IS!
ΑΡΙΘ.73 · 13.7.83· ΔΡΧ. 100
ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΣΩ 'Απαντα τα πεζά του 1. ΕΝΑΣ ΑΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΗΣ 2. ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΚΑΣΕΛ ΜΠΑΫΡΟΝ 3. ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΠΟΥ ΑΝΑΖΗΤΟΥΣΕ ΤΟ ΘΕΟ 4. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΝΟΣ ΓΕΡΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ 5. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΡΙΤΣΙ Ε κ δ ό σ ε ις Γ λ ά ρ ο ς
Μια καινούρια αίσθηση γραφής Ένα μυθιστόρημα που θα προκαλέσει ποικίλα σχόλια και συζητήσεις ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΛΙΓΟ
Π Ο Π Η Σ ΓΕ Ρ Ω Ν ΥΜ Α Κ Η
«Μ Ω ΡΟ Μ Ο Υ » Δίαιτα, νέοι έρωτες, λουτρά εκ περιτροπής, ο Ρόμπερτ Ταίηλορ μαζί με τη Φλώρα Κάμελ, διαβολικές περιπτώσεις, ιππασία, μοιραία ανέκδοτα, διάφορα κεφάλαια και πρόσωπα, καθώς και χέρια ωραία, διαπνεόμενα ελαφρά από κάποιο ισπανικό πάθος.
Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ
«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 94, Τηλ. 3600.398 - 3610.589
Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτω Κ ω νστα ντίνος Θ εοτόκης (N o 14) Β ιβλία γ ιά πα ιδ ιά (N o 24) Γ υναικ είος λό γο ς (N o 36) Γκέοργκ Δ ο ύ κ α τ ς (N o 41) Τ ά διδακτικά βιβλία τής μέσης εκπαίδευσης (N o 47) Φ ράντς Κ άφκα (N o 50 Ν έο ι λογοτέχνες (N o 50) Ν ίκ ος Κ α ζα ντζά κ η ς (N o 51) Μ αρσέλ Π ρούστ (N o 52) Ο ύίλλιαμ Φ ώκνερ (N o 54) ’Α γγλικ ή λο γο τεχνία (N o 56) Σοβιετική λο γο τεχνία (N o 57) ’Α ντίσταση καί λο γο τεχνία (N o 58)
Λ ατινοα μερικ άνικ η λογοτεχνία (N o 59) Ό ν ο ρ έ ντέ Μ π αλζάκ (N o 60) Δημήτρης Γληνός (N o 61) Τζέημς Τ ζόυ ς (N o 62) Κώ στας Χ ατζηαργύ ρης (N o 63) Ή γε νιά τώ ν μπήτνικ (N o 64) Ο ί έπ ίγονοι τοΰ Φ ρόυντ (N o 65) Ζ ά ν Ζ ενέ (N o 66) ’Επιθεώρηση Τ έχνης (N o 67) "Αγιον "Ορος (N o 68) Ν έο ι λογοτέχνες (N o 69) Γερμανόφ ω νο θέατρο (N o 70) Σημειωτική (N o 71) ’Α ριστοφ ά νη ς (N o 72)
Μην ξεχνάτε τίς συνεντεύξεις με τούς: Μ ένη Κ ουμ ανταρέα (N o 1) Γιώ ργο Ί ω ά ννο υ (N o 9) Δ ιο νύσ η Σ α β β ό π ο υ λο (N o 10) Γαβριήλ Π εντζίκη (N o 11) ’Ιάκω βο Κ αμπανέλλη (N o 12) Ν ίκ ο Σ βορώ νο (N o 18) Μ έντη Μ ποσ ταντζόγλου (N o 19) Ν ίκ ο Π ο υ λα ντ ζά (N o 27) ’Α λέξα νδ ρ ο Κ οτζιά (N o 28) Στρατή Τ σίρκα (N o 29) Ζωή Κ αρέλλη (N o 30) ’Ά λ κ η Ζέη (N o 33) Γιάννη Τ σαρούχη (N o 42) Τάκη Σ ινό π ο υ λο (N o 46)
Ν ίκ ο Κ α ρ οΰ ζο (N o 48) Κ. Θ. Δ η μ αρά (N o 53) Δ ιδ ώ Σω τηρίου (N o 58) Κ υριάκ ο Σ ιμ όπου λο (N o 59) Κώ στα Ζ ουράρη (N o 60) Σ π ύ ρο Ά σ δ ρ α χ ά (N o 61) ’Εμμανουήλ Κ ριαρά (N o 62) Ά λ . Φ ιλιπ π όπ ουλο (N o 63) Καίη Τσιτσέλη (N o 64) Π έτρο Ά μ π α τ ζό γ λ ο υ (N o 67) Γιάννη Δ ο υ α τζή (N o 68) Τ α τιά να Γκρίτση-Μ ιλλιέξ (N o 71) Λ ιλ ίκα Ν άκ ου (N o 72)
rou
ΔΙΑΒΑΖΩ
Μέχρι τέλος Δεκέμβρη τοΰ 1983 ετοιμάζονται τά αφιερώματα Μ ικρασιατικός ελληνισμός
Χ ό ρ χ ε Λ ο υ ίς Μ π όρ χ ες
λ ο γ ο τ εχ νία καί κ ινη μ ατογράφ ος
Κ άρλ Μ άρξ
Μ αρκήσιος ντε Σ άντ
’Ιταλική λο γο τ εχ νία
Κ ω νσταντίνος Κ αβάφ ης
Ν εο ελλη νικ ό θέατρο
Μίλαν Κ ούντερα
’Α σ τυ νο μ ικ ό μυθιστόρημα
Α δ α μ ά ντ ιος Κ οραής
Ανατρέξτε στά άρθρα τοΰ
ΔΙΑΒΑΖΩ
3 ί εγκ υκ λοπ α ίδ ειες κ αί τά κριτήριά το υ ς (N o 9) Ο Π α π α δια μ ά ντη ς σήμερα (N o 9) Ε ρω τήματα γ ιά τήν επ αρχιακ ή λο γο τεχνία (N o 10) Ιο ύ λιος Βέρν: Τ α ξίδ ι με τό ό νειρ ο (N o 12) Ίώ ς φ θάσα με στό βιβ λίο (N o 13) 1941-1944: Ή ’Ε θνική ’Α ντίσταση μέσα α π ό β ιβ λία (N o 14) Ο Γκόρκι καί τό βιβ λίο (N o 15) Η π ε ζο γ ρ α φ ία ά π ό τό 1880 ω ς τό 1940 (N o 16) Η π ε ζο γ ρ α φ ία ά π ό τό 1940 ω ς τίς μέρες μας (N o 17) Η Ε Σ Σ Δ μέσα ά π ό τά κείμ ενα τώ ν ιστορι κώ ν της (N o 17) Ε λληνική κινημ ατογραφ ική βιβ λιο γρ α φ ία (N o 19) ’νω ριμ ία μέ τό ν Μ ισέλ ντέ Μ ο ντα ίνι (N o 20 )
Φ αντασ τικ ό
κ αί έπιστημονική φ α ντα σ ία (N o 20) Ο ί έκ δ όσεις τοΰ Μ άρξ (N o 2 1 ). Σ υγκριτική τής μοντέρνα ς ελληνικής π ο ίη σης (N o 22) Ε ισαγω γή στή μεσοπολεμική π ε ζο γ ρ α φ ία (N o 25) Ξ α να δ ια β ά ζο ν τα ς τό ν Θ ερ βάντες (N o 26) Τ ό βιβ λίο κ αί τά π ολιτικ ά κόμματα (N o 32) Χ ίλιες κ αί μία νύ χτ ες (N o 33) Ό λ ι β ε ρ Τ ουίστ (N o 34) Τ ό θέα τρο τοΰ π α ρ ά λο γο υ στήν Ε λ λ ά δ α (N o 37) Ό Ν τοσ τογιέφ σκ ι καί τό « Έ γκ λη μ α καί τι μω ρία» (N o 38) Ξ α να δ ια β ά ζο ν τα ς τή «Μ αντάμ Μ ποβαρύ» (N o 42) Ξ α να δ ια β ά ζο ν τα ς τόν "Αγγελο Σ ικ ελια νό (N o 46) Τ ό θ έα τρο τού Γιάννη Κ αμπύση (N o 53)
Γραφτείτε συνδρομητές Εσ ω τερικού 'Απλή (15 τευχών): 1.350 δρχ. » (25 τευχών): 2.100 δρχ.
Σπουδαστική* (15 τευχών): 1.250 δρχ. » (25 τευχών): 1.900 δρχ.
’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 2.500 δρχ.
’Εξω τερικού Α π λή (15 τευχών): » (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): » (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτω ν (25 τευχών): *01 σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστικής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (δν είναι μαθητές).
Δολ. ηπα Δολ. ηπα
Κύπρος 22 34 20 31
Εύρώπη 25 39 23 36
’Αφρική 28 44 26 41
Αύστραλία 31 50 30 47
40
45
50
56
Εμβάσματα στή διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου περιοδικό «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Αθήνα (135)
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 150 δρχ. (διπλών 230 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 100 δρχ. (διπλών 130 δρχ.) Τά παλιά τεύχη τοϋ «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Κυκλοφορούν οί τόμοι 1- 10 : 1.100* δρχ.
’Αξία βιβλιοδεσίας 250 δρχ. * Ιέ σπουδαστές έκπτωση 15%
Ζητήστε τούς τόμους τοϋ «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τοϋ περιοδικού ή, άν μ έ ν ετε στήν έπαρχία, ζητήστε νά σάς το ύς στείλουμε μ έ άντικαταβολή. Μ πορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχ ε τε μ έ δ εμένους τόμους, πληρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά κάθε τόμο).
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ό μηρου 34, ’Αθήνα - 135
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 73 13 Ιο υ λίο υ 1983 Τιμή: Δ ρχ. 100 ’Ε ξώ φυλλο Γιώ ργου Γαλάντη
Ιδρυτής: Περικλής Άθανασόπουλος ’Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Σοφία Γεμενάκη, Βασίλης Καλαμαράς, 'Ηρακλής Παπαλέξης Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: 'Ηρακλής Παπαλέξης Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, Παγκράτι, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 ’Εκτύπωση: Βαλασάκης- ΆγγελήςΟ.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 34.66.927 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: ’Αθήνα: «Διαβάξω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 36.40.488 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οί Θωμάς Σερμπίνης, Κώστας Κριμπάς, Παύλος Τζιονής, Α . Μουμτζής, Γ. Βασιλόπουλος καί Λ. Ζωγρά φου Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Έκτη Γιορτή Βιβλίου (Γράφει ά Μ. Σαλβαρλής)
6
8 13 14
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ά ρ νώ Λαστέρ: Ποιητής τού αιώνα Βαγγέλης Κάσσος: Ή «κουβεντιαστές φωτογραφίες» τού Ζάκ Πρεβέρ Ά νρύ-Φ ρανσουά Ρέυ: Ό λόγος το 0 άνθρώπου καί ό λόγος τού Πρεβέρ Φαμπρίς Ρουλώ: Οί όχτώ ταινίες τώ’ν Πρεβέρ - Καρνέ
18 27 30 34
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ό Γρηγόρης Γκιζέλης ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ: Γράφει ό Γιώργος Γαλάντης ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οί Μ.Γ. Μερακλής καί Στέλιος Λύτρας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Α . Φουσκαρίνης καί Γιώργος Κεχαγιόγλου ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ό Β. Χατζηβασιλείου ΘΕΑΤΡΟ: Γράφει ό Κ. Σιμόπουλος
37 39 42 47 55 58
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ό Β. Παγκουρέλης
39
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ: Γράφει ή Έ . Παμπούκη
61
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κστζιά καί Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279.720, 268.940
Γιώργης Γιατρομανωλάκης: Τό καλούπι έγινε μόνο γιά τήν « Ισ το ρία» καί τό καλούπι έσπασε (συνομιλία μέ τή Νατάσα Χατζιδάκι)
Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου καί Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Κ. Λεμπέση, 'Υμηττού 219, Παγκράτι
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ------------- -------------
78
62
ΔΕΛΤΙΟ
ΧΡΟΝΙΚΑ «Κύπρος: Πολιτιστική Πράξη ’83» ΘΥΜΑΣΤΕ τις έκδηλώσεις τού ΑΝΤΙ τό 1980 στόν Ύμητό, άφιερωμένες στά παιδιά; Τόν έπόμενο χρόνο στήν Πάντειο τις περίφημες συζητήσεις τών έπιφανέστερων όνομάτων γιά τόν «ύπαρκτό» σοσιαλισμό; Πέρσι στό πα γοποιείο τοΟ Φίξ τή μεγάλη έπιτυχία του άντιφεστιβάλ; Στά πλαίσια λοιπόν αύτών τών έτήσιων έκδηλώσεων τό δεκαπενθήμερο πολιτικό περιοδικό άφιέρωσε ένα τριήμερο στήν Κύπρο. Μέ άφορμή τήν έπέτειο τών 9 χρόνων άπό τό πραξικόπημα, τό ΑΝΤΙ, έκτός άπό τις έκδηλώσεις έτοιμάζει, τήν ώρα πού γράφονται αύτές έδώ όί γραμμές, ένα είδικό άφιερωματικό τεύχος στή νεότερη κυπριακή λογο τεχνία. Μέ δεδομένο δτι τό 9 χρόνια πού μεσολάβησαν άπό τήν τουρκική είσβολή, χωρίς κατ' όνάγκη νά δη μιουργήσουν δρους λήθης, προκάλεσαν μιά άπομάκρυνση μεγάλου μέ ρους τού έλληνικοϋ πληθυσμού άπό τό κυπριακό ζήτημα, τό περιοδικό ΑΝ ΤΙ μέ τις έκδηλώσεις του αύτές άναθερμαίνει τό πρόβλημα ύποκαθιστώντας έτσι τόν ύποτονικό διάλογο γιά τήν έλληνικότητα τού νησιού. Οί έκθέσεις τού κυπριακού λογοτε χνικού βιβλίου, τού λογοτεχνικού πε ριοδικού τύπου, τής λαϊκής κυπρια κής ζωγραφικής, τής πολιτιστικής δραστηριότητας τού προσφυγικού συνοικισμού Επισκοπή, τών φωτο γραφικών ντοκουμέντων ΟΙ προβολές ένημερωτικών καί πολι τιστικών παραγωγών τού Ραδιοφωνι κού 'Ιδρύματος Κύπρου (Ρ.Ι.Κ.) Ή θεατροποίηση τού πραξικοπήματος καί τής τουρκικής εισβολής άπό πρόσφυγες Ή μουσική-ποίηση άπό γέροντες μέ συνοδεία βιολιού καί λαγούτου Ή σύγχρονη ποίηση 16 άντιπροσωπευτικών κυπριών ποιητών καί οί κυ πριακοί λαϊκοί χοροί άπό παραδοσια κό συγκρότημα συνιστούν πράγματι μιά άξιόλογη πράξη συνέπειας, στούς στόχους πού ύπηρετεϊ τό περιοδικό. 'Εξάλλου ή πολύχρονη πορεία του άποτελεϊ τή μεγαλύτερη έγγύηση. ’Αξίζει νά σημειωθεί ότι τίς έκδηλώ-
προ λ εγ ο μένα σεις πλαισίωσαν τό ύφυπουργεΐο Νέας Γενιάς, τό Μορφωτικό Τμήμα τού 'Υπουργείου Παιδείας τής Κύ πρου, ό Κυπριακός Οργανισμός Του ρισμού, τό Γραφείο Δημοσίων Πληρο φοριών Κύπρου, τό Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου καί ή Κυπριακή Πρε σβεία στήν Αθήνα.
Θά «συνυπάρξουν»; ΔΕΝ μάς βρίσκει όντίθετους ή μετα φορά τής σύγχρονης πεζογραφίας μας στά κανάλια τής πολυτάραχης TV. Πιστεύουμε ότι έτσι, όχι βέβαια άκριτα καί έπιπόλαια, ή έθνική μας λογοτεχνία μπαίνει, άπό τή μαυρόασπρη ή έγχρωμη όθόνη, στά άδυτα καί τού τελευταίου άκριτικού χωριού. Καί είναι πράγματι μεγάλο κέρδος ν’ όνατρέχουν οί άδημονοΰντες στά πρωτότυπα κείμενα, έστω καί άν τό μοναδικό κίνητρό τους είναι ή πε ριέργεια νά μάθουν άπό πρώτο χέρι τή συνέχεια τών παθών τών ήρώων. Ωστόσο τό ώς τώρα άποτελέσματα κάθε άλλο παρά ένθαρρυντικά είναι. Ό «Ζητιάνος» τού Καρκαβίτσα κα κοποιήθηκε βάναυσα. Ή «Αρχαία σκουριά» τής Μάρως Δούκα προδόθηκε. Ή «Οικογένεια Ζαρντή» τού πα ραγνωρισμένου Κώστα Χατζηαργύρη συζητεΐται έδώ καί καιρό σάν παρά δειγμα πρός άποφυγή. Τώρα ένα άπό τό πιό όξιόλογα βιβλία τής σύγχρονης έλληνικής πεζογραφίας άπειλεϊται να γίνει σήριαλ. Είναι «Οί συνυπάρχοντες» τού Αριστοτέλη Νικολαΐδη.
Δέν έχουμε τίποτα νά καταλογίσου με ένάντια στόν Π. Κοκκινόπουλο καί τό Γ. Χατζηδάκη πού γράφουν τό σε νάριο τών 12 έπεισοδίων. Ό Μίκης Θεοδωράκης, πού θά έπενδύσει μουσικά τή σειρά, καί άξιος συνθέτης είναι καί οί «Συνυπάρχοντες» είναι άπό τό άγαπημένα του βι βλία· έγγυήσεις καί τό δυό γιά μιά άρ τια δουλειά. Φτάνει όμως αύτό; Δέ θέλόυμέ νά παίζουμε τό ρόλο τής Πυθίας γιά τό όποτέλεσμα. Ή άγωνία μας βρίσκεται άλλοΰ: Μήπως οί «Συνυπάρχοντες» προστεθούν στόν κατάλογο τών άποτυχιών τής σηριάλοποίησης τών πιό άξιόλογων έργων τής έλληνικής πεζογραφίας. Θά είναι κρίμα νά μή «συνυπάρξουν» λογοτεχνία καί είκόνα άρμονικά, γιατί ή άπώλεια θά είναι διπλή: Ή τηλεόρα ση θά ύποστεϊ ένα άκόμα πλήγμα, ένώ ένα άξιο βιβλίο θά έχει καταποντιστεϊ.
Ελληνικά κείμενα στά γερμανικά Ο ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ οίκος «Ήριδανός» άπό τό 1981, μέ τή συνεργασία τού αύστριακοϋ συγγραφέα καί μεταφραστή Λαυρέντιου Γκεμεράι έκδίδει μιά σει ρά βιβλίων τσέπης έλληνικής λογοτε χνίας σέ γερμανική μετάφραση. Οί πρώτοι τόμοι πού έκδόθηκαν εί ναι: «Ποιήματα» τών Κ. Καβάφη καί Γ. Σεφέρη, τό « Αξιόν Έστί» τού Όδ. Έλύτη καί μιά άνθολογία τού έλληνικοΰ διηγήματος. Ή σειρά αύτή τών βιβλίων τσέπης άπευθύνεται στούς 800.000 περίπου γερμανόφωνους τουρίστες πού έρχονται κάθε χρόνο στήν Ελλάδα. Πέρα άπ' αύτούς όμως ό «Ήριδαγός» σκοπεύει νά προσεγγί σει καί τήν άγορά τής Γερμανίας (μέ συνεργασία βέβαια γερμανικού έκδοΣτά μελλοντικά σχέδια τού έκδοτικοϋ οίκου είναι καί ή έκδοση στά γερ μανικά τών έργων: «Μέρες όργής» τού Πέτρου Χάρη, «Ή ζωή έν τάφω» τού Στρατή Μυριβήλη, «"Εξι νύχτες στήν Ακρόπολη» τού Γιώργου Σεφέ ρη, «Τά δημοτικά τραγούδια τής Ελ λάδας» καί «ΟΙ ύμνοι τής ’Ορθοδο ξίας». Τά μέχρι τώρα έξώφυλλα τής σειράς φιλοτέχνησε ή γερμανίδα ζω γράφος Λούιντγαρθ Χάνδρας.
χρονικα/7
Από τή μαύρη ήπειρο στό Άργος Η JEXNH τής 'Αφρικής φιλοξενείται έδώ καί ένα μήνα στό "Αργος καί συγ κεκριμένα στήν αίθουσα έκθέσεων καί έκδηλώσεων «’Αναγέννηση». Στήν έκθεση αύτή παρουσιάζονται, γιά πρώτη φορά στόν τόπο μας, έβδομήντα ένα μουσικά όργανα άπό τό Ζαΐρ, μία σειρά είδωλίων καί χαρακτηριστι κές άφρικάνικες μάσκες. Όλα τά έκθέματα άνήκουν στή συλλογή τοϋ Θάνου Τζώτζου, ό όποιος τά συνέλεξε άπό τά βάθη τής 'Αφρικής τό χρονικό διάστημα πού πρόσφερε τίς ιατρικές του ύπηρεσίες, έθελοντικά, στούς Ιθαγενείς. ’Εκτός άπό τίς διαλέξεις καί συζη τήσεις πού έγιναν στά πλαίσια τής έκ θεσης, έκδόθηκε καί ένα μικρό άνθολόγιο ζαϊρίνής λογοτεχνίας. ΟΙ ύπεύθυνοι τής έκδοσης τή χαρακτηρίζουν πειραματική καί μόνο γιά τίς άνάγκες τής έκθεσης. Ή είσαγωγή, τά μετα φρασμένα -γιά πρώτη φορά στά έλληνικά- ποιήματα καί μιά άφρικάνικη βι βλιογραφία έλληνικών έκδόσεων μάς πείθουν ότι πρόκειται γιά μιά σοβαρή μελέτη γιά τή ζαϊρινή λογοτεχνία. Υπεύθυνος τής αίθουσας «’Ανα γέννηση» είναι ό ποιητής καί έκδότης έφημερίδας Γιάννης Ρηγόπουλος, τοϋ όποιου ή πολιτιστική προσφορά στό "Αργος, τά τελευταία χρόνια, εί ναι πολύ έντονη.
Επτά βραβεία σ’ ένα διαγωνισμό ΕΓΚΑΙΡΑ άνακοινώθηκε ή προκήρυξη διαγωνισμού γιά τή συγγραφή παιδι κών έργων άπό τόν «Κύκλο τού Ελ ληνικού Παιδικού Βιβλίου». Ό κόσμος τών πουλιών, ή έξέλιξη τής πολιτείας, οί άστειες Ιστορίες γιά τά παιδιά καί τούς νέους, ποιήματα γιά παιδιά τοϋ δημοτικού, συλλογή πρωτότυπων παραμυθιών, οί τάσεις καί τά ρεύματα στό κοινωνικό παιδικό μυθιστόρημα κατά τή δεκαετία 19701980 καί ένα σύγχρονο κοινωνικό μυ θιστόρημα γιά παιδιά καί νέους πάνω άπό 12 χρονών, είναι τά έπτά θέματα τού διαγωνισμού γιά τήν παιδική λο γοτεχνία. ’Αθλοθέτες, μέ τή σειρά πού άναφέρονται στήν προκήρυξη, εί ναι: τό Μουσείο Γουλανδρή, οί ’Αφοί Άσημακόπουλοι, οί έκδοτικοί οίκοι «Μίνωας» καί «Εστία», ό διευθυντής τοϋ έλληνικοϋ τμήματος τής Έλληνογαλλικής Σχολής ’Αγίας Παρασκευής
Δημ. Βαρθαλίτης, ό έκδοτικός οίκος Γιάννη Βασδέκη καί ό συγγραφέαςέκπαιδευτικός ’Αντώνης Δελώνης. "Αν έχετε πρόθεση νά γράψετε έρ γο μέ ένα άπό αύτά τά θέματα καί άν
δέν έχετε ξαναβραβευτεϊ τρεις φο ρές άπό τόν «Κύκλο», τηλεφωνήστε στό 3602-990 καί 3620-243 ή περάστε άπό τή Ζαλόγγου 7, ’Αθήνα, γιά νά σάς πληροφορήσουν γιά τούς ύπόλοιπους όρους τού διαγωνισμού.
Μετάλλιο άπό τή Γαλλία ΠΡΙΝ άρκετά χρόνια, στό τεύχος άρ. 20 τού «Διαβάζω», δημοσιεύτηκε ένα άρθρο μέ τίτλο «Γνωριμία μέ τό Μισέλ Ντέ Μονταίνι». Τό πολύ ένδιαφέρον άρθρο γιά τό στοχαστή τοϋ 16ου αίώνα ύπόγραφε ό συνεργάτης μας Φίλιππος Δρακονταειδής. Τό «Γνωρι μία μέ τόν Μισέλ Ντέ Μονταίνι» συνό δευε καί, μία μετάφραση ένός κεφα λαίου του άπό τό πρώτο βιβλίο τών δοκιμίων, μέ τίτλο «Περί Δημοκρίτου καί Ηρακλείτου». Γιά τή μετάφραση τών δοκιμίων τού Μονταίνι ή Εταιρεία τών Άθρώπων τών Γραμμάτων τής Γαλλίας, έπίσημο όργανο τών γάλλων συγγραφέων καί όργανο προστασίας τών δημιουργών, άπένειμε είδικό μετάλλιο στό Δρακονταειδή. ’Εδώ θά πρέπει νά πούμε ότι ό Δρακονταειδής μεταφράζει τό σύνολο τοϋ έργου τού γάλλου στοχα στή, πού άποτελεϊται άπό 3 βιβλία (1.600 περίπου σελίδες). Ή έργασία αύτή, πού έχει άρχίσει πρίν άπό όκτώ χρόνια, προθλέπεται νά όλοκληρωθεϊ σέ ένα περίπου χρόνο.
Μικρασιατικός ελληνισμός ΣΥΜΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ φέτος 60 χρόνια άπό τή συνθήκη τής Λωζάννης τού 1923. Τό όλοζώντανο κομμάτι τού έλληνικοΰ έθνους πού άνθοϋσε σφραγί ζοντας μέ τή ζωτικότητά του τήν ’Ανατολή, ξεριζώθηκε όριστικά καί άναζήτησε νέες έστίες στήν Ελλάδα. Ό έλληνισμός τής Μικράς Ασίας, ή πνευματική του ζωή, ή δημιουργική του δράση είναι ένας χώρος άνεξάντλητος. Τό «Διαβάζω», μέ τή συνερ γασία ειδικών πού έχουν μέ σύστημα καί μεράκι άσχοληθεΐ μέ τή Μικρά ’Ασία, θά παρουσιάσει στό έπόμενο τεύχος του ένα άφιέρωμα στό μικρα σιατικό έλληνισμό σέ μιά προσπάθεια νά δώσει στούς άναγνώστες του μερι κές όψεις άπό τή ζωή καί τόν πολιτι σμό τών Ελλήνων στήν ’Ανατολή. ''Ακόμα, στό ίδιο τεύχος θά δημοσιευθεΐ μιά συνέντευξη μέ τό Στρατή Δούκα, πού μέ τήν «'Ιστορία ένός αιχ μαλώτου», τό 1929, τάραξε τά νερά τής λογοτεχνίας μας καί πού άφιέρωσε μεγάλο μέρος άπό τή δραστηριότητά του στήν προσπάθεια νά μετα φυτευτεί στήν Ελλάδα ή τέχνη τών 'Ελλήνων τής Μικράς 'Ασίας.
Ιστορικό Μυθιστόρημα
Ο αγώνας των μαθητών στην Κύπρο ενάντια στον Άγγλο κα ταχτητή. Κεντρική μορφή ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης.
Διατίθεται απ' όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία.
8/χρονικά
3 1 ^ δ ιά λ ο γ ο ι Όλα τά γράμματα, πού άπευθύνονται άποκλειστικά ατό «Διαβάζω» καί πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλοϋνται οΐ άναγνώστες πού μάς γρά
Πώς θα πετύχουμε δημιουργική επαφή με τη γλώσσα μας Για τους περισσότερους Έλληνες, που διαβάζουν τη σημερινή γλώσσα τους στην ιστορική-ετυμολογική γρα φή της, είναι αναμφίβολο πως αυτή η γραφή έχει απομακρυνθεί συνειρμικά εδώ και πολύ καιρό -πολύ πριν από την κάποια απλοποίηση της ορθογρα φίας πολλών λέξεων- από την άμεση ετυμολογική της δηλωτικότητα. Μια τέτοια ετυμολογική δηλωτικότητα της ιστορικής γραφής των λέξεων της νεοελληνικής μας γλώσσας ισχύει -πλήρως ή μερικώς- μόνο για μια μειοψηφία (φιλολόγων και φιλολογούντων) και ελάχιστα ή καθολου για τους πολλούς Έλληνες. Άλλωστε η πρώτη αυτή κατηγορία των Ελλήνων και ελληνιστών δεν στηρίζει την ικα νότητά της για ετυμολόγηση των νεοελληνικών λέξεων μόνο στην ισχύουσα σήμερα ~ ιστορική γραφή τους, αλλά κυρίως στην επαρκή γνώ ση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραφής. Είναι ευνόητο προσέτι ότι αυτή η κατηγορία των ελληνομα θών είναι σε θέση να ετυμολογεί τις όποιες νεοελληνικές λέξεις, ακόμη και φωνητικά γραμμένες, έστω και αν θα υπάρχουν κάποιες μικρές δυσκο λίες εξαιτίας του εθισμού στην ιστο ρική γραφή. Είναι γνωστό -αλλά φαίνεται πως δεν είναι αυτονόητο και γι’ αυτό πρέ πει να το υπενθυμίζουμε σε κάθε σχε τική συζήτηση- πως η γνωσιολογική εμπέδωση της προέλευσης των λέ ξεων (ετυμολογία) της νεοελληνικής μας γλώσσας δεν είναι μια απλή υπό θεση εικονοληπτικής συνειδητοποίησης των μεταμορφώσεών τους στο χρόνο. Μια τέτοια εμπέδωση πετυχαίνεται βασικά χάρη στην ύπαρξη και κατάταξη στη μνήμη (του γλωσσικά μυημένου) ενός μεγάλου αριθμού εννοιολογικών λημμάτων, όπως αυτά διαμορφώνονται και αναμορφώνονται σε όλη τη μακραίωνη διαδρομή της ιστορικοκοινωνικής τους περιπέτειας. Προϋπόθεση φυσικά η σε βάθος γνώ ση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
φουν νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώ νουν τό πλήρες άνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά ’χ ει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον τρεις έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
και μυθολογίας. Γνώση που από μέ ρους των περισσοτέρων Ελλήνων εί ναι λειψή έως ανύπαρχτη. Η ευθύνη γι' αυτή την επονείδιστη κατάσταση νομίζω ότι βαραίνει κυ ρίως το εξουσιαστικό πνευματικό κα τεστημένο του νεοελληνικού κρά τους, που επέβαλε ένα διαστρεβλωτικό σύστημα διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας (όχι μόνο της νέας). Ο ισχυρισμός ότι η φωνητική γραφή αποξενώνει ιστορικά-εξελικτικά τη γλώσσα μας, δηλαδή ότι τάχα της στερεί τα αναγνώσιμα κώδικά σημεία σύνδεσής της με την προέλευση των λέξεών της, νομίζω ότι είναι θεωρητι κά και πρακτικά αστήριχτος. Διότι η κάθε ζωντανή γλώσσα (στο παρελθόν και στο παρόν) είναι πριν απ’ όλα δη μιούργημα του κοινωνικού προφορι κού λόγου, που σηματοδοτεί φωνητι κά τα πράγματα και τις ιδέες, και που κατόπιν, στη συνέχεια της κοινωνικοπνευματικής ανέλιξης, αισθάνεται την ανάγκη ν' αναζητήσει τρόπους μιας όσο γίνεται πιο πιστής γραφικής απο τύπωσης των φθεγγομένων λέξεων και φράσεων (των σημαινόντων που ανακαλούν αυτοματικά τα σημαινόμενά τους -νοήματα). Αναφέρομαι εδώ μόνο γενικά και, κατ’ οικονομία, σχη ματικά στη διαδικασία γένεσης της γραφής, τόσο επειδή το θέμα δεν εί ναι επιστημονικά της αρμοδιότητάς μόυ, όσο και διότι μια αναλυτική εξέ τασή του εγκυμονεί τον κίνδυνο αποδυνάμωσης ή και μετάθεσης του αρ χικού στόχου αυτού του γραφτού Είναι κοινό μυστικό ότι η γλώσσα στη χρονοδιαδρομή της γερνάει ενμέρει, ανανεώνεται αντίστοιχα, συνή θως πλουταίνει με νέες έννοιες (για τις οποίες εφευρίσκει κατάλληλα ση μαίνοντα -λέξεις), απορρίπτει άχρη στες και νεκρές πια λέξεις, και -το σημαντικότερο στην περίπτωση που εξετάζουμε- αλλάζει αργά αλλά στα θερά την προφορά πολλών λέξεων. Όμως δεν αλλάζει πάντοτε συγχρονι σμένα και τη γραφική τους αποτύπω ση. Βέβαια υπήρχε και υπάρχει μόνι μα η ανάγκη της αντιστοιχίας της γραφής προς τους εκάστοτε ζωντα νούς φθόγγους των λέξεων, όμως η
κλειδοκρατόρισσα της γραφής ελίτ της δοσμένης κοινωνίας, κινούμενη από ιδιοτελείς σκέψεις μονοπώλησης της -συντηρούμενης με τη γραφήσυσσωρευμένης εμπειρίας και σο φίας, αντέδρασε και αντιδράει πάντο τε αρνητικά ή αναβλητικά στην ικανο ποίηση αυτής της ανάγκης. Μιας ανάγκης πολύ πιο έντονης για τους πολλούς απλούς ανθρώπους, επειδή ο περιορισμένος από τη βιοπάλη και την ανέχεια χρόνος τους δεν τους επιτρέπει να παραφορτώνουν τη μνή μη τους με νεκρά σύμβολα συσχετι σμού του παλιού με το νέο στον χώρο της γνώσης. Ενώ για την ελίτ αυτή (την πνευμα τικά και πολιτικά ηγετική -στο προσ κήνιο ή στο παρασκήνιο, αδιάφοράπρονομιούχα τάξη) το ζήτημα της αναντιστοιχίας ζωντανής γλώσσας και γραφής της, αφενός δεν παρουσιάζει αξιόλογες δυσκολίες, λόγω της χρονοοικονομικά άνετης και αδιάκοπης απασχόλησής της με τα θέματα της συστηματικής γνώσης, και αφετέρου χρησιμοποιεί αυτή τη δυσκολία του λαού προς μια ουσιαστική πρόσβαση στη γνώση, για να τον εξουσιάζει χει ραγωγώντας τον. Η άρση αυτού του συνεχώς αυξανό μενου εμπόδιου για την καλύτερη μόρφωση των πολλών επιτεύχθηκε, όπου επιτεύχθηκε, μόνο σε κορυ φαίες στιγμές επαναστατικών αλλα γών των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων. Μια τέτοια κορυφαία ιστορική στιγμή υπήρξε και η αλεξανδρινή εποχή, με την τεράστια στρατιωτική και πολιτικοπνευματική επέκταση του ελληνι σμού στη νοτιοδυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική. Η εδραίωση της στρατιωτικοπολιτικής και οικονομικής κυ ριαρχίας των Αλεξανδρινών πάνω σε ένα πλήθος διαφορόγλωσσων λαών απαιτούσε μια ενιαία δημόσια διοίκη ση με ένα κοινό για όλους τους υπη κόους γλωσσικό όργανο. Το πιο εξε λιγμένο τέτοιο όργανο εκείνης της εποχής, αλλά ταυτόχρονα οικείο και προφανώς αγαπητό στον κατακτητή, ήταν η ελληνική γλώσσα. Για τους αλ λόγλωσσους όμως εκείνους λαούς η εξελιγμένη αλλά δύσκολη γλώσσα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, και όπως μάλιστα επί αιώνες είχε μείνει
χρονικα/9 ασυγχρόνιστη ως προς τη γραφή, θα ήταν σίγουρα μια εξαιρετικά δυσπρό σιτη υπόθεση. Το πλήθος όμως αυτού του μωσαϊκού των λαών έπρεπε να τη μάθει με κάθε τρόπο. Και ο προσφο ρότερος τρόπος, που προκρίθηκε από τους γλωσσογνώστες εκείνης της εποχής, ήταν ο γνωστός μας -και επι βεβλημένος μέχρι το 1982- εκσυγ χρονισμός της αρχαίας ελληνικής γραφής, ο οποίος συνίστατο κυρίως στην προσθήκη των πνευμάτων και των τόνων, σε μια ποικιλία που υπη ρετούσε ικανοποιητικά τη φωνητική -προσωδιακή, στην περίπτωση εκεί νη- απόδοση των φθόγγων της μέχρι τότε ελάχιστα αλλαγμένης κλασικής αττικής διαλέκτου. Από τότε πέρασαν περίπου δυο χι λιάδες χρόνια και, όπως ήταν φυσικότ η ελληνική γλώσσα γνώρισε βαθμιαία μικρές και μεγάλες αλλαγές, τέτοιες που η σημερινή φωνολογική μορφή του μεγαλύτερου μέρους του λεξιλόγιου της νεοελληνικής γλώσσας να μην εκφράζεται πια διαμέσου άμεσα δηλωτικών της σημείων (γραμμάτων αλφαβήτου), αλλά με τη μεσολάβηση σημείων έμμεσης (και, γι’ αυτό τον λόγο, δύσκολα απομνημονευόμενων) δηλωτικής τους επενέργειας στη συ νείδηση του αναγνώστη ή του γράφοντος. Για παράδειγμα, η αρχαία ελ ληνική λέξη ΚΗΠΟΣ (όπου το Η προφερόταν ως μακρό ε) σήμερα προφέρεται κίπος, η λέξη ΠΑΙΔΕΙΑ (όπου ΑΙ και ΕΙ προφέρονταν ως δίφθογγοι και όχι ως μονόφθογγοι) σήμερα προφέρεται πεδία, η λέξη FYAOP ή ύδωρ (όπου το δίγαμμα F προφέρονταν ως θ ή γ, το Υ περίπου ως ου και το Ω ως μακρό ο) σήμερα προφέρεται ίδορ. Στους είκοσι αυτούς αιώνες η ελλη νική γλώσσα άλλαξε -αλλού λίγο και αλλού περισσότερο- ως προς την προφορά των λέξεών της, χωρίς ωστόσο ν' απομακρυνθεί αποξενωτικά από τις ρίζες της. Η ανάγκη του εκ συγχρονισμού της γραφής της ήταν από παλιά και πολύ περισσότερο σή μερα είναι έκδηλη. Όμως τελικά ο εκ συγχρονισμός αυτός προχώρησε ελά χιστα (σε κάποιες ασήμαντες απλο ποιήσεις της ιστορικής γραφής και στο μονοτονικό). Κατά την εκτίμησή μου και σήμερα βρισκόμαστε σε μια κορυφαία φάση επαναστατικών αλλα γών στην ελληνική κοινωνία, μόνο που αυτή η φάση άρχισε το 1821 και διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Οι αιτίες της αργής ολοκλήρωσής της είναι πολλές και λίγο πολύ γνωστές. Η ιστορική αυτή φάση χαρακτηρίζεται από μια μακρόχρονη -σχεδόν αδιά λειπτη μέχρι σήμερα- και αρκετά αποτελεσματική αντίσταση των υπερ συντηρητικών δυνάμεων της κοινω νίας μας, που κυριάρχησαν σε όλα τα βασικά κέντρα αποφάσεων. Όμως θα πρέπει να πούμε ότι η αντίσταση αυτή των ποικιλώνυμων αντιδραστικών δυ νάμεων, κάτω από την πίεση των ασταμάτητων αγώνων του λαού και
των φωτισμένων ηγετών του, αρχίζει να κάμπτεται όλο και πιο πολύ (συ χνά, είναι αλήθεια, ελίσσεται με αρκε τή επιτυχία) και σήμερα βρίσκεται κοντά στο τέλος της. Ο νεοελληνικός διαφωτισμός μπορεί και πρέπει να ολοκληρωθεί. Και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την ολοκλήρωση αυτού του λαϊκού διαφωτισμού πι στεύω ότι είναι ο επαναστατικός -αληθινός- επιστημονικός εκσυγχρο νισμός της γραφής μας. Μας απομέ νει ν’ απαντήσουμε με θάρρος, με γνώση και με ειλικρίνεια στο απλό ερώτημα: πως θα πετύχουμε (σαν λαός όχι σαν ελίτ) δημιουργική επαφή με την περίσσια όμορφη και πλούσια γλώσσα μας; Θομάς Σ. Σερμπίνις
«Υπέρ τό δέον εύγενής» Κύριοι, Επιτρέψτε μου νά προσθέσω λίγα λόγια στή σύντομη παρουσίαση άπό τόν κ. Βάιο Παγκουρέλη τού βιβλίου τού κ. Γιώργου Κούκα «Βιβλιογραφία τοϋ έλληνικοϋ τύπου (1465-1982)» (τεϋχος 67, σελ. 59). Δέν πρόκειται βέβαια γιά κατάλογο τών περιοδικών έλληνικών έκδόσεων (έφημερίδων, περιοδικών κ.ά.) δπως θά νόμιζε, σφα λερά ίσως, ένας άπληροφόρητος άναγνώστης άλλά γιά μιά καταγραφή άρ θρων πού άναφέρονται στόν έλληνικό τύπο. Αύτή ή βιβλιογραφία πρωτοτυ πεί στά άκόλουθα: 1ο) Είναι Ιδιαίτερα έλλιπής καί ειδι κά σέ άρθρα πού άναφέρονται σέ πε ριοδικά θετικών έπιστημών. Λ.χ. δέν άναφέρει: I. Δ. Κανδήλη «Τά πρώτα 'Ελληνικά Περιοδικά τών θετικών Έπιστημών», Βιομηχανική Επιθεώρη ση 43 (511): 327-331 (1977), 44 (514): 603-607 (1977), 44 (518): 901-903. Διερωτώμαι πόσες περιοδικές έκδόσεις άποδελτίωσε ό συγγραφέας. 2ο) 01 βιβλιογραφικές άναφορές δέν είναι πλήρεις. Λ.χ. ή 274 άναφέρεται στή «Χιακή Επιθεώρηση» χωρίς τόμο καί σελίδα, πολλές άναφορές δέν έχουν έκδοτικό οίκο, δταν πρό κειται γιά βιβλίο, χωρίς νά ύποδεικνύεται άτι είναι δημοσίευμα πού τό έκδίδει ό ίδιος ό συγγραφέας. 3ο) Κανένα εύρετήριο «καθ’ ϋλην» δέν συνοδεύει τόν κατά συγγραφέα άλφαβητικό κατάλογο. Βρίσκω άτι ό κ. Παγκουρέλης, πάν τα εύγενής, αύτή τή φορά ύπήρξε ’ίσως «ύπέρ τό δέον εύγενής». Μέ φιλικούς χαιρετισμούς Κώστας Β. Κριμπάς καθηγητής Α. Γ. Σ. ’Αθηνών Μαρασλή 34, Άθήναι
Προσθήκες στήν έλληνική βιβλιογραφία λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας ’Αγαπητοί φίλοι τοϋ «Διαβάζω», Στήν «'Ελληνική βιβλιογραφία λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας» (περ. «Διαβάζω» άρ. τεύχους 59, σελ. 6567) πρέπει νά περιληφθοϋν καί τά πιό κάτω βιβλία: 1. Μπόρχες X. Λ., «01 μεταμορφώ σεις τής χελώνας». Μετ. Γ. Δ. Χουρμουδιάδης. Έκδ. Ύψιλον, ’Αθήνα 1982. 2. Γκαλεάνο Έντουάρντο, «Οί άνοιχτές φλέβες τής Λατινικής ’Αμε ρικής». Τόμοι Α' + Β". Μετ: Φώντα Κονδύλη. Έκδ. Θεωρία, ’Αθήνα 1982. 3. Άστούριας Μ. Α., «Ό κύριος Πρόεδρος». Μετ. "Αννας Ξένου. Έκδ. Διεθνή Βιβλία, Αθήνα 1971. 4. Έρνέστο Σαμπάτο (’Αργεντινή). «Τό τούνελ». Έκδ. Αστέρι, Αθήνα. 5. «Πεζογραφία τής Λατινικής ’Αμε ρικής» (εισαγωγή, έπιλογή, μετάφρα ση: Φίλιπου Δ. Δρακονταειδή. Β’ έκ δοση, Γράμματα, Αθήνα 1982. ('Ανα φέρετε τήν πρώτη έκδοση μόνο στήν «Έγνατία») 6. «’Ανθολογία τοϋ άργεντινοϋ διη γήματος». Μετ. Γ. Δ. Χουρμουζιάδη. Έκδ. Βάκων 1967. 7. «Σύγχρονοι άργεντινοί πεζογράφοι». Μετ. Γ. Δ. Χουρμουζιάδη. Έκδ. Βάκων 1970. 8. «Ποιητική ’Ανθολογία Λατινικής ’Αμερικής». Μετ. Γ. Δ. Χουρμουζιάδη. Έκδ. I. Σιδέρης, 'Αθήνα 1974. 9. Νικόλας Γκιλιέν, «Ό μεγάλος ζωολογικός κήπος». Μετ. Γ. Ρίτσου. Έκδ. Θεμέλιο, ’Αθήνα 1966. 10. Νερούδα Πάμπλο, «Εκλογή άπό τό έργο του». Πρόλογος, μετά φραση: Ρήγα Καππάτου. Έκδ. Α. Κα ραβιό, ’Αθήνα 1972. 11. Νερούδα Πάμπλο, «Επιλογή άπό τό έργο του». Μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη. Έκδ. Έγνατία, 1971. 12. Νερούδα Πάμπλο, «Μάτσου Πίτσου». Μετάφραση Δανάης. Έκδ. Έρμείας, ’Αθήνα 1971. 13. Γιόργκε Άμάντο, «Μπάχια τό λιμάνι δλων τών άγίων». Μετ. Μέμου Παναγιωτόπουλου. Έκδ. Άρδηττός, Αθήνα 1965. 14. Γιόργκε Άμάντο, «’Οργισμένη γή». Μετ. Νίκου Βώκου. Έκδ. Οίκος ’Αφοί Συρόπουλοι καί Κ. Κουμουνδουρέας Ο. Ε. (Βασική Βιβλιοθήκη τής Παγκόσμιας Κλασσικής Λογοτεχνίας), Αθήνα 1959. (Αξίζει νά σημειωθεί ότι ϊσως είναι τό πρώτο έργο λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας πού μεταφρά στηκε στή γλώσσα μας καί ότι βρίσκε
10/χρονικα
ται σέ ένα μεγάλο τόμο μαζί μέ τά πιό κάτω έργα: α) Σταντάλ: Τό κόκκινο καί τό μαύρο, β) Μπαλζάκ: Μπάρμπα Γκοριό, γ) Γκόρκυ: Οί Άρταμώφ.) 15. Γιόργκε Άμάντο: «Νεκρή θά λασσα». 16. Γιόργκε Άμάντο: «Πέντρο Μπάλας». Πιστεύω ότι άκόμα άξίζει νά άναφερθοϋν τό πιό κάτω άφιερώματα πε ριοδικών. 17. Αφιέρωμα στόν Πάμπλο Νερούδα. Περ. Θέατρο άρ. 34-36, 1973. 18. ’Αφιέρωμα στόν X. Λ. Μπόρχες. Περ. Έποπτεία άρ. 33, 1979. 19. 'Αφιέρωμα στόν Γ. Γ. Μάρκες. Περ. Ό Πολίτης άρ. 35, 198α Τρεις σημειώσεις: 1. Τά βιβλία τού Άμάντο «Νεκρή θάλασσα» καί «Πέντρο Μπάλας» (άρ. 15 καί 16) άναφέρονται χωρίς αύτοψία. Νομίζω ότι βγήκαν τήν 'ίδια έποχή πού βγήκε τό «Μπάχια τό λιμάνι όλων τών άγιων» (άρ.13) καί άπό τόν 'ίδιο έκδοτικό οίκο. 2. Ή βιβλιογραφία είναι βασικό έρ γο ύποδομής γιά τήν όποιαδήποτε με λέτη, γι’ αύτό καί πρέπει νά ύπογράφεται. Βλέπω ότι πολλές βιβλιογρα φίες πού δημοσιεύει τό «Διαβάζω» δέν ύπογράφονται. Πρέπει τότε νά δηλώνει κάθε φορά τό «Διαβάζω» ότι είναι ύπεύθυνη ή σύνταξή του συλλο3. Τό συμπλήρωμα στήν «'Ελληνική βιβλιογραφία λατινοαμερικάνικης λο γοτεχνίας» πού σάς στέλνω, γράφτη κε ύστερα άπό Πολύτιμες ύποδείξεις τού φίλου πεζογράφου Νέαρχου Γεωργιάδη. Σάββας Παύλου Τζιονής Άχιλλέα Παράσχου 1 Λευκωσία
«’Οθόνη» καί «Πλαίσιο» Αγαπητό «Διαβάζω», στό τεύχος 66 δημοσιεύτηκε στή στήλη’ «Πλαίσιο» μιά σύντομη κρίση τού κ. Βάιου Παγκουρέλη γιά τό 10ο τεύχος τού περιοδικού « Οθόνη». Τό σημείωμα αύτό, πέρα άπό τό ότι ύπήρξε ούσιαστικά άνεπίκαιρο (τό τεύχος 11 είχε ήδη κυκλοφορήσει μιά έβδομάδα πριν), άνακινεί ένα σημαν τικό πρόβλημα: Ά ν νομιμοποιείται ό κριτικός ή ό σχολιαστής νά ξεμπερ δεύει μέ τό άντικείμενο τής κρίσης του «σέ τρεις γραμμές» καί άν κρί σεις τέτοιας λογής μπορούν νά βοη θήσουν τήν κίνηση τών Ιδεών στόν τόπο μας. Πιστεύω ότι ό κ. Β. Π. (χω ρίς, άσφαλώς, νά θέλω νά τού άποδώσω τήν πρόθεση όποιασδήπτε πολεμι κής στάσης άπέναντι στήν «Όθόνη»), στό σύντομο σχόλιό του, δογματίζει, όταν δέν παρανοεϊ. Ή παρανόηση πού ύπαινίσσομαι έχει σχέση μέ τήν άναφορά τού κ. Β. Π. στήν «παραπαίουσα τηλεόραση». Φαντάζομαι ότι ό κ. Β. Π. άναφέρεται στήν έλληνική τη λεόραση (άλλιώς θά δυσκολευόμουν νά καταλάβω τήν πρόταση). Όμως, τό άφιέρωμα τού κρινόμενου τεύχους (όπως καί τού προηγούμενου) έχει ώς άντικείμενό του τήν τηλεόραση γενι κά καί όχι τήν έλληνική της έκδοχή. Μήπως ό κ. Β. Π. δέν έλαβε τόν κόπο νά ξεφυλλίσει τουλάχιστον τίς σελί δες τής « Οθόνης»; Στήν περίπτωση αύτή θά ήθελα νά τόν ένημερώσω ότι, άπό τίς 22 σελίδες τού άφιερώματος,
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΓΙΩΡΓΗ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΝΩΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ
ΑΓΝΠΣΤΑ ΧΡΟΝΙΚΑ « ufliiniT«mufl ncfl»
Του Αντιστασιακού Περιοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα». Το αδικημέ νο ιστορικό Περιοδικό της Κατο χής που στάθηκε πνευματικά' και υλικά πλάι στις γραμμές του ΕΑΜ. Έργο ζωής του παλαίμαχου αγω νιστή, ύμνος στην Εθνική μας Αν τίσταση.
ΔΙΑΘΕΣΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
μόνο οί 7 άναφέρονται, κατά κάποιον τρόπο, σέ προβλήματα τής έλληνικής τηλεόρασης. ’Επισημαίνω άκόμη τόν τρόπο μέ τόν όποιο ό κ. Β. Π. άναφέρεται στό ύφος γραψίματος τού περιοδικού (τό όποιο κάπως βάναυσα Ισοπεδώνει). Ή κατηγορία του γιά «τήν κλειστή γλώσ σα τών κειμένων» (στό ίδιο τό κρινόμενο τεύχος - όπως καί σέ άλλα ΰπάρχει κείμενο πού έξετάζει τό «πρόβλημα» μέ όρους άνάλυσης καί όχι έτικέτας), έκτός άπό άστήρικτη, είναι, κατά τή γνώμη μου, άδικη καί δυσφημιστική γιά τήν «Όθόνη». Πιστεύω ότι ή στήλη «Πλαίσιο» γιά νά άποφεύγει παρόμοιες παγίδες πρέπει νά προσανατολιστεί στήν άπλή, ένημερωτική παρουσίαση τών έκδόσεων, άφήνοντας τό «προνόμιο» τής συστηματικής κρίσης στίς διπλα νές (καί άξιες) στήλες τού « Οδηγού». Φιλικά Αλέξανδρος Μουμτζής άρχισυντάκτης περιοδικού «Όθόνη»
Τήν έπιστολή τού Άλ. Μουμτζή θέσαμε ύπόψη τού συνερ γάτη μας Β. Παγκουρέλη, ό όποιος μάς έστειλε τήν άκόλουθη άπάντηση: Φοβάμαι ότι θά πρέπει νά κάνω μιά μι κρή κατάχρηση τού χώρου τού «Δια βάζω», γιά νά παραθέσω καί πάλι τήν κριτική τού τεύχους 66 γιά τήν « Οθό νη»: «Στήν τριμηνιαία Όθόνη (τεύχος 10, Ίαν.-Μαρτ. 1983) μεγαλύτερο ένδιαφέρον άπ’ τ' άφιερώματα στόν χαοτικό σύγχρονο έλληνικό κινηματο-
αντί Τό ζήτημα δέν είναι μόνο νά διαβάζετε «ΑΝΤΙ» άλλά νά μπορείτε ν’ άνατρέχε,τε σ’ αύτό σταθερά. • Τ ό καλύτερο δώ ρο γιά σάς κ αί τού ς φ ίλου ς σας: • Έ ν α ς πα νό δ ετο ς τόμος τού περ ιοδ ικ ού «Α Ν Τ Ι»
χρονικα/11 γράφο καί τήν παραποιούσα τηλεόρα ση, ύπάρχει 'ίσως στό άφιέρώμα στόν Φρανσουά Τρυφφώ. (Όσο γιά τήν κλειστή γλώσσα των κειμένων, είναι κι αύτή μιά θέση. Σεβαστή, άλλά όχι πα ραδεκτή)». Αύτή ήταν. Καί μέ βάση αύτήν, άντί άπάντησης στήν έπιστολή τού κ. Μουμτζή, θά ήθελα μέ τή σειρά μου νά ύποβάλω μερικά έρωτήματα: 1) Μόνο έπικαιρικά μπορεί νά άντιμετωπιστεϊ ή «’Οθόνη»; 2) "Αν ό κρινόμενος έπιβάλλει ό 'ίδιος τούς κανόνες έκτασης καί χρό νου τής κρίσης, μήπως άλυσοδένεται άκόμη περισσότερο ή «κίνηση τών 3) Ό προσωπικός μου χαρακτηρι σμός τής τηλεόρασης (μέσου έπικοινωνίας) σάν «παραπαίουσας», που στοιχειοθετεί τόν -κακόπιστο μάλ λον- ύπαινιγμό ότι άναφέρεται στήν έλληνική τηλεόραση; 4) Γιατί πρέπει'όπωσδήποτε έκτός άπό σεβαστή νά γίνει καί παραδεκτή ή άποψη τοϋ περιοδικού γιά τή γλώσ σα τών κειμένων του; Κλείνοντας, εύχαριστώ τόν κ. Μουμτζή γιά τό -μακροσκελές σέ σχέση μέ τό κείμενό μου- γράμμα του καί Ιδιαίτερα γιά τήν τελική του ύπόδειξη περί νέου προσανατολισμού τοϋ «Πλαισίου». Είναι καί αύτή μιά άποψη, δημοκρατικά σεβαστή, όπως δημοκρατικά σεβαστός είναι καί ό ύπαινιγμός -κι αύτός μάλλον κακόπι στος- περί άναξιότητας τοϋ «Πλαι σίου», σέ άντίθεση μέ τις διπλανές «καί άξιες» στήλες τοϋ «Διαβάζω»...
