Τεύχος 91

Page 1

Α Ρ ΙΘ . 91 · 4 .4 .8 4 · Δ Ρ Χ . 1 2 0


Γραφτείτε συνδρομητές Εσωτερικού Απλή »

(15 τευχών): (25 τευχών):

1.600 δρχ. Σπουδαστική* 2.500 δρχ. »

(15 τευχών): 1.500 δρχ. (25 τευχών): 2.300 δρχ.

Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων (25 τευχών): 3.000 δρχ.

Αμερική

Εξωτερικού Απλή (15 τευχών): Απλή (25 τευχών): Σπουδαστική* (15 τευχών): Σπουδαστική* (25 τευχών): Σχολών Βιβλιοθηκών Ιδρυμάτων (25 τευχών'·

■ Οι σπουδαστές μέσης, ανώτερης και ανώ­ τατης εκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές με την επίδειξη ή την αποστολή φωτοτυπίας της σπουδαστικής τους ταυτότητας ή της αστυνομικής (αν είναι μαθητές).

Δολ. ΗΠΑ

Κύπρος 22 34 20 31

Ευρώπη 25 39 23 36

Ασία Αφρική 28 44 26 41

Αυστραλία 31 50 30 47

40

45

50

56

Ε μβά σματα στη δ ιεύ θ υ ν σ η : Κ α τε ρ ίν α Γ ρυπ ονησ ιώ του π ε ρ ιο δ ικ ό «Διαβάζω» Ο μήρου 34 Α θ ήν α 106 72

Συμπληρώστε τη σειρά Τιμή μηνιαίων τευχών: 200 δρχ. (διπλών 250 δρχ.) Τιμή δεκαπενθήμερων τευχών: 120 δρχ. Τα παλιά τεύχη του «Διαβάζω» μπορείτε ή να τα αγοράσετε από τα γραφεία του περιοδικού ή, αν μένετε στην επαρχία, να ζητήσετε να σας τα στείλουμε με αντικαταβολή.


ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910 Τεύχος 91 4 Απριλίου 1984

ΠΕ ΡΙ ΕΧΟ ΜΕ ΝΑ

Τιμή: Δρχ. 120, ΧΡΟΝΙΚΑ Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, Ηρα­ κλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Ελένη Στεφανάκη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις

Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 - 75.14.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοριαλιάς Ο.Ε., Α. Μεταξά , 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ, λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία ; Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1

ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Αλέξαντρος Κόντος, Γιώργος Κεντρωτής και Ανέστης Ευαγγέλου Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Η ελληνική λογοτεχνία στη Λ. Δ. Γερμανίας (Γράφει ο Τάκης Ψαράκης)

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου: Φρειδερίκος Νίτσε. Η ποίηση ως ρήξη και ως υπέρβαση Πιερ Μπουντό: Αναγνώσεις του Νίτσε

18 24

Κλωντί Ντυμπιζόν-Ντολλέ: Ο Νίτσε, ο Φρόυντ, ο θεός και η ψυχολογία Ντομινίκ Γκριζονί: Ο φιλόσοφος καλλιτέχνης Ο Νίτσε του Χάιντεγκερ

38 41 47

___________________ 1 ___________ ___ ________ ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ: Γράφει ο Δημοσθένης Κούρτοβικ ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Αριστόξενος Σκιαδάς ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν ο Γ. Καρατζόγλου και ο Ανδρέας Φουσκαρίνης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Michel Volkovitch

55 57

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης

57

63 68

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

71

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

77

στο επόμενο «Διαβάζω» Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

14

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219

6 8 13

αφιέρωμα στον Κωνσταντίνο Θεοτόκη


ο ενδιαφέρον για τις κλασικές σπου­ δές έχει τα τελευταία χρόνια παρου­ σιάσει μια κάμψη, όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά διεθνώς. Αντικαταστάθηκε όμως από μια όλο και εντεινόμενη στρο­ φή προς τη μελέτη της νεοελληνικής λο­ γοτεχνίας, πράγμα το οποίο διαπιστώνε­ ται από πολλές πλευρές. Περισσότερες • από εκατόν εξήντα έδρες νεοελληνικών σπουδών υπάρχουν σε ισάριθμα πανεπι­ στήμια σ’ όλον τον κόσμο. Οι ελληνιστές πληθύνονται και κάνουν την παρουσία τους αισθητή σε πολλά μέρη της vne -κ α ι τα πιο απροσδόκητα- με μελέτες για τη νεοελληνική πνευματική παραγωγή. Δια­ τριβές σε ανάλογα θέματα εκδίδονται σε πολλές γλώσσες ενώ τη στιγμή αυτή πολ­ λοί νέοι φιλόλογοι-ερευνητές ασχολούν­ ται με τη μελέτη των κειμένων και των φαινομένων της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Το φράγμα της γλώσσας που κράτη­ σε σε' απόσταση το έργο των Ελλήνων λογοτεχνών, μακριά από τη δίκαιη προ­ βολή του σε αναγνώστες άλλων χωρών, διερράγη. Πολλές μεταφράσεις, σε πολ­ λές γλώσσες -που συνεχώς αυξάνονταιέργων των παλαιότερων νεοελλήνων συγγραφέων αλλά και των νεότερων, εκδίδονται σε ρυθμό ταχύ και σε πλατειά κλίμακα. Ήδη, έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια συνεχή γνωριμία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στους ξέ ­ νους.

Τ

σημαντικό ακόμη στοιχείο, ευοίω­ Ε νανο για την επιβολή της, είναι η είσο­

δος της λογοτεχνίας στα σχολεία μας. Πολλά κείμενα, όλο και περισσότερα, αν­ θολογούνται στα εγχειρίδια διδασκαλίας των νέων ελληνικών, σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ένα ελπιδοφόρο γεγο­ νός το οποίο οδηγεί σε μια ενατένιση του μέλλοντος, πολλή αισιόδοξη για τη διά­ δοση της λογοτεχνίας στους Έλληνες, αφού η καλή αρχή γίνεται μέσα στο σχο­ λείο, στο οποίο θα τεθούν οι βάσεις και οι πρώτοι δεσμοί φιλίας ανάμεσα στον αναγνώστη και το βιβλίο. Αν συνεχιστεί αυτή η πολιτική, τότε ίσως αποσυρθεί εκείνο το κραυγαλέο «οι Έλληνες δεν διαβάζουν». Παράλληλα με τη στροφή προς τη νεοελληνική λογοτεχνία, έχει παρατηρηθεί όπως ήταν επόμενο και μια στροφή προς τη μελέτη της. Το ενδιαφέ­ ρον προς την κατεύθυνση αυτή έχει πά­ ρει ήδη κάποιες διαστάσεις οι οποίες ενι­ σχύουν την άποψη πως η υπόθεση της διάδοσης της λογοτεχνίας μας δεν είναι ένα φαινόμενο παροδικό, εξερεύνηση μιας εθνικής λογοτεχνίας από τους ξέ ­ νους η οποία φέρνει κάτι νέο, νέες μορ­ φές ή θέματα. Οι μελέτες, αποτέλεσμα ερευνών των πηγών από Έλληνες και ξέ­ νους, έχουν αρχίσει να αυξάνονται. Πρό­ κειται για ένα λογικό επακόλουθο το οποίο αποδεικνύει πως το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία μας είναι ουσιαστικό. Πολλοί, Έλληνες και ξένοι, διερευνούν την ιστορική της εξέλιξη, τα φαινόμενά της, το έργο μεμονωμένων εκπροσώπων της, τα αναλύουν, συμπερασματολογούν, φέρνουν στο φως στοιχεία τα οποία απο-

ΕΚΔΟΕΕΙΕ ΚΕΔΡΟΣ


καλύπτουν μια εύρωστη δυναμική παρα­ γωγή. Παλαιοί και νεότεροι φιλόλογοι, προσεγγίζοντας τα κείμενα από διαφορε­ τικές μέχρι τώρα πλευρές, φέρνουν στο φως ευρήματα τα οποία δεν είναι παρά η αποκάλυψη των ποιοτήτων των έργων πολλών συγγραφέων μας και πείθουν πως οι αρετές με τις οποίες τα πλούτισαν τα ανεβάζουν σ’ ένα αξιόλογο επίπεδο την αξία του οποίου και τη σημασία πολ­ λοί λίγοι στο παρελθόν είχαν τον τρόπο να διαπιστώσουν. υτή η κίνηση προς τη μελέτη της νεοελληνικής φιλολογίας έδωσε ήδη δείγματα αξιόλογων δοκιμίων, ένα είδος το οποίο στον τόπο μας δεν καλλιεργή­ θηκε στο παρελθόν στο βαθμό που θα επέτρεπε να υποστηριχθεί πως παρου­ σίασε κάποια επίδοση. Ίσως τώρα ήρθε η ώρα τού. Ο ΚΕΔΡΟΣ, το ενδιαφέρον του οποίου για τη νεοελληνική λογοτεχνία έχει αποδειχθεί και γίνει αποδεκτό, έδω­ σε προτεραιότητα στην έκδοση φιλολογι­ κών μελετών και δοκιμίων. Προώθησε ένα πρόγραμμα έκδοσης έργων Ελλήνων, αλ­ λά και μεταφράσεις ξένων, τα οποία αναφέρονται στην ελληνική λογοτεχνία. Με αυτά περιβάλλει και στηρίζει τις εκδόσεις του ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης. Είναι βοηθήματα τα οποία την ερμηνεύ­ ουν, την αναλύουν, την κάνουν προσιτή. Το άνοιγμα του ΚΕΔΡΟΥ προς την περιο­ χή αυτή, έχει δύο κινήσεις: πρώτα, την αναζήτηση συγγραφέων οι οποίοι καταγί­

Α

νονται με τη μελέτη και το δοκίμιο. Πρό­ κειται για μια διευκόλυνση την οποία πα­ ρέχει προς τη δοκιμιακή φιλολογία και τους δημιουργούς της γιατί η έκδοση δειγμάτων της απαιτεί κάποια φιλοδοξία η οποία βρίσκεται μακρύτερα από τις βραχυπρόθεσμες εμπορικές δραστηριό­ τητες. Η δεύτερη κίνηση είναι η προσφόχ ρά των βιβλίων προς το αναγνωστικό κοι­ νό, το ενδιαφέρον του οποίου αυξάνεται και στρέφεται σταθερά και με εμπιστοσύ­ νη προς τον εκδοτικό οίκο ο οποίος κα­ λύπτει με επάρκεια^ την ανάγκη της πα­ ρουσίας βιβλίων-βοηθημάτων. Η διάθεση του ΚΕΔΡΟΥ να προωθήσει ένα πρόγραμ­ μα έκδοσης φιλολογικών μελετών και δο­ κιμίων έχει βρει σοβαρή ανταπόκριση. Πέρα από τους προσωπικά ενδιαφερομέ­ νους αναγνώστες, οι εκδόσεις του ενι­ σχύουν τη βιβλιογραφία στο είδος και δί­ νουν σ’ εκείνους οι οποίοι έχουν την ευ­ θύνη της διδασκαλίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας εργαλεία κατάλληλα για την πραγματοποίησή της. Οι φιλόλογοι οι οποίοι πρέπει να τη διδάξουν και στε­ ρούνται βοηθήματα, έχουν από τον ΚΕ­ ΔΡΟ αρκετά στη διάθεσή τους. Στις εκδόσεις του ΚΕΔΡΟΥ εμφανίζεται έγας μεγάλος αριθμός συγγραφέων οι οποίοι έχουν ασχοληθεί συστηματικά με το φιλολογικό δοκίμιο. Άλλοι ειδικευμέ­ νοι και άλλοι περιστασιακοί. Πολλοί μάλι­ στα και δημιουργοί στα βασικά είδη του λόγου, την πεζογραφία και την ποίηση, οι οποίοι μελετώντας το έργο ομοτέχνων τους αποδεικνύονται κριτικοί κύρους.

Ε Γενναδίου 6 (πάροδος ’Ακαδημίας) - Τηλ.: 36.15.783


τους καταλόγους του θα συναντή­ σουμε καταρχήν τον Κώστα Βάρναλη με τα Αισθητικά-Κριτικά και τα Σολωμικά του και τον Στρατή Τσίρκα με τις μελέτες του για τον Καβάφη (Ο πολιτικός Καβάφης, Ο Καβάφης και η εποχή του). Και παρακάτω, τη Νόρα Αναγνωστάκη (Η κρι­ τική της παντομίμας, Μαγικές εικόνες), το Γιώργη Αριστηνό (Για το Χειμωνά), το Νάσο Βαγενά (Ο ποιητής και ο χορευτήςμια εξέτασ η της ποίησης και της ποιητι­ κής του Σεφέρη), το Γιώργο Βελουδή (Προτάσεις- 15 γραμματολογικές δοκι­ μές), το Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Ανδρέας Εμπειρικός- ο ποιητής του έρωτα και του νόστου), τον Αντώνη Δελώνη (Ει­ σαγωγή στην παιδική λογοτεχνία), τον Πάνο Θασίτη (Εφτά δοκίμια για τη ν ποίη­ ση), το Γιάννη Κιουρτσάκη (Ελληνισμός και Δύση στο στοχασμό του Σ εφέρη), τον Τάσο Κόρφη (Νίκος Καββαδίας), τον Αλέ­ ξανδρο Κοτζιά (Μ εταπ ολεμικοί πεζογράφοι), τον Δ. Ν. Μαρωνίτη (Ποιητική και πολιτική ηθική, Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα, Όροι του. λυρισμού του Οδυσσέα Ελύτη), τον Ασημάκη Πανσέλη­ νο (Ά γγελο ς Σικελιανός), τον Παντελή Πρεβελάκη (Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος), τη Χρύσα Προκοπάκη (Οι Ακυβέρνητες Π ο λιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κ ρ ιτι­ κή, και για το Γιάννη Ρίτσο Η πορεία προς τη ν Γκραγκόντα ή οι περιπ έτειες του οράματος), το Χρήστο Ρωμανό (Αλέξαν­ δρος Κοτζιάς), τον Τάκη Σινόπουλο (Τέσ­ σερα μ ελετή μ ατα για το ν Σεφέρη), τον Κώστα Στεργιόπουλο (Περιδιαβάζοντας, Α': Από το ν Κάλβο στον Παπατσώνη), το Στέλιο Ράμφο (Η παλινωδία του Παπαδιαμάντη), το Γιώργη Σιδέρη (Φώτης Αγγουλές), τον Κώστα Χωρεάνθη (Μιχαήλ

Σ

Μητσάκης). Και ακόμη, τις μελέτες για το Ρίτσο από το Γιώργο Βελουδή, τον Κώστα Τοπούζη, τη Λούλα Γλέζου-Ρίτσου, την Αικατερίνη Μακρυνικόλα και τα Αφιερώ­ μα τα στο Γιάννη Ρίτσο, το Μάρκο Αυγέρη, το Μάριο Χάκκα και τον Κώστα Βάρ­ ναλη. Δεν πρέπει να λησμονηθούν οι ερ­ γασίες και ξένων για Έλληνες, όπως η Ιδεολογική λειτουρ γία της ελληνικής ηθογραφίας, του Μάριο Βίττι- Γιάννης Ρί­ τσος, η μακριά πορεία ενός ποιητή, του Ζεράρ Πιερά- Μύθος και ποίηση στο Ρί­ τσο, του Κρεσέντσιο Σατζίλιο· Αντίθεση και σύνθεση στο Ρίτσο, Νίκος Καζαντζάκης και Κωνσταντίνος Καβάφης, του Πήτερ Μπήαν Νίκος Καζαντζάκης, του Τζαντ Χατέμ· Για τον Ρίτσο, του Αραγκόν Τοπίο θανάτου- Εισαγωγή στην ποίηση του Τάκη Σινόπουλου, Ά ξιον ε σ τί το τ ί­ μημα- Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσ­ σέα Ελύτη, Τα πέτρινα μά τια της Μ έδου­ σας, Σύγχρονη ελληνική ποίηση, Η πνευ­ μα τική Οδύσσεια του Καζαντζάκη, του Κίμων Φράιερ· Η μοίρα μιας γενιάς και Κ. Π. Καβάφης, της Σόνιας Ιλίνσκαγια. κτός από τις φιλολογικές μελέτες ο ΚΕΔΡΟΣ έχει εκδώσει και ένα σημαν­ τικό αριθμό βιβλίων που ανήκουν στο κα­ θαρό είδος του δοκιμίου και που πραγμα­ τεύονται πολλά θέματα με έμφαση στη σύγχρονη προβληματική και πραγματικό­ τητα. Συγγραφείς τους, ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (Η ρωσική λογοτεχνία, σε τρεις τόμους), ο Γιάννης Καλιόρης (Πα­ ρεμβάσεις), ο Γιάννης Κιουρτσάκης (Προφορική παράδοση και ομαδική δη­ μιουργία- το παράδειγμα του Καραγκιό­ ζη). ο Δ. Ν. Μαρωνίτης (Χωρίς ανεμόσκα-

Ε


λα), ο Η. X. Παπαδημητρακόπουλος (77αρα Κείμενα), η Μαρία Δαράκη-Μαλλέ (ΕΣΑτζήδες), ο Σπύρος Μαρκέτος (Κλωντ Μπερνάρ, Ρ ενέ Αενέκ), ο Μεσεβρινός (Η προδομένη γλώσσα), ο Α. Νάσιουτζικ (Οι ρίζες, Φυσική και άνθρωπος, Β ιολογία του χρόνου, Το τραύμα του Αδάμ, Επι­ φ υλλίδες 1971-72, 1973-75, 1976-77, 1978-80, Πεδίο αναγνωρίσεως), η Μυρτώ Νίλσεν (Η ο ικο γένεια στα αναγνωστικά του δημοτικού), ο Ζήσης Οικονόμου (Δο­ κίμια, Π ολιτισμός θανάτου και ζωτική εγρήγορση), ο Θανάσης Παπαδόπουλος (Ιδεολογία και φιλοσοφία της δημοκρα­ τία ς στην αρχαία Ελλάδα, Β ενιαμίν ο Α έσβιος), ο Ηλίας Ηλιού (Το μήνυμα του Θουκυδίδη), ο Στάθης Δρομάζος (Η ποιη­ τική του Α ριστοτέλη), η Έλλη Παππά (Ο Πλάτωνας στην εποχή μας), ο Στέλιος Ράμφος (Η μουσική του Η ρακλείτου, Το δαχτυλίδι το υ Γύγη, και άλλα), ο Πανταζής Τερλεξής (Δημοκρατία και οικονομία, Μαρξισμός και κοινωνιολογία, Διπλωμα­ τία και πολιτική το υ Κυπριακού), ο Κίτσος Μακρής (Βήματα), ο Παύλος Ζάννας (Ιστορία και τέχνη σ το ν Ιβάν το ν Τρομε­ ρό), ο Νικηφόρος Παπανδρέου (Ο Ίψεν στην Ελλάδα), η Άννα Φραγκουδάκη (Εκ­ παιδευτική μεταρρύθμιση και φ ιλε λεύ θ ε ­ ροι διανοούμενοι) και πολλοί άλλοι. Στην ίδια κατηγορία έχουν μεταφραστεί και ξένες μελέτες οι οποίες την πλουτίζουν ιδιαίτερα. Στους συγγραφείς τους συγκα­ ταλέγονται: ο Φ. Ασμούς (Αριστοτέλης), οι Ζ. Π. Βερνάν και Π. Βιντάλ (Μ ύθος και τραγωδία σ τη ν αρχαία Ελλάδα), ο Φρανσίς Ζανσόν (Ζαν-Πωλ Σαρτρ), ο Π. Α. Βαν Κεπ (Η γυναίκα ανάμεσα στο 40 και 60), ο Ντέσμοντ Μόρρις (Ο γυμνός πίθηκος), ο Μπέρτολτ Μπρεχτ (Κ είμενα για το ν κ ινη ­

ΚΕΔΡΟΣ

ματογράφο), ο Μπερνάρ Ντορτ (Ανάγνω­ ση το υ Μπρεχτ), ο Έζρα Πάουντ (Η α λφα­ βήτα της μελέτη ς), ο Α. Μ. Ριπελλίνο (Ο Μ αγιακόφσκη και το ρωσικό πρωτοπορια­ κό θέατρο), ο Τζωρτζ Τόμσον (Η ποίηση χ τ ε ς και σήμερα) και άλλοι. ια ιδιαίτερα σημαντική συμβολή των εκδόσεων ΚΕΔΡΟΣ στον τομέα της φιλοσοφικής δοκιμιογραφίας, είναι η σει­ ρά η οποία εκδίδεται υπό τον τίτλο «ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ. ΕΚ­ ΔΟΣΕΙΣ ΡΑΠΠΑΣ». Το αδιαμφισβήτητα ψηλό επίπεδο των εκδόσεων αυτών όσων έχουν κυκλοφορήσει και όσων έχουν προγραμματισθεί, δίνει στη σύγχρονη ελ­ ληνική βιβλιογραφία ένα βάρος ποιότη­ τας. Στη σειρά αυτή έχουν μεταφραστεί κυρίως γαλλικά έργα, από δόκιμους μετα­ φραστές, τα οποία ασχολούνται με θέμα­ τα φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ψυχιατρι­ κής, ψυχανάλυσης, κριτικής, σύγχρονης ιδεολογίας, πολιτικής, βιολογίας, οικονο­ μίας, φεμινισμού, επιστημολογίας, ιστοριολογίας, σημειολογίας κτλ. Συγγραφείς οι οποίοι εμφανίζονται με έργα τους εί­ ναι: Ζακ Μονό, Πιερ Πωλ Γκρασέ, Μπένζαμιν Σποκ, Εστέρ Βιλάρ, Φρανσουά Ζακόμπ, Βίλχελμ Ράιχ, Ζαν Αμπυρζέ, Ρενέ Ντυμόν, Κλωντ Λεβί-Στρως, Σαρλ Μπετελέμ, Ντέιβιντ Κούπερ, Ζεράρ Μαντέλ, Πάουλο Φρέιρε, Ζαν Πιαζέ, Ρολάν Μπαρτ, Ραντοβάν Ρίχτα, Ζακ Λακάν, Μισέλ Φουκώ, Ανρί Λεφέβρ, Σουλαμίτ Φάιερστον, Πέρρυ Άντερσον, I. Μεσάρος, Κορνήλιος Καστοριάδης, Αντάμ Σαφ, Ζιλ Ντελέζ, Μίχαελ Σνάιντερ, Λε Γκοφ και Νορά, Ζορές Μεντβέντεφ, Ρ. Λαινγκ, Α. Έστερσον, Ελέιν Μόργκαν, Μορίς Ντιβερζέ, I. Λέντσμαν, Β. Γκόρντον Τσάιλντ.

Μ


ΧΡΟΝΙΚΑ Γυναίκες χιούμορ και παράδοση ΑΝ είστε γυναίκα, Ελληνίδα του εσω­ τερικού ή του εξωτερικού, μπορείτε να πάρετε ένα θέμα από τον πλούτο των ελληνικών εθίμων και παραδό­ σεων και να γράψετε ένα ευθυμογρά­ φημα, πεζό ή ποίηση, που αν τελικά είναι η πιο ευχάριστη, χαρούμενη, ευ­ τράπελη και διδακτική εργασία απ’ όσες υποβληθούν θα βραβευτείτε στο Λασκαρίδειο διαγωνισμό 1984, που προκηρύσσει το φιλολογικό τμή­ μα του Λυκείου των Ελληνίδων. Γυναικείο χιούμορ λοιπόν αντλημέ­ νο από την παράδοση ζητά ο γνωστός σύλλογος, σε δέκα ώς δεκαπέντε δα­ κτυλογραφημένες σελίδες αν αυτό διοχετευτεί σε πεζό, και έξι ώς δέκα σελίδες αν είναι σε ποίηση. Το βρα­ βείο γι’ αυτή τη χρονιά θα είναι τριάν­ τα δύο χιλιάδες δραχμές. Και μη βιάζεστε. Η τελευταία ημέρα υποβολής των έργων είναι η 31η Αυγούστου 1984 και τόπος κατάθεσης της εργασίας η γραμματεία του Λυ­ κείου (Δημοκρίτου 14), απ’ όπου θα ενημερωθείτε και για όλα τα σχετικά με το διαγωνισμό.

Στη Χίο συνέδριο για τη Χίο «Η ΧΙΟΣ εις την αρχαιότητα» είναι το θέμα του διεθνούς επιστημονικού συ­ νεδρίου που διοργανώθηκε από το Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο και που γίνεται στις αίθουσές του από 1 έως 8 Απριλίου. Εικοσιπέντε ανακοινώσεις θα γί­ νουν από έλληνες και ξένους επιστή­ μονες, και οι δεύτεροι, απ’ ό,τι διαβά­ ζουμε στο πρόγραμμα, που έχουν ασχοληθεί με την αρχαία ιστορία της Ελλάδας και ειδικότερα με την περιο­ χή της Χίου, είναι πολύ περισσότεροι από τους πρώτους. Λόγω της παρουσίας των ξένων ει­ σηγητών θα γίνει χρήση μεταφραστι­ κών μηχανημάτων στην ειδική αίθου­ σα συνεδρίων του κέντρου, που δια­ θέτει 172 θέσεις.

προ λεγο μένα Βλέποντας το πρόγραμμα του συ­ νεδρίου διαπιστώνουμε ότι οι ανακοι­ νώσεις δεν περιορίζονται μόνο' στην αρχαιότητα αλλά περιλαμβάνουν και ενδιαφέροντα θέματα νεότερων επο­ χών της Χίου, όπως Τα ελληνικά χει­ ρόγραφα στη μεσαιωνική και αναγεν­ νησιακή Χίο, Η Χίος, οι σφαγές και ο Ντελακρουά, Η βασιλική του Αγίου Ισιδώρου, καινούριες αποδείξεις από τις πρόσφατες ανασκαφές. Το συνέδριο καθυστέρησε να ανα­ κοινωθεί στον τύπο, με αποτέλεσμα πολλοί ενδιαφερόμενοι να μην προ­ λάβουν, λόγω προθεσμιών, να δηλώ­ σουν συμμετοχή για να το παρακο­ λουθήσουν. Και για να επιστρέφουμε στους συ­ νέδρους, είναι οι: Πιερ Αμαντρύ, Τζων Μπαρόν, Τζον Μπόουαρνμαν, Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, Νίκολας Κόλντστρημ, Κένεθ Ντόβερ, Τζωρτζ Φόρεστ, Βέρνερ Φουκς, Γιάσπερ Γκρίφιν, Φράνσις Χάσκελ, Σίνκλαιρ Χουντ, Χέλμουτ Κυριελέις, Βασίλειος Λαμπρινουδάκης, Ρόμπιν Λαίην-Φοξ, Άν­ να Λεμού, Χαράλαμπος Πέννας, Νίκο­ λας Ρίτσαρντσον, Μπράνχηλντ Ρήντγουαίη, Καρλ Ρόεμπακ, Κων. Ρω­ μαίος, Θεοδ. Σαρικάκης, Όλιβερ Τσάπλιν, Άρης Τσαραβόπουλος, Φρεντ Γιαλούρης, Νικόλαος Γιαλούρης.

Ολιγωρία για τους εκδότες «ΔΥΣΤΥΧΩΣ στον τόπο μας δεν υπάρ­ χει ενιαία πολιτική για το βιβλίο...». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι δική μας αλλά του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλιο­

πωλών και βρίσκεται στα δελτία τύ­ που που έστειλε στον ημερήσιο τύπο. Συνεχίζει μάλιστα γράφοντας ότι «... το κατ’ εξοχήν αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού δείχνει μια τουλάχιστον ανεξήγητη ολιγωρία που αγγίζει τα όρια της αδιαφορίας, αντίθετα με τις προσπάθειες που καταβάλλουν στον τομέα του βιβλίου το υφυπουργείο Ν. Γενιάς και το υπουργείο Γεωργίας, που όμως δυστυχώς δεν αρκούν». Η έκφραση του παραπόνου του συλλόγου ξεκίνησε από τη ματαίωση της έκθεσης ελληνικού βιβλίου στην Κύπρο, που είχε προγραμματιστεί για το Μάιο. Δε διευκρινίζεται όμως σε ποιο επίπεδο εντοπίστηκαν οι διαφω­ νίες που ματαίωσαν το ταξίδι των ελ­ ληνικών βιβλίων.

Περιοδικά τέχνης ( 1974- 1984)

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ τέχνης έχουν εκδοθεί αρ­ κετά στον τόπο μας, πολλά απ’ αυτά σταμάτησαν την έκδοσή τους και άλ­ λα συνεχίζουν να εκδίδονται. Και τα μεν και τα δε όμως, την εποχή που εκδόθηκαν και κάτω από συγκεκριμέ­ νες συνθήκες, επηρέασαν την πολιτι­ στική ανάπτυξη της χώρας. Η αίθουσα τέχνης «Πολύπλανο», με τη συμπαράσταση της «Ένωσης Ελ­ λήνων Κριτικών και Ιστορικών Τέ­ χνης», διοργανώνει έκθεση με θέμα «Περιοδικά τέχνης στην Ελλάδα 1974-1984» και θα αφορά τις περιοδι­ κές εκδόσεις που ασχολήθηκαν με όλες τις μορφές τέχνης, όπως πλα­ στικές τέχνες, λογοτεχνία, θέατρο, μουσική, κινηματογράφο, αλλά και εκ­ δόσεις γενικότερου πολιτιστικού προ­ βληματισμού. Έτσι θα δοθεί η ευκαιρία στους επισκέπτες της έκθεσης να δουν ποια ήταν η προσφορά των περιοδικών κα πόσο βοήθησαν στη διαμόρφωση του πολιτιστικού μας προσώπου στη δε καετία από τη μεταπολίτευση ώς σή μέρα. Είναι σκόπιμο να πούμε ότι οι οργα νωτές παρακαλούν τους εκδότες τέ τοιων περιοδικών, και κυρίως περιοδι κών της ελληνικής επαρχίας, να επι κοινωνήσουν με την αίθουσα τέχνης


χρονικα/7 «Πολύπλανο» (όπου και θα γίνει η έκ­ θεση), Λυκαβηττού 1θ, τ.κ. 10673, τηλ. 36.29.822 - 36.37.859, για να πάρουν μέρος στην εκδήλωση, η οποία, πρέ­ πει να τονιστεί, γίνεται εντελώς δω­ ρεάν για τους εκδότες.

Ανοικτή και για τους εργαζόμενους ΑΠΟ τα πρώτα τεύχη του το «Διαβά­ ζω» προσπάθησε μέσα από τις στήλες του να προβάλει το αίτημα και την αναγκαιότητα για την παράταση του ωραρίου της Εθνικής μας Βιβλιοθή­ κης. Από αυτό το μήνα, ύστερα από απόφαση του Εφορευτικού Συμβου­ λίου της Βιβλιοθήκης (πρόεδρος ο Βασίλης Φίλιας), λειτουργεί σε εντεκάωρη βάση. Στα άμεσα σχέδια βρίσκεται η συν­ τήρηση του κτιρίου και η ανάθεση με­

λέτης για την εγκατάσταση κλιματιΤο Εφορευτικό Συμβούλιο απασχο­ λεί η έκδοση βιβλιογραφίας της Εθνι­ κής Βιβλιοθήκης, πράγμα που θά 'πρεπε νά ’χει γίνει από καιρό. Για να μπορεί να λειτουργεί σε εντεκάωρη βάση, η βιβλιοθήκη προσέλαβε ακόμη σαράντα υπαλλήλους. Έτσι, έστω και με μεγάλη καθυστέ­ ρηση, η βιβλιοθήκη θα εξυπηρετεί πια και τους εργαζόμενους.

Πολιτικό = Ποιοτικό; ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ σε εφημερίδα ότι το εί­ δος του βιβλίου που αγοράζεται κατά περιόδους έχει άμεση σχέση με τις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες. Για παράδειγμα, την εποχή της μεταπολί­ τευσης μεγαλύτερες πωλήσεις πα­ ρουσίαζε το πολιτικό βιβλίο. Ενώ αν­ τίθετα σε εποχές όπου δεν παρατη­ ρούνται έντονες πολιτικές, κοινωνι­ κές, ηθικές ή άλλες αλλαγές, παρου­

σιάζει αύξηση το βιβλίο που δεν είναι και τόσο καλής ποιότητάς. Αυτά ακούστηκαν σε συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Ελεύθερου Ανοιχτού Πανεπιστήμιου με θέμα το τι διαβάζουμε σήμερα. Ομιλητές στην εκδήλωση ήταν ο κ. Ν. Γαβριήλ, εκπρόσωπος της Πανελλή­ νιας Ομοσπονδίας Εκδοτών Βιβλιοπω­ λών (ΠΟΕΒ), ο κ. Γκοβόστης, πρόε­ δρος του Συνδέσμου Εκδοτών και μέ­ λος του ΣΕΒΑ, καθώς και η λογοτέχνις Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, ενώ τη συζήτηση συντόνισε ο κ. Γ. Καράς, μέλος της ΟΕ του ΕΑΠ. Σύμφωνα πάντα μ’ αυτά που διαβά­ σαμε και που παραθέσαμε πιο πάνω, οι ομιλητές δεν μπόρεσαν να διακρί­ νουν τα ειδολογικά από τα ποιοτικά κριτήρια, γιατί ταύτισαν κάθε πολιτικό βιβλίο με την άριστη ποιότητα και κά­ θε μη πολιτικό με χαμηλότερη ποιόΕίναι δυνατόν να γίνονται τέτοιες παρεξηγήσεις από άτομα που αγωνί­ ζονται και εργάζονται χρόνια στο χώ­ ρο του βιβλίου;

ΔΙΑΒΑΖΩ

Συμπληρώστε τή σειρά των άφιερωμάτων τού Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14) Βιβλία για παιδιά (No 24) Γυναικείος λόγος (No 36) Γκέοργκ Λούκατς (No 41) Τα διδακτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (No 47) Φράντς Κάφκα (No 50) Νέοι λογοτέχνες (No 50) Νίκος Καζαντζάκης (No 51) Μαρσέλ Προυστ (No 52) Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54) Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική λογοτεχνία (No 57) Αντίσταση και λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67)

Άγιον Ό ρος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Αογοτεχνία καί κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ. Π. Καβάφης (No 78) X. Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό Θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90)


8/χρονικα W

Ο

δ ιά λ ο γ ο ι

Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν­ διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά­

Μ ια α π ά ν τ η σ η

Το «Διαβάζω» είνα ι ένα π εριοδι­ κό φιλολογικό, κι αν φιλοξένησε τ ο άρθρο μου για «το Μαρξ και το υ ς Αρχαίοϋς» δε θά ’θελα να καταχρασθώ τη φ ιλοξενία του για ένα ζήτημα πολιτικό, όπως ε ί­ ναι το ζήτημα τη ς δημοκρατίας, αν και πιστεύω πως δ εν υπάρχει τίπ οτε το ανθρώπινο που να μην έ χ ει και τ η ν πολιτική του διά στα­ ση. Θα προσπαθήσω λοιπόν όσο το δυνατό συντομότερα να απαντή­ σω στο Δημήτρη Ορφανίδη, που διάβασε το άρθρο μου και γ νοιάστηκε να μου γράψει. Πρώτα απ’ όλα θα ή θελα να το ­ νίσω πως δε νομίζω ό τι μπορού­ με να π εριγράφουμε το ν κόσμο με μανιχαϊστική νοοτροπία ή με ποσότητες του Boole, όπως θά ’λ ε γ ε κάποιος μαθηματικός, ονομάζοντάς τον: χρισ τιανό ή ειδω­ λολάτρη, μουσουλμάνο ή άπιστο, ιουδαίο. ή εθνικό, μαρξιστή ή αντΐ(!ιαρξιστή, κομουνιστή ή αντικομουνιστή, δημοκράτη ή αντιδημοκράτη. Δ εν παίρνω, εγώ το υ ­ λάχιστον, ένα και μοναδικό ση­ μείο αναφοράς τσουβαλιάζοντας όλες τ ις άλλες ιδ έες που δεν προσανατολίζονται σύμφωνα με το δικό μου σημείο μέσα σε μια έννοια αρνητική, περιχαρακώνοντάς τε ς συνήθως με ένα «αν­ τί». Διατηρώ βέβαια τη ν πολιτική διάκριση, όπως τη βρήκα στον Αριστοτέλη, μοναρχία, ολιγαρχία, δημοκρατία, και καθεμιά του ς τη δέχομαι περισσότερο με τα θ ε τ ι­ κά της γνωρίσματα, όπως πάλι μας τα περιγράφ ει ο Α ρ ιστοτέ­ λης, και πολύ λιγότερο με την αρνητική του ς αντιπαράθεση

φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώ­ νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά. 'χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.

προς τ ις άλλες δύο. Μια τέτο ια τα κ τικ ή τη βρίσκω μη μισαλλόδο­ ξη, πιο συνεννοήσιμη κι απ οτελε­ σματική για τη συζήτηση και φ υ­ σικά πιο κοντά σ την αρχαία ελ λ η­ νική σκέψη, που η αν τικ ειμ εν ικ ό ­ τη τα ήταν τ ο κύριο χ αρακτηρι­ στικό της και το κύριο θέλγητρό της. Κι η σκέψη μου είν α ι επη­ ρεασμένη από τη ν αρχαία ελ λ η­ νική π ολιτική σκέψη κι όχι από το ν Μπλανκί. Οι αναρχικοί, βαθιά κι ε κ είν ο ι επηρεασμένοι, όπως κι ο Μαρξ, από την ολιγαρχική σκέ­ ψη και καταπιεσμένοι από τις ολιγα ρχικές δομές της σύγχρονής το υ ς εποχής θέλουν να μην έ χ ε ι κανένας τη ν εξουσία. Η δη­ μ ο κρ α τία θ έ λ ει να έχ ου ν την εξουσ ία όλοι. Μόνο ανατρέχοντας στις πη­ γ έ ς , μιας θεωρίας μπορούμε να τη ν κρίνουμε σωστά. Το χρισ τια­ νισμό . το ν μαθαίνει κανείς από τ ις πηγές του, δηλαδή τη Βίβλο, τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, τις αποφάσεις των Ο ικουμενικών Συνόδων, το μωαμεθανισμό εντρυφώ ντας στο Κοράνι και το μαρξισμό εγκύπτοντας στα συγγράμματα του Μ αρξ και του Έ νγκελς. Για τη δημοκρατία πηγές είνα ι τα συγ­ γράμματα των αρχαίων Ελλήνων και μόνο. Ας μην ξεχνάμε πώς αυτή η λέξη είν α ι ελληνική και καμιά γλώσσα δ εν έφ τια ξε δική τη ς ανάλογη. Οι Ρωμαίοι είπαν «res publics», που σημαίνει δημό­ σιο πράγμα, δημόσια υπόθεση, όχι δημοκρατία, δηλαδή λαϊκή κυριαρχία. Νά λοιπόν ποιες είνα ι όλες οι δ ημοκρατικές αρχές, όπως μας τ ις διέσωσε ο Αριστοτέλης: Χαρακτηριστικό της δημοκρα­ τία ς είν α ι η ελευ θ ερ ία. Χαρακτη­ ρισ τικά της ε λ ευ θ ερ ίας είν α ι α)

να άρ χεται και να άρ χει καθένας με τη σειρά του και β) να ζε ι κα­ θένας όπως θέλει. Αυτά υλοποι­ ού νται με τις ακόλουθες δημο­ κρ ατικές αρχές: ά) εκλέγο υν όλο ι (αν το αξίωμα είν α ι αιρετό, σημ. δική μου) του ς αξιωματούχους και από όλους, β) όλοι κυ­ βερνούν τ ο ν καθένα και καθένας όλους με τη σειρά του, γ) τα αξιώματα είνα ι κληρωτά ή όλα ή όσα δ εν απαιτούν ειδ ικ ές γνώ­ σεις, δ) δε χ ρ ειάζεται να έ χ ει κα­ ν είς περιουσιακά στοιχεία γ ια να ασκήσει κάποιο αξίωμα ή χ ρ ειά ­ ζο ντα ι πολύ λίγα, ε) ο ίδιος δεν παίρνει αξίωμα δυο φορές εκτό ς από σπάνιες περιπτώσεις, και αυ­ τό μπορεί να γ ίν ει για λίγα αξιώ­ ματα (εξαιρ ούνται τα πολεμικά αξιώματα), ζ) τα αξιώματα είνα ι ολιγοχρόνια ή όλα ή όσα είνα ι δυνατό, η) δικαστές γ ίνονται όλο ι και ε ίν α ι αρμόδιοι για όλα τα ζητήματα ή για τα περισσότερα και τα σπουδαιότερα και αυτά που εκφράζουν τη ν κυριαρχία, π.χ. είν α ι α ρμόδιοι για να κρίνουν τ ις λογοδοσίες αυτών που άσκη­ σαν κάποιο αξίωμα, τα π ολιτεια­ κά θέματα, τις ιδιω τικές συναλ­ λαγές, θ) η συνέλευση του λαού (η Εκκλησία του Δήμου) είνα ι το κυρίαρχο όργανο για όλα ή για τα σπουδαιότερα, ι) κανένα αξίωμα δ εν ασ κεί κυριαρχική εξουσία σε κανέναν ή ασ κεί σε πάρα πο­ λύ λίγους, κ) η αρχή η πιο δημο­ κρατική είν α ι η βουλή (Αρισ τοτέ­ λη, Π ολιτικά 13176). Α υ τές ο ι αρχές χαρακτηρίζουν τα δημοκρατικά πολιτεύματα. Ά λ λ ο τώρα αν δε μας βολεύουν και γ ι’ αυτό ονομάζουμε δημο­ κρατία κάτι άλλο που μας βο λεύ­ ε ι ή μας τα ιριάζει καλύτερα. Το ό τι η κλήρωση είν α ι η «ει­ δοποιός διαφορά» της δημοκρα-


χρονικα/9 τίας, γ ια τί είνα ι τ ο μόνο σύστημα ανάδειξης αρχόντων που κα­ τα ρ γ εί τις ιεραρχίες - τό σ ο προσ­ φ ιλείς σε κάθε εξο υσιασ τή - και βάζει όλους τους ελεύθερους π ολίτες σε ίση μοίρα σχετικά με τη συμμετοχή στην εξουσία -μ ε τη ν κλήρωση υλοποιείται και αξιοπ οιείται η ελευ θ ερ ία -, είνα ι πασιφανές από το γεγονός και μόνο ό τι ο Αριστοτέλης την επα­ ναλαμβάνει την άποψη αυτή κα. τά κόρο. Μεταφράζω ένα μικρό κομμάτι που δ είχνει πόσο η εκλογή και ο κομματισμός ήταν γ ια τους αρχαίους Έ λληνες συν­ δεμένα με την ολιγαρχία και η κλήρωση καθώς επίσης και η έλ ­ λειψ η κομμάτων συνδεμένες με τη δημοκρατία: «Και αλλάζουν τα πολιτεύματα και χωρίς εμφύλια, διαμάχη εξα ιτίας των κομμάτων, όπως ακριβώς έ γινε στην Ηραία (για τί γ ι’ αυτό το λόγο έκαναν τ ις αρχές από αιρ ετές κληρωτές, επειδή δηλαδή εξέλεγαν τους κομματιζόμενους)...» (Αρισ τοτέ­ λη, Π ολιτικά 1303α 13-16). Ο Μαρξ και μόνο από το γεγο ­ νός ότι μιλάει για εκλογή και δεν ανα φέρει πουθενά για κλήρωση είνα ι ολιγαρχικός, σύμφωνα πάν­ τα με τις προδιαγραφές αυτών που εφ εύραν και προσδιόρισαν τη δημοκρατία. Το να λέω «δημο­ κρατία είνα ι οι προσωπικές μου πεποιθήσεις άρα είμ αι δημοκρά­ της» στη λογική το ονομάζουμε ταυτολογία, είνα ι δηλαδή σα να λέω: «ασπρίλα είνα ι το να είνα ι κανείς άσπρος». Δ εν ενδιαφ έρθηκε λοιπόν για τη δημοκρατία και το λαϊκό κρά­ τος ο Μαρξ- κι η συμβολή του στη διανόηση της ανθρωπότητας είνα ι κυρίως στον οικονομολογι­ κό τομέα. Και για τη στροφή της πολιτικής σκέψης από τα καθα­ ρά πολιτειολογικά προβλήματα πρός τα οικονομικά δεν ευθύνετα ι αυτός. Ά λ λ ο ι πριν από ε κ ε ί­ νον είχαν αρχίσει την «αποπολι­ τικοποίηση»· ο ίδιος με το μελε­ τημένο οικονομισμό του την έφ ερ ε στο ζενίθ. Από τα συγγράμματα των αρ­ χαίων Ελλήνων αυτά που περι­ γράφουν πληρέστερα τη δημο­ κρατία είναι: α) τα Π ολιτικά του Αριστοτέλη, β) η «Αθηναίων Πο­ λιτεία» του Αριστοτέλη. Ο Μαρξ, και βέβαια δικαιολογημένα, δεν ήταν δυνατό να τη ν ξέρει, για τί εκδόθηκε για πρώτη φορά το

1891, δηλαδή οκτώ χρόνια μετά το θάνατό' του. Να τολμήσω να σκεφθώ πως η κλήρωση, μια και φ αίνεται σαν ο κύριος τρόπος ανάδειξης των αρχόντων στη δη­ μοκρατία, ενοχλεί τη ν αρχή του λενινισ τικού συγκεντρωτισμού που ο εφ ευ ρέτης του τον επονό­ μασε εξωραϊστικά και κατ’ ευφ η­ μισμόν δημοκρατικό; Για του ς δούλους ανάμεσα σ τ’ άλλα λ έ ε ι ο Αριστοτέλης ό τι θα είνα ι αχρείαστοι και θα καταργηθούν, αν βρεθούν μηχανές να του ς αντικαταστήσουν (Πολ. 12536, 33-39). Τώρα αν κανείς μ’ αυτή τη ρήση τ ου Αριστοτέλη εν ­ ν ο εί τον πλήρη αυτοματισμό, εγώ και πολύς, πιστεύω, κόσμος θα δεχόμασταν πως και χωρίς να φτάσουμε το ν τέλ ε ιο αυ τοματι­ σμό η σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη θα μπορούσε να μειώσει τον ανθρώπινο κόπο κατά πολύ, αν δεν υπήρχαν αντιπαραγωγικές δαπάνες που γ ίνονται για το ν πόλεμο, την αστυνόμευση, τη διαφήμιση, το γόητρο, τη ν κε­ νότητα. Ό σ ο γ ια τ ις λεγάμενες αστικές δημοκρατικές επαναστάσεις από τ ις οποίες δ ιδάχτηκε τη δημο­ κρατία ο Μαρξ -όπως άλλωστε και για την Οκτωβριανή και τις άλλες όλες και τις παλιότερες και τις κατοπ ινό τερ ες- όταν πε­ τύχαιναν δ εν έκαναν τίπ οτε άλλο από το να αλλάζουν τα πρόσωπα ή τις τά ξεις στην εξουσία. Ίσως σ την καλύτερη περίπτωση να έδωσαν την εξουσία σε μια μειο­ ψηφία ευρ ύτερη από τη νικημέ­ νη. Στο λαό όμως δεν την έδω­ σαν. Τη συντριπτική του πλειοψηφία την κράτησαν μακριά από την εξουσία όλες αυ τές ο ι περιώ­ νυμες επαναστάσεις. Μόνο η νο­ μοθεσία του Σάλωνα και του Κλεισθένη μοίρασαν την εξουσία σ’ όλους του ς ελεύθερους πολί­ τες θεμελιώνοντας έτσ ι ένα πο­ λ ίτευ μα που δεν στάθηκε το απόλυτα τ έλ ε ιο βέβαια, μα που αναδείχτηκε στο τελ ε ιό τερ ο από όσα έ χ ει γνωρίσει η ανθρωπότη­ τα μέχρι σήμερα. Κι αυτά χωρίς βία, αλλά με συμφωνία όλου τόυ λαού. Με τη βία μπορείς να μί­ ξ εις μια μοναρχία, μπορείς να στήσεις μια μοναρχία, μπορείς να ρίξεις μια ολιγαρχία, μπορείς να στήσεις μιαν ολιγαρχία. Μπο­ ρείς ακόμα με τη βία να ρίξεις

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ Ο γιός τής δούλας

ΑΥΓΟΥΣΤΟ! ΣΠΊΝΤΜΠΕΡΓΚ

Ό γιός της δούλας

«..."Οταν θά διαβάσετε αύτό τό βιβλίο θά άναρωτηθεϊτε: Τί είναι αύτό; Είναι μυθιστόρημα; ’Όχι! Είναι βιογραφία; ’Ό χι! ’Αναμνήσεις; ’Ό χι! ’Απαντώ: Είναι αύτό πού είναι. ' Η ιστορία τής έξέλιξης μιας ψυχής άπό τό 1849-1867». ΐκδόσας ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλιj 9 - ‘Αθήνα! 10679 Τηλ. 3607744 - 3639962

πρίσμα (πταιβηιτικα πβιχνΛκι · οβη yrimgyMyn ou

μοοομοοολινος 48 και υψηλαντοα -τηλ. 4172388


10/χρονικα μια δημοκρατία. Να στήσεις όμως με τη βία μια δημοκρατία δε γίνεται. Λέτε, φ ίλε Δημήτρη Ορφανίδη, πως η δικτατορία του προλετα­ ριάτου είνα ι η δικτατορία των πολλών πάνω στους λίγους... Πώς τη βλέπετε; Νά γίνουμε οι περισσότεροι βιομηχανικοί εργά­ τες ; Ή πώς αλλιώς βλέπετε την προλεταριοποίησή μας; Οι προ­ λετάριοι, τουλάχιστο εδώ στην Ελλάδα, προσπαθούν να αποπρολεταριοποιήσουν τα παιδιά τους κάνοντας θυσίες για να τα στείλουν στα πανεπιστήμια. Κι αν η δικτατορία του προλε­ ταριάτου είνα ι η δικτατορία των πολλών, για τί επιμένετε σ’ αυτό το ν όρο; Αφού, όταν η πλειοψηφ ία περνάει τη γνώμη της («ό,τι αν δόξη τοις πλείοσι» έλεγαν οι πρόγονοι) το λέμε δημοκρατία... Η ανθρωπότητα τουλάχιστο στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό αλλά και αραβικό χώρο δεν έχει επηρεασθεί από κανένα άλλο πο­ λιτισμό τόσο όσο από τον αρχαίο ελληνικό, που έφτασε στην ακμή του σε λιγότερα από χίλια χρό­ νια. Ά λλο ι πολιτισμοί που άρχι­ σαν να χρονολογούν από το 7000 π.Χ. ή από το 3500 π.Χ. επηρέα­ σαν τ ην ανθρωπότητα πολύ λιγό­ τερο, ενώ άλλοι εξαφανίστηκαν τελείω ς. Αυτό έγινε βέβαια για τί ο ελληνικός πολιτισμός φάνηκε ανώτερος από τους άλλους με την έννοια ό τι ήταν και είνα ι πιο ταιριαστός στον άνθρωπο. Όμως οι πρόγονοι δεν ήταν καμιά ανώ­ τερ η φυλή και δε διαφέραν από τους σύγχρονούς τους παρά μό­ νο στο πολίτευμα. Ανακεφαλαιώνω: 1. Ό σο πιο σπουδαίος είναι ένας πολιτισμός τόσο πιο πολύ επηρεάζει τους άλλους. Αλλά ο αρχαίος ελληνικός πο­ λιτισμός (ΑΕΠ) έχ ει επηρεάσει και τους σύγχρονους και τους μεταγενέστερους και τους επη­ ρεάζει ακόμα περισσότερο από κάθε άλλο πολιτισμό. Ά ρ α ο ΑΕΠ είνα ι ανώτερος από όλους. 2. Ό σ ο ανώτερο είνα ι το πολι­ τισ τικό έργο ενός λαού και μιας εποχής, τόσο πιο ώριμος θεω ρεί­ τα ι και ο λαός και η εποχή του. Αλλά ο ΑΕΠ είνα ι ανώτερος. Ά ρ α η εποχή και ο λαός που έφ τιαξαν τον ΑΕΠ ήταν η πιο

ώριμη εποχή και ο πιο ώριμος λαός στην ιστορία της ανθρωπό­ τητας, μέχρι τώρα τουλάχιστο. 3. Ο λαός που έφ τιαξε τον ΑΕΠ δεν ήταν καμιά ανώτερη φυ­ λή και πολλοί σύγχρονοι και με­ ταγενέσ τερο ί του λαοί είχαν με­ γαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και οικονομικές δυνατότητες ευ ­ ρύτερες- δ ιέφ ερε μονάχα ως προς το πολίτευμα. Αλλά το πολίτευμα αυτό ήταν η δημοκρατία με τις προδιαγρα. φ ές που μας τις διέσωσε ο Αρι­ στοτέλης. Ά ρ α η δημοκρατία αυτή ήταν ο ουσιώδης συντελεστής εκείνου του πολιτισμού. (Δεν υπάρχει καμιά μεταφυσι­ κή.) 4. Ό τα ν κάποιος αγνοεί το βαθμό της συμβολής ενός πολι­ τισ μού στην πολιτιστική πορεία της ανθρωπότητας και ονομάζει τον πολιτισμό αυτό και την επο­ χή του παιδική (δηλ. ανώριμη) ηλικία της ανθρωπότητας και αγνοεί επίσης και τον ουσιώδη συντελεστή αυτού του πολιτι­ σμού, τό τε είμ αστε απόλυτα δι­ καιολογημένοι να θεωρούμε ότι αυτός που σκέφθηκε έτσ ι δε με­ λέτησε επαρκώς αυτό τ ον πολιτι­ σμό και του διέφ υγε η ουσία του. Αλλά ο Μαρξ ονόμασε την ελ ­ ληνική αρχαιότητα παιδική ηλικία της ανθρωπότητας. Ά ρ α ο Μαρξ δεν κατάλαβε την ουσία του αρχαίου ελληνικού πο­ λιτισμού. Πιθανότατα να θεωρηθώ σ τεί­ ρος προγονολάτρης. Αν όμως ο θαυμασμός για ένα πολιτισμό που στηριγμένος σε ένα από τα λαμπρότερα επιτεύγματα της αν­ θρώπινης σκέψης, το δημοκρατι­ κό πολίτευμα, έθεσε και έλυσε προβλήματα θεωρηθεί προγονολατρία και η αναζήτηση μέσα από αυτόν λύσεων για τα σημερινά προβλήματα χαρακτηρισ θεί στειρότητα, τό τ ε αποδέχομαι την κα­ τηγορία με πολλήν ευχαρίστηση. Δ εν ξέρω αν η απάντησή μου φ αίνεται ικανοποιητική στο Δη­ μήτρη Ορφανίδη. Σε άλλο χώρο, γραπτά ή προφορικά, θα μπορού­ σαμε ίσως να μιλήσουμε πε­ ρισσότερο για τη δημοκρατία. Εδώ δε μου μ ένει παρά να ευχα­ ριστήσω το «Διαβάζω» για τη φ ι­ λοξενία του. Αλέξαντρος Κόντος

Α π ο τ ιμ ή σ ε ις κ α ι α π ο ρ ίε ς Κε διευθυντά, το αφιέρωμα του τεύχους 87 (Νέοι Λογοτέχνες) ήταν τουλάχι­ στον ατυχές, για να μην πω προ­ κλητικό. Ειλικρινά δεν κατάλαβα το λόγο για τον οποίο δημοσιεύθηκαν α υ τές ο ι συνεντεύξεις αυ­ τών των λογοτεχνών. Και -π ά λ ιειλικρ ινά λυπούμαι, γ ια τί βλέπω να παγιοποιείται ένα κακό έθιμο με όλους αυτούς τους επιλεγομένους νέους λογοτέχνες: να προβάλλονται, δηλαδή, μετριό­ τ η τες - κ α ι μάλιστα όχι οι πιο λαμπρές! Το πιο προκλητικό ήταν το ότι - μ ε εξαίρεση δ ύ ο -τρ εις - όλοι θέλησαν να δώσουν την εντύπω­ ση του παιδιού θαύματος. Τι κακοκεφαλιά! Ακόμα: όλοι ερωτήθησαν ποια ήταν τα ερεθίσματα που τους οδήγησαν στο γραπτό λόγο και -έκπ ληκτος τω ό ν τ ι- ε ί­ δα ό τι η κα Βόρνιγκ: έγραψε (με­ ταξύ άλλων) γ ια τί υπήρχε γενική οικονομική κρίση στα 1973, ο κος Γκιμοσούλης: επειδή ντρέπεται (γενικά κι αόριστα), ο κος Γ συλιάμος: επειδή γεννήθηκε στην επαρχία κι έζησε σε κλίμα έν τα ­ σης και σύγχυσης, η κα Ησαΐα: επειδή υπήρξε πολύ ζωηρή στα νιάτα της και τ ης άρεσαν από μι­ κρή τ ’ αγόρια, ο κος Κάσσος: ad jocandum κι επειδή τον περόνια­ σε βαθιά (sic) η βουβή μελαγχο­ λία του θεσσαλικού κάμπου που γύρευε ν ’ αρθρωθεί, ο κος Παπαχρήστος: δεν έχ ει πολυκαταλάβει ακόμα για τί γράφει, η κα Σταυρακοπούλου: επειδή υπάρ­ χουν η βροχή, η νύχτα, τ ’ ανεμομπόρια, οι σεισμοί κι επειδή δεν κυκλοφορούν όμορφοι άν­ θρωποι στους δρόμους, ο κατά τα άλλα συμπαθής κος Σφακιανάκης: επειδή έχ ει την τρομερή ατυχία να πιστεύει στο πεπρωμέ­ νο, επειδή όλες του οι παιδικές φίλες πέθαναν από μεσογειακή αναιμία κι επειδή τυγχάνει αμε­ τανόητος λάτρης της γυναικείας περιόδου, ο κος Σφυρίδης, τ έ ­ λος: επειδή τον εγκατέλειπαν οι κατά καιρούς ερωμένες του. Φαντάζομαι ό τι ο Γ καίτε έγραφε κι ο Μπόρχες γράφ ει για εντελώς δια φορετικούς λόγους. Κι έπειτα, κε διευθυντά, από


χρονικα/11 πού κι ώς πού θεωρούνται η κα Ησαΐα (γεν. το 1934) κι ο κος Σφυρίδης (γεν. το 1935) νέοι λο­ γοτέχνες κι όχι ο νεότερος τους κος Ελευθερίου; Και μέχρι πότε θα θεωρούνται νέοι λογοτέχνες; Και με τ ι και ποιες επιπτώσεις για τη λογοτεχνία; Στις συνεντεύξεις και πάλι. Άγρευσα διαφόρους νεολογι­ σμούς που -ω ς άνθρωπος εχέφρω ν- αρνούμαι να αποδεχτώ. Ιδού, ανθολογώ: «προγνωστική αντίληψη της γλώσσας» (κος Γ κιμοσούλης), «οι φυλακές των φυ­ λετικώ ν ρόλων» (κα Βόρνιγκ), «η κλεψιγαμία αποτελεί νομοτέ­ λεια» (κος Γουλιάμος), «η έρη­ μος της ασχημοσύνης» (κος Κάσσος), «να ξεχωρίσουμε απ’ τη χύ­ μα κατάσταση ουσιαστικά» (κος Παπαχρήστος), «παιδοκτητικοί οραματισμοί» (κος Σφακιανάκης). Επιπλέον: η κα Ησαΐα προσπα­ θεί να μας πείσει ότι ο χειρ ότε­ ρος ποιητής της νεοτέρας Ελλά­ δος είναι ο Σινόπουλος, ο κος Στεριάδης περιαυτολογών ασύστολα μιλάει ανερυθρίαστα (έχοντας προφανώς λησμονήσει το μηδέν άγαν) για τη «σπουδαία γενιά του 70», ο κος Μ έγαλυνός εισάγοντας μαλθουσιανές παρα­ μέτρους στη λογοτεχνία, ούτε λίγο ούτε πολύ, μας απειλεί ότι «η παραγωγή της τέχνης θα με­ γαλώνει και θα καλυτερεύει συ­ νέχεια, για τί οφείλουμε να είμ α­ στε καλύτεροι και πιο έξυπνοι απ’ τις προηγούμενες γενιές» (Σεφέρης - Μέγαλυνός: σημειώ­ σατε 2). Πάντως, μόνο σοβαρά πράγματα δεν είναι αυτά... Η απορία γεννάται αυτομάτως: Μα, καλά, αυτοί είναι οι νέοι λο­ γοτέχνες; Γιατί αν, κατά το «Δια­ βάζω», είναι α υ το ί και λένε τ έ ­ τοια πράγματα, τότε, κε διευθυντά, το περιοδικό έχει διαπράξει μια φοβερή αδικία, γιατί, μολονό­ τι παλαιός αναγνώστης, δεν είδα ποτέ κανέναν να βγει να πάρει συνέντευξη απ’ τους Γιώργη Αριστηνό, Αντώνη Ζέρβα, Διονύση Καψάλη, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Στέφανο Ροζάνη, Γιάννη Υφαντή (ενδεικτική αναφορά), που και πεπαιδευμένοι είναι και κάτι παραπάνω έχουν να πουν απ’ την κα Στ,αυρακοπούλου ή τον κο Στεριάδη. Πριν κλείσω, κε διευθυντά, θα ήθελα να απευθύνω ένα de pro-

fundis εύγε στην ποιήτρια κα Δή­ μητρα Χριστοδούλου και για την -μ η πεποιημένη- σεμνότητά της και για όσα -όμορφ α εκπεφρα­ σμένα και καθόλου οχληρά- λέει. Μ ετά τιμής Γιώργος Δ. Κεντρωτής Επιδάμνου 2 - Αθήνα

Φαίνεται ότι ο αναγνώστης μας δεν κατανόησε το σκοπό των αφιερωμάτων στους νέους λογο­ τέχνες, που είναι η καταγραφή των κινήτρων και του προβλημα­ τισμού της νεότερης λο γοτεχνι­ κής γενιάς. Στα τρία αφιερώματα που·έχουν γίνει μέχρι σήμερα, το «Διαβάζω» έδωσε τη δυνατότητα σε νέους δημιουργούς να εκφράσουν αυτά που πιστεύουν, ε ίτ ε συμφωνούσε ε ίτ ε διαφωνού­ σε μαζί τους -προνόμιο που θά 'θ ελε ο επιστολογράφος μας να το παρέχουμε μόνο σε καταξιω­ μένους ή σε όσους εκείνος εγ ­ κρίνει. Σ την εισαγωγή των αφιερωμά­ των αναφέρουμε τις τυπικές προϋποθέσεις που έπρεπε να συγκεντρώνει ο κάθε δημιουρ­ γός για να εν τα χθ εί στο αφιέρω­ μα. Πρέπει να προσθέσουμε ότι προσπαθήσαμε να αντιπροσωπευθούν διάφορες τάσεις και ρεύματα που υπάρχουν στο χώ­ ρο της νεότερης λογοτεχνίας μας. Π ιστεύουμε ότι υπάρχουν και άλλοι πολλοί κα λοί νέοι λ ο γ ο τέ­ χνες, περισσότεροι από τους λ ί­ γους άξιους που αναφέρει ο επι­ στολογράφος μας, στους οποί­ ους το περιοδικό και σε μελλον­ τικά τεύχη που θα αφιερωθούν σε νέους λογοτέχνες θα απευ­ θυνθεί, και στις σ τήλες της κ ρ ιτι­ κής του θα αναφερθεί και το χώ­ ρο για τη συνέντευξη που υπάρ­ χ ει σε κάθε τεύχος θα παραχω­ ρήσει. Θέλουμε να ευχαριστήσουμε το ν αναγνώστη μας για όσα προ­ σεκτικά εντόπισε, κατά τη γνώμη του, στο αφιέρωμα των νέων λ ο­ γοτεχνώ ν και να τον διαβεβαιώ­ σουμε ότι το «Διαβάζω» και οι υπεύθυνοί του από τα πρώτα τεύχη έδ ειξα ν μια προτίμηση στο έργο και στην προβολή των νέων

όδυσσέας ΣΟΛΩΝΟΣ 116. ΤΗΛ. 36.19.724

• Ιω. Λαμπίρη-Δημάκη Η ελληνική κοινωνία στην φοιτητική συνεί­ δηση

• Μ άριο Ν τε Μ ικέλι

Ο ι πρωτοπορίες της τέχνης του 20ού αιώνα • Τώ νης Σπητέρης

Η τέχνη στην Ελλάδα μετά το 1945 • Π ρόδ ρομ ος Σ αβίδης

Η χαμένη

• X. Μέλβιλ Μ πάρτλεμπυ ο γραφιάς • Κ άρλο Λ έβι

Ο Χριστός σταμάτησε στο Έ μ πολι • Θ ά νο ς Βερέμης

Οι επεμβάσεις του στρατού στην ελληνική πολιτική 1916-1936 • Γιώ ργος Φ. Κ ουκ ουλές

Για μια ιστορία του ελ­ ληνικού συνδικαλιστι­ κού κινήματος


12/χρονικα δημιουργών και δε θεώρησαν νέους και δημιουργούς μόνο τους τυχόν φίλους ή συνεργάτες του.

