%:£νΘημει^ ε;μ Γ
Tg
ΑΡΙΘ. 90 · 21.3.84 · ΔΡΧ. 120
ϋ
_
ή
λ
ί ξ
#
Φνλίξη
η
Φΐ}λίξη
.
'& β
-ν φ & Γ .
' 4^ΐΐ ■ ·'
.
;
'.
:
.......
31
Φ νλίξτ) m m
'^Sp^i£L P IV
S ® ?k
h s* Φ ίλ ιξ ϋ
<0
Φν λ ί ΐ π
iS *
11 1|
~ m
τ·»Λ »
β ' rffc
1983
3 4
Φ ν λ ίϊ,ν
■ see ~r& # #λ/&7
ΔΙΑΒΑΖΑ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910
Τεύχος 90
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
21 Μ αρτίου 1984 ΧΡΟΝΙΚΑ
Τιμή: Αρχ. 120 Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, Ηρα κλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Ελένη Στεφανάκη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 7546.333 - 7544.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοριαλίάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 2640.918 ' Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Ν. Πετασάκης, Α . Νικολαίδης και Νανά Ησαία Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
2 4 6
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Α πό το «ιδιαίτερο» στο «παγκόσμιο» Μισέλ Βάνελλεπούττε: Ο Τόμας Μαν και η παράδοση Οι «Μπούντενμπροοκ» Λιονέλ Ρισάρ: Υπηρέτης της ανθρώπινης υπόθεσης Ίνγκε Ντίρσεν: Το «Μαγικό βουνό»: ένα έργο ωριμότητας Πώς γράφτηκε το «Μαγικό βουνό» Γιούσεφ Ισαγκποΰρ: Ο Βισκόντι και ο Τόμας Μαν Ζακ Μερκαντόν: Μυθιστόρημα και παρωδία
8 21 26 28 34 37 39 41
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Θεόδωρος Γεωργίου ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Σ. Δημητρίου ΠΟΙΗΣΗ; Γράφει ο Γιώργος Μαρκόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Βαγγέλης Κάσσος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Φώτιος Αρ. Δημητρακόπουλος
'
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης
49 51 54 55 57 51
Κεντρική διάθεση: ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889
Αριστοτέλης Νικολαίδης: Οι ποιητές δεν ψεύδονται ποτέ στο στίχο τους
Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Αραγάτση 1
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Πα νασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΔΕΛΤΙΟ
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Φρ. Νίτσε
ΧΡΟΝΙΚΑ
Αττ-οικιακά ΜΗ νομίζετε ότι είναι λάθος τυπογρα φικό η γραφή απ-οικιακά -ούτε σκο πεύουμε προς το παρόν να παρουσιά σουμε οποιαδήποτε άλλα προϊόντα εκτός απ’ αυτά που προέρχονται από τον εκδοτικό χώρο. Λοιπόν, απ-οικιακά είναι μια έκθεση που στοχεύει να δείξει τους αγώνες και τις επιτεύξεις των γυναικών, κα θώς και τις συνεχείς παρεμβάσεις τους, τόσο στα κοινωνικά όσο και στα ειδικότερα γυναικεία προβλήματα. Η διαμόρφωση του χώρου της έκθε σης, που φιλοξενείται στο βιβλιοπω λείο «Το Βιβλίο-Το Παιδί», έγινε από τη Λήδα Παπακωνσταντίνου και βασί ζεται σε αντικείμενα της οικιακής ζωής. Το κυρίως εκθεσιακό υλικό πε ριλαμβάνει αφίσες, μπροσούρες, πε ριοδικά, ανέκδοτα κείμενα και βιβλία γυναικών συγγραφέων και θεωρητικά βιβλία για το γυναικείο κίνημα. Η σύνδεση των συμβόλων της ιδιω τικής ζωής με τα τεκμήρια της αγωνι στικότητας των γυναικών, οριοθετεί το αμφίβολο ακόμα πέρασμά τους από τον ιδιωτικό στο δημόσιο χώρο. Μια έκθεση που ενώ απευθύνεται στις γυναίκες είναι αποκαλυπτική και για τους άντρες που θα την παρακο λουθήσουν.
Ζητούνται ιταλικές μεταφράσεις ΟΣΟΙ έχουν μεταφράσει έργα σύγ χρονης ιταλικής ποίησης στα ελληνι κά από το 1979 ώς σήμερα-και δε νο μίζουμε να είναι πάρα πολλοί- είναι αυτομάτως υποψήφιοι μ’ αυτή τους την εργασία σ’ ένα διαγωνισμό που θα γίνει τον Απρίλιο στη Ρώμη και θα έχει ως έπαθλο δύο εκατομμύρια λί ρες Ιταλίας, που θα. δοθούν σε μετα
προ λεγ ο μ ένα φραστές έργων σύγχρονης ιταλικής ποίησης. Δεν ξέρουμε όμως αν ο δια γωνισμός και το έπαθλο αφορούν μό νο ελληνικές μεταφράσεις ή και άλ λων γλωσσών. Γι' αυτό θά ’ταν καλύ τερα οι ενδιαφερόμενοι να απευθυν θούν στην κυρία Αμαλία Φουρλέτη, στο Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο της Αθήνας, Πατησίων 47, για να μά θουν περισσότερα.
Δεν εκδιδόμαστε, ερωτευόμαστε ΕΡΟΥΡΕΜ είναι το μουρμούρισμα που καλύπτει το κενό διάστημα ανά μεσα σε δύο μέρη της εκκλησιαστικής λειτουργίας ή την καθυστερημένη εί σοδο του λειτουργού της. Ερουρέμ είναι και ο τίτλος περιοδικού ποικίλης ύλης, που αισίως έφτασε στο τρίτο και πολύ αξιόλογο τεύχος του. Αν και κυκλοφόρησε με ύλη του Ιανουάριου, έχει μια ανοιξιάτικη πνοή, τόσο στην εμφάνισή του, που κατά τη γνώμη μας πρέπει να είναι η πιο προσωπική και καλλιτεχνική απ’ όσα περιοδικά κυ κλοφορούν, όσο και στην ύλη του. Όλα τα κείμενα, παλιά και καινούρια, από τον Πλάτωνα ώς τον Άγιο Νικό δημο τον Αγιορείτη, απ’ το Δημήτρη Πικιώνη ώς το Σωτήρη Γούνελά και από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ώς το Γιώργο Ιωάννου και τη Μάρω Βαμ-
βουνάκη, διακρίνεις να τα διαπερνά μια άποψη -που τη διαπιστώνεις και στη σύνθεσή τους, όταν διαβάσεις όλο το περιοδικό Μπορεί να μη συμφωνούμε με όλα τα κείμενα και τις θέσεις τους, χαιρό μαστε όμως την ποιότητα αυτού του περιοδικού. Ερουρέμ, ερουρέμ, ερου ρέμ λοιπόν ώς το επόμενο τεύχος και ας μας συνοδεύουν μέχρι τότε οι κα ταπληκτικές φωτογραφίες της Άννας Χατζηστεφάνου και του Κώστα Καρανάτση, που συμπληρώνουν τα κείμενα του περιοδικού. Και για να κλείσουμε, θα αντιγρά ψουμε ένα κομμάτι από την εισαγωγή, που έχει τίτλο «Καθυστέρησης το ανάγνωσμα»: «...Τα συζητάμε, αερολογούμε - χρειαζόμαστε αέρα -, συμ φωνούμε μέχρι να διαφωνήσουμε και αφού συνεννοηθούμε βγαίνουμε έναν περίπατο μαζί σας. Με τρία λό για, δεν θέλουμε να είμαστε “ώριμοι" ή “ειδικοί” και προπάντων “κύριοι”. Στο καθεστώς του έντυπου λόγου ασυνεπείς εμείς δεν αρμόζουμε. Υπαίθριοι δίχως στέγη και χρήματα δε διαθέτουμε μαγαζί ούτε εμπόρευμα. Εκφραζόμαστε και αλλοίμονο αν κα τρακυλήσουμε σε κανάλια χρόνου, “υποχρεώσεις”, συρμούς, μάρκε τινγκ. Αλλοίμονο αν βιάζουμε το με ράκι μας. Δεν καταλάβατε, δεν εκδιδόμαστε, ερωτευόμαστε...». Πάντως, είτε από έκδοση είτε από έρωτα, ευλογημένος ο καρπός ...
Βιβλιοθήκη στον Κήπο ΜΑΘΑΜΕ ότι στον Εθνικό Κήπο, και συγκεκριμένα στο οίκημα όπου στε γάζονταν άλλοτε τα γραφεία του, θα λειτουργήσει από την άνοιξη παιδική βιβλιοθήκη.
χρονικα/3
Για πολλούς από μας, στους παιδι κούς μας περιπάτους, το σπιτάκι αυ τό, χωμένο μέσα στα δέντρα και σκε πασμένο με περικοκλάδες, φάνταζε σαν κουκλόσπιτο. Μας χαροποίησε λοιπόν το γεγονός της μετατροπής του και αξιοποίησης του σε παιδική βιβλιοθήκη. Η πρωτοβουλία ανήκει στο υπουρ γείο Γεωργίας, που έχει εντάξει τη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης σ’ ένα ευρύτερο πρόγραμμα παιδικών βιβλιοθηκών. Όμως οι υπεύθυνοι θα πρέπει να προβληματιστούν για τη διαδικασία και τα πρόσωπα που θα αποφασίσουν για τη στελέχωση της βιβλιοθήκης, την επιλογή των βι βλίων, ποιο σύστημα ταξινόμησης θα ακολουθηθεί, που θα διευκολύνει τα παιδιά, και κυρίως ποιες θα είναι οι ώρες λειτουργίας της. Θα λειτουργεί μόνο τις ώρες που είναι ανοιχτές όλες οι άλλες βιβλιοθήκες; Θα είναι ανοιχτή το Σάββατο και την Κυριακή που κατακλύζεται ο Κήπος από παιδόκοσμο, θα είναι 'δανειστική ή θα έχει μόνο αναγνωστήριο; Απορίες που έμειναν αδιευκρίνιστες στις ανακοι-. νώσεις του υπουργείου και που, πι στεύουμε, θα βρούνε την κατάλληλη λύση για την πραγματοποίηση της πο λύ ωραίας αυτής ιδέας. Δε βρίσκεται λίγος χώρος να δημιουργηθεί μέσα στον Κήπο μια βι βλιοθήκη και για μεγάλους;
Καινούριο πρακτορείο ΤΟ πρόβλημα που παρουσιάζει η δια νομή βιβλίων και περιοδικών σ’ όλη την Ελλάδα, ακόμα και στα προάστια της Αθήνας, έχει απασχολήσει μι κρούς και μεγάλους, όλους όσους ασχολήθηκαν με το εκδοτικό έργο. Αυτό το πρόβλημα έρχεται να λύσει το «Γενικό Πρακτορείο Διαθέσεως και Διανομής Βιβλίων και Περιοδικών Α.Ε.», που έχει εμπνευστή και υπεύ θυνό του ένα βιθλιογράφο και βιβλιο πώλη, το Μάνο Μοσχονά. Πρόθεση του πρακτορείου είναι όχι μόνο να διακινεί γρήγορα το βιβλίο ανάμεσα στον εκδότη και στους συ νοικιακούς και επαρχιακούς βιβλιο
πώλες αλλά και να ενημερώνει τους βιβλιοπώλες με βιβλιογραφικό κατά λογο που θα εκδίδει κάθε μήνα και θα παρουσιάζει και θα εμπλουτίζει τους τριάντα χιλιάδες τίτλους που έχουν να προσφέρουν οι εκατό εκδοτικοί οί κοι που συνεργάζονται με το «Γενικό Πρακτορείο». Όλο και περισσότερο γίνεται συνεί δηση η ανάγκη βιβλιογραφικών βοη θημάτων για την ενημέρωση των εν διαφερομένων και την εξάπλωση του βιβλίου στον τόπο μας -ένας από τους βασικότερους στόχους του πε ριοδικού «Διαβάζω» όταν ξεκίνησε πριν από οκτώ χρόνια.
Η . JAFFE - Ε. ROTERS Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟ Ν 20ο ΑΙΩΝΑ Η. JA>F0- Ε. ROTERS Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟΝ 20° ΑΙΩΝΑ „
Ψάξτε για παλιές φωτογραφίες «ΑΣ αναζητήσουμε όλοι μέσα στα προσωπικά μας οικογενειακά κειμήλια μια φωτογραφία ξεχασμένη σε κάποιο συρτάρι. Μπορεί να ρίχνει φως σε μια άγνωστη περιοχή από την ιστορία της Αθήνας.» Αυτό ήταν ένα μικρό απόσπασμα από την ομιλία της υπουργού Μελί νας Μερκούρη στη συνέντευξη τύπου που δόθηκε στο Μουσείο Μπενάκη σχετικά με την έκθεση που προγραμ ματίστηκε για τον Οκτώβριο του 1984, στο πλαίσιο του εορτασμού των 150 χρόνων από την ανακήρυξη της Αθή νας σε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Η έκθεση αυτή θα είναι η πρώτη που γίνεται αποκλειστικά με παλιές πρωτότυπες φωτογραφίες από την Αθήνα του 19ου αιώνα, με υλικό που θα συγκεντρωθεί από δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού. Οι υπεύθυνοι του Μουσείου κάνουν έκκληση σε όσους έχουν φωτογρα φίες του τόπου μας, από το 1840 ώς το 1890, να επικοινωνήσουν με το Μουσείο Μπενάκη, οδός Κουμπάρη 1, Αθήνα, για να δουν αν το υλικό τους μπορεί να συμπεριληφθεί στην έκθε ση. Στόχοι της έκθεσης; να δώσει την εικόνα εκείνης της Αθήνας, μιας μι κρής ήσυχης πόλης, με νεοκλασικά κτίρια, να ζωντανέψει στιγμές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της και να κάμει το σημερινό πολίτη αυτής της πόλης να ενδιαφερθεί ενεργά για τη διατήρηση των μνημείων και κτι ρίων του 19ου αιώνα, συνειδητο ποιώντας ότι αυτά αποτελούν μαρτυ ρίες για το πρόσφατο ιστορικό, κοινω νικό και πολιτιστικό του παρελθόν.
Μιά εμπεριστατωμένη μελέτη γιά τόν εμπρεσιονισμό, τούς πατέρες τής μοντέρνας ζωγρα φικής, τούς «φωβιστές» καί τόν Γερμανικό εξπρεσιονισμό, τόν κυβισμό καί τήν άνεικονική ζωγραφική, τή ζωγραφική τοΰ υποσυνειδήτου, τό νταντά καί τόν σουρεαρισμό, τούς «ζω γράφους τής Κυριακής», τό νέο πραγματισμό, τά στυλιστικά ρεύματα των τελευταίων δεκαε τιών μεταφρασμένη άπό τόν "Αλκή Χαραλαμπίδη. εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 - ΆΟήνάι 10679 Τηλ. 3607744 - 3639963
Πώς θα μπει το βιβλίο στο σπίτι του Έλληνα Αγαπητό «Διαβάζω», Αφορμή παίρνω από το καθό λου επίκαιρο σχόλιο του κ. Γιάννη Σακιώτη (τεύχος 82, σελ. 9) πάνω στο ότι ο Έ λληνας δ εν δια βάζει. Βέβαια το σχόλιο στηρίζεται στη γενική, κρατούσα αντίληψη ότι ο Έ λληνας δ εν αγαπά το βι βλίο. Αυτό φυσικά βγαίνει από στατιστικά δ εδομ ένα. Τόσοι οι Έ λληνες, τόση σε απόλυτο αριθ μό η κυκλοφορία του βιβλίου (λογοτεχνικού φυσικά), άρα, συμπέρασμα, ο Έ λληνας περί που δ εν πιάνει βιβλίο στα χέρια του. Νομίζω ότι π ρ έπ ει να διαστείλου με στο σημείο αυτό το αν ο Έ λληνας αδιαφορεί πραγματικά για το βιβλίο και το διάβασμα ή αν υπάρχει η" θέληση αλλά κατά έν α τρόπο το βιβλίο δ εν μπαίνει έξυπνα και ομαλά στη ζωή του. Να μου επιτραπεί να διαπιστώσω ότι συμβαίνει μάλλον το δ εύ τ ε ρο. Δ εν είναι ότι ο Ν εοέλληνας -β έβ α ια μιλάμε για ένα ποσοστό, ίσως και 40% - δ εν αγαπά το διά βασμα, αλλά οι συνθήκες της ζωής του δ εν του επιτρέπουν να πάρει το δρόμο π ρ ος τη βιβλιο θήκη της πόλης του - α ν υπάρχει κι α υτή-, γιατί έχει γίνει για διά φ ορ ους γνω στούς λ όγ ο υ ς αρκε τά σπιτόγατος, ή του βιβλιοπω λείου, γιατί νιώθει πολύ το οικο νομικό βάρος της αγορά ς, σε συνδυασμό και με το φ όβο μή πως πέσ ει πάνω σε κανένα κακό έντυπ ο -π ο υ δ εν είναι λίγα κι αυ τ ά - και χάσει και χρ ό ν ο και χρή μα. Είμαι της γνώ μης ότι όταν το
καλό βιβλίο μπει στο σπίτι του Έ λληνα, διαβάζεται και με το πα ραπάνω. Το πρόβλημα έτσι γίνεται πώς θα γίνει δυνατό να μπει το βιβλίο στο σιρίτι του Έ λληνα. Υ πάρχουν π ολλές λύσεις και πολλοί τρόποι πρακτικοί. Α ναφέ ρω ένα για παράδειγμα. Η επιδότηση του βιβλίου από τ ο ν εργοδότη του μισθωτού. Δημόσιο - Οργανισμοί - ΤράπεζεςΕπιχειρήσεις δ εν είναι δυνατόν παρά να ενδιαφ έρονται για τη μόρφωση του προσωπικού τους. Έτσι, κάθε χρ ό ν ο στον π ρ ο ϋπ ο λογισμό τ ο υς μπορούν να π ρ ο βλέπο υ ν ένα π οσό για επιδότηση βιβλίων ή περιοδικών που θα αγόραζαν οι υπάλληλοί τους. Εύ κολη λύση, με άμεσα α π ο τελέ σματα και με ασφαλιστικές δι κλείδες σωστής διακίνησης και διαχείρισης των χρημάτων αυ τών. Ό τα ν ο εργα ζό μ ενο ς θα μπορούσε με 200 δρχ. π.χ. να προμηθευτεί έν α βιβλίο των 400 δρχ., της αρεσκείας του, δ εν ν ο μίζω ότι θα άφ ηνε ανεκμετάλ λευτη την περίπτωση. Απαραίτη το βοήθημα στο προκείμενο θα είναι η έκδοση του οδηγού βι βλίου, που κατά πλη ροφ ορίες ετοιμάζεται να καθιερώσει το υπουργείο Πολιτισμού. Παρέλκει να σ υνεχίσου με τις υ πά ρ χουσ ες λύσεις για υποβοή θηση ανάπτυξης κυκλοφορίας του βιβλίου. Αν επικρατήσουν σωστές και πρακτικές μέθοδοι από π λευ ρ άς αρμοδίων, η επιχεί ρηση «Έ λληνας-Βιβλίο» βρίσκει τη λύση της. Ευχαριστώ Με τιμή Νίκος Πετασάκης Δραγούμη 5 Λάρισα
Ανακρίβειες και ολολυγμοί Αγαπητό «Διαβάζω», Στις φ ιλόξενες στήλες σου, ενίοτε -κ ι ανα π οφ εύκ τω ς- παρ εισφ ρύουν όχι μόνον απόλυτες ανακρίβειες, αλλά και γο ε ρ έ ς κραυγές από κάποιους αναγνώ σ τες σου ή έκτακτους σ υνερ γά τες. Τελευταία ήμουν ο σ τόχος σε δύο περιπτώσεις. Είπα να δώσω τόπ ον... αλλ’ επιτέλους ώς π ό ΐε θα γίνεται αυτό; Δεχθ είτε, παρα καλώ, την απάντησή μου. 1. Με γράμμα του στο τ εύ χο ς αριθμ. 85 του «Διαβάζω» ο Θανά σης Φωτιάδης για λ ό γ ο υ ς αγνώ στους ισχυρίζεται ότι για πρώτη φορά εμφανίσθηκα ως ποιητής το 1966 (κι αναφ έρεται στην α ν θολογία «Αποστολίδη») ενώ γνω ρίζει α υτεπαγγέλτω ς ότι από το 1952-1966 παρουσίασα 6 ποιητι κές σ υλλογές. Ο ίδιος -γνω ρ ίζοντάς με επίσης αρκετά καλά μου αφιέρω σε την συλλογή του «Πανοπλίες» στις 25.2.1954 και ξανά πάλι στις 17.1.1961. Ας μην αναφερθώ σ ε γράμματά του. Ό τα ν τηλεφώνησα πριν λίγες μ έ ρ ες σ τον Φωτιάδη ρωτώντας «τι συμβαίνει;» μου απάντησε: «Πα ραδρομή». Παραδρομή λοιπόν ή μήπως ο Θανάσης πήρε τον κακό δρόμο; 2. Χαρακτηρίζουσα η Νανά Ησαΐα το μυθιστόρημά μου «Η εξαφάνιση», το οποίον κατά τα συμφ ραζόμενα ου δέπ ο τε διάβα σε, ως κοινωνικόν και πολιτικόν, το ρίχνει μαζί με την «Αρχαία σκουριά» της Μάρως Δούκα στον Καιάδα (τεύχος 87).· Δικαίωμά της- και εξάλλου θα μπορούσα να πετάξω όλο της το έρ γο στα
χρονικα/5 σκυλιά. Δ εν διστάζει όμως, μετά από οκτώ χρόνια, να υπαινιχθεί ότι το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος που πήρε το βι βλίο μου αυτό κατά το 1976, ήταν ίσως το π ροϊόν μιας «εύ νοιας» και ιταμώς αναφ έρει μερι κά ονόματα λογοτεχνώ ν ως δή θ εν μη ευνοη θέντω ν από την δη μοσιότητα κλπ. (θεωρώντας έτσι και το υς αναγνώ στες του «Δια βάζω» ηλιθίους) διότι είναι τοις πάσι γνω στόν ότι (ανεξαρτήτως αξίας) τα ονόματα τούτα σ υγκ έν τρωσαν την μεγαλύτερη δημο σιότητα και υποστήριξη πολλών κυκλωμάτων, καθώς και του συμ βατικού κατεστημένου. Γόους εκπέμπει από καιρό η Ησάία για να συμπεριληφθεί κάποτε κι αυ τή -πενη ντά ρ ισε π λ έ ο ν - μέσα σε κάποιο κύκλωμα. Μήπως κτυπώντας την «Εξαφάνιση» νομίζει ότι αυτό αποτελεί τον ύστατο ολολυγμό και φ όρο για την έγκριση; Σε κάποιο γραφ τό μου, παίζον τας, ονόμασα την Νανά «σεξουα λική τρομοκράτισσα». Ανακαλώ. Είναι αθώα του αίματος τούτου. Μήπως εν ν ο εί τώρα να εκφράσει άλλες ή άλλων «φονικές» π ρ ο θ έ σεις; Μήπως φιλοδοξεί τον ρόλο της λογοτεχνικ ής τρομοκράτισσας; Δια στηλών «Διαβάζω» δ εν νομίζω πως βρήκε τον κατάλληλο χώρο.
ε κ δ ο ς ε ις Ι δ ω δ ω ν η »
Αριστοτέλης Νικολαΐδης Ομήρου 6 - Κηφισιά
Από τη Νανά Ησαΐα, υπό ψη της οποίας θέσαμε την επιστολή του Α. Νικολαΐδη, πήραμε την ακόλουθη απάντηση: Αγαπητό «Διαβάζω», Ως π ρ ος το ωραίο αυτό χιου μοριστικό γράμμα του Αριστοτέ λη Νικολαΐδη δ εν έχω να πω π ο λ λά, ένα μόνο: ότι εγώ δ εν ισχυρί στηκα πως οι ποιητές και οι σ υγ γρ α φ είς που α νέφ ερα επαινετικά δ εν είναι αναγνω ρισμένοι -α λ ί μονο μας πια κι αν δ εν ήτα ν-, εγώ απλώς επεσήμανα ότι ως πιο αναγνω ρισμένοι και από αυτούς φέρονται κάποιοι άλλοι, από το υς οπ οίους ορισμένοι δ εν θα έπ ρ επ ε να ήταν αναγνω ρισμένοι καθόλου. Με πολλή εκτίμηση Νανά Ησαΐα
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΑΙΟΫ]
Από 22 Φεβρουάριου έως 6 Μαρτίου
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πώλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις μ ε γα λύτερες πώλήσεις σημειώνεται με τρεις αστε ρίσκους (*y, το αμέσως μετά με δυο (**) και το τελευταίο με έναν (* ).
Ρόμβος - Αθ.
Μεθενίτης - Πάτρα
I | |
Πλέθρον -Αθ.
|
| Λέσχη του Βιβλίου -~ΑΘ.
Κοτζιάς - ,Θεσ.
|
Κατώι του Βιβλίου - Θεσ. |
| Ελευθερουδάκης - Αθ.
Καρδαμίτσας - Αθ.
| Δωδώνη - Γιάννενα
2
| | | |
|
| Δωδώνη - Αθ.
| Εστία - Αθ.
j j
| Γεωργίου - Αθ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
| Ενδοχώρα - Αθ.
-
;
| Αιχμή-Αθ.
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δυο του λάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου λεύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής».
1. Κ. Τσάτσου: 0 άγνωστος Καραμανλής (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 2. Ν. Γκατζογιάννη: Ελένη (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 5. Όργουελ: 1984 (Κάκτος) 4. Θ. Καστανάκη: Χατζημανουήλ (Εστία) 5. Λ. Ολιβιέ: Εξομολογήσεις ενός ηθοποιού (Libra) Β. 0 Καβάφης του Σεφέρη (Ερμής)
7. Γ. Χειμωνά: Έξη μαθήματα γιά το λόγο (Ύψιλον) Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Αιχμή το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πώλήσεις ήταν: Κ. Λάμπου: Εξάρτηση, προχωρη μένη υπανάπτυξη και αγροτική οικονομία της Ελλάδας (Αιχμή). Στο βιβλιοπωλείο «Δωδώνη» στα Γιάννενα: Μακρυγιάννπ Οράματα και θάματα (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικήο Τοαπέξης).
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ 'Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αίοόημάτων- ττοοερειςφορίί τόχρόνο
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ο Υ Τ Ο Π ΙΑ
------ -— Ν ικηταρά 8-10 τηλ. 3638696______
To μας Μαν ένας άλλος Γκαίτε; Π ερισσότεροι από είκοσι τόμοι άπαντα στα γερμανικά, μ ετα φ ρά σ εις σε όλες τις γλώ σσες του κόσμον, πω λήσεις που αριθμούν εκατομμύρια α ντίτυπα. Ο συγγρα φ έα ς μια ς πρ όσφ α της βιβλιογραφίας σημειώνει την ύπαρξη δεκαπέντε χιλιάδω ν τίτλω ν στο σύνολο των κριτικώ ν έργω ν που έχουν αφιερω θεί στον Γόμας Μαν. Θα ήταν αδύνατο να γίνει εδώ μ ια ολοκληρωμένη μελέτη αυτού του γιγαντιαίου έργου. Δια λέξα με λοιπόν να δείξουμε περισσότερο τα στάδια αυτού τον έργου και να επιμείνονμε στα σημαντικότερα σημεία τον. Έ να ς Γκαίτε του καιρού μα ς;... Είναι κ ά τι που π ο λλο ί δε διστάζουν να ισχυριστούν.
8/αψ ιερω μα
Από το «ιδιαίτερο» στο «παγκόσμιο» « Ό π ο ν βρίσκομαι εγώ, βρίσκεται και η Γερμανία», έλεγε ο Γόμας Μαν κατά τη διάρκεια του εκπατρισμού του, για να τιμήσει τους αντι-ναζί. Είναι πραγματικά ένας από τους σπάνιους γερμανούς συγγραφείς της εποχής μας που, ενώ ταυτίστη κε με τη μοίρα της Γερμανίας διασώζοντας παράλληλα την ανθρωπιά, απόκτησε παγκόσμια φήμη.
1875 Ο Πωλ Τόμας Μαν γεννήθηκε στη Λυβέκκη, στις 6 Ιουνίου. Ο πατέρας του, ο Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν, είναι έμπορος δη μητριακών και πρόξενος από το 1864. Η μητέρα του, που το πατρικό της όνομα ήταν Χούλια ντα Σίλβα-Μπρουνς, είναι κρεολή και έζησε μέχρι τα εφτά της χρόνια στη Βραζιλία. Το ζευγάρι έχει ήδη ένα γιο: τον Λούιζ Χάινριχ Μαν, που γεννή θηκε στη Λυβέκκη στις 27 Μαρτίου του 1871.
1889 Μετά από.εφτά χρόνια σπουδές σ’ ένα ιδιωτικό σχολείο, μπαί νει στο γυμνάσιο, όπου μένει για πέντε χρόνια. Είναι κακός μαθητής (μένει σε δύο τάξεις). Συνδέεται φιλικά με τον Ό ττο Γκράουτοφ, που θα γίνει αργότερα κι αυτός .συγγραφέας και που μαζί του θα ιδρύσει το 1893 ένα μικρό περιοδικό.
1891 Ο πατέρας του, που έγινε το 1877 γερουσιαστής της χανσεατικής πόλης της Λυβέκκης, πεθαίνει στις 13 Οκτωβρίου. Ο εμπο ρικός οίκος εκποιείται. Έ να χρόνο αργότερα η μητέρα του αποφασίζει να εγκατασταθεί στο Μόναχο με τα τρία μικρότερα παιδιά της: με τη Χούλια (που γεννήθηκε το 1877), την Κάρλα (που γεννήθηκε το 1881) και τον Βίκτορ (που γεννήθηκε το 1890).
1894 Αφού τέλειωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, ο Τόμας Μαν εγ καταστάθηκε με τη σειρά του στο Μόναχο. Παρακολουθεί με ρικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο σαν ακροατής, με την πρόθε
Η κυρία Χούλια Μαν, που το πατρικό της όνομα ήταν ντα Σίλβα Μπροννς, μαζί με τα παιδιά της: τη Χούλια, τον Χάινριχ και τον Τόμας (1897)
Πατέρας και μητέρα
Ενώ ο πατέρας μου ήταν εγγονός και δισέγγονος πολιτών της Λυβέκκης, η μητέρα μου είδε για πρώτη φορά τον κόσμο στο Ρίο Ιανέιρο. Ή ταν κόρη ενός γερμανού γαιοκτήμονα και μιας πορτογαλέζας κρεολής που είχε γεννη θεί στη Βραζιλία. Η μητέρα μου εγκα ταστάθηκε οριστικά στη Γερμανία σε
αφιερωμα/9 ση ν’ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Δημοσιεύει την πρώτη του νουβέλα σ’ ένα περιοδικό. Ο Ρίχαρντ Ντέμελ τον ενθαρρύ-
1895 Κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Ιταλία με τον αδελφό του Χάινριχ, από τον Ιούλιο ώς τον Οκτώβριο. Μετά την επιστρο φή του στο Μόναχο συνεργάζεται στο εθνικιστικό περιοδικό «Ντας Τσβάντσιχστε Γιάρχουντερτ» (Ο Εικοστός Αιώνας), που ο Χάινριχ θα αναλάβει για ένα χρόνο τη διεύθυνσή του.
1896 Στο διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου δημοσιεύει μια νουβέ λα στο σατιρικό περιοδικό «Σιμπλιτσίσιμους», ενώ μετά από ένα ταξίδι του στη Βιέννη γράφει το «Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν». Τον Οκτώβριο πηγαίνει ταξίδι στην Ιταλία, όπου θα μεί νει με τον αδελφό του ενάμιση χρόνο: στην Παλεστρίνα, τον Ιούλιο του 1897, αρχίζει να ετοιμάζει τους «Μπούντενμπροοκ».
Ο εκδοτικός οίκος Φίσερ κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή από νουβέλες με τον τίτλο «Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν». Για δύο χρόνια εργάζεται ως αναγνώστης στο περιοδικό «Σιμπλιτσίσιμους».
1900 Το 1899 ανακαλύπτει τη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ και τε λειώνει τους «Μπούντενμπροοκ». Κατατάσσεται στο στρατό και απολύεται μετά από δύο μήνες για λόγους υγείας. Το Δε κέμβριο του 1900, ενώ βρίσκεται ακόμη στο στρατιωτικό νοσο κομείο, ένα γράμμα από τον Σάμουελ Φίσερ τον πληροφορεί ότι το χειρόγραφό του έγινε δεκτό.
1901 Το Μάιο κάνει ένα ταξίδι στη Φλωρεντία. Τον Ιούνιο τελειώνει στο Μόναχο τον «Τριστάν». Τον Οκτώβριο γίνεται η πρώτη έκδοσή των «Μπούντενμπροοκ» σε δύο τόμους.
1902 Οι «Μπούντενμπροοκ» γνωρίζουν επιτυχία. Στο διάστημα Οκτωβρίου-Νοεμβρίου ετοιμάζει τον «Τόνιο Κρέγκερ».
1904 Στις 3 Οκτωβρίου αρραβωνιάζεται την Κάτια Πρίγκσαϊμ (γεν νήθηκε στο Μόναχο το 1883), κόρη του μαθηματικού Άλφρεντ Πρίγκσαϊμ (1850-1941).
1905 Τον Ιανουάριο τελειώνει το θεατρικό έργο «Φιορέντσα». Στις 11 Φεβρουάριου παντρεύεται και πηγαίνει για το μήνα του μέλιτος στην Ελβετία. Το Μάρτιο δημοσιεύει μια νουβέλα στο τεύχος του «Σιμπλιτσίσιμους» που είναι αφιερωμένο στον Σίλ-
ηλικία εφτά ετών. Καθώς είχε καθαρά λατινικά χαρακτηριστικά, στα νιάτα της ήταν πάρα πολύ όμορφη και προι κισμένη μ’ ένα εξαιρετικό μουσικό αί σθημα. Α ν αναζητήσω τήν κληρονομι κή προέλευση των ικανοτήτων μου, τό τε μου είναι αδύνατον να μη σκεφτώ τον πασίγνωστο στίχο του Γκαίτε και να μην επισημάνω πως κι εγώ χρωστώ στον πατέρα μου «τη σοβαρή μου στά ση απέναντι στη ζωή», ενώ αντίθετα στη μητέρα μου «την εύθυμη φύση μου, την καλλιτεχνική μου ευαισθησία» και, με την πιο πλατιά έννοια της λέξης, «την αγάπη της μυθοπλασίας». «Σκιαγράφημα της ζωής μου»., 1930
Μια αστική στάση Πόσες φορές στη ζωή μου δε διαπί στωσα με το χαμόγελο στα χείλη, δεν έμεινα έκπληκτος διαπιστώνοντας πως κατά βάθος η προσωπικότητα του μα καρίτη του πατέρα μου ήταν το μυστι κό πρότυπο που κυριαρχούσε στις πράξεις μου [...]. Εμείς, τα υπόλοιπα αδέλφια, ο μεγαλύτερος αδελφός μου κι εγώ, ξέρουμε τι έχουμε πάρει από'τη μεσογειακή «εύθυμη φύση» της μητέ ρας μας. Χρωστάμε όμως και στον πα τέρα μας «τη σοβαρή αντιμετώπιση της ζωής», την ηθική, που ταυτίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό με τον αστισμό. Πράγματι, η ηθική, αντίθετα με την απλή αισθητική, με την ηδονή του ωραίου και την απόλαυση, όπως και με το μηδενισμό και το θανάσιμο τυχο διωκτισμό, είναι, για να πούμε την αλήθεια, η «αστική» στάση απέναντι στη ζωή, η αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στη ζωή. Χωρίς αυτή την αί σθηση δε θα υπήρχε ώθηση για δου λειά, για τη γόνιμη ζωτική εισφορά και την ανάπτυξή της. Είναι το αίσθη μα που εξαναγκάζει τον καλλιτέχνη να μη θεωρεί την τέχνη σαν μια απόλυτη απαλλαγή από τα ανθρώπινα καθή κοντα, αλλά να δημιουργεί σπίτι, οι κογένεια, για να δώσει στην πνευματι κή του ύπαρξη (όσο περιπετειώδης κι αν είναι) μια βάση άξια, στέρεη. Δε βρίσκω παρά μια μόνο λέξη: αστική. «Η Λυβέκκη, μορφή πνευματικής ζωής», 1926, από το έργο «Ο καλλιτέ χνης και η κοινωνία»
Το μυθιστόρημα μιας παρακμής Το αγγλικό, ρωσικό, σκανδιναβικό μυ θιστόρημα του 1850 και 1860, το επικό θέατρο του Βάγκνερ, η απαισιόδοξη
10/αφιερωμα λερ, με τίτλο «Δύσκολη ώρα». Το Μάιο έχει ένα καινούριο σχέ διο για μυθιστόρημα, που θα πάρει τον τίτλο «Βασιλική Υψη λότητα». Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού γράφει το «Συγ κρατημένο αίμα», που θα δημοσιευτεί τον Ιανουάριο του Ϊ906 στο περιοδικό «Ντι Νόυε Ρούντσαου». Αλλά επειδή ο Τόμας Μαν το απέσυρε αμέσως από την κυκλοφορία, δε θα το δούμε στα γερμανικά παρά μόνο το 1926 και τότε σε έκδοση πολυτε λείας, εκτός εμπορίου.
1906 Από τον Ιούνιο ώς το Σεπτέμβριο ετοιμάζει τη «Βασιλική Υψηλότητα». Το Νοέμβριο αποκτά ένα γιο, τον Κλάους.
1907 Δίνεται η πρεμιέρα της «Φιορέντσα» στο θέατρο της Φραν κφούρτης. Το Δεκέμβριο το έργο ανεβαίνει στο Μόναχο. Ο Τό μας Μαν ετοιμάζει ένα σχέδιο αυτοβιογραφίας με τίτλο «Μέσα στον καθρέφτη».
ηθική, η ψυχολογία της παρακμής του Νίτσε, η καλλιτεχνική σύλληψη του Φλωμπέρ και των αδερφών Γκονκούρ και, απ’ την άλλη, μια μεγάλη δόση χιούμορ της Κάτω Γερμανίας, αυτά ήταν τα στοιχεία που συνέβαλαν στη δημιουργία του μυθιστορήματος που έγραψε ο νέος των 23 ώς 25 χρονών που ήμουν τότε: οι «Μπούντενμπροοκ» κυκλοφορούν ακριβώς στη στροφή του αιώνα. Οι «συγγραφείς» «δεν έδιναν σημασία» σ’ αυτό το ξεπερασμένο, τό σο για το στιλ του όσο και για τις δια στάσεις του, βιβλίο. Δεν άργησε όμως να αγγίξει και να ενθουσιάσει τη μορ φωμένη αστική τάξη της Γερμανίας και σύντομα μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες της Ευρώπης, γιατί το γενικό αίσθημα της κατάστασης ταυτιζόταν με το αίσθημα που εξέφραξε. «Ο καιρός μου», 1950
1908 Τελειώνει τη «Βασιλική Υψηλότητα» στο διάστημα ΝοεμβρίουΔεκεμβρίου. Μετά κάνει ένα ταξίδι στη Βιέννη. Γνωρίζει τον Άρθουρ Σνίτσλερ (1862-1931), τον Γιάκομπ Βάσερμαν (18731934) και τον Χόφμανσταλ (1874-1929).
1909 Το Μάρτιο αποκτά ένα δεύτερο γιο, τον 'Αγγέλους Γκόντφριντ Τόμας (Γκολό). Κάνει τα πρώτα σχέδια για τον «Φέλιξ Κρουλ» τον Ιούνιο. Ετοιμάζει επίσης ένα δοκίμιο με τίτλο «Πνεύμα και τέχνη». Κάνει ένα ταξίδι στην Ιταλία στο τέλος Οκτωβρίου. Η «Βασιλική Υψηλότητα» κυκλοφορεί το Νοέμβριο.
1910 Τον Ιούνιο αποκτά μια κόρη,, τη Μόνικα. Και τον Ιούλιο αυτοκτονεί η αδελφή του Κάρλα, που ήταν ηθοποιός. Το Σεπτέμ βριο δίνεται στο Μόναχο η πρεμιέρα της «Όγδοης συμφωνίας» του Μάλερ. Περνά τη βραδιά μαζί με το συνθέτη.
1911 Ο Μάλερ πεθαίνει το Μάιο. Αυτό το γεγονός τον ωθεί να γρά ψει μια νουβέλα, το «Θάνατο στη Βενετία».
1912 Η Κάτια Μαν βρίσκεται στο σανατόριο του Νταβάς από τις 1Q Μαρτίου ώς τις 25 Σεπτεμβρίου. Την επισκέπτεται από τις 15 Μαΐου ώς τις 12 Ιουνίου. Στις 15 Ιουνίου ολοκληρώνει το «Θά νατο στη Βενετία», που κυκλοφορεί μέσα στο καλοκαίρι.
1913 Η «Φιορέντσα» παίζεται στο Βερολίνο. Τον Ιούλιο αρχίζει να ετοιμάζει το «Μαγικό βουνό». Κυκλοφορεί ο «Τόνιο Κρέγκερ» με εικονογράφηση του Έριχ Μ. Ζίμον. Το Δεκέμβριο δίνει διαλέξεις στη Βουδαπέστη και στη Βιέννη.
Εικόνα τον Έριχ Μ. Ζίμον για τον «Τόνιο Κρέγκερ» (Βερολίνο, 1913)
αφιερω μα/11
1914 Στις 30 Ιανουάριου διαβάζονται αποσπάσματα από το «Μαγι κό βουνό» στην Γκαλερί Κασπάρι, στο Βερολίνο. Το ίδιο γίνε ται τον Ιούλιο στο Φράιμπουργκ. Το ξέσπασμα του πολέμου τον αφήνει έκπληκτο. Στο διάστημα Αυγούστου-Σεπτεμβρίου γράφει τις «Σκέψεις για τον πόλεμο», που δημοσιεύονται στο περιοδικό «Ντι Νόυε Ρούντσαου». Μετά δημοσιεύεται «Ο Φρειδερίκος και η Μεγάλη Συμμαχία» στο περιοδικό «Ντερ Νόυε Μέρκουρ». Υιοθετεί μια εθνικιστική στάση και τίθεται έτσι στήν υπηρεσία της «γερμανικής υπόθεσης». Στο «Ο Φρει δερίκος και η Μεγάλη Συμμαχία» δικαιολογεί την παραβίαση της ουδετερότητας του Βελγίου δίνοντας σαν παράδειγμα την κατάληψη της Σαξονίας κατά τη διάρκεια του Επταετούς Πο λέμου.
1915 Ένταση στις σχέσεις του με τον Χάινριχ, που παίρνει το μέρος της δημοκρατίας, του φιλειρηνισμού και της εχθρότητας απέ ναντι στον Γουλιέλμο Β'. Κυκλοφορεί μια συλλογή με τίτλο «Ο Φρειδερίκος και η Μεγάλη Συμμαχία», που περιέχει δοκίμια πάνω στον πόλεμο. Τον Ιούνιο ο γιος του Κλάους αρρωσταίνει πολύ βαριά και χρειάζεται να υποβληθεί σε πέντε διαδοχικές επεμβάσεις. Το Νοέμβριο αρχίζει να γράφει τις «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική».
1916 Διαβάζονται αποσπάσματα από τον «Φέλιξ Κρουλ» στο Μόνα χο και στο Βερολίνο.
1917 Ενθουσιάζεται με την «Παλεστρίνα» του Χανς Πφίτσνερ, που παίχτηκε στο Μόναχο κάτω από τη διεύθυνση του Μπρούνο Βάλτερ (βλ. την ανάλυση που παρουσιάζεται μέσα στις «Σκέ ψεις»). Αρχίζει μια μεγάλη φιλία με τον Μπρούνο Βάλτερ. Το Δεκέμβριο ο Χάινριχ Μαν κάνει μια προσπάθεια συμφιλίωσης, την οποία όμως ο Τόμας Μαν απορρίπτει αμέσως.
Η μουσική σαν φορμαλιστικό στοιχείο Ο «Τόνιο Κρέγκερ» δημοσιεύτηκε το 1903 στο περιοδικό «Νόυε Ντόυτσε Ρούντσαου» και οι λογοτεχνικοί κύ κλοι του Βερολίνου του επιφύλαξαν θερμότατη υποδοχή. Αυτό το διήγημα υπερέχει σε σχέση με το «Θάνατο στη Βενετία» (το διήγημα με το οποίο πα ρουσιάζει τις περισσότερες ομοιότη τες) ως προς έναν έκδηλο νεανικό λυ ρισμό, και από καλλιτεχνική άποψη ίσως τα μουσικά του προσόντα να εί ναι αυτά που του απέφεραν τόσες συμ πάθειες. Εδώ, ίσως, μου δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να εντάξω στο έργο μου τη μουσική, σαν υφολογικό και φορμαλιστικό στοιχείο. Για πρώτη φορά η πρόζα θεωρήθηκε σαν ένα πνευματικό σύμπλεγμα μοτίβων, σαν αυτή τη μουσική σύνθεση σχέσεων που εμφανίζεται αργότερα, σε πιο πλατιά κλίμακα, στο «Μαγικό βουνό». «Σκιαγράφημα της ζωής μου», 1930
Βασιλική Υψηλότητα Αυτό το σχέδιο κωμωδίας με μορφή μυθιστορήματος περιλάμβανε συγχρό νως την απόπειρα υπογραφής ενός συμφώνου με την «ευτυχία». Μετά τους «Μπούντενμπροοκ», οι κριτικές τη βρήκαν πολύ επιπόλαιη. Και, βέ βαια, με το δίκιο τους. Μόνο που οι ιδανικές προθέσεις αυτού του φαντα στικού συμφώνου ήταν πιο βαθιές απ’ ό,τι έγινε γενικά αντιληπτό και δεν τους έλειπαν καθόλου οι ενστικτώδεις επαφές με το μέλλον. Δεν εννοώ την ανάλυση της ζωής μιας δυναστείας, που δε θα μπορούσε ίσως να γίνει με τόσο οίκτο και συμπάθεια παρά μόνο
12/αφιερωμα
1918 Τον Απρίλιο αποκτά μια κόρη, την Ελισάβετ. Ετοιμάζει τη νουβέλα «Αφεντικό και σκύλος», την οποία τελειώνει τον Οκτώβριο. Οι «Σκέψεις» κυκλοφορούν τον ίδιο μήνα. Είναι αρκετά ανήσυχος μπρος στο ξέσπασμα της επανάστασης του Νοεμβρίου. Το Δεκέμβριο παίρνει μέρος σε μια σύσκεψη του «Πολιτικού συμβουλίου των εργατών του πνεύματος», που γ ί νεται στο Μόναχο με πρόεδρο τον αδελφό του Χάινριχ.
1919 Γίνεται επανάσταση στο Μόναχο και δολοφονείται ο Κουρτ Άισνερ. Το σπίτι του Τόμας Μαν σώζεται χάρη στη μεσολάβη ση του Ερνστ Τόλλερ, που ήταν τότε ένας από τους ηγέτες της βαυαρικής επανάστασης. Δημοσιεύεται το «Τραγούδι του μωρού» στο περιοδικό «Ντερ Νόυε Μέρκουρ», στο διάστημα Απριλίου-Μαΐου, και γίνεται πρωτότυπη έκδοση του έργου «Αφεντικό και σκύλος». Στις 21 Απριλίου αποκτά ένα γιο, τον Μιχαέλ. Το Δεκέμβριο ταξιδεύει με τον Μπρούνο Βάλτερ στη Βιέννη, όπου ανεβαίνει τότε η «Φιορέντσα».
1920 Πολλές δημόσιες αναγνώσεις αποσπασμάτων από τα έργα του, κυρίως στο Άουγκσμπουργκ, στις 22 Απριλίου του 1920. Ο Μπρεχτ, που ποτέ δεν εκτίμησε τον Τόμας Μαν, δημοσίευσε μια κριτική για το έργο του, στην εφημερίδα «Ντερ Φόλκσβιλλε», με την οποία συνεργαζόταν.
1921 Το Σεπτέμβριο δίνει διάλεξη με θέμα «Γκαίνε και Τολστόι», κατά τη διάρκεια μιας «βόρειας» εβδομάδας που οργανώνεται στη Λυβέκκη. Θα την επαναλάβει στο Βερολίνο και μετά στο Μόναχο. Το Δεκέμβριο συντάσσει απάντηση σ’ ένα άρθρο του Ζιντ δημοσιευμένο στο περιοδικό «Νουβέλ Ρεβύ Φρανσαίζ» (Νοέμβριος 1921), όπου υποστηρίζει την ανάγκη να ξαναρχί σουν οι πνευματικές σχέσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερ μανία.
για μια κατάσταση στα πρόθυρα της παρακμής. Αλλά η «ευτυχία» έτσι όπως παρουσιαζόταν στη «Βασιλική Υψηλότητα» δεν είχε να κάνει με την επιφανειακή και ευδαιμονική έννοια της λέξης. Έ να πρόβλημα έβρισκε τη λύση του με κωμικά μέσα, αλλά ήταν ωστόσο πρόβλημα και μάλιστα ένα πρόβλημα πραγματικό και όχι επου σιώδες. Έ νας νέος σύζυγος φανταζό ταν τη δυνατότητα μιας σύνθεσης της μοναξιάς με την κοινωνία, της μορφής με τη ζωή. Και το μυθιστόρημα προσ παθούσε να συνδυάσει μια αριστοκρα τική και μελαγχολική συνείδηση με τις νέες απαιτήσεις, που θα μπορούσαμε, ήδη από κείνη την εποχή, να αναγάγουμε στον τύπο της «δημοκρατίας». Στο ίδιο
Σοπενχάουερ και Νίτσε Δε θέλω, πάντως, ν ’ αποσιωπήσω τε λείως δυνατές και αποφασιστικές εν τυπώσεις που οφείλονται σε διαβά σματα της εποχής που εξιστορώ αυτή τη στιγμή -κα ι μ’ αυτό εννοώ την εμ πειρία από τον Νίτσε και τον Σοπεν χάουερ. Η πνευματική και υφολογική επίδραση του Νίτσε διαφαίνεται ήδη αναμφίβολα στα πρώτα μου πεζά δο κίμια που έφτασαν στο κοινό. Στις «Σκέψεις ενός απολιτικού» μίλησα για τις σχέσεις μου μ’ αυτό το γοητευτικό σύνθετο πνεύμα και τις προχώρησα σε προσωπικά όρια και επίπεδα. Η επα φή μου μαζί του υπήρξε, σε μεγάλο βαθμό, αποφασιστική για την πνεύματική μου διαμόρφωση, αλλά καμιά παιδευτική δύναμη δεν είναι ικανή να αλλάξει την ουσία μας, να μας μετα μορφώσει σε κάτι άλλο από ό,τι, είμα-
1922 Τον Ιανουάριο βρίσκεται σε περιοδεία στην Πράγα, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, όπου δίνει διαλέξεις (με θέμα «Γκαίτε και Τολστόι»). Μ’ αυτή την ευκαιρία κάνει την πρώτη του προσω πική συνάντηση με τον Λούκατς (είναι συχνά προσκεκλημένος του πατέρα του στη Βουδαπέστη). Συμφιλιώνεται με τον Χάινριχ Μαν, που είναι τότε σοβαρά άρρωστος. Στις 15 Οκτωβρίου εκφωνεί ένα λόγο στην αίθουσα Μπετόβεν στο Βερολίνο, όπου παίρνει θέση υπέρ της δημοκρατίας.
1923 Ταξιδεύει στην Ισπανία από τις 19 Απριλίου ώς τις 23 Μαΐου. Τον Ιούνιο συμμετέχει σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Ρατενάου, στο Μόναχο, με το: «Πνεύμα και ουσία της γερμανικής δημοκρατίας» (δημοσιεύτηκε στις 28 Ιουνίου του 1923 στην εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Τσάιτουνγκ»),
Στο ίδιο
Ο θάνατος στη Βενετία Σήμερα δεν αισθάνομαι πια καθόλου αρμόδιος να ερμηνεύσω το «Θάνατο στη Βενετία», έχω σχεδόν ξεχάσει τη σύνθεσή του. Βέβαια, είναι κατά ένα μεγάλο μέρος μια ιστορία θανάτου, και ακόμα του θανάτου σαν ανήθικης, δελεαστική: δύναμη; -μια ιστορία της ηδονής της εκμηδένισης. Αλλά ο ιδιαί τερος στόχος μου ήταν το πρόβλημα της αξιοπρέπειας του καλλιτέχνη -θ έ λησα να δώσω κάτι σαν την τραγωδία της αυτοκυριαρχίας. Φαίνεται πως το αντιληφθήκατε, αφού θεωρείτε την αποστροφή στη Φαίδρα σαν τον πυρή να της αφήγησης. Στην αρχή, η πρόθεσήι μου δεν ήταν τίποτα λιγότερο από
αφιερω μα/13
1924 Το Μάρτιο παρουσιάζει ένα κριτικό δοκίμιο πάνω στην «Πα ρακμή της Δύσης» του Όσβαλντ Σπένγκλερ. Το Μάιο είναι επίτιμος προσκεκλημένος του αγγλικού Πεν-κλαμπ, όπου τον υποδέχεται ο Τζων Γκάλσγουερθυ. Το'Σεπτέμβριο ολοκληρώ νει το «Μαγικό βουνό», που κυκλοφορεί το Νοέμβριο. Η επι τυχία του είναι άμεση- η πρώτη του έκδοση εξαντλείται πολύ γρήγορα. Το Δεκέμβριο κάνει περιοδεία στη Δανία, όπου δίνει διαλέξεις.
1925 Το Μάιο συμμετέχει στη Διεθνή Πολιτιστική Εβδομάδα της Φλωρεντίας. Τον Ιούνιο γίνεται δεκτός στη Βιέννη από το Πενκλαμπ. Τον ίδιο μήνα γίνεται στο Μόναχο μια τιμητική εκδή λωση με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των πενήντα του χρό νων, όπου εκφωνούνται λόγοι, κυρίως από τον αδελφό του Χάινριχ, με τον οποίο αγκαλιάζεται δημόσια, γεγονός που δεί χνει τη συμφιλίωσή τους. Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί ένας τό μος με δοκίμιά του.
1926 Τον Ιανουάριο κάνει ένα επίσημο ταξίδι στο Παρίσι μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος Κάρνεγκυ. Τάσσεται υπέρ της προσ χώρησης της Γερμανίας στην «Κοινωνία των Εθνών». Το Νοέμ βριο δημιουργείται ένα λογοτεχνικό τμήμα στην Πρωσική Ακα δημία των Τεχνών, όπου εκφωνεί λόγο. Επίσης εκλέγεται γε ρουσιαστής της Γερμανικής Ακαδημίας στο Μόναχο. Στις 30 Νοεμβρίου συμμετέχει με τον Χάινριχ σε μια μεγάλη λογοτεχνι κή εκδήλωση που οργανώθηκε στο Μόναχο ενάντια στηγ «αν τίδραση».