Τά Καλλιτεχνικά Νέα Αγαπητό «Διαβάζω», Καθυστερημένα έλαβα γνώση τοϋ 64 τεύχους τοϋ έξοχου λογοτεχνικού περιοδικού, στό όποιο δημοσιεύθηκε γράμμα τοϋ Κωστή Μεραναίου, άφορώντος τή δημοσίευση άρθρου τοϋ κ. ’Αλεξ. Αργυρίου στό 58 τ. σχετικά μέ τό περιοδικό τής κατοχής «Καλλιτε χνικά Νέα» πού γιά χάρη του έκδόθηκε πέρσι, τό ’82, βιβλίο μου μέ τίτλο: «"Αγνωστα χρονικά» τοϋ άντιστασιακοϋ περιοδικού «Κ.Ν.». Τήν έπομένη κιόλας 23 Απρίλη πού τό ’μαθα πήρα τό έν λόγω 64 τ. καί διάβασα τό γράμμα τοϋ πρώτου. Καταρχήν δέν άναγκάζω κανέναν νά πιστέψει τά γραφόμενα στό βιβλίο μου. Όσα γράφω έκεϊ είναι τεκμηριω μένα μέ άδιάσειστα στοιχεία καί δέν ύπολείπονται σέ μαρτυρίες έπιζώνΟί αιχμές τοϋ κ. ’Αργυρίου άν τό περιοδικό «Κ.Ν.» «τό καθοδηγούσε ή άριστερή-έαμική παράταξη» κι έπι-
πλέον ή άμφισβήτησή του στό «ϊδρυτής-έκδότης ή διευθυντής» ό Γ. Βασιλόπουλος, πού, «άπό δ,τι γράφει, είχε άναλάβέι τό οίκονομικό βάρος τοϋ περιοδικού καί τή διεκπεραίωση τής συγκέντρωσης τής ϋλης», δηλαδή δευτερεύουσες χαμαλοδουλειές κατά τόν κ. ’Αργυρίου. Σπουδαίος όνειροκρίτης! Καί δέν είδε τίς γνήσιες φώτ/ πιες τοϋ περιοδικού; ή ήταν γιά φι γούρα διευκολύνουσα τή σκόπιμη διαστρέβλωση τής πραγματικότητας... Γιά νά μήν κάνω έξονυχισπκή διερεύνηση τής άλχημείας του μ’ άντίστοιχες άντιπαραθέσεις (όφείλω νά σεβα στώ τό χώρο τοϋ φιλόξενου «Διαβά ζω») θ’ άναγκαστώ νά εύθυγραμμιστώ, άπό πρώτη όψη, μέ τήν άποψη τοϋ Μεραναίου στό γράμμα τοϋ 64 τ. (ή γνωριμία μας 43 χρόνια, άπό τό ’40, μοϋ έπιτρέπει, νομίζω, νά μήν κάνω χρήση τοϋ κ.-κύριε, τό ϊδιο κι αύτός γιά μένα) καί νά συστήσω στόν κ. Αρ γυρίου: Νά ξαναδιαβάσει τό βιβλίο «Άγνωστα χρονικά», τίς σελ. 32 έως καί 34 γιά νά βρει τό ζητούμενο αίνιγ μα (;). Τά «Κ.Ν.» διευθύνονταν πλουραλιστικά μεταξύ τών στενών συνεργα τών, μ’ έλάχιστες άπ’ έξωθεν προτροπές-συμβουλές κι ήμασταν πιστοί στή γραμμή τής έαμικής ήγεσίας -καί γε νικότερα τοϋ φιλελεύθερου πνεύμα τος τής έποχής. Καί προσθέτω: οί Β. Ρώτας, Μ. Λουντέμης καί τοϋ λόγου μου, όργανωμένοι στό ΕΑΜ, είχαμε στενότερη έαμική σύνδεση. Ό Γιάν νης Καρράς (έαμικό ψευδώνυμο) είναι ό Νίκος ’Αλεξίου, τεχνοκρίτης τοϋ «Ριζοσπάστη» σήμερα καί τότε στέλε χος άνώτερου κλιμάκιου κοντά στή Γραμματεία τοϋ ΕΑΜ. Συνδεόταν άποκλειστικά μαζί μου μέ ιδιαίτερο τρόπο (όπως άναφέρω στό βιβλίο) καί δέ μάς έμπαινε-διέταζε άρνητικά κι άντίθετα τής άποστολής τοϋ περιοδι κού σάν σύνδεσμος τής όργάνωσης ΕΑΜ. Αντίθετα, συμβουλευτικά καί φιλικά (είναι καί πτυχές τοϋ τότε πού δέ λέγονται τώρα λόγω χώρου). Ά λ λωστε, τί καταλαβαίνεις άπό όργανωτικούς μηχανισμούς τής έαμικής έποποιίας; ’Αφού λέτε κ. Αργυρίου: «οί συγκρούσεις τοϋ Γ.Β. μέ τή λογοκρι σία είναι μάλλον άμελητέες». Κούνια πού σέ κούναε. Δέ βρέθηκες άντιμέτωπος μέ τούς γενίτσαρους-λακέδες τής άδυσώπητης ναζιστικής λογοκρι σίας καί σερβίρεις άστοχες λέξεις μ’ έλαφρότητα... Ούσιαστικά, τή λειτουργία τών «Κ.Ν.» χειριζόταν, ό Μεραναϊος σάν μόνιμος στό γραφείο τοϋ περιοδικού καί είδικότερός μου. Δηλ. είχε τήν πρωτοβουλία στή σύνταξη, διαλογή τής ϋλης, σελιδοποίηση κλπ. (μέ κά ποια παρέμβαση τοϋ Πολυδεύκη νά μήν παρεισφρήσουν άνεπιθύμητοι, δπως τοϋ Καλλία, κατόπιν ύπουργοΰ τής ΕΡΕ, καί μερικών άλλων πού μύρι ζαν άντίδραση). Τοϋ λόγου μου άπουσίαζα συχνά -τό πρωί λόγω ύπερεσιακών ύποχρεώσεων καί τ ’ άπόγευμα
φορτισμένος μέ τό ΕΑΜ. (Όάρχ/χτης Μεραναϊος άγνοοϋσε τή δημοσίευση τοϋ ποιήματος τοϋ Ρώτα «Μοιρολόι σέ δέντρο», άφιερωμένο στό θάνατο τοϋ Δ. Γληνοϋ (σελ. Β. 93-94), γιά λόγους μυστικότητας πού δέν ήταν όργανωμένος στό ΕΑΜ, καί τό ’βαλα προσωπικά έγώ. Στή με ταπολίτευση τ ’ άποκάλυψα καί τόν έφερα στήν Έθν. Βιβλιοθήκη νά τό ίδεΐ. Έτσι δέν είναι, κ. τέως άρχ/χτη τών «Κ.Ν.»;) Δέ διάβασες προσεχτικά τό βιβλίο μου κ. ’Αργυρίου, γιατί ήταν άλλου ό νοΰς σου, πώς νά τό παραποιήσεις μέ τήν άλχημιστική σου δεξιοτεχνία. Δέν άμφισβήτησα τό κουμάντο τοϋ Μεραναίου στό περιοδικό. Άντίθετα τό έξήρα. Λέω σαφώς στή σελ. 66 άτι: Χωρίς τό Μεραναϊο δέ θά ’βγαιναν τά «Κ.Ν.» όργανωμένα σέ τάξη, ποιότητα < ϋλης κλπ. Κόπιασε πράγματι γιά τό περιοδικό. Τά γύρω στά 30 περίπου διαφωτιστικά άρθρα του γιά τό πνεύ μα καί τήν τέχνη είναι ύποδειγματικά καί γιά σήμερα. Διακρίνεται σάν δια νοούμενος καί μέ πλούσιο μεταφρα στικό έργο. Λέω έπίσης: Κρίμα, νά μήν είναι γνωστό τό περιεχόμενο τών «Κ.Ν.» μέ τούς 150 περίπου, τό πλεϊστον τών σύγχρονων τότε, τής κατο χής, πνευματικών άνθρώπων τού τό που μας. Είναι καθρέφτης τοϋ διανοούμενου’κόσμου μιάς ιστορικής πε ριόδου τής χώρας μας. Κρίνεται σκό πιμο κι ώφέλιμο νά γίνει γνωστό (σελ. 43) καί ν’ άξιολογηθεϊ γιά τήν Ιστορία τών έλληνικών λογοτεχνικών έντυπων τής κατοχικής έποχής. Καί φυσικός άρμόδιος είναι ό Μεραναϊος. Κι άπευθυνόμενος στόν ίδιον, προσθέτω συνοπτικά γιά τίς άπορίες του, άφοϋ δέν μπορώ γιά λόγους χώ ρου νά παραθέσω τ ’ άντίστοιχα ση μεία τοϋ γράμματός του: α) Τό βιβλίο «Άγνωστα χρονικά» βγήκε άπό βαθύ παράπονο τοϋ έκδότη, πού τόν ξέχασαν δλοι! Οί άναδειχθέντες καί καθιερωθέντες σ’ αύτό κατόπιν συνεργάτες του μ’ έπικεφαλή τό Μεραναϊο. Κι άσφαλώς δέ βγήκε όπως λές: «γιά συγγραφικό αύτοδιασυρμό» (όξύμωρο σύνθετο). Ασφα λώς δχι! Λάθος άν μή κακία, πού τόλ μησε ό άσήμαντος καί παρακατιανός νά βγάλει βιβλίο. Δέν κοκορεύομαι γιά συγγραφέας καί δέ ζήτησα χειρο κροτήματα. Οϋτε μοιάζω τούς ψηλο μύτες κι άκατάδεχτους τής σήμερον, πού βρίθουν τέτοιοι φτασμένοι μέ πλουμιστά πετραχήλια ύπεροψίας (μερικοί έξ αύτών, άπέξω κούκλες κι άπό μέσα παν,.κλες): Ξέρει ό Μ. τό ήθος μου κι άποκλείει ό ’ίδιος τίς «συ κοφαντικές έξυβρίσεις» μου. Διπλό λάθος, γιατί: Χα-ρα-χτη-ρίζω! Δεν έξυβρίζω σέ κανένα σημείο τοϋ βι βλίου -άστοχη ή πετριά του. Ό κ. Αργυρίου δέν έπισήμανε τή γραφή τοϋ βιβλίου μου μέ κριτικό μά τι, δπως νοείται ό κριτικός. ’Αλλού στόχευε. Νά θολώσει τά γραφόμενά του καί νά παραποιήσει άλχημιστικά
12/χρονικα καί σκόπιμα τ ’ αύθεντικά γεγονότα, υποτιμώντας τόν έκδότη-διευθυντή καί ύπερτιμώντας τόν τότε βαλτόν άρχισυντάχτη -γνωστόν γιά τις παν τιέρες πού άλλαξε πολιτικά. ’Έχω λό γους νά ύποπτεύομαι τό άρθρο του, άν δέν είναι προκατασκεύασμα κάποι ου άλλου (;). Ναί, τού 'ίδιου. Τότε εί ναι... his master voice. (Κολιός καί κο λιός στό ίδιο βαρέλι ντέ...) Ό ύπομονητικός άναγνώστης πού θά διαβάσει τό βιβλίο μου “ Αγνωστα χρονικά», ϋστερα τήν «κριτική» τού κ. ’Αργυ ρίου στό «Διαβάζω» τ. 58 καί κατόπιν τό γράμμα τού Κ. Μεραναίου τ. 64 θά βγάλει τό σωστό συμπέρασμα. Δηλ. τήν άνάρμοστη συνεργασία τους γιά νά θολώσουν τά ξάστερα νερά τού βι βλίου μου. Θά ’ναι κουραστικό γιά τόν άναγνώστη διαβάζοντας τ ’ άντίστοιχα άμφοτέρωθεν. ’Αλλά άξίζει τόν κόπο, γιά διαπίστωση τής καταγγελλόμενης άνάρμοστης συνεργασίας τών άλχημιστών Κ.Μ. καί 'Αλεξ. 'Αργυρίου σέ βά ρος τού γραφέα τού βιβλίου « Αγνω στα χρονικά». Επίσης θά ίδεϊ τήν άποσιώπηση τού έκδότη Γ. Βασιλό πουλου στό βιογραφικό τού Κ.Μ. φωτοτυπία σελ. 109-112. Ιδιαίτερα θά παρατηρήσει τήν έπιδοκιμασία τού πρώτου Κ. Μ. γιά τό άρθρο τού κ. 'Αρ γυρίου, πού ίδρωκόπησε νά θολώσει τά γραφόμενα τού βιβλίου μου μέ συ νεχή λιβανωτό καί τέλος μ’ εύχαριστίες γιά τό κάλπικο έργο του. β) Συνεχίζω τίς άπαντήσεις στίς άντίστοιχες άπορίες τού Μεραναίου στό γράμμα του. "Ας πούμε πώς σαμποταρίστηκαν τά «Κ.Ν.» στό μοναδικό με τά τήν άπελευθέρωση φύλλο 37/3 Μάη 45 (ξέρω τούς λόγους, έξαιτίας τού Μ. -πρόθυμος νά τούς πώ προφο ρικά ή έπιστολής) άπό τόν άκουστό τότε, άριστερό διανοούμενο, πού σκοτώθηκε σάν καπετάνιος όμάδας άνταρτών Β’ άντάρτικου πίσω άπό τήν Πάρνηθα-Κιθαιρώνα τό 47-48. Συχω ρεμένος άπό μένα. Ωστόσο προέχει ό ήρωισμός τού άγωνιστή Γιώργου Λαμπρινού κι αύτόν έξαίρω πού έπεσε μαχόμενος τό φασισμό κι δχι ύπερετώντας τον -όπως έκαναν άλλοι «άριστεροί» διανοούμενοι. γ) Άπό τούς ντόπιους συνεργάτες του έπεσε στή λήθη καί λησμονήθηκε τό ιστορικό περιοδικό «Καλλιτεχνικά Νέα» μέ κορυφαίο τόν Μεραναϊο (πού είχε στή διάθεσή του έπί 30ετία, Τύ πο, Ραδιοφωνία, Τηλεόραση τής δε ξιάς) ένώ οί ξένοι στή Γαλλία (Παρίσι, Ροζέ Milliex, Lettres Frangaises) τό θυ μήθηκαν εύθύς μέ τή λήξη τού πολέ μου καί τό μνημόνευσαν τιμητικά σάν τό μοναδικό έντυπο στόν άντιφασιστικό άγώνα στήν κατεχόμενη Εύρώπη. Καί κύρια λησμονήθηκε έξαιτίας τής μισαλλοδοξίας τού κατεστημένου τής δεξιάς μετά τόν ήρωικό Δεκέμ βρη '44 πού τό 'θαψαν στά ύπόγεια τής ’Εθνικής Βιβλιοθήκης μέχρι τής μεταπολίτευσης 75, πού τό ξέθαψα έγώ προσωπικά. Κατόπιν βρήκα τ ’ άλ
λο σώμα του άκέραιο στή Βιβλιοθήκη τής Βουλής. δ) Όσο γιά τίς φιλικές έκφράσεις μου στή Δ. Γιάκο, δέ βλέπω τίποτα τό μεμπτόν γιά μένα. Είμαι άπλοχέρης φιλοφρονητικά σ’ άνθρώπους πού συνδέομαι παλαιόθεν άγνοώντας τό παρελθόν τους. Ά ν είναι άλήθεια όσα έμαθα άκουστά άπό φήμες, καταδικά ζω τή διπροσωπία καί τίς πράξεις του. Αλλά, νομίζω, άπάντησε στίς κατηγο ρίες πού τού προσάπτουν. Αύτό βρή κες νά μεμφθεϊς τήν κομματική μου συνείδηση «άμεμπτη περιστερά»; Ή ιδεολογία πού πιστεύω παραμένει άναλλοίωτη μέχρι θανάτου, ξεκάρφω τε έπιτιμητή μου. Περαιώνοντας μέ τό έρώτημα: Άν δέν ύπήρχε ό έκδότης Γ.Β. πού δαπά νησε γιά χάρη τού άπελευθερωτικοϋ άγώνα 2'12 χιλ. λίρες -σήμερα 30 έκατ. περίπου- θά ύπήρχε θέμα πε ριοδικού «Καλλιτεχνικά Νέα» καί Κ. Μεραναίος μέ παρελθόν άρχ/χτη εΰκαιρίας; Αύτά γι’ άμφοτέρους, καί δέν έπιθυμώ συνέχεια άντιδικίας. Στόπ, λοιπόν. Γιατί άλλιώς...«λαγός τήν φτέ ρην έσειε κακό τής κεφαλής του». Εύχαριστώ θερμά τό φιλόξενο «Διαβάζω» Γ. Βασιλόπουλος (μπαρμπα-Γιώργης)
Ή άλλη άποψη Αγαπητό «Διαβάζω», Λυπούμαι πού σάς ένοχλώ, γιατί όμολογώ δτι πλήττω θανάσιμα μ’ αύτό τό άναμάσημα καί τήν άλληλογραφία. Μά καί κάθε ψύχραιμος άνθρωπος θ’ άπορεϊ, γιά τήν άκατάσχετη, διά τού Τύπου, έπιθετικότητα τού πρώην έκ δότη μου κ. Μανόλη Μπουζάκη, προέ δρου Βιβλιο-έκδοτών, άπό τή στιγμή μάλιστα πού τήν ύπόθεση τής κλεψιτυπίας τού βιβλίου μου «Άντιγνώση τά Δεκανίκια τού Καπιταλισμού» άνέλαβε ή Δικαιοσύνη. Δέν μπορώ ώστόσο ν’ άγνοήσω τό γεγονός άτι έγινα άφορμή τής συν τριβής, τής πικρίας καί τής άπελπισίας τού κ. Μπουζάκη πού άνακάλυψε σάν «ρομαντικός όπαδός τής άλλαΥής» άτι τό καθεστώς μας δέν είναι ό τύπος τής Δημοκρατίας πού όνειρεύτηκε. Φυσικά γι’ αύτό δέν είμαι ύπεύθυνη έγώ. Μέ θεωρεί δμως ύπεύθυνη, γιατί δπως Ισχυρίζεται, τά ίδια ψέματα πού δημοσίευσα στόν Τύπο, είπα καί στόν Εισαγγελέα καί τόν έπεισα νά κάνει τήν κατάσχεση. Όποια άφέλεια! Αλλά καί πόση ύποτίμηση τής κοινής νοημοσύνης! Κατηγορούμενοι άκόμη είναι καί ό Τύπος «χωρίς δεοντολο γία, πού νά τήν ψάξομε αύτή...» γρά φει καί, τέλος, τά Όργανα τής Ασφά λειας γιά φασιστική συμπεριφορά. Σχεδόν όλος ό μηχανισμός τής πολι τείας έναντίον ένός άθώου. Καί δλ’ αύτά φυσικά έξαιτίας μου, πού ένώ πα
ριστάνω τήν άγωνίστρια τής Δημο κρατίας, τόλμησα νά έκφράσω τό θαυμασμό μου γιά τήν συμπεριφορά τής Ασφάλειας. Είναι φυσικό νά μήν τό καταλαβαίνει αύτό ό κ. Μπουζάκης. Γιατί, όταν έγώ καί ή γενιά μου τρώγαμε στίς πλάτες καί στά κεφάλια τά γκλόμπς καί τά μαστίγια τής Άφάλειας (1944-1974) ό κ. Μπουζάκης, όν τας άξιωματικός τού ναυτικού στήν τελευταία 15ετία κείνης τής περιό δου, άπόλάμβανε τήν άσφάλεια τών νομιμοφρόνων τού στρατεύματος. 'Υποχρέωσή μου λοιπόν ήταν νά έκ φράσω τή χαρά μου γιά τή διαφορο ποίηση τής συμπεριφοράς τών 'Οργά νων Τάξεως πρός έναν προλετάριο πολίτη σάν καί μένα. Όσο γιά τά φρονήματά μου, δέν αισθάνομαι τήν άνάγκη νά τά δηλώσω, μιά καί δέν τά θεωρώ χρηματιστηριακές άξιες πρός έξαργύρωση. Όπως δέ δήλωσα ποτέ άτι έχω δυό χέρια καί δυό πόδια. Φυσικά πλήρωσα αύτή μου τήν άπέχθεια γιά τίς «δηλώσεις», γιατί δέ δή λωνα ούτε στήν έφορία. Καί εύγνωμονοϋσα τούς έκδότες πού άναλάβαιναν έκεϊνοι τήν ύποχρέωση νά μοϋ κάνουν τίς άνάλογες κρατήσεις. Ό κ. Μπουζάκης δμως, άκρως τυπικός καί νομοταγής πολίτης, κατέθεσε έναντίον μου στίς 25/4/83 (άμέσως με τά τήν άποκάλυψη καί κατάσχεση τών κλεψιτύπων) έπώνυμη καταγγελία -σάς έσωκλείω φωτοτυπία- στήν Γ Έφορία γιά παράβαση τών διατάξεων ■τού Κ.Φ.Σ. Καί κεϊ φαίνεται πιά δλη του ή εύαισθησία, καθώς αισθάνεται ύποχρεωμένος νά όμολογήσει τόν σπαραγμό του καί νά βεβαιώσει άτι μέ Ικέτευε νά τού ύπογράψω άποδείξεις καί έγώ άρνιόμουνα. Απορώ πώς τού .διέφυγε κι ένα άλλο σοβαρότατο πε ριουσιακό στοιχείο πού διαθέτω, στό χωριό μου, τή Μίλατο, δπου τόν φιλο ξένησα οίκογενειακώς. ’Εννοώ τόν γάιδαρο καί τό κάρο μου. Αλλά ύπάρχει πάντα καιρός νά κάμει μιά συμ πληρωματική καταγγελία. Τελικά ή τόση εύαισθησία τού Προέδρου Βιθλιο-εκδοτών καί έκδό τη τής «Γνώσης» έγινε δικό μου πρό βλημα. Γιατί άνησυχώ είλικρινά γιά τό τί θά κάνει τώρα, αύτός ό συντριμμένος άθώος καί άδικημένος πού, σύμ φωνα μέ τήν άπόφαση τού Εισαγγε λέα 23/6/83, δικαιώνεται ή καταγγελία μου δτι πράγματι τά 390 άντίτυπα τής «Άντιγνώσης» πού κατασχέθηκαν στήν άποθήκη του θεωρούνται κλεψίτυπα, γι’ αύτό καί δέν τού έπιστράφηΚαιρός δμως νά κάνω έπιτέλους μιά Δήλωση: Δέν πρόκειται νά άσχοληθώ ξανά μέ τά παραληρηματικά δημο σιεύματα τού κ. Μπουζάκη καί τήν τό σο θεαματική άλληλεγγύη δλων τών έκδοτών -μέ έξαίρεση τούς Παπαζήση, Κολλάρο, Αστέρι καί Γραμμή, άπ’ αύτούς τουλάχιστον πού γνωρίζω. Εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία Λ. Ζωγράφου
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
’Από 15 έως 2 8 ’Ιουνίου
1. Δ. Μπότσαρη: ’Αποκαλύπτω τούς κορυφαίους τού ΠΑΣΟΚ
I
|
1
•σ 5
k £
1Χατζούλη - Λάρισα
4
<
3 |Πρίσμα - Πειρ.
δ
<
CD <
| Κατώι τοϋ Βιβλίου - Θεσ. |
'CT
Ι’Ελευθερουδάκης - Άθ. |
<
|’Αριστοτέλης - Άθ. |Γνώση - Άθ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
| Γωνιά τού Βιβλίου - Θεσ.| [Δωδώνη - Άθ.
Επειδή όμως είναι τεχνικά άδύνατο νά δημοσιεύονται όλα τά βιβλία πού άναφέρουν οί βιβλιοπώλες, ό πίνακας περιλαμβάνει τελικά έκεϊνα τά βιβλία πού δηλώθηκαν άπό δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες. "Οσο γιά τό ένδιαφέρον καί τήν ποιότητα τών βιβλίων τού πίνακα, σκόπιμο είναι νά συμβου λ εύ εσ τε τίς σελίδες τής «’Επιλογής».
Ό παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τά έμπορικότερα βιβλία ένός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες άπ' όλη τήν Ελλάδα, δηλώνοντας ό καθένας τους τά τρία βιβλία πού είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στό βιβλιοπωλείο του κα τά τό διάστημα αύτό. Έτσι, τό βιβλίο μέ τίς μ ε γα λύτερες πωλήσεις σημειώνεται μέ τρεις άστερίσκους (**), τό άμέσως μετά μ έ δύο (**) καί τό τελευταίο μέ έναν (*).
Λ
2. Π. Άναστασιάδη. Πάρτε τό έθνος στά χέρια σας 3. Φ. Γερμανού: Περισσότερο σέξ... σέ λίγο (Κάκτος)
»*
4. Κ. Ντόουλινγκ: Τό σύνδρομο τής Σταχτοπούτας (Γλάρος) 5. Ν. Δήμου: Ή χώρα τού έδώ καί τώρα (Νεφέλη) 6. Τ. Μπουκόφσκι: Γυναίκες (Όδυσσέας)
Λ
7. Ν.Γ. Πεντζίκη: Πόλεως καί νομού Δράμας παραμυθία (Άγρα) Σημείωση: Στό βιβλιοπωλείο Αιχμή - Άθ. τό βιβλίο πού είχε τίς.περισσότερες πωλήσεις ήταν: Σ. Κωστόπουλου: Ή άμφιλεγόμενη πενταετία (Στοχαστής). Στή Γνώση - Άθ.: Μ. Κούντερα: Τό βιβλίο τού γέλιου καί τής λήθης (Όδυσσέας). Στό Μεθενίτη - Πάτρα: Α. Καίσλερ: Ή άόρατη γραφή (Χατζηνικολή).
ΔΙΑΒ ΑΖΩ κυκλοφόρησε ή νέα σειρά τόμων τοϋ «Διαβάζω» ,
(έκτος άπό τόν α' τόμο, πού έχ ει έξαντληθεϊ)
προμηθευτείτε τους έγκαιρα
14/χρονικα
Στις 27 Ιουνίου έκλεισε ή φετινή 6η γιορτή βιβλίου πού όργάνωσε στό άλ σος τής Κηφισιάς ό Σύλλογος Εκδοτών Βιβλιοπωλών ’Αθηνών σέ συνεργασία μέ τό Δήμο Κηφισιάς καί τό ΥΠΠΕ. Τούτη τή χρονιά ή γιορτή ήταν άφιερωμένη στά έκατό χρόνια άπό τό θάνατο τού Κ. Μάρξ, στά πενηντάχρονα άπό τό θάνατο τού Κ. Καβάφη καί στά έκατό χρόνια άπό τή γέννηση τού Ν. Καζαντζάκη. Πολυδιαφημισμένη άπό τόν τύπο καί τά μέσα μαζικής ένημέρωσης, ή φετινή γιορτή τού βιβλίου παρουσίασε όρισμένες καινοτομίες σέ σχέση μέ τίς προηγούμενες χρονιές. Γιά πρώτη φορά σ’ αυτή τήν έκθεση πήραν μέρος έκδότες-έκθέτες άπό άλλα μέρη τής 'Ελλάδας, γιά πρώτη φορά έπίσης ό σύλλογος πού όργανώνει τήν έκθεση συνεργάστηκε μέ τούς τοπικούς συλλό γους βιβλιοπωλών, δηλ. τό Σύλλογο Βιβλιοπωλών 'Αττικής καί Πειραιά. Οί έκδότες-έκθέτες δέν πλη ρώνουν φέτος ένοίκιο γιά τά περίπτερα, ένώ οί ει σπράξεις άπό τίς πωλήσεις τών βιβλίων (στήν όνο-
μαστική τους τιμή) γίνονται άπό κοινά ταμεία τού συλλόγου. Στό χώρο τής έκθεσης λειτούργησαν καί περίπτερα τής 'Εθνικής 'Αντίστασης, περίπτερα τής ΕΠΟΝ, περίπτερα τών τοπικών όργανώσεων είρήνης τής περιοχής μέ έκθεσιακό ύλικό, έτσι πού ή έκθεση αύτή συνδυάστηκε μέ παράλληλες πολιτι στικές παρεμβάσεις, ένώ ή ένίσχυση τού ΥΠΠΕ, ει δικά γιά τήν έκθεση αύτή, ήταν σημαντική.
135 π ερ ίπ τ ερ α Πολλοί έπισκέπτες άνέβηκαν μέχρι τήν Κηφισιά μέ τήν εύκαιρία τής έκθεσης γιά νά δοϋν τά 135 περί πτερα (πέρυσι τά περίπτερα ήταν 70-80) καί νά γνω ρίσουν τή νέα έκδοτική δραστηριότητα. Άναφέρεται πώς τήν πρώτη βδομάδα τήν έκθεση έπισκέφθηκαν γύρω στά 150.000 άτομα καί πουλήθηκαν, στό ϊδιο διάστημα, περίπου 50.000 άντίτυπα βι βλίων. Τρεις άξονες στηρίζουν κάθε τέτοια γιορτή ή έκ
θεση βιβλίου: Ή όργανωτική έπιτροπή πού έτοιμάζει τήν έκθεση βάζοντας μακροπρόθεσμους καί βραχυπρόθεσμους στόχους σέ σχέση μέ τό βιβλίο, οι έκδότες-έκθέτες πού στό τέλος κάθε γιορτής βλέπουν τίς προσδοκίες τους νά έπαληθεύονται ή νά διαψεύδονται καί τέλος τό μεγάλο κοινό, άναγνωστικό καί μή, πού περιορίζει τίς καταναλωτικές του διαθέσεις σέ τέτοιου είδους «γιορτές» τή στιγ μή πού άπλόχερα σκορπάει τό ύστέρημά του στά πολύ καταστή ματα!
χρονικα/15
Πολιτεία καί βιβλίο «Θεωρούμε πώς μιά όποιαδήποτε έκθεση είναι μιά πολύ καλή ευκαιρία γιά νά φέρει τόν κόσμο σέ στε νή έπαφή γενικά μέ τό βιβλίο», λέει ό πρόεδρος τού ΣΕΒΑ Μαν. Μπουζάκης. «Βλέπει κανείς τό σύ νολο τής έκδοτικής παραγωγής στόν τόπο μας, κά που μαζεμένο, τή στιγμή πού ένα βιβλιοπωλείο, δσο μεγάλο καί νά είναι, δέν μπορεί νά διαθέσει κεφά λαιο γι’ αύτή τή δουλειά. Εξαιρούνται δυό τρία βι βλιοπωλεία τού κέντρου. "Αλλος στόχος τής έκθε σης είναι τό δτι θέλουμε νά ξαναφέρουμε στήν έπιφάνεια δλα τά προβλήματα τού βιβλίου. Γιά παρά δειγμα, οί βιβλιοθήκες σ’ δλη τήν έπικράτεια είναι νεκρές. Λείπουν οί κατάλληλοι βιβλιοθηκάριοι. ΟΙ σημερινοί ύπάλληλοι τών βιβλιοθηκών έχουν σάν σκοπό νά παραλαμβάνουν σέ καλή κατάσταση μερι κά βιβλία καί νά τά παραδίνουν ξανά. Μέ τήν εύκαιρία τής έκθεσης κάνουμε μιά δωρεά στό Δήμο τής Σύμης, συμβολικά σ’ ένα άκριτικό νησί, μέ συγκε κριμένες όδηγίες πώς θά λειτουργήσει αύτή ή βι βλιοθήκη. Τέτοιες προσπάθειες έχει ήδη ξεκινήσει καί τό ύφυπουργεΐο Νέας Γενιάς, μέ σκοπό άργότερα νά παραδώσει τίς βιβλιοθήκες στήν τοπική αύτοδιοίκηση. Άλλο πρόβλημα πού μάς άναγκάζει νά κάνουμε μιά έκθεση είναι τό θέμα τής προβολής τού βιβλίου γενικά άπό τά μέσα μαζικής ένημέρωσης. Αύτή ή προβολή είναι σήμερα ύποτονική. ’Εξάλλου ή άντιμετώπιση τού βιβλίου άπό τήν πολι τεία είναι περιστασιακή. Ή κοινωνική παροχή πού έχει δοθεί γιά τό βιβλίο τά τελευταία δέκα χρόνια είναι 4 δρχ. κατ’ άτομο, τή στιγμή πού γιά άθλητικούς σκοπούς τό άντίστοιχο ποσό είναι 330 δρχ.
Όσο γιά τήν τηλεόραση, τό πρώτο έξάμηνο τού ’83 έχει διαθέσει 26 λεπτά γιά παρουσίαση βιβλίου μέ σα άπό τακτικές έκπομπές. Άπογοητευτικό! Βέβαια έμείς δέν θέλουμε νά προωθήσουμε τή νοοτροπία νά περιμένει ό κόσμος νά γίνει μιά έκθεση γιά νά πάει ν’ άγοράσει βιβλία. Θέλουμε νά περάσουμε το μήνυμα πού λέει δτι αύτός πού κύρια φέρνει σ’ έπαφή τό βιβλίο μέ τόν κόσμο είναι ό βιβλιοπώλης τής γειτονιάς ή τού κέντρου. Ή έκθεση είναι μιά εύκαιρία νά δει ό κόσμος συγκεντρωμένη τήν έκδοτική παραγωγή, όχι δμως καί ή εύκαιρία νά πάει ν’ άγοράσει βιβλία». Μέσα στό πράσινο τού άλσους τά άσπρα περίπτε ρα τής έκθεσης βρίσκονται σπαρμένα κατά όμάδες. Λίγο προχειροφτιαγμένα καί μέ περιθώρια νά γί νουν πιό καλόγουστα, άφήνουν τά βιβλία μόνα τους νά γίνονται κράχτες στό έτερόκλητο κοινό πού περιδιαβαίνει τό χώρο. Πολύχρωμα έξώφυλλα, μικροί καί μεγάλοι τίτλοι, βιβλία σοβαρά, «έλαφροϋ περιεχομένου» (άν μπορεί κανείς νά ταξινομήσει τό περιεχόμενο), παιδικά βιβλία, σέ μιά πρωτοφανή ποικιλία καί έκδοτικό όργασμό. 'Εκατόν πενήντα έκδότες έκθέτουν τήν παραγωγή τους μέσα στήν άπλοχωριά τού άλσους. Ή έπιλογή τού άλσους τής Κηφισιάς σάν έκθετήριου χώρου έγινε γιά λόγους αισθητικούς, άποκέντρωσης, μακριά άπό τά στέκια καί τά μεγάλα βιβλιοπωλεία. ’Έτσι, όποιος άνεβαίνει ως έδώ γιά τήν έκθεση, ξέρει πού πάει. Δέν είναι περαστικός. Κι δμως. Παράλληλα μέ τήν έκθεση, μιά σειρά έκδηλώσεων προσπάθησε -σύμφωνα μέ όρισμένες άπόψεις- νά φέρει κόσμο!
16/χρονικα
Παράλληλες
εκδηλώσεις
Συγκεκριμένα έγινε μιά συναυλία μέ τή Μαρία Δημητριάδη, μιά έκδήλωση γιά τά ναρκωτικά σέ συ νεργασία μέ τό Δήμο Κηφισιάς, έκδήλωση γιά τόν οικογενειακό προγραμματισμό σέ συνεργασία μέ τήν ΕΓΕ, Συμιακή βραδιά μέ τήν ευκαιρία τής προσ φοράς στό Δήμο Σύμης, καί ή έκθεση έκλεισε μ’ ένα μικρό «γλέντι» άπό μέρους όλων αύτών πού συντελέσανε στή διοργάνωσή της. Σ’ αύτό πού μερικοί όνομάζουν «κράχτη» ό κος Μπουζάκης είναι κατηγορηματικός. «Τό βιβλίο στό χώρο τής τέχνης δέν είναι ξεκομμένο άπό όποιαδήποτε άλλη έκδήλωση. Στήσαμε περίπτερα γιά τόν Καζαντζάκη, τόν Καβάφη καί τό Μάρξ. Δέν γίνονται αύτές οί έκδηλώσεις γιά νά τραβήξουν κόσμο· έλα νά δεις τή Δημητριάδη καί νά δεις καί βιβλία συγ χρόνως. "Αλλωστε τίς μέρες πού έγιναν οί έκδηλώσεις δέν διαφοροποιήθηκε ή προσέλευση τού κό σμου.» Μερικοί έκθέτες διαφωνούν. «Τήν ήμέρα πού έγι νε ή συναυλία», λένε, «όλος ό κόσμος είχε τρέξει έκεϊ κι έμεΐς λιβανίζαμε τά βιβλία...» Οί άπόψεις βέ βαια τών έκδοτών-έκθετών ποικίλλουν άνάλογα μέ τήν κίνηση τού περιπτέρου καί τών έκτιμήσεων τού
κοινού πού έπισκέπτεται τήν έκθεση. Στό μεγάλο του μέρος, ό κόσμος πού περιδιαβαίνει τά περίπτε ρα δέν δίνει τήν έντύπωση τού βιβλιόφιλου. Όπως γίνεται σ’ όλες σχεδόν τίς έκθέσεις, όχι μόνο τού βιβλίου, πολλοί είναι αύτοί πού περιφέρονται μα ζεύοντας παραμάσχαλα τά ένημερωτικά φυλλάδια τών έκδοτικών οϊκων, γιά νά τά πετάξουν σπίτι τους ή, στή χειρότερη περίπτωση, μερικά μέτρα πέρα άπό τόν έκθετήριο χώρο. Έτσι, ή έντύπωση τού πα νηγυριού ένισχύεται μέ τήν παρουσία μιάς άσχετης πλειοψηφίας πού περιεργάζεται άπλά τό βιβλίο. Ό ΣΕΒΑ έπιμένει πώς ειδικά ή φετινή γιορτή τού βιβλίου άπόφυγε τό χαρακτήρα τού πανηγυριού. Τή γνώμη του συμμερίζονται καί άρκετοί έκδοτες πού θεωρούν τή φετινή έκθεση σάν τήν πιό έγκυρη γιά τήν ένημέρωση τού κόσμου πάνω στό σύνολο τής έκδοτικής παραγωγής. "Αλλοι διαφωνούν μέ τίς πα ράλληλες έκδηλώσεις ζητώντας μιά αύστηρά άποκλειστική έκθεση βιβλίου. Ό λο ι όμως συμφωνούν στήν άναγκαιότητα καί χρησιμότητα μιάς τέτοιας έκθεσης, άναφέροντας τά προβλήματα πού άντιμετωπίζει τό βιβλίο γενικά καί ειδικότερα τά βιβλιο πωλεία. Ό λόγος γιά τό κοινό τής έκθεσης τώρα.
Τό κοινό της έκθεσης «Υπάρχει στήν Ελλάδα ένα πρόβλημα άναγνωστών», λέει ό κος Μπουζάκης. Δηλαδή ή πρώτη έπαφή τού παιδιού μέ τό βιβλίο είναι έξαναγκαστική καί κακή. Μιλάμε γιά τό σχολικό βιβλίο. Ό ταν τό παιδί άνακαλύψει τό έξωσχολικό βιβλίο είναι πλέον άργά. Παρόλα αύτά όταν ένα βιβλίο μπει κατά κά ποιον τρόπο σ’ ένα σπίτι ή άρχή έχει γίνει. Υπάρχει κρίση βιβλίου, άλλά δέν ύπάρχει κρίση άναγνωστικού κοινού. Κάθε χρόνο οί Έλληνες διαβάζουν πε ρισσότερο. Νά μήν ξεχνάμε όμως πώς ή έκδοτική παραγωγή είναι τόσο μεγάλη πού τό κοινό μας δέν είναι έτοιμο νά τήν άπορροφήσει. Πάντως οί νέοι διαβάζουν περισσότερο άπό τούς μεγαλύτερους.» Σ ’ αύτό τό σημείο, ποιος δηλαδή διαβάζει πε ρισσότερο, άκούστηκαν πολλές γνώμες. Ή προσω πική τρίωρη έμπειρία τού γράφοντα άπό τό χώρο τής έκθεσης ήταν παρέες νεαρών μέ πολύχρωμα τζήν καί μαλλί κουρεμένο στή συνταγή περιοδικών, νά περνάνε τρέχοντος σχεδόν τά περίπτερα τρα βώντας άπό πίσω μιά κοπελίτσα βγαλμένη άπ’ τό καλούπι τής ταινίας «Γκρήζ 2». Οί μόνοι συνομήλι κοι πού στέκονταν νά ξεφυλλίζουν βιβλία ήταν οί τακτικοί μοναχικοί θαμώνες τών βιβλιοπωλείων. Δυό τρεις έκδοτες τό είπαν καθαρά: «Αύτοί πού άγοράζουν βιβλία είναι πάνω άπό τριάντα χρόνων καί μεσοαστοί». Στατιστικές ειδικές δέν έγιναν - κ ι’ ούτε πρόκειται νά γίνουν- πάνω σ’ αύτό τό θέμα, γι’ αύτό άς δούμε τί λένε αύτοί πού βρίσκονται στό χώρο, έπισκέπτες καί περαστικοί, σχετικοί καί άσχετοι. Κανείς βέβαια δέν παραδέχεται πώς πέρασε έτσι
άπό περιέργεια νά δει τί συμβαίνει. Ακόμα καί αύ τοί πού περνούσαν μόνο τόν κεντρικό διάδρομο τού άλσους. Οί περισσότεροι είχαν έλθει νά ένημερωθοϋν πάνω στήν έκδοτική δραστηριότητα, άλλοι συνδυάζανε μιά βόλτα μέ τήν έκθεση τού βιβλίου κι άλλοι είχαν τήν εύκαιρία ν’ άγοράσουν μαζικά βι βλία, τώρα πού όλα ήταν συγκεντρωμένα έδώ. «Εί ναι άλήθεια πώς ή ποικιλία σέ φέρνει σέ δίλημμα», θά πει μιά κυρία μέ τό παιδί στό καροτσάκι. «Έγώ νόμιζα πώς κάνουν έκπτωση», θά πει κάποιος άλ λος. Όσους άνθρώπους ρωτήσεις, τόσες γνώμες θά μαζέψεις. Τήν όργάνωση τής έκθεσης τή βρίσκουν γενικά καλή καί τά βιβλία πού έκτίθενται ένδιαφέροντα. Σάν τούς ρωτήσεις δμως γιατί δέν άγΰράζουν -μ ιά καί είναι πολλοί αύτοί πού παίρνουν μόνο φυλλάδια- σοϋ άπαντάνε μ’ ένα στόμα: «Είναι άκριβά». "Ενα άλλο μεγάλο πρόβλημα, γιά τό άναγνωστικό κοινό αύτή τή φορά... Πέρα όμως άπό άπόψεις, εύχές καί πραγματικό τητα, ή «6η γιορτή βιβλίου» στήν Κηφισιά έκλεισε μέ έπιτυχία. Τά στοιχεία πού θά συγκεντρωθούν καί θά δοθούν στή δημοσιότητα σχετικά μέ τίς πωλήσεις, τήν προσέλευση τού κοινού καί τήν κίνηση τίτλων θά έπαληθεύσουν ή θά διαψεύσουν έκτιμήσεις γύρω άπ’ αύτό τό θέμα. Μένει ή εύχή τού προέδρου τού ΣΕΒΑ: «Νά γίνει τό βιβλιοπωλείο τής γειτονιάς στέκι γιά τόν καθένα». Ναί, άλλά πώς; ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΛΒΑΡΛΗΣ
Ζάκ Πρεβέρ
'Ο Ζάκ Πρεβέρ, ό πιό δημοφιλής ποιητής τοϋ καιρού τον, μοναδικό έκόοτικό φαινόμενο, με περισσότερα άπό ένα εκατομμύριο αντίτυπα τοϋ βιβλίου του «Κουβέντες» (Paroles) στό ενεργητικό των πωλήσεών του. 'Ο Ζάκ Πρεβέρ, ό γλυκός, ό τρυφερός, ό βίαιος, ό οργίλος Πρεβέρ, μέσα άπό τά πασίγνωστα κείμενά του, τραγουδισμένα άπ’ τόν Ύβ Μοντάν μέχρι τούς μαθητές των σχολείων. Αν ό Πρεβέρ είναι ένας μεγάλος ποιητής, είναι επίσης καί ένας σημαντικότατος σεναρίστας, δημιουργός μερικών άπό τά καλύτερα γαλλικά φίλμ, είναι άκόμη ένας σημαντικός θεατράνθρωπος καί τέλος είναι έκεϊνος πού φιλοτέχνησε τά θαυμάσια άσυνήθιστα κολάζ μέ τήν άσύγκριτη ποιητική αίσθαντικότητα. Ζάκ Πρεβέρ (σχέδιο τον DaulU)
18/αφιερωμα
Άρνώ Λαστέρ
Ποιητής τοϋ αιώνα 4 Φ εβρ ο υά ρ ιο υ 1900 Γέννηση τοϋ Ζάκ Πρεβέρ στό Νεϊγύ-σύρ-Σέν. Γιός τής Σουζάννας καί τοϋ Ά ντρέ Πρεβέρ (γεννημένου στίς 4/9/1870 στή Νάντη καί έγγονοϋ καπετάνιου). Στην όδό Ύ σέτ ή Σουζάννα, νεό τατη άκόμα, βοηθώντας τη μητέρα της πού κέρδιζε τό ψωμί τη« φτιάχνοντας χάρτινες σακούλες γιά την άγορά, πρωτοσυναντάει τόν Ά ντ ρ έ Πρεβέρ. 'Ο Ζάκ έχει έναν άδελφό, τόν Ζάν, δυό χρόνια μεγαλύτερε του. Ό πατέρας εργάζεται σέ μιά μεγάλη άσφαλιστική εται ρεία στό Παρίσι, πράγμα όμως πού κλονίζει την ψυχική τοτ ύγεία- είχε ονειρευτεί νά γίνει ηθοποιός καί τώρα, αραιά καί ποΰ, γράψει θεατρική κριτική σέ εφημερίδες- άγαπάει τά βι βλία, άπαγγέλλει άπ’ έξω Δουμά πατέρα καί Ζολά, ακόμη γρά φει κι ένα μυθιστόρημα. Ό γάτος τού σπιτιού λέγεται Λουμπέ, δπως καί ό τότε πρόε δρος τής Δημοκρατίας. 1905 Κυριακάτικα πρωινά στόν παππού: ό Αύγουστος Πρεβέρ ζεϊ στό Σέν-Νικολά ντύ Σαρντονέ. Βασιλικός καί διευθυντής τοϋ Κεντρικού Πτωχοκομείου τού Παρισιού. Επισκέψεις σέ φί λους, καί άνάμεσα σέ άλλους στην οικογένεια ΤουκάΜασιγιόν- στόν κήπο τους ό Ζάκ παίζει μ’ ένα έννιάχρονο άγοράκι πού θά τό ξαναβρεϊ άργότερα μπροστά του: τόν ποιητή Λουί Άραγκόν. 1906 Αποκατάσταση τςύ Ντρέυφους. Μάιος: Γέννηση τοϋ Πιέρ Πρεβέρ, άδελφοΰ τού Ζάκ καί μελ λοντικού κινηματογραφιστή. Λίγο άργότερα ή οικογένεια με τακομίζει. Ό Ά ντρέ Πρεβέρ χάνει τή δουλειά του, τά χρέη συσσωρεύονται. 'Ο Ζάκ διαβάζει. ’Ιδιαίτερα τού άρέσουν οί «Χίλιες καί μία νύχτες» (Mille et une nuits). Κατασχέσεις. Αναχώρηση γιά Τουλών. Τό χειμώνα, σέ μιά κρίση απελπι σίας, ό Ά ντρέ Πρεβέρ προσπαθεί νά αύτοκτονήσει μέ πνιγμό. 'Ο μικρός Ζάκ τόν μεταπείθει. 1907 ’Επιστροφή στό Παρίσι. Ό πατέρας τού Ζάκ βρίσκει κάποια άπασχόληση: «έπισκέπτεται τούς φτωχούς καί έλέγχει άν χρήζουν βοήθειας». Ό Ζάκ τόν συνοδεύει συχνά, άλλά μονάχα τίς Πέμπτες, γιατί τήν υπόλοιπη βδομάδα πηγαίνει σχολείο. Πα ράλληλα, ό παππούς τόν επηρεάζει πρός τή θρησκευτική αγω γή-
«Γεννήθηκα χειμώνα / μιά νύχτα τοϋ Φλεβάρη. / Πριν μήνες / ήταν άνοιξη / όταν άνάμεσα ατούς δυό γονείς μου / άναψε πυροτέχνημα / ό ήλιος τής ζωής. / Μέσα σ’ αύτό τό πυροτέχνημα / έγώ. / Δώσανε αίμα στό κορμί μου / ίδιο κρασί πηγής.»
«Ή μητέρα σου είναι μιά νεράιδα», έλεγε ό πατέρας. ΓΓ αύτό φοβόμουνα, όταν μοΰ διάβαζε παραμύθια, πώς θά χαθεί κι έκείνη μέσα στά παραμύθια, σάν τίς νεράιδες.
«Είχε χάσει τά πάντα. Δέ στηριζόταν πιά σ’ έκείνην, ούτε βέβαια κι έκείνη
«Ή ξερα τί νά κάνω, γιά νά μείνω ζων τανός. / Κουνούσα τό κεφάλι μου / γιά νά πώ όχι. / Κουνούσα τό κεφάλι μου / γιά νά μή μπούνε μέσα του / οί ιδέες τών συνανθρώπων μου. / Κουνούσα τό κεφάλι μου γιά τό όχι / καί γιά τό ναί χαμογελούσα. / Στά πράγματά στά
αφιερωμα/19 Ψυχαγωγία: ό κήπος τοϋ Λουξεμβούργου καί τά σιντριβάνια του, σινεμά στό καφενείο Γκομπλέν, βιβλία, παραστάσεις τοϋ Ό ντεόν.
πλάσματα / μέ ναί / στά πράγματα στά πλάσματα / πού τά χαϊδεύεις τά κοιτάς / καί τ’ άγαπάς.»
1913 Δημοσίευση τών «’Αλκοόλ» (AIcools) τοϋ Ά πολλιναίρ καί τοϋ «’Α π ’ τη μεριά τοϋ Σουάν» (Du cote de chez Swann) τοϋ Προύστ. Δυό συγγραφείς πού θ’ αγαπήσει ιδιαίτερα ό Ζάκ Πρεβέρ. 1915-1916 Πρώτα έπαγγέλματα μέσα στόν Πόλεμο (έμποροϋπάλληλος στήν όδό Ρέν), μερικά άπ’ αύτά «άνομολόγητα». Πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση τοϋ Τσάπλιν.
«’Ονειρευόμουνα πώς ήμουνα ένα άδειο μπουκάλι πού επιπλέει στό νερό καί άναπνέει άπ’ τό στόμιο.»
’Ο κτώ βριος 1917 Ρωσική ’Επανάσταση. 1918 Θάνατος τού Ά πολλιναίρ καί μανιφέστο τού ντανταϊσμού άπ’ τόν Τζαρά. 1920 Στό Συνέδριο τής Τούρ, σχίσμα άνάμεσα στούς σοσιαλιστές καί στούς κομουνιστές. 'Ο Πρεβέρ, απείθαρχος στρατιώτης στό Σέν-Νικολά ντέ Πόρ κοντά στη Λουνεβίλ, συναντά τόν Ύ β Τανγκύ, μελλοντικό ζωγράφο. ’Αποστέλλονται σέ «έδάφη κα τοχής». 1921 Φεύγει γιά τή Συρία καί καταλήγει στήν Κωνσταντινούπολη, όπου συνδέεται φιλικά μέ τόν Μαρσέλ Ντυαμέλ. 1922 Ό Μουσσολίνι στήν εξουσία. Θάνατος τού Προύστ. Ό Τζόυς δημοσιεύει τόν «Ό δυσσέα» (Ulysse). Ό Πρεβέρ καί ό Τανγκύ εργάζονται στόν «Ταχυδρόμο τού τύπου»: Διαβάζουν έφημερίδες καί ενημερώνουν τούς συνδρομητές γιά τά άρθρα πού τούς αφορούν. ’Απολύονται ταυτόχρονα. 1923 Στήν ταινία τού Ά νρ ύ Φεσκούρ «Οί μεγάλοι», ό Πρεβέρ παίρ νει τό ρόλο ενός υποψήφιου φοιτητή τού Πολυτεχνείου. 'Ο Μαρσέλ Ντυαμέλ νοικιάζει στήν όδό ντέ Σατώ 54 ένα παλιό κατάστημα λαγοδερμάτων μαζί μέ τή μικρή του σοφίτα. Έ κεϊ έγκαθιστά τόν Πρεβέρ καί τόν Τανγκύ. 1924 Ό Ά ντ ρ έ Μπρετόν δημοσιεύει τό «Μανιφέστο τού σουρρεαλισμού». 1925 Ό Ντεσνός καί ό Μαλκίν, ύστερα ό Μπενζαμέν Περέ κι ό Ά ραγκ όν, κατόπιν ό Ά ντ ρ έ Μπρετόν καί τέλος ό Μισέλ Λεϊρίς άρχίζουν νά συχνάζουν στό σπίτι τής όδοΰ ντέ Σατώ, όπου έπίσης κάνουν τήν εμφάνισή τους ό Σουπώ καί ό Κενώ. Ό Πρεβέρ, ό Τανγκύ καί ό Ντυαμέλ συμμετέχουν στίς συζητήσεις τής σουρρεαλιστικής ομάδας. 1926 Ό Ά ρτώ καί ό Σουπώ άποκλείονται άπό τήν παρέα τών σουρρεαλιστών.
Ό Ζάκ καβάλα σ’ ί.να γάιδαρο στόν κή πο τοϋ Λουξεμβούργου «Έ χει μιά προσωπικότητα τόσο συ ναρπαστική, κι ένα πνεύμα τόσο χαρι τωμένο, καί συνάμα μιά διαύγεια καί μιά τετράγωνη λογική τέτοια, πού μπορεί νά κερδίσει τήν εκτίμηση όποιουδήποτε.» (Μαρσέλ Ντυαμέλ)
«Στήν άρχή ήταν μιά συνάντηση άνθρώπων πού δέν είχαν δώσει ραντε βού. Στρατιωτικοί, κληρικοί, άστυνομικοί, όλοι ξεκαρδίζονταν, μέ τά ιερά τεχνάσματα. Καί τό γέλιο τους, δπως καί ή ζωγραφική τους καί τά γραπτά τους, ήταν ένα γέλιο γεμάτο έπιθετική ύγεία καί κάτι άλλο: τρομερά μεταδο-
20/αφιερωμα
1927 Διάφορα συλλογικά σουρρεαλιστικά κείμενα φέρνουν την υπο γραφή τού Πρεβέρ. ’Α νοίγει ή Σουρρεαλιστική Γκαλερί με μιά έκθεση τοϋ Τανγκύ. 1928 Ό Μπρετόν δημοσιεύει τη «Νατζά» (Nadja). 'Ο Μαρσέλ Ντυαμέλ χρηματοδοτεί ένα φίλμ στό όποιο συνεργάζονται ό Ζάκ καί ό Πιέρ Πρεβέρ καθώς καί ό Μάν Ρέι, τό «’Αναμνήσεις άπό τό Παρίσι» (Souvenirs de Paris ή Paris-Express). Μιά κα κόγουστη φάρσα τοϋ Μπρετόν στοιχίζει στόν Πρεβέρ τόν άποκλεισμό του άπ’ τήν ομάδα τών υπερρεαλιστών. ’Ανεβαίνει τό «Βικτόρ ή τά παιδιά στήν εξουσία» τοϋ Ροζέ Βιτράκ.
«Μέ τόν Μπρετόν τσακωθήκαμε γιατί είχε μιά άντίληψη μάλλον περίεργη γιά τήν ελευθερία τών άλλων. Ξαναϊδωθήκαμε άρκετόν καιρό άργότερα.»
1929 ’Αρχή τοϋ όμιλοϋντος κινηματογράφου. Ό Έ λυάρ δημοσιεύει τό « Ό Έρωτας ή Ποίηση». Τό Νοέμβριο ό Πρεβέρ δημοσιεύει στό περιοδικό «Transition» άρ. 18 τό κείμενο: « Ή ιστορία τοϋ μαστοφόρου». 1930 Ό Πιέρ Πρεβέρ παίζει στή «Χρυσή ήλικία» (Age d’or) τοϋ Μπουνιουέλ. Ό Ζάκ Μπαρόν, ό Ζώρζ Μπατάιγ, ό Ντεσνός, ό Λεϊρίς, ό Ζάκ Πρεβέρ καί ό Ριμπεμόν-Ντεσσέιν έκδίδουν φυλ λάδιο εναντίον τοϋ Μπρετόν, τό «Πτώμα» (Un cadavre). Ό Πρεβέρ τιτλοφορεί τό άρθρο του « Ό θάνατος ένός κυρίου». Δίνει άρθρα στήν έπιθεώρηση τοϋ Μπατάιγ καθώς καί σ’ εκεί νην τοϋ Ριμπεμόν-Ντεσσέιν. Βρίσκει ιδέες γιά λαϊκά φίλμ τής εταιρείας Νταμούρ καί εργάζεται έκεϊ ώς σεναρίστας ή καί ήθοποιός μέ τόν Ζάν Ώ ράνς καί τόν Πώλ Γκριμώ. Ό ’Ανρύ Μισώ ένθαρρύνει τόν Πρεβέρ. Οικονομική κρίση στή Γαλλία. 1931 Χάρη στήν υποστήριξη τοϋ Λεόν-Πώλ Φάργκ καί τοϋ ΣένΤζών Πέρς, ένα κείμενο τοϋ Ζάκ Πρεβέρ, τό «’Απόπειρα περι γραφής ένός γεύματος μασκαρεμένων στήν Παρί-Φράνς» (Ten tative de description d’un diner de tetes a Paris-France) δημοσι εύεται σ’ ένα τεύχος τού τριμηνιαίου περιοδικού «Κομέρς», πού διευθύνεται άπό τόν Πώλ Βαλερύ, τόν Φάργκ καί τόν Βαλερύ Λαρμπώ. Τό κείμενο τού Πρεβέρ άκολουθεΐ στό τεύχος έκεϊνο ένα κείμενο τού Κλωντέλ. 1932 Στίς 12 ’Απριλίου αύτοκτονεϊ ό ήθοποιός Πιέρ'Μπατσέφ, γιά τόν όποιο ό Πρεβέρ είχε γράψει τό σενάριό του «Έ μίλ-’Εμίλ». Λίγες μέρες άργότερα μιά νέα θεατρική ομάδα προσκείμενη στό κομουνιστικό κόμμα «άποσπά» άπό τόν Πρεβέρ ένα σατι ρικό σκέτς μέ τόν τίτλο «Ζήτω ό Τύπος» (Vive la Presse), σέ συνεργασία μέ τόν Ζάν Πώλ Ντρέυφους. Κατά προτροπή τού Λού Μπονίν, τού γνωστού Τσιμούκωφ, πού σκηνοθετεί, ή ομά δα ονομάζεται «Όκτώβρης» καί στή συνέχεια παίζει διάφορα σκέτς καί θεατρικά τού Πρεβέρ, άρχίζοντας άπ’ τή «Μάχη τού Φοντενουά» (La bataille de Fontenoy). Ό Ζάκ Πρεβέρ μαζί μέ τόν άδελφό του Πιέρ γυρίζουν τό « Ή υπόθεση βρίσκεται μέσα στήν τσάντα» (L’affaire est dans la sac). 1933 Μόλις ό Πρεβέρ μαθαίνει δτι ό Χίτλερ έγινε καγκελάριος, γρά-
«Καθισμένος κάτω άπό ένα δέντρο, δί δασκε: Μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι, αυτοί πού δέν θά καταλάβουν ποτέ, δτι αυτοί θά έργασθοϋν σκληρά, δτι αύτούς θά κλωτσήσουν, δτι αυτοί θά δουλέψουν ύπερωριακά καί δτι οί ώρες αυτές θά τούς προσμετρηθοΰν εις τήν βασιλείαν τοϋ πατρός μου.»
«Σ’ αυτό τό τεύχος είχα γράψει: Αυτοί πού πιστεύουν πώς πιστεύουν Αύτοί πού κρά κρά κι άλήθεια, στό κείμενο τοϋ Κλωντέλ, μιά φράση τράβηξε τήν προσοχή μου: “Μόνο τά κοράκια άπόμειναν φίλοι μου” . Βρισκόμασταν στήν περιοχή τής γνώ σης. Κι οί δυό μας.»
αφιερωμα/21
φει την «Έπικαιρότητα» (Actualites), πού ό «Όκτώβρης» θά μάθει μέσα σέ μιά νύχτα καί θά την παίξει τό άλλο βράδυ με τόν τίτλο «Ή άναγόρευση τού Χίτλερ» (L’avenement d’Hitler). Γιά τήν περίπτωση, ό Πρεβέρ έμφανίζεται επί σκηνής ώς Χίτ λερ. ’Αργότερα, ή ομάδα θά ανεβάσει τά: «Έ να δράμα στην αυλή», «Τό όμορφο παιδί» καί «Σιτροέν» (Un drame a la cour, Le bel enfant, Citroen), τό τρίτο μπροστά ατούς απεργούς τής έπιχείρησης (18/3), καί θά εκλεγεί γιά νά άντιπροσωπεύσει τό γαλλικό εργατικό θέατρο στην ’Ολυμπιάδα τής Μόσχας. Τό «Σιτροέν» καί ή «Μάχη τού Φοντενουά» σημειώνουν μεγάλη επιτυχία καί κερδίζουν τό πρώτο βραβείο.
«Πρώτα παρουσιάζουν τό τέρας έλεύθερο / Τό παρουσιάζουν στούς εργάτες / Είναι φίλος σας, σχεδόν άδελφός σας / Είναι ένας παλιός ζωγράφος / Πάνω στό κτίριο», λένε. / ’Έτσι μάλιστα! Τό μή χείρον! / Είναι πολύ πιό άκίνδυνος / ’Α πό έναν στρατηγό / Έ να ς παλιός ζωγράφος / Τό μή χείρον / Καί τώρα / Οί εργατικές συνοικίες / Ζωγραφισμέ νες / Μέ αίμα.»
1934 6 Φεβρουάριου: Οί φασίστες διαδηλωτές στούς δρόμους. Μπροστά στόν κίνδυνο, οί αριστερές δυνάμεις συνασπίζονται: Ό Πρεβέρ συμμετέχει μέ κείμενα όπως ή «Έπικαιρότητα ’34». Ή ομάδα δίνει παραστάσεις στίς εργατικές συνοικίες καί στίς διαδηλώσεις τού Κοινού Μετώπου. Ό Μάρκ Ά λλεγκρέ γυρί ζει τό «Ξενοδοχείο τών ελεύθερων ανταλλαγών» τού Φεϋντώ σέ διασκευή Πρεβέρ. 1935 Τά κινηματογραφικά σενάρια τού Πρεβέρ πληθύνονται. Μετά τούς διαλόγους τού «Έ να σπάνιο πουλί» τού Ρισάρ Ποτιέ, ό Πρεβέρ γράφει τό σενάριο καί τούς διαλόγους τού έργου «Τό έγκλημα τού κυρίου Λάνζ», πού γυρίζει ό Ζάν Ρενουάρ. 1936 Οί εργάτες κερδίζουν τήν εβδομάδα 40 ωρών στη Γαλλία καί τήν άδεια μετ’ άποδοχών. Ή ομάδα «Όκτώβρης» έρμηνεύει τό «’Άνοιξη-Καλοκαίρι 1936» τού Πρεβέρ. Ό Μπενζαμέν Περέ δημοσιεύει τό «Δέν τό τρώω πιά αύτό τό ψωμί» (Je ne mange pas de ce piin-la) καί ό Πρεβέρ τό «Ραβδί στόν άέρα» (La crosse en Pair). 1937 ’Απρίλης: Οί γερμανοί πιλότοι βομβαρδίζουν τήν Γκουέρνικα. Ό Φράνκο άρχήγός τού ισπανικού κράτους. Ό Πρεβέρ γρά φει τούς διαλόγους τού «Drole de drame» τού Καρνέ, άλλά ή λογοκρισία απαγορεύει τό σενάριό του «Τό νησί τών χαμένων παιδιών» (L’ile des enfants perdus).
«Οί νεράιδες είχαν πληρωθεί / Ά π ’ τούς άνθρώπους τού πύργου / Σάς εί πανε τό μέλλον /· Καί δέν ήταν όμορφο / Θά ζήσετε δυστυχισμένες, λέει / Καί θά κάνετε πολλά παιδιά / Θά ζήσουνε κι αύτά δυστυχισμένα.» «Είδα τό καλοκαίρι πού έφευγε / Πά νω άπ’ τίς Βαλεαρίδες / Καί στην άκρη τής θάλασσας / Είδα την Καταλωνία νά κινείται / Κι είδα παντού άνθρώ πους ζωντανούς / ’Αγόρια καί κορί τσια ετοιμοθάνατα / Πού όλο γελοϋ-1 σ αν... / Είδα / Τό πρώτο χιόνι στη Μα δρίτη / Τό πρώτο χιόνι μέσα στήν κα πνιά / Στίς στάχτες καί στό αίμα.» ’Αριστερά: Ό Πρεβέρ μέ τόν Τανγκύ στρατιώτες Στή μέση: Ό Πρεβέρ μέ τόν Μπρετόν Δεξιά: Ό Ζάκ Πρεβέρ
22/αφιερωμα
1938 Ό Πρεβέρ διασκευάζει την «Α ποβάθρα μέ τίς ομίχλες» τού Μάκ Ό ρλά ν γιά τόν Καρνέ καί τούς «Εξαφανισμένους τοΰ Σ έντ-Ά ζίλ» (Les disparus de Saint-Agile) γιά τόν Κριστιάν Ζάκ. Ή Ά νιέ ς Καπρί ανοίγει ένα καμπαρέ δπου θά ερμηνευ τούν πολλά κομμάτια τοΰ Πρεβέρ. 'Ο Πρεβέρ γιά ένα χρόνο στίς Ε νω μένες Πολιτείες. 1939 Μετά τό « Ή μέρα χαράζει» τοΰ Καρνέ, ό Πρεβέρ δουλεύει τά «Ρυμουλκά» (Remorques) γιά τόν Γκρεμιγιόν. Επιστρατεύεται καί άποστρατεύεται σύντομα. 1940 Στήν Τουρέτ-σύρ-Λού καί στό Σέν-Πώλ-ντέ Βάνς ό Πρεβέρ φι λοξενεί πολλούς άπειλούμενους φίλους του, όπως τόν μουσικό Ζοζέφ Κοσμά καί τόν διακοσμητή Ά λεξάντρ Τρονέ, πού θά συνεχίσουν νά δουλεύουν μαζί του χωρίς νά φαίνεται τό όνομά τους στά ζενερίκ τών φίλμ. 1941 Ό Γκρεμιγιόν τελειώνει τά «Ρυμουλκά», ό Πρεβέρ δουλεύει γιά διάφορες ταινίες.
«Μιά μέρα θά ’ρθει ό ήλιος ό άληθινός / "Ενας ήλιος άληθινός σκληρός / Πού θά ξυπνήσει τό πλαδαρό τοπίο / Κι οί έργάτες θά βγουν / Θά δουν τόν ήλιο / Τόν άληθινό τόν σκληρό, τόν κόκκινο ήλιο / Τής Επανάστασης / Θά μετρη θούν / Θά καταλάβουν ό ένας τόν άλ λον / Θά δουν πόσοι είναι / Καί θά κοιτάξουν τή σκιά / Καί θά γελάσουν / Καί θά προχωρήσουν /( . . . ) Θά κάνουν πολλά πράγματα μέ τόν ήλιο / Καί θ’ άλλάξουν τό χειμώνα σέ άνοιξη.»
«Χάσαμε τόν καιρό μας / Είναι γεγο νός / Ή ταν όμως τόσο κακός καιρός / Προχωρήσαμε μόνοι μας τό εκκρεμές / Ξεριζώσαμε τά νεκρά φύλλα τοΰ ήμερολόγιου / Μιλήσαμε γιά κήπους κρε-. μαστούς / Κι έσεΐς ήσασταν ήδη / Μές στά ιπτάμενα φρούριά σας.»