Α ς ε ίμ α σ τ ε π ρ ο σ ε κ τ ικ ό τ ε ρ ο ι Αγαπητό «Διαβάζω», Στο τεύχος σου 87 (8 Φε­ βρουάριου 1984) και στο αφιέρω­ μά σου «Νέοι Λογοτέχνες», όπου για τρίτη συνεχή χρονιά παρου­ σιάζεις με συνεντεύξεις τους «λογοτέχνες της νεότερης γ ε ­ νιάς», φ ιλοξενείται και συνέν­ τευξη του γνωστού πεζογράφου Τόλη Καζαντζή. Επειδή ο φίλος λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης, απαντώντας στο ερώτημα του περιοδικού το σχετικό με τους «οραματισμούς της γενιάς του στη λογοτεχνία» (εγώ υπογραμμίζω), μίλησε σαν εκπρόσωπος όσων «ολοκλήρω­ σαν την παιδική και την εφηβική τους ηλικία μέσα στη σιωπή και την απραξία της κατοχής και των δύο εμφυλίων (θερμού και ψυ­ χρού)», και επειδή τυχα ίνει να ανήκουμε στην ίδια γενιά και από άποψη ηλικίας και από άποψη εμ­ φάνισης στα γράμματά μας - ο Τ. Καζαντζής δεν «πρωτοπαρουσιάστηκε μετά το 1965», αλλά από το 1959 ήδη με ποιήματα και από το 1961 με πεζογραφήματα στο περιοδικό «Διαγώνιος»- ας μου επιτραπεί, αφού συμφωνήσω μαζί Του με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνιολογικής του ανάλυσης, της σχετικής με τη διαμόρφωσή μας στα κρίσιμα χρόνια της παι­ δικής και της εφηβικής ηλικίας, να εκφράσω κάποιες διαφωνίες μου όσον αφορά τις «ελπίδες που μπορούμε νά ’χουμε» στη λογοτεχνία. Γιατί μπορεί η γενιά μας να μην «κατάφερε ποτέ να δομήσει στοιχειωδώς μιαν ομάδα, ούτε και να βγάλει ένα, βραχύβιο έστω, περιοδικό» -α ν και δεν εί­ ναι ακριβώς έτσ ι τα πράγματα: τα περιοδικά «Μαρτυρίες» (19621966) και «Σημειώσεις» (1973) βγήκαν και βγαίνουν από μια συγκροτημένη ομάδα «ομηλί­ κων»-, ωστόσο είνα ι υπερβολικό καί'εντελώ ς άδικο να λέμε πως

«ό,τι ζήσαμε, το ζήσαμε μέσα από τα βιβλία», πως «όλα όσα αγαπήσαμε (γυναίκες, παιδιά κλπ.) αποτελούν τις μόνες επιτυ­ χίες της ζωής μας», ή πως «πα­ ραδοθήκαμε “ ανεπαισθήτως” και “ αμαχητί” στη μοίρα μας αφού δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να τα βάλουμε και να χτυπηθούμε μαζί της». Γιατί με τη μοίρα του δεν χτυπ ιέται κανείς μόνο συμμετέ­ χοντας στα γεγονότα που τη δια­ μορφώνουν -ό σ ο τη διαμορφώ­ ν ο υ ν - αλλά και βιώνοντας τ ις συνέπειές τους σιωπηλά όταν, για αντικειμενικούς λόγους, είναι αδύνατη η οποιαδήποτε συμμε­ τοχή του. Έτσι, λ.χ., η λόγω ηλι­ κίας, αναγκαστική απραξία και αποχή από τα συγκλονιστικά γ ε ­ γονότα της Κατοχής και του Εμ­ φυλίου ενός παιδιού ή ενός εφ ή­ βου, που οι γονείς του αναμίχθηκαν ενεργά σ’ αυτά και το πλή­ ρωσαν με τη ζωή τους ή με φ υ­ λακές, εξορίες και άλλες διώξεις, δ εν σημαίνει,, βέβαια, «αμαχητί παράδοση στη μοίρα του». Ση­ μαίνει μόνο καθημερινή και σιω­ πηλή, σπαραχτική βίωση της ορφάνιας και των ανεπούλωτων κοινωνικών πληγών της εποχής. Η κτηθείσα πείρα από παρόμοιες τραυματικές καταστάσεις και από το κοινωνικό τ έλμα που ακο­ λούθησε - γ ια τ ί και το τέλμα, βέ­ βαια, βιώ νεται- καθώς «είχαμε μπει, εκόντες άκοντες, μέσα στις γραμμές μιας τάξης και μέσα σε μιαν αμφίβολη εποχή που οδήγη­ σε σε μιαν άλλη σκοτεινότερη», όχι μόνο αναιρεί πως «ό,τι ζήσα­ με, το ζήσαμε μέσα από τα βι­ βλία», αλλά και επικυρώνεται, με τρόπο αδιαμφισβήτητο, από σει­ ρά ολόκληρη άξιων λογοτεχνι­ κών μαρτυριών της γενιά ς μας, που κλιμακώνονται απ’ την οξύτατη κραυγή της κοινωνικής δια­ μαρτυρίας ώς το βαθύ υπαρξιακό αδιέξοδο και τη σφοδρή ερωτική απόγνωση -επ ιτυ χ ίες της ζωής μας, ας μου επιτραπεί να πι­ στεύω, πολύ σημαντικότερες και ουσια στικότερες από όσες μνη­ μονεύει, ως «μοναδικές», ο φί­ λος πεζογράφος. Στο σημείο αυτό, αξίζει να επισημάνει κανείς την πλήρη, αλλά διόλου παράξενη αντίφαση, ανά­ μεσα σε όσα υποστηρίζει, στην επίμαχη απάντησή του στο ερώ­ τημά σου, ο δια νοούμενος Κα­ ζαντζής και σε όσα προκύπτουν

αβίαστα, ως παλλόμενες εικόνες ζωής, από τα πεζογραφήματά του. Που κάθε άλλο, βέβαια, πα­ ρά μαρτυρούν πως «ό,τι ζήσαμε, το ζήσαμε μέσα από τα βιβλία». Είμαι βέβαιος - α ς θυμηθούμε, ακόμα μια φορά, τον βασιλόφρονα πολίτη αλλά και τον βαθύτατα προοδευτικό συγγραφέα Μπαλζά κ - ότι η πιο έγκυρη κι αληθινή φωνή του δημιουργού της «Ενηλικίωσης» και των «Πρωταγωνι­ στών» βγαίνει μέσα από τον ζων­ τανό λόγο των αφηγημάτων του. Ό τα ν κανείς αποδέχεται τη συντριπτική ευθύνη ν ’ απολογηθ εί για λογαριασμό μιας ολόκλη­ ρης γενιά ς, ευθύνη που δεν ξέ ­ ρω ποιος έχει, αλήθεια, το δι­ καίωμα, ανάμεσά μας, να την επωμίζεται, πρέπει, τουλάχιστον, να ζυγίζει πολλές φορές τα λόγια του. Γιάτί, όσο ευαίσθητες καλλι­ τεχνικές κεραίες και όση οξυ­ δέρκεια και να δια θέτει, δεν παύ­ ει από του να έχ ει μια, συνήθως περιορισμένη, κάποτε επαρκή, αλλά πάντως ποτέ πλήρη αντίλη­ ψη της πολύμορφης, πρισματι­ κής και, όχι σπάνια, αντιφατικής πραγματικότητας. Ό ταν υπάρ­ χουν καταστάσεις που δεν τις ζήσαμε, ή τουλάχιστον που δεν τις ζήσαμε όπως τις έζησαν άλ­ λοι, ίσως είναι προτιμότερη η σιωπή και ο περιορισμός μας στα λίγα που μας αξίωσε η ζωή να δούμε και να δοκιμάσουμε στο πετσί μας. Είναι που είναι ακτήμων και χωρίς καμιά εξουσία η γενιά μας, είνα ι που είναι «εσώστρόφη» και «χτυπημένη», την αγνοούν που την αγνοούν και πασκίζουν λυσ­ σαλέα να τη θάψουν σε κάθε ευ­ καιρία, από όλα τα μεγάφωνα και τα μπαλκόνια, παλιότεροι και ν εότερ οι -μάταια, βεβαίως: ο τ ί­ μιος λόγος της ποτέ δεν θα χα­ θεί, όσο κι αν σήμερα λανθάνει καλυπτόμενος απ’ τον ορυμαγδό επιτηδείων της αγοράς, αντίθε­ τα, όσο περνά ο καιρός και η τύρβη δίκαια καταλαγιάζει, αυ­ τός θα λάμπει-, ας μη γινόμαστε αίτιοι, με βιαστικές, ασαφείς ή διφ ορούμενες κρίσεις, να χαί­ ρονται, έστω και πρόσκαιρα, οι εχθροί της. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Με φιλικούς χαιρετισμούς Ανέστης Ευαγγέλου Διγενή Ακρίτα 7 Ωραιόκαστρο-Θεσσαλονίκη


Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]

Από 7 έως 20 Μαρτίου

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπ ορικό­ τερ α βιβλία ενό ς δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώ νοντας ο καθένας τους τα τρ ία βιβλία που είχ αν τις πε­ ρ ισσό τερες πωλήσεις στο βιβλιοπω λείο του κα­ τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβ λίο μ ε τις μ ε ­ γα λύ τερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε­ ρίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δυο (**) και το τελε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ).

*

2. Δ. Μαρωνίτη: Η ποίηση του Σεφέρη (Ερμής) 3. Μ. Δούκα: Η πλωτή πόλη (Κέδρος) 4. θ. Καστανάκη: 0 ΧατζηΜανουήλ (Εστία)

*

Λ

5. Τζ. Όργουελ: 1984 (Κάκτος) 6. Γ. Βότση: Σε μαύρο φόντο (Στοχαστής) 7. Ν. Γκάΐζογιάννη: Ελένη (Ελληνική Ευρωεκδοτική) 8. Λ. Ολιβιέ: Εξομολογήσεις ενός ηθοποιού (Libra) 9. Ν. Κοτζιά: Τρίτος δρόμος (Σύγχρονη Εποχή) 10. Τ. Σινόπουλου: Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη (Κέδρος)

*

* * **

j

|

Ρόμβος - Αθ.

CD Έ

Σύγχρονη Εποχή - Αθ.

Q-

iz

Πειραϊκή Φωλιά του Βιβλίου

j

I Κοτζιά - Θεσ.

1. Κ. Τσάτσου: 0 άγνωστος Καραμανλής (Ελληνική Ευρωεκδοτική)

Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.

1 Εστία - Αθ.

|

Κλάδος - Ηράκλειο

CD

<

Κατώι του Βιβλίου - Θεσ.

|

[

I

I Ελευθερουδάκης - Αθ.

| Γωνιά του Βιβλίου - Θεσ.

£

I Δωδώνη - Αθ.

j | Αριστοτέλης - Αθ.

Β ΙΒ Λ ΙΑ

Επειδή όμως είν α ι τεχνικά α δύνατο να δη μοσιεύονται όλα τα βιβ λία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας π εριλαμβάνει τελικά εκ είν α τα βιβλία που δηλώ θηκαν από δυο το υ ­ λά χ ισ τον βιβλιοπώλες. Ό σο για το εν δ ια φ έρ ο ν και τη ν ποιότητα των βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είνα ι να συμβου­ λ ε ύ εσ τε τις σ ελίδες της «Επιλογής».


14/χρονικα

Η ελληνική λογοτεχνία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας Συγγραφέας της διασποράς, που τα παιδικά βιβλία του έχουν «πουλήσει» περισσότερα από 500.000 αντίτυπα■ μεταφραστής του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Αντώνη Σαμαράκη, του Κώστα Κοτζιά· επιμελητής ελλη­ νικών ανθολογιών διηγήματος που κυκλοφόρησαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο Θωμάς Νικολάου είναι μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού που τόσο στο χώρο της ΛΔΓ όσο και στον ευρύτερο γερμανόφωνο συντελεί αποφασιστικά στη διάδοση των νέων ελληνικών γραμμάτων. Μια συζήτηση μαζί του τρο φ ο δ οτεί με αρκετά στοι­ χεία όσα έχουν συντελεσθεί στο χώρο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για να γ ίν ει γνωστή η λογοτεχνία μας. Τα περισσότερα ελληνικά λ ογο τε­ χνικά έργα έχουν κυκλοφορήσει στη ΛΔΓ από τον εκδο τικό οίκο «Φολκ ουντ Βελτ», πόυ εκ δίδ ει συ­ στηματικά μόνο ξένους λογοτέχνες. Συνεργάτης στον τομέα της ελληνικής λογοτεχνίας στον οίκο «Φολκ ουντ Βελτ», που γερμανικά θα πει «λαός και κόσμος», ο Θωμάς Νικολάου προτείνει για μετά­ φραση βιβλία και συγγραφείς που κατά τη γνώμη του παρουσιάζουν ενδιαφέρον. «Δυστυχώς - λ έ ε ι- δεν υπάρχει κανένας στα εκ ­ δοτικά της ΛΔΓ που να μιλάει τη δική μας γλώσσα και να παρακολουθεί την ελληνική λογοτεχνία στο πρωτότυπο.» Έ τσ ι αυτή την ευθύνη την έχουν αναλάβει ο ίδιος και ο έλληνας δημοσιογράφος Θανά­ σης Γεωργίου, που κι αυτός ζει μόνιμα στη ΛΔΓ. Φυσικά ο Θωμάς Νικολάου και ο Θανάσης Γεωργίου δεν ασκούν καθήκοντα λεκτόρων, απλώς εξυ ­ πηρετούν μιαν ανάγκη. Ο Θωμάς Νικολάου συνεργάζεται με τον ε κδο τι­ κό οίκο «Φολκ ουντ Βελτ» από το 1973. Ο οίκος ε ί­ χε κυκλοφορήσει πριν από τη χρονολογία αυτή στη

ΛΔΓ τα έργα του Κώστα Βάρναλη «Η αληθινή απο­ λογία του Σωκράτη» και «Το ημερολόγιο της Πηνε­ λόπης». Και τα δυο σε μετάφραση Θανάση Γεωρ­ γίου. Το «Φολκ ουντ Βελτ» έ χ ει επίσης κυκλοφορή­ σει δυο βιβλία του Δημήτρη Χατζή, «Το τέλο ς της μικρής μας πόλης» και τη «Φωτιά», το μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά «Άνθρωποι και σπίτια», την ποιητική σύνθεση της Μέλπως Αξιώτη «Κοντραμ­ πάντο», σε απόδοση του Πάουλ Βινς, καθώς και δυο τόμους με ελληνικά διηγήματα. Εξάλλου, από το ν οίκο «Νώυες Λέμπεν» κυκλοφόρησε στα τέλη του 1950 το πολυδιαβασμένο και στη χώρα μας μυ­ θιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί με­ τρ ά ε ι τ ’ άστρα». Τη μετάφραση είχε κάνει ο Νίκος Μανούσης -π ολιτικό ς πρόσφυγας τ ό τ ε - που είναι αξιόλογος ζωγράφος και ζ ει σήμερα στην Ελβετία. Αυτά πριν από το 1973. Έ κ το τε -α ν α φ έρ ει ο Θω­ μάς Ν ικολάου- άρχισαν να εκδίδονται συστηματικά τα βιβλία του Νίκου Καζαντζάκη. Μ έχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει στη ΛΔΓ τα έργα «Καπετάν Μιχάλης», «Αλέξης Ζορμπάς», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Αναφορά στον Γκρέκο» και ο «Τε­ λευταίος πειρασμός». Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι για την κύκλο-


χρονικα/15 φορία των έργων του Καζαντζάκη στη ΛΔΓ ο οίκος «Φολκ ουντ Βελτ» εξασφάλισε τα δικαιώματα από εκδοτικούς οίκους της Ομοσπονδιακής Δημοκρα­ τίας της Γερμανίας. Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ιδιαίτερη κυκλοφοριακή επιτυχία στη ΛΔΓ. Το ίδιο συμβαίνει και με τα έργα του Αντώνη Σαμαράκη, που έχ ει μετα­ φράσει ο Θωμάς Νικολάου. Πιο συγκεκριμένα: Το «Λάθος», που κυκλοφορεί τώρα σε τρίτη έκ ­ δοση - έ γ ιν ε και βιβλίο τσέπης-, πρέπει να έχ ει πουλήσει πάνω από 200.000 αντίτυπα. Το «Διαβατήριο» έχει κάνει ήδη δ εύτερ η έκ δ ο σ η ,. ενώ τελευ τα ία εκδόθηκε το «Σήμα κινδύνου». «Ο Αντώνης Σαμαράκης -π ρο σ θ έτει ο Θωμάς Νι­ κολά ου - είνα ι ιδιαίτερα αγαπητός στη ΛΔΓ. Οι ανα­ γνώστες τον γνωρίζουν σαν συγγραφέα που τα βι­ βλία του έχουν ένταση. Και σαν άνθρωπο που πάν­ τα έ λ εγε τη γνώμη του για την ελευθερία.» Η πρώτη, πάντως, μεταφραστική εργασία που έκανε για λογαριασμό του οίκου «Φολκ ουντ Βελτ» ο Θωμάς Νικολάου ήταν το μυθιστόρημα του Κώ­ στα Κοτζιά «Γαλαρία No 7». Ακολούθησε μια ανθο­ λογία νεοελληνικού διηγήματος με επιλογή 24 συγ­ γραφέων, που στεγάστηκαν κάτω από την ενότητα «Ο αντιφασιστικός αγώνας». Μ εταξύ των συγγρα­ φέων που περιλαμβάνονταν σ’ α υ τή'την ανθολογία, που κυκλοφόρησε στα χρόνια της ελληνικής δικτα­ τορία ς, ήταν και οι Κώστας Βάρναλης, Σπύρος Πλασκοβίτης, Αντώνης Σαμαράκης, Μάρω Δούκα, Θα­ νάσης Βαλτινός, Χρ. Λεβάντας, Ελένη Βοΐσκου. Στον τόμο υπήρχε και επίλογος, γραμμένος από το Θωμά Νικολάου, που έδινε τη φυσιογνωμία του ελληνικού διηγήματος σε συνάρτηση με την εποχή. Ακολούθησε το 1982 το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου «Τα ερωτικά» με υπότιτλο «Μικρή σουίτα σε κόκκινο μείζον». Το βιβλίο, μεταφρασμένο από το Θωμά Νικολάου, στολιζόταν με υλικό που «τράβη­ ξε» στην Αθήνα ο Μ άνφρεντ Κίχλερ, που φωτογρά­ φισε τις πασίγνωστες πια πέτρες του Ρίτσου. Η διά­ ταξη του βιβλίου επιτρέπει στο γερμανό αλλά και τον έλληνα αναγνώστη να έχουν σε αντικριστές σε­ λίδες το ίδιο το χειρόγραφο του ποιητή και τη γ ερ ­ μανική μετάφραση. Η πρώτη έκδοση των «Ερωτικών» πήγε πολύ κα­ λά. Φέτος, μάλιστα, έχ ει προγραμματιστεί και η δ εύτερη. Ενδεικτικό του ενδιαφ έροντος που παρουσιάζει για τους Γερμανούς η ποιητική δουλειά του Ρίτσου ε ίν α ι και το γεγονός ό τι η σύνθεσή του «Ο αφανισμός της Μήλος» κυκλοφόρησε ταυτόχρονα από τον οίκο «Ρεκλάμ» της Λιψίας και τους οίκους «Καρλ Χάντζε» και «Χάινε» του Μονάχου -σ τ η ν τ ε ­ λευταία περίπτωση σαν βιβλίο τσέπης. Ενώ υπήρξε μια τέταρ τη έκδοση μόνο για βιβλιόφιλους, με 100 μόνο αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα. Τα 50 αντίτυπα κυκλοφόρησαν στη ΛΔΓ και τα υπόλοι­ πα στην ΟΔΓ. Κάθε αντίτυπο κόστιζε 600 μάρκα και περιλάμβανε ένα «ορίτζιναλ» έργο του Τζάκομο Μαντσού, του ιταλού καθηγητή που έ χ ει κάνει την εικονογράφηση και στις τρ εις προηγούμενες εκδό­ σεις της «Μήλος». Ο «Αφανισμός της Μήλος» στη βιβλιοφιλική του έκδοση τιμήθηκε ακόμη με το

πρώτο βραβείο στη Διεθνή Έ κθεση Βιβλίου της Λι­ ψίας το 1981. Συμπληρώνοντας, ωστόσο, τη ν αναφορά στο Ρίτσο, θα πρέπει να πούμε ό τι μια ολοκληρωμένη έκ ­ δοση των «Ερωτικών» του, σε μετάφραση πάντα Θωμά Νικολάου, κυκλοφόρησε το 1983 από δύο εκ ­ δοτικούς οίκους: τ ο «Φολκ ουντ Βελτ» και τη «Μέ­ δουσα». Από το «Φολκ ουντ Βελτ» έχ ει κυκλοφορήσει επί­ σης μια επιλογή από ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη, σε μετάφραση Θωμά Νικολάου. Στο συμπατριώτη μας, άλλωστε, οφ είλετα ι η πρώτη γνωριμία των αναγνωστών της ΛΔΓ με το έργο του κατοπινού «νομπελίστα». Ο Νικολάου είχ ε συμπεριλάβει σε μια ανθολογία που κυκλοφόρησε το 1969 από τον οίκο «Ρεκλάμ» ποιήματα του Ελύτη. Ή ταν μια έκ ­ δοση που κυκλοφόρησε στο πλαίσιο της «Λευκής Σειράς» με τίτλ ο «Από το ν Σολωμό μέχρι σήμερα». Εδώ αξίζει να προστεθεί ό τι την ανθολογία αυτή προλόγησε με πολύ θερμά λόγια ο μεγάλος ποιη­ τής της Χιλής Πάμπλο Νερούντα. Στα προσεχή σχέδια του Θωμά Νικολάου είνα ι να γνωρίσει στο κοινό της ΛΔΓ το ποιητικό έργο του 'Α γγέλου Σικελιανού και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Ακόμη, με τ η γυναίκα του Χαρούλα Νικολάου, έχ ει ήδη προχωρήσει τη μετάφραση του «Διπλού βιβλίου» του Δημήτρη Χατζή, που υπολογίζεται ό τι θα κυκλοφορήσει το 1985. Μιλώντας, ωστόσο, για το μεταφραστικό έργο του Θωμά Νικολάου δεν πρέπει να παραλείψουμε τη ν προσφορά του και στον τομέα της παιδικής λο­ γοτεχνίας.


16/χρονικα

ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ 0 ΜΠΑΡΜΠΑ-ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟ ΣΟΒΙΕΤ

Στο ενεργητικό του έ χ ει ήδη δυο μεταφράσεις έργων της Ά λκης Ζέη: το «Καπλάνι της βιτρίνας» και τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου»· ενώ τον περασμένο χρόνο κυκλοφόρησε, σε δική του επί­ σης μετάφραση, το βιβλίο της Ζωής Βαλάση «Ο βα­ σιλιάς και τ ’ αηδόνι». Αυτά στον τομέα των μεταφράσεων. Ο Θωμάς Νι­ κολάου είνα ι όμως και ο ίδιος δημιουργός. Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει από τον αρμόδιο για τις παιδικές εκδόσεις οίκο «Κίντερμπουχ Φερλάκ» τα βιβλία του: «Πούπουτα», «Πέτρος», «Αστεράκι», «Ο καβαλάρης της νύχτας», «Ο Νίκος και το φεγγαρόψαρο» (σε συνεργασία με τη γυναίκα του) και το «Φτερό του κύκνου»· έξι τον αριθμό, που έχουν πουλήσει περισσότερα από 500.000 αντίτυπα. Ενώ το μυθιστόρημά του για μεγάλους με τίτλ ο «Τη νύ­ χτα ήλθαν οι βάρβαροι» έχ ει ήδη κάνει τ ρεις εκδό­ σεις με 80.000 περίπου αντίτυπα. Η συζήτηση μαζί του φυσικό είνα ι να αγκαλιά ζει και άλλες πλευρές. Από «πρώτο χέρι» λοιπόν οι πληροφορίες του για δυο συμπατριώτες μας καλλι­ τέχ ν ες που σταδιοδρομούν επάξια στη ΛΔΓ και διακρίνονται και στον τομέα των εκδόσεων. Μιλάμε για το Φώτη Τσαπράζη, που ζει στην πόλη Χάλλε και έχ ει στο ενεργητικό του την εικονογράφηση του τόμου ελληνικών παραμυθιών που κυκλοφόρησε από τον οίκο «Ρεκλάμ» της Λιψίας με τίτλ ο «Μια φορά κι έναν καιρό». Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της έκδοσης συνίσταται στο ό τι τα ελληνικά παραμύθια έχουν μεταφραστεί από κορυφαίους εκπροσώπους του γερμανικού πνεύματος, μεταξύ των οποίων και ο Γκαίτ,ε. Ο άλλος συμπατριώτης μας που ζει στη ΛΔΓ και ασχολείται και με την εικονογράφηση βιβλίων λ έγ ε­ τα ι Γιώργος Βλαχόπουλος και με τη δική του αισθη­ τική συνδρομή ο Θωμάς Νικολάου κυκλοφόρησε τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» της Ά λκης Ζέη. Από τον κύκλο, ωστόσο, της κουβέντας δεν έλειψε και το σπουδαίο κεφάλαιο των ελληνικών σπου­ δών. «Στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας - λ έ ε ι ο Θωμάς Νι­ κολά ου- υπάρχει τμήμα ελληνικής λογοτεχνίας που διευ θύ νει ο δρ. Βέρνερ. Το τμήμα, όμως, που έχ ει μεγάλη παράδοση στον τομέα αυτό και όπου δούλεψαν αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι όπως ο Δημήτρης Χατζής, η Μέλπω Αξιώτη, η Μαρία Μ ινέμη (που τώρα ζει στην Αθήνα), είναι το αποκαλούμενο Τμήμα Βυζαντινών Σπουδών της Ακαδημίας Επιστημών στο Βερολίνο. Το δ ιευθύνει ο καθηγη­ τής Ίρμσερ, που ήλθε αρκετές φορές στην Ελλάδα, μιλάει καλά τα ελληνικά, έχ ει εγκάρδιο φίλο το Γιώργο Βαλέτα και έχ ει πρωτοστατήσει σε επιστη­ μονικές εκδόσεις.» Γεννημένος στο Αμπελικό Καρδίτσας το 1937, ο Θωμάς Νικολάου έφ υγε από την πατρίδα το 1949. Σήμερα ζει επαγγελματικά από τα βιβλία του, κατε­ βαίνει από το 1976 κάθε χρόνο στην πατρίδα και, όπως λ έει, αντλεί πάντα τις εμπνεύσεις του από την Ελλάδα. «Αυτά που έζησα σαν παιδί, δε σβήστηκαν. Ό λα αυτά τα χρόνια τα κρατούσα ζωντα­ νά.» ΤΑΚΗΣ ΨΑΡΑΚΗΣ


Φρειδερίκος Νίτσε Ο Φρειδερίκος Νίτσε προκάλεσε το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο στην ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας. Μοναχικός κι απρόσιτος (ιπτάμενος θά ’λεγε ο ίδιος) σ’ όλη του τη ζωή, χρησιμοποιώντας λέξεις-σφυριά, στράφηκε εναντίον των πάντων. Διέλυσε την ηθική και δολοφόνησε το θεό. Αρνήθηκε το χριστιανισμό εκ θεμελίων. Έριξε το οργισμένο βλέμμα του στην εξουσία αποκαλύπτοντας το παγερό της πρόσωπο. Χλεύασε μέχρι σαρκασμού τη συστηματική αυστηρότητα της επιστήμης. Έδειξε με πάθος την καταπίεση που εξασκεί η γλώσσα πάνω στους ανθρώπους. Το τίμημα που πλήρωσε για όλη αυτή τη θυελλώδη άρνηση στάθηκε πολύ σκληρό: Τον χτύπησαν ακαριαία. Μα πιο πολύ τον αγνόησαν. Οδηγήθηκε στην τρέλα και την καταστροφή. Πρόσφερε τη ζωή του σφάγιο στον αγώνα για την αμφισβήτηση μιας άθλιας πραγματικότητας. Οι υπερασπιστές της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διαστρέφουν το ριζοσπαστικό του έργο και τον ζωντανό κίνδυνο που αντιπροσώπευε. Του χρέωσαν τη Γερμανία του Κάιζερ και του Χίτλερ. Του φόρτωσαν τα φαινόμενα εξαχρείωσης της εξουσίας, όταν εκείνος δυναμίτιζε στη βάση του το λαμπρό της οικοδόμημα. Του πέταξαν κατά πρόσωπο το μηδενισμό, τη στιγμή που ο ίδιος οραματιζόταν έναν κόσμο ριζικά διάφορο από τον παρόντα· έναν κόσμο απαλλαγμένο από τη μεμφιμοιρία και τη φρικαλεότητα, Ουδέποτε του συγχώρησαν το κοφτερό μαχαίρι που βαστούσε ανάμεσα στα δόντια. Ουδέποτε ανέχθηκαν την προτεραιότητα της τέχνης όπως εκείνος την προώθησε μέσα από τη δυναμική κριτική της φιλοσοφίας. Και στην Ελλάδα, αν και πολύ μεταφράστηκε, αν και αρκετά συζητήθηκε (ιδίως μέσα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη), παρέμεινε ύποπτος και παρεξηγημένος. Με την ετικέτα του τρελού και του υπερανθρώπου. Πρόσφατα, ωστόσο, σε διεθνές επίπεδο, άρχισε να αναγνωρίζεται η συμβολή του στην κριτική του ορθού λόγου. Οι μύθοι περιορίστηκαν και οι αντιαυταρχικές πλευρές του έργου του ήρθαν στην επιφάνεια. Οι γλωσσολογικές του παρατηρήσεις όχι μόνο σχετίστηκαν με τα σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα αλλά αποδείχτηκε ότι ορισμένες φορές τα ξεπερνούν. Η τέχνη αναδείχτηκε ως πυρήνας του στοχασμού του. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται αυτό το αφιέρωμα. Στην ανακίνηση του Νίτσε και της δυναμικής του έργου του. Σε μιαν απόπειρα να κατανοήσουμε τον πιο ρηξικέλευθο ίσως στοχαστή της Δύσης. Ο ίδιος προς το τέλος της ζωής του αναρωτιόταν εναγώνια αν οι άνθρωποι τον κατάλαβαν. Αξίζει τον κόπο να προσπαθήσει κανείς.


18/αφιερωμα

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Φρειδερίκος Νίτσε: Η ποίηση ως ρήξη και ως υπέρβαση Το πρόσωπο και το έργο Λίγο μετά το 1860 η βασιλεία τον έγελιανού ιδεαλισμού αρχίζει να κλονίζεται. Στα θεμέλια της αυτοκρατορίας που στεντόρεια διακήρυσσε την πραγματικότητα ως παράγωγο της απόλυτης ιδέας ακονγονται επικίνδυνοι τριγμοί. Η επίδραση του Καντ, από την άλλη, περιορίζε­ ται στις πνευματικές εστίες του Μπάντεν και του Μάρμπουργκ αφήνοντας το τελευταίο μεγάλο ίχνος της: τον Μπ. Κρότσε (η ανθρώπινη ιστορία τείνει προς όλο και μεγαλύτερη ελευθερία). Ωστόσο, οι αντίρροπες δυνάμεις βρίσκονται ήδη προ των πυλών. Η θετικιστική σκέψη καταλαμ­ βάνει τη θέση των απερχόμενων ρευμάτων. Εκ­ δηλώνει την αφοσίωσή της στο αναντικατάστατο του επιστημονικού εργαλείου και υπογραμμίζει έντονα τη σημασία του για την ανθρώπινη πο­ ρεία (W. James, J. Dewey και ιδιαίτερα ο J. Huxley). Α ν, όμως, οι επιστημονικές μέθοδοι του προηγούμενου αιώνα ήταν μηχανιστικές, οι νυν ελέγχονται αυστηρά γιατί στηρίζουν τις ερ­ μηνείες τους σε στατιστικές πιθανότητες. Είναι ήδη καιρός για την εμφάνιση της μη ορ­ θολογικής εμπειρίας. Ο Α . Μπερξόν (η διαίσθη­ ση ψηλαφεί τα εσωτερικά τοιχώματα της πραγ­ ματικότητας) και ο Ε. Χούσσερλ (η εξέταση των φαινομένων είναι αποτελεσματική μόνο αν στη­ ρίζεται στην εσώτερη αντίληψη του εγώ) ανοί­ γουν το δρόμο σε εκείνους που θα επισημάνουν στη ζωή ένα βασικό παραλογισμό. Κι είναι αρ­ κετοί: Κίρκεγκααρντ, Ντοστογιέφσκι, Νίτσε, στην αρχή. Λίγο υστερότερα, Χάιντεγκερ, Σαρτρ, Μαρσέλ, Γιάσπερς. Ο καθένας και μια επώδυνη μάχη. Δίχως καθοδηγητικό μίτο. Χωρίς πίστη. Ορισμένοι φορτώθηκαν την ευθύνη για τη δικαιολόγηση του ναζισμού. Ο Χάιντεγκερ με την κυκλοφορία των συγγραμμάτων του, ο Νίτσε με τον ανορθολογισμό και το πάθος του' Πάθος,

ωστόσο, που «υφήρπασαν» από τον Νίτσε (Μαρκούζε) και μεταχειρίστηκαν κατά το δοκούν. Ό λ ο ι τούς όμως -κ ι αυτό είναι που προτείνω να κρατήσουμε ως κύριο- ανέλαβαν τη ριζική κριτι­ κή της δυτικής φιλοσοφίας (επομένως και κοινω­ νίας) όπως τους παραδόθηκε. Και κυρίως ο Νί­ τσε. Με κόστος και κίνδυνο. Πληρώνοντας με το αστραφτερό νόμισμα της τρέλας. Διακινδυ­ νεύοντας μυαλό και σώμα.

Τρεις συνθήκες για την ανάγνωση του Νίτσε Για να πλησιάσουμε τον Νίτσε, το πάθος είναι αναγκαίο, σημειώνει ο Ζιντ. Χρειάζεται να βά­ λουμε κατά μέρος τη λογιστική (αυτά μας κά­ νουν, κι εκείνα όχι) και να εισχωρήσουμε στο έρ­ γο του με φλέγόμενη συνείδηση. Είναι η πρώτη συνθήκη για να ξεκινήσουμε μαζί του. Να αποφύγουμε αφέλειες τύπου Ντε Γκωλ (τα λάθη της Γερμανίας οφείλονται στις «θεωρίες» του Νίτσε). Αρκεί να σκεφτούμε τον Μπατάιγ και τον Έσσε (η αποτυχία της γνώσης να πράξει, η αξία της μουσικής) ή τον Μούζιλ (ειρω­ νεία) για να αποκλείσουμε από την αρχή κάθε εύκολη και μονόδρομη προσέγγιση. Δεύτερη συνθήκη. Α ν ο Μαρξ αρνήθηκε τη φιλοσοφία γιατί αδυ­ νατούσε να πραγματοποιήσει τον άνθρωπο (όπως εκείνος τον οραματιζόταν) ο Νίτσε την


αφιερωμο/19 απέρριψε γιατί ανακάλυψε το μυθικό, δηλαδή παραποιητικό χαρακτήρα της. Νά και η τρίτη συνθήκη. Μπορούμε να αρχίσουμε.

Ο πόνος του σώματος και η ρήξη της φιλοσοφίας Ο Νίτσε καταδιώκεται σε όλη τη ζωή του από τρομακτικές ασθένειες: κολικοί, σπασμοί στο στομάχι, ιδιαίτερα ελαττωμένη όραση. Η αρρώ­ στια τον μετακινεί διαρκώς από ό,τι θα μπορού­ σε να τον καθηλώσει. Τον τραβά από το πανεπι­ στήμιο της Βασιλείας όπου δίδασκε και τον ρί­ χνει στη μοναξιά. Του στερεί το βιβλίο. Τον στρέφει στο Νότο να αναζητεί, μαζί με τα άλλα, ευνοϊκότερες συνθήκες για την υγεία του. Ο ρό­ λος της στέκεται καταλυτικός. Εκείνος παλεύει μαζί της. Την κάνει δική του: « Η αρρώστια με την επενέργειά της μας λυτρώνει» γράφει. Κι αλ­ λού: «Ο πόνος μας εκλεπτύνει». Α πό εδώ ξεκινά η αγωνιώδης περιήγηση. Η ανάγκη του να προσαχθεί στην υγεία και το φως. Η ασθένεια θα γίνει τροφός των ρήξεών του. Ο Σέλινγκ, ο Φίχτε, ο Καντ ακόμη κι ο Σοπενχάουερ (που τόσο τον θάμπωσε στη νεότητά του) ιδρύουν τη σχέση τους με τη γνώση πάνω σε μιαν ανάγκη τάξης πολύ τυπική στη γερμανική παρά­ δοση. Το φιλοσοφικό σύστημα του καθενός αυτοεξάντλείται μέσα στα όριά τόυ. Μπορεί να κοιτάξει μονάχα τις δικές του προοπτικές. Ο Νί­ τσε ονομάζοντας «ευγενική παιδαριωδία» κάθε τέτοια στάση εισάγει την αβεβαιότητα ως φιλο­ σοφική αντιμέθοδο. Προχωρεί με την έρευνα και την ερώτηση. Δεν σταθμεύει. Είναι σκεπτικιστής απέναντι σε οποιαδήποτε αλήθεια -κ αι τη δική του. Αρνείται τις ίδιες τις προϋποθέσεις της δυ­ τικής φιλοσοφίας. Της καταλογίζει ότι με το λό­ γο στραγγάλισε τη φαντασιακή ζωή της. Δεν γνωρίζει ασφαλείς τρόπους. Δεν υπάρχει μόνι­ μος τόπος φιλοσοφικής κατοικίας γι’ αυτόν. Δεν προτείνει οργανωμένο σύνολο φιλοσοφικών προ­ τάσεων, δεν συστηματοποιεί ούτε διδάσκει. Δ ια­ κινδυνεύει, όπως ο καλλιτέχνης. «Θαυμαστή αβεβαιότητα», «ηδυπάθεια της αναζήτησης» εί­ ναι φράσεις που συχνά χρησιμοποιεί. Προκρίνει το παιγνίδι ως τρόπο του διανοείσθαι. Έ νας desberado (Τσβάιχ) που διαλύει την ηθική και την ιδεολογία της. Που σκοτώνει το Θεό και ελέγχει τον Καντ γιατί ακριβώς βρήκε έναν πλάγιο τρό­ πο να τον επαναφέρει. Για τον Νίτσε η αλήθεια, η πάντα προσωρινή κι η διαρκώς μεταμορφούμενη, αποσπάται μό­ νο με τη βία. Κι αυτό κάνει. Η ζωή και το έργο του είναι λιγότερο φιλοσοφία και πιο πολύ έρ­ γο τέχνης (το ίδιο εκείνο που έσπρωξε στην άρ-

Φρειδερίκος Νίτσε

νηση τον Χέλντερλιν και τον Κλάιστ). Να το πω και διαφορετικά: Η φιλοσοφία του ασκείται σαν τέχνη (Βιτγκενστάιν) και κολαστήριο. Η πορεία του συνταράσσεται από συνεχείς δονή­ σεις. Οι αντιφάσεις του δεν οδηγούν σε μιαν ενοποιητική ολότητα, μια σύνθεση, αλλά σε εκρήξεις- αποσαθρωτικές και ανεξέλεγκτες (θυ­ μίζω εδώ την ατέρμονη περιδιάβαση του καζαντζακικού Οδυσσέα). Διερευνά τις δόσεις αλήθειας που αντέχει ο άνθρωπος· την αντοχή του στον κίνδυνο· τη μοναξιά του. Έ νας Νάρ­ κισσος (Λεφέβρ) που βλέποντας τον εαυτό του πεθαίνει. Ορφέας που παρατηρεί την άβυσσο και κείνη κοιτάζει μέσα του (Τσβάιχ) και τον καταστρέφει (πολύ αργότερα ο Α. Σικελιανός ζητούσε να γευτεί «το παρθενικό φιλί της Αβύσσου»), Αναγκαστικά, μέσα στη δύναμη καταστροφής που εξακοντίζει θα υψώσει το τέ­ ρας της προσωπικής θεότητας. Θέλει, όμως, να διαπεραστεί ο κόσμος και η πραγματικότητα να σβηστεί μέσ’ στην ορμή του πυρακτωμένου, πάσχοντος λόγου, να αποσχηματιστεί στην αθλιό­ τητά της. Και, όπως τό ’δαμε κιόλας, πληρώνει ακριβά λύτρα γι’ αυτό.

Η γνιόση ως βίωμα Επόμενο ήταν να αρνηθεί ο Νίτσε τη γνώση μετά από όλα αυτά· τη συστηματικότητα στη συλλογή και τη χρησιμοποίησή της. Το σταθερό cogito (το γιγνώσκον υποκείμενο, η συνείδηση) δεν είναι


20/αφιερωμα παρά αντανάκλασή κι επιφάνεια. Μετακινού­ μενος από βίωμα σε βίωμα και από γνώση σε γνώση με τη μεσολάβηση του ποιητικού γεγονό­ τος μετατρέπει τον πόνο σε χαρά. Η συνείδηση γίνεται βίωμα και η ενέργειά της ποίηση που χωρίς να εξορίζει τη γνώση την τιθασεύει- δεν της αναγνωρίζει προτεραιότητα. Ό πω ς το λέει ο Λεφέβρ: «Η ποίηση μέσο και δρόμος του γιγνώσκειν». Μεταμορφούμενος μεταμορφώνει. Τι; Το πραγματικό. Η τέχνη δεν αντιγράφει το πραγμα­ τικό. Τό βλέπει. Κι από αυτό κάνει κάτι άλλο. Το ίδιο κι ο Νίτσε. Με την ποιητική του γνώσηρήξη θέλει να οδηγηθεί πέραν του πραγματικού, του είναι. Στο μηδενισμό του είναι (την αθλιότη­ τα του υπαρκτού κόσμου) αντιτάσσει την ποιητι­ κή αγνότητα (αθωότητα προτιμά ο Λεφέβρ) του γίγνεσθαι (της δημιουργίας και της μεταβολής). Η ποιητική γνώση -τ ο προτεταμένο χέρι της ζωής λοιπόν. Η «χαρούμενη γνώση». Η ασυστηματική επίθεση κατά της γνώσης- της φυλακής και της κυριαρχίας της. Με αντίτιμο τη διακύβευση και την καταστροφή.

Η άρνηση του κράτους η Γερμανία και ο Νότος Έ να βασικό ψεύδος ενυπάρχει στην έννοια του κράτους, λέει ο Νίτσε: Ό τι το τελευταίο ενσαρ­ κώνει το λαό. Το κράτος όμως στην πραγματικό­ τητα συνιστά το πεδίο εκείνο όπου κατά προνο­ μιακό τρόπο εκδηλώνεται η «θέληση για δύνα­ μη» -η κυριαρχία. Το κράτος, το «πιο παγερό απ’ όλα τα παγερά τέρατα». Ο Νίτσε δεν μιλεί

αφηρημένα. Έ χει πατά νου τη Γερμανία. Τη Γερμανία που στα 1871 ιδρύει το Δεύτερο Ράιχ. Ό τα ν εκφωνεί τις λέξεις «αυτοκρατορία», «Μπίσμαρκ» είναι γεμάτος περιφρόνηση και αη­ δία. Η απέχθεια προς τη Γερμανία είναι γενικότε­ ρη. Βρίσκει την παιδεία και τα γούστα της πολύ χονδροειδή και μέτρια- το φως της σκοτεινό- τις προοπτικές της κλειστές. Γι’ αυτό κατευθύνεται στο Νότο, τη μεσογειακή Γαλλία και την Ιταλία. Τον έλκουν εκεί η διαύγεια του περιβάλλοντος και η σαφήνεια των μορφών. Στο Νότο λυτρώνε­ ται. Αναζητεί κάτι πιο πέρα απ’ αυτόν: μια ποιητική και μουσική Ανατολή (Λεφέβρ). Οι κρατικοί ανταγωνισμοί που λυμαίνονται την Ευρώπη του φαίνονται ανυπόφορα κατα­ στροφικοί. Για κείνον είναι μονάχα στενόκαρδοι εθνικισμοί. Οι εθνικοί πολιτισμοί; Προ πολλού ξεπερασμένοι. Ο Νίτσε, πριν από τους δύο παγ­ κόσμιους πολέμους, σκέφτεται με τους όρους μιας ενωμένης Ευρώπης.

Η Βέληση για δύναμη ιός πανταχού παρούσα εξουσία Η θέληση για δύναμη -προλάβαμε να το δούμεείναι κυριαρχία. Με την άσκησή της προκαλεί συνεχώς θύματα- κι αυτά αναθυμούνται: τα ση­ μεία της οδύνης, τους τόπους της ταπείνωσηςκαι στρέφονται κατά των διπλανών τους- των άλλιον θυμάτων- και χάνουν το στόχο- και άλλη-

Χ ρ ονολόγιο Φ. Ν ίτσε 1844: Στο Ραικεν γεννιέται ο Φρειδερίκος Νίτσε, γιος εφημέριου. Ο πατέρας του χρημάτισε δάσκαλος στον Πύργο του Άλντεμπουργκ. Ο βασιλιάς της Πρωσίας ΦρειδερίκοςΓουλιέλμος IV τον διόρισε εφημέριο της ενο­ ρίας του. 1849: Ο πατέρας του Νίτσε πεθαίνει από εγκεφαλι­ κή ασθένεια σε ηλικία 36 ετών. Ο 5χρονος Φρειδερίκος ανατρέφεται μέσα στο ασφυκτι­ κό περιβάλλον της μητέρας και της αδελφής του μέχρι να γίνει 14 χρονών. 1869: Ο Φ. Νίτσε διορίζεται καθηγητής στο πανε­ πιστήμιο της Βασιλείας. Έχει σπουδάσει στην Μπον και τη Λιψία. Την περίοδο της πανεπιστημιακής του διδασκαλίας γνωρίζε­ ται και συνδέεται φιλικά με το μουσουργό Ριχάρδο Βάγκνερ και τον ιστορικό της Ανα­ γέννησης Μπόρχαρτ. Έχει ήδη έρθει σε βα­ θιά επαφή με το φιλοσοφικό στοχασμό του Σοπενχάουερ (1865). 1872: Δημοσιεύεται το πρώτο του έργο,. «Η γέννη­ ση της τραγωδίας». Μια ιδιότυπη προσέγγι­

ση της αρχαίας Ελλάδας και των προσωκρατικών. 1873: Αρχίζουν να δημοσιεύονται οι «Ανεπίκαιροι [«ασύγχρονοι» στις παλιές ελληνικές μετα­ φράσεις] στοχασμοί» του. Στον πρώτο επιτί­ θεται με πάθος στη γερμανική κουλτούρα. 1874: Δεύτερος «Ανεπίκαιρος». Κατά της συστη­ ματικότητας της επιστήμης. 1875 -76: Τρίτος και τέταρτος «Ανεπίκαιρος». Ο πολύ προσωπικός τρόπος του Νίτσε να διαβά. ζει τον Σοπενχάουερ και να ακούει τον Βάγ­ κνερ. 1878: Αρχίζει τη δημοσίευση του «Ανθρώπινο, πά­ ρα πολύ ανθρώπινο». Είναι η εποχή που γιορτάζεται η ΙΟΟετηρίδα του Βολταίρου. Ο Νίτσε τον αποκαλεί «άρχοντα της σκέψης». Στο βιβλίο είναι εμφανής ο πρώτος κλονι­ σμός των σχέσεών του με τον Βάγκνερ. 1879: Παραιτείται από το πανεπιστήμιο της Βασι­ λείας. Βασανίζεται από κολικούς και κεφα­ λαλγίες. Αν και σχεδόν συνεχώς άρρωστος τα επόμενα δέκα χρόνια, γράφει αδιάκοπα.


αφιερωμα/21 λοδηλητηριάζονται. Η θέληση για δύναμη ει­ σβάλλει παντού (ενδεικτικά υπενθυμίζω τις λα­ βές εξουσίας του Φουκώ). Ο Νίτσε-δημιουργός παραιτείται από τη θέληση για δύναμη -εξέρχε­ ται από τον πύρινο κύκλο της εξουσίας- υπερβαίνοντάς την. Αλλάζει επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων (οι σημερινές-πραγματικές στιγματίζον­ ται βίαια από την κυριαρχία). Γίνεται δύναμη μεταμόρφωσης και ποιητική δράση. Ακυρώνει την πραγματικότητα. Την εποχή που ο Μαρξ έβλεπε. ως κινητήρα της ιστορίας το αντιθετικό σύμπλεγμα παραγω­ γικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, ο Νίτσε γινόταν ανατόμος της υφής της εξουσίας. Δ ι­ καιολογημένα ο Λεφέβρ χαρακτήρισε τη «θέληση για δύναμη» πλαστό τίτλο. Εύκολο να βγουν πλαστά συμπεράσματα. Δύσκολο να χωρέσει ο Νίτσε μέσα τους.

Η «αιώνια επιστροφή» ως μη ιστορία και επανάληψη Ενοραματικά συνέλαβε την «αιώνια επιστροφή» ο Νίτσε. Και διαισθητικά την υπερασπίστηκε. Ο ίδιος πιθανολογούσε την καταγωγή της από τον Ηράκλειτο, Πολλοί, μεταξύ τους και ο εκ των ελλήνων μεταφραστών του Ά ρ η ς Δικταίος, της καταλόγισαν έλλειψη επιστημονικής θεμελίωσης. Ο Μπόρχες, στήριζόμενος στους νόμους της θερ­ μοδυναμικής, την απέρριψε ως θεωρία του θα­ νάτου. Ωστόσο, ο Νίτσε δίνει πολύ σάρκινη υπόσταση στη σύλληψή του. Το δέρμα της και οι εκδορές Μοιράζει τη ζωή τοί1 μεταξύ Νίκαιας (όπου καταφεύγει το χειμώνα) και Ελβετίας (όπου διαμένει το καλοκαίρι). 1881: Δημοσιεύει την «Αυγή» με τον εύγλωττο υπότιτλο «Παρατηρήσεις πάνω στις ηθικές προλήψεις». Είναι η πρώτη του εκστρατεία κατά της ηθικής. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, στο δάσος που συνορεύει με την όχθη της λίμνης Σιλβοπλάνα, στα Απέννινα, συλλαμβάνει την ιδέα της «αιώνιας επιστρο­ φής», που θα αποτελέσει αργότερα ένα από τα κεντρικά θέματα του «Ζαρατούστρα». 1883: Πεθαίνει στη Βενετία ο Βάγκνερ (ο Νίτσε τον έχει εδώ και καιρό αρνηθεί). Γράφει το πρώτο μέρος του «Ζαρατούστρα» (πρόλογος) το Φεβρουάριο. Το καλοκαίρι της ίδιας χρο­ νιάς τελειώνει το δεύτερο μέρος. 1884: Τον Ιανουάριο ο Νίτσε τελειώνει το τρίτο μέ­ ρος του «Ζαρατούστρα». Δημοσιεύεται τον Απρίλιο μαζί με το δεύτερο μέρος. 1885: Τέλη Ιανουάριου με μέσα Φεβρουάριου τε­ λειώνει, όπως ο ίδιος λέει, ένα ιντερμέδιο με­

του είναι βαθιά αγωνία. Α ν δεχτούμε να δούμε την επανάληψη στη ζωή μας θα βρούμε και την έντονη συμμετοχή της παντού: Γεννά τή διαφο­ ρά, δημιουργεί το διττό και το διπλό, διαπερνά τη γλώσσα (ως σύνολο αρθρωμένων ήχων)- κα­ τοικεί τη μνήμη· ελλοχεύει στη γνώση· είναι ρυθ­ μός αλλά και κώδικας. Η «αιώνια επιστροφή» δεν συγκροτεί φιλοσο­ φικό σύστημα για να κριθεί από σταθερές θέ­ σεις· πιο πολύ είναι περιρρέον σύνολο που μέσα του γεννιούνται οι νέες μορφές, αναπτύγματα παρουσιάζονται κι ύστερα κλείνουν, δυναμικές συντρίβονται και ξεπηδούν καινούριες. Ο Λε­ φέβρ τό ’δείξε αποτελεσματικά νομίζω: Η επα­ νάληψη εμπεριέχει την κίνηση και κείνη την προϋποθέτει. Η ιστορία στον Νίτσε δεν είναι γραμμική αλλά διατεινόμενη και συστελλόμενη· διαρκώς διακο­ πτόμενη. Μπορώ πια να το πω: Δυο θύρες ανοί­ γονται στη νιτσεϊκή επανάληψη: Α πό τη μια οδεύουμε στη στάθμευση και την αναπαραγωγή. Α πό την άλλη διελαύνουμε στη ρήξη και τη με­ τάβαση.

