ΙΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΟΙ
ΑΡΙΘ. 130 · 6.11.85 · ΔΡΧ. 150
εκδόσεις «νεα σύνορα»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Επιλεγμένα βιβλία για παιδιά και νέους ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ Ζ Ω ΡΖΣΑ Ν Τ ΦΩΝΤΑΣ ΛΑΔΗΣ ΤΖΩΝ ΣΤΑΓΝΜΠΕΚ ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΠΉ-ΠΑΝΑΠΩΤΟΥ ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ
ΖΟΡΖΕ ΑΜΑΝΤΟ ΝΤΟΝΑ ΦΛΩΡΑ
ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ ΣΟΦΙΑ Μ ΑΥΡΟΕΙΔΗΠΑΠΑΔΑΚΗ ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΝΓΓΣΑ ΤΖΩΡΤΖΟΓ ΛΟΥ ΧΕΝΤΡΙΚ BAN ΛΟΥΝ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΜΑΡΙΑ ΜΙΧΑΗΛ-ΔΕΔΕ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ ΑΛΦΟΝΣ ΝΤΩΝΤΕ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΑΛΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ ΡΑΝΤΓΙΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ
νίΠΡΟΤοΐ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗ
SZ2
ΝΙΚΟΛΑΙ Β ΟΡΟΝΟΒ ΛΓΓΣΑ ΨΑΡΑΥΤΗ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ
ΑΝΝΑ Γ. ΒΙΝΜΠΕΡΓΚ ΝΙΚΟΛΑΙ ΒΟΡΟΝΟ Β ΝΙ ΙΣΑ ΤΖΩ ΡΤΖΟ Γ ΛΟΥ
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ
ΡΟΜ ΠΕΡΤ Λ. ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΡΑΝΤΠΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ Α. ΑΛΕΞΙΝ
ΝΓΓΣΑ ΤΖΩ ΡΤΖΟ Γ ΛΟΥ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ · ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ /;& ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ «ΝΕΑ Σ Υ Ν ^ β ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΤΗΛ. 3610589-360039
ΝΤΙΝΟΣ ΔΗ Μ ΟΠ ΟΥΛ Ο Σ • ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
Ρωτώ κοι μαθαίνω Ιστορία ενός αγαθούλη 'Αλκής ο ψεύτης Το κόκκινο αλογάκι Ιόλη ή Τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι Απ’όσα έχω δει Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας Ο μικρός περιηγητής (τρεις τόμοι) Ο Εέ από τ ’άστρα Ο χρυσός δαρεικός Ιστορία της ανθρωπότητας Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ευρώπη) Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία) Ινδιάνικοι Θρύλοι Το φάντασμα του Κάντερβιλ Αγάπη για τη ζωή Ιστορία ενός καρυοθραύστη Ο Ταρταρέν της Ταρασκόν Χόπιτι-Χοπ Πειρατικές ιστορίες Απίθανες ιστορίες Μελήσιππος Το κυνήγι των περιοτεριών Στα βήματα του Σαμοθήριου Μια Πέμπτη του Οκτώβρη Μάσα, ένα σύγχρονο κορίτσι Το τσίρκο της Ίρμας Το νησί των θησαυρών Η μαύρη τουλίπα Μύθοι και θρύλοι της Ρώμης Χριστουγεννιάτικη ιστορία Μύθοι του Αισώπου Η φωτιά που δε σβήνει Το ωραιότερο διήγημα του κόσμου Η τρελή Ευδοκία SOS - Κίνδυνος Ο μαστρο-Πολύξερος κι η παλιοπαρέα του Ιστορίες των δερβισάδων Ο κήπος με τ’αγάλματα
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Έ να βιβλίο για τους γονείς . Ένα βιβλίο για την οικογένεια Απαντήσεις στο μεγάλο πρόβλημα κ ο α μ α ς
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ Ε Π ΙΟ Ε Ο Ρ Η Σ η ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΦΙΕΡΩΜΑ
6 Νοεμβρίου 1985
ο ο υ
π α ιδ ιο ύ Τμή: Δρχ. 150
Έ να βιβλίο-απόκτημα • για Φ για του • για και
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α
ΧΡΟΝΙΚΑ
Σύνταξη; 36.40.487 Αογιστήριο: 36.40.488
Τεύχος 130
της διαπαιδαγώγησης του παιδιού
ο
ΔΙΑΒΑΖΩ
Ε*Λοτης: Αννα Πετοίήον
την κατανόηση της παιδικής προσωπικότητας, τη διάπλαση του χαρακτήρα και των ικανοτήτων παιδιού την καλλιέργεια των πρωταρχικών κοινωνικών ηθικών αξιών
^Βΐ'τής: Περικλή; Αθανιισόπουλος ^ΗΉνντής: Γιώργο; Γαλαντης ■f;,'Τα7ι' : 1,1 Γιιιενακη. θεοδώρα Π ^ ° υ... Β|1Π1/ 'Γ Ku/.uimp«;, Ηοιικλή; · ω.ε;η;
M m ,in
K,,,Tn To.!,,,,,
·
Σ.τ<ισινυπούλοι·.
Τννί,νθμΐκ<>; υ:,ΓΤ'®ι'νο9: Βάσω Σπάθή α „ ΤΜ>υές: Κατερίνα Γρνπονησιώτου lTTlMToi ις; Ηρακλής Παπαλέξης Α,„ ®|,οι1οη-Μοντάζ: Νένη Ράις 4ιορ«ω„εΚ: Πηνελόπη Βλάσση !£
&
ΦωτοκΟτ-τρο ν21«.τηλ. 75.16.3’
» ****
Πει,?,.VfU? *5ωψύλλου: Δ. Φ ,.1 VlU Tn. ω? '■ τ'Κ·. 1 32.44.325
Από μια ομάδα σοβιετικών παιδαγωγών, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων, συγγραφέων και άλλων ειδικών, με βάση τις πιο σύγχρονες παιδαγωγικές έρευνες και μελέτες.
Σε
4 τόμους
• Προσχολική ηλικία · Σχολική ηλικία «Προεφηβική ηλικία «Εφηβεία Κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμ^ς Κυκλοφορεί σύντομα ο δεύτερος τόμος
Εκδόσεις Ζωοδόχου Πηγής 16, 106 81 Αθήνα. Τηλ. 3640 713, 3623 649
ΕΠΕ.
Λγγελής.
λύ _<ι<,^σΓΙξ’Ι'^οντ“^: 1 Χριστοδουλάκο 26 Χ'Κ'Άαλά; Ο.Ε., Λ Μεταξά 26 ’ τ,4λ. 36.41.134 Εχτύ λή?^?ω^,|: Αφοί Τσαλόάρη Ο.Ε.. ΦυΒιΚΙ,'Λ
τη>·. 26.10.918
Ο c yr<na: Νικ. Κατριβάνος και Ιία Δι„ν„ ■ ,Γθνατά 4Κ· Τ'|λ 57.49.951
Ι*ή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κ,Ύ,9ική Λ,ήΗ,,τη: Λ(|ήν„;
Μ. Γ. Μερακλής: Το ελληνικό παραμύθι Δημήτρης Λουκάτος: Μορφές και σχήματα του «μυθικού» λόγου Κώστας Καφαντάρης: Λόγος για το παραμύθι Ηλίας Κεφάλας: Οι ήρωες και τα μοτίβα στο ελληνικό λαϊκό παρα μύθι , , ,. , Ά ννα Αγγελοπούλου: Μια υπερφυσική γέννηση στο ελληνικό πα ραμύθι Ζωή Βαλάση: Η δραματική καταδίκη και ο αποκεφαλισμός της Σταχτοπούτας Δέσποινα Δαμιανού: Δύο περιπτώσεις αναζήτησης της Πεντάμορ φης στα ελληνικά παραμύθια Μαρία Σακαλάκη: Οι απαγορευμένες επιθυμίες στο λαϊκό παραμύ θι και στους αρχαίους μύθους Μαρούλα Κλιάφα: Οι λαϊκοί παραμυθάδες και η επιβίωση του πα ραμυθιού ώς τις μέρες μας Β Δ Αναγνωστόπουλος: Λαϊκές εκδόσεις των παραμυθιών Κώστας Καφαντάρης: Επιλογή βιβλιογραφίας ελληνικού παραμυ θιού
6 15
19 21
26 31 36 42 45 50 53
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Γιώργος Δ. Κεντρωτής ΘΕΑΤΡΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει η Ιωάννα Μινόγλου
55 58 60
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Βάιος Παγκουρέλης
57
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μαρωνίτη
62
ΔΕΛΤΙΟ
7°{^νης Διονύσιος Υ-9λογγου ι
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
τ1λ· 36.2ii.HBy
ΚΡΙΊΊΚΟΓΡΑΨΙΛ
78
θι?,σαλονίκη; “ ιίΑιοπ«υλείο Κ,,τί^> και Σία ,· ,%μιοκή 78 «)).: 279.720. 268.940
1 or
i
επόμενο «Διαβάζω»
α φ ιέρ τμα σ το ν Ν το σ το γ ιέφ σ κ ι ,,"Υϊΐί'1' ' f i r * 1""ΡΥ"; Γ,ιλύντης
Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ
Από 2 έως 15 Οκτωβρίου 1985
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα' δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις με γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις αστε ρίσκους το αμέσως μετά με δύο (,,) και το τελευταίο με έναν (* ).
***
Β Βασιλικού Το ελικόπτερο (β'/2) 0. Εκο Το όνομα του ρόδου (Γνώση) 1 Κλε Τα ημερολόγια 1898-1918 (Νεφέλη)
*•* •
ΐΕξάντας)
* •*
Κλάιστ: 4 νουβέλες (Άγρα)
το ελληνικό παραμύθι
<£ CD
αο ■ > X *•*
** * * * *»* •* ** * * **· * * • • •* •* •* *•* **
ϊ Σινιορέ Η νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν
'/2)
I Ραγιάς - Θεσ.
kO
Λέσχη του βιβλίου - Αθ.
> ιυ
Μ εθ εν ίτη ς - Πάτρα
ο
Κοτζιά - Θεσ.
α
Κατώι του βιβλίου - Θεσ.
σ •3 X
Εστία - Αθ
<
Καρδαμίτσα - Αθ.
CD
*** * *
VI Ντυράς 0 εραστής (Εξάντας)
3 Βασιλικού: Οι προσωκρατικοί (8
Ελευθερουδάκης - Αθ.
Δωδώνη - Αθ.
Δωδώνη - Γιάννενα
Γρηγόρης - Αθ.
Αιχμή - Αθ.
ΒΙΒΛΙΑ
Βαγιονάκης - Αθ.
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τούλάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα το* βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβοΟ' | λεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής».
***
• **
• *
-
Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Γρηγόρης - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήτ ιν Α Πέβσιτς Η εκκλπ010 λόγια του Απόστολου Παύλου (Γρηγόρης)
25 τευχών .1400 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 3100 δρχ. 15 τευχών 2000 δρχ. - Σπουδαοτική 15 τευχών 1800 δρχ. Οργανισμών. Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 4000 δρχ. Σ υνδρομές εξωτερικού
Ιδρυμά τωμ, Βιίίλιοθηκώ> Ευρώπη. 47 δολ. Κύπρος: 42 δολ. Αμερική κ.τ.λ. 52 διά
Ευρώπη 25 τευχών 41 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 38 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 27 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 25 δολ Κύπρος 25 τευχών 3ft δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 33 δολ. Κύπρος 15 τευχών 24 δολ. Σπουδαστική 15 τευχών 22 δολ.
Κμϋάσματα οτη Λι» ιΉυν<»»1·
Αμερική - Αυστραλία Ασία - Αφρική 25 τευχών 4ft δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 43 δολ. 15 τευχών 30 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 28 δολ
Κατερίνα Γρυπονησιωτύ*'
- ΙΙιιιιοδικα « Χιαίίάζ"**
Λνδρ. Μ εταξύ
JjVaiivN.
Σ υνδρομές εσωτερικού
Μια φορά κι έναν καιρό.... Κόκκινη κλωστή δεμένη... Με τις mo πάνω φράσεις ξεκινούσε τη διήγησή του ο παραμυθάς για να ζωντανέψει μπροστά στο ακροατήριό τον δράκους, βασιλιάδες, βασιλοπούλες, μυθικά ζώα και μάγισσες. Συνέχιζε μάλιστα πλουτίζοντας ολοένα την αφήγηση με στοιχεία που εντυπωσιάζουν και μαγεύουν το νον τον ακροατή. Οι παραμυθάδες λιγόστεψαν, όμως τα παραμύθια που γοήτεψαν γενιές ολόκληρες παιδιών αλλά και ενηλίκων —τηλεοράσεις και κόμικς ήταν ανύπαρκτα τότε—δεν χάθηκαν βρίσκοναι τυπωμένα σε βιβλία, προϊόντα της καταγραφής και της συλλογής που επιχείρησαν οι ερευνητές, με αγαπη και σεβασμό για το ελληνικό παραμύθι. Έτσι μπορούμε τώρα να αναλύουμε, να αξιολογούμε και να ερμηνεύουμε την προσφορά τους. Κυρίως όμως έτσι μπορούν τα παραμύθια αυτά να διαβάζονται απ όλους. Κι από εκείνους που δεν τα γνώρισαν ποτέ αλλα και απο εκείνους που τα άκουσαν από τα χείλη κάποιου παραμυθα —ενδεχομένως παππού ή γιαγιά. Ας αφήσουμε λοιπόν να μας παρασύρει το παραμύθι στους κόσμους τον, και ελπίζουμε να μας βοηθήσουν σ αυτό οι μελέτες του αφιερώματος μας.
Ιο αφιέρωμα επιμελήΟηκε ο Γιώργος I αλαντης
αφιερωμα/7
6/αφιερωμα
Μ.Γ. Μερακλής
Το, ελληνικό παραμύθι
Ορισμένες γενικές, βασικές ειδήσεις και παρατηρήσεις Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι είναι μια πάρα πολύ σοβαρή υπόθεση, τη σοβα ρότητα της οποίας εντούτοις πολύ λίγοι, ακόμα και τώρα, έχουν αντιληφθεί. Σο βαρή υπόθεση από την άποψη της παράδοσης, της επιστήμης, της τέχνης, τΊ1^ ζωής. Ξένοι και εδώ, όπως και σε άλλους τομείς και γιαίάλλα ζητήματα (αυτό έχει βέβαια σχέση με την κατάσταση εξάρτησης και υπανάπτυξης, στην οποία βρισκόταν ο τόπος μας τον περασμένον αιώνα), είναι αυτοί που εκδήλωσαν πρώτοι το ενδιαφέρον τους. Πρώτη σημαντική τέτοια περίπτωση αποτελεί ο Αυστριακός Johann Georg von Hahn, πρέσβης στα Γιάννενα το 1848 κι ύστερα από τρία χρόνια στη Σύρο, μέρη από τα οποία συνέλεξε τα παραμύθια της συλλογής του, /. Griechische und Aihanesische Marchen (ιλληνιχά και αλβαvixtl παραμύθια). Υλιχό ιίχι μαζίψπ χαι από την Εύβοια χι άλλα νηαιά των Κνχλάόων. Τα ιλληνιχά χπρόχραφα τον Hahn πιριήλθαν στην χατυχή τον Αανού ιλληνιυτή Jean Ρίο χαι βρίσκονται τώρα στο τμήμα χιιροχράφων της Εθνιχήζ βιβλιοθήκης, στην Αθήνα. Αϊτό τη ονλλογή αντή τνπωοι ο Ρίο το 1879, στην Κοηιγχάγη, άλλα 31) παραμύ θια, στο οποία πρόσθιοι τα 17 Λιχιί του. από όιχή τον συλλαβή - Conies populalres greet publics d ‘ aprts le.t mania irilt da dr. J O l e Hahn el annolfs par Jean Pin) Τα πα·
την οποία τύπωσε, στα γερμανικά, στη Αιψία 1864.' Ο Hahn, άνθρωπος του γερμανικού (?° μαντισμού (έστω και όψιμος), οπαδός των σδΐ φών Grimm, που πίστευαν στην πανάρχ«ια Ί , κία των παραμυθιών ως λειψάνων και επιβιωΐ* των των μύθων των Αρίων, αρχαιογνώστη? κ φιλέλληνας (με την έννοια του ευρωπαϊκού Ψ λελληνισμού του περασμένου αιώνα), επομε ήταν να δει ανάλογα τα απλά νεοελληνικά λ«· παραμύθια, που είχε μαζέψει από το (Π<' ραμύθια τον τόμον αντυύ όημοαιιντηχαν στα ιΟ Ί ^ Ιίς προς το αλβανιχό μύρος της σνλλογής τον Hahn. ' ‘j. γη: τόνιοτ ήδη όπ ήταν ονοιαιττιχά u v v κιρκΐ"· . έναντι πιιν 10/ ιλληνιχών χιιμι νιυν δίνονταν μι,νο ^ ·ιΙ)(, έίανιχά, άλλη ;<( από ιιντά γνήσια μόνο 4. από οόν, τνώ τα νπόλοιπα, (man χιμ προίλτνοής ανήχον πιο ηπηο< η ιχο \'λιχό ΙΙλ (i.A Μΐ’Κι1'· '1 ‘['(pitt uimmlutifi utul Miirchvnforu hunt: in Grin hcnlant/y John· iHM, l)J/y, H(IVa ')' „ n 4 Λαογρ«</'" ‘ a W7 (στην a ναό ημοσίτνοη της Λαογραφίας 0(l χαι οι τπόμιντς παραπομπές σ' αντό το άρθρο)·
στοκρατικές αντιλήψεις των κλασικών φιλολό γων, πως οι αρχαίοι Έλληνες, κάτι σαν περιού σιος λαός, δεν είταν δυνατό να έχουν, και προ παντός να έχουν σε υπόληψη, παραμύθια, που είναι προορισμένα μόνο για παιδιά, - λόγια των γιαγιάδων και της παραμάνας: «γραώδεις μύ θοι», «τιτθών λόγοι». Μεταγενέστερες γενεές φι λολόγων, τουλάχιστον μερικοί από αυτούς, πε ρισσότερο ψύχραιμοι και συνετοί, εργάστηκαν κι έδειξαν, ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήξεραν, και αγαπούσαν, παραμύθια, ιστορίες για ζώα, μύ θους. Τον αγώνα δρόμου του λαγού με το σκαν τζόχοιρο μας τον διηγήθηκε ήδη η μυκηναϊκή εποχή. Το φίδι ξέρει μέσα σ’ αρχαία παραμύθια τη γλώσσα των ζώων, γνωρίζει το βοτάνι της ζωής στο παραμύθι για τον Πολύιδο (τον Πολύ ξερο, θα λέγαμε σήμερα), γνωστό τον 5ο π.Χ. αιώνα (παραμύθι με το οποίο καταπιάστηκαν και οι τρεις μεγάλοι τραγικοί): ο Γλαύκος, ο γιος του Μίνωα, είχε εξαφανιστεί. Θα τον έβρισκε όποιος θα μπορούσε να λύσει το αίνιγμα για την τρίχρωμη «αγελάδα». Το έλυσε ο Πολύιδος (εί ναι το μούρο, που κάθε τέσσερις ώρες αλλάζει χρώμα: πρώτα είναι άσπρο, ύστερα κόκκινο, τέ λος μαύρο). Βρήκε τον Γλαύκο νεκρό μέσα σ’ ένα πιθάρι μέλι. Τον έκλεισαν στον τάφο του παιδιού, για να τον ζωντανέψει. Έ να φίδι σύρ θηκε προς το μέρος του. Ο Πολύιδος τρόμαξε και το σκότωσε. Ήρθε τότε ένα άλλο φίδι και ζωντάνεψε το σκοτωμένο μ’ ένα βοτάνι, που το ακούμπησε πάνω του. Τα δύο φίδια έφυγαν, αφήνοντας εκεί το βοτάνι. Μ’ αυτό ο Πολύιδος ζωντάνεψε τον πεθαμένο Γλαύκο. Η ιστορία αυ τή μας θυμίζει, λοιπόν, το γνωστό παραμύθι για το «ρόδο το αμάραντο».4 «Το αστέρευτο κέρας της Αμαλθείας», γράφει ο Γερμανός παραμυθο λόγος v.d. Leyen, «ψάρια τηγανισμένα που κε λαηδάνε στο τηγάνι, το τραπέζι που είναι μονα χό του στρωμένο, το κύπελλο που πλένεται μο ναχό του, η χύτρα που βράζει μοναχή της τη σούπα, το ψωμί που ζυμώνεται μοναχό του, κρήνες που τρέχουν σούπα και φαγητά, λουκά νικα αντί για πέτρες στα σοκάκια, ψημένες τσί χλες που πετούν στο στόμα του διαβάτη και τον <)Xu είταν βέβαια υπερβολές, έστω και παρακαλούν να τις φάει, ο αυλός που βάζει τα βάζα να χορεύουν, όλα τούτα τα χαριτωμένα Uiav ό η Χίϊν Vu ονατρέψουν - και το πέτυχαν λλη υπερβολή, που είχαν εκθρέψει οι αρι πράγματα τα συναντάμε στη χώρα των Μακά-
αϊράμματων κατά κανόνα γυναικών κι αντρών, ακο την Ήπειρο και τα νησιά. Κατάστρωσε ένα °υστημα κατατάξεώς τους σε τύπους, τους οποί°^ζ χαρακτήρισε με βάση αρχαίους ελληνικούς μύθους (π.χ. τον τύπο του δρακοντοκτόνου Ίρωα ονόμασε τύπο της Ανδρομέδας). Μετά τον Hahn πρέπει να αναφέρουμε τον ernhard Schmidt, που εξέδωσε το 1877 το βι■ λίο-συλλογή ελληνικού λαογραφικού υλικού Marchen, Sagen und Volkslieder. Είχε αρχίσει τη συλλογή χου υλικού στη Ζάκυνθο, πριν από την Κυκλοφορία του τόμου του Hahn. Και στην ίδια Υθαμμή. Όπως έγραφε εισαγωγικά, ήθελε να δωρίσει, ως φιλόλογος, αν συνέχιζαν να υπάρΧ°υν, χαι σε πόιαν έκταση, επιβιώσεις της αρΧαί«ς ελληνικής μυθολογίας στα νεοελληνικά ^ραμύθια. Αυτή η έμμονη κατά κάποιον τρόπο εα τον ώθησε να καταγράφει και να συγκεν τρώνει μόνο εκείνα τα κείμενα, που ανταποκρί0ν?αν στην πιο πάνω προσδοκία του. Έτσι, “Χολιάζει ο Μέγας,2*τα παραμύθια του είναι λιΥ°στά (25 όλα κι όλα), αλλά πλουσιότερα σε αρμνήμες, σε σύγκριση με εκείνα της συλλοφΐζ Hahn. Εύλογα ωστόσο εξέφρασε ο Μέγας 0θ1σμένες επιφυλάξεις, αν τα παραμύθια του c midt είταν απόλυτα γνήσια λαϊκά, καθώς οι Μυήσεις του τον έφεραν και σε λόγιους πληρο°θητές, που μπορούσαν να προσθέτουν και 0ίχεία από πάνω, από τις φιλολογικές τους ωσεις, ζώντας και σ’ ένα κλίμα, όπου κυριαρστυ0ο Χ° πνε^θα τγ1ζ «συνέχειας», ως αντίδραση για του Φαλμεράγερ. Χαρακτηριστικός οίν ΐ0 πνεύ^α υ°ύτο είναι ο ισχυρισμός του κλα°υ φιλολόγου Θαδαίου Zielinski, ότι στα δηHah μέν“ από τον Schmidt, αλλά και από τον π , η’ Χαϊκά παραμύθια είχε ανακαλύψει τα ! τυπα α6ιστοψανικών κωμωδιών (Όρνιθες, απ-ΕΙζ κ·ά.)· είχαν γραφεί, όπως υποστήριζε, χ0 τον Αθηναίο κωμικό στη βάση ενός μοντέοχηι '<πυόαμυθιακής κωμωδίας», το οποίο είχε έρνο 10Χε^ και με το 071010 δημιουργούσαν το πΡ('. 01 κωμικοί ποιητές, αντλώντας τις '^οραμϊ0^ απε> ΤΤΪ Χα,κιί λογοτεχνία, το λαϊκό
I), ο. 307. Zielinski, Die MiinhenkomOdie, Si. Petersburg λό,,ϊ ,Α· *"< «·/·. Μιραχλή, Ια παραμύθια μας, βισαα-
*,vt**l (1973), ο. 70.
4. Γι’ αντά, μ ι τις αχιτιχύς παραπομπύς, βλ. Μιραχλή (όπως στη αημ. 3), ο. 04-6. 5. Friedrich von der Leyen, Die Well der Marchen, r. A ', DOsseldorf 1953, o. 162.
αφιερωμα/9
8/αφιερωμα ρων, για την οποία μιλούν οι ποιητές από τον 5ο αιώνα (...). Από αυτά δεν απέχει πολύ ο «ανά ποδος κόσμος»: ο λαγός και το ελαφάκι παίρ νουν τη θέση του τάρανδου, ο άνθρωπος μπορεί να περάσει από μια πόρτα στενή σαν την τρύπα μιας βελόνας ή σαν ένα δαχτυλίδι, από τη θά λασσα σηκώνονται σύννεφα σκόνης, η θάλασσα έχει γλυκό νερό και χύνεται σ’ ένα ποτάμι, τα ποτάμια ξαναγυρίζουν στις πηγές τους (...), λύ κοι και γαϊδούρια πετάνε στον αέρα, ο γάιδαρος παίζει τη λύρα, το αμάξι τραβάει το βόδι, ο λύ κος βόσκει τα πρόβατα, το ελαφάκι νικάει το λιοντάρι, η αγελάδα τρέχει πιο γρήγορα από το λαγό, το λιοντάρι αφήνει ήσυχα να το κουρέ ψουν, ο λαγός είναι αρπαχτικό ζώο και σαρκο βόρο, οι βάτραχοι έχουν μάθει και πίνουν κρασί, οι παραμυθένιοι πολίτες πλέκουν σκοινιά με άμμο (...), βάζουν στο ζυγό δελφίνια, κουρεύουν το γάιδαρο, αρμέγουν τον τράγο, βγάζουν νερό με το κόσκινο, βράζουν την ψαρόσουπα προτού να πιάσουν το ψάρι...».6 Ο Ρωμαίος συγγραφέας του 2ου μ. X. αιώνα Απουλήιος διεσωσε στο έργο του Μεταμορφώ σεις (πιο γνωστό με τον τίτλο Ο Χρυσός Γάιδαρος) την ιστορία για τον Έρωτα και την Ψυχή, την οποία διηγείται μια γριά σ’ ένα κορίτσι που έχουν απαγάγει ληστές, για να το διασκεδάσει και να το παρηγορήσει. Η ιστορία είναι, όπως όλοι πιστεύουν, ένα άρτιο παραμύθι από την αρ χαιότητα, παρά τον μυθικό ή μυστικό και μυστα γωγικό τόνο και ύφος, που του έχει προσδώσει ο συγγραφέας.7 Αλλά και ο Ι.Θ. Κακριδής πίστε ψε ότι βρήκε ζωντανό στο στόμα του λαού το παραμύθι για τον Μελέαγρο, τον ήρωα που είναι ταυτισμένη η ζωή του, μαγικά, μ’ ένα δαυλό που, όταν καεί, θα πεθάνει κι αυτός. Το παρα μύθι είταν, όπως βεβαιώνει ο Παυσανίας, «διαβεβοημένον εις άπαν το Ελληνικόν» στα χρόνια
του (τον 2ο μ.Χ. αιώνα λοιπόν) κι έτσι, σημειώ" νει ο Κακριδής, «δεν είναι να απορήσουμε πώζ και σήμερα είναι γνωστό σε τόσην έκταση μέ°° στον ελληνικό χώρο. Η προφορική παράδοση χ0 κράτησε μέσα στους αιώνες με ελάχιστες ευκΟ' λοεξήγητες μεταβολές»8 (ο Κακριδής βρήκε Λ<*' ραλλαγές του από τη Μακεδονία, την Αιτωλία τη Φθιώτιδα, την Κύπρο). Ο Αγγλος αρχαιολόγος, που εξελίχθηκε λαμπρό λαογράφο, Richard Dawkins, είναι εΧ£1' νος, νομίζω, που είπε τα πιο ισόρροπα πράγ|ώ" τα πάνω στη σχέση του νεοελληνικού παροψ11' θιού με την αρχαιότητα, σχολιάζοντας τα εκδ1' δόμενα κάθε τόσο από αυτόν κείμενα.9 Το σχο λιασμό των κειμένων του πρώτου σχετικού έρΥ011 του (βλ. σημ. 9) είχε αναθέσει στον πατριώτη τ°1’ κλασικό φιλόλογο W.R. Halliday. Τους επόμί' νους τόμους σχολίασε ο ίδιος. Με την πείρα Jt°1' είχε αποκτήσει έβλεπε, ότι είταν πράγματι δυνα τό να εντοπισθούν αρχαίοι πυρήνες στα λαϊκό. προφορικά παραδομένα παραμύθια· π.χ· Μελεάγρου, του Κύκλωπα, της Μήδειας. ΓιαΤ° θέμα του Κύκλωπα, θρυλικό από την Οδύσσεώ. με το οποίο είχε ασχοληθεί ήδη, σε διεθνή συγ κριτική βάση, ξένος μελετητής," ο D a w k in s, Λ01* είχε υπόψη του και την εργασία αυτή, παρα^' ρούσε πως δύο ποντιακές παραλλαγές περιέχ01,ν το επεισόδιο του «Ούτις» («Κανένας», το όνο(ώ του Οδυσσέα...), όπως υπάρχει μόνο στον ύψ1] ρο και σε μια λαπωνική καταγραφή. Κι αυτό ενι σχυε τη γνώμη," ότι το παραμύθι προερχό*1 από την περιοχή της Μ. Ασίας. Ο D aw k in s μ1' λούσε πάντα, όπως είπα, με σύνεση και μέ^ για τα ζητήματα αυτά· δίχως υπερβολές. Γι’ ° υ' τό και μπορούμε να θεωρούμε αξιόπιστα τα περάσματα των ερευνών του. Ό πως όταν λέει> ότι ο ελληνικός παραμυθιακός χώρος π α ρ ο υ σ ι ζει μια σημαντική αυτοτέλεια, παρά το γεγονός
°τι η Ελλάδα βρίσκεται, σαν μία γέφυρα, ανάμε”α στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στην ρΥΥύς Ανατολή και την Αίγυπτο και στη Νότια Ευρώπη.12 ο Dawkins ξεχώριζε, παρά τη σύμ πτωση θεμάτων και τύπων, ουσιαστικές διαφο?εζ ανάμεσα στα ελληνικά και τα τουρκικά παΰαμύθια αφενός, ανάμεσα στα ελληνικά και τα "αλικά αφετέρου. Η Τουρκία και η Ιταλία θα ώτορούσαν να αξιώσουν μιαν ιδιάζουσα θέση ^αι έναν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αμοι®ιας πολιτισμικής επίδρασης με την Ελλάδα, *στι που επιβεβαιώνεται άλλωστε και σε πολουζ τομείς της νεοελληνικής ζωής, ανάλογα βέσιτχ και με τις περιοχές (Μ. Ασία ή Επτάνησος, 'i f " ! ή Κρήτη κλπ.). Ειδικά ως προς το παραγ ,1 δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, πως οι Ουθκοι έφεραν στην Ελλάδα και στις άλλες χώ9εζ που κατακτήσανε έναν μεγάλον αριθμό μοτίων κ-αι διηγήσεων, άγνωστων πριν. Τα Βαλκάΐα σχημάτισαν και απ^ άποψη αυτή μιαν ρκετά ευδιάκριτη ενότητα, καθώς όλοι οι λαοί ντλη°αν από τη μεγάλη πηγή του τουρκικού ^ραμυθιού, δίνοντας και εκείνοι ό,τι είχαν διν° τουζ.13 Ανάλογες σκέψεις μπορούμε να κά°υμε και για την Ιταλία, από την εποχή των «^οφορηών και της Φραγκοκρατίας. Υπάρυν σαψείς συγγένειες, σχέσεις, ενότητες. Ο λα*^° ,^ ePd'ng π.χ., Γερμανός φιλόλογος και 0t ^Ράφος, μελετώντας ένα ελληνικό παραμύ θι,, Τθ αυσχέτισε με διηγήσεις των σταυροφόΜενΛΐ Εντύπωση κάνει», λέει γενικεύονται, «η Υών1 ^ ουΡΤωνία μερικών ελληνικών παραλλαΙΐαλ μί; "Φθονες, κατά ένα μέρος πολύ παλαιές, ( \!Χ- ’ που χρησιμοποιούν αυτό το μοτίβο ^τήο °πω^ και 'ίια π«λλά παραμύθια με το χαρα^ΐΐυ ,νουδέλας,15 σίγουρα και στην περί, , , - Ι αυτή οι Ιταλοί είναι οι δίδοντες, από τα ί-^ κ ^ τ η ς Βενετοκρατίας» ■16 Αυτά τα γνωρίζει
o Dawkins. Και τα γνωρίζει πολύ καλά. Αλλά, συνεκτιμώντας όλα, όσα μπορεί να ξέρει, υπο στηρίζει πως ο δίδων στις επιμειξίες αυτές είναι η Ελλάδα.17 Μπορούμε να πούμε πραγματικά, ότι υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα, παράλληλα προς αυτή τη δεδομένη ευρύτερη συγγένεια και ενότη τα του μεσογειακού από τη μια μεριά και του νοτιοανατολικού ευρωπαϊκού χώρου από την άλλη, που αναδεικνύει κοινούς τόπους και τύ πους, στους λαούς των περιοχών αυτών, και αποκλειστικούς σ’ αυτούς.18 Υπάρχει μια ελληνι κή ιδιαιτερότητα του υλικού, με φυσιολογικές τοπικές αποκλίσεις, από την Κρήτη και την Κύ προ ώς τη Μακεδονία, από το Αιγαίο ώς το Ιόνιο. Ένα βασικό στοιχείο αυτής της ιδιαιτερότη τας είναι η πλούσια παρουσία όλων των παραμυθιακών ειδών: μύθων ζώων, μαγικών παραμυ θιών, ευτράπελων διηγήσεων. Ο Dawkins, μιλώντας για τα παραμύθια της Δωδεκανήσου που είχε εκδώσει, διαπίστωνε σ’ αυτά μια προχωρημένη εκκοσμίκευση και περιε χόμενα, τα οποία απευθύνονταν καθαρά σ’ ένα κοινό κουρασμένο, όπως έγραφε, από την παλαιά ψεύτικη χώρα των θαυμάτων και των πα ραδοσιακών διηγήσεων, ένα κοινό έτοιμο και ώριμο να δεχτεί ευχάριστα μιαν αφήγηση, πιο καλά ένα στιλ κι ένα είδος αφήγησης περισσότε ρο αναπτυγμένο.19 Κάτι ανάλογο διαπίστωνα και εγώ σε παραμύθια της Λέσβου ή της Θεσσα λίας. Τελικά ένας ρεαλιστικός και, να το πω έτσι, «προσγειωτικός» ορθολογισμός είναι βασι κό γνώρισμα των νεοελληνικών παραμυθιών, και ως η αντανάκλαση μιας βασικής λειτουργίας της νεοελληνικής σκέψης, όπως αυτή καλλιεργήθηκε και επηρεάστηκε κάτω από δύσκολες ιστορικές, κοινωνικές, γεωγραφικές συνθήκες.21 Ο ορθολο γισμός αυτός έχει ως αποτέλεσμα και τη σαφή-
m tfT L a m Γι αυτά και γι άλλα παραμνθιακά θέματα ατονς αρχαίους Έλληνες βλ. πρόχειρα Μερακλή (όπως σημ. 3), α. 66-9. Συγκέντρωση παραμυθιαχού υλικού, αλιευμένον από τους αρχαίους συγγραφείς, είχαν χάνει παλαιότερα οι August Hans null - August Marx, Griechische Miirchen, Fabeln, Schwanke und Novetlen ausgewdhll am dent klassischen A ltertum, Jena (έχω υπόψη μου τη Λεύτερη έχΑοση, του 1922). Υπάρχει τεράστια βιβλιογραφία γύρω από το θέμα. Το ιστοριχό της έρευνας χαι, προπάντων, τη Λιεξοόιχότατη πραγμάτευση των εχατοντάΑων νεοελληνικών παραλλα γών του παραμυθιού, σι σύγκριση χαι με τις ξένες πα ραλλαγές, βλ. στον Ι Α. Μέγα, Das Miinhen von Amor’ und Psyche in der grtechischen Volksiiherlleferung (Πραγμα τεία! της Ακαδημίας Αθηνών, 30), Αθήνα 1971, Ι.Θ. Κακριδή, d ύο νεοελληνικά παραμύθια, στον τόμο τώ ρα: Μελέτες χαι Αρθρα. Τιμητική προσφορά για τα εβδομήντα χρόνια Του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1971, a. 201-3
(όπου και οι παραπομπές σε προηγούμενη εργαοίο για το ίόιο θέμα). , ,ο μ Βλ. τα βιβλία του: Modern Greek in Asia Minor, Cam 1916· Forty five Stories from the Dodekane.se, x ,im 1930· Modern Greek Folktales, Oxford 1953' M»rt ' Folktales, Oxford 1955 Συστηματική ‘βιβλιογραφική ^ βολή* στο έργο του σημαντικού αυτού ερευνητή του 0. ληνικού πολιτισμού και προπάντων του παρεψθβιΟύ οιεύει ο Μηνάς Αλ. ΑλεξιάΛης στον 5ο τόμο (19 του , U l n a r Κ ένίρου Μ ικρ α σ ια τικώ ν ΣπουΛών-
.,t,etf
10. Oskar Hackman, Die I’olyphemsage in der Volksu rung, Helsingfors 1904 ■i( ■ II του Hackman ο υποίος αγνοούσε ωστόσο τι-. ·’"riii·'’" f1*1 λι παραλλαγές. Άλλωστι από τις. 221 παραλλσγι r .u n1 t o l-dτό τη του μόνο οι 4 είταν ελληνικι . Και <>' κιηιΐ'1 ■ β(α σύνολο) Λεν υπήρχι το θέμα *ούτε,-. παρά μονό , • ....... νι··ή tw o μία από to Anton, άλλο
t p ltn<ki"s
άσχετη). Αλλωστε οι ποντιακές παραλλαγές τ,,ν είταν και ένα σπουδαίο εύυηιια
ηηΛ ίζ αΧξτι*ίζ Λαοαπομπές χαι naQaniQa ανάπτυξη των ari τον Dawkins στην εργασία τον Γ.Α. Μέγα, Der Μη L e ^drchenraum und der /Catalog der gricchischen 3q$ 1 envarianten, τώρα στη Λαογραφία, 25(1967), σ. 29Η13. Α
Ιί,ΐ° α,,λή (όπως σημ. 3), α. 70-1. Πάνω οε μια τέτοια !'η °Χηματ(στηχε χ,,ι η παλαιότερη συλλογή βαλκανικών ^ραμυθ,ών του August Leskien, Balkan miirchen, Jena ^
πων„ Η η Ρί ' ηκ· Ε,η Marchen aus Syra, Προσφορά εις Στιλνίχη Ι^ ι ΧΤ ,Λη'' ^Ελληνικά, παράρτημα 4), θεσσαλοθ ά γ ι κ ί '^ " ϋ'ΊΡεκτηρΙςι ται το παραμύθι που Λεν περιέχ" otih^ '‘ "πτρψυαικά στοιχεία, έχει περισσότερο ρεαλιιΛ υ ίί,Γ υ'ΙΗ^ " Ι'Ιναι είδος που ήκμαοε στη Αυοη, και γά ,,.. 9 ' ' "την Ιταλία, την ιποχή της Αναγέννησης κι αρμετι,'.' -™ " Α<'ίοι συγγραφείς, π ω ς ο ΙΙοκκάκιος και ο
/Ίια!,
ΙίιΐΜίε. ιπιίιργάστηκαν βασικό λαικο Λιημ έναν προσωπικό τρόπο.
16. Π6. Μερακλή (όπως σημ. 3), ο. 212-3. 17. Dawkins, Modern Greek Foktales, ό.π., o. XXIV-XXV. Πβ. και Μέγα (όπως σημ. 12), α. 302. Βλ. και Dawkins, Fortyfive Stories..., ό.π., ο. 20-2 (από τις 45 Λωδεκανηαιακές ιστορίες μόνο τις 6 θεωρεί ιταλικής προελεύσεως). 18. Για ένα τέτοιο, θαυμάσιο στις ελληνικές παραλλαγές τον, παραμύθι, που πρέπει να πλάστηκε μάλλον στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης, και πιθανότατα στην Ελλά Λα, βλ. τη μονογραφία ron Μ Γ. Μερακλή, Παρατηρήσεις στο παρα μύθι της Ξανθομαλλούοας, στον πιο πάνω τόμο του: Τα παραμύθια μας (όπως στη σημ. 3), σ. 97-143 (και ειδικά ως προς τα ατμπεράαματα, ο. 142-3). 19. Forty-fives Stories..., ό.π., σ. 5 και 17. 20. Βλ. τις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου στα βιβλία της Φρό σως Μ. Ζούρου, Λεσβιακά Παραμύθια, Αθήνα 1978 και Μαρούλας Κλιάφα, Παραμύθια της Θεσσαλίας, Αθήνα 1977. 21. Κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα βλ. στο άρθρο μου: Ο ορθολογισμός στο ελληνικό παριψύθι, Λαογραφία, 30(1975-1976). σ. 11-6.
10/αφιερωμα
αφιερωμα/11
νεια των αφηγηματικών γραμμών και ορίων των ελληνικών «οικοτύπων», που τους κάνει κι εύκο λα αναγνωρίσιμους από άλλους εθνικούς τύπους ή και ευκολότερα κατατάξιμους στο διεθνή κα τάλογο, κάτι, από το οποίο δεν επωφελήθηκαν πάντως οι συντάκτες του, παρά σε πολύ περιορι σμένο βαθμό.22 Μίλησα πιο πάνω για πλούσια παρουσία όλων των παραμυθιακών ειδών. Έχει αυτό σχέση με το γεγονός, βέβαια, ότι ο Έλληνας είναι δυναμι κός homo narrans. Αλλά έχει σχέση και με την πραγματικότητα, ότι στην Ελλάδα έγινε μια ευρείας εκτάσεως συλλεκτική προσπάθεια, που περιβλήθηκε και με τη σημασία μιας εθνικής σκο πιμότητας και, σχεδόν, ιερότητας. Ήδη το 1850 το ιδρυμένο εκείνη τη χρονιά περιοδικό «Παν δώρα» άρχιζε τη δημοσίευση δημοτικών τραγουδιών από τις στήλες του, «προς περίσωσιν από της λήθης». Από το 1856 η προσπάθεια αυτή του περιοδικού έγινε συστηματικότερη, με τη συνερ γασία και του υπουργείου παιδείας, το οποίο έστειλε εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς, ζητών τας να καταρτίζουν συλλογές με σύμμεικτο λαογραφικό υλικό. Ό πω ς παρατηρεί ο Στίλπων Κυριακίδης, το κίνητρο δεν είταν τόσο το επιστη μονικό ενδιαφέρον καθεαυτό, αλλά ο πατριωτι σμός: η αναζήτηση «ιχνών του αρχαίου κόσμου, αποδεικνυόντων την αδιάσπαστον από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον συνέχειαν του Ελληνι σμού εναντίον των γνωστών θεωριών του Fallmerayer».23 Συγκεντρώθηκε έκτοτε τεράστιο υλικό, φυσικά και παραμυθιακό. Ένα μέρος έχει δημο σιευτεί. Έ να άλλο, το μεγαλύτερο -ίσως: το μέ γιστο- μένει αδημοσίευτο. Και, βέβαια, σχεδόν αναξιοποίητο. Η Ελλάδα είναι ένας παράξενος τόπος. (Το επίθετο παράξενος είναι μια λέξη βο λική· τη λες και, κατά κάποιον τρόπο, απαλλάσ
σεσαι από την υποχρέωση να προχωρήσεις 0^ αναλύσεις, εξηγήσεις, αιτιολογήσεις, βυθισμέν°και συ σ’ ένα πέλαγος αντιφάσεων, ασυναρ^ σιών, αδιαφορίας, πτωχαλαζονείας, πανίσχυΡ1*)’ ασοφίας και δοκησισοφίας, που σε εξουθεν® νουν και σ’ αδρανοποιούν). Η Ελλάδα ειν ένας τόπος, όπου δίνονται, μεταξύ άλλων, # I άναρχες προτεραιότητες. Ακόμα κι όταν αποφ* σίζεται να δοθεί κάποια προτεραιότητα στο λ°ι κό, τη λαϊκή παράδοση κλπ., αυτά ιεραρχον^ εσωτερικά έτσι, ώστε η υπόθεση του λαϊκού p·Ί λον να ζημιώνεται παρά να ωφελείται. Ξαναλ λοιπόν, ότι ο κύριος όγκος του συγκεντρωμ^ j υλικού παραμένει ανέκδοτος σε διάφορα α ρ χ ^ Και κατεξοχήν στο ιδρυμένο από τον Nix°^ Πολίτη Λαογραφικό Αρχείο (1918), που ται τώρα στην Ακαδημία Αθηνών (ως Κέν^Ρ Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας), και ιδρυμένο από τη Μέλπω Μερλιέ Κέντρο Μι*6 σιατικών Σπουδών (1933), που έχει περισώσω ■ σημαντικό βαθμό τον ανεκτίμητο λαογραΦ* θησαυρό των προσφύγων της Μ. Ασίας.' μικρή συμβολή του ΚΜΣ μπορεί να θεωρΦν ένας τόμος παραμυθιών από τη ΝΔ Μ· Α | (Λιβίσι και Μάκρη).23* 1 Ορθά ο Μέγας υποστηρίζει, ότι η ίδρυοΟ 1909, από τον Νικόλαο Πολίτη, της Ελλη'11* ; Λαογραφικής Εταιρείας εγκαινίαζε με νέα για τη συλλεκτική λαογραφική δραστήρια'1’! . Ο Μέγας μιλάει γενικά για την ακτινοβολία 0*1** τη δράση της Εταιρείας. Αλλά αυτή ασκή1 κατεξοχήν με το περιοδικό της «ΛαογραΦ^ι iVtl* (1909 κ.ε.), όπου δημοσιεύτηκε και παραμυθιακό υλικό.-2 Στη «Λαογραφία» ε§ 0 λου εγκαινιάστηκε, από τον ίδιο τον Πολι I j επιστημονικός (εθνολογικός στην περί#1^ ί του) σχολιασμός των παραμυθιών, αν και ΛΡ. Α
22. Slilh Thompson. The Types o f Ihe Folktale. A Classification and Bibliography Antti Aartie's Verzeichnis der Mitrchentypen, Helsinkr 1904. Σχετικά pc την υπεροχή των ελληνιχών παραλλαγών έναντι άλλων, ως προς τη σαφήνεια των ύιαγραμμάτων, βλ. π.χ. το άρθρο τοιι Mfya, Die Novelle vom Menschenfressenden l.ehrer (Demologia e Folklore. Snail in memoria di Giuseppe Cochiara). Palermo 1974, o. 199-210. 23. Βλ. Λαογραφία, 7(1923), a. t'-ia'.
υρς τα κυβερνητικά προγράμματα («.τ ο το έτος 1904-1985, έτος λειτουργίας των πανεπιοτψ^ΐ πανί παιόαγωγιχών τμημάτων) brv διδάοκουν πια τΤ1 λ
24. Λυπάμαι ειλικρινά, πον 6 tv μον επιτρέπει ο χιόρος, σε συ σχετισμό με το σκοπό και τον προορισμό τον άρθρου μον αυτόν, να προβάλω, όπως τους αξίζει, ονομαστικά, όλους εκείνους τους φορείς, ιδιωτικούς σχεδόν πάντα, και ta πρόσωπα που με βαθιά σιγκίνητίχό ζήλο εργάστηκαν για τη συγκέντρωση, διαφύλαξη, προβολή -σε εφημερίδες, πε ριοδικά, ηινλλάδια, βιβλία, μουσεία - αυτής της πολύτμιης λαϊκής μας κληρονομιάς. Οι δάσκαλοι είταν και είναι στην ...
·
. ...... Λ .....
(Illd lt i
/ I.
j...
Π « η /.
fit
φία, την έχουν κατα^γήσα
Μια περιεκτική καταγραφή των παραπάνω ow l ρεί να άρτι ο αναγνώστης στο βιβλίο τον Λ.Σ· έ1<£ Εισαγωγή στην Ελληνική ΛαυγραψΙα, Αθήνα 1*' 1 rο(Γ τέρα στο πρώτο μέρος, όπου ο λόγος είναι γιο κά και φιλολογικά της ελληνικής λαογραφίας*> των από το 1850 ώς σήμερα >*' ’’ Κσ/λιάπη.. Μεευσαίον Μπουγιηύχκυ, 11<κ··ν·' <‘‘,f |.Γ οιού χαι τη Μέεκσηι. Σγάλαι Μ I Μ έ ρ α τ σχολίευν (mo γαλλικά) Ο Μερλιί. Εκδόσεις 'τβ%^ Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα IV76. 2β. Στην εργασία του της; σημ. I (ο WH) \ 27. Πίνακα 1τον δημοσιευμένων ώς τον 19ο τόμο%
'<' '
Ί Hampton (σημ. 22}. δημοσίευσε Ο Μίγας trtov t*Hf
!ϊ«:
να σημειώσω, ότι ο συνεργάτης του Πολίτη, Αδαμάντιος Αδαμάντιου είχε προηγηθεί, επιχει ρώντας ήδη τον περασμένον αιώνα μια πρωτότυπτ), ανθρωπολογική θα την έλεγα, προσέγγιση ίου τηνιακού παραμυθιού, με την εξέταση του κοινού, των φορέων του, της βιολογίας του.23 Από τους δύο σημαντικούς μαθητές και διαδόΧ°υς του Πολίτη, ο Στίλπων Κυριακίδης, πέρα από όσα γενικά είπε για το παραμύθι στο εισα γωγικό βιβλίο του για την ελληνική λαογραφία (1922), δημοσίεψε το βιβλίο του για τις γυναίκες σττ1 λαογραφία (1921), όπου εξετάζει το ρόλο *ουζ στη διατήρηση και μετάδοση των λαϊκών ωηγήσεων, ενώ ο Γεώργιος Μέγας υπήρξε ο συΟτηματικότερος ώς τώρα μελετητής του ελληνι κού παραμυθιού, με πλήθος εργασιών, γραμμένων όλων, πάνω στη γραμμή της λεγάμενης ιστο(Ηκής-γεωγραφικής σχολής, που εξετάζει τη διά0σιΊ, σε διεθνές επίπεδο, αλλά και διαχρονικά, των διάφορων παραμυθιακών τύπων.21Ο Δημήτ9ιος Λουκάτος συνοδέυσε έναν τόμο κειμένων ποραμυθιακών (και παροιμιακών- είναι ο ειδικος της ελληνικής παροιμίας) με εκτενή εισαγωΥΊ. όπου γίνεται σφαιρική προσέγγιση του νεοελληνικού παραμυθιού με πρωτότυπες και οξυδερκείς ^ιυ^)σΐΓ|ρτ|σεις. παρατηρήσεις.30*Έγραφε ηγιιωψτ επίσης μοΟΥραφία, με έμφαση στις ελληνικές παραλλαYW την (τόσο συζητημένη) Σταχτοπούτα. Αημήτριος Οικονομίδης w'Ι δημοσίεψε ·· vyir,wvuf^iU(|'3 γ*'^ τ περιγρα^ Ψ’κο άρθρο για το παραμύθι και τον παραμυθά ,γ1ν Ελλάδα.32 Ο Μ.Γ. Μερακλής στρέφεται κυ9ιως στην ανίχνευση ανθρωπολογικών σημασιών τα ποραμυθιακά περιεχόμενα ή αναζητεί τους α"0ν5 της αισθητικής λειτουργίας του είδους. πό τ°υς μη λαογράφους αναφέρω κυρίως τον
Ι ϊ ' ^ ι ο ς Λόαμαντίον, Τηνιακά Παραμύθια, Δελτίον ■, ^ ‘Χής κ<’ΐ --Εθνολογικής IΕταιρείας, VI I « 11*1,I «5(1896), I* · " " / ' ο. -277-326. . » ttaouTtu%Anr,~ ' ( « ’(“ '
88.
ι
.....
ll/V
rι„5 /
,ιτη
Λ ΙΙΙ/ l/Λ. ,m‘ ΙΙΟ π<ιλίτι 6λ <ηη
A rtnvoaw' ia
..... < *
θεατρολόγο Walter Puchner, που μαζί με τον ιστορικό των μεσαιωνικών χρόνων Μανούσο Μανούσακα μελέτησαν, με βάση τις υπάρχουσες 74 ελληνικές παραλλαγές, το παραμύθι για τη λησμονημένη νύφη, από μιαν ορισμένη πλευρά, όπως δηλώνεται και στον υπότιτλο της εργασίας: «Κομμάτια μιας άγνωστης κρητικής κωμωδίας του 17ου αιώνα στις ελληνικές παραλλαγές του τύπου AaTh313C». Οι παραλλαγές αυτές, που είναι κατά ένα μέρος έμμετρες, διασώζουν -αυτή είναι η υπόθεση- ένα μεταφερμένο και στα ελλη νικά θεατρικό έργο, βασισμένο στην υπόθεση του πιο πάνω παραμυθιού, αφηγηματικός πυρή νας του οποίου είναι το «επιφέρον την λήθην φί λημα».34 Δίκαια υπογραμμίζουν τη σημασία του πράγματος οι μελετητές του, εισαγωγικά: «Ο ελ ληνικός παραμυθιακός τύπος 313C (Μαγική Φυ γή σε συνδυασμό με τη Λησμονημένη Νύφη, συ νήθως με τον τίτλο «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα») είναι περίπτωση ενδιαφέρουσα για την ευ ρωπαϊκή λαογραφία και φιλολογία, για τις με σαιωνικές και τις νεοελληνικές σπουδές και για τη θεατρολογία, γιατί σε πολλές από τις πα ραλλαγές του περιέχονται, προς το τέλος του πα ραμυθιού, έμμετρα κομμάτια, τα οποία, σε μιαν εγγύτερη εξέταση, προέρχονται από ένα ώς τώρα άγνωστο ελληνικό θεατρικό έργο του 16ου ή του 17ου αιώνα· το έργο αυτό πρέπει να πλάστηκε στη βενετοκρατούμενη τότε μεγαλόνησο Κρήτη και να γνώρισε μεγάλη διάδοση».35 Το παραμύθι ως μέσο παράδοσης και διατήρησης θεατρικού κειμένου είναι κάτι εξαιρετικά σπάνιο.36 Κι αυτό κάνει την πιο πάνω περίπτωση ιδιαίτερα αξιο-
33.
°· 77-81- 2(1910-1911), σ. 146-8 5(1915), a. 459-
^ va Μ έρος των εργασιών τον θέρος
Μέγα δρίσκτται σνγκεντρωun0 x,“9n "Τον 25ο τόμο της Λαογραφίας (1967). ίια την \Φ ιϊαϋλ 'ϊ εα>Υ(7αψ(Κή μίθοΛο. εφαρμοσμένη αρχικά απο '!·.'ς 1’’"'τήμονι . (γι’ αντιί μιλιψι και για η ιλανάικη ί ) λ πρόχειρα στον Μιραχλή (όπως σημ. 3), ο. 90-4.
% (ί>
Λ . ^ ° l'« « ro i , Ν,ο,λληνικά Λαογραφικό Κτίμινα 'Χ'Ι Βιβλιοθήκη. «« 48). Αθήνα 1957. Λη.ωΛdroC 7b παριαιύθι της Σταχτοπούτας στις ίΤ ,Λ . ^<»W
34. 35. 36.