1927 Ταξιδεύει στη Βαρσοβία μετά από πρόσκληση του πολωνικού τμήματος του Πεν-κλαμπ και επιστρέφει στο Μόναχο το Μάρ τιο. Στις 10 Μαΐου η αδελφή του Χούλια αυτοκτονεί. Ετοιμά ζει τον κύκλο των «Ιωσήφ», αποσπάσματα διαβάζονται δημό σια και το πρώτο κεφάλαιο από τις «Ιστορίες του Ιακώβ» ανα δημοσιεύεται στο περιοδικό «Ντι Νόυε Ρούντσαου» το Δεκέμ βριο.
1928 Εκδηλώνεται πολεμική γύρω από μια συντομευμένη έκδοση των «Σκέψεων». Οι δεξιές εφημερίδες τον κατηγορούν ότι απαρνήθηκε και νόθευσε τις παλιότερες πολιτικές του πεποι θήσεις- πράγμα που αντικρούει σ’ ένα μεγάλο άρθρο με τίτλο «Πολιτισμός και σοσιαλισμός», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο.
1929 Το Μάιο δίνει μια διάλεξη στο Μόναχο με θέμα «Θέση του Φρόυντ στη σύγχρονη σκέψη». Μετά αρχίζει να ετοιμάζει το «Ο Μάριο και ο Μάγος». Τον Ιούλιο πεθαίνει ο Χόφμανσταλ και κάνει μια αφιέρωση στη μνήμη του. Το Νοέμβριο του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ, κυρίως για τους «Μπούντεν-
Ο Χάινριχ και ο Τόμας Μαν στο Μόναχο το 1900 το να διηγηθώ τον τελευταίο έρωτα του Γκαίτε, τον έρωτα του εβδομηντάχρονου γι’ αυτό το κοριτσόπουλο που ήθελε με κάθε τρόπο να το παντρευτεί, πράγμα που, εξάλλου, δεν ήθελαν ούτε εκείνη ούτε οι γονείς της -μια άθλια, όμορφη, γκροτέσκα, συνταρακτική ιστορία, που θα τη διηγηθώ ίσως κά ποτε, αλλά από την οποία, προς το πα ρόν, βγήκε ο «Θάνατος στη Βενετία». Νομίζω πως αυτή η πηγή εκφράζει ακριβώς την αρχική πρόθεση της νου βέλας. Ό σ ο για τα υπόλοιπα, δεν είναι εύκο λο να δώσει κανείς σε μια καλλιτεχνι κή δημιουργία αυτού του είδους μια τυποποιημένη μορφή, γιατί αντιπρο σωπεύει ένα πυκνό δίκτυο προθέσεων και σχέσεων, κατά κάποιον τρόπο λίγο οργανικό, και γι’ αυτό προσφέρεται για πολυάριθμες ερμηνείες. Γράμμα στην Ελίζαμπεθ Τσίμμερ, 6 Σεπτεμβρίου 1915
Ο πόλεμος Τις μέρες πριν από την επιστράτευση και την έκρηξή της καταστροφής, αυ τές τις βασανιστικές για τα νεύρα μας μέρες, τις περάσαμε στο μοναχικό μας σπίτι του Τελτς. Γνωρίσαμε την εικόνα που παρουσίαζε η χώρα και ο κόσμος, όταν, θέλοντας να αποχαιρετήσουμε το μικρότερο αδελφό μου που έφευγε για
14/αφιερωμα το μέτωπο σαν πυροβολητής, πήγαμε στην πόλη, μέσα στη χάβρα ενός καυ τού καλοκαιριού, των σταθμών που ήταν πλημμυρισμένοι από κόσμο, μέσα στον αναβρασμό μιας ανθρωπότητας που βρισκόταν σε υπερδιέγερση, που ταλαντευόταν ανάμεσα στην αγωνία και τον ενθουσιασμό. Η μοίρα ακο λουθούσε το δρόμο της. Συμμεριζό μουν τη συγκίνηση των γερμανών δια νοουμένων, που η πίστη τους περιέκλειε τόσες αλήθειες και σφάλματα, τόση δικαιοσύνη και αδικία, και προμήνυαν τρομερά διδάγματα, που όμως, αν τα δούμε από μακριά, είναι παρ’ όλ’ αυτά σωτήρια και ευνοούν την ανάπτυξη και την ωρίμανση. Περπά τησα αυτό το δύσκολο δρόμο μαζί με το λαό μου, και οι φάσεις της δικής μου εμπειρίας υπήρξαν και δικές του. Τη χρονιά του βραβείου Νόμπελ (1929): Ο Τόμας, η Έρικα, η Κάτια και ο Κλάονς Μαν
μπροοκ» και όχι, όπως συχνά γράφτηκε στη Γαλλία, για το «Μαγικό βουνό».
1930 Από το Φεβρουάριο ώς τον Απρίλιο.ταξιδεύει στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη. Τον Οκτώβριο εκφωνεί λόγο στο Βερολί νο με θέμα «Έκκληση στη λογική». Μέλη των S.A. καθώς και νεαροί εξτρεμιστές της δεξιάς δημιουργούν επεισόδια. Μέσ’ απ’ αυτό το λόγο προσκαλεί τη γερμανική αστική τάξη να υπο στηρίξει τη σοσιαλδημοκρατία για να μπορέσει μ’ αυτό τον τρόπο ν’ αγωνιστεί ενάντια στο ναζισμό. Δημοσιεύεται μια συλλογή από δοκίμια και η νουβέλα του «Ο Μάριο και ο Μά γος».
1931 Γίνεται τιμητική εκδήλωση για τα 60 χρόνια του Χάινριχ Μαν στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών. Εκφωνεί ένα λόγο με θέμα: «Για το επάγγελμα του γερμανού συγγραφέα στην εποχή μας». Το Μάιο ταξιδεύει στο Παρίσι, μετά από πρόσκληση των εκδόσεων Φεγιάρ, με αφορμή την κυκλοφορία του «Μαγικού βουνού» στα γαλλικά. Γνωρίζει τον Αντρέ Ζιντ. Τον Ιούλιο συμμετέχει στη Γενεύη στις συνεδριάσεις του Μόνιμου Συμβου λίου Γραμμάτων και Τεχνών. Πολεμική στο περιοδικό «Νουβέλ Λιττεραίρ» (Λογοτεχνικά Νέα) για τη δημοσίευση στα γαλλικά του μυθιστορήματος «Συγκρατημένο αίμα». Έχει την πρόθεση να γράψει μια ανθολογία πάνω στην πίστη του συγγραφέα, με τίτλο «Κομμάτι πάνω στο θρησκευόμενο» (σ’ ένα έργο που εκδόθηκε από τον Χάραλντ Μπράουν, Έκκαρτ-Φερλάγκ, Βερο λίνο). Γράφει τη μεταφυσική πραγματεία: «Μα ποιο είναι το χαρακτηριστικό της θρησκείας; Η σκέψη του θανάτου...».
1932 Είναι η επέτειος των εκατό χρόνων από το θάνατο του Γκαίτε.
«Σκιαγράφημα της ζωής μου»
Το πρόβλημα της γερμανικότητας Οι «Σκέψεις» είναι το αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης, ολόψυχης και οδυ νηρής αφοσίωσης, μιας προσκόλλησης σ’ ένα πρόβλημα που ήταν για μένα, εκείνη την εποχή, το πιο προσωπικό και το πιο επίκαιρο: το πρόβλημα της γερμανικότητας. Πώς θα μπορούσα να το απαρνηθώ; Νομίζετε πως μου δια φεύγει ότι αυτό το βιβλίο, από αισθη τική άποψη, αν το θεωρήσουμε σαν ποίημα, αξίζει και βαραίνει περισσό τερο με τη μελαγχολία του απ’ ό,τι η πατρική παρακίνηση για δημοκρατία, πράγμα για το οποίο ο συγγραφέας του αιφνιδίασε, με καθυστέρηση λίγων ετών, μια ανυπότακτη νεότητα; Βρί σκουμε μέσα σ’ αυτό την έκφραση μιας συμπάθειας για τη ζωή που, εξάλλου, όπως ακριβώς και η «συμπάθεια για το θάνατο» που υμνήθηκε πρωτύτερα, αποτελεί ένα νόμιμο μέρος του είναι του. Μπορεί το βιβλίο «Σκέψεις» να μην υπήρξε ένα έργο τέχνης. Υπήρξε όμως το έργο ενός καλλιτέχνη, ενός καλλιτέχνη που ενδιαφέρεται για τη γνώση. Τίποτα περισσότερο. Ό μως, ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να φτάσει στη γνώση παρά μόνο με το ολοκληρω τικό δόσιμο του εαυτού του με το πά θος που νιώθει όταν βυθίζεται με μα νία στο θέμα του. Έ τσι, η φανατισμέ νη κριτική της γερμανικότητας, που αποτελεί την ουσία του έργου, από κτησε αυτή την επιδοκιμαστική, μαχη τική και απολογητική έννοια, που την εποχή εκείνη ήταν τόσο μισητή στο «πνεύμα», και πέρασε την.άποψη πως το βιβλίο ήταν ένα έργο αποστασίας
αψιερω μα/15 Μ’ αυτή την ευκαιρία δημοσιεύονται πολλά κείμενα όπως «Ο Γκαίτε, αντιπρόσωπος της αστικής τάξης» (στο περιοδικό «Νομπλές ντε λ’ Εσπρί» (Ευγένεια του πνεύματος). Το Μάρτιο επισκέπτεται τον Φρόυντ στη Βιέννη. Τον Οκτώβριο κάνει μια ομιλία στη Βιέννη, για πρώτη φορά μπροστά σε κοινό εργατών. «Ο σοσιαλισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιτακτική από φαση νά μη βυθίζουμε πια το κεφάλι μας μέσα στην άμμο των μεταφυσικών πραγμάτων, μπρος στις πιο επείγουσες απαιτή σεις της ύλης, της κοινωνικής και συλλογικής ζωής, αλλά να πηγαίνουμε με το μέρος εκείνων που θέλουν να δώσουν στη ζωή ένα νόημα, ένα ανθρώπινο νόημα.»
1933 Τον Ιανουάριο ετοιμάζει το δοκίμιο «Πάθη και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ», που δημοσιεύεται στο «Ντι Νόυε Ρούντσαόυ» τον Απρίλιο. Το Φεβρουάριο συμμετέχει στις εκδηλώ σεις για την επέτειο των πενήντα χρόνων από το θάνατο του Βάγκνερ, στην Ολλανδία, το Βέλγιο και τη Γαλλία. Ήδη ο αδελφός του παίρνει το δρόμο της εξορίας. Στις 27 Φεβρουά ριου ξεσπά η πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ενώ βρισκόταν σε πε ριοδεία στο εξωτερικό για να δώσει διαλέξεις, τα παιδιά του, η Έρικα και ο Κλάους, τον προειδοποίησαν πως η νίκη των ναζί δεν του επιτρέπει να επιστρέφει στη Γερμανία, εξαιτίας της ατμόσφαιρας που κυριαρχεί εκεί. Πραγματικά, τον Απρίλιο τον κατηγορούν μία σειρά από προσωπικότητες (ανάμεσά τους ο Χανς Πφίτσνερ και ο Ρίχαρντ Στράους), που κατακρίνουν τη διάλεξή του για τον Βάγκνερ. Εγκαθίσταται πρώτα στην Ελβε τία, όπου βρίσκεται τότε, ώς τις αρχές Μαίου. Μετά πηγαίνει στη Νότια Γαλλία και εγκαθίσταται με τα τέσσερα μικρότερα παιδιά του, από τις 20 Ιουνίου ώς τις 20 Σεπτεμβρίου, στο Σαναρύ-συρ-Μερ, όπου ζει μια ομάδα μεταναστών αντιναζί. Στο τέλος Σεπτεμβρίου πηγαίνει πάλι στην Ελβετία, και μένει στο Κύσναχτ, κοντά στη Ζυρίχη. Πάντως, δε δηλώνει επίσημα «πρόσφυγας», τόσο από σεβασμό προς τον εκδότη του, που βγάζει τον Οκτώβριο τις «Ιστορίες του Ιακώβ», όσο και για να σώσει ό,τι περισσότερο μπορούσε από τα πράγματά του που είχαν μείνει στη Γερμανία -κυρίως τα χειρόγραφά του. Ό ταν ο γιος του Κλάους ιδρύει στο Άμστερνταμ το περιοδικό «Ντι Ζάμλουνγκ», του ζητά, για τους ίδιους λόγους, να διαγράφει το όνομά του από τη διευθύνουσα επιτροπή.
1934 Κάνει το πρώτο του ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, από τις 17 Μαίου ώς τις 18 Ιουνίου, μετά από πρόσκληση του αμερικανού εκδότη του, Άλφρεντ Κνοπφ. Τον Απρίλιο κυκλοφορεί «Ο νεαρός Ιωσήφ».
1935 Βρίσκεται σε περιοδεία για να δώσει διαλέξεις στην Πράγα, τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη. Το Μάρτιο κοινοποιεί στο συνέ δριο της Μόνιμης Επιτροπής Γραμμάτων και Τεχνών, στη Νί καια, ένα κείμενο με τίτλο «Η διαμόρφωση του σύγχρονου αν θρώπου», όπου παίρνει θέση υπέρ ενός «μαχόμενου ανθρωπι σμού». Στο τέλος του μήνα κυκλοφορεί στο Βερολίνο το τελευ-
και μια χυδαία ταύτιση με την κοινή γνώμη. Α! Κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ, αυτό το οδυνηρό κολοσσιαίο μήνυμα! Δ εν ταυτιζόταν, δεν ήθελε να ταυτι στεί με το καινούριο. Κοίταζε πίσω, υπερασπίζοντας ένα σπουδαίο πνευ ματικό παρελθόν. Ή θελε να γίνει ένα αναμνηστικό σύμβολο. Και, αν δεν απατώμαι, το κατάφερε. Πρόκειται για μια μάχη οπισθοφυλακής, με θαυ μάσιο ύφος, την τελευταία και την πιο καθυστερημένη που έδωσε η γερμανική ρομαντική αστική τάξη, για έναν αγώ να που άρχισε έχοντας πλήρη συνείδη ση της ματαιότητάς του, και επομένως όχι χωρίς ευγένεια. Είναι ένας αγώνας τον οποίο ξεκίνησε έχοντας μια ξεκά θαρη ιδέα για ό,τι πνευματικά νοσηρό και διεφθαρμένο υπάρχει σε κάθε συμ πάθεια για κάθε τι προορισμένο να πεθάνει. Α λλά επίσης, είναι αλήθεια, με μια αισθητική, υπερβολικά αισθητική υπερόφία, για την υγεία και την αρετή, που ταυτίζονται και εμπαίζονται ακρι βώς σαν σύμβολο μπροστά στο οποίο η γερμανική αυτή αστική τάξη υποχω ρούσε ενώ μαχόταν: η πολιτική, η δη μοκρατία... «Η Αυβέκκη, μορφή πνευματικής ζωής»
Η ιδέα του μέσου [Αυτό το μυθιστόρημα] έγινε πραγμα τικά το αντιστάθμισμα των «Μπούντενμπροοκ», μια επανάληψη αυτού του έργου σε μια άλλη κλίμακα της ζωής, που ήταν κοινή για το συγγρα φέα και το έθνος του. Αλλά ώς ποιο βαθμό είναι αντιστάθμισμα και επανά ληψη; Στο μέτρο που κι αυτό ακόμα το έργο, αυτή η γκροτέσκα ιστορία που σε ορισμένες φάσεις γίνεται εξαιρετικά άθλια και τολμηρή, όπου μια νεαρή ψυχή σκύβει υπερβολικά και επικίνδυ να πάνω από την άβυσσο του πνεύμα τος και της ηθικής, είναι ένα βιβλίο της αστικής τάξης, η έκφραση της αστικής ζωής, θα λέγαμε συμβολικά μια μορφή ζωής στη Αυβέκκη. Κι αυ τό, όχι γιατί ο ήρωάς της είναι ένας χανσεατικός νεαρός. Αυτό είναι ένα εξωτερικό και επιφανειακό στοιχείο που απλώς αναφέρω. Αλλά τι είδους ιδέα δημιουργείται στο μυαλό του «δύ σκολου παιδιού της ζωής», του νεαρού τυχοδιώκτη που καταπιέζεται από τις παιδαγωγικές ακρότητες και ξαποστέλνεται στα ύψη του θανάτου, ενώ αγωνίζεται με όλες του τις δυνάμεις μέσα στο παγωμένο του όνειρο; Τη δέ-
16/αψιερωμα ταίο του βιβλίο μέχρι το 1946, το «Πάθη και μεγαλείο των με γάλων δασκάλων». Κάνει ένα δεύτερο ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του πανε πιστημίου Χάρβαρντ και γίνεται δεκτός από τον πρόεδρο Ρούσβελτ. Τον Οκτώβριο υποστηρίζει την υποψηφιότητα του Καρλ φον Οσιέτσκυ για το Νόμπελ Ειρήνης (ο διευθυντής του «Ντι Βελτμπύνε» ήταν τότε κλεισμένος σε στρατόπεδο συγκέν τρωσης και είχε οργανωθεί μια εκστρατεία διαμαρτυρίας σε διεθνή κλίμακα).
1936 Τον Ιανουάριο ο ελβετός δημοσιογράφος Έντουαρντ Κορρόντι δημοσιεύει ένα άρθρο όπου υποτιμά τη λογοτεχνία των γερμανών εξόριστων. Ο Τόμας Μαν του απαντά στις 3 Φεβρουάριου με μια ανοιχτή επιστολή που αποτελεί επίσημη ρήξη με τη ναζιστική Γερμανία. Το Μάιο συμμετέχει στη Βιέννη στην τιμητική εκδήλωση για την επέτειο των ογδόντα χρόνων του Φρόυντ, με το «Ο Φρόυντ και το μέλλον». Στις 19 Νοεμβρίου η Τσεχοσλο βακία του χορηγεί την τσεχοσλοβακική υπηκοότητα. Στις 2 Δε κεμβρίου του αφαιρείται με διάταγμα η γερμανική υπηκοότη τα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη γυναίκα του καθώς και με τα τέσσερα μικρότερα παιδιά του. Χάνει επίσης τον τίτλο του επί τιμου διδάκτορα του πανεπιστημίου της Βόννης. Η επιστολή που έστειλε στον κοσμήτορα αυτού του πανεπιστημίου, η οποία μοιράστηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο, αποτελεί καταδίκη του γαζισμού.
1937 Συνεχίζει ν’ ασχολείται με το μυθιστόρημα «Η Σαρλότ στη Βαϊμάρη», που έχει αρχίσει τον προηγούμενο Νοέμβριο. Τον Απρίλιο κάνει ένα τρίτο ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εκφωνεί πολλούς λόγους υπέρ της βοήθειας στους γερμανούς εξόριστους.
1938 Από τις 10 Φεβρουάριου ώς τις αρχές Ιουλίου κάνει ένα τέταρ το ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πηγαίνει περιοδεία σε 15 αμερικανικές πόλεις, όπου δίνει διαλέξεις πάνω στην «Τελική νίκη της δημοκρατίας». Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας αποφασίζει να μετοικήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιστρέ φει στο Κύσναχτ στις 11 Ιουλίου και ετοιμάζει τη μετακόμιση για το Σεπτέμβριο. Φτάνει στη Νέα Υόρκη στις 25 Σεπτεμ βρίου. Δέχεται μια έδρα καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον.
1939 Προσπαθεί να βοηθήσει τους γερμανούς εξόριστους. Ταξιδεύει στην Ευρώπη από τις 6 Ιουνίου ώς τα μέσα Σεπτεμβρίου.'Τε λειώνει τον Οκτώβριο τη «Σαρλότ στη Βαϊμάρη».
1940 Γράφει τα «Αλλαγμένα κεφάλια». Αρχίζει τις ομιλίες του από το ραδιόφωνο (θα γίνουν 55) προς τους γερμανούς ακροατές,
χεται με χαρά γιατί νομίζει πως ενσαρ κώνει την ιδέα της ίδιας της ζωής και της ανθρωπότητας. Είναι η ιδέα του
μέσον. Είναι η κατεξοχήν γερμανική ιδέα, γιατί ή γερμανική φύση δεν είναι το μέσο, το μεταίχμιο, το ενδιάμεσο, και ο Γερμανός, ο άνθρωπος του με ταιχμίου, του υψηλού ύφους. Ναι, όποιος λέει γερμανικότητα εννοεί μέ σο, αλλά όποιος λέει μέσο εννοεί αστι κή τάξη και ταυτόχρονα -είμαστε απο φασισμένοι να το αποδείξουμε και να το επιβεβαιώσουμε- εκφράζει μια ιδέα τόσο αθάνατη όσο όταν πρόφερε τη λέ ξη γερμανικότητα. «Η Λυβέκκη, μορφή πνευματικής ζωής»
Το μυθικό Αποκάλεσαν το «Μαγικό βουνό» μου μυθιστόρημα αγωγής, αλλά, καθώς έχει σαν επίκεντρο το ανθρώπινο πρό βλημα, το αίνιγμα του ανθρώπου, δεν απέχω πολύ από το να το αποκαλέσω θρησκευτικό βιβλίο -κα ι τα'σημεία του στα οποία αποκορυφώνεται ο σαρκι κός μυστικισμός δεν μπορούν παρά να επιβεβαιώσουν αυτά μου τα λόγια. Καθόλου εκπληκτικό, λοιπόν, καθό λου τυχαίο αν η θρησκευτική ιστορία και η μυθολογία έχουν από τότε
αψιερω μα/17 μέσω του Μπι-Μπι-Σι. Προσπαθεί να παρακινήσει τις Ηνωμέ νες Πολιτείες να μεσολαβήσουν στην Ευρώπη και κατακρίνει την ουδέτερη στάση τους.
1941 Εγκαθίσταται στην Καλιφόρνια, στο Πασίφικ Παλισάντες. Ετοιμάζει τον τέταρτο τόμο από τον κύκλο των «Ιωσήφ», Τον Ιούλιο πεθαίνει στη Ζυρίχη ο καθηγητής Άλφρεντ Πρίγκσαϊμ.
1942 Ο γιος του, Κλάους, κατατάσσεται στον αμερικανικό στρατό. Δίνει πολλές διαλέξεις. Κυκλοφορεί μια συλλογή από πολιτικά άρθρα του στα αγγλικά («Ημερήσια διάταξη»). r
1943 Οι εκδόσεις Μπέρμαν-Φίσερ, στη Στοκχόλμη, κυκλοφορούν το «Ιωσήφ, ο τροφός». Το Μάρτιο αρχίζει να ετοιμάζει τον «Δόκτορα Φάουστους».
1944 Γίνεται αμερικανός πολίτης. Η γυναίκα τού Χάινριχ Μαν, Νέλλη, αυτοκτονεί.
1945 Πεθαίνει ο Ρούσβελτ, και ο Μαν εκφωνεί τον επικήδειο του στη Σάντα Μόνικα. Στις 28 Σεπτεμβρίου απαντά μέσω της εφη μερίδας «Άουφμπαου» (Νέα Υόρκη) στον εθνικιστή συγγρα φέα Βάλτερ φον Μόλο, με μια ανοιχτή επιστολή: «Γιατί δεν επιστρέφω στη Γερμανία». Ξεσπά βίαιη πολεμική για τη φυγή στο εξωτερικό. Δέχεται επιθέσεις από διανοούμενους που έμει ναν στη ναζιστική Γερμανία, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται «με τανάστες του εσωτερικού». Επιπλέον, τον ανησυχεί πολύ η υποβάθμιση της δημοκρατίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
1946 Εγχειρίζεται για πνευμονικό οίδημα. Κυκλοφορεί στη Γερμα νία η «Σαρλότ στη Βαϊμάρη» από τις εκδόσεις Ζούρκαμπ. Γρά φει ένα δοκίμιο για τον Ντοστογιέφσκι και ένα άρθρο προς τιμήν του αδελφού του Χάινριχ, για την εβδομηκοστή πέμπτη επέτειο των γενεθλίων του.
1947 Το πανεπιστήμιο της Βόννης του απονέμει πάλι τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Ασχολείται με το δοκίμιο πάνω στον Νίτσε που θα δημοσιευτεί το Σεπτέμβριο στο περιοδικό «Ντι Νόυε Ρούντσαου», με τίτλο «Η φιλοσοφία του Νίτσε κάτω απ’ το φως της εμπειρίας μας». Από τις 11 Μαΐου ώς τις 14 Σεπτεμ βρίου ταξιδεύει στην Ευρώπη. Πηγαίνει στην Αγγλία και την Ελβετία, αποφεύγει όμως τη Γερμανία, όπου στέλνει ένα «μή νυμα στο γερμανικό λαό», με το οποίο δικαιολογεί την απόφα σή του (στο περιοδικό «Φρανκφούρτερ Νόυε Πρέσε», στις 24 Μαΐου 1947), επισημαίνοντας πως, κατά τη γνώμη του, ή Γερ μανία δεν έχει ακόμα συνέλθει και είναι αναγκαίο να περιμένει
απορροφήσει τελείως το ενδιαφέρον μου -έν α ς κόσμος όπου κυριαρχεί η πιο συγκινητική οικειότητα, ένας κό σμος αρμονικός, όπου από την αρχή περιέχονται τα πάντα. Α υτό είναι το θέμα του μυθιστορήματος με το οποίο ασχολούμαι αυτή την εποχή («Ο Ιω σήφ και τ’ αδέλφια του»), ένα βιβλίο ίσως ακόμα πιο μπερδεμένο και πε ρίεργο από το προηγούμενο, σε τέτοιο σημείο που θα αναρωτιόταν κανείς αν πρόκειται ποτέ ν ’ αποκτήσει κοινό. Ό σ ο για μένα, ξέρω πως με διασκεδά ζει και με απασχολεί απεριόριστα. «Απόσπασμα πάνω στο θρησκευτικό συναίσθημα», στο «Ο καλλιτέχνης και η κοινωνία», 1931
Μαρξ και Χέλντερλιν Α υτό που θα έπρεπε, αυτό που θα μπορούσε τελικά να είναι γερμανικό, θα ήταν μια συμμαχία και ένα σύμφω νο ανάμεσα στην ιδέα του συντηρητι κού πολιτισμού και την ιδέα της επα ναστατικής κοινωνίας -ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μ όσχα, με δυο λόγια. Προσπάθησα ήδη μια φορά να ξεκα θαρίσω αυτό το πράγμα. Έ λεγα πως όλα θα πήγαιναν καλά στη Γερμανία και πως η Γερμανία θα έβρισκε τον εαυτό της τη μέρα που ο Καρλ Μαρξ θα διάβαζε Φρήντριχ Χέλντερλιν -μια συνάντηση που κατά τα άλλα υπάρχει κάθε δυνατότητα να πραγματοποιηθεί. Ξεχνούσα να προσθέσω πως μια μονό πλευρη γνώση θα ήταν καταδικασμένη ν α μείνει στείρα. «Πολιτισμός και σοσιαλισμός», 1928 Στο ίδιο
Έ νας ύμνος της ανθρωπότητας [...] Αυτά τα έντεκα τρομερά χρόνια δεν έκανα τίποτε άλλο, ή μάλλον, δεν έκανα κυρίως τίποτε άλλο, από το να ολοκληρώσω ένα έργο που είναι βαθύ τατα χιουμοριστικό, τη σειρά των «Ιω σήφ», που θ ’ αφήσει μια μέρα έκπλη κτους τους μεταγενέστερους, γιατί δε θα μπορούν να πιστέψουν πως ένα τέ τοιο έργο μπόρεσε να γεννηθεί σε τέ τοιους καιρούς. Γράμμα στον Βίκτορ Πρίστερ, 30 Μαΐου 1944 Ή μουν πολύ νέος όταν έγραψα τους· «Μπούντενμπροοκ», την παρακμή μιας οικογένειας. Και πενήντα όταν έγρα-
18/αφιερωμα ψα το «Μαγικό βουνό». Τώρα, που βαδίζω στα εβδομήντα μου, πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει ο τελέυταίος τόμος του «Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλ φια του». Το πρώτο απ’ αυτά τα βι βλία ήταν ένα γερμανικό μυθιστόρημα, το δεύτερο ένα ευρωπαϊκό μυθιστόρη μα και το τρίτο ένας ύμνος της μυθικοχιουμοριστικής ανθρωπότητας. Σχέδιο γράμματος, 21 Ιανουάριου 1944
Μια συμμαχία με το διάβολο
πριν μπορέσει να αποφανθεί ευνοϊκά για το μέλλον της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να οργανωθεί μια βίαιη εκστρατεία εναντίον του, μέσω του γερμανικού τύπου της δεξιάς. Τον Οκτώβριο κυκλοφορεί ο «Δόκτωρ Φάουστους» (εκδ. Μπέρμαν-Φίσερ, Στοκχόλμη). Το Δεκέμβριο σχεδιάζει να γράψει •τον «Εκλεκτό».
1948 Γράφει ένα δοκίμιο για τον Στρίντμπεργκ. Τελειώνει το «Ημε ρολόγιο του Δόκτορα Φάουστους». Η κυκλοφορία του «Δόκτορα Φάουστους» στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχε επιλεγεί σαν «βιβλίο του μήνα» το Νοέμβριο, φτάνει ήδη τα 100.000 αντίτυπα.
1949 Εκδίδεται το «Ημερολόγιο του Δόκτορα Φάουστους». Ταξι δεύει στην Ευρώπη. Το Μάιο εκφωνεί ένα λόγο στο Λονδίνο, στη «Βίνερ Λάιμπραρυ» (βιβλιοθήκη αφιερωμένη στο ναζισμό και τις αντισημιτικές καταδιώξεις), όπου τονίζει: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτή την εποχή το Γ' Ράιχ. Οι Γερμανοί έχουν την τάση να την ξεχνούν, να την αποδιώχνουν. Δε θέλουν πια στη Γερμανία ν’ ακούνε γι’ αυτό, κατέληξά να πω στον εαυτό μου. Θεωρούν πως το να τους θυμίζουμε τα δώδεκα χρόνια εγκλη μάτων, αποτελεί έλλειψη τακτ και πατριωτισμού.,.». Το Μάιο αυτοκτονεί ο Κλάους Μαν στις Κάννες. Πηγαίνει στη Δανία, την Ελβετία, και κάνει, από τις 23 Ιουλίου ώς τις 16 Αυγούστου, το πρώτο του ταξίδι στη Γερμανία μετά από 16 χρόνια. Για τα διακόσια χρόνια από τη γέννηση του Γκαίτε, αποφασί ζει να εκφωνήσει τον ίδιο λόγο στην Ομοσπονδιακή Δημοκρα τία της Γερμανίας (Φρανκφούρτη) και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Βαϊμάρη). Δέχεται πολλές επιθέσεις (τον πα ρουσιάζουν σαν «κομουνιστή») επειδή αποφάσισε να πάει και
Δεν είναι περίεργο που εδώ και αρκε τό κάιρό, από το τέλος της «ανατολι κής μου περιόδου», ασχολούμαι με ένα μυθιστόρημα, ένα πραγματικό «βι βλιαράκι» με τη μορφή βιογραφίας που έχει, κι αυτό, σχέση με τη μουσι κή; 'Εχει τίτλο «Ο Δόκτωρ Φάου στους» και περιγράφει τη ζωή του γερμανού συνθέτη Ά ντρ ια ν Λέβερκυν, όπως τη διηγείται ένας φίλος του. Εί ναι μια συμμαχία με το διάβολο. Ο ήρωας έχει την ίδια μοίρα με τον Νίτσε και τον Ούγκο Βολφ, και η ζωή του, που τη διηγείται μια φιλόστοργη, φιλάνθρωπη και αγνή ψυχή, είναι κάτι το πολύ αντιανθρωπιστικό, μια μέθη και ένα κατρακύλισμα, «Sapienti sat». Γράμμα στον Χέρμαν Χέσσε, 8 Απριλίου 1945
Τίποτα το καλό [...] Ο γερμανικός αντισημιτισμός, ή αυτός των κατόχων της γερμανικής εξουσίας, δεν κατευθύνεται -σ ε δια νοητικό επίπεδο- ενάντια στους Εβραίους, ή μάλλον όχι μόνο ενάντια σ’ αυτούς. Κατευθύνεται ενάντια στην Ευρώπη και ενάντια στην ανώτερη γερμανικότητα. Απευθύνεται -κ ι αυτό γίνεται όλο και πιο προφ ανές- στα αρ χαία και χριστιανικά πρότυπα τής ηθι κής του δυτικού κόσμου. Είναι η από πειρα (που συμβολίζεται με την απο τυχία της Κοινωνίας των Εθνών) να ταρακουνηθούν οι εκπολιτιστικοί δε σμοί, που κινδυνεύει να προκαλέσει μια απομάκρυνση, με πολλές ολέθριες συνέπειες, του λαού του Γκαίτε από τον υπόλοιπο κόσμο. Γράμμα στον Έ ντουαρντ Κορρόντι, 3 Φεβρουάριου 1936
Γιατί δεν επιστρέφω στη Γερμανία Ν αι, καταφθάνουν ορισμένα ανησυχη τικά γράμματα από την ξένη μου πα-
αφιερω μα/19 στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Εκείνος όμως απαντά: «Εγώ δεν ξεχωρίζω εδάφη. Η επίσκεψή μου γίνεται για την ίδια τη Γερμανία, για τη Γερμανία σαν σύνολο και όχι σαν έδαφος κατοχής...».
1950 Σαν συνέπεια του μακαρθισμού, στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεσπούν εκδηλώσεις εχθρότητας απέναντι του, εξαιτίας του ταξι διού του στη Βαϊμάρη και της ομιλίας του. Έ νας λόγος που επρόκειτο να εκφωνήσει στη Βιβλιοθήκη του Κονγκρέσου, μα ταιώθηκε. Το Μάιο περνά μια βδομάδα στο Παρίσι. Το ταξίδι οργάνωσαν οι εκδόσεις Αλμπέν-Μισέλ με την ευκαιρία της δη μοσίευσης του «Δόκτορα Φάουστους» στα γαλλικά. Εκφωνεί ένα λόγο στη Σορβόννη («Ο καιρός μου»)'. Ο Χάινριχ Μαν πε θαίνει το Μάιο στη Σάντα Μόνικα.
1951 Κυκλοφορεί ο «Εκλεκτός». Ασχολείται πάλι με τον «Φέλιξ Κρουλ». Το Μάρτιο ο Ευγένιος Τίλλιντξερ, μέσω του περιοδι κού «Φρίμαν», στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον κατηγορεί πως είναι «φιλοκομουνιστής». 'Του απαντά μ’ ένα κείμενο που δη μοσιεύτηκε στο περιοδικό «Άουφμπαου» (Νέα Υόρκη), στις 13 Απριλίου, με τίτλο «Συμπεραίνω», όπου εξηγεί πως δεν είναι, ούτε υπήρξε ποτέ κομουνιστής, αλλά πως «το υστερικό, παρά λογο και τυφλό μίσος απέναντι στους κομουνιστές αποτελεί έναν κίνδυνο πολύ πιο φοβερό απ’ ό,τι ο κομουνισμός στο εσωτερικό της χώρας», για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στις 18 Ιουνίου του 1951 γίνεται αντικείμενο νέων επιθέσεων επειδή έστειλε ένα χαιρετιστήριο μήνυμα στον Γιοχάννες Ρ. Μπέχερ, ποιητή πού έγινε υπουργός πολιτισμού στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ταξιδεύει στην Ελβετία και την Αυστρία ώς τον Οκτώβριο.
1952 Η «Ακαντεμία Νατσιονάλε ντέι Λιντσέι» του απονέμει ένα ιτα λικό βραβείο 5 εκατομμυρίων λιρετών, όχι τόσο για το λογοτε χνικό του έργο, όσο για το «ζωντανό ανθρωπισμό» του (τη χρηματοδότηση του βραβείου είχε αναλάβει ο Φελτρινέλλι). Τον Ιούνιο εγκαταλείπει οριστικά τις Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της ανάπτυξης του μακαρθισμού, της εκεί γενικής πο λιτικής κατάστασης και της νοσταλγίας του για την Ευρώπη. Το Σεπτέμβριο συμμετέχει στο συνέδριο της Ουνέσκο στη Βενε τία, με θέμα «Ο καλλιτέχνης και η κοινωνία». Εγκαθίσταται προσωρινά στο Έρλενμπαχ, κοντά στη Ζυρίχη. Στις 16 Δεκεμ βρίου του 1952 προάγεται σε αξιωματικό της Λεγεώνας της Τι μής από τη Γαλλική Δημοκρατία: «Αυτή η διάκριση αποτελεί μια τιμή; που σας αποδίδει η Γαλλία για τη μοναδική αξία και την παγκόσμια σημασία του λογοτεχνικού σας έργου, καθώς και για τον αγώνα που δεν πάψατε να διεξάγετε για το συμφέ ρον της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας».
1953 Το Μάρτιο κυκλοφορεί μια συλλογή από δοκίμια («Άλτες
τρίδα, που.μ ου μεταβιβάζουν αμερικανο ί λοχίες και λοχαγοί -κ α ι δεν προέρ χονται μόνο από κορυφαία πρόσωπα, αλλά επίσης από νέους, από απλούς α νθρώ πους- και είναι παράξενο που κανένα α π ’ αυτά δε με συμβουλεύει να επιστρέφω από τώρα στη Γερμανία. «Καθήστε εκεί που είσαστε!», μου λένε απερίφραστα. «Περάστε το λυκόφως της ζωής σας στη νέα κι ευτυχισμένη σας πατρίδα! Εδώ είναι πολύ θλιβε ρ ά...» Θλιβερά; Α ς ήταν μόνο αυτό -κ α ι όχι μια κατάσταση αιώνια και ανεπανόρθωτα άθλια, εχθρική. Πριν λίγο καιρό έλαβα από αμερικανική πη γή ένα είδος τρόπαιου, ένα παλιό τεύ χ ος ενός γερμανικού περιοδικού, το «Φολκ ιμ Βέρντεν» (Λαός «εν τω γί γνεσθαι») του Μαίου 1937, που εκδίδει ένας να ζί καθηγητής και επίτιμος δι δάκτορας υψηλά ιστάμενος. Δεν ονο μαζόταν ακριβώς Κριγκ (Πόλεμος), αλλά Κρικ, με κ [πρόκειται για ένα εμ παθές άρθρο που δικαιολογεί την αφαίρεση από τον Τόμας Μαν του τίτ λου του επίτιμου διδάκτορα στο πανε πιστήμιο της Βόννης]. Α παίσιο α νά γνωσμα. Δ ε θά ’ναι εύκολη η ζωή, σκύ φτηκα, ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν για δώδεκα χρόνια ποτιστεί μ’ αυτό το δηλητήριο. Θα είχες εκεί, χω ρίς καμιά αμφιβολία, είπα στον εαυτό μου, πολλούς καλούς και πιστούς φί λους, νέους και γέρους, αλλά επίσης πολλούς εχθρούς που παραφυλάνε -εχθρούς βέβαια νικημένους, αλλά που είναι και οι χειρότεροι και οι πιο φαρ μακεροί. Γράμμα στον Βάλτερ φον Μ όλο, 7 Σεπτεμβρίου 1945
Μια αδυναμία για την αλήθεια Τα εφόδια που διαθέτω δε μου επιτρέ π ουν να περάσω για κομουνιστής. Τα κείμενά μου είναι γεμάτα α π ’ όλα τα ελαττώματα που κατακρίνει ο κομου νισμός, όπως ο φορμαλισμός, η ψυχο λογία, ο σχετικισμός, ο σκεπτικισμός καί ό,τι άλλο θέλετε, το χιούμορ, χω ρίς να παραλείψω ν ’ αναφέρω μια αδυναμία για την αλήθεια, γιατί σύμ φωνα με την ανεξέλεγκτη προκατάλη ψη, η αγάπη για την αλήθεια είναι αδυναμία. Α π ’ την άλλη βέβαια, δεν είμαι διατεθειμένος να επιτρέψω στον εαυτό μου να στρατευθεί σ’ έναν αντικομουνιστικό αγώνα. Γιατί συνεχίζω να θεωρώ το φασισμό και όχι τον κο μουνισμό -απαρχαιωμένη άποψ η, το ξέρω κα λά - ως τον πιο . μισητό καρπό της πολιτικής ιστορίας. Αυτός, μέ τις
20/αψιερω μα ουντ Νόυες» / Παλιό και Καινούριο, Φίσερ). Τον Απρίλιο κά νει ένα ταξίδι στη Ρώμη για να παραλάβει το βραβείο του. Εκεί τον δέχεται ο πάπας Πίος ο 12ος σε ιδιαίτερη ακρόαση. Μετά πηγαίνει στην Αγγλία, όπου ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ του πανεπιστημίου του Καίμπριτζ. Το Σεπτέμβριο εκδίδεται το «Θαύμα».
1954 Στο τέλος Ιανουάριου εγκαθίσταται στο Κίλχμπεργκ, κοντά στη λίμνη της Ζυρίχης. Τελειώνει το πρώτο μέρος του «Φέλιξ Κρουλ» (το γράψιμό του κράτησε λοιπόν 44 χρόνια, και αυτό το μυθιστόρημα παρέμεινε ημιτελές, αφού το δεύτερό μέρος του δεν είδε ποτέ το φως,· της μέρας). Το Μάρτιο γράφει τον πρόλογο στα «Γράμματα ευρωπαίων αντιστασιακών που κατα δικάστηκαν σε θάνατο», βιβλίο που εκδόθηκε στην Ιταλία από τον οίκο Εϊνάουντι. Το Νοέμβριο δίνει μια διάλεξη στη Ζυρίχη για τον Κλάιστ. Τελειώνει το «Δοκίμιο πάνω στον Σίλλερ». Και το Δεκέμβριο, διαβάζει για το Μπι-Μπι-Σι, στρ μικρόφω νο ενός μαγνητοφώνου, την αγγλική μετάφραση του δοκιμίου γιά τον Τσέχωφ.
1955 Το Μάρτιο ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της πόλης της Λυβέκκης. Συγκεντρώνει υλικό για το θεατρικό έργο «Οι γάμοι του Λούθηρου», που δε θα προλάβει να γράψει. Διαβάζει δη μόσια στη Ζυρίχη το δοκίμιό του για τον Τσέχωφ, μετά από πρόσκληση του Συνδέσμου των Συγγραφέων της Ζυρίχης. Το Μάιο συμμετέχει συγχρόνως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Στουτγάρδη) και στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (Βαϊμάρη), στις τιμητικές εκδηλώσεις για τον Σίλ λερ. Του απονέμουν τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα του πα νεπιστημίου της Ιένας. Γιορτάζει την επέτειο των'ογδόντα του χρόνων, στη Ζυρίχη και στο Κίλχμπεργκ (προσφώνηση του Μαξ Πτιπιέρ, που ήταν τότε ελβετός ομοσπονδιακός πρόεδρος, και συναυλία που έδωσε ο Μπρούνο Βάλτερ). Τον συγκίνησε βαθύτατα «Ο φόρος τιμής της Γαλλίας» που του αποδόθηκε με πρωτοβουλία του Μάρτιν Φλίνκερ. Κάνει ένα ταξίδι στην Ολ λανδία, όπου του απονέμουν το σταυρό της Τάξής του ΟράνζΝασσώ, και παρευρίσκεται στην πρεμιέρα του κινηματογραφι κού έργου που γυρίστηκε με βάση τη «Βασιλική Υψηλότητα». Το' Ιούλιο, τα πρώτα συμπτώματα αρρώστιας. Από τις 23 Ιουλ'συ ώς τις 12 Αυγούστου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο της Ζυρίχης, όπου διαπιστώνεται ότι έχει υποστεί θρόμβωση. Εκεί μαθαίνει πως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας του απένειμαν το σταυρό της Τάξης «Για την Τιμή» (10 Αυγού στου). Δέχεται την επίσκεψη (μια από τις τελευταίες) του Μάρτιν Φλίνκερ, στον οποίο δηλώνει τη χαρά του για το «Φό ρο τιμής της Γαλλίας». Πεθαίνει στις 12 Αυγούστου.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
νίκες και τη φαινομενική ήττα του,: στο βάθος καθόλου επιθυμητή, μ’ έσπρω χνε όλο και περισσότερο π ρος την αρι στερά της κοινωνικής φιλοσοφίας και μ’ έκανε πραγματικά να γίνω, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, ένα είδος πλανώδιου υμνητή της δημοκρατίας -έ ν α ς ρόλος από τον οποίο δε.μου διέ φυγε ποτέ το κωμικό στοιχείο, ακόμα και τις στιγμές που λαχταρούσα με π ά θος την κατάρρευση του Χίτλερ. «Ο καλλιτέχνης και η κοινωνία», 1952, από την ομότιτλη συλλογή δοκιμίων
Εύχομαι η Ευρώπη να είναι ενωμένη [...] Δ ε θεωρώ συνετή την ανεξέλεγκτη προσχώρηση της δυτικής Ευρώπης στο αμερικανικό σύστημα άμυνας, γιατί αμφιβάλλω αν εξασφαλίζει τη διατή ρηση της ειρήνης, αν είναι σύμφωνη με το πραγματικό καθήκον που έχει αναλάβει η ήπειρός μας. Το συναίσθημα που έχω ότι ανήκω στη Δύση, η συνεί δηση ότι είμαι ανίκανος να ζήσω κάτω από τον πνευματικό ζυγό και τη στρα τηγική της αυθαιρεσίας της ανατολι κής ορθοδοξίας, δε μου επιτρέπουν να μιλώ για ουδετερότητα. Έ χω όλο και περισσότερό την τάση να γίνομαι πρό μαχος της ιδέας της ελευθερίας, αυτής της καθαρά ευρωπαϊκής ιδέας, που εί ν α ι για μένα τόσο στενά συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και τη γνώση. Εύχο μαι η Ευρώπη να είναι ελεύθερη. Α π ό το «Επιστροφή από την . Αμερική», 1953, Στο ίδιο
Μια πιο όμορφη ζωή Συμβαίνει το εξής: Διασκεδάζουμε με ιστορίες έναν κόσμο χαμένο, χωρίς π ο τέ να τον βάζουμε στο δρόμο που θα τον οδηγήσει σε μια σωτήρια αλήθεια. Στην ερώτηση της καημένης της Κάτια «Τι πρέπει να κάνω;» υπάρχει μια μό νο απάντηση: «Ορκίζομαι στην τιμή και τη συνείδησή μου πως δεν έχω ιδέα». Και παρ’ όλ! αυτά δουλεύουμε, διηγούμαστε ιστορίες, δίνουμε μια μορφή στην αλήθεια και ψυχαγωγούμε έτσι έναν κόσμο φτωχό, με την α πό κρυφη ελπίδα, σχεδόν την πεποίθηση, πως η αλήθεια και η εύθυμη μορφή ασκούν ίσως μια απελευθερωτική δρά ση στην ψυχή και μπορούν να προετοι μάσουν τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή, πιο όμορφη, πιο δίκαιη όσον αφορά το πνεύμα. «Δοκίμιο για τον Τσέχωφ», 1955
αφιερω μα/21
Μισέλ Βάνελλεπούττε
Ο Τόμας Μαν και η παράδοση Καλλιτέχνης καί αστός, κλίνοντας πότε προς το ένα καί πότε προς το άλλο, υπήρξε ταυτόχρονα υμνητής καί επικριτής της παράδοσης. Σ ’ ένα μικρό αυτοβιογραφικό έργο που κυκλοφό ρησε το 1930 ο Τόμας Μαν λέει για τον «Φέλιξ Κρουλ»: «Από μια άποψη είναι ίσως ό,τι πιο προ σωπικό έχω γράψει, γιατί αντιπροσωπεύει τη στά ση μου απέναντι στην παράδοση, μια στάση ταυ τόχρονα επιδοκιμαστική και εχθρική, που καθο ρίζει την [αποστολή ] μου σαν συγγραφέα». Συμ βαίνει συχνά ένας συγγραφέας να έχει μια λανθα σμένη ιδέα για τον εαυτό μου, γιατί η γνώση τού εαυτού σου και το κριτικό πνεύμα δε συμβαδίζουν πάντα με τη δημιουργική φαντασία, και αντίστρο φα. Εδώ όμως φαίνεται καθαρά πως ένας συγγρα φέας κατάλαβε τον εαυτό του και καθόρισε τη θέση του με ακρίβεια. Κατάφερε, καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο, προσδιορίζοντας τη βασική του αμφιταλάντευση, να αγγίξει την ίδια την ψυχή του έργου του. Ο Τόμας Μαν είναι ο κατεξοχήν διχασμένος άνθρωπος ενάντια στον εαυτό του. Υποφέρει από μια συνεχή ασυμφωνία ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική του, την αγάπη του για περιπέτεια και την ανάγκη του για σιγουριά, τις καλλιτεχνικές του βλέψεις και την αστική του ιδιότητα, το θαυ μασμό του για το παρελθόν και την επιθυμία του να ατενίζει το μέλλον. Αναζητά ασταμάτητα αντι νομίες για να εκφράσει αυτή την ουσιαστική αντί φαση. Αντιπαραθέτει, για παράδειγμα, με τη σει ρά, την τέχνη και τη ζωή, την τέχνη και το πνεύμα, τη ζωή και το πνεύμα, και κάθε φορά αυτές οι λέξεις αποκτούν έννοιες που, για να είναι διαφο ρετικές, περνούν με την ίδια άνεση από τη μια κατηγορία στην άλλη, έτσι ώστε έχουμε καμιά φο ρά την εντύπωση ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ετι κέτες που εναλλάσσονται η μια με την άλλη. Αυτό αποδεικνύει ώς ποιο σημείο φτάνει το βάθος του προβλήματος, πόσο ενδόμυχο είναι στο ίδιο το ον
που το θέτει, όσο κι αν αλλάζουν οι όροι που χρησιμεύουν στη διατύπωσή του. Εξάλλου, αυτή η ίδια η αστάθεια δεν είναι τυχαία. Προέρχεται από το χρόνο, ένα χρόνο ταυτόχρονα ατομικό και συλ λογικό, αυτοβιογραφικό και ιστορικό. Η σύγχυση των βιογραφικών και ιστορικών στοιχείων είναι πράγματι κάτι που δεν έλειψε ποτέ από το πνεύμα του Τόμας Μαν. Επίσης η λέξη παράδοση είναι βαριά από νόημα στη φράση που ανέφερα παρα πάνω. Η παράδοση είναι η μόνη υπέρτατη δύναμη που επιβλήθηκε ποτέ πραγματικά στον Τόμας Μαν. Από αντικειμενική άποψη, προέρχεται από το παρελθόν, ένα σύστημα από καθιερωμένες αξίες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Υπο κειμενικά, χρησιμεύει στο άτομο ως σημείο ανα γνώρισης μέσα στις συγκινήσεις, τις κρίσεις και τη συμπεριφορά του. Ορισμένοι συμμορφώνονται συστηματικά μ’ αυτήν, είτε από αδράνεια, είτε από ενδιαφέρον, είτε από φόβο για το άγνωστο. Άλλοι την απορρίπτουν με τον ίδιο απόλυτο τρό πο, είτε από επιπολαιότητα, είτε από πίκρα, είτε από πολιτική ή φιλοσοφική ορθοδοξία. Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό ακραίες καταστάσεις είναι δυνα τόν να υπάρξουν πολλές ενδιάμεσες στάσεις, και μια απ’ αυτές είναι αυτή που υιοθετεί και ο Τόμας. Μαν, σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας, υμνη τής και επικριτής της παράδοσης. Ό π ω ς ο σύγχρονός του Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ο Τόμας Μαν είναι πάνω απ’ όλα ένας γιος, ένας κληρονόμος. Βέβαια, οι διατακτικές αναζη τήσεις και-τα χτυποκάρδια δεν του είναι άγνωστα. Αλλά πάντα η εικόνα του πατέρα διαγράφεται πίσω αΛό τις πράξεις του. Αυτός ο πατέρας είναι πάνω .απ’ όλα ο φυσικός του πατέρας, ο Τόμας Γιόχαν Χάινριχ Μαν, έμπορος δημητριακών, κο μισάριος και πρόξενος της Ολλανδίας. Πέθανε
22/αφιερωμα νέος, το 1891, από δηλητηρίαση του αίματος, ενώ ο γιος του Τόμας ήταν τότε μόλις δεκάξι χρόνων. Και παρ’ όλ’ αυτά, αυτός ο γιος θα γράψει το 1926: «Πόσες φορές στη ζωή μου δε διαπίστωσα με το χαμόγελο στα χείλη, πόσες φορές δεν έμεινα πραγ ματικά έκπληκτος από το γεγονός πως η προσωπι κότητα του μακαρίτη του πατέρα μου ήταν, για να πούμε την αλήθεια, το μυστικό πρότυπο της συμ περιφοράς μου». Πλούσιος και τιμημένος, αυτός ο πατέρας ήταν ωστόσο προβληματικός, νευρικός και εύθικτος από τη φύση του. Από την άλλη όμως, ο ενθουσιασμός και η αυτοκυριαρχία του, που δεν ήταν μικρότερα, του χάριζαν επιτυχίες και κύρος. Αυτά τα χαρακτηριστικά τα ξαναβρί σκουμε στον Τόμας Μαν, που δημιούργησε το έρ γο του με επιμέλεια και επιμονή, αλλά με ένα συνε χή αγώνα ενάντια στην έμφυτη τάση του για ακα ταστασία και πνευματική διάσπαση. Ο φυσικός πατέρας είναι επίσης ο πυρήνας της οικογένειας πατριαρχικού τύπου, και αυτός ο τύ πος ήταν κυρίαρχος στο αριστοκρατικό περιβάλ λον στο οποίο ανήκαν ο πατέρας και ο παππούς του συγγραφέα. Δεν πρέπει λοιπόν να μας εκ πλήσσει το γεγονός πως, έχοντας τον πατέρα του σαν υπόδειγμα συμπεριφοράς, ο Τόμας Μαν αισθάνθηκε στενά συνδεδεμένος με ολόκληρη την οικογένειά του. Δε χρειάζεται καν να το αναφέ ρουμε. Όλοι μας ξέρουμε πως ο Τόμας Μαν οφεί λει τη θεαματική του επιτυχία στη λογοτεχνία στο μυθιστόρημα «Οι Μπούντενμπροοκ. Η παρακμή μιας οικογένειας» (1901), που είναι το πρώτο με γάλο έπος της αστικής ζωής στη γερμανική λογοτε χνία. Εδώ, ο συγγραφέας απεικόνισε με τρόπο αρκετά εμφανή το μεγαλείο και την παρακμή της ίδιας του της οικογένειας, και αισθανόμαστε, πέ ρα από τη σαφήνεια που κυριαρχεί στην ανάλυση, τη θερμή συμπάθεια που του εμπνέουν πολλά πρό σωπα, ιδιαίτερα αυτά που ανήκουν στην οικογέ νεια Μπούντενμπροοκ. Και αυτή η περίπτωση δεν είναι η μόνη που συναντούμε στο έργο του Τόμας Μαν. Στο «Δόκτορα Φάουστους» (1947), για πα ράδειγμα, παρουσίασε τη μητέρα και τις αδελφές του στο πρόσωπο μιας χήρας γερουσιαστή της χανσεατικής περιοχής, της κυρίας Ρόντε, και των δυο της παιδιών, της Ιν και της Κλαρίς, που έχουν και οι δυο την ίδια τραγική τύχη με τη Χούλια και την Κάρλα Μαν. Και συναντούμε τον ίδιο με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στην «Ακαταστα σία» (1926) και στο «Ο Μάριο και ο μάγος» (1930). Αυτά τα αξιοσημείωτα παραδείγματα δεν είναι εξάλλου τα μόνα που μαρτυρούν την προσκόλλη ση του συγγραφέα στους δικούς του. Για να πει στούμε, αρκεί να σκεφτούμε το μυθιστόρημα «Βα σιλική Υψηλότητα» (1910), όπου ο Τόμας Μαν μεταφέρει την ιστορία των δικών του αρραβώνων, στο πλαίσιο της ζωής ενός πρίγκιπα, ή τις «Σκέ ψεις ενός ξένου προς την πολιτική» (1918), που
είναι, σε προσωπικό επίπεδο, το αποτέλεσμα μιας αντιδικίας ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αδελ φό του Χάινριχ. Ώ ς το τέλος της ζωής του, τον Τόμας Μαν θα τον κατατρέχει το όραμα των σχέ σεων που μπορούν να υπάρξουν ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας. Η μυθική τετραλογία « Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του» (1933-1943) είναι απ’ αυτή την άποψη ένα είδος «σύνοψης» (με την παλιά έννοια της λέξης), ενώ «Ο εκλεκτός» (1951) παρουσιάζει παραλλαγές πάνω στο θέμα της αιμομιξίας, που ο συγγραφέας έχει ήδη θίξει στο «Συγκρατημένο αί μα»-(1906). Η προσκόλληση του Τόμας Μαν στον κόσμο της πατριαρχικής οικογένειας εκτείνεται στο χώρο μέ σα στον οποίο κινείται αυτή η οικογένεια. Αυτός ο χώρος, είναι πρώτ’ απ’ όλα η Λυβέκκη, η γενέτει- . ρα πόλη, όπου οι Μαν πέρασαν έναν αιώνα γεμάτο κύρος και ευημερία, αλλά επίσης κέντρα παραθερισμού όπως το Τράβεμουντε και οι γειτονικές λουτροπόλεις, όπως επίσης, σε μικρότερο βαθμό, το Αμβούργο, η Βρέμη, η Δανία και, γενικότερα, τα παράλια της βορειοδυτικής Ευρώπης. Ο συγ γραφέας περιγράφει την περιοχή και το περιβάλ λον της Λυβέκκης κυρίως μέσα στους «Μπούντεν μπροοκ» (1901) και στον «Τόνιο Κρέγκερ» (1903), χωρίς όμως να λείπουν κι από άλλα έργα της νεα ρής του ηλικίας, όπως είναι «Ο μικρός κύριος Φρίντεμαν» (1897) ή ο «Τόμπιας Μίντερνικελ» (1898). Ο Χανς Κάστορπ, ο ήρωας του «Μαγικού βουνού» (1924), είναι ένας αρκετά τυπικός κάτοι κος του Αμβούργου, που προέρχεται από το ίδιο κοινωνικό στρώμα με το δημιουργό του. Και το Κάιζερζασερν, η γενέτειρα του Άντριαν Λέβερκυν (του γερμανού μουσικού που η ζωή του περιγράφεται στο «Δόκτορα Φάουστους») έχει κοινά γνωρίσματα όχι μόνο με το Νάουμπουργκ και το Εξ-λα-Σαπέλ, αλλά ακόμη και με τη Λυβέκκη. Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως, για τον Τόμας Μαν, ο τόπος καταγωγής είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό γεωγραφικό πλαίσιο μέσα στο οποίο, εκτυλίσσεται η παιδική ηλικία. Το 1926 χαρακτή ρισε τη Λυβέκκη «πνευματική μορφή ζωής» και παρουσίασε αυτή τη μορφή σαν καθοριστική για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και εικονίζει τα πράγματα ή τους ανθρώπους. Και η Λυβέκκη εί ναι ταυτόχρονα το αμυδρό φως των παραλίων της Βαλτικής, ο μακάβριος χορός και οι ομοιότητες με τη Βενετία, αλλά, ακόμα, ο ενθουσιασμός και η σοβαρότητα -ίσως λίγο συγκρατημένα- τής μεγα λοαστικής τάξης των εμπόρων, και το άνοιγμα προς τον κόσμο που της χαρίζει το διεθνές και γεμάτο κίνηση λιμάνι της. Και όλα αυτά, τα ξανα βρίσκουμε στο ύφος και στα αγαπημένα θέματα του Τόμας Μαν. Δίπλα στο φυσικό πατέρα και το περιβάλλον του, που το αποκτά τυχαία όταν γεννιέται, ο κλη ρονόμος της παράδοσης θέτει σαν πρότυπα σκέ
αφιερω μα/23 ψης και συμπεριφοράς πνευματικούς πατέρες που διαλέγει ανάλογα με τις επαφές του με τον κόσμο των γραμμάτων και τον περίγυρο αυτού του κό σμου (που, φυσικά, έχει πολλές φορές άμεση σχέ ση με την καταγωγή). Ο πρώτος που η επιρροή του υπήρξε άμεσα αντιληπτή στο έργο του Τόμας Μαν, ήταν ένας αντιδραστικός και αντισημΐτης γάλλος λογοτέχνης και δοκιμιογράφος, που ήταν τότε στη μόδα, ο Πωλ Μπουρζέ. Στα άρθρα που έγραψε ο νεαρός συγγραφέας του «Μπαγιάτσο» και που δη μοσιεύτηκαν στο εθνικιστικό και πανγερμανιστικό περιοδικό «Ντας Τσβάντσιγκστε Γιάρχουντερτ» (Ο Εικοστός Αιώνας), συνιστούσε, όπως τόσες φορές έγραψε ο Μπουρζέ, μια ανάπλαση της σύγχρονης κοινωνίας, που τη θεωρούσε παρα■κμιακή, με την αγάπη προς την πατρίδα, την από δοση σημασίας στην οικογένεια, και την επιστρο φή στη θρησκεία. Όμως, πρόκειται για ένα επει σόδιο αρκετά σύντομο και συνεπώς όχι και τόσο αντιπροσωπευτικό, αν αγνοήσουμε το γεγονός πως στην αρχή της λογοτεχνικής του καριέρας ο Τόμας Μαν αναζητά πρότυπα σκέψης και συμπε ριφοράς στον κόσμο των συντηρητικών. Και, πράγματι, αυτός ο κόσμος θα είναι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και ο δικός του, όπως μας διαβεβαιώνει η εξερεύνηση που ανέλαβε να κάνει στο πιο μεγάλο βιβλίο του πάνω στον πόλεμο, τις «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική», που ήδη αναφέραμε, όπου ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Βάγκνερ παρουσιάζονται σαν οι καθοδηγητές του στον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται και αισθάνε ται. Εκτιμά ιδιαίτερα σ’ αυτά τα τρία πρόσωπα μια ορισμένη οικειότητα που μοιάζουν να διατη ρούν με το θάνατο, με τη μυρωδιά του σταυρού και του τάφου που αναδίδουν τα έργα τους. Και θεω ρεί αυτή τη συμπάθεια για το θάνατο, αυτό το μακάβριο άρωμα, ουσιαστικό συστατικό του γερ μανικού πνεύματος, ένα στοιχείο που πιστεύει πως θ’ ανακαλύψει την πιο χαρακτηριστική του έκφραση σε μια σύγχρονη όπερα, στην οποία αφιερώνει μερικές από τις πιο συγκινητικές και διθυραμβικές σελίδες των «Σκέψεων». Ο Τόμας Μαν δε θα περιοριστεί σ’ αυτά τα πρότυπα. Πολύ σύντομα θα νιώσει να τον αιχμα λωτίζει ο βαθύς ανθρωπισμός ενός Γκαίτε ή ενός Τολστόι, και στο πιο γνωστό από τα τελευταία του έργα, στο «Δόκτορα Φάουστους», θα υποστηρίξει με συστηματικό τρόπο, μέσα από το μυθιστόρημα, όλες τις αντιδραστικές και αντιορθολογικές θέ σεις που υποστήριξε στις «Σκέψεις». Στο μεταξύ, ο συγγραφέας θα μετατραπεί σε οπαδό ενός ορι σμένου ορθολογισμού και προοδευτισμού, χωρίς όμως ποτέ να αρνηθεί τη σημασία του παράλογου ούτε το βάρος που έχει η παράδοση στη μοίρα των ανθρώπων και των λαών. Όποια· κι αν υπήρξε η προσκόλλησή του στην
Στο κέντρο, ο Τόμας Μαν και ο Γκέρχαρτ Χάονπτμαν, το 1924, στο Χίντενξέε. Ο Χάονπτμαν υπήρξε το πρότυπο του Μύνχεερ Πήπερκορν, στο «Μαγικό βουνό»
παράδοση που κληρονόμησε, ο Τόμας Μαν δεν παρέλειψε ποτέ, από την αρχή της καριέρας του σαν λογοτέχνης, να κρατήσει μια απόσταση απέ ναντι της. Αυτή η αποστασιοποίηση έγινε σε δυο επίπεδα: σε επίπεδο περιεχομένου και σε επίπεδο μορφής. Με την επιλογή των θεμάτων του, τη δομή που τους έδωσε και το ύφος με το οποίο τα επεξερ γάστηκε, ο συγγραφέας δε δίστασε να κατηγορή σει τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται ή ζει ένας κόσμος, στον οποίο, στην αρχή τουλάχιστον, ανή κε με ψυχή και σώμα. Η στάση που αναφέραμε έχει τις ρίζες της όχι μόνο στην εξέλιξη της οικογένειας Μαν, αλλά επί σης, σε τελευταία ανάλυση, στην πολιτική, οικο νομική και κοινωνική ιστορία της Γερμανίας του 19ου αιώνα. Ο Τόμας Μαν γεννήθηκε το 1875, από μια εύπορη, ισχυρή και αξιοσέβαστη οικογένεια, και είδε τον πατέρα του να πεθαίνει το 1891 και αμέσως μετά να εκποιείται η οικογενειακή εται ρεία, που η ιστορία της έφτανε τα εκατό χρόνια. Τον επόμενο χρόνο η μητέρα του θα εγκατασταθεί στο Μόναχο με τα τρία μικρότερα παιδιά της. Ο Τόμας Μαν θα μείνει για δυο ακόμα χρόνια στη Λυβέκκη, και το 1894 θα φύγει κι αυτός για το Μόναχο. Σαν κακός μαθητής που ήταν, δεν ολο κλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές κι έτσι δεν μπορεί να διεκδικήσει μια κανονική εγγραφή σε ένα πανεπιστήμιο. Θα πρέπει λοιπόν να περιορι στεί στο να παρακολουθεί, σαν ακροατής, ορισμέ να μαθήματα γενικού περιεχομένου στις πολυτε χνικές σχολές του Μονάχου. Μετά από ένα σύντο μο σεμινάριο σε μια ασφαλιστική εταιρεία, απο φασίζει να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία.
