Τεύχος 72

Page 1

i

f

ιΤ Ζ /1 Γ %

*

ΑΡΙΘ. 72 · 29.6.83 · ΔΡΧ.100


Γραφτείτε συνδρομητές ’Εσωτερικού 'Απλή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχών): 2.100 δρχ.

Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.

’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 2.500 δρχ.

Εξωτερικού 'Απλή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών):

Δολ. ηπα Δολ. ηπα

Κύπρος 22 34 20 31

Εύρώπη 25 39 23

40

45

36

’Αμερική ’Ασία ’Αφρική 28 44 26 41

Αύστραλία 31 50 30 47

50

56

*οι σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώ- ’Εμβάσματα οτή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου ΠεΟΙΟδίΚό «Διαβάζω»

τατηςέκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστικής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).

iio y iu u irv u Ο μ ή ρο υ 34

υ ^

’Αθήνα (135)

Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στην έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.

Κυκλοφορούν οί τόμοι 1- 10 : 1.100* δρχ. ’Αξία βιβλιοδεσίας 250 δρχ. * Σέ σπουδαστές έκπτωση. 15%

Ζητήστε τούς τόμους τού «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τοϋ περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, ζητήστε νά σάς τούς στείλουήε μέ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους, πληρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά κάθε τόμο).


ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Ό μηρου 34, ’Αθήνα - 135 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910

Τεϋχος 72 29 Ιουνίου 1983 Τιμή: Δρχ. 100 ’Εξώφυλλο Γιώργου Γαλάντη Ιδρυτής: Περικλής Άθανασόπουλος

’Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Βασίλης Καλαμαράς, 'Ηρακλής Παπαλέξης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, 'Υμηττού 219, Παγκράτι, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 ’Εκτύπωση: Βαλασάκης - Άγγελής Ο.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 34.66.927 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Α . Μαλλιάρης καί Π. Γεωργίου η

Α γ ο ρ ά τ ο υ β ιβ λ ίο υ

2 4

6

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Γιώργος Κατσής: ’Αριστοφάνης ό κωμικός Γ. Ν. Οικονόμου - Γ. Κ. Άγγελινάρας: Βιβλιογραφία των νεοελλη­ νικών μεταφράσεων τοϋ ’Αριστοφάνη Κώστας Γεωργουσόπουλος: Ό «πλούτος» τών άριστοφανικών πα­ ραστάσεων *■ I. Ε. Στεφάνής: Δημοσιεύματα έλλήνων μελετητών γιά τόν ’Αριστο­ φάνη Φάνης I. Κακριδής: Λυσιστράτη σουπερστάρ Ή λίας Σ. Σπυρόπουλος: Βωμολόχος ή σεμνολόγος ό ’Αριστοφά­ νης;

8 14 22 25 31 33

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ή Έ . Κοροντζή ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οί Γ. Βέης καί Ά . Worning ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Κ. Ζαρόκωστα καί Μ. Μήτρας ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οί Μ. Β. Ραίζης καί Μ. Κέντρου - Ά γα θ ο πούλου

43 45 54

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Β. Παγκουρέλης

45

ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Έ . Παμπούκη

61

60

Κεντρική διάθεση: ’Αθήνα: «Διαβάξω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720; 268.940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία 'Υπεύθυνος τυπογραφείου: Κ. Λεμπέση, 'Υμηττού 219, Παγκράτι

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Λιλίκα Νάκου: Γράφω τή γλώσσα τής μάνας μου (συνομιλία με τή Ν. Χατζιδάκι)

64

ΔΕΛΤΙΟ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

73

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

78

στό επόμενο «Διαβάζω» αφιέρωμα στόν Ζάκ Πρεβέρ μέ έλληνικ ές καί ξ έ ν ε ς συ νεργασίες


ΧΡΟΝΙΚΑ στό χώρο. Αξίζουν συγχαρητήρια στούς έμπνευστές τής άξιοποίησης αύτών τών τοποθεσιών μέ πολιτιστι­ κές έκδηλώσεις. Στό φουαγιέ τοϋ θεάτρου «Καμπέρειο» λειτούργησε καί έκθεση περιο­ δικού τύπου. Συμμετείχαν τά περιοδι­ κά «Αιολικά Γράμματα», «Διάλογοι», «Δέντρο», «Πόρφυρας», «Όδός Πανός», «Χάρτης» καί «Διαβάζω». Ένα άλλο εύχάριστο στοιχείο πού θά 'πρεπε ν’ άναφερθεϊ είναι άτι τό κοινό πού παρακολούθησε μέ μεγάλο ένδιαφέρον άλες τίς έκδηλώσεις ήταν στήν πλειοψηφία του νεανικό.

Τό δημοφιλέστερο βιβλίο των άναγνωστών τοϋ «Διαβάζω» ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ άπαντήσεις φτάσανε ατά γραφεία τοϋ περιοδικού μας γιά τήν έρευνα «Τό δημοφιλέστερο βι­ βλίο τών άναγνωστών τοϋ Διαβάζω γιά τό 1982». Στό είδικό άπόκομμα τού περιοδι­ κού μπορούσε ό άναγνώστης νά έκφράσει τήν προτίμησή του γιά ένα ή τό πολύ δύο βιβλία πού διάβασε μέσα στό 1982 καί πού είχαν έκδοθεϊ τό 1981 ή καί τό 1982. Μιά μικρή παράταση τού χρόνου λήψης τών άπαντήσεων (έληγε στις 28 Φεβρουάριου) κρίθηκε άναγκαία, γιατί ένα μεγάλο μέρος άναγνωστών μας πού άπάντησε στήν έρευνα είναι κάτοικοι έξωτερικοϋ καί ό περιορι­ σμένος χρόνος δέν έπαρκοϋσε γιά τήν άποστολή τών άπαντήσεων. Ή έλληνική λογοτεχνία καί Ιδιαίτε­ ρα ή πεζογραφία συγκέντρωσε τό με­ γαλύτερο ποσοστό προτίμησης τών άποστολέων. 112 ήταν τό βιβλία πού, άλλα λιγότερο καί άλλα περισσότερο, προτάθηκαν άπό τούς άναγνώστες μας. Σύμφωνα λοιπόν μέ τίς άπαντήσεις πού λάβαμε, τό βιβλίο πού διαβάστη­ κε περισσότερο άπό τούς άναγνώστες τοϋ «Διαβάζω» τό 1982 είναι «Ό ώραϊος λοχαγός» τοϋ Μένη Κουμανταρέα. Στήν άμέσως έπόμενη θέση βρίσκε­ ται τό βιβλίο «Ιστορία» τοϋ Γιώργη Γιατρομανωλάκη. Στήν τρίτη θέση έρχονται τό βιβλία: «Στό ϊχνη τής παράστασης» τοϋ Φί­ λιππου Δρακονταειδή, «Πρωτοπόροι καί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογρα­ φίας» τοϋ Δημήτρη Σταμέλου καί «Ένα μικρό σύμπαν» τού Λεωνίδα Ρήγα. Τήν τέταρτη θέση μοιράζονται τό βιβλία: «Επάνοδος» τοϋ Τάκη Γιαννόπουλου, «Τό δρια τού μύθου» τού Μάνου 'Ελευθερίου, «Τρία ποιήματα μέ σημαία εύκαιρίας» τού Όδυσσέα Έλύτη, «'Επτά νουβέλες καί τρία άνέκδοτα» τοϋ Ηρόδοτου καί «Κατεδαφιζόμεθα» τής Διδώς Σωτηρίου. Σέ έπόμενο τεύχος μας θά παρου­ σιάσουμε καί τά βιβλία πού μέ μικρή

Μεταπολεμική ποίηση έρευνα.

Εννέα μέρες καί νύχτες «ΕΝΝΕΑ Μέρες καί Νύχτες μέ Μουσι­ κή, Ποίηση καί Θέατρο». Μ’ αύτό τόν τίτλο έγιναν στά Γιάννενα άπό τίς 4 έως τίς 12 τοϋ Ίούνη έκδηλώσεις πού όργανώθηκαν μέ κοινή πρωτοβουλία τοϋ ύφυπουργείου Νέας Γενιάς καί 'Αθλητισμού, τού Δήμου Ίωαννίνων καί τοπικών φορέων. 30 έκδηλώσεις άπό 25 συγκροτήματα κάλυψαν τό θέατρο (έπαγγελματικό καί έρασιτεχνικό), τή μουσική (έλληνική καί ξένη, παραδοσιακή καί σύγχρονη), τό χορό καί τήν ποίηση. Άνάμεσά τους ύπήρξαν καί πρωτο­ ποριακές παρουσιάσεις θεατρικών έργων δπως ή «Φαλακρή τραγουδί­ στρια» τοϋ Ίονέσκο άπό τό έρασιτεχνικό τμήμα τού 'Οργανισμού Ηπει­ ρωτικού Θεάτρου καί σέ σκηνοθεσία Μιχάλη Σαντορινιού (τούς ρόλους έρμήνευσαν μαθητές δημοτικού σχολεί­ ου) καί τό «Γλωσσικό πρόβλημα» σέ γλωσσικά δρώμενα τής Θεατρικής Λέ­ σχης Βόλου. 01 τοποθεσίες πού έπιλέχτηκαν γιά τίς έκδηλώσεις ήταν τό Κάστρο τών Ίωαννίνων, τό πάρκο Λιθαρίτσια, ή παραλία τής λίμνης, τό θέατρο «Καμπέρειο» καί τό κτίριο τοϋ Λυκείου Έλληνίδων. Όσες δμως έκδηλώσεις έγιναν στό Κάστρο καί στήν παραλία άπόκτησαν μιά ιδιαίτερη μαγεία πού όφειλόταν

Τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής μεταπολεμικής ποίησης ήταν τό θέμα συζήτησης δύο βραδινών, στά πλαίσια τών έκδηλώσεων στά Γιάννενα. Στή συζήτηση συμμετείχαν ό καθηγητής τοϋ παν/μίου Ίωαννίνων καί ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος, ό καθηγητής τοϋ ’ίδιου παν/μιου 'Ερατοσθένης Κα­ ψωμένος, ό κριτικός τής λογοτεχνίας καί ποιητής Κώστας Κουλουφάκος καί οί ποιητές Σταύρος Βαβούρης, "Εκτωρ Κακναβάτος καί Γιώργης Παυλόπουλος. 'Αφού διαβάστηκαν ποιήματα καί τών πέντε παρευρισκόμενων ποιητών καί άπαντήθηκαν έρωτήματα πού έθε­ σαν οί άκροατές, τό διήμερο γιά τή μεταπολεμική ποίηση έκλεισε μέ μιά σύντομη άλλά καί πυκνή είσήγηση τού Κ. Κουλουφάκου. Ό Κ. Στεργιόπουλος, πού διηύθυνε μέ άμεσότητα καί χιούμορ τή συζήτηση, χαρακτήρι­ σε τήν είσήγηση τοϋ Κουλουφάκου κωδικοποίηση κάποιων χαρακτηριστι­ κών τής μεταπολεμικής μας ποίησης. Τό κοινό πού παρακολούθησε τό διήμερο τής μεταπολεμικής ποίησης συμμετείχε ένεργά στή συζήτηση καί σ’ ένα ποσοστό τή διαμόρφωνε μέ τίς έπεμβάσεις του. 'Από τό κοινό άλλω­ στε έκφράστηκε καί τό παράπονο άτι τά Γιάννενα δέν τίμησαν άκόμα ένα γέννημά τους, τό Δημήτρη Χατζή. Ό νεανικός ένθουσιασμός τών όργανωτών τής έκδήλωσης μέ κορυφαίο τόν άεικίνητο σύμβουλο τού ύφ. Νέας Γενιάς καί 'Αθλητισμού καί ποιητή Δημήτρη Παπαχρήστο, άπό τή μιά, καί ή έμπειρία καί ή σωστή άξιοποίηση τών όμιλητών, άπό τήν άλλη, κατέληξε


χρονικα/3

σ’ έναν έπιτυχημένο συνδυασμό. "Αλ­ λωστε αύτό ήταν καί τό χαρακτηριστι­ κό δλων τών έκδηλώσεων του 9ημέρου, πού, μετά άπό τά φετινά άποτελέσματα καί τήν άθρόα συμμετοχή τοϋ κοινού, θά πρέπει νά γίνει θεσμός γιά τήν πόλη τών Ίωαννίνων.

Καβάφης καί Αιγυπτιώτες ΠΟΛΛΕΣ έκδηλώσεις γίνονται γιά τόν Κωνσταντίνο Καβάφη, τόσες ώστε νά έπισκιάζουν τούς έορτασμούς έπετείων άλλων προσωπικοτήτων τών γραμμάτων Άνάμεσά τους μιά διάλε­

Ιστορικός καί φιλόλογος Θύμιος Σουλογιάννης. Τό λογοτεχνικό κλίμα πού έπικρατοϋσε στήν 'Αλεξάνδρεια καί στήν 'Αθήνα έκείνη τήν έποχή, τά άφιερώματα τών άλεξανδρινών περιοδικών γιά τόν Καβάφη καί οί περίφημες συ­ νεντεύξεις τοϋ Παλαμά στούς Μ. Περίδη καί Λ. Χριστοφορίδη, πού άναζωπύρωσαν τή λογοτεχνική ρήξη τών δύο ποιητών, προκάλεσαν πρόσθετο ένδιαφέρον στό άκροατήριο. Ή διά­ λεξη τοϋ Θύμιου Σουλογιάννη, πού κατάγεται άπό τήν 'Αλεξάνδρεια, θά 'πρεπε ν’ άκουστεϊ άπό ένα εύρύτερο κοινό κι δχι μόνο άπ' αύτό τοϋ Συνδέ­ σμου Αίγυπτιωτών 'Ελλήνων.

Μιά συγκινητική χειρονομία άπό τό Θίασο τών Χειρονομιών

ξη πού άξίζει ν' άναφερθεϊ. Πρόκειται γι’ αύτήν πού όργάνωσε ό σύνδεσμος Αίγυπτιωτών 'Ελλήνων. Τό σωματείο αύτό, πού Ιδρύθηκε τό χρόνο τοϋ θα­ νάτου τοϋ ποιητή, όργάνωσε στό έντευκτήριό του όμιλία μέ θέμα τή γνω­ στή διαμάχη Καβάφη - Παλαμά καί τών όπαδών τους. 'Ομιλητής ήταν ό

ΣΤΙΣ 30 καί 31 Μαίου ή Θεατρική 'Ομάδα «Φιγούρες» έδωσε δύο παρα­ στάσεις μέ τό σιωπηλό της θέαμα «Σκηνές χωρίς λόγια» στό Δημοτικό Θέατρο τοϋ'Πειραιά. Καί μέχρις αύτό τό σημείο ή είδηση δέν θά παρουσία­ ζε ένδιαφέρον γιά τό περιοδικό μας, άλλά γιά τις καλλιτεχνικές στήλες τών έφημερίδων. Όμως ό μοναδικός στό είδος του θίασος διάλεξε αύτό τόν τρόπο γιά νά τιμήσει τόν Ιδρυτή καί μέχρι τό θάνατό του διευθυντή τοϋ «Διαβάζω», Περικλή Άθανασόπουλο. Κπδχι μόνο αύτό άλλά καί τό προϊόν τών παραστάσεων νά τό δια­ θέσει γιά νά ένισχυθοϋν δυό έργα ζωής τοϋ Περικλή, τό «Διαβάζω» καί ό Θεατρικός 'Οργανισμός «Κύτταρο». Έμεϊς, έκτός άπό τή συγκίνηση πού νιώσαμε άπό τή σκέψη τους καί τήν πράξη τους, τούς εύχαριστοϋμε καί γιά τίς 63.000 δρχ. πού πρόσφεραν γιά τήν ένίσχυση τοϋ περιοδικού μας. ■

Διόρθωση Στό τεύχος τοϋ «Διαβάζω» άριθ. 69, τό άφιερωμένο στούς νέους λογοτέχνες, καί συγκεκριμένα στή σελίδα 23, δπου ύπάρχει συνέν­ τευξη τής 'Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, έγινε ένα λάθος. Ή συγγρα­ φέας, στήν άπάντησή της στό έρώτημά μας άν έπιδιώκει τό έρ­ γο της νά 'χει κάποιο κοινωνικό άντίκρισμα, άνάμεσα στ’ άλλα εί­

πε: «Στήν 'Ελλάδα, γιά νά διαβα­ στείς (κι έπομένως νά γράψεις), πρέπει νά δεχτείς τόν δρο νά κλειστείς σέ μιά τρύπα (κύκλωμα, έπάγγελμα, πολιτιστικές έκδηλώσεις)». Κι δχι: «(κύκλωμα, έπάγ­ γελμα, πολιτικές έκδηλώσεις)» όπως γράψαμε. Ζητούμε συγγνώ­ μη άπό τήν Α. Δεληγιώργη γιά τό λάθος μας.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΣΕΠΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

ΔΙΑΘΕΣΗ: ΝΙΚΟΣ ΚΑΛΛΕΝΤΗΣ Κολοκοτρώνη 15, Αθήνα τηλ 32.34.270 - 32.35.241


4/χρονικα

3 Ρ ^ 6 ια λ ο γ ο ι "Ολα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άηοκλειστικά ατό «Διαβάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλούνται οί άναγνώστες πού μάς γρά­

«Τά πολιτισμικά» Κύριε διευθυντά, Στό τεύχος άρ. 63/23-2-83 τού πε­ ριοδικού σας, καί στις σελίδες «Χρο­ νικά», άναφέρεστε, μέ ύπότιτλο «Νεοπλουτίστικα έκδοτικά», στήν έκδήλωση πού διοργανώσαμε στή Θεσ­ σαλονίκη μέ γενικό τίτλο «Τά πολιτιΔέ θ’ άπαντούσαμε στήν κριτική σας, δσο αύστηρή κι άν ήταν. Πιστεύ­ ουμε πώς μέ αύστηρές κριτικές καί σωστές ύποδείξεις ό τύπος μπορεί νά παίξει σημαντικό ρόλο καί στή βελ­ τίωση τών έκδόσεων άλλά καί γενικό­ τερα τών πολιτιστικών μας πραγμά­ των. Διαπιστώνουμε δμως δτι τά συμπεράσματά σας βγήκαν μέ κάπως αύθαίρετο τρόπο, πράγμα πού ίσως όφείλεται σέ κακή ένημέρωση, άιροϋ δέν είχατε άμεση άντίληψη τών έκδηλώσεων, κι άκόμη δτι στό κείμενό σας ύπάρχει κάποια έμπάθεια. Είμαστε λοιπόν ύποχρεωμένοι νά στείλουμε μιά άπάντηση. Στό κείμενό σας ύποστηρίζετε δτι ό στόχος τών έκδηλώσεων ήταν «καθα­ ρά διαφημιστικός καί έμπορικός». Τό συμπέρασμα αύτό τό στηρίζετε στό δτι: α. Σχεδόν δλοι οί όμιλητές τών έκ­ δηλώσεων ήταν άμεσοι συνεργάτες τού έκδότη καί τά θέματα έτειναν στήν προβολή κάποιων συγκεκριμέ­ νων έκδόσεων... β. Ή έκθεση φωτογραφίας περι­ λάμβανε το είκονογραφικό ύλικό τής έκδοσης «Ελλάδα, Ιστορία καί Πολιγ. Λειτούργησε παράλληλα καί μιά έκθεση βιβλίων τού έκδότη (τό «ψη­ τό», δπως τό χαρακτηρίζετε). Πάνω στά τρία αύτά σημεία θά άπαντήσουμε άμέσως. α. Ή έπιλογή τών όμιλητών έγινε, βέβαιά, άπό έπιστήμονες πού κατά καιρούς (όρισμένοι, δχι δλοι) συνερ­ γάστηκαν μέ τόν έκδοτικό μας οίκο. Είναι, νομίζουμε, φυσικό, δταν κά­ ποιος διοργανώνει τέτοιου είδους έκδηλώσεις, νά άπευθύνεται πρώτα στούς συνεργάτες του καί ιδιαίτερα δταν όρισμένοι άπ’ αΰτούς είναι έπι­ στήμονες μέ διεθνή άκτινοθολία. Όσο γιά τά θέματα πού ό καθένας

φουν νά είναι δσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώ­ νουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. Πόντιος, γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία τοΰ περιοδικού τουλάχιστον τρεις έβδομάδες πρίν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.

άνέπτυξε, σάς πληροφορούμε δτι δέν είχαν καμιά σχέση είτε μέ κείμενα καί άρθρα πού μάς παραχώρησαν είτε μέ βιβλία πού έκδώσαμε. Ή μόνη έξαίρεση ήταν ή παρουσίαση τού χαράκτη Ν. Βεντούρα, άπό τό συγγραφέα τού σχετικού βιβλίου Α. Χαραλαμπίδη, δπως τό είχαμε έξαγγείλει στό πρό­ γραμμα. 6. Στήν έκθεση Ιστορικής φωτο­ γραφίας, οί περισσότερες φωτογρα­ φίες ήταν πραγματικά άπό τό έργο « Ελλάδα, 'Ιστορία καί Πολιτισμός», πού κυκλοφορεί άπό τίς έκδόσεις μας. "Ας σημειωθεί δτι ή έκδήλωση αύτή έγινε άκριβώς μέ τήν εύκαιρία τής όλοκλήρωσης τού παραπάνω έρ­ γου, πού χρόνια τώρα έτοιμάζαμε. Δέν καταλαβαίνουμε δμως γιατί θά έπρεπε οί 300 φωτογραφίες πού έκτέθηκαν νά είναι άλλες καί δχι αύτές, έφόσον κάλυπταν, σάν ιστορικά ντο­ κουμέντα, τήν περίοδο τών 150 χρό­ νων (1832-1982) μέ τρόπο άπόλυτα ικανοποιητικό, δπως διαπιστώθηκε. Φυσικά, οί φωτογραφίες ήταν τυπω­ μένες σέ μεγάλες διαστάσεις, ειδικά γιά τήν έκθεση. γ. Ή έκθεση βιβλίου λειτούργησε σέ χωριστή αίθουσα καί δχι στήν αί­ θουσα έκδηλώσεων. ’Ανεξάρτητα δμως άπ' αύτό, πιστεύουμε δτι άπό μιά τέτοια έκδήλωση δέν έπρεπε νά λείπει τό βιβλίο, καί μάλιστα τού φο­ ρέα πού τήν όργάνωσε. Θά θεωρού­ σατε μήπως «πράγμα θετικό καί σο­ βαρό» άν όργανώναμε τίς έκδηλώσεις αύτές μέσα στό βιβλιοπωλείο μας, δη­ λαδή πιό κοντά στό «ψητό»...; Όσο γιά τήν έμπάθεια πού χαρα­ κτηρίζει τό κείμενό σας, έκτός άπό τό δτι προσπαθεί νά δώσει στίς έκδηλώσεις προθέσεις καί στόχους πού δέν ύπήρχαν, νομίζουμε πώς είναι φανερή καί άπό τή φρασεολογία. Ξεκινούμε άπό τόν ύπότιτλο «Νεοπλουτιστικά έκδοτικά» καί προχωρούμε σέ φρά­ σεις δπως «τό ψητό», «νεοπλουτισπκές φαμφάρες», «τύμπανα», «βιολι­ τζήδες» κ.ά. (έτσι χαρακτηρίσατε έσεϊς τούς έπιστήμονες-είσηγητές τών έκδηλώσεων). Πιστεύουμε δτι μιά καλόπιστη κριτική δέν έχει άνάγκη άπό τέτοιες φραστικές «φαμφάρες»... Τέλος, τό έρώτημα-συμπέρασμα μέ τό όποιο κλείνετε τό σημείωμά σας, είναι όλότελα αύθαίρετο. Πουθενά,

σέ καμιά στιγμή, άπό κανένα, δέν ύποστηρίχτηκε δτι ένδιαφερόμαστε γιά τήν πολιτιστική άνάπτυξη πε­ ρισσότερο άπό τούς άλλους συναδέλ­ φους μας. Σκεφτήκατε δμως έσεϊς πόσο αύτό τό συμπέρασμα ένθαρρύνει... άλλες πρωτοβουλίες στόν πολι­ τιστικό τομέα, δταν τίς περιμένουν παρόμοιες κριτικές; Θά κλείσουμε τήν άπαντητική μας έπιστολή μέ τή διατύπωση όρισμένων άποριών. Πόσα χρόνια έκδοτικής δρα­ στηριότητας πρέπει νά συμπληρώσει, κατά τή γνώμη σας, ένας έκδοτικός όργανισμός, γιά νά μπορεί νά προχω­ ρήσει σέ παρόμοιες έκδηλώσεις; ’Εμείς έχουμε μιά έκδοτική προϊστο­ ρία 25 χρόνων. Μήπως πρέπει νά ξεπεράσουμε τά 100; Πώς μπορέσατε νά βγάλετε τά συμπεράσματά σας, άφού ούτε ένας συ­ νεργάτης σας δέν παρακολούθησε τά «Πολιτισμικά»; Γιατί ό ύπόλοιπος τύπος, οί έκπρόσωποι τοΰ όποιου παρακολούθησαν οί ίδιοι όλες τίς έκδηλώσεις, έγραψε έγκωμιαστικά σχόλια; Ήταν δλα κατασκευασμένα; Μήπως ύπάρχουν άλλοι λόγοι πού ύπαγόρευαν τήν καθαρά άρνητική καί άτεκμηρίωτη αύτή κριτική; Συγκεκρι­ μένα· μήπως είμαστε μακριά άπό τό πολιτιστικό κέντρο τού κόσμου; Εύχόμαστε νά μή συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τί συμβαίνει δμως; «Είναι ν' άπορείς», γιά νά χρησιμοποιήσουμε τόν ύπότιτ­ λο τού έπόμενου σημειώματός σας... Άντώνης Μαλλιάρης έκδότης 'Αγίου Μηνά 11-Θεσσαλονίκη Ό κ. Μαλλιάρης τοΰ έκδοτικοϋ οίκου «Α. Μαλλιάρης-Παιδεία Α.Ε.» διαπι­ στώνει στό γράμμα του ότι τά συμπεράσματά μας βγήκαν μέ κάπως αύθαί­ ρετο τρόπο, γιατί δέν είχαμε άμεση άντίληψη τών γεγονότων. Είμαστε λοιπόν ύποχρεωμένοι νά τού άπαντή­ σουμε δτι άσφαλώς δέν ξέρουμε ποιές αύτοσχεδιαστικές έκδηλώσεις συμπλήρωσαν τό τετραήμερο, άλλά έμεϊς στό σχόλιό μας μέ τίτλο «Νεοπλουτίστικα έκδοτικά» κρίναμε τίς έκδηλώσεις τού οίκου Μαλλιάρη μέ βά­ ση τό έπίσημο πρόγραμμα τού τε­ τραήμερου.


χρονικά/5

Άς έρθουμε λοιπόν στά τρία σημεία πού άπομόνωσε άπό τι5 σχόλιό μας ό άποστολέας τού γράμματος γιά νά πληροφορηθοϋν οι αναγνώστες μας ποιά είναι ή άλήθεια, πώς όδηγηθήκαμε σ' αυτά τά συμπεράσματα καί πώς τά άντικρούει ό κ. Μαλλιάρης Στό πρώτο σημείο άντιπαραθέτουμε τίς έκδηλώσεις τού τετραήμερου άπ' τή μιά καί τίς έκδόσεις τοϋ οίκου Μαλλιάρη άπ’ τήν άλλη. 1η μέρα. Εισηγήσεις, έλεύθερη συ­ ζήτηση γιά τήν ιστορία. Θέμα: «Σύγ­ χρονη ιστορία, προβλήματα έρευνας καί έρμηνείας». Είσηγητές: Γιάννης Χασιώτης, Γιάννης Κολιόπουλος, "Αλκή ΚυριακίδουΝέστορος. ’Εκδόσεις: «'Ελλάδα, Ιστορία καί Πολιτισμός». Μέλη τής συντακτικής έπιτροπής τού έργου ύπήρξαν άνάμεσα σέ άλ­ λους καί οί εισηγητές κ.κ. Γ. Χασιώ­ της, Α. Κυριακίδου-Νέστορος. 2η μέρα: Εισηγήσεις, έλεύθερη συ­ ζήτηση γιά τή γλώσσα. Θέμα: «Ή γλώσσα μας σήμερα». Είσηγητές: Εμμανουήλ Κριαράς, Βασίλης Φόρης. Εκδόσεις: -Ν. Βαρμαζή: Τό βασικό έρμηνευτικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας. - Α. Γεωργοπαπαδάκου: Μονοτονι­ κό όρθογραφικό λεξικό τής νεοελλη­ νικής γλώσσας. - Ν. Βαρμαζή: Τό μικρό έρμηνευτικό λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας. - Α. Γεωργοπαπαδάκου καί όμάδας φιλολόγων: Τό μεγάλο λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας. 3η μέρα: Εισηγήσεις, έλεύθερη συ­ ζήτηση γιά τά μαθηματικά. Θέμα: «Τά νέα μαθηματικά στό νη­ πιαγωγείο καί τό δημοτικό: Προβλή­ ματα διδασκαλίας καί όδηγίες έργαΕΙσηγητής: Κων/νος Εύμορφόπου’Εκδόσεις: - Κ. Εύμορφόπουλου: Μπλόκ λογι­ κής, τά νέα μαθηματικά στό νηπιαγω- Κ. Εύμορφόπουλου: Σύγχρονα μαθηματικά τού δημοτικού, βιβλίο γιά τόν δάσκαλο. 4η μέρα: ΕΙσηγήσεις, έλεύθερη συ­ ζήτηση γιά τήν τέχνη. Θέμα: «Νεοελληνική τέχνη, ό χαρά­ κτης Νικόλαος Βεντούρας». Είσηγητής: "Αλκής Χαραλαμπίδης. 'Εκδόσεις: Ά. Χαραλαμπίδη: Ό χα­ ράκτης Νικόλαος Βεντούρας. Στό δεύτερο σημείο ό συντάκτης του γράμματος παραδέχεται ότι οί φωτογραφίες πού έκτέθηκαν ήταν τής έκδοσης « Ελλάδα, Ιστορία καί Πολιτισμός», όπως γράψαμε κι έμείς, άλλά πρόσθεσε τό στοιχείο πού, κατά τήν άντίληψη τοϋ κ. Μαλλιάρη, άλλοιώνει τό συμπέρασμά μας, άτι «οί φωτογραφίες ήταν τυπωμένες σέ με­ γάλες διαστάσεις, είδικά γιά τήν έκ-

Στό τρίτο σημείο, αύτό που άναφέρεται στήν έκθεση τοϋ συνόλου τών βιβλίων τοϋ έκδότη, ό έπιστολογράφος περιορίζει τήν έπιχειρηματολογία του στό χώρο πού έγινε ή έκθεση, πράγμα πού δέν μάς άπασχόλησε κα­ θόλου στή σύνταξη τοϋ σχολίου μας. Μάς πληροφόρησε όμως άτι αύτή έγι­ νε σέ ξεχωριστή αίθουσα άπό έκείνη τών έκδηλώσεων, άλλά στό ίδιο ξενο­ δοχείο. Ό κ. Μαλλιάρης ζητάει, άκόμα, νά τοϋ καθορίσουμε τό χρόνο ζωής πού πρέπει νά έχει ένας έκδοτικός οίκος γιά νά κάνει έκδηλώσεις. Τό' «Διαβά­ ζω» δέν είναι έκείνο που θά καθορίσει τό πότε ένας έκδοτικός οίκος θά κά­ νει έκδηλώσεις. Καί μάλιστα όταν τό σημείο διαφωνίας μας, άς μάς έπιτραπεϊ ή έκφραση, δέν είναι ή ήλικία τοϋ έκδοτικού οίκου άλλά τό είδος καί οί σκοποί τών έκδηλώσεων αύτών. "Αλ­ λωστε πιστεύουμε ότι ή έκδοτική πο­ ρεία ένός οίκου είναι έκείνη πού κα­ θορίζει τήν πολιτιστική παρέμβαση ή προσφορά του κι όχι βέβαια οί έκδηλώσεις, έμπορικές ή μή, πού συνο­ δεύουν τό κυρίως έργο του. Στά άλλα έρωτήματα τοϋ έκδότη έχουμε ν ’ άπαντήσουμε τά έξής: "Οτι πράγματι κανένας συνεργάτης μας, όπως παραδεχτήκαμε κι άπό τήν άρχή τής άπάντησής μας, δέν παρακολού­ θησε τίς έκδηλώσεις τοϋ οίκου «Μαλλιάρης-Παιδεία». "Οτι άπό τά άποκόμματα τών έφημερίδων, πού ό άποστο­ λέας χαρακτήρισε έγκωμιαστικά σχό­ λια καί είχε τήν καλοσύνη νά μάς στείλει, διαπιστώσαμε, τουλάχιστον γιά τό μεγαλύτερο ποσοστό τών έφη­ μερίδων, καί μάλιστα τών άθηναΐκών, ότι ήταν άπλές άνακοινώσεις. Κι ότι δέν ύπάρχουν άλλοι λόγοι πού ύπαγόρευσαν τήν κριτική μας, παρά ή άνάγκη πληροφόρησης τών άναγνωστών μας γιά τήν κίνηση τού βιβλίου στόν τόπο μας. Γιά νά πάψει όμως ν’ άπορε! ό κ. Μαλλιάρης πώς τολμήσαμε νά γρά­ ψουμε ένα τέτοιο σχόλιο γιά τόν οίκο του καί ν' άποροϋμε καί μείς γιατί δέν έχουμε αύτό τό δικαίωμα, εύχόμαστε οί μελλοντικές έκδηλώσεις, έφόσον πραγματοποιηθούν τήν έπόμενη χρο­ νιά ή μελλοντικά, νά ξεφύγουν άπό τούς έκδοτικούς περιορισμούς πού είχαν έφέτος καί νά πάρουν ένα γενι­ κότερο πολιτιστικό χαρακτήρα, πού νά δικαιώνει καί τόν τίτλο «Πολιτισμι­ κά». Περιμένοντας λοιπόν τίς μελλοντι­ κές έκδηλώσεις τού κ. Μαλλιάρη -όρισμένες άπό αύτές ήδη τίς έχει άνακοινώσει, όπως τή μετάκληση άπό τό έξωτερικό τών καθηγητών Ούμπέρτο Έκο καί Ζάν Ζίγκλερ, συγγρα­ φέων τών: «Ή σημειολογία στήν κα­ θημερινή ζωή» καί «ΟΙ ζωντανοί κι ό θάνατος» άντίστοιχα, βιβλίων τού έν λόγω οίκου-, θά είμαστε σέ εύχάριστη θέση νά διαβάσουμε καί τίς φετι­

νές εισηγήσεις τών άξιων είσηγητών, πού, όπως συνηθίζεται, έπονται τέ­ τοιων συνεδρίων κι όχι προηγούνται.

Καταγγελία Θεωρώ τόν έαυτό μου ύποχρεωμένο νά άποκαλύψω μιά άπάτη καί νά κα­ ταγγείλω στή μαθηματική κοινότητα (κυρίως στοάς φοιτητές τών μαθημα­ τικών) καί σέ κάθε άλλο ένδιαφερόμενο άτι κυκλοφορεί κακή καί γεμάτη λάθη καί παραλείψεις μετάφραση τοϋ βιβλίου τοϋ Henri Cartan «Calcul Differentiel» (έκδότης Hermann, Παρίσι). Καταγγέλλω ότι ό άσχετος μέ τά μα­ θηματικά «μεταφραστής» καί σφετε­ ριστής αύτού τού βιβλίου (κάποιος κύριος Π. Β. Κωστάλας) είναι λογοκλόπος καί δ,τι άλλο συναφές μπορεί νά λεχθεί στήν προκειμένη περίπτω­ ση, άφού παρουσιάζει (άλλάζοντας τόν τίτλο τοϋ βιβλίου τοϋ Cartan) αύ-, τή τήν κακή μετάφραση ώς δική του συγγραφή. ’Επισημαίνω τήν άπάτη καί συνιστώ στούς ύποψηφίους άναγνώστες καί άγοραστές νά άγνοήσουν αύτή τήν κακοποίηση καί Ιδιοποίηση τοϋ βι­ βλίου τοϋ Η. Cartan. καθηγητής Παύλος Γεωργίου Τό περιοδικό φιλοξενεί τήν παραπάνω έπιστολή-καταγγελία πού άφορά μιά άκόμη παραβίαση τής πνευματικής Ιδιοκτησίας. Επιφυλάσσεται όμως γιά ένδεχόμενη άπάντηση τοϋ κ. Π. Β. Κωστάλα.

Τέλος άναγκαστικό Σχετικά μέ τό δοκίμιο τής Ν. Ήσαΐα πού είχαμε δημοσιεύσει στό τεύχος μας άριθ. 56 -γιά τήν άκρίβεια, μέ άφορμή άπαντήσεις τής δοκιμιογρά­ φου σέ προηγούμενες έπιστολές- πή­ ραμε άκόμη δύο γράμματα άπό τό Ρόη Παπαγγέλου. Δέν θεωρούμε ότι έξαντλήθηκε όποιοδήποτε άπό τά μεγάλα θέματα πού θίχτηκαν σ’ αύτή τήν πολύμηνη άντιπαράθεση. 'Όμως πιστεύουμε ότι όσα έχουν γραφτεί ώς τώρα μπορεί νά θεωρηθούν άρκετά γιά τό σχηματι­ σμό μιάς γενικής άποψης, άπό κάθε πλευρά -έξάλλου έχουμε ήδη άπομακρυνθεϊ πολύ άπό τήν άφετηρία μας. Παίρνουμε λοιπόν τήν πρωτοβουλία καί σταματούμε τίς σχετικές δημο­ σιεύσεις, τουλάχιστο πρός τό παρόν, έλπίζοντας στήν κατανόηση άναγνωστών καί έπιατολογράφων. «Θύμα» αύτής τής άπόφασής μας γίνεται άναγκαστικά καί ό Μιχάλης Σαντορινιάς, άπό τά Γιάννενα, πού μάς έγραψε γιά νά έκφράσει τίς άντιρρήσεις του σέ όσα περί «πεποιημένης γλώσσας» καί «λάθους» τοϋ Κάλβου είχε γράψει ή Ν. Ήσαΐα.


Άπό 1 έως 14 ’Ιουνίου

1

Χνάρι - Άθ.

3

Σύγχρονη ’Εποχή - Άθ.

I □

Πειραϊκή Φωλιά τοϋ Βιβλίου - nsiJ

<

Μεθενίτης - Πάτρα

8 ο

Λέσχη τοϋ Βιβλίου - Άθ.

Κλάδος - Ηράκλειο

|κατώι τοϋ Βιβλίου - Θεσ.

1 1

Ι’Ενδοχώρα - Άθ. Ι'Εστία - Άθ.

|Γεωργίου - Θεσ.

Β ΙΒ Λ ΙΑ

Ι’Ελευθερουδάκης - Άθ.

Επειδή όμως είναι τεχνικά άδύνατο νά δημοσιεύονται όλα τά βιβλία πού άναφέρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκείνα τά βιβλία πού δηλώθηκαν άπό δύο του­ λάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο γιά τά ένδιαφέρον καί τήν ποιότητα των βιβλίων τού πίνακα, σκόπιμο είναι νά συμβου­ λεύεστε τις σελίδες τής «’Επιλογής».

Ό παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερα βιβλία ένός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες άπ' όλη τήν Ελλάδα, δηλώνοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τις πε­ ρισσότερες πωλήσεις στό βιβλιοπωλείο του κα­ τά τά διάστημα αύτό. Έτσι, τά βιβλίο μέ τις με­ γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται μέ τρεις άστερίσκους (**), τά άμέσως μετά μέ δύο (**) καί τά τελευταίο μέ έναν (* ).

1. Φ. Γερμανού: Περισσότερο σέξ... σέ λίγο (Κάκτος) 2. Τ. Μπουκόφσκι: Γυναίκες (Όδυσσέας) 3. Π. Ίνγκράο: Ή κρίση καί ό τρίτος δρόμος (Πολύτυπο) 4. Ν. Δήμου: Ή χώρα τού έδώ καί τώρα (Νεφέλη) 5. Η. Καζάν: Ό άνατολίτης (Κάκτος) 6. Ε. Αλεξίου - Γ. Στεφανάκη: Νίκος Καζαντζάκης. Γεννήθηκε γιά τή δόξα (Καστανιώτης) Σημείωση: Στό βιβλιοπωλείο Δωδώνη - Άθ. τό βιβλίο πού είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Κ. Ντόουλινγκ: Τό σύν­ δρομο τής Σταχτοπούτας (Γλάρος). Στό Κατώι τού Βιβλίου - Θεα: Τ. Άποστολίδη - Γ. Άκοκαλίδη: Οί κωμωδίες τού Αρι­ στοφάνη - Λυσιστράτη (ΑΣΕ). Στό Πλέθρον - Άθ.: Μ. Κούντερα: Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης (Όδυσσέας). Στή Σύγχρονη Εποχή - Άθ.: Μπ. Πονομαριώφ: Ό κομμουνισμός στόν κόσμο πού άλλάζει (Σύγχρονη Εποχή). Στό Χνάρι - Άθ.: Β. Πρατολίνι: Χρονικό τών φτωχών έραστών (Θεμέλιο).

ΔΙΑΒΑΖΑ κυκλοφόρησε ή νέα σειρά τόμων τού «Διαβάζω» (έκτος άπό τόν α' τόμο, πού έχει έξαντληθεϊ)

προμηθευτείτε τους έγκαιρα


Ό ’Αριστοφάνης «ή γνησιότερη καί δυνατότερη ίσως κωμική φλέβα των αιώνων» άπό την εποχή τον καί μέχρι τις μέρες μας ένθονσιάζει καί προκαλεϊ γιά έρευνα καί θαυμασμό. 'Αρνητής τοϋ πολέμου καί φλογερός ύπέρμαχος τής ειρήνης, νους αδέσμευτος καί ελεύθερος, κατακρίνει τό κακό όπου κι αν τό βλέπει. Σατιρίζει μέ θάρρος προσωπικότητες τοϋ καιροϋ του καί εντυπωσιάζει μέ τά πρωτότυπα ευρήματα τής φαντασίας του. Χτυπάει μέ πνεϋμα οξύ όχι τή δημοκρατία τής \Αθήνας, όπως τόν κατηγόρησαν, αλλά τούς άνίκανους καί άνάξιους φορείς των δημοκρατικών θεσμών. Τά έργα του, δεμένα στενά μέ τόν ίστορικοκοινωνικό καί πολιτικό περίγυρο τής εποχής του, δέν θά μπορούσαν νά ερεθίζουν πάντα αν οι ιδέες καί τά προβλήματα πού περνούν μέσα απ’ αυτά δέν ήταν διαχρονικά. Ά ν ό πόλεμος καί ή ειρήνη δέν άποτελοϋσαν τό μόνιμο φόβο καί τήν άσβηστη ελπίδα τής ανθρωπότητας. Ά ν ό Δικαιόπολης καί ό Στρεψιάδης, ό Εύελπίδης καί ό Πισθέταιρος, ή Αυσιστράτη καί ή Πραξαγόρα, ή Μυρρίνη καί ό Κινησίας, ό Φιλοκλέωνας καί ό Παφλαγόνας, ό Δ ίκαιος καί ό Άδικος Λόγος τελικά, δέν ήταν καθημερινά άνάμεσά μας. Καί αν ό μεγάλος ποιητής δέν δυνάμωνε πάντα μέσα μας «τήν πίστη στήν αθάνατη ζωτικότητα τοϋ λαού μας, τή θαυμαστά εύστοχη θυμοσοφία του, τήν καυτερή παρρησία τών εκλεκτών του». (Τό άφιέρωμα έπιμελήθηκε ή Μαρία Στασινοπούλου)


8/αψιερωμα

Γιώργος Κατσής

’Αριστοφάνης ό κωμικός Όταν γίνεται λόγος γιά την αρχαία κωμωδία, στό νοϋ έρχεται τό όνομα Αριστο­ φάνης. Ό σο κι αν αυτή ή σύνδεση φαίνεται σήμερα αυτονόητη καί μάλιστα αιτιο­ λογημένα -μόνο αυτού άπό τούς ποιητές τής άρχαίας κωμωδίας μάς παραδόθηκαν πλήρη έργα-, νομίζω ότι είναι φυσικό νά διερωτηθεϊ κανείς γιατί άραγε αυτή ή εύνοια τής τύχης πρός τό έργο άποκλειστικά ένός ποιητή μεταξύ δεκάδων ομοτέ­ χνων του. Όφείλεται άποκλειστικά .καί μόνο στό ζήλο των αττικιστών πού θεω­ ρούσαν τήν κωμωδία τού 3Αριστοφάνη ως τήν πιό καθαρή πηγή γιά τήν αττική διάλεκτο,1 σέ άλλες τυχόν συγκυρίες ή μήπως καί στήν ποιότητα τού έργου του; Τό γεγονός ότι ήδη ή άρχαία φιλολογική κριτική τόν είχε κατατάξει στήν τριάδα των κορυφαίων τής άρχαίας κωμωδίας μαζί μέ τόν Εϋπολη καί τόν Κρατίνο2 είναι ενδεικτικό. Ή κυριότερη πηγή τών πληροφοριών μας τόσο γιά τό πρόσωπο, τό έργο, τήν τεχνική, τίς ιδέες τού Αριστοφάνη, όσο καί γιά τά χαρακτηριστι­ κά καί τήν τεχνική τής άρχαίας κωμωδίας είναι γιά μάς σήμερα τά κείμενα τών κωμωδιών πού παραδόθηκαν πλήρεις καί τά άποσπάσματα άπό άλλες πολύ περισσότερες, μιά καί οί αλεξανδρι­ νοί φιλόλογοι γνώριζαν 44 τίτλους κωμωδιών μέ τό όνομά του. Έδώ θά επιχειρήσουμε μιά σύντομη καί μέσα στά όρια τοϋ διατιθεμένου χώρου κατά τό δυνα­ τόν περιεκτική κι όπου δέν γίνεται διαφορετικά μόνο επιγραμματική περιγραφή τοϋ φαινομένου «’Αριστοφάνης, ποιητής τής άρχαίας κωμω­ δίας», πού ήταν άπό πολύ παλιά καί παραμένει καί σήμερα άντικείμενο έρευνας καί θαυμασμού.

Βιογραφικά Γιός τοϋ Φιλίππου, άπό τό δήμο τών Κυδαθηναίων, τοϋ όποιου διετέλεσε καί πρύτανις σύμ­ φωνα μέ επιγραφή3 τού πρώιμου 4ου π.Χ. αί., γεννημένος χωρίς άμφιβολία στήν ’Αθήνα- από­ ψεις σύμφωνα μέ τίς όποιες καταγόταν άπό τήν Αίγινα ή άλλους τόπους πρέπει νά προήλθαν μάλλον άπό κακή έρμηνεία χωρίων (π.χ. ’Αχαρνής4 653 κ.έ.). Έχοντας τήν πληροφορία ότι έδωσε γιά παράσταση τό πρώτο του έργο, τούς Δ απαλής, τό 427 π.Χ., όπως καί άλλες εσωτερι­

κές πληροφορίες, τοποθετούμε τή χρονολογία γεννήσεως γύρω στά 445 π.Χ. Στοιχεία πολλά γιά τήν προσωπική του ζωή δέν διαθέτουμε- μο­ ναδική σχεδόν πηγή είναι ό ίδιος, μέ τίς πολύ λίγες σχετικές πληροφορίες πού παρέχει. Γιά μιά αντίθεσή του μέ τόν πολιτικό Κλέωνα, πού ίσως καί κατέληξε σέ δίκη μέ κατηγορούμενο τόν ποιητή, μάς κάνει λόγο ό ίδιος στούς Άχαρνής, στ. 377. Πολεμική κατά τού Κλέωνα άσκεϊ κυ­ ρίως μέ τούς Ίππής άλλά καί μέ άναφορές του σέ άλλα μεταγενέστερα έργα του, άκόμη καί μετά τό θάνατο τού πολιτικού. Ή φύση τού είδους τού λόγου πού υπηρετούσε ό ’Αριστοφάνης άπαιτοϋσε άσκηση κριτικής καί παρουσίαση τών άδυναμιών τής πολιτικής παρατάξεως πού κεβερνοϋσε, στοιχεία ώστόσο βάσιμα γιά νά τόν έντάξουμε σ’ ένα ορισμένο κόμμα δέν διαθέτου­ με. Τό ότι ανέθετε τή διδασκαλία τών περισσοτέ­ ρων έργων του σέ άλλους δέν πρέπει νά οφείλε­ ται μόνο στή νεότητά του ή τίς δυσκολίες πού παρουσιάζει ή παράσταση κωμωδίας ('Ιππής 516) ή καί στίς επιφυλάξεις του γιά τό δύστροπο άθηναϊκό κοινό (Ίππής 518 κ.έ.). Μήπως θά έπρεπε πίσω άπό αύτά τά δεδομένα, πού ό ίδιος μάς δίνει, νά άναγνωρίσουμε δυσκολίες τού ’Αριστοφάνη νά σκηνοθετήσει μόνος τά έργα, του;5 Τό τελευταίο έργο πού δίδαξε μόνος του ό ’Αριστοφάνης είναι ό Πλούτος, τό 388 π.Χ. Δύο


αψιερωμα/9 άκόμη έργα του, Κώκαλος καί ΑΙολοσίκων, τά δίδαξε ό γιός του Άραρώς, κωμικός ποιητής καί αυτός. "Αλλες πληροφορίες σύμφωνα με τίς όποιες ό ποιητής είχε δύο άκόμη γιούς, καί αυ­ τούς ποιητές κωμωδίας, είναι αβέβαιες.6 Ό θά­ νατός του τοποθετείται μέσα στή δεκαετία 390380 π.Χ. καί βέβαια μετά τό 388 π.Χ. χωρίς πε­ ραιτέρω δυνατότητα άκριβέστερου προσδιορι­ σμού.

Τό έργο του Οί μελετητές, στηριζόμενοι σέ κοινά χαρακτηρι­ στικά πού συναντούν σέ περισσότερες άπό μία κωμωδίες, έχουν προβεϊ σέ μία κατάταξη τών σωζομένων έργων του σέ τρεις περιόδους.7

Α'Περίοδος: Άχαρνής, Ίππής, Νεφέλαι, Σφήκες, Ειρήνη Ό ’Αριστοφάνης πρωτοπαρουσιάστηκε στό κοι­ νό τό 427 π.Χ. μέ τούς Δαιτάλής, πού δέν σώζον­ ται, στά πλαίσια μιάς γενιάς ποιητών κωμωδίας8 πού εμφανίστηκαν μετά τό θάνατο τού Περικλή (429 π.Χ.). Ή άντίθεση μεταξύ παλαιός καί νέας άγωγής είναι τό θέμα στούς Δ αιταλής. Μέ τούς Βαβυλωνίους (426 π.Χ.) -πρώτη συμμετοχή του στά Μεγάλα Διονύσια-, όπου τά μέλη τού χορού παρίσταναν τίς ομόσπονδες πόλεις-συμμάχους τών ’Αθηναίων μέ ένδυμασία σκλάβων σέ σκλη­ ρή δουλειά στό χερόμυλο καί μάλιστα παρουσία πρέσβεων καί άλλων επισκεπτών άπό τίς πόλεις αυτές, άσκησε δριμεία κριτική κατά τής πολιτι­ κής τού Κλέωνα. Ή πρώτη στή σειρά άπό τίς σωζόμενες κωμωδίες είναι οί Άχαρνής (425 π.Χ., Λήναια, Ιο βραβείο) μέ θέμα τους τήν ει­ ρήνη, πού ή νοσταλγία της ήταν οπωσδήποτε διάχυτη μεταξύ τών ταλαιπωρημένων άπό έπιδημίες καί τίς εχθρικές έπιθέσεις ’Αθηναίων. [Ό πρωταγωνιστής Δικαιόπολις, κουρασμένος άπό τόν πόλεμο καί τίς εξ αίτιας τού πολέμου στερήσεις, άποφασίζει, βλέποντας τήν άπροθυμία τών συμπατριωτών του, νά υπογράψει συν­ θήκη ειρήνης μέ τούς Λακεδαιμόνιους γιά λογα­ ριασμό του. Μέ παρωδία τής τραγωδίας Τήλεφος τοϋ Ευριπίδη, άπ’ τόν όποιο καί προμηθεύε­ ται τήν ένδυμασία τοϋ έπαίτη, έκφωνεϊ τήν άπολογία του γιά τήν ειρήνη πού σύναψε, μπροστά στούς έξαγριωμένους γιά τό εγχείρημά του συμ­ πατριώτες του Άχαρνεϊς, άφοϋ κατάφερε νά τούς πείσει νά τόν άκούσουν. Τελικά μεταπείθει όλόκληρο τό χορό τών Άχαρνέων καί στό 2ο μέ­ ρος τής κωμωδίας απολαμβάνει τά άγαθά τής ιδιωτικής αυτής ειρήνης, πράγμα πού γίνεται φανερό μέ μιά σειρά χαρακτηριστικών επεισο­ δίων..]