Λ.Β. Οιχονομίόον, Το παραμύθι και ο παραμυθάς ev Ελλάόι, Λαογραφία, 31(1976-1978), ο. 29-42. Ο αριθμός Ληλώνη την κατάταξή τον στο Αιι θνή παραμυθιακό κατάλογο των Aarne-Thompson (βλ. σημ. 22). Η ερ γασία των Ιΐονχΐ'ΐρ-Μανούααχα εκόόθηκε στα γερμανικά: Die Vergessene Brunt. Bruclistiicke einer unbekannlen Komiidie des 17. Jahrhundtrts in den griechischen Marchcnvarianten vom Typ 313C, Βιέννη 1984. Fin την υπόθεση τον όμορφου αντον παραμυθιού βλ. πρό χειρα Μιραχλή (όπως στη σημ. 3), ο. 131-2 και (προπάν των) 185-91. ό.π., σ.7· (Ία μια Λεύτερη τέτοια περίπτωση παραπέμπουν οι συγ γραφείς στους περίφημους σχολιαστές των παραμυθιών Grimm, τους Bolte και Polivka, στον 3ο τόμο
αψιερωμα/13 12/αφιερωμα πρόσεκτη και ενδιαφέρουσα. Πρέπει να σημειώσω εξάλλου την παρουσία του παιδαγωγού Ανδρέα Μιχαηλίδη-Νουάρου, που έκανε πολλές και σημαντικές παρατηρήσεις για το ελληνικό λαϊκό παραμύθι από τη σκοπιά, αλλά και προς όφελος, της επιστήμης του.37 Ο εντυπωσιακός αριθμός των ελληνικών πα ραμυθιών, τόσο σε τύπους όσο και στις πα ραλλαγές καθενός απ’ αυτά, αριθμός που γίνεται επιβλητικός, αν υπολογίσουμε και το ανέκδοτο υλικό, 8 δεν καλύπτεται βέβαια από τις ευάριθ μες περιπτώσεις μελετών και μελετητών, που ση μείωσα πιο πάνω. Νομίζω πως ό,τι έγραψα πριν από μερικά χρόνια προλογίζοντας τη συλλογή της κυρίας Μαρούλας Κλιάφα δεν είταν υπερβο λικό: «Στην Ελλάδα, παρά τα υπερθετικά, εδώ και κάμποσο χρόνια, δοξολογήματα του λαϊκού πολιτισμού της παράδοσης, το παραμύθι μένει ακόμα στα χέρια των παιδιών: το δημοτικό τρα γούδι και ο καραγκιόζης τρώνε και το δικό του μεράδι».39 Σε άλλες χώρες, με την ανάπτυξη των εθνολο γικών και των στρουκτουραλιστικών σπουδών, το παραμύθι πέρασε στην πρώτη σειρά ενδιαφέ ροντος εθνολόγων και ανθρωπολόγων, φιλολό γων, λαογράφων, ιστορικών, κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, γλωσσολόγων, πριν από μια εικο σαετία και πλέον. Εδώ το πράγμα ακόμα καθυ στερεί. Προπάντων όσον αφορά τις νέες κατευ θύνσεις, όπως τις χάραξαν, νομίζω, δύο προδρο-
37. Α. Μιχαηλίδη-Νονάρον, Η δομή ενός ελληνικού μύθον, Αθήνα 1964 = Une fable grecque moderne, Αθήνα 1979 τον idton, Ένα παραμύθι: γενικά προβλήματα και ειΛιχάτερες παιδαγωγικές απόψεις, Επετηρίς Φιλοαοφικής Σχο λής Πανεπιοτ. Θεσσαλονίκης, 21 11983), α. 305-62. Για παραπέρα άρθρα και μελέτες Ελλήνων 6λ. rov 22ο τόμο της Λαογραφίας (1965), πον περιέχει τα πρακτικά τον 4ον Διεθνούς ΣννεΛρίον της International Society for Folk-Narrative Research -τόμο καύχημα της Ελληνικής Ααογραφικής Εταιρείας, πον είχε οργανώσει και το πολύ σημαντικό εκείνο οννέόριο, στην Αθήνα. Μνημονεύω εδώ ακόμα τη σνστηματική μονογραφία τον Μηνά Αλ. Αλεξιάδη, Οι ελληνικές παραλλαγές για τον Λρακοντοκτόνο ήρωα (Aarne- Thompson 300, 301 Α και 301 Β). Παραμνθολογική μελέτη, Ιωάννινα 1982 και την εργώδη, έστω και νπερόολική στις φιλάδοξες ανιχνεύσεις της, μελέτη της Μαρίας Γ. ΙΙαπαγεωργΙον, Παριψύθια από μύθονς αρχαίων ελληνικών ποιητικών έργων πον χά θηκαν και άλλα παραμύθια τον βλαχόφωνυν χωριού1Σκρα (Αιούμνιτσα), τόμοι A Β', Θεσσαλονίκη 1984 38. Αναφέρω χαρακτηριστικά, ότι στα χρόνια 1957-1961 (σε εποχή Ληλαόή, πον είχε αρχίσει σαφώς η κόφιψη και η αποχώρηση tov λαϊκού παραμνθιού, στο κλίμα άλλωστε μιας γενικότερης κάμψης της λαϊκής παράόοοης, την οποία Λεν είχε καν ανανεώσει, με τον τρόπο έστω πον το
μικές εργασίες που έγραψε ο Σοβιετικός Βλαδί μηρος Propp, μία για τη μορφή του μαγικού πα ραμυθιού (1928), - πιο πολύ ως Ρώσος φορμαλι στής,-και μία μεταγενέστερη, για τις ιστορικέ? ρίζες του παραμυθιού (1947). Η πρώτη, που έγι νε γνωστή στη Δύση ύστερα από 30 ολόκληρα χρόνια (ακριβώς το 1958), γοήτευσε δυτικοί'? φορμαλιστές και στρουκτουραλιστές μελετητέζ' ενέπνευσε σειρά από εργασίες πάνω στο παρα μύθι.40 Τη δεύτερη, που δήλωνε μιαν αποφασι στικότερη στροφή από τη μορφή στο περιεχόμενο των παραμυθιών, ως υλικό που συντελούσε στην ερμηνεία ιστορικών-πολιτισμικών φαινομέ νων αλλά και που αυτοερμηνευόταν ιστορι*0, δεν την πρόσεξε όσο της άξιζε, κατά τη γναψί μου, η Δύση. Για πολύ καιρό δέν είχε μεταφρα στεί παρά μόνο στα ιταλικά. Προσωπικά ωστοσο νομίζω, όπως είπα, ότι άνοιγε έναν καινούρώ δρόμο στην έρευνα του παραμυθιού, πρόσφε(?£ μια νέα όραση, καθώς, εκτός των άλλων, συσχέ τιζε το παραμύθι με τον αρχαϊκό μύθο σε συνά φεια με πρωτογενείς τελετουργικές διαδικασίες και μυητικές δοξασίες του. Οι εργασίες t0 Propp έδωσαν ισχυρότατη ώθηση, ώστε να θεΐυ ρηθεί και το ευρωπαϊκό παραμύθι με μιαν ισ*° ρική και ανθρωπολογική προοπτική.41 Οπωσδήποτε οι κινήσεις αυτές δεν στράφι*® διόλου και προς τη μεριά της αισθητικής του Λ® ραμυθιού. Αυτή απασχόλησε, ήδη από πολύ # λαιότερα, άλλους μελετητές, όπως -για να αν
έκανε, ο μετέπειτα νπέρμετρος φολκλορισμός) ο' Μέγας σνγκέντρωσε, μέσω των φοιτητών τον, 4.000 πόθ λ' α*Α μύθια, τα οποία κατέταξε στον (ανέκΛοτο ύνστνχωζ ^ ο ο ί κατάλογό κ ο τ ό λ ο ν ό τον τ ο ν των τω ν ελληνικών ελ λ η ν ικ ώ ν παραμνθιών. π α ο α ιιν θ ιώ ν . (A ‘ ^ μα) κατάλογο τούτο δημοσιεύτηκε μόνο το πρώτο ιχι· την ΑχαΛημία Αθηνών: Το ελληνικό παραμύθι '4’/ ;f κός κατάλογος τύπων και παραλλαγών κατά το σι Aame-Thompson (FFC 184). Τεύχος πρώτον·. ^ ζώων, Αθήνα 1978. Ο Μέγας Λεν πρόφθαοε να Λπ^ ^ μένα ούτε το τεύχος αντό, γιατί Ανστνχιός πέθανε τ°,βήνΟ 39. Μαρούλας Κλιάφα, Παραμύθια της Θεσσαλίας, 1977, ο. 12. ^ο,γό 40 Βλ. μια σύντομη επισκόπηση στην παρονσίαση Λ"χ , ηΐΐ roc έργον roc Propp (στη γερμανική roc μεταφρθ < ' Λαογραφία, 29(1974), ο. 445-50. ,ωιό^1 41 Ο Ιταλός παραμνθολόγος Sebasliano l.o Nigr" λοϊ1 ^,μέ:. ιικσιια, μεν, > ιων ανιινεωιων της μελέτη- κνρύ" ■ ,.ρ θον (πον η σχέση roc με το παραμύθι, όπως ισυμ \ e 'n‘ επανεκτιμηθεί θετικά), roc, <, Kirk. Jean-Pif't> l lrauir Meletinski) (ο τελενταίος ,κ έ ν τ α ,ο ς είναι ..ν... ο - Λ,,& % Propp). Ηλ το "ΐ,ιθρο τον l.o Nigra. Von dev i Y Allertums zu den Mdrchen lies modemen ^ , ν π ε θ 11 σ τ ο ν τόμο Utnker Mvtlu n in ii m e tr n Mdri hen. Ί"' ,,,μιώ
χει τα πρακτικά τον σννιΛρίον της ' Manhengesellsi haft, πον έγινε το 1982 στα ImV*
.
μ ( 19 c
Φέρω έναν από τους πιο γνωστούς- τον Ελβετό Ltithi. Ο Luthi, αφοσιωμένος περισσότερο, ι°ως, από όσο επιτρέπει το ίδιο το είδος (εννοώ τ° παραμύθι), στη μορφή, ως κάτι αποκλειστικό, έδωσε σε μια σειρά εργασιών στοιχεία και γνω ρίσματα και λειτουργίες του ύφους του ευρωπαϊ*ού παραμυθιού,42 χρησιμοποιώντας παραδείγ ματα -έστω και με φειδώ- και από τα νεοελληνι κά κείμενα, κυρίως χάρη στη σχέση του με τον Μέγα, που πρόθυμα του προμήθευε συναφές υλικό. Αλλά κανένας ξένος δεν μπόρεσε -ή και δεν έλησε- να γνωρίσει και να εκτιμήσει, και μάλι°τα έμπρακτα, τους θησαυρούς που κρύβει το νε°ελληνικό λαϊκό παραμύθι. Έτσι αυτό περιμένει τ°υς δικούς του, Έλληνες μελετητές. Παρά ?° γεγονός, ότι το παραμύθι είναι ένα ανθρωπο°Υΐκό είδος που υπερβαίνει, κανονικά, τα εθνικσ όρια,43 υπάρχουν ωστόσο και μεγάλα, ίσως ^σρα πολύ μεγάλα, περιθώρια για εθνικές ιδιαιΐερότητες. Ας μου επιτραπεί να μεταφέρω εδώ αχομα κάποια παρατήρησή μου, σημειωμένη στο μνημονευμένο πρόλογό μου:44 «Το παραμύθι εινσι κοινή κληρονομιά μιας τέτοιας καθολικότηπ°υ το αντιδιαστέλλει, ειδολογικά, από το νικά χρωματισμένο και συναρτημένο τραγού1 το πράγμα αυτό βοήθησε να συνταχτεί ένας ίεθνής κατάλογος παραμυθιών, των Antti Aare και Stith Thompson, που τον χρησιμοποιούν σι συνεννοούνται άνετα μεταξύ τους οι μελετηεζ όλου του κόσμου. “Ωστόσο η καθολικότητα αυτή δε σημαίνει α είταν αδιανόητο- ισοπεδωτική ομοιομορΦια· Κάθε λαός και κάθε τόπος δίνει στα κοινά 5*ι τα όμοια και κ τι ιδιαίτερα δικό του. Θα εΥσ μάλιστα, -για α μείνουμε ακόμα λίγο
■Ρ
λ 2
/να "·Ί0 " · πρώτα τον β,όλία (Das riiropiiische dlksnidrehen Form uml Wesen. Βέρνη!Μόναχο 1947, πον € / . £ ' ' CU3t “»<* το I960 κ, άλλες εκδόσεις) και το ωριμότερο, #;/?■ τα τελευταία τον (Dm Volksmtlahen uls Die'
στην πιο πάνω αντιπαράθεση- πως, σε σχέση με το τραγούδι, παρατηρούμε το εξής παράδοξο: μια ποντιακή π.χ. και μια πελοποννησιακή πα ραλλαγή του ίδιου παραμυθιού διαφέρουν, κατά κανόνα, πολύ περισσότερο από όσο δύο πα ραλλαγές ενός τραγουδιού, γιατί στο τραγούδι το μέτρο και η μελωδία αποτελούν ισχυρές -ώς ένα σημείο και αξεπέραστες- δεσμεύσεις, που εμποδίζουν τη διάλυση της conformite. »Έτσι μπορεί ένα ελληνικό τραγούδι να είναι άγνωστο σε ξένες χώρες, αλλά μέσα στην Ελλάδα δεν παραλλάζει πολύ από τόπο σε τόπο, -το πα ραμύθι παραλλάζει περισσότερο. Και όχι, έστω, στο εξωτερικό περιεχόμενο, αλλά στην όλη του φυσιογνωμία, στην εσωτερική, θα έλεγα, μορφή, όπως τη σχηματίζουν η γλώσσα ενός τόπου, ο καιρός, η ατομική ακόμα ιδιορρυθμία του αφη γητή, που εκδηλώνεται, για τους λόγους που εί πα πιο πάνω, πολύ πιο ελεύθερα σε ένα πεζό κείμενο. ΓΓ αυτό τελικά στο παραμύθι αποτυπώνονται οι μικρές -αλλά πάντα ιδιαίτερα ση μαντικές- λεπτομέρειες της περιφέρειας ενός εθνικού κέντρου, έστω και αν το τραγούδι στο σύνολό του, σύμφωνα με τη γνώμη που είχε εκφράσει ο Φωριέλ και επανέλαβε ο Πολίτης, μπο ρεί να πει ασύγκριτα πιο πολλά για την εθνότητα από όσα το “ανθρωπολογικό” παραμύθι». Αυτά σημαίνουν ότι το ελληνικό παραμύθι προσφέρεται για μια πολύπλευρη και πολυεπίπεδη μελέτη και ερευνητική αξιοποίηση. Παράλλη λα προς το είδος των παλαιότερων εργασιών, που όχι μόνο είταν σκόπιμες, αλλά και πρέπει να συνεχιστούν (οι μεγαλόστομες π.χ. και αυστηρό τατες επικρίσεις εναντίον της ιστορικήςγεωγραφικής μεθόδου και του συστήματος κατα-
lining. Asthetik und Anthropologic, DiisseldorflKoln 1975). Παρονσίαση roc Λεύτερου α: ό τον υποφαινόμενο (ίλ. στη Λαογραφία, 31(1976-1978), ο. 366-7. 41 Βλ σχετικά Μεραχλή (όπως αημ. 3). α. 48 κ.ε. 44. στο βιβλίο της Κλιάφα (όπως αημ. 39), α. 12-3.
14/αφιερωμα τάξεως Aarne-Thompson είναι, ουσιαστικά, χω ρίς αντίκρισμα, αφού δεν βρέθηκαν οι μέθοδοι και τα συστήματα που θα τα αντικαταστήσουν και πρακτικά45), πρέπει να ξεκινήσουν και οι νέες μελέτες, με τις νέες προοπτικές.46 Πιο πάνω χρησιμοποίησα δύο εκφράσεις, που δεν είναι διόλου φραστικά σχήματα και παιχνίδια- είναι κυριολεξίες. Εννοώ το «εξωτερικό περιεχόμενο», την «εσωτερική μορφή». Όρους που δηλώνουν, σε τ ε ^ τ α ίο ι ανάλυση, το γεγονός, ότι στο παρα μύθι πραγματοποιείται, με μια σχεδόν μοναδική εντέλεια, η διαλεκτική περιεχομένου και μορ φής, ο διαλεκτικός αλληλοκαθορισμός τους, κάτι που φέρνει -κι αυτό ας είναι μια πρόσκληση σε νέους μελετητές- σ’ ένα συνταίριασμα ανθρωπο
λογίας και αισθητικής, δημιουργεί το έδαφος, τις προϋποθέσεις για την άσκηση μιας ανθρωπολογικής αισθητικής, ως μιας νέας προοπτική? στις προσεγγίσεις του παραμυθιού. Αλλά και καθαρά κοινωνικές και ιστορικές ανιχνεύσεις μπορεί να επιχειρήσει κανείς, ξεκινώντας από τα έξω προς τα μέσα, από παρατηρήσεις για τη μορφή προς παρατηρήσεις για το περιεχόμενο και τις σημασιολογικές και σημαντολογικές, υπό το κράτος κοινωνικοϊστορικών παραγόντων, με ταλλαγές του, πέρα από τις ανά τις εποχές προσ λήψεις νέου κάθε φορά υλικού και την ένταξή του στο πολυστρωματικό παραμυθιακό σώμα.4
^Ίμήτριος Λουκάτος
Μορφές και σχήματα του «μυθικού» λόγου
0
45. Βλ. για το ζήτημα αυτό χαι Μερακλή (όπως στη σημ. 4ο)· 46. Ως ενοκυνα σημάδια Θεωρώ π.χ. τα άρθρα της Άννας ΛΥ' γελοπούλου ή της Δέσποινας Δαμιανού, που όημοσιεύονται στο τεύχος αυτό. 47. Ενόειχτιχά 6λ. στα επιλεγόμενα του υποφαινόμενου οτο βιβλίο της Ελένης Αντωνίου-Αντωνάχου, Παραμύθια Λίί Στερεός Ελλάδας (εκδόσεις Πατάχη, σειρά: Ελληνικά Λαϊκά Παραμύθια, αρ. 1), Αθήνα 1985, σ. 171-5. ΥπάρΧ* μια αξιοσημείωτη χαι ποσοτικά ήδη βιβλιογραφία μελέτη* των παραμυθιών από την πλευρά τον ιστορικού υλισμού· Αναφέρω ενδεικτικά: Johannes Merkel, Wirklichkeil verdndernde Phantasie oder Kompensation durch phantastische Wirklichkeiten?, στον τόμο: Die heimlichen Erzieher. derbiicher und politisches Lernen..., Rowohh TaschenbuCh Verlag 1974■ Bernd Wollenwedcr, ldeologiekritik im DiU' tschunterrichl. Analysen und Modelle, Frankfurt a. M. /9 # -
Αφηγηματική έχταοη και ειδολογικοί δρόμοι τον νεοελληνικού παραμυθιού όλους τους λαούς, το παραμύθι είναι μια από τις μορφές η πιο εκτενή <* τον Κ ό τ ε ρ ο υ «μυθικού λόγον». Στην Ελλάδα, έχουμε και την ιδιαίτερη γλωσσική ^θίπτωση, ότι ο λαός των αιώνων μας κράτησε την αρχαιότατη λέξη μ ύ θ ο ς , ? Γ« ^ ρ ό στέλεχος τον ώριμον ή αλληγορικού λόγον, ώστε να δηλώνει, επίσης πον°ήμαντα, τόσο την αλληγορική ιστοριούλα τύπου Αισώπου, οσο και τον απλό β ο υ λ ε υ τ ι κ ό λόγο («θα σου πω ένα μύθο») ή τη σοφή αλληγορία, που εχει μορψ1Ί Κ ο ψ ι ά ς ( Όσ α μύθια, τόσ’ αλήθεια '.) Μύθο ονομάζει ο λαός μας και μια ιστορία, του τύπου των «αστείων» του Ιεροκλέους ή των σύγχρονων «ανεκ°Των» και «μύθο» επίσης θα χαρακτηρίσει έναν τοπικο θρύλο («λενε ενα μύθο γι τηι σπηλιά»), χχωρίς καθιερωμένους ορούς: ω μ ις να yu. χρειάζεται ----- - τους - * λογιότερα · , >ν<ι>ύική παοπιιιίη » «παράδοση», τηηάόηππ». «ευτράπελη ιστορία». ική παροιμία»,
fe
γΚοΛΤαν 0 «πλός και συ μ: υπνωμένος μυθικός λό£ ^ ρ ν ά , στο στόμα , στ’ αφτιά του λαού, Χ * β « * < * μ ένη έκταση ενός ευκαιριακού πα-
με γλωσσικό καμάρι, για «παραμύθια του ελληνικού λαού» και να χρησιμοποιεί επίσης ανετα τον όρο « Π α ρ α μ υ θ ο λ ο γ ί α » , για την επι-
^ n a ”£ a \ %OV δ^δακτΐκθύ ^ Τ ν ο ό - ^ Ο ^ μ υ θ ι κ ό Γ λ ό γ ^ ' γενικά, ύστερ’ από τις ^°υζ («μια φορά κτέναν'καΐρβ») \α α μακρινά ποικίλες αφηγημοπικές μορφές και τα θέματά 2 ? κοινωνία του: 1. τον αρχαίο ελληνικό «μύθο», για τους β ρ ά κ α ς ) και για μ„κρινά επίσης και ξο,τικά θεσύς και τους ηρωες (που τον κράτησαν και οι £ ° ν ° τ α (έν„ α τ έ λ ^ π ο τ ά ι α Ί ν α ς γ ν ά λ σ , κ ξένοι: mythe και mythology) 2. τον ζωικό και φυτικό «μύθο», «μύθο», που που γνωριζουμεαπο γνωρίζουμε απο τον τον ΑισωΑίσω 5 5 ? -; κ α τ α κ α ^ ο Τ Ζ γ ε ι α παλάτια...), Φ™κό πο (οι ξένοι τον λένε fable) 3. Τους «μυθολαγιπ α η ,',μυ(μ>ζ νίνεται, στην ελληνική μας γλώσσα, <____ U θοί . . ............. ■^ - μυ θ ο ς~ (που” λ έ ^ ε 'π ...... ω Τ ΣημαίνειI κούς λόγους» ή «μύθους» (παροιμιακούς) που tov από
(και ία <<παΡαμυθος» έχουμι το υποκοριστικό r____^ είναι έ £ η.ιγο®ικό) π « ^0 <_«μ ύ θ ι ( ον ) , που δεν f e S l S S ',,?11 ηρθς τ0 "«ραμυθούμαι, ^ί®άΐα εψΚΥ,,Ι ·Χ<11 παΡΤ1Υ°0")). «ψου κι α» ' Ο,·. πα^ γ0<?Τ,0ε Τ,? παλΐ° ’ IV n .v . ' w
* '
34-52) 4. τις δικές μας «μυθικές παραδόσεις», που συνεχίζουν συχνότατα τις αρχαίες, και 5. ^ μύθους για αφετους τοπικους τοπικούς περιπαικιι™ περιπαικτικούς ανόητους (τα αρχαία «ακληρήματα», παί τα λέμε ευτράπελες διηγήσεις).'καταλήγ,. ..........
. i f i i n i l l i M v / f
λ Λ V O
ic lT O U C
αφιερωμα/17
16/αφιερωμα
ξένους: conte, tale, marchen), που αποτελεί παν τού σύνθεση «μυθικών» επεισοδίων (motifs), παρμένων απ’ όλες τις παραπάνω κατηγορίες του «μύθου», αρχαίου και νεότερου. Τόσο οι μορφές όσο και τα σχήματα του μι κρού μυθικού λόγου (φραστικά ή ψυχολογικά) εξαρτώνται, όχι μόνο από τον αφηγητή (τη φαν τασία, την εμπειρία και τη διάθεσή του), αλλά και από το ακροατήριο (μικροί ή μεγάλοι, ντό πιοι ή ξένοι, άντρες ή γυναίκες, φίλοι ή εχθροί) καθώς και από τις συνθήκες του τόπου και του χρόνου της αφήγησης. Μια αρχαία μυθική παράδοση, αλλιώς ανα πτύσσεται και ακούεται μπροστά σε αρχαία ερείπια (στα «Ελληνικά», του λαού μας) κι αλ λιώς σε μια περίοδο ή ερέθισμα ανασκαφών. Ο Αισώπειος διδακτικός ή σατιρικός μύθος, αλ λιώς διαβάζεται σ’ ένα βιβλίο (τα σχολικά περ νούν και στους γονείς) κι αλλιώς ξεφυτρώνει (με νεοελληνική συνέχεια) μπροστά στη συμπεριφο ρά ενός ζώου ή σ’ ένα παρόμοιο κοινωνικό γεγο νός. Το πειρακτικό ανέκδοτο (για τους Χιώτες ή τους Κεφαλονίτες κλπ), αλλιώς χρησιμοποιείται στην πρωτεύουσα κι αλλιώς ζωντανεύει στα τα ξίδια μας, όταν παραπλέουμε τα νησιά αυτά. Και σαν ελάχιστο «σχήμα» όλων αυτών των μικροίστοριών και μικρομύθων, χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο μας, είτε ο παρομοιωτικός υπαινιγμός («σαν τον Οόυσσέα με τις Σειρήνες», «σαν τον λαγό με τη χελώνα», «σαν τον Ζακυθινό με το καναρίνι»), είτε ο συμπτυγμένος σε διά λογο π α ρ ο ι μ ι ό μ υ θ ο ς , που λέει πολλά: (Ερωτήααν την κεψήλα, τι της ορίσει; ο ανήφο ρος ή ο κατήφορος. Κι αποκρίθηχε - Ίσιος δρό μος όεν υπάρχει;).2 Το Π α ρ α μ ύ θ ι όμως μένει πάντα άνετο στη χρονική έκτασή του (μικρότερη ή μεγαλύτερη), γιατί δεν λέγεται σε βιαστικές και ευκαιριακές ώρες (εκτός αν του γίνονται χρηστικοί υπαινιγ μοί, π.χ. «σαν το Δράκο τον παραμυθιού», «σαν τη Σταχτοπούτα με το βασιλόπουλο», «σαν τη
μάγισσα με το μήλο»), αλλά «στήνεται» με αμ°1' βαία κοινωνική συναίνεση {-«Να σας πω έν® παραμύθι;»... «Μας λες ένα παραμύθι;») 1(1 αφού εξασφαλισθεί ο διαθέσιμος χρόνος. Χαρακτηριστικό είναι κάτι, που γινόταν (ΤΠ1ν παλιά ναυσιπλοΐα μας, όπου ο «παραμυθάς» ^ καραβιού επερίμενε -και του το ζητούσαν- ν° τελειώσουν όλες οι δουλειές, να τελειώσει X' 0 μάγειρος τα κουζινικά του, και να συγκεντρ^' θούν, σε ώρες νηνεμίας, όλοι στο κατάστρωμά να τους πει και ν’ ακούσουν το παραμύθι. Κι όζ' χιζε με τον ενδεικτικό χαιρετισμό: - «Καλ.ηο*1' ρα, πρύμα πλώρα με τα παλικάρια μ ’ όλα/καλί' σπέρα και τον ναύτη!και τον μάγερα, πον Χα' φτει!..».3 Στις ελεύθερες ώρες του παλιού, αγροτικού1! και αστικού κόσμου μας, το καλοκαίρι στο ύΛ<*1' θρο και το χειμώνα στην κλειστή ζεστασιά, 1 έκταση του παραμυθιού ρυθμιζόταν ανάλοΥα προς τον διαθέσιμο χρόνο, τη σχετική διάθε^! αφηγητή και ακροατηρίου, από την περιρρέοτ’04'1 ατμόσφαιρα, (γιορτής, υγείας, ευκαρπίας, *α' ρουσίας αγαπημένων προσώπων) και μπορο^0 να πάρει ένα απίθανο χρονικό μήκος, που ο ραμυθάς το προανήγγελλε με στόμφο: «Παρώ,ν θι-μύθαρος/κούκος και ρεβίθαρος! (παλιά <<τ0(ϋ γάλια» της διάρκειας, όπως τα σημερινά Λ0ΐί κορν των κινηματογράφων), και που κάποτε * σταματούσε για να τό συνεχίσει την επόμενη με ρα. Η μακρά αφηγηματική έκταση απαιτούσε 6έβαια, ταλέντο και συνδυαστική μνήμη. Λέμε νήθως, για το παραμύθι, ότι αποτελεί το ανΐ, στοίχο λαϊκό είδος του λογοτεχνικού μυθιοτο?1) ματος. Κανένας όμως ;*■· ποριογράφος δεν Λ1 ζεται να μεταδίδει μ* φορικό λόγο το έ(?Υ του, όπως ο παραμυθ·*,. Γι’ αυτό και είναι θαυ μαστός ο παραμυθιακυς αφηγητής, όταν ιλοτε-g χνεί άμεσα, με τον λόγο και τη σκέψη του, όσα μυθιστοριογράφος θα χρειαζόταν ξενύχτια, Υ να τα διατυπώ σει με την πένα του. , Ο ι επεισοδιακές παρεμβολές, που συνί) ^ επιμηκύνουν το παραμύθι, δεν είναι, και γ*α , καλό παραμ υθά, αυθαίρετες. Αντλούνται α παραδοσιακούς επίσης πυρήνες μικρομυ° ^ (αρχαίους ή διεθνείς), από « μ ι κ ρ ο μ ύ θ · “ j όπω ς μου τα είπαν στη Λ ευκάδα, κι είνσ· γνωστά μοτίβα (motifs) τω ν διεθνώ ν καταλσΥ που με άριστα ευρετήρια προσφέρονται στ)C στην παραμυθιακή έρευνα.4Ίσω ς δεν ε ίν α ι(ί( ^ τα τα παρεμβαλλόμενα (ή συρραπτόμενα) «μικρομύθια και μι τους γνωστούς )(,α. ομούς των παραμυθιώ ν μας, που μας τ(·ί
ναγγέλλουν πολυσύνθετα οι στίχοι: >·/έα(.'ώ θ ι, μύθι, μύθιίτο κουκί και το ρ ε β ί θ ι ·> Κ<1 ν ••Παραμύθι μυθιακό, κόποι κάτου, να στα Μεγάλα συνήθως και πολυσύνθετα, I*1 f ,, ■ίναι τα ν ι Hi III ffimiVIlliMTIViir
!*ενα Μ α γ ι κ ά ή Ξ ω τ ι κ ά παραμύθια, καθώς 14(11 μια δεύτερη, συγγενής μπορούμε να πούμε Κατηγορία, τα Π ε ρ ι π ε τ ε ι α κ ά ή Δ ι η γ η Φατ ι κά: Περνάμε έτσι τώρα στο κεφάλαιο των ειδολογικών δρόμων του παραμυθιού, που τους (ώθμίζουν τα θέματα και οι πηγές.5 Ο λαός μας (όπως όλοι οι λαοί) συνεπαίρνεται εβαια και αγαπά (με ψυχική ανθρώπινη ®νάγκη) χα υπερβατά και μεταφυσικά παραμύια των μαγικών και θαυματουργικών κόσμων, Χαίρεται όμως να παρακολουθεί και τα προσ γειωμένα κοσμικά αφηγήματα, φτάνει να δεί χνουν περιπέτειες. g ,τά εμφανίστηκαν ιδιαίτερα στην Αλεξανύινή-Ελληνιστική περίοδο, με τον γνωστό κο σμοπολιτισμό της (ήδη πριν από τον Ρωμαϊκό) ου έκαμε τα ταξίδια, και την απεραντοσύνη του σμου, ή και τις κοινωνίες των ανθρώπων σχεν μεταφυσικές. Τέτοια είναι και η αρχική *ΐστορ(α» του Απολλώνιου και της Αρχιστρά. ζ”, που συγκίνησε με τις περιπέτειές της τη εσόγειο, και διατηρήθηκε, περνώντας από Ρω.. Βυζαντινούς και μεσαίωνα (στιχουργιω5 οήμερα (βλ. Λαογραφία A ' 1909, σ. 71^ κατηγορία παραμυθιών δημιουργήθηκε gj, ττ! Χριστιανική αφηγηματική παράδοση (Βί°ζ, ευαγγέλια, αποστ. πράξεις) και τα Συνα-
παλ1α - ^ πθθζε εδώ και ένας «αγαθός κύκλος επι„αΐ0>ν άυθικών μοτίβων στα συναξάρια, με «υτάρ0φΐί| τους στον «μύθο»). Στα παραμύθια συν
t ° υ Tu ^ Ρ Ε θ ρ η σ κ ο θ ε μ α τ ι κ ά
ή
Ανι ° ι ? ®1χ ^ ' 0 Χριστός, η Π αναγία και οι w 1 οι αρχαίοι θεοί και οι ήρωες) ξα. Χ0υ Χ*οαίνουν στη γη και κουβεντιάζουν με ((ν . -«νΟρωπους (όπως τους κουβεντιάζει κι ο ματ.ίί-εΐ>ς ^ ι^®°λ°ς) και τους επιτρέπουν να οραεκά«1νταΐ Τ' Vu κατεβαίνουν ώς τον Αδη (όπως τ,,, Γ(' ι*κι κι 0 Οδυσσέας) και να μαθαίνουν κά' ·χ μυστικά του θανάτου.
Κατηγορία είναι τα (άμεσα) σ υ μ 6 ο υ II lS I 1 1 •u *r i u Λ τ?/ ιi\i 111liHl (i . JTOD
για να δώσουν ένα μάθημα, ή μια φιλοσοφία ζωής, αναπτύσσουν ένα γνωμικό, μια δοξασιακή πίστη ή μια βιοτική διαπίστωση, σε παραμύθι, για να παραδειγματιστεί και να εντυπωσιαστεί το ακροατήριο, ώστε να τα αποδέχεται και να τα ακολουθεί. Τέτοια είναι π.χ. «Οι τρεις συμβου λές του γέρον» (που αξίζουν χρυσάφι για τον άπραγο νέο), «Η Μοίρα που όεν αποφεύγεται» (αρχαία κληρονομιά), «Το πιο γλυκό ψωμί» (που μόνο όποιος δουλεύει και ιδρώνει το χαίρεσαι), κ.ά. Α κολουθούν τα ε υ τ ρ ά π ε λ α παραμυθία, που δεν είναι ευτράπελες ιστοριούλες, αλλά μάλ λον διδακτικά κι αυτά παραμύθια, έμμεσα όμως, με τη σάτιρα και τον διασυρμό που γίνεται (εν ονόματι της κοινής γνώμης): σε ζηλιάρηδες, φ ι λάργυρους, τεμπέληδες, ψευδολόγους, ανόη τους. Θα τα λέγαμε και π ε ρ ι π α ι κ τ ι κ ά , αλ λά αναπτύσσονται με κάποια σοβαρότητα, αφ ή νοντας να βγει μόνη της η κρίση, από την αφήγη ση.
Απομένουν, τελευταία κατηγορία, τα ν ο η μ α τ ι κ ά π α ρ α μ ύ θ ι α , που ασκούν και τον παιδικό νου (tests), με αινίγματα και φραστικές επαυξήσεις. Ονομάζονται αντίστοιχα: α ι ν ι γ μ α τ ι κ ά και κ λ ι μ α κ ω τ ά . Π.Χ. «Αος μου τον υιόν μου, τον άνόρα της μητρός μου» και: «Αος μου, πουρνάρι, βελόνια, κι εγώ βελόνια τον χοίρον, κι ο χοίρος εμέ τριχάρια, κι εγώ τριχάρια του τσαγγάρη, κι ο τααγγάρης εμέ παπού τσια, κι εγώ παπούτσια της κόρης, κι η κόρη εμέ φιλί»... (Λουκάτος, Κείμενα, 1957, σ. 217). * Ό λα τα παραμύθια, των παραπάνω ειδολογι κών δρόμων και θεμάτων, άσχετα από το μεγάλο ή το μικρότερο μήκος τους έχουν και κάποιο ιδιότυπο « σ χ ή μ α » , που το προσδιορίζουν, τόσο η αφηγηματική παράδοση (πώς απαιτείται, οε κάθε τόπο ή χώρα, ν’ αρχίσει και vu τελειώσει το παραμύθι) όσο κι η τεχνική ή η πρωτοβουλία του αφηγητή να παρεμβάλλει γνωστά, ή δικής του επινόησης, εξωαφηγηματικά μοτίβα (όπως το κλασικό: «ας αφήαονμε τα πρόβατα να περ νάνε το ποτάμι, για να κόψουμε... τσιγάρο!»),
18/αφιερωμα καθώς και άλλα ερεθίσματα από τη συμπεριφο ρά του ακροατηρίου. Το ορθογώνιο, θα λέγαμε, πορευτικό σχήμα της αφήγησης διασχηματίζεται, με στενότερες ή ευρύτερες γεωμετρικές επιφά νειες, που το διακόπτουν: στην αρχή, στα κεν τρικά σημεία και στο τέλος της επιφάνειάς του. Είναι γνωστά τα μικρά ή μεγάλα, (αστεία ή σο βαρά) προλογίσματα των παραμυθιών (είδος preludio, ώσπου να ηρεμήσει το ακροατήριο), καθώς και τα μεσαία «ξεκουράσματα», οι παρα τηρήσεις, τα ξυπνήματα των νυσταγμένων και τα πειράγματα των χαζών. Στους μεσαίους αυτούς διασχηματισμούς υπάγονται και οι σ τ ί χ ο ι από γνωστά τραγούδια, καθώς και οι παροιμίες που παρεμβάλλονται, ή και παλιές στιχουργικές μορφές του ίδιου παραμυθιού (Λαογραφία Α ' σ. 79-80). Κλασικό είναι το προλόγισμα, από την παλιά μας οικοτεχνία: Κόκκινη κλωστή, δεμένη! στην ανέμη τυλιγμένη, με τον σεβαστικό χαιρετι σμό καλησπέρα (όχι «γεια σας») του παραμυ θιού, και τεχνικότατη (δομική) είναι η αλλαγή πορείας του θέματος, στα μισά: «Ας αφήσονμε το παιδί να τραβάει προς το σπίτι τον δράκου, κι ας δούμε τι έκανε ο πατέρας τον». Φιλικότατη η κάποια συντόμευση στις περιγραφές: Για να μη τα πολυλογούμε, γιατί η ώρα είναι αργά, και τα παιδιά νυστάζουν....» και εντυπωσιακά τα εκάστοτε σχόλια του αφηγητή, τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του: «την παλαβή τη γριά!» «μπα, που να μην τον έβρισκε ο χειμώ νας», «να μη με κάψει ο Θεός, που σας το λέω», και άλλα πολιτιστικά συμπληρώματα, όπως, «τό τες δεν είχανε τουφέκια»... «τότες εταξιδενανε με τα πανιά» κ.ά. Αριστοτεχνικό είναι πάντα και το τέλειωμα του παραμυθιού, όπου ο αφηγητής προσγειώνει στη βιοτική πραγματικότητα το ακροατήριό του, βγαίνοντας κι ο ίδιος από την ευθύνη της υπερ βολής ή της ολότελα φανταστικής σύνθεσης του αφηγήματος του. Ο φτωχός αφηγητής παρακο λουθεί τα μεγάλα συμπόσια του παραμυθιού, σαν ακάλεστος, από μια άκρη, όπου, όπως λέει, έφαγε στα πεταχτά ένα κόκκαλο από τα κρέατα. Αλλά προσθέτει αμέσως: Μη τ' εγώ ήμουν εκεί, μήτε σεις να το πιστέψετε. Κι ακόμα: Ψέματα κι αλήθεια, έτσι είν' τα παραμύθια. Και κείνο το στερεότυπο γνωστό τέλος: Εζήσανε αυτοί καλά κι εμείς εδώ καλύτερα, δεν σημαίνει διαπίστωση, αλλά ε υ χ ή για το «καλύτερο». Στο πρόσφατο (1977/78) βιβλίο μου «Εισαγω γή στην ελληνική λαογραφία», επισημαίνοντας τις κύριες αρετές των νεοελληνικών παραμυ θιών, που εψυχαγώγηοσν επί αιώνες την «κλει σμένη» ζωή του λαού μας, διαπιστώνω μερικά από τα ευχάριστα και πολιτιστικά στοιχεία, που ιδιαίτερα διαθέτουν: I. Οι χαρούμενες ε ι σ α γ ω γ έ ς , οι έξυπνες π α ρ ε μ β ο λ έ ς και οι αι
σιόδοξοι τ ε ρ μ α τ ι σ μ ο ί των παραμυθιών, που δημιουργούν οικειότητα. 2. Η κάποια λιτό τητα και νοκοκυρεμένη πορεία της αφήγηση?, που συγκρατεί την προσοχή. 3. Η καλή συνήθεια της περιγραφής του χώρου και του περιβάλλον τος, με τα «οικεία» βιώματα και τα πολιτιστικά ήθη της εποχής. 4. Η κοινωνική (δημοκρατική) οικειότητα, ανάμεσα σε βασιλιάδες και υπηκόους, σε άρχοντες και υπηρέτες, σε πλούσιου? και φτωχούς, που ο λαός τη χαίρεται και σαν αν θρώπινη και φυσική σχέση. 5. Μια διάθεση δι δακτική, που φανερώνεται τόσο στη συνετή πο ρεία των ηρώων, όσο και όταν οι κακοί τιμω ρούνται και οι απελπισμένοι δεν χάνονται. Και 6. Μια εύκολη διάθεση αστείου και χωρατού (ή και πονηρά άσεμνου) που όμως δίνεται με λαϊκή ευγένεια και με σεβασμό, ιδιαίτερα, στο παιδικό ακροατήριο.6 Έχει πάντα σημασία η διαπίστωση των αρε τών αυτών του παραμυθιού μας, γιατί, από τ° ένα μέρος αποκρούεται η πιθανή «παιδαγωγικής αντίρρηση για το ακρόαμα παραμυθιών, κι αΛ° το άλλο προβάλλεται η αφηγηματική αξία «β1 επάρκεια των ελληνικών παραλλαγών, όπω? έχουν μόνες τους μετριάσει τις υπεράγριες σ**1*)' νές ξένων κλιμάτων και παραδόσεων. Ιστορικάη πλούσια παρουσία και ακροαματικότητα ΐ°υ παραμυθιού στην Ελλάδα (που οι ξένοι συλλο γείς εξετίμησαν πάντα τον πλούτο και τα πολιτι στικά στοιχεία των παραλλλαγών του) υπήί??, ευεργετική για το άνοιγμα του γνωσιολογι*01’ ορίζοντα και τα πολιτιστικά όνειρα των υπόδου λων πατέρων μας. Αλλά, γενικότερα, η τροφή του «μυθικού λόγου» ήταν και θα είναι (V1 όλους τους λούς) όχι απλώς ένα στοιχείο ψυΧα γωγίας, αλλά μια πλήρωση ψυχικής ανάγκη? Τ0 ανθρώπου, για τόνωση Ί·. αισιοδοξίας του κ για δύναμη προς νέες i ιργίες.
Σημειώσεις
ιιχέ
1. Βλ. Μ.Γ. Μερακλή, Ευτράπελες ύιηχήσης: το κοινά) τους περιεχόμενο. Αθήνα, 1980. 2. Δημ. Σ Δουκάτου, Νεοελληνικός παροιμιόμυθος. ΑΟή*'α· Ερμής, 1972. 3. D. Loukalot, Narraleurs d'tquipage sue les bateaux 1hellΜ' que. Eabulu, vol. 22 (Berlin-New York) 1981 a. 90-95. petth*' 9. Slilh Thompson, Motif-Index o f hoik Literature. Cop*· yen Vol. l-b (1955 1957). . , H(i. 5
I " ’’ ιι ό , ι/,ι , ικ,,ι
Λ, i n v
run
r i / , " 1" 1·αα>»' ·
tbiκ και τα ύιάφυρα εΐόη τον γι νικότεροε μυθικοί ^ (, ιχνι Αιιιιιει, μι ιιιίιίιιο ο ι " τευτική ανθολόγηση. ΘΧ"Ν <.
m il
lull/ οι μ ια
,-Ν ι ι ιι λ , ΐ | ν ο ω
Λ » ··;·” "Ι
.
μ*ν«„. αιη αειριί της Βασικής Βιβλιοθήκης (L /" λ " 1’1' λου), το 1957 (αρ. 48) 'ΑΘ'Γ Λ
/
κΛααη Maaij ,,αικ ,,ν Ιι'ιυυμ,ιια. Ι θ ν ι κ η - Ιιια.Ίΐ
,.ι/ν
•'■ι 197" ’S11 1 / 14s I4tl i'tii βίΟλιιι liar ai l", tr
‘
1 ■(
τα θέματα ταυ παραμυθίαν) ελληνική και ί(νη atr
| J
ψΐο
T-v
Κώστας Καφανταρης
Λόγος για το παραμύθι ή ' Στα παραμύθια ο λαός ονειρεύεται καρβέλια. Σε κάθε παραμύθι ξετυλίγεται όραμα, το δράμα της ζωής. Υπάρχουν τρεις κύκλοι οτο παραμύθι. Οταν αρχι’ει> ο ήρεσας βρίοκεται οτον πρώτο, που είναι η Κολαοη. φτώχεια, ατεκνία, κακία °ννανθρώπων κτλ. Καθώς προχωρεί η αφήγηση, εισέρχεται στον δεύτερο, το Κα υ τ ή ρ ιο : περιπέτειες, δυσκολίες, στερήσεις, αγώνες. Στο τέλος του παραμυθιού, Φτάνει, μ ετά την κάθαρση που νπέστη, στον τρίτο, τον Παράδεισο. Η καθαρση αντή, που άπτεται όχι μόνον τον ήρωα αλλά και τον παραμυθά και τον ακροατηQl0v του, ομοιάζει, θά 'λεγε κανείς, με την κάθαρση που σνντελείται στην αρχαία Φ ώνική τραγωδία. ,Λ ^Υ ηοη ενός παραμυθιού θα έμοιαζε πολύ με jj ”,εατ9ική παράσταση, όπου ο παραμυθάς, ιχ υ , πρέπει να είχ ιδιαίτερες και εξαίρετες , 'Ιν*ηητες υποκριτικ ζωντάνευε όλα τα πρότο,πϋ Τθυ παραμυθιού- ,δίως με μια αρχαία θεαήτα πα9^στασΐ|, όπου, ας θυμηθούμε, ένας φ, V’ <Ιτήν αρχή τουλάχιστον, ο υποκριτής για y ,υς τοι,ς ρόλους. Η σχέση παραμυθιού και αρπο·,α.ζ ελληνικής τραγωδίας είναι μεγαλύτερη και Οτουπ, υρή· πλήθος είναι π.χ. τα μυθολογικά που επιβιώνουν στα παραμύθια, και ι«ζεται να γίνει ειδική και λεπτομερής έρευVa « το ύ το υ θέματος. Το παραμύθι ζωγραφίζει τον τόπο του, τον *|(κτηρίζει. Από τα γλωσσικά στοιχεία ενός •ραμυθιού μπορούμε, χωρίς ιστορικές πληρο^ ζ- να ανιχνεύσουμε επιδράσεις από άλλους ,· ’?· πατακτητί ς ή φίλους. Μπορούμε να συγΙ’ατ'με μια ιστορία, έχοντας ως στοιχεία και β ή μ α τ α τις λέζεις. που κάθε μια τους κουJ j IVu ολόκληρο παρελθόν, την προσωπική μέσα στην ιστορία. Το πώς βρέ-
θα είναι το ιστορικό στοιχείο. Από το ύφος, το λεκτικό, τη σύνταξη, τη μορ φολογία, κυρίως όμως από τους ήχους των λέ ξεων μπορούμε να σκιαγραφήσουμε την ψυχο σύνθεση των ανθρώπων του τόπου απ’ όπου προέρχεται το παραμύθι. Αν οι ήχοι είναι δυνα τοί, τραχείς, κοφτοί και συγκόπτονται γράμμα τα, τότε οι κάτοικοι του τόπου θα είναι δυναμι κοί, αρρενωποί, σκληραγωγημένοι, βασανισμέ νοι, θα έχουν περάσει μέσα από πολύ μεγάλες ιστορικές καταιγίδες. Σ’ αυτή την περίπτωση ανήκουν τα Ποντιακά και τα Κυπριακά, που εί ναι αρρενωπά, κοφτά και βασανιστικά, σκοτεινά αντίστοιχα. Αν οι ήχοι είναι απαλοί, μαλακοί και προφέρονται οι λέξεις ολόκληρες, τότε οι κάτοικοι θα είναι ήπιοι, αγαθοί, αισιόδοξοι. Εδώ υπάγονται τα θηραϊκά, που τα χαρακτηρί ζει μια ησυχία, μια φιλοσοφημένη ηρεμία, μια μαγικότητα χαριτωμένη, και τα Σμυρνέικα που είναι τα πιο καλλιεργημένα. Ο άνθρωπος στα δημιουργήματά του εμφυσεί πνοή απ’ την πνοή του και καθώς αυτά είναι γέννημα-θρέμμα της ψυχοσύνθεσής του, των ιδιοτροπιών του και των προτερημάτων του, το μήλο κάτω απ’ τη μ'|λιά
αφιερωμα/21
20/αφιερωμα πέφτει πάντα. Με άλλα λόγια, το παραμύθι πε ριέχει την πραγματικότητα, ολοζώντανη με όλες τις πτυχές της, προσπαθεί να την κρύβει και να την παρουσιάζει «τεπτίλι»,2 όλα όμως είναι πολύ ευδιάκριτα. Το μίσος της πεθεράς για τη νύφη και αντιστρόφως, των αδερφών εναντίον της αδερφής, οι δύο γειτόνισσες (η μια η κακιά που μισεί την άλλη), η διαμάχη ανάμεσα στ’ αδέρφια, όλα αυτά, δεν είναι σκηνές, ιστορίες της καθημε ρινής μας ζωής; δεν μας δηλώνουν ότι το παρα μύθι έχει άμεση σχέση με τα πάθη, τους καημούς των ανθρώπων, την πραγματικότητα, για την οποία αποτελεί το ελαφρά παραμορφωμένο εί δωλο μέσα στον καθρέφτη του παραμυθά; Γ' Στα παραμύθια όλα είναι αυθαίρετα- όλα έχουν συμβεί' όλα είναι παρελθόν που το ανα βιώνει ο παραμυθάς. Η μνήμη αυτή που τίθεται σε λειτουργία, είναι η μνήμη όλου του ανθρώπι νου γένους και στην περίπτωσή μας, πιο συγκε κριμένα, της ελληνικής φυλής. Ο κόσμος των παραμυθιών είναι ένας κόσμος ηθικότατος, απ’ τον οποίον όμως δεν απουσιά ζουν νύξεις για «πονηρά»3 πράγματα. Κρίμα που δεν έχει καταγραφεί και διασωθεί κανένα από τα «ανήθικα» παραμύθια που, όπως μας μαρτυρεί ο Αδαμάντιος I. Αδαμάντιου, έλεγαν οι ναυτικοί, οι οποίοι μάλιστα έκαμναν «και αγώνα ποιος θα είπει το αχρειότερον παραμύθι». Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες, είμαι βέβαιος ότι και οι γυναίκες έλεγαν μεταξύ τους «ανήθι κα» παραμύθια, τα οποία σίγουρα ήταν πιο τολ μηρά από τα αντίστοιχα των ανδρών. Δ ' Αν με τις παραδόσεις του ο ελληνικός λαός προσπαθεί και θέλει να εξηγήσει τα πράγματα, γιατί έγιναν, πώς έγιναν, κι αν θα εξακολουθή σουν να γίνονται και γιατί θα εξακολουθήσουν να γίνονται, με τα παραμύθια του δείχνει πώς επιθυμεί ή πώς θα επιθυμούσε να είναι η ζωή του,4 υποδηλώνει τους πιο μύχιους πόθους του. Οι παραδόσεις είναι το δοκίμιο του λαού μας, ενώ τα παραμύθια -ο πεζός του προφορικός λό γος- αποτελούν την προσπάθειά του να αυτοπεριγραφεί και να αυτοψυχαναλυθεί. Ο παραμυ θάς «φαντάζεται» ιστορίες που θέλγουν και γοη τεύουν -να τολμήσω να πω και ναρκώνουν ;πρώτα πρώτα τον ίδιο και κατόπιν το ακροατή ριό του. Ο λαός όμως είναι πεπεισμένος ότι δεν είναι δυνατόν ν’ αλλάξει ο κόσμος του και να μεταμορφωθεί σ’ έναν κόσμο όμοιο μ’ αυτόν των παραμυθιών, αφού όλα αυτά τα θεωρεί «παρα μύθια». Θα του μείνει όμως το παραμύθι, και μπορεί μεν, όταν τελειώνει η αφήγησή του να ξαναγυρίζει στη σκληρή πραγματικότητα, εν τούτοις επαναλαμβανόμενο αυτό θα τον μεταφέ ρει σ’ έναν κόσμο όπου θα βασιλεύσει η καλοσύ νη, η αγάπη, το δίκαιο. Ή μήπως τελικά με το
παραμύθι εκφράζει την πίστη του ότι η ανθρω πότητα διέρχεται τους τρεις κύκλους του παρα μυθιού -τώρα βρίσκεται στην Κόλαση, στο Κα θαρτήριο;- και κάποτε, δεν ξέρει πότε, όμως στο σίγουρα, θα φτάσει στον Παράδεισο και θα τον κατακτήσει; Ε ' Το παραμύθι σήμερα έχει πάψει να ζει γι<*' τί εξέλιπε η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία γεν* νιάταν και ζούσε. Ό πω ς το δημοτικό τραγούδα που αποκομμένο από τη μουσική του χάνει μέροζ της μεγάλης του αξίας, έτσι και το παραμύθι Χω; ρίς την απαραίτητη σύναξη και τον παραστατι*0 παραμυθά χάνει πάρα πολύ από τη μαγεία τοι>· Τώρα βρίσκεται ακίνητο στα κείμενα. Δυστυχώ? τα παιδιά, μα και οι μεγάλοι, δεν διαβάζουν πα ραμύθια, εννοώ γνήσια λαϊκά παραμύθια. Αν διαβάζουν, προτιμούν τα «σύγχρονα», που είνώ εικονογραφημένα ή τα οπτικά παρόμοιό του;· κόμικς, κινούμενα σχέδια, φανταστικός κινημ0' τογράφος. Ό πω ς και νά ’χει το πράγμα, το πα ραμύθι, ακόμη και στα κείμενα, είναι ένας #0* σμος που δεν έχει πεθάνει κι ούτε θα πεθάνε1 ποτέ, παρ’ όλο που έχει αποκοπεί από τον γεν' νήτορά του και το ζωικό του περιβάλλον ένβ? κόσμος που θα παραμένει ζωντανός όσο ζ°υν άνθρωποι, ένας κόσμος στέρεος, όμορφος, 71011 χαρίζει εξαίσιες απολαύσεις. Για μας όμως, σήμερα, βαραίνει κυρίω; 11 γλωσσική του αξία που είναι ανεκτίμητη, ^ αναμφισβήτητα πολύτιμα είναι τα διδάγματά τΓ)5 σ’ όποιον θέλει να εντρυφήσει σε αυτήν. ΓΓ αυΐ^ τη γλωσσική του αξία, έχω να καταθέσω την πα ρακάτω εμπειρία μου: Βρισκόμουν στη Γενν°' δειο βιβλιοθήκη και μετέγ ·αφα ένα παραμυΙ^ από τον τρίτο τόμο του Λρ\είοι) Πόντου. Το πα ραμύθι προερχόταν από την περιοχή Ό φιζ χ Πόντου και το είχε καταγράψει ο R.M. Da kins. Κάποια στιγμή συνάντησα τη λέξη δίψυλ° (γυναίκα). Ό ταν γύρισα τις σελίδες για να ,, στις ερμηνευτικές σημειώσεις τι σημαίνει, κ°ι δα ότι η λέξη δίψυχος (γυναίκα) σημαίνει έγκ« (γυναίκα), «έμεινα εκστατικός». Σημειώσεις: νπογραψόμτνος ΤΤΟιμόζπ, ιό ώ κι ιιρχττό Χ<ιψό· Μ* ^ νή ανθολογία τλληνιχον λαιχον παραμνθιον. πον χλυψσμήιιη μ(σα m o /Wfft. To xrtprvo rival <‘* "T ^ ^ της τριβής ror μ (να μτγάλο αριθμό παριψιΌ,υ,ν * rpAνιομα or μελίης. Ο
Ί ίπ τ ίλ ι (ίυ ν ρ χ ιχ ή λ (ξ η Irp lil ιιν ν α ν τά τα ι ονχνό
μύΟια)
■-
μ η ίρις ααμίνη
j/jp.