Η γλώσσα της εξουσίας και η ποιητική γλώσσα Ό τα ν ο Νίτσε ζήτησε να διαρρήξουμε την πραγ­ ματικότητα με όπλο την ποίηση, αισθανόταν πως μετακινούσε μια σαρκωμένη κυρίαρχη αθλιότη­ τα. Θά ’ταν απίθανο ως εγκατεστημένη εξουσία η τελευταία να μη διέθετε εκτελεστές. Α πό τους ταξύ του τρίτου και του τέταρτου μέρους, που ουδέποτε γράφτηκε. 1886: Δημοσιεύεται το έργο .του «Πέραν του καλού και του κακού». Μια κριτική του μοντερνι­ σμού (τέχνες, επιστήμες, πολιτική). 1889: Το Σεπτέμβριο γράφει τον πρόλογο στο «Λυ­ κόφως των ειδώλων» (υπότιτλος: «Πώς φιλο­ σοφεί κανείς με σφυριές»). Έχει προηγηθεί η «Γενεαλογία της ηθικής» («ένα έργο πολε­ μικής» σημειώνει ο ίδιος). Καταλήγει στο Τουρίνο, το μοναδικό τόπο που μπορεί να του προσφέρει κάποια ισορροπία. Στέλνει τα τελευταία γράμματα στους λιγοστούς φίλους. Αφήνει τα προσχέδια του έργου του «Η θέ­ ληση για δύναμη», που αργότερα παραποίη­ σε η αδελφή του. Είναι το τέλος της δημιουρ­ γικής του ζωής. Το μυαλό του από δω και ύστερα βυθίζεται ττο απόλυτο σκοτάδι. Τα υπόλοιπα 11 χρόν α ζει υπό την προστασία της τρομερής αδελφής του, σε κατάσταση παραφροσύνης. 1900: Πεθαίνει στη Βαϊμάρη. (Επιμέλεια: Β αγγέλης Χατζηβασιλείου)


22/αφιερωμα εντελέστερους του είδους, η γλώσσα. Ν α το δού­ με καλύτερα. Η γλώσσα δεν μας παρέχει την πραγματικότητα στις γυμνές της όψεις. Είναι απλώς αυθαίρετα σημεία που σκοπό έχουν να διασφαλίσουν τη ζωή· να συνεχίσουν τα είδη. Η γλώσσα κρύβει τον επιθετικό χαρακτήρα του κό­ σμου για νά προβλέψει-προλάβει την καταστρο­ φή. Έ τσι, το ψεύδος ως συστατικό στοιχείο της γλώσσας δεν είναι τυχαίο. Η γλώσσα είναι ιδεο­ λογία και αναπαραγωγός εξουσίας. Η γλώσσα κράτος και τάξη. Η γλώσσα νεκροταφείο. Ωστόσο, γιατί όλα τούτα και, κυρίως, πώς; Ανάμεσα στα πράγματα και τις λέξεις, λέει ο Νίτσε, δεν υπάρχει απευθείας σχέση. Οι λέξεις εί­ ναι απόμακροι ήχοι των πραγμάτων. Ά ρ α κι ο κόσμος σχετίζεται με τη γλώσσα κατά τρόπο με­ ταφορικό. Η γλώσσα, λοιπόν, είναι πλήθος με­ ταφορών, ανθρωπομορφισμών και μετωνυμιών (αλλαγή, μετάπτωση ενός όντος σε ένα άλλο μεταμόρφωση - «αυταπάτες που ξεχάστηκαν ότι. είναι αυταπάτες» σημειώνει ο ίδιος) που στο λαό εμφανίζονται ως σταθερές (ενώ είναι εξαναγκα­ στικές). Η πρώτη η έστω μεσολαβημένη σημασία τους πνίγεται μέσα στην πλασματική αλήθεια (ως άλλη ψευδής συνείδηση) πάνω στην οποία στέκεται η κοινωνία. Αλλά είναι ο άνθρωπος που δημιουργεί τη γλώσσα (κι εδώ φαίνεται πλέον η αισθητική στά­ ση του Νίτσε)· αποδίδει σε ελεύθερη μετάφραση' τη σύσταση και το είδος των πραγμάτων. Κι αυ­ τό το κάνει μόνο με την ποίηση. Η ποίηση αρπά­ ζει τις λέξεις από τη συμβατικότητα της κοινω­ νίας και αντί να εγκλωβίσει, δημιουργεί. Ή ταν πολύ αργότερα ο I. A . Richards που έγραψε πως η σκέψη είναι μεταφορική κι από κει αντλούν και οι μεταφορές της γλώσσας (απορρίπτοντας την αντίληψη για τη μεταφορά ως τυχαίο συμ­ πλήρωμα της γλώσσας). Εύλογα, λοιπόν, έκανε λόγο για συγκινησιακή θεωρία της ποιητικής γλώσσας, φτάνοντας στο ίδιο σημείο με τον Ν ί­ τσε: Η ποίηση με τις δυνάμεις της δραπετεύει και, ταυτόχρονα, επαυξάνει τη ζωή. Κι ένας ακόμη μετά τον Νίτσε: ο Ζακ Ντερριντά. Πρότεινε την ποίηση ως ανοιχτή πληθύ λόγου, ελεύ­ θερο παιχνίδι σημείων. Δοκίμασε κι αυτός να ερμηνεύσει τα μέσα με τα οποία εκφράζεται η ανείπωτη εμπειρία. Α ν ο Πλάτων αρνείται τη γραφή θεωρώντας την θάνατο της ζωντανής σκέψης (σε μια εποχή βέβαια που η αρχαία ελληνική κοινωνία μόλις άρχιζε να δέχεται τη γραφή) ο Νίτσε υπερασπί­ ζεται τη γραφή ως τέλεση ποιήσεως. Και στο χριστιανισμό (που βαθύτατα απεχθάνεται ο Ν ί­ τσε) το υλικό γραπτό υποβιβάζεται σε σχέση με το πνευματικό. Το οποίο και καταγράφεται απευθείας στην ψυχή, χωρίς τη μεσολάβηση υλι­ κών οργάνων. Αλλά το ίδιο το γραπτό ως διάμε­

σο μεταξύ πραγμάτων και λέξεων είναι μεταφο­ ρά. Ο Νίτσε υπερασπιζόμενος τις μεταφορές αγωνίζεται για τη γραφή. Για το προσωπικό πά­ θος της γραφής -της ποίησης. Η γλώσσα ως μεταφορά και. ως μεταμόρφωση δεν είναι ενέργεια, ούτε γνώση. Είναι απελευθέ­ ρωση της μεταμορφωτικής ικανότητας του λό­ γου. Η στερημένη αυτή από εξουσία γλώσσα αιμοδοτεί τη γνώση. Και η γνώση έχει σημασία μό­ νον υποψιασμένη,.δηλαδή ποιητικά προσβεβλη­ μένη.

Η μουσική και το σώμα Μια τέτοια γνώση, μια διαπεραστική ποίηση σαν αυτή θα αποτανθεί ασφαλώς στη μουσική. Ο Νί­ τσε το γνωρίζει καλά. Δεν μιμείται τη μουσική. Παίρνει τα κεκτημένα της και τα τοποθετεί στη γλώσσα: Τα σημεία στίξεως ως μουσικός υπαι­ νιγμός. Η αρμονία της πρόζας. Η ενορχηστρω­ μένη πρόζα. Το λυρικό τραγούδι του Ζαρατούστρα. Το ρυθμικό παιχνίδι. Ο χορός και η όρχη­ ση. Το σώμα που κινείται ρυθμικά και χαίρεται. Το σώμα απελευθερωμένο από το ενοχικό βά­ ρος της χριστιανοσύνης. Μακριά από την παρα­ γωγικότητα και τις αποθεματικές του χρήσεις. Υπαρκτική δομή και τόπος εκτινάξεων. Ο Νίτσε ξαναφέρνει το αποδιωγμένο από την επιστήμη και τη φιλοσοφία σώμα ως ενέργεια και ως δρά­ ση. Ως αντίσταση στην εξουσία της γλώσσας.

Σωκράτης και. προσίοκρατικοί Οι επικλήσεις της Ελλάδας (της διονυσιακής και προσωκρατικής κυρίως) γνώρισαν διάρκεια και βάθος σε όλο το έργο του Νίτσε. Και πρώτα ο Σωκράτης. Από πού η αυθεντικότητα του λόγου του; Και η μαιευτική; Διάλογος υπό σωκρατι­ κούς όρους. Η διαλεκτική του στηρίζεται σε επι­ χειρήματα της ρητορικής. Μας εξαπατά ως ασφάλεια και ως λόγος. Αν το υπόστρωμα της διαλεκτικής είναι ρητορικό και αφού η ρητορική είναι τέκνο των μύθων και της ποίησης της αρ­ χαίας Ελλάδας, εκεί και θα στραφούμε. Εκεί στρέφεται ο Νίτσε. Δεν τον ενδιαφέρουν οι ιστο­ ρικές μορφές που αντιστοιχούν σε φιλοσοφικές έννοιες. Τον νοιάζουν οι μύθοι ως διαρκής και ατελέσφορη σύγκρουση μέθης (Διόνυσος) και ονείρου (Απόλλων). Οι μελέτες του είναι για τον Ησίοδο, τα Μαντεία, τους Επτά Σοφούς, τις Ορφικές Θ εογονίες (πάνω από μισόν αιώνα μετά ο Α. Σικελιανός μυριζόταν τα ίδια χώματα). Η στροφή προς τους προσωκρατικούς είναι σχεδόν αυτονόητη. Σημειώνω πως θά ’ταν άκρι­ το να ελέγξουμε φιλολογικά την έρευνά του («Η


αφιερωμα/23 γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της ελληνι­ κής τραγωδίας»), Οι προσωκρατικοί τον απα­ σχολούν μόνο κατά το μέτρο που αφορούν τον ίδιο. Μέσα τούς προβάλλει τον Σοπενχάουερ, τον Βάγκνερ, τον εαυτό του. Τους επιλέγει γιατί έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο τον κόσμο και τα φυσικά στοιχεία που τον αποτελούν. Δεν καταγίνονται με την κοινωνία, τη γνώση, την πράξη, τον άνθρωπο. Η αναζήτησή τους είναι κοσμολογική, χωρίς εξειδικεύσεις. Και του Νίτσε το ίδιο. Εκείνοι είναι άμεσα εξαρτημένοι από το φυσικό κόσμο. Βρίσκονται λίγο μετά το μύθο και λίγο πριν το λόγο. Ο Νίτσε βαδίζει προς τη φύση, επιδιώκει την ενότητα και εχθρεύεται το λόγο:

Ο μηδενισμός τίνος; Ο Νίτσε δεν αρέσκεται στο χιούμορ. Δεν διαθέ­ τει καιρό γι’ αυτό. Ειρωνεύεται τότε; Ναι. Κάτι παραπάνω. Σαρκάζει, βοά, καταστρέφει. Αρνείται ολοκληρωτικά το παρελθόν (που τον πυρήνα του ο Μαρξ κράτησε ως εφαλτήριο του μέλλον­ τος). Παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται στην παρακμή. Έτσι και η ρήξη μαζί τους. Καμιά προετοιμασία. Καμιά διερεύνηση τρόπων και δυνατοτήτων για την υπέρβαση. Ο Νίτσε δεν περπατεί. Ίπταται. Συνεχώς. Χωρίς διακοπή. «Κορφή δεν υπάρχει/μονάχα ύψος» αναφωνεί ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη. Και λίγο αργότερα: «Ψυχή μου/είχες πάντα σου πατρίδα το ταξίδι». Μέσ’ στο ταξίδι του ο Νίτσε ζητά την καταστρο­ φή της πραγματικότητας εφ’ όλης της ύλης. Κα­ τά του είναι και υπέρ του γίγνεσθαι. Ερευνά την τύχη όποιου ξεφεύγει από τη «θέληση για δύνα­ μη» -την κυριαρχία. Ερευνά την τύχη του εαυ­ τού του που τόλμησε να καταφέρει το πλήγμα κατά των δυτικών αξιών. Ο Χάιντεγκερ θα θεω­ ρήσει αργότερα τον Νίτσε ζωτική μορφή στην ιστορία της δυτικής σκέψης, γιατί αντιπροσω­ πεύει το λόγο ενάντια στα ίδια του τα όρια. Ο Νίτσε, λοιπόν, θιασώτης ενός άπειρου μηδε­ νισμού. Α ς μη βιαστούμε. Μηδενιστική είναι η πραγματικότητα. Ο χαρωπός νεοτερισμός της δεν είναι παρά αγωγός και δίοδος για την έκ­ φραση του μέσου ιουδαιο-χριστιανικού όρου. Εδώ βρίσκονται σε θλιβερό εναγκαλισμό η αθλιότητα και το μηδέν. Διχασμός, χωρισμοί και διασπάσεις, κατακερματισμός. Νά τι αγωνίζεται να αναιρέσει ο Νίτσε. Είναι ασφαλώς υπερβολι­ κός ο Ζιντ όταν τον αποκαλεί πιστό, πάντώς όχι άστοχος. Διά της ποιήσεως ο Νίτσε επιζητεί την αναγωγή σε άλλα ύψη. Αρνείται το υπάρχον ως συνολικό όγκο και βίωμα για να πει «ναι» στη ζωή. Ο καζαντζακικός Οδυσσέας διαλαλεί το «ναι» πάνω στην άβυσσο. Εκεί δοκιμάζει να οι­

κοδομήσει καταφατικά τη ζωή του. Αν ο Σικελιανός πορεύεται στην υπέρτατη πραγματικότη­ τα μέσα από το σώμα του Χριστού, ο Νίτσε κά­ νει το σώμα του Διονύσου να χορέψει απεγνω­ σμένα- ώς την καταστροφή. Για να ζήσει. Ο Υπεράνθρωπος που αναλαμβάνει το κοπιώδες τούτο έργο δεν έχει να κάνει ούτε με τη «λατρεία των ηρώων» του Καρλάιλ ούτε με την ανώτερη ράτσα. Είναι ο δημιουργός που ξεφεύγει από την εξουσία. Ο Καζαντζάκης θέλει τον Οδυσσέα του να βαδίζει προς την αγνότητα. Ο Νίτσε πι­ στεύει στην αθωότητα της δημιουργίας.

Η μοναξιά και η προφητεία Ο Νίτσε έπαιξε μέχρι τέλους μόνος του πάνω στη σκηνή. Αν εξαιρέσουμε τον Ρ. Cast και τους C. Andler και Ρ. Lanzky, καθώς και τους Η. Taine και G. Brande (ευρεία αναφορά κάνει ο Α. Δικταίος), ουδείς εισέπραξε το λόγο του, Η μονα­ ξιά του στάθηκε άσκηση και καταναγκασμός. Μόνο η βίαιη αφύπνιση επιτρέπει σε κάποιον την απόσπασή του. από την απροσωπία των άλ­ λων και τη διακοπή της σπατάλης του εντός τους, έγραψε ο Χάιντεγκερ. Κι ο Νίτσε, μοναχι­ κός, χωρίς Θεό, φονέας του Θεού, μόνο με τη φωτιά στα δάκτυλα, καταστρέφει. «Αχ πότε πια θάρθουν συντρόφισσες ψυχές σαν την ψυχή μου» ρωτάει ο Οδυσσέας του Καζαντζάκη. Είναι αυστηρά ατομικός ο Νίτσε. Τον ενδια­ φέρουν μονάχα η ένταση και το ύφος. Γράφει σε πρώτο ενικό. Γνωρίζει πόσο τελεσφόρο είναι το πρώτο πρόσωπο της γραμματικής, σημειώνει ο Μπόρχες. Μοναδικό για έναν προφήτη που ακα­ δημαϊσμοί και παραπομπές και αποστάσεις τού είναι αδιανόητα. Ο ίδιος όμως αρνείται τον προ­ φήτη. Προφήτες για κείνον είναι τα «φοβερά εκείνα νόθα όντα που η υπόστασή τους είναι μίγμα από λέπρα και θέληση δύναμης και τα ονομάζουν ιδρυτές θρησκειών». Ο ήχος της δι­ κής του φωνής είναι «αλκυώνιο τραγούδι». Ο J. Burckhardt (εκτενέστερα βλέπε στον Τσβάιχ) έγραψε ότι ο Νίτσε ήταν η ανεξαρτησία στον κόσμο. Ό χ ι η ανεξαρτησία του κόσμου. Η ελευθερία του ατόμου. Η υποκειμενική δυνατό­ τητα της ρήξης. Ο Μπόρχες συμπληρώνει καλύ­ τερα; Πριν από τον Νίτσε η προσωπική αθανα­ σία μάς ήταν άγνωστη- πλάνη των ελπίδων μαςτο πολύ συγκεχυμένη ευχή. Ο Νίτσε μοναχικός μαχητής και δολοφόνος. Τρελός και ανέστιος. Η ατομική δράση μέσα στον πολιτισμό. Ο στροβιλισμός του πόνου και η μανία της γραφής. Το διάπυρο μάτι μιας εποχής. Ο Νίτσε μέσα και δίπλα μας. Ό σ ο ποτέ οικείος.


24/αψιερωμα

Πιερ Μπουνιό

Αναγνώσεις του Νίτσε Ο Νίτσε, ο τελευταίος φιλόσοφος, έτοιμος να μας πει σήμερα πώς μπορούμε να τον καταλάβουμε, τι περιμένουμε απ’ αυτόν, πέρα από μια ηθική ή μια μεταφυσι­ κή, πιο πέρα από το καλό και το κακό, αυτό που ζούμε και τι είμαστε. Τα Φιλοσοφικά άπαντά του, όπως τα επιμελήθηκαν οι Κόλλι και Μοντινάρι, μας δίνουν σήμερα επιτέλους ένα πραγματικό κείμενο, μακριά από τις απαίσιες πα­ ρεμβάσεις της αδελφής του Νίτσε, Ελίζαμπεθ Φόρστερ. Κι αυτό μας επιτρέπει, εκτός από τα άλλα, να δείξουμε πόσο άδικος ήταν ο θρύλος ενός Νίτσε θεωρητι­ κού του ναζισμού. Ο Νίτσε ακατανόητος για τον Φρόυντ, ο Νίτσε σε άμεση επαφή με το στοχασμό του Χάιντεγκερ, ο Νίτσε καλλιτέχνης του Βάγκνερ, ο Νίτσε φιλόσοφος εναντίον των φιλοσόφων τόσες και τόσες συμπληρωματικές, διαφωτιστικές αναγνώσεις. Και πρώτα πρώτα ο Νίτσε που ξαναβρίσκει τη λέξη και το είναι, ένα και το αυτό, αντίθετος σε κάθε ανθρωποκεντρισμό, όπως μας το δείχνει ο Πιερ Μπουντό. Υπερασπίζοντας τη λέξη Ό σ ο περισσότερο γνωρίζουμε τη σκέψη του Νί­ τσε στο χρονολογικό της σύνολο, χάρη στην έκ­ δοση Κόλλι-Μοντινάρι, τόσο περισσότερο μου φαίνεται πως η αληθινή θέση του Νίτσε εξαρτάται από το γεγονός ότι ο ορισμός του για τη γλώσσα και τη λέξη αναθεωρεί τις αξίες, την ιστορία, τη λογική και την ηθική. Α ν παραγνωρίσουμε αυτό το γεγονός, οι ερμη­ νείες μας μένουν κατά προσέγγισιν ή, άθελά μας, δέσμιες της ιστορίας της φιλοσοφίας. Αυτό άλ­ λωστε δεν είναι πράγματι δικό μας λάθος. Μας έριξαν πάρα πολύ γρήγορα μέσα «σ’ αυτό τον αιώνα του πολέμου» που ο Νίτσε έβλεπε να δια­ μορφώνεται εναντίον μας, ώστε να μας μείνει ο καιρός να βρούμε μέσα στο έργο του μιαν αξονι­ κή εξήγηση. Ακολουθήσαμε τη διάγνωσή του, αλλά δυσκολευτήκαμε ν ’ ανακαλύψουμε τη θε­ ραπεία. Μου φαίνεται λοιπόν πως ο Νίτσε μας λέει πε­ ρίπου αυτά: Ο άνθρωπος δεν είναι ένα πλάσμα που χωρί­

ζεται σε φύση και παιδεία. Γι’ αυτόν φύση και παιδεία είναι ένα και το αυτό. Βιολογικά, ο άνθρωπος είναι ένα ζωντανό εί­ δος ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα είδη, αλλά, η ιδιαιτερότητά του -κυψέλη, φωλιά, τροχιά- εί­ ναι η ΛΕΞΗ... Ό μω ς η λέξη υποτάχθηκε στην ιστορία από τότε που . ο Σωκράτης την εδέσμευσε ανάμεσα στο μπετόν του αισθητού και στη θωράκιση του νοητού. Αυτή η λέξη μπόρεσε να μας πληροφορήσει για τη μοίρα μας όσον καιρό η ιστορία μπορούσε να αποκρύπτει τις ανομίες και τα όριά της πίσω από την αιωνιότητα για την οποία μιλούσαν οι ιερείς μέσα σε μια διχασμένη χριστιανοσύνη, ακατάλυτη όμως σαν μορφή, ή και οι φιλόσοφοι, για τους οποίους ο Θεός, για τον Καντ, ή η ιδέα, για τον Χέγκελ, λειτουργούσαν σαν άλλοθι, μαγ­ γανείες ή αυθαίρετα επιχειρήματα, όταν ο στο­ χαστής βρισκόταν σε αδιέξοδο. Και νά που σήμερα πια η λέξη είναι κενή από περιεχόμενο, τίποτ’ άλλο παρά μια μούμια ανά­ μεσα στους δάσκαλους της ρητορικής και τους θορυβοποιούς, τους δάσκαλους της διαλεκτικής


αψιερωμα/25 ή τους φωνακλάδες των φωνημάτων. Α ς ρωτή­ σουμε λοιπόν τη φύση της. Α π ’ αυτό το σημείο αν τη σκεφτούμε, σκεφτόμαστε τον άνθρωπο, γιατί η λέξη κι ο άνθρωπος είναι ένα και το αυ­ τό. Για πολύν καιρό πίστευαν πως αυτό που πλούτιζε και χάριζε πρωτοτυπία στον Νίτσε ήταν η απουσία «κλειδιών» στην ανάγνωσή του. Ο Lowith μιλούσε για «σύστημα αφορισμών», ο Χάιντεγκερ τον ανακάτευε με όλους τους δασκά­ λους που λάτρευε ο ίδιος, ο Γιάσπερς τον αντι­ μετώπιζε σαν γιατρός, προσπαθώντας να βρει αναλογίες ανάμεσα σε μια διασκορπισμένη σκέ­ ψη και οργανικές βλάβες (εγκεφαλικές ή αφρο­ δίσιες), ο Φινκ δοκίμασε να συνδέσει έναν νιτσεϊκό διαφωτισμό με μια προχουσερλιανή φαι­ νομενολογία (μια πολύ ενδιαφέρουσα απόπει­ ρα). Α ν, σήμερα, αυτή η προσπάθεια διατηρεί το ενδιαφέρον της από την ίδια της τη στειρότητα και αν οι υπερβολές της μόδας μας έκαναν να πιστέψουμε πως ο Νίτσε επιτέλους ερμηνεύθηκε, πρέπει πάλι να ξαναρχίσουμε τα πάντα. Ο Νίτσε είναι η πρώτη μεγαλοφυΐα που η μεταθανάτια μοίρα του, αφού τον ανέσυρε από τη λήθη, τον παρέδωσε σ’ ένα καθαρτήριο ερμηνευτών. Ο Lo­ with θρηνούσε την αστάθεια των ιστορικών του εξηγήσεων, ο Χάιντεγκερ δούλεψε κυρίως πάνω στο απαίσιο βιβλίο που χάλκεψε η αδελφή του Νίτσε με τον τίτλο Η βούληση της δύναμης και ο Γιάσπερς, μέσα σε μια φιλοσοφική λογόρροια, κατασκεύασε με τον Νίτσε ένα βουνό από αέρα κοπανιστό. Α ς αρχίσουμε λοιπόν. Και πρώτα πρώτα μ’ ένα μικρό και μεγάλο πρόβλημα. Wille zur Macht δε σήμαινε ποτέ βούληση της δύναμης. Το γερ­ μανικό zur είναι μια συναίρεση του zu der και κανένας γερμανολόγος δεν μπορεί να πει πως αυτή η συναίρεση είναι στατική. Είναι δυναμική και δείχνει κίνηση. Wille zur Macht πρέπει να με­ ταφράζεται βούληση για δύναμη. Είναι ένας όρος όχι για πλατύ κοινό, αλλά τουλάχιστον έν­ τιμος. Α ν ένας χειρούργος ξεχνούσε όσα ήξερε τη στιγμή που θα εγχείριζε και επαναλάμβανε πάνω στους αρρώστους του τα μεγάλα στάδια της χει­ ρουργικής από τον Ιπποκράτη ώς τους γιατρούς της εποχής του Χέγκελ, τα αποτελέσματα της θε­ ραπείας θα καταλήγανε στο κοιμητήριο. Κάτι τέ­ τοιο συμβαίνει όταν αντιπαραθέτουμε τον Νίτσε στους φιλοσόφους που πολέμησε ή όταν θέλουμε να τον κλείσουμε σε μια μονότονη και γραμμική ιστορία που τις ανομίες της τις αποδοκίμαζε ο ίδιος, Τον Νίτσε πρέπει πρώτα να τον διαβάσει ο Νίτσε. Ό τα ν τον ερμηνεύουμε, τον παραποι-

Ο Νίτσε σε ηλικία 16 ετών

,ούμε. Πρέπει να τον διαβάσουμε. Οπότε παρατηρούμε στη σκέψη του μια κατα­ πληκτική συνοχή. Αυτή οφείλεται σε μια σταθε­ ρή μέθοδο ανάγνωσης του κόσμου. Δυο μικρά κείμενα, σχεδόν απαρατήρητα, το ένα θεωρητι­ κό, το άλλο πρακτικό, που συνδιαλέγονται μέσα στο έργο του, χαράζουν τον άξονα γύρω από τον οποίο οργανώνεται αυτή η ανάγνωση.

Το επαναστατικό μανιφέστο Το πρώτο, το βρίσκουμε σ’ ένα έργο του 187Ϊ. Έ χει για τίτλο: Αλήθεια και ψέμα μ ε μ ια έννοια εξω-ηθική. Σε μια δεκαπενταριά σελίδες, ο Ν ί­ τσε επεξεργάζεται μια πραγματική θεωρία της γλώσσας. Έ τσι μπορούμε ν ’ αποκωδικοποιήσουμε το έργο του σαν μια γενεαλογία της αιωνιότη­ τας προς την αιωνιότητα. Το δεύτερο κείμενο, Π ερί τεσσάρων μεγάλω ν σφαλμάτων (μέσα στο Λ υκόφω ς των ειδώλων, 1887-1888), όπου ανα­ θεωρείται η μη αντιστρεψιμότητα του αιτιακού και του πρόσκαιρου, κλείνει λίγο πριν τρελαθεί


26/αφιερωμα την ανάλυση της πραγματικότητας που επιχείρη­ σε είκοσι χρόνια νωρίτερα μέσα από μια σκέψη μη διαλεκτική και εχθρική έναντι της ιστορίας. Το κείμενο του 1871 θέτει τις βάσεις μιας γλώσσας που αναζητά την ίδια την πραγματικό­ τητά της με μια κριτική των εννοιών τις οποίες εκκενώνει μεθοδικά από κάθε ανθρωπομορφικό περιεχόμενο. Οπότε είναι πια εξόφθαλμο πως δεν πρέπει να διαβάζουμε το έργο του Νίτσε σαν να το είχε συλλάβει με τον τρόπο που γράφει τα διηγήματά του ο Μωπασάν, αλλά με το μάτι του Πικάσο όπου εκδηλώνεται η «δύναμη» για μια απο-δόμηση των μορφών. Α ν δεν μπορούμε να σκεφτούμε τον κόσμο με βάση κριτήρια, όρια, προχώματα που θέτουν οι άνθρωποι και ο πολι­ τισμός (και μέσα σ’ αυτόν, ειδικά μάλιστα, η με­ ταφυσική και η θρησκεία), οι έννοιες δεν ήταν τίποτ’ άλλο παρά τεχνάσματα που βοηθούσαν τους φιλοσόφους να χρησιμοποιούν τις μεθόδους τους για να αποκρύψουν την «εμφυλάκιση» μιας σκέψης, της οποίας η κριτική ελευθερία δεν εί­ ναι παρά φαινομενική, καί για να παραφουσκώ­ νουν τις λέξεις μ’ ένα διπλό περιεχόμενο: ένα αν­ θρωποκεντρικό περιεχόμενο πρώτα κι ένα ατομι­ κό περιεχόμενο ύστερα. Το πρώτο περιεχόμενο είναι η συνισταμένη όλων των κοινωνικοπολιτικών μιμητισμών, όλων των ιδεολογικών τεχνα­ σμάτων τα οποία με την ίδια τους την ύπαρξη ενισχύουν τον τύραννο που πολεμάμε με τα δικά του όπλα. Η καταγγελία αυτού του περιεχομένου μετατρέπει τον Νίτσε σ’ ένα Γαλιλαίο των μον­ τέρνων καιρών, και τους αντιπάλους του, στους δεσπότες του μέλλοντος. Το δεύτερο περιεχόμενο επιτρέπει περισσότερες ιδιοτροπίες· είναι αυτές που προβάλλει ο φιλόσοφος και γίνεται ο ίδιος το άλλοθι μιας εξουσίας ή μιας αντιεξουσίας, προσαρμόζει μιαν αιώνια φιλοσοφία που περνά για μοντέρνα κάθε εικοσιπέντε χρόνια, επιχειρεί να στήσει γέφυρες ανάμεσα στη σκέψη και τις μεταμορφώσεις του τυράννου Διονύσιου και παίζει τον ανίκανο της δικής του «πράξης» στην πολιτική δράση του ανθρώπου που θαυμάζει. Αλλά παίζει αυτή την «πράξη» νίπτοντας τας χείρας του προκαταβολικά για τις συνέπειες των πράξεών του. Έ τσι κι ο Πεγκύ μπόρεσε να πει για τον Καντ: «Ο Καντ έχει χέρια καθαρά, μόνο που δεν έχει χέρια...»· έτσι και ο Χέγκελ, θέλον­ τας να προλάβει τις φιλοπόλεμες θριαμβολογίες αλλά και το πνεύμα συνεργασίας με τον κατα­ χτητή, θαυμάζει τον Ναπολέοντα που μόλις νί­ κησε την πατρίδα του και λέει: «Βλέπω την ιδέα έφιππη». Είμαστε μακριά από τον Νίτσε που θρηνεί το δράμα της Γαλλίας, ύστερα από τη νί­ κη της Πρωσίας το 1870. Έ τσι κι ο Χάιντεγκερ

δεν καταγγέλλει, ούτε δημόσια ούτε ιδιωτικά, τον αντισημιτισμό όταν θανατώθηκε η μαθήτρια του Χούσσερλ, Εντίθ Στάιν, Εβραία που ασπάστηκε τον καθολικισμό αφού διάβασε τη Θηρε­ σία της Αβίλας κι έγινε καρμιλίτισσα μοναχή πριν την κάψουν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρω­ σης. Θα μπορούσαμε να δώσουμε κι άλλα πολλά παραδείγματα. Ναι, οι έννοιες είναι, μέχρι τον Νίτσε, ο σκουπιδοντενεκές των φρικαλεοτήτων της ιστορίας και των παγιωμένων ατομικισμών, που εξιδανικεύονται σε ηθικές, σε θεολογίες του αποκλει­ σμού, σε μανιχαϊστικές ιδεολογίες κλπ. Έτσι ώστε το κείμενο του 1871 που συνδέει την κα­ ταγγελία του ανθρωπομορφισμού μέσα στις έν­ νοιες με την άμεση συνέπειά του, τη γενεαλογι­ κή απαίτηση, μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα πραγ­ ματικά επαναστατικό μανιφέστο.

Ο μηδενισμός σαν μέθοδος Α πό δω και πέρα άρχίζουν οι παρανοήσεις, που είναι σχετικά εύκολο ν ’ αποφύγουμε, αν πάρου­ με στα σοβαρά αυτό το κείμενο. Γιατί εξυπακούεται πως αυτή η εκκένωση του ανθρωπομορ­ φισμού απαιτεί «τις βαθμίδες και τα μεταβατικά στάδια» που ζητά ο Νίτσε. Εξυπακούεται επίσης πως η προσπάθεια για ανάγνωση και προβλημα­ τισμό, καθώς και το άλμα μέσα στη δημιουργία, δίνει στους ανθρωποκεντρικούς αναγνώστες την εντύπωση πως τους χτυπούν με σφυρί στο κεφά­ λι. «Φιλοσοφώ κτυπώντας με σφυρί.» Οποιοδήποτε παράπονο μπορεί να συγκριθεί με την ηλι­ θιότητα του Ρούσβελτ μπροστά στο Γυμνό που κατεβαίνει τη σκάλα του Duchamp με τις επιθέ­ σεις που δέχτηκε ο Πικάσο μετά τη γαλάζια πε­ ρίοδό του. Σ ’ αυτό το σημείο ζωγράφοι και μου­ σικοί είναι προνομιούχοι. Μπορούν να προχω­ ρούν με το ρυθμό της τέχνης τους. Ενώ μόλις γί­ νεται λόγος για λέξεις, η περιπέτεια δεν είναι πια ατομική. Προχωρώντας πάρα πολύ γρήγορα, υπάρχει κίνδυνος για έναν ομαδικό ίλιγγο αυτο­ κτονίας που γρήγορα χαλιναγωγείται με την προσφυγή στον ολοκληρωτισμό. Ο Νίτσε το ξέ­ ρει, το αισθάνεται. Έ τσι εξηγείται ο μηδενι­ σμός. Ο μηδενιστής στοχαστής συγκροτεί για οτιδήποτε ζωντανό μια μεθοδολογία που μπορεί να συγκριθεί μ’ εκείνη του γεωλόγου και του αρ­ χαιολόγου. Διαχωρίζει τα στρώματα, τις προσ­ χώσεις και συνάμα τα καταγράφει όλα αυτά και ξαναδίνει στο φαντασιακό γίγνεσθαι τις βιοτικές δυναμικές των εθίμων, των ανθρώπων, των αντί-


αφιερωμα/27 κειμένων και των τεχνών που χειρίζεται ο αν­ θρωποκεντρισμός μέσα σε νεκρόφιλες δομές. Για να εκθέσουμε την κίνηση του μηδενισμού είναι απαραίτητη ωστόσο η χρήση και η μετάθε­ ση απο-δομητικών λόγων. Δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσουμε πως οι μεγάλες προσχώσεις που ενυπάρχουν στις έννοιες είναι τέσσερις: η θρη­ σκευτική, η μεταφυσική, η επιστημονική και η ιστορική. Είναι σαν να λέμε πως υπάρχουν μέσα σε κάθε έννοια τέσσερις ταυτόχρονες θεάσεις που κοινό τους στοιχείο είναι ότι και οι τέσσερις είναι κομμένες πάνω στο ανθρώπινο πρότυπο. Εκκενώνοντας τον ανθρωπομορφισμό, οδηγού­ μαστε στο μηδέν αν αποβάλουμε μονομιάς τις τέσσερις προσχώσεις, ενώ πάμε στην ελευθερία και την τέχνη, αν ο μηδενισμός, με διαδοχικές εκ-κεντρώσεις ή ελεγχόμενες αλλά ταυτόχρονες δονήσεις, επηρεάζει τις διασυνδέσεις, τους όγ­ κους και τις τελολογίες κάθε λόγου χωριστά. Α λ­ λά αν ο ιστορικός λόγος είναι κάτι πιο ιδιαίτερο στον δέκατο ένατο αιώνα, αν η πρόσχωση έχει η ίδια μια ιστορία, δεν παύει να μένει ανεπηρέα­ στη από τον ιστορίζοντα λόγο. Δεν πρέπει ν ’ απορούμε συνεπώς αν ο Νίτσε, δείχνοντας ποιο δρόμο πρέπει ν ’ ακολουθήσουμε χωρίς κανένα επιχείρημα-θαύμα που θα πείσει τη γλώσσα για την παγίωσή της, διακινδυνεύει να κλειστεί στο χωραφάκι του σαν τους χρυσοθήρες που έβρισκαν κάπου να μείνουν ή να κατηγορηθεί για ασυναρτησία ή εξωτισμό. Θα έπρεπε να είναι διδακτικός ή να παίξει το παι­ χνίδι του συστήματος για να διευκρινίζει κάθε φορά σε ποιο επίπεδο εσωτερικής απο-δόμησης έχει φτάσει χύνοντας τη μεθοδολογική του υπο­ νόμευση μέσα στην παραδοσιακή γλώσσα. Αλλά ούτε και πρέπει ν ’ απορούμε αν η ιστορία της φιλοσοφίας παραμένει με μια τέτοια παρουσία μέσα στην ανάλυσή του, παρόλο που στοχεύει να εκκενώσει την παντοδυναμία της ιστορίας. Δεν πρέπει ν ’ απορούμε, τέλος, αν η κάθε λογής κρι­ τική που διατύπωσε κατά της διαλεκτικής.διαλεκτικοποιείται μέσα σε μια πλατιά κίνηση που αποκαλώ «δια-κριτική». Οπότε, ούτε ανθρωπομορφισμός, ούτε γραμμικότητα, ούτε διαλεκτική. Μ α τότε, τι;

Πρέπει να σπάσουμε τα είδωλα Σαν τη γη που δεν έπαψε να υπάρχει αφού ο Γα­ λιλαίος απόδειξε πως κινείται, έτσι και η γλώσ­

σα δεν πεθαίνει αν οι έννοιες αδειάσουν από παγιωμένες προσχώσεις. Μέχρι τον Νίτσε, αυτό για το οποίο μιλούν οι λέξεις είναι κάτι πραγματικό που δεν παύει να ερμηνεύεται, και όχι η πραγ­ ματικότητα. Οι αυταπάτες για σταθερότητα, πρόοδο και αντίφαση θεμελιώνονται στην επιδεξιότητα με την οποία η ιστορία και η διαλεκτική, τραβώντας τα σπαγγάκια της μαριονέτας, μπό­ ρεσαν να μας ξεγελάσουν πως είναι ένα πλάσμα ζωντανό. Είναι κάπως μια περιπέτεια αντίθετη απ’ αυτή που ζούμε στον κινηματογράφο. Ο ζωντανός άνθρωπος υπήρχε πολύ πριν αρχίσει το παιχνίδι των εικόνων να εμψυχώνει την ανα-. παράστασή του πάνω στην οθόνη. Μέχρι τον Νί­ τσε, η ιστορία του πολιτισμού είναι λοιπόν κά­ πως ο κινηματογράφος του πραγματικού. Με τις αντιφάσεις πόυ ενυπάρχουν στη διαλεκτική και με τα μεγάλα κινήματα που η διαδοχή τους δίνει στην ιστορία την ψευδαίσθηση του μη αντιστρέ­ ψιμου, πλάσαμε πολλές αναπαραστάσεις του πραγματικού, ξένες προς την πραγματικότητα, επειδή όλες τους υποτάσσονται σε ανθρωπόμορ­ φα πρότυπα. Τα ανθρώπινα όρια (ο ατομικός θάνατος, η διαδοχή των γενεών κλπ.) οδήγησαν το συλλογι­ σμό να επινοήσει την αιτιότητα, την αντίφαση, τη διαλεκτική, το αποκλειόμενο τρίτο, την ιστο­ ρία κλπ., σαν σχήματα της μόνης κατανοητής λο­ γικής. Και μάλιστα ίάτι περισσότερο: σαν τις αναντικατάστατες δομές της μόνης τελεστικής σκέψης. Οι μεγάλες μήτρες όπου διαμορφώνον­ ται οι έννοιες γέμισαν όλες τους απ’ ό,τι έδειχνε να είναι το θεμέλιο του ανθρώπου: το χρόνο και το θάνατο. Αν τα εκκενώσω όλα αυτά, δε βρί­


28/αφιερωμα σκω το κενό ή το μηδέν. Η εκούσια εκ-κέντρωση έχει σχεδόν μεταβάλει τον άξονα γύρω από τον οποίο γυρνούσε η λέξη, σύμφωνα με το κέφι του ομιλητή, σαν το σφαιρίδιο του αριθμητήριου. Ό λ α γίνονται τότε σαν να έκλιναν οι κενές έν­ νοιες ταυτόχρονα προς την ίδια κατεύθυνση, την κατεύθυνση της προέλευσης. Ο δρόμος που επι­ τρέπει σε μια δημιουργική σκέψη να εναρμονι­ στεί με τη φύση της λέξης δεν μπορεί πια να εί­ ναι παρά γενεαλογικός. Επειδή ο χρόνος και η ιστορία δεν είναι πια τα συστατικά του σημασιολογικού πραγματικού, αυτό που τα αντικαθιστά, όχι διαλεκτικά, δεν έχει παρά ένα όνομα: αιωνιότητα. Φροντίζοντας να μην υποκαταστήσει μια ερμηνευτική πόυ ξει από το θάνατο με μια ερμηνευτική που θα ζούσε από το θάνατο του θανάτου, η δια-κριτική κίνη­ ση της σκέψης αναζητά πια όλες τις προσβάσεις προς την αιωνιότητα ή προς τον ίδιο της τον εαυτό: την πραγματικότητα. Στον λογιζόμενο λόγο που ικανοποιούσε η φαντασία όταν είχε ανάγκη από μια χορεύτρια, εναντιώνεται η δια­ κριτική σκέψη -για την οποία η διαλεκτική και η ιστορία δεν είναι παρά στιγμές ποτέ ολοποιητικές-, όπου μέσα της μεταμορφώνονται και ανα­

κατεύονται, έξω από τη γραμμικότητα και τη διαδοχή, το φαντασιακό και η πραγματικότητα. «Με όσα καταπιάστηκαν οι φιλόσοφοι εδώ και χιλιάδες χρόνια δεν ήταν παρά ιδέες-μούμιες. Τίποτα πραγματικό δε βγήκε από τα χέρια τους» (Λυκόφως των ειδώλων). Είναι λοιπόν η αναζήτηση και ο πόθος του πραγματικού που επιβάλλουν, διαβάζοντας το έργο του Νίτσε, να συνδέσουμε μεταξύ τους τα μεθοδολογικά κείμενα με τα οποία το πραγματι­ κό, το φαντασιακό και η αιωνιότητα μεταμορ­ φώνονται έξω από κάθε διαδοχή. Το πρώτο σχή­ μα λοιπόν που σπάει είναι φυσικά το σχήμα της χρονολογίας και της διαδοχής. Παρόν, παρελθόν και μέλλον δεν έχουν πυκνότητα και σημασία παρά μέσα στο λόγο όπου ο θάνατος παίζει τις νότες και τις παραλλαγές του. Ο Νίτσε γράφει πως «οι μεγαλοφυΐες επικαλούνται η μια την άλ­ λη μέσα στους αιώνες». Αλλά και μέσα στο έργο του, οι δομές της δικής τον m γαλοφυΐας επικα­ λούνται η μια την άλλη. Δι - νπάρχει κίνδυνος για κανένα σφάλμα, αν χ α ν ύ ο υ μ ε την κορυφο­ γραμμή που συνδέει τα ■·<σικά μεθοδολογικά του κείμενα. Π ροβάλλονας τα κείμενα του 1871 και του 1888, τονίζω <'.π/.ούστατα ό,τι τους οφεί-

κυκλοφορούν Ό Μάοιο καί 6 Μάγος

R

S

ΓΚτροξΤ«τσόπουλο; Ο Ι Α Ν Η Λ ΙΚ Ο Ι 08

....5

Π. ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΣ:

Θ.ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Γ.ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑΝΟΣ : ΤΟΜΑΣΜΑΝ:

ΟΙ ΑΝΗΛΙΚΟΙ (Δεύτερη έκδοση)

300 ΤΡΟΠΟΙ ΘΑΝΑΤΟΥ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

.

έκδόσεις

ΥΑΚΙΝΘΟΣ a

Κ υψ έλη <

Ο ΜΑΡΙΟ ΚΑΙ Ο ΜΑΓΟΣ

61

τηλ.8825094


αφιερωμα/29 λουν τα άλλα γραφτά. Η μεθοδολογική αποτελεσματίκότητα αυτών των κειμένων βοηθά να μη διαβάσουμε, στο ίδιο επίπεδο και σαν να υπάκουαν σε μια ορθολογική διαδοχή ή σε μιαν απαγωγή, τις εσωτερικές ανελίξεις των κεφα­ λαίων, και μάλιστα των παραγράφων του Νίτσε. Είναι γιατί η τριβή με τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα παραχάραξε τον τρόπο προσέγγισης των βασικών προβληματισμών. Γνωρίζαμε από την εποχή του Πλάτωνα τα βασικά ερωτήματα και αρκούσε να δραματοποιήσουμε τις απαντή­ σεις που περιέχονταν στον τρόπο που θέταμε το ερώτημα για να τους δώσουμε την τραγική γεύση μιας μοίρας, αρκούσε να αφαιρέσουμε από κει μέσα ένα πρότυπο συλλογισμού και να μιλούμε περί όντος και ελευθερίας με αρκετή δύναμη ώστε να μη θλιβόμαστε βλέποντας τη σκέψη να τα καθιστά απρόσιτα. Το φιλοσοφικό σύστημα είχε γίνει μια πυραμίδα αιγυπτιακή όπου φώλια­ ζε ένα κενό δωμάτιο που μόνο η ίδια του η ύπαρξη μας άφηνε να πιστεύουμε πως κάποιος θεός κατοικούσε εκεί μέσα. Ό λ α αυτά μέσα σ’ ένα κράμα πονηριάς και καλής πίστης. Σήμερα είναι φανερό πώς η σχεδόν δισχιλιόχρονη αντί­ ληψη της μεταφυσικής που επαναλάμβανε αδιά­ κοπα τα ίδια θέματα, σύμφωνα με το ίδιο κοινωνικό-πολιτιστικό σχήμα, δηλαδή ο δάσκαλος κι οι μαθητές του - ο Πλάτων και οι νεοπλατωνικοί, ο Καντ και οι μετακαντιανοί, ο Χέγκελ, οι οπα­ δοί του και οι αντίπαλοί το υ - είναι φανερό πως αυτή η φιλοσοφία του προτύπου εξυπηρετεί πάντα το κράτος. Με τον Νίτσε, με τη δια-κριτική απελευθέρώση της μεθόδου σκέψης, δε χωρεί αμφιβολία πως δυο χιλιάδες χρόνια μεταφυσικής αποκαλύπτουν τα μπαλώματα και τον ελιτισμό της τέχνης να λέ­ με τα προβλήματα αλλά και τα μπαλώματα της κοινής γλώσσας, ώς τη στιγμή που η ανατροπή της εκ-κέντρωσης αναγκάζει ν ’ αφεθθύμε στην επιθυμία της αυτοδημιουργίας μέσα στην τέχνη. Α πό δω ξεκινά η χρήση του μεταφορικού λόγου, με τον οποίο ο Νίτσε έρχεται ξανά σ’ επαφή με την ψυχή των λαών, όπως γίνεται με τους αφη­ γητές ή όσους επινοούν θρύλους. Κι έτσι ο θρύ­ λος ο πιο γνωστός, που συνέχεια επαναλαμβάνει τα θέματά του, μιλά για έναν αλυσοδεμένο θεό μέσα σ’ ένα μπουντρούμι: είναι ο θρύλος της αλ­ λοτριωμένης από τον ανθρωπομορφισμό λέξης. Α ν δεν είναι μάταιο να θυμίσουμε πως ο Νίτσε μιλεί συχνά για «ασκητική», μπορούμε να παρα­ τηρήσουμε εδώ πως αυτή η λέξη που μοιράζεται με τους μυστικιστές σημαίνει πως είναι τόσο δύ­ σκολο να φτάσουμε στη λέξη όσο και να αποκτή­ σουμε εμπειρία για το Θεό.

Ο αντιστρεπτός χρόνος και το φαντασιακό Πριν δούμε ποια έννοια μπορεί να δοθεί στα θέ­ ματα του Νίτσε όταν οι λέξεις ξεφεύγουν από κάθε ανθρώπινη αναπαράσταση, ας αναφέρουμε μερικές ουσιώδεις συνέπειες της μεθοδολογικής του επιλογής. Το τέλος της ιστορίας επιτρέπει στη σκέψη να ζει μέσα σ’ ένα χρόνο αντιστρεπτό, η άρνηση της αιτιότητας μετατρέπει ριζικά τις δομές του συλλογισμού, η ζωή της αιωνιότητας έχει σαν επακόλουθο την αθωότητα του γίγνε­ σθαι, η ανάρρηση του όντος επιτελείται μέσα σε μια αντεστραμμένη οντολογία, η δημιουργική διάνοια - η «δύναμη»- δεν είναι η ιστορική με­ τάθεση του θεού, ο απελευθερωμένος λόγος του ευκλείδειου χώρου λειτουργεί τελικά μέσα σε μια φυσική της αβεβαιότητας. Π ρέπει πάντα να ξαναγυρίζουμε στην ιδέα ότι η σκέψη πρέπει να επιτελέσει ταυτόχρονα μια δι­ πλή εργασία: από τη μια να εκ-κεντρώσει τη σχέ­ ση λέξη-πραγματικό για να εκκενώσει τον αν­ θρωπομορφισμό, από την άλλη να χρησιμοποιή­ σει την απελευθερωμένη λέξη για να πάει στην πρωταρχική μορφή του είναι, εφαρμόζοντας το συλλογισμό στα βασικά θέματα (αιώνια επιστρο­ φή, βούληση για δύναμη, θάνατος του θεού). Την ίδια στιγμή που το μεθοδολογικό απελευθε­ ρώνει το οντολογικό, η λέξη αποκαλύπτει ό,τι είναι αναλλοίωτο και αναφαίρετο. Αυτό είναι η αιωνιότητα. Είναι κάτι σαν την ύλη της λέξης. Αυτό και μόνο το αποτέλεσμα αποτελεί ήδη μια επανάσταση, δια-κριτικού τύπου, μέσα στο συλ­ λογισμό. Γιατί γίνεται πια αδύνατο να παραμεί­ νουμε στον πλατωνικό δυαδισμό του αισθητού και του νοητού, ή στο χριστιανικό δυαδισμό. ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα. Καθώς η αιω­ νιότητα είναι το είναι της λέξης, γίνεται «πράξη» αποτελεσματική που προκαλεί τις μεταμορφώ­ σεις του πραγματικού. Αυτή η αποτελεσματική ενέργεια σ’ ένα χώρο όπου το πραγματικό, ξεφεύγοντας από την ιστορία, ξεφεύγει συνάμα και από το μη αντιστρέψιμο, επιτρέπει να σκεφτούμε συγκεκριμένα εκεί όπου περιμένει το φαντασιακό (απουσία παραστάσεων και εικό­ νων). Η γενεαλογία της γλώσσας είναι λοιπόν η γενεαλογία της αιωνιότητας μέσα από το σύνολο των κινήσεων και των μεταμορφώσεων της ύλης, ακόμα και της ύλης των λέξεων. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Νίτσε μπορεί να σκεφτεί, να συλλάβει και να φανταστεί μέσα σ’ ένα χρόνο αντιστρε­ πτό. Έτσι δεν είναι πια αιχμάλωτος της κατάρας


30/αψιερωμα

Q [ %] η

<j . i f

% η /) ν ψ

jjk

ιφ

ί

Λ*/« η ΐ ι Λ ι „ « < ψ

l

Η UH'4 ΗΛ·Ι- ·

1 *£ *.

i± l i " — jV

‘U ~ -

:JL iH ,

,'k J life ι " Έ · h , ^ · ϊ ♦ -{il1- i£ i*

e ιίί

»■

Ιΐίίί' · , V- f mr 5

f

Λ&. .

*r<i

) __ (

, r ^ T te f., i- f pjKe ■

Πανομοιότυπο από χειρόγραφο του «Ζαρατούστρα»

του θανάτου (το περίφημο «στραγγαλιστής που λέγεται αμάρτημα»). Έτσι συνδέεται με το χρό­ νο των προσωκρατικών, όπου επειδή «η μέρα και ή νύχτα είναι ένα», η σειρά διαδοχής τους είναι ξένη στο στοχασμό. Η σκέψη αποκαλύπτει πως η αιωνιότητα της λέξης και η αιωνιότητα της φύσης είναι μια και η αυτή ύλη. Η γλώσσα λοιπόν δεν αποσκοπεί τόσο να κατονομάσει το πραγματικό, αλλά να παραβιάσει τη φαινομενικότητά του. Επιθετικότητα της έννοιας και πα­ ραβίαση του σημείου συμβαδίζουν, όχι πα­ ράλληλα, ούτε διαδοχικά, αλλά ταυτόχρονα, λει­ τουργώντας όπως το «νείκος» και η «φιλία» του Εμπεδοκλή. Αιώνια επιστροφή του χρόνου χάρη στην αντιστρεψιμότητά του και τη δυνατότητα των μορφών (μια από τις όψεις της «δύναμης» για τον Νίτσε) να αναδομηθούν όχι μέσα στον όγκο τους, αλλά μέσα στην κίνηση ενός φαντασιακού που τις «μορφοποίησε» πρωταρχικά. Επιχειρώντας τη γενεαλογία της γλώσσας, μας βοηθά να καταλάβουμε με ποιο τρόπο η μονότο­ νη ιστορία αφαιρούσε τη λαλιά από τη γλώσσα και με ποιο τρόπο το διαλεκτικό παιχνίδι επέ­ βαλλε τη σιωπή στο χρόνο, μέσα στη διαδοχή και το μη αντιστρέψιμο. Ό σ ο για το γεγονός ότι ο Νίτσε θεωρεί την αιτιότητα σαν ένα από τα «τέσσερα μεγάλα σφάλματα», αυτό εννοείται. Δεν πρόκειται φυσι­ κά για όσα συμβαίνουν σ’ ένα εργαστήριο φυσι­ κής. Πρέπει να καταδικαστεί η εφαρμογή του επιστημονικού πνεύματος σ το . οντολογικό. Δεν προσέξαμε αρκετά πως η ιστορία της μεταφυσι­ κής βασίζεται στην εφαρμογή της αιτιότητας σε έννοιες των οποίων η προέλευση βρίσκεται στο

φαντασιακό και που η επίπτωση μέσα στη διαλε­ κτική παρέδιδε στην απόδειξη. Αλλά δεν απο­ δείχνεται το αναπόδεικτο. Ay η θρησκεία και η ηθική ασχολήθηκαν τόσο με το θάνατο, είναι γιατί τον είχαν φέρει προς το μέρος τους, αντί να κάμουν κάτι τέτοιο για τη ζωή. Αλλά αν η ζωή και ο θάνατος είναι «ένα» μέσα στο φαντασιακό, μιλώντας για το θάνατο μέσα από την ιστορία είναι σαν να μιλάμε κατά της ζωής. Δεν μπορούμε πια να εγκωμιάσουμε τη ζωή παρά μό­ νο αν βρούμε μέσα σ’ αυτήν τη μόνιμη παρουσία του με το όνομα της αμαρτίας. Η αμαρτία είναι η συνέπεια του θανάτου, γιατί η αιτία αυτού του θανάτου βρίσκεται μέσα σ’ έναν κάποιο τρόπο που «λέμε» τη ζωή που είναι ήδη ο θάνατος. Η αιτιότητα μέσα στο μη αντιστρέψιμο μιλεί, βέ­ βαια, για πρόοδο, αλλά αυτή η πρόοδος δεν μπορεί να είναι από μόνη της παρά παραισθησιακή. Η αιτιότητα όπου εξηγείται η κινητικότη­ τα των σχέσεων ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη δεν μπορεί λοιπόν να θεμελιώσει παρά μια ψευδόμενη πρόοδο. Τη συνέπεια αυτού του ψέματος τη ζούμε αυτή τη στιγμή, όπου η πρόοδος αυτού του τύπου κατευθύνει τις μύχιες πράξεις της ζωής μας, και την αποκαλούμε ΠΛΗΞΗ. Αυτή έχει για πατέρα την «αμαρτία», που δεν τη δέχε­ ται ο Νίτσε. Η αιτιότητα που θέλει να ελευθερώ­ σει τον άνθρωπο με την επιστήμη ευρύνει στην πραγματικότητα την «εμφυλάκισή» του σε τέτοια όρια που δεν τα συλλαμβάνει το όχι καλά ασκη­ μένο μάτι. Ό χ ι πως δεν υπάρχουν αυτά τα όρια. Αλλά χρειάζονται οι ύστατες και θεαματικές απειλές για να τα υπολογίσουμε, όπως είναι π.χ. ο κίνδυνος θανάτου από πυρηνική βόμβα, από υπερπληθυσμό, από πλανητική πείνα, από βακτηριολογική εισβολή κλπ. Σ’ αυτή την πρόοδο που γεννά μια επιστήμη θριαμβολογική με το λό­ γο της αλλά σκοταδιστική με τις δομές του συλ­ λογισμού της, ο Νίτσε αντιπαραθέτει αδιάκοπα τη μεγαλοφυία και την τέχνη.