Μέ τούς Ίππής (424 π.Χ., Λήναια, Ιο βρα­ βείο) ό ’Αριστοφάνης επιτίθεται, δπως άλλωστε είχε άναγγείλει (’Αχαρνής 300-1), κατά τού Κλέωνα. [Ό τελευταίος παρουσιάζεται ως βάρβαρος (Παφλαγόνας- άκουστική συγγένεια μέ τό ρήμα παφλάζω = κάνω θόρυβο) δούλος τοϋ Δήμου Πυκνίτη (Πνύξ > Πυκνίτης, άπό τό θέμα πυκν-), πού μέ τήν κατεργαριά του, τήν ιδιοποίηση ξέ­ νων έπιτυχιών καί μέ τή βαναυσότητα πού τόν διέκρινε επιβαλλόταν στούς συνδούλους του καί άσκοϋσε δυναστευτική επιρροή στόν κύριό του. Σύμφωνα μέ χρησμό, πού οί σύνδουλοί του πο­ νηρά τοϋ ύφαρπάζουν, μόνο ένας χειρότερός του θά ήταν σέ θέση νά τόν εκτοπίσει. Αυτός βρίσκε­ ται στό πρόσωπο τοϋ Άλλαντοπώλη, ό οποίος, μετά άπό ύβρεολογικό άγώνα στόν όποιο άποδύεται καί άφοϋ άνακηρύσσεται άπό τόν χορό νικητής, άγωνίζεται μέ διαφόρους τρόπους νά άποσπάσει τό ενδιαφέρον καί τή συμπάθεια τοϋ κυρίου του, τοϋ Δήμου, πράγμα πού τελικά πε­ τυχαίνει. 'Η όλότελα άρνητική προοπτική πού διαγράφεται, άφοϋ ό Δήμος δείχνει πιά τήν εύ­ νοιά του πρός τόν δούλο πού αποδείχθηκε χειρό­ τερος άπό αυτόν πού εκτόπισε, μεταβάλλεται ρι­ ζικά μέ τή μεταμόρφωση, τήν άνανέωση πού ύφίσταται στό τέλος τοϋ έργου ό ίδιος ό Δήμος άνακτώντας τό μεγαλείο πού είχε τήν εποχή τών Περσικών πολέμων.] Στό έργο αυτό μέ τήν άνελέητη κατά τού Κλέωνα κριτική άπονεμήθηκε τό Ιο βραβείο, πα­ ράλληλα όμως ό πραγματικός Δήμος τών ’Αθη­ ναίων έπανεξέλεξε τήν ίδια χρονιά τόν Κλέωνα ώς στρατηγό. Ή κωμωδία Νεφέλαι άποτελεϊ μιά πιθανώς όχι περατωμένη άναθεώρηση9 τής μορφής έκείνης τού κειμένου πού στά Διονύσια τού 423 π.Χ. πήρε, πρός άπογοήτευση τού ποιητή (Νεφ. 520 κ.έ.), τό 3ο βραβείο. ’Αντικείμενο τής κριτικής τού ’Αριστοφάνη είναι ή μοντέρνα γιά τήν εποχή σοφιστική παιδεία άπό δύο οπτικές γωνίες: εκεί­ νη τής μιάς μερίδας πού άδυνατούσε νά τήν κα­ τανοήσει καί έκείνη τών νέων κυρίως πού τή δέ­ χονταν καί διαμόρφωναν άνάλογα τή ζωή τους. [.Ό Στρεψιάδης (τά προσεκτικά επιλεγμένα ονόματα τών πρωταγωνιστών έχουν πάντα κά­ ποια σχέση μέ τό κύριο θέμα τοϋ έργου), κατα­ χρεωμένος άπό τίς πολυέξοδες έπιδόσεις τοϋ γιοϋ του στήν ιππασία καί άφοϋ ό γιός του άπέρριψε σχετική του πρόταση, καταφεύγει ό ίδιος στό «φροντιστήριο» (γιά πρώτη φορά συναντάμε τή λέξη εδώ) τοϋ Σωκράτη, όπου διδάσκεται ό τρόπος μέ τόν οποίο υπερισχύει ά «ήττων λόγος» τοϋ «κρείττονος» (Νεφ. 112 κ.έ.), γιά νά άνταπεξέλθει στά χρέη του. Ό Σωκράτης προβαίνει στή μύηση τοϋ μαθητή του στά τής λατρείας τών νέων θεών καί επικαλείται τήν παρουσία τών Νε­ φελών. Ό μαθητής όμως πού άποδεικνύεται ά-


10/οψιερωμα

Χορός «τριών ιππέων» άπό άγγεϊο 70 χρόνια πριν άπό την είσαγωγή τής κωμωδίας ατά Μεγάλα Διονύσια

νίκανος νά κατανοήσει τά διδασκόμενα κατορ­ θώνει τελικά νά πείσει καί νά στείλει τό γιό τον ατό «φροντιστήριο» τοϋ Σωκράτη. Στόν αγώνα των συμβολικών προσώπων τοϋ Δίκαιον καί ’Αδικον λόγον, όπου, όπως καί ατούς Δαιταλής, άντιπαρατίθενται οί καρποί τής παλαιάς καί τής νέας παιδείας, νικητής άναδεικνύεται ό ’Άδικος λόγος, τόν όποιο τελικά άκολουθεϊ ό Φειδιππί­ δης. ’Ενθουσιασμένος άρχικά ό Στρεψιάδης άπό τίς επιτυχημένες εκδιώξεις δανειστών τον χάρη στήν παιδεία τοϋ γιοϋ τον μετανιώνει, όταν σέ φιλονικία τους ό γιός του τοϋ «άποδεικνύει» ότι έχει τό δικαίωμα νά ξυλοφορτώνει κι αύτόν καί τη μητέρα τον, καί τελικά βάζει φωτιά στό «φροντιστήριο».] Κεντρικό πρόβλημα τών Νεφελών παραμένει ή εικόνα τοϋ Σωκράτη, ό όποιος παρουσιάζεται ώς κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος καί άρχηγός τών σο­ φιστών, καί ή σχέση της μέ την πραγματικότη­ τα.10 Μέ τούς Σφήκες (422 π.Χ., Λήναια, 2ο βρα­ βείο) ό ’Αριστοφάνης άσκεϊ κριτική στή μανία τών τότε ’Αθηναίων νά δικάζουν συνεχώς. [Ό τύπος αυτός τοϋ φιλόδικου ’Αθηναίου εκ­ προσωπείται στήν κωμωδία άπό τόν χορό τών γερόντων, πού φέρουν ώς χαρακτηριστικό σύμ­ βολο «κέντρον εκ τής όσφύος όξύτατον, ώ κεντοϋσι» (Σφ. 225-6), καί άπό τόν Φιλοκλέωνα, τό γέροντα πού θέλει συνεχώς νά δικάζει, άλλά ό γιός του Βδελνκλέωνας (εδώ ό νέος εκπροσωπεί τήν υγιή κατά τόν ποιητή Αντίληψη) γιά νά τόν έμποδίσει τόν έχει κλείσει στό σπίτι του. Οί πολ­ λές προσπάθειες τοϋ Φιλοκλέωνα νά δραπετεύ­ σει άποβαίνονν μάταιες. Τελικά ό Βδελνκλέωνας κατορθώνει νά πείσει τά μέλη τοϋ χοροϋ ότι μέ τή φιλοόικία τους αυτή γίνονται τελικά όργανα τών συμφερόντων τών πολιτικών. Ό γεροΦιλοκλέωνας διστάζει■γιά νά τόν ψυχαγωγήσει ό γιός του οργανώνει απομίμηση δίκης μέσα ατό σπίτι πού τόν έχει περιορισμένο μέ όιαδίκους δύο σκύλους. 'Ο Φιλοκλέωνας ξεχνιέται τελικά

καί ρίχνει Αθωωτική ψήφο γιά τόν κατηγορούμε­ νο, πράγμα πού τοϋ προκαλεϊ λιποθυμία. Μετά τήν παράβαση11 καί μέ τή βοήθεια τοϋ γιοϋ επι­ δίδεται ό πατέρας μέ τήν ίδια άκράτεια στήν κοι­ νωνική ζωή.] Ή άποδοχή άπό όλους τούς συμμάχους τών ’Αθηναίων τής ειρήνης πού ήταν έτοιμη νά υπο­ γράφει μεταξύ ’Αθηναίων καί Σπαρτιατών τό 421 π.Χ. είναι τό θέμα τής Ειρήνης (421 π.Χ., Μεγάλα Διονύσια, 2ο βραβείο). Τό θέμα ειρήνη είχε απασχολήσει τόν ’Αριστοφάνη ώς τότε τόσο στούς Άχαρνής όσο καί σέ δύο μή σωζόμενες κωμωδίες, τούς Γεωργούς καί τις Όλκάδες. [’Απελπισμένος άπό τή συνέχιση τοϋ πολέμου ό Τρυγαϊρς επιχειρεί ταξίδι στόν ’Όλυμπο μέ τή βοήθεια ένός τεράστιου σκαθαριού -μιά παρω­ δία του Βελλεροφόντη τοϋ Ευριπίδη- γιά νά άναζητήσει τήν Ειρήνη. ’Αηδιασμένοι κι οί θεοί άπό τίς εμφύλιες συγκρούσεις πού έβλεπαν είχαν έγκαταλείψει τόν ’Όλυμπο καί μόνος κυριαρχού­ σε έκεϊ ό Πόλεμος έχοντας φυλακισμένη τήν Ει­ ρήνη σέ σπηλιά. Ό Τρυγαϊος, άφοϋ παραμερίσει τίς άντιρρήσεις τοϋ 'Ερμή δωροδοκώντας τον, καλεϊ όλους τούς ”Ελληνες νά βοηθήσουν στήν άπελευθέρωση τής Ειρήνης. ’Επειδή όμως όέν θεωρείται ικανοποιητική ή συμβολή πολλών, άπομακρύνει όλους έκτος άπό τούς γεωργούς πού καταφέρνουν τελικά νά τή φέρουν στό φώς μα ζί μέ τίς συνοδούς της ’Οπώρα καί Θεωρία. Ή δράση μεταφέρεται στή γή, όπου ή μέν Θεω­ ρία παραδίόεται στούς βουλευτές ό δέ Τρυγαϊος γιορτάζει τόν γάμο του μέ τήν ’Οπώρα.] Κατά τήν πρώτη αύτή περίοδο τής δημιουρ­ γίας12 του ό ’Αριστοφάνης διατηρεί στά έργα του τά παραδοσιακά στοιχεία μορφής καί περιε­ χομένου τής αρχαίας κωμωδίας. Τήν κριτική του ό ποιητής τήν άπευθύνει είτε άπ’ ευθείας πρός τό άκροατήριό του διακόπτοντας τήν εξέλιξη τής δράσεως είτε καθιστώντας την άμεσο βίωμα τών θεατών μέσα άπό τή δράση μέ τή βοήθεια κυρίως τοϋ ρόλου πού άναθέτει στόν πρωταγωνιστή: νά άντιπροσωπεύει δηλαδή τόν καθένα άπό τούς θεατές χωριστά, ενώ ό χορός άντιπροσωπεύει τό σύνολο τών θεατών. Ή κωμική δράση χωρίζεται σέ δύο άνισα τμή­ ματα. Στό πρώτο ό πρωταγωνιστής εκθέτει καί θέτει σέ εφαρμογή ένα σχέδιο άντιμετωπίζοντας έναν άντίπαλο καί τόν σύμμαχο τού άντιπάλου χορό. Μέ τήν τελική επικράτηση τοϋ πρωταγωνι­ στή τελειώνει τό πρώτο κι άρχίζει τό δεύτερο μέ­ ρος, όπου ό νικητής καί μόνος κυρίαρχος τής σκηνής ήρωας προσπαθεί νά οργανώσει τή ζωή του σύμφωνα μέ τά δεδομένα πού τού προσφέρει ή πραγματοποίηση τού σχεδίου του μέσα άπό παρενοχλήσεις άπρόσκλητων πού γυρεύουν νά καρπωθοΰν τή νέα κατάσταση.13 Στήν άρχαία κωμωδία παραδοσιακά είναι καί


αφιερω μα/11

τά φανταστικά στοιχεία: ζωομορφικοί χοροί,14 προσωποποιήσεις άφηρημένων εννοιών,15 ελεύ­ θερη έπικοινωνία με τόν κόσμο τών νεκρών. "Ολα τούτα μεταφέρουν τή δράση σ’ έναν «άλλο κόσμο» κι έτσι ό ποιητής αποκτά τήν ευχέρεια νά διαφωτίζει τήν πραγματικότητα μέ μεταβαλλόμε­ νη προοπτική, άφού εκτός άπό τόν χώρο τής πραγματικότητας διαθέτει καί τόν χώρο τής φαντασίας· έτσι κινείται άλλοτε στόν ένα καί άλ­ λοτε στόν άλλο, πολύ συχνά καί στούς δύο συγ­ χρόνως. Ή άρχαία κωμωδία έχει στή διάθεσή της καί παραδοσιακά στοιχεία μορφής: έκείνα στά οποία συμπράττει ένεργώς ή δρά μόνος ό χορός, κυρίως στό α μέρος τού έργου (παράβασις, επιρ­ ρηματικός άγών,16 πάροδος καί έξοδος τού χο­ ρού) πού είναι καί χαρακτηριστικά τής αρχαίας κωμωδίας, καί εκείνα στά όποια δροΰν μόνο οί ήθοποιοί (πρόλογος, β' μέρος τής κωμωδίας). Μιά εξέλιξη στή δράση σύμφωνη μέ τήν άριστοτελική θεωρία γιά τήν τραγωδία δέν συναν­ τούμε στήν άρχαία κωμωδία. Ό χαρακτήρας τού κωμικού είναι έκείνος πού επιβάλλει καί μεταβο­ λές τών αρχικών προϋποθέσεων κατά τή ροή τού έργου καί άντιφάσεις. Ή ένότητα τού έργου πρέπει νά άναζητείται άφ’ ενός στό θέμα τής κω­ μικής κριτικής καί άφ’ ετέρου στήν τέχνη τού λό­ γου, στή μεταφορά καί τό άστεΐο.17

Β' περίοδος: ”Ορνιθες, Λνσιστράτη, Θεσμοφοριάζουσαι, Βάτραχοι ’Όρνιθες (414 π.Χ., Μεγάλα Διονύσια, 2ο βρα­ βείο). [Ό Πεισέταιρος κι ό Εύελπίόης εγκαταλεί­ πουν τήν ’Αθήνα καί μεταναστεύουν κάπου στόν αέρα ■ εκεί μετά άπό σχετική τους πρόταση καί ιδέα, τήν όποια ε ’ισηγήθηκε στά πουλιά ό Τηρέας -ό μεταμορφωμένος σε τσαλαπετεινό άνθρωπος στήν ομώνυμη τραγωδία τοϋ Σοφοκλή-, ιδρύουν μιά πόλη μεταξύ θεών καί ανθρώπων, τή Νεφε­ λοκοκκυγ ία, άφοϋ χρειάστηκε προηγουμένως νά πεισθοϋν τά πουλιά άπό τόν Πεισέταιρο γιά τή χρησιμότητα καί τά κέρδη πού θά προσπόριζε σ’ αύτά ή ίδρυσή της. Στήν παράβαση θεμελιώνουν τά πουλιά τήν άπαίτησή τους γιά κυριαρχία άνατρέχοντας στούς καιρούς τής κοσμογονίας. Στό 6 ' μέρος τής κωμωδίας ιδρύεται ή νέα πολιτεία καί ό Πεισέταιρος άσχολείται μέ τήν εκδίωξη πολλών άνεπιθύμητων έπισκεπτών, μεταξύ άλ­ λων καί τής θεάς Ίριδας. Μέ τις συμβουλές τοϋ Προμηθέα καταφέρνει ό Πεισέταιρος νά τοϋ παραδοθεϊ άπό τήν τριμελή πρεσβεία τών θεών πρός τή Νεφελοκοκκυγία ή Βασίλεια, ή οικονό­ μος τών θεών, γιά γυναίκα του. Ή κωμωδία τε­

λειώνει μέ τή γαμήλια πομπή ΠεισέταιρουΒασίλειας.] Στή Λυσιστράτη (441 π.Χ., πιθ. στά Λήναια) καταπιάνεται ό ’Αριστοφάνης καί πάλι μέ τό θέ­ μα τής ειρήνης, όπως στούς Άχαρνής καί τήν Ει­ ρήνη, μόνο πού τώρα δέν έπικρίνει τήν πολιτική τού ενός ή τού άλλου δημαγωγού άλλά άποδίδει τήν εύθύνη τοϋ πολέμου στούς άνδρες γενικώς. [Οί γυναίκες -δχι μόνο οί ’Αθηναίες- έγκρίνουν πρόταση τής Λυσιστράτης καί αποφασί­ ζουν άποχή άπό τήν έρωτική πράξη μέ σκοπό νά έξαναγκάσουν τούς άνδρες νά σταματήσουν τόν πόλεμο. Παράλληλα μιά ομάδα τους έγκαθίσταται στήν ’Ακρόπολη, δπου τό δημόσιο θησαυρο­ φυλάκιο. Ό χορός τών άνδρών δέν καταφέρνει νά τίς έκδιώξει, άντίθετα κατατροπώνεται, όπως κι ένας Πρόβουλος (μέλος επιτροπής γιά τήν αυ­ στηρή διαχείριση τών οικονομικών μετά τή σικε­ λική καταστροφή) πού ήρθε γιά συνδρομή μαζί μέ τούς τοξότες τον. Μετά άπό άγώνα λόγων με­ ταξύ Προβούλου-Λυσιστράτης, δπου άπαριθμοννται άπό τή Λυσιστράτη οί συνέπειες τον πο­ λέμου στή ζωή τών γυναικών (Λνσ. 588-597), άποπέμπεται καί ό Πρόβουλος. Στήν ιδιότυπη, δραματοποιημένη εδώ παράβαση βρίσκονται άντιμέτωποι καί άλληλοϋβρίζονται οί χοροί τών γυ­ ναικών καί τών άνδρών. Οί συνέπειες τής εγκρά­ τειας τών γυναικών άρχισαν νά επηρεάζουν τόσο τή δική τους στάση, έτσι πού χρειάστηκε επέμβα­ ση τής Λυσιστράτη ς γιά νά τίς συγκροτήσει στόν «όρκο» τους, δσο κυρίως τή στάση τών άνδρών, μέ αποτέλεσμα τή συμφιλίωση τών δύο χορών καί τήν εκδήλωση προθέσεων γιά ειρήνευση. Ή Λυσιστράτη συμβιβάζει τούς άντιπάλους μέ τή βοήθεια τής συμφιλίωσης προσωποποιημένης. "Ολοι μαζί, ’Α θηναίοι καί Σπαρτιάτες, καταλή­ γουν στήν ’Ακρόπολη γιά νά γιορτάσουν καί νά πιοϋν.] Θεσμοφοριάζουσαι (441 π.Χ., πιθ. στά Μ. Διονύσια). ’Εδώ ό ’Αριστοφάνης έπιδίδεται στήν πολιτικά εντελώς άκίνδυνη παρωδία τού Ευριπίδη, άντλώντας τό υλικό του τόσο άπό τά δυό νέα έργα τού τραγικού, τήν Ελένη καί τήν ’Ανδρομέδα, δσο κι άπό τόν Παλαμήδη καί τόν ήδη γνωστό μας άπό τούς Άχαρνής Τήλεφο. [Οί γυναίκες στή γιορτή τών Θεσμοφορίων ( = πρός τιμήν τής Δήμητρας καί τής Περσεφόνης) έχουν ορίσει νά συζητήσουν τή λήψη μέτρων κα­ τά τοϋ Ευριπίδη, άφοϋ αυτός μέ τήν ποίησή του άποκαλύπτει τίς άδυναμίες τους καί τά ελαττώ­ ματα τους καί τίς δυσφημεί έτσι στούς άντρες. Πληροφορημένος σχετικά ό Ευριπίδης στέλνει στή γιορτή γιά νά τόν υπερασπίσει κάποιον συγ­ γενή του, ντυμένο γυναίκα μέ τή βοήθεια τοϋ ποιητή τραγωδιών Άγάθωνα. Στις κατηγορίες πού άκούγονται γιά τόν Εύριπίδη ό συγγενής άντιπαραθέτει φερσίματα γυναικών πού δικαιώ-


12/αφιερωμα

Ό χορός τών «’Ορνίθων» δέ θά πρέπει νά ήταν πολύ διαφορε­ τικός άπό τόν κατά 60 χρόνια περίπου παλαιότερο χορό τής άγγειογραφίας

νουν τούς χαρακτηρισμούς τού τραγικού γι’ αυ­ τές. Τελικά καί μετά άπό σχετική ’έρευνα αποκα­ λύπτεται ή παρουσία άνόρικοϋ εκπροσώπου στη γυναικεία γιορτή κι ’έτσι ό συγγενής κρατείται. Μέ τέχνασμα ειδοποιεί τόν Ευριπίδη κι εκείνος άλλοτε ώς· Μενέλαος πού άνταποκρίνεται στήν έκκληση τής « Ελένης», άλλοτε ώς Περσέας πού τόν καλέΐ ή «’Ανδρομέδα» καί τέλος ντυμένος γριά μέ τή συνοδεία χορεύτριας καταφέρνει νά άποσπάσει τόν συγγενή άπό τόν άστυνομικό (το­ ξότη) πού τόν κρατεί.] Ό θάνατος τοΰ Ευριπίδη τόν χειμώνα τού 407/6 π.Χ. έδωσε την ευκαιρία στόν ’Αριστοφά­ νη νά κάνει σοβαρό πυρήνα μιας κωμωδίας την άξια αυτού τού ποιητή μέσα άπό τήν παρουσία­ ση τής σύγκρουσης μεταξύ παλαιάς καί νέας ποιητικής τέχνης στούς Βατράχους (405 π.Χ., Λήναια, Ιο βραβείο). [ Ό Διόνυσος στενοχωρημένος άπό τόν θάνατο τού Ευριπίδη, ντυμένος 'Ηρακλής, μέ τή συνο­ δεία τού δούλου του Ξανθία, κατορθώνει μετά άπό μιά πορεία γεμάτη έμπόόια καί δυσκολίες νά φτάσει στόν βασιλιά τού "Αδη, τόν Πλούτωνα, τή στιγμή άκριβώς πού είχε προκύψει διαφω­ νία μεταξύ Αισχύλου καί Ευριπίδη, οπού ό δεύ­ τερος όιεκόικοϋσε άπό τόν πρώτο τήν τιμητική δίπλα στόν Πλούτωνα θέση. Κριτής τής διαφο­ ράς ό Διόνυσος, ίπιφορτισμένος άπό τόν ’Α ρι­ στοφάνη καί μέ τό ρόλο τού γελωτοποιού, άφοϋ άκούσει σέ μορφή ένός κανονικού μεταξύ Αισχύ­ λου καί Εύριπίδη άγώνα τούς δύο άντιπάλους καί τά έπιχειρήματά τους, προβαίνει ατό ζύγισμα των στίχων τού καθενός. Νικητής στή δοκιμασία ό Αισχύλος· ό Διόνυσος μετά άπό δισταγμούς

καί δύο πολιτικού περιεχομένου έρωτήσεις πού άπευθύνει στούς δύο ποιητές άποφαίνεται ύπέρ τού Αισχύλου, ό όποιος προπέμπεται θριαμβευ­ τικά στό ταξίδι του γιά τόν επάνω κόσμο.] Μιά σύντομη επισκόπηση τών κωμωδιών τής β' περιόδου επιτρέπει τίς εξής διαπιστώσεις” ® α) ή κωμική δράση άποκτά μεγαλύτερη βαρύτη­ τα καί επομένως μεγαλύτερη άρτιότητα, β) πα­ ρουσιάζεται καί άποκτά σπουδαίο ρόλο τό στοι­ χείο τοΰ δόλου, τής άπάτης, πού μπορεί νά δια­ τρέχει άκόμη καί ολόκληρη τήν κωμωδία (π.χ. Θεσμοφοριάζουσες), γ) διατηρούνται τά παρα­ δοσιακά στοιχεία, έχουν ύποστεϊ ώστόσο μετα­ βολές· γιά παράδειγμα, γίνεται προσπάθεια νά ένταχθεϊ ή παράβαση δλο καί πιό φανερά στόν φανταστικό κόσμο τής κωμικής δράσης, δ) ή κω­ μική κριτική γίνεται πιό άνεξάρτητη άπό τίς συγκεκριμένες περιστάσεις καί γεγονότα, κι έτσι μπορεί νά ισχύει καί σέ άλλες παρόμοιες συνθή­ κες. Συμπερασματικά θά λέγαμε ότι κατά τήν πε­ ρίοδο αύτή ισορροπούν οί δύο, χαρακτηριστικές άλλωστε γιά τήν άρχαία κωμωδία, τάσεις: εκείνη τής εμμονής στήν παράδοση καί ή άλλη τής προ­ σαρμογής τών παγιωμένων παραδοσιακών μορ­ φών σέ νέες άνάγκες.

Γ' περίοδος: Έκκλησιάζονσαι, Πλούτος Έκκλησιάζουσαι (πιθ. 392 π.Χ.· ό τίτλος άπό τό ρήμα έκκλησιάζω = μετέχω στήν έκκλησία τοΰ δήμου). [Κατά τό πρότυπο τής Λυσιστράτης ή Πραξαγόρα συλλαμβάνει ένα σχέδιο. Συγκεντρώνει πο­ λύ πρωί άλες τίς γυναίκες, μεταμφιεσμένες σέ άνδρες γιά νά μή γίνουν αντιληπτές άμέσως, στήν έκκλησία τού δήμου οπού καί έγκρίνουν μέ πρό­ τασή της ψήφισμα γιά τή μεταβίβαση τής εξου­ σίας άπό τούς άνδρες στις γυναίκες, μετά τήν άνικανότητα τών άνδρών στή διαχείριση τών κοινών. Σύμφωνα μέ τό πρόγραμμά της καθιερώ­ νεται ή κοινοκτημοσύνη. Ό έρωτας θά είναι έλεύθερος, ό καθένας θά μπορεί νά πηγαίνει μέ οποία γυναίκα θέλει■οί γριές καί άσχημες προσ­ τατεύονται μέ ειδική διάταξη. Τίς άγροτικές έργασίες αναλαμβάνουν οί δούλοι. Στό δεύτερο μέ­ ρος έχουμε σκηνές άπό τήν έφαρμογή τού σχε­ δίου. Τόν νομιμόφρονα πολίτη πού σπεύδει νά παραδώσει τά υπάρχοντά του τόν αποπαίρνει άλλος πού κοιτάει μόνο νά έπωφεληθεϊ τρέχοντας πρώτος στό κοινό γεύμα πού όργανώνεται, χωρίς νά έχει παραδώσει κανένα δικό του άγαθό. ‘Ο νεαρός πού πηγαίνει στό κορίτσι τής έκλογής του υποχρεώνεται νά περάσει πρώτα άπό τίς άσχημες γριές, άφοϋ έτσι όρίζει ό νόμος. Μιά δούλη μετά άπό αναζήτηση βρίσκει τόν κύ­ ριό της καί τού παραδίδει κορίτσια πού είχε μαζί


αφιερωμα/13 της. Στό τέλος δλοι φεύγουν γιά τό γεύμα τρα­ γουδώντας.] Στόν Πλούτο (388 π.Χ.) τέλος ό ’Αριστοφάνης θίγει τό θέμα τής άδικης κατανομής τών άγαθών στους ανθρώπους. [Ό Πλούτος, τυφλός άπό τιμωρία τού Δία επειδή μοίραζε τά άγαθά μόνο ατούς δίκαιους, άποκτά καί πάλι τό φως του μετά άπό τή φροντί­ δα καί τό ενδιαφέρον τού Χρεμύλου, πού μα ζίμέ τόν δούλο του Καρίωνα τόν πήγαν στό ιερό τού ’Ασκληπιού γιά τό λόγο αύτό. Στό υπόλοιπο έρ­ γο παρουσιάζονται όσα συμβαίνουν τώρα πού βλέπει ό Πλούτος: ό νεόπλουτος δίκαιος έρχεται νά τιμήσει τόν Πλούτο- ό συκοφάντης θρηνεί γιά τή φτώχεια του- ό ξαφνικά πλούσιος νεαρός όέν κρύβει πιά την περιφρόνηση του στη γριά πού γιά νά τόν κρατεί ώς εραστή της τόν συντηρούσε παρέχοντάς του δλα τά άγαθά- ό πεινασμένος Έρμης γίνεται τελικά δεκτός νά βοηθάει στην κουζίνα γιά νά έπιζήσει- ό ιερέας, τέλος, πού ώς τότε ζοϋσε άπ’ τά τυχερά του στίς θυσίες, σκέ­ φτεται νά Ακολουθήσει τόν Πλούτο έγκαταλείποντας τόν Δία. Τό έργο τελειώνει μέ τή λιτανεία γιά την έγκατάσταση, μετά άπό πρόταση τού ιε­ ρέα, τού Πλούτου στην ’Ακρόπολη.] Σχετικά μέ τά έργα τής τρίτης περιόδου19 δη­ μιουργίας τού ’Αριστοφάνη παρατηρούνται τά εξής: α) τό κέντρο τού ένδιαφέροντος συγκεν­ τρώνεται πλέον στή συμπεριφορά τού μεμονωμέ­ νου πολίτη, β) μετακινείται τό σημείο άναφοράς τής κριτικής άπό τήν πολιτική στην ηθική, γ) ό χορός περιορίζεται δραστικά, δ) άπό τά παρα­ δοσιακά στοιχεία μορφής διασώζεται μόνο ό επιρρηματικός άγώνας κι αυτός περιορισμένος, ε) διατηρείται ή παλαιό δομή στή δράση καί ή ένότητα βασίζεται κι εδώ στό θέμα τής κωμικής κριτικής. Σωστά, λοιπόν, ώς γενικό χαρακτηρι­ στικό αυτής τής περιόδου άναφέρεται ή ρήξη μέ τήν παράδοση. Γιά νά άξιολογηθεί ή δημιουργικότητα τών ποιη­ τών τής άρχαίας κωμωδίας είναι άπαραίτητο νά γνωρίζει κανείς, εκτός άπό τίς ιστορικές συνθή­ κες, στά πλαίσια τών όποιων δημιουργούσε ό καθένας, καί τά δεδομένα τής παραδόσεως σύμ­ φωνα μέ τά όποια ήταν υποχρεωμένος νά συνθέ­ σει. Τό κοινό, ή πολιτεία πού μέ τήν αιγίδα της διοργανώνονταν οί θεατρικοί άγώνες καί οί συ­ νέπειες πού μπορούσε νά έχει μιά άποτυχία ήταν παράγοντες πού δέν μπορούσε νά άγνοήσει ό ποιητής, όταν δημιουργούσε. Μέσα σοά πλαίσια αύτά δημιουργώντας ό ’Αριστοφάνης α) διατήρησε αρχικά δλα τά πα­ ραδοσιακά στοιχεία μορφής καί περιεχομένου, ύστερα άρχισε νά προσδίδει στά στοιχεία αύτά διαφορετικό περιεχόμενο καί νά προσπαθεί όλο καί πιό φανερά νά τά έντάξει στήν κωμική δρά­ ση- β) έχοντας ώς κύριο όργανο καί φορέα τού

κωμικού τή γλώσσα μιμήθηκε κάθε είδος ύφους, παρώδησε κάθε είδος λόγου καί κυρίως τήν τρα­ γωδία (παρατραγωδία), έκανε ποικίλες έπεμβάσεις στή σημασία τών λέξεων διευρύνοντας, πε­ ριορίζοντας ή μεταβάλλοντας τό νόημά τους, έπλασε νέες (άναφέρουμε γιά παράδειγμα τίς πολυσύλλαβες σύνθετες), χρησιμοποίησε κάθε είδος σχήματος λόγου καί γ) συνδύασε τή σάτιρα μέ τό στοιχείο τής φαντασίας, ή δέ σύνδεση τού οίκογενειακοΰ-οϊκιακού χώρου μέ εκείνον τής πολιτικής άποτελεϊ τό σταθερό πλέγμα πού υπο­ βαστάζει τόν φανταστικό κόσμο τών έργων του καί δίνει τή δυνατότητα γιά τό παιχνίδι τών έναλλασσομένων προοπτικών.

Σημειώσεις: 1. A. Lesky, 'Ιστορία τής Άρχαίας Έλλινικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 21972, 599-600. 2. Horat. Sat. I, 4, 1. Veil. 1, 16, 3. Quintil. Inst. or. 10, 1, 66. Πλατώνιος π. διαφ. κωμ. καί περί διαφ. χαρακτ. Prolego­ mena de Comoed., ed W. J. Koster, στά: Scholia in Aristophanem, pars I, fasc. Ia, Groningen 1975, 3. 3. 1G IHm, 1740. 4. Αττική όρθογράφηαη- όπως καί Ίππής, Δαιταλής. 5. *Ετσι ό Lesky ε.ά. 601. 6. Th. Gelzer, Aristophanes, RE Suppl. Bd X II1401. 7. Th. Gelzer, Aristophanes, στό G. A. Seeck (Hrsg.), Das griechische Drama, Darmstadt 1979 (στό έξης: Gelzer), 259306. 8. Κέρδισαν τό πρώτο βραβείο στά Λήναια κατά σειρά οί: Φρύνιχος 428, Μνρτίλος 427, Εϋπολις 426 καί ’Αριστοφά­ νης 425 π.Χ. 9. Βλ. σχετικά Κ. J. Dover, Aristophanes Clouds, Oxford 1968, LXXXx.i. 10. Βλ. σχετικά H. Erbse, Socrates im Schatten der aristophanischen Wolken, Hermes 82, 1954, 385-420. Th. Gelzer, Ari­ stophanes und sein Socrates, Museum Helv. 13, 1956, 65-93. E. Havelock, The Soctatic self as it is parodied in Ar.’ Clouds, YCls 22, 1972, 1-18. 11. Τό μέρος τής κωμωδίας πού άπαιτεί τήν άπουσία δλων τών προσώπων άπό τή σκηνή, δπον βρίσκεται μόνος ό χορός καί άπευθύνεται άμεσα στό άκροατήριο. Περισσότερα κα­ τατοπιστικά στοιχεία τόσο γιά τήν παράβαση δσο καί γενι­ κά γιά τήν κωμωδία τον ’Αριστοφάνη καί τά σχετικά μέ αυτήν θέματα βλ. Κ. J. Dover, Ή κωμωδία τον 'Αριστο­ φάνη, μετάφραση: Φ. I. Κακριδής, ’Αθήνα 1978- γιά τήν παράβαση α. 79 κ.έ. 12. Βλ. Gelzer, 269-285. 13. Σχετικά μέ τήν εξέλιξη τής δράσεως στίς κωμωδίες τής πρώτης περίοδον βλ. Μ. Land)ester, Handlungsverauf und Komik in den frilhen Komodien des Aristophanes, Berlin, 1977. 14. Γιά τό θέμα βλ. G. Sifakis, Parabasis and Animal Choruses, London 1971. 15. βλ. H.-J. Newiger, Metapher und Allegorie: Studien Zu Ari­ stophanes, Miinchen 1957. 16. Τό μέρος έκείνο τής κωμωδίας στό όποιο κορνφώνεται ή άντίθεση μεταξύ τών δύο άπόψεων γιά τό σνγκεκριμένο θέμα. 17. C. Moulton, Aristophanic Poetry, Gottingen 1981, 144. 18. Βλ. Gelzer, 290-293. Th. Gelzer, Tradition und Neuschopfung in der Dramaturgic des Aristophanes, ατό: Antike u. Abendland 8, 1959, 15-31 καί στό: H.-J. Newiger (Hrsg.) Aristophanes und die Alte Komodie, Darmstadt 1975, 283316 c+ Nachtrag 1971). 19. Βλ. Gelzer, 296-299.


14/αφιερωμα

Γ. Ν. Οικονόμου - Γ. Κ. Ά γγελινάρας

Βιβλιογραφία των νεοελληνικών μεταφράσεων τοϋ ’Αριστοφάνη Ή μετάφραση είναι μετουσίωση τοϋ πνευματικού περιεχομένου τοϋ άρχαίου κει­ μένου, πού μόνο μιά προικισμένη φύση μπορεί νά πετύχει. Χωρίς άμφιδολία επι­ τυχημένες άποόόσεις κλασικών κειμένων στη σημερινή μας γλωσσική μορφή άποτελοϋν πολύτιμο καί μοναδικό μέσο, πού καθιστά τά μορφωτικά άγαθά κτήμα όλων των σύγχρονων Ελλήνων. Μόνο μέ τίς μεταφράσεις είναι δυνατόν στόν ελ­ ληνικό λαό ώς σύνολο νά χαίρεται τούς προγονικούς του θησαυρούς καί νά ωφε­ λείται. Ά ν ή αναστροφή τοϋ ανθρώπου μέ τούς αρχαί­ ους έλληνες κλασικούς ήταν άπαραίτητη σέ κάθε εποχή, σήμερα έγινε περισσότερο άναγκαία. Ή έκπληκτική άνάπτυξη τής τεχνικής καί ή διείσ­ δυσή της σ’ όλες τίς πτυχές τής ανθρώπινης ζωής συντελεί αποφασιστικά στήν επικράτηση τής χρησιμοθηρικής νοοτροπίας, άπό τήν όποια μάς λυτρώνουν τά ανθρωπιστικά γράμματα. Γιά μάς τούς "Ελληνες ή σπουδή τών αρχαίων έλληνικών έργων υπαγορεύεται καί ώς πολλαπλή ιστορική επιταγή. Ό σες φορές τό έθνος μας περ­ νούσε κρίσιμες στιγμές ή πνευματική του ήγεσία συμβούλευε, γιά τή στήριξη ή τήν άφύπνισή του, τή στροφή του πρός τήν κλασική του παράδοση καί τήν άνανέωση τών ενωτικών μ’ εκείνη δε­ σμών. Δέν στερείται σημασίας τό γεγονός πώς ή με­ ταφραστική κίνηση στόν τόπο μας άρχίζει μετά τήν άλωση τής Κων/πόλεως άπό τούς Τούρκους. Γιά τή διατήρηση τής εθνικής συνείδησης τοϋ Γένους επιβαλλόταν ή προσήλωση καί ή πίστη του στήν ελληνική καί ορθόδοξη κληρονομιά του. Ή επικοινωνία τόσο τού υπόδουλου όσο καί άπόδημου ελληνισμού μέ τήν πνευματική του παράδοση θά ήταν δυνατή κυρίως μέ μεταφρά­ σεις τών πιό άντιπροσωπευτικών δημιουργημά­ των τού παρελθόντος.

Ό νεοελληνικός διαφωτισμός, κίνημα πνευμα­ τικό τοϋ ελληνισμού τής διασποράς μέ πλατιά έξάπλωση, έβλεπε στίς μεταφράσεις τών κλασι­ κών πολύτιμο μέσο γιά τήν πνευματική άναγέννηση, πού τή θεωρούσε βασική προϋπόθεση γιά τήν προετοιμασία τής εθνικής άποκατάστασης τών Ελλήνων. Επιφανείς έκπρόσωποι τού νεοελληνικού δια­ φωτισμού δοκίμασαν νά μεταφέρουν άρχαΐα κεί­ μενα στή σύγχρονή τους γλώσσα. ’Ακόμη καί πατριάρχες ένθάρρυναν τήν έπαφή μέ τό άρχαίο έλληνικό πνεύμα, δπως ό Σαμουήλ Χαντζερής πού φιλοτέχνησε μεταφράσεις τού Πλάτωνα καί τού Δημοσθένη στήν απλή γλώσσα. Ή εξυπηρέτηση τών γενικότερων στόχων τού νεοελληνικού διαφωτισμού επιβάλλει άπό τήν προεπαναστατική ήδη έποχή καί τό γλωσσικό εκσυγχρονισμό τής άρχαιοελληνικής δραματουρ­ γίας. Ή μεταφραστική όμως δραστηριότητα τών λογίων καί τών φιλολόγων πού καταπιάνονται μέ τή δραματική ποίηση έντείνεται λίγες δεκαε­ τίες μετά τήν ίδρυση τού έλληνικού κράτους. Παράλληλα μέ τίς παραστάσεις άρχαίων τραγω­ διών στό πρωτότυπο δίνονται καί παραστάσεις σέ νεοελληνική άπόδοση τού κειμένου. Ειδικότερα ό ’Αριστοφάνης εϊλκυσε τό ενδια­ φέρον πολλών μεταφραστών πού προσπάθησαν νά μεταφέρουν στή νεοελληνική ολόκληρα έργα


οφιερωμα/15

ή άποσπάσματα τών κωμωδιών του. Τό 1856 ό Ιωάννης Ραπτάρχης μεταφράζει τούς Άχαρνής και τέσσερα χρόνια άργότερα (1860) ό Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής δημοσιεύ­ ει τη μετάφραση τριών κωμωδιών τού ’Αριστο­ φάνη (Νεφέλες, Ειρήνη, ’Όρνιθες). ’Από τίς πρώτες δεκαετίες τού αιώνα μας πολλαπλασιάζονται οί άποδόσεις στή νεοελληνική γλώσσα τών έργων τοΰ μεγάλου κωμικού. Ή άναβίωση τού άρχαίου δράματος κυρίως μέ τά «Έπιδαύρια» καί τίς παραστάσεις στό «Ήρώδειο» άναζωογονεϊ τή μεταφραστική προσπάθεια μέ στόχο τίς θεατρικές παραστά­ σεις. Στίς σειρές τών διαφόρων εκδοτικών οίκων έκδίδονται εργασίες γνωστών φιλολόγων καί λο­ γοτεχνών καί δημιουργοϋνται κίνητρα γιά νά δοκιμάσουν καί άλλοι νεότεροι τίς μεταφραστι­ κές τους ικανότητες. ’Ανάμεσα στό 1910-13 έκδόθηκαν άπό τόν εκ­ δοτικό οίκο Γ. Φέξη έμμετρες μεταφράσεις όλων τών κωμωδιών τοΰ ’Αριστοφάνη, πού οί περισσό­ τερες φιλοτεχνήθηκαν άπ’ τό Μάρκο Αύγέρη μέ αύτοσυγκράτηση καί φροντίδα νά διατηρηθεί άναλλοίωτο κατά τό δυνατόν τό πνεύμα καί τό ύφος τοΰ ποιητή. ’Αργότερα οί εκδοτικοί οίκοι I. Ν. Ζαχαροπούλου, Παπύρου, Ελληνικού ’Εκδοτικού ’Ορ­ γανισμού καί μεμονωμένοι έκδοτες δημοσιεύουν μεταφράσεις άριστοφανικών έργων. ’Από τούς άξιολογότερους μεταφραστές τού ’Αριστοφάνη υπήρξε ό Κώστας Βάρναλης. Ά ρ ­ χισε μέ τίς Νεφέλες καί μετέφρασε συνολικά έπτά κωμωδίες. Ή πηγαία σατιρική διάθεση τού Βάρναλη βρήκε διέξοδο στήν άπόδοση τών κω­ μωδιών τού Αριστοφάνη, καί αύτό φαίνεται πώς ήταν ή κυριότερη αιτία τής επιτυχίας του. Αναμφισβήτητα ό δοκιμότερος μεταφραστής τού Αριστοφάνη είναι ό Θρασύβουλος Σταύ­ ρου. Ή άρτια φιλολογική του κατάρτιση καί τό ποιητικό του χάρισμα τού έδωσαν τά εφόδια νά άφομοιώνει τό άρχαΐο κείμενο καί νά τό άποδίδει δημιουργικά, σεβόμενος καί τή μορφή καί τό περιεχόμενο τού έργου. Τό 1951 στή σειρά «Εκατό Αθάνατα Έργα» τού εκδοτικού οίκου Γ. Παπαδημητρίου έκδόθηκε τό έργο του ’Αρι­ στοφάνης. Στή μελέτη του αυτή παρεμβάλλονται μεταφράσεις άποσπασμάτων άπ’ όλες τίς κωμω­ δίες τού Αριστοφάνη, πράγμα πού μαρτυρεί τή μακροχρόνια προετοιμασία του πάνω στό έργο τοΰ κορυφαίου κωμωδιογράφου. Καρπός τής έπίμονης άναστροφής του μέ τόν έπιφανέστερο έκπρόσωπο τής αττικής κωμωδίας υπήρξε ή μετάφραση δλων τών κωμωδιών τού Αριστοφάνη, πού έκδόθηκαν σέ ογκώδη τόμο τό 1967. Πρόκειται γιά «άριστοτεχνική καί έπιστημονικά άρτια» άπόδοση τού άρχαίου κωμικού, όπως εύστοχα παρατηρεί ό καθηγητής Φάνης

Σχέδια τοΰ Κ. Κούν γιά κοστούμια τον 'Αριστοφάνη

Κακριδής. Στόν πρόλογο τής έκδοσης αυτής ό Σταύρου δηλώνει πώς οί μεταφράσεις έγιναν γιά τό θέατρο. Πράγματι, έπανειλημμένα τό ’Εθνικό Θέατρο τίς χρησιμοποίησε γιά τή σκηνική πα­ ρουσίαση τού ’Αριστοφάνη στήν ’Επίδαυρο καί τό Ήρώδειο. Τριπλός, δπως ό ίδιος ό μεταφρα­ στής τονίζει, υπήρξε ό στόχος του· σεβασμός στήν έποχή τού ποιητή καί τό κλίμα της, σεβα­ σμός στή μορφή τών κωμωδιών καί δχι μόνο τό περιεχόμενο, καί τέλος σεβασμός στή νέα μας γλώσσα καί τούς νόμους της, πού ή φύση της έπιβάλλει στή στιχουργία μας. Ό αντικειμενικός μελετητής θά άναγνωρίσει τήν έπίτευξη καί τών τριών αύτών στόχων άπό τό μεταφραστή. Γιά τούς άλλους νεοέλληνες μεταφραστές τού Αριστοφάνη θά μπορούσε νά ύποστηριχθεϊ πώς ό Φώτος Γιοφύλλης καί ό Ήλίας Παπαλάς πα­ ρουσίασαν αξιόλογα δείγματα τής μεταφραστι­ κής τους ευχέρειας, ένώ ό Γιάννης Οίκονομίδης αποδίδει συχνά μέ έπινοητικότητα καί ευστοχία τήν άνεξάντλητη άριστοφανική σάτιρα. Τέλος δσον αφορά τούς: Νικόλαο Φίλιππα καί Νίκο Σφυρόερα, ό μελετητής εύλογα διερωτάται κατά1 πόσον οί μεταφράσεις τους προέρχονται άπ’ ευ­ θείας άπό τό άρχαΐο κείμενο ή άποτελοΰν δια­ σκευή καί μεταγλώττιση ελληνικών καί ξένων μεταφραστικών δοκιμών. Στή συνέχεια παραθέτουμε βιβλιογραφία τών νεοελληνικών μεταφράσεων τού Αριστοφάνη. Ή βιβλιογραφία αυτή, πού συντάχθηκε ειδικά γιά τό «Διαβάζω», στηρίζεται στό έργο μας Βι­ βλιογραφία τών εμμέτρων νεοελληνικών μετα­ φράσεων τής άρχαίας ελληνικής ποιήσεως, έκδο­ ση Φιλοσοφικής Σχολής τοΰ Πανεπιστημίου ’Αθηνών (1979). Τήν ιδέα τής συντάξεως τής βι­ βλιογραφίας αύτής είχε ό καθηγητής τής έν λόγω Σχολής κ. Μίνως Κοκολάκης.


16/αφιερωμα

Άχαρνής

Ελληνικώ ν Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ή ναις 1938 (σχ. 8ο, σ. 125).

1. Ραπτάρχης Ιω άννης Μ ., Ά ριστοφάνους Ά χαρνής, κωμωδία εις την καθομιλουμένην παραφρασθείσα, με­ τά προλεγομένων καί μικρών υποσημειώσεων πρός κατάληψιν τής έννοιας, υ πό-, έν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Α . Κορόμηλά καί Π. Πασπαλλή, 1856 (σχ. 8ο, σ. 80). 2. Αΰγέρης Μ., Ά ριστοφάνους Ά χαρ νής, μετάφρασις-,.έν Ά θ ήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1911 (σχ. 8ο, σ. 76). 3. Οίκονομίδης Γιάννης, Ά ριστοφ άνους Ά π α ν τ α , τόμ. 1, μεταφραστής-, εκδόσεις «Χρήσιμα βιβλία», Ά θ ή να ι 1961 (σχ. 8ο, σ. 330). 4. Γιοφυλλης Φώτος, Ά ριστοφάνους Ά χαρ νής, άρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, Επιστημονική Εταιρεία τών Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ήναις 1963 (σχ. 8ο, σ. 83). 5. Σταύρου Θρασύβουλος, Οΐ κωμωδίες τού Α ρ ισ το ­ φάνη, μεταφραστής-, βιβλιοπωλείον τής «Εστίας» I. Δ. Κολλάρου καί Σιας A . Ε. [Ά θ ή να ι 1967] (σχ. 8ο, σ. 706). 6. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφάνους Ά χαρ νής, λο­ γοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1977 (σχ. 8ο, σ. 79). 7. Ζενάκος Λ ., Ά ριστοφάνους Ά χαρ νής, κωμωδία, μετάφραση-, Ε ταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολι­ τισμού καί Γενικής Παιδείας, Α θ ή να 1979 (σχ. 8ο, σ. 111). 8. Σφυρόερας Νίκος, Ά ριστοφάνους κωμωδίαι, Ά χαρ νής, Ίππής, μετάφραση-, «Βιβλιοθήκη τών Ε λ ­ λήνων», άριθ. 12, Έ λλην. Έκδοτ. Ό ρ γα ν. [Ά θ ή να ι χ. Χ·] (σχ· 8ο, σ. 61+62). CΑ π ο σ π ά σ μ α τ α ) 9. Σταύρου Θρασύβουλος, στ. 1-27, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», ξυλογραφίες Γ. Βαρλάμου, «100 άθάνατα έργα», άριθ. 13, έκδοτ. οί­ κος Γ. Παπαδημητρίου, Ά θ ή να ι 1951, σ. 15, στ. 20433, αυτόθι, σ. 17-8, στ. 393-489, αύτόθι, σ. 19-23, στ. 496-556, αύτόθι, σ. 24-6, στ. 628-58, αύτόθι, σ. 27-8, στ. 665-75, αύτόθι, σ. 28-9, στ. 692-701, αύτόθι, σ. 29, στ. 885-94, αύτόθι, σ. 31-2, στ. 971-99, αύτόθι, σ. 32-3, στ. 1174-89, αύτόθι, σ. 34.

Βάτραχοι 10. Μπαξεβανάκης Νικόλαος Στυλ. δ. φ ., Ά ριστοφ ά ­ νους Βάτραχοι, έμμέτρως έκ τής παλαιός έλληνικής μεταφρασθέντες καί δΡ εισαγωγής καί σχολίων διασαφηθέντες ύ π ό-, καθηγητοΰ τού έν Σύρω Γυμνασίου, έν Έ ρμουπόλει Σύρου, έκ τού τυπολιθογραφείου Ν. Φρέρη, 1902 (σχ. 8ο, σ. 107). [Πρβλ.] Ά ριστοφάνους Βά­ τραχοι, άρχαίον κείμενον, μετάφρασις, σημειώσεις ύ π ό-, Γυμνασιάρχου, Επιστημονική Ε ταιρεία τών

11. Δημητρακόπουλος Πολύβιος Τ. (Pol Areas), Ά ρ ι ­ στοφάνους Βάτραχοι, έμμετρος. παράφρασις-, έν Ά θ ήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1910 (σχ. 8ο, σ. 179). 13. Οίκονομίδης Γιάννης, Ά ριστοφάνους Ά π α ν τ α , τόμ. 2, μεταφραστής-, έκδόσεις «Χρήσιμα Βιβλία», Ά θ ή να ι 1961 (σχ. 8ο, σ. 367). 14. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5]. 15. Βάρναλης Κώστας, Βάτραχοι τού Α ριστοφάνη, μετάφραση-, έκδόσεις «Κέδρος» [Ά θήναι] 1971 (σχ. 8ο, σ. 122). 16. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφάνους Βάτραχοι, λογοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1977 (σχ. 8ο, σ.

101). 17. Ταχτσής Κώστας, Α ριστοφάνη, Λυσιστράτη, Βά­ τραχοι, Έκκλησιάζουσες, μετάφραση-, «Ερμής», Α θ ή να 1980 (σχ. 8ο, σ. 234). 18. Σφυρόερας Νίκος, Ά ριστοφάνους κωμωδίαι, Έ κκλησιάζουσαι, Βάτραχοι, μετάφραση-, «Βιβλιοθήκη τών Ελλήνω ν», άριθ. 11, Έ λλην. Έκδοτ. Ό ρ γα ν. [Ά θ ή να ι χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 63+70). ( ’Α π ο σ π ά σ μ α τ α ) 19. Μελαχρινός Α πόστολος, στ. 209-51, Ό Κύκλος (Α θ ή να ), χρόνος 1, άριθ. 1 (1931), σ. 22-3, στ. 324-53, 372-419, 444-59, αύτόθι, άριθ. 4 (1932), σ. 157-9. 20. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 209-20, 241-9, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 180, στ. 324-53, αύτόθι, σ. 181-2, στ. 37283, αύτόθι, σ. 182, στ. 386-95, αύτόθι, σ. 182-3, στ. 399-416, αύτόθι, σ. 183, στ. 449-59, αύτόθι, σ. 184, στ. 465-78, αύτόθι, σ. 184-5, στ. 549-89, αύτόθι, σ. 186-7, στ. 1364-533, αύτόθι, σ. 191-8. 21. Ά νω νύμω ς [βλ. άριθ. 15], στ. 727-73, «I. Στοβαίου Α νθο λ ό γω ν» , τόμ. 6, σ. 31.

Ειρήνη 22. Ραγκαβής Α λέξα νδρος Ρίζος, Μεταφράσεις έλληνικών δραμάτων ύ πό-, Σοφοκλέους Α ντιγόνη , Ά ρ ι ­ στοφάνους Νεφέλαι, Ειρήνη, Ό ρνιθες, Ά θήνησι, τύποις X. Νικολαίδου Φιλαδελφέως (παρά τή πύλη τής Α γο ρ ά ς, άριθ. 420), 1860 (σχ. 8ο, σ. π +419). 23. Αύγέρης Μ ., Ά ριστοφάνους Ειρήνη, μετάφρασ ις-, έν Ά θ ή να ις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1911 (σχ. 8ο, σ. 86). 24. Βάρναλης Κώστας, Ά ριστοφάνους Ειρήνη, άρ­ χαίον κείμενον, μετάφρασις, σχόλια-, έκδοτ. οίκος I. Ν. Ζαχαροπούλου, Ά θ ή να ι 1956 (σχ. 8ο, σ. 157). [Πρβλ.] Ειρήνη τοϋ-Α ριστοφάνη, μετάφραση-, έκδόσεις «Κέδρος», [Ά θήναι] 1971 (σχ. 8ο, σ. 104). 25. Γιοφύλλης Φώτος, Ά ριστοφάνους Ειρήνη, άρ-


αφιερω μα/17

χαΐον κείμενον, μετάφρασις, σημειώσεις-, Επιστημο­ νική Ε ταιρεία των 'Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυ­ ρος», έν Ά θ ή ναις 1954 (σχ. 8ο, σ. 87). [Πρβλ.] Ά ρ ιστοφάνους Ειρήνη, μετάφραση-, στή δημοτική σέ στί­ χους μέ προλεγόμενα καί σημειώσεις τού μεταφραστή, έκδόσεις «Μαρή» [’Αθήνα χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 99). 26. Οίκονομίδης Γιάννης [6λ. άριθ. 3], 27. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5]. 28. Πιερίδης Θ ., Ά ριστοφ άνους ή Ειρήνη, μετάφρα­ ση-, εικονογράφηση Giinder Horlbeck, εκδόσεις «Ή ριδανός», [Ά θήναι] 1970 (σχ. 8ο, σ. 134). 29. Παπαλάς Ή λίας Σ ., Ά ριστοφάνους Ειρήνη, λογο­ τεχνική μετάφραση, Ά θ ή να ι 1977 (σχ. 8ο, σ. 82). 30. -Σφυρόερας Νίκος, Ά ριστοφ άνους κωμωδίαι, Σφήκες, Ειρήνη, μετάφρασις, σχόλια-, «Βιβλιοθήκη τών Ελλήνω ν», άριθ. 167, Έ λλην. Έ κδοτ. Ό ργαν. [Ά θ ή να ι χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 131).

( Αποσπάσματα) 31. Γ. Ν. Σ. Ειρηναίος, στ. 987-1016, Α ισχύλος (Α λ ε ­ ξάνδρεια), έτος 3, άριθ. 23-4 (1911), σ. 260. 32. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 180-288, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 99-104, στ. 292-300, αυτόθι, σ. 104, στ. 426-597, αύτόθι, σ. 105-11, στ. 1140-58, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας έλληνικής λογοτεχνίας» [βλ. άριθ. 12], τόμ. 1, σ. 178.

Έκκλησιάζουσαι 33. Δημητρακόπουλος Πολ. Τ., Ά ριστοφ άνους Έ κκλησιάζουσαι, έμμετρος μετάφρασις, ’Ιούνιος 1904, έν Ά θ ή ναις, έκ τού τυπογραφείου τών καταστήμάτων Μιχαήλ I. Σαλιβέρου, 1904 (σχ. 8ο, σ. 78). [Πρβλ.]

Ά ριστοφ άνους Έκκλησιάζουσαι, παράφρασις έμμε­ τρος- (Pol Areas), έν Ά θ ήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1910 (σχ. 8ο, σ. 76). 34. Γιοφύλλης Φώτος, Α ριστοφάνης, Έκκλησιάζουσαι, μετάφραση τού-, στή δημοτική σέ στίχους μέ προ­ λεγόμενα καί σημειώσεις τού μεταφραστή καί μέ πρό­ λογο τού Ακαδημαϊκού Παύλου Νιρβάνα, «Πανελλή­ νιος» έκδοτ. οίκος, [Ά θήναι] 1935 (σχ. 8ο,' σ. 80), [Πρβλ.] Α ριστοφάνης, Έκκλησιάζουσαι, μετάφραση-, στή δημοτική σέ στίχους μέ προλεγόμενα καί σημειώ­ σεις τού μεταφραστή καί μέ πρόλογο τού Α καδημαϊ­ κού Παύλου Νιρβάνα, έκδοση τρίτη άναθεωρημένη, έκδόσεις «Μαρή» [Ά θ ή να ι χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 94). 35. Τσουκαλάς Γ., Ά ριστοφ άνους Έκκλησιάζουσαι, έλευθέρα μετάφρασις-, έκδοτης Α ριστοφάνης Παπαδημητρίου, Σοφοκλέους 9, Ά θ ή να ι [1939;] (σχ. 8ο, σ. 48). 36. Φίλιππος Ν ικ., Ά ριστοφάνους Έκκλησιάζουσαι, άρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, Επιστημονική Ε ταιρεία τών Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ή να ις 1951 (σχ. 8ο, σ. 84). 37. Σταύρου Θρασύβουλος, Ά ριστοφάνους Έκκλησιάζουσαι, έλεύθερη άπόδοση γιά τό θέατρο-, βιβλιοπωλείον τής «Εστίας», I. Δ . Κολλάρου καί Σιας Α .Ε. [Ά θή να ι] 1956 (σχ 8ο, σ. 88). [Βλ. καί άριθ. 5], 38. Οίκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 13]. 39. Βάρναλης Κώστας, Έ κκλησιάζουσες τού Α ρ ισ το­ φάνη, άπόδοση στά νεοελληνικά-, έκδόσεις «Κέδρος» [Ά θήναι] 1970 (σχ. 8ο, σ. 93). 40. Παπαλάς Ή λίας Σ ., Ά ριστοφάνους Έκκλησιάζουσαι, λογοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1978 (σχ. 8ο σ. 79). 41. Ταχτσής Κώστας [βλ. άριθ. 17]. 42. Σφυρόερας Νίκος [βλ. άριθ. 18].


18/αφιερωμα

ταφορά στή νέα μας γλώσσα-, έκδόσεις «Κέδρος», (’Αποσπάσματα) [Ά θήναι] 1970 (σχ. 8ο, σ. 99). 43. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 171-240, 58. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφ άνους 'Ιππής, λογο­ «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», τεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1977 (σχ. 8ο, σ. 86). σ. 202-4, στ. 777-8, 790-3, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας έλληνικής λογοτεχνίας, [βλ. άριθ. 12] τόμ. 59. Σφυρόερας Νίκος [βλ. άριθ. 8]. 1, σ. 170-1, στ! 834-520 «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», ένθ’ ά ν., σ. 206-7, στ. 1112( ’Αποσπάσματα) 67, αυτόθι, σ. 207-9.

Θεσμοφοριάζουσαι 44. Αύγέρης Μ ., Ά ριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσαι, μετάφρασις-, έν Ά θ ήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1912 (σχ. 8ο, σ. 80). 45. Γιάννης Οίκονομίδης [βλ. άριθ. 13].

60. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 40-68, «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 38-9, στ. 74-9, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρ­ χαίας έλληνικής λογοτεχνίας» [βλ. άριθ. 12], τόμ. 1, σ. 168, στ. 80-241, «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρου­ σιασμένο άπό τό-», ένθ’ ά ν., σ. 40-6, στ. 503-610, αυ­ τόθι, σ. 50-5, στ. 634-8, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας έλληνικής λογοτεχνίας», ένθ’ άν., τόμ. 1, σ. 168.

46. Φίλιππος Νικόλαος Σπ., ’Αριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσαι, άρχαϊον κείμενον, μετάφρασις, σημειώ­ σεις-, ’Επιστημονική Ε ταιρεία τών 'Ελληνικών Γραμ­ μάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ή να ις 1964 (σχ. 8ο, σ. 99).

Λυσιστράτη

47. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5].

61. Δημητρακόπουλος Πολύβιος, Ά ριστοφάνους Λυσιστράτη, έμμετρος μετάφρασις- (Pol Areas), έν Ά θ ή ναις, έκδοτ-. οίκος Γ. Φέξη, 1910 (σχ. 8ο, σ. 103).

48. Παπαλάς Ή λίας Σ ., Ά ριστοφάνους Θεσμοφοριάζουσαι, λογοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1978 (σχ. 8ο, ar80). 49. Σφυρόερας Νίκος, Ά ριστοφάνους κωμωδίαι, Λυσιστράτη - Θεσμοφοριάζουσαι, μετάφραση-, «Βιβλιο­ θήκη τών Ελλήνω ν», άριθ. 10, Έλλην. ’Εκδοτ. Ό ρ γαν. [Ά θ ή να ι χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 66+54).

(’Αποσπάσματα) 50. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 312-530, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 158-65, στ. 846-928, αυτόθι, σ. 169-72. 51. Κακριδής I. Θ ., στ. 1056-79, έφ. ’Ελευθερία (Ά θ ή να ι), περίοδ. Β', άριθ. 3171 (9-1-1955), σ. 6.

'Ιππής 52. Αύγέρης Μ ., Ά ριστοφάνους 'Ιππής, μετάφρασις-, έν Ά θήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1911 (σχ. 8ο, σ. 88). 53. Φωτιάδης Δ . Α ., Ά ριστοφάνους 'Ιππής, άρχαϊον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σχόλια-, Βιβλιοθήκη ’Αρχαίων 'Ελλήνων Πεζογράφων καί Ποιητών I. Ζαχαροπούλου, Ά θ ή να ι 1938 (σχ. 8ο, σ. 143).

62. Γεωργακόπουλος I., Ά ριστοφάνους Λυσιστράτη, κωμωδία, μετάφρασις-, έκδοσις έφημερίδος «’Ελεύθε­ ρος Ά νθρω πος», έν Ά θ ήναις 1932 (σχ. 8ο, σ. 55). 63. Γιοφύλλης Φώτος, Α ριστοφάνης, Λυσιστράτη, με­ τάφραση-, μέ προλεγόμενα καί σημειώσεις, Α θ ή να 1953 (σχ. 8ο, σ. 88). [Πρβλ.] Αττική κωμωδία, Ά ρ ι­ στοφάνους Λυσιστράτη σέ δημοτικούς στίχους, μετά­ φραση, προλεγόμενα καί σχόλια-, εισαγωγή Κώστα Βάρναλη, έκδόσεις «Ά γγελιδάκη», Α θ ή ν α 1962 (σχ. 8ο, σ. 111). 64. Φίλιππος Νικ. Σ ., Ά ριστοφ άνους Λυσιστράτη, άρχαϊον κείμενον, μετάφρασις, σημειώσεις-, ’Επιστη­ μονική Ε ταιρεία τών Ελληνικώ ν Γραμμάτων «Πάπυ­ ρος», έν Ά θ ή να ις 1960 (σχ. 8ο, σ. 99). 65. Οίκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 13]. 66. Βάρναλης Κώστας, Λυσιστράτη τοϋ Α ριστοφάνη, άπόδοση στά νεοελληνικά-, έκδόσεις «Κέδρος» [Ά θ ή ­ ναι] 1965 (σχ. 8ο, σ. 98). [Πρβλ.] Α ριστοφάνη Λυσιστράτη, κωμωδία, μετάφραση-, Κρατικόν Θέατρον Βορείου Ελλά δος, περιοδ. Ε', έτος 5, άριθ. 31 (19656), Θεσσαλονίκη, σ. 19-78. 67. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5].

55. Οίκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 3].

68. Ταχτσής Κώστας, Αριστοφάνη Λυσιστράτη, Ά μ φι-θέατρο Σπύρου Α . Εύαγγελάτου, Ελληνικός ’Ορ­ γανισμός Τουρισμού, ειδικές καλλιτεχνικές έκδηλώσεις, θέατρο Ή ρώδου Α ττικού, Α θ ή να 1976. [Πρβλ.] Α ριστοφάνη Λυσιστράτη-, σχέδια Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα, έκδοση Πολυπλάνου, Α θ ή ν α 1977 (σχ. 8ο, σ. 123). Βλ. καί άριθ. [17],

56. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5].

69. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφάνους Λυσιστράτη, λογοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1978 (σχ. 8ο, σ. 86).

57.. Βάρναλης Κώστας, 'Ιππείς τοϋ ’Αριστοφάνη, με­

70. Μόντης Κώστας, Α ριστοφάνη Λυσιστράτη, μετά-

54. Φίλιππος Σπ. Ν ., Ά ριστοφάνους 'Ιππής, άρχαϊον κείμενον, μετάφρασις, σημειώσεις-, ’Επιστημονική 'Εταιρεία τών 'Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ή ναις 1941 (σχ. 8ο, σ. 95).


αφιερωμα/19

φραοη στό κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα καί διασκευή άπό τόν-, Λευκωσία 1981 (σχ. 8ο, σ. 25). 71. Σφυρόερας Ν ίκος, Ά ριστοφ άνους "Απαντα, Λυσιστράτη, προλεγόμενα Κώστα Βάρναλη, έμμετρη μετά­ φραση-, εκδόσεις «’Αρκαδία», Ά θ ή να ι [χ.χ.] (σχ. 8ο, σ. 91). [Βλ. καί άριθ. 49],

( ’Αποσπάσματα) 72. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 467-597, «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 140-7, στ. 706-80, αυτόθι, σ. 148-51, στ. 1122-35, αυ­ τόθι, σ. 152, στ. 1137-46, αυτόθι, σ. 152-3, στ. 1149-56, αυτόθι, σ. 153.

Νεφέλαι 73. Ραγκαβής ’Αλέξανδρος Ρϊζος [βλ. άριθ. 22]. 74. Δημητρακόπουλος Πολύβιος Τ., Ά ριστοφάνους Νεφέλαι, έμμετρος παράφρασις- (Pol Areas), έν Ά θ ή ναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1910 (σχ. 8ο, σ. 133). 75. Σουρής Γεώργιος, Ά ριστοφάνους Νεφέλαι, έμμε­ τρος μετάφρασις-, έν Ά θ ήναις, Έ λλην. Έκδοτ. Ε ταιρεία, 1910 (σχ. 8ο, σ. 133). [Πρβλ.] Νεοελληνική βιβλιοθήκη, τά Ά π α ν τ α -, νέα όλοκληρωμένη έκδοση, άναστύλωσε καί έκρινε Γ. Βαλέτας, τόμος πρώτος, κω­ μωδίες, κριτικό σημείωμα: Μ. Αύγέρη, έκδόσεις «Χρ. Γιοβάνη Ο.Ε.», Ά θ ή να ι 1966, σ. 375-460. 76. Ά γγελόπουλος Ή λίας, Ό Α ριστοφάνης καί αί περί Σωκράτους ίδέαι αύτοΰ ύ π ό -, μηχανικού, τύποις έκδοτικοϋ οίκου Μ. Τριανταφύλλου καί Σιας, Θεσσα­ λονίκη 1933 (σχ. 8ο, σ. 129-184). 77. Βάρναλης Κώστας, Ά ριστοφ άνους Νεφέλαι, άρχαϊον κείμενον, έμμετρος μετάφρασις, σημειώσεις-, έκ­ δοτ. οίκος I. καί Π. Ζαχαροπούλου, Ά θ ή να ι 1939 (σχ. 8ο, σ. 163). [Πρβλ.] Ά νατύ π. αυτόθι 1959. Νεφέλες τού Α ριστοφάνη, μεταφορά στή νέα μας γλώσσα-, (β' έκδοση διορθωμένη), εκδόσεις «Κέδρος» [Ά θήναι] 1970 (σχ. 8ο, σ. 110). 78. Οϊκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 3]. 79. Φίλιππας Νικ. Σ ., Ά ριστοφ άνους Νεφέλαι, άρχαϊον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, ’Επιστημονική Ε ταιρεία τών Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ήναις 1961 (σχ. 8ο, σ. 105). 80. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5]. 81. Χριστίδης Χρίστος, Ά ριστοφ άνους Νεφέλαι, ει­ σαγωγή στήν άρχαία κωμωδία, βίος, έργο, γλώσσα, ιδεολογικοί προσανατολισμοί τού Α ριστοφάνη, εισα­ γωγή στίς Νεφέλες, κείμενο, μετάφραση, σχόλια ύ πό-, φιλολόγου καθηγητοϋ, έκδόσεις Κασσάνδρας Μ. Γρηγόρη, Ά θ ή να ι 1967 (σχ. 8ο, σ. 309). 82. Σφυρόερας Νίκος, Ά ριστοφάνους κωμωδίαι, "Ορ­ νιθες, Νεφέλαι, μετάφραση-, «Βιβλιοθήκη τών Ε λ λή ­ νων», άριθ. 9, Έ λλην. Έ κδοτ. Ό ρ γα ν ., Α θ ή ν α 1969 (σχ. 8ο, σ. η+ 76+64).

83. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφ άνους Νεφέλαι, λο­ γοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή να ι 1977 (σχ. 8ο, σ. 94).