Πλ/ir Jrnn I’m ( unti l pnpiilaim Kirn iiipenhii!ia xlirl'1 mt 1,’7-UH . x„, uipiitiivvi θέλανι xi άλλα χράματα, γιατί tfti ' x i (o ro r nrfyaivr, τον χννηγονοαν arm n ta iii"
>i i vo Ι’οΛίτιχιι rooOi ίΊΙι
i
ovtpxrun mo θρόνο, ptubvn τους φόρονς μ/νοκν ΧίΛ r r r ,,,,·■/
1'
μόλ1*
Ηλίας Κεφάλας
Οι ήρωες και τα μοτίβα στο ελληνικό λαϊκό παραμύθι
Σ χέσεις παραμυθιού και αρχαίας μυθολογία ς Λαοί που πέρασαν φανερές στερήσεις, έφτασαν σε κρυφές κατακτήσεις. Μια απο \ ίς *ί>νφές, τις «μυστικές» αυτές κατακτήσεις, ήταν η υπερβατική ελευθερία. Λυτό ()£ν αημαίνει τίποτε άλλο, παρά την έξαρση, την απελευθέρωση της δημιουργικής ^ τ α σ ι α ς . Από την πρακτική των ηθών και εθίμων μέχρι την ονειρική θεώρηση τ°υ κόσμου διαμέσου του τραγουδιού, του χορού, του παραμυθιού, της απρόσω*1* και συλλογικής, γενικότερα, τέχνης, η φαντασία οργάνωνε τον δικό της κόσμο ε Τΐ τοιο τροπο, που να μπορεί να υφίσταται παράλληλα με τον συμβατικό. θέιι άπτυ^ του παραμυθιού, που είναι και το ουνν ·Ααζ ε^<*)’ απέβλεπε σε πολλά πράγματα και °ν")ς' Από την πρόσκαιρη ψυχική ευφορία χηγ ΨυΧαγωγία, μέχρι τη διδαχή και το αλ0ρ ® -)ίκ« πέρασμα ορισμένων ιδεών ιστορικοήτανκευΧ,κής στϊάασ(ας. Ακόμα, το παραμύθι, εθνηϊ κ° 1 ^ Vui Τ' ζωντανή παρακαταθήκη των °γικών στοιχείων κάθε λαού. «παραμύθι είναι αφήγημα με πλούσια δρά,κτηοιU τα επεισόδιά του, έχουν χαρα. αρχή και τέλος, έτσι που να υπενθυν^_. αι αμέσως το φανταστικό στοιχείο. ΣυμβαίΦαντ°ε Τ° π° και XO^’v0· Ο τόπος μπορεί να είναι ν0ς , (ΤΤικ<^?, μπορεί και πραγματικός. Ο χρό>όμως είναι πάντα το «αιώνιο παρόν», λεία ^ΤΤΗμα, λοιπόν, με τα παραπάνω στοι’1 ναι °ίγουρα ένα έξοχο λογοτεχνικό είδος.
Έτσι, άλλωστε, το δέχονται και άνθρωποι των γραμμάτων μας, που το μελέτησαν διεξοδικότερα. «Είδος λαϊκής λογοτεχνίας με μαγικό, υπερ φυσικό, απίθανο και απίστευτο περιεχόμενο», το θέλει ο Μ. Μερακλής. «Πεζή λογοτεχνική αφή γηση του λαού, διήγημά του ή νουβέλα του», το θέλει ο Γιώργος Ιωάννου. Ό πω ς και να έχει το πράγμα, το παραμύθι στηρίζεται σε μια υψηλή, φορτισμένη επικοινωνία μεταξύ αφηγητή και ακροατή, ανάλογη πάντα και με τον ψυχισμό των δύο μερών. Ο ταλαντούχος αφηγητής, ο πα ραμυθάς, δεν αφήνει ποτέ του τον ακροατή να χαλαρώσει, να χάσει την υπερδιέγερσή του. Η εξέλιξη του μοτίβου είναι αστραπιαία και ανε λέητη. Δεν χάνεται σε λεπτομέρειες και δικαιο λογίες. Μέσα στο εξωλογικό όλα γίνονται και όλα επιτρέπονται.
αφιερωμα/23
22/αφιερωμα Ποια είναι τα θέματα που αναπτύσσονται μέ σα στο ελληνικό, λαϊκό, παραμύθι; Υπάρχουν πρωτογενή θέματα, που ανάγονται σε παρωχημένες εποχές και θέματα από τις νεό τερες ιστορικές εμπειρίες του λαού. Είναι θέμα τα όχι αποκλειστικά ελληνικά, αλλά κοινά με άλ λους λαούς και που τα συναντάμε με μικρές πα ραλλαγές εδώ κι εκεί. Σύμφωνα με τον γνωστό διαχωρισμό των Aarne-Thompson υπάρχουν οι εξής κατηγορίες παραμυθιών, ανάλογα με τους τύπους των μοτίβων: Τα μ α γ ι κ ά , τα δ ι η γ η μ α τ ι κ ά και τα θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ά παραμύθια. Ο διεθνής αυτός κατάλογος κωδικοποιεί και τα δικά μας παραμύθια, ξεκινώντας από την παρα δοχή της ιστορικογεωγραφικής θεωρίας ως προς τη γέννηση του παραμυθιού. Πλούσια είναι η καταγραφή των λαϊκών μας παραμυθιών, που αντιστοιχούν στις τρεις παρα πάνω, κατηγορίες. Στα μ α γ ι κ ά π α ρ α μ ύ θ ι α κυριαρχεί το εξωλογικό και ονειρικό στοι χείο. Ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με όντα υπερφυσικά, στη δύναμη των οποίων δεν έχει να αντιτάξει παρά την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Υπάρχει ένα πλήθος παράξενων και μακρι νών μορφών. Ξωτικά (Λάμιες, Νεράιδες, Ξω θιές, Μοίρες, Καλότυχες), δράκοι, καλοί και κακοί μάγοι, φαντάσματα. Ό λα αυτά τα ασυνή θιστα πλάσματα ζουν στο δικό τους, ιδιόμορφο, μέρος. Στο στοιχειωμένο δάσος, στη μαγεμένη βρύση, στο μαγικό βουνό, στον κρυστάλλινο πύργο, στο σκοτεινό ποτάμι, στο κοιμητήρι κλπ. Στα δ ι η γ η μ α τ ι κ ά π α ρ α μ ύ θ ι α , αν και δεν απουσιάζει εντελώς το μαγικό στοιχείο, το μοτίβο είναι προσγειωμένο στον συμβατικό κό σμο, με ηθικές παραινέσεις και ανεκδοτολογικά επεισόδια. Υπάρχουν εδώ ιστορίες με πολλά το πικά στοιχεία, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα των συνθηκών διαβίωσης του κάθε γεωγραφικού χώρου. Παραμύθια με βασιλιάδες και ηγεμόνες, με δικαστές και ληστές, με επαγγελματίες του χωριού και της πόλης, με ζώα και πουλιά, με στρατιώτες και φρουρούς συνόρων, φτωχούς ιπ πότες, αρχοντόπουλα, βασιλόπουλα - μοτίβα, βέβαια, με ξενικές επιρροές - αλλά και παραμύ θια με μικρά παιδιά, τυραγνισμένα από τις μεγά λες πληγές του ελληνισμού, την υποτέλεια, την ορφάνια και τη μετανάστευση. Δρόμοι καραβανιών, «κυρατζήδες» (αγωγιάτες) και περιπέτειες εμπόρων, που κλέβουν ή κλέβονται. Στα θ ρ η σ κ ε υ τ ι κ ά π α ρ α μ ύ θ ι α ο ήρωας μιλάει με το θεό και τους αγγέλους. Συναλλάσσεται με τους αγίους. Γίνονται θαύματα, όπως στην Πα λαιό και την Καινή Διαθήκη. Ιστορίες με το Χά ρο και τα ταξίδια των νεκρών. Εμφανίσεις του αγαθοποιού Χριστού και της καλοπροαίρετης και δακρυσμένης Παναγίας. Ο Διάβολος, φυσι κά, δεν λείπει, με όλες τις πονηρές του επινοή σεις.
Εξετάζοντας με προσοχή τα μοτίβα και τ°ν’ πρωταγωνιστές μέσα στο ελληνικό λαϊκό παθα' μύθι, θα δούμε ότι τα περισσότερα ανάγονώ εξελικτικά στις αρχαϊκές κοινωνίες. Η αρΧα1° ελληνική, κυρίως, Μυθολογία τροφοδοτεί πολ^ νεότερα παραμύθια. Δεν βρίσκουμε μόνο λιΥ0' στά, επί μέρους, στοιχεία, που να έλκουν την *α” ταγωγή τους από αρχαίους μύθους, αλλά J·® ολόκληρες, απαράλλαχτες πολλές φορές, > ρίες,που διαφέρουν μόνο ως προς τα ονόμώ των ηρώων και τον τόπο, όπου εκτυλίσσετε*1 | I δράση. Όταν ακούμε για τον Διάβολο π.χ·> η° ,; τρομοκρατεί μέρα μεσημέρι τους χωρικούς αμπέλια και τις ρεματιές, ο νους μας συνειρμ1^ πάει αμέσως στον Πάνα και το όπλο του χ ί παν-ικό. Είναι λίγο δύσκολο να μη συσχετίσου^ ί την Παναγία με τη Δήμητρα ή τον Αη-Νικόλα r [ τον Ποσειδώνα. Το πολυμήχανο μυαλό, βέβώ0’I του Οδυσσέα έχει περάσει μέσα στα παραμυΰ|' ί ως ήθος και ως τάση, αφού βλέπουμε τους ήί?0^ όχι μόνο να συνάπτουν συμφωνίες, αλλά κ°ι ! ξεγελάν ακόμα τους θεούς και δαίμονες. * Για να δούμε, όμως, καλύτερα τη συγΥ^ . I μεταξύ αρχαίας μυθολογίας και νεότερου λβ*κ παραμυθιού, θα πρέπει να σταθούμε και ya τάσουμε μερικά, έστω, μοτίβα, συγκριτικά. ~ Το σύμπλεγμα του Αη-Γιώργη και του δρα* χάνεται βαθιά στο χρόνο μέσα σε σκοτεινές * γανιστικές θρησκείες και πολύ πίσω από χ δρακοντοκτόνο Περσέα. Ο δράκος είναι ο κ<*„ ξοχήν αντι-ήρωας των παραμυθιών. Ο ρ ό λ °5 ^ σε γενικές γραμμές είναι ο εξής: απόρρητων μυστικών, φύλακας μοναδικού θού, φρουρός απαγορευμένης πύλης, θεμ<*τ, λακας ιερής ή ξεχασμένης γνώσης. Είναι ! με τρομερή σωματική δύναμη και με υπερΦ ^ : κές, πολλές φορές, ικανότητες. Του αρέσει ι να τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα και την χΰ \ μία του αυτή πολλές φορές την πληρώνει V^ j να ξεγελιέται εύκολα από τον αντίπαλό χ ο ν · ^ είναι ανάγκη να επιμείνουμε πολύ στην εξ ,| και τον συμβολισμό του αίματος εδώ, που δηλώνει κυρίως συγκρούσεις μεταξύ κατ« ^ και υποτελή, ή μιας νέας κοινωνίας έ ν α ν τ ι , παλιάς, ή και ακόμα διαδοχή αντιθέτων g σκειών. Θα επιμείνουμε στην επισήμανση δράκος προϋπήρχε του λαϊκού μας παραμυ Σε γνωστά θ ε σ σ α λ ιχ ά παραμύθια ο δράκος ^ , λαμβάνει να προστατεύσει ένα χωριό απ*| Λρΐ)Φ | ίδιο τον εαυτό του. Αρκεί, δηλαδή, να Τ01' Λμ·ι· ί ηίρουν επτά κόρες κάθι χρόνο για να Μ'Ι Τ,ι 1 Τβ ράζει τους υπόλοιπους χωρικούς, τα ζω“ (((^,· · γεννήματα τ< νς Ο μύθο;, δεν μα θυμ·*-" : (,c τά τον Μινώταυρο; Ο Γ. Μέγας απαοι παραλλαγές παραμυθιών με δρακοντοκ'* “ ήρωις, ενώ κάθι παραλλαγτ’ι είναι ,μ’μ<ι,((|χλ<1ί περισοοτέρων ουγγινικών μοτίβων. '' #{**j περισσοτέρων συγγενικών παραμύθια ο δ ρ ά κ ο ς αρπάζει μα*
ττ1ν κρατάει σκλάβα του. Από μια τέτοια συνοίκτΐση γεννιέται, συχνά, νέος με εξαιρετική σωματική διάπλαση και πολλά πνευματικά χαρίσματ<(· Αν ερευνήσουμε πιο βαθιά το θέμα, θα δούάτι σε αρχαιότερες κοινωνίες προηγούνται ων συνοικήσεων αυτών ερωτικές συνευρέσεις, p εντελώς φυσικό τρόπο, μεταξύ ανθρώπων και ωων. 2 ε απόκρυφα θρησκευτικά κείμενα υπάρλ°υν πολλές τέτοιες ομολογίες. Πάντοτε, όμως, ^κολουθεί η κάθαρση και ο εξαγνισμός και δεν V(Xl καθόλου ασυνήθιστη η νομιμοποίηση του αρπού μιας τέτοιας παράταιρης σχέσης. Αυτό Τ ,εται Μ·ε την εξόντωση του δράκου από τον π μτΐρά και πανέξυπνο ήρωα, που στη συνέχεια νε ντρεύεται τη σκλάβα του δράκου ή ελευθερω1 το κρησφύγετο του δράκου (βρύση, ποτάμι, °°ζ, σπηλιά κλπ) και το δίνει στην κοινή χρήτ<ον περίοικων. Στα μοτίβα αυτά υπάρχουν εβε5 αντιστοιχίες με τον μύθο του Περσέα 0u. ττ1ς Ανδρομέδας, σύμφωνα με ένα συσχετιυπέ ΐ0υ ^ Hartland. Αντιστοιχίες ακόμα, λα ^ 0υν και θε τον άθλο του Ηρακλή με τα μήχ ν ά ^ ^ σπεΡ^δων. Δεν πρέπει φυσικά να ξε0τ(, * και τιζ ανθρωποθυσίες, που πέρασαν μέσα τ° ^ κ^ραμύθι σαν προσφορές ανθριίιπων προς 1(W , <ιν**θωποφαγία έχει διατηρηθεί στη μνήμη °Τ Ct<?^ απά την εποχή των πρωτογόνων. Μέσα ά I ελληνική μυθολογία δεν είναι εντελώς Αλλο°Τ<>(ΡΜινάμενο. Το ίδιο και στα παραμύθια, λού Λ"’ ε^,ιλειρε(ται μια κάποια συγκάλυψη, αλγαο//· 1 ^ τ<) μοτίβο της «Ονειρεμένης» ή «ΦιγΘ«βΐ νθΓί<ηης,> π χ ·’ ° α(ΗΙΥητής δεν θελει να πααπο«Μλ ■ΤΤ*ν ανθρωποψαγία και λέει το έξης Φάει ' ! " ; ι<Ιτο και ακατανόητο: «παίρνει να οα ' (-Ηικ°' ΠΙ γλώσσα ττ|ς κόρης, κι η γλωσntu),, .', "" α'άερίνια και δεν τριίιγεται». Σε μια τα λ "Υή. πράγμαια ανα,ι', '1 άμως,της "ώυς,της Σταχτοπούτας τα πράγμα Γ ° ονται ωμά: «οι δυο μεγαλύτερες αδερ
φές της Σταχτοπούτας σφάζουν τη μάνα τους και την τρώνε». Σε άλλη, τώρα, εκδοχή του ίδιου παραμυθιού, ο αφηγητής από κάποια πολύ εξη γήσιμη εσωτερική παρόρμηση δεν θέλει με τίπο τα να αναφέρει σκηνές ανθρωποφαγίας, δεν θέ λει να επιζήσει ούτε και λεκτικά το παμπάλαιο αυτό κανιβαλικό έργο. Αλλάζει τη διήγηση και προσθέτει μια απροσδόκητη μεταμόρφωση: Η μάνα, δηλαδή, της Σταχτοπούτας μεταμορφώνε ται σε αγελάδα και έτσι οι δύο κόρες της αντί για άνθρωπο τρώνε ζώο. Στην αρχαία μυθολογία δεν είναι λίγες οι ανθρωποθυσίες και οι ανθρωποφαγίες. Δεν έχει σημασία αν γίνονται με δόλο (για να μη καταλάβει το θύμα ή για να μην το μάθει ο ανυποψίαστος συνδαιτημόνας) ή αν με σολαβεί κάποια μεταμόρφωση την τελευταία στιγμή και σώζεται το θύμα. Η Μήδεια, που είχε σκοτώσει η ίδια τον αδερφό της, στη γνωστή φυ γή από την Κολχίδα, με δόλο κατάφερε να ξεγαλάσει τις κόρες του Πελία στην Ιωλκό, οι οποίες έσφαξαν τον πατέρα τους και τον μαγείρεψαν για να τον κάνουν δήθεν νέο. Στην ομώνυμη τραγωδία, ο Ευριπίδης θέλει να σκοτώνει η Μή δεια και τα παιδιά της ακόμα. Οι τραγικές αυτές καταστάσεις έχουν περάσει σχεδόν αυτούσιες μέ σα στα μοτίβα των παραμυθιών. Συνοπτικά, στο παραμύθι υπάρχει η εξής δομή: ο πατέρας ξενι τεύεται και η μάνα, πίσω, αποκτά εραστή. Ο πα τέρας γυρίζει, ρωτά που είναι τα παιδιά τους και η μάνα λέει «τα έστειλα στο... και δεν γύρι σαν», ενώ τα έχει σκοτώσει η ίδια για χάρη του εραστή. Σε άλλα μοτίβα τα παιδιά σώζονται από τη μεγαλοψυχία των περαστικών ή βοσκών, στην περίπτωση που η μάνα δεν φτάνει να γίνει μητροκτόνος,αλλά παρατάει τα παιδιά της, συνή θως βρέφη, σε κάποια ερημιά, ώστε να πεθάνουν από την πείνα ή να φαγωθούν από τα αγρίμια. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε τις αντι στοιχίες που υπάρχουν με την περιπέτεια του μι-
αφιερωμα/25
24/αφιερωμα
κρού Οιδίποδα. Οι τραγικές μορφές των Εστιάδων, ακόμα, αχνοφαίνονται μέσα σε τόσες λυπη τερές μορφές ηρωίδων, που πεινασμένες και πα γωμένες μεγαλώνουνπάνω στη στάχτη του τζα κιού. Στο γνωστό παραμύθι της «πεντάμορφης χρυσομαλλούσας» υπάρχει το πανέξυπνο άλογο, που με διάφορα είδη «αναλογικής μαγείας» γίνε ται σύννεφο και πετάει. Με τη βοήθεια του αλό γου αυτού ο ήρωας αποκτάει την πεντάμορφη, αφού κερδίζει ορισμένα στοιχήματα, που άλλα βάζει η ίδια η πεντάμορφη, άλλα ο πατέρας της, ενεργώντας ως κρυφός αντεραστής. Εδώ μπο ρούμε να κάνουμε μια παραβολή με τον αρχαίο μύθο του Οινόμαου και της κόρης του Ιπποδά μειας, καθώς επίσης και με το πασίγνωστο άλογο της μυθολογίας μας, τον Πήγασο. Η υπόθεση των στοιχημάτων ή και των αινιγ μάτων είναι πολύ διαδεδομένη μέσα στο λαϊκό μας παραμύθι. Αινίγματα και στοιχήματα θέ τουν προς λύση οι δράκοντες, οι βασιλιάδες, οι βασιλοπούλες και οι μάγισσες. Ό λα διεξάγονται κάτω από απαράγραπτες συμφωνίες. Ο ήρωας με τη νίκη του κερδίζει τη βασιλοπούλα για σύ ζυγο, διώχνει το δράκο μακριά ή παίρνει, τέλος πάντων αυτό που έχει συμφωνηθεί. Την αδυνα μία του να λύσει το αίνιγμα ή να κερδίσει στο στοίχημα πληρώνει, συνήθως, με τη ζωή του. Κάπως έτσι νικήθηκε και στη Μυθολογία η Σφίγγα από τον Οιδίποδα, τέτοια στοιχήματα έβαζε και η Πηνελόπη με τους μνηστήρες περιμένοντας τον Οδυσσέα, ανάλογη τακτική εφάρμοζε και η ατίθαση Αταλάντη, που εξόντωνε τους επί δοξους γαμπρούς στο κυνήγι. Σε πολλά παραμύθια ο ήρωας είναι προικισμέ νος με θαυμαστές και μαγικές ικανότητες, χάρη στις οποίες ανταποκρίνεται mo εξωλογικό στοι χείο του παραμυθιού. Οι μαγικές του δυνάμεις είναι συγκεντρωμένες σε κάποιο κουωό σηιιείο
του σώματος ή σε κάποιο μυστικό αντικείμενο της αμφίεσής του. Έτσι, έχουμε μαγικά δαχτυλίδια, μαγικά βραχιόλια, μαγικά θηκάρια σπ«' θιών, που με ανάλογους χειρισμούς κατορθώνουν θαυμαστά πράγματα. Στο παραμύθι ΌΙ? πεντάμορφης, ο ήρωας έχει συγκεντρωμένη ^ δύναμη σε τρεις τρίχες της κεφαλής. Το γεγονόζ αυτό ανακαλεί στη φαντασία μας τον αρχαίο μυ" θο του Πτερελάου. Απ’ την αντίθετη πλευρά, 0 Αχιλλέας είχε στη φτέρνα του το τρωτό σημεώ· ενώ ολόκληρος ήταν άτρωτος. Ακριβώς αυτόνσιο γεγονός συναντάμε και στον γερμανικό *υ' κλο Νιμπελούγκεν. Σε μερικά παραμύθια έχουμε γόμους άνδρων με ζώα (γαϊδούρα, σκύλα, φοράδα) τα οποία μ®' ταμορφώθηκαν σε γυναίκες από τη μέρα του Υα' μου τους και πέρα, αλλά χωρίς να χάσουν τον ζωώδη χαρακτήρα τους. Ο Ι.Θ. Κακριδήί συσχετίζει τα μοτίβα αυτά με τον ίαμβο «καΐ° γυναικών» του Σημωνίδη, ο οποίος για να δι· καιολογήσει τον διαφορετικό χαρακτήρα τϋ,ν γυναικών έλεγε ότι ο Θεός έπλασε τις γύ ν α ιά από τα διάφορα ζώα. Η διήγηση του Ηρόδοτου για τον Αιγύ#110 βασιλιά Ραμψίνητο διασώζεται σε πολλά παρα μύθια. Στον «κλέφτη συμαϊτζή», από την περι° I χή της Μάκρης της Μικρός Ασίας, η διήϊύ0^ f αναπλάθεται ξεκάθαρη: Ο ήρωας μαθαίνει με ν λια εμπόδια πως τέχνη του πατέρα του ήταν ,V. κλέβει. Γίνεται κι αυτός κλέφτης. Με ένα μπαΡ μπα του πάνε να κλέψουν το θησαυρό του βα<^ λιά. Σε μια από τις πολλές φορές που πήγαν> μπάρμπας του κολλάει σε ένα καζάνι με κ«τρ μι. Ο ήρωας τον αποκεφαλίζει για να μύ χ0 αναγνωρίσουν. Την άλλη μέρα το πτώμα είναι κοινή θέα στη μέση της πόλης. Ο ήρωας ατέλν τη θειά του με ένα σταμνί λάδι. Της λέει: ~ σπάσεις το σταμνί κοντά mo πτώμα και να *λθ_ τάχα για το λάδι... Στην ιστορία του Ραμψιν^ του, ο κλέφτης κόβει το χέρι του αδερφού ι° ^ που πιάστηκε στην παγίδα του θησαυρού, και ιστορία συνεχίζεται η ίδια. Το επεισόδιο του Πολυκράτη, που α ν α φ ^ πάλι ο Ηρόδοτος, το βρίσκουμε σε πολλά παϋ! μύθια που περιστρέφονται γύρω από φυλάί; αντικειμένων. Ο ήρωας χαρίζει το δαχτυλίδι σε κόρη με την υπόσχεση να την παντρευτεί, δεν χάσει το δαχτυλίδι. Ο ίδιος, όμως, εξαψ0^ ζει το δαχτυλίδι πετώντας το στη θάλασσα, δαντυλίδι ο ιθ ε ί α η ν ό τ ε η α στην κοι κοιλιά t δαχτυλίδι θα ββρεθεί αργότερα ψαριού. ΑΤ| to Πέρσ από τα παραμύθια, η δοξασία ---- ότι,«f. νιογέννητο μωρό «μοιραίνουν»· οι Μοίρες, ται ακόμα και στις μέρες μας. Η δοξασία α ^ πρωτοβρίσκιιαι στις αμάλαχτες Μοίρες. KM' ■ Λάχεσι και Άτροπο, του Ησίοδου. Οι Mo C όπως στη Μυθολογία, έτσι και στα παραθ' . . ΐιοΚΗ/ί nnv τι» νπΙΛ ν/ιι nt •utt'ut't θνΤ)^ * ·#
F
ίαν στη μυθολογία συμβαίνει η καταπληκτική Υεννηση του Εριχθόνιου, καθώς η Αθηνά, αηίασμένη, πετάει mo χώμα το χυμένο πάνω στη ^αΜπα της σπέρμα του Ήφαιστου, mo λαϊκό ^θειμύθι συμβαίνουν ανάλογες εγκυμοσύνες, ωζ απελπισμένες γυναίκες πίνουν δάκρυα α ν« Ιεχάσουν τον πόνο του αποχωρισμένου σΕαστή· Αντιστοιχίες και στις ακραίες περιπτώτου άλογου και απροσδόκητου.
προς τη σύλληψη και την αληθοφάνειά του, πα ραμένει λόγος συγκροτημένος, με εσωτερικές ισορροπίες και εξωτερικά στολίδια. Διαρθρώνε ται δομικά από εξακριβωμένες, πια, λειτουργι κές ενότητες, σύμφωνα με προσδιορισμούς, που πρώτος έκανε ο Vladimir Propp. Η αυστηρή εμ φάνιση των στοιχείων αυτών μέσα σε όλα σχεδόν τα παραμύθια, δεν ματαιώνει ποτέ τη μετουσίω ση των μόχθων και των ελπίδων του λαού σε ει κόνες και σύμβολα. Τελειώνοντας, τώρα, η προτροπή μας δεν εί ναι η συγγραφή νέων παραμυθιών. Αυτό έγινε σε γόνιμους καιρούς και τώρα ξεπεράστηκε. Τώ ρα προτρέπουμε στην ανάγνωση των παραμυ θιών, που υπάρχουν, ως γνήσια λογοτεχνικά κομμάτια, με συνδυαστικές αρετές ποίησης και πεζογραφίας και όχι ως πλατωνικά «γραώδη μυ θεύματα». Μέσα στις εργασίες των ειδικών επιστημόνων και μελετητών μας, όπως του Γ. Μέγα,του Μ. Μερακλή, του Ν. Πολίτη, του Δ. Δουκάτου, του Σ. Κυριακίδη και άλλων, ανατέμνεται ολόκληρη η λαϊκή ψυχολογία, τόσο ως προς τα αυθεντικά δημιουργικά της ξεπετάγματα, όσο και ως προς τη δεκτικότητά της και μεταπλαστικότητά της έναντι των ξενικών στοιχείων στις διάφορες πο λιτισμικές συνάφειες.
0 παραμύθι, π α ρ ’ όλη την ελευθερία του ως
■
(ιόλις γεννηθούν, και καταδιώ κουν τα εγκλήματα θεών και ανθρώπων. Ερευνώντας με προσοχή και συγκρίνοντας τα Μ·οτίβα των διάφορω ν παραμυθιώ ν με τη μυθο λογία θα βρεθούμε μπροστά σε πλείστες όσες αν τιστοιχίες. Π αρά τις τόσες προσμείξεις ξενικών σΐ°ιχείων και επιρροές, υπάρχει ένα ζωντανό ξέρασμα της αρχαίας παράδοσης στη νεότερη. Οι συνθήκες αλλάζουν, ο ψυχισμός όμως, και η ιδιοσυγκρασία είναι ψ υχο-βιολογικά χαρακτηρι^ ικ ά , που διατηρούνται αναλλοίωτα. ,Η αχαλίνωτη έξαρση της φαντασίας διοχέτευε ί°οο πλούσιο υλικό, που πολύ δύσκολα άλλος α°ζ - θέλω να το πιστεύω αυτό - θα μπορούσε δαμάσει. Εδώ , καμία έμπνευση δεν π ά ει χαJ EVT1· Ολες βρίσκουν την ιδεώδη τους εξέλιξη, ο φανταστικό τους αποκορύφωμα, που πάντοτε . *αι έργο τέχνης και ποτέ κακότεχνο αποκύημα.
Εκδόσεις Γκοθόστη Σολωμού 12 ■ 106 83 Αθήνα Τηλ. 64.10.039 - 36.15.433
Awa Ντοστογιέβσκι: Ο Ντοστογιέβσκι και ^ούντβιχ: Ναπολέων •Λώρενς: Η γυναίκα που έφυγε με τ' άλογο S· Τζ6υς: Οι Δουβλινέζοι
ξανά)μΐνγθυέη: Η Φιέστα (0 ,<|λΐ0ς ανατέλε' γ ζ Ρ*λκε: Ο Βασιλιάς Μ πόχους ν Στάινμπεκ: Ναυάγια j Στά,νΜπεκ: ΤορτΙλα Φλατ *-· φ·τζέραΑντ: Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ ? ραν<ί : Ο Κόκκινος Κρίνος '«•Ντίκενς: Ό λιβερ Τουίστ Ιαθάιχ: Μαρία Αντουανέτα οβάιχ: Μαρία Στιούαρτ
iZL "SO-. 'h ψ
Σ τ . Τσβάιχ: Μπαλζάκ Σ. Μωμ: Η ζωή του Γκωγκέν Μ. Ντυράς: Οι Οδογέφυρες Ε. Καρλάυλ: Μάνα Ε. Καρλάυλ: Είμαι γυναίκα του Κ. Μητροπούλου: Η τελευταία Παράσταση Θ έα τρο
—
.
.
.
Λ Τολστόι: Πόλεμος και Ειρήνη, τόμοι 4 Φ. Νίτσε: Γενεαλογία Ηθικής - Διθύραμβοι
Διονύσου
Φ Νίτσε: Γέννηση Τραγωδίας Αλ. Ματιέ: Ιστορία Γαλλικής Επανάστασης Ν τε Γκωλ: Ιστορία Β ' Παγκοσμίου Πολέμου
(δεμένο μεγάλου σχήματος τόμοι 3)
αφιερωμα/27
26/αφιερωμα
Ά ννα Αγγελοπούλου
Μια υπερφυσικήνΆ* γέννηση ^ στο ελληνικό παραμύθι: η παράδοξη διαδρομή των δακρύων Στα μαγικά παραμύθια αννανχαει χάνεις συχνά θανματονργές γεννήσεις, j i o v υποόηλώνονν κάποια μυθική προέλευση ή διάσταση. Το θέμα της υπερφυσικής γέννη σης του ήρωα μπορεί βέβαια να μελετηθεί ξεχωριστά, σε μύθους και σε παραμύ θια, σαν εισαγωγικό στοιχείο της αφήγησης αλλά και σαν προμήνυμα μιας μελλον τικής μυθικής αποστολής. Θα δούμε σήμερα, έστω σχηματικά, μία περί πτωση που μας απασχολεί εδώ και αρκετόν και ρό. Ο Αρκουδογιάννης (Jean de 1’Ours) είναι πα σίγνωστο παραμύθι στη Δυτική Ευρώπη. Η διά δοσή του είναι πολύ πλατιά, αφού ο Stith Thompson1 τοποθετεί τη γεωγραφική κατανομή του από τις Ινδίες ώς την Ιρλανδία. Το παραμύθι αυτό διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά ενός πανάρχαιου μύθου: Μέσα σ' ένα άγριο δάσος μια ηορά, ένας ξυ λοκόπος συναντάει μιαν αρκούδα που τον πρακαλεί να της κάνει ένα παιδί ή του το επιβάλλει απειλώντας τον ότι θα τον φάει. Από την ένωσή τους γεννιέται μέσα σε μια σπηλιά ένα αγοράκι: την πρώτη μέρα της ζωής του τρώει κρέας, τον πρώτο χρόνο φαίνεται σά νά ’ναι δώδεκα χρονών παλικάρι και πολύ σύντομα δεν τον χωράει ο τόπος. Τρώει πολύ, είναι τριχωτός σαν αρκού δα, η δύναμή του είναι υπερφυσική και, παίζον τας με τ’ άλλα παιδιά στο σχολείο, χωρίς να το θέλει, τα σακατεύει στο ξύλο και σκοτώνει μάλι στα τον ίδιο του το δάσκαλο, γιατί το χέρι του είναι πολύ βαρύ. Ετσι, ο Αρκουδογιάννης εγκαταλείπει το χω ριό, τον κοινωνικό περίγυρο του πατέρα του, και χάνεται μέσα στο δάσος. Πάει, όπως λένε,
να βρει την τύχη του. Ακολουθεί μια σειρά περί" πετειών, που δεν κρίνουμε σκόπιμο να παραθέ σουμε εδώ, και που οδηγούν τον ήρωα στον κά τω κόσμο, μέσα από το άνοιγμα μιας σπηλιάς, στα καταχθόνια. Εκεί συναντά μια κοπέλα, ή, κατ’ άλλους, την αγαπημένη του και τη σώζε1 από τα νύχια του θηρίου που κατακρατάει το νε ρό του χωριού. Ακολουθεί η άνοδος στον άνω κόσμο, η αναγνώριση και καταξίωση του ήρω° στο παλάτι, και οι βασιλικοί γάμοι που κρατουν μέρες και νύχτες και όπου ο παραμυθάς είναι πάντα καλεσμένος χωρίς ποτέ να προλαβαίνει να ^ φάει και να πιει. Η αναζήτηση του Αρκουδογιάννη, με το πέρα σμά του από το χωριό στην άγρια φύση και απο κει στον Ά δη, αλλά και με τη θριαμβευτική τ0’' επάνοδο στη γη, αντιστοιχεί σ’ ένα γνωστό επι*< θέμα: ο μυθικός ήρωας θριαμβεύει στη δοκιμα σία της βίσιης εναλλαγής των δύο κόσμων είναι «πρώτος στον απάνω κόσμο, πρώτος και κάτω» σύμφωνα με τον αφηγητή. Θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε σειρά . ,, ηρώων που ανήκουν στη χορεία των "Λιπλογιννημένων»· οι περισσότεροι επισκέπτονται ίή>τ άλλο κόσμο κι επιστρέφουν σώοι και σοφότερα*· Ηρωες με γονείς που ανήκουν σε απόλυτα ώ χώριοτές και συχνά αντιμαχόμενες γενιές, σαν τον
Διγενή Ακρίτα, τον Ηρακλή ή τον Θησέα, προέρχονται δηλαδή είτε από ένωση θεού με άν θρωπο, είτε από δύο διαφορετικές φυλές, είτε, όπως στην περίπτωση του Αρκουδογιάννη, από ένωση ανθρώπου με θηρίο. Μου φαίνεται ωστό σο ουσιωδέστερο να συγκεντρωθούμε, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, στη διαδρομή του συγκεκριμέ νου ήρωα: το παραμύθι αυτό, γνωστό σαν «τύ πος 301Β», σύμφωνα με τον διεθνή κατάλογο των Aarne και Thompson,3 πέρα από το θέμα της διπλής ή και υπερφυσικής προέλευσης του ήρωα, κινείται πάνω στα εξής μοτίβα: α. την απεριόριστη μυϊκή δύναμη του ήρωα. β. την ασυμβατότητά του με τον κοινωνικό περί γυρο. Υ· την αναγκαστική συνεπώς αποχώρησή του σ έναν άλλο κόσμο, με μαγικές ιδιότητες, το άγριο δάσος, που παραμένει ωστόσο χώρος ανοιχτός σε κάθε άνθρωπο που το διασχίζει, ενώ αφήνει πότε πότε, μόνο για τους ήρωες, μια διάβαση ανοιχτή προς τον κάτω κόσμο. Πολλές φορές μάλιστα, η «κάθοδος» αυτή γί νεται σταδιακά, σαν να υπήρχαν πολλά επί πεδα του Ά δη, τοποθετημένα το ενα πάντα κάτω από το άλλο. ε. Εκεί λοιπόν μπορεί κανείς να μείνει για πάν τα, να γίνει και βασιλιάς, παίρνοντας για γυ ναίκα την κόρη που έσωσε από τα νύχια του θηρίου, σΤ·ή μπορεί να θελήσει να επιστρέφει, ν’ ανα γνωριστεί θριαμβευτής και μυημένος στο χω ριό του κι εκεί να βασιλέψει πια, έχοντας βρει απάντηση στο αρχικό δίλημμα της δι πλής προέλευσής του. Την τύχη του παραμυθιού αυτού στην Ελλάδα ερεύνησα σε μια πλατύτερη μελέτη με θέμα την Υπερφυσική γέννηση στο ελληνικό παραμύθι- δί νω εδώ ένα περιληπτικό απόσπασμα. Ο βασικός μύθος γνώρισε, στην προφορική παράδοση του τόπου μας, μια σειρά διαρθρωτι κών μετασχηματισμών: η ανάλυσή τους μας οδη γεί ασφαλώς στον ελληνικό «οικότυπο» του πα ραμυθιού, τον ελάχιστα γνωστό Δακρυγιάννη. Πρόκειται πάντα για έναν αντρειωμένο νέο, που διαθέτει υπερφυσική δύναμη. Συχνά είναι «χήρας γιος»,-το Γιαννάκι της χήρας-, ή μιας μάνας που στερήθηκε τους εννιά της γιους και ttj μια της θυγατέρα. Τέλος, σε δύο μόνον εκδοχές, είναι γιος μιας νεαρής ανύπαντρης κόρης «που κλαίει τη μοναξιά και την ορφάνια της». Ας περιοριστούμε λοιπόν στην αντιπαραβο λ ή , των διαρθρωτικών στοιχείων που θεωρήσαμε καΟοριοτικά για τους σχηματισμό των δύο πα ραμυθιών, του Αρκουδογιάννη και του Δακρυγιάννη: έτσι, θα διερευνηθεί ταυτόχρονα και η Χρονολογική σχέση των εναλλασσόμενων θεμά των τους. Ενώ λοιπόν ο Αρκουδογιάννης, στην Ελλάδα,
είναι συνήθως γιος παπά που ενδίδει στις απαι τήσεις μιας αρκούδας, ο Δάκρυς ή Δακρυλιάς ή Δακρυγιάννης6 γεννιέται από τα δάκρυα μιας μοναχικής γυναίκας: Μια μάνα, που της έφαγε ο δράκος τα παιδιά, θρηνεί τον άδικο χαμό τους- μια μέρα γεμίζει ένα ποτήρι με τα δάκρυά της και τα πίνει για να δροσιστεί ή και για να φαρμακωθεί να τελειώνει: έτσι μένει έγκυος και γεννά, μετά από εννιά μή νες, ένα γιο εκδικητή, που σκοτώνει το δράκο και ζωντανεύει τ’ αδέλφια του. Ο Δάκρυς, αφού ξεπληρώσει το χρέος του, πεθαίνει ή φεύγει μα κριά στο δάσος κι από εκεί στον κάτω κόσμο. Από το σημείο αυτό και πέρα η αφήγηση ακο λουθεί τα χνάρια του παραμυθιού του Αρκουδογιάννη, χωρίς σημαντικές διαφορές. Η «παρθενογένεση» αυτή, από τα δάκρυα της μάνας, είναι σπάνιο μοτίβο στο παραμύθι. Στον κατάλογο των Aarne και Thompson δί νονται δυο παραπομπές, σε ανέκδοτα αρχεία και οι δύο.7 Στο ελληνικό corpus γνωρίζουμε 15 ανέκδοτες καταγραμμένες παραλλαγές και οκτώ δημοσιευμένες. Οι τρεις εναλλακτικές γυναικείες μορφές της μάνας του ήρωα, δηλαδή η χήρα, μορφή πιο πρόσφατη όπως θα δείξουμε, η χαροκαμένη μά να κι η παρθένα, μορφή παλιότερη, σύμφωνα πάντα με την ανάλυση που ακολουθεί, βρίσκον ται, κατά τα φαινόμενα, σε κάποια σχέση αλλη λοδιαδοχής. Ας δούμε λοιπόν, αν το πέρασμα από τη μια μορφή στην άλλη υπακούει σε κάποια μετασχηματιστική νομοτέλεια, που διαμόρφωσαν στην Ελλάδα ιστορικές και πολιτισμικές συνθή κες. Αυτό είναι το κύριο ερώτημα. Για ν’ απαν-
28/αφιερωμα τήσει κανείς πρέπει, πιστεύω, να επιχειρήσει μια του ετοίμασε και πάει να μπαρκάρει στα καρα ανάλυση της υπερφυσικής γέννησης των δύο βιό. Στο δρόμο σκοτώνει ένα δράκο και του ηρώων, Δακρυγιάννη κι Αρκουδογιάννη, συνε παίρνει το μαγικό του μαστίγιο, που είναι θανα πώς να εξετάσει καταρχήν το γενεαλογικό τους τηφόρο. Ύστερα μπαίνει σ’ ένα καράβι, παρόλο που ο καπετάνιος διστάζει να πάρει μαζί του δέντρο. Έτσι λοιπόν: ένα μικρό παιδί. Μόλις βρεθούν στ’ ανοιχτά, α. Ο πατέρας τους Αρκουδογιάννη είναι παπάς. Σαν λειτουργός του Υψιστού, βρίσκεται στη με συγκρούεται με τους πειρατές και τους νικάει. Αργότερα, σταλμένος από το βασιλιά, φτάνει γαλύτερη δυνατή απόσταση από τη μητέρα του . ήρωα, που είναι αρκούδα, ανήκει δηλ. στον κό στο αγύριστο πέλαγος για να σκοτώσει τη Γορ γόνα. Απ’ αυτήν κανείς ποτέ δε γλίτωσε. Ο σμο των θηρίων. Γιαννάκης παλεύει μαζί της και τη νικάει. Την β. Ο πατέρας του Δακρυγιάννη είναι νεκρός. Με την απουσιά του από τον κόσμο των ζώντων τελευταία στιγμή, τη βλέπουμε να μεταμορφώνε βρίσκεται κι αυτός στη μεγαλύτερη δυνατή από ται σε άσπρο περιστέρι και να εξαφανίζεται. σταση από τη μητέρα του ήρωα, που είναι χαρο Από δω και πέρα ο ήρωας μεταβάλλεται σε καμένη μάνα ή χήρα. ερημίτη. Αφήνει τον κόσμο που γνωρίζουμε και Στην περίπτωση μάλιστα που θα μας απασχο τριγυρνάει, χρόνια ολόκληρα, «ανάμεσα ουρα λήσει σε λίγο, του γιου της ορφανής, πατέρας νού και γης» χωρίς να συναντάει «ούτε πουλί πε δεν έχει υπάρξει ποτέ. Η κόρη κλαίει την ορφά- τάμενο» και προχωράει. Κάποτε βλέπει από μα νια και τη μοναξιά της. κριά έναν πανύψηλο πύργο. Μέσα είναι μια Ουσιαστικό λοιπόν διαρθρωτικό γνώρισμα Πεντάμορφη, που του ζητάει να παραβγούν στο παραμένει και στις δύο περιπτώσεις η απουσία ή τόπι, να δουν ποιανού θα πάει ψηλότερα. Τη νι καλύτερα η απομάκρυνση, σ’ έναν άλλο κόσμο, κάει. Η Πεντάμορφη γίνεται περιστέρι και χάνε του πατέρα. Συνεπώς, στους χαρακτηρισμούς ται. Ο Γιαννάκης, απελπισμένος, ξαναβρίσκεται που δώσαμε στην αρχή, σχετικά με τη διπλή μόνος. Και πάει και πάει. Για πόσα χρόνια, κα προέλευση του μυθικού μας ήρωα (θεός με άν νείς δεν ξέρει. Ώσπου βρίσκει έναν άλλον πύρ θρωπο, δύο φυλές, άνθρωπος με θηρίο) πρέπει γο, με μια Πεντάμορφη, καλύτερη απ’ την άλλη, να προσθέσουμε το ζεύγος: άνθρωπος ζωντανός που του ζητάει κι αυτή να παλέψουν: «είναι γραφτό», του λέει, «δεν μπορείς ν’ αρνηθείς»· με πεθαμένο. Ο Hartland, που τον περασμένο αιώνα ασχο Όταν τη νικάει, γίνεται πάλι η κόρη περιστέρι λήθηκε με το μύθο του Περσέα,9 χαρακτηριστι και χάνεται. Τέλος φτάνει κάποτε σ’ έναν τρίτο πύρΥ°> κού ήρωα του είδους που εξετάζουμε, παραθέτει στο βιβλίο του μια ατέλειωτη σειρά θαυματουρ όπου τις ξαναβρίσκει και τις τρεις, να τρώνε, να γών γεννήσεων, παρατηρώντας ότι «οι παντρεμέ πίνουνε και να μιλάνε για κείνον. «Κανένας θνη νες γυναίκες μπορούν ν’ αποκτήσουν παιδιά με τός δεν έφθασε ποτέ ώς εδώ», του λένε και αΛΟ μαγικό τρόπο· οι παρθένες όμως, συνήθως απο τότε ζουν όλοι μαζί άρμονικά, σαν αδέλφια. Μια μέρα, κυνηγώντας, βρίσκεται και ατον κτούν ένα μοναχογιό». Ακόμα προσθέτει ότι η υπερφυσική δύναμη του ήρωα δεν οφείλεται στο κάτω κόσμο, σαν τον Αρκουδόγιαννο. Ωστόσ° θαύμα της σύλληψής του από παρθένα, αλλά γρήγορα γυρνάει πίσω -αφού αδελφωθεί με τουί στην πατρική απουσία: «εξάλλου, η απόκτηση σαράντα δράκους- γιατί, τώρα πια, άρχισε να γιου είναι ήδη αξιοπρόσεκτο επίτευγμα για μια νοσταλγεί τη Σκύρο· θέλει να ξαναδεί τη μ°να μόνη γυναίκα...» και δεν υπάρχει συνεπώς λόγος του. Δεν εννοεί να καταλάβει ότι πέρασαν εκατον να το επαναλάβει. Έτσι, ο Γιαννάκης, ο μόνος γιος της ορφανής, τάδες χρόνια κι ότι η μάνα του δεν υπάρχει πι°· γεννιέται στη Σκύρο μια μέρα, χωρίς η μητέρα Επιμένει να γυρίσει στο χωριό του. Αν όμω5 του να έχει γνωρίσει ποτέ άντρα. Την τρίτη νύ -τον συμβουλεύουν οι αδελφές του- συναντήοε1 χτα έρχονται οι Μοίρες να τον μοιράνουν κι εκειπέρα κάποιον γέρο, μ’ ένα σακούλι αποφασίζουν, επειδή δεν έχει πατέρα και δε θα ώμο, και του πει «παλικάρι, κράτησέ το λίΥ0^ μπορεί να πάρει απ’ αυτόν τίποτε, να του δώ γιατί κουράστηκα», να φύγει αμέσως, γι«τ^ αι1 σουν όλα τους τα χαρίσματα: δύναμη, εξυπνάδα, τός είναι ο Χάρος και θα τον πάρει. Έτσι και γίνεται. Το χωριό του είναι °Υνι^ ι ομορφιά. Μεγαλώνει λοιπόν μέρα με τη μέρα, θεριεύει, είναι σ’ όλα πρώτος κι έτσι παρηγοριέ- στο, το σπίτι τους χαλάσματα, η μάνα του εΧ. πεθάνει, η ιστορία τους έγινε παραμύθι πια· ται η ψυχή της ορφανής μάνας του. Ώσπου, κάποτε, ξεσπάει η διαμάχη: τα παι ο Γιαννάκης φοβάται για πρώτη φορά στη p '1 διά του σχολείου ζηλεύουν τον Γιαννάκη κι εκεί tow. Βλί ποντας to γέρο με το σακούλι, το *’a pv νος τα δέρνει και σκοτώνει -άθελά του- το δά στα πόδια. Αλλά εκείνος είναι γρήγορος. * σκαλο. Τώ$α πια, πρέπει να φύγει μακριά, δεν φτάνει και αρχίζουν την πάλη. Κανείς δε <Ύαΐν'„ > ηοϊ ύ δυνατοί μπορεί να ζήσει άλλο στο χωριό του. Αποχαιρε νικητής, >ίναι τάει τη μάνα του, παίρνει τα μπογαλάκια που πέφτουν κάτω ξέπνοοι κι οι δύο, Σι λίγο θα
αφιερωμα/29
μερώσει. Ο ΧάροΓ θα ξαναβρεί τις δυνάμεις του αμέσως με την καινούρια μέρα και θα πάρει τον
Γιαννάκη. Ωστόσο, εδώ παρεμβαίνουν οι τρεις αθάνατες αδελφές του. Βλέποντάς τον αιμόφυρτο την ώρα π°υ ανατέλλει ο ήλιος, στέλνουν ένα «τζίνι» να τον φέρει πίσω στη στιγμή. Μήνες κάνει για ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις του. Έχει όμως σωθεί. Ο Χάρος, ξυπνώντας, τον ψάχνει και, με το Φύσημά του, παγώνει τα πάντα τριγύρω. Αλλά τον Γιαννάκη δεν τον πετυχαίνει. Γιατί εκείνος ζει με τις αδερφές του στον μακρινό τους πύργο μέχρι σήμερα, όλο γέλια και χαρές. Η παραλλαγή αυτή, διαφορετική απ’ όλες όσες μπόρεσα να δω, καταλήγει σε αποθέωση του ήρωα, φαινόμενο αντίστοιχο με τη μεταφορά θνητών στη γη των μακάρων, ή στα Ηλύσια Πε δία.10 Πώς, όμως, ο γιος των δακρύων έφτασε ώς εκεί; Οι περισσότερες εκδοχές του ΑΤ301Β αφη γούνται πως ό ήρωας, αφού υπήρξε κάποτε θη ρίο, ασκητής ή και τρελός, επιστρέφει πια στο Χωριό του, στο σπίτι του- ουσιαστικά βέβαια πρόκειται και για δικό μας σπίτι, αφού φροντί ζουν οι παραμυθάδες να επαναφέρουν τον ήρωα ο ^ δική μας πραγματικότητα, τελειώνοντας κά θε φορά με το «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» και κοροϊδεύοντάς μας. Π μόνη περίπτωση, όπου ο ήρωας δεν νοικο κυρεύεται, δεν επιστρέφει, δεν παντρεύεται να κ«νει παιδιά και να φθαρεί τελικά κι αυτός μέσα οτον κύκλο του χρόνου, αφού τελειώσει, έστω, το παραμύθι, είναι ο γιος της Ορφανής. .^Α κόμα, μόνο στην περίπτωση αυτή, ο αφηγηΤης τον αποκαλεί Γιαννάκη ή Τρελόγιαννο (Ντελη Γιαννάκη) με το υποκοριστικό. Ο ήρωας αυτος δεν ανδρώνεται ποτέ και -παρά την τεράοτια δύναμή του- παραμένει για πάντα έφηβος, αγουρος και χλωρός σαν το δάκρυ (πρβ. την εκοοχή του «Χλωρογιάννη»11).
Δεν αποκτάει λοιπόν απογόνους, ώστε να εν ταχθεί στον κύκλο της φθοράς· ούτε και μπορεί να πεθάνει. Κοντά στο θαυμασμό για τα κατορθώματά του, ο παραμυθάς εκφράζει κάποια τρυ φερότητα: μιλάει για ένα παιδί. Όσο για τα δάκρυα της κόρης, για να επανέλ θουμε στη γυναικεία μορφή της παρθένας, χρή σιμο θα ήταν ίσως να παραθέσουμε σειρά παρα δειγμάτων από το ελληνικό παραμύθι, όπου φαί νεται ότι τα υγρά του σώματος και κυρίως οι εκκρίσεις (δάκρυα, ιδρώτας, ούρα, γάλα) είναι εναλλάξιμα, κυρίως όταν πρόκειται να παρασκευασθεί κάποιο καταπότι με μαγικές ιδιότη τες. Ωστόσο δεν είναι δυνατό να δοθούν αναλυ τικά όλα αυτά τα στοιχεία στο άρθρο τούτο. Εκείνο που πρέπει οπωσδήποτε να σημειωθεί εί ναι ότι μόνον ο γιος των δακρύων γίνεται άτρω τος: τα μάγια δεν τον πιάνουν,12 είναι γιος του πένθους. Ό ταν μάλιστα είναι ο τρίτος κατά σει ρά απουσίας (απουσία του πατέρα τόυ ήρωα -απουσία του πατέρα της μάνας του), δηλ. δεν έχει ούτε πατέρα ούτε παππού, και δεν αποκτή σει κι ο ίδιος απογόνους, τότε, μας λέει αυτή η ακραία μυθική εκδοχή, μπορεί ακόμα και να μην πεθάνει. Να βρεθεί στον επίγειο παράδεισο, για πάντα, «με γέλια και χαρές»! Η ανύπαντρη μητέρα, η ορφανή που τον γέν νησε, έκλαιγε μέρα-νύχτα πριν πιει τα δάκρυά της και μείνει έγκυος. Έτσι μας λέει ο παραμυ θάς από τη Σκύρο. Όμως η εικόνα της νεαρής παρθένας σε παλιότερες εποχές είναι, απ’ όσο ξέρουμε, τελείως διαφορετική. Συγκρίνοντας τη μορφή της θηλυκής αρκούδας, της άγριας μητέ ρας του Αρκουδογιάννη με τις μυθικές μορφές νεαρών παρθένων, ιερειών της Αρτέμιδος που μεταμορφώθηκαν σε αρκούδες (όπως η Καλλιστώ), φτάνουμε σε μία τελείως διαφορετική ει κόνα της παρθένας, ιέρειας της Μεγάλης Θεάς. Σύμφωνα με τον J.P. Vcrnant, που έγραψε σχετι κά,1 η Άρτεμις ή Εκάτη κινείται «στα όρια του
30/αφιερωμα άγριου με τον πολιτισμένο κόσμο». Ό ταν τα όρια αυτά ξεπεραστούν από κάποιον θνητό, τότε μόνο παρεμβαίνει για να τον κατακεραυνώσει, συχνά για να τον μεταμορφώσει σε άγριο ζώο, αφού δεν ήξερε να τα σεβαστεί. Βλέπουμε λοιπόν ότι η ίδια η θεματική του μύ θου μεταβλήθηκε ουσιαστικά: με το πέρασμα στο χριστιανισμό, η νεαρή αγέρωχη παρθένα σύνθηρος της θεάς, -που άλλοι ονομάζουν Εκάτη ή Σελήνη,- υποχώρησε ασφαλώς μπροστά στη δε σπόζουσα μορφή της Παρθένου Μαρίας, που θρηνεί το νεκρό της γιο. Τέλος, στην αλυσίδα των μετασχηματισμών, πιο πρόσφατη θα πρέπει να είναι η χήρα- όταν το θέμα έχει παρακμάσει πια, στις εκδοχές που συναντάμε, δεν αναφέρεται τίποτα, ούτε για τη γέννηση του ήρωα ούτε για το θάνατο του πατέ ρα του. Μας λένε μόνο: «ήτανε μια χήρα κι είχε ένα γιο πολύ δυνατό...». Ελπίζω κάποτε να δεί ξω αναλυτικότερα πώς γίνεται το πέρασμα αυτό στις παραλλαγές των παραμυθιών μας. Πάντως, μπορούμε ήδη να παρατηρήσουμε την ύπαρξη θεματικής αλλαγής με την εισαγωγή του αφηγηματικού στοιχείου του πένθους στο μυθικό αυτό θέμα. Ήδη, ο Dawkins γράφει στην εισα γωγή του αρ. 46 των Modern Greek Folktales:14 «τα αισθήματα που εκφράζονται στην ΙΘ' Ωδή του Όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου, είναι τα ίδια που μας προκαλεί ,το παραμύθι (ο Δακρυγιάννης)». Η θλίψη nd'rtαισθανόμαστε γίνεται
χαρά: «Ο αναστημένος γιος είναι κατά κάποιον τρόπο γιος των δακρύων». Πιστεύουμε ότι η διαίσθησή του τον είχε κα θοδηγήσει σωστά: Διαβάζοντας πρόσφατα και τις υπόλοιπες ωδές, να που βρισκόμαστε, ανα πάντεχα, σ’ έναν μυθικό «τόπο»: «Δννεις νπό την γην, Σώτερ, ΤΗλιε Δικαιοσύνης' δθεν ή τεκούσα Σελήνη σέ ταϊς λνπαις εκλείπει, τής θέας στερούμενη» Εγκώμια όρθρου Μεγάλου Σαββάτου.15 Έτσι λοιπόν, εφόσον πιστέψουμε, μαζί με τον Hartland, ότι το θέμα της παρθένας που φέρνει μαγικά στον κόσμο ένα γιο θαυματουργό είναι πανανθρώπινο, πρέπει στη συνέχεια να παραδε χτούμε πως, κοντά σ’ όλα τ’ άλλα θαύματα τηζ ορθόδοξης εκκλησίας, είναι κι αυτό: η Σελήνη έτεκε τον ήλιο της Δικαιοσύνης, αυτόν που ο Dawkins ονομάζει «γιο των δακρύων». Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε με κά ποια βεβαιότητα ότι οι εκδοχές των ελληνικών παραμυθιών που συνδέουν τη μορφή της παρθέ νας με το πένθος, τα δάκρυα και την κυοφορία, μπορούν να χρονολογηθούν μετά Χριστόν: ο1 διάφορες παραλλαγές τους μας δείχνουν την προσαρμογή του μυθικού θέματος στις συγκεκρί' μένες θρησκευτικές και πολιτισμικές μορφές που επικράτησαν στην περιοχή που τις δημιούργησε·
Σημειώ σεις 1. Stith Thompson, The Folktale, Berkeley, Un. o f California Press 1977. Delarue Paul, Le Conte populaire franfols, Pa ris, 1957. 2. Γ.Α. Μέγα, Λαογραφιχό Φροντιστήριο, αριθμός ΧΦ428. Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή Μιχάλη Μερακλή για την ευγενική παραχώρηση του ανέκόοτου υλικού από το αρ χείο Μέγα, καθώς και τον καθηγητή Δημ. Σ. Δουκάτο, πρόεόρο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, για την ευγενική άόειά τον να εργαστώ και να δω υλικό στα γρα φεία της Εταιρείας.. 3. Thompson Stith - Anti Aarne: The types o f the folktale, Hel sinki, Academia Scienliarum Fennica, 1973 (FFC n° 184). 4. Ο Ντελή-Γιαννάκης, 6λ. Ερίκου Κάαση, 125 λαϊκά παρα μύθια από τη Μάνη, Αθήνα, 1983, ο, 47 και 50 και Ο Fiuvνάκης, ο γιος της ορφανής, βλ. Νίκης Πέρύικα, Σκόρος, τόμος II, σ. 233-240. 5. Μηνά Αλιξιάδη, Οι ελληνικές παραλλαγές του Αρακιιντοκτόνον ήρωα, Γιάννινα, 1982, σ. 108-120. 6. Τον αποκαλοέιν επίσης: ΔακρυανΙτη, Φουστανελά, Δακρύτ, Δακρανελιά, της Ελιάς το Δάκρυ. 7. Thompson Stillt, Motif index of Folk Literature. Copenha gen, 1955-1958, τόμ. 5, T541.3. Γέννηση από Αάκρυα: Ινιβία, Thompson Hulys και Hindu: Keilli 141. Επίσης: Ν.Α. Indian Thompson Idles 323 n. 100a 8. Οι Λημοσιευμένες παραλλαγές του Δαχρνγιάννη: a Το παραμύθι του Δακρυλιά, βλ. Μουσαίου· Μπουγιούκου Κ Παραμύθια του Λιβιοιού και ϊης Μά κρη;. Αθήνα, 1976. ο 22-39. Επίσης: το αντρειυιμένο Ηαοιλόπουλο, ο. 14-21. ft. Ο Αράκοζ Ελιάς, βλ. Aryenti-Uose. "Hie Foklorc of
!0. 11. 12.
