Τεύχος 102

Page 1

ΑΡΙΘ. 102 · 19.9.84 · ΔΡΧ. 120


k

εκδόσεις «νεα σύνορα» Κ ΥΚ ΛΟ Φ Ο ΡΕΙ

σε λίγες μέρες το νέο βιβλίο της Anja Meulenbelt

ΓΙΑ ΜΑΣ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Μ ια ακόμη σημαντική προσ φ ορά στην φεμινιστική β ιβλιογραφ ία της χο')ρας μας. Ε πίσης στην «ΦΕΜ ΙΝΙΣΤΙΚΗ ΣΕΙΡΑ» κ υκλοφορούν τα β ιβλία-επιτυχίες.

Ανία Μένλεμπελτ: ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ

Ανία Μέυλεμπελτ: ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

• Γτλιζ. Νταίηβις: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΥΛΟ • Αντριεν Ριτς: ΓΕΝΝΗΜΑ ΓΥΝΑΙΚΑΣ • Μάριο Φαρζιέρ: Ο ΒΙΑΣΜΟΣ • Αγκνιει Σμάντλεϋ: ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΓΗΣ • Τίνα Πανταζή: Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ■ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ «ΝΕΑ ΣΥΝ Ο ΡΙ ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΤΗΛ. 3610589-3600398


ΔΙΑΒΑΖΩ Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.26.910

Τεύχος 102 19 Σεπτεμβρίου 1984 Τιμή: Αρχ. 120

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Κώστας Στεργιόπουλος και Μηνάς Νιτσόπουλος Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

2 4

Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερ­ βού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Γιώργος Σαρηγιάννης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Κοί­ τη Τοπάλη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Π. Βλάσση - Αλεξάνδρου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 - 75.14.958. Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουί,άκος - I. Κοριαλιάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Βάγγος Παπαϊωάννου: Η εποχή του Λουκιανού Βασίλης Άτσαλος: Λουκιανός: ο ρήτορας-σοφιστής, ο σατιρικός Βασίλης Ά τσαλος: Η θρησκευτική σάτιρα του Λουκιανού Δημ. Α. Χρηστίδης: Ο Λουκιανός και οι Χριστιανοί Ερμιόνη Ηλιάδου: Ο Λουκιανός και η φιλοσοφία Βάγγος Παπαϊωάννου: Η κοινωνική σάτιρα του Λουκιανού Δημήτριος Θεμ. Σακαλής: Ο Λουκιανός και αττικισμός Ά ννα-Μ αρία Βιδάλη: Ο Λουκιανός λιβελογράφος Τάκης Καρβέλης: Η αφηγηματική τέχνη του Λουκιανού Βασίλειος Η. Τσακατίκας: Ο Λουκιανός και η Ιστοριογραφία Δημ. Α . Χρηστίδης: Λουκιανός: επιβίωση και επιδράσεις

6 10 16 20 22 25 29 33 37 42 45

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Θεόδωρος Γεωργίου ΘΡΗΣΚΕΙΑ: Γράφει ο Γιώργος Δ. Κεντρωτής ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν ο Μάνος Κοντολέων και ο Γιώργος Μαρκόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Τάκης Μενδράκος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Εμμ. Μικρογιαννάκης ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Βάιος Παγκουρέλης

49 52 55 58 59 51

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Πι νασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

Φίλιππος Δρακονταειδής: «Δεν αποκλείεται να μην είμαι συγγρα­ φέας αλλά, απλώς, καταγραφέας»

62

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

73

ΚΡ1ΤΙΚΟΓΡΑΦ1Α

77

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα στον Ντιντερό


2/χρονικα

Ε3

δ ιά λ ο γ ο ι

Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν­ διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά­

Η

παρομοίωση Ροΐδη

στον

Αγαπητοί φίλοι του «Διαβάζω», Στο αφιέρωμά σας στον Ροΐδη (τεύχος 96/13.6.1984), ο κ. Παν. Μουλλάς γράφει για την παρο­ μοίωση στον συγγραφέα της «Πάπισσας Ιωάννας»: «Πάλι το αδιάκοπο πέρασμα από τον 9ο στον 19ο αιώνα, από την Ιωάννα στον Π. Σούτσο και από το χρόνο της δράσης στο χρόνο της γραφής. Βρισκόμαστε στο στάδιο όπου το λόγο έχει η παρομοίωση, δηλ. η σύγκρισηκρίση. [...] Δεν έχω τη δυνατότη­ τα να δώσω εδώ οριστικές απαν­ τήσεις. Εκφράζω μόνο μια πρώτη εντύπωση (και μια πρώιμη υπόθε­ ση εργασίας). Αν η στρατηγική του Ροΐδη αποβλέπει όχι σε μια πριμοδότηση του παρελθόντος αλλά σε μια διαρκή αντιπαράθε­ σή του με το παρόν, η παρομοίω­ ση, πρότυπο «εικόνος, ούτως ειπείν, ψηλαφητής», είναι το καλύ­ τερο μέσο για να γεφυρωθούν τα διάφορα χρονικά επίπεδα και να εξασφαλιστεί η αναγκαία μετά­ βαση από το τ ό τ ε στο τώρα. [...] Έτσι οι παρωχημένοι χρόνοι διαπλέκονται με τον ενεστώτα, όπως οι μεσαιωνικές συμπεριφο­ ρές με τα μετεπαναστατικά εκλογικά τερτίπια και με το άλυ­ το πρόβλημα της ληστείας. Ο αναγνώστης δεν πρέπει (και δεν μπορεί) ν’ αποξεχαστεί σε άλ­ λους τόπους και σε άλλους και­ ρούς: η ροϊδική παρομοίωση τον ξαναφέρνει επίμονα στην εποχή του.» Πώς να μη συμφωνήσω με τα παραπάνω κι εγώ! Αφού τα ίδια έχω παρατηρήσει πολύ νωρίτερα, τόσο στις σημειώσεις των πανε­ πιστημιακών μου μαθημάτων (Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 1974)

φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώ­ νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.

όσο και στο μελέτημά μου «Το αφηγηματικό έργο του Ροΐδη», που πρωτοπαρουσιάστηκε ως ανακοίνωση στο Ε' Συμπόσιο του Αιγαίου τον Αύγουστο του 1979 στη Λήμνο, δημοσιεύτηκε τότε σε δυο συνέχειες στη φιλολογική σελίδα της εφημ. «Η Καθημερι­ νή» (6 και 13 Σεπτεμβρίου 1979) και ξαναδημοσιεύτηκε στο πε­ ριοδικό «Φιλολογικά» (τεύχος 4, Γιάννινα, Άνοιξη 1981), απ’ όπου βγήκε και ανάτυπο. Περιορίζομαι να μεταφέρω τα σχετικά αποσπά­ σματα: «Εντούτοις, η σάτιρα αυτή δεν αναφέρεται μονάχα στην εποχή που εκτυλίσσεται το βιβλίο. Ο Ροΐδης δε σατιρίζει μόνο τα ήθη και τις συνήθειες του ένατου αιώνα. [...] Έτσι, η ιστορία της Ιωάννας, πέρα από την πρωτοτυ­ πία και το παράδοξο του θέμα­ τος, πέρα κι απ’ τον πειρασμό του ίδιου του Ροΐδη να την αφη­ γηθεί και να σκανδαλίσει, γίνεται αφορμή τόσο για μια γενικότερη όσο και για μια ειδικότερη κοινω­ νική σάτιρα, καθώς ο συγγρα­ φέας έντεχνα παραλληλίζει, πότε με έμμεσους υπαινιγμούς και πό­ τε με τις παρομοιώσεις του, τα περιστατικά εκείνου του καιρού με περιστατικά της σύγχρονής του ζωής. [...] Μα από μιαν άλλη πλευρά, η παρομοίωση ανήκει κι αυτή στα οργανικά στοιχεία του έργου. Ανοίγει το δεύτερο πλά­ νο, επιτρέποντας έναν ελεύθερο και ποικίλο σχολιασμό. Με το πρόσχημα της παρομοίωσης, ο Ροΐδης μεταθέτει στιγμιαία το θέμα, πετάγεται αλλού και σχο­ λιάζει κάτι παράλληλο, χωρίς να ταράζει αρχιτεκτονικά την ισορ­ ροπία της αφήγησης.» Δεν ξέρω κατά πόσο ο κ. Μουλλάς τα είχε αυτά υπόψη του, μια και δεν αναφέρει τίποτα πουθενά. Οπωσδήποτε, θεώρησα

υποχρέωσή μου να τον ενημερώ­ σω, για να τα έχει υπόψη του τουλάχιστον, όταν αποφασίσει ν’ ασχοληθεί και «διεξοδικότερα» με την παρομοίωση στον Ροΐδη. Με τους χαιρετισμούς μου Κώστας Στεργιόπουλος Κύριε Διευθυντά, σας στέλνω ορισμένες απόψεις μου για τον αυτισμό και τη σχιζο­ φρένεια παρακινούμενος από τη βιβλιοκριτική του βιβλίου της Μίρα Ρόθενμπεργκ.

Αυτισμός και σχιζοφρένεια Στην Κριτική Βιβλίων (Διαβάζω, 98, σ. 39-41) του βιβλίου της Μίρα Ρόθενμπεργκ «Παιδιά με πέ­ τρινα μάτια, (μτφρ. Τ. ΓκρίτσηΜιλλιέξ, Αθήνα, Κέδρος, 1893) από την Κατερίνα Διαμαντάρα έχουμε να παρατηρήσουμε τα παρακάτω σχετικά με τους όρους αυτισμός και σχιζοφρέ­ νεια που χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι ή /και αλληλοπαραγόμενοι. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος του κειμένου της Κ. Διαμαντάρα: «μια ανθρωπιστική θεραπευτική προσέγγιση του αυτιστικού σχιζοφρενικού παιδιού» που δη­ μιουργεί την παραπλανητική εν­ τύπωση ότι τα αυτιστικά συμπτώ­ ματα1 προϊδεάζουν κατά απο­ κλειστικό τρόπο τη γνωμάτευση για την παιδική σχιζοφρένεια.2 Τους μελετητές του φαινομέ­ νου του αυτισμού έχει απασχο­ λήσει σοβαρά το θέμα, αν μπορεί ο αυτισμός, να θεωρηθεί ψυχικό νόσημα, όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη κτλ., ή αν αποτελεί σύμπτωμα μιας γενικότερης αυ-


χρονικα/3

m

ST3SiH Jf3BM

ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ

στην κοινωνία ή απομόνωσή του σε ψυχιατρικές κλινικές και σε άσυλα ανιάτων.3 Παλαιότερα πίστευαν (Kanner) ότι ο αυτισμός αποτελεί χαρα­ κτηριστικό γνώρισμα της σχιζο­ φρένεια ς και ανάλογη ήταν η αν­ τιμετώπισή του. Αυτή η θέση ωστόσο εγκαταλείφτηκε κάτω από την πίεση ατράντακτων επι­ χειρημάτων, όπως: 1 . 0 αυτι­ σμός δεν παρουσιάζει καμιά στα­ διακή εξέλιξη, 2. στην αρχή της εμφάνισής του λείπουν τα κύρια συμπτώματα της σχιζοφρένειας (φόβος, φαντασιώσεις, μανίες), 3. Στον αυτισμό λείπει εντελώς η σταδιακή κατάρρευση της προ­ σωπικότητας του ασθενή, 4. Στις οικογένειες με αυτιστικά παιδιά βρέθηκε ένας ελάχιστος αριθμός σχιζοφρενών, 5. Οι γονείς αυτιστικών παιδιών ανήκουν κυρίως σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα, όπου σπανίζουν συγκριτικά οι σχιζοφρένειες.4 Επομένως στη διάγνωση της σχιζοφρένειας (εδώ παιδική), πέ­ ρα από τη μεγάλη επιφύλαξη για τη χρήση του όρου που μας έχει επιβάλει το αντιψυχιατρικό κίνη­ μα, θα πρέπει να έχουν καταγρά­ φει και άλλα χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της νοσολο­ γικής οντότητας, για να αποκλει­ στούν δραματικά λάθη παλιότερων χρόνων. Για μια πληρέστερη εικόνα της διαφορικής διάγνω­ σης του αυτισμού έχουμε να προσθέσουμε τα παρακάτω:5 α. Πολλά εκ γενετής τυφλά, κουφά, κωφάλαλα άτομα παρου­ σιάζουν αυτιστικά συμπτώματα χωρίς να είναι αυτιστικά. Από τις μιμικές κινήσεις και την εκφρα­ στικότητα του βλέμματος ξεχω­ ρίζει κανείς το κουφό παιδί από το αυτιστικό, ενώ οι αναπτυγμέ­ νες ικανότητες όσφρησης, αφής, γεύσης και κυρίως ομιλίας απο­ κλείουν λάθη διαγνωστικά στα τυφλά παιδιά. β. Π νευματικά κα θυστερ η μέ­ να6 άτομα δείχνουν αυτιστικά συμπτώματα, ξεχωρίζουν ωστόσο

ξιλόγιο, λαθεμένη χρήση των με­ ρών του λόγου, μη χρησιμοποίη­ ση μικρών λέξεων, εξασθενημένη ακουστική προσοχή, κακή μνήμη). Εκείνο όμως το χαρακτη­ ριστικό γνώρισμα που κάνει το αφασικό παιδί να ξεχωρίζει από το αυτιστικό αποτελεί η ικανότη­ τά του να ερευνά το περιβάλλον του με όλες τις αισθήσεις του, η μιμική του και η εκφραστικότητά του, εκεί δηλ. που το αυτιστικό παιδί παραμένει φαινομενικά αδρανές. Αυτές οι σκέψεις και απόψεις μας ελπίζουμε να βρουν ευήκοα αυτιά, να μη θεωρηθούν ως κα-, κόπιστη κριτική, και να βοηθή­ σουν ειδικούς, γονείς και κάθε ενδιαφερόμενο στο άχαρο -πράγματι- έργο της ενασχόλη­ σης με τον μεγάλο άγνωστο που ζει, κυκλοφορεί ανάμεσά μας, χωρίς να μας επιτρέπει να φωτί­ σουμε τον εσωτερικό του κόσμο. Σημειώσεις: 1. Μ. Νιτσόπουλος: Προβλημα­ τικά παιδιά και κοινωνική ευθύ­ νη. Ειρήνη, Αθήνα 1982, σελ. 6975. 2. Βλ. σχετ. Μ. Νιτσόπουλος: οπ.π., σελ. 81-83. Λ. Σταύρου: Ει­ σαγωγή στην ψυχοπαθολογία. Αθήνα, 1983, σελ. 155-182. Γ. Χα­ σάπη: Ψυχοπαθολογία της νηπιακής ηλικίας. Βασιλόπουλος, Αθή­ να, 1978, σελ. 85-103. 3. Μ. Νιτσόπουλος: Μια ιστορία απομόνωσης-εγκλεισμού-βαρβαρότητας: Η κοινωνία και τα αποκλίνοντα άτομα. Λόγος και Πρά­ ξη, τχ. 20, 1983, σελ. 5-13. 4. Μ. Νιτσόπουλος: Προβληματι­ κά παιδιά..., σελ. 76 5. οπ.π., σελ. 76-77. 6. Μ. Νιτσόπουλος: Πνευματικά καθυστερημένα άτομα. Παρατη­ ρητής, Θεσσαλονίκη, 1981 Ευχαριστώ για τη φιλοξενία. Φιλικά Μηνάς Νιτσόπουλος Μαλακάση 2, Καβάλα

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

’Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 - ΆΟήναι 10679 Τηλ. 3639962 - 3607744

V _______________________ / ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. ΡΟΖΟΣ Α Λ ΕΞΑ Ν Δ ΡΟ Σ ΚΑΙ Ν ΑΠ Ο Λ ΕΩ Ν Ιστορική μελέτη

Σύγκριση και παραλληλι­ σμός των προσωπικοτήτων και των έργου δυο «μεγά­ λων» της ιστορίας. Αποτίμηση της προσφοράς τους. Θετικές και αρνητικές επι­ πτώσεις στις εξελίξεις και τη διαμόρφωση της εποχής τους. ΔΡΥΜΟΣ ΑΘΗΝΑ 1984


Από 22 Αυγούστου μέχρι 4 Σεπτεμβρίου

1. Γ.Θ. Κρεμμυδά Οι άνθρωποι της Χούντας μετά τη δικτατορία (Εξάντας)

Ραγιάς - Αθ.

Πλέθρον - Αθ.

Μεθενίτης - Πάτρα

Πρίσμα - Αθ.

| ο

Libra - Αθ.

1

1

Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.

■3 3

ω <

Εστία - Αθ.

1Αιχμή - Αθ.

1 ώ < C

Εξαρχόπουλος - Αθ.

Β ΙΒ Λ ΙΑ

Ελευθερουδάκης - Αθ

|

1

Επειδή όμως είν α ι τεχ νικά α δύ να το να δη μ οσιεύ ο νται όλα τα βιβλία που αναφ έρο υ ν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας π εριλαμβάνει τελικ ά εκ είν α τα βιβ λία που δηλώ θηκαν από δύο το υ ­ λά χ ισ τον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδ ια φ έρ ο ν και τη ν π οιότητα των βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είν α ι να συμβου­ λ ε ύ ε σ τ ε τ ις σελ ίδ ες της «Επιλογής».

Κατώι του βιβλίου - Θεσ

Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟ Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ! Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπ ορικό­ τερ α βιβ λία ενό ς δεκαπ ενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα σ το ιχ εία που μ ας παραχώρησαν δ εκαπ έντε βιβλιοπώ λες απ όλη τη ν Ελλάδα, δηλώ νοντας ο κα θένα ς τους τα τρία βιβ λία που είχ αν τις πε­ ρ ισ σ ό τερ ες πωλήσεις στο βιβλιοπω λείο του κα­ τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε ­ γ α λύ τερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε­ ρ ίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (**) και το τε λ ε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ) .

Λ

2. Γ Γ. Μαρκές Το φθινόπωρο του πατριάρχη (Νέα Σύνορα) 3. Α Πανσέληνου Συνέντευξη με τον εαυτό μου (Κέδρος) 4. Η Ελλάδα στη δεκαετία 40-50 (Θεμέλιο) 5. Μ Leblanc: Αρσεν Λουπέν εναντίον Χέρλοκ Σολμς ( Αγρα) 6. Β Ναμπόκωφ Λολίτα (Ερατώ) 7. Π Παπαδούκα Εθνικόν απόρρητον (Φιλιππότης) Β. Μ Βιάν 0 κομπάρσος (Νεφέλη) 9. Δ. Βλαντάς: 0 Νίκος Ζαχαρώδης και 22 συνεργάτες τόυ (Γλάρος) Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Ενδοχώρα - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν Η. R. Rieder: Ινδιάνοι (Νέα Σύνορα). Στην Εστία Αθ. Α Μπιράν: Απόφαση απόβαση (Φλώρος).


Λουκιανός Ο γνωστός μ ας άγνωστος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο Λουκιανός. Γιατί, ενώ το όνομά του είναι από τα δημοφιλέστερα των αρχαίων συγγραφέω ν, στον τόπο μας σπανίζουν οι εκδόσεις των έργω ν του και οι μελέτες γύρω α π ’ αυτά. Κ ι όμως, στο ερώτημα «τι θα μπορούσαμε να προβάλουμε, σ ’ ένα αφιέρωμα του “Δ ιαβά ζω ”, από τον Λουκιανό;», οι απαντήσεις έρχονται αυθόρμητα και γρήγορα: Τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της Λεύτερης Σοφιστικής· τον σατιρικό συγγραφέα των ανθρώπινων α δ υ να μ ιώ ν τον οραματιστή των διαστημικών π τή σεω ν τον αφηγηματογράφο με το απαράμιλλο ύφοςτον κριτικό της τέχνης. Θα αρκούσαν αυτές οι απαντήσεις για να αποφασιστεί ένα τεύχος-αφιέρωμα στον Λ ουκιανό οποιαδήποτε εποχή. Έ να σημαντικό στοιχείο που κάνει επιτακτικότερη τη σημερινή του παρουσίαση είναι η επικαιρότητα που αποκτά το έργο του από τη σύγκριση των δύο εποχών: εκείνης των χρόνων του Λ ουκιανού και της σημερινής δικής μας εποχής. Έτσι, ελπίζουμε, μ ε τη βοήθεια των συνεργατώ ν του, το “Δ ιαβά ζω ” να συμβάλλει στην ουσιαστικότερη γνωριμία των αναγνωστών του μ ε τη ζωή και το έργο του Λ ουκιανού. Το σχεδίασμά και την εποπτεία του αφιερώματος είχε ό Βασίλης Ά τσα λος. Γενική επιμέλεια: Γιώργος Γαλάντης.