1942 Ό Καμύ δημοσιεύει τόν «Ξένο» (L’etranger) κι ό Έ λυάρ τό «Ποίηση καί άλήθεια 1942» (Poesie et verite 1942), ό δέ Βερκόρ τη «Σιωπή τής θάλασσας». Ό Πρεβέρ γράφει τούς «Ε πισκ έ πτες τής νύχτας» (Les visiteurs du soir) γιά τόν Καρνέ καί τό «Καλοκαιρινό φώς» (Lumiere d’6te), πού θά παρουσιαστεί τό 43, γιά τόν Γκρεμιγιόν. Στίς 11 Νοεμβρίου καταλαμβάνεται ή έλεύθερη ζώνη. 1943 Στό Παρίσι, πρεμιέρα στίς «Μύγες» (Mouches) τοΰ Σάρτρ καί στό «Σατινένιο γοβάκι» (Le soulier de satin) τοΰ Κλωντέλ. Μιά πρώτη συλλογή τοΰ Πρεβέρ κυκλοφορεί παράνομα μέ πρωτο βουλία τοΰ καθηγητή Έμμανουέλ Πεγιέ. Ό Πρεβέρ γράφει «Τά παιδιά τοΰ Παραδείσου» (Les enfants du Paradis) γιά τόν Καρνέ. 1944 Απελευθέρωση τού Παρισιού, στίς 25 Αύγούστου, καί τής Βρέστης στίς 18 Σεπτεμβρίου. Ό Σάρτρ μέ τό θεατρικό «Κεκλεισμένων τών θυρών» (Huis clos) καί ό Καμύ μέ τήν «Παρε ξήγηση» (Le malentendu). Ό Πρεβέρ χάνει τή μήτέρα του. Γράφει τούς διαλόγους «'Ιεροσυλίες» (Sacrileges) γιά τόν Κριστιάν Ζάκ. 1945 Ό Ά ιζενστάιν τελειώνει τόν «Τβάν τόν Τρομερό» καί ό Καμύ τόν «Καλιγούλα». 'Ο Μουσσολίνι έκτελείται, ό Χίτλερ αύτοκτονεϊ. Ό Ρομπέρ Ντεσνός πεθαίνει στήν έξορία. Κηδεία δημοσίςι δαπάνη τοΰ Βαλερύ. 'Ο Μπρέχτ γράφει τόν «Κύκλο μέ τήν κιμωλία». Τά «Παιδιά τοΰ Παραδείσου» καί οι «Ιεροσυ λίες» προβάλλονται στό κοινό. Τό «Ραντεβού», γραμμένο άπ’ τόν Πρεβέρ καί διασκευασμένο άπ’ τόν Κοσμά, παρουσιάζεται μέ χορογραφία Ρολάν Πετί καί σκηνογραφία Πικασσό. Ή Γαλλική Ραδιοφωνία αφιερώνει πέντε έκπομπές στόν Πρεβέρ,
«Τό τρυφερό κι επικίνδυνο / Πρόσωπο τής αγάπης / Ή ρθε μπροστά μου ένα βράδυ / Μετά άπό μιά πολύ μεγάλη μέ ρα. / (...) Μέ τήν καυτή πολύ καυτή έκείνη / Πληγή τής άγάπης.»
«Βλέπω στή σκόνη συντρίμμια τού πο λέμου / Χοντροτυχοδιώκτες καβάλα / Σέ αξιωματικούς τοΰ έλαφροΰ ιππικού / Πού παρελαύνουν / Κάτω άπ’ τήν αψίδα / 'Υπό τούς ήχους / Τής μουσι κής / Τοΰ τσίρκου.»
«Έ νας φίλος, ό Ά ντρ έ Βερντέ, μοΰ έλεγε πώς στό Μπούχενβαλντ, όταν έφτανε κάποια ομάδα έξορίστων, ό Ρομπέρ Ντεσνός τοΰ έλεγε χαμογελών τας: “Λές νά ’ναι κι ό Πρεβέρ άνάμεσά τους;” Αυτό είναι άπόδειξη μεγάλης φιλίας, νά θές νά ξαναβρεϊς κάποιο φίλο οπουδήποτε, σ’ όποιαδήποτε συν θήκη.»
αψιερωμα/23
καί ένα ρεσιτάλ τραγουδιών του δίνεται στην αίθουσα Πλεγιέλ. 'Ο Ρενέ Μπερτελέ μαζεύει τά διάσπαρτα ποιήματα τοΰ Πρεβέρ κι έτσι έκδίδονται οί «Κουβέντες» (Paroles). 1946 Ό Πρεβέρ γράφει τό σενάριο γιά τίς «Πόρτες τής νύχτας» (Les portes de la nuit) πού γυρίζει ό Καρνέ καί δημοσιεύει τό «’Ά λογο γιά τρεις» μέ τόν ’Αντρέ Βερντέ καί τόν ’Αντρέ Βιρέλ. Ε πίσης δημοσιεύει τίς «'Ιστορίες». Ή Ζανίν καί ό Ζάκ Πρε βέρ άποκτοΰν τη μοναδική τους κόρη, τή Μισέλ. 1947 'Ο Καμύ δημοσιεύει τήν «Πανούκλα» (La peste), ό Ζενέ τίς «Δούλες» (Les bonnes), ό Κενώ τίς «’Ασκήσεις ύφους» (Exercices de style), ό Βιάν τόν «’Αφρό τών ημερών» (L’ecume des jours). 'Ο Πρεβέρ δημοσιεύει τά «Διηγήματα γιά άτακτα παι διά» (Contes pour enfants pas sages), μιά έκδοση συμπληρωμέ νη μέ τίς «Κουβέντες» καί τό «Μικρό λιοντάρι» (Le petit lion).
« Ό Χρόνος μάς χαμογελάει / Μάς παντρεύει / Μάς άποκοιμίζει / Μάς λι κνίζει / Ό ευτυχισμένος Χρόνος / Τοΰ γαλάζιου πουλιού / Στό χρώμα τού Καιρού / Καί μάς ξυπνάει αιφνίδια / (...) / Ό Χ ρ ό ν ο ς / Πού περιμένεις τό παιδί / Καί φτάνει τό παιδί / Καί είναι ζωντανό.»
1948 Ή Γαλλική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση παρουσιάζει τή «Νύχτα ’Αρχηγέ», διασκευή έργου τοΰ Πρεβέρ γιά τήν ομάδα τού «Όκτώβρη», άπ’ τόν ίδιο. Ό Πρεβέρ γλιστράει άπ’ τόν πρώτο όροφο στό πεζοδρόμιο κάπου στό Σ άνζ-Έ λυζέ καί μένει αρκε τές έβδομάδες σέ κώμα. Κατόπιν, εγκαθίσταται αρχικά γιά άνάρρωση καί ύστερα γιά πολλά χρόνια στό Σέν-Πώλ-ντέ Βάνς μέ τή γυναίκα του καί τήν κόρη του. Θάνατος τού ’Αρτώ. 1949 Οί «’Εραστές τής Βερόνας» τού ’Αντρέ Καγιάτ, μέ διαλόγους τού Πρεβέρ, παρουσιάζονται στήν οθόνη όπως καί ό «Μπίμ, ό μικρός γαϊδαράκος» (Bim le petit ane) τού Λαμορίς μέ κείμενα τού Πρεβέρ. 'Ο ποιητής άρνεΐται νά υπογράψει τό τελεύταΐο φίλμ τού Καρνέ, τή «Μαρία τού λιμανιού». Μιά ραδιοφωνική έκπομπή όπου διαβάζει άποσπάσματα από τό «Θέαμα» (Spec tacle) άπαγορεύεται από τήν ’Επιτροπή Λογοκρισίας. 'Ο Ύ β Ρομπέρ σκηνοθετεί στήν αίθουσα τού «Κόκκινου Ρόδου» τίς «Εισόδους καί εξόδους» (Entries et sorties) τού Πρεβέρ.
« Ό θηριοδαμαστής έβαλε τό κεφάλι του / Στό στόμα τού λιονταριού / ’Εγώ / Έ βαλα μονάχα δυό δάχτυλα / Στό λαιμό τοΰ 'Ωραίου Κόσμου / Καί δέν πρόλαβε / Νά μέ δαγκώσει / 'Α πλούστατα / Ξέρασε ούρλιάζοντας / Λίγη άπό κείνη τή χρυσή χολή / Πού τού
1950 Ό «Κουρνιαχτός τής μάχης» (Branle-bas de combat) άνεβαίνει στό «Κόκκινο Ρόδο». Ό Πρεβέρ γράφει τά σκέτς «’Αγαλματάκι» καί τό «Βιολί» (La statuette καί Le violon) άπ’ τίς «Χαμένες άναμνήσεις» τού Κριστιάν Ζάκ καί δημοσιεύει τά «Ζώα» (Betes) μέ φωτογραφίες τού Ίλά. 1951 'Ο Πιέρ Πρεβέρ παίρνει τή διεύθυνση τής «Πηγής τών τεσσά ρων εποχών», πού θά εξελιχθεί στό καλύτερο καφεθέατρο τού Παρισιού: άνεβάζουν τό «Γεύμα μασκαρεμένων». Ό Ζάκ Πρε βέρ παρουσιάζει τόν «Μεγάλο χορό τής άνοιξης» (Le grand bal du printemps). Ή Παρί-Ίντέρ παρουσιάζει ένα σενάριό του, διασκευασμένο άπ’ τόν φίλο του Ριμπεμόν-Ντεσσέιν: τό «Μετρό-φάντασμα» (Le Metro Fant6me). 'Ο Σάρτρ έκδίδει τόν «Διάβολο καί τόν καλό Θεό» (Le diable et le bon Dieu). 1952 Έκδοση τριών βιβλίων τού Πρεβέρ: «Μαγεία τοΰ Λονδίνου» (Charme de Londres), «Φςισουλής» (Guignol), καί «Γράμμα
Ό Πρεβέρ μέ τή γυναίκα τον Ζανίν «Φλόγες τής Ό φ ηλίας πού τρεμοσβή νουν / Τρέλα τοΰ άμοιρου τού Ά μλέτου / Σ ’ ένα μικρό ρυάκι δάκρυα / Πνί-
24/αφιερωμα
από τά νησιά Μπαλαντάρ» (Lettre des lies Baladar). Πεθαίνει ό Πώλ Έλυάρ. 1953 Ό Πρεβέρ δημοσιεύει ένα κείμενο πάνω στην «Υ πόθεση Ά ν ρύ Μαρτέν» (L’affaire Henri Martin) τού Σάρτρ καί τήν «’Ό π ε ρα τής σελήνης» (L’opera de la lune). Θάνατος τού Στάλιν. ’Ανεβαίνει τό «Περιμένοντας τόν Γκοντό» (En attendant Godot) τού Μπέκετ.
γεται ένα λουλούδι / Σ’ ένα μικρό ρυά κι αίμα / Ό ήλιος βασιλεύει / Νά κάτι βρώμικο πού θέλησε / Νά τόν παρηγο-
« Ά νά βο υ ν λύχνους / λύχνους ναπάλμ / πάνω άπ’ τίς φτωχές / άχυρένιες καλύ βες / Κι οί γυναίκες κι οί άντρες / καί τά παιδιά τού Βιετνάμ / κοιμούνται / μέ τά μάτια ορθάνοιχτα / πάνω στή γή τήν καμένη...»
1954 Τελειώνει ό πόλεμος τής ’Ινδοκίνας κι άρχίζει ό πόλεμος τής ’Αλγερίας. 1955 Ό Μπερτελέ έκδίδει μιά καινούρια συλλογή τού Πρεβέρ, τή «Βροχή καί τόν καλό καιρό» (La pluie et le beau temps»), καί ό Γκύ Λεβί Μανό μιά πλακέτα μέ ποιήματα τού Πρεβέρ γραμμέ να τό 1936 μέ τόν τίτλο «’Ανθρώπινα φώτα» (Lumieres d’hommes). Ό "Υβ Τανγκύ πεθαίνει στην ’Αμερική. 1956 Ό Πρεβέρ γράφει ένα βιβλίο γιά τόν «Χουάν Μιρό» (μέ τή συνεργασία τού Ριμπεμόν-Ντεσσέιν) καί διασκευάζει τήν «Πα ναγία τών Παρισίων» (Notre Dame de Paris) τού Βικτόρ Ουγ κιό γιά τόν Ζάν Ντελανουά. ’Ανεξαρτησία Μαρόκου καί Τυνη σίας. Θάνατος τού Μπρέχτ. 1957 Κείμενο σ’ ένα μικρού μήκους φίλμ τού Γιόρις Τβενς καί έκθε ση κολάζ του στήν Γκαλερί Μέχτ.
«Τό παιδί τής έποχής μου μέ μιά φωνή βροχής / Φωνή καλοκαιρίας / Πάντοτε τραγουδάει / Τραγούδι φεγγαρίσιο / 'Ηλιόλουστο / Τραγούδι ταπεινό καί περιφρονημένο / Συρμένο καταγής / Λουσμένο στ’ άστρά»
αφιερωμα/25
1958 Κείμενο σ’ ένα μικρού μήκους φίλμ τοΰ άδελφοΰ του Πιέρ, «Τό Παρίσι τρώει τό ψωμί του» (Paris mange son pain). Γράφει τό σενάριο γιά κινούμενα σχέδια τοΰ Γκριμώ « Ή πείνα τοΰ κό σμου» (La faim du monde). Ό Ντε Γκώλ στην έξουσία. 1959 Θάνατος τοΰ Μπορίς Βιάν, τοΰ οποίου παίζονται «Οί οικοδό μοι τής Αυτοκρατορίας» (Les batisseurs d’Empire). 'Ο Κενώ δημοσιεύει τήν «Ζαζί στό μετρά» (Zazie dans le metro) καί ό Ρεναί παρουσιάζει τό «Χιροσίμα αγάπη μου» (Hiroshima mon amour). 'Ο Πρεβέρ δημοσιεύει πέντε κεφάλαια άπό τίς «’Α να μνήσεις» του στό «Elle», γράφει τό κείμενο γιά ενα μικρού μή κους φίλμ τοΰ Μπιλμπώ καί συνθέτει τά «Πορτρέτα τοΰ Πικασσό» (Portraits de Picasso).
«Ή ξερε πολύ νά ζεί / Γελούσε πολύ / Ζούσε πολύ / Κι ή καρδιά του δεν άντεξε / Πέθανε / Κι έτσι άφησε μόνους / Τούς φίλους / Καί τήν άγαπημένη του / ’Αλλά δέν τούς έκανε ποτέ κακή πα ρέα»
1961 Παρουσιάζει τό «Παρισινό χρώμα» (Couleur de Paris) μέ φω τογραφίες τοΰ Πήτερ Κορνέλιους. Ό άδελφός του Πιέρ τοΰ αφιερώνει έξι εκπομπές γιά τή βέλγικη τηλεόραση μέ τόν τίτλο «'Ο άδελφός μου Ζάκ» (Mon frere Jacques). Ό Μισέλ Λεϊρίς δημοσιεύει τίς «Βραδιές χωρίς νύχτα» (Nuits sans nuit). 1962 ’Ανακήρυξη τής ’Αλγερίας ώς έλεύθερου κράτους. Ό Πρεβέρ παρουσιάζει τά «Ημερήσια» (Diurnes) μέ ντεκουπάζ τοΰ Πικασσό καί φωτογραφίες τοΰ Ά ντ ρ έ Βιλλέρ. 1963 «'Ιστορίες καί άλλες ιστορίες» (Histoires et d’autres histoires). 1964 'Ο Ζάκ Πρεβέρ διασκευάζει γιά τηλεοπτικό φίλμ τοΰ άδελφοΰ του Πιέρ τό έργο τοΰ "Αντερσεν «'Ο μικρός καί ό μεγάλος Κλάους» καί δημοσιεύει τό «Οί σκύλοι διψούν» (Les chiens ont soif) μέ φωτογραφίες καί χαλκογραφίες τοΰ Μάξ Έρνστ. Ό Σάρτρ άρνεϊται τό βραβείο Νόμπελ. 1965 Ό πόλεμος τοΰ Βιετνάμ σέ έξαρση. Μπέκετ: «”Ω οί ώραΐες μέ ρες!» (Oh! les beaux jours). 'Ο Πρεβέρ προλογίζει τό «Cirque d’ Izis» (Τσίρκο τοΰ Ί ζι), άλμπουμ φωτογραφιών.
«Λιποτάκτες / Πηγαίνετε στήν άναρχία / Τής νύχτας / "Οπου σάς βγάλει ή αυ γή / Ό π ο υ σάς βγάλει ή θάλασσα / Κι ή μαγεία τής ζωής»
1966 «Σωρός» (Fatras). Θάνατος τοΰ γλύπτη Τζακομέττι, φίλου τοΰ Πρεβέρ. 1968 «Βαρανζβίλ», μέ ζωγραφική τοΰ Μπράκ, καί «Δέντρα» (Arbres) μέ γκραβοΰρες τοΰ Ριμπεμόν-Ντεσσέιν. Μάης: ή άποχή τών φοιτητών καί οί άπεργίες τών εργατών, οί καταλήψεις τών χώρων εργασίας, άπασχολοΰν ζωηρά τόν Πρεβέρ. Μέ πολλά του κείμενα εκφράζει τή συμπάθειά του γιά τήν κίνηση. 1969 Ό στρατηγός Ντέ Γκώλ περνάει στή μειοψηφία κι εγκαταλεί πει τήν έξουσία.
«Οί άνθρωποι έξοργίζονται μέ τήν κα τάληψη τού Ό ντεόν, ενώ βρίσκουν άπόλυτα φυσικό ένας ηθοποιός όλομόναχος καί μάλιστα έδώ καί πολλά χρό νια νά έχει καταλάβει τή γαλλική κ.ωμικοτραγωδία καί νά παίζει πρωί, με σημέρι, βράδυ, μέ τά γραφεία κλειστά, τό ρόλο τής ζωής του, δηλαδή τόν Ά ν θρωπο πού τά πάντα προνοεΐ.»
26/αφιερωμα
1970 Θάνατος τού Ζιονό, τοϋ Μάκ Ό ρλά ν καί του Μωριάκ. 'Ο Πρεβέρ δημοσιεύει τά «Φανταστικά» (Imaginaires) μέ έγχρωμες φωτογραφίες τών κολάζ του. 1971 Δημοσιεύει τίς «Γιορτές» (Fetes) μέ έγχρωμες φωτογραφίες έρ γων τού Καλντέρ. Ό Σάρτρ δημοσιεύει τίς «Λέξεις» (Mots). Θάνατος τού Στραβίνσκυ. 1972 Έ κδίδεται ή τελευταία συλλογή τοϋ Πρεβέρ από τόν Ρενέ Μπερτελέ, τό «Πράγματα καί άλλα» (Choses et autres), κι άκόμη ένας τόμος του άπ’ τόν Ά ντρέ Ποξνέρ, τά «Εβδομαδιαία» (Hebdomadaires).
«Τά χρόνια πέρασαν, τό τραπέζι ξε στρώθηκε καί σχεδόν όλοι οί συνδαι τυμόνες έχουν πεθάνει πιά, κάποιοι ά π’ αυτούς στόν πόλεμο, ι "Ομως, στό τραπεζομάντηλο τών άναμνήσεων, γιά κάποιους ζωντανούς άκόμα, τά άπομεινάρια τοϋ φαγητού χορεύουν σά γελωτοποιοί γιά όσο χρό νο άπέμεινε...»
«Πρέπει ή ’Ά ντζελα Νταίηβις νά ελευ θερωθεί -περιμένοντας τη μέρα πού θά καταδικαστούν όλες οί πόρτες πού πί σω τους είναι φυλακισμένη ή ζωή τών μαύρων.»
1973 «Χαλκογραφίες» (Eaux-fortes), πρόλογος σέ 5 γκραβοϋρες τού Μαρσέλ Ζάν. Θάνατος τού Ρενέ Μπερτελέ καί τού Πικασσό. 1975 «Ή μέρα τών καιρών» (Le jour des temps), μέ γκραβοϋρες τοϋ Μάξ Παπάρ. Ή εκτύπωση τών «Ά δωνιδώ ν» (Adonides) σέ συνεργασία μέ τόν Μιρό τελειώνει, άλλά τό βιβλίο θά δημο σιευτεί τό 1978. 1976 Ό Μισέλ Λεϊρίς δημοσιεύει τόν «Ε λαφ ρό θόρυβο» (Frele bruit). 11 Α π ρ ιλ ίο υ 1977 Ό Ζάκ Πρεβέρ πεθαίνει στην Ώμονβίλ-λά-Πετίτ, κοντά στη γυναίκα του Ζανίν.
«Τά πιό έλεύθερα παιδιά τής γης δέν έχουν άγιο νά προσευχηθούν, μήτε θρησκείες νά δεχτούν ή νά προτείνουν. "Εχουν μονάχα τήν έλευθερία νά άμύνονται, μονάχα τή ζωή τους γιά νά με ταβάλλονται, μονάχα τήν άγάπη γιά ν ’ αγαπούν.»
Copyright: M agazine Litteraire Μ ετάφ ρ α ση : Μ ά ρ ιο ς Λ υ κ ο ύ δ η ς
αφιερωμα/27
Βαγγέλης Κάσσος
Οι «κουβεντιαστές φωτογραφίες» τοΰ Ζάκ Πρεβέρ °Ένας τύπος μέ τραγιάσκα, μέ πονράκι φτηνό στό στόμα, μέ μιά φωτογραφική μηχανή κρεμασμένη μπροστά στό στήθος. Προχωρεί άφηρημένος. Φαίνεται νά μή δίνει δεκάρα γιά τίποτε απ’ δσα γύρω του συμβαίνουν, άπ’ όσα μοιραία υπάρ χουν. ’Έξαφνα σταματά. Στυλώνει τή ματιά του σ’ ένα σημείο στό άντικρινό πεζοδρό μιο: ένα γραφείο τελετών. Κάνει νά σηκώσει τή μηχανή, γιά νά τό άπ-α-θανατίσει, καί αυτόματα σχεδόν μετανιώνει. Καθώς όμως έτοιμάζεται νά προχωρήσει, κάτι γίνεται, κάτι άστράφτει άπέναντι άπό τό βάθος. Τό μάτι τού τύπου μέ την τραγιάσκα παίζει πα ράξενα: ένα κορίτσι. Δροσερό σά ρυάκι άνεβαίνει. Μόλις φτάνει στό ύψος τοΰ θλιβερού γρα φείου, τσάφ!... ή μηχανή άνατριχιάζει, τό πορτάκι κλείνει καί τό πουλί θρονιάζεται στό κλαδί τοΰ πίνακα, έτοιμο νά τραγουδήσει. Σημάδι πώς ό πίνακας είναι καλός, σημάδι πώς ό Ζάκ Πρε βέρ -διότι περί αυτού πρόκειται- μπορεί νά υπο γράφει. Ό Ζάκ Πρεβέρ λοιπόν, αυτός ό λαϊκός, ό πλανόδιος φωτογράφος, πού μαζί μέ τό βιοπορι στικό του έργο είχε βάλει σκοπό τής ζωής του νά έξευτελίσει, νά εξουθενώσει τό θάνατο. Τό τί μιο αύτό μεράκι πρέπει νά τό έχει ικανοποιήσει άρκετά. Ξεχωρίζει κανείς εύκολα τίς «έπαγγελματικές» φωτογραφίες τού ποιητή, τίς βάζει στήν άκρη. Μέ τίς υπόλοιπες όμως μπορεί νά φτιάξει ένα καλό άλμπουμ, μιά καλή μαχαιριά στή μαύρη καρδιά τής άφόρητης πεζότητας, αυ τού τοΰ καταλυτικού θανάτου. Ό Πρεβέρ θά μπορούσε νά είχε γράψει άρθρα έμπεριστατωμένα, έπιφυλλίδες (πρβλ. La crosse en l’air), νά κάνει άπίθανα ρεπορτάζ. Προτίμησε
δμως δλα αύτά τά «πράγματα καί άλλα» νά τά «φωτογραφίσει» ποιήματα. "Οπου ή «φωτογράφιση» περιορίστηκε σέ μιά ωμή τεχνική, σέ μιά απερίφραστη άποδοχή τού περιβάλλοντος θανάτου, οί στίχοι τού Πρεβέρ υποφέρουν. Ή νωχέλεια καί ή ηττοπάθεια βα ραίνουν ανεπανόρθωτα. Ό ποιητής άποτυχαίνει φανερά. Δέν έχει τίποτε νά προτείνει. 'Απλώς απεικονίζει. "Οπου δμως ή «φωτογράφιση» άναπτύχθηκε κάτω άπό ένα άπροσδόκητο χαμόγελο, άπό ένα γοητευτικό ράπισμα πάνω στό συνοφρυωμένο πρόσωπο τής άκίνητης πραγματικότητας, τά άποτελέσματα είναι τελείως διαφορετικά: «Α υτός ό δρόμος Π αλιά λεγότα ν οδός Λ ουξεμβ ούργου Λ ό γω το ΰ κήπου. Σ ήμερα λέγετα ι οδός Γκινεμέρ Π ρός τιμήν ένός άεροπόρου Π ού σκοτώ θηκε στόν πόλεμο. °Ομως Α υ τό ς ό δρόμος Ε ίναι π ά ντα ό ίδιος δρόμος Ε ίναι π ά ντα ό ίδιος κήπος
28/αφιερωμα «Λέει όχι μ έ τό κεφάλι μ ά λέει ν α ι μ έ τήν καρδιά λέει να ι σ ’ οποίον άγαπάει λέει δχι στόν καθηγητή είναι ορθός τόν ρω τάν κι όλα τά προβλήματα έχουν δοθεί ξαφ νικά τόν πιάνουν ακα τάσχετα γέλια κ α ί τά σβήνει ολα τά -ψηφία κ α ί τίς λέξεις τίς ημερομηνίες κ α ί τά ονόματα τίς φ ράσεις κ α ί τούς γρ ίφ ους κ α ί πα ρ ά τίς φοβέρες τού καθηγητή κάτω άπό τά γιουχα ίσματα τών καλώ ν μαθητώ ν μ έ κιμω λίες δλων τών χρωμάτω ν πάνω στό μαυροπίνακα τής δυσ τυχίας ζω γραφ ίζει τό πρόσω πο τής ευτυχίας». (Μετ. Μιχάλη Μεϊμάρη2)
Ό Ζάκ Πρεδέρ
Ε ίναι πά ντα τό Λ ο υξεμβ ο ύργο Μ έ τις βεράντες ... τ ’ αγάλματα ... τις στέρνες Μ ε τά δέντρα Τά ζω ντανά δέντρα Κ α ί τά πουλιά Τά ζω ντανά πο υλιά Μ έ τά παιδιά "Ολα τά ζω ντανά παιδιά Τ ί γυ ρεύ ει λοιπόν ’Α λή θεια τ ί στό διάβολο γυρεύει "Ενας νεκρός άεροπόρος εδώ μέσα». (Μετ. Γιάννη Βαρβέρη1) Νομίζω ότι τό παραπάνω ποίημα θά μπορούσε, αίφνης, νά είναι ένα χρονογράφημα, ένα άρθρο ή ενα πλάνο άπό κάποιο φίλμ. Κάτι άνάλογο συμβαίνει σε όλα σχεδόν τά ποιήματα τού Πρεβέρ, όχι όμως πάντοτε μέ τά ίδια ευτυχή αποτε λέσματα, όπως εδώ. Είναι μάλλον βέβαιο ότι ή πρόσκαιρη μαθη τεία τού Πρεβέρ στό υπερρεαλιστικό κίνημα τόν βοήθησε σημαντικά στό νά υπερκεράσει τή νωχέ λεια πού διέπει κατά τό μάλλον ή ήττον τή γρα φή του. Βέβαια, ό Πρεβέρ τράβηξε δρόμο δια φορετικό. Ό κινηματογράφος, ή μαρξιστική παιδεία καί πρίν άπ’ όλα ή «λαϊκή» του πάστα, τόν έσπρωξαν σέ άλλες λύσεις, τόν βοήθησαν νά «βρει τή φωνή του». 'Όμως, πολύ διαφορετικά θά ήταν ίσως μ’ αύτόν τά πράγματα, άν δέν περ νούσε γιά ένα φεγγάρι άπό τό μεγάλο σχολείο τού υπερρεαλισμού. Οί, σχεδόν άνέλπιστες, έξαναστάσεις μέσα στήν πεζή ροή τών στίχων του ανυψώνουν τά ενσταντανέ σέ μικρά χαριτωμένα σωσίβια πού λικνίζονται δελεαστικά μπρος στά μάτια τού παραγκωνισμένου πολίτη, τού προλε τάριου, τού θρησκόληπτου:
Έ κεϊ πρέπει νά οφείλεται καί ή τεράστια έπιτυχία πού γνώρισαν τά ποιήματά του. Συνετέλεσε άσφαλώς καί τό γεγονός ότι πολλά άπό αύτά έγιναν τραγούδια. "Ομως ό σπουδαιότερος συν τελεστής τής έπιτυχίας τους ήταν αύτός: ή δρο σερή έκπληξη, μικρή, πλήν όμως άποτελεσματική, πού ενεδρεύει σέ κάποια σημεία τών φωτο γραφιών του. Καί κάτι άλλο: επειδή ίσως ό Πρε βέρ δέν ποντάρει υστερόβουλα στήν έκπληξη, τίς πιό πολλές φορές οί υπερρεαλιστικές προτάσεις του δέν μοιάζουν πολύ μέ τά ευρήματα τών ακραιφνών τού κινήματος. Έ τσι, λοιπόν, ή επι τυχία τών έκπλήξεων τού Πρεβέρ δέν οφείλεται μόνο στό ότι αυτές άναδύονται μέσα άπό άνυδρα κείμενα, άλλά καί στό ότι διαφέρουν άπό τίς συ ναφείς υπερρεαλιστικές. Είναι μυστικά τής δικής του τέχνης. ’Απορρέουν άπ’ αυτήν καί τού άνήκουν: « Έ β α λα τό πηλήκιό μο υ στό κλουβ ί κ α ί β γήκα μ έ τό π ο υ λ ί στό κεφά λι "Ωστε λοιπόν δ έ χαιρετάμε πιά ρώ τησε ό διοικητής ’Ό χ ι δ έ χαιρετάμε πιά απά ντησε τό π ο υ λ ί · Ά καλά μ έ συγχω ρεϊτε νόμιζα πώ ς χαιρετάμε είπε ό διοικητής Δ έν είναι θέμα δλοι κάνουμε λάθη εΐπ ε τό πουλί». (Μετ. Δημήτρη Καλοκύρη3) Θαυμάζει κανείς τόν τρόπο μέ τόν οποίο κατα φέρνει νά άναιρει, μέ τήν άπλοίκότητα τού ευρή ματος, τήν ίδια τήν άπλοίκότητα τού ποιήματος. Καί τό όλο άποτέλεσμα νά εμφανίζεται άνάγλυφο, άπτό, σά νά έπρόκειτο γιά ένα άντικείμενο πού ζωντανεύει, σκάει σά ρόδο καί πάει νά βγει
αφιερωμα/29
άπό την άκινησία. Έ κεϊ άκριβώς, νομίζω, βρί σκεται ή έπιτυχία του: στην άπαρχή τοΰ παλμού, στην «έκκίνηση» τών υποκειμένων καί τών αντι κειμένων άπό την άκινησία, άπό τη φωτογραφία δηλαδή. Καί ή μαγεία αυτή τελειώνει ή μάλλον δέν τελειώνει, παρά περιστρέφεται γύρω άπό τήν όρμή τής «εκκίνησης», διαρκώς τινάζεται νά ξεφύγει άπό τό θάνατο, γιά νά χρησιμοποιήσω έναν άλλο όρο γιά τήν άκινησία: « Ό θάνατος είναι μέσα στη ζωή στη ζωή πο ύ βοηθάει τό θάνατο ή ζω ή είναι μέσα στό θάνατο στό θάνατο π ο ύ βοηθάει τή ζωή». (Μετ. Βαγγέλη Χατζηδημητριού4) ’Ακόμη καί ή άκινησία λοιπόν καταλήγει ένας μοχλός τής κίνησης. Κάπου εδώ δέν άνάγονται καί τά πρώτα βήματα τού κινηματογράφου; Ή έναρξη τής πρώτης κίνησης. Σπασμωδική, άχα ρη, άλλά νευρώδης καί άποφασιστική. Καθορί ζει ολόκληρο τό μέλλον, τή μοίρα καί τήν ευελι ξία της. Τό ρεπορτάζ αυτό τού καθημερινού θανάτου τό διέπει ένα σχεδόν άνεπαίσθητο, άλλά τόσο ευεργετικό, «κρισάρισμα υπερρεαλιστικής δεον τολογίας», άν μπορούσε κανείς νά τό πει έτσι. Οί στίχοι τού Πρεβέρ διασώζονται, δσοι δια σώζονται, όχι τάχα επειδή προβάλλονται μέ μιά άμεσότητα, άλλά έπειδή, κυρίως, έκτινάσσονται
άπό κάποια έσώτερη έπαναστατικότητα, πολύ διαφορετική ποιοτικά, άκόμη καί ηθικά, άπό τήν ώμή επιθετικότητα, πού εύκολα μερικοί τοΰ καταλογίζουν. Αυτός λοιπόν ό λαϊκός ποιητής, ό άγιογράφος τής καθημερινότητας, έχει έπινοήσει τήν εξής μέ θοδο: μάς δείχνει μιά σειρά άπό φωτογραφίες πού έχει τραβήξει, μάς εξηγεί γιά πρόσωπα καί τοπία. Ά λ λ ε ς άπό τίς φωτογραφίες τίς προσπερ νάμε μέ άδιαφορία, σέ άλλες όμως σταματάμε έντυπωσιασμένοι άπό κάποιο περιστέρι πού μέ ευελιξία ξεγλιστράει άνάμεσα άπό άμέτρητους τροχούς αυτοκινήτων πού τρέχουν καταπάνω του, άπό κάποια πνευματώδη παρατήρηση τού φωτογράφου. Ά ν συνεπώς ή μουσική ταξιδεύει, πάει, έρχε ται, ταξιδεύει, είναι ό ήλιος τής σιωπής, καθώς μάς λέει ό ίδιος,5 τότε θά πρέπει, ά.ναλογικά, οί φωτογραφίες του, άπαρηγόρητα πουλιά, νά πη γαίνουν, νά έρχονται, νά τσακίζονται: είναι οί πληγές τής μονοτονίας. Σημειώσεις: 1. Ζάκ Πρεβέρ, «θέαμα καί Ιστορίες», έκόόσεις Νεφέλη. 2. Ζάκ Πρεβέρ, «Κουβέντες», έκόόσεις Πλειάς. 3. Πρεβέρ, «’Επιλογή άπό τό έργο τον», έκόόσεις ή Μικρή 4. Ζάκ Πρεβέρ, «Ποιήματα», έκόόσεις Θεωρία. 5. Jacques Prevert, «Choses et autres», έditions Gallimard.
30/αφιερωμα
Άνρύ-Φρανσουά Ρέυ
Ό λόγος τού άνθρώπου κι ό λόγος τού Πρεβέρ Ο Ανρν-Φρανσονα Ρεν γνωρίστηκε μέ τόν Πρεβέρ στη διάρκεια τοϋ πολέμου. ’Από τότε όέν τόν άφησε ποτέ. Στό άρθρο αυτό μάς μιλάει γιά την ποιητική «πα ρουσία» τοϋ συγγραφέα τής « Άπογραφής» (Inventaire). Δέν ξέρω καλά καλά ποιος είμαι, τί θέλω, τί έχω κατά βάθος στό μυαλό μου, αν καί άπό καιρό σέ καιρό μοΰ συμβαίνει κι έμένα, όπως άλλωστε καί σ’ όλους τούς άλλους άνθρώπους, νά καταλαβαί νω κάποια στιγμή τί μοΰ γίνεται. Πάντως, πέρα άπ’ δλα αύτά, γιά ένα πράγμα είμαι σίγουρος: τό δτι μπορώ ν ’ άντιληφθώ τή ζωή, τό δτι υπάρχουν πράγματα πού μέ γοητεύουν, μ’ ένθουσιάζουν καί μοΰ δίνουν χαρά, τό δτι μπορώ νά εκτιμήσω καί τήν όμορφιά τής ζωής καί τή σαπίλα της, τό οφείλω στόν Ζάκ Πρεβέρ καί μονάχα σ’ αυτόν. Στάθηκε γιά μένα, τότε, στά είκοσι μου χρό νια, κάτι πολύ περισσότερο άπό δάσκαλος: ήταν ό καθοδηγητής μου, ό σύμβουλός μου, μπορεί κι ό «γκουρού» μου άκόμα, άν κι ή λέξη τότε δέν ήταν τής μόδας. Ή ταν αυτός, τέλος πάντων, πού χωρίς νά τό θέλει καί χωρίς νά τό ξέρει μέ πήρε άπ’ τό χέρι καί μέ οδήγησε μέσα άπ’ τό γοητευτι κό δσο καί φοβερό ταυτόχρονα λαβύρινθο τών βιωμάτων τής ζωής. Τόν συνάντησα τελείως τυχαία καί γιά κάμποσα χρόνια -τά χρόνια έκείνα τού πολέμου καί τής κατοχής- δέν τόν έγκατέλειψα ποτέ· καθό μουνα καί τόν άκουγα πού κουβέντιαζε, άκουγα τά σαγηνευτικά του λόγια κι έξηγοΰσα τά παρα ληρήματα καί τά όράματά του. Έ τσι μέ γαλουχούσε ή εύγένειά του κι ή δύναμή του. Ή ταν ή πηγή δλων αυτών πού συνιστούν κατά βάθος τήν ανθρώπινη ζωτικότητα. • Μέσα σ’ ένα δρομολόγιο κύλησαν τά χρόνια έκείνα τής κατοχής καί τοϋ πολέμου, σ’ ένα δρο μολόγιο πού μάς έφερνε άπ’ τή Νίκαια στό SaintPaul-de-Vence, άπ’ τό Sait-Paul-de-Vence στήν Tourette-sur-Loup, άπ’ τήν Tourette στό Παρίσι, μές στό καταχείμωνο τής κατοχής καί τής άθλιότητας, μές στό φοβερό έκείνο χειμώνα τού ’43. Γιά τόν Ζάκ, τά χρόνια αύτά ήταν τά χρόνια τών
’Ε πισκεπτώ ν τής νύχτας (Visiteurs du soir) καί τών Παιδιώ ν τοϋ Π αραδείσου (Enfants du Para dis). Σέ ξενοδοχεία, σέ διάφορα στέκια, σέ πλατώ τού σινεμά, συναντούσε καθημερινά τόν Καρνέ (άσφαλώς τόν Καρνέ), τόν Πιέρ Λαρός, τόν Τρωνέ καί τόν Κοσμά (πού κρυβόντουσαν), τόν Πιέρ Μπρασέρ, κι άπ’ τά παιδιά τής ομάδας τού Ό χτώ βρη, σχεδόν δλους. "Οπως τόν Μαρσέλ Ντυαμέλ, τόν Ραιημόν Μπυσιέρ καί τόν Μωρίς Μπακέ κι άλλους πολλούς κι άνάμεσά τους τόν Φαμπιέν Λωρίς, πού μόλις πέθανε. Ό καθέ νας είχε βέβαια τό δικό του προσωπικό ύφος, άλλά στήν πραγματικότητα δέν έβρισκε τόν παλ μό του καί δέν εκφραζόταν παρά μόνο μέσα άπ’ τήν έξαιρετική ποιητική δύναμη ή καλύτερα «παρουσία» τοϋ Ζάκ Πρεβέρ. "Ας μιλήσουμε, λοιπόν, γιά τόν ποιητή, μιά καί σ’ δλη του τή ζωή ό Ζάκ Πρεβέρ δέν υπήρξε παρά ποιητής. Κι ήταν ποιητής μέ τήν ομηρική, βαθύτερη σημασία τού δρου: σκαρφιζόταν μύ θους καί παραμύθια, τραγουδούσε δποτε έπρεπε νά τραγουδήσει, έκλαιγε δταν έπρεπε νά κλάψει, έβαζε τίς φωνές δταν έπρεπε νά βάλει τίς φωνές, κι δλα αύτά νά γίνονται μ’ έναν τρόπο μαγικό, μέ τίς λέξεις νά δραπετεύουν άπ’ τήν πραγματικότητα γιά νά τήν έκφράσουν καλύτερα καί νά τήν κάνουν νά λάμψει. Ναί, σ’ δλη του τή ζωή ό Ζάκ υπήρξε ποιητής, κι αύτό, θά ’λεγε κανείς, συνέβαινε χωρίς νά τό ξέρει. Ή ταν ποιητής κι δταν έπλενε τά δόντια του, δταν κολυμπούσε, δταν έρωτευόταν, δταν έτρωγε κι έπινε, καθώς μιλούσε ή τραγουδούσε, έτσι ώστε ή λέξη πού κυριαρχούσε πάνω της καί Λού ήταν τό έκφραστικό του μέσο, νά έκφράζει τήν κάθε στιγμή, μ’ έναν υπέροχο τρόπο, ό,τι παρέμενε άπ’ τή γύρω πραγματικότητα άνέκφραστο. Τί μοίρα κι αύτή! Πρίν άπό χρόνια, πολύ
αφιερωμα/31
πρίν ν ’ άρχίσει ό πόλεμος, έγραφε κάτι μικρά, λακωνικά κείμενα, κοφτά, λυπημένα, δηκτικά ή καί άστεϊα, πού τ’ άφηνε πίσω του, δπως έκανε κι ό Κοντορεβιθούλης μέ τά ρεβύθια του γιά νά μη χάσει τό δρόμο. ’Αλλά κι ό άπαράμιλλος αυτός άνθρωπος, πού μάς έδωσε τό Γ ε ύ μ α μ α σ κ α ρ ε μ έ ν ω ν ( L e d in e r d e s t i t e s ) κι άλλα κείμενα, πού ένώνουν μιά καινού ρια ποιητική μορφή μέ τή δύναμη τής άληθινής έπαναστατικής πράξης, δέν έχασε ποτέ τό δρόμο του. Θέλω νά πώ δτι, δρώντας άπό ένστικτο, στρά φηκε ένάντια σ’ αύτό πού έπρεπε νά καταστραφεϊ κι ένάντια στόν καρκίνο έκεϊνο πού άπό πα λιά κατατρώει τούτο τόν πλανήτη καί τή φυλή αυτή τών μανηταριών πού τόν κατοικεί: τήν κακοήθεια, τή μετριότητα, τήν πλεονεξία, τό σαδισμό, τή συκοφαντία, καί γιά νά πούμε τά πράγ ματα μέ τ’ όνομά τους, στράφηκε ένάντια στούς στρατιωτικούς, πού τό μόνο πού έχουν στό μυα λό τους είναι πώς νά σκοτώσουν, ένάντια στούς χαφιέδες, πού δέν σκέφτονται παρά πώς θά καρ φώσουν,’ ένάντια στούς μπάτσους, πού δέν σκέ φτονται παρά πώς θά σπάσουν κάποιον στό ξύ λο, καί στούς δικαστές, πού καταδικάζουν τούς πορτοφολάδες κι άθωώνουν τούς άρπαγες τών φτωχών. Μέ λίγα λόγια, τά ’βάλε μέ τό μοναδικό έκεϊνο είδος καρκίνου πού μέχρι σήμερα κανένας άκόμα δέν έχει βρει τό μέσο γιά νά τό πολεμήσει καί στό τέλος νά τό έξολοθρεύσει. Τέτοιος, λοιπόν, στάθηκε πάντα ό Πρεβέρ. Κι δ,τι έκανε ό Βρετόνος αυτός, πού ήταν πιό Παριζιάνος άπ’ δ,τι τό ίδιο τό Παρίσι, τό έκανε, δπως λένε, άπό μόνος του, έχοντας στηριχτεί μό νο στήν ευφυΐα του, ξώντας άπό δουλειές τού ποδαριού, φτιάχνοντας πακέτα στού Μπουσικώ, βγαίνοντας δμως έξω γιά καμιά βόλτα μέ τό κα πέλο του στραβά καί μέ τό άποτσίγαρο στό στό μα, γιά νά δει άπό κοντά καί ν ’ άφουγκραστεϊ αύτό τό μικρό κόσμο τής ευγένειας καί τής αθωότητας, πού τόν μακελεύουν κάθε φορά στά κέρατα τού ταύρου άπό μεγάλη βλακεία. Μπό ρεσε καί βρέθηκε έκεϊ σάν αύτόπτης μάρτυρας αύτών τών σκηνών. 'Απλός θεατής, τίποτα πα ραπάνω. Νά δμως πού ό ξεχωριστός αυτός άν θρωπος θέλησε νά τραγουδήσει άπό ένστικτο, δπως τραγουδάει τό άηδόνι, δπως τρέχει ένα άληθινό ζαρκάδι· κι οί λέξεις πού τού έρχονταν άβίαστα, οί ακριβείς κι οί ζωντανές, άπέδωσαν αύτή τήν ευγένεια, αυτή τήν τρυφερότητα, αυτόν τόν έρωτα, τή μιζέρια κι έκείνη τή μεγάλη σκλη ρότητα,· πού πάντα άπειλούσε τόν κοσμάκη τού δρόμου. Πώς τόν κρίνουμε, άραγε; Νά ’ναι τελικά λαϊ κός ποιητής; Αύτό δέν τό ξέρω, άλλά καί στό κάτω κάτω τής γραφής τί πάει νά πει λαϊκός ποιητής; Νά, ό Ούγκώ είναι λαϊκός ποιητής, άλ-
Ό Ζάκ Πρεβέρ μέ τόν *Ύ6 Μοντάν
λά κι ό Πρεβέρ είναι τότε, μ’ έναν τρόπο μάλιστα πολύ πιό σπουδαίο άπ’ δ,τι είναι άλλοι. Καί για τί νά μήν τό παραδεχτούμε, λοιπόν, αύτό, άφού είναι οί δύο μόνοι λαϊκοί ποιητές πού διαθέτει ή άχρηστη ή λογοτεχνία μας, μιά λογοτεχνία έκπληκτικά έλιτίστικη κι ύπερβολικά έκλεκτική. ”Α ς πούμε λοιπόν πώς είναι λαϊκός ποιητής. Κι αύτό άς τό πούμε χαρούμενα κι άς γιορτά σουμε τόν τεράστιο άριθμό τών πωλήσεων πού γνώρισαν οί Κ ο υ β έ ν τ ε ς (P a r o l e s ) καί οί Ι σ τ ο ρ ί ε ς ( H is to ir e s ) μετά τήν άπελευθέρωση. Θά μού πεί τε, πάλι, πώς ένα τιράζ δέν λέει τίποτα· άν δμως πρόκειται γιά ποίηση, τότε αύτό σημαίνει κάτι, πού θά ’πρεπε νά τό πάρουμε ύπόψη μας στά σο βαρά. Τί νά ’ναι λοιπόν έκεϊνο πού κάνει τόν άνθρω πό μας λαϊκό ποιητή; Είναι μιά ρωμαλέα γλώσ σα έκπληκτικής άπλότητας πού χρησιμοποιεί, εί ναι μιά παλέτα εξαιρετικά πυκνή, όπου τό κάθε χρώμα διαθέτει τήν άκρίβεια έκείνη πού χρειά ζεται γιά νά αποδώσει τήν τάδε ιδέα ή τό τάδε συναίσθημα. Μιλάμε γιά μιά ποίηση συμπυκνω μένη. Ρωμαλέα, κι αύτή ακριβώς ή ρώμη είναι πού χαρακτηρίζει κατά βάση τό ποιητικό έργο, τού Ζάκ Πρεβέρ. 'Υπήρξε ένας άνθρωπος ρωμαλέος κι ένας ποιητής ρωμαλέος, γιατί ήταν πέρα γιά πέρα τί μιος, γιατί τό γάτο τόν έλεγε γάτο, τόν μπάτσο μπάτσο, τό χαμένο κορμί χαμένο κορμί, τόν ύποκριτή ύποκριτή. Γιατί άγνοοΰρε τί ήταν ό συμβι βασμός, γιατί είχε άπλές ιδέες, πού αύτές τόν οδηγούσαν καί αύτές τόν έτρεφαν. Πίστευε στήν αγάπη, κι όχι μόνο αύτό, άλλά πίστευε άκόμα δτι τό συναίσθημα τούτο κατευθύνει σήμερα καί θά κατευθύνει πάντα όλες, άκόμα καί τίς πιό
32/αφιερωμα
’Από άριστερά: Κοσμά, Πρεβέρ, Καρνέ, Γκαμπέν
απλές ανθρώπινες πράξεις. Πίστευε στη θεμε λιώδη συνάφεια τοϋ άνθρώπου μέ τόν κόσμο. Πίστευε ότι στη σχέση αυτή κρύβεται τό νόημα τής εξέλιξης πρός τά μπρος. Βέβαια πίστευε καί στό κακό. ’Αλλά σ’ ένα κακό πού έμφανίζεται δευτερογενώς. Σ’ ένα κακό πού παρουσιάζεται σάν μικρόβιο πού στό τέλος θά εξαφανιστεί. Δέν παραδεχόταν τό κακό πού θριαμβεύει. Ή ταν πε πεισμένος, σάν αισιόδοξος πού ήταν στό βάθος, ότι άν δέν κυβερνούσαν στή γή οί τιποτένιοι, ό κόσμος αυτός θά μπορούσε νά ’μοιάζε μέ τόν κή πο τής Έδέμ. Καί τούς τιποτένιους αυτούς ήξερε καί τούς άποκάλυπτε: είναι οί φασίστες, οί βασανιστές, οί καταδότες, οί υποκριτές, οί κοριοί τών μοναστηριών καί τών εκκλησιών, οί νονοί καί οί πλη ρωμένοι δημοσιογράφοι. Τούς ήξερε καί τούς κατήγγειλε. Διαβάστε καί ξαναδιαβάστε τό Γ ε ύ μ α τ ώ ν μ α σ κ α ρ ε μ έ ν ω ν . Δέν γίνεται ν ’ άλλάξει κανείς ούτε γραμμή, όλα είναι εκεί. Οί έξοχότητές μας κι οί μετριότητές μας, τά σαλόνια μας κι οί κουζίνες μας πού μαγειρεύονται οί βρωμοϋποθέσεις, οί διάδρομοι, τά σκαλοπάτια καί τά κακόφημα στέκια τής εξουσίας. Κι είναι όλοι έκεΐ, είναι αυτοί πού κάτω από διάφορες μάσκες ξανακάνουν τήν εμφάνισή τους κάθε μέρα σέ μιά α π’ τίς εφημερίδες μας. Αυτός είναι λοιπόν ό τρυφερός ποιητής μας, ό ποιητής τού αληθινού έρωτα, πού τόν έχει κάνει βίωμά του, ό ποιητής τού έρωτα τού Ζίλ καί τής Ντομινίκ, τών έραστών πού χωρίζουν κι ενώνον ται, ένας Μπωμαρσαί πού καταγγέλλει τά αίσχη
τής εποχής μας. "Ενας άδέκαστος παρατηρητής είναι σέ μιά κωμωδία, πού ξέρει καλά τή βρωμιά της, καί πού πιέζει τά πράγματα ώστε νά ξεσπά σουν οί τρομερές συνέπειές της. Έ τσι ό ποιητής ολοκληρώνεται. Τό σύμπαν του ισορροπεί. Πέρα άπ’ τίς λέξεις, τίς εικόνες, τά στιχάκια μέ τίς ομοιοκαταληξίες καί τά ρεφραίν, υπάρχει τό εξής βασικό μήνυμα: τό κακό δέν είναι άτρωτο καί μπορεί νά νικηθεί άπ’ τήν τρυφερότητα καί τήν έκσταση, ύπό τήν προϋπό θεση βέβαια νά τό θελήσει κανείς. Αυτά βέβαια δέν τά γράφει μόνο, άλλά καί τά άποδεικνύει, άφοΰ άλλωστε όλη του ή ζωή ύπήρξε ένα παρά δειγμα. 'Υπήρξε ό πιό καλός άπ’ τούς καθοδηγη τές, ό πιό εντάξει άπ’ τούς φίλους, ό πιό πιστός σύντροφος. "Εδινε κι αυτό πού δέν είχε. "Επαιρ νε μέρος σ’ αύτό πού είχε τήν ελπίδα ότι θά άποκτήσει. Κάθε στιγμή ήταν στό πλευρό αύτών πού άγαπούσε, κι ήταν μιά σπουδαία συμπαράσταση ή δική του. Θά μπορούσε νά πει κανείς πολλά γιά τούς πειναλέους συμβουλάτορές μας, γιά τούς άστείους τούς ποιητές μας, γιά τούς 'Ομήρους μας πού ύπαλληλοποιήθηκαν. Ό Πρεβέρ στάθηκε ακόμα έξαιρετικά τυχερός στό θέμα τής αιφνίδιας διεύρυνσης τής ποιητικής του. ’Εννοώ τό ότι δούλεψε γιά τό σινεμά καί τό ότι έγραψε μοναδικές ιστορίες μ’ έναν έξοχο τρόπο, πού τήν κάθε φορά άντικατόπτριζαν, μέ τή βοήθεια τού ευφυούς Καρνέ, τήν ήθική καί τήν αισθητική πού άσύνειδα κουβαλούσε μέσα του. Μοναδικό φαινόμενο τής ποιητικής έκφρασης θεωρείται τό γεγονός ότι ό Πρεβέρ έγραψε γιά τό σινεμά, γύρω στά 1935. Είναι ό πρώτος ποιη τής πού μπόρεσε νά φωνάξει, νά βάλει τά κλά ματα ή τά γέλια μέ τή μεσολάβηση τής κάμερας. Καί τό μέσο αύτό τό εκμεταλλεύτηκε στό έπα κρο. Δούλεψε, άπό ένστικτο, μέ τούς πιό σπου δαίους ή οί πιό σπουδαίοι οδηγήθηκαν άπ’ τό ένστικτό τους καί έψαξαν καί τόν βρήκαν. Κι αυτοί είναι, πάνω άπ’ όλους ό Μαρσέλ Καρνέ, ήστερα ό Ζάκ Ρενουάρ κι ό Γκρεμιγιόν. "Ολοι τους ήξεραν καλά πώς νά συνταιριάξουν τά συ στήματα τών εικόνων τους μέ τό εμπνευσμένο κείμενο τού Πρεβέρ, κι αύτό γινόταν σέ όλες τίς περιπτώσεις. Τί βλακείες ειπώθηκαν καί γράφτηκαν γιά τή συνεργασία Καρνέ-Πρεβέρ! Μπορεί ό Καρνέ νά είχε έκφράσει τό ίδιο ρωμαλέα αύτά πού είχε ό ίδιος βαθιά μέσα του, ώθούμενος άπ’ τό ένστικτό του. Μπορεί ό Πρεβέρ νά είχε επίσης μιλήσει γιά τά φαντάσματά του, μέ κείμενα σέ βιβλία καί σέ περιοδικά, αφήνοντας ν ’ άκουστεΐ αύτή ή κραυ γή άγωνίας καί χαράς πού ύπήρξε πάντα καταδική του. ’Αλλά όλα αύτά δέν είναι παρά άβάσιμες ύποθέσεις. Ή άλήθεια είναι πώς ό Πρεβέρ κι ό Καρνέ δέν συναντήθηκαν τυχαία, γιατί ό ένας
αφιερωμα/33 ε ί χ ε άνάγκη τόν άλλο γιά νά μπορέσουν νά μετουσιώσουν άπό κοινού, καί μάλιστα μέ τόν πιό άκριβή τρόπο, αυτό τό σύμπαν τής πληγωμένης τρυφερότητας πού έφερναν μέσα τους. Ό Πρεβέρ είναι ό πρώτος ποιητής πού μπόρε σε νά χρησιμοποιήσει τά μέσα μαζικής ένημέρωσης. Καί τά κατάφερε μέ τή μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία. Καί τά κατάφερε μέ τέτοιο τρόπο, ώστε βλέποντας κανείς δέκα ή καί δώδεκα φορές τά Π α ι δ ι ά τ ο ϋ Π α ρ α δ ε ί σ ο υ νά άντιλαμβάνεται δτι μυστηριωδώς τό έργο αύτό δέν γερνά, δέν έχει ρυτίδες καί δτι άκόμα είναι αδύνατο νά χρονολογηθεί. Είλικρινά τό λέω, είναι άθάνατο, διότι άπλούστατα άφηγεϊται «ιστορίες», άπό αυ τές δμως πού τρέφουν τή ζωή μας. Ό άνθρωπος αύτός, μέ λίγα λόγια, έφτασε στήν ουσία. Κι αύτό τό βεβαιώνω αυθόρμητα, άκούω τό ένστικτό μου. Γιατί ή ουσία ξεπηδούσε άπό μέσα του, τιναζόταν ψηλά καί γινόταν έκρηξη, γιατί δλη του ή ζωή πέρασε έκεΐ πού σκάει τό κύμα τής ζωής, καί γιατί ένα παιδί πού κλαίει καί μιά γυναίκα πού τρέχει στό δρόμο μιά μέρα βροχερή, ήταν γι’ αυτόν τά μόνα σπουδαία πράγματα, πού άξιζε νά τά αναφέρει. Γιατί τά γεγονότα αύτά είναι πού κάνουν την ιστορία.
Νά λοιπόν πού ό Ζάκ Πρεβέρ μπήκε στήν άθανασία. Είμαι βέβαιος γι’ αύτό. Καί νά δείτε πώς ήταν απόλυτα σίγουρος πώς θά έπαναλάμβαναν τούς στίχους του δλα τά παιδικά χείλη, πώς θά τούς έλεγαν καί θά τούς ξανάλεγαν δλοι έκείνοι πού πιστεύουν δτι ή μόνη πού τής πρέπει νά ζεί άνάμεσά μας είναι ή τρυφερότητα, πώς θά τούς έπαναλάμβαναν δλοι αύτοί πού ξέρουν κα λά δτι δυό σφιχταγκαλιασμένα κορμιά είναι μιά τόσο μεγάλη δύναμη πού τίποτα δέν μπορεί νά τής κλέψει τό μυστικό της. Τόν Πρεβέρ θά τόν άπαγγέλλουν συνέχεια καί θά επαναλαμβάνουν τούς στίχους του, χωρίς σταματημό, ώσπου νά χαθούν οί άντρες κι οί γυ ναίκες τού έρωτα καί τής τρυφερότητας. Μέχρι τή μέρα εκείνη πού τά καθάρματα κι οί μάσκες τών άτέλειωτων γ ε υ μ ά τ ω ν μ α σ κ α ρ ε μ έ ν ω ν θά θριαμβεύσουν καί θ’ ανέβουν στήν εξουσία χω ρίς πιά νά τήν άφήσουν ποτέ. Μέχρι τότε όμως άς διαβάζουμε κι άς ξαναδιαβάζουμε τόν Πρε βέρ. Λέει τήν άλήθεια, τραγουδάει σωστά, φτά νει κατευθείαν στίς καρδιές μας, έκεί πού είναι δηλαδή ή βαθύτερη ούσία τής ταυτότητάς μας.
"■
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Γιώργος Βέης
Τά νέα βιβλία τοϋ ΕΞΑΝΤΑ
Έντουάρντο Γ καλεάνο Μ έρες καί νύχτες nvnrmr' κπί πσλέ.ιιπκ
Κεντρική διάθεση, Παραγγελίες
Τζαβέλα 1. Τηλ. 3621236.