13.
14 15.
Chios, Cambridge, 1949, a. 546-47. γ. Ο Γιαννάκης, ο γιος της ορφανής, 6λ. Πέρύικα ό.π. δ. και ε. Ο Δακρυγιάννης και ο Δαχρνλιάς βλ. Μινώτ°υ Μαριέττας, Παραμύθια από τη Ζάκυνθο, Λαογραφί°· χ· 10, ο. 394 και 398. στ. Le fils ηέ des larmes, Hoyen Garslen, Les Saracatsd"5678’ t.2, Paris- Copenhagen. 1926, >.15-22. ζ. Ο Ντελή Γιαννάκης και ο Δακρυγιάννης, βλ. ό.π. η χαι θ, ο Δάχρυς- και * Άτιτλο», βλ. Αλεξιάόη, °· ■ σ. 166, 171. Για τις αόημοσίευτες παραλλαγές γράψε' Αλεξιάόης στη όιατριβή του, όπως αναφέραμε· στιγμής εξετάσαμε τα χειρόγραφα του Δαογραφ'* ^ Φροντιστηρίου του Γ. Μέγα, χωρίς να σταθεί άυνατο μπορέσουμε να βούμε τα χφφ. του Κέντρου Ερεύνηζ Ελ*Ι νιχής Λαογραφίας. Ωστόσο είχε προηγηθεί η ανα°'Τ,„0. αυτού τον Κέντρου, και άλλων, προ του Αλεξιάόη oV ρούμε λοιπόν να πούμε, ότι οι σχετικές παραλλαγές, αυτός δημοσιεύει, είναι και οι υπάρχουσες. „ Edwin Sidney Hartland, The legend of Perseus, 3 τόμ■A dlvo 1894-1896, r. /, a. 72 κ.εξ. Grimal Pierre, Dicliomuiire dc hi mvthologic grecque■'el f°* muinc, Paris, 1951. p. ΙΙαπαχριατοβούλου. Αιιογραι/’ΐκά Σύμμεικτα Ρόδον, γραφία, r. 21, σ. 137. Μουσαίου Μπουγιούκου, ό.π. ,.,ιυ Vernant, Jean-I'irrre Elude Comparer des rfligio"' *1234^ f, ques, Annunirc dti College dc I ranec. Rtsumf des f 1/" Travau >. 80e el 8le annfe. 1979-80, o. 391k.t. j Dawkins Modern Greek Folktale Oxford 1
,Vr" /v/n
I Αώος
και Ιιρός ΣννίκΛημος Ορθοδόξου XpiOTUJVOUS^Kv_ Αοτήυ Ι96(ι. σ. 1178. \£ ?/·
! ο αποκεφαλισμός τής Σταχτοπούτας Οπως σίγουρα ξέρετε, οι σφαγές των βασιλιάδων είναι μια πολύ συχνή και αρκεΤ(ι ενύιαφέρουσα φάση της ανθρώπινης ιστορίας. Εξίσου συχνές είναι και οι θαναΤίχί'ζ καταδίκες βιβλίων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, κυριολεκτώντας, ότι Τα βιβλία (και οι μάγισσες) άναψαν τις πιο πολλές φωτιές του κόσμου! Οι προγρα. ΓΡες των βιβλίων -και των συγγραφέων τους καμιά φορά- συνεχίζονται πάντα, ενώ ^ σφαγές βασιλιάδων έχουν αραιώσει: εξάλλου, το είδος έχει αρχίσει να σπανίζει! Ιί-νας συνδυασμός όμως -βιβλία με βασιλιάδες- έχει δώσει νέα πνοή στις καταδιώώ'ίς,. Το ανάθεμα στράφηκε στους χάρτινους ρηγάδες των παραμυθιών, συμπαρά'‘'ά1 τους δράκους και τους δρακοκτόνους και δεν άφησε ατιμώρητες ούτε και τις " ,0θψες, ακριβώς για το λόγο ότι είναι πεντάμορφες!
αφιερωμα/33
32/αψιερωμα Το παραμύθι λοιπόν, βρέθηκε ξαφνικά στο εδώ ροφόρησης. Ό πως οι παλιοί πίστευαν πως το λιο του κατηγορουμένου σε μια παράτυπη διαδι πλύσιμο κάνει κακό στην υγεία, έτσι και πολλοί κασία όπου δικαστής είναι ο εισαγγελέας και οι σημερινοί νομίζουν πως το παραμύθι βλάφτει. μάρτυρες υπεράσπισης, αφού χαρακτηρίστηκαν Καλύτερα λοιπόν να μιλήσουμε λίγο για την κα ρομαντικοί και αντιδραστικοί, θεωρήθηκαν ανα ταγωγή, τη φύση, τον προορισμό, και προπάν των την κοινωνική σημασία των παραμυθιών τα ξιόπιστοι. οποία είναι φορείς ιδεολογίας και τέχνης. Το κατηγορητήριο είναι συντριπτικό. Σύμφωνα μ’ αυτό, το παραμύθι έχει διαπράξει -κατ’ εξακολούθησιν και κατά συρροήν- πλήθος Για το λαϊκό παραμύθι εγκλημάτων: Π α ρ α μ ύ θ ι είναι ένας όρος τόσο πολύπλοκος - Τρομοκρατεί τα παιδιά με δράκους, τέρατα όσο περίπλοκη είναι κι η γέννησή του και τόσο και λάμιες. πλούσιος όσο και το περιεχόμενό του. Αδίκημα της τρομοκράτησης του κοινού. Το λαϊκό παραμύθι ως δημιούργημα του λαού, - Ξεστρατίζει το νου των παιδιών από τα σύγ περιέχει και απηχεί τις αγωνίες και τις δοξασίες χρονα προβλήματα και προβάλλει ανεδαφικά του, τα όνειρα και την ποιητική του διάθεση και πρότυπα για μίμηση. στηρίζεται σε αξίες και σε ανάγκες που δε συν Αδίκημα της απάτης. δέονται με μια συγκεκριμένη χρονική πραγματι - Αποτελεί μέσο φυγής προς κόσμους ανύ κότητα ή κοινωνική κατάσταση αλλά, που απο παρκτους και ιδεαλιστικούς. τελούν θεμελιακά γνωρίσματα -και γι’ αυτό κοι Αδίκημα της απαγωγής ανηλίκου. νά σε όλους- της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. - Τολμά να μιλά για σχέσεις παράνομες, ανή Το παραμύθι είναι, καθώς λέει και ο ορισμόςθικες και κοινωνικά καταδικαστέες. μια διήγηση με στοιχεία φανταστικά και υπερ Αδίκημα της προσβολής της δημοσίας αιδούς. φυσικά, μια διήγηση που κανείς δεν πιστεύει Υι - Τολμά να ισχυρίζεται ότι υπάρχουν αντρό αληθινή. Κι όχι μόνο δεν παριστάνει την αληθ1' γυνα που μισούνται ανάμεσά τους, γονείς που νή αλλά κι η ίδια, με κάθε τρόπο, και σε κάθε εγκαταλείπουν τα παιδιά τους, αδέρφια που ευκαιρία, το δηλώνει. Θυμηθείτε τους στερεότυ- ± εχτρεύονται ο ένας τον άλλον. πους τρόπους αρχής: «Μια φορά κι έναν χαιΑδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων. ρό...», «Ήταν κάποτε...». Κι άλλους τρόπους Φορτωμένο μ’ όλες αυτές τις κατηγορίες και μ’ αρχής λιγότερο στερεότυπους και απόλυτα εξ^' άλλες ακόμα, το παραμύθι αντιμετωπίζει τα τε πραγματικούς: λευταία χρόνια συστηματικούς και φανατικούς διωγμούς, ακριβώς από κείνους που ούτε συστη «Μια φορά ήταν ένας ματικά το γνωρίζουν ούτε φανατικά το αγαπούν. τρεις μηδέ κανένας. Οι πιο πολλοί γονιοί δε θέλουν να ιστορούν Δεν επήγαν πουθενά στα παιδιά παραμύθια για να μην τα κάνουν δεν εκάναν τίποτα ονειροπαρμένα, για να μην τα ξεστρατίζουν από και καλοπερνούσαν» την αλήθεια της ζωής που, μόνη αυτή, σε φωτογραφική-ρεαλιστική απόδοση, εγγυάται έναν Ή ακόμα το γνωστό επιτυχημένο μελλοντικό πολίτη, κερδοσυλλέκτη, φιλήσυχο και καταναλωτή. «Κόκκινη κλώστε δεμένη Οι πιο πολλοί δάσκαλοι, εμπνεόμενοι από στην ανέμη τυλιγμένη ωφελιμιστικά ιδεώδη, απορρίπτουν το παραμύ δώστης κλώτσο να γυρίσει θι: Δεν προσφέρει γνώσεις, άρα δε χρειάζεται σ’ παραμύθι ν' αρχινήσει» ένα πρόγραμμα που δεν έχει παρά μόνον αυτό το σκοπό. Διαθέτει γοητεία, άρα εξουδετερώνει τα Το παραμύθι δεν κάνει ζαβολιές. Ξεκαθαρ·^ σχολικά μαθήματα. Περιέχει «στραβές» ιδέες. τη θέση του απ’ την αρχή. Με τους βασιλιάδες και τις βασιλοπούλες του Την ίδια τακτική ακολουθεί και η cxquiyn^1' μπορεί να κάνει τα παιδιά φιλοβασιλικά! Με «Ένας γέρος και μια γριά», «Ένα αντρόγυν0 ’ τους δράκους και τις μάγισσες μπορεί να τα τρο «Η βασιλοπούλα», «Το βασιλόπουλο», «Ο (ί’Τ μάξει!... Με την ουτοπία του να τα αποπροσα χός ψαράς», «Η μάγισσα». Ήρωες χωρίς ι, νατολίσει!... Με την αστραφτερή, τη συναρπα τα, νεφέλες που παίρνουν μορφή από τα όνιΚ^ στική, ευχάριστη, δυναμική του φαντασία να κα- του καθένας, άσαρκοι κάτοικοι ενός κόσμ»1’ ταδείξει πόσο άχρωμη, πόσο στείρα, πόσο με ρίς διαστάσεις, γεννήματα της ανάγκης Ηίά λαγχολική μπορούν καμιά φορά να κάνουν τη I / π ί δ α .. yvi μ α ί α tOV <| ι Ρ |Ό ρ ΐθ ύ XCM " " ν " ,X ] \ ζωή και τη μάθηση αυτοί που έχουν καθήκον να Σύμβολα. την κάνουν ελκυεπική και πλούσια. Όμοια και το τέλος. Προσγειώνει αμέσυ Η αντίκρουση όλων αυτών είναι υπόθεση πλη ακροατή. Τον ξαναφέρνει στην εποχή κ<11 ,σ 'Ι
θέση του. Πότε με μια δειλή ελπίδα, με μια φρά°ή που ξορκίζει το κακό και έλκει την ευτυχία, πότε με κάποια πίκρα, μια ειρωνεία, ανάλογα με τ° παραμύθι, τον παραμυθά και το κοινό. «Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» «Ούτε ’γω ήμουν εκεί ούτε σεις να το πιστέψε τε» «Απ’ όσα είπα τίποτα δεν είδα και δεν άκουσα» Η εντύπωση του παραμυθιού είναι ολότελα Φανταστική. Κανέναν δεν ξεγελάει. Κανένας δεν Καταφεύγει στο παραμύθι για ν’ αντικαταστήσει Μ · αυτό τη ζωή του και να οδηγήσει στ’ αχνάρια την άχαρη δραστηρ- τητα της κάθε μέρας. Κι όσο για τα βασιλόπου? x και τις πεντάμορφες, πώς να γίνουν πρότυπα για μίμηση - όπως ας π°ύμε οι πρωταγωνιστές της αιάθηματικης πα ραφιλολογίας - έτσι στερημένοι από κάθε υλική επένδυση και καταναλωτικό λούστρο!... Πώς όμως, πότε και γιατί φτιάχτηκε το παρα μύθι; Οι ειδικοί λένε πως το παραμύθι είναι παλαιό °°ο και η ανθρωπότητα αλλά καθρεφτίζει και τγΐν παντοτινή της νεότητα. Ποια είναι στ’ αλήθεια αυτή η νεότητα που το είδωλό της λέγεται παραμύθι; Δεν είναι άλλη από την αιώνια και κοινή σε όλους τους ανθρώπους ανάγκη για ευτυχία μες ν'χπό την ικανοποίηση πολλών ιδιαίτερων ανα γκών, εξίσου αναλλοίωτων και διαχρονικών ‘’πως ή κοινωνική επιτυχία, ο πλούτος και η δόζ“ ·.ή προσωπική ευτυχία, η αυτοεκτίμηση και η ,ΓΥάπη. .j. Τ° παραμύθι φτάνουν έως εμάς οι πόθοι
και οι φόβοι του πρωτόγονου προγόνου μας, οι πανάρχαιες τελετές μύησης, οι σχέσεις του με τψ Φύση και οι εξηγήσεις του γι’ αυτήν, τα ιδανικά και οι εξάρσεις των πρώτων πολιτισμών. Το λαϊκό παραμύθι, σαν κάποιο φανταστικό εξαίσιο όχημα, μεταφέρει έως εμάς την αγωνία, τα οράματα ή την απελπισία των απλών ανθρώ πων που έζησαν στη σκιά των λαμπρών ονομά των, στον απόηχο των φωτεινών κατορθωμάτων. Κοντολογίς, το παραμύθι είναι η φωνή του αν θρώπου, από την εποχή των σπηλαίων, η φωνή του λαού, στην τελειότερη ίσως καλλιτεχνική της έκφραση. Αν το παραμύθι κατάφερε να επιβιώσει από τόσο παλιά και να πλουτιστεί ώς τον θαυμαστό βαθμό της σημερινής του μορφής, είναι γιατί έκανε την καθημερινότητα τέχνη, και τα γεγονό τα σύμβολα. Τό ’πάμε και παραπάνω: το παραμύθι είναι μια υπόθεση συμβόλων. Και τα σύμβολα έχουν τη δύναμη να εκφράζουν κάθε φορά την εποχή, τον τόπο, τον άνθρωπο μέσα στην υπαρκτή κοι νωνία, να προσαρμόζονται δηλαδή κάθε φορά στις απαιτήσεις και στις ανάγκες του λαού. Ο φτωχός γεωργός που σκοτώνει το θηρίο και παντρεύεται τη βασιλοπούλα δε μας συγκινεί ως μορφή ενός πίνακα φεουδαρχικής τεχνοτροπίας αλλά ως σύμβολο του καταφρονεμένου κι όμως ικανού ανθρώπου. Ο Παπουτσωμένος Γάτος μάς είναι συμπαθη τικός, παρά τις πανουργίες και τα ψέματά του, γιατί, εξαπατώντας τους ισχυρούς, βοηθάει έναν απόκληρο, έναν φτωχό κι αδύνατο, να ξεπεράσει τα μειονεκτήματα της θέσης του και να θριαμ βεύσει. Τα ζοια ειδικά, που συντρέχουν τους πρωταγωνιστές, που τους παραστέκονται και
34/αφιερωμα τους ανταμείβουν είναι η πιο συγκινητική ανά πλαση της αρχέγονης σχέσης του ανθρώπου με τα ζώα-προστάτες του. Στο λαϊκό παραμύθι ο λαός υπάρχει, ζει, σκέ φτεται, ολοζώντανος, πληθωρικός, ίσιος, αφτιασίδωτος, αληθινός. Στις ευτράπελες διηγήσεις μάλιστα, οι λαϊκοί χαρακτήρες, η λαϊκή σοφία, τυπικά γνωρίσματα και χαρακτηριστικά φερσί ματα του λαού, αποτελούν σχεδόν αποκλειστικά το στημόνι και το υφάδι, σ’ αντιδιαστολή με τα μαγικά παραμύθια όπου η φανταστική πλοκή κρατάει τον σπουδαιότερο ρόλο. Καμιά φορά βέβαια, αυτή η πλοκή περιπλέκει τα πράγματα. Στρίγγλες τρώνε τα παλικάρια, διαβόλοι τις κοπελιές, δράκοι κολατσίζουν παι δάκια και πανώριες βασιλοπούλες στήνουν πύρ γους με κεφάλια! Σκηνές τρόμου απειλούν με μύ ρια κακά τα τρυφερά παιδιά (που παρακολου θούν ωστόσο χωρίς πρόβλημα δικό τους ή των γονιών τους - τα μοντέρνα εξωγήινα τέρατα με τις εκπληκτικές επιδόσεις στην ανθρωποκατα στροφή!..). Σχετικά μ’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε δυο στοιχεία. Πρώτα πρώτα ότι τα παραμύθια -τα περισσό τερα- δε φτιάχτηκαν για τα παιδιά. Ήταν δια σκέδαση, ανάγκη και παρηγοριά των μεγάλων στα μεγάλα χειμωνιάτικα νυχτέρια, στις μακρι νές και γεμάτες κινδύνους πορείες, πλάι στο αναμμένο τζάκι ή κάτω από τα καλοκαιριάτικα αστέρια. Το παραμύθι ήταν το μαγικό παιχνίδι των μεγάλων. Το μυστικό τους όπλο. Το αθάνα το νερό της υπομονής. Τριγύρω τους οι φυσικές δυνάμεις, συχνά εχθρικές και καταστροφικές,
αφιερωμα/35 πάντα μυστηριακές κι ανεξήγητες. Πάνω τους οι αφεντάδες. Μέσα τους ο φόβος. Αλλά, ανάμεσ’ από όλ’ αυτά ανθίζει το παραμύθι. Γι’ αυτό κι είναι ιεροσυλία να ξεγυμνώνουμε τα παραμύθια. Όταν εξαφανίζουμε τους δρά κους, καθαιρούμε τους βασιλιάδες, ρίχνουμε στην πυρά τις μάγισσες κι ευπρεπίζουμε τις φεγγαροντυμένες λάμιες με συνετά φακιόλια και σι δερωμένες ποδιές, αρνιόμαστε τις περασμένες γενιές και τους αιώνες. Πετάμε τις σκαλιστές κα σέλες για ν’ αγοράσουμε σκρίνια σε στυλ ρου στίκ. Αν θέλουμε να δώσουμε στα παιδιά λαϊκό πα ραμύθι χωρίς φόβο, δεν έχουμε παρά να διαλέ ξουμε. Υπάρχουν τόσα πολλά, τόσα όμορφα που δε χρειάζεται να καταφύγουμε σε σφαγές δρά κων στ’ όνομα της μη βίας... Ο πλούτος, η ποικι λία των παραμυθιών είναι το δεύτερο σημαντικό στοιχείο που δεν πρέπει να λησμονάμε. •Από την αρχαιότητα οι αριστοκράτες χτύπη σαν και περιφρόνησαν το λαϊκό παραμύθι. Δε θεωρούσε κατάλληλα για τη σωστή αγωγή των παιδιών τα παραμύθια των γιαγιάδων ο σοφός Πλάτων. Δεν επιτρεπόταν να χάνει κανείς τον καιρό του ακούγοντας τα κουτά παραμύθια του λαού, κατά τους βυζαντινούς θρησκόληπτους πατέρες... Αναρωτιέμαι όμως, μήπως οι αντι δράσεις δεν προέρχονται μόνο από περιφρόνηση στο λαό αλλά κι από κάποιο φόβο μπροστά στη μαζικότητα αυτής της μορφής λαϊκής ψυχαγω γίας. Θυμάμαι τους θεσσαλούς αφεντάδες που δεν επιτρέπανε τους κολίγους να φυτεύουν δέν τρα στην αυλή τους· γιατί ένα δέντρο μπορεί να μαζεύει στη σκιά του τους ανθρώπους που κου βεντιάζουν, σκέφτονται, διασκεδάζουν, διη γούνται, ζουν αληθινά. (Μαρονλας Κλιάφα «Ένα δέντρο οτην ο · ' ιιας», Μυθιστόρημά)· Ίσως ο δυναμισμός - , ,.ραμυθιακής ψυχαγωγίας να πηγάζει από ι ίδια την άσκησή της· Βλέπετε, αυτή η ακρόαση ήταν ομαδική και η ομαδική διασκέδαση πολλαπλασιάζει την ένταση των συγκινήσεων, κρατά ξυπνή τη συνείδηση της ενότητας του συνόλου και δυναμώνει τα δεσμά των ανθρώπινων σχέσεων. Εξάλλου, και τα στοιχεία του παραμυθιού συντελούν στην κοινωνικοποίηση του ατόμου. Οι δυσκολίες της περιπέτειας, οι πρόσκαιρες αποτυχίες των ηρώων και τα λογής λογής προ βλήματα, ικανοποιούσαν στο κοινό τη λαχτάρα της παρηγοριάς για τα υπαρκτά δεινά ενώ το ευ τυχισμένο τέλος όχι μόνο δεν ωθούσε στη φυγή αλλά δυνάμωνε την ελπίδα της τελικής νίκης πάνω στα δικά τους -των ακροατών- βάσανα. Για το έντεχνο παραμύθι
αρετές των παλιών παραδοσιακών λαϊκών ιο α ι ι υ θ ι ω ν Αι ν ιιποαιιύιιι να noim i o n vie. όι<<
θέτουν πάντα τα έντεχνα. Το έντεχνο παραμύθι είναι προσωπική δη μιουργία κάποιου συγγραφέα με ορισμένες ικα νότητες και αντιλήψεις. Το «ατομικό» παραμύθι ούτε βελτιώνεται ούτε προσαρμόζεται στο κοινό του και δεν αποτελεί ερέθισμα ομαδικής ψυχαγωγίας αλλά ικανοποιεί ατομικές ανάγκες. Η διάδοση του εντύπου, μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, είχε γι’ αποτέλεσμα τη διάδο ση του γραπτού λόγου, όμως, παράλληλα, εξατομίκευσε την ψυχαγωγία μεσ’ από το λόγο και η αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών κατάργησε τη μορφή των ομαδικών διασκεδάσεων που έθρε ψαν το παραμύθι. Εκείνο που το έντεχνο παραμύθι έχει κοινό με το λαϊκό είναι ο σκοπός του: Να ψυχαγωγήσει δημιουργώντας μια αίσθηση απελευθέρωσης, να αυγκινήσει υποβάλλοντας μια εντύπωση παντο δυναμίας, να παρηγορήσει ντύνοντας με χρώμα τα και λάμψεις την καθημερινή συμβατικότητα. Κι ακόμα, σήμερα προπάντων, να θυμίσει στον άνθρωπο της τεχνολογικής εποχής και των κερδοσκοπικών ανταγωνισμών ότι η ζωή μπορεί να έχει κι άλλες διαστάσεις, πως υπάρχουν κι άλλοι ορίζοντες που για να τους κατακτήσει, δεν Χρειάζεται ούτε χρήματα ούτε ρουσφέτια. Αίγη φαντασία μόνο, ίσα για να υψωθεί κανείς πάνω από το γραφείο, πάνω από το τρόλεϊ, πάνω από το γήπεδο και την τηλεόραση. Φυσικά μιλάμε για τα καλά σύγχρονα παραμύ θια. Γιατί ο όρος έχει χάσει σήμερα πολύ από τον πλούτο του. Επίπεδες, κοινές, άχρωμες, κοι νότυπες ιστοριούλες τολμούν να τιτλοφορούνται παραμύθια σε μια έξαρση ανόσιας αυθαιρεσίας. Απλοϊκές αφηγήσεις με ηθικό δίδαγμα και διδαχτικό συμπέρασμα ειοποιούνται έναν τίτλο τον οποίο έχουν τιμί, . και δημιουργήσει καλλι τεχνήματα γεμάτα σοφία, λειτουργικότητα και λυτρωτική κάθαρση. Και βέβαια κάνουν λάθος όσοι ισχυρίζονται
πως τα παραμύθια είναι το αντίθετο της αλή θειας. Πως δίνουν ψεύτικες εικόνες του κόσμου και της ζωής. Από τη στιγμή που τα παραμύθια καλλιεργούν ικανότητες, όπως η φαντασία και η ευαισθησία, η σύγκριση, η ερευνητική διάθεση και η ταξινόμηση, τα παραμύθια είναι το κέλυφος της σοφίας και τα φτερά της προόδου. Φτε ρωτοί άνθρωποι υπήρχαν πολύ προτού φτια χτούν ιπτάμενες μηχανές και άνθρωποι κολυμ πούσαν στην αστρική απλωσιά πολύ προτού ο Λεόνοφ αιωρηθεί στο χάος... * «Καίπερ άνευ αποδείξεων την των όντων αλή θειαν διδάσκουσιν οι μύθοι» έλεγαν οι αρχαίοι. Κι είχαν ονομάσει Αερναία Ύδρα την ελονο σία των βάλτων και Γίγαντες που ξερνάνε φω τιές τις γεωλογικές αναστατώσεις και μας πλη ροφόρησαν για τη δεινότητα των Θεσσαλών κα βαλάρηδων ιστορώντας μας παραμύθια για Κεν ταύρους... Γι’ αυτό και στο πέρασμα των αιώ νων, ο ανώνυμος λαός σεβόταν το παραμύθι, αυ τό το φυλαχτό της συλλογικής μνήμης. Με το πα ραμύθι πάλι, ο επώνυμος παραμυθάς, ο συγγρα φέας, σε χρόνια δίσεκτα, σε χρόνια τυραννίας, λογοκρισίας κι απαγορεύσεων, με το παραμύθι εκφραζόταν. Και το κρυμμένο μήνυμα διαδιδό ταν εύκολα και γρήγορα, σίγουρα με τα φτερά του μύθου που δεν είναι από κερί για να φο βούνται τον ήλιο, δεν είναι από χνούδι για να φοβούνται τον άνεμο, μα από χρώμα και όνειρο, από φαντασία και θάμπος, από την αλαφράδα της ομορφιάς και την αντοχή της αλήθειαι.
αφιερωμα/37
36/αφιερωμα
Δέσποινα Δαμιανού
Δύο περιπτώσεις αναζήτησης της Πεντάμορφης στα ελληνικά παραμύθια Με τα στοιχεία Λ. Τ. 5311 τον γνωστού διεθνούς καταλόγου παραμυθιών, συναντιέ ται στον ελληνικό χώρο ένας αρκετά διαδομένος τύπος παραμνθιακών διηγήσεων. Σε σύντομη περίληψη η υπόθεσή του είναι η εξής: με τη σνμδόνλή ενός ζηλόφθο νου αυλοκόλακα ο βασιλιάς αναθέτει στον ήρωα δύσκολα ζητήματα, τα οποία αυ τός εκτελεί με τη βοήθεια ευγνώμονων ζώων (να φέρει μια ωραία νύφη για το βασιλιά, ένα θαυμάσιο πουλί κ.ά.). Μέσα από την ανάλυση που ακολουθεί θα διαγραφ εί ο τύπος της μαγικής γυναίκας-ηρωίδας
του παραμυθιού αυτού.
α) Λυτός που πάει να πάρει την Πεντάμορφη Ένας πονηρός σπανός, ένας υπηρέτης του βα σιλιά1κ.ά., που ζηλεύουν ένα νεαρό, προτείνουν στο βασιλιά να τον στείλουν για να τους φέρει συγκεκριμένα πολύτιμα και σπάνια πράγματα: «τη φιλντισένια κάμαρα»,4 «το μήλο απ’ τη χρυ σή μηλιά»,5 το «χρυσό πάπλωμα που κοιμάται επάνω ο δράκος»'' κ.ά. Οι αποστολές αυτές είναι εξαιρετικά επικίνδυνες,7 όμως ο νέος πετυχαίνει σε όλες -που είναι, προοδευτικά, η μία δυσκολό τερη από την άλλη- και τότε του αναθέτουν το ακατόρθωτο: να φέρει την Πεντάμορφη του κό σμου.
Σχεδόν πάντα ο νέος έχι βοηθό στην αποστο λή του, που τον συμβουλεύει, μια γριά,9 τη μοί ρα του,10 το δάσκαλό του11 κ.ά. Συχνά έχει και κάποια μαγικά μέσα, αντικείμενα που τον βοη θούν: το άλογο που μιλά και τον συμβουλεύει, το μαγικό σκούφο που τον κάνει αόρατο,11 τις αρματωσιές του πατέρα του14 κλπ. Εκτός από τον νεαρό φαίνεται ότι την Πεντά μορφη προηγούμενα αναζήτησαν και άλλοι, που όμως δεν μπόρεσαν να την εξουσιάσουν.15.
6) Οι δυσκολίες για την απόκτηση της Πεντάμορφες I. Ο δρόμος για την ΙΙεντάμορηη Ο ήρωας ξεκινά να βρει την Π., χωρίς να πάντα πού μένει: «Να κοιτάξουμε τιάρα πού
βρούμε αυτή την κυρά... Ψάχνανε αποδώ, ψά χνανε αποκεί, να βρούνε κανένα σημάδι, τίποτις!».16 Βρίσκει το παλάτι της τυχαία: «Εκειδά που κοιτούσανε, βλέπουν ένα ωραίο παλάτι».17 Άλλοτε το μαγικό του άλογο18 ή ένα χρυσό βαποράκι,19 που του έφτιαξε ο βασιλιάς, πάει μόνο του στον τόπο της Π. Πιο συχνά ο νέος, ψάχνοντας για την Π., συ ναντά μια γριά που τον συμβουλεύει τι πρέπει να κάνει για να φτάσει εκεί που θέλει: να ζητή σει απ’ το βασιλιά 40 τουλούμια μέλι, 40 τουλού μια κεχρί κι ένα δισάκι λίρες, κι απ’ όπου περνά να κάνει το καλό.20 Κάποιες φορές του δείχνει και την αρχή του δρόμου.21 Γενικά πάντως ο νέος ξέρει, από φήμες, ότι η Π. μένει πολύ μα κριά.22 Στο δρόμο του για την Π. αντιμετωπίζει διά φορες περιπέτειες. Συχνότατα συναντά κάποια ζώα που κινδυνεύουν και τα γλιτώνει,23 άλλα που τα βοηθά να χωρίσουν την τροφή τους·24 γε νικά αντιμετωπίζει καταστάσεις που χρειάζεται η επέμβασή του για να διευθετηθούν σωστά. Τα ευεργετημένα από το νέο ζώα -ή σπανιότερα άν θρωποι25- του χρωστούν ευγνωμοσύνη και του υπόσχονται μελλοντική βοήθεια.'6 Οταν τελειώνουν οι περιπέτειές του, ο νέος βρί σκεται ήδη στον τόπο της Π. II. Ο τόπος και η κατοικία της Πεντάμορφης Εκτός από το δρόμο, και ο ίδιος ο τόπος της Π. είναι άγνωστος και μακρινός.27 Προσδιορίζεται πάντα έμμεσα: «Να σου κάνει ο βασιλιάς ένα Χρυσό βαποράκι. Να μπεις μέσα κι όταν προχωθεί το βαποράκι να μη γυρίσεις πίσω σου, θα σταματήσει σ’ ένα ωραίο μέρος και θα βρεις την Πεντάμορφη του κόσμου».28 Οταν η Π. μένει μαζί με τον πατέρα της, ζει συχνά σε μια μακρινή πολιτεία29 -που δίνει την εντύπωση του πιο συγκεκριμένου, χωρίς να είναι~ ή και σ’ ένα νησί.10 Όταν όμως ζει μόνη τγ1ζ. ο τόπος της παρουσιάζεται περισσότερο σσαφής απροσδιόριστος. Κάποτε περιγράφεται σαν ένα κατάφυτο και ωραιότατο μέρος.11 λυχνά όμως δεν υπάρχουν σαφέστερες πληροφο ρίες γΓ αυτόν. Ενώ για τον τόπο της Π. οι διηγήσεις δεν είναι σαφείς, αντίθετα για την κατοικία της υπάρχουν °υχνά λεπτομερείς πληροφορίες. Η Π. μένει συνήθως σ’ ένα παλάτι1' ή σ’ έναν πύργο,11 που πολλές φορές14 έχει έναν ωραίο κήπο. 1 Μάλιστα πάποιες φορές αναφέρεται πως η Π. ζει σ’ έναν ,κήπ°, χωρίς καν να γίνεται λόγος για συγκεκρι μένη κατοικία.16 MS'I Τυ είδος επίσης της κατοικίας της Π. (πύργος, παλάτι κλπ.) αναφέρεται και περιγράφεται ιδιαίτερα, όταν, πάλι, η Π. ζει μόνη της: «Το
παλάτι της Πεντάμορφης είναι τοιχογυρισμένο με ψηλό μαντρότοιχο. Μέσα απ’ αυτόν φυλάνε ημέρα και νύχτα δέκα μεγάλοι σκύλοι σα βόδια. Η αυλή γύρω γύρω είναι γεμάτη ωραία καρπο φόρα δέντρα με πολύ όμορφους και ζηλευτούς καρπούς. Μη γελαστείς και κόψεις γιατί κι εσύ θα γίνεις δέντρο... Όταν φθάσεις στην πόρτα του παλατιού, θα ιδείς ένα γίγαντα κι άγριο Αράπη, αμέσως να του ρίξεις με το όπλο σου. Παρά μέσα κρέμεται ένα σπαθί πάνω από την πόρτα που είναι η Πεντάμορφη, αυτό πηγαι νοέρχεται γρήγορα...».17 Πρόκειται για μια μα γική κατοικία με αλλεπάλληλες παγίδες, που ο νέος πρέπει να ξεπεράσει. Αντίθετα, όταν αναφέρεται ότι η μαγική γυ ναίκα ζει μαζί με τον πατέρα της, στην πολιτεία ή σε νησί, δε γίνεται, όπως είπα, ιδιαίτερος λό γος για την κατοικία της.18 Ό που κι αν κατοικεί πάντως η Π., είναι «αυ στηρά περιορισμένη».19 Ό ταν ζει μόνη της φρουρείται από λιοντάρια,40 δράκους,41 έναν αράπη γίγαντα42 ή, σπανιότερα, από ανθρώπους φρουρούς,43 που τους έχει στην πόρτα του κά στρου της. Όταν κατοικεί στην πολιτεία, συνή θως μαζί με τον πατέρα της, δεν έχει μαγικούς φρουρούς και δεν αναφέρεται συγκεκριμένη φύ λαξή της. Ωστόσο ζει και τότε μακριά απ’ τα μά τια του κόσμου.44 Σε κάποιες παραλλαγές δεν αναφέρεται’ φρού ρηση της Π. κι όταν ζει μόνη της. Όμως η δια μονή της, και τότε, σ’ έναν κήπο ή σ’ ένα άγνω στο νησί, υπαινίσσεται την αυστηρή απομόνωσή της. III. Οικογενειακός κύκλος της Πεντάμορφης
Στην Π., εκτός από την απουσία κοινωνικού πε ρίγυρου, που είναι σαφής, παρατηρείται σ’ έναν αξιόλογο αριθμό διηγήσεων45 και η απουσία οι κογενειακού περιβάλλοντος. Συνήθως η Π. ζει, και από την άποψη αυτή, μόνη. Εξαίρεση αποτελεί, σ’ έναν όχι πολύ μικρό αριθμό διηγήσεων,46 η αποκλειστική παρουσία του πατέρα της, που έχει μια έντονη δράση στη διήγηση. Ύπαρξη μητέρας της Π. δεν μαρτυρείται πουθενά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτω ση, όπου η μαγική γυναίκα εμφανίζεται να έχει για αδελφούς τους δράκους.47 Ωστόσο ο αδελφι κός ρόλος των δράκων δε φαίνεται να είναι σαηιής. Είναι προφανές ότι υπάρχει κάποιος ιδιαί τερος δεσμός μεταξύ Π. και δράκων, όμως δεν πρέπει να υπάρχει αδελφική σχέση. Η όλη τους δράση -των δράκων- πείθει ότι η αναφορά τους ως αδελφών της Π., όταν γίνεται, οφείλεται σε συμφυρμό με περιπτώσεις άλλων ωραίων γυναι κών.
αφιερωμα/39
38/αφιερωμα TV. Οι όροι για την απόκτηση της Πεντάμορφης Οταν ο νέος, μετά τις δυσκολίες της αναζήτησης του, φτάνει πια στον τόπο της Π., έχει να αντι μετωπίσει τους όρους, που του θέτουν για να τον δοκιμάσουν.48 Στις διηγήσεις όπου η Π. ζει με τον πατέρα της, τους όρους θέτει πάντα αυτός.49 Στην περί πτωση που ζει μόνη της, οι όροι μπαίνουν από τους φρουρούς της50 και σπανιότατα από την ίδια.51 Υπάρχει κι ένας μικρός αριθμός διηγή σεων, όπου δεν τίθεται στο νέο κανένας όρος για δοκιμασία ή οι όροι μπαίνουν εκ των υστέρων, μετά την απόκτηση της Π. Στην περίπτωση της αρχικής δοκιμασίας οι όροι είναι περίπου σταθεροί: να χωρίσει ο νέος μια κάμαρα στάρι και κριθάρι σε μια μέρα,52 να φέρει το αθάνατο νερό, να ξεχωρίσει την Π. ανάμεσα σε 4054 ή σε 355 όμορφες ή πανόμοιες νέες, κ.ά. Η δυσκολία της εκτέλεσης των όρων είναι πο λύ μεγάλη και σε περίπτωση αποτυχίας η τιμω ρία είναι πάντα ο θάνατος. Ο πατέρας της Π. προειδοποιεί το νέο: «ο διπλανός πύργος είναι κατασκευασμένος από κεφάλια, διότι όποιο βα σιλόπουλο μου εζήτα την κόρην μου του ανέθετα τρεις υπηρεσίες και αν δεν τις εκτελούσε του έκοβα το κεφάλι».56 Και η ίδια η Π. όταν βάζει αυτή τους όρους της, παραγγέλνει στο νέο ότι «έπρεπε να κάμει αυτά που διάταξε... αλλιώς θα του έκοβε το κεφάλι».57 Οι όροι που ακολουθούν μετά την απόκτηση της Π., παρόμοιοι στο περιεχόμενο μ’ αυτούς που τίθενται εξαρχής,58 φαίνονται περιττοί, αλ λά αυξάνουν τη σπουδαιότητα του κατορθώμα τος του ήρωα.59 Γενικά οι επιβαλλόμενοι όροι έχουν σκοπό να δοκιμαστεί ο νέος «αν είναι δυνατός»611 και πιο γενικά να αποδειχτούν οι ικανότητές του. Αρκε τές φορές αυτός ξέρει από πριν τι θα συναντή σει, χάρη στις συμβουλές του βοηθού του.61 Τε λικά στην εκτέλεση των όρων τον βοηθούν και τα μαγικά του δώρα6' ή τα ευεργετημένα απ’ αυτόν ζώα.63
γ) Η ομορφιά της Πεντάμορφης Οι μαρτυρίες για την ομορφιά της Π., αντίθετα από ό,τι ίσιος θα αναμενόταν, δεν είναι πολλές. Σε σύνολο 20 διηγήσεων υπάρχουν μόνο Κ ανα φορές, κι αυτές πολύ γενικές. Αξιοσημείωτο εί ναι ότι οι γενικές αυτές μαρτυρίες αφορούν πολύ
πιο συχνά την Π. που ζει με τον πατέρα της. Συχνά τονίζεται η μαγικής φύσης υπόστασή της: η Π. είναι «όμορφη σαν τις λάμιες»,64 «σαν νεράιδα»,65 ή όμορφη «δρακόντισσα».66 Άλλοτε πάλι είναι «όμορφη σαν τον ήλιο»67 και τη λένε «Λιογέννητη».68 Λεπτομερέστερες περιγραφές για την ομορφιά της Π., του τύπου: «είναι άσπρη σαν το γάλα και όμορφη σαν τον Αυγερινό»69 που συναντάμε σ’ άλλες ωραίες,70, είναι σπανιότατες, ενώ γενικά απουσιάζει κάθε μορφή συγκεκριμένης περιγρα φής των χαρακτηριστικών της. Ωστόσο μέσα από τις διηγήσεις διακρίνονται και προβάλλονται έμμεσα κάποια χαρακτηριστι κά της ηρωίδας. Στον τύπο της Π. που ζει με τον πατέρα της αποδίδονται τα ονόματα «Ξανθομαλλούσα»71 και «Χρυσομαλλούσα»,72 που αποκα λύπτουν ότι είχε ξανθά μαλλιά -είναι γνωστό ότι τα ξανθά μαλλιά είναι δείγμα εξαιρετικής ομορ φιάς, αλλά και μαγικότητας.73 Η ομορφιά επίσης της ίδιας αυτής Π. πολλές φορές συγκρίνεται με τον ήλιο ή και αποδίδεται στον ήλιο («Λιογέννη τη»). Η σύνδεση αυτή, αν και δεν είναι καθόλου σπάνια στις λαϊκές διηγήσεις, ωστόσο περιέχει επίσης κάποια στοιχεία μαγικότητας.74 Για την Π. που ζει μόνη της οι μαρτυρίες γί νονται πολύ πιο σαφείς και εντυπωσιακές. Ο νέος που πήγε να την πάρει, βρέθηκε μπροστά «σε μια πεντάμορφη κοπέλα που από την ομορ φιά της του ήρθε ζάλη που κόντευε να πέσει κά τω»·75 «ο βασιλιάς μόλις την είδε αισθάνθηκε το φως του να λιγοστεύει και λίγο λίγο έχανε το φως του».76 Η ομορφιά της Π. είναι τόση και τέτοια, που εμφανίζεται φορτισμένη με κάποια μαγική δύνα μη. Το βλέμμα της εκπέμπει μια εξαιρετική κα ταστροφική ακτινοβολία. Εκτός από τα παραπάνω, και το γεγονός της αποξένωσης της Π., και των δυο τύπων, από τον κόσμο, υπάρχει είναι μια έμμεση αναφορά στη μαγική της δύναμη. Στον τύπο όμως της Π., που μένει μόνη της, η απομόνωση αυτή φαίνεται φυ σική και αιτιολογημένη -μαγικό βλέμμα-, ενω στην άλλη Π. μένει πλαστή ή αναγκαστική και μένει χωρίς λογική αιτιολογία, αφού κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό της Π. δεν δικαιολο γεί την κατάσταση. Το ίδιο αστήρικτη μένει και η απειλή του πατέρα της Π: όποιος βλέπει την Π. δεν ζει,77 που απηχεί όμως την ύπαρξη κά ποιας μαγικής ιδιότητας επικίνδυνης. Συμπληρωματικά στα παραπάνω, κάποια δευτερεύοντα στοιχεία της μορφής της Π., συμβάλ λουν στη διαμόρφωση της τελικής εικόνας τηίζ μαγικής φύσης της. /φ Η Π. που ζει μόνη της έχει την ικανότητα >'<. ασκεί μαγεία: δίνει ένα χαστούκι του \ ■ και τον κάνει αλεπού, ' ξαναδίνω το (('ως στον V©
πεθερό της79 και συνηθέστατα ανασταίνει το νέο που την κέρδισε80 και τιμωρεί το βασιλιά που θέ λει να την πάρει. Έχει στην κατοχή της τις μαγι κές φοράδες,83 το θαυμάσιο πουλί, 2 τον κήπο με τα χρυσά μήλα83 κ.ά. Αισθητά λιγότερα μαγικά γνωρίσματα έχει η Π. που ζει με τον πατέρα της, η οποία περιορί ζεται συνήθως στην ανάσταση του νεκρού νέου -και κάποιες φορές μάλιστα με τη βοήθεια του αθάνατου νερού που έχει φέρει σε προηγούμενο κατόρθωμά του ο ίδιος ο νέος.84 Τέλος από την Π. και των δύο τύπων λείπουν επίσης οι κάθε είδους συναισθηματικές εκδηλώ σεις που θα τη χαρακτήριζαν καλή ή κακή. Η Π. που ζει μόνη της, στις ελάχιστες περιπτώσεις που έχει κάποια δράση, παρουσιάζεται τιμωρός κι εκδικητική, όχι όμως εξαιτίας κάποιων συναι σθηματικών κινήτρων οι εκδηλώσεις αυτές οφείλονται στην καθαρά μαγική επίδραση που ασκεί σε όποιον -αντίπαλο- την πλησιάζει. Όσο για την Π. που ζει με τον πατέρα της, δεν έχει να δείξει καμία εκδήλωση που να τη χαρακτηρίζει ανάλογα. Μόνο όταν ο νέος κερδίζει την Π., εκείνη γίνεται ευμενής και καλή μαζί του, εκτι μώντας κι αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του και αφού έχει αποβάλει πια τα έντονα μαγικά ^ χαρακτηριστικά.85 Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι δεν υπάρχει κα μία περιγραφική πληροφορία σχετική με το σώ μα της. Μόνο μια σειρά από ρήματα που δεί χνουν σωματική κίνηση, αποτελούν και τη μονα δική νύξη για την ύπαρξη του σώματός της. Η Π. κάθεται στη βεράντα της,86 περπατάει,87 ιπ πεύει,88 ντύνεται να φύγει, ρίχνει το αθάνατο νεθό στο νέο ,90 δίνει ένα χαστούκι91 και κάνει μάγια.92 Είναι επομένως φανερό, ότι η αναζήτηση της Π· δεν οφείλεται -οσ ο κι αν προβάλλεται σαν τέΤ° ια - στην ομορφιά της. Η μαγική κι επικίνδυνη ««μορφιά» της Π. δεν πρέπει να είναι ελκυστική. Αλλωστε σε έναν αριθμό διηγήσεων93 ο βασιιάς δεν θέλει την Π. για γυναίκα του, αλλά, °ΐα ν τελικά ο νέος κατορθώ νει να την οδηγήσει ?7° παλάτι του, τότε γίνεται γυναίκα του ίδιου94 η συχνότερα του νέου που την κέρδισε.
Συμπεράσματα 11 11· του τύπου που εξετάστηκε εδώ είναι μια μογική γυναίκα, αν και κάτω από το όνομά της Vjrtov ίδιο τύπο διηγήσεων, ανήκουν δύο δια'("ριτικές μορφές. *"3!>ν έναν τύπο ανήκει η Π. που ζει μόνη της κ«ι έχει εντονότατα ιιανικά ναοακτηριστικά. Η
ηρωίδα εδώ παρουσιάζεται σαν μία φοβερή μα γική ύπαρξη. Η δυσκολία απόκτησής της συνίσταται στο να επιτύχει ο αντίπαλός της νέος να την πλησιάσει, να την αντιμετωπίσει και να εξουδετερώσει τη μαγική της δύναμη. Η μαγική γυναίκα εδώ παρουσιάζεται με μο ναδικά μαγικά χαρακτηριστικά. Τόσο τα μαλλιά όσο και το βλέμμα της -χαρακτηριστικά κατεξοχήν συνδεδεμένα με το χώρο του μαγικού- προσ διορίζουν πολύ συγκεκριμένα τη δαιμονική της φύση. Πρόκειται δηλαδή για μια αναμέτρηση του θνητού-φυσικού άντρα με τη μαγικήυπερφυσική γυναίκα. Πολλές φορές όμως η αναμέτρηση αυτή, η κύ ρια μαγική, υποβιβάζεται σε ένα άλλο επίπεδο ή επιμερίζεται σε μια σειρά συγκεκριμένων άθλων. Η μαγική γυναίκα δεν έρχεται αντιμέτωπη με τον ήρωα. Του παραγγέλνει να εκτελέσει κάποιους άθλους, αποφεύγοντας να εμφανιστεί μπροστά του. Σε περίπτωση αποτυχίας, ο θάνατος -που μπορεί να είναι στο χώρο του μαγικού, από το τρομερό βλέμμα της Π .- επιβάλλεται σαν ποινή. Ο νέος πρέπει να φανεί αντάξιός της για να την κερδίσει και οι δοκιμασίες είναι απαραίτητες. Εκτός όμως από την κύρια αναμέτρηση, στην επιχείρηση για την απόκτηση της Π., υπάρχουν και άλλες δευτερεύουσες δυσκολίες. Η Π. κατοι κεί σε άγνωστο και μακρινό τόπο, το σπίτι της έχει μαγικές παγίδες για να εμποδίζει την προ σέγγιση και φρουρούς για να ενισχύουν την προστασία της. Πρόκειται για μέσα που εμποδί ζουν κάθε υποψήφιο αντίπαλό της, αλλά και αποκαλύπτουν μια μαγική παρουσία που απομο νώνεται και συντηρείται με την απομόνωση. Τε λικά κάποτε και μόνο του το γεγονός της απομό νωσης αυτής, υποκαθιστά ή και καλύπτει εντε λώς, υπονοώντας τη, τη μαγική βλαπτική δύναμη της Π. Η μαγική γυναίκα φαίνεται να θέλει να διατηρήσει με κάθε τρόπο την απομόνωσή της και κάθε υποψήφιο διεκδικητή τον αντιμετωπί ζει σαν αντίπαλο. Μόνο μετά την απόδειξη της αξιοσύνης του ήρωα συμβιβάζεται και συμβολι κά εγκαταλείπει το χώρο της και τις ιδιότητές της. Η ομορφιά της Π. δεν είναι ευδιάκριτη, ίσως είναι και ανύπαρκτη. Η έντονη μαγική ιδιότητά της είναι ό,τι προβάλλεται και καθορίζει τον τύ πο της. Έτσι η παρουσία μιας Πεντάμορφης, που δεν είναι όμορφη και εντούτοις γίνεται αντι κείμενο διεκδίκησης, είναι κάτι που εκπλήσσει αλλά συγχρόνως αποτελεί μια μορφή άθλου που είναι -αρχικά και τελικά- η κατάκτηση του άλ λου φύλου, μέσα όμως σε ένα πλαίσιο μάλλον γυναικοκρατικό ή τουλάχιστον ποιητικό, που θεωρεί τη γυναίκα ισχυρή και παντοδύναμη ή μυοτηριακή και δαιμονική αντίστοιχα. Συγχρό νως αποκαλύπτεται και η γενική απαίτηση -ή και ελπίδα- αξιοσύνης, στο θέμα αυτό, από το
40/αφιερωμα
αφιερωμα/41
νέο άντρα ή, στην αντίθετη περίπτωση, η τιμω ρία που μοιραία επιβάλλεται. Στον άλλο τύπο ανήκει η Π. που ζει με τον πατέρα της, ο οποίος και θέτει τους όρους.95 Τα μαγικά χαρακτηριστικά αυτής της Π. είναι αρκε τά υποτονισμένα. Η δράση της περιορίζεται στο ελάχιστο από τη δράση του πατέρα της και η αναμέτρηση μεταξύ Π. και υποψηφίων μετατίθε ται στο επίπεδο της αναμέτρησης του πατέρα της και των υποψηφίων, χωρίς τη δική της συμμετο χή. Το περιβάλλον της είναι συχνά μαγικά υπο βαθμισμένο. Η απομόνωσή της και η υπονοούμε νη προσωπική της μαγική δύναμη μένουν χωρίς αιτιολογία ή απόδειξη, αφού υποχωρεί ως πρό σωπο δράσης, ενώ αντίθετα τα ρεαλιστικά της χαρακτηριστικά πολλαπλασιάζονται. Επιπλέον, το γεγονός ότι η τιμωρία των υποψηφίων που αποτυχαίνουν προέρχεται από τον πατέρα της και όχι από την ίδια, αποκλείει την εξήγηση μιας προσωπικής της καταστροφικής μαγικής επίδρα σης. Το μόνο στοιχείο αυτής της Π., το οποίο φαίνεται να έχει βαθύτερες μαγικές ρίζες, είναι τα ξανθά της μαλλιά -χαρακτηριστικό που επί μονα αποδίδεται στην Π. αυτή -και η σχέση της με τον ήλιο. Όμως και αυτό το στοιχείο παίρνει εδώ μια ουδέτερη, μαγική, απόχρωση, που δεν θυμίζει καθόλου την ύπαρξη μιας κακής μαγικής δύναμης, αντίθετα με την Π. του προηγούμενου τύπου, που ασκεί σαφή καταστροφική δράση. Έτσι παρουσιάζονται σαν αντίπαλοι όχι πια η Π., που θέλει να διατηρήσει την απομόνωσή της, με το νέο -όπως στην προηγούμενή περίπτωση-, αλλά ο πατέρας, που θέλει να κρατήσει σε απο μόνωση την Π. από το νέο. Πίσω δηλαδή από
Σημειώσεις 1. Antti Aarne - Slilh Thompson, The types of the Folktale. A classification and bibliography, Folklore Fellows Communi cations, No 184, Helsinki 1961 σελ. 201. 2. Νέα Παρνασσού Τόμος A ' ο. 40, Πελ/σος «Το παραμύθι τον Σπανού». 3. Λαογραφιχό Φροντιστήριο Γ.Α. Μέγα αρ. 152. 4. Νέα Παρνασσού, ό.π. 5. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 113. 6. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 149. 7. «Σε στέλνουν για να οχοτωθείς. Επήγαν τόσοι χαι τόσοι... χι εαχοτωθήχαν όλοι», λέει η όούλα τον βασιλιά στον ήρωα, μόλις μαθαίνει τι του ζήτησαν να χάνει (Γ.Α. Μέ γα, Ελληνιχά Ιίαριμιύθια, Α', σελ. 119). 8. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 573. 9. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 151. 10. ό.π. αρ. 169. 11. Νέα Παρνασσού, Α, σ. 41. 12. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 901. 13. Γ.Α. Μέγα, Ελλ. Παραμύθια, Α, α. 121. 14. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 227. 15. Τα κεφάλια των νέων που σωριάστηκαν απέναντι από τον πύργο της Π. χαι οι συγκεκριμένες αναφορές της (Αίας ή τον πατέρα της, είναι οι αποδείξεις. 16. Γ. Ιωάνναν, Παραμύθια τον λαού μας. Ερμής 1975, α. 129. 17. ό.π., σ, 129.