6/αφιερωμα

Βάγγος Παπαϊωάννου

Η εποχή του Λουκιανού (λογοτεχνική παραγωγή και φιλοσοφικές σχολές)* Η παρουσίαση της εποχής του Λουκιανού, του δεύτερου μεταχριστιανικού αιώνα, είναι απαραίτητη για την καλύτερη και πληρέστερη κατανόηση της ζωής και του έργου του. Εδώ όμως μονάχα ένα σύντομο σκιτσάρισμα του αιώνα μπορεί να γίνει - γ ι’ αυτό και το εγχείρημα γίνεται δυσκολότερο. ’ Ο «χρυσούς αιών» της ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας ήταν τότε πια παρελθόν -ένα παρελ­ θόν αξιοσέβαστο και αξιομίμητο. Τα αριστουρ­ γήματα των κλασικών, Ελλήνων και Λατίνων, τα διάβαζαν, τα μελετούσαν, τα δίδασκαν* τα ερμή­ νευαν, τα σχολίαζαν, τα αντέγραφαν και προσ­ παθούσαν να τα μιμηθούν. Παράλληλα όμως γράφονταν και τώρα στα ελληνικά και στα λατι­ νικά πολλά και αξιόλογα έργα. Οι περισσότεροι συγγραφείς του τέλους του πρώτου κι ολόκληρου του δεύτερου αιώνα είναι, βέβαια, συγγραφείς δεύτερης και τρίτης σειράς' χωρίς δημιουργική πνοή. Υπάρχουν όμως και λίγοι μεγάλοι. Κι ακόμα, από τη λεγάμενη αυτοκρατορική περίοδο της ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας, έχουν διασωθεί πάρα πολλά και πολύ ενδιαφέροντα έργα και σχεδόν ολόκληρο το corpus αρκετών συγγραφέων. Γι’ αυτό και η λογοτεχνία της επο­ χής αυτής πρέπει να προκαλεί το ανάλογο ενδια­ φέρον μας. Το ότι χαρακτηρίζεται και είναι λο­ γοτεχνία της παρακμής δε σημαίνει πως μπορού­ με και να μην τη μελετούμε. Ακόμα κι αν δε μας είχε δώσει τους τρεις-τέσσερις μεγάλους της (οι δυο είναι της λατινικής λογοτεχνίας, ο Τάκιτος και ο Ιουβενάλης), πάλι θα ήταν και ενδιαφέ­ ρουσα και αξιομελέτητη. Ό σο για την επίδραση

της ελληνικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση της λογοτεχνίας των Ρωμαίων, αυτή είναι γεγονός αναντίρρητο. Όμως δεν είνάι σωστό να θεωρεί­ ται η λατινική λογοτεχνία στο σύνολό της και στις διάφορες περιόδους της δουλική μίμηση και απλή παράφραση των κλασικών ελληνικών αρι­ στουργημάτων. Γιατί κι αυτή έδωσε τα δικά της αριστουργήματα. Στην αρχή, βέβαια, η ελληνική επίδραση ήταν άμεση και καταθλιπτική, γρήγο­ ρα όμως πήρε τη μορφή ευεργετικού παράγοντα που γονιμοποίησε και ανέδειξε τις ιδιαιτερότη­ τες της ρωμαϊκής λογοτεχνικής δημιουργίας.1 Γι’ αυτό και τα λατινικά την εποχή αυτή δεν ήταν μονάχα η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας αλλά και ένα τέλεια διαμορφωμένο όργανο λο­ γοτεχνικής έκφρασης. Όμως ας περιοριστούμε στην ελληνική λογοτεχνία. Η ελληνική ποιητική παραγωγή στα .χρόνια των Αντωνίνων και ποσοτικά και ποιοτικά ήταν ισχνή. Για δραματική ποίηση δεν μπορεί να γίνει λόγος. Ο μίμος και προπαντός ο παντόμιμος κυ­ ριαρχούσαν στο θέατρο. Στη λυρική ποίηση βρί­ σκει κανείς να αναφέρει ένα-δυο ονόματα: το Μεσομήδη από την Κρήτη και το Στράτωνα από τις Σάρδεις. Η παρουσία της διδακτικής ποίησης ήταν πιο αισθητή: Δωρόθεος από τη Σιδώνα,

* Σημείωση: Το κείμενο που δημοσιεύεται εδώ με τον υπότιτλο «λογοτεχνική παραγω γή και φιλοσοφικές σχολές», είναι απόσπασμα τον εκτενέστερου άρθρου μ ε τον γενικό τίτλο «η εποχή τον Λ ουκιανού».


αφιερωμα/7

Διονύσιος ο Περιηγητής, Οππιανός από την Κι­ λικία, Οππιανός από τη Συρία - και ο μυθογράφος Βάβριος.2 Η πεζογραφία ήταν τότε η επικρατέστερη μορ­ φή του γραπτού λόγου. Και ο Πλούταρχος ο συγγραφέας που δεσπόζει με το ιστορικό και φι­ λοσοφικό έργο του. Για το Λουκιανό, το άλλο μεγάλο όνομα, θα μιλήσουν και άλλοι συνεργά­ τες του αφιερώματος. Και συνεχίζουμε με τους γνωστούς ιστοριογράφους Αρριανό, Αππιανό και Δίωνα Κάσσιο, τον περιηγητή Παυσανία, τους συμπιλητές Πολύαινο, Αιλιανό και Αθη­ ναίο και τους γραμματικούς, λεξικογράφους και θεωρητικούς της ρητορικής Απολλώνιο τον Δύ­ σκολο, το γιο του Ηρωδιανό, τον Ηφαιστίωνα, τον Ερμογένη από την Ταρσό, το Φρύνιχο, τον Πολυδεύκη και τον Αρποκρατίωνα. Εδώ πρέπει να επισημανθεί και η αισθητή και αξιόλογη παρουσία του ελληνικού ερωτικού μυ­ θιστορήματος. Είναι το νεότερο ελληνικό λογο­ τεχνικό είδος, που είχε αρχίσει να διαμορφώνε­ ται στην υστεροελληνιστική περίοδο και ανταποκρινόταν στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και στην ψυχολογία πλατιών ελληνόφωνων στρωμάτων.3 Η ακμή της λεγάμενης «Δεύτερης Σοφιστικής» είναι που κάνει τους πιο πολλούς να μιλούν για την αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων τον 2° αι. μ.Χ. Η ρητορική είχε ήδη βαθιά επιδράσει σ’ όλη τη λογοτεχνία και γενικότερα σ' ολόκληρη την πνεύματική ζωή του ελληνορωμαϊκού κό­ σμου. Κυριαρχούσε στις ανώτερες σχολές και θεωρούνταν από όλους η καλύτερη μάθηση και η πραγματική παιδεία. Από τα χρόνια των Φλαβίων οι ονομαστοί Μικρασιάτες ρητοροδιδάσκαλοι είχαν αρχίσει να διαλαλούν και να πουλούν την τέχνη τους στα πέρατα της αυτοκρατορίας ώσπου στον αιώνα των Αντωνίνον οι ρήτορες έγιναν διασημότητες.4 Με τον «ασιανισμό» και προπαντός με τον αττικισμό της «Δεύτερης Σο­ φιστικής» η γλωσσική μίμηση των ελληνικών

αριστουργημάτων είχε πάρει την πιο άγονη και άπνοη μορφή της. Λεπτομέρειες για τη σταδιο­ δρομία και την τέχνη των μεγαλόσχημων σοφι­ στών μας δίνει ο Φιλόστρατος (ακμή αρχές 3. αι.), σοφιστής και ο ίδιος, στο έργο του «Βίοι Σοφιστών». Από τα γνωστότερα ονόματα ο Πο­ λέμων από τη Λαοδίκεια, ο Δίων ο Χρυσόστο­ μος, ο Φαβωρίνος, ο Ηρώδης ο Αττικός, ο Αίλιος Αριστείδης. Και, βέβαια, ο Λουκιανός, που από σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος έγινε σατι­ ρικός συγγραφέας. Στην επιστολογραφία διακρίθηκε περισσότερο ο Αλκίφρων. Τέλος, σύγχρονοι του Λουκιανού ήταν και δυο μεγάλοι επιστήμονες, ο φυσικομα­ θηματικός και αστρονόμος Κλαύδιος Πτολε­ μαίος και ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός. Την εποχή αυτή η μαχητικότητα της χριστιανικής διδασκα­ λίας διοχετευόταν κυρίως στις «απολογίες» των Απολογητών, οι οποίες απευθύνονταν στους Αντωνίνους. Στη φιλοσοφία της εποχής των Αντωνίνων τα γνωρίσματα της παρακμής και της κατάπτωσης είναι ευκρινέστερα παρά στις άλλες πολιτιστικές μορφές. Όλες οι παλαιές φιλοσοφικές σχολές υπήρχαν και οι φιλόσοφοι ήταν πολλοί. Μόνο' που τώρα όλοι είχαν στραφεί στην ηθικολογία και από τους διάφορους κλάδους της φιλοσο­ φίας καλλιεργούσαν επίμονα και αποκλειστικά την ηθική. Κι ήταν αυτό αναγκαία ανταπόκριση στο «πνεύμα της εποχής». Τα λαϊκά στρώματα έβρισκαν παρηγοριά και λύτρωση στις ανατολι­ κές θρησκείες, στην αστρολογία, στη μαντεία. Οι νεόπλουτοι και οι μορφωμένοι των ανώτερων τάξεων είχαν κι αυτοί τις αγωνίες τους και προ­ παντός το φόβο του θανάτου. Και όσοι απ’ αυ­ τούς δεν έβρισκαν στις θρησκείες ολοκληρωμένη ιδεολογική συγκρότητη τη ζητούσαν στις διάφο­ ρες φιλοσοφικές διδασκαλίες. «Βρισκόμαστε σε μια περίοδο της ιστορίας της φιλοσοφίας που οι άνθρωποι είχαν φτάσει να ζητούν από τη φίλο-


8/αφιερωμα

σοφία να τους δώσει μια θρησκεία ή, αν δεν μπορούσε να το κάμει, να παραμερίσει και ν’ αφήσει τη θρησκεία να τους δώσει μια φιλοσο­ φία».5 Δηλαδή από τη μια μεριά η θρησκευτική μυστικοπάθεια κι από την άλλη ο φιλοσοφικός μυστικισμός: τα χαρακτηριστικά της επιστροφής και επικράτησης του ιρασιοναλιστικού στοιχεί­ ου στον μεσογειακό χώρο. Πιο πολύ θεολογού­ σαν παρά φιλοσοφούσαν. Γιατί η βασική επιδίω­ ξη αυτής της φιλοσοφίας ήταν να δώσει πρακτι­ κούς κανόνες ηθικής για μια «τέχνη του ζην» (ars vitae ή ars vivendi). Στην προσπάθειά τους όμως αυτοί οι φιλόσοφοι όχι μονάχα παραμέριζαν τό­ τε τις θεμελιακές δογματικές τους διαφορές, αλ­ λά έπαιρναν ελεύθερα ό,τι τους χρειάζονταν από τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές. Παράλληλα δηλ. με τον θρησκευτικό γινόταν κι ένας φιλοσο­ φικός συγκρητισμός, που λέγεται, όπως είναι γνωστό, εκλεκτικισμός. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα με τον ιδεαλισμό της και προπάντων με το μυστικισμό της ταίρια­ ζε στο ψυχολογικό κλίμα της εποχής και κατα­ κτούσε ολοένα και περισσότερο έδαφος. Τα «Ηθικά» του Πλουτάρχου τον παρουσιάζουν κήρυκα της ηθικής, ο οποίος ξεκινά από τον πλα­ τωνισμό, αλλά στηρίζεται και στις άλλες διδα­ σκαλίες εκτός από τον επικουρισμό. Στη λεγάμε­ νη Μέση Ακαδημία κατατάσσονται και ο Γάιος, ο Αλβίνος, ο Νικόστρατος, ο Αττικός, ο Μάξιμος ο Τύριος, ο Θέων από τη Σμύρνη, ο Κέλσος και ο Σεβήρος. Η Περιπατητική Σχολή ώς το τέλος του 2. αι. έδωσε τις τελευταίες αναλαμπές της με τους σχο­ λιαστές και «εξηγητές» των αριστοτελικών κειμέ­ νων. Οι αξιολογότεροι από τους περιπατητικούς ήταν ο Αριστοκλής ο Μεσσήνιος και ο μαθητής του Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς που δίδαξε στην Αθήνα. Αντίθετα από την πλατωνική η αριστο­ τελική φιλοσοφία δεν έβρισκε τότε πλατύτερη απήχηση.

Η Σχολή των Σκεπτικών δημιουργούσε και τώρα έναν κύκλο οπαδών με τη διδασκαλία της «ακαταληψίας» της αντικειμενικής πραγματικό­ τητας. Ο αγνωστικισμός αυτός ήταν για πολλούς πλουτοκράτες η καλύτερη δικαιολογία του ανάλ­ γητου ατομικισμού τους και της ηθικής αποχαλί­ νωσής τους. Για τους σκεπτικούς των χρόνων αυτών δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα. Από όσους αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος μονάχα ο Σέξτος ο Εμπειρικός μας είναι γνωστός. Στους σκεπτι­ κούς μπορεί να συμπεριληφθεί και ο σοφιστής Φαβωρίνος. Η Στωική Σχολή παρουσίαζε πάντοτε αξιόλο­ γη δραστηριότητα. Η επικράτηση των Ρωμαίων έφερε το στωικισμό και στη Ρώμη. Και από το Νέρωνα ώς το Μάρκο Αυρήλιο άσκησε εδώ τη μεγαλύτερη επίδραση από όλες τις άλλες σχολές. Και δικαιολογημένα. Η ηθική φιλοσοφία των στωικών με τα βασικά της συνθήματα για τη θεία πρόνοια, την «απάθεια», την υποταγή, τον κο­ σμοπολιτισμό και με το φιλομοναρχισμό της, από τη μια μεριά προσπαθούσε να κερδίσει τα πλήθη των απελπισμένων (χωρίς όμως και να το κατορθώνει) κι από την άλλη ευθυγραμμιζόταν με τη νοοτροπία και την πολιτική των προνο­ μιούχων τάξεων.6 Οι στωικοί δίδασκαν τώρα μια ηθική, που ήταν θεμελιωμένη περισσότερο από κάθε άλλη φορά σε μια έντονη θεοσοφία. Στωικούς της εποχής αυτής έχουμε τον Ιεροκλή από την Αλεξάνδρεια, τον Κλεομήδη και τους δυο ονομαστότερους του στωικισμού, έναν πρώην δούλο κι ένα αυτοκράτορα: τον Επίκτητο και το Μάρκο Αυρήλιο. Και οι δυο σφράγισαν το στωικισμό με τη δική τους φιλοσοφική ιδιοφυία. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα και των παλαιών πυθαγορείων, με το μυστικισμό και ασκητισμό της υπερτονισμένους, έβρισκε τώρα πολύ πρόσ­ φορο έδαφος. Νεοπυθαγόρειοι ήταν ο Μόδεστος από τα Γάδαρα, ο Νικόμαχος από τα Γέρασα και ο Νουμήνιος από την Απάμεια. Ό σο για τον Απολλώνιο τον Τυανέα, αυτός ήταν περισσότερο μάγος παρά φιλόσοφος. Πολύ αισθητή ήταν τότε και η παρουσία των Κυνικών. Η κοινωνική κατάσταση ευνοούσε τη διάδοση της διδασκαλίας τους. Δίδασκαν κι αυ­ τοί έναν τρόπο ζωής, που έπρεπε να είναι στη­ ριγμένος στην ελευθερία του ατόμου, στην «αυτάρκεια», στην «ατυφία», στην «παρρησία» Υπήρχαν όμως και οι κυνικοί που θορυβούσαν στους δρόμους και εκχυδάιζαν τον κυνισμό με το ντύσιμό τους, την προκλητικότητά τους, τον αλητισμό τους και τον απόλυτο αναρχισμό τους. Ονομαστοί νεοκυνικοί ήταν ο Οικονόμαος από τα Γάδαρα και ο Δημώναξ από την Κύπρο. Στους νεοκυνικούς κατατάσσουν και τον ανεκ­ διήγητο Περεγρίνο ή Πρωτέα από το Πάριο τοι Ελλησπόντου, ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στην Ολυμπία, καθώς και το μαθητή του Θεαγένη.


αφιερω μα/9 Η φιλοσοφία του Επικούρου εξακολουθούσε να είναι και τώρα ο ακλόνητος και ανένδοτος αντίπαλος στις ιρρασιοναλιστικές και μυστικι­ στικές τάσεις των άλλων φιλοσοφικών διδασκα­ λιών. Εκτός απ’ αυτό, είχε κρατηθεί μακριά και από τον εκλεκτικισμό. Οι επικούρειοι δίδασκαν κι αυτοί μια ηθική με βάση το δόγμα της «ατα­ ραξίας»· αλλά το δικό τους σύστημα ηθικής ήταν γερά θεμελιωμένο στη γνωσιοθεωρία και φυσική, τις οποίες είχε διαμορφώσει η ματεριαλιστική παράδοση της ελληνικής φιλοσοφίας και είχε ολοκληρώσει ο Επίκουρος, ο ιδρυτής του Κή­ που. Επικούρειοι υπήρχαν, μόνο που δε μας εί­ ναι γνωστά πολλά ονόματα και δε σώζονται συγ­ γράμματα. Από το Διογενιανό έχουμε λίγα απο­ σπάσματα. Αλλά έχουμε ένα σημαντικότατο επι­ γραφικό κείμενο, που οφείλεται στο Διογένη από τα Οινόανδα της Λυκίας. Εδώ θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει τον επικούρειο φίλο του Λουκιανού Κέλσο και το Διογένη Λαέρτιο (αρ­ χές 3. αι.).7 Οι περισσότεροι και οι σπουδαιότεροι Ρωμαί­ οι φιλόσοφοι ανήκουν σε εποχές προγενέστερες. Εκτός από το Μάρκο Αυρήλιο, αξιομνημόνευτος είναι ο δάσκαλος του Επικτήτου στωικός Musonius Rufus. Με τα λίγα που γράψαμε φάνηκε, νομίζουμε, για πόσους και για ποιους ήταν ο δεύτερος μεταχριστιανικός αιώνας «χρυσή βασιλεία», όπως τον χαρακτήρισε ο ιστορικός Δίων Κάσσιος κι όπως τον χαρακτηρίζουν πολλοί παλαιότεροι και νεότεροι σύγχρονοι ιστορικοί. Ο Λουκιανός, «ο Βολταίρος της αρχαιότητας», με το έργο του έδωσε όχι μονάχα μαρτυρίες αξιόπιστες για την εποχή αυτή αλλά και διαφωτιστικά μηνύματα για κάθε εποχή -ακόμα και για τη δική μας.

Σημειώσεις 1. 2. 3.

4. 5. 6. 7.