34/αψιερωμα
Φαμπρίς Ρουλώ
Οι οχτώ ταινίες των Καρνέ - Πρεβέρ Μιά συζήτηση μέ τόν Μαρσέλ Καρνέ 'Ο Ζάκ Πρεβέρ έγραψε τό σενάριο οκτώ ταινιών που γύρισε ό Μαρσέλ Καρνέ. Άνάμεσά τους οί όνομαστές: «\Αστείο δράμα», «’Αποβάθρα τής ομίχλης», τό άξέχαστο εκείνο «Τά παιδιά τοϋ Παραδείσου». 'Ο Μαρσέλ στη συζήτηση αυτή με τόν Φαμπρίς Ρουλώ άναφέρεται στη φιλία καί στη συνεργασία πού είχε μέ τόν Πρε βέρ. ΤΟ πιό παράξενο πράγμα στη ζωή μου είναι τό πώς γνώρισα τόν Πρεβέρ. Είχα πάει νά δώ τή «Μάχη τοϋ Φοντενουά» στό σπίτι πού συγκεν τρώνονταν τά συνδικάτα. "Ακόυσα τότε κάτι πού μ’ έκανε νά ξεκαρδιστώ ατά γέλια: «στρα τιώτες τοϋ Φοντενουά δέν πέσατε στό αυτί ενός κουφοϋ». Τά χρόνια πέρασαν ώσπου κάποτε μοϋ δόθηκε ή ευκαιρία νά κάνω την πρώτη μου ται νία. Τό θέμα ήταν σχεδόν προκαθορισμένο, ό παραγωγός ήθελε μιά ταινία μέ γκάνγκστερ. Τούς γκάνγκστερ έγώ τούς φοβόμουνα. Τό σενά ριο βρέθηκε: «Φυλακή άπό βελούδο» -αυτό τά λέει δλα. Ή ταν μιά ιστορία υπερβολικά συμβα τική πού κυλούσε σ’ ένα κακόφημο σπίτι. Έ φτα σε καί ή στιγμή λοιπόν πού ό παραγωγός μέ ρώ τησε ποιόν είχα στό νοΰ μου γιά τούς διαλόγους. Τότε μόύ ’ρθε μιά ιδέα πού έμελλε νά μ’ άκολουθήσει σ’ δλη μου τή ζωή. Χωρίς νά τό σκεφτώ κάν, έκείνη τήν ίδια τή στιγμή τού λέω: «Σκέφτηκα τόν Ζάκ Πρεβέρ». Τόν καιρό έκεϊνο ήμουνα τελείως άγνωστος κι έτσι τό πιό δύσκολο ήταν νά κάνεις τόν Πρεβέρ νά πει τό ναί γιά τό σενάριο. Τόν είχα προειδο ποιήσει δτι δέν ήταν μιά ιστορία ιδιαίτερα ση μαντική. Κάθισε καί τή διάβασε μπροστά μου, μ’ έκείνη τήν ξέφρενη ταχύτητα πού συνήθιζε νά διαβάζει κάτι, καί σάν τελείωσε μού είπε: «Δέν είναι καί καμιά βλακεία, πάντως θά τά καταφέ ρουμε». ’Αρχίσαμε τή δουλειά, καί τότε κατάλα
βα τί ήθελε νά πει μ’ έκεϊνο τό «θά τά καταφέ ρουμε». Τό πρόβλημα ήταν νά βρούμε πρόσωπα δευτερεύοντα, πού θά ’χαν καί έξαιρετικά μεγάλο εν διαφέρον, δπως κάποιον πού νά ’κάνε έμπόριο δπλων, τόν διαβολικό καμπούρη κλπ., πού δέν ήταν, σέ άντίθεση μέ τά κύρια πρόσωπα, ιδιαίτε ρα συμβατικά. Έ τσι έφτιαξε τό φίλμ «Τζένυ». Μιά ταινία πού δίχασε έντελώς τήν κριτική, γιά τό κράμα συμβατικότητας καί πρωτοτυπίας πού περιείχε. Ή ταν καί ή παράξενη άτμόσφαιρα τής ταινίας, σέ μιά έποχή πού έβλεπε κανείς κυρίως χαρούμενες κωμωδιούλες πού γυρίζονταν στήν Κυανή ’Ακτή. Στήν ταινία μας έκείνη υπήρχε καί λίγη ομίχλη, ήταν καί μιά έρωτική σκηνή πά νω σέ μιά στενή γέφυρα, δρασκελίζοντας τό κα νάλι τής Οϋρκ, πράγματα πού τότε φάνταζαν λί γο πολύ περίεργα. "Οταν ό Πρεβέρ είδε τήν ταινία, άπόρησε πού δέν τήν βρήκε τελικά κακή· αύτό πραγματικά δέν τό περίμενε. Κι έτσι άρχισαν τά δώδεκα πιό όμορφα χρόνια τής σταδιοδρομίας μου. Μπορώ νά πώ δτι σ’ αύτά τά χρόνια δέν τσακωθήκαμε ούτε μία φορά. Πώς δουλεύατε μέ τόν Πρεβέρ; ΣΥΖΗΤΟΥΣΑΜΕ γιά κάποιες σκηνές. ’Αλλά τόν πιό πολύ καιρό τόν περνάγαμε κατορθώνον
αφιερω μα/35 τας νά γράφουμε κι οί δυό χωρίς νά υποχωρεί ό άλλος. Ή άρχή μας ήταν νά λέμε δ,τι βλακεία μάς κατέβαινε. ’Α πό μιά βλακεία μπορεί νά ξεπηδήσει κάτι τό ενδιαφέρον. Τά πηγαίναμε θαυ μάσια. Πρέπει νά πω δτι είχαμε την ίδια λαϊκή καταγωγή. Τίς ίδιες πολιτικές πεποιθήσεις. ’Αγαπούσαμε κι αντιπαθούσαμε τούς ίδιους ηθοποιούς, τούς ίδιους τεχνικούς. Δ έ βλέπω τί θά ’ταν αύτό πού θά μάς έκανε νά μαλώσουμε. ’Οφείλω νά πώ, καί δέν τό καυχιέμαι, δτι εγώ ήμουν αυτός πού πρότεινε πάντα τά θέματα. Ποιά ήταν ή ιστορία τής κάθε ταινίας; ΜΕΤΑ τήν «Τζένυ», πού πήγε πολύ καλά καί πού δέν κατακρίθηκε παρά μόνο άπ’ τήν κριτική τής άκρας δεξιάς καί τής άκρας άριστεράς γιά λόγους, ήθικής, ήρθε νά μέ δεϊ ένας παραγωγός βαστώντας ένα άγγλικό βιβλίο, πού στό τέλος έγινε τό «’Αστείο δράμα». "Οταν παίχτηκε ή ται νία, δλος ό τύπος μάς πήγε κόντρα. Τό ενοχλητι κό ήτανε δτι μετά ά π’ αύτό είχαμε καταστραφεί, τόσο πού δέν βρίσκαμε χρήματα γιά νά κάνουμε μιά ταινία. Τότε, σάν άπό θαύμα ή γυναίκα τού Γκαμπέν βλέπει τήν ταινία καί τή βρίσκει πολύ καλή. Έ τσι πρότεινα στόν Γκαμπέν τήν «’Α π ο βάθρα τής ομίχλης». 'Ο Ζάκ Πρεβέρ, πού θαύ μαζε τόν Μάρκ Ό ρ λ ά ν, δέν έφερε καμιά άντίρρηση. Κι έκεΐνος ήταν πού είχε τήν ιδέα νά γυρίσει τήν ταινία σ’ ένα λιμάνι, ένώ στό παλιό βιβλίο τού Μάρκ Ό ρ λ ά ν διαδραματιζόταν στή Μονμάρτη. Τό σενάριο τό δουλέψαμε μέ τόν Ζάκ στό ξενοδοχείο πού έμενε καί δταν τελειώσαμε είδαμε δτι θά ’ταν δύσκολο νά τό περάσει ή λο γοκρισία. Πράγματι ό άντιπρόσωπος τού ύπουργού γιά τά θέματα τής προληπτικής λογο κρισίας μάς είπε: «’Εγώ είμαι σύμφωνος, φτάνει νά μήν άκουστεϊ ή λέξη λιποτάκτης, νά μην είναι κανένας λέτσος ό ήρωας κάί δταν βγάζει τά ρού χα του νά τά διπλώνει προσεχτικά καί νά τά βά ζει σέ μιά καρέκλα». Τό φίλμ είχε μεγάλη έπιτυχία. Στή συνέχεια ό Ζάκ έφυγε γιά τή Ρωσία καί μετά πήγε στην ’Αμερική. 'Υπογράψαμε ένα συμβόλαιο γιά νά κάνουμε μιά δεύτερη ταινία μέ τόν Πρεβέρ καί τόν Γκαμπέν, άλλά έπρεπε νά άποφασίσουμε μετά γιά τό σενάριο. Ό Ζάκ μοΰ είπε μιά ιστορία πού μού άρεσε άρκετά. Σ’ ένα μουσείο ύπήρχε ένα δωμάτιο πού τό έλεγαν «τό κόκκινο δωμάτιό», δπου καταφεύγει ένας δολο φόνος καί πεθαίνει. Στή συνέχεια ό Ζάκ άρχισε νά τό τραβάει πρός τή μεριά τών χορών μέ τίς γκάιντες καί νά τό κάνει γκανγκστερικό. Τόν άκολούθησα λιγάκι συγκρατημένος, μέ άνάγκαζε λίγο. "Ηξερα δτι στό σπίτι του, δπως άλλωστε καί στό δικό μου, τά πράγματα δέν πηγαίνανε καλά. "Ωσπου μιά μέρα ήρθε ό γείτονάς μου καί μοΰ είπε: «Ξέρετε, διασκεδάζω γράφοντας σενά
ρια καί σκέφτηκα ένα γιά σάς, πού θά μπορούσε ενδεχομένως νά γίνει ταινία μέ τόν Γκαμπέν». Τό στόρυ πού μοΰ διάβασε μοΰ προκάλεσε ζωηρό ένδιαφέρον μιά καί θά ’ταν ή πρώτη φορά πού θά χρησιμοποιούσε κανείς τό φλάς-μπάκ. Στό τέλος έπεισα τόν Ζάκ, πού παραδέχτηκε δτι τό θέμα ήταν πρωτότυπο κι έτσι κάναμε τό «Ξημε ρώνει»., ξεκινώντας άπ’ αύτή τήν ιδέα. ’Ηρθε ό πόλεμος. Είχα κάνει μιά πρώτη «βερσιόν» τής «Ίουλιέτας ή τό κλειδί τών ονείρων» μέ τόν Κοκτώ. Ό παραγωγός ήταν λιγάκι φοβι σμένος καί μού λ$ει: «Δ έν μπορείτε νά βρείτε τόν Πρεβέρ, γιατί άν καί τό βρίσκω θαυμάσιο, φο βάμαι». Πήγα καί βρήκα τόν Πρεβέρ στήν ’Α ν τί μπ, γιατί δέν ήθελε νά ζήσει στό κατεχόμενο Παρίσι. Τού πρότεινα μιά ταινία μέ ιστορικό περιεχόμενρ, μιά καί κείνη τήν εποχή δέν μπο ρούσε νά περάσει άπ’ τό μυαλό κανενός τό θέμα τού ελεύθερου έρωτα. Μέ ρώτησε σέ ποιά εποχή επιθυμούσα νά τή βάλω τήν ιστορία. Τού είπα: «Θέλω πραγματικά νά σέ καταπλήξω, σκέφτηκα νά τήν τοποθετήσω στόν Μεσαίωνα, άλλά σ’ ένα σπινθηροβόλο Μεσαίωνα». Κι έτσι γεννήθηκαν οί «’Επισκέπτες τής νύχτας» μέ τούς Arletty καί Cuny. Ό Πρεβέρ έπαιρνε μέρος στή διανομή; ΣΤΗΝ άρχή μού έλεγε: «Μέ ποιόν θά ’θελες νά γυρίσεις;» Καί μετά, άφοΰ μέναμε σύμφωνοι, πήγαινα κι έβρισκα τόν ήθοποιό. Φεύγαμε έχον τας κατά νού τούς ήθοποιούς. Γράφαμε στραμ μένοι πρός τά κύρια πρόσωπα. Μετά άπ’ τούς «’Επισκέπτες τής νύχτας» ψά ξαμε κάτι μέ τόν Μπρασέρ, πού μάς άρεσε πολύ. Μιά μέρα συναντάμε τόν Μπαρώ στήν Croisette. Μάς άφηγήθηκε μιά ιστορία πού μάς ενθουσία σε, κι έτσι κάναμε «Τά παιδιά τού Παραδείσου». Στήν άρχή ό Πρεβέρ δούλευε πάνω σέ διάφορα πρόσωπα καί μετά σκάρωνε ένα σχεδιάγραμμα. Χρησιμοποιούσε μυστηριώδη σύμβολα γιά νά δείξει τίς σχέσεις άνάμεσα στά πρόσωπα. "Ελεγε: «"Εχουμε τήν Γκαράνς, ωραία. Τήν Γκαράνς τήν άγαπά ό 'Υτέλ, αύτή άγαπά τόν 'Υντέλ, αύτό τί θά μπορούσε νά μάς δώσει;» Ό Ζάκ έλεγε κάτι πού πάντα πίστευα: « Έ να σενάριο άποτελείται άπό δύο ιστορίες πού μπλέκονται μεταξύ τους πιό πολύ ά π’ δ,τι σ’ ένα διήγημα ή σ’ ένα θεατρι κό έργο. Στήν ταινία θά πρέπει νά είναι ή μιά ιστορία πάνω άπ’ τήν άλλη». ΓΓ αύτό κι έκανε έκεϊνα τά παράξενα χρωματιστά σχέδια, σάν τόν Μιρό, μπροστά άπ’ τά γράμματα μέ τά χρωματι στά μολύβια πού χρησιμοποιούσε. "Οταν άνέφερε δυό ιστορίες, τότε σκεφτόμουνα δτι έπρόκειτό γιά τέσσερα σημαντικά πρόσωπα, ένα ζευγάρι καί δυό άλλα πρόσωπα. Στήν «’Αποβάθρα τής ομίχλης» ύπάρχει ή σχέση Μπρασέρ-Μοργκάν καί Γκαμπέν-Μοργκάν, κι άκόμα ό ρόλος τού
36/αφιερω μα
’Έργα τοΰ Ζάκ Πρεβέρ στά έλληνικά Κουβέντες. Μετάφραση Μιχάλη Μεϊμάρη. ’Α θήνα, Πλειάς, 1979. Σελ. 200. Ε π ιλογή άπό τό έργο του. Μετάφραση Δημήτρη Καλοκύρη. Θεσσαλονίκη, Μικρή Έ γνατία, 1980. Σελ. 64. Θέαμα καί ιστορίες. Ποιήματα. Εΐσαγωγήμετάφραση Γιάνη Βαρβέρη. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 88. Ποιήματα. Μετάφραση Βαγγέλη Χατζηδημητρίου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 168.
Μισέλ Σιμόν. Είναι άκόμα πιό φανερό ατό «Ξη μερώνει». Αυτοί οί σταυρωτοί χοροί άνάμεσα στά πρόσωπα προκαλοΰνται άπό τά έξωτερικά γεγονότα. Αυτή είναι ή διπλή ιστορία πού έλεγε ό Πρεβέρ. Μάς μέμφονται γιά τή μελαγχολία πού υπάρχει στίς ταινίες μας, άλλά πάλι, όπως στή λογοτεχνία καί στό θέατρο, έτσι καί στό σινεμά, όταν έχουμε μιά έρωτική ιστορία, τότε θά πρέπει νά έχουμε καί γεγονότα πού θά εναντιώ νονται στήν ιστορία αυτή, πράγμα πού τήν κά νει.. αναγκαστικά λυπητερή. 'Ύστερα γυρίσαμε τίς «Πόρτες τής νύχτας» μέ τόν Μοντάν. Τό φίλμ δέν γνώρισε επιτυχία καί ή κριτική δυσφήμισε τόν Πρεβέρ. Τό κείμενό του τό τροποποιούσατε έσεϊς; ΠΟΤΕ, ποτέ. ’Α ν δέν μοΰ άρεσε μιά φράση, τότε τό έλεγα στόν Ζάκ. ’Εάν δέν κατάφερνε νά μέ πείσει, τότε μοΰ ’λεγε: «Δέν συμφωνώ, άλλά εί ναι καλή ή ταινία σου, θά κάνω αυτό πού θές». ’Εννιά φορές στίς δέκα συμφωνούσα μαζί του, γιατί είχαμε τήν ίδια λογική. Συμπλήρωνε ό ένας τόν άλλο θαυμάσια. Διέθετε πολλά πράγματα πού δέν είχα έγώ, μιά αίσθηση άκρίβειας τών λέ ξεων- έτσι δούλευε στήν πραγματικότητα ή άμοιβαιότητά μας. νΙσως έγώ νά ’χα μιά ισορροπία πού έκεϊνος δέν είχε, μιά κάποια έμφυτη αίσθη ση ισορροπίας τών σκηνών καί τής κατασκευής γενικότερα τοΰ φίλμ, στό θέμα τής έκτασής τους. Δυσφημίστηκε, λοιπόν, τόσο πολύ μέ τούς «’Επισκέπτες τής νύχτας», πού δέν ήθελε πιά νά ξαναγυρίσει ταινίες. Μοΰ έλεγε: «Βαρέθηκα νά μέ βρίζει ένας μαλάκας σέ δέκα γραμμές γιά μιά δουλειά πού μοΰ πήρε δέκα μήνες προσπάθειες». Τότε παρουσιάστηκε ένας παραγωγός πού ήθελε νά κάνει μιά ταινία μέ τήν Arletty. Ό Ζάκ άρχι σε τίς άρνήσεις. Μοΰ ’ρθε κάτι στό νοΰ. Παλιά
είχαμε δουλέψει πάνω σ’ ένα θέμα πού τό άπέρριψε ή λογοκρισία. Ή τα ν μιά ιστορία παιδιών σ’ ένα κάτεργο, «Τό νησί τών χαμένων παιδιών». Γιά λόγους ανθρωπιστικούς καί πολιτικούς δέ χτηκε νά ξαναπιάσει αυτό τό θέμα πού τοΰ άρε σε πολύ. ’’Αρχισε τό γύρισμα κι ύστερα άπό πολ λές δυσκολίες ή ταινία σταμάτησε καί δέν μπορέ σαμε ποτέ μας νά τήν ξαναπιάσουμε. Αυτή ή ταινία θά ’πρεπε νά ονομαστεί «Τό άνθος τής ήλικίας». Μετά γυρίσαμε τή «Μαρία τοΰ λιμανιού» τοΰ Σιμενόν. Αυτό πήγε πολύ καλά, κι έδώ σταμάτη σε ή συνεργασία μου μέ τόν Ζάκ. Καί γιά τόν Πρεβέρ καί γιά μένα, ή ιστορία μιας ταινίας περνάει κάπως σέ δεύτερο πλάνο. Είναι εξάλλου άρκετά δύσκολο νά συνοψίσει κα νείς σέ μερικές γραμμές τίς ταινίες πού έκανα μέ τόν Πρεβέρ. Μπορεί σαφώς νά πεϊ: «Είναι ένας άνθρωπος κλεισμένος στό δωμάτιό του, πού στρέφει τό νοΰ του στό παρελθόν». «Είναι ένας λιποτάκτης πού καταφεύγει σέ μιά καλύβα όπου θά συναντήσει κάποια περίεργα άτομα». ’Αλλά άν θελήσει κανείς νά έμβαθύνει λίγο μέσα στή λεπτομέρεια, πρέπει νά διηγηθεΐ τήν ιστορία σέ είκοσι λεπτά. ’Ακόμα καί στή «Μαρία τοΰ λιμα νιού» υπάρχουν άρκετά πράγματα πού έρχονται νά προστεθούν στήν ιστορία τής Μαρίας καί τού Γκαμπέν. Υ π ά ρχει τό μικρό πού άγαπάει ή Μα ρία, είναι ό πατέρας πάντα τύφλα μεθυσμένος, είναι ένας σωρός άπό τέτοια στοιχεία, πού κά νουν τήν όλη ιστορία δύσκολα άφηγήσιμη. Δέν υπήρξε παρά μόνο μιά σύγκρουση άνάμεσά μας. Ή ταν ή όνομαστή σύγκρουση στή σκηνή τών νησιών τοΰ Πάσχα στίς «Πόρτες τής νύ χτας». Ή ρθε μ’ ένα βιβλιαράκι πού έγραφε γιά τά νησιά τοΰ Πάσχα. Τοΰ λέω: «’Εσύ μιλάς γιά 10 μέ 15 λεπτά ότι παίρνει ή άνάγνωση τοΰ κει μένου καί μοΰ λές νά “κόψω” έγώ στά 15 λε πτά;» Μοΰ λέει τότε: «Κόψε ό,τι θές». Τό ’κανα, καί μοΰ απάντησε: « Ά , όχι κι έτσι, κόβεις τό καλύτερο». Ά π ’ αυτόν τί κερδίσατε; ΙΣΩΣ τή γνωριμία μου μέ τούς υπερρεαλιστές. Είναι αναμφισβήτητο ότι ό ρόλος του στό «Γε λοίο δράμα» είναι πιό σημαντικός άπ’ τόν δικό μου. ’Εκείνος μ’ έκανε νά γνωρίσω τό μαύρο χιούμορ, αυτός μοΰ ’δείξε τή σημασία πού έπρε πε νά δώσω στά δευτερεύοντα πρόσωπα. Τά κεί μενά του φαίνονται άπλά άλλά όταν πρέπει νά πεις, βάζοντας ένα κόσμημα στά μαλλιά τής Ar letty: «Μιά τρυφερή φεγγαριού άχτίδα στά βρα δινά σου τά μαλλιά», τότε τό πράγμα δέν είναι καί τόσο εύκολο. ^ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Γιώργος Βέης
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή
] μιά
«προκλητική» ερμηνεία τού μαρξιστικού έργου Α Ν Ρ Ι Λ Ε Φ Ε Β Ρ : Κ ο ι ν ω ν ιο λ ο γ ί α τ ο ν Μ ά ρ ξ. Μ ετ. Τ ά σ ο υ Ά ν α σ τ α σ ι ά δ η . ’Ε π ιμ έ λ ε ια Δ . Γ . Τ σ α ο ύ σ η . ’Α θ ή ν α , G u te n b erg , 1982. Σ ε λ . 198.
Τό βιβλίο Κ ο ι ν ω ν ι ο λ ο γ ί α τ ο ϋ Μ ά ρ ξ τοϋ διάσημου γάλλου στοχα στή Henri Lefebvre δημοσιεύτηκε γιά πρώτη φορά άπό τίς έκδόσεις PUF τό 1966 ύπό τόν τίτλο S o d o l o g i e d e M a r x στη σειρά «Le Sociologue». "Οπως ό ίδιος ό συγγραφέας υποστηρίζει, στό βιβλίο του αυτό χρησιμοποιεί ένα νέο τρόπο προσέγγισης, κάνει μιά νέα ανάγνωση τοϋ έργου τοϋ Μάρξ, πού έγινε άπαραίτητη «ύστερα άπό την άντιφατική άνάπτυξη τής μαρξιστικής σκέψης καί τού σύγχρονου κόσμου». Ό Lefebvre άναπτύσσει τίς άπόψεις του σέ πέντε κεφάλαια: 1) Μ α ρ ξ ι σ τ ικ ή σ κ έ ψ η κ α ί κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ία , 2 ) Ή π ρ ά ξ η , 3 ) Κ ο ινω ν ιο λ ο γ ία τ ή ς γ ν ώ σ η ς κ α ί ι δ ε ο λ ο γ ία , 4) Κ ο ι ν ω ν ιο λ ο γ ί α τ ώ ν κ ο ιν ω ν ικ ώ ν τ ά ξ ε ω ν , 5 ) Π ο λ ι τ ι κ ή κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ία : ή θ ε ω ρ ία τ ο ϋ κ ρ ά τ ο υ ς . Ό συγ
γραφέας συμπληρώνει τό βιβλίο του μέ ορισμένα συμπεράσματα. Ό μεταφραστής προσθέτει ένα μικρό γλωσσάρι μέ τίς έλληνικές λέξεις
πού χρησιμοποίησε γιά νά άποδώσει όρους πού άπαντούν στό πρω τότυπο. Μιά πρώτη άνάγνωση τού βι βλίου τοϋ Lefebvre μπορεί νά οδη γήσει τόν άναγνώστη στό έσφαλμένο συμπέρασμα ότι ό συγγραφέας περιπίπτει σέ μιά οφθαλμοφανή άντίφαση, γιατί ενώ υπερτονίζει τή σημασία τοϋ όρου κοινωνιολογία, χρησιμοποιώντας τον τόσο στό γε νικό τίτλο όσο καί στούς τίτλους
τών έπιμέρους κεφαλαίων, δηλώνει συγχρόνως ότι δέν θεωρεί τόν Μ άρξ κοινωνιολόγο (σ. 27). Ό ίδιος ό συγγραφέας, φοβούμενος ότι ή θέση του αύτή μπορεί νά χα ρακτηριστεί άντιφατική, έφιστά τήν προσοχή τού άναγνώστη στή σημασία πού άποδίδει στόν όρο κοινωνιολογία στό έργο του αύτό. Χωρίς νά άπορρίπτει προηγού μενες προσπάθειες γιά εφαρμογή μιας μαρξιστικής κοινωνιολογίας ό Lefebvre θεωρεί πιό σημαντικό νά άποδείξει ότι υπάρχει μιά κοινωνιολογία στόν μαρξισμό. Ή ιδιαι τερότητα τής θέσης τοϋ Lefebvre δέν βρίσκεται στήν εφαρμογή τής μαρξιστικής μεθοδολογίας στή με λέτη έπιμέρους κοινωνικών φαινο μένων -έν α στοιχείο πού χαρακτη ρίζει άλλες μαρξιστικές σχολές σκέψης- άλλά στήν τοποθέτηση τού
38/οδηγος
κοινωνικού παράγοντα, δηλαδή τών κοινωνικών σχέσεων, στό κέν τρο τής θεωρίας τού Μάρξ. Οί κοι νωνικές σχέσεις, μετασχηματισμέ νες άπό την έπαναστατική δράση, είναι τό ένοποιητικό στοιχείο τών έπιμέρους πλευρών τής πραγματι κότητας, δηλαδή τού άτομικοϋ, τού πολιτικού, τού οικονομικού. Σέ σχέση πρός αύτά τά στοιχεία τό κοινωνικό είναι τό μόνο πού «μπο ρεί νά διεκδικήσει μιά ιστορικά θε μελιωμένη προτεραιότητα». Ή άνάγνωση τού μαρξιστικού έργου άπό τόν Lefebvre περνάει μέσα άπό τήν εμπειρία τών σύγχρο νων σχολών τής γλωσσολογίας, τής σημειολογίας, τής άνθρωπολογίας κτλ. πού μελετούν τίς έννοιες τής όλότητας, τού συστήματος, τής μορφής. Μήν ξεχνάμε δτι οί κοινω νικές καί άνθρωπιστικές έπιστήμες έστρεψαν τό ενδιαφέρον τους άπό τό άτομικό καί τό έπιμέρους, πού τίς χαρακτήριζε τόν 19ο αιώνα, στό γενικό, στό ολικό, στό σύστημα. Ά π ό τή σκοπιά αυτή ή μαρξιστική σκέψη θά μπορούσε νά θεωρηθεί δτι δέν είναι κατάλληλη γιά τή λύ ση τών προβλημάτων τής έποχής μας. Οί άπόψεις τού Lefebvre είναι άπάντηση στό πρόβλημα τής έπικαιρότητας τής μαρξιστικής σκέ ψης, τό όποιο όμως δέν θέτει φανε ρά σάν σημείο άναίρεσης ή συζήτη σης. Αύτό πού πράγματι έπιδιώκει είναι νά προσαρμόσει τόν μαρξι σμό στήν πραγματικότητα καί όχι τήν πραγματικότητα στόν μαρξι σμό. "Ετσι, δπως υποστηρίζει, ή μαρξιστική σκέψη, διατηρώντας τήν ενότητα τού πραγματικού τής γνώσης, τής φύσης καί τού άνθρώπου, τών έπιστημών τής ύλης καί τών κοινωνικών έπιστημών, «άνιχνεύει μιά όλότητα στό γίγνεσθαι καί στό ύφιστάμενο» (σ. 27). Ή μαρξιστική σκέψη μπορεί νά μελετήσει μιά μορφή, πού γιά τόν Μάρξ είναι μιά δομή, ένώ μετα βάλλεται, καί συγχρόνως υφιστά μενες συγκεκριμένες δομές. Μέ άλ λα λόγια, γιά τόν Lefebvre, ή μαρ ξιστική σκέψη καλύπτει τό διαχρο νικό καί τό συγχρονικό, τόν ιστορι σμό, τήν κύρια θεωρητική προσέγ γιση τού περασμένου αίώνα, μέ τόν δομισμό, άπό τίς πιό σημαντικές θεωρίες τού 20οΰ αίώνα καί κυρίως τών χρόνων πού έγραφε ό γάλλος διανοητής τό έργο του. Καί έπειδή τό «υφιστάμενο», ή συγκεκριμένη μορφή, συνεχώς άλλάζει, ή μαρξι στική σκέψη, πού μπορεί νά τό πα
ρακολουθεί, παρατηρεί καί μελε τάει, είναι πάντα έπίκαιρη. Ά π ό τό γεγονός αύτό πηγάζει καί ή και νοτομία της, τό διαρκές ενδιαφέ ρον πού προκαλεί. Στό πλαίσιο αυτής τής άντίληψης γιά τή μαρξιστική σκέψη 6 Lefeb vre τονίζει τή σπουδαιότητα τής μορφής άντί τού περιεχομένου, πού ένδιέφερε παλαιότερους μαρξιστές. Ή πράξη, τήν όποια θεωρεί δτι εί ναι «διαλεκτική σχέση άνάμεσα στή φύση καί τόν άνθρωπο, τά πράγ ματα καί τή συνείδηση» (σ. 49), εί ναι περιεχόμενο, πού δμως δη μιουργεί μορφές. Καί δέν είναι πε ριεχόμενο παρά μόνο μέσα άπό τή μορφή πού γεννιέται άπό τίς άντιφάσεις του. Πιθανόν έκεϊ πού ή άνάγνωση τού έργου τού Μάρξ άπομακρύνεται πιό πολύ καί διαφοροποιείται άπό άλλες άναγνώσεις είναι στό σχήμα τών έπιπέδων τής πράξης πού άποτελείται άπό τή β ά σ η (πα ραγωγικές δυνάμεις: τεχνικές, όργάνωση τής έργασίας), τίς δ ο μ έ ς (παραγωγικές σχέσεις καί σχέσεις ιδιοκτησίας), τίς ύ π ε ρ ό ο μ έ ς (θε σμοί, ιδεολογία). Ε πειδή σχήματα αύτού τού τύπου παραβλέπουν τίς μεσολαβήσεις, τίς παρεμβάσεις, τίς άλληλοδράσεις καί κυρίως τίς μορ φές, γίνονται δογματικά καί κα ταντούν σφαλερά. Ά ν τ ί αύτού τού σχήματος ό Lefebvre προτείνει ένα άλλο, άντιδογματικό, πού άνταποκρίνεται στις άπαιτήσεις τής σύγ χρονης κοινωνίας καί συγχρόνως παραμένει πιστό στό πνεύμα τού Μάρξ. Τό σχήμα αύτό άποτελείται άπό δύο πολικά επίπεδα, τό έπαναληπτικό καί τό άνανεωτικό, καί ένα ένδιάμεσο, τό μιμητικό. « Ή έπαναληπτική πράξη έπαναλαμβάνει τίς ίδιες κινήσεις, τίς ίδιες ένέργειες σέ καθορισμένους κύ κλους. Ή μιμητική “πράξη” άκολουθεί πρότυπα· τής τυχαίνει νά δημιουργήσει καθώς μιμείται, έπομένως χωρίς νά ξέρει πώς ούτε για τί. Τίς περισσότερες φορές μιμείται ' χωρίς νά δημιουργεί. "Οσο γιά τήν εύρηματική καί δημιουργική “πρά ξη” , αύτή φτάνει τό πιό ύψηλό της σημείο στήν έπαναστατική δραστη ριότητα. Ή δραστηριότητα αύτή μπορεί νά άσκηθεί τόσο στή γνώση καί στόν πνευματικό πολιτισμό δσο καί στήν πολιτική δράση» (σ. 56). Τόν άντιδογματικό τρόπο προ σέγγισης στό πρόβλημα τής πράξης άκολουθεϊ καί στή μελέτη του γιά τήν ιδεολογία, στήν όποια άπορρί-
πτει τίς θέσεις δτι γιά τόν Μάρξ κάθε ιδεολογία είναι ένας μύθος, μιά αύταπάτη, ένα σκέτο ψέμα. Ή άποψη δτι ή κοινωνία δέν έξελίχθηκε σύμφωνα μέ τίς προβλέ ψεις τού Μάρξ, άποτελεϊ μιά άπό τίς βασικές κατηγορίες πού διατυ πώνονται άπό τούς άστούς κοινω νιολόγους κατά τής μαρξιστικής θεωρίας. Ή παρατήρηση τού Le febvre γιά τή θεωρία τού Μάρξ πε ρί αύτοκαταστροφής τού καπιταλι σμού είναι πολύ σημαντική γιατί άνατρέπει αύτές τίς κατηγορίες. Ό π ω ς ό συγγραφέας ύποστηρίζει, ή θεωρία αύτή γιά τήν έποχή της ήταν όρθή. Ό Μάρξ δέν έπεσε έξω στίς προβλέψεις του, γιατί άναφερόταν στή μορφή ή στό είδος τού άνταγωνιστικού καπιταλισμού, πού πράγματι έξέλιπε κάτω άπό τήν πίεση δύο δυνάμεων, τής έργατικής τάξης καί τών μονοπωλίων. Τόν άνταγωνιστικό καπιταλισμό διαδέχθηκε ό μονοπωλιακός, γιά τόν όποιο άλλες προγνώσεις μπο ρούν νά γίνουν. Είναι κοινοτοπία νά σημειωθεί δτι στήν άνάγνωση τών έργων ένός μεγάλου δασκάλου τής άνθρωπότητας έντοπίζονται πολλές φορές στοιχεία πού ένώ θεωρείται δτι εκ φράζουν έννοιολογικά τόν συγγρα φέα είναι στήν πραγματικότητα προβολές άπόψεων ή θέσεων τού μελετητή γιά ορισμένες ιδέες. "Ετσι μπορούν νά εξηγηθούν καί οί δια φορετικές ερμηνείες πού σημειώ νονται άνάμεσα στούς μελετητές τών έργων ένός μεγάλου. Μιά ερ μηνεία άνατρεπτική καθιερωμένων θέσεων συνήθως έγείρει άμφισβητήσεις καί άντιρρήσεις ή προκαλεί έντονες άντιδράσεις. Τό έργο τού Lefebvre άνήκει σ’ αύτή τήν κατη γορία. Είναι γνωστό δτι πολλοί έναντιώθηκαν καί τό άμφισβήτησαν. Α νεξάρτητα άν ύπάρχουν άντιθέσεις ή διαφωνίες γιά τήν όρθότητα τών άπόψεων τού Lefebvre, έκεϊ πού ύπάρχει συμφωνία είναι στό γεγονός δτι είναι ένας πιστός όπαδός τού μαρξιστικού δόγματος πού έπιδίωξε μιά «προκλητική» έρμηνεία τού μαρξιστικού έργου. Καί δύο λόγια γιά τό μεταφρα στή: Νομίζουμε δτι άπέδωσε πιστά τό πνεύμα τού Lefebvre χρησιμο ποιώντας, γενικά, μιά γλώσσα στρωτή, κατανοητή καί άπό τούς μή έξοικειωμένους μέ τό χώρο τών κοινωνικών έπιστημών. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΓΚΙΖΕΛΗΣ
οδηγος/39
π λαίσ ιο
τόπος καί εικόνα Τ ό π ο ς κ α ί ε ικ ό ν α . Χ α ρ α κ τ ι κ ά ξ έ ν ω ν π ε ρ ιη γ η τ ώ ν γ ι ά τ η ν 'Ε λ λ ά δ α . Τ ό μ ο ς Δ ': 1 9 ο ς α ιώ ν α ς . ’Α θ ή ν α , ’Ο λ κ ό ς , 1982. Σ ε λ . 293.
Κάθε καινούριος τόμος αυτής τής σειράς προσθέτει μιά άκόμα διάσταση στόν τίτλο «Τόπος καί εικόνα», πού πραγματικά δέν εί χαμε υποψιαστεί. Μέ τίς ταξιδιωτικές μαρτυρίες, ει καστικές καί λογοτεχνικές, στις άρχές τοϋ 19 α ΐ., καταπιάνεται ό δ' τόμος τοϋ μοναδικού γιά τά έλληνικά έκδοτικά δεδομένα έργου. Οί άπεικονίσεις καί τά γραπτά κείμε να έχουν γίνει είτε άπό προσωπικό ένδιαφέρον τών δημιουργών τους, είτε παραγγελμένα άπό κυβερνή σεις, άνώτατα πνευματικά ιδρύμα τα χωρών τής Εύρώπης, άλλά καί άπό πρέσβεις τής γηραιός ήπείρου στην ’Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οί τυπογραφικές κατακτήσεις τής εποχής γιά εύκολη καί πιστότε ρη άναπαραγωγή τών χαρακτικών, ή μόδα τοϋ λευκώματος γύρω άπό ένα θέμα ή μιά χώρα, βοήθησαν τά έργα τών περιηγητών νά βροϋν πρόθυμους έκδότες. Ό ρομαντι σμός μέ τόν άέρα φιλελευθερισμού όδηγοΰν εύρωπαίους περιηγητές στόν κατακτημένο άπό τούς Τούρ κους έλλαδικό χώρο. Μέ γραφίδα, χρωστήρα καί κάμποσα μέτρα άκριβό χαρτί σχεδίου, άλλά καί μέ έντονο ένδιαφέρον, άλλοι μόνο λό γω ρεύματος καί άλλοι λόγω άγάπης γιά τήν άρχαιογνωσία καί φιλελληνικών αισθημάτων, ταξιδεύ ουν γιά νά παρατηρήσουν καί νά εκτιμήσουν τά ελληνικά πράγματα -ήθος, φύση καί διατήρηση τών άρχαίων μνημείων.
Μέσα άπό τά κείμενα τών ταξι διωτών διαφαίνεται ή άνησυχία τών Τούρκων, ή κυριαρχία τών νη σιωτών μας στό Α ιγαίο, καί γενικά ένα κλίμα προετοιμασίας γιά τόν μελλοντικό ξεσηκωμό. Τά έργα πού κλείνει ό δ' τόμος είναι τών περιηγητών: Luigi Mayer, J. L. S. Bartholdy, William Haygarth καί J. C. Hobhouse καί έχουν γίνει στό χρονικό διάστημα άνάμεσα στό 1792 καί τό 1811. Κυκλοφό ρησαν δέ σέ βιβλία σέ πρώτες έκδόσεις άπό τό 1801 έως τό 1818. Χρησιμοποίηση δμως μέρους .αυ τών τών εργασιών, άλλοτε φιλολο γικών καί άλλοτε εικαστικών, δπως καί έπανεκδόσεις τών ίδιων έργων συναντάμε μέχρι καί τό 1855, μετά άπό τήν ’Επανάσταση, πού είχε φουντώσει τό ένδιαφέρον τών Εύρωπαίων νά πληροφορηθοΰν γιά τό νεοϊδρυμένο έλληνικό κράτος καί Τά σχέδια τοϋ L. Mayer πού δη μοσιεύονται στό πρώτο μέρος τοϋ βιβλίου είναι άπό τά τρία βιβλία του: «Views in Turkey, in Europe and Asia», «Views in the Ottoman Empire», «Views in the Ottoman Dominions». Τό βλέμμα τοϋ L. Mayer, δπως φαίνεται άπό τούς τίτλους τών βι βλίων, άπλώθηκε σέ τουρκοκρα-
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Υ Β Ε Λ Ο Υ Δ Η :
Γιάννης Ρίτσος-Προβλήματα μελέτης τον έργο υ τον. ’Α θ ή ν α , Κ έ δ ρ ο ς , 1983. Σ ε λ . 206.
ΔΟΥ Λ ΕΙΑ «υποδομής» γιά τή μελέτη τοϋ έργου τοϋ Ρίτσου άποτελεί τούτη ή έργασία τού Γιώργου Βελουδή. ’Εργασία καταγραφής (μέ λεπτομερή τεκμηρίωση) καί κριτικής άξιοποίησης τών ως τώρα σχετικών μελετών (μέ μεθοδική άνάλυση). Έ τσι, δπως θέλει καί ό ίδιος δ συγγραφέας, τό κείμενό του μπορεί νά λειτουργήσει σάν «έναυσμα, καί, άκόμη περισσότερο, σάν σημείο παραπομπής, γιά μελλοντικές έρευνες καί έργασίες πάνω στό έργο τοϋ ποιητή μέ τήν όγκώδη παραγωγή καί τήν παγκόσμια άναγνώριση». Π Ε ΤΡ Ο Υ Μ ΑΡΚΑΡΗ :
Ό Μ πρέχτ κα ί ό διαλεκτικός λόγος. ’Α θ ή ν α , ’Ι θ ά κ η , 1983. Σ ε λ . 92.
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ τού Πέτρου Μάρκαρη στό νεότερο έλληνικό θέατρο είναι γνωστή καί πολύπλευρη. Είτε σάν συγγραφέας, είτε σάν θεωρητικός, συνδυάζει τή δημιουργική σκέψη μέ τό πνευματικό ήθος, άθροισμα σπάνιο πιά στό χώρο. Καί τά δοκίμιά του τούτα γιά τόν Μπρέχτ κινούνται σ’ αύτό άκριβώς τό πλαίσιο, μέ τήν ουσιαστική δυναμική τους, άπό έντιμη καί βαθιά έπιχειρηματολογία, νά συμπληρώνεται άπό σοβαρή καί άξιοπρεπή άντιμετώπιση τών άντίθετων θέσεων. Έ τσι, τό βιβλίο είναι άπόκτημα γιά τό θέατρο, άκόμη καί γιά τούς διαφωνούντες σέ έπιμέρους σημεία... —►
40/οδηγος
Ή ’Αθήνα από τους πρόποόες τον Άγχέσμον (έγχρωμη χαλκογραφία, 'Εθνική Βιβλιοθήκη) τούμενους τόπους, κι όχι μόνο τού έλλαδικοΰ χώρου, μετά άπό πα ραγγελία τού άγγλου πρεσβευτή Sir Robert Ainslie, γιά νά καταγράψει τίς έμμεσα ελεγχόμενες κτήσεις τής ’Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άπό τή Μ. Βρετανία. Ά π ό τούς πιό σημαντικούς ζω γράφους πού περιλαμβάνονται στόν τόμο, ό L. Mayer, είναι κάτο χος τής τεχνικής τού σχεδίου, πράγμα πού φαίνεται στην επιμε λημένη προοπτική του καί στήν έμ μονή του στά άρχιτεκτονικά στοι χεία πού προβάλλει στίς εικόνες του. ’Επίσης με σοφή άρχιτεκτονική διάταξη στήνει τή σύνθεσή του. ’Α ξίζει νά παρατηρήσει κανείς τήν κίνηση πού χαρακτηρίζει τίς μορ φές πού συμπληρώνουν τή σύνθεσή του, πού τίς περισσότερες φορές τονίζουν τήν προοπτική τής σύνθε σης άλλά καί κάθε ξέχωρο στοιχείο πού τήν άποτελεϊ. ’Α πό τίς καλύτε ρες χαλκογραφίες των βιβλίων τού L. Mayer είναι, « Ό λόφος μέ τή λα ξευτή πρόσοψη στή Λίνδο τής Ρό δου»,' δπως καί οί χαλκογραφίες τών σελίδων 92, 94, ή ύπερκινητικότατη εικόνα «’Α ρχαία στήν “Εφεσο» τής σελίδας 96, όπου σμί γει ή κίνηση τών μορφών άπό τίς μετόπες τοϋ ναού μέ τήν κίνηση τών μορφών τών ταξιδιωτών, τέλος δέ οί χαλκογραφίες τών σελίδων 98 καί 100.
Ή μαρτυρία τού πρώσου ταξι διώτη J. L. S. Bartholdy άκολουθεϊ χρονολογικά άλλά καί στή σειρά παρουσίασης τοϋ τόμου τόν L. Mayer. Ό J. L. S. Bartholdy παρα μένει πιό πιστός στή σημερινή έκταση τής Ε λλά δα ς. Ά λλω στε τό μαρτυρεί καί ό τίτλος τοϋ βιβλίου του: «Voyage en Grece», εκδομένο στό Παρίσι τό 1807. Στό ήθος καί στό βαθμό τοϋ πολιτισμοϋ τοϋ σύγχρονου Έ λληνα στρέφεται ή όξύτατη παρατήρηση τοϋ J. L. S. Bartholdy. Πίσω άπό τό γεμάτο χρήσιμες πληροφορίες κείμενό του γιά τό χαρακτήρα, τίς έκδηλώσεις τού τότε "Ελληνα άλλά καί τόν τρόπο ζωής, κρύβεται μιά έντονη προκατάληψη, δτι ό Έ λλη νας δέν πρέπει νά ζητά τή λευτεριά του, γιατί δέν είναι ικανός νά τήν κρατήσει καί νά τήν άξιοποιήσει. Ενδεικτικά είναι καί τά σχέδια τοϋ Gropius σέ χάραξη τών Jiigel καί Kobike πού συνοδεύουν τό κεί μενό του. Δέν πρέπει δμως νά άγνοηθεί τό ένδυματολογικό ενδια φέρον πού παρουσιάζουν αυτές οί εικόνες. ’Έ ντονος ό λυρισμός τού William Haygarth πού έγραψε καί εικονο γράφησε τήν ποιητική σύνθεση «Greece a poem in three parts» πού έκδόθηκε τό 1814, άλλά καί βοήθησε μέ τό έργο του τό βιβλίο τού Robert Walpole «Memoirs rela
ting to European and Asiatic Tur key and other countries of the East» (έκδοση τό 1817) καί τό βιβλίο «Vues de la Grfece modeme» (έκδο ση τό 1824). Χωρίς νά διεκδικεϊ δάφνες μεγά λου ζω γράφου ό Haygarth, άλλά καί μέ άδυναμίες στό σχέδιό του, ιδιαίτερα τών μορφών, κατορθώνει νά μεταδίδει τό λυρισμό καί τήν άγάπη του στά θέματα πού σχεδιά ζει. Τά περισσότερα είναι τοπιο γραφίες, καί ό τρόπος πού έχουν σχεδιαστεί παραπέμπει σέ τοπιο γραφίες άγγλων ζωγράφων τών άρχών τού 19ου αί. Οί αρχαιότητες καί οί τοπιογραφίες είναι τά προσ φιλέστερα θέματα τού Haygarth. 'Όπου συναντιέται ή άνθρώπινη μορφή στά σχέδιά του, περισσότε ρο βοηθά τή γενική σύνθεση τού θέματος παρά τή χαρακτηρίζει. Τά περισσότερα σχέδια τού Haygarth έχουν χαράξει ό Ch. Turner καί ό A. Joly. Τό λυρικό ποίημα τού Haygarth συμπληρώνουν μεθοδικές σημειώσεις μιας άπόλυτης άρχαιομάθειας κι έχουν σήμερα άρχαιολογικό, ιστορικό καί τοπογραφικό ενδιαφέρον. Οί υδατογραφίες τού Haygarth πού παρουσιάζουν μεγα λύτερο εικαστικό ενδιαφέρον ά π ’ δ,τι τά σχέδιά του είναι αύτές τών σελίδων 208, 210, 214, 216, 218 καί 220. Τό τελευταίο μέρος τού τόμου εί
οδηγος/41
ναι οΐ χαλκογραφίες καί οί ξυλο γραφίες πού εικονογράφησαν την ταξιδιωτική μαρτυρία τοϋ John Cam Hobhouse πού έκδόθηκε σε δυό βιβλία. Τό πρώτο, «Α journey through Albania and other provin ces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople during the years 1809 and 1810», πού έκδόθηκε το 1813, καί τό δεύτερο, «Travels in Albania and other provinces of Tur key in 1809 and 1810». Ό Hobhouse, άγγλος εύγενής, παρασυρμένος άπό τό ρομαντισμό τού Byron, ξεκίνησε μαζί του τό ταξίδι στη Νότια Ευρώπη,. Μέ κά ποια έπιφύλαξη στην άρχή γιά τό ήθος τού σύγχρονου Έ λληνα (συγκρίνοντάς τον πάντα μέ τούς άρχαίους προγόνους του), δσο περιό δευε τη χώρα καί γνώριζε τούς άνθρώπους, τόσο περισσότερο μεγά λωνε ό φιλελληνισμός του· ώστε στήν έπιστροφή του νά γίνει δρα στήριο μέλος τοϋ φιλελληνικού κο μιτάτου. Οί έγχρωμες χαλκογρα φίες έχουν θέματα μέ έντονο ένδυματολογικό ένδιαφέρον καί οί λε πτομέρειες πού απεικονίζουν τά κοστούμια είναι τόσες πολλές καί τέτοιες ακρίβειας πού εύκολα κα νείς συμπεραίνει τόν τρόπο κοπής, ραφής καί διακόσμησης τών ένδυμάτων. Οί χαλκογραφίες τών σελί δων 276, 277, 280 καί 281, μέ θέμα τα τόν Μαραθώνα, τήν Ά&ήνα, τούς Δελφούς καί τήν κοιλάδα τοϋ Πλίστου, είναι άριστοτεχνικές καί ή έκτύπωση τίς άναδεικνύει. Οί ξυ λογραφίες δμως πού άκολουθοΰν είναι τά πιό εντυπωσιακά χαρακτι κά τού τόμου. Οί μεγεθύνσεις τών έργων πού συνοδεύουν τίς φυσικού μεγέθους χαλκογραφίες καί ξυλο γραφίες μάς κάνουν νά έκτιμήσουμε άνάλογα τή θαυμάσια φωτο σκίαση, τή λεπτομερειακή άπεικόνιση, πού ταυτίζονται αυτές καί πού διαφοροποιούνται. Κρίμα πού παραμένουν άγνωστοι οί δημιουρ γοί τών χαρακτικών τού βιβλίου τοϋ J. C. Hobhouse καί μόνο μέ ει κασίες προσεγγίζουμε τά όνόματά τους (Charles Robert Cockerell, Karl Freiherr Haller von Halierstein, Jacob Linckh). Στίς πρώτες σελίδες τού τόμου φιλοξενείται μιά είσαγωγή-μελέτη τού καθηγητή Κ. Θ. Δημαρά μέ τίτλο «Αίσιος αιώνας». Στό πυκνό καί πλούσιο σέ νοήματα κείμενο δ Κ. Θ. Δημαράς άναλύει τό φαινό μενο τού περιηγητισμοΰ, τή λογοτε χνία του καί τήν έξέλιξή του. Κεί
μενο πού λύνει κάθε άπορία γιά τούς ταξιδιώτες καί περιηγητές, γιά τά κίνητρά τους καί τ ’ άποτελέσματά τους. Είναι ένα θαυμάσιο κείμενο πού πραγματικά πλουτίζει τή σκέψη καί ή παραμικρότερη πα ράγραφός του. ’Επαίνους άξίζουν γιά τίς τεκμη ριωμένες δσο καί γλαφυρές έργασίες τους οί: .t - Κρίτων Κ. Χρυσοχοΐδη%, γιά τή ζωή καί τό έργο τού L. Mayer. - Πασχάλης Κιτρομηλίδης, γιά τή συγγραφική κατάθεση τού J. L. S. Bartholdy. - Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδη, γιά τό έργο καί τό τα ξίδι τού W. Haygarth, καί - Κούλα Κόντη, γιά τίς έργασίες καί τήν περιπλάνηση στήν 'Ελλάδα τού J. C. Hobhouse. Πριν κλείσουμε θά ’πρεπε νά άναφερθούμε στά περιεχόμενα τών τόμων πού έχουν κυκλοφορήσει μέ χρι τώρα καί είναι: Ό πρώτος 15 αί.-17 αί. Ό δεύτερος 18 αί. καί ό τρίτος 18 αί. Σ’ αύτά τά βιβλία περιλαμβάνον ται πάνω άπό 700 σχέδια καί χαρα κτικά, μέ θέματα, χάρτες, άπόψεις πόλεων, λιμάνια, ενδυμασίες καί σκηνές τής καθημερινής ζωής. Ε ν δεικτικά άναφέρουμε όρισμένους μόνο άπό τούς δημιουργούς, γιατί θά θέλαμε μεγαλύτερο χώρο γιά νά χωρέσουν όλοι. Ό πρώσος μονα χός Βασίλειος Μπράσκυ (μέ τήν άγνή ματιά καί τήν έντονη διάθεση γιά καταγραφή όποιουδήποτε στοι χείου έβλεπε), οί ζωγράφοι J. Stuart καί Ν. Revett, οί χαράκτες A. L. Castellan καί Piranesi καί άλ λοι. Ή άρτιότητα στήν έκτύπωση τών χαρακτικών φέρει τήν αισθητική έπιμέλεια τού ζωγράφου καί χαρά κτη Γ. Βαρλάμου. Ή εργασία πού έχουν άναλάβει οί έκδοτες αυτού τού έργου είναι πολύμοχθη καί πολυέξοδη άπό τή φύση της. Τό υλικό, σκορπισμένο σέ διάφορες βιβλιοθήκες καί μου σεία, είναι δύσκολο νά έπισημανθεϊ καί νά συλλεχθεϊ. Ό μ ω ς ή μέ χρι τώρα πορεία τού έργου τους (οί δυσκολίες πού άναφέραμε θά ήταν περισσότερο αυξημένες στούς πρώ τους τόμους) μάς πείθει δτι ή σειρά αύτή είναι προσφορά τόσο γιά τό άντικείμενό της δσο καί γιά τήν άρτιότητα τής έκδοσής της.
Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Υ Γ ΙΩ Τ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ :
Π έντε κα ί μ ιά άπ ’ τίς μέρες τής Μ ακρονήσον. ’Α θ ή ν α , 1983. Σ ε λ . 171.
ΤΗΝ προσωπική του κατάθεση γιά τό «Καθαρτήριο» τής Μακρονήσου προσφέρει μέ τούτο τό βιβλίο ό Γιώργος Γιωτόπουλος. «Φιλοξενούμενος» έκεϊ τό 1949, μαζί μέ άλλους έπονίτες, παρουσιάζει μέ άνατριχιαστικά άπλό καί άμεσο τρόπο τό ημερολόγιο παθών του. Καί είναι σημαντικό δτι τό κείμενο -χω ρίς νά διεκδικεΐ λογοτεχνικές δάφνες- κρατάει μιά ισορροπία λόγου καί μνήμης. Καί άκόμα πιό πολύ, χαρακτηρίζεται ά πό τήν όλοκληρωτική έλλειψη πάθους καί μονομέρειας. Έ χει δηλαδή μιά καθαρότητα πού τού προσδίδει κύρος άκόμη καί πρός τού «άπιστους». Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Γ Ο Υ Σ ΙΔ Η :
Μάρκος Βαφειάδης-Μ αρτνρίες. Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η , Έ π ί κ α ι ρ ό τ η τ α , 1983. Σ ε λ . 139.
Α ΠΟΛΥΤΑ έπίκαιρο τούτο τό βιβλίο, καθώς ή πρόσφατη έπιστροφή στήν Ε λλά δα τού στρατιωτικού ηγέτη τής ’Αριστερός στόν έμφύλιο σήμανε τήν άρχή γιά πολλές συζητήσεις γύρω άπό τό πρόσωπό του. Καί ορισμένες άπαντήσεις -τουλάχιστον γιά τό παρελθόν- δίνει ό Μάρκος στό πρώτο μέρος τής έκδοσης, σέ μιά σειρά συνεντεύξεων στόν έξαίρετο δημοσιογράφο Δημ. Γουσίδη. Τό δεύτερο μέρος τής έκδοσης καλύπτεται άπό διάφορα ντοκουμέντα σχετικά μέ τίς άπόψεις τού Βαφειάδη: άποφάσεις, πρακτικά όλομελειών τής ΚΕ τού ΚΚΕ
Θ Ω Μ Α Δ Ρ ΙΤ Σ ΙΟ Υ :
Γιατί μέ σκοτώνεις σύντροφε. ’Α θ ή ν α , Γ λ ά ρ ο ς , 1983. Σ ε λ . 188. ΜΙΑ έκ τών έσω καταγγελία άντιδημοκρατικών μεθόδω ν_^
Γ. ΓΑΛΑΝΤΗΣ
42/οδηγος
μορφές εφαρμοσμένης ποίησης ΔΗ Μ Η ΤΡΗ Δ Α Σ Κ Α Λ Ο Π Ο ΥΛ Ο Υ : Φ ω ν ές τ ή ς σ ιω π ή ς. ’Α θ ή ν α , Γ νώ σ η , 1982. Σ ε λ . 76.
Στις μέρες μας έγινε μιά αξιοπρόσεκτη μεταβολή: σιγά σιγά, σχε δόν ανεπαίσθητα, νομιμοποιήθηκε καί σχεδόν έξελίχθηκε σέ κυ ρίαρχη έκφραση ή «εφαρμοσμένη» ποίηση -στρατευμένη, πατριω τική, διδακτική-, μέ παράλληλη έξασθένιση τής ζωηρής σέ άλλους καιρούς έριδας γύρω από τήν αυτονομία καί τήν άνεξαρτησία τής τέχνης.
Αυτό δεν όφείλεται στό γεγονός μόνο ότι κάποια πολύ σημαντικά έργα - π .χ ., γιά νά μείνουμε στόν τόπο μας, τό «Ά ξιο ν Έ στί»- δι καίωσαν καί καθιέρωσαν (κυριολε κτικά) τίς- θεωρούμενες ώς άντιποιητικές αύτές μορφές ποίησης. Κάτι πρέπει νά ύπήρξε πρίν καί άπό τέτοια φανερώματα, έστω καί άν αύτά, μέ τό κύρος καί τήν έπενέργειά τους, ένθάρρυναν ένα με γαλύτερο άριθμό ποιητών νά άνταποκριθοϋν σέ κάποιο καθολικότερο αίτημα καί, άποβάλλοντας τίς κληρονομημένες φοβίες γιά τόν άπαράδεκτο διδακτισμό στην τέ χνη, ν ’ άρχίσουν νά γράφουν πα τριωτική κλπ. ποίηση. Αυτό πού προϋπήρξε, δέν μπορεί νά είναι τίποτ’ άλλο άπό τήν έξω άπό τήν ποίηση ύπάρχουσα «περιρρέουσα άτμόσφαιρα», πού μπαίνει ωστόσο καί μέσα στήν ποίηση. Διαβάζοντας τά ποιήματα τού κ. Δ. συγκεντρωμένα σ’ ένα μικρό, κομψό τόμο -πάντως, όχι δλα: άφησε άπ’ έξω τίς δύο του πρώτες συλλογές, «’Απόπλους» (1963) καί «Επιστροφές» (1973)- ξανασκέφτηκα, βέβαια, τή βαθύτερη σχέση πού τόν συνδέει μέ τό «δάσκαλό» του Σεφέρη. Ή σχέση αύτή, πού βλέπω δτι δέν πρέπει νά τού εμ πνέει φόβο -δέν έχει διόλου αφο μοιωθεί άπό εκείνον- υπάρχει καί σ’ ένα επίπεδο πού, άκριβώς, θέλω
σήμερα νά τό συζητήσω: τό πα τριωτικό. Τό 1981 κυκλοφόρησε ένα βιβλίο γιά τό Σεφέρη (Χρήστου ’Αντω νίου « Ό κόσμος τής γοργόνας»), πού θά έπρεπε νά προσεχτεί. Βασι κός καί κύριος στόχος του είναι νά άποδείξει δτι δ λ α τά ποιήματα τοΰ ποιητή τοΰ «Μυθιστορήματος», καί τά πιό βιωματικά, υποκειμενικά, ύπαρξιακά, είναι ή γίνονται, τελι κά, πατριωτικά, δτι δλα μαζί άποτελοΰν ένα σύστημα πατριωτικής ιδεολογίας, ώστε νά μπορούμε νά πούμε δτι δ Σεφέρης έγραψε εκατό τοϊς έκατό πατριωτική ποίηση. 'Υπάρχει, λοιπόν, καίαύτήήσχέση -κατεξοχήν αύτή- άνάμεσα στό μαθητή καί τό δάσκαλό του, τού όποιου δύο στίχοι άνοίγουν τό πρώτο (άπό τά άναδημοσιευόμενα τρία) βιβλία, τό «’Αλφαβητάρι» (1976)· οί στίχοι είναι πατριωτικοί: «Φυραίνει ό τόπος δλοένα/χωματένιο σταμνί». Τό «’Αλφαβητάρι» είναι άκόμα ένα συλλάβισμα μπροστά στό άνοιγμένο βιβλίο τής ποίησης. "Ομως γι’ αύτό μπορούμε πιό εύκο λα νά κερδίσουμε τήν όμαλή επαφή μέ μιά ποίηση πού άρχίζει νά πλά θεται. 'Υπερτερούν εικόνες άπό τό τοπίο τής πατρίδας, πού δέν τό έπισκέπτεται άκόμα πληθωρικά ό άνθρωπος· είναι σά νά στήνονται τά σκηνικά, προτού ν ’ άρχίσει νά
παίζεται τό δράμα. Κάποιες λήψεις είναι άπό τό τοπίο τής Κύπρου, γιά νά δείξουν πάλι δτι στόν ποιητή άρεσε ν ’ άκολουθεί τό itinerarium τοΰ δασκάλου του. ’Α πό τό δάσκαλο άποκλίνει στό βαθμό, θά έλεγα, τής ενέργειας: ό κ. Δ. είναι σαφέστερος στήν κατονομασία τών αιτίων τής ιστορικής κρίσης καί άντίστοιχα έπιθετικότερος πρός τόν «ύποκριτή άστό». Έ τσι, άν δέν κάνω λάθος, δταν ό ποιητής αύτός λέει κάτι γιά τούς «ταπεινούς συντρόφους», δέν πρέ πει νά ταυτίζεται μέ τήν άνθρωπολογία τού Σεφέρη: Ψ υ χ ή π ο ύ δ ο κ ιμ ά σ τ η κ ε ς σ τ ή ν ύ β ρ η / τ ώ ρ α κ α τ έ χ ε ις τή δ ύ ν α μ η I ν ’ αντι κρίζεις ά τ ά ρ α χ η έ ν α ν ν εκ ρ ό . / Μ ή λ η σ μ ο ν ά ς α υ τ ά π ο ύ δ ιδ ά χ τ η κ ε ς I ά π ό τ ο ύ ς τ α π ε ιν ο ύ ς σ υ ν τρ ό φ ο υ ς . / “Ε τ σ ι κ ι ά λ λ ιώ ς δ έ ν π ά ε ι χ α μ έ ν ο / δ , τ ι ά ν α λ ώ θ η κ ε , σ ά ν τ ό κ ε ρ ί, σ τό
Ό Σεφέρης, σέ άνάλογη περίπτω ση, ταπεινούς συντρόφους πού τόν δίδαξαν θά έννοοΰσε «άνθρώπους άπό τήν Ε λλάδα κάθε έποχής (...) λ.χ. δπως ή έλιά είναι δέντρο κάθε ελληνικής έποχής» («Μέρες» τ. 4, σ. 239). 'Ο κ. Δ. έχει στό νοΰ του άντίθετα, νομίζω, τούς άνθρώπους μιας συγκεκριμένης έποχής: τής Κατοχής, τής Αντίστασης καί τοΰ ’Εμφύλιου. Έ τσι ή πρώτη ποίηση, τού δασκάλου, είναι, άν μπορώ νά πώ, ποιητικότερη· ή δεύτερη, τού μαθητή, είναι ίστορικότερη (προτι μώ γενικά, ώς είδος, τή δεύτερη). "Ως ένα σημείο άναιρεΐ τήν πιό πάνω διάκρισή μου τό δεύτερο βι βλίο, ή «Νέκυια» (1978), πού άνοίγει πάλι μέ τό Σεφέρη: «Καί πόσο παράξενα άντρειεύεσαι μιλώντας /
οδηγος/43
μέ τούς πεθαμένους, δταν δέ φτά νουν / πιά οι ζωντανοί πού σοΰ άπομέναν». Συνομιλεί, λοιπόν, τώ ρα καί ό νέος ποιητής μέ τούς Έ λ ληνες κάθε έποχής; Νομίζω πώς δχι· στό βάθος έδώ δέν πρόκειται γιά συνομιλία: είναι ή μονωδική τεκμηρίωση μιας ήττας: Κ α ί ϋ σ τερ α έ ρ χ ο ν τα ι ο ί ν εκ ρ ο ί / μ έ τ ί ς κ ι τ ρ ιν ι σ μ έ ν ε ς φ ω ν έ ς / μ π α λ σ α μ ω μ έν ο ι σ τ ά τ υ λ ιγ ά δ ια / π α ν τιέ ρ ε ς σ η μ α ίες κ α ί λ ά β α ρ α / μ ια ς μ ά χ η ς χ α μ έ ν η ς π ρ ί ν Α ρ χ ίσ ε ι...
Οί νεκροί αυτοί δέν είναι τής κάθε έποχής·1ή Ε λλά δα αυτή δέν είναι σάν τήν ελιά τού Σεφέρη: είναι τής έποχής τού ποιητή: Τ ά π α ιδ ιά τ η ς τά μ ύ ρ ω σ α ν μ έ τ σ ε κ ο υ ρ ιές / τ ίς θ υ γ α τέ ρ ε ς δ λ ε ς τ ίς κ ο ιμ ή θ η κ α ν. / Ρ ή μ α ξε τό κ ο ρ μ ί τ η ς σ τ έ ν ε ψ ε / ή γ λ ώ σ σ α τ ή ς σ τ ε ρ ιά ς / γ ιά νά τή ν κ α β α λ ο ϋ ν τά κ ύ μ α τα / κ α ί ν ά τ ή ν π ν ίγ ε ι Α ρμ ύ ρ α . / Τ ά ξ ε ρ ο ν ή σ ια μ α τ ω μ έ ν α κ α ρ φ ι ά I σ τ ό ά χρ α ντο σώ μα. I Τά β ή μ α τά τη ς λ ό γ ια τ ή ς μ έ θ η ς / μ ικ ρ ο ύ π α ιδ ιο ύ κ α λλ ιγ ρ ά φ η μ α . / ’Α θ ρ ο ί ζ ε ι τ ά λ ε υ κ ά Α θ ρ ο ίζ ε ι τ ά μ α ύ ρ α I π ε ρ ισ σ ε ύ ε ι π ά ν τ ο τ ε τ ό Α ν α ίτιο δ ά κ ρ υ .