24/αψιερωμα . Προσφέρει τις υπηρεσίες του στο περιοδικό «Ντας Τσβάντσιγκστε Γιάρχουντερτ» και μετά στο «Σιμπλιτσίσιμους» και δημοσιεύει από καιρό σε καιρό κάποια νουβέλα σε κανένα πιο γνωστό περιοδικό. Αυτή η αρχή δεν είναι ακριβώς δύσκολη, ούτε όμως και θεαματική. Για να πούμε την αλήθεια, ο Τόμας Μαν ήταν την εποχή εκείνη ένας άνθρωπος κοινωνικά ξεπεσμένος (όπως ακριβώς και ο αδελ φός του Χάινριχ, με τον οποίο έχει πολλές επα φές). Έπαψε ν’ ανήκει στην άρχουσα τάξη της πόλης της Λυβέκκης και πρέπει να περιοριστεί σε πολύ μέτρια εισοδήματα (σ’ ένα μικρό ετήσιο εισό δημα που του αποφέρει η περιουσία που κληρονό μησε και σε κάποια αμοιβή με το κομμάτι για τα άρθρα και τις νουβέλες του). Ένας ολόκληρος κόσμος τον χωρίζει λοιπόν από τους άμεσους προ γόνους του. Αυτή η κατάσταση θα τον κάνει να δει καθαρά τα πράγματα. Πολύ σύντομα θα συνειδη τοποιήσει τις αδυναμίες της αστικής τάξης, όπως και την επίδραση που ασκούν οι κοινωνικοί, οικο νομικοί και πολιτικοί παράγοντες στη μοίρα του ατόμου. Η παρακμή της οικογένειας Μαν σαν δυ ναστεία εμπόρων, είναι στενά συνδεδεμένη με την παρακμή της πόλης της Λυβέκκης. Κάτω από την επιρροή των πολιτικών γεγονότων, η Λυβέκκη χά νει από το 1866 την οικονομική της ανεξαρτησία, και από το 1878 της επιβάλλουν δασμούς στις ει σαγωγές των ρωσικών δημητριακών. Από την άλ λη μεριά, η αύξηση των εξαγωγών, που είναι απο τέλεσμα της ίδρυσης της γερμανικής αυτοκρατο ρίας, αποφέρει κέρδη στο Αμβούργο και το Στεττίνο, αλλά όχι στη Λυβέκκη. Ό λα αυτά αποτελούν συνέπεια της επιβολής της πρωσικής ηγεμονίας στη Γερμανία, που έγινε βέβαια πολύ σταδιακά, αλλά τα αποτελέσματά της φαίνονται καθαρά κυρίως γύρω στο 1870. Ο Τόμας Μαν, επειδή ανή κε στην κατηγορία των αδικημένων, άρχισε να ενδιαφέρεται για τα άπλυτα της κοινωνίας και έτσι θα ασκήσει μέσα από τους «Μπούντενμπροοκ» κριτική όχι μόνο ενάντια στην παραφρο σύνη της αστικής τάξης (μέσα στην οικογένεια τα πάντα γίνονται στο όνομα της εταιρείας, ακόμη, και κυρίως, οι γάμοι), αλλά επίσης ενάντια στην αποκτήνωση της ζωής με την εξάπλωση του μονο πωλιακού καπιταλισμού και με την εισαγωγή στρατιωτικών μεθόδων στην εκπαίδευση. Ξαναβρίσκουμε την κριτική της πρωσικής ηθι κής, αν και χωρίς άμεσες πολιτικές αναφορές, στη «Βασιλική Υψηλότητα» (1909) και στο «Θάνατο στη Βενετία» (1912). Ο φορμαλισμός που έχει γί νει ρηχός, η μηχανική υπακοή σε μια κατηγορημα τική προσταγή, χωρίς να καταλαβαίνουμε πλέον πολύ καλά τις αιτίες της, αποτελεί χαρακτηριστι κό τόσο του γέρου συγγραφέα Γουσταύου Άσενμπαχ, όσο και του νεαρού πρίγκιπα Κλάους Χάινριχ. Και το πατριωτικό κείμενο «Ο Φρειδερίκος και η Μεγάλη Συμμαχία» (1915) δεν προκαλεί σχε
δόν καθόλου, από τη φύση του, τον ενθουσιασμό των αναγνωστών για'το πρόσωπο του Φρειδερί κου Β'. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας τονίζει τον αύξοντα κυνισμό αυτού του ανθρώπου που ήθελε να είναι ο πρώτος υπηρέτης του κράτους του, μπο ρεί ίσως να προκαλέσει το ενδιαφέρον μας σαν κανονική περίπτωση ψυχολογικής παρεκτροπής, αλλά σίγουρα όχι τη συμπάθειά μας και ακόμα λιγότερο το θαυμασμό μας. Βρισκόμαστε δηλαδή εδώ αντιμέτωποι με μια κριτική στάση που, από πρώτη άποψη, συμμορφώνεται πολύ λίγο με τις απαιτήσεις.ενός επίσημου σωβινισμού. Την ίδια στάση συναντούμε και στις «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική», οι οποίες θέλουν ωστόσο να παραμείνουν πολύ πιστές στη γερμανική παράδο ση (που λαμβάνεται όμως σαν αντιορθολογιστικό ρεύμα, γιατί ο Τόμας Μαν, όπως και οι περισσότε ροι γερμανοί αστοί, δε γνώριζε καθόλου καλά την ορθολογιστική παράδοση που ξεκινά από τον Κρίστιαν Βολφ και φτάνει ώς τους μαθητές του Χέγκελ). Μέσα στην ειλικρίνειά του (που δεν πρέ πει σε κανένα σημείο να την αμφισβητήσουμε), ο συγγραφέας παρέχει σχεδόν τόσα επιχειρήματα στους αντιπάλους όσα και στους υποστηρικτές της Γερμανίας στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν είναι εύκολο, πράγματι, να υιοθετήσει κάποιος μια σωβινιστική στάση όταν του είναι τόσο γνωστή η εμπειρία της σχετικότητας που χαρακτηρίζει κά θε άποψη -κ α ι αυτή η εμπειρία δεν ήταν άγνωστη στον Τόμας Μαν. Από την αρχή ο Τόμας Μαν βλέπει τα πράγματα καθαρά. Συμμερίζεται, βέβαια, τις προκαταλή ψεις των Γερμανών της εποχής του, που ήταν τόσο δημοφιλείς χάρη στην εθνικιστική προπαγάνδα (θα αποδώσει, για παράδειγμα, το καλλιτεχνικό του ταμπεραμέντο στην κάπως εξωτική καταγωγή της μητέρας του). Επιπλέον, επειδή είναι σε μεγά λο βαθμό αυτοδίδακτος, δε διαθέτει πάντα ένα υπόβαθρο που θα του επέτρεπε να εκτιμά αμέσως σωστά την αξία των καινούριων γεγονότων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος. Αλλά εξετάζει συ νεχώς με’απόλυτη εντιμότητα τα προβλήματα που !του παρουσιάζονται, και αυτή η εντιμότητα τον κάνει γενικά διορατικό. Θα καταφέρει επίσης να συλλάβει αρκετά έγκαιρα τη βαθιά έλλειψη αν θρωπιάς που χαρακτηρίζει το φασισμό, τον οποίο και θα πολεμήσει, από την πρώτη στιγμή, με όλες του τις δυνάμεις. Πρώτ’ απ’ όλα, είναι δυνατό, η κριτική τοποθέ τηση του Τόμας Μαν, η απομάκρυνσή του από τις κοινά αποδεκτές αντιλήψεις, να εκδηλώθηκε σε επίπεδο μορφής, ύφους και τρόπου διήγησης. Οι κριτικές χαρακτήρισαν πολλές φορές αυτή τη στά ση ειρωνική, αλλά η ειρωνεία προϋποθέτει μια τέλεια αδιαφορία, που δεν είναι πραγματικά χα ρακτηριστικό αυτού του συγγραφέά. Ο ίδιος προ τιμούσε, προς το τέλος της ζωής του, να μιλάει
αφιερωμα/25 περισσότερο για χιούμορ παρά για ειρωνεία και, ' αν κοιτάξουμε τα πράγματα από κοντά, αυτός ο όρος είναι ίσως πιο κατάλληλος, στο μέτρο που υπονοεί μια ορισμένη αγάπη για τα πράγματα και τα όντα που κοροϊδεύουμε. Γιατί μια ορισμένη ανθρώπινη ζεστασιά είναι πάντα παρούσα στα έργα του Τόμας Μαν, παρ’ όλη την απάθεια που οι μακριές του φράσεις με τον πολύ μετριασμένο ρυθμό, μας επιτρέπουν να υποθέσουμε. Αυτό όμως που έχει σημασία, δεν είναι τόσο να αποφα σίσουμε αν θα πρέπει να τοποθετήσουμε τον Τό μας Μαν ανάμεσα στους κωμικούς συγγραφείς ή ανάμεσα στα ειρωνικά πνεύματα, όσο το να του αναγνωρίσουμε μια φανερή αίσθηση του κωμι κού, μια έκδηλη επιθυμία να διασκεδάζει ο ίδιος ■ψυχαγωγώντας τον αναγνώστη του. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως καταλάβαμε το μισό μόνο αυτού του συγγραφέα αν δε συλλάβου με τη σχεδόν πάντα ελαφρά χλευαστική απόχρωση των πιο λαμπρών του περιόδων. Αλλά πρόκειται, φυσικά, για μια απόχρωση, για έναν επιτήδειο χρωματι σμό, που προστατεύει το συγγραφέα από τη χυ δαιότητα όπως και από τον κομφορμισμό. Το χιούμορ του Τόμας Μαν είναι ένα ελαφρό χιού μορ, που του λείπει κάθε κοινοτοπία. Και από δω πηγάζει όλη του η γοητεία. Αν είχε ζήσει πενήντα χρόνια νωρίτερα, ο Τόμας Μαν θα είχε ίσως περιοριστεί να γίνει ο καλο προαίρετα σατιρικός ζωγράφος των ηθών και της ψυχολογίας της αστικής τάξης. Αλλά οι καιροί στους οποίους έζησε δεν του επέτρεψαν να διατη ρήσει αυτή τη στάση του θεατή που διασκεδάζει ή που μελαγχολεί, που κυριαρχεί στους «Μπούντενμπροοκ», στον «Τόνιο Κρέγκερ» ή στη «Βασιλική Υψηλότητα»·Ήδη από το «Θάνατο στη Βενετία», αισθανόμαστε πως η κατάσταση έχει, πια φτάσει στο απροχώρητο, πως ο συγγραφέας δεν μπορεί πλέον ν’ αφήσει τον αστικό ατομικισμό να δρα ανενόχλητος. Όταν, παρ’ όλ’ αυτά, θα ξεσπάσει ο πόλεμος του 1914, θα ταχθεί αποφασιστικά με το μέρος εκείνων που του υπαγορεύει η κοινωνική του προέλευση. Και θα το κάνει ανεπιφύλακτα, χωρίς όμως να έχει.τη συνείδησή του καθαρή, γε γονός που θα τον οδηγήσει να παραμελήσει για χρόνια το επάγγελμα του διηγηματογράφου, για ν’ αφοσιωθεί σε μια τεράστια απόπειρα αυτοδικαίωσης που θα ονομάσει «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική». Το τέλος του πολέμου δε θα τον κάνει ν’ αλλάξει γνώμη, πολύ περισσότερο που οι νικητές του 1918 θα αντισταθούν άσχημα στον πειρασμό να πληρώσουν μόνο οι νικημένοι για όλες τις αμαρτίες της ιμπεριαλιστικής εποχής, ενώ οι ίδιοι θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τους λαούς στις αποικίες της Αφρικής και της Ασίας. Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 1922 για να δούμε τον Τόμας Μαν ν’ αποδεσμεύεται
από τις αντιδραστικές δυνάμεις της αστικής ιδεο λογίας. Και σ’ αυτή του την απόφαση συνέβαλε ένα γεγονός τεράστιας σημασίας: η δολοφονία του Βάλτερ Ρατενάου από νεαρά ακροδεξιά στοιχεία. Αισθάνθηκε την υποχρέωση να απευθυνθεί δημό σια στη νεολαία για να την παρακινήσει να χτίσει μια γερμανική δημοκρατία άξια του ονόματος της. Και του δόθηκε η ευκαιρία με τον εορτασμό των εξήντα χρόνων του δραματουργού Γκέρχαρτ Χάουπτμαν, που είχε τότε πολύ μεγάλο κύρος; Ξέ ρουμε σήμερα πως η κάποια πολιτική δραστηριό τητα που άρχισε ο Τόμας Μαν με το λόγο του «Από τη Γερμανική Δημοκρατία» (1922) έμεινε τελικά σχεδόν άκαρπη. Αλλά η συνέπεια με την οποία έμεινε από τότε πιστός σε μια προοδευτική αντίλη ψη της ανθρώπινης ιστορίας και στην ανθρωπιστι κή ηθική που πηγάζει απ’ αυτήν, προκαλεί ακόμα και σήμερα το θαυμασμό μας. Επειδή προερχόταν από ένα αριστοκρατικό περιβάλλον όπου είχε πε ράσει μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία, που στιγ μάτισε όμως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ο πρόωρος θάνατος του πατέρα του, δεν μπορούσε εύκολα να αποφύγει μια ορισμένη νοσταλγία για το παρελθόν. Θα κυριαρχείται από αυτή τη νο σταλγία ώς τη στιγμή που θα ανακαλύψει πως αν τη σπρώξει ώς τα άκρα, μπορεί να οδηγήσει στο έγκλημα. Αυτή η στιγμή τοποθετείται στο 1922. Εκτός από το λόγο «Από τη Γερμανική Δημοκρα τία» και μερικά άλλα δοκίμια της εποχής, το «Μαγικό βουνό», που γράφτηκε κυρίως από το 1920 ώς το 1924, μας διαβεβαιώνει γι’ αυτό που θα μπορούσαμε ν’ αποκαλέσουμε «προσηλυτισμό» ίου Τόμας Μαν στην υπόθεση της ανθρωπότητας.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
26/αφιερω μα
Οι «Μπούντενμπροοκ» από τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε Το 1902 ο Ρίλκε έγραφε αυτό το εγκωμιαστικό άρθρο σε μια εφημερίδα της Βρέμης. «Μια από τις πρώτες και καλύτερες αναλύσεις των Μπούντενμπροοκ», έγρα φε ο Τόμας Μ αν το 1941. Πρέπει οπωσδήποτε να βάλουμε καλά στο μυαλό μας αυτό το όνομα. Με ένα μυθιστόρημα 1100 σελίδων ο Τόμας Μαν μας απέδειξε μια ικανότη τα στην εργασία και μια σοφία που δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να γράψει την ιστορία μιας οικογέ νειας που κατέρρεε, την «παρακμή μιας οικογέ νειας». Ακόμη λίγα χρόνια κι ένας σύγχρονος συγγραφέας θα είχε περιοριστεί να δείξει το τε λευταίο στάδιο αυτής της παρακμής, τον τελευ ταίο βλαστό να πεθαίνει μαζί με τους παππούδες του. Ο Τόμας Μαν δε θεώρησε σωστό να συμπυ κνώσει σ’ έναν επίλογο μια καταστροφή, στην οποία, για να .πούμε την αλήθεια, συντέλεσαν ολόκληρες γενιές. Άρχισε λοιπόν να διηγείται σχολαστικά την ιστορία της οικογένειας από το σημείο που βρισκόταν στο αποκορύφωμα της ευ τυχίας της. Δεν αγνοεί πως μετά από ένα τέτοιο απόγειο θ’ ακολουθήσει αναγκαστικά η κάθοδος, κατά μήκος μιας πλαγιάς που η κλίση της θα είναι αρχικά μόλις αντιληπτή, θα γίνεται όμως όλο και πιο απότομη, για να καταλήξει σε μια κάθετη πτώση στο κενό. Έτσι ο Τόμας Μαν ανέλαβε την υποχρέωση να διηγηθεί τη ζωή τεσσάρων γενεών, κάι ο τρόπος με τον οποίο ανταπεξήλθε σ’ αυτή τη μοναδική αποστολή είναι τόσο συναρπαστικός καί ενδια φέρων που ο αναγνώστης, παρά τις μέρες που χρειάζεται ν’ αφιερώσει, διαβάζει προσεκτικός και σαγηνευμένος αυτούς τους δύο τεράστιους τόμους, σελίδα με τη σελίδα, χωρίς καθόλου να κουραστεί, χωρίς τίποτα να παραλείψει, χωρίς το παραμικρό ίχνος αδημονίας ή βιασύνης. Χρειάζεται χρόνος, πολύς χρόνος για την ήρεμη και φυσική διαδοχή των γεγονότων. Και πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως τίποτα μέσα σ’ αυτό το έργο δε μοιάζει να είναι εκεί για τον αναγνώ στη, πως πουθενά πέρα απ’ τα επεισόδια, ένας
απαθής συγγραφέας δε σκύβει προς το μέρος ενός απαθή αναγνώστη, για να τον πείσει, να τον παρασύρει. Έχει κανείς την αίσθηση ότι εί ναι μέσα στην υπόθεση και ότι συμμετέχει σ’ αυ τήν σχεδόν προσωπικά, σαν να είχε βρει ο ίδιος, σε κάποιο μυστικό συρτάρι, παλιά οικογενειακά χαρτιά και γράμματα και να προχωρούσε σιγά σιγά στην ανάγνωσή τους, ώς τα όρια των δικών του αναμνήσεων. Ο Τόμας Μαν είχε την εξυπνάδα να καταλάβει πως, για να διηγηθεί την ιστορία των «Μπού ντενμπροοκ», έπρεπε να γίνει χρονογράφος, ο ήρεμος δηλαδή και ψυχρός αφηγητής των γεγο νότων, ενώ παράλληλα να είναι και ποιητής, να αποδίδει σε πολυάριθμα πρόσωπα μια πειστική ζωή, μια ζεστασιά και μια παρουσία. Για καλή του τύχη συγκέντρωνε και τα δύο. Ερμήνευσε το ρόλο του με σύγχρονο τρόπο, προσπαθώντας όχι ν’ αναφέρει μερικές χτυπητές ιδέες, αλλά να διηγηθέί συνειδητά ό,τι επιφανειακά δεν έχει σημα σία, ό,τι είναι ασήμαντο, δισεκατομμύρια μικροσυμβάντα και λεπτομέρειες, γιατί τελικά ό,τι εί ναι πραγματικό και συγκεκριμένο έχει την αξία του και δεν αποτελεί παρά ένα ελάχιστο τμήμα αυτής της ζωής που ανέλαβε να περιγράψει. Και μ’ αυτό τον τρόπο καταφέρνει, χάρη σ’ αυτή την κατάδυση στα ιδιαίτερα φαινόμενα, χάρη σε μια τεράστια αμεροληψία απέναντι σε οτιδήποτε συμβαίνει, να δώσει ζωή σε μια αναπαράσταση που δεν αφορά τόσο έναν τομέα όσο τη συνεχή υλική εξέλιξη όλων των πραγμάτων. Παρατη ρούμε εδώ μια μεταφορά της τεχνικής περίπου του Σεγκαντίνι σ’ ένα άλλο επίπεδο. Κάθε τμήμα υπόκειται σε μια ισότιμη και εξονυχιστική επε ξεργασία και η κατεργασία του υλικού κάνει όλα να φαίνονται σημαντικά, ουσιαστικά. Το χωρά φι που έχουν οργώσει εκατοντάδες άροτρα φαί νεται σε όποιον το κοιτάει ομοιογενές και ξανα ζωντανεμένο από το εσωτερικό του. Τέλος, ο λό-
αφιερωμα/27
γος διαθέτει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα, έναν επικό τρόπο, που έρχεται να αποδώσει στο ωμό και στο αγωνιώδες μια ορισμένη αναγκαιό τητα και νομιμότητα. Αυτή η ιστορία των Μπούντενμπροοκ, μιας παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Λυβέκκης (η εταιρεία Γιόχαν Μπούντενμπροοκ), αρχί ζει γύρω στο 1830 με το γέρο Γιόχαν Μπούντεν μπροοκ και τελειώνει στη σύγχρονη εποχή με τον εγγονό του Χάννο. Την ιστορία συνθέτουν γιορ τές και συγκεντρώσεις, βαφτίσια και έσχατες στιγμές (απ’ αυτές τις ιδιαίτερα ασήκωτες και τρομερές έσχατες στιγμές), γάμοι και διαζύγια, μεγάλες επιτυχίες και ανελέητα δεινά χωρίς τε λειωμό, που μπορεί κάλλιστα να προκαλέσει ο κόσμος των επιχειρήσεων. Μας δείχνει μια παλιότερη γενιά να εργάζεται ειρηνικά και απλοϊ κά, και τη νευρική βιασύνη που παρατηρείται στους απογόνους της. Μας δείχνει όντα γελοία και μικροπρεπή να αγωνίζονται απελπισμένα μέ σα στα μπερδεμένα δίχτυα που πλέκουν τα χτυ πήματα της μοίρας. Μας αποκαλύπτει πως ακό μα κι αυτοί που βλέπουν λίγο πιο μακριά δεν είναι κύριοι ούτε της ευτυχίας ούτε της κατα στροφής· και οι δύο ξεπηδούν πάντα από εκα τοντάδες ασήμαντες κινήσεις, σχεδόν ανώνυμες και απρόσωπες στην αρχή, και απλώνονται και αποτραβιούνται, ενώ η ζωή συνεχίζεται σαν πα λίρροια. Παρατηρείται με μεγάλη λεπτότητα ιδιαίτερα ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται η παρακμή αυτής της οικογένειας: στο γεγονός κυ ρίως ότι τα άτομα έχουν, θα λέγαμε, αλλάξει τον προσανατολισμό της ζωής τους, δεν τους φαίνε ται πλέον φυσικό να ζουν στραμμένα προς τα έξω, μια στροφή προς τα μέσα γίνεται όλο και περισσότερο αντιληπτή. Ήδη ο γερουσιαστής Τόμας Μπούντενμπροοκ πρέπει να αγωνιστεί για να ικανοποιήσει τις φι
λοδοξίες του. Όσο για τον αδελφό του Κρίστιαν, η απομάκρυνσή του από τον εξωτερικό κόσμο τον οδηγεί αρχικά σε μια επικίνδυνη και παθολογική ενδοσκόπηση που φτάνει μέχρι εσω τερικές φυσικές καταστάσεις, και στη συνέχεια στην καταστροφή του μέσα σ’ ένα αδυσώπητο μαρτύριο. Ο τελευταίος.βλαστός, ο νεαρός Χάν νο, περιπλανιέται, κι αυτός, με το βλέμμα στραμμένο προς τα μέσα, παρακολουθώντας με προσοχή τον εσωτερικό πνευματικό κόσμο απ’ όπου πηγάζει η μουσική του. Έχει ακόμα μέσα του τη δυνατότητα για μια άνοδο (διαφορετική όμως απ’ αυτή που θα περίμεναν οι Μπούντεν μπροοκ), τη δυνατότητα για μια μεγάλη καλλιτε χνική καριέρα, που διαρκώς διακινδυνεύει και που δεν πραγματοποιείται ποτέ. Το καχεκτικό αγόρι χαντακώνεται από την καθημερινότητα, από την έλλειψη συμπαράστασης στο σχολείο, και πεθαίνει από τύφο. Η ύπαρξή του καταλαμβάνει μια σημαντική θέση στο δεύτερο τόμο, όπου βλέπουμε από κον τά μια μέρα αυτής της ύπαρξης. Και, όσο απάν θρωπη κι αν φαίνεται η μοίρα απέναντι σ’ αυτό το αγόρι, παρακολουθούμε κι εδώ ακόμα τον έξοχο χρονογράφο να μας πληροφορεί για δισε κατομμύρια γεγονότα χωρίς ν’ αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί από θυμό ή από συγκατάβα ση. Δίπλα στη γιγαντιαία δουλειά και το ποιητικό όραμα, πρέπει να επαινέσουμε αυτή τη μεγάλη αντικειμενικότητα. Είναι ένα έργο χωρίς απολύ τως καμιά συγγραφική υπεροψία. Είναι μια πράξη σεβασμού απέναντι στη ζωή, που απ’ τη στιγμή που υπάρχει είναι καλή και δίκαιη.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
28/αφιερωμα
Λιονέλ Ρισάρ
Υπηρέτης της ανθρώπινης υπόθεσης Είναι περίεργο που οι «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική» οδηγούν τον Τόμας Μαν στην πολιτική -με την έννοια όμως που αποτελεί μέρος της «ανθρώπινης υπό θεσης». Θα ήταν αυτή η στιγμή για τον Τόμας Μαν η Τι σόι πορτρέτο του Τόμας Μαν είναι αυτό ώρα της αποθέωσης, με τις εκδηλώσεις που γί- που χαράζει, σ’ ένα πρόσφατο τεύχος ενός πενονται για τα εκατό του χρόνια; Τους τελευταί- ριοδικού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, το ους μήνες έχουν πολλαπλασιαστεί οι εκδηλώσεις «Ντερ Σπίγκελ» (Ο καθρέφτης), ένας κάποιος προς τιμήν του. Και στις δύο Γερμανίες, στην Χάνγιο Κέστινγκ!... Υποκριτής, εγωκεντρικός, Αυστρία και την Ελβετία, όπου πέθανε; σπεύ- κληρονόμος του γερμανικού αντιορθολογισμού, δουν να υμνήσουν τη δόξα του. Είναι παρών μεγαλοαστός. Ο συγγραφέας του «Μαγικού βουακόμα και στο φεστιβάλ των Κάννών με μια δια- νού» είναι άραγε οπαδός του «ρεαλισμού»; Αντίσκευή του μυθιστορήματος του «Η Σαρλότ στη θετά, δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να εξαλείψει Βαϊμάρη», από τον ανατολικόγερμανό Έγκον από το έργο του κάθε σύγχρονη ιστορική πραγΓκύντερ. Εκείνος, που τον εκθέιαζαν ενώ ήταν ματικότητα. Αυτός ο άνθρωπος γνώρισε δύο ποακόμα ζωντανός, και φοβόταν πολύ για την επι- λέμους, τον πληθωρισμέ, την οικονομική κρίση, τυχία που θα είχαν τα έργα του μετά το θάνατό κινήματα και επαναστάσεις, και τίποτα σχεδόν του, θα είχε κάθε λόγο να καθησυχάσει εντελώς. απ’ όλ’ αυτά δε βρίσκεται μέσα στα μυθιστορήΚαι παρ’ όλ’ αυτά, το γεγονός ότι του πλέκου- ματά του. με ομόφωνα το εγκώμιο (πράγμα που, πολλές Ακόμα και οι άνθρωποι του λαού μοιάζουν να φορές, χαρίζει στον Τόμας Μαν μια σφραγίδα μην υπήρξαν ποτέ γι’ αυτόν. Με λίγα λόγια, ο διασημότητας που αναγνωρίζουν ακόμα και οι Χάνγιο Κέστινγκ θεωρεί πως είναι τελείως φυπολύ επίσημες αρχές) δεν εμποδίζει την εμφάνισιολογικό κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες να τον ση αμφισβητήσεων για ένα έργο που τοποθετεί; *. βλέπουμε να ανακτά, από δω και πέρα, τις δυται πλέον ανάμεσα στα κλασικά. Ίσως ακόμα νάμειςτου, τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατοκαι να ξαναζωντανεύει την αίγλη τους. Γιατί ξέλή. Δεν ήταν κατά βάθος παρά ένας κομφορμιρουμε καλά πως·*οι εικονοκλαστικές εκδηλώσεις στής. αποτελούν φυσικό επακόλουθο ενός επιτηδευμέΟ Ρολφ Χόχουτ (ο. συγγραφέας του «Βικάνου και οργανωμένου θαυμασμού. Εννοείται ριου») επιχείρησε να απαντήσει σ’ αυτή τη σειρά πως ο Τόμας Μαν δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά. προκλητικών επιχειρημάτων, χωρίς όμως υπερΑν όμως θελήσουμε, καθένας με τον τρόπο του, βολικό ζήλο. να γελάσουμε μαζί του, με τον ιδανικό «πατέρα» Πώς είναι δυνατόν να ξεχάσουμε, αντικρούει των γερμανών διανοουμένων, η επανάσταση που ο Χόχουτ, τον αγώνα του Τόμας fyiav ενάντια θα ξεσπάσει από την πλευρά των «παιδιών» του στη ναζιστική βαρβαρότητα; Και πυ'ίϊτ να πιστέκινδυνεύει σε μεγάλο βαθμό να κατευθυνθεί ψουμε ότι τριάντα χρόνια συνεπούς στράτευσης ενάντια στα αταίριαστα ρούχα με τα οποία τόσο δεν είχαν κάνέναν αντίκτυπο σ’ ένα έργο, ακόμα εύκολα τον ντύνουμε. και αν πρόκειται για μυθιστόρημα; Σε μια εποχή
αψιερωμα/29
Τόμας Μαν: ο υμνητής της Γερμανικής Δημοκρατίας
όπου δεν παίρνουμε πλέον στα σοβαρά το δια χωρισμό των ειδών του λόγου, όπου κυριαρχεί η τάση να κατατάσσουμε ικάθε γραμμένη σελίδα στην κατηγορία των «κειμένων», είναι λογικό να . ξεχωρίζουμε, όπως κάνει ο Κέστινγκ, τους λό γους, τα άρθρα και τα γράμματα του Τόμας Μαν, από τη μια μεριά, και τα μυθιστορήματά του, από την άλλη; Και έπειτα, αν ο Κέστινγκ ήταν λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία, θα θυμόταν πως οι σχέσεις του Τόμας Μαν με την Ομοσπον διακή Δημοκρατία δεν ήταν και πολύ καλές και ότι μόνο δυο μέρες πριν πεθάνει πήραν επιτέ λους την απόφαση να του απονείμουν το Σταυρό της Τάξης για την Τιμή. Αυτός ο αντίλογος μας δίνει μια ιδέα για τις συζητήσεις που γίνονται εδώ και καιρό γύρω από το πρόσωπο και το έργο του Τόμας Μαν. Στη δεκαετία του είκοσι (ακόμα και πολύ αργό τερα για τον Μπρεχτ) οι νεαροί ακροαριστεροί διανοούμενοι δεν τον εκτιμούσαν σχεδόν καθό λου. Για τους μεν, ήταν ο τύπος του συγγραφέα της αστικής τάξης. Καθώς ούτε οι πολιτικές ούτε οι λογοτεχνικές του θέσεις ήταν ξεκάθαρες και συνιστούσε σαν πρότυπα ενδιάμεσες καταστά σεις, δεν μπόρεσε ποτέ να στρατεύθεί ολοκληρω τικά υπέρ της επανάστασης. Άνθρωπος του πα ρελθόντος ήταν μέχρι την προσχώρησή του στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, και άνθρωπος του παρελθόντος ουσιαστικά παρέμεινε. Για τους δε, η στάση του και το έργο του αποτελούν., αντίθε τα, τη συγκεκριμενοποίηση ενός ανθρωπισμού που συνεχίζει και θα συνεχίσει να χρησιμεύει για παράδειγμα. Αλλά νά που σ’ αυτή τη συναυλία από παρά φωνες, καμιά φορά,' νότες, οι Γάλλοι διατρέχουν καθαρά τον κίνδυνο να τους κατηγορήσουν ότι σαμποτάρουν την ορχήστρα! Πράγματι, ένας εκ
δότης μας δε βρήκε τίποτα καλύτερο να κάνει από το να ξεθάψει ένα παλιό βιβλίο του 1918; ένα βιβλίο που έχει σημαδέψει ο χρόνος και που ούτε στους μεν ούτε στους δε θα άρεσε πολύ να βγει στην επιφάνεια. Μιλάμε για τις «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική». Πολλοί Γερμανοί θ’ αναρωτηθούν, ακόμη, αν είμαστε λίγο μαζοχιστές, .ώστε να τολμούμε να γιορτάζουμε τα εκατό χρόνια του Τόμας Μαν με την αργοπορημένη έκ δοση ενός παρόμοιου τέρατος, ή αν νιώθουμε τό σο αδικημένοι. Πρόκειται όμως πράγματι για τέ ρας; Η έκφραση αυτή ανήκει στον ίδιο τον Τόμας Μαν. Λέει ακόμα πως αυτές οι «Σκέψεις» είναι μια κακογραμμένη και πρόχειρη δουλειά, που προοριζόταν αρχικά για προσωπική του χρήση. Αργότερα, θα διευκρινίσει πως είναι «τοποθετη μένες κάτω από λανθασμένο πολιτικό πρότυπο». Ό σο γιά τόν Χάνγιο Κέστινγκ, δε διστάζει να θεωρήσει πως αυτό το βιβλίο προαναγγέλλει αό ριστα το ύφος και τις μεθόδους του Γκαίμπελς, με τις εύστοχες και χωρίς απόδειξη επιβεβαιώ σεις του και τη συστηματική δυσφήμιση του αν τιπάλου. Βρίσκει εδώ αυτό που ονομάζει «γλώσ σα της πολιτικής ανηθικότητας» και μια αισθητικοποίηση του πολέμου που μοιάζει απόλυτα με τις προσπάθειες του Ερνστ Γιούνγκερ. Αυτός ισχυρίζεται πως «με τις “Σκέψεις” ο Τόμας Μαν ανήκει στην προϊστορία του γερμανικού φασι σμού». Ο Άλφρεντ Άντερς ανέπτυσσε το 1955, με περισσότερες αποχρώσεις, μια παρόμοια άπο ψη 'σε μια μελέτη όπου ανέλυε τις σχέσεις του Τόμας Μαν με την πολιτική. Πρόκειται για μια μελέτη που του εξασφάλισε τα προσωπικά συγ χαρητήρια του δασκάλου και όπου’έγραφε κυρίώς πως οι «Σκέψεις» περικλείουν όλα. τα αναγκαία όπλα ενάντια στο Διαφωτισμό, τη δη
30/αψιερωμα τας, από το Νοέμβριο του 1914, φιλοπόλεμα μα μοκρατία και το διεθνισμό: «Οι ρίζες του ευρω παϊκού φασισμού ξεσκεπάστηκαν πριν ακόμα νιφέστα. προφτάσουν να γεννήσουν ένα σώμα...» Έχει τύψεις γι’ αυτό; Πάντως, αρχίζει σιγά Τι συμβαίνει λοιπόν; Αξίζει να πάρουμε τα σιγά να κρατά μιά απόσταση από τα άμεσα γεγο πράγματα από την .αρχή. Το 1914, όταν ξεσπά ο νότα. Και ενώ βυθίζεται σ’ έναν όλο και πε πόλεμος, ο Τόμας Μαν είναι περίπου σαράντα ρισσότερο μοναχικό στοχασμό, νιώθει όλο και χρονών. Τα μόνα πράγματα που είχαν παίξει ώς περισσότερο την ανάγκη να δικαιωθεί. τότε κάποιο ρόλο στη ζωή του ήταν η καλλιτε Η ευκαιρία του δίνεται από τον αδελφό του χνική δημιουργία και τα προβλήματά της, μαζί Χάινριχ, που διάλεξε το αντίθετο στρατόπεδο: με τις προσωπικές αντιφάσεις που γνωρίζει. Οι των «ειρηνιστών» και των αντιπάλων του ιμπε πολύ περιορισμένες εμπειρίες που έχει από την ριαλισμού. Αυτός ο θαυμαστής του 1789 και της κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα είναι «γαλλικής» δημοκρατίας τολμά να κυκλοφορήσει αυτές που του παρείχαν η οικογενειακή του κα . στη Γερμανία, το Νοέμβριο του 1915, ένα δοκίταγωγή, η εκπαίδευσή του στους κόλπους της μιο-καταπέλτη για τον Ζολά, ένα πραγματικό αστικής τάξης των εμπόρων της Λυβέκκης, οι «Κατηγορώ» ενάντια στον ολοκληρωτισμό του αναμνήσεις του από τη νεαρή ηλικία. Με την κα Γουλιέλμου. Στο πέρασμά του εκτοξεύει επίσης ταστροφή της οικογένειάς του έγινε ένας ξεπε τα βέλη του ενάντια στους «ερασιτέχνες», δεί σμένος αστός και μετά από λίγα χρόνια ο ανα χνοντας πως το μεγαλείο του πνεύματος βρίσκε γνωρισμένος καλλιτέχνης που είναι ικανός να ται στη στράτευση για τη δημοκρατία. Στόχευε ζήσει από την πένα του. κατευθείαν τον Τόμας Μαν; Το αρνήθηκε. Είναι Ό ταν βυθίστηκε με τα μούτρα στην ιστορία, πιθανό ο στόχος του να ήταν γενικά ολόκληρη η μπερδεύτηκε. Αυτό μας το αποδεικνύει η έκπλη-' γερμανική παράδοση, στην οποία περιλαμβανόξη από την οποία κατέχεται και ο τρόπος με τον ταν αναγκαστικά η στάση του Τόμας Μαν, όπως οποίο την εκφράζει σ’ ένα γράμμα στον αδελφό και πολλών άλλων, παράδοση υποταγής του του Χάινριχ. Όμως έπρεπε, για να μην πιστεύεις Πνεύματος στην Εξουσία. Μια φορά, η ρήξη πως θα γίνει πόλεμος εκείνη την εποχή στη Γερ ανάμεσα στα δύο αδέλφια, που άρχισε το 1914, μανία, να έχεις τα μάτια σου κλειστά σε όλα όσα απλώνεται σαν πληγή. Ο Τόμας Μαν θεωρεί πως συνέβαιναν γύρω. Αυτό το πράγμα. οδηγεί έχει προσβληθεί. Ετοιμάζει αμέσως την απάντη αναγκάστικά στο να αντιδρούμε με σύγχυση, να σή του. Πρόκειται για τις περιώνυμες «Σκέψεις», αισθανόμαστε με αυξημένο παροξυσμό την απει μια ογκώδη πραγματεία, όπως τις αποκαλεί ο λητική κατάσταση και να αναζητούμε προστα ίδιος, που ολοκληρώνει το φθινόπωρο του 1918. σία σ’ αυτό που μας φαίνεται καθησυχαστικό, Στις περισσότερες σελίδες της κατηγορεί ένα δηλαδή στην εξουσία, στην τάξη. Ο Τόμας Μαν πρόσωπο που απλά χαρακτηρίζει «λογοτέχνη αντιμετωπίζει σύντομα την ενδεχόμενη συντριβή του πολιτισμού» (και εννοούμε το «λατινικό» πο της Γερμανίας σαν μια κυριαρχία του λατινικού λιτισμό, σε αντίθεση με τη γερμανική «κουλτού «πολιτισμού» πάνω στη γερμανική «κουλτούρα», ρα»), που δεν είναι άλλος από τον Χάινριχ. σαν μια αμφισβήτηση της προσωπικής του ύπαρ Πρόκειται, βέβαια, για ένα αντιδημοκρατικό ξης, ακόμα κι από καθαρά υλική άποψη. Και βιβλίο που τα επιχειρήματά του αντλούνται από καθώς είναι δεμένος με τη γερμανική μοίρα, που την αντιδραστική σκέψη (μας αφήνουν έκπλη γι’ αυτόν είναι κάτι το ενιαίο, καταφεύγει σ’ άυ- κτους ιδιαίτερα οι αναφορές στον Πωλ ντε Λαγτούς που την ενσαρκώνουν: στον Γουλιέλμο Β' κάρντ). Μέσα στη μανία της αυτοδικαίωσης, ο και τα μέλη της κυβέρνησης.. Τόμας Μαν υποστηρίζει με υπερβολικό τρόπο Δυστυχώς, αισθάνεται ελάχιστα διαποτισμέ- την αντίθετη άποψη από τον αδελφό του. νος από τις αρετές του πολέμου (απ’ αυτή την Δικαιολογεί τον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, άποψη είχε δηλώσει ειρωνικά στο παρελθόν πως ένα αυταρχικό κράτος, υπερασπίζει τους μεγά ένιωθε ανανεωμένος μετά από μόλις τρεις μήνες λους γαιοκτήμονες, αμφισβητεί τη χρησιμότητα στρατιωτική θητεία!) και μισεί τον εαυτό του γι’ της καθολικής ψηφοφορίας, και φτάνει στο ση αυτή του τη λιποψυχία. Την αντισταθμίζει θαυ μείο να υποφέρει, με την ευκαιρία, για τις δυ μάζοντας τους συναδέλφους του -τον ποιητή Ρί- στυχίες της φυλής του. Κατηγορεί τους «δημο χαρντ Ντέμελ, για παράδειγμα- που διαλέγουν κράτες» και τη «δημοκρατία» θεωρώντας τους ν’ αγωνιστούν με το όπλο στο χέρι. Εκείνος το υπεύθυνους για όλα τα κακά, χρησιμοποιώντας μόνο που ξέρει να χρησιμοποιεί είναι η πένα. σλόγκαν που αργότερα θα σημειώσουν επιτυχία: Αλλά όλα στριμώχνονται κάτω από ένα στρα Μόνο ο «συντηρητικός» μπορεί να είναι «εθνι τιωτικό χιτώνα, όπως διηγείται ο γιος του κός», ο «δημοκράτης» είναι «διεθνής» από τη Κλάους που εγκαθίσταται στο γραφείο, του. φύση του. Λέει πως «πολιτική» σημαίνει «δημο Ό π ’ ,-υ, ενώ είναι ακόμα στρατιώτης, προσπαθεί κρατία» και είναι κάτι το αντιγερμανικό, το όχι να αναπληρώσει τις αδυναμίες του συντάσσον- γερμανικό. Και διεκδικεί τη θέση του μέσα στη
αφιερωμα/31 γερμανική «αστική τάξη», την οποία θεωρεί, δη μιουργό όλων των σταθερών αξιών στη Γερμα νία, Συναντούμε τόσες πολύπλοκες και βαρύγδου πες αποδείξεις που οι έννοιες τους (που θα άξι ζαν να μελετηθούν, γιατί είχαν κάποιο αποτέλε σμα στο γερμανικό πνευματικό κόσμο) δείχνουν κυρίως τα όρια των γνώσεων του Τόμας Μαν στον ιστορικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό, ακόμα και στο λογοτεχνικό τομέα. Είναι εντελώς σίγου ρο πως αγνοεί τον Μαρξ, τον οποίο δε θα διαβά σει σχεδόν καθόλου ώσπου να πεθάνει. Αλλά όχι μόνο αυτόν. Αγνοεί εξίσου όλους τους αγώνες του λαού στη Γερμανία και τις προσπάθειες δια μόρφωσης μιας δημοκρατικής σκέψης, από τον Πόλεμο των Χωρικών μέχρι την επανάσταση του 1848. Οι συγγραφείς που χρησιμοποιεί σαν βάση είναι ο Σοπενχάουερ (την παράδοση του οποίου συνεχίζει απόλυτα με τα μακροσκελή κείμενά του ενάντια στη Γαλλία), ο Βάγκνερ και ο Νίτσε. Για ν’ αντικρούσει τη φιλοσοφία του Διαφωτι σμού που υμνεί ο Χάινριχ, θα καταφύγει στην απαισιοδοξία του Σοπενχάουερ. Αλλ’ αυτό το δυσνόητο έργο είναι συγχρόνως κι ένα βιβλίο πόνου. Είναι προϊόν μιας κρίσης που πέρασε ο Τόμας Μαν και που τα συμπτώματά της είναι αισθητά πριν από το 1914. Ο πόλε μος το μόνο που κάνει είναι να οξύνει ώς τα άκρα τις αντιφάσεις με τις οποίες παλεύει ο συγ γραφέας από τότε που άρχισε να γράφει. Προσ παθεί απελπισμένα να αρπαχτεί και πάλι από τις αξίες της αστικής τάξης με τις οποίες μεγάλωσε και στις οποίες η εικόνα του πατέρα του αποτε λεί παράδειγμα, ενώ η τέχνη τον σπρώχνει να ασκήσει πάνω τους την ανατρεπτική της εξου σία. Αναζητώντας μιαν αισθητική, ανακαλύπτει πως βρίσκεται σε ρήξη με τον κόσμο από τον οποίο αντλεί ακόμα τις αξίες του. Ο «συντηρητι κός» παρασύρεται παρά τη θέλησή του από το δυναμισμό που έχουν οι ιδέες της κοινωνικής με ταρρύθμισης (μετά τον πόλεμο, επινοεί ο ίδιος, χαρακτηριστικά, τη διατύπωση «συντηρητική επανάσταση»). Από το 1910 έχει συνειδητοποιή σει πως βρίσκεται όλο και περισσότερο σε αδιέ ξοδο, 'τ ι ειρωνεύεται ήδη σκληρά τον αδελφό του, εΐυωλο της νέας γενιάς και απόστολο των ανερχόμενων δημοκρατικών ιδεών. Μέσα σ’ αυτή την αντιφατική διαμάχη, ο πό λεμος εμφανίζεται σαν ένα σημαντικό γεγονός που επιβάλλει μια εκλογή. Σε υποχρεώνει να επιστρέφεις στον εαυτό σου. Οι «Σκέψεις» απο τελούν την έκφραση μιας προσπάθειας ισολογι σμού από τη μεριά του συγγραφέα που φτάνει στην ωριμότητα. Πρόκειται για το δραματικό ισολογισμό ενός απελπισμένου ανθρώπου που βρίσκεται αντιμέτωπος μ’ έναν κόσμο τον οποίο αισθάνεται να εξελίσσεται έξω απ’ αυτόν, και
Στην Ανατολική Γερμανία απονέμεται στον Τόμας Μαν, το 1949, το «Εθνικό Βραβείο», με την ευκαιρία των εκδηλώσεων που οργανώθηκαν στη Βαϊμάρη προς τιμήν του Γκαίτε
που γαντζώνεται από μερικές αρχές σαν από σω σίβιο. Ο ίδιος ο Τόμας Μαν μίλησε για μια μάχη υποχώρησης μπροστά στο «καινούριο». Για να τον καταλάβουμε καλά, θα πρέπει να έχουμε στο νου μας την ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στους, πνευματικούς κύκλους της εποχής εκείνης. Δεν καθορίζει τη θέση του σε σχέση μόνο με τον αδελφό του Χάινριχ, που είναι λίγο πολύ το σύμβολο ενός ρεύματος που εδώ και μερικά χρό νια κυριαρχεί στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Πρόκειται για μια ρήξη με την αστική τάξη. Ενώ ο Τόμας Μαν, σαν καλό παιδί της αστικής τάξης του 19ου αιώνα, αρνείται την πολιτική, ο περί γυρός του απαιτεί απ’ αυτόν μια «πολιτικοποίη ση της τέχνης». Και αυτό συμβαίνει στα εξπρεσιονιστικά περιοδικά, στο «Ντι Άκτιον», γύρω απ’ τον Κουρτ Χίλλερ, τον Φραντς Πφέμφερτ, τον Λούντβιγκ Ρούμπινερ. Ο αγνός καλλιτέχνης, που θέλει να είναι ο Τόμας Μαν, νιώθει να τον κατηγορούν για έλλειψη «εξτρεμισμού» -θα μι λούσαμε σήμερα για ένα έίδος λογοτεχνικού «αριστερισμού»- που ζητά από το συγγραφέα να μεσολαβεί στην πολιτική. Από την άλλη πλευρά, ο Κουρτ Χίλλερ (και μαζί του, παρά κάποια διά σταση γνώμης, ο Χάινριχ Μαν) θεωρεί το «λογο τέχνη» ως το μόνο άνθρωπο που αξίζει ν’ ασκεί την πολιτική εξουσία. Αυτή η εξουσία πρέπει να επανέλθει στο πνεύμα. Και αυτή η σύγχυση των ρόλων είναι ιδιαίτερα ανυπόφορη για τον Τόμας Μαν. Στον καινούριο τύπο του συγγραφέα, αντι τάσσει ό,τι κυριαρχρύσε τον 19ο αιώνα, έναν απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στην Τέχνη και την Πολιτική. Όμως δεν παρέμεινε στο στάδιό των «Σκέ-
32/αφιερωμα
Ενώ τον' -/αιρετά ο πρόεδρος Χόυς κατά την ομιλία του στη Στουτγάρδη (Ο.Δ.Γ.) γιά τη 200ή επέτειο από τη γέννηση του Σίλλερ (δεξιά)
ψεων». Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκφωνεί στο Βε ρολίνο ένα λόγο όπου, παρά την έκδηλη ακόμα αδυναμία των «δημοκρατικών» του θέσεων, τάσ σεται δημόσια υπέρ της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η δολοφονία του Ρατενάου έγινε τον Ιού νιο. Την ίδια χρονιά συμφιλιώνεται με τον Χάινριχ. Θέλοντας να εξηγήσει αυτή του τη μετα στροφή, που έγινε αιτία να τον κατηγορήσουν πολλές φορές για καιροσκοπισμό, δήλωσε: «Απλά και μόνο μορφώθηκα...». Πρέπει να θεω ρήσουμε πως υπάρχει κάποια ρήξη στη σκέψη του; Είναι κάτι που ο ίδιος πάντα αμφισβητού σε. Γι’ αυτόν, η σκέψη του είναι συνεχής και σχηματίζει μια ενότητα. Θεωρεί πως ακόμα και οι ιδέες που ανέπτυξε στις «Σκέψεις» θα τον οδηγούσαν μια μέρα στην αποκήρυξη του ναζι σμού. Ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξορία, επιμένει πως αυτές μας διαβεβαιώνουν γι’ αυτό που κάνει μια ολόκληρη ζωή: να προβληματίζεται πάνω στον ανθρωπισμό. Και επισημαίνει σ’ έναν αλληλογράφο του σχετικά μέ τις «Σκέψεις»: «Στα ση μεία που δεν θίγουν πολιτικά θέματα, τα υπο νοούν». Γενικά έχει δίκιο. Με την προϋπόθεση όμως να μην παίρνουμε τίποτα απ’ αυτό το βιβλίο κα τά γράμμα, προπαντός σήμερα, και να το διαβά σουμε όπως εκείνος ήθελε να διαβαστεί. Ό χ ι δη λαδή σαν ένα διδακτικό έργο που ο προορισμός του είναι να διαδώσει κάποιες θεωρίες, αλλά σαν μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα μιας συνείδη σης, μιας πνευματικής πορείας. Βλέπουμε τον ίδιο ν’ αγωνίζεται σε πρώτο πλάνο. Η γερμανική δεξιά, που χειροκρότησε τις «Σκέψεις», το μόνο