CΑποσπάσματα) 84. Κακριδής I. Θ ., στ. 1303-10, «Ή άρχαία ελληνική κωμωδία καί οι Νεφέλες τού Α ριστοφάνη», Ά θ ή ναι 1951, σ. 13. 85. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 275-90, 299-313, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 60, στ. 439-51, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας» [βλ. άριθ. 12], τόμ. 1, σ. 167, στ. 814-88, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», ένθ’ άν. σ. 62-5, στ. 1007-8, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας ελληνικής λο­ γοτεχνίας», ένθ’ ά ν., τόμ. 1, σ. 1 77, στ. 1321-511, «Α ριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», ένθ’ ά ν., σ. 66-73.

’Όρνιθες 86. Ραγκαβής Α λέξανδρος Ρϊζος [βλ. άριθ. 22]. 87. Δημητρακόπουλος Πολύβιος Τ., Ά ριστοφάνους οί Ό ρ νιθες, έμμετρος μετάφρασις- (Pol Areas), έν Ά θ ή ναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη,-1910 (σχ. 8ο, σ. 140). 88. Ρώτας Βασίλης, "Εργα Α ριστοφάνη, Ό ρ νιθες (πετούμενα), μετάφραση, εισαγωγή καί σχόλια-, Ε τα ιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, Α θ ή να 1960 (σχ. 8ο, σ. 93). 89. Οϊκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 13]. 90. Φίλιππας Νικόλ. Σπ., Ά ριστοφ άνους "Ορνιθες, άρχαϊον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, Επιστημονική Ε ταιρεία τών Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θ ή ναις 1963 (σχ. 8ο, σ. 131). 91. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5]. 92. Σφυρόερας Νίκος [βλ. άριθ. 82], 93. Κακριδής Φάνης, Ά ριστοφ άνους Ό ρ νιθες, έρμη-


20/αφιερωμα

νευτική έκδοση, ’Αθήνα 1974 (σχ. 8ο, σ. η+349). 94. Παπαλάς Ή λίας Σ., Άριστοφάνους "Ορνιθες, λο­ γοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ήναι 1978 (σχ. 8ο, σ. 109).

(’Αποσπάσματα) 95. Γ.Ν .Σ., στ. 1-208, Αισχύλος (’Αλεξάνδρεια), έτος 3, άριθ. 23-4 (1911), σ. 279-87. 96. Μενάρδος Σιμός [6λ. άριθ. 85], στ. 684-718, «Στέ­ φανος», σ. 70-2, στ. 723-34, αύτόθι, σ. 72. 97. Μ ελαχρινός Α], στ. 227-62, Ό Κύκλος (’Αθήνα), χρονιά 3, άριθ. 3 (1935), σ. 92-3. 98. Σταύρου Θρασύβουλος [6λ. άριθ. 9], στ. 209-222, «’Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό~», σ. 117, στ. 227-59, αύτόθι, σ. 117-9, στ. 904-1020, αύ­ τόθι, σ. 121-5, στ. 1058-117, αύτόθι, σ. 126-8, στ. 111867, αύτόθι, σ. 128-30, στ. 1337-71, αύτόθι, σ. 131-2, στ: 1755-62, Βάλτερ Κράντς, «'Ιστορία τής άρχαίας ελλη­ νικής λογοτεχνίας» [βλ. άριθ. 12], τόμ. 1, σ. 177. 99. Λάιος Γ., (Παρωδία τού ’Αριστοφάνη στήν κωμω­ δία του «"Ορνιθες»), στ. 693-702, Καινούργια ’Εποχή (’Αθήνα), άριθ. 1 (1957), σ. 63. 100. Μιχαηλίδης Κώστας Π. δ .φ., στ. 693-702, «’Α ρ­ χαϊκοί φιλόσοφοι», εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια, Λευκωσία 1971, σ. 5.

Πλούτος 101.

φάνους, έλευθέρως παραφρασθείς εις τήν καθομιλου­ μένην ύπό * * *, 1860. Κατά μήνα Σεπτέμβριον, Ά θ ή νησι έκ τού τυπογραφείου τής Μερίμνης (κατά τήν όδόν Πραξιτέλους) 1861 (σχ. 8ο, σ. 69). [Πρβλ. Ά ν α τύπ.] ’Εκδόσεις «Κείμενα», ’Αθήνα 1972 (σχ. 8ο, σ. 92). 102. Σολομός Θεμ., Πλούτος Άριστοφάνους, κατ’ έμ­ μετρον εις τήν δημώδη μετάφρασιν-, έν Ά θήναις, έκ τού τυπογραφείου Παρ. Λεώνη, 1905 (σχ. 8ο, σ. 97). 103. Γ.Ν.Σ. Πλούταρχος, Αισχύλος (’Αλεξάνδρεια), έτος 3, άριθ. 13-4 (1911), σ. 21-8, αύτόθι, άριθ. 15 (1911), σ. 60-3, αύτόθι, άριθ. 16 (1911), σ. 84-8, αύτό­ θι, άριθ. 17 (1911), σ. 109. 104. Αύγέρης Μ., Άριστοφάνους Πλούτος, μετάφρασ ις-, έν Ά θήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1912 (σχ. 8ο, σ. 92). 105. Άντω νιάδης Νίκος Θ, δ .φ., Μεταφράσεις άρχαίων ελληνικών τραγωδιών καί κωμωδιών, Γ' Ά ρ ι­ στοφάνους Πλούτος, Λευκωσία (Κύπρου) 1924, τύποις «Θεσσαλονίκης», Δ.Χ . Κυριακίδου (σχ. 8ο, σ. 60). 106. Άγγελόπουλος Ή λίας I., Άριστοφάνους Πλού­ τος, Κωμωδία κατ’ έμμετρον μετάφρασιν ύ πό-, μηχα­ νικού έν Ά θήναις, έκ τού τυπογραφείου Π .Δ. Κυριά­ κού, 1928 (σχ. 8ο, σ. 102). 107. Φίλιππας Σπ. Ν ., Άριστοφάνους Πλούτος, άρχαΐον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, ’Επιστημονική Εταιρεία τών Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θήναις 1938 (σχ. 8ο, σ. 97).

108. Βάρναλης Κώστας, Άριστοφάνους Πλούτος, άρ[Χουρμούζης Μιχαήλ], Ό Πλούτος τού Ά ριστο- χαϊον κείμενον, μετάφρασις, σχόλια-, έκδοτ. οίκος


αφιερωμα/21

Ι.Ν. Ζαχαροπούλου, Ά θ ή ναι 1956 (σχ. 8ο, σ. 155). [Πρβλ.]Πλοΰτος τού ’Αριστοφάνη, μετάφραση-, έκδόσεις «Κέδρος» [Άθήναι] 1971 (σχ. 8ο, σ. 103). 109. Οΐκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 13]. 110. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5]. 111. Σφυρόερας Νϊκος, Άριστοφάνους κωμωδίαι, Πλούτος, σχόλια, μετάφραση-, «Βιβλιοθήκη τών Ε λ ­ λήνων», άριθ. 168, Έλλην. Έκδοτ. Ό ρ γα ν., [Άθήναι] 1972 (σχ. 8ο, σ. 109). 112. Παπαλάς Ή λίας Σ., Άριστοφάνους Πλούτος, λογοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ήναι 1978 (σχ. 8ο, σ. 80).

( ’Αποσπάσματα) 113. Βερναρδάκης Δημ. Γρ. [βλ. άριθ. 302], στ. 86-92 « Ό πλούτος», σ. 40. 114. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 627-95, «Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 214-6, στ. 707-67, αυτόθι, σ. 216-8. 115. Δάλλας Γιάννης, στ. 1-130, 'Ηπειρωτική 'Εστία (’Ιωάννινα), έτος 4 (1955), σ. 1033-9, στ. 131-252, αυ­ τόθι, σ. 1136-41, στ. 253-346, αυτόθι, έτος 5 (1956), σ. 184-7, στ. 347-486, αυτόθι, σ. 493-9.

Κοστούμια τον Γ. Μόραλη γιά τόν «Πλούτο» τον ’Αριστοφάνη 123. Ά νωνύμως, I. Στοβαίου Α νθολόγιαν, μεταφρασταί: έπιτροπή φιλολόγων-λογοτεχνών ύπό τήν διεύθυνσιν Χρ. Σωτ. Θεοδωράτου, μετάφρασις, σχόλια Χρ. Σωτ. Θεοδωράτου, «Βιβλιοθήκη τών Ελλήνων» Ελληνικός ’Εκδοτικός ’Οργανισμός [Α θ ή να χ.χ.] τόμ. 8, σ. 92.

Ειρήνη έτέρα

Σφήκες

294, 1-4 116. Αύγέρης Μ., Ά ριστοφάνους Σφήκες, μετάφρασις, έν Ά θήναις, έκδοτ. οίκος Γ. Φέξη, 1911 (σχ. 8ο, σ. 104). 117. Φίλιππος Νικόλ. Σ., Ά ριστοφάνους Σφήκες, άρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις-, Γυμνασιάρχου, ’Επιστημονική Εταιρεία τών Ε λληνι­ κών Γραμμάτων «Πάπυρος», έν Ά θήναις 1966 (σχ. 8ο, σ. 125).

124. Ά νωνύμως, δπ.π. σ. 96.

Νήσοι 387, 1-10 125. Ά νωνύμως, δπ.π. σ. 94.

118. Οΐκονομίδης Γιάννης [βλ. άριθ. 3]. 119. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 5].

Πουλυίδος

120. Παπαλάς Ή λίας Σ., Ά ριστοφάνους Σφήκες, λο­ γοτεχνική μετάφρασις, Ά θ ή ναι 1977 (σχ. 8ο, σ. 95). 121. Σφυρόερας Νίκος [βλ. άριθ. 30].

452, 1-2 126. Θεοδωράτος Χρ. Σωτ. [βλ. άριθ. 123], «I. Στο­ βαίου Ά νθολόγιον» τόμ. 14, σ. 57.

( Αποσπάσματα) 122. Σταύρου Θρασύβουλος [βλ. άριθ. 9], στ. 1-229, «Αριστοφάνης, τό έργο του παρουσιασμένο άπό τό-», σ. 77-87, στ. 891-934, αύτόθι, σ. 90-2, στ. 942-1008, αυ­ τόθι, σ. 92-5.

453, 1-2 127. Άνωνύμως [βλ. άριθ. 123], «I. Στοβαίου Α ν θ ο ­ λόγιαν» τόμ. 10, σ. 12.

Ταγηνισταί ’Αποσπάσματα 488, 1-14

Γεωργοί

128. Θεοδωράτος Χρ. Σωτ. [βλ. άριθ. 123], «1. Στο­ βαίου Ά νθολόγιον», τόμ. 14, σ. 81-82.


22/αφιερωμα

ων ιτάσεων

Σκοπός αυτού έόώ τού σημειώματος όέν είναι νά εξαντλήσει τό πρόβλημα τής άναβίωσης τού ’Αριστοφάνη στη νεοελληνική σκηνή αλλά νά κωδικοποιήσει, όσο είναι δυνατόν, τις τάσεις πού επικράτησαν εναν αιώνα τώρα καί νά καταγράψει τίς δεσπόζουσες σ’ αυτόν τόν ιδιόρρυθμο χώρο τής ερμηνείας τής άρχαίας κωμω­ δίας. Ψάχνοντας νά βρώ ένα κλειδί γιά νά είσέλθω στό πρόβλημα διαπιοτώνω πώς ό «Πλούτος» τού ’Αριστοφάνη είναι ή λυδία λίθος γιά την ερμη­ νεία τού ποιητή γενικά. Έτος γενέσεως τής άριστοφανικής κωμωδίας γιά τό νέο έλληνικό θέατρο είναι ή «παράφραση» τού Μ. Χουρμούζη καί ή παράσταση άπό τό θία­ σο τού Σοφοκλή Καρύδη στά 1868. Τό πράγμα έχει τό ενδιαφέρον του, άν σκεφτεΐ κανείς δτι ό «Πλούτος» δραματουργικά θεωρείται ένα προ­ βληματικό έργο γιατί σημαδεύει τη μετάβαση πρός τη μέση καί τή νέα κωμωδία. Λείπει βασικά ό χορός καί τό επίκαιρο επώνυμο πολιτικό σχό­ λιο. Αυτό τό έργο λοιπόν στάθηκε τό κλειδί γιά τήν έρμηνεία τού ’Αριστοφάνη έναν αιώνα τώρα. ’Απαριθμώ· τό σκηνοθέτησαν ό Καρύδης, ό Θωμάς Οικονόμου στό «Βασιλικόν Θέατρον» (1904), οί «Νέοι» τού Παγκρατίου σέ μετάφραση-διασκευή Γιάννη Σιδέρη (1924), ό Κούν (1934

καί 1957), ό Τριβιζάς στό «’Εθνικό Θέατρο», ό Εύαγγελάτος, ό Κανέλλος ’Αποστόλου, ό Ντουφεξής, ό Παροΐκος, ό Μπάκας, ό Χαραλάμπους, ό Κ. Μιχαηλίδης, ό Βραχωρίτης, ό Γλυκοφρύδης κ.ά. Ό μόνος πού δέν ανέβασε άπό τούς καθιε­ ρωμένους σκηνοθέτες μας τόν «Πλούτο» είναι ό μόνος πού άνέβασε τίς υπόλοιπες δέκα κωμωδίες τού ’Αριστοφάνη: ό Άλέξης Σολομός. Γιατί τάχα αύτή ή προτίμηση σ’ αυτό τό προ­ βληματικό έργο; Τσως γιατί είναι άνοιχτό σέ κά­ θε έρμηνεία· πράγματι παίχτηκε ώς λαϊκό μπα­ ρόκ, ώς άλληγορία, ώς γκροτέσκο, ώς ηθογρα­ φία, ώς κλοουνερί. Ή αισθητική του διαθεσιμό­ τητα έδωσε τήν ευκαιρία στούς σκηνοθέτες νά μελετήσουν ολόκληρο τόν υποκριτικό κώδικα καί τήν ιστορία τών μορφών χωρίς, πάντα, τούς κινδύνους τής άλλοίωσης τών προθέσεων τού ποιητή. Πάντως πρέπει νά ειπωθεί έδώ πώς ό ’Αριστοφάνης δε βρήκε πάντα ερμηνευόμενος τίς άντιδράσεις πού είχε ή μεταφορά τής άρχαίας


αφιερωμα/23

τραγωδίας. Εύκολα έγινε λαϊκός, εύκολα «χαρί­ στηκε» άπό τούς διανοούμενους στό μεγάλο κοι­ νό. Ή δη άπό τό 1900 ό Σουρής μέ τη μετάφραση τών «Νεφελών» καί την ανεπανάληπτη λαϊκή τους άπήχηση έδωσε τό μέτρο μιάς «καθ’ ημάς» έρμηνείας καί μιάς προσαρμογής στό σύγχρονο πολιτικό άντίστοιχο. Ό Χρηστομάνος τό 1904 σκηνοθετεί τίς «Έκκλησιάζουσες» μέ άποκλειστικά άνόρική διανο­ μή· στό μεσοπόλεμο ό Μάριος Ροτζάιρον, ειδι­ κευμένος σέ γυναικείους ρόλους, άλωνίζει τήν Ελλάδα καί «νομιμοποιεί» τή Λυσιστράτη ιδιαί­ τερα, ώς θέαμα άπαγορευμένο γιά τίς γυναίκες. Ό Νέζερ, ώριμος ήδη κωμικός, μέ τήν «Ειρήνη» στά 1919 έντάσσει τόν ’Αριστοφάνη στό χώρο τών σοβαρών προσπαθειών μέ τόν ίδιο θίασο πού τήν ίδια χρονιά καθιέρωσε τό Φώτο Πολίτη μέ τόν «Οϊδίποδα Τύραννο» τού Βεάκη, νέα δύ­ ναμη τής σκηνοθεσίας. Στά 1929 ό Μελάς μέ τήν Κοτοπούλη καί τό Μήτσο Μυράτ άνεβάζουν τούς «Όρνιθες» μέ «παρισινές» προδιαγραφές. “Ωσπου ό Κούν τό 1934 μέ τή «Λαϊκή Σκηνή» εγκαινιάζει τή λαϊκίστικη αντίληψή του μέ τόν «Πλούτο» στή μετά­ φραση τού Χουρμούζη, μιά άποψη πού θά σημα­ δέψει ολόκληρο τό μισό αιώνα πού άκολουθεΐ. Τό ’Εθνικό Θέατρο θά άποφύγει τόν ’Αριστο­ φάνη έως τό 1951, δταν ό Καραντινός άνεβάζει «Νεφέλες» καί φτάνει ώς τήν «Κομεντί Φρανσαίζ». Τό 1956 πιάνει τό νήμα ό Σολομός μέ τίς «Έκκλησιάζουσες» γιά νά συνεχίσει είκοσι πέν­ τε χρόνια μέ δλες τίς ύπόλοιπες κωμωδίες πλήν τού «Πλούτου». Παράλληλα προβληματίζεται ξανά ό Κούν («Πλούτος», «“Ορνιθες», «Λυσιστράτη», «Βά­ τραχοι», «Ειρήνη», «Άχαρνής»), ό Καραντινός («Λυσιστράτη»), ό Καρζής («Λυσιστράτη»), ό Εύαγγελάτος («Έκκλησιάζουσες») καί ό Κατσέλης («Ειρήνη»), Μετά τή μεταπολίτευση ξεσπάει ή πλημμυρίδα τών άριστοφανικών παραστάσεων: Ή «Λυσιστράτη», ό «Πλούτος» καί οί «Βάτραχοι» τού Εύαγγελάτου στά επίσημα φεστιβάλ καί οί πει­ ραματισμοί στήν περιφέρεια τού Παροίκου («Πλούτος» - Θεατρική Λέσχη Βόλου), τού Χαραλάμπους («Πλούτος» - «Δεσμοί» Ά σπ. Παπαθασίου), τού Ντουφεξή («Πλούτος» - Θεατρικός ’Οργανισμός Κύπρου), τού Μπάκα («Πλούτος» - Θέατρο Καλαμάτας), τού Ν. Παπαδάκη («Ει­ ρήνη» - «Δεσμοί»), τού Π. Γλυκοφρύδη («Πλού­ τος» - Θέατρο ’Ηπείρου). Παράλληλα εμφανίζονται οί σκηνοθεσίες τού Λαζάνη («Ιππείς», «Σφήκες»), τού Κ. Μιχαηλίδη («Πλούτος» - Κ.Θ.Β.Ε.), τού Γιαννόπουλου («Σφήκες» - Κ.Θ.Β.Ε.), τού Μπάκα («Άχαρνής» - ’Εθνικό Θέατρο), τού ’Αποστόλου («Πλούτος» - νέα σκηνοθεσία στό ’Εθνικό Θέα-

«Νεφέλες» Κ.Θ.Β.Ε. Σκηνοθεσία. Γ. Ρεμοννόου

τρο), τού Ρεμούνδου («Νεφέλες» - Κ .ΘΈ .Ε.), τής Άντωνιάδου («Θεσμοφοριάζουσες» Κ.Θ.Β.Ε.), τού Τριβιζά («Θεσμοφοριάζουσες»). Πρέπει εδώ νά έξαρθούν δυό άπομακρυσμένες μεταξύ τους παραστάσεις τού Μ. Βολανάκη μέ τίς «Έκκλησιάζουσες», μιά μέ τή Συνοδινού, έξοχη, καί μιά πρόσφατη, πάντα στό Λυκαβητ­ τό, μέ ώραΐες συλλήψεις άλλά άνώριμη. Νομίζω δτι δέν ξεχνώ κάτι σημαντικό. Τί προκύπτει άπό αυτή τή μεγάλη συγκομιδή; Πρώτα πρώτα δτι ό ’Αριστοφάνης θεωρείται πιό εύκολος άπό τούς τραγικούς- τό κοινό είναι πιό πρόθυμο νά άκολουθήσει σκηνοθετικές καινοτο­ μίες καί πιό μπόσικο, ώστε νά συγχωρεϊ. Πάντως άν θέλαμε νά κωδικοποιήσουμε θά βρίσκαμε τρεις τάσεις νά πρυτανεύουν· καταρχάς τού Κούν, μιά λαϊκίστικη, εύφρόσυνη, θορυβώδη καί χυμώδη άποψη· ύστερα τήν κομ­ ψή, λουστραρισμένη καί «ευρωπαϊκή» εκδοχή τού Σολομού καί τέλος μιά περισσότερο προβλη­ ματισμένη, έπώδυνη προσπάθεια νά άποκαλυφτεΐ μέσω τού ’Αριστοφάνη δλο τό ιστορικό άλφάβητο τής κωμωδίας· έδώ ξεχωρίζει κανείς τήν άποψη τού Καραντινού, τίς έρευνες τού Εύαγγε­ λάτου άπό τό τσίρκο ώς τόν κινηματογράφο, τήν άποκωδικοποίηση τού Βραχωρίτη καί τήν άποϊστορικοποίηση τού ’Αποστόλου. Ή άπόπειρα τού Χαραλάμπους νά υπονομεύσει καί τό κείμε­ νο καί τήν ιδεολογία του μάλλον άπέτυχε. Ό Ντουφεξής έδωσε σημαντικά δείγματα ένός διε­ θνικού στυλ κυρίως στό εξωτερικό. Οί ύπόλοι-


24/αφιερωμα

ποι άκολουθούν τόν Κούν μέ παραλλαγές ανάλο­ γα στό ταλέντο τους, έκτος άπό τόν Παροϊκο πόύ μέ τό δικό του «Πλούτο» πρότεινε ένα υπερ­ ρεαλιστικό ύφος, μιά σύνθεση μπαρόκ καί συμ­ βολισμού. Ή άπόπειρα τού Ρεμούνδου νά συνδυάσει τό φανταιζί στοιχείο μέ ψήγματα λαϊκού καμπαρέ είχε ενδιαφέροντα πράγματα νά δώσει ώς πρό­ θεση άλλά εφθασε σέ άδιέξοδο. Θέλω εδώ κλείνοντας νά εντοπίσω τη μεγάλη συμβολή τών μεταφραστών, τών εικαστικών καί τών συνθετών στίς άπόψεις πού εξέθεσα. Ή άναβίωση τού ’Αριστοφάνη καί ή δημοφιλία του οφείλεται καί σ’ αυτούς τούς συντελεστές. ’Ανα­ φέρω ενδεικτικά τίς μεταφράσεις τού Σουρή, τού Βάρναλη, τού Σταύρου, τού Σφυρόερα, τού Ταχτσή, τού Ρώτα, τού Μάτεσι, τού Ζενάκου καί φυσικά τή γόνιμη τού Χουρμούζη. Ή συμβολή τού Γκίκα, τού Τσαρούχη, τού Βακαλό, τού Δ. Φωτόπουλου, τού Πάτσα, τής Ζαίμη, τού Χαρατσίδη, τού Μαντούδη υπήρξε καθοριστική. "Οσο γιά τή μουσική, έγινε στίβος άμιλλας γιά τούς σημαντικότερους συνθέτες μας· άπαριθμώ: Χατζιδάκης, Θεοδωράκης, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Μαμαγκάκης, Ρώτας, Λεοντής, Μικρούτσικος, Γαζουλέας, Πλέσσας, Τενίδης καί ό με­ γάλος Γιάννης Χρήστου. Χρειάζεται νά άναφέ-

^

“5

St

ΤΑΣΟΥ ΔΗΜΟΥ

ΦΛΟΓΙΣΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ Έ να β ιβ λ ίο

αγωνιστικής

ανάτασης, ένα β ιβ λ ίο της Επονίτικης γενιάς.

ΕΚΔΟΣΗ!ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ ΦΕΙΔΙΟΥ 14 16 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3600.059

ρω καί τό ήθος μουσικής πού πρότεινε ό Διονύσης Σαββόπουλος; “Οσο γιά τούς ήθοποιούς πού παρήλασαν άπό τίς άριστοφανικές παραστάσεις θά περιοριστώ στούς κορυφαίους: Νέζερ (έπαιξε σ’ δλες τίς κωμωδίες τού ’Αριστοφάνη), Κοτο­ πούλη, Μουσούρης, Παντόπουλος, Λογοθετίδης, Λεπενιώτης, Μαμίας, Μινωτής, Μ. Μυράτ, Κυ­ βέλη, Π. Ζερβός, Λ. Καλλέργης, Διανέλλος, Μ. Άρώνη, Α. Συνοδινού, Α. Κατσέλη, Χατζημάρκος, Ήλιόπουλος, Διαμαντόπουλος, Λαζάνης, Καρακατσάνης, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Γ. Μιχαλακόπουλος, Λ. Βογιατζής, Λογοθέτης, Χαλκούση, Γ. Βασιλειάδου, Κ. Παναγιώτου, Ά σπ. Παπαθανασίου, Δ. Διαμαντίδου, Στ. Βόκοβιτς, Γ. Άρμένης, Στ. Παράβας κ.ά. Δέ θά ήθελα νά τελειώσω πρίν άναφερθώ σέ μιά σημαντική επανάσταση πού συντελέστηκε μέ τή μετάφραση τού μεγάλου κύπριου ποιητή Κώ­ στα Μόντη στήν κυπριακή διάλεκτο τής «Λυσιστράτης», πού έπαιξε στήν Κύπρο, στήν ’Αθήνα καί στήν ’Αγγλία ό Θεατρικός ’Οργανισμός Κύ­ πρου. Μ’ όλους τούς κινδύνους πού ένέχει τό εγχεί­ ρημα καί τή «μόδα» πού τό άκολουθεϊ, οί άρι­ στοφανικές παραστάσεις είναι ένα ερευνητικά άναμφισβήτητο γεγονός γιά τή θεατρική μας πο­ ρεία. ■


αφιερωμα/25

I. Ε. Στεφάνής

Δημοσιεύματα Ελλήνων μελετητών γιά τόν ’Αριστοφάνη Ώ Μοϋσαι, λεπτολόγους ξυνετάς φρένας αϊ καθοράτε άνδρών γνωμοτύπων,... έλθετε... (Βάτρ. 868 κ. έ.)

Μέ τίς παραστάσεις των άριστοφανικών έργων -κυρίως άπό τά κρατικά μας θέα­ τρα καί τό Θέατρο Τέχνης-, τίς μεταφράσεις δόκιμων λογοτεχνών, τά τραγούδια τοϋ Χατζιόάκη, τή μουσική εργασία τοϋ Σαββόπουλου πάνω στους Ά χ α ρ ν ε ΐς , τίς παιδικές διασκευές τής Σοφίας Ζαραμπούκα καί, τέλος, μέ τά επιτυχημένα εκλαϊ­ κευτικά βιβλία τοϋ Θρ. Σταύρου καί τοϋ Λλ. Σολομοϋ εκδηλώνεται τά τελευταία χρόνια, εντονότερα άπό κάθε άλλη εποχή, ένα ευρύτερο ενδιαφέρον τοϋ ελληνι­ κού κοινοϋ γιά τό έργο τοϋ ’Αριστοφάνη, πού άντιπροσωπεύεται σήμερα άπό τίς έντεκα σωζόμενες κωμωδίες του1. 'Ο άντίκτυπος τοϋ ενδιαφέροντος αύτοϋ γίνεται αισθητός καί στις κλασικές σπουδές μας. *Αν καί οι τελευταίες επηρεάζονται πε­ ρισσότερο άπό τά ρεύματα τής διεθνούς έρευνας παρά άπό γηγενείς πνευματικές κινήσεις, δέν είναι ίσως συμπτωματικό ότι τήν τελευταία δεκαετία εκπονήθηκαν τουλάχιστον τέσσερις διδακτορικές διατριβές Ελλήνων γιά τόν 5Αριστοφάνη, πράγμα όχι βέβαια συνηθισμένο γιά τίς φιλολογικές μας επιδόσεις. Πόσο τώρα οί παράγοντες πού συντελούν, είτε ένεργητικά (βασικά οί άνθρωποι τοϋ θεάτρου καί οί μεταφραστές) είτε παθητικά (τό κοινό), στην άνάπτυξη τοϋ ένδιαφέροντος γιά τόν μεγά­ λο κωμικό έχουν επηρεαστεί άπό τίς μελέτες τών φιλολόγων γιά μιά σωστή προσέγγιση τού γράμ­ ματος καί τού πνεύματός του είναι ένα άπό τά προβλήματα τής πνευματικής μας ζωής, πού δέν μπορεί νά θιγεϊ έδώ. Διαπιστώνεται πάντως δτι οί έλληνες άριστοφανιστές, δπως γενικότερα οί κλασικοί φιλόλογοι, ξεπερνώντας τό στενό κύ­ κλο τών όμοτέχνων τους, άπευθύνονται δλο καί περισσότερο σέ ευρύτερα στρώματα μέ έπιφυλλίδες καί άρθρα στόν ημερήσιο καί περιοδικό τύ­ πο. Ή άξιέπαινη πρωτοβουλία τού «Διαβάζω» νά ένημερώσει τούς άναγνώστες του γιά τήν ελ­ ληνική άριστοφανική βιβλιογραφία μαρτυρεί δτι καί άπό τήν πλευρά τοϋ κοινού υπάρχει προθυ­

μία γιά ουσιαστική μελέτη τών άρχαίων συγγρα­ φέων. Θά έπιχειρήσουμε λοιπόν στή συνέχεια ένα σύντομο ιστορικό σχεδίασμα γιά τίς άριστοφανικές έργασίες πού έχουν παρουσιάσει έλληνες ερευνητές άπό τή σύσταση τού νεοελληνικού κράτους ως σήμερα, είτε έδώ είτε στό εξωτερικό, στήν έλληνική καί σέ ξένες γλώσσες. Στόχος αυ­ τής τής έκθεσης είναι δχι ή κριτική άξιολόγηση τής συμβολής τών Ελλήνων στή διεθνή φιλολο­ γική έρευνα γιά τόν ποιητή άλλά ή πληροφόρηση τοϋ μορφωμένου κοινού γύρω άπό τήν παραγω­ γή, τούς στόχους καί τά ένδιαφέροντα τών έλλήνων μελετητών τού ’Αριστοφάνη. Ή ένασχόληση τών νεότερων Ελλήνων μέ τόν ’Αριστοφάνη άρχίζει ουσιαστικά άπό τότε πού ό κρητικός Μάρκος Μουσούρος χάρισε στόν κό­ σμο τήν πρώτη έντυπη έκδοση τών έννέά, άπό τίς


26/αφιερωμα

έντεκα, κωμωδιών τοϋ ποιητή (Βενετία 1498). "Οπως συνέβη με τίς πρώτες εκτυπώσεις τών κλασικών κειμένων, έτσι καί αυτή ή editio princeps τοϋ ’Αριστοφάνη από τόν Μουσοΰρο έδωσε διεθνώς νέα ώθηση στή μελέτη τοϋ ποιητή καί κυρίως τών προβλημάτων πού σχετίζονταν μέ τήν αποκατάσταση τοϋ κειμένου. Στην Ελλάδα οί ιστορικές συνθήκες δέν έπέτρεπαν βέβαια άνάλογα αποτελέσματα. ’Αμέσως δμως μετά τήν άπελευθέρωση εμφανίζεται ό ’Αριστοφάνης, Σχολιασθείς τε καί έκδοθείς υπό Νεοφύτου Δού­ κα εις τόμους τρεις (’Αθήνα 1845), πού έμελλε νά είναι δυστυχώς ως σήμερα ή μόνη κριτική έκ­ δοση τού κωμικού καμωμένη άπό "Ελληνα. Μέ τή μεταλαμπάδευση καί στήν πατρίδα μας τών κλασικών σπουδών καί τή βαθμιαία άνάπτυξή τους τό δεύτερο μισό τοϋ περασμένου αιώνα μέ πυρήνα τό Πανεπιστήμιο, πολλοί γνωστοί φιλό­ λογοι τής έποχής (Γρ. Βερναρδάκης, Κ. Κόντος, I. Πανταζίδης, Γ. Παπαβάσιλείου, Ν. Πετρής, Π. Φωτιάδης κ.ά.) άρχισαν νά άσχολοϋνται αποκλειστικά μέ κριτικά καί ερμηνευτικά προ­ βλήματα τοϋ κειμένου τόσο τών κωμωδιών τοϋ ποιητή δσο και τών άντίστοιχων άρχαίων σχο­ λίων, δημοσιεύοντας σύντομα άρθρα σέ φιλολο­ γικά περιοδικά τοϋ καιρού τους καί συστηματι­ κότερα, άπό τό 1889, στήν πάντα θαλερή Α θή­ να. Τήν ίδια περίοδο εμφανίστηκαν άκόμη 5-6 έργασίες μέ εύρύτερο προσανατολισμό, πού άξίζουν νά τίς παρουσιάσουμε, επειδή έχουν ιδιαί­ τερο ή καθεμιά ενδιαφέρον. Πρωτοποριακή γιά τά έλληνικά δεδομένα θά πρέπει νά θεωρηθεί μία σύντομη εισαγωγική «Μελέτη τών ’Ορνίθων τού Άρίστοφάνους», δη­ μοσιευμένη στήν Κων/πολη άπό τόν γνωστό φι­ λόλογο καί εκπαιδευτικό τού μικρασιατικού ελ­ ληνισμού Ματθαίο Παρανίκα . ’Αξιομνημόνευ­ τες είναι έπειτα γιά τή θεματική πρωτοτυπία τους ή ερασιτεχνική έργασία τού Α. Άναγνωστάκη, Ή ιατρική τοϋ Άρίστοφάνους (’Αθήνα 1891), καί μία «διασκευή έκ γαλλικής πραγμα­ τείας» μέ τίτλο «Ή δημοσιογραφία κατά τόν αιώνα τοϋ Περικλέους. ζΟ ’Αριστοφάνης», πού υπογράφει ό Γ. I. Δουρούτης3. Στίς διεθνείς συ­ ζητήσεις γιά τήν προφορά τών άρχαίων έλληνικών άνέμειξε έντονα τόν ’Αριστοφάνη ό όνομα­ στός πολέμιος τής έρασμικής προφοράς Θ. Παπαδημητρακόπουλος, ό όποιος ύστερα άπό τή γνωστή «Βάσανό» του δημοσίευσε μία μεγάλη μελέτη μέ τίτλο «Le poete Aristophane et les par­ tisans d’ Erasme»4, μελέτη πού έπικρίθηκε άπό τόν Γερμανό Zacher, γιά νά επακολουθήσει άπό τήν πλευρά τού συγγραφέα ή άπολογητική «Άπόκρισις πρός τόν Κ. Konrad Zacher»5. Στό ίδιο πλαίσιο εντάσσεται καί ένα άρθρο τού Α. Ν. Γιάνναρη6. ’Από τίς σπάνιες περιπτώσεις εί­ ναι, τέλος, αυτή τού ούγγρου ελληνιστή Γου-

λιέλμου Πέτς (Vilmos Pecz). ό όποιος τήν ίδια εποχή δημοσίευσε στήν Άθηνά (5, 1893, 241184) τή μελέτη του γιά «Τά μεταφορικά σχήματα τού ’Αρίστοφάνους...», πού ολοκληρώθηκε μέ ένα συνεχόμενο άρθρο (αυτόθι 6, 1894, 426-441) καί, άργότερα, μέ ένα συναφές βιβλίο (Συγκριτι­ κή τροπική τής ποιήσεως τών έγκριτων χρόνων τής ελληνικής λογοτεχνίας..., Βουδαπέστη 1913, σελ. 397), όλα γραμμένα στά έλληνικά. Ά πό τό 1900 καί έπειτα οί άριστοφανικές σπουδές στή χώρα μας γίνονται συστηματικότε­ ρες. Τό στενό ένδιαφέρον γιά τά κριτικά καί έρμηνευτικά προβλήματα τοϋ κειμένου συνεχίζε­ ται, βέβαια, ώς τίς μέρες μας, άλλά ταυτόχρονα παρατηρείται μιά βαθμιαία στροφή τών ερευνη­ τών καί πρός γενικότερα θέματα τής άριστοφανικής δημιουργίας, μέ άποκορύφωμα τήν τελευ­ ταία δεκαετία, οπότε έμφανίζονται άρκετές άξιόλογες μονογραφίες μέ διεθνή άπήχηση. Οί άριστοφανικές έργασίες αυτής τής περιόδου θά μπορούσαν νά καταταγούν μέ βάση τό θέμα τους στίς παρακάτω κατηγορίες (οί άραβικοί άριθμοί παραπέμπουν στόν βιβλιογραφικό κατάλογο πού άκολουθεΐ): I. Εισαγωγικές μελέτες γιά τήν έποχή, τό έργο καί τήν Ιδεολογία τοϋ ποιητή. Τέτοιες είναι οί μελέτες πού, γραμμένες άπό διάφορους πνευμα­ τικούς άνθρώπους, όχι πάντοτε φιλολόγους, άπευθύνονται στό εύρύτερο κοινό (πβ. άρ. 10, 20, 33, 55 , 62). Στό πλαίσιο αύτό έντάσσονται καί έργασίες μέ ειδικά θέματα, όπως ή σχέση τού ποιητή μέ τόν Εύριπίδη (άρ. 45), μέ τόν Πλάτω­ να (άρ. 4 καί 37) καί μέ τόν Σωκράτη (άρ. 1-2 καί 30), καί δύο άξιομνημόνευτες γιά τήν καινοφάνεια τής προοπτικής τους μελέτες, ή ψυχανα­ λυτική τού Δρακουλίδη (άρ. 9) καί ή φιλοσοφική τού Μουτσόπουλου (άρ. 43). II. ’Εκδόσεις καί μεταφράσεις. Δυστυχώς ή μόνη άριστοφανική έκδοση πού έγινε άπό Έλλη­ να, μετά τήν έκδοση τού Δούκα (βλ. παραπάνω), είναι αύτή τών ’Ορνίθων τού Φ. Κακριδή (άρ. 26), πού δμως δέν είναι κριτική, δέν στηρίζεται δηλαδή σέ κατευθείαν άντιβολή τών χειρογρά­ φων άλλά στίς προηγούμενες κριτικές έκδόσεις τών ξένων φιλολόγων. Ή «έρμηνευτική» αύτή έκδοση περιλαμβάνει: Εισαγωγή, κείμενο, πεζή μετάφραση, άφθονα έρμηνευτικά σχόλια (γιά τό λόγο, τά μέτρα, τή δομή τού έργου καί τή δρά­ ση), έπιλεγόμενα, πλούσια βιβλιογραφία καί εύρετήριο. Γιά τίς νεοελληνικές μεταφράσεις τού Αριστοφάνη γίνεται λόγος σέ άλλο μέρος αυτού τού τεύχους. Τά μεθοδολογικά προβλήματα πού συνεπάγεται ή άπόδοση στή γλώσσα μας τού άρχαίου κωμικού κειμένου έξετάζονται άναλυτικά άπό τό Γ. Μ. Σηφάκη (άρ. 54). III. Παράδοση τοϋ κειμένου. Βλ. άρ. 66 καί 70-71.


αφιερωμα/27

«"Ορνιθες», Θέατρο Τέχνης

IV. Κριτικά καί ερμηνευτικά ζητήματα τον κειμένου. Ή συγκομιδή άρθρων πού άποσκοποϋν στην άποκατάσταση καί εξήγηση φθαρμέ­ νων ή δύσκολων χωρίων τού κειμένου καί τών άρχαίων σχολίων είναι ή πλουσιότερη (πβ. κυ­ ρίως άρ. 8, 23, 35, 48, 49, 63, 67, 69). Στόν τομέα αύτό έχουν συμβάλει εκτός άπό τούς φιλολόγους καί άλλοι επιστήμονες, όπως ό καθηγητής τών μαθηματικών στό Πανεπιστήμιο ’Αθηνών Β. Λάκων (άρ. 40), ό φυσικός καί ακαδημαϊκός Μ. Στεφανίδης (άρ. 65) καί ό Ά λ. Πάλλης, μέ μία διόρθωση (άρ. 46), πού ίσως άποτελεΐ τό «κύ­ κνειο άσμα» του. Ή άνακάλυψη ύπονοουμένων καί ή επισήμανση καλυμμένων βωμολοχιών είναι άπό τούς συνηθέστερους στόχους παρόμοιων άρ­ θρων (πβ. άρ. 18, 34, 36, 61). ’Επίσης ή έκμετάλλευση άρχαίων έρμηνευτικών πηγών (λεξικών καί σχολίων) -επίδοση στήν όποια διακρίνεται ό έκδοτης τού Λεξικού τού Φωτίου Χρ. Θεοδωρίδης (άρ. 11 κ.έ.) -έχει άποφέρει εκτός άπό δια­ σαφήσεις χωρίων ορισμένα νέα, συχνά μονολε­ κτικά, άποσπάσματα άπό χαμένες κωμωδίες. V. Γλώσσα καί ϋφος. Στήν περιοχή αύτή έχουμε ίσως τή σοβαρότερη συμβολή. Μία έκτενής μελέτη τού μακαρίτη καθηγητή τής γλωσσο­ λογίας στό Πανεπιστήμιο ’Αθηνών Γ. Άναγνωστόπουλου (άρ. 3) έξετάζει τή γλώσσα τού ποιη­ τή κυρίως άπό γραμματική άποψη. Ή διδακτο­ ρική διατριβή τού Ή . Σπυρόπουλου (άρ. 58), έκπονημένη στή Γαλλία, άναλύει τή μορφολογία

καί τά άποτελέσματα ενός εκφραστικού σχήμα­ τος, τής συσσώρευσης ή παράταξης μέσα σέ μιά περίοδο διάφορων λεκτικών μονάδων (υποκειμέ­ νων, άντικειμένων κλπ.), ένώ μία άλλη πρόσφα­ τη άθηναϊκή διδακτορική διατριβή, τού Χρ. Μι­ χαήλ (άρ. 42), μελετά τό χιούμορ τού άριστοφανικού λόγου. ’Αντιπροσωπευτική ελληνική έπίδοση άποτελεΐ έξάλλου ή επισήμανση λαϊκών παροιμιών καί εκφραστικών τρόπων πού έπιζούν στή γλώσσα μας (πβ. άρ. 39, 47, 50). Κα­ κέμφατες λέξεις, ιδίως άπό τήν περιοχή τής «μοριολογίας», συλλέγει ό X. Χαριτωνίδης (άρ. 68)7. Γιά τά μέτρα βλ. άρ. 38. VI. Τύποι, θέματα, δομή τής κωμωδίας. Ό άριστοφανικός Σωκράτης (άρ. 1-2 καί 30), ό τύ­ πος τού γιατρού (άρ. 5) καί ό τύπος τού δούλου (άρ. 64) άπασχόλησαν ειδικές μελέτες. Λαϊκά θέματα καί δομικές όμοιότητες μέ τόν Καραγ­ κιόζη επισημαίνει ό Φ. Κακριδής (άρ. 22, 24, 28)8. Τέλος δύο άντικείμενα, άπό τή μιά τήν πα­ ράβαση -ένα τυπικό μέρος τής κωμωδίας δπου ό ποιητής, άπευθύνεται άμεσα στό κοινό μέ τό στόμα τού χορού- καί άπό τήν άλλη τούς θηριομορφικούς χορούς τά συνεξετάζει σέ μονογρα­ φία του ό Γ. Μ. Σηφάκης (άρ. 51), γιά νά φτάσει άπό αύΐά στίς άρχές τής άττικής κωμωδίας. (Πβ. άρ. 28, 31 καί 32.) VII. Ιστορία τής κωμωδίας. Ή άρχαία κω­ μωδία καί ή θέση μέσα σ’ αύτήν τών Νεφελών έξετάζονται σύντομα σέ έκλαϊκευτικό δημοσίευ­


28/αφιερωμα

μα τού I. Θ. Κακριδή (άρ. 19). ’Ακόμη οί πλη­ ροφορίες πού μάς δίνει ό ποιητής στήν παράβα­ ση τών Ιππέων γιά δύο από τούς πρωτοπόρους τής τέχνης του, τόν Μάγνητα καί τόν Κράτητα, αναλύονται άντίστοιχα άπά τόν Ή . Σπυρόπουλο (άρ. 59) καί τόν I. Κ. Βογιατζίδη (άρ. 6). ’Επι­ δράσεις ενός άπό τούς παλιότερους τραγικούς, τοϋ Φρυνίχου, πάνω στούς ’Όρνιθες βρίσκει ό Φ. Κακριδής (άρ. 21). Τέλος, πρός τήν παγκο­ σμιότητα τοϋ ποιητή στρέφεται ή Α. Λαυκίδου μέτή διδακτορική της διατριβή γιά τό άριστοφανικό πνεϋμα στις κωμωδίες τοϋ διάσημου άγγλου συγγραφέα Ben Jonson. Αύτή ή πρωτογενής παραγωγή συμπληρώνεται μέ έναν άριθμό βιβλιοκρισιών (άρ. 20, 25, 27, 29, 52, 60) καί μέ μεταφράσεις δύο ξένων βιβλίων. Πρόκειται γιά τό άγγλικό βιβλίο τού Κ. J. Do­ ver, Ή κωμωδία τοϋ ’Αριστοφάνη, Μετάφραση Φ. I. Κακριδή, ’Αθήνα 1978 (έκδ. τού Μορφωτι­ κού 'Ιδρύματος τής ’Εθνικής Τραπέξης), καί γιά μία συλλογή ρωσικών μελετών, πού έξέδωσε τό

Πανεπιστήμιο τής Μόσχας γιά τά 2400 χρόνια άπό τή γέννηση τοϋ ποιητή, μέ τίτλο ’Αριστοφά­ νης, Μελέτες, Επιμέλεια A. Κ. - Δ. Ν., Μετά­ φραση Μ. Γαρίδη, ’Αθήνα 1957. Κριτική άποτίμηση τής προσφοράς καθεμιάς άπό τίς παραπάνω εργασίες δέν είναι δυνατόν νά γίνει στά πλαίσια αυτού τού πρόχειρου ση­ μειώματος, έπειδή κυρίως θά έπρεπε νά προηγηθεϊ συσχετισμός μέ τήν άντίστοιχη διεθνή βιβλιο­ γραφία. Γιά χάρη τού άναγνώστη πού θά ήθελε νά άρχίσει μία βαθύτερη επαφή μέ τόν ποιητή σημειώνεται μόνο δτι τά πιό έγκυρα έλληνόγλωσσα χρηστικά βοηθήματα γιά μιά τέτοια άπόπειρα είναι τό βιβλίο τοϋ Θρ. Σταύρου «’Αριστοφάνης...» (άρ. 62), πού ολοκληρώθηκε τώρα μέ τήν άνεκτίμητη έκδοση τής μετάφρασης άπό τόν ίδιο όλων τών κωμωδιών (’Αθήνα, έκ­ δοση τού «Βιβλιοπωλείου τής Εστίας»), ή έκδο­ ση τών ’Ορνίθων τού Φ. Κακριδή (άρ. 26) καί, τέλος, «Ή κωμωδία τού ’Αριστοφάνη» τού Do­ ver σέ μετάφραση, δπως είπαμε, τοϋ Κακριδή.

Βιβλιογραφικός κατάλογος (19001. Άγγελόπουλος Ε ., Ό ’Αριστοφάνης καί αΐ περί Σωκράτους ίδέαι αντοϋ, ©εσ/νίκη 1933.

13. Θεοδωρίδης Χρ., «Paroemiographica», 'Ελληνικά 29, 1976, 351-352 (Ε ’ιρ. 1062).

2. Άγγελόπουλος Ε ., Aristophane et ses idees sur Socrate, ’Αθήνα 1933.

14. Θεοδωρίδης Χρ., «Bemerkungen zu den griechis­ chen Komikern», Zeitschrift fur Papyrologie und Epigraphik 26, 1977, 49-54.

3. Ά ναγνωστόπουλος Γ. Π., «Γλωσσικά άνάλεκτα: 1. Περί τής γλώσσης τών κωμψδιών τοϋ Άριστοφάνους», Ά θ η νά 36, 1924, 1-60. 4. ’Ανδρόνικος Μ., «Πλάτων καί ’Αριστοφάνης: 'Ιστορική τοποθέτηση», 'Ελληνικά 12, 1953, 231-251. 5. Ά ραβαντινός Α. Π., Ό Ιατρός τών αρχαίων κωμω­ διών καί τοϋ Άριστοφάνονς, ’Αθήνα 1906. 6. Βογιατζίδης I. Κ., «Le poete Crates et la parabase des Chevaliers, w . 537-40», Revue des Etudes Grecques 20, 1907, 164-170.

15. Θεοδωρίδης Χρ., «Aristophanes Wespen 910 und Hesych ε 6216 Latte», Rheinisches Museum 120, 1977, 93-95. 16. Θεοδωρίδης Χρ., «Zum Aristophanes-Scholion Thesm. 898», Mnemosyne 32, 1979, 162-163. 17. ’Ιακώβ Δ. I., «Στό περιθώριο ελληνικών κειμένων, A': IV. ’Αριστοφάνη Σφήκες 177/8», 'Ελληνικά 30, 1977-78, 386, 388.

7. Γαρδίκας Γ. Κ., «Συμβολαί φιλολογικοί», Ά θηνά 31, 1919, 1-29 (ιδίως 10-11, γιά τό όνομα Πισθέταιρος).

18. Ίωαννίδη Ε., «Α propos de Particle ci-dessus 'Un calembour meconnu d’Aristophane’ (πρόκειται γιά άρ­ θρο τής Ρ. Ghiron-Bistagne πάνω σέ ενα λογοπαίγνιο: Ά χ . 406, Ό ρ ν. 787)», Revue des Etudes Grecques 86, 1973, 292-293.

8. Γαρδίκας Γ. Κ., «Συμβολαί κριτικοί καί ερμηνευτι­ κοί», Ά θηνά 33, 1921, 25-49 (κριτικά στούς Βατρά­ χους).

19. Κακριδής I. Θ., Ή άρχαία έλληνική κωμωδία κ α ί ο ί Νεφέλες τοϋ Αριστοφάνη, ’Αθήνα 1951 (’Οργανι­ σμός ’Εθνικού Θεάτρου).

9. Δρακουλίδης Ν. Ν ., Psychanalyse d ’Aristophane (de sa vie et de ses oeuvres), Παρίσι 1967.

20. Κακριδής I. Θ., βιβλιοκρ. τοϋ ύπ. άρ. 62: 'Ελληνι­ κά 12, 1953, 393-395.

10. Εύελπίδης X ., Ό Αριστοφάνης καί ή έποχή τον, ’Αθήνα 1962.

21. Κακριδής Φ. I., «Phrynicheisches in den Vogeln des Aristophanes, Wiener Studien 4, 1970, 39-51.

11. Θεοδωρίδης Χρ., «Ein neues AristophanesFragment», 'Ελληνικά 24, 1971, 367-371.

22. Κακριδής Φ. I., Karagiozis und Aristophanes: Gedanken zur Form griechischer Volkskomodien», Hellenica 9, 1972 (I), 18-20.

12. Θεοδωρίδης Χ ρ., «Zu den griechischen Komikern», 'Ελληνικά 26, 1973 , 41-45 (νέο άπόσπασμα, άπ. 747 Κ καί Σχόλ. Είρ. 869).

23. Κακριδής Φ. I., «Κριτικά καί έρμηνευτικά στόν ’Αριστοφάνη», Δωδώνη, Έπιστ. Έπετ. Φιλ. Σχ. Παν/


αφιερωμα/29

μίυυ Ίωαννίνων 1, 1972, 109-124. 24. Κακριδής Φ. I., «Τό άμάρτημα του πετεινού: Έ να λαϊκό θέμα στόν ’Αριστοφάνη (“Ορνιθες 489-498)», 'Ελληνικά 25, 1972, 185-189. 25. Κακριδής Φ. I., βιβλιοκρ. τού ύπ. άρ. 51: ’Ελληνι­ κά 25, 1972, 454-459. 26. Κακριδής Φ. I., ‘Αριατοφάνους ”Ορνιθες, 'Ερμη­ νευτική έκδοση, Α θ ή να 1974. 27. Κακριδής Φ. I., βιβλιοκρ. τού ύπ. άρ. 58: 'Ελληνι­ κά 28, 1975, 432-440. 28. Κακριδής Φ. I., «Άριστοφανικές τσόντες: Τό νού­ μερο τής γυμνής χορεύτριας», Θέατρο 67/8, 1981, 3946. 29. Κακριδής Φ. I., βιβλιοκρ. τού ύπ. άρ. 64: 'Ελληνι­ κά 34, 1982 (τυπώνεται). 30. Καραβίτης Π., «Socrates in the Clouds, The Classi­ cal Bulletin (Saint Louis) 50, 1974, 65-69. 31. Κατσούρης A . Γ., Ή παρεξήγηση στήν τραγωδία κα ί στήν κωμωδία, ’Ιωάννινα 1976.

34. Κοπιδάκης Μ. Ζ ., «Πρέμνον πράγματος πελωρίου: Ά ριστοφ. *Όρνιθες 321», Έπιστ. Έπετ. Φιλ. Σχ. Παν/ μίου ΘεσΙνίκης 15, 1976, 141-147. 35. Κοπιδάκης Μ. Ζ ., «Παρασημειώσεις σέ έλληνικά κείμενα Α': 5. Ά ριστοφ. Είρ. 881-2, 6. Άριστοφ. Βάτρ. 926-934», Έλληνικά 29, 1976, 346-348. 36. Κοπιδάκης Μ. Ζ ., «Παρασημειώσεις... Β': 3. Ά ριστοφ. Ά χαρν. 77-78», 'Ελληνικά 30, 1977-78, 147149. 37. Κουτρουμπούσης Γ. Λ ., «Interpretation der Aristophanes-rede im Symposion Platons», Πλάτων 20, 1968, 194-211. 38. Κωνσταντόπουλος N. K., Ή αρχαία ελληνική με­ τρική εν τή βυζαντινή λειτουργική νμνογραφίρ. ’Επι­ μετράν: Περί των τονικώς έκτελουμένων τετραμέτρων τοϋ ’Αριατοφάνους, Α θ ήνα 1954. 39. Κωστάκης Θ. Π., «Παροιμίες καί παροιμιακές φράσεις στόν Α ριστοφάνη», Λαογραφία 24, 1966, 113227.

32. Κατσούρης Α. Γ. «Doubling of scenes for comic purposes in Menander and Aristophanes», Liverpool Classical Monthly 6, 1981, 73-76.

40. Λάκων Β., «Κριτικά καί ερμηνευτικά εις τούς "Ελ­ ληνας δραματικούς: 53. Ά ριστοφ. Σφ. 1214-15, 54. Ά χ . 254-256, 57. Σφ. 129 καί 130, 58. ”Ορν. 61-62», Ά θ η νά 12, 1900, 440-446.

33. Κλάρας Μπ. Δ ., ’Ανθρωπιστική έρμηνεία τοϋ άρχαίου δράματος: Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, ’Αριστοφάνης, Α θ ή να 1975.

41. Λαυκίδου A ., The Aristophanic spirit in the come­ dies o f Ben Jonson, διδ. διατριβή Πανεπ. Denver 1971 (μικροφίλμ).

ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 33 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 3602883

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΟΓΚΑ" ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ


30/αφιερωμα 42. Μιχαήλ X. Α ., Ό κωμικός λόγος τοϋ Άριστοφάνονς, διδ. διατριβή Πανεπ. ’Αθηνών, ’Αθήνα 1981. 43. Μουτσόπουλος Ε ., «La philosophic de la musique et le theatre d’Aristophane», Χάρις Κωνσταντίνοι /. Βονρβέρη, ’Αθήνα 1964, 201-237. 44. Μπεζαντάκος Ν. Π ., «Ά ριστοφάνους “Ορνιθες, στ. 180», Ά θηνά 75, 1974-75, 81-84. 45. Οικονόμου Λ ., «Α propos d’ Euripide et d’Aristop­ hane», Melanges offerts a A. M. Desrousseaux par ses amis et ses ileves, Παρίσι 1937, 343-348. 46. Πάλης A ., «Correction a un passage d’Aristophane (Grenouilles, 250 sq.)», Revue des Etudes Grecques 48, 1935, 424. 47. Παπαδάκης M.M ., «Τό αρχαίο λαογραφικό στοι­ χείο στή Λυσιστράτη τοϋ ’Αριστοφάνη», Λαογραφία 32, 1979-81, 227-286. 48. Παπαχαρίσης A. X ., «Παρατηρήσεις τινές: 2-4. Σφ. 36, 408-9, 596», Πλάτων 27, 1975, 247-249. 49. Παπαχαρίσης A . X ., «Τρία παρερμηνεύματα: 2. Ά ριστοφ. “Ορν. 1558-9», Πλάτων 28, 1976, 231-232. 50. Ρωμαίος Κ., «Οί ‘κόκκυγες τρεις’ τοϋ Ά ριστοφάνους», Ά θηνά 59, 1955, 73*75. 51. Σηφάκης Γ. Μ., Parabasis and animal choruses, A contribution to the history o f Attic comedy, Λονδίνο 1971. 52. Σηφάκης Γ. Μ., βιβλιοκρ. τοϋ Κ. J. Dover, Aristophanic comedy, Phoenix 28, 1974, 364- 369. 53. Σηφάκης Γ. Μ., «Κωμικοί ϋμνοι καί ιθύφαλλοι», Φίλτρα, Τιμητικός τόμος Σ. Γ. Καψωμένου, Θεσ/νίκη 1975, 119-138. 54. Σηφάκης Γ. Μ., «Προβλήματα μετάφρασης στόν ’Αριστοφάνη», Ό Πολίτης, τεϋχ. 27, Ί ουν.-Ίουλ. 1976, 24-42, καί χωριστό ανάτυπο, ’Αθήνα 1979. 55. Σολομός Α ., Ό ζωντανός ’Αριστοφάνης, Ά π ό τήν έποχή τον ως τήν έποχή μας, ’Αθήνα 1961 (1978 2η εκ56. Σολομός A ., Aristophane vivant, Παρίσι 1972 (γαλ­ λική μετάφραση τοϋ προηγουμένου άπό τόν J. Dalegre). 57. Σουλογιάννης Ε. Θ., βλ. άρ. 67. 58. Σουρβίνου Χρ., «Aristophanes, Lysistrata, 641647», The Classical Quarterly 21, 1971, 339-342. 59. Σπυρόπουλος Η. Σ., L ’Accumulation verbale chez Aristophane (Recherches sur le style d ’Aristophane), Θεσσαλονίκη 1974. 60. Σπυρόπουλος Η. Σ., «Μάγνης ό κωμικός καί ή θέ­ ση του στήν ιστορία τής άρχαίας ’Αττικής Κωμωδίας», ’Ελληνικά 28, 1975, 247-274 (ερμηνεία Ίππ. 522-523): 61. Σπυρόπουλος Η. Σ., βιβλιοκρ. τοϋ ύπ. άρ. 26: ’Ελ­ ληνικά 29, 1976, 174-184. 62. Σπυρόπουλος Η. Σ., «“Ονεια πράγματα: ’Αριστο­

φάνη Ιππείς 1399», ’Ελληνικά 33, 1981, 3-13. 63. Σταύρου Θ., ’Αριστοφάνης, Τό έργο του παρου­ σιασμένο άπό τό Θ. Σ., ’Αθήνα 1951 (100 άθάνατα έρ­ γα, άρ. 13). 64. Στεφάνής Ι.Ε ., «Άριστοφανικά», ’Ελληνικά 30, 1977-78, 7-25. 65. Στεφάνής I. Ε ., Ό δούλος στίς κωμωδίες τοϋ 'Αρι­ στοφάνη, Ό ρόλος τον καί ή μορφή τον, διδ. διατριβή Πανεπ. Θεσ/νίκης, Θεσσαλονίκη 1980. 66. Στεφανίδης Μ., «Zur Erklarung dreier Fragen, 3. [ Ίππ. 752-755]», Philologische Wochenschrift 1922, 1247. 67. Τζαννετάτος Θ. Σ.- Σουλογιάννης Ε. Θ., «Τό Ίβηριτικόν χειρόγραφον των Νεφελών καί τοϋ Πλούτου τοϋ Άριστοφάνους», Έπιστ. Έπετ. Φιλ. Σχ. Παν. ’Αθηνών 16, 1965-66, 406-416. 68. Χαριτωνίδης X. X ., «Σύμμεικτα κριτικά: Εις Σχό­ λια Άριστοφάνους», Έπιστ. Έπετ. Φά. Σχ. Παν. Θεσ/νίκης 1, 1927, 88. 69. Χαριτωνίδης X. X ., «Σύμμεικτα φιλολογικά», αύτόθι 2, 1932, 339-377 (351 κέ.: μοριολογία). 70. Χαριτωνίδης X. X ., «Σύμμεικτα κριτικά», Πλάτων 2, 1950, 9-129 (στά Σχόλια). 71. Χιονίδης Ν. Π ., «Συμβολή στή χειρόγραφη παρά­ δοση τού Α ριστοφάνη», Ε λληνικά 23, 1970, 3-10. 72. Χιονίδης Ν. Π ., Συμβολή ε ’ις τήν στεμματικήν καί τήν ταξινόμησιν τών χειρογράφων τοϋ Άριστοφάνους μετά στέμματος 30 κωδίκων τών Βατράχων, ’Ιωάννινα 1971. ' ■ Σημειώσεις: 1. Μία κατατοπιστική γιά τους ξένους έπισκόπηση δλων τών έκόηλώσεων πού σχετίζονται μέ τήν «άναβίωση» αυτή τον ’Αριστοφάνη στή σύγχρονη ’Ελλάδα κάνει ό F. Μ. Pontani ατό ιταλικό περιοδικό Dioniso (39, 1965, 380-89). 2. Ό έν Κων/πόλει έλληνικός φιλολογικός Σύλλογος 15, 1880, 1-9. 3. Παρνασσός 14, 1892, 548-555. 4. Στό περιοδικό «τον έν Άμστελλοδάμω Φιλελληνικοϋ Συλ­ λόγου» Ελλάς (4, 1892, 96-104, 145-169 καί 227-262). 5. Άθηνά 7, 1895, 87-141. 6. «Kratinos and Aristophanes on the cry of the sheep», Ameri­ can Journal of Philology 16, 1895, 46-51. 7. Βλ. έπίσης τοϋ Ιδιον, ’Απόρρητα, Έγραψεν Εΰιος Ληναίου, θεσ/νίκη 1935. 8. Π6. C. Whitman, Aristophanes and the comic hero, Appen­ dix: Karaghiozes and Aristophanic comedy, Cambridge Mass, 19712, 281-293. 9. Ό κατάλογος αυτός έγινε μέ βάση τά διεθνή βιβλιογραφικά δελτία, κυρίως τήν Annde Philologique, καί οπωσδήποτε δέν είναι πλήρης. Πιθανώς έχουν παραλειφθεϊ καί έργασίες πού δέν λημματογραφοϋνται στά παραπάνω βοηθήμα­ τα καί άλλες, ξενόγλωσσες, οπού δύσκολα μπορούσε νά έξακριβωθεϊ ή ελληνικότητα τών συγγραφέων. Έπίσης ένδέχεται νά μήν έχουν μεταγράφει σωστά στήν ελληνική τά όνόματα συγγραφέων δρωμένων ξενόγλωσσων δημοσιευ­ μάτων. Γιά τις έλλείψεις αύτές ό συντάκτης του καταλόγου θά ήθελε νά ζητήσει συγγνώμη καί νά παρακαλέσει μέ τήν εύκαιρία αυτή τούς ϊλληνες συγγραφείς άρχαιογνωστικών γενικά έργων νά στέλνουν άνάτυπα τών έργασιών τους στά σπουδαστήρια κλασικής φιλολογίας τών φιλοσοφικών σχο­ λών μας.