Στό τρίτο βιβλίο «Γράμματα στόν Έ ρμόλαο (Δυσκολίες γραμματι κού)» (1981) ύπάρχουν, στήν πρώ τη σελίδα, άντί γιά ένα, τρία μότα. "Ομως κανένα τώρα δέν είναι τού Σεφέρη. Ό Διονύσιος Σολωμός οίκτείρει τόν πάντα εύκολοπίστευτο καί προδομένο λαό- ό Κωστής Παλαμάς οίκτείρει τό γραμματικό μέ τό χαρτί καί μέ τό καλαμάρι, πού τό «άνήμπορο αίμα» του θά βρέξει άδικα (πιό πολύ αύτό σημαίνει: άσκοπα) τό χορτάρι. Ό Μπρέχτ,
ωστόσο, υποστηρίζει δτι κ α ί στόν καιρό τής φρίκης οί ποιητές πρέπει νά τραγουδάνε: τό τραγούδι τής φρίκης. Σ’ ένα γράμμα μου στόν ποιητή, δταν έβγαλε τόν «Έ ρμόλαο», τού μιλούσα μέ συγκίνηση γιά τό σεβα σμό στίς λέξεις σέ μιάν έποχή δπου χειμάζεται ή γλώσσα μας, έπηρεασμένος κιόλας, έγώ, άπό τή σχέση του μέ τό Σεφέρη, ό όποιος τήν έγνοια γιά τή γλώσσα τή βίωνε, πε ρίπου, καί σά μιά μέθοδο θερα πείας καί ψυχικής καί πνευματικής ισορροπίας. Ξαναδιαβάζοντας τή συλλογή, σέ συσχετισμό καί μέ τίς προηγούμενες, παρατηρώ δτι καί έδώ υπάρχει ή άπόκλιση: θά έλεγα δτι τό πρόβλημα τού νέου ποιητή μέ τίς λέξεις δέν είναι φιλολογικό, είναι, πολύ περισσότερο, ιδεολογι κό. Οί λέξεις Π ρ ο τ ιμ ο ύ ν ν ά γ ί ν ο υ ν σ ύ ν θ η μ α σ έ δ ια δ ή λ ω σ η I δ ια φ η μ ισ τ ικ ό μ ή ν υ μ α I ο υ ρ λ ια χ τ ό ζ ώ ο υ / τ ή ν ώ ρ α π ο ύ σ ω ρ ιά ζ ε τα ι ό κ α τ ά δ ικ ο ς π υ ρ ο β ο λ η μ έν ο ς ( ...) / Ο ί λ έ ξ ε ι ς π ο ύ μ ο ϋ Α π ό μ ε ι ν α ν μ υ ρ ί ζ ο υ ν σ φ α γ ε ίο . / Τ ίς Α π ο θ έ τω μ έ τ ρ υ φ ε ρ ά δ α σ τ ό χ α ρ τ ί / μ ά κ ε ίν ε ς Α φ ο ρ μ ίζ ο υ ν ε κ α ί σ τ ά ζ ο υ ν α ίμ α / ό π ω ς ο ί τ ρ υ π η μ έ ν ε ς π α λ ά μ ε ς / τ ο ύ ’Ε σ τ α υ ρ ω μ έ ν ο υ .
Δέν τόν ένδιαφέρει, πρώτιστα, ή γλώσσα μέ τήν όποια γράφονται ποιήματα, άλλά ή γλώσσα μέ τήν όποια έκφράζεται ένα ιδεολογικό πιστεύω. Βέβαια κάπου οί δύο αυ τές γλώσσες, ή φιλολογική καί ή ιδεολογική, συγκλίνουν. 'Όμως αύ τό άκριβώς σημαίνει δτι ή κρίση τής γλώσσας είναι καθολικότερη· δέν είναι μόνο, δέν είναι άπλά φι λολογική:
(άλλά καί τών άνθρώπων πού τίς έφάρμοσαν) άποπειράται νά γίνει τούτο τό βιβλίο τού σημαντικού κάποτε στελέχους τού ΚΚΕ, Θωμά Δρίτσιου. Καλύπτοντας τήν έποχή ’49-’68, ό συγγραφέας παραθέτει σκληρά γεγονότα γύρω άπό τίς έσωκομματικές διώξεις τών πολιτικών προσφύγων, μέ πίστη στό δτι «πραγματικός καλός κομμουνιστής είναι αύτός πού δέν διστάζει ν ά φανερώσει τήν άλήθεια». ("Αλλωστε, δπως δηλώνεται στήν έκδοση, ό Δρίτσιος έξακολουθει νά μάχεται στίς γραμμές τού σοσιαλισμού, μέ τό άνθρώπινο πρόσωπο.)
Ζ Α Ν Μ Π Ο Ν Τ Ρ ΙΓ ΙΑ Ρ :
Ρέκβιεμ γιά τά μέσα έπικοινω νίας. Μ ε τ . Ά ρ η Μ α ρα γκόπουλου. ’Α θ ή ν α , ’Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ς Τ ύ π ο ς , 1983. Σ ε λ . 48. ΤΟ βιβλιαράκι τούτο είναι ή πρώτη έπαφή μέ μιά πολύ ένδιαφέρουσα μεταμαρξιστική πολιτική σκέψη, τόν Μ ποντριγιάρ. Δημιούργημα τού γαλλικού Μάη τού ’68, βλέπει άπό καινούρια δπτική γωνία τόν καπιταλισμό, καί ένα δείγμα της είναι άκριβώς ή άνάλυση τών μέσων έπικοινωνίας καί τής θεωρητικής υφής τους στόν καταναλωτικό κόσμο. Καί ή δομή καί ό κώδικας χρήσης τους, σύμφωνα μέ αυτή τήν έξέταση, άφήνουν πιά σάν μόνη λύση την πλήρη άνατροπή. Πολύ σημαντικό κείμενο, έστω κι άν ή «γλώσσα» του είναι γιά λίγους... Κ Ο Ρ Ν Η Α ΙΑ Σ ΚΑΑΟ ΓΗ ΡΟ Υ:
’Α γροτικά έπα γγέλματα. ’Α θ ή ν α , Π α π α δ ή μ α ς , 1983. Σ ελ . 232. ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΣ μιά σειρά άπό μονογραφίες ουσιαστικά, τό βιβλίο τής
_____________ ZL
44/οδηγος
" Α ς π ο τ ι σ τ ο ύ ν ο ί λ έ ξ ε ις μ έ δ ά κ ρ υ α κ ι α ίμ α / ν ά φ υ τ ρ ώ σ ο υ ν ά λ λ α ν ο ή μ α τα / νά δώ σουν Α πα γορ ευμένους κ α ρ π ο ύ ς / ν ά μ ά ς τ υ λ ίξ ο υ ν ε μ ’ ά ν εμ ι κ ή κ ι α ν τ ά ρ α / γ ιά ν ά μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά λ έμ ε τή λ έξ η κ α λ η μ έ ρ α /κ α ί ν ’ Α ν α τ έ λ λ ο υ μ ε τ ό ν ή λιο .
τής έχει τή συνείδηση δτι «τώρα ή πράξη ξεπέρασε τίς λέξεις / τό δαι μονικό δέν ξορκίζεται μέ γιατροσό φια». Ή κρίση των λέξεων λοιπόν είναι κρίση τών πράξεων· είναι μιά κρίση πολιτική. Ό Σεφέρης δέ θά τό δεχόταν αυτό,* γιατί, στό βά θος, δέν πίστευε στήν πολιτική. Ή αντίφαση ενός ποιητή που καλλιερ γεί τήν πατριωτική ποίηση ένώ δέν πιστεύει στήν πολιτική, θέτει ένα πρόβλημα, πού ζητάει τή λύση του. Ό μαθητής του δέν έχει τό πρό βλημα αύτό.
Σέ τελευταία άνάλυση ό νέος ποιη
Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
Ν ύ χ τες π α γω μ ένες το ν σα ρα ντα οχτώ / νά χ τυ π ο ύ ν τά π ο λ υβ ό λ α κι ό ο υ ρ α ν ό ς I μ ιά Ά σ π λα χν η σ ν ν α σ τερ ιά . / "Ο λα α υ τά , ά ρ α γ ε, τά κ ο υ β α λάμε μέσα μας, I ή μήπω ς μ ά ς σέρ ν ο υ ν δ ε μ έ ν ο υ ς έ κ ε ΐν α ;
* Γνωρίζουμε πώς ό Σεφέρης ξεχώριζε τή γλώσσα τής πολιτικής άπό τή γλώσσα τής ποίησης μέ τήν έννοια δτι ξεχώριζε δύο διαφορετικούς κόσμους, γενικά. 77. χ.: «Σέ διάφορους καιρούς ζητήθηκε άπό τόν ποιητή νά κάμει μαζί μέ τήν ποίησή τον πολλά καί ποικίλα πράγμα τα: νά είναι μάγος, νά είναι προφήτης, νά είναι κοινωνικός Αναμορφωτής λ.χ. Δέν είναι τό θέμα μου νά έξετάσω τώρα ποιά άλλα πράγματα πρέπει νά κάνει ό ποιητής. Θά περιοριστώ στήν ποίησή του» («Δοκιμές» 32(1974), σ. 163). *Ολοι ξέρουμε πόσο εύκολα μπορούν νά πολλαπλααιαστοϋν οί παραπομπές σέ χωρία τού Σεφέρη, δπου αυτός βλέπει τή γλώσ σα άποκλειστικά φιλολογικά καί ποιητι κά, δχι συνθετικά.
ΝΕΟ ΗΛΙΑΚΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΠΕΑΑΚΙ Α ύ τ ό τ ό ε ξ ο χ ο κ α π ε λ ά κ ι ε ί ν α ι τ ό δ ια σ κ ε δ α σ τ ι κ ό π ρ ο σ ω π ικ ό έ ξ ά ρ τ η μ α τ ή ς χ ρ ο ν ι ά ς , π ο ύ σ υ ν δ έ ε ι τ ή ν κ α ιν ο τ ο μ ία μ έ τό τ ε χ ν ικ ό τελέντο. Σ χ ε δ ιά σ τ η κ ε κ υ ρ ίω ς γ ι ά τ ό φ ί λ α θ λ ο π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά τ ό χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ή σ ε ι ό τ α ν π α ίζ ε ι τ έ ν ν ι ς , ό τ α ν π ο δ η λ α τ ε ΐ, ό τ α ν κ ά ν ε ι τ ζ ό γ γ ι ν γ κ , θ α λ ά σ σ ια σ π ό ρ , έ π ί σ η ς ό τ α ν κ ά ν ε ι ή λ ιο θ ε ρ α π ε ία ή ό τ α ν π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί τή ν όμ ά δα του καί τό α γα π η μ ένο του σ π όρ . Τ ό ρ α δ ιό φ ω ν ο π α ίρ ν ε ι έ ν έ ρ γ ε ι α ά π ό τά γ ν ή σ ια ή λ ια κ ά σ τ ο ιχ ε ία , τ ο π ο θ ε τ η μ έ ν α κ ατά μ ή κ ο ς τ ο ΰ γ ε ί σ ο υ , π ο ύ μ ε τ α σ χ η μ α τ ίζ ο υ ν τ ό φ ω ς σ έ ε ν έ ρ γ ε ια . Τ ό κ α π ε λ ά κ ι έ χ ε ι έ π ί σ η ς η λ ι α κ ή μ π α τ α ρ ία π ο ύ φ ο ρ τ ίζετ α ι, έ τ σ ι δ ίν ει ή χ ο γ ιά π ο λ λ έ ς
ώ ρ ε ς α κ ό μ α κ α ί τ ή ν ύ χ τ α ή τ ίς σ υ ν ν ε φ ι α σ μ έ ν ε ς μ έρ ες. Ά λ λ α το υ έξ α ρ τ ή μ α τ α ε ίν α ι τό α κ ο υ σ τ ικ ό κ α ί τά κ ο υ μ π ιά ρ ύ θ μ ισ η ς ή χ ο υ κ α ί σ τα θ μ ώ ν. Ό π ο υ κ α ί ν ά β ρ ίσ κ ε σ τ ε , σ τ ό β ο υ ν ό ή σ τ ή θ ά λ α σ σ α , σ έ δ ια κ ο π έ ς, σ τ ή ν εκ δ ρ ο μ ή ή σ τή δ ο υ λ ε ιά σ α ς, τό Η λ ια κ ό Ρ α δ ιό φ ω ν ο Κ α π ε λ ά κ ι , π ρ έ π ε ι ν ά ε ί ν α ι ό π ρ ο σ ω π ικ ό ς α π α ρ α ί τ η τ ο ς σ υ ν ο δ ό ς σ α ς . Τ ιμ ή 2 .4 0 0 δ ρ χ . ΓΤ α ύ το ύ ς π ο ύ μ έν ο υ ν σ τ ή ν έπ α ρ χ ία σ τ έ λ νε τ α ι μ έ α ν τ ικ α τ α β ο λ ή .
Α Π Ο Κ Λ Ε ΙΣ Τ ΙΚ Η Δ ΙΑ Θ Ε Σ Η Κ Α Λ Ε Ν Τ Η Σ & Σ Ι Α Ε .Ε .
Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η 1 5 , ’Α θ ή ν α
Μ έτ ω νο ς 62 (Π α ρ ά μ ετ ρ ο ς ), Χ ο λ α ρ γ ό ς
Τ η λ . 3 2 . 3 4 .2 7 0
οδηγος/45
μιά πολύ προσωπική φωνή μέ τή χάρη τής άμεσης επικοινωνίας Ν Ι Κ Ο Υ Κ Α Ρ Υ Δ Η : Κ α π ν ό ς αί, ή μ έρ α ι μ ο υ . ’Ε ξ ώ φ υ λ λ ο 'κ α ί π ρ ο μ ε τ ω π ίδ α : Ν . Χ α τ ζ η κ υ ρ ιά κ ο υ - Γ κ ίκ α . ’Α θ ή ν α , Ί κ α ρ ο ς , 1983. Σ ε λ . 57.
Ή τελευταία συλλογή τού Νίκου Καρύδη, «Καπνός αί ήμέραι μου», μάς δίνει την άφορμή γιά την έπανεκτίμηση μιας πολύ ση μαντικής ποιητικής παρουσίας, σ’ ένα μεγάλο βαθμό παραγνωρι σμένης. Ό Νίκος Καρύδης είναι ένας άπό τούς λίγους, μετρημέ νους στά δάχτυλα άνθρώπους, πού δουλεύοντας σέ καιρούς δύ σκολους μέ πάθος κι άγάπη κατάφεραν νά καθιερώσουν καί νά κάνουν διεθνώς σεβαστό τό πρόσωπο τού νεοελληνικού πολιτι σμού. Μαζί μέ τόν Κούν, τόν Τσαρούχη, τό Χατζιδάκη, τό Σεφέρη, τό Μόραλη, τόν Έλύτη καί λιγοστούς άλ λους, έπώνυμους σήμερα, φίλους καί συνεργάτες, άνιχνεύοντας τήν έλληνική μας ταυτότητα κάτω άπό τό φώς της παράδοσης άλλά καί δ,τι ζωντανού καί νέου έφερνε ή Δύση, συνέβαλε άποφασιστικά στό νά ταραχτούν τά λιμνάζοντα νερά στά πνευματικά μας πράγματα καί νά χαράζει μιά νέα εποχή. Είναι άπό τούς πρώτους συνεργάτες τού «Θεάτρου Τέχνης» καί ιδρυτής, μαζί μέ τό Μάριο Πλωρίτη καί τόν Ά λέκ ο Πατσιφά, τού «Ίκαρου». Ό Νίκος Καρύδης, όμως, είναι πέρα καί πάνω άπ’ όλα ποιητής. Καί μάλιστα ποιητής μεγάλου δια μετρήματος. Καί είναι άπογοητευτική ή διαπίστωση δτι τό συντρι πτικό βάρος αυτής άκριβώς τής άλ λης, τής γενικότερης καί πολύπλευ
ρης προσφοράς του, συνέτεινε ώστε ή ποίησή του νά μή γίνει όσο θά ’πρεπε γνωστή άπό τό εύρύτερο κοινό. Γιατί μπορεί στίχοι του νά έγιναν τραγούδια, ποιήματά του νά μεταφράστηκαν καί νά δημοσιεύ τηκαν στό έζωτερικό, ή κριτική, στό σύνολό της, σχεδόν, νά μίλησε, κατά καιρούς, μέ θαυμασμό γιά τό έργο του καί άρκετοί μυημένοι άναγνώστες νά τόν διάβασαν καί νά τόν άγάπησαν πολύ, δμως τό μεγάλο κοινό, αύτό πού έζαντλεϊ τίς άλλεπάλληλες έκδόσεις τού Καβάφη, τού Σεφέρη, τού Έ λύτη, τού Ρίτσου δέν τόν έχει άκόμα γνωρί σει. Θά ήταν εύτύχημα άν τό τελευ ταίο αύτό -κα ί τόσο σημαντικόβιβλίο γινόταν ή άφορμή γιά μιά τέτοια γνωριμία. Τό άπιαστο νεοελληνικό όνειρο διαπερνάει καί διακατέχει τή νεό-
Κορνηλίας Καλογήρου, εκτός άπό τή χρησιμότητα του σάν όδηγοΰ, προωθεί έπιστημονικά καί έναν άπλησίαστο χώρο τής οικονομικής άνάλυσης, τήν έπαγγελματική διαπαιδαγώγηση. (Τομέας στόν όποιο ή συγγραφέας έχει ειδικευτεί καί στόν όποιο άνήκει καί τό προηγούμενο βιβλίο της.) Έ τσι, μαζί μέ τίς πληροφορίες γιά τά διάφορα άγροτικά έπαγγέλματα (γεωργικά, κτηνοτροφικά, άλιευτικά κλπ.), δίνεται καί τό κλίμα μέσα στό όποιο «καλείται ό νέος νά διαλέζει ένα έπάγγελμα στά πλαίσια τής ζωής τής υπαίθρου».
Έ λληνική παραδοσιακή άρχιτεκτονική (Σ ύ ρ ο ς -Μ ύ κ ο ν ο ς Σ κ ύ ρ ο ς - Κ ύ θ η ρ α κ .α .) . ’Α θ ή ν α , Μ έ λ ισ σ α . Σ ε λ . 40 τό κ ά θ ε φ υ λ λά δ ιο .
Η ΣΕΙΡΑ πού κυκλοφορεί άποτελεϊ ένα ούσιαστικό βοήθημα στήν καταγραφή καί τή διάσωση τού μνημειακού πλούτου τής χώρας. Σέ κάθε φυλλάδιο (μέ προοπτική νά καλυφθεί σταδιακά δλη ή χώρα) μελετάται καί παρουσιάζεται ή άρχιτεκτονική παραδοσιακών οικισμών ενός τόπου καί μεμονωμένων κατοικιών. (Τά κείμενα γράφουν κατά κύριο λόγο άρχιτέκτονες καί συμπληρώνονται άπό χαρακτηριστικές φωτογραφίες.) Καί άπώτερος σκοπός είναι ή άποθησαύριση αυτού τού ύλικοΰ πού χάνεται, έτσι ώστε νά υπάρχει μιά συνολική εικόνα τού λαϊκού άρχιτεκτονικού φαινομένου.
Κ Α Ρ Ο ΛΟ Υ ΚΟ ΥΝ:
Είκοσι δύο ποιήματα. ’Α θ ή ν α , Ί κ α ρ ο ς , 1983. Σ ε λ . 53.
ΠΡΙΝ άπό 45 χρόνια ό Δάσκαλος, ένα καλοκαίρι, έγραψε στά άγγλικά 22 ποιήματα. Καί τώρα
46/οδηγος
Νίκος Καρύδης (σκίτσο Γ. Τσαρούχη) τερη ποίησή μας. Στό Σεφέρη ενυ πάρχει ως συλλογική μνήμη, σωρευμένη πείρα καί σοφία, στόν Έλύτη ώς ηλιακό πάθος, έρως καί διαφάνεια, στό Ρίτσο ώς άγωνία κι άγώνας. Ό Καρύδης, σέ μιά μονα χική πορεία πού άρχίζει τό 1944 μέ τό «Λιοπύρι» καί φτάνει μέσα άπό όχτώ, συνολικά, βιβλία στό «Κα πνός αί ήμέραι μου», μάς δίνει μιά σπάνια εικόνα τής εσωτερικής όψης αύτοΰ τού όνείρου. Κέντρο τής ποίησής του είναι ό άνεκπλήρωτος πόθος· ή «άλλη» ζωή πού μιά σκληρή κοινή μοίρα δέν την άφησε ν’ ανθίσει· ό έρωτας πού πριν άρχίσει τελειώνει, ή άναζήτηση μιας χαμένης ταυτότητας, ή καθημερινή καί, τελικά, οικεία πραγματικότητα τού θανάτου. Οί στίχοι του είναι προβολές έσωτερικών τοπίων πού δμως φέρουν άμείλικτες τίς έγγραφές τής ιστορίας. Ό κόσμος του είναι ένας κόσμος «ένδον», άπωθημένος στά βάθη. Έ νας κόσμος άπό άγγίγματα, μι σοτελειωμένα λόγια, θρυμματισμέ να όνειρα, ψιθύρους, μνήμες, δρά ματα κι έκστάσεις, ένας κόσμος πού καίγεται άπό ένα σκληρό φώς, πού βουλιάζει σέ μιά άνεξιχνίαστη διαφάνεια καί μάς άποκαλύπτεται γυμνός, ώραΐος κι άνελέητος, μέσα άπό μιά ποίηση χαμηλών τόνων, ήμιτονίων καί σιωπών. Πιστεύουμε πώς τό προσωπικό ύφος, ή «άναγνωρισιμότητα» είναι τό στοιχείο πού ξεχωρίζει τόν με γάλο δημιουργό - σ ’ όλο τό φάσμα τής τέχνης. Κι ό Καρύδης είναι δη μιουργός άναγνωρίσιμος. Έ χοντας γνωρίσει βαθιά, καί άπό πολύ νω ρίς, δλα τά σημαντικά κινήματα τού αιώνα, έχοντας ζυμωθεί μέ
ποικίλες τάσεις καί σχολές, κατάφερε νά φτιάξει τό δικό του, άπόλυτα προσωπικό ύφος καί νά οικο δομήσει μ’ αύτό τό κλειστό ποιητι κό του σόμπαν. Τά ποιήματά του ύπακούουν σέ μιά δική τους αυ στηρή άρχιτεκτονική. Χρησιμοποι εί λιτά έκφραστικά· μέσα, κι έδώ βρίσκεται ή γοητεία τής γραφής του. Μέ λίγες, «κοινές» λέξεις τής καθημερινής ομιλίας, σ’ έναν, σέ δυό μονάχα στίχους καταφέρνει νά δημιουργεί συγκλονιστικές εντά σεις· ξαφνικά crescendi πού δο μούνται μ’ ελάχιστες νότες. Κι δλα αύτά σέ μιά άτμόσφαιρα πού ενεργεί υποδόρια πάνω στόν άναγνώστη, πού τόν βυθίζει εντός της σέ άνύποπτους χρόνους, πού γεννά ένα σπάνιο συναίσθημα μέθεξης, πού δέν άφήνει καμιά έξοδο διαφυγής. Τό «Καπνός αί ήμέραι μου» είναι ένα έργο ώριμότητας. "Ολα τά στοιχεία πού χαρακτηρίζουν στό σύνολό της τήν ποίηση τού Νίκού Καρύδη βρίσκονται έδώ στίς πιό όλοκληρωμένες μορφές τους. Εικό νες πού χτίζουν τήν άτμόσφαιρα τής φθοράς: «’Ά ν π ν ε ς π ικ ρ έ ς ν ύ χ τ ε ς π α λ ιώ ν κ α ιρ ώ ν Ιμ έ τ ά τ ρ έ ν α σ τ α μ α τ η μ έ ν α σ κ ο τε ιν ά σ έ Ιέρ η μ ο υ ς σ τ α θ μ ο ύ ς Ιμ ’ έ ν α ο ύ ρ α ν ό ν ά κ λ ε ίν ε ι γ ιά ν ά σ έ κ ρ ύ δ ε ι/ σ τ ά σ π ίτι α ν ά σ β ή ν ο υ ν τ ά φ ώ τ α /κ ι ε γώ ν ’ α κ ο ύ ω τ ή β ρ ο χ ή ν ά σ έ φ ω νά ζ ει» .
Εικόνες πού βιώθηκαν μόνον ώς έπιθυμία: « Κ α ί τ ίς μ ν ή μ ε ς μ υ θ ικ ώ ν δ α σ ώ ν π ο ύ έ ζ η α α π α ιδ ί» ή, σ’ άλλο ποίημα: « ’Ε π ισ τρ έ φ ω α π ό μ ιά ζω ή / π ο ύ δ έ ν ξ έ ρ ω ά ν γ ν ώ ρ ισ α !α ν κ ά ν υπήρξε».
Μυστικοί πόθοι έρωτα κι όμορφιάς πού γεννιούνται μέσα άπ’ τίς στάχτες μιάς άρχέτυπης τραγω δίας: « 0 ά κ ρ α τώ σ τ ά δ υ ό μ ο υ χ έ ρ ι α /γ υ μ ν ό ς κ α ί ά σ π ρ ο ς σ ά ν ά γ α λ μ α /φ τ ε ρ ά π α γ ω ν ιο ύ κ ι ο ρ χ ιδ έ ε ς μ α ύ ρ ε ς ! έ γ ώ ό Α μ α ρ τω λ ό ς τ ώ ν μ ο ν α σ τ η ρ ιώ ν κ α ί τώ ν κ α φ ε ν ε ίω ν /κ α ί μ έ σ α α τ ο ύ ς κ α π ν ο ύ ς π υ ρ κ α γ ιά ς /κ α ί μ έ σ α α τ ο ύ ς κ α π ν ο ύ ς β α π ο ρ ιώ ν κ α ί τρ έ ν ω ν /έ σ ύ θ ά μ ’ α γ α π ή σ ε ις /α ά νά ’μ ο υ ν α φ ώ ς π ά ν ω ά π ’ τ ίς Δ ή λ ε ς / έ γώ θ ά ξ α ν α β ρ ώ τή ζω ή μ ο υ τή ν ά λλη » .
Ή πίκρα γιά τό άνεκπλήρωτο, τό άπιαστο, τό χαμένο: « Γ ρ ά μ μ α τα π ο ύ έ φ τ α σ α ν ά ρ γ ά /π ό ρ τ ε ς π ο ύ έ μ ε ιν α ν κ λ ε ισ τ έ ς /έ ρ ω τε ς π ο ύ τέλ ε ιω σ α ν π ρ ι ν α ρ χ ίσ ο υ ν » . Ή , πιό κάτω: « Μ έ π ο ιό κ λ ε ιδ ί ν ’ α ν ο ίξ ω τ ί ς κ ρ υ φ έ ς π ό ρ τ ε ς /π ο ύ β γ ά ζ ο υ ν σ έ μ υ σ τ ικ ο ύ ς κ ή π ο υ ς /μ έ κ ο ρ ίτ σ ια ό λ ό -
γ υ μ ν α ν ά λ ιά ζ ο ν τ α ι /κ α ί ά γ ό ρ ια ν ά κ ο λ υ μ π ο ύ ν σ τ ίς σ τέ ρ ν ες !Μ ιλ ώ γ ιά έ ν α κ λ ε ιδ ί π ο ύ έ χ ε ι χ α θ ε ΐ/έ δ ώ κ α ί χ ιλ ιά δ ε ς χ ρ ό νια » .
Σιωπές πού κρύβουν φυλακισμέ νους ήχους: « Τ ίν ο ς ή σ ιω π ή μ ιλ ο ύ σ ε κ α ί φ ώ ν α ζ ε /μ έ χ ε ίλ η π ο ύ ή θ ε λ α ν ν ά φ ιλ η θ ο ύ ν » . Ή « σ ιω π έ ς φ ε γ γ α ρ ιώ ν κ ι ά σ τ ρ ω ν α ά μ α χ α ίρ ια » .
Τέλος, μουσικές έντάσεις - ήχητικά crescendi πού ή λιτότητα τής κατασκευής τους επιβάλλεται καί διαπερνά: « Ό ή λ ιο ς θ ά κ α ί ε ι τό π α λ ιό χ ώ μ α /ό ή λ ιο ς θ ά φ λ ο γ ί ζ ε ι τ ή ν π α λ ιά θ ά λ α σ σ α /ο ί σ α ύ ρ ε ς θά χ ο ρ ε ύ ο υ ν σ τ ό ά ρ χ α ϊο θ έ α τρ ο /κ α ί τό φ ώ ς τ ’ ο υρα νο ύ ά σπ ρο κ ά τα σ π ρ ο / ά ρ χ ή χ ω ρ ίς τέλ ο ς» .
Είναι άδύνατο μέσα άπό λίγα άποσπάσματα νά περάσει κανείς τήν όμορφιά μιάς τέτοιας «καθα ρής» ποίησης. Κι είναι δύσκολο ν ’ άνιχνεύσει τίς συγγένειές της. 'Υπάρχει κάτι άπ’ τήν ένδοξη μο ναξιά τού μεγάλου ’Αλεξανδρινού, κάτι άπ’ τό φασματικό κόσμο τού Όκτάβιο Πάζ, κάποιες νότες άπ’ τ’ άπογεύματα τών γάλλων ίμπρεσιονιστών, κάποιες μνήμες άπό τή μυστική ένόραση τού βυζαντινού ύμνογράφου. 'Όλα αύτά, δμως, καθώς κι άλλα πολλά ένδιαφέροντα στοιχεία πού θ’ άνακαλύψει σί γουρα μέ τή δική του εύαισθησία ό έπαρκής άναγνώστης, έχουν διυλιστεϊ μέσα άπό μιά γραφίδα ιθαγενή καί σύγχρονη, έχουν άφομοιωθεί, έχουν πειθαρχήσει στίς νομοτέλειες ένός άλλου, αυστηρά όμοιογενοϋς καί βαθύτατα προσωπικού συστή ματος γραφής, έχουν μετουσιωθεϊ σέ μιά πολύ προσωπική φωνή πού έχει τή χάρη νά επικοινωνεί μαζί μας μέ μιά θαυμαστή άμεσότητα. Κι έδώ άκριβώς, στήν ικανότητα τής δημιουργικής μετουσίωσης τών έμπειριών πού όδηγεϊ στή γένεση ένός έργου νέου καί μοναδικού, βρίσκεται ή πεμπτουσία τής άληθινής τέχνης. Θά σημειώσουμε ξεχωριστά δύο παλιότερα κείμενα πού συμπληρώ νουν τό βιβλίο. Τιτλοφορούνται «Γεράνια» καί «’Ιούνιος». Γράφτη καν άνάμεσα στά χρόνια 19451947, έχουν τήν έξωτερική φόρμα άφηγήματος, είναι στήν πραγματι κότητα ποιήματα σέ πεζό (σημειώ σεις γιά ποιήματα πού γράφτηκαν άργότερα, τά χαρακτηρίζει ό ίδιος ό ποιητής) κι άσκούν μιά καθαρά υπνωτική γοητεία καί σάν περιεχό μενο καί σάν δομές. Καθώς μάλι στα έμπεριέχουν δλους τούς άξονες
οδηγος/47 πάνω οπούς όποιους κινήθηκε όλη ή ποίηση τοϋ Νίκου Καρύδη, άποτελοΰν μιά πρώτης τάξεως κλείδα γιά την άποκρυπτογράφηση χιλιά δων μυστικών σημάτων, διάσπαρ των στό corpus τοΰ έργου του. ’Α ξίζει, τέλος, νά σημειωθεί ή εκδοτική ποιότητα τοΰ βιβλίου. Έ δώ υπάρχει ή σφραγίδα τοϋ «Τκαρου». Τό ωραίο έξώφυλλο καί ή προμετωπίδα τοϋ Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα δένουν ζωντανά μέ τή γοητεία τοΰ στίχου. Ή στοι
χειοθεσία, ή εκτύπωση, ή σελιδο ποίηση έχουν γίνει μέ γνώση κι άγάπη. Πράγματα, δυστυχώς, δλο καί περισσότερο σπάνια στούς ίσοπεδωτικούς καιρούς μας. Συμπερασματικά, πρόκειται γιά ένα γεγονός πού δέν πρέπει νά πε ράσει άπαρατήρητο άπ’ δσους άγαποϋν τήν ποίηση κι ένδιαφέρονται γιά τήν πορεία τής νεότερης λογο τεχνίας μας. ΣΤΕΛΙΟΣ ΛΥΤΡΑΣ
στά όρια
(μεταφρασμένα μέ τή συνεργασία τοΰ Κωστή Σκαλιώρα), βγήκαν άπό τό συρτάρι γιά νά γίνουν ένα πολύτιμο στοιχείο-συμπλήρωμα τής ποιητικής του. Γιατί ό Κούν είναι ποιητής, μεγάλος ποιητής, δσο κι άν δέν είχαν άποκαλυφθεί ως σήμερα τά ίχνη του ειδικά στούς στίχους. Σ’ αύτούς βρίσκει τώρα ό άναγνώστης τήν ίδια άφαιρετική μαγεία τών μεγάλων μετέπειτα παραστάσεών του, μέ τόν λόγο νά προχωρεί πέρα άπό τήν εικόνα. Φ Ρ Ε Ν ΤΥ ΓΕΡΜ ΑΝΟ Υ:
Περισσότερο σεξ... σέ λ ίγο . ’Α θ ή ν α , Κ ά κ το ς , 1983. Σ ε λ . 221.
επιστήμης καί λογοτεχνίας Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Ψ Υ Χ Ο Γ ΙΟ Υ : Μ ερ ο λη π τ ι κ ή κ α τ ά θ ε σ η . ’Α θ ή ν α , Π ο λ ύ τ ν π ο , 1982. Σ ε λ . 110.
Ή «Μεροληπτική κατάθεση» άποτελεΐται άπό δέκα, έκ πρώτης δψεως, αύτοβιογραφικά κείμενα. Ή Αποσπασματική όμως καταχωρησή τους καί η αυτοτέλεια τοϋ ένός άπό τό άλλο, δέν επιτρέπει τήν κατάταξη τοϋ βιβλίου στίς αυτοβιογραφίες. Τά κείμενα, συγ χρόνως, είναι πολιτικά καί κοινωνιολογικά, γιατί δέν μένουν στήν άπλή καταγραφή των έμπειριών, άλλά καταλήγουν σέ Αναλύσεις καί ερμηνείες μέσα άπό τό πρίσμα τοϋ κοινωνικοϋ ερευνητή καί πολιτικού τής άριστεράς. Ό λόγος είναι λογοτεχνικός, μέ τόν άκρατο ύποκειμενισμό του, τήν κρυφή καί φανερή ειρωνεία, τό χιούμορ καί τό φροντισμένο ύφος καί τή γλώσσα, άλλά είναι συγχρό νως, δταν παρακάμπτει τόν ύποκειμενισμό, ψυχρά έπιστημονικός. Τί είναι λοιπόν αύτά τά κείμενα; Γράφει ό ίδιος (σελ. 7): «ό άκρατος ύποκειμενισμός πού χαρακτηρίζει αύτά τά κείμενα τά θέτει ευθύς έξαρχήζ έξω άπό τό πεδίο καί τής έπιστήμης καί τής τέχνης, γιατί ό ήρωάς τους δέν ξέρει άκόμη ποιό άπό τά δύο αύτά είναι σημαντικό τερο». Καί πιό κάτω (σελ. 109): «Καθένα άπό τά κείμενα πού
προηγούνται θά μπορούσε νά έχει γίνει μυθιστόρημα ή διδακτορική διατριβή». Νομίζω δτι έδώ βρίσκε ται τό μεγαλύτερο μέρος τής έπιτυχίας τού Ψυχογιού: δέν τά έκανε ούτε μυθιστορήματα, ούτε ψυχρές έπιστημσνικές διατριβές. "Ομως τε λικά, παρά τήν παραπλανητική χρήση τοϋ λογοτεχνικού ύφους καί τόν υποκειμενισμό, είναι διατριβές πού κινούνται, δπως παρατηρεί καί ό ίδιος, σέ ένα χώρο έρμαφρόδιτο, στά δρια δηλ. λογοτεχνίας καί έπιστήμης, δπου άκροβατοΰν μέ καταπλήσσουσά ευκινησία. Έ τσι, ό έμπειρικός λόγος μετατρέπεται σέ έπιστημονική άνάλυση καί
ΜΕ τό χιούμορ τού Φρέντυ Γερμανού συμβαίνει κάτι παράδοξο. ’Εκεί πού λές «αύτό ήταν, τό συνήθισα, δέν μού μιλάει πιά», βγαίνει ένα καινούριο βιβλίο του καί σέ ξανααρπάζει στά νύχια του. Καί άντε πάλι άπ’ τήν άρχή. Τό «Περισσότερο σέξ», πάντως, παρόλο π ού άκολουθεί τόν καθιερωμένο τρόπο άνάπτυξης τής «γερμανικής» γραφής, υπερτερεί σέ έμπνευση καί λαϊκότητα (χωρίς νά χάνεται παντελώς ή έλιτίστικη χροιά, χαρακτηριστική άλλωστε τοΰ συγγραφέα). Κι έτσι, μπορεί νά θεωρηθεί σίγουρα σάν μιά άπ’ τίς πιό πετυχημένες συλλογές χρονογραφημάτων
ΑΝΤΡΕΜ Π ΑΖΕΝΑΝ ΤΡΕ ΓΚΛ ΥΞΜ ΑΝ Μ ΠΕΡΝΑΡ Ν Τ Ο Ρ Μ ΠΑΜ ΠΗ ΑΚΤΣΟ ΓΑΟ Υ: Γουέστερν. Μ ε τ . Μ π . Ά κ τ σ ό γ λ ο υ . ’Α θ ή ν α , Α ίγ ό κ ε ρ ω ς , 1983. Σ ε λ . 126.
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ τοΰ σύγχρονου δυτικού κόσμου δέν είναι υπερβολή νά πούμε δτι κορυφώθηκε στό Γουέστ, στίς
48/οδηγος
ΠΑΙΔΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΣΕΠΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε. Κολοκοτρώνη 1 5 - Ιοςδροφ 'Αθήνα- 1 2 5 τηλ. 32.34.270
τό προσωπικό βίωμα σέ ψυχρή, Αν τικειμενική θεώρηση ζωής. Τό πρώτο κείμενο, «Αιχμάλωτος πολέμου», τό πιό σημαντικό κατά τή γνώμη μου, ξεκινώντας άπό τίς εμπειρίες καί τά βιώματα τού συγ γραφέα άπό τήν όλιγόμηνη παρα μονή του στό στρατό, στήν Καλα μάτα καί τίς Σέρρες, καταλήγει στό τέλος μελέτη τής στρατιωτικής ζωής, τής συμπεριφοράς καί τής νοοτροπίας τών στρατευμένων, μό νιμων καί έφεδρων, τών στρατιωτι κών θεσμών. Τό κύριο συμπέρα σμα: ό στρατός δέν είναι ένας άπλός καταπιεστικός μηχανισμός, άλλά, κυρίως, ιδεολογικός, πού συμβάλλει περισσότερο άπό κάθε άλλον στήν είσοδο τού νέου στήν παραγωγή, πανέτοιμου νά δώσει «γήν καί ύδωρ», μετά τήν «Απελευ θέρωσή» του. Τόν έξαναγκάζει «νά έγκαταλείψει μιά σειρά άξιες τής προηγουμένης ζωής του καί νά υιο θετήσει κάποιες άλλες» (σελ. 15), άφοϋ προηγουμένως «σπάσει» (ρή μα πού παραδόξως δέν είδα νά χρησιμοποιεί ό Ψυχογιός, ένώ εί ναι άπό τά βασικότερα τής στρα τιωτικής καί άνακριτικής ίδιοδιαλέκτου). Ό κληρωτός, στήν προσ,πάθειά του νά επιβιώσει, μέ τή «λούφα» καί τό «γλείψιμο» (θά πρόσθετα καί τό «κάρφωμα») πέ φτει στήν παγίδα τής στρατιωτικοποίησης. Τό Απολυτήριο δέν είναι ' ή λύτρωση, δπως πιστεύει, άλλά τό εισιτήριό του γιά τήν κοινωνία στήν όποια, γιά νά επιβιώσει καί πάλι, θά εξαναγκαστεί νά χρησιμο ποιήσει τίς ίδιες μεθόδους, γιατί «ή λούφα καί τό γλείψιμο είναι πιό χρήσιμα άπό τή γραμματική ή τά μαθηματικά» (σελ. 22), μιά καί «έλεύθεροι πολίτες σέ μιά χώρα ήττημένη δέν υπάρχουν» (σελ. 22). Συμπεράσματα πού μέ βρίσκουν Απόλυτα σύμφωνο, άφοϋ τά έζησα άπό πρώτο χέρι τήν ίδια πάνω κά τω εποχή μέ τόν Ψυχογιό. Τό «Δημοσιογράφος» είναι τό λι γότερο υποκειμενικό, σέ σχέση πάντα μέ τά υπόλοιπα κείμενα τοϋ βιβλίου. Είναι ένα δοκίμιο πού, ξε κινώντας πάλι άπό προσωπικά βιώματα, μελετάει τίς δομές τής έλληνικής δημοσιογραφίας καί τόν άχαρο ρόλο τών δημοσιογράφων, πού ισοπεδώνονται, κυριολεκτικά, μέσα στήν έφημερίδα, ή όποια λει τουργεί, καί αύτή, ώς ιδεολογικός, καταπιεστικός καί «άποξενωτικός» μηχανισμός. «Καλός δημοσιογρά φος είναι αύτός πού μπορεί νά
γράψει στά γρήγορα, μέ πολλά λό για, γιά όποιοδήποτε θέμα» (σελ. 28), καί «ή έφημερίδα είναι ένα τε ράστιο στομάχι πού καταβροχθίζει καθημερινά χιλιάδες χειρόγραφα, τά χωνεύει, τά Αφομοιώνει καί στή συνέχεια τά ξερνάει στά μούτρα τοϋ Αναγνώστη» (σελ. 29). Ε π ίσ ης «ό δημοσιογράφος ύφίσταται τή μοίρα κάθε έπώνυμου δημιουργού πού συμμετέχει σέ μιά συλλογική προσπάθεια: Αποξενώνεται άπό τό προϊόν του, χάνει τόν έλεγχό του, όχι μόνο έξαιτίας τοϋ εργοδότη άλ λά καί έξαιτίας τοϋ συναδέλφου του» (σελ. 29), Παρ’ όλα αυτά «Αποτελούν τά μόνα Ανεξέλεγκτα δημόσια πρόσωπα· τά δημοσιογρα φικά συγκροτήματα τήν πιό Ανεξέ λεγκτη πολιτική καί οικονομική δύναμη. Γιατί έλέγχουν τόν καθη μερινό, τόν τρέχονται λόγο» (σελ. 31). Στά δύο έπόμενα κείμενα άσχολείται μέ τήν ίδρυση καί διάλυση τής «Σοσιαλιστικής Πορείας», τής όποιας ό Ψ υχογιός ήταν ήγετικό στέλεχος, καί μέ τήν έπιστημονική έρευνα στήν Ελλά δα . Ή «Σ. Π.» διαλύθηκε λόγω τών Αντιφάσεων καί τών Αντιθέσεων πού υπήρχαν στούς κόλπους της, άφοΰ ποτέ δέν κατόρθωσε νά καθορίσει τή φυσιο γνωμία της. Ά π ό τήν πρώτη στιγ μή πού έμφανίστηκε στό προσκήνιο ήταν θνησιγενής γιατί ό στόχος της ήταν νά διαλυθεί όταν ή ένότητα τών Αριστερών δυνάμεων καί ή Ανανέωση τού σοσιαλιστικού καί κομουνιστικού κινήματος θά γινό ταν πραγματικότητα. Έ τσι διαλύ θηκε όταν ή ένότητα έπετεύχθη στούς κόλπους τού ΠΑΣΟΚ, ένώ τήν άνανέωση μονοπωλούσε τό ΚΚΕέσ. Γεννιέται όμως τό έρώτημα: γιατί ό συγγραφέας παρέμεινε ένώ έβλεπε αύτή τήν κατάσταση; Μετά τή «Σ. Π.», τά έλληνικά έρευνητικά κέντρα, πού τά πα ραλληλίζει μέ ένυδρεία. Τά ένυδρεϊα, γράφει, είναι τόποι καθαρά τεχνητοί «πού μεταφέρουν στήν ξη ρά τή ζωή τής θάλασσας» (σελ. 52). Έ τσι ή ύπαρξή τους δέν ένδιαφέρει παρά μόνο τούς έρευνητές καί τίς οίκογένειές τους. Ή έρευνα γί νεται μόνο γιά τήν έρευνα καί τά πορίσματά της δέν άξιοποιοΰνται ποτέ άπό τήν πολιτική ηγεσία. Θλι βερές Αλήθειες πού δείχνουν κατά τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τή μιζέρια καί τήν Αθλιότητα τής πολι τικής βούλησης. Στό ίδιο κείμενο, μέ άφορμή μιά έρευνητική άποστο-
οδηγος/49
λή τού ίδιου στην έλληνική επαρ χία, περιγράφεται ή άθλιότητά της καθώς καί ή άθλιότητά, ή μιζέρια καί ή κακομοιριά τών χωρικών, τών μεταξύ τους σχέσεων, τής σχέ σης τους μέ την όποιασδήποτε μορ φής κρατική έξουσία καί τούς κάθε λογής εκπροσώπους τού κράτους, μόνιμα έγκαταστημένους έκεί ή, τό σπουδαιότερο, περαστικούς, άπ’ τούς όποιους περιμένουν τά πάντα, άσχετα άν είναι στην άρμοδιότητά τους ή όχι. ’Ακόμη μιά θλιβερή άλήθεια πού τή ζοΰν καθημερινά, όσοι μένουν μόνιμα στην επαρχία καί κυρίως στά πολύ μικρά χωριά. "Εντονα υποκειμενικό τό «'Υ πο ψήφιος βουλευτής». "Αλλη μιά έμπειρία πού γίνεται άφορμή γιά κοι νωνιολογική άνάλυση. Μελετάει τίς σχέσεις άριστεριστών καί άριστερών κομμάτων καί τό εκλογικό πανηγύρι στήν έπαρχία. Τίς μέρες αυτές ό χωρικός άλλάζει, άποβάλλει τή μιζέρια του, νιώθει κάπως πιό δυνατός, χαμογελάει, τρέχει πίσω άπό υποψήφιους, χειροκροτάει, προβοκάρει, κρεμάει τενεκέ δες, κυρίως στά αύτοκίνητα τών ύποψήφιων τού κυβερνώντος κόμ ματος, μέ λίγα λόγια, γιά λίγες μέ ρες, νιώθει δτι βρίσκεται στό κέν τρο τού ενδιαφέροντος καί έτσι γί νεται εύκολότερα, γ(.ά μιάν άκόμη φορά, τό θύμα. Ή έκλογική δεον τολογία επιβάλλει στόν κάθε ύποψήφιο νά περάσει, άναγκαστικά, καί άπό τό πιό μικρό χωριό ή οίκι^ σμό. Ό άριστερός όμως διανοού μενος, πού είναι συγχρόνως υπο ψήφιος, μειονεκτεϊ, γιατί άδυνατεϊ νά μπει στό χορό, τό πανηγύρι δέν τόν συγκινεϊ, χρήματα δέν έχει νά ξοδέψει γιά διαφήμιση ή έξαγορά συνειδήσεων, ψέματα δέν μπορεί νά πει ούτε νά τάξει λαγούς μέ πε τραχήλια, ή άποτυχία του είναι σί γουρη άπό πρίν. Μέ χιούμορ περι γράφει καί τή δική τόυ άποτυχία στίς έκλογές τού 1977. Στό «Τρίτη περίοδος ή θάνατος» μελετάει, μέ βάση τήν εμπειρία του, τό φοιτητικό κίνημα, στό «Σεισμό» τήν επίδραση τού μεγά λου σεισμού στόν πληθυσμό τής ’Αθήνας, τό 1981. Στό «’Ηταν ό Νέρων άριστερός», μέ τήν ειρωνική άντιμετώπιση τού προβλήματος τών έμπρησμών, χρησιμοποιώντας δογματικά καί χωρίς καμία εύλυγισία τή μαρξιστική μέθοδο άνάλυσης καί μελέτης τής ιστορίας, κα ταλήγει στό, ηθελημένα, επισφαλές καί ειρωνικό συμπέρασμα δτι οί
έμπρησμοί θά σταματήσουν, γιατί άν τίς φωτιές «τίς βάζουν χουντι κοί γρήγορα θά διαπιστώσουν τό λάθος τους... "Αν τίς βάζουν πυρομανεϊς, μόλις τελειώσουν μέ τά ποιήματά τους (περίπτωση Νέρωνος) θά σταματήσουν. Κι άν είναι συνεπείς άριστεροί -αύτοί συνήθως διασπώνται πολύ εύκολα». "Αρα δέν πρέπει νά άνησυχοϋν «Κυβέρ νηση, ’Αστυνομία, ’Αντιπολίτευ ση» (σελ. 92). Τό κείμενο αύτό εί ναι υπόδειγμα ειρωνείας, ένώ συγ χρόνως δείχνει πόσο εύκολα μπο ρεί νά γελοιοποιηθεί μιά θεωρία, δταν τήν τραβάει άπ’ τά μαλλιά ό στεγνός καί άγονος, δσο καί γε λοίος δογματισμός. Τό τελευταίο κείμενο, ή «Φυγή», είναι εντελώς προσωπικό, άπ’ τό όποιο δέν μπο ρούν νά άντληθοΰν γενικά συμπε ράσματα, άρα ποιά ή θέση του έδώ, εκτός καί άν καί έδώ δ συγ γραφέας ειρωνεύεται, παρουσιά ζοντας ώς ιδανική λύση τών προ βλημάτων, τή φυγή άπό αύτά. 'Η δλη δομή τού βιβλίου «Μερο ληπτική κατάθεση», μέ τά αυτοτελή καί συγχρόνως άλληλοεξαρτώμενα κείμενα, μέ τό προοίμιο καί τά επι μύθια, τήν ύπαρξη ένός ηρώα, έστω κι άν αυτός είναι ό ίδιος ό συγγραφέας, μού δημιουργεί τήν ύποψία δτι, δταν ό Ψυχογιός έγρα φε τά κείμενα αύτά, είχε ύπόψη του τό «Σεραφείμ καί χερουβείμ» τού Κουμανταρέα. Τήν τεχνική αύτοΰ τού βιβλίου πιστεύω δτι χρησι μοποιεί έδώ ό Ψυχογιός, παρά τίς ένδεχόμενες άλλες (σημαντικές) διαφορές μέ τό συγγραφέα τού «'Ωραίου λοχαγού». Αύτή βέβαια είναι μιά υπόθεση πού μπορεί νά έπαληθεύσει ή νά διαψεύσει ή προ σεκτική μελέτη τής δομής καί τής τεχνικής τών δύο βιβλίων, πού δέν είναι τού παρόντος. 'Όμως, ή τε χνική αύτή δίνει στά, πράγματι, πολυσήμαντα κείμενα τής «Μερο ληπτικής κατάθεσης» έντονότερη λογοτεχνική χροιά. Καταθέτοντας ό Ψυχογιός τά βιώματά του, φαινομενικά μερολη πτικά, μάς δίνει τελικά ένα βιβλίο υποκειμενικό συγχρόνως καί άντικειμενικό, πού έχει μερίδιο καί στήν κοινωνιολογία καί στή λογο τεχνία, μιά μεροληπτική κατάθεση πού παύει νά είναι μεροληπτική, άφοΰ τό «έγώ» γίνεται «αύτό», ή έμπειρία λόγος, μέ συναρπαστική, θά έλεγα, έπιτυχία. ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
άχανεϊς έκτάσεις καί στή μοναχικότητα τού άτόμου. Καί ό -άμερικανικόςκινηματογράφος άπό γεννήσεώς του μετέφερε στούς ώμους τή μυθολογία δημιουργώντας τήν όπτική συνέχειά της. ’Ακριβώς, λοιπόν, ή σχέση άνθρώπινης καί κινηματογραφικής μυθολογίας καί ή εξέλιξη τής δεύτερης παρουσιάζεται έδώ μέ μερικά εξαιρετικά κείμενα εύρωπαίων θεωρητικών καί κριτικών. (Γιατί, άν καί φαίνεται παράδοξο, ή Ευρώπη άνακάλυψε τή σημασία τού γουέστερν πρίν άπ’ τούς Άμερικάνους...) ΤΣΑΡΛΣ
Μ Π Ο Υ Κ Ο φΣ Κ Ι: Γυναίκες. Μ ετ. Χ ρ ν σ α ς Τ σ α λ ικ ίδ ο υ . ’Α θ ή ν α , Ό ό ν σ σ έ α ς , 1983. Σ ελ . 347.
ΕΝΑΣ χυδαίος πορνογράφος ή ένας δυναμικός έκπρόσωπος μιας χυδαίας εποχής; Μέ τόν Μπουκόφσκι δέν είναι εύκολη ή άπάντηση, γιατί ίσως είναι καί τά δύο. "Αν δμως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε έδώ στίς «Γυναίκες» ή άναλογία είναι έξήντα μέ σαράντα, καθώς αύτή ή καταβύθιση στόν κόσμο τού σέξ, πέρα άπό τόν συμβολισμό καί τίς προεκτάσεις πού μπορεί νά τής άποδώσει κανείς, λειτουργεί καί σάν ένα άπλώς γαργαλιστικό κείμενο. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά έπιλέξει ό άναγνώστης τό πώς θά «διαβάσει» αύτό τό βιβλίο. Μνήμη Τάκη Σ ινόπονλον. ’Ε π ιμ έ λ ε ια Π ολύκαρπου Π ο λ υ κ ά ρ π ο υ . ’Α θ ή ν α , Δ η μ ο τ ι κ ή Β ιβ λ ιο θ ή κ η Ν έ α ς ’Ιω ν ία ς, 1983. Σ ελ .
ΝΑ μιά έκδοση στήν όποια άξίζει νά σταθεί κανείς θαυμαστικά. Έ νας δημοτικός φορέας, χωρίς παραχωρήσεις στήν εύκολία καί τόν
50/οδηγος
απο την Κεντρική ’Ασία ώς την ’Ανδαλουσία: δείγματα τής λογοτεχνίας τοϋ ’Αραβικού Μεσαίωνα στήν Ε λλάδα τοϋ Μεσοπολέμου (I) Σ ν ν τ ί π α ς ή ο ί Π α ν ο υ ρ γ ίε ς κ α ί p i Μ η χ α ν ο ρ ρ α φ ίε ς τώ ν Γ υ ν α ικ ώ ν . Μ ετά φ ρ α σ η Κ ώ σ τα Τ ρ ικ ο γ λ ίό η . Ά π ό τ ή ν ά ρ α β ικ ή έ κ δ ο σ η . ’Α θ ή ν α , Ή ρ ιό α ν ό ς , 1982. Σ ε λ . 174.* 1
Σέ παλαιότερο άρθρο μου ( Δ ι α β ά ζ ω 33, Ίου λ. 1980, σ. 42 κ.έ.) περιγράφεται, με πολλή συντομία, ή συγγραφική δραστηριότητα τοϋ Κώστα Τρικογλίδη. Έ δώ, παρουσιάζεται μία άπό τίς αυτοτε λείς μεταφράσεις του άπό τά άραβικά, ό Σ ν ν τ ί π α ς . Ή έκδοση δέν είναι παρά τμήμα τής ένιαίας προσπάθειας τοϋ μετα φραστή νά άποδώσει τήν ίδια άρα βική μεσαιωνική συλλογή αφηγή σεων. Στους έφτά τόμους τών Χ ίλ ιω ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν (τ. 1-5, Γ.Ι. Βασιλείου, 1921-3, καί συμπληρω ματικοί τ. 1-2, Έλευθερουδάκης, 1925), πού άντιπροσωπεύουν τό μι σό περίπου τοϋ «Κανόνα» τοϋ έρ γου, προστίθεται ένας όγδοος, άνεξάρτητος τόμος (X. Γανιάρης, 1923) μέ τόν άραβικό κύκλο τού Σ υ ν τ ί π α , ήτοι τίς ιστορίες πού άφηγεϊται ή Σαχραζάτ στίς Νύχτες 578-606. Τί είναι, δμως, στην πραγματι κότητα ό Σ ν ν τ ίπ α ς ; Πίσω άπό τόν έλληνοποιημένο αύτό τύπο κρύβεται τό Β ιβ λ ίο τ ο ν Σ ιν τ μ π ά ν τ ή Σ ιν τ μ π ά ν τ <5 Φ ιλ ό σ ο φ ο ς ( σ έ αντίστιξη μέ τόν Σ ιν τ μ π ά ν τ , ή Σ ε β ά χ , τ ό ν Θ α λ α σ σ ιν ό καί τίς ιστορίες τών έφτά ταξιδιών του), Τ ό Β ιβ λ ίο τ ο ϋ Σ ιν τ μ π ά ν τ εί ναι μιά άπό τίς πιό γνωστές, ση μαντικές καί άγαπητές σέ ’Ανατο λή καί Δύση συλλογές διηγήσεων τής μεσαιωνικής εποχής. Ή επιτυ
χία του τό έκανε πολύ γρήγορα «λαϊκό» καί «διεθνές» βιβλίο. Οί μεταφράσεις, παραφράσεις καί μι μήσεις τού συνόλου ή συγκεκριμέ νων ιστοριών τοϋ έργου είναι τό σες, ώστε νά μπορεί κανείς νά υπο στηρίξει ότι τό βιβλίο υστερεί σέ διάδοση μόνον άπέναντι στή Β ίβ λ ο ή τό Κ ο ρ ά ν ι. Τό ίδιο άβυσσαλέα είναι ή βι βλιογραφία γύρω άπό τό Β ιβ λ ίο τ ο ϋ Σ ιν τ μ π ά ν τ (ό άναγνώστης μπο ρεί νά βρει στοιχεία στό άρθρο μου « Ό βυζαντινός καί μεταβυζαντι νός Συντίπας: Γιά μιά νέα έκδο ση», περ. G raeco-arab ica 1, 1982, σ. 105-28). Α πό πολύ νωρίς, ιδιαίτε ρα δμως άπό τίς άρχές τού 19ου αιώνα, άνατολιστές, λαογράφοι, έρευνητές τών λαϊκών διηγήσεων, φιλόλογοι καί έκδοτες μελέτησαν τό περιεχόμενο, τη δημιουργία, τήν προέλευση, τή διάδοση καί τίς τύ χες τοϋ έργου, χωρίς νά έξαντλήσουν τά σχετικά ζητήματα καί χω ρίς πάντοτε νά όδηγηθοΰν σέ όριστικά πορίσματα. Ή θεματική δομή τής συλλογής: συνδυασμός μιας «διήγησης-
πλαισίόυ» καί μιας σειράς «έγκιβωτισμένων» σ’ αυτήν ιστοριών, μέ τή γνωστή καί άπό άλλες μεσαιωνι κές συλλογές (ινδικές μεσαιωνικές άφηγήσεις, Χ ίλ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς , Δ ε κ α ή μ ε ρ ο , Τ ό χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο π ο υ β ρ έ θ η κ ε σ τ ή Σ α ρ α γ ό α α α κ.ά.) μορ
φή τής «συρταρωτής άφήγησης». Ή «διήγηση-πλαίσιο» άνήκει στόν τύπο τής ιστορίας τού ’Ιωσήφ καί τής Γυναίκας τού Πετεφρή, ή τού Ιππόλυτου καί τής Φαίδρας: μιά (άνώνυμη) παλλακίδα ένός (συνή θως άνώνυμου) άνατολίτη βασιλιά έρωτεύεται τόν (άνώνυμο) έφηβο γιό τού βασιλιά, άλλά ό έρωτάς της άποκρούεται· ή παλλακίδα συκο φαντεί τόν πρίγκιπα -π ο ύ δέν μπορεί νά διαλαλήσει τήν άθωότητά του, γιατί έχει δεσμευτεί μέ όρ κο σιωπής, όρκο πού πρέπει νά κρατήσει έφτά μέρες- καί ζητά άπό τόν βασιλιά τήν έκτέλεσή του· έφτά (άνώνυμοι) σύμβουλοι (φιλόσοφοι ή βεζίρηδες κτλ.) τού βασιλιά άναλαμβάνουν νά σώσουν τόν πρίγκι πα, άφηγούμενοι στόν βασιλιά κά θε μέρα καί άπό μία ή δύο ιστο ρίες, πού έχουν έπίκεντρο τά κακά τής άπερισκεψίας καί τών βιαστι κών άποφάσεων ή τήν πονηριά καί κακία τών γυναικών· μέ τή σειρά της, ή παλλακίδα επεμβαίνει μέ μιάν άλλη σειρά ιστοριών, πού έχουν έπίκεντρο τά κακά τής άμέ-
οδηγος/51 λείας καί τής απερισκεψίας, ή την πονηριά καί κακία τών βασιλικών συμβούλων καί τών άντρών, άποσπώντας καθημερινά άνανέωση τής θανατικής καταδίκης· ή όγδοη μέ ρα είναι, ωστόσο, μέρα θριάμβου τής άλήθειας καί τής γνώσης τοϋ νεαρού πρίγκιπα καί τοϋ σοφού δασκάλου του Σιντμπάντ (Συντίπα): ό πρίγκιπας άποκαλύπτει τήν άλήθεια μέ λόγο, καί τήν πρώιμη φρονιμάδα του μέ μιά τρίτη σειρά ιστοριών, γύρω άπό τη μοίρα καί τήν ευθύνη, τήν υπεροχή τής σο φίας καί τήν υπέρβαση τής κακίας, ενώ ή παλλακίδα, μέ μία τελευταία ιστορία της, γλιτώνει μόλις τόν θά νατο, γιά νά τής επιβληθεί μιά έπιεικέστερη τιμωρία (διαπόμπευ ση ή έξορία). Ή έρευνα γύρω άπό τόν τρόπο, τόν χώρο καί τόν χρόνο δημιουρ γίας τής συλλογής συνεχίζεται. Δύο είναι οί επικρατέστερες άπόψεις γιά τήν άπώτατη προέλευση τής συλλογής: (1) ινδική (σανσκρι τική) προέλευση, μέ μεταγενέστερη διάδοση μέσω Περσίας πρός τή Δύση· (2) περσική (παχλεβική) προέλευση, μέ έπακόλουθη διάδο ση μέσω τού ΐσλαμικοϋ μεσανατο λικού χώρου. Τό βέβαιαο είναι ότι οί παλιότερες μνείες γιά τό έργο όδηγούν στήν Περσία καί στά τέλη τού 8ου-άρχές τού 9ου αιώνα, όπότε γιά πρώτη φορά ένα περσικό Β ι β λ ίο τ ο ϋ Σ ιν τ μ π ά ν τ μεταφράζεται στά άραβικά. Ά π ό τότε ή διάδοση τού έργου άκολουθεϊ ραγδαίους ρυθμούς. Επανειλημμένες καί ποικιλόμορ φες είναι οί περσικές καί αραβικές έπεξεργασίες, άπό τις όποιες διασημότερες στάθηκαν δύο: τό νεοπερσικό Σ ιν τ μ π ά ν τ - ν α μ έ τού Ζαχίρ Σαμαρκαντί (μέσα 12ου αιώνα) καί τό άραβικό 'Ε φ τ ά Β ε ζ ύ ρ η ό ε ς (ό Σ ν ν τ ί π α ς τής μετάφρασης Τρικογλίδη), πού έντάχθηκε, άγνωστο πότε, σ τ ίς Χ ίλ ι ε ς κ α ί μ ί α Ν ύ χ τ ε ς , συλλογή πού κρυσταλλώθηκε όριστικά ίσως μόλις κατά τόν 16ο ή καί τόν 17ο αιώνα. Α λ λ ά τ ό Β ιβ λ ίο τ ο ν Σ ιν τ μ π ά ν τ τό γνώρισαν όλες σχεδόν οί μεγά λες γραμματείες τού Μεσαίωνα: συριακή μετάφραση (11ος αιώνας), ελληνική (λόγια βυζαντινή) μετά φραση άπό τά συριακά (τέλη τού 11ου αιώνα), εβραϊκή, ισπανική, λατινικές, καί μεταφράσεις σέ πολ λές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ή ελλη νική εκφορά τού έργου, γνωστή ώς Β ίβ λ ο ς Σ ν ν τ ί π α
το ν
Φ ιλ ο σ ό φ ο υ ,
εγκαινιάζει τήν άδιάσπαστη πα ρουσία τής συλλογής αυτής στή γραμματεία μας, άπό τόν 11ο αιώ να ώς σήμερα. Ή Β ίβ λ ο ς Σ ν ν τ ίπ α , μεταφρασμένη γιά πρώτη φορά άπό τόν γραμματικό Μιχαήλ Ά ν δρεόπουλο, στήν άκριτική Μελιτηνή, χώρο γόνιμης όσμωσης έλληνικών, άρμενικών, συριακών, άραβοπερσικών καί τσουρκοσελτζουκικών στοιχείων, τροποποιείται καί έκλαϊκεύεται διαρκώς στούς έπόμενους αιώνες, γιά νά καταλήξει, κάπου στά τέλή τού 17ου ή στίς άρχές τού 18ου αιώνα, στή σταθερή έντυπη μορφή τών έκδόσεων Βενε τίας, μέ τήν όποια κυρίως διαδίδε ται καί στούς υπόλοιπους βαλκανι κούς λαούς καί γοητεύει τό κοινό τής Τουρκοκρατίας καί όλόκληρου τού πρώτου αιώνα τού νεοελληνι κού κράτους (γύρω στίς 25 γνωστές ελληνικές εκδόσεις μέσα σέ 150 χρόνια). Τό Β ιβ λ ίο τ ο ϋ Σ ιν τ μ π ά ν τ πρόσφερε πολλά στήν εύρωπαϊκή άφήγηση: διεθνοποίησε ένα τμήμα τού άνατολικοΰ λόγιου καί λαϊκού Αφηγηματικού ύλικοϋ, έπιτάχυνε τόν «λαογραφικό ισομορφισμό» κάί συνέβαλε στή διαμόρφωση τού exemplum, τής novella καί άλλων ειδών τής περιπετειώδους μυθιστο ρικής διήγησης ώς τό picaro. Ή βυζαντινογενής Β ίβ λ ο ς Σ ν ν τ ίπ α , πάλι, βοήθησε στήν ανάπτυξη τού νεοελληνικού μή εκκλησιαστικού έντεχνου πεζού λόγου; στόν πλου τισμό τής διδακτικής παραγωγής, στήν άνδρωση τής νοβελιστικής, φανταστικής καί έρωτικής λογοτε χνίας, στήν έπισημοποίηση τών άνταλλαγών τού έλληνικού κόσμου μέ τίς φιλολογίες τού Ίσλάμ καί στή διαμόρφωση ένός προεπιστημονικοΰ, λανθάνοντος νεοελληνικού άνατολισμού- τό έργο στήν τελική του μορφή, τό Μ υ θ ο λ ο γ ικ ό ν Σ ν ν τ ί π α τ ο ν Φ ιλ ο σ ό φ ο υ τών έκδόσεων Βενετίας-Α θήνας, είναι γύρω στά 1770 ένα «καλό» καί τιμημένο βι βλίο φανταστικής ύλης, κατά τόν στίχο τού Καισάριου Δαπόντε· τό 1877 άνήκει άκόμα στά «καθαρώς δημοτικά βιβλία, τά προσφιλή καί έπιζήτητα παρά τώ λαώ», κατά τά λεγάμενα τού Ν. Πολίτη· καί τό 1921 συγκαταλέγεται στά πιό άγαπημένα «άναγνώσματα τών πάππων μας», κατά τή γνωστής ρήση τού Σπ. Λάμπρου. Ή δοκιμασμένη λαϊκή άντοχή τού έργου, όσο καί ή προσοχή τού Ν. Πολίτη σέ χρόνια έτοιμασίας τής Γενιάς τού 1880, πρέπει νά όδηγούν τόν Ροίδη νά
έντυπωσιασμό, κυκλοφόρησε -γιά νά τιμήσει ένα σπουδαίο δημότη του- αυτό τό πολύ σοβαρό τομίδιο, μέ τρεις όμιλίες γιά τόν Τάκη Σινόπουλο (άπό τή Βακαλό, τόν Στεριάδη καί τόν Πλαχούρη) πού παρουσιάστηκαν στή διάρκεια ισάριθμων εκδηλώσεων καί μιά συνέντευξη τού ίδιου τού ποιητή στήν εκπομπή «Επιλογή» μέ τόν άγαπημένο Περικλή Ά θανασόπουλο. Καί τόν τίμησε, προσφέροντας παράλληλα στούς πολίτες ένα λαμπρό βοήθημα γιά τήν ποίηση... Ν .Δ . Τ Ρ ΙΑ Ν Τ Α Φ Υ Λ Λ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Τό δίχτυ καί τό μέλι. ’Α θ ή ν α , 'Ε σ τία , 1983. Σ ε λ . 112.