που κυρίως συγκρότησε, σε γενικές γραμμές, ήταν τα πολιτικά σχόλια που ανταποκρίνονταν στις αναλύσεις της. Δεν ενδιέφερε αυτή τη δεξιά αν μιλάει για τον εαυτό του, για τις δυσκολίες που του δημιουργεί η τέχνη, για τη λογοτεχνία και τη μουσική, για την ειρωνεία και το γελοίο. Την άφηνε ακόμα αδιάφορη το γεγονός πως αυ τά τα λόγια του καλλιτέχνη μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο σε συνάρτηση με την τυποποιη μένη ιδεολογία που κληρονόμησε από τη γερμα νική αστική τάξη, και άλλο τόσο οι αισθητικές του αντιλήψεις!... Δεν είναι τυχαίο ότι πραγμα τικά αντιδραστικοί ' τύποι, όπως ο 'Αντολφ Μπάρτελς, είχαν τις επιφυλάξεις τους γι’ αυτό το μπερδεμένο βιβλίο. Είχαν μυριστεί πως ο συγ γραφέας του δε θα μπορούσε να είναι γι’ αυτούς ένας παντοτινός σύμμαχος. Και ούτε είναι τυχαίο το γεγονός πως όλα τα μέλη της οικογένειας Μαν ενώνονται τελικά ενάντια στο ναζισμό. Το περίεργο είναι πως οι τρεις σημαντικότεροι συγγραφείς της οικογέ νειας κατορθώνουν να φτάσουν στο τέλος μιας πνευματικής πορείας όχι και με πολύ διαφορετι κό τρόπο. Ο δρόμος που ακολούθησε ο Τόμας Μαν μοιάζει λίγο-πολύ με αυτόν του Χάινριχ και του ίδιου του γιου του Κλάους. Περνά από τον αισθητισμό στην κοινωνική στράτευση, από την αδιαφορία στην πολιτική συνειδητοποίηση. Το παράδοξο λοιπόν είναι πως οι «Σκέψεις ενός ξένου προς την πολιτική» είναι αυτές που τόν οδηγούν στην πολιτική. Ό πω ς υπογραμμίζει η Κάτια Μαν στα απομνημονεύματά της, αυτό το βιβλίο έπαιξε στη ζωή του άντρα της ένα ρόλο καθαρτήριου. Η ενδοσκόπηση και η αντιπαρά θεσή του με την κοινωνική πραγματικότητα τον σπρώχνουν να εξαλείψει τις αντιφάσεις του, ενώ απομακρύνεται σιγά σιγά, πολιτικά, από τους συντηρητικούς κύκλους. Ίσως ο ίδιος να μην έφτασε τόσο μακριά όσο ο Κλάους, και προπαν τός όσο ο αδελφός του Χάινριχ, στο πλαίσιο μιας ενεργού συμμετοχής στον πολιτικό αγώνα. Παρέμεινε έξω από κόμματα, έξω από κυκλώμα τα, γιατί ήθελε να είναι ένας απλός υπηρέτης της ανθρώπινης υπόθεσης. Ενώ ταυτίζεται με τη μοίρα της Γερμανίας, αυτό που τον απασχολεί περισσότερο είναι η Τέχνη. Η· Τέχνη, πού την υπερασπίζεται ενάντια στον ακροαριστερό «εξτρεμισμό», από το 1914 ώς το 1920, και ενάντια στους ναζί, από το 1933 ώς το 1945. Αλλά θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε σ’ αυτόν τον αστό καλλιτέχνη, που ενώ κυριαρχείται από την τάξη, πνευματικά παρασύρεται από την αταξία, σ’ αυ τόν το συντηρητικό επαναστάτη, αυτό που ο ίδιος έγραψε για τον Γκαίτε -μια εικόνα πρότυ πο που δεν εγκατέλειψε ποτέ: «Αυτό που μας εν διαφέρει εδώ, είναι αυτός ο χαρακτήρας απ’ όπου το αστικό πνεύιια ξεπερνά τον εαυτό του,
αφιερωμα/33 αυτή η φυγή προς τις κορφές, προς τις απέραν τες εκτάσεις του κόσμου...» Υ.Γ.: Αν λάβουμε υπόψη μας τη γαλλική έκδοση των «Σκέψεων», αρμόζει να διευκρινίσουμε πως ο Τόμας Μαν αντιτίθεται σε μεγάλο βαθμό σε ό,τι θεωρείται τότε «εξπρεσιονιστική» αισθητι κή. Θα πρέπει να επανεντάξουμε τις σελίδες που μιλάνε για ειρωνεία και για γελοίο (ιδιαίτερα για γελοίο που είναι «εξπρεσιονιστικό» στοι χείο), στο πνευματικό πλαίσιο της εποχής. Με τον ίδιο τρόπο, όταν πρόκειται για το «σκοπό», θα πρέπει να αναζητήσουμε τις θεωρίες και το περιοδικό του Κουρτ Χίλλερ, το «Ντας Τσιλ». Τέλος, όσον αφορά τη μουσική, ο Τόμας Μαν πλέκει το εγκώμιο του Πφίτσνερ και της «Παλεστρίνα» του. Είναι «ένας γερο-κούκος», έλεγε ο Χανς Άισλερ στο συγγραφέα του «Μαγικού βουνού» σε κάποια από τις πολυάριθμες συζητή σεις τους κατά τη διάρκεια της εξορίας του στις Ηνωμένες Πολιτείες!... Ο Πφίτσνερ, αντιδραστι κός καθώς ήταν, υπήρξε ένας από τους πρώτους που υπέγραψαν το 1933, για το θέμα του Βάγκνερ. τη ναζιστική καταδίκη του Τόμας Μαν, Πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα της μουσικής, ο «Δόκτωρ Φάουστους» αποτελεί μια απάντηση στις σελίδες των «Σκέψεων» και προπαντός η διάλεξη που έδωσε ο Τόμας Μαν για τη «Γερμανία και τους Γερμανούς», στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 1945, όπου εξηγεί καθαρά τη σημασία της μουσι κής και όπου δηλώνει σε γενικές γραμμές πως ο «Φάουστ» είναι αδιανόητος χωρίς τη μουσική? η οποία ανήκει στον κόσμο του «δαιμόνιου». Φλωμπέρ εναντίον Ζολά και Τόμας εναντίον Χάινριχ Μαν. Εδώ πάνω θά ’πρεπε να γίνουν πολλά σχόλια! Το δοκίμιο του Χάινριχ Μαν για τον Ζολά δημοσιεύτηκε σε ένα πρωτοποριακό και «εξπρεσιονιστικό» περιοδικό, στο «Ντι Βάισεν Μπλέττερ», το Νοέμβριο του 1915. Δηλαδή σε μια εποχή όπου, αντίθετα απ’ ό,τι λέει στον πρόλογό του ο Ζακ Μπρέννερ, αυτό το περιοδι κό κυκλοφορούσε ακόμα στη Γερμανία. Θ’ αρχί σει να εκδίδεται στην Ελβετία μόλις το 1916. Εξάλλου, την ίδια εποχή, δημοσίευαν ή υπερά σπιζαν τον Χάινριχ Μαν σ’ ένα άλλο εξπρεσιονιστικό περιοδικό, στο «Ντι Άκτιον». Όσο για μένα, έχω πειστεί -ενώ συνεχίζω να επιμένω πάνω στη χρησιμότητα της μετάφρασης των «Σκέψεών» για να μπορέσουμε έτσι να κα τανοήσουμε το έργο του Τόμας Μαν- πως αυτό το έργο, χωρίς κριτικό μηχανισμό και ουσιαστι κά χωρίς σημειώσεις, είναι δύσκολα κατανοητό για τους περισσότερους γάλλους αναγνώστες, ακόμα και για πολλούς γερμανόφωνους. _ C op y righ t: M agazine Littera ire Μ ετά φ ρ α σ η: Α γ γ ε λ ικ ή Π έτ ρ ιτ ς
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39
MARGUERITE
yOLIRCENAR
ΤΩΤΙΕΣ Μετα^ραδγι :
34/αφιερωμα
Ινγκε Ντιρσεν
Το μαγικό βουνό: ένα έργο ωριμότητας Το «Μαγικό βουνό» εκόόθηκε μετά τον πόλεμο, το 1924, και είναι το δείγμα μιας μεταστροφής στο έργο τον Τόμας Μαν -μιας μεταβολής που ο κύκλος των «Ιωσήφ» θα αποτελέσει τη φυσική σννέχειά της. Το πρώτο από τα μυθιστορήματα που μαρτυρούν πως ο Τόμας Μαν έφτασε σ’ ένα στάδιο ωριμό τητας, είναι «το Μαγικό βουνό», ένα έργο που άρχισε να γράφει μετά τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και στο οποίο διαγράφονται τα ίχνη μιας μεταμορφωτικής διαδικασίας. Η δημιουργική δουλειά του Τόμας Μαν φτάνει τότε σε νέους ορίζοντες. Με την παιδαγωγική του σύλληψη, αυτό το μυθιστόρημα προσανατολίζεται σε δη μοκρατικές ιδέες. Ο ήρωάς του, ο Χανς Κάστορπ, είναι ένας καθαρά μέσος άνθρωπος που είναι συγχρόνως άνθρωπος του Θεού (homo Dei), υποδειγματικό ον που αναπτύσσει την ικα νότητά του να «κυβερνά», που αναλογίζεται, δη λαδή, τις δυνατότητές του, που συνειδητοποιεί την ευθύνη του απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στην ανθρωπότητα. Ο Χανς Κάστορπ είναι ξανθός με γαλανά μά τια. Αυτά τα χαρακτηριστικά του αντιπροσω πεύουν, για τον Τόμας Μαν, το αντίθετο του καλλιτέχνη, την ενσάρκωση της κανονικής ζωής. Και νά που αυτός ο τύπος ανθρώπου φτάνει να γίνει το κεντρικό πρόσωπο ενός μυθιστορήματος αγωγής, ενός παιδευτικού μυθιστορήματος, όπου κυριαρχεί το «προαίσθημα για μια νέα αν θρωπότητα». Το γεγονός πως αυτός ο ήρωας εί ναι ένας άνθρωπος όπως όλοι, φαίνεται εξάλλου καθαρά από τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής του ταυτότητας. Βέβαια κι έχει χρήματα, γιατί διαφορετικά δε θα μπορούσε ν’ ανταπεξέλθει στις δαπάνες του σανατορίου. Οι προοπτικές του όμως, που τον κάνουν ν’ απογειώνεται από την πεδιάδα και όχι από τα ύψη όπου βρίσκεται προσωρινά, είναι αυτές που έχει ένας απλός υπάλληλος και όχι ένας μεγαλέμπορος. Αυτό που μπρρεί να περιμένε' από τη ζωή μοιάζει με
αυτό που περιμένει μια αυξανόμενη πλειοψηφία ανθρώπων που είναι αναγκασμένοι να πουλάνε τη γνώση τους, την εργατική τους δύναμη, για ένα μισθό, για κάποιες αποδοχές. Είναι προφανές πως το μέλλον του, έτσι όπως διαγράφεται, δεν τον προτρέπει ιδιαίτερα να πάρει μόνος του την απόφαση να εγκαταλείψει το σανατόριο. Αλλά αν λάβουμε υπόψη μας την πραγματική του κατάσταση, η τύχη του βρίσκε ται σαφώς στην παραμονή του στο Μαγικό βου νό, στη μάχη του με τον κίνδυνο, τους πειρα σμούς, τις παρορμήσεις αυτού του βουνού, και όχι στην επιστροφή του στην καθημερινότητα. Μόνο κάτω απ’ αυτές τις μοναδικές συνθήκες μπορούν να αποκαλυφθούν οι ικανότητες που υπολανθάνουν στον Χανς Κάστορπ, και μέσ’ απ’ αυτόν σε κάθε αντιπροσωπευτικό τύπο του μέ σου ανθρώπου. Το «Μαγικό βουνό», ο κόσμος του σανατόριου, γίνονται εκπαιδευτήριο όπου το ασυνήθιστο σε σπρώχνει να σκεφτείς και να μεταμορφωθείς. Το γεγονός ότι βρίσκεται αντι μέτωπος με απόψεις που ώς τώρα αγνοούσε, κά νει τον Χανς Κάστορπ να πληγωθεί μέσα στην παραδοσιακή του συμπεριφορά, στον αστικό του συντηρητισμό, και τον οδηγεί τελικά να υιοθετή σει μια διαφορετική στάση, μια στάση που κοι τάζει προς το μέλλον. Αυτός ο τόπος διδασκαλίας έχει τους-μέντορές του. Πρώτη έρχεται.η κυρία Σωσά, που ο Χανς Κάστορπ την ερωτεύεται παράφορα. Η ανεξαρ τησία της απέναντι στις αστικές συνήθειες τον κάνει να δει τον κόσμο με διαφορετικό μάτι, με ανεκτικότητα και κατανόηση για οτιδήποτε και νούριο. Ακολουθεί ο Σεττεμπρίνι: Ο Χανς Κά στορπ του χρωστά την ανακάλυψη ενός φιλελευ θερισμού που είναι σύμφωνος με τις παραδόσεις
αφιερω μα/35
μιας προοδευτικής αστικής τάξης που έχει εμπι στοσύνη στον ορθολογισμό. Γι’ αυτόν, είναι ένας . νέος τρόπος να βλέπει κανείς την ιστορία, είναι η αποκάλυψη μιας ανάγκης να μεταμορφωθεί ο κόσμος, μιας ανάγκης που υλοποιείται από έναν άνθρωπο που είναι διατεθειμένος να δουλέψει γι’ αυτή τη μεταμόρφωση. Μέντορας και ο Νάφτα: γίνεται ο υπερασπιστής του σύγχρονου αντιορθολογισμού και του μηδενισμού, και ενώ αμ φισβητεί τα πάντα, η στάση του δε συνίσταται μόνο στο ν’ απορρίπτει τις αξίες που διαδίδει η αστική τάξη, αλλά όλες τις αξίες, και από κει, σε τελευταία ανάλυση, ν’ απορρίπτει τον άνθρωπο. Κι αυτός ακόμη αποτελεί κίνητρο για τον Χανς Κάστορπ, γιατί ξεσκεπάζει αντινομίες στο ση μείο που η τυφλή εμπιστοσύνη του Σεττεμπρίνι στην πρόοδο, αγνοεί τις αντιφάσεις. Και, τέλος, ο Μύνχεερ Πήπερκορν, μια συνταρακτική προ σωπικότητα, ο πλούσιος και ισορροπημένος άν θρωπος σε κατάσταση εμβρύου, το κράμα ενός ξεπερασμένου χτες κι ενός τολμηρά προδρομικού αύριο -μια δυνατότητα, για τον Χανς Κάστορπ, επιβεβαίωσης και αυτοβεβαίωσης. Ενώ βρίσκεται αντιμέτωπος με διάφορες διε ξόδους, σπάνε τα δεσμά του, αυτά τα πρότυπα άστικής συμπεριφοράς που είχε μελετήσει, που του είχαν εντυπωθεί. Εξετάζει το δρόμο που ο ίδιος θ’ ακολουθήσει. Το ότι εγκαταλείπει το «Μαγικό βουνό», δεν οφείλεται πάντως στην προ σωπική του θέληση αλλά σ’ ένα «ξαφνικό γεγο νός», στο ξέσπασμα του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ίσως αυτό να μας δυσαρεστεί. Αλλά εκείνη την εποχή ο Τόμας Μαν δεν είχε ουσια στικά άλλη λύση. Αν διάλεγε να μας διηγηθεί την πορεία ενός ήρωα με ξεκάθαρες προθέσεις, ο κίνδυνος ήταν να δημιουργήσει πολλές ψευδαι
σθήσεις και να μας παρουσιάσει έτσι ένα έργο που θα ξεπερνιόταν γρήγορα ιστορικά. Πάνω σ’ αυτό το θέμα έχουμε εξάλλου πολλά παραδείγ ματα στο πρώτο μισό της δεκαετίας του είκοσι, με μια ολόκληρη σειρά από στρατευμένα μυθι στορήματα και θεατρικά έργα. Και αυτό το έργο έχει μεγάλη απήχηση ακριβώς επειδή η εξέλιξη του ήρωα και το μυθιστορηματικό τέλος επιτρέ πουν στον αναγνώστη, να παρεμβάλλει τις προ σωπικές του εμπειρίες. Ένα βιβλίο που μας δείχνει συγχρόνως ένα νέο προσανατολισμό και μια μεταστροφή στο έρ γο του Τόμας Μαν: Αυτό είναι το «Μαγικό βου νό», που ο πυρήνας του περιέχει μια ομολογία πίστεως για τη ζωή και το μέλλον, για την υπε ρατομική ανθρώπινη υπευθυνότητα και για την αγάπη. Συναντούμε τη λέξη «αγάπη» σε δύο βα σικά σημεία όπου βρίσκονται συγκεντρωμένες οι κατευθυντήριες ιδέες του έργου: στο κεφάλαιο που έχει τίτλο «Χιόνι» και στο τέλος. Κάθε φορά καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα πως δεν πρόκειται για τη χριστιανική ευσπλαχνία ούτε για την οικουμενική αγάπη των εξπρεσιονισμών, αλλά για μια μεταμόρφωση της κοινωνίας με βά ση έναν ενεργό ανθρωπισμό. Με κάποια ασά φεια, είναι αλήθεια: Αυτός ο ανθρωπισμός κατευθύνεται προς τον κοινωνικό τομέα, αλλά συγ κεκριμένα η πρώτη του φάση μόλις που φαίνε ται. Ο ήρωας περνά από ένα ολόκληρο εκπαι δευτικό στάδιο που τον προετοιμάζει γιά το μέλ λον, για μια νέα φάση του ανθρωπισμού, για μια συνειδητοποιημένη ελεύθερη κοινωνική υπευθυ νότητα του ατόμου, κι αυτή τη διαδρομή την κά νει σαν άτομο. Ο τόπος διδασκαλίας προσφέρει πολλούς μέντορες, αλλά έχει ένα μόνο μαθητή. Η ατομική ιστορία του Χανς Κάστορπ εκτύλισσε-
36/αφιερωμα ται σ’ ένα κοινωνικό φόντο που παραμένει γενι κό και ανώνυμο, έξω από ουσιαστικές κοινωνι κές σχέσεις. Όσον αφορά τις ιδέες, το μυθιστό ρημα περιλαμβάνει το ξεπέρασμα του αστικού ατομικισμού, αλλά παραμένει ατομικιστικό από την πλευρά της δομής του; Αυτή η εσωτερική αν τίφαση δεν μπορεί να εξομαλυνθεί τελείως, ακό μα και με το προνόμιο που παρέχεται στη συμβο λική αξία. Κυρίως απ’ αυτή την άποψη, αντι λαμβανόμαστε πόσο ο Τόμας Μαν προχωρεί, μέ σα στον κύκλο των «Ιωσήφ», την αντίληψη του ανθρωπισμού που επεξεργάστηκε στο «Μαγικό βουνό». Η προσωπική ιστορία του Ιωσήφ πηγά ζει από έναν προβληματισμό που υπαγορεύουν εντελώς συγκεκριμένες συλλογικές σχέσεις. Η μόρφωσή του, η άνθιση της προσωπικότητάς του μας παρουσιάζονται μέσα στην εναλλαγή των κοινωνικών σχέσεων. Η πρόθεση του Τόμας Μαν δεν είναι τίποτα λιγότερο από το να εντάξει σ’ αυτό το μυθικό πρότυπο, όπως το συνέλεξε από τη Βίβλο και από άλλες αρχαίες παραδόσεις, τις βασικές εμπειρίες της ιστορίας της ανθρωπότη τας, θέλοντας, ενώ αναρωτιέται από πού προέρ, χεται αυτή η ανθρωπότητα, να μας πει προς τα πού βαδίζει. Στο επίκεντρο του πρώτου μέρους του κύκλου βρίσκεται ο Ιακώβ, σε τέτοιο βαθμό που ο Τόμας Μαν σκέφτηκε για μια στιγμή να αντικαταστήσει τον τίτλο «Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του» με τον τίτλο «Ο Ιακώβ και οι γιοι του». Και ο Ιακώβ, παρ’ όλη την τάση του για έναν πνευματικό δια
λογισμό, είναι ένας άνθρωπος με εξαιρετικά πρακτικό πνεύμα. Επειδή δεν είναι ποτέ ικανο ποιημένος με ό,τι είναι αποδεδειγμένο, κεκτημένο, συνηθισμένο, επιθυμεί το καινούριο, απο βλέπει σε μια μεταμόρφωση. Μέσ’ από τους θε σμούς που εισάγει αντιλαμβανόμαστε -ρον προ βληματισμό που αναπτύσσεται αργότερα με την ιστορία του Ιωσήφ. Πρόκειται για ένα καινούριο συναίσθημα της ατομικότητας. Ο Τόμας Μαν δημιουργεί τα δυο βασικά πρόσωπα του μυθι στορηματικού του κύκλου, τον Ιακώβ και τον Ιωσήφ, με διαφορετικά αισθητικά πρότυπα, Ο Ιακώβ έχει «πολλές» ιστορίες, ενώ ο Ιωσήφ έχει «μια» ιστορία. Ο Ιακώβ είναι αυτός που εισάγει τους θεσμούς, που ανακαλύπτει, για την ανθρω πότητα, νέους τρόπους κοινωνικής και ψυχικής συμπεριφοράς. Τις ιστορίες του, ο Τόμας Μαν δεν τις διηγείται με χρονολογική σειρά, αλλά τις τοποθετεί γύρω από τους «θεσμούς» του. Όσο για την ιστορία του Ιωσήφ, είναι ένα μυθιστόρη μα αγωγής, με χρονολογική εξέλιξη. Η εκπαίδευ ση του Ιωσήφ, επειδή βασίζεται στους «θεσμούς» του Ιακώβ, γίνεται ένα χαρακτηριστικό πρότυπο της σχέσης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, χαρακτηριστικό πρότυ πο του δεσμού ανάμεσα στο εγώ και την κοινω νία σ’ ένα ανώτερο επίπεδο, και αργότερα στην απελευθέρωση του ατόμου από τα εμπόδια μιας μυθικής συλλογικότητας. ^ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
Τα βιβλία της «γνώσης»
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση των Ελλήνων στα χρόνια της ξενοκρατίας & μνημεία του Λόγον Ομάδα εργασίας: Αλίκη Γαλλοπούλου· Μαρία -Δώρα Δρακοπούλου Λουίζα Καζολέα ·Δέσποινα Καμπάνη -Δετζώρτζη Λίνα Κάσδαγλη ·Εύα Κεσίσογλου Αλόη Σιδέρη ■Μαρία Χαλκιοπόύλου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ»
ΓΡΗΓ.ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ , ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 779.0879 - 775.4963 - 778.6441
αψιερω μα/37
Πώς γράφτηκε το «Μαγικό βουνό» Την εποχή του μεσοπολέμου ο Φρεντερίκ Λεφέβρ έγινε διάσημος από τις συνεν τεύξεις του με τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής, συνεντεύξεις που δημο σίευε στο περιοδικό «Νουβέλ Λιττεραίρ» (Λογοτεχνικά Νέα) και που αργότερα συγκέντρωσαν σε πολλούς τόμους οι εκδόσεις Φλαμμαριόν με τον τίτλο «Μια ώρα με τον...». Στις 23 Μαΐου του 1931 ήρθε η σειρά του Τόμας Μαν. Δίνουμε εδώ μερικά αποσπάσματα από αυτή του τη συνέντευξη. Θα θέλατε να μας πείτε τι σας οδήγησε να γράψετε «Το μαγικό βουνό»; ΤΟ 1911 η γυναίκα μου χρειάστηκε να κάνει στο Νταβάς μια θεραπεία έξι μηνών. Το Μάιο ή Ιού νιο την επισκέφτηκα και της κράτησα συντροφιά στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Συγκέντρω σα, κατά τη διάρκεια της παραμονής μου εκεί, μια τέτοια αφθονία καινούριων εντυπώσεων γι’ αυτό το περιβάλλον, για την ατμόσφαιρα του σανατόριου, γι’ αυτή την άρρωστη ή σχεδόν άρ ρωστη νεότητα που χάνεται εκεί μέσα, που σκέφτηκα να μην τις αφήσω να πάνε χαμένες. Εκεί νη την εποχή ετοίμαζα το «Θάνατο στη Βενε τία», που το θέμα του είναι η μαγεία του θανά του. Τότε μου ήρθε η ιδέα να γράψω ένα σατιρι κό αντίβαρο αυτού του βιβλίου, ένα έργο που θα ζωντάνευε, μέσα από χαρακτηριστικούς χιουμο ριστικούς τύπους και με ειρωνικό τρόπο, την πε ρίεργη ηδονή του θανάτου και της αρρώστιας. Αλλά μόλις επέστρεψα στο Μόναχο αντιλήφθηκα την έκταση αυτού του σχεδίου και τις ιδιαίτε ρες δυσκολίες που παρουσιάζει το είδος προς το οποίο προσανατο' ίζουν. Το χιούμορ απαιτεί χώ ρο, και νομίζω πως αυτός είναι ένας γενικός κα νόνας αυτού του ύφους. Δεν άργησα να το αντιληφθώ, και έτσι το θέμα που μου είχε προκαλέσει όλο και πιο απαιτητικά το ενδιαφέρον, με συνεπήρε και μετά από παύσεις κατά τη διάρκεια των οποίων ετοίμαζα τον «Φέλιξ
Κρουλ» και τις «Σκέψεις ενός ανθρώπου ξένου προς την πολιτική», αφοσιώθηκα σ’ αυτό, πέρα από τα χρόνια του πολέμου, ώς το 1923. Σιγά σιγά η αρχική μου ιδέα απέκτησε νέες διαστάσεις. Τα προβλήματα, που με τον πόλεμο οξύνθηκαν κι έγιναν πιο επίκαιρα, αποκρυσταλ λώθηκαν γύρω από τον πρώτο πυρήνα. Το μυθι στόρημα, σαν σφουγγάρι, απορρόφησε όλες μου τις εμπειρίες, όλους τους συλλογισμούς στους οποίους αφηνόμουν. Ο ήρωάς μου, που βρίσκε ται ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο, ανάμεσα στο ρο μαντισμό και στον κλασικισμό, που διαπληκτίζε ται, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης συναισθημα τικής και φιλοσοφικής συζήτησης που ένας κρι τικός αποκάλεσε «πραγματικά χαρακτηριστικό διάλογο», με τα συμβολικά πρόσωπα του Νάφτα και του Σεττεμπρίνι, κατέληξε να γίνει πολύ πιο αντιπροσψπευτικός απ’ ό,τι τον είχα συλλάβει αρχικά... Και το έργο σας έγινε ένά μυθιστόρημα αγωγής, ακολουθώντας την παράδοση του Γκαίτε, μια σύνθεση της εποχής που, όπως έγραψε ο Αντρέ Λεβενσόν, μας οδηγεί «στην κορυφή της επιδεξιότητάς σας και στην καρδιά της σκέψης σας»; ΠΟΛΛΕΣ φορές παρεξήγησαν το γενικό νόημα του «Μαγικού βουνού». Με κατηγόρησαν για
38/αφιερωμα μηδενισμό επειδή τα πρόσωπά μου φτάνουν στα όρια του κωμικού, επειδή έχω πλάσει τον Σεττεμπρίνι, τον υπερασπιστή της λογικής και του λατινικού πολιτισμού, με μια ελαφρώς αστεία ει ρωνεία. Αλλά ο σκοπός μου ήταν να δείξω στον ήρωά μου, που ταλαντεύεται πότε αριστερά και πότε δεξιά, το μέσο δρόμο της ζωής. Το βιβλίο μου δεν αποπνέει τον ψυχρό μηδενισμό που συ ναντούμε, για παράδειγμα, στο «Μπουβαρ και Πεκυσέ» του Φλωμπέρ. Στο κεφάλαιο «Χιόνι» βλέπουμε μια στροφή στην περιπέτεια του Χανς Κάστορπ, τον άξονα του «Μαγικού βουνού». Εδώ ο ήρωάς μου βλέπει το όραμα της ζωής και
αποφασίζει να αντισταθεί στο θάνατο με τη θέ ληση καί τη σκέψη. Αντίθετα με ό,τι αναφέρεται παραπάνω, ο Τόμας Μαν δεν πή γε στο Νταβάς το 1911 για να δει τη γυναίκα του, αλλά το 1912. Η γυναίκα του, που είχε προσβληθεί από μια πνευμονική πάθηση, έμεινε στο σανατόριο από τις 10 Μαρτίου ώς τις.25 Σεπτεμβρίου του 1912. Η εκεί παραμονή του Τόμας Μαν τοπο θετείται με ακρίβεια από τις 15 Μαΐρυ ώς τις 12 Ιουνίου του 1912. Τα προκαταρκτικά του σχέδια πάνω στο «Μαγικό βου νό» χρονολογούνται τον Ιούλιο του 1913 και οι πρώτες του συγγραφικές προσπάθειες το Σεπτέμβριο του 1913.
■
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
Εκδόσεις Εξάντας ’εξάντας·'ελληνική Αογοτ
Κ υκλοφ όρη σε σε 2η έκδοση
Ελένη Ά νδριανοπούλου Δεκατρία Παραμύθια
Αφιέρωμα στα 100 χρόνια από το θάνατο του ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ
Μίμη Α νδρουλάκη
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
’ Ενα βιβλίο που απαντά στο μεγάλο ερώτημα: «τι να κάνουμε;» Κριτική προς απόψεις, ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ εμπειρίες και ιδεολογικά ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ρεύματα ξένα προς το μαρ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ξισμό. Μια συμβολή στο διάλογο και τη συσπείρωση των αγω νιστών της αριστερός, που προβληματίζονται στο έδα φος της επαναστατικής πρακτικής για την αλλαγή της κοινωνίας.
&
Κεντρική διάθεση, παραγγελίες: Τζαβέλα 1, τηλ. 36.21.236
Εκδόσεις: kS B
Ζωοδόχου Πηνής 16. 10681. Αθήνα Τηλ. 3640 7.13. 3623 649
αφιερω μα/39
Γιουσεφ Ισαγκπουρ
Ο Βισκόντι και ο Τόμας Μαν Ο «Θανατος στη Βενετία» Δυο άνθρωποι με κοινή ιδιοσυγκρασία, αφού και οι δυο αναζητούν τον «αστό». Ο Βισκόντι έχει τη φήμη πως είναι «λογοτέ χνης». Τον κατηγορούν πως αντλεί τα θέματά του, πέρα από τα αρχέτυπα της λεγάμενης λαϊ κής λογοτεχνίας, από τα γνωστά έργα, πως κα ταφεύγει, αντί στά κινούμενα σχέδια και την οπερέτα, στη ζωγραφική και την όπερα, πως ■ψάχνει μια μορφή σύνθετης έκφρασης που μοιά ζει με την πολυπλοκότητα ενός μυθιστορήματος, και απομακρύνεται από την απλότητα των σχη μάτων στα οποία θα θέλαμε να περιορίσουμε τον κινηματογράφο. Δεν υπάρχει κλασικός μυθιστο' ριογράφος, παγκόσμια παραδεκτός θεατρικός συγγραφέας, από το Σοφοκλή ώς τον Σταντάλ, από τον Σαίξπηρ ώς τον Μπαλζάκ και τον Προυστ, που να μην έχει αφήσει τα ίχνη του επάνω του. «Ο Ρόκκο και τ’ αδέλφια του» έχει τόση σχέση με τον Ντοστογιέφσκι, όσο και οι «Λευκές νύχτες». Επίσης, ο Τόμας Μαν ήταν πα ρών στις ταινίες του πολύ πριν από το «Θάνατο στη Βενετία», στην επεξεργασία ορισμένων σκη νών ή ορισμένων προσώπων. Και συζητιόταν, για χρόνια, το ενδεχόμενο να διασκευάσει ο Βισκόντι τον «Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του» ή το «Μαγικό βουνό». θ α πρέπει πάντως να κατανοήσουμε τι αντι προσωπεύει αυτή η έννοια της κινηματογραφι κής διασκευής. Διασκευάζω δε θα μπορούσε να σημαίνει τίποτ’ άλλο, για τον Βισκόντι, από αναπλάθω εντελώς, πάνω σε νέες βάσεις. Ό ταν τον ανάγκασαν ν’ ακολουθήσει ένα κείμενο κατά γράμμμα, κατέληξε σε φιάσκο. Πρόκειται για τον «Ξένο». Κάθε στιγμή, σε κάθε ταινία του, εί ναι πράγματι αποτέλεσμα πολλαπλών προθέ σεων, που μοιάζουν εξάλλου με το γράψιμο του Τόμας Μαν. Με τον ίδιο τρόπο πλάθει ένα πρό σωπο, όπως τον Γκούσταβ φον Άσενμπαχ στο «Θάνατο στη Βενετία», όπου κυριαρχούν πολλές
μορφές, όπως ο Τόμας Μαν, ο Μάλερ, ο γέρος Γκάϊτε, ο Πλάτεν κ.ά. Ο Βισκόντι δείχνει καθα ρά τη σχέση που έχει αυτό το έργο με τον Μά λερ, ακόμα και με τον ίδιο τον Τόμας Μαν, κυ ρίως την πολύ συγκεκριμένη στιγμή που ο Άσεν μπαχ το. βάζει στα πόδια. Από την άλλη, δανεί ζεται ορισμένες οικογενειακές στιγμές από τη ζωή του Μάλερ, και από τον «Δόκτορα Φάουστους» τη συμπληρωματική σκηνή του μπορντέλου. Για τον Βισκόντι, το να καθορίσει αυτό το εί δος σχέσης με μια ολόκληρη πολιτιστική παρά δοση, δεν αποτελεί μέθοδο. Είναι μια σταθερά και ένα ουσιαστικό στοιχείο του κόσμου του. Η σημασία του δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός ότι ήταν ο πρώτος που προώθησε, παρά τη θέλη σή του, την ανάπτυξη ενός νεο-ρεαλισμού που ήταν ανεξάρτητος από τις δικές του προθέσεις, κατάφερε το 1942 ένα χτύπημα στους φασίστες με το θαυμάσιο «Πάθος». Πηγάζει επίσης από το ότι συνέδεσε μονομιάς κάθε ιδιαίτερη ιστορία με μια μεγαλύτερη προοπτική, με τη σύγχρονη ιστο ρία της Ιταλίας, με τις δυνατότητες και τις αντι φάσεις που ανήκουν στο παρελθόν της. Συναν τούμε αυτή του την ενασχόληση με την Ιταλία ώς και στη γερμανική τριλογία του: «Οι καλεσμέ νοι», «Ο θάνατος στη Βενετία», και «Λούτντβιγκ». Ξέρουμε πως τα προβλήματα που αντι μετώπισε η Γερμανία είναι παρόμοια μ’ αυτά της Ιταλίας. Υπάρχουν οι δυσκολίες για μια αργοπορημένη και ποτέ ολοκληρωμένη ενοποίηση, η έλλειψη μιας ισχυρής αστικής τάξης, ικανής να κηρύξει και να διεξαγάγει η ίδια μια αστική επανάσταση, και αργότερα ο φασισμός. Αυτά τα προβλήματα πήραν πολύ μεγαλύτερη έκταση στη Γερμανία απ’ ό,τι στην Ιταλία και βρίσκονται, όπως ο Λούκατς αμέσως κατάλαβε, όσον αφορά
40/αφιερω μα
την αναζήτηση του «αστού», στο επίκεντρο του έργου του Τόμας Μαν. Χωρίς άλλο, ο Βισκόντι βλέπει την ιστορία της Ιταλίας μέσ’ από το πρί σμα ενός προοδευτικού αριστοκράτη. Η αντίφα ση που διέπει αυτούς τους όρους μας αποκαλύ πτει, σε ικανοποιητικό βαθμό, τον πλούτο και τα όρια που έχουν οι ταινίες του. Είναι αλήθεια πως ήθελε πάντα να συμφιλιώσει αυτούς τους αντιφατικούς πόλους. Ενώ αντιτάχθηκε απόλυτα στην αστική τάξη, με την κυριολεκτική της έν νοια, εξιδανίκευσε τους αριστοκράτες και ονει ρευόταν πάντα ένα είδος συμμαχίας ανάμεσα στην ανθρωπιστική τους παράδοση και τα επα ναστατικά στοιχεία. Πρόκειται για μια προσκόλ ληση στην ανθρωπιστική κουλτούρα, που συνε πάγεται μια άλλη προσκόλληση, αυτή τη φορά στα παραδοσιακά έργα. Μπροστά στην αδυνα μία αυτής της κουλτούρας και την έλλειψη υπευ θυνότητας των αντιπροσώπων της απέναντι στον κόσμο των αστών, μπροστά στην άρνησή τους να παραδεχτούν κάτι το διαφορετικό που θα μπο ρούσε να προκύψει απ’ αυτήν, δείχνει πού βρί σκονται τα όριά της, με ποιο τρόπο τα σύνορα ανάμεσα στην αστική τάξη και τον καλλιτέχνη, κληρονόμο της αριστοκρατίας, τείνουν να σβή σουν. Εδώ οφείλονται η επιμονή του πάνω στον ου σιαστικά αστικό χαρακτήρα του «ήρωα» του Τό μας Μαν στο «Θάνατο στη Βενετία» και οι μετα τροπές που έκανε ο διασκευαστής στη νουβέλα. Αυτό που αρχικά μας εκπλήσσει είναι η θέση που παραχωρεί ο Βισκόντι στην περιγραφή της ζωής στο ξενοδοχείο και στην παραλία, σε βά ρος της Βενετίας. Στο βιβλίο του Τόμας Μαν, ο συγγραφέας Γκούσταβ φον Άσενμπαχ βρίσκεται
στο αποκορύφωμα της δόξας του. Ανακαλύπτει τη ματαιότητα της ζωής και του κλασικισμού του, και ξαναβρίσκεται στη Βενετία, που η γοη τεία της τον μαγεύει τόσο, όσο και η ομορφιά τον νεαρού Τάτζιο. Η. Βενετία αντιπροσωπεύει τον οργιακό χορό των ψυχικών καταστάσεων ενάντια στο στειρωτικό φορμαλισμό που καθόρι σε τη ζωή και το έργο του αστού καλλιτέχνη. Ο Βισκόντι δε μας παρουσιάζει την αιώνια πόλη της Βενετίας, αλλά μια ιδιαίτερη στιγμή της ιστορίας της αστικής τάξης, που προκαλεί την κρίση του Γκούσταβ Άσενμπαχ. Εδώ κυριαρ χούν οι οικογενειακές σκηνές, οι συζητήσεις για την αγνότητα της τέχνης, ο παραδειγματισμός, η αξιοπρέπεια του καλλιτέχνη, και η ζωή της διε θνούς μεγαλοαστικής τάξης στο ξενοδοχείο, για την περιγραφή της οποίας ο Βισκόντι εμπνέύστηκε πολύ περισσότερο από τον Προυστ παρά από τον Τόμας Μαν. Μέσα απ’ αυτή την κατάσταση του αστού καλ λιτέχνη διαγράφονται, μέσα στην ταινία, οι σύν θετες σχέσεις με την εποχή, την τέχνη, τη ζωή, που εκδηλώνονται με τον πόθο του Άσενμπαχ για τον Τάτζιο. «Ο πόθος και η μορφή»: Αυτός είναι ο τίτλος του ενός από τα δυο δοκίμια του νεαρού Λούκατς, που υπήρξαν μια από τις βασι κές πηγές του Τόμας Μαν για το «Θάνατο στη Βενετία». Το άλλο έχει τίτλο «Το αστικό πνεύμα και η τέχνη για την τέχνη». Εδώ, ενώ για τον αληθινό αστό η αστική του αποστολή είναι αυτο νόητη και αποδίδει στην ηθική τον πρωταρχικό ρόλο που παίζει στη ζωή,, για τον αστό καλλιτέ χνη, αντίθετα, η υποταγή στον κανόνα γίνεται μια ολόκληρη επιχείρηση και η αποστολή του μια μάσκα πίσω από την οποία υποκρίνεται και, όπως έλεγε ο Λούκατς, «η άγρια και στείρα οδύ νη μιας ζωής κατεστραμμένης, εκμηδενισμένης». Ο Βισκόντι μας αποκαλύπτει λοιπόν πως η αυ στηρότητα του καλλιτέχνη, πού αναπλάθει την ηθική της αστικής τάξης μόνο και μόνο για να αντιταχθεί στη ζωή της, που κυριαρχείται από στυγνό καταναλωτισμό, κακογουστιά και αδια φορία, καταλήγει να αποσυντεθεί, πως αυτή η ίδια ζωή γίνεται το έδαφος που θα γεννήσει τον ερωτομυστικιστικό πόθο του Άσενμπαχ για τον Τάτζιο. Δε φτάνει όμως αυτό. Θα γεννήσει και το σαρκασμό, γιατί είναι αδύνατο να πιστέψου με πως σ’ έναν τέτοιο κόσμο μπορεί να υπάρξει μυστικοπάθεια. Ο τρόπος με τον οποίο ο Άσεν μπαχ κοιτάζει τον εαυτό του έρχεται τότε να προστεθεί στον τρόπο με τον οποίο κοιτάζει τον Τάτζιο. Και το αποτέλεσμα είναι μια ταινία κα θαρά κινηματογραφική και σαν θέαμα και σαν. όραμα. ^ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
αφιερωμα/41
Ζακ Μερκαντόν
Μυθιστόρημα και παρωδία Ο Δόκτωρ Φάουστους Η παρωδία είναι ένα μέσο που χρησιμοποιεί συχνά ο Τόμας Μαν, και ιδιαίτερα στο αριστούργημά του «Ο Δόκτωρ Φάουστους». Τι σημαίνει συνήθως για μας ο όρος παρωδία; «Χονδροειδής απομίμηση ενός σοβαρού έργου», λέει το λεξικό «Ρομπέρ». Το «Λιττρέ» δίνει έναν ορισμό πληρέστερο: «Έργο στο οποίο διακωμω δούμε άλλα έργα χρησιμοποιώντας τις εκφράσεις και τις ιδέες τους με τρόπο γελοίο ή κακοήθη».· Οι δύο αυτοί ορισμοί είναι πολύ στενοί και πολύ φιλολογικοί ακόμα και για την εφαρμογή τους στα γαλλικά. Το πολεμικό συμβούλιο του Πικροχόλη στο μυθιστόρημα του Ραμπελαί είναι μια παρωδία. Είναι αυτή που χαρακτηρίζει τα πα ράλογα σχέδια ενός άπληστου .κατακτητή, είτε πρόκειται για τον Κάρολο Ε ' είτε για οποιονδήποτε άλλον, χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σ’ ένα λογοτεχνικό έργο. Η στράτευση του Αγαθούλη στο στρατό των Βουλγάρων, στο έργο του Βολταίρου, και η διήγηση της μάχης είναι μια άλλη παρωδία, χωρίς πάλι να έχει σχέση με κάποιο κείμενο, αλλά μόνο με την εικόνα του πρωσικού στρατού κάτω από το Φρειδερίκο το Μεγάλο. Τα κοινά γνωρίσματα των ορισμών που δίνουν τα λεξικά, ανάμεσα σε πολλά άλλα που θα μπορού σε να αναφέρει κανείς, είναι η ειρωνεία και, όπως λέει το «Λιττρέ», η κακοήθεια που έχει'μια πρόθεση υποτίμησης. Δεν ισχύει το ίδιο με τον Τόμας Μαν, όπου η παρωδία αποκτά μια έννοια πολύ πιο διαφορετι κή και θετική. Σαν παράδειγμα μπορούμε να θεωρήσουμε τη «Σαρλότ στη Βαϊμάρη», όπου ο συγγραφέας δε βασίζεται τόσο στις «Συζητή σεις» του Γκαίτε με τον Έκκερμαν όσο σ’ αυτές με άλλους πολύ πιο οξυδερκείς συνομιλητές, ιδιαίτερα με" τον καγκελάριο φον.Μύλλερ. Ο με γάλος άνδρας παρουσιάζεται συχνά μπροστά μας με οικεία χαρακτηριστικά, κάποτε διασκεδαστικά, κάποτε επικριτικά, που δεν έχουν κα μιά σχέσή με το θρύλο του του Ολύμπιου. Αλλά,
μέσα από ορισμένα λόγια που εκστομούν οι επι σκέπτες της Σαρλότ Μπουφ, της ηρωίδας του «Βέρθερου», μας αποκαλύπτεται η προσωπικό τητά της μέσα σε μια προοπτική που εξηγεί, δι καιολογεί, ακόμα και ανυψώνει ορισμένες πλευ ρές της στάσης και της συμπεριφοράς της. Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου/όταν ο ίδιος, ή μάλλον η σκιά του, εμφανίζεται ξαφνικά στο αμάξι που έχει θέσει στη διάθεση της Λόττε για να πάει στο θέατρο, προφέρει ορισμένα θαυμα στά λόγια για τη φύση και την αποστολή του σαν μεγάλου συγγραφέα, που είναι ικανά να παρη γορήσουν και να θεραπεύσουν την αίσθηση του θύματος που έχουν απέναντι του το περιβάλλον του και η ίδια η ηρωίδα. Οι σελίδες του μπορεί νά έχουν χαρακτήρα παρωδίας, αλλά όπως την εννοεί ο Τόμας Μαν. Δηλαδή, ένα μέσο για να καλύψει ορισμένες αλήθειες σκληρές αλλά αναμφισβήτητες και, με τη βαθύτερη έννοιά τους, αναγκαίες· ή, ακόμα καλύτερα, που είναι απαραίτητο να τις ξεσκεπάσουμε και να τις δε χτούμε. Είναι κάτι που, σ’ ένα ορισμένο βαθμό, τις αφοπλίζει και μας συμφιλιώνει μαζί τους. Διαφορετικά, παραμένουν πληγές ή κρυφές και επικίνδυνες απειλές. Το παιχνίδι της παρωδίας είναι ακόμα πιο λε πτό, πιο τεχνικό και πιο αποτελεσματικό στον «Δόκτορα Φάουστους». Αλλά ανήκει στην ίδια κατηγορία. Αν προχωρήσουμε περισσότερο, θα δούμε πως γίνεται το απαραίτητο εργαλείο του συγγραφέα για να ολοκληρώσει την επιχείρησή του και να γράψει αυτό το βιβλίο που είναι φορ τωμένο με εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής, αλλά επίσης και με μια μοίρα που είναι ταυτόχρονα η μοίρα της Γερμανίας και η δική μας. Και αυτό θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε. Η δουλειά αυτή δεν είναι εύκολη, όπως φαίνε-
42/αφιερωμα
ται στην αρχή. Έχουμε μπροστά μας τη ζωή ενός γερμανού συγγραφέα, όπως μας πληροφορεί ο υπότιτλος του βιβλίου, που είναι γραμμένο με το πιο απλό ύφος και την πιο κλασική γλώσσα, τη γλώσσα ενός μορφωμένου ανθρώπου, από ένα φίλο που υπήρξε μάρτυρας αυτής της ζωής από τα παιδικά χρόνια ώς το θάνατο. Μια βιογραφία λοιπόν, που, όποια κι αν είναι τα γεγονότα που περιλαμβάνει και το δράμα με το οποίο ολοκλη ρώνεται, μας προτείνει έναν τρόπο ανάγνωσης. Όμως, περικλείει ένα πεδίο πολύ ευρύτερο από το πεδίο μιας ύπαρξης, ακόμη και αυτής ενός καλλιτέχνη, που συνεπάγεται αναγκαία την πα ρουσίαση τόσο της πνευματικής και αισθητικής εξέλιξής του, όσο και της εξέλιξης των έργων του. Πριν ακόμα μάθουμε περί τίνος πρόκειται, ο αφηγητής εκθέτει τα προβλήματα που παρου σιάζει το σχέδιό του και τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες αρχίζει την αφήγησή τού. Βρισκόμαστε στις 27 Μαΐου του 1943, σε μια εποχή που ο πόλεμος είναι σε πλήρη έξαρση, σε μια στιγμή όπου φαίνονται ήδη τα σημάδια της ήττας στη χώρα του, δυο χρόνια μετά το θάνατο του ήρωά του, τον οποίο εκφράζει με λόγια που προκαλούν αμέσως την προσοχή μας: «Δυο χρό νια μετά το θάνατο του Λέβερκυν σημαίνει δυο χρόνια αφού πήγε από μια σκοτεινή νύχτα στην πολύ σκοτεινή». Και απ’ αυτό καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για το θάνατο ενός ανθρώπου που κατέχεται από τρέλα, ακόμα κι αν δεν έχου με στο μυαλό μας τον όμορφο στίχο του Στέφαν
Γκεόργκε οτο ποίημά του για τον Νίτσε: «Και από μια μεγάλη νύχτα, πέρασε στην πολύ μεγάλη νύχτα». Ανάμνηση ή σύμπτωση; Ο Τόμας Μαν δεν εκ δήλωσε ποτέ την παραμικρή συμπάθεια ή το πα ραμικρό ενδιαφέρον για τον Γκεόργκε, και δεν ξέρω καν αν πότε συναντήθηκαν. Αντίθετα, εί ναι γεγονός πως για το δράμα του Λέβερκυν, ακόμα και στις λεπτομέρειες, που είναι συμβολι κές γι’ αυτόν, είχε φανερά σαν πρότυπο το δρά μα της ζωής του Νίτσε: τη σύφιλη από την οποία προσβλήθηκε ενώ ήταν ακόμα φοιτητής, την αυ ξανόμενη δημιουργικότητα, εδώ φιλοσοφική εκεί μουσική, στα γόνιμα χρόνια, μια δημιουργικότη τα όλο και πιο έντονη, ώς τη μοιραία κατάρρευ ση που τον οδηγεί στην παράλυση και την παρα φροσύνη. Το γράμμα στο Οποίο ο ήρωας διηγεί ται στο φίλο του, τον αφηγητή, Ζερένους Τσάιτμπλομ, την πρώτη του επίσκεψη σ’ ένα μπορντέλο του Λάιπτσιχ, αποτελεί τις μόνες σελίδες του βιβλίου όπου εκφράζεται ο ίδιος, σε μια γλώσσα που μιμείται τα γερμανικά του 16ου αιώνα, δη λαδή της εποχής του Λούθηρου, σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο παρωδίας, που μας δείχνει πως ανήκει βασικά σ’ εκείνη την εποχή, κλειδί της συμφω νίας του με το διάβολο που γίνεται αργότερα. Εξάλλου, πριν αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη μουσική, αυτός ο λουθηρανός που. κατάγεται από παλιά αγροτική οικογένεια άρχισε στην Αλ θεολογικές σπουδές. Και η αυστηρή, ψυχρά πα-'
αφιερωμα/43 βιασμένη και ατίθαση ιδιοσυγκρασία του έχει φανερά τη λουθηρίανή σφραγίδα. Γιατί λοιπόν ο βιογράφος του, που προέρχεται από την ίδια πε ριοχή της Θουρίγγης, κοιτίδα της μεταρρύθμι σης, μας παρουσιάστηκε σαν καθολικός; Δεν υπάρχει ξεκάθαρη εξήγηση. Είναι ένας ανθρω πιστής με εντελώς κλασικό και φιλολογικό προ σανατολισμό, που ακολουθεί πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, ώσπου να γίνει καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Φράιξινγκ, που το εγκαταλεί πει, στην αρχή του βιβλίου, εξαιτίας της διαφω νίας του, όπως μας λέει, με το ναζιστικό καθε στώς. Ο καθολικισμός δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην ιστορία του. Ίσως ο Τόμας Μαν να διέκρινε εδώ μια εγγύηση για μεγαλύτερη ανεξαρτησία απέναντι στην τυραννία που βασιλεύει στη χώρα του. Πάντως, αυτή η διαφορά θρησκείας δεν εμ ποδίζει με κανένα τρόπο τη φλογερή φιλία και το σεβασμό που νιώθει για το μεγάλο καλλιτέ χνη, του οποίου διηγείται την ιστορία. Ο Τόμας Μαν ενσαρκώθηκε σε μεγάλο βαθμό στο δραματικό πρόσωπο του ήρωά του. Σύμφω να όμως με μια μέθοδό του που συναντάμε συχνά στα βιβλία του, δάνεισε και στον Τσάιτμπλομ ορισμένα δικά του χαρακτηριστικά, αφήνοντάς του ταυτόχρονα πλήρη αυτονομία. Εδώ, η συνη θισμένη διάκριση της σύγχρονης κριτικής ανάμε σα στο συγγραφέα και τον αφηγητή ενός μυθι στορήματος, που συχνά αποδεικνύεται μάταιη, βρίσκει τη δικαίωσή της. Δεν είναι ο Τόμας Μαν εκείνος που διηγείται τη μεγάλη και τραγική πε ριπέτεια του συνθέτη Άντριαν Λέβερκυν. Τη με ταφέρει όπως την άκουσε από τον αυτόπτη και σταθερό μάρτυρα της ζωής του, τον Τσάιτμπλομ. Αυτή η απόσταση δίνει ζωή στο βιβλίο ενώ συν δέεται άμεσα με τη φύση του. Η διήγηση είναι τόσο πυκνή και φορτωμένη, που νομίζω πως αν έλλειπε αυτή η απόσταση ο'αναγνώστης θα δυ σανασχετούσε. Αλλά η δεξιοτεχνία του Τόμας Μαν έγκειται στο ότι κατάφερε να χειριστεί αυτή την ελευθερία που θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και σαν αποτέλεσμα της παρωδίας. Χρειάζεται ένα παράδειγμα πάνω σ’ αυτό; Μας έρχεται αμέσως ένά στο μυαλό, που είναι και το επίκεντρο του δράματος το οποίο ζει ο ήρωας. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Ρώμη δέχεται την επίσκεψη του διαβόλου, με τη μορφή ενός πολύ συνηθισμένου προσώπου που κατά τη διάρκεια της συνομιλίας αλλάζει διάφορες, το ίδιο κοινότοπες, μορφές. Το μόνο στοιχείο που προδίδει την ταυτότητά του είναι το πολικό κρύο που απλώνει γύρω του. Ο αφη γητής δεν είναι παρών στη συζήτηση. Ο Λέβερ κυν είναι μόνος με τον καλεσμένο του και θα διηγηθεί αργότερα την ιστορία στο φίλο του, που θα τη μεταφέρει λέξη προς λέξη. Πρόκειται όμως για μια πραγματική επίσκεψη ή αυτό το