Βλ. Κ. X. Γρόλλιος, «Η λατινική παιδεία», περ. «Εποχές» τενχ. 39 (Ιούλιος 1966), ο. 3. Βλ. C. A. Trypanis, «Greek poetry-From Homer to Seferis», Faber and Faber, London-Boston 1981, o. 365-371,373-376. Για τα συμπεράσματα της νεότερης έρευνας σχετικά με τα δύσκολα προβλήματα της χρονολόγησης των σωζόμενων μυθιστορημάτων και της αξιολόγησης των μυθιστοριογράφων βλ. Β. Ρ. Reardon, Couranls litteraires grecs des IF et 1IF siicles apres J. - C., Les Belles Lettres, Paris 1971, a. 309-405. Βλ. G. W. Bowersock, «Greek sophists in the Roman empi­ re», Glarendon Press, Oxford 1969, κεψ. 11, III, IV, VI. Clement C. J. Webb, A history of philosophy, Oxford Uni­ versity Press, 19562, a. 63-64. Βλ. M. L. Clarke, «The Roman mind-Studies in the history of thought from Cicero to Marcus Aurelius», The Norton Libra­ ry, N. Y. 1968, a. 103-104. Βλ. X. Θεοδωρίδης, «Επίκουρος - Η αληθινή όψη του αρ­ χαίου κόσμου», Εκδόσεις του Κήπου, Αθήνα 1954, σ. 178, 179-180, 196-197, 203, 204-205. Στο νεοπλατωνισμό δε θα αναφερθούμε, γιατί η ακμή του παρουσιάζεται στον τρίτο

ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ του

ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ (Β ρ α β είο Ν ό μ π ελ ) από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Κυκλοφορούν Σιντάρτα ( Έ ν α ινδικό παραμύθι) ΙΊήτερ Κάμετσιντ (Μυθιστόρημα) Ταξίδι στην Ανατολή (Μυθιστόρημα) Κνουλπ (Μυθιστόρημα) Γερτρούδη (Μυθιστόρημα) Ροσάλντε (Μυθιστόρημα) Κάτω από τον τροχό (Μυθιστόρημα) Ο λύκος της στέπας (Μυθιστόρημα) Ταξίδι στη Νυρεμβέργη (Νουβέλα) Το τελευταίο καλοκαίρι του Κλίνκσορ

(Νουβέλες) Παράξενα νέα από κάποιο άλλο άστρο

(Διηγήματα)

Ετοιμάζονται Το παιχνίδι με τις χάντρες

(Μυθιστόρημα) Στοχασμοί Νάρκισσος και Χρυσόστομος

(Μυθιστόρημα)

ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΑ στις μεταφράσεις των

ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Μόνο στα βιβλιοπωλεία


10/αφιερωμα

Βασίλης Άτσαλος

Λουκιανός: Ο ρήτορας-σοφιστής, ο σατιρικός Ο Λουκιανός είναι ο συγγραφέας της ύστερης αρχαιότητας, του οποίου το έργο έχει από παλιά αμφισβητηθεί και αμφιλέγεται ώς τις μέρες μας κατά τρόπο ακραίο. Όσοι πιστεύουν ότι ο εξελληνισμένος αυτός Σύρος είναι ένας τυπικός ρήτορας-σοφιστής της εποχής της Δεύτερης Σοφιστικής, προσηλωμένος και με τα θέματα και με τη μορφή των έργων του στον αττικισμό και στη μίμηση, γι’ αυτούς η παρακολούθηση της ζωής του και η χρονολόγηση των έργων του μένουν χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον, αφού αυτοί στο Λουκιανό δε βλέπουν ούτε εξέλιξη ούτε διαφοροποίηση στα διάφορα στάδια της λογοτεχνικής του δραστηριότητας. Ό σοι αντίθετα φρονούν πως ο Λουκιανός σημα­ δεύεται από εξέλιξη και σοβαρές διαφοροποιή­ σεις σε κρίσιμες περιόδους της ζωής του, αυτοί στην «αχρονία», όπως επικράτησε να λέγεται, των προηγουμένων αντιπαραθέτουν συστηματι­ κή παρακολούθηση των βιογραφικών δεδομένων του συγγραφέα και βασανιστική προσπάθεια για χρονολόγηση, ακριβή ή κατά προσέγγιση, των έργων του.1 Ακολουθούμε τους δεύτερους· το σύνολο των επιμέρους εργασιών του αφιερώμα­ τος θα δικαιολογήσει, ελπίζουμε, την επιλογή αυτή. Αυτήν άλλωστε θέλει να υπαιγιχθεί και ο τίτλος του παρόντος σημειώματος.

Βιογραφ ικά Οι εξωτερικές πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του Λουκιανού είναι ευάριθμες, σύντομες και κάποτε αντιφατικές ή και αναξιόπιστες· αν­ τίθετα αντλούμε πολλά στοιχεία από τα ίδια του τα έργα. Ο Λουκιανός σε πενήντα περίπου από αυτά μας δίνει πληροφορίες πολύτιμες. Αξιο-

ποιώντας τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει - όσο βέβαια η φύση τους επιτρέπει να βασιστεί κανείς σ’ αυτά - αλλά ελέγχοντάς τα και με άλλα εξωτε­ ρικά δεδομένα, η σύγχρονη έρευνα περιγράφει κατά τον ακόλουθο τρόπο τη ζωή, τη λογοτεχνι­ κή και τη λοιπή δραστηριότητα του Λουκιανού. Ο Λουκιανός γεννήθηκε στα Σαμόσατα, μια πόλη που βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ευφρά­ τη και ήταν πρωτεύουσα του βασιλείου της Κομμαγηνής· το βασίλειο αυτό το 72 ο Βεσπασιανός (69-79) το είχε ενσωματώσει οριστικά στην επαρ­ χία της Συρίας και για το λόγο αυτό ο Λουκια­ νός αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του «Σύρο». Τη γέννησή του οι περισσότεροι από τους σύγ­ χρονους μελετητές του στην προσδιορίζουν γύρω στο 120. Ο καθηγητής όμως J. Schwartz, στην ει­ δική μελέτη που ήδη αναφέραμε,2 στηριγμένος και σε εξωτερικά ιστορικά γεγονότα υποστήριξε, πειστικά κατά τη γνώμη μας, ότι αυτή πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη της βασιλείας του Αδριανού (98-117) ή στις αρχές της βασιλείας του Τραϊανού (117-138), δηλαδή γύρω στο 117. Τα πρώτα γράμματα τα μαθαίνει στην πατρίδα του και μετά οι φτωχοί γονείς του τον στέλνουν


αφ ιερω μα/11 μαθητευόμενο κοντά σε ένα θείο του «ερμογλύΛΟΥΚΙΑΝΟΥ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ φο», για να μάθει τη γλυπτική τέχνη. Η μαθητεία όμως εκείνη κρατά μόνο μια μέρα- ο Λουκιανός σπάζει μια πλάκα από μάρμαρο και ο θείος του τον δέρνει βάναυσα. Και τότε ο Λουκιανός απο­ 117-120 Ο Λουκιανός γεννιέται στα Σαμόσαφασίζει να σπουδάσει. Έτσι παίρνει το δρόμο τα της Κομμαγηνής για τις Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, όπου 137-138 Αρχίζει τις δραστηριότητες του διτότε ευδοκιμούσαν πολλές ρητορικές σχολές. κανικού ρήτορα Εκεί, ίσως στην Έφεσο, τελειοποιεί τα ελληνικά 150 Ταξιδεύει ως ρήτορας-σοφιστής - περνά του και γίνεται ρήτορας. Στην αρχή (137-138) από την Αθήνα ασχολείται με το δικανικό λόγο· η δουλειά όμως 157 Επισκέπτεται την Ολυμπία (α) του δικηγόρου στα δικαστήρια δεν τον ικανοποι­ 157-160 Εγκαταλείπει τη ρητορική και στρέ­ εί, γιατί ο Λουκιανός ήταν ανήσυχο πνεύμα, και φεται στη φιλοσοφία - εγκαθίσταται στην γρήγορα στρέφεται στα άλλα είδη του ρητορικού Αθήνα λόγου και κυρίως στο επιδεικτικό. Και τότε, γύ­ 161 Επισκέπτεται την Ολυμπία (β) ρω στο 150 περίπου, αρχίζει, όπως οι περισσότε­ 162 Αναχωρεί για την Ανατολή ροι ρήτορες-σοφιστές της εποχής του, τα ταξί­ 162-165 Παραμένει στην Ανατολή δια. Επισκέπτεται πολλές πόλεις της Μικράς 165 Επισκέπτεται την Ολυμπία (γ) Ασίας, της κυρίως Ελλάδας, της Ιταλίας και της 165-170 Διαμένει στην Αθήνα Γαλατίας, όπου απαγγέλλει λόγους, δίνει διαλέ­ 169 Επισκέπτεται την Ολυμπία (δ) ξεις και αποκομίζει πλούτη και δόξα. Φαίνεται 171-175 Εργάζεται στην Αίγυπτο πως τη μεγαλύτερη επιτυχία την είχε στη Γαλα­ 175 Επιστρέφει στην Αθήνα τία (Κελτική), όπου είχε συνάψει φιλίες με ση­ 180 Πεθαίνει ο Μάρκος Αυρήλιος - Terminus μαίνοντα πρόσωπα και ίσως μάλιστα κάποιο post quem για το θάνατο του Λουκιανού. διάστημα να είχε πάρει και την «έδρα» της ρητο­ ρικής. Κατά την παραμονή του στη Γαλατία δε στα­ ματά τα ταξίδια σε γειτονικές πόλεις- μια φορά Πάνθειας, της φίλης του Lucius Verus, γράφει μάλιστα ξαναπηγαίνει στη Ρώμη, για να συμβου­ ' τους λόγους «Εικόνες» και «Υπέρ των εικόνων», λευτεί έναν οφθαλμίατρο- εκεί ξανασυναντά τον που η γνησιότητά τους άδικα έχει αμφισβητηθεί. πλατωνικό φιλόσοφο Νιγρίνο, του οποίου η ηθι­ Στο διάστημα αυτό επισκέπτεται και την ιδιαί­ κή διδασκαλία του είχε κάμει βαθιά εντύπωση. τερη πατρίδα του, όπου φημισμένος και φτασμέ­ Πολλοί θεωρούν αποφασιστική τη συνάντηση νος πια αυτός απαγγέλλει προς τους νέους της αυτή για τη στροφή του Λουκιανού στη φιλοσο­ πατρίδας του το «Ενύπνιον», για να τους νουθε­ φία- ίσως όμως να ήταν απλώς μια αφορμή, ενώ τήσει και να τους προτρέψει να στραφούν στα το βαθύτερο αίτιο να ήταν ένα ωρίμασμα του γράμματα. σαμοσατέα σοφιστή που πάντα ενδιαφερόταν, Το 165 ο ίδιος ξεκινά από την Αντιόχεια, ενώ όπως ο ίδιος σημειώνει, για φιλολογικά προβλή­ οι δικοί του από τα Σαμόσατα και συναντιούν­ ματα (ύπήν τι εν τή φύσει φιλοσοφίας συγγενές: ται στην Τρωάδα. Από εκεί με πλοίο, στο οποίο Νιγρίνος 37). επέβαινε και ο Περεγρίνος, φτάνουν στην ΑθήΌ πω ς και να είναι, κατά την εποχή εκείνη (157-160), που συμπίπτει με τα σαράντα του χρό­ Η νέα παραμονή του στην Αθήνα (165-170) νια, ο Λουκιανός παίρνει την απόφαση να εγκα­ αποτελεί τη σπουδαιότερη περίοδο στη λογοτε­ ταλείψει το επάγγελμα του σοφιστή και να εγκα­ χνική του παραγωγή. Κατά την περίοδο αυτή τασταθεί στην Αθήνα με την απόφαση να ζήσει γράφει τους πιο αξιόλογους από τους «μενίππειεκεί για πάντα και να αφοσιωθεί στη μελέτη της ους» και τους πλατωνικούς διαλόγους του. φιλοσοφίας κοντά στο στωικό Δημώνακτα - τον Ό σο μένει στην Αθήνα, συνεχίζει τα ταξίδια εκτιμούσε βαθιά και στον ομώνυμο διάλογό του του σε διάφορες κατευθύνσεις. Φτάνει ώς τη τον παραλληλίζει με το Σωκράτη - και στη συγ­ Μακεδονία, ενώ, όπως και στο παρελθόν (157, γραφική του δραστηριότητα. Δυο ωστόσο ση­ 161), πηγαίνει δυο ακόμη φορές στους Ολυμπια­ μαντικά γεγονότα τον αναγκάζουν να παρεκκλί­ κούς αγώνες (165, 169), όπου δημόσια απαγγέλ­ νει από το σκοπό του: η αναχώρηση, πιθανόν μέ­ λει λόγους του. Μάλιστα στους Ολυμπιακούς σα στο 162, για την Ανατολή και ο διορισμός του αγώνες του 165 παραβρίσκεται στην αυτοπυρπό­ στην Αλεξάνδρεια για το.διάστημα 170-175. ληση του Περεγρίνου, την οποία ο περίεργος Έτσι το 163, όταν ο φίλος του Lucius Verus εκείνος κυνικός την είχε προαναγγείλει από τους επισκέπτεται την Αντιόχεια, ο Λουκιανός είναι προηγούμενους Ολυμπιακούς αγώνες του 161. από καιρό εγκατεστημένος εκεί, έχει παντρευτεί Ο Λουκιανός όμως, που ήταν κριτικό και και την εποχή εκείνη (162-163) για χάρη της σκωπτικό πνεύμα και στα έργα του ήλεγχε πρό-


12/αφιερωμα σωπα και πράγματα, ήταν επόμενο να αποκτήσει όχι μόνο φίλους, αλλά και θανάσιμους εχθρούς. Μάλιστα οι τελευταίοι είχαν επωφεληθεί από την τριετή απουσία του στην Ανατολή (162-165) και τον είχαν πολεμήσει. Έτσι, όταν το 165 ξαναγυρνά στην Αθήνα, δε βρίσκει το ίδιο κλίμα φιλίας και κατανόησης που είχε βρει τις προη­ γούμενες φορές. Γι’ αυτό οι επιθέσεις του τώρα γίνονται πιο άγριες και πιο προσωπικές και ο Λουκιανός που είχε ξεκινήσει από ρήτοραςσοφιστής και είχε ευδοκιμήσει ως σατιρικός γί­ νεται και λιβελογράφος και επιτίθεται με δριμύτητα εναντίον ψ ευτοφιλοσόφων, τσαρλατά­ νων, ψευτομορφωμένων αλλά και εναντίον σοφι­ στών που ευδοκιμούσαν. Τελικά δυσαρεστημένος από την κατάσταση αυτή, αλλά στενεμένος και από τα οικονομικά του που δεν πήγαιναν καλά, όπως πριν - σ’ αυτό είχε συντελέσει και ο μεγάλος λοιμός που είχε ξε­ σπάσει στα χρόνια εκείνα- αποφασίζει να δεχτεί μια μεγάλη δικαστική θέση στην Αυτοκρατορική διοίκηση της Αιγύπτου πολύ καλά πληρωμένη. Ο τόπος και ο χρόνος του θανάτου του παρα­ μένουν άγνωστα. Άλλοι λένε πως πέθανε στην Αίγυπτο και άλλοι πως ξαναγύρισε στην Αθήνα και εκεί πέθανε, κοντά στα τέλη του αιώνα. Οπωσδήποτε πρέπει να πέθανε μετά το θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου (180), θάνατο που ανα­ φέρει σε ένα έργο του («Αλέξανδρος» 48). Ο Λουκιανός στην τελευταία περίοδο της ζωής του κατέχεται από μελαγχολική διάθεση και πίκρα, γιατί τον είχαν απογοητεύσει και προδώσει πρόσωπα και πράγματα. ΓΓ αυτό στα τελευταία της ζωής του ξαναπαίρνει το δρόμο του ρήτορα-σοφιστή και ξαναδιαβάζει σε ακροατήριο παλιά του κείμενα που κάποτε είχαν αρέσει στο αθηναϊκό κοινό.

Το έργο του Το σημερινό corpus του Λουκιανού, σύμφωνα με την τελευταία προγραμματισμένη έκδοση του M.D. Macleod στη σειρά της Οξφόρδης, απαριθ­ μεί 86 έργα,3 ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβάνονται και πολλά νόθα. Η θεματολογική και μορφολογική ποικιλία των έργων είναι τόσο με­ γάλη, ώστε είναι δύσκολο να βρεθεί βάση για ικανοποιητική συστηματική κατάταξη. Η κατάταξη που ακολουθεί προσπαθεί να συνδυάσει τη μορφολογική και ειδολογική διαί­ ρεση και να παρακολουθήσει ώς ένα σημείο χρο­ νολογικά τη λογοτεχνική εξέλιξη του Λουκια­ νού, στην οποία διακρίνουμε τρεις μεγάλες πε­ ριόδους: την περίοδο της νεότητας (150-160), στην οποία κυριαρχούν τα ρητορικά έργα, την περίοδο της ωριμότητας (160-170), στην οποία

αφθονούν τα φιλοσοφικά και σατιρικά έργα, τα περισσότερα με διαλογική μορφή, και την περίο­ δο των γηρατειών (170-θάνατος), στην οποία γράφει έργα ποικίλου περιεχομένου. Ρητορικά έργα. Τα περισσότερα ρητορικά έργα του Λουκιανού ανήκουν στην πρώτη και την τρί­ τη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας και είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρί­ βεια. Στα ρητορικά έργα ανήκουν οι διαλέξεις, οι μελέτες και τα «παίγνια»· οι διαλέξεις, γνω­ στές και με τον αρχαίο ρητορικό όρο «λαλιά», ή «προσλαλιά», χρησιμεύουν ως ένα είδος εισαγω­ γής στις καθαυτό ρητορικές μελέτες, ενώ τα «παίγνια» είναι ή «εκφράσεις» (ρητορικές περι­ γραφές π.χ., «Περί τού οϊκου» = περιγραφή μιας κατοικίας) ή επιδεικτικοί λόγοι (π.χ. «Μυίας έγκώμιον», «Δίκη συμφώνων» κ.ά.). Διατριβές και πραγματείες. Στην κατηγορία αυ­ τή κατατάσσονται έργα ετερόκλητα θεματικά που στη διαπραγμάτευσή τους χρησιμοποιούνται και πολλά ρητορικά υφολογικά στοιχεία. Αποτε­ λούν μια ξεχωριστή κατηγορία και στέκονται ανάμεσα στα καθαρά ρητορικά και διαλογικά φιλοσοφικά. Μερικά τέτοια έργα είναι τα «Περί θυσιών», «Περί πένθους», (160-161), «Πρός τόν άπαίδευτον καί πολλά βιβλία ώνούμενον» κ.ά.4 Διαλογικά έργα. Ό ταν ο Λουκιανός στράφηκε στη φιλοσοφία, χρησιμοποίησε το διάλογο που ήταν η κυριότερη λογοτεχνική μορφή για έργα με φιλοσοφικό περιεχόμενο και που σε τόσο τέλεια μορφή τον είχε ανεβάσει ο Πλάτων. Η έμφυτη όμως ελεγκτική και σατιρική διάθεση του Λου­ κιανού τον οδήγησε να «παντρέψει» το σοβαρό πλατωνικό διάλογο με στοιχεία από την αρχαία και μέση κωμωδία, από το μίμο και από τις μενίππειες σάτιρες, για να δημιουργήσει ένα νέο λογοτεχνικό εκφραστικό μέσο, «μεικτό αλλά νό­ μιμο», τελείως προσωπικό, το σατιρικό διάλογο, στον οποίο κυρίως χρωστά τη φήμη και την αθα­ νασία του ως συγγραφέας. Τα έργα του Λουκιανού με μορφή διαλογική, που είναι το δίχως άλλο τα πιο αξιόλογα στην όλη του πνευματική παραγωγή, μπορούν να χω­ ριστούν σε τρεις κατηγορίες: στους μιμικούςκωμικούς διαλόγους, που ανήκουν σε μια πρώτη εποχή και τοποθετούνται στα τέλη της ρητορικής περιόδου (περίπου 157-160), στους λεγάμενους «μενίππειους» διαλόγους, στους οποίους κυ­ ριαρχεί η μορφή του Μένιππου ή στοιχεία από τις μενίππειες σάτιρες, και στους πλατωνικούς διαλόγους, στους οποίους τόσο τα θέματα όσο και η διαπραγμάτευσή τους στέκουν πιο κοντά στο σοβαρό σωκρατικό-πλατωνικό διάλογο. Η διαίρεση βέβαια αυτή μόνο εν μέρει ανταποκρίνεται και στη χρονολογική σειρά των έργων.