αφιερωμα/31

Φάνης I. Κακριδής

Λυσιστράτη σουπερστάρ ΕΙκονογράφηση έξωφύλλον άπό την άλβανική έκδοση τής Λνσιστράτης (I960)

Τό θεατρικό έργο καταξιώνεται μέ πολλούς τρόπους. Είναι ή υποδοχή πού τού γίνεται, όταν πρωτοπαρουσιάζεται στό κοινό καί ατό χώρο πού είχε ό συγγραφέας στό νοϋ του καθώς τό έγραφε. Είναι άκόμα ή συχνότητα καί ή επιτυχία των επα­ ναλήψεων, άπό τούς ίδιους ή άλλους καλλιτέχνες, στά χρόνια πού άκολουθοϋν τήν πρώτη παραγωγή -βέβαια καί ή περίπτωση τό έργο νά ξεπεράσει τά εθνικά, γλωσσικά καί γεωγραφικά του σύνορα, νά παιχτεί έξω άπό τό χώρο τής γένεσής του, σέ άλλους λαούς καί γλώσσες. Τή μεγαλύτερη ώστόσο άπόδειξη τής άξίας τους τή δίνουν τά λίγα εκείνα έργα πού διατηρώντας άλώβητη μέσα άπό αιώνες καί εποχές τή χάρη, τή ζωντάνια καί τήν έπικαιρότητά τους νικούν οριστικά τή λησμονιά καί παίρνουν τή θέση τους στόν κατάλογο των «κλασικών». Δέν τό έχουμε βέβαια σκοπό νά χρησιμοποιή­ σουμε τά παραπάνω κριτήρια γιά νά άποδείξουμε τήν ευδοκίμηση τής άριστοφανικής Λυσιστράτης. Ό χι, τούτο τό σύντομο σημείωμα έχει μονα­ δικό σκοπό νά δείξει πώς ή άναμφισβήτητα κλα­ σική Λυσιστράτη όχι μόνο εξακολουθεί, είκοσιτέσσερις καί παραπάνω αιώνες μετά τήν πρώτη της παραγωγή (411 π.Χ.), νά εμπνέει τούς δη­ μιουργούς καί νά συναρπάζει τό κοινό τών θεα­ τρικών παραστάσεων, άλλά επεκτείνει τή γοη­ τεία της καί σέ παραθεατρικά ή άλλα καλλιτεχνι­ κά πεδία. Ή άπαρίθμηση πού άκολουθεϊ άς θεωρηθεί άπλά ενδεικτική, καί άμποτες οί άναγνώστες τού «Διαβάζω» νά βοηθήσουν νά τή συμπληρώσουμε μέ μερικά άκόμα επίλεκτα στοι­ χεία. 1. Ά π ό τίς πάμπολλες ξενόγλωσσες μεταφρά­ σεις πού εξακολουθούν νά έκδίδονται σέ ολό­ κληρο τόν κόσμο, τίς περισσότερες φορές σέ συ­ νάρτηση μέ κάποια παράσταση, μνημονεύουμε μονάχα τήν άλβανική τού Spiro C^omora, πού τυ­ πώθηκε τό 1960 στά Τίρανα, σέ τρεις χιλιάδες άντίτυπα! 2. Ή τελευταία άπό τίς ελληνικές μεταφρά­

σεις, τού Κ. Ταχτσή, προκάλεσε άπό τήν πρώτη στιγμή πού άκούστηκε στήν παράσταση τού Α μ ­ φιθεάτρου (σκηνοθεσία Σ. Εύαγγελάτου, 1976), καί πολύ περισσότερο άργότερα, στήν τυπωμένη της μορφή, πλήθος ευνοϊκά (Μ. Κομνηνός, ΤΑ 10.6.76: «Ένα άκόμα βήμα γιά τήν άπόψυξη τού Αριστοφάνη»· πβλ. Β. Ψυρράκης, ΕΛ 17.6.76), δίκοπα (Κ. Γεωργουσόπουλος, Βήμα 20.6.76), ή έγκλητικά σχόλια (Θ. Ξύδης, ΝΣ 1977, σ. 1099 κκ., 1305 κκ. - «Ό Αριστοφάνης άγνώριστος στή μετάφραση τού Κ. Ταχτσή»· πβλ. καί 1452 κκ.) - βλ. καί τίς άπόψεις τού ίδιου τού μετα­ φραστή στά ΝΕ 25.7.77. 3. «Ανανεωμένη», «άποψυγμένη», ή άκόμη καί «άγνώριστη» ή άριστοφανική Λυσιστράτη δέν περνά στήν Έλλάδά καλοκαίρι πού νά μήν παιχτεί άπό έναν ή περισσότερους θιάσους - δέν έπιχειρούμε νά καταγράψουμε ποιούς καί πότε. Περισσότερο μάς ενδιαφέρουν γιά τήν πορεία μας οί περιπτώσεις δπου τό κείμενο τής παρά­ στασης δέν άποτελεί (μόνο) μετάφραση, άλλά (καί) διασκευή. Σχετικά κοντά στό πρωτότυπο στέκει ή «μετάφραση-διασκευή» τού Κ. Μόντη, πού σκηνοθέτησε ό Β. Καυκαρίδης γιά τό Θεα-


32/αψιερωμα

5. Οί «Ιστορίες τού παππού ’Αριστοφάνη» κυκλοφόρησαν καί σέ παιδικό βιβλίο άπό τη «Διαχρονική» (χ.χ. - 1980;). Πάλι δέν είναι τό μόνο: άπό τό 1977 κυκλοφορεί καί ή «Λυσιστράτη - διασκευή γιά παιδιά» τής Σ. Ζαραμπούκα (Κέδρος) - ιδέα καί εικονογράφηση βραβεύτη­ καν στή Διεθνή Έκθεση Καλλιτεχνικού Βιβλίου στη Λιψία (βλ. ΔΙ 16, 1979, σ. 13). ’Ηταν στή γραφομηχανή τούτο μας τό κείμενο όταν πληροφορηθήκαμε τήν πρόσφατη έκδοση τής Λυσιστράτης καί σέ κόμικς: Οί κωμωδίες τού ’Αρι­ στοφάνη «Λυσιστράτη» διασκευή-κείμενα Τ. Άποστολίδη, σκίτσα Γ. Άκοκαλίδη, ΑΣΕ Α. Ε., Θεσσαλονίκη, χ.χ. (= 1983). 6. ’Ανάμεσα στίς πολλές εικονογραφημένες καλλιτεχνικές εκδόσεις τής Λυσιστράτης ξεχωρί­ ζουμε: (α) τήν ιδιωτική έκδοση τού 1896 μέ σκί­ τσα τού Aubrey Beardley· βλ. A. Β., Zeichnungen, Dumont Kunst-Taschenbucher 48, Κολωνία 1977, σ. 90-97, (β) «Lysistrata-Aristophanes», a new version by G. Seldes, Limited Editions Club, Νέα Ύόρκη 1934, μέ όξυγραφίες τού Π. Πικάσο (πβλ. τόν κατάλογο τής έκθεσης « Ό Πικάσο καί ή Μεσόγειος», Εθνική Πινακοθήκη, ’Αθήνα 1983, σ. 223 κκ.), καί τίς δύο πρόσφατες ελληνι­ κές: (γ) «’Αριστοφάνη Λυσιστράτη», μετάφραση Κ. Ταχτσή, σχέδια Ν. Χατζηκυριάκου Γκίκα, «Πολυπλάνο», ’Αθήνα 1977, καί (δ) «’Αριστο­ φάνη Λυσιστράτη», άπόδοση στά νεοελληνικά Κ. Βάρναλη, ξυλογραφίες-έκδοση Α. Τάσσου, ’Αθήνα 1978. τρικό ’Οργανισμό τής Κύπρου στην «Έκφραση 7. Τό, πανόραμα συμπληρώνεται στό μουσικό ’82». Περισσότερο προχώρησε ό Σ. Ντουφεξής χώρο (α) μέ τό μπαλέτο «Φαντασία πάνω στόν με τό «Τέλος τού πολέμου», γραμμένο «πάνω ’Αριστοφάνη» πού παρουσιάστηκε άπό τό «Ε λ­ στην κωμωδία τού ’Αριστοφάνη ‘Λυσιστράτη’». ληνικό Χορόδραμα» στό Θέατρο Λυκαβηττού, Τό έργο πρωτοπαίχτηκε στά νορβηγικά (Όσλο 1981 - βλ. Β. Παγκουρέλης: «Ή ‘Λυσιστράτη’ τό καλοκαίρι τού ’82· (β) μέ τήν όπερα τού Emil Petrovics «Lysistrate», Comic Concert Opera, πυρπολεί τό Βορρά», ΤΑ 15.11.81), ύστερα φλαπού πρωτανέβηκε στή Βουδαπέστη τό 1971 μανδικά στά «Εύρωπάλια», βραβεύτηκε - φέτος θά τό ανεβάσει καί γιά μάς ό «Θίασος τής ’Αθή­ παρτιτούρα τής Editio Musica, Βουδαπέστη 1977, καί δίσκος Hungarton SLPX 11810. νας». 'Ένα βήμα πιό πέρα πρέπει νά τοποθετή­ 8. ’Αφήσαμε νά μνημονέψουμε τελευταία, άν σουμε τη «Λυσιστράτη ’79» τού Γ. Σκούρτη, μιά «έπιθεωρησιακή διασκευή» πού στιγμές στιγμές καί άνήκει ολοφάνερα στίς ελεύθερες διασκευές, τήν κωμωδία τού γνωστού σύγχρονου έλβετού πλησίασε τό μιούζικαλ - βλ. τήν κριτική τού Θ. Κρητικού, ΤΑ 71 (1979). Στίς διασκευές εντάσ­ δραματουργού R. Hochhuth, «Ή Λυσιστράτη σεται δικαιωματικά καί τό κινηματογραφικό έρ­ καί τό ΝΑΤΟ», δπου μιά σύγχρονη πολιτευόμε­ γο «Λυσιστράτη», σέ σενάριο τού Γ. Νεγρεπόν- νη Λυσιστράτη, σέ συμμαχία μέ τίς γυναίκες ένός τη, σκηνοθεσία Γ. Ζερβού καί μουσική Σ. Ξαρ- αϊγαιοπελαγίτικου νησιού, αγωνίζεται νά άποχάκου, 1972 - α' βραβείο τού φεστιβάλ τής Θεσ­ τρέψει τήν εγκατάσταση μιας πυραυλικής βάσης - σάν τίς γυναίκες τής Νέας Μάκρης πού πρίν σαλονίκης. 4. Μιά «σεμνή Λυσιστράτη άπό δωδεκάχροναάπό λίγες βδομάδες διαδήλωσαν μέ παρόμοιο παιδιά» (Βήμα 28.6.81) άνέβασαν στό Ηράκλειο σκοπό (ΝΕ 2.6.83). Τό έργο, άπαιχτο άκόμα, έχει δημοσιευτεί άπό τόν εκδοτικό οίκο Rowohlt καί άλλού μαθητές τής έκτης δημοτικού τού «Παγκρήτιου» έκπαιδευτηρίου. Δέν είναι ή μόνη (DNB 46/700), ’Αμβούργο 1973. Στήν προμετω­ παιδική διασκευή πού έχουμε γιά τό θέατρο: στίς πίδα του βρίσκουμε άπόσπασμα άπό ένα λόγο «Ιστορίες τού παππού ’Αριστοφάνη» τού Δ. τής Μελίνας Μερκούρη σχετικό μέ τό πραξικό­ Ποταμίτη ή πέμπτη πράξη/ίστορία είναι «Ή Λυ- πημα τού ’67: «Γιατί οί γυναίκες μας δέν άπερσιστράτη». γούν τώρα, δπως στή ‘Λυσιστράτη’;». g


αφιερωμα/33

Ή λίας Σ. Σπυρόπουλος

Βωμολόχος η σεμνολόγος ν

C

Ο

’Αριστοφάνης Σχέδιο τον Audrey Beardsley γιά τή Λνοιοτράτη

Ξεκινούμε μέ άντιπαράθεση χαρακτηριστικών άποφθεγμάτων, διαμετρικά άντίθετων, πού τό καθένα τους διατυπώνει συνοπτικά μιά ακραία θέση γιά ένα άπό τά βασικότερα θέματα τής άριστοφανικής φιλολογίας. Τό πρώτο, λόγια τού Μεφιστοφέλη: «Είμαστε βέβαια κι εμείς άσεμνοι μ ’ όλη μας την καρδιά, μά τό άρχαϊο παραείναι ζωντανό». Τό δεύτερο, ένα επίγραμμα πού άποόίδεται στόν Πλάτωνα: «Λί Χάριτες τέμενος τι λαβεϊν όπερ ούχί πεσεΐταιίζητοϋσαι ψυχήν ηύρον Άριστοφάνους». Είναι λοιπόν άβυσσος αισχρολογίας καί αίσχρουργίας ό ’Αριστοφάνης, κι αυτός είναι ό λόγος τής επιτυχίας, τής επιβίωσης καί τής άναβίωσής του ή ένας καλλιτέχνης πού καί ή σκοποθεσία καί τό άποτέλεσμα τής δράστηριότητάς του τόν καταξίωσαν ώς «τέμενος Χαρίτων άκατάλυτο»; Βωμολόχος λοιπόν ή σεμνολόγος ό Αριστοφάνης; ”Αν σέ κάθε περίπτωση έχει τή θέση της ή ρήση «άρχή παιδεύσεως ή τών ονομάτων έπίσκεψις», γίνεται άπαραίτητη όταν έχουμε άρχαιοελληνική λέξη πού έπέζησε ή άναβίωσε στή νέα μας γλώσ­ σα. Γιατί συχνά τό πέρασμα τών αιώνων (στήν περίπτωση τής έπιβίωσης) ή οί συνθήκες έπαναφοράς της στήν ενεργό γλωσσική πραγματικότη­ τα (στήν περίπτωση τής άναβίωσής) οδήγησαν εϊτε στήν κυριαρχία μιας μόνο άπό τίς πολλές σημασίες πού είχε ή λέξη στήν αρχαιότητα είτε στή χρησιμοποίηση τής άρχαίας λέξης μέ διαφο­ ρετική ή μέ στενότερη ή μέ ευρύτερη σημασία άπ’ αυτήν πού είχε στήν εποχή της. Κι όμως σπάνια

-καί συνήθως άργά- άντιλαμβανόμαστε δτι κάτι δέν πάει καλά μέ τή χρήση τής λέξης αυτής, μέ άποτέλεσμα αύτή ή άκηδία μας γιά τήν «όνομάτων έπίσκεψιν» νά βρίσκεται στή ρίζα πολλών συγχύσεων στή νεοελλήνική πνευματική ζωή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας σύγχυσης έχουμε στή χρησιμοποίηση τού δρου βωμολοχία {δπως καί τών λέξεων τής ίδιας οικογένειας: βω­ μολόχος, βωμολόχευμα κτλ.) πού, δπως θά φανεί αμέσως, τής δίνουμε περιεχόμενο πλατύτερο, αλ­ λά ταυτόχρονα καί στενότερο άπ’ δ,τι οί αρχαί­ οι. ΓΓ αύτό νομίζω δτι δέν είναι περιττή ή κατα­ τόπιση τού αναγνώστη μέ έναν λεξιλογικό σχο-


34/αφιερωμα

Χιασμό. Λοιπόν, ή λέξη βωμολόχος έχει πρώτο συνθετικό τό βωμό, τό γνωστό λατρευτικό κτίσμα, καί δεύτερο τό ρήμα λοχάω πού σημαίνει ενεδρεύω, παραφυλάω, παραμονεύω, «τη στή­ νω». ’Έτσι βωμολόχος ήταν ένας άνθρωπος πού την έχει στήσει δίπλα σ’ έναν βωμό, παραμο­ νεύοντας τή θυσία πού ήταν νά γίνει καί ιδιαίτε­ ρα την κρίσιμη γι’ αυτόν στιγμή: τή στιγμή πού οί παριστάμενοι μοιράζονταν τά φαγώσιμα μέρη τού θύματος, γιά νά ζητιανέψει (γιατί όχι καί νά κλέψει;) κάτι άπ’ αύτά. Πρόκειται λοιπόν γιά ένα τύπο άλήτη-ζητιάνου, πού άπό άρχαιότερη κιόλας εποχή (ας θυμηθούμε τήν περίπτωση τού ’Ίρου στήν ’Οδύσσεια), γιά νά έχει περισσότερες ελπίδες κάτι νά οικονομήσει καί λιγότερο φόβο νά τόν κακομεταχειριστούν, διασκέδαζε τούς νοικοκυραίους μέ κάθε είδους καραγκιοζλίκια. Έ τσι άπό τή σημασία τού άλήτη-ζητιάνου άνετα φτάνουμε στή σημασία τού χυδαίου κόλακα, τού παλιάτσου, τού σαχλαμάρα, τού χοντροκομμέ­ νου λαϊκού γελωτοποιού. Κι ακόμα, βωμολοχίες ήταν δλα, κι όχι μόνο λεκτικές απρέπειες: ξετσι­ πωσιά, άδιάντροπες κινήσεις, γκριμάτσες, πρόσ­ τυχες μέθοδοι ενέργειας, άκόμη: άσεμνοι χοροί καί χυδαία μουσική. Μέ αύτά τά δεδομένα, συμ­ περαίνουμε ότι: α) οί άρχαΐοι μέ τή βωμολοχία έξέφραζαν περισσότερα πράγματα άπ’ ό,τι εμείς μέ τή λέξη «αισχρολογία» καί β) ταυτόχρονα, ό συχνότατος στούς σημερινούς άριστοφανιστές όρος «βωμολόχος» έχει μιά στενότερη, έξειδικευμένη σημασία, καθώς μ’ αυτόν εννοούμε έναν χαρακτηριστικό λαϊκό τύπο τής κωμωδίας.1 Γιά νά κλείσουμε αυτή τή λεξιλογική παρένθε­ ση καί νά διασαφηνίσουμε άκριβέστερα τήν έν­ νοια τού όρου πού μάς ενδιαφέρει, χρήσιμο είναι νά παραθέσουμε άρχαία φράση στήν όποια άναφέρεται μαζί μέ τόν άντίθετό του, κατά τούς άρχαίους, όρο: ό ’Ισοκράτης ( Άρεοπαγιτικός VII, 49) κάνοντας λόγο γιά τούς νέους τής παλιάς κα­ λής έποχής γράφει: «σεμνύνεσθαι γάρ έμελέτων, άλλ’ ού βωμολοχεύεσθαι» (=έπιδίωκαν τή σοβα­ ρότητα κι όχι τά καραγκιοζλίκια). ’Εξάλλου στήν πρώτη κωμωδία πού παρουσίασε ό ’Αρι­ στοφάνης, τούς Δαιταλεϊς, έρχονται σέ αντίθεση ό σώφρων καί ό καταπύγων, πού ό πρώτος άντιστοιχεϊ στό «σεμνύνεσθαι», ενώ ό δεύτερος στό «βωμολοχεύεσθαι». Καί τώρα, πού μέ τό τέλος τής «τών ονομάτων έπισκέψεως» τό ερώτημα τού τίτλου μάς γίνεται σαφέστερο, άς δούμε, πέρα άπό τά ονόματα, τά πράγματα. Ά π ό τίς σωζόμενες κωμωδίες τού ’Αριστοφάνη, τά άποσπάσματα τών χαμένων κωμωδιών του, όπως καί άπό τά άποσπάσματα τών άλλων ποιη­ τών τής άρχαίας άττικής κωμωδίας, άλλά καί άπό τίς λοιπές άρχαΐες μαρτυρίες προκύπτει ότι

στήν κωμωδία αυτή μόνιμη καί σημαντική θέση είχαν τά κάθε είδους βωμολοχεύματα. Συγκεκρι­ μένα, αύτό πού λέμε αισχρό διαπότιζε όλα τά στοιχεία τής κωμικής παράστασης, όπως: ι) Τή σκηνογραφία. ’Ενώ στήν τραγωδία είχα­ με συνήθως (μόνιμο) σκηνικό μέ πρόσοψη ναού ή άνακτόρου, τό σκηνικό τής κωμωδίας *είναι «βωμολόχο». Μπορούμε νά έπιχειρήσουμε έναν αρκετά πειστικό παραλληλισμό μέ τά σκηνικά τού νεοελληνικού θεάτρου σκιών2 καί νά διαπι­ στώσουμε ότι τά οικοδομήματα πού τήν πρόσο­ ψή τους άντίκριζε ό θεατής τής κωμωδίας, ό σκηνικός διάκοσμος, τά διάφορα άλλα αντικεί­ μενα πού συμπλήρωναν τήν «όψιν» άπεϊχαν πο­ λύ άπό τή «σεμνότητα» τών άντίστοιχων τής τρα­ γωδίας. Φτάνει νά άναφέρουμε ότι στό σκηνικό τής Ειρήνης πρέπει νά υπήρχε σταύλος, όπου ό ένας, υπηρέτης ζυμώνει κοπριά κι ό άλλος τήν κουβαλά γιά τόν κάνθαρο. Ή τόν γάιδαρο έπί σκηνής, πάνω στόν όποιο εμφανιζόταν ό Ξανθίας στούς Βατράχους, καί τό μεγάλο φαλλό πού κουβαλάν στήν πομπή οί υπηρέτες τών Άχαρνέων. ιι) Τήν ένδυματολογία. Οί κωμικοί ύποκριτές, όήως κι ό κωμικός χορός, ντύνονταν πέρα άπό κάθε καθωσπρεπισμό «βωμολοχικώς». Οί ξετσί­ πωτες τεχνητές διογκώσεις (σωμάτων) τής κοι­ λιάς καί τού πισινού, ό μεγάλος τεχνητός φαλλός πού άποτελούσε μόνιμο στοιχείο τής άμφίεσης τού κωμικού ηθοποιού συνοδεύονταν συχνά άπό κωμικές μεταμφιέσεις: άς θυμηθούμε τό Διόνυσο μεταμφιεσμένο σέ Ηρακλή μέ κόθορνο, μέ γυ­ ναικεία ρόμπα (χρώμα σαφράνι) καί λεοντή στούς Βατράχους ή τήν Πραξαγόρα μέ άντρικά ρούχα καί μπαστούνι στίς Έκκλησιάζουσες. Προσθέτουμε τά κωμικά προσωπεία καί, σάν δείγμα αρχαιότερου άπό τόν ’Αριστοφάνη κωμι­ κού χορού, παραθέτουμε τό άπ. 253 άπό τίς Δ α­ ναΐδες του: ό χορός δ ’ ώρχεϊτ’ αν έναψάμενος δάπιδας καί στρωματόδεσμα, διαμασχαλίσας αυτόν σχελϊσιν καί φύσκαις καί ραφανίσιν. (καί ό χορός τους χόρευε έχοντας ραμμένα στά ρούχα του κουρελούδες καί χοντροτσούβαλα, κρεμώντας άπό τίς μασχάλες του κρεατολουρί­ δες, κωλάντερα καί ρεπάνια). ιιι) Τίς κωμικές καταστάσεις. Οί κωμικές κα­ ταστάσεις πού άντίκριζε ό θεατής συχνά μέ τήν προστυχιά τους ξεπερνούν τήν άνεκτικότητα τού θεατή πού δέν άποφάσισε νά θυσιάσει καί τά τε­ λευταία κατάλοιπα άξιοπρέπειας στή δίψα γιά ξεδιάντροπη διασκέδαση. Δέν πρόκειται μόνο γιά σκηνές μέ άφόρητη κοινοτοπία καί χοντρο-


αψιερωμα/35

«Λνσιστράτη» (1976), ’Αμφι-Θέατρο Σπύρον Εναγγελάτον

κοπιά (όπως τά συχνά καρπαζώματα a la Κα­ ραγκιόζη), άλλα γιά σκηνές σκατολογικές όπως τοϋ προλόγου τής Ειρήνης καί τοϋ Βλέπυρου στίς Έκκλησιάζουσες ή άπροκάλυπτης σεξουα­ λικής άσυδοσίας, όπως τής Μυρρίνης καί τοϋ Κινησία στη Λνσιστράτη καί τών Γραών καί τοϋ Νεανία στόν Πλούτο, που μάς φέρνουν πολύ κοντά στίς «τσόντες» τών ημερών μας. Ή φορτι­ κή έπανάληψη τέτοιων αίσχρουργιών φαίνεται νά ήταν από τούς συνηθέστερους κοινούς τόπους τής άρχαίας άττικής κωμωδίας.3 ιιιι) Τά κωμικά πρόσωπα καί τούς τρόπους ενέργειας καί συμπεριφοράς τους. Στίς σκηνές πού παρουσιάζουν «βωμολόχες» καταστάσεις πρωταγωνιστούν πρόσωπα μέ έκδηλη χυδαιότη­ τα. ’Αγοραίοι τύποι, όπως ό Παφλαγών καί ό Άλλαντοπώλης στούς 'Ιππείς, άκόμα δούλοι καί εταίρες, πού ή έμφάνισή τους συνοδευόταν άπό υπερβολή χυδαιολογίας, καί οί άπαραίτητοι «κι­ νούμενοι», οί εύρύπρωκτοι καί καταπύγονες, χωρίς νά λείπουν καί αιδοιολείκτες. Μάλιστα αυτή ή ποταπότητα συμπεριφοράς δέν ήταν προ­ νόμιο μόνο τών άνθρώπων, άφοΰ καί θεοί άκόμη εμφανίζονταν στην κωμωδία μέ άβάσταχτη χοντροκοπιά. ιιιιι) Τη μουσική καί τη χορογραφία. Στη γε­ νικότερη «ακολασία» συμμετείχε καί ή μουσική άλλά καί ή χορογραφία. Βέβαια ή πληροφόρηση πού έχουμε γιά τη μουσική είναι έξαιρετικά λει­ ψή, όμως γιά τό χορό μπορούμε νά είμαστε πολύ πιό σίγουροι, γιατί συναντούμε ονόματα άσε­ μνων χορών: μόθων, κόρδαξ. Μάλιστα, μέ δεδο­ μένο ότι κορύφωση αίσχρουργίας είχαμε στό τέ­

λος τής κωμωδίας, τό «χορευτικό νούμερο» στην έξοδο τών Σφηκών πρέπει νά ήταν χορευτικό αίσχρούργημα μοναδικής ξετσιπωσιάς.. ιιιιιι) Την κωμική «λέξιν». Σήμερα, όταν γίνε­ ται λόγος γιά χυδαιότητα τής άρχαίας κωμω­ δίας, έχουμε στό νού μας κυρίως (καμιά φορά καί αποκλειστικά) τήν αισχρολογία. Κι αύτό εί­ ναι φυσικό, γιά τρεις λόγους: α) Γιατί οπωσδή­ ποτε συχνά γίνεται άμεσα άντιληπτή, β) Γιατί ή συχνότητά της είναι μεγαλύτερη άπ’ ό,τι τών άλ­ λων στοιχείων τής χοντροκοπιάς, πού παραπάνω άναφέραμε, γ) Γιατί, καθώς έπί αιώνες ή αρχαία κωμωδία ήταν άνάγνωσμα μόνο, ή χυδαιότητα έντοπιζόταν στά στοιχεία πού έδινε τό κωμικό κείμενο, όχι ή θεατρική παράσταση. ’Ακριβώς επειδή ή παρουσία τής αισχρολογίας είναι έντονότερη, νιώθουμε τήν υποχρέωση νά είμαστε πιό διεξοδικοί στήν περίπτωσή της.4 Λοιπόν, σέ μιά πρώτη ταξινόμηση, στοιχεία χυδαίου ύφους εί­ ναι: ή κατονομασία τών «άπόρρητων» μερών τού σώματος, τής σεξουαλικής πράξης· ή κοπρολο­ γία· οί βρισιές· οί κάθε είδους άλλες χοντροκοπιές, πού μάλιστα οί άττικοί τίς χρέωναν στούς Μεγαρείς, κάνοντας λόγο γιά μεγαρικά σκώμμα­ τα (χαρακτηριστικό παράδειγμα οί αισχρολογίες τής σκηνής Δικαιόπολη-Μεγαρίτη στούς Άχαρνεϊς). Μάλιστα όλη αύτή ή όζουσα ύλη δινόταν είτε μέ ξετσίπωτη κυριολεξία είτε μέ χοντροκομ­ μένα ή περίτεχνα αισχρά υπονοούμενα ή άμφίσημα (κακέμφατον είναι ό όρος πού δηλώνει τό παιχνίδι μέ τό άσεμνο υπονοούμενο μιάς λέξης). Έ τσι συναντούμε προπάντων λέξεις τής πιάτσας πού χρησιμοποιούνταν καί γιά νά έκφράσουν


36/αφιερωμα την έρωτική πράξη., άλλά καί πολύ συνηθισμένες λέξεις, π.χ. πράγμα (όπως καί σήμερα), μέγας, παχύς ή ονόματα ζώων (κύων, χοίρος κτλ.) γιά νά έκφράσουν τά γεννητικά όργανα. Ή ταν τόσο συνηθισμένη καί προσδοκώμενη στην κωμωδία ή «πονηρή» σημασία άκόμα καί τών πιό «άθώων» λέξεων, ώστε οι άριστοφανιστές, στήν προσπά­ θεια τους νά προσθέσουν κι αυτοί κάτι στόν ήδη μακρότατο κατάλογο τών αισχρών καλαμπουριών, νά φτάσουν στήν υπερβολή καί τήν εκζή­ τηση. Έτσι δικαιολογημένα ό έκδοτης τών άποσπασμάτων τών χαμένων κωμωδιών Th. Kock σχολιάζοντας μέ τά κάθε άλλο παρά άχαρα λατι­ νικά του στίχους στους όποιους άλλοι φιλόλογοι υποψιάστηκαν αισχρούς ύπαινιγμούς γράφει (γιά τό άπ. 241 τού ’Αριστοφάνη): «Σοφοί άν­ θρωποι καί στό σημείο αύτό, όπως καί σέ πολλά άλλα όπου δέν υπάρχει ίχνος αισχρολογίας, έπε­ σαν έξω άπό τήν έπιθυμία νά τήν άνακαλύψουν» καί (γιά τό άπ. 130): «Σ’ αύτά τά λόγια δέν ξέρω τί βρωμιά μυρίστηκαν οί μερακλήδες γιά τέτοια πράματα». Ή εκφραστική αυτή άκολασία γίνε­ ται ακόμη δραστικότερη μέ τή μέθοδο τής συσ­ σώρευσης, πού είναι πολύ συχνή στόν ’Αριστο­ φάνη.5 Τέλος, μέ καλομελετημένο φωνητικό παι­ χνίδι ό ’Αριστοφάνης συχνά δημιουργεί σκατολογικό λογοπαίγνιο, καθώς μέ συνεκφώνηση τού τελικού σίγμα τής προηγούμενης λέξης καί τήν πρόθεση κατά (πρώτο συνθετικό) τής έπόμενης κάνει νά άκουστεΐ ή αιτιατική πληθυντικού τού σκώρ, π.χ.: Διός Κατεβάτου (Ειρήνη 42), δοίης καταφαγείν (Πλούτος 1137), αυτός κατέφαγον (Ειρήνη 138), διανοίαις κατατοξεύσω (Νεφέλες 944) κτλ.6 .

"Ολος αυτός ό πλούτος τής χυδαιότητας, καθώς μάλιστα δέ χρειαζόταν νά διαθέτουν οί θεατές ιδιαίτερη δεξιότητα γιά νά τόν πιάσουν, ήταν έπόμενο νά δώσει στήν άρχαία άττική κωμωδία τό χαρακτηρισμό τού άσεμνου, όπως είδαμε νά έκφράζεται άπό τό Μεφιστοφελή. Κι έτσι, ένώ άρκετά χαρακτηριστικά τής κωμωδίας αυτής μό­ νο ατούς ειδικούς είναι γνωστά, πολύ πλατύτερα είναι γνωστή ή αισχρολογία της. Μπορούμε νά πούμε ότι μαζί μέ τήν πολιτική σάτιρα είναι τά μόνα στοιχεία τής κωμωδίας τού ’Αριστοφάνη πού άπασχολούν τό σημερινό κοινό. Κι αύτό, γιατί δυστυχώς γιά πολλούς λόγους (άπό τούς όποιους έμείς θεωρούμε ώς σπουδαιότερο έναν: τήν άπώλεια τού β' μέρους τής Ποιητικής τού ’Αριστοτέλη) ή θεωρητική μελέτη τού κωμικού, σέ άντίθεση μέ δ,τι έγινε μέ τό τραγικό, έχει μεί­ νει πολύ πίσω. Αύτή ή έλλειψη τεκμηριωμένων θεωρητικών θέσεων είχε άποτέλεσμα νά μήν έχουμε ξεκαθαρισμένες απόψεις καί γιά τά άλλα στοιχεία τού κωμικού, άλλά καί γιά τά κατεξο-

χήν σπουδαζόμενα, τήν πολιτική σάτιρα καί τήν αισχρολογία, μέ συνέπεια νά επικρατούν οί πιό εύκολες, οί πιό άνώδυνες, οί πιό επιφανειακές καί «δημοφιλείς» άπόψεις. Φτάνει νά πούμε ότι μέ τόν πιό άβασάνιστο δογματισμό δέν διστά­ ζουν νά χαρακτηρίσουν πολιτικά τόν ’Αριστο­ φάνη όχι μόνο συντηρητικό, άλλά καί άντιδραστικό, αφού σατίριζε τούς ήγέτες τού δήμου τής εποχής του. Δέν είναι βέβαια τό θέμα μας αύτό, δέν μπορώ όμως νά μή κάνω μιά υπόθεση: σέ ποιά πολιτική παράταξη θά κατατάξουν οί μετα­ γενέστεροι τόν Κ. Μητρόπουλο, άν άπό κάποια παραξενιά τής τύχης άπό τήν πολιτική του σάτι­ ρα δέν διασωθούν πάρά ορισμένες γελοιογρα­ φίες πού είδαν τό φώς ύστερα άπό τήν 18-101981; Μέ τόν ίδιο άβασάνιστο δογματισμό, σ’ ό,τι άφορά τήν αισχρολογία, ή έπικρατέστερη άποψη είναι ότι ό ’Αριστοφάνης καλλιέργησε τήν αισχρολογία γιά τήν αισχρολογία. Στήν επι­ δίωξή του νά βγάλει γέλιο άπό τό κοινό καί τούς κριτές περισσότερο άπ’ ό,τι οί κάθε φορά άντίπαλοί του, επιστρατεύει άσύστολα τήν αισχρο­ λογία καί τήν άίσχρουργία -κωμωδία παρουσιά­ ζει ό άνθρωπος. ’Επειδή όμως πιστεύω, καί, όπως θά φανεί, δέν είμαι ό μόνος πού τό πιστεύ­ ει, ότι τά πράγματα δέν είναι τόσο άπλά καί επί­ πεδα, δέν θεωρώ άχρηστη, τουλάχιστον γιά τούς μή ειδικούς, τή σύντομη παρουσίαση τών κυριότερων θεωριών πού προσπαθούν νά ερμηνεύ­ σουν τήν επιβλητική παρουσία τής χυδαιότητας στήν άρχαία κωμωδία. Ή θεωρία μέ τή μεγαλύτερη άπήχηση, πού μά­ λιστα συμφωνεί μέ πειστικά παράλληλα πού μάς παρέχει ή εθνολογία, ύποστηρίζει ότι ή κωμωδία προήλθε άπό λαϊκές λατρευτικές τελετές πού έχουν σχέση μέ τή γονιμότητα. ’Ακριβώς μέσα στή λατρεία τών άγροτικών θεών τής γονιμότη­ τας ή κωμωδία, άπό τά πρώτα κιόλας φανερώματά της, πήρε τήν κλίση πρός τή χοντροκοπιά, τήν αισχρολογία καί τήν αίσχρουργία. Πιό συγ­ κεκριμένα, ή διονυσιακή λατρεία στήν άττική ύπαιθρο, πού ήταν στενά δεμένη μέ τή λατρεία τού φαλλού, στάθηκε, κατά τόν ’Αριστοτέλη,7 ρίζα τής άττικής κωμωδίας. Τά φαλλικά τραγού­ δια, όπως άργότερα καί ή κωμωδία στό σύνολό της, άποτελούσαν μέρος τής διονυσιακής γιορ­ τής. ’Αλλά καί στόν εύρύτερο ελληνικό χώρο, ή προγενέστερη δωρική κωμωδία, τόσο στήν Πελο­ πόννησο όσο καί στά γειτονικά Μέγαρα, χαρα­ κτηριζόταν άπό χυδαιότητα. Κι άν ξαναγυρίσουμε στήν Άττική, σέ άλλη γιορτή (Έλευσίνια) συναντάμε τά «εξ άμάξης», τούς γεφυρισμούς (άγαρμπα πειράγματα), έθιμο λαϊκής λατρείας πού κι αύτό επηρέασε τήν κωμωδία. Λοιπόν, ό λατρευτικός χαρακτήρας τής κωμωδίας είναι πού τής κληροδότησε τήν αισχρολογία. Οί κωμι­ κοί ποιητές άφιέρωναν τά έργα τους στό θεό τής σφριγηλής γονιμότητας, τής άκρατης έλευθερίας,


αφιερωμα/37

όπως αυτή έξωτερικεύεται μέ αχαλίνωτο γέλιο γιά τό καθετί καί τόν καθένα. Μέ αυτά τά δεδο­ μένα ό Α. Λέσκυ θά συμπεράνει: «Ή χοντρή άδιαντροπιά τέτοιων άστείων έχει πέρα-πέρα τίς ρίζες της στή λατρεία. Πίσω άπ’ όλα τά βρώμικα άστεΐα βρίσκεται σέ τελευταία άνάλυση κάτι πού δέν τό καταλαβαίνουν πιά οί κατοπινές εποχές, ή άντίληψη γιά τήν άποτρεπτική δύναμη τού άσεμνου». Στή συνέχεια έξειδικεύει τό συμπέρα­ σμά του: «Ή καταπληκτική ζουμερή χοντροκοπιά τού Αριστοφάνη καί μαζί μ’ αύτή ή τάση τής άρχαίας κωμωδίας γιά τήν προσωπική επίθε­ ση είναι ριζωμένη πέρα γιά πέρα σέ παλιό καί ζωντανό έθιμο».8 Δέν άπομακρύνονται πολύ άπό τήν παραπάνω θεωρία όσοι υποστηρίζουν τή δεύτερη: ήταν τό­ σο έντονη ή απαίτηση τώγ θεατών τής κωμωδίας νά βλέπουν καί ν’ άκοϋν χοντροκοπιές, ώστε κι άν άκόμη ή αισχρολογία δέν υπήρχε στή λατρευ­ τική ρίζα τής κωμωδίας, θά έπρεπε νά τή βρουν οί κωμικοί κάπου άλλου (π.χ. στήν παράδοση τών ιαμβογράφων). Ή αισχρολογία λοιπόν είναι μοιραίο άποτέλεσμα τής περιπαιχτικής διάθεσης πού κυριαρχεί στήν κωμωδία. ’Έτσι ή άττική κω­ μωδία γίνεται «αισχρόλογα μέ όλη τή δραστικότητα πού έχει ό όρος, κι αύτό τό κάνει μέ πολλή ευχαρίστηση».9 Μήπως ή θεωρία αύτή δέ βρίσκει δικαίωση σέ σημερινές κωμικές παραστάσεις πού «σώζονται» προπάντων χάρη στήν ξετσιπωσιά, χωρίς νά έχουν καμιά σχέση μέ λατρευτικές εκ­ δηλώσεις πού ξεκίνησαν άπό τήν άποτρεπτική

δύναμη τού άσεμνου Πολύ ενδιαφέρουσα, τέλος, είναι ή θεωρία πού αναπτύσσει ό Κ. Dover:10 «Τά σεξουαλικά χωρατά καί ή κοπρολογία άπευθύνονται σέ βα­ θύτερα στρώματα συναισθηματικής ικανοποίη­ σης τού κοινού, λειτουργούν ώς άντισταθμιστική έκδίκηση άπέναντι στήν κοινωνία· ό άπεριόριστος έρωτισμός, ή συχνή κοπρολογία καί χυ­ δαιότητα τής κωμωδίας άποτελούν ψυχολογική ένίσχυση τού άτόμου άπέναντι στήν κοινωνία· άκόμη ό μέσος άνθρωπος χαιρόταν τόν ερωτισμό τής κωμωδίας ώς διέξοδο στόν δικό του “πλεονάζοντα” ερωτισμό. “Ετσι δέν ήταν μόνο ό λει­ τουργικός χαρακτήρας τής κωμωδίας πού τά διατήρησε στή διαφωτισμένη έποχή τού ’Αριστο­ φάνη».

'Ο ’Αριστοφάνης παρουσίασε τήν πρώτη του κω­ μωδία 60 περίπου χρόνια ύστερα άπό τήν έπισημοποίηση τής κωμωδίας μέ τήν ανάληψη τής διε­ ξαγωγής τών κωμικών άγώνων άπό τήν πολιτεία. ’Ήδη σημαντικοί ποιητές, όπως ό Κρατίνος καί ό Κράτης, είχαν δώσει άξιόλογα έργα καί, σχεδόν ταυτόχρονα μέ τόν ’Αριστοφάνη, ό Εύπολις εγ­ καινίαζε τή σταδιοδρομία του. Ή κωμωδία δια­ τηρούσε τή βωμολοχία σ’ όλη της τήν έκταση καί τήν ένταση.11 Λοιπόν, μέ δεδομένο τό σεβασμό πού είχε ό άρχαίος ποιητής στήν παράδοση τού είδους πού καλλιεργούσε, τί φυσικότερο άπό τό


38/αφιερωμα

J ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΠΑΡΑ \

ΑΘΡΟΙΣΜΑ 1933 - ΠΟΙΗΣΗ - 1983

Για πρώτη φορά συγκεντρωμένο σε τόμο το έργο του Αλέξανδρου Μπάρα ενός από τους κύριους ποιητές της μυθικής γενιάς του ' 30 ___ΕΚΔΟΣΕΙΣ____________________________ ^ ΚΒΑΡΟΣ Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783 i

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ ’Ασκληπιού 1, τηλ. 36.17.942

νά τή συναντήσουμε καί στην κωμωδία τού ’Αρι­ στοφάνη; Μέ αυτό τό σκεπτικό μάς άρκεΐ ή ιδιό­ τητά του ως ποιητή τής αρχαίας αττικής κωμω­ δίας γιά νά εξηγήσουμε τή χυμώδη παρουσία τής αισχρολογίας στό έργο του. "Ομως τά πράγματα δέν είναι τόσο άπλά. ’Εκείνο πού τά περιπλέκει, είναι πού ό ’Αριστοφάνης σε διάφορες ευκαιρίες μιλά κατά τέτοιο τρόπο, άπό τή μιά γιά τό «σεμνολόγο» χαρακτήρα τού δικού του έργου κι άπό τήν άλλη γιά τά «άγεννή βωμολοχεύματα» τών ομοτέχνων του, ώστε μάς υποχρεώνει νά ξαναδοΰμε μέ ιδιαίτερη προσοχή τήν περίπτωσή τουΣυγκεκριμένα: α) Ό ’Αριστοφάνης τό έργο του, ώς κωμικού ποιητή (διδασκάλου), τό θεωρεί δύ­ σκολο, υπεύθυνο καί υψηλό, καθώς στά χέρια του (μόνο στά δικά του!) έγινε καί ή κωμωδία τό μεγάλο σχολείο τού άθηναϊκού λαού, έχει τήν ίδια παιδευτική άποστολή μέ τήν τραγωδία. Δέν άπευθύνεται πιά στά κατώτερό γούστα ένός κακομαθημένου κοινού. "Ας παραθέσουμε δικά του λόγια: Λίομίζων κωμφδιδασκαλίαν είναι χαλεπώτατον έργον απάντων» ( Ιππείς 516), κι έτσι «παρέσχε μοι έργον πλείστον» (Νεφέλες 524-5), καθώς ό ίδιος «σωφρονικώς κούκ άνοήτως είσπηδήσας έφλυάρει» (=μπήκε στό στίβο τής κωμω­ δίας μέ φρόνηση καί δέν έπιδόθηκε σ’ άνόητες φλυαρίες, Ιππείς 545). Ή κωμωδία του δέν στη­ ρίζεται στήν ποταπότητα «άλλ’ αυτή καί τοίς έπεσιν πιστεύουσα έλήλυθεν» (=παρουσιάστηκε έχοντας πεποίθηση στόν έαυτό της καί στούς στί­ χους της, Νεφέλες 544) καί είναι «σώφρων τή φύ­ σει» (Νεφ. -537). Μακριά άπό επαναλήψεις άνο­ στων χυδαιοτήτων καί κοινοτοπίες «άεί καινός Ιδέας εισφέρων σοφίζομαι/ούδέν άλλήλαισιν όμοιας καί πάσας δεξιάς» (=κάθε φορά έμπνέομαι καί παρουσιάζω νέες ιδέες πού καθόλου δέν μοιάζουν μεταξύ τους κι όλες πνευματώδεις, Νεφ. 547). Στόχος του δέν είναι άνθρωπάκια («ούκ ίδιώτας άνθρωπίσκους κωμψδών ουδέ γυ­ ναίκας», Ειρήνη 751), «άλλ’ Ήρακλέους οργήν τιν’ έχων τοϊσι μεγίστοις έπεχείρει» (Ειρήνη 752), π.χ. «δς μέγιστον όντα Κλέωνα έπαισ’ είς τήν γα­ στέρα» (=τόν Κλέωνα στό άποκορύφωμα τής δύ­ ναμής του τού έδωσα χτύπημα στήν κοιλιά, Νεφ. 347). Νιώθει τό δικαίωμα νά καμαρώνει, γιατί «έποίησε τέχνην μεγάλην ήμίν κάπύργωσ’ οίκοδομήσας/έπεσιν μεγάλοίς καί διανοίαις καί σκώμμασιν ούκ άγοραίοις» (=μάς δημιούργησε ποίηση μεγάλη καί, άφού έστησε τό οικοδόμημά της, τό άσφάλισε μέ πύργους χρησιμοποιώντας υψηλούς στίχους, υψηλούς στοχασμούς καί πειράγματα φίνα, Ειρήνη 748-9), ώστε κάνοντας άπολογισμό νά ισχυρίζεται «π;αύρ’ άνιάσας, πόλλ’ εύφράνας, πάντα παρασχών τά δέοντα» (=λίγες φορές προκάλεσα άνία, πολλές φορές σάς έδωσα ευφροσύ­ νη, έκανα πέρα γιά πέρα τό καθήκον μου, Ειρ. 764) καί νά θεωρεί τόν έαυτό του «άξιον ευλογίας (=έπαινου) μεγάλης» (Ειρήνη 738).


αφιερωμα/39

β) Ή γνώμη τοϋ ’Αριστοφάνη γιά την παρου­ σία ποταπότητας καί αισχρολογίας στην κωμω­ δία είναι άπερίφραστα αρνητική. Τίς χαρακτηρί­ ζει «κακά καί φόρτον καί βωμολοχεύματ’ άγεννή» (=συμφορές καί χοντροκοπιές καί καραγκιοζλίκια χαμηλής στάθμης, Είρ. 748), «εΐωθότα, έφ’ οίς άεί γελώσιν οί θεώμενοι» (=τά ίδια καί τά ίδια, πού μ’ αυτά προκαλοϋν πάντα τό γέλιο τών θεατών, Βάτραχοι, 1-2), έτσι πού, όταν ό «δε­ ξιός» θεατής βλέπει ποιητή είτε «δίς καί τρίς ταύτ’είσάγοντα» (Νεφ. 546) ή «προσθέντα αύτφ γραϋν μεθύσην τοϋ κόρδακος οΰνεχ’» (=νά βάζει δίπλα του γριά μεθυσμένη μόνο καί μόνο γιά νά χορέψουν κόρδακα, Νεφ. 555) κι άλλα παρόμοια (πρβλ. Νεφ. 537), τότε λοιπόν ό θεατής φτάνει στό σημείο νά πει δτι υστέρα άπό τέτοιο θέαμα «πλεϊν ή ’νιαυτψ πρεσβύτερος άπέρχομαι» (= φεύγω άπό τό θέατρο έχοντας γεράσει κατά ένα χρόνο καί περισσότερο, Βάτραχοι 18). γ) Καθώς ό ίδιος κρατά ψηλά τό έργο τοϋ «δι­ δασκάλου», ενώ οί ομότεχνοί του έντρυφοϋν στή χυδαιότητα, ό ’Αριστοφάνης διαχωρίζει άποφασιστικά τόν έαυτό του άπό εκείνους πού τούς ονομάζει «άνδρας φορτικούς» (Νεφ. 524), πού ή πηγή τής έμπνευσής τους είναι μικρόχαρη ή κοπρολόγα (Ιππείς 538-9, Ειρήνη 740, Βάτραχοι 13-15), δσο κι αν αυτός προσπάθησε νά τούς στα­ ματήσει τόν κατήφορο (Ειρήνη 738). Χάσμα μέγα έστήρικται άνάμεσα στούς βωμολόχους ομότε­ χνους καί τό σεμνολόγο ’Αριστοφάνη, σέ σημείο πού «όστις οΰν τούτοισι γελρ, τοϊς έμοϊς μή χαιρέτω» (Νεφ. 560). Ύστερα άπ’ αύτά, άς μού έπιτραπεΐ νά κάνω μιά υπόθεση: πέστε δτι γιά όποιοδήποτε λόγο τό έργο τού ’Αριστοφάνη είχε τήν τύχη τών υπόλοι­ πων άρχαίων κωμικών καί, κατά σύμπτωση, ή γραπτή παράδοση διέσωζε άποσπάσματα μόνο σάν τά παραπάνω· δέν θά είχαμε τότε κάθε δι­ καίωμα νά μιλάμε γιά έναν ποιητή «σεμνολόγο», πού κάθαρε τήν κωμωδία άπό τήν αισχρολογία καί τήν ύψωσε σ’ ένα επίπεδο καλλιτεχνικό, πνευματικό καί ήθικό πολύ κοντά στό έπίπεδο τής τραγωδίας; μάλιστα μέ τήν άποψή μας αύτή θά ταίριαζε θαυμάσια τό πλατωνικό έπίγραμμα πού προτάξαμε στό άρθρο αύτό, δπως καί ό τρό­ πος μέ τόν όποιο ό Πλάτων παρουσιάζει τόν ’Αριστοφάνη στό Συμπόσιο. 'Οπότε, ποιά θά ήταν ή έκπληξη τών φιλολόγων άπό ένα τυχαίο παπυρικό εύρημα πού θά διέσωζε ολόκληρη κω­ μωδία μέ άφθονες βωμολοχίες κάθε λογής, σάν κι αύτές μέ τίς όποιες είναι γεμάτο τό πραγματικό έργο τοϋ ’Αριστοφάνη! Κατέφυγα σ’ αύτή τήν υπόθεση, γιά νά φανεί καλύτερα πόσο δύσκολος είναι ό συμβιβασμός τών δύο πραγματικών δεδομένων: α) Τών ίσχυρι-

Ό έλληνικάς τύπος γιά τούς «"Ορνιθες» τό Σεπτέμβρη τον 1959


40/αφιερωμα

Άριατερά: Σχέδιο τοΰ Μένη Μποστατζόγλον (Μποατ). Δεξιά: Διαδήλωση γυναικών γιά τήν ειρήνη στή Νέα Μάκρη

σμών τοΰ ’Αριστοφάνη δτι ή κωμωδία του «σεμνολογεί» καί τής ξεκάθαρης καταφρόνησης του γιά την αισχρολογία καί β) τής επιβλητικής πα­ ρουσίας τής ζουμερής αισχρολογίας μέσα στό έρ­ γο του. "Οπως ήταν φυσικό, γιά την άρση τής άντίφασης αυτής διατυπώθηκαν άρκετές υποθέ­ σεις, διαφορετικές μεταξύ τους. Μπορούμε νά τίς κατατάξουμε σέ δύο κατηγορίες: στήν πρώτη άνήκουν όσες ξεκινούν άπό τήν άποψη ότι πράγ­ ματι ό ’Αριστοφάνης συνειδητά ήθελε νά απαλ­ λάξει τήν κωμωδία άπό τήν αισχρολογία, στή δεύτερη όσες ξεκινούν άπό τήν άποψη ότι ηθελη­ μένα είναι βωμολόχος, άρα οί «σεμνολόγοι» ισχυ­ ρισμοί του σηκώνουν πολύ νερό, μιά καί άνατρέπονται άπό τήν όζουσα πραγματικότητα. Οί ύποστηρικτές τών έρμηνειών τής πρώτης κατηγορίας ισχυρίζονται ότι: α) "Οσο κι άν πά­ σχισε ό ’Αριστοφάνης νά άπαλλάξει τήν κωμωδία άπ’ τή χυδαιότητα, αυτή είχε τόσο βαθιές ρίζες στήν κωμωδία, άποτελούσε τόσο βασικό στοιχείο της, ώστε κάθε προσπάθεια περιορισμού της ήταν καταδικασμένη σέ αποτυχία -ένα περισσότερο πού δέν αποκλειόταν νά θεωρηθεί άσέβεια πρός τά θεία καί ιδιαίτερα πρός τό θεό τής κωμωδίας! β) Οί θεατές είχαν τόσο κακομάθει, τά γούστα τους τόσο είχαν έκχυδαϊστεΐ, απαιτούσαν μέ τέ­ τοια έπιμονή νά καρυκεύεται ή κωμωδία μέ βρω­ μιές, ώστε θά ήταν αδύνατο νά επιβιώσει ό ’Αρι­ στοφάνης ώς κωμικός, άν δέν έβαζε νερό στό κρασί του καί δέν πρόβαινε σέ παραχωρήσεις πού άπλόχερα έκαναν οί ομότεχνοί του σ’ αύτό τό κοι­ νό. "Ενα παράδειγμα: στό στίχο 1215 τής Λνσιστράτης ό πρύτανης είναι έτοιμος νά κάνει ένα κάμωμα «βωμολόχον». Κρίνει όμως ότι είναι φορτικόν (χοντροκοπιά) καί άποφασίζει νά μήν τό κάνει. "Ομως τελικά, ολοφάνερα ύπολογίζον-

τας τίς άντιδράσεις τών θεατών, θά πει: «Παρ’ όλα αυτά, άν πρέπει νά τό κάνω οπωσδήποτε γιά νά σάς κάνω τό κέφι, θά πιώ τό πικρό ποτήρι», γ) Κι ό ’Αριστοφάνης δέν μπορεί παρά νά ένιωθε κάπου κάπου, όπως όλοι οί κωμικοί, τήν εύρηματικότητά του νά τον εγκαταλείπει -καί τότε ή συγκεκριμένη σκηνή έπρεπε μέ άλλο τρόπο νά «γεμίσει». ’Ακριβώς λοιπόν τέτοιες στιγμές, έκών άκων έπιστράτευε έτοιμα «βώμολοχεύματα» γιά τό γέλιο τού κοινού, κατέφευγε στήν εύκολη λύση πού στήν έποχή μας πήρε τήν ονομασία «τσόντα». ’Από τήν άλλη μεριά, οί ύποστηρικτές τών ερ­ μηνειών τής δεύτερης κατηγορίας ισχυρίζονται ότι: α) Ή παρουσία τής αισχρολογίας στόν ’Αρι­ στοφάνη δέν είναι άποτέλεσμα καταναγκασμού πού τοΰ τόν επέβαλε ή παράδοση τού είδους καί ό έκχυδαϊσμός τού κοινού. ’Αντίθετα ό ’Αριστοφά­ νης βωμολοχώντας άκολουθοΰσε τό δικό του φυ­ σικό· στήν περιοχή τής αισχρολογίας ξεδίπλωσε μιά απαράμιλλη δεξιοτεχνία, πού κάθε άλλο πα­ ρά φαίνεται νά τόν ένοχλούσε.12 Τό δαιμόνιο αύ­ τό τής αισχρολογίας, έμφυτο στόν ’Αριστοφάνη, είχε τή δύναμη νά άκυρώνει στήν πράξη τίς θεω­ ρητικές διακηρύξεις τού ποιητή γιά τή «σεμνολογία». β) Ή αντίφαση πού έχει έπισημανθεϊ δέν είναι παρά τέχνασμα. Δηλαδή ό ’Αριστοφάνης δέν άπομακρύνεται άπό τίς άπόψεις του γιά τήν ύψηλή άποστολή τής κωμωδίας τήν ώρα πού πα­ ραδίνεται στή χυδαιότητα. Ά ν δέχεται νά κάνει τέτοιες παραχωρήσεις στά γούστα τού κοινού, εί­ ναι γιά νά έπεκτείνει τή σάτιρα καί πρός τόν έαυτό του, νά αύτοσατιριστεΐ. Είναι ένα είδος αύτοκριτικής. Λοιπόν βωμολοχεϊ μέ πρόθεση, γιά νά ένταχθεί στή σειρά τών αύτοσατιριζόμενων, στήν όποια ήδη βρήκαμε τόν Αρχίλοχο μέ τό γνωστό: «Επτά γάρ νεκρών πεσόντων, οΰς έμάρψαμεν


αφιερωμα/41

ποσίν, χείλιοι φονήές είμεν». Λοιπόν, οί βολές του πρός τούς ομότεχνους γιά τήν προσφυγή τους σε κοινότυπες προστυχιές στρέφονται καί εναντίον του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοι­ ου αύτοσαρκασμοϋ έχουμε στόν πρόλογο τών Βα­ τράχων. Τό πράγμα τό έπισήμανε καί ό συχνά πολύ εύστοχος άρχαΐος σχολιαστής τού ’Αριστο­ φάνη, όπως δείχνει τό σχ. στό στίχο 542 τών Νε­ φελών: «ίστέον δέ ότι πάντα όσα λέγει εις έαυτόν τείνει» (όπως καί στόν επόμενο στ.: «ούκ έστι δήλον τίνι παρονειδίζει, άλλ’ ίσως έαυτώ»). γ) Ή θελημένη καταφυγή στήν αισχρολογία καταφαί­ νεται στίς κωμωδίες όπου αύτή έξυπηρετεΐ συγκε­ κριμένες καλλιτεχνικές επιδιώξεις, πού τήν άπαιτοϋσαν. "Οσο κι άν ό ’Αριστοφάνης φαίνεται νά περιφρονεϊ τήν αισχρολογία, όταν αύτή γίνεται αυτοσκοπός, άλλο τόσο τή συγκαταλέγει στά έργαλεΐα τού άληθινοϋ κωμικού, όταν μέ αυτήν, καί μέ κανένα άλλο τρόπο, άποδίδεται γνήσια τό μή­ νυμα τής κωμωδίας. Πιστεύω ότι άκριβώς σ’ αύτή τήν τελευταία πρόταση πρέπει νά δώσουμε μεγαλύτερη προσο­ χή. Πέρα από κάθε μαρτυρία, θεωρία καί εικα­ σία, ή λειτουργία τής αισχρολογίας καί τής αίσχρουργίας μέσα στό έργο τού ’Αριστοφάνη είναι πού θά μάς δείξει άν καί κατά πόσο ή παρουσία της οφείλεται σέ έναν ή περισσότερους από τούς παραπάνω λόγους. Λοιπόν είναι άνάγκη νά μελε­ τηθεί ή λειτουργία τής χοντροκοπιάς, κι όχι μόνο γενικά στήν άριστοφανική κωμωδία, άλλά καί σέ καθεμιά άπό τίς 11 σωζόμενες κωμωδίες. ’Ήδη ό J. Henderson13 έπιχείρησε νά καλύψει αυτό τό κενό τής φιλολογικής έρευνας. Καταδεικνύεται λοιπόν ότι ή παρουσία τής αισχρολογίας σέ κάθε κωμωδία δέν έξηγεΐται μέ τόν ίδιο τρόπο, κατά συνέπεια θά πρέπει όχι μόνο νά μήν είμαστε άπό-

λυτοι καί δογματικοί στή διατύπωση κάθε σχετι­ κής άποψης, άλλά αντίθετα νά είμαστε έτοιμοι νά δεχτούμε, άν τά δεδομένα τού κειμένου εκεί μάς οδηγούν, γιά κάθε κωμωδία διαφορετική εξήγη­ ση. Έ να παράδειγμα: ξεκινώντας άπό τήν έργασία τού Henderson, μελέτησα τή λειτουργία τής αισχρολογίας στούς Ιππείς.14 Στήν κωμωδία αύ­ τή ή αισχρολογία καί σέ ποσότητα καί σέ ένταση έντυπωσιάζει. (Καί τόν άπληροφόρητο έντυπωσιάζει καί ή κρίση τού άλεξανδρινού γραμματι­ κού, πού χαρακτήρισε τήν κωμωδία αύτή «τών άγαν καλώς πεποιημένων», τήν ώρα πού είναι παραφορτωμένη μέ χοντροκοπιές, βρισιές καί ξε­ τσίπωτα σεξουαλικά καλαμπούρια.) 'Όμως, τί άκριβώς έχουμε στούς Ιππείς-, Έ ναν άγώνα χυ­ δαιότητας άνάμεσα στόν Παφλαγόνα καί τόν Άλλαντοπώλη, γιά νά καταδειχθεΐ τό καταρακύλισμα τών πολιτικών ήθών πού χαρακτήριζε, κα­ τά τόν ’Αριστοφάνη, τή ζωή τής ’Αθήνας κυρίως ύστερα άπό τό θάνατο τού Περικλή. "Ετσι ή δρά­ ση τού έργου συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά σέ έναν άγώνα παλιανθρωπιάς άνάμεσα σέ δυό βρώ­ μικους χαρακτήρες. Μέ αύτά τά δεδομένα, ή παρουσία τής αισχρο­ λογίας στούς Ιππείς δέν χρειάζεται τίς «δικαιο­ λογίες» πού επιστρατεύονται γιά νά δικαιολογη­ θεί αύτή σέ άλλες κωμωδίες. ’Εδώ ή παρουσία της είναι όχι μόνο δικαιολογημένη, άλλά είναι καί δεοντολογικά επιβεβλημένη. Δέν είναι δύ­ σκολο νά καταλάβουμε ότι ό προσφορότερος τρό­ πος γιά νά δημιουργηθεΐ ή κατάλληλη άτμόσφαιρα, νά άποκτήσουν φυσικότητα τά πρόσωπα τού έργου καί νά γίνουν πειστικά, ήταν τά «βωμολοχεύματ’ άγεννή». Μόνο τά χυδαία φερσίματα, οί βρισιές καί τά βρωμόλογα, οί παλιανθρωπιές τού Βυρσοπώλη μάς βοηθούν νά άντιληφθούμε τόν


42/αφιερωμα

έκχυδαϊσμό στον όποιο έφεραν τά πολιτικά ήθη ό Κλεών καί οί όμοιοι του. Καί μόνο μέ ακόμα χυ­ δαιότερα φερσίματα, βρισιές καί βρωμόλογα, μέ πιό ποταπή άκόμα παλιανθρωπιά θά μπορούσε νά τόν έκπαραθυρώσει ό Άλλαντοπώλης. ’Από τή στιγμή λοιπόν πού οί Ιππείς ήταν προορισμέ­ νοι νά είναι μιά άμιλλα αισχρολογίας, αυτή ή τε­ λευταία είναι ή conditio sine qua non τής έπιτυχίας της, λειτουργεί ώς άπαραίτητο όργανο καλ­ λιτεχνικής δημιουργίας. Δέν θά φτάναμε στήν καλλιτεχνική άρτιότητα τών Ιππέων μέ τήν κα­ θωσπρέπει γλώσσα π.χ. τού Μολιέρου, μέ τήν όποια γράφηκαν βέβαια πνευματώδεις κωμωδίες, Ιππείς όμως θά ήταν λάθος νά γραφούν. Ή αι­ σχρολογία στούς 'Ιππείς δέν έρχεται έξωθεν, εί­ ναι συγγενής, άποτελεϊ άπαραίτητο καί άναντικατάστατο εργαλείο στά χέρια τού κωμικού, γιά νά δώσει στό πρόσωπο τού δημαγωγούάδυσώπητου εχθρού του δ,τι έπρεπε νά τόν χαρα­ κτηρίζει κατεξοχήν. Κι άν άκόμη ή αισχρολογία δέν ήταν άπό τά γενεσιουργό στοιχεία τής κωμω­ δίας, κι άν δέν ήταν άπαιτητή άπό τό κοινό καί τούς κριτές, κι άν ό ’Αριστοφάνης δέν είχε φυσι­ κή προδιάθεση γι’ αύτήν, οφείλε νά τήν άνακαλύψει -ή νά μήν είχε επιχειρήσει νά γράψει τούς Ιππείς. Οί 'Ιππείς είναι «δράμα τών άγαν καλώς πεποιημένων» καί επειδή σ’ αυτούς λειτούργησε καλλιτεχνικά ή αισχρολογία. Έχω λόγους νά πιστεύω δτι ή συνέχιση τής έρευ­ νας σ’ αυτή τήν κατεύθυνση θά οδηγήσει σέ άσφαλέστερα πορίσματα, ίσως άνάλογα μ’ εκείνα πού άρχισαν νά διατυπώνονται καί γιά άλλες πτυχές τού άριστοφανικού έργου: δηλαδή δτι καί στήν περίπτωση τής αισχρολογίας, πού άποτελεϊ ισχυρό στοιχείο τής παράδοσης τής κωμωδίας, ό ’Αριστοφάνης δέν επιχείρησε νά «καταλύσει» αύτή τήν παράδοση, άλλά υπηρετώντας την νά τήν άνανεώσει. Χειρίστηκε τήν αισχρολογία σάν ευέ­ λικτο εργαλείο γιά νά πετύχει σκοπούς συχνά διαφορετικούς, χωρίς ν’ άποθέτει σ’ αύτήν δλες τίς έλπίδες του γιά επιτυχία· γιατί άν πέτυχε κάτι παραπάνω άπό τούς ομοτέχνους του, τό χρωστά στή φαντασία, στή δραματική δεινότητα, στή θεατρική τεχνική, στό γνήσιο λυρισμό του πού καμιά φορά φανερώνεται μέσα άπό πεζότατες καταστάσεις, στή μοναδική κωμική εύρηματικότητα, πού έκανε τούς κριτικούς νά δηλώσουν δτι ό ’Αριστοφάνης «σέ κάθε σκηνή σπαταλά πε­ ρισσότερα κωμικά ευρήματα άπ’ δσα θά χρειά­ ζονταν ένας άλλος γιά νά “κατασκευάσει” μιά ολόκληρη κωμωδία». Ά ς μή ξεχνάμε προπάντων ένα πράμα: πολλοί έγραψαν κάθε είδους έργα μέ «βωμολόχες» υποθέσεις, μέ «βωμολόχα» πρόσω­ πα, προπάντων μέ αισχρολογίες καί αϊσχρουργίες. Ύστερα άπό έναν εφήμερο καί τοπικά πε­

ριορισμένο ντόρο, τί μένει γιά αιώνες καί γιά πλατιές πολιτισμικές περιοχές άπό τά έργα αυτά; 'Όσο λοιπόν άπό τόν κανόνα αυτό εξαιρείται ό βωμολόχος Αριστοφάνης, έχουμε τό δικαίωμα νά υποστηρίζουμε δτι αύτή ή έπιβίωση δέν οφεί­ λεται -προπάντων: δέν οφείλεται κυρίως- στήν αισχρολογία, πού τήν είχαν καί οί άλλοι, άλλά στό δτι πέρα (καμιά φορά καί «παρά») άπό αύ­ τήν, άν θέλετε καί μέσα σ’ αύτήν, ό ’Αριστοφάνης στάθηκε ό μεγάλος ποιητής μέ τά χαρίσματα πού μόλις άπαριθμήσαμε. «Σεμνολόγος», ύπηρέτησε ένα λογοτεχνικό είδος μέ παράδοση χοντροκοπιάς, αντλώντας «βωμολόχο» ύλικό -καμιά φορά καί μέ τά δυό του χέρια- κάθε λογής, έφτασε σέ ένα είδος «μιχτό άλλά νόμιμο», τήν κωμωδία πού έπιζεί μέ τό όνομά του.