Μια οντολογία ξένη σε κάθε ιδεαλισμό Μόνο αυτές επιτρέπουν την ανάδειξη του «εί­ ναι». Ό τα ν λέω συνεπώς πως η σκέψη είναι κα­ τά βάθος οντολογική, είναι γιατί πρέπει συνάμα να θυμηθούμε πως το είναι δε σχετίζεται καθό­ λου με μια ουσία αντιτιθέμενη σε μια ύπαρξη. Ο Νίτσε δεν είναι σε τίποτα ιδεαλιστής. Α ν έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση που κάτι θα έλεγε σχετικά και θα ήταν και μια μεταφορική έννοια αυτού του λόγου, θα πρότεινα: «δια-


αφιερωμα/31 κριτικός υλισμός». Είναι κατά κάποιον τρ^πο το κέντρο όλων των κέντρων κάθε προοπτικής που είναι στην αφετηρία της σκέψης. Α ν συγκρίνου­ με με το δικό μας κόσμο, αυτή την καταπληκτική αποτυχία δυο χιλιάδων χρόνων προόδου που ονομάζουμε «ισορροπία του τρόμου», τόν κόσμο που ενοραματιζόταν ο Νίτσε, και που ρίζωνε την «ανηθικολογία» μέσα στο οντολογικό, θα δούμε ότι απαιτεί από τον άνθρωπο μια σωφροσύνη τόσο μάλιστα πιο μεγάλη στο επίπεδο της πρά­ ξης όσο περισσότερο η τόλμη είναι ριζική στο επίπεδο της αρχής. Κανένα πολιτικό όραμα απ’ όσα γέννησε η ιστορία δεν μπορεί να αναφέρεται σε μια τέτοια σκέψη. Η τυραννία, η δικτατορία δεν είναι παρά «ονειρικός ιδεαλισμός», δηλαδή, πιο καθαρά, μια αμετακίνητη ανθρωποκεντρική αντίληψη, δήθεν εξιδανικευμένη από την επίκλη­ ση στον εθνικισμό. Είναι ο θάνατος του γίγνε­ σθαι. «Δεν πρέπει να τελειώσετε μέσα σε μια με­ ταφυσική αλλά να θυσιαστείτε στον πολιτισμό “εν τω γίγνεσθαι” . Γι’ αυτό είμαι απόλυτα αντίθετρς στον ονειρικό ιδεαλισμό» (Το βιβλίο του φιλοσόφου). Το είναι δεν μπορεί ποτέ να είναι ο χώρος κάποιου προτύπου, ούτε κάποιου λόγου που αξιολογεί τον μίμο, ούτε μιας ηθικής που παρουσιάζει στον ιστορικό άνθρωπο τη μίμηση ως το τέλος της δουλεμπορίας. Ο Νίτσε αναμένει από το είναι να είναι ο χώρος όπου κάθε αναφο­ ρά, κάθε σύγκριση αποσυντίθεται. Με τη μίμηση εγγράφεται η αμαρτία στο λόγο του μέλλοντος, νομιμοποιείται εκ των προτέρων το κακό μέσα στο γίγνεσθαι. Το είναι είναι αυτή «η παρουσία, δύναμη και ουσία» για την οποία μιλεί η Θηρε­ σία της Αβίλας και είναι κάτι τέτοιο μέσα στην αιωνιότητα που αποκαλύπτει την ταυτότητα της ύλης και της λέξης. Οπότε πια ο άνθρωπος ξε­ φεύγει από την αυταπάτη της προόδου, από τον κόσμο των φαινομενικοτήτων, από τις υποσχέ­ σεις ενός κόσμου πέρα από το θάνατο. Δεν μπο­ ρούμε πια να του παρουσιάζουμε το κοινότοπο σαν κάτι ριψοκίνδυνο, οτιδήποτε μονότονο σαν πνευματική άσκηση, την «εμφυλάκιση» σαν ελευ­ θερία εξελισσόμενη. Ο άνθρωπος καταλαβαίνει πως μέσα σε μια κοινωνία του προτύπου, η νομι­ μοφάνεια των πράξεών του αφαιρεί πράγματι κάθε αξία από τα επίπεδα ενός σχεδίου που υπακούει σε αξιώματα προγενέστερα από την απόφαση. Η μεταφυσική παρουσιάζεται τότε σαν ένας καθησυχαστικός στοχασμός σχετικά με την απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη ζωή και η ι^θική νομιμοποιεί μια υποταγή σ’ αυ­ τόν το' στοχασμό. Η κοινωνία της ηθικότητας γέννησε λοιπόν το φετιχισμό της προόδου. Αλλά ο Νίτσε δεν αμφισβητεί μόνο το μήνυμα του κα­

νόνα που αυτή η κοινωνία θέλει να είναι ο φύλακάς του, αμφισβητεί επίσης τη θέση του κανόνα μέσα στο χρόνο που υπάρχει πριν από τον άν­ θρωπο και την πράξη του. Μ’ αυτό τον τρόπο δε δέχεται να γίνουν οι καθημερινές λέξεις ιερο­ γλυφικά σε σχέση με το είναι. Δ ε θέλει να πα­ ρουσιάζεται η απόσταση ανάμεσα στη λέξη και το πραγματικό σαν μια έκκληση για ηθική προσ­ πάθεια, απλούστατα γιατί είναι αξεπέραστη, ού­ τε και να ονοματίσουμε την απαίτηση σαν θεία επειδή είναι απάνθρωπη, ούτε και να αποδώ­ σουμε ό,τι είναι ακίνητο στην αιωνιότητα. Η επιστροφή στο είναι αναρροφά κυριολεκτικά την πρωταρχή και το τέλος, τα απο-δομεί, υπονοεί πως η έννοια και η δομή κάθε ενέργειας βρί­ σκονται μέσα στην ανέλιξή τους. Ο άνθρωπος είναι ένα είναι μέσα στην ίδια την ενέργεια και το λόγο. Και επειδή το είναι είναι επίσης μια γνώση -η γνώση της εκ-κέντρωσης- ο άνθρωπος δημιουργεί ταυτόχρονα το πέρα και το εδώθε του αναγκαίου γι’ αυτή τη γνώση λόγου. Αποφυ­ λακίζει τη σκέψη, την ανοίγει στην κίνηση μιας αναστρεπτικής οντολογίας. Μια άλλη συνέπεια: η μεγαλοφυία δεν είναι η μετάθεση του θεού μέσα στην ιστορία. Ούτε μέ­ σα στη λατρεία του, ούτε μέσα στη θεοποίηση των μέσων. Σ’ αυτό το σημείο ο Νίτσε προμηνά, κατά κάποιον τρόπο; τη σκέψη του Αντόρνο. «Η εκλογίκευση των μέσων καταλήγει (στη μουσική) όπως παντού αλλού στη φετιχοποίησή τους, ακόμη και στο αισθητικό πεδίο» (Αντόρνο, Φι­ λοσοφία της νέας μουσικής). Αλλά αυτή η εκλο­ γίκευση, φτάνοντας στα άκρα, είναι, στις πε­ ρισσότερες περιπτώσεις, η μετάθεση στο φαντασιακό μιας λογικής της προόδου, θεμελιωμένης πάνω σ’ έναν κριτικό λόγο ή ένα διαλεκτικό λό­ γο. Ά ρ α , η επεξεργασία των εργαλείων της «εμφυλάκισης», των μέσων που θα τα αποκρύψου­ με, των τρόπων που θα ελέγξουμε την καλή τους λειτουργία από αυτούς τους ίδιους που χωρίς να το ξέρουν οδηγούνται στη σκλαβιά ή σε μια αλ­ λοτριωμένη κατάσταση. Και όταν είναι ο άνθρω­ πος -ό χ ι βοσκός του είναι, όπως το προτείνει ο Χάιντεγκερ, αλλά αποκάλυψη όλων των σημείων του είναι- ο οντολογικός χώρος του φαντασιακού, και γίνεται ο χώρος όπου λειτουργούν οι κανόνες, οι γραμματικές αλλά και τα αλόγιστα της «εμφυλάκισης», όταν αυτός ο άνθρωπος, φορτωμένος αλυσίδες, χορεύει σαν να δοκιμάζει τη χαρά του γυμνού Δαβίδ μπροστά στην κιβω­ τό, τότε μπορούμε και πρέπει να πούμε ΟΧΙ. Το καθήκον-να-λέμε-όχι εισδύοντας στην ικανότητα-να-λέμε-όχι αποσπά τη «δύναμη» όπου κατευθύνεται η «βούληση» απο μια πολιτική ή ηθι-


32/αψιερωμα λιάδες, ο Βάγκνερ θεμελιώνει τη λατρεία του με τα χρήματα ενός βασιλιά κλπ. Αυτή η μετάθεση εξουσιών είναι το θανάσιμο αμάρτημα των πολι­ τισμών. Επειδή το όνειρο των ανθρώπων για κά­ ποιο παράδεισο τους ωθεί να ξεφύγουν από κά­ θε καθοριστική ενοχή; η ευθύνη του καλλιτέχνη είναι λοιπόν τεράστια στη μια ή την άλλη κατεύ­ θυνση. Η στάση του για τη «δύναμη» και κατά της εξουσίας μας επιτρέπει να τον βλέπουμε σαν μια «καθαρή» μεγαλοφυία ή, αντίθετα, σαν τη γελοιογραφία της. Το σφάλμα του Βάγκνερ είναι λοιπόν πολύ περισσότερο συλλογικό παρά ατο­ μικό. Δημιουργεί ένα πλήθος χειρισμών που υπακούνε στις κατεργασίες της ενοχής. «Με τον Βάγκνερ εγκαινιάζεται ο πιο φρικτός αιώνας των πολέμων.» Οι πολιτικοί είναι αισχροί, γιατί κρύβουν τους στόχους τους. Α ν οι λαοί τους ακολουθούν στους πολέμους, είναι γιατί ένα δυ­ νατό ένστικτο τους κάνει να ελπίζουν πως θα γί­ νουν κύριοι του γίγνεσθαι για να διαφυλάξουν την αθωότητά του. Κερδίζοντας τον τελευταίο πόλεμο θα γινόταν δυνατό να σωθεί η λέξη. Με δυο λόγια, πρέπει να βοηθούμε την Ιφιγένεια να επιβληθεί στην Αντιγόνη. Η Ιφιγένεια προσχω­ ρεί, για τα μάτια, στην πολιτική τάξη, γιατί ξέ­ ρει πως υπάρχει ένας τρόπος υπακοής που είναι Ο θάνατος του προτύπου πιο ανατρεπτικός από τη φλογερή εξέγερση. Η επαναφέρει το γίγνεσθαι μεταμόρφωση του κορμιού της πάνω στο βωμό δείχνει πως η σιωπή της δεν ήταν μήτε ιστορική, στην αθωότητα μήτε διδακτική. Η Αντιγόνη, αντίθετα, διαλέγει λάθος θεό. Ό τα ν σέβεσαι το Δία αρχίζεις να κο­ Χωρίς εικόνες, χωρίς παραστάσεις, η λέξη έχει τόσο πολύ ελαφρύνει, που όταν λέγεται, τα πάν­ λακεύεις τον Βοτάν. Η Αντιγόνη γεννοβολά μια τα συμβαίνουν σαν να την άγγιξε κάποιο φωνη­ Βαλκυρία. Η Ιφιγένεια θριαμβεύει γιατί διασχί­ ζει τις μορφές. Η Αντιγόνη υποκύπτει γιατί, τικό λαίηζερ μέσα στο γίγνεσθαι ή μέσα στο πα­ ρελθόν, που ταυτίζονται μαζί της (αφού αποτεαξιοποιεί τη φαινομενικότητα. Η Ιφιγένεια δια­ λ,είται από αιωνιότητα). Μιλώντας λοιπόν δίνου­ τηρεί λοιπόν μπροστά στα λάθη της ιστορίας που με μορφή σε μια ύλη που δε θα είναι ποτέ πρότυ­ παλινωδεί την αθωότητα ενός λόγου που τρέφε­ πο. Σ’ αυτή τη μορφή, καμιά αξιολογική κρίση ται από αιωνιότητα. Ο Νίτσε παρατηρεί πως ο δεν είναι δυνατή. Ά ρ α , πέρα από το καλό και Αριστοφάνης βάζει έναν κατάπληκτο Ευριπίδη το κακό. Η αθωότητα του γίγνεσθαι, ένας από να λέει: «Με παρόμοια αισθήματα, εγώ ωστόσο τους πιο λεπτούς ισχυρισμούς του Νίτσε, βασίζε­ πότιζα τους άλλους, εισάγοντας μέσα στην τέχνη ται λοιπόν σε δυο επίπεδα: Το ένα αρνητικό, όλο | το συλλογισμό και την έρευνα». Αυτός ο συλλο­ καταγγελίες και άρνηση, το άλλο όλο καταφά­ γισμός και αυτή η έρευνα θεωρητικοποιούν την σεις και ορμές προς τη δύναμη. Η αθωότητα του τέχνη, την παραδίνουν σαν πόρνη στην ιστορία, γίγνεσθαι μας οδηγεί να διαπιστώσουμε πως δεν εξυπηρετούν αυτό που αποκαλεί ο Αντόρνο μπορούμε ν ’ αντικαταστήσουμε μια ηθική με «μωρία του καταναλωτή πολιτιστικών αγαθών». μιαν άλλη ηθική, μια τυραννία με μιαν άλλη τυ­ Οι ανθρωπόμορφες έννοιές τους δεν μπορούν ραννία. Και κάτι περισσότερο: αν ο σκλάβος πά­ παρά να κυοφορήσουν το ρεαλισμό, κι αυτό δεν ρει το λόγο του κυρίου και βριαμβεύσει, αυτό δε αφήνει καμιά ευκαιρία («δύναμη») τραγική στις θα είναι παρά μια μετάθεση τυραννίας και όχι λέξεις και στις μορφές. μια νίκη της ελευθερίας. Η έννοια του σφάλμα­ Δ ε χωρεί συζήτηση λοιπόν πως τα μεγάλα σχή­ τος παραμένει δεμένη στη νίκη και την εκμεταλ­ ματα του Νίτσε πρέπει να διαβαστούν έχοντας λεύονται θριαμβολογικές αξίες. Ο Ναπολέων γί­ σαν αφετηρία τη μεθοδολογική του απαίτηση και νεται αυτοκράτορας αφού ανέτρεψε τους βασι­ όχι ν ’ ακρωτηριαστούν από τις μεθόδους που ο κή προσάρτηση. Ό ,τ ι δεν έχει είναι μέσα στο γραμμικό χρόνο δεν μπορεί να προσελκυστεί προς τα εκεί. Α ν γίνεται κάτι τέτοιο, είναι επει­ δή η μάσκα της λογικής του δίνει μια κάποια αληθοφάνεια. Έτσι ξεγελιούνται και δεν αργούν να χειραγωγηθούν οι λαοί. Επειδή ζούνε το θεό σαν κάποιο σούπερ-Καρλομάγνο και τις απαιτή­ σεις της δημιουργίας σαν μια ανάκλαση του θεού, η τέχνη γίνεται στόχος μεγαλοποιήσεων, προσαρτήσεων ή εξάρσεων εξίσου ύποπτων κάθε φορά. Αυτό είναι που προσάπτει ο Νίτσε στην Κόζιμα. Τοποθετώντας τον Βάγκνερ σ’ ένα βά­ θρο, τον διέλυσε κάτω από μια αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια, καλή για οπερέτες. Η Κόζιμα εφαρμόζει σ’ ένα δημιουργό το χριστιανικό σχή­ μα που εξαρτάται από εικόνες, είδωλα και ανα­ παραστάσεις. Ενώ, στην πραγματικότητα, μόνο το ιουδαϊκό σχήμα αποσπά κάθε μορφή απ’ ό,τι είναι μονότονο και αποδοκιμάζει την πτώση του φαντασιακού μέσα στη φαντασία. (Ξέρουμε πως ο Νίτσε παρατηρούσε ότι οι πιο θεσπέσιες αγα­ πημένες του Γκαίτε ήταν Εβραίες και γι’ αυτό ήταν ανίκανες να εγχύσουν τον ειδωλικό θάνατο μέσα στη δημιουργική κίνηση.)


αφιερωμα/33 ίδιος απέρριψε. Ό τα ν γράφει «πέθανε ο θεός και τον σκοτώσαμε εμείς», προβάλλει φυσικά την εννοιολογική «εμφυλάκιση», εφαρμοσμένη στην πρωταρχική μεταφορική έννοια του φαντασιακού: το θεό. Γιατί θεός είναι τα παιδικά χρό­ νια. «Παιδί ακόμα, είδα το θεό σ’ όλη του τη δόξα» φωνάζει ο Νίτσε (Ανθρώπινο, πολύ αν­ θρώπινο, μεταθανάτια αποσπάσματα). Ο θεός πέθανε, το παιδί πέθανε, η αθωότητα της αιω­ νιότητας πέθανε, τώρα απομένει μια κραυγή όλο απόγνωση. Και όλοι οι σεκταριστές πέφτουν πά­ νω στη λέξη. Σαν να μπορούσε πράγματι να σκο­ τώσει το θεό όποιος ηλίθιος παραπαίει μέσα στις προκαταλήψεις του! Μου φαίνεται λοιπόν πως το κομμάτι από τη φράση «τον σκοτώσαμε εμείς» είναι πιο σημαντικό από τη διαπίστωση. Γιατί αυτή η διαπίστωση είναι κάτι σαν απεικόνιση, χωρίς αποχρώσεις ίσως, αλλά αναμφισβήτητη, των δύο χιλιάδων χρόνων του χριστιανικού πο­ λιτισμού. Τα συντακτικά και οι γραμματικές, αυτά τα μπουντρούμια του ακρωτηριασμένου πραγματικού, λειτούργησαν πάνω στη γλώσσα με την παντοδυναμία θεού. « Ό σ ο ν καιρό θα πι­ στεύουμε στη γραμματική, θα πιστεύουμε στο θεό.» Ο νεκρός θεός και το νεκρό παιδί, είναι ο Διόνυσος παιδί, βορά των Τιτάνων, είναι ο Ιη­ σούς «που πέθανε τόσο πρόωρα», που πέθανε τόσο γρήγορα, σαν για να μας φυλάξει από μια θεοφαγική και συνάμα οντοφαγική εννοιολογικοποίηση. Αφού αυτός ο αγώνας για την αθωότητα του

γίγνεσθαι περνά μέσα από την αποδόμηση των εννοιών, μπορούμε επιτέλους να παρατηρήσουμε πως το γίγνεσθαι είναι ο χώρος όλων των μετα­ μορφώσεων, άρα και της «δύναμης». Εννοείται φυσικά πως από δω και πέρα η «βούληση για δύναμη» είναι συνώνυμη με την πάλη για την αθωότητα (πόσο μακριά είμαστε από τον Νίτσε πρόδρομο του Χίτλερ, που αναμασάνε, ο ένας καλύτερα από τον άλλο, μερικοί πέρα ώς πέρα παλαβοί ή άλλοι, πιο φωτισμένοι, αλλά που η βιασύνη τούς ζαλίζει). Η αναστροφή των αξιών περνά κι αυτή από την κάθαρση των λέξεων, γιατί η εννοιολογική παγιοποίηση γέννησε την ηθική νομιμότητα και εξιδανίκευσε την «εμφυλά­ κιση» βαφτίζοντάς τις αξίες. Δεν είδαμε ποτέ να στέκει όρθιο ένα σπίτι, αν του υπονομεύσεις τα θεμέλια. Γιατί θα βλέπαμε το ηθικό οικοδόμημα να μέ­ νει άθικτο, αν του στερούσαμε τα σημασιολογικά του ερείσματα; Ό σ ο για την «αιώνια επιστρο­ φή», τέλος, αφού δεν πρόκειται για την επιστρο­ φή των μορφών και των εικόνων (μας φαντάζε­ στε να γράφουμε σοβαρά, σε δέκα χιλιάδες χρό­ νια, το ίδιο άρθρο γι’ αυτό το περιοδικό;), είναι ο χώρος όπου η ελευθερία, παύοντας να είναι μεταφορική, αφήνει το φαντασιακό να την «γκα­ στρώσει» για να γεννήσει λέξεις.

Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος

Γιάννη Σπανδωνή

ΘΡΗΝΟΣ A ' Βραβείο Παρνασσού Ένας σκλάβος δ ιηγείται τη ν αρπαγή των μαρμάρων του Παρθενώνα και το στοίχειωμα της Μαρμαρωμένης Βασιλοπούλας, της Καρυάτιδας, που την κουβάλησαν στα ξένα. Κάτω απο την πένα το υ Γ. Σπανδωνή ζω ντανεύει ένας παλιός αθηναϊκός θρύλος ϊτου ασκεί μια μυστικιστική, φ ετιχιστική γοητεία στους Νεοέλληνες.

Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ Α Λ Ε Ν Τ Η Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος Τηλ. 32.34.270


34/αφιερωμα

Λωράν Ντισπό

Βάγκνερ και πάλι Βάγκνερ Εδώ κι έναν αιώνα, το 1878, ο Νίτσε απομακρυνόταν για καλά από τον Βάγκνερ δημοσιεύοντας το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, με αφιέρωση στον Βολταίρο για τα εκατό χρόνια από το θάνατό τον. Ο Βάγκνερ το πήρε στραβά, δεν το πολυσχολίασε, άφησε την αυλή τον να εξαγριωθεί και πέρασε σ’ άλλες ασχολίες, ο Νίτσε... Είναι κάπως ενοχλητικό. 'Εχουν γίνει πολλές φιΌ λ α αυτά δεν είναι για ένα Νίτσε που μας λόφρονες κρίσεις στο θέμα Βάγκνερ και Νίτσε . ενδιαφέρει, ένα Νίτσε που γράφει και υπογρά­ και πρέπει, αλήθεια, όταν τις εκτιμάς τη μια με­ φει. Δ ε λέω πως δεν είναι αλήθεια, πως δεν έγι­ τά την άλλη, να πιέσεις τον εαυτό σου για να μην ναν όλα αυτά, ούτε πως δε συμμετέχουν κι αυτά ξαναπέσεις στο χιλιοπατημένο αυτό μονοπάτι. στο κείμενο, κάπου· αλλά ακριβώς πού, ποιος Χιλιοπατημένο, γιατί πρόκειται, κατά κάποιον μπορεί να το πει; ποιος θά ’ταν τόσο αδιάντρο­ τρόπο, για «ψυχολογία», και μάλιστα την πιο πος και τόσο ηλίθιος να πει πού; (άλλωστε αυτό ισχνή, την πιο κοινότοπη, την πιο μίζερη. Να δεν ενδιαφέρει παρά τον ανθρωπάκο). Δεν μπο­ χάνεις λοιπόν τον καιρό σου με κουτσομπολιά, ρούμε συνάμα να φανταζόμαστε ένα δασκαλάκο όταν κι ο πιο ασήμαντος αφορισμός του Νίτσε της φιλολογίας που περιμένει να τον δεχτούνε είτε λίγα λεπτά Βάγκνερ σου πλαταίνουν απρο­ στο χνουδωτό ντιβάνι, κάποια Πεντηκοστή του σμέτρητα τον κόσμο, παύοντας να τους βλέπεις 1869, ενώ ο δάσκαλος είναι έτοιμος να τελειώσει σαν «πρόσωπα»; Ό χ ι, ευχαριστώ. τη μεταγραφή για πιάνο του Ζίγκφριντ, κι από Χιλιοπατημένο μονοπάτι κυρίως γιατί ο Νίτσε την άλλη να διαβάζουμε τη Γενεαλογία της ηθι­ χάνει κάθε φορά σ’ αυτή την αντιπαράθεση. κής ή τη Χαρούμενη, γνώση ή το Ανθρώ πινο... Αναγκαστικά: αυτός μιλούσε για μουσική, ο άλ­ Αυτά όλα δεν ταιριάζουν, δεν είναι ίδια. Εκεί, λος την έκανε. Και ο Βάγκνερ δεσπόζει κυριολε­ που είναι ίδια δεν το δεχόμαστε, ή αν επιμένου­ κτικά από την αρχή ώς το τέλος, από το ύψος με να το δεχτούμε, δε θα πούμε παρά κοινοτο­ των τριάντα χρόνων διαφοράς στην ηλικία και πίες, κι οπωσδήποτε θα γελαστούμε, κι οπωσδή­ της κοινωνικής του θέσης, ενώ ο Νίτσε ζητά· εί­ ποτε κλείνοντας, περιφράζοντας τις γραμμές ναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε: εκλιπα­ διαφυγής, όπου η υπογραφή γίνεται ένα με το ρεί, βρίσκεται στην αίθουσα αναμονής, γράφει συγγραφέα, θα χάσουμε και το κείμενο και τον έναν πανηγυρικό για το δάσκαλο, παρακολουθεί ανθρωπάκο. τις δοκιμές στο Μπαϊρόιτ κι ακόμα όταν φεύγει Κοντολογίς, στη σχέση με τον Βάγκνερ, η κα­ από κει αηδιασμένος από τα λιβανίσματα, ξανατάσταση παρουσιάζεται ως εξής: Α ν δούμε μόνο γυρνά αμέσως στις παραστάσεις. Κάτι χειρότερο τη βιογραφία, τις χρονολογίες, ό Νίτσε μοιάζει ακόμα: Το πάρε-δώσε με την οιδιποδειακή περί­ μ’ ένα αγοράκι που έρχεται να πάρει καλούς πτωση: μπάμπάς-μαμά, Ριχάρδος-Κόζιμα, ο βαθμούς κι ύστερα μ’ έναν αγαθοβιόλη που δεν προικισμένος και χαϊδεμένος θετός γιος. ξέρει να φερθεί καθώς πρέπει. Αλλά αν δούμε


αφιερωμα/35 μόνο το κείμενο, είναι η μεγάλη του μαστοριά, ή η σοφία του, το μεγαλείο του, το ύφος του (πείτε ό,τι θέλετε) που επιβάλλονται, κι αναρωτιέσαι πώς μπόρεσε κι έχασε τον καιρό του. μ’ έναν τέ­ τοιο παλιάτσο (Βάγκνερ) όπως είπε (και σίγου­ ρα είχε στο νου του τον μουσάτο) σχετικά με τον Πάρσιφαλ: «Δε θέλω να γίνω άγιος, προτιμώ να περνώ για φασουλής...». Που σημαίνει: ο πιο φασουλής από τους δυο δεν είναι αυτός που νο ­ μίζετε! Ο νοών νοείτω- αλλά είναι αρκετά ξεκά­ θαρο. Μήπως αυτό σημαίνει πως θα στραφούμε μονομιάς κατά του άλλου δείχνοντας πως τον περιφρονούμε για καλά, και αναδρομικά μάλι­ στα; Ε! προσοχή! «Εννοείται πως δεν αναγνωρί­ ζω σε κανένα το δικαίωμα να οικειοποιηθεί τον τρόπο που κρίνω τον Βάγκνερ και δε θα έπρεπε να επιτραπεί στην αλητεία ν ’ απλώσει καν το χέ­ ρι της χωρίς σεβασμό πάνω σ’ έναν τόσο μεγάλο άνδρα...» · Στην αρχή, λοιπόν, ο Βάγκνερ είναι ο νέος Α ι­ σχύλος, όταν γράφει τη Γένεση της τραγωδίας (1871) και τον Ριχάρδο Βάγκνερ στο Μ παϊρόιτ (1876). Είναι η εποχή που ο φίλος του Ροντ μό­ λις που κρατά τον Νίτσε: Ή θελε να αφιερώσει τη ζωή του σε περιοδείες προπαγάνδας για τον Βάγκνερ. Η διακοπή των σχέσεων: το 1878, ο Ρ. Β. πεθαίνει το 1883. Η περίπτωση Βάγκνερ (Μάης 1888) είναι ένας λίβελος, θέλει να γελοιο­ ποιήσει: τύπου Αλυσοδεμένης Π άπιας και κακό­ πιστος· πιο πολύ κατά του βαγκνερισμού και της μπαϊροϊτολατρείας παρά κατά του ίδιου του Ρ. Β. Κατά του «κρετινισμού του Μπαϊρόιτ» και της Bayrenther Blatter, αντιδραστικού και ρατσι­ στικού περιοδικού όπου δεσπόζει ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν (ο γαμπρός). Το Δεκέμ­ βρη του 1888, το Νίτσε κατά Βάγκνερ είναι ένα μοντάζ από παλιά κείμενα, έτσι για ν ’ αποδείξει πως η διαφορά μεταξύ τους δεν είναι, δα και πρόσφατη, πως δεν είναι κάτι «ψυχολογικό». Πως αυτό σχετίζεται με την «κοσμοθεωρία» και με τη «μεγάλη πολιτική». Δυο τιτάνες παλεύουν να κερδίσουν τις μάζες: «Ο Βάγκνερ μου κλέβει πέρα απ’ τον τάφο όσα μυαλά θα μπορούσα να επηρεάσω», και οι στρατιωτικές μνήμες αφθονούν: «έτσι λοιπόν έφτασε ο Ναπολέων στη Μ ό­ σχα και ο Ριχάρδος Βάγκνερ στο Μπαϊρόιτ»· αυ­ τό σημαίνει πως οι νίκες όπου χάνεις τα πάντα στο διάβα σου είναι απατηλές: Ο Ρ. Β. υπόγρα­ ψε συμβόλαιο με το διάβολο της κοινωνικής συν­ διαλλαγής κι έχασε στο δρόμο σιγά σιγά ό,τι ιδανικό είχε. Ενώ ο Φ. Ν. μένει πιστός: είναι πε­ ρισσότερο Βάγκνερ από τον Βάγκνερ, αφού πα­ ραμένει στις θέσεις του «αληθινού» Βάγκνερ, τό­ τε που ήταν φίλοι. Κι έτσι αρχίζει η βίαιη αντι­ παράθεση, η μονομαχία· ο ένας ξαποστέλνει το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο κι ο άλλος τον Πάρσιφαλ, με το ταχυδρομείο: «Ο κρότος δυο

σπαθιών που διασταυρώνονται»!... Με τους βαγκνεριστές, δεν είναι τόσο ευγενικός, περνά απ’ το σαρκασμό στο χοντρό αστείο: «δυο βήμα­ τα τους χωρίζουν α π’ το νοσοκομείο», «ο Βοτάν είναι ο θεός τους, αλλά ο Βοτάν είναι ο θεός της κακοκαιρίας», «για ν ’ ακούσω Βάγκνερ μου χρειάζονται παστίλιες». «Η μάζα! τα άγουρα φρούτα! οι μπλαζέδες! οι άρρωστοι! οι ηλίθιοι! οι βαγκνεριστές!» Κι ωστόσο, στο τέλος πια, στο 7δε ο άνθρω­ πος, ο ίδιος θα γράψει: «Παρατώ όσο όσο τις ανθρώπινες σχέσεις που μου απομένουν δε θά ’θελα με κανένα αντίτιμο ν ’ αφαιρέσω από τη ζωή μου τις μέρες που έζησα στο Τρέμπσεν» (στη βίλα του Ρ. Β. στην Ελβετία)· και ακόμα: «Πι­ στεύω πως γνωρίζω καλύτερα από τον καθένα τα θαύματα για τα οποία είναι ικανός ο Βάγ­ κνερ, και τους πενήντα κόσμους όλο άγνωστες εκστάσεις όπου, πριν απ’ αυτόν, κανένας δεν εί­ χε μπορέσει να πετάξέι μ’ ένα μόνο τίναγμα των φτερών... Θ’ αποκαλέσω τον Βάγκνερ μεγάλο ευεργέτη της ζωής μου». Ο Ρ. Β. ήταν μετρημένος στις διαχύσεις του, τις ιεραρχούσε και γρήγορα στέρεψε: «Έ λεγα στην Κόζιμα πως εσείς έρχεστε αμέσως μετά από κείνη» (στη στοργή του), μηνά στον Φ. Ν. Μή­ πως και πριν από το σκύλο; Ο Νίτσε δεν είναι από κείνους που μετράνε με το σταγονόμετρο τα συναισθήματά τους (αλήθεια, Triebschen θα μπορούσε να μεταφραστεί «Μικρή παρόρμηση», ωραίο δεν είναι;) και μένει ώς το τέλος πιστός σ’ έναν ορισμένο τόνο στοργής κι ευγνωμοσύνης: «Ο Βάγκνερ ήταν ο άνθρωπος ο πιό άνθρωπος απ’ όλους όσους γνώρισα» (στον Όβερμπεκ, 23


36/αφιερωμα Μαρτίου 1883), «τον αγάπησα, και κανέναν άλ­ λο. Ή ταν ο άνθρωπος όπως τον ήθελε η καρδιά μου», «εκτός από τον Ριχάρδο Βάγκνερ, κανένας δεν έκανε ένα βήμα προς εμένα για να με κ α τ α -' λάβει» (στον Ό βερμπεκ, 12 Νοεμβρίου 1887), «άλλοτε αγαπούσε ο ένας τον άλλο κι ελπίζαμε τα πάντα ο ένας για τον άλλο- ήταν πράγματι μια βαθιά αγάπη χωρίς υστεροβουλία» (στον Γκαστ, 27 Απριλίου 1883). Και πιο πολύ αυτό: «Τίποτα δεν μπορεί ν ’ αντισταθμίσει για μένα την απώλεια της φιλίας του Βάγκνερ.... Πόσες φορές τον ονειρεύομαι!.. Ποτέ μας δεν αλλάξαμε μια κακή κουβέντα, ούτε μέσα στα όνειρά μου: αλλά πόσες ενθαρρύνσεις κι ευχάριστες κουβέν­ τες! Με κανένα δε γέλασα ποτέ μου τόσο! Ό λα τέλειωσαν τώρα. Και τι βγήκε που τόσο συχνά εγώ είχα δίκιο;» (στον Γκαστ, από το Μάριενμπαντ, 20 Αύγούστου 1880). Πρέπει πια να κα­ ταλάβουμε πως αν ο Ρ. Β. στάθηκε η μεγάλη υπόθεση της συναισθηματικής ζωής του Νίτσε, είναι γιατί ζει ο ίδιος με πάθος τη φιλία που υποβαστάζει όλη του τη ζωή, όπως γίνεται και με τους έμπιστους φίλους του στους οποίους μιλεί για το μεγάλο χαμένο φίλο και τους αφηγείται τα όνειρά του. Ό πω ς ο Ροντ, όταν ήταν νέος φιλόλογος με μεγάλο μέλλον, στη Βασιλεία: «Ό τα ν έμπαιναν στο μάθημα, ακτινοβολούσαν από πνεύμα, υγεία και νεανική αλαζονεία, με στολή ιππασίας, το μαστίγιο στο χέρι, και οι άλ­ λοι τους κοίταζαν κατάπληκτοι σαν νά ’τανε θεοί. Τους έλεγαν οι Διόσκουροι». Κατά περίεργο τρόπο, σ’ έναν του αφορισμό του 1881-82, ο Νίτσε έδωσε τη θεωρία αυτής της αντίληψης για τη φιλία με έναν τρόπο συνάμα γενικό, σαν γενεαλόγος, και πολύ ιδιαίτερο. Για­ τί ακριβώς μιλεί εδώ για τη σχέση του με τον Βάγκνερ, τον πατρικό δάσκαλο πρώτα πρώτα που ξέρει να ζυγίζει και τέλος το φίλο (αλλά ο Ρ. Β. δεν ανεχόταν να είναι ίσος με κανένα ή να βλέπει κάποιον ίσο μ’ αυτόν): «'Αλλοτε γυρεύα­ με ένα βασιλιά, έναν πατέρα, έναν κριτή για όλους, γιατί μας λείπανε οι πραγματικοί βασι­ λιάδες, τρατέρες, κριτές. Αργότερα θ’ αναζητή­ σουμε κάποιο φίλο - ο ι άνθρωποι θα γίνουν εξαί­ σιοι και συστήματα αυτόνομα, αλλά θα είναι μό­ νοι. Το μυθολογικό ένστικτο θ’ αρχίσει να γυ­ ρεύει ένα φίλο». Δηλαδή, η φιλία ανάμεσα σ’ αστέρια ίδιου με­ γέθους, σε διαφορετικές τροχιές, αλλά που αλ­ λάζουν φωτεινά σήματα και φωτίζονται αμοι­ βαία: «εξαίσιοι και συστήματα αυτόνομα». Υπάρχει η πλευρά «ασθένεια» σ’ αυτή την υπόθεση, όταν ο Γιάσπερς αφήνει να καταλά­ βουμε πως οι αρρώστιες που δοκίμασε ο Φ. Ν. από το 1873 είναι «μια ψυχονευρωτική διαδικα­ σία που προκάλεσε η αποξένωσή του από τον Ρ. Β.» και ο Νίτσε επαναλαμβάνει από την άλλη

πως ο Βάγκνερ είναι μια αρρώστια, μια νεύρω­ ση. Αλλά όπως λέει αλλού (στο Ίδε ο άνθρωπος, το κείμενο της τελευταίας ειλικρίνειας) ο Βάγ­ κνερ είναι που τον γλίτωσε από τους Γερμανούς, που του χρησίμεψε για αντίδοτο σ’ αυτήν ακρι­ βώς την αρρώστια· δεν πρέπει να παίρνουμε κα­ τά γράμμα αυτή την ιδέα της «αρρώστιας». Αυτό που ενδιαφέρει τον Νίτσε είναι η ευφορία, η κα­ τάσταση του «καλώς έχειν» ύστερα από μια αρ­ ρώστια. Οπότε, γι’ αυτόν, ζήτω οι αρρώστιες, ζήτω τα δηλητήρια που χρησιμεύουν για αντίδο­ τα σε άλλα δηλητήρια: «όταν θες να γλιτώσεις από μια ανυπόφορη καταπίεση, χρειάζεσαι χασίσι. Ε! λοιπόν κι εγώ χρειαζόμουνα τον Βάγ­ κνερ, ο Βάγκνερ είναι το κατ’ εξοχήν αντίδοτο» κλπ. Υπάρχει και η πιο σοβαρή αρρώστια, η τελευ­ ταία τρέλα, και εδώ ο Μπερνάρ Πωτρά, στο βι­ βλίο του Μ ορφές του ήλιου, έδειξε καλά πώς το­ ποθετείται αυτή μέσα στη σχέση με τον Βάγκνερ, σε πολλά στάδια. Στην αρχή: «Θέλω να είμαι σε πολλά σημεία ο διάδοχός του» (του «πραγματι­ κού Βάγκνερ» σε αντίθεση με τον γερασμένο Βάγκνερ). Ύ στερα,.κάτι αδιόρατα πιο ανησυχη­ τικό: «Ξέρετε πως εκεί που τελείωνα τον πρώτο Ζαρατούστρα στο δακτυλογραφημένο χειρόγρα­ φο, ο Βάγκνερ πέθαινε» (η γραφή σκοτώνει λοι­ πόν από μακριά. Ποιον; Τον «πατέρα»). Βασι­ λεία: «Η μεγαλοφυής κυρία Κόζιμα». Τουρίνο: «Δεν έχει άλλη περισσότερο αρχόντισσα από την κυρία Κόζιμα Β., και όσο για μένα, θεώρησα πάντα το δεσμό της με τον Βάγκνερ σαν μια μοι­ χεία». Στην Ιένα, τέλος, στο τρελοκομείο: «Αυτή η κυράτσα η Κόζιμα μ’ έκλεισε εδώ μέσα». «Αριάδνη, σ’ αγαπώ. Διόνυσος», γράφει στην Κόζιμα, τον Ιανουάριο του 1889, λίγο προτού πέσει μέσα στο μαύρο χάος. Η Αριάδνη στη Νάξο-Τρίμπσεν. Ο Ριχάρδος στην Κρήτη του: «Α! το γέρο μινώταυρο! κάθε χρόνο σέρνει μέσα στο λαβύρινθό του τρένα γεμάτα από τα π> ο όμορφα κορίτσια, τα πιο όμορφα αγόρια, για να τα κα­ τασπαράξει...·» Πάλι το Μπαϊρόιτ. Μάλιστα, αφού πρέπει να ακολουθήσουμε τον Νίτσε ώς τη στιγμή της δυστυχίας του, δε μας μένει, παρά να κάνουμε μια βουτιά μαζί του μέσα στο μυθολογικό χώρο. Αλλά θέλησε να επιμείνει στα ουσιαστικά προβλήματα ανάμεσα στον Βάγ­ κνερ κι αυτόν. Πρόκειται για τη μουσική και τη «μεγάλη πολιτική». Η μουσική πρώτα: ο Νίτσε ήταν καμωμένος γι’ αυτήν, κι ωστόσο τού ’μείνε να την ακολουθεί. 22 χρονών παίζει τη μεταγρα­ φή για πιάνο της Βαλκνρίας «με πολύ ανάκατα συναισθήματα», «τα όμορφα κομμάτια» ισοζυγιάζονταν με «φρικτά κομμάτια και κενά». Την εποχή όμως της Γένεσης της τραγωδίας, ο Βάγ­ κνερ ήταν «νά τι θα πει μουσική». Ο Τριστάνος τον «μαγεύει». Την Τετραλογία, την αγαπά κι


αφιερωμα/37 αυτή. Λένε γενικά πως με τον Πάρσιφαλ χάλα­ σαν τα πράματα. Αλλά δεν είναι όλα αυτά τόσο απλά. Επικρίνει θεωρητικά, και τις ιδέες μόνο, εξαιτίας του χριστιανισμού («αυτό που ακούμε, είναι η Ρώμη», «Αλίμονο κι εσύ ακόμα γκρεμί­ στηκες μπροστά στο σταυρό, κι εσύ, κι εσύ!»). Αλλά εξομολογείται: « Ά ραγε, ο Βάγκνερ έκανε τίποτα καλύτερο;... μια γνώση και μια διείσδυση που διαπερνούν την ψυχή σαν μαχαίρια... Ό λα αυτά τα ξαναβρίσκεις στον Δάντη, πουθενά αλ­ λού...» Μίλησαν πολύ για την ανακάλυψή του από τον Μπιζέ, σαν του αντι-Βάγκνερ. Και πάρα πο­ λύ μάλιστα. Πόσο εύκολα ξεγελιέται κανείς: «Δεν πρέπει να παίρνετε στα σοβαρά όσα λέω για τον Μ πιζέ...» (στον Καρλ Φουξ). Δεν ήταν παρά μια πρόκληση· ή ένα αντίδοτο. Ό πω ς λέει πολύ σωστά ο Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, η Κάρμεν δεν είναι για τον Νίτσε παρά μια «διαιτητική μουσική». Και δεν μπορεί να περνάς τον καιρό σου νηστεύοντας: «Η Κάρμεν ήταν φέτος το χει­ μώνα ένα από τα εφήμερα αγαθά μου» (στον Γκαστ). Είναι όμως γεγονός πως ο Νίτσε την άκουσε πάνω από είκοσι φορές και πως εκθειά­ ζει τη λαγαρότητα (limpidizza) αυτής της μουσι­ κής που σε «πλησιάζει ανάλαφρα, απαλά κι ευ­ γενικά». «Το πάθος δεν είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά όπως γίνεται... με όλα τα πάθη στον Βάγκνερ» (στον Γκαστ, 28 Νοεμβρίου 1881). Πιο πολύ στάθηκαν σαν αντίδοτα στον Βάγκνερ: ο Μπετόβεν φυσικά, ο Σοπέν, ο Σούμπερτ, «γόνι­ μος, ανεξάντλητος», «μυαλό χαρωπό, όλο ενθου­ σιασμό, τρυφερό, ερωτευμένο με τον Μότσαρτ», «η γερή ράτσα ενός Χαίντελ», «η πληθωρική ζωικότητα ενός Ροσίνι». «Σωκράτη, φτιάξε μουσική!» έλεγαν στο φυλα­ κισμένο φιλόσοφο οι εσωτερικές φωνές του. Α λ­ λά μήτε ο Νίτσε δεν τα κατάφερε (εκτός από με­ ρικές μουσικές φράσεις που αρέσανε στον Μαλρώ). Αλλά δεν μπόρεσε να μη νιώθει κομπλεξαρισμένος μπροστά στον Βάγκνερ, να μένει ανυ­ ποχώρητος στις ιδέες και σ’ ό,τι αποκαλούσε «μεγάλη πολιτική», με το πρόσχημα ότι η μουσι­ κή ήταν καλή: κοντολογίς, μπόρεσε να μην είναι βαγκνερικός. Και τελικά, όταν επικρίνει τον Βάγκνερ, περνά πολύ γρήγορα στην επίκριση κατά των Γερμανών, τα βάζει με τον Βάγκνερ σαν τον εκπρόσωπό τους («η γερμανική ψυχή: ο Χέγκελ την έκανε σύστημα και ο Βάγκνερ μουσι­ κή»). Κανένας οίκτος, κτυπά παντού: «Για δείτε στους Γερμανούς σήμερα, πότε αυτή την ηλιθιό­ τητα, τη γαλλοφοβία, πότε την άλλη, τον αντιση­ μιτισμό, ή τη φοβία των Πολωνών... ή τον 6αγκνερισμό ή την τευτονομανία, ή τον πρωσισμό...» (Πέρα από το καλό και το κακό, § 251). Ο βαγκνερισμός των Φύλλων του Μπαϊρόιτ με όλα του τα συνώνυμα! Ο Νίτσε εγκατέλειψε την

πρωσική εθνικότητά του στα 1869 για να πάει στη Βασιλεία, έμεινε άπατρις και γράφει: «Εμείς οι άλλοι χωρίς πατρίδα» (Η χαρούμενη γνώση): υπάρχει ήδη κάτι που δεν αρέσει στον κύκλο του Μπαϊρόιτ, όπου συνενώνονται ο εθνικισμός και ο ρατσισμός στο μεγαλύτερο παροξυσμό τους, με τους Τσάμπερλαιν, τους Γκομπινώ και κυρίως τον Βάγκνερ που «μόλις αρχίζει να σκέφτεται, σκοντάφτει» (Φ. Ν.). Αλλά ο Νίτσε το πάει πιο μακριά: ξετρελαίνεται για τους Γάλλους, εξυμνεί τους Εβραίους! Και για τον παλιό φίλο που μαζί σχεδιάζανε ν ’ αποκαταστήσουν την Ελλάδα, να την αποκαταστήσουν στη Γερμανία, γι’ αυτόν εί­ ναι σίγουρα ένα τέτοιο χαστούκι, ανάμεσα σε τόνα άλλα: «Η Γαλλία... έδωσε στον κόσμο τα πιο ωραία βιβλία, βιβλία που αν είχαν γραφτεί στα ελληνικά, θα ήταν απόλαυση για το κοινό μας της Αθήνας». Ή αυτό: «Ή ταν πραγματική μι­ κροπρέπεια από τη μεριά του Βάγκνέρ να προσ­ βάλει το Παρίσι τη στιγμή που ψυχοραγούσε στα 1871». Ο Νίτσε φεύγει από το Μπαϊρόιτ στα 1876 αποκαρδιωμένος που έτυχε να δει τον αυτοκράτορα- στις 7 Ιανουάριου 1889 ο Διόνυσος, δηλώνει πως υπογράφει το διάταγμα με το οποίο ο νέος αυτοκράτορας Γουλιέλμος (Β') και οι αντισημίτες έχουν τουφεκιστεί. Ο να ζί Ρόζεμπεργκ στο Μύθο του 20ού αιώνα θα τα βάλει με τη λατρεία του Διονύσου σαν κά­ τι «μη άριο», όταν ο Χίτλερ θα έχει μονοπωλήσει το Μπαϊρόιτ χάρη στη συνένοχό του Ιν Βίνιφρεντ Βάγκνερ. Η σχέση του Νίτσε με τον Βάγ­ κνερ εννοείται επίσης σήμερα -μήπως πρέπει να πούμε κυρίως·,- σε σχέση με τον τρίτο όρο που δε γνώρισαν και οπωσδήποτε δε δέχτηκαν, ακόμα κι ο Βάγκνερ: τον εθνικοσοσιαλισμό. «Μακριά απ’ όποιον έχει μπλέξει μ’ αυτή την αδιάντροπη απάτη των φυλών», αυτός ο κανόνας που είχε τάξει ο Νίτσε στον εαυτό του είναι ένας από τους πιο αποφασιστικούς λόγους της ρήξης του με τον Βάγκνερ. Αυτός που ευχόταν τόσο ζωηρά «το φυλετικό ξαναζωντάνεμα, δηλαδή όσο γίνε­ ται περισσότερες αναμίξεις κι επιμιξίες, που ευ­ χόταν στους Πρώσους αρχοντοχωριάτες ν ’ ανα­ κατευτούν με τους Εβραίους για να βελτιωθούν και που διαλαλούσε: «Δεν είμαι Γερμανός είμαι Πολωνός» βρίσκεται στον αντίποδα του Βάγκνερ-ιδεολόγου. Αλλά ένα είναι το σφάλμα του, και είναι ένα σοβαρό ιστορικό σφάλμα: δεν έγραψε τον εξοντωτικό λίβελλο κατά του αντιση­ μιτισμού, που έκλεινε μέσα του. Του χρειαζόταν ακόμα μια προσπάθεια για να είναι πράγματι αντιβαγκνερικός. Κρίμα!

Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος


38/αφιερωμα

Κλωντί Ντυμπιζόν-Ντολλέ

Ο Νίτσε, ο Φρόυντ, ο θεός και η ψυχολογία Ο Φρόνντ δεν μπορούσε να διαβάσει τον Νίτσε, από υπερβολικό ενδιαφέρον, και κυρίως επειδή οι φιλοσοφικές του διαισθήσεις προμηνούσαν για καλά τις ιατρικές ανακαλύψεις της ψυχανάλυσης. Και σε μια σύσκεψη εργασίας, ενώ απορρίπτει τις «εξηγήσεις» του Νίτσε μέσα από την αρρώστια, δηλώνει ωστόσο: «ο Νίτσε παρέ­ μεινε ένας ηθικολόγος και δεν μπόρεσε ν’ αποβάλει το θεολόγο». Ο Νίτσε ιδεαλι­ στής λοιπόν;

Σε σας τους θαρραλέους και ριψοκίνδυνους, όποιοι κι αν είστε, πορ μπαρκάρετε με πανούργα πανιά για τις θάλασσες τις φοβερές. Ζαρατοΰστρα

Στις 1 και στις 28 Οκτωβρίου 1908 γίνονται στη Βιέννη δύο συσκέψεις εργασίας της Ψυχαναλυτι­ κής Εταιρείας,, αφιερωμένες στον Νίτσε, με πρόεδρο τον Φρόυντ. Είναι ένα περίεργο παρά­ δειγμα περιστολής που επιβάλει σ’ ένα έργο η εφαρμοσμένη, όπως λέγεται, ψυχανάλυση, όταν γίνεται πρόωρα σχολαστική. Ευτυχώς που ο Φρόυντ είναι εκεί. Και παρόλο που ομολογεί την αντιπάθειά του για τη φιλοσοφική αφαίρεση, ακόμα κι όταν αναφέρει την «περίπτωση» Νίτσε, δεν παραγνωρίζει την ιδιοφυία του. Ξέροντας αυτά, όσα λέει είναι καταπληκτικά. Ομολογεί πως δεν μπόρεσε ποτέ του να μελετήσει τον Νί­ τσε, εξαιτίας της ομοιότητας των διαισθητικών του ανακαλύψεων με τις ψυχαναλυτικές έρευνες, και εξαιτίας του πλούτου των ιδεών του, κάτι που πάντα τον εμπόδιζε να διαβάσει πάνω από μισή σελίδα του. Οι απόπειρές του να τον διαβά­ σει καταπνίγηκαν από ένα υπερβολικό ενδιαφέ­ ρον, λέει. Ό τα ν ξέρουμε τι βιβλιοφάγος ήταν ο Φρόυντ και πόση ήταν η πνευματική του περιέρ­ γεια, αυτά τα λόγια μας αποσβολώνουν. Αλλά κάτι πιο ενδιαφέρον ακόμα είναι η άποψη του Φρόυντ. Απορρίπτοντας τις εξηγήσεις που στη­ ρίζονταν στην αρρώστια του Νίτσε και μόνο, μας λέει πόσο αινιγματική προσωπικότητα παραμέ­

νει για όλους. «Ό τα ν κάποιος γίνεται αντίχρι­ στος στο τέλος της ζωής του, αυτό μας θυμίζει τις συχνές φαντασιώσεις των νέων που θέλουν να γίνουν ο Χριστός... Δίχως άλλο κι ο Νίτσε θα είχε αυτή τη φαντασίωση. Βέβαια, ο Νίτσε κάνει λαμπρές ψυχολογικές ανακαλύψεις σχετικά με τον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά προβάλλει προς τα έξω, σαν μια απαίτηση της ζωής, ό,τι ανακάλυ­ ψε πάνω του... Έτσι και η ανθρωπότητα, με μια τέτοια προβολή, δημιούργησε γι’ αυτήν την ίδια μια ηθική κοσμοθεώρηση. Αν κάτι ενοχλεί, είναι που ο Νίτσε μεταμόρφωσε το είναι (ist) σε καθή­ κον (soli). Αλλά ένα τέτοιο καθήκον είναι κάτι ξένο για την επιστήμη. Σ ’ αυτό το σημείο, λέει ο Φρόυντ, ο Νίτσε παρέμεινε ένας ηθικολόγος και δεν μπόρεσε ν ’ αποβάλει το θεολόγο.» Τι να πούμε σήμερα γι’ αυτή την άποψη που, όπως καταλαβαίνουμε, αφορά πιο πολύ το έργο παρά το συγγραφέα; Με μια πρώτη ματιά, είναι κάτι περίεργο. Να μιλάς έτσι για το συγγραφέα της Γενεαλογίας της ηθικής που έγραφε στη Μαλβίνσ φον Μέισενμπουργκ: «κάθε φράση μου περιέχει την περι­ φρόνηση του ιδεαλισμού», είναι κάτι που παρα­ ξενεύει. Ας δοκιμάσουμε ν ’ ακολουθήσουμε την πορεία του Νίτσε: Οι ιδέες του δεν είναι ποτέ αφηρημένες. Α ν καταπολεμά τις ιδέες της αρετής, της ηθικής, του καλού και του κακού, είναι γιατί τις νιώθει σαν ψέματα που αντιβαίνουν στη ζωή, στη ζωή του. Και δεν είναι πρώτα ένας συλλογι-


αψιερωμα/39

Ο Νίτσε το 1869

σμός. Γράφει: «Είναι απαραίτητο να πούμε αυτό που νιώθουμε σαν αντίθεσή μας: οι θεολόγοι κι ό,τι είναι αίμα θεολόγου μέσα στο σώμα -όλη μας η φιλοσοφία... Πρέπει να έχεις δει από κον­ τά αυτή τη συμφορά. Και μάλιστα, πρέπει να την έχεις δοκιμάσει μέσα σου, πρέπει να σε έχει . & ϊόν αφανίσει». Η αφετηρία της σκέψης του είναι το ίδιο του πάθος, ο πόνος του· κι ύστερα απ’ αυτό, αναιλύπτί·.», (όπως κι ο Φρόυντ) πως η ηθική είναι α -ψυχικό παράγωγο. Για να κατανοήσει ακρι­ βώς αυτό, γίνεται ο μεγαλοφυής ψυχολόγος για ον οποίο θα πει ο Φρόυντ πως φτάνει σ’ ένα βαθμό ενδοσκόπησης που κανένας άλλος δε γνώ­ ρισε και δίχως άλλο ποτέ δε θα γνωρίσει. Ο Νίτσε γράφει: «Το καθήκον, η αρετή, το κα­ λό καθεαυτό, το καλό με τον απρόοπτο και γενικευμένο χαρακτήρα του: παραισθήσεις». Η θρη­ σκεία; «καθαρός κόσμος του μύθου. Η ηθική όπως και η θρησκεία μέσα στο χριστιανισμό δεν αγγίζουν πουθενά την πραγματικότητα: τίποτ’ άλλο από φανταστικές αιτίες (θεός, ψυχή, εγώ, πνεύμα), τίποτ’ άλλο από φανταστικά αποτελέ­ σματα (αμαρτία, λύτρωση, θεία χάρη, κολασμός, άφεση αμαρτιών)». Και γράφει φράσεκ: προφητικές σχετικά με την ψυχανάλυση: «Δε δεχόμαστε πως κάτι μπο­ ρεί να γίνει τέλεια μόνο όταν γίνεται συνειδητά. Το καθαρό πνεύμα είναι μια καθαρή ανοησία. Α ς αφαιρέσουμε το νευρικό σύστημα και την αί­

Σίγκμονντ Φρόυντ

σθηση, το θνητό περίβλημα και θα πέσουμε έξω στους υπολογισμούς μας». Και σ’ αυτή την προσπάθεια τι συναντά (όπως κι ο Φρόυντ στην αναλυτική του προσπάθεια); Τη συμβολική δομή της γλώσσας, το είναι του ανθρώπου, α π’ όπου θα εξαγάγει δυο βασικές ιδέες: την αιώνια επιστροφή του ταυτόσημου και τη βούληση για δύναμη. Τα πάντα είναι σύμβο­ λα, τα πάντα τα επινοεί ο άνθρωπος που δη­ μιούργησε τους μύθους του και τους θεούς του. «Ο Θεός είναι μια εικασία.» «Ο άνθρωπος ήταν μια απόπειρα.» «Ο ηθικός άνθρωπος δεν είναι πιο κοντά στο νοητό κόσμο απ’ ό,τι ο φυσικός άνθρωπος, γιατί δεν υπάρχει νοητός κόσμος. Αυτή η θέση μπορεί να χρησιμέψει σαν τσεκου­ ριά για να χτυπήσουμε στη ρίζα της τη μεταφυ­ σική ανάγκη του ανθρώπου.» Ο Ζαρατούστρα λέει: «Ό λες οι ονομασίες του καλού και του κακού δεν είναι παρά σύμβολα. Δεν εκφράζουν τίποτα, είναι σαν ένα νεύμα. Τρελός όποιος θέλει να τους ζητήσει τη γνώση». «Τίποτα δεν είναι ακλόνητο, ούτε απόλυτο. Ό ,τ ι είναι αμετακίνητο δεν είναι παρά σύμβο­ λο.» Επίσης: «Οι καλύτερες παραβολές πρέπει να είναι εγκώμιο και μια δικαίωση για ό,τι είναι φθαρτό». Α ν είναι λοιπόν έτσι, ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεραστεί. Ο Νίτσε γράφει: «Καιρός είναι να •τάξει ο άνθρωπος στον εαυτό του το σκοπό του...» Αντί για το παλιό ρητό του ναού των Δελφών («γνώθι σαυτόν») ο Νίτσε προτείνει:


40/αψιερωμα

Ο Νίτσε άρρωστος στη Βαΐμάρη το 1895

«να λαχταράς αυτό που θες». Η θέληση απελευ­ θερώνει: «είναι η πραγματική θεωρία της θέλη­ σης και της ελευθερίας». Ο Ζαρατούστρα λέει στους μαθητές του: «αυτό που ονομάζατε κόσμο πρέπει πρώτα εσείς να το δημιουργήσετε: η λογι­ κή σας, η φαντασία σας, η θέλησή σας, πρέπει να γίνουν ο ολόδικός σας κόσμος». Μήπως είναι όλα σκέψη κάποιου ηθικολόγου ή θεολόγου; «ψέμα ποιητή»; Μήπως έχει δίκιο ο Φρόυντ; Α ς στραφούμε προς αυτόν τώρα. Πώς προσεγγίζει το πρόβλημα ο Φρόυντ, σαν επιστή­ μονας; Και γι’ αυτόν η ηθική είναι ένα ψυχικό κατα­ σκεύασμα. Πρωταρχικά πρόκειται για μια εξανθρώπιση της φύσης. Στο Μ έλλον μιας αυταπάτης αναπτύσσει την ιδέα πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσεγγίσει δυνάμεις και μια μοίρα που είναι απρόσωπες. Α ν προβάλλει πάνω στην καρδιά των στοιχείων τα ίδια του τα πάθη, αν περιβάλ­ λεται από υπερφυσικά όντα που εικονίζουν τις ίδιες του τις επιθυμίες, αν ο θάνατος δεν είναι πια μια αυθόρμητη πράξη, τότε λέει: «μπορούμε να επεξεργαστούμε ψυχικά το φόβο μας, στον οποίο δεν ξέραμε να δώσουμε κάποιο νόημα ώς τότε». Αλλά δεν πρόκειται εδώ παρά για την αν­ τικατάσταση μιας φυσικής επιστήμης από μια ψυχολογία. Στο Τοτέμ και ταμπού δοκιμάζει να ανασυγ­ κροτήσει την ιστορία των θρησκειών με τη βοή­ θεια δεδομένων που του προσφέρει η αναλυτική δουλειά που έχει αποπειραθεί με τους νευρωτι­ κούς. Μας δίνει μια εντυπωσιακή αναπαράσταση του ανθρώπου που έχει να παλέψει με την τρομε­ ρή δύναμη του οιδιπόδειου συμπλέγματος. Το πρωταρχικό κύτταρο γίνεται η αγάπη του

παιδιού για τον πατέρα και η θανατηφόρα αντι­ ζηλία γι’ αυτόν, δεμένη με την αιμομικτική επι­ θυμία του για τη μητέρα. Έ τσι, γράφει, «στην αρχή δε μας απασχολεί παρά η επιθυμία». Πρωταρχικά δεν υπάρχει ού­ τε καλό, ούτε κακό, αλλά η αγάπη και η έχθρα, ασυμφιλίωτες, κι από κει θα πηγάσουν η ενοχή και οι απαγορεύσεις της. Η ιστορία των θρη­ σκευτικών πεποιθήσεων της ανθρωπότητας είναι η συλλογική ιστορία αυτής της ενοχής. Τέλος, γράφει: «με την επιστημονική αντίληψη του κόσμου... ο άνθρωπος αναγνώρισε πόσο ασήμαντος είναι και το πήρε απόφαση πως θα πεθάνει». Και συμπεραίνει: ας αφήσουμε την αυταπάτη, «σήμανε η ώρα ν ’ αντικαταστήσουμε τις συνέπειες της απώθησης με τ’ αποτελέσματα της ορθολογικής διανοητικής εργασίας». Αυτή η θέση μας βοηθάει να καταλάβουμε τώ­ ρα καλύτερα, θα έλεγα, τη σωστή-λαθεμένη κου­ βέντα του Φρόυντ για τον Νίτσε. Ο Νίτσε, μην αναγνωρίζοντας το ασυνείδητο, παρακινείται απ’ αυτό και δεν αντιλαμβάνεται πως η συνειδητή σκέψη του καθορίζεται από συγκινησιακές δυνάμεις που η προέλευσή τους παραμένει γι’ αυτόν κρυμμένη. Παλεύει, μέσα στην ίδια του τη σκέψη, με το ιδανικό ψέμα ενός θεολόγου πατέρα που πεθαίνει νέος από μια εγ­ κεφαλική πάθηση, και αντιμάχεται το θανάσιμο αδιέξοδο της γερμανικής ηθικής που ενσαρκώνει η μάνα του και η αδελφή του, που αυτές ζουν και βασιλεύουν! Α λλά αν το παράδοξο ήταν ακριβώς πως έτσι γίνεται ο οραματιστής μιας εποχής που είναι ακόμα δική μας!... Κι αν είναι αυτή η κακοτυχία στην αφετηρία της σκέψης του για το θάνατο του θεού; Κι αν αυτό το ξεπέρασμα της ηθικής είναι ακριβώς η ιστορία του ανθρώπινου γίγνεσθαι, η αναγκαιότητα να βρει ένα πέρασμα, να προαι­ σθανθεί έναν καινούριο άνθρωπο πέρα απ’ ό,τι ξεψυχά; Κι αν το έργα του είναι μια απόπειρα ζωής, ελπιδοφόρας σκέψης που συμπαραστέκε­ ται στη δυτική ενοχή; Μ’ αυτή την έννοια θα μπορούσε να είναι ο αντίχριστος, και δεν είναι πια μόνο μια φαντασίωση -όπω ς θα είναι και «ο εσταυρωμένος», καθώς υπογράφει ο ίδιος πριν από την ύστατη συντριβή του λογικού του μπρο­ στά σε μια ακατόρθωτη προσπάθεια. Μετά απ’ αυτόν, ο φιλόσοφος, δηλαδή κάθε άνθρωπος, δεν μπορεί πια να είναι μόνο ένας θεωρητικός, ή ένας επιστήμονας ή ένας ποιη­ τής... ούτε καν να του φτάνει που ανάλυσε το ασυνείδητό του.

Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος


αψιερωμα/41

Ντομινίκ Γκριζονύ

Ο φιλόσοφος καλλιτέχνης Μετά τους προσωκρατικούς, μόνους «πραγματικούς φιλόσοφους» για τον Νίτσε, η παρακμή αρχίζει με το Σωκράτη, που στρέφει τη ματιά και τη σκέψη σ’ έναν υποθετικό «εσωτερικό κόσμο», που οδηγεί σε μια αποστροφή για τη ζωή. Χρειά­ ζεται, λέει ο Νίτσε, να εμφανιστούν καινούριοι φιλόσοφοι· ένα από τα πρότυπά τους είναι ο φιλόσοφος-καλλιτέχνης. Αδημονία του Νίτσε: «Βλέπω στον ορίζοντα μια φυλή από καινούριους φιλόσοφους. Θα τολμήσω να τους βαφτίσω μ’ ένα όνομα που περικλείει κινδύνους. Α π ’ ό,τι μαντεύω, ή απ’ ό,τι αφήνουν να μαντέψω γι’ αυτούς -γιατί είναι'μέσα στη φύ­ ση τους να θέλουν να παραμείνουν, σε ορισμένα σημεία, σαν αινίγματα-, αυτοί οι φιλόσοφοι του μέλλοντος θα μπορούσαν δίκαια -ίσω ς και άδι­ κ α - να λέγονται πειρασμοί. Η ίδια η ονομασία δεν είναι παρά μια απόπειρα, ή, αν θέλετε, ένας πειρασμός». • Έκπληξη του Νίτσε: «Μεγάλη αμηχανία: η φι­ λοσοφία είναι μια τέχνη ή μια επιστήμη; Είναι μια τέχνη με τους στόχους της και τα προϊόντα της. Αλλά το εκφραστικό της μέσο, η εννοιολογική ανάπτυξη, είναι κοινό με την επιστήμη. Είναι μια μορφή της ποίησης. Αδύνατο να την ταξινο­ μήσουμε. Θα χρειαστεί να επινοήσουμε και να χαρακτηρίσουμε μια νέα κατηγορία». Απόφαση του Νίτσε: «Περιγραφή του φιλοσό­ φου: γνωρίζει επινοώντας, επινοεί γνωρίζον­ τας». Αφήγηση του Νίτσε: «Ο φιλόσοφος κοιτούσε τον ήλιο, ο σύντροφός του κοιτούσε το φιλόσοφο κι εμείς κοιτούσαμε το καταφύγιό μας μέσα στο δάσος, που βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Έ να συναίσθημα κάπως σαν οργή μας κατέλαβε. Τι είναι όλη η φιλοσοφία, συλλογιζόμαστε, αν σε εμποδίζει να υπάρχεις για τον εαυτό σου και να χαίρεσαι μόνος, μαζί με φίλους, αν μας εμποδί­ ζει να γίνουμε κι εμείς οι ίδιοι φιλόσοφοι;» Στοχασμός του Νίτσε: «Ποτέ κανένας φιλόσο­ φος δεν παράσυρε το λαό με τη θετική του θεω­ ρία. Γιατί ζει λατρεύοντας τη νόηση. Η στάση του απέναντι σε ό,τι είναι θετικό για έναν πολι­ τισμό, για μια θρησκεία, είναι διαλυτική, κατα­

στρεπτική (ακόμα κί όταν πρςσπαθεί να θεμε­ λιώσει!) Ποτέ δεν είναι πιο χρήσιμος όσο όταν υπάρχουν πολλά που πρέπει να καταστραφούν, σε εποχές χάους ή παρακμής. Κάθε ανθηρός πο­ λιτισμός πασχίζει ν ’ αχρηστέψει το φιλόσοφο (ή να τον απομονώσει ολότελα). Η απομόνωση ή ο αφανισμός μπορεί να εξηγηθεί με δύο τρόπους: α) με την κακή οικονομία της φύσης (όταν θα τον είχαμε ανάγκη)- β) με την προσεκτική οικο­ νομία της φύσης (όταν δεν τον χρειαζόμαστε)». Συμπέρασμα του Νίτσε: «Οι πραγματικοί έλληνες φιλόσοφοι είναι οι προσωκρατικοί (με το Σωκράτη κάτι αλλάζει). Είναι όλοι τους ξεχωρι­ στοί άνθρωποι, που ζούνε στο περιθώριο του λαού και των συνηθειών, ώριμοι, σοβαροί σε βαθμό υποχονδριακό, με αργό βλέμμα, καθόλου αποξενωμένοι από την πολιτική ή τη διπλωμα­ τία. Ανακαλύπτουν πριν από τους σοφούς όλες τις μεγάλες αντιλήψεις των πραγμάτων- αντιπρο­ σωπεύουν αυτές τις μεγάλες αντιλήψεις, γίνονται οι ίδιοι συστήματα». Αλλού γράφει: «(...) πού θ’ αποθέσουμε την ελπίδα μας; σε νέους φιλοσό­ φους, δεν έχουμε άλλη εκλογή. (...) Πρέπει να διδαχτεί ο άνθρωπος να αισθάνεται πως το μέλ­ λον του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στη βούλησή του, πως αυτό το μέλλον εξαρτάται από μια αν­ θρώπινη θέληση- θα πρέπει να ετοιμάσουμε με­ γάλα εγχειρήματα, μεγάλα ομαδικά πειράματα πειθαρχίας και επιλογής. (...) Γι’ αυτό θα χρεια­ στούμε μια μέρα ένα νέο είδος φιλοσόφων και ηγετών, που η εικόνα τους θα θαμπώσει και θα αποθαρρύνει ό,τι είδε ποτέ της η γη από μυαλά κρυφά, φοβερά και καλοπροαίρετα». Αυτή η μικρή συναρμολόγηση είναι σαν μια προειδοποίηση. Κυρίως να μην την πάρετε για κανένα πορτρέτο, είναι μια μάσκα, μια από τις


42/αφιερωμα χίλιες δυνατές που χρησιμοποιεί ο Νίτσε για να μιλήσει, ή που σκαρώνει για να καλύψει αυτούς για τους οποίους μίλεί. Υπάρχουν τόσοι άλλω­ στε, που χάνεις το λογαριασμό αρκετά συχνά. Κι όταν πρόκειται για φιλοσόφους και φιλοσοφία, τίποτα χειρότερο. Το ξέρουμε: για τον Νίτσε, το πρόβλημα του φιλοσόφου καταντά μονομανία. Ό λο εκεί ξαναγυρνά. Για να δώσει μια τελική λύση σχετικά, να ξεδιαλύνει, ν ’ αποκρυπτογραφήσει, ν ’ ανακαλύ­ ψει: γιατί, γι’ αυτόν, κάτι σαν τη ζωή εξαρτάται απ’ αυτό, γιατί αφορά τον άνθρωπο, αλλά και γιατί πρόκειται ίσως για ένα μυστήριο που ζητά μια επείγουσα λύση. Έ να μυστήριο, ο φιλόσοφος; Παράδοξη κρίση κάτω από την πένα του Νίτσε, που τόσο βαθιά γνωρίζει τη δυτική φιλοσοφική παράδοση -έστω κι αν υπήρξε ο λιγότερο πιστός ερμηνευτής των θεωρητικών της-, και που είναι τόσο ενημερωμέ­ νος για τα πρότυπα που επεξεργάστηκαν οι προκάτοχοί του. Ό τα ν μάλιστα το πολιτιστικό φόν­ το είναι φωτεινότατο: Α πό τον καιρό του Πλά­ τωνα, η σκιά του στοχαστή φιλοσόφου ξεχωρίζει με μια καταπληκτική σαφήνεια, σε τέτοιο βαθμό που κι ο πιο ακατατόπιστος μαθητάκος θα μπο­ ρούσε χωρίς πολύ κόπο να αναγνωρίσει τα όριά της. Γιατί λοιπόν προβληματίζεται ο Νίτσε για κάτι που επιφανειακά δεν αποτελεί πρόβλημα; Δύο βασικοί λόγοι εξηγούν τη στάση του: 1) Οι χτεσινοί φιλόσοφοι -δηλαδή όσοι ήρθαν μετά το Σωκράτη- είναι υπεύθυνοι γιατί δημιούργη­ σαν και συντήρησαν ώς σήμερα κάτι το βαθιά οδυνηρό, που πρώτο θύμα του ήταν ο άνθρω­ πος. Πρέπει λοιπόν να διαγγώσουμε αυτό το κα­ κό και να φωτίσουμε τις αιτίες του· 2) το μέλλον του κόσμου εξαρτάται από τους φιλόσοφους: αυτοί θα διαπλάσουν τον νέο μελλοντικό άνθρω­ πο. Μόνο, τι θα είναι αυτοί οι νέοι φιλόσοφοι και πώς θ’ αποφύγουν τα ίδια χιλιοπατημένα μο­ νοπάτια, όπου έπεσαν οι πατέρες τους; Νά πώς διατυπώνεται το μυστήριο, και με τις δύο του όψεις. Θα ξεκινήσουμε από δω. Γιατί είμαι τόσο πονηρός. Για ό,τί είναι ιστορία της φιλοσοφίας, ο Νίτσε ανοίγει ένα μονοπάτι χτυπώντας μ’ ένα σφυρί: συντρίβει. «Σκοντά­ φτουμε πάνω στις αλήθειες, μερικές μάλιστα τις συντρίβουμε -είναι δα τόσες και τόσες!... Αλλά αυτό που απομένει μέσα στο χέρι μας, δεν είναι πια τίποτα το προβληματικό, είναι πράγματα κρίσιμα». Είναι το τεστ της αντοχής: σπάει ή δε σπάει. Έτσι λοιπόν το παρελθόν διαβάζεται με τη μέθοδο της αφαίρεσης. Μια γραμμή θα αναδυθεί και θα δώσει τη στιγμή που το κακό δραστηριοποιείται: διαπερ­ νά το Σωκράτη. «Με το Σωκράτη κάτι αλλάζει», εγκαινιάζεται μια περίοδος εκφυλισμού που ο

Νίτσε ονομάζει ακόμα παρακμή. Ο γέροντας αθηναίος σοφός δεν ήταν αυτός που πίστεψαν, ούτε ένας σωτήρας, ούτε ένας θεραπευτής, αλλά ο συνειδητός προμηθευτής μιας «νέας αρρώτιας», τον λόγου. «Το πιο ζωηρό φως, ο λόγος οπωσδήποτε, η λαγαρή, ψυχρή, φρόνιμη, συνει­ δητή ζωή, απογυμνωμένη από ένστικτα, που κα­ ταπολεμά τα ένστικτα, δεν ήταν τίποτ’ άλλο πα­ ρά μια αρρώστια, μια νέα αρρώστια.» Από το Σωκράτη και μετά τα πάντα αρχίζουν να κα­ ταρρέουν. Η διάγνωση έγινε λοιπόν. Απομένει να κατα­ λάβουμε πώς μπόρεσε αυτό το κακό να εδραιω­ θεί και ποιες ήταν οι άμεσες συνέπειές του. Το σχήμα που προτείνει ο Νίτσε δεν είναι τε­ λικά μακριά από κείνο που καταγράφει στη Γε­ νεαλογία της ηθικής για να δείξει την έλευση της κακής συνείδησης και της μνησικακίας. Οι δυο αποδείξεις άλλωστε διαπλέκονται και μπορούν να παραλληλιστούν: λογισμός και μνησικακία εί­ ναι οι πόλοι του ίδιου ζεύγους. Τρεις ξεχωριστές φάσεις διατονίζουν τη διαδι­ κασία. Η πρώτη, μυθική, θα ήταν κάτι σαν αυγή του'κοινωνικού κόσμου, όταν ο άνθρωπος ζει σε διάσπαρτες ομάδες, μικροσκοπικές εστίες τάξης, όπου το σύμπαν σταματά στα όρια του χώρου της φυλής. Η ζωή, σε ασταθή ισορροπία, ακο­ λουθεί τον κοσμικό ρυθμό της φύσης. Τα πάντα είναι γνώση, αλλά τίποτα δ εμαθαίνεταν τα πάν­ τα είναι ζωή, αλλά τίποτα δεν είναι συνειδητο­ ποιημένο βίωμα- τα πάντα είναι κόσμος, αλλά τίποτα δεν είναι ακόμα πραγματικά άνθρωπος. Η λέξη συγχώνευση θα ταίριαζε περίπου για να χαρακτηρίσουμε αυτή την κατάσταση ολικής συμβίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κό­ σμο. Η δεύτερη φάση ανοίγει με την επιθυμία για γνώση, όταν ο άνθρωπος ξαφνικά αποστασιο­ ποιείται από τον κόσμο και τον εαυτό του. Προ­ σοχή: δεν πρόκειται για ένα διαχωρισμό, αλλά απλούστατα για μια προοπτικοποίηση. Η συγ­ χώνευση παραμένει, αλλά σαν κάτι μακρόσυρτο κι εκτεταμένο. Πράγματι αρχίζει να εδραιώνεται η δυνατότητα αναστόχασης. Από δω ξεκινά η φιλοσοφία. Προοδευτικά, τα μεγάλα προβλήματα έρχον­ ται στο φως: τι είναι το ον; τι είναι ο κόσμος; τι είναι ο άνθρωπος; τι είναι το γίγνεσθαι; τι είναι το πραγματικό; τι είναι η ευτυχία; κλπ. Δε ζούμε πια μέσα στην ανέμελη ψυχική αταραξία· προ­ βληματιζόμαστε, κι αυτό συγγενεύει με την αναγκαιότητα, δηλαδή με τη δύναμη των ενστί­ κτων: «Έρχεται για κάθε άνθρωπο μια ώρα όπου αναρωτιέται κατάπληκτος: πώς μπορούμε να ζήσουμε; Κι ωστόσο ζούμε. Μια ώρα που αρ­ χίζει να καταλαβαίνει πως κατέχει μια επινοητι­ κότητα σαν εκείνη που θαυμάζει μέσα στο φυτό,


αφιερωμα/43 που το βλέπει να σέρνεται και να σκαλώνει για να κατακτήσει λίγο φως και λίγο χώμα και να δημιουργήσει την ίδια του τη χαρά σ’ ένα αφιλό­ ξενο έδαφος». Το απόγειο αυτής της φάσης τοποθετείται, για τον Νίτσε, στην προσωκρατική Ελλάδα, «στον αιώνα πριν από τους μηδικούς πολέμους κι όσο διαρκούν αυτοί οι πόλεμοι». Π ερίοδος «μεγάλων ανδρών» («Τι ωραίοι που ήταν!»), και των «ωραίων δυνατοτήτων της ζωής» που ξετυλίγε­ ται από το Θαλή ώς το Δημόκριτο. Μια διαδοχή από υποδειγματικές, στιβαρές και ρωμαλέες μορφές που καμιά σφυριά δε θα μπορέσει να ρα­ γίσει. «Τόσες και τόσες προσωπικότητες που αγνοούσαν τον ανταγωνισμό του είναι και της σκέψης και που αποδείχνανε τις θεωρίες μέσα από την πράξη.» Δ ε βρίσκει ο Νίτσε λέξεις αρκε­ τά δυνατές για να χαρακτηρίσει αυτούς τούς «αληθινούς φιλοσόφους», μιλά γι’ ανθρώπους «μεστούς», «αξιοθαύμαστους», για «κορυφές», «για μεγαλειώδεις στοχαστές», για «ιδιοφυίες»... Ό λ ο ι τους κάτι επινοούν και αναγγέλλουν πως η ζωή είναι δυνατή για τί α γαπούν τη ζωή. Κι έρχεται το ερώτημα: πώς γίνεται τέτοιοι φι­ λόσοφοι να έχουν δώσει σαν απογόνους τα. τέρα­ τα και τους αρρώστους που καταγγέλλει ο Νίτσε; Πώς το μίασμα-Σωκράτης μπόρεσε να γεννηθεί, να μεγαλώσει και να εξαπλωθεί πάνω στο σώμα των «υγιών» αυτών ανθρώπων; Πώς μπόρεσε η τρίτη φάση, παρακμή κι εκφυλισμός, να διαδε­ χτεί ό,τι έδειχνε να είναι μια χωρίς τέλος επέκτα­ ση της ζωής; Κοντολογίς, πώς φτάνει κανείς στο σημείο να μισεί τον ίδιο του τον εαυτό, να μισεί τον άνθρωπο και τη ζωή; Η απάντηση είναι απλή. Α πό τη στιγμή που εμφανίστηκαν αυτοί οι «αληθινοί φιλόσοφοι», έφεραν μαζί τους τις συνθήκες που θα επιτρέπα­ νε αυτό το κακό. Διαβάστε καλά: Δεν έφεραν το ίδιο το κακό, αλλά ετοίμασαν το έδαφος. Ό λ α παίχτηκαν γύρω απ’ τον προβληματισμό που επιχειρούσαν και τις λύσεις που πρότειναν. Το μήνυμά τους ήταν αυτόνομο, ασυνεπές (ή ανεύ­ θυνο), φορέας μιας εύθραυστης αλήθειας, γιατί ήταν προσωρινή και ατομική. Έ τσι ανταποκρινόταν τέλεια στην ανάγκη για γνώση που προκαλούσε αυτό το μήνυμα και αντιστοιχούσε ολότελα στην «πλούσια πλησμονή της ζωής» που το είχε εμπνεύσει. Μ όνο που έκριναν πως ήταν ανε­ παρκές. Ποιοι έκριναν; Ο Σωκράτης, ακριβώς. Και γιατί το έκρινε ανεπαρκές; Επειδή δεν ανταποκρινόταν πράγματι στα ερωτήματα που μπήκαν. Για το Σωκράτη, κάθε ερώτημα προϋποθέτει μια και μόνη απάντηση, και όχι τόσες απαντήσεις όσοι είναι αυτοί που ρωτούν. Η γνώση ζητά την αλήθεια, αλλά δεν υπάρχει παρά μια μοναδική, αιώνια και οικουμενική αλήθεια. Θέλετε να μά-

Ο Νίτσε με τη μητέρα του, το 1892

θετε τι συμβαίνει με το είναι; Έ νας μόνο δρόμος θα σας οδηγήσει να το ξεδιαλύνετε: ο δρόμος κάθε ουσίας. Το σκουλήκι είχε μπει μέσα στο φρούτο. Αν για κάθε τι υπάρχει ένα σταθερό στοιχείο, μια ουσία -τ ο «είδος»-, αυτό σημαίνει πως υπάρχει επίσης απαραίτητα και κάτι πέρα από τον κό­ σμο, που κινείται μέσα στη μονιμότητα, κάτι σαν απόλυτο -ή μελλούμενη υπερβατικότητα-, μια πρώτη αρχή που θα μπορούσε και να είναι μια υπέρτατη αλήθεια. Η συνέχεια γράφεται μόνη της. Θεμελίωση της μεταφυσικής, η θεωρία των δύο κόσμων επινοείται, και νά που πέφτουμε σε κάτι χειρότερο, γιατί έτσι είναι γραφτό: γινόμα­ στε θύματα του γίγνεσθαι, της αυταπάτης, της αλλαγής, της αστάθειας μέσα στον αισθητό κό­ σμο... Κι ωστόσο πρέπει να ζήσουμε. Α πό δω και μπρος, ο Νίτσε θα προσπαθήσει με μανία να κατατάξει, όσο γίνεται καλύτερα, τις συνέπειες του κακού που αποκρυπτογράφη­ σε. Είναι πολλές και σημαντικές· για μεγαλύτερη ευκολία θα τις συγκεντρώσω σε τέσσερις παρα­ γράφους: 1. Ο τυφλός και το μπαστούνι του. Με το Σω­ κράτη ο άνθρωπος παύει να βλέπει, να βλέπει αυτό που πρέπει να ιδωθεί: το όργανο παρα­ στράτησε από τις αυθεντικές του λειτουργίες. Το μάτι του κυνηγού, γυμνασμένο ν ’ ανιχνεύει το πραγματικό ώς τα πιο μυστικά του σκιρτήματα, γίνεται ένα μάτι που ρεμβάζει. Έ να μάτι τυφλό για τον εξωτερικό κόσμο, κυριολεκτικά ανε­ στραμμένο, που λοξοδρόμησε από το φυσικό του πεδίο έρευνας και καρφώθηκε πάνω στον κόσμο (υποθετικά εσωτερικό, πάντως απόντα) της


44/αφιερωμα ιδέας. Αυτή η τύφλωση δείχνει πως υπάρχει πράγματι μια γενικευμένη ατροφία όλων των αι­ σθήσεων για να είμαστε πιο σαφείς, ο Νίτσε μιλεί για τη συστηματική αποδυνάμωση του κάθε αισθητήριου οργάνου- αυτή η αναπηρία εκφρά­ ζει την απόρριψη του σώματος που εξαρτάται υπερβολικά από την υλικότητα των πραγμάτων και είναι υπερβολικά υποταγμένο σ’ αυτό που οι γυρολόγοι της μετασωκρατικής μεταφυσικής μι­ σούνε πάνω απ’ όλα: το ένστικτο. «Τα ένστικτα θέλουν να παραστήσουν τον τύραννο: θα πρέπει λοιπόν να επινοήσουμε έναν αντι-τύραννο που να υπερισχύσει...» Α υτός θα είναι ο λόγος. Εκτυφλωτικός λόγος: αυτός είναι που στρέφεται προς τη συνείδηση και οδηγεί στην ανακάλυψη των ειδών. Το μπαστούνι που οδηγεί. Υποδουλωτής λόγος. Αυτός είναι που συμπιέζει τα έν­ στικτα και αξιοποιεί τη θλιβερή σωκρατική εξί­ σωση: «λόγος = αρετή = ευτυχία». Το μπαστού­ νι που δαμάζει.

η εκφορά του νόμου που ο φιλόσοφος πρέπει να σέβεται για να φιλοσοφεί. Ο Σωκράτης καθόρισε τις βάσεις κάθε συστήματος γνώσης -στόχος μας τα είδη: ύστερα δεν απομένει παρά να επανα­ λαμβάνουμε, έστω κι αν το περιπλέξουμε ή το διευρύνουμε, το πρωταρχικό του μήνυμα. Από τον Πλάτωνα ώς τον Χέγκελ, η «τραυλίζουσα» και δογματική αλυσίδα είναι συνεχής. Σ ’ αυτή την υπόθεση, βέβαια, το επινοητικό και δημιουρ­ γικό μυαλό χάθηκε. Μήπως δεν είναι αυτό κάτι που μοιάζει με ακρωτηριασμό; 3. «Η βούληση για* το μηδέν». Ο άνθρωπος: αμφιλεγόμενος, αμφίθυμος. Ο Φρόυντ παρου­ σίασε σαν κάτι καινούριο την ανθρώπινη δυαδικότητα του έρωτα και του θανάτου. Πριν απ’ αυτόν, ο Νίτσε είχε κατέβει στο σημείο ανάδυσης των αξιών, εκεί όπου, όπως λέει, χωρίζεται ο άνθρωπος σε δύο ανταγωνιστικούς πόλους: «τη βούληση για τη ζωή» και τη «βούληση για το μη­ δέν». Τι άλλο έκανε ο Σωκράτης όταν εδημιούρ2. Το δόγμα και οι επαναλήψεις του. Α νεξάν­γησε το ιδανικό, παρά να καθαγιάσει το δεύτερο πόλο και να διασπάσει το «ζεύγος» που τροφο­ τλητη, αλλά πιθανή γνώση. Ο ιδεαλιστής φιλό­ δοτεί τη βούληση για δύναμη; Η καθαγίαση της σοφος το βεβαιώνει: Μπορούμε να συσσωρεύου­ «κατιούσας» τάσης οδηγεί λοιπόν απευθείας με τη μάθηση, να πλησιάσουμε την κρυμμένη στην «αποστροφή από τη ζωή», στην παραίτηση αλήθεια με διαδοχικές ολοκληρώσεις, ν ’ αγγί­ μπροστά στο πραγματικό και στην προτίμηση ξουμε το κρυμμένο βάθος των πραγμάτων. Εδώ για το όνειρο, δηλαδή την παθητικότητα. «Το αναγνωρίζουμε το δογματικό φιλόσοφο «του ιδανικό είναι ακριβώς μια μορφή ονείρου κόπω­ εξευγενισμένου τύπου του Καντ ή του Χέγκελ». σης, αδυναμίας. (...) Οι πιο ρωμαλέοι και οι πιο Α πό το Σωκράτη και μετά μας έχει καθυποτάξει άτονοι μοιάζουν όλοι μεταξύ τους όταν τους κα­ ο ριζοσπαστισμός του. Η αλήθεια θεσμοθετήθη­ τακλύζει αυτή η κατάσταση- θεοποιούν ό,τι δια­ κε, είναι πια μπροστά μας, προϋπάρχει κάθε κόπτει την εργασία, τον αγώνα, τα πάθη, την έν­ ζωής. Ά ρ α είναι εμμενής. Και δεν μπορεί να δο­ ταση, τους ανταγωνισμούς, με δυο λόγια την θεί παρά σ’ ένα συστηματικό όραμα. Αυτή είναι πραγματικότητα». 4. Το μίσος απλούστατα... Α ν ο κόσμος δεν είναι παρά φαινομενικότητα, «αν η ζωή δεν αξί­ ζει τίποτα», αν ο άνθρωπος είναι ένα «τέρας», αν «ο πίσω κόσμος» μόνο είναι επιθυμητός, γιατί ξεφεύγει από τον πόνο, την αλλαγή κλπ. δεν απομένει παρά μια και μόνη πιθανή στάση: το μίσος για ό,τι είχαμε και γ ι’' αυτό που ζούμε. Εί­ ναι το πρώτο μεγάλο μάθημα που δίνει ο Σωκρά­ της στους σύγχρονούς του και που μεταδόθηκε στις κατοπινές γενιές. Που έφτασε σε μας άθι­ κτο. Στην πραγματικότητα, είναι η ρίζα του μη­ δενισμού. Για να τελειώσουμε, μιά σημείωση του Νίτσε, γραμμένη στα 1875: «Ο Σωκράτης, πρέπει να τ’ ομολογήσω, είναι τόσο κοντά σε μένα που σχε­ δόν ασταμάτητα τον αντιμάχομαι». Γιατί είμαι ένα πεπρωμένο. Ο Νίτσε δίστασε για πολύν καιρό. Έβλεπε το ρόλο του σαν φιλόσο­ φου με επιφύλαξη. Ταυτόχρονα ένιωθε ν ’ ανή­ κει, άθελά του, σε μια παράδοση που προμηνούσε το ψυχοραγητό της -το απλό κα μόνο γεγονός πως περιφράζει το μεταφυσικό χώρο τον έφερε σε επαφή με ό,τι καταπολεμούσε- και συνάμα


αφιερωμα/45

ένιωθε να ξυπνούν μέσα του μερικά χαρακτηρι­ στικά αυτών των «νέων φιλοσόφων» που προφή­ τευε τον ερχομό τους. Δύσκολος ο διαχωρισμός. Τα κείμενά του φέρνουν αυτά τα ίχνη και δεί­ χνουν πως δεν κατάφερε τελικά να λύσει ξεκά­ θαρα αυτό το πρόβλημα. Το μήνυμά του είναι διπλό και διαγράφει τόσο το πορτρέτο και το καθήκον των φιλοσόφων του μέλλοντος, όσο και το ίδιο το δικό του, σαν μεταβατικού φιλόσο­ φου. Έ να απόσπασμα από τα μεταθανάτια γρα­ πτά του (1870-1873) μαρτυρεί άλλωστε ζωηρά αυτή τη σχέση που θα προσπαθήσει αργότερα να περιορίσει. «Ο φιλόσοφος της τραγικής γνώσης. Συνδέει το απορρυθμισμένο ένστικτο με τη μά­ θηση, αλλά χωρίς να προσφεύγει σε μια νέα με­ ταφυσική.. Δεν καθιδρύει νέες δοξασίες. Βλέπει με μια τραγική συγκίνηση πως το έδαφος της με­ ταφυσικής φεύγει κάτω από τα πόδια του και ξέ­ ρει πως ο παρδαλός ανεμοστρόβιλος της επιστή­ μης δε θα μπορέσει ποτέ να τον ικανοποιήσει. Χτίζει για τον εαυτό του μια νέα ζωή: στην τέ­ χνη, αποδίδει τα δικαιώματά της. Ο φιλόσοφος της απελπισμένης γνώσης αφήνεται στην τυφλή επιστήμη: μάθηση με κάθε θυσία. Ό τι η μεταφυ­ σική δεν είναι παρά μια ανθρωπόμορφη φαινο­ μενικότητα, για τον τραγικό φιλόσοφο, αυτό αποτελειώνει την εικόνα τον είναι. Δεν είναι σκεπτικιστής. Εδώ, υπάρχει μια ιδέα που πρέπει να δημιουργηθεί, γιατί σκοπός δεν είναι ο σκε­ πτικισμός. Το ένστικτο της γνώσης, ωθούμενο ώς τα έσχατα όριά του, στρέφεται κατά του εαυ­ τού του για να μεταμορφωθεί σε μια κριτική της γνωστικής ικανότητας. Η γνώση στην υπηρεσία της καλύτερης μορφής ζωής. Πρέπει μάλιστα να

θέλουμε την αυταπάτη· εκεί βρίσκεται όλη η τραγικότητα.» Για περισσότερη ευκολία, δε θ’ ασχοληθώ με το διαχωρισμό αυτών των δύο τύπων φιλοσο­ φίας που συνυπάρχουν μέσα στα γραπτά του, για να μπορέσω έτσι να τονίσω ουσιαστικά τον τύπο που προτιμά ο Νίτσε: το φιλόσοφο του μέλ­ λοντος που αποκαλεί . ακόμα φιλόσοφο-καλλιτέχνη. Ό τι φτάνει στο συμπέρασμα της επικείμενης ανάδυσης ενός φιλοσόφου που πρέπει να διαχω­ ριστεί οριστικά από το πρότυπο που επέβαλε ο Σωκράτης -κ αι το προσωπείο του, ο Πλάτων- η μέθοδος χειρισμού είναι λογική. Η νιτσεϊκή διερ­ γασία επιδιώκει αυτό τον τελικό σκοπό. Ό τι αυ­ τός ο φιλόσοφος θυμίζει τους προσωκρατικούς: και πάλι το απαιτούμενο είναι λογικό. Ό πω ς εί­ δαμε, ο Νίτσε τους θεωρούσε σαν τους μόνους «αληθινούς έλληνες φιλοσόφους». Αλλά πρέπει να είμαστε προσεκτικοί· η «προφητεία» δε ση­ μαίνει πως επιστρέφουμε στις πηγές και πως θα ταυτιστούμε, όρο προς όρο, με την κατάσταση των ελλήνων τραγικών. Δεν έχει άλλη φιλοδοξία παρά να επισημάνει το τέλος ενός κόσμου και τη γέννηση ενός καινούριου, όπου αν ο άνθρωπος προσέξει τις παρεχόμενες συμβουλές, θ’ αποκα­ τασταθεί η χαμένη -εγκαταλελειμμένη θα άρμοζε καλύτερα- συγχώνευση και θα εγκαθιδρυθεί ένας τρόπος γνώσης και ζωής σύμφωνος με τις επιθυμίες του. Πώς παρουσιάζεται ο φιλόσοφος-καλλιτέχνης; Π οια σημεία τον περιβάλλουν; Ποια θα είναι τα έργα του;


46/αφιερωμα Α ς δούμε πρώτα την έκφραση. Ο Ζαν-Νοέλ Βυαρνέ σημειώνει (Ο φιλόσοφος-καλλαέχνης) πως «η σοπενχαουερική και η ελληνική προέλευ­ ση της έννοιας ή της σχεδόν έννοιας δεν είναι περισσότερο αμφίβολη από τις περισσότερες νιτσεϊκές έννοιες». Πιο κάτω προσθέτει πως το πρόσωπο που κατονομάζεται μ’ αυτό τον τίτλο «διαφέρει από τον αληθινό φιλόσοφο όπως και από τον καθαρό καλλιτέχνη». Πράγματι, ο Νίτσε σκαρώνει από δω και από κει αυτή την έκφραση για να αποδώσει μια νέα πραγματικότητα που συνυποδηλώνει έτσι με πολύ σταθερό τρόπο, δίνοντάς της μονομιάς τα χαρακτηριστικά του συγκερασμού: ένα πλάσμα υβριδικό, δικέφαλο, μίγμα παράφωνο της ψιλό σοφής ανάτασης και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας, αλλά επίσης και για να δηλώσει τη ριζική του πρωτοτυπία σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε. Ο φιλόσοφος-καλλαέχνης, λοιπόν. Έ ξι τουλάχιστον χαρακτηριστικά σημεία τον διαγράφουν. Ίσως, περισσότερα. Αλλά δεν έχει σημασία. 1. Ο επινοητής. «Γνωρίζει επινοώντας, επι­ νοεί γνωρίζοντας.» Ακραία διατύπωση για το φιλόσοφο-καλλιτέχνη. Ο Νίτσε θέλει να συνδέ­ σει τα δυο εγχειρήματα που η σύγχρονη επιστή­ μη, εμποτισμένη από μεταφυσική, θέλει να κρα­ τεί διαχωρισμένα. Η γνώση, σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική αντίληψη, είναι παιδί της ανακάλυψης. Διαδικασία που επιβάλλει η σκέψη, σε δύο φάσεις, ανεπίστροφες: η ανακά­ λυψη πρώτα, η γνώση ύστερα. Ό ,τι προηγείται της ανακάλυψης δεν ανήκει ποτέ στο χώρο της γνώσης -τουλάχιστο για ό,τι αφορά το αντικεί­ μενο της γνώσης. Η επινόηση λοιπόν; Αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τη γνώση. Ανέκκλητη κρίση. Δεν επινοούμε ένα νόμο, τον ανακαλύπτουμε. Αντίθετα, μπορούμε να τον συναντήσουμε στον τομέα της τεχνικής... ή της τέχνης. Αυτό ακρι­ βώς επεσήμανε ο Νίτσε. Ο φιλόσοφοςκαλλιτέχνης επινοεί ένα ανώτερο επίπεδο γνώ­ σης, όπου η τέχνη συμβάλλει, όσο και η επιστή­ μη, στη διεύρυνση της σφαίρας των γνώσεων. «Γι’ αυτόν, η γνώση είναι δημιουργία, επινόη­ ση.» 2. Ο πειραματιστής. Βυθισμένος στον κόσμο, δοκιμάζει με χαρά «νέες δυνατότητες ζωής». Κάτι σαν ένα μεγαλόπρεπο «όλα είναι, δυνατά» διέπει τις ενέργειές του, τις έρευνές του. Μόνιμα μαστορεύει με αρκετή αφέλεια. «Συνεχώς συγ­ χέει τους τίτλους και τα διαχωρίσματα των εν­ νοιών καθιδρύοντας νέες μετατοπίσεις, μεταφο­ ρές, μετωνυμίες· συνεχώς αφήνει να φανεί η επι­ θυμία του να δείξει σ’ αυτό τον παρόντα κόσμο του άγρυπνου ανθρώπου (...) μια μορφή όλο χά­ ρη, αιώνια νέα, όπως γίνεται στον κόσμο του

ονείρου.» Εκεί, ο πειραματισμός ταυτίζεται με το παιχνίδι· είναι μια παιγνιακή δραστηριότητα που αδιάκοπα ξεδιπλώνεται, που δεν αναζητά την αιωνιότητα παρά μόνο μέσα σε μια δημιουρ­ γία αιώνια συνεχιζόμενη. Ο φιλόσοφος δε δοκι­ μάζει να διαμορφώσει πρότυπα, ασφυκτικές «προστακτικές» που θα καλούσαν τον άνθρωπο ν ’ αποδεχτεί δηλώνοντάς του πως θα είναι κάτι «καλό» γι’ αυ τόν προσπαθεί να δημιουργήσει μορφές ζωής πάντα νέες και εκπληκτικές. 3. Ο εξολοθρευτής. Θα έπρεπε πράγματι να μιλήσουμε για το ζεύγος του εξολοθρευτή/δημιουργού. Γιατί για τον Νίτσε είναι αξεχώριστοι. «Δημιουργός του εαυτού του, είναι αυτός που τον καταστρέφει και τον αφανίζει. Παιχνίδι της τάξης και του χάους, της πένας και του μελανιού -έν α διάλειμμα στην αιώνια αυτοδημιουργία, στην αιώνια αυτοκαταστροφή.» Κάθε δημιουρ­ γία συνεπάγεται μια προηγούμενη αποδόμηση, ένα μηδενισμό των μετρητών, για να διευκολυν­ θεί η καινοτομία, ο φιλόσοφος-καλλιτέχνης θα γίνει αυθεντία σ’ αυτή τη διπλή δραστηριότητα. Ξέρει τι πρόκειται να ορθώσει. Μ’ αυτό τον τρό­ πο μιμείται συνειδητά το ίδιο το έργο της φύσης. Παρεμβάλλεται μέσα στο χρόνο και προκαλεί διαδικασίες παρόμοιες μ’ εκείνες του γίγνεσθαι: το στιγμιαίο κάθε φαινομενικότητας, όταν τίπο­ τα δεν παραμένει, όταν όλα χάνονται και ξαναγεννιούνται αδιάκοπα. Σίγουρα, μ’ αυτό το χα­ ρακτηριστικό σημείο του φιλόσοφου-καλλιτέχνη ο Νίτσε εκφράζει με περισσότερη σαφήνεια από ποτέ το συγκερασμό που πρέπει να γίνει ανάμε­ σα στον άνθρωπο και τη φύση. 4. Ο παιδαγωγός. Οι «αληθινοί» φιλόσοφοι ήταν παιδαγωγοί. Ό πω ς κι οι μεταβατικοί φιλό­ σοφοι. Και θα είναι τέτοιοι, αναπόφευκτα, οι φιλόσοφοι-καλλιτέχνες. Η παιδαγωγία είναι το κοινό σημείο των τριών αυτών τύπων, που το μοιράζονται επίσης με μερικούς της ιδεαλιστικής οικογένειας. Η έννοια είναι τρομερά περίπλοκη. Περιέχει την ιδέα της αγωγής: οδηγώ, κατευθύ­ νω- επιλογής: διαχωρίζω, επιλέγω- αποκάλυψης: ξέρω ν ’ αποκαλύπτω τον άνθρωπο στον εαυτό του, να φανερώνω το μέσα του μεγαλείο και ακόμα να τον προάγω στη γνώση- εκτίμησης: «πρέπει να ξέρει ο φιλόσοφος να εκτιμά σωστά την εποχή του συγκρίνοντάς την με άλλες...»· πειθαρχίας: επινοώ, υπαγορεύω τους κανόνες της συλλογικής τάξης- αντίληψης του πραγματι­ κού: «Το ιδιαίτερο μέλημα όλων των μεγάλων στοχαστών ήταν πάντα να ρυθμίζουν το μέτρο, την εμπορευματική αξία και το βάρος των πραγ­ μάτων» κλπ. Να μη συγχέουμε- τον παιδαγωγό και το δάσκαλο. Ο δάσκαλος δεν έχει τίποτα το κοινό με τον αυριανό φιλόσοφο, δεν είναι παρά ένα ωχρό αντίγραφο της ιδεαλιστικής μοιρολατρείας: είναι ένα μηρυκαστικό. Ενώ ο παιδαγω­


αφιερωμα/47 γός ξαναβρήκε όλα τα νοήματα του ανθρώπου και κυρίως «το ιστορικό νόημα». Γύρω απ’ αυτή την έννοια ο Νίτσε οργανώνει την αντίληψή του για το φιλόσοφο και τη φιλοσοφία. 5. Ο νομοθέτης. Δραστηριότητα που δεν πρέ­ πει να συγχέουμε με την άσκηση μιας εξουσίας ή μιας όποιας κυριαρχίας. Νομοθετώ = θέτω νό­ μους. Η εφαρμογή είναι μια άλλη υπόθεση. Εκτός απ’ αυτό, στην περίπτωση του φιλόσοφου-καλλιτέχνη, νομοθετώ σημαίνει συνιστώ σχέσεις ανάμεσα σε δυο αντικείμενα, πλάθω με τη ζύμη του πραγματικού δεσμούς, κυκλώματα από ατομικές περιπέτειες, υφαίνω σχέσεις με τον άλλο. Έ να σύνολο από σχέσεις που δεν ολοκλη­ ρώνονται ποτέ, πάντα προσωρινές και ασταθείς.

ήταν αυτός ο σκοπός μου. Θέληφα μόνο να ανοί­ ξω μερικά μονοπάτια για να διακρίνω αν η επο­ χή που ζούσαμε έκλεινε πράγματι μέσα της το σπόρο αυτών των «νέων φιλοσόφων». Προσωρινό συμπέρασμα: «Ξέρω τη μοίρα μου. Μια μέρα θα συνδυαστεί με τ’ όνομά μου η ανά­ μνηση από κάτι το καταπληκτικό -η ανάμνηση μιας κρίσης που δεν είδε ποτέ του αυτός ο κό­ σμος, η ανάμνηση της πιο βαθιάς σύγκρουσης των συνειδήσεων, η ανάμνηση μιας κρίσης που εναντιώθηκε σε όλα όσα μέχρι σήμερα πίστεψαν, απαίτησαν, αγιοποίησαν. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ Α Ν ­ ΘΡΩΠΟΣ, ΕΙΜΑΙ ΔΥΝΑΜΙΤΗΣ».

Γιατί ο νομοθέτης-καλλιτέχνης αγνοεί την παγιωμένη αιωνιότητα. Αντίθετα από τον επιστή­ μονα, που καταπιάνεται με την επανάληψη του «αυτού» και δε βρίσκει την αλήθεια παρά μόνο μέσα στην ακινησία της κίνησης που όλο ξαναρ­ χίζει. Εδώ, το προσωπείο καλλιτέχνης του φιλο­ σόφου αφήνει να κινηθεί ελεύθερα η δημιουργι­ κή του κλίση: «νομοθετεί μιαν αλήθεια». Δεν τον απασχολεί καθόλου το όποιο τέλος: δεν είναι τε­ λολόγος, μιας όποιας υπόθεσης: δεν είναι θεο­ λόγος, κάποιου νοήματος που θα κατεύθυνε τη δράση του: δεν είναι ιδεολόγος. Ο νομοθέτης εί­ ναι ένας γλύπτης που δουλεύει με «σφυρί». «Η φλογερή βούληση για δημιουργία ξαναγυρνά αδιάκοπα στον άνθρωπο: σαν το σφυρί που το τραβά η πέτρα καταπάνω της.» 6. Ο αφέντης, ωστόσο... Α ς βρούμε το «ά­ θροισμα» των καθορισμών που αναφέραμε και θα έχουμε τον αφέντη. Αλλά ο Μισέλ Γκερέν γε­ λιέται όταν βλέπει εδώ μια ένδειξη για τον πλα­ τωνισμό του Νίτσε: «Είναι δουλειά του φιλοσό­ φου να κυβερνά στο ανώτατο επίπεδο. Ο Νίτσε είναι πλατωνικός». Ο φιλόσοφος-καλλιτέχνης που νομοθετεί με διατάγματα («λένε αυτοί: νά τι πρέπει») δεν εκφράζει πράγματι παρά μια εξου­ σία, μια εξονσία-είναι, μια δυνατότητα δοκιμα­ σμένη πάνω του χωρίς εγγύηση για οικουμενικότητα. Δεν επιβάλλει: καταί έτει μάλλον, στο κοι­ νό απόθεμα της συλλογικής ζωής, την ιδιαίτερη εμπειρία του, κι αφήνει ελεύθερους να διαλέ­ ξουν, να δοκιμάσουν στα δικά τους μέτρα, όσους είναι γύρω του. Ό χ ι, ο αφέντης - φιλόσοφος δεν είναι ένας «αρχηγός», ;νας «φιλόσοφος βασι­ λιάς»: ούτε λογικά, ού ;ε δικαιωματικά, και η επέκταση της εξουσίας του δεν είναι καταναγκα­ σμός, αλλά μια καταπληκτική ικανότητα για επι­ νόηση, πειραματισμό και καταστροφή. Δηλαδή μια «έπιδεξιότητα» να κυλά μέσα στην περιπλά­ νηση του γίγνεσθαι, να ερμηνεύει «στον πιο υψη­ λό βαθμό» τη φύση, να ξεσκεπάζει τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο. Δεν ειπώθηκαν όλα, κάθε άλλο μάλιστα. Δεν

Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος


48/αφιερωμα

Ο Νίτσε του Χάιντεγκερ Μια συζήτηση με τον Ζαν Μπωφρέ Σαράντα ολόκληρα χρόνια ο Ζαν Μπωφρέ (1907-1982) αφιέρωσε το χρόνο του διδάσκοντας φιλοσοφία και καταρτίζοντας πολλούς μαθητές. Ο «διάλογός τον με τον Χάιντεγκερ» τον ξεχωρίζει από άλλους, θρυλικούς δασκάλους σαν τον Gusta­ ve Moreau ή τον Jules Lagneau. Ο διάλογός του με το γερμανό φιλόσοφο κράτησε τριάντα χρόνια (1946-1976) και είναι ο τίτλος ενός τρίτομον έργου τον. Δημοσιεύ­ τηκε στη σειρά που διεύθννε ο Κώστας Αξελός στις εκδόσεις Minuit. Ο Χάιντεγκερ τον αφιέρωσε στα εξήντα τον χρόνια το έργο τον Χρόνος και είναι και τον θεωρούσε σα τον πιο μεγάλο γάλλο στοχαστή μετά τον Auguste Comte. Ο Φρεντερίκ ντε Τοδαρνίκι είχε θέσει στον Ζαν Μπωφρέ έξι ερωτήματα σχετικά με τον Νίτσε και τον Χάιντεγκερ. Η προσέγγιση του έργου του Νίτσε από τον Χάιντεγκερ διαφέρει από όλες τις γνωστές ερμηνείες. Π οια είναι η συνει­ σφορά του Χάιντεγκερ; Πού βρίσκεται η διαφορά; Η ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ του Χάιντεγκερ στην προσέγ­ γιση του Νίτσε είναι πως αντί να μελετήσει άμε­ σα τη φιλοσοφία του Νίτσε, την αντιμετωπίζει έχοντας για αφετηρία ένα προκαταρκτικό ερώ­ τημα: Τι είναι η φιλοσοφία-, -π ο υ , κατά τη γνώ­ μη του, αν δεν τεθεί μπορεί να προκληθεί σύγχυ­ ση. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα βρίσκεται ήδη στην ομιλία του του 1929: Τι είναι η μεταφυ­ σική-, -αφ ού φιλοσοφία και μεταφυσική είναι ένα και το αυτό, μόνο που ο όρος φιλοσοφία εί­ ναι πιο παλιός. Α ς θυμηθούμε: «Η χαρακτηρι­ στική ιδιότητα της μεταφυσικής είναι να ερωτά το ον ξεπερνώντας το για να το αποκτήσει ξανά, σαν τέτοιο και στο σύνολό του, στο μέτρο της

έννοιας». Σήμερα, αντίθετα, η φιλοσοφία έχει το νόημα που της έδινε ο Βολταίρος και σημαίνει εξετάζω. Αλλά τι; Οτιδήποτε. Και για λογαρια­ σμό τίνος; Της λογικής, εκτός αν δεν είναι, όπως ήθελε ο Πασκάλ, της καρδιάς, ή και των δυο μα­ ζί, ή ακόμα κάποιου άλλου, έστω κι αν αυτό εί­ ναι η άφεση των αμαρτιών του κόσμου ή η σε­ ξουαλική χειραφέτηση. Ο Νίτσε φυσικά εξετάζει, αφού τοποθετούσε τον Βολταίρο στην πρώτη γραμμή. Εξετάζει αυ­ τό που ονομάζει οι αξίες, με σκοπό να ανιχνεύσει τα μετόπισθεν και τελικά να θέσει την αρχή κάθε αξιολόγησης. Είναι όμως έτσι φιλόσοφος; Ναι, όπως τον εννοεί ο Βολταίρος, όχι όμως όπως τον εννοεί ο Πλάτων. Για να είναι η έρευνά του φιλοσοφική, χρειάζεται, ακόμα, με τον όρο «αξία» να στοχεύει με σαφήνεια το πρόβλη­ μα ακριβώς του όντος «σαν τέτοιο και στο σύνο­ λό του». Είναι αυτή η περίπτωση; Ναι, όταν ο Νίτσε


αφιερωμα/49 καθορίζει κάθε αξία έχοντας σαν αφετηρία τη βούληση για δύναμη, επειδή αυτή αποτελεί, λέει, «την πιο ενδόμυχη ουσία του είναι». Α λλά η βούληση για δύναμη σαν καθοριστικό στοιχείο του είναι έχει ν ’ αντιμετωπίσει, όπως πιστεύει, ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο του είναι σαν «αιώνια επιστροφή του ταυτόσημου». Ο Νίτσε είναι λοιπόν φιλόσοφος όσο διερωτάται για την ενότητα αυτών των δύο θεμελιακών καθοριστι­ κών στοιχείων του είναι, από τα οποία το ένα αφορά κάθε λογής ον (ή κάθε λογής γιγνόμενο, όπως λέει), ενώ το άλλο βρίσκεται εκεί για να «επιβάλει στο γίγνεσθαι το αποτύπωμα του εί­ ναι». Α ν αντικρούσουμε τον Χάιντεγκερ και την αφετηρία του (είναι σήμερα μια άσκηση ύφους όπου διαπρέπουν τα κουτορνίθια) είναι λοιπόν σαν να ελαχιστοποιούμε τη σημασία αυτών των σημαντικών κατηγοριών, με τον ισχυρισμό ότι ο Χάιντεγκερ υπερβάλλει όταν τις χειρίζεται ως τη βαθύτερη έννοια (που μένει ακόμα να διευκρινι­ στεί) της φιλοσοφίας του Νίτσε, κι αυτό σε μια αυστηρή σχέση με τους προκατόχους του, από τον Πλάτωνα ώς τον Χέγκελ, αν τους δούμε σαν τους ανθρώπους που «ερωτούν» το είναι, ως προς το οποίο ο Νίτσε μόνο σχετικά καινοτομεί. Η πρωτοτυπία του Χάιντεγκερ είναι, συνεπώς, ότι η ερμηνεία του, διαφορετικά από την αρνητι­ κή στάση των άλλων για τον Νίτσε ή από τις απολογίες που προκαλεί, είναι για πρώτη φορά μια στάση κριτική απέναντι στη φιλοσοφία του, που θεωρείται σαν μια από τις πιο ψηλές κορυ­ φές, και μάλιστα σαν η ύστατη ακρώρεια της «πνευματικής κορυφογραμμής» που είναι για τον ίδιο τον Νίτσε η φιλοσοφία. Γιατί, μέσα στην ιστορία, δυο χιλιάδων ετών και πάνω, της δυτικής μεταφυσικής, ο Χάιντεγκερ ονομάζει τον Νίτσε «τελευ­ ταίο φιλόσοφο»; ΓΙΑ όσους δεν αναγνωρίζουν κανένα περιεχόμε­ νο στη φιλοσοφία, βλέποντάς την μόνο σαν μια εκδήλωση του ερευνητικού πνεύματος γενικά, δεν υπάρχει λόγος να μην είναι, όπως λέει καμιά φορά ο Χούσσερλ, perennis, ας πούμε αστείρευ­ τη, εκτός κι αν τύχει κάτι. Α λλά αν αποστολή της είναι να ρωτά το είναι, έχει μια απαρχή, που εμφανίζεται απότομα στην Ελλάδα, στη στροφή ανάμεσα στον ΣΤ' και Ε' αιώνα, με το λόγο του Ηράκλειτου κάι του Παρμενίδη. 'Εχοντας λοι­ πόν μιαν απαρχή, μπορεί θαυμάσια να της τύχει να έχει κι ένα τέλος. Ο Χάιντεγκερ πιστεήει μά­ λιστα πως το τέλος είναι το απαραίτητο τίμημα της απαρχής. Αυτό δε σημαίνει πράγματι πως η ανθρωπότητα γενικά αξιώθηκε επιτέλους να θέ­ σει στον εαυτό της πιο μεγάλα προβλήματα από αυτά που μπορούσε να θέσει, όπως λέει ο Καντ,

«σε μια εποχή ακόμα αμόρφωτη», αλλά ότι οι Έλληνες έγιναν, όχι μέσα από το βάθος των αιώνων αλλά σ’ έναν καιρό που ήταν ο ίδιος ιστορικός, οι άνθρωποι που «ρώτησαν» το είναι. Μ’ αυτό τον τρόπο ξεχώρισαν τόσο, ώστε επιζήσανε σ’ άλλες γλώσσες από τα ελληνικά, πρώτα στα λατινικά, σε λίγο στα αραβικά, και τέλος στις γλώσσες που μιλεί η σύγχρονη Ευρώπη. Α λ­ λά τίποτα δε δείχνει a priori πως η ελληνική συ­ νεισφορά είναι ο σπόρος μιας «συνεχούς δη­ μιουργίας απρόβλεπτης καινοτομίας», όπώς έλε­ γε ο Μ περξόν, προμηνύοντας έτσι το α-νοητό της δημιουργικότητας που είναι της μόδας σήμε­ ρα. Μάλλον θα ήταν πιθανότερο η φιλοσοφία μέσα στην ιστορία της να μην έκανε τίποτ’ άλλο παρά να εξαντλήσει τις δυνατότητες που ήταν εγγεγραμμένες στο δικό της σημείο αφετηρίας και σε σχέση μ’ αυτό. Α πό τότε, για όποιον σκέφτεται, όπως ο Χάιντεγκερ, ξεκινώντας «από το αίνιγμα του είναι και της κίνησής του» {Είναι και χρόνος), η ιδέα για ένα τέλος της φιλοσοφίας και η ιδέα για έναν «τελευταίο φιλόσοφο» δεν είναι καθόλου παρά­ δοξες. Ένδειξη γι’ αυτό δεν είναι τόσο ότι ο ίδιος ο Νίτσε, το 1872, θέλει ν ’ αποκαλείται «ο τελευταίος φιλόσοφος» -α λ λ ά ότι κυρίως είχε γράψει πρωτύτερα: «Η φιλοσοφία μου είναι μια αντιστροφή του πλατωνισμού». Α ν ο πλατωνι­ σμός είναι η πρωταρχική φυσιογνωμία της φιλο­ σοφίας και αν ο Νίτσε καθορίζει τη φιλοσοφία του σαν μια αντιστροφή του, ποια διέξοδος μπο­ ρεί ακόμα να υπάρχει ύστερα απ’ αυτό; Ν ’ αντιστραφεί η αντιστροφή; Αυτό σημαίνει να οπι­ σθοδρομήσουμε ώς τον πλατωνισμό. Ή μήπως ν ’ αντεπιστρέψουμε τον ίδιο τον πλατωνισμό και να γλιτώσουμε απ’ αυτόν για ένα καινούριο ξε­ κίνημα; Η πρώτη λύση είναι του Νίτσε, η δεύτε­ ρη του Χάιντεγκερ. Αλλά και στις δυο περιπτώ­ σεις ο Νίτσε είναι πράγματι ο τελευταίος φιλό­ σοφος, είτε επειδή ξανοίγει μιαν αναβίωση που θα είναι το τελειωτικό στάδιο της φιλοσοφίας εί­ τε επειδή η φιλοσοφία του προοιωνίζει μιαν αναβίωση που θα είναι πιο ριζική από την ίδια τη φιλοσοφία. Αυτή η αναβίωση θα είναι, σύμ­ φωνα με τον Χάιντεγκερ, η μετάβαση από το πρόβλημα του είναι στο πρόβλημα της έννοιας του είναι, που κι ο ίδιος ο Νίτσε δεν υποψιάζε­ ται ακόμα, παρόλο που η φιλοσοφία σαν ύστα­ τος πόρος της φιλοσοφίας είναι, με τον τρόπο της, η προ-εμφάνιση και σαν η «γκρίζα χαραυ­ γή» που αναφέρει στο Λυκόφω ς των ειδώλων. Ό π ω ς το τονίζετε, στο Διά λογο με τον Χ άιντεγκερ, αυτός, σ’ ένα δρόμο που λίγοι ακολούθησαν, δεν αντιθέτει ποτέ στον υποτιθέμενο ορθολογισμό του Ντεκάρτ ή του Λάιμπνιτς έναν υποτιθέμενο ανορθο-


50/αφιερωμα λογισμό του Νίτσε. Αντίθετα, ο Χάιντεγκερ μας παροτρύνει ν ’ ανακαλύψου με μέ­ σα στη «βούληση για δύναμη», όπως τη διατυπώνει ο Νίτσε, «την ανεπιφύλακτη κυριαρχία του λόγου ως υπολογιστικού και όχι την ταραχή και τη σύγχυση ενός ζωτικού αναβρασμού που χάνεται μέσα στους ίδιους του τους καπνούς» {Ξεπέρα­ σμα της μεταφυσικής, XI). Μήπως δεν έχουμε εδώ μια πολύ ανεπίκαιρη και πα­ ράδοξη προσέγγιση της σκέψης του Νίτσε; «ΤΙ ανόητη που είναι!» είχε πει ο Πασκάλ για τη σκέψη που περιορίζεται στο λόγο, αντιπαραθέτοντας τους «λόγους της καρδιάς» χωρίς όμως και να γίνεται ένας απόστολος του ανορθολογισμού. Αλλιώς, θα έπρεπε να θεωρούσαμε σαν τέ­ τοιο απόστολο αυτόν που αρνείται τη «λογιστι­ κή» καχεξία για μια σκέψη λιγότερο ηλίθια. Ο Χάιντεγκερ γράφει σχετικά με το έργο τέχνης που, για το λόγο, δεν είναι παρά ένα «αισθητικό αντικείμενο»: «αυτό που αποκαλούμε αίσθημα και συγκινησιακή διάθεση δεν παύει να είναι πιο λογικό γιατί είνα πιο αντιληπτό (vernehmend) από κάθε λόγο (Vernunft), κυρίως όταν αυτός γνώρισε στο μεταξύ την ορθολογική περιστολή, και ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της ηθικής (III, § 12): « Ό σ ο πιο πολύ, σχετικά με μια κατάσταση, αφήνουμε το λόγο στις συγκινησιακές διαθέ­ σεις... τόσο πιο πλήρης είναι η “έννοια” που διαμορφώνουμε, κοντολογίς η “αντικειμενικότητά μας απέναντι του” , έτσι ώστε αν αποκλείαμε τη βούληση', αν αναστέλλαμε κάθε αισθηματικό­ τητα, υποθέτοντας πως είναι δυνατό κάτι τέτοιο, αυτό θ’ αντιστοιχούσε σ’ έναν ευνουχισμό του νου». Η έκκληση του Νίτσε για αισθηματικότη­ τα, όπως και του Πασκάλ για την καρδιά, αντί να εισάγει στη σκέψη το φάντασμα του ανορθολογισμού, δεν υποχωρεί καθόλου μπροστά στον πιο αυστηρό υπολογισμό. Για τον Νίτσε, η εκτί­ μηση (Wertschatzung), για την οποία λέει ο Ζαρατούστρα: Α π ’ όσα αξίζουν να εκτιμηθούν η ίδια η εκτίμηση, σαν μαργαριτάρι της σφαίρας, είναι το πιο ανεκτίμητο, δεν αρκείται καθόλου στο περίπου, αλλά θεμελιώνει καθορισμούς ακό­ μα πιο αυστηρά ακριβείς από τους μαθηματι­ κούς καθορισμούς, που ήταν για τον Ντεκάρτ το άκρον άωτον της ακρίβειας. Στον Ντεκάρτ λοι­ πόν θέλει ο Νίτσε να δώσει ένα μάθημα, και γι’ αυτόν είναι μάλλον «το μαθηματικό σχέδιο της φύσης» που αρκείται αν όχι στο «περίπου», του­ λάχιστο στο χωρίς κόπο, αντί για ένα σχέδιο πο­ λύ πιο ριζικό, δηλαδή το αξιολογικό σχέδιο που αγκαλιάζει ο άνθρωπος όχι μόνο μ’ όλη του την ψυχή, αλλά με όλο του το σώμα. Αυτό ωστόσο που παραμένει μέσα στο δεύτερο σχέδιο, που κι αυτό το ίδιο προάγει, είναι η υπολογιστική δύ­

ναμη του πρώτου, χωρίς να δει το φως καθαρά η διαφορά ανάμεσα στον υπολογισμό που λογοδο­ τεί για το ον και την αυταπάρνηση που στεγάζει μέσα της η σκέψη για το είναι όταν «σπαταλιέται» γι’ αυτό. Πώς το «μαθηματικό σχέδιο της φύσης» (Γαλιλαίος, Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς) προοιω­ νίζει, και ανταποκρίνεται, για τον Χάιντεγκερ, στην προφητεία του Νίτσε: «Πλη­ σιάζει ο καιρός που ο αγώνας θα γίνεται για την κυριαρχία του κόσμου»; ΤΟ μαθηματικό σχέδιο της φύσης, όπως το ονο­ μάζει στο Είναι και χρόνος, έρχεται στο φως με τη δήλωση του Γαλιλαίου στο έργο του Saggiatore του 1623, πως η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το βιβλίο της φύσης, γλώσσα που πρέ­ πει πρώτα ν ’ ακούσουμε για να κατανοήσουμε τι μας λένε τα φαινόμενα που την ομιλούν, είναι Ια lingua matematica. Δεκατέσσερα χρόνια αργότε­ ρα ο Λ όγος περί της μεθόδου επαναλαμβάνει, διευρύνει και θεμελιώνει την κουβέντα του Γαλι­ λαίου, κάνοντας την, για τη φυσική, τη φιλοσο­ φική χάρτα του μέλλοντος της. Κι έτσι, προσθέ­ τει ο Ντεκάρτ, καλούμαστε να γίνουμε «κύριοι και κτήτορες της φύσης». Αυτό ο Γαλιλαίος δεν το είχε πει, αλλά ο Βάκων έγραφε: «Η επιστήμη και η ανθρώπινη δύναμη συμπίπτουν συνεκτι­ κά». Αυτό ήταν κάτι καινούριο -κ αι σ’ αυτό ακριβώς προσχωρεί ο Νίτσε, με τη σειρά του, προμηνύοντας σαν επικείμενη την. κυριαρχία πά­ νω στη γη «έχοντας για βάση ερείσματα καθαρά φιλοσοφικά» - και όχι πια μόνο σύμφωνα με τη Βίβλο, που ορίζει στους ανθρώπους σχετικά με τη γη: Κατακυριεύσατε αυτήν! Αλλά τότε η Βί­ βλος, ο Βάκων, ο Ντεκάρτ, ο Νίτσε μήπως είναι πραγματικά σύμφωνοι για ό,τι αφορά την ουσία; Σίγουρα, και η ομοφροσύνη τους πηδά μονομιάς πάνω από την ελληνική σκέψη, που ποτέ δεν αξίωσε να κατακυριεύσει τη γη, αλλά μάλλον να καταστήσει τους ανθρώπους περισσότερο εκστα­ τικούς μπροστά στο θαύμα των φυσικών εκδη­ λώσεων του όντος. Αλλά αν η διαφορά του Ντε­ κάρτ και του Νίτσε με τη Βίβλο είναι πως δεν οφείλει ο άνθρωπος τη νέα του κλίση στην υπακοή του πιστού, αλλά στη φιλοσοφία, η διαφορά ανάμεσα στον Νίτσε και τον Ντεκάρτ είναι πως ο Ντεκάρτ πηγαίνει, τουλάχιστον φαινομενικά, από την υπολογιστικότητα του φαινομένου στην κυριαρχικότητα της φύσης, ενώ η πορεία του Νί­ τσε είναι ρητά το αντίθετο. Παρόλο που η αλή­ θεια, επιπλέον, δεν φέρνει και τόσο περισσότερη δύναμη πάνω στο ον, είναι μάλλον, λέει ο Νίτσε, ο τύπος της αλήθειας που προβάλλει σχετικά με τα «υλικά πράγματα» ο Ντεκάρτ που είναι από τα πριν προσαρμοσμένος σε περισσότερη δύναμη


οφιερωμα/51 πάνω τους απ’ ό,τι είχαν οι Αρχαίοι. Α λλά, για τον Νίτσε, ο Ντεκάρτ σταματά στη μέση του δρό­ μου. Η αφανέρωτη ακόμα γλώσσα στην οποία εί­ ναι γραμμένο το βιβλίο του κόσμου δεν είναι τό­ σο η μαθηματική γλώσσα, όσο μια ολότελα άλλη γλώσσα, δηλαδή η γλώσσα που δεν αποκρυπτο­ γραφήσαμε ακόμα, των αξιών και της εκτίμησης τους που, ενώ δεν υστερεί σχεδόν καθόλου σε ακρίβεια από τον αλγεβρικό υπολογισμό, είναι ακόμα πιο ακριβής απ’ αυτόν. Μ’ αυτή την έν­ νοια, «το μαθηματικό σχέδιο της φύσης» προ­ οιωνίζει για καλά την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά δεν του απαν­ τά ακόμα κατάλληλα, γιατί, για να επιβληθούμε στον αγώνα που είχε σίγουρα για σκαπανείς τον Γαλιλαίο, τον Ντεκάρτ ή τον Λάιμπνιτς, πρέπει πριν απ’ όλα να μπούμε στα άδυτα μιας γλώσσας άλλης απ’ αυτήν που ώς τώρα είχαν συμφωνήσει να ευνοούν. Ο Χάιντεγκερ γράφει στούς Δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά πως «η ουσία της μεταφυσικής και εκείνη της σύγχρονης τε­ χνολογίας μοιράζονται το ίδιο μυστικό». Πώς πρέπει νά εννοήσουμε αυτή την πρό­ ταση; Και πώς να τοποθετήσουμε τη μετα­ φυσική του Νίτσε μέσα στον προβληματι­ σμό του. Χάιντεγκερ σχετικά με την τεχνο­ λογία; Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ είναι, με την τρέχουσα έν­ νοια, ο καθορισμός, πάνω σε μια επιστημονική βάση, των μέσων που η χρήση τους θα προσφέ­ ρει κανονικά την επίτευξη ενός σκοπού, όπως όταν λέμε πώς η κουζίνα προσφέρει φαγώσιμες τροφές. Έτσι, διαφέρει από τη μαγεία, της οποίας το απόκρυφο τυπικό είναι μάλλον μια πρόκληση για την επιστημονική γνώση. Α λλά ο στόχος είναι και στις δυο περιπτώσεις ο ίδιος, δηλαδή η κυριαρχία του όντος -κάτι που δεν απασχολεί την αληθινή κουζίνα, που «καρυκεύ­ ει» μόνο- χάρη σε μια επενέργεια πάνω του. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, στην αυγή των νεότερων χρόνων, ο Βάκων θεωρούσε την έλευση μιας νέας γνώσης, που μόλις διαβλέπει ανάμεσα απ’ τα σύννεφα, σαν μια expurgatio vocabuli magiae, έναν ορθολογικό εξαγνισμό του όρου μαγεία. Τέτοια ωστόσο δεν είναι ακόμα η έννοια της ελληνικής λέξης τέχνη, στην οποία ο όρος τεχνο­ λογία, που αγνοούσε ο Ντεκάρτ, αντιστοιχεί ετυ­ μολογικά όταν εμφανίζεται στη γλώσσα του 18ου αιώνα. Τέχνη δε σημαίνει ούτε καν για τον Πλά­ τωνα τη γνώση και τη χρήση των απαραίτητων για την πραγμάτωση ενός σκοπού μέσων. Σημαί­ νει μάλλον το άνοιγμα ή την αποκάλυψη [αλή­ θεια) του όντος, το φανέρωμα της λανθάνουσας ακόμα αλήθειας του. Έτσι συναντά πρωταρχικά .