αφιερωμα/13 Μιμικοί-κωμικοί διάλογοι. Στους διαλόγους αυ­ τούς ο Λουκιανός μεταφέρει το μίμο της ελληνι­ στικής εποχής στον αττικό πεζό λόγο και πραγ­ ματεύεται με σατιρική διάθεση σκηνές από τη ζωή των θεών, για να διασύρει τη θρησκευτική πίστη της εποχής του, ελέγχει τις φιλοσοφικές σχολές και τις διδασκαλίες τους, καυτηριάζει την αγυρτεία των ρητόρων ή διακωμωδεί τις αδυναμίες των ανθρώπων. Τέτοιοι διάλογοι εί­ ναι οι «Ενάλιοι διάλογοι» (157-159), οι «Θεών διάλογοι» (158), οι «Εταιρικοί διάλογοι» (158160), ο «Τίμων ή Μισάνθρωπος» (162-166) κ.ά. Οι διάλογοι αυτοί, στους οποίους αφθονούν τα στοιχεία από την αρχαία και τη μέση κωμωδία και σπανίζουν τα κυνικά, αποτελούν μεταβατικό στάδιο στους «μενίππειους» διαλόγους. Μενίππειοι διάλογοι. Πέρα από τον εμπαιγμό και το σκώμμα, στοιχεία με τα οποία ο Λουκια­ νός είχε μπολιάσει το σοβαρό πλατωνικό διάλο­ γο στα έργα της προηγούμενης κατηγορίας, στους «μενίππειους» διαλόγους εισάγει και άλλα ειδολογικά και υφολογικά στοιχεία από τις μενίππειες σάτιρες. Το κυριότερο νέο μορφολογικό στοιχείο είναι το ανακάτωμα του πεζού λόγου με στίχους, ενώ τα σπουδαιότερα νέα θέματα παρ­ μένα από τις μενίππειες σάτιρες είναι οι σκηνές στον ουρανό και στον Αδη, η ματαιότητα και το εφήμερο των ανθρώπινων πραγμάτων, ο εξευτελισμός των υποκριτών φιλοσόφων που η ζωή τους βρίσκεται σε αντίθεση με τη διδασκαλία τους. Οι πιο αντιπροσωπευτικοί από τους «μενίππειους» διαλόγους είναι ο «Μένιππος ή Νεκυομαντεία» (158-159) και ο «Τκαρομένιππος ή Ύπερνέφελος». Οι υπόλοιποι «μενίππειοι» διά­ λογοι, με βάση τη θεματική τους συγγένεια, θα μπορούσαν να καταταχθούν σε τρεις επιμέρους ομάδες: σε διαλόγους με θρησκευτικό περιεχόμε­ νο, σε διαλόγους με ηθικό-πεσιμιστικό περιεχό­ μενο και σε σατιρικούς διαλόγους με ποικίλο πε­ ριεχόμενο, στους οποίους όμως τα στοιχεία από τις μενίππειες σάτιρες παίζουν πάντα σπουδαίο ρόλο. Πλατωνικοί-λυκίνειοι διάλογοι. Η διάκριση ανά­ μεσα στους διαλόγους του Λουκιανού, ιδιαίτερης κατηγορίας «πλατωνικών» διαλόγων ίσως φανεί περιττή ταυτολογία τη στιγμή που ξέρουμε ότι ο Λουκιανός ξεκίνησε από τον πλατωνικό διάλο­ γο, για να γράψει τέτοια έργα. Επειδή όμως ο Λουκιανός, όπως είδαμε, διαφοροποίησε τον πλατωνικό διάλογο η διάκριση της κατηγορίας αυτής είναι αναγκαία, για να περιλάβει εκείνους τους διαλόγους που και ως μορφή και ως περιε­ χόμενο στέκονται πολύ πιο κοντά στον πλατωνι­ κό διάλογο. Πρόσθετο γνώρισμα είναι ότι στους περισσότερους από τους διαλόγους αυτούς εμ­ φανίζεται ως συζητητής και ο Λουκιανός, με την

εξελληνισμένη μορφή του ονόματος του Λυκίνος, και γι’ αυτό λέγονται και «λυκίνειοι» διάλογοι. Στους διαλόγους αυτούς, που χρονολογικά οι περισσότεροι είναι μεταγενέστεροι από τους μιμικούς-κωμικούςκαι«μενίππειους», κατατάσσον­ ται τα «Πλοϊον ή Εύχαί» (165), «Συμπόσιον ή Λαπίθαι» (167-169), «Νιγρίνου φιλοσοφία» (156-157), «Άνάχαρσις ή Περί γυμνασίων» (159). Έ ργα με μορφή απομνημονευμάτων. Για δύο τουλάχιστον τέτοια έργα είμαστε βέβαιοι· για το «Δημώνακτος βίος» που σώζεται και για το «Σώστρατος» που τον αναφέρει ο ίδιος στο «Δη­ μώνακτος βίος». Στο πρώτο διηγόταν τη ζωή και τη διδασκαλία του ομώνυμου φιλόσοφου από τη Βοιωτία, που ήταν μια ενσάρκωση του Ηρακλή, του ιδανικού ήρωα των Κυνικών, ενώ στο δεύτε­ ρο που πρέπει να γράφτηκε ύστερα από το 175, τη ζωή και τη διδασκαλία του κυνικού φιλόσο­ φου από την Κύπρο Δημώνακτα, που ο Λουκια­ νός τον είχε γνωρίσει στην Αθήνα. Με τα δυο αυτά έργα ο Λουκιανός ήθελε να δείξει ότι και στην εποχή του δεν είχαν λείψει άνθρωποι σαν τον Σωκράτη με μεγάλη σωματική και πνευματι­ κή δύναμη. Έ ργα με μορφή επιστολών. Κοινό χαρακτηρι­ στικό στα έργα αυτά είναι ότι ο Λουκιανός στα τέλη της ζωής του, ο ίδιος πια και όχι κάτω από ξένες μάσκες, όπως είχε κάνει ίσαμε τότε ως Λυ­ κίνος, ως Τυχιάδης, ως Παρρησιάδης κριτικάρει θρησκευτικά, ηθικά, κοινωνικά, φιλολογικά και άλλα ζωτικής σημασίας ζητήματα της εποχής του. 'Αλλο κοινό χαρακτηριστικό είναι πως τα έργα αυτά ανήκουν στη δεύτερη και την τρίτη περίοδο της ζωής του, δηλαδή στην περίοδο της ωριμότητας και των γηρατειών. Τέτοια έργα εί­ ναι τα «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν» (166), «Περί τών επί μισθφ συνόντων» (169), «Περί τής Περεγρίνου τελευτής» (169-170) και «’Αλέξαν­ δρος ή Ψευδόμαντις» (τέλος σύνταξης το 171, δημοσίευση μετά το 180), τα τελευταία δύο λίβελοι που ξεχειλίζουν από προσωπικό μίσος. Έ ργα με μυθιστορηματική μορφή. Στο Λουκια­ νό αποδίδονται και δύο έργα με μυθιστορηματι-


14/αψιερωμα κή μορφή· η «Αληθινή ιστορία» ή, όπως παρα­ δίδουν τον τίτλο τα καλύτερα χειρόγραφά του, τα «Αληθή διηγήματα» και ο «Λούκιος ή Ό νο;· ·.' Έ ργα ποιητικά. Εκτός από τα πεζά στο Λουκια­ νό αποδίδονται και τα ποιητικά έργα «Τραγωδο­ ποδάγρα» και «Ώκύπους», δυο δραματικά παι­ χνίδια με διάλογο και χορό, και πενηντατρία κομψά και πνευματώδη επιγράμματα που έχουν περιληφθεί και στην «Παλατινή Ανθολογία», με­ ρικά με το όνομά του, μερικά κάτω από το όνο­ μα Λουκίλλιος, που μπορεί να είναι λαθεμένη μορφή του ονόματος του, και μερικά με διάφορα άλλα ονόματα ή ανώνυμα. Το πρόβλημα της γνη­ σιότητας των ποιητικών έργων είναι από τα πιο δύσκολα και αμφιλεγόμενα. Έ ργα νοθευόμενα. Στην ιστορία της παραδόσεως των αρχαίων κειμένων είναι συνηθισμένο το φαινόμενο το corpus των έργων αξιόλογων συγγραφέων να φιλοξενεί και μερικά μη γνήσια έργα. Έτσι εξαιτίας της φήμης του Λουκιανού, ήδη από πολύ νωρίς είχαν αρχίσει και στο δικό του corpus να ενσωματώνονται διάφορα έργα εί­ τε για τη μορφολογική ή την ειδολογική ομοιότη­ τά τους (οι διάλογοι π.χ. «Έρωτες» και «Κυνικός» έχουν ως κύριο συζητητή το Λυκίνο), είτε γιατί οι συγγραφείς τους ήθελαν να εξασφαλί­ σουν μια σίγουρη επιβίωση είτε για διάφορους άλλους λόγους. Έτσι δημιουργήθηκε το δύσκολο πρόβλημα των νοθευόμενων έργων του Λουκια­ νού.6

Γενική αποτίμηση και αξιολόγηση Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ζωή, η πνευμα­ τική και λοιπή δραστηριότητα και η λογοτεχνική παραγωγή του Λουκιανού. Αν κανείς σταθεί σε ορισμένα εξωτερικά γνωρίσματα της ζωής του, ο Λουκιανός δε φαίνεται να διαφέρει και πολύ από έναν τυπικό ρήτορα-σοφιστή της εποχής εκείνης· αν όμως αποβλέψει σε μερικά άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως ήταν το οξύ και ελεύθερο κριτικό πνεύμα του, ο ορθολογι­ σμός του, η τόλμη του, χαρακτηριστικά που αποτελούν την ειδοποιό διαφορά και την κατευ­ θυντήρια γραμμή στη ζωή του, τότε δεν μπορεί να μην παραδεχτεί ότι ο εξελληνισμένος αυτός Σύρος διαφέρει πολύ από τους άλλους πνευματι­ κούς ανθρώπους της εποχής του. Κάτι άλλο που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονους ομότεχνούς του είναι το ασυνήθιστα μεγάλο σε έκταση και ποικίλο σε περιεχόμενο έργο του. Μ’ όλους τους εγγενείς περιορισμούς στη φύση αυτού του αφιερώματος παρακάτω θα επιχειρή­

σουμε μια σύντομη γενική αποτίμηση και αξιο­ λόγηση του Λουκιανού ως στοχαστή και ως συγ­ γραφέα, ιδιότητες που στη διάρκεια των αιώνων έχουν αντιφατικά αξιολογηθεί και κριθεί. Ο Λουκιανός έζησε σε ταραγμένη και μεταβα­ τική εποχή, η οποία είχε πολλά κοινά με τη δική μας. Και το οξύ κριτικό του πνεύμα, τόσο σπά­ νιο σε περιόδους παρακμής, η εντιμότητα και το θάρρος του τον έφεραν αντιμέτωπο με ένα πα­ ρακμασμένο πολιτισμό, του οποίου όλες οι συ­ νιστώσες είχαν χρεωκοπήσει. Έτσι ο Λουκιανός στις θρησκευτικές, ηθικές, φιλοσοφικές, κοινω­ νικές, φιλολογικές σάτιρές του ελέγχει, σχολιά­ ζει, σκώπτει, σατιρίζει καίρια ζητήματα της επο­ χής του. Ο Λουκιανός που ήξερε σε κάθε πρόσωπο ή πράγμα να επισημαίνει το αδύνατο ή γελοίο ση­ μείο, στο πολύμορφο έργο του είχε βαλθεί να κριτικάρει, να ελέγχει ή να διακωμωδεί, άλλοτε με λεπτότητα και άλλοτε με δριμύτητα, τα τρωτά σημεία προσώπων και πραγμάτων και της δικής του αλλά και της προγενέστερης εποχής. Στο καίριο όμως αυτό σημείο έχει ασκηθεί αυ­ στηρή κριτική εναντίον του Λουκιανού. Του καταλόγησαν ως ελάττωμα το ότι η στάση του στη ζωή ήταν μηδενιστική και το ότι με την οξεία αρ­ νητική του κριτική, που δεν πήγαινε σε βάθος, γκρέμιζε, χωρίς να προτείνει τίποτε σε αντικατά­ σταση αυτού που γκρέμιζε. Ακόμα τον κατηγό­ ρησαν για το ότι στην ισοπεδωτική του πολεμική στράφηκε και εναντίον του νεοσύστατου χρι­ στιανισμού που ήταν το πιο παρήγορο και θετι­ κό δημιούργημα του καιρού του.7 Οι κατηγορίες όμως αυτές δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, γιατί ο Λουκιανός δεν ήταν αρνητής με την έννοια του μηδενιστή. Ο Λουκιανός δεν αρνιόταν τους θεσμούς, τις ιδέες και τις αξίες· απεναντίας με την κριτική του στρεφόταν σε πρόσωπα και καταστάσεις που παραποιούσαν ή εκφύλιζαν τους θεσμούς, τις ιδέες ή τις αξίες. Και με τον καυτηριασμό, τον έλεγχο ή την σάτιρα που ασκούσε στα περισσό­ τερα έργα του δίδασκε, έστω και έμμεσα, πιο πειστικά και αποτελεσματικά από κάθε κενή και φλύαρη ηθικολογία. Ύστερα ανάμεσα στα έργα του υπάρχουν και σοβαρά, όπως ο «Δημώνακτος βίος», ο «Ερμότιμος», ο «Νιγρίνος», το «Ενύπνιον» που προβάλλουν θετικά πρότυπα. Τον «κάλαμο» λοιπόν του Λουκιανού δεν τον οδη­ γούσε η μηδενιστική διάθεση, όπως νομίζουν με­ ρικοί, ή η λογοτεχνική ματαιοδοξία, όπως υπο­ στηρίζουν άλλοι, αλλά βαθιά αγάπη για τον άν­ θρωπο που ήθελε να τον φρονηματίσει και να τον εξυψώσει με βάση την αλήθεια που απορρέει από τον ορθό λόγο. Η καλύτερη απόδειξη γι’ αυ­ τό είναι το γεγονός ότι πολλοί από τους στόχους του είναι στόχοι και των χριστιανών απολογη­ τών, όπως άλλωστε ήταν στο παρελθόν στόχοι


αφιερω μα/15 και παλαιότερων φωτισμένων ποιητών και φιλο­ σόφων. Έτσι το έργο του Λουκιανού δεν είναι πάντα αρνητικό. Αλλά και αν δεχτούμε ότι η κριτική του Λουκιανού είναι αρνητική, θα μπο­ ρούσαμε να παρατηρήσουμε ότι από την εποχή του Αρχίλοχου και του Αριστοφάνη έως σήμερα στην παγκόσμια λογοτεχνία έχουν εμφανιστεί με­ γάλες λογοτεχνικές μορφές που η αρνητική τους κριτική δεν τους εμπόδισε να πάρουν μια δια­ κριτική θέση σ’ αυτήν. Εκείνο όμως που λιγότερο εύκολα μπορεί να αρνηθεί κανείς στο Λουκιανό είναι η λογοτεχνι­ κή του αξία ως συγγραφέα, μολονότι και αυτήν θέλησαν να την αμφισβητήσουν μερικοί. Ο εξελ­ ληνισμένος αυτός Σύρος έμαθε τόσο σωστά την ελληνική γλώσσα και την ελληνική λογοτεχνία, ώστε έγινε ένας από τους πιο αξιόλογους αττικι­ στές συγγραφείς της περιόδου της Δεύτερης Σο­ φιστικής. Η γλώσσα του είναι κομψή και ρέει γε­ μάτη δύναμη και χάρη. Το ύφος του είναι απλό, στρωτό, σχεδόν κλασικό και αποφεύγει επιμελη­ μένα τις αρχαϊστικές υπερβολές των άλλων αττι­ κιστών. Η μεγάλη όμως προσφορά του ως λογοτέχνη είναι ότι σε μια περίοδο που δεν άρεσαν πια τα παλαιά λογοτεχνικά είδη δημιούργησε νέο εκ­ φραστικό μέσο, το σατιρικό διάλογο, με τον οποίο πλούτισε την αρχαία ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία και άσκησε επίδραση ση­ μαντική σε πολλούς μεταγενέστερους. Βέβαια δεν έλειψαν οι αμφισβητήσεις και η κριτική εναντίον του Λουκιανού και ως συγγρα­ φέα. Επειδή ο Λουκιανός στους λόγους του δα­ νείζεται από την παλαιότερη ελληνική λογοτε­ χνία όχι μόνο λέξεις, φράσεις, παροιμίες, απο­ σπάσματα, στίχους, με τα οποία ποικίλλει τα έρ­ γα του, αλλά και θέματα που συχνά επανέρχον­ ται, είπαν ότι ο Λουκιανός δεν είχε πρωτότυπη δημιουργική φαντασία και ότι το έργο του, που στο μεγαλύτερο μέρος του προέρχεται από μίμη­ ση, κουράζει εύκολα. Αλλά και στο σημείο αυτό Σημειώσεις 1. Βλ. J. Schwartz, Biographie de Lucien de Samosate, Βρυξέλες 1965, όπου βρίσκει κανείς μια συνοπτική θεώρηση του προβλήματος μαζί με τη σχετική βιβλιογραφία. Β. Παπαϊωάννου, Λουκιανός. Ο μεγάλος σατιρικός της αρχαιότητας. Συμβολή στην παρουσίαση της εποχής, του βίου και του έρ­ γου τον, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 251 κ.ε. 2. Για τη ζωή και τη χρονολόγηση των έργων του Λουκιανού, εκτός από τη μελέτη του J. Schwartz, την οποία αναφέραμε στην προηγούμενη σημείωση και της οποίας τα συμπερά­ σματα ακολουθούμε σε πολλά σημεία, χρήσιμη παραμένει η παλαιά μελέτη του Μ. Croiset, Essai sur la vie et les oeuvres de Lucien, Παρίσι 1882. 3. Ο αριθμός αυτός ποικίλλει κατά εκδότη και κατά βιογράφο του Λουκιανού, ανάλογα με το ποσοστό των νοθευομένων έργων, τα οποία αποκλείουν από το corpus. 4. Στις πραγματείες ανήκουν και δυο έργα γραμμένα στην ιω­ νική διάλεκτο, το «Περί της Συρίης θεού» και το «Περί της