Σημειώσεις: 1. Ά πό τούς άρχαιότερονς τύπους τής κωμωδίας, σέ άντίθεαη μέ τόν άλλο γνωστό τύπο τον άλαζόνα. Ή συνηθισμένη Αντίδραση του είναι νά σχολιάζει κοροϊδευτικά τίςμεγαλεπίβολες διακηρύξεις, τήν άλαζονική στάση καί τήν προπέ­ τεια τον Αντιπάλου τον, έτσι που τόν ξεσκεπάζει σ’ δλον τόν κόσμο. Ά λλες φορές, γιά νά πετύχει τό ίδιο Αποτέλε­ σμα, άντιπαραθέτει τή χυδαιότητά τον καί τίς ποταπές έπιθνμίες του στήν έπιφανειακή ευγένεια καί μεγαλοπρέπεια τον άλαζόνα. (Βλ. Ήλ. Σπνρόπουλος, L’accumulation verbale chez Aristophane, Θεσσαλονίκη 1974, a. 119). 2. "Εναν γενικότερο παραλληλισμό έπιχείρησε ό Φάνης I. Κακριδής: Karagiozis (Καραγκιόζης) und Aristophanes. Hellenika 9 (1971)1, 18-20. 3. «Σέ δλες τίς γνωστές παραστάσεις τής Παλαιός Κωμωδίας έμι-μανιζόταν κάποια στιγμή μιά ή περισσότερες προκλητι­ κές γυναικείες μορφές» διαπιστώνει ό Φ. Κακριδής στό άρθρο τον: Άριστοψανικές τσόντες («Τό νούμερο τής γυ­ μνής χορεύτριας»), Θέατρο 67/68 (1981) 39-46. 4. Πάντα παραμένει χρήσιμη ή έργασία τον Χ.Χ. Χαριτωνίδη, ’Απόρρητα, Θεσσαλονίκη -1935, πού τήν ίξέδωσε μέ τό ■ψευδώνυμο Εΰιος Ληναΐος, 5. Βλ. Ήλ. Σπνρόπουλος, έ.ά., σελ. 81-84. 6. Βλ. Μ. Κοπιδάκης, Παρασημειώσεις σέ έλληνικά κείμενα Β', Έλληνικά 30 (1977-78) 147-149. 7. Ποιητική 1449α: ή δέ (κωμφδία) άπό τών τά φαλλικά (έξαρχόντων). 8. Α. Λέακν, Ιστορία τής ’Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας (μετ. Ά γ. Τσοπανάκη), Θεσσαλονίκη 51981, σ. 341. 9. Μ. Croiset, Histoire de la litterature grecque, t. Ill, Paris 1902, a. 465. 10. Στό έξοχο έργο τον: Ή κωμωδία τού ’Αριστοφάνη (μετ. Φ. I. Κακριδή), 'Αθήνα 1978, σ. 69. Βλ. Ήλ. Σπνρόπου­ λος, Σφαιρική σύνθεση τής προσωπικότητας τού ’Αριστο­ φάνη, Διαβάζω, 23 (1979), σ. 64-66. 11. Πρβλ. Βίος Άριστοφάνους VI: πικρότερου καί αισχρότε­ ρου Κρατίνου καί Εύπόλιδος βλαοφημούντων. Ό. Κ. Dover, έ.ά. σ. 293, κάνει λόγο γιά «σεξουαλικό άφήνιασμα» στόν Αύτόλυκο τοϋ Εϋπολη. 12. F. Robert, La litterature grecque, Paris 61967, o. 57. 13. J. Henderson, The maculate Muse, New Haven and Lon­ don, 1975. 14. Ήλ. Σπνρόπουλος, Ό νεια πράγματα, Έλληνικά 33 (1981)


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

επιλογή

]

ταξιδιωτική διήγηση μέ περιπετειες ερωτικές Λ Ο Υ Κ ΙΑ Ν Ο Υ : Λ ούκιος ή 'Όνος. Μετάφραση-ε'ισαγωγή-σημειώσεις Τάκη Καρβέλη. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 138.

Λουκιανού «Λούκιος ή Όνος». Μόνο πού δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι τό έξυπνο, σαρκαστικό μυθιστόρημα πού κρατάμε εί­ ναι δικό του. Εκτός άπό τό γνωστό μας Λουκιανό άπό τά Σαμόσατα τής Κομαγηνής (πού γεννήθηκε τό 120 μ.Χ. καί πέθανε γύρω στό 190), συγγραφέα τών «Διαλόγων», τού «Τίμωνα ή Μισάνθρω­ που» καί άλλων έργων, την πατρότητα του διεκδικεΐ κάποιος Λούκιος άπό την Πάτρα, πού έζησε (άν έζησε) την ίδια περίπου έποχή (2ο αί. μ.Χ.). Πρόκειται γιά τήν ιστορία κάποιου περίεργου νέου πού επιθυμώντας νά ικανοποιήσει μέ κάθε τρόπο τήν περιέργειά του σχετικά μέ τή μα­ γεία, μεταμορφώνεται σέ γάιδαρο καί ζεί διάφορες περιπέτειες μέ τήν καινούρια του μορφή, άκόμα καί έρωτικές. Θέμα παμπάλαιο, παραμυθιακό, πού συνεχίστηκε ώς σήμε­ ρα σέ ιστορίες μέ διαφορετικές μορφές. Τό πρόβλημα πού τίθεται είναι ποιός πρώτος πήρε αύτό τό λαϊκό παραμυθιακό μοτίβο καί τό άνέπτυξε σέ περιπετειώδες μυθιστόρη­ μα, ό Λουκιανός μέ τίς «Μεταμορ­

φώσεις» του ή ό Λούκιος μέ τό «Λούκιος ή Ό ν ο ς » (ή καί αντίθε­ τα, γιατί καί οί τίτλοι μπερδεύον­ ται) καί ποιός μιμήθηκε τόν άλλο. Οί θέσεις τών φιλολόγων είναι πολλές καί διάφορες καί σίγουρο συμπέρασμα άκόμη δέν έχει βγει, άλλά γι’ αυτές είναι άρκετή ή εν­ διαφέρουσα εισαγωγή τού Τάκη Καρβέλη, πού έκανε καί τήν έπιτυχημένη μετάφραση μέ τά σχόλια. Τό γεγονός είναι δτι κάποιο άπ’ αυτά τά δύο έργα είχε πρότυπο ό Λατίνος Λούκιος Ά πουλή ιος δταν έγραφε τίς δικές του «Μεταμορφώ­ σεις ή Χρυσό γάιδαρο», ένα πολύ

έκτεταμένο μυθιστόρημα, μέ τόν ίδιο βασικό πυρήνα, πού διαν­ θίζεται δμως μέ γοητευτικές μιλησιακές νουβέλες κι έχει έντονο μυ­ στικιστικό χαρακτήρα -στό τέλος ό ήρωας ξαναβρίσκει τήν άνθρώπινη μορφή του μέ τή βοήθεια τής Τσιδας, στή λατρεία τής όποιας άφιερώνεται· κατάληξη ήθική, χαρα­ κτηριστική τής ρωμαϊκής σκέψης τήν έποχή τών Ά ντω νίνω ν καί τών Μάρκων Αύρήλιων. Τό μυθιστόρημα τού Λουκιανού ή τού Λούκιου, άρκετά πιό λιγόλογο, εκμεταλλεύεται τό παλιό παραμυθιακό θέμα τού άνθρώπου γαϊδάρου ή τού έρωτα τής γυναίκας πρός γάιδαρο, θέμα πού άπό τήν άρχαιότητα έπέζησε ίσως καί μέσω τής διάδοσης τών «Μεταμορφώ­ σεων» τού Λουκιανού ή τού λατίνου συναδέλφου του καί πέρασε στις τελετουργίες τού Μεσαίωνα καί τό «Ό νειρο» τού Σαίξπηρ, μέ τήν περιπέτεια τής Τιτάνια, στις μεταγενέστερες παραλλαγές («Peau


44/οδηγος

Λουκιανός ό Σαμοσατεύς d’ane», «Ή ωραία καί τό χέρας», «Διηγήσεις τής Mme de Segur», τό «Ane culotte» τού Henry Bosco) γιά νά φτάσει έτσι μέ τή μορφή παιδικών διηγήσεων ώς τίς μέρες μας. Γιά κάποιο λόγο αυτή ή μυθο­ λογία γύρω άπό τό γάιδαρο έχει ιδιαίτερη άπήχηση στους διάφο­ ρους λαούς καί σ’ αύτήν άκριβώς όφείλει τή μακροβιότητά της. Κι αυτή ή άπήχηση έχει τήν αιτία της στις βαθύτατες ρίζες πού συσχετί­ ζουν αύτό τό ζώο μέ θρησκευτικές δοξασίες καί τελετουργίες. Πρώτα άπ’ δλα δ γάιδαρος είναι σύμβολο άγνοιας. "Αγνοια σημαί­ νει σκοτάδι καί άπό τό σκοτάδι ώς τό Σατανά ό δρόμος δέν είναι κα­ θόλου μακρύς, γιατί τό σκοτάδι εί­ ναι καί διαβολικό στήν άνθρώπινη συνείδηση. Έ τσι, σέ άρχαιότατες θρησκείες υπάρχει ή μορφή τού όνου, πράγμα πού συνεχίζεται μέ­ σω τού λαού, κι όχι τής επίσημης θρησκείας φυσικά, στά πανηγύρια τών τρελών στό Μεσαίωνα καί στή σχέση τών μαγισσών μέ τό γάιδαρο' σύμμαχό τους. Κι αύτό γιατί ό γάι­ δαρος άντιπροσωπεύει πάντα τά ένστικτώδη στοιχεία τού άνθρώπου, τίς αισθήσεις του τίς πιό ζωτι­ κές καί γήινες πού άπό τά πρώτα στάδια τού πολιτισμού του καί μέ τή δημιουργία τών θρησκευτικών ιδεολογιών ένιωσε πώς άντιστρατεύονται τό πνεύμα του καί γι’ αύ­ τό τίς εξόρισε στό χώρο τών θεοτή­ των τού σκότους (σέ αιώνια πάλη μ’ εκείνες τίς άνώτερες τού φωτός) μαζί μέ τήν όψη τού γαϊδάρου (ή κι άλλων ζώων αύτής τής κατηγορίας, π.χ. ταυρου), πού πήρε πιά οριστι­ κά τή θέση του ανάμεσα σ' αύτές.

Έ τσι τό πνεύμα πρέπει νά χαλινα­ γωγήσει τό γάιδαρο καί νά τόν κα­ θοδηγήσει άκόμα καί μέ ξυλιές. Βέβαια, αύτή ή πλευρά τών ταπει­ νών ενστίκτων άσκεϊ πάντα μιά ιδιαίτερα ερεθιστική γοητεία στήν άνθρώπινη φαντασία -έ ξ ού κι ό έρωτας τής γυναίκας (ή τού άνθρώπου) πρός τό ζώο πού τήν άντιπροσωπεύει, καί ή άπήχηση τού μύ­ θου. . Στήν ιστορία μας ό Λούκιος εί­ ναι ένας νέος άστικής οικογένειας πού γιά δουλειές ταξιδεύει στή Λά­ ρισα. Βασικό του σφάλμα ή πε­ ριέργεια γιά τά τερτίπια τών μαγισσών καί ή έπιμονή του νά χώσει τή μύτη τόυ στίς δουλειές τους γιά ν ’ άνακαλύψει τίς θαυμαστές μετα­ μορφώσεις πού πετυχαίνουν καί τίς δυνατότητες πού τούς δίνουν αύ­ τές, π.χ. νά τρέχουν μέ μορφή που­ λιών στόν άγαπημένο τους. Ό τρό­ πος βέβαια πού διαλέγει γιά νά ικανοποιήσει αύτή τήν κάπως έγκεφαλική περιέργεια είναι άπολαύσεις πολύ λίγο πνευματικές: ευχά­ ριστη έρωτική πάλη μέ τήν ύπηρέτρια τού σπιτιού δπου φιλοξενεί­ ται, τήν Παλαίστρα, πού μέ τά πολλά θά τού άποκαλύψει τά μυ­ στικά τής κυράς της τής μάγισσας. ’Αλλά ή περιέργεια φαίνεται πώς είναι κακό πράγμα, κι έτσι ό Λού­ κιος τιμωρείται. Παίρνει λάθος έλιξίριο καί μεταμορφώνεται σέ γαϊδούρι. Γιά νά ξαναγίνει άνθρω­ πος πρέπει νά φάει τριαντάφυλλα, . άλλά μιά σειρά άπό άπρόσμενες κακοτυχίες καθυστερούν άφάνταστα αύτή τήν εύτυχισμένη στιγμή. "Ολα αύτά θυμίζουν άλλα παραμύ­ θια μέ μάγισσες καί δίδαγμα στό τέλος. Κι ώς ένα σημείο είναι. Ή τιμωρία, τό διδακτικό στοιχείο καί οί μάγισσες άνακατεύονται μέ τίς ταξιδιωτικές περιπέτειες -γιατί ό Λούκιος μέ τή μορφή τού όνου γνωρίζει στίς περιπλανήσεις του τόπους, άνθρώπους κακούς ή άπλώς άνήμπορους, δυστυχισμέ­ νους καί κουτούς, άλλά κι έρωτες. Ή ταξιδιωτική διήγηση, όταν μά­ λιστα άνακατευόταν μ’ ερωτικές περιπέτειες, ήταν είδος ιδιαίτερα άγαπητό άπό τόν καιρό τής «’Οδύσσειας» κι εκείνη ειδικά τήν έποχή άρκετά διαδεδομένο. Σ’ αύ­ τό τό είδος τών εύχάριστων διηγή­ σεων άνήκει καί ή ιστορία τού πε­ ρίεργου Λούκιου. Ό μ ω ς ή μετα­ μόρφωσή του έχει καί τή διδακτική της άξια. Τό γαϊδουρινό δέρμα θά είναι γι’ αύτόν σκληρή έκπαίδευση

καί στό τέλος τών βασάνων του τό ρόδο πού θά τού ξαναδώσει τήν άνθρώπινη μορφή συμβολίζει τήν κάθαρση καί τήν ώρίμανση. Ό συγγραφέας μέ ρεαλιστική, προσ­ γειωμένη απλότητα, χωρίς πολλές πολλές μεταφυσικές άναζητήσεις, ειρωνεύεται τίς λαϊκές προλήψεις καί τίς θρησκευτικές δοξασίες πού έκείνη τήν έποχή άνθιζαν καί άντιμετωπίζει μέ σαρκαστικό σίκτο τόν άνθρωπο πού μέ τίς μεθόδους του προσπαθεί νά διατάξει τήν τύχη, νά τή χειραγωγήσει· πράγμα μά­ ταιο γιατί ή τύχη είναι άδικη, τυ­ φλή κι άνεξάρτητη. Καί τά καπρί­ τσια της πρέπει νά τά ύποφέρει κα­ νείς μέ ύπομονή -τήν ύπομονή τού γαϊδάρου. "Ετσι ό Λούκιος μέ τό γαϊδουρινό του σώμα θά μάθει νά ύπομένει τίς άναποδιές, καί μάλι­ στα άπό τή θέση τού άδύνατου καί καταφρονεμένου. Γιατί σ’ αύτό τόν κόσμο μπαίνει ό εύπορος νέος δταν γίνεται ταλαίπωρος γάιδαρος μ’ άνθρώπινο μυαλό. Ζεϊ άνάμεσα σέ ύπηρέτες, ληστές, μοχθηρούς δού­ λους, σ’ έναν κόσμο δπου ή άχαρ ι­ στία είναι κανόνας καί μόνος σκο­ πός ή επιβίωση μέ κάθε τρόπο. Σ’ αύτό τό περιβάλλον ζεϊ τίς άγωνίες τών ύπάρξεων πού δέν δρίζουν τόν εαυτό τους άλλά έξαρτώνται άπό τίς διαθέσεις τών άλλων, κι δταν πιά ταπεινωθεί άρκετά ώστε νά κά­ νει δ,τι μπορεί γιά νά ικανοποιήσει τά καπρίτσια τών κυρίων του χω­ ρίς τίς άρχικές άντιρρήσεις καί τά­ σεις γιά άνεξαρτησία, έρχεται ή λύ­ τρωση. Τέλος παραμυθένιο μετά τίς άτυχίες, τίς περιπέτειες, τίς άδικίες καί τά χτυπήματα τής μοίρας, τέ­ λος παραμυθένιο ένός ταξιδιού πιό μακρινού άπ’ αύτό τού Ό δυσσέα καί πιό περιπετειώδους άπό τών ’Αργοναυτών. Γιατί τό ταξίδι τού Λούκιου είναι έσωτερικό ταξίδι πιό έντονο καί σοβαρό άπ’ δλα: εί­ ναι ή μεταμόρφωση τού άνθρώπου σέ γάιδαρο καί τού γαϊδάρου σέ άνθρωπο. "Ομως δέν πρόκειται γιά κανένα ήθοπλαστικό δράμα άλλά γιά ένα κεφάτο, ιδιαίτερα λογοκρατικό καί προσγειωμένο κείμενο (σ’ άντίθεση μέ τή μυστικιστική χά­ ρη τού Ά πουλήιου) πού ειρωνεύε­ ται τούς πάντες καί τά πάντα (ένδεικτικά, στό έρωτικό πεδίο, έκεί δπου πετυχαίνει καί προκαλεϊ έν­ τονο πάθος ό Λούκιος ώς δνος έχει οίκτρή άποτυχία μέ τήν άνθρώπινή του μορφή), μέσα στήν ακαταστα­ σία τής ρωμαϊκής αύτοκρατορίας


οδηγος/45

μέ τούς ληστές, τούς πειρατές, τούς δούλους, τό μωσαϊκό τών λαών της καί την πνευματική σύγχυση πού επικρατεί. Είναι κρίμα πού άγνοεΐται σχε­ δόν ή δουλειά τού μεταφραστή, μιά καί σκοπός μου ήταν νά μιλήσω γιά τό έργο. “Ομως χάρη στήν προσπά­

θεια τού Τάκη Καρβέλη μπορούμε νά άπολαύσουμε σέ μιά ζωντανή, πλούσια νέα έλληνική τό διδακτικό καί διασκεδαστικό έργο τού μακρι­ νού πρόγονου, δποιος κι άν ήταν.

ΕΛΕΝΗ ΚΟΡΟΝΤΖΗ

«με δανεικές άρρώστιες γιά την οικεία ηδονή»: τό πρόβλημα τών ποιητικών δανείων Δ ΙΟ Ν Υ ΣΗ ΚΑΨΑΛΗ: Βιβλίο πρώτο. Αθήνα, Ά γ ρ α , 1982. Σελ. 37. «Τό ποίημα / μήν τό καταποντίζεις στά βαθιά πλατάνια / θρέψε το μέ τό χώμα καί τό βράχο πού έχεις.» Γ. Σεφέρης1

Ό Διονύσης Καψάλης (γεν. τό 1952) μετά τούς πρώτους πειραμα­ τισμούς του στό χώρο τής ποίησης, πού συγκέντρωσε στις συλλο­ γές του «Τά μύρτα τού φωτός» (1978) καί «Μέ μιά τρελή σοδειά» (1979), κυκλοφόρησε τό φθινόπωρο τού 1982 την ποιητική του συλλογή «Βιβλίο πρώτο». Οί δεκαεννιά μικρές ένότητες / κεφά­ λαια πού τό απαρτίζουν, θά λέγαμε δτι λειτουργούν άνεξάρτητα σχεδόν ή μιά άπό τήν άλλη, άφού ούτε κοινά σημεία ανάπτυξης έμπεριέχουν ούτε σέ κάποιο κοινό μύθο άναφέρονται, τά δέ λιγο­ στά μονόστιχα ή καί πολύστιχα μοτίβα πού άπαντοϋν διαδοχικά σέ μερικές άπό τίς ένότητες αυτές θά πρέπει νά θεωρηθούν μάλλον ώς υποτυπώδεις συνδετικοί κρίκοι, ως άπλές δηλαδή «έξωτερικές» έπαναλήψεις, πού εξυπηρετούν ρυθμικούς σκοπούς.

πλαίσιο Γ

” Χ Ε Ν Ρ Υ ΜΙΛΛΕΡ: Ο καιρός τών δολοφόνων. Μετ. Ά ντ. Φωστιέρη Θαν. Νιάρχον. Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 134.

Ο «ΚΑΙΡΟΣ» -π ο ύ ξαναπαρουσιάζεται σ’ αύτή τήν εξαίρετη πραγματικά μετάφραση - δέν είναι άπλώς μιά μελέτη τού Μίλλερ γιά έναν άλλο λογοτέχνη, τόν Ρεμπώ. Είναι ένα κοίταγμα στόν καθρέφτη τής άτομικής κόλασης καί τών δύο, δπου τό ίδιο τό είδωλο διαλέγει τά χαρακτηριστικά του, κομμάτια άπό όράματα καί ξεγύμνωμα στραγγαλισμένης όμορφιάς, άπό τρέλα γιά τούς συμβατικούς καί μεγαλείο γιά τούς έπίγονους, άπό έρημιά, άνυπαρξία καί γενναιότητα. Κι ό άναγνώστης πού θά διαβάσει τό κείμενο, τού ώριμου γιά τόν αιώνια νέο, σίγουρα θά έχει κερδίσει κι άλλο ένα παράθυρο στή σκέψη

ΔΑ ΝΙΗ Λ ΙΑΚΩΒ: Ή Αρχαιογνωσία τον Ό δνσσέα Έλύτη. Α θήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 110. ΜΕΡΙΚΕΣ φορές οί άναλύσεις λογοτεχνικών έργων μοιάζουν μέ μαθήματα άνατομικής, δπου τό νυστέρι έπιδεικνύει καί άποδεικνύει. Μιά τέτοια εικόνα δίνει καί ή μελέτη τού Δαν. ’Ιακώβ, πού τεμαχίζοντας τό έργο τού Έλύτη καταγράφει συστηματικά τά διάφορα σημεία δπου ύπάρχουν σαφείς άναφορές σέ άρχαιοελληνικά κείμενα. Καί δέν μπορεί κανείς παρά νά θαυμάσει τήν δλη έργασία, τόσο χρήσιμη γιά τούς φιλολογικούς μελετητές τού ποιητή. Ό σ ο γιά τό άπλό κοινό, μάλλον θά τού


46/οδηγος

’Ανάμεσα στά τόσα πού Αποπειρά­ ται νά επεξεργαστεί ποιητικά ό Διονύσης Καψάλης στήν τελευταία του αυτή συλλογή διακρίνουμε κυ­ ρίως τίς συγκρούσεις του μέ τήν πραγματικότητα, τίς διάφορες με­ ταφυσικές του άγωνίες (π.χ. τό φό­ βο του γιά τό θάνατο, τήν διά τής τέχνης Αντιμετώπισή του, τή διαιώ­ νιση τής ψυχής, τόν «μόχθο τού παραδείσου πίσω άπ’ τά λόγια μας», σ. 27 κλπ.), τήν προσπάθειά του νά άντιπαρέλθει τήν ύποταγή του στούς Αμείλικτους καί ρεαλι­ στικότατους νόμους ένός δύσμορ­ φου περιβάλλοντος, τή μόνωσή του, τίς έρωτικές του εμπειρίες, ώς καί τίς άνησυχίες του γιά τό παρόν καί τό μέλλον τής ελληνικής φυλής. Χαρακτηριστικό είναι τό Απόσπα­ σμα, άπό τήν ενότητα Θ, στή σ. 17: «Δέν βαριέσαι’, Περικλή Γιαννόπουλε· / περί Ε λλάδος καί Ε λλή­ νων άντιλέγεται. / Τί πάει νά πει Ε λλάδα, έθνος, τέχνη έλληνική / φώς, χρώμα καί τοπίο, πόθος ύλης, ήδονή / δλα έδώ διεκπεραιώνονται μέ τήν Απώλεια / δλα πειθήνια καί τά ποιμαίνει ή νοσταλγία· / δάνεισέ μου λίγη μουσική - ό Ό μηρος / τά

γ^ Α Λ Ε Ξ Η

’πε καλύτερα άπ’ δλους, ό τυφλός / καί τήν Ελλά δα μας πεπαίδευκεν, κουράστηκε / αυτός καί οί άλλοι, ποιόν νά μνημονεύσεις / κοίτου τε μνήσαντο καί ύπνου δώρον έλοντο2 / δλα μνημονεύονται μέ θάνατο. / Δέν βαριέσαι, Περικλή Γιαννόπουλε· / ημείς θά κοιμηθώμεν δλοι τό­ σον γρήγορα». Πρόκειται δηλαδή γιά θέματα λίγο-πολύ κοινά, πού πολλοί νέοι καί νεότατοι ποιητές μας έχουν άναλύσει κατά καιρούς, ό καθένας μέ τόν τρόπο του φυσικά καί μέ διάφορα τήν κάθε φορά Αποτελέ­ σματα καί πού κατά κάποιο τρόπο ήταν έπόμενο νά Απασχολήσουν καί τόν Διονύση Καψάλη. Αύτό τό γεγονός βέβαια καθ’ έαυτό δέν μπορεί νά στηρίξει τόσο βάσιμες ένστάσεις δσο τρία άλλα τινά πού έχω νά παρατηρήσω μελετώντας μέ προσοχή τό «Βιβλίο πρώτο». Συγ­ κεκριμένα: α) Ή υπερβολικά συχνή παρά­ θεση αυτούσιων Αγγλικών (καί κά­ ποιων γαλλικών) στίχων, πού άλ­ λοτε ένσωματώνονται βίαια κι άλ­ λοτε κάπως όμαλότερα μέσα στό κύριο ποιητικό σώμα, δημιουργεί

Π ΑΝ ΣΕΛΗΝΟ Υ: Διηγήματα *

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΣΚΥΛΟΥΣ \

°^ τα *αλ°<«> * £ 5 5 5 * εμ τό νΡώψΐ ν ^ ο υ ν 6 ώ Λ6 το <ΛιανΡ0<ΡΑΐτίτα. υΠθδε* κ(1,\

49

τίπ°τ“ <Ev έ%ε T“ i6

. ,ται με ^ xo V ^ ζ-ντε^

®ε£Ρ

ν ^ °ς

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ

Ασφαλώς άπό τήν άρχή μιάν άπω­ ση, νομίζω Ακόμα καί στόν πιό κα­ λοπροαίρετο Αναγνώστη. Οί δώδε­ κα εγκάθετοι αύτοί στίχοι ύποδηλώνουν άραγε τήν άδυναμία τής έλληνικής γλώσσας νά έκφράσει έπαρκώς τόν πλούτο τών συναι­ σθημάτων τού Διονύση Καψάλη ή άπλά καί μόνο θέλουν νά υπογραμ­ μίσουν τή θαυμάσια έξοικείωσή του μέ τήν Αγγλική ποίηση, τήν όποια θά γνώρισε φαντάζομαι άπό κοντά σπουδάζοντας Αγγλική φιλο­ λογία σέ μιά πανεπιστημιακή σχο­ λή; ”Α ν ισχύει τό πρώτο άπ’ τά πα­ ραπάνω, τότε δέν έχουμε παρά νά συμβιβαστούμε μέ μιά έλληνοαγγλική (συζητήσιμη πάντως) έκδοχή αυτού πού τόσο διεξοδικά Ανέλυσε σ’ ένα του δοκίμιο ό Paul Valery:3 « Ό άνθρωπος δέν μπορεί παρά νά οΐκειοποιείται δ,τι τού φαίνεται πώς Αποκλειστικά ϋγινε γ ι’ αύτόν, κι έτσι, χωρίς νά τό θέλει, τό βλέ­ πει σά νά έγινε άπό τόν ϊδιο... Τεί­ νει Ακαταμάχητα νά σφετεριστεί δ,τι στενά ταιριάζει μέ τό πρόσωπό του. Καί ή γλώσσα μάλιστα, κάτω άπό τήν έκφραση εκείνον που τοϋ άνήκει, συγχέει τήν έννοια έκείναυ

Ανει »ς τ0 0°° !?01ιν τις

ίδια ^ V jn re 10 σεΐ τη* αΠθκα^

,εώ^ας

Γ Γενναδίου 6 (πάροδος Ακαδημίας) - Τηλ.: 36.15.783


οδηγος/47

πού προσαρμόστηκε σέ κάποιον καί πού άπόλυτα τόν ικανοποιεί μέ την έννοια τής ιδιοκτησίας αύτοϋ τού κάποιου...». Έ τσι στίχοι δπως: «καταφεύγουν καί δεν ξέ­ ρουν τί θά πεί /poetry from ποίηση, it means to make / things or signs with your hands / σ’ αυτούς πού έρ­ χονται μιλώντας άλλη γλώσσα / κά­ τι σάν νά παλεύεις κι όνομάζεσαι ’Ιακώβ», στη σελ. 10 άπό την ενό­ τητα Γ', άπαιτούν μιά τέτοια έπιείκεια άπό μέρους μας γιά νά δικαιο­ λογήσουν την (παρα-)φύση τους, πού όδηγεϊ στην άναπόφευκτη (κά­ ποτε μάλιστα όλοσχερή) μείωση τής αισθητικής μας άπόλαυσης, τήν όποίά άσφαλώς καί θά μπορούσε νά ικανοποιήσει ό Διονύσης Καψάλης μέ κάποιον άλλο περισσότε­ ρο άποδοτικό τρόπο.4 "Αν πάλι συμβαίνει τό δεύτερο, άν πρόκειται δηλαδή περί μιάς ένδιάθετης τάσης προβολής τής έντρύφησής του στη γλώσσα τού Σαίξπηρ, νομίζουμε ότι δέν άποτελεΐ ή ποίηση τήν προσφορότερη μέ­ θοδο. β) ’Ανάμεσα σέ στίχους πού τούς χαρακτηρίζει ή άπλότητα τών ρυθμών, ή άφαίρεση, ή πυκνότητα τών νοημάτων άλλά καί ή λεπτότη­ τα τών ήχων, δπως «Στό μοναστήρι τής Καισαριανής -ήταν τό φώς / δλα φαίνονται καί φαίνεσαι, τίπο­ τε δέν άναιρεΐται / ή μέρα μέ τη νύ­ χτα, μαύρη πέτρα / οί άνέραστες δυνάμεις τών άνθρώπων, είναι τά όνειρα / ελάχιστα κοσμήματα τού χαμένου χρόνου / είναι οί προθέ­ σεις μας (θυμήσου τή χρυσήλατη περόνη / τώρα πού τά μάτια σου έγιναν άσυλο τών προγραμμένων) / ένα μνημόσυνο άλλοπρόσαλλες στιγμές», τής ένότητας Θ', υπάρ­ χουν κι άλλοι πού ό ποιητής άφησε νά παρεισδύσουν, άλλοτε άπό βα­ ριά κι άλλοτε άπό έλαφρά του, ώς φαίνεται, άμέλεια, διάφοροι σολοι­ κισμοί, δυσαρμονικοί τόνοι, δύ­ σκαμπτοι ποιητικά τύποι, ώς καί προβληματικές άκροβασίες καί χα­ σμωδίες, δπως π.χ. «άποσιωπήθηκε τό σπέρμα», «τό πάθος μου, σκυμμένα χρόνια άποσαφηνίστηκε», «καί θά ρωτήσουν, τελευταία φορά, οί έξομολογητές / μέ τό κεν­ τρί τους τήν καταγωγή μας», «ή λύση πού μαθήτευσε στήν έρημο», «οί φίλοι ζωγραφίζουν τά πλευρά μου / σάν εντολές» (;), «καλλιερ­ γώντας σαρκοβόρες πατρίδες (4 άλλεπάλληλα σίγμα μαζί μέ τό ήδη συζητήσιμο «σαρκοβόρες», πού στή

συγκεκριμένη περίπτωση μάλλον έντυπωσιάζει παρά λειτουργεί αι­ σθητικά), «άνέκδοτα φιλιά τής μοί­ ρας», «ρομφαία άμισθη» (!), «μά­ τια άνεφάρμοστα», «κάλεσέ τους, Μούσα, κατατόπισέ τους», «άπαρομοίαστο πρόσωπό μου» καί όλόκληρη ή τρίτη στροφή, τής ένότη­ τας ΙΔ '.5 Οί βασικές αύτές άδυναμίες τού Διονύση Καψάλη, στή σημερινή φάση τής δημιουργικής του δρα­ στηριότητας στό χώρο τής ποίησης, άπό τή μιά καθορίζουν τό στίγμα του κάπου άνάμεσα στό μή άπόλυ­ τα καλοσυγκερασμένο ποιητικό του είναι καί στό άκαταστάλαχτο λε­ κτικό του γίγνεσθαι, κι άπό τήν άλ­ λη θέτουν τό πρόβλημα τής ύπέρβασής των, μιά καί θέληση φαίνε­ ται νά έχει ό Διονύσης Καψάλης καί άρκετές ενδιαφέρουσες ιδέες. γ) Οί τέσσερις σελίδες μέ αύτοσχόλια καί σημειώσεις, πού παρα­ τίθενται στό τέλος τού βιβλίου καί πού άντιπροσωπεύουν σχεδόν τό 20% τού συνολικού έργου, οί είκο­ σι περίπου στίχοι-δάνεια έλλήνων λογίων καί συγγραφέων καί οί δώ­ δεκα έπίμαχοι στίχοι πού προαναφέραμε, τούς όποιους ό Δ.Κ. εύθαρσώς άποκαλύπτει ΰπομνηματίζοντας μέ έπιμέλεια τή συλλογή του, παρ’ δλο τό βάρος πού τής κο­ μίζουν, άποτελούν καί συνάμα τεκ­ μήρια τού ήθους καί τής είλικρίνειάς του. Πλήν όμως τά τεκμήρια αύτά τά μάχονται κάποιοι άλλοι του στίχοι, πού σίγουρα σταματούν τόν προσεκτικό άναγνώστη. Είναι στίχοι πού είτε συγγενεύουν άμεσα ή έμμεσα είτε άποτελούν σχεδόν άντιγραφή ή μετάπλαση σεφερικών κυρίως στίχων. Συγκεκριμένα: «Κάποια στιγμή δέν έχει τίποτε ν ’ άνακαλύψεις: / τό μεγαλείο συν­ τρίβεται καί γίνεται σφυγμός / άργός αντίστροφος ρυθμός, καθώς κοιτάς / στά πόδια σου τήν πόλη, (...) τό πεύκο άνατριχιάζει μέ τόν ίσκιο του / καί θυμάσαι τό φώς πού δέν έπουλώθηκε» («Βιβλίο πρώτο», σελ. 18) καί «τό φώς είναι σφυγμός / όλοένα πιό άργός καί πιό άργός / θαρρείς πώς πάει νά σταματήσει» (Γ. Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήμα­ τα», ΙΒ') μαζί μέ «Ό π ω ς τό πεύκο καταμεσήμερα / κυριευμένο άπ’ τό ρετσίνι / βιάζεται νά γεννήσει φλό­ γα» (Γ. Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήματα», ΙΔ') ή «Τ’ άσπρο χαρτί άσπροντυμένη νύχτα» καί «μπρο­ στά σ’ έναν παλιό κι άνόητο καθρέ-

θυμίσει λεπτεπίλεπτο κέντημα, μέ ύπομονή καί μεράκι φτιαγμένο, άπλωμένο στό παχύ πράσινο χορτάρι.

ΑΛΜ ΠΕΡΤΟ ΣΑΒΙΝΙΟ: Ό Μωπασάν κα ί «ό ’Ά λλος». Μετ.

Μαρίας Ά. Ήλιον. ’Αθήνα, Ύ ψ ιλον, 1983. Σελ. 124. ΜΕ ένα κείμενο πού σέ πρώτο διάβασμα μοιάζει προκλητικά παράδοξο καί μετά γοητευτικά άνυπόταχτο, ό Σαβίνιο (έξοχος λογοτέχνης-ζωγράφοςμουσικός, γνωστός στόν κόσμο καί παραγνωρισμένος στήν Ελλά δα άδερφός τού διάσημου Τζιόρτζιο ντέ Κίρικο) σκιαγραφεί τόν Γκύ ντέ Μωπασάν, άπό όπτικές γωνίες ξένες στίς συμβατικές μελέτες. Ψ άχνει τόν Μωπασάν, μέσα άπό τίς άνθρώπινες σχέσεις, τόν τόπο καί τόν χρόνο, καί τό τελικό άποτέλεσμα, περισσότερο άπό ένα πρόσωπο, είναι μιά περιπλάνηση... (’Αλήθεια, γιατί ή μετάφραση άπέφυγε νά άποδώσει καί τά σημεία δπου τό κείμενο είχε έκφράσεις στά γαλλικά; ’Ερώτηση άναπάντητη...) ΑΠ ΟΣΤΟΛΟΥ Π ΑΠΑΓΙΑΝ Ν ΟΠ ΟΥ­ Λ ΟΥ: Ιστορία τής Θεσσαλονίκης.

Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1982. Σελ. 390. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ συμπαθητική τούτη ή προσπάθεια σύνοψης τής ιστορίας τής συμπρωτεύουσας σ’ έναν τόμο. Χωρίς αυστηρότητα στήν τεκμηρίωση (πού δφείλεται ίσως στό δτι ό συγγραφέας είναι άρχιτέκτονας κι όχι ιστορικός), κυλάει εύκολα στήν άνάγνωση, καθώς μάλιστα συχνά-πυκνά διαφαίνονται προσωπικές έκτιμήσεις καί προτιμήσεις σημερινών έπιλογών, πράγμα πού άδυνατίζει τήν έπιστημονική θεώρηση άλλά ένισχύει τήν


48/οδηγος

φτη / ό κόσμος υποδύεται τή γύ­ μνια του, γιά σένα» («Βιβλίο πρώ­ το», σελίδες 10 καί 22 άντίστοιχά) σέ σχέση μέ τό σεφερικό: «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / έπιστρέφει μόνο έκεϊνο πού ήσουν» («Τρία κρυφά ποιήματα», Η'). ’Ανάλογα επίσης ισχύουν καί γιά τούς στίχους «Δέν είναι πέργολα εδώ πού κάθομαι» - «καρφώνονται μέσα στη μνήμη τού ήλιου», («Βι­ βλίο πρώτο», σελίδες 7 καί 17 άντίστοιχα), πού άπηχοΰν τόσο έντονα τούς στίχους «Τώρα πού κάθομαι άνεργος καί λογαριάζω / λίγα φεγ­ γάρια άπόμειναν στη μνήμη» τού «Τελευταίου σταθμού» τού Γ. Σεφέρη, σέ συνδυασμό μέ τό πασί­ γνωστο πλέον χωρίο τών μακρυγιαννικών άφηγήσεων «έδώ εις τό "Αργος δπου κάθομαι άνεργος». "Οσο γιά κάποιους άκόμα στί­ χους, δπως «τό σώμα έχει δικά του άλογα / καί καλπάζουν σέ άνένδοτα τοπία» (σελ. 12), πού φέρνουν στό νοΰ τόσους καί τόσους άνάλογους στίχους πού έχουν κατά κό­ ρον χρησιμοποιηθεί στό παρελθόν, ή «<τά πράγματα δέν βγαίνουν σάν

καρφιά» (σελ. 10) πού θυμίζουν έν­ τονα καί Σαχτούρη καί Ά ναγνω στάκη, ή τά «σπίτια» τής ένότητας ΙΗ' πού κατάγονται άπ’ εύθείας άπ’ τά «σπίτια» τού Α ' τής «Κί­ χλης», τό μόνο πού θά μπορούσε ίσως νά ειπωθεί είναι δτι άποτελοΰν σαφή δείγματα καί τής, κατά τό μάλλον ή ήττον, άναφομοίωτης έπίδρασης τών ποιητών πού προσε­ ταιρίστηκε ό Δ.Κ . καί τού δείκτη τής επίπονης δουλειάς πού τού άπομένει νά κάνει προκειμένου νά μάς άποκαλύψει τό δικό του ποιη­ τικό πρόσωπο. Γενικά, τά όποια χαρίσματα τού ποιητή αύτοΰ καί ή τόσο έντονη ροπή του νά αυτοσχεδιάζει πάνω σέ ξένα κείμενα, λογοτεχνικά ή μη, μαχόμενα τό ένα τό άλλο, διαμορ­ φώνουν ήδη ένα έργο πού άσφαλώς καί θά μπορούσε νά ήταν καλύτε­ ρο. Τό μέλλον άς δείξει άν έχει τή δύναμη νά έπιβάλει τήν άναμφισβήτητη ευφυΐα του πάνω σέ όσα σήμερα τού θολώνουν τήν έκφρα­ ση. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

Σημειώσεις: 1. «Τρία κρυφά ποιήματα», Ζ · δσο γιά τόν στίχο «μέ δανεικές Αρρώστιες γιά τήν οικεία ήδονή» 6λ. τή σελ. 10 τον «Βιβλίου πρώτου». 2. Προτείνω τή μετάφραση «στην κλίνη έπλάγιασαν καί φράθηκαν τήν άγια τον ϋπνου χάρη», τών Ν. Καζαντξάκη - I. Κακριδή (’Οδύσσεια Π, 481). 3. Από διάλεξη τοϋ VaUry γιά τόν Bau­ delaire πού έγινε στό Μονακό τό 1924 (άπό μετάφραση Α. Καραντώνη). 4. Πρβλ. έμίσης: «Κι ύστερα Πάσχα τών 'Ελλήνων, πάει νά πει / Vhomme poursuit noir sur blanc», a. 20, ή «And Ezra Pound blind as a bat I broadcasting, with a broken mind I κι άπτερες νίκες μπήγονται / σέ κάθε ράχη όλόμανρη / οϊ σουδλερές φω­ νές», α. 9. 5. Ή έν λόγω στροφή έχει ώς έξης: «Έτσι κι άλλοιώς αίλουρος ή ψυχή μου / άς είναι σέ πανάρχαια Αγωνί­ σματα / όποιο τό όνομα τό έπαθλο ή έπιγραφή / μέ καί χωρίς αύτά ή σύ­ σπαση ή έκτίναξη / βαθύτερα Απ’ τόν έπαινο τά μάτια / πάντα Ανοιχτά καί δέχονται Ανεπαισθήτως», σ. 24.

«αυτός πάλι άπών μέσα στή διαρκή του παρουσία»1 ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ: Υπόκω φα, Μονοβασιά, Ιταλικό τρίπτνχο. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 95, 66,

Τρεις ποιητικές συλλογές τού Γιάννη Ρίτσου, γραμμένες σέ διαφο­ ρετικές χρονικές περιόδους, κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα τόν περα­ σμένο Δεκέμβρη.


οδηγος/49

Τά Υ πόκω φ α γράφτηκαν τό 1972 καί κυκλοφόρησαν, σέ γαλλική με­ τάφραση, πρώτα στό Παρίσι, τό 1976. 'Ο συγγραφέας, διακινδυ­ νεύοντας κι αύτό τό στοιχειώδες δικαίωμά του γραφής πού τού είχε άπομείνει, άπόδωσε τήν άποπνιχτική, καταπιεστική άτμόσφαιρα, γιά νά κατονομάσει μιά πραγματικότη­ τα πού τά μέσα μαζικής ένημέρωσης διαστρέβλωναν, ή άποσιωποϋσαν. Τό πολιτικό πρόβλημα -ή δι­ κτατορία- υπάρχει ύπαινιχτικά σ’ δλα τά ποιήματα, άκόμη κι άν στούς στίχους τους δέ φαίνεται κα­ νένα ίχνος κοινωνικοπολιτικής δεοντολογίας ή άντιστασιακής έπιχειρηματολογίας. Ή τραγικότητα δίνεται κι αύτή έμμεσα καί συμβο­ λικά μέσα άπό μιά καθημερινότητα κοινότοπη, δπου τό στιγμιαίο πα­ ράδοξο έναλλάσσεται μέ φευγα­ λέες, αυθεντικές, σκηνές άκρωτηριασμών καί εύνουχισμών. Ή προ­ σέγγιση έδώ δέν έχει τίποτε ν ’ άποκρυπτογραφήσει. Ό λεπταίσθητος καλλιτέχνης, πού μοιράστηκε γιά μισό αιώνα τή δοκιμασία σημαντι­ κής μερίδας τού άνώνυμου βασανι­ σμένου λαού, χωρίς μεταφυσικές μετατοπίσεις καί διανοουμενίστικους άκροβατισμούς έκφράζει «ύπόκωφα» πώς ...όοο / δυνατά η σιγανά κι αν μ ι­ λήσεις, κανείς δέν άκούει. / ...είναι ή έποχή τών κωφαλάλων, (σελ. 70) Ή - ματαιότητα τής απόπειρας λυτρωμοϋ, παθητικού κατασταλάγ­ ματος τής εμπειρίας, πηγαίνει χέρι χέρι μέ τήν άναγκαιότητα τού λυ­ τρωμοϋ. «Τό όξύμωρο τής ταλάντευσης»2 συγκεκριμενοποιείται άνάμεσα στό ποιητικό τρίτο πρόσω­ π ο3 -π ού έκπροσωπεϊ τόν ποιητήκαί στήν άλληγορική παρουσία τού τυφλού. Στήν αρχή ό τυφλός ήλιάζεται μέ τή συναίσθηση πώς κανέ­ να ποίημα δέν μπορεί ν ’ άλλάξει τί­ ποτε. Ή ελπίδα καί ή προσπάθεια άντίστασης είναι άνύπαρχτες. Ό τυφλός, άκινητοποιημένος σχεδόν καί άνήμπορος άπό τή φυσική του άναπηρία, είναι ταυτόχρονα καί ό προνομιούχος πού, ξεγλιστρώντας τήν άστυνόμευση μέσα άπό ένα γε­ νικά παραδεγμένο, άλλά στενό πε­ ριθώριο, κάνει χρήση άνυποψίαστων γιά τούς άλλους προσόντων. Είναι τά προνόμια πού μιά μακριά μυθολογική παράδοση τά θέλει άντίστροφες προεκτάσεις τής άναπηρίας. Ό τυφλός βλέπει καί έρχεται

σ’ έπαφή μ’ δ,τι οί άλλοι άγνοούν, προικισμένοι μέ μιά φυσιολογικότητα τόσο αυτονόητη καί αυτόμα­ τη, πού τελικά λειτουργεί σά συμ­ βατικότητα, καί έχει συχνά τά άντίθετα άποτελέσματα, δηλαδή τήν έλλειψη τής ούσιαστικής όρατότητας. Τόν ξεχνούμε ή τόν άγνοοΰμε καθώς τό ένα ποίημα διαδέχεται τό άλλο. Μά, στό τέλος, αύτός πού βλέπει μακριά καί μέσα άπ’ τά σκοτάδια, άναγνωρίζει τή σημασία μιάς κοινωνικής πράξης πού νά ξε­ περνά, δπως καί ή ματιά του, τά συμβατικά δρια. Ό τυφλός -φ ο ­ ρέας δραμάτων- είναι βρισμένος νά θυσιαστεί γιά μιά συλλογική άπελευθέρωση. Τό τελευταίο ποίη­ μα περιέχει τόν υπαινιγμό γιά τό άνέβασμα κάποιου Γολγοθά, πρά­ ξη άπό τήν όποια ό ποιητής άπομακρύνει κάθε πομπώδικη μεγαλοπραγμοσύνη καί φανταχτερό ήρωίσμό μέ τήν παρουσία τής ταπεινής χελώνας πού καθοδηγεί τό μύστη, trickster ευρηματικό, πού παρωδεί τήν έπισημότητα καί τήν έπαρση. Ή ποίηση είναι διέξοδος χωρίς ψευδαίσθηση άλλά καί ενόραση αι­ σιόδοξη: ό ποιητής, μέ τή μάσκα τού τυφλού, εμπλουτίζεται άπό τό ρόλο τού μύστη, χωρίς νά παύει νά είναι ό ίδιος. Ταυτίζει τή λύτρωσή του μέ τού μυθολογικού προτύπου, χωρίς νά αίρει δμως άπό τό πρό­ σωπο τόν υποκειμενισμό (άφομοίωση δραματικών βιωμάτων στήν άνακύκλωση τής βίας) καί άπό τό προσωπείο τόν άντικειμενισμό (εξυπηρέτηση ενός συλλογικού κοινωνικού πιστεύω πού ό ποιητής άναγνωρίζει λογικό καί άναπόφευκτο) καί χωρίς ν ’ άπαλείφει τόν εύ­ λογο διχασμό. Ό τυφλός - ό ποιη­ τής- άνταποκρίνεται τελικά σ’ ένα πανανθρώπινο κάλεσμα, κατά τή γνώμη του, καί ή τέχνη μένει, πα­ ραμένει, στήν υπηρεσία ένός δρά­ ματος, άτομικού καί συλλογικού, σύμφωνα μέ τό όποιο οί άνθρωποι, μιά μέρα, θ’ άπαλλαχτούν άπό τήν άλλοτρίωση καί θά γνωρίσουν τή γενική, τήν όλική άπελευθέρωση.5 Ή άπόσταση πού χωρίζει τό στε­ νό ιστορικό πλαίσιο τής γραφής μέ τό κλίμα τής σημερινής όμαλότητας δπου γίνεται ή άνάγνωση, δέν άφαιρεϊ τίποτε άπό τήν έπικαιρότητα τού προβληματισμού της. ’Αντίθετα, κάνει αισθητή τή διαχρονικότητα τού μετουσιωμένου βιώματος πού ή άξια του, νομίζω, δέν έξαρτιέται μόνο άπό τήν άμεση ταύτισή της μέ πραγματικά γεγονό-

οίκειότητα μέ τό κείμενο. Πάντως, όρισμένα στοιχεία, τών νεότερων κυρίως χρόνων καί τών τωρινών, προσδίδουν στό βιβλίο καί μιά χρησιμότητα, σέ ικανοποιητικό βαθμό. Α Χ Μ Ε Τ ΣΑΜΙΜ: Ή τραγωδία τής τουρκικής άριστεράς. ’Αθήνα, Στοχαστής, 1983. Σελ. 76. ΚΑΘΩΣ τά στόχαστρα τής δημοσιότητας -μ έ τήν άκρως επιφανειακή τους θεώρησησυγκεντρώνονται τόν τελευταίο καιρό δλο καί περισσότερο στή γείτονα χώρα, μελέτες σάν αύτή τού Σαμίμ γίνονται πολύτιμες γιά νά γνωρίσει κανείς τήν ουσία τού προβλήματος. Χωρίς πάθος καί εξωπραγματικές έπαναστατικότητες δ συγγραφέας άναλύει κριτικά τή διαδρομή τής τούρκικης άριστεράς, έτσι ώστε τά συμπεράσματα αυτογνωσίας νά συμβάλλουν στήν οικοδόμηση μιάς σοσιαλιστικής συνείδησης μέ πραγματικές ρίζες -κάτι δηλαδή πού άφορά στήν πραγματικότητα δχι μόνο τήν Τουρκία, άλλά καί τήν Ελλά δα καί κάθε λαό.