αυτί) τη σύγκρουση καλύπτεται η διάθεση του πατέρα να κρατήσει για λογαριασμό του την Π. (θέμα που σε άλλες περιπτώσεις το παραμύθι δε διστάζει να αναφέρει ανοιχτά), και να εμποδίσει με κάθε τρόπο τον υποψήφιο διεκδικητή της. Φυσικό είναι η Π. αυτή, σα γυναίκα πια, να έχει χάσει αρκετό από το μυστήριό της αφού -προ φανώς εκφράζοντας ανδροκρατικά ιδεώδηελέγχεται και καθορίζεται ήδη η τύχη της από τους άντρες. Ωστόσο, έστω και έτσι, διατηρεί ακόμη κάποια στοιχεία, στο παραμύθι είναι τα κατεξοχήν μαγικά, που της επιτρέπουν να εμ πνέει ακόμη τους νέους άντρες. Τελικά φαίνεται ότι το μόνο κοινό στοιχείο των δύο τύπων της Π. είναι η απομόνωσή τους, που άλλοτε (πρώτη περίπτωση) προκύπτει σα συνέπεια μιας απειλής και άλλοτε (δεύτερη περί πτωση) επιβάλλεται από την αρχή χωρίς εμφανή λόγο. Με αφετηρία αυτό το κοινό στοιχείο, που θεωρήθηκε ότι αφορά τις ίδιες περιπτώσεις, πα ράγοντα ι διηγήσεις με ένα συχνό αλληλοδανεισμό στοιχείων, που εμποδίζουν τη διερεύνηση της εικόνας της κάθε Π. Ένα παράδειγμα τέτοι ου δανεισμού είναι αυτό των δράκων που από φύλακες-υπηρέτες της Π. προάγονται, σε κά ποιες διηγήσεις, σε προστάτες-συγγενείς της Π που βάζουν όρους, αναλαμβάνοντας το ρόλο του πατέρα της. Τελικά η αναζήτηση της Π. και στις δύο περι πτώσεις -και αυτό είναι ένα άλλο κοινό στοι χείο- είναι θέμα ικανοτήτων και δοκιμασία γι·α την αξία του νέου άντρα, ένα είδος μύησής τ°υ σε μια νέα κατάσταση ωριμότητας.
33. 34. 35. 36. 37. 38.
Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 227. Σε 7120 διηγήσεις. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 1286. ό.π., αρ. 691. ό.π. αρ. 1831. Υποδηλώνεται μόνο ο περιορισμός της στο παλάτι τον πα τέρα της Λ.Φ. αρ. 151. 39. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 151. 40. ό.π., αρ. 227. 42. ό.π., αρ. 152. 42. ό.π., αρ. 1831. 43. Νέα Παρνασσού, Α ' σ. 52. 44. Είναι, αναλογικά με την Π. που ζει μόνη της, περισσότερες οι περιπτώσεις που ζει σε νησί. 45. Σε 11 από τις 20 παραλλαγές που χρησιμοποίησα. 46. Σε 7/20. 47. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 915. 48. «θα σου χάνω μαρτύρια του λέει [ο πατέρας τηςJ χι αν τα καταφέρεις χαι τα βγάλεις πέρα θα στη δώσω την Πεντά μορφη, αλλιώς θα σε σκοτώσω» (Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 573). 49. Βλ. π.χ. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 951. 50. ό.π., αρ. 662. 51. ό.π., αρ. 691, σε 2120 διηγήσεις. 52. ό.π., αρ. 149. Ο όρος αυτός βρέθηκε σε 11120 διηγήσεις. 55. ό.π., αρ. 573. Ο όρος αυτός βρέθηκε σε 6120 διηγήσεις. 54. ό.π., αρ. 169 (σε 9120 διηγήσεις). 55. ό.π., αρ. 901 (σε 9120 διηγήσεις). 56. ό.π., αρ. 149. 57. ό.π., αρ. 691. 58. ό.π., αρ. 227: η Π. η ίδια απαιτεί να της φτιάξουν ένα μεγάλο λουτρό, να της βρουν το κολιέ που έχασε, (Ιωάννου, Παραμύθια τον λαού μας, σ. 131 κε.). ■’9. Συνήθως τίθενται απ’ την Π. Και ο βασιλιάς, στον οποίο πήγε ο ήρωας την κερδισμένη Π., όπως του είχε ζητήσει, αναθέτει την εκτέλεσή τους στο νέο. 50 Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 151. J - ό.π., αρ. 573. Πβλ. και σημειώσεις 9, 10, 11, 12. 62- Πβλ. σημειώσεις 13, 14. Πβλ. σημείωση 26. 64. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 573.
65. 66. 67. 68. 69. 70.
ό.π., αρ. 1831. ό.π., αρ. 360. ό.π. ό.π., αρ. 169. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 169. Μόνο σε 1 από τις 20 διηγήσεις. Πβλ. την ωραία του τύπου A Τ 709 (Χιονάτη), την A Τ 403Α κ.ά. 71. Γ. Α. Μέγα, Ελλ. Παραμύθια, Α', σελ. 120. 72. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 151. 73. Βλ. σχόλια Ν . Πολίτη στα «Λαογραφιχό Σύμμεικτα», Β ' σ 153. 74. Τα παιδιά τον ήλιον θεωρούνται εκτός από εξαιρετικής καλλονής (Κίρκη, Φαέθων κ.ά.) και μαγικά: Ν. Πολίτη ό.π., Πρβλ. χαι Max Kiithi, Das Volksmarchen als Dichtung, Asthetik und Anthropologie, a. 42: αυτό που μοιάζει στον ήλιο θεωρήθηκε σ’ όλες τις εποχές και από πολλούς λαούς σαν ωραίο. Γι’ αυτό και στα παραμύθια τα χρυσα φένια μαλλιά παίξουν έναν τόσο σημαντικό ρόλο. 75. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 1831. 76. ό.π., αρ. 227. 77. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 573. 78. ό.π., αρ. 1831. 79. ό.π., αρ. 227. 80. ό.π., αρ. 1831. 81. 82. ό.π., αρ. 227. 83. ό.π., αρ. 691. 84. Γ.Α. Μέγα, Ελλ. Παραμύθια Α ' σ. 127. 85. Βλ και Λ.Φ. Γ.Α Μέγα αρ. 1859. 86. ό.π., αρ. 227. 87. ό.π. 88. ό.π., αρ. 1859. 89. ό.π., αρ. 227. 90. ό.π., αρ. 149. 91. 92. ό.π., αρ. 1831. 93. Σε 11 από τις είκοσι διηγήσεις. 94. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα, αρ. 901. 95. Η σχέση τον θέματος αυτού με το γνωστό μύθο τον Οινόμαου και της κόρης του Ιπποδάμειας είναι προφανής. Πβλ. και σημειώσεις του Μ. Γ. Μερακλή στα «Παραμύθια τον Λιβισιού και της Μάκρης», Εκδόσεις Κέντρου Μικρα σιατικών Σπονδών, Αθήνα 1976, σ. 259.
■ 18. 19. 20. 21. 22.
23. 24. 25. 26.
27. 28. 29. 30. 31.
32.
Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 227. ό.π., αρ. 1284. Γ.Α. Μέγα, Ελλ. Παραμύθια, Α, σ. 120. ό.π. Τέσσερα χρόνια περπάτησε ο νέος μέχρι να φτάσει στην “ " Λαογραφιχό Αρχείο (τώρα Κέντρον Έρευνας της χής Λαογραφίας) της Αχαόημίας Αθηνών, συλλογή Αόαμαντίον, αρ. 19. Γ.Α. Μέγα, Ελλ. Παρτμιύθια, Α ', α. 121. Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 151. ^ ή χαι όράχοι, όπως η γριά όράχαινα που της χάβει τα ψΟ όια ο ήρωας χι έτσι βλέπει μετά από πολύν χαιρό (Α Γ Α . Μέγα, αρ. 1381). , Λ.Φ. Γ.Α. Μέγα αρ. 149. Τον Αινούν συνήθως ένα τους, μία τρίχα τους χ.λπ., που Οα τα χάψει ο νέος, ύΤ^ χρειαστεί τη βυήθειά τους. Ιΐλ. χαι Λαογραφία, ' > 479. Λ.Φ.Γ.Α. Μέγα αρ. 1831. Λ.Φ.Γ.Α. Μέγα αρ. 1286. ό.π., αρ. 169. ... R.M. Dawkins, 45 Stories from the Dodekanese, CambriM 1950, αρ. 3, ο. 64. «Από τη βρύση ξεχινούσι ένα μονοπάτι, ακολουθώντας βασιλιάς ίη tinιι σι μια ακίρανχη κοιλάδα καλλιει'Υψ" / χαι φυτεμένη μι οπωροφόρα Λέντρα χαι στη μέιθη,η χρνοι έναν πύργο περιχυχλωμένο μι πανύψηλα An'W11 (Λ.Φ,, Γ.Α. Μέγα, αρ. 227). v ij.\ Γ. Ιωάνναν, Παραμύθια του λαού μας, ο. 129. -ίν
\P/L
Σειρά ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΙ’ΜΛΝ ΕΪΣΕ Κάτω από τόν Τροχό
Εκδόσεις ΕΚΦΡΑΣΗ Ζωοδόχου πηγής 58 τηλ. 3601676
αφιερωμα/aj
42/αφιερωμα
Οι απαγορευμένες επιθυμίες στο λαϊκό παραμύθι και στους αρχαίους μύθους Ανθρωποκτονία, κανιβαλισμός και αιμομειξία στη συλλογική φαντασία1 Οταν, πριν από οκτώ χρόνια, επιλέξαμε ως θέμα μιας πανεπιστημιακής εργασίας την ανάλυση των οικογενειακών σχέσεων μέσα από το ελλ?]νικό λαϊκό παραμύθι, όεν είχαμε νποπτενθεί όλη την έκταση και τον πλούτο του συμβολικού υλικού που περιέχουν τα προϊόντα της συλλογικής φαντασίας ως προς την ανάκυψη ορισμέ νων απαγορευμένων ορμών και φαντασιώσεων άμεσα συνδεμένων με τις οικογε νειακές σχέσεις. Η υψηλή συχνότητα με την οποία οι απαγορευ μένες αυτές επιθυμίες ή πράξεις περιγράφ ονται χω ρίς περιστροφές ή αλληγορίες, δεν μπορεί π α ρά να προκαλέσει το ενδιαφέρον του ψυχολόγου ή ψυχαναλυτή, του ανθρωπολύγου ή του κοινω νιολόγου ερευνητή που, κάτω από ομαλές συν θήκες, σπάνια έχει τη δυνατότητα να παρατηρή σει βασικές όψ εις της ανθρώ πινης ψυχολογίας, μολονότι οι τελευταίες αυτές έχουν επανειλημμέ να απασχολήσει τις επιστήμες του ανθρώπου. Π ράγματι, τα όσα σχετίζονται με το πεδίο του απαγορευμένου δεν κατορθώνουν, ως επί το πλείστον, να σπάσουν το φράγμα που υψώνουν οι μηχανισμοί άμυνας (απώθηση, ορθολογικοποίηση, απάρνηση, λογοκρισία,...) και να αναδυθούν στη συνείδηση. Ακόμη σπανιότερα κ α τορθώ νουν να δρασκελίσουν την απόσταση που χω ρίζει τη συνείδηση από την εξωτερίκευση και
κοινωνικοποίησή της, υπό μορφή γραπτού ή προφορικού λόγου. Η παρουσία τους μέσα στο λαϊκό παραμύθι και στους αρχαίους μύθους κριθηκε τόσο πολύτιμη ώστε να προσανατολίσει με ταγενέστερα την έρευνα προς την ανάλυση των ειδικών αυτών στοιχείων των κειμένων.2 Ο φόνος, ο κανιβαλισμός και η αιμομειξία εί ναι, σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία· 01 τρεις ενστικτώδεις επιθυμίες που ξαναγεννιούντα ι με κάθε νεογέννητο άνθρω πο και αποτελούν., εν δυνάμει, σοβαρή απειλή για τον πολιτισμόΗ σε γενικές γραμμές απαγορευτική στάση που υιοθέτησαν οι περισσότερες κοινωνίες απέναντ τους δεν είναι, ωστόσο, διολου ο μ ο ιό μ ο ρ φ η ς ^ 0 -» Πιο συγκεκριμένα, προκύπτει από την έρι'υνα αυτή πω ς οι απαγορευμένες επιθυμίες πουΐσιών^· δέονται μι τα διά φ ορα στάδια οργάνωσης της -1ι- ' bido (στοματικό, σαδοστοματικό, σαδιστικό, οι-
δοπόδειο, κλπ.) δεν έχουν την ίδια συχνότητα στο πλαίσιο των συλλογικών παραστάσεων ούτε αξιολογούνται με τον ίδιο τρόπο από το κοινω νικό σύνολο. Ο ι δομικές και συνειρμικές σχέ σεις, που συνδέουν τις προαναφερθείσες κατη γορίες επιθυμιών με τους διάφορους τύπους συγ γένειας, είναι νοηματικά σημαντικές ως προς το είδος, την ποιότητα και τη συναισθηματική φόρ τιση με την οποία επενδύονται οι οικογενειακές σχέσεις στην πατριαρχική κοινωνία. Τη μεγαλύτερη συχνότητα παρουσιάζουν οι διάφορες μορφές ανθρωποκτονίας. Η συχνή π α ρουσία τους μέσα στα κείμενα αντανακλά την κάπως μεγαλύτερη ανεκτικότητα που επιδει κνύουν οι περισσότερες κοινωνίες απέναντι στην επιθετική ορμή. Ε ίναι γνωστό πράγματι πως, υπό ορισμένους όρους, η ανθρω ποκτονία είναι όχι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιβεβλημένη από τον εκάστοτε ισχύοντα ηθικό κώδικα (π.χ. κατά σταση πολέμου, εγκλήματα τιμής, ποινική κατα δίκη, ανθρωποθυσία). Η συχνή παρουσία της Ανθρωποκτονίας αντανακλά την αντικειμενική Αυτή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως επιτε θεί μια διπλή ψυχοθεραπευτική λειτουργία πρό ληψης του άγχους: αφενός ικανοποιεί έμμεσα τις Απαγορευμένες καταστροφικές ορμές, προσφέροντάς τους, μέσα από τους μηχανισμούς ταύτισιΊ5, ένα συμβολικό, φανταστικό υποκατάστατο, Αφετέρου επιτρέπει την προβολή προς τα έξω βέρους των επιθετικών ορμών, και κατά συνέΙιεια, τη μείωση των αισθημάτων άγχους που Απορρέουν από την απώθησή τους. Η ανθρω ποφαγία αποτελεί ως γνωστό, για τις Κοινωνίες που έχουν υιοθετήσει την ανθρωπέμε0Τ1 (όρος του C. Levi-Strauss που προέρχεται από τ° ελληνικό εμώ), αντικείμενο ολοκληρωτικής Απέχθειας. Ωστόσο η αρκετά συχνή παρουσία τιΊζ> υπό τη μορφή ενδοοικογενειακού κανιβαλι κ ο ύ με δράστες τους γονείς και θύμα το π α ιδί Τ° υς, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φαινόμεν° που προσφέρεται για μια ανθρωπολογική Και. ψυχαναλυτική προσέγγιση της αρχαϊκής αυΜζ ορμής. Ε ίναι πιθανό, στο μέτρο που η κοινωΙα θεωρεί την ορμή αυτή εντελώς εξορκισμένη. *> α μην παίρνει εναντίον της υπερβολικά απαγοθ'Α’τική ή λογοκριτική στάση. '-π αιμομεικτικές φαντασιιόσεις, π ιο διαφορο«ιημένες εφόσον συνδέονται με όλους τους τύ01’ζ συγγένειας, είναι λιγότερο συχνές από τις θοηγούμενες και αποτελούν αντικείμενο αυστη ρότερης λογοκρισίας.4 Στο πλαίσιο της ψυχοσυΑίοθηματικής οικονομίας, η αιμομειξία κατέχει Γ~-l ' U , νό'άμεση θέση μεταξύ ανθρω ποκτονίας και ^Υ 'βα λιομ ού, θέση που θα ήταν δυνατό να συ,,ΠΙ'Μ” ΤΠ σε μια διπλή άρνηση: η αιμομειξία δεν ιποτελεί αντικείμενο επιεικούς αντιμετώπισης, V 'o ουμ(>αίνπ υπό ορισμένους όρους με την ν,,ρωποκτονία. ούτε όμως έχει ολοκληρωτικά
εγκαταλειφθεί από τη συνείδηση και εξαφανι στεί από τις πρακτικές, όπως συμβαίνει με την ανθρω ποφαγία. Ο ι αιμομεικτικές ορμές, αισθη τές ακόμη πίσω από την απαγόρευση, βιώνονται από το κοινωνικό σύνολο σαν ιδιαίτερα επώδυνες και απειλητικές. Τα μέσα που επιστρατεύον τα ι για την καταστολή τους μοιάζουν δραστικό τερα και μαρτυρούν την αμυντική στάση της κοι νω νίας απέναντι σ’ έναν κίνδυνο που διατηρεί μεγάλο μέρος της δύναμής του και που μπορεί σε κάθε στιγμή να προκύψει με μορφή συνειδητών έντονων επιθυμιών, ή και έμπρακτης παραβίασης της κυρίαρχης ηθικής. Η ισχυρότερη λογοκρισία που πλήττει τις αιμομεικτικές ορμές οφείλεται εν μέρει στο άγχος που εγείρει η ατελής άμυνα έναντι του ταμπού, ιδίω ς σε κοινωνίες όπου οι οικογενειακές σχέσεις χαρακτηρίζονται από στε νότατους δεσμούς, μεγάλης διάρκειας, που ευ νοούν τις αιμομεικτικές επιθυμίες. Δεν είναι δυνατό να παρουσιαστούν εδώ, τα εμπειρικά δεδομένα που αφορούν την άνιση κα τανομή των απαγορευμένων φαντασιώσεων ανά λογα με το είδος συγγένειας, ούτε να συζητηθούν οι θεωρητικές προεκτάσεις τους. Α ς σημειωθεί μόνον ότι, ενώ οι καταστροφικές ορμές μεταξύ γονέων και παιδιώ ν ανάγονται, κυρίως, στο στο ματικό και σαδοστοματικό στάδιο, ενώ οι πε ρισσότερες από τις αρνητικές αναπαραστάσεις της σχέσης αυτής βιώνονται μέσα από επιθυμίες συσσωμάτωσης, ανθρω ποφ αγίας ή παιδοθυσίας, οι επιθετικές ορμές μεταξύ ομόφυλων αδελφών επικαλούνται, συστηματικά, φαντασιώσεις που συνδέονται με το σαδιστικό στάδιο.
44/αφιερωμα Οι πρώτες παρουσιάζουν ιδιαίτερα αμφισήμαντο χαρακτήρα, που αποτελεί, εξάλλου, ένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της ψυχοσυναισθηματικής οργάνωσης του στοματικού στάδιου. Καθιστούν δυσχερή τη χάραξη διαχωριστικής γραμμής μεταξύ υπέρμετρης αγάπης και κατα στροφικής ορμής, εφόσον στην επιθυμία καταβρόχθισης και συσσωμάτωσης του αντικειμένου, έρως και θάνατος συγχέονται αδιάκριτα. Αντί θετα, τα ψυχοσυναισθηματικά στοιχεία, που κυ ριαρχούν στις σχέσεις μεταξύ αδελφών ανάγον ται, σ’ ένα λιγότερο αρχαϊκό στάδιο. Τα στοιχεία αυτά, εξάλλου, είναι σαφώς προσανατολισμένα, λιγότερο αμφισήμαντα, αφού η έκδηλη και έμ πρακτη εχθρότητα μεταξύ ομόφυλων αδελφών αποτελεί τον κανόνα. Οι σχέσεις των ομόφυλων αδελφών μεταξύ τους, όπως και εκείνες των εξ αγχιστείας γονέων με τα παιδιά τους, φέρονται ως οι ανταγωνιστικότεροι και εχθρικότεροι τύ ποι οικογενειακών σχέσεων.5 Δεδομένου ότι το παραμύθι διατηρεί άμεση σχέση με τους μύθους, επιχειρήθηκε, σε μεταγε νέστερη φάση της*έρευνας, μια συγκριτική ανά λυση μύθων και παραμυθιών η οποία, αποκαλύ πτοντας εντυπωσιακές αναλογίες και ομοιότη τες, ενισχύει ορισμένες από τις θέσεις μας, θέ σεις που επιδέχονται ίσως ευρύτερες γενικεύ
αφιερωμα/45 σεις, εφόσον συγγενικές παραλλαγές των ελληνι κών λαϊκών παραμυθιών συναντιόνται και σε άλ λες γεωγραφικές και εθνικές ενότητες.
■
Μαρούλα Κλιάφα
Σημειώσεις 1. Στο άρθρο αυτό θίγονται, πολύ συνοπτικά, ορισμένα μόνο στοιχεία που προέκυψαν από μια εκτενέστερη μελέτη του θέματος (6λ. Μ. Σακαλάκη: «Το απαγορευμένο στους δε σμούς συγγένειας. Στοιχεία για μια ανθρωπολογία του απα γορευμένου στη συλλογική φαντασία», Κέδρος, 1985). 2. Το υλικό εξετάστηκε με τη μέθοδο ανάλυσης περιεχομένου. Για τη μελέτη των αρχαίων μύθων χρησμιοποιήθηκαν οι κυ ρίες πηγές της ελληνικής μυθολογίας: Όμηρος, Ησίοδος, Απολλόδωρος και αρχαίοι τραγικοί, καθώς και το λεξι*6 της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας τον Pierre GrintelΗ μελέτη του παραμυθιού στηρίχθηκε σε τρεις συλλογές: Γ· Ιωάννου: -Τα παραμύθια του λαού μας», Ερμής, 1975. Γ'.Α· Μέγα: - Ελληνικά παραμύθια», Εστία Κολλάρος. Μ. Κλιάφα: -Παραμύθια της Θεσσαλίας*, Κέδρος, 1977. 3. Βλ. S. Freud, - V avenir d' une illusion», Paris, P.U.F. 1977, αελ. 16. 4. Για το ταμπού της αιμομειξίας βλ. C. Livi-Strauss: -Bes structures ilimentaires de la parenti», Paris, La Haye, 1967. αλλά και S. Freud: -Totem et tabou», Paris, Payot, 1973. S. Moscovici -La sociiti centre nature», Paris, 10/18, 1972. 5. Ωστόσο, οι εξ αγχιστείας γονείς αποτελούν ίσως ικανοποιη τικά υποκατάστατα των πραγματικών γονέων προκειμέν° ν να επιτρέψουν την έκφραση της επιθετικότητας που, <Ρ> έπαιρνε ως αντικείμενο τους τελευταίους αυτούς, θα απιβαίνε ιδιαίτερα ενοχοποιητική και ανυπόφορη για τη συνεί δηση.
Στο Ξ Ε Ν Ο Γ Λ Ω Σ Σ Ο Τ Μ Η Μ Α της Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Σ Ε Π Ο Χ Η Σ θα βρείτε
Π Α ΙΔ ΙΚ Α Β ΙΒ Λ ΙΑ Α Π Ο ΤΗ ΣΟ ΒΙΕΤ ΙΚΗ Ε Ν Ω Σ Η σ τα ρωοσικά, αγγλικά, γαλλικά.
Ο ι καλύτεροι συγγραφείς της παγκόσμιας παιδικής λογοτεχνίας (στα ρωσοικά) και οι ρώοοοι και σοβιετικοί συγγραφείς (στα αγγλικά, και γαλλικά) σε συνεργασία με τους καλύτερους καλλιτέχνες για να μπει το παιδί στον κόσμο βιβλι0πωλείο του παραμυθιού και της περιπέτειας. OuVXOOVn ΕΠΟΧΗ Για να οπλιστεί για τη ζωή του ενήλικου. w A · giiua j— ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΛΤΟΥ 3 ΤΗΑ. 362β.«Μ ·
Οι λαϊκοί παραμυθάδες και η επιβίωση του παραμυθιού ώς τις μέρες μας Είναι φυσικό, σ ’ ένα αφιέρωμα για το λαϊκό παραμύθι, σημαντική θέση να έχουν 01 παραμυθάδες, δηλαδή οι απλοί εκείνοι άνθρωποι που διέσωσαν στόμα με στόμα τ« παραμύθια ώς τις μέρες μας. Α π ’όσο τουλάχιστον γνωρίζω, για τους παραμυθάέχουμε ελάχιστες μαρτυρίες κι αυτές αναφέρονται ως επι το πλείστον σε παλιότε9ες εποχές, τότε ακόμα που το παραμύθι έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο κι ήταν μονα&ιχή ψυχαγωγία για τους ανθρώπους της υπαίθρου. θα σας μιλήσω για τους σημερινούς παρα μυθάδες, τους τελευταίους παραμυθάδες, έτσι ^ωζ τους είδα και τους γνώρισα στις περιπλα^ σεις μου στον θεσσαλικό κάμπο. Από το 1974 ,ίνησα μ’ ένα μαγνητόφωνο στο χέρι να κατα7θάψω Χα παραμ{ιθια μας. Στην εισαγωγή της συλλογής μου «Παραμύθια J)S Θεσσαλίας» (εκδόσεις «Κέδρος») έχω ήδη ()ν«ψερθεί στις δυσκολίες που συνάντησα, γιατί 1άνθρωποι αυτοί, οι παραμυθάδες, αν και συμαΐριώτες μου, μ’ έβλεπαν με δυσπιστία, ακόμα ^αι με καχυποψία, νομίζοντας πως τους κορόιευα όταν τους ζητούσα να μου πουν ένα παραυ ι· Πολλοί απ’ αυτούς δεν πίστευαν πως τα αθ«μύθια τους μπορούσαν νά 'χουν για μας °υς νεότερους κάποια αξία. τ , ι<9«κτηριστικά ήταν τα λόγια της σαρακαΛνας Ευανθίας Σταυροθόδωρου που συνάντη. το 1976 στα κονάκια Κρανιάς ΑοπροποτάOwv της είπα πως σκοπεύω να κάνω μια «Π λ° ^ )Χι π«ραμύθια μι κοίταξε παράξενα, «λιακά πράματα αυτά, είπε, δεν έχουν πια
πής γιατί αν περιμένεις απ’ τα παραμύθια...» Τέτοιου είδους αντιδράσεις συνάντησα πολ λές, στην αρχή. Αργότερα όμως, όταν κυκλοφό ρησε η συλλογή και είδαν την απήχηση που είχε, άρχισαν και οι ίδιοι να καταλαβαίνουν πως «τα παλιακά αυτά πράματα» μπορούσαν ακόμα να μας συγκινούν, κι έτσι συνεργάστηκαν πρόθυμα μαζί μου. Νομίζω πως πρέπει να διευκρινίσω ευθύς εξαρχής πως παραμυθάς δεν μπορεί νά ’ναι ο καθένας- Λίγο πολύ, όλοι οι ηλικιωμένοι χωρι κοί έχουν ακούσει στα μικράτα τους παραμύθια, λίγοι όμως, ελάχιστοι, έχουν το χάρισμα να τα διηγούνται. Συνήθως, οι παραμυθάδες προέρχονται από την ίδια οικογένεια. Παρατηρούμε δηλαδή την επιβίωση ενός φαινομένου πολύ συνηθισμένου σης παλιότερες κοινωνίες. Τότε, ως γνωστό, υπήρχε καταμερισμός της εργασίας. Υπήρχαν οι κογένειες χτιστάδων, τσαρουχάδων, υφαντών, μουσικών. Σήμερα, απόμειναν μόνο οι οικογέ νειες παραμυθάδων με μια σημαντική όμως δια φορά: Οι παραμυθάδες δε χρησιμοποιούν το τα-
αφιέρωμα/47
46/αφιερωμα λέντο τους για να καλύψουν τις βιοποριστικές λιάζει, λυτρώνεται. τους ανάγκες. Λένε τα παραμύθια τους, όποτε, Κάποτε μου έτυχε κάτι ανάπάντεχο. Μια πακι όταν αυτοί θελήσουν, χωρίς καμιά απολύτως ραμυθού, η Βασιλική Τζαρούχη από το Ανήλιο αμοιβή. Μετσόβου, μου έλεγε ένα παραμύθι στα βλάχι Εδώ θ’ ανοίξω μια παρένθεση για να πω πως κα. Κάποια στιγμή, άκουσα τη φωνή της να τρε ο παραμυθάς -και στη Θεσσαλία υπάρχουν όχι μοπαίζει κι είδα τα μάτια της να υγραίνονται· μόνο άντρες αλλά και γυναίκες παραμυθάδες- Έκλαιγε. δύσκολα ξανοίγεται σε ξένους ανθρώπους. Ό ταν τη ρώτησα τι της συνέβαινε μου είπε: Το παραμύθι θέλει κι αυτό την ώρα του. Μα «να, λυπάμαι το παλικάρι που το βάνανε άδικα για νά ’ρθει αυτή η ώρα, χρειάζεται να δημιουρ- στη φυλακή», κι εννοούσε τον ήρωα του παρα γηθεί μεταξύ αφηγητή και συλλέκτη μια οικειό μυθιού. τητα, μια σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας. Τίπο Κάτι που διακρίνει τους λαϊκούς παραμυθά τα δε γίνεται με βιασύνη. Ο παραμυθάς θ’ αρχί δες είναι η άνεση και η απλότητα. Θέματα και σει να σου λέει το παραμύθι του μόνο όταν σε καταστάσεις που στη δίκιά μας εξελιγμένη κοι νιώσει κοντά του. νωνία θεωρούνται ταμπού, φράσεις και λέξεις Έγραψα: «λέει το παραμύθι του», κι αμέσως που ο καθωσπρεπισμός μας και η σεμνοτυφία σκέφτηκα πως θά ’ταν πιο σωστό αν έλεγα «παί μας δε μας επιτρέπουν να τις λέμε, τουλάχιστον ζει το παραμύθι του», γιατί η αφήγηση του πα μπροστά στα παιδιά, οι παραμυθάδες τις αντιμε ραμυθιού από τον λαϊκό παραμυθά είναι μια τωπίζουν με φυσικότητα κι ανυποκρισία. Θα αληθινή παράσταση. Μια παράσταση που δεν φέρω ένα παράδειγμα. «Μια φορά ήταν ένας βα έχει τίποτα το φτιαχτό, που δεν είναι τυποποιη σιλιάς απού είχε τρία παιδιά. Έφυγαν τα παιδιά μένη, γιατί ο γνήσιος παραμυθάς συνεχώς ανα στον πόλεμο κι ο βασιλιάς έμεινε στο σπίτι με τις νεώνεται. τρεις νύφες. Λέει μια μέρα ο βασιλιάς: «Ω, νύ Ανάλογα με τ’ ακροατήριό του, άλλοτε βρίσκει φες, ποια από σας θά ’ρθει να κοιμηθούμε μαζ1 τον τρόπο να μπλέξει μέσα στα παραδομένα το βράδυ, κι εγώ θα τσι δώσω ένα αδράχτι επεισόδια μια φράση, έναν υπαινιγμό που ν’ ένα σφοντήλι». αναφέρεται στους παρευρισκόμενους, κι άλλοτε Γιατί αυτός έφτιαχνε αδράχτια και σφοντήλια· μια γκριμάτσα του, μια χειρονομία, ακόμα και «Εγώ θά ’ρθω», λέει η μεγαλύτερη νύφη. Πάει μια σιωπή δίνουν στο παραμύθι του μια άλλη κοιμάται το βράδυ με το βασιλιά. διάσταση. Κι όλα αυτά τα πετυχαίνει μ’ έναν Το άλλο βράδυ, άντε πάλι ο βασιλιάς τα ίδι®· τρόπο μοναδικό, αφού ποτέ, ούτε για μια στιγ «Ω, νύφες, ποια από σας θά ’ρθει το βράδυ ν« μή, δε χάνεται η μαγεία του παλιού μύθου. κοιμηθούμε μαζί;». Πάει και η δεύτερη νύφη· Τ° Εκείνο που αξίζει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι τρίτο βράδυ φωνάζει ο βασιλιάς την τρίτη νύφύ ο τρόπος της διήγησης. Ο παραμυθάς «ζει» το στο κρεβάτι του. Κι αυτή του αποκρίνεται: παραμύθι του. Καθώς αφηγείται τις περιπέτειες «Α, σκατόγερε, δε βάνω το κρεμμυδάκι μου του ήρωα, πάσχει μαζί του. Συμμερίζεται τις γνέσω απού θά ’ρθω να κοιμηθώ μαζί σου;»· · αγωνίες του, χαίρεται για τις επιτυχίες του, απο απόσπασμα αυτό είναι από το παραμύθι «Ο λαμβάνει τις κασκαρίκες του. Θλίβεται, αγαλσιλιάς και οι τρεις νύφες» που η Αποστολί Κουτσάγια, από το χωριό Παλιόπυργο Τρι*α' / / γεροντίαση ΕνανΘία Στανροθόόιορον Θεωρείται οπονόαία λων, μου το αφηγήθηκε μπροστά στη δεκάχρ0^ παραμι'Θον κόρη της Βαίτσα. Με την ίδια άνεση και φυσικότητα, ένα δεκ« τριάχρονο κορίτσι από τον Κλεινοβό, η Μαρ1 Δήμα, μου διηγήθηκε το παραμύθι της γριός έχωσε ένα κότσιαλο στον πισινό του γέρου δή έκλσνε και πρόγκηζε τα γίδια. Τα παραμ11"1_ αυτά δεν τόλμησα ποτέ να τα δημοσιεύσω. Ομυ λογώ όμως πως κάποτε δοκίμασα να τα διηΥΊ” σε μικρό κύκλο γνωστών μου παιδιών. ΑντέδΟ σαν με νευρικά γέλια και σκουντήματα γεματ υπονοούμενα. Κατάλαβα πως τα είχα σοκά.ιψ1· Συχνά, φίλοι που ξέρουν την αγάπη μαύ^ρ*1 λαϊκό παραμύθι με ρωτάνε: j ν ο «Λένε ακόμα παραμύθια στα χωρίά·’’ απάντηση είναι δύσκολη. Ναι, λένε ακόμη μύθια αλλά μόνο στ’ απομονωμένα χω ριά· δη * δή σι κλειστές, λόγω ειδικών συνθηκών (ι'Ά.λ.ι1Μ_ οδικού δικτύου, ηλεκτοοφωτιαμού, τηλεφώνίΗμτ·
επικοινωνίας) κοινωνίες, οι οποίες εξακολου θούν να διατηρούν τους παραδοσιακούς τρό πους σκέψης και ζωής. Στην υπόλοιπη ύπαιθρο (μιλάω πάντα για τη Θεσσαλία) καμιά φορά οι γέροντες, στα καφενεία, λένε μεταξύ τους παρα μύθια αφού όμως πρώτα τελειώσει το πρόγραμ μα της τηλεόρασης. Δεν λένε όμως πλέον παρα μύθια στα νυχτέρια γιατί δε γίνονται πια νυχτέ ρια. Μόνο «στα τσίπουρα» (απόσταξη του τσί πουρου το φθινόπωρο), που είναι υποχρεωμένοι να ξενυχτήσουν, τότε, αφού πρώτα αναλύσουν την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, εξαντλήσουν τα ποδοσφαιρικά θέματα και συζητήσουν διεξο δικά το τελευταίο επεισόδιο της «Δυναστείας», ε τότε, κατά το γλυκοχάραμα μπορεί κάποιος γέ ροντας να πει και κάνα παραμύθι. Οι άλλοι τον ακούνε πάντα μ’ ευχαρίστηση. Ό μ ω ς κακά τα ψέματα. Έ ν α είναι βέβαιο. Μαζί με τον αιώνα μας φεύγουν και οι τελευταί οι παραμυθάδες. Στόχος της δουλειάς μου, όλα αυτά τα χρόνια, δεν είναι μονάχα η συλλογή παλιών παραμυ θιών, έτσι όπως επιβιώνουν σήμερα, αλλά κα'ι η ουγκέντρωση πληροφοριών γύρω από τα πα ρ α μύθια και τους παραμυθάδες.
Για παράδειγμα, μ’ ενδιαφέρει να δω τις δια φορές που έχουν τα παραμύθια της ορεινής δυτι κή? Θεσσαλίας (Βλαχοχώρια της Πίνδου) από τα ^οραμύθια του κάμπου (καραγκουνοχώρια). Γιατί, παρόλο που και τα μεν και τα δε προέρ χονται από την ίδια γεωγραφική και πολιτιστική Ενότητα (Θεσσαλία), εντούτοις έχουν σημαντικές διαφορές. Κάτι άλλο που μ’ απασχολεί είναι να θαθω ώς πότε (χρονικά) το παραμύθι λειτουρ γούσε κατά τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή ώς π°τε τα παραμύθια λέγονταν ίιτις συναθροίσεις ΐων ενηλίκων. Σύμφωνα με Χ1ς πληροφορίες που συγκέντρω°α> η διήγηση των παραμυθιών σταμάτησε με τγ1ν έναρξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, «τόσο, ο Γιάννης Απόχας, από το χωριό Βαλινό Τρικάλων, με βεβαίωσε πως στ’ αντάρτικο 01 Παλικάρια όχι μόνο έλεγαν παραμύθια αλλά ^υΧνά προσαρμόζανε τα παλιά μοτίβα στην και°υρια κατάσταση, περνώντας μέσα από τα παλ ο μ υ θ ια τους πόθους και tu οράματά τους. Του ητηοα να μου πει αν θυμάται κάποιο σχετικό , οραμύθι και μου διηγήθηκε πρόθυμα το παρα μύθι με τον τίτλο «Το δικαστήριο της Δικαιοσυ^ 1ζ»,,π°υ το άκουσε όπως μου είπε από έναν αννττΙ Καταγόμενο από το χωριό Μουριά. λΈ 1 ατάθηκι μπορετό να βρω τον αρχικό μύθο, >· ' °μως μαγνητοφωνήσει το παραμύθι, έτσι διασκεύασε ο ανώνυμος αντάρτης από Επειδή το παραμύθι είναι μεγάλο θα ϊΐοαπαθήοω vu διηγηθώ με ιιι λίγα λόγιε λόγια τον βαι"*ο μύθο. Ηταν δυο φίλοι, χωριατόπουλά, ο Γιάννης κι
Η παραμυθον κνρα-Στέργαινα Τσιγάρα από το χωριό Μεγάλο Κεφαλόβρυσο Τρικάλων
ο Γιώργος. Ο Γιώργος ήταν όμορφος, λεβέντης, ο Γιάννης κακομούτσουνος. Υπηρετούσαν κι οι δυο στο στρατό. Ο Γιώργος στην ανακτορική φρουρά, ο Γιάννης στα σύνορα. Μια μέρα ο βα σιλιάς θέλησε να δοκιμάσει τον Γιώργο που φύ λαγε σκοπιά, και χωρίς να φανερώσει την ταυτό τητά του, του έταξε πολλά φλουριά αν τον άφηνε να μπει απαρατήρητος στο παλάτι. Ο Γιώργος αρνήθηκε την προσφορά κι ο βασιλιάς για ν’ αν ταμείψει την αφοσίωσή του τον έκανε λοχαγό. Η βασιλοπούλα ερωτεύτηκε τον Γιώργο και πήγε ένα βράδυ στο δωμάτιο του, εκείνος όμως, τίμιος όπως ήταν, την έδιωξε. Εκείνη τότε για να τον εκδικηθεί ξέσχισε τα ρούχα της κι έβαλε τις φω νές κατηγορώντας τον Γιώργο πως της επιτέθη κε. Βάζουν τον Γιώργο φυλακή και τον καταδι κάζουν σε θάνατο. Η βασιλοπούλα όμως, μετανιωμένη, ντύνεται αξιωματικός και μ’ έμπιστη φρουρά τον απελευθερώνει και φεύγουν μαζί για τη Βουλγαρία. Στη Βουλγαρία το αντρόγυνο ζούσε καλά αλ λά ένας Βούλγαρος λοχαγός ερωτεύθηκε τη γυ ναίκα του Γιώργου και τον κατηγόρησε πως θέ λησε να τον σκοτώσει. Πιάνουν οι Βούλγαροι το Γιώργο και τον κλείνουν στη φυλακή. Η βασιλο πούλα όμως καταφέρνει και του στέλνει μ’ άν θρωπο δικό της ένα θώρακα από ατσάλι. Έτσι, όταν το εκτελεστικό απόσπασμα πυροβολεί τον Γιώργο, αυτός μένει άτρωτος. Καμώνεται όμως το σκοτωμένο και κρυφά φεύγει και πάει στη Ρωσία. Εκεί στη Ρωσία κρύβεται στο βουνό, έξω από τη Μόσχα, όταν φτάνει στ’ αυτιά του μια είδηση. Μια αρκούδα, λέει,, έκλεψε το γιο του Στάλιν κι όποιος φέρει πίσω το παιδί θα πάρει μεγάλη αμοιβή. Τρέχει ο Γιώργος στα βουνά, βρίσκει την αρ κούδα και σώζει το παιδί. Μια και δυο το πάει στον Στάλιν: «Τι θες να σου δώσω;» τον ρωτάει εκείνος. Κι ο Γιώργος λέει: «Θέλω να φτιάξεις ένα δι-
48/αψιερωμα
Ο παραμυθάς Στέργιος Τσιγάρας από το χωριό Μεγάλο Κεφα λόβρνσο Τρικάλων
καστήριο που ν’ απονέμει δικαιοσύνη σ’ όλους τους ανθρώπους». «Θα γίνει το θέλημά σου», λέει ο Στάλιν και φτιάχνει το Δικαστήριο της Δικαιοσύνης κι ορί ζει τον Γιώργο δικαστή. Φυσικά, ακολουθεί κι άλλο επεισόδιο όπου εμφανίζονται επί σκηνής όλα τα πρόσωπα του παραμυθιού κι ανάλογα με τις πράξεις τους κα ταδικάζονται ή δικαιώνονται. Ό ταν ο μπαρμπα-Γιάννης Απόχας τέλειωσε το παραμύθι του τον ρώτησα. «Καλά, όλα αυτά τ’ αδύνατα, πώς ήταν δυνατόν να συμβούν; πώς γίνεται εσείς, κοτζάμ άντρες, να τα πιστεύετε;» Χαμογέλασε. «Δεν τα πιστεύαμε», μου είπε. «Μα να, πώς να στο εξηγήσω; μας άρεσε να τα λέμε. Βλέπαμε τον κόσμο μ’ άλλο μάτι, καλύτε ρο. Κατάλαβες;» Ο Γιάννης Απόχας είχε εκφράσει με τον δικό του τρόπο αυτό που υποστηρίζει κι ο Μ. Μερακλής στο βιβλίο του «Τα Παραμύθια μας», όπου γράφει: «Η πραγματικότητα της ζωής με την απαράβατη και σκληρή νομοτέλειά της μας κα ταθλίβει και λαχταράμε να ζήσουμε κάποτε και δίχως αυτή: Πλάθοντας μύθους». Νομίζω πως, αν παύσαμε σήμερα να λέμε πα ραμύθια, δεν είναι γιατί η ζωή μας έγινε πιο ρό δινη. Τα παραμύθια των παππούδων μας τ’ αντι κατέστησαν τα σίριαλ της τηλεόρασης. Κάποιο βράδυ τόυ 1980, παρακολουθούσα μια ελληνική ταινία στην τηλεόραση, μαζί με την ογδοντάχρονη Αλεξάνδρα Τσιούνη από το χωριό Κάλογριανή Καλαμπάκας. Σε κάποια στιγμή, την είδα να σηκώνεται όρθια, να χουφτώνει το γυαλί της συ σκευής και να φωνάζει: «Φύγε παλιάνθρωπε. Άφησε ήσυχο το κορίτσι». Προφανώς, η απλοϊ κή αυτή γυναίκα είχε πιστέψει πως όσα συνέβαιναν στην ταινία ήταν αληθινά. Είπα πιο πάνω πως οι τελευταίοι λαϊκοί πα ραμυθάδες χάνονται, το παραμύθι όμως φαίνε ται πως εξακολουθεί να λειτουργεί, μ’ έναν τρό πο διαφορετικό ίσως, μα πάντα διαβρωτικό. Το λέω αυτό έχοντας υπόψη μου ένα παραμύθι
αφιερωμα/49 (είναι άραγε διασκευή κάποιου λαϊκού παραμυ θιού ή κατασκεύασμα κάποιου ταλαντούχου συγγραφέα;) που κυκλοφόρησε πολυγραφημένο χέρι με χέρι, πρόσφατα στους βιομηχανικούς κύ κλους. Το παραθέτω αυτούσιο. Τίτλος του «Μια διδαχτική ιστορία». Μια φορά κι έναν καιρό, μια μικρή κόκκινη κότα, καθώς σκάλιζε το χώμα της αυλής, βρήκε μερικά σπόρια σιτάρι. Φώναξε αμέσως τους γείτονές της και τους είπε: «Αν φυτέψουμε αυτό το σιτάρι θα φτιάξουμε ψωμί και θα χορτάσουμε την πείνα μας. Ποιος θα με βοηθήσει να το φυτέ ψω»; «Ό χι εγώ βέβαια», είπε η αγελάδα. «Μα ούτε εγώ» είπε η πάπια. «Και γιατί εγώ;» ρώτησε το γουρουνάκι. «Ούτε που να συζητάς» είπε η χήνα.«Τότε θα το φυτέψω μόνη μου» είπε η μικρή κόκκινη κό τα. Έτσι και έκανε. Το σιτάρι φύτρωσε, ψήλωσε και τα στάχυα ωρίμασαν, παίρνοντας χρώμα χρυσάφι. «Ποιος θα με βοηθήσει να θερίσω το σιτάρι μου;» ρώτησε η μικρή κόκκινη κότα. «Δεν ξέρω να θερίζω», είπε η πάπια. «Δεν μου το επιτρέπει η κοινωνική μου θέση», είπε το γουρουνάκι. «Θα υποβιβαστώ επαγγελματικά», είπε η αγε λάδα. «Θα χάσω το επίδομα ανεργίας», είπε η χήνα. «Τότε θα το θερίσω μόνη μου», είπε η μικρή κόκκινη κότα. Και το θέρισε. Στο τέλος ήρθε ο καιρός να ψηθεί το ψωμί. «Ποιος θα με βοηθήσει στο ψήσιμο;» είπε η μ1' κρή κόκκινη κότα. «Δεν δουλεύω ποτέ υπερωρίες», είπε η αγελά δα. «Θα χάσω τις εκπτώσεις σε φόρο εισοδήμ»' τος», είπε η πάπια. «Σταμάτησα τις σπουδές μου στη μέση και δεν ξέρω», είπε το γουρουνάκι. «Ποιος ασχολείται με τέτοιες βαριές δουλειέξ χωρίς ειδικά επιδόματα;» είπε η χήνα. «Τότε θα το ψήσω μόνη μου», είπε η μιπρή κόκκινη κότα. Έψησε λοιπόν πέντε φραντζόλες ψωμί και τις σήκωσε να τις δουν οι γείτονες· Όλοι βέβαια ήθελαν από ένα κομμάτι. Αλλά Ί μικρή κόκκινη κότα τους απάντησε: «Ό χι. Μπο ρώ να φάω και τις πέντε φραντζόλες μόνη μου»· «Υπερβολικά κέρδη», φώναξε η αγελάδα. «Καπιταλιστικό παράσιτο», ούρλιαξε η π»' πια. __ «Απαιτώ ίσα δικαιώματα», τσίριξε η χήνα· Το γουρουνάκι απλώς γρύλλισε. Κι όλοι έφτιαξαν πανύ που έγραφαν: αδικία, θίλοΐψι ίσα δικαιώματα» και άλλα συνθήματα και έκα ναν μια ζωηρή διαδήλωση μέσα στον κήπο· Και ο αντιπρόσωπος της κυβέρνησης, που ηλθι μετά, συμβούλεψι τη μικρή κόκκινη κότα
«Δεν πρέπει να είσαι άπληστη». «Μα το ψωμί το έβγαλα μόνη μου», του απάν τησε αυτή. «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο αντιπρόσωπος. «Αυτό είναι το υπέροχο σύστημα της ελεύθερης οικονομίας. Το κάθε ζώο της αυλής μπορεί να φάει όσο θέλει. Αλλά σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ίσα δικαιώματα έχουν κι αυτοί που δεν εργάστηκαν». Μετά από αυτά η αυλή έζησε ευτυχισμένα. Ακόμα κι η μικρή κόκκινη κότα γελούσε και κα κάριζε. «Είμαι ευγνώμων. Είμαι ευγνώμων». Αλλά τους γείτονές της τους βασάνιζε μια απορία: Γιατί δεν ξανάψησε ποτέ ψωμί ύστερα από τα γεγονότα;... Όμως, όπως έλεγαν και οι παλιοί παραμυθά δες, «ας μην τα πολυλογάμε γιατί οι νύχτες είναι μικρές και τα παιδιά νυστάζουν», γι’ αυτό θα κλείσω το σημείωμα αυτό με μια ακόμα μαρτυ ρία που φανερώνει τη δύναμη του παραμυθιού. Προέρχεται από τον Β. Κουτσάγια, από το χωQio Παλιόπυργο Τρικάλων. «Εμένα που με βλέπεις» μου είπε, «το παραμύ θι μου έχει σώσει τη ζωή». Και συνέχισε. «Το 1947 ήμουν μ’ άλλους πολλούς πολιτικός κρατού μενος στο στρατόπεδο Τρικάλων. Ο στρατοπε δάρχης μας έβαζε και δουλεύαμε σε διάφορα έρVa, φτιάχναμε, θυμάμαι, την πλατεία. Δουλεύα
ΝΕΦΕΛΗ
με από την ανατολή ώς τη δύση του ήλιου χωρίς ανάπαψη. Μα εκείνο που μας εξουθένωνε δεν ήταν η δουλειά. Ήταν το ξύλο. Κάθε φορά που μπαίναμε και βγαίναμε από το στρατόπεδο ένας λοχίας, από την Ήπειρο ήταν, άντρακλας αψη λός ως εκεί πάνω, καθόταν στην πύλη και μ’ ένα αγκαθωτό σύρμα μας βαρούσε όπου έβρισκε. Ένα βράδυ, μετά τη δουλειά, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που δεν είχαμε ύπνο. Καθόμασταν λοιπόν γύρω γύρω χωρίς να μιλάμε γιατί ξέραμε πως ο λοχίας κρυφάκουγε τις κουβέντες μας. Τό τε εγώ άρχισα να λέω ένα παραμύθι για να περά σει η ώρα. Ήμασταν τόσο αφοσιωμένοι στο πα ραμύθι που δεν είδαμε το λοχία που είχε μπει μέσα κι είχε κάτσει στην άκρια. Όταν τέλειωσα το παραμύθι, τον ακούσαμε να λέει: Άντε ρε παιδιά, πέστε ακόμα ένα! Απ’ εκείνο το βράδυ, ο λόχίας άλλαξε στάση. Μας έφερνε κρυφά τσιγάρα και καθόμασταν όλοι μαζί και καπνίζαμε και λέγαμε παραμύθια. Μα το πιο σπουδαίο είναι πως σταμάτησε ο βούρδουλας. Ο λοχίας έκανε τώρα ό,τι περνούσε από το χέ ρι του για να μας κάνει τη ζωή πιο εύκολη». Για μια φορά ακόμα το παραμύθι είχε ενεργή σει σαν φίλτρο μαγικό. Είχε αμβλύνει τις αντιθέ σεις, είχε φιλιώσει τους αντιπάλους, είχε ενώσει τους ανθρώπους.
Μαυρομιχάλη 9, Αθήνα ΤΚ. 10079, τηλ. 3007744-3639902
αψιερωμα/51
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος
Λαϊκές εκδόσεις των παραμυθιών Ηόη από τα μέσα τον περασμένου αιώνα συλλέγονται χαι εκδίδονται ελληνικά λαϊκά παραμύθια, όπως επίσης χνχλοφορονν μεταφρασμένα ή διασκευασμένοι πολλά ξένα (παραμυθία απο τη Χαλιμα, των αόελφών Γχριμ, Αντερσεν, Περο χ.ά.). Γενικά, το παραμύθι γνώρισε χαι στην Ελλάδα μεγάλη εκδοτική επιτυχίσ, κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο. Η ολη κίνηση (συλλεκτική και εκδοτική) συνδέε ται με τον προοδευτικό μετασχηματισμό (κοινώνικοπολιτικό και οικονομικό) τηζ ελληνικής κοινωνίας, την αγάπη προς τα λαϊκά δημιουργήματα των πρωτοπόρων της Λαογραφίας (όπως ο Ν. Πολίτης, Στιλ. Κυριακίδης, Γ. Μέγας κ.ά.), τη διάδο ση των λαϊκών αναγνωσμάτων1 και, τέλος, το εμπορικό κέρδος που άφηναν αντέζ οι εκδόσεις. Οι πρώτες οργανωμένες λαϊκές εκδόσεις των πα ραμυθιών εμφανίζονται τη δεκαετία τον ’20.2 Εί ναι τομίδια μικρόσχημα, περιέχουν έναν αριθμό παραμυθιών ο οποίος κυμαίνεται από 30 έως 60, φτηνά στο χαρτί, στην εκτύπωση και χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για την αισθητική τους. Συ νήθως έχουν στο εξώφυλλο κάποια λιθογραφία, χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Αντίθετα οι μεταπο λεμικές λαϊκές εκδόσεις είναι βελτιωμένες γενι κά. Τα λαϊκά φυλλάδια τώρα κυκλοφορούν σε αριθμημένα τεύχη των 32 (συνήθως) σελίδων ή σε τομίδια των 160 και 180 σελίδων. Κάθε τεύχος περιέχει από ένα έως πέντε παραμύθια και, κά ποτε, για να συμπληρωθεί η τελευταία σελίδα, ένα ποιηματάκι. Η αισθητική τους εμφάνιση κά πως βελτιώνεται και αυξάνεται η εικονογράφη ση. Εκτός από το εικονογραφημένο εξώφυλλο, βρίσκουμε και εσωτερική εικονογράφηση, άτε χνη αλλά κάποτε πετυχημένη. Γενικά είναι έντυ
πα ευρείας λαϊκής κατανάλωσης και σε προσιτή τιμή.' Απευθύνονται κυρίως στα παιδιά, τηζ πρώτης και μέσης σχολικής ηλικίας, γεγονός με ευρύτερη σημασία για τη μόρφωση και κουλτού ρα του λαού. Στο μεσοπόλεμο (’20-’40), στην περίοδο κορύ φωσης των λαϊκών εκδόσεων, κυρίως μυθιστορη μάτων αισθηματικών, αστυνομικών, ληστρικών κ.ά.,3 έχουμε αρκετές τέτοιες εκδόσεις. Από τη «Λαϊκή Βιβλιοθήκη» του Μιχ. Σαλίβερου κυκλοφόρησαν σε τομίδια οι εξής σειρές: 0 Τα 52 παραμύθια του Λαού, 2) Τα 50 νέα παρα μύθια, 3) Τα 45 παραμύθια του Λαού, 4) Τα 36 παραμύθια του Λαού, 5) Το παραμύθι τ η ς Αλε πούς I κτός α;Γ αυτά κυκλοφορούν και μετα φράσεις ή διασκευές ξένων παραμυθιών,; όπωζ Σεβάχ ο Θαλασσινός, η Χαλιμά κ.ά. και όλα επανεκδίδονται πολλές φορές.