γίνεται, νομίζουμε, ένα λάθος που αδικεί το Λουκιανό. Αν ο σημερινός αναγνώστης, που κά­ θεται στο γραφείο του και διαβάζει συνολικά το έργο του Λουκιανού, κουράζεται από τις επανα­ λήψεις, γι’ αυτό δεν φταίει ο Λουκιανός. Εκεί­ νος δημιούργησε κάτω από δεδομένες συνθήκες και για ορισμένους συγκεκριμένους σκοπούς. Για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του ήταν ο ρήτορας και ο σοφιστής που ταξίδευε και διάβα­ ζε τους λόγους του σε ένα ακροατήριο που συνέ­ χεια ανανεωνόταν. Ήταν αναπόφευκτο στο έργο του να υπάρχουν επαναλήψεις. 'Υστερα σημασία δεν έχει το τι πήρε ο Λουκιανός, αλλά το πώς χρησιμοποίησε αυτά που πήρε. Εδώ όμως προ­ σεγγίζουμε το μεγάλο και δύσκολο πρόβλημα του τι είναι «μίμηση» για τη λογοτεχνία των ελ­ ληνιστικών και αυτοκρατορικών χρόνων.8 Η όλη διαπραγμάτευση των θεμάτων και η δο­ μή των έργων του δείχνουν προσωπική δημιουρ­ γία. Τα έργα μάλιστα που το θέμα τους είναι παρμένο από τη σύγχρονή του εποχή ή αναφέρονται και σ’ αυτήν - και δεν είναι λίγα αυτά, και ας το αρνούνται ορισμένοι - μαρτυρούν λε­ πτή και ακριβή ψυχολογική παρατήρηση που μό­ νο μίμηση δεν είναι. Ο Λουκιανός ήταν ένας συγγραφέας προικισμένος με αξιόλογη ευφορία και επινοητική φαντασία. Από τα έργα του και μόνο η «Αληθινή ιστορία» αν είχε σωθεί, όπου χαίρεται κανείς το όργιο μιας αχαλίνωτης δη­ μιουργικής φαντασίας, θα αρκούσε να μας πεί­ σει γι’ αυτό. Ο Σαμοσατέας λοιπόν σοφιστής, ο βάρβαρος αυτός που έζησε σε τόσο προχωρημένη εποχή, υπήρξε ένας από τους τελευταίους μεγάλους του αρχαίου ελληνικού κόσμου που μπορεί άφοβα να σταθεί δίπλα στους αξιολογότερους συγγραφείς της αρχαιότητας. Η επιβίωση του έργου του σχε­ δόν στο σύνολο και η μεγάλη επίδραση που άσκησε στους κατοπινούς αιώνες είναι πρόσθε­ τες αποδείξεις για την αναμφισβήτητα μεγάλη αξία τους.9

άατρολογίης», που είναι δύσκολο να χρονολογηθούν. Η γλωσσική τους εξάλλου μορφή στάθηκε αφορμή να αμφι­ σβητηθεί η γνησιότητά τους. 5. Για τα έργα αυτά, που μαρτυρούν την πολύπλευρη ευαισθη­ σία του Λουκιανού, βλ. την εργασία του Λ. Καρβέλη, Ο αφηγηματικός λόγος του Λουκιανού. 6. Τα νοθευόμενα έργα του corpus και η σημερινή θέση της έρευνας απέναντι σ’ αυτά συνοπτικά δίνονται στον πίνακα των έργων που παρατίθεται εδώ. 7. Βλ. Δ. Χρηστίόη, ο Λουκιανός και οι Χριστιανοί. 8. Για τη μίμηση βλ. αναλυτικά το βιβλίο του J. Bompaire, Lu­ cien ecrivain, στο οποίο ο συγγραφέας έχει δώσει τον υπό­ τιτλο Imitation et creation, ενώ σε ολόκληρο το Λ ' Μέρος (σσ. 13-157) μελετά τη «θεωρία της μίμησης» (La doctrine de la mimesis, βλ. επίσης και το Λ ' Κεφ. (σα. 3-11, Paideia et Mimesis) του Β.Ρ. Reardon, Courants Litteraires grecs des IP et IIP siicles apris J.-C., Παρίσι 1971. 9. Βλ. Λ. Χρηστίδη, Λουκιανός: Επιβίωση και επιδράσεις.


16/αφιερωμα

Βασίλης Άτσαλος

Η θρησκευτική σάτιρα του Λουκιανού Είναι γνωστός ο στίχος του Ορατίον, σύμφωνα με τον οποίο η Ελλάδα που υποτά­ χτηκε στους Ρωμαίους τους υπέταξε με τη σειρά της πολιτιστικά.· δεν είναι όμως το ίδιο γνωστή μια άλλη σημαντική πραγματικότητα της εποχής εκείνης, πως ο Ελλη­ νισμός που νίκησε την Ανατολή υποδουλώθηκε από αυτήν θρησκευτικά.' Η αλ­ λοίωση της παραδοσιακής ελληνικής θρησκείας, που είχε αρχίσει ήδη από την Ελ­ ληνιστική εποχή, ολοκληρώθηκε στους αυτοκρατορικούς χρόνους· οι προϋποθέ­ σεις όμως υπήρχαν παλαιότερα και από την Ελληνιστική εποχή, αφού ο Ορφισμός, ο Πυθαγορισμός, τα Ελευσίνια Μυστήρια άφηναν ανοιχτά παράθυρα σε ανατολι­ κές επιδράσεις και διεισδύσεις. Κατά τον δεύτερο λοιπόν μεταχριστιανικό αιώ­ να, κατά τον οποίο ζει και δρα ο Λουκιανός, παρατηρείται έντονη θρησκευτική ζωή αλλά και έντονος θρησκευτικός αναβρασμός. Κύρια χαρα­ κτηριστικά της θρησκευτικής κατάστασης της εποχής εκείνης ήταν ο θρησκευτικός συγκρητι­ σμός (εισαγωγή στο παραδοσιακό ελληνικό πάν­ θεο πολλών μικρασιατικών, περσικών, αιγυπτια­ κών και άλλων θεοτήτων που ταυτίζονταν με τους ελληνικούς θεούς) ο μυστικισμός, τα μυστή­ ρια, η μαγεία, η αστρολογία αλλά και η αγυρτεία και ο τσαρλατανισμός. Ένα άλλο γνώρισμα, ίσως το πιο σημαντικό από όσα ήδη αναφέραμε, ήταν η πίστη στη θεία Πρόνοια που ταυτιζόταν με την ίδια την ουσία του θείου, επειδή την εποχή εκείνη θεωρούσαν το θείο μια δύναμη, μια πράξη. Μια τέτοια όμως πίστη σε αντιπαράθεση προς την παλιά πίστη στην Ειμαρμένη και τις Μοίρες οδηγούσε σε μια αντίφαση και ένα αδιέξοδο. Ό λα αυτά είχαν αλλοιώσει σοβαρά την ελληνική θρησκεία και την είχαν «εκμηδενίσει», όπως λένε οι ειδικοί.2 Από την κατάσταση αυτή ζημιωμένος έβγαινε ο ελληνικός πολιτισμός στο σύνολό τρυ. Ο Λουκιανός, μολονότι ήταν ξένος -ανατολί­ της και «βάρβαρος»- θρεμμένος ωστόσο με την ελληνική παιδεία από την οποία, ίσως από ιδιο­ συγκρασία, είχε ενστερνιστεί πιο πολύ το κριτι­ κό και ορθολογιστικό της πνεύμα, σκανδαλίζε­

ται από όλη αυτή την κατάσταση και θέλει να την ελέγξει και να την σατιρίσει. Έτσι σε αρκετούς διαλόγους του, άλλοτε με κύριο στόχο και άλλοτε ευκαιριακά, κρίνει και διακωμωδεί θρησκευτικά προβλήματα του και­ ρού του. Και την κρίση αυτή την κάνει στο όνο­ μα της παιδείας του και όχι ενός θρησκευτικού δόγματος στο οποίο ο ίδιος ανήκε.3 Διάλογοι του Λουκιανού με θέμα αποκλειστι­ κά θρησκευτικό είναι οι «Ζευς ελεγχόμενος» (159-160),4 «Ζευς τραγωδός» (159-160) και «Θεών εκκλησία» (165-166), ενώ θίγουν και θρησκευτικά πράγματα του καιρού του, σύντομα ή αρκετά ανεπτυγμένα, και τα έργα «Θεών διά­ λογοι» (158), «Μένιππος ή Νεκυομαντεία» (158159), «Περί θυσιών» (160-161), «Δίς κατηγορού­ μενος» (166), στα οποία βέβαια το κύριο θέμα είναι κάποιο άλλο κάθε φορά. Στο διάλογο «Ζευς ελεγχόμενος» ο Λουκιανός «ελέγχει» την παντοδυναμία της Ειμαρμένης και των Μοιρών, παντοδυναμία που αναιρεί τη θεία Πρόνοια και την ίδια την ύπαρξη των θεών, μια και οι θεοί είναι τα μέσα (τα «τρύπανα και τα σκέπαρνα», όπως ο ίδιος λέει, § 11), με τα οποία οι Μοίρες εκτελούν το έργο τους, στο οποίο οι θεοί είναι ανήμποροι να εναντιωθούν. Συνομιλη­ τής του Δία στο διάλογο είναι ο Κυνίσκος που χαρακτηρίζεται «θρασύς» και «σοφιστής» (§ 19) και ως ένας «έκείνων... τών άναιρούντων τήν


αφιερω μα/17 πρόνοιαν τώ λόγω» (§ 9)· ο Κυνίσκος είναι μία από τις πολλές «μάσκες» του Λουκιανού, όπως και ο Λυκίνος, ο Παρρησιάδης, ο Τυχιάδης, ένα πλαστό πρόσωπο που το όνομά του παραπέμπει άμεσα στους κυνικούς· και πράγματι ο διάλογος είναι από τους πρωιμότερους και ανήκει στους λεγάμενους «μενίππειους», όπου η επίδραση των κυνικών είναι έντονη. Ο Διάλογος «Ζευς τραγωδός» έχει το ίδιο θέ­ μα με τον προηγούμενο- εδώ όμως η αμφισβήτη­ ση της ύπαρξης των θεών γίνεται πολύ πιο απει­ λητική. Ο διάλογος, που είναι από τους τελειό­ τερους του Λουκιανού και έχει μια έξοχη σκηνογραφική πλαισίωση, εξελίσσεται σε δυο φάσειςστην πρώτη (§§ 1-34) ο Δίας περίτρομος συγκαλεί στον ουρανό συνέλευση των θεών, στους οποίους παρουσιάζει την «τραγική» κατάσταση, στην οποία βρίσκονται: το απόγευμα, καθώς έκανε το συνηθισμένο του περίπατο στον Κεραμεικό, παραβρέθηκε στη συζήτηση ανάμεσα στον στωικό Τιμοκλή και το Δάμη τον επικούρειο. Μπροστά στο φόβο της βέβαιης επικράτησης του επικούρειου στέλνει τη νύχτα που αναβάλλει τη συζήτηση για την επομένη και έντρομος τώρα ζητεί να συσκεφτούν. Ακολουθούν σπαρταριστικές κωμικές σκηνές, ακούγονται διάφορες γνώ­ μες, ώσπου ξαναρχίζει η συζήτηση στη γη (φάση δεύτερη, § 35-53) ανάμεσα στους δυο μονομά­ χους, ενώ οι θεοί την παρακολουθούν, κυριολε­ κτικά με κομμένη την ανάσα, από πάνω από τον Όλυμπο και την σχολιάζουν. Ο Δάμης ανασκευάζει ένα ένα όλα τα επιχει­ ρήματα του Τιμοκλή για την Πρόνοια και την ύπαρξη των θεών (§§ 36-51) και ο Τιμοκλής, ανήμπορος πια να αντιδράσει, καταφεύγει σε βρισιές και βιαιότητες, ενώ ο Δάμης αποχωρεί αγέρωχος και νηφάλιος (§§ 52-53). Ό πω ς ήδη είπαμε, ο διάλογος είναι από τους αρτιότερους του σατιρικού και αντίθετα με τον προηγούμενο, όπου επικρατεί ένα σοβαρό κλίμα, σ’ αυτόν έχουμε άφθονο γέλιο που προκαλείται από τις κωμικές σκηνές των θεών στον Όλυμπο και από τα λόγια και τη συμπεριφορά του Τιμοκλή. Ένα άλλο στοιχείο που προκαλεί γέλιο είναι οι πολλές παρωδίες, ιδιαίτερα στην αρχή, πα­ λαιών ποιητικών και ρητορικών κειμένων, ενώ η όλη μονομαχία Τιμοκλή-Δάμη θυμίζει έναν «αγώνα λόγων», μάλιστα τέτοιο που βρίσκουμε στην αρχαία κωμωδία. Ο «Ζευς τραγωδός» είναι διάλογος, αλλά διά­ λογος σατιρικός, όχι φιλοσοφικός- και είναι φυ­ σικό ο τόνος να πέφτει στη σάτιρα και το γέλιο και όχι στον τεκμηριωμένο έλεγχο. Πρόθεση του Λουκιανού δεν ήταν να εξαντλήσει την επιχειρη­ ματολογία των δυο σχολών, αλλά να εκμεταλ­ λευτεί κωμικά ένα επίμαχο θρησκευτικό θέμααλλιώς ο Λουκιανός δεν θα ήταν σατιρικός αλλά

Παράσταση τον Ερμή τον Ψυχοπομπού, από λενκόμορφη αττική λήκνθο, πον κοσμεί το εξώφνλλο τον βιβλίου της Λ ' Γνμνασίον με αποσπάσματα έργων τον Λονκιανον

φιλόσοφος. Έτσι δικαιολογείται γιατί και στο διάλογο αυτό, παρά τον δραματικό του χαρα­ κτήρα, η συζήτηση δεν πάει σε βάθος αλλά δίνε­ ται επιφανειακά η επιχειρηματολογία των Στωικών, όπως αυτή είχε απλωθεί στο λαό και είχε γίνει κοινός τόπος.” Ο Τιμοκλής παρουσιάζεται αδύναμος και στερημένος από σοβαρά επιχειρή­ ματα απέναντι στον επικούρειο Δάμη, όπως ο Δίας απέναντι στον κυνικό Κυνίσκο στο «Ζευς ελεγχόμενος». Κάτι ακόμα που πρέπει να τονιστεί είναι πως στο διάλογο αυτό ο Λουκιανός, για να πολεμή­ σει τη δογματική πίστη των Στωικών στη θεία Πρόνοια, αντλεί την αρνητική επιχειρηματολο­ γία του από τους Επικούρειους, ενώ στον προη­ γούμενο διάλογο από τους Κυνικούς- αλλά ο Λουκιανός, παρά τη συμπάθειά του προς τη σχο­ λής αυτή, καθώς και τους Σκεπτικούς, δεν ήταν


18/αφιερωμα ούτε κυνικός ούτε επικούρειος ούτε σκεπτικός. Από τις σχολές αυτές αντλούσε, όταν είχε ανάγκη, την επιχειρηματολογία που τον εξυπη­ ρετούσε. Μια από τις κριτικές που συνήθως ασκούνται στο Λουκιανό είναι και το ότι τα έργα του δεν έχουν ενιαία συνεκτική αρχιτεκτονική δομή, για­ τί καθώς σ’ αυτά ο Λουκιανός δεν περιορίζεται σε ένα θέμα, αλλά αναφέρεται σε πολλά, αυτό διασπά την ενότητα των έργων του. Νομίζουμε όμως πως αυτό δεν πρέπει να το καταλογίσουμε ως αδυναμία στο Λουκιανό· είναι συνειδητή επι­ λογή και αποτελεί μέρος της τέχνης και της τε­ χνικής του. Ο Λουκιανός μπορεί να αναφέρεται σε ορισμένα έργα του σε πολλά θέματα, αλλά πάντα το κύριο βάρος πέφτει σε ένα· τα άλλα θέματα αποτελούν συχνά τον κύριο στόχο άλλων έργων. Έτσι στο ευρύτερο πλαίσιο και του δια­ λόγου «Ζευς τραγωδός» τοποθετείται ένα επιμέρους θέμα, ο θρησκευτικός συγκρητισμός, που με το σχολιασμό του Ερμή δίνει ιδιαίτερη χιου­ μοριστική χροιά στο διάλογο (§§ 7-8 και 13). Το καίριο όμως αυτό πρόβλημα για την εποχή του Λουκιανού αποτελεί το κύριο θέμα ενός άλλου διαλόγου, των «Θεών εκκλησία». Η σκηνή των «Θεών εκκλησία», που ανήκει σε μια πιο ώριμη εποχή της συγγραφικής δραστη­ ριότητας του σατιρικού (165-166), τοποθετείται στον Όλυμπο, όπου οι θεοί, παλαιοί και νέοι, ντόπιοι και ξένοι, καλούνται σε συνέλευση, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν τι θα απογί­ νει με όλους αυτούς τους παρείσακτους στον Όλυμπο νέους ή ξένους θεούς. Κύριος ομιλητής είναι ο Μώμος, άλλη μια αγαπητή persona του Λουκιανού, που ενσαρκώνει συχνά τον σαμοσατέα σατιρικό. Η τελική απόφαση διατυπώνεται σε ένα ξεκαρδιστικό ψήφισμα που προτείνει να συγκροτηθεί μια επταμελής επιτροπή, για να ελέγξει τα στοιχεία και τους τίτλους των νέων θεών και να προβεί στην εκκαθάριση του Ολύμπου. Ό πω ς ήδη αναφέραμε, υπάρχουν και άλλα έργα, στα οποία ο Λουκιανός, έμμεσα ή ευκαι­ ριακά, αναφέρεται στα ίδια ή και σε άλλα ακόμη θρησκευτικά προβλήματα. Οι «Θεών διάλογοι» (158), ένας από τους πρώτους διαλόγους του Λουκιανού, χρονολογεί­ ται αμέσως μετά την οριστική εγκατάστασή του στην Αθήνα, «βγάζουν στη φορά» τα «ού φωνητά» των θεών· συγκεκριμένα τις ερωτικές δρα­ στηριότητες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Δίας. Είναι εικοσιέξι (26) χαριτωμένοι ολιγόστιχοι διάλογοι, στους οποίους συνδιαλέγονται, συνή­ θως ανά δύο, οι Ολύμπιοι θεοί αλλά και άλλοι ημίθεοι ή ήρωες. Ο «Μενιππος ή Νεκυομαντεία» (158-159), που και αυτός είναι ένας από τους πρωιμότερους διαλόγους από αυτούς που επικράτησε να λέγον­

ται «μενίππειοι», έχει κύριο θέμα την κατάβαση του ομώνυμου κυνικού φιλόσοφου στον κάτω κόσμο, για να ρωτήσει τον Τειρεσία «τίς ό άριστος βίος». Εδώ κύριος στόχος του σατιρικού εί­ ναι οι φιλόσοφοι. Ο Λουκιανός όμως παράλληλα εκφράζει στην αρχή (§§ 3-6) την απογοήτευσή του από τις διηγήσεις των ποιητών για τα ήθη των θεών και κοροϊδεύει τη μαγεία, με την οποία ο ήρωάς του κατεβαίνει στον κάτω κόσμο. Στη διατριβή «Περί θυσιών» (160-161), ο Λου­ κιανός ελέγχει, κατ’ άλλους με κυνική θέση, κατ’ άλλους με επικούρεια, τη συνήθεια να προσφέ­ ρουν οι άνθρωποι θυσίες και νεκρικές προσφο­ ρές. Εδώ στόχο του σατιρικού δεν αποτελούν ακόμη οι ίδιοι οι θεοί, αλλά οι άνθρωποι και οι σχετικοί με τις θυσίες και τις προσφορές παρα­ δοσιακοί μύθοι. Στην αρχή (§§1-3) του διαλόγου «Δίς κατηγο­ ρούμενος» (166) ο Δίας υπερασπίζεται σύντομα την κατασυκοφαντημένη και άδικα αμφισβητη­ μένη, κατά την άποψη των θεών, θεία Πρόνοια. Ο τρόπος όμως και τα μέσα, με τα οποία γίνεται η υπεράσπισή της, οδηγούν, για μια ακόμα φο­ ρά, στη διακωμώδησή της. Αυτοί λοιπόν είναι οι διάλογοι του Λουκια­ νού, όπου ο σατιρικός ελέγχει ή διακωμωδεί παλαιότερα αλλά και του καιρού του θέματα θρη­ σκευτικά. Θα ήταν όμως λάθος, αν στους διαλό­ γους αυτούς αναζητούσαμε μια συστηματική έκ­ θεση της ιστορίας των θρησκειών της εποχής του σατιρικού. Ο Λουκιανός δεν ήταν «θρησκειολόγος», με τη σημερινή έννοια του όρου, αλλά ένας σατιρικός και ένας «εγρήγορος» νους που ήθελε να κρίνει και να κοροϊδέψει εκείνα τα θέματα που περισσότερο τον σκανδάλιζαν και τι ν προκαλούσαν. Έτσι πρέπει να δικαιολογηθούν οι πολλές «σιωπές» του, όπως τις είπαν οι παρα­ λείψεις του δηλαδή να μιλήσει και γι’ άλλα σο­ βαρά θρησκευτικά γεγονότα της εποχής του, όπως π.χ. για τον χριστιανισμό.7 Οι διάλογοι του Λουκιανού με θρησκευτικό περιεχόμενο δεν καλύπτουν τη θρησκευτική πραγματικότητα του καιρού του. Η διαπίστωση όμως αυτή δεν είναι θεμιτό να αποτελέσει αρνη­ τική αξιολόγηση για τον σατιρικό Λουκιανό. Ακόμη λάθος είναι και το να θελήσουμε να εξη­ γήσουμε τις σιωπές του ως τάχα οφειλόμενες σε έναν «πραγματολογικό» αττικισμό, που μαζί με τον γλωσσικό, δεν άφηνε το Λουκιανό ποτέ να κατεβαίνει πιο κάτω από τους κλασικούς χρό­ νους, να ξεπερνάει δηλαδή τον 5° και 4° α ι. π.Χ. Συνήθως λέγεται ότι και στη θρησκευτική σά­ τιρα ο Λουκιανός πολύ εξαρτάται από τις φιλο­ λογικές του επιρροές· και αυτό φαίνεται από το ότι με τη θρησκευτική του σάτιρα δεν πολεμά τό­ σο τις εκδηλώσεις του καιρού του (αστρολογία, πίστη σε δαίμονες κτλ.), όσο την παραδοσιακή