ΜΕΣΑ άπό λέξεις, στίχους, προσωπικά ερεθίσματα καί συμβάντα, ό Τριανταφυλλόπουλος προσεγγίζει έδώ - σ ’ αύτά τά 17 κείμενα τοϋ βιβλίουάνθρώπους πού άφησαν τό άποτύπωμά τους στήν πνευματική παραγωγή τού τόπου (Παπαδιαμάντης, Σεφέρης, Πεντζίκης κ.ά.). Καί ή προσέγγιση αυτή παίρνει άτραπούς «άτομικής περιπέτειας», άφήνοντας τήν άφ’ υψηλού θεώρηση καί δένοντας τή γοητεία τής άνάγνωσης μέ τή δημιουργία σημείων συζήτησης καί έρευνας. Δηλαδή, τελικά, ένα σύνολο, πού μέσα άπό τίς χαλαρές τρύπες τού διχτυού του έγκλωβίζει τήν ούσία καί τήν έλξη... Φ ΑΝΗ ΚΛΕΑΝΘ Η:
"Ετσι χάσαμε τή Μικρασία. ’Α θ ή ν α , 'Ε σ τ ία , 1983. Σ ε λ . 198.
ΜΕΤΑ τήν πολύχρονη θητεία του στήν άληθινή δημοσιογραφία, ό Φάνης Κλεάνθης δίνει τώρα ένα σοβαρό ιστορικό πιά έργο, έρευνώντας άκριβοδίκαια δλο
52/οδηγος
χρησιμοποιήσει μιάν «εικόνα» άπό την εισαγωγή τού έργου, στό καί ριο κριτικό του κείμενο «Περί συγ χρόνου έν Έ λλάδι κριτικής» (1877), σέ μιά άντιπαράθεση τού έαυτοΰ του (φωτισμένου κριτικού μέ τό συγκεκριμένο έντυπωτικό ύφος) πρός τήν παιδική κατάσταση τού έλλαδικού κοινού. Καί μέ τή σειρά τους, ή προσοχή τού Ν. Πο λίτη καί τού Ροΐδη ωθούν ίσως, ά ρ γότερα (1892), τόν Παλαμά νά πά ρει αυτούσια τήν ίδια εικόνα άπό τό «περίφημο» κείμενο τών έκδόσεων Βενετίας καί νά τήν άναγάγει σέ δυναμική συμβολική παράσταση τής δύναμης τής άνθρώπινης σο φίας καί τής σχέσης άνθρώπουγνώσης. Ποιά είναι, δμως, ή σχέση τής Β ίβ λ ο ν Σ ν ν τ ί π α (καί τών μεταγενέ στερων ελληνικών επεξεργασιών) μέ τό αραβικό κείμενο τών Ε φ τ ά Β ε ζ ίρ η δ ω ν (τού Σ ν ν τ ί π α τού Τρικογλίδη); 'Η λόγια Β ίβ λ ο ς Σ ν ν τ ί π α περι λαμβάνει, έκτός άπό τή «διήγησηπλαίσιο», καί έναν άνεπτυγμένο ήθικοδιδακτικό επίλογο τού είδους των «ερωταποκρίσεων», 24 ιστο ρίες, ή λαϊκότερη παράφρασή της τού 13ου αιώνα 25 ιστορίες (ή τε λευταία ιστορία τής 7ης μέρας γίνε ται διπλή, συμπεριλαμβάνοντας τό διασκεδαστικό λαϊκό παραμύθι «ψάρια στό χωράφι») καί τό έντυ πο Μ υ θ ο λ ο γ ικ ό ν Σ ν ν τ ί π α 22 ιστο ρίες (παραλείπονται οί ιστορίες
«σταγόνα άπό μέλι», «τρεις επιθυ μίες», «τρίχρονο παιδί»). ’Αντίθε τα, τό κείμενο τών Ε φ τ ά Β ε ζ ίρ η δω ν, δπως άπαντά στίς Χ ί λ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς , μέ τόν έπιμέρους τίτ λο Ο ί Π α ν ο υ ρ γ ίε ς κ α ί ο ί Μ η χ α ν ο ρ ρ α φ ίε ς τ ώ ν Γ υ ν α ικ ώ ν . Ή 'Ι σ τ ο ρ ία τ ο ϋ Β α σ ι λ ιά , τ ο ν Γ ιο ϋ το υ , τ ή ς Ε ν ν ο ο ν μ έ ν η ς τ ο υ , τώ ν 'Ε φ τ ά Β ε ζ ίρ η δ ω ν κ α ί τ ο ν Φ ιλ ό σ ο φ ο ν Σ ν ν τ ίπ α ,
έχει 28 ιστορίες. Συνοψίζουμε: 'Ιστορίες πού βρί σκονται στή Β ίβ λ ο Σ ν ν τ ί π α καί τήν παράδοσή τους, άλλά λείπουν άπό τήν άραβική εκφορά, είναι οί άκόλουθες 5: «'Ο χοίρος καί ή συκιά» (έκδ. Jernstedt, σ. 44), «Τό σκυλί καί τό φίδι» (σ. 45-6), « Ό πίθη κος, τό λιοντάρι καί ό άνθρωπος» (σ. 52-4), «Ή πίτα καί ό έλέφαντας» (σ. 57-8) καί «Τό βιβλίο τών γυναικείων πανουργιών» (σ. 65-71, άπλή ή διπλή ιστορία). 'Ιστορίες τού άραβικού κειμένου πού δέν βρίσκονται σέ καμιά μορφή τής Β ί β λ ο ν Σ ν ν τ ί π α είναι οί εξής 9, δπως τίς δίνει ή έκδοση Τρικογλίδη: «'Ιστορία τού παραλυμένου καί τής ένάρετης συζύγου» (έκδ. Ή ριδανού, σ. 36-8), «'Ιστορία τού χρυσοχόου καί τής τραγουδίστρας άπό τό Κασμίρι» (σ. 71-7), «'Ιστορία τού άνθρώπου πού ποτέ δέ γέλασε σ’ δλην τήν υπόλοιπη ζωή του» (σ. 78-87), «'Ιστορία τού γιόϋ τού βα σιλιά καί τής γυναίκας τού εμπό ρου» (σ. 89-92), «'Ιστορία τού υπη ρέτη πού έκανε πώς ήξερε τήν όμι-
λία τών πουλιών» (σ. 92-6), «'Ιστο ρία τής κυράς καί τών πέντε έραστών της» (σ. 97-109), «'Ιστορία τού κλεμμένου γιορντανιού» (σ. 114-5), «'Ιστορία τού πρίγκιπα Μπεχράμ καί τής πριγκίπισσας Ντατμά» (σ .-116-23) καί «'Ιστορία τού γιοΰ τού βασιλιά καί τής ερω μένης τού Ά φ ρίτ» (σ. 141-3). Ή έξέταση τών διαφορών αυτών όδηγεϊ σέ ορισμένα συμπεράσματα, πού σημειώνονται έδώ, μέ συντο μία: Οί πρόσθετες ιστορίες τής Β ί β λ ο ν Σ ν ν τ ίπ α , έκτός άπό τίς 2 (3) τελευταίες, δέν έχουν περιεχόμενο έρωτικό, άλλά είναι σύντομα διδα κτικά παραδείγματα-μύθοι, σύμ φωνα μέ τή γενικότερη λιτή δομή τής βυζαντινής μετάφρασης καί τόν κυρίαρχο ήθικοπλαστικό χαρακτή ρα της. ’Αντίθετα, δλες οί πρόσθε τες ιστορίες τού άραβικού κειμέ νου, πολλές άπό τίς όποιες είναι άρκετά άνεπτυγμένες καί διέπονται άπό τό κριτήριο τής άφηγηματικής άπόλαυσης, τονίζουν τίς δύο κύ ριες τάσεις τών 'Ε φ τ ά Β ε ζ ίρ η δ ω ν , τήν έρωτική καί τήν περιπετειώδηέξωτική. Πάντως, ή άπουσία τών τελευ ταίων αύτών ιστοριών άπό τήν παλιότερη έλληνική παράδοση τής Β ί β λ ο ν Σ ν ν τ ί π α δικαιολογείται κ α ί άπό άλλους λόγους. Έ τσι, π .χ., τό πρώτο μέρος τής «Ιστορίας τού παραλυμένου...» μοιάζει μέ τήν πρώτη ιστορία τής συλλογής, τήν «Ιστορία τού Βασιλιά καί τής γυ ναίκας τού Βεζίρη του» (έκδ. Ή ριδανοΰ, σ. 27-31)· τό πνεύμα τής «'Ιστορίας τού χρυσοχόου...» φαί νεται νά είναι έξω άπό τό γενικό πνεύμα τού έργου· ή «'Ιστορία τού άνθρώπου πού ποτέ δέ γέλασε...» άποτελεί έπανάληψη μιάς πολύ γνωστής ιστορία τών Χ ίλ ιω ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν , τής ιστορίας τού τρίτου δερβίση (Χ ί λ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς , έκδ. Ή ριδανού, τ. 1, σ. 155 κ.έ.), ή «Ιστορία τού γιοϋ τού βασιλιά...», ή «'Ιστορία τού υπηρέ τη...» καί ή «'Ιστορία τού κλεμμέ νου γιορντανιού» θά ταίριαζαν πε ρισσότερο ώς διηγήσεις ενός άπό τούς βεζίρηδες παρά ώς διηγήσεις τής παλλακίδας· ή «'Ιστορία τού υπηρέτη...» καί ή «'Ιστορία τής κυ ράς...» προέρχονται ίσως άπό ά λ λ ο ν , καί είναι γνωστότερες άπό τίς εκφορές τους στόν Boccacio καί σέ λαϊκά παραμύθια· ή- «Ιστορία τού πρίγκιπα Μπεχράμ...», παραλλαγή τής ιστορίας τής Turandot ή τής ’Αδάκρυτης, άπαντά καί σέ άλλες
οδηγος/53
συλλογές· τέλος, ή «'Ιστορία τού γιου τού βασιλιά καί τής έρωμένης τοϋ Ά φ ρίτ» επαναλαμβάνει τή γνωστή ιστορία τής άρχής τών Χ ίλ ιω ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν , μέ τόν Σαχριάρ, τόν Σαχζαμάν καί τή γυναί κα τού τελωνίου (6κδ. Ή ριδανού, τ. 1, σ. 27-30). Επικαλύψεις μέ τίς Χ ίλ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς ύπάρχουν, άλλωστε, καί άλλου. Ή «'Ιστορία τού ζαχα ροπλάστη...» (στη μετάφραση τού Σ υ ν τ ί π α από τόν Τρικογλίδη, όπως καί στήν άγγλική τοϋ Burton, ή ιστορία άκολουθεί περσική εκφορά τοϋ έργου) άπαντά καί στήν 404η Νύχτα («'Ιστορία τοϋ εμπόρου καί τοϋ παπαγάλου») καί μεταφράζε ται άπό τόν Τρικογλίδη καί στόν πρώτο τόμο τών Χ ίλ ιχ ο ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν (έκδ. Ή ριδανοϋ, σ. 63-5, «'Ιστορία τοϋ συζύγου καί τού πα παγάλου»)· τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τήν «'Ιστορία τού γιοϋ τού βασι λιά καί τής λάμιας», πού μοιάζει τή μεταφρασμένη στις Χ ί λ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς «'Ιστορία τού πρίγκιπα καί τής δράκαινας» (τ. 1, σ. 65-7, 5η Νύχτα). ’Αλλά καί άλλες περιπέτειες τής σύνθεσης ένός «βιβλίου χωρίς συγ γραφέα», δπως οί Χ ί λ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς , καθορίζουν τή μοίρα τού ένθετου Σ υ ν τ ί π α . 'Η «διήγησηπλαίσιο» τού Σ υ ν τ ί π α είναι, βέ βαια, λογική καί συνεκτική· οί τρεις τύποι έξαρτημένων ιστοριών: διήγηση μέ στόχο νά κερδίσει χρό νο, διήγηση μέ στόχο νά πείσει, διήγηση μέ στόχο τή σωτηρία τής ζωής τού ίδιου τού άφηγητή, έπιτείνουν τό πλέγμα· τέλος, ή εναλλαγή ιστοριών τών εφτά βεζί ρηδων (άπό 2 γιά καθεμιά άπό τίς έφτά κρίσιμες μέρες, εκτός άπό τήν πέμπτη, πού περιέχει 1 ιστορία), τής παλλακίδας (άντίστοιχα 2 ,1 ,1 , 1, 2, 3 καί καμία), τού γιοΰ τού βα σιλιά (4 συνεχόμενες ιστορίες) καί ξανά τής παλλακίδας (1) ένισχύει εύλογα τήν εντύπωση ένός σοφά δομημένου δλου. 'Ωστόσο, τό πε ριεχόμενο καί ή τροπή όρισμένων ιστοριών φαίνεται νά ξεφεύγει άπό τή «λογική» τών στόχων πού έχουν τά άντίπαλα πρόσωπα τής «διήγησης-πλαισίου»: οί περισσότερες ιστορίες δέν έχουν -δπω ς θά ταί ριαζε στόν παραδειγματικό στόχο τους- τραγικό ή «κακό» τέλος· άκόμη, ύπάρχουν ιστορίες τών βε ζίρηδων, δπου, άντί νά δειχτεί ή πανουργία καί ή κακία τών γυναι κών, άναδεικνύεται ή άρετή καί ή
έξυπνάδα τους, ή ή άνηθικότητα καί τά ελαττώματα τών άντρών, δπως ύπάρχουν καί ιστορίες τής παλλακίδας, δπου ή πανουργία καί ή κακία τών γυναικών είναι ουσια στικά μεγαλύτερες άπό εκείνες τών άντρών. Ή γενική εντύπωση είναι συχνά δτι κάθε ιστορία υπακούει μάλλον στίς ελεύθερες δημιουργι κές παρορμήσεις καί τίς προσωπι κές τροπές, διευρύνσεις ή άλλαγέ'ς τού παραμυθά άφηγητή της. ’Αλλά οί «άσυνέπειες» πού πα ράγει τούτη ή υπέρβαση τής «έλλο γης» σύνθεσης είναι συντριπτικά ύποδεέστερες άπό τήν πρωτοτυπία τών λεπτομερειών καί τήν άφηγηματική μαγεία τών περισσότερων ιστοριών, ιδιαίτερα τών σκανδαλιστικών έρωτικών διηγήσεων, πού άγαπήθηκαν άπό νωρίς σέ ’Ανατο λή καί Δύση καί πέρασαν σέ έργα δπως ή D iscip lin a clericalis, τά exempla τού Jacques de Vitry, ό C o n d e L u c a n o r, οί διηγήσεις τού Chaucer, οί ιταλικές μεσαιωνικές καί άναγεννησιακές novelle άπό τόν Boccacio ως τόν Straparola καί τόν Basile, καί έργα τού Shakespea re ή τού Moliere. Πράγματι, οί έξυπνότερες καί διασκεδαστικότερες ιστορίες τής συλλογής άνήκουν στούς βεζίρηδες καί είναι έκεϊνες πού μιλούν γιά τίς έρωτικές πανουργίες τών γυναικών (πρόκειται, συνήθως, γιά τίς δεύτε ρες ιστορίες τους)· άνάμεσά τους ξεχωρίζουν ή «Ιστορία τού ζαχα ροπλάστη...», ή «'Ιστορία τής κυράς καί τών δύο έραστών της», ή «Ιστορία τής γυναίκας πού έκανε τόν άντρα της νά κοσκινίζει χώ μα», ή «'Ιστορία τής γυναίκας πού άπάτησε τόν άντρα της», ή εξαιρε τική «'Ιστορία τής κυράς καί τών πέντε έραστών της» καί ή «'Ιστορία τού σπιτιού μέ τήν ταράτσα». Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ δσες ιστορίες τής παλλακίδας τείνουν νά ξεφύγουν άπό τόν «στόχο» της, δπως ή «Ιστορία τού γιού τού βασιλιά καί τής γυναίκας τού έμπορου», ή «'Ιστορία τού ΰπηρέτη πού έκανε πώς ήξερε τήν ομιλία τών πουλιών» καί ή «Ιστορία τού πρίγκιπα Μπεχράμ...». 'Η γοητεία τής άφήγησης έμψυχώνει, πάντως, καί άλλες ιστορίες, πού φαίνεται νά έχουν τίς ρίζες τους είτε στούς πρωιμότερους δι δακτικούς μύθους τής ινδικής, τής μεσανατολικής καί αίσωπικής σο φίας είτε σέ ευρύτερα διαδεδομένο άνεκδοτικό ύλικό· άνάμεσά τους
τό μικρασιατικό πρόβλημα, ως τή μεγάλη καταστροφή καί τήν έπακόλουθη προσφυγιά. Ό μ ω ς, ή άντικειμενικότητα τού βιβλίου (πάνω στά άτομα καί τίς πράξεις τους, άλλά καί τόν έξωτερικό περίγυρο) δέν τού άφαιρεϊ τίποτα άπό τή ζωντάνια του. Ή άφηγηματικότητα υποθάλπει τήν ιστορική έγκόλπωση τών γεγονότων καί τών προβληματισμών έπάνω τους καί ή ιστορία κ α τ α κ τ ιέ τ α ι άπό τόν άναγνώστη. Β Α Σ ΙΛ Η Ι Ω Α Κ Ε Ι Μ ΙΔ Η: Είκοσι χιλιάδες μέρες. 'Α θ ή ν α , 'Ε ξ ά ν τα ς , 1983. Σ ελ . 215.
Ο ΧΩΡΟΣ τής λαϊκής μαρτυρίας πλουτίζεται δυναμικά μέ τό βιβλίο τού Βασίλη Ίωακειμίδη. Χωρίς μεγαλοστομίες καί λογοτεχνικές φιλοδοξίες, άφηγεϊται τά περιστατικά τής ζωής του. καί ή άμεσότητα τής άφήγησης ύπερκαλύπτει τίς δποιες άδυναμίες λόγου. Κι άκόμα, κάτω άπό τήν έξιστόρηση προσωπικών γεγονότων, άποταμιεύει στοιχεία άπό τόν έλληνικό κοινωνικοπολιτικό κόσμο (δπως ή άτμόσφαιρα ζωής στήν έπαρχιακή πόλη, ό «άποχρωματισμός», ό έργατικός άγώνας στή Βόρειο 'Ελλάδα κ.ά.), ζωντανεύοντας έτσι τή λαϊκή τοιχογραφία, δπου ό ίδιος βρίσκεται στό κέντρο της.
ΧΡΗΣΤΟΥ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ Ο Π Ο ΥΛ Ο Υ : Ο ί παραδοσιακοί
χτίστες τής Πελοπόννησον. ’Α θ ή ν α , Μ έ λ ισ σ α , 1983. Σ ε λ . 202.
ΣΕ μιά εποχή πού έχουν άρχίσει νά κυκλοφορούν άρκετά βιβλία γύρω άπό τήν άρχιτεκτόνική κληρονομιά τού τόπου, τούτη ή άξιόλογη μελέτη άποτελεί κάτι ξεχωριστό: Δέν τήν άπασχολούν τά κτίσματα,
54/οδηγος
ξεχωρίζουν οί τέσσερις καλοζυγι σμένες ιστορίες τοϋ νεαρού πρίγκι πα, οί παιχνιδιάρικες ιστορίες «μιά σταλαγματιά μέλι» καί «οί τρεις έπιθυμίες», καθώς καί ή συνταρα κτική ιστορία γιά τη δύναμη τοϋ ένστικτου τής αυτοσυντήρησης, πού τήν άφηγεϊται ή ήττημένη πιά, άλλά δχι συντριμμένη παλλακίδα, μέ τόν τίτλο «'Ιστορία τής άλεποΰς καί τών άνθρώπων τού χωριού». Ό Σ υ ν τ ί π α ς ή 'Ε φ τ ά Β ε ζ ίρ η δ ε ς , βιβλίο πού άντιπροσωπεύει έπάξια τήν ’Ανατολή τών παραμυθιών, βι βλίο σοφίας, περιπέτειας καί σκαν δάλου ταυτόχρονα, πινακοθήκη μιάς πλουσιότατης ποικιλίας προ σώπων, βασιλιάδων καί πριγκί πων, αύλικών, σοφών, έμπόρων, τεχνιτών καί χωρικών, άπατεώνων, μάγων, ξωτικών, μαστρωπών καί άσκητών, καθώς καί μιας πανσπερ μίας φυλών καί πολυχρωμίας τό πων, άπό τήν Κίνα καί τίς έπικράτειες τής Κεντρικής ’Ασίας ώς τίς άραβικές άκτές τής Μεσογείου καί τήν Αίγυπτο, είχε, λοιπόν, έστω καί τήν επομένη τής Μικρασιατι κής Καταστροφής, καί τουλάχιστο γιά ένα «λαϊκό» κοινό έθισμένο ή διψασμένο γιά άνάλογα άναγνώσματα καί άκρυάμάτα, δλα τά προ σόντα γιά νά άνανεώσει, τώρα πιά σέ μιά πιό εύχυμη καί βατή νεοελ ληνική γλώσσα, τήν έντύπωση τού Μ υ θ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν τ ί π α , αυτού τού « Δ εκ α ή μερ ο ν τών παλιότερων γραμματισμένων μας». Δέν είμαστε, φυσικά, άκόμα σέ θέση νά βεβαιώσουμε άν, ύστερα άπό τό 1923, ή παρουσία τοϋ έργου στά γράμματά μας όρίζεται άποκλειστικά άπό τή μετάφραση Τρικογλίδη ή καί άπό τήν παρατεινόμενη άκτινοβολία τού «άρχαϊκοΰ» Μ υ θ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν τ ί π α ■ γιά θετικό τερες άπαντήσεις σέ τέτοια προ
βλήματα χρειάζεται ξεχωριστή έρευνα. Ά ρκοΰμαι, πάντως, νά θυμίσω ότι μία άπό τίς έκδόσεις τού Μ υ θ ο λ ο γ ικ ο ύ Σ υ ν τ ί π α (Βενε τία 1848) άνατυπώνεται φωτοτσιγκογραφικά άπό τίς έκδόσεις Παϊρίδη τό 1972, καί δτι τό 1976, στό Δ ι π λ ό Β ιβ λ ίο τού Δημήτρη Χατζή θη σαυρίζεται ή ζωντανή μνήμη τού έργου μέσα στή δεκαετία τού 1960 καί μέ τή μεσολάβηση τού τουρκο μερίτη Μάστορα. νΑ ς δούμε τώρα άπό πιό κοντά τήν έκδοση τού 1923 καί τήν άνατύπωση τού 1982. Ή μετάφραση τού Τρικόγλίδη είσάγεται μέ έναν «Πρόλογο» (1η έκδ., σ. ε'-ια', έκδ. Ή ριδανοΰ, σ. 7-13), πού δίνει κά ποιες κατατοπιστικές πληροφορίες, άλλά γενικά είναι άμέθοδος καί εμ περιέχει άρκετά λάθη καί παρα νοήσεις· άλλωστε, ή νεότερη έρευ να γύρω άπό τόν Σ υ ν τ ί π α , ιδιαίτε ρα ύστερα άπό τό 1959-60, έχει άνατρέψει πολλά άπό τά συμπεράσματα τής παλιότερης έρευνας καί έχει στρέψει τήν προσοχή μας καί σέ άλλους τομείς πού άφοροϋν τό έργο. "Οπως καί στις Χ ί λ ι ε ς κ α ί Μ ία Ν ύ χ τ ε ς τών έκδόσεων Βασιλείου καί Έλευθερουδάκη, πρότυπο τού Τρικόγλίδη είναι τό κείμενο τών άραβικών αιγυπτιακών έκδόσεων τού Μπουλάκ (τέλη 19ου-άρχές 20ού αιώνα). Ή μετάφρασή του εί ναι γενικά προσεγμένη. Ή προσε κτική έπιμέρους έξέταση δείχνει, ώστόσο, δτι, παράλληλα μέ τό άραβικό πρότυπο, όδηγός καί συχνά βοηθός τού Τρικόγλίδη είναι ή διά σημη άγγλική μετάφραση τών Ά ρ α β ι κ ώ ν Ν υ χ τ ώ ν τού R. F. Bur ton (1885-8): οί ένενήντα άντίστοιχες σελίδες τού Burton (τ. 6, σ. 122-212) κατευθύνουν τόν Τρικογλίδη τόσο σέ έπιλογές μείζονος
σμα
σημασίας (ή «Ιστορία τού ζαχαρο πλάστη...» άκολουθεί περσικό καί δχι άραβικό κείμενο, ή «Ιστορία τού πρίγκιπα Μ πεχράμ...» είναι έκτενής, άντίθετα μέ τό συντομότε ρο άραβικό κείμενο κ.ά.) δσο καί στή λεκτική διατύπωση πολλών ' έπιμέρους σημείων καί στήν άντλη ση συνοδευτικών (συνήθως ύποσελίδιων) σημειώσεων (όπως, π.χ., στις σ.σ. 41, 53, 55 σημ. 2, 69, 102, 110-1, 126 σημ. 2, 127, 128, 141 τής έκδ. Ή ριδανού). 'Ωστόσο, άρκετές είναι καί οί πρωτοβουλίες τού ίδιου τού Τρικογλίδη: αυτονόμηση τού έργου άπό τό πλαίσιο τών Χ ίλ ιω ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν καί κατάργηση τής διαίρε σης σέ «Νύχτες», αυτονόμηση τής «'Ιστορίας τών φαρμακωμένων μουσαφίρηδων», άρκετές έπεξηγητικές ή συνδυαστικές σημειώσεις, «δραματική» άνάπτυξη όρισμένων σκηνών, ιδιαίτερα σέ έρωτικές πε ριγραφές (π.χ. σ.σ. 25, 28, 29, 41, 63, 64 κ.ά.) ή σέ διαλόγους (π.χ. σ.σ. 69,70 κ.ά.), σημείωση (μέ άστερίσκο) τών ιστοριών πού δέν άπαντοΰν στό Μ υ θ ο λ ο γ ικ ό ν Σ υ ν τ ί π α καί χρήσιμες παραπομπές στό κεί μενο τών έκδόσεων Βενετίας, μέ παράθεση μικρών ή μεγαλύτερων άποσπασμάτων (έκδ. ’Ηριδανοΰ, σ.σ. 47, 51, 55, 62, 66, 115, 124, 158, 161, καί κυρίως 60, 64, 77, 878, 96-7, 112, 143-6), πού κορυφώνονται στήν άναπαραγωγή δλου τού διδακτικού ’Επιλόγου τού Μ υ θ ο λ ο γ ι κ ο ύ Σ υ ν τ ί π α (έκδ. Ή ριδανού, σ. 165-9). Σπάνιες είναι οί πε ριπτώσεις «λιτότητας» ή «μείωσης» τού πρότυπου, δπως, π .χ., στήν «'Ιστορία τού παραλυμένου...» (σ. 37-8); δπου ή μή πιστή καταγραφή όρισμένων λεπτομερειών κλειδιών (τό χυμένο στό κρεβάτι άσπράδι αύγού πού έκλαμβάνεται άπό τόν ζηλιάρη σύζυγο ώς άνδρικό σπέρ μα, καί τό διασκεδαστικό μαγειρι κό άντιτέχνασμα τού σοφού παι διού) οδηγεί σέ άνεπαρκές τέλος καί ύποτονισμό τής ίστοοίαε. Στήν έπανέκδοση τού Ή ριδανού (δπου ό έπιμελητής μένει άδηλος -κάτι πού άποτελεΐ ένδημική πρα κτική τού έκδοτικοΰ αυτού οίκου, δπως καί πολλών άλλων) ή μεσοπολεμική έκδοση Γανιάρη (πού άποσιωπάται στήν έπανέκδοση) έπαναλαμβάνεται χωρίς ουσιώδεις διαφορές: τό κείμενο ένοποιείται καί προσαρμόζεται όρθογραφικά (κάποτε, δμως, καί μέ άνεπίτρε-
οδηγος/55 πτες επεμβάσεις στη μορφολογία, δπως, π .χ., σΐήσημ. τής σ. 13: «ση μειώνονται», άντί «σημειώνουνται» τής 1ης έκδ.)· ένσωματώνονται στό κείμενο τά «Διορθώματα» τής σ. 192 τής 1ης έκδ., αλλά δεν διορθώ νονται προφανή λάθη τής 1ης εκδ. (δπως, π .χ., στη σ. 161, σημ. 1, «παραθυρόφυλλον» άντί «παραθυρόπουλον») καί δημιουργοΰνται δρισμένα άλλα (δπως, π .χ ., στην άρίθμηση τής ύποσημείωσης τής σ. 41 ή στήν παραπομπή τής σημ. τής σ. 58)· ό ’Επίλογος «κατά τήν έκ δοση τής Βενετίας» αύτονομεϊται -κακώ ς- σε έπίμετρο, ένώ στήν 1η έκδ. άκολουθούσε άπλώς, μέ πλάγια στοιχεία, ύπό τύπο σημείω σης· γίνονται, χωρίς λόγο, τυπο γραφικές άλλαγές (κεφαλαία άντί γιά πεζά κτλ.)· τέλος, στό έξώφυλ-
λο προστίθεται ό παραπειστικός τίτλος «’Αγνώστου άραβα συγγρα φέα» καί άναπαράγεται (κατά τό πάγιο πιά σύστημα τών έξώφυλλων-κραχτών πού κατακλύζουν καί τήν ελληνική βιβλιαγορά) μία άπό τίς έρωτοπαθεϊς έγχρωμες ίνδοπερσομογγολικές μινιατούρες, πού χρησιμοποίησαν παλιότερες ξένες μεταφράσεις τών Χ ίλ ιω ν κ α ί Μ ία ς Ν υ χ τ ώ ν (Mardrus κ.ά.), άλλά πού δέν έχουν καμιά σχέση μέ τό έργο. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΧΑΓΙΟΓΛΟΥ ’Αναδημοσίευση άπό τήν έκδοση: Συντίπας ή οί Πανουργίες καί οί Μη χανορραφίες τών Γυναικών. Μετά φρασες Κώστα Τρικογλίδη. Ά πό τήν ’Α ραβική ’Έκδοση. 'Αθήνα X. Γανιάρης καίΣία, χ.χ.ΐ. [= 1923]. Σελ. 192.
ή ποιητική
θεωρία τοΰ Τ. Σ. Έ λιοτ Τ. Σ . Ε Λ ί Ο Τ : 'Ε π τ ά δ ο κ ίμ ια γ ιά τ ή ν π ο ίη σ η . Μ ε τ . Μ α ρ ία ς Λ α ϊ ν ά . ’Α θ ή ν α , Γ ρ ά μ μ α τ α , 1982. Σ ε λ . 142.
Ό Έ λιοτ τών «7 δοκιμίων γιά τήν ποίηση» δέν είναι τόσο ό ποιη τής τού νεκροζώντανου κόσμου καί τής άπώλειας δσο ό δοκιμα σμένος τού ποιητικού θεάτρου καί τής λογοτεχνικής κριτικής. Εί ναι ό Έ λιοτ άφοΰ σταμάτησε νά γράφει ποίηση (κάτι πού εκανε σχετικά νωρίς) κι έκεΐνος πού στηρίζει τή σχέση του μέ τήν παρά δοση στήν άνανέωσή της. Μέ τήν είσοδο στόν 20ό αί. οί συγ γραφείς μελετώντας τή θέση τού άνθρώπου στόν κόσμο άναγνώρισαν δτι οί ούρανοί δέν καθοδη γούνται άπό καμιά καλοπροαίρετη δύναμη διατεθειμένη νά έπέμβει γιά τό καλό του. Έ τσι, είδαν τόν άνθρωπο άλληλένδετο μέ τήν κοι νωνία τής όποιας είναι όργανικό τμήμα (κάτι πού έτοίμασε ήδη ό προηγούμενος αιώνας). Ό σ ο ι δέ, δέχονταν τόν Μπερξόν -μιά ζωτική
δύναμη κάνει τόν κόσμο νά έξελίσσεται δημιουργικά- άντιλαμβάνονταν τόν άνθρωπο σάν άτομικό μέ ρος τής όρμής αύτής. Στό αισθητι κό έπίπεδο άρχίζουν νά πλησιά ζουν άμεσότερα τήν έμπειρία άπορρίπτοντας τή μακρηγορία τού ρομαντισμού ή τόν περιγραφικό ρεαλισμό. ’Επιζητούν περισσότερο νά άναπολήσουν τήν έμπειρία καί λιγότερο νά τή σχολιάσουν. Στήν άγγλική λογοτεχνία οί Τ.
άλλά οί δημιουργοί τους. Καί προσπαθεί νά διερευνήσει πολύπλευρα τό -χαμένο σήμερα- κόσμο τους στήν Πελοπόννησο, τήν καταγωγή καί τήν εξέλιξη τού έπαγγέλματος, τόν ιδιαίτερο τρόπο ζωής καί γενικά δλες τίς πτυχές τών συνθηκών κάτω άπό τίς όποιες οικοδόμησαν οί «συγκεκριμένοι άνώνυμοι» τόν παραδοσιακό κτιριακό πλούτο τής περιοχής. ΤΖΕΗ ΣΟ Ν ΞΕΝΑΚΗ: ’Επίκτητος. Μ ετ. Δ έ σ π ο ι ν α ς Τ σ ίκ η . ’Α θ ή ν α , Ν ε φ έ λ η , 1983. Σ ε λ . 250.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ τής αυτοκτονίας -άλλά καί «πρακτικός» της, άφοΰ πήρε τό δρόμο της τό 1977- ό Τζέησον (Ίάσων) Ξενάκης σ’ αυτό τό βιβλίο πλησίασε τόν άρχαϊο φιλόσοφο πού τόν έξέφραζε καί στίς δικές του άντιλήψεις γιά τη ζωή: τόν ’Επίκτητο, τόν κορυφαίο τών ύστερων στωικών. Ή παρουσίαση τής φιλοσοφικής σκέψης γίνεται μέσα άπό άλλεπάλληλες θέσεις, πού παραμένουν κριτικές άν καί άπογυμνώνονται άπό τό διδακτισμό τους. Έ τσι, άναδεικνύεται όλόκληρη ή βιοθεωρία (καί τού Επίκτητου καί τού Ξενάκη), ξεπερνώντας στενά φιλοσοφικά ή ήθικά δόγματα. Β Α Σ ΙΛ Η Π Α Π Α Γ ΙΑ Ν Ν Η :
Χ ειμερινή έξοδος. Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η , 'Ε ξ ά ν τα ς , 1983. Σ ε λ . 48.
Η ΑΙΣΘΗΣΗ τής μελαγχολίας άγκαλιάζει τήν ποίηση τού Παπαγιάννη σάν ψιλόβροχο επίμονο μά όχι έντονο. Δέν είναι τό όραμα ένός κόσμου πού έχει έξαφανιστεί, άλλά μιάς κατάστασης πού κυλάει σαφέστατα έξω άπό τίς έπιθυμίες, χωρίς δμως ποτέ νά περνά τά δρια τού άνεκτοΰ. Γι’ αυτό καί ή λεξιλαγνεία (ή όποια
56/οδηγος
Χάρντυ, Οΰ. Μόρρις, Τζ. Ράσκιν είδαν μέ συντηρητικό τρόπο την έξαρση τού άστικού φαινομένου, ό Τζ. Γκάλσγουορθυ έπισήμανε την έλλειψη τής φαντασίας καί του έρωτα, ό Τζ. Μ. Σώ άποδέχτηκε μιάν έξορθολογισμένη τεχνολογία, μοχλό τής κοινωνικής καί τής άνθρώπινης έξέλιξης. Ό Τζ. Κόνραντ έδωσε λόγο στά έρμαια τής τύχης καί τής άδυναμίας κι ό Λώρενς άφησε νά φανεί ή υποταγή στό ένστικτο. Πιό γενικά, ή τέχνη άναδείχτηκε σέ ύστατη καί μοναδι κή πραγματικότητα τοϋ κόσμου (Βαλερύ, Προύστ, Γέητς, Ρίλκε). Ό σύνολος δυτικός χώρος εϊσήλθε σέ κρίση. Ό Σπένγκλερ βεβαίωσε τήν παρακμή του. Ή πεποίθηση τών Σώ καί Ούέλς δτι ό άνθρωπος μέ τήν υψηλή παιδεία θά άναμορφώσει τήν κοινωνία του υποχώρη σε. Ό Τ. Σ. Έ λιοτ θ’ άποκαλέσει όλόκληρο τό πολιτιστικό πεδίο «Έρημη Χώρα». Ό θρυμματισμός τών άστεων καί ή εισβολή τών μέ σων μαζικής έπικοινωνίας προκάλεσαν έναν ισχυρό φόβο πρός τίς μάζες. Ά π ’ αυτή τήν άποψη ήταν άναγκαϊες όρισμένες φυγές. "Αλλοι στρέφονται στόν καλλιτέχνη τής κλασικής παράδοσης καί τίς κοι νωνικές του άξιες. Πολλοί σάν τούς Κόνραντ, Φόρστερ καί Μαλρώ έρευνοϋν τή ζωή διαφορετικών πολιτισμών. Κάποιοι, τέλος, σάν τούς Έ λιοτ καί "Ωντεν, προσφεύ γουν στό πολιτιστικό παρελθόν συν δεόμενοι μέ τήν άγγλο-καθολική εκκλησία καί τίς παραδόσεις της. Αύτός ό τελευταίος Έ λιοτ είναι πού γράφει τά «7. δοκίμια γιά τήν ποίηση». Στό πρώτο άπ’ αύτά άναζητεί τήν «κοινωνική λειτουργία τής ποίησης». Προκαταρκτικά, ύποστηρίζει δτι ή ποίηση είναι άνανεωμένο βίωμα, διαφορετικά έκφρασμένη εμπειρία, λόγος σ’ δ,τι δέν γίνεται νά πούμε άλλιώς. Είναι βαθύ συναίσθημα καί συγκίνηση. Τό συναίσθημα δέ, άναγνωρίζεται ποιητικά κι άποκτά υπόσταση μό νον ώς γλώσσα. Ό ποιητής, επομέ νως, πρωταρχικά άπευθύνεται στή γλώσσα του καί έμμεσα μόνο στό λαό του. Γι’ αυτό καί ή ποίηση σάν γλώσσα έχει τοπικό-έθνικό χαρα κτήρα (κάτι τέτοιο δέν συνεπάγε ται κωφεύουσες μεταξύ τους κουλ τούρες, άποφεύγεται μονάχα ή ένοποίηση σέ μιάν άτέλειωτη όμοιομορφία). Διά μέσου τής ποιητικής
του παραγωγής ό δημιουργός διευ ρύνει ή εξαντλεί τά άποθέματα τής γλώσσας του. Κι έπειδή μέσα στό χρόνο οί άνθρωποι καί οί ιδέες με ταβάλλονται, οί ποιητές είναι άνάγκη νά διατηρούν καί νά ένεργοποιούν τή γλώσσα συνεχώς, νά τήν προφυλάσσουν άπό τήν άπορρόφηση σέ άλλους κώδικες έπικοινωνίας. Οί ζώντες ποιητές διαβάζοντας μέ διαφορετικό τρόπο τούς νεκρούς γνωρίζουν - μαθαί νουν τό βάρος τών λέξεων καί προ κρίνοντας νέες χρήσεις τους συντη ρούν τούς παλαιούς. Οί ποίηση εί ναι συλλογική αίσθηση τών λέξεων ο ί όποιες μεταβάλλονται. Ή ποιό τητά της άρα έξαρτάται άπό τήν κατάσταση τού γλωσσικού της πε ριβάλλοντος. Ή καλύτερα άπό τό είδος τής γλώσσας πού μιλιέται πραγματικά στόν καιρό της. Ή κοινωνική λειτουργία τής ποίησης συμποσούται στήν άνανέωση τής έθνικής γλώσσας καί τή μεταβολή τής συλλογικής εύαισθησίας. Στό έπόμενό του δοκίμιο ό "Ελιοτ προσπαθεί νά όρίσει τή «μουσική τής ποίησης». Ό Μαλλαρμέ τό διευκρίνισε εξαρχής: Ή μουσική καί τό νόημα στήν ποίηση βαδίζουν άξεχώριστα. Κι ό "Ελιοτ θά υποστηρίξει δτι ή ποίηση είναι συνομιλία (ένα πρόσωπο μιλάει σ’ ένα άλλο). Ό ελεύθερος στίχος -μείζον ζή τημα τής σύγχρονης ποίησης- είναι άπατη. Ή χρησιμοποίηση τού δρου άποδεικνύει προσκόλληση στήν έξωτερική μορφή τού ποιήματος. Ή μουσική στήν ποίηση άπαιτεϊ αίσθηση ρυθμού καί δομής. Πάν τως, δσο μακριά κι άν τραβήξει ή ποίηση στή μουσική επεξεργασία είναι άπαραίτητο νά έπιστρέφει διαρκώς στή γλώσσα, γιατί ή μου σική κρύβεται στήν καθημερινή γλώσσα τού καθημερινού τόπου καί χρόνου. Στό τρίτο δοκίμιο έρωτάται «τί είναι έλάσσων ποίηση». Μιά τέτοια ποίηση καταρχήν δέν είναι υποτι μητική καί δέν σημαίνει εύκολία στήν άνάγνωση. Ό άναγνώστης πού άποδέχεται ώς έγκυρους ποιη τές έκείνους άκριβώς πού άποδέχονται καί οί ιστορίες τής λογοτε χνίας τηρεί μέ τήν ποίηση σχέσεις σπουδαστή καί όχι μύστη. Ά π ό τί, δμως, θά κριθεΐ μιά ποίηση ώς έλάσσων; 'Οπωσδήποτε όχι άπό τήν έκταση τών ποιημάτων ή τήν έπικαιρική άποτίμηση τού κριτι
κού. Ά ν μπορεί νά βρεθεί κάποιος πιλότος γιά τήν έλάσσονα ποίηση αύτός είναι τό σύνολο τής ποιητι κής παραγωγής ενός δημιουργού πού δέν κατορθώνει νά ύπερβεί τά μέρη του. Τό μόνο, λοιπόν, πού μπορεί νά ρωτήσει κανείς είναι άν αύτό πού βρίσκεται έμπρός του εί ναι ή όχι ποίηση. Τά υπόλοιπα τά άναλαμβάνει ό χρόνος. Ό Έ λιοτ, έδώ, προτρέπει στήν προσωπική αισθητική καί κεντρίζει όρισμένες ικανότητες τού άναγνώστη νά βιώσει καί νά έκτείνει τό έργο ενός έλάσσονα. Στό δοκίμιο πού άκολουθεί, ό Έ λιοτ, άφού ρωτήσει «τί είναι κλασικός», προτείνει κριτήρια γιά τόν όρισμό του: Τήν ώριμότητα τού μεμονωμένου νού καί τής γλώσσας δπως προετοιμάστηκε ιστορικά. Τήν ώριμότητα τών κοινωνικών ήθών (άνάπτυξη σύνθετης ιδεολο γικής σκευής). Τή συντακτική πολυπλοκότητα άλλά κυρίως τήν άρ τια έκφραση τών λεπτότερων πε ριοχών τής σκέψης καί τού συναι σθήματος. Είναι, ώστόσο, άνάγκη ή πολύπλοκη σύνταξη νά μήν προ δίδει τή μεγαλύτερη έγνοια τής λο γοτεχνίας: Τήν έπαφή μέ δ,τι μιλιέ ται καθημερινά. Ό κλασικός δέν είναι έπαρχιώτης, θά ξεκινήσει τόν όρισμό του ό Έ λιοτ. "Αν ό Πάουντ υπήρξε ή ιδιοφυία τής γλώσσας (προσέξτε τόν εγελιανισμό) σέ μιά συγκεκριμένη έποχή κι ό Μίλτον μέ τό Σαίξπηρ άφησαν δυνατότητες γιά διαφορετικές χρήσεις τής γλώσ■σας, ό Βιργίλιος όδήγησε τά πράγ ματα στό δριό τους: Μετά άπ’ αυ τόν ή λατινική γλώσσα δέν γνώρισε διαφορετικές χρήσεις. Ά λλα ξε μορφή. "Αν ό μεγάλος ποιητής έξαντλεί μιά γλωσσική περιοχή ό κλασικός έξαντλεί τή γλώσσα τής έποχής του στό σύνολό της. Τό δο κίμιο κλείνει μέ ένα τελευταίο στοι χείο γιά τόν όρισμό τού κλασικού: τήν παγκοσμιότητα. Είναι γνωστό κι άπλώς υπενθυμίζεται έδώ δτι σέ άλλα του δοκίμια ό Έ λιοτ έντόπισε αύτή τήν παγκοσμιότητα στόν κα θολικό χαρακτήρα τού Ντάντε ώς ποιητή. Πρόβαλε δέ διά μέσου του τό δραμα τής οικουμενικής, μέ χρι στιανική έννοια, δύσης. Στό άμέσως έπόμενο δοκίμιο μέ τίτλο «Ποίηση καί δράμα» ό "Ελιο τ, άφού άναφερθεί στήν προσωπική του έμπειρία άπό τό ποιητικό θέα τρο, διατυπώνει τή γενικότερη θέ ση του γιά τό θέμα: Τό θέατρο πρέ πει νά κρύβει τήν ύπαρξη τού
οδηγος/57
ποιητικού του μέσου αν θέλει νά έναγκαλιστεϊ την καθημερινή πραγματικότητα καί νά πετύχει. Τό έκτο δοκίμιο πραγματεύεται τίς «τρεις φωνές τής ποίησης». Μέ την πρώτη φωνή ό ποιητής άπευθύνεται στον εαυτό του ή πουθενά. Δέν πρόκειται γιά τή λυρική ποίη ση, όπως εύκολα θά υπέθετε κα νείς, άλλά γιά κάτι άλλο. Ό ποιη τής δέν γνωρίζει τί πρέπει νά πεί μέχρι τή στιγμή πού θά τό πεΐ· τό θέμα του δέν είναι ιδέα, δέν είναι συγκεκριμένη συγκίνηση. ’Αόριστο «έν τι» (Πλάτων) τό ποιητικό κίνη τρο γιά τόν Έ λιοτ, κάτι σάν άσώματο άντικείμενο βυθισμένο στό σκοτάδι. Ό ποιητής άναζητεϊ τίς λέξεις τίς καίριες. Ξορκίζει έναν δαίμονα πού δέν έχει πρόσωπο, πού δέν διαθέτει όνομα. Ή έκτέλεση αύτής τής διαδικασίας -ή ποιη τική γραφή- είναι άνακούφιση καί όχι έπικρινωνία. "Οταν τώρα ό ποιητής έχει συνειδητό κοινωνικό σκοπό (διδαχή, κήρυγμα, διασκέ δαση) διαλέγει τό δραματικό μονό λογο. Είναι ή δεύτερη φωνή στήν ποίηση, καί ό ποιητής ένδύεται αυ τό πού ό Πάουντ ονόμασε persona. Καί ή πρώτη καί ή δεύτερη φωνή άφοροϋν τήν έπικοινωνία ή τήν έλ λειψή της. Ή τρίτη φωνή διαπραγ ματεύεται τή διαφορά άνάμεσα στόν δραματικό, τόν ήμιδραματικό καί τόν μή δραματικό στίχο. Έ δώ , ό ποιητής άποπειράται νά ταυτι στεί μέ τή γλώσσα πού χρησιμοποι ούν άνθρωποι συγκεκριμένων κοι νωνικών χώρων. ’Αποκλείει τήν ταύτιση τών άνθρώπων αύτών μέ τόν εαυτό του, δηλαδή τή βιωματι κή ποιητική του γλώσσα. Γι’ αύτό στήν τρίτη φωνή ό ποιητής μιλάει γιά λογαριασμό άλλων, πέρα άπό τόν έαυτό του, φανταστικών χαρα κτήρων. 'Ωστόσο, ό Έ λιοτ βεβαιώ νει ότι σέ κάθε πραγματικό ποίημα άκούγονται πλείονες τής μιας φω νές. Στό τελευταίο δοκίμιο εξετάζον ται «τά όρια τής κριτικής». Στό ση μείο αύτό δικαιώνεται ή άπό τόν καιρό τού Έ λιοτ διατυπωμένη θέ ση ότι ή θεωρία του υπήρξε πρόγο νος τής «νέας κριτικής» (new criti cism). Ό ίδιος άναφέρει πώς στά 1923 δημοσιεύτηκε τό δοκίμιό του γιά τή «λειτουργία τής κριτικής» ένώ στά 1925 τό δοκίμιο-όρόσημο τού Ρίτσαρντς «’Αρχές τής λογοτε χνικής κριτικής». Ή λογοτεχνική κριτική, θά υποστηρίξει ό "Ελιοτ, είναι κυρίως κριτική τής ποίησης
καί κάθε ποιητική γενιά πρέπει νά διαθέτει τούς δικούς της κριτικούς. Ή μέθοδος τής έρευνας τών πηγών (γνωστική ύποδομή τού ποιητή καί προσωπικός βίος) μπορεί νά έξυπηρετεϊ τήν έξήγηση άλλά δυσκο λεύει, ίσως καί άκυρώνει, τήν κα τανόηση. Ή έξήγηση δέν δηλώνει τίποτε σχετικά μέ τή διαδικασία γραφής τού ποιήματος· άδυνατεί νά συλλάβει τό ποιητικό νόημα. Παραπέμπω έδώ στόν Μ. Βέμπερ: Ή κατανόηση εμπεριέχει τό γ ι α τ ί καί τό δ λ ο ν ένώ ή έξήγηση μένει παρατήρηση σ’ ένα πρώτο επίπεδο τών εξωτερικών στοιχείων μιας μορφής. Ή κατανόηση, καταλήγει ό Έ λιοτ, συμπορεύεται μέ τήν άπόλαυση, τό δέ νόημα τού ποιή ματος διαστέλλεται στίς δυνητικές έρμηνείες τών άναγνωστών. Ό κριτικός συνδράμει τούς άναγνώστες στήν κατανόηση καί τήν άπό λαυση. Μιά συνόψιση τών έλιοτικών θέ σεων δείχνει μερικά βασικά σημεία πού έπανέρχονται συστηματικά καί διαπερνούν τήν ποιητική του θεω ρία. 'Η ποίηση άντλεϊ’διαρκώς άπό τήν καθημερινή, κοινή γλώσσα όπως μεταβάλλεται μέσα στόν πε ριβάλλοντα κοινωνικό ιστό. Κάθε ποιητική έπανάσταση επιστρέφει στήν καθημερινή γλώσσα γιά νά άποκαταστήσει τή διαταραγμένη άντιστοιχία μεταξύ ποίησης καί γλώσσας· άναντιστοιχία πού προκαλεϊ ή συνεχής μεταβολή τού κοι νωνικού χωροχρόνου. Μοναδικό μέλημα τού ποιητή εί ναι νά άποτείνεται άδιαλείπτως στή γλώσσα. Μιά έποχή είναι ή έμποδίζεται νά είναι κλασική άπό τίς συνθήκες τής γλώσσας. Ή σύνθεση τής εποχής (πέστε άν θέλετε τό «πνεύμα τής έποχής») καί τό ση μείο στό όποιο σταθμεύει ή ιστορία τής γλώσσας καθορίζουν τό έπίπεδο τού παραγόμενου λογοτεχνικού έργου. Αυτή ή συνδρομή προϋπο θέσεων όρίζει καί τό πεδίο δπου ό ποιητής αναγκαστικά δημιουργεί. 'Ο Έ λιοτ άπόρρίπτει τήν ομοιό μορφη ενοποίηση τών πολιτιστικών μονάδων άλλά προκρίνει μιά ενό τητα έπικοινωνίας μεταξύ τους. Πιστεύει δτι παρά τόν ευρωπαϊκό άκρωτηριασμό ή γηραιά ήπειρος παραμένει αρχή τής άρμονίας διότι βυθίζει τίς ρίζες της ατούς Λατί νους καί μέσω αύτών στούς Έ λλη νες. Τέλος, ή χριστιανική κουλτούρα άναδεικνύεται σέ πολιτιστική άξια
άναδύεται συχνά στά ποιήματα) λειτουργεί σάν μέσο ύπόδειξης, αντί επίθεσης, έσωστρέφοντας τελικά τά έρωτήματα. Μιά πολύ άξιόλογη έλάσσων φωνή, σ’ αύτό τόν κορεσμένο άπό μείζονες χώρο τής ποίησης.
ΣΑΒΒΑ Π ΑΥΛΟ Υ Τ Ζ Ι Ο Ν Η : Μέρες τον ’8 2 . Λ ε υ κ ω σ ία , Α ί γ α ίο ν , 1983. Σ ε λ . 30.
Η ΠΟΙΗΣΗ τού Τζιόνη -δπω ς καθαρά φ αίνεται στίς «Μέρες τού ’82»- έχει μιά δική της δυναμική· δυναμική πού δέν είναι άσχετη μέ τήν κυπριακή καταγωγή τών ποιημάτων, τή σχέση τους μέ τήν παράδοξη ισορροπία βιοθεωρίας τού νησιού καί τόν κυμάτισμά έλξης-άπώθησης πρός τόν έλλαδικό χώρο. Ό ηρωισμός τού όνείρου καί ή καθημερινή του ύποχώρηση καταγράφονται σέ μιά παλίρροια λέξεων δπου ό έρωτας καί ή έπαναστατικότητα κονταροχτυπιούνται ή άγκαλιάζονται σέ οργασμούς νεανικής αύταπάτης καί σέ άμφίβολη μοναξιά.
Κ Ω ΣΤΑ ΖΥ Ρ 1Ν Η ΙΣ Α Β Ε Λ Λ Α Σ Μ Π Ε Ρ Τ Ρ Α Ν -Ζ Υ Ρ ΙΝ Η : Τρομοκράτες. ’Α θ ή ν α , Δ ιο γ έ ν η ς , 1983. Σ ε λ . 536.
ΜΕ τή γραφή σάν «όργανο άντίστασης» στίς συνθήκες φυλάκισής τους, ό Κώστας Ζυρίνης καί ή γυναίκα του (πού είχαν συλληφθεΐ καί καταδικαστεί μέ τήν κατηγορία τών «τρομοκρατών») έστησαν άπό τά κελλιά τους αύτό τό μυθιστόρημα πού είναι μαζί καί αύτοβιογραφία. Ό διάλογός του δέν γίνεται μόνο πρός τά έξω, τό κράτος ή όποιοδήποτε άτομο, άλλά καί πρός τά μέσα, σέ μιά διαλεκτική μέ τίς σκέψεις καί τά όράματα. Αύτός ό συνδυασμός είναι πού δίνει καί ιή μεγαλύτερη σημασία στό -πλατειάζον- αύτό κείμενο.
58/οδηγος τού Έ λιοτ. "Οπως κι ό Κ. Φράιερ παρατηρεί, ό Έ λιοτ (μαζί μέ τόν "Ωντεν) είναι ίσως άπό τούς τελευ ταίους αγγλόφωνους ποιητές πού σ’ ένα βαθμό προσπάθησε νά άνανεώσει τη χριστιανική μυθολογία μέσα άπό τήν πολιτιστική της Αξιο
λόγηση. Τόν άκολουθεΐ μιά γενιά (Κραίην, Τζόυς, Πάουντ) διάπυ ρων ποιητικών προσώπων πού στροβιλίζει τήν πραγματικότητα μέ τρόπο οδυνηρά όριστικό καί μά-
νά (τήν ξαναείδαμε πριν μερικά χρόνια) εκπληρώνει τόν πιό Απα ραίτητο δρο κάθε έγκριτης μετα φραστικής έργασίας: Δέν θυμίζει μετάφραση.