Από τη «Λαϊκή Βιβλιοθήκη» του περ. «Διάβασέ με» κυκλοφορούν σε πολλές επανεκδόσεις 1) Τα 32 παραμύθια, 2) Τα Μεγάλα παραμύθια, 3) Τα 22 παραμύθια, 4) Τα παράξενα παραμύθια, 5) Τα παραμύθια της γιαγιάς, 6) Ελληνικά πα ραμύθια, 7) Παραμύθια Χαλιμάς, 8) 60 Ανατο λικά παραμύθια. Ο Αριστοφ. Παπαδημητρίου την ίδια εποχή καθιερώνει τη σειρά «Λιθογραφημένα Λαϊκά», ήτοι 1) 35 παραμύθια, 2) 36 παραμύθια, 3) Πα ραμύθια Χαλιμάς. Επίσης, από τις εκδόσεις «Αύρα» των Σπυρ. και Ξενοφ. Λιναρδάτου και στη σειρά «Λαϊκή Βιβλιοθήκη» κυκλοφορούν 1) Τα 60 ανατολίτικα παραμύθια, 2) Τα μεγάλα παραμύθια, 3) Τα 30 παραμύθια. Απ’ όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει μια πλήρης καταγραφή και μελέτη αυτών των εκδόσεων. Αλλωστε η έρευνα σ’ αυτό το χώρο παρουσιάζει πολλές δυσκολίες, κάποτε ανυπέρβλητες. Ωστόαο, όπως μας βεβαιώνει ο Κυριάκος Κάσσης, οι πρώτοι εκδότες παραμυθιών σε φυλλάδια οι οποίοι άρχισαν τη δράση τους μέσα στην εικο°αετία του μεσοπολέμου, είναι οι Σαλίβερος, Παπαδημητρίου, Σκουτερόπουλος, Δημητράκος. Ασφαλώς είναι οι πρώτοι που προώθησαν το λαϊκό έντυπο στις μεγάλες μάζες του λαού και οπον παιδόκοσμο, γεγονός σημαντικό, παρ’ ότι όλη αυτή η εκδοτική παραγωγή -τεράστια σε όγ*ο και κυκλοφορία- θεωρείται παραλογοτεχνία. Στη μεταπολεμική περίοδο, κυρίως όμως στη δεκαετία του ’50, η λαϊκή παιδική παραλογοτεΧνία γνώρισε τη μεγαλύτερη άνθηση. Στην πλημΙΟιρίδα των ξενόφερτων κόμικς και εικονογρα φημένων5 αντέταξαν πολλοί εκδότες τις λαϊκές εκδόσεις των παραμυθιών. Έτσι, εκδίδονται και επανεκδίδονται συνεχώς -χωρίς να είναι δυνατή ή σκριβής χρονολογική παρακολούθηση των εκ δόσεων- παραμύθια ελληνικά και ξένα, λαϊκά *αι πρωτότυπα, λαϊκότροπα και διασκευές, εύ,V^a >διδακτικά, παιδαγωγικά, ηθικά, θαλασσιν<Τ Χριστουγεννιάτικα, πασχαλιάτικα, χειμωνιαΐιχα κλπ. Και όλα αυτά πέρα από τις συλλογές παραμυθιών και τα αυτοτελή βιβλία επώνυμων συΥΥραφέων και λογοτεχνών, που -βέβαια- δεν Μετατάσσονται στις λαϊκές εκδόσεις και που Αποτελούν ένα άλλο κεφάλαιο της Παιδικής Λο γοτεχνίας. j, ,^ ε τις λαϊκές εκδόσεις, μεταπολεμικά, αοχοήσηκαν δεκάδες εκδοτικοί οίκοι, όπου δεκάδες ^Χονογράφοι και συγγραφείς -επώνυμοι και !<ν",νυθσι όλων των επιπέδων πρόσφεραν τη ,Τμντασία Χους 0 λαϊκοεκδοτικός χώρος αφύΛ mVioc τη φιλοδοξία πολλών εκδοτών για κέρδος «ΐ'πολωρκία της βιβλιαγοράς. Δυστυχώς καμιά ν?f "’ίιι γύρω από τις λαϊκές εκδόσεις δι ν μας ν*1 τη δυνατότητα να μορφώσουμε ακριβή και I νολική εικόνα του χώρου που εξετάζουμε. Ση
μαντική, πάντως, είναι η προσπάθεια του Κ. Κάσση. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να έχουμε μια αρκετά καλή χαρτογράφηση του εκδοτικού χώ ρου που μας ενδιαφέρει. Ο εκδ. οίκος, που φαίνεται ότι ανανεώνει τις λαϊκές εκδόσεις των παραμυθιών, είναι η «Ά γ κυρα» του Απόλλ. Παπαδημητρίου. Στο διάστη μα 1947-54 κυκλοφορεί γύρω στα 358 τεύχη πα ραμυθιών σε σειρές και παράλληλα τα «Λαϊκά παραμύθια», «Τα νέα μας ωραιότατα παραμύ θια», καθώς και τομίδια των 160 σελίδων. Παράλληλα και την ίδια εποχή, ο «Αστήρ» των Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου εκδίδει μια σει ρά από 64 τεύχη λαϊκών παραμυθιών. Αυτή, η σειρά -που κυκλοφόρησε και σε 12 τομίδια -γνώρισε απανωτές εκδόσεις έως σήμερα και συ νεχίστηκε μέχρι τον αρ. τεύχ. 100, με το γενικό τίτλο «Εικονογραφημένα Παραμύθια Αστέρος». Ο Γ. Παπαδημητρίου, εξάλλου, στα μέσα της δεκαετίας του ’50 εκδίδει μεταφρασμένα ευρω παϊκά (κυρίως) παραμύθια σε σειρά που φτάνει τα 16 τεύχη. Από το 9ο όμως τεύχ. συνεχίζεται η έκδοση από τον εκδ. οίκο Αλεξ. Μιχαλακέα. Μετά το 1945, επίσης, από τις εκδόσεις Νικ. και Χαρ. Γερονικόλα εκδίδονται 34 τεύχη με πα ραμύθια «της Γιαγιάς», «του Παππού», «του Λαού», αλλά και παραμύθια από Άντερσεν, Γκριμ κ.ά. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο εκδ. οίκος Στ. και Δημ. Δαρεμά κυκλοφορεί μια σειρά από 60 τεύχη. Αφ’ ότου διασπάστηκε η εταιρία έχου με από τις «Εκδόσεις Στ. Δαρεμά» γύρω στα 140 τεύχη συνολικά και από τις «Εκδόσεις Δημ. Δα ρεμά» 120 τεύχη περίπου. Την ίδια δεκαετία κυκλοφορούν πολλές λαϊκές εκδόσεις παραμυθιών, που αρκετές επαναλαμ βάνονται μέχρι σήμερα ελάχιστα παραλλαγμένες. Είναι οι σειρές: «Πολύχρωμα λαϊκά παραμύ θια», εκδ. Καμπανά (τεύχη 32), «Παιδαγωγικά παραμύθια» Σπ. Λιναρδάτου (τεύχη 48), «Πρω τότυπα παραμύθια» εκδ. Δήλος (τεύχη 50). Το ρεύμα αυτό ακολούθησαν και άλλοι εκδ. οίκοι, όπως ο «Δωρικός», «Κύκλος-Χρυσά παραμύ θια», ο «Ρέκος» στη Θεσ/νίκη, καθώς και μεμο νωμένοι εκδότες, όπως ο Ν. Φοινινής (σειρά 64 παραμυθιών), Γ. Σπαχής (τεύχη 32), Τίτος Αι ν ε ί ς (υπολογίζεται ότι έγραψε πάνω από 1000 παραμ.) και πολλοί άλλοι, των οποίων η λεπτο μερής καταγραφή είναι πολύ δύσκολη -και ίσως ανέφικτη. Μετά από αυτή τη σύντομη περιπλάνηση μέσα σε εκδύσεις, ονόματα και αριθμούς μπορούμε να διατυπώσουμε κάποιες συμπερασματικές σκέ ψεις: Α. Οι λαϊκές εκδόσεις των παραμυθιών εντάσ σονται μέσα σε ένα γενικότερο ρεύμα στροφής των εκδοτών προς τα λαϊκά έντυπα, που απο βλέπουν να ικανοποιήσουν τη λαϊκή ψυχή με
52/αφιερωμα γνωστά θέματα και ήρωες από τη νεότερη ιστο ρία. Β. Η χαμηλή τιμή αυτών των εκδόσεων έδωσε την ευκαιρία να μπει το έντυπο σε κάθε μικροα στική και αγροτική οικογένεια. Έτσι τα «φυλλά δια των παραμυθιών» μαζί με τα ποικίλα κόμικς αποτελούν -μεταπολεμικά- την κύρια πνευματι κή τροφή των παιδιών. Γ. Από την άλλη πλευρά, η φτηνή εκτύπωση και η πρόχειρη εικονογράφηση έβλαψαν -λίγο ή πολύ- τις αισθητικές αντιλήψεις του αναγνωστι κού κοινού και συνέβαλαν στην επικράτηση της υποκουλτούρας και παραλογοτεχνίας. Ελάχιστοι είναι οι εικονογράφοι που σώζονται «αισθητι κά», όπως ο Νείρος, ο Ανδρεόπουλος, ο Βενετούλιας, ο Απτόσογλου. Δ. Για τη θεματολογία και τις πηγές αυτών των παραμυθιών μπορούν να γραφούν πολλά. Πρώτος κύκλος, ασφαλώς, είναι τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια (θρύλοι, μύθοι κλπ.), σε πλείστες παραλλαγές, στα οποία αυθαίρετα οι ανώ νυμοι -συνήθως- παραμυθιογράφοι των εκδοτι κών οίκων έκαναν αλλαγές και διασκευές. Δεύ τερος κύκλος είναι τα ανατολίτικα παραμύθια, κυρίως τα ινδικά και τούρκικα. Σχεδόν όλοι οι εκδ. οίκοι άντλησαν θέματα από τις «Χίλιες και μια νύχτες», τον Σιντύπα, τις ιστορίες του Νασρεντίν Χότζα κλπ. Τρίτος κύκλος είναι τα ευρω παϊκά παραμύθια (κατά κανόνα σε διασκευές) και κυρίως Άντερσεν, Γκριμ, Περό. Τέταρτος κύκλος είναι τα πρωτότυπα φανταστικά παρα μύθια Ελλήνων λογοτεχνών (όπως Πιπ. Τσιμικάλη, Τασίας Καλογρίδου, Ρούτσου, Τσουκαλά κ.ά.), των οποίων το όνομα τις περισσότερες φο ρές παραμένει άγνωστο. Ε. Το ύφος αυτών των παραμυθιών (πλην
εξαιρέσεων) είναι απλοϊκό κι όχι φροντισμένο. Η γλώσσα είναι η δημοτική (αν και οι πρώτες εκδόσεις του Σαλίβερου ήσαν στην καθαρεύου σα), όμως όχι η πλούσια λαϊκή: Και ο διδακτισμός είναι εμφανής σε όλες τις διηγήσεις. Στ'. Βασικά μοτίβα των ιστοριών είναι επεισό δια και περιπέτειες με βασιλόπουλα και βασιλο πούλες, πριγκίπισσες και πριγκιπόπουλα, μάγισ σες και δράκους, ορφανά και δυστυχισμένα παιδιά κ.ά. Έτσι συντηρούν έναν κόσμο εξωπραγ ματικό και -μάλλον- κακέκτυπο, και Ζ. Δεκάδες είναι οι συγγραφείς που ασχολή θηκαν με τις λαϊκές εκδόσεις και εκατοντάδες τα έργα τους, όμως λίγοι ξεφεύγουν από τον κατά λογο συγγραφέων της παραλογοτεχνίας. Ωστόσο, οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν αναι ρούν την αξία και την επίδραση που είχαν οι λαϊκές εκδόσεις στη διαμόρφωση της λαϊκής παι δείας, ως αντιστάθμισμα στα ξενόφερτα αναγνώ σματα. Ίσως μια κοινωνιολογική έρευνα θα έφερνε στο φως πολλά στοιχεία που -πιστεύομεεπηρεάζουν ακόμη και σήμερα την εθνική μαξ ζωή, λίγο ή πολύ.
Σημειώσεις: 1. Κ.Α. Κάσση: Το ελλ. Λαϊκό Μυθιστόρημα 1840-1940, 6 έκύ. 1983 2. Κ.Α. Κάσση: Παραλογοτεχνία στην Ελλάόα 1830-1980, Ιχώρ, 1985 3. Δ. Χάνον: Το αστυνομικό Μυθιστόρημα και ο περιοδικός τύπος, Αθήνα, 1980, επίσης 6λ. Μ.Γ. Μερακλή: Παραλο γοτεχνία (Ανάτυπο από το περ. Παρνασσός, τόμ. ΚΕ >· Αθήνα, 1983, και Γ. Βελουόή: Το σύγχρονο Λαϊκό Μυθι στόρημα, Αθήνα, 1977. 4. Όπ. σημ. 2, σελ. 35 5. Ν. Πλατή: Αβενιού Ιπποπατάμ γκρες-Ζουγκ λολογία, Υά κινθος, 1985.
26 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Με χιλιάδες βιβλία ιστορικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, οικονομικό, λεξικά κ.ά. από 30 δραχμές
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ ■Αριστοτίλους‘Ρ^ΕννατΙας 150 ΤΟ ΚΑΤΩΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αριστοιέλους6*Τηλ. 27.18,53 ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
ΚαρόλουΝιηλ3*Τηλ 23.97 lb Το μοναδικά παιδικά βιβλιοπωλεία
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ
Επιλογή βιβλιογραφίας ελληνικού παραμυθιού ( 1879- 1983)
-■
Η πιο άρτια βιβλιογραφία για τα ελληνικά πα ραμύθια είναι αυτή του Γ.Α. Μέγα, που περιέχεται στο βιβλίο του «Το Ελληνικό παραμύθι. Αναλυτικός κατάλογος τύπων και παραλλαγών *ατά το σύστημα Aarne-Thompson (FFC 184). Τεύχος Πρώτον. Μύθοι Ζώων. Ακαδημία Αθη νών. Δημοσιεύματα του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, αριθμ. 14. Αθήναι *978». Η βιβλιογραφία που ακολουθεί, περιλαμβάνει ιολία και περιοδικά, στα οποία έχουν δημοσιευθεί οι καλύτερες, κατά την προσωπική μας ^ώμη, συλλογές παραμυθιών.
Επιφανίου-Πετράκη Στέλλας. Λαογραφικά. Παραμύ θια της Σμύρνης. Βιβλίο Τρίτο. Εκδόσεις «Ιωλκός», Αθήνα 1967. Επιφανίου-Πετράκη Στέλλας. Λαογραφικά. Παραμύ θια της Σμύρνης. Βιβλίο Τέταρτο. Εκδόσεις «Ενώσεως Σμυρναίων». Αθήναι 1969. Ιωάννου Γιώργος. Παραμύθια τον λαού μας. Εικονο γράφηση Ράλλης Κοψίδης. Εκδόσεις Ερμής. Αθήνα 1979. Κάσσης Κυριάκος Δ. 125 Λαϊκά παραμύθια από τη Μάνη σε αυθεντική λαϊκή αφήγηση. Τόμος Α.' Αθήνα 1983. Kretschmer Paul. Der heutige Lesbische Dialekt. Wien 1905.
α βιβλία ^ '■ o y i a
Ελληνικών Παραμυθιών. 8ο Φεστιβάλ
t -θΔΗΓΗΤΗ. Εκδόσεις «Οδηγητής». Αθήνα 1982. , 0λΛ 11^
Μ ηνάς Αλ. Οι Ελληνικές παραλλαγές για
X(ll Οακοκτόνο ήρωα (Aarne-Thompson 300, 301 A o “ λ Π αραμυθολογική μελέτη. Διδακτορική δια-
t
*■ 0Τ1· Ιωάννινα 1982.
Μηνά Αλ. Καρπαθιακά παραμύθια. (Με 8ών ίυϊ ^ Έ Μερακλή). Ανάτυπον εκ των «ΚαρπαΟιαΜελετών». (Τόμ. Λ' 1979). Αθήναι 1979. Ν· Χ ιώ τικα παραμύθια. Συλλογή υλικού -
Απόδοση - Εικόνες του-, 1978. .
**·Μ. Forty-five stories from the Dodekanese, bytranslated from the Mss. of Jacob Zarrafris T ^ r ‘""bridge 1950. •''Κ. ,<| ? ^ 7 Π,Τ9,'ι κ,1 Στέλλας. Λ α ο γρα φ ικ ά της Σμύρl% (, ' ° Δεύτερο. Π αραμύθια και άλλα. Α θήνα
Λιανίδη Σίμου. Τα παραμύθια του Ποντιακού λαού. Εκλογή. Κείμενα - Νεοελληνική μετάφραση - Κατάτα ξη. Περιοδικό «Αρχείον Πόντου», Παράρτημα 5. Αθήναι. Τυπογραφείον Μυρτίδη 1962. Δουκάτου Δημητρίου Σ. Νεοελληνικά λαογραφικά κεί μενα. Βασική βιβλιοθήκη «Αετού», αριθ. 48. Εκδοτ. οίκος: Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου. Αθήναι 1957. Μέγα Γ.Α. Ελληνικά παραμύθια. Εικόνες Φωτίου Κόντογλου και Ράλλη Κοψίδη. Έκδοοις πέμπτη επηυξημένη. Εκδόται Ι.Δ. Κολλάρος και Σία. Αθήναι 1977. Μέγα Γ.Α. Ελληνικά παραμύθια. Εικόνες Ράλλη Κο ψίδη. Σειρά δευτέρα. Εκδόται Ι.Δ. Κολλάρος και Σία. Αθήναι 1978. Μουσαίου-Μπουγιούκου Καλλιόπης. Παραμύθια του Λιβιαιού και της Μάκρης. Σχέδια Μαριάννας Ν. Κουτούζη. Πρόλογος Γ.Α. Μέγα. Σχόλια Μ.Γ. Μερακλή. Μετάφραση σχολίων Οκτάβιου Μερλιέ. Εκδόσεις Κέν τρου Μικρασιατικών Σπουδών. Αθήνα 1976. Πέρδικα Νίκη Λ. Σκόρος. Τόμος II. Μνημεία του λό γον του λαού. (Δαογραφικύν βραβείον Ακαδημίας
54/αφιερωμα Αθηνών). Εικονογράφηση της δίδος Μαρίας Καλλάρη: Εκδόσεις «Αετός». Αθήναι 1943. Pio Jean. Νεοελληνικά παραμύθια. Contes populates grecs publics d’ apres les manuscrits du Dr. J.-G. de Hahn et annot0s par Copenhague 1879.
Gabe Mirkin, M.D καί
Marshall Hoffman
H, ΠΡΟΛΟΓΟΙ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Π ανεπιστήμιο Αθήνας
ΜΕΤΑ·PAEH
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΘΗΒΑΙΟΥ Ια τρ ο ύ Παθολόγου
επιλογή
Ρήγα Γεωργίου A. Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός. Τεύχος 8: Δημώδεις διηγήσεις. Παραμύθια - Ευτράπελοι διη γήσεις - Μύθοι - Παραδόσεις. Έκδοση Εταιρείας Μα κεδονικών Σπουδών. Θεσσαλονίκη 1962.
ΑΘΛΗΤΙ ΑΤΡΙ ΚΗ ΒΑΣΙΛΗ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
μια παραψορη περιπέτεια της γλώσσας
Σακελλαρίου Αθανασίου Α. Τα Κυπριακά ήτοι Γειογραφία, ιστορία και γλώσσα της νήσου Κύπρου από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον υπό -, Τόμος Δεύτερος. Η εν Κύπρω γλώσσα. Εν Αθήναις 1891. Σταματιάδου Επαμεινώνδα I. Σαμιακά ήτοι Ιστορία της νήσου Σάμον από των παναρχαίων χρόνων μέχρι των καθ' ημάς. Τόμος Πέμπτος. Εν Σάμω. Εκ του ηγε μονικού τυπογραφείου 1887. Φραγκάκι Ευαγγελίας Κ. Το Κρητικό Παραμύθι. (Με λέτη και συλλογή). Αθήνα 1952.
ΛΟΥί-ΦΕΡΝΉΝΑΝ ΣΕΛΙΝ: Από Τον 'Εναν Πύργο Ο Άλλος. Μετάφρααη-χρονολόγιο-σημειώσεις Αχιλλέα Αλεξάνδρου. Αθήνα, Γνώση, Ι9Η4. Σελ. 444
β' περιοδικά κηιετΗΜΟΝίκκΐ κκΛοεκιε γρ. παριειανοι: ΑΘΗΝΑ 1985
Αρχείον του θρακικού λαογραφικού και γλωσσικού θησαυρού. Τριμηνιαίον περιοδικόν σύγγραμμα εκδιδόιιενον υπό επιτροπής Θρακών. Διευθυντής Πολ. Παπαχριστοδούλου. Τόμ. 1-39 (1934-1976). Εν Αθήναις· (Από το τεύχος 34 (1969) ο τίτλος: Αρχείον Θράκης)· Αρχείον Πόντου. Σύγγραμμα περιοδικόν υπό της επι τροπής Ποντιακών μελετών. Τόμ. 1-36 (1928-1979). Εν Αθήναις. Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας. Τόμ. Α - Ε ' (1883-1900). Αθήναι. Ζωγράφειος Αγών ήτοι Μνημεία της Ελληνικής αρχαιύτητος ζώντα εν τψ νυν Ελληνικό» λαώ. Τόμος A 1891. - Τόμος Β' 1896. Εν Κωνσταντινουπόλει. Θρακικά. Τριμηναίον επιστημονικόν σύγγραμμα ιδρτ)j θέν και εκδιδόμενον υπό του εν Αθήναις Θρακικού Κέντρου. Τόμ. 1-47 (1928-1974). Αθήναι. Κυπριακοί Σπουδαί. Δελτίον της Εταιρείας Κυπρί®' καιν Σπουδών εκδιδόμενον υπ’ αυτής τη επιμελείρ Α· Αιμιλιανίδου, Π. Δικαίου, Α. Ιντιάνου, Κ. Σπυριδάκι· Τόμ. 1-45 (1937-1981). Λευκωσία. Λαογραφία. Δελτίον της Ελληνικής Ααογραφική? Εταιρείας κατά τριμηνίαν εκδιδόμενον. Τόμ. (1909-1981). Αθήναι. Νεοελληνικά Ανάλεκτα περιοδικώς εκδιδόμενα υπό του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσού» επιοτασώ πενταμελούς επιτροπής. Τόμος Α' 1870 - Τόμος Β 1874, Εν Αθήναις. f'S 3 Ο Νουμάς. Εφημερίς πολιτική, κοινωνική, φ&όλ' κή. Διευθυντής Δ.Π. Ταγκόπουλος. Έτος Γ1 1905'-' Έτος Δ ' 1906. ' * 1 s
«Τώρα δεν πρόκειται ούτε για κυρίες ούτε για υπόθεση ΝτρέυΦους!... πρόκειται για μένα... να εκτιμηθουν τ αριατουργήματά Μου!... τ’ αθάνατα βιβλία μου που κανείς πλέον δε διαβάζει... πά νω στη φόρα της ολοκληρωτικής τους φρικαλεότητας δεν κάνουν πια λογαριασμό!... σίγουρα, είναι γεμάτη η κάβα τους από Γίγαντεζ της πένας!... πολύ πιο υπέροχους από μένα!... που τους λένε Παιδεραστές! που τους λένε ποινικούς! που τους λενε φασίστες!... Που τους λένε Αλγερίνους παρτιζάνους... που τους λένε τρελούς ααδιστές!... που τους λένε φιλοσοβιετικούς! πληθώρα από μεγαλοΦΡίες!... μεγαλοφυίες μωρά!... μεγαλοφυές ραμολί!... μεγαλοΦθίες θηλυκές!... μεγαλοφυίες τιποτένιες!1»... Γραμμές του Λουί'Μι.ρντινάν Σελίν, κατά κόσμον Αουί-Φερντινάν Ντετούς (27,5.1894 - 1.7.1962). απ' το πρώτο μέρος της Τριλογίας του: Απ' Τον 'Εναν Πύργο Ο Άλλος - Βορράς - Ριγχοντόν. ‘-‘ωΐιυητος κιΧΤ(ί0Χάς ο ουγγραη εας απ τον λίβελό του -τον δεύτερο Μεταξύ τριών- Bagatelles pour ιin ?*assacre2 εναντίον των Εβραίων, “έλος που εκδόθηκε στο Παρίσι ° 1937, γίνεται ανεπιθύμητος τόσο Π την Αριστερά όσο και απ’ την εζιά· μετά την εισβολή των στρα βωμάτων του Χίτλερ στην Γαλλία ^Ί'εργάξεται με τους κατακτητές, αθως και μΕ την «χυβέρνηση» του Οοδότη στρατηγού Πεταίν στο Βι-· ’ ^ετά την απόβασί] του Συμμαχικού Στρατού υπό τον αμερικανό τμαιηγό ΙΙάττον στΐ|ν Νορμανδία, |Β ς 6.6.1944, η «Κυβέρνηση του Με τον «πρωθυπουργό·· της 11 ,<ΙΛ μεταφέρθηκε απ’ τους Γεργούς στο Ζήγκμαρίνγκεν αιχαεί'ΐτη. Μαζί κι ο Σελίν. Μι ττ|ν , ζυγό του Λυοέτ (Λιλή) Λλμαζόρ
και τον γάτο τους Μπεμπέρ. Το 1945 καταφεύγει στην Κοπεγχάγη. Εκδίδεται ένταλμα συλλήψεώς του για εσχάτη προδοσία. Αν και συνελήφθη, οι Δανικές Αρχές δεν τον εξέδωσαν. Στην Γαλλία επέστρεφε μετά από διάφορες, δικαστικές και μη. περιπέτειες το 1951, όπου και άρχισε να γράφει την τριλογία του. Το πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1957- το τελευταίο δεν πρόλαβε να το καθαρογράψει - δημοσιεύθηκε μόλις το 1969. Το μυθιστόρημα Απ' τον Έναν Πύργο Ο Άλλος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ταξίδι1 -γνώριμο θέ μα του συγγραφέα απ’ τα 1932, όταν δημοσίευσε το Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας- του καταδικα σμένου, βάσει του άρθρου 75 του Ποινικού Κώδικα (νόμος της
29.7.1939), σε θάνατο Σελίν, που αρχίζει απ’ την Μονμάρτρ και τε λειώνει στο Ζήγκμαρίνγκεν, όπου βρέθηκε όπως πιστεύει, επειδή και μόνο υπήρξε αντισημίτης. Στο έργο -μερικοί, λαμβάνοντας υπόψη τους περισσότερο τον κατοπινό του Βορρά, το αποκαλούν χρονικό, όπως λ.χ. ο Ντεκάβ4 και ο Μάρ τιό5- ο Σελίν παρουσιάζει τον εαυ τό του και την Ιστορία, εκθέτει μια σειρά αποκαλυπτικών, τουτέστιν δίχως μάσκα, πορτρέτων διαφόρων υπουργών, των συζύγων τους και των συνεργατών τους, και προ πάντων το πορτρέτο του «πρωθυ πουργού» Λαβάλ, ο οποίος τουφεκίστηκε αργότερα απ’ τους συμπα τριώτες του στην ελεύθερη Γαλλία υπό συνθήκες, που δεν διευκρινί στηκαν. Περιγράφει επιπλέον τη μοίρα του και την -κοινή- μοίρα της γυναίκας του στις φυλακές και τ’ ανακριτήρια' την μυστική επι στροφή του στο Παρίσι- την εγκα τάστασή του στο Μεντόν-συρ-Σεν, όπου θα ζήσει ώς τον θάνατό του ως ιατρός φτωχών -όπως άλλωστε ξεκίνησε και τη συγγραφική του καριέρα-, πικραμένος και απογοη τευμένος από τα πάντα, και θ’ ασχοληθεί με τ’ «αηδιαστικά» απομεινάρια των αναμνήοεών του και με τους τελευταίους ασθενείς του, που είχαν το θάρρος κι επέδειξαν την τόλμη να τον επισκέπτονται στο ιατρείο του.
56/οδηγος
Λ ονί Φερντινάν Σελίν
«Έχω νέα για τους κλέφτες μου, ενημερώνομαι, ευημερούν! Έχουν επωφεληθεί απ’ το έγκλημα!... ο πράκτορας Ταρτρ, λοιπόν!... στα γόνατά μου κατά την Κατοχή, έγινε είδωλο της Νεολαίας, Μέγας Τσά ρος του μπλα-μπλα!... αναίσθητος, μούρη, μαλακός κώλος, παχάκια! γυαλάκια, αρώματα, τα πάντα! μείγμα από Μωριάκ και μουνόψειρες!... μικρή δόση από Κλωντέλ, από Νανισμό και ρονρόν γατίσιο ατέλειωτο! εύθραυστα μπασταρδέματα!... μπάτσοι και η Πανούκλα! το έγκλημα να πληρώνεται!...»6 Οι εικόνες που σχεδίασε ο Σελίν για κάμποσους συγχρόνους του, ξενί ζουν, είναι εκτός περιγραφής· ιδού τι λέει για τον επιτελή του εκδότη τού Γκαλιμάρ: «...ο ίδιος μούμια και τα δυνατά του εμβλήματα! κι οι δύο χιλιάδες συγγραφείς του σκλά βοι! και ο Λουκούμ ( = ο Ζαν Πωλάν) να κλαίει!... ο Λουκούμ του! μαζί!... μαζί!... ο ευνούχος της επι χείρησής του! ο αχόρταγος, το τέ ρας! στόμα γυμνοσάλιαγκα, άγριο με τα σκατά, δεν αφήνει τίποτε! τα σκατά είναι μέσα σε σαλόνι; ας εί ναι! χοπ! πέφτει μπρούμυτα, ο γλοιώδης! και τρώει! το χοντρό κύ μα των σάλιων, που έρχεται, του βγαίνει! και τα καταπίνει όλα!... τέτοιος που είναι!»7 Ασύγκριτη ακολουθία εικόνων, μείγμα απο τρόπαιου και μαγευτικού, μια τε ράστια εναλλαγή κρίσεων και παύ σεων με θαυμαστικά: απειλές, κα ταστροφές, πόλεμοι, ταραχές, σκατολογία, χτύποι και χτυπήματα, χυδαιολογία και πεσσιμισμός. Ύφος πλουσιότερο σε οργή και χλεύη, σε δυσφήμηση, παρανοήσεις και κατηγορίες δεν ξανάγινε, απ' όσο γνωρίζω. 'Οταν πέθανε ο Σε
οδηγος/57 λίν ανέπνευσε με ανακούφιση όλη η λογοτεχνική Γαλλία. «Ο βίαιος -εντούτοις- νεκρός Σελίν» (κατά την έκφραση του Χένρυ Μίλλερ) υπήρξε αναμφίβολα ο πρόδρομος των Σαρτρ, Λιμέ, Νιμιέ, Κενώ, Καιρόλ και Μπλοντέν, ο εμπνευστής της Λαζαρίνικης Λογοτε χνίας,8 που δεν μας κληροδότησε -για να χρησιμοποιήσω την έκφρα ση του Τέοντορ Αντόρνο- κανένα αισθητικό πρόγραμμα και τίποτα για τους αισθητιστές, αλλά μόνο μια litt6rature noire, συνώνυμη μαρτυρία μιας βαθύτατης απογοή τευσης για τον κόσμο και τους αν θρώπους και επώνυμη σαρκαστική αμφισβήτηση των πάντων. Ο Ανρί Γκοντάρ,9 προλογίζοντας την έκ δοση της τριλογίας από την Πλειά δα, γράφει ότι όλες οι εικόνες του Σελίν έχουν κάτι το τεράστιο, το παράξενο, το φανταστικό, ή κάπο τε την αναπάντεχη ομορφιά, για να αποτελέσουν έτσι την ιδιάζουσα έκφραση ενός κόσμου, όπου ο πό λεμος κατέλυσε κάθε κανόνα, κάθε μέτρο και κάθε λογική. Γι’ αυτό ο συγγραφέας δεν φείδεται χαρακτη ρισμών προκειμένου να περιγράφει τις καταστάσεις πολέμου. Ξεκινά πάντοτε από πραγματικά γεγονό τα, μετέρχεται πάμπολλες παρεκ βάσεις, τα μεταπλάθει, τα αναδη μιουργεί, μπαίνει κι ο ίδιος μέσα, γίνεται πραγματικά ένα με το έργο του. Έτσι πετυχαίνει ν’ αποδώσει σε υψηλότατους τόνους την κατά λυση της «τάξης», τη γενική ανηθικότητα, την κανονική διάλυση των πάντων μέσα απ’ τα βιώματά του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε η πρότερον οραματική γίνεται εν τέλει ρεαλιστική ποίηση της πτώσης, της παρακμής και του γενικού εκ φυλισμού. Ο Χάιστ10 ομιλεί για αυτοπαράδοση στα νύχια του φα σιστικού νιχιλισμού, ο Μπλαίκερ11 για μίσος ενάντια σε καθετί γήινο και κοσμικό, ενώ ο Μπώορερ12 για το πάθος της αυτοκαταστροφής. Γράφοντας ο Σελίν για τον εαυτό του και τον κόσμο με ήχους οξείς και κρότους, όντας απολογητής του Ναζισμού, αλλά και ένας ση μαντικός όσο και ιδιότυπος χρονι κογράφος του εθνικοσοσιαλιστικού φαινομένου, καταφέρνει να αρ θρώνει έναν λόγο άφατα πολεμικό, και συνάμα λόγο-άρνηση πάσης παραμυθίας. Ο Σελίν είναι ένα φρικτά και ηθελημένα απαρηγόρη το «θύμα» του φασισμού (του), απ' την εποχή κιόλας που εξέδωσε το
-fiction tiree du reel κατά την έκ φραση του Λεόν Ντωντέ- αρι στούργημά του Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας και τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα της ξεπεσμένης γαλλι κής λογοτεχνίας. Διότι, πιστεύω ότι δεν έγινε καμιά στροφή εκ μέ ρους του προς τον Φασισμό13 μετι την έκδοση, στα 1937, του δεύτε ρου αντισημιτικού του λιβέλου, αλ λά ότι προϋφίστατο απ’ τα χρόνια της «αναγνώρισης» και της «δό ξας» του, ως έκφραση του σκόπι μου πρωτογονισμού του και της ανικανότητάς του προς το φιλοσοφείν.14 Ο Σελίν κινήθηκε ευθύς εξ αρχής ανάμεσα στ’ ακρότατα όρια διαφόρων εκκρεμών: του Μιλιταρι σμού, του Πατσιφισμού, του Φασι σμού, του παγκόσμιου πολιτισμι κού πεσσιμισμού· η κίνησή του κα τέληξε να είναι Αντισημιτισμός,15 σταθερός, δίχως επιταχύνσεις, χω ρίς επιβραδύνσεις: κίνηση-απότοκο μιας συνειδητά ακραίας επιθετι κότητας, με την οποία ο συγγρα φέας χλεύασε ακόμα και τον εαυτό του και υπερασπίστηκε μέχρι τέ λους τις προσλήψεις του. Για την παρουσία και τον ρόλο του αφηγητή στο έργο του Σελίν δεν θα επεκταθώ, αφού στο τέλος του υπό παρουσίασιν βιβλίου υπάρχουν εκτενή αποσπάσματα απ’ τον πρόλογο του Ανρί Γκον τάρ, όπου διαλαμβάνονται ικανά περί της αφηγήσεως και του αφηγητού. Θα αναφερθώ μόνο στο ότι ο Σελίν, κάνοντας το oeuvre του παραλλαγή της γήινης κόλασης Χαι της ακοσμίας του κόσμου, μπόλια σε την Γαλλική λογοτεχνία με την αργκό του και της ξανάδωσε το συ ναίσθημα, πού ’χε από χρόνια απωλέσει καθώς είχε περιπέσει στο βούρκο του αισθητισμού, ί 01 την ικανότητα του ομιλείν- κι όχι μόνο αυτά, αλλά την απάλλαξε art τα ποικιλώνυμα φορμαλιστικά ψευδοπαίγνια και τα δεσμά του μ6" ταπρουστικού -ας μου συγχωρηθ61 ο όρος!- ψυχολογισμού, και την ενέταξε, έστω και βιαίως, στην προβληματική των καιρών και τηζ κοινωνίας (του). Η μετάφραση του έργου έγινε από τον Αχιλλέα Αλεξάνδρου· Πρόκειται περί θαυμασίας ιτ'Υ11 οίας, τόσο σπάνιας στους χαλεπούς και όχι μόνο μεταφραστικά! - και ρούς μας. Ο μεταφραστής' εξόρυ»1 όλο τον πλούτο του λεκτικού ορυ χείου του Σελίν, βρίσκοντάς μάλι στα με μοναδική ακρίβεια οικείους
τύπους, για να μεταφέρει την λοξή αργκό του συγγραφέα στη γλώσσα μας και ν’ αποδώσει ένα ύφος δύ στροπο και μια μουσική μίσους για τον κόσμο -όπως δηλαδή θα τό ’θελε κι ο πιο απαιτητικός αναγνώ στης. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μιαν απ’ τις καλύτερες μετα φράσεις των τελευταίων χρόνωνκαι τούτο εγγράφεται στα (πολλά) θετικά των εκδόσεων Γνώση. Μόνη αντίρρησή μου: έπρεπε να γίνει έλεγχος της προφοράς των πολλών γερμανικών λέξεων του κειμένου, ώστε να μεταφερθούν σωστά με ελ ληνικά στοιχεία· ή να παρέμεναν ως είχαν και να ακολουθούσε υπο
μνηματισμός. Η εν λόγω αντίρρη ση, πάντως, δεν στερεί τίποτα απ’ τον ανεπιφύλακτο -το επαναλαμ βάνω- έπαινο της μετάφρασης. Το χρονολόγιο, οι σημειώσεις και ο πρόλογος του γάλλου σχολιαστή στο επίμετρο του βιβλίου συντε λούν ώστε να έχουμε μιαν άρτια έκδοση. Και δυο γραμμές για τις εκδόσεις Γνώση (ή για οποιονδήποτε φιλόδοξο εκδοτικό οίκο): Εί ναι ανάγκη να μεταφραστεί κάποτε και το Ταξίδι στην Άκρη της Νύ χτας. Γαλλομαθείς υπάρχουν, και πολλοί και καλοί. ΓΙΩΡΓΟΣ Δ. ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
σημειώσεις 1. Λουί-Φερντινάν Σελίν: Από Τον Ένα Πύργο Ο Άλλος, σελ. 53. λ. Έργο που έχει μεταφραστεί στα ελ ληνικά: Μακελειό, εκό. Γράμματα. 3· W. Heist: D’ un ch&tcau Γ autre στα Frankfurter Hefte, 16, 1961, σελ. 259. 4 P. Descaves: Nord, στην La Table Ronde, 154, Οκτώβριος 1960, σελ. 183. 5. R. Marteau: Nord, στο Esprit, 28, I960, σελ. 2137. 6 . Λουί-Φερντινάν Σελίν: ό.π. σελ. 18. 7. ό.π. σελ. 42. 8. F Glaeser: Die Beichtc eines Verzwcifeltcn στην Die Kullur, 155, Σε πτέμβριος 1960, σελ. 10. 9. Λουί-Φερντινάν Σελίν.· ό.π. σελ. 410. 10. θ'· Heist: Aus dcm Nichts fiihrt kcin Wcg zuriick. Bcmcrkungcn zum Nachkriegswcrk von Cilinc στα Irankfurter Hefte, 16, 1961, σελ. 250. 11. Gunter Blocker: Nord, εφημερίδα
Siiddeutsche Zeitung, 12113.4.1969. 12. Karl-Heinz Bohrer: Nord, εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, 26.4.1969. 13. Κατά τους P. Audial: Voyage au bout de la nuit, στην Revue de Fran ce, 1, 1933, σελ. 327- και G. True: L’ art et la passion de Luis-Ferdinand Ciline, στην Revue Hebdomadaire, 7, 1938, σελ. 551. 14. Παρβλ. και Maurice Nadeau: Le cas C61ine στα Les Lettres Nouvelles, 5, 1957, 2, σελ. 345 επ. 15. Για τον αντισημιτισμό τον Σελίν βλέπε το άρθρο του L. Poliakov: Le cas Luis-Ferdinand Cilinc et le cas X. Vallat στον Le Monde Juif, Φε βρουάριος 1950· ομοίως βλέπε W. Heist: Genet und andere. Exkurse fiber cine faschistische Literatur von Rang, 1965, σελ. 79-92■ ο γαλλομα θής αναγνώστης ας ανατρέξει τόσο στο βιβλίο τον Ρ. Vandromme: Ciline, Paris, 1963, όσο και στο αφιέρω μα τον περιοδικού L' Herne για τον Σελίν (1963).
,^ογ-^Α .ο ·. Ί*
)
Φ Ο Α ΙΑ
Τ<ΐΥ
ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΗΜΙΟΡΟΦΟ
ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 25-29 ΣΤΟΑ ο 3201703-0229560 ΑΘΗΝΑ 10564
πλαίσιο ΓΙΑΝΝΗ
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ: Έξι φάσεις κάποιας νύχτας κι ένα ξημέρωμα. Αθήνα, Μικρά Κείμενα, 1984. ΟΙ λέξεις, οι φράσεις, αδυσώπητη συντριπτική πλημμυρίδα. Οι αναφορές βλήματα που διαπερνούν το συγκεκριμένο για να απλώσουν μαζί του σαν λεκές υγρού πάνω στο βαμβακερό τραπεζομάντηλο. Ίδια όπως το «εγώ» του ποιητή γίνεται από τη μονάδα αριθμός με πολλά ψηφία. Και ψηφίδες. Τις ψηφίδες οι οποίες μεταβάλλουν το ασυνείδητο σε συνειδητό και αντίστροφα.. Ωστε, εν τέλει, η ποίηση του Γιάννη Θαλασσινού, στις «Έξι φάσεις» της, να σηματοδοτεί τον σύγχρονο τρόμο του ατόμου πάνω στο χειρουργικό τραπέζι μιας ζωής που έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του. ΠΑΝΤΕΛΗ ΛΙΣΑΡΗ: Η μηχανή. Αθήνα, Διογένης, 1984. Σελ. 27. ΤΟΥΣ υπαρξιακούς ιμάντες (έτσι όπως τους σηματοδοτεί η σύγχρονη γνώση) αναζητά και ψηλαφεί στη «Μηχανή» του ο Παντ. Λισάρης. Με έναν ποιητικό λόγο ελισσόμενο ανάμεσα στη φυσιολαγνεία, τις φανταστικές αποχρώσεις, τις φευγαλέες παραπομπές στον ιστορικό χρόνο και τις μορφές σκέψης του. Και οι σπασμένες εικόνες, οι σπασμένες πνευματικές οδύνες μέσα στις εικόνες, μοιάζουν να χάνονται χωρίς κατάληξη, αρπαγμένες σ’ αυτό το αέναο εργοτάξιο. 'Ωσπου, το τελικό ποίημα του τομιδίου, φαίνεται να δίνει μια
58/οδηγος
οδηγος/59 τ
η «αλήθεια» και ο αγώνας του Φορτεμπράς ελληνικό θέατρο ΦΩΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ: Επιλογή Κ ρ ο κών Άρθρων. Θεατρικά. Αθήνα, Ίκαρος, 1984. Τόμος A ' ο(λ. 329Τόμος Β ' οελ. 272.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν μέσα τους την «αλήθεια» (είτε από θεία φώτιση και πίστη, είτε από ανθρώπινη γνώση και υπερη φάνεια), και άλλοι που ψάχνουν και αμφιβάλλουν συνέχεια. Αυ τοί που αγωνίζονται και αυτοί που πάσχουν. Κι όταν κρίνουν, οι πρώτοι, λένε τι πρέπει ή τι έπρεπε να είχε γίνει (σύμφωνα με την εικόνα που έχουν ήδη διαπλάσει), ενώ οι δεύτεροι μετρούν τη συγκεκριμένη πράξη στα πλαίσια που η ίδια θέτει. Ο Φώτος Πολίτης είναι άγνωστο (σ’ όσους δεν τον γνώρισαν προσω πικά) το πού ανήκε σαν άνθρωπος. Η θέα, όμως, για το πού ανήκε σαν άνθρωπος του θεάτρου και σαν κριτικός, είναι, αντίθετα, προσιτή σε κάθε ενδιαφερόμενο. Χάρη στα ίδια τα κείμενά του, που βρίσκον ται σκόρπια σε διάφορα έντυπα της εποχής του. Και ένα μεγάλο μέ ρος από τα οποία παραδίδεται τώ ρα πια συγκεντρωμένο, σε μια έκ δοση σημαντική, τόσο για την «αποκάλυψη» της σκέψης του, όσο και για την οριοθέτηση του θεά τρου - κυρίως στην Ελλάδα - των πρώτων δεκαετιών του αιώνα. Αλ λά, ακόμη, και γιατί, συμπερασμα τικά, μπορεί κανείς ίσως να διαγνώσει τις «αλλαγές πορείας» που σ’ ένα βαθμό πέτυχε να επιφέρει η -δυναμική- σκέψη του κι ο αγώνας του σ’ αυτό το θέατρο. Μια λογοκριμένη- προπολεμική έκδοση επιλεγμένων άρθρων του, καθώς και μιι« άλλη μεταπολεμική, των μέσων της δεκαετίας του ’60, είναι και οι δυο εξαντλημένες και δυσεύρετες, άρα «μη υπάρχουσες» για το ευρύτερο κοινό.
Από τα κείμενά του αυτά, λοι πόν, φαίνεται πως ο Φώτος Πολί της, σαν θεατρικός κριτικός δεν ήταν Αμλέτος. Ήταν Φορτεμπράς. (Κι αποτελεί «τραγική ειρωνεία» το ότι πέθανε, μόλις στα 44 του, δί κην Αμλέτου, όταν κυριαρχούσε στυβαρά, σαν Φορτεμπράς, στο «θρόνο» του Εθνικού Θεάτρου. Ενός θεάτρου, τη δημιουργία του οποίου πολέμησε με σθένος. Αλλά και η «οικοδόμηση» του οποίου οφείλεται κατά βάση σ’ αυτόν...). Η σκέψη του και η κρίση του ξεκι νούν σχεδόν πάντα από μια «δεδο μένη», για τον ίδιον, θέση και κο σμοθεωρία γύρω από το θέατρο και τη θεατρική πράξη. Και με βά ση τούτη τη θέση γίνεται κριτής έρ γων και παραστάσεων, αντιλήψεων και καταστάσεων. Τη θέση του δεν διστάζει, άλλω στε, να την εκφράσει με χαρακτη ριστικότατα λόγια, δίνοντας έτσι το «στίγμα» που διέπει τη θεατρική του κρίση. (Και πολύ σωστά, ο Νί κος Πολίτης, που είχε τη φιλολο γική επιμέλεια της έκδοσης, τα πε ριλαμβάνει και τα τονίζει στον Πρόλογό του). Είναι ο συνεχής, ο
αδιάλειπτος, ο σκληρότατος *αί αχάριστος αγών της όιαψωτίσεωζ τον κοινού, η αδιάκοπος προσπά θεια προς αφύπνισιν της σκέψειοζ και των υψηλών ορμών τον πλη σίον μας. Μια τέτοια θέση, όσο κι αν κοι νωνικά εμφανίζεται απόλυτα δι καιωμένη, μπορεί εύκολα να πβ0' καλέσει κάποιον αντίλογο. Αφου θέλει τον Φώτο Πολίτη να τοποθε τεί τον εαυτό του στην όχθη Τ(ϋν «διαφωτιστών», γνώστη της απόλυ της «αλήθειας», (και η απολυτότη τα ορισμένων κρίσεων του συνηγο ρεί σχετικά), του «φωτός» που ° ίδιος κατέχει και νιώθει τον πόθ° να μοιραστεί, αυτός ο «αφυπνισμέ νος». Αλλά η ερμηνεία της, τουλά χιστον στην ακραία όψη της, εινβι υπερβολικά κακόπιστη για να γίν£1 δεκτή. Γιατί ο Πολίτης, διαθέτον τας και την απαραίτητη γνώση, έχει τη δυνατότητα, (όπως -πάντο τε- φαίνεται από τα κείμενά του), να ξεπερνά το επίπεδο της συναι σθηματικής εντύπωσης και να ανΤΙ μετωπίζέι περισσότερο σύνθετα τα πράγματα και τους ανθρώπου^ Χωρίς να εγκαταλείπει την πρόσω πική του «αλήθεια», «διαβάζει» °c βάθος το θεατρικό «γ(γνεσθ^Μί;$?~· 4 · 1 το θεατρικό «υπάρχειν», παρά τι Λ διαθλάσεις που του δίνουν οι συ' τεταγμένες της ιποχής τού; Ακριβώς, όμως, όπως διν μπορώ να αποδισμευτεί ο Πολίτης απσ τι. · συντιταγμένες της ιποχή, του, δ1' j είναι κατανοητό να αντιμετωπι
στούν τα κείμενά του έξω από αυ τές. (Άλλωστε, και στην έκδοση, σε συντριπτικό ποσοστό τα άρθρα του αναφέρονται περισσότερο σε καταστάσεις παρά σε συγκεκριμένα θεατρικά συμβάντα, ενώ και οι όποιες αναφορές σε τέτοια συσχε τίζονται απαρέγκλιτα με τον περί γυρο και -έμμεσα- το ιστορικοκοινωνικό του «φόντο»). Το θέα τρο στην Ελλάδα, την εποχή του Πολίτη, απευθύνεται σε ένα σχεδόν προκαθορισμένο κοινό, είναι κατεξοχήν αστικό και κατά βάση τέχνη για διασκέδαση, με τον τυχόν προ βληματισμό του να απευθύνεται κυρίως στα αισθήματα. Η κατανο μή και η δομή των θεαμάτων ελάχι στες ευκαιρίες σοβαρής αντιμετώ πισης τους επιτρέπουν. Έτσι, η εντρύφηση του Πολίτη στις αιτίες και η διερεύνηση των πιθανών λύσεων εξόδου από τον καιάδα είναι φυ σιολογικό να τον απορροφούν. Από την άλλη πλευρά, όμως, αυΤΠη προσήλωση τον εμποδίζει αρκετά στο «διαχρονικό» (δηλαδή έξω από τις συντεταγμένες) κοίταγμα καλλιτεχνών και καλλιτεχνημάτων. Βρίσκει έτσι τον «Μπέρναρντ Σόου» δραματουργό υπέροχο, (κα θώς η «αλήθεια» του Σω μοιάζει με ΤΤ)ν «αλήθεια» του ίδιου), κάτι που ° Χθόνος δεν δικαίωσε. (Η «αλή θεια» του Ιρλανδού παραμένει πάντοτε σεβαστή. Οι δραματουργί α ς του δυνάμεις, όμως, θεωρούνt(*i πολύ μικρότερες απ’ όσο είχαν αΡχικά εκτιμηθεί...). Ή πάλι, ενώ -επαινετά- καταδικάζει το ρεαλι-
Μια παράλειψη κριτική για το θιθλίο του γ1· Έντε, «Ιστορία χωρίς τέΛο9’·, που δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 128, δεν αναφέρθηκε ΐυ όνομα της Λίζας Λάμπρου π°υ συνυπογράφει με τη Ρέν° Καρθαίου τη μετάφραση °ότού του θιθλίου. Ο συνερΥάτης μας _Κρ(τικής Του άρ τι?00 Μόνος Κοντολέων ζη,, συγνώμη γι' αυτή του την "αράλειψη
σμό και γράφει πως ο άκρατος κοινωνισμός είναι ο τάφος τον θεά τρου, αδιαφορεί ουσιαστικά για κάθε υπερρεαλιστική τάση και υπε ρυψώνει τον Ίψεν. Η εύρεση (από τον σημερινό αναγνώστη) τέτοιων «ψεγαδιών», τέτοιων πιθανόν ευάλωτων ση μείων, δεν εξασθενεί, όμως, ουσια στικά το μέγεθος της σκέψης του Φώτου Πολίτη. (Για τους αναγνώ στες της εποχής του δεν πρέπει καν να γίνεται λόγος: Οι απόψεις του, είτε συμφωνεί κανείς μαζί τους, εί τε όχι, δείχνουν αδιάτρητες). Ίσαίσα. Οι τυχόν φθορές του χρόνου, αποδεικνύουν καλύτερα τη ρώμη και τη μεγάλη πνοή, που οραματικά και επιχειρηματολογικά στηρί ζει την κρίση του. (Κρίση που μπο ρεί να χαρακτηριστεί «κλασική» σήμερα, αλλά «γενική» τότε...). Φυσικά, ένας «όγκος» σαν κι αυ τόν της κριτικής σκέψης του Φώ του Πολίτη χρειάζεται αντίστοιχο όγκο για να αναλυθεί σε όλες τις πτυχές του. Και όταν η ανάλυση προχωρήσει σε ένα κείμενό του ξε χωριστά, τότε ο όγκος μπορεί να υπερβεί ακόμη και την έκταση των ίδιων των κριτικών κειμένων του. Πράγμα που δεν έχει περιθώρια να γίνει στα πλαίσια ενός περιοδικού βιβλιοκριτικού. Γι’ αυτό και τούτο το σημείωμα, το οποίο ερεθίσματα μάλλον από την αντιμετώπιση των Θεατρικών Κριτικών Άρθρων του Φώτου Πολίτη παρά γενικότερη θεώρησή τους καταγράφει, θα στα ματήσει εδώ. Ό χι, όμως, πριν επισημάνει την επιμέλεια της όλης τω ρινής έκδοσης και την ορθότητα των κριτηρίων στην επιλογή των Άρθρων, που περιλήφθηκαν στους δύο τόμους. (Η παράθεση και κει μένων με περιεχόμενο έξω από τον καθαρά θεατρικό χώρο, όπως για τον κινηματογράφο για παράδειγ μα, δεν αποτελεί στην πραγματικό τητα μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτη μα. Αφού φωτίζουν και από μια άλλη πλευρά τη θεατρική κριτική σκέψη του Πολίτη). Και η μόνη, ίσως, μικρή, μικρότατη διαφωνία, αφορά τις ελάχιστες περικοπές που έχουν γίνει στα ίδια τα Άρθρα. Η κατάθεσή τους, έστω και σε Πα ράρτημα, θα εξυπηρετούσε τους μελετητές του θεάτρου και της επο χής, ακόμη κι αν δεν προσέθετε στοιχεία για το πνεύμα του ανθρώ που.
Β. ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
μοναδική απάντηση απαντοχής στα υποθετικά ερωτήματα των προηγούμενων σελίδων. ΕΛΛΗΣ ΠΑΠΠΑ:
Σπονδή στο θέμα της Ελευθερίας. Αθήνα, Φιλιππότης, 1985. Σελ. 86.