ΓΙΑΝΝΗ ΓΚΙΚΑ: Ντελάληδες. ’Αθήνα, Άστήρ, 1983. Σελ. 194 + 52. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ άπό μελέτη (άν καί τά στοιχεία πού περιλαμβάνονται θά δικαιολογούσαν καί αύτό τόν τίτλο) τό βιβλίο τού Γιάννη Γκίκα είναι ένα χρονικό. "Ενα χρονικό κάποιας πτυχής τής άνθρώπινης επικοινωνίας πού χάνεται πιά στήν τεχνοκρατική έποχή μας. Έ τσι, σάν «επικήδειος», παρουσιάζονται -μετά τίς πρώτες συνοπτικές ίστορικολαογραφικές άναφορές στόν θεσμό τού ντελάλη- οί τελευταίοι έπιζώντες καί μή «διαλαλητές» διαφόρων χωριών καί πόλεων τής χώρας. Γιά νά γίνει αύτή ή παρουσίαση τελικά


50/οδηγος πλαίσια- σάν ένα άμετακίνητο λαϊ­ κό ύπόβαθρο δπου έμεινε ή βεβαιότητα τον αιώνιον άπαρασάλεντη (σ. 14) γιά νά έπαληθέψει μέ έπίγνωση, δπως καί στά 'Υπόκωφα, τή ματαιοπονία τής εξέγερσης, τή μα­ ταιότητα τής άπόπειρας κάθε σωμοϋ, συμφιλιωμένος άπό τά πρίν μέ ...τήν πιό κοινή ιστορία / θαμβωτι­ κή μέσα στό αιώνιο τής έπανάληψής της (σ. 19). Μπαίνει άπό τούς πρώτους κιό­ λας στίχους μέσα στό χρόνοδιάρκεια, στό χρόνο-άξονα άποτυχιών κι έπιτυχιών, παρελθόντος, παρόντος καί μέλλοντος καί Γιάννης Ρίτσος τα, παρά καί άπό τη δύναμη αμφι­ σβήτησης άπέναντι σ’ ένα κατεστημένο πού τό έργο τέχνης έγκλείει. Έστω κι άν αύτό τό έργο γράφτηκε κάτω άπό συγκεκριμένες κοινωνι­ κές συνθήκες πού έπρεπε τό γρηγο­ ρότερο ν ’ άλλάξουν, δίνει ένα μή­ νυμα εύρύτερης άντίστασης. ’Αφήνοντας, αυθαίρετα, άπέξω πολλές άποχρώσεις καί λεπτομέ­ ρειες πού κάνουν τή μοναδικότητα τού έργου τέχνης, μπορούμε νά πούμε δτι, σέ γενικές γραμμές, ή συλλογή έχει μιά πολύ στενή θεμα­ τική καί μορφολογική συγγένεια μέ τή Γραφή τνφλοϋ (1979), πού γρά­ φτηκε ταυτόχρονα, καί μέ τήν προγενέστερή της συλλογή Πέτρες, ’Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα (1979).6 Καί οί δυό αυτές συλλογές έκδόθηκαν πρώτα στό έξωτερικό καί άργότερα στήν ’Αθήνα, καί δέν είναι βέβαια σύμπτωση ή έκδοτική αύτή λεπτομέρεια, πού έντείνει τόν πα­ ραλληλισμό. Ή Μονοβασιά γράφτηκε άπό τό 1974 ώς τό 1977, σέ μιά άρκετά ϊσοπεδωτική περίοδο πολυτεχνοκαπη­ λείας δπου οί λέξεις είχαν χάσει γιά μιά άκόμη φορά τό χρώμα τους στήν άερολογική προσπάθεια γιά τή διαμόρφωση τής κοινής γνώμης άπό τά έπίσημα χείλη καί τά πρό­ χειρα μέσα παιδείας. Σ’ αύτή τή θολωμένη κατάσταση πολλοί κου­ τσοβολεύονται καί περισσότεροι φαίνεται νά έχουν πειστεί πώς τί­ ποτε δέν άλλάζει άπό τή μιά μέρα στήν άλλη. Κυκλοφορεί κι αύτή ή συλλογή πρώτα στό Παρίσι (1980). Ό συγγραφέας διαλέγει τήν πα ­ τρίδα του -έν α άπό τά πιό άγαπημένα του ιστορικά καί γεωγραφικά

λογχίζοντας τό τίποτε νά ομολογή­ σει (σ. 56) φτάνει σέ μιά άχρονική σφαίρα ξέροντας κιόλας πώς τό ύστατο πή­ δημα θά ’φτάνε ως έκεί (σ. 57). Ή Μονεμβασιά γίνεται τό πεδίο πολλών εναλλασσόμενων περιπε­ τειών, τό σταυροδρόμι δπου άφησε τά ίχνη του τό πέρασμα τών αιώ­ νων. Ή γεωγραφική αύτή γωνιά πλησιάζει τό έξωπραγματικό τού άπέραντου, άνοιχτού πελάγου κον­ τά στή γυμνή, ύπομονετική πέτρα τής καθημερινότητας. Έ τσι τό άπιαστο, μεταφυσικό σχεδόν, χρώ­ μα τού νερού σμίγει μέ τό σκληρό, χειροπιαστό, χώμα τής στεριάς: Κάθε διχοτομία εξωτερική άφομοιώνεται, έξανεμίζεται κάτω άπό τόν ήλιο, φορέα ελπίδας καί εγγυη­ τή μιας συνέχειας. Τό πάν κάνει μέσα σ’ αύτό τό φυσικό πλαίσιο τήν έπαναληπτική του κίνηση, μετουσιώνει πράξεις καί αντιπράξεις ... μέ ίση ενλάβεια / τή λέξη έδώ ή έκεί τή λέξη αρχή ή κα ί τέλος (σ. 58) ενώ τό συνειρμικό παιχνίδι τής μνήμης άκολουθεΐ τήν κυκλική, άσταμάτητη ίδια κίνηση, μέσα στήν άπειρή της διάρκεια: Κάπου κάπου ή κίνηση τού παντός μπορεί νά γί­ νει κι άνάποδα, δέν έχει σημασία ...ο ί καλύτερες ήμέρες φτάνουν άπ ’ τ’ αντίθετο μέρος (σ. 47) κάθε συνειρμικό παιχνίδι παίζεται άντίστροφα. Ό ποιητής κάνει μιά ναρκισσική πορεία κατά μήκος τής θάλασσας,

τής μεγάλης έπιφάνειας δπου, σέ ταχτικά διαστήματα, καθρεφτίζον­ ται καί ή δική του αύτάρκεια καί ή άκεραιότητα τού τοπίου: μιά άνάβαση7 στή «μαλακή συνέχεια» τής μνήμης, βράχο τό βράχο, χωρίς υποψία, καί, μέ τή σιγουριά πού δίνει ή πλέρια συναίσθηση τής άδυναμίας καί τής ματαιότητας, γιά νά βρεθεί αυτό πού λένε αθάνατο νερό γιά θνητούς κι άθανάτονς (σ. 3). Έ χει διαλέξει ξανά ένα προσω­ πείο, τού τρελού, γιά νά ξεπεράσει τά συμβατικά δρια, ψυχολογικά καί κοινωνικά, καί νά φτάσει στή δική του λυτρωτική άποκάλυψη ...πώ ς τίποτα δέν έχει χαθεί (σ. 59). Ό άλλος δμως χρόνος, αύτός πού ύπάρχει δταν ό ποιητής εισχω­ ρεί στήν πολυεδρικότητα τού κό­ σμου, μέσα άπό τό δικό του αύτόνομο δυναμισμό, θά φέρει τήν ιστορική -ίσως άόριστη- δικαίωση τής ζωής. Ή κραυγή ένός παιδιού ενάντια στό θάνατο καί τήν έκμηδένιση είναι καί ή αίσθηση τού ιστορικού γίγνεσθαι πού έπισφραγίζει τή «μονοβασιά». Ό έπαναλαμβανόμενος προβλη­ ματισμός τού διχασμού, τό «όξύμωρο τής ταλάντευσης» πού δια­ τρέχει δλη τή συλλογή παίζεται άνάμεσα σέ δυό πρόσωπα, άπό τή μιά μεριά τόν τρελό, τό μύστη, τόν περιθωριακό μέ τό γαλάζιο κόκκαλο, τό κόκκινο φτερό κα ί τά κάτασπρα δόντια (σ.

10) κι άπό τήν άλλη τό άπαρηγόρητο βρέφος ή Τό π αιδί μέ τό κλουβί καί τό φανά­ ρι... / πού τή μεγάλη ’Ανάσταση έτοιμάζεται νά πραγματοποιήσει (σ. 25). Ή σημασία τού δεύτερου αύτοΰ άντιηρωικού πρωταγωνιστή έξυψώνεται μέ τήν παρεμβολή άλλοπρόσαλλων στοιχείων (προεξέχοντες κυνόδοντες, φραγκόσυκα κλπ.) πού τονίζουν παράλληλα καί τό δτι είναι άφιλτράριστος άπό τήν άμφισημία τών έμπειριών καί τίς διαλεχτικές άμφιβολίες. Αύτή ή άποξενωτική ποιητική διεργασία πού έξαίρει έναν πυρήνα άποκεντρώνοντας τήν προσοχή μας, είναι πο­ λύ συχνή σ’ δλο τό έργο τού Γιάννη


οδηγος/51

Ρίτσου. Κατευθύνεται άπό μιά ρεαλιστική, άλλά, συγχρόνως, μα­ γική ζωγραφικότητα πού κάνει τήν ποίηση αύτή άκαταμάχητα γοητευ­ τική. Χωρίς νά είναι άντιστασιακή μέ τή στενή έννοια τής λέξης, ή συλλο­ γή είναι, παρά τό βαθύτατο σκε­ πτικισμό, μιά ζωντανή άντίδραση στήν άπαισιόδοξη πείρα καί στήν παθητική εξάρτηση άπό τούς φο­ ρείς τών καταστροφών. Τό ειρηνι­ κό μήνυμα ελπίδας καί πίστης στή ζωή δίνεται μέσα άπό παράδοξες, πανέμορφες, άντιφατικές εικόνες, έλληνικές εικόνες, πού, μέ τήν υψηλή καλλιτεχνική τους στάθμη, συνδέουν τό συμπαντικό τοπίο της Μονεμβασιάς μέ τά τοπία τών συλ­ λογών Ή κυρά τών άμπελιών (1954) καί Ρωμιοσύνη (1966). Τό ’Ιταλικό τρίπτυχο έχει γιά κεντρικά επεισόδια τά τρία ταξίδια τοϋ συγγραφέα στήν ’Ιταλία. Σ’ αυτές τίς τρεις περιπλανήσεις στήν τόσο κοντινή μας, συναισθηματικά, ’Ιταλία, ή φαντασίωση καί ή πραγ­ ματικότητα παντρεύονται έρωτικά, σ’ ένα- κλίμα ποιητικής έξαρσης, καί μέσα στά πλαίσια μιάς ζεστής, έγχρωμης καί παράφορης αισθητι­ κής καί αισθησιακής δεοντολογίας. Έ τσι, ένας χιλιοχρησιμοποιημένος θεματικός καμβάς πού έχει δώσει ως τώρα άμέτρητα κοινότυπα μοτίβα σ’ δλους τούς τόνους καί άποχρώσεις, γίνεται στά χέρια τού Γιάννη Ρίτσου ένα άφιέρωμα άγάπης, μιά άπολαυστική πορνογρα­ φία, ένα παιχνίδι άδολης χαράς. Τό ’Ιταλικό τρίπτυχο άρχίζει μέ τή Μετάγγιση, πού γράφτηκε τό 1976 καί έκδόθηκε στό Τορίνο τό 1980. "Οπως τό δείχνει καί ό τίτ­ λος, ή ποίηση παίρνει αίμα, δύνα­ μη καί έμπνευση άπό τήν επαφή της μέ τήν όρατή καί άόρατη, διαρκώς παρούσα Ελλά δα , πού μάς πονάει στήν ’Ιταλία.8 Ό ποιητής, νιώθοντας άνάμεσα σ’ αύτούς πού είναι ΟΙ ωραίοι ο ί μόνοι οι άνυπεράαπιστοι I οί σιω πηλοί οί περήφανοι (σ. 33) άρχίζει τήν άνάβαση-άνάταση άπό τό Νότο πρός τό Βορρά χωρίς ν ’ άφήνει, παρά γιά μικρά διαστήμα­ τα, άπό τά μάτια του τό μεγάλο κά­ τοπτρο, τή θάλασσα: έκεί έπιβεβαιώνει δτι είναι μέσα ατό τίποτε μ έ όλο τό τίποτα / ευγενικός ό καθυστερημένος / ό

πρωτοπόρος ό Ανεξίθρησκος (σ. 11) μέσα στήν πολλαπλότητα τής λε­ πτομέρειας καί τής άδιάβλητης συ­ νέχειας. Σαγηνεμένος άπό τό ιταλι­ κό τοπίο, άφήνεται ελεύθερος γιά μιά υπόγεια έπικοινωνία μέ δ,τι έστησε ή καλλιτεχνική δημιουργία μέσα σ’ αυτό τό χώρο. Κάπου κά­ που εφιαλτικές εικόνες κατακερμα­ τισμού -έξευμενισμός ίσως άπό μέ­ ρους τοϋ ποιητή μιάς μακρινής άπειλητικής μοίρας- εναλλάσσον­ ται μέ νεκρούς: Σέ μιά άνοδική πο­ ρεία δπου ό χρόνος έχει χάσει ξανά τίς περιοριστικές του διαστάσεις, ή έννοια τοϋ θανάτου έχει κι αύτή μέ σύνεση ξεπεραστεΐ καί οί νεκροί μοιάζουν, νομίζω, μέ μορφές έξουδετερουμένόυ χρόνου. Τό δεύτερο ταξίδι έγινε τό 1978 καί τά ποιήματα τοϋ δευτέρου μέ­ ρους Ό κόσμος είναι ένας γράφτη­ καν άπό τό 1978 ως τό 1980. Καί πάλι ή άνηφορική πορεία. Ό ποιη­ τής εισδύει άπ’ τό τίποτε στό πάντα (σ. 92) άπαράλλαχτος σάν ... έναν κόκκινο άνθρωπο / πού κοι­ τάζει τόν κόσμο μέ μιαόκλειστα άπ ’ τό θάμβος μάτια (σ. 105). Ξεχασμένο τό μέτρο τών διχασμέ­ νων αξιών στή γενική πανδαισία τών αισθήσεων, τής μνήμης καί τοϋ παρόντος καθώς διαιωνίζεται τό αιώνιο (σ. 105) στά πόδια τής κυράς δλων τών άμ­ πελιών τής ζωής, τής συμφιλιωτι­ κής θεάς ...Αειπάρθενης κόρης / πού στέκε­ ται κάτω άπ ’ τό φανοστάτη (σ. 75). Ό ποιητής ένεργοποιεΐ τόν άν­ θρωπο πού. έχει μέσα του, μέσα σ’ έναν συμπαντικό έρωτισμό, μέσα στή θαυμαστή νομοτέλεια τής αι­ σθησιακής σύζευξης τοϋ καλού καί τοϋ κακού. Ή ’Ιταλία γίνεται μιά πίστη σέ.κάτι τό άναλλοίωτο, κάτι άπιαστο καί ταυτόσημο μέ τήν ίδια τή ζωή. Τό κύριο πρόσωπο ταυτί­ ζεται μέ τίς αισθήσεις του καί άφομοιώνει τά στοιχεία τών ερεθισμών τών δύο φύλων γιά νά έκφράσει μιά ύπέρ-φυλη, πού λέει ό Βέλτσος, σεξουαλικότητα, μιά δλική άπάντηση πού ’χαμέ Αναζητήσει / σέ συζητή-

«κατάθεση» στόν λαϊκό κοινωνικό βίο καί μαζί στοιχείο στοργής.

ΘΕΟ Δ Ω Ρ Ο Υ Ν ΗΜ Α: Δημοτικά τραγούδια τής Θεσσαλίας. Τόμος Β'. Θεσσαλονίκη, ’Α φ ο ί Κυριακίδη, 1983. Σελ. 542. ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΣ τό έργο καταγραφής τών θεσσαλικών δημοτικών τραγουδιών (πρώτος τόμος τό 1981, μέ τραγούδια σχετικά μέ ιστορικά γεγονότα καί μυθικά περιστατικά), στό όγκώδες αύτό βιβλίο του ό φιλόλογος ερευνητής έχει συγκεντρώσει τώρα πάνω άπό 1200, μέ θέμα τους τή θρησκευτική, κοινωνική καί οικογενειακή ζωή. Ή δλη δουλειά είναι πραγματικά μοναδική, καθώς συμβάλλει άποφασιστικά στή διάσωση ένός υλικού πολύτιμου στό χώρο τού λαϊκού πολιτισμού. Καί τήν πρωτογενή άξια τής συλλογής ολοκληρώνουν οί σημειώσεις, οί πίνακες καί τά άλλα βοηθητικά στοιχεία τοϋ τόμου.

ΒΑΣΙΛΗ ΡΑΦΑΗΑΙΔΗ: Λεξικό ταινιών (Τόμος IV). ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 183. ΜΕ τόν τόμο αύτό συμπληρώνεται τό λεξικό τών ταινιών, πού βασίζεται σέ κριτικές τού Βασίλη Ραφαηλίδη σέ εφημερίδες καί άλλα έντυπα. (Οί ταινίες άκολουθούν τήν άλφαβητική σειρά τών σκηνοθετών τους πάντα, ένώ στό τέλος ύπάρχει εύρετήριο καί τών τεσσάρων τόμων.) Ό κριτικός λόγος κι έδώ έξυπηρετει -μ έ ελάχιστες έξαιρέσεις- τήν άνάπτυξη μιάς διαλεκτικής σχέσης άνάμεσα στό κοινό καί τό δισδιάστατο δημιούργημα πού παρακολουθεί στήν όθόνη. Καί ύποβοηθεί έτσι στή δημιουργία «ύποψιασμένων» θεατών στήν


52/οδηγος

σεις, σέ μουσεία, σέ Αναβολές κα ί σέ Αποσιωπήσεις (σ. 64). Κι έμεΐς, βουβοί παρακολουθούμε ... μέ Αχόρταγο μάτι κολλητό στην κλειδαρότρυπα τής ’Ιστορίας (σ. 72) τή συνισταμένη γραμμή τού μυαλού καί τής καρδιάς νά διαγράφει μιά καί μόνη άρμονική κυκλική κίνηση: δ κόσμος είναι ένας, βέβαια, άδιχοτόμητος. Τό τρίτο μέρος, Τό άγαλμα στη βροχή, γράφτηκε τό 1980, κατά καί μετά τήν τελευταία επίσκεψη στήν ’Ιταλία. Τό ταξίδι γίνεται άντίστροφα, άπό τό Βορρά στό Νότο, ό ποιητής, άς πούμε, έρχεται άνάποδα, άλλά τό είπαμε, τό παιχνίδι τής μνήμης παίζεται αντίστροφα, ή κα­ τάβαση έχει τούς ίδιους νόμους μέ τήν άνάβαση. Μέ μικρές δόσεις έχει άφομοιώσει τό Απέραντο καί άποκρυσταλλώσει τά μαθήματα τής έμπειρίας του. Σάν ένα άγαλμα στή βροχή, άτρωτος, χωρίς παθητικές αντανακλάσεις τού βιωμένου, θά ξαναζήσει τήν ενότητα τού άδιχοτόμητου κόσμου, τού εθνικού καί

τού μή εθνικού, μέσα άπό τά δια­ δοχικά μνημεία καί τούς εναλλασ­ σόμενους ερεθισμούς, μέσα άπ’ δλο αύτό τό υλικό πού άπλώνεται παν­ τού σά ν ά θέλει νά άποκαλύψει κά­ θε παραλλαγή τής ζωής. Διαβάζοντας τό ’Ιταλικό τρίπτυχο γίνεσαι ...π ά λι ένα π α ιδ ί πού θέλει νά κλάψει / Απ’ τά όμορφα τοϋ κόσμου... (σ. 107) ή άκόμη ένα κορίτσι κατάμαυρο άπ ’ τόν ήλιο μέ άσπρη δαντελένια μαντήλα (σ. 79) ή καί ...ή Αόρατη γυναίκα Αμείλικτη στή μαρμάρινη Αψίδα (σ. 45) καθώς δλα γυρίζουν λειτουργικά στό καταδικό τους παρελθόν, ένώ τά δρία ζωγραφικής, ποίησης καί γλυπτικής μπερδεύονται καί πάλι. ’Αφήνοντας κατά μέρος κάθε αυ­ τοάμυνα, σού ’ρχεται νά φωνάξεις τήν ευνόητη λέξη τού ποιητή: Γκιντάλμπρι (σ. 89), κατά τό πρότυπο

ενός πρωτογενούς ήχου ένωτικοΰ -δπω ς καί ή Γκραγκάντα- πού άδελφώνει τό σύμπαν σ’ έναν ειρη­ νικό όργασμό, έναν αυθόρμητο χο­ ρό πού τόν σέρνουν, χωρίς καμιά σοβαροφάνεια, τής γής ο ί κολασμέ­ νοι (σ. 81) μαζί μέ κάθε είδωλο τού άπωθημένου ερωτισμού σου. Μέ τίς τρεις αύτές ταυτόχρονες έκδόσεις ξαναπιάνει ό άναγνώστης τό νήμα τής Τετάρτης διάστασης (1978) καί ενός σημαντικού μέρους τών συλλογών τού Γίγνεσθαι (1977): Ή ναρκισσική, πικρή μο­ ναχικότητα τού ποιητή συνυπάρχει μέ τήν κοινωνική έγνοια καί τήν άντίληψη τού κοινωνικού χρέους τού συνειδητοποιημένου άνθρώπου, ό προβληματισμός τής άπουσίας-παρουσίας δείχνεται στήν πολυεδρικότητά του καί, χωρίς νά μεταβληθεΐ σέ υποδειγματική, έξωτερική, πρότυπη κατάσταση, παρα­ μένει μιά μυστική, έσωτερική, άλήθεια. Ό άπών-παρών καλλιτέχνης πληρώνει διαρκώς τό τίμημα τής δικής του έξαιρετικότητας καί τής έπίγνωσης τής γενικής κοινοτυπίας μέ τήν άπέραντη μοναχικότητά του, ένώ παράλληλα προφυλάγεται


οδηγος/53 νά μή μείνει άπών, νά μήν τοΰ λείψει ή άγάπη καί ή άνάγκη συμμε­ τοχής, κίνητρα τής κοινωνικής του λειτουργίας καί καθημερινής του έπιβεβαίωσης καί συγχρόνως πηγές έμπνευσης καί ανανέωσης. Τό νήμα αυτό συνδέεται καί μ’ έναν άπό τούς κεντρικούς άξονες τοΰ έργου τοΰ Γιάννη Ρίτσου: είναι ή διαδικασία ύποκειμενοποίησης (individuation)9 τοΰ κυρίου προσώ­ που, πού, έπαναλαμβάνοντας τό τυπικό τοΰ άνδρικοΰ άρχετύπου, δπως αύτό ζωντανεύεται σέ βασι­ κούς μύθους, όλοκληρώνει ένα τα­ ξίδι προσωπικής έμπειρίας καί λύ­ τρωσης, όχι χωρίς τάση αύτοθυσίας. Φεύγει άπό έναν κόσμο γεμά­ το θλιβερούς περιορισμούς, άπό μιά ιστορία τήν όποια δέ θέλει νά δυναστέψει, άλλά ούτε καί νά περιφρονήσει. Ή πορεία, μέ τίς άλληγορικές της φάσεις, δέν είναι μόνο μιά άναπλήρωση, ένα υποκατάστατο μιάς χαμένης, μαζικής άνάτασης γιά τόν ψυχολογικά περιθωριακό, γιά τόν καλλιτέχνη. Κι ούτε μόνο μιά άπλή άπομάκρυνση άπό τήν άνεπαρκή πραγματικότητα. Πάνω άπ’ δλα εί­ ναι μιά άνάγκη συνειδητοποίησης, μιά περιπέτεια γιά τήν εύρεση -ά λ ­ λοτε πάλι γιά τήν έπιβεβαίωσηπροσωπικής συνείδησης, μιά προσ­ πάθεια γιά νά φτάσει τό γίγνεσθαι στή μεγαλύτερή του ένταση. 'Υπερ­ νικά, μέσα άπό διαδοχικά στάδια έκμηδένισης τοΰ χρόνου, τήν άνομοιότητα, συγχωνεύοντας τίς συγ­ κρούσεις άπό τά ζεύγη τών άντιθέτων, δπως καλό-κακό, ύποκειμενικό-άντικειμενικό. "Οταν φτάσει στήν αυθεντία τοΰ «τίποτε», εικόνα τοΰ έξω κόσμου πού στήν ψυχή τοΰ άναζητητή γίνεται άλλόκοτη πραγ­ ματικότητα, θά δει άντιταγμένη άπέναντί του τήν άκατέργαστη δύ­ ναμη τής ζωής πού όδηγεϊται άπό τήν άναγκαιότητα -μοναδικό κρι­ τήριο- πού καίει. Θά ξαναγυρίσει πίσω μέ τίς εικόνες καί τά άπομνημονεύματα ένός ήσυχου Ανθρώπου πού δέν ήξερε τίποτα,10 μυημένος πιά, δχι γιά νά πάρει τό δρόμο τών πολλών, παρά γιά νά τόν άλλάξει. Ό ποιητής έχει κερδίσει τήν καταδική του διαφάνεια καί αυθεντικό­ τητα ... τό Αναλλοίωτο κα ί τό αμετάβλη­ το / τό Αναπόφευκτο, τό Ανέφικτο, τό Ανέκφραστο11 έχει εκπονήσει τή γεωγραφία τοΰ έξαιρετικοΰ

Έ ι -φ ώ να ξε- κύκλος, τροχός, τό πάνω καί τό κάτω.12 Σ’ αύτή τήν άπογείωση, τήν πτή­ ση καί τήν άφιξη -ταξίδι πού μπο­ ρεί νά γίνει κι άντίστροφα- τό κύ­ ριο πρόσωπο βρίσκεται σ’ έξακολουθητική σχέση μέ τήν εντατική ζωτικότητα ένός κύκλου, όπου δλα βρίσκουν ολοκλήρωση καί προορι­ σμό σέ μιά άβίαστη, άέναη κίνηση. Μιά διάχυτη, πανταχοΰ παρούσα, θεά κρατά τή ζυγαριά τής άρμονίας καί τής ειρήνης, μιά ενότητα μή άμφιθυμική, σιγουρευτική καί άφθαρτη στό συνεχή θάνατό της καί στήν άσταμάτητη άνάγεννησή της. 'Ο μητριαρχικός αυτός παρά­ δεισος -άντίθεση στήν καθημερινή δομική τάξη τής βίας καί τοΰ άνταγωνισμοΰ- άποδέχεται τόν ποιητή, συγκαλύπτει τίς ρήξεις τών διαμέ­ σων στά στάδια τής πορείας, καί στέκεται, αύτόπτης μάρτυρας καί κριτής, άρτια καί άδιάφορη, στήν περιφέρεια τών άποκαλύψεων. Α ύ­ τή ή λεπτή νοσταλγία δέν προβάλ­ λεται μόνο σάν όνειρικό, συμπαντικό κέλυφος. Συγκεκριμενοποιείται σέ ήλικιωμένες γυναίκες τοΰ λαοΰ, σέ καλοκάγαθες πόρνες, σέ άειπάρθενες άμαζόνες, σέ προφήτισσες-μεσολαβήτριες άνάμπ' στό κοινό καί τό υπερβατικό, σέ έξιδανικευμένες γυναικείες υπάρξεις, τοΰ τοπίου τής εξοχής ή τής πόλης, πού κρατούν, αμίλητες, πεισματι­ κές, ίσως καί θυμωμένες, υποκατά­ στατα συμβόλων παλιάς, ουσιαστι­ κής εξουσίας. Μορφολογικά, οί τελευταίες αυ­ τές εκδόσεις συνδέονται μέ τίς συλ­ λογές Μαρτυρίες Α '-Β ' (19631966), ’Ασκήσεις (1967), Χάρτινα (1974), Τό ρόπτρο (1975), Τό μα­ κρινό (1975), Πάροδος (1980), Τά έρωτικά (1981). Ποιήματα όλιγόστιχα, δίχως ρητορικούς χρωματι­ σμούς, σέ ύφος λιτό καί υπαινικτι­ κό. Τό καθένα ποίημα, ρυμοτομημένο μέ άκρίβεια μέσα στή συλλο­ γή, έχει τήν αυτοτέλειά του καί μιά δική του καθαρμένη ουσία. Καί αύτά τά τελευταία ποιήματα κατα­ τάσσονται στόν «κύκλο τών πραγ­ μάτων».13 Στό μικρό, σχεδόν εύθραυστο σκελετό τους εισβάλλει μιά άκατά­ σχετη ροή καθημερινών πραγμά­ των. Ποικίλα, άφανή, άποδραματοποιημένα, άπογυμνωμένα άντικείμενα, σύνεργα καθημερινής άναγκαιότητας, «μικρόκοσμος τής έργατικής καί μικροαστικής μιζέ-

έπαφή τους μέ τό κινηματογραφικό έργο.

ΧΑΙΤΗΣ ΤΣΙΛΙΜΙΓΚΡΑ: Ό χορός. ’Αθήνα, Μέλισσα, 1983. Σελ. 227. ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ -κυρίως γιά δσους βρίσκονται στά πρώτα στάδια γνώσης- πάνω στήν τέχνη τοΰ χοροΰ, τό βιβλίο χωρίζεται σέ τρία μέρη: Στό πρώτο δίνονται στοιχεία τής ιστορίας καί τής έξέλιξής του. Στό δεύτερο παρουσιάζεται ή θεωρητική πλευρά τής χορευτικής εκπαίδευσης. Καί στό τρίτο έχει συγκεντρωθεί μιά σειρά άπό άσκήσεις, σέ εφαρμογή τής σύγχρονης χορευτικής τεχνικής. Έ τσι (χωρίς νά πείθει άπόλυτα), τό κείμενο -δεδομένης καί τής παντελοΰς έλλειψης άνάλογων έλληνικών εκδόσεων γιά τό χορόέξυπηρετεί σέ μεγάλο βαθμό τούς στόχους του.

ΘΑΝ ΑΣΗ ΣΠ Υ ΡΟ Π Ο Υ ΛΟ Υ : 16 ρεμπέτικες ζωγραφιές. ’Αθήνα, Συλλέκτης, 1983. (16 μονόφυλλα καί ένα τετρασέλιδο σέ θήκη). ΑΝ καί δέν άποτελεϊ καθαυτό βιβλίο, ή έκδοση μέ τά σχέδια τοΰ Σπυρόπουλου άξίζει νά άντιμετωπιστεϊ καί σάν τέτοιο. Γιατί οί συνθέσεις του άποτελοΰν μιά έμπνευσμένη λαϊκή μαρτυρία γύρω άπό τό ρεμπέτικο, μέ ψυχολόγηση μορφών καί καταστάσεων, χωρίς τήν έπιτήδευση τοΰ γνωστικά «έπαΐοντα», άλλά μέ τήν άλήθεια τοΰ άνθρώπινα συμπάσχοντα καί συμμετέχοντα. Τήν έκδοση συμπληρώνει ένα ένθετο μέ μιά έκτενή παρουσίαση τοϋ καλλιτέχνη καί τών έργων του άπό τήν τεχνοκριτικό Ντόρα Ή λιοπούλου-Ρογκάν.


54/οδηγος

ριας καί ψυχαγωγίας ... πρώτη ΰλη τοΰ ποιήματος καί τελική του άτμόσφαιρα»14 άποτελοΰν τό κα­ θοριστικό πλαίσιο τοΰ συγγραφέα πού θέλει τό έργο του νά καταγρά­ φει τή λαϊκή άφάνεια καί καθημε­ ρινή ρεαλιστικότητα. Χρήσιμα πράγματα, λοιπόν,

Σημειώσεις: 1. Ρίτσος Γ. ’Ιταλικό τρίπτυχο, σ. 14. 2. Προκοπάχη Χρ. «Ή πορεία πρός τή Γκραγκάντα» in ’Αφιέρωμα στό Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, 1981, σ. 281. «’Εσωτερική κίνηση τον έργου» όνομάζει ή Χρ. Προκοπάκη τήν Αν­ τίφαση αυτή Ανάμεσα «στήν πίστη τοΰ έργου καί στήν Αμφιβολία, στό θάνατο καί τήν ιστορία, τή σιωπή καί τό ποίημα». 3. Ρίτσος Γ. «... τό δεύτερο ή τό τρίτο πρόσωπο, πιό Αντικειμενικό, μέσα στή σύγχρονη ποίηση, &ν δχι Από πραγματική μετριοφροσύνη, τουλά­ χιστον Από συνείδηση τοΰ κακόηχου καί Ανάρμοστου τής υπεροψίας -έστω καί σάν προσωπείο σεμνότη­ τας». «Περί Μαγιακόβσκη» in Μελετήματα, Κέδρος, 1974, σ. 29. 4. Δέν Αποδίδεται έλληνικά τό όνομα των μικροϋπάρξεων πού έφεϋραν οι ’Ινδιάνοι καί πού γλιστρούν Ακάλε­ στες μέσα στήν Ανθρώπινη περιπέ­ τεια. Κατά τούς Αναλυτές των άρχέγονων μύθων (Jung, Ricketts) τA tric­

... κάτι μικροπράγματα I άπλά πράγματα, πραχτικά κι όμορφα / τά μαχαιροπήρουνα τής φαμίλιας I τό μισό καρβέλι πού ξεράθηκε I τά έργαλεϊα τής δουλειάς / όυό μπα­ λωμένα πουκάμισα I κα ί κείνο τό παλιό ντουφέκι / κα ί τά κόκαλα των προγόνω ν του15

καί προσδιορισμένα μέσα οικειότη­ τας καί επικοινωνίας, τόποι συνάν­ τησης τής άτρμικής, περιθωριακής πείρας καί τής δημόσιας περιπέ-

ksters έπιζοϋν στή λογοτεχνία, κρα­ τώντας πάντα τό δυαδικό τους ρόλο μέσα στήν Αφανή παντοδυναμία

Ανάληψη κτλ.) αέ άρχέγονες δοξα­ σίες ριζωμένες στή βασική Ανάγκη γιά Αποδέσμευση. Προκοπάκη Χρ., idem, σ. 343-357. 8. Γι’ αυτό τό πρώτο ταξίδι τοΰ ποιητή ύπάρχει Αναφορά καί στήν αύτοβιογραφική συλλογή Τό τερατώδες Αρι­ στούργημα, στόν τόμο τοΰ Γίγνε­ σθαι (1977), σ. 365. 9. Μέ τήν έννοια πού δίνουν στόν όρο οί C. Jung καί J. Campbell μελετών­ τας τήν Αρχέτυπη συμπεριφορά τών λογοτεχνικών προσώπων, πού συνε­ χίζουν τή μυθολογική παράδοση. 10. 'Υπότιτλος τής συλλογής Τό τερα­ τώδες Αριστούργημα (1978). 11. Γκραγκάντα in Τό Γίγνεσθαι (1977), σ. 66. 12. Idem. 13. Βελουδής Γ. Γιάννη Ρίτσου’Επιτομή, Κέδρος, 1977, σ. 18. 14. Μαρωνίτης Δ . «Προβλήματα ποιητι­ κής οίκονομίας ατό έργο τοΰ Γιάννη Ρίτσου», Ή Λέξη, τ. 8, Όκτ. 1981, σ. 596-598. 15. Οί γειτονιές τοΰ κόσμου in Τά έπικαιρικά (1975), σ. 83.

5. Ρίτσος Γ. «Τό Ιδεολογικό ύπόβαθρο τής τέχνης, τό κοινωνικό καί ήθικό, Αν δέν είναι ό πρώτος λόγος τής Αξίας της, είναι ώατόσο ό τελικός. Γιατί Από ’να σημείο καί πέρα, όταν ή τέχνη ξεπεράσει τά πρώτα στάδια τής Ατομικής έξομολόγησης καί Απολύτρωσης του καλλιτέχνη, τής αύτοθεραπείας του, γίνεται Αναγκα­ στικά καθολική έκφραση τής Ανάγκης όλων τών Ανθρώπων γιά δικαιοσύνη, έλευθερία, ευτυχία, γιά κατάλυση τής Ασφυχτικής μόνω­ σης», idem a. 25. 6. "Ολες οί ήμερομηνίες άναφέρονται στήν πρώτη έκδοση κάθε συλλογής. 7. Ή Χρ. Προκοπάκη έπυσημαίνει τήν πρός τά πάνω πορεία του ποιητή καί, συμφωνώντας μέ τίς Απόψεις τοΰ Μ. Eliade, Ανάγει κάθε Ανάβα­ ση τοΰ ποιητή (πέταγμα, πορεία, άνέβασμα μέ σκάλα ή Ασανσέρ,

ΑΓΓΕΛΙΚΗ WORNING

«εγώ» σέ τρίτο πρόσωπο Μ ΑΡΓΚΕΡΙΤ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ: Ευ­ λαβικές Αναμνήσεις. Μετ. ’Ιωάννας Δ. Χατζηνικολή. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1982. Σελ. 359.

’Αναζητώντας, μες άπ’ τίς μυστικές διαδρομές ενός πλάνητα, ίχνη κόσμων πού χάθηκαν, στραμμένη διαρκώς σ’ αύτό πού δέν υπάρ­ χει πιά, ή Μαργαρίτα Γιουρσενάρ μάς άποκαλύπτει, μέ τίς αύτοβιογραφικές της «Ευλαβικές αναμνήσεις», τά νήματα πού κίνησαν τήν περιπλάνησή της. Μιά μέρα τοΰ 1316, στή Λιέγη, ό ιππότης Libier de Quartier παντρεύεται τήν Ida de Hollogne, «χωρίς νά ξέρει ότι τόν άκολουθεΐ μιά “μικρανιψιά” πού θά γεννηθεί» 600 χρόνια μετά τό θάνατό του καί θά παρακολουθήσει τή σπορά αύτής τής γενιάς γιά ν’ άνακαλύψει ποιά νήματα λύθηκαν καί πόσοι κόμποι δέθηκαν στό πρόσωπό της.


οδηγος/55

«Τό πρόσωπο πού όνομάζω έγώ ήρθε στόν κόσμο μιά Δευτέρα, στίς 8 ’Ιουνίου τοϋ 1903, κατά τίς 8 τό πρωί, στίς Βρυξέλλες, καί είχε γιά γονείς έναν γάλλο πού άνήκε σέ μιά παλιά οικογένεια τοϋ Βορρά καί μιά βελγίδα πού οί πρόγονοί της είχαν έγκατασταθεΐ γιά μερι­ κούς αιώνες στή Λιέγη.» Δείγμα υποταγής μάλλον στούς κώδικες τοϋ γραπτοϋ λόγου παρά σημάδι έξομολογητικής διάθεσης, αύτό τό «έγώ» σέ τρίτο πρόσωπο, πίσω άπό τό όποιο, όπως καί πίσω άπό τά πρόσωπα των μυθιστορημάτων της, αύτή ή κόσμια κυρία τών 80 Μαίων ξέρει τόσο καλά νά κρύβεται, δέν θά μάς άποκαλύψει κι αύτή τη φο­ ρά τά μυστικά της. «Ή γαλλική έπιμονή της “λατρείας τής προσω­ πικότητας” τού γράφοντος ή εκεί­ νου πού μιλάει, μέ άφήνει πάντα άναυδη. Νά τολμούσα νά πώ δτι τήν βρίσκω φοβερά μικροαστική; Ή βρίσκονται δλα μέσα στό δλο ή τότε δέν άξίζει νά τά συζητάμε» («Μέ άνοιχτά τά μάτια»). Στό πρόσφατο πέρασμά της άπό τήν Ε λλά δα , ή Γιουρσενάρ μοϋ ομολόγησε δτι έχει μεγάλη δυσκο­ λία νά δημοσιεύσει τό «Quoi, Γ Eternite?», τρίτο τόμο τοϋ αύτοβιογραφικού της κύκλου μέ γενικό τίτλο: « Ό λαβύρινθος τοϋ κό­ σμου». Ό πρώτος τόμος, «Εύλαβικές άναμνήσεις», άναφέρεται στήν ιστορία τής οικογένειας άπό τήν πλευρά τής μητέρας της, ή όποια πέθανε 10 μέρες μετά τή γέννηση τής Μαργαρίτας. «Τά άρχεΐα τοϋ Βορρά» πραγματεύονται τήν ιστο­ ρία τοϋ πατρικού κλάδου τής οικο­ γένειας. Καί στά δύο βιβλία, πού τελειώνουν δταν ή συγγραφέας εί­ ναι έξι εβδομάδων, «ή συμμετοχή τών προσωπικών άναμνήσεων δέν είναι φυσικά άξιόλογη». Τό τρίτο δμως βιβλίο, μέ τίτλο δανεισμένο άπό τόν Rimbaud τών 'Οραμάτων καί τών ’Εκλάμψεων, είναι ή έξιστόρηση τών παιδικών της χρόνων· «είναι έπίσης ή ιστορία τών τελευ­ ταίων 25 χρόνων τοϋ Μισέλ (τοϋ πατέρα της), ενός Μισέλ πού ένδιαφερόταν γιά τήν κόρη του καί σίγουρα τήν άγαποΰσε, πού άγαποϋσε δμως συγχρόνως καί άλλες γυναίκες (...) καί πού ένδιαφερόταν έπίσης καί γιά άλλα πράγματα πού δέν ήσαν ούτε οΐ έρωμένες του, ούτε ή κόρη του» («Μέ άνοιχτά τά μάτια»). Τό θέμα, λοιπόν, υπο­ χρεώνει αύτή τή φορά μιά συγγρα­ φέα πού άντιπαθεΐ τίς διαχύσεις νά

καταφύγει στίς άποχρώσεις τών προσωπικών άναμνήσεων. « Ό πα­ τέρας μου ήταν πρόσωπο ύπαρκτό, έζησα μαζί του... Έ χω μεγάλη δυ­ σκολία νά τόν άποκαλύψω δημό­ σια.» Αιδώς μιάς άριστοκράτισσας π ού, άπό παράδοση, συνήθισε νά περιφρονεί «τά μυστικά τής κρεβα­ τοκάμαρας», ταπεινοσύνη μιάς γυ­ ναίκας πού έχει άφομοιώσει τά δι­ δάγματα τών άνατολικών θρη­ σκειών, ή πεποίθηση δτι ό άνθρω­ πος ισχύει σάν άπόλυτη άξια μέσα στόν χρόνο κι δτι ό συγγραφέας υπάρχει «γιά νά εκφράζει αύτό πού οί άλλοι αισθάνονται χωρίς νά μπορούν νά τού δώσουν μορφή»; Στίς «Ευλαβικές άναμνήσεις» οί πρόγονοι τής συγγραφέως, κι αυτοί άκόμα οί γονείς της, άντιμετωπίζονται σάν μυθιστορηματικά πρό­ σωπα. Ή οικογένεια άποτελεΐ άπλώς ένα πεδίο μελέτης, ένα ντο­ κουμέντο πού δέν έχει άλλοιωθεί άπό τίς έρμηνεϊες τής ιστορίας καί τίς διαμάχες ιδεών καί κομμάτων. «Περισσότερο πλάνητες παρά πραγματικοί ταξιδιώτες, ό Μισέλ (ό πατέρας) καί ή Φερνάντ (ή μητέ­ ρα) ξανακάνουν χωρίς νά κουρά­ ζονται ένα είδος εποχιακού γύρου πού τούς ξαναφέρνει στά τοπία καί τά ξενοδοχεία πού προτιμούν. Ή Ευρώπη είναι άκόμη ένα ώραίο πάρκο μέσα στό όποιο οί προνο­ μιούχοι κάνουν τόν περίπατό τους μέ άνεση καί στήν όποια οί ταυτό­ τητες δέν έχουν άλλη χρήση άπό τό νά παίρνεις τήν άλληλογραφία σου άπό τήν πόστ-ρεστάντ.» Ή μνήμη δέν έχει δρια, ούτε οί­ κτο, συνθλίβει τό άντικείμενό της δπως ό ζωγράφος τό μοντέλο του. Ή Μαργαρίτα Γιουρσενάρ δέν τήν έμπιστεύεται. « Ή μνήμη πιστεύει πρίν ή γνώση θυμηθεί. Πιστεύει πολύ πρίν θυμηθεί, πολύ πρίν ή γνώση άρχίσει ν ’ άναρωτιέται» (Φώκνερ-«Φώς τού Αύγούστου»). Γιά τή Γιουρσενάρ ή γνώση συντελείται μέ τήν άπόσταση. "Οσο με­ γαλύτερη άπόσταση κρατάς άπό τό πρόσωπο πού περιγράφεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις νά τό γνωρίσεις. Εύλογα λοιπόν τά ταξίδια τής Γιουρσενάρ μέσα στό χρόνο- εύλογος καί ό πρωταγωνι­ στικός ρόλος τής ιστορίας. Οί κα­ λύτερες σελίδες της είναι αύτές δπου άνασταίνει τά περασμένα, χάρη στήν άρμονική συνεργασία μιάς σχολαστικής γνώσης τής ιστο­ ρίας μέ τή φαντασία. «Μιά χήρα μόνη μ’ ένα γιό καί μιά κόρη είκοσι

Ν ΙΚΟ Υ ΠΛΑΤΗ: Κάμα Τσούχτρα. ’Αθήνα, 'Εξάντας, 1983. Σελ. 230. ΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ έπικίνδυνα άνάμεσα στό ευτράπελο άνάγνωσμα καί τό άλφαβητάριο τών άναρχοαυτόνομων, τό βιβλίο τού Νίκου Πλατή διατρέχει «χώρους» καί «ήθη» τού περιθωρίου (ή τής πιό κοντινής πρός αύτό περιοχής). Καί μέ μιά άστικής σχεδόν έπιστημονικότητας κατάταξη τού υλικού (άλλά δχι καί άνάλογη τεκμηρίωσή του) γίνεται -δπ ω ς θέλει καί ό υπότιτλος- όδηγός γιά τήν έπιβίωση σ’ αύτό τό περιθώριο. Ίσω ς (κι αύτό δέν είναι σίγουρα περιθωριακή άποψη), μέ ένα ξαναχτένισμα τού περιεχομένου τό βιβλίο ν ά γίνει καί λαϊκή λαογραφική μελέτη, άποδεκτή άπό τίς έπόμενες γενεές... ΑΝ ΔΡΕ Α ΑΓΓΕΑΑΚΗ : Κινέζικη κα ί ιαπωνική ποίηση. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 60. Η ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΣΗ αύτή «δειγμάτων» τής άπωανατολικής ποιητικής παραγωγής (πού κυκλοφορεί τώρα σέ δεύτερη έκδοση), μόνο σάν «έρέθισμα» μπορεί νά χαρακτηριστεί- έρέθισμα γιά μιά καταρχήν άποδοχή ένός «άλλου» ποιητικού λόγου, καί στή συνέχεια γιά τό ούσιαστικότερο πλησίασμά του. Γιατί, πραγματικά, ή ποίηση τής ’Ανατολής ύποτάσσεται σέ τελείως διαφορετικούς κανόνες άπ’ δ,τι τής Δύσης, καί χρειάζεται ειδική «καλή θέληση» γιά νά άποκαλυφθεΐ ή γοητεία της. ('Υποβοηθητική πρός αύτή τήν κατεύθυνση ή μετάφραση. ’Αλλά άπό ποιά γλώσσα έγινε;) ΓΙΩ ΡΓΟΥ ΚΑΚΟ ΥΛ1ΔΗ: Μ ουσουλμάνος δρόμος. ’Αθήνα, Ά γ ρ α , 1983. ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ τό δρόμο


56/οδηγος

Γιουρσενάρ χρόνων μέσα σ’ ένα παλιό άρχοντικό πλημμυρισμένο άπό τό σούρου­ πο τοϋ Νοέμβρη, άνήκουν δικαιω­ ματικά στην περιοχή τής ποίησης.» Ή λεπτομερής περιγραφή τοϋ πύρ­ γου καί τοϋ περιβάλλοντος πάρ­ κου, οί πληροφορίες γιά τή θεμελίωσή του καί τήν άέναη φθορά τών κατοίκων του μέσα στις άνακατατάξεις τής ιστορίας, δέν μπο­ ρεί παρά νά δώσουν περισσότερη τροφή σέ μιά ποίηση πού άρέσκεται στή σαφήνεια καί συχνά κατοι­ κεί σέ φορτωμένες μέ συλλογικές μνήμες εποχές καί τοπωνύμια. Στίς «Εύλαβικές άναμνήσεις» ή άφήγηση κινείται κυκλικά. Τό βι­ βλίο άρχίζει καί τελειώνει μέ τή γέννηση τής συγγραφέως. Στό διά­ στημα πού μεσολαβεί ή άφήγηση άκολουθεί μιά τροχιά έξι αιώνων, μέ άλλεπάλληλες κοινωνικές άλλαγές, εξεγέρσεις, άποκαταστάσεις, γεννήσεις, γάμους, θανάτους, συν­ δέοντας, μέ μαγικό, συχνά, τρόπο, τίς άναθυμιάσεις άπό τίς καμένες σάρκες τών ιπποτών τής Λιέγης πού, τό 1312, οί έξεγερμένες συντε­ χνίες περικύκλωσαν καί έκαψαν μέσα στήν έκκλησία τοϋ 'Αγίου Μαρτίνου, μέ τό «δυσώδες κίτρινο νέφος» πού τυλίγει τή Λιέγη τοϋ 1971, άνεξάλειπτο σημάδι «τής άπόφασης (τοϋ άνθρώπου) νά εκ­ μεταλλευτεί σέ βάθος ορισμένες άνθρακοϋχες ούσίες πού, τούς δύο τελευταίους αιώνες, τόν έσπρωξε σ’ ένα δρόμο χωρίς γυρισμό». Σταθμοί αύτού τού όδοιπορικοϋ, όνόματα πόλεων πού ήχοΰν σάν έπωδός ένός κόσμου πού όριζόταν άκόμη άπό τίς τελετές καί τά μυ­ στήρια τής Εκκλησίας, πού έκανε τόν πόλεμο μέ τό ξίφος καί τίς δαν­ τέλες καί τόν έρωτα σέ κρεβατοκά­ μαρες πού «τή νύχτα, τό κερί τών κηροπηγίων, τό λάδι τών καντηλιών, (τίς) φωτίζουν μέ φλόγες πού σκιρτάνε καί τρέμουν σάν τήν ίδια

τή ζωή, χωρίς νά φτάνουν ποτέ ώς τίς γωνιές τού σκοταδιού, δπως άκριβώς καί οί λάμψεις τού έγκεφάλου δέν φωτίζουν όλόκληρο τό άγνωστο καί τ’ άνεξήγητο». Ξεκινώντας άπό τίς Βρυξέλλες τή στιγμή άκριβώς τής γέννησής της καί βαδίζοντας όλοένα πρός τά πί­ σω, ή Μαργαρίτα Γιουρσενάρ στα­ ματάει γιά λίγο στή Λιέγη, κλασική πόλη-κράτος τού XIV αιώνα, έγκαθίσταται στόν προγονικό πύργο τής Φλαμέλ, μετακομίζει, στίς άρχές τού XVIII αιώνα, στή Μαρσιέν, περνάει, τό 1910, άπ’ τό Συαρλέ, στή Γαλλική Φλάνδρα, περιπλανιέ­ ται γιά δυό κεφάλαια στίς κοιλάδες τού νότιου Βελγίου μαζί μέ τόν «θείο Ό κτάβ Πιρμέζ», δοκιμιο­ γράφο τού περασμένου αιώνα, καί κατάλήγει πάλι στίς Βρυξέλλες, στό 193 τής Λεωφόρου Λουίζ, πού σήμερα «έχει χαθεί, καταβροχθι­ σμένο άπό κάποιο “μπίλτινγκ”». Ή Γιουρσενάρ πήρε τό ιστορικό υλικό της «μελετώντας άπό πολύ κοντά τά άρχεϊα τής οικογένειας». Στή συνέχεια βασίστηκε στή φαν­ τασία της γιά ν ’ άναπλάσει, γιά παράδειγμα, τήν έπιστροφή τής γιαγιάς (της) Ματθίλδης άπό τήν έκκλησία τού χωριού καί τήν ευτυ­ χία πού ένιωθε όταν περπατούσε στό χωριό εκείνο τό καλοκαιριάτι­ κο πρωί» («Μέ άνοιχτά τά μάτια»). Ή χο ι καί εικόνες άκολουθοΰν τόν άναγνώστη· φωνές κόσμων, πού πίστευε ότι δέν είχε γνωρίσει, βρί­ σκουν μέσα του μιά μακρινή άντήχηση, φερμένες ίσως άπ’ τή ροή τής συλλογικής μνήμης: Κλαγγές καί θάνατος στήθος μέ στήθος σ’ έναν άγώνα πιό τίμιο άπ’ τόν ύπουλο βόμβο τών πολεμικών άεροπλάνων· προετοιμασίες γιά τόν όρθρο, βια­ στικό πρόγευμα τό χάραμα, τό ψω­ μί μέσα στήν κούπα τό γάλα, όρια ένός κόσμου δπου δλα έχουν ξεκά­ θαρη θέση. Μά περισσότερο έπίμονα άπ’ δλα, οί «Εύλαβικές άναμνήσεις» άνασταίνουν τόν κρυφό κόσμο τών περασμένων γυναικών, «τό άπαλό θρόισμα μισοφοριών πού κυματί­ ζουν στά ρεύματα τών διαδρόμων σάν τρυφερό σούρσιμο φαντασμά­ των», αλλά καί τή μοναξιά, τήν άπαγόρευση τής χαράς, τήν προσή­ λωση σέ καθήκοντα πού σκοτώ­ νουν τόν έρωτα καί ρίχνόυν τό σύ­ ζυγο στήν άγκαλιά τής ερωμένης. Σκοπός καί δικαίωση τόσων στε­ ρήσεων, ή γέννα, ήταν, τίς πε­ ρισσότερες φορές, ένα διαβατήριο

γιά τόν θάνατο. Ή Γιουρσενάρ άφιερώνει τίς ώραιότερες σελίδες της στήν περιγραφή τής διαδικα­ σίας πού συνοδέυσε τόν έρχομό της σ’ αυτό τόν κόσμο: λεκάνες μέ βρα­ στά νερά πού οί κουρασμένοι άπ’ τό ξενύχτι υπηρέτες άνεβοκατεβάζουν, άπ’ τήν κουζίνα, στό «δωμά­ τιο τής Κυρίας», βίαιες λογομαχίες άνάμεσα στόν Κύριο καί τόν Για­ τρό, πού, γι’ άλλη μιά φορά, βρί­ σκεται, άνυπεράσπιστος, μπροστά στό άναπόφευκτο· τά λερωμένα άπό τό αίμα καί τά ύγρά τής γέν­ νας σεντόνια πού κατεβαίνουν στό πλυσταριό καί, σάν παιάνας στή ζωή πού μές άπ’ τό θάνατο συνεχί­ ζεται, οί κραυγές τής έτοιμόγεννης πού, σέ λίγο, σκεπάζονται άπ’ τό κλάμα τού νεογέννητου. Ό σ ο γιά τά πλούσια άσπρόρουχα, τίς κομ­ ψές σαλιάρες, τά κεντητά σκουφάκια, τά δαντελένια νυχτικάκια, «πού κεντούν, άπ’ τά χαράματα, στίς τρώγλες τους οί φτωχές τού χωριού», δέν είναι παρά μιά έπιτήδεια συγκάλυψη μιάς άλήθειας τό­ σο άσχημης, τόσο άδικης δσο ό θά­ νατος άπό έπιλόχειο πυρετό. Οί εύλαβικές άναμνήσεις πού δάνει­ σαν τόν τίτλο στό βιβλίο, είναι κάτι σάν θυμητάρια, ένα είδος μνημόσυ­ νου τών καθολικών, άγνωστου στό τυπικό τής ’Ορθοδοξίας: «Καμιά δεκαπενταριά μέρες μετά τό θάνα­ το τής Φερνάντ, οί συγγενείς καί οί φίλοι έλαβαν ταχυδρομικώς ένα τε­ λευταίο άγγελτήριο μέ άντικείμενο τή νέα γυναίκα. Ή ταν αύτό πού όνομάζουμε souvenir pieux (εύλαβική άνάμνηση): ένα φυλλαράκι χαρτί, άρκετά μικρού σχήματος γιά νά μπαίνει άνάμεσα στίς σελίδες μιάς σύνοψης, πού στήν πρώτη του σελίδα βλέπομε μιά ζωγραφιά εύσεβείας... στήν πίσω σελίδα μιά εύχή γιά τή μνήμη τού νεκρού ή τής νεκρής... Ή προσευχή, πού συνή­ θως τήν πρότεινε έκεϊνα τά χρόνια ό χαρτοπώλης-χαράκτης στίς οικο­ γένειες πού πενθούσαν, είχε μιά κοινότοπη γλυκεράδα». «Διαφωνώ», γράφει ή συγγρα­ φέας, «μέ τίς διαβεβαιώσεις, πού άκούω νά γίνονται τόσο συχνά, δτι ό πρόωρος χαμός μιάς μητέρας εί­ ναι πάντα καταστροφή ή δτι ένα παιδί πού έχει στερηθεί τή μητέρα του καταστρέφεται σέ δλη του τή ζωή άπό ένα αίσθημά έλλειψης καί άπό μιά νοσταλγία γιά τήν άπούσα. Στήν περίπτωσή μου τουλάχι­ στον, τά πράγματα πήρανε διαφο­ ρετικό δρόμο». Κι δμως, οί ήρωές


οδηγος/57 της είναι σχεδόν πάντα άντρικά πρόσωπα, κι ό θάνατος σφραγίζει τά έργα της. Ό Ζήνων, ό άλχημιστής, κι ό αύτοκράτορας Ά δρ ια νός, πρόσωπα πού εζησαν καί πέθαναν αιώνες πρίν γεννηθεί ή συγ­ γραφέας πού θά τά ξαναζωντά­ νευε, συνοδεύουν, άπ’ τά νεανικά της χρόνια, τά οδοιπορικά της στην ’Ιταλία, την Ε λλά δα καί την Κεν­ τρική Ευρώπη. Ό τρίτος κεντρικός ήρωάς της είναι ό Μισέλ, ό πατέ­ ρας της· ένας φωτισμένος άστός τού περασμένου αιώνα, πού άγαπούσε τά ταξίδια καί τόν Μάρκο Αύρήλιο καί έδωσε στήν κόρη του μιά στέρεη ουμανιστική παιδεία. ’Α πό τή Γιουρσενάρ άντιμετωπίζεται κι αύτός σάν μυθιστορηματικό πρόσωπο, δηλαδή άπό άπόσταση. Ή Μαργαρίτα Γιουρσενάρ άνήκει στήν τάξη έκείνη τών καλλιτε­ χνών -σπανίζουν πιά στις μέρες μας- πού γεννήθηκαν σέ εύπορη τάξη καί δέν χρειάστηκε νά εκθέ­ σουν τήν τέχνη τους στόν βιοπορι­ σμό. Περισσότερο εγκεφαλική πα­ ρά αισθησιακή, ή Γιουρσενάρ «μοιάζει νά καταργεί τή διάκριση άνάμεσα σέ άντρική καί γυναικεία γραφή». Στήν έποχή τών προσωπι­ κών εξάρσεων, διάλεξε γιά τόν εαυτό της τήν άρμονική άκρίβεια ένός «κλασικού» ύφους, άν καί ή ίδια δέν θά συμφωνούσε μέ τόν δρο. ( « Ά ν μέ τό “κλασικισμός” θέ­ λουν νά δηλώσουν δτι ένας συγ­ γραφέας δέν γράφει σ’ ένα ύφος γεμάτο άνώφελους άκροβατισμούς, άς τόν πούμε έτσι. ’Αλλά αύτή ή έκφραση, πού τήν βρίσκω βασικά σχολαστική, στήν ουσία χρησιμεύει σάν ένας πρώτης τάξεως ενταφια­ σμός γιά -όλους τούς συγγραφείς πού υποθέτομε πώς έχουν άξια καί πού οί άνθρωποι δέν διαβάζουν» -

«Μέ άνοιχτά τά μάτια»). Ά ν θεω­ ρήσουμε όμως τόν κλασικισμό σάν μιά θέση πού άντιτίθεται στόν ρο­ μαντισμό, θά μπορούσαμε ίσως νά συμφωνήσουμε μέ τόν Ά ντρ έ Ζίντ δτι «ή “κλασική” τελειότης ένέχει τήν έννοια, δχι βέβαια τής κα­ τάργησης τού άτόμου (παρ’ ολίγο καί θά ’λεγα εντελώς τό άντίθετο!) άλλά τής υποταγής τού άτόμου, τής πειθαρχίας του, δπως άκριβώς ή λέξη πειθαρχεί στήν πρόταση, ή πρόταση στή σελίδα καί ή σελίδα σ’ ολόκληρο τό έργο». Ά π ’ αύτή τήν άποψη, καί άπ’ τήν επιλογή τών θεμάτων -ης, ή Γιουρσενάρ θά μπορούσε νά χαρακτηρισθεί «κλα­ σική». Οί περιπέτειες τής πεζογρα­ φίας στόν αιώνα μας τής φαίνονται έφήμερες· παρατηρεί δτι «συχνά, ή δπισθοφυλακή τού παρόντος είναι ή πρωτοπορία τού μέλλοντος». Μέ­ νει σταθερή στή δομή τής κλασικής γαλλικής άφηγηματογραφίας, μέ τούς έσωτερικούς μονολόγους, πού πληροφορούν τόν άναγνώστη γιά τίς ένδόμυχες σκέψεις καί τά κίνη­ τρα τών ηρώων χωρίς νά παρεμ­ βαίνει τό «έγώ» τού συγγραφέα, μέ τή λογική σχέση άνάμεσα στούς χα­ ρακτήρες, τήν πλοκή καί τά χρονι­ κά περάσματα, καί μέ τή χρήση μιάς γλώσσας άρμονικής, χωρίς τίς ύπερβολές ή τά. ψεγάδια πού θά μπορούσαν νά προδώσουν συναι­ σθήματα ή άπόψεις τού γράφοντος. Ά ς μή νομίσει λοιπόν ό αναγνώ­ στης τών «Εύλαβικών άναμνήσεων» πώς τό βιβλίο θά τόν εισα­ γάγει στό έργαστήρι τών προσωπι­ κών άναμνήσεων τής συγγραφέως. Ά ν αύτό είναι πού επιθυμεί, άς καταφύγει στόν Σταντάλ, πού δέν θά διστάσει νά τόν πληροφορήσει δτι: «Ή μητέρα μου, κα Ά νριέτ Γκανιάν, ήταν χαριτωμένη γυναίκα

πού άνοιξε μέ τήν πρώτη του ποιητική συλλογή («Λίμπερτυ»), ό Κακουλίδης τρέχει ξέφρενα κι έδώ στις θάλασσες καί τά λιμάνια καί τά σκοτεινά τους σοκάκια, μεταβάλλοντας τόν σκληρό κόσμο τού ταξιδιού σέ έλλειπτικά σχήματα έμπειριών ή φαντασιώσεων. Ποίηση μοναχικού καλειδοσκόπιου, καί ποίηση τής νύχτας, χωρίς «έλλογες» άπαντήσεις (άφού ύπακούει (;) σέ δικές της φόρμες «άλιείας τού άοράτου»), παρασύρει στή συγκίνηση -ή δέν άγγίζει καθόλου- κρατώντας πάντα ένα φόβο κάτω άπ’ τά λόγια.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ τών 50 χρόνων άπό τό θάνατο τού Καβάφη, έκτός ά πό τήν άπελευθέρωση τών έκδοτικών δικαιωμάτων πάνω στό έργο του, είχε καί άλλον ένα -σο βα ρ ό - άντίκτυπο: τήν άναμόχλευση τής ποιητικής καί πεζογραφικής του παρουσίας, σέ συγκεκριμένες συνολικές άντιμετωπίσεις. Έ τσι, πλήθος άπό περιοδικά, μέ ειδικά άφιερώματά τους καί άξιόλογα κριτικά κείμενα, πλησίασαν ξανά τόν άνθρωπο καί τό έργο του, κι άνάμεσά τους μπορεί νά διακρίνει κανείς: Τό ειδικό τεύχος (άρ. 5/6) τού δίμηνου περιοδικού Χάρτης, μέ κείμενα τών Ά λ . Σεγκόπουλου, Γ. Χουλιάρα, Δ . Μαρωνίτη, Στ. Ροζάνη, Ν. Βαλαωρίτη, Β. Λαμπρόπουλου, Ε. Κακναβάτου, Γ. Δάλλα, Κ. Ντελόπουλου, Ντ. Χριστιανόπουλου καί πολλών άλλων. (Τό άφιέρωμα τού «Χάρτη» πραγματικά δίνει μιά άλλη διάσταση -άκόμη καί οπτικά- στήν έννοια τού , άφιερώματος στό μεγάλο Α λεξα νδρινό.) Τό άφιέρωμα (τεύχος άρ. 23) τής Λέξης, μέ κείμενα τών Γ. Σεφέρη, Ν. Έ γγονόπουλου, Γ. Σαραντάρη, Σόνιας Ίλίνσκαγια, Μαργαρίτας Λυμπεράκη, Γ. Σαββίδη, Λ. ■'


58/οδηγος

καί ήμουν έρωτευμένος μέ τη μητέ­ ρα μου. Προσθέτω άμέσως ότι την έχασα δταν ήμουν επτά χρονών. ’Ήθελα νά τη σκεπάσω μέ φιλιά καί νά μην υπάρχουν ρούχα. Μ’ άγαποΰσε μέ πάθος καί μέ φιλούσε συχνά, τής άνταπέδιδα τά φιλιά της μέ τέτοιο ζήλο πού, συχνά, άναγκαζόταν νά φύγει. Μισούσα τόν πατέρα μου δταν διέκοπτε τούς εναγκαλισμούς μας. Ή θελα πάντα νά τή φιλώ στό στήθος. ”Α ς μήν ξε­ χνά ό άναγνώστης δτι πέθανε στή γέννα, δταν ήμουν μόλις επτά ετών». (Σταντάλ - «Ή ζωή τού Ά ν ρ ύ Μπρυλάρ»).

