ΕΛ, 27/1) Φλέσσας Γ.: Κουλτούρα ποιά είσαι λοιπόν; (ΤΜ, ΕΠ, 756) Eco U.: Ή σημειολογία στην καθημερινή ζωή (Β. Άναγνωστόπουλος, ΚΑ, 3/2) Έσσε Ε.: Σκέψεις. Δοκίμια (Η. Κεφαλάς, ΔΙ, 61) Caroll L.: Γράμματα στά κοριτσάκια καί φωτογραφίες (Τθ, ΜΕ, 8/2) Bachelard C.: Ή ποιητική τού χώρου (ΣΤ, ΕΛ, 27/1) Μπόρχες X. Λ.: 'Ιστορία τής αιωνιότητας (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 27/1) θέατρο Μυστακίδου Α.: Τό θέατρο σκιών στήν Ελλάδα καί τήν Τουρκία (ΚΣ, ΝΕ, 5/2) Νάσκος Σ.: Ό γάμος. Τό σαββατοκύριακο. Ή μοιχεία (ΒΠ, ΔΙ, 61) Πρεβελάκης Π.: Μοναξιά (ΚΧ, ΠΚ, 262-264) Πίντερ X.: Ό έπιστάτης (ΒΠ, ΔΙ, 61) Χικμέτ Ν.: Τό σπαθί τού Δαμοκλή (Γ. Νικολόπουλος, ΡΙ, 26/1) Ίστορία-Βιογραφίες-Μ αρτυρίες Βλάχος Α.: Πυθίας παραληρήματα (ΒΠ, ΔΙ, 61) Δουατζής Γ.: Οί ταγματασφαλίτες (ΚΣ, ΝΕ, 29/1) Ένεπεκίδης Π.: Θεσσαλονίκη καί Μακεδονία 1798-1912 (ΣΤ, ΕΛ,27/1) Ζέρβας Δ.: Οί άγωνιστές τού ’21 άπό τήν Κάρυά Εύπαλίου Δωρίδας (ΚΝ, ΚΑ, 27/1) Λιακόπουλος θ.: Τά έπονίτικα νιάτα τής Εθνικής ’Αντίστασης (Ν. Πα πανδρέου, ΡΙ, 6/2) Μακεδονία. 4000 χρόνια έλληνικής ιστορίας καί πολιτισμού (ΒΠ, ΔΙ, 61) Ξηραδάκη Κ.: Ή ’Αθήνα πρίν 100 χρόνια (I. Δραγώης, ΓΤ, 13) Σκουτελάς Ρ.: Άμαχος πληθυσμός (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 5/2) Σταύρου Τ.: Τετράδια μνήμης (ΒΠ, ΔΙ, 61) Φωτιάδης Δ.: ’Ενθυμήματα (ΕΖ, ΡΙ, 30/1) Ταξιδιωτικά Γεωργιάδη-Λαμπίρη Η.: Στό Πήλιο (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 5/2) Λάγκε Ε.: ’Ισπανία (Γ. Παναγιώτου, Πρωινή Βόλου, 10/1) Περιοδικά Βασιλόπουλος Γ.: Άγνωστα χρονικά τού άντιστασιακού περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα» (I. Δραγώης, ΓΤ,13)
ΕΧΕΤΕ προβλήματα μέ τά λο γιστικά τής έπιχείρησής σας; Τηλεφωνήστε τά πρωινά στό 49.27.098 καί τά άπογεύματα στό 83.10.509 διατηρώντας τήν έλπίδα ότι θά σάς τά λύσει πτυχιοϋχος τής Βιομηχανικής Σχολής. ’Εξάλλου ή 12ετής του πείρα σέ βιβλία A ', Β', Γ', Δ' κατηγορίας είναι κάποια έγγύηση.
(Κάθε λέξη στίς «μικρές Αγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
A
To χρονικό τοϋ κατατρεγμού χιλιάδων άγωνιστών στο Βουνό καί την Πολιτική Προσφυγιά
Θωμάς Δ ρίταιος ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙΣ ΣΥΝΤΡΟΦΕ
Εκδόσεις Γλάρος
|||
η
Στο εξωτερικό μιλάνε μ' ενθουσιασμό γι' αυτά τα βιβλία
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ MAPI - ΟΝΤΙΛ ΦΑΡΖΙΕ
ΒΙΑΣΜΟΣ Γιατί αυτό το σκοτάδι στο θέμα του βιασμού; Μια μεγάλη κοινω νική - φεμινιστική έρευνα.
ΖΟΡΖΕ ΑΜΑΝΤΟ
ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΑ κανέλα και γαρίφαλο Σελίδες γεμάτες ανθρωπιά κι ελπίδα που υπογράφει ένας πρω τοπόρος συγγραφ έας - αγωνιστής'. Δ υ ο
β ιβ λ ία
σε
υπ εύθ υνες
μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ
ο
^LsMf
Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 94, Τηλ. 3600.398 - 3610.569
"Ί