πρόσωπο του διαβόλου βρίσκεται μόνο στη φαν τασία του μουσικού; Δεν το ξέρουμε. Ολόκληρη όμως η συνομιλία είναι μια παρωδία, γιατί δεν έχει γίνει καμιά συμφωνία ανάμεσα στους δύο συνομιλητές. Ο Λέβερκυν είναι ήδη δαιμονισμέ-^ νος, από τότε που έπαθε στο μπορντέλο του Λάιπτσιχ το ατύχημα, το οποίο, για την ώρα, πολ λαπλασιάζει τη δημιουργική του δύναμη, αλλά τον σπρώχνει στην τελική καταστροφή. Ίσως να είχε ήδη αφεθεί από πριν σ’ αυτή τη μοιραία φι λοδοξία, έτοιμος να της παραδώσει την ψυχή του. Έτσι τον περιγράφει ο Τσάιτμπλομ στην εποχή της εφηβείας τους: υπερόπτη, περήφανο, ψυχρό, λακωνικό, με περιέργεια για τα μαγικά φαινόμενα, να υποφέρει από ξαφνικές ημικρα νίες που ρίχνουν το ηθικό του πολύ χαμηλά, να τον απασχολούν θεολογικά προβλήματα, να ξεσπά, τέλος, σε κρίσεις γέλιου -αλλά ενός γέλιου καθαρά σατανικού. Μήπως το πολικό κρύο που απλώνει γύρω του ό επισκέπτης του προέρχεται από τον ίδιο; Όμως, αυτή η συμφωνία με το διάβολο, παλιό γερμανικό όνειρο, δεν ενδιαφέ ρει μόνο τον ίδιο και την τέχνη του ή τη μοίρα της σύγχρονης μουσικής. Αφορά τη Γερμανία τις μέρες της συντριβής της, όπου ο αφηγητής άρχι σε τη διήγησή του, και οι ρίζες της, που είναι πιο παλιές, φτάνουν ώς την επανάσταση του Λούθηρου, που κι αυτός είναι κληρονόμος του μεσαιωνικού Φάουστ και ΐης καταστροφικής μα γείας του. Αντιλαμβανόμαστε έτσι τα χαρακτη ριστικά της μεταμφίεσης και ταυτόχρονα της κα ταγγελίας, που εξελίσσονται σε παρωδία. Υπάρχει ένα άλλο παράδειγμα, πιο επιφανεια κό, στο οποίο από πρώτη άποψη διακρίνουμε μια διασκεδαστική ειρωνεία. Από πολλά χρόνια, για να μπορέσει να δουλέψει μέσα σε μια προσ τατευτική μοναξιά, ο Λέβερκυν αποτραβήχτηκε σε μια παλιά φάρμα της Πάνω Βαυαρίας, στο Πφάιφφερινγκ, κοντά στην οικογένεια Σβάιγκεστιλ, που ακόμα και τ’ όνομά της είναι συμβολι κό. Δηλώνει την ησυχία που απαιτείται για να μπορέσει η δουλειά του να εξελιχθεί και να ωρι μάσει. Φεύγει από κει σε σπάνιες μόνο περιπτώ σεις, για να πάει στο Μόναχο, και μια φορά στη Βιέννη, και δέχεται σπάνια επισκέπτες. Μια μέ ρα που ο μελλοντικός του βιογράφος, ο Τσάι τμπλομ, βρίσκεται μαζί του, παρουσιάζεται ένας άγνωστος. Πρόκειται για τον Φίτελμπέργκ, Εβραίο πολωνικής καταγωγής, που κατόρθωσε ν’ αναδειχθεί σιγά σιγά, χάρη στην επιτηδειότητά του, την εξυπνάδα και τις δολοπλοκίες του, σε διεθνούς φήμης ιμπρεσάριο, οργανωτή περι ζήτητων συναυλιών, υποστηρικτή ταλέντων σί γουρων, αλλά όχι ακόμη πολύ γνωστών, για να τα οδηγήσί ι στη δόξα. Άκουσε να μιλούν για τον Άντριαν Λέβερκυν, και αφού εκτίμησε σω στά την αξία των έργων του και τα βρήκε άξια
44/αφιερωμα των υπηρεσιών του, πήγε να τον αποσπάσει από το ησυχαστήριό του για να τον προωθήσει στην παρισινή κοινωνία, όπου αποκτά κανείς φήμη, πρώτο στάδιο μιας καταπληκτικής δεξιοτεχνίας. Γιατί ο Τόμας Μαν δίνει μόνο σ’ αυτόν το λόγο, πνευματώδη, φλύαρο, ευρηματικό, αφήνοντας τον αναγνώστη να μαντέψει τις απαντήσεις του μουσικού και του φίλου του μόνο από τη στροφή που παίρνει ο λόγος του προσώπου, ώσπου να τους αποχαιρετήσει, χωρίς μνησικακία για την αποτυχία της απόπειράς του. Ολόκληρο το επει σόδιο είναι χιουμοριστικό, γιατί δεν υπάρχει από την πρώτη κιόλας στιγμή καμιά αμφιβολία γι’ αυτή την τελική αποτυχία, αλλά και γιατί ο ομιλητής αναλώνεται σε υποσχέσεις και θαύματα που ξέρουμε πως δεν μπορούν να έχουν καμιά επίδραση στο πνεύμα και τη φύση του Λέβερκυν. Θα λέγαμε πως πρόκειται για μια ευπρόσδεκτη γελοιογραφία σε μια ιστορία όπου η δυ στυχία βρίσκεται χαραγμένη στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών και δεν προκαλούν σχεδόν κα θόλου γέλιο. Το να δούμε μόνο αυτή την πλευρά, θα ήταν σαν να μας ξέφευγε η ουσία. Τα λόγια του ιμπρεσάριου, μέσα στη φλυαρία του, είναι πλούσια σε παρατηρήσεις, και, προς το τέλος, σε έξυπνους, ακόμα και προφητικούς συλλογισμούς για το γερμανικό πνεύμα και τις μυστηριώδεις ομοιότητές του με το εβραϊκό. Παρουσιάζονται με μορφή παρωδίας αλλά, ακόμα κι εδώ, η πα ρωδία αποτελεί μέσο γνωριμίας και βρίσκεται στην καρδιά του δράματος που διηγείται το μυ θιστόρημα. Μας διασκεδάζει και ταυτόχρονα μας δείχνει την πολυπλοκότητα του βιβλίου. Είναι ένα δύσκολο βιβλίο, γιατί η ανάπτυξή του γίνεται, από την αρχή ώς το τέλος, σε πολλά επίπεδα. Αλλά προπάντων γιατί, αν και η ανάλύση μπορεί να ξεχωρίσει αυτά τα επίπεδα, η ανάγνωση πρέπει να τα συλλάβει με τη συντονι σμένη και σφαιρική τους σημασία. Η ιστορία του Άντριαν Λέβερκυν είναι η ιστορία της προσω πικής του ζωής και περιλαμβάνει τις φιλοδοξίες του σαν συνθέτη και τα μουσικά έργα που δη μιουργεί διαδοχικά. Είναι ακόμα τουλάχιστον η ιστορία μιας ορισμένης σύγχρονης μουσικής, απ’ όπου δε λείπουν οι δοκιμές, οι. επιτυχίες και οι αποτυχίες. Από την άλλη πλευρά, στη βιογραφία του μουσικού βλέπουμε την ανϊχπόληση του οι κογενειακού και του γενέθλιου περιβάλλοντος, τις σπουδές, τις ιδέες, τη σταδιοδρομία του. Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε στο Μόναχο ο συγγραφέας περιγράφει το περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται, τα πρόσωπα που τον περιστοιχί ζουν, που προσκολλούνται σ’ αυτόν, που δέχον ται, με μοιραίο και όχι υπόγειο τρόπο, την επιρ ροή του, την οποία, χωρίς να το θέλει ούτε πάν τα να το ξέρει, κουβαλεί μαζί με τη μοίρα του, για να πέσουν θύματα της διαβολικής του συμ
φωνίας. Εδώ αυξάνει η ένταση του μυθιστορή ματος, γίνεται πιο περιεκτικό, πιο δραματικό, και οι μορφές των προσώπων έχουν τη σφραγίδα της δυστυχίας που θα τα καταστρέψει: την αυτο κτονία της μεγαλύτερης από τις αδελφές Ρόντε, τη δολοφονία από'τη δεύτερη, την Ινές Ινστιτόόϊς. του βιρλιστή Σβέρντφεγκερ. με τον οποίο ο Άντριαν είχε δεθεί με μια γερή και σκοτεινή φι λία. Είναι, τέλος, η θαυμάσια εικόνα του μικρού Νέπομυκ, του λεγάμενου Έκο, ανιψιού του Ά ντριαν, που του τον εμπιστεύονται οι γονείς του στο εξοχικό του ησυχαστήριο του Πφάιφφερινγκ. Τους κατακτά όλους, και προπαντός το θείο τού, με τη θεϊκή μαγεία που σκορπά γύρω του. Θα προσβληθεί όμως γρήγορα από μηνιγγί τιδα και μέσα σε λίγες μέρες θα πεθάνει με φρικτούς πόνους. Αυτές είναι οι ωραιότερες και πιο σπαρακτικές σελίδες του βιβλίου. Αποτελεί ακό μα, για τον καταραμένο συγγραφέα, την τελευ ταία προειδοποίηση, που θα προκαλέσει και τη δική του πτώση μέσα στο σκοτάδι, αφού ολοκλη ρώσει ένα τελευταίο έργο, ένα είδος ορατόριου ή καντάτας με τον ενδεικτικό τίτλο: «Θρήνος του Δόκτορα Φάουστους» -ύστατος στεναγμός τζπό το βάθος της απελπισίας του. Αλλά δεν είναι μόνο η δική του κραυγή αγω νίας, ούτε αυτών που συμμερίστηκαν, χωρίς να το ξέρουν, το ολέθριο όνειρό του. Προμηνύει ακόμα την κραυγή της χώρας του, που η παρα φροσύνη της, και αργότερα ο θάνατος του συν θέτη, τον εμποδίζουν να είναι μάρτυρας ώς το τέλος. Στη θέση του μένει ο αφηγητής, σαν ένας μεταθανάτιος αντιπρόσωπός του. Η γεμάτη επιδεξιότητα τέχνη του μυθιστοριογράφου έφτασε τη διήγησή του ώς τις αρχές του Πρώτου παγκο σμίου πολέμου, τη στιγμή που η Γερμανία σω ριάζεται κάτω από τα ερείπια του Δεύτερου. Έτσι, ολόκληρο το δεύτερο μισό του βιβλίου μας παρουσιάζει, σαν μια σοφή αντίστιξη, την ιστο ρία των διαδοχικών δραμάτων που διηγείται και τις αναμνήσεις του από τα στάδια της εθνικής καταστροφής που παρακολουθεί, με την ιδιότη τα του μάρτυρα, αλλά ακόμα και του κριτή, που ξέρει πως η Γερμανία ήταν άξια της τύχης της εξαιτίας της συμφωνίας της με τις καταχθόνιες δυνάμεις. Και επιστρέφοντας στο παρελθόν, οι θανάσιμες ψευδαισθήσεις στις οποίες αφέθηκε η χώρα: αυτή προκαλώντας τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, ξεσκεπάζονται μέσα στον αναβρασμό του Δεύτερου. Εδώ, ο ίδιος ο συγγραφέας κάθε ται στο εδώλιο, αφού ξέρει πως συμμερίστηκε τη μέθη όλων των Γερμανών του 1914, για να επανέλθει είναι αλήθεια, από τη στιγμή της ήττας, στη δημοκρατία, χωρίς να περιμένει το ξύπνημα του ναζισμού, και για να πληρώσει αυτή του την εχθρότητα απέναντι στο Γ' Ράιχ με μια μεγάλη και οδυνηρή εξορία.
αφιερωμα/45 σε πολλά σήμεία που αφορούν μόνο τη δική του βιογραφία και δε μας ανοίγει παρά τη μισή του καρδιά. Υπάρχει ένα μόνο σημείο το οποίο μας παρουσιάζει με μεγάλη σαφήνεια και στο οποίο επανέρχεται συχνά: είναι η βοήθεια που του πρόσφερε, μετά από σύσταση του Άρνολντ Σένμπεργκ, εξόριστου τότε στην Καλίφόρνια, ένας μαθητής του τελευταίου: ο Αντόρνο, που δεν έπαψε να τον ενημερώνει πάνω στα ειδικά προ βλήματα της μουσικής, ιδιαίτερα της σειραϊκής και τής δωδεκαφωνικής, τις οποίες ο Τόμας Μαν αγνοούσε εντελώς. Αγάπησε με πάθος τη μουσι κή χωρίς να την έχει σπουδάσει ποτέ και φαντά ζομαι πως οι γνώσεις του δεν πήγαιναν πέρα από τις συμφωνίες του Μάλερ. Ο Αντόρνο δεν έμεινε ικανοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο ο μεγάλος συγγραφέας τίμησε τη συνεργα σία του, και, όπως μας υπενθυμίζει η Κάτια Μαν στο μικρό βιβλίο που αφιέρωσε στον άντρα της,, κατέληξε να θεωρεί τον εαυτό του πραγμα τικό συγγραφέα του μυθιστορήματος. Άφησε, παρ’ όλ’ αυτά-, πίσω του ένα έργο μουσικής φι λοσοφίας που θα έπρεπε κανονικά να του ήταν αρκετό για να ικανοποιήσει τη ματαιοδοξία του σαν συγγραφέα και σαν σοφού, γιατί είναι πολύ αξιόλογο. Εδώ 'όμως αρχίζει η ανεκδοτολογία. Ας περιοριστούμε να πούμε πώς σπάνια ένας διάσημος συγγραφέας αποκάλυψε στους άλλους, όπως έκανε ο Τόμας Μαν, όλα όσα όφειλε σε άλ-
Αυτή την αντίστιξη της αφήγησης ο αναγνώ στης πρέπει να την παρακολουθήσει και να την ακούσει ταυτόχρονα απ’ όλες τις. φωνές με την ισάξια δύναμη. Όμως αυτή ακριβώς τη μουσική προσπαθεί να αποκαταστήσει στο έργο του ο Λέβερκυν,' ανατρέχοντας πολύ πέρα από τον Μπαχ, που γι’ αυτόν, όπως και για το σύγχρονο ακροατή, είναι ήδη ένας απόλυτα αρμονικός μουσικός. Ο συνθέτης αναζητά τις πηγές του στο 16ο αιώνα, και ακόμα πιο παλιά, σ’ αυτή την παράφωνη μουσική του μεσαίωνα, που την πα ραφωνία της υπερακοντίζει η σύγχρονη μουσική μας, φτάνοντας ώς την εξαφάνιση του μουσικού ήχου και της φωνής, που παραχωρούν τη θέση τους σε λόγια που δεν τραγουδιούνται και στην απλή παραγωγή του καθαρού θορύβου. Το 1949 ο Τόμας Μαν δημοσίευσε ένα μικρό και πολύτιμο βιβλίο: το «Ημερολόγιο του Δόκτορα Φάουστους», με τον υπότιτλο «Μυθιστό ρημα ενός μυθιστορήματος», που επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την επεξεργασία του κυρίως έργου και διηγείται τις περιστάσεις που συνοδέυσαν τη δημιουργία του, κυρίως τη σοβαρή αρρώστια από την οποία προσβλήθηκε ο συγγραφέας του και τη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε. Εδώ, δε θα έπρεπε ίσως ν’ αναζητήσουμε μια γένεση του βιβλίου, ούτε πληροφορίες για τα πρότυπα των προσώπων του. Ο συγγραφέας του παραμένει διακριτικός
1 ^
'
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΔΡΟΥ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΚΟΛΑΤΛΗΣ
\ν
Τ·(· €ΛΙΟΤ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
0
ψ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
tQim
8W ΜΑΟΣ
Η“
11S
ΣΤΗΝ ΚΙΤΡΙΝΗ ΟΡΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ Η Μυθιστόρημα ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ Γ Διηγήματα και αφηγήσεις «' Γ
IncA .IQ A a - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
I . . . δ η μ ι ο υ ρ γ ο ύ μ ε αναγνώστες
(Δεύτερηέκδοση)
Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783
!Η." 'ΡΑ
46/αφιερωμα
Φεβρουάριος 1955: οι τελευταίες φωτογραφίες του Τόμας Μαν
λους. Το ερώτημα που μπαίνει ως προς το «Δό,κτορα Φάουστους», είναι μάλλον το εξής: Μή πως φόρτωσε υπερβολικά to μυθιστόρημά του με τις θεωρητικές και τεχνικές πληροφορίες που του έδωσε ο Αντόρνο;... Γνωρίζουμε όμως την ευσυνείδητη φύση του και τη' μόνιμη έννοια του να εμπλουτίζει τα β,ιβλίά του με ολόκληρη την εργασία στην οποία επιδόθηκε για τη σύνθεση του έργου «Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του». Η Κάτια Μαν μας διαβεβαιώνει πως διέθετε την ικα νότητα να ξεχνά μετά ό,τι είχε αποκτήσει από τόσους τομείς τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους. Ίσως αυτή να είναι μια αναγκαία προϋπόθεση για να προσανατολιστεί σε καινούρια μυθιστο ρηματικά έργα. Η δημιουργία του «Δόκτορα Φάουστους» εί ναι κάτι σαν στοίχημα: να περιγράφει με εκφρα στικό πλούτο και ακρίβεια τα μουσικά έργα του ήρωά του, με τέτοιο τρόπο ώστε ν’ αποκτήσουν μια αυθεντική πραγματικότητα για τον αναγνώ στη. Ο αναγνώστης σχηματίζει ίσως μια ιδέα γι’ αυτά, και τα αντιλαμβάνεται τόσο μέσα στην ποικιλία τους, όσο και μέσα στη συνέχειά τους. Μπορούμε να ισχυριστούμε πως ακόμα κι αν εί ναι μουσικός, ακόμα κι αν έχει ολοκληρωμένες γνώσεις της μουσικής επιστήμης, τα ακούει, όπως είναι δυνατόν να ακούσει, για παράδειγ μα, ένα μουσικό έργο μόνο με την ανάγνωση μιας παρτιτούρας; Δε διατρέχει τον κίνδυνο να αντικαταστήσει τη μουσική του Λέβερκυν, αυ θεντική όπως μας την προτείνει ο συγγραφέας, με κάποια μουσική που έχει μέσα στ’ αυτιά του, την οποία του υπαγορεύουν ορισμένες διάχυτες μνήμες; Φοβούμαι πως τα πράγματα δε συμβαί νουν συνήθως έτσι και πως, σε βάρος της παρά ξενης και καμιά φορά σκληρής ομορφιάς που
έχει η μουσική την οποία ο συγγραφέας μας προσκαλεί να θαυμάσουμε -όχι χωρίς αναστο λές, που μπορούν να φτάσουν ώς τον- τρόμο-, δεν πρόκειται για τη μουσική ενός Καρλ Ορφ, για παράδειγμα, που επιβάλλεται στο πνεύμα περισσότερο από τη μουσική του Άλμπαν Μπεργκ ή του Χανς Βέρνερ Χέντσε, πράγμα που θα ήταν πιο επιθυμητό. Ίσως, όμως, πρόκειται για ένα άσκοπο ερώτημα, στο μέτρο που, σύμ φωνα με το περιεχόμενο του μυθιστορήματος, αυτή η μουσική αντιπροσωπεύει κάτι άλλο από τον ίδιο της τον εαυτό. Ας μηνξεχνούμε πως την εμπνέει μια συμφωνία με το διάβολο και πως η εκφραστική και ταυτόχρονα αινιγματική της δύ ναμη, όπως την περιγράφει ο Τόμας Μαν, πηγά ζει από τις σκοτεινές δυνάμεις στις οποίες παρα δόθηκε ο συνθέτης. Τα ονόματα των μουσικών που ανέφερα στην τύχη είναι παράλογα, γιατί η μουσική που έγραψαν δεν απεικονίζει ουσιαστι κά την τύχη τους. Η μουσική του Λέβερκυν είναι η μυστηριώδης και τρομακτική εικόνα της μοί ρας του μεγάλου καλλιτέχνη που είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος. Την καλύπτει και την ξε σκεπάζει. Είναι, με την έννοια που αποκτά αυ τός ο όρος στον Τόμας Μαν, μια μουσική παρω δίας. Και πρώτ’ απ’ όλα σε σχέση με το συνθέτη, αφού ό,τι μοιραίο υπάρχει στη ζωή κάι στη στα διοδρομία του είναι, όπως είδαμε, παρμένο σε μεγάλο βαθμό από τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Νίτσε, και συνθέτει από μόνο του μια παρω δία. Αλλά ακόμα και γιατί συμβολίζει την ιστο ρική και πνευματική μοίρα του λαού στον οποίο ανήκει ο καλλιτέχνης. Ας μην ξεχνούμε τον υπό τιτλο του βιβλίου: «Η ζωή του γερμανού συνθέτη Άντριαν Λέβερκυν». Το επίθετο δεν αποτελεί μόνο βιογραφική διευκρίνιση. Καθορίζει την
αφιερω μα/47
προοπτική μέσα στην οποία η ιστορία της ζωής του πρέπει να διαβαστεί. Να πούμε πως η ιστο ρία, ή θα ήταν καλύτερα να λέγαμε πως η πρόσ φατη ιστορία της Γερμανίας, έχει χαρακτήρα πα ρωδίας; Μοιάζει παράδοξο, από πρώτη άποψη, γιατί η ιστορία ενός λαού, εδώ ενός πολύ μεγά λου λαού, έχει μια αυτόνομη πραγματικότητα και, όσο ολέθρια κι αν μας φαίνεται, ανταποκρίνεται στο δικό του πνεύμα, το οποίο εκφράζει μέσα από τους θριάμβους και τις συμφορές της. Αλλά ας μεταφερθούμε στη στιγμή όπου ο αφη γητής αρχίζει την αφήγησή του, και στην περίο δο που τη συνεχίζει, μέσα στα ερείπια και τα . συντρίμμια μιας ήττας χωρίς προηγούμενο. Έχουμε να. κάνουμε με στρατιωτική ήττα; Πρό κειται για εντελώς άλλο πράγμα. Ό χ ι μόνο για τη δεύτερη αποτυχία της Γερμανίας να επιβάλει την ηγεμονία της στην Ευρώπη και, αν ήταν δυ νατόν, στον κόσμο. Αλλά για τη δεύτερη αποτυ χία της να συγκροτηθεί σ’ ένα έθνος ικανό να ισορροπήσει ανάμεσα στα έθνη που το περιβάλ λουν. Το είχε κατορθώσει, μια πρώτη φορά, το 1871, όταν ο Μπίσμαρκ ίδρυε την αυτοκρατορία χάρη στη νίκη της Πρωσίας ενάντια στη Γαλλία; Ίδρυση πολύ εύθραυστη, αμφίβολη και αβέβαιη, αφού μέσα σε λιγότερο από πενήντα χρόνια, από μια ακατανίκητη ανάγκη για επεκτατισμό, η χώ ρα χρειάστηκε να πολεμήσει. Αλλά με τι τίμημα, τόσο για κείνη όσο και για τους νικητές, διατη ρεί την ενότητά της μέσα στην ήττα. Είναι ανώ φελο να υπενθυμίσουμε τη συνέχεια, και αυτή τη φοβερή σπατάλη ενέργειας που, αυτή τη φορά, μέσα στην καταστροφή, διασπά την εθνική ενό τητα που θα έχει διαρκέσει λιγότερο από έναν αιώνα. Α λ λ ά η π α ρ ω δ ία
μ ια ς υ γ ιο ύ ς κ α ι σ τέρ εης
πραγματικής πολιτικής δύναμης, δεν εμφανίζε ται μόνο στην καθαυτό πολιτική αποτυχία. Φαί νεται από την αρχή σε τόσα χαρακτηριστικά ση μεία, από τα οποία αρκεί να υπενθυμίσουμε τα πιο χτυπητά: την ανακήρυξη της Γερμανικής αυ τοκρατορίας στις Βερσαλλίες, το θεατρικό πρό σωπο του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β' και το ανεύθυνο πολιτικό του παιχνίδι, τα σχέδια για παγκόσμια ηγεμονία που εμπνέουν τον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, την αίτηση για ανακωχή που συνοδευόταν από άρνηση να αναγνωρίσει την ήττα, τη χρεοκοπία και τον πληθωρισμό που μα στίζουν πριν την ώρα της τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Τέλος, το Γ' Ράιχ και την τρομοκρα τία που επιβάλλει στη χώρα, πριν να την επε κτείνει στις θριαμβευτικές του κατακτήσεις. Αλ λά ο σκοπός μου εδώ δεν είναι καθόλου να κα τακρίνω τη Γερμανία. Το θέμα είναι να εξηγή σουμε τη μορφή της παρωδίας που αναπτύσσεται μέσα από το μυθιστόρημα του Τόμας Μαν και την ιστορία του ήρωά του. Μου έρχεται μια λέξη στο μυαλό και είναι η ίδια που χρησιμοποιεί το λεξικό «Ρομπέρ» για να ορίσει την παρωδία: «χονδροειδής» απομίμηση, λέει, «ενός σοβαρού έργου». Χονδροειδής! Αυτός είναι ο όρος που κυριαρχεί, αλλά με την πιο βαριά του έννοια, την πιο μοχθηρή, την πιο αισχρή και ταυτόχρονα απαίσια (ξέρουμε τη χρήση της στη γλώσσα των σαδο-μαζοχιστών), για την εικόνα του Γ' Ράιχ, στη μορφή των αρχηγών του όπως και σ’ αυτή των στρατοπέδων βασανιστηρίων και θανάτου: μια μορφή κοροϊδίας μέσα στον τρόμο. Ας τη συγκρίνουμε με την τρομοκρατία και την κυ ριαρχία της λαιμητόμου: είναι σαν να παραβάλ λουμε την ωμότητα με μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει κανένα σημάδι γελοίου. Η μουσική που συνθέτει ο Άντριαν Λέβερκυν δεν προσφέρεται για την εικονογράφηση του γκροτέσκου, μ’ αυτό το μακρύ κολασμένο γέλιο που τη διαπερνά και την ξεσκίζει, σε ορισμένα έργα ή σε ορισμένα αποσπάσματα, το ίδιο το γέλιο του Σατανά, που, ενώ έχει αρπάξει τη λεία του, αντιλαμβάνεται πως δεν έχει τίποτα στα χέρια του. Γιατί το σατανικό.γέλιο είναι ένα γέλιο αυτοκτονίας, το ίδιο το γέλιο του Χίτλερ μέσα στους υπόνομους του Βερολίνου, όπου καταριέται τη Γερμανία, πριν γιορτάσει το γάμο του με την Εύα Μπράουν, με το ποτήρι της σαμπάνιας στο χέρι, και πριν πα ραδοθεί στο θάνατο. Μπορεί αυτό το βασίλειο και αυτός ο άνθρω πος να μην είναι ολόκληρη η Γερμανία. Μόλις είδαμε πως είναι οι κληρονόμοι μιας μακρόχρο νης παρωδίας. Αλλά τη στιγμή της καταστροφής ο Τόμας Μαν δε σταμάτησε να είναι αντίθετος με την αφελή και απλοϊκή ιδέα, που διατυπώθηκε ήδη πολλές φορές πριν από τον πόλεμο, για δυο Γερμανίες, μια «καλή» και μια «κακή». Το ίδιο
48/αφιερωμα πνεύμα την ανεβάζει στο πιο ψηλό σκαλοπάτι, και την κάνει να πέσει και στο πιο χαμηλό. Αυτό το πνεύμα έχει ένα όνομα που προέρχεται από ένα παλιό προγονικό όνειρο: τον ίδιο τον τίτλο του μυθιστορήματος, που δεν είναι μόνο το όνο μα του ήρωά του, αλλά δηλώνει οτιδήποτε εκτυ λίσσεται γύρω του και του οποίου είναι ο συνει δητός εμπνευστής, λίγο ή πολύ: «Δόκτωρ Φάουστους». Είναι το πρόσωπο ενός σοφού μεθυσμέ νου από την πιο μεγάλη σοφία, που για να την αυξήσει ακόμα περισσότερο, την παραδίδει στις δυνάμεις της μαγείας, δηλαδή στο διάβολο. Θα είχαμε πολλά ακόμα να πούμε για τη μοίρα της Γερμανίας, αν φτάναμε ώς το Λούθηρο και την περηφάνεια της επανάστασής του, που δια σπά την ενότητα της χώρας, που θα τον σπρώξει παρά τη θέλησή του στον Τριακονταετή πόλεμο, του οποίου οι ζημιές, σε όλους τους τομείς, θα διαρκέσουν περισσότερο από έναν αιώνα. Αλλά θα ξεπερνούσαμε το πλαίσιο του βιβλίου, όσο ευρύ κι αν είναι. Ίσως θα έπρεπε να θίξουμε τουλάχιστον μια όψη αυτής της μοίρας, και ν’ αναφερθούμε εδώ στις σκέψεις του Αντρέ Μαλρώ: στη Γερμανία δεν υπάρχει μια μακρόχρονη, αυθεντική παράδοση στον τομέα των πλαστικών τεχνών, τόσο στη ζωγραφική όσο και στα μνη μεία. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άντριαν Λέβερκυν, για ένα από τα κύρια έργα του, εμπνέεται από τις γκραβούρες του Ντύρερ: «Apocalypsis cum figuris». Κάνει μια προσπάθεια να μεταμορφώσει
σε μουσική αυτό που ανήκει στο σχέδιο,, δηλαδή στην οπτική αναπαράσταση. Μήπως η τέχνη του μπαρόκ, που άργησε να φτάσει στη Γερμανία, και που δεν προέρχεται από το Ράιχ αλλά από την ιταλική συμβολή των Αψβούργων και του πολιτισμού του Δούναβη δεν έκανε την αντίθετη απόπειρα; Να δανειστεί, δηλαδή, από τη μουσι κή τα μέσα της και να τα μετατρέψει σε πλαστι κές, διφορούμενες, όλο κίνηση μορφές, τέχνη της ψευδαίσθησης, της οφθαλμαπάτης, ώς και στα πιο εκθαμβωτικά αριστούργήματά της;... Αλλά το ερώτημα που τίθεται και βρίσκεται ,σε κάθε σελίδα του «Δόκτορα Φάουστους» είναι: «Μπο ρεί ένας πολιτισμός να βασιστεί πάνω στη μουσι κή, που είναι ακριβώς η κατεξοχήν διφορούμενη τέχνη;». Η Γερμανία μπόρεσε να το πιστέψει με το θρίαμβο, ακόμα και την «τρομοκρατία» της γερμανικής μουσικής του 19ου αιώνα. Οι μεγα λύτεροι της φιλόσοφοι δεν το πίστεψαν. Εδώ οφείλεται, εν μέρει τουλάχιστον, η απαισιοδοξία τους, το γεγονός ότι αρνήθηκαν την ίδια την ιδέα του πολιτισμού, που αποκορυφώνετάι με την απελπισμένη και τραγική έκκληση στον υπε ράνθρωπο του μεθυσμένου από τη μουσική φιλο σόφου, του Νίτσε.
Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Αγγελική Πέτριτς
Έ ρ γ α του Τ όμ ας Μ αν στα ελληνικά
Το μαγικό βουνό (μτφρ. Ά ρ η ς Δικταίος). Α θήνα, Δίφρος, 1956. Τόμοι 2. Σελ. 418 + 448. Ο θάνατος στη Βενετία (μτφρ. Μ.. Κωνσταντινίδης). Αθήνα, Δίφρος, 1956. Σελ. 90.
Ο θάνατος στη Βενετία - Τριστάνος - Glaudius Dei - Ο νόμος (μτφρ. Ά ρ η ς Δικταίος). Αθήνα, Σ. I. Ζαχαρόπουλος, 1979. Σελ. 272. Τόνιο Κρέχκερ (μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης). Γ' έκ δοση. Αθήνα, Ύ ψιλον, 1982. Σελ. 108.
Δόκτωρ Φάουστους (μτφρ. Ά ρ η ς Δικταίος). Αθή να , Σ. I. Ζαχαρόπουλος, 1976. Σελ. 588. '
Ο Μάριος και ο μάγος (μτφρ. Σταύρος Αντωνίου). Α θήνα, Υάκινθος, 1983. Σελ. 66.
Η εποχή μου (μτφρ. Αντιγόνη Χατζηθεοδώρου). Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 1972. Σελ. 42.
Θάνατος στη Βενετία (μτφρ. Δημ. Ζορμπαλά). Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 148.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
----------------^
επιλογή
οι περιπέτειες της μεταφυσικής ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ: Η κρι τική, της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη. Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, αριθ. 2. Αθήνα, Γνώ ση, 1983. Σελ. 437.
Στο ερώτημα γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί καμιά ιστορία της κριτικής στη μεταφυσική, η απάντηση που θα δοθεί δεν μπο ρεί να προέρχεται μόνο από τη σκοπιά της εξήγησης κάποιου βι βλιογραφικού κενού, το οποίο δεν καλύπτεται γιατί τα ενδιαφέ ροντα των αντιμεταφυσικών στοχαστών περιορίζονται στην κριτι κή βασικών προτάσεων της μεταφυσικής και αρνούνται να θεμε λιωθούν ώς ενδιαφέροντα της ιστορικής επιστήμης. Για να δοθεί μια επιστημονική απάντηση στο πρόβλημα της ιστορίας της κριτι κής στη μεταφυσική θα πρέπει προηγουμένως το ίδιο το πρόβλημα να διατυπωθεί είτε ως πρόβλημα της επιστημολογίας είτε ως πρό βλημα της ιστορίας των ιδεών. Ο συγγραφέας του βιβλίου, Παν. Κονδύλης, επιλέγει τη δεύτερη λύση, εξετάζει δηλ. την ιστορία της αντιμεταφυσικής σκέψης από τον όψιμο μεσαίωνα ώς το τέλος της εποχής του διαφωτισμού από τη σκοπιά της ιστορίας των ιδεών. Το εγχείρημά του παρουσιάζει ενδιαφέρον γιατί αποτελεί μια συ στηματική ιστορική ανάλυση των απαρχών της σύγχρονης κριτι κής στη μεταφυσική. Η επιστημολογική λύση απορρίπτε ται, γιατί η κριτική της μεταφυσι κής δεν αφορά στη μέθοδο της με ταφυσικής ή στη θεμελίωση της με ταφυσικής ως επιστήμης. Κατά τον Παν. Κονδύλη αντικείμενο της κρι τικής της μεταφυσικής, τόσο κατά τον όψιμο μεσαίωνα, όσο και κατά την εποχή του διαφωτισμού, είναι μεταφυσικά περιεχόμενα, μεταφυ
σικές ιδέες όπως π.χ. η διάκριση ανάμεσα στο υπερβατικό και το εμ πειρικό στοιχείο και όχι το μεθοδο λογικό ή επιστημολογικό καθεστώς της μεταφυσικής. Με βάση το αντι κείμενο στο οποίο συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της η αντιμεταφυσική σκέψη μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις στην ιστορία της κριτι κής στη μεταφυσική. Η πρώτη φά
ση αρχίζει κατά τρ 14ο αιώνα και εκτείνεται μέχρι την εμφάνιση της φυσικομαθηματικής επιστήμης στις αρχές του 17ου αιώνα. Στη φάση αυτή η κριτική της μεταφυσικής νοείται ως κριτική της έλλογης επι στήμης του όντως όντος, στο βαθμό που αρνείται τις γνωστικές ικανό τητες του λόγου όσον αφορά στη σύλληψη του όντος. Αντικείμενο της κριτικής της είναι οι σχέσεις της μεταφυσικής με τη λογική. Το είδος αυτό της κριτικής αναπτύ χθηκε κάτω από την επίδραση του νομιναλισμού και του ανθρωπιστι κού κινήματος. Ιδιάίτερα, η απόρριψη του αιτήματος για έλλο γη'γνώση του όντως όντος οφείλε ται στην επικράτηση του αγνωστι κισμού, τόσο του θεολογικού όσο και του επιστημονικού. Ο χωρι σμός λογικής και μεταφυσικής έχει ως αποτέλεσμα την ανάδειξη της φυσικής και ανθρώπινης πραγματι κότητας σε γνωστικό αντικείμενο, πράγμα που έχει τεράστια σημασία για τη θεμελίωση των επιστημών στη νεότερη εποχή. Η προέλευση της θεμελίωσης της νεότερης επι στήμης από την αντιμεταφυσική·
50/οδηγος την προτεραιότητα της γνωσιοθεωσκέψη καθορίζει και τη διαμόρφωρητικής προβληματικής απέναντι ■ση της έννοιας της μεθόδου. Με την εμφάνιση της φυσικομα- . στην οντολογική ή μεταφυσική προβληματική. Αντικείμενο έρευ θηματικής επιστήμης κατά τον 17ο νας δεν είναι το όντως ον, αλλά οι αιώνα εγκαινιάζεται η δεύτερη φά γνωστικές διαδικασίες, οι μηχανι ση της κριτικής στη μεταφυσική, η σμοί της νόησης και της αίσθησης. οποία ολοκληρώνεται με την πλήρη Το έδαφος για μια τέτοια εξέλιξη επικράτηση του διαφώτιστικού είχε προετοιμαστεί από τη βακώμοντέλου κατά τον 18ο αιώνα. Στη νεια μεθερμηνεία της μεταφυσικής, φάση αυτή το αντικείμενο που συγ σύμφωνα με την οποία πρέπει να κεντρώνει το ενδιαφέρον των αντιθεμελιωθεί μια καθολική επιστήμη μεταφυσικών στοχαστών είναι η που θα διατυπώσει τις γενικές καδιάκριση ανάμεσα στον υπερβατικό θοδηγητήριες αρχές των ειδικών και τον αισθητό κόσμο. Στην ανά επιστημών. Η μετατροπή λοιπόν πτυξη της φυσικομαθηματικής επι της μεταφυσικής σε γνωσιοθεωρία στήμης οφείλεται η ριζική αναδια ή επιστημολογία χαρακτηρίζει το τύπωση του κεντρικού μεταφυσι διαφωτιστικό μοντέλο. Η διαφωτικού προβλήματος της ουσίας. Ενώ στική όμως ανασυγκρότηση της με για την παραδοσιακή μεταφυσική ταφυσικής αποτελεί και μια νέα θεσκέψη ο αισθητός κόσμος είναι μελίωση της γνωσιοθεωρίας, στο από οντολογική άποψη υποδεέστε βαθμό που η νόηση απελευθερώνε ρος σε σχέση προς τον υπερβατικό ται από τις μεταφυσικές αξιώσεις κόσμο, ο οποίος είναι ο κόσμος του της και προσανατολίζεται προς ένα πνεύματος και της ουσίας, για τη κριτικό επαναπροσδιορισμό της φυσικομαθηματική επιστήμη είναι σχέσης ανάμεσα στο γενικό και το «ένα σύστημα αυστηρών νομοτελών ειδικό. σχέσεων, που επιδέχονται καθαρά λογική-μαθηματική κατανόηση και Η ιστορία της κριτικής στη μετα ερμηνεία» (σελ. 17). φυσική μπορεί να μελετηθεί όχι μό νο με βάση το αντικείμενο της κρι Μπορεί η φυσικομαθηματική ε τικής, αλλά και με βάση το γνωστι πιστήμη ως κριτική της μεταφυσι κό ενδιαφέρον, το οποίο φανερώ κής να μην κατάργησε τη διάκριση νεται ως κυρίαρχο σε κάθε αντιμεανάμεσα στο υπερβατικό και τό αι ταφυσική προσπάθεια. Έ τσι, με σθητό στοιχείο, ω'στόσο όμως έθεσε βάση το γνωστικό ενδιαφέρον που τις βάσεις για το «αίτημα της μετα κατευθύνει την κριτική της μετα τροπής της μεταφυσικής σε γενική φυσικής ο Παν. Κονδύλης διακρί επιστημολογία». Έ να άλλο σημαν νει τέσσερις βασικούς τύπους κρι τικό αποτέλεσμα της αυτόνομης τικής στη μεταφυσική (σελ. 363 ανάπτυξης της φυσικής επιστήμης επ.), τον γνωσιοθεωρητικό, τον είναι η επαναδιατύπωση βασικών γλωσσικό, τον ιστορικο-κοινωνιομεταφυσικών προβλημάτων όπως λογικό και τον ανθρωπολογικό. Οι είναι π.χ. τα προβλήματα του χώ ρου, του χρόνου, της αιτιότητας τέσσερις αυτοί τύποι κριτικής της κ.ά. σε προβλήματα της φυσικομα μεταφυσικής γνωρίζουν τεράστια θηματικής επιστήμης. Αυτή η επι ανάπτυξη κατά το 19ο και 20ό αιώ στημολογική στροφή σημαίνει και να. Η γνωσιοθεωρητική κριτική μια αναδιατύπωση της οντολογικής " της μεταφυσικής είναι έργο του θε τικισμού και ορισμένων τάσεων της σχέσης ανάμεσα στο υπερβατικό νεοκαντιανής φιλοσοφίας. Η κριτι και το αισθητό στοιχείο. Ενώ για τη μεταφυσική ο χαρακτήρας του κή στη γλώσσα της μεταφυσικής εί αισθητού κόσμου καθορίζεται από ναι έργο της σύγχρονης αναλυτικής φιλοσοφίας. Η ιστορικο-κοινωτον υπερβατικό κόσμο, για τη φυ σικομαθηματική επιστήμη ο υ νιολογική κριτική της μεταφυσικής οφείλεται στην ανάπτυξη των ιστο περβατικός κόσμος υποτάσσεται στον αισθητό. ρικών επιστημών και των επιστη μών του πνεύματος κατά τους δύο Οι εξελίξεις αυτές που αφορούν τελευταίους αιώνες. Τέλος, η ανστο χαρακτήρα της μεταφυσικής θρωπολογική κριτική της μεταφυ ολοκληρώνονται με την επικράτηση σικής βρίσκει στους Schopenhauer, του διαφώτιστικού μοντέλου. Η ανάπτυξη της εμπειριστικής γνωNietzsche και Dilthey τους πιο αξιόλογους εκπροσώπους της. σιοθεωρίας, σε συνδυασμό με τον διαφωτιστικό αγνωστικισμό, επι βάλλουν στον φιλοσοφικό χώρο Ωστόσο όμως οι τύποι αυτοί της
κριτικής στη μεταφυσική εμφανί ζονται ήδη από την εποχή του όψι μου μεσαίωνα. Κατά τον γνωσιο θεωρητικό τύπο η ανθρώπινη νόη ση, επειδή είναι αναγκασμένη να στηριχθεί στα δεδομένα των αισθή σεων, δεν είναι σε θέση να κατα κτήσει την απόλυτη βεβαιότητα και έτσι η έλλογη γνώση του όντος εί ναι περιορισμένη και αβέβαιη. Α υ τός ο τύπος της κριτικής, που εμ φανίζεται με τον θεολογικό αγνω στικισμό, γνωρίζει την πλήρη ανά πτυξή του στο διαφωτιστικό μοντέ λο. Κατά τον γλωσσικό τύπο οι προτάσεις της μεταφυσικής στηρί ζονται σε μια κατάχρηση των εκ φραστικών ατελειών της γλώσσας. Οι απαρχές της κριτικής στη μετα φυσική γλώσσα ανιχνεύονται ήδη στο ανθρωπιστικό κίνημα και στις ιδέες του για τους νόμους της αν θρώπινης επικοινωνίας και το ρόλο της γλώσσας στην επικοινωνιακή κατάσταση. Η κοινωνιολογική κρι τική της μεταφυσικής αναπτύσσε ται κατά τον 18ο αιώνα στο πλαί σιο της κοινωνιολογικής κριτικής της θρησκείας. Καταγγέλλει τη στε νή σχέση μεταφυσικής και θρη σκείας, τη σύνδεση της μεταφυσι κής με τους μύθους και την αντίθε σή της προς το επιστημονικό στοι χείο. Η αντίληψη που τονίζει τον αντιεπιστημονικό χαρακτήρα της μεταφυσικής στηρίζεται στην κοι νωνιολογική κριτική. Η·κριτική της μεταφυσικής από τη σκοπιά της ανθρωπολογίας συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στην οργανική σχέ ση μεταφυσικής και ηθικής, στην οποία οφείλεται η ορθολογική και αντικειμενική θεμελίωση των κανό- · νων της ανθρώπινης συμπεριφο ράς. Η ανθρωπολογική κριτική, χωρίς να αρνείται τον θεμελιώδη μεταφυσικό χαρακτήρα των προτά σεων της ηθικής, επιχειρεί έναν νέο καθορισμό των θεμελίων τους. Το κανονιστικό πλαίσιο της ανθρώπι νης συμπεριφοράς ανάγει τη θεμελίωσή του σε έννοιες, όπως είναι η φύση, ό άνθρωπος, ο λόγος, η ιστορία, πράγμα που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή δεν πρόκει ται για απλή αντικατάσταση εν νοιών της παραδοσιακής μεταφυσι κής, αλλά για ριζική συγχώνευση ιδιοτήτων και γνωρισμάτων της παραδοσιακής μεταφυσικής1 στο σώμα του διαφώτιστικού ορθολογι σμού. Το συμπέρασμα στο οποίο κατα-
οδηγος/51 λήγει ο Παν. Κονδύλης μετά την εξιστόρηση της κριτικής στη μετα φυσική από την εποχή του όψιμου μεσαίωνα μέχρι την εποχή του τέ λους του διαφωτισμού συνοψίζεται στην ακόλουθη πρόταση: «η κοπερ νίκεια στροφή των Νέων Χρόνων παραμέρισε το πρωτείο της οντολο γίας κι απόκοψε τους δεσμούς τής ανθρώπινης νόησης με το όντως ον,
όμως η ιεραρχική δομή της γνώσης και του Εγώ παρέμεινε αναλλοίω τη» (σελ. 27). Α υτό το κομμάτι της μεταφυσικής σκέψης που παρέμεινε αναλλοίωτο παρά τους μετασχη ματισμούς της μεταφυσικής αποτε λεί και το βασικό αντικείμενο της κριτικής της μεταφυσικής κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
πλαίσιο ΓΡΗΓΟΡΗ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ: Το μαβροκίτρινο αρνί. Αθήνα, Ζερμινάλ, 1983. Σελ. 94.
του κοινού» ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΙΖΙΚΙΡΙΚΗ: Η αισθη τική της ρωμιοσύνης. Το δημοτικό τραγούδι κάτω από το φως της πά λης των σύγχρονων ιδεών. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 110.
Με δύο προηγούμενα βιβλία του («Η σύγχρονη, σκέψη, η απάτη της λογοτεχνίας και ο βαθμός μηδέν της γραφής» και «Για τη γλώσσα και την επιστήμη της λογοτεχνίας») ο δοκιμιογράφος και σκηνοθέτης Γιώργος Διζικιρίκης προσπάθησε να δώσει μια κριτι κή ανάλυση των νεότερων αισθητικών ρευμάτων, ιδιαίτερα εκεί νων που διαδόθηκαν στην Ευρώπη γύρω στα 1960 με άξονες τη «φιλολογική σημειολογία» και το στρουκτουραλισμό. Η αντανά κλαση των ρευμάτων αυτών στη χώρα μας εμφανίστηκε μετά το 1970 και δεν έχει διαμορφώσει ακόμη σαφείς προσανατολισμούς; Για το λόγο αυτό και επειδή έχουν προκαλέσει αρκετές συγχύσεις, η οριστική αποσαφήνιση της θέσης του, που επιχειρεί να κάνει με το νέο του βιβλίο ο συγγραφέας, αποτελεί ουσιαστική συμβολή στα προβλήματα της αισθητικής του καιρού μας. Στην «Αισθητική της ρωμιοσύνης» ο Γ. Διζικιρίκης εξετάζει δύο κύ ρια θέματα: τη σημειολογική προ σέγγιση της τέχνης και το ελληνικό δημοτικό τραγούδι. Στο βάθος όμως, η μελέτη του αποτελεί ένα κριτικό έλεγχο για την αξία και τα όρια των νεότερων αισθητικών ρευμάτων. Διεξάγεται στη σύγκρι ση με την «αισθητική του κοινού»
και με πεδίο εφαρμογής την αξιο λόγηση του δημοτικού τραγουδιού. Ο πρωτότυπος αυτός έλεγχος οδη γεί σε πολύ ενδιαφέρουσες διαπι στώσεις. Δείχνει ότι τα κριτήρια των νεότερων αισθητικών ρευμά των και ιδιαίτερα εκείνα που δια τυπώνονται απο τους εκπροσώ π ους της φιλολογικής σημειολογίας, και του στρουκτουραλισμού (Bar-
ΠΟΙΗΣΗ αναρχική ή ποίηση αναρχικού είναι αυτό το «Μαβροκίτρινο αρνί»; Μάλλον μια κραυγή απόλυτης ελευθερίας, πέρα από κάθε δεσμό (ακόμη και το δεσμό της ελευθερίας), και μαζί ένα γέλιο απερίγραπτης ειρωνείας και απόγνωσης και βαθιάς περιφρόνησης γ ι’ αυτό τον κόσμο που χτίζουν προγραμματισμένα ανθρωπάκια. Τα κομμάτια του «Α ρνιού», γραμμένα την εποχή της χούντας, άτεχνα ή όχι, παίρνουν τώρα ξεχωριστές διαστάσεις, καθώς -ά λ ίμ ο νο ταιριάζουν και σε τωρινές εποχές και μορφές δίποδες...