Φειδωλή στήν έκφραση τής χα­ ράς, άπλετη στούς ρυθμούς τού ρέκβιεμ, ή σοβαρή Κυρία τής Petite Plaisance (έτσι όνομάζει ή Γιουρσενάρ τό σπίτι της στό νησί τού Μαίην) ξέρει πάντα νά κρατάει τίς άποστάσεις ασφαλείας: «Ή προσπάθειά μου νά συλλάβω καί νά διηγηθώ την ιστορία της μ’ έχει γε­ μίσει μέ μιά συμπάθεια γι’ αύτήν πού μέχρι σήμερα δέν την είχα. Έ γινε, καί μ’ αύτήν, δ,τι συμβαίνει μέ τά φανταστικά ή ύπαρκτά πρό­ σωπα πού τρέφω άπό τήν ουσία μου προσπαθώντας νά τά κάνω νά ζήσουν ή νά ξαναζήσουν. Ε ξ ά λ ­ λου ό χρόνος πού κυλάει έχει άντι-

στρέψει τη σχέση μας. Έ χω δυό φο>ρές τά χρόνια πού είχε στίς 18 ’Ιουνίου τού 1903 καί σκύβω πάνω της δπως πάνω άπό μιά θυγατέρα πού προσπαθώ δσο μπορώ νά κα­ ταλάβω χωρίς νά τό κατορθώνω άπόλυτα». Ή μετάφραση τής ’Ιωάννας Χατζηνικολή εναρμονίζεται μέ τούς κυματοειδείς ρυθμούς τού γαλλι­ κού πρωτότυπου καί μεταφέρει μέ κέφι στή γλώσσα μας τίς λεπτές άποχρώσεις τών περασμένων και­ ρών. ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΑΡΟΚΩΣΤΑ

τά πράγματα καί οί άλλοι Ν ΑΤΑΛ Ι ΣΑΡΡΩΤ: Τό πλανετάριουμ. Μυθιστόρημα. Μ ετ.: Στέλλα Βουρόουμπά-Μαίρη Κάσου. ’Αθή­ να, Παϊρίόης, 1982. Σελ. 238.

Νά άκόμα ένα σημαντικό βιβλίο πού κυκλοφορεί στά ελληνικά μέ άρκετή καθυστέρηση. Ή Ναταλί Σαρρώτ άνήκει στήν ομάδα τών γάλλων συγγραφέων οί όποιοι μέ τή λογοτεχνία καί τά δοκίμιά τους άνανέωσαν τό σύγχρονο μυθιστόρημα σ’ δλο τόν κόσμο. Φυ­ σικά μιλάμε γιά τή «σχολή» τού νέου μυθιστορήματος, ή όποια έδραιώνεται σάν κατάσταση κυρίως στή δεκαετία τού 1950. Κυριότεροι έκπρόσωποι τού γαλλι­ κού nouveau roman (έκτός άπ’ τή Ν. Σαρρώτ) οί: Ά λα ίν ΡόμπΓκριγιέ, Μισέλ Μπυτόρ, Μαργκερίτ Ντυράς, Κλώντ Σιμόν, Φιλίπ Σολέρ. "Ο,τι ξέρουμε ώς τώρα στήν Ε λ ­ λάδα γιά τούς συγγραφείς αύτούς, τό χρωστάμε στήν πρωτοβουλία με­ ρικών ανθρώπων καί συγκεκριμένα τής Νόρας Άναγνωστάκη, τού Παύλου Παπασιώπη καί τής Τα­ τιάνας Τσαλίκη-Μηλιώνη. Πού βρίσκεται δμως ή υπόθεση τού νέου μυθιστορήματος σήμερα, τριάντα χρόνια άφότου άρχισε;

Μήπως ή άντιμετώπιση βιβλίων τών συγγραφέων αύτής τής κίνησης άπ’ τόν άναγνώστη τού 1983 καλύ­ πτει, κυρίως, ένα «ιστορικό» ένδιαφέρον; Κι άκόμα: Τί έχει νά άντιπαραθέσει ή λογοτεχνία τής «ύποκειμενικής φαινομενολογίας» στή λογοτεχνία τού «μαγικού ρεα­ λισμού» τών λατινοαμερικάνων συγγραφέων -στή γοητεία τού όποιου μοιάζει νά έχουμε παραδο­ θεί δλοι, «άνευ δρων», σήμερα; Μιά άπόπειρα νά δοθεί ολοκληρω­ μένη άπάντηση στά έρωτήματα αυ­ τά θά μάς πήγαινε μακριά, κι όπωσδήποτε θά όδηγούσε στήν

«παραβίαση» τών κανόνων τού παιχνιδιού, πού ισχύουν στά πλαί­ σια τής σύμβασης τού σχολιασμού ενός συγκεκριμένου βιβλίου. ”Α ς επιστρέφουμε λοιπόν στό Πλανετάριουμ (γιατί όχι Πλανητά­ ριο;) τής Ν: Σαρρώτ, καί ίσως -μ ι­ λώντας γι’ αυτό- νά άπαντήσουμε, έμμεσα, καί στά παραπάνω έρωτή­ ματα. «Αύτή ή εξαίσια συγκίνηση, αύτή ή εμπιστοσύνη, αύτή ή άγαλλίαση, πού νιώθει καθώς άνεβαίνει τή σκάλα, βγάζει τό κλειδί άπό τήν τσάντα της, ανοίγει τήν πόρτα της, τό είχε προσέξει συχνά, είναι καλό σημάδι, ένας αίσιος οιωνός: θά έλεγε κανείς πώς ένα μαγνητικό ρευστό άναβλύζει άπό μάς καί έπιδρά άπό μακριά στά πράγματα καί στούς άνθρώπους. Έ να σύμπαν υπάκουο, κατοικημένο άπό πνεύ­ ματα ευμενή, ταξινομείται άρμονικά γύρω μας.»


οδηγος/59

Ναταλί Σαρρώτ Τό Πλανητάριο τής Ν. Σαρρώτ αυτό τό σόμπαν παρατηρεί / κατα­ γράφει καί άναπαριστά. Μόνο πού αύτό τό σόμπαν συχνά όρίζεται άπ’ τούς τέσσερις τοίχους ένός δωμα­ τίου. Είναι ένα σόμπαν καθημερι­ νό, προσιτό ή άκόμα καί εύτελές: τό πόμολο μιας πόρτας, μιά βίδα πού εισχωρεί σ’ ένα κομμάτι ξύλο, μιά κουρτίνα κρεμασμένη στό πα­ ράθυρο, ένα ύφασμα πάνω σ’ ένα έπιπλο, ή τζαμένια βιβλιοθήκη, τό έλαφρό «κλικ» τού κλειδιού στήν κλειδαριά, ό καθρέφτης τής εισό­ δου, τά μαξιλάρια στό ντιβάνι, ή σόμπα πού ζεσταίνει, ή γωνιά τού χαλιού, τό λεπτό χεράκι άπ’ τό φλι­ τζάνι τού τσαγιού... Μέσα σ’ αύτό τό γήινο, ή καλύτερα οικιακό σόμπαν τών άντικειμένων, πού καθορίζουν κυριαρχικά τήν άτμόσφαιρα τού χώρου καί τής ιστορίας (έντός τής όποιας ένσωματώνονται γιά νά φθαρούν), κι­ νούνται καί οί άνθρωποι -ήρωες μιας παντομίμας, πού διαδραματί­ ζεται σ’ ένα κλειστό σκηνικό, ένώ άπ’ τά μεγάφωνα «φωνές off» έκμυστηρεύονται τίς μύχιες σκέψεις τους, άποκαλύπτουν τά εσωτερικά τοπία τού ψυχισμού τους. Τά πράγματα καί οί άνθρωποι -αύτό πού τούς χωρίζει, κι αύτό πού τούς ένώνει- είναι ή έμμονη ιδέα ή τό κέντρο βάρους τής μυθιστορίας τής Ν. Σαρρώτ. Τά πράγματα (δηλ. τά ύλικά άντικείμενα ή στοιχεία, πού άποτελοΰν τό οικιστικό περιβάλλον) «τα­ ξινομούνται άρμονικά γύρω μας», ωστόσο ή «άρμονία» αύτή δέν άμβλύνει τό έντονο αίσθημα άνησυχίας καί άνασφάλειας άπ’ τό όποιο

διακατέχονται οί άνθρωποι. Ό ύλικός κόσμος, αύτό έν πάση περιπτώσει πού άποκαλούμε τεχνητό περιβάλλον, άν καί είναι άνθρώπινο δημιούργημα, άπό ένα σημείο καί μετά άποκτά μιά σχεδόν άπροσδόκητη (καί παράδοξη;) αύτονομία. ’Απέναντι σ’ αύτή τήν (μυστηριακή;) αύτάρκεια τών άντικειμένων οί χρήστες τους αισθάνονται νά άπειλούνται, καί μέσα στόν πα­ νικό τους προσπαθούν νά τά θέ­ σουν (όπως στό άρχικό στάδιο τής δημιουργίας τους) καί πάλι ύπό τόν έλεγχό τους. Μιά μάταιη προσπάθεια, άφού ό χρόνος σαφώς δέν είναι μέ τό μέ­ ρος τους. Γιά τά άντικείμενα, ό χρόνος είναι μιά λιγότερο πιεστική πραγματικότητα. Έ νώ γιά τούς άνθρώπους... Στό βιβλίο, τρία είναι τά βασικά πρόσωπα: ένα νέο ζευγάρι παντρε­ μένων καί μιά ηλικιωμένη γυναίκα -ή θεία τους. Επικοινω νούν μετα­ ξύ τους, κυρίως, μέσα άπό έκτεταμένους μονολόγους. Ή έπικοινωνία αύτή σπάνια είναι άμεση. Καί οί τρεις τους μιλούν: γι’ αύτά πού παρατηρούν γύρω τους, γιά όσα σκέφτονται γιά· τούς άλλους, γιά τίς άναμνήσεις τού παρελθόντος κτλ. Είναι όμιλίες άποκαλυπτικές καί ταυτόχρονα όμιλίες άποκλεισμοΰ. Μιλούν έτσι, γιά νά κρατούν κάποια άπόσταση μεταξύ τους. Πε­ ριχαρακώνουν τόν ιδιωτικό τους χώρο, κι όπως ομολογούν, αισθά­ νονται ήρεμοι όταν είναι μόνοι. Μόνοι; Δηλαδή θέλουν νά ποΰν, «μέ τά πράγματα». "Αν καί οί λόγοι αύτοί προέρ­ χονται άπό συγκεκριμένα άτομα, ωστόσο δέν βοηθούν τόν άναγνώστη νά σχηματίσει μιά έξίσου συγ­ κεκριμένη εικόνα γιά τούς χαρα­ κτήρες τους. Ναί, έδώ παίζεται κάποιο θέα­ τρο, όχι όμως θέατρο χαρακτήρων. Μάλλον, καταστάσεων. «Τίποτα στόν κόσμο δέν θά είχε μπορέσει -τόσο προσχεδιασμένο ήταν τό παιχνίδι, τόσο προσχεδιασμένοι άπό καιρό οί ρόλοι, τόσο σχεδιασμένη άμέτρητες φορές ή σκηνή μέσα του, πού τήν έχει ζήσει σέ μιά συγκινητική μικρογραφία-, τίποτα δέν θά μπορούσε νά εμποδί­ σει ώστε στή θέση τής εύχάριστης έκπληξης... νά ζωγραφιζόταν στό πρόσωπό του αύτή ή έκφραση τού φόβου, τού πανικού...»

Ζενάκου, Κ. •Γεωργουσόπουλου, Κ. Κούν, Μ. Πλωρίτη, Θ. Νιάρχου, Ν. Βαγενά, Μ. Ά ναγνωστάκη, Κ. Φράιερ καί μερικών δεκάδων (!) άλλων. Τό άφιέρωμα κοσμούν καί δεκάδες σχέδια ειδικά γιά τήν έκδοση περί Καβάφη, ή όποια καλύπτει όλο τό τεύχος τού περιοδικού. Τίς «Μέρες τού ποιητή Κ. Π. Καβάφη», τό ειδικό δηλαδή άφιέρωμα τών Τετραδίων Εύθύνης (άρ. 19), μέ κείμενα τών I. Μ. Παναγιωτόπουλου, Ρ. Ρούφου, Ά γ γ . Βλάχου, Γ. Ίωάννου, Ν. Δ. Καρούζου, Χρ. Μαλεβίτση, Μ. Μερακλή, Θ. Δ. Φραγκόπουλου, Κ. Τσιρόπουλου κ.ά. ’Ακόμη, ένα μικρό άφιέρωμα, μέ δύο κείμενα (τής Ρενάτα Λαβανίνι καί τού Βασ. Λαμπρόπουλου) έχει άνάμεσα στις άλλες σελίδες του καί τό περιοδικό Δέντρο (άρ. 34-35), πού ύπόσχεται συνέχεια. Τέλος, καί άνεξάρτητα άπό τά άφιερώματα Καβάφη, μπορεί νά σημειώσει κανείς ένα ένδιαφέρον τεύχος (άρ. 12) τής Διαγώ νιου, τού τόσο σημαντικού αύτοΰ περιοδικού τής Θεσσαλονίκης. Κι έδώ, πάλι, ύπάρχουν -έκτός άπό τά πεζά κείμενα- δείγματα τής ποιητικής παραγωγής τής συμπρωτεύουσας, πού δίκαια έχει κερδίσει τό χαρακτηρισμό τής «ποιητικής σχολής».

ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ


60/οδηγος

Γιά τή Ναταλί Σαρρώτ (καί γενι­ κότερα γιά τους συγγραφείς τού νέου μυθιστορήματος) ή πραγματι­ κότητα είναι άποκαλυπτική (σε αν­ τιδιαστολή μέ τόν ρεαλισμό που δεν είναι), όμως ή «αποκάλυψη» αυτή ποτέ δέν είναι τελική, γιατί άκριβώς δέν παγιώνεται. Δέν ταξι­ νομείται. Ή άνθρώπινη κατάσταση καταγράφεται ή άνιχνεύεται μέ τή (καί μέσα στή) λογοτεχνία, μόνο που ή διαδικασία είναι διαρκής καί ώς ένα βαθμό Άγνωστη -γιά

τόν συγγραφέα άλλά καί γιά τόν άναγνώστη. Είναι μιά λογοτεχνία άνοιχτή -δπω ς ή ίδια ή ζωή. Ή άπόλαυση τής λογοτεχνίας πού παράγεται άπό βιβλία δπως τό Πλανετάριουμ τής Ν. Σαρρώτ τρο­ φοδοτείται άπ’ τή (μυστηριακή;) γοητεία πού άποκτά ή καθημερινό­ τητα τή στιγμή πού μετασχηματίζε­ ται σέ πεδίο καλλιτεχνικής έκφρα­ σης. Ή περιπέτεια τής λογοτε­ χνίας: ή μορφοποίηση τής άνθρώπινης εμπειρίας.

«Νιώθει σά νά άνυψώνεται, σπρωγμένη άπό κάτι δυνατό καί τρυφερό -μιά αίσθηση σάν εκείνη πού δοκιμάζει κανείς στήν άμμο τής άκρογιαλιάς, δταν άφήνεται νά τόν παρασέρνει γλυκά τό κύμα...» (Γιά τή μετάφραση: άδύνατα τά έλληνικά τής άπόδοσης. Κείμενα δπως αυτά τής Ν. Σαρρώτ, είναι άκρως άπαιτητικά...)

ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ

σφαιρική παρουσίαση τής ζωής καί τοΰ έργου τοΰ Γέητς WILLIAM BUTLER YEATS: Μ υ­ θολογίες καί δράματα. Είσαγωγήμετάφραση-σχόλια: Σπόρος Ή λιό­ πουλος. ’Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 196.

Πολύ άξιόλογη καί πολύτιμη προσφορά στή σειρά Λογοτεχνία/ Ποίηση, πού επιμελείται γιά τό «Πλέθρο» ό προσεχτικός κι ακούραστος Άλέξης Ζήρας, είναι ή πολύπλευρη καί σφαιρική παρουσίαση τής ζωής καί τοΰ έργου τού Γέητς (1865-1939) άπό τό Σπύρο Ήλιόπουλο. Ό τίτλος τοΰ βιβλίου, πού επιτυχέ­ στατα τόν διάλεξε ό κ. Ή λιόπουλος, μέ τίς τρεις του λέξεις άποτελεί καί μιά οικονομική περιγραφή τοΰ έργου τοΰ σπουδαίου Τρλανδοΰ, πού πράγματι συνίσταται άπό έμμετρα, πεζά, θεατρικά καί θεω­ ρητικά κείμενα έμπνευσμένα άπό τούς μύθους, τίς παραδόσεις, τήν ιστορία καί τή φιλοσοφία τοΰ δη­ μιουργικού καί βασανισμένου του

έθνους, άλλά καί άπό άνάλογα πνευματικά καί καλλιτεχνικά επι­ τεύγματα τού έλληνικοΰ καί άλλων πολιτισμών. Ταυτόχρονα ό τίτλος περιγράφει καί τό σχήμα, ή τή μορφή-φύση, τοΰ βιβλίου. Γιά νά παρουσιάσει άντιπροσωπευτικά τό φαινόμενο Γέητς ό κ. Ή λιόπουλος όργάνωσε τήν έργασία του ώς έξης: Στόν «Πρόλογο» (σελ. 11-14) μάς έξηγεϊ τή σπου-

δαιότητα τοΰ πολυγραφότατου ’Ιρ­ λανδού τόσο στόν άγγλόφωνο δσο καί στό διεθνή πνευματικό χώρο τής έποχής του, καί δικαιολογεί άμεσα τή μορφή καί τά περιεχόμε­ να τοΰ τόμου. Στήν «Εισαγωγή στή ζωή καί τό έργο τού William Butler Yeats» (σελ. 15-36) παρέχει μιά συ­ νοπτική έπισκόπηση τής ζωής, μόρφωσης, πηγών επιρροής καί έμ­ πνευσης, καθώς καί δημιουργικών φάσεων ή περιόδων στήν καλλιτε­ χνική σταδιοδρομία τοΰ Γέητς, πού, έκτός άπό μεγάλος ποιητής, υπήρξε καί όραματιστής, κριτικός καί θεατρικός παράγοντας πρώτου μεγέθους -κυριολεκτικά ένας άπό τούς άναμορφωτές καί άνανεωτές


οδηγος/61 «The Second Coming», «Crazy Jane on God», «Lapis Lazuli»- παρου­ σιάζονται γιά πρώτη φορά δπως πρέπει στόν έλληνα άναγνώστη -κ α ί σχολιάζονται έπεξηγηματικά στά έπιστημονικότατα «Σχόλια». 'Ο κ. ’Ηλιόπουλος άναφέρει ποιή­ ματα μεταφρασμένα άπό τούς Γ. Σεφέρη, Α . Δεκαβάλλε, Μ. Σερβάκη κ .ά ., άποφεύγει όμως νά «ντουμπλάρει» τά ήδη γνωστά, με­ ταφράζοντας άλλα κείμενα. Τό σύντομο έπιγραμματικό τε­ τράστιχο «Τό σπηρούνι» (σελ. 95) -π ο ύ στό πρωτότυπο άπαρτίζεται άπό δύο όμοιοκατάληκτα δίστιχαέχει άποδοθεϊ μέ λεκτική άκρίβεια καί άρκετή ποιητική ευαισθησία ώς έζής: William Yeats (μαζί μέ τούς Τ. Σ. Έ λιοτ καί Έ ζ ρα Πάουντ) τής ποίησης, τού λυρι­ κού δράματος καί τής κριτικής λο­ γοτεχνικής θεώρησης τών άρχών τού 20οΰ αιώνα. Τό έκτεταμένο αυ­ τό δοκίμιο είναι πληρέστατα καί άψογα τεκμηριωμένο μέ άναπομπές στήν άγγλική, διεθνή, άλλά καί την περιορισμένη έλληνική, βιβλιογρα­ φία σχετικά μέ τόν Γέητς. Βασικές καί άναμφισβήτητης έπιστημονικής άξίας μελέτες τών R. Ellmann, A. Ν. Jeffares, Τ. S. Eliot, Kimon Friar, A. Πλακωτάρη κ.ά. στηρί­ ζουν μέ τό κύρος τους τίς «θέσεις», κρίσεις, καί στοιχεία πού παραθέ­ τει ό νεαρός άγγλιστής. Τά μέρη «Ποιήματα» (σελ. 37-99) καί «Σχόλια» (σελ. 101-115) άποτελούν κατά τη γνώμη μου τό σπου­ δαιότερο έπίτευγμα τού κ. ’Ηλιόπουλου. Τριάντα ένα (31) λυρικά τού Γέητς παρουσιάζονται έδώ στό άγγλικό τους κείμενο καί, άντικριστά, σέ «έντιμες» (συχνά έμμετρες κι όμοιοκατάληκτες) ποιητικές άποδόσεις στή γλώσσα μας. Ή έπιλογή αυτή άνθολογεϊ έντεκα (11) συλλογές άπό τό 1889 μέχρι τό 1936-39, δηλαδή όλόκληρο τό φά­ σμα τής αισθητικής έξέλιξης τού ποιητή, άπό τά χρόνια τής ρομαν­ τικής έμπνευσης άπό τήν Ιρλανδική λαογραφική καί λόγια παράδοση, μέχρι τήν έποχή τού Μεσοπολέμου, δταν μέ τούς Έ λιοτ, Βαλερύ, Ρίλκε, Στήβενς κ.ά. δ Γέητς οριοθε­ τούσε καί όροθετοΰσε τή μοντέρνα νεοσυμβολική ποίηση σ’ δλο τό δυ­ τικό κόσμο. Γνωστότατα ποιήματά του -δπω ς «The Lake Island of Innisfree»,

Σ άς φαίνεται φριχτό πού ή λαγνεία κι ή οργή / Μου ταλανίζουνε άκόμα τό γέρικο σκαρί■ / Δ έν είχα έγώ τέτοια πανούκλα σάν ήμουνα ξεπε­ ταρούδι■/ Τ ί άλλο έχω τώρα γιά νά μέ σπηρουνίζει στό τραγούδι; Νόημα, ρυθμός, μορφή έχουν βρει μιά ικανοποιητική κι έντιμη (όχι βέβαια άπόλυτη) άντιστοιχία στή γλώσσα μας. Αύτό δέν τό έπιτυγχάνουν πάντοτε άλλοι μεταφραστές ξένων ποιημάτων, δσο άξιοι ποιη­ τές κι άν είναι, καθώς άνεύθυνα άναπλάθουν τή μορφή καί τήν έκ­ φραση σύμφωνα μέ ΐδιοσυγκρασιακές τους προτιμήσεις πού δμως άπέχουν άπό τό πρωτότυπο, άσχε­ τα μέ τό πόσο καλολογικά ήχούνε στά ελληνικά. Ό έμμετρος ποιητι­ κός λόγος στά ξένα δέν είναι σωστό νά ύποβιβάζεται στά έλληνικά καί νά ισοπεδώνεται σέ ένα εύκολο έλεύθερο στίχο πού παραβιάζει τή μορφή. Σκεφτεΐτε λυρικά τού Σολωμοΰ ή τού Παλαμά νά παρουσιά­ ζονται στό ποιητικό ύφος καί στό προσωπικό «ιδίωμα» τού Ρίτσου ή τού Έλύτη! Τό πεζογραφικό ταλέντο τού Γέητς φαίνεται στά τρία κείμενα τού μέρους «Διηγήματα» (σελ. 119135), στήν «’Ανάσταση» (σελ. 141154) -έν α όλόκληρο μονόπραχτο δράμα μέ ειδικό ένδιαφέρον γιά μάς, άφού ένας άπό τούς χαρακτή­ ρες του είναι ό άντιπροσωπευτικός (γιά τούς Δυτικούς) έλληνας δια­ νοούμενος, πλατωνιστής, ευφάντα­ στος- καί άπό τά έπτά (7) άρθρα τού τελευταίου γκρούπ, «Δοκίμια» (σελ. 161-194). Καί οί τρεις κατη­ γορίες δειγμάτων γραφής σέ πεζό λόγο άκολουθούνται άπό τρεις άντίστοιχες όμάδες σημειώσεων,

πλαίσιο για παιδια Α Ν Τ Ω Ν Η ΔΕΛΩ ΝΗ : Τό μεγάλο σχέδιο. Μυθιστόρημα μυστηρίου κ α ί περιπέτειας γιά μεγάλα παιδιά. Β ' έκό. ’Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 82. (10-14 χρ.) ΤΟ μυστήριο είναι τό στημόνι δπου ύφαίνονται οί έπιρροές πού δέχονται καί οί άνησυχίες πού έχουν τά σημερινά παιδιά, ή άναζήτηση γιά τήν άνεύρεση μιας ταυτότητας καθώς καί ή άνάγκη τους νά άφιερωθούν σ’ ένα ιδεώδες. Τά πρόσωπα άντιπροσωπεύουν μιά τάση, ένα ιδανικό ή μιμούνται κάποιο δοσμένο πρότυπο. Ό συγγραφέας χειρίζεται μέ επιτυχία τό λεκτικό ιδίωμα τών νέων καί τό «παράλογο» χιούμορ τους, έτσι πού είναι περιττή ή τόσο συχνή χρήση τών εισαγωγικών σέ λέξεις πού τά παιδιά εύκολα άνάγνωρίζουν. ΑΛΚΗΣΤΙΣ: Ελλάδα, φώς! 1. ’Ακρόπολη. Σελ. 24. 2. Κνωσός. Σελ. 26. 3. ’Επίδαυρος. Σελ. 20. ’Αθήνα. (6-12χρ.) ΤΡΕΙΣ άρχαιολογικοί όδηγοί γιά π αιδιά πού δίνουν άρκετές καί σωστές πληροφορίες γιά τόν κάθε χώρο καί τή λειτουργία του προσπαθώντας νά άποδώσουν καί τήν άτμόσφαιρα τής έποχής. Τά λίγα λάθη πού ύπάρχουν προέρχονται άπό τυπογραφικές άβλεψίες (π.χ. δέν συμπίπτουν φωτογραφίες-κείμενο στό «Κνωσός») χωρίς αύτό νά μειώνει καθόλου τήν άξια τού έργου. Θά πρέπει γρήγορα νά συμπληρωθεί μέ τήν έκδοση καί τών υπόλοιπων βιβλίων τής σειράς: ’Ολυμπία, Δελφοί, Βεργίνα. ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ


62/οδηγός

«Σχόλια», όπου ό φιλόπονος άγγλιστής προσπαθεί νά διευκολύνει τόν Αναγνώστη νά κατανοήσει τίς συ­ χνά έξεζητημένες, κι άρκετά Ασυ­ νήθιστης προέλευσης, θεωρίες καί ιδέες τοΰ έκκεντρικοΰ ’Ιρλανδού -ένός δημιουργού μέ ΐδιοσυγκρασιακές συγγένειες μέ τό δικό μας γίγαντα, τό Σικελιανό. Ή γλώσσα τού κ. Ή λιόπουλου είναι άπλή, οικονομική, κατανοητή δημοτική, χωρίς Ακρότητες καί χω­ ρίς δυσνόητους ή Ασυνήθιστους έπιστημονικούς όρους. Δέν Απο­ βλέπει στό νά θαμπώσει μέ τήν «έπιστημοσύνη» του, όπως κάνουν μερικοί πού ξεχνούνε τίς δυνατότη­

τες τού κοινού μας, μιά κι οί σπου­ δές του έδώ καί στήν ’Αγγλία τού έχουν ήδη δώσει έπίσημους Ακαδη­ μαϊκούς τίτλους. ’Αναμφισβήτητα καί ή διδακτική πείρα τού συγγρα­ φέα - μεταφραστή - Ανθολόγου κριτικού έχει συντείνει πολύ θετικά στή σωστή έπιλογή καί συγκρότηση τού βιβλίου Μ υθολογίες κα ί ορά­ ματα τού Γέητς. Ή πανοραμική, σφαιρική, δειγματοληπτική επι­ σκόπησή του διαθέτει καί βάθος καί πλάτος -δ,τι Ακριβώς χρειάζε­ ται ένα τέτοιου είδους έργο, πού είναι πολύ διαφωτιστικό, χρήσιμο, καί πρωτοποριακό, θά έλεγα, γιά τά έλληνικά φιλολογικά δεδομένα.

Καί ό ειδικός σπουδαστής τής Αγ­ γλικής φιλολογίας, άλλά καί ό Ανειδίκευτος λάτρης τής μοντέρνας ξένης ποίησης, έχουν νά μάθουν πολλά καί καλά Από τό βιβλίο τοΰ Σπύρου Ή λιόπουλου. ”Α ς έλπίσουμε ότι τό «Πλέθρο» θά μάς προσφέρει σύντομα καί άλλους με­ γάλους λογοτέχνες τού κόσμου στήν πολύ έπιτυχημένη μορφή τού Μ υθολογίες κα ί δράματα, πού θά παρουσιαστούν εξίσου υπεύθυνα καί σωστά άπό έπιστήμονες πού έχουν καί μιά κάποια λογοτεχνική κλίση. ΜΑΡΙΟΣ ΒΥΡΩΝ ΡΑΪΖΗΣ

-ανακυκλοφόρησαν

Σιμόν Σινιορέ καί Ή Νοσταλγία

καί ό

Ζάν Ζενέ Καβγατζής

Πρώτα στις πωλήσεις κατά τή διάρκεια τού χειμώνα 'Εξάντας κεντρική διάθεση: Κωλέττη 11-’Αθήνα Τ.Τ. 145


οδηγος/63

ταύτιση έργου -προσώπου ΖΩ Η Σ ΚΑΡΕΛΛΗ : Παρα­ τηρήσεις. ’Αθήνα, ’Αστρο­ λάβος/Ευθύνη, 1982. Σελ. 155. Ζωή Καρέλλη Σεμνός καί απέριττος ό τίτλος τών δώδεκα δοκιμίων τής Ζωής Καρέλλη, «παραπλανητικός» ίσως, όταν έκ προοιμίου δεν μάς προϊδεάζει γιά κείνο τό ιδιαίτερο πού πρόκει­ ται νά άντιμετωπίσουμε κατά την προσέγγισή μας σ’ έναν δμολογουμένως δύσκολο (όχι δυσνότητο) χώρο μέσα στόν όποιο κινούνται καί άναπτύσσονται τά έπιμέρους μελετήματα. Γιατί άπό τό πρώτο κιόλας ερέθισμα άντιλαμβάνεται κανείς δτι δέν πρόκειται γιά άναγωγές σέ τρέχουσες άπόψειςπαρατηρήσεις τών σημερινών δεδο­ μένων, σέ εξωτερικά σχήματα ζωής. ’Αντίθετα, ή ένδελέχεια στή μορφή καί τό περιεχόμενο αύτών τών δοκιμίων -κύριο άλλωστε χα­ ρακτηριστικό γνώρισμα κι δλόκληρης τής ποιητικής πράξης τής Ζωής Καρέλλη- άπαιτεΐ άπ’ τήν άρχή τήν άπόλυτη προσοχή καί συμμετοχή μας σ’ ένα χώρο πνευματικόύποστασιακό, δπου καί τά διαλεγόμενα. Χρησιμοποίησα ήδη τήν έκφραση όιαλεγόμενα κι δχι λεγά­ μενα, γιατί έδώ δέν πρόκειται γιά ένα είδος μονολόγου ούτε γιά έπαγωγικές καταθέσεις άπό μέρους τής συγγραφέα, άν προσέξει κανείς τά έρωτηματικά πού βρίθουν σέ κάθε μελέτημα, έρωτήματα πού δχι μόνο δέν τίθενται έρήμην μας άλλά πού μάς παρακινούν σ’ ένα όντολογικό, νά πει κανείς, διάλογο μέ τή συγ­ γραφέα. Παραδείγματος χάριν: Στό πρώτο μελέτημα αυτού τού τό­ μου («τό άδιέξοδο», σελ. 7) ύπάρχουν είκοσι έννιά έρωτηματικά, στό δεύτερο («περί άμφιβολίας», σελ. 24) τριάντα ένα κ.ο.κ. κι άς μή ληφθεΐ αύτή ή άπαρίθμηση σάν σχολαστική φιλολογική επισήμαν­ ση άλλά μονάχα σάν ένδεικτικό τού διαλεκτικού τρόπου γραφής πού χαρακτηρίζει δλα τά δοκίμια τής Ζωής Καρέλλη (άκόμα καί τήν

ποίησή της στό σύνολό της). ’Α πό τήν άλλη μεριά, αυτός δ τρόπος γραφής-παρατήρησης, εσωτερικής δηλαδή διαδικασίας, προϋποθέτει καί τήν άποφυγή άφορισμών καί άποφάνσεων πού, πολλές φορές, άποτελοΰν άνασταλτικά στοιχεία πνευματικής δράσης καί πορείας. Έ τσι, ό λόγος τής Καρέλλη παίρνει τό σχήμα μιάς περιδεούς συμπερι­ φοράς αντίκρυ σέ πολυδιάστατους προβληματισμούς τού σύγχρονου άνθρώπου, άντικρυ σ’ δ,τι βαθιά τόν συνιστά καί τόν καθορίζει σή­ μερα καί πάντα. Ε ξά λλου , ή πνευματική γοητεία πού άποπνέουν αύτά τά δοκίμια -άκόμα καί μέσα άπό τόν δραματι­ κό χαρακτήρα τους καί τήν τραγι­ κή υπόστασή τους (δσον άφορά τήν άνθρώπινη δοκιμαζόμενη συνείδη­ ση)-, χαρίζει στόν άναγνώστη ένα αίσθημα παραμυθίας, τολμώ νά πώ, μέ τήν έννοια μιάς άποκαλυπτικής γνώσης καί μιάς παραδοχής πού, άσχετα άπό προσωπικές του κινήσεις καί έκλογές, τόν όδηγοΰν, άπό τό πρόβλημα τής Ύ βρης, στό Δέος τής ύπαρξης! Κι δταν δλες οί πολιτιστικές καί κοινωνικές προσπάθειες καί προσ­ φορές γίνανε ύποπτοι έπίδεσμοι γιά τίς βαθύτερες πληγές τού σύγ­

χρονου άνθρώπου, έκεΐνος πού άκόμα διατηρεί άδιάφθορο καί γνήσιο τό πνεύμα τής άγωνίας του, όπως ή συγγραφέας αύτών τών δο­ κιμίων, είναι ήδη ένα πολύτιμο στήριγμα, μιά κατάφαση ζωής μέ­ σα καί πέρα άκόμα κι άπ’ τούς «κινδύνους» πού έπισημαίνονται. ’Εκτός άπό αύτά τά έλάχιστα πού είπαμε σέ σχέση μέ τήν πολυμέρεια αύτών τών δοκιμίων, καί τούτο είναι έξίσου σημαντικό: δτι προσφέρονται στόν άναγνώστη γιά μιάν άκόμα γνωριμία καί κατανόη­ ση όλόκληρου τού ποιητικού έργου τής Ζωής Καρέλλη κι άκόμα πιό κεΐ: τής ίδιας τής στάσης της, σάν άνθρώπου, άπ έναντι στά πράγμα­ τα. Αύτή ή ταύτιση έργου-προσώπου, ένότητα σπάνια, νομίζω, στόν καλλιτέχνη γενικά, αύτή ή άρμονική σχέση πού είναι σύμμεικτη μέ τήν έσωτερική πάλη στό χώρο τών άνθρώπινων άντιθέσεων καί άντιφάσεων, καθορίζει καί δρίζει τήν πορεία τής Ζωής Καρέλλη μέσα στό χρόνο, άπ’ δπου άντλεί, μέ δέος θρησκευτικό, μπορεί νά πει κανείς, τήν προσωπική της έντελέχεια («άπό τό έν τέλει έχω» δπως μάς λέει ή ίδια σ’ ένα της ποίημα). Μ. ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

σμα


64/σ υ νεντευξη

Λιλίκα Νάκου: «γράφω τή γλώσσα τής μάνας μου» Ή Λιλίκα Νάκον είναι μιά συγγραφέας έν έγρηγόρσει: έξακολουθε ΐ νά γράφει, νά μελετά, νά ένδιαφέρεται γι’ αύτό πού υπήρξε τό κέντρο τής ζωής της γιά πολλά χρόνια, τή λογοτεχνία. Τό έργο της είναι διάσπαρτο άπό τά ανθρωπιστικά ιδεώδη, άπό την αγωνία της γιά όσους κάτω άπό τόν ίδιο ήλιο δεν άπολαμβάνουν τά ίδια άγαθά.

Κάθε μυθιστόρημά της, γύρω άπό τόν κεντρικό πυρήνα του - συνήθως ένα άτομο καί οί καταστά­ σεις πού τό περιβάλλουν ή τό καθορίζουν- ξετυ­ λίγει έναν καλειδοσκοπικό ιστό αυτονόητων καί μή «πραγμάτων» καί άνθρώπων. Ή Νατάσα Χατζιόάκι έπισκέφθηκε τήν κυρία Νάκου στό σπίτι της στό Χαλάνδρι:

Ή πρώτη μου έρώτηση είναι κάπως γενι­ κή: Πότε κατά τη γνώμη σας ολοκληρώνε­ ται ένα συγγραφικό έργο; Έχετε γράψει αυτά πού θέλατε νά γράψετε;

έχω κανένα παράπονο, διότι έβρήκα άμέσως αν­ θρώπους άξιόλογους, δπως ό Καρθαίος καί άλ­ λοι. Μέ βοήθησαν, μοϋ ’δωσαν θάρρος κι έγρα­ ψα.

ΟΧΙ, άκόμη έχω νά γράψω. Γράφω κάθε μέρα, καί είναι διαφορετικό τό ένα άπό τό άλλο. Κάθε ηλικία έχει τά προβλήματά της. Καί γράφω τά προβλήματα τής τρίτης ήλικίας τώρα. Τά όποια είναι πάρα πολύ σπουδαία όπως καί τής νεότητος. Λοιπόν, αυτά είναι. Κατά τή γνώμη σας, πότε όλοκληρώνεται ένα έργο; ΠΟΤΕ δέν τελειώνει. "Οσο έχει τό μυαλό του ένας συγγραφέας καί γράφει. Μόνο δταν τελειώ­ σει. "Οταν πεθάνει. Εσείς πότε νιώσατε δτι είστε συγγραφέας; "Οτι δέν μπορούσε ή ζωή σας νά πάρει άλ­ λο δρόμο παρά μόνο αύτόν; ΑΡΧΙΣΑ άπό 28 έτών. Έγραφα στά ξένα φύλλα. Έγραφα σέ περιοδικά. Έζοϋσα στή Γαλλία... είκοσι χρόνια... Έ , άρχισα κι έγραφα έκεϊ. Καί μέ βοήθησαν πολλοί συγγραφείς πού γνώρισα, πού ήταν σπουδαίοι. Δέ μέ άπογοήτευσαν. Τό εναντίον, μοϋ δώσαν κουράγιο. Καί θά έμενα εκεί άν δέν γινόταν δ πόλεμος. ΤΗρθα έδώ, δέν

Καί βγάλατε τό πρώτο σας βιβλίο... ΤΟ πρώτο μου βιβλίο, «Οί παραστρατημένοι». Επειδή είπατε δτι σάς ένεθάρρυναν διά­ φοροι συγγραφείς πού γνωρίσατε στό εξω­ τερικό κι έδώ, ήθελα νά σάς ρωτήσω: Πι­ στεύετε πώς ένας συγγραφέας, έσείς στήν προκειμένη περίπτωση, μπορεί νά έπηρεαστεϊ ή νά έπιτρέψει νά παίξουν κάποιο κρίσιμο ρόλο στή διαμόρφωση τού έργου του άλλοι άνθρωποι, ομότεχνοί του κυ­ ρίως, πού γνώρισε ή έζησε; Κι άν ζούσατε μιά άλλου είδους ζωή, θά είχατε γράψει διαφορετικά βιβλία; Ε, ΒΕΒΑΙΑ. "Αν ήμουν στόν υπόκοσμο θά έγραφα γιά τή ζωή τής πόρνης. Άπλούστατα. Πού έχει κι αυτή πολύ ενδιαφέρον, άναλόγως πώς θά πάρεις τό θέμα. "Αν ήμουνα πλούσια κληρονόμος δέν ξέρω τί θά έγραφα. Τό πρώτο πού θά έκανα, θά ήταν νά σκεφτώ τί νοσοκομεία καί τί άλλα έχει άνάγκη ό τόπος μου, κι όχι νά γυρίζω πέρα δώθε μέ τόν ένα καί μέ τόν άλλο. Γιατί νομίζω δτι ή καινούρια, ή μοντέρνα ζωή


σ υ ν εν τευ ξη /6 5 διαρκώς κουβέντα γι’ αυτόν. Νά τρέχει δηλαδή νά κάνει ρεκλάμες. Έ χει γράψει κι αυτός πολύ ωραία πράγματα. Δηλαδή ή λογοτεχνία μας έχει πάρα πολύ σπουδαίους. Τό δυστύχημα γι’ αυ­ τούς, γιά όλους όσους γράφουν στήν ελληνική γλώσσα: οί Έλληνες δέν διαβάζονται. Κι όμως έχουμε έργα πού μπορούσαν πολύ νά σταθούνε καί στό εξωτερικό. ’Από νεότερους ποιούς γνωρίζετε; Ποιούς έχετε διαβάσει; Ε, ΤΩΡΑ μ’ άρέσει πολύ ό... πού νά τούς θυμά­ μαι. Μ’ άρέσει ό «'Ωραίος λοχαγός»... Τού Μένη Κουμανταρέα.

δίνει πολύ περισότερο άξια στη σεξουαλική ζωή. Καί τό λέω, καί δεν παύω νά τό λέω, έχομε δυό κεφάλια. Τό κάτω καί τ’ άπάνω. Δέ δουλεύει μό­ νο τό κάτω, ούτε τό ζώον. Κι αύτό μέσα, ζώον έχει. Καί νομίζω ότι ό άνθρωπος, όσο έχει τά μυαλά του καί είναι σέ ώριμη ηλικία, άκόμη καί στήν τρίτη ηλικία, άν μπορεί, νά καλλιεργεί τό πνεύμα του. Καί πώς τό καλλιεργεί; Διαβάζον­ τας. Διαβάζοντας ύπερβολικά. ’Εγώ ή κακομοί­ ρα, καί τά μάτια μου δέν είναι έξτρα γερά, δια­ βάζω νύχτα μέρα γιά ν’ άνανεωθώ. Πρώτον για­ τί άγαπώ τό διάβασμα. Ή ταν τό πάθος μου. Ό π ω ς άλλοι πίνουνε κρασί. Τί διαβάζετε; ΓΑΛΛΙΚΗ λογοτεχνία, άλλά προπαντός παγκό­ σμια. Καί βρίσκω πολύ μεγάλη τήν ιταλική. Τή νέα ιταλική, πού εδώ δέν ξέρουμε. Μου ’κάμε μεγάλη έντύπωση ή Έλσα Μοράντο. Πού έχει γράψει «Historia», ένα άριστούργημα. Έπρεπε νά πάρει τό βραβείο Νόμπελ. Ή θελα νά μιλήσω γι’αυτήν πρόπερσι στήν Εταιρεία Λογοτεχνών. ’Εμείς ζοϋμε πολύ έξω. Μ’ όλο πού λέμε είμαστε Ευρώπη, κολοκύθια Ευρώπη. Είμαστε μιά επαρ­ χία τής Ευρώπης άκόμα. Πνευματικά έχουμε άνθρώπους άξιόλογους. ’Αλλά δέν τούς χρησιμο­ ποιούμε. Δέν τούς διαβάζουμε.

Ο ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ μ’ άρέσει. Ό Βασίλης Βασιλικός είχε πάρα πολύ ταλέντο στά πρώτα του. Εμένα μ’ άρεσε πολύ «Τό φύλλο», «Τό πη­ γάδι» καί «Τ’ άγγέλιασμα», άλλά τώρα τό ’ρίξε στήν πορνογραφία, κι ομολογώ λυπάμαι τό τα­ λέντο του, πάει χαμένο. 'Όμως θά μπορούσε νά πει κανείς ότι οί συγγραφείς αυτοί δέν τό ρίχνουν στήν πορνογραφία έτσι... «άντιγράφουν» μιά πραγματικότητα. ΕΓΩ τό λέω γιά νά κερδίσουνε λεπτά περισσότε­ ρα. Γιατί μόνο τέτοια δυστυχώς διαβάζονται καί χαλάν τόν κόσμο. Δέν φοβάμαι νά τό πώ. Έ δώ θά πρέπει νά καταφύγουμε σέ στατι­ στικές, πού είναι λίγο δύσκολο. ΔΥΣΚΟΛΟ είναι, άλλά οπωσδήποτε βλέπω ότι οί εκδότες.... Εμένα ήρθαν δυό τρεις καί μού ’δωσαν πολλά λεπτά νά γράψω πορνογραφήμα­ τα. Έγραψα ένα βιβλίο τελευταία πού είναι άπαραίτητο γιά κάθε γυναίκα καί κάθε άνθρω­ πο, μιά βιογραφία τού Σεμελβάις, καί δέν τό πή­ ρε κανένας... Λοιπόν βλέπετε; Δέν διαβάζετε μόνο τούς συγγραφείς πού προαναφέρατε...

Κυρία Νάκου, είπατε διαβάζετε παγκό­ σμια λογοτεχνία. ’Από Έλληνες, ποιούς διαβάζετε, καί κυρίως ζώντες καί νεότε­ ρους;

ΒΕΒΑΙΑ διαβάζω κι άλλους. Μ’ άρέσει ή Διδώ Σωτηρίου πολύ. Ό λες οί Έλληνίδες κάνουνε καλά τό χρέος τους καί καμιά δέν βρώμισε έκτος μίας, άλλά άς μήν τήν άναφέρουμε...

Μ’ ΑΡΕΣΕΙ φοβερά ό Πετσάλης. Δέν παύω νά τόν διαβάζω. Νομίζω ότι είναι άπό τούς καλύτε­ ρους. Καί ό Πρεβελάκης είναι καλός, μ’ άρέσει. ’Ιδίως μ’ άρέσει ή σεμνότης του. Δέν γίνεται

ΕΓΩ λέω ότι όλοι έχουμε καθήκον νά άνυψώσουμε τό κοινό. “Οχι νά τό κατεβάσουμε.

Ποιας;


6 6/συνεντευξη

Λέτε κάπου, καί αυτό περίπου έχετε καί σάν μότο σ’ ένα άπό τά βιβλία σας -πρό­ κειται γιά μιά ρήση τού Ρομαίν Ρολλάν«ό μυθιστοριογράφος δεν πρέπει μόνο νά είναι ένας τεχνίτης τού λόγου, άλλα καί ή συνείδηση τής χώρας του». Πώς τό εννοεί­ τε αυτό;

γότερα. "Εχω γράψει τέτοια πράγματα, άλλά δέν τά έχω άκόμη δημοσιεύσει.

ΛΟΓΟΥ χάρη, άς άρχίσω άπό τόν εαυτό μου, αν καί έπρεπε νά τόν άφήσω τελευταίο. «Γιά μιά καινούρια ζωή» πού έχω γράψει, είναι ή ιστορία ενός νέου καί μιας νέας, τί έτράβηξαν στόν και­ ρό των δικτατοριών. Πώς ή κακομοίρα ή Ελλά­ δα καί ό έλληνικός λαός πού παλεύει, πώς νά προοδεύσει; Παίρνω δλη τήν ιστορία τήν άθηναϊκή μιανής οικογένειας. Ή "Ελλη ’Αλεξίου έχει γράψει ένα σωρό γιά τόν λαό, γιά τήν έποχή της. Ή Μαρία Ίορδανίδου καί ή Διδώ Σωτη-

Πώς δουλεύετε τούς χαρακτήρες σας; Έχετε ύπόψη συγκεκριμένους άνθρώπους όταν γράφετε; Μήπως τόν εαυτό σας; "Ας πούμε, είστε όντως ή «Κυρία Ντορεμί» ή μήπως ή Βαρβάρα στό «Γιά μιά καινούρια ζωή», πού μοιάζουν καί πολύ μεταξύ τους;

«ένα έργο τελειώνει μόνο όταν ό συγγραφέας τελειώσει, όταν πεθάνει»

”Α, είναι καινούρια... ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ή παλιά, ή κάινούρια τά όποια θά φτιάξω.

Ε, ΒΕΒΑΙΑ. Βάζει κανείς καί τόν εαυτό του καί τούς άλλους. Κάνει ένα μίγμα. Ή Βαρβάρα πά­ νω κάτω είμαι έγώ. Πάνω κάτω. Σ’ όλα ό συγ­ γραφέας βάζει τόν εαυτό του καί τίς έμπειρίες του.

ρίου έχουν γράψει γιά τή Μικρά ’Ασία... Δηλα­ δή ό καθένας τού τόπου του...

Στό βιβλίο σας «Οΐ όραματιστές τής ’Ικα­ ρίας» υπάρχουν πολλοί άνθρώπινοι τύποι. ’Αλλά εσείς είστε φανερά διαθετειμένη ύπέρ τοϋ κεντρικού χαρακτήρα. 'Υπέρ τοϋ Κοσμά. Δέν νομίζω ότι είναι καί ό πιό ένδιαφέρων. Γιατί;

’Εννοείτε δτι ό κάθε συγγραφέας πρέπει ν’ άσχολεΐται μέ θέματα τοϋ τόπου του καί νά φωτίζει τό ιστορικό παρελθόν του;

ΕΓΩ τόν βρήκα ένδιαφέροντα γιατί ίδρυσε στήν ’Ικαρία τό μόνο νοσοκομείο πού υπάρχει. Έ κα­ με πολλά πράγματα. Τούς έχω γνωρίσει αύτούς.

ΝΑΙ. Τέλος πάντων αύτό, άν τόν καίει, νά τό κάνει, κι όχι μόνο γιά νά τραβήξει άναγνώστες. "Αν τό έχει μέσα του φυσικά. ’Εγώ έχω μέσα μου ότι άγαπώ τόν λαό, γιατί πήγα κοντά τού σάν δημοσιογράφος. Μ’ όλο πού έζησα τόσα χρόνια έξω. Μοΰ κάνει έντύπωση ότι έχετε γράψει ένα βιβλίο σάν τό «Ποτέ πιά». Τί σάς έκανε νά τό γράψετε; 'Ο Πόε είναι ένας συγγρα­ φέας πολύ διαφορετικός άπό σάς. ’Επί­ σης, ώς πιό βαθμό έχετε ελέγξει τίς πληρο­ φορίες γιά τή ζωή του; 'Υπάρχουν στοι­ χεία πού άφοροϋν τήν πραγματική ζωή τοϋ Πόε; Ε, ΦΥΣΙΚΑ υπάρχουν στοιχεία. Έπήρα δυό τρία εγγλέζικα καί τά διάβασα. ’Αγαπώ πολύ τούς συγγραφείς μέ τό φανταστικό μέσα. ’Εσείς όμως κάνετε μιά τόσο διαφορετική λογοτεχνία... ΑΛΛΑ μέσα μου ύπάρχει αύτό πού θά βγει άρ-

”Α, είναι υπαρκτό πρόσωπο... ΟΛΑ είναι υπαρκτά μέσα στήν «’Ικαρία». "Ομως στόν Κοσμά άναγνωρίζετε ότι πήγε στήν ’Αμερική, δούλεψε σκληρά, έκανε

«όλοι έχουμε καθήκον νά ανυψώσουμε τό κοινό» λεφτά, γύρισε κι έχτισε αύτό τό νοσοκο­ μείο. Ή γυναίκα του πού γυρίζει στήν ’Αμερική γιά νά μαζέψει λεφτά όπως καί ό Κοσμάς δέν φαίνεται νά τραβάει τή συμπάθειά σας. ΟΧΙ, τή συμπαθώ πολύ, άλλά ξέρω περισσότερο τόν άντρα της, αύτόν έζησα. Αύτή έμεινε λίγο μαζί του... 'Υπήρξε θέμα χρόνου λοιπόν. Στά έργα σας υπάρχει πολύ μεγάλη αίσθηση τού


σ υ ν εν τευ ξη /6 7

άνοιχτοϋ τοπίου, τής εξοχής. Παρά τό γε­ γονός ότι όλες οί ιστορίες σας, ή τουλάχι­ στον οί περισσότερες, άφορούν άστικές καταστάσεις. ΑΓΑΠΩ φοβερά τό τοπίο, τή ζωή τής υπαίθρου καί τήν έξοχή. Καί βρίσκω ότι είμαστε όλοι φυ­ λακισμένοι καί δυστυχισμένοι μέσα στίς πόλεις. Γιατί οί ήρωίδες σας έχουν συνήθως τό επάγγελμα τής έκπαιδευτικού;

«ή φ λυαρία βλάπτει στό γ ρ ά ψ ιμ ο . "Οσο πιό λ ίγ α γρ ά φ ει κα νείς, τόσο καλύτερα»

ΕΤΥΧΕ νά έργαστώ πρώτα ως έκπαιδευτικός. Αύτό είναι μιά έμμεση ομολογία ότι τά βι­ βλία σας είναι αύτοβιογραφικά; Ε, ΒΑΛΤΕ το κι έτσι. "Οπως τό παίρνει κα­ νείς... Δέν εμπιστεύεστε τίς διεργασίες πού μπο-

ροΰν νά μεταλλάξουν τό άτομικό, τό προ­ σωπικό, σέ «γενικό»; Ε, ΦΥΣΙΚΑ. Καί δημοσιογράφος ήμουνα τρία χρόνια. Έγραψα τό «Χρονικό μιας δημοσιογρά­ φου». ”Αρα έπηρεάζει. ’Αλλά δέν ήμουνα ποτέ δάσκαλος, γιατί δέν άγαποΰσα τή δουλειά. ’Αγα­ πώ τά παιδιά, άλλά δέν μ’ άρέσει ό σχολαστικι­ σμός. Καί γι’ αύτό έφυγα. Στό μυθιστόρημά σας «Γιά μιά καινούρια ζωή» μέ προβλημάτισαν δύο πρόσωπα. Ή μητριαρχική κυρία Βικτωρία καί ό νάνος στήν ’Ασφάλεια. Ή κυρία Βικτωρία είναι ένα πρότυπο άνθρώπου πού δέν ύπάρχει πιά; ΕΙΝΑΙ μιά γυναίκα πού άγαπάει τήν έλευθερία. Έ νας τύπος, όπως τή γνώρισα κι όπως ήθελα νά ’μουν. Δέν ήθελα νά ’μουν ούτε στάρ, ούτε... νά είχα τόν τρόπο πού έπαιρνε τή ζωή ή κυρία Βι­ κτωρία. Ή όποια έπαιρνε τή ζωή μέ τόν ίδιο τρόπο πού έπαιρνε τά παιδιά. ΤΗτο μαία. Ό νάνος στήν ’Ασφάλεια, πού τρομοκρα­ τεί τούς πρός άνάκρισιν καί τούς κρατού­ μενους, ύπήρξε στήν πραγματικότητα ή εί­ ναι συμβολικό πρόσωπο; ΟΧΙ. 'Υπήρξε.

ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ

ΠΟΑΩΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΑΙΣΙΑ ΑΘΗΝΑ 621, ΤΗΑ. 7794879 - 7754963 - 7786441


68/σ υ νεντευξη

Σάς ενδιαφέρει ή βιογραφία σάν λογοτε­ χνικό είδος;

Λ ιλίκα Νάκον

Είχατε εμπειρίες αυτού τού είδους; ΕΙΧΑ πάει κι έγώ εκεί. Τόν είχα δει. Ά ν συνεχίσετε νά μοϋ άπαντάτε μονολε­ κτικά, δεν θά μοϋ «βγει» ή συνέντευξη. ΘΑ σάς βγει. Ή φλυαρία βλάπτει στό γράψιμο. Νά ξέρετε άπό μένα, όσο πιό λίγα γράφει κανείς, τόσο καλύτερα... Πρέπει ν’ άρχίζει άμέσως, νά μπαίνει στό θέμα. Πώς κρίνετε εσείς τώρα τά βιβλία πού έχε­ τε γράψει; Σάς ενδιαφέρει ένα κοίταγμά τους άπ’ έξω, άπό μακριά; Βέβαια μοϋ λέ­ τε ότι εξακολουθείτε νά γράφετε. Ά ρ α δέν νιώθετε νά έχετε κλείσει τόν κύκλο σας. ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ότι δέν τελείωσα καθόλου, τώ-

«σ’ ολα ό συγγραφέας βά ζει τόν εαυτό του κ α ί τίς εμπειρίες του» ρα άρχίζω. ’Εκείνα πού ήθελα νά πώ τώρα πρέ­ πει νά τά πώ. Ά ν προφτάξω καί δέν πεθάνω. Πιστεύω πώς υπάρχουν στά βιβλία σας κύκλοι ήδη κλεισμένοι... ΤΟ έκπαιδευτικό βέβαια, τό νεανικό. Τώρα θέ­ λω νά δώ μέ τά μάτια τής ώριμης γυναίκας. “Αν άρχίζατε νά γράφετε τώρα, θά κάνατε άλλαγές στά βιβλία πού ήδη έχετε γράψει; ΟΧΙ βέβαια. ’Ιδίως θά κοίταζα νά μην έχω πο­ λυλογίες. Είμαι κατά τής πολυλογίας. ’Ελπίζω πώς δέν την έχω πολύ.

ΠΑΡΑ πολύ. Έ ν γένει οί βιογραφίες τών άνθρώπων άπό τόν πιό φτωχό, άπ’ αύτόν πού που­ λάει, τόν ζητιάνο, στόν δρόμο, ως τόν Καραμαν­ λή καί τόν πιό πλούσιο. Κάθε άνθρωπος φέρει μέσα του ένα θησαυρό καί μιά εμπειρία. Καί θά ήθελα, άν μποροΰσα, νά ήξερα όλες τίς εμπειρίες τού κόσμου. Έ χω μεγάλη περιέργεια, καί αύτό τουλάχιστον μέ κρατάει στη ζωή. Γιατί άν δέν είχα περιέργεια, τί θά ’κανα τώρα πού γέρασα; Κάνω τίς ζωές τών διαφόρων άνθρώπων. Δια­ βάζω τή ζωή τού Βισκόντι. Είναι ενδιαφέρουσα. Τέτοια πράγματα μ’ άρέσουνε. Οί έμπειρίες. Ή βιογραφία σάν λογοτεχνικό είδος λεί­ πει άπό την Ελλάδα. Δέν έχουμε συγγρα­ φείς... ΤΟ όνειρό μου ήταν νά κάνω πάντα... Κι ό Άραγκόν, πού είχα γνωρίσει καί μιάν εποχή ήταν φίλος μου στό Παρίσι, μοϋ είχε πει τήν έλ­ λειψη αύτή. Κι έρχόμουνα -έπί Μεταξά, ή ήταν κάποια άλλη δικτατορία καταραμένη, έπί Παπαδόπουλου;- νά κάνουμε λαϊκές έκδόσεις μέ πα­ ραδείγματα άνθρώπων πού έχουν παλαίψει καί έχουν νικήσει στή ζωή. Βέβαια δέν είναι τυχαίο πού τά περισσό­ τερα best-sellers έξω είναι βιογραφίες. ΚΙ όμως τρόμαξαν νά μοϋ πάρουν τή βιογραφία τού Σεμελβάις. Τόν Σεμελβάις δέν τόν ξέρουμε έδώ. Είναι ό πρώτος -πριν άπό τόν Παστέρ- πού βρήκε τά μικρόβια πού θανάτωναν τίς γυναίκες μετά άπό τόν τοκετό, άπό έπιλόχειο πυρετό. "Εκανα τή βιογραφία του. Καί δέν γίνηκε ρεκλά­ μα πουθενά. ’Ενώ καί οί γυναικείοι σύλλογοι έπρεπε νά τό διαβάσουνε καί οί γιατροί. Σάς άπογοητεύει μιά τέτοιου είδους άντιμετώπιση; Μ’ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΕΙ άπό τήν Ελλάδα. Καί καταράστηκα τήν ώρα πού ήρθα. Γιατί έγώ στή Γαλλία πού έμενα, είχα άρχίσει, σ’ ένα μικρό βέ­ βαιο κύκλο, νά διαβάζομαι πολύ. Κι έδώ δέν έχω παράπονα, άλλά τελευταία έμαθα ότι δέν παίρνουνε βιβλία οί άνθρωποι. ’Από τόν έκδο­ τη. Δέν ξέρω κιόλας. Ή νουβέλα σας «Ή ξεπάρθενη» είναι γραμμένη σέ πρώτο πρόσωπο. Ή ήρωίδα άφηγεϊται τή ζωή της, ή άφηγείται ένα μέ­ ρος τής ζωής της. Μοϋ έκανε λοιπόν έντύπωση τό έξής: Κανείς ποτέ δέν τή φωνάζει


συν εν τευξη/6 9

Ή Λιλίκα Νάκου γεννήθηκε στην ’Αθήνα τό 1905. ’Αποφοίτησε άπό τό Σχολείο Χίλ καί πήγε στήν Ελβετία (Γενεύη), όπου τελείωσε τό γαλλικό γυ­ μνάσιο. Ύ στερα σπούδασε φιλολογία. Έ ζησε στό Παρίσι περίπου όχτώ χρόνια καί στή Γενεύη δώδε­ κα. Γύρισε στήν ’Αθήνα όριστικά λίγο πρίν τό Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Βιοπορίστηκε σάν δημοσιο­ γράφος σέ πολλές άθηναϊκές έφημερίδες γιά χρό­ νια. Ζεϊ σήμερα μέ τή σύνταξη τής Έ νωσης Συντάκτών. Βιβλία της: Οί παραστρατημένοι, Ή κυρία Ντορεμί, ’Ανθρώπινα πεπρωμένα (Γή τής Βοιω­

μέ τ’ όνομά της. Ό πρώην εραστής της άπό τόν όποιο παίρνει ένα γράμμα την άποκαλεί «άγαπητή μου φίλη». Κάποιος πού την έχει βάλει στό μάτι «άγαπητή μι­ κρούλα». Κάποιοι άσχετοι τήν άποκαλούν «δεσποινίς» ή «κυρία». Ό γιός της τή λέει «μαμά», οί γονείς της «παιδί μου» καί κά­ ποιοι πού τή λυπούνται «καημένο παιδί» κλπ. Έ χει όνομα αυτή ή ήρωίδα σας; Θά θέλατε νά μοΰ τό άποκαλύψετε; ΕΧΕΙ όνομα, άλλά έχει πεθάνει καί καλύτερα νά μήν τό πούμε τώρα...