52/αφιερωμα

αυτό που σημαίνει μια άλλη λέξη, καθαρά πλα­ τωνικό δημιούργημα, καθώς φαίνεται: φιλοσο­ φία. Η τέχνη, μ’ αυτή την έννοια, δεν είναι ωστόσο, για τον Πλάτωνα, τόσο θεωρία όσο πράξη. Επειδή επέρχεται προγενέστερα απ’ αυτή τη διάκριση (Γράμμα για τον ουμανισμό), έχει πρώτα πρώτα μια έννοια ιδιόρρυθμα διασταλτι­ κή, όπως όταν ο Πασκάλ μιλεί π.χ. για «τη δια­ σταλτική ιδιότητα του κλειδιού». Γιατί αν τίπο­ τα δεν έχει από πριν ανοίξει, πάνω σε τι θα μπο­ ρούσαμε να ενεργήσουμε; Και πώς θα μπορού­ σαμε να επιχειρήσουμε μια θεωρητική ερμηνεία κάποιου αντικειμένου; Αυτή η λεπτή διάκριση, που είναι τόσο οικεία για την ελληνική σκέψη, για την οποία τέχνη και αλήθεια συμβαδίζουν, μας είναι σήμερα σχεδόν αδιόρατη, αφού, μα­ κριά πια από την πηγή, η εναλλακτικότητα του θεωρητικού και του πρακτικού φράζει τόσο τον ορίζοντα. Κι όμως -αυτή είναι τουλάχιστον η σκέψη του Χάιντεγκερ- αν η λέξη τεχνική προέρχεται από την τέχνη, για να χαρακτηρίσουμε από τον 18ο αιώνα και μετά τον τρόπο επικυριαρχίας του αν­ θρώπου πάνω στη γη, το θαύμα είναι πως αυτός ο όρος, επιφανειακά και μόνο πιστό αντίγραφο από τα ελληνικά, δεν περνά στις δικές μας γλώσ­ σες παρά για να διαφυλάξει κάτι από την έννοια που είχε πρωταρχικά ο ελληνικός λόγος, προς τον οποίο επιμένει να γνέφει. Θα ήταν λοιπόν πια*·άπως «πρωτόγονο» να βλέπουμε τη σύγχρο­ νη ΐτχνική μόνο σαν μια «πράξη» ανώτερη από

την τέχνη των Αρχαίων. Εκείνη, όπως κι αυτή, ανταποκρίνεται πολύ λιγότερο σε μια έννοια του ποιείν και της^ενέργειάς του παρά σε μια έννοια της γνώσης και της ερμηνευτικής της, σε τέτοιο βαθμό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την τεχνική αποκάλυψη του όντος, έτσι όπως εί­ ναι πανταχού παρόν, σαν την «αληθινή φιλοσο­ φία του κόσμου μας», με τη μικρή διαφορά πως μια τέτοια φιλοσοφία δε χρειάζεται πια να δια­ τυπωθεί σ’ ένα νέο σύστημα, αφού η φιλοσοφία που αποτελεί το τελικό του στάδιο του είναι τό­ σο πρωταρχικά ριζική. Και σχετικά με αυτά, «το μαθηματικό σχέδιο της φύσης», όπως ζωοδοτεί ήδη την καρτεσιανή φυσική, είναι από την ίδια του τη φύση πολύ πιο «τεχνικό» (αποκαλυπτικό) απ’ ό,τι είναι η αυξανόμενη δύναμη που χαρίζει στον άνθρωπο πάνω στο ον, επιτρέποντάς του . π.χ. ν ’ αποβιβάζεται πάνω στο φεγγάρι. Αυτό που μπόρεσε πρώτος ο Χάιντεγκερ να διαισθανθεί είναι πως η λέξη «τεχνική» δεν είναι απλό πιστό αντίγραφο από τα ελληνικά, όπως οι λέξεις ηλιοτρόπιο, ή τηλέφωνο, αλλά ένας λόγος φορτισμένος ιστορία, όπου η ελληνική σκέψη εί­ ναι αυτή που επιμένει να μας μυήσει μέσα από την αυξανόμενη απόσταση που μας χωρίζει απ’ ό,τι ήταν για τη φιλοσοφία η προέλευσή της. Α υ­ τό είναι κάτι πολύ σπάνιο -παρόλο που και άλ­ λοι όροι ελληνογενείς όπως ιδέα, ενέργεια ή πο­ λιτική, θα μπορούσαν να μας κάνουν πιο προσε­ κτικούς όταν τους χρησιμοποιούμε με την καθη­ μερινή τους έννοια. Τον Νίτσε, φυσικά, απασχόλησε η τεχνική της κυριαρχίας πάνω στον κόσμο διαγράφοντας το σχέδιο μιας κοινωνίας αυστηρά ιεραρχημένης, από τους ηγέτες (φύρερ) ώς τους μεροκαματιάρηδες -ενώ οι υπεράνθρωποι, που δεν είναι κα­ θόλου φύρερ, αλλά περιθωριακοί, θα έχουν έναν ρόλο πειστικό παράνομων εμπνευστών. Αλλά ούτε μια στιγμή δεν ακούει με καινούριο αυτί τον όρο της τεχνικής, που δεν είναι- γΓ αυτόν πα­ ρά «το εργοστάσιο όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια παρά ένα γρανάζι» (το 1872 περίπου). Αυτό θα είναι επίσης το όριο ενός βιβλίου, εξαιρετι­ κού ωστόσο, του Ερνστ Γιούνγκερ (Ο εργαζόμε­ νος, 1932), ο οποίος, με αφετηρία τον Νίτσε, στοχάζεται για καλά μέσα στο αρχέτυπό του τον τύπο της κοινωνίας που στήνεται μπροστά μας, αλλά χωρίς ν ’ ασχοληθεί με προβληματικό.τρόπο με την ίδια τη φιλοσοφία του Νίτσε, και ό,τι προμηνά αυτή, θεωρώντας την, όπως έλεγε ο Χάιντεγκερ, «σαν κάτι φυσικό και σχεδόν σαν ένα ορεκτικό» -ενώ παραμένει μάλλον, για όποιον τον προβληματίζει η ουσία της τεχνικής, το ακραίο σημείο της μη-εξόδου από μια επίμονη σκιά που πυκνώνει όσο πιο πολύ έρχονται στην ημερησία διάταξη τα προβλήματα μιας τεχνικής οργάνωσης.


αφιερωμα/53 Στο Δ ιά λογο με τον Χ άιντεγκερ αναφέρετε αυτή τη φράση του: «Η μεταφυσική του Νίτσε φέρνει στο φως με τη βούληση για δύναμη το προτελευταίο σκαλοπάτι για τη βουλησιακή ανέλιξη του είναι του όντος σαν βούληση για βούληση. Τι σημαίνει αυ­ τή η έκφραση; ΑΥΤΗ τη φορά το πρόβλημα έχει άμεσα για κεν­ τρικό του άξονα αυτό που ο ίδιος ο Χάιντεγκερ δεν επεξήγησε ποτέ ρητά, ούτε και στο βιβλίο του για τον Νίτσε, το 1961. Η ριζική δυσκολία που αντιμετωπίζει είναι, ας το ξαναπούμε, να συλλογιστεί μέσα στη φιλοσοφία του Νίτσε μια ουσιαστική σχέση ανάμεσα σε δυο λόγους εξίσου βασικ,ούς, από τους οποίους ο ένας αναφέρεται στη βούληση για δύναμη σαν την «πιο ενδόμυχη ουσία του είναι» και ο άλλος στην αιώνια επι­ στροφή του ταυτόσημου σαν «κορυφή του στο­ χασμού». Ενώ ο Χάιντεγκερ καταπιάνεται μ’ αυ­ τό του το έργο για τον Νίτσε, ίσως να έχει στο νου του ό,τι είχε γράφει ο ίδιος, τό 1935, όταν ςίχε να σχολιάσει το χορικό της Αντιγόνης, το οποίο μεταφράζει στην Εισαγωγή στη μ εταφυσι­ κή: «Θ’ αποπειραθούμε να το ερμηνεύσουμε με τη βοήθεια τριών διαδρομών, και με καθεμιά απ’ αυτές θα πρέπει να διασχίσουμε όλο το ποίημα, σε όλη του την έκταση, και με διαφορετική προοπτική κάθε φορά». Για ό,τι αφορά τα ύψιστα διδάγματα της φιλο­ σοφίας του Νίτσε, μια πρώτη διαδρομή αναφέρεται στην οντο-θεολογική δομή της μεταφυσι­ κής που έχει για πρότυπό της τη «μεταφυσική» του Αριστοτέλη- αυτή η διαδρομή καταλήγει να δείξει σε ποιο βαθμό η υποτιθέμενη συνάφεια ανάμεσα σε βούληση για δύναμη και αιώνια επι­ στροφή ανταποκρίνεται σ’ αυτήν τη θεμελιακή δομή κάθε μεταφυσικής. Μια δεύτερη διαδρομή αναφέρεται στη διά­ κριση ουσίας και ύπαρξης όπως «μεταφέρεται», αν όχι από την αρχαία μεταφυσική,, τουλάχιστον από τη μεσαιωνική και σύγχρονη μεταφυσική, για να φανεί πως ο δυαδισμός που γυρεύει ο Νί­ τσε να συλλογιστεί την ενότητά του, ανταποκρίνεται επίσης στον οντολογικό διχασμό αυτών των δύο δίδυμων τρόπων του είναι. Αλλά στο τέρμα αυτών των δύο διαδρομών που γίνονται ακόμα «μέσα στην οπτική της μετα­ φυσικής και με τη βοήθεια των διακρίσεών της», η συνάφεια, της οποίας προτείνει ο Νίτσε το αί­ νιγμά, ξεχωρίζει τόσο παράδοξα, λάμποντας σαν μαύρο διαμάντι. Οπότε έχουμε μια τρίτη διαδρο­ μή, αυτήν που θα επιχειρήσει ο Χάιντεγκερ, αφού αφαιρέσει ό,τι κοινό μπορεί να έχει η φι­ λοσοφία του Νίτσε με όσες προηγήθηκαν, αντι­ μετωπίζοντας πια την κεντρική δυσκολία καθεαυτή. Στον ορίζοντα που διανοίγει αυτή η τρί­

τη διαδρομή, η αιώνια επιστροφή του ταυτόση­ μου δε θ’ αντιμετωπιζόταν πια διαφορετικά απ’ ό,τι είχε γίνει με τις δυο προηγούμενες, σαν το μεταφυσικό αντιστάθμισμα της βούλησης για δύ­ ναμη, αλλά, σε μια πιο άμεση ενότητα μαζί της, θα την καθόριζε όσο πλησιέστερα γίνεται, σαν να ήταν η ουσία της. Αυτή είναι η αναστροφή της βούλησης για δύ­ ναμη σε βούληση για βούληση που, σαν σπόρος μέσα στη βούληση για δύναμη, μεταθέτει την πραγματική υλοποίηση του αντικειμένου σε μια μεθοδική επανάληψη της δράσης, που γίνεται μ’ αυτή την ιδιότητα το πραγματικό αντικείμενο. Η βούληση για βούληση θα ήταν έτσι η αλήθεια της βούλησης για δύναμη μέσα στη ριζική λήθη του είναι χάρη στο π ο ιε ίν κι αυτό, με τη σειρά του, δεν έχει άλλη έννοια παρά να ποιεί ξανά και για πάντα, μέσα σε μιά πολυπραγμοσύνη περιορι­ σμένη στον εαυτό της, η οποία παντού επιστρα­ τεύει έναν κόσμο ανοίγοντας μέσα του ένα νέο διάστημα, αυτό που οι σκαπανείς της βούλησης για βούληση θα ονομάσουν σχεδίασμά. Ό τα ν ο Νίτσε μιλεί για βούληση για.δύναμη, δε σκέφτεται φυσικά ρητά μια τέτοια ανακύκλη­ ση μέσα στο κενό αλλά, κάτω από το φως μιας «νέας καθήλωσης της έννοιας ζωή», τη ναπο­ λεόντεια εποποιία, π.χ., που, ύστερα από τον Σταντάλ και κάπως χάρη σ’ αυτόν, δεν παύει να τον μαγεύει. Αλλά πώς μπορεί να ταιριάζει πάλι η ηρωική περιπέτεια των «μεγάλων βιρτουόζων της ζωής» με την αιώνια επιστροφή του ταυτό­ σημου; Τείνοντας με τη βούληση για δύναμη σε μια ερμηνεία του γίγνεσθαι που θα την ήθελε δη­ μιουργική, ο Νίτσε δεν τοποθετείται λιγότερο σε μια κατάσταση όπου η κυκλικότητα της αιώνιας επιστροφής είναι αυτή που του επιβάλλεται αδυ­ σώπητα. Μήπως δε βρίσκεται εδώ το αδιέξοδο ή η αποτυχία της ίδιας του της σκέψης; Ό χ ι σί­ γουρα μια αποτυχία περιστασιακή και μόνο, αλ­ λά μεγαλειώδης, η αποτυχία στα ίδια τα όρια κάθε μεταφυσικής σκέψης, όπως προέρχεται απευθείας από την ελληνική πρωτοβουλία. Η τρίτη διαδρομή που δοκίμασε ο Χάιντεγκερ καταλήγει έτσι να δείξει το ασύμφορο των δύο θεμελιακών προτάσεων του Νίτσε, από τις οποίες η μια, κατά κάποιον τρόπο, προηγείται της άλλης, που πασχίζει να τη φτάσέι. Η σκέψη της αιώνιας επιστροφής, που έρχεται χρονολογι­ κά πριν από τη βούληση για δύναμη, πάει κάπως πιο μακριά από την άλλη και την παρασύρει σε μια μεταμόρφωση όπου γίνεται στο τέλος πια το Un-wessen (η αν-ουσία), που είναι η βούληση για βούληση. Ο ίδιος ο Νίτσε διαισθάνθηκε ίσως κά­ τι απ’ αυτό από την εποχή κιόλας του Ζαρατούστρα, όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά και κά­ πως επεισοδιακά η έκφραση «βούληση για δύνα­ μη». Γιατί, όταν η σκέψη της αιώνιας επιστρο­


54/αφιερωμα φής, που παραμένει το άφατο του ποιήματος, δείχνει με τη σειρά της πως ετοιμάζεται να δια­ φανεί (βιβλίο Γ' , Ο αναρρωνύων), είναι φορτι­ σμένη με ναυτία, μια ναυτία από την οποία είναι σχεδόν υπεράνθρωπο ν ’ αναρρώσεις. Ο Χάιντεγκερ γράφει από την πλευρά του (Ξε­ πέρασμα της μεταφυσικής, § XI) πως αν «η βού­ ληση για δύναμη δεν μπορεί να εννοηθεί παρά μόνο από τη βούληση για βούληση σαν αφετη­ ρία» (όντας αυτή πιο ριζική από την άλλη που δεν είναι παρά μια «προ-διατύπωσή» της), η βούληση για βούληση δεν μπορεί ωστόσο ν ’ ανα­ γνωριστεί σαν κάτι τέτοιο παρά μόνο «αφού η μεταφυσική διαλέξει αυτό το πέρασμα», δηλαδή το πέρασμα από «την πρώτη απαρχή» σε μιαν «άλλη απαρχή». Έ τσι προειδοποιεί τον αναγνώ­ στη του πως ο φαινομενικός λογογρίφ ος που προτείνει γίνεται ωστόσο ευανάγνωστος για όποιον θα γλιτώσει από τα μάγια της «υπνοβατι­ κής σιγουριάς», όπου η λήθη του είναι κρατά όλη τη σκέψη. Η φιλοσοφία του Νίτσε αποτελεί έτσι για τον Χάιντεγκερ «το προτελευταίο σκαλοπάτι της βουλησιακής ανέλιξης του είναι του όντος, σαν βούληση για βούληση». Έρχεται λοιπόν αμέσως πριν, προεικονίζοντάς το με τον τρόπο του, ένα ύστατο σκαλοπάτι που ο Χάιντεγκερ χαρακτηρί­ ζει στο Τι σημαίνει σκέπτομαι, λέγοντας: «Η αιώνια επιστροφή του ταυτόσημου είναι ο ανώ­

τατος θρίαμβος της μεταφυσικής της βούλησης όσο αυτή (σαν βούληση για βούληση) ξαναθέλει αέναα την ίδια της τη θέληση» (Πρώτο μέρος, δέκατο μάθημα). Αυτός ο «ανώτατος θρίαμβος», «αντί να στέψει το γίγνεσθαι μ’ ένα φωτοστέφα­ νο όλο ζωή και δύναμη» (1888) ανταποκρίνεται με τη σειρά του κι αυτός στο «γεωγραφικό πλά­ τος μηδέν» σαν γραμμή του μηδενισμού τον οποίο ο Νίτσε προαισθάνεται να προσεγγίζει αναπόφευκτα, αλλά χωρίς να το ξέρει ο ίδιος, ενώ ζητά να συναρθρώσει μεταξύ τους τις δυο θεμελιακές έννοιες της φιλοσοφίας του, να εγ­ καινιάσει την αποφασιστική του φάση, που είναι η είσοδος της ανθρωπότητας στον κόσμο τής χω­ ρίς διέξοδο προς τα μπρος σύγχρονης τεχνολο­ γίας. Έ τσι φαίνεται πως ο Νίτσε σκέφτεται προαγγελτικά τον κόσμο της σύγχρονης τεχνολο­ γίας, της οποίας ο αναμενόμενος ακόμα στοχα­ στής δε θα είναι τόσο ένας φιλόσοφος όπως εκεί­ νος που ο Χάιντεγκερ διαγράφει να αντεπιστρέφει από τη φιλοσοφία ώς μια σκέψη της οποίας δεν είναι η ίδια, εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, παρά το πρελούδιό της, και το Είναι και χρόνος κάτι σαν ένα πρώτο ξεκίνημα.

Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Πέτρος Παπαδόπουλος

Έργα του Φρ. Νίτσε στα ελληνικά Τάδε έφη Ζαρατούστρα (μτφρ. Άρης Δικταίος). Αθήνα, Καλφάκης, 1958. Σελ. 316. Η θέλησις της δυνάμεως (μτφρ. I. Μπαζίλης - επι­ μέλεια Στέφ. Μιχαλόπουλος). Αθήνα, Ενωμένοι Εκδότες, 1961. Σελ. 238.

κταίος). Αθήνα, Αιγόκερως, 1982. Σελ. 94. ” Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (μτφρ. Άρης Δικταίος). Β' έκδοση. Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 484.

Η χαρούμενη γνώση (μτφρ. Μ. Ζωγράφου). Αθή­ να, Δαρεμάς, 1961. Σελ. 294.

Εκλεκτές σελίδες (μτφρ. Γ. Οικονομίδης). Θεσσα­ λονίκη, Μπαρμπουνάκης. Τόμοι Β' + Γ'. Σελ. 174 + 142.

Η γένεσις της τραγωδίας (μτφρ. Ν. Καζαντζάκης). Αθήνα, Φέξης, 1965. Σελ. 152.

Ecce homo - Ίδε ο άνθρωπος (μτφρ. Ξ. Καράκαλος). Αθήνα, Μαρής. Σελ. 156.

Τάδε έφη Ζαρατούστρα (μτφρ. Ν. Καζαντζάκης). Αθήνα, Λαδιάς, 1978/Σελ. 272.

Πέραν του καλού και του κακού (μτφρ. Μ. Ζωγρά­ φου - Κ. Μεραναίος). Αθήνα, Μαρής. Σελ. 238.

Ροδαυγή (μτφρ. Αγ. Ντόκας). Αθήνα, Λαδιάς, 1978. Σελ. 272.

Τάδε έφη Ζαρατούστρα (μτφρ. Γ. ΑλεξίουΠρωταίου). Αθήνα, Δαμιανός.' Σελ. 256.

Ίδε ο άνθρωπος. Πώς γίνεται κανείς εκείνο που είναι (μτφρ. Δ. Λιαντίνης). Αθήνα, Εστία, 1979. Σελ. 123. Αποσπάσματα - Ποιήματα - Επιστολές - Σοφίσμα­ τα και μια μελέτη απ’ το έργο του Θεόγνη (μτφρ. Ντ. Κούγκουλος). Αθήνα, Ιωλκός, 1981. Σελ. 121. Οι διθύραμβοι του Διονύσου (μτφρ. Ά ρης Δι-

Μυστικισμός (μτφρ. Ε. Ανδρουλιδάκης). Αθήνα, Βιβλιοθήκη για όλους. Σελ. 220. Το λυκόφως των ειδώλων. Αντίχριστος (μτφρ. Μ. Ε. Ανδρουλιδάκης). Αθήνα, Βιβλιοθήκη για όλους. Σελ. 188. Η αυγή (μτφρ. Ε. Ανδρουλιδάκης). Αθήνα, Βι­ βλιοθήκη για όλους. Σελ. 256.


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

επιλογή

τέχνη να βλέπεις τα μυστήρια κινηματογράφου Alfred. Hitchcock. Μετ. Γιώργος Σπανός. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 224. Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να γράψει κανείς ένα «περισπούδαστο» δοκίμιο γύρω από κάποιο κινηματογραφικό θέμα, όπου ν ’ ασημαντολογεί οχυρωμένος πίσω από ένα σωρό τεχνικούς όρους, ξεχνώντας τελικά ακόμα και σε ποιους απευθύ­ νεται. Γι’ αυτό και τα έργα αυτού του είδους είναι πολυάριθμα στην κινηματογραφική βιβλιογραφία. Αντίθετα, είναι δύσκολο και απαι­ τεί βαθιά επίγνωση της λειτουργίας του κινηματογράφου να διαπραγματευθεί κανείς ένα επιμέρους κι­ νηματογραφικό θέμα κάνοντας κύ­ ριο άξονα της ανάλυσής του το ση­ μαντικότερο πράγμα που μας κάνει ν’ ασχολούμαστε με το σινεμά: το κινηματογραφικό βίωμα, δηλ. τον τρόπο που ο θεατής βιώνει μια ται­ νία. Και, ευτυχώς, σ’ αυτή την τε­ λευταία κατηγορία ανήκει το βι­ βλίο για τον Άλφρεντ Χίτσκοκ που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Πλέθρον» σε μια πο­ λύ περιποιημένη έκδοση.

Το βιβλίο αυτό, που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1969 στα γαλλικά από τις εκδόσεις Seghers, δεν είναι ακριβώς βιογραφία παρά ένα είδος «βιοφιλμογραφίας» του Χίτσκοκ. Στο κύριο και μεγαλύτερο μέρος του διαπραγματεύεται κάθε ταινία του Χίτσκοκ χωριστά, εκθέτοντας τις συνθήκες υπό .τις οποίες δημιουργήθηκε και περνώντας κατό­ πιν σε μια διεξοδική ανάλυσή της, από τη σκοπιά τον θεατή πον όταν κοιτάζει στην οθόνη έχει ορθάνοι­ χτα τα μάτια της ψυχής και του νου Τι σημαίνει αυτό;

Ο κινηματογράφος είναι ένα θέαμα που απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στις αισθήσεις, τροφοδοτών­ τας τις με υλικό που μπορεί κατό­ πιν να περάσει από διανοητική επεξεργασία. Οι εικόνες του έχουν μια δική τους ζωή, που δεν περιο­ ρίζεται από τα λίγο-πολύ στενά πλαίσια της συνείδησης. Ο δια­ νοούμενος ή επαγγελματίας κινη­ ματογραφόφιλος δυσκολεύεται συ­ νήθως να δεχτεί αυτή την πραγμα­ τικότητα και περνά τις εικόνες που βλέπουν τα μάτια του μέσα από μύ­ ρια όσα ιδεολογικά, αισθητικά, πραγματολογικά κ.ά. φίλτρα, έτσι ώστε όταν αυτές φτάνουν στη συ­ νείδησή του έχουν αποσυντεθεί ολότελα. Ουσιαστικά τα μάτια του είναι κλειστά απέναντι σ’ αυτό που βλέπει. Ειδικά προκειμένου για έναν τόσο «κινηματογραφικό» σκη­ νοθέτη όπως ο Χίτσκοκ, ένας τέ­ τοιος τρόπος προσέγγισης θα ήταν


56/οδηγος

Άλφρεντ Χίτσκοκ

κυριολεκτικά ολέθριος! Ευτυχώς όμως στο βιβλίο για το οποίο μιλά­ με η ανάλυση γίνεται «από τα μέ­ σα», με πιστή αφοσίωση στο οπτι­ κό υλικό και με την ανόθευτη μα­ τιά του ανεπηρέαστου θεατή. Κι αυτό της δίνει μια δροσιά μάλλον ασυνήθιστη σε τέτοιου είδους βι­ βλία. Φυσικά, αν η ανάλυση σταμα­ τούσε στην απλή έκθεση του οπτι­ κού υλικού και της αυθόρμητης

■J

j

σχέσης μας μαζί του, θα ήταν ρηχή και λειψή. Γι’ αυτό συμπληρώνε­ ται, σε δεύτερη φάση, από τη σημασιολόγηση των πλάνων, των σκηνών και της όλης ταινίας, τον εντοπισμό των ψυχολογικών και ιδεολογικών συνεκδοχών τους, την ανακάλυψη ορισμένων κρυμμένων σταθερών που. επανέρχονται ολοέ­ να στις ταινίες του Χίτσκοκ (όπως η γενετήσια ανικανότητα, η παραπλανητικότητα των επιφαινόμενων κλπ.). Ό λα αυτά κάνουν την ανά­ λυση πολλών χιτσκοκικών ταινιών σχεδόν το ίδιο συναρπαστική όσο οι ίδιες αυτές οι ταινίες! Ό πω ς είπαμε, το βιβλίο αυτό (που συμπληρώνεται από δύο πα­ ραρτήματα με απόψεις του Χί­ τσκοκ για τον κινηματογράφο του και άλλων για τον Χίτσκοκ) κυκλο­ φόρησε στα γαλλικά το 1969. Από τότε και ώς το θάνατό του ο Χί­ τσκοκ γύρισε άλλες τρεις ταινίες, τις «Τοπάζ», «Φρενίτιδα» και «Οι­ κογενειακή συνωμοσία». Για τις ταινίες αυτές υπάρχει στην ελληνι­ κή έκδοση ένα έκτακτο συμπλήρω­ μα με κείμενά που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Οθόνη. Κατά τη γνώμη μας, τα κείμενα αυτά δεν

ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΔΡΟΥ

προσθέτουν τίποτα στο βιβλίο, εκτός ίσως από το να μας κάνουν να εκτιμήσουμε ακόμα περισσότερο την καθάρια ματιά και την καθά­ ρια γλώσσα με την οποία γίνεται η ανάλυση στο καθαυτό κείμενο. Ας συγκρίνουμε, λόγου χάρη, εκφρά­ σεις όπως «το μάτι του σκηνοθέτη με το μάτι του θεατή ενοχοποιού­ νται» (που υπάρχουν στο ελληνικό συμπλήρωμα) με φράσεις του πρω­ τότυπου κειμένου όπως «Εμείς, ως θεατές, μπαίνουμε στην αίθουσα, εκπαρθενεύοντας πρώτοι το μυστι­ κό της παρουσίας του δολοφόνου». Η διαφορά δεν είναι μόνον υφολογική... Η μετάφραση του βιβλίου από τον Γιώργο Σπανό είναι, σε γενικές γραμμές, στρωτή και εξυπηρετεί τη λαγαρότητα του κειμένου. Μερικές ατυχείς επιλογές, όπως «διάσπαρτη ταινία» και «τα πρόδηλα του έρ­ γου», δεν χαλάνε το συνολικό απο­ τέλεσμα. Η ταινία του Φριτς Λανγκ που ο μεταφραστής αποδί­ δει «Τα τρία φώτα» είναι «Ο κου­ ρασμένος Χάρος». «Τα τρία φώτα» είναι ο γαλλικός της τίτλος. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ

....... I—

ΜΚΟΔΑΊ-ΔΗΣ

Τ·(· €ΛΙΟΤ ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α' Κρητικό βραβείο

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ

ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ \ ΕΛΛΗΝΙΚΗΜΕΤΑΦΡΑΣΗ· ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

ΣΤΗΝ ΚΙΤΡΙΝΗ ΩΡΑ Ο ΚΟΣΜΟΣ Η ΠΕΙΡΑ Κι Μυθιστόρημα ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΣ Ποιήματα 1937-191 Διηγήματα και αφηγήσεις “ 'μ':,α ν“ ’Ί* !

ΐ 9 5 4 · ΐ 9 & 4 · g f t s a s a s KCAPCME

Γεωργίου Γενναδίου 6

Τηλ.. 36.15.783

Τ


οδηγος/57

πλαίσιο ~

........................

"

Η. ΠΑΠΑΝΙΚΟΑΗ: Η μάχη στις Καρούτες.

Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 204.

κόσμο των αρχαίων I. Θ. ΚΑΚΡ1ΔΗ: Έλα, Αφροδίτη, ανθοστεφανωμένη. Από τον κόσμο των αρχαίων. Αρχαία λυρική ποίη­ ση. Τόμ. Γ'. Αθήνα, 1983. Σελ. 272. Η παρουσίαση του βιβλίου του I. Θ. Κακριδή εντάσσεται απαραί­ τητα σε δύο βασικές προϋποθέσεις: 1) στη γενική φιλολογική προσφορά του Κακριδή και 2) στον ειδικό χώρο της ποιητικής δημιουργίας κατά την αρχαιότητα -ειδικά στη λυρική ποίηση, από τον αρχαϊκό λυρισμό ώς την αλεξανδρινή εποχή.

ΜΙΑ από τις πιο σημαντικές μάχες του αντάρτικου (τη μάχη στο χωριό Καρούτες της Γκιώνας, στις 5 Αυγούστου του ’44, ανάμεσα σε ένα γερμανικό επίλεκτο τάγμα και τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ) ανιστορεί στο βιβλίο του ο Η. Παπανικολής. Βασισμένος σε διηγήσεις από επιζώντες μαχητές, Έλληνες και Γερμανούς, δίνει την εικόνα των γεγονότων, καθώς και μια σύντομη παρουσίαση της συγκρότησης και της γενικότερης δράσης των αποσπασμάτων που πήραν μέρος, συμπληρωμένη από τα βιογραφικά στοιχεία των Ελλήνων νεκρών της μάχης. ΕΛΕΝΗΣ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ: Τα δέντρα που τα λένε Ν τίβ ι

Για την πρώτη προϋπόθεση θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ σύντομα, ως φιλόλογος, στην επιστημονική προσφορά του Κακριδή, που είναι απόλυτα και γενικά παραδεκτή. Είναι γνωστό ότι ο καθηγητής I. Κακριδής ανήκει στους πιο σημαν­ τικούς ερευνητές και ερμηνευτές της αρχαίας γραμματείας σε ολό­ κληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Με τις εργασίες του, που δημοσιεύτηκαν σε μεγάλο χρονικό διάστημα και με διάφορες θεματολογίες, αποδεικνύει και τις δύο βασικές αφετη­ ρίες, όπου στηρίζεται η ερμηνεία των αρχαίων κειμένων: 1) την πλή­ ρη γνώση των φιλολογικών προ­ βλημάτων, τη σωστή επαφή με τα κείμενα και τον κατατοπιστικό συ­ σχετισμό με τη γενική βιβλιογρα­ φία, και 2) την προσωπική διάστα­ ση και ικανότητα στην κατανόηση των ποιητών και των συγγραφέων γενικά. Υπενθυμίζω ότι ο Κακρι-

δής έχει προβληθεί ιδιαίτερα ως ερμηνευτής και έχει δημιουργήσει νέες και σημαντικές θέσεις για την έρευνα κυρίως στα ομηρικά έπη. Σ’ αυτό το πολύπλοκο, προβληματικό και τεράστιο θέμα πέτυχε ο Κακριδής -με την προσωπική ερμηνευτι­ κή του θέση- σε όλες τις διαστά­ σεις. Υπενθυμίζω, επίσης, ότι στην ομηρική έρευνα η έννοια «νεοανάλυση», που κατά προτίμηση έχει εξελιχθεί στα προβλήματα της Ιλιάδας, εξηγήθηκε για πρώτη φορά και ακριβέστατα από τον Κακριδή και κατέχει τώρα μια μόνιμη θέση στην ομηρική έρευνα: χαρακτηρίζει δηλ. μια μέθοδο, που οδηγεί σε ένα νέο τρόπο ερμηνείας των προβλη­ μάτων σχετικά με τη σύνθεση του έπους και με τις συγκεκριμένες αν­ τιθέσεις και παραδοξολογίες στην Ιλιάδα. Έτσι ο «νεοαναλυτικός» φιλόλογος είναι, φυσικά, κατ’ αρ­ χήν ένας «ενωτικός»: ξεκινάει από

Ν τίβ ι. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 94.

ΜΕΤΑ από μια σειρά τριών μυθιστορημάτων η Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου ξαναγυρνά τώρα στο διήγημα, τη μορφή δηλαδή του πεζού λόγου με την οποία πρωτοεμφανίστηκε. Και με το βιβλίο της αυτό δίνει μερικά από τα καλύτερό της κομμάτια, γεμάτα ευαισθησία στην παρουσίαση εικόνων από τη μνήμη ή τη σημερινή ζωή. (Ιδιαίτερα το κείμενο «Η μάνα μου στους Χαιρετισμούς», που πρωτοδημοσιεύτηκε, όπως και άλλα διηγήματα του τόμου, σε αθηναϊκή εφημερίδα, είναι πραγματικά θαυμάσιο...)


58/οδηγος

I. Θ. Κακριδής

την ενότητα της επικής ποίησης, μεθοδεύει την ερμηνεία, προχωρεί με αφετηρία την ενωτική αρχή -χω­ ρίς όμως να αρνείται, ότι υπάρ­ χουν ρήγματα και θραύσματα στην όλη σύνθεση και προσκόμματα προβληματικά στην αντιμετώπιση του έργου. Ο I. Κακριδής έχει, φυσικά, ασχοληθεί -με την ίδια ερμηνευτι­ κή ικανότητα- και με άλλα κείμε­ να: ποιητικά και πεζά. Το βιβλίο που παρουσιάζομε τώρα είναι ο τρίτος τόμος του γενικού θέματος: «Από τον κόσμο των Αρχαίων», και περιέχει 30 δοκίμια σχετικά με τα έργα 12 επωνύμων Ελλήνων ποιητών (από τον 7ο αι. ώς τον' 3ο αι. π.Χ.) και ενός ανώνυμου. Οι λυρικοί ποιητές, που προβάλλονται εδώ, είναι: Αρχίλοχος, Αλκμάν, Σαπφώ, Αλκαίος, Σιμωνίδης, Πίν­ δαρος, Βακχυλίδης, Καλλίμαχος, Απολλώνιος, Θεόκριτος, Ήρώ(ν) δας, Ήριννα. Τα περισσότερα από τα δοκίμια αυτά έχουν δημοσιευθεί πριν από αρκετά χρόνια ως επιφυλλίδες της εφημερίδας «Ελευ­ θερία», για την εκτύπωσή τους όμως στον τόμο αυτό αναθεωρήθη­ καν και ξαναδουλεύτηκαν. Πριν προχωρήσω στην σύντομη, ειδική παρουσίαση του βιβλίου, θεωρώ απαραίτητο να τονίσω ότι οι μελέ­ τες αυτές είναι έξοχα κατατοπιστι­ κές, επιστημονικά υπεύθυνες, φι­ λολογικά συγκροτημένες και γοη­ τευτικές στις ερμηνείες και στις με­ ταφράσεις των ποιητικών κειμέΓια τον Αρχίλοχο -τον σημαντι­ κό, πρώτο ποιητή του αρχαϊκού λυρισμού-, στην πρώτη μελέτη με τίτλο «Αρχίλοχος ο Πάριος» (σ. 19), παρουσιάζεται με ωραίο τρόπο και με βάση την αρχαία παράδοση και τις γενικές φιλολογικές από­ ψεις ο βίος, η δραστηριότητα, οι

σχέσεις και οι συσχετισμοί του ποιητή. Γίνεται αναφορά και στο γνωστό πρόβλημα του Αρχίλοχου με τον Λυκάμβη και την Νεοβούλη,1 παρουσιάζονται αποσπάσματα (σε μετάφραση), που δένονται μέ­ σα στη ζωή του ποιητή (όπως 2 D. =West: που όλα τα χρωστάει στο κοντάρι του, 22 D=19 W: για τον Γύγη, 60 D. = 114 W.: «δεν θέλω εγώ τον στρατηγό..,», 6 D. =5 W: την ασπίδα, που πέταξε, για να γλιτώσει τη ζωή του, κ.ά.) και το γνωστό, προβληματικό παπυρικό απ. 79α D, για έναν άπιστο φίλο του.2 Το δεύτερο άρθρο του Κακριδή: «Ο Αρχίλοχος, η Πάρος και οι Μούσες» (σ. 10-18) συνδέεται πάλι με την προσωπικότητα και τη ζωή του Αρχίλοχου, σε άμεσο όμως συσχετισμό με την πατρίδα του Πάρο και τη βασική σχέση του με τις Μούσες -με αναφορά, βέβαια, στο επιγραφικό κείμενο, που βρήκε και δημοσίευσε πρώτος ο Ν. Κον­ τολέων (Αρχ. Εφημ. 1952 [1954], 32 κ.ε.) Το κείμενο αυτό, στο οποίο αναφέρεται ο Κακριδής ευρύτατα, εκφράζει γνώσεις για το βίο, την παιδική ηλικία, την ευσέβεια και τη λεβεντιά του Αρχίλοχου, την αγάπη στο νησί του και την ιστορία της νυχτερινής συνάντησης του ποιητή με τις Μούσες. «Τα φιλολο­ γικά, αρχαιολογικά και ιστορικά προβλήματα», που προέκυψαν από την ανακάλυψη και δημοσίευση του Αρχιλόχειου αυτού κειμένου, είναι πολλά και δύσκολα. Ο Κακριδής τα παρουσιάζει συνοπτικά και σωστά και κυρίως στη σχέση Αρχιλόχου με τις Μούσες (σ. 14 κ.ε., βλ. τις δύο «άλυτες» απορίες, σ. 17-18, που ουσιαστικά οδηγούν σε κατανόηση. Θέσεις του Κακριδή, σ. 15, συσχετισμός με τον Πίν­ δαρο, σ. 16). Δύο ακόμη δοκίμια στο θέμα «Αρχίλοχος» παρουσιάζουν σημαν­ τικές φιλολογικές θέσεις: «Καινού­ ρια ευρήματα τον Αρχιλόχου» (σ. 19-24) και «Οι αίνοι τον Αρχιλό­ χου» (σ. 25-31). Ό πως είναι γνω­ στό, συνέχεια κατά τα τελευταία 30 χρόνια δημοσιεύονται καινούρια παπυρικά αποσπάσματα του Αρχί­ λοχου, που φυσικά δημιουργούν θετική απόλαυση και κατανόηση για τον ποιητή, αλλά συγχρόνως και προβλήματα και βάσανα για τους φιλολόγους. Σωστά σημειώνει ο Κακριδής (σ. 19): «σε κάθε και­ νούριο εύρημα του Αρχίλοχου μας περιμένει μια έκπληξη μεγάλη». Τα

προβλήματα είναι πολλά, διότι ξε­ κινούν από το θέμα της γνησιότη­ τας και φθάνουν ώς την κατανόηση των λέξεων και των διατυπώσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα (σ. 24 κ.ε:) είναι το τελευταίο μεγάλο παπυρ. απ., που δημοσίευσαν οι Μ. L. West και R. Merkelbach, το 1974, με ένα ιδιαίτερο ύφος και θέ­ μα.3 Βασική παρουσίαση είναι επί­ σης το επόμενό άρθρο για την έν­ νοια «αίνος», που δεν είναι απόλυ­ τα σε όλους κατανοητή. Ο Κακριδής το εξηγεί σωστά με παραδείγ­ ματα από τον Αρχίλοχο και με αναφορά σε άλλα κείμενα. Ο δεύτερος ποιητής, Αλκμάν, παρουσιάζεται στη μελέτη «Αλκμάνας ο Σαρδιανός» (σ. 32-38) με βιογραφικά στοιχεία και με βασική αναφορά στα «Παρθένεια». Το ωραιότερο και εκτενέστερο «Παρθένειον», που σώθηκε από τον. αι­ γυπτιακό πάπυρο, είναι το αρχαιό­ τερο δείγμα ελληνικής χορικής ποίησης, που έχει συντεθεί σε στροφές. Το ποίημα αυτό ανακά­ λυψε ο A. Mariette το 1855 σε ένα αιγυπτιακό τάφο κοντά στη Μέμφιδα.4 Βεβαιώνω υπεύθυνα πως το ποίημα αυτό είναι καταπληκτικά ωραίο και φοβερά δύσκολο και προβληματικό. Ο Κακριδής ανα­ λύει το δύσκολο αυτό ποίημα (σ. 33 κ.ε.) ερμηνευτικά. Συνέχεια πα­ ρουσιάζει μερικά από τα μικρότε­ ρα αποσπ. του Αλκμάνα (σ. 35 κ.ε.): 58 D. (=89 Ρ.) -ένα γοητευ­ τικό ποίημα για τον ύπνο της φύ­ σης και την απόλυτη γαλήνη της νύχτας!-, 56 D. (= 20 Ρ.), 50 D. (=96 Ρ.), 49 D. (=17 Ρ.), 94 D. (=26 Ρ.). Η περίφημη Σαπφώ κυριαρχεί στο βιβλίο αυτό, αφού ο Κακριδής, που έχει δημοσιεύσει σημαντικές μελέτες για την ποιήτρια, ξέρει να προβάλει και να τονίσει την ιδιαί­ τερη ποιητική ουσία της Σαπφώς. Οι μελέτες, που ανήκουν εδώ, είναι οι εξής: 1) Σαπφικά τραγούδια (σ. 39 κ.ε.), όπου γενικά γίνεται λόγος για τη Σαπφώ, για τη Λέσβο και τις γυναίκες, για τα κείμενα της ποιήτριας κ.λπ. 2) Ποικιλόθρον’ αθάνατ’ Αφρόδιτα (σ. 45 κ.ε.). Πρόκειται για υπεύθυνη ερμηνεία του γνωστού ποιήματος (1 D .= 1 Lobel-Page = 1 Voigt), που ξεκι­ νάει με αναφορά στην Αφροδίτη.5 3) Το τραγούδι του γάμον (σ. 49 κ.ε.), όπου παρουσιάζεται σύντο­ μα, αλλά ερμηνευτικά, το περίφημο ποίημα 2 D. (=31 L.P.=V.), που


οδηγος/59 αρχίζει: «Φαίνεται μοι κήνος ίσος θέοισιν...». Το ποίημα αυτό έχει γίνει κυρίως γνωστό από τη μίμηση-διασκευή του Κατούλλου. Η παράδοση ολόκληρου του κειμένου -εκτός από μερικούς στίχουςοφείλεται στον Ανώνυμο, Περί ύψους 10. Το πόσοι φιλόλογοι ασχολήθηκαν με το ποίημα αυτό εί­ ναι εντυπωσιακό (βλ. λ.χ. Α. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός 2, σελ. 145). 4) Το τραγούδι τον χωρισμού (σ. 52 κ.ε.). Πρόκειται για το ωραίο ποίημα «που βρέθηκε πριν από πολλά χρόνια σε πάπυρο, κο­ λοβό στην αρχή και στο τέλος» (Κακρ. 52, αρχή), το 96 D. (=94 L. P.=V.). Η ερμηνεία του ποιήματος αυτού είναι βασική, διότι καθορί­ ζει την πίκρα του χωρισμού στη Σαπφώ, τη χαρά, της «άμεσης αί­ σθησης», όπου λουλούδια και γοη­ τευτικά πράγματα γοητεύουν την όραση, την όσφρηση και την αφή (βλ. Κακρ. 53), την έντονη και άμε­ ση σύνθεση με τη μαθήτριά της και με τις γυναίκες που συνυπάρχουν. Πολύ σωστά διατυπώνει την άπο­ ψη ο Κακριδής σ. 55 κ.ε. 5) Το τραγούδι της Αριγνώτας (σ. 57 κ.ε.), ,απ. 98 D. (=96 L.P.=V.). Ο Κακριδής επιλέγει τα ' ωραιότερα ποιήματα. Αυτό το «τραγούδι της Αριγνώτας» -όπως χαρακτηρίζεται γενικά- είναι από τα πιο προσωπι­ κά ποιήματα της Σαπφώς: μακριά στις Σάρδεις, παντρεμένη πια, η Αριγνώτα ξεπερνάει σε ομορφιά όλες τις γυναίκες, όπως το φεγγάρι επισκιάζει τ’ αστέρια (βλ. τη μετά­ φραση του Κακριδή στους στ. 6 κ.ε). Η Σαπφώ παρηγορεί την Ατθίδα, ιδιαίτερα αγαπημένη φίλη της Αριγνώτας που έφυγε πια. 6) Ο γυρισμός του ασώτου (σ. 62 κ.ε.). Η ερμηνεία εδώ αναφέρεται στην ποίηση της Σαπφώς για τ’ αδέλφια της -ιδιαίτερα για τον Χάραξο, που δεν τον συμπαθούσε πολύ, αφού ερωτεύθηκε και εξαγόρασε την εταίρα Δωρίχα. Η αφορμή για τη σύνθεση του ποιήματος (25 D.= 5 L.P.=V.) ήταν προφανώς ένα με­ γάλο ταξίδι του αδελφού από την Αίγυπτο στη Μυτιλήνη. Έτσι κατανοείται, γιατί η Σαπφώ κατα­ φεύγει στην Αφροδίτη, στη «γαληναία θεά» (βλ. Κακρ. 65). Ο συσχε­ τισμός με τον Ηρόδοτο -σχετικά με τη Δωρίχα, 2,135- είναι απαραίτη­ τος. Βλ. και το απ. 26 D. ( = 15bL. P.=V.). 7) Έλα, Αφροδίτη, ανθοστεφανωμένη (σ. 69 κ.ε.). Αν δια­ βάσει κανείς το ποίημα αυτό (5/6

D .= 2 L.P.) και την ερμηνεία τού Κακριδή θα κατανοήσει τον ειδικό τίτλο του βιβλίου. Το δύσκολο κεί­ μενο, που βρέθηκε στην Αίγυπτο, ήταν γραμμένο πάνω σε όστρακο (βλ. σ. 59).6 Οι απορίες, τα ερωτή­ ματα και τα προβλήματα τοποθε­ τούνται άνετα και φιλολογικά (λ.χ. η μνεία της Κρήτης στην αρχή, λέ­ ξεις εννοιολογικές κ.λπ.). 8) Το κα­ λωσόρισμα των νιόπαντρων (σ. 74 κ.ε.). Εδώ αναλύεται ένα ποίημα της Σαπφώς (55 D. = 44 L.P. =V.), που έχει παραδοθεί από πά­ πυρο και όπως λέγει στην αρχή ο Κακριδής: «με την ιδιοτυπία του προκάλεσε από την αρχή έντονες αμφιβολίες αν πραγματικά ανήκει στη Λέσβια ποιήτρια». Είναι ένα από τα μεγαλύτερα σωζόμενα ποιήματα της Σαπφώς με καθαρά επικό χαρακτήρα.7 Για το θέμα «καλωσόρισμα των νιόπαντρων» και τη γνησιότητα του κειμένου βλ. σ. 76 κ.ε. σε συσχετισμό με άλλους ποιητές (Αλκαίος, Οράτιος κ.ά.) και με βασική αναφορά στα ομηρι­ κά κείμενα. Ακολουθεί ένα «Πα­ ράρτημα» με «Εκλογή από τα τρα­ γούδια της Σαπφώς» (σ. 88 κ.ε.), όπου παρουσιάζονται σε μετάφρα­ ση και με σύντομη ερμηνεία αρκετά αποσπάσματα (λ.χ. 152 D., 58 D., 38D.,149 D .,94D ., 114 D., 100 D., 128 D. κ.ά.) Μετά τη Σαπφώ ακολουθεί, φυ­ σικά, ο Αλκαίος, ο γνωστός Μυτιληναίος ποιητής. Με τον τίτλο «Νέα ποιήματα τον Αλκαίου» (σ. 96 κ.ε.) παρουσιάζεται η παράδο­ ση των ποιημάτων, βιογραφία, δράση κ.λπ. τόυ ποιητή και ερμη­ νεία αποσπασμάτων. Από τον γνωστό Σιμωνίδη προ­ βάλλεται ένα από τα ωραιότερα ποιήματα, «Δανάης θρήνος» (σ. 104 κ.ε.), που στηρίζεται στον μύ­ θο του Περσέα, τον γιο της Δα­ νάης. Στο ποίημα αυτό (13 D. = 38 Page, που το παραδίδει ο Διονύ­ σιος ο Αλικαρν.), όπου ο Σιμωνί­ δης περιγράφει μέσα από τον μύθο την κρίσιμη στιγμή όπου η Δανάη και ο Περσεύς βρίσκονται στο πέ­ λαγος -έκθετοι στον θάνατο-, γίνε­ ται ερμηνεία του Κακριδή για το κείμενο, αλλά και για τον μύθο, που εκφράζει τη σωτηρία ενός μω­ ρού (σε γνωστά πλαίσια μυθολογι­ κής παρουσίας) και συνδέεται με την ιστορική και ανθρώπινη σωτη­ ρία οπούς αρχαίους και νεότερους Ο μέγας Πίνδαρος είναι ο ποιη-

ΤΖ. Σ. ΚΟΥΠΕΡ: Ο θαυμαστός κόσμος των παραμυθιών. Μετ. Θυμ. Μαλαμόπουλου. Αθήνα, Θυμάρι, 1983. Σελ. 157.

| ! | ' \ I ι ’ ; ι

! | I j

ΞΕΝΑΓΩΝΤΑΣ μαγευτικά την ανθρώπινη φαντασία στο φυσικό και υπερφυσικό κόσμο, τα παραμύθια-όπως αποδεικνύουν και οι χαρακτηριστικές ομοιότητες που εμφανίζουν από χώρα σε χώρα- έχουν βαθύτερες συμβολικές έννοιες. Και ερμηνεύουν αρχέτυπες καταστάσεις και εμπειρίες των λογικών όντων, σύμφωνα και με την ανάλυση εδώ του Τζ. Σ. Κούπερ (καμιά συγγένεια με τον Τζ. Φ. Κούπερ, το μεγάλο «παραμυθά»), ο,οποίος «πλησιάζει» το κρυφό νόημα των γνωστότερων παραμυθιών και αποκαλύπτει την υποσυνείδητη διδακτική τους αξία.

| ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΑΒΑΣΗ: i Αιαλεχτικό τρίπτνχο. ι Αθήνα, Δωδώνη, 1983. Σελ. 120.

I ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ τη γενεσιουργό δύναμη της αντίφασης, ο Θεόδ. Καβάσης . στο βιβλίο του αυτό παραθέτει στο πρώτο μέρος -σε ελεύθερη ερμηνεία- σκέψεις και αφορισμούς του Λάο Τσε και του Ηράκλειτου, ενώ στο δεύτερο -που θα μπορούσε να είναι ανεξάρτητη έκδοση- ένα δοκίμιο πάνω στο μαρξισμό. Ιδιαίτερα το τελευταίο στρέφεται περισσότερο προς την πλευρά της ανάλυσης των ροπών που συνθέτουν και αποσυνθέτουν τη θεωρία με την πράξη, αν και οι ιδέες του συγγραφέα δεν κατορθώνουν πάντα να αναπτύσσονται με λεκτική σαφήνεια.