Ή μετάφραση τής Μαρίας Λάϊ-
Β. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
άπειρες δυνατότητες ερμηνευτικών εκδοχών Ε Ρ Ρ ΙΚ Ο Υ Φ Ο Ν Κ Λ Α ΪΣ Τ . Ή σ π α σ μ έ ν η σ τ ά μ ν α . Κ ω μ ω δ ία σ έ δ ε κ α τ ρ ε ίς σ κ η ν έ ς . Μ ε τ . Τ ζ έ ν η ς Μ α σ τ ο ρ ά κ η . ’Α θ ή ν α , 'Ε τ α ι ρ ε ία Σ π ο υ δ ώ ν Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ο ύ Π ο λ ι τ ι σ μ ο ύ κ α ί Γ ε ν ι κ ή ς Π α ιδ ε ία ς Γ Ι δ ρ ν μ α Σ χ ο λ ή ς Μ ω ρ α ΐ τ η , 1982. Σ ε λ . 173.
Ό Γκαίτε στόν «Βίλεμ Μάιστερ» κάνει τήν παρακάτω διάκριση άνάμεσα στό μυθιστόρημα καί τό δράμα: «Ε κείνο πού πρωταρχι κά πρέπει νά παρουσιάζεται στό μυθιστόρημα είναι οί πνευματι κές στάσεις καί τά γεγονότα, ένώ στό δράμα είναι τά πρόσωπα καί οί πράξεις. Τό μυθιστόρημα θά πρέπει νά προχωράει άργά καί οί πνευματικές στάσεις τού κύριου ηρώα θά πρέπει μέ όποιοδήποτε προσιτό μέσο ν ’ Αναχαιτίζουν τήν πρόοδο καί τήν ανάπτυξη τού συνόλου. Τό δράμα θά πρέπει νά προχωράει γοργά, καί τό πρό σωπο τοϋ πρωταγωνιστή θά πρέπει νά εξωθεί τά πράγματα πρός τήν άποκορύφωση καί νά παρεμποδίζεται σ’ αύτό. Ό ήρωας τοϋ μυθιστορήματος θά πρέπει νά πάσχει, νά ύφίσταται, ή τουλάχι στον δέ θά πρέπει νά είναι έξαιρετικά δραστήριος, ένώ άπό τό δραματικό ηρώα ζητάει κανείς δράση καί πράξεις». Ή διάκριση αύτή, παρόλο πού έκθέτει τίς Απόψεις ενός δημιουργού γιά τόν ιδιαίτερο τρόπο γραφής τών δικών του δραμάτων καί μυθι στορημάτων, καί παρόλο πού κα θορίζεται Από τό πνευματικό κλίμα καί τίς αισθητικές Αντιλήψεις μιας άλλης έποχής, δέν παύει ν ’ Αποτε λεί μιά προειδοποίηση γιά δλους όσους επιχειρούν νά διαβάσουν τή θεατρική γραφή σά μυθιστόρημα. Ά π ό τήν άλλη πλευρά, άν ή νεό τερη τάση πού θέλει νά κατανοήσει
όλο καί περισσότερο τήν ποίηση σά μιά καθαρή λειτουργία τής γλώσ σας, άποψη οικεία ήδη άπό τήν έποχή τών συμβολιστών, έρθει σέ Αντιπαράθεση μέ τό γεγονός τού νευματικού χαρακτήρα τής θεατρι κής γλώσσας, τότε ή διαφορά άνά μεσα στόν ποιητικό καί τό θεατρι κό λόγο θά προβάλει Ανάγλυφη. Ή διαφορά αύτή υποδηλώνει άκριβώς δτι τό θεατρικό δημιούρ γημα, σ’ Αντίθεση μέ τό ποιητικό, δέν είναι πρωταρχικά μιά σύνθεσή
πού όλοκληρώνεται ρηματικά. Ό λόγος τού δράματος παραπέμπει άμεσα στήν πράξη. Έ ξαρτάται καί καθορίζεται άπό τή δομή τών γεγο νότων καί τών χαρακτήρων, είναι μάλλον μέσο παρά σκοπός, κι έτσι δέν μπορεί ν ’ Αποτελεί μιά αυτοδύ ναμη γραφή. Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν όρολογία τού συρμού, ό θεατρικός λόγος όρίζει μιά περιοχή έντασης άνάμεσα στό σημείο καί τό σημαινόμενο, όπου τό τελευταίο έπαναδιεκδικεΐ τά πλήρη δικαιώματα τής παρουσίας καί τής σημασίας του. Κι αύτή ή ένταση μάς Αποκαλύπτει τό γοητευτικό παράδοξο τού θεα τρικού λόγου, δτι είναι μέ τέτοιο τρόπο συγκροτημένος ώστε νά αί ρει τήν ίδια του τήν αύτάρκεια μέ σα στήν προοπτική τής (νοερής ή πραγματικής) Αναπαράστασής του. Ά π ό τά παραπάνω, λοιπόν, γί νεται φανερό δτι ό Αναγνώστης τού θεατρικού έργου βρίσκεται σέ μειο νεκτική θέση σέ σχέση μέ τό θεατή. Ή συνηθισμένη Αναγνωστική φαντασία μας, πού Αποτελεί καί τή δημιουργική δραστηριότητα τού
οδηγος/59 καθένα μας δταν διαβάζει ποίηση ή μυθιστόρημα, πρέπει νά συμπλη ρωθεί μέ μιά μορφή σκηνικής φαν τασίας που θά μάς μεταβάλλει σ’ ένα είδος προνομιούχου θεατή πού θά είναι ικανός νά «δει» τό έργο ιδιωτικά, μακριά άπό τό δημόσιο φυσικό του χώρο, τή θεατρική σκη νή, χωρίς ωστόσο νά χάνει γι’ αυτό τό λόγο τήν αίσθηση τής σκηνικής προοπτικής του. Ε κ είνος δμως πού πετυχαίνει νά μετατρέψει τό χρόνο τής άνάγνωσης τού θεατρικού κειμένου σέ πράξη δραματικής άναδημιουργίας του, δέν είναι μόνο ό ιδανικός άναγνώστης, είναι έπίσης δυνάμει (επειδή έχει βιώσει τή θεατρικότη τα τής γραφής) ένας απαιτητικός θεατής πού άποζητά, δίπλα καί πέ ρα άπό τή δική του νοερή παρά σταση, καί τή συγκίνηση τής πραγ ματικής θεατρικής πράξης. Παράλληλα, μπορούμε νά πούμε δτι μεγάλο θεατρικό έργο είναι εκείνο πού δημιουργεί άκριβώς αυ τή τή διπλή πρόκληση, τόσο γιά τή νοερή, δσο καί γιά τήν πραγματική σκηνική του άναβίωση. Κι ένα τέτοιο έργο είναι ή κωμω δία τού Heinrich von Kleist «Ή σπασμένη στάμνα», πού εύστοχα κι εύκίνητα μεταφρασμένη άπό τή Τζένη Μαστοράκη κυκλοφόρησε τελευταία στίς έπιμελημένες εκδό σεις τής Ε ταιρείας Ελληνικών Σπουδών. Τό πρώτο πράγμα πού γίνεται φα νερό σέ κείνον πού έρχεται άντιμέτωπος μέ τή «Σπασμένη στάμνα» είναι ή αίσθηση δτι ό Kleist έγραψε ένα ωραίο έργο. Αύτό υπονοεί ταυτόχρονα, σύμφωνα μέ τή μον τέρνα άντίληψη τού ωραίου, δτι έγραψε ένα ένδιαφέρον έργο.
Ό συσχετισμός αισθητικής όμορφιάς καί Ενδιαφέροντος, πού φαίνεται νά διαπερνά τίς εκτιμή σεις μας γιά τά έργα τέχνης, νομί ζω δτι έκφράζεται πολύ εύστοχα μέ τήν άκόλουθη παρατήρηση τού Ρ. Valery: «Τό ώραΐσ», λέει ό συγγρα φέας τού «Κ. Test», «άπαιτεί ίσως τή δ ο υ λ ικ ή μίμηση δλων εκείνων πού μένουν μή καθορίσιμα μέσα στά πράγματα». Είναι προφανές λοιπόν δτι αυτός ό τρόπος κατανόησης τής ομορφιάς δέ σκοπεύει σέ τίποτε άλλο παρά στό νά τονίσει δτι τό ωραίο είναι μορφή άπορίας πού άπαιτεί τόσο τή δουλική μίμηση κάποιας πραγ ματικότητας (έννοια πού μάς θυμί ζει τόν κλασικό ορισμό τού δράμα τος άπό τόν ’Αριστοτέλη, παρ’ δτι τό επίθετο «δουλικός» άποτελεί μιά έντελώς σύγχρονη προσθήκη, κάτι νέο, πού φανερώνει τόν προβλημα τικό ρόλο τού δημιουργού μέσά στίς τρέχουσες ιστορικές συνθήκες, καθώς δείχνει τήν ένταση άνάμεσα στήν εύαισθησία τής ύποκειμενικότητάς του καί τήν άνάγκη γιά τό άντικειμενικό κύρος τού δημιουρ γήματος του -στοιχείο βέβαια έντε λώς ξένο γιά τήν κοινωνική πραγ ματικότητα τής κλασικής Ε λ λ ά δας), δσο καί τήν έκφραση τής άπορίας, τής κατ’ έξοχήν δηλαδή άνθρώπινης προβληματικής, πού πρέπει νά διατρέχει τή φόρμα, κάνοντάς την ένδιαφέρουσα, πέρα καί πάνω άπό κάθε αισθητική επι ταγή. ”Α ν ή παρατήρηση τού Valiry ισχύει, τότε ή περιοχή τής πλοκής τού δράματος άποβαίνει προνομια κός τόπος γιά τήν παρακολούθηση τής δυναμικής τού ωραίου, σάν συγκερασμού αισθητικής πληρότη τας κι ενδιαφέροντος. Γιατί σ’ αύ-
Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α Ή Ε τα ιρία Ελληνικού Λογοτεχνικού καί 'Ιστορικού ’Αρχείου, συμβάλλοντας ούσιαστικά στόν έορτασμό τού έτους Καβάφη, παρουσίασε μιά μεγάλη προσφορά: Τά άνάτυπα σειράς άφιερωμάτων περιοδικών στόν ποιητή. (’Αφιερώματα εξαντλημένα άπό δεκαετίες ή σπάνια άκόμη καί τόν καιρό πού έκδόθηκαν.) Ειδικότερα, κυκλοφόρησαν τώρα άνατυπωμένα: Τό άφιέρωμα (’Ιουλίου - ’Οκτωβρίου 1924) τής μηνιαίας Ν έας Τέχνης, μέ κείμενα τών Μ. Βαϊάνου (πού ήταν καί διευθυντής τού περιοδικού), Τ. Ά γ ρ α , Κ. Βελμύρα, I. Γρυπάρη, Ν. Λαπαθιώτη κ.ά. Τό άφιέρωμα τού Κύκλου (Νοέμβρης 1932), τών μηνιαίων «Φύλλων Λόγου καί Τέχνης», πού διεύθυνε δ Ά π . Μελαχρινός, μέ κείμενα τών Ά λ κ . Θρύλου, Τ. Παπατζώνη, I. Σαρεγιάννη, Μ. Σπιέρου (άλλως Ν. Ράντου ή Ν. Κάλλας), Τ. Ά γ ρ α , Κ. Δημαρά καί βιβλιογραφία Καβάφη άπό τόν Γ. Κατσίμπαλη. Τά άφιερώματα τού περιοδικού La Semaine Egyptienne (ένα τόν ’Α πρίλιο τού 1929 καί ένα τόν ’Ιούλιο τού 1933) καί τού περιοδικού Παναιγυπτία (’Ιούλιος 1933), δλα σέ ένα τομίδιο. Τό άφιέρωμα τής ’Επιθεώρησης Τέχνης (Δεκέμβριος 1963), μέ κείμενα τών Κ. Βάρναλη, Στρ, Τσίρκα, Γ. Σαββίδη, Ν. Βρεττάκου, Μ. Γεωργίου, Μ. Άναγνω στάκη, Κ. Πορφύρη κ.ά. Τέλος, στή σειρά τών άνατυπώσεων τού ’Αρχείου περιλαμβάνεται καί φάκελος μέ τά πανομοιότυπα τών πέντε πρώτων ποιητικών φυλλαδίων τού Καβάφη, πού παρουσιάζει καί σχολιάζει ό Γ. Σαββίδης. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
60/οδηγος
τό τόν τόπο ικανοποιείται ή κλασι κή προτροπή γιά μίμηση τής αν θρώπινης πράξης, ενώ, ταυτόχρο να, ή άνθρώπινη πράξη φαίνεται νά είναι τό σημείο όπου επικεντρώ νεται, σ’ όλες τίς εποχές καί με τόν πιό βασανιστικό τρόπο, ή ίδια ή άπορία. Ή δελφική προστακτική τού «γνώθι σ’ αυτόν» φαίνεται νά είναι ή πιό άλαζονική απαίτηση τού άνθρώπου άλλά καί ή πιό γόνιμη πα ρακίνηση γιά τή θεατρική πράξη. Γιατί, προσπαθώντας ό άνθρωπος νά φτάσει στήν αύτοκατανόησή του, δεν περιορίστηκε μόνο στήν αΰτοπαρατήρηση, άλλά έφτασε στό σημείο νά ύποδυθεϊ τόν ίδιο του τόν εαυτό, έγινε υποκριτής, ικανός όχι μόνο νά αισθανθεί καί νά έκφράσει τή χαρά καί τόν πόνο του, άλλά καί νά τά μιμηθεΐ, νά τά υψώσει δηλαδή στό επίπεδο τής αίσθητικοποίησης τής λειτουργίας τους, νά άνακαλύψει τήν ομορφιά τοΰ θεάτρου. Αυτή ή «όμορφιά», έχοντας τήν καταγωγή της στή μί μηση τοΰ κλάματος καί τοΰ γέλιου, φόρεσε τίς μάσκες τοΰ τραγικοΰ καί τοΰ κωμικοΰ καί ρίχτηκε στήν περιπέτεια τής άναπαράστασής τους. ”Α ν όμως γίνει δεκτό ότι ή πλοκή ένός έργου είναι χώρος άπ’ όπου πηγάζει ή όμορφιά καί τό ενδιαφέ ρον του (σά χώρος έπιτυχοΰς μίμη σης καί εντατικής άπορίας), ή άνάλυση τής δομής τής ίδιας τής πλο κής πρέπει νά οδηγήσει στήν άποκάλυψη τής ούσίας, τής ενδιαφέ ρουσας αύτής όμορφιάς, καί, ταυ
τόχρονα, νά ΰποδείξει πώς αύτή εί ναι δυνατό νά δεχτεί (σάν τήν άριστοτελική ουσία) τόσες διαφορετι κές -κα ί μάλιστα, συχνά, άντιθετικές- ερμηνείες, παραμένοντας ό μως σταθερή, τόσο σάν αισθητική άξια όσο καί σάν έναυσμα προβλη ματικής. Κάτω άπό αύτές τίς προϋποθέσεις, ή έρευνά μας πάνω στήν πλοκή τής «Σπασμένης στάμνας» μπορεί νά επικεντρωθεί στά δύο άκόλουθα έρωτήματα: Τί είδους άπορία προκαλεί τή μίμηση καί ποιας άνθρώπινης πράξης πραγματοποιείται ή μίμηση; Γιά νά άπαντήσουμε στό πρώτο ερώτημα, πρέπει νά δοΰμε τή σχέση τοΰ Kleist μέ τό μύθο πού δραματοποιεϊ, έπειδή είναι ό μύθος αύτός πού εισάγει τή φύσή τής άπορίας. Γιά ν ’ άπαντήσουμε στό δεύτερο ερώτημα, πρέπει νά τοποθετηθούμε μέσα στήν ιστορική προοπτική τής έποχής όπου έπιχειρεΐται αύτή ή δραματοποίηση. 'Ο μύθος τής «Σπασμένης στά μνας» έχει σά θέμα του τήν πρω ταρχική άπορία γιά τήν άλήθεια (έμμονο πάθος τοΰ Kleist, πού, όντας τέκνο τής καντιανής έπιστημολογίας, έξεγέρθηκε μέ πρωτοφα νή βιαιότητα ενάντια στήν «πατρι κή» εξουσία). ’Αποτελεί δέ, ταυτόχρονα, μιά παραλλαγή τής πιό διάσημης δρα ματοποίησής του, έκείνης δηλαδή πού επιχείρησε ό Σοφοκλής μέ τόν «Οίδίποδά» του, καί μάλιστα όχι μιά άπλή παραλλαγή, άλλά μιά τέ
τοια άντιστροφή πού όδηγεί στήν παρωδία τοΰ κλασικού έργου, μετατρέποντας τό τραγικό του στοι χείο σέ κωμικό. Τό γέλιο άντικαθιστά τήν κάθαρ ση. Αύτό καί μόνο θά ήταν άρκετό γιά νά προσδιορίσει τό χαρακτήρα τής Kleist-ικής άπορίας. Ό «Οίδίπους τύραννος» είναι μιά τραγωδία γιά τήν άποκάλυψη τής άλήθειας. Ή «Σπασμένη στάμνα» είναι μιά κωμωδία γιά τήν άπόκρυψή της. Σέ σχέση πάλι μέ τήν ιστορική προοπτική τοΰ Kleist, άξίζει κανείς νά θυμηθεί τά λόγια τοΰ Hegel, πού δήλωνε ότι ή άνθρώπινη ιστο ρία άρχίζει σάν τραγωδία γιά νά καταλήξει «κωμωδία». Ή μορφή τής άπορίας πού έπιτυγχάνεται μέ τήν άντεστραμμένη μίμηση τής δράσης τοΰ άρχαίου δράματος φέρνει τά σημάδια τής εξαφάνισης τής πίστης γιά τήν ίδια τήν άξια τής άλήθειας, άκόμα κι άν είναι δυνατή τελικά ή άποκάλυψή της. Καθορίζεται άπό τίς άντιδράσεις ένός δημιουργού πού βιώνει, στις έσχατες συνέπειές της, τό τέ λος μιας άντίληψης γιά τήν άνθρώ πινη ιστορία, πού παρείχε αυστηρά κριτήρια γιά τήν άλήθεια καί τό ψέμα, γιά τό καλό καί τό κακό, καί μαζί μ’ αύτά τίς εγγυήσεις γιά τήν πρόοδο καί τήν προκοπή τού άνθρώπινου είδους. Ό ιστορικός τόπος όπου παίζε ται ή κωμωδία τής «Στάμνας» είναι μικρός. Σέ τίποτα δέ θυμίζει τήν οίκουμενικότητα τής κλασικής σκη νής. Μικρός, άκόμα παραπέρα, επαρχιώτικος. Ή μίμηση τής δράσης πού επι βάλλει ή άπόκρυψή δέν έχει τόν τραγικό ρυθμό τοΰ άρχαίου άγώνα γιά τό φανέρωμά της, άλλά τό Αβέ βαιο τρίκλισμα μιάς μικρόψυχης διαμάχης, όπου τά προσχήματα καί τά ταπεινά συμφέροντα έχουν άντικαταστήσει τή σύγκρουση τών «δύο δικαίων». Τό παραδοσιακό δίκαιο τοΰ Adam καί τό διαφωτιστικά, έπιστημονικά μεταρρυθμισμένο τοΰ Walter δέν είναι τίποτ’ άλλο παρά μηχανισμοί καταπίεσης, πού δια φέρουν μεταξύ τους μόνο στό βαθ μό τής άποτελεσματικότητάς τους. Ό Adam δέν είναι ό νικητής τής Σφίγγας. Ό , Walter δέ μοιάζει μέ τόν άμείλικτο Κρέοντα, ή μοίρα δέν προβάλλει μέσα άπό τούς δελ φικούς χρησμούς -βρίσκεται καταχω^ημένη στις εγκυκλίους τών γρα
οδηγος/61
φειοκρατών τής Ουτρέχτης. "Οσο γιά τήν Απολλώνια διαύγεια, έχει άντικατασταθεί άπό τό φευγαλέο φώς τού Licht, πού θυμάται δίκαιο καί άρετές μόνο μπρος στην προο πτική τής προαγωγής του. Παρ’ δλα αύτά, ή γιά δλ’ αυτά, αυτή ή σμίκρυνση, αύτή ή ηθογρα φική συρρίκνωση ένέχει ήδη τά στοιχεία τού κωμικού, δπως, μερι κές φορές, έπαρχιώτικες παραστά σεις κάποιου κλασικού δράματος. Μέσα σ’ ένα τέτοιο χώρο, άμείλικτα καθορισμένο καί άπό τά πάνω (τόν λόγο τού διαφωτισμού πού έχει γίνει ήδη γραφειοκρατικός), δσο κι άπό τά κάτω (τή βασανιστι κή παρουσία τής πατριαρχικής πα ράδοσης, πού προσφέρει στούς χω ρικούς τού Huijuin τή σταθερή Αναπαραγωγή τής μιζέριας τους), μοιάζει νομοτελειακό, τό ν ’ άποκτήσουν, ή φύση καί ή σημασία τής άλήθειας, ένα χαρακτήρα σχετικό, πού τήν κάνει τελικά νά μοιάζει μέ μιά σύμβαση, τυπικά μόνο διαφο ρετική άπό τό ψέμα, γεγονός πού τήν καταντά ένα ad plus ire. Ή άπορία γιά τήν άξια τής άλήθειας κάνει κωμική τήν προσπά θεια γιά τήν απόκρυψή της, τό έρ γο προκαλεΐ τό γέλιο, γιατί ό καθέ νας μας γελάει δταν πιάνουν «στά πράσα» κάποιον πού ως έκείνη τή στιγμή προξενούσε τό φόβο. Ή γε λοιοποίηση τής έξουσίας είναι ένα Απολαυστικό θέμα πού μάς κάνει νά γελάμε ξεχνώντας έκεϊνο πού ό Kleist τονίζει: δτι μόνο ή έξουσία μπορεί νά γελοιοποιήσει τίς μεθό δους της, δταν δέν τίς χρειάζεται πιά. Μύθος καί ιστορία, στήν πλο κή τής «Στάμνας», λειτουργούν σάν προειδοποίηση, δπως άλλωστε καί στήν περίπτωση τού «Οίδίποδα» τού Σοφοκλή. Έ δώ έχουμε τόν κίν δυνο τής σχετικοποίησης δλων τών πράξεων μας, έκεί τόν κίνδυνο τής άπολυτοποίησής τους. Ό μ ω ς, δλα τά πρόσωπα τού μύ θου, σύμφωνα μέ τόν κλασικό όρισμό τού Ε. Doutte, δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή προσωποποίηση τής συλλογικής επιθυμίας, καί, ίσως, δέν ύπάρχει πιό έντονη έπιθυμία τού συλλογικού άπό έκείνη τής έξουσίας. Καί ή κωμωδία τού Kleist είναι μίμηση τής έξουσιαστικής πράξης, σ’ δλες τίς μορφές της, μ” έντονο τόν ιστορικό χαρακτήρα, άλλά καί έμφανεϊς τίς μυθικές προεκτάσεις της. Ό Adam έξουσιάζει τό χωριό, άλλά καί ή πόλη, μέσω τού άπε-
σταλμένου της Walter, έξουσιάζει τόν τοπικό άρχοντα. Ή Μάρθα έξουσιάζεται άπό τίς έπιταγές τής παράδοσης πού έκφράζουν οί σχε δόν άγιογραφικές φιγούρες τής σπασμένης στάμνας (φιγούρες έπισκόπων καί βασιλιάδων, πριγκί πων καί στρατιωτικών πού καθόρι σαν μέ τίς «ιστορικές» πράξεις καί χειρονομίες τους τή γεμάτη βάσα να, άλλά χωρίς ιστορία, δική της ζωή, δπως καί κείνη τών προηγού μενων κατόχων τής στάμνας). Αύτό δέν τήν έμποδίζει νά έξουσιάζει καί ή ίδια τήν κόρη της. Ό Rupreeht τρέμει τήν πατρική έξουσία, άλλά δέ διστάζει ν ’ άσκήσει τήν έξουσία τού άντρα-άφέντη πάνω στήν άρραβωνιαστικιά του. Σ’ αυτόν τό μικρό κόσμο τού Huijuin, δλες οί άνθρώπινες σχέ σεις φαίνεται νά έπικαλύπτουν σχέσεις έξουσίας. ’Ακόμα καί ή άθώα Εΰα, θελητά ή άθέλητα, μέ τήν όμορφιά της άσκεΐ μιά γοητεία πού είναι έξουσία, όχι λιγότερο έπικίνδυνη γιά τό γέρο Adam άπό κείνη τού Walter. Τό παιγνίδι δλων αυτών τών έξουσιαστικών δυνάμεων, πού τή δράση τους μιμείται ό Kleist, κά νοντας ν ’ άντανακλοΰν ή μιά τήν άλλη, άνοίγει άπειρες δυνατότητες έρμηνευτικών έκδοχών, καθώς ή ουσία τού έργου, ή πλοκή του, φαί νεται συνέχεια, όχι μόνο νά τίς δέ χεται, άλλά νά τίς προκαλεΐ: αρκεί νά σημειώσουμε τήν παρακάτω «σύμπτωση», γιά νά καταλάβουμε τίς δυνατότητες πού κρύβει ή κωμι κή όμορφιά αυτού τού έργου. Τό 1937 ή «Σπασμένη στάμνα» παιζόταν στή χιτλερική Γερμανία μ’ έξαιρετική έπιτυχία, σάν γνήσιο «λαϊκό» (ρατσιστικό) γερμανικό έργο. Τήν ίδια άκριβώς έποχή, ένας θίασος κομουνιστών γερμανών αύτοεξόριστων έπαιζε, σ’ ένα κολχόζ στήν Ουκρανία, τή «Σπασμένη στάμνα», σάν ένα έργο μέ προοδευ τικό μήνυμα καί Απελευθερωτικό περιεχόμενο. Τό γεγονός αύτό θά μπορούσε νά προκαλέσει λίγο άκόμη γέλιο, πού θά έρχόταν νά προσ τεθεί σ’ αύτό πού τό ίδιο τό έργο προκαλεΐ ήδη· άλλά πρέπει νά προ σέξουμε, γιατί, δπως παρατηρεί ένας σύγχρονος, έντονα έπίσης άμφίσημος (καί Αμφιλεγόμενος) ποιη τής, ό Ezra Pound, τό γέλιο είναι τό τέλος δλων τών πραγμάτων. Κ. ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
πλαίσιο για παιδια ΖΩΗΣ ΒΑΛΑΣΗ: Ή
έπανάσταση τών παραμυθιών. ΕΙχ. Β ά σω ς, Ψ α ρ ά κη . ’Α θ ή ν α , Γ νώ σ η , 1982. Σ ε λ . 71. (8-14 χ ρ ).
ΔΕΝ πάνε τά παιδιά στά παραμύθια. Έ ρχονται οί ήρωες τών παραμυθιών στούς Ανθρώπους καί «έξανθρωπίζονται». Μ πίζνες καί έπιχειρήσεις καί ήλεκτρονικά. Χρήματα καί όνειρα γιά «έπιτυχία». Γραμμένο μέ ένα Αδιόρατο καταλυτικό χιούμορ τό βιβλίο τής Ζ.Β. Απομυθοποιεί τίς δποιες σημερινές άξιες άλλά καί μερικές άπό τίς παλιότερες (ή Χιονάτη φτιάχνει πλυντήρια, ή Σταχτοπούτα νυφικά!). "Ομως τά παραμύθια είναι πάντα μέ τό μέρος τών παιδιών. Τό τέρας τής Πεντάμορφης (σ. 59 καί 71) καί ό Γενναϊος Ραυτάκος στήν τελευταία σελίδα τού βιβλίου φυλάνε καλά τά παιδικά όνειρα.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΜΠΟΥΚΗ
62/συνεντευξη
Γιώργης Γιατρομανωλάκης: «Τό καλού π
γιά xfp καί τό καλούπ Ό Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι συγγραφέας τόσο διαφορετικών βιβλίων όπως τό «Λειμωνάριο», ή «’Αρραβωνια στικιά» καί ή «Ιστορία». Τό τελευταίο του, τρίτο, βιβλίο θά μπορούσε χωρίς δισταγμό νά χαρακτηριστεί ώς ένα άπό τά πιό καίρια κείμενα στο χώρο τής πρόσφατης ελληνικής πεζογραφίας. Ή «Ιστορία» είναι διάστικτη άπό άφανήκρυμμένα κλειδιά πού τό ένα ύστερα άπό τό άλλο μέσα άπό μιά μαγνητιστική πορεία οδηγούν τόν άναγνώστη στη συ ναρμολόγηση τού πιό υπόγειου καί λαμ περού πάζλ. Έξαρταται άπό τόν άνα γνώστη αυτόν, τη μαθητεία-θητεία του, νά άνασκάφει τά «κατάλληλα» ίχνη. Καί, ίσως, κάποια έμφυτη κλίση πρός τά πολύσημα αινίγματα, κάποια έπιθυμία αύτοκαταστροφής καί ταύτισης μέ τόν συγγραφέα. ’Αλλά ταύτισης, δχι. 'Ο ίδιος άποκρούει την ταύτιση μέσα άπό την ίδια τη «μυθιστορία» του. Ή Νατάσα Χατζιδάκι άκολούθησε αυτή την επι θυμία, αυτά τά ίχνη -μέ τη συμπαρά σταση τού συγγραφέα.
Ή αιτία τής συνάντησης μας άπόψε είναι ή «'Ιστορία». ’Αλλά θά ’θελα νά πάμε λίγο πιό πίσω. Ν ’ άρχίσουμε άπό τό «Λειμωνά ριο», νά περάσουμε άπό την «’Αρραβω νιαστικιά» καί νά καταλήξουμε στην «'Ιστορία». Στό «Λειμωνάριο» ύπάρχει ή πληθωρική παρουσία τού πρώτου προσώ που καί μοιραία ταυτίζουμε τόν αφηγητή μέ τό πρώτο πρόσωπο, τό συγγραφέα μέ τόν άφηγητή καί πάει λέγοντας -καλώς ή κακώς. Έ χω τήν εντύπωση ότι στό «Λει μωνάριο» είχες άνάγκη νά «πετάξεις» ορι σμένα πράγματα, κάποιο περιττό φορτίο, γιά νά έξασφαλίσεις μιά ισορροπία. Δέν έννοώ ότι δέν είχες τόν έλεγχο, άλλά ότι είχες άνάγκη νά τά «ξεφορτωθείς». ΝΑ τά φτύσω. Δίκιο έχεις. Στην «’Αρραβωνιαστικιά» συμβαίνει κάτι περίεργο. Είναι φανερό ένα πρώτο πρό σωπο, τό όποιο σπρώχνει ορισμένα πράγ ματα, υπάρχει μιά ψυχρότητα, άπό κάτω όμως καταλαβαίνεις ότι κάτι βράζει άκόμη. Καί μετά περνάμε στήν «'Ιστορία», όπου όλα παγώνουν. Βρισκόμαστε στόν Βόρειο Πόλο. Τί συμβαίνει λοιπόν; Πι στεύω ότι αύτό τό βιβλίο πρέπει νά σέ έχει άδειάσει. Θά πρέπει νά έχεις ρίξει στήν «'Ιστορία» ένα τεράστιο ψυχικό φορτίο.
σ υνεντευξη/63
ίγιν ε
μόνο
‘'Ιστορία” έσπασε» ΠΑΡΑΔΟΞΩΣ συμφωνώ μέ αυτά πού είπες. Πραγματικά στό «Λειμωνάριο» τά πράγματα εί ναι ζεστά. Φορτωμένα, φορτισμένα καί καυτά. Είμαι σέ μιά έποχή πού ή φόρτιση αύτή δέν είναι μόνο εσωτερική είναι κι έξωτερική. 'Υπάρχει ή δικτατορία, υπάρχει ένα είδος απομόνωσης -έξορίας σέ κάποιο νησί, όχι άναγκαστικά πολι τικής έξορίας-, είναι ή συναισθηματική μου ζωή τήν έπόχή εκείνη θά ’λεγα σέ έκρηξη καί οπωσ δήποτε θέλω νά εκφραστώ γρήγορα, φτύνοντας. Έ τσι, πραγματικά. Θέλω νά τά πετάξω. Αύτό σέ βοηθά νά άνακτήσεις τήν «ψυ χραιμία» σου άπέναντι σέ δ,τι «μένει». ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ναί. Ή θελα νά βγει ένα βιβλίο, νά πώ αυτά τά πράγματα. Μάλιστα δταν γιά πρώτη φορά σέ ένα τετράδιο παρουσιάστηκε, θά ’λεγα, τό πρόπλασμα τού «Λειμωνάριου», ήταν δηλαδή έτσι ένα είδος έμβρυου-βιβλίου καί τό διάβασα σέ μιά πολύ καλή φίλη, άμέσως ήρέμησα. Ή ταν σάν νά αδέιαζα, καί τήν έβλεπα κα θώς τό έδιάβαζα, τίς εκφράσεις της, καί είπα έντάξει, ώραϊα. Ό χ ι πώς ήταν ωραίο τό βιβλίο, είπα έντάξει, μ’ αύτό άποτοξινώνομαι. Ε ννοείς, τό διήγημα τού "Ιτυ, τό δημο σιευμένο στό «Διήγημα ’71» τού Κάλβου, ήταν πρόπλασμα τού «Λειμωνάριου» αύ τό;
ΟΧΙ. Τό «Λειμωνάριο» «Λειμωνάριο». Ε κείνο τό διήγημα στό όποιο άναφέρεσαι γράφτηκε με τά τό «Λειμωνάριο». "Ασχετα άν δέν φαίνεται ή δχι. ’Ηταν, θά λέγαμε, κάτι πού ξεκίνησε άπό τό «Λειμωνάριο» άλλά δέν έχει καί πολλή σχέση. Έ τσι λοιπόν μέ τό «Λειμωνάριο». Θαρρώ πώς πραγματικά έτσι τά είπα, καί μάλιστα φωναχτά -είναι φωναχτό κάπου τό βιβλίο-, δλο είναι ένα πρόσωπο, δέν ύπάρχει καμιά persona, ύπάρχουν καί μνήμες φιλολογικές άποκάτω, είναι τό πρώ το βιβλίο, πώς νά τό κάνουμε δηλαδή, δέν ήταν δλο δικό μου, δέν ήταν καί δλο ελεγμένο... "Οχι πώς άντέγραψα -ά ν καί ή άντιγραφή δέν είναι κακό βέβαια. Θέλω νά πώ δτι υπήρχαν πολλά πράγματα πού ήθελα νά βγούνε, γι’ αύτό καί γράφτηκε τέσσερις ή πέντε φορές, άν θυμάμαι καλά, γιά νά μπορέσω νά τό ψυχράνω. ’Ηταν πολύ πιό θερμό; ΠΟΛΥ θερμότερο. Θερμό καί, θά ’λεγα, καί κά που νερουλό. Θερμό-νερουλό, τώρα, άν είναι δυνατόν. Πάντως οπωσδήποτε γράφτηκε τέσσε ρις ή πέντε φορές γιά νά φτάσει σ’ αύτή τή μορ φή. Μέ τήν «’Αρραβωνιαστικιά» τί συμβαίνει; ΜΕΤΑ περνάνε χρόνια πολλά. "Αλλο 1969-73 πού γράφτηκε τό «Λειμωνάριο» κι άλλο 1976-78
64/σ υ νεντευξη κό» βιβλίο, ένα βιβλίο-μήτρα άν τό θέλεις, άπ’ δπου μπορούν νά προέλθουν πολλά πράγματα, καί γι’ αύτό ή «’Ιστορία» ίσως είναι ένα μέρος άπό κεϊ. Είναι μιά ψυχρή σελήνη άποσπασμένη άπό κείνη τή μάζα. Είναι «μέρος»... ΝΑΙ είναι μέρος. Είναι μιά ψυχρή σελήνη. Μι λάω τώρα πάντοτε λογοτεχνικά. Καί ίσως συναι σθηματικά. Τό άλλο υλικό βέβαια δέν μπορώ νά τό συζητήσω. “Ετσι λοιπόν ή «’Αρραβωνιαστι κιά» γράφεται, έκτελείται έν ψυχρώ. Γράφεται μία δύο φορές καί εντάξει... βγαίνει. ’Αποκτά κάποιους φίλους... Ό Γιώργης Γιατρομανωλάχης μέ τό γιό του Νικόλα, στον όποιο είναι Αφιερωμένα τά δύο τελευταία βιβλία του
πού γράφτηκε ή «Αρραβωνιαστικιά». Έ χουν έπέλθει διάφορες μεταβολές. Οικογενειακές, συ ναισθηματικές, επαγγελματικές. “Εχω πάει στην ’Αγγλία. “Εχω γυρίσει. Έ χω διαβάσει. Καί οπωσδήποτε βέβαια... θέλω νά εκδικηθώ τό «Λειμωνάριο». Νά τό έξορκίσεις! ΝΑΙ. ’Ακριβώς. Καλά, έξορκίζεται ώς ένα βαθμό. Ή μάλ λον έξορκίζεται τελείως. Τό έκδικεΐσαι εν τελώς όσο πάει. ’Αλλά κι αυτό... σέ... ΜΕ έκδικεΐται στην «’Ιστορία» τό «Λειμωνά ριο», “Ασχετα άν δέν φαίνεται. Ή «’Αρραβω νιαστικιά» λοιπόν είναι μιά έν ψυχρώ, έτσι, έκτέλεση, μέ τη διπλή ή τριπλή σημασία τού δρου. “Ηθελα νά έκτελέσω ένα έργο. Βέβαια ή «’Αρραβωνιαστικιά» δέν κατενοήθη, δέν πειρά ζει, δέν διαβάστηκε... Δέν ξέρω πόσο κατανοή θηκε άπό σένα, άλλά γενικά ή κριτική ήταν... Τή βρίσκω ορισμένες φορές πολύ πιό εν διαφέρουσα άπό τήν «Ιστορία», γιά νά είμαι ειλικρινής... . ΚΙ έγώ. ’Αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο βέβαια ή «Ιστορία» μεταδίδει άλλα πράγματα. Η «’Αρραβωνιαστικιά» είναι μιά ιστορία τής νέας έλληνικής λογοτεχνίας. “Α ν θέλεις είναι καί αυτό. Είναι ένα βιβλίο καθολικό. “Εχει πάρα πολλά θέματα μέσα καί γι’ αύτό δέν επιτυγχάνει τελικά νά δώσει κάτι. Δηλαδή είναι ένα «μητρι
Δηλαδή σοϋ πήρε λιγότερο χρόνο νά τό γράψεις άπό τό «Λειμωνάριο». Μοϋ κάνει έντύπωση, γιατί έγώ νόμιζα άκριβώς τό άντίθετο. ΕΝΝΟΕΙΣ χρονικά; Ή «’Αρραβωνιαστικιά» γράφτηκε δύο έως τρεις φορές. Ή «Ιστορία» γράφτηκε σέ ακόμη λιγότε ρο χρόνο; ΟΧΙ. Μιλάμε καί γιά τή διάρκεια τής άπασχόλησης. Πόσα χρόνια. Ή «’Αρραβωνιαστικιά» σού πήρε μιά διε τία πλήρους άπασχόλησης, έπί οχτώ ώρες τήν ημέρα; ΠΛΗΡΟΥΣ άπασχολήσεως, οχτώ ώρες τήν ημέ ρα, μερικές φορές καί περισσότερο. Μιά διετία ή
Ή «Ιστορία» είναι ένα λαϊκό ανάγνωσμα όπως τά ιστορικά μυθιστορήματα τοΰ περασμένου αιώνα «’Αρραβωνιαστικιά» καί μιά διετία ή «Ιστο ρία». ’Ενώ τό «Λειμωνάριο» γράφτηκε σ’ ένα εξάμηνο στήν πρώτη του μορφή καί μετά πέρασε διάφορα στάδια καί καταστάσεις. “Αλλωστε τό κουβάλησα καί στήν ’Αγγλία, μή νομίζεις. Γεν νήθηκε εις τά Κήθυρα, τήν νήσο Πορφυρή, καί μετά τό πήγα στήν ’Αγγλία. Ή «’Αρραβωνιαστι κιά» μοϋ δημιούργησε πολλές δυσκολίες γιατί ήταν μιά φιλόδοξη προσπάθεια ή όποια δμως δέν εύοδώθη... Θά μπορούσε ή «’Αρραβωνιαστι κιά» νά ήταν τ ό βιβλίο. ’Ηταν ένα βιβλίο βιαστι
σ υν εν τευξη /6 5 κό καί πέρασε αμάσητο, κάπου. ’Αλλά μερικές σελίδες του θαρρώ πώς είναι πολύ καλές. Ή φι λοδοξία τοϋ βιβλίου ήταν, μάλλον οι στόχοι τού βιβλίου ήταν, πολύ πλατείς καί μακρινοί. Καί γι’ αύτό κάπου, αυτό τό καθολικό..: κάπου νομί ζω... τώρα όμως έχω καί νά τό διαβάσω ένα δυό χρόνια, γιατί δέν θέλω... Μπορείς νά διαβάζεις τά βιβλία σου μετά άπό χρόνια πάλι; ΜΕΤΑ άπό χρόνια, ναί, Τό «Λειμωνάριο» τό ξαναδιάβασα πρίν άπό καιρό, καί μερικά σημεία μοϋ άρεσαν, μερικά δέν μοΰ άρεσαν. Τήν «’Α ρ ραβωνιαστικιά» όμως έχω νά τη διαβάσω θαρρώ δυό χρόνια. Καί τήν «Ιστορία» βέβαια τήν άποφεύγω εντελώς. Ούτε νά τή βλέπω. Μετά έρχεται ή περίοδος τής «'Ιστορίας». Ή «Ιστορία» είναι άλλο πράγμα. Είναι ένα ειδικό πράγμα, ένα είδι-
Μέ εκδικείται στην «Ιστορία» τό «Λειμωνάριο». ’Άσχετα άν δέν φαίνεται κό γεγονός, μιά ειδική εποχή -ενώ ή «’Αρραβω νιαστικιά» είναι βιβλίο καθολικό, εδώ πιά έχου με ειδικό. Είπα ότι μέ εκδικήθηκε τό «Λειμωνά ριο» στό εξής: Πιστεύω ότι στήν «'Ιστορία» επι στρέφω σ’ έναν άφηγηματικό τρόπο πού υπάρχει καί στό «Λειμωνάριο». Ή «’Αρραβωνιαστικιά» έσχεδιάσθη εν ψυχρώ καί έξετελέσθη έν θερμώ, ενώ ή «'Ιστορία» θά έλεγα έσχεδιάσθη καί έξετε λέσθη έν ψυχρώ. Αύτό δέν ξέρω άν φαίνεται. Φαίνεται ότι είναι μιά κατασκευή. ’Αλλά αύτό δέν σημαίνει... ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ είναι... ’Ενώ ή «’Αρραβωνιαστι κιά» έσχεδιάσθη έν θερμώ καί μετά ψύχρανα τά πράγματα, κι έκεί κάτι έγινε... ’Ενώ άντίθετα ό σχεδιασμός τής «'Ιστορίας» υπήρξε άπαρχής ως τό τέλος προσεκτικός, ήξερα τί σημαίνει αυτή ή σκηνή έδώ, κι αυτή ή γραμμή έκεί, κι αύτή ή λέ ξη... Πολύ περί διαγραμμάτου. Θεωρείς ότι ή «'Ιστορία» είναι ένα άκαδημαϊκό μυθιστόρημα;
με ως άκαδημαϊκά. Δηλαδή βλέπω τώρα, όσο πάει, ό Σεφέρης νά είναι ένας άκαδημαϊκός ποιητής. ’Ενώ ό Έλύτης νά μην εί ναι. Υ πά ρχει κάτι λόγιο, κάτι «έκτελεσμένο» μέ βάση μιά συγκεκριμένη συντα γή, μιά φόρμα. ΕΙΝΑΙ κατασκευασμένο τό βιβλίο μέ τήν έννοια τής γραφής του. 'Ωστόσο κάτω άπό τήν έπιφάνεια υπάρχουν πράγματα τά όποια θέλω νά συ ζητήσω. ”Α ν τό θεωρήσεις έτσι, θά έλεγα ότι ή «Ιστορία» είναι ένα βιβλίο πού έχεδιάσθη ...«λογίως» άν θέλεις. Ή «Ιστορία» είναι ένα βιβλίο συνειδητό καί έχει νά κάνει μέ τήν «’Αρ ραβωνιαστικιά» στό έξής: ’Ενώ στήν «’Αρραβω νιαστικιά» ήθελα μέσα άπό ένα σαρκασμό ή έναν ύπαινιγμό καί μιά άμεσότητα νά μιλήσω γιά ένα θέμα -γ ιά τή νεοελληνική πεζογραφία- καί ή «’Αρραβωνιαστικιά» γράφεται γιά τή νεοελληνι κή πεζογραφία κριτικάροντας πράγματα, ή «'Ιστορία» μιλά μόνο γιά λογαριασμό της, κρίνει τήν πεζογραφία μέ τήν ύπαρξή της, δέν φωνασκεί. Ή «’Αρραβωνιαστικιά» άπόκτησε ορισμέ νους πολύ φανατικούς φίλους, οι όποιοι θεω ρούσαν ότι ήταν τ ό βιβλίο, άλλά καί πάρα πολ λούς άντίθετους. Γι’ αύτό καί είδαν μέ άνακούφιση πάρα πολλή «τήν 'Ιστορία». ’Αλλά τό είδαν όμως στραβά. Καί ή άντιπάθειά τους γιά τήν «’Αρραβωνιαστικιά» καί ή άνακούφισή τους γιά τήν «Ιστορία» κι αύτή νομίζω πώς προήλθε άπό λάθος έκτίμηση. Νομίζω. Αύτό άφορά όλους; ΤΟΥΣ περισσότερους. Νομίζω δηλαδή ότι εί παν: ”Α , εντάξει, έπιστρέφουμε σ’ έναν παραδο-
Ή αντιμετώπιση τών πραγμάτων καί ή αντιμετώπιση τής γραφής πρέπει νά είναι ένιαΐα σιακό τρόπο γραφής όπου μπορεί νά λέγονται τά πράγματα καθαρά. Είναι παραδοσιακός ό τρόπος γραφής τής «Ιστορίας»; ’Οχι, δέν είναι.
ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ μέ τήν έννοια ποιά δηλαδή; Νά κάνουμε ένα διαχωρισμό πού δέν υπάρχει στήν Ε λλά δα , νομίζω. Γιατί δέν υπάρχουν καί πολλά λογοτεχνικά βιβλία πού θά μπορούσαμε νά τά χαρακτηρίσου
ΕΚΕΙΝΟΙ νομίζουν ότι είναι, καί μάλιστα πολύ παραδοσιακός. Τώρα, ή «’Αρραβωνιαστικιά» εί ναι μιά μυθιστορία. Δηλαδή μιά ιστορία άποχωριζομένων εραστών οί όποιοι άντί νά βρίσκον ται, νά χωρίζουν καί νά ξαναβρίσκονται, όπως
6 6/συνεντευξη
Ή «Αρραβωνιαστικιά» είναι μιά άντιμυθιστορία αλλά ταυτόχρονα καί μιά περιόδευση μέσα στόν ελληνικό λόγο, όπως είναι καί μιά περιόδευση στην ελληνική χώρα συμβαίνει στην κλασική μυθιστορία, στην « Α ρ ραβωνιαστικιά» βρίσκονται καί έξαφανίξονται. Ή «Αρραβωνιαστικιά» λοιπόν είναι μιά άντιμυθιστορία, άλλά ταυτόχρονα είναι καί μιά περιόδευση μέσα στόν ελληνικό λόγο, όπως καί μιά περιόδευση στην ελληνική χώρα. Γι’ αυτό λέω τώρα ότι εκεί ήταν θερμά τά πράγματα κι ίσως δέν πέτυχαν, ένώ ή «'Ιστορία», τί είναι; Καί ή «'Ιστορία» άπό μιά άποψη, λογοτεχνικά μιλών τας τώρα, είναι κι αύτή μιά κριτική γιά τή νεοελ ληνική πεζογραφία. Ναί; ΓΙΑΤΙ όχι; ’Αντί νά πώ, αυτό τό βιβλίο, πού γράφτηκε αυτή τήν εποχή, μ’ άρέσει, αυτό δέν μ’ άρέσει, έγραψα ένα βιβλίο καί είπα αυτό τό βι βλίο μ’ άρέσει. ΕΡΡΙΚΟ! ΜΠΕΛΙΕΣ
Λ οιπόν, γιά νά συνοψίσουμε, θά ’λεγα πώς μέ τό «Λειμωνάριο» ξεμπερδεύεις μέ τόν εαυτό σου κατά κάποιον τρόπο...
Τό διακεκριμένο σώμα
ΞΕΜΠΕΡΔΕΥΩ μέ τόν εαυτό μου, άκριβώς. ’Από ποιά άποψη τώρα, είναι μεγάλη κουβέντα αύτή. Σέ μιά πρώτη φάση ξεμπερδεύεις. ΞΕΜΠΕΡΔΕΥΩ συναισθηματικά, προσπαθώ νά ξεμπερδέψω μέ τόν εαυτό μου. Είπα έντάξει, εί πες, έκανες...
Ό δυσσέας
Στήν «’Αρραβωνιαστικιά» λοιπόν ξεμπερ δεύεις μέ τόν μύθο τού έρωτα καί τόν μύ θο τής κυρίως Ε λλάδας. Δέν έπιασα ότι ξεμπερδεύεις καί μέ τήν ελληνική λογοτε χνία. Σίγουρα κατάλαβα τή στάση σου άπέναντι στούς εθνικούς συγγραφείς, άλ λά τό γεγονός ότι δέν έκανες αναφορές έτσι συγκεκριμένες κι επειδή υποπτεύομαι ότι ήταν μάλλον αυστηρά φιλολογικές οί άναφορές σου...
σ υν εν τευξη /6 7 ΑΥΤΗ ήταν ή άδυναμία ή καί ή σοφία τού βι βλίου. Τό δτι δεν ήταν τόσο διαφανή όλα αυτά τά πράγματα. ’Αλλά ξεμπερδεύω πραγματικά με τό σώμα τής Ε λλά δος καί με τόν έρωτα, τουλά χιστον γιά τήν ώρα. Τί γίνεται λοιπόν με τήν «Ιστορία»; Πρώτ’ άπ’ όλα υπάρχει μιά στάση άπέναντι στόν κοίνό άναγνώστη. ’Αρκετοί πού τό διάβασαν είχαν κάποια στιγμή δυσκολία νά συνεχίσουν. Δηλαδή κάποια στιγμή αυ τοί πού τό έφτασαν ώς τό τέλος, τό είχαν βάλει πείσμα. Κάτι κάπου τούς σταματού σε. Δεν στό λέω μέ τήν κακή έννοια αύτό. Κάποιος πού διάβασε τήν «Ιστορία» μιά κι έξω, είπε τό εξής χαρακτηριστικό: 'Όταν έφτασα στήν τελευταία σελίδα ένιωσα σάν νά είχα διασχίσει ολόκληρο τόν Θεσσαλικό κάμπο. ΔΕΝ τό ξέρω αύτό τό πράγμα, καί δέν μέ άφορά καί πολύ. Πιστεύω όμως ότι ή «Ιστορία» είναι ένα λαϊκό άνάγνωσμα -όπω ς τά ιστορικά μυθι στορήματα τού περασμένου αιώ να- καί είναι, αν θέλεις, ένα ιστορικό μυθιστόρημα. "Οπως τά πα λιά λαϊκά μυθιστορήματα, άλλά βεβαίως μέ διά φορες βασικές άλλαγές. Είναι μιά κατηγορία μυ-
Τό θεωρώ τιμητικό καί θά ελεγα ότι θέλω νά επηρεαστώ ακόμη περισσότερο από τόν Ηρόδοτο θιστορημάτων τά ιστορικά μυθιστορήματα. Μό νο πού εδώ τώρα ή μέθοδος είναι διαφορετική. Θεωρώ ότι ή «Ιστορία» είναι λαϊκό βιβλίο. Σάν περιεχόμενο; ΚΑΙ ώς άνάγνωση. Ή «’Αρραβωνιαστικιά» πώς διαβάστηκε τότε; ’Εάν ή «Ιστορία» είχε δυσκο λία νά διαβαστεί, τότε πώς διαβάστηκε ή «’Α ρ ραβωνιαστικιά»; Έ χέι ειπωθεί πώς έχεις επηρεαστεί από τόν Μάρκες στήν «Ιστορία». Καί επίσης άπό τόν Η ρόδοτο. Βέβαια στόν Η ρόδοτο πάμε καρφωτά, διότι... ΕΧΩ καί προμετωπίδα... Τό θεωρώ τιμητικό καί θά έλεγα ότι θέλω νά έπηρεαστώ ακόμη περισσό τερο άπό τόν Η ρόδοτο. ’Αλλά άπό τόν Μάρκες -γ ιά τόν Μάρκες μάλιστα μοϋ είπαν ότι μοιάζει
Ό Γιώργης Γιατρομανωλάκης γεννήθηκε τό 1940 στό Ηράκλειο. Έ κανε σπουδές φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο ’Αθηνών καί στό Κίνγκς Κόλλετζ (Λονδίνο). "Εχει γράψει τρία μυθιστορήματα («Λειμωνάριο», «’Αρραβωνιαστικιά», «Ιστορία»), Διδάσκει στό Πανεπιστήμιο ’Αθηνών άρχαία έλληνική λογοτεχνία. ’Επίσης έχει διδάξει στό Πανεπι στήμιο τοϋ Χάρβαρντ. Έ χει συνεργαστεί μέ δοκί μια, μεταφράσεις καί πρωτότυπα έργα μέ έγκυρα έλληνικά περιοδικά.
ή αρχή τού «Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου» μέ τήν αρχή τής «Ιστορίας». Τό διά βασα πρίν μερικές μέρες γιά νά δώ πού άκριβώς μοιάζει. Νομίζω ότι θά πρέπει νά άναζητήσουμε κυρίως τίς ομοιότητες αύτές σέ μιά κοινότητα λογοτεχνική. Δηλαδή αυτός ό ύπερρεαλισμός πού υπάρχει στόν Μάρκες, άν αύτό εννοούνε, αύτός ό υπερρεαλισμός είναι πάρα πολύ έκδηλος μέσα στήν έλληνική λαϊκή λογοτεχνία, στά δημο τικά μας τραγούδια, κι άν μάλιστα δούμε τόν υπερρεαλισμό ή τήν ιστόρηση τού μυθικού καί τή μυθοποίηση τού ιστορικού άπό τόν Η ρόδοτο, τότε ό Μάρκες έρχεται πολύ πίσω καί καταϊδρωμένος σέ σχέση μέ τίς εμπειρίες μου. ’Αγαπώ καί μ’ αρέσει ό Μάρκες, άλλά νομίζω ότι θά άποκατασταθεϊ ή τάξις κάποτε. Δέν νομίζω ότι ό ίδιος ό Μάρκες θά είχε άντίρρηση πάνω σ’ αύτό, νά άντιστραφούν τά πράγματα. Ό Η ρόδοτος είναι γιά μένα ό συγγραφέας, καί τιμή μου νά είχα πε ρισσότερο μάλιστα ασχοληθεί καί περισσότερο επηρεαστεί. ’Επηρεάστηκα άπό τόν Η ρόδοτο, κι άν θέλεις διάβαζα τή μετάφραση τού Μαρωνίτη, καί γιά νά ενώσω τή μιά παράγραφο μέ τήν άλλη πολλές φορές έπαιρνα αμπάριζα άπό τή με τάφραση, άπό τό ίδιο τό κείμενο τού Ηρόδοτου. Είχα τήν εντύπωση -δ έν πέφτω έξω αύτή τή φορά όπως μέ τή νήσο Πορφυρή- δια βάζοντας τήν «Ιστορία» ότι είναι ή Κρή τη. ΚΡΗΤΗ εκατό τοϊς εκατό. Μεσοπόλεμος. Οί ήμερομηνίες στήν «Ιστορία» είναι απόλυτα έλεγμένες. Τά πολιτικά γεγονότα. Τά άλλα; ΤΑ άλλα όχι. Τότε πιά δέν θά ήταν μυθιστόρη μα. Θά ήταν ιστορία. Σκέτη ιστορία. ’Εδώ πι στεύω είναι καί καινούρια ή μέθοδος τής τήξεως τού πλαισίου ιστορία. ’Ενώ λόγου χάρη τό παλιό ιστορικό μυθιστόρημα έπαιρνε ορισμένα γεγονό τα γενικά ώς πλαίσιο, στά όποια τοποθετούσε ό
68/σ υ νεντευξη ναι «μεταφυσικό τρύκ» ή λογοτεχνικός ελιγμός αύτό τό πράγμα... Α Ν συμβαίνει έτσι; Δέν ξέρω. Έ χεις δει τήν ταινία «Ά γρια συμμορία» τού Πέκινπα; "Ολοι αίωρούνταν στόν άέρα δταν τούς πυροβολούσαν γιά άρκετά δευτερόλεπτα -ά ν καί σέ άργή κίνηση. Η ΠΡΩΤΗ σκηνή τού φόνου μ’ είχε άπασχολήσει πολύ. "Οταν λές ή πρώτη σκηνή τού φόνου... έννοεϊς δτι τό βιβλίο γράφτηκε κατευθείαν έτσι δπως είναι τώρα, μ’ αύτή τή σειρά;
'Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης
συγγραφέας την προσωπική ιστορία, τή φανταστική του ιστορία, τώρα εδώ ή ιστορία δεν παί ζει τόν ρόλο τοϋ πλαισίου, αλλά παίζει τόν ρόλο άκριβώς τού ίδιου τοϋ γεγονότος καθώς τό αφη γούμαι, γεγονότος πού πηγαίνει δίπλα στό, θά λέγαμε, φανταστικό ή μυθιστορηματικό γεγονός. Αυτή είναι μιά ουσιώδης διαφορά κατά τή γνώ μη μου. Ε κ τός άπό τό ιστορικό πλαίσιο νομίζω πώς είναι έλεγμένα πολύ καί διάφορα άλ λα «μικροστοιχεΐα» οικιακής οικονομίας. Ά ς πούμε ή εκτροφή τού μεταξιού ή τά νομίσματα. Τί υλικό είχες στή διάθεσή σου; Διάβασες έφημερίδες τής εποχής; ΓΙΑ τά νομίσματα διάβασα πράγματα σχετικά. Γιά τά γεγονότα δμως τής έποχής πήγα στίς βι βλιοθήκες καί ειδικά στή βιβλιοθήκη τού Η ρ α κλείου τή Βικελαία, δπου έκεϊ είδα τίς έφημερί δες καί έδιάβασα πάρα πολύ, μερικά μάλιστα κομμάτια άπό τήν «'Ιστορία» τό βιβλίο, άπηχοϋν φράσεις γνωστών ιστοριών. Λόγου χάρη διάβα σα .πάρα πολύ τήν «'Ιστορία τού Ελληνικού "Εθνους» γιά νά ενημερωθώ. Ή άγορά καί ή πώληση τών προϊόντων, τό κόστος τού μεροκά ματου, τά ποσοστά τών εκλογών, δλα αύτά είναι άπολύτως έλεγμένα. Δηλαδή δέν υπάρχει τίποτα ■ψευδές. Τώρα βέβαια, άν έπεσε βροχή έκείνη τήν ήμέρα κλπ. ή άν τά δέντρα ήταν έτσι ή άλλιώς ή ό τόπος... ’Αλλά τά γεγονότα τά άντικειμενικά είναι άπολύτως έλεγμένα. Ή ξερες δτι δταν κάποιος πυροβολεϊται μένει μετέωρος γιά άρκετό διάστημα; Για τί νομίζω δτι συμβαίνει αύτό έτσι, δέν εί
ΤΟ βιβλίο γράφτηκε μ’ αύτή τή σειρά. Α πλώ ς έγιναν μικροαλλαγές. ’Αλλά δταν ξαναγράφτηκε ή πρώτη σκηνή τού φόνου ήταν ήλεγμένη πλέον. Λένε δτι έπηρεαζόμαστε άπό τόν κινηματογρά φο. Αύτό είναι καί σωστό καί λάθος. Αύτοί πού βλέπεις νά πυροβολούνται καί νά πέφτουνε κά τω σάν βλάκες, είναι λάθος. Ή σφαίρα, ειδικά δταν μπαίνει σ’ ένα δρθιο σώμα, έχει τόση ώστική δύναμη -τά διάβασα δλα αύτά γι’ αύτό στά λέω, άν σ’ ένδιαφέρουν- ώστε μπορεί τόν άν-
Ή «'Ιστορία» είναι ένα βιβλίο τό όποιο θά μπορούσε νά είναι κλασικό αφήγημα, αλλά επ’ ούδενί λόγω δέν είναι κλασικό άφήγημα θρωπο νά τόν έκσφενδονίσει... Πολλές φορές δηλαδή, άν πυροβοληθεϊ ένας άνθρωπος άπό κοντά, μπορεί νά μή σκοτωθεί άπό τή σφαίρα, άλλά νά σκοτωθεί άπό τήν πρόσκρουσή του σ’ έναν τοίχο. Είναι τόση ή ώστική δύναμη, έάν μά λιστα βρεθεί στήν τροχιά τής σφαίρας ένα κόκα λο, έτσι; Επομένω ς άλλαξε πολλές φορές ή δλη σκηνή... καί διάβασα ειδικά τέτοια πράγματα καί ρώτησα ειδικούς τί συμβαίνει... Μέ τούς συ νεχείς πυροβολισμούς τό σώμα τεμαχίζεται ολό κληρο. Αύτά δλα είναι μακάβρια άλλά... "Οχι, όχι, καθόλου. Ά λ λ ά τί εννοείς τεμα χίζεται; ΚΟΙΤΑΞΕ νά δεις. Θυμάμαι μετά τήν άπελευθέρωση γίνονταν άντεκδικήσεις στά χωριά μας κά τω, άπό τούς άντάρτες πού έρχόντουσαν κι έκτε-
συνεντευξη/69 λούσαν τούς προσκυνημένους. Καί θυμάμαι λοι πόν μιά εκτέλεση ενός γκεσταμπίτη μέ πυροβόλο όπλο, τοϋ όποιου τίς σφαίρες τίς είχαν κόψει μπροστά, τίς είχαν κάνει ντούμ-ντούμ γιά νά άνοίγουν μεγαλύτερα τραύματα. Αύτόν τόν άν θρωπο λοιπόν -ήμαστε παιδιά εμείς τότε- τόν εί χε βρει ό φονιάς στό νεκροταφείο κοντά, τό θύ μα ήταν ένας ύψηλόσωμος άνθρωπος, μεγάλος, καί τό σώμα του είχε κοπεί σέ διάφορα μέρη άπό τίς σφαίρες... Είχαν πριονίσει τη μύτη τής σφαί ρας καί καθώς προχωρούσε όλο καί μάζευε όγ κους κρέατος. Ή σκηνή τώρα αυτού τού φόνου δέν είναι Μάρκες, δέν είναι τίποτα, ούτε κινημα τογράφος είναι. Είναι μιά έρευνα καί μιά εμπει ρία παιδική... Τώρα, άπό κεί καί πέρα, άν αίωρείται ή άν δέν αίωρεΐται, αύτό είναι μιά άλλη ιστορία. Είχα την εντύπωση όταν διάβαζα τήν «Ιστορία» ότι παρακολουθούσα -μερικές φορές- μιά δίκη. Σάν νά ερχόντουσαν διάφοροι μάρτυρες νά καταθέσουν .τήν άποψή τους πού διαμορφώθηκε άπό τόν τρόπο πού ύπέπεσαν στην άντίληψή τους τά γεγονότα. Ή όπως όταν βρίσκει ή άστυνομία ένα πτώμα καί καλούν τόν φω τογράφο τού έγκληματολογικού καί φωτο γραφίζει τό πτώμα άπό διάφορες όπτικές γωνίες καί μετά φτιάχνουν μέ κιμωλία τό σχήμα άφού μετακινήσουν τό σώμα... Σάν νά έχει τό βιβλίο μιά δομή δίκης. ΝΟΜΙΖΩ πώς δέν έχεις άδικο. Δηλαδή τό βι βλίο αύτό έχει μιά υπόθεση. Ή υπόθεση γίνεται γνωστή άπό τή δεύτερη σελίδα. Τό ότι γίνεται ό φόνος καί τό ποιος είναι ό φονιάς καί ποιος εί ναι τό θύμα, τό ξέρουμε άπό τή δεύτερη σελίδα. Δέν έχουμε μυστικά, ποιος είναι ό δολοφόνος καί λοιπά. Ε κείνο όμως τό όποιο συμβαίνει στό βιβλίο είναι ότι υπάρχουν συνεχείς διατρήσεις στό γεγονός... καί φαίνεται μιά στιγμή μιά όψη, εναλλάξ, καί ξανά τό μικροσκόπιο πηγαίνει πιό κοντά, κι άκόμη λίγο πιό κοντά στό γεγονός. Είναι μιά συνεχής μεγέθυνση ενός γεγονό τος. Αύτό πού μέ γοήτευσε πιό πολύ στό βιβλίο καί νομίζω πώς είναι καί τό πιό γοητευτικό μέρος τού βιβλίου, είναι οί ασκήσεις αυτοπειθαρχίας τού δολοφόνου,
ποιος πολύ καλός φίλος άπογοητεύτηκε όταν τού είπα ότι αύτά δικά μου είναι. Ενδεχομένως βέ βαια νά ύπάρχουν βαθιά μέσα μας όλοι αύτοί οι τρόποι τής άπόκρυψης. ’Αλλά εγώ δέν τά βρήκα πουθενά. Θά έλεγα ότι γράφοντας αύτό τό βιβλίο πέρασες αύτές τίς δοκιμασίες τής άπόκρυ ψης εσύ ό ίδιος. Τό στάδιο τού άσβού. Τής πέρδικας. Τό τρίτο στάδιο ποιό είναι; Τού μεγαλώματος; ΤΟ τρίτο στάδιο είναι τό νά μένεις ξαπλωμένος χωρίς φαί, χωρίς πιοτό. Ό χ ι, εννοώ έπειδή δέν είναι μιά στάση πού παραπέμπει σέ συνήθειες κάποιου ζώου. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ μορφή τής άπόκρυψης είναι νά είσαι φανερός πάνω σ’ ένα βράχο καί νά καίγε σαι καί νά προσπαθείς ν ’ αύτοσυγκεντρώνεσαι στά πράγματα πού σ’ ενδιαφέρουν καί νά βλέ πεις τό σώμα σου καί τά μέλη σου νά μεγαλώ νουν. Ό ήρωάς σου τά κατάφερε καλύτερα άπό τόν Προμηθέα, τουλάχιστο στήν αρχή. ΔΕΝ τό είχα σκεφτεί αύτό τό δέσιμο τού Προμη θέα πού λές. Καθόλου δέν τό είχα σκεφτεί. Καί χαίρομαι πού δέν τό σκέφτηκα. Πιθανόν νά έδι να άλλες λύσεις. 'Υπάρχουν πολύ έντονα μεταφυσικά στοι χεία στήν «Ιστορία»... ΥΠΑΡΧΟΥΝ. Μετα-φυσικά.