Η ελευθερία δεν είναι μόνο σύνθημα στους τοίχους. Είναι έννοια ζωής, από το λυκόφως μόλις της ανθρώπινης ζωής (και ίσως τότε περισσότερο αισθητή, αφού οι «ιστοί» δεν είχαν πλεχτεί ακόμη). Κι αυτή την έννοια αναζητά η Έλλη Παππά στους αρχαίους Έλληνες, τους προσωκρατικούς, ώστε πάνω σε ψήγματα διασωσμένα της σκέψης τους να απλώσει τις δικές της σκέψεις και ερμηνείες της ελευθερίας, να ανασκαλέψει τις πτυχές της, να συνδέσει και να δώσει νόημα, ανάμεσα στο τότε και τυ σήμερα, στο τότε και το πάντα. Θ.Μ. Π ΟΑΪΤΗ:
Σκιαγραφήσεις λογοτεχνών. Μεσολόγγι, Πολύπλευρο, 1984. Σελ. 270. ΑΠΟ χρόνια τώρα, ο Θ.Μ. Πολίτης επιμελείται και παρουσιάζει μια λογοτεχνική εκπομπή στον ραδιοφωνικό σταθμό Μεσολογγίου. Εκπομπή υψηλού επιπέδου, όπως αποδεικνύουν τα ίδια τα κείμενά της, επιλογή των οποίων αποτελεί και το υλικό τούτου του βιβλίου. Σ’ αυτά πλησιάζονται διάφορες λογοτεχνικές μορφές, (μερικές κορυφαίες, άλλες «ελάσσονες»), με τρόπο τέτοιο που σχεδιάζεται εύγλυπτα ο δημιουργός-άνθρωπος όσο και το έργο του. Έτσι, χωρίς θεωρητικές δολιχοδρομήσεις, αλλά με εμβάθυνση συνυφασμένη με απλότητα, τα κείμενα μοιάζουν εν τέλει «οδός προσπέλασης» ουσιαστική και βατή συνάμα. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
60/οδηγος
οδηγος/61 γράφει την ανάπτυξη της Σμύρνης σε σημαντικό εμπορικό κέντρο (1880-1920), καθώς και την ιστορία του υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας, από τη στιγμή που ξεκί νησαν οι συζητήσεις για την ίδρυσή του ώς το κλείσιμο και τη μεταφορά του στην Ελλάδα. Αναφερόμενος στις πολιτικές και οικονομικές επι λογές που επέβαλαν την ίδρυση του υποκαταστήματος σημειώνει πως, ον και την πρωτοβουλία την είχε η Εθνική Τράπεζα, η απόφαση για την ίδρυση του υποκαταστήματος συνέπιπτε με τα γενικότερα επεκτα τικά σχέδια της ελληνικής κυβέρνη σης. Ένα βασικό πρόβλημα για την Αρμοστεία της Σμύρνης ήταν η συνέχιση της κυκλοφορίας του τουρκι κού νομίσματος ως νόμιμου μέσου πληρωμών (παρά την ελληνική καΤ°χή) και η υποτίμηση της δραχμής. Μια από τις βασικές λειτουργίες του υποκαταστήματος υπήρξε και η πα ρέμβαση στην αγορά συναλλάγμαΤ°ξ, ώστε να συγκρατηθεί η πτώση Ττ)ξ δραχμής και να περιορισθούν οι εποχιακές διαρροές συναλλαγματικων πλεονασμάτων στην Κωνσταν τινούπολη. Το υποκατάστημα που "εθεωρείτο και υπηρέτει ως πα ράρτημα της Ελληνικής Διοίκησης ^ Σμύρνη» παράλληλα λειτούργησε 116 επιτυχία σαν εμπορική τράπεζα ''πετυχαίνοντας τον μεγαλύτερο κύχλο εργασιών απ’ όλα τα μεγάλα πι στωτικά ιδρύματα με υποκατάστηστη Σμύρνη». Η μελέτη του Θ. Βερέμη τελειώνει Μ-ια ζωντανή περιγραφή τού πώς, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, η Ι*υρνη μεταμορφώθηκε από μια ιεθνή αγορά και κοσμοπολίτικη σινότητα, όπου κυριαρχούσε το ελ’Τ^κή στοιχείο, σε μια τουρκική ^σλη. Με παυόμενη αμεσότητα και νι ^ νια περιγράφει τον γενικό πα6ήλ π° υ επικράτησε στη χιονοστιγύ°α ΤΤ|ζ Φυγής και τις λεπτομέρειες σπό την τακτοποίηση της μερο'έσρός του υποκαταστήματος της ικής Τράπεζας στην Αθήνα. αν . , Κωστής με το μελέτημά του κού 81 Τΐ| λειτουργία του ελληνιδίή ν°!ιιο1ιατικού συστήματος στη μ ^ κ εια ΤΟυ Α' Παγκόσμιου Πολέΐεί XU| ττΐ5 Μικρασιατικής εκστραvJ**· Με άνεση και σαφήνεια ερμη>. ΟΟΤ*.*ώς, από τις «απατηλές» ισορμου 10,1 Α ’ Παγκόσμιου ΙίολέOf 1 1111λληνικό νόμισμα κατέρρευεκστ^μ ^ ^ κ ε ισ της Μικρασιατικής
μια ανεξερεύνητη πτυχή· της οικονομικής ιστορίας θ . ΒΕΡΕΜΗ - Κ. ΚΩΣΤΗ: Η Εθνι κή Τράπεζα στη Μικρά Ασία 19191922. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1984.
Το βιβλίο «Η Εθνική Τράπεζα στη Μ. Ασία 1919-1922» του Θ. Βερέμη και του Κ. Κοβστή αποτελεί σοβαρή προσφορά στην ιστοριο γραφία και της ελληνικής και της τουρκικής οικονομίας. Πρόκειται για μια πρωτότυπη μελέτη, που φωτίζει μια ώς τώρα ανεξερεύνητη πτυχή της οικονομικής διάστασης του μεγαλοϊδεατισμού - του εγχει ρήματος επέκτασης του νεοελληνικού κράτους στη Μ. Ασία. Σημείο αναφοράς είναι η «εμφύτευση» της Εθνικής Τράπεζας στη Μ. Ασία. Η ίδρυση του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στη Σμύρνη ξεφεύγει από τα στενά περιθώρια των καθαρά τραπεζικών υποθέσεων, καθώς συνδεόταν άμεσα με την παρουσία του ελληνικού κράτους στην περιοχή Αϊδινίου. Και αποτελούσε έκφραση της προσπάθειας να ενσωματωθεί οικονομικά η Μ. Ασία στην Ελλάδα. Το άδοξο τέλος της οικονομικής ζωής του υποκαταστήματος εκτυλίχτηκε μέσα στο πλαίσιο της τραγικής κατάληξης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το 1922. Ο θ . Βερέμης έχει επιλέξει κι έχει επεξεργασθεί σημαντικό πρωτογε νές υλικό που αναφέρεται στη δρά ση του υποκαταστήματος της Εθνι κής Τράπεζας στη Σμύρνη, μεταξύ 1919 και 1922. Οι πηγές που αξιοποιούνται είναι και αξιόλογες και ποικίλες όπως: 1. Η έκθεση του Γε νικού Επιθεωρητή της ΕΤΕ, Α. Κορυζή· αυτή αναφέρεται στη σκοπι μότητα ίδρυσης του υποκαταστήμα τος και στις εργασίες που θα ήταν χρήσιμο να αναλάβει. 2. Αλληλο γραφία γύρω από τα θέματα του υποκαταστήματος (όπου υπάρχουν και επιστολές προσωπικοτήτων όπως του Ε. Βενιζέλου και του Α. Στεργιάδη) 3. Στοιχεία για το προ σωπικό του υποκαταστήματος 4. Διάφορες εκθέσεις που αναφέρονται στο Βιλαέτι Αϊδινίου, τη Σμύρνη και την ελληνική κατοχή, και 5. Μια σύντομη έκθεση της δράσης της ΕΤΕ
στη Μ. Ασία που γράφτηκε από τον επιθεωρητή της ΕΤΕ, Θ. Θεμενάκη. Η έκδοση αυτή δεν περιορίζεται απλώς στην επεξεργασμένη παράθε ση των πολύτιμων αυτών πρωτογε νών πηγών. Περιλαμβάνει και δυο αξιόλογα κείμενα: «Το Υποκατά στημα της Εθνικής Τράπεζας στη Σμύρνη» του θ . Βερέμη, και «Η Συ ναλλαγματική Πολιτική της Ελλά δος στη διάρκεια της Μικρασιατι κής Εκστρατείας» του Κ. Κωστή. Με τα μελετήματα αυτά δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να κα τανοήσει καλύτι(ΐ( την αξία του πρωτογενούς υλικού που παρατίθε ται και να τοποθετήσει κριτικά τη δράση της ΕΤΕ στη Σμύρνη, στο ευ ρύτερο πολιτικό και οικονομικοιστορικό πλαίσιο. Ο θ . Βερέμης προβαίνει σε μια ιστορική αναδρομή στις οικονομι κές και κοινωνικές λειτουργίες του
Οθωμανικού Ελληνισμού, όπως αυ τές διαμορφώθηκαν μέσα από τιξ διαδικασίες της παρακμής της Οθω μανικής Αυτοκρατορίας και της αλληλένδετης δυτικής διείσδυσης, από την αρχή του Τανζιμάτ (1839) ώς to 1918. Ακολουθεί μια εμπεριστατω μένη αναφορά στο ελληνικό μιλλέτ, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπου αναθεωρούνται, ορι σμένες απόψεις και υποθέσεις που έχουν επικρατήσει στη βιβλιογρα φία. Έτσι π.χ. επισημαίνεται πωζ. αντίθετα με την κοινή παραδοχή. Ί ελληνική μεγαλοαστική τάξη δεν ευεργετήθηκε πάντοτε από τους ξέ νους, και πως οι Έλληνες Οθωμα νοί στην πλειοψηφία τους ήταν ερ γάτες, αγρότες και μικροαστοί. Επί σης σημειώνει πως οι Έλληνες Οθω μανοί, πριν από τους συστηματι κούς διωγμούς και το οικονομικό μποϋκοτάζ που υπέστησαν από τ° καλοκαίρι του 1914, δεν αποτελού σαν ένα σώμα με ενιαία πολίτικη γραμμή που στάθηκε αντίθετο στιξ νεοτουρκικές μεταρρυθμίσεις για να μη χάσει τα προνόμιά του. Ωστόσο, κατά το συγγραφέα, το μίσος και η μονολιθική νοοτροπία, που απέκτη σε μετά το 1914 το Ελληνικό μιλλέτ προκάλεαε σοβαρές δυσχέρειες στιζ προσπάθειες που έκανε η Ελληνική Αρμοστεία, μετά την υπογραφή τη? ανακωχής του Μούδρου, να ε π ι β ά λει τάξη και δικαιοσύνη. Ε π ι π λ έ ο ν , ανέτρεψε τις προσπάθειες του Η*νι' ζέλου να πείσει τις Δυνάμεις ότι η ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων ήταν εφικτή. Στη συνέχεια ο θ . Βερέμης περί
..κόμη Χ(1ι £ως Τ() τ{.χ4)ς χου
Παγκόσμιου Πολέμου η δραχμή εκινείτο σαν ένα από τα σταθερότερα και ισχυρότερα ευρωπαϊκά νομί σματα. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν υπερτιμημένη. Με τη λήξη του πολέμου και τη στοιχειώδη αποκα τάσταση της λειτουργίας της διε θνούς οικονομίας ανατράπηκαν οι ασταθείς ισορροπίες, που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του πολέμου, και στις οποίες στηριζόταν η σταθε ρότητα του ελληνικού νομίσματος. Η σταθερότητα της δραχμής ήταν δηλαδή πλασματική. Στη συνέχεια αναλύονται οι οικο νομικές, νομισματικές και δημοσιο νομικές επιπτώσεις της Μικρασιατι κής εκστρατείας που επιτάχυναν το ρυθμό της πτωτικής πορείας, του ελ ληνικού νομίσματος. Δηλαδή τοπο θετεί τη σημασία που είχε το εγχεί ρημα της Μικρασιατικής εκστρα τείας για την πορεία του ελληνικού συναλλάγματος. Τέλος εξηγεί διεξο δικά το πώς οι προσπάθειες του υποκαταστήματος της ΕΤΕ στη Σμύρνη να ελέγξει την κερδοσκοπία συναλλάγματος και να ανακόψει την πτώση της δραχμής στη Μ. Ασία προσέκρουσαν στην εξάντληση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Εθνικής Τράπεζας. Οι μελέτες του Θ. Βερέμη και του Κ. Κωστή αναμφίβολα αποτελούν σταθμό για τη βιβλιογραφία της σύγχρονης Ελληνικής και Τουρκι κής Οικονομικής Ιστορίας. Τα προβλήματα της ελληνικής οι κονομίας στη δεκαετία του 1920, και η Εθνοκεντρική-Αυτόνομη Οικονο μική πολιτική του νεοσύστατου τουρκικού κράτους θα κατανοη θούν ευκολότερα ύστερα από τις σο βαρές αναλύσεις Βερέμη-Κωστή. Έρευνες όπως η προκειμένη, βασι σμένες στην εξέταση οικονομικών μικρόκοσμων, προσθέτουν στη διερεύνηση και κατανόηση της πενι χρής ελληνικής οικονομικής ιστο ρίας περισσότερο από έ^Λνες κι ερ γασίες με «μεγαλειώδη» αντικείμε να, ή με ηρωικές υποθέσεις, που τά χα αποσκοπούν στην κατάρριψη ή στοιχείωση γενικών θεωρητικών προτύπων κατασκευασμένων κυ ρίως στα ακαδημαϊκά εργαστήρια. ©u ήταν χρήσιμο αν άλλες εργα σίες ακολουθούσαν αυτί) την πρω τοπόρα προσπάθεια και συμπλήρω ναν στις λεπτομέρειες, τις υποθέσεις και το αντικείμενο. ΙΩΑΝΝΑ Μ1ΝΟΓΛΟΥ
ΙΣΩΣ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΠΕΡΙΜΕΝΑΤΕ
Η τριλογία ΓΥΜΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΒΙΚΤΩΡΑ ΚΥΠΡΑΙΟΥ
Σας μιλάει κατευ θείαν στην καρδιά ΕΛΒΙΡΑ Η τραγική «Ωραία» που δεν γνώρισε ποτέ αγάπη ΜΑΓΓΥ Το θύμα μιας άτυχης μοίρας ΛΟΤΤΑ Η γυναίκα που δυστύ χησε σαν μάνα
Μια ιστορία για 3 γυ ναίκες πλεγμένη απ’ το 1936 έως το 2000 με μυστήριο και αγωνία. Χαρείτε το, προσφέρτε το! Πωλείται σ’ όλα τα βιβλιοπωλεία και κιόσκια. Γ. πράκτωρ ΧΡΥΣΗ ΠΕΝΝΑ Στοά Κοραή και Στα δίου 30 Τηλ.: 3234321, 3234710.
62/συνεντευξη
συνεντευξη/63 » όλοι τους δημοτικιστές, δημοκράτες και έμπειροι εκπαιδευτικοί. Μ’ αυτούς τους όρους άρχισε η φιλολογική μου ιστορία. Πώς συνεχίστηκε και πώς προχώρησε είναι ένα άλλο θέμα.
Δημήτρης Μαρωνίτης:
Να επιμείνουμε λίγο στη συνέχεια αυτής της ιστορίας, ίσως όχι μόνο φιλολογικά αλλά και ανθρώπινα;
αν κάτι όλον αυτό τον καιρό περιμένω, εύχομαι και είμαι έτοιμος να δεχτώ, είναι ακριβώς ο διάλογος Ο Δημήτρης Μαρωνίτης ανήκει στους πνευματικούς ανθρώπους με την πολιτική εγρήγορση και τη συμμετοχή στα κοινά. Προσωπικότητα που συχνά ερεθίζει και βάλλεται. Το «Διαβάζω» με τη συνέντευξη αυτή αναζήτησε την ανθρώπινη και αθέατη πλευρά του Δημήτρη Μαρωνίτη. Τον συναντήσαμε στο σπίτι του κάπου στις ανηφοριές της
Κύριε Μαρωνίτη, θέλω να μιλήσουμε για «της ζωής σας τα ανακοινώσιμα». Δεν είνάι μια συνέντευξη επικαιρότητας με συγ κεκριμένη αφορμή και θέμα. Συνεπώς θά ’θελα να μιλήσουμε «εφ’ όλης της ύλης». Δεν θέλω ό,τι μπορεί να βρει κανείς στα βιβλία σας αλλά ό,τι κρύβεται πίσω απ’ αυτά' ό,τι σας βοήθησε στην πνευματική σας πορεία' ό,τι σας δυσκόλεψε. Και πρώτα τι σας έστρεψε στη φιλολογία; Η ερώτηση κάπου με τρομάζει. Από την άποψη ότι επιζητεί περίπου έναν απολογισμό ζωής μέσα και πέρα από έναν απολογισμό έργου, ψάχνον τας να ορίσει ό,τι εσείς ονομάζετε «πνευματική πορεία» ενός ανθρώπου, με τις ευκολίες και τις
Δεξαμενής, και εκεί, αφοπλισμένο και αφοπλιστικό, μέσα στους χαμηλούς γενικά τόνους του ιδιωτικού του χώρου, τον ακούσαμε να απαντά σε όλες τις ερωτήσεις μας (χωρίς καμιά προσυνεννόηση) με τη χαρακτηριστική άνεση του προφορικού τον λόγον. (Τη συνέντευξη πήρε η Μαρία Στασινοπούλου)
I
ωσε το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυ°}>· Ειδικότερα δύο δάσκαλοί μου, που ζουν ^ γ °ή(ί και τους θυμάμαι πάντα με πολλή αγάπη. ; °υ ενός τα ενδιαφέροντα ήσαν στραμμένα πιο °λυ στη νεότερη λογοτεχνία, του άλλου στην ΐό ( νραμματεία. Κοινό σπηχείο τους: μια 1(*ιτερη θέρμη, με την οποία πλησίαζαν τα κεί. ν«· Και τους δύο τους συνάντησα στα εφηβικά υ Χθόνια, σκοτεινή ηλικία για όλους υποθέτω, , τερα από τα αν£μεχα παιδικά χρόνια. Αυτοί, 01 δάσκαλοι-φιλόλογοι, ο Γιώργος Μικα 0/ Ιουλ°ς και ο Κων/νος Μπότσογλου, ίσως 1 "ίχως να το θέλουν, με σφράγισαν. Ζήτημα Τ ' (?ΰςρ° θε(Τίας>> που έλεΥε κ ι ° Κων/νος Δημα-
δυσκολίες της. Καταλαβαίνω ότι έχω φτάσει πια σε ηλικία που δεν απαγορεύει τέτοιου τύπου ερωτήσεις. Ωστόσο δεν αισθάνομαι ακόμη τον κύκλο της ζωής και του έργου μου κλειστό, γι° Τ0 ®ήήα πθ°ζ ·τη Φιλοσοφική Σχολή να μπορώ να απολογίσω τα περιεχόμενά του. t0 ν,κης υπήρξε περίπου φυσικό και αυτόμαΌ ,τι εντούτοις θα είχα να δώσω ως πληροφορία ύ * * * από μια πολύ σύντομη παρέκκλιση και εξήγηση προς την κατεύθυνση αυτή, θα φα μεινζ Χιί θεολογία. Κάτι, πάντως, ουσιώδες απόνεί υποθέτω στη συνέχεια, καθώς θα απαντώ αε <J„ ’ *αι από την παρέκκλιση αυτή: πείτε το. πιο ειδικές ερωτήσεις. Η πρώτη εξάλλου ειδική..; ι ν( " ,Γ^('Τε: ιδεολογικό φανατισμό, απωθημένες ερώτηση εμπεριέχεται στο τέλος της γενικής σάς i w f ; υπ°ψία για τα όρια της λογικής μας οχύπρότασης και αφορά στους λόγους και τα αίτια *s fc’ntr>'Sr Μυτ” δε χάθηκαν εντελώς, όταν που μ’ έκαναν φιλόλογο. /ΐ- Α ? |J Qi(j/Il?a διαμιάς το 1948 στη Φιλοσοφική Σχολή Τι να πω; Παραμερίζοντας αυτό που λΐμι αυΊ ' ό ά > ’ π<>υ τα ΧΡ(,νια εκείνα την λάμπρυναν νήθως κλίση και το τοποθετούμε ρομαντικά στα ■Κη 'ι,’ί°ι υηιηλής στάθμης και ιδιαίτερης ιυαιπαιδικά μας χρόνια, μπορώ να ομολογήσω <»τι I οχην "*ζ ° 1 τρεις κυρίως τομείς: στη γλώσσα, παιδεία Um rrrnv nnl ιπυΥΐ 'H tMV TIVI ^wSv την πρώτη ώθηση προς τη φιλολογία μού την
ΑΒΟΛΗ ερώτηση έτσι που τη διατυπώσατε, κυ ρίως στην ουρά της. Θα ήθελα να αποφύγουμε σήμερα την εξομολόγηση, επιμένοντας μόνο σε κάποια σημεία βίου, που έχουν σημασία και για τους άλλους. Λέω, λοιπόν, με συντομία ότι οι σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσ/νίκης συμπίπτουν με την ακμή του εμφυλίου. Τού το σημαίνει, ότι όπως και στο Γυμνάσιο, έτσι κι εδώ δεν πήρα ήρεμη, άνετη και συνεχή μόρφω ση. Οι συνθήκες ήταν πολύ ανήσυχες και σπού δασα, όπως σπούδασα, μέσα σ’ αυτή την ταρα χή. Η οποία συνεχίζεται κι όταν αργότερα γίνο μαι βοηθός του Κακριδή και εν συνεχεία υφηγη τής, ώσπου φτάνουμε στα χρόνια της δικτατο ρίας. Όταν η χούντα μ’ έδιωξε από το Πανεπι στήμιο, πίστεψα πως δε θα ξαναγυρνούσα ποτέ πια πίσω, πως το σχοινί της φιλολογικής μου συ νέχειας κόπηκε. Ξαναγύρισα το 1974 μάλλον απροσδόκητα και σίγουρα απροετοίμαστος. Δεν θα θέλατε να ξαναγυρίσετε; ΑΛΛΟ θέλω να πω. Νόμιζα ότι τα πολιτικά μας πράγματα θα τραβούσαν τέτοιο δρόμο, που θα απέκλειαν την επιστροφή μου στο Πανεπιστήμιο. Είχα, εξάλλου, κάπως συνηθίσει, μέσα και έξω από τις φυλακές τα χρόνια εκείνα, να είμαι πια ανεπάγγελτος. Παρέμεινα βέβαια φιλόλογος, αλ λά μ’ έναν τρόπο ιδιόρρυθμο. Θα τον έλεγα σε πρώτη δόση: εσωτερικό και ιδιωτικό, επομένως δίχως εξωτερικά και αντικειμενικά ερείσματα. Όπως, λοιπόν, στα χρόνια των σπουδών μου, οι πολιτικές συνθήκες μου επέβαλαν μόρφωση νευ ρική και αποσπασματική, έτσι και τα επόμενα χρόνια της πανεπιστημιακής μου σταδιοδρομίας συνέχισαν και μάλλον επέτειναν αυτόν τον νευ ρικό και αποσπασματικό χαρακτήρα της φιλολο γικής μου πορείας, ο οποίος συνεχίζεται ακόμη και τώρα. Τον βλέπετε ίσως και μόνη σας: διακρίνεται, θέλω να πω, στα έργα μου και τα γρα φτά μου. Εδώ θά ’θελα να ρωτήσω κάτι. Η παρου σία σας, η συμμετοχή σας στα πολιτικά δρώμενα κατά την εποχή της δικτατορίας είναι γνωστή και πολύ έντονη. Βέβαια στον πόλεμο του ’40 και την εποχή του Μεταξά προηγουμένως, ήσαστε πάρα πο λύ μικρός για να μιλάμε για συμμετοχή·
συνεντευξη/65
64/συνεντευξη όμως μήπως εκείνες οι μνήμες διαμόρφω σαν κατά κάποιον τρόπο τη μετέπειτα θέ ση σας; ΥΠΟΘΕΤΩ ότι αυτό συμβαίνει με όλους. Πάν τως οι δικές μου πολιτικές προκαταβολές βρί σκονται στο στενό οικογενειακό μου περιβάλλον. Και οι δύο γονείς μου ήταν καπνεργάτες (ο πα τέρας μου ακόμη ζει), αναμεμειγμένοι με τον τρόπο τους στο κίνημα της εποχής εκείνης, ας πούμε στο κομμουνιστικό κόμμα. Ό χι μεγάλα πράγματα, αλλά πάντως ριψοκίνδυνα για τα μέ τρα και την οικονομική τους αντοχή. Ο πατέρας μου ιδιαίτερα συζητούσε πολύ μαζί μου, όταν ήμουν μικρός· δεν ασκούσε πάνω μου καταπιε στική διαφώτιση, αλλά ξυπνούσε με τη συζήτηση τα πολιτικά μου ενδιαφέροντα. Όταν μεγάλωσα και τέλειωσα τις πανεπιστημιακές σπουδές μου, τα ερεθίσματα πολλαπλασιάστηκαν, η πολιτική μου ευαισθησία έγινε εντονότερη, κρίθηκε για πρώτη φορά επισήμως στα χρόνια της αποστα σίας, για δεύτερη και αποφασιστική στα χρόνια της δικτατορίας. Ποτέ εντούτοις δεν σκέφτηκα και δεν θέλησα ανάμειξη στην πολιτική ζωή επαγγελματικής τάξεως. Με ενδιέφερε και με εν διαφέρει ακόμη η πολιτική ζωή του τόπου, ως χώρος που δοκιμάζει την ανθρώπινη αρετή μας και την ανθρώπινη αδυναμία μας, ελέγχει την
ποτέ το ύφος μου, ακόμα κι όταν άρχισε να μορφώνεται, δεν ήταν ένα ύφος μαθητικά εξαρτημένο από κάποια πρότυπα ηθική, την επιστημονική και την ποιητική μας συμπεριφορά, δείχνει το βαθμό συγχρονισμού μας μ’ ό,τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα στο συγκεκριμένο ή συγκεχυμένο κάθε φορά παρόν. Η πολιτική για μένα είναι, για να το πω έτσι, ο κύκλος μέσα στον οποίο εγγράφεται η ατομική ζωή μας με όρους αντικειμενικούς και συλλογι κούς. Τέλος η πολιτική εγρήγορση μας κάνει, αν οι σχέσεις μας μαζί της είναι τίμιες, πράγματι φιλέταιρους. Δεν νομίζω πως χρειάζονται στο κεφάλαιο αυτό περισσότερα λόγια και δεν υπάρ χουν εδώ άλλα περιθώρια αυτοσχολιασμού. Μια άλλη ερώτηση που είχα ετοιμάσει, για να γυρίσουμε πάλι στα διδακτικά-πανεπιστημιακά: πώς, ενώ είστε κλασικός φιλό λογος, ασχολείστε πολύ και με τα νέα ελ ληνικά;
ΘΥΜΙΖΩ ότι λίγο πολύ αυτό αποτελεί παράδο μένω ανεπάγγελτος, όταν χρειάζεται να επενδύ ση της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου σω σ’ αυτά τα επιφυλλιδογραφικά κείμενα, επαΘεσσαλονίκης. Και άλλοι κλασικοί φιλόλογοι ναλαμβάνιυ, το σύνολο της ζωής μου. έχουν κάνει τέτοιου είδους συνδυασμούς -ο ένας Κύριε Μαρωνίτη, έχετε διαμορφώσει ένα περισσότερο, ο άλλος λιγότερο. Γνωστή περί καθαρά προσωπικό εκφραστικό στυλ, με πτωση ο Ι.Θ. Κακριδής. Στα δικά μου χρόνια η λέξεις απροσδόκητες, με πλούσιο λεξιλό παράδοση αυτή συνεχίστηκε. Σήμερα (ίσως και γιο που «κινδυνεύει ανάμεσα στη λογική με τη δική μου διαμεσολάβηση) το διπλό αυτό και την αισθητική προφορά, στην επιστη παιχνίδι με την αρχαία και τη νεότερη ελληνική μονική και στη λογοτεχνική διατύπωση» φιλολογία ακμάζει. Το ιδιαίτερο στην περίπτω και που, προσωπικά νομίζω, έχει επηρεά σή μου βρίσκεται πιθανόν στο γεγονός ότι μετασει πολλούς και έχει καθιερώσει αρκετούς δικτατορικά έκαμα στο Πανεπιστήμιο και διπλά όρους και εκφράσεις. Μέσα από ποια δια μαθήματα, προπτυχιακά και μεταπτυχιακά, με βάσματα ή εμπειρίες διαμορφώθηκε ο θέματα τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελλη γλωσσικός σας κώδικας; νικής ποίησης, από όπου και προέκυψαν αντί στοιχα δημοσιεύματα; επιφυλλίδες, μελέτες ή και ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΝΤΑΣ λίγο από το δρόμο στον βιβλία ακόμη. Υπάρχει ωστόσο -και υπήρξεοποίο θέλετε να με βάλετε, θα μπορούσα να πε στη διπλή αυτή επιλογή και μια εσωτερική ριγράφω αυτή την πορεία μου προς εύρεση προανάγκη, δύσκολη στην έκφρασή της. Ας πούμε: οωπικού ύφους διαφορετικά από ό,τι εσείς φαν παραήτανε ασφαλής ο χώρος της αρχαίας ελλη τάζεστε το πράγμα, αλλά και μερικοί άλλοι που νικής λογοτεχνίας για μένα μες στα χρόνια της He διαβάζουν και που, υποθέτω, κάπου με συμ δικτατορίας· εγύρευα έναν πιο ριψοκίνδυνο χώ παθούν, ως γραφιά εννοώ. Ποτέ το ύφος μου, ρο, στη νεοελληνική γραμματεία. Παραήτανε ρι οκόμη κι όταν άρχισε να μορφώνεται, δεν ήταν ψοκίνδυνος ο χώρος της νεοελληνικής λογοτε ένα ύφος μαθητικά εξαρτημένο από κάποια πρό χνίας· γύρευα κάποια μικρή ασφάλεια στην αρ τυπα. Αυτή είναι ίσως και η αδυναμία μου: διαχαία φιλολογία. Έτσι ισορρόπησα ανάμεσα στην {s βάζω, ό,τι διαβάζω· τα πράγματα με τον ένα ή ασφάλεια του ενός χώρου και στην ανασφάλεια Τον άλλο τρόπο χωνεύονται στο κεφάλι μου, δεν του άλλου. με βοηθούν πάντως τόσο πολύ την ώρα που Χρειάζεται να αρχίσω να γράφω ένα κείμενο, Ανήκετε σε μια σειρά φιλολόγων που μέσα Τουλάχιστον δεν με βοηθούν ως μορφή γλωσσική από τις στήλες των εφημερίδων κυρίως Υια να πάρω τον δικό μου δρόμο. Ασφαλώς ανανεώσατε τη φιλολογική επιφυλλίδα. °μως κάποια διαβάσματά μου, και μάλιστα κά Πώς θα ορίζατε το φάσμα αυτών των εν ποια διαβάσματα της δεκαετίας 55-65, πρέπει να διαφερόντων σας και το είδος της γραφής χάθηκαν καθοριστικά για τον δρόμο που πήρε σας; ή γλώσσα μου. Αυτά ωστόσο είναι εκείνα που ΔΕΝ νομίζω πως ανανέωσα τη φιλολογική επι ________________________1 ___ φυλλίδα στις στήλες των εφημερίδων. Εντούτοις πιστεύω ότι τα επιφυλλιδογραφικά μου κείμενα ^θοσδένομαι περισσότερο σε με χαρακτηρίζουν ίσως περισσότερο από οποια δήποτε άλλα, εκτενέστερα και επισημότερα, ως ό,τι συμβαίνει μέσα στο παρόν άνθρωπο, συγγραφέα και πολίτη. Είναι υποθέτω *<*ι λιγότερο σ’ αυτό που ζήτημα συμπτώσεων και συνθηκών. Θυμίζω ότι η συνεργασία μου με το «Βήμα» αρχίζει τον Φε -Ν ^νέβη στο παρελθόν βρουάριο του 1971 -μέσα στην καρδιά της δικτα τορίας, όταν εγώ βρίσκομαι πια εκτός Πανεπι στημίου. Κ3ιήρέασαν περίπου όλον τον κόσμο την εποχή Στις επιφυλλίδες, λοιπόν, αυτές από μιας αρ ΤΗείνη, Πάντως το ύφος για το οποίο μιλάτε και χής κατέθεσα το σύνολο των ανησυχιών και tuA το οποίο μιλούν και κάποιοι άλλοι (άλλοτε προβλημάτων της εποχής εκείνης με τρόπο όσο |1|: °Τ’μπάθεια και άλλοτε με αντιπάθεια γινόταν πιο προσωπικό και νομίζω ριψοκίνδυνο· Ήταν θέμα δικής μου πνευματικής και πολιτική?, Τ$ΐ·Λ>. Καμιά φορά και με κακία... επιβίωσης. Και εν πάοη περιπτώοει μέσα από το κείμενα αυτά, τα επίκαιρα και τα σύντομα;' δια '*'■ ΚΑΜΙΑ φορά και με κακία -όλοι είμαστε κάπου μόρφωσα, πιστεύω, το σταθερότερο ύ φ ο ς ιης ( ,Ικ°(, ελπίζω ότι όλοι είμαστε και κάπου καλοί) γραφής μου, όποιο κι αν είναι αυτό. Γιατί. κατ(* ^Οψωθηκι μάλλον μέσα στα χρόνια της δικταπερίεργο τρόπο, νομίζω πως η απελευθέρωσή ; ,^Ρίας κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, που μου από ένα αυστηρότερα φιλολογικό γρι'ιψΜ11’; | J V ® 5 πήγαινε πολύ μακριά να τις αναλύαουμι γίνεται μέσα στη δικτατορία, όταν πράγματικ(1 ι 1 ,,ωξ και δεν χρειάζεται. Πρόκειται, αν επιμέ-
Δ. Μαρωνίτης, 1981
νεις, για ένα εξ ανάγκης ενιαίο ύφος. Ακριβώς επειδή οι συνθήκες της εποχής δεν επέτρεπαν κατε μερισμό πράξης και έκφρασης (ήταν συνθή κες όπου κανείς μιλώντας δρούσε, και δρώντας τροφοδοτούσε το λόγο του, ή σταματούσε να μι λά). Οι συγκυρίες λοιπόν ήταν τέτοιες που πι στεύω ότι, χωρίς να το καταλάβω, με ώθησαν στο ενιαίο ύφος. Ίσως πρέπει να το εξηγήσω αυ τό κάπως περισσότερο. Μιλώ για ύφος και γραφή που δεν διακρίνουν πολύ τον προφορικό από τον γραπτό λόγο· τον φιλολογικό από τον μη φιλολογικό λόγο· τον προσωπικό ή και τον ιδιωτικό από τον δημόσιο λόγο. Μια σειρά από τέτοια ζεύγη δημιούργησαν την ανάγκη για ενότητα ύφους, για ενιαίο ύφος. Στο κέντρο του οποίου (αν πρέπει τώρα ύστερα από κάποια χρόνια να πω τι συνέβαινε) θα έλεγα ότι βρισκόταν μια βαθιά αίσθηση στέρησης. Μέσα από αυτή την αίσθηση στέρησης, από την οποία δεν έχω απαλλαγεί ώς τώρα, θα πρέ πει κανένας να αναγνωρίσει και αυτό που μοιά ζει στο ύφος μου με μπαρόκ. Γιατί όντως το γρά ψιμό μου, τουλάχιστον εκείνης της εποχής, δίνει αυτήν την εντύπωση. Προς εξήγηση θα έλεγα ότι δεν πρόκειται για μπαρόκ άνεσης (διότι υπάρχει και μπαρόκ άνεσης) είναι -επιμένω- μπαρόκ στέρησης, και πρέπει στο σημείο αυτό να μη χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Είναι σαν αυτό που κάνουν οι άνθρωποι όταν ζουν μέσα σε πο λύ στενεμένο χώρο, με τρία-τέσσερα έπιπλα, ευ τελή- τα διαρρυθμίζουν έτσι, ώστε να μπορούν να σχηματίσουν από αυτή τη ρύθμισή τους κάτι που να δίνει την αίσθηση φτωχής πολυτέλειας. Χρειάστηκε πόντιος στην περίπτωσή μου πολύς κόπος, ώστε σιγά σιγά αυτό το ύφος, που πιθα νόν ήταν στην αρχή βαρύ, κάπιος να ελαφρώσει" όχι να καταργηθεί. Δεν θέλω ν’ απιστήσω ούτε και τώρα εντελώς σ’ αυτόν τον χαρακτήρα του ύφους μου, ακριβώς γιατί πιστεύω ότι είναι ο ει-
συνεντευξη/67
66/συνεντευξη λικρινέστερος τόνος της γραφής μου, όσο κι αν φαίνεται ευχάριστος, δυσάρεστος ή ουδέτερος σε κείνους που με διαβάζουν. Δεν ξέρω αν θα μπορούσαμε να πούμε ότι στον τρόπο γραφής σας, κάπως λίγο περί τεχνο και φορτωμένο, υπήρχε και μια διά θεση κρυπτική, την εποχή της χούντας κυ ρίως; ΟΧΙ! Αν θυμάστε καλά τα κείμενα που γράφω μέσα στη δικτατορία δεν ακολουθούν τη γραμμή του κρυπτικού ή του αλληγορικού λόγου. Ναι, γι’ αυτό το είπα με επιφύλαξη, γιατί υπάρχουν σαφείς αναφορές και νύξεις. ΔΕ νομίζω ότι κατέφυγα σ’ αυτόν τον νόμιμο ελιγμό που κατέφυγαν άλλοι συγγραφείς την εποχή εκείνη: σ’ ένα λόγο κρυπτικό. Αν καταλά βαινα ότι μπορούσα να κατοχυρώσω προσωπικά κάποιες δημόσιες ομολογίες, το έκανα· αν κατα λάβαινα ότι δεν μπορούσα να τις κατοχυρώσω με την ίδια μου τη ζωή, σταματούσα και δεν πή γαινα πάρα κάτω. Ό χι, το ύφος που ονόμασα μπαρόκ της στέρη σης δεν έχει σχέση με τον κρυπτικό λόγο. Έχει σχέση με κάποια περίεργα «στολίδια», που τα αναζητεί ο λόγος μας όταν δεν θέλει σώνει και καλά να δείξει τη φτώχεια του, μια φτώχεια που δεν την διάλεξε ο ίδιος, μα του τη φόρτωσαν οι
αντιδρώ στο παρόν, στο βαθμό που το παρόν έρχεται να ανατρέψει μια ρυθμική συνοχή και μια ρυθμική συνέχεια του μυαλού μου που εγώ δεν θέλω να τη χάσω γύρω συνθήκες. Πρόκειται για ένα είδος περίερ γης άμυνας, κάποτε και προκλητικής. Δεν θα ήθελα να θεωρηθώ άνετος άνθρωπος, αφού δεν υπήρξα ποτέ άνετος άνθρωπος. Υπ’ αυτή την έν νοια το ύφος μου δεν υπήρξε ποτέ άνετο, ούτε και σήμερα είναι. Δεν δημιουργεί προβλήματα στους άλλους αυτό; ΦΥΣΙΚΑ, θα δημιουργεί προβλήματα η έλλειψη άνεσης σε κάποιους· όπως δημιουργεί και σε μέ να. Ελπίζω όμως να δημιουργεί και κάποιες θε τικές αντιδράσεις αυτή η έλλειψη άνεσης, γιατί πηγαίνει προς εμπειρίες και βιώματα που δεν εί
ναι και τόσο ασυνήθιστα πράγματα στα χρόνια μας.
εγκάρδια». Αυτό το «αν έχω μαθητές» τι σημαίνει;
Είχε γραφτεί για σας ότι έτσι όπως οργα νώνετε το λόγο σας δεν μπορεί να προβά λει κανείς αντίρρηση ακόμα κι αν διαφω νεί με ό,τι λέτε. Δηλαδή, εκτός από τις πε ριπτώσεις που θέτουν τους όρους ενός διαλόγου, θα δεχόσαστε την άποψη ότι τα γραπτά σας απαγορεύουν το διάλογο; Τι περιθώρια διαλόγου δημιουργούν τα κεί μενά σας;
®Α έλεγα ότι αγαπώ τους δασκάλους, αγάπησα Τ°υς δασκάλους μου. Από κει και πέρα θαρρώ *ως αγαπώ και ο ίδιος το δασκαλίκι. Βέβαια αυι,Ί τη στιγμή δεν είμαι στην ενθουσιαστική φάση ΐι)ξ διδακτικής μου δραστηριότητας, ίσως γιατί οι γενικότερες συνθήκες πια μες στο πανεπι στήμιο δεν ευνοούν τον διδακτικό οίστρο. Αλλά τολμούσα να πω ότι εξακολουθώ να βρίσκω ώρά ιδιαίτερη, διδάσκοντας, αν όχι πια σε αν°ιχτά και πολυπληθή ακροατήρια, σε μικρότε*&> όπου διαβλέπω μια συγγένεια του ακροατη ρίου μαζί μου και μπορώ να πιστοποιήσω και Hia συγγένεια δική μου με το ακροατήριο. Υπ’ *ώτή χην έννοια έχω γίνει αφιλοδοξότερος δάα*ίιλος από ό ,τι ήμουνα προηγουμένως, κάπου 0(°ζ και υπομονετικότερος. Δεν είμαι της γνώότι τα πράγματα οδεύουν, όπως παλιότερα Λευαν, σχηματίζοντας ομαλά πια, άμεσα και 'L®το παρόν, το ζεύγος δασκάλου-μαθητή. Ετσι θα πρέπει να εξηγήσω και τη φράση αυΠαπό τον πρόλογο του βιβλίου μου για τον Σεϊ~9ή. Με σπάνιες εξαιρέσεις αυτό το ζεύγος, hJ*v δημιουργείται σήμερα, δημιουργείται όψι(V’ ετεροχρονισμένα κατά την ορολογία του ΕΑΣΟΚ. Και πρέπει κανένας να το περιμένει με ^σμονή.
ΘΑ απαντούσα προκλητικά: αν κάτι όντως όλον αυτό τον καιρό περιμένω, εύχομαι και είμαι έτοιμος να δεχτώ, είναι ακριβώς ο διάλογος. Και η αίσθηση παραμένει ισχυρή: τα καλά τουλάχι-
δεν θα ήθελα να θεωρηθώ άνετος άνθρωπος, αφού δεν υπήρξα ποτέ άνετος άνθρωπος στον κείμενα απ’ όσα έχω γράψει, δεν απαγο ρεύουν το διάλογο· ίσα ίσα νομίζω ότι τον προκαλούν και δείχνουν πως είναι έτοιμα να τον υποδεχτούν. Γιατί τώρα στην πράξη δε γίνεται κάτι τέτοιο είναι μια άλλη ιστορία. Μπορούμε να ξαναπούμε την κοινοτοπία ότι τα πνευματικά πράγματα στον τόπο μας κατά τα τελευταία χρό νια μάλλον δεν επιτρέπουν το διάλογο- απο κρούουν γενικότερα τον απορηματικό λόγο. Πα ράδειγμα: μόλις προκύψουν συνθήκες για ουσια στικό διάλογο, τότε βλέπεις ότι εκείνος που προσκαλείται στο διάλογο το βάζει στα πόδια ή σε βρίζει, πιστεύοντας ότι του κάνεις επίθεση εκεί που η πρόθεση η δική σου και η πρόθεση του γραφτού είναι ν’ ανοίξεις διάλογο πάνω σε θέματα αιχμής. Δεν θα δεχόμουνα λοιπόν να παραδώσω αμαχητί τα κείμενά μου ως αντίδι αλογικά· θα τα υπερασπιζόμουνα, τουλάχιστον τα κα λά απ’ αυτά, ως διαλογικά κείμενα. Δεν ξέρω, μπορεί να κάνω και λάθος. Ο ίδιος πάντως είμαι όχι απλώς έτοιμος, ώρες ώρες έχω πραγματική αγωνία να αναπτύξω επιτέλους μέσα από ία γραφτά μου, όπως και μέσα από τον προφορικό μου λόγο, με κάποιους ανθρώπους διάλογο. Τον χρειάζομαι πάρα πολύ και δυστυχώς σπανίωζ τον βρίσκω. Αγαπάτε τη δουλειά του δασκάλου; I' βρίσκετε να έχει προσφέρει στη ζωή οα?; Km
, δι ν ! ι ρ ω . . . στον .......... .
n>·· <·«
βλίου σας για τον Σεφέρη λέτε στο τέλοξ «αν έχω μαθητές, τότε οι τρεις μελέτες κα· τα τέσσερα μαθήματα τους αφιερώνονται
Μιλήσατε πριν για κάποιους δασκάλους σας. Γενικότερα ποιους θεωρείτε Δασκά λους σας, έτσι με κεφαλαίο ίσως δέλτα; yjjAPXEI πρώτα η αλυσίδα των σχολικών δα«λων: στο Γυμνάσιο προπαντός και στο Πανεέ χ 1^ 10 ατιΊ Θεσ/νίκη και στη Γερμανία, όπου Και τις μεταπτυχιακές μου σπουδές. Θα να μην αναφέρω στο κεφάλαιο αυτό παρά
Ανησυχεί ακριβώς η Α νέχ εια και εν μέρει και η ^^νέπεια που υπάρχει στα Ρευματικά πράγματα σήμερα ΐηονόματα: Ι.Θ. Κακριδής, Αίνος ΙΙολί{(u’ uTa'ter Marg. Υπάρχουν όμως και άλλοι. μ,)υ ' λω να προσθέσω πως κάποιοι δάσκαλοί K(Jtl <*ν σνήκουν στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. XqL ΥΓ αυτούς τρέφω μιαν ιδιαίτερη αγάπη ^ # σ η . ' Ερχονται, για να το πιο έτσι, κα,Ίρί ' “ν θέοα από τα βιβλία τους. Και εδώ ίσως ν" σημειώσω ότι δάσκαλοί μου στάθηκαν ,π"ΐοι Ελληνες λογοτέχνες, άλλοι νεκροί
Ρέθυμνο, 1984
πια και άλλοι ακόμα ζωντανοί. Αλλά και εδώ δεν χρειάζονται ονόματα. Ούτε ενδεικτικά; ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ θα μπορούσα να’σας πω ονόμα τα πολύ γνωστά, αλλά φοβούμαι ότι θα ακουγόταν ο κατάλογος σαν διαφήμιση. Αν επιμένετε πολύ, παραλείποντας τα ευκόλως εννοούμενα, θα σταματούσα στο όνομα λόγου χάρη του Τάκη Σινόπουλου, ο οποίος στα τελευταία χρόνια της ζωής του όντως με δασκάλεψε μ’ έναν δικό του τρόπο. Παρακολουθείτε πάντα την επικαιρότητα και ανήκετε στους ανθρώπους που αντι δρούν πιστεύετε ότι δεν πρέπει να χάνου με «το δικό μας συγκεκριμένο σημείο ανα φοράς: τη μοίρα του τόπου μας και την κακομοιριά της στιγμής μας». Το 1971 γράφατε: «Προς θεού, όχι πλαστά προ βλήματα τύπου “η ελληνικότητα στην τέ χνη” ή “στρατευμένη και αστράτευτη δια νόηση” , κι άλλες παρόμοιες παγίδες για ατέρμονες και ανώφελες συζητήσεις. Αλλά και λίγη καθυστέρηση στο δικό μας φυσι κό, βιοτικό και πολιτικό τοπίο δεν βλά φτει, όσο κι αν αυτός ο εγκλωβισμός κιν δυνεύει να στενέψει τον ορίζοντά μας και να κάνει κοντόθωρη την όρασή μας». Το 1985 πώς βλέπετε το φυσικό, βιοτικό και πολιτικό μας τοπίο; Πώς βλέπετε τα πνευματικά μας πράγματα σήμερα; Η ερώτηση έχει κάπως καλυφθεί σε άλλα ση μεία της συνέντευξης, αλλά δεν ξέρω αν θα θέλατε να επεκταθούμε, λιγάκι. ΑΣ αρχίσουμε από τη μείζονα πρόταση στην οποία είμαι έτοιμος να πω: ναι, όντως η σχέση μου είναι μεγαλύτερη και στενότερη κάθε φορά με το παρόν απ’ ό,τι ||ε το παρελθόν. Αυτό δεν
68/συνεντευξη το λέω ούτε για καλό ούτε για κακό. Ίσως εξαιτίας αυτού του γεγονότος θα μπορούσε κανείς γενικότερα και το βίο μου και το έργο μου να τα χαρακτηρίσει ως ιστορικώς λειψά. Όντως προσδένομαι περισσότερο σε ό,τι συμβαίνει μέσα στο παρόν και λιγότερο σ’ αυτό που συνέβη στο πα ρελθόν. Βέβαια καθώς τα χρόνια περνούν, γίνο μαι και εγώ με τη σειρά μου ιστορικότερος: κά που επομένως σχετικοποιώ τα μεγέθη του πα ρόντος και κάπως λιγότερο εκπλήσσομαι από τις αντιξοότητες ή τα ερεθίσματα του πολιτικού και πολιτιστικού παρόντος που μας περιβάλλει -εν νοώ του στενού, του ελληνικού, και λιγότερο του διεθνούς. Εντούτοις νομίζω ότι το πράγμα δεν θ’ αλλάξει ριζικά σε μένα: η τροφοδοσία μου η πνευματική (αν μπορεί κανείς να μιλάει για τρο φοδοσία πνευματική) στηρίζεται σε αυτό το αλισβερίσι που ανοίγω με ό,τι καθημερινά συμβαί νει γύρω μου και πιστεύω ότι έχει κάποια σημα σία. Μη νομίζετε όμως ότι το κάνω από την πλευρά ενός ανθρώπου που ενδιαφέρεται έτσι να περιγράψει μια πραγματικότητα που τρέχει και κινδυνεύει να χαθεί, ή από αισιόδοξο ενδιαφέ ρον να παρέμβει στην πραγματικότητα αυτή έν τονα για να πει: «όχι αυτό, αλλά εκείνο». Δεν ξέρω ακριβώς τι συμβαίνει. Ίσως το σοβαρότερο κίνητρο γι’ αυτή τη συμμετοχή μου στα δρώμενα του παρόντος είναι η προσπάθεια και η ανάγκη να κρατήσω τη συνοχή και το ρυθμό μου, έτσι όπως αυτά άρχισαν στα παιδικά, στα εφηβικά και στα νεανικά μου χρόνια. Δύσκολο και λίγο
δεν με εκπλήσσει η αντιπάθεια όταν φανερώνεται ως αντιπάθεια* με εκπλήσσει η ματαμόρφωσή της σε κακοήθεια περίεργο επιχείρημα αυτό που σας λέω, αλλά πιστέψτε με πως μάλλον κάτι τέτοιο τρέχει. Δηλα δή αντιδρώ στο παρόν, στο βαθμό που το παρόν έρχεται να ανατρέψει μια ρυθμική συνοχή και μια ρυθμική συνέχεια του μυαλού μου που εγώ δεν θέλω να τη χάσω· όχι εγωιστικά, αλλά πι στεύω ότι δεν πρέπει να τη χάσω, και έχω το αί σθημα ότι, αν δοκιμάσω να μη τη χάσω, την προσφέρω και σε κάποιους άλλους. Είμαι τόσο αντίθετος για κάθε διεσπασμένη ζωή, που δεν μπορεί να ενώσει τις δεκαετίες της ή τις πενταε τίες της ή και τα χρόνια της ακόμη, για να μην πω: τις μέρες της. Αν δεν ήμουνα σαφής, να εξηγήσω καλύτερα. Ό χι, απλώς θα επιμείνω πάλι στο πώς
συνεντευξη/69 βλέπετε τα πνευματικά μας πράγματα σή μερα.
μπορούν έτσι τα πράγματα να μετρηθούν με λίγο Λιο αντικειμενικά μέτρα. Υπάρχουν άνθρωποι των γραμμάτων μας με αναμφισβήτητο ταλέντο, ΠΩΣ βλέπω τα πνευματικά μας πράγματα σήμε Υπάρχουν άνθρωποι με μετριότατο ταλέντο, ρα. Βέβαια αυτή είναι μια ερώτηση τυπική, την υπάρχουν άνθρωποι με απολύτως κανένα ταλέν οποία ίσως ούτε σεις μπορείτε να την αποφύγετε το, ανακατωμένοι στην αγορά -μ ’ έναν τρόπο ούτε κι εγώ εντελώς. Κοιτάξτε: ενθουσιασμό και εξοργιστικό θα έλεγα κάποτε ανακατωμένοι· παραλήρημα δεν μου δημιουργούν τα πνευματι τρομάζει κανείς πώς, και μεταξύ τους ακόμη αυ κά μας πράγματα σήμερα, όπως και τα πολιτικό μας εξάλλου. Πάντως δεν θα ήθελα με κανέναν t τοί οι άνθρωποι ανακατωμένοι, επικοινωνούν υπάρχουν κάτι περίεργες συνωμοσίες πάντως με τρόπο να φτάσουμε σε μια συγκριτική αποτίμη ση, που θα έλεγε ότι σήμερα τα πράγματα είναι : ταξύ ατάλαντων και ταλαντούχων ανθρώπων. Που νομίζω τις υπαγορεύουν λίγο πολύ οι νόμοι χειρότερα απ’ ό,τι ήταν χθες -ας αποφύγουμε το σχήμα αυτό. Για να ενώσουμε όμως λίγο την | άεας γραμματολογικής αγοράς που γίνεται από (τέρα σε μέρα όλο και χειρότερη. ερώτηση την τελευταία και την εξειδικευμένη με αυτά που έλεγα προηγουμένως, μπορώ να πω ότι Έχει σχέση και με την πολιτική αυτό; με ανησυχεί ακριβώς η ασυνέχεια και εν μέρει | μην τα φορτώνουμε όλα στην πολιτική. Ισως η ασυνέπεια της πολιτικής ζωής μας βρί το άλλοθι της στην ασυνέπεια της πολιτιστι θα ευχόμουνα να καταφέρουμε ζκήςε ι ζωής μας, και αντιστρόφως. Πάντως η σχέση όλοι, περνώντας ο καθένας αυτή δεν είναι ευθεία. Δεν θα έλεγα ότι φταίει ει,θέως η πολιτική που διαλύει την ενότητα του από την ταραχή του, να φτάσει Πολιτιστικού βίου, ή ότι ο διαλυμένος ή διε°Παρμένος πολιτιστικός μας βίος είναι αυτός σε μια σχετική ηρεμία Που υπαγορεύει τη διάλυση και του πολιτικού οίου. / και η ασυνέπεια που υπάρχει στα πνευματικό1 Ή πνευματική σας παρουσία είναι έντονη. πράγματα σήμερα. Έχει παραγίνει ο αποσπα Η συμμετοχή σας στα κοινά συχνή. Πώς σματικός και ασυνεχής τρόπος τους, σχεδόν δεν τα βολεύετε με το χρόνο; Δεν σας καταπο μπορεί πια κανείς να μιλήσει για ρυθμό. Οι άν νεί αυτό το κυνηγητό; Να μιλήσουμε για θρωποι ούτε μεταξύ τους ρυθμίζονται ούτε κ<τι «αντίσταση» και «σύγκρουση» με το χρό με τον ίδιο τους τον εαυτό. νο, όπως γράφετε κάπου για τον Αναγνωστάκη; Αυτό το ασύμπτωτο του ρυθμού σχετίζω ται και με τις ποικιλώνυμες και πολυώνυ τελευταίο καιρό ίσως δουλεύω περισσότεμες πολιτιστικές εκδηλώσεις που γίνοντώ ν° απ’ ό,τι δούλευα άλλοτε. Αλλά η περιγραφή παντού; ΔΕΝ θα το πήγαινα εκεί. Σχετίζεται με το λ<»>5 κανείς οργανώνει συνεχώς στο κεφάλι του αυτό είναι απόφαση και τρόπος ζωής) τις συλλο γικού τύπου εμπειρίες με τις προσωπικού τύπο εμπειρίες που του προσφέρονται. Φαίνεται ο μας έχει στήσει πολλές παγίδες η φύση: ζ°υ^ πράγματα, τα οποία κάθοδόν τα διαγράφουμε και αυτό μοιάζει να είναι τελευταία ο κανόνας Υπάρχει ένα περίεργο είδος φυγής των πνευμο τικών ανθρώπων από τις ίδιες τους τις 6«βυτ ρες εμπειρίες (συλλογικές και προσωπικές). β κι αν τα φαινόμενα δείχνουν το ανάποδο' όΑ· γι' αυτές τις εμπειρίες μιλούν, όλοι αυτές εις W πειρίες θέλουν να εξεικονίσουν. Εγώ διν στεύω ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο. Χρήσιμό^010' » με ίσως συχνά ως άλλοθι έκφρασης κοινόχρη"1^· εμπειρίες, αλλά δεν τις επεξεργαζόμαστε, Υ>ά · σχηματίσουμε τη συνοχή μας και να βοηθήσ*’1'· στο σχηματισμό της ρυθμικής συνοχής του ; νωνικού συνόλου στο οποίο ανήκουμε. Υια ν |
^ Πολιτική είναι για μένα ο *^κλος μέσα στον οποίο εΥΥράφεται η ατομική ζωή μας όρους αντικειμενικούς και ^ λ λ ο γ ικ ο ύ ς *0α *^VEXE ^εν είναι εντελώς ακριβής. Έχω π ΧγΙ°Ει για τον εαυτό μου ένα περιθώριο . "Υματικής τεμπελιάς, το οποίο δεν φαίνεται ,πό0ς τα έξω, αλλά υπάρχει, θ ά 'λεγα μάλιΠενό°^1 ε^ν<Η ζωτικήζ σημασίας για μένα αυτό το το ι Εργασί«ς, ίσως γιατί ο τρόπος που δουλεύω ν ^ ^ ο ρ ε ύ ε , Δηλαδή για να μπω σ’ ένα καιΧΟειΛ^ (και σε ένα αντίστοιχο ύφος), Ηράν · Χαΐ να αδειάσει το κεφάλι μου από τα Υθατα που είχε. Και γι’ αυτόν το λόγο μού
Στις Άνδεις. Βενεζουέλα 1985
χρειάζεται κάποιος χρόνος απραξίας. Μη με φαντάζεστε λοιπόν άνθρωπο που ατέλειωτες ώρες δουλεύει και γράφει. Υπάρχουν βέβαια χρόνοι πυκνοί σε δουλειά αλλά υπάρχουν και χρόνοι αραιοί ή και κενοί. Δεν είμαι κατά κανέ ναν τρόπο ένας ακαταπόνητος εργάτης, όπως εί ναι πολλοί άλλοι που τους θαυμάζω. Δεν είμαι βέβαια και άνθρωπος που χάνω τον καιρό μου· κάπου στη μέση βρίσκομαι. Και κάτι όχι πολύ ευχάριστο. Έχετε πολ λές αντιπάθειες από το πνευματικό σινάφι -το ξέρετε βέβαια. Πού το αποδίδετε αυ τό; ΘΑ έλεγα απαντώντας την ερώτησή σας ότι εν δέχεται ο λόγος να είναι ότι δεν έχω μπει μέσα στο σινάφι αυτό -εκ πεποιθήσεως- και ξέρω (όσο περνούν τα χρόνια το μαθαίνω καλύτερα) ότι το σινάφι, ως σινάφι, έχει τους δικούς του όρους παιχνιδιού (δεν τους κατηγορώ), και αν καποιανού του έρθει η ιδέα ή η όρεξη, ενώ και ο ίδιος κάνει δουλειά σχετική, να μην παίζει με τους κοινούς όρους του παιχνιδιού που παίζει το σινάφι, το πιθανότερο είναι κάποιοι από το σι νάφι (ειδικότερα οι ρυθμίζοντες τα του σιναφιού) να τον αντιπαθήσουν. Μέχρι ενός σημείου πιστεύω ότι αυτά που γράφω ή αυτά που κάνω βρίσκονται ακριβώς στην πλατεία της αγοράς όπου συναλλάσσονται οι άνθρωποι του σιναφιού, επικοινωνούν αν θέλετε. Δεν με εκπλήσσει η αντιπάθεια αυτή, όταν φανερώνεται ως αντι πάθεια· με εκπλήσσει η μεταμόρφωσή της σε κακοήθεια. Ωστόσο πιστεύω λίγο πολύ σε μια, αν όχι μικροπρόθεσμη, πάντως μεσοπρόθεσμη δι καιοσύνη. Αλλιώς δεν θα μπορούσα καν να δου λέψω. Επομένως ό,τι με τα μέτρα της στιγμής αν τιμετωπίζεται με καχυποψία, μιζέρια ή ότιδήποτε άλλο, ίσως αργότερα θα αντιμετωπιστεί νηφαλιότερα· ή θα διαγραφεί, αλλά όχι πια με κακοήθεια.