60/οδηγος τής που απασχολεί τον Κακριδή σε 4 δοκίμια. Στο πρώτο: «Πίνδαρος' ο Θηβαίος» (σ. 111 κ.ε.). παρου­ σιάζεται γενικά η γνώση για τον Πίνδαρο (111-113) και γίνεται ανά­ λυση στο προοίμιο του Α ' Ολυμπιόνικου για τον Ιέρωνα (113-117)8 και του Ολυμπιόνικου 6 (117 κ.ε.), όπου πάλι αποδεικνυεται η φροντί­ δα, που δηλώνει ο ποιητής στο προοίμιο, κ.ά. Στο επόμενο: «Άστρον νπέρτατον κλεπτόμενον» (σ. 120 κ.ε.) ο Κακριδής, ξεκινών­ τας από πληροφορίες του ιστορι­ κού Ηρόδοτου για την έκλειψη του ήλιου, οδηγεί στις αντιδράσεις των ποιητών για τις εκλείψεις -αρχικά από τον Αρχίλοχο (122) και τον 9ο Παιάνα του Πινδάρου, όπου ειδι' κά περιορίζεται η ερμηνεία. Το «Αίτνα Νιφόεσσα» (126 κ.ε.) αναφέρεται στην έκρηξη του ηφαιστεί­ ου της Αίτνας με βάση τα κλασικά κείμενα -ειδικά, όμως, τον Α' Πυθιόνικο του Πινδάρου. Τελειώνει η αναφορά στον Πίνδαρο με το δοκί­ μιο: «Οι γυναίκες στον Πίνδαρο» (132 κ.ε.), πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό σε συσχετισμό με άλλα κείμενα -όχι μόνον του Πινδάρου-, όπως λ.χ. Βακχυλίδης (Επίνικος 5), Πίνδαρος αποσπάσματα και 9ος Πυθιόνικος λεπτομερώς (βλ. 137 κ.ε). Ο Βακχυλίδης παρουσιάζεται με τον τίτλο: «Οι “ηΐθεοι” του Βακχυλίόη» (σ. 141 κ.ε.): Συνοπτική βιογραφική παρουσίαση και ειδική ερμηνεία στον διθύραμβο του ποιη­ τή, που έχει δανειστεί τον μύθο από τον κρητικό κύκλο. Η ερμη­ νεία είναι εκτενής, με διαστάσεις από λέξεις σε έννοιες, σε μύθο, σε κείμενα κ.λπ. και μάλιστα -συχνά, όχι μόνον εδώ!- με συσχετισμό και παραπομπή στα δημοτικά μας τρα­ γούδια. Μετά από τους παραπάνω ποιη­ τές ο Κακριδής κινείται πια στη με­ τακλασική εποχή, ειδικά στους αλεξανδρινούς (ή ελληνιστικούς)9 ποιητές -τους πιο σημαντικούς. Πρώτος: ο καλύτερος, ο Καλλίμα­ χος ο Κυρηναίος. Στο δοκίμο «Ακόντιος και Κυδίππη» (σ. 149 κ.ε.) γίνεται, αρχικά, αναφορά γε­ νική στον Καλλίμαχο με τις πολλα­ πλές δραστηριότητές του και έπει­ τα -ειδικά- στο ποίημα «Ακόντιος και Κυδίππη», που εντάσσεται στα περίφημα «Αίτια» (III, Fr. 67-75 Pfeiffer). Ωραία η παρουσίαση και υπεύθυνη. Πρέπει να λεχθεί, όμως, ότι τα κείμενα του Καλλιμάχου εί­

ναι δύσκολα και προβληματικά στην παράδοση και η ποίησή του γενικά είναι μοναδική, γοητευτική, πρωτότυπη και καθοριστική για πολλούς μεταγενέστερους ποιητές. Με τη δεύτερη μελέτη: «Εκάλη» (σ. 157 κ.ε.) ο Κακριδής παρουσιάζει και ερμηνεύει το καταπληκτικό μι­ κρό έπος (=«επύλλιον»)10 του Καλλιμάχου, που έχει σωθεί μόνο σε αποσπάσματα (βλ. Fr. 230-377 Pfeiffer) -κυρίως με λίγους στίχους ή και με λίγες λέξεις σε κάθε απόΟ δεύτερος αλεξανδρινός ποιη­ τής, ο Απολλώνιος, παρουσιάζεται με δύο μελέτες: 1) «Τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου» (σ. 167 κ.ε.) και 2) «Λημνιάδες γυναίκες» (σ. 177 κ.ε.). Το πρώτο αναφέρεται ουσιαστικά στο περίφημο έπος του ποιητή, γίνεται ερμηνεία και συ­ σχετισμός με τον Όμηρο. Το έπος αυτό απασχολεί πολύ τους ερμη­ νευτές (για τον μύθο, τη διατύπω­ ση, τις λέξεις, τους στόχους, τον συσχετισμό με το παλαιό έπος κ.λπ.).11 Το δεύτερο, μετά από γε­ νική περουσίαση του σημαντικού θέματος, εντάσσεται σε ανάλυση δύο επεισοδίων από τον μύθο των Λημνιάδων, όπως τον παραδίδει από τη μια ο Πίνδαρος, από την άλλη ο Απολλώνιος (σ. 180 κ.ε,).12 Ο Θεόκριτος παρουσιάζεται έπειτα με δύο μελέτες: 1) «Θεόκρι­ του Ηρακλίσκος» (σ. 183 κ.ε.) και ’2) «Ελένης επιθαλάμιος» (σ. 192 κ.ε.). Πρόκειται για δύο γνωστά ποιήματα του Θεόκριτου. Η ανά­ λυση και η ερμηνεία των ποιημά­ των είναι φιλολογικά αποδεκτές. Η μόνιμη, απαραίτητη, διάσταση από την παλαιότερη ποίηση ώς τη νεοελληνική ποίηση (τα δημοτικά τραγούδια) τοποθετούν σωστά την κατανόηση στην ποίηση της αλε­ ξανδρινής εποχής (βλ. «νεοελληνι­ κά παινέματα και μακαρισμούς» για γαμπρό και νύφτη, σ. 197 κ.ε.). Ο ιδιότυπος -και δύσκολοςποιητής Ηρώνδας (ή: Ηρώδας) απασχολεί ερμηνευτικά τον Κακριδή. Το πρώτο δοκίμιο, «Ο κακός μαθητής και το άγιο ξύλο» (σ. 201 κ.ε.), στηρίζεται στο ποίημα 3, με τίτλο «Διδάσκαλος». Για τον ποιη­ τή (205 κ.ε.) και την ειδική ποιητι­ κή διατύπωση (τους «μιμιάμβους», δηλ, τους «μίμους» γραμμένους σε ιαμβικούς στίχους, κυρίως: σε χωλιαμβικούς τριμέτρους), που παρα­ δόθηκε κυρίως από παπύρους (σ. 207), και την ιδιαίτερη ουσία του

ποιητικού λόγου και ύφους, ο Κακριδής μας κατατοπίζει απόλυτα. Το δεύτερο δοκίμιο, με τίτλο «Στο παπουτσίδικο» (σ. 211 κ.ε.), αναφέρεται στο ποίημα 7 του Ηρώνδα με τον δικό του τίτλο «Σκυτεύς». Χαριτωμένο, λαϊκό, ανθρώπινο, ει­ ρωνικό, ευχάριστο -και δύσκολοποίημα, με πρόσωπα απλά και λαϊ­ κά (ο τσαγκάρης Κέρδωνας, η Μητρώ -κράχτης του μαγαζιού, που κουβαλάει πελάτισσες-, δύο βουβά πρόσωπα γυναικών, ο Πίστος -υπάλληλος του Κέρδωνα-, ο Δριμύλος, το παιδί του μαγαζιού), με μονομαχία, κουβεντολόγι, διαδικα­ σίες, παζάρια και αγορές -όλα, που γοητεύουν τον αναγνώστη και οδηγούν, όμως, σε σωστές διαπι­ στώσεις για την ανθρώπινη και κοινωνική σχέση της εποχής εκεί­ νης. Η περίφημη ποιήτρια Ήριννα, που πέθανε 19 χρονών, που την επαινούσαν αρχαίοι ποιητές και λόγιοι (πρώτος ο Ασκληπιάδης ο Σάμιος), παρουσιάζεται εδώ λε­ πτομερώς (σ. 218 κ.ε.). Δεν έχουν σωθεί αρκετά ποιήματα! Δύο επι­ τύμβια επιγράμματα στη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε πρόωρα, εί­ ναι έξοχα (Α.Ρ. 7, 710 και 712). Σώθηκε ακόμη ένα (Α.Ρ. 6, 352). Το επύλλιο «Ηλακάτη» είναι -όπως σώθηκε- ένα σπάραγμα 'εξαμέτρων στίχων και γράφτηκε για τον θάνα­ το της Βαυκίδας. Οι στίχοι, που σώθηκαν, έχουν μόνιμο ερμηνευτι­ κό πρόβλημα. Προσπάθειες να συμπληρωθούν οι φοβερά ακρωτη­ ριασμένοι στίχοι έγιναν πολλές, χωρίς όμως τα αποτελέσματά τους να είναι σίγουρα.13 Ο Κακριδής ασχολείται με τα προβλήματα αυτά και προσπαθεί να προβάλει την ου­ σία της ποιήτριας στη μέλετη με τίτλο «Άμοιρη Βαυκίδα, Βαυκίδα αγαπημένη». Με το δοκίμιο «Μέλη παροίνια» (σ. 228 κ.ε.) παρουσιάζει ο Κακριδής τον τελευταίο, ανώνυμο, ποιη­ τή. Μεταφράζει το συμποτικό ποίημα («σκόλιο»), όπου μια πα­ ρέα από χαροκόπους «διατυπώνει την εύθυμη φιλοσοφία της πάνω στην ώρα του γλεντιού». Γενική ανάλυση (σ. 230 κ.ε.) και συσχετι­ σμός με νεοελληνική ποίηση. Το σημαντικό αυτό βιβλίο τελειώνει με ένα «Παράρτημα». («Αρχαίοι και νέοι ελληνικοί αίνοι», σ. 235 κ.ε.), όπου -πολύ συνοπτικά- καταγρά­ φονται και προβάλλονται ειδικά κείμενα, όπως: Ησίοδος, 'Εργα 202


οδηγος/61 κ.ε. («Το γεράκι και το αηδόνι»), Σημωνίδης Αμοργίνος 11 D. («Ο αετός και το σκαθάρι»»), αίνος του Κολοκοτρώνη («Τα γαϊδούρια και ο Κάλφας τον Σαμαρτζή», 6λ. Ηπειρωτ. Εστία 8, 1959, 273, και «Ο λύκος και το αρνί», δ.η., 275), Μακρυγιάννης («Ο Δεσπότης και ο Διάκος», Απομνημ. Μακρυγ. 298 κ.ε., και «Ο άνθρωπος και το άλο­ γο», ό.π. 316 κ.ε.). Ακολουθούν ει­ δικές «Σημειώσεις» (243 κ.ε.) και «Πίνακες» (σ. 269 κ.ε.) για πρόσω­ πα και πράγματα, για χωρία και λέξεις. Συμπέρασμα: Το βιβλίο του I. Θ. Κακριδή δεν είναι μια περιορισμέ­ νη, απλή προσφορά στους αναγνώ-

ντες, για να χαρούν την παρουσία­ ση της ποιητικής δημιουργίας από τον 7ο ώς τον 3ο αι. π.Χ. Είναι μια πολυποίκιλη, πολυδιάστατη, θετι­ κή προσφορά, που επιβεβαιώνει τη φιλολογική κατάρτιση, την ερμη­ νευτική ικανότητα, την επιστημονι­ κή μεθοδολογία, τη γοητευτική διατύπωση και την ευρύτατη γνώ­ ση -από την αρχαιότητα ώς τη σύγ­ χρονη εποχή- του Κακριδή. Ό ποιος διαβάσει τα δοκίμια αυτά θα κατανοήσει πάλι -από την πλευρά αυτή- ποια είναι η μοναδι­ κή προσωπικότητα του εξαιρετικού φιλολόγου I. Κακριδή.

Σημειώσεις:

ρεςμετά τη δημοσίευση του απ. (βλ. Atene e Roma, N.S. 19, 1974, 113128 και Museum Criticum 8/9, 197374, 3-94). Την ίδια εποχή ο Β. Mar­ zullo διατύπωνε τις πρώτες επιφυ­ λάξεις του για τη γνησιότητα. Μια άλλη φιλολογική συνάντηση γίνεται -τον ίδο χρόνο!- στη Βέρνη και στη Ζυρίχη για τη γνησιότητα. Από τη συζήτηση αυτή ο Th. Gelzer δημο­ σιεύει τη ριζικά αρνητική θέση (Mus. Helvet. 32, 1975, 12-32). Α λ ­ λα επιχειρήματα κατά της γνησιότη­ τας: «Poetica» 6, 1974, 468-512. Συ­ ζητήσεις και αντιθέσεις μεγαλώ­ νουν: West, Merkelbach, Austin, Burckert, Groenewald, Kannicht, Treu, Page, Marcovich, Lasserre, Risch, Gentili κ.ά. Ώ ς σήμερα! 4. H a ' έκδοση έγινε από τον Ε. Egger το 1863 (Παρίσι). Από τις επόμενες εκδόσεις του παπύρου βλ. F. Blass, Das agyptische Fragment des Alkman (Hermes 13, 1878, 15 κ.ε.) και A. Garzya, Alcmane, I Frammenti, Na­ poli 1954. Φυσικά το ποίημα έχει δημοσιευθεί στις γνωστές εκδόσεις των Bergk, Diehl και Page. 5. Το ποίημα αυτό είναι χαρακτηριστι­ κό δείγμα «ύμνου κλητικού». Είναι σημαντικό όμως να παρακολουθή­ σει κανείς πώς η Σαπφώ συνάπτεται , με την παλαιά παράδοση (μορφή επίκλησης ήδη στο έπος, λ.χ. A 3742 στον Απόλλωνα) και πώς δια­ μορφώνει το ποίημα, πλουτίξοντάς το με χάρη, ευαισθησία, εικόνες και προσωπικά αισθήματα. Έτσι η επι­ κή «επίκληση» γίνεται προσωπικό θέμα, μέσα στα έντονα βιώματα του ανθρώπου. Πολλοί φιλόλογοι έχουν ασχοληθεί με την ερμηνεία αυτού του ποιήματος, λ.χ. Wilamowitz, Lobel, Turyn, Cameron, Snell, Kamerbeek, Grassi, Verdenius, Page, Luppino, Bowra, Frankel κ.ά. 6. Η έκδοση, πρώτη: Ostracon saec. Ill a. C. : ed. Norsa, Annali d. R. Scuola n.s. di Pisa, V I 1937. 7. To θέμα απασχόλησε πολλούς φιλο-

1. Την ιστορία με τον Άυκάμβη και τη Νεοβούλη μνημονεύουν και αρχαίοι μεταγενέστεροι ποιητές, λ.χ. Οράτιος, Epist. 1, 19, 25, και επιγραμ­ ματοποιοί, όπως ο . Αιοσκορίδης (ΑΡ 7, 351), Ανώνυμος ή Μελέαγρος (7, 352) κ.ά. Βλ. Α. Σκιαδάς, Ψογερός Αρχίλοχος (περ. «Αθηνά» 68, 1965, σελ. 43-48). 2. Το σημαντικό αυτό ποίημα έχει ώς τώρα προβλήματα. Στην τελευταία, σημαντική έκδοση των ελεγ. και ιαμβ. ποιητών ο Μ. L. West (Ox­ ford 1971) αποδίδει το ποίημα οπόν Ιππώνακτα (Ιππ. 115 W.) ακολου­ θώντας τις απόψεις παλαιότερων • φιλολόγων. Ήδη ο Blass το 1900 -ένα χρόνο μετά την έκδοση του παπυρ. απ. από τον R. Reitzenstein, το 1899, που το αποδίδει στον Αρχί­ λοχο- απέδωσε τους στίχους στον Ιππώνακτα και με την άποψη αυτή συμφώνησαν πολλοί, λ.χ. Crusius, Perrotta, Terzaghi, Lasserre, Mas­ son κ.ά. Αλλοι αποδίδουν τον πρώ­ το επωδό (79α D) στον Αρχίλοχο και τον δεύτερο (79 b, 80 D.) στον Ιππώνακτα, λ.χ. Jurenka, Romagnoli, Cantarella, Marzullo, Pfeiffer κ.ά. Σε κάποιον μεταγενέστερο αλε­ ξανδρινό ποιητή ή σε κάποιον μιμη­ τή του Αρχιλόχου αποδίδουν τα ποιήματα μερικοί ερευνητές, κυρίως Ιταλοί, λ.χ. Coppola, del Grande, Pasquali. Σήμερα κυριαρχεί η άπο­ ψη (όχι σε όλους), πως και τα δύο ποιήματα ανήκουν στον Αρχίλοχο (βλ. Μ. Treu, Β. Snell). Πρόβλημα σημαντικό! 3. Θεωρώ απαραίτητο να πληροφορή­ σω τους αναγνώστες, ότι όλα τα πα­ πυρικά αποσπ. δημιουργούν προ­ βλήματα. Αυτό δείχνει ιδιαίτερα την αντίθεση και την αντιμαχία των φιλολόγων. Πρώτη αντίδραση για το παπυρ. αυτό απόσπ. ήταν η συ­ νάντηση των ελληνιστών των παν! μίων Urbino και Bologna, λίγες μέ­

ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ Δ. ΣΚΙΑΔΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΠΠλ: Π έντε ποιήματα σε δική τους απεικόνιση. Αθήνα,

Διογένης, 1983. Σελ. 45. ΜΕ -κατακτημένη σχεδόν- δική του γλώσσα ποιητικής έκφρασης ο Δημ. Πέππας σε τούτη την καινούρια συλλογή του ανοίγει διάλογο με τον εαυτό του και με όποιο άλλο ον νιώθει πιο κοντινό του, για να σχηματοποιήσει την αγωνία του. Και ο στίχος του, ασθματικός, έχει την ίδια αγωνία και μορφικά, ενώ πίσω από τις λέξεις είναι φανερή η ύπαρξη ακόμη ελπίδων που επιτρέπουν την άνθηση μιας , κάποιας προσμονής... ΛΟ ΥΚ Α ΚΟΥΣΟΥΛΑ: Μ ετά τα φιλολογικά.

Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 147. ΟΙ προσεγγίσεις του Λουκά Κούσουλα στο λογοτεχνικόκριτικό χώρο έχουν μια ιδιαιτερότητα, που είναι και η γοητεία τους. Ξεκινούν από ένα κάτι, από το μέρος, για να φωτίσουν κάποια στιγμή -φευγαλέα- το γενικότερο όλο και να ξανατραβηχτούν πάλι. Και η αξία τους έγκειται -σε μεγάλο βαθμό- στην επιλογή αυτού του κάτι... (Πάντως, πληροφοριακά, μπορεί να αναφερθεί ότι τα «φιλολογικά» δοκίμια τούτου του βιβλίου πρωτοδημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά, μέσα στα'τελευταία χρόνια, και τώρα -δίκαια- συγκεντρώθηκαν σ’ έναν τόμο.) Μ ΙΧΑΛΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Ελένη Παπαδάκη. Αθήνα, Εστία. Σελ. 214. ΜΙΑ σκιαγράφηση της Ελένης Παπαδάκη αποπειράται σ’ αυτό


62/οδηγος ματική ποίηση επικής δομής σε λί­ 12. Το θέμα τεράστιο και σημαντικό. λόγονς. Ήδη ο Κακριδής έχει γρά­ γους στίχους, που άνθησε και αγα­ Ακόμη και σε κείμενα γραμμικής ψει για το ποίημα αυτό με θέμα: γραφής Β ' από την Πύλο γίνεται πήθηκε κατά την ελληνιστική επο­ «Zu Sappho 44 LP» (στο «Wiener χή. Εδώ συμπεριλσμβάνονταί και συσχετισμός της μυθολογίας της Studien» 77, 1966, 21-26). τα ποιήματα του Θεόκριτου. Επί­ Λήμνου με τις μυκηναϊκές πινακί­ 8. Είναι το περίφημο ποίημα, που αρ­ σης: Ήριννα, Ευφοριών, Μόσχος. δες. Βλ. S. Hiller, RA-MI-NI-JA χίζει: «Άριστον μεν ύδωρ...» Ο Μουσαίος. Βλ. Α. Δ. Σκιαδά, Ελ­ (liva Antika XXV, 1975, 398 κ.ε.). Ολυμπιόνικος αυτός είναι σημαντι­ ληνιστικό και μεταγενέστερο έπος. Ένας στίχος τον Καλλιμάχου, μο­ κός και έχει απασχολήσει πολύ τους ναδικός, με θέμα: «Προς τους ωραί­ Αθήνα 1976. φιλολόγους. Μια έξοχη έκδοση, με ους» (Fr. 226 Pf.) μνημονεύει τη ευρύτατο ερμηνευτικό υπόμνημα, 11. Αναφέρομαι απλώς στην καλή έκδο­ Λήμνο σ’ αυτό το θέμα! δημοσιεύτηκε τελευταία από τον D. ση του Η. Frankel, Oxford 1961, και Ε. Gerber, Pindar’s Olympian One: στις ερμηνευτικές σημειώσεις του A Commentary (Univ. of Toronto έργου «Noten zu den Argonautika 13. Για την Ήριννα πβ. Kurt Latte, Press 1982). des Apollonios», Miinchen 1968. BaErinna, Gottingen 1953 (Nachr. d. 9. «Hellenismus» ονόμασε την εποχή . σικά υπομνήματα στο 3o βιβλίο των Akad. d. Wiss. Gott., Phil. Hist. Kl., αυτή πρώτος ο J. G. Droysen στο «Αργοναυτικών» βλ. Μ. Μ. Gillies 79-94 - Kleine Schriften, Miinchen έργο «Geschichte des Hellenismus» (Cambridge 1928), A. Ardizzoni 1968, 508-525). F. Scheidweiler, 1836-1893 (δημοσιεύτηκε ως συνέ­ (Bari 1958), F. Vian (Paris 1961). Erinnas Klage um Baukis (Philoloχεια του έργου: Geschichte Alexan­ Μελέτες πολλές και σημαντικές, λ.χ. gus 100, 1956, 40-51). D. N. Levin, ders des Grossen, 1833). των φιλολόγων Ρ. Handel, Ε. EicQuaestiones Erinneanae (Harward 10. Ο όρος «επύλλιον» δημιουργεί προ­ hgriin, Ε. S. Phinney, A. Hurst, D. Studies in Cl. Phil. 66, 1962, 193βλήματα, διότι είναι επινόηση των N. Levin, P. Thierstein κ.ά. Τελευ­ 204). A. A. Σκιαδάς, Homer im φιλολόγων και όχι όρος της παρά­ ταίο άρθρο στην RE Suppl. XIII, griech. Epigramm, Athen 1965, 133δοσης. Η λέξη (υποκορ. του 1973, τον H. Herter: «Apollonios 137, και «Η ποιήτρια Ήριννα» (στο «έπος») χαρακτηρίζει επικά ποιή­ der Epiker» (συμπλήρωμα στο άρ­ «Μικρό Αφιέρωμα» για την Έλλη ματα μικρής έκτασης, δηλ. αφηγη­ θρο του Knaack στη RE). Αλεξίου, Αθήνα 1978, σελ. 88-99).

Περιέχει τα 109 θέματα της εγκυκλίου Γ2/2 1 13/22-8-83 του Υπουργείου Παιδείας Κάθε συντακτικό φαινόμενο παρουσιάζεται αναλυ­ τικά σε μια σειρά θεμάτων. Με τον τρόπο αυτό ο μαθητής κατανοεί και εμπεδώνει το Συντακτικό αποκτώντας έτσι πολύτιμη εμπειρία για την αντι­ μετώπιση του αρχαίου κειμένου. Σε όλα τα θέματα υπάρχουν επίσης γραμματικά και ερμηνευτικά σχόλια. Πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι απαραίτητο στους μαθητές της A ' και Β ' Λυκείου και ιδιαίτερα στους υποψήφιους της 3ης Δέσμης.

Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις σε κείμενα της Β ' Λυκείου προέκυψαν από την καθημερινή διδακτική πράξη. Κυρίως επιδιώκουν ν ’ απαντήσουν στα καίρια ερωτήματα: Τ ι πρέπει να διδαχτεί, τι είναι δυνατό να διδαχτεί μέσα σε μια σχολική χρονιά και πώ ς τέλος μπορεί να διδαχτεί σε μια διδακτική ώρα. Προσπαθώντας οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις να συνδυάσουν το γενικό με το ειδικό (το συγγραφέα και το συγκεκριμένο κείμενο) δεν παύουν ν ’ αποτε­ λούν μίαν απόπειρα λογοτεχνικής «ανάγνωσης» προσιτής όχι μόνο σε φιλολόγους και μαθητές, αλλά και σε κάθε φιλότεχνο·και αισθαντικό αναγνώστη.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ» Μαυρομιχάλη 60 ΤΗΛ.: 36.36.083

ΑΘΗΝΑ


οδηγος/63

αλήθεια, συμβαίνει εδώ» Ρ ΟΥ Λ Α Σ . ΑΛΑΒΕΡΑ: Ακηδία. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 123. Η Ρούλα Αλαβέρα, σύζυγος του θεσσαλονικιού λογοτέχνη -διηγηματογράφου- και εκδότη του περιοδικού «Νέα Πορεία», ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 μια αυτόνομη ποιητική πορεία με το «Πέρασμα» (1964-66). Η πορεία αυτή είχε δυο σημαντικούς σταθ­ μούς: το 1970, με τη συλλογή της «Περί της δεσποτείας των αντιαζομένων» και το 1973 με το «Κρανιοτρύπανο». Στη συνέχεια ο ποιητι­ κός της λόγος, το 1974 με τη συλλογή «Μια ημερομηνία παλιά», το ’78 με την «Ποίηση συρταριού», το ’81 με τα «Μπλουζ» και το ’82 με το «Οδοιπορικό», διέγραψε την οδυνηρή κάθε ποιητή και δημιουρ­ γού πορεία, ώσπου φτάνουμε, το 1983, στην «Ακηδία». «Ακηδία εστί, πάρεσις ψυχής και νοός έκλυσις», είναι το επεξηγημα­ τικό μότο που συναντούμε στην αρ­ χή του βιβλίου της, παρμένο από την «Κλίμακα», ένα βιβλίο μοναστικής διάνοιας. Όπως επεξηγεί η ίδια η Αλαβέρα, η ακηδία είναι «φαινόμε­ νο που παρατηρείται συχνά στον σύγχρονο άνθρωπο. Ίσως αυτή η εγκατάλειψη της μέριμνας για το “σχήμα” συνιστά μια παθητική αν­ τίσταση ή μια ενστικτώδη παραίτη­ ση που κάνει σήμερα ο αδύναμος ή ευαίσθητος άνθρωπος για να ουδετερώσει ή αποδυναμώσει τους ποι­ κίλους βομβαρδισμούς που δέχεται με κίνδυνο διάλυσης του εσωτερι­ κού του πυρήνα». Έτσι, λοιπόν, το «ποίημα» παρα­ κολουθεί την ιστορία μιας γυναίκας, απ’ το ξεκίνημα της ζωής της μέχρι την τελική της ακηδία και το τέλος της, μέσα απ’τον κόσμο των ενδυμά­ των της. Τα εισαγωγικά στο «ποίη­ μα» θέλουν να πουν ότι η ζωή της

Ωραίας Γεωργιάδου, της «ηρωίδας», δίνεται σε 91 ποιήματα-ποιη­ τικές συνθέσεις- διαλόγους ή κατα­ γραφές, που αποτελούν ένα συνεχό­ μενο work in progress αδιαίρετο, που διαβάζεται, υπάρχει και ελέγ­ χεται συνολικά. Ας δούμε πάλι πώς η ίδια η ποιήτρια ορίζει την «Ακηδία»: «[η Αλα­ βέρα]... διαγράφει την τροχιά τής ζωής μιας γυναίκας μέσα από τον κόσμο των ενδυμάτων της, στη ροή της καθημερινότητας, απαρχής μέ­ χρι θανάτου· μιας ζωής ενός σώμα­ τος που βαθμιαία φθείρεται κάτω από τα ρούχα του, ενώ αυτά αλλά­ ζουν μορφές και χρώμα, πότε για να καλύψουν κενά και πότε για να ξεπεράσουνι το φόβο. Η εξέλιξη της σχέσης αυτής κορμιού-ενδύματος συνεχίζεται ώς το τέλος, ακόμα και όταν τα γηρατειά, η αρρώστια, η κα­ τάθλιψη και η αδιαφορία καταστέλ­ λουν τις ψυχολειτουργίες και στα­ ματούν τη συμμετοχή της ηρωίδας

το βιβλίο ο αδελφός της, παρουσιάζοντας μια σειρά από ντοκουμέντα της ζωής και της θεατρικής σταδιοδρομίας τής μεγάλης -και αδικημένης, · ακόμη και στο θέατροηθοποιού. Συγκεκριμένα, στο αφιέρωμα περιλαμβάνονται κριτικές, φωτογραφίες από παραστάσεις, γράμματα της ίδιας και άλλα στοιχεία από τη σύντομη καλλιτεχνική διαδρομή της (πέθανε στα 36 της χρόνια), που επιτρέπουν στους νεότερους να γνωρίσουν τόσο την ηθοποιό όσο και τον άνθρωπο. Κύκλος Καβάφη. Αθήνα, Εταιρία Σπουδών, 1983. Σελ. 217.

ΕΤΟΣ Καβάφη το 1983 και μια από τις πιο σοβαρές εκδηλώσεις του ήταν οι ομιλίες που έγιναν τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο πέρσι στην Εταιρία Σπουδών. Και ακριβώς τα κείμενα αυτών των ομιλιών, από κορυφαίους -παλιότερους και νεότερουςκαβαφιστές, περιλαμβάνει αυτός ο τόμος. Έτσι, τελικά, ο «Κύκλος Καβάφη» αποτελεί μια πολύτιμη καταγραφή πολύμορφων κριτικών προσεγγίσεων του έργου και της παρουσίας του ποιητή (οι οποίες αξίζουν προφανώς η κάθε μια ιδιαίτερη εκτίμηση, ξεχωριστά και εκτεταμένα...). ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΕΡΑΝΗ: Ένας ευαίσθητος μποξέρ που έγινε αστυφύλακας. Αθήνα,

Δίφρος, 1983. Σελ. 108. ΜΙΑ σειρά διηγημάτων ο «Μποξέρ», με μια ιδιομορφία αρκετά σπάνια στον πεζό λόγο: τα κείμενα αποτελούν ουσιαστικά μια γέφυρα προς την ποίηση, τόσο στη μορφή όσο και στη διάθεση. (Άλλωστε, ο Στέλιος Γεράνης, σαν ποιητής έχει βρει την κύρια «γλώσσα» έκφρασής του.) Αυτό όμως δεν κάνει τα διηγήματα


64/οδηγος στην ενεργό ζωή» (πληροφοριακό φυλλάδιο από την παρουσίαση της «Ακηδίας»). .Νά πώς ορίζεται η Ωραία Γεωργιάδου: «Η Ωραία Γεωργιάδου, γεν­ νήθηκε απ’τις α-συμφωνίες, τις δευτερεύουσες ζωές και τους, μονόλο­ γους των ενδιάμεσων, όπως πάντα. Και πάντα. Η Ωραία Γεωργιάδου ήταν περιστατικά ζωής που ανακα­ λείς στη ζωή για να μελετήσεις τα θέλγητρα του θανάτου· θαμώνες όλοι του Κεντρικού Καφέ-θάνατος. (...) Πρώτη εφαρμογή ένακαρναβα-' λίστικο σχολικής γιορτής: ταφτάς ροζ με κολλάρο κλόουν, φούσκα μα­ νίκι, ένα χάρτινο λουλούδι στο κον­ τό γυαλιστερό μαλλί της κόρης της και λίγα λεφτά στο ασορτί ταφταδέ­ νιο, ροζ, πουγγί· για σερπαντίνες λαβύρινθους φίδια στα κεφάλια των περουκιασμένων συμμαθητριών, λε­ μονάδα, ένα γλυκό» («Ακηδία», σελ. 9). Ό λα τα ποιήματα, ή σχεδόν όλα, αποτελούν μια ηχογράφηση της εξο­ μολόγησης της Ωραίας Γεωργιάδου και των σχολίων της ποιήτριας σ’ αυτά. Τυπογραφικά, τούτο δίνεται με εκτύπωση όρθιων γραμμάτων όπου μιλάει η ηρωίδα και πλαγίων όπου παρεμβάλλεται η δημιουργός της. Έτσι, δίνεται η εντύπωση ότι το συνολικό ποιητικό νόημα θα μπο­ ρούσε να αποτελεί και ποιητικό θέα­ τρο. (Εξάλλου στην παρουσίαση της «Ακηδίας» στην γκαλερί «Κοχλίας», στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τα πρω­ τότυπα σχέδια του Γιάννη Τσεκλένη που εκτέθηκαν -σχέδια που σχολιά­ ζουν στο βιβλίο τα ποιήματα της Αλαβέρα-, το «χάπενινγκ» της βρα­ διάς ήταν η «παράσταση» που έδω­ σαν, «παίζοντας» ποιήματα από την «Ακηδία», δυο ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε., υποδυόμενες την Ωραία Γεωργιάδου η μία και την ποιήτρια η άλλη.) Η πορεία της ηρωίδάς σχολιάζε­ ται διπλά-η Ωραία Γεωργιάδου μέ­ σα στην πρέσα- και απ’ τους δύο συντελεστές του βιβλίου: την Αλα­ βέρα και τον Τσεκλένη. Είναι έντο­ νη και χαρακτηριστική η ειρωνική θέαση της Ωραίας απ’ τον Τσεκλένη. Από την άλλη πλευρά όμως, η εναρκτήρια ειρωνική διάθεση της ποιήτριας δίνει τη θέση της, όσο προχωρεί η «Ακηδία» στην ηρωίδα, σε μια συμπάθεια και μια προϊούσα αγάπη, τη γνωστή άλλωστε αγάπη του δημιουργού προς το πρόσωπο-δημιούργημα. Νά πώς ορίζεται η πορεία της

Ωραίας απ’ τη δημιουργό της: «Η ηρωίδα μου, δεν έχει το πρόβλημα της υπόστασης, όπως άλλωστε οι πε­ ρισσότεροι άνθρωποι του καιρού μας. Περιγράφει το ευερέθιστο, τις απασχολήσεις της σα μάνα, εντοπί­ ζει τις εξαρχής ταξικές διαφορές της και αδρανεί, πάντα μέσα από τον κόσμο των ενδυμάτων της. Εκεί ησυχάζει, κρύβεται, ασκώντας ένα κάποιο γούστο που όμως πλάγια και διαβολικά της επιβάλλεται. Κι εγώ προβληματίζομαι διαρκώς και της το λέω, μια και η έγνοια της ολόκλη­ ρη ζωή για τα φορέματά της, τι θα φορέσει, τι θα αγοράσει (κυρίως αυ­ τό), πώς θα το φορέσει, βάζουν φραγμούς στα μάτια της, ακινητοποιούν τα χέρια της, νεκρώνουν τις λειτουργίες της. Με τη δική μου έγνοια-ειρωνεία γι’ αυτήν, φτάνω όμως κι εγώ σιγά σιγά στο χρόνο μηδέν -έστω στο ξαναγέννημα...» (συνέντευξη στην Κάτια Ζελομοσίδου,.«Μακεδονία» 10.12.1983). «Ζευγάρι καμπουριασμένες φτερούγες / Ένα πουλόβερ γκρι κόκκι­ νες ρίγες / τσέπες στη μέση / Καγκουρώ / η γλώσσα στη μύτη / η μύτη στο μέτωπο / τα μάτια στα πόδια / η γλώσσα στο δείκτη / Υπερβολές I η μύτη στην παράσταση / Άγουστη» («Ακηδία», σελ. 17). Έτσι, λοιπόν, ανάμεσα στις περι­ γραφές της Ωραίας και τις παρεμβά­ σεις της ποιήτριας εκτυλίσσεται ο λόγος. Λόγος που είναι αναγκασμέ­ νη να μεταχειριστεί όλο το λεξιλόγιο της ραπτικής (νωμίτες, γκοφρέ, τα­ φτάδες, φράντζες, σάρπες, δαντέ­ λες, τούλια, βελούδα, μακρόταλα γουνάκια, φόδρες, τιράντες, ρόμ­ πες, ποδιές, βαμβακερά, κάμποτα, λαιμόκσψες, καβαδούρες, παγιέτες, ζώνες, εκρού, μεταξωτά, αστραγκάν, ποδόγυρους, παλτά, νυχτικιές, πικέδες, λινά, ταγιέρ, εμπριμέ, κλά­ ρες, φούστες, μανίκια, σατέν, επωμίδες κλπ.) για να πείσει για τη στε­ ρεότητά του και την αλήθεια του. «Ανοίγουν και φουσκώνουν τα πα­ νιά / Ο άνεμος μεταφέρει τα χρεια­ ζούμενα/ Το εφευρετικό μυαλό κινεί μια κούκλα / κερένια I δαντέλλα κρεμ-ζυγωματικά, / ρουζ, καρέκλαδαντέλα κρεμ στα μανίκια / μέσ’ απ’ το μανίκι μαντήλι βατίστα // Ά χρω­ μο ρόδο κρατά τις εναλλαγές των χρωμάτων II Για το φόντο αντιδικού­ με;» («Ακηδία», σελ. 33). Μερικές φορές οι παρεμβάσεις της ποιήτριας έχουν ενσωματώσει μιαν ιδεολογική στάση, πότε σε σχέ­ ση με την ηρωίδα και πότε ανεξάρ­

τητα: «Αλήθεια είναι η ψευτιά των μικροαστών» (σελ. 36)· «Οιμηχανές κλωστοϋφαντουργίας μερίζονται / την εξόντωση, στημόνια ηλεκτρονι­ κά και / πελάτες» (σελ. 104)· «και βέβαια, η εργατική τάξη δεν αστει­ εύεται, / τα “αστικά προλετάρια” τρώει σίδερα» (σελ. 107)· «Ξεναγήσου, Ωραία, στους δύσκολους και­ ρούς / με το ρούχο και γίνου το περί­ γραμμα I του σχεδιαστή / Το πλαστι­ κό -λέξη όλο λυγμού- λέξη συρμού / αποκτά το άγιο όρος του» (σελ. 68). Επισημαίνω την έκφραση «ιδεο­ λογική στάση» σε αντιπαράθεση με την «ιδεολογική θέση»; προς απο­ φυγήν παρεξηγήσεων. Η γενικότερη βέβαια ιδεολογική στάση της ποιήτριας απέναντι στο θέμα της (γιατί η «Ακηδία» είναι ένα βιβλίο στο οποίο η δημιουργός του έχει κάποια τοποθέτηση απέναντι στα συμβαίνοντα) τεκμαίρεται από τη συνολική ανάγνωση του έργου, και όχι αποσπασματικά. Η κατάληξη της αναζήτησης ψι­ μυθίων, η αναζήτηση που μας επι­ βάλλεται από τα media (μας επιβάλ­ λεται;) , η ζωή μέσα απ’ τη γυναικεία ένδυση, οι εικόνες και τα πεπραγμέ­ να της καθημερινότητας, οι σκόρ­ πιες κουβέντες με τον άλλο, με τα παιδιά, με τους γονείς, με τους άλ­ λους, οι μουσικές που περιβάλλουν τα δρώμενα, όλα αυτά συντείνουν στην «Ακηδία», όπου η ακηδία αυτή παίρνει, θέλει δε θέλει, διάφορες μορφές και μεταμορφώσεις. Ο ποιητικός λόγος στην «Ακηδία» είναι ανάμιχτος, συχνά μέσα στο πεζολογικό του ύφος είναι άνισος-φυ­ σιολογική ίσως επίπτωση της θεα­ τρικότητας (συνειδητής θεατρικό­ τητας) του λόγου, που πολύ λίγες φορές δεν είναι διάλογος. Παρά­ δειγμα ενός στέρεου ποιητικού λό­ γου είναι και το τέλος της «Ακη­ δίας»: «Δεν είναι λοιπόν τα δαπανήματα και τα τιμήματα. Είναι το μέρισμα της δικαιοσύνης, η ανάγκη ν’ αδειάσω όσο πιο γρήγορα τη ζωική μου πρόοδο και ν’ αντιγράψω τη διαδι­ κασία αυτής της μεταμόρφωσης απ’ το γεμάτο στο άδειο σε προσωρινά “αντικείμενα”. Α ν βρεις σ’ αυτήν τη διαδικασία ανθρώπους να κλαίνε τους νεκρούς τους, σημείωσέ τους. Μη μπερδευ­ τείς μ ’ ανθρωπάκια που περισώζουν την τσιγκουνιά τους, πράγμα ολότελα διαφορετικό κι ανάξιο λόγου. Σημείωσε τις μέρες και τους μήνες


οδηγος/65 της δουλειάς αυτής, σημείωσε τις νύ­ χτες και το χρόνο. Σημείωσε τις χα­ ρές, τις λύπες, τη δύναμη, την αντο­ χή, την έλλειψη αντοχής. Ό λες οι αρετές σωρευμένες στην εισαγωγή της μέρας που ξημερώνει. Κι αυτά, απ’ τη μεριά της μέρας που ξημερώνει. Α π ’ τη μερ^ά μου, τίπο(«Ακηδία», σελ. 123) Στο σημείωμα αυτό προσπαθήσα­ με να βρούμε (δίνοντας ενδιάμεσα και ορισμένα χαρακτηριστικά πα­ ραδείγματα) τα όρια του ποιητικού τόπου της ποιητικής συλλογής

«Ακηδία», τηςΡούλας Αλαβέρα. Σί­ γουρα η «Ακηδία» αξίζει μια βαθύ­ τερη, κριτική προσέγγιση, που το σημείωμα αυτό μόνο ορισμένες νύ­ ξεις δίνει για την πραγματοποίησή της. Ελπίζουμε η κριτική να μη στα­ θεί αμήχανη, όπώς πολλές φορές συ­ νέβη μπροστά σε άλλα βιβλία ποιη­ τικά ή πεζογραφήματα, και να προσπαθήσει να προχωρήσει παρα­ πέρα τη διερεύνηση του λόγου της Αλαβέρα, μια που σίγουρα «κάτι, αλήθεια, συμβαίνει εδώ». Γ. ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ

αγώνας ηρωικός και συναμα τραγικός ΣΤΑΥΡΟ Υ ΒΑΒΟΥΡΗ: Carmina Profana. Ποίηση, αριθ. 18. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 57. Ο Σταύρος Βαβούρης, όπως σημείωσα και άλλοτε,1 έχει φέρει στη μεταπολεμική μας ποίηση (θα έλεγα και στην πεζογραφία, με τη μοναδική συλλογή διηγημάτων του που εξέδωσε ως τώρα2) μια ατμόσφαιρα ζόφου και μυστηρίου, μέσα στην οποία διαδραματί­ ζονται οι ανθρώπινες πράξεις, κάτω από τη βασανιστική πίεση σκληρών και αβυσσαλέων παθών και, θα πρόσθετα τώρα, υπό το απλανές βλέμμα κάποιας σκληρής και αποκρουστικής στην όψη, αδυσώπητης γριάς μοίρας. Ο άνθρωπος είναι έρμαιο και παι­ χνίδι καθημερινό αυτής της μοίρας, η οποία τον οδηγεί σε τραγικά αδιέξοδα, απ’ τα οποία επιθυμεί, δεν μπορεί όμως, να απομακρυνθεί

ή να βρει την έξοδο. Έτσι, η ποίη­ σή του σημασιοδότείται και φορτί­ ζεται δυναμικά από τον έντονο συ­ ναισθηματισμό τόυ μοναχικού αν­ θρώπου. Του ανθρώπου που είναι

λιγότερο ενδιαφέροντα, καθώς μάλιστα η «εσωτερική» τους ανάπτυξη διαθέτει και αμεσότητα και ολοκληρωμένη εξέλιξη, που τα κάνει αυτοδύναμα -κ α ι δυναμικάκομμάτια.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Στο 9ο τεύχος του περιοδικού -για την ελληνική ιστορία«Τότε...» (Ιανουάριος) υπάρχουν, μεταξύ άλλων, τρία πολύ ενδιαφέροντα άρθρα. Το πρώτο για τα αιματηρά γεγονότα της Δράμας και του Δοξάτου το 1941. Το άλλο για τη Συμφωνία του Αιβάνου το 1944. Και το τρίτο για την αλληλογραφία της Φρειδερίκης με τον αμερικανό στρατηγό Μάρσαλ. Μια νέα επιθεώρηση τέχνης, η «Πολιτιστική», παρουσίασε το πρώτο της τεύχος τον Ιανουάριο. Περιλαμβάνει πλήθος από συνεντεύξεις, ανασκοπήσεις, άρθρα και κριτικές, αρκετά ερεθιστικά, αν και το περιοδικό ακόμη δε δείχνει να έχει βρει την προσωπικότητά του (εκτός κι αν η προσωπικότητά του είναι ακριβώς αυτός ο πλουραλισμός θεματογραφίας και προσεγγίσεων...). Έ να αφιέρωμα στη λογοτεχνία της Δανίας περιλαμβάνει στο τεύχος 29-30 (Νοέμ.-Δεκ. 1983) το περιοδικό «Λέξη», ανάμεσα στην υπόλοιπη ύλη του, όπου μπορούν να σημειωθούν ποιήματα της Σαπφώς (σε μετάφραση Ελύτη), κείμενα του Χατζιδάκι («Βιογραφικά και άλλα τινά για πενήντα τραγούδια μου»), του Ταχτσή, του Μάριο Βίττι και άλλων. Στον «Ιανό», αυτό το «τετράδιο αναζητήσεων», το τεύχος 6 (Νοέμ. 1983) καλύπτεται ολόκληρο από ένα αφιέρωμα στην τοξικομανία (τη νόμιμη και την παράνομη), με κείμενα ελληνικά και ξένα πάνω στο πρόβλημα. Στον τρίτο τόμο των «Εθνογραφικών» (που


66/οδηγος

ΣταύροςΒαβούρης κυριευμένος από αγωνιώδη και απέλπιδα προσδοκία, που ζει στην πιο μαύρη απόγνωση, με οδηγό, τυφλό, τα πάθη του και τα παθή­ ματα του, τα καθημερινά και τα μόνιμα, που η ζωή του παραβιάζεται (και βιάζεται) συνεχώς από τα αδιάκριτα και απάνθρωπα βλέμμα­ τα του περίγυρου που εισχωρούν στα εσώτατα του είναι του για να τον συντρίβουν ολοκληρωτικά. Αναγκαστικά, λοιπόν, ο ποιητής αμύνεται, με μόνο όπλο του την ποίηση, το λόγο, με τα οποία προσ­ παθεί να εξορκίσει το κακό, να το υπερβεί ή να το καταβάλει διά παντός. Έτσι, στα «Carmina Profana», στα βέβηλα δηλαδή ποιήματα, τα ιερά και τα όσια βρίσκονται κά­ τω από το περιπαικτικό βλέμμα και τη χλεύη του ποιητή. Είναι ένας τρόπος άμυνας και αυτός! Στα «Carmina Profana» βλέπουμε την αποκορύφωση της μακρόχρο­ νης προσπάθειας του Βαβούρη να καταλάβει και να καταβάλει τη χλεύη του περίγυρου αλλά και τη δική του, όχι όμως και το τέλος της προσπάθειας αυτής. Παρ’ όλα αυ­ τά, έχουμε μια κάποια στροφή, η ποίησή του γίνεται βλάσφημη και προκλητική, δυναμιτίζει με το σαρκασμό της (η καβαφική ειρω­ νεία έχει παραχωρήσει μέρος της εξουσίας της στον πικρόχολο καρυωτακικό σαρκασμό) και χτυπά με μίσος ό,τι στέκεται ως εμπόδιο μπροστά του. Με την πλήρη αξιο­ ποίηση των δυνατοτήτων του γλωσσικού του οργάνου, η ποίηση του Βαβούρη, δεν διστάζει, για τις ανάγκες της ποιητικής αποτελεσματικότητας, να φτάσει ώς τη χρήση «απαγορευμένων» ή «βλά­ σφημων» εκφράσεων και λέξεων για να ονομάσει τα πράγματα με το όνομά τους, ώστε να τα καταβάλει

πιο εύκολα έτσι, χωρίς υπονοούμε­ να και υπαινιγμούς, όπως γινόταν, σχεδόν πάντα ώς τώρα, στις προη­ γούμενες συλλογές του. Το βιβλίο αποτελείται από τέσ­ σερις μεγάλες ενότητες. Στην πρώ­ τη, κυριαρχεί η μορφή της γριάς μοίρας, η οποία μοιράζει στον κα­ θένα ό,τι έχει στη διάθεσή της, για τον ποιητή όμως δεν έχει άλλο τί­ ποτα από «δυο μούντζες» (σελ. 9) και ένα φαρμακωμένο βλέμμα. Ο παρηγορητικός της λόγος που διαφαίνεται κάπως προς στιγμήν (σελ. 10-11) ακυρώνεται από την «τάξη των πραγμάτων» (σελ. 14). Ο ποιη­ τής όμως δεν υποχωρεί, συνεχίζει ακλόνητος την απελπισμένη του πορεία στις θλιβερές ατραπούς της μοναξιάς και της έλλειψης κάθε επικοινωνίας με το συνάνθρωπο υπό το βλέμμα της γριάς. Η ποίηση του Βαβούρη υποδηλώνει μία αδιάκοπη κίνηση, που, αισθητικά, την ενισχύουν οι πολλές και συχνές και, σχεδόν πάντα, επιτυχημένες παρηχήσεις και συνηχήσεις (ιδίως των · υγρών και ένρινων συμφώ­ νων), μια κίνηση που δεν σταματά ποτέ και η οποία, δυστυχώς, δεν καταλήγει πουθενά. Άλλωστε, τα κινήσεως σημαντικά είναι τα ρήμα­ τα που συναντάμε κατά κύριο λόγο στα ποιήματά του, ενώ κάπου στο τέλος του στίχου ή της φράσης κα­ ραδοκούν ρήματα που με αποφατι­ κό ή καταφατικό ή έστω και ερω­ τηματικό τρόπο ματαιώνουν ορι­ στικά την κίνηση των πρώτων. Έτσι, το στιγμιαίο χαμόγελο και το αισιόδοξο πρωινό ξεκίνημα (σελ. 19) γίνεται τελικά «φαρμάκι σκέτο» (σελ. 20). Αναγκαστικά λοι­ πόν ο σαρκασμός, ο γεμάτος πίκρα και χολή, που δεν μπορείς να ξεχω­ ρίσεις πάντα με ακρίβεια ποιον χτυπά, το υποκείμενο ή το αντικεί­ μενο, είναι το μόνο σίγουρο και ίσως το μόνο ακαταμάχητο όπλο στα αδύναμα χέρια του ποιητή. Άλλωστε, τι σημασία μπορεί να έχει, σ’ αυτή την περίπτωση, μια ακριβής διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου; Στην ποίηση του Βα­ βούρη νομίζω ότι ταυτίζονται από­ λυτα, ότι είναι οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος, γι’ αυτό και η αντίφαση, σημαντική πηγή της ποιητικής λειτουργικότητας, βρί­ σκεται συνεχώς μπροστά μας. Τελι­ κά, στα «Υστερόγραφα», ο ποιητής επιτίθεται στη γριά, που τη βρίσκει συνεχώς μπροστά του να τον περι­ γελά, τη χτυπά αλύπητα με τα ίδια

της τα όπλα, προσπαθώντας, αν εί­ ναι δυνατόν, να εκμηδενίσει για πάντα την κυριαρχική και βασανι­ στική παρουσία της. Μάταια βέ­ βαια. Στην τρίτη ενότητα, όπου συναν­ τάμε το γνώριμο και από αλλού3 μοτίβο της βροχής, η τεχνική, μπο­ ρούμε να πούμε, μας επαναφέρει στην τεχνική του συνθετικού ποιή­ ματος «Στον αστερισμό των εγκλί­ σεων και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι”», που εκδόθηκε το 1980 στη Θεσσαλονίκη. Έχουμε μπρο­ στά μας ένα ακόμη παιχνίδι με τους χρόνους της γραμματικής, που καταλήγουν, όπως πάντα, στην οριστική βεβαίωση του τραγικού αδιέξοδου της μοναξιάς και της ζωής, στην τελική ματαίωση κά­ ποιας, αρχικά ελπιδοφόρας, προσ­ πάθειας. Η πίκρα, η απογοήτευση, ο σαρκασμός και η ακατανίκητη διάθεσή του να χτυπήσει με λύσσα και μανία, με μίσος θα έλεγα καλύ­ τερα, ό,τι και όποιον στέκεται μπροστά του, τον φέρνουν πολύ κοντά στον αρχηγέτη της αρχαίας λυρικής ποίησης, τον Αρχίλοχο τον Πάριο. Το φαρμάκι του Αρχίλοχου είναι της ίδιας ποιότητας και πο­ σότητας με το φαρμάκι που ρί­ χνουν τα βέλη, συγγνώμη, οι στίχοι ήθελα να πω, του Βαβούρη. Η επο­ χή όμως είναι διαφορετική κι έτσι δεν πρόκειται να δούμε αυτόχειρες, θύματα της σκληρότητας του ποιητή. Είπα πιο πάνω ότι όλα τα ποιή­ ματα της συλλογής είναι προκλητι­ κά, μπορούν (και το επιθυμούν, φαντάζομαι) να προκαλέσουν την αντίδραση, να πληγώσουν και να πληγωθούν ανεπανόρθωτα. Και όμως! Δεν ξέρω για ποιους λόγους δεν βρήκαν το στόχο τους. Αναφέρομαι βέβαια στην κριτική και το σινάφι, που τα κάλυψαν με ένα μαύρο πέπλο σιγής. Μήπως αυτό υποδηλώνει αδυναμία της κριτικής να συγκρουστεί, όχι φυσικά με την ποίηση, αλλά με τον ποιητή, ταυτι­ σμένο οπωσδήποτε με το έργο του, προκλητικότατο και εριστικότατο στο έπακρο;4 Στην τελευταία ενότητα, τη βρο­ χή τη διαδέχεται η θάλασσα, το υγρό στοιχείο στην απεραντοσύνη της άρνησης και της μοναξιάς. Τί­ ποτα τελικά δεν επιτυγχάνεται, τί­ ποτα δεν τελεσφορεί. Η ύπουλη σιωπή της κυριαρχεί παντού, γίνε­ ται ένα με τη νύχτα. Το μαύρο μαζί με το γκρίζο είναι τα χρώματα που


οδηγος/67 κυριαρχούν, όχι μόνο στα ποιήμα­ τα αυτής της συλλογής, αλλά στο σύνολο της δημιουργίας του Βαβούρη. Το τελευταίο ποίημα, το «Συμπέρασμα», συνδέει τα «Carmina Profana» με όλες τις προηγούμε­ νες δημιουργίες του ποιητή για να φανεί και έτσι ότι στην ποίησή του υπάρχει ενότητα. Η ποίηση του Βαβούρη είναι μια αδιάκοπη πο­ ρεία με συνεχείς εκτινάξεις προς τα εμπρός αλλά και με μια μόνιμη αναδρομή προς τα πίσω. Μοτίβα γνωστά από την πρώτη του κιόλας συλλογή, πρόσωπα και εικόνες, σύμβολα και παραστάσεις, λεκτικά και στιχουργικά μορφώματα, βιώ­ ματα και συναισθήματα, έρχονται και ξανάρχονται σε κάθε καινού­ ρια συλλογή του Βαβούρη για να συμπληρωθούν, να εμπλουτιστούν, να ακυρωθούν ή να ενισχυθούν, σε τελευταία ανάλυση να φωτιστούν. Από την άποψη αυτή, είναι μια ποίηση σε συνεχή ευθύγραμμη πο­ ρεία χωρίς τέλος και ο ποιητής φαίνεται ότι έχει και μπορεί να πει πολλά ακόμη για πράγματα που τον απασχολούν και, πιστεύω, θα τον απασχολούν βασανιστικά και στο μέλλον. Η ποίηση του Βαβούρη διεξάγει έναν ηρωικό και συνάμα τραγικό αγώνα που καταλήγει πάντα στην

ήττα και τη ματαίωση. Σε πολλά ποιήματά του αυτό επιτυγχάνεται με τη βροχή, που, όσο κι αν επιμέ­ νει ο ποιητής5 ότι δεν είναι, με τη σειρά μου επιμένω κι εγώ ότι, ως προς αυτό το σημείο τουλάχιστον, είναι ένα σύμβολο και μάλιστα μο­ ναδικά αξιοποιήσιμο από τον ίδιο. Ίσως, στην απέραντη μοναξιά που φαίνεται ότι ζει καθημερινά, μονα­ δική του συντροφιά είναι η βροχή που έρχεται συνήθως ξαφνικά και απρόσμενα, για να ματαιώσει ορι­ στικά· και αμετάκλητα τη γέννηση της ελπίδας. Αυτός ο αγώνας κι αυτή η αίσθηση της μοναξιάς, της φθοράς και του τέλους, τον οδη­ γούν συχνά σε εξάρσεις μελοδρα­ ματικού χαραχτήρα, που όμως τις ξεπερνά και τις υποτάσσει η σοφή διάταξη των λέξεων μέσα στο σώμα του ποιήματος και ή στενή σύνδεση της μιας με την άλλη. Α π’ αυτή την αλληλοαναίρεση πηγάζει, κατά κύ­ ριο λόγο, ο συναισθηματικά φορτι­ σμένος λυρισμός του Βαβούρη, που οδηγεί, με μαθηματικά υπολογι­ σμένη ακρίβεια, από το υποκείμενο στο αντικείμενο, από το πρόσωπο στο πράγμα. Έτσι, το υποκείμενο πάσχει συνεχώς, αλλά ποιος είπε ότι δεν πάσχουν και τα πράγματα με τη σειρά τους;

Σημειώσεις:

σελ. 147-170, και τη συλλογή «Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος "έρχομαι”». Εγνατία, σειρά Τραμ. Θεσσαλονίκη, 1980. 4. Δες συνέντευξη τον ποιητή στον Ηλία Κεφάλα, στο περιοδικό «Τομές», τεύ­ χος 87, Ιούλ. -Σεπτ. 1983, σελ. 6-11, και αύγκρινε το εριστικό και οργίλο ύφος τού με τα ποιήματα αυτής της συλλογής, 'όσοι τον γνωρίζουν από κοντά, μπορούν να έχουν μια πιο πλήρη αντίληψη του θέματος. 5. Όπ. π, «Τομές», σελ, 7.