αφιερω μα/19 εικόνα της θρησκείας, όπως την παρουσιάζει η ποίηση.8 Η γενίκευση όμως αυτή δεν είναι σωστή και ανασκευάζεται από μια χωρίς προκατάληψη και αντικειμενικότερη μελέτη των έργων του. Με μια τέτοια μελέτη διαπιστώνει κανείς πως σε πολ­ λούς από τους διαλόγους, στους οποίους εδώ αναφερθήκαμε (π.χ. «Ζευς τραγωδός», «Θεών εκκλησία», «Μένιππος ή Νεκυομαντεία») αλλά και σε άλλα έργα του, που δεν αναφερθήκαμε (π.χ. «Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις»),9 τα θέματα που θίγει ο Λουκιανός, όπως της θείας Πρό­ νοιας, του συγκρητισμού, της μαγείας, της αγυρτείας και του τσαρλατανισμού, είναι προβλήμα­ τα του καιρού του και όχι της παραδοσιακής θρησκείας. Από την άποψη αυτή αρκετά έργα του μπο­ ρούν να θεωρηθούν και ντοκουμέντα, έστω και λογοτεχνικά, του καιρού του, κάτι πολύ σπάνιο για την εποχή εκείνη. Και εδώ ακριβώς, νομί­ ζουμε, έγκειται η μοναδική προσφορά και η πρωτοτυπία του Λουκιανού, πως παρά την παι­ δεία του καιρού εκείνου, που οδηγούσε τους πε­ ρισσότερους από τους σύγχρονους συγγραφείς στον γνωστό άκρο αττικισμό τους, ο Λουκιανός, παρά και τη δική του, επαναλαμβάνουμε, προσ­ κόλληση στην παράδοση, λόγω της παιδείας του, συγχρόνως είχε ανοιχτά τα μάτια του και στην εποχή του· έπιανε τους σφυγμούς και συνειδητο­ ποιούσε τα προβλήματα και του δικού του και­ ρού.10

Σημειώσεις 1. Βλ. τη βασική για τη θρησκευτική σάτιρα του Λουκιανού, αλλά γενικότερα και για τα θρησκευτικά πράγματα του και­ ρού του μελέτη τον Μ. Caster, Lucien et la pensee religieuse de son temps, Παρίσι 1937. Βλ. επίσης K. Άμαντον, Εισα­ γωγή εις την βυζαντινήν ιστορίαν, Αθήνα 1950, σ. 97-117. Β. Παπαϊωάννου, Λουκιανός, σ. 26-31· Μ. Σακελλαρίου, «Οι αρχαίες θρησκείες και η προχρισιιανική θρησκευτικό­ τητα» στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθη­ νών), τόμ. Στ', σ. 492-519. 2. Βλ. την προηγούμενη σημείωση. 3. Βλ. Μ. Caster, 6π„ π., σ. 365 και 373. 4. Οι αριθμοί στις παρενθέσεις δηλώνουν τις χρονολογίες της συγγραφής των έργων σύμφωνα με τις χρονολογήσεις του καθηγητή J. Schwartz (βλ. βιβλιογραφία). 5. Ορισμένοι στα έργα με θρησκευτικό περιεχόμενο κατατάσ­ σουν και τα Saturnalia- του έργου όμως αυτού μόνο το εξω­ τερικό πλαίσιο είναι θρησκευτικό (η γιορτή τον Κρόνον), ενώ το περιεχόμενο είναι κοινωνικό· βλ. Β. Παπαϊωάννου, «Η κοινωνική σάτιρα του Λουκιανού». 6. Μ. Croiset, Essai sur la vie et les oeuvres de Lucien, Παρίσι 1882, σ. 230-231- M. Caster, όπ. π., σ. 148. 7. Βλ. Δ. Χρηστίδη, «Ο Λουκιανός και οι Χριστιανοί». 8. Βλ. π.χ. A. Lesley, «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτε­ χνίας». Μετάφραση Α.Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη, 1964, σ. 1137. 9. Βλ. Α.-Μ. Βιδάλη, «Ο Λουκιανός λιβελογράφος». 10. Βλ. Μ. Caster, όπ.π., σ. 175- Β. Παπαϊωάννου, όπ. π., σ. 117-118- Δ.Θ. Σακαλή, «Λουκιανός και αττικισμός».

ΧΑΡΤΙΑ ΓΙ Α ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΒΙΒΛΙΩΝ Conqueror Ένα χαρτί για εξώφυλλα ) που διαφέρει ?Χαρτιά αναπαραγωγής έργων τέχνης Η επί ενενή ντα πέντε χρόνια παράδοση και πείρα, σας εγγυώ νται τις σταθερές και εκ λ εκ τές π οιότητες των χαρτιών μας ΤΣΕΝΤΡΟ - ΧΡΩΜΟΛΟΥΞ ΧΡΩΜΑΤ. - ΒΕΛΒΕΤ - ΜΠΡΙΣΤΟΛ ΠΟΥΑΛ - ΠΕΡΓΑΜΗΝΕΣ κλπ. Χαρτιά για π ολυτελείς εκδόσεις Χ Α Ρ Τ ΙΑ Π ΕΡΡΑ ΚΗ Σ ΧΡΥΣΟΣΠΗΛΑΙΩΤΙΣΣΗΣ 4 ΤΗΛ.: 32.21.884 - 32.38.219 Για εκδότες τηλεφωνήστε να αποσταλούν δειγματολόγια


20/αφιερω μα

Δημ. Α. Χρηστίδης

Ο Λουκιανός και οι Χριστιανοί Ο Λουκιανός κάνει λόγο για τους Χριστιανούς σε δύο έργα τον, στο «Αλέξανδρος ή Ψενόόμαντις» (25 και 38) και στο «Περί της Περεγρίνον τελευτής» (11-13 και 16). Στο πρώτο μνημονεύεται απλώς η εχθρότητα του ψευτομάντη Αλεξάνδρου προς τους Χριστιανούς, που τους συνέδεε με τους άθεους και τους Επικούρειους. Στο δεύτερο όμως υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για τους Χριστιανούς της εποχής εκείνης, γι’ αυτό αξίζει να παραθέσω μεταφρασμένα τα σχετικά τμήματα του έρ­ γου: «Τότε ήταν που (ο Περεγρίνος Πρωτέας) γνώρι­ σε και την αξιοθαύμαστη σοφία των Χριστια­ νών, καθώς σχετίστηκε με τους ιερείς και τους γραμματείς τους στην Παλαιστίνη. Και τι πιο φυσικό; - σύντομα τους έκανε να φανούν παιδιά μπροστά του. Έγινε προφήτης και αρχηγός της ομάδας τους και επικεφαλής των συναθροίσεών τους και τα πάντα μόνο αυτός. Ερμήνευε και εξηγούσε μερικά από τα βιβλία τους, πολλά μά­ λιστα τα έγραφε ο ίδιος, και εκείνοι τον σέβον­ ταν σαν θεό και τον θεωρούσαν νομοθέτη τους και τον ανακήρυτταν προστάτη τους, έπειτα βέ­ βαια από εκείνον που ακόμα λατρεύουν, τον άν­ θρωπο που σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη,1 γιατί εισήγαγε στον κόσμο αυτή την καινούρια λα­ τρεία. Τότε ακριβώς συνέλαβαν τον Πρωτέα γι’ αυτό και τον έριξαν στη φυλακή, πράγμα που του έδωσε μεγάλη υπόληψη για την κατοπινή ζωή του και για την τερατολογία και τη δοξομανία, με τις οποίες ήταν ερωτευμένος. Ό ταν λοιπόν φυλακίστηκε, οι Χριστιανοί θεώρησαν το γεγο­ νός συμφορά τους και άρχισαν να κάνουν τα πάντα προσπαθώντας να τον απελευθερώσουν. Έπειτα, επειδή αυτό ήταν αδύνατο, έδειξαν κά­ θε. άλλου είδους φροντίδα, όχι με προχειρότητα, αλλά με μεγάλο ζήλο: από τα ξημερώματα μπο­ ρούσε κανείς να δει κοντά στη φυλακή να περι­ μένουν γριούλες, μερικές χήρες και παιδιά ορ­ φανά, ενώ οι επικεφαλής τους κοιμούνταν κιό­ λας μέσα μαζί του δωροδοκώντας τους δεσμοφύ­ λακες. Έπειτα του έφερναν κάθε λογής φαγητά και έλεγαν δικά τους ιερά λόγια, και ο έξοχος

Περεγρίνος -γιατί ακόμα έτσι τον έλεγαν- ονο­ μαζόταν από αυτούς νέος Σωκράτης. Επιπλέον και από μερικές πόλεις της Ασίας ήρθαν μερικοί, που οι Χριστιανοί τους έστελναν με κοινή δαπάνη, για να βοηθήσουν και να υπο­ στηρίξουν και να παρηγορήσουν τον άντρα. Δεί­ χνουν πραγματικά μια καταπληκτική ταχύτητα, μόλις συμβεί κάποιο τέτοιο δημόσιο γεγονός· μέ­ σα σε λίγο χρόνο ξοδεύουν ό,τι έχουν, χωρίς να το λογαριάζουν. Έτσι ακριβώς και τότε έστει­ λαν πολλά χρήματα στον Περεγρίνο, επειδή είχε φυλακισθεί, κι αυτά αποτέλεσαν ένα εισόδημα που δεν ήταν καθόλου μικρό. Γιατί αυτοί οι κακόμοιροι έχουν πείσει τους εαυτούς τους πρώτα πρώτα ότι θα είναι αθάνατοι και θα ζήσουν αιώ­ νια, γι’ αυτό και περιφρονούν το θάνατο και πα­ ραδίδουν θεληματικά τον εαυτόν τους οι πε­ ρισσότεροι. 'Αλλωστε ο νομοθέτης τους ο πρώ­ τος τους έπεισε ότι όλοι είναι αδελφοί μεταξύ τους, όταν αποφασίσουν μια για πάντα να απαρνηθούν τους ελληνικούς θεούς και να προσκυ­ νούν εκείνον τον σταυρωμένο δάσκαλό τους τον ίδιο και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους του. Περιφρονούν λοιπόν τα πάντα εξίσου και τα θεωρούν κοινά, έχοντας αποδεχτεί αυτές τις αρ­ χές χωρίς καμιά αξιόπιστη εγγύηση. Επομένως αν έμπαινε ανάμεσά τους ένας απατεώνας και επιτήδειος άνθρωπος που να μπορεί να εκμεταλ­ λεύεται καταστάσεις, θα μπορούσε αμέσως να γίνει πλούσιος σε λίγο καιρό εξαπατώντας αυ­ τούς τους απλοϊκούς ανθρώπους». Αργότερα ο Περεγρίνος (§ 16) «Έφυγε από την πατρίδα του για δεύτερη φορά, για να συνε-


αφιερωμα/21

χίσει τις περιπλανήσεις του, έχοντας άφθονες προμήθειες μέσο των Χριστιανών που τον περιφρουρούσαν και φρόντιζαν να ζει μέσα σε αφθονία αγαθών. Έτσι τρεφόταν για ένα χρονι­ κό διάστημα· έπειτα έκανε και σ’ εκείνους κά­ ποια παράβαση -τον είδαν, νομίζω, να τρώει κάτι απαγορευμένο σ’ αυτούς- και, καθώς δεν τον δέχονταν πια μεταξύ τους, βρέθηκε σε αδιέ­ ξοδο...». Η φράση την οποία μετέφρασα «εκείνον τον σταυρωμένο δάσκαλο» στο κείμενο είναι: τον δε ανεσκολοπισμένον εκείνον σοφιστήν. Αυτή η φράση ειδικά, και οι παραπάνω παράγραφοι γε­ νικότερα, ήταν η κυριότερη αιτία για το αρνητι­ κό κλίμα που δημιουργήθηκε εναντίον του Λου­ κιανού στο Βυζάντιο και αργότερα στη Δύση. Στις αρχές του 10. αι. ο αρχιεπίσκοπος Καισα­ ρείας Αρέθας έγραψε σχόλια στα έργα του Λου­ κιανού και τα γέμισε με υβριστικά επίθετα εναντίον του. Στο τέλος του ίδιου αιώνα το βυ­ ζαντινό λεξικό Σούδα στη λ. Λουκιανός κάνει μια βιαιότατη επίθεση κατά του Λουκιανού, ιδιαίτερα για το έργο του Περί της Περεγρίνον τελευτής. Από μερικά χειρόγραφα που περιέ­ χουν κείμενα του Λουκιανού το παραπάνω έργο παραλείφτηκε σκόπιμα, ενώ από πολλά λείπουν -είναι σχισμένα- τα φύλλα που το περιείχαν. Το ίδιο έργο περιλαμβάνεται στον «Κατάλογο απα­ γορευμένων βιβλίων» που εκδόθηκε στη Ρώμη το 1664 με εντολή του πάπα Αλέξαντρου του Ζ ', και η Ιερά Εξέταση φρόντισε να εξαφανίσει το έργο ακόμα και από τις εκδόσεις του Λουκιανού (του 1503 και του 1522).2

Ωστόσο στην πραγματικότητα από τη φράση ανεσκολοπισμένος σοφιστής δεν μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο Λουκιανός έβλεπε με δυσμέ­ νεια τους Χριστιανούς, γιατί εκείνη την εποχή η λέξη σοφιστής χαρακτήριζε τους ρήτορες και τους ρητοροδιδασκάλους, και μερικές φορές αποτελούσε τιμητικό τίτλο.3 Από την άλλη μεριά η εικόνα που μας δίνει ο Λουκιανός για τους Χριστιανούς της εποχής του είναι πολύ πιο ευ­ νοϊκή από τις σχετικές μαρτυρίες άλλων περίπου σύγχρονων εθνικών συγγραφέων, του Τακίτου (Annales 15,44), του Σουητωνίου (Nero 16,2) και του Πλινίου του νεότερου (Epistulae 10, 96-97). Ο Λουκιανός δεν φαίνεται να ξέρει πολλά πράγ­ ματα για τον Χριστιανισμό· τους Χριστιανούς τους μνημονεύει μόνο ευκαιριακά. Ο τόνος του είναι βέβαια κάπως ειρωνικός και υποτιμητικός, αλλά δεν τους κακολογεί, ούτε τους σατιρίζει, ενώ άλλες θρησκευτικές δοξασίες τις αντιμετω­ πίζει με καυστική σάτιρα. Πάντως το γεγονός είναι ότι ο Λουκιανός μας προσφέρει μια πολύ σημαντική ιστορική μαρτυ­ ρία για τη ζωή των Χριστιανών του 2. αι. μ. X. : για την αδελφοσύνη και την αυτοθυσία τους, για την πίστη τους στην αιώνια ζωή, και την περι­ φρόνηση του θανάτου, για την κοινοκτημοσύνη των αγαθών και την απλότητά τους -αλλά και για την αυστηρότητά τους σ’ αυτούς που φαίνον­ ταν ασυνεπείς στις αρχές τους· τέλος για τη διά­ θεσή τους να απαρνηθούν την παλιά τους πίστη και να λατρεύουν τον σταυρωμένο αρχηγό τους ζώντας σύμφωνα με τη διδασκαλία του.

Σημειώσεις 1. Στη μετάφραση ακολούθησα στο σημείο αυτό το κείμενο της έκδοσης του Λουκιανού από τον M.D. Macleod (1980). Το κείμενο που διασώζουν τα χειρόγραφα θα μεταφραζόταν: «... τον ανακήρυτταν προστάτη τους. Λατρεύουν βέβαια ακόμα εκείνον τον σπουδαίο, τον άνθρωπο που σταυρώθη­ κε στην Παλαιστίνη...».

2. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πολεμική αυ­ τή 6λ. Δ.Α. Χρηστίδη, «Το άρθρο της Σούδας για τον Λου­ κιανό και ο Αρέθας», Επιστ. Επετηρ. Φιλοσ. Σχολ. Θεσ/ νίκης 16 (1977) 417-447. 3. Π6. Λουκιανού «'Ρητόρων διδάσκαλος» 1: Έρωτρς, ώ μειράκιον, δπως άν φήτωρ γένοιο καί το σεμνότατον τούτο καί πάντιμον όνομα σοφιστής είναι δόξεις.