συνεντευξη/71
70/συνεντευξη Η αλήθεια είναι βέβαια ότι με τον καιρό αυτό το κλίμα με κάνει να νιώθω και μένα, όπως και άλλους ανθρώπους υποθέτω, πολύ μόνον, και ώρες ώρες νιώθω να δηλητηριάζομαι. Αντιστέ κομαι ωστόσο σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα προσπα θώντας, αν δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο, τουλάχιστον να την αγνοήσω. Αυτή την πικρία ίσως θα δείχνει και ο πρόλογος του «Χωρίς ανεμόσκαλα» όπου μιλάτε για «την απουσία εκείνης της πα λιάς ανεμόσκαλας που την ξήλωσαν ο και ρός και οι πρώην φίλοι». Νιώθετε απογοητευμένος; ΟΧΙ, δεν νιώθω απογοητευμένος. Πράγμα που οσμίζομαι ότι μερικοί ευχαρίστως θα περίμεναν
η πολιτική εγρήγορση μας κάνει, αν οι σχέσεις μας μαζί της είναι τίμιες, πράγματι φιλέταιρους να το ακούσουν. Πιστεύω ότι υπάρχουν δύο είδη συνδυασμού των λέξεων απαισιοδοξία και αι σιοδοξία. Υπάρχει μια αισιόδοξη απαισιοδοξία και υπάρχει μια απαισιόδοξη αισιοδοξία. Ανά μεσα σ’ αυτά τα δύο οξύμωρα κινούμαι. Και ελ πίζω πως τα καταφέρνω, προς το παρόν τουλά χιστον. Και μια και μιλάμε για αντιπάθειες, κρί νετε σκόπιμο ή άκαιρο, ίσως και παράκαι ρο πια, να μιλήσουμε για τις σχέσεις σας με τον Γιώργο Ιωάννου; ΤΟ κρίνω από κάθε άποψη παράκαιρο. Ό ,τι έχω γράψει εγώ για τον Ιωάννου είναι γραμμένο1 πιστεύω δεν έχει καμία σχέση με ό,τι ο ίδιος εισέπραξε από τα κείμενα αυτά, που κάποτε θα βγούνε σε βιβλίο- πιθανόν να έχω κάνει λάθος στις εκτιμήσεις μου, εντούτοις ίσως και αυτό εί ναι ένα σύμπτωμα για το πώς υποδέχεται ο χώ ρος των λογοτεχνών μας μια κριτική παρέμβαση. Αλλά νομίζω ότι καθώς τα πράγματα είναι στο κεφάλαιο αυτό και κάπως νωπά, ύστερα από το θάνατο του Γιώργου Ιωάννου, να μην επιμείνουμε στο θέμα. Εκτός από το φιλολογικό και το κριτικό σας έργο έχετε αποπειραθεί ποτέ να γρά ψετε ποίηση ή πεζογραφία; Ο ποιητής της «Αντιγραφής», που κρατάτε για τον εαυτό σας την ευθύνη της δημοσίευσης και το όνοιιά του. ισίπως είστε ο ίδιοι::
ΠΡΟΣ θεού όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοιου εί δους κομπίνες. Θα ντρεπόμουνα αν τις είχα κά νει. Ο ποιητής της «Αντιγραφής» υπήρξε πραγ ματικό πρόσωπο στον Κορυδαλλό -ένας λαϊκό; άνθρωπος. Δεν είναι λαϊκός ο λόγος του όμως; ΛΑΪΚΟΣ, λαϊκότατος ήταν ο άνθρωπος, ονομα ζόταν Κύργιος. Έχει δυστυχώς πεθάνει, αφου ί πέρασε μέσα στον Κορυδαλλό, ανάμεσα σε μ®? τους «γραμματισμένους», κάποιες, φαίνεται, ση μαδιακές μέρες που δεν ξέρω αν δεν τον μπερδέ ψανε κιόλας. Όταν εβγήκε πάντως από τη φυ λακή ξαναγύρισε στον δικό του λαϊκό τρόιώ ζωής, οι γενικότερες πολιτικές συνθήκες φαίνε ται ότι δεν ευνόησαν τον άνθρωπο να βρει διέξο δο σε πολύ συγκεκριμένα προβλήματα που τον απασχολούσαν, τό ’ρίξε στο πιοτό, κι όσο ξέρ«° από το πιοτό πέθανε. Όσο για το άλλο ερώτημά σας θα πρέπει πάλ1 απερίφραστα να απαντήσω ότι, τουλάχιστον art0 ένα χρονικό σημείο και πέρα, καλώς ή κακώξ> ούτε κρυφά δεν γράφω αυτό που θα λέγαμε κα θαρή λογοτεχνία- πεζό ή ποιήματα. Κι εδώ έγι" ναν κάποια πράγματα, φαίνεται, που ούτε τ® διαλέγουμε ούτε μας διαλέγουν, έρχονται ο.Λ° ’ μόνα τους. Τι εννοώ; Πάλι θα ξαναγυρίσω στην εποχή της δικτατορίας όταν, όπως είπα, μορψω' νεται κατά τη γνώμη μου αυτό το ύφος, που οΰ1® κει και πέρα θα με παρακολουθεί και θα το πα ρακολουθώ, προσπαθώντας να το εξελίξω. Τό#’ λοιπόν, ο δοκιμιακός και ο φιλολογικός μου λό γος (αν το σχήμα δεν είναι ταυτολογικό) απορ ρόφησε εξ ολοκλήρου ό,τι θα μπορούσε να θεω ρηθεί προκαταβολή ή υπόσχεση μιας καθαρά λο γοτεχνικής γραφής. Κανένας ωστόσο δεν π ρ έ^ 1 να προφητεύει τίποτε. Αν στα γηρατειά μου μ°1' τη δώσει, και πω φτάνει τόση συμπόρευση, αν λοιπόν μου τη δώσει και πω σε κάποια ψάοΑ
αν καταλάβαινα ότι μπορούν να κατοχυρώσω προσωπικά κάποιες δημόσιες ομολογίες, το έκανα οψιμότατη να γράψω κι ένα κείμενο καθαρό λό Υοτεχνικό ή κι ένα ποίημα, θα το κάνω. rJ^7 Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία σας ό·' μπορεί παρά να σταθεί στους προλάγυ’ν ; Είναι σύντομοι, περιεκτικοί και οόηΥ'ί1! ' . κοι θα έλεγα. Θα μπορούσαν να αποτ7 ' ι οουν πυρήνα πολιτικής και ιδιωτικής | Vnonii'rt#· Μ
Βιογραφικό Δημήτρη Μαρωνίτη Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 22 Απριλίου 1929 από γονείς καπνεργάτες. Η μάνα μου κατάγε ται από το Πυργί της Μ. Ασίας, κοντά στο Ντεμίσι, ο πατέρας μου από τη Μαρώνεια της Θράκης. Έκανα εγκύκλιες σπουδές στη Θεσσαλονίκη (Πει ραματικό Σχολείο και Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης). Ανακηρύχθηκα διόάκτωρ το I960 με εργασία για το ύφος του Ηροδότου. Τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στη Γερμανία τις ανάλωσα κυρίως για τη σύνταξη και τη συγγραφή της διατριβής μου επί υφηγεσία, που φιλοδοξούσε να αντιμετωπίσει το σύνολο του ηροδοτείου έργου από φιλολογική όμως σκοπιά. Από το 1963 και εξής δίδαξα ως εν τεταλμένος υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσ σαλονίκης, από όπου και απολύθηκα τον Ιανουά ριο του 1968, για να επιστρέφω τον Ιούλιο του 1974 μετά την πτώση της δικτατορίας. Στα χρόνια της δικτατορίας έμεινα ανεπάγγελτος· συλλαμβάνομαι και βασανίζομαι τρεις φορές στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, τη μια μάλιστα φορά κατά παρεξήγηση ως οργανωτής τουΠΑΚ Θεσσαλονίκης. Με την πτώση της δικτατο ρίας εργάστηκα στο Υπουργείο Παιδείας για ένα τετράμηνο ως ειδικός σύμβουλος σε θέματα Ανωτάτης Παιδείας συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της συντακτικής πράξης του Σεπτεμβρίου 1974 και προπαντός στις σχετικές πράξεις για την αποχουν τοποίηση στον πανεπιστημιακό χώρο. Το Μάιο του 1975 εκλέγομαι τακτικός καθηγητής της κλασικής φιλολογίας και εφεξής διδάσκω τόσο μαθήματα της επίσημης ιδιότητάς μου όσο και κεφάλαια της "νεοελληνικής ποίησης προπαντός της μεταπολεμι κής. Κατά το εξάμηνο 1980-1981 δίδαξα στη Φιλο σοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βιέννης ως επισκέπτης καθηγητής. Έχω κληθεί και έχω δώσει διαλέξεις σε εκπαιδευτικά ιδρύματα του τόπου μας κ«ι σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης (πρόσφατα και ΤΤΐς Αμερικής). Παράλληλα με τη φιλολογική μου δραστηριότητα από το 1971 και εξής συμμετέχω
ΟΜίΖΩ ότι τα είπατε όλα και δεν μου μένει να Λθ) 0 ίδιος τίποτε. Όντως αν κάποιος ήθελε εν ^νδυασμώ να δει την ιδιωτική και την πολιτική ι°γραφ(α μου (ας πούμε την ιδιωτική και τη ήμόαια καλύτερα) θα μπορούσε να την αναγνω9 σει σ’ αυτούς τους προλόγους, που ο ένας δια7Χκται τον άλλο, που ο ένας παραλαμβάνει λίγο 7 11 ^έμεινε από τον άλλο για να το πάει προς τα προς τα πλάγια, καμιά φορά και προς τα 0,«· Είναι κείμενα που ο ίδιος τα έχω γράψει Uo πθλλή π0οσοχή, προσπαθώντας και τον εαυτό - να αναγνωρίσω και τους αναγνώστες μου να Τ °π°ιήσω για το πού βρίσκομαι κάθε φορά. ®Υαπώ τους προλόγους αυτούς και πιστεύω 7 μι; ««φράζουν.
Ποια κείμενά σας θεωρείτε αντιπροσω πευτικότερα, βλέποντάς τα τώρα, από κάπ°ΐα απόσταση σχετικής ασιράλειας;
σταθερά, γράφοντας επιφυλλίδες στην εφημερίδα «Το Βήμα» και σε άλλα έντυπα, στα δημόσια πράγ ματα του τόπου, κυρίως τα εκπαιδευτικά και τα πολιτιστικά. Πρόσκειμαι στο χώρο του ΚΚΕ εσωτ. όπου και υπήρξα υποψήφιος βουλευτής επικρά τειας.
Εργογραφία 1. Έρευνες ση> ύφος τον Ηροδότου. Διδακτορι κή διατριβή. Θεσσαλονίκη 1962. 2. Εισαγωγή στον Ηρόδοτο. Διατριβή για υφη γεσία. Αθήνα, Γκοβόστης 1964. 3. Ηροδότου Ιστορίαι, Πρώτο βιβλίο. Μετάφρα ση, Σχόλια, Αθήνα, Γκοβόστης 1964. 4. Ο φόβος της ελευθερίας. Δοκιμές ανθρωπι σμόν. Αθήνα, Παπαζήσης 1971. 5. Ανεμόσκαλα, Αθήνα, Παπαζήσης 1972. 6. Αναζήτηση και νόστος τον Οόνααέα. Η διαλε κτική της Οδύσσειας. Αθήνα, Παπαζήσης 1973, Κέδρος, ε' έκδοση 1984. 7. Ανεμόσκαλα και Σημαδούρες. Αθήνα, Ολκός 1975. 8. Οι εποχές του «Κρητικού». Αθήνα, Λέσχη 1976. 9. Ποιητική και πολιτική ηθική. Αθήνα, Κέδρος 1976, γ' έκδοση 1984. 10. Μίλτος Σαχτούρης, Άνθρωποι - χρώματα ζώα - μηχανές. Αθήνα, Γνώση 1980. 11. Όροι τον λυρισμού στον Οόυσσέα Ελύτη. Αθήνα, Κέδρος 1980, δ' έκδοση 1984. 12. Ηρόδοτος. Επτά νουβέλες και τρία ανέκδο τα. Αθήνα, Άγρα·1981, γ' έκδοση 1984. 13. Χωρίς ανεμόσκαλα. Αθήνα, Κέδρος 1983. 14. Ο Καβάφης και οι Νέοι. Αθήνα, Θεμέλιο 1984. 15. Η ποίηση τον Γιώργου Σεφέρη. Αθήνα, Ερ μής 1984. 16. Ανεμόσκαλα, Σημαδούρες, Χωρίς ανεμόσκα λα. Αθήνα, Κέδρος 1984.
ΚΟΙΤΑΞΤΕ: υπάρχουν κείμενα που όταν τα διαβάζω τώρα με ηρεμούν εμένα τον ίδιο. Υπάρ χουν άλλα κείμενα, παλιά ή και πιο πρόσφατα, που όταν τα ξαναδιαβάζω σήμερα νιώθω την πε ρίεργη ταραχή τους. Ας πω ότι ανάμεσα στα πιο ταραγμένα κείμενα και στα πιο ήσυχα ο ίδιος προτιμώ τα πιο ήσυχά μου κείμενα, αν και ώρες ώρες βρίσκω ότι τα πιο απροστάτευτα κείμενά μου είναι τα πιο ταραγμένα1 εκείνα με χρειάζον ται πιο πολύ, τα άλλα σχεδόν δεν με χρειάζονται πια καθόλου. Συνηθίζεται να κλείνουμε τις συνεντεύξεις με την κοινότοπη ερώτηση: Τι δουλεύετε τώρα ή ποια τα σχέδιά σας για το μέλλον; Για να αποφύγουμε την πεπατημένη πε ριορίζω λίγο το θέμα: Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου σ’ ένα κριτικό κείμενό του στο πε ριοδικό «Ο πολίτης», με αφορμή την έκ-
72/συνεντευξη δόση του βιβλίου σας «Ποιητική και πολι τική ηθική», υπαινίσσεται πλαγίως πλην σαφώς ότι θα μπορούσατε να γίνετε ο ιστορικός της μεταπολεμικής μας ποίησης. Πώς αντιμετωπίζετε την ιδέα; ΑΠΟ το τελευταίο να αρχίσουμε. Πολύ ευγενικό αυτό που έγραψε ο Γιώργος Κεχαγιόγλου αλλά βρίσκεται μακριά και από τις προθέσεις μου και από τις ικανότητές μου. Ιστορικός της μεταπολε μικής ποίησης δεν πρόκειται να γίνω και κάπου φαίνεται ότι και δεν θέλω να γίνω. Και προχω ρώ: Τελευταία έχουν γραφεί, σε ξένη γλώσσα ή στα ελληνικά, Λ ι πρέπει να συγκεντρωθούν κά ποια μελετήματα για τον Όμηρο, που νομίζω ότι είναι προχωρημένα και καλά. Με απασχολεί, και αυτό γίνεται τώρα για πρώτη φορά, και η αρχαϊ κή λυρική ποίηση· ήδη υπάρχει ένα σχετικό δη μοσίευμα· κάποια άλλα τα ετοιμάζω με βάση το μεταπτυχιακό σεμινάριο που κάνω επάνω στη Θεσσαλονίκη. Από την άλλη μεριά κάτι με σπρώχνει να ξαναπιάσω θέματα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Τη φορά όμως αυτή θα ήθελα να το κάνω με κείμενα εντελώς πρόσφατα, όχι κατοχυ ρωμένα από την ιστορία της νεοελληνικής λογο τεχνίας. Θα με ενδιέφερε να οριστούν, όσο μπο ρούν να οριστούν, οι λογοτεχνικές συμβάσεις της τρέχουσας ποίησής μας και κάπως να διαβαθμι στούν. Νομίζω ότι μπορούμε πια να ξεχωρίσου με συμβάσεις πιο επιπόλαιες και πρώτου επιπέ δου, συμβάσεις πιο βασανισμένες μέσου επιπέ
ΔΕΛΤΙΟ
δου και συμβάσεις βυθού που, ενδεχομένως, χτυπούν τον πάτο του ασύμβατου χώρου. Νομί ζω πως είναι καιρός πια να γίνουν τέτοιου εί δους περιγραφές και εκτιμήσεις για την ποίησή μας: την εντελώς καινούρια, και δεν εννοώ μόνο πια την ποίηση της γενιάς του 70 αλλά και αυ τήν που ακολουθεί. Τελειώνοντας θα θέλατε να προσθέσετε εσείς κάτι;
^ κ τ ω δ ρ ώ υ 1985
ΘΑ ευχόμουνα να καταφέρουμε όλοι, περνώντας ο καθένας μέσα από την ταραχή του, να φτάσει σε μια σχετική ηρεμία. Συνήθως υπάρχει πολλή δυσπιστία για τις ήρεμες καταστάσεις- οι καιροί, φαίνεται, είναι τέτοιοι που, όσο πιο πολύ θόρυ βο κάνουμε, τόσο αισθανόμαστε ότι είμαστε και πιο σύμφωνοι μαζί τους. Προσωπικά όμως θβ ήθελα να εκβάλω σ’ ένα χώρο μεγαλύτερης ηρεμίας απ’ αυτήν που έχω αυτή τη στιγμή. Τι θβ πει ηρεμία δεν ξέρω. Υποθέτω ότι θα μπορούσε κι αυτή να οριστεί με μια μεταφορά: όπως όταν βγαίνουμε από το χειμώνα και περνάμε στην άνοιξη, ημερεύει ο καιρός καθώς το κρύο υπο χωρεί· ή όπως όταν, μετά από φουρτούνα, γαλή' νεύει η θάλασσα στη Θεσσαλονίκη· ή όπως όταν, ύστερα από ένα στραπάτσο του προσώπου μβ5’ χαλαρώνουν ξανά οι μύες και ξαναπαίρνει ή όψη μας μια πιο φυσική έκφραση. Είναι πολλά πράγματα η σχετική ηρεμία. Πολύ θα την ήθελσ για τα χρόνια που έρχονται.
β ίβ λ ίΟ γ ρ α φ ίΧ Ο
• Ίο Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη όιεύθυνση και το προσωπικό τον οποίου ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Αεκαόικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
δ ε λ τ ίο α ρ ιθ . 130
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών όεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ δόσεις τους.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
0 ρ ΓΑΝΙΣΜΟΙ
ΓΕΝΙΚΑ
λ^ΟΥΡΓΕΙΟ
ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ Ε.Γ. Το όνομα πρόσωπο ή το πρόσωπο σαν όριο. Αθήνα, Libro, 1985. Σελ. 36.
*
ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ Πρώτος Έρωτας
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ.
9 %οχρατ(α Χαι κχαοική παιδεία. Αθήνα, 1985. Σελ.
■δ 6Χ· 800. SA M U EL
BECKETT
Π ΡΩ ΤΟ Σ
ΕΡΩΤΑΣ
Μ1ΤΣΙΓΓΑΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Αναζητώντας ελευθερία μέσα στο είναι. Λευκωσία, 1985.
^ΙΛΟΣΟΦΙΑ
Ά|ΐΐΙ«·« ΆΙ|(1·Ι|·Ι
ΘΡΗΣΚΕΙΑ γ ΒΝικ α
ΓΕΝΙΚΑ &)Λ «ΕΓΡΙΝΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ν. Η ανθρώπινη ύπα( •9Ks ?.ω<?ήσεις-αναθεωρήσεις. Αθήναι, Καρδαμίτσα Γ Σ,λ. 185. Λρχ. 550.
φ
'ψ ”1
*
ι ο
φ
ω
κ
α
κ
-Λ ·~7/,\ 1 C , κ)
ι
από το Βόρειο Παγωμένο ωκεανό
.. 1
ΑΓΡΑ
ΔΕΛΗΜΙΙΑΣΗΣ Λ.Δ. Πάσχα Κυρίου. Αθήναι, 1985. Σελ. 123. Δρχ. 2000.
74/δελτιο
δελτιο/75
ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ουράνια σοφία. Αθήνα, Δόμος, 1985. Σελ. 124. Δρχ. 300.
διυλιστηρίων. Αθήνα, Παπαζήσης, 1985. Σελ. 234. Δρχ. 500.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Κοινωνικές ομά δες και άτομα. Μετ. Μαρία Τσάτσου. Αθήνα, Κου τσουμπός, 1985. Σελ. 111. Δρχ. 400. ΒΑΛΑΣ1ΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Κοινωνία και μοναξιά: Οι άνθρωποι του περιθωρίου. Αθήνα, Κοντακιάς, 1985. Σελ. 175. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ ΔΗΜ. Η ανάπτυξη της γνώσης και η «ανοιχτή κοινωνία». Αθήνα, Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, 1985. Σελ, 35.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ΙΟΥΜΟΥΛΙΔΗΣ ΤΖΩΝ-ΔΕΡΙΖΙΩΤΗΣ ΛΑΖΑΡΟΣ. Εκκλησίες της Αγιάς Λαρίσης. Αθήνα, Ζαχαρόπουλ°ξ, 1985. Σελ. 163. Δρχ. 3300.
ΠΟΙΗΣΗ
ΜΕΝΕΪΔΗ ΓΑΡΥΦΑΛΛΙΑ I. Κύθνος. ΛαογραφικάΑθήνα, 1985. Σελ. 40. Δρχ. 150. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ/ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ. Η ελληνική γυναικεία φορεσιά και το κόσμημα άλλοτε και τώρα. Αθήνα, 1985. Σελ. 38. Δρχ. 350.
ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ Α.Μ. Κριτική της αρχιτεκτονικής μωρίας. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1985. λελ. 244.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ
ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Το μυστικό τετράδιο. Ποιήματα. Αθήνα, Διογένης, 1985. Σελ. 107.
Ζω γ ρ α φ ι κ ή
ΔΑΒΒΕΤΑΣ ΝΙΚΟΣ Γ. Ρέκβιεμ για το πρωινό τέλος. Αθήνα, 1985. Σελ. 39.
^Ν δ ρ ο υ ΔΙΔΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τα τρένα στο έργο °11 Μαυρομάτη. Αθήνα, Διογένης, 1985. Σελ. 65.
ΖΗΒΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Ουαί, αλί και τρισαλί..! Σέρρες, 1985. Σελ. 48.
'ι Κρητικές φορητές εικόνες. Ηράκλειο, Δήμος Ηρα ί ο υ , 1985.
ΚΑΝΑΤΣΗΣ ΤΑΣΟΣ. Ρυμουλκό. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 30. ΚΑΡΑΜΒΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Απολογισμοί. Αθήνα, 1985. Σελ. 46.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ γλ υ π τ ι κ η
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ Δ. Η νομοθετική αντι μετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Αθήνα, 1985. Σελ. 396. Δρχ. 1500.
ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ειδική εκπαίδευ ση. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής - Αλέξης ΑργύρΊ?· Αθήνα, Κουτσουμπός, 1985. Σελ. 172. Δρχ. 500.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ. Τι Πλαστήρας τι Παπάγος. Αθήνα, Γλάρος, 1985. Σελ. 231. Δρχ. 400. ΔΕΛΑΣΤΙΚ ΓΙΩΡΓΟΣ. Αφγανιστάν. Επανάσταση και αντεπανάσταση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1985. Σελ. 271. Δρχ. 400. ΝΙΚΟΑΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛ. - ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. Η μετατροπή της εκλογικής πλειοψηφίας σε κοινο βουλευτική μειοψηφία. Αθήνα, Σάκκουλας, 1985. Σελ. 52.
ΚΑΡΟΥΣΟΥ ΔΕΣΠΩ. Αντίλαλοι της αβύσσου. Ποιή ματα. Αθήνα, 1985. Σελ. 75.
,^ΥΤΕΛΑΚΗΣ ΧΑΡΗΣ Μ. Η ανάπτυξη της ξυλο-
ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Μάθηση και & ' f παίδευση, αριθ. 1. Μετ. Γιώργος Κονδύλης. Αθήν«· j Κουτσουμπός, 1985. Σελ. 146. Δρχ. 500. ί —
Σ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
-■
Δ!γ“ 1° .
Δωδεκάνησα· ρχ. — . __________________
ημ ατο γράφ ος
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Τεχνική και ιδεολογία. Μετ. Φοίβος 4θρ Υ^λάτος. Αθήνα, Θεωρία, 1985. Σελ. 143. Δρχ.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Σ KLINE MORRIS. Τα μαθηματικά στο Δυτικό Πολ1*1 σμό. Τόμος Α'. Μετ. Σπύρος Μαρκέτος. Αθήνα, K<i>ftl κας. Σελ. 302. Δρχ. 600.
υ μ ο ρ
*ΟΛ.ΔΗΣ Τ. Ιππείς. Οι κωμωδίες του ΑριστοΑ j- c *όμικς. Σκίτσα Γ. Ακοκαλίδης. Θεσσαλονίκη, < Ε ·· 1985. Σελ. 50.
ΤΕΧΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΓΙΛΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. Ο «νέος προστα τευτισμός» και το εμπόριο ΕΟΚ-ΚΟΜΕΚΟΝ. Αθήνα, Ινστιτούτο Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, 1985. Σελ. 47. ΚΛΠΕΊΛΝΛΚΙΙ-ΣΗΨΛΚΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. II διεθνο ποίηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα. II περίπτωση των
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ. Το περιθώριο ’68’69. Αθήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 43. Δρχ. 180.
ΜΑΤΖΑΡΙΔΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ. Καλή η πλησίον μου. Ποιήματα. Αθήνα, 1985. Σελ. 56. ΝΤΑΛΙΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Ποιήματα ’75-’85. Θεσσαλονί κη, Νέα Πορεία, 1985. Σελ. 319. Δρχ. 700. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ρετρό. Ερωτικά ποιήματα 1978-1984. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 46. Δρχ. 250. ΣΑΔΒΑΡΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. Τα λουλούδια των πει ρασμών. Ποιήματα. Αθήνα, 1985. Σελ. 29. ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ηράκλειο, 1985. Σελ. 44.
Συνάλλαγμα
τέλος.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Αποϊέρωση. Λευκωσία, Κυ πριακή βασική Βιβλιοθήκη, αριθ. 4. 1985. Σελ. 90. ΤΣΑΤΣΟΥ ΜΑΡΙΑ. Τα σημεία. Αθήνα, Άγρα, 1985. Σελ. 53. Δρχ. 200. ΧΩΡΕΑΝΘΗ ΕΛΕΝΗ. Οι εποχές της Εύας. Αθήνα, Ωρίων, 1985. Σελ. 59. Δρχ. 300.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
^ Α Σ ΙΚ Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΑΑΕΞΗΣ. ΜόναΆίζα. Αθήνα, Η Άμαξα, 1985. Σελ. 152. Δρχ. 400.
ΓΕΝΙΚΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η τέχνη σήμερα ω'ς της εξουσίας. Αθήνα, Στοχαστής, 1985. Σελ/Γ49,,ΔΙ! 350. ‘ ' /> . ^
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ft ^ Λ V<*>
lOT°0(u Μετ. Α. Γεωργοπαπαδάκος. Αθή'''•ιι'φης-ΙΙιιιδιία. 1985. Σελ. 544.
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Νεκρή πολιτεία. Αθήνα, Ηλιοτρόπιο, 1985. Σελ. 92. ΚΟΥΡΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ (ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ). Λέο Λάντης. Μια πρωτάκουστη ιστορία. Αθήνα, Δόμος, 1985. Σελ. 466. Δρχ. 800.
δελτιο/77
76/δελτιο S ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΥΛΑ. Μυρσίνη. (Διηγήματα). Αθήνα, Δρυμός, 1985. Σελ. 203. Δρχ. 400.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Το μοναστήρι της Μεταμόρ φωσης στο Καϊμακλί. Κυπριακή Βασική Βιβλιοθήκη, «ριθ. 8. Λευκωσία, 1985. Σελ. 37.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ ΝΙΚΟΣ. Ζωή, την άλλη φορά. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Νεφέλη, 1985. Σελ. 407. Δρχ. 900. BECKETT SAMUEL. Πρώτος έρωτας. Μετ. Αχιλλέας Αλεξάνδρου. Αθήνα, Άγρα, 1985. Σελ. 63. Δρχ. 250. ΓΚΛΟΒΑΣΚ1 ΓΙΑΝΟΥΣ. Γενική απεργία. Μετ. Νίκος Φωκάς. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 135. Δρχ. 280. GUEST JUDITH. Συνηθισμένοι άνθρωποι. Μετ. Ελέ νη Σταμούλη. Αθήνα, Δίοδος, 1985. Σελ. 254. Δρχ. 550. ΓΚΡΑΣΣ ΓΚΥΝΤΕΡ. Το τενεκεδένιο ταμπούρλο. Μετ. Θ.Δ. Φραγκόπουλου. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 778. Δρχ. 1000. DALEY ROBERT. Επικίνδυνη κόψη. Μετ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος. Αθήνα, Καρρέ, 1985. Σελ. 480. Δρχ. 450. ΦΑΛΑΤΣΙ ΟΡΙΑΝΑ. Αν ο ήλιος πεθάνει... Μετ. Ανδρ. Σταθοπούλου-Maria d’ Isastia. Αθήνα, Νέα Σύ νορα, 1985. Σελ. 465. Δρχ. 650. ΦΛΩΜΠΕΡ ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ. Βιβλιομανία. Εισ.-μετ. Ε.Χ. Γονατάς. Αθ^να, στιγμή, 1985. Σελ. 94. Δρχ. 380.
ΕΥΘΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ
ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ I. Φίλιππος Β' ο Μακεδών και ο ιστορικός του ρόλος. Αθήνα, ΠαπαδήΒας, 1985. Σελ. 327. Δρχ. 1500.
ΓΕΝΙΚΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ/ Ετ α ιρ ία ε λ λ η ν ικ ο ύ λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ο ύ κ α ι ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ - ΠΙΣΠΙΡΙΓΚΟΥ ΦθΥ' * 'ΣΤΟΡΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΥ. Ενθύμημα των Αθηνών. Αθήνα, 1985. Σελ. 86. Δρχ. 700. ΛΑ. Ο μεσαιωνικός κόσμος. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ· 197. Δρχ. 500. Ha r d w ic k l o r n a . κοινωνική ιστορία της αρΧαίας Αθήνας. Μετ. Ντέπη Αλβανού. Αθήνα, Π. Κουτ°ουμπός, 1985. Σελ. 263. Δρχ. 600.
ΤΣΟΠΟΥΡΙΔΗΣ ΘΩΜΑΣ. 260 ποντιακά ανέκδοτα. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, 1985. Σελ. 126. Δρχ. 300.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ. Αντιδογματικά. Άρθρα και σημειώματα. 1946-1977. Αθήνα, στιγμή. 1985. Σελ. 230. Δρχ. 600. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ. Τα συμπληρωματι κά. Σημειώσεις κριτικής. Αθήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 173. Δρχ. 500. ΚΑΧΉΤΣΗΣ ΝΙΚΟΣ. Η περιπέτεια ενός βιβλίου. Αθήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 146. Δρχ. 450. PERLORENTZOY MARIA. Aris Alexandrou. Schcna, 1985. Σελ. 118.
120.
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 51. Δρχ. 100.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Περιοδική έκδοση του Κέντρου Φιλο σοφικών Ερευνών. Τεύχος 39. Δρχ. 300. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 128. Δρχ. 150. ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ. Περιοδικό για την ελληνική επαρχία. Τεύχος 2. Δρχ. 150. ΕΚΚΥΚΛΗΜΑ. Τρίμηνη επιθεώρηση για το θέατρο. Τεύχος 7. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχος 46. Δρχ. 100.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΒΑΣΤΑΚΗΣ Κ.Δ. (ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ). ΜεΥα' λοχωρίτες και Μικροχωρίτες εθνομάρτυρες της 24η? Δεκεμβρίου 1942. Αθήνα, Σύνδεσμος Μεγαλοχωριτι1)ν «Η Αγ. Παρασκευή». Σελ. 128. ΑΙΑΝΙΔΗΣ ΣΙΜΟΣ. Ματωμένα χιόνια. Αθήνα, ΒΉ0’ σαρίων, 1985. Σελ. 91.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Τόμος 1, Τεύχος 1. Δρχ. 250.
^ΥΡΟΥΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεvj! 0939-1945). Αθήνα, Επικαιρότητα, 1985. Σελ. 138· Δρχ. 300.
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Τεύχος 56. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ. Περιοδικό της χριστιανι κής αλήθειας. Τεύχος 4-5. Δρχ. 100. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 105. Δρχ. 150.
ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ Γ. Ενθυμήμ«ι° Αθήνα, Λίνος, 1985. Σελ. 397. Δρχ. 500.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Τα φυλακισμένα μνήμα*!' Λευκωσία, Κυπριακή Βαβική Βιβλιοθήκη, αριθ 1985. Σελ. 82.
ΗΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΤΣΟΠΟΥΡΙΔΗΣ ΘΩΜΑΣ. 232 ανέκδοτα για πολύ γέ λιο. Θεσσαλονίκη, 1985. Σελ. 75. Δρχ. 200.
ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 44-45. Δρχ.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ .. εΗ ληνισμός. Αθήνα, Φιλιππότης, 1985. Σελ. 77. Δρχ· 3®®’ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ Θ. Ιστορία Σουμελά. Εν Αθήναις, 1898. (Ανατύπωση). Θεσσαλ νίκη, Πουρναράς, 1985. Σελ. 299+ξθ'. Δρχ. 1000.
^ΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΦΙΛΟΜΗΛΑ. iqoc και η παρέα του. Αθήνα, Σύγχρονη εποχή, ,y85- Σελ. 32. Δρχ. 400. 0Δν°ΥΜΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Ο Καρυοθραύστης. Δία ν , υιί Νατάσα Μάνας. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1985. ελ· W· Δρχ. 450.
ΕΡΜΑΡΧΟΣ. Μηνιαία περιοδική φυλλάδα. Τεύχος 4. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρίας Ιατρικών Σπου δών. Τόμος 47, τεύχος 1. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ. Δίμηνο κινημα τογραφικό περιοδικό. Τεύχος 21. Δρχ. 200. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 47. Δρχ. 150. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ. Φύλλο 36. Δρχ. 30. Η ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 12. Δρχ. 150. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματι σμού. Τεύχος 35. Δρχ. 300. ΤΑ ΝΕΑ ΤΩΝ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. Τεύχος 37-38.
ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. Οι βλαχόφωνοι ^ ληνικού χώρου. Δ' έκδοση. Αθήνα, Εθνική Evu) των Βορείων Ελλήνων, 1985. Σελ. 39. Δρχ. 200. *
ΝΕΕΣ ΤΟΜΕΣ. Τεύχος 2 (94). Δρχ. 150.
Πε ρ ι ο δ ι κ ά
ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Κ. Το Βορειοηπειρω*^ ζήτημα και ο Ναπολέων Ζέρβας. Αθήνα, Εθν1 * Π ς γ υ ν α ικ α ς _ Ένωσις των Βορείων Ελλήνων, 1985. Σελ. 22 M t r - ΑγΑΓω Να ς τ η— ............. ........Τεύχος 26. Δρχ. 150. 120.
Xoc ίο-!5™ * . Έκδοση της νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. ΤεύΛ * ι »ι. Δ ρ χ. 80
ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σ. Μεταφράσεις to ^ J . vκών n 'tv ιστορικών i n r n n i v n 'i v εγγράφων. ΐΛ/ΜΜ/irn /irti N n r 'i u l i 'i n Δήμος Λ ή ιιη Γ H O O '’ Ηράκλειο, Ηρα ου, 1985. Σελ. 270
γί0?
°6u.w *ΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνη επιθεώρηση της λεΧ,)ζ τέχνης. Τεύχος 86. ΑΝΤΙ, λ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Το μοναστήρι της Π«ναΥ^ 3θ1. Δρχ 7οπΐ:ν(,ήμ,:Ρη πο^αικ,Ι επιθεώρηση. Τεύχος της Μακεδονίτισσας στη Λευκωσία. Κυπριακή Β° Βιβλιοθήκη, αριθ. 7. Λευκωσία, 1985. Σελ. 75. χΤΤΤγι γ,.,, λ έ ο ν ί '^ Δημοσιογραφικό όργανο της Ευξείνου ^σαλονίκης. Φύλλο 190.
/
ΒΥΖ^8
~ Υ>
Χη? ΦύΣλ°
~ ^rtooivV, Ι/Υ^Δ . Επιστημονικόν όργανον ελληνικής j,y. εταιρ£ας. Τόμος 4ος. Δρχ. 500. |
Δρχ.
1sI*rt>o γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 930.
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 20-21. Δρχ. 300. ΟΝΟΜΑΤΑ. Ετήσια επιστημονική έκδοση της Ελληνι κής Ονοματολογικής Εταιρίας. Τεύχος 9. Δρχ. 2(ΧΧ). ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Τεύχος 4. Δωρεάν. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΝΕΑ. Φύλλο 32-33. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 898. Δρχ. 100. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ. Μηνιαία επιθεώρηση τέχνης. Τεύχος 24. Δρχ. 150. ΠΡΟΟΔΟΣ ΓΗΣ ΖΑΚΥΝΘΟΥ. Φύλλο 377. ΣΠΕΙΡΑ. Γλώσαα-ποίηοη-εικόνα. Τεύχος 4-5. Δρχ. 400. ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ. Τεύχος 31. Δρχ. 130. 4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 181. Δρχ. 130. ΧΡΟΝΙΚΑ. Τεύχος 79.
,
78 δελτίο 18 Σεπτεμβρίου1 Οκτωβρίου 1985
δελτιο/79
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μ αρία Τρουπάκη
ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παπηά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου
ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΙ: Εικόνες Ε θ: 'Εθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
Φιλοσοφία Αξελός Κ.: Προς την Πλανητική σκέψη (ΚΤ, ΕΘ, 18/9) Λιαντίνης Δ.: Homo cducandus (X. Κορέλας, Δώμα, 5) Χάιντεγκερ Μ.: Είναι και χρόνος (ΚΤ, Ε θ , 25/9)
Ψυχολογία Σακαλάκη Μ
Το απαγορευμένο στους δεσμούς της συγγέ νειας (Β.Ψ., ΜΕ, 23/9) Τορ Μ Ο δείκτης νοημοσύνης (ΒΠ, ΔΙ, 127)
θρησκεία Παπαδημητρίου Λ Επιστήμη υλισμός και πίιπη (Ε.Χ, Οικονομάκος, Σύναξη, 19)
Κηπουρική για όλους (ΘΥ, ΕΙ, 18/9), (ΣΚ, ΕΛ, 26/9)
Μελέτες - δοκίμια - αλληλογραφία
^λώσσα
Αλληλογραφία Α. Διαμαντή - Γ. Σεφέρη (1953-1971) (ΣΤ, ΕΛ, 19/9) Δήμου Ν.: Ο Έλληνας Βούδας (X. Κορέλας, Δώμα, 5) Κορέλας X.: Αισθητική της πεζογραφίας (Β.Ψ., ΜΕ, 23/9), (Ν. Παρνασσός, Ελεύθερος Τύπος, 27/9) Λαδιά Ε.: Ο αγαπημένος του όντος (X. Κορέλας, Δώμα, 5) Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.: Η σιωπή κι ο λόγος (ΓΣ, ΑΗ, 1/10) Πρίντζιπας Γ.: Λογάδες του γένους (ΚΣ, ΝΕ, 21/9) Σαρδέλης Κ.: Πρόγονοι (ΚΣ, ΝΕ, 21/9) Χάρης Π.: Νεοελληνικός κριτικός λόγος (Μ. Λαμπαδαρίδου Πόθου, ΔΙ, 127) Μπάρτζιν Ρ.: Συνομιλίες με τον Χ.Λ. Μπόρχες (ΚΤ, ΕΘ, 18/9)
δίκαιο Παπαδόπουλος Β.: Το σύνταγμα της Ελλάδας (Στη δημοτική) (ΚΤ, ΕΘ, 25/9) Σαλάχας Δ.: Το μυστήριο του γάμου στο νέο κώδικα κανονι κού Δικαίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Σ. Αλεξίου, ΚΑ, 19/9)
'λαογραφία
Υπόμνημα ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης
Ενασχολήσεις
λατζουράκης Γ.: Η σφυγμομέτρηση (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 15/8)
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο (ΐθηναί κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φνσι*α φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα τον κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (6λ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειτΟ1 για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
ΚΡΙΤΙΚΟΙ
Ζήκας Γ.: 1)Θαλάσσιες μεταφορές 2) Τα νερά (Σ. Γουνελάς, Σύναξη, 15) Κασιμάτη Μ.: Το χάδι της καρδιάς σου (Θ. Παπαλιβερίου Φήμη, ΜΑΖΙ, 21) Μαύρος Κ.: Οδός Σόλωνος 1965 (NY, CO, Οκτ. ’85) Πάσχος Π.Β.: 1) Άλγος νηπίων (Π. Λιαλιάτσης, Σύναξη, 15) Πλασκοβίτης Σ.: Το τρελό επεισόδιο (Κ. Σουέρεφ, ΠΡ, 29-30) Ρίτσος Γ.: Ο γέροντας με τους χαρταετούς (ΕΛ, ΓΥ, 19/9), (ΚΤ, ΕΘ, 25/9) Αντρέγεφ Λ.: α) Η τρέλα β) Το κόκκινο γέλιο (ΘΥ, ΕΙ, 18/9) Βαλτάρι Μ.: Ο Ετρούσκος (Δ. Δελής, ΡΙ, 29/9) Γκαρύ Ρ.: Ο άνθρωπος και το περιστέρι (NY, CO, Οκτ. ’85) Γκόλντινγκ Ο.: Ελεύθερη πτώση (ΕΛ, ΓΥ, 18/9), (ΣΛ, ΕΛ, 26/ 9) Γουέστ Μ.: Ο θαλασσοπόρος (ΑΘ, ΚΜ, 29/9) Wouk Η.: Ανταρσία στο Κέην (ΑΘ, ΗΜ, 29/9) Καιρόλ Ζ.: Η μπαλάντα ενός σπιτιού (ΚΤ, ΕΘ, 25/9) (Β.Ψ., ΜΕ, 30/9), (Ν. Παρνασσός, Ελεύθερος Τύπος, 27/9) Κόλινς Τ.: Οι αμαρτωλοί (ΘΥ, ΕΙ, 18/9) Μακγιούαν I.: Πρώτος έρωτας (Β.Ψ., ΜΕ, 30/9) Μέλοου Κ.: Η λεοπάρδαλη κυνηγά στο σκοτάδι (ΑΘ, ΗΜ, 29/ 9) Μεσρίν Ζ.: Το ένστικτο του θανάτου (ΕΑ, ΕΛ, 26/9) Μπος Ε.: Οι κληρονόμοι (ΓΣ, ΑΗ, 1/10) Μπουτξάτι Ν.: Ένας έρωτας (ΘΥ, ΕΙ, 18/9) Ντεόν Μ.: Ένα μοβ ταξί (ΘΥ, ΕΙ, 25/9) (NY, CO, Οκτ. ’85) Ντιντιόν Τ.: Ένα βιβλίο για κοινή προσευχή (ΝΥ, ΨΟ, Οκτ. ’85) Πιραντέλλο Λ.: Γυμνή Ζωή (ΑΘ, ΗΜ, 29/9) (Β.Ψ., ΜΕ, 23/9), (ΓΣ, ΑΗ, 24/9) Τολστόη Λ.: Η Ανάσταση (Φ.Ν. Μακρής, ΚΑ, 26/9) Χάλτερ Μ.: Η αβέβαιη ζωή του Μάρκο Μάλερ (ΘΥ, ΕΙ, 25/9)
Στατιστική
Αντωνίου - Αντωνακάτου Ε.: Παραμύθια της Στερεάς Ελλά δας (ΚΤ, ΕΘ, 25/9) (ΓΣ, ΑΗ, 24/9) Ηρακλής Μ.Γ.: Παροιμίες ελληνικές και των άλλων Βαλκανι κών λαών (ΚΤ, ΕΘ, 25/9) (ΓΣ, ΑΗ, 1/10) Μάτσιας X.: Πωγώνι - Δερόπολη (ΚΤ, ΕΘ, 18/9)
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΘ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική ^
*έχνες Καμβακέλλη Α.: Εισαγωγή στη βυζαντινή ζωγραφική (ΚΤ, ΕΘ, 25'9) •■οραβία Μ.: Ήρα (Ε.Δ, ΚΑ, 26/9) Αουσουμίδης Μ.: Θεές της Οθόνης (ΚΤ, ΕΘ. 18/9) Ιαπαγεωργίου Ν.: Παλιές ελληνικές ρεκλάμες (ΣΚ, ΕΛ, 29*/8) Τεφανίδης Μ.: Εισαγωγή στην ελληνική γλυπτική (ΣΤ, ΕΛ, Γ , ' 19/9) • Αλλεν: Μ. Μπρουκς (ΘΥ, ΕΙ, 25/9)
^Ορλαμάς Μ.: Από τη ζωή των λέξεων (Ν. Γιανναδάκης, ΚΑ, Το....... 19/9) “θπαίδης Δ.Ε.: Γλωσσογραφία (ΣΤ, ΕΛ, 19/3)
Κλαοαική φιλολογία (Κείμενα - Μελέτες) 11,
αρδινογιάννης Ε.: Ψυχανάλυση του (. ^ήρου (Π.Κ., ΑΥ, 22/ Γ 9) (ΚΤ, Ε θ, 25/9) Ι^ωργοπαπαδάκος Α.: Θουκιδίδη Ιστορία (ΓΣ, AM, 1/10) ~ Λαμπάκη Α.: Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων κατά ^ αρχαίους κωμωδιογράφους (Κ.Ν. Κορόβηλας, ΚΑ, 19 & Πι, ' 26/9) <ιπ<ιδ(τ0(, Δ.Π. - Λαδιά Ε.: Ορφικοί ύμνοι (X. Κορέλας, φ Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Δώμα, 5) 9αγκούλης Α.Κ.: Ανθολογία αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης (ΣΤ, ΕΛ, 19/9)
^''ίηση 1^αννόπ οπουλος
Κ.: Ασυντρόφεφτο. (Ε.Γ. Πρωτοψάλτης ΚΑ, Κα 19/9) ΙΙολιτική ν. >ιουλίδης 24/9) Ύκιντ,.. ν ’ Γ.;· “| | αίρεση της "tv τίγρης “ U."ts (ΒΧ, ΑΥ, 1 1 --··'> Ainl ,VT^ 5 λ .: Τα παραλειπόμενα (Σ. Κόκκινης, ΡΙ, 29/9) o^iaTimr Π. Ο r\ κύκλος ..-.Λ___ \Λ.... -I- V \ 19/ I Μπωβουάρ Σ.: Η σκέψη της Δεξιάς σήμερα (ΚΤ, Ε θ, 29/9) °ή5 Π.: της___...... αγρύπνιας. /Μ (Ν. Μακρής, ΚΑ, Α ’ 9) αμη«δαρ(δου - Πόθου Μ.: Περπατώ κι ονειρεύομαι (X. ΚοΟικονομία Πο-, ρέλας. Δώμα, 5) & '■ Ν Γλιγείιι για τη Ι’ίτα (Β.Ί . Π. 121-122) Μπαμπανάσης Σ Σαμαράς I Εισαγωγή στην πολια*1!; ^1αυ)ί 11'II Μικρό ψαλτήρι (Π. Λιαλιάτσης, Σύναξη, 15) κονομία του σοσιαλισμού (Μ. Ν ι κ ο λ ι ν ά κ ο ς , Δ ν Συνειδησιακό υπόγειο (Σ. Κόκκινης, ΡΙ. 29/9) :! τ! Α . Μεταγραφή ημερολογίου (Γ Χουζούρη, ΔΙ, 127)
l* S
Κοινωνιολογία
* ^ γ ,1">ΐ|ία
| >λά λυΥ1 [ A tir"’' ! 1 ι;Ι"ί . ο ινέο ιΙΓ ί All. 110)
Βέλτσος Γ Για την επικοινωνία (AH. ΙΙΜ, 29/9) Γάκαρη Ν II γυναίκα από την αρχαιότηια ω 'Ί ν κή επανάσταση (Δ Λι'ιλα Κριστ. Λ .
1 ι
"ΙΊύι Ν. Ερωτικό (Η.Λ. Φραγκόπουλος, Λιίιμα 5)
Παιδικά Βόρνινγκ Α.: Η Αθηνά των αμπελιών (Ν. Ντούζα, ΔΙ, 127) Ζανάκη - Λιάλιου I.: Ιστορίες από τα καπνοχώραφα της Μα κεδονίας (ΑΠ, ΑΥ, 26/9) Λόγγος.: Δάφνης και Χλόη (ΑΠ, ΑΥ, 26/9) Μαντούβαλου Σ.: 1) Ο Κόσμος είναι φωτεινός 2) Ο κόσμος είναι παρδαλός (Α. Δελώνης, ΔΙ, 127) Τριβιζάς Γ.: Το όνειρο του οκιάχτρου (ΑΠ, ΑΥ, 26/9) Μπρυέλ Κ., κ.ά.: Η ιστορία της Χιλής Πιραντέλλο Λ.: Το λιθάρι (ΑΠ, ΑΥ, 26/9) Τα παραμύθια του Περό (ΕΛ, ΓΥ, 19/9)
Ιστορία - Βιογραφίες - Μαρτυρίες Αποστόλου Λ.: Τι Πλαστήρας τι Παπάγος (Γ. ΜΛΤΖ, ΑΥ, 29/9) Βλάχος 1.: Μαρτυρία ζωής (Ε.Χ. Οικονομάκος. Σύναξη, 15) Καβαονός Κ.: Συναντήσεις με τον Κόντογλου (ΚΤ, ΕΘ, 18/9) (ΚΣ, ΝΕ. 21/9) Παπαδάκης Μ.: Ελένη Παπαδάκη (Θ. Παπαλιβερίου - Φήμη, ΜΑΖΙ, 21) Πάσχος Π.Β.: Κοσμάς ο Αιτωλός (ΚΣ, ΝΕ, 21/9) Σαρακατοανιιίοι (ΒΠ, ΔΙ, 127)
80/δελτίο Σκούρα; Γ.Κ.: Οι 42 πρωθυπουργοί της χώρας μας 1922-1981 (ΓΣ, ΑΗ, 24/9) Χαραλάμπης Δ.: Στρατός και πολιτική εξουσία στην Ελλάδα. (Σ. Παπασπηλιώπουλος, ΟΤ, 26/9) Ντοστογιέφσκι Α.: Ο Ντοστογιέφσκι κι εγώ (Β.Ψ., ΜΕ, 23/9, (ΚΤ, ΕΘ, 25/9)
Ταξιδιωτικά
Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.: Το περιβόλι της Παναγιάς (1. Θεοχά ρης, Σύναξη, 15)
Σχολικά βοηθήματα Λεκκός Γ.: Δοκίμια για το μάθημα της έκθεσης (Α θ, ΗΜ, 29/
Περιοδικές εκδόσεις
Γκίκας Γ.Π.: Κάστρα ταξίδια. Τ. γ' (Ν. Παρνασσάς, Ελεύθε ρος Τύπος, 27/9), (ΓΣ, ΑΗ, 1/10)
Λεσβιακά. Τόμ. 9. (Μ. Παρασκευαίδης, ΝΕ, 21/9)
μικρές αγγελίες ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ της Φιλοσοφικής παραδίδει μαθήματα της ειδι κότητάς της σε μαθητές Γυμνα σίου και Λυκείου. Τιμές λογι κές. Τηλ. 82.37.380
ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ συνεργάτες για εφημερίδα-περιοδικό από όλη την Ελλάδα. Δ. Αβούρης. Γ. Ζωγράφου 32. Ζωγράφου Αθή να. ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ αναλαμβάνει διορθώσεις κειμένων. Τηλ. 64.10.178.
ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ - ΟΥΣΓΙΕΝΣΚΥ κέντρο δέχεται μαθητές. Τηλ.: 81.32.262
ΕΠΙΘΥΜΩ να έρθω σ’ επαφή με υπεύθυνους λογοτέχνες και σεναριογράφους, γνώστες ξένης γλώσσας, για τη μετάφραση της γνωστής τριλογίας μου «Γυμνές Αλήθειες». Ελλ. κοινωνιολ. μυ θιστόρημα. Οι ενδιαφερόμενοι ας γράφουν: Victor Kypreos Skebokvarnsvagen 51 III, 124 33 Bandhagen sth Sverige. Tel.: 0046.8.998882.
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ με πολυετή πεί ρα, παραδίδει μαθήματα Φυσικής-Χημείας Α και Β δέσμης. Τηλ. 45.21.821. ★ ΚΟΙΝΩΝ ΙΟΛΟΓΙΑΣ μαθήμα τα στον Πειραιά παραδίδει έμ πειρος καθηγητής με φροντι στηριακή πείρα. Τηλ. 36.40.488 πρωϊνά.
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ Γερμανικών με πείρα, απόφοιτος Γερμανικού Παν/μίου παραδίδει μαθήματα. Τηλ. 41.33.831-45.34.821.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ζητάει νεαρό άτο μο για αμειβόμενη εξωτερική εργασία. Επικοινωνήστε 72.45.553 (απόγ.) - 36.04.630 (πρωί) - 82.29.686 (αυτόμ.) ΤΟ ΚΑΔΕΣΜΛ. «Έκρηξη θεϊ κής προσωπικότητος», είναι ο γενικός τίτλος τη; μόνιμης έκ θεσης ζωγραφικής και βιβλίου της Φανής Γκούμα. Ανοιχτή κάθε Δευτέρα και Παρασκευή 6-9 μ.μ. Οδός Ιπποκράτους 203 4ος όροφος. (Κοντά Λεωφ. Αλεξάνδρας). Αθήνα Τ.Κ. 11472. Τηλ. 64.48.039
(Κ«Θγ λέξη στις «μικρέ; αγγελίες» στοιχίζει 10 μόνο δραχμές)