1. Δες κριτική μου για το βιβλίο «Στον αστερισμό των εγκλίσεων και των χρόνων του ρήματος “έρχομαι"», στο «Διαβάζω», τεύχος 46, Σεπτ.-Οκτ. 1981, σελ. 92. 2. «Εν ερημίαις και σκολιαίς». R ' έκδο­ ση. Αθήνα, 1979. Κριτική μου στο περ. «Διάλογος», τεύχος 14, Σεπτ. 1981, σελ. 41. 3. Δες τη σειρά ποιημάτων του με τον τίτλο «Λόγω της βροχής», στον τόμο «Ποιήματα». Ερμής, Αθήνα 1977,

ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ

FPF/Υ Λ BAR

m

σπευσιπηου 15 * MCfcwvaw · 7228639^^

κυκλοφόρησε μέσα στο 1983, καλύπτοντας τις χρονιές 1981 και 1982) υπάρχουν μερικά εξαίρετα -αν και ειδικάμελετήματα και ανακοινώσεις ερευνών, όπως για την κεραμική στην Άρτα επί Τουρκοκρατίας (της Αγγελικής Βαβυλοπούλου-Χαριτωνίδου), για τις φορεσιές στην Ορεινή Σερρών (της Ιωάννας ΪΙαπαντωνίου), για τους χορούς των Μεγάρων (της Ρένας Λουτζάκη) και για το «Μάη» στην ίδια πόλη (του Δημ. Ηλία) κ.ά. Ακόμη, από την επαρχία έφτασαν τέσσερα περιοδικά με μεγάλο ενδιαφέρον: Ο «Φιλοτεχνικός», του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου (7ο τεύχος), πιο παραδοσιακός, δίνει όχι μόνο τη λογοτεχνική παραγωγή των μελών του (ποίηση, πεζό), αλλά προχωρεί και σε άλλους πνευματικούς χώρους (όπως με το κείμενο της Βάσης Αθανασοπούλου-Πέννα για ψηφιδωτά δάπεδα της Χίου ή του Στ. Φασουλάκη για τη Χιώτικη Θεατρική Ομάδα του 1871). Ο «Τροχός», από τα Τρίκαλα, περισσότερο πρόχειρος μα και ζωντανός, θέλει να καλύψει κυρίως την τρέχουσα πολιτιστική επικαιρότητα της πόλης του, καθώς φαίνεται από το 1β τεύχος του (Σεπτ.-Οκτ.). Το «Σημείο» της Λάρισας, χωρίς να εξαντλείται στον εκπαιδευτικό χώρο, επικεντρώνει εκεί την προσπάθειά του. (Και στο 7ο τεύχος του υπάρχουν σημειώματα για τις εκπαιδευτικές επιλογές και άλλα σχετικά κείμενα, παράλληλα με ένα μικρό αφιέρωμα στον Μαρξ.) Τέλος, ο εξαίρετος «Διάλογος» των Λεχαινών. Στο τεύχος 19-20 υπάρχει -παράλληλα με την άλλη ύλη- ένα αφιέρωμα στον Ηλείο μελετητή Ντίνο Ψυχογιό, που σεμνά έδωσε τη ζωή του στην έρευνα και τη δημοσίευση του πολιτιστικού θησαυρού του τόπου του. ΒΑ ΡΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ


68/οδηγος

Περέκ, οδηγίες χρήσεως ΖΩΡΖ ΠΕΡΕΚ: Ο άνθρωπος που κοιμάται. Μετ. Πόλλα Ζαχοπούλου-Βλάχου. Αθήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 152. Δ ε ν ξ έ ρ ε ις το ν G e o rg e s P e rec . Τ ο π ο λ ύ ν α δ ιά β α σ ε ς , ό τ α ν π έ θ α ν ε , μ ια μ ικ ρ ή π α ρ ο υ σ ία σ η το υ έρ γο υ το υ στο τε ύ χ ο ς 55 το υ Διαβάζω . Π α ρ α ξ ε ν ε ύ τ η κ ε ς π ο υ α υ τ ό ς ο γ ά λ λ ο ς σ υ γ γ ρ α φ έ α ς , ν έ ο ς μ εν (46 χ ρ ο ν ώ ν ) α λ λ ά π ο λ ύ σ η μ α ν τικ ό ς , κ α ι ή δ η δ ιά σ η μ ο ς , δ εν ε ίχ ε μ ετ α ­ φ ρ α σ τ ε ί α κ ό μ η σ τα ε λλ η νικ ά . Τ ώ ρα έγινε: χάρη στις εκδόσεις «Θεωρία», ο Perec έχει γίνει Περέκ. Δε θ’ αρχίσεις όμως από το πρώ το και δημοφιλέστατο βιβλίο του, το μυθιστόρημα Τα πράγματα (Les Choses, 1962), που θα κυκλο­ φορήσει αργότερα α πό τον ίδιο εκ­ δότη. Ασφαλώς θα ήταν ενδιαφέ­ ρον ν ’ ακολουθείς βήμα προς βήμα την πορεία του Περέκ, μια αδιάλει­ πτη αναζήτηση όπου κάθε βιβλίο γυρίζει την πλάτη στο προηγούμε­ νο. Αλλά μη σε νοιά ζει, Ο άνθρω­ πος που κοιμάται (Un homme qui dort, 1967), το τρίτο έργο του, λιγοσέλιδο κι ευκολοδιάβαστο, θα είναι μια κατάλληλη αρχή. Μόλις ανοίξεις το βιβλίο όμως πελαγώνεις. Π εριγράφονται επί σε­ λίδες, με τρομακτική ακρίβεια, τα ρευστά οράματα, οι αμυδρές α ι­ σθήσεις ενός ανθρώπου που μπαί­ νει στον ύπνο. Πρόσεχε: αυτές τις πρώ τες σελίδες, τις πιο δύσκολες του βιβλίου, ίσως καλύτερα να τις αφήσεις προς το παρόν για να μπεις κατευθείαν στο μύθο (σελ. 1?). Α πό κει κα ι πέρα όλα σου φα ί­ νονται σαφή. Στο Π αρίσι, σ’ ένα μικρό δωμάτιο υπηρεσίας, ένας νεαρός φοιτητής διαβάζει για κά­ ποιες εξετάσεις. Μα εξετάσεις δε δίνει. Δεν κάνει τίποτα π ια , δε βλέπει κανέναν, τριγυρίζει στους δρόμους άσκοπα, ατέλειωτα. Δε θέλει να ζήσει, θα μείνει α π ’ έξω, θα είναι «το κομμάτι που λείπει

α π ’ το παζλ». Α διάφορος, ατάρα­ χος, σαν δέντρο, σαν φυτό: μ’ αυτή την έννοια «κοιμάται». Έ ν α μηπρόσω πο σε μια μη-ιστορία... Μυθιστόρημα; Α υτοβιογραφική αφήγηση; Το βιβλίο δε σου το λέει. Μόνο σε συνεντεύξεις, αργότερα, ο Περέκ ομολόγησε πω ς πέρασε ο ίδιος, στα είκοσι του, από μια τέ­ τοια κρίση. Ο ρφανός, Εβραίος, δηλαδή διπλά ξεριζωμένος, δεν έβρισκε τη θέση του σ’ έναν κόσμο που τον αγνοούσε. Το πρόσωπο του πρωταγωνιστή στον καθρέφτη (σ. 141) είναι ακριβώς εκείνο του Περέκ... Κ ι όμως, η αφήγηση γίνεται στο β ' ενικό: χάρη σ’ αυτό το διφορού­ μενο «εσύ», που δημιουργεί .συγ­ χρόνως οικειότητα και απόσταση, ο Περέκ υποδηλώνει και κρύβει μαζί τη σχέση του μ’ αυτό τον άλλο εαυτό του. Ό π ω ς θα πει αργότερα στο W, γράφει «σαν ένα πα ιδ ί που πα ίζει κρυφτό και δεν ξέρει τι φο­ βάται ή επιθυμεί περισσότερο: να μείνει κρυμμένο ή να το βρουν». Ταυτόχρονα -το υ ποψ ιά ζεσα ιτο κείμενο έχει κι άλλες διαστά­ σεις. Α υτός ο άνθω πος χωρίς ιδιό­ τητες, χωρίς καν όνομα, θα μπο­ ρούσε ν α είναι εσύ, εγώ, οποιοσδή­ ποτε. Ο μοντέρνος άνθρωπος, που έχασε στο πλήθος, στην ερημιά της μεγαλούπολης, την ταυτότητά του. Θ α μπορούσε να είναι και η γαλλι­ κή κοινω νία πριν το ’68 κα ι την κρίση: η Γαλλία που καταναλώνει

ήσυχα και βαριέται, η Γαλλία που κοιμάται... Π άντως, το κύριο πρό­ σωπο εδώ δεν είναι τόσο ο άνθρω­ πο ς α υτός που αρνιέται τον κόσμο, όσο ο κόσμος που τον αρνιέται. Ό π ω ς στο Ολόγυρα στη λίμνη του Π απαδιαμάντη (γραμμένο κι αυτό, θυμάσαι, στο β ' ενικό), ο αόριστος, σχεδόν ανύπαρκτος ήρωας, «η σκιά μιας σκιάς», χάνεται στον τόπο που τριγυρίζει -ό χ ι π ια να βρει τον εαυτό του, μα να τον εξαφανίσει εντελώς. Στο πρώτο πλάνο, λοιπόν, βλέ­ πεις τα πράγματα. Τ α αντικείμενα στο δωμάτιο, τους δρόμους, τα μ παρ, τα σινεμά, τα φαγητά, τις πασιέντζες με τους κανόνες τους, τις ρωγμές στο ταβάνι, ένα ολόκλη­ ρο φύλλο της Monde, ολα τα περι­ γράφει ο Περέκ, σαν εντομολόγος, αναλυτικά, σχολιαστικά, αμείλι­ κτα. Σαν φακός κάμερας. Μ προ­ στά στα μάτια σου απλώνεται το Π αρίσι του ’60, το αληθινό, το κα­ θημερινό, με την «ανεξάντλητη ασχήμια» του. Π α ρ ’ όλ’ αυτά παραξενεύεσαι. Βλέπεις κα ι δε βλέπεις. Ό λ α ισο­ πεδώνονται από το βλέμμα του: κοιτάζει, π .χ ., τους πίνακες μιας έκθεσης σαν να είναι τοίχοι, και τους τοίχους γύρω τους σαν να εί­ να ι πίνακες. Ό λ α το ίδιο ζωντανά ή νεκρά. Το ίδιο ξεκάθαρα -κ α ι φλου: με τόσες λεπτομέρειες, α π ’ τη μια, και τόσες ελλείψεις, α π’ την άλλη (οι διπλανοί π .χ. δεν εμφανί­ ζονται ποτέ), τα πράγματα, σαν σε παραμεγεθυσμένες φωτογραφίες, διαλύονται. Ό π ω ς και στα έργα του Robbe-Grillet που γράφτηκαν την ίδια εποχή, όπου η δήθεν ουδέ­ τερη καταγραφή αντικειμένων κα-


οδηγος/69

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Άουγκουστ Στρι'ντμπεργκ Μικρή κατήχηση για τίς κατώτερες τάξεις Ζωρζ Περέκ

ταλήγει στον ίλιγγο, έτσι κι εδώ βρίσκεσαι ανεπαίσθητα μεταξύ πραγματικότητας και φανταστι­ κού, ξύπνσυ και ύπνου. Έφυγε πια η «ευτυχία σχεδόν τέλεια» του «να μην υπάρχεις». Ο κόσμος εκδικείται. Έρχονται δρά­ ματα αλλόκοτα, φριχτά, κάλτσες στην πλαστική λεκάνη σαν «πλαδα­ ροί καρχαρίες», ποντίκια, τέρατα. Το δωμάτιο, κάποτε «το ωραιότερο απ’ όλα τα ερημονήσια», έχει γίνει κόλαση. «Δε γλιτώνεις από τον εαυτό σου.» Δε γλιτώνεις από τον κόσμο. Κι εσύ, αναγνώστη, παγιδεύτη­ κες:, με τις ατέλειωτες απαριθμή­ σεις του, τις επαναλήψεις θεμάτων και λέξεων, το κείμενο έχει πάρει σχήμα λαβυρίνθου· σιγά σιγά, ύπουλα, επίμονα, σαν μουσική με λαϊτμοτίβ πολλά, σε υπνωτίζει, σε τυλίγει. Δεν ξέρεις πού στέκεσαι. Πού στέκεται ο συγγραφέας, πού σε πη­ γαίνει. Τι νιώθει το πρόσωπο, π.χ., απέναντι στα σιχαμερά ποντίκια, «τα όμοιά [του], τα αδέλφια [του]», ή απέναντι στο διπλανό του, που τον ακούει για πρώτη φορά, προς το τέλος, απ’ την άλλη μεριά του τοίχου: μίσος; λύπη; φόβο; συμπά­ θεια; Μέχρι και το τέλος σού ξε­ φεύγει. Μπορεί ν’ αποτελεί μια ήτ­ τα («Δεν είσαι πια ο ανώνυμος κύ­ ριος του κόσμου, αυτός που πάνω του δεν άπλωνε χέρι η ιστορία, αυ­ τός που δεν ένιωθε τη βροχή που έπεφτε...») ή μια νίκη (ο άνθρωπος που κοιμάται ανακαλύπτει τους άλλους). «Φοβάσαι, περιμένεις. Περιμένεις στην πλατεία Κλισύ να σταματήσει η βροχή.» Ό λα μετέω­ ρα, τέλος ανοιχτό. Τώρα, ίσως, νιώθεις καλύτερα το κρυφό, παράδοξο χιούμορ που ξε­

μυτίζει πού και πού, ακόμα και στις χειρότερες στιγμές: υπερβολι­ κές εικόνες που ρεζιλεύουν τον ήρωα (παρομοιάζεται με «σακί με γύψο ανάμεσα σε σακιά με γύψο», με νυχτερίδα, με μύγα, με στρείδι, με αγελάδα, με σαλιγκάρι, με «γι­ νωμένο αχλάδι» κ.τ.λ.), παρωδίες του Robbe-Grillet, του Kafka, του Michaux, ίσως και του Περέκ... Και αν διαβάσεις πάλι το δύσκολο κομμάτι στην αρχή, μπορεί να δια-, κρίνεις, σφιχτά συνυφασμένες, μια φιλόδοξή, εντελώς σοβαρή προσ­ πάθεια να περιγραφτεί το απειροε­ λάχιστο, να πιαστεί το άπιαστο, και μια φάρσα, μια ειρωνική απο­ μίμηση του γαλλικού «νέου μυθι­ στορήματος». Τι σημαίνει αυτό το μίγμα; Μή­ πως αποτελεί μια νότα ελπίδας (τα έχει όλα η ζωή, το κλάμα και το γέ­ λιο); Ή , μάλλον, το άκρον άωτον της απόγνωσης (δε μας μένει πια ούτε το απόλυτο του τραγικού); Σου φαίνεται πως δεν υπάρχει απάντηση. Πως ο ρόλος του κωμι­ κού είναι ν’ αποκλείει κάθε απάν­ τηση. Θυμάσαι άλλους συγγραφείς, που η πατρίδα τους λέγεται αμφι­ βολία, ανησυχία, για τους οποίους η ζωή δεν έχει νόημα -ή νοήματα διάφορα, αντιφατικά: τον Kafka, τον Borges, τον Beckett, τον Kundera... Το ίδιο υπόγειο χιούμορ διατρέχει τα έργα τους, κάνοντας το μυστήριο ακόμα πιο πυκνό. Αν ήθελες να πάρεις μια γεύση του Περέκ, τότε να χαίρεσαι: νά τος ολόκληρος. Το γαλήνιο άγχος, η χαρούμενη απελπισία. Η ευαι­ σθησία του για τον κόσμο, τα πράγματα, τους ανθρώπους, και το μεράκι του για τα παιχνίδια της τέ­ χνης. Θα το διαισθάνθηκες, πού

ijj.inunim

"Ενα ά θάνα το π ολιτικό κείμενο άπό τό 1884, κα ί γ ιά τό 1984

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ Τ ό λ ί γ ο τοϋ κ ό σ μ ο υ

Τηλ. .16.19962 - 3607744


70/οδηγος και πού: το βιβλίο μιλάει και για τον εαυτό του· η περιπέτεια του ανθρώπου που κοιμάται (η μονα­ ξιά, ο κόσμος πολύ κοντά και πολύ μακριά, οι κανόνες που επιβάλλον­ ται στο χάος για να ημερωθεί) αναφέρεται και στην περιπέτεια της γραφής. Ο συγγραφέας τουλάχι­ στον -αν όχι το πρόσωπο- σε κά­ ποια στεριά έφτασε, σε κάποιο νη­ σί: ένα βιβλίο, φευγαλέο σαν άμ­ μος, γερό σαν βράχος, γραμμένο με τόση δύναμη και λεπτότητα που σε τονώνει τελικά περισσότερο απ’ ό,τι σε καταθλίβει· ένα νησί όπου θα βολευτείς (εσύ που δε θέλεις κη­ ρύγματα και βεβαιότητες, αλλά τη ζωή όπως είναι), απ’ όπου θα κοι­ τάξεις γύρω σου με βλέμμα πιο κα­ θαρό. Δυστυχώς, δε θα δεις τη συναρ­ παστική ταινία που γύρισε ο ίδιος ο Περέκ, το 1973, με βάση το βι­

Ο^Λ 1 0^ 4

■7*·^

βλίο, σε συνεργασία με τον Bernard Queysanne: ούτε στη Γαλλία παίζε­ ται πια. Δυστυχώς, πάλι, η μετά­ φραση δεν είναι ό,τι θά ’πρεπε να ήταν... Δεν έχει μόνο αρκετά λαθάκια (ιδιαίτερα προς το τέλος), τύ­ που «τραπεζομάντηλο» αντί για «στρώμα» καπνού (σ. 22), «τρομε­ ρή» ημικρανία αντί για «ύπουλη» (σ. 23), «ξεχαρβαλωμένη» πρόσοψη αντί για «φρεσκοσοβαντισμένη» (σ. 122), «επαινετική» αυστηρότητα αντί για «επαινετή» (σ. 125), «ένα γινομένο» (;) αντί για «μια θέση μπροστά» (σ. 89), κ.τ.λ. Σε μερικά σημεία κιόλας η μεταφράστρια διορθώνει το συγγραφέα, π.χ. όταν αυτός επαναλαμβάνει κάποια λέξηκλειδί. Έτσι το «rat» (ποντίκι) μετατρέπεται σε «αρουραίο» (σ. 81, 117), σε «πειραματόζωο» (σ. 98), σε «ποντικό» (σ. 123). To «tu trai­ nee» γίνεται «σέρνεσαι» (σ. 95) και

ε κ α ο ε ε ιε κ ε λ ρ ο ε

...δημιουργούμε αναγνώστες

«πηγαινοέρχεσαι» (σ. il l ) πριν φτάσουμε στα πιο σωστά «περπα­ τάς άσκοπα» (μια γραμμή παρακά­ τω) και «χαζεύεις» (στην επόμενη παράγραφο). Λείπει και η σημαν­ τικότατη προτελευταία φράση: «Φοβάσαι, περιμένεις», πιθανόν για να μην έχουμε δυο «περιμένεις» στη σειρά... Μη στενοχωριέσαι. Το κείμενο αντέχει. Σε λίγο θα μπορέσεις να διαβάσεις και Τα πράγματα. Για τα άλλα τρία αριστουργήματα του Περέκ, υπομονή... Το καταπληκτι­ κό W παραμένει αγνοημένο. Το τε­ ράστιο Η ζωή, οδηγίες χρήσεως θέ­ λει χρόνια για να μεταφραστεί προσεχτικά. Όσο για την απολύ­ τως αμετάφραστη Εξαφάνιση, θα περιμένεις. Θα περιμένεις να μά­ θεις γαλλικά. MICHEL VOLKOVITCH

Γεωργίου Γενναδίου 6 - Τηλ.: 36.15.783


ΔΕΛΤΙΟ μSS™1 * 4

βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 91 Επ,μ β^ Απάκη

• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συν-

τάσσεται με την πολύτιμη συνερ­ γασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι­ στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο­ γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. Η λειτουρ­ γία της βιβλιοθήκης του Ιστορικού Σπουδαστηρίου από το 1976 μέχρι και το 1983. Αθήνα, 1984. Σελ. 8.

ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΟΔΗΓΟΙ Οδηγός Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Δήμος Θεσσα­ λονίκης. Σελ. 367. Δρχ. 500. INFO ’84. Οδηγός αγορών. Αθήνα, INFOPUBLICA, 1984. Σελ. 602. Δρχ. 1000. INFO ’84. Οδηγός αγορών. Αθήνα, INFOPUBLICA, 1983. Σελ. 210. Δρχ. 500.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ MIX. Φ. Μια εισαγωγή στο

ληνες συγγραφείς και ακολου­ θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα­

φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ­ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών

δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι­ αία έντυπα.' • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη­

ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ­ δόσεις τους.

φιλοσοφικό κίνημα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Τεύχος Β \ Αθήναι, 1984. Σελ. 136. Δρχ. 430. ΜΑΚΡΑΚΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Κ. Εμμένεια και υπέρβαση στη φιλοσοφία του Kierkegaard. Αθήναι, Ίδρυμα Γουλανδρή/Χορν, 1983. Σελ. 378. Δρχ. 500. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Π. Εισαγωγή στην ερμηνευ­ τική. Λευκωσία, 1984. Σελ. 114. Δρχ. 300. ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΗΣ I. Καρλ Μαρξ. Ο θεωρητι­ κός του προλεταριάτου. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 209. Δρχ. 500. ΤΟΜΕΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΣΧΟ­ ΛΗΣ ΠΑΝ/ΜΙΟΥ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. Δημήτρης Γληνός. Παιδαγωγός και φιλόσοφος. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 96. Δρχ. 250.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΚΟΥΠΕΡ ΝΤΕΪΒΙΝΤ. Η γλώσσα της τρέλας. Μετ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Αθήνα, Ελεύθερος Τύ­ πος. Σελ. 195. Δρχ. 250.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΡΟΥ ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ. Το συμβολικό και δημιουρ­ γικό παιγνίδι. (Συμβολή στην ψυχολογία του παιγνι-


72!δελτίο διού). Αθήνα, Δίπτυχο, 1984. Σελ. 106. Δρχ. 250. ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ A. Β. Ψυχολογία προσαρμογής του παιδιού και του ενηλίκου. Β' έκδοση. Αθήνα, 1984. Σελ. 407. Δρχ. 400.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

που ράγισε η καρδιά μας. Ελληνικό Πολιτικό Βιβλίο, αριθ. 57. Αθήνα, Γλάρος, 1984. Σελ. 102. Δρχ. 180. ΝΙΚΟΛΙΝΑΚΟΣ ΜΑΡΙΟΣ. Δοκίμια για ένα ελληνικό σοσιαλισμό. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1984. Σελ. 157. Δρχ. 300. ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ ΘΟΔΩΡΗΣ Α. Οι ρίζες του σοσιαλι­ σμού στην Ελλάδα. Έρευνα. Ελληνικό Πολιτικό Βι­ βλίο, αριθ. 7. Αθήνα, Γλάρος, 1984. Σελ. 93. Δρχ. 180.

ΓΕΔΕΩΝ ΜΑΝΟΥΗΛ. Αγιοποιήσεις. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 125. Δρχ. 300. GIRLANDA ANTONIO. Βιβλική διδαχή. Μετ. Μι­ χαήλ Πρίντεζης. Τόμοι Α ' + Β'. Αθήνα, Καλός Τύπος, 1984. Σελ. 160 + 160 Δρχ. 250 + 250.

ΧΑΣΑΠΙΔΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ. Αλλαγή και πραγματικό­ τητα. Το ελληνικό σύνδρομο. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 141. Δρχ. 200. ΤΣΑΤΣΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Θ. Η κρίση του πολιτικού λόγου. Αθήνα, Θεμέλιο, 1983. Σελ. 99. ΧΟΝΔΡΟΚΟΥΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. «Βυθίσατε... χώ­ ρα». Έ να προφητικό ντοκουμέντο. Αθήνα, Ισοκράτης. Σελ. 158. Δρχ. 400. ΜΙΛΛΙΜΠΑΝΤ ΡΑΛΦ. Το κράτος στην καπιταλιστι­ κή κοινωνία. Ανάλυση του δυτικού συστήματος εξου­ σίας. Μετ. Νίκος Μπαλής. Σύγχρονη Πολιτική Σκέψη. Αθήνα, Πολύτυπο, 1984. Σελ. 350. Δρχ. 650.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΦΡΑΓΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ. Οι μακροχρόνιες εξελίξεις του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού της Ελλάδος. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1983. Σελ. 148.

ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ

ΘΑΝΑΤΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ, Αρραβώνες και γάμοι μικρής ηλικίας. Λαογραφική εξέταση. Αθήνα, 1983. Σελ. 155. ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ ΠΟΤΗΣ Γ. Η Μπαρπίτσα και η Σκούρα της Λακεδαίμονος. Ιστορία και λαογραφία. Αθήνα, 1983. Σελ. 654. Δρχ. 1200.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ

ΛΕΝΙΝ Β. I. Για τη νεολαία. Β' έκδοση. Αθήνα, Οδηγητής, 1984. Σελ. 310.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΔΙΚΑΙΟ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΗΛΙΑΣ κ.ά. Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1983. Σελ. 359.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΡΙΤΣΙΟΣ ΘΩΜΑΣ. Η εξέγερση της Τασκένδης. Εκεί

ΚΑΣΙΜΑΤΗ ΚΟΥΛΑ - ΠΙΛΑΦΤΖΟΓΛΟΥ ΖΩΗ ΤΣΑΚΙΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τα κέντρα μαθητείας του ΟΑΕΔ. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1984. Σελ. 177. ΜΟΥΛΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Η διδασκαλία του συντα­ κτικού μέσα από τα κείμενα. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1984. Σελ. 245. Δρχ. 400. JORGENSEN MOSSE. Το σχολείο ανήκει στους μα­ θητές του. Μετ. Λώρα Τζελέπογλου. Παιδεία και Αυ­ τοδιαχείριση, αριθ. 3. Αθήνα, Ανδρομέδα, 1984. Σελ. 236. Δρχ. 430.


δελτιο/73

ΠΑΙΔΙΚΑ

ΤΕΧΝΕΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

ΒΑΛΑΒΑΝΗ ΕΛΕΝΗ Γ. Εγώ το σούπερρομπότ. Εικον. Νίκος Μαρουλάκης. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 40. Δρχ. 350.

Αρχιτεκτονική κληρονομιά και μνημεία στη Θεσσαλο­ νίκη. Πρακτικά Συνεδρίου 18-22 Μάη 1980. Θεσσαλο­ νίκη, 1983. Σελ. 284. Δρχ. 600.

ΘΑΛΑΣΗΣ ΝΕΑΡΧΟΣ. Ζούσανε μια φορά και όχι μόνο, δύο μικρά ψάρια χωρίς όνομα. Ζωγραφιές Τα­ τιάνα Βολανάκη. Αθήνα, Γνώση, 1984. Σελ. 20. Δρχ. 650. ΚΑΝΑΒΑ ΖΩΗ. Πασχαλιά με ότο στοπ. Εικόνες Γιάννης Ζήκας. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1984. Σελ. 100. Δρχ. 300. ΠΙΛΑΒΙΟΣ ΝΙΚΟΣ. Η μεγάλη περιπέτεια. Εικόνες Γιάννης Ζήκας. Θεσσαλονίκη; ΑΣΕ, 1984. Σελ. 44. Δρχ. 350. ΣΑΡΗ ΖΩΡΖ. Οι νικητές. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέ­ δρος, 1983. Σελ. 188. DELESSERT ETIENNE. Πώς το ποντίκι έφαγε κατα­ κέφαλα μια πέτρα κι ανακάλυψε τον κόσμο. Μετ. Γ. Φλεγύας. Αθήνα, Δεληθανάσης, 1983. Σελ. 50. Δρχ. 180. NATH NATHALIE - FELIX MONIQUE TEO. To μάθημα της μουσικής: Απόδοση Γ. Πετροβουνιώτης. Αθήνα, Δεληθανάσης, 1983. Σελ. 32. Δρχ. 300. PROKOFIEV SERGE. Ο Πέτρος και ο λύκος. Μουσι­ κό διήγημα. Μετ. Γ. Φλεγύας. Εικονογράφηση Erna Voigt. Αθήνα, Δεληθανάσης, 1983. Σελ. 58. Δρχ. 130.

ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΛΥΠΟΥΡΛΗΣ Δ. Ιπποκρατική ιατρική. Θεσσαλονί­ κη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 350. Δρχ. 450. ΠΕΝΤΟΓΑΛΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Η. Εισαγωγή στην ιστορία της ιατρικής. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 314. Δρχ. 450.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ Γέρος. Κείμενα Γιάννης Πατίλης. Αθήνα, Φόρκυς, 1984. Δρχ. 1000. ΓΙΑΦΦΕ ΧΑΝΣ - ΡΟΤΕΡΣ ΕΜΠΕΡΧΑΡΤ. Η ζωγρα­ φική στον 20ό αιώνα. Μετ. Άλκης Χαραλαμπίδης. Αθήνα, Νεφέλη, 1984. Σελ. 146.'Δρχ. 300. LAUDE JEAN. Περικλής Βυζάντιος. Η ζωή ενός ζω­ γράφου. Μετ. Λίνα Κάσδαγλη. Αθήνα, 1984. Σελ. 167 + πίνακες. Δρχ. 2500.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Βάιντα. Κινηματογράφος. Μετ. Γιώργος Σπανός. Επιμ. Άρης Εμμανουήλ. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 216. Δρχ. 280. HENNEBELLE GUY. Ιστορία του κινηματογράφου και ταξική πάλη. Μετ.-επιμ. Ά ντα Κλαμπατσέα. Αθή­ να, 1984. Σελ. 103. Δρχ. 170.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΤΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ. Μουσικοί προσανατολισμοί και αποπροσανατολισμοί. Μελέτες και άρθρα. Αθήνα, Δωδώνη, 1984. Σελ. 181. Δρχ. 500. Οι Beatles και τα τραγούδια τους. Μετ. Μάρκος Ρήγος. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 181. ΝΤΑΛΟΥΚΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ. Αποκαλύψατε τον Ντέηβιντ Μπάουι! Βιογραφία-δισκογραφία. Αθήνα, Βασδέκης, 1984. Σελ. 112. Δρχ. 250. Ντέιβιντ Μπόουι. Η ζωή και τα τραγούδια του. Μετ. Ελένη Ταμβάκη. Αθήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 171. Δρχ. 300.

ΥΓΙΕΙΝΗ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΡΟΕΦ Γ. I. - ΣΑΜΨΟΝΟΦ Μ. Α. - ΜΕΣΤΡΕΡΙΑΚΟΒΑ Β. Α. Η σωστή διατροφή ελκοπαθών - ηλικιω­ μένων. Αθήνα, Καπόπουλος. Σελ. 169. Δρχ. 300.

Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη σε κόμικς. Όρνιθες.


74/δελτιο Διασκευή-κείμενα Τ. Αποστολίδη. Σκίτσα Γ. Ακοκαλίδη. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 50.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΑ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

ΣΑΡΔΕΛΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Το ανθολόγιο της λευτεριάς. Λόγος και λογοτεχνία των καπεταναίων. Μαρτυρίες, αριθ. 7. Αθήνα, Φιλιππότης, 1984. Σελ. 334. Δρχ. 650.

ΜΠΟΜΠΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Γκολ ’84. Ό λα για το ποδό­ σφαιρο. Αθήνα, Καραμπερόπουλος, 1984. Σελ. 431. Δρχ. 500.

ΠΟΙΗΣΗ

ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΑΠΑΗΛΙΟΥ ΑΣΠΑΣΙΑ Η. Θερμίδες τροφίμων και γευμάτων. Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 113. Δρχ. 200.

ΓΛΩΣΣΑ

ΒΕΝΕΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Αράχναια νήματα. Αθήνα. 1984. Σελ. 67.

ΚΑΒΑΦΗΣ Κ. Π. Ερωτικά ποιήματα. Αθήνα, Ερατώ, 1984. Σελ. 126. Δρχ. 300.

ΚΑΒΑΦΗΣ Κ. Π. Ποιήματα. Αθήνα, Ηριδανός. Σελ. 191. Δρχ. 750.

ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Α. Κατερίνα. Ποίηση, αριθ. 3. Μικρά Όστρακα, 1984. Σελ. 21.

ΚΑΣΣΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Η νυχτερινή ηδυπάθεια ενός μετανάστη. Ποιήματα. Β' έκδοση. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 63. Δρχ. 150.

ΓΕΝΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΩΤΗΡΗΣ. Λεξικό όρων. Τόμος Γα: γλωσσολογία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 399. Δρχ. 1000. ΦΙΛΗΝΤΑΣ Μ. Γλωσσογνωσία και γλωσσογραφία (ελληνική). Τόμοι A ' + Β' + Γ'. Β' έκδοση. Αθήνα, Μπάυρον, 1984. Σελ. 243 + 272 + 276. Δρχ. 850 (οι τρεις τόμοι).

ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Οικείος. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 25. ΛΟΓΑΡΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο άλλος Ιούλιος. Ποίηση, αριθ. 3. Μικρά Όστρακα, 1984. Σελ. 21. ΜΑΡΓΩΝΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Ποίηση. Σελ. 34.

ΜΙΣΣΙΟΥ ΚΩΣΤΑΣ Γ. Προ-κατα. Μυτιλήνη, 1983. Σελ. 60.

ΠΑΥΛΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ. Ενδοδυναμική. (Σύστημα φρυκτωριών). Τόμος Α'. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 400. Δρχ. 500. ΠΕΖΕΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Τα εγκώμια χέρια. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1983. Σελ. 43. ΣΚΑΡΤΣΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ Α. Άγαλμα. Ποίηση, αριθ. 1. Μικρά Όστρακα, 1984. Σελ. 30. ΧΑΤΖΗΛΟΥΚΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Κομιδή Ποιήματα. Αμμόχωστος, 1983. Σελ. 103.

γραφής.

ΜΠΡΕΧΤ ΜΠΕΡΤΟΛΤ. Ποιήματα για την πάλη των τάξεων. Αθήνα, Οδηγητής, 1984. Σελ. 70. Αλκίφρονος επιστολαί. Εισαγωγή-κείμενο-μεταγραφή στα νέα ελληνικά-σχολιασμός/ Τάσος Βουρνάς. Αθήνα, Τολίδης, 1984. Σελ. 311. Δρχ. 300. ΓΚΙΚΑΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ο Επιτάφιος ΘουκυδίδηΠερικλή. Αθήνα, 1984. Σελ. 138. Δρχ. 300. ΞΑΝΘΑΚΗ-ΚΑΡΑΜΑΝΟΥ Γ. Δημοσθένους κατά Μειδίου. Αθήναι, Κέντρον Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων, 1984. Σελ. 223. Δρχ. 540. Σοφοκλή Ηλέκτρα. Μετ. Γιώργος Χειμωνάς. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 5θ1. Δρχ. 600.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ. Δεκατρία παραμύ­ θια. Αθήνα, Εξάντας, 1984. Σελ. 79. Δρχ. 200. ΑΠΑΡΤΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Από την Ανατολή στη Δύση. Μυθιστορηματική αυτοβιογραφία. Β' έκδοση. Ελληνι­ κή Πεζογραφία, αριθ. 26. Αθήνα, Γνώση, 1984. Σελ. 242. Δρχ. 400.


δελτιο/75 ΜΗΤΣΑΚΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Του απεσταλμένου μας. Αθήνα, Διογένης, 1984. Σελ. 134. Δρχ. 200. ΜΟΙΡΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Εκεί που πεθαίνει ο ήλιος. Αθήνα, 1984. Σελ. 267. Δρχ. 200. ΜΥΚΟΝΙΑΤΗ ΕΙΡΗΝΗ. Η Μύκονος στο «...τότε» και στο «τώρα...». Αθήνα, 1983. Σελ. 191. Δρχ. 500. ΣΦΥΡΙΔΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Κούφια λόγια. Διηγήματα. Εκδόσεις Διαγώνιου, αριθ. 47. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 82. ΤΟΜΠΡΟΣ-ΓΙΑΝΝΗΛΟΣ ΕΡΡΙΚΟΣ. Η Ελενίτα και ο τυραννόσαυρος. Τόμοι A ' + Β'. Αθήνα, Δίφρος, 1983. Σελ. 241 + 199. Δρχ. 1200 (οι δύο τόμοι). ΓΚΕΪΓΕΡΣΤΑΜ ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. Το βιβλίο του μικρού αδερφού. Μετ. Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 178. Δρχ. 220. ΚΡΟΝΙΝ A. Ζ. Αγάπες και όνειρα. Μετ. Πότης Στρατίκης. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 160. Δρχ. 220. ΛΕΒΙ ΚΑΡΛΟ. Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι. Μετ. Ρίτα Μπούμη-Παπά. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 245. Δρχ. 220. ΜΕΛΒΙΛ ΧΕΡΜΑΝ. Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς κι άλλες τρεις ιστορίες. Μετ. Μένης Κουμανταρέας. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 127. Δρχ. 120. ΝΤΕΡΥ ΤΙΜΠΟΡ. Αγαπητέ πεθερέ...! Μετ. Μιλτιάδης Κρητικός. Αθήνα, Καρανάσης, 1984. Σελ. 186. Δρχ. 350. ΟΡΚΕΝΙΙΣΤΒΑΝ. Τα ανθεστήρια. Η οικογένεια Τοτ. Μετ. Ρένα Χατχούτ. Γράμματα/Λογοτεχνία, αριθ. 108. Αθήνα, Γράμματα, 1984. Σελ. 191. Δρχ. 300. ΟΥΕΛΛΣ ΧΕΡΜΠΕΡΤ-ΤΖΩΡΤΖ. Η κοιλάδα με τις αράχνες. Μετ. Γιώργος Ντούμας - Μάκης Πανώριος Νίκος Γεωργίου. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ.117. Δρχ. 170. ΣΤΑΙΝ ΣΟΛ. Άλλοι άνθρωποι. Μετ. Ελένη Τζελέπογλου. Αθήνα, Ψυχογιός, 1984. Σελ. 380. ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Ο γιος της δούλας. Μετ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ. Αθήνα, Νεφέλη, 1984. Σελ. 186. Δρχ. 300. ΣΤΣΕΠΑΝΟΒΙΤΣ ΜΠΡΑΝΙΜΙΡ. Η απολύτρωση. Μετ. Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης. Αθήναι, Καρανά­ σης, 1984. Σελ. 266. Δρχ. 450. ΧΑΞΛΕΫ ΑΛΝΤΟΥΣ. Μετά τα πυροτεχνήματα. Μυ­ θιστόρημα. Μετ. Μ. Κρανάκη. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 168. Δρχ. 220. ΧΕΡ ΜΑΪΚΛ. Κουρέλια. Μετ. Νέλλη-Όλγα Γκανά Κωστής Μπακαλάκος. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 247. Δρχ. 300.

ΕΥ Θ ΥΜΟΓΡ ΑΦΙΚΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Ή ΛΕΥΤΕ­ ΡΗΣ. Αυτόπτες μάρτυρες. Αθήνα, 1983. Σελ. 130. Δρχ. 200.

«Χούντα είναι θα περάσει». Ανθολογεί ο ΦΑΠ. Αθή­ να, Αναδόμηση. Σελ. 177. Δρχ. 400.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΛΑΛΑ-ΚΡΙΣΤ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Στο καλειδοσκόπιο του Γιώργου Χειμωνά. Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 139. Δρχ. 300. ΜΑΡΩΝΙΤΉΣ Δ. Ν. Η ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Μελέτες και μαθήματα. Αθήνα, Ερμής, 1984. Σελ. 153. ΠΑΓΑΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η νεοελληνική πεζογραφία. Θεωρία και πράξη. Αθήνα, Κώδικας, 1983. Σελ. 318. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ Δ. Π. Ως δΡ εσόπτρου. Σειρά/Ε', Στοχασμός, αριθ. 1. Αθήνα, Imago, 1983. Σελ. 160. Δρχ. 300. 59 φωνές. Ποιητική ανθολογία 1983. Επιμέλεια Τάσος Κόρφης. Βιβλίο 34. Αθήνα, Πρόσπερος, 1984. Σελ. 85. Δρχ. 250. ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ Γ. Μ. Κριτικά δοκίμια. Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1984. Σελ. 260. Δρχ. 500. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ. Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 124. Δρχ. 300. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ ΧΡ. Δημοτική και νομικά. Θεσσαλονί­ κη, 1984. Σελ. 446. Δρχ. 600. ΡΙΛΚΕ ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ. Γράμματα σ’ ένα νέο ποιη­ τή. Μετ. Νίκος Παπασταϊκούδης. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 100. Δρχ. 180.

ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΓΑ ΖΩΗΣ ΙΩΝ. Ηράκλειος. Δράμα. Αθήνα. Σελ. 120. Δρχ. 350.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΒΡΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ Α. Η επιστρο­ φή των Ελγίνειων. Αθήνα, 1983. Σελ. 38. Δρχ. 120. ΠΑΡΑΔΕΙΣΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Φρούρια και κά­ στρα της Ελλάδας. Τόμοι Α ' + Β' + Γ'. Αθήνα, Ευσταθιάδης, 1983·. Σελ. 224 + 323 + 318. Δρχ. 250 + 350 + 380.


76/δελτιο VERMEULE EMILY. Ελλάς. Εποχή του χαλκού. Μετ. Θεόδωρος Ξένος. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1983. Σελ. 437 + εικόνες. Δρχ. 1200.

ΑΡΜΕΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Τεύχος 2. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 10. Δρχ. 320. ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ. Φύλλο 26. Δρχ. 120.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΑΛΤΑΙΖΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ (ΤΖΟΥΜΕΡΚΪΩΤΗΣ). Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Αθήνα, 1984. Σελ. 363. Δρχ. 700. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Εφιάλτης στην Αθή­ να. Β' έκδοση. Αθήνα, Καστ.ανιώτης, 1984. Σελ. 510. Δρχ. 600.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 890. Δρχ. 100. ΔΑΥΛΟΣ. Τεύχος 27. Δρχ. 120. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 10. Δρχ. 80. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Διπλό τεύχος αρ. 89. Δρχ. 170. ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Τεύχος 41.

ΤΡΕΠΠΕΡ ΛΕΟΠΟΛΝΤ. Το μεγάλο παιχνίδι. Μετ. Μαρία Παγκάλου. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 362. Δρχ. 700.

ΔΙΑΣΤΑΣΗ. Τεύχος 6. Δρχ. 100.

ΧΛΑΜΠΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ I. Τα Κύθηρα στην τετραε­ τία 1941-44. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 43. Δρχ. 120.

ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 53. ΕΝΣΤΑΣΗ. Δεκ. ’83-Γεν. ’84. Δρχ. 60.

ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Τεύχος 5/1983. Δρχ. 450.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Τεύχος 43/1983. Δρχ. 250.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΕΥΒΟΪΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Φύλλο 22. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 132. Δρχ. 80.

Ελλάδα 1842-1885, εικονογραφημένη. Ιστορικάτοπογραφικά κοα καλλιτεχνικά ντοκουμέντα στα κύρια αγγλικά περιοδικά. Αθήνα, Nicolas, 1984. Σελ. 247. Δρχ. 2500. Οι έλληνες βασιλείς. Αθήνα, «Ελεύθερη Ώρα». Σελ. 470. Δρχ. 3000. ΚΑΨΑΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. Οι έλληνες γίγαντες του πνεύματος. Τόμος Α '. Αθήνα, Σκάρπας. Σελ. 213. Δρχ. 1800. ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ I. Ιστορία του ελλη­ νιστικού κόσμου. Επιμ. Ίννα Μιρόκοβα. Αθήνα, Παπαδήμας, 1984. Σελ. 387. Δρχ. 1200.

ΘΟΥΡΙΟΣ. Φύλλο 184. Δρχ. 40. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση. Εταιρεία Ιατρικών Σπου­ δών. Τόμος 44, τεύχος 3. ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Τεύχος 12. Δρχ. 120.

ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ. Περιοδική έκδοση. Τεύχος 11/1983. Δρχ. 200. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 32. Δρχ. 130. ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Τεύχος 1. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ. Φύλλο 13. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 13/1984. Δρχ. 150.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΟΥΡΑΝΟΙ. Φύλλα 218, 219. Δρχ. 50. ΠΑΙΔΙ. Περιοδική ενημερωτική έκδοση. Τεύχος 2.

ΝΤΕΛΑΡΥ ΖΑΚ. Η ιστορία της Γκεστάπο. Μετ. Φούλα Χατζιδάκη. Αθήνα; Θεμέλιο, 1984. Σελ. 484. Δρχ. 750.

ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 798. Δρχ. 60.

ROSTOVTZEFF Μ. Ρωμαϊκή ιστορία. Μετ. Β. Καλφόγλου. Αθήνα, Παπαζήσης, 1984. Σελ. 614. Δρχ.

ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ. Μηνιαία επιθεώρηση τέχνης. Τεύχος 3. Δρχ. 100.

1000.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ. Περιοδική επιστημονική έκδοση. Τεύ­ χος 3/1984. Δρχ. 200.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 256. Δρχ. 50. ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ. Φύλλο 65.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΝΕΑ. Φύλλο 14.

Ο ΣΤΡΕΦΗΣ. Μηνιάτικη δημοκρατική εφημερίδα. Φύλλο 8. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Φύλλο 88. Δρχ. 7. ΣΥΛΛΟΓΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες και φιλότεχνους. Τεύχος 6. Δρχ. 100. ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ. Τεύχος 12. Δρχ. 100. Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ. Φύλλο 240. Δρχ. 20.


δελτιο/77

«

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη

Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ­ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοποΰλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΑ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ροΰφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής

ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος . ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ι ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολϊς ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά : ΑΥ: Αυγή i ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή :Π : Γιατί 1ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ! ΔΙ: Διαβάζω ί ΔΑ: Διάλογος ' ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΘ: Έθνος ΕΙ: Ειδήσεις ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας . ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΑ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Βιβλιογραφία

Κοινωνιολογία

Βαλκανική βιβλιογραφία (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 29/2)

Βάβουρας I. - Αρχσντάκης Κ.: Οι λαϊκές ακτοπλοϊκές εται­ ρείες (Α. Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 23/2) Καραποστόλης Β.: Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνι­ κή κοινωνία (Κ. Καλλιγάς, ΚΑ, 23/2) Μητρόπουλος Α.: Εργασιακές σχέσεις και κοινωνικός μετα­ σχηματισμός (Γ. Δημητριάδης, ΟΤ, 23/2)

Λεξικά Τσαούσης Δ.: Χρηστικό λεξικό κοινωνιολογίας (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 2/3)

Φιλοσοφία

Πολιτικές επιστήμες

Γιανναράς X.: Κριτικές παρεμβάσεις (Τ. Μαράτος, ΚΑ, 23/2) Σαμφόρ: Αξιώματα (ΒΠ, ΔΙ, 88)

Βλάχος Γ.: Απολογία της πολιτικής (Η. Π. Νικολούδης, ΚΑ, 23/2) Τσάτσος Δ.: Η κρίση του πολιτικού λόγου (Η. Π. Νικολούδης, ΚΑ, 23/2) Vega Α. κ.ά.: Λαϊκές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη (ΔΠ, Αγωνιστής, 178)

Μεταφυσική Fortbrune J. C.: Νοστράδαμος (Τ. Διακίδης, ΗΜ,· 2/3)


78!δελτίο Οικονομία Δαλαμάγκας Β.: Η ζήτηση καταθέσεων στην Ελλάδα (Α.Δ.Π., ΟΤ, 1/3) Καϊσερλίδης I.: Η αντιοικονομική κοινωνία (ΠΑ, ΟΤ, 1/3) Μάζης Π.: Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιρειών (Α.Δ.Π., ΟΤ, 1/3) Προβόπουλος Γ.: Ελληνικοί δημοσιονομικοί θεσμοί (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 2/3) Φίνας Κ.: Το εμπόριο της Δωδεκάνησου (Σ, ΟΤ, 1/3) Σάμπσον A.: Ol επτά αδελφές (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 4/3)

Λαογραφία Κονόμος Ν..: Τση Ζάκυνθος (ΣΤ, ΕΛ, 23/2) Λουκόπουλος Δ.: Γεωργικά της Ρούμελης (Κ.Ν.Π., Νέα Παι-. δεία, 29/2) Μιχαήλ-Δέδε Μ.: Η γυναίκα στην ελληνική παράδοση (ΒΠ, ΔΙ, 88)

Εκπαίδευση-Παιδαγωγική Βεργίδης Δ.: Από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στον αυτοδιαχειριστικό πειραματισμό (ΔΠ, Αγωνιστής, 178) Δρακάτος Κ.: Συγκρίσεις της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελ­ λάδα και στις λοιπές χώρες της ΕΟΚ (ΤΑ, ΟΤ, 23/2) Δρακουλίδης Ν,: Τα σωστά και τα λάθη γιά γονείς και παιδιά (Σ. Βούλτεψη, Ελεύθερος Τύπος, 28/2) Κόκκοτας Π.: Η ελευθερία στην εκπαίδευση (Κ.Ν.Π., Νέά Παιδεία, 29) Νούτσος Μ.: Διδακτικοί στόχοι και αναλυτικό πρόγραμμα (ΑΘ, ΗΜ, 24/2)

Γαλάνης Δ.: Λεκανοπέδιο (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 1) Γιοσή Ε.: Πτυχές (ΑΦ, ΑΚ, 3/2) Γκιμοσοίλης Κ.: Ο ξυλοκόπος πυρετός (Γ. Βέης, ΔΙ, 88) Δαββέτας Δ.: Οι εραστές της Όστριας (Π. Ρεζής, ΘΟ, 183) Δαυλόπούλος Τ.: Η τρίτη διάσταση (ΣΤ, ΕΛ, 23/2)' Ελευθερίου Μ.: Το μυστικό πηγάδι (Σ. Γ. Βαγιανός, ΠολιτιΘασίτης Π.: Σχιστόλιθοι (ΑΦ, ΑΚ, 25/2) Καναβούρης Κ.: Η διαχωριστική γραμμή του τοπίου (Κ. Κα­ ραχάλιος, Πολιτιστική, 3). Καραντώνης Γ.: Περιστατικά (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 3) Κατράκης Π.: Αττικός ουρανός (ΔΣ, ΒΡ, 28/2) Κότσιρας Γ.: Η λάμψη και το τέρας (ΑΦ, ΑΚ, 25/2) Λεντζής Δ.: Σημειώσεις για την Άννα που ζούσε στο Elsinore (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 3) Μάργαρης Β.: Νέοι στίχοι (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 2/3) Μεσεβρινός: Επιστροφή στη Μεσημβρία (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 1/3) Μήλας Σ.: Φωτοσυρμή στον Ά δη (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστι­ κή, 1) Μπασέα Δ.: Ορθρινά αντιφεγγίσματα της ποίησης (ΦΤ, Ταχυ­ δρόμος Καβάλας, 1/3) Νικορέτσος Δ.: Στοχασμοί στο ημίφως (ΑΦ, ΑΚ, 3/2) Παναγιωτούνης Π.: Φωταγωγημένο Αιγαίο (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 1) Πεζερίδης Π.: Τα εγκώμια χέρια (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστι­ κή, 2) Πούλιος Λ.: Ενάντια (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 2) Σιμόπουλος Η.: Εσπερινός απόλογος (Κ. Καραχάλιος, Πολιτι­ στική, 2) Σέρρας Δ.: Ζάκυνθος και Πολυτεχνείο (Κ. Καραχάλιος, Πολι­ τιστική, 2)

Σχολικά Ανεστίδης Α. κ.ά.: Ομήρου Ιλιάδα (Α. Σακελλαρίου, ΚΑ, 23/ 2)

θετικές επιστήμες Καβάσης Θ.: Η αντιφατικότητα είναι η κίνηση και η υλικότητα (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Μπερνάρ Ζ.: Ο άνθρωπος αλλάζει τον άνθρωπο (ΚΤ, ΕΘ, 26/ 2) Γεωργουσόπουλος Κ.: Κλειδιά και κώδικες θεάτρου (ΚΣ, ΝΕ, 25/2) Μαυρομμάτης Ε.: Μορφοπλαστικές και τεχνικές αναζητήσεις της ελληνικής χαρακτικής 1892-1982. Η χαρακτική και η ζωγραφική του Δ. Γαλάνη, 1879-1966 (ΚΣ, ΝΕ, 25/ 2) Παγώνης Κ.: Τοπο-ιχνογραφήματα (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Πολίτης Φ.: Επιλογή κριτικών άρθρων (ΚΣ, ΝΕ, 25/2) Σολδάτος Γ.: Από το Γολγοθά μιας ορφανής στο ΠΑΣΟΚ (ΔΠ, Αγωνιστής, 178) Τλούπας Τ.: Από τη γη των ανθρώπων (ΣΤ, ΕΛ, 23/2) Brandi G.: Αρκάδιος ή περί γλυπτικής (ΚΣ, ΝΕ, 25/2) Brion Μ.: Λεσνάρντο ντα Βίντσι (ΚΣ, ΝΕ, 25/2)

Γλώσσα Κυριαζίδης Ν.: Η γλώσσα του Μακρυγιάννη (ΠΑ, ΟΤ, 23/2)

Ποίηση Αναγνωστόπουλος X.: Λόγια παραμονής που έγραψα (ΑΦ, ΑΚ, 3/2) Βαλαωρίτης Ν.: Μερικές γυναίκες (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστι­ κή, 3) Βαρβιτσιώτης Τ.: Καλειδοσκόπιο (ΑΦ, ΑΚ, 25/2), (ΔΣ, ΒΡ, 28/2) Βαρέλης Φ.: Τάφος και τρόπαιο (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 25/2) 'Βρεττάκος Ν.: Ο διακεκριμένος πλανήτης (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 1)

Πεζογραφία Αξιώτη Μ.: Σύντροφοι καλημέρα,(ΚΤ, ΕΘ, 22/2) Βογιατζόγλου Σ.: Σκόνη κόλλησε στ’ αυτιά μας (ΔΠ, Αγωνι­ στής, 178) Γεωργούτσος Κ.: Χόμο (Φ. Κονδύλης, Πολιτιστική, 2) Γλυκοφρύδη-Τσατσούλα Κ.: Πανωραία (Φ. Κονδύλης, Πολι­ τιστική, 3) Δούκα Μ.: Η πλωτή πόλη (ΠΜ, ΠΑ, 28/2), (Α. Λαμπρία, ΜΕ, 6/3) Ευθυμιάδη Ν.: Αθόρυβες μέρες (ΠΜ, ΠΑ, 28/2) Ζιτσαία X.: Βιωμένος λόγος (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 2/3) Ησαία Ν.: Αλλη-ημερολόγιο (ΚΗ, ΕΙ, 22/2) Κακίσης Σ.: Τρόμος στο κολλέγιο (ΚΤ, ΕΘ, 29/2) Κλάρας Μ.: Το παραμύθι ενός λαού που δεν είναι παραμύθι (ΑΦ, ΑΚ, 25/2) Λεφούσης Η.: Κολλίγοι (Μ. Αλεγράκη, Πολιτιστική, 3) Μανούσακας Γ.: Η βράβεψη (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Μεγάλου-Σεφεριάδη Λ.: Εξάλλου ο Λένιν ήτο.πολύ καλής οι­ κογένειας (ΔΠ, Αγωνιστής, 179) Παρασκευά Μ.: Ο επίσκοπος (Μ. Νεοφώτιστου, Πολιτιστική, 2) Παρασκευαΐδης Θ.: Τα λιόδεντρα και οι ξωμάχοι πάνω στη Λέσβο (X. Χατξηγιαννίου, Δημοκράτης Μυτιλήνης, 18/2) Σαμουηλίδης X.: Εφταπύργιο (ΣΤ, ΕΛ, 23/2) Σολδάτος Γ.: Πολεμικές ιστορίες (ΚΤ, ΕΘ, 22/2) Βιβό Ρ.: Ο Λουίς και ο Τζον στο Μοραθάν (Γ. Νικόλτσιου, Πολιτιστική, 2) Γουλφ Β.: Ορλάντο (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Δεκαεφτά σύγχρονοι φινλανδοί συγγραφείς (Γ. Νικόλτσιου, Πολιτιστική, 3) Έσσε X.: Νάρκισσος και Γκόλντμουντ (ΔΠ, Αγωνιστής, 179) Κόναν-Ντόυλ Α.: Σέρλοκ Χολμς (ΕΑ, ΕΛ, 26/2) Lee Η.: Ακάνθινο στεφάνι (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Μάλαμουντ Μ.: Η τελευταία χάρη (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 2/3)Μάνσφηλντ Κ.: Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη (Ε. Δαμβουνέλη, ΔΙ, 88)


δελτιο/79 Μόρικ Ρ.: Ιστορίες του δάσους (ΣΚ, ΕΓ, 26/2) Μπόρχες X. Λ.: Το βιβλίο των φανταστικών όντων (ΒΠ, ΔΙ, 88) Μπωντλαίρ Σ.: Αποφθέγματα παρηγοριάς για τον έρωτα (ΕΑ, ΕΛ, 26/2) Νεσίν Α.: Κάνε κάτι Μετ (ΝΜ, ΡΙ, 26/2) Π α ιδικ ά Κρόκος Γ.: Μικρές ιστορίες (ΑΠ, ΑΥ, 22/2) Λοίζου Μ.: Η πολιτεία του βυθού (ΑΠ, ΑΥ, 22/2) Κίπλινγκ Ρ.: Απίθανες ιστορίες (ΑΠ, ΑΥ, 22/2) Νέστλινγκερ Κ.: 'Εναν άντρα για τη μαμά (W., ΟΤ, 1/3) Μελέτες Βαφόπουλος Γ.: Το πνευματικό πρόσωπο της Θεσσαλονίκης. Ποίηση και ποιητές (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 26/2) Βοίσκου Ε,: Και αύριο Νίκος Νικολαίδης (Δ. Γιάκος, Πολιτι­ στική, 3), (ΣΤ, ΕΛ, 23/2) Γιατρομανωλάκης Γ.: Ανδρέας Εμπειρικός (Α. Λαμπρία, ΑΝ, 254) Διζικιρίκης Γ.: Η αισθητική της ρωμιοσύνης (X. Σακελλαρίου, Πολιτιστική, 3), (ΚΤ, ΕΘ, 4/3) Μαλάνος Τ.: Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης (Σ. Καραγιάννη, Πολιτιστική, 3) Παπακώστας Γ.: Το περιοδικό Εστία και το διήγημα (ΚΝ, ΚΑ, 23/2) Περάνθης Μ.: Ο άλλος Κοραής (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 2/3), (ΒΠ, ΔΙ, 88) Πολίτης Θ. Μ.: Κ. Παλαμάς, Κ. Χατζόπουλος, Μ. Μαλακάσης (Θ. Ντετόπουλος, ΕΣ και Μαχητής Αγρίνιου, 3/3) Στεργιόπουλος Κ.: Περιδιαβάζοντας (ΘΠ, ΕΣ, 3/3) Ιλίνσκαγια Σ.: Κ. Π. Καβάφης (Σ. Καραγιάννη, Πολιτιστική, 2) Δ οκ ίμ ια Τερζάκης Α.: Ένας μεταβαλλόμενος κόσμος (Ν. Μακρής, ΚΑ, 1/3) Χατζηκυριάκος-Γκίκας Ν.: Ελληνικοί προβληματισμοί (ΚΣ, ΝΕ, 25/2) Χρσνάς Γ.: Ελληνορωμαϊκή πάλη (W., ΟΤ, 23/2) Μπάροουζ Ο. κ.ά.: Σε ποιον ανήκει τέλος πάντων η θανατη­ φόρος TV; (ΕΑ, ΕΛ, 26/2) Α λληλογραφία Carrol L.: Γράμματα στα κοριτσάκια και φωτογραφίες (Β. Κα­ λαμαράς, ΔΙ, 88) Ράιχ Β. - Νηλ Α.Σ.: Καταγραφή μιας φιλίας (ΣΤ, ΕΛ, 1/3) Ιστορία Γιαννικόπουλος Α.: Η εκπαίδευση κατά τον 4ο αιώνα και κα­ τά την αρχαιότητα (Κ.Ν.Π., Νέα Παιδεία, 29) Καιροφύλας Γ.: Η Αθήνα της Μπελ Επόκ (Τ. Διακίδης, ΗΜ, 4/3) Καρανικόλας Γ.: Κιλελέρ (Δ. Γιάκος, Πολιτιστική, 3) Κατσαντώνης Γ.: Εκπαιδευτικοί και Εθνική Αντίσταση (Μ. Παπάζογλου, ΝΕ, 3/3) Λάζος X.: Η Αμερική και ο ρόλος της στην επανάσταση του 1821 (Στ.Π., ΕΝΑ, 23/2) Παπαστάθης X.: Ο κάνονισμός των ορθοδόξων κοινοτήτων του οθωμανικού κράτους και της διασποράς (ΑΘ, ΗΜ, 24/2) Σακελλαρίδης Λ.: Κοραή εγκώμιον (ΒΠ, ΔΙ, 88) · Σακελλαρίου X.: Η παιδεία στην αντίσταση (Μ. Παπάζογλου, ΝΕ, 3/3) Σβορώνος Ν.: Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριο­ γραφίας (Μ. Μεντζελοπούλου, ΔΙ, 88) Σιμόπουλος Κ.: Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 (Α. Ζούκας, Ταξιδιώτες, 8) Άντριους Α.: Αρχαία ελληνική κοινωνία (ΣΚ, ΕΓ, 4/3)


80/δελτιο Ζάιν-Μαρτέν Κ.: Λαμπράκηδες (ΚΤ, ΕΘ, 29/2) Μπονάρ Α.: Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός (ΣΤ, ΕΛ, 1/3) Μ αρτυρίες

μικρές αγγελίες

Δοσατζής Γ.: Ημερολόγιο κοπετόν Όθρυ (ΕΖ, ΡΙ, 26/2), (ΚΗ, ΕΙ, 22/2) Η παλιά Μυτιλήνη (Α. Αραβανόπουλος, Λεσβιακή Παροικία, 81, και Δημοκράτης Μυτιλήνης, 3/1) Παπανδρέου Μ.: Εφιάλτης στην Αθήνα (ΚΤ, ΕΘ, 29/2) Φιλίππου Φ.: Ιδανικοί αυτόχειρες (Μ. Δήτσα, ΔΠ, 9) Φωτιάδης Δ.: Ενθυμήματα (ΕΖ, ΡΙ, 26/2) Ολιβιέ Λ.: Εξομολογήσεις ενός ηθοποιού (ΣΤ, ΕΛ, 1/3) Βιογραφίες

ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΣΤΕ να ασκηθεί­ τε σωματικά, σε πολύ ευχάρι­ στες συνθήκες, να αυτοσχεδιά­ σετε και τα αποτελέσματα της δουλειάς σας να πάρουν μορφή θεατρική; Α ν ναι, τηλεφωνήστε στο 36.40.487. * ΣΑΣ ενδιαφέρει η υφαντική τέ­ χνη; Στο 2ο τόμο ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΑΡΑ Χ Ο ΒΑ υπάρχει ειδική μελέτη. Δρχ. 400 με τα­ χυδρομικά. Χρήστος Μαυρόπουλος. 32004 Αράχωβα Βοιω­ τίας.

Θεοτόκης Σ.: Τα νεανικά χρόνια του Κ. Θεοτόκη (ΒΠ, ΔΙ, 88) Παπαδάκης Μ.: Ελένη Παπαδάκη (ΚΗ, ΕΙ, 29/2) Σταμέλος Δ.: Μακρυγιάννης (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 25/2) Τσάτσος Κ.: Ο άγνωστος Καραμανλής (ΑΦ, ΑΚ, 3/2) Π εριοδικές εκδόσεις Θρακικά Χρονικά (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 17/2) Πανσερραϊκό Ημερολόγιο (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 18/2) Χρονικό ’83 (Σ. Βρεττός, ΟΤ, 1/3)

παρατηρητής

«ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ», No 13. Κυ­ κλοφόρησε. Μένης Κουμανταρέας και άλλα θέματα. Στα βι­ βλιοπωλεία, πάγκους εφημερί­ δων.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΟΧΗ. Θεατρικό έργο, ευάερο, ευήλιο (έπαινος στα κρατικά βραβεία θεατρι­ κού έργου 1982), σε κεντρική περιοχή, δίνεται αντιπαροχή. Πληροφορίες: Γρηγόρης Σίμος, Εδ. Ροστάν 42, Θεσσαλονίκη 54641. Δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις!

(Κάθε λέξη στις «μικρές άγγελίες» στοι­ χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)

ΘΕΣ/ΝΙΚΗ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΤΗΛ. 264.958 ΑΘΗΝΑ «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ» ΔΙΔΟΤΟΥ 39


ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ - ΚΛΑΣΙΚΟΙ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΠΟίΜΕΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

01 ΟΧΙΕΣ JL

Ρ

ΓτρχπρΓϋρι

ΟΙΘΜΓΡΙΝΟΙ m

JM BR

HTEAKmm

ΧΑΡΗ

σ® βρθ ος ΰ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΘ. ΨΥΧΟΓΙΟΣ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 1 ΑΘ Η ΝΑ ΤΗΛ. 36.02.535 36.18.654


ΣΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΚΥΚΛ

'MARGUERITE

YOURCENAR ΤΩΤΙΕΣ ΧΑΤΖΗΜΚΟΛΗ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ I. ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ ΣΟΛΩΝΟΣ 76 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 36.29.923


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.