ΡΟΜΠΕΡΤ ΠΩΛ ΓΟΥΛΦ: Π έρα από την ανοχή. Μετ. Θάνος Σακκέτας. Αθήνα, Στοχαστής, 1983. Σελ. 72. ΤΟ ευθύβολο αυτό, αν και αρκετά παλιό, μελέτημα (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1965, σε μια εποχή που η αμφισβήτηση στην Αμερική, και λόγω Βιετνάμ, πλησίαζε το κορύφωμά της) ασχολείται ουσιαστικά με το πρόβλημα του «πλουραλισμού» στη σύγχρονη αμερικάνικη πολιτική και κοινωνική ζωή. Και η αξία του έγκειται στο ότι, με εύληπτο τρόπο, εξετάζει όχι μόνο τις πρακτικές μα και τις θεωρητικές πτυχές του προβλήματος, χωρίς δογματικές προκαταλήψεις και καταλήξεις,
52/οδηγος
Γ. Διζικιρίκης thes, Blanchot, Kristeva, Bremond, Levi-Strauss κ.ά.) είναι ξένα για μια ποίηση που εμψύχωσε για πολ λούς αιώνες έναν ολόκληρο λαό και' αποτέλεσε υπόδειγμα πραγμά τωσης για τους κλασικούς της αι σθητικής. Η σύγκριση διεξάγεται στο επίπεδο των γενικών αρχών και όχι στη συγκεκριμένη εφαρμο γή της ανάλυσης. Αυτό βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει τις αδυ ναμίες της φιλολογικής σημειολο γίας και του στρουκτουραλισμού στο επίπεδο ακριβώς της γενικότη τας όπου δημιουργούνται1. Έτσι η αισθητική αποτίμηση του δημοτι κού τραγουδιού γίνεται καταλύτης για το ξεκαθάρισμα του προβλήμα τος. Με τη μέθοδο ελέγχου που χρη σιμοποιεί, με τη διερεύνηση των γενικών εννοιών, καθώς και με τη σαφήνεια των διατυπώσεών του, ο Γ. Διζικιρίκης πετυχαίνει να κάνει προσιτό το περίπλοκο πρόβλημα της σύγχρονης αισθητικής ακόμη και για όσους είναι αμύητοι σ’ αυ τό. Εξετάζει τις βαθύτερες φιλοσο φικές συνιστώσες που έχουν εμπλακεί σ’ αυτό: το νεοθετικισμό, τη φαινομενολογία, τον υπαρξισμό και τη θεωρία των σημείων. Δια πιστώνει πως το κενό που δημιούρ γησε από την κατάργηση των κλα σικών κατηγοριών (ωραίο, υψηλό κλπ.) κι από την κατάργηση των νόμων της τόσο για τη σύνθεση του έργου (συμμετρία, ενότητα χώρου -χρόνου-αιτίας κλπ.) όσο και για τη λειτουργία του (δεκτικότητα, ευλογοφάνεια κλπ.) η μοντέρνα αι σθητική τείνει να το καλύψει με μια κεντρική αρχή, το «απρόσιτο» ή «δυσνόητο» του έργου, και πως το
φιλοσοφικό υπόβαθρό της, κι όταν ακόμη παρουσιάζεται με επιστημονικοφάνείς προσεγγίσεις, όπως εί ναι η θεωρία της επικοινωνίας ή η ανάλυση των κωδίκων, στο βάθος είναι ο εκλεκτικισμός. Εντοπίζει τον έντονα ιρασιοναλιστικό χαρα κτήρα που διαποτίζει το θεωρητικό πλαίσιό του και τις αντι-ουμανιστικές τάσεις που κρύβονται πίσω από αυτό: μοναξιά, κατάργηση της επικοινωνίας, κυριαρχία του ασυ νείδητου, άρνηση της ιστορίας, μη δενισμός του ανθρώπου. Παρατη ρεί ότι πέρα από το ψευτοδίλημμα: λαϊκίστικη τέχνη (που είναι μαζικό προϊόν της βιομηχανοποιημένης κουλτούρας) ή «αφασικός λόγος» (προσιτός σε ελάχιστους μύστες, και σ’ αυτούς μόνο σαν άρνηση, σαν παρουσία της απουσίας) υπάρ χει ένας ολόκληρος κόσμος δη μιουργών που αγωνίζεται ώστε η τέχνη να ξαναβρεί «την ανθρώπινη φωνή της, χωρίς να είναι τραύλισμα ακατανόητο, αλλά ούτε καν φτηνή κι αγοραία κραυγή». Ανάμεσα στις περίεργες αντιφά σεις της φιλολογικής σημειολογίας (ανακάλυψη του κώδικα των έργων/κατάργηση και αποδιάρθρωση του κώδικα, μαθηματικοποίηση της γλώσσας / αποκάλυψη του ασυνεί δητου κλπ.) αξίζει να σημειωθεί μια χαρακτηριστική αντίφαση.που την εντοπίζει κι ο συγγραφέας. Ενώ αυτοπροσδιορίξεται σαν μέ θοδος κριτικής ανάλυσης του καλ λιτεχνικού έργου, παρεμβαίνει ταυτόχρονα και σαν οδηγός της σύνταξής του και μ’ αυτό τον τρό πο παράγει μια δεύτερη αντίφαση, την υποταγή της καλλιτεχνικής δη μιουργίας σε προσχεδιασμένους κανόνες, ενώ υποστηρίζει πως η δημιουργία αυτή αποτελεί προϊόν της ελεύθερης και πρωτότυπης έμ πνευσης. Υπάρχουν και άλλες αδύνατες πλευρές στα σύγχρονα αισθητικά ρεύματα, που εξετάζονται στο βι βλίο του Γ. Διζικιρίκη. Τέτοιες εί ναι: Η έλλειψη κριτηρίων και επι στημονικών ορισμών που νά ’ναι ακριβείς και νά ’χουν τουλάχιστον κοινή αποδοχή άπό τους θεωρητι κούς τους. Η προσήλωση σε παρα γωγικά μοντέλα χωρίς τη διαλεκτι κή ανταλλαγή με την επαγωγική, επεξεργασία του υλικού -στο ση μείο αυτό μερικοί σημειολόγοι ξε περνούν τον αφορισμό των ιδεαλι στών πως «αν η εμπειρική πραγμα τικότητα είναι ασυμβίβαστη με τα
υποθετικά μοντέλα, τόσο το χειρό τερο γι’ αυίή». Είναι επίσης η άρ νηση κάθε κοινωνικής και ιστορι κής εξάρτησης στην τέχνη. Ο πε ριορισμός της έρευνας στην επεξερ γασία των μέσων και των μεθόδων, αντίστοιχος με τον περιορισμό της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην επεξεργασία των μορφικών μέσων της που καταλήγει σε ενδοφασία -πρόκειται για το γενικότερο φαι νόμενο της «εγκατάλειψης του αν τικειμενικού κόσμου» που διαπνέει την αστική φιλοσοφία και αισθητι κή. Τέλος, η προβολή ορισμένων γλωσσολογικών μοντέλων (ζεύγη αντίθετων χαρακτηριστικών, φω νηεντικό τρίγωνο), κυρίως από το στρουκτουραλισμό, σε απόλυτα πρότυπα για όλες τις επιστήμες του ανθρώπου, πράγμα που ισοδυναμεί με μεταφυσική. Ο Γ. Διζικιρίκης δε συντάσσεται με κάποια ορισμένη αισθητική θεωρία, ούτε καταδικάζει τελεσίδι κα τη σημειολογική μεθοδολογία. Αντίθετα μάχεται για την απαλλα γή της από τις ακρότητες και πάνω από όλα για την απελευθέρωσή της από την επικίνδυνη αρπάγη του ιρασιοναλισμού, που, όπως σωστά παρατηρεί, η επιρροή του στη σύγ χρονη αισθητική και στην ίδια την τέχνη αποτελεί ένα συγκεκριμένο ιστορικό φαινόμενο, μια προσδιο ρισμένη ποιητική. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να μπορέσει η νέα μέθοδος ανάλυσης να σταθεί με συ νέπεια στο επιστημονικό της πλαί σιο. Γιατί η ίδια, ισχυρίζεται πως αποτελεί επιστημονική μέθοδο και, όπως γράφει ο Metz στο «Langage et cinema», σελ. 13, «η σημειολογική αντίληψη είναι η μόνη που μπο ρεί να προσφέρει το πλαίσιο μιας συνεκτικής και ομοιογενούς γνώ σης για το πάνω στο (φιλμικό) αν τικείμενό της». Έ νας από τους κύ-, ριους σκοπούς της, όταν εμφανί στηκε, ήταν να απαλλάξει τα αι σθητικά κριτήρια από τις ιδεολογι κές προκαταλήψεις και τις κάθε εί δους συγχύσεις ή διαισθήσεις με τις οποίες συνηθίζουμε να αποτιμούμε την καλλιτεχνική δημιουργία ή, όπως γράφει επίσης ο Metz, να αν τικαταστήσει την «αισθητική του συγγραφέα» με την «αισθητική του καλλιτεχνικού προϊόντος» -μ ε την έννοια ενός προϊόντος που εισάγεται στην επικοινωνιακή και γενικό τερα στην κοινωνική λειτουργία. Σκοπός της «Αισθητικής της ρω μιοσύνης» είναι να προσδιοριστούν
οδηγος/53
ακριβώς τα επιστημονικά όρια που επιτρέπουν στη σημειολογική και δομική ανάλυση, αντί να γίνει πέ ρασμα στον ιρασιοναλισμό, να συ στηματοποιηθεί σε όργανο χρήσιμο για την έρευνα των πολιτισμικών προϊόντων. Ακόμη και στην ίδια την «ενδοφασική θητεία» της, σαν έρευνα της εσωτερικής δομής των σημείων και της οργάνωσης των κωδίκων, η σημειολογία έδωσε ορι σμένα χρήσιμα στοιχεία -για τη γνώση. Για να γίνει όμως γόνιμος επιστημονικός κλάδος πρέπει, δια τηρώντας την αυτονομία της μεθό δου της, να προσφέρει μαζί με τους άλλους επιστημονικούς κλάδους τα αποτελέσματα της επεξεργασίας της στην κοινωνική επιστήμη για την τελική σύνθεση. Οι προοπτικές για την αξιοποίησή της σε ένα τέ τοιο επιστημονικό όργανο υπάρ χουν, όπως πιστεύει ο Γ. Διζικιρίκης κι όπως πιστοποιούν τα γεγο νότα. Α πό το 1928 που ο σοβιετι κός Propp μελέτησε τη «Μορφολο γία του παραμυθιού» μέχρι σήμερα έχει προσφέρει σημαντικά στη διερεύνηση των πολιτισμικών φαινο μένων και των πολύπλευρων επι δράσεων με τους ιστορικο-κοινωνικούς όρους. Αναφέρω, ενδεικτικά και μόνο, ορισμένους ερευνητές: Prieto, Mounin, Bateson, Eco, Lefebvre, Garroni, Lotman, Meletinski, Marcus. Στο πρόσφατο 2o Πα νελλήνιο Συνέδριο Σημειωτικής που έγινε στην Αθήνα (17-18/12/ 1983) παρουσιάστηκαν πολλές εν διαφέρουσες ανακοινώσεις που χρησιμοποίησαν τη σημειωτική σαν όργανο επιστημονικής ανάλυσης προς αυτή την κατεύθυνση με εξαι ρετικά αποτελέσματα. Εκτός από
τη θεωρητική τοποθέτηση του Α. Λαγόπούλου, που εντάσσει τη ση μειωτική στο πλαίσιο των ιστορι κών και κοινωνικών επιστημών, και τον προσανατολισμό της σημειωτι κής έρευνας προς την ιστορία που έκαναν πολλοί εισηγητές, αναφέρω τρεις σημαντικές ανακοινώσεις: α) του Ε. Καψωμένου: «Κριτήρια συ νάρτησης λογοτεχνίας - ιστορίας κοινωνίας. Η σχέση ήρωα - εξου σίας - θείου στο δραματικό μοντέ λο των ηρωικών δημοτικών τρα γουδιών»· β) της Κ. Λαγοπούλον: «Κοινωνική λειτουργία των λογο τεχνικών κειμένων στη Μεσαιωνική Αγγλία: μια κοινωνιο-σημειωτική προσέγγιση»· γ) Ν. Σκουτέρη: «Προκαπιταλιστικές ιδεολογίες του άνομου και του νόμιμου έρωτα: Προτάσεις για μια ιστορικοσημειωτική ανάλυση του λαϊκού ερωτικού λόγου». Θα πρέπει, σύμφωνα με την πα ραπάνω εξέλιξη της έρευνας, να διαχωρίσουμε οριστικά τη σημειω τική ανάλυση από τη φιλολογική σημειολογία. Ο Γ. Διζικιρίκης δεν επεκτείνεται σ’, αυτό το ζήτημα. Στό βιβλίο του διατυπώνει μια πρόταση κι όχι ένα σύστημα αισθη τικής. Δεν καταδικάζει τις δυνατό τητες που ανοίγει ο αισθητικός προβληματισμός ούτε, απ’ την άλλη πλευρά, υπεισέρχεται στις λεπτομέ ρειες της πρότασης. Αρκείται στο να βεβαιώσει μ’ αυτήν την αξία με ρικών εννοιών που πρέπει να θεω ρούνται βασικές για την αισθητική: την αλληλεξάρτηση της μορφής με το περιεχόμενο και την «αισθητική του κοινού». Σ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΑΒΕΕΕΆ ΒΑΡ σηευσιππου 15 · κολωνακι · 722663$
αλλά με διάθεση συμβολής στη διαμόρφωση μιας νέας «φιλοσοφίας» πάνω στην κοινωνική εξέλιξη.
ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔ Η ΜΗΤΡΙΟ Υ: ι Η σπηλιά. Αθήνα,
Κέδρος, 1983. Σελ. 250. ΕΝΑΣ ατέλειωτος αφηγηματικός ποταμός το μυθιστόρημα τούτο της Μαρίας Παπαδημητρίου. Μέσα του, με τους ήρωες αιωρούμενους ανάμεσα στο χθες της πολύπαθης (κοινωνικά και πολιτικά) επαρχίας και στο σήμερα της Αθήνας, κυλούν οι μέρες του τόπου, με την ψυχολογική διάλυση που επέτεινε η δικτατορία. Και ο λόγος, πυκνός, ιδιότυπος, χωρίς την ψεύτικη σιγουριά του ρεαλισμού, χρησιμοποιεί τα γεγονότα της ζωής για να προχωρήσει σε ευρύτερες αναφορές, αναλογικές , μεταθέσεις και συμβολισμούς, ! με άλματα στο χρόνο, τον τόπο και τους ανθρώπους, περνώντας από την ανάλυση στη σύνθεση.
ΠΕΤΡΟΥ ΜΑΚΡΗ: Μαρξιστές και Ορθοδοξία. Αθήνα,
Επικαιρότητα 1983. Σελ. 142. Ο «ΔΙΑΛΟΓΟΣ» ανάμεσα σε μαρξιστές και ορθόδοξους χριστιανούς άρχισε δειλά εδώ και ένα χρόνο, όσο κι αν και στις δύο πλευρές υπάρχουν απόλυτοι που τον θεωρούν τουλάχιστον ανέφικτο. Και μια μορφή του «διαλόγου», ή έστω της αντιπαράθεσης των δύο θέσεων, παρουσιάζει τούτη η έρευνα του δημοσιογράφου Πέτρου Μακρή, με απαντήσεις των πιο γνωστών σύγχρονων μελετητών του θέματος και υποστηρικτών της μιας ή της άλλης πλευράς, πράγμα που
54/οδηγος
η εξαίσια ιδιωτική διαρκής επανάσταση ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΑΑΣ^ Γραφή και φως. Αθήνα, Ίκαρος', 1983. Σελ. 125.
Το έτος 1929 έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα αυ τός ο «αλλόκοτος», «παράφρων» και «υπερφίαλος» νέος ποιητής, ο Νικόλαος Κάλας, ο οποίος έμελλε να ταράξει αισθητά με τη δύ ναμη της ποίησής του τα νερά της ελληνικής πνευματικής πραγμα τικότητας. Κρατώ αυτό το τόσο σημαντικό βι βλίο του (που αποτελείται από δύο μέρη: «Ποιήματα 1933» και «Γρα φή και φως 1977-1982») και αναλογίζομαι για άλλη μια φορά το τι έχασαν οι Νεοέλληνες που παρέμειναν κλειδωμένοι μέσα στη μιζέρια της πνευματικής και ιδεολογι κής τους προκατάληψης. Το μελε τώ και βρίσκομαι αφοπλισμένος μπροστά στον ποιητικό του πλου ραλισμό και την ευρηματικότητα. Γιατί, πράγματι, ο Νικόλαος Κά λας, επαναστάτης άστεγος, «αθώ ος», αντικομφορμίστας, υψιπετής από τη φύση του και ανατροπέας, έμελλε να φέρει στην ποίησή μας όλα τα «ρήγματα» που θα αποκά λυπταν μια εξαιρετική πληθωρικότητα και μια θαυμάσια πρωτοτυ πία. Παιδί της μεγάλης πόλης, «αλ λοπρόσαλλος» νεανίας της, οικειοθελώς απόβλητος, βάναυσος, αδέ σμευτος, προκλητικός, βίαιος, έμελλε να δημιουργήσει τη δική του επαναστατική ιδεολογία, η οποία βασίζεται στους νόμους και τους κανόνες μιας ψυχοσύνθεσης που έκρυβε τεράστια δύναμη, ανεξάν τλητη, σκληρή ευαισθησία και ομορφιά, παρθένα και πληθωρική, πηγάζουσα κατευθείαν από ένα προσωπικό του μοναχικό ήθος. Αγέρωχος, υπερρεαλιστής έμελ λε, να συμπαρασύρει στη δίνη των στίχων του, με εκπληκτική σαφή νεια και τολμηρότητα, τη σαθρή ιδεολογία μιας γερασμένης τάξης,
βάζοντας σαν αντίβαρο την υγιή σκέψη, τη δύναμη του πνεύματος και τη ρώμη του σώματος στους «μελετημένους ελληνολάτρες» αλλά και στους κλισαρισμένους «ορθόδοξρυς» επαναστάτες που εκινούντο μέσα στα δεδομένα στενά πλαί σια της επαναστατικοφανούς τέ χνης τους: «συχώρεσέ με, δάσκαλε, για την ασέβειά μον / συχώρεσέ με
αν ευχηθώ I νά 'ναι λίγα τα -ψωμιά σου I καρβέλια εδώ μέσα δε θα φτιάξεις I κι αν νιώθουμε πως κα μιά φορά ζούμε σε φούρνο / δε ση μαίνει I παντού μπορείς να βρεις ζέστη / αλλά ζεστασιά - / τι να την κάνουμε όμως την υψηλή θερμο κρασία / μια που έφτιαξες την έδρα 'Ολυμπο; I Σε προσκυνάμε επειδή πρέπει / είσαι Θεός / το βήμα σου ιερό / κι εμείς το πολύ πολύ άνθρω ποι / κι αν καμιά φορά λατρεύον τας τον Προμηθέα I με λατρεία που δεν είν’ λατρεία / αλλ’ αγάπη / ανά ψουμε κανένα σπίρτο / θα μας καρ φώσεις στο θρανίο / μ ’ ένα μηδενι κό στις εξετάσεις / και μετά / πάλι ξανά τα ίδια θα διδάξεις / ζητών τας πάντα από το ύψος σου / ανέκ φραστα πρόσωπα να θεωρήσεις / ν’ ακούσεις γραμμένα / στα θέματά μας / την ηχώ της φωνής σου». Έμελλε να συμπαρασύρει τον ορθολογισμό του φοβισμένου μυα λού, του κουρασμένου κόσμου στη φαντασμαγορία και τη γοργή, αγω νιώδη όσσ και σίγουρη δύναμη της εικόνας του. Με μια γλώσσα κατα
κερματισμένη, άναρχη και «τετρά γωνη», που υπάκουε μόνο στους δικούς της εσωτερικούς ρυθμούς, ρυθμούς που έφερναν μια καινού ρια, ολόφρεσκη, κινητική, μεθυστι κή, κινηματογραφική σχεδόν, εξαί σια ομορφιά μέσα στο σκότος της παραπαίουσας πραγματικότητας:
«Γυρίζει γυρίζει φριχτά I ο στρογ γυλός ο δρόμος I γυρίζουν γυρί ζουν φριχτά / στο στρογγυλό το δρόμο / χίλιων ειδών ανθρώποι / μηχανές ποικίλων μορφών / γυρί ζουν γυρίζουν σιγά / οι κουτσοί, οι τυφλοί και οι γέροι / το δίτροχο με το μισόνεκρό μουλάρι I το τραμ τρία που σταθμεύει εκεί κοντά / το κίτρινο τραμ ανάμνηση βελγικής εταιρίας I γυρίζει γυρίζει σιγά / η κοκότα που κάνει τροτουάρ / και ο ομοφυλόφιλος νέος / και πίσω από ■το νέο / απόστρατος ανθυπολοχαγός / ήρωας σε δυο νικηφόρους πο λέμους / και πρώην μπράβος στη Σμύρνη μέσα I γυρίζει γυρίζει σιγά / το παιδί που δεν αγαπάει το σχο λειό / κι ο άνεργος που από κάπου περιμένει δουλειά...» Πλημμυρισμένη με το «δίκαιο» μιας ατομικής διαλεκτικής, τη δύ ναμη της πίστης στη ζωή, πλημμυ ρισμένη από τη φανταχτερή πλα στικότητα μιας σπουδαίας φαντα σίας, γεμάτης χρωματικές εξάρ σεις, διακατεχόμενης από μια εκ πληκτική, αδάμαστη, ακούραστη δύναμη και ένα ακατέργαστο και τυραννικά αστείρευτο «γήινο» πά θος. Γεμάτη με την πίκρα μιας αιώ νιας ερημιάς, ενός πόνου ανθρώπι νου και τραγικού: , «στο κοιμητήρι.
ένα κερί αρκεί να τρεμουλιάσει στύγινες γραμμές / - γιατί προσφέρουνε σε μνήματα λυχνίες; / Το φως καίει όπλο φονικό που σπέρνει θάνατο στα μεταλλεία, στις φυλά-
οδηγος/55 κές, στους πολέμους... Το φως καί ει / και δεν καταφέρνει απόκληρης ζωής τη μελανή σύνθεση αλλιώς να χρωματίσει. I Στα μεταλλεία, στα μηχανοστάσια, στα κρεβάτια, μες στους τάφους / πίσω από θολές επι θυμίες', κάτου από φριχτούς βρα χνάδες / ανάμεσα σε σκέλη σάπιων ορμών ή σε αμόλυντα στήθια / βα σιλεύουν οι σκιές -ρηγάδες- που κρύβονται από τους άλλους / πίσω από φράχτες αψηλούς, επίτηδες στημένους, / φράχτες από κυπαρίσ σια σταυρούς και λόγχες I που λαμ ποκοπούν στον ήλιο σαν ψεύτικα Γεμάτη με την' κρυφή ομορφιά της φύσης, ταυτισμένη με την ερη μική εσωτερική του διάθεση, φορ τισμένη με μια ιδιάζουσα απόκρη μνη γαλήνη, μια ιδιόρρυθμη ευλάβεια, μια βαθύκολπη μοναξιά, έναν καθαρό, σκληρό λυρισμό. Μια «απώλεια» και μια επαναπόκτηση της επαναστατικής λυρικής του έπαρσης («Γραφή και φως 19771983»), ζυμωμένη με τη μοναξιά και την ηρεμία των ενοτήτων «Ρυθ μοί τοπίων» και «Ή ρεμοι ήχοι», αλλά ταυτόχρονα πικρή και τραυ
ματισμένη, με ένα διχασμό και μια πίκρα προερχόμενη από μια μακρά ξενιτιά: «Στων Ηνωμένων Εθνών την ολογυάλινη πλάτη / αντανα κλάται Ερμούπολη μοναδική / πα νιά, φορτηγά, τουριστικά κυλάνε / . στην αντίπερα όχθη σχέδια και πράματα. I Στο Αιγαίο αυτή την ώρα απλώνεται σκοτάδι. / Εδώ τις προάλλες ηλεκτροπληξία ξέσπασε. / Έγινε η νύχτα νύχτα. Νύχτα αμη χανίας / άλογος, αποκαλυπτική». Μ ια μεταφυσική διάθεση της επερχόμενης φθοράς, αλλά και μια επικαιρική, σκωπτική χροιά, συχνά έξυπνη, παιχνιδίζουσα με λέξεις και σλόγκαν των ημερών μας που, έστω και έτσι, θυμίζουν την εναγώ νια πορεία αυτού του ακαταμάχη του ανθρώπου της εποχής μας να κρατηθεί ακέραιος, ακόμη και μα κριά από τον πραγματικό γεωγρα φικό του χώρο (μένει πολλά χρόνια μόνιμα στην Αμερική), μακριά από τις μυστικές αρμονίες που τον οριοθέτησαν και του ενέπνευσαν τη δική του εξαίσια και διαρκή επα νάσταση.
βοηθάει τον ανεπηρέαστο αναγνώστη στη δική του κρίση.
ΑΝΔΡΕA ΧΑΤΖΗΝ1ΚΟΛΑΟΥ: Κ τίζοντας την ελπίδα στα ερείπια της Βηρυτού. Αθήνα, Αίσωπος, 1983. Σελ. 323.
I I I ,
|
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
η ποιοτική αλλοίωση των επαναστατών I ΧΟΡΧΕ ΣΕΜΠΡΟΥΝ: Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ. Μυθιστόρημα. Μετ. Ά ρης Αλεξάν δρου. Αθήνα, Θεμέλιο; 1983. Σελ. 447.
Η αφοσίωση του Άρη Αλεξάνδρου ως μεταφραστή, η δεινότητά του, συνοδεύονται στο βιβλίο του Χόρχε Σεμπρούν «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ» από τη φροντίδα για το μύθο. Είναι τέτοια η συνταύτιση του μεταφραστή με το συγγραφέα, που θα είχε κανείς το θάρρος να πιστέψει ότι το έργο αυτό θα μπορού σε να βγει από τα χέρια του Αλεξάνδρου, αν ο τελευταίος ήταν Ισπανός. Η φιλία των δύο συγγραφέων δεν ήταν τυχαία. Ήταν καρπός δύο παράλληλων βίων, δύο συνομήλικων αγωνιστών, δύο κοσμοπολιτών συγγραφέων, δύο ομοιοπαθών γειτόνων.
ΤΩΡΑ που το δράμα του Λιβάνου οδεύει πια προς την τελευταία -κα ι οριστική- πράξη του, το βιβλίο του εκεί ανταποκριτή Ανδρέα Χατζηνικολάου αποκτά πρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς προσφέρει αξιόλογα στοιχεία για μια από τις προηγούμενες «πράξεις», παρά το «δημοσιογραφικό» και «προσωπικό» ύφος του. Και αυτή η «προηγούμενη πράξη» δεν είναι άλλη από την εισβολή των Ισραηλινών στο Νότιο Λίβανο, μέχρι τη Βηρυτό, το 1982, που το βιβλίο ημερολογιακά παρακολουθεί μέρα προς μέρα. (Πάντως, την αξία του βιβλίου μειώνει αρκετά η επικαιρική μα προχειροφτιαγμένη εικονογράφησή του.)
ΘΑΝΟΥ ΒΕΛΛΟΥΔΙΟΥ: Ελληνοκεντρική φαντασιομετρική τέχνη.
Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 182.
ί ΜΙΑ άποψη της περιπέτειας της καλλιτεχνικής δημιουργίας, 1 όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο «περιπετειών» δημιουργός, προσφέρει τούτο το βιβλίο του Θάνου Βελλούδιου, που δε βρίσκεται πολύ μακριά από το συνεσταλμένο σουρεαλισμό (όσο κι αν ο συγγραφέας αρνείται κάθε σχέση). Και βασίζεται -μ ε τη βοήθεια και της γραφίδας του Εμπειρίκουστο συνδυασμό των ερεθισμάτων από δεδομένα και ποικίλα αντικείμενα, όπως καταχωρούνται στην
56/οδηγος Την ιδεολογική πικρία που άφθονη σταλάζει από το βιβλίο του Σεμ προύν εύκολα θα την ανακάλυπτε κανείς, mutatis mutandis, και στο «Κιβώτιο» - του Αλεξάνδρου. Α ς μην ξεχνάμε ότι «Ο δεύτερος θάνα τος του Ραμόν Μερκαντέρ» κυκλο φόρησε στη Γαλλία το 1969, ενώ το «Κιβώτιο» κυκλοφόρησε εδώ το 1974. Ασφαλώς, ο Αλεξάνδρου θα δούλευε το μυθιστόρημά του καιρό πριν από την έκδοση του μυθιστο- ■ ρήματος του Σεμπρούν. Αλλά οι συγγένειες μεταξύ των δύο συγγρα φέων δεν οφείλονται μόνο στις «ομόλογες» καταβολές και στην τύ χη. Ο Αλεξάνδρου κάποια στοιχεία έχει δανειστεί από τη γραφή του Σεμπρούν. Και ήταν, εκτός των άλ λων, μια πράξη άκρας εντιμότητας το γεγονός ότι ο έλληνας συγγρα φέας καταπιάστηκε με τη μετάφρα ση του έργου του Σεμπρούν. Πριν από δέκα περίπου χρόνια είχε κυκλοφορήσει και ένα άλλο βι βλίο του Σεμπρούν στα ελληνικά. Πρόκειται για το πρώτο μυθιστό ρημα του συγγραφέα, «Το μεγάλο ταξίδι».1 Η μετάφραση ήταν του Αλεξάνδρου. Μολονότι το βιβλίο είναι βιωματικό, μια και ο Σεμ προύν μας διηγείται την προσωπι κή του περιπέτεια, το ταξίδι του προς ένα γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το 1943, η γραφή του δεν έχει τον παλμό και το ιδεο λογικό πάθος που έχει στο μυθι στόρημα «Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ». Στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα η γραφή μοιάζει τόσο πολύ καλά σφυρηλατημένη, που νομίζει κα νείς ότι ολόκληρο το έργο είναι άθροισμα λέξεων και όχι φράσεων. Βέβαια ο Αλεξάνδρου είναι πάντο τε παρών. Ή ταν όμως παρών και . ίο «Μεγάλο ταξίδι». Καμιά «πινε.ιά» του Σεμπρούν δεν είναι μονό χρωμη. Αφήνει ιριδισμούς, που για να τους χορτάσει κανείς πρέπει να προσέχει όπως προσέχει διαβάζον τας ένα θεωρητικό κείμενο, και να ανατρέχει όπως ανατρέχει διαβά ζοντας ένα καλοφτιαγμένο ποίημα. Έ να άλλο σημαντικό επίτευγμα του συγγραφέα είναι το ότι σ’ ένα τόσο ογκώδες βιβλίο πουθενά δε φαίνεται να βαραίνει πρωταγωνι στικά η παρουσία ενός μόνο προ σώπου. Υπάρχει ασφαλώς ο «ήρωας», ο Ραμόν Μερκαντέρ. Ό μ ω ς τα άλλα πρόσωπα του έργου δεν είναι «αντικειμενο-ποιημένα» σε σχέση με το πρόσωπο του ήρωα. Θα έλεγα ότι το πρόσωπο του ήρωα, έτσι που περιστρέφεται γύ ρω από τα άλλα, αντί να περιστρέ
φονται αυτά γύρω από τον ήρωα και να συμπληρώνουν τις κινήσεις του, διασπάται και μαζί διασπάται η ομιλία του. Μ’ αυτό τον τρόπο, ο μοιραίος σιωπηλός Μερκαντέρ φαίνεται να αποκτά όχι μια, αλλά πολλές φω νές, δια μέσου των άλλων προσώ πων που τον αντικαθιστούν στη σιωπή του. Το εύρημα αυτό έχει δι πλό στόχο: απο τη μια μεριά εξυ πηρετεί την «κινηματογραφική» γραφή του Σεμπρούν, από την άλ λη υποδηλώνει ότι το μοιραίο πρό σωπο δεν είναι και τόσο μοιραίο όσο φαίνεται ή μάλλον όσο επιδιώ κουν οι «σεναριογράφοι της μοί ρας» να φαίνεται. Η σιωπή' του μοιραίου προσώπου είναι το απαύ γασμα της «ανείπωτης ομιλίας», του κρυφού πόθου της ιστορίας. Τέτοιος δεν ήταν και ο Ραμόν Μερ καντέρ; Έ να μυστικό κλειδί που άνοιξε μια πύλη της ιστορίας και έπειτα χάθηκε, θυσιάστηκε μέσα στη σιωπή; Η επιλογή του ονόματος δεν έγι νε τυχαία από τον Σεμπρούν: ο Ρα μόν Μερκαντέρ ντελ Ρίο ήταν ο δο λοφόνος του Τρότσκι. Ο συγγρα φέας δεν έρχεται να προσθέσει μια ακόμη εκδοχή για τη δολοφονία αυτού του γίγαντα της επαναστατι κής σκέψης. Άλλω στε, η σιωπή του δολοφόνου δεν άφησε και πολ λά περιθώρια για διαφορετικές ερ μηνείες. Το αν ο Μερκαντέρ ήταν σταλινικός πράκτορας ή φασιστικό φερέφωνο, όπως ο ίδιος ο Τρότσκι2 μέσα στην οδύνη του υπέθεσε, δεν απασχολεί το συγγραφέα. Δεν τον απασχολεί δηλαδή η ούτως ή άλ λως ειδεχθής πράξη της «ιστο ρίας». Τον απασχολεί η τραγική μοίρα του δολοφόνου. Γι’ αυτό και δε σταματά στον Ραμόν Μερκαντέρ ντελ Ρίο. Εφευ ρίσκει έναν άλλο Μερκαντέρ, τον Ραμόν Μερκαντέρ Αβεντάνιο. Α υ τός ο δεύτερος Μερκαντέρ, σοβιε τικός την. καταγωγή, , «κατά κό σμον» . Γιεβγκένι Νταβίντοβιτς ' Γκίνσμπουργκ, έχει ένα κοινό ση μείο με το συνεπώνυμό του: αφιε ρώνει την πραγματική του ζωή, αυ τή που θα ζούσε, στη σιωπή, για χάρη ενός μεγάλου σκοπού, για την εξυπηρέτηση, υποτίθεται, της παγ κόσμιας επανάστασης. Ωστόσο δεν είναι παρά ένας πράκτορας της Κα-Γκε-Μπε, μια γελοιογραφία δημοσίου υπαλλήλου της επανά στασης. «Δεν υπάρχουν πια επαγγελματίες της παγκόσμιας επανά στασης, υπάρχουν μόνο πράκτορες του εξωτερικού, δημόσιοι υπάλλη λοι των ειδικών υπηρεσιών», γρά φει ο Σεμπρούν.
Η πίστη του ίδιου του Μερκαν τέρ στην ιδεολογία της επανάστα σης δεν είναι ικανή να αποχαρα κτηρίσει την ιδιότητά του ως δημο σίου υπαλλήλου της Κα-Γκε-Μπε. Εκείνο που εξακολουθεί να τον ξε χωρίζει από έναν πράκτορα της C.I.A . είναι η βαριά συλλογική μνήμη της επανάστασης με την οποία είναι χρεωμένος. Τι θ’ απο γίνουν όμως εκείνοι που θα τον διαδεχθούν στο μέλλον, - εκείνοι πόυ διαρκώς θ’ απομακρύνονται από τη ματωμένη περιοχή αυτής της συλλογικής μνήμης; Δε θα είναι απλώς ανταγωνιστές των πρακτό ρων της C .I.A ., δίχως κανένα βα θύτερο ηθικό και ιδεολογικό έρει σμα; Και το αργό σβήσιμο της μνή μης δε θα είναι ένα είδος θανάτου για την παγκόσμια επανάσταση; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα ο Σεμπρούν απαντά με αβάσταχτη λύπη καταφατικά. Ωστόσο οι επαναστάτες δεν αλ λοιώθηκαν έτσι ξαφνικά λόγω πα ράξενων φυσικών μεταβολών, δεν έγιναν πράκτορες από κάποια ανι στόρητη αιτία. Ο Σεμπρούν, πολύ αποφασιστικά και πιο άμεσα απ’ ό,τι ο φίλος του και «ομόλογός» του Ά ρ η ς Αλεξάνδρου, αποκαλύ πτει τη ρίζα του κακού. Τα κράτη, λέει, που προήλθανε από την επα νάσταση του Οχτώβρη, από τις σο βιετικές νίκες, και όποια κι αν εί ναι η ανάλυση που μπορεί να κάνει κανείς για να βρει τους λόγους αυ τού του εκφυλισμού, τα κράτη αυ τά καταντήσανε εμπόδια για την επανάσταση. Φρενάρουνε, με τη διεθνή πολιτική τους και με το κοι νωνικό και εκπολιτιστικό πρότυπο που προτείνουν, φρενάρουνε την ε παναστατική συνειδητοποίηση στη Δύση. Και μέσα στο ίδιο το σύστη μα των χωρών που αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές, τα κράτη αυτά καταλήξανε να λικβιντάρουν την εργατική τάξη, με την έννοια ότι η εργατική τάξη έπαψε να είναι μια αυτόνομη, δημιουργική πολιτι κή και κοινωνική δύναμη. Η εργα τική τάξη σε όλες τις Ανατολικές χώρες, όσο παράδοξο κι αν φαίνε ται, έχει αναγκαστεί να περιοριστεί στο ουσιώδες χαρακτηριστικό της: δεν είναι πια παρά μια αδρανής παραγωγός υπεραξίας, την οποία διαχειρίζονται οι γραφειοκράτες.' Α π ’ αυτή τη γραφειοκρατική πα ραμόρφωση της επαναστατικής εξουσίας3 λοιπόν προξενείται και η ποιοτική αλλοίωση των επανασταΟ Σεμπρούν υπερασπίζεται τον Τρότσκι, αλλά όχι εις βάρος του
οδηγος/57 Μερκαντέρ. Α πό την άλλη, υπερα σπίζεται την «οδύνη» του Μερκαν τέρ, αλλά όχι εις βάρος του ΤρόΚαι όι δύο θα μπορούσαν να συνεχίσουν να δρουν σαν υπάλληλοι τηζ παγκόσμιας επανάστασης που ήταν. Ο εκφυλισμός όμως της επα ναστατικής εξουσίας επέφερε και το δικό τους μαρασμό: στον επανα στάτη της σκέψης θα δοθεί ο υλι κός θάνατος, στον επαναστάτη της δράσης θα δοθεί ο πνευματικός θά νατος. Γιατί ασφαλώς μεταξύ ενός επαναστάτη και ενός πράκτορα με σολαβεί ένας πνευματικός θάνα τος. Ώ ς πότε όμως η επανάσταση, έστω γραφειοκρατικοποιημένη, θα μπορεί να επιβιώνει εξοντώνοντας τα ίδια τα βλαστάρια της; Και πώς θα εξακολουθήσει να κινείται η ιστορία με παράλυτο το σπουδαιό τερο μοχλό της; Ο Σεμπρούν θα μπορούσε να εί χε γράψει ένα σπουδαιοφανές βι βλίο, με περισπούδαστες αναλύ σεις. Δεν του λείπει η δύναμη. Διαλέγοντας όμως να γράψει ένα μυθιστόρημα κατασκοπείας, ίσως να θέλησε δύο πράγματα: πρώτα να δείξει ότι πραγματικά βρισκό
μαστε μπροστά σ’ ένα κατάντημα της ιστορίας, ότι η ιστορία έχει αναχθεί σ’ ένα αστείο αν όχι απο τρόπαιο θρίλερ,4 και έπειτα να αποφύγει τη σοβαροφάνεια ενός βαρύγδουπου μυθιστορήματος ή δοκιμίου που θα κινούσε εκ προοι μίου τις υποψίες φίλων και πολε μίων. Το αν τώρα δεν τις κινεί ποιος μπορεί να το πει; Πάσιν αδείν χαλεπόν. Ούτε είναι άλλωστε απαραίτητο. Απαραίτητο όμως είναι το να διασκεδάζει κανείς τη σοβαροφά νεια της ιστορίας, που βυσσοδομεί πια στα παρασκήνια, πίσω από τις πλάτες όλων, ακόμη κι εκείνων που νομίζουν ότι ιστουργούν, ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
Σημειώσεις: 1. Ζωρζ Σεμπρούν, «Το μεγάλο ταξίδι», Εξάντας, 1974. 2. «Trotsky», by Francis Wyndlam and David King, Penguin Books, 1972. 3. Βλ. Μ. N. Ράπτη, H «τελευταία» μά χη του Λένιν, «Το Βήμα» 29.1.1984. 4. Βλ. Παν. Μουλλά, Μεταφράσεις Αφορμές, «Δεκαπενθήμερος Πολί της», 3.12.1983, σελ. 46-47.
ρωμαντικό σημείωμα Κ. Θ. ΔΗΜΑΡΑ: Ελληνικός ρωμαντισμός. Νεοελληνικά μελετήματα, αριθ. 7. Αθήνα, Ερμής, 1982. Σελ. ιε' + 650.
Ένα χρόνο πριν, μαζί με τον εκλεκτό μου φίλο Γ. Α. Χριστοδού λου, γράφαμε πόσο αναγκαίο μας είναι στη νεοελληνική φιλολο γία να αποχτήσουμε στέρεα κείμενα, να γίνουν δηλαδή κριτικές εκδόσεις των νεοελλήνων συγγραφέων. Τώρα που μου ζητήθηκε από το «Διαβάζω» να παρουσιάσω το βιβλίο αυτό του Κ. Θ. Δημαρά, σκέφτομαι πόσο αναγκαίο μας είναι να αποχτήσουμε κάπο τε ένα σύγγραμμα με τίτλο «Θεωρία της Νεοελληνικής Λογοτε χνίας». Σπεύδω να προλάβω τη δημιουργία εντυπώσεων: ο Δημαράς στέκεται στην πιο περίοπτη θέση των νεοελ ληνιστών φιλολόγων μας· και. βέ βαια, δεν βαρύνει αυτόν η έλλειψη
θεωρητικών έργων. Αντίθετα, ξεπέρασε αυτή την εγγενή αδυναμία των νεοελληνικών μας σπουδών, προσφέροντάς μας σ’ όλες του τις εργασίες τα δεδομένα των θεωριών
ελληνοκεντρική αντίληψη του Βελλούδιου, διανθισμένα από μια υπόγεια και φιλοπαίγμονα διάθεση για χιούμορ άκακο και ζουμερό.
ΗΛΙΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥ: Η αυλή στην Ελλάδα.
Αθήνα, Φόρκυς, 1983. Σελ. 158. Ο ΗΛΙΑΣ Πετρόπουλος προχωρεί με το δικό του ιδιότυπο τρόπο το δρόμο της καταγραφής της νεοελληνικής πραγματικότητας, είτε αυτή δένεται απόλυτα με το άμεσο χθες, είτε καταλήγει καθαρά στο σήμερα. Έ τσι, λοιπόν, σέ τούτο το βιβλίο του παραθέτει μια σειρά από φωτογραφίες με θέμα τους την παραδοσιακή ή τη νεοαστική αυλή και τις λειτουργίες της σε σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα. Και το «λεύκωμα» (που προλειαίνεται από μια εισαγωγή-δοκίμιο περί αυλής) ολοκληρώνεται μέ σχέδια και οπτικά σχόλια του Αλέκου Φασιανού.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ: Μ πέλλα Ραφτόπουλου.
Αθήνα, 1983. Σελ. 171. ΤΟ λεύκωμα τούτο (με πρόλογο του 'Αγγέλου Σικελιανού) οδηγεί πίσω, στις Δελφικές Γιορτές, όταν η γλύπτρια Μπέλλα Ραφτοπούλου ανέλαβε να προετοιμάσει μια σειρά σχεδίων από ελληνικά αγγεία, όπου απεικονίζονται κινήσεις, προκειμένου το υλικό αυτό να χρησιμοποιηθεί για την κινησιολογία της παράστασης του «Προμηθέα». Και η δουλειά της αυτή από τότε ετοιμαζόταν να βγει σε βιβλίο (καθώς παρουσίαζε γενικότερο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον), κάτι όμως που μόλις τώρα γίνεται, με τούτη την έκδοση, με επιμέλεια (και εκτενέστατη εισαγωγή) του γνωστού τεχνοκρίτη Εμμ. Μαυρομμάτη.
ΒΑ ΙΌ Σ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
58/οδηγος
Κ. Θ. Αημαράς του, δικών του a priori και όπως διαμορφώνονται βάσει των πηγών a posteriori. Γιατί τα γράφω αυτά; γιατί κα νείς δεν θα γνωρίσει καλά τι είναι ο ελληνικός ρωμαντισμός, αν δεν διαβάσει τις εργασίες του Δημαρά που συγκεντρώνονται σ’ αυτόν τον τόμο. Α πό την άλλη όμως θα κατα πονηθείς για να βρεις τις θεωρητι κές σταθερές που συνέχουν τις θέ σεις του συγγραφέα, αν δεν είσαι εξοικειωμένος μ’ αυτό που οι φιλό λογοι λέμε «Δημαρικό ύφος». Α ς προσφέρω, λοιπόν, στον ανα γνώστη αυτό που πιστεύω ότι είναι η βασική θεωρία του συγγραφέα, με δικά του λόγια: «αν ο ιστοριο γράφος γείρει με αποκλειστικότητα προς την μαρτυρία, χάνει την αξία του προσώπου· αν γείρει με απο κλειστικότητα προς τον μάρτυρα, χάνει την αξία της στιγμής» (σ. Έτσι, τα γραφτά του Δημαρά γέρνουν πότε προς τη μαρτυρία και πότε προς το πρόσωπο, πότε και προς τα δυο μαζί· κατ’ αυτό τον τρόπο εγώ θα κατέταζα τις εργα σίες που περιέχει αυτός ο τόμος. Υπάρχουν εργασίες με μαρτυρίες όπως «Η ιδεολογική υποδομή του νέου ελληνικού κράτους», εργασίες με πρόσωπα όπως ο «Σπύρος Μπουγιουκλής», εργασίες και με τα δύο μαζί όπως «Οι νύχτες του Γιουγκ στην Ελλάδα του 1817». Ό λ ες όμως οι εργασίες με οπτική ιστοριογράφου. Και κάτι άλλο που θα πρέπει να προσέξει ο αναγνώστης, πάλι με λόγια, του ίδιου του Δημαρά: «ό,τι προέχει στις έρευνές μας δεν είναι τα γεγονότα, αλλά η παρουσία
τους στην συνείδηση των μαρτύρων και των φορέων τους» (σ. 459). Αυτή η προσεκτική του στάση φαί νεται καθαρότερα στη μελέτη του «Περί Φαναριωτών»· αξίζει ένα παράθεμα: «Οι Φαναριώτες στην ιστορική τους προβολή, είταν άρα γε ρωμαντικοί, όπως επεκράτησε να λέγεται; έφεραν τον ρωμαντισμό στην Ελλάδα; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι κατηγορημα τικά: όχι· στο δεύτερο επίσης θα πούμε όχι, έτσι γενικά όπως το εθέσαμε» (σ. 230). Αυτές βρίσκω πως είναι οι δυο βασικές θεωρητικές απόψεις του Κ. Θ. Δημαρά. Στο συγκεκριμένο τόμο πώς μετουσιώνονται; σε επι σημάνσεις αποκλειστικά δικές του, νομίζω, πού είναι διάσπαρ τες στις διάφορες μελέτες του, από τις οποίες πρωταρχική είναι η ακό λουθη: «Το ρωμαντικό στοιχείο, πρωταρχικό, καθώς πιστεύω στον άνθρωπο, προνοησιαρχικό, πρέπει, έστω και κρυμμένο, να βρίσκεται και στην ελληνική ψυχή» (σ. 5). Θα δώσω κι άλλη μια για να φανεί η δεύτερη βασική του θεωρία μετουσιωμένη: «Πρόκειται για την ιδέα ότι ο ελληνικός λαός έχει να εκπλη ρώσει μια αποστολή στον κόσμο. ,Α ν σταματήσετε στην Αθήνα έναν οποιονδήποτε διαβάτη και του πεί τε ότι ο ελληνικός λαός δεν έχει καμμιά απολύτως αποστολή να εκ πληρώσει στον κόσμο, είναι πολύ • πιθανόν να σας χαρακτηρίσει αγράμματο ή βλάκα» (σ. 476). Οπωσδήποτε το βιβλίο προορί ζεται για το ειδικό κοινό, όχι για τον απληροφόρητο αναγνώστη. Και για τις δυο όμως αυτές περι πτώσεις αναγνωστών θα είχα να συστήσω να διαβάσουν πρώτα απ’ όλα, αν θέλουν να μυηθούν στο κλίμα του ελληνικού ρωμαντισμού, το βιβλίο του Χρ. Εμ. Αγγελομάτη, Ελληνικά Ρωμαντικά Χρόνια ( Ά ν θρωποι, Ιδέες, Ζωή). Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» (Αθήνα, χ.χ.). Αυτό το βιβλίο σου δίνει να οσμισθείς την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, αυτό που γαλλικά λέ γεται milieu. Α ς σταθούμε σε μερι κούς στίχους του Αχιλλέως Παρά σχου που μας δίνει ο Αγγελομάτης (σ. 175):
Φευ! Νεολαία ψθισική ■με μόνα τα βιβλία I με τα βιβλία τα νεκρά δεν γίνεσαι μεγάλη / κι' είν’ όπλον επι κίνδυνον πολλάκις η παιδεία / όταν·
σιγά το αίσθημα και αρετή δεν πάλλει. I Μικρά εις έργα, πρόθυμος εις λόγους και καυχήσεις / ο φράγκος σε ηπάτησε, σ’ εμάράνεν η Δνσις. Δεν ήξερα γιατί, αλλά διαβάζοντας αυτούς τους στίχους θυμήθηκα αμέσως τα λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αν είναι πράγματι δικά του, που είπε δείχνοντας το παλάτι και το πανεπιστήμιο: «αυτό [= το πανεπιστήμιο] θα φάει εκεί νο [= το παλάτι]» (βλ. Δημαρά, Ελλ. Ρωμαντισμός, ,σ. 351). Δέστε πώς απηχεί το πνεύμα του διαφω τισμού σ’ αυτά τα λόγια του Γέρου και πόσο διαψεύστηκαν τα λόγια αυτά! Και δέστε τώρα πόσο αληθι νοί είναι οι στίχοι του ρωμαντικού Παράσχου, «κΓ είν’ όπλον επικίν δυνον πολλάκις η παιδεία / όταν σιγά το αίσθημα και αρετή δεν πάλλει». Αν δεχτούμε τη σημερινή ξεφτισμένη έννοια, «ρωμαντικός = ανεδαφικός», τότε ο διαφωτισμός μου φαίνεται ρωμαντικός και ο ρωμαντισμός άκρως διαφωτιστικόςΠ Κι άλλη μια αιτία της συμπάθειάς μου προς τον ελληνικό ρομαντι σμό, χωρίς τις ακρότητές του: η ρομαντική ελληνική ιστοριογραφία, η ρομαντική φλόγα των Σούτσων και το ρωμαντικό όραμα της χαμέ νης αυτοκρατορίας συντήρησαν στη σκέψη των λογίων το Βυζάν τιο, που δεν είχε σβήσει ποτέ από την ψυχή του «χοντρού λαού». Μή πως πρέπει να συζητήσουμε για τον Μακρυγιάννη; Τα λέω αυτά για νά φανεί ότι και βέβαια διαφωνώ σε ορισμένα σημεία με τον Ρωμαντισμό του Δη μαρά. Α ς πούμε, διαφωνώ ριζικά με όσα γράφει στη σ. 47: «Μετά τον Αγώνα, ο Κ. Οικονόμος ακολου θώντας μία σταθερή αναδρομική πορεία, έγινε με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και πιο συντηρητι κός, ώσπου κατέληξε να σταθεί προπύργιο της αντίδρασης σε κάθε προοδευτική προσπάθεια. Φυσικά είναι και αυτός ένας από τους λό γιους τους όχι ευαρίθμους που απελάκτισαν την πνευματική κλη ρονομιά του Κοραή και παρεμπό δισαν έτσι ώς ακόμη στις ημέρες μας την φυσιολογική ανάπτυξη του νέου ελληνισμού». Και δεν μπορώ να καταλάβω ασφαλώς πώς μπορεί να γράφονται θέσεις σαν την ακό λουθη (σ. 412): «Φοβούμαι ότι ένα μεγάλο μέρος από την. φιλολογική
οδηγος/59 δραστηριότητα των ανθρώπων αναλώθηκε σε έργα μάταια· όταν αναπλάθει κανείς την αρχική μορ φή ενός κειμένου, ή το αρχικό πε ριεχόμενο μιας εννοίας, η αποκα τάσταση αυτή, ως αυτοσκοπός, ολίγων χρησιμότητα παρέχει στην επιστήμη. Δεν ματαιάζει όμως όποιος ξεκινώντας από,μια τέτοιαν αυθεντική διατύπωση, εξετάζει τις περαιτέρω τύχες της, και εξακρι βώνει αν οι μεταγενέστερες ερμη νείες την παρεμόρφωσαν ή της έμειναν πιστές». Το βιβλίο αυτό του Δημαρά πε ριέχει απλώς την επανέκδοση μελε τών του που δημοσιεύτηκαν από το 1939 ώς σήμερα. Δικαιολογώ το απλώς: σε πολλές μελέτες ο συγ γραφέας αναπόφευκτα επανέρχε ται στα ίδια πράγματα- εξάλλου η σύνθεση έρχεται κατ’ ανάγκη στην γ' ενότητα, μ)ε τίτλο «Ιδεολογική υποδομή», και πάλι διασπασμένη στις μελέτες που περιέχονται στην ενότητα αυτή. Εγώ θα προτείνω το βιβλίο αυτό να διαβαστεί από τον ειδοποιημένο αναγνώστη ανάποδα, δηλαδή από την τελευταία εργασία προς την πρώτη. Γιατί ο ειδοποιη μένος αναγνώστης ζητάει πρώτα την ιδεολογική υποδομή, αυτό θέ λει να γνωρίσει γύρω από τον ρωμαντισμό- ύστερα ας πούμε θα εν διαφερθεί για τις «Πηγές της έμ πνευσης του Κάλβου». Α ς μου επιτραπεί ακόμη να παρατηρήσω πως εργασίες με τίτλο «Η δεξίωση του Heine στον χώρο της ελληνικής παιδείας» ή «Η ώρα του Vico για την Ελλάδα», εμένα τουλάχιστον με ενδιαφέρουν μόνο στο μέτρο που αποκαλύπτουν «κάποιες θεω ρήσεις γενικές» του συγγραφέα, όπως οι σ σ. 286-287, λαμπρά «απολογητικές» του ίδιου του έρ γου του- γιατί βέβαια δεν κατεύθυναν την νεοελληνική πνευματική ζωή τα ξένα ονόματα τέτοιων στο χαστών, απλώς χρησιμοποιήθηκαν για την προβολή ή κάλυψη των θέ σεων των ελλήνων μεταφορέων τους. Έ τσι, αν αυτό είναι το έργο της συγκριτικής φιλολογίας, θα χρειαζόταν να γράφονται πα ράλληλα και εργασίες με θέματα όπως «Η αποδοχή του Κοραή από τους Δυτικούς» ή «Η διεθνής απή χηση του Καζαντζάκη. (και άλ λων)»·. Γιατί εκεί μεν έχουμε περιο ρισμένες επιδράσεις από ξένους στοχαστές, εδώ όμως μιλάμε για την πρωτοτυπία και παγκόσμια
σημειώσεις: πρώτον, δεύτερον, τρί προβολή δικών μάς συγγραφέων τον... Και να μας απέδειχναν τι και λογοτεχνών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ε,ίναι άχρηστες ή πα πρέπει να ερευνήσουμε ακόμα, τι δεν έχει προσεχτεί. Κάπως έτσι ραπλανητικές οι προαναφερθείσες όπως στη σελίδα 61 που δίνονται εργασίες του Δημαρά, ίσως όμως τα πορίσματα για τον προρωμαντιείναι εξεζητημένες. σμό. Αλλά και πάλι ένας τέτοιος Πάντως, ας ομολογήσω ότι τιμώ πρόλογος δεν. θα αντικαθιστούσε τον μόχθο και την προσφορά του την κεφαλαιώδη εργασία που ανα Κ. Θ. Δημαρά και προτιμώ τη δική μένουμε, θεωρητική και όχι γραμ του ιστορική προοπτική. Δίνω δύο ματολογική. παραπομπές για να φανεί η άνεσή Έ χω την εντύπωση πως ο ελλη του σε σχέση με την διστακτικότηνικός ρωμαντισμός θα γίνει αντι τα άλλων (που οι ίδιοι αναγνωρί κείμενο μελέτης πιο συστηματικής ζουν): πόσο πυκνή είναι η εικόνα του ρωμαντισμού που μας δίνει ο στα προσεχή χρόνια, όταν θα έχει φανεί πόσο ανώφελο είναι να τρέ Κ. Θ. Δημαράς στην Ιστορία της χουμε πίσω από την «έρευνα» του Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (σ. 300) έργου των λογοτεχνών τού σήμερα. και πόσο ρητά αναγκάζεται ν α επιΔ εν συμφωνώ με τους Wellek σημάνει ο Mario Vitti στην ομότιτ Warren ότι κάτι τέτοιο είναι «λό λη Ιστορία του (σ. 179) τούς «κιν για» στάση (Θεωρία Λογοτεχνίας, δύνους που συνεπάγεται» η δική Δίφρος, σ. 56). Ο λογοτέχνης του τού πρακτική του «διαχωρισμού σε παρόντος πρέπει να μένει απερί θεματικά κεφάλαια». Οι μελέτες σπαστος από τους θορύβους των που έχουν συγκεντρωθεί στον τόμο φιλολόγων, και οι φιλόλογοι ανεαυτό δείχνουν, σταθερά όπως και πιβούλευτοι της φήμης των λογοτε τα άλλα του έργα, ότι θα πρέπει να χνών. έχει διαβάσει τα κείμενα τα ίδια περισσότερο από οποιόνδήποτε άλ Φ'. ΛΡ. ΛΗΜΗΤΡΛΚΟΠΟΥΛΟΣ λον νεοελληνιστή φιλόλογο. Δεν εί ναι μεμπτό ούτε μας δυσκολέύει που έχει δική του θέση απέναντι ΕΚΔΟΣΕΙΣ στα πρόσωπα και στα κείμενα. Ο Δημαράς έδειξε ότι ο γραμματολόγος δεν είναι ξηρό ον, αλλά ότι εί ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ97. 10681ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. 36.15.152 ναι προϋπόθεση του ιστορικού των συνειδήσεων. Και δεν είναι άστοχη , η παρατήρηση ότι αφιέρωσε τον Άουγκουστ ίδιο αριθμό σελίδων για τον Νεοελ ΣτρίντμττερΥκ ληνικό Διαφωτισμό και τον Ρωμαντισμό- τα δύο αυτά πνευματικά κινήματα έδωσαν στην πνευματική Μικρή κατήχηση φυσιογνωμία του νεοελληνικού γιά τίς κράτους την ιδίαιτερότητά της:
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
κατώτερες τάξεις
Εικοσιτρείς εργασίες του Κ. Θ. Δημαρά συγκεντρώθηκαν στον τό μο αυτό, από τις οποίες μόνο μία, ο «Σπύρος Μπουγιουκλής», γρά φτηκε για πρώτη φορά.· Με τον τρόπο αύτό έχουμε αμέσως στα χέ ρια μας επιμέρόυς μελέτες γύρω από έναν κορμό, τις οποίες κανείς δεν είχε συγκεντρωμένες και λίγοι θα τις είχαν όλες διαβάσει. Αυτή είναι η χρησιμότητα τέτοιων ανα τυπώσεων, αλλά έχουν και έναν κίνδυνο για τον συγγραφέα: να τον ' αποτρέψουν από τη σύνθεση των επιμέρόυς στο όλο. Θα έπρεπε οι εννιά σελίδες του. προλόγου να μας έδιναν το καταστάλαγμα των επί πονων και πολύχρονων αναζητή σεων του συγγραφέα, κάτι σαν ανακεφαλαίωση, σαν φοιτητικές
'Έ να ά θ ά ν α τ ο π ο λ ιτ ι κ ό κ ε ίμ ε ν ο ά π ό τ ό 1884, κα ί γ ιά τ ό 1984
60/σ υ νεν τευξη
Αριστοτέλης Νικολαΐδης: «Οι ποιητές δεν 'ψεύδονται ποτέ στο στίχο τους» Ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης εμφανίστηκε στο χώρο της ποίησης το 1952 με την ποιητική τον συλλογή «Διαβαθμίσεις» και στο χώρο της πεζογραφίας το 1969 με το μυθιστόρημά του «Οι συνυπάρχοντες», έργο που θεωρήθηκε από πολλούς μελετητές σαν βαθύτατη τομή στη σύγχρονη πεζογραφία μας. Ποιητής, πεζογράφος, αλλά και δοκιμιογράφος με έντονο ενδιαφέρον για τα προβλήματα της ελληνικής γλώσσας, ο Α. Νικολαΐδης δύσκολα χωρεί στα πλαίσια ενός μικρού
σημειώματος. Ίσως μια φράση που τον περιγράφει κάπως να είναι αυτή που είπε κάποτε γι’ αυτόν ο Αντρέας Καραντώνης: «Ο Α. Νικολαΐδης είναι μια πολυσχιδής πνευματική και συγγραφική φύση που μέσα της διασταυρώνονται, εφάπτονται και περιπλέκονται τα όρια και οι αρμοδιότητες πολλών ειδικοτήτων του επιστημονικού, του αφηγηματικού και του ποιητικού λόγου». (Τη συνέντευξη από τον Α. Νικολαΐδη πήρε η συνεργάτις μας Μαρία Τρονπάκη.)