22/αφιερω μα

Ερμιόνη Ηλιάδου

Ο Λουκιανός και η Φιλοσοφία Η στάση τον Λουκιανού προς τη φιλοσοφία δεν είναι ένα ζήτημα στο οποίο μπορεί κανείς να απαντήσει με συντομία και σιγουριά. Είναι ένα θέμα που απασχόλησε την έρευνα πολύ. Χωρία του έργου τον ερμηνεύτηκαν ως απόδειξη της στροφής του προς τη φιλοσοφία («Δίς κατηγορούμενος» 32, «rΑλιεύς» 29, «Νιγρΐνος» 4) και πολύ συζητήθηκε σε ποια σχολή προσεχώρησε. Στο πολύμορφο έργο του Λουκιανού δεν ήταν δυνατόν να μην αποτυπωθούν περισσότερο ή λι­ γότερο έντονα και οι κοινωνικές πληγές του και­ ρού του. Γιατί ο Λουκιανός, μόλο που σταδιο­ δρόμησε ως σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος, κατόρθωσε να μετουσιώσει τις τεχνικές και θεματολογικές συμβατικότητες της «Δεύτερης Σο­ φιστικής» σε λογοτεχνική δημιουργία και να δώ­ σει με την απαράμιλλη σατιρική του γκάμα αξιό­ πιστες μαρτυρίες για όλες σχεδόν τις κοινωνικές και πολιτιστικές εκφάνσεις της εποχής του.1 Η επιμονή στην επισήμανση παραδοσιακών και βι­ βλιακών θεμάτων («κοινών τόπων» και ρητορι­ κών και λογοτεχνικών cliches) και στα έργα του Λουκιανού είναι, βέβαια, πολύ συντελεστική στον εμπλουτισμό της αρχαιομάθειάς μας, αλλά, όταν δεν συνδυάζεται με τους τοπικούς και χρο­ νικούς συσχετισμούς της εποχής του συγγραφέα, δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην πρισματική ερ­ μηνεία και στη σωστή αξιολόγηση του έργου του. Κεντρική θέση στην κοινωνική σάτιρα του Λουκιανού έχει το βασικό θέμα του πλούτου και της φτώχειας. Το πρόβλημα και ο προβληματι­ σμός για το κοινωνικό φαινόμενο πλούσιοι φτωχοί παρουσιάζονται σε πολλά από τα γνω­ στότερα έργα του άλλοτε αποκλειστικά και άλ­ λοτε ευκαιριακά, όπως είναι «Τίμων ή Μισάν­ θρωπος», «Νεκρικοί διάλογοι», «Εταιρικοί διά­ λογοι», «Κατάπλους ή Τύραννος», «Μένιππος ή Νεκυομαντεία», «Όνειρος ή Άλεκτρυών», «Πλοϊον ή Εύχαί» και το τρίπτυχο «Τά πρός Κρόνον - Κρονοσόλων - Έπιστολαί Κρονικαί». Το πρόβλημα φωτίζεται και έντονα και από πολ­ λές πλευρές. Δίνονται όλες οι χαρακτηριστικότε­ ρες όψεις του πλούτου και όλα τα τυπικότερα

ελαττώματα των πλουσίων. Οι πλούσιοι έχουν όλα τα ελαττώματα, έχουν μονάχα ελαττώματα και οι φτωχοί μονάχα προτερήματα. Κάθε φορά γίνεται λόγος ταυτόχρονα και για τους πλου­ σίους και για τους φτωχοής, γιατί ο συγγραφέας επιμένει στην αντιπαράθεση και στην αντίθεσή τους. Σ’ αυτόν τον κύκλο ξεχωρίζει το αξέχαστο πορτραίτο του περιβόητου Αθηναίου Τίμωνα. Αλλά ο Λουκιανός εναλλάσσει σκόπιμα το σκη­ νικό και τους πλουσίους - φτωχούς του τους πα­ ρουσιάζει άλλοτε ζωντανούς πάνω στη γη κι άλ­ λοτε πεθαμένους κάτω στον Άδη. Στον Άδη επικρατεί απόλυτη «ισοτιμία» - δηλ. μονάχα στον Ά δη γίνεται πραγματικότητα το αίτημα των εξαθλιωμένων για «ισοτιμία», για κοινωνία χωρίς ταξικές και οικονομικές ανισότητες. Και, φυσικά, οι πλούσιοι και οι ισχυροί είναι ριγμέ­ νοι σε φρικτά βασανιστήρια. Απολαύστε και λί­ γο τον ίδιο το Λουκιανό - διηγείται ο Μένιππος: «Συζητήθηκαν λοιπόν πολλά και διάφορα και τελευταία ήρθε το θέμα και για τους πλού­ σιους· κι επειδή κατηγορήθηκαν για πολλά και φοβερά κρίματα, τη βία, την περηφάνεια, την ξιππασιά και την αδικία, στο τέλος σηκώ­ θηκε κάποιος από τους δημαγωγούς και διά­ βασε αυτό (επάνω - κάτω) το ψήφισμα: ΨΗ­ ΦΙΣΜΑ. Επειδή οι πλούσιοι κάνουν στη ζωή τους πολλά και παράνομα πράγματα κι αρ­ πάζουν και βιάζουν και δε λογαριάζουν κα­ θόλου τους φτωχούς, εφάνηκε δίκαιο στη βουλή και στο δήμο, σαν πεθάνουν, τα κορ­ μιά τους να ρίχνονται στην κόλαση, όπως και των άλλων αμαρτωλών, και οι ψυχές τους να ξαναστέλνουνται στον επάνω κόσμο και να κλείνουνται μέσα στα γαϊδούρια για είκοσι-


αφιερωμα/23 πέντε χιλιάδες χρόνια και, ώσπου να περά­ σουν, να πηγαίνουν από γαϊδούρι σε γαϊδού­ ρι και να φορτώνουνται και να τραβολογιούνται από τους φτωχούς· ύστερα απ’ αυτό θα τους επιτρέπεται να πεθάνουν. Αυτά τα επρότεινε ο Νεκροκεφάλας ο Σκελεθρόπουλος από τα Πεθαμενατζίδικα κι από τη φυλή της Λυπητερής» (Νεκυομαντεία, 19-20).2 Οι νεόπλουτοι τότε πληθύνονταν και αποθρασύ­ νονταν. Και συνήθως ήταν πρώην παράσιτοι και «κυνηγοί κληρονομιών». Γι’ αυτούς ο Λουκιανός έγραψε έναν βιαιότατο και καυστικότατο λίβελο: «Προς τόν άπαίδευτον καί πολλά βιβλία ώνούμενον». Οι νεόπλουτοι είχαν όχι μονάχα όλα τα ελαττώματα των πλουσίων αλλά και τη θρασύτητα της αγραμματοσύνης και της αμορφωσιάς. Στο διάλογο «Άλεκτρυών» ένας πειναλέος πα­ πουτσής έγινε πάμπλουτος από κληρονομιά και εξευγένισε το όνομά του: από Σίμων έγινε Σιμω­ νίδης. Στους κόλακες, τους παράσιτους, τους «κυνη­ γούς κληρονομιών» και γενικότερα στον παρασι­ τισμό αφιέρωσε πολλές σελίδες ο σατιρικός. Πα­ ράσιτους συναντούμε στον «Τίμωνα», στο διάλο­ γο «Τόξαρις ή Φιλία», στους «Νεκρικούς διαλό­ γους». Αλλά ο Λουκιανός στον μεγάλο διάλογό του «Περί παρασίτου· δτι τέχνη ή παρασιτική» συζητώντας δήθεν σοβαρά και θεωρητικά τη βιοθεωρία των επαγγελματιών παρασίτων απει­ κονίζει τον παρασιτισμό των χρόνων εκείνων σε όλη την ανησυχητική επέκτασή του και σε όλη την προκλητική του αποχαλίνωση. Για τους συκοφάντες και τη συκοφαντία, άλλο κοινωνικό καρκίνωμα, ο Λουκιανός έγραψε την πραγματεία «Περί τού μή ρρδίως πιστεύειν διαβολή». Εδώ δε σατιρίζει, στιγματίζει και στηλι­ τεύει. Γιατί εδώ υπονοούνται όχι οι συκοφάντες των κλασικών χρόνων αλλά οι φοβεροί καταδό­ τες, οι χαφιέδες, οι delatores, και οι μεγαλόσχη­ μοι «κατήγοροι» της αυτοκρατορικής περιόδου, που δούλευαν για την ασφάλεια του αυτοκράτορα και πλούτιζαν με τα νόμιμα ποσοστά τους από τις δημεύσεις περιουσιών των καταδικαζομένων. Τους φτωχούς ο Λουκιανός, όπως είπαμε, τους αντιπαρατάσσει σ’ όλες αυτές τις κοινωνι­ κές ομάδες της κραιπάλης αλλά και της πώρωσης των πλουσίων, των νεοπλούτων, των κολάκων, των παρασίτων, των «κυνηγών κληρονομιών» και των χαφιέδων. Ταυτόχρονα τους παρακο­ λουθεί και στις ψυχολογικές μεταπτώσεις τους. Άλλοτε φτάνουν στην έσχατη απελπισία και πε­ ριμένουν το θάνατο για λύτρωση και άλλοτε ονειρεύονται ξυπνητοί ή κοιμισμένοι να γίνουν πλούσιοι. Εδώ πρέπει να αναφερθούν δυο επώ­ νυμοι, ο νεαρός Αδείμαντος, που ονειρεύεται στον ξύπνο του, και ο αλησμόνητος παπουτσής Μίκυλλος, που ονειρεύεται στον ύπνο του. Και,

βέβαια, ο διάσημος (χάρη στο Λουκιανό) κυνικός φιλόσοφος Μένιππος, θαυμάσιος πρωταγω­ νιστής και ακατάβλητος συνήγορος της φτωχο­ λογιάς σε πολλά έργα του σατιρικού. Αλλά οι «πένητες» βρίσκουν την ευκαιρία στο ξεφάντωμα των Σατουρναλίων να εκφράσουν και την «ορ­ γή» τους, το «μίσος» τους, τις «βλασφημίες» τους και την απαίτησή τους για «ισοτιμία» και «ισό­ τητα επί πάσιν» (βλ. κρονικό τρίπτυχο). Ο Λουκιανός σε κάθε αντιπαράθεση πλουσίων-φτωχών δεν παραλείπει με φανερή ειρω­ νεία να προβάλλει το καταπραϋντικό και καθησυχαστικό επιχείρημα για την ξεγνοιασιά και συνεπώς για την ευτυχία των φτωχών. Οι πλού­ σιοι έχουν μεγάλες σκοτούρες και μεγάλο άγχος. Οι φτωχοί είναι ξέγνοιαστοι και γι’ αυτό πιο ευ­ τυχισμένοι. Ένα επιχείρημα που το ακούμε και το λέμε και σήμερα... (Δεν μπορούμε, βλέπετε, να απαλλαγούμε από τις κοινοτοπίες, τους «κοι­ νούς τόπους» των αρχαίων, ούτε στη ζωή ούτε στην τέχνη). Τέλος, πρέπει να προστεθεί ότι ο αναγνώστης δε δυσκολεύεται να δει τη συμπά­ θεια του σατιρικού για τους φτωχούς, γιατί και ευδιάκριτη είναι και ειλικρινής.4 Τη συμπάθεια και την κατανόησή του δείχνει ο Λουκιανός και για τα κοινωνικά και οικονομι­ κά προβλήματα των πορνευόμενων γυναικών στους δεκαπέντε περιλάλητους «Εταιρικούς διαλόγους». Εδώ φωτίζεται έντονα ο συσχετι­ σμός της ένδειας και της πορνείας. Και οι σατι­ ρικές αιχμές δεν είναι για τις εταίρες, είναι για τους εραστές και ιδίως για τους γελοίους ψευτοπαλικαράδες στρατιωτικούς. Οι εταίρες του Λουκιανού συμπληρώνουν το παρουσίασμα των καημών και των εξευτελισμών της φτωχολογιάς των χρόνων εκείνων. Για τούτο και οι διάλογοι


24/αφιερω μα αυτοί δεν είναι καθόλου ένα σκανδαλιστικό και πορνογραφικό κείμενο. Ο Λουκιανός, κι αυτός ένας από την τάξη των δουλοκτητών, για τους δούλους πολύ λίγα είπε. Στο διάλογο «Δραπέται» ομολογεί ότι η δουλεία είναι αφόρητη κατάσταση: «ένίοις δέ καί ή δου­ λεία βαρύ καί, ώσπερ ούν έστιν, άφόρητον έφαίνετο». Στο κρονικό τρίπτυχο τα κάπως τολμηρά που λέει φροντίζει να τα τοποθετήσει στην ατα­ ξική κοινωνία της εποχής του Κρόνου και στην επταήμερη παλλαϊκή εκτόνωση των Σατουρναλίων. Κι έτσι μπορεί να προβάλει το εφήμερο αί­ τημα για την «ισοτιμία» και των δούλων κι όχι μονάχα των ελεύθερων πλουσίων και φτωχών. Στα έργα «Νιγρΐνος» και «Περί τών έπί μισθώ συνόντων» έχουμε ανάμεσα στα άλλα και αντιρωμαϊκή σάτιρα. Σατιρίζονται δηλ. η χλιδή και

Σημειώσεις 1. Βλ. Β.Ρ. Reardon, «Courants litteraires grecs de IP et IIP siicles apris J.-C.», Les Belles Lettres, Paris, 1971, a. 156180. Barry Baldwin, «Studies in Lucian», Hakkert, Toronto 1973, a. 117-118. Graham Anderson, «Lucian-Theme and va­ riation in the Second Sophistic», Brill, Leiden 1976, a. 175176. Τον ίδιον, «Studies in Lucian’s comic fiction», Brill, Leiden 1976, a. 119-120.

η διαφθορά των πλούσιων Ρωμαίων και των γυ­ ναικών τους, καθώς και η παραλυσία της Ρώμης. Μπορεί, βέβαια, ο'οποιοσδήποτε ανώδυνος «ψό­ γος» να ήταν τότε ένα καθιερωμένο είδος επιδει­ κτικού λόγου για τους σοφιστές, «ψόγον» όμως Ρώμης δε συνήθιζαν (για ευνόητους λόγους) να γράφουν- προτιμούσαν το αντίθετο είδος, το «έγκώμιον» ή τον «έπαινον» της Ρώμης (λαμπρό παράδειγμα ο λόγος «Είς Ρώμην» του Αιλίου Αριστείδη). Στα χρόνια των Αντωνίνων ελάχι­ στοι συγγραφείς υπήρχαν με αντιρωμαϊκά αι­ σθήματα και αποτελούσαν αντίθεση στη νομιμο­ φροσύνη της πλειονότητας της ελληνικής elite.5 Το φτωχόπαιδο από τα Σαμόσατα, που ταξί­ δεψε σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία και είδε την οικονομική και κοινωνική κατάστασή της ήξερε πολύ καλά τι έγραφε και γιατί έγραφε.

2. Νίκος Βλ. Σφυρόερας, «Λουκιανού Άπαντα», Βιβλιοθήκη «Παπύρου», Αθήναι 1965-1968, τομ. IV, σ. 359. 3. Στο δίκτυο ήταν ευπρόσδεκτοι καταδότες και «μηνυτές» από όλες τις τάξεις, από τους δούλους ώς τους συγκλητι­ κούς. Άφθονο σχετικό υλικό μας δίνουν συνολικά οι συγ­ γραφείς Κοϊντιλιανός, Ιουβενάλης, Επίκτητος, Πλίνιος ο Νεότερος, Τάκιτος, Σονητώνιος, Δ ίων Κάσσιος κ. ά. 4. Βλ. και Β. Baldwin, ό.π. α. 112. 5. Βλ. J. Bompaire, «Lucien ecrivain-lmitation et creation», E. de Boccard, Paris 1958, a. 151, 500-503.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ-ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ-ΠΡ. ΚΟΡΟΜΗΛΑ 38 ΤΗΛ. 264958 - ΑΘΗΝΑ -ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ. ΔΙΔΟΤΟΥ 39 ΤΗΛ. 36006!


αφιερω μα/25

Βάγγος Παπαϊωάννου

Η κοινωνική σάτιρα του Λουκιανού Στην κοινωνία της εποχής τον Λουκιανού το βασικότερο και εμφανέστερο γνώρι­ σμα ήταν η τεράστια οικονομική ανισότητα ανάμεσα στις άρχονσες τάξεις και στα πλατιά λαϊκά στρώματα. Παντού σ’ ολόκληρη την απέραντη αυτοκρατορία υπήρ­ χαν οι λίγοι πάμπλουτοι και οι μυριάδες των εξαθλιωμένων. Και η ανισότητα αυτή γινόταν πολύ πιο αισθητή και προκλητική στις μεγάλες πόλεις και προπάντων στη Ρώμη και μετέβαλλε τους πληβείους σε όχλο, που δε ζητούσε παρά μονάχα «άρτον και θεάματα». Μια από τις πιο άμεσες συνέπειες, ο παρασιτισμός, έπαιρνε την πιο αντικοινωνική μορφή με τους λεγάμενους «κυνηγούς κληρονομιών», οι οποίοι με κάθε τρόπο και κάθε εξευτελισμό προσπαθούσαν να κληρονομήσουν τις περιου­ σίες των άτεκνων πλουσίων. Η εξαθλίωση, με δυο λόγια, οδηγούσε σε κάθε μορφή εξαχοείωσης πάρα πολλούς αν όχι τους περισσότερους. Πράγματι δεν είναι εύκολο μέσα από το έργο του Λουκιανού, που έχει ως στόχο του να κρίνει και συνάμα να προκαλέσει το γέλιο να απαντήσει κανείς με βεβαιότητα, αν ο Λουκιανός στράφηκε προς τη φιλοσοφία και ποια φιλοσοφική σχολή ακολούθησε. Ακόμη ίσως πρέπει να λεχθεί αυτό το πολύ απλό, αλλά και βασικό- μπορεί κανείς να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα στηριγ­ μένος στις πολλές αναφορές του συγγραφέα στη φιλοσοφία και τους φιλοσόφους; Αλλά ι,δώ χρειάζεται να λάβει υπόψη του τα ιστορικά συμφραζόμενα, ότι η φιλοσοφία την εποχή αυτή πα­ ρέχει θέματα για σπουδή, δεν αναπτύσσει όμως νέες μορφές σκέψης, ότι η εποχή του Λουκιανού είναι μια εποχή παιδείας και η φιλοσοφία φιγουράρει μέσα στόν εξοπλισμό του ρήτορα, του προμηθεύει γνώσεις, θέματα για να χρησιμοποι­ εί,3 κοινούς τόπους πάνω στους οποίους να κά­ νει επίδειξη της τέχνης του.1 Έτσι και ο Λουκιανός πήρε από τη φιλοσοφία το υλικό της φιλοσοφικής σκέψης, καθώς και τη μορφή του πλατωνικού διαλόγου, μα τα χρησι­ μοποίησε και τα δυο για τους δικούς του σατιρι­ κούς σκοπούς. Φυσικά χρειάζεται ακόμη να έχει πάντα κα­ νείς υπόψη του και πώς δουλεύει ο Λουκιανός με τα θέματά του, ότι δηλαδή δε διστάζει να χρησιμοποιεί ένα θέμα ακριβώς το ίδιο, σε δια­ φορετικά συμφραζόμενα ή να το επαναλαμβάνει ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο μεγάλος αριθμός θε­

μάτων που φαίνεται να υπάρχει στα έργα του, είναι μάλλον απατηλός, προκύπτει από την τε­ χνική της παραλλαγής, που με άνεση ο Λουκιανός χρησιμοποιεί για τη σάτιρά του.2 Και ακόμη χρειάζεται να μη ξεχνάει κανείς ότι η ρητορική άσκηση με τη θετική και την αρνητική πλευρά του ίδιου θέματος δημιουργεί τους τύπους οι οποίοι μπορούν να αντικαθιστούν ο ένας τον άλ­ λον. Γι’ αυτό και οι «ασυνέπειες» του Λουκια­ νού. Υπάρχει ο Λουκιανός που επαινεί τους Κυνικούς, αποθεώνει τον Μένιππο, και υπάρχει ο Λουκιανός που τους σατιρίζει (π.χ. ο Αλκιδάμας του Συμποσίου). Τιμάει τους Επικούρειους ως εχθρούς των προλήψεων και δεισιδαιμονιών ( ’Αλέξανδρος ή Ψενόόμαντις 25,61) ή ως εχθρούς των πεπαλαιωμένων θεών (Δίς Κατηγο­ ρούμενος 1) δείχνει τη συμπάθειά του στον επι­ κούρειο Δάμη κατά τη διαμάχη με τον Τιμοκλή τον στωικό για την πίστη στην ύπαρξη και Πρό­ νοια των θεών (Ζευς Τραγωδός),3 αλλά και τους σατιρίζει ως λαίμαργους και άπληστους (Βίων Πράσις 19, Συμπόσιον 43). Εξάλλου, ενώ ο ίδιος είναι ανοιχτός πρός τη Σκέψη (Έρμότιμος), χαί­ ρεται να κοροϊδεύει τον Πύρρωνα (Βίων Πράσις 27). Φαίνεται λοιπόν ότι το πιο σίγουρο που θα μπορούσε να πει κανείς είναι ότι ο Λουκιανός δεν μπορεί να θεωρηθεί φιλόσοφος, ως σκεπτόμενος όμως άνθρωπος είχε και αυτός τις δικές του αρχές και ιδέες, τη δική του φιλοσοφία, που