τίας), Γιά μιά καινούρια ζωή, Οί όραματιστές τής ’Ικαρίας (μυθιστορήματα). "Εχει γράψει έπίσης μυ­ θιστορηματικές βιογραφίες: Ποτέ πιά (Πόε), Ό Παστέρ, Ή τραγική ζωή τού Μολιέρου, Ή κυρία Rollan καί ή Γαλλική ’Επανάσταση, Ό Μεγάλος Πέτρος καί ή έποχή του, Ζάν Ζάκ Ρουσσώ. Τίς νουβέλες: Ή ξεπάρθενη, Ναυσικά. Τά διηγήματα: Ή κόλαση τών παιδιών, Ή ιστορία τής παρθενίας τής δεσποινίδας τάδε, καί τίς «σκιαγραφίες άνθρώπων»: Προσωπικότητες πού γνώρισα, Οί παραγνω­ ρισμένοι.

τού Τρότσκι είχατε έπαφές μέ τόν Κάλας; A, TQN Κάλας! Ή το φίλος μου άπό ’δώ, όχι είμαστε άριστεροί χωρίς... δέν ήμουν έκείνο τόν καιρό φανατική. Τόν λένε Κάλας... κι άλλιώς... Έ χει πολλά ψευδώνυμα. Τό άληθινό του αύτή τή στιγμή μού διαφεύγει... Καλαμάρης. ΚΑΛΑΜΑΡΗΣ. Ήταν άπό τίς πλουσιότερες οι­ κογένειες τών ’Αθηνών καί καθόταν έκεί πού εί­ ναι σήμερα τό «Κίνγκ Τζώρτξ». Ή ταν ένα παλά­ τι καί ζούσε μέσα, καί τότε έθεωρεΐτο ώς τό άτα-

Τό πρόβλημα σχέσης τής πραγματικότητας στήν καθημερινή ζωή καί τής πραγματικό­ τητας στό λογοτεχνικό έργο, σάς έχει άπασχολήσει ποτέ;

«κάθε άνθρωπος φ έρει μέσα του ένα θησαυρό κ α ί μ ιά ΑΜΑ είναι κανείς καλλιτέχνης τά βλέπει όλα έρ­ εμπ ειρία. Κ α ί θά ’θελα νά γα τέχνης. ή ξερ α όλες τίς εμπειρίες τοΰ "Οταν έπιστρέψατε άπό τή Γαλλία νο­ κόσμου» σταλγούσατε τή ζωή εκεί καί όλους αυ­ τούς τούς καταπληκτικούς άνθρώπους πού γνωρίσατε; Ε, ΦΥΣΙΚΑ. ’Αλλά έγνώρισα περίφημους άν­ θρώπους κι εδώ. Γνώρισα τόν Τραυλαντώνη, πού μού άρεσε εξαιρετικά. Είχα τήν τύχη νά γνωρίσω τόν Καρθαΐο. Εύγενέστατος άνθρωπος καί καλός διανοούμενος. Είχε διαβάσει πολύ. Ό Ξενόπουλος μού έκανε καλή ύποδοχή καί ήτο πολύ καλός. ’Εμένα μοΰ άρέσει νά είναι καί κα­ λοί άνθρωποι. Νά μήν είναι μόνο συγγραφείς καί νά έχουν μεγάλη ιδέα τού εαυτού τους. Αυ­ τούς πού γνώρισα εγώ ήταν όλοι άπλοι άνθρω­ ποι. Αυτά μού άρέσουν εμένα, όχι είμαι συγγρα­ φέας καί ξεχωρίζω. Μά πρέπει νά ξεχωρίζει, πρέπει νά είναι άνθρωπος... ’Εσείς τί γράφετε; Ζήσατε στό Παρίσι σέ μιά έποχή πού τό κίνημα τού υπερρεαλισμού ήταν στό φόρτε του. Κι άπ’ δ,τι ξέρω είχατε έπαφές. Πα­ ραδείγματος χάριν μέ τόν Κάλας. Λόγω

κτο παιδί τής κοινωνίας. Τότε ήμουνα νέα όπως κι αύτός. Έτσι τόν γνώρισα. Τόν βλέπετε τελευταία; ΚΑΘΟΛΟΥ πιά. Έχασα... αύτός έμεινε στό έξωτερικό καί φοβάμαι μήπως γίνηκε σάν ξένος. Ένώ εγώ, πρέπει νά πώ, έμεινα έξω πολλά χρό­ νια, άλλά τό έλληνικό στοιχείο διατηρήθηκε πάντα μέσα μου. ’Αγαπούσα, δέν ξεχνούσα πώς είμαι στό βάθος Ρουμελιώτισσα. Εσείς; "Οπου καί ή «Γή τής Βοιωτίας». Αύτό τό βιβλίο τό είχα διαβάσει παλιότερα. ’Αλλά τώρα δέν τό βρήκα πουθενά. ΤΟΥ έχουν άλλάξει ίσως όνομα. Έ χει μανία καί τά άλλάζει ό έκδότης. Νομίζω πώς καί ή «Ξεπάρθενη» είχε άλλο


70/σ υ νεντευξη

τίτλο. Ό χ ι αυτόν, πού έκτος τού ότι είναι κακόηχος «κακοχαρακτηρίξει» καί τό βι­ βλίο. Ποιος ήταν ό πρώτος τίτλος; ΓΑΛΛΙΚΑ βγήκε «Ή ιστορία τού μικρού Πέ­ τρου», κάπως έτσι. Γιατί σάς άλλάζουν τούς τίτλους; Ε, ΓΙΑΤΙ τά πουλάω. Δεν έχω ποτέ λεφτά καί κάνει ό,τι θέλει ό έκδοτης. 'Απλούρτατα δέ μ’ άκοϋνε... Δέν έπεμβαίνουν στό περιεχόμενο; ΟΧΙ. Στό περιεχόμενο, όχι. ’Αλλά σοϋ λέει, τίτ­ λος γιά νά τραβήξει. Νά πούμε, είχα βγάλει ένα βιβλίο γιά τόν Κοτζιούλα, όχι μόνο γιά τόν Κοτζιούλα, γιά τήν Μπερτσά, τήν όποια θαύμαζα πολύ, τά έργα της, μεγάλη ζωγράφος. Τήν είχα «Ένα κορίτσι στό δάσος». Τό ’βγάλε αύτός. Τό ’βάλε αλλιώς. Τί νά πεις. “Αν μπορείς τά βιβλία νά τά βγάζεις μόνος σου, καλύτερα είναι. Κυρία Νάκου, ποιές είναι οί πιό δυνατές συγκινήσεις πού ζήσατε σάν συγγραφέας καί σάν άνθρωπος; ΒΕΒΑΙΑ τούς άνθρώπους πού γνώρισα, πού

ήταν ως άνθρωποι πνευματικοί. Καί ψυχικά. Γνώρισα πολλούς έξω στή Γαλλία, όπως διαβά­ σατε, έχω γράψει ένα βιβλίο «Προσωπικότητες πού γνώρισα». 'Όσο γιά τήν Ελλάδα, έκτος άπ’ όσους είπα πρίν, γνώρισα τόν Παλαμά καί τή Λιλή Ίακωβίδου, ή όποια είναι ένας πνευματι­ κός άνθρωπος, είναι άρρωστη τώρα. Είχα τήν τύχη νά γνωρίσω πολλούς. Καί μιά γυναίκα, τήν άδελφή τής Έλλης ’Αλεξίου, τή Γαλάτεια Καζαντζάκη, καί τόν Καζαντζάκη καί πολλούς Έ λ ­ ληνες. Πώς τούς κρίνετε σάν συγγραφείς όλους αύτούς; ΔΕΝ τούς έχω διαβάσει κι όλους, νά πούμε. Σάς ένδιέφερε πρίν άπ’ όλα ή άνθρώπινη πλευρά τους; ΒΕΒΑΙΑ, ή άνθρώπινη πάντα μ’ ένδιαφέρει πιό πολύ. 'Υπάρχει κάτι άπό τό παρελθόν σας, τήν προηγούμενη ζωή σας, πού θά θέλατε νά τό ξαναζήσετε; ΔΥΣΤΥΧΩΣ, φυσικά καί ή ήλικία, άλλά νά είχα τά πόδια μου καλά, νά μπορούσα νά ζήσω στό

ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ... ΚΙΒΩΤΟ; • ΥΠΟΓΕΙΟ βιβλία παιδικά εκπαιδευτικά παιχνίδια

ΙΣΟΓΕΙΟ

χαρτικά αφίσσες βιβλία περιοδικά

ΠΑΤΑΡΙ

έκθεση καλλιτεχνικής φωτογραφίας του Σταύρου Λαγκαδιανοΰ

στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΑΡΑΓΑΤΣΗ 1 (νέο δημαρχιακό μέγαρο)


σ υνεντευξη/71

Παρίσι όπως ζοϋσα. Μοναχική, έργαζόμουν έκεΐ, πάντα έβρισκα έργασία σέ γραφεία, σέ εκ­ δοτικούς οίκους, καί νά μπορείς από κεϊ καί πέ­ ρα νά άναπτύσσεσαι, νά μην παύεις πνευματικά. Έδώ παύεις άν δεν πηγαίνεις. Ή τότε νά διαβά­ ζεις πολύ, πράγμα πού κάνω νύχτα μέρα. ’Αλλά είναι δύσκολο γιά τά μάτια. Κυρία Νάκου, πώς γράφετε; ΑΝΑΛΟΓΩΣ. Μπορεί καί τη νύχτα όταν έχω άυπνίες. Έχετε μιά συγκεκριμένη ρουτίνα πού σάς βοηθάει στό γράψιμο; Ε, ΗΣΥΧΙΑ θέλει. Πιστεύετε πώς ό συγγραφέας πρέπει νά ζεί μιά κλειστή καί άποτραβηγμένη ζωή; Πιστεύετε στή μοναξιά τοϋ συγγραφέα; ΟΠΩΣ ό Καζαντζάκης λόγου χάριν, κλεισμένος σέ τέσσερις τοίχους... Νομίζω πρέπει νά ’χει ζωή μοναχική ό συγγραφέας, αλλιώς δέν γίνεται. Θά πάει στόν κινηματογράφο, πρέπει νά πάει στό θέατρο, αύτά τόν πλουταίνουνε, είναι καί μιά διασκέδαση. ’Αλλά δέν πρέπει ν’ άπομονώνεται κι άπό τή ζωή. Πρέπει νά ’ρχεται σέ συνάφεια. Στή Γαλλία μοϋ άρεσε καί καθόμουνα στά πάρ­ κα καί κουβέντιαζα μέ τούς άνθρώπους. Ή ταν ένας πλούτος κι αύτό. Έδώ δέν έχει πάρκο κι έτσι... Έ τσι βρισκόμαστε πιό κοντά στό υλικό σας... ”Αν περιοριστεί κανείς στίς παρέες τών ομοτέχνων; ΟΧΙ, δέν τό άγαπώ αύτό, δέν πλουτίζει καθόλου τό συγγραφέα αύτό τό πράγμα. Άλλο άν είναι φίλοι. ’Εγώ άν οφείλω εύγνωμοσύνη στή δημο­ σιογραφία είναι γιατί μέ πήγε κοντά στούς άν­ θρώπους. Στίς φάμπρικες. Είχα φίλους τούς πιό άπίθανους άνθρώπους. •

Τί πράγματα σάς εύχαριστοΰν τώρα νά κάνετε πιό πολύ;

ΝΑ πηγαίνω στή φύση. Νά βλέπω τή θάλασσα. Τό νά γράφετε είναι γιά σάς μιά κατάστα­ ση εύχάριστη; ΕΙΝΑΙ δπως όταν τραγουδάει κανείς. Άπλούστατα. 'Υπάρχει στά βιβλία σας τό θέμα τοϋ ταξι-

Ή Λιλίκα Νάκου μέ τή Μαρία Ίορόανίό ον

κοϋ διαχωρισμού. Ή Βαρβάρα, στό «Γιά μιά καινούρια ζωή», είναι σχετικά φτωχή. Δέν είναι δμως προλετάριο. ΔΕΝ είναι προλετάρια, άλλά είναι φτώχειά. Άστή φτώχειά. Έ χει διαφορά. Δέν ήτο προλε­ τάρια ποτέ. Δέν μπορούσε νά ’ναι. Άλλά οί άστοί φτωχοί, είναι χειρότεροι άπό τούς προλε­ τάριους. Γιατί τό κρύβουνε κιόλας. Τά βιβλία σας είναι δλα γραμμένα κομψά καί μέ πολύ μεγάλη προσοχή, δλα τά θέ­ ματα έπεξεργασμένα κλπ. Σάς άπασχόλησε ποτέ τό πρόβλημα τής γλώσσας, σκεφτήκατε νά δημιουργήσετε μιά καινούρια γλώσσα, ή αύτά βγήκαν τυχαία;

«εγώ άν οφείλω ευγνωμοσύνη στή δ ημοσ ιογρ αφ ία, είν α ι γ ια τ ί μέ πήγε κοντά στούς άνθρώπους» ΒΓΗΚΑΝ τυχαία. Εύτυχώς τή γλώσσα μου, δπως μού είπε ό Ψυχάρης... Τοϋ ’πα πώς δέν ξέ­ ρω τή γλώσσα καί μού είπε γράφε τή γλώσσα τής μάνας σου. Έτσι, γράφω τή γλώσσα τής μάνας μου. Γνωρίζατε τόν Ψυχάρη; ΓΝΩΡΙΣΑ τόν Ψυχάρη καί τό ’χα καημό πού δέν


72/συνεντευξη

είχα τελειώσει «ελληνικό» σχολείο καί γυμνάσιο, καί μοϋ λέει: νά είσαι ευτυχής πού δεν μπήκες σ’ αυτή τήν... θά γράψεις καλύτερα έτσι...

σώμα. Γίνεσαι δηλαδή αιχμάλωτος τού σώματος. Αύτό πάντα ήταν ένοχλητικό.

ΒΕΒΑΙΑ. Γαλλικά βγήκαν τά πρώτα μου βιβλία.

Ή άλλη πλευρά τού μυθιστορήματος, τό μυθιστόρημα πού. έκαναν ό Προύστ, ή Γούλφ, ό Τζόυς, σάς έχει άπασχολήσει ποτέ;

Καί άργότερα τά μεταφράσατε ή ίδια στά έλληνικά;

ΠΑΡΑ πολύ. Ή Βιρτζίνια Γούλφ μ’ άρέσει πο­ λύ. Ό άλλος μέ κούρασε.

Γαλλικά γράψατε ποτέ;

ΝΑΙ. Νιώθετε ευγνωμοσύνη γιά τά βιβλία πού έχετε γράψει; Τά άγαπάτε; Σάς άρέσει πού τά γράψατε;

«εχω μεγάλη περιέργεια, κ ι αυτό τουλάχιστον μέ κρατάει στη ζωή» ΝΑ σοϋ πώ. Βρίσκω πώς δέν πρέπει ποτέ ό συγ­ γραφέας νά είναι ευχαριστημένος άπό δ,τι γρά­ φει. "Αμα είναι ευχαριστημένος, βράστα. 'Ο χρόνος πού περνά, πού πέρασε, σάς προκαλεϊ έκπληξη; ΠΑΡΑ πολλή έκπληξη, γιατί βρέθηκα μέ νέα ψυ­ χή σέ γέρικο κορμί. Ή άντίθεσις βέβαια αυτή δείχνει μιά dualite, μιά διπλότητα, καί είναι κα­ λό. Άποδεικνύει δτι κάτι υπάρχει μέσα μας, αλ­ λά βέβαια οχληρό, διότι αισθάνομαι νέα καί τά πόδια μου δέν τρέχουν δπως πρώτα. 'ΑπλούσταΚι άλλοι συγγραφείς θλίβονται άπό τό γε­ γονός δτι έχουν μέσα τους μιά καρδιά πού πάλλει, άλλά άναγκάζεται αυτή ή καρδιά νά κουβαλάει ένα σώμα τό όποιο ό χρόνος σιγά σιγά τό καταργεί. ΕΚΕΙ είναι τό μυστικό. Πρέπει νά τό πάρουμε άπόφαση. Καί νά συμβιβαστούμε μ’ αύτό τό κορμί πού σέ λίγο δέν θά υπάρχει. Κι αύτό πρέ­ πει άπό πρίν νά τό ξέρουμε. Έγώ έχω συμβιβα­ στεί. Τελείωσε. Δέν μ’ ένδιαφέρει πιά. Νοσταλγείτε τό σώμα σας, έτσι δπως ήταν στή νεότητά σας; ΝΟΣΤΑΛΓΩ τήν έλευθερία πού είχα. Γιατί τό γήρας είναι περιορισμός, περιορισμός άπό τό

'Ο Τζόυς. Ό Προύστ πού είναι Γάλλος, πιό κοντά σ’ έσάς; Ο ΓΑΛΛΟΣ μ’ άρεσε. Γιατί ίσως ξέρω τή γλώσ­ σα καλύτερα. Συμφωνείτε μ’ αύτό τόν τρόπο άντιμετώπισης τής πραγματικότητας; Γιατί κι έσεΐς στά βιβλία σας κάνετε μιά άντιμετώπιση τής πραγματικότητας. Καί αύτοί έπίσης, άλλά άπό τήν πλευρά έκείνου πού συμμε­ τέχει. Ένώ στά δικά σας βιβλία είναι πιό άντικειμενικό αύτό. Ε, ΤΟ βάζω έτσι γιατί είναι ό τρόπος γραφής διαφορετικός. Έχω πάρει τόν κλασικό τρόπο γραφής. Αύτό σημαίνει δτι άπορρίπτετε τόν άλλο; ΟΧΙ, καθόλου. Μ’ άρέσει πολύ. "Οποιος μπορεί νά τό κάνει, ώραϊο είναι. Πιστεύετε δτι είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας; ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΑΣΙΑΣ άναμφιβόλως. Καί κουλ­ τούρας. Έγώ έχω άνατραφεϊ μέ κλασική μόρφω­ ση. Καί τό άλλο άπορρίπτει νά πούμε... Εμένα μού άρέσει καλύτερα ή διαύγεια. Τό άλλο φέρνει σύγχυση. Δέν μ’ άρέσει νά διαβάζω ένα βιβλίο καί νά νομίζω πώς είμαι μεθυσμένη. Τελευταία είχα διαβάσει ένα βιβλίο, ά, τού Μπόρχες, Πα­ ναγία μου... Είσαι στά καλά σου καί ξαφνικά νομίζεις δτι τό πάτωμα φεύγει άπό κάτω. Μ’ άρέσει ή διαύγεια. "Αν μού κάνει άνάλυση τού έαυτοΰ του είναι άλλο ζήτημα. Εσείς δέν αύτοαναλύεστε γενικά δμως. ΔΕΝ μ’ άρέσει. Πιστεύετε δτι τά ίδια τά γεγονότα μιλάνε ίσως μόνα τους. Δέν θέλετε νά τά θολώνε­ τε. ΦΥΣΙΚΑ. Μάλιστα.


ΔΕΛΤΙΟ “

βιβλιογραφικό δελτίο άριθ. 72 • Τό Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μ έ την πολύτιμη συνερ­ γασία τον βιβλιοπωλείου τής «Εστίας», τή διεύθυνση κα ί τό προσωπικό τον όποιον εύχαριστοϋμε θερμά. • Ή ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται μ έ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην έλληνική βιβλιο­ γραφία. • Σ έ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά ο ί ΐλ-

ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ Β ΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ-ΤΙΛΙΟΥ ΜΑΡΙΑ. Κατάλογος έλληνικών περιοδικών καί ημερησίων έντυπων τής Φιλοσοφικής Σχολής τοϋ Πανεπιστημίου Ίωαννίνων. Ιω άννινα, 1982. Σελ. 99.

Επιμέλεια: Ά

^Φ η

ληνες συγγραφείς κα ί άκολουθοϋν ο ί ξένοι. • Ή κατάταξη των ξένων συγγρα­ φέων γίνεται σύμφωνα μέ τό ελ­ ληνικό άλφάβητο. • Στην κατηγορία τών περιοδικών όέν περιλαμβάνονται έβόομαδιαϊα έντυπα. • Γιά την άκόμη μεγαλύτερη πλη­ ρότητα τον Δελτίου, παρακαλοϋνται ο ί ίκδότες νά μάς στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες έκδόσεις τους.

ΘΕΟ Λ Ο ΓΙΑ ΤΣΑΜΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. Εισαγωγή στήν πατερική σκέψη. Τόμος Α \ Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 198. Δ^χ. 350. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Δημιουργία καί άπολύτρωση. Μετ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη. Έ ρ γα , άριθ. 3. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 378. Δρχ. 550.

ΦΙΑΟΣΟΦΙΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΝ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ / ΚΕΝΤΡΟΝ ΒΥ­ ΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Σύμμεικτα. Τόμος Ε'. ’Αθή­ να, 1983. Σελ. 397. Δρχ. 1350.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ ΜΑΡΞ ΚΑΡΑ. Διαφορά τής δημοκρίτειας καί επικού­ ρειας φυσικής φιλοσοφίας. Διδακτορική διατριβή. Είσαγωγή-μετάφραση: Παναγιώτη Κονδύλη. Φιλοσοφι­ κή καί Πολιτική Βιβλιοθήκη, άριθ. 1. ’Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 295.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΓΕΝΙΚΑ ΤΣΑΜΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. Εκκλησιαστική γραμμα­ τολογία. Τόμοι A ' + Β'. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1983. Σελ. 226 + 266. Δρχ. 350 + 450.

ΚΩΣΤΟΠΟ ΥΛΟΣ ΤΡΥΦΩΝ ΑΣ (ΖΕΥΣ). Εισαγωγή


74/δελτιο

στη θεωρία της νομοκρατικής κοινωνίας. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 364.

ΚΟΙΝ ΩΝ ΙΟΛΟΓΙΑ ΖΙΓΚΛΕΡ ΖΑΝ. Στρέψτε τά όπλα! Εγχειρίδιο αντι­ πολιτευτικής κοινωνιολογίας. Μετ. Βασίλη Παπαβασιλείου. ’Α θήνα, Μαλλιαρής - Παιδεία, 1983. Σελ. 256. Δρχ. 300. BOFFINO ΑΝΝΑ. Τό σεξ σήμερα. Μετ. Ελένης Ταμβάκη. ’Α θήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 88. Δρχ. 300.

ΕΚ Π Α ΙΔ ΕΥ ΣΗ BRENER NOOR-ZADE. Τό χρυσό βιβλίο. Τό παιδί καί ή καλλιτεχνική δημιουργία. Μετ. Γεωργίας Δεληγιάννη-Άναστασιάδη. Εικονογράφηση Marie-Pascale Deluen. ’Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 100. Δρχ. 300.

ΠΑΙΔΑ ΓΩ ΓΙΚ Η ΣΥΡΜΑΝ ΠΕΤΡΑ. Τό σύγχρονο κορίτσι. Μετ. ’Αγγε­ λικής Κουνελάκη. ’Α θήνα, Νότος, 1982. Σελ. 276.

ΠΟΛ ΙΤΙΚΗ ’Ιδεολογικός άγώνας καί σύγχρονη άστική φιλοσοφία. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 285. Δρχ. 250. ΒΑΝΕΓΚΕΜ ΡΑΟΥΛ. Τρομοκρατία ή έπανάσταση; Μετ. Θέμη Μιχαήλ. ’Α θήνα, ’Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 60. Δρχ. 80.

ΟΙΚΟΝΟΜ ΙΑ KINDLEBERGER CHARLES Ρ. - HERRICK BRU­ CE. Οικονομική ανάπτυξη. Τόμος Β'. Μετ. Φ. Διαμαντόπουλου. ’Αθήνα, Παπαζήσης, 1983, Σελ. 380. Δρχ. 600.

ΠΑΙΔΙΚΑ ΕΛ ΕΥ Θ ΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ-ΒΟΥΚΑ ΜΑΡΙΑ - ΜΑΝΤΟΥΒΑΛΟ Υ-ΗΛΙΑΔΗ ΣΟΦΙΑ. Μια τελίτσα μιά φορά. Είκογράφηση Ύ βέτ Παπαδοπούλου. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 41. Δρχ. 250. Οί κωμωδίες τού ’Αριστοφάνη. Λυσιστράτη. Διασκευή-κείμενα Τ. Άποστολίδη. Σκίτσα Γ. Ά κοκαλίδη. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 50. Δρχ. 280. ΛΑΜΠΡΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΕΜΜΥ. Τό λαβωμένο πουλί. Παραμύθια. ’Αθήνα, Τήνος. Σελ. 61. Δρχ. 80. ΣΤΡΑΝΗ ΛΕΝΕΤΑ. Γιά νά λέμε καλημέρα. Εικονο­ γράφηση "Ανίας Καλλίδη. ’Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 38. Δρχ. 350.

Λ ΑΟΓΡΑ Φ ΙΑ Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός. Νεοελληνικά κείμενα. ’Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 374.

ΑΡΤΖΙΛΙ ΜΑΡΤΣΕΛΟ. Κάτω άπό τόν ίδιο ουρανό. Μετ. Γιάννη Καρούζου. ’Αθήνα, ’Αποσπερίτης, 1983. Σελ. 213. Δρχ. 280. ΝΕΣΤΛ1ΝΓΚΕΡ ΚΡΙΣΤΙΝΕ. Τό παιδοκέλαρο. Μετ. Μαρίας Κάσση. Εικονογράφηση Τρύφωνα Κόρμπη. ’Α θήνα, Τεκμήριο, 1983. Σελ. 77.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ

ΡΟΝΤΑΡΙ ΤΖΙΑΝΝΙ. ’Ιστορίες φτιαγμένες στή μηχα­ νή. Μετ. Νάσας Μ παμπάκου. ’Αθήνα, Τεκμήριο, 1983. Σελ. 175.

ΓΕΝΙΚΑ

ΤΕΧΝΕΣ

ΚΩΣΤΑΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. ’Επαγγέλματα καί σπουδές. ’Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 428. Δρχ. 700.

ΧΟΡΟΣ

ΡΟΥΣΣΩ ΖΑΝ-ΖΑΚ. Αιμίλιος ή γιά τήν εκπαίδευση. Τόμος Α '. Μετ. Ίάνη Λό Σκόκκο. ’Α θήνα, Ά ναγνω στίδης. Σελ. 284. Δρχ. 400.

ΜΙΛΑ ΕΪΓΚΝΕΣ ΝΤΕ. Οί έπαναστάτες τού χορού. (’Αμερική). Μετ. Τάκη Κωτσόπουλου - ’Αγάπης Νταϊ­ φά. ’Α θήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 48. Δρχ. 70.


δ ελτιο/75

ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΜΟΡΡΙΣΟΝ ΤΖΙΜ. Σημειώσεις γιά τήν δράση. ’Α πό­ δοση Ά ντώ νη ’Εμμανουήλ. ’Αθήνα, ’Ερατώ, 1983. Σελ. 126. Δρχ. 200.

ΙΑ ΤΡΙΚΗ

ΜΠΕΚΕΤ ΣΑΜΟΥΕΛ. Τρία εύκαιριακά κομμάτια. Μετ. ’Αγάπης Νταϊφά. ’Αθήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 31. Δρχ. 60 ΧΑΙΝΤΕΡΛΙΝ. Δύο ύμνοι. Μετ. Δημήτρη Καπετανάκη. ’Αθήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 31. Δρχ. 60.

ANDERSON JAMES W. Διαβήτης. Μετ. Καίτης ’Αθανασίου. ’Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 163. Δρχ. 400.

Π ΕΖΟ ΓΡΑ Φ ΙΑ

ΥΓΙΕΙΝΗ

ΒΑΤΖΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Περιπλανώμενοι. Μυθιστόρη­ μα. ’Αθήνα, Ε σ τία, 1983. Σελ. 172. Δρχ. 240.

ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. Σωστή διατροφή καί σωστό άδυνάτισμα. ’Αθήνα, Σικυών, 1983. Σελ. 245. Δρχ. 350.

ΒΟΥΣΒΟΥΝΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Ή έπιστροφή τής ’Α λ ­ κής. ’Α θήνα, Έ ρμείας, 1983. Σελ. 37. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Τό νησί μέ τίς νεκρές ψυχές. ’Α θήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 69. Δρχ. 120.

MESSEGUls MAURICE. Τά βότανα καί ή υγεία μας. Μετ. Λένας Κυπραίου. ’Αθήνα, Ψυχογιός, 1983. Σελ. 330. Δρχ. 550.

ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ ΤΟΛΗΣ. Οί πρωταγωνιστές. ’Αθήνα, Ύ ψ ιλον / Βιβλία, 1983. Σελ. 92. Δρχ. 150.

BENJAMIN HARRY. 'Οδηγός φυσιοθεραπείας. Τό­ μος Β'. Μετ. Κ. Δόλκα - Γ. Μπαρουξή. ’Αθήνα, Δ ιό­ πτρα, 1983. Σελ. 345. Δρχ. 300.

ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ Γ. Τό έλληνικό χιούμορ. Γ' έκδοση. Τόμοι A + Β. ’Αθήνα, Ώ κεανίδα, 1983. Σελ. 253 + 256. Δρχ. 250 + 250.

ΓΛΩΣΣΑ

ΚΛΑΡΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ. Τό παραμύθι ενός λαού πού δέν είναι παραμύθι. (Διηγήματα). Πεζογραφική τριλο­ γία, άριθ. 1. ’Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 206. Δρχ. 280.

ΞΕΝΕΣ ΓΛΩ ΣΣΕΣ

ΚΟΝΔΥΛΗΣ ΦΩΝΤΑΣ. Ή δίκη τού μεσημεριού. Μυθιστόρημα. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 189. Δρχ. 300. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ ΤΑΣΟΣ. Ό τυφλός μέ τόν λύχνο. ’Α θήνα, Κέδρος, 1983. Σε. 117. Δρχ. 280.

ΚΟΝΤΑΡΑΤΟΥ ΦΛΩΡΑ. Νέα γραμματική τής ιταλι­ κής γλώσσας. ’Α θήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 196. Δρχ. 400.

ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Γκρό-πλάν. ’Αθήνα, Καστα­ νιώτης, 1983. Σελ. 140. Δρχ. 250. ΜΟΡΦΗΣ ΝΙΚΟΣ. Τό καλοκαίρι. Διηγήματα. ’Αθή­ να, ΓΪλέθρον, 1983. Σελ. 121.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Π Ο ΙΗ ΣΗ

ΠΑΠΠΑΣ ΝΙΚΟΣ. Ό πρωτότοκος. (Μυθιστόρημα). "Απαντα, άριθ. 2. ’Α θήνα, Καρανάσης, 1983. Σελ. 250. Δρχ. 400. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ Ν. Γ. Πόλεως καί νομού Δράμας παρα­ μύθια. ’Αθήνα, "Αγρα, 1983. Σελ. 101. Δρχ. 200. ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Κάποτε στό Αιγαίο. ’Αθή­ να, Δεληθανάσης. Σελ. 282. Δρχ. 450.

ΕΨΙΛΟΝ ΚΑΠΑ. Αυτόνομα μηνύματα. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 31. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΜΙΜΗΣ Κ. ’Εποχές. 1979-1981. Λεμε­ σός, 1983. Σελ. 50. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΜΙΜΗΣ Κ. Νέα γραφή 1981-1982. Λεμε­ σός, 1982. Σελ. 49. ΠΛΗΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Ό έρωτας τού σώματος. Ποιήματα. ’Α θήνα, Οί ’Εκδόσεις τών Φίλων, 1983. Σελ. 39. ΠΡΩΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΗΣ. Πρός Παλαιστίνιους σέ ρέ μεΐζον συμπάθειας. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 32. Δρχ. 100.

ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΠΑΜΠΗΣ. Διακόσια χρόνια ξενιτιάς. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 269. Δρχ. 400. ΦΑΚΙΝΟΣ ΑΡΗΣ. 'Ιστορία μιάς χαμένης γής. ’Αθή­ να, Ε σ τία , 1983. Σελ. 248. Δρχ. 280. ΦΩΤΙΑΔΟΥ-Μ ΠΑΛΑΦΟΥΤΗ ΓΙΩΤΑ. "Ασε τό βι­ βλίο, τό γάλα φέρε. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, Καστανιώ­ της, 1983. Σελ. 122. Δρχ. 250. ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΟΣ. Στυλοβάτες στό Ίόνιο. Γεράσιμος Νοταράς. ’Αφηγηματική βιογραφία. ’Αθή­ να, 1983. Σελ. 91. Δρχ. 200.


76/δελτιο VAILLAND ROGER. Ή πέστροφα. Μετ. Ελένης Ταμβάκη. ’Αθήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 192. Δρχ. 350. ΖΙΝΤ ΑΝΤΡΕ. Τά ύπόγεια τού Βατικανού. Μετ. Ά ν δρέα Θ. Κατσαμακίδη. ’Αθήνα, Ζαχαρόπσυλος, 1983. Σελ. 320. Δρχ. 280. LIVRAGA RIZZI GIORGIO Α. Ό άλχημιστής. ’Α θήνα, Νέα ’Ακρόπολη. Σελ. 172. Δρχ. 280. ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Τό μαγικό βαρέλι. Μετ. Μάνθου Κρίσπη. ’Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 220. Δρχ. 320. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ. Ή άφήγηση ένός ναυαγού. Μετ. ’Αμαλίας Τσακνιά. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 171. Δρχ. 280. BELLOW SAUL. Χέρτσογκ. Μετ. Μίλτου Φραγκόπουλου. ’Αθήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 481. Δρχ. 750. ΜΠΕΝΣΟΝ ΣΑΜ. Θησαυρός στή βίλα τών οργίων. Μετ. Κώστα Παντελίδη. ’Αθήνα, Πλειάς, 1983. Σελ. 188. Δρχ. 120. ΜΠΛΟΤΣ ΡΟΜΠΕΡΤ. Ψυχώ. Μετ. Γιάννη Λάμψα. ’Αθήνα, Έ ρμείας, 1982. Σελ, 141. ΝΙΝ ΑΝΑΪΣ. Ή γυάλινη καμπάνα. Μετ. Μαριάννας Τόλη. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 132. Δρχ. 200. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΦΙΟΝΤΟΡ. ’Αναμνήσεις άπό τό σπίτι τών πεθαμένων. Μετ. Νίκου Κυτόπουλου. Κλα­ σική Λογοτεχνία, άριθ. 46. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 464. Δρχ. 600. Τό παγκόσμιο χιούμορ. ’Επιλογή Τάκη Δρακόπουλου. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, Ώ κεανίδα, 1983. Σελ. 208. Δρχ. 250. ΠΡΕΒΟ ΑΒΒΑΣ. Μανόν Λεσκώ. Μετ. Ά νδρ έα Ά ν δρεόπουλου. Μικρή Λογοτεχνική Σειρά. ’Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 202. Δρχ. 300. ΠΡΟΧΑΝΟΦ ΑΛΕΞΑΝΤΡ. Έ να δέντρο στήν καρδιά τής Καμπούλ. Μυθιστόρημα. Μετ. ’Απόστολου Κοτσιώλη. ’Α θήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 323. Δρχ. 500. ΡΙΛΚΕ ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ. Ή άγάπη καί ό θάνατος τού σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε. Μετ. Ρένας Καρθαίου. ’Αθήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 31. Δρχ. 60. ΣΜΙΘ ΜΠΕΤΤΥ. Μάγκυ Ρόζ. Μυθιστόρημα. Μετ. Κ. Καραλέξη. ’Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 384. Δρχ. 350. SOYINKA WOLE. Ό άνθρωπος πέθανε. Μετ. Πένυς Τσελέντη. ’Αθήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 324. Δρχ. 600. FUENTES CARLOS. Ό θάνατος τού ’Αρτέμιο Κρούς. Μετ. Κώστα Κουντούρη. ’Αθήνα, Ζάρβανος, 1983. Σελ. 299. Δρχ. 550.

Κ. Π. Καβάφης. Πανομοιότυπα τών πέντε πρώτων φυλλαδίων του (1891 ;-1904). Παρουσίαση-σχόλια Γ. Π. Σαββίδη. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρχείο, 1983. Φυλ. 5. Δρχ. 250. ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. Ή «Ρωμιοσύ­ νη» στόν παράδεισο. Οί ιδέες, άριθ. 9. ’Αθήνα, ’Έρα­ σμος, 1983. Σελ. 46. Δρχ. 100. Μ ΑΡΑΚΑ ΛΙΛΑ. Έ ντέν Χόρβατ. Ό άπομυθευτής τού μικροαστικισμού καί τού ναζισμού. Δοκίμιο. ’Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 323. Δρχ. 400. Νέα Ε στία. ’Αφιέρωμα στόν Στρατή Μυριβήλη. ’Αθή­ να, Ε σ τία , 1983. Δρχ. 300. Νέα Τέχνη. ’Αφιέρωμα: Κ. Π. Καβάφη. ’Αθήνα, Ε λ ­ ληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Α ρχείο, 1983. Δρχ. 200. ΝΙΚΟΛΑΡΕΙΖΗΣ Δ . Δοκίμια κριτικής. Β' έκδοση. Θεωρία Λογοτεχνίας καί Κριτικής. ’Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 305. Δρχ. 650. ELIOT Τ. S. Τέσσερα κουαρτέτα. Μετ. Έ φ ης ’Α θανα­ σίου. Β' έκδοση. ’Αθήνα. Σελ. 230. LA SEMAINE EGYPTIENNE. ’Αφιέρωμα: Κ. Π. Καβάφη. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορι­ κό ’Αρχείο, 1983. Δρχ. 200.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΤΟΠΟΛΣΚΙ ΓΙΕΡΖΙ. Προβλήματα ιστορίας καί ιστο­ ρικής μεθοδολογίας. Μετ. Μαρίας Μαραγκού - Γιώρ­ γου Μαραγκού. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 189. Δρχ. 300.

ΕΛΛΗΝ ΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΝΙΝΟΣ ΜΠΑΜΠΗΣ. Ή άπολογία τού Ό δ . Ά ν δρούτσου. Ή δολοφονία του. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Μ πάυρον, 1983. Σελ. 111. Δρχ. 200. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ-ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Ν. ’Α π ’ τήν έποποιία τής Πίνδου στήν άναγκαστική προσφυγιά 1940-1982. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 256. Δρχ. 400. Ε λλάδα. 'Ιστορία καί Πολιτισμός. Τό νέο ελληνικό κράτος. Τόμος Γ. Ό πολιτισμός. (Β' Μέρος). ’Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1983. Σελ. 311.

Μ ΕΛ ΕΤΕΣ

Ή ίδιοπροσωπία τού νέου ελληνισμού. Συλλογή κειμέ­ νων. Τόμοι Α ' + Β'. Ά θ ή ναι, "Ιδρυμα ΓουλανδρήΧ όρν, 1983. Σελ. 394 + 487. Δρχ. 1600 (οί δύο τόμοι).

ΒΕΛΟΥΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. ’Αναφορές. Έ ξ ι νεοελληνι­ κές μελέτες. Κριτική-Μελετήματα, άριθ. 9. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 166. Δρχ. 330.

ΚΛΙΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ. Θεσσαλία 1881-1981. Εκατό χρόνια ζωή. ’Επιμέλεια Διονύση Βαλάση. ’Α θήνα, Κέ­ δρος, 1983. Σελ. 377. Δρχ. 2000.


δ ελτιο/77

ΚΟΥΜΑΝΟΥ ΔΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Α. ’Ανέκδοτα. 'Ιστορία τοΰ ελληνικού έθνους. ’Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 1983. Σελ. 68. Δρχ. 120. ΛΙΑΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. Ή βαυαροκρατία καί οί άγωνιστές τού ’21. Β' έκδοση συμπληρωμένη. ’Αθήνα, 'Ιστορικές ’Εκδόσεις, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 350. ΜΟΤΣΙΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Τί έτρωγαν οί άρχαϊοι Έ λλη­ νες. ’Α θήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 117. Δρχ. 200.

ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη έπιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 70. Δρχ. 100. ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Τετράμηνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνι­ κό περιοδικό. Τεύχος 12. Δρχ. 200. ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Τρίμηνη έκδοση τής Μορφωτικής Έ νω ­ σης Λεχαινών « Ό Ά νδρ έα ς Καρκαβίτσας». Τεύχος 18. Δρχ. 80. ΔΡΟΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 2. Δρχ. 60.

Πολιτικά φυλλάδια (1798-1831) τοΰ Ά δ . Κοραή. ’Ανατυπώσεις 150ετηρίδας. ’Αθήνα, Κέντρον Νεοελ­ ληνικών ’Ερευνών ’Εθνικού Ιδρύματος ’Ερευνών, 1983. Φυλ. 11. Δρχ. 650.

ΕΥΒΟΪΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Μηνιάτικη έκδοση. Φύλλο 12.

ΠΑΓΚΟ ΣΜ ΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Σπουδών. Τόμος 43, τεύχος 3.

ΕΠΟΠΤΈΙΑ. Τεύχος 80. Δρχ. 250.

ΘΟΥΡΙΟΣ. Φύλλο 175. Δρχ. 30.

BARRACLOUGH GEOFFREY. 'Ιστορία τής ευρω­ παϊκής ενότητας. Θεωρία καί πράξη. Μετ. Τάσου Δαρβέρή. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 91. Δρχ. 180.

Εταιρείας

’Ιατρικών

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι­ κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 178. Δρχ. 130. ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΠΟΧΗ. Παγκόσμια έπιθεώρηση πνευ­ ματικής καλλιέργειας. Τεύχος 26-27. Δρχ. 250. MAZI-TOGETHER. Τεύχος 12. Δρχ. 22. Η ΜΑΧΗ. Μηνιάτικη έφημερίδα. Φύλλο 69. Δρχ. 20.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΤΑΞΙΔΙΑ

ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ. Τεύχος 158.

ΤΑΞΙΔΙΑ

ΝΕΩΤΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τεύχος 36. Δρχ. 75.

ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ Β. 'Οδηγός έλληνικών κάμπινγκ. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 194. Δρχ. 300.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ. ’Επιθεώρηση προβληματισμού γιά όργάνωση καί διοίκηση. Τεύχη 7 καί 8. Δρχ. 160.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχη 777 καί 778. Δρχ. 60.

ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματι­ σμού. Τεύχος 25. Δρχ. 300. ΝΗΣΟΣ. Μουσική καί ποίηση. Τεύχος 1. Δρχ. 500.

ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική έπιθεώρηση. Τεύχος 233. Δρχ. 50.

ΟΥΡΑΝΟΙ. ’Αεροδιαστημική 200. Δρχ. 50.

έπιθεώρησις.

Φύλλο

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Κοινωνική - πολιτική - πνευματική. Τρικαλινή έπιθεώρηση. Τεύχος 6.

ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ. Φύλλο 59.

Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 60. Δρχ. 120.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 7. Δρχ. 280.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων καί τεχνών. Φύλλο 79. Δρχ. 7.

ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ. Διμηνιαία έκδοση. Τεύχος 2.

ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό γίά συλλέκτες. Τεύχος 30. Δρχ. 100.

ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΑ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχη 17 καί 18-19. Δρχ. 100. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση τέ­ χνης, κριτικής καί κοινωνικού προβληματισμού. Φύλ­ λο 17. Δρχ. 100.

ΣΥΝ. Θέματα εικαστικών τεχνών. Τεύχος 17. Δρχ. 70. ΣΧΗΜΑ ΛΟΓΟΥ. Περιοδική έκδοση τέχνης καί λό­ γου. Τεύχος 2. Δρχ. 100. 4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 153. Δρχ. 80.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Τό περιοδικό τής έλληνικής οικογένειας. Τεύχη 868 καί 869. Δρχ. 80.

ΤΕΧΝΗ. Μηνιαία εικαστική έπιθεώρηση: Τεύχος 6. Δρχ. 200.

ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΣ. 'Οδηγός δημοσιότητος - Έ λλάδαΚύπρος 1983. Τεύχος 124-125. Δρχ. 800.

ΤΟΜΕΣ. Διμηνιαίο περιοδικό πνευματικού προβλη­ ματισμού. Τεύχος 86.

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Φύλλο 49. Δρχ. 1,50.

Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. Ό ρ γα νο τού χριστιανοσοσιαλιστικοΰ κινήματος τής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Φύλλο 223. Δρχ. 15.

ΔΕΛΤΙΟ. Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου Ελλάδος. Τεύχος 4/208.


78/δελτιο

κριτικογραφία

Επιμέλεια: ι Τρουπάκη

Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται δλες ο ί ίπώ ννμες βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύονται στον ημερήσιο άθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, έπίσης, καί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό καί έπαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φροντίζουν νά μάς στέλνουν ο ί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τού κριτικού καί ό τίτλος τού εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κα ί ή ήμέρα δημοσίευσης τής κριτικής, άν πρόκειται γιά εφημερίδα, ή ό άριθμός έκδοσης, &ν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο.


δελτιο/79

Blumin G.: Ηρωίνη (T.A., OT, 19/5) Bottomore Α.Τ.: Κοινωνιολογία (Π. Μαριόλης, ΣΕ, 11) Πολιτική Μπράτσο; I.: Ή σοβιετική πρόκληση (Τ. Πηλείδης, Πολιτικά θέματα, 453) θέμα τα Ε.Ο .Κ. Καρούζος Γ.: Οί έξωτερικές έμπορικές σχέσεις τής ΕΟΚ: Ρυθμίσεις έφαρμογής τους στήν Ελλάδα (Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 19/5) Παπαγιαννίδης Α.: Ή ένταξη τής Ελλάδας: Ένα σύντομο όδοιπορικό (Γ. Δημητριάδης, ΟΤ, 26/5)

J

ΜΑΡΟΥΛΑ ΚΑΪΑΦΑ

Λ

ΘΕΣΣΑΛΙΑ 1881-1981 εκατό χρόνια ζωή 3*1

λ,λΛΛφ»

-dk-eefrpab leei-m

Σχολικά βοηθήματα Τσαγκαράκης Ε.Κ. - Φραγκίσκος Ε.Ν.: Θουκυδίδη Πλαταϊκά (Ε. Χατζηαποστόλου, ΣΕ, 11) Παιδικά βιβλία Ποταμίτης Δ.: Τά άνάποδα παραμύθια (ΕΠ, ΔΙ, 69) Τσίρος Σ.: Ό Γρηγόρης τής βροχής (ΔΣ, ΒΡ, 31/5) Φυσική Θεμέλια τών έπιστημών. Τ. δ' (ΒΠ, ΔΙ, 69) Τέχνες Άνδρέου Ε.: Κοπτική χριστιανική τέχνη (Μ. Κάλφα, ΣΛ, 30) Γρηγοράκης Ν.: Χρόνης Μπότσογλου (Μ. Κάλφα, ΣΛ, 30) Ίακωβίδης X.: Νεοελληνική άρχιτεκτονική καί άστική Ιδεολογία (Κ. Γιαννόπουλος, ΣΕ, 11) Λυδάκης Σ.: Μιά πολύτιμη γλυπτοθήκη: Τό Α' νεκροταφείο ’Αθηνών (Τ. Σπητέρης, ΔΙ, 69) Μοσχίδης Π.: Σχέδια - Λιθογραφίες (ΒΠ, ΔΙ, 69) Νικολαίδης Β.: Μαρία Κάλλος (ΒΠ, ΔΙ, 69) Πάνος Βαλσαμάκης (ΣΤ, ΕΛ, 26/5) Παπαδόπουλος Σ.: Ή χαλκοτεχνία στόν έλληνικό χώρο 1900-1975 (ΣΤ, ΕΛ, 26/5) Πυθαγόρας: 30 χρόνια τραγούδια (ΘΠ, Παναιτωλική, 22/5) Ραφαηλίδης Β.: Λεξικό ταινιών (Χ.Π., Σχήμα λόγου, 2) Μάφι Μ.: ’Αντεργκράουντ (ΕΑ, ΕΛ, 19/5) Ό Φελίνι γιά τό Φελίνι (Χ.Π., Σχήμα λόγου, 2)

JQiSpo» Επιμέλεια: Διονύση Βαλάση

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783

Κλασική φιλολογία Πλάτων: Εύθύφρων (Κ. Μπουζέας, ΕΟ, 79) Ποίηση Άθάνας Γ.: Τραγούδια τού βουνού (I. θεοχάρης, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Άσίκης θ.: 'Οδόφραγμα (ΚΑ, ΡΙ, 29/5) Βαβούρης Σ.: Carmina profana (Ε. Γαλάνη, ΚΑ, 26/5) Βακάλης Γ.: Μά μές τή ζωή ζωή πιά καμμιά (Ν. Τέντας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Γουδέλης Γ.: Πρός Βικέντιο (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369370) Γώγου Κ.: Τό ξύλινο παλτό (Χ.Π., Σχήμα λόγου, 2) Κατσαρός Μ.: 4 μαζινό (Γ. Μαρκόπουλος, ΔΙ; 69) Κόρφης Τ.: Ποιήματα (Γ. Κότσιρας, Εύθύνη, 137) Κραψίτης Β.: «Τής λευτεριάς...» (Ζ. Ξυροτύρης, Ηνίοχος, 75-76) Μιχαήλ Κ.: Έκ βαθέων (Δ. Χαλατσάς, Ηνίοχος, 75-76) Μουντές Μ.: Τά άντίποινα (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369370) Μπουρατζή Α.: Ποτέ δέ νύχτωσε στή χώρα μου. Βροντή στό φώς (Ν. Τέντας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Σάνς Ο.: Τό βαθύ τού έβενου (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369370) Σκαργιώτης Μ.: Ματωμένοι σάρακες. Στό ρυθμό τής Κύπρος (Ν. Τέντας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Τίντος Γ.: Ερωτικά (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Τσιλιμαντός Κ.: Pectore ab imo (Β. Μάργαρης, ’Ηπειρωτική Εστία, 369370) Φωστιέρης Α.: Ό διάβολος τραγούδησε σωστά (Μ. Καραπάνου, ΑΝ, 232) Χουλιαράς Ν.: Τό χιόνι πού ήξερα (ΕΑ, ΕΛ, 19/5) Γκαίτε: Φάουστ (Κ. Μιχαηλίδης, Εύθύνη, 137) Μαλαρμέ Σ.: Ό Ίγκιτούρ (ΕΑ, ΕΛ, 19/5)

ARISTOPHANIS COMOEDIAE VOL. I


80/δελτιο

μικρές αγγελίες Ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ Εκπολιτι­ στικός Σύλλογος Φλαμουριάς στήν Έδεσσα φτιάχνει βιβλιο­ θήκη γιά νά εξυπηρετήσει τά μέλη καί τούς φίλους του. "Οσοι εκδότες ή ιδιώτες επιθυ­ μούν νά συμβάλουν σ’ αυτή τήν προσπάθεια άς στείλουν βιβλία στή μακρινή άπό τό «άστυ» Φλαμουριά. Γιά πε­ ρισσότερες πληροφορίες τηλε­ φωνήστε στό 0381/24422.

ΘΕΛΕΤΕ ήσυχες, άναπαυτικές διακοπές; Νά διασκεδάσετε; Νά εργαστείτε πνευματικά στό δροσερό Ίόνιο; Τά μπανγκαλόους τού συγκροτήματος «Γο­ νική ’Ακτή» σάς περιμένουν στή Λακόπετρα κάτω Άχαΐας. Κρατήστε τήν άγγελία. Προσ­ φορά γιά τούς φίλους τού «Διαβάζω» 1200 δρχ. τό άτομο ημιδιατροφή. Πληροφορίες: 0693/51300, 0693/51301. *

ΓΡΑΦΙΣΤΡΙΑ πού δέ θέλει νά άποσχολεϊται μέ μόνιμο ωρά­ ριο, σά σκλάβα δηλ. ή κοπέλα, ζητάει έλεύθερη συνεργασία. Γιά νά συνεννοηθεϊτε τηλεφω­ νήστε στό 98.29.995. (Κάθε λέξη στίς «μικρές άγγελίες» στοι­ χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)

Bertozzi G.A.: Εκλογή ποιημάτων (Γ. Παπαστάμος, Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Πεζογραφία ’Αντωνίου Σ.: Τό κρέας (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) ’Αξιώτη Μ.: Εικοστός αίώνας (ΚΤ, ΕΘ, 25/5) Βαμβουνάκη Μ.: Αυτή ή σκάλα δέν κατεβαίνει (ΚΤ, ΕΘ, 22/5) Γκανάς Μ.: Μητριά πατρίδα (Γ. Κοροπούλης, ’Ωλήν, 10) Θεοδώρου Β.: Ό Τράικο (Κ. Κοβάνης, Πολιτικά Θέματα, 452) Κατερίνης Ε.: Καινούρια βλάστηση (ΝΠ, ΡΙ, 22/5) Κόκκινος Δ.: Ό άφοπλισμός (Μ. Πράτσικας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369370) Κονδυλάκης I.: "Απαντα (ΚΤ, ΕΘ, 25/5) Κοντέα Σ.: Τό φιδοτόμαρο (Π. Μηλιώρη, Πάνθεον, 24/5) Μητροπούλου Κ.: Αύτό τό θέατρο ήταν έκείνος (ΒΠ, ΔΙ, 69) Μούλιος Φ.: Οί εύδαίμονες (ΝΜ, ΡΙ, 22/5) Οίκονόμου Γ.: Ό ένας τοΰ θεού (Γ. Παπαστάμος, ’Ηπειρωτική 'Εστία, 369-370) Παπαδημητρίου Ρ.: Στή δοξασμένη τής Μακεδονίας ώρα (ΔΖ, Περιοδικό Έλληνίδων Βορείου Ελλάδος, 155) Παπαστάμος Γ.: Τό συναξάρι ένός μετανάστη (Ε. Ρόζος, ’Ηπειρωτική 'Εστία, 369-370) Χουλιαράς Ν.: Ό Λούσιας (Γ. Οίκονόμου, ’Ηπειρωτική 'Εστία, 369-370) Χουλιαράς Ν.: Τό μπακακόκ (Γ. Οίκονόμου, ’Ηπειρωτική 'Εστία, 369370) Χιωτάκης Κ.: Ψηλά τή σημαία μας (ΝΠ, ΡΙ, 29/5) Αίμέ Μ.: Ό άνθρωπος πού περνούσε μέσα άπό τοίχους (ΒΠ, ΔΙ, 69) Γκόρκι Μ.: 'Ιστορίες άπό τήν ’Ιταλία (ΚΤ, ΕΘ, 22/5) Κανταρέ I.: Ό στρατηγός τής στρατιάς τών νεκρών (ΤΜ, ΕΠ, 772) Ούάιλντ Ο.: Τό έγκλημα τού λόρδου "Αρθουρ Σάβιλ (ΚΤ, ΕΘ, 25/5) Ούγγαρέζικα διηγήματα (Κ.Λ., Σχήμα λόγου, 2) Παζολίνι Π.Π.: Μιά βίαιη ζωή (Ο. Μαρκεζίνη, ΔΙ, 69) Τριφόνωφ Γ.: "Ολγα ή μιά άλλη ζωή (Π. Εύαγγελινός, Σχήμα λόγου, 2) Φλωμπέρ Γ.: Ή αισθηματική άγώγή (W., ΟΤ, 19/5) Δοκίμια - Μελέτες ’Αλεξίου Ε.: Έλληνες λογοτέχνες. Δοκίμια 1 (ΕΖ, ΡΙ, 22/5) Γεροντικός Α.: Δοκίμια καί μεταφράσεις (Γ. Οίκονόμου, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Γκοσιόπουλος Τ.: 'Ο λογοτέχνης Γ.Χ. Μόδης (Ν. Τέντας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Δελώνης Α.: Εισαγωγή στή μεταπολεμική παιδική λογοτεχνία (ΔΣ, ΒΡ, ν 31/5) Μαρτινίδης Π.: Συνηγορία τής παραλογοτεχνίας (Γ. Διζικιρίκης, ΔΙ, 69) Στεργιόπουλος Κ.: Περιδιαβάζοντας. Τ. α' (ΤΜ, ΕΠ, 772) θέατρο Μητσάκης Β.: Ή δική μας οικογένεια (Κ. Μητροπούλου, ΔΙ, 69) Ιστορία ’Αλισανδράτος Γ.: Ό Κοσμάς ό Αίτωλός στήν Κεφαλονιά καί τή Ζάκυν­ θο (Θ.Τ., ΑΥ, 26/5) Άντωνάκος Σ.: Άμύκλαι (Α. Βασιλείου, Ηνίοχος, 75-76) Βλάχος Α.: Πυθίας παραληρήματα (Ν. Στερεό., ΟΤ, 19/5) Δημητριάδης Κ.: Ή ’Αθήνα πού ζήσαμε (Κ. Λύρας, 'Ηνίοχος, 75-76) Κωστόπουλος Σ.: Ή άμφιλεγόμενη πενταετία (Θ.Τ., ΑΥ, 26/5) Λαμψίδης Γ.: Οί πρόσφυγες τοΰ 1922 (ΠΑ, ΟΤ, 19/5) Πλατάρης Γ.: Κώδικας χώρας Μετσόβου τών έτών 1708-1907 (Ν. Τέντας, ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Σκιαδάς Ν.: Χρονικό τής έλληνικής τυπογραφίας (ΘΠ, ΕΣ, 11/5 - 20/5) Μπίρσταντ Ε.Χ.: Ή μεγάλη προδοσία (ΒΠ, ΔΙ, 69) Μπότσερ Μ.: Ελλάδα ό γείτονάς μας (Ν. Δημητριάδης, Δραμινή, 22/4) Πουκεβίλ Φ.: Τό ταξίδι στή Δυτική Μακεδονία (ΒΠ, ΔΙ, 69) Τοντόροφ Ν.: 'Η βαλκανική διάσταση τής έπανάστασης τού 1821 (ΕΖ, ΡΙ, 29/5) Ταξιδιωτικά Ζάππας Τ.: Οί πολιτείες τού βορρά καί τοΰ νότου (Γ. Παπαστάμος ’Ηπειρωτική Εστία, 369-370) Κασόλας Μ.: Ή άλλη ’ Αμερική (ΒΠ, ΔΙ, 69) Περιοδικά Άγγελοπούλου Β. - Βαλάση Ζ.: Διαλέγουμε βιβλία γιά παιδιά (ΚΝ, ΚΑ, 26/5) Παριανά (Μ. Κάλφα, ΣΛ, 30) Φιλοτελική Λέσβος (Μ. Κάλφα, ΣΛ, 30)


Καρλ Μαρξ

Ο ικ ο ν ο μ ικ ό κ α ι Φ ιλ ο σ ο φ ικ ά Χ ε ιρ ό γ ρ α φ α * Εισαγωγή:

Λούτσιο Κολλέτι

ΈρνστΦίσερ

Τί είπε πραγματικά ο Μαρξ

Μετάφραση:

Μπόμπης Γραμμένος * Βρέθηκαν 50 χρόνια μετά το θάνατό του, αττοσιωπήθηκαν για καιρό και σήμερα διευρύνουν τον ορίζοντα του κοινωνικού οραματισμοό. •

Η δημοσίευση των «χειρογράφων» έφερε στο προσκήνιο την ιδέα-κλειδί της αλλοτριωμένης εργασίας και πάνω σ’ αυτή γεννήθηκε ένας νέος φιλοσοφικός και κοινωνικός οραματισμός.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ m

m

Μπέν Φάϊν

ΊΊ είναι τό κεφάλαιο του Μαρξ

m ΚΑΡΛΜΑΡ2

Πρόλογος: Αιήτοιβ KtUtn

iii 11 Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 31 . ΑΘΗΝΑ 141 . ΤΗΛ 36 18 457


Συμπληρώστε τή σειρά /II ADA 7 A τών αφιερωμάτων τ ο ϋ ϋ Ι π Ρ Π ^ ι Ι

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14)

Όνορέ ντε Μπαλζάκ (No 60)

Βιβλία γιά παιδιά (No 24)

Δημήτρης Γληνός (No 61)

Γυναικείος Λόγος (No 36)

Τζέημς Τζόυς (No 62)

Γκέοργκ Λούκατς (No 41)

Κώστας Χατζηαργύρης (No 63)

Φράντς Κάφκα (No 50)

Ή γενιά τών μπήτνικ (No 64)

Νίκος Καζαντζάκης (No 51)

Οί έπίγονοι τοϋ Φρόυντ (No 65)

Μαρσέλ Προύστ (No 52)

Ζάν Ζενέ (No 66)

Ούΐλλιαμ Φώκνερ (No 54)

’Επιθεώρηση Τέχνης (No 67)

’Αγγλική λογοτεχνία (No 56)

"Αγιον Ό ρος (No 68)

Σοβιετική λογοτεχνία (No 57)

Νέοι λογοτέχνες (No 69)

’Αντίσταση καί λογοτεχνία (No 58)

Γερμανόφωνο θέατρο (No 70)

Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59)

Σημειωτική (No 71)

Μ έχ ρ ι τέλος Δ εκέμ βρη τοΰ 1983 έτ ο ιμ ά ζο ν τα ι

τά α φ ιερώ ματα

Ζά>{ Πρεβέρ Λογοτεχνία καί κινηματογράφος Μικρασιατικός έλληνισμός Μαρκήσιος ντέ Σάντ Κωνσταντίνος Καβάφης Μίλαν Κούντερα

’Αδαμάντιος Κοραής Χόρχε Λουίς Μπόρχες Κάρλ Μάρξ ’Ιταλική λογοτεχνία Νεοελληνικό θέατρο ’Αστυνομικό μυθιστόρημα

I


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.