Κύριε Νικολαΐδη, λέγατε παλιά πως από παιδί ακόμα νιώσατε ότι ο κεντρικός άξονας της ζωής σας θα ήταν η ποίηση. Σήμε ρα, που εκτός από την ποίηση έχετε γρά ψει και πολλά πεζά, θεωρείτε τον εαυτό σας περισσότερο ποιητή ή πεζογράφο;
μπορεί να γίνει με το λόγο. Αυτό-δε σημαίνει όμως ότι οι άλλοι τρόποι γραφής και έκφρασης είναι λιγότερο σημαντικοί. Καθόλου μάλιστα. Απεναντίας εγώ νομίζω ότι σήμερα, εκτός από την ποίηση, η οποία έχει μια στερεότητα αφάν ταστη, το μυθιστόρημα είναι ο κατεξοχήν τρόπος με τον οποίο μπορεί να εκφραστεί ο συγγρα φέας. Έτσι όπως εξελίχθηκε μάλιστα σήμερα δί νει στο συγγραφέα τεράστιες εκφραστικές δυνα τότητες. Εγώ, για παράδειγμα, στα παλιά μου μυθιστορήματα, αλλά και σ’ αυτό που γράφω τώρα, έχω υιοθετήσει μια μυθιστορηματική γρα-
ΝΑ σας πω, δεν τα ξεχωρίζω. Ό ταν έλεγα τότε «ποίηση» εννοούσα τη δημιουργική εργασία της έκφρασης διά του λόγου. Το λόγο εκφρασμένο δημιουργικά. Βέβαια η ποίηση είναι στο εντελώς εκφραστικό κέντρο οποιοσδήποτε πράγματος
συν εν τευξη/6 1 κού μυθιστορήματος, στο πλαίσιο μιας ωριμότη τας η οποία δεν υπήρχε μέχρι τη μεταπολεμική γενιά. Είναι ίσως αυτός ο λόγος, κατά τη γνώμη σας, που το μυθιστόρημά σας οι «Συνυπάρχοντες» θεωρήθηκε από πολλούς σαν τομή στη σύγχρονη πεζογραφία; ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ότι είναι ένας από τους λό γους... Τώρά που έχει περάσει καιρός από τότε που το γράψατε, πώς το βλέπετε; Θα το ξαναγράφατε με τον ίδιο τρόπο; Εννοώ κι από πλευράς λογοτεχνικής δομής κι από πλευράς του υλικού που χρησιμοποιείτε... ΝΟΜΙΖΩ ότι δε θα το άλλαζα, γιατί τότε που το έγραψα, το έγραψα σε ώριμη ηλικία κι ύστερα από πολλά διαβάσματα κι από πολλή άσκηση στη γραφή. Είναι ένα μυθιστόρημα ωριμότητας. Πριν απ’ αυτό έγραψα πολλά κι έσκισα πολλά. Ποτέ δεν ήμουν ένας βιαστικός δημοσιευτής... φή που δε διστάζει να χρησιμοποιήσει πολλούς τρόπους. Ό ταν π.χ. θέλω να εκφραστώ στο μυ θιστόρημά μου δοκιμιακά, το κάνω.
Διάβασα στις εφημερίδες ότι θα γυριστεί για την τηλεόραση... ΝΑΙ, πράγματι.
Ενσωματώνετε δηλαδή στο μυθιστόρημα τρόπους γραφής που αντιστοιχούν ίσως σε άλλα είδη λόγου; ΝΑΙ, ακριβώς. Πιστεύω εντέλει ότι το μυθιστό ρημα σήμερα είναι ένα ποτάμι γραφής στο οποίο μπαίνει κανένας και στο οποίο δεν μπορεί να βάλει όρια ούτε να το εγκλωβίσει σε σχολές. Ό ταν είναι βέβαια δημιουργικό μυθιστόρημα. Κατόπι φυσικά μπορεί να το βάλει κανείς σε μια ορισμένη κατηγορία, και να πει ότι αυτοί μάλλον οι συγγραφείς είναι σ’ αυτό το πλαίσιο και οι ■άλλοι στο άλλο... Απ’ αυτή την άποψη έχω την εντύπωση ότι βρισκόμουν πάντα στην πρωτοπο ρία τη μυθιστορηματική. Και την έζησα την πρωτοπορία εξάλλου από πρώτο χέρι, όταν γι νότανε και στους τόπους που γινότανε, χωρίς αναγκαστικά να θεωρώ ότι η άλφα ή βήτα πρω τοπορία μ’ έκανε ν’ ακολουθήσω τους δυο τρεις συγγραφείς της άλφα ή βήτα γλώσσας που την εκφράζανε. Πίστευα ότι στην Ελλάδα το μυθι στόρημα δεν ήταν αναγκαίο ν’ ακολουθήσει ούτε τη γαλλική ούτε την αγγλόφωνη περιπέτεια. Σαν έλληνας μυθιστοριογράφος αισθανόμουν πάντο τε ότι ήταν αδύνατο να γράψει κανείς μυθιστό ρημα αγνοώντας την ελληνική παράδοση του μυ θιστορήματος. Κι απ’ αυτή την άποψη έχω την εντύπωση ότι συντέλεσα στη δόμηση του ελληνι
Είσαστε ευχαριστημένος όπως πάνε μέχρι τώρα τα πράγματα; ΘΑ δούμε. Είμαι ευχαριστημένος κατ’ αρχήν γιατί τέθηκαν, νομίζω, τα πλαίσια για να βγει μια καλή ταινία. Ποιος φτιάχνει το σενάριο; Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ, ο Πάνος ο Κοκκινόπουλος, με το Γιώργο το Χατζιδάκη. Συνεργάστηκα κι εγώ μαζί τους. Συνεργασία υπό την έννοια ότι εγώ τους έκανα απλώς να καθυστερήσουν την παράδοση των χειρογράφων! Κύριε Νικολαίδη, είστε γιατρός, και μάλι στα ψυχίατρος. Πόσο καθοριστική είναι η επιστήμη σας στον τρόπο που βλέπετε τα πράγματα; ΑΥΤΗ η ερώτηση βέβαια είναι μια ερώτηση σω στή, αλλά δε θα ήθελα να παρεξηγηθεί ως ερώ τηση από τους αναγνώστες σας. Η ψυχιατρική δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ανθρωπολογία. Είναι το αντικείμενο με το οποίο «φύσει πως», που λέει κι ο Αριστοτέλης, ασχολείται κι ο συγ γραφέας κι ο ψυχίατρος. Με τη διαφορά ότι ο
62/σ υ νεντευξη ■ψυχίατρος έχει τις ευκαιρίες να έχει ορισμένες εμπειρίες ειδικότερες. Ο συγγραφέας είναι μια ονομασία πολύ αμφίθυμη, θα έλεγα, και μπορεί να φαίνεται καμιά φορά άδεια νοήματος αν αυ τός ο συγγραφέας δεν πληρούται από ορισμένες εμπειρίες που του κάνουν δυνατό να εκφράσει τις εμπειρίες του. Τον επαγγελματία συγγραφέα σ’ αφαίρεση ως συγγραφέα δεν μπορώ να τον δω παρά μόνο ότι αυτός ο συγγραφέας συμμετέχει σ’ ορισμένες δραστηριότητες είτε ως επαναστάτης-, είτε ως εργάτης της γης, είτε ως γραφειοκράτης ή πολιτικός κλπ. Κι αυτή την εμπειρία του την εκφράζει συγγραφικά. Τώρα βέβαια η σκοπιά του ψυχιάτρου δίνει πολλά πλεονεκτήματα, από τη μια μεριά, από την άλλη όμως είναι μια σκο πιά η οποία μπορεί να παραφορτώνει από εμπει ρίες και να παρακρατάει το συγγραφέα από το να του δώσει το χρόνο να εκφράσει αυτά τα οποία του πρόσφερε σαν εμπειρία ζωής η ψυχια τρική. Προσωπικά το ένιωσα πολλές φορές αυ τό. Δεν είχα αρκετό χρόνο να εκφράσω αυτά που ήθελα να εκφράσω. Από την άλλη μεριά, βέ βαια, αυτές μου οι εμπειρίες διηθούνταν μέσα μου και προετοίμαζαν το έδαφος να εκφράσω αυτά που ήθελα καλύτερα και βαθύτερα, νομί ζω. Καμιά φορά απορώ πώς ένας συγγραφέας που δεν είναι ψυχίατρος ή κοινωνιολόγος, για
Της αλήθειας της αρέσει να κρύβεται. Η αλήθεια βρίσκεται και μας διαφεύγει στο σκοτεινό ήμισυ αυτού που κοιτάμε. παράδειγμα, γράφει βιβλία που έχουν μέσα ψυχιατρική ή κοινωνιολογία. Στην πραγματικότη τα όμως οι συγγραφείς που ασχολούνται με τέ τοια θέματα διαβάζουν εντονότατα ψυχιατρική ή κοινωνιολογία και συμμετέχουν έντονα στις κοινωνικές εμπειρίες. Αυτά που λέγονται για το «ταλέντο» είναι ανοησίες. Το ταλέντο και η δυ νατότητα να εκφράσεις κάτι έρχεται αφού έχεις αποκτήσει τις εμπειρίες. Χωρίς εμπειρίες κανείς δεν μπορεί να εκφραστεί. Δεν μπορείς να εκφρα στείς σ’ ένα κενό κώδωνα. Εκτός βέβαια από το να εκφράσεις το κενό του κώδωνα. Είναι κι αυτό μία τέχνη πάντως... ΝΑΙ, αναμφισβήτητα. Και πολύ ενδιαφέρουσα μάλιστα. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τον Χέλντερλιν αν ύστερα από το μηδέν που περιέπεσε
σχεδόν μετά από τη δημιουργική του εργασία ξανάβγαινε και ξανάρχιζε να γράφει. Δεν ξέ ρουμε τι θα έβγαινε. Νομίζω πάντως ότι το ερώ τημα αν η επιστήμη μου είναι καθοριστική στον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, το κάνετε επειδή είμαι ψυχίατρος, κι αυτό το γεγονός κάνει κά ποια ιδιάζουσα εντύπωση. Στην πραγματικότητα οι περισσότεροι συγγραφείς, Έλληνες τουλάχι στον, είχαν κάποιο επάγγελμα.
Ναι, αλλά κοιτάξτε... με συμβαίνει πολύ συχνά το να είναι σχεδόν το ίδιο χνίας. Να ψάξει δηλαδή ψυχή.
την ψυχιατρική αντικείμενό της με της λογοτε την ανθρώπινη
ΝΑΙ, σωστά. Η ψυχιατρική ανοίγει ακριβώς τον ίδιο κόσμο τον οποίο γυρεύει και ο συγγραφέας: τον κόσμο της ανθρώπινης οντολογίας. Η ψυχια τρική είναι μια οντολογία η οποία πλησιάζεται με όλα τα μέσα του επιστητού που προσφέρει σή μερα η επιστήμη κι ο στοχασμός. Η ψυχιατρική έχει τεράστια επηρεαστεί από τη φιλοσοφική ον τολογία και τη φιλοσοφία γενικότερα. Επίσης έχει επηρεάσει πολύ τη φιλοσοφική σκέψη. Υπάρχει μια αμοιβαία επίδραση κολοσσιαία στο στοχασμό, στο σύγχρονο στοχασμό. Σ’ αυτό ακριβώς το κέντρο βρίσκεται κι ο συγγραφέας. Σας έχει πλουτίσει η ψυχιατρική σαν λο γοτέχνη; ΠΑΡΑ πολύ. Η ψυχιατρική ανοίγει ένα δρόμο. Υπάρχουν βέβαια ψυχίατροι που δεν επωφε λούνται αρκετά από τις εμπειρίες τους. Κάνουν το δρόμο αυτό με κλειστά μάτια. Αλλά δεν μπο ρώ να φανταστώ ότι ένας καλλιτέχνης που θά ’μπαίνε σ’ αυτό τον κύκλο των εμπειριών δε θα επηρεαζόταν. Επίσης, κάτι ακόμα για την ψυ χιατρική. Παλιότερα, όταν δεν είχε διαμορφωθεί σαν επιστήμη, όπως τώρα, ουσιαστικά στην ανθρωπολογική οντολογική εμπειρία της ψυχιατρι κής συντελούσανε οι συγγραφείς με τις παρατη ρήσεις τους. Ο Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα ή ο Νίτσε. Ο Νίτσε σαν φιλόσοφος είναι από τους προδρόμους της σύγχρονης ψυχιατρικής, χωρίς να είναι ψυχίατρος. Αλλά ας αφήσουμε την ψυχιατρική κι ας επιστρέψουμε σ’ εσάς. Τα μυθιστορήματα κινούνται, νομίζω, σ’ ένα κλίμα μυστηρίου κι αγωνίας. Είναι αυτό ένα εύρημα για να κεντρίσετε το ενδιαφέρον του αναγνώστη ή το μυστήριο και η αγωνία είναι απόρροια των καταστάσεων που περιγρά φετε;
σ υν εν τευ ξη /6 3 ΕΙΝΑΙ απόρροια των καταστάσεων που περιγράφονται. Νομίζω ότι η ζωή ανέκαθεν είχε πο λύ μυστήριο. Θυμηθείτε τον Πλάτωνα στο «Συμ πόσιο» που λέει για τη σπηλιά. Στους «Συνυπάρχοντες», προς το τέλος, έχω αυτή την εικόνα: ο ήρωας που αισθάνεται ότι μπαίνει σε μια σκοτει νή σπηλιά και δεν ξέρει πού θα τον βγάλει. Αυτά είναι και κλασικά ψυχαναλυτικά σύμβολα όμως... ΝΑΙ, φυσικά. Είναι μια κλασική πλατωνική ει κόνα η οποία ισχύει πάντοτε. Αυτό το αινιγματι κό της ζωής υπήρχε ανέκαθεν και υπάρχει. Συ νεπώς νομίζω ότι το έργο τέχνης έχει και το φάν τασμά του μέσα του. Κι ένα μυθιστόρημα ιδίως, αλλά κι οποιοδήποτε άλλο έργο τέχνης, αν δεν το συνοδεύει το φάντασμά του το ίδιο, είναι λει ψό. Αυτό το αισθάνθηκα πολλές φορές κι εγώ. Άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο. Στην «Εξαφάνιση» το αισθάνθηκα αφού την τέλειωσα. Δηλαδή τι; ΝΑ, κάτι να μου διαφεύγει τελείως. Κι αυτό ακριβώς που μου διέφευγε ήταν το ίδιο το φάν τασμα του μυθιστορήματος. Αυτό νομίζω ότι δί νει πάντως μια ιδιαίτερη διάσταση αξίας και γοητείας σ’ ένα μυθιστόρημα· το μυθιστόρημα δεν πρέπει να είναι κάτι κλεισμένο, να τα λέει όλα, να τα εξηγεί όλα. Ό πω ς και οι κανόνες της γραμματικής δεν πρέπει να είναι κλειστοί, γιατί κλείνουν τη γλώσσα και την κάνουν να ασφυ<τιά. Σ’ ένα έργο τέχνης πρέπει να υπάρχει το αίνιγμα. Ό ταν το μυστήριο όμως ή το αίνιγμα πάει να γίνει φτιαχτό, ο αναγνώστης το καταλα βαίνει. Νιώθει σαν να του βάζεις δεκανίκια ή ψεύτικα ερωτήματα, κι ίσα ίσα εκεί μέσα δεν βλέπει κανένα μυστήριο. Καταλαβαίνει ότι πας να τον εξαπατήσεις. Αυτό που λέτε, το μυθιστόρημα να μην τα λέει όλα, είναι πολύ χαρακτηριστικό στο δικό σας το έργο. Ό χ ι μόνο από την πλευ ρά του ότι μένει κάποιο μυστήριο, αλλά κι από το ότι, ψάχνοντας μερικές αλήθειες, ενώ έχετε ίσως στο μυαλό σας την απάντη ση, δεν τη δίνετε. Ψάχνετε δηλαδή την αλήθεια αλλά δεν υποδεικνύετε αλήθειες. ΝΑ σας πω. Η αλήθεια είναι υπαινικτική. Κι όταν εξάλλου φτάνουμε στο φως της αλήθειας, τότε ακριβώς όλα σκοτεινιάζουν. Γι’ αυτό και τον Ηράκλειτο τον λέγανε σκοτεινό, όχι γιατί ήτανε σκοτεινός αλλά γιατί, αντίθετα, ήταν πολύ φωτεινός, τόσο πολύ που στο φως, στην αστρα
Ο Αριστοτέλης Νικολαίδης γεννήθηκε στη Μυτιλή νη το 1922. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Α θήνας και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική. Στη διάρκεια της κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Α ν τίσταση και πέρασε τα περισσότερα από τα μετα πολεμικά χρόνια στο εξωτερικό εξασκώντας το επάγγελμα του ψυχίατρου. Το 1966 ίδρυσε στην Αθήνα το «Διεθνές Ίδρυμα Επιστημονικής Ορολο γίας και Γλώσσας», που από το 1974 λειτουργεί και στη Γενεύη. Έ ργα του Αριστοτέλη Νικολαΐδη: Ποίηση: «Διαβαθμίσεις» (1952), «Η πείρα και η πυρά» (1960), «Οι διαφορές του φάσματος» (1964), «Η πείρα και η πυρά Β'» (1965), «Παράχρονες αναμνήσεις» (1966), «Η Αγορά» (1973), «Αντιδρά σεις μιας περιόδου» (1977), «Η πείρα και η πυρά» (συγκεντρωμένα ποιήματα, 1977), «Επιλογή Α '», (1983), «Επιλογή Β'» (1983). Δοκίμια: «Η αποπροσωποποίηση: μια φαινομενολογική μελέτη» (1954), «Νεολεκτική και αφηρημένη ποίηση» (1965), «Ο τρόπος της γλώσσας» (1977). Μυθιστορήματα: «Οι συνυπάρχοντες» (1969), «Η εξαφάνιση» (1975, Α' κρατικό βραβείο μυθιστορήματος), «Στην κίτρινη ώρα» (1980). Διηγήματα: «Ο κόσμος είναι άλλος» (1978), «Ανθρώπων εξ ανθρώπων» (1982). Μετα φράσεις: Τ. Σ. Έλιοτ: « Ά π α ντα τα ποιήματα» (1983).
πή της σκέψης του αμέσως κατόπι ερχόταν η σκοτεινιά. Της αλήθειας της αρέσει να κρύβεται. Η αλήθεια βρίσκεται και μας διαφεύγει στο σκο τεινό ήμισυ αυτού που κοιτάμε. Πρέπει βέβαια να προχωράμε προς το φως. Εκεί όμως που πλη σιάζουμε στην έκλαμψη της αστραπής, τότε αμέ σως τα πράγματα σκοτεινιάζουν πάλι. Είναι η φύση της αλήθειας τέτοια; ΝΑΙ, είναι η φύση της. Δε θά ’θελα να προχωρή σω στην ετυμολογία της λέξης, που έχει κάνει πολύ καλά ο Χάιντεγκερ, με το στερητικό άλφα αλλά και με το προσθετικό άλφα και της λήθης, α-λήθη κλπ. Πάντως, όπως το θέσατε αυτό το αινιγματικό, αν βλέπετε κάτι τέτοιο στα βιβλία μου, νομίζω ότι κάθε φορά είναι διαφορετικό. Κάθε φορά έχει διαφορετική ποιότητα. Όταν πάει κανείς να στρογγυλέψει τα πράγματα, τα κάνει έναν κύκλο, κι αυτός ο κύκλος γίνεται πολλές φορές φαύλος κύκλος. Επαναληπτικός. Έχει την εντύπωση ο άλλος ότι ακούει τον ίδιο δίσκο. Είναι κάτι σαν διαφήμιση ή σύνθημα. Αυτό τον τρόπο τον χρησιμοποιεί συχνά σήμερα η τεχνολογία για να επιβάλει τις μικρές της αλή θειες. Ένα «θαυματουργό» προϊόν που πρέπει να αγοράσει η νοικοκυρά, για παράδειγμα, ή ένα καινούριο αυτοκίνητο κλπ. Κύριε Νικολαΐδη, στα βιβλία σας είναι φανερό το ενδιαφέρον σας για την περίο-
6 4 /σ υ νεν τευ ξη δο της αντίστασης και του εμφύλιου. Ποια είναι τα προσωπικά σας βιώματα από εκείνη την εποχή; ΤΑ βιώματά μου εκείνα έχουν σχέση με τα προ βλήματα της σύγχρονης εποχής όπως εκφραστή κανε τότε στην Ελλάδα με τον παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο. Ήτανε τότε τα προβλήματα μιας κατοχής, ενός πολέμου όπου για άλλη μια φορά παιζότανε -τρόπον τινά- η ύπαρξη της Ελ λάδας, το πρόβλημα του χιτλερισμού, που δεν ξέραμε την κατάληξή του, το τι θα γίνει μετά, το τι θα σήμαινε η μεταπολεμική εποχή κι ένα σωρό άλλα. Νομίζω ότι όλες οι παρατάξεις τότε κάνα νε σημαντικά λάθη. Δεν κάνανε έγκαιρες δια γνώσεις κι άφησαν τους εαυτούς τους να εξαρτηθούν από τις δυο υπερδυνάμεις. Ένα πράγμα που ένιωσα πολύ νωρίς και το γράφω κιόλας εί ναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες. Κι αναρωτήθηκα επίσης νωρίς ποια είναι η μοίρα της Ελλάδας μέσα σ’ αυτά τα διε θνή προβλήματα, σ’ όλη αυτή τη σύγκρουση.. Ποια είναι η μοίρα του λαού της. Κι ακόμα προ βληματίστηκα πολύ για την ελληνική γλώσσα. Και προσπάθησα όλα αυτά να τα δώσω. Και με απασχολούν ακόμα αυτά τα προβλήματα, γιατί περάσαμε και περνάμε και τώρα πολλούς κινδύ νους.
Είμαστε σε μια φάση που η ιστορία πλήττεται στα βάθρα της από την παραπληροφόρηση,την εσκεμμένη πληροφόρηση και τη χειραγώγηση της πληροφόρησης. Μια και αναφερόμαστε στην ιστορία, ήθε λα να πω ότι τα βιβλία σας δείχνουν να σας ενδιαφέρει πολύ η ιστορική αλήθεια.
σκουν καθόλου. Βέβαια πάντοτε υπάρχουνε •ψευδή προβλήματα τα οποία μας τίθενται και συγκρούσεις στις οποίες ένας ατομικός προβλη ματισμός μπορεί να έλθει πράγματι σ’ αντίθεση μ’ ένα γενικότερο. Εκεί ακριβώς το άτομο βρί σκεται σε μια κατάσταση έντασης ή αυτό που λέ με στρες... Δηλαδή, δε βρίσκετε να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην επιστημονική αλήθεια και στις πολλές ατομικές αλήθειες; ΜΗ λέτε επιστημονική αλήθεια. Ας πούμε την αλήθεια γενικότερα... Επειδή μιλάμε για την ιστορία... ΔΕ θέλω βέβαια να κάνω θανατολογία, αλλά εί μαστε σε μια φάση, νομίζω, που η ιστορία πλήτ τεται στα βάθρα της τελείως από την παραπλη ροφόρηση, την εσκεμμένη πληροφόρηση και τη χειραγώγηση της πληροφόρησης. Έτσι που μπαίνει το ερώτημα κατά τόσο και σε τι πληρο φορίες μπορούμε να στηριζόμαστε από τις πη γές. Διότι κι οι πηγές οι ίδιες, οπουδήποτε να βρίσκονται, προσφέρουν την πραγματικότητα ή τις πληροφορίες κατά τον τρόπο που θέλουνε. Συνεπώς η ιστορία βρίσκεται σήμερα ανάμεσα σε πολλούς παραμορφωτικούς καθρέφτες. Κι ένα από τα καθήκοντα του στοχαστή, του διανοητή, του λογοτέχνη είναι ακριβώς να συλλάβει κάποιες αλήθειες, οι οποίες φυσικά δεν μπορεί να είναι απόλυτα διαυγείς μέσα από αυτούς τους παραμορφωτικούς καθρέφτες της σύγχρονης επαφής που έχουμε με την πραγματικότητα... Θελήσατε ποτέ να γράψετε ιστορικά μυθι στορήματα; ΔΕΝ είμαι βέβαια ιστορικός αλλά ενδιαφερό μουν πάντα για την ιστορία. Μια εποχή που μ’ ενδιαφέρει πολύ είναι η εποχή του Πλήθωνα του Γεμιστού. Έχω εξάλλου γράψει μερικά πράγμα τα για κείνη την εποχή στους «Συνυπάρχοντες». Θα μ’ ενδιέφερε να γράψω κάτι γύρω από κείνη την περίοδο. Ιστορικό μυθιστόρημα δηλαδή;
ΝΑΙ, βέβαια... ΝΑΙ. Αν και δεν το βλέπω να γίνεται. Είναι απ’ Μου δίνεται όμως η εντύπωση ότι δε σας εν- ; αυτά'τα πράγματα που ξέρεις ότι δε θα σου δο διαφέρει περισσότερο από τις προσωπικές θεί ποτέ καιρός να τα κάνεις, αν και θα ήθελες. αλήθειες των ανθρώπων που συμμετέχουν Με ενδιαφέρει πάντως η εποχή του Μυστρά, η σε μια συγκεκριμένη ιστορική, πραγματι οποία άλλωστε δεν έχει εξερευνηθεί αρκετά. κότητα. Δεν έχετε γράψει βέβαια ιστορικά μυθι ΝΟΜΙΖΩ ότι οι δυο αυτές αλήθειες δεν αντιφά στορήματα αλλά η ιστορία είναι φανερή
σ υ ν εν τευ ξη /6 5 μέσ’ στα βιβλία σας. Νομίζετε ότι το υλικό που χρησιμοποιείτε θα μπορούσε να είναι βοήθημα για τον ιστορικό; ΝΑΙ, νομίζω. Γιατί, όπως σας είπα, οι πηγές οι επίσημες ή οι μη επίσημες είναι σήμερα πολύ νο θευμένες κι υποκειμενικές. Βέβαια όλά είναι υποκειμενικά. Και η γνώμη του συγγραφέα κι αυτή υποκειμενική είναι. Αλλά οι επίσημες πη γές εξυπηρετούν συχνά συμφέροντα και φιλοδο ξίες. Στους «Συνυπάρχοντες», για παράδειγμα, μπαίνει μέσα στην Ελλάδα ο ήρωας διότι διαπι στώθηκε ότι οι πληροφορίες που ερχόντουσαν από την Ελλάδα στους έξω από την Ελλάδα που ενδιαφερόντουσαν να κάνουν μια πολιτική δεν κάνανε τίποτε άλλο παρά να αντανακλούν τις επιθυμίες και τις αποφάσεις που παίρνανε αυτοί που ήταν έξω. Φαύλος κύκλος. Οπότε, συνειδη τοποιώντας αυτό το πράγμα σε μια ορισμένη φά ση μεταπολεμική, μεταεμφυλιακή, έρχεται μέσα ο ήρωας να δει επιτέλους από πρώτο χέρι, με τη συνείδηση πλέον του συγγραφέα και αδέσμευτα από κάθε πολιτική προκατάληψη, τι συμβαίνει. Και ερχόμενος στην Ελλάδα βρίσκεται φυσικά στο κενό, γιατί στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πράγματα έξω και θεωρούν ότι δεν τους αντι προσωπεύει. Και μπαίνει παράνομα μέσ’ στη χώ ρα. Κι είναι διπλά παράνομος. Και ψάχνει να βρει την αλήθεια. Την αλήθεια σαν συγγραφέας. Κι έχει αξία η αλήθεια του συγγραφέα, γιατί δεν είναι στο συμφέρον του συγγραφέα το να μη φροντίζει να είναι γνήσιος, γιατί απλούστατα ψευτίζει το ίδιο του το έργο. Σ’ ένα ποίημά μου λέω ότι «οι ποιητές δεν ψεύδονται ποτέ στο στί χο τους. Αν απατώνται, η απάτη τους μας δίνει μια μορφή του κόσμου». ΓΓ αυτό πιστεύω ότι τα έργα των συγγραφέων είναι οι γνησιότερες πηγές για το μέλλοντα ιστορικό. Εξάλλου αυτό γίνεται και τώρα. Οι ιστορικοί βγάζουν πολύ συχνά εν διαφέροντα συμπεράσματα για διάφορες εποχές βασισμένοι στα έργα των συγγραφέων εκείνων των εποχών. Κύριε Νικολαΐδη, στα βιβλία σας πραγμα τεύεστε μια αρκετά μεγάλη ποικιλία θεμά των. Πίσω απ’ αυτήν υπάρχει ένας κεντρι κός άξονας;
Α. Νικολαΐόης
Ο ΒΑΣΙΚΟΣ άξονας θα φαινότανε καλύτερα αν έγραφα κάποτε την αυτοβιογραφία μου. Σκέφτεστε κάτι τέτοιο; ΝΑΙ, και υπάρχει ένας πρώτος τόμος για την κα τοχή, που θα δημοσιευτεί κάποτε. Τώρα, για τον άξονα που λέτε... Εγώ γεννήθηκα το 1922 και διαπλέω τον 20ό αιώνα. Θεωρώ τον εαυτό μου ντοκουμέντο του 20ού αιώνα. Αισθάνομαι τις εμπειρίες μου να έρχονται από τις αρχές του αιώνα μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων της γενιάς του πατέρα μου κι αισθάνομαι να ψαύω τούτο τον αιώνα. Ο άξονας των θεμάτων μου εί ναι η ανάγκη να εκφράσω τις ισχυρότερες εντυ πώσεις μου, ατομικές και γενικότερες, απ’ αυτή μου την εμπειρία. Την εμπειρία του ανθρώπου του 20ού αιώνα. Βέβαια ποτέ δεν υπάρχει χρό νος να εκφράσεις όσα θέλεις. Είχα αρχίσει κά ποτε να γράφω ένα βιβλίο με τον τίτλο «Διαλε κτική της ψυχιατρικής σκέψης και πρακτικής». Δυστυχώς το βιβλίο αυτό είναι καταδικασμένο να μη γραφτεί ποτέ. Ο χρόνος που έχω μπρος μου δε μου φτάνει για να εκφράσω όσα θά ’θελα.
Η ΠΟΙΚΙΛΙΑ των θεμάτων μου δεν είναι βέβαια τόσο μεγάλη, όσο λέτε. Θα έλεγα ότι δεν έχει όρια, όχι ότι είναι μεγάλη. Δεν έχει το χρόνο κα νείς ν’ αγγίξει μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων. ...
Κύριε Νικολαΐδη, έχω την εντύπωση ότι οι γυναίκες στα έργα σας δεν παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Εσείς τι λέτε;
Άσχετα με το μέγεθος της ποικιλίας, υπάρχει κεντρικός άξονας πίσω απ’ αυτά που γράφετε;
ΔΕ νομίζω. Στους «Συνυπάρχοντες», για παρά δειγμα, οι δυο γυναίκες, η Ό λγα και η Ξένια, παίζουν σημαντικό ρόλο. Βέβαια το πρώτο πρό σωπο είναι ο ήρωας, αλλά...
66/σ υ νεν τευ ξη Θέλω να πω ότι δεν είναι τα πρωτεύοντα πρόσωπα.
ζωή. Τώρα βέβαια τα πράγματα αλλάζουν. Οι γυναίκες δεν είναι πια όπως ήτανε παλιά.
ΝΑ σας πω... πρωτεύοντα πρόσωπα δεν είναι βέβαια, είναι όμως τα άλλα πρόσωπα. Ίσως αυ τό συμβαίνει γιατί είμαι άντρας. Ο Φλωμπέρ έγραψε βέβαια για τη μαντάμ Μποβαρύ, για μια γυναίκα, αλλά είπε: «Η μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ». Πιστεύω ότι ο συγγραφέας σε όλα τα πρό σωπα μέσα, ακόμα και στις γυναίκες, περνά τον ίδιο του τον εαυτό. Οι γυναίκες πάντως στη δική μου ζωή παίξαν μεγάλο ρόλο. Ήταν πάντα οι άνθρωποι που ήταν πιο κοντά μου. Η μητέρα μου, η αδελφή μου, η γυναίκα μου, η κόρη μου...
Θά ’θελα να ρωτήσω κάτι ακόμα για τα βιβλία σας. Μου δίνεται συχνά η εντύπω ση ότι τα γεγονότα χρησιμοποιούνται εκεί σαν πρόσχημα για να πείτε κάτι. Ό τι δη λαδή τα ίδια τα γεγονότα δεν έχουν πολ λές φορές στα βιβλία σας δικό τους βάρος. Κάνω λάθος;
Παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι τα πρώτα πρόσω πα στο έργο σας... ΓΙΑΤΙ να είναι; Τότε θα διαμαρτυρόσασταν για τί δεν είναι οι άντρες τα πρώτα πρόσωπα. Αυτό που σας δίνει αυτή την εντύπωση που μου λέτε είναι το ότι στα βιβλία μου τα δρώντα πρόσωπα είναι κυρίως άντρες. Πάντως είναι μέσα στα σχέ διά μου να μπω περισσότερο στο πετσί μιας γυ ναικείας μορφής εκφρασμένης διά της γραφής μου. Το βρίσκω πολύ ελκυστικό. Ό χ ι γιατί θα εξέφραζα έτσι κάτι άλλο, κάποια άλλη ψυχολο γική ανάγκη, αλλά γιατί και η ψυχιατρική μου εμπειρία και η συγγραφική μου ευαισθησία μ’ έχουν βοηθήσει να δω το γυναικείο φύλο χωρίς κανένα ταυτοποιητικό φόβο. Μπορώ να ταυτι στώ με γυναικεία βιώματα χωρίς να έχω άγχος ότι αλλάζω την αντρική μου «φύση» ούτε ότι αυ τό θα με παρεξηγούσε. Αυτό μου το δίδαξε το transfert το ψυχοθεραπευτικό. Μολονότι δε βλέ πω στον εαυτό μου ορατές ομοφυλόφιλες τάσεις, αισθάνομαι όμως πέρα για πέρα το γυναικείο φύλο σε πολλά μου βιώματα, όχι μόνο σαν προ βολή, αλλά βλέπω μέσα μου την ενότητα άνθρω πος η οποία μπορεί να εκφραστεί και σαν γυναί κα και σαν άντρας. Δεν περνά αυτό μέσα στο έργο σας. Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον... ΑΥΤΟ ίσως δεν περνά σε πρώτο επίπεδο, αλλά ενυπάρχει σαν μια άλως που συνοδεύει όλα μου τα πρόσωπα. Στο μυθιστόρημά μου η «Κίτρινη ώρα» αυτό περνά πιο άμεσα με τη βοήθεια του ψυχασθενή, που είναι κεντρικό πρόσωπο εκεί. Εκεί περνά πιο εύκολα γιατί βοηθούν σ’ αυτό οι άγριες ψυχωτικές παλινδρομήσεις του ήρωά μου. Πάντως, για τις γυναίκες που λέγαμε... Δεν εί ναι βέβαια τα δρώντα πρόσωπα στα έργα μου, αλλά μην ξεχνάτε ότι οι γυναίκες μέχρι τώρα δεν ήταν, έτσι κι αλλιώς, τα δρώντα πρόσωπα στη
ΟΧΙ, είναι αλήθεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μειώνεται η αξία των γεγονότων. Το ότι δεν επα φίεμαι απλώς στα γεγονότα και ψάχνω πίσω απ’ αυτά, αυτό νομίζω ότι είναι στη διάθεση του συγγραφέα, και πρέπει να το κάνει. Πρέπει να ψάχνει πίσω από τα γεγονότα, στη σκιά τους, στις προβολές τους και στις αμφιθυμίες που του προκαλούν. Κύριε Νικολαίδη, περάσατε τα περισσότε ρα από τα μεταπολεμικά χρόνια στο εξω τερικό. Γιατί φύγατε από την Ελλάδα; ΑΝΗΚΩ σε μια γενιά που λόγω των γεγονότων εδώ ήτανε μια γενιά έγκλειστη· εγώ σαν γιατρός δεν μπορούσα ούτε ένα ταξίδι να πάω. Έφυγα γιατί ένιωθα μια φυσική επιθυμία να γυρίσω τον κόσμο. Ασκήσατε επάγγελμα στο εξωτερικό; ΝΑΙ, πάντα. Πού ζήσατε; ΣΤΗ Γαλλία, την Ελβετία και τις Ηνωμένες Πο λιτείες. Ταξίδευα όμως πολύ. Το να δουλεύω έξω από την Ελλάδα μου έδινε τότε μια οικονο μική ευμάρεια που εδώ δε θα την είχα. Ύστερα για μας, τη γενιά μου, η Ελλάδα ήτανε μια πολύ τραυματική χώρα. Και γι’ αυτούς που είχαν συμμετάσχει στην αντίσταση το κλίμα ήταν πολλές φορές επικίνδυνο. Πήρατε τότε μέρος στην αντίσταση. Τώρα πώς είναι η σχέση σας με την πολιτική; ΑΥΤΟ φαίνεται καθαρά και στους «Συνυπάρχοντες» και στην «Εξαφάνιση». Σίγουρα. Λέω μήπως άλλαξε τίποτα τα τε λευταία χρόνια, γιατί τα βιβλία αυτά είναι σχετικώς παλιά. ΚΟΙΤΑΞΤΕ. Προσωπικά νομίζω ότι ο συγγρα φέας δεν πρέπει να έχει καμιά απολύτως κομμά-
σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 7 τική δέσμευση. Διότι απλούστατα τότε δε θα απορεί να γράψει αυτό που θέλει. Ο συγγραφέας είναι πάντοτε «κατά». Ό χ ι αρνητικά βέβαια. Κάνει όμως μια κριτική των πραγμάτων. Πολλοί φίλοι με ρωτούσαν παλιότερα σε ποιο κόμμα ανήκω. Προσωπικά ενδιαφέρομαι πάντα για τα πολιτικά προβλήματα, συμφωνώντας πλήρως με τον αριστοτελικό ορισμό του ανθρώπου, νομίζω όμως ότι ο συγγραφέας από τη φύση της δου λειάς του οφείλει να είναι ανένταχτος. 'Οχι ου δέτερος, αλλά εν εγρηγόρσει. Πιστεύω επίσης, όπως το λέει και ο ήρωάς μου στους «Συνυπάρχοντες», ότι οι χαρακτηρισμοί «δεξιά», «αριστε ρά» είναι όροι του περασμένου αιώνα που μάλ λον σύγχυση προκαλούν παρά βοηθούν στην αν τιμετώπιση των γεγονότων. Αυτό πάντως δε ση μαίνει καθόλου ότι παραγνωρίζω το συγκρουσια κό στοιχείο της ιστορίας και τις αντίστοιχες το ποθετήσεις. Στην περίοδο που δρούσατε στα πλαίσια της αριστερός σας εμπόδιζε αυτό στη δου λειά σας; ΑΠΟ τη στιγμή που άρχισα να εκφράζομαι σαν συγγραφέας δεν αισθανόμουν πλέον καμιά δέ σμευση από καμιά ένταξη. Ό ,τι έγραψα το έγραψα πιστεύοντας ότι εξερευνούσα την πραγ ματικότητα και τι* αισθήματα που μου γεννούσε, ανεξάρτητα αν αυτό θα άρεσε στις εκάστοτε «καταστάσεις». 'Ασε που αυτές οι «καταστά σεις» μεταβάλλονται τόσο συχνά και γίνονται τό σο εύκολα αναχρονιστικές, που κινδυνεύεις κι εσύ να γίνεις αναχρονιστικός μαζί τους αν τις ακολουθήσεις. Το 1966 ιδρύσατε στην Αθήνα το «Διεθνές Ίδρυμα Επιστημονικής Ορολογίας και Γλώσσας». Ποιοι ήταν οι σκοποί του ιδρύματος; ΣΚΟΠΟΣ του ήταν η διερεύνηση και η αξιο ποίηση του λεκτικού πλούτου των επιστημονι κών όρων, η βοήθεια για την καλύτερη χρησιμο ποίησή τους, καθώς και η ενεργή συμμετοχή στη δημιουργία των επιστημονικών νεολεξιών και την απαρτίωσή τους μέσα στα γενικότερα πλαί σια της γλώσσας. Τι σας έκανε ν’ ασχοληθείτε με κάτι τέ τοιο; Η ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ ότι η διεθνής επιστημονική και φιλοσοφική ορολογία στηριζότανε στην ελ ληνική γλώσσα. Αυτό μ’ έκανε να σκεφτώ ότι η γλώσσα μας παίζει ένα ρόλο που δεν έχει προσε χτεί αρκετά. Η σύγχρονη επιστημονική ορολογία
έχει ένα τρομαχτικά μεγάλο αριθμό ελληνογενών λέξεων και συνεχίζει ακόμα να δανείζεται λέξεις από την ελληνική γλώσσα. Έχει κάποια δράση τώρα το ίδρυμα; ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ επανειλημμένα να κάνει μερικά πράγματα. Σκόνταψε όμως στην πλήρη κώφευση του ελληνικού κράτους, αλλά και σε ιδιοτελείς αντιδράσεις ορισμένων, που παρ’ όλ’ αυτά ανα γνωρίζουν την ανάγκη της ύπαρξης ενός τέτοιου ιδρύματος. 'Εξω βρήκαμε περισσότερη ανταπό κριση. Λειτουργεί τώρα; ΛΑΘΡΟΒΙΟΙ, θα λέγαμε. Χρειάζεται μια τεχνι κή οργάνωση που δεν είναι εύκολο να την απο κτήσουμε. Σαν ιδέα πάντως θα καρποφορήσει κάποτε... Το δ(.κό σας το προσωπικό ενδιαφέρον σαν συγγραφέα για τη γλώσσα ποιο είναι; Μου δίνεται μερικές φορές η εντύπωση διαβάζοντας τα βιβλία σας ότι η αγωνία σας για τη γλώσσα είναι περισσότερο αγω νία για τη γλώσσα σαν μέσο επικοινωνίας παρά αγωνία για γλωσσικούς τύπους... ΑΥΤΟ δεν είναι αλήθεια. Ασφαλώς, και σαν
Οι χαρακτηρισμοί «δεξιά», «αριστερά» είναι όροι του περασμένου αιώνα, που μάλλον σύγχυση προκαλούν παρά βοηθούν στην αντιμετώπιση των γεγονότων. ψυχίατρο και σαν συγγραφέα, μ’ ενδιαφέρει η γλώσσα σαν μέσο επικοινωνίας και συνειδητο ποίησα πολύ νωρίς τον τεράστιο ρόλο που παίζει η γλώσσα στην ιστορία του ανθρώπου. Αλλά εγώ ασχολήθηκα ιδιαίτερα και ασχολούμαι με την ελληνική γλώσσα και τους προβληματισμούς της ελληνικής γλώσσας. Ισχυρίζομαι ότι για την ελ ληνική γλώσσα δεν έχουμε σκεφτεί αρκετά. Κι αν δε σκεφτούμε εμείς, πώς θα σκεφτούν οι ξέ νοι. Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν ξένοι που έχουν σκεφτεί σοβαρά για την ελληνική γλώσσα. Ό πω ς ο Χάιντεγκερ. Ο Χάιντεγκερ μου έδωσε τη μεγαλύτερη ενείδηση -το «insight» της ελληνι κής γλώσσας. Λέει κάπου ότι είναι δυνατόν να
68/σ υ νεν τευξη σκεφτεί κανείς φιλοσοφικά έξω από την ελληνι κή γλώσσα με την προϋπόθεση όμως ότι θα «ανέ βει» στις ρίζες της ελληνικής γλώσσας. Θά ’θελα ο προβληματισμός για την ελληνική γλώσσα να βαθύνει, ν’ ασχοληθούν μαζί της περισσότεροι άνθρωποι -όχι επιπόλαια και σχηματικά με το σχήμα καθαρεύουσα-δημοτική. Πρέπει να ξεπεράσουμε πια αυτό το σχήμα. Υπάρχει μια γλώσ σα, η ελληνική, ούτε καν η νεοελληνική. Κι αυτή τη γλώσσα πρέπει να τη δούμε στη μοναδικότητά της, γιατί, όπως και να το κάνουμε, η ελληνική δεν είναι .σαν όλες τις άλλες γλώσσες. Κάθε γλώσσα έχει βέβαια την αξία της, αλλά ο ρόλος που έπαιξε η ελληνική στην ιστορία είναι μονα δικός. Η ελληνική γλώσσα είναι η κλασική γλώσ σα του αρχαίου κόσμου, η κλασική γλώσσα του χριστιανισμού κι η κλασική γλώσσα επίσης της επιστήμης και της επιστημονικής ορολογίας. Κι είναι μια γλώσσα που πάνω στα δυναμικά της διαρθρώθηκαν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσ σες. Κύριε Νικολαίδη, το πρώτο σας βιβλίρ εκδόθηκε το 1952. Από τότε μέχρι τώρα νο μίζετε ότι έχετε δώσει τα βασικά πράγμα τα που θέλατε να δώσετε; ΓΙ’ ΑΥΤΟ δεν είμαι σίγουρος. Τα βασικά ίσως. Αλλά έχω να δώσω ακόμα, και συνεχίζω να γρά φω εξάλλου. Δεν ξέρω πραγματικά μέσα στο χρόνο τι θα μπορούσα να δώσω ακόμα. Εντού τοις αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι ένας τρό πος ζωής ολόκληρης μ’ έχει πλημμυρίσει από τό σες πολλές εμπειρίες που νομίζω ότι θα μπορού σα να γράφω συνεχώς. Δεν ξέρω βέβαια τι απ’ αυτά που θα γράψω στο μέλλον θα είναι τα πιο ενδιαφέροντα. Υπάρχουν πάντως κάποιες περιο χές που από καιρό μ’ ενδιέφεραν να τις καλλιερ γήσω ακόμα περισσότερο. Αναλυτικότερα ή και συνθετικότερα. Ποιες είναι αυτές οι πλευρές; ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ στη γλωσσολογία και την ψυ χιατρική, που είναι και το επάγγελμά μου. Πρώ τα απ’ όλα θά ’θελα να πω ότι αισθάνομαι σαν ένας απωθημένος ψυχιατρικός συγγραφέας... Τι εννοείτε «απωθημένος»; ΤΟ ότι δεν έγραψα αρκετά για θέματα ψυχιατρι κής. Δε λέω ότι αυτά που θα γράψω θα είναι αποκλειστικά ψυχιατρική. Αυτό τον καιρό π.χ. γράφω ένα μυθιστόρημα. Την ψυχιατρική όμως τη βλέπω πάντα σαν ένα κεντρικό άξονα ανθρωπολογικής εμπειρίας. Έναν άξονα που έχει επη ρεάσει πολύ το σύγχρονο πνεύμα. Η δική μου
ψυχιατρική εμπειρία είναι η εμπειρία ολόκληρης της ζωής μου. Είναι μια εμπειρία βιωματική και στοχασμού που τη βλέπω ομόκεντρη και καθό λου έξω από τις οποιεσδήποτε άλλες μΟυ εμπει ρίες, προσωπικές ή γενικότερες. Απεναντίας, πι στεύω ότι η ψυχιατρική δίνει τη δυνατότητα να προχωρήσει κανείς πολύ βαθύτερα ορισμένα πράγματα, όπως φυσικά άλλοι κλάδοι του επι στητού ή των εμπειριών μπορούν από τη δική τους τη μεριά να προχωρήσουν ένα στοχασμό και μια ευαισθησία πολύ βαθιά. Συνεπώς... Οι κατευθύνσεις σας συνεπώς είναι λογο τεχνία, γλώσσα και ψυχιατρική... ΝΑΙ. Εκεί που κυρίως έχω εκφραστεί γράφοντας είναι η λογοτεχνία και κατά δεύτερο λόγο, θεω ρητικά πλέον, η γλώσσα. Φυσικά ένας συγγρα φέας δεν μπορεί ν’ αποφύγει να είναι μέσα στη γλώσσα, κι όταν μιλώ για γλώσσα αναφέρομαι και στη γλωσσολογία γενικότερα αλλά και στην ελληνική γλώσσα ειδικότερα. Εμένα μ’ ενδιέφερε πάντα η ελληνική γλώσσα και προβληματίστηκα πολύ πάνω στην περιπέτεια και τις συγκρούσεις τη ςΜια και λέμε για το τι σκέφτεστε να γρά ψετε, μου κάνει εντύπωση που δεν έχετε γράψει αρκετά δοκίμια, αν και φαίνεται καθαρά από τη δουλειά σας ότι σας ενδια φέρει κι αυτός ο χώρος. ΕΧΩ γράψει κάπου 3 τόμους με δοκίμια. Υπάρ χουν πολλά σκόρπια σ’ ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά περιοδικά. Τι δοκίμια; ΚΥΡΙΩΣ για τη λογοτεχνία, τη γλώσσα και ψυ χιατρικά γενικότερου ενδιαφέροντος. (Δεν αναφέρομαι στις ειδικότερες ψυχιατρικές εργασίες μου του παρελθόντος.) Ό λ ’ αυτά τα δοκίμια σκέφτομαι να τα εκδώσω. Θα βγούνε σε δύο ή τρεις μεγάλους τόμους. Πώς δεν τα συγκεντρώσατε μέχρι τώρα; ΗΜΟΥΝ πνιγμένος με πολλά πράγματα. Ήδη αυτή τη στιγμή που σας μιλώ κυριολεκτικά στο πρώτο επίπεδο των ενδιαφερόντων μου είναι το γράψιμο ενός μυθιστορήματος που το έχω αρχί σει εδώ και πολλά χρόνια. Εννοείτε το «Ο αιώνας τέλειωνε στην κό ψη»; ΝΑΙ, ακριβώς. Δεν ξέρω όμως αν θα είναι αυτός
σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 9 ο τίτλος τελικά. Για τους τίτλους δεν αποφασίζω εύκολα. Διαλέγω ανάμεσα σε πολλούς.