26/αφιερω μα είναι αυτή του ανθρώπου της πράξης, που απεχθάνεται τις θεωρίες και έχει μια πρακτική ηθική φιλοσοφία για τη ζωή, ότι οι πράξεις μιλούν πε­ ρισσότερο από τα λόγια και τις διδασκαλίες. Γι’ αυτό εντυπωσιάστηκε από τον πλατωνικό Νιγρίνο και εθαύμασε τον Κύπριο φιλόσοφο Δημώνακτα του οποίου έγραψε τον βίο. Συγκεντρώνει λοιπόν ο Λουκιανός την προσο­ χή του στην πρακτική ηθική και επαναλαμβάνει ότι η αρετή βρίσκεται στα έργα και όχι στα λό­ για, στις διδασκαλίες, και ότι ο καλύτερος τρό­ πος ζωής είναι η ζωή των κοινών ανθρώπων. Μια άποψη που την επαναλαμβάνει, ευτυχώς όχι με την επιμονή να πείσει, αλλά να θυμίσει στο ακροατήριό του να ενεργεί σύμφωνα με τον κοι­ νό νου και τον ορθό λόγο. Γι’ αυτό σατίρισε το μυστικισμό των φιλοσοφικών σχολών της εποχής του, και την πίστη σε κάθε είδους δεισιδαιμονίες που τον 2.αι. μ.Χ. φαίνεται πως ήταν περισσότε­ ρο απλωμένες από κάθε άλλη εποχή. Σατίρισε ακόμη την πίστη στην Πρόνοια των θεών, τις θεωρίες των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών, τις ατέλειωτες συζητήσεις και διαμάχες των φιλοσό­ φων, την υποκρισία και την ασυνέπειά τους. Τα έργα του Βίων Πράσις και Αναβιοϋντες ή 'Αλιεύς, Έρμότιμος ή Περί Αιρέσεων, Συμπόσιον ή Λαπίθαι, Ευνούχος, Δραπέται Φιλοψευδεϊς ή Απιστώ ν έχουν ως κύριο θέμα τους τη φι­ λοσοφία και τους φιλοσόφους, ενώ σε πολλά άλ­ λα υπάρχουν αναφορές, ενδιαφέρουσες σκηνές, έξυπνοι διάλογοι με φιλοσόφους, όπως στα έργα Τίμων, Νιγρίνου Φιλοσοφία, Νεκρικοί Διάλογοι (10, 11), Μένιππος ή Νεκυομαντεία, Ίκαρο με­ ν ίππος η Ύπερνέφελος, Ζευς Τραγωδός, Δ ίς κα­ τηγορούμενος, Περί Παρασίτου, Περί τών έπι Μισθω συνόντων. Από τους ωραιότερους διαλό­ γους του Λουκιανού είναι ο Βίων Πράσις και Αναβιοϋντες ή Α λιεύς (167).4 Στο Βίωγ Πράσις ο Λουκιανός σατιρίζει τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά επειδή θέλει να είναι παραστατικός και συγκεκριμένος, παρουσιάζει αντί για τις αφηρημένες θεωρίες τους ίδιους τους εκπροσώπους των σχολών. Επιλέγει μάλιστα τα πιο χτυπητά γνωρίσματα της κάθε μιάς φιλοσοφικής σχολής, με την οποία καταπιάνεται, και για να προκαλέσει γέλιο εκμεταλλεύεται κάθε τι από τη διδα­ σκαλία τους που ηχεί παράδοξα. Το παιχνίδι του σατιρικού προβάλλει από την αρχή του έργου με τη διευθέτηση του χώρου, όπου οι θεοί θα βγάλουν σε πλειστηριασμό «βίους φιλοσόφους παντός είδους καί προαιρέ­ σεων ποικίλων» (§ 1). Ο ίδιος ο Δίας επιλέγει τον φιλόσοφο που θα πουληθεί και ο Ερμής δια­ φημίζει την πραμάτεια. Ο αγοραστής ζητάει πληροφορίες για τον βίο από τον Ερμή, αλλά και από τον ίδιο τον φιλόσοφο, και, αν βρίσκει πως του κάνει, τον αγο'ράζει. Την τιμή την ορίζει ο Ερμής.

Ο Δίας ξεπουλά τους πάντες. Αρχίζει με τον Πυθαγόρα, τιμή δέκα μνες, ακολουθεί ο Διογέ­ νης, ο οποίος πουλιέται για δύο οβολούς, ύστερα έρχεται ο εκπρόσωπος της Κυρηναϊκής σχολής, αυτός μένει απούλητος, το ίδιο και ο Δημόκρι­ τος με τον Ηράκλειτο, που προσφέρονται μαζί, μένουν απούλητοι. Για αυτούς δεν βρίσκεται αγοραστής. Ο Σωκράτης-Πλάτων πουλιέται για δύο τάλαντα, ο Επικούρειος για δύο μνες, ο Χρύσιππος πουλιέται δώδεκα μνες, ο Περιπατη­ τικός είκοσι και τελευταίος ξεπουλιέται ο Πύρρων για μία μνα. Στο έργο αυτό ο Λουκιανός θέτει τα πάντα στην υπηρεσία του κωμικού. Το ίδιο το ξεπούλη­ μα, ως πράξη, είναι μια υποτίμηση, που υπηρε­ τεί τη σάτιρά του, ενώ αξιολόγηση ίσως και πε­ ρίπαιγμα είναι η τιμή στην οποία προσφέρεται ο κάθε φιλόσοφος. Ίσως να δηλώνει ακόμη και τη δημοτικότητα του φιλοσόφου. Ο συγγραφέας μέ­ νει έξω από το έργο και αυτή την απόσταση του την εξασφαλίζει ο αγοραστής. Την αντίδραση που προκάλεσε το περίπαιγμα των.μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, φαν­ ταστική ή πραγματική αδιάφορο, έρχεται να κα­ τευνάσει ο Λουκιανός, με το έργο Αναβιοϋντες ή Αλιεύς, όπου εξηγεί ότι ως στόχο του είχε όχι τους μεγάλους διδασκάλους της φιλοσοφίας, αλ­ λά όλους εκείνους της εποχής του που κάτω από τον φιλοσοφικό τριβώνιο ευτέλισαν τις διδασκα­ λίες, ενδιαφέρθηκαν για τους εξωτερικούς τύ­ πους και αδιαφόρησαν για την ουσία (§ 31). Ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης και ο Πλάτων, ο Διογένης, ο Αριστοτέλης, ο Χρύσιππος, ο Αρί­ στιππος, ο Επίκουρος, όλοι οι φιλόσοφοι που ξεπουλήθηκαν στο Βίων Πράσις, καταγανακτησμένοι ζήτησαν την άδεια να ανεβούν από τον Ά δη στην Αθήνα (από εδώ ο τίτλος Αναβιοϋν­ τες), για να'τιμωρήσουν αυτόν τον «μιαρόν», που τους δυσφήμησε. Ο Λουκιανός με το χαρα­ κτηριστικό όνομα Παρρησιάδης Αληθίωνος του Ελεγξικλέους (§ 19) λέει απολογούμενος στη δί­ κη που του γίνεται ότι δεν είχε την πρόθεση να θίξει τις μεγάλες αυτές προσωπικότητες, αλλά τους ψευτοφιλοσόφους της εποχής του, που ρε­ ζίλευαν τη φιλοσοφία. Εναντίον των ψευτοφιλοσόφων στρέφεται ο Λουκιανός και στο διάλογο Δραπέται (165). Εί­ ναι επίθεση εναντίον ενός Κυνικού που φέρει το ψευδώνυμο «Κάνθαρος».5 Αισθάνεται κανείς όμως αμφιβολίες για την αλήθεια των κατηγο­ ριών. Επιπλέον είναι ένα έργο με αδυναμίες στη σύνθεσή του. Ο 'Ερμότιμος (165), ένα από τα εκτενέστερα έργα του Λουκιανού, στρέφεται γενικά κατά της φιλοσοφίας. Την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κάθε φιλοσοφικό σύστημα έρχεται να εκφράσει εδώ ο Λουκιανός με το σκεπτικισμό του. Η επιμονή του όμως στη στωική διδασκαλία ίσως δείχνει


αφιερω μα/27

ότι αυτή η σχολή τον προκαλούσε περισσότερο. Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Ερμότιμος, ένας εξηντάχρονος μαθητής της στωικής φιλοσο­ φίας, και ο Λυκίνος, όνομα με το οποίο εμφανί­ ζεται ο Λουκιανός σε εννέα έργα του. Η συζήτη­ ση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία δεν είναι απαραίτητη για μια ζωή σωστή. Ο Λυ­ κίνος αντλεί τα επιχειρήματά του από ένα είδος πρακτικού υπολογισμού, που πηγάζει από το σκεπτικισμό του. Γνώρισμά του η ειρωνεία, ενώ τον συνομιλητή του Ερμότιμο τον χαρακτηρίζει η αφέλεια, η οποία εκφράζεται με την απόλυτη πεποίθηση ότι ο δρόμος της στωικής φιλοσοφίας που πήρε αυτός, είναι ο μοναδικός που οδηγεί στην αλήθεια και την αρετή και συνεπώς στην ευτυχία. Η πεποίθηση αυτή με την υπερβολή της έρχεται σε αντίθεση με τό σκεπτικισμό του Λου­ κιανού (§§ 29 και 36), ο οποίος δεν βλέπει καμία λύση στη φαινομενικά άλυτη αντίθεση ανάμεσα στο χρόνο που χρειάζεται να σπουδάσει κανείς τα φιλοσοφικά συστήματα, για να διαλέξει το σωστό, και στη φυσική διάρκεια της ζωής του ανθρώπου. Υπονομεύει έτσι τις θέσεις του Ερμότιμου, ώστε αυτός ο αφοσιωμένος μαθητής της στωικής φιλοσοφίας να θέλει πια να αποβάλει κάθε ίχνος φιλοσοφίας από πάνω του και να ζήσει τη ζωή του απλού ανθρώπου. Το έργο έχει μορφή πλατωνικού διαλόγου. Η συζήτηση διεξάγεται με σοβαρότητα, ενώ η ει­ ρωνεία ξεσκεπάζει κάθε τόσο το βάρος που δίνει στη συζήτηση αυτή ο Λυκίνος. Το Συμπόσιο ή Λαπίθαι (167/169) είναι έργο επάνω στο χνάρι του πλατωνικόν Συμποσίου. Ο Λυκίνος πάλι αφηγείται για χάρη του Φίλωνα τα όσα άπρεπα είχαν συμβεί στο δείπνο που παρέ­ θεσε ο Αρισταίνετος για τους γάμους της κόρης του Κλεανθίδας. Πρωταγωνιστές σε καυγάδες

και σεξουαλικά ατοπήματα, σε σκηνές βίας και απληστίας είναι διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο στωικός Ζηνόθεμις, ο επικούρειος 'Ερμων, ο κυνικός Αλκιδάμας που κάνει και τις πιο ακατονό­ μαστες πράξεις. Αλλά και ο Δίφιλος, στωικός και αυτός, ο περιπατητικός Κλεόδημος και ο Ίων ο πλατωνικός δεν ήταν αψεγάδιαστοι. Ο Λουκιανός φαίνεται πως έχει την πρόθεση να σατιρίσει την ασυνέπεια των φιλοσόφων όλων των σχολών δείχνοντας τα ελαττώματά τους. Ωστόσο διακρίνει κανείς ότι χρησιμοποιεί εδώ εκείνο το υλικό από το ρεπερτόριό του που έχει πρόχειρο, για να χαρακτηρίζει τον τύπο του αγύρτη στα έργα του. Τη φιλοχρηματία, την υποκρισία, την ασυνέ­ πεια, καθώς και την επιλήψιμη ιδιωτική ζωή των φιλοσόφων απεικονίζει ο Λουκιανός και στο σύντομο διάλογό του Ευνούχος (177/178), όπου σατιρίζει με κακία τον ανταγωνισμό για μια έδρα φιλοσοφίας στην Αθήνα. Την εισβολή του μυστικισμού και της δεισιδαι­ μονίας στην τάξη των πεπαιδευμένων της εποχής του σατιρίζει ο Λουκιανός στο έργο του Φιλο■ψευδείς ή ’Α πιστών (167/69). Το δραματικό πλαίσιο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να συγκεντρώσει τους φιλοσόφους, είναι η ασθέ­ νεια του Ευκράτη. Οι φίλοι που τον επισκέφτηκαν, και ανάμεσά τους φιλόσοφοι, άρχισαν να μιλούν για θεραπείες. Θεραπείες παράδοξες με ξόρκια και μάγια. Η σατιρική εντύπωση προκύ­ πτει από τις ιστορίες που οι φιλόσοφοι αυτοί αράδιαζαν και τη σοβαρότητα με την οποία τις έλεγαν, για να πείσουν τον μόνο «απιστούντα», τον Τυχιάδη, δηλαδή τον Λουκιανό (άλλο ένα όνομα που ο Λουκιανός διαλέγει για τον εαυτό του). Μέσα σε μια ατμόσφαιρα όπου οι φιλόσο­ φοι αφηγούνται παράδοξα «συμβάντα» με λε­


28/αφιερω μα πτομέρειες και περίεργους συνδυασμούς και που παρουσιάζονται να πιστεύουν στη δύναμη όλων αυτών των υπερφυσικών στοιχείων, υπάρχει ο Περιπατητικός, ο Στωικός, ο Πλατωνικός και ο Πυθαγόρειος, λείπει όμως ο Επικούρειος. Έτσι παρουσιάζει μια όψη των φιλοσόφων που μπο­ ρούν να πιστεύουν σε μαγικές θεραπείες, από ξόρκια έως θαύματα. Η φιλοσοφική διδασκαλία δε στάθηκε ικανή να τους απαλλάξει από τέτοι­ ου είδους συγχύσεις και φόβους που γεννιούνται όταν ο ορθός λόγος απουσιάζει. Αυτό που λέει στο τέλος του έργου του, πως ο ορθός λόγος βοη­ θάει και σώζει, είναι και η αφετηρία του έργου. Σε αυτούς λοιπόν τους διαλόγους ο Λουκιανός έχει ως στόχο του τους φιλοσόφους και τη διδα­ σκαλία των διαφόρων φιλοσοφικών σχολών που όμως δεν εξετάζει σε βάθος αλλά τη σατιρίζει στο πρόσωπο των φιλοσόφων. Ό πω ς όμως είπα­ με, και σε άλλα πολλά έργα του ο Λουκιανός δί­ νει ενδιαφέρουσες εικόνες και ξαναζωντανεύει με γέλιο γνωστά στην ιστορία της φιλοσοφίας περιστατικά (Δίς κατηγορούμενος 11-25), ενώ αλλού σατιρίζει το μάταιο της ανθρώπινης γνώ­ σης μέσα από το τι προτίθεται η φιλοσοφία να δώσει στον άνθρωπο και σε τι μπέρδεμα οι φιλο­ σοφικές σχολές προωθούν κάποτε τις θεωρίες τους (Μένιππος 4-5, Ικαρομένιππος 20-21).

Χωρίς να εξαντλήσομε όλες αυτές τις αναφο­ ρές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένας τύπος υπάρχει ο οποίος και υπογραμμίζει όλους τους φιλοσόφους του Λουκιανού. Στηρίζεται στο κω­ μικό που πηγάζει από την ασυνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις. Ο φιλόσοφος του Λουκιανού δεν ολοκληρώνεται ως χαρακτήρας μέσα στο έργο, δίνεται μόνο η καρικατούρα του. Με τριβώνιο, γενειάδα, ύφος σοβαρό, φρύδια υψωμένα, ή χλωμάδα στο πρόσωπο, οπότε τείνει στον τύπο του κυνικού φιλοσόφου. Στο ήθος δεί­ χνει να είναι ένας σχολαστικός, εριστικός και άπληστος, φιλήδονος, υποκριτής, ένας αλαζών. Με αυτήν περίπου την καρικατούρα, που χρω­ στάει πολλά στην κωμωδία, με το διάλογο και τις δυνατότητες του κωμικού που προσφέρει η ασυνέπεια λόγων και έργων, ο Λουκιανός δη­ μιούργησε μια σατιρική πραγματικότητα που, αν και αντλεί από την παράδοση, έχει αντίκρυσμα στην πραγματικότητα του 2.μ.Χ. αιώνα. Μια εποχή κατά την οποία η φιλοσοφία στάθηκε από τους παράγοντες της ηθικής και θρησκευτικής επιδίωξης του ανθρώπου, εποχή διαποτισμένη από θρησκευτικότητα και μυστικισμό, που ο Λουκιανός από ιδιοσυγκρασία περιγέλασε και έκρινε.6

Σημειώσεις 1. Βλ. Β.Ρ. Reardon, Courants litteraires grecs de lie et III siicles apris J.C., Paris, 1971, σελ. 37-38. 2. Βλ. G. Anderson, Lucian: Theme and Variation in the Second Sophistic, Leiden, 1976, σελ. 1-22. 3. Βλ. B. Άτσαλος, Ή θρησκευτική σάτιρα τοΰ Λουκιανόν. 4. Η χρονολογία της συγγραφής των έργων σύμφωνα με τη ' χρονολόγηση του J. Schwartz.

~Μ περιπλους Α

Η

TctpaOio για ια γραΐ4ΐοιη mi no rcxnc

5. Συσχετίζεται το έργο αυτό με το Περί τής Περεγρίνου τε­ λευτής. 6. Χρήσιμη σχετική βιβλιογραφία: Μ. Caster, Lucien et la pensee religieuse de son temps, Paris, 1937, σελ. 111-122, B. Παπαιωάννου, Λουκιανός, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 244-250, αλλά και C. Robinson, Lucian and his Influence in Europe, London, J976, σελ. 1-63.

~Jk περιπλους-----1 J

H

m

I

TctpaOio για ro ypqi*«ro mi no rtxrec


αφιερω μα/29

Δημήτριος Θεμ. Σακαλής

Λουκιανός και αττικισμός Η ανήσυχη φύση και οι ανικανοποίητες αναζητήσεις του δαιμόνιου λόγιου από τα Σαμόσατα, που άσκησε αμείλικτη κριτική πάνω σ’ όλες τις θεωρίες, τις βιοθεωρίες και στα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα της εποχής του, δεν ήταν δυνατό να τον αφήσουν έξω από τον προβληματισμό και την αμφιβολία απέναντι στα πνευματικά φαινόμενα του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το σημαντικότερο φιλολογικό γεγο­ νός, που κυριολεκτικά εδέσποσε στον πνευματικό ορίζοντα αυτόν τον αιώνα είναι το κίνημα του αττικισμού. Ό πω ς συμβαίνει να είναι εκλεκτικός και στις φιλοσοφικές του πεποιθήσεις - και να μην εκ­ προσωπεί με το έργο του σταθερά και ξεκάθαρα μια ορισμένη φιλοσοφική σχολή της εποχής του ο Λουκιανός και στο θέμα του αττικισμού κάνει τη δική του επιλογή και παίρνει και σ’ αυτήν την περίπτωση τη δική του ξεχωριστή θέση: από τη μια μεριά αναγνωρίζει και αποδέχεται τις πλευ­ ρές του αττικιστικού κινήματος, που εκείνος κρίνει θετικές και αναγκαίες για την πνευματική αφύπνιση των συγχρόνων του, ενώ από την άλλη καυτηριάζει και πολεμά αμείλικτα όλες τις αδυ­ ναμίες, τα ελαττώματα και τις υπερβολές του. Πριν προχωρήσουμε όμως στην ανάλυση και την κριτική της στάσης του Λουκιανού μπροστά στην αττικιστική ιδέα, πρέπει να δώσουμε ορισμένα στοιχεία της ταυτότητας αυτού του φιλολογικού φαινομένου. Σχεδόν με το άνοιγμα του 3ου αι. π.Χ. οι γνω­ στές μας αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι αρχίζουν να υποχωρούν, γίνονται περισσότερο ομοιογε­ νείς μεταξύ τους, και συγκλίνουν προοδευτικά προς τη διαμόρφωση ενός κοινού· μέσου συνεν­ νόησης, όπως απαιτούσαν τα νέα πολιτικά, κοι­ νωνικά και πολιτιστικά δεδομένα που προέκυψαν ύστερα από τη δημιουργία των μεγάλων ελ