"Ολα τά δημοκρατικά λεγάμενα συστήματα, που κατά καιρούς διακυβέρνησαν τήν Ελλάδα ή καί τήν κυβερνούν, φθείρονται άπό μέσα
ΚΑΤΑ τή διάρκεια τής άπόκρυψης; Ναί. ΚΑΙ μένα μού άρεσε αύτό. Μερικοί πιστεύουν καί μού λένε ότι: «πού τά βρήκες, κι αύτά τά ’χουμε ξανακούσει άλλού καί ότι έτσι κρύβονται μέ τήν πέρδικα, έτσι μέ τόν άσβό». Μάλιστα κά
...Καί συμβαίνει ένα περίεργο πράγμα. Σέ μιά συγκεκριμένη στιγμή, ένώ μιλάς πάρα πολύ γιά τίς σαύρες -καί ομολογώ ότι γνωρίζω αρκετά πράγματα γι’ αύτές- ξαφ νικά είδα μιά μορφή σαύρας στό βιβλίο σου πού δέν τήν «ήξερα». Οί όποιες σαύ
70/συνεντευξη
ρες σου, όχι απλώς αναλαμβάνονται, άλλά έξαερώνονται -ίσως καί άντίστροφα. ΑΝΑΛΑΜ ΒΑΝΟΝΤΑΙ εις τούς ουρανούς...
ΕΛΠΙΖΩ όχι. Καθόλου. ’Ελπίζω νά μή συμβεί ποτέ. Μερικές φορές οί φιλόλογοι μού είναι συμ παθέστατοι, άλλά μερικές φορές δέν τούς μπο ρώ. Συμπεριλαμβανομένου καί τοΰ έαυτοΰ μου βέβαια.
Περί ποιας σαύρας πρόκειται; ΑΥΤΗ είναι μιά σαύρα δικής μου... βγαίνει στό χωριό μας. Τό χωριό μας βγάζει τέτοιες σαύρες. Αύτές οί σαύρες γεννιούνται γριές καί πεθαί νουν νέες. Καί προηγουμένως μού μίλησες γιά μιά άντίστροφη μέτρηση. ’Αλλά εδώ νομίζω πρόκειται περί ενός τρύκ. ΓΙΑ τίς σαύρες λοιπόν έντάξει. Ά ν πάει κανείς
Ή τάξη πού μέ ενδιαφέρει στην «'Ιστορία» δεν είναι ή τάξη τού προλεταριάτου- δχι πώς δεν υπάρχει, άλλά επειδή δεν έχει συνείδηση τοΰ εαυτού της στό χωριό μου ή στήν Κρήτη καλοκαίρι θά τίς δει πράγματι νά εξαερώνονται. Ά ν όμως έχει υπομονή νά περιμένει, νά τίς παρακολουθήσει. Πρέπει κάποτε νά «δώ» μιά σαύρα νά έξαερώνεται... Πάντως δέν είμαι βέβαιη άν ό φιλόλογος παρακολουθούσε τόν συγ γραφέα. 'Όταν έγραφες τήν «Ιστορία», όταν γράφεις γενικά. Κάπου πρέπει νά έπαιξε ένα ρόλο πάντως. Δηλαδή έριξε μιά ματιά όταν τελείωσες τό βιβλίο; ΕΡΙΞΕ πολλές ματιές ό φιλόλογος, ναί, άλλά πάντοτε ό φιλόλογος καί γενικά ή φιλολογία εί ναι άνασταλτικός παράγοντας σέ μιά δημιουρ γία. Ά ν ό φιλόλογος έριχνε άποκαρδιωτικές μα τιές ή έκανε λογοκρισία έναντίον τοΰ^ συγγρα φέα, τότε ό φιλόλογος υπήρξε πολύ κακός. Έ άν ώστόσο βοήθησε τόν συγγραφέα νά άποφύγει ορισμένα πράγματα στή γλώσσα κλπ. τότε κα λώς. Ναί, νομίζω ότι άν καί είσαι ένας κατα ξιωμένος φιλόλογος, εντούτοις «συμπα θείς» πιό πολύ τόν συγγραφέα. Ά λ λ ά μή πως καθ’ όδόν συμβεί κάτι άσχημο στόν συγγραφέα. Δηλαδή, θά τήν πατήσει άπό τόν φιλόλογο;
Ή «'Ιστορία» θά μπορούσε νά συνεχίζεται έπ’ άπειρον. Μέ τήν έννοια ότι είναι ένα άνοιχτό βιβλίο. Νομίζεις ότι θά μπορούσε νά συνεχίζεται έπ’ άπειρον; Η «Ιστορία» συνεχίζεται έπ’ άπειρον. Τό βιβλίο «Ιστορία» νομίζω ότι κάνει έναν κύκλο. Α ρ χ ί ζει καί κλείνει. Μέ τήν έννοια ότι θά μπορούσε νά είναι μιά σπείρα πού θά μπορούσε νά συνεχίζε ται έπ’ άπειρον. ΑΚΡΙΒΩΣ. Ή γραφή του όμως, καί χαίρομαι πού τή λές τή λέξη, είναι σπειροειδής. Αυτό έννοούσα καί προηγουμένως. Επομένω ς θά μπο ρούσανε νά υπάρχουν πάρα πολλές άκριβώς προσεγγίσεις τού θέματος καί άπό πιό κοντινές άποστάσεις, αύτό πού λέγαμε καί προηγουμέ νως. Ά λ λ ά νομίζω ότι κάπου τό βιβλίο άπόκτησε τό δικό του τό μέγεθος, ένα βιβλίο άκριβώς -όπω ς λέει καί ό Αριστοτέλης, ό κύριος αύτόςείναι ένα ζώον, καί τό ζώον δέν μπορεί νά είναι τέρας. Καί κάθε έργο τέχνης είναι ένα είδος ζώου. Καί ένα ζώον πρέπει νά είναι ωραίο. Ά ν έχει μεγάλο κεφάλι, τότε είναι τέρας. Δέν είναι ζώον. Τά ζώα είναι ώραία, καί μάλιστα σέ μιά έποχή τής ζωής τους όλα τά ζώα είναι ωραία. ’Ά ν είχε μεγάλα χέρια τότε θά ήταν τερατώδες. Επομένω ς εδώ άκριβώς είναι ό κίνδυνος όλων τών άνθρώπων πού γράφουμε, ειδικά μάλιστα μυθιστορήματα, πώς θά ισορροπήσουμε. Τώρα, άν τό ζώον «Ιστορία» έχει τό κεφάλι άρμονικά δεμένο μέ τά πόδια καί τό σώμα, αύτό είναι άλλο θέμα. Ά π ό τή στιγμή πού τό βιβλίο σου έχει μιά τρομερή αίσθηση άναλογίας, μορφική σταθερότητα, άποπνέει δηλαδή τήν ύγεία τού κλασικισμού -υπάρχει ό έλεγχος τού συναισθήματος... ΟΧΙ μόνο τοΰ συναισθήματος. Καί τής γραφής. ...άλλά υποτάσσεις καί τήν ευαισθησία καί τή φαντασία, δέν συμπλέεις όμως μέ τή στεγνή λογική, έστω κι άν συμπλέεις μέ τήν ομορφιά καί τήν «παράδοση»... ΔΗ Λ Α ΔΗ τί σημαίνει; "Οποιος συμπλέει μέ τή λογική είναι καί ύγιής;
συνεντευξη/71
Αύτά είναι τά τυπικά γνωρίσματα ένός έρ γου... ΤΟ βιβλίο δεν είναι άκαδημαϊκά με την έννοια αυτή... ’Ακριβώς αυτό θέλω νά σου πώ. Έ ν πάση περιπτώσει όμως υπάρχουν ορισμένες αρ χές τοΰ κλασικισμού στό βιβλίο σου... ΥΠΑΡΧΟΥΝ όλες οί άρχές τού κλασικισμού καί υπάρχουν καί δλες οί άρνήσεις τού κλασικισμού. Είναι ένα βιβλίο τό όποιο θά μπορούσε νά είναι κλασικό άφήγημα, αλλά επ’ ούδενί λόγω δέν εί ναι κλασικό άφήγημα. Δηλαδή όπως παίζει, θά λέγαμε, μέ τό θέμα τής ιστορίας καί τά διάφορα γεγονότα, έτσι ,καί μέ τό θέμα τής γραφής. Δέν μπορούνε νά πάνε διαφορετικά. Καί ή αντιμετώ πιση τών πραγμάτων καί ή άντιμετώπιση τής γραφής πρέπει νά είναι ένιαΐα. Επομένω ς, εάν υπάρχει ρεαλισμός σ’ ένα βιβλίο, ό όποιος ρεα λισμός παραμένει μονοδιάστατος ρεαλισμός ή έστω καί νατουραλισμός, όπως στήν περίπτωση τής σφαγής τού άνθρώπου, τότε πλέον τό βιβλίο έχει ένα επίπεδο, τό βιβλίο έχει μιά διάσταση. Ή ιστορία ώστόσο άνατρέπεται καθ’ όλη τήν πορεία της καί καθώς γράφεται καί καθώς μα ζεύεται τό υλικό της. Τά ιστορικά γεγονότα, τά όποια είναι έξακριβωμένα, τείνουν νά μυθοποιη θούν. ’Εάν δηλαδή οί εκλογές τής 19ης Α ύγου στου τού 1928 είναι πραγματικές, μέσα άπό τό βιβλίο τό πραγματικό αυτό τείνει νά εξαϋλωθεί, όπως οί σαύρες. Τό ίδιο, έάν λόγου χάρη ό φό νος υπήρξε μή πραγματικός, φανταστικός. Τότε τείνει νά λάβει τή μορφή, ό φόνος, ένός πραγματι κού γεγονότος πού θά μπορούσε νά είχε συμβεΐ, όπως λόγου χάρη ή εκτέλεση πού έγινε πρίν λίγο καιρό στή Μάνη γιά λόγους βεντέτας. Κάτι πραγματικό πού θά μπορούσε νά ’χε γραφτεί στήν εφημερίδα. ’Αλλά εδώ δέν είναι κάτι πού γράφει ή εφημερίδα ή δέν είναι κάτι πού είναι μόνο μύθος. Γι’ αύτό δέν μπορώ νά συμπλεΰσω μέ τή λογική καί μέ καμιά άκαδημαϊκή συνταγή. Τό βιβλίο έχει τίς δικές του συνταγές -αύτό θέλω νά τό ύπογραμμίσω. Τό καλούπι έγινε μόνο γι’ αύτό τό βιβλίο καί τό καλούπι έσπασε. Δέν θά ξαναβγεϊ ένα άλλο βιβλίο άπό μένα, πάλι τό ίδιο. Έ κανα ένα καλούπι νά βγει ένα βιβλίο. Κι αύτό είναι. Έ να μοναδικό άντίγραφο. Έ χω τήν έντύπωση πώς μόνο ό έλληνας αστός έχει άποκτήσει τόν συγγραφέα του -έννοώ ό κάτοικος τής πόλης. Μέ τό βι βλίο σου -ά ν καί ή «Ιστορία» είναι ένα πολύ εξεζητημένο κείμενο- ό άγρότης ή τουλάχιστον ό άγρότης κάποιου είδους άποκτά τή μυθολογία του ή τουλάχιστον
Ό Γιώργης Γιατρομανωλάκης
τίς φωτοσκιάσεις του καί τήν προοπτική του. ΚΑΙ συμφωνώ καί δέν συμφωνώ μέ αύτά πού εί πες. Κατ’ άρχάς πιστεύω ότι δέν είναι έξεζητημένο τό βιβλίο. Αύτή τήν έντύπωση έχω. ’Από κεϊ καί πέρα, όταν έλεγα πώς πρόκειται γιά λαϊ κό άνάγνωσμα, αύτό εννοούσα. "Οτι τό βιβλ,ίο αύτό θά μπορούσε κάλλιστα νά διαβαστεί καί άπό τούς άγρότες. ’Εκεί όμως πού έχω μιά αν τίρρηση ή μάλλον δέν καταλαβαίνω, είναι σήμε ρα, τό 1983, ποιοι είναι οί άστοί στήν Ε λλάδα καί ποιοι είναι ρί άγρότες. Δηλαδή, άν πάς στό χωριό μου σήμερα θά δεις περιάσότερα αύτοκίνητα άπ’ όσα θά δεις στήν πλατεία Κολιάτσου. Δέν είμαι εναντίον τής ήθογραφίας. 'Οτιδήποτε είναι καλά γραμμένο δέν μέ ενοχλεί. ’Αλλά ή «'Ιστορία» δέν είναι ήθογραφία. Ούτε διαβάζον τας ό χωριάτης τό βιβλίο θά βρει πράγματα τά όποια τόν εκφράζουν. Ή «'Ιστορία» είναι τοπο θετημένη σ’ ένα παρελθόν πολύ μακρινό άπό τούς σημερινούς άγρότες, οί όποιοι μάλιστα... Δέν έννοούσα αύτό. Μιλάω γιά «προοπτικό» ιστορικό παρελθόν...
ένα
ΤΟ ιστορικό παρελθόν όμως αύτό άφορά κυρίως τήν άστική τάξη. Είναι ή άνοδος καί ή πτώση τού βενιζελισμού καί άκριβώς άν ποτέ είχαμε άστική τάξη μέ τήν έννοια πού ύπάρχει παρα δείγματος χάριν στή Γαλλία παλαιότερα ή στήν ’Αγγλία καί γι’ αύτό δημιουργήθηκε τό αστικό μυθιστόρημα. ’Εμείς δέν είχαμε μιά τάξη πού ν ’ άντιπροσωπεύει... ’Εδώ λοιπόν τό μόνο πράγμα καθαρό πού γιά μένα λειτουργούσε ύπήρξαν αύτές οί καταστάσεις καί αύτές οί δομές -δ έν μ’ άρέσει ή λέξη, τέλος πάντων- πού έζησα όταν ήμουνα μικρός. Τώρα, έάν αύτό έχει σήμερα πε-
72/συνεντευξη ρισσότερη απήχηση στους άγρότες, δεν νομίζω.
σχέσεις μεταξύ βενιζελικών καί βασιλοφρόνων...
Δεν εννοούσα αυτό... ΚΑΙ άντιβενιζελικών. Ναί, υπήρχε... ΠΙΣΤΕΥΩ ότι ή «Ιστορία» μπορεί νά φαίνεται εξεζητημένη άλλά ωστόσο ό ελληνικός λόγος... Τό δημοτικό τραγούδι δεν είναι εξεζητημένο; Δέν έχει εκζήτηση μέσα ή γραφή του; Ή «Γυναί κα τής Ζάκυνθος», άν πάμε κάπου άλλου, δέν είναι εκζήτηση; Ά ν είναι κι άν είναι. Μιλάμε πάντα γιά τά λαϊκά καί στέρεα κείμενά μας, τά παραδοσιακά μας κείμενα. ’Α λλά άπό τήν άλλη μεριά, τήν ερώτησή σου γιά τό αγροτικό καί τό άστικό δέν τήν αντιλαμβάνομαι. Γιατί; Ε πειδή οί άγρότες «τροφοδοτούν» συνεχώς τήν «άστική τάξη», προσχωρούν στήν άστική τάξη; ΜΙΛΑΩ λογοτεχνικά τώρα. Τό βιβλίο αύτό λό γου χάρη δέν διαδραματίζεται μέσα σέ μιά πόλη. "Οπως τά ποιήματα τού Ό δυσσέα Έλύτη δέν διαδραματίζονται μέσα σέ άστικό περιβάλλον άλλά είναι έξω άπ’ όλα. Ε ννο είς σ’ ένα άνοικτό τοπίο τό όποιο εί ναι άταξικό. Γιατί υπάρχουν καί ταξικά τοπία βέβαια. Τά όποια μέ άγροτικές καλ λιέργειες ή μέ ελαιόδεντρα ξέρουμε τί εί ναι. Οί Βερσαλλίες, ένα καλλωπισμένο το πίο, είναι, ή ήταν, ένα ταξικό πάρκο. Η «Ιστορία» λοιπόν διαδραματίζεται σ’ ένα τα ξικό τοπίο καί μέσα σέ μιά τάξη πραγμάτων καί άνθρώπων. Ή τάξη αυτή ωστόσο δέν είναι σα φής. Ή πρώτη τάξη είναι ή άνερχόμενη άστική τάξη τού βενιζελισμού, τού εμπορίου καί τής οι κιακής οικονομίας. ’Α πό τήν άλλη μεριά βρίσκε ται, όχι ό προλετάριος, άλλά ό άγρότης έκεϊνος ό όποιος δέν έχει κάν συνείδηση τού τί σημαίνει προλεταριάτο, εκείνος ό όποιος δέν συσσωρεύει πράγματα διότι δέν θέλει. Καί τέλος, στό βάθος άκούγονται τά μηνύματα ενός προλεταριάτου, οργανωμένου στή βάσή του όσο είναι δυνατόν, τό όποιο όμως τήν έποχή έκείνη δέν παίζει κανέ να ρόλο ιστορικό στήν Ελλάδα. Παίρνει στίς εκλογές 1,4 τοίς έκατό. Έκείνη όμως ή τάξη πού μ’ ενδιαφέρει στήν «Ιστορία» δέν είναι ή τάξη τού ελληνικού προλεταριάτου· όχι πώς δέν υπάρχει, άλλά έπειδή δέν έχει απόλυτη συνείδη ση τού εαυτού της. ’Εκείνοι πού έχουν συνείδη ση τού εαυτού τους ώς τάξη, είναι οί άνθρωποι τού Βενιζέλου. Είναι άκριβώς οί άνθρωποι έκεΐνοι πού γίνονται άργότερα, θά λέγαμε, ό κορμός τού έλληνικοΰ κράτους έπί Μεταξά καί αργότε ρα. ’Εκείνη τήν έποχή υπήρχε μιά ένταση στίς
’Ό χι ότι τό αφήνεις άπέξω, άλλά ή σύγ κρουση είναι πολύ πιό πυκνή καί δυσδιά κριτη στούς κόλπους τής βενιζελικής πα ράταξης. Η ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ καί ή φθορά δέν επέρχεται άπ’ έξω. Ή φθορά καί ή πτώση τού Βενιζέλου δέν ήρθε άπ’ έξω. Ά π ό μέσα ήρθε. ’Άλλωστε καί όλα τά δημοκρατικά λεγάμενα συστήματα πού κατά καιρούς διακυβέρνησαν τήν Ε λλά δα ή καί τήν κυβερνούν, φθείρονται άπό μέσα. Τότε ό Βενιζέλος είχε πάρει τή μεγαλύτερη πλειοψηφία πού μπορούσε νά πάρει κάποιος. Είχε πάρει άπό τίς 250 έδρες τίς 225. Κι όμως, ύστερα άπό δυό τρία χρόνια έπεσε. Δέν συνέβη τό ίδιο καί τό 1965; Έ τσι ό βενιζελικός είναι πού θ’ άπαρνηθεί τόν βενιζελισμό καί θά κρεμάσει στή θέση τού Βενιζέλου τόν βασιλέα, μετά παλινόρθωση τής βασιλείας, καί αυτός θά είναι άργότερα πού θά στηρίξει καί τό άστικό καθεστώς άπό τόν Μετα ξά καί μετά. "Εχεις δημοσιεύσει κάτι διηγήματα κατά καιρούς. Αύτά θά τ’ άφήσεις φτερά στόν άνεμο ή θά κάνουν ένα βιβλίο κάποτε; ΕΓΩ πιστεύω πώς όλα τά μικρά διηγήματα άποτελούν σώμα ενός άγραφου μυθιστορήματος. Α γαπ ώ τό διήγημα, είναι δύσκολο είδος, άλλά πιστεύω ότι κάθε διήγημα πού έγραψα ή κάθε διήγημα πού γράφουνε οί άνθρωποι άποτελεϊ, χωρίς νά τό ξέρουνε, ή τό ξέρουνε άλλά βαριόνται νά τό ολοκληρώσουνε, ένα μεγάλο σώμα. Τώρα υπάρχουνε μερικά πράγματα τά όποια εί ναι άδημοσίευτα καί δημοσιευμένα. Πιθανόν νά μαζευτούν κάποτε αύτά καί νά γίνουνε ένα σώ μα. Γράφεις τίποτα τώρα; ΤΩΡΑ γράφω γιά τόν Εμπειρικό. Γιατί σ’ ένδιαφέρει ό Εμπειρικός; ΓΙΑΤΙ είναι ένας πολύ έξυπνος συγγραφέας, υπήρξε πολύ επινοητικός στό νά συνδυάσει πράγματα πού άλλοι δέν φαντάζονταν πώς θά μπορούσαν ποτέ νά συνδυαστούν. Συνδυάζει δη λαδή ένα υπερρεαλιστικό κίνημα μέ μιά τόσο στέρεα παράδοση ελληνική, πού πραγματικά τό άποτέλεσμα μάς άφήνει έκπληκτους. Αύτό θέλω ν ’ άποδείξω μέ τό βιβλίο.
ΔΕΛΤΙΟ 15 ’Ιου νίου ^ « Ιου νίου
λ
ρ ,
,
c / s ιν _ /% δίολίογραφίκο οελτιο αριθ. 73 ^
• Τό Βιβλιογραφικό Δελτίο ονντάσσεται μέ την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου τής «Εστίας», τή διεύθυνση κα ί τό προσωπικό τού όποιον εύχαριστονμε θερμά. • Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γίνε ται μ έ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην έλληνική βιβλιο γραφία. • Σ έ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται Αλφαβητικά ο ί έλ-
Γ Ε Ν ΙΚ Α Ε ΡΓΑ Ο ΡΓΑ Ν ΙΣ Μ Ο Ι Πρακτικά τοϋ Α ' Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης/ Πανεπιστήμιο Πατρών, 3-5 ’Ιουλίου 1981. Τόμος Β'. Ά θ ή νά , Γνώση, 1983. Σελ. 260.
λ
Επιμέλεια:
. έφι
Ά π άκ η
ληνες συγγραφείς κα ί Ακολου θούν ο ί ξένοι.
• Ή κατάταξη τών ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα μέ τό έλληνικό Αλφάβητο. • Στην κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβάνονται έβδομαδιαϊα έντυπα. • Γιά τήν Ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τον Δελτίου, παρακαλοννται ο ί έκόότες νά μάς στέλ νουν έγκαιρα τίς καινούριες έκδόσεις τους.
δύναμη. Μετ. Βαλεντίνης ’Αναστασίου. ’Α θήνα, Δ ίο δος. Σελ. 239. Δρχ. 380.
Θ Ρ Η Σ Κ Ε ΙΑ ΓΕ Ν ΙΚ Α ΛΟΥΝΑΤΣΑΡΣΚΥ ΑΝ. Εισαγωγή στήν ιστορία τών θρησκευμάτων. Μετ. X. Βάτη. ’Α θήνα, Πανεκδοτική, Σελ. 122. Δρχ. 200.
Φ ΙΑ Ο Σ Ο Φ ΙΑ ---------------------------------------------ΓΕ Ν ΙΚ Α ΠΕΛΕΤΡΙΝΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ν. Κανονικότητα καί μοναδικότητα. ’Αθήνα, Πανεπιστήμιο ’Αθηνών, 1983. Σελ. 238. Δρχ. 450.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ ...........................................
;;=
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ Οί ηλικιωμένοι στήν Ε λλάδα. ’Εθνική έκθεση. ’Αθή να, Έλληνική ’Εθνική ’Επιτροπή γιά τήν Παγκόσμια Συνέλευση Γήρατος, 1982. Σελ. 64.
Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Α Τ Ο Μ ΙΚ Η Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ FLACH FREDERIC F. Κατάθλιψη. Ή μυστική της
ΚΟΝΣΟΛΑΣ NIK. I. Περιφερειακή οικονομική πολι τική. Τόμος 1.: Γενική θεώρηση. ’Α θήνα, Παπαξήσης, 1983. Σελ. 468. Δρχ. 700
74/δελτιο MUSGRAVE RICHARD A .- MUSGRAVE PEGGY B. Δημόσια οικονομική στη θεωρία καί πράξη. Τόμος Β'. Μετ. Γ. Σταματούκου. ’Αθήνα, Παπαζήσης, 1983. Σελ. 354. Δρχ. 600.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η ΚΟΡΡ WILHELM. ’Από 12 έως 18. Σήμερα ένας νέος, αύριο ένας άντρας. ’Αθήνα, Βλάσση. Σελ. 495. Δρχ. 500. SCAFFER RUDOLPH. Μητρική φροντίδα. Μετ. Έ λίζας Γιακουμάση - Ζαίρας Παπαληγούρα. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 165. Δρχ. 250.
ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ ΣΟΦΙΑ. Μυθολογία 6. Ή Ή ώς, ό Ή λιος, ό Φαέθων, ή Σελήνη καί ό Πάν. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1983. Δρχ. 300. ΚΑΡΘΑΙΟΥ ΡΕΝΑ - ΜΑΝΟΥ-ΠΑΣΣΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Χαρούμενες διακοπές. Γιά παιδιά πού έχουν τελειώσει τήν Α ' Δημοτικού. Έξώφυλλο-είκονογράφηση Ά λέκου Φουντουκλή - Ειρήνης Σεραφιανοϋ. ’Αθήνα, Πατάκης, 1983. Σελ. 185. ΚΑΡΘΑΙΟΥ ΡΕΝΑ - ΜΑΝΟΥ-ΠΑΣΣΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Χαρούμενες διακοπές. Γιά παιδιά πού έχουν τελειώσει τήν Γ' Δημοτικού. ’Αθήνα, Πατάκης, 1983. Σελ. 215. ΛΥΣΙΩΤΗΣ ΞΑΝΘΟΣ. Τραμπαλίσματα. Ποιήματα γιά παιδιά. Κύπρος, 1983. Σελ. 18. ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ ΑΥΓΗ. Σάν παραμύθι. Τρίτο. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 43. Δρχ. 150. ΠΕΤΑΛΑ-ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΛΕΛΑ. Έ λα νά ψά ξουμε στόν κήπο. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 42. Δρχ. 150. Τώρα... γράφω. ’Αθήνα, ”Αλκηστις. Δρχ. 200. Τώρα... διαβάζω. ’Αθήνα, ’Άλκηστις. Δρχ. 200.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ζωγραφική. Μ. Γεωργάς Ν. Καραγάτσης - Γ. Μανουσάκης - Α. Φωκάς. ’Αθή να, 1983. Δρχ. 200.
ΙΝΚΙΟΦ ΝΤΙΜΙΤΡΙ. Ή κούκλα πού ήθελε ν ’ αποκτή σει ένα μωρό. Μετ. Ρένας Καρθαίου. ’Αθήνα, Πατά κης, 1983. Σελ. 65. ΡΟΝΤΑΡΙ ΤΖΙΑΝΝΙ. Ό πλανήτηςτών χριστουγεννιά τικων δέντρων. Μετ. Χαράς Άρβανιτάκη - Γαλάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη. ’Αθήνα, Πατάκης, 1983. Σελ. Τό γάντι. Ουκρανικό παραμύθι. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή. Δρχ. 200.
ΕΣΕΙΣ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ... ΚΙΒΩΤΟ; • ΥΠΟΓΕΙΟ βιβλία πα ιδικά εκπαιδευτικά π α ιχνίδια
•
ΙΣΟΓΕΙΟ
χαρτικά αφίσσες βιβλία περιοδικά
•
ΠΑΤΑΡΙ
έκθεση καλλιτεχνικής φ ω τογραφ ίας του Σταύρου Λ αγκ αδια νού
στον ΠΕΙΡΑΙΑ ΔΡΑΓΑΤΣΗ 1
(νέο δημαρχιακό μέγαρο)
δελ τιο /7 5 σοφία. ’Αθήνα, Ε σ τία, 1983. Σελ. 212. Δρχ. 300.
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Υ Γ ΙΕ ΙΝ Η Γ Ε Ν ΙΚ Α ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΑΣΠΑΣΙΑ Η. Θερμίδες τροφίμων καί γευμάτων. ’Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 115. Δρχ. 100.
ΤΕΧΝΕΣ ΓΕ Ν ΙΚ Α ΕΡΕΜΠΟΥΡΓΚ ΗΛΙΑ - ΙΖΑΚΟΦΣΚΥ Μ. Τέχνη καί αισθητική. Μετ. Γιαν. Ά μ α ρ . ’Αθήνα, Πανεκδοτική. Σελ. 95. Δρχ. 150.
ΣΑΛΑΜ ΑΓΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤ. "Απαντα. Τόμος 1: Λαογραφικά. Τόμος 2: 'Ιστοριοδιφικά. Τόμος 3: Θρησκευτικά. Τόμος 4: Λογοτεχνικά. Τόμος 5: Ποικί λα. ’Αθήνα, Παπαζήσης. Τόμοι 5. Δρχ. 3000 (καί οί 5 τόμοι).
Π Ο ΙΗ Σ Η ΒΕΣΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Ποιητική άνθολογία Dada. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 124. Δρχ. 250. ΓΚΟΡΠΑΣ ΘΩΜΑΣ. Τά θεάματα. ’Αθήνα, Έ ξοδος, 1983. Σελ. 91. Δρχ. 200.
Α Ρ Χ ΙΤ Ε Κ Τ Ο Ν ΙΚ Η
ΔΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜ ΠΟΣ. Οί εκκλη σίες τής Κέας. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 488. Δρχ. 1200.
Ζ Ω Γ Ρ Α Φ ΙΚ Η
ΚΑΤΣΙΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. Ή μνήμη τού νερού. Ποιήματα. Σχέδια Γιώργη Βαρλάμου. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 70. ΛΑΓΚΕ ΕΡΣΗ. D. Ν. Α . ’Αθήνα, Δρόμος, 1983. Σελ. 46. Μ ΑΥΡΙΔΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Παλμοί Ποίηση. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 45.
τού
γένους.
Π Α Υ ΛΕ ΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ. Τ’ όνομά μας ήταν ένοχή. (’Εννέα άγορεύσεις στήν επίγεια άποικία τής ποινής). Θεσσαλονίκη, Ραγιάς, 1983. Σελ. 298. Δρχ. 400.
ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Χρόνης Μπότσογλου. ('Υ δα τογραφίες, 1961-1964). ’Αθήνα, 1983. Δρχ. 200.
ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Δοκιμή. Δρόμος, 1983. Σελ. 78,
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ΒΟΥΛΑ. Ή έγκυμοσύνη καί ή γέννηση στήν τέχνη. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 156. Δρχ. 500.
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΦΡΙΞΟΣ Β. Ποιητικά έργα. Τό μοι A + Β + Γ. Εισαγωγή: Γιάννης Θ. Σπηλιόπουλος. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 285 + 286 + 303.
ΚΛΙΓΚΜΑΝ ΡΟΥΘ. Οί άνείπωτες ιστορίες πίσω α π ’ τό μύθο τού ζωγράφου Τζάκσον Πόλλοκ. Μετ. Λεωνί δα Χρηστάκη. ’Α θήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 60. Δρχ. 100.
’Αθήνα,
ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ. Νεοέλληνες... καί κουτόφραγκοι. Καί ένα μικρό μονοπρακτοειδές. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 31. ΦΡΑΝΤΖΗ ΑΝΤΕΙΑ. Μεταποίηση ύλικών. Θεσσαλο νίκη, Μ παρμπουνάκης, 1982. Σελ. 45.
Γ Λ Υ Π Τ ΙΚ Η
ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΚΥΠΡΟΣ. Ή ευτυχία τής γής. Ποιή ματα. Λευκωσία, 1983. Σελ. 43.
ΣΧΙΝΑ ΑΘΗΝ Α . ’Εκδοχές χώρου στή γλυπτική τού Γιώργου Λάππα. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 111. Δρχ. 500..
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΙΔΗΣ ΑΛΕΚΟΣ. Α πολογισμός. Ποίη ση. Πειραιάς, 1983. Σελ. 95.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Μ ΕΛΕΤΕΣ ΜΠΑΡΑΚΛΗΣ ΧΑΡΑΛ. ’Αρχαία γνωμικά καί λαϊκή
ΖΕΡΒΟΣ ΤΑΣΟΣ. Ό βασιλιάς Κλεομένης. Μυθιστό ρημα. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 197. Δρχ. 300. ΜΠΑΛΟΥΜΗΣ ΕΠΑΜ. Γ. Τό βάφτισμα. Μυθιστόρη μα. Γενιά τού ’Ανέμου, άριθ. 1. ’Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 261. Δρχ. 400.
76/δελτιο ΣΑΜΑΡΤΖΗΣ ΤΑΣΟΣ. Ή ουσία είναι 2. Α θ ή να , ’Απόπειρα, 1983. Σελ. 62.
υπερρεαλιστών. ’Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 262. Δρχ. 450.
ΜΑΙΤΕΡΛΙΝΚ ΜΩΡΙΣ. Θερμοκήπια. Β' έκδοση. Μετάφραση-είσαγωγή Μηνά Δημάκη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 121. Δρχ. 250.
ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝ. Θητεία. Σειρά Β' /Σπουδές, άριθ. 6. ’Α θήνα, Imago, 1983. Σελ. 417. Δρχ. 500.
ΜΟΡΙΣΟΝ ΤΟΝΙ. Τό τραγούδι τού Σολομόν. Μετ. Ά θ η νάς Δημητριάδου. ’Α θήνα, Ό δυσσέας, 1983. Σελ. 397. Δρχ. 330. Ουγγρική διηγηματογραφία. Εισαγωγή Σοφίας Έμμ. Χατζιδάκη. ’Α θήνα, 1983. Σελ. 145. Δρχ. 300. ΠΟΕ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ. Μή στοιχηματίζεις τό κεφάλι σου μέ τό διάβολο. Καί άλλες ιστορίες. Μετ. ”Αρη Σφακιανάκη. ’Αθήνα, Αΐγόκερως, 1983. Σελ. 108. Δρχ. 200. ΣΩ ΤΖΩΡΤΖ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Ό θάνατος ένός γέρου έπαναστάτη. Καί άλλες ιστορίες. Μετ. Δημήτρη Κωστελένου. ’Α θήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 115. Δρχ. 150. ΧΑΜΕΤ ΝΤΑΣΙΕΛ. Ό κόκκινος θερισμός. Μετ. Μάγδας Οϊχαλιώτου. ’Αθήνα, Έ ξοδος, 1983. Σελ. 252. Δρχ. 380.
ΛΑΓΑΚΟΥ ΝΕΛΛΗ. Νικηφόρος Βρεττάκος. Ό ποιη τής τής άγάπης. (Παρουσίαση τού έργου του). ’Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 77. ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Δύο κείμενα γιά τή νεώτερη ποιητική γενιά. ’Ανάτυπο άπό τό περιοδικό «Πόρφυρας». Σελ. 12. ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Ή «γαλάζια ψύχωση» στή ζωή καί τό έργο τού Γκέοργκ Τράκλ. ’Αθήνα, Μικρο-Νεφέλη, 1983. Σελ. 48. Δρχ. 70. UNIVERSITA DI PADOVA / STUDI ΒΙΖΑΝΤΙΝΙ Ε NEOGRECI. Πίνακας λέξεων τού Καρυωτάκη. ’Επι μέλεια Massimo Peri. Padova, Liviana, 1983. Σελ. 229.
ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΓΑ
Μ ΕΛΕΤΕΣ ΚΑΤΣΑΒΟΣ ΒΑΣΙΑΗΣ. Τέσσερις παραλλαγές.) Τέσ σερα μονόπραχτα). ’Αθήνα, Σύγχρονη Ε π οχή , 1983. ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞ. Διαδοχικές άναγνώσεις έλλήνων
τα νέα βιβλία τη ς «Γνώσης» ΑΛΕΞ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΔΙΑΔΟΧΙΚΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΩΝ
Κριτικές μελέτες για το ποιητικό έργο • ΑΞΙΩΤΗ • ΓΚΑΤΣΟΥ • ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ • ΕΛΥΤΗ • ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ • ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΥ • ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ • ΡΑΝΤΟΥ • ΣΑΧΤΟΥΡΗ &ΝΤΟΡΡΟΥ
ΙΑΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ Γ.Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΕΡΕΝΤΗΣ ΒΑΣ. I. ΑΑΖΑΝΑΣ ΝΑΝΑ ΗΣΑΤΑ ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΜΟΝΤΑΛΕ ΡΟΝ ΠΑΤΖΕΤΤ
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΙΛΗ ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΙΛΛΙΕΞ ΜΠΑΜΠΗΣ ΖΑΦΕΙΡΑΤΟΣ ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ ΘΑΝΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ ΖΑΝ ΡΟΥΣΣΕΛΟ ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΒΙΒΛΙΟΥ - Ήλίας Κεφάλας
δελτιο/77
ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΟΣ Γεύχος 19.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ.
ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 123. Δρχ. 80. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. Ό Ίψ εν στην Ε λ λά δα. ’Από τήν πρώτη γνωριμία στην καθιέρωση. 18901910. ’Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 175. Δρχ. 300.
ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Τεύχος 37. ΤΟ ΚΡΑΞΙΜΟ. Έφημεριοδικό αύτοέκφρασης καί κοινωνικής κριτικής. Τεύχος 3. Δρχ. 30. ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ. Μηνιάτίκη έφημερίδα τού Προοδευτι κού Συλλόγου Μακρινίτσας. Φύλλο 17-18.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Δελτίον επικοινωνίας τής Πνευματι κής Ε σ τίας Χολαργού. Φύλλο 17. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1343. Δρχ. 175.
Μ Α ΡΤΥ ΡΙΕΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΚΩΣΤΗΣ. Σίστοβα-Ά λαγονία 1949. ’Αθήνα, 1983. Σελ. 112. Δρχ. 200.
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ. Τρίμηνη έπιθεώρηση πνευματικού προσανατολισμού. Τεύχος 70. Δρχ. 100. 1948-
ΜΑΡΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Μνήμη κατεχομένων. ’Αμμόχωστος. Πόλη καί έπαρχία. Λευκωσία, 1983. Σελ. 200. ΨΗΜΜΕΝΟΣ ΤΑΚΗΣ. ’Αντάρτες στ’ Ά γρ α φ α (1946-1950). ’Αναμνήσεις ενός άντάρτη. ’Αθήνα, Σύγ χρονη ’Εποχή, 1983. Σελ. 428. Δρχ. 350. ΚΑΙΣΛΕΡ ΑΡΘΟΥΡ. Ή άόρατη γραφή. Μετ. Ά ν τρέα Β. Βαχλιώτη. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1983. Σελ. 472. Δρχ. 700.
Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ ΜΠΕΕΡ ΜΑΞ. Οί κοινωνικοί άγώνες στήν άρχαιότηca. Μετ. Π. Κ. Σ. ’Αθήνα, Πανεκδοτική. Σελ. 108. Δρχ. 150. DAKIN DOUGLAS. Ό άγώνας των Ελλήνω ν γιά τήν ϊνεξαρτησία. 1821-1833. Μετ. Ρένας ΣταυρίδηΠατρικίου. ’Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα ’Εθνικής Γραπέζης, 1983. Σελ. 438. Δρχ. 550.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Η ΑΜΑΞΑ. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 1. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 234. Δρχ. 50. ΓΥΝΑΙΚΑ. Τό περιοδικό τής ελληνικής οικογένειας. Γεύχος 870. Δρχ. 80. ΔΑΥΛΟΣ. Κριτική τής νεοελληνικής γραμματείας. Γεύχος 18. Δρχ. 80. ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Τόμος 25/1982. Δρχ. 1000. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη έπιθεώρηση τού βιβλίου. Γεύχος 71..Δρχ. 1(H).
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 10. Δρχ. 120. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Διμηνιαία έπι θεώρηση. Τεύχος 8. Δρχ. 120. ΟΥΡΑΝΟΙ. ’Αεροδιαστημική 201. Δρχ. 50.
έπιθεώρησις.
Φύλλο
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Τεύχος 3. Δρχ. 250. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 779. Δρχ. 60. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Φιλολογικόν περιοδικόν κατά τριμη νίαν έκδιδόμενον. Τόμος ΚΕ', τεύχος 2. Δρχ. 250. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Τεύχος 266-267. ΣΗΜΕΙΟ. Τεύχος 6. ΣΚΑΠΤΗ ΥΛΗ. Περιοδική έκδοση λόγου καί τέχνης τού Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων καί Τεχνών Καβά λας. Τεύχος 5. ΣΠΑΡΜΟΣ. Δίμηνη γενική έπιθεώρηση. Τεύχη 37, 38 καί 39. Δρχ. 40. ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Μηνιαία έκδοση τού Του ριστικού "Ομίλου Σπετσών. Φύλλο 44. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχος 12. Δρχ. 130. ΣΥΝΟΙΚΙΑ. Μηνιάτίκη περιστεριώτικη έφημερίδα. Φύλλο 25. Δρχ. 15. ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Τεύχος 51. Δρχ. 150. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. "Οργανο τού χριστιανοσοσιαλιστικοΰ κινήματος τής Χριστιανικής Δημοκρατίας. Φύλλο 224. Δρχ. 15. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ. Μηνιαΐον νομοκανονικόν καί θεολογικόν περιοδικόν. Τεύχη 254-256. ΧΡΟΝΙΚΑ. Ό ρ γα νο ν τού Κεντρικού Ίσραηλιτικοΰ Συμβουλίου τής Ε λλάδος. Τεύχος 59. ΨΑΧΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ. Μηνιάτίκη τοπική έφημερίδα. Φύλλο 28. BULLETIN SIGNATETIQUE DE BIBLIOGRAPHIE HELLENIQUE. Τόμος 37/1976. Δρχ. 700.
78/δελτιο 2 Ίουνίου15 ’Ιουνίου 1983
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Σ τ ή ν Κ ρ ιτ ικ ο γ ρ α φ ί α π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι δ λ ε ς ο ϊ έ π ώ ν ν μ ε ς β ιβ λ ιο κ ρ ιτι κ έ ς π ο ύ δ η μ ο σ ι ε ύ ο ν τ α ι σ τ ό ν η μ ε ρ ή σ ιο α θ η ν α ϊ κ ό τ ύ π ο . Π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τα ι, έ π ίσ η ς , κ α ί κ ρ ιτ ικ έ ς δ η μ ο σ ι ε υ μ έ ν ε ς σ τ ό ν π ε ρ ιο δ ι κ ό κ α ί έ π α ρ χ ια κ ό τ ύ π ο , ό σ ε ς φ υ σ ικ ά φ ρ ο ν τ ίζ ο υ ν ν ά μ ά ς σ τ έ λ ν ο υ ν ο ι σ υ ν τ ά κ τ ε ς το υ ς . Γ ιά κ ά θ ε β ιβ λ ίο σ η μ ε ιώ ν ο ν τ α ι, μ έ σ α σ έ π α ρ έ ν θ ε σ η : τό ό ν ο μ α to v κ ρ ιτ ικ ο ύ κ α ί ό τ ίτ λ ο ς τ ο ύ έ ν τ ύ π ο ν (βλ. Υ π ό μ ν η μ α ) , κ α θ ώ ς κ α ί ή η μ έ ρ α δ η μ ο σ ί ε υ σ η ς τ ή ς κ ρ ιτ ικ ή ς , ά ν π ρ ό κ ε ιτα ι γ ιά έ φ η μ ε ρ ίδ α , ή ό α ρ ι θ μ ό ς έ κ δ ο σ η ς , ά ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ιά π ε ρ ιο δ ι κ ό έ ν τ υ π ο .
'Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΘ: Π. ’Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος F.A: Ε. Άρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε". Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. ’Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Έμονίδης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ό Παρατηρητής
ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X, Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: ’Απογευματινή ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Ή Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: ’Εμείς καί τό Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΚ: Έλικώνας ΕΟ: Έποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα
ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Έλλ.) ΕΨ: ’Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: ’Ελεύθερη "Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος καί Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Ή Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία καί Περιβάλλον ΟΠ: 'Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη ’Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Ή Χριστιανική
Δημοσιογραφία Σταμέλος Δ.: Πρωτοπόροι καί ήρωες τής έλληνικής δημοσιογραφίας (Δ. Γιακουμάκης, ΤΟ, 86)
θρησκεία Meyendorf J.: Ό "Αγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς καί ή όρθόδοξη μυστική παράδοση (ΣΤ, ΕΛ, 9/6)
’Επετηρίδες ’Επετηρίδα τής Παιδαγωγικής ’Ακαδημίας Κύπρου. Τ. 23 (Α. Καραγιώργης, Νέα Παιδεία, 25)
Κοινωνιολογία Γληνός Δ.: "Απαντα. Τ. α', 6' (Ε. Γαλάνη, ΚΑ, 9/6) Σιώτης Μ.: Ή Καινή Διαθήκη περί τής ισότητας των φύλων (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Σύρμαν Π.: Τό σύγχρονο κορίτσι (ΚΤ, ΕΘ, 8/6)
Φιλοσοφία Ξενάκης Τζ.: ’Επίκτητος: Ζωή καί στωικισμός (ΣΤ, ΕΛ, 9/6) Φίστας Ν.: Ό άνθρωπος έγγίζει τήν έννοια τής ψυχής (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Πόππερ Κ. Ρ.: Ή άνοιχτή κοινωνία καί οί έχθροί της (Τ. Τζαμαλίκος, ΚΑ. 2/6) Ψυχολογία Γκρόντεκ Τζ.: Τό βιβλίο τοΰ «’Εκείνο» (Α. Νικολαΐδης, ΔΙ, 70) Λακάν Ζ.: Τό σεμινάριρ XI (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 17)
Πολιτική Ψυχογιός Δ.: Μεροληπτική κατάθεση (ΔΑ, ΔΚ, 18) Καΐσλερ Α.: Ό λωτός καί τό ρομπότ (ΚΤ, ΕΘ, 8/6) Τουρισμός Λογοθέτης Μ.: Τουριστική πολιτική (ΣΤ, ΕΛ, 2/6) -
δελτιο/79
Χιόνης Α.: Λεκτικά τοπία (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 86) Χρυσάνθης Κ.: Παγκυπριονίκες (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Μάρξ Κ.: Τά έρωτικά ποιήματα (ΘΠ, ΕΣ, 27/5) 50 σοβιετικοί ποιητές (Κ. Καραχάλιος, ΡΙ, 12/6) Σάνταρς Ν. Κ.: Τό έπος τού Γκιλγκαμές (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 86) Παιδαγωγική Σέργη Λ.: Δημιουργική μουσική άγωγή γιά παιδιά (ΒΠ, ΔΙ, 70)
Παιδικά βιβλία Δελώνης Α.: Τό μεγάλο σχέδιο (ΣΤ, ΕΛ, 2/6) Κοντολέων Μ.: Κοιμήσου Όρέστη (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 86) Παλαιολόγου-Πετρώνδα Ε.: Στό κάστρο τής νεράιδας μουσικής (ΤΜ ΕΠ, 2/6] Crowthen R.: Παίζοντας κρυφτό μέ τούς άριθμούς (ΕΠ, ΔΙ, 70) Ιατρική Όγκανόβ Ρ.: Σώο τε τήν καρδιά σας (ΣΤ, ΕΛ, 9/6) Τέχνες Άναστασιάδης Α. : Πολεοδομική διερεύνηση - έπέμβαση στην πάνω πόλη Θεσσαλονίκης (Π. Σταθακόπουλος, ΔΙ, 70) Γρηγοράκης Ν.: Περιστεριώνες τής ’Αρκαδίας (ΚΣ, ΝΕ, 11/6) Κωνσταντινόπουλος X.: Οί παραδοσιακοί χτίστες τής Πελοποννήσου (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 5/6) Ό ζωγράφος Κ. Μαλέας (Δ. Γιακουμάκης, ΤΟ, 86) Μαυρομμάτης ] Καράς (ΣΤ, ΕΛ, 9/6) Μαυρομμάτης Ε. Μπέλλα Ραυτοπούλου (ΣΤ, ΕΛ, 2/6) Μητροπούλου Α : Ό έλληνικός κινηματογράφος (Β. Ραφαηλίδης, ΓΤ,
Άργέστη Ε.: ’Ερωτικά (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 86) Άργυρόπουλος Λ.: Τό χρονικό τής Κρέστενας (ΔΚ, ΔΛ, 18) Γιανόπουλος Τ.: ’Επάνοδος (Ρ. Δώρου, Δρόμος, 2), (X. Ζήσης, 'Η Έρευνα Τρικάλων, 7483), (X. Δημόφιλος, Ή Έρευνα Τρικάλων, 7483) Δρουσιώτης Π.: Τοπάζια καί Βηρύλλια (ΦΤ, ΒΟ, 18-19 - Ταχυδρόμος Καβάλας, 28/4) Καλού Σ.: Τά λυρικά καί τά σύγχρονα (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Καρατζόγλου Γ.: Πρατήριο καυσίμων (Γ. Μολέσκης, ΝΗ, 158) Κάρτερ Γ.: Ατομικός φάκελος (ΣΤ, ΕΛ, 2/6) Κατσίμης Σ.: Ό τρελός (Γ. Μαρκόπουλος, ΤΟ, 86), (Α. Ζήρας, ΑΝ, 10/ 6) Κεφάλας Η.: Μεταλλαγή στό άπροσδόκητο (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 86) Κλύνν X.: 'Η Γέρμα (ΚΤ, ΕΘ, 12/6) Κοφίνης Γ.: Ελλάδα πατρίδα μου (ΔΣ, ΒΡ, 14/6) Κωσταβάρας Θ.: Ό μουγγός τραγουδιστής (Γ. Μαρκόπουλος, ΔΙ, 70), (Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ, ΘΟ, 175), (ΓΠ, Πρωινή Βόλου, 23/5) Μαριδάκης Π.: Ή τέταρτη ζωφόρος (Γ. Παναγουλόπουλος, Νεώτερα Γράμματα, 36) Μαρκόπουλος Γ.: Οί πυροτεχνουργοί (ΔΚ, ΔΛ, 18) Μαυρίδης Λ.: Οί δτροφές τού καιρού (ΝΜ, ΕΒ, 46) Μεϊμάρης Σ.: Έξορκισμοί (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 86) Μελισσάνθη: Τά νέα ποιήματα (Σ. Μπεκατώρος, ΓΤ, 17) Μητσάκος Α.: 'Υπνοβάτες (ΝΜ, ΕΒ, 46) Μπασάντης Δ.: Απόπλους πρός τό μύθο (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 17) Παλμός Κ.: Κυριακάτικα μηνύματα (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Παπαδάκη-Κάραμήτσα Κ.: Εσωτερικοί διάλογοι (X. Δημόφιλος, Ή Έρευνα Τρικάλων, 7483) Παπαχρήστου Δ.: Διάτρητος (ΔΚ, ΔΛ, 18) Πατίλης Γ.: Μή καπνιστής σέ χώρα καπνιζόντων (Α. Φουσκαρίνης, ΔΛ, Πρατικάκης Μ.: Τό σώμα τής γραφής (ΓΠ, Πρωινή Βόλου, 16/5) Ρουτζούνη Ν.: Είμαι έγώ ή γυναίκα (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 2) Σάλτας Κ.: Λυρισμοί - Σκέψεις - Συναισθήματα (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Σιαφλέκης Ζ.: Ό θρίαμβος τών κωπηλατών (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 17) Σπάνιας Ν.: Φόρος τιμής στόν Giorgio de Chirico (Δ. Φουσκαρίνης, ΔΛ, 18) Ταλαγάνης Θ.: ’Επισκιάσεις (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 2) Τσουτάκος Π.: Άντίδωρο άγάπης. ΕΙρήνη (Φ. Μούλιος, ΓΤ, 17) Χάρης Θ.: 'Υψίπεδα ποίησης (Κ. Αυγερινός, Δρόμος, 2)
Πεζογραφία Αύγερινός Κ.: 'Ικέτες τής άλήθειας (Γ. Καραβίδας, Δρόμος, 2) Βαρέλης Φ.: Μορφές ζωής (ΦΤ, ΒΟ, 18-19 - Ταχυδρόμος Καβάλας, 28/4) Γεωργιάδης Ν.: Ό Άναλγητήρ (Γ. Μολέσκης, ΝΗ, 158) Ζαφειριού Λ.: Οί συμμορίτες (ΓΜ, ΑΥ, 12/6) Κασόλας Μ.: Ή άλλη ’Αμερική (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 17) Κορνάρος Θ.: Τό ξεκίνημα τής μεγάλης Ιδέας (ΚΤ, Εθ, 5/6) Κοροβέσης Π.: Γύρω άπό τό νησί ή θάλασσα (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 5/6) Κουμανταρέας Μ.: Ό ώραϊος λοχαγός (Ε. Χουζούρη, ΤΟ, 86) Μούλιος Φ.: Οί εύδαίμονες (ΔΣ, ΒΡ, 14/6) Παντελάκης Κ.: Ό Άλέκος (ΔΣ, ΒΡ, 14/6) Παρασκευαΐδης Θ.: Τά λιόδεντρα καί οί ξωμάχοι πάνω στή Λέσβο (ΚΣ, ΝΕ, 11/6) Πλασκοβίτης Σ.: Τό γυμνό δέντρο (Γ. Ματζουράνης, ΑΥ, 5/6) Χάκκας Μ.: "Απαντα (ΚΤ, ΕΘ, 12/6) Χρυσάνθης Κ.: Άπό τίς άφηγήσεις ένός Κύπριου αιχμαλώτου (ΦΤ, ΒΟ, 18-19) Γκαρσία-Μαρκές Γ.: Θάνατος σταθερός πέρα άπό τόν έρωτα (ΣΤ, ΕΛ, 9/6) Κανταρέ I.: Ό στρατηγός τής στρατιάς τών νεκρών (ΒΠ, ΔΙ, 70) Κόνραντ Τζ.: Ό νέγρος τού «Νάρκισσος» (ΒΠ, ΔΙ, 70) Μάν Κ.: Μεφίστο (ΓΜ, ΑΥ„12/6) Μπρύκνερ Π.: Τά μαύρα φεγγάρια τού έρωτα (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 17) Παβέζε Τ.: Κοπέλες μόνες (ΓΜ, ΑΥ, 12/6) Τσέχοφ Α.: Θάλαμος 6 καί άλλα διηγήματα (ΣΤ, ΕΛ, 2/6) Fast Η.: Ή κληρονομιά (ΣΤ, ΕΛ, 9/6) Ευθυμογραφήματα Γερμανός Φ.: Περισσότερο σέξ... σέ λίγο (ΚΝ, ΚΑ, 9/6)
ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΑΡΚΟΥΖΕ
ΗΤΕΧΝΗ, ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Μ ε τά φ ρ α σ η :
Στέφανος Μπεκατώρος
Εισ α γ ω γ ή :
Αλέξης Ζήρας
m Ε Π ΙΜ Ε Τ Ρ Ο
Η ΜΕΤΑΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗΣ ΚΑΙ 0 ΜΑΡΚΟΥΖΕ
8 Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 3
. ΤΗΛ 36 18 457J
80/δελτιο
μικρές αγγελίες
ΘΕΛΕΤΕ ήσυχες, άναπαυτικές διακοπές; Νά διασκεδάσετε; Νά εργαστείτε πνευματικά στό δροσερό Ίόνιο; Τά μπανγκαλόους τού συγκροτήματος «Τονική ’Ακτή» σάς περιμένουν στή Λακόπετρα κάτω Ά χα ΐα ς. Κρατήστε τήν αγγελία. Προσ φορά γιά τούς φίλους τού «Διαβάζω» 1200 δρχ. τό άτομο ήμιδιατροφή. Πληροφορίες: 0693/51300, 0693/51301.
Ο ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΣ Εκπολιτι στικός Σύλλογος Φλαμουριάς στήν Έ δεσσα φτιάχνει βιβλιο θήκη γιά νά έξυπηρετήσει τά μέλη καί τούς φίλους του. 'Όσοι εκδότες ή ιδιώτες επιθυ μούν νά συμβάλουν σ’ αυτή τήν προσπάθεια άς στείλουν βιβλία στή μακρινή άπό τό «άστυ» Φλαμουριά. Γιά πε ρισσότερες πληροφορίες τηλε φωνήστε στό 0381/24422.
(Κάθε λέξηστίς «μικρές Αγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
r
Τζωρτζ Λιχτχαιμ
σύντομη πογΗοσμια ιστορία του σοσιαλισμού Ε ίν α ι τ ό
μ ό ν ο β ιβ λ ίο π ο υ α
π ο τε λ ε ί τα υτό χ ρ ο να τομη
Ισ τ ο ρ ία
μ ια σ ύ ν
το ν
σ ο σ ια λ ισ τ ικ ο ύ
δ ιε θ ν ο ύ ς
κ ιν ή μ α το ς
και
μ ια ά ν ά λ υ σ η όλω ν τ ω ν τά σ ε ω ν α π ο χρ ώ σ εω ν σεω ν
τή ς
καί
σ υγχω νεύ
σ ο σ ια λ ισ τ ικ ή ς
δ έ α ς . 'Α π ό
την
’Ι
ο υ το π ία , τ ή
σ ο σ ια λ δ η μ ο κ ρ α τία κ α ί τ ο ν ά ν α ρ χ ο σ ν ν δ ικ α λ ια μ ό ώ ς τ ό λ α ϊ κ ισ μ ό κ α ί τό
θ ε τ ι κ ι σ μ ό . ’Α π ό
το ν π ρ ίγ κ ιπ α
Κ ρ ο π ό τκ ιν
ως
τ η ν ’Ο κ τ ω β ρ ι α ν ή ’Ε π α ν ά σ τ α σ η κ α ί τ α σ η μ ε ρ ιν ά κ ιν ή μ α τ α . Ε ίν α ι τ ό π ρ ώ τ ο κ λ α σ ικ ό πού
α π ο κτά
ή
' Ι σ τ ο ρ ία
έργο το ύ
σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ .
Μάρξ
Π ρω τόγονος Κ ομμουνισμός
Έ γκελς Π λ εχ ά ν ω φ
Ο ύτοπικός σοσιαλισμός Φ α β ια νή Ε τ α ιρ ία
Π ρουντόν
Λ ένιν
Χ α ρ τιστές
Σ τά λιν Γκράμσι
’Α ναρχοσυνδ ικαλισμό ς
Μ πλανκΙ Μ παμπόφ
Μάο Κάστρο
Σοσ ιαλδη μ οκρα τία
Τσό Γκουεβάρα
’Ε ρ γα τικο ί
r γS
Ρ εφ ο ρ μ ισ μ ό ς Ε π ισ τη μ ο ν ικ ό ς σοσιαλισμός
—
Εκδόσεις Γλάρος
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 3
Ρουσό "Οουεν
Μ πακούνιν Χ έρ τζεν Κ ροπότκιν