Ποίηση σκέφτεστε να γράψετε; ΓΡΑΦΩ πάντα ποίηση.
Το βιβλίο είναι έτοιμο; 'Εχετε τίποτα έτοιμο; ΝΑΙ, θέλει όμως ξανακοίταγμα και ξαναγράψιμο. Η πρώτη του γραφή πάντως είναι έτοιμη από καιρό. 'Ενα κεφάλαιό του μάλιστα δημοσιεύτηκε παλιότερα στο «Χρονικό». Λέτε στο «Ανθρώπων εξ ανθρώπων» ότι τα διηγήματα που βρίσκονται εκεί σχετί ζονται με τα θέματα και τους προβληματι σμούς αυτού του καινούριου σας μυθιστο ρήματος. Ποια είναι αυτά τα θέματα και οι προβληματισμοί; ΝΑ σας πω. Αν διαβάσει κανείς αυτά τα διηγή ματα, θα δει ότι είναι ακριβώς μέσα στους σύγ χρονους προβληματισμούς. Είναι πάντως δύσκο λο για ένα συγγραφέα να μιλήσει για τα θέματά του ή να δώσει ένα σχεδιάγραμμα του μυθιστο ρήματος που γράφει. Θά ’λεγα ότι είναι ένα μυ θιστόρημα σαν όλα μου τα μυθιστορήματα. Σύγ χρονο, της σύγχρονης εποχής. Είναι μια σύνθεση και συνέχεια της όλης μυθιστορηματικής αλλά και ποιητικής μέχρι τώρα έκφρασής μου. Γιατί και τα ποιήματά μου μπορεί να έχουνε τις δια φοροποιήσεις τους, αλλά ανήκουν κι αυτά στον κόσμο των προβλημάτων που μ’ απασχολούν και που θέλω να εκφράσω. Τώρα, τι σχέση έχει αυτό το μυθιστόρημα με τα διηγήματα του «Ανθρώ πων εξ ανθρώπων»; Θά ’λεγα ότι στα διηγήματα αυτά δίνω μια πρώτη γεύση ορισμένων προβλη μάτων που με απασχολούν στο νέο μου μυθιστό ρημα. Φυσικά μια γεύση μόνο, γιατί το μυθιστό ρημα έχει τη δική του δομή και δε σχετίζεται ιδιαίτερα μ’ αυτά τα διηγήματα.
ΝΑΙ. Μια ποιητική συλλογή, που καθυστέρησε να εκδοθεί γιατί είχα πολλά άλλα πράγματα να κάνω. Σκοπεύω πάντως να τη δημοσιεύσω σύν τομα. Γράφω επίσης αυτό τον καιρό ένα ποίημα που έχει σχέση με τις ψυχιατρικές μου εμπειρίες. Είναι ένα μεγάλο κάπως ποίημα που έχει τίτλο «Σχιζοφρένεια. Μια μικρή εποποιία», και το χω ρίζω σε 7 κώδικες ή ραψωδίες, που θά ’λεγε κα νείς... Είναι ένα ποίημα που καταγράφει βιώμα τα που έχουν οι σχιζοφρενικοί ή οποιοιδήποτε
Το λόμπι γύρω από τα κρατικά βραβεία είναι σαχλό κι ανόητο. άλλοι άνθρωποι που τους δίνουμε σμούς. Βιώματα που ενυπάρχουν στον καθένα μας και που μπορεί ο την ανάλυση ή την αυτοανάλυση να του, εκτός από το γεγονός ότι τα στους άλλους.
χαρακτηρι όμως μέσα καθένας με τα δει μέσα βλέπει και
Ποιοι συγγραφείς σας έχουν επηρεάσει στα γραφτά σας; Εννοώ και τα παλιά και τα καινούρια...
Τι νόημα έχει ο τίτλος «Ο αιώνας τέλειωνε στην κόψη»;
Μ’ ΕΧΟΥΝ επηρεάσει πολλοί. Οι γάλλοι πρωτίστως. Φλωμπέρ, Σταντάλ... Οι ρώσοι κλασικοί, πολλοί αγγλοσάξονες παλιότεροι αλλά και νεό τεροι, όπως ο Ναμπόκωφ...
ΕΝΑΣ τίτλος μπορεί να έχει βέβαια πολλές εκ φάνσεις, πάντως σ’ αυτή την περίπτωση σχετίζε ται οπωσδήποτε με το ότι βρισκόμαστε στο τέλος του αιώνα, και ζούμε μια εποχή φοβερά επικίν δυνη κι αποκαλυπτική. Η ατομική βόμβα, για παράδειγμα... Δεν είμαι κανένας προφήτης της Αποκάλυψης, αλλά είμαι ένας άνθρωπος που φοβάται τρομερά όπως όλοι οι άνθρωποι που σκέφτονται για την ειρήνη και την ύπαρξη της ανθρωπότητας. Δε λέω βέβαια ότι αυτό είναι το κέντρο του μυθιστορήματος μου, ο μόνος προ βληματισμός του. Στο background όμως υπάρχει οπωσδήποτε, κι ίσως αυτό ν’ αντανακλά κι ο τίτ λος.
ΝΑΙ. Επίσης μ’ επηρέασε κι ο Τζόυς. Δε σημαί νει ότι έμεινα στο στιλ όλων αυτών που σας ανα φέρω. Καθόλου μάλιστα. Αλλά μ’ εντυπώσιασαν και συνεπώς μπορώ να πω ότι μ’ επηρέασαν κιό λας. Ακόμα μ’ επηρέασε κι ο Ντοστογιέφσκι. Κανένας συγγραφέας δεν μπορεί ν’ αποφύγει τον Ντοστογιέφσκι. Ό πω ς επίσης θυμάμαι στην εφηβεία μου να διαβάζω νύχτες ολόκληρες Τολστόι. Βέβαια μ’ επηρέασαν και ποιητές. Εκεί μπορώ να δω σαφέστερα τις επιδράσεις, που προσπάθησα να τις αφομοιώσω όσο καλύτερα μπορούσα. Από τους έλληνες συγγραφείς τώ ρα... Πάντα θαύμαζα τον Παπαδιαμάντη. Νομί-
Ήτανε φίλος σας νομίζω ο Ναμπόκωφ...
7 0/σ υ νεν τευ ξη ζώ ότι η «Φόνισσα» είναι από τα μεγαλύτερα μυ θιστορήματα παγκοσμίως. Θαυμάζω επίσης, και μ’ επηρέασαν κιόλας, το Ροίδη, τον Κόντογλου, τόν Μπεράτη με το «Πλατύ ποτάμι» του και τον Κοσμά Πολίτη. Θεωρώ ακόμα μεγάλο συγγρα φέα τον Καζαντζάκη και μ’ ενοχλεί που υπάρ χουν άνθρωποι που τον απορρίπτουν σήμερα τό σο επιπόλαια. Νομίζω ότι πολλοί νιώθουν την ανάγκη ν’ απορρίψουν τον Καζαντζάκη γιατί αι σθάνονται ευνουχισμένοι από τη μεγάλη του προσωπικότητα. Από τους έλληνες ποιητές ξε χωρίζω επίσης το Σολωμό, το Σικελιανό και τον Κάλβο. Αυτοί όλοι που μου λέτε σας επηρέασαν κιόλας ή σας αρέσουν απλώς; Μ’ ΕΠΗΡΕΑΣΑΝ. Έχω μεγαλώσει μ’ αυτούς, και τους διαβάζω πάντα. Για το Σικελιανό έχω γράψει μάλιστα μια ολόκληρη μελέτη. Νόμιζα κάποτε ότι μ’ είχε επηρεάσει κι ο Σεφέρης, και μ’ είχε επηρεάσει ασφαλώς, αλλά μ’ είχε επηρεάσει πιο'πολύ ο Έλιοτ. Ο Σεφέρης μετέφερε κυρίως σε μένα την ελιοτική επίδραση. Μ’ επηρέασε επί σης κι ο Καβάφης. Ο Καβάφης είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πατέρας της μοντέρνας ελληνικής ποίησης κι ένας από τους πρώτους παγκοσμίως μοντέρνους ποιητές. Νομίζω δε ότι η σύγχρονη ποίηση στην Ελλάδα αρχίζει με τον Καβάφη κι όχι με τη γενιά του Σεφέρη. Ο Έλιοτ είναι πολύ κοντά στον Καβάφη και πολύ κοντά στην Παλατινή Ανθολογία. Έτσι εξηγείται, νομίζω, και η μεγάλη ανταπόκριση που είχε στην Ελλάδα. Ήμασταν έτοιμοι από παράδοση να δεχτούμε την ελιοτική ποίηση. Μου έκανε εντύπωση ότι η μόνη μετάφρα ση που έχετε κάνει είναι τα ποιήματα του Έλιοτ. Γιατί διαλέξατε τον Έλιοτ;
ΑΡΧΙΣΑ να τον μεταφράζω από πολύ παλιά. Μ’ άρεσε να δοκιμάζω την ελληνική γλώσσα στην αγγλική. Μετέφρασα αρκετά στην αρχή και μετά τα παράτησα. Ασχολήθηκα μεταφραστικά λίγο με τον Χέλντερλιν και τον Μαλλαρμέ αλλά τελι κά πάντα γύριζα στον Έλιοτ. Ώσπου ανακάλυ ψα ότι είχα μεταφράσει πολύ περισσότερα ποιήματά του απ’ ό,τι νόμιζα κι αποφάσισα να συνε χίσου και να τα εκδώσω. Κάνοντας τη μετάφραση αυτή είδα ξανά πόσο μεγάλος ποιητής είναι ο Έλιοτ κι είχα τη σπάνια εμπειρία να μπω σε μια άλλη γλώσσα και να δω το πώς θα λειτουργούσε αυτή η γλώσσα μέσ’ από την ελληνική, χωρίς όμως να χάσει και το άρωμά της.
Είσαστε ευχαριστημένος από τη μετάφρα ση; Βρήκατε ανυπέρβλητα εμπόδια; ΕΧΩ πλήρη συνείδηση ότι μερικοί στίχοι στην αγγλική δεν μπορεί να είναι παρά όπως τους δί νει ο Έλιοτ. Πιστεύω όμως ότι πλησιάζω πολύ την ελιοτική απόδοση. Κι είναι φορές που η με τάφραση μπορεί ν’ αποδώσει μερικούς στίχους καλύτερα κι από το πρωτότυπο. Πάντως συνολι κά θέλησα ν’ αποδώσω το πνεύμα της ελιοτικής ποίησης όπως διαφαίνεται από τις διάφορες φά σεις της ποίησής του, οι οποίες είναι διαφορετι κές μεν αλλά εκφράζουν τον ποιητή στο σύνολό του. Και για να κλείσουμε, θα ήθελα να σας ρωτήσω κάτι για τα κρατικά βραβεία. Πή ρατε κρατικό βραβείο για την «Εξαφάνι ση» το 1976. Εξυπηρετεί σε τίποτα ένα κρατικό βραβείο; ΝΑ σας πω... Δεν ξέρω σε τι εξυπηρέτησε την «Εξαφάνιση». Γενικά πάντως ένα κρατικό βρα βείο μπορεί να γίνει τρόπος διαφήμισης. Δε νο μίζω όμως ότι ήταν αυτή η περίπτωση της «Εξα φάνισης». Τα δικά μου βιβλία δε βασίστηκαν στη διαφήμιση. Μαθεύτηκαν από στόμα σε στό μα... Μόνο σαν διαφήμιση τα βλέπετε τα κρατι κά βραβεία; ΕΙΝΑΙ τελείως συμβατικά νομίζω, γιατί οι άν θρωποι που είναι εκεί τα δίνουνε συνήθως πολύ συμβατικά. Οι επιτροπές μπορεί ν’ αποτελούν ται από αξιόλογους ή λιγότερο αξιόλογους αν θρώπους, εντούτοις όμως φαίνεται ότι οι πε ρισσότεροι υποκύπτουν σε συμβατικότητες. Και μπορώ να το πω αυτό, γιατί είχα πλήρη άγνοια ότι επρόκειτο να βραβευτώ. Κι έτσι δεν πήρα κανέναν τηλέφωνο για να ζητήσω κάτι, αν και ήξερα τα μέλη της επιτροπής. Δηλαδή επηρεάζεται η βράβευση από τη λέφωνα; ΝΑΙ, βέβαια. Τηλέφωνα, μέσα, πιέσεις. Το λόμ πι γύρω από τα κρατικά βραβεία είναι σαχλό κι ανόητο. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά δε νομίζω ότι πρέ πει να πάψει ο θεσμός. Πρέπει να βρεθεί όμως ένας τρόπος να καλυτερέψει, γιατί πραγματικά μπορεί να ενισχύσει μερικά καλά βιβλία. Πάν τως τελειώνοντας ήθελα να πω ότι η κατάσταση στο χώρο των βραβείων δεν κάνει τίποτα άλλο παρά ν’ αντανακλά το επίπεδο της πνευματικής μας ζωής...
ΔΕΛΤΙΟ f i Z X f m β ιβλιογρα φ ικό δελτίο αριθ. 90
Ε“ιμίλ^ Απάκη
• Το Β ιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του ο π οίον ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται μ ε βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σ ε κάθε κατηγορία βιβλίων π ροηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ληνες συγγραφ είς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις κα ινούριες εκ δόσεις τους.
•
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΠΡΑΚΤΙΚΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Actes du V ile Congres International des Neo-hellenistes des Universites Francofhones. Publications Langues’O, 1983. P. 293.
MAN ΤΟΜΑΣ. Ο Φρόυντ και το μέλλον. Μετ. Στάθης Φερεντίνος. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 50.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Π. Ψυχοπαιδαγωγική. Β' έκ δοση μονοτονική. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 444.
ΓΕΝΙΚΑ ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΦ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Δοκίμιο εσχαχολογικής μεταφυσικής. Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Χρηστός Μαλεβίτσης. Σειρά Ε' Στοχασμός, αρ. 4. Α θήνα, Ima go, 1984. Σελ. 417. Δρχ. 450.
ΜΠΩΝΤΡΙΓΙΑΡ ΖΑ Ν . Γοητεία. Μετ. Γιάννης Εμίρης. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 203. Δρχ. 550.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΣΑΡΑΪΝΤΑΡΙΑΝ ΧΑΡΟΥΤΙΝ ΤΟΡΚΟΜ. Η επιστή μη της αυτοπραγμάτωσης. Μετ. Α ναστασία Νάνου. Αθήνα, Τηλορήτης, 1984. Σελ. 399. Δρχ. 600.
ΓΕΝΙΚΑ
Ή ΧΟΑΝΓΚ. Νέι Κινγκ. Σο Ουένν. Τα κλασικά κεί μενα του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Εισαγωγήμετάφραση-σχόλια Φ. Π. Ρώσσης. Α θήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 544. Δρχ. 1000.
ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Έ νας διάλογος με το μαρξισμό. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1984. Σελ. 73. Δρχ. 150.
72/δ ελ τιο Π Α Π Α ΪΩ Α Ν Ν Ο Υ ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. Ο Α γιος Βλάσιος Παπίγκου. Π άπιγκον, 1984. Σελ. 85. Δρχ. 150.
ΚΟΙΝΩΝ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΠΕΠΟΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ I. Η μεγάλη επικοινωνία. Α θήνα, Ίκαρος, 1984. Σελ. 174. Δρχ. 500.
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ ΜΑΡΙΟΣ. Δοκίμια για ένα ελληνικό σοσιαλισμό. Α θήνα, 1984. Σελ. 156. ΧΑΤΖΗΑΡΓΥΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Προβλήματα της πάλης για την ειρήνη. Μελέτες Κέντρου Μαρξιστικών Ερευ νώ ν, αριθ. 16. Α θήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 138. Δρχ. 180. BA R R AC L O U G H GEOFFREY. Ιστορία της ευρω παϊκής ενότητας. Θεωρία και ’πράξη. Μετ. Τάσος Δαρβέρης. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 91. M OSSfi CLA U DE. Ιστορία μιας δημοκρατίας. Μετ. Δήμητρα Α γγελίδου. Α θήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983. Σελ. 226. Δρχ. 400. ΣΑΙΝ-Μ ΑΡΤΕΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Λαμπράκηδες. Ιστορία μιας γενιάς. Μ ετάφραση-επιμέλεια Χ αρά Ντάλη. Α θή να , Πολύτυπο, 1983. Σελ. 251. Δρχ. 450.
ΛΥΤΡΑΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Τουριστική ανάπτυξη. Θεωρία και πράξη. Α θήνα, Παπαζήσης, 1983. Σελ. 287. Δρχ. 500.
ΛΑΟΓΡΑΦ ΙΑ Δ ' Συμπόσιο Λ αογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώ ρου (Ή πειρος-Μ ακεδονία-Θράκη). 10-12 Οκτωβρίου 1979. Πρακτικά. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Α ίμου, αριθ. 195. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 279. Δρχ. 650. ΔΗΜ ΗΤΡΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Α . Λαογραφικά της Σά μου. Επιμέλεια Αλκιβιάδης Ν. Δημητρίου. Τόμος Α . Α θήνα, 1983. Σελ. 588. Δρχ. 1.500. Μ ΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. Κατακαημένη Αράχωβα. Τόμος Β'. Α θήνα, 1984. Σελ. 271.
ΔΙΚΑΙΟ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟ Υ ΘΑΝ Α ΣΗΣ Κ. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία του δικαίου. Τόμος Α': Το θεωρητικό πλαίσιο. Α θήνα, Σάκκουλας, 1984. Σελ. 228.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΚ Π ΑΙΔΕΥΣΗ Λεξικό οικονομικών επιστημών. Τόμοι A ' + Β'. Αθή να , Πάμισός, 1984. Σελ. 1230. Δρχ. 3.800 (οι δύο τό μοι). Λεξικό πολιτικής οικονομίας. Τόμοι A ' + Β'. Μετ. Γιαννοπούλου Λούλα -Μ ελάς Πέτρος- Στεργίου Γεώρ γιος. Α θήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 667.
ΒΙΓΓΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ. Σύντομη αναφορά στους πρωτεργάτες του εκπαιδευτικού δημοτικισμού. Φώτης Φωτιάδης-Αλέξανδρος Δελμούζος-Δημήτρης ΓληνόςΜ ανόλης Τριανταφυλλίδης. Α θήνα, Δίπτυχο, 1984. Σελ. 38. Δρχ. 100.
ΛΙΑ Τ Α ΕΥΤΥΧΙΑ Δ . Τιμές και αγαθά στην Αθήνα. (1839-1846). Α θήνα, Μ ορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984. Σελ. 125. Δρχ. 200.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
ΠΑΝΚΟΦ Β. Σ. Οικονομικές θεωρίες του σύγχρονου σοσιαλρεφορμισμού. Μετ. Αλέκος Κουτσούκαλης. Α θήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 224. Δρχ. 280.
ΚΟΚΟΡΕΛΗ ΑΡΓΥΡΩ. Πώς ήρθα στον κόσμο. Εικο νογράφηση Ά ν ν α Χριστοπούλου. Α θήνα, Κέδρος, 1983.
δ ελ τιο /7 3
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ
ΨΑΡΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Β. Πώς πρέπει να πωλήτε και διαφημίζητε. Επανέκδοση. Πάτρα, Νέα Δημοσιότης, 1983. Σελ. 172.
ΚΡΟΚΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Η κιβωτός. (Ποιήματα για μικρά παιδιά). Εικονογράφηση Ζωή Κυτοπούλου. Αθήνα. Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 64. Δρχ. 200.
ΤΕΧΝΕΣ
ΣΙΒΕΤΙΔΗΣ ΒΙΚΤΩΡΑΣ. Μύθοι και ιστορίες. Θεσ σαλονίκη, Παρατηρητής. Σελ. 79. ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. Η φωνή του δάσους. Απόδοση Δ έ σποινα Γκογκουλή. Εικονογράφηση Γιώργος Σεϊτάνης. Θεσσαλονίκη, Ρέκος, 1983. Σελ. 100. ΣΟΥΪΦΤ ΤΖΟΝ ΑΘ ΑΝ . Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Απόδοση Λεωνίδας Γρηγοράτος. Εικονογράφηση Grandville. Θεσσαλονίκη, Ρέκος. Σελ. 201.
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΥΓΙΕΙΝΗ ΣΑΜ ΑΡΠΑΝ ΣΟΥΑΜΙ ΑΓ^ΑΝΤ. Το βιβλίο της καλής υγείας. Μετ. Θύμης Μαλαμοπουλος. Α θήνα, Θυμάρι, 1983. Σελ. 103.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Τεχνική ατζέντα. Δ ' έκδοση. Περιλαμβάνει την ουσία 45 τεχνικών τόμων 12.000 σελίδων. Vivliotechnica Hel las, 1984. Σελ. 416. Δρχ. 600.
ΠΟ ΛΕΟΔΟ Μ ΙΑ Α Ν ΑΣΤΑ ΣΙΑ ΔΗΣ ΑΓΙΣ I. Πολεοδομική διερεύνησηεπέμβαση στην Πάνω Πόλη Θεσσαλονίκης. Τόμοι Α ' -I- Β'. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, Σελ. 309 + 198 -Ισχέδια + χάρτες. ΓΕΡΟΛΥΜ ΠΟΥ-ΚΑΡΑΔΗΜ ΟΥ Α ΛΕΚ Α - ΚΑΥΚΟΥ Λ Α-ΒΛ ΑΧ ΟΥ ΚΙΚΗ. Πολεοδομική επέμβαση σε περιοχή κατοικίας. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 157.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Μ ΥΤΑΡΑΣ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ.
Ζωγραφική
1948-1983.
74/δελτιο
Α θήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 195. Δρχ. 3.000.
~
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΑΡΝΑΝΑΣ ΑΝΤΡΕΑΣ. Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Η αρχιτεκτονική του πεποιημένου και του άναρθρου. Κινηματογραφικό Αρχείο, αριθ. 3. Αθήνα, Αιγόκερως, 1984. Σελ. 96. Δρχ. 150. FYLES STEPHEN κ.ά. Η κινηματογράφηση και η τε χνική της. Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Α θήνα, Κωτσιανάς, 1983. Σελ. 297. Δρχ. 1.500.
ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Εκτροφεία μνήμης και η άλλη όχθη. Α θήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 51. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Ν ΑΝΟ Σ. Ποιήματα, 1. (1944-1964). Αθήνα, Ύ ψιλον/Βιβλία, 1983. Σελ. 191. ΒΕΝΕΤΗΣ ΘΑ ΝΑΣΗΣ. Α ράχναια νήματα. Αθήνα, 1984. Σελ. 69.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Κρύσταλλοι κυκλαδικοί. ( Ή επιστολή ατελείωτη). Α θήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 31. ΖΑΝΝΕΤΟΣ ΖΗΝΩΝ. Ροδοφνούσα Ποιήματα. Λευκωσία, 1984. Σελ. 30.
ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΒΟΥΓΙΟΥΚΑ Λ. Μ έθοδος σχέδιου μόδας Α Β. Αθή να , Βουγιούκα, 1983. Σελ. 206 + γνώμονας.
των ερώτων.
ΜΙΧΕΛΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Ο μυθικός χρόνος στο σώμα της γραφής. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 46. Μ ΠΑΚΟΝΙΚΑ Α ΛΕΞ ΑΝ ΔΡΑ . Ανοικτή γραμμή. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώ νιος, 1984. Σελ. 35. ΝΑΤΣΟΥΛΗΣ ΤΑΚΗΣ. Στοχαστικά. Αθήνα, Χιωτέλης, 1984. Σελ. 43.
ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΑ Β' Συμπόσιο Γλωσσολογίας του Βορειοελλαδικού Χώ ρου. (Ή πειρος-Μ ακεδονία-Θράκη). 13-15 Α πριλίου 1978. Πρακτικά. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Α ίμου, αριθ. 159. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 384. Δρχ. 750.
ΝΤΑΝΤΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Στην ουρά της χιλιετηρίδας. Λ εχαινά, «Αντρέας Καρκαβίτσας», 1984. Σελ. 61. ΠΑΡΙΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ. Τυμβωρύχος. Λεμεσός, Θεμέ λιο, 1983. Σελ. 29. ΣΙΣΜΑΝΗΣ Α ΝΤΡΕΑΣ. Κύπρος των ηρώων και της ηρωίνης. Λευκωσία, 1983. Σελ. 30. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗΣ Γ. Ξ. Περιγραφή ακινήτου. Θεσσα λονίκη, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, 1984. Σελ. 57. ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Κίβδηλο φεγγάρι. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 25.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΤΙΝΟΣ. Νεκρή πιάτσα. Θεσ σαλονίκη, Διαγώ νιος, 1984. Σελ. 29. Δρχ. 100. ΨΑΡΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Σώματα. Λήμνος, 1983. Σελ. 30.
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΟΥΤΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Α Π. Σοφοκλέους Αντιγόνη. Εισαγωγή-ανάλυση-αρχαίο κείμενο-μετάφραση-σχόλι α. Θεσσαλονίκη, Ξενοφών. Σελ. 272. Δρχ. 550.
Αφιέρωμα στον Jose Hierro. Σελ. 17. Δρχ. 600. ΕΛΙΟΤ Τ. Σ. Ά π α ν τ α τα ποιήματα. Μετ.-εισαγωγή Αριστοτέλης Νικολαΐδης. Α θήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 256. Δρχ. 600.
δελ τιο /7 5
ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ. Α παγορευμένα ποιήματα. Απόδοση Γιώργος Σημηριώτης. Αθήνα, Κοροντζή, 1984. Σελ. 123. Δρχ. 200.
ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Πέρα απ’ τον έρωτα και την ελευθερία. Αθήνα, BOST, 1984. Σελ. 175. ΒΟΡΟΝΟΒ ΝΙΚΟΛΑΪ. Το κυνήγι των περιστεριών. Εικονογράφηση: Σοφία Μενδράκου. Νεανική Βιβλιο θήκη, αριθ. 25. Α θήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 134. Δρχ. 250.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΒΑΡΝΑΣ ΦΑΙΔΩΝ. Ο κυνηγημένος. Τα ανθρώπινα. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 263. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το ψαροντούφεκο - Η «δολοκτονία». Νουβέλες. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 156. Δρχ. 280.
ΚΑΙΝΩ ΡΑΙΗΜΟΝ. Ό νειρ ο και φυγή. Μετ. Λύδια Κουβάτσου. Α θήνα, Αιγόκερως. Σελ. 134. Δρχ. 250. Μ ΠΑΛΖΑΚ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ. Οι Σουάνοι. Μυθιστόρη μα. Μετ. Α ρ η ς Α λεξάνδρου. Αθήνα, Ηριδανός. Σελ. 391.
ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΙΛΗ. Οι Εβραίοι κάποτε. (Μικαέλ). Γ' έκδοση. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 319. Δρχ. 380.
ΜΠΟΓΚΑΡΝΤ ΝΤΕΡΚ. Μια ευγενική απασχόληση. Μετ. Ερ. Μ παρτζινόπουλος. Α θήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 483. Δρχ. 500.
ΚΟΝΔΥΛΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η πρώτη αγάπη. Νεοελ ληνικά Κείμενα, αριθ. 1. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. 1983. Σελ. 129.
ΞΕΝΑΚΗ ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ. Η κομμένη πλεξίδα. Μετ. Πόλα Ταχταλίδου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1984. Σελ. 148. Δρχ. 300.
ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Ανθρωποφύλακες. Α θή να, Κάλβος, 1983. Σελ. 109.
ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ΤΖΩΝ. Σε έναν άγνωστο θεό. Μετ. Κο σμάς Πολίτης. Κλασική Λογοτεχνία, αριθ. 73. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1984. Σελ. 263. Δρχ. 260.
ΚΟΡΦΗΣ ΤΑΣΟΣ. Πατρογνωσία. Πεζογραφήματα. Βιβλίο 35ο. Αθήνα, Πρόσπερος, 1984. Σελ. 67. Δρχ. 200. Π ΑΠΑΔΙΑΜ ΑΝΤΗ Σ Α Λ. Οι έμποροι των εθνών. Μεταφορά στη δημοτική Α . Καραντώνης. Εικονογρά φηση Βυρ. Απτόσογλου. Αθήναι, Αστήρ, 1983. Σελ. 240. Δρχ. 350. ΠΟΛΥΛΑΣ ΙΑΚΩΒΟΣ. Τα τρία φλωριά. Νεοελληνι κά Κείμενα, αριθ. 3. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής. 1983. Σελ. 124. ΣΤΑΜΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μακρυγιάννης. Το χρονι κό μιας εποποιίας. Γ' έκδοση. Αθήνα, Εστία. Σελ. 234.
J
3 βιβλία για τον ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ στον ΚΕΔΡΟ
ΕΥ Θ ΥΜΟΓΡ ΑΦΙΚ A ΔΗΜ ΑΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Χίτλερ ζεις την ΑΕΚ οδηγείς. Α θήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 211. Δρχ. 300. ΛΕΒΑΝΤΗΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Ν. Ξεκαρδιστικά. Εύθυ μα και σοβαρά. Αθήνα, Σιδέρης, 1984. Σελ. 159. Δρχ. 500.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
© W
ΠΗΤΕΡ ΜΠΗΑΝ ΚΙΜΩΝ ΦΡΑΙΕΡ ΤΖΑΝΤ ΧΑΤΕΜ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ Μάσκα και Χάος ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
**1954-1964 S B I S g g
Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783
7 6/δελτιο
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΚΛΑΡΑΣ ΜΠΑΜΠΗΣ Δ. Ο αδερφός μου ο Ά ρ ης. Αντιμυθιστόρημα. Αθήνα, Δωρικός, 1983. Σελ. 463.
ΛΑΓΑΚΟΣ ΤΑΚΗΣ. Ο Σεφέρης και η Κύπρος. Αθή να , 1984. Σελ. 63. Δρχ. 150.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΑΚΡΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. Ο Ντοστογιέφσκι και η επανάσταση των νέων. Σειρά Ε' Στοχασμός, αριθ. 3. Αθήνα, Imago, 1984. Σελ. 142. Δρχ. 300.
ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Ο άγνωστος Καρα μανλής. Αθήνα, 1984. Σελ. 211.
Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηρέου. Επανέκδοση της πρώ της βενετικής έκδοσης του 1749. Εισαγωγή-επιμέλεια Αλέξης Πολίτης. Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Ε .Ι.Ε ., αριθ. 28. Αθήνα, 1983.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΕΡΕΖΚΟΒΣΚΗ. Φ. Ντοστογιέβσκη. Ο προφήτης της ρωσικής επανάστασης. Μετ. Σ. Πρωτοπαπά. Αθή να, Γκοβόστης. Σελ. 122. Δρχ. 180. ΧΑΤΕΜ ΤΖΑΝΤ. Νίκος Καξαντζάκης. Μάσκα και χάος. Μετ. Αλέξης Γ. Δήμου. Επιμέλεια Μιλτιάδης Κρητικός. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 147. Δρχ. 300.
Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια. Τόμος I'. Κέρκυρα, Εταιρεία Κερκυραϊκών Σπουδών, 1983. Σελ. 286. Δρχ. 1.200. ΔΟΥΦΛΙΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Εμμανουήλ Παπάς. Θεσσαλο νίκη, Ρέκος. Σελ. 175.
ΘΕΑΤΡΟ
Οι κανονισμοί των ορθοδόξων ελληνικών κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και της διασποράς. Έ κδ ο ση -' επιμέλεια Χαράλαμπος Κ. Παπαστάθης. Τόμος Α': Νομοθετικές πηγές - κανονισμοί Μακεδονίας. Θεσσα λονίκη, Κυριακίδης, 1984. Σελ. 394. Δρχ. 1200.
ΕΡΓΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΚΕΜΕΡΙΩΤΗΣ ΦΩΚΙΩΝΑΣ. Χαλκοέρα. Τραγική κωμωδία. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 78. Δρχ. 150.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΦΩΤΟΣ. Επιλογή κριτικών άρθρων. Τό μος Α '. Θεατρικά. Φιλολογική επιμέλεια Νίκου Πολί τη. Αθήνα, Ίκαρος, 1983. Σελ. 329. Δρχ. 800.
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη ΠΑ.ΣΟ.Κ. Τεύχος 179. Δρχ. 30.
έκδοση
νεολαίας
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΑ. Περιοδική έκδοση θεωρίας και πρακτικής. Τεύχος 4/1983. Δρχ. 250. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ. Αγγελιοφόρος 813/Φεβρ. 1984. Δρχ. 20. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 255. Δρχ. 50. ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ Α ΠΟ ΤΑ Μ ΟΥΔΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΥΡΩ. Διπλό φύλλο 12-13. Δρχ. 40.
ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Λαϊκό θέατρο. Α νά τυπο από την έκδοση «Πρώτη Πολιτιστική Συνάντηση Ζάκύνθου», 1983. Σελ. 4.
ΑΥΤΟ. Τεύχος 3. Δρχ. 80.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ. Περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. Τόμος 2, 1983. Δρχ. 550. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΛΕΣΧΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟ ΝΙΚΗΣ. Φύλλα 178, 179.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΑ. Μηνιαίό περιοδικό. Τεύχος 2728. Δρχ. 200. ΔΑΡΒΕΡΗΣ ΤΑΣΟΣ. Μια ιστορία της νύχτας «196774». Θεσσαλονίκη, Τρίλοφος, 1983. Σελ. 228. Δρχ. 380.
ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη επιθεώρηση. Τεύχος 103-104.
δ ε λ τιο /7 7
ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχη 888, 889. Δρχ. 80.
4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 162. Δρχ. 80.
ΤΟ ΤΕ... Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 9. Δρχ. . Τεύχος 11. Δρχ. 150. 80. ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Φύλλα 451, 452. Δρχ. 1. ΔΗΜΟΤΙΚΗ Α ΛΛΑΓΗ. Φύλλο 53. Δρχ. 1,50. Υ ΔΡΙΑ . Τεύχος 46. Δρχ. 100. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. ΧΡΟΝΙΚΑ. Ό ρ γα νο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Γεύχός 88. Δρχ. 120. Συμβουλίου της Ελλάδος. Τεύχος 66. ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Τεύχος 5/1983. Δρχ. 450. ETUDES HELLENIQUES - HELLENIC STUDIES. Vol. 1, N o 2/1983. ΕΚ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Φύλλο 23-26. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Έ τος Α ', 1983. Τεύχος 1. ΕΥΒΟΪΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Φύλλο 21. ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού. Τεύχος 146. Δρχ. 120. ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ. Ετήσια επιθεώρη ση. Τόμος 15. Δ ρχ. 1.500. ΘΟΥΡΙΟΣ. Κεντρικό όργανο της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Τεύχος 183. Δρχ. 40.
π α ρ α τ η ρ η τή ς ©=fgj
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 187. Δρχ. 130. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. 1983. (9 Τεύ χη). Δρχ. 1.700. Η Μ ΑΧΗ ΑΧΑΡΝΩΝ-ΠΑΤΗΣΙΩΝ-ΚΥΨΕΛΗΣ. Φύλλο 73. Δρχ. 20. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Φύλλο 22. Ν ΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1359. Δρχ. 175. Ν ΕΑ Π Α ΙΔΕ ΙΑ . Έ τος όγδοο, τεύχος 29. Δρχ. 300. ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Τεύχος 12. Δρχ. 120. ΟΥΡΑΝΟΙ. Αεροδιαστημική επιθεώρηση. Φύλλο 217. Δρχ. 50. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχη 796, 797. Δρχ. 60. ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ. Τεύχος 6/1983. Δρχ. 230. ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ. Τριμηνιαίο κρητικό περιοδικό. Τεύ χος 36. Λοχ. 150. ΣΥΛΛΙ Κ+ΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Τεύχος 40. Δρχ. 100. ΣΥΝ. Θέματα εικαστικών τεχνών. Τεύχος 20. ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 8. Δρχ. 80.
ΘΕΣ/ΝΙΚΗ .ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39
78/δελτιο
8 Φεβρουαρίου21 Φεβρουάριου 1984
κ ρ ιτικ ο γ ρ α φ ία
Επιμέλεια: Μ αρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (6λ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Υ π όμ νη μ α ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματξουράνης ΔΚ: Δ. Κσνιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμποΰκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος . ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρονικάς ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλοε
ΠΑ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΚ: Σ. Κακίσης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ; Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή ΓΙ: Γιατί , ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΘ: Έθνος ΕΙ: Ειδήσεις ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα
'
ΈΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώ ρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ' ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Επετηρίδες
θρησκεία
Φιλοσοφία (Μ. Μαρκάκης, Δαυλός, 26)
Ράμφος Σ.: Η απιστία του Θωμά (Ν. Χαρακάκας, Ηνίοχος, 83-84)
Φιλοσοφία Παππά Ε.: Οι αρχαίοι Έλληνες στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ (ΕΖ, ΡΙ, 12/1) Ψ υχολογία Κατσάρας I.: Ψυχολογία με ψυχή (ΑΠ, Δαυλός, 26) Μακρής Ν.: Μεταφυσική της παιδικότητας (ΔΣ, ΒΡ, 14/2), (ΑΘ, ΗΜ, 10/2)
Κοινωνιολογία Κατσανέβας Θ. - Ζησιμόπουλος Α.: Έρευνα για την ίδρυση ινστιτούτου εργασίας στην Ελλάδα (Α. Δ. Παπαγιαννίδης. ΟΤ, 16/2) Μαρκάκης Μ.: Εβδομήντα εφτά στοχασμοί (ΔΣ, ΒΡ, 21/2) Τζεκίνης X.: Οι επιπτώσεις της μικροηλεκτρονικής στην απα σχόληση (Α. Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 16/2) Ζίμμελ Γ.: Δοκίμια κοινωνιολογίας (ΑΠ, Δαυλός, 26)
δελτιο/79 Dworkin Α.: Πορνογραφία και ανδροκρατική κοινωνία (ΕΑ, ΕΛ, 16/2) Πολιτική Βότσης Γ.: Σε μαύρο φόντο (ΚΤ, ΕΘ, 15/2), (Σ. Κατσίμης, Ει δήσεις, 15/2) Πόγγης Π.: Η φιλοσοφία της δημοκρατικής συμβιώσεως (ΑΠ, Δαυλός, 26) Προφίλης Δ.: Συλλογική ασφάλεια (ΑΠ, Δαυλός, 26) Φωτέας Π.: Άρθρα μάχης (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Χιονίδης Γ.: Πολιτικά άρθρα (ΑΠ, Δαυλός, 26) Λαογραφία Λαμνάτος Β.: Οι μήνες στην αγροτική ζωή του λαού μας (Α. Βασιλείου, Ηνίοχρς, 83-84) Εκπαίδευση Γραικιώτου Α.: Τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση (Α. Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 16/2) Τέχνες Βασιλειάδης Δ.: Θεωρία εφτάστερη: η μαγεία του Ιόνιου (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 14/2) Παπαδολαμπάκης Μ.: Χώροι ελευθερίας (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Σπητέρης Τ.: Η τέχνη στην Ελλάδα μετά το 1945 (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Αθλητισμός Ματιές στα σπορ (W., ΟΤ, 9/2) Γλώσσα Τσουδερός Γ.: Ιστορική γραμματική της κοινής γλώσσας (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Μπάροουξ Ο. - Γκέηλ Μ.: Η βίβλος των αναπνοών (ΕΑ, ΕΛ, 16/2)
Πεζογραφία Γαλαίος Σ.: Θέμα κορυφής (κ.ν.κ.. ΚΑ. 9/2) Γρηγοριάδου-Σουρέλη Γ.: Παιγνίδι δίχως κανόνες (Ν. Αντενάιερ, ΔΠ, 8) Δρακονταειδής Φ.: Σχόλια σχετικά με την περίπτωση (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Ευθυμιάδη Ν.: Αθόρυβες μέρες (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Ζαδές Δ.: Στη θέση του άλλου (ΑΦ, ΑΚ, 11/2) Καρράς Σ.: Ο λοχίας Λομπόρντι (ΔΣ, ΒΡ, 14/2) Καστάνη-Κομίνη Ε.: Μια γέφυρα απλώθηκε στον ήλιο (ΑΠ, Δαυλός, 26) Κωστούρος Θ.: Σταϊκόπουλος ο πορθητής (ΔΣ, ΒΡ, 14/2) Ξεφλούδας Σ.: Εσωτερική βιογραφία (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 18/ 2) Ονούφριος Α.: Του 35ου παράλληλου (Τ, ΑΚ, 18/2) Παλαιολόγου-Πετρώνδα Ε.: Στον καιρό του παππού μου (Π. Παιονίδης, Νέα Εποχή, 162) Πετρίδης Π.: Της κόκκινης μηλιάς (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 18/2) Σκούρτης Γ.: Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας (W,, ΟΤ, 9/2) Σουρούνης Α.: Οι συμπαίχτες (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Στεφανάκη Β.: Ό σα ο χρόνος δεν έσβυσε (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Γουκ X.: Οι άνεμοι του πολέμου (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 21/2) 17 σύγχρονοι φιλανδοί συγγραφείς (ΕΑ, ΕΛ, 12/2) Δονόσο X.: Οι βαθύπλουτοι Βεντούρα και οι ανθρωποφάγοι (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Καλβίνο I.: Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Μακ Μπαίην Ε.: Το τσιμπούρι (ΕΑ, ΕΛ, 16/2) ' Μάλαμουντ Μ.: Η τελευταία χάρη (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Μπωντλαίρ Σ.: Αποφθέγματα παρηγοριάς για τον έρωτα (ΣΚ, ΕΓ, 19/2) Νταρίο Ρ.: Φανταστικά διηγήματα (ΕΑ, ΕΑ, 12/2) Ουάιλντ Ο.: Το σπίτι με τις ροδιές (ΕΑ, ΕΛ, 16/2) Robbins Η.: Ο ιεροκήρυκας (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Σταντάλ: Αναμνήσεις εγωτισμού (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Τρέβορ Ε.: Ρετιρέ SOS (ΕΑ, ΕΛ, 12/2) Χράμπαλ Μ.: Ο κόσμος το αυτόματο (ΓΜ, ΟΤ, 9/2) Παιδικά Ινκιόφ Ν.: Η κούκλα που ήθελε ν’ αποκτήσει ένα μωρό. Εγώ κι η Κλάρα κι ο γάτος μας ο Μπιρμπίλης (ZB, ΡΙ, 12/2) Μελέτε ς-Δοκίμια
Κλασική φιλολογία Ευστρατιάδης Α.: Ερμηνεία Ανδρομάχης (ΕΑ, ΕΛ, 16/2) Ποίηση Αγαθοκλέους Μ.: Εολιθιά (Π. Παισνίδης, Νέα Εποχή, 162) Αλεξάκης Ο.: Η λάμψη (Π. Παγκράτης, ΠΡ, 21) Βαλεντίνη: Η εσθήτα της αισθαντικότητας (Κ, ΑΚ, 18/2) Θεοδοσίου Α: Μυρσίνη στον κ. Μισιαούλη (Π. Παιονίδης, Νέα Εποχή, 162) Καβάφης Κ. Π.: Ποιήματα (ΕΑ, ΕΛ, 16/2) Κακναβάτος Ε.: In perpetuum (Θ. Ζερβός, ΠΡ, 21) Καραντώνης Γ.: Περιστατικά (Γ. Στεφανάκης, ΚΑ, 16/2) Κόρφης Τ.: Ποιήματα (Π. Παγκράτης, ΠΡ, 21), (ΑΦ, ΑΚ, 11/ 2) Κότσιρας Γ.: Η λάμψη και το τέρας (ΔΣ, ΒΡ, 21/2) Λαγγουρέλλη Μ.: ...Πήρε φως (Τ. Τζαμαλίκος, ΚΑ, 9/2) Λειβαδίτης Τ.: Ο τυφλός με το λύχνο (Σ.-Κατσίμης, Ειδήσεις, 15/2). Μεσεβρινός: Επιστροφή στη Μεσημβρία (ΑΠ, Δαυλός, 26) Μοροζίνης Π.: Τα τρία τέταρτα του δρόμου (ΣΚ, ΕΓ, 12/2) Όμιλος Ελλήνων Λογοτεχνών Μόντρεαλ (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 18/2) Συκιώτης Β.: Θερισμοί (ΑΠ, Δαυλός, 26) Τσέχος Η.: Έρημη αλήθεια (ΑΠ, Δαυλός 26) Mastroianni F.: Ποιήματα (ΑΠ, Δαυλός, 26) Ουνγκαρέττι, Τ.: Πρώτη επιλογή (ΘΠ, ΕΣ, 18/2)
Αλεξανδρόπουλος Μ.: Μια συνάντηση, Σεφέρης Μακρυγιάννης (ΚΣ, ΝΕ, 11,2) Βαφόπουλος Γ.: Ποίηση και ποιητές (ΔΣ, ΒΡ, 21/2) Βοΐσκου Ε.: Και αύριο Νίκος Νικολαίδης (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Ευστρατιάδης Σ.: Λογοτέχνες του μικρασιατικού ελληνισμού (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Κοτζιάς Α.: Μεταπολεμικοί πεζογράφοι (ΑΦ, ΑΚ, 18/2) Κύκλος Καβάφη (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 21/2) Μαλάνος Τ.: Βάρναλης-Αυγέρης-Καρυωτάκης. Η ποίηση του Σεφέρη και η κριτική μου (ΚΣ, ΝΕ, 12/2) Μαστροδημήτρης Π. Δ.: Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Μόσχος Ε. Ν.: Ανθρωπιστική μαρτυρία: Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Νικολαρείζης Δ.: Δοκίμια κριτικής (ΑΦ, ΑΚ, 11/2) Ξύδης Θ.: Παλαμάς (Α. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 16/2) Ο Καβάφης του Σεφέρη (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 21/2) Παναγιωτούνης Π.: Ο Ταΰγετος στο έργο του Ν. Βρεττάκου (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Παπακωνσταντίνου Δ: Κριτική βιβλίου (ΑΠ, Δαυλός, 26) Παπακώστας Γ.: Το περιοδικό «Εστία» και το διήγημα (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Παπαστράτου Δ.: Ο ιδεαλισμός και η μεταφυσική στην ποίηση του Θ. Ρητορίδη (ΑΠ, Δαυλός, 26) Περάνθης Μ.: Ο άλλος Κοραής (ΔΣ, ΒΡ, 14/2) Πετριτάκης Γ. - Χατξίνη Φ.: Ο Γιάννης Χατζίνης στα νεοελ ληνικά γράμματα (ΔΣ, ΒΡ, 14/2)
8 0/δ ελ τιο
μικρές αγγελίες ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΣΤΕ να ασκηθεί τε σωματικά, σε πολύ ευχάρι στες συνθήκες, να αυτοσχεδιά σετε και τα αποτελέσματα της δουλειάς σας να πάρουν μορφή θεατρική; Αν ναι, τηλεφωνήστε στο 36.40.487.
ΣΕ μαθητές γυμνασίου - λυκεί ου πτυχιούχος φιλόλογος παραδίδει μαθήματα της ειδικό τητάς της. Τηλ. 48.15.966.
ΣΑΣ ενδιαφέρει η υφαντική τέ χνη; Στο 2ο τόμο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΑΡΑΧΩΒΑ υπάρχει ειδική μελέτη. Δρχ. 400 με τα χυδρομικά. Χρήστος Μαυρόπουλος. 32004 Αράχωβα Βοιω τίας. Η ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ. Θεατρικό έργο, ευάερο, ευήλιο (έπαινος στα κρατικά βραβεία θεατρι κού έργου 1982), σε κεντρική περιοχή, δίνεται αντιπαροχή. Πληροφορίες: Γρηγόρης Σίμος, Εδ. Ροστάν 42, Θεσσαλονίκη 54641. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις! «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ», No 13. Κυ κλοφόρησε. Μένης Κουμανταρέας και άλλα θέματα. Στα βι βλιοπωλεία, πάγκους εφημερί δων. ΠΤΥΧΙΟΥΧΟΣ, έμπειρη φιλό λογος παραδίδει μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου - λυκείου. Ακόμη αναλαμβάνει να βοηθά μαθητές του δημοτικού. Τηλ. 88.19.682. (Κάθε λέξη στις «μικρές άγγελίες» στοι χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
II ί τροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ.: Μιλώντας για τα παιδικά βιβλία (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Ιΐλατής Ε. Ν.: Κριτικοί προβληματισμοί (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Ροζάνης Σ.: Ο καθρέφτης και το είδωλο (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Σαχίνης Α.: Τετράδια κριτικής (ΑΘ, ΗΜ, 17/2), (Μ. Β. Ραΐζης, ΚΑ, 16/2) Στασινόπουλος Μ.: Μηνύματα από τις δύο όχθες (ΑΦ, ΑΚ, 18/2) Σταφυλάς Μ,: Ν. Βρεττάκος (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Σφαέλλου Κ.: Η γυναίκα και η θάλασσα στο έργο του Καρκαβίτσα (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Τσακνιά Σ.: Δακτυλικά αποτυπώματα (ΑΘ, ΗΜ, 10/2) Τσαρνά Θ.: Απόηχοι (ΑΠ, Δαυλός, 26) Χριστοδούλου Α. Κ.: Η Στροφή του Σεφέρη (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Γιουρσενάρ Μ.: Κριτική παρουσίαση του Κ. Καβάφη (Π. Κυπριωτέλης, ΜΕ, 21/2) Κήλη Ε.: Συζήτηση με το Γ. Σεφέρη (ΚΣ, ΝΕ, 11/2) Κούπερ Τ. Σ.: Ο θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών (Ν. Σκουτέρη-Διδασκάλου, ΔΠ, 8) Μπλανσό Μ: Ο χώρος της λογοτεχνίας (ΕΑ, ΕΛ, 12/2) Ιστορία Αδελφότης Μικροχωριτών: Μνήμη και χρέος (Κ. Ξηραδάκη, ΑΥ, 18/2) Κανελλόπουλος Π.: Η γαλλική επανάσταση. Ναπολέων Βοναπάρτης. Λόρδος Βύρων (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Μάρτης Ν.: Η πλαστογράφηση της ιστορίας της Μακεδονίας (ΑΘ, ΗΜ, 17/2) Παπαθεοδώρου Α.: Μνήμη των πρωτεργατών στην άλωση των Ιωαννίνων (Κ. Δ. Στεργιόπουλος, ΚΑ, 9/2) Προμπονάς I.: Ανθολογία μυκηναϊκών κειμένων (ΕΑ, ΕΛ, 16/ 2) Μαρτυρίες Φιλίππου Φ.: Ιδανικοί αυτόχειρες (ΚΤ, ΕΘ, 15/2) Φωτιάδης Δ.: Ενθυμήματα (Ε. Παλαιολόγου-Πετρώνδα, Νέα Εποχή, 162) Ταξιδιωτικά Μπουρμπούλης Μ.: Το χρονικό δύο νήσων (Η. A. Τ., Δαυλός, 26)
Οι εκδόσεις Α .Α . ΑΙΒΑΝΗ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ) σας πρ οτείνουν στη σειρά «ΜΙΚΡΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ» το επίκ α ιρ ο βιβλίο του M ichel B osquet «Ο ικ ολογία κα ι πολιτική».
«Το ερώτημα πρέπει να τεθεί απροκάλυπτα: Τι θέλουμε; Έναν καπιταλισμό που συμμορφώνεται με τις οικολογικές απαιτήσεις, ή μια οικονομική, κοινωνική και μορφωτική επανάσταση που κα ταργεί τις επιταγές του καπιταλισμού και μ’ αυτόν τον τρόπο καθιερώνει νέα σχέση των ανθρώπων με τη συλλογικότητα, το περιβάλλον και τη φύση; Μεταρρύθμιση ή επανάσταση;»
Κυκλοφορεί
Michel Bosquet «Οικολογία και πολιτική» Σε υπεύθυνη μετάφραση της Ά ν ν α ς Ξανθάκη
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ <ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ», Σόλωνος 94, τηλ. 36.10.589-36.00.398
ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ - ΚΛΑΣΙΚΟΙ
S
ΙΚΜΗΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
%
01 ΟΧΙΕΣ
ιρ 1
Γ \ ·
fe d
CMA ΙΑ 1Ε Α 30Σ Fi<pwu|i &prw .,Μ,,.:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α Θ . ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 1 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 36.02.535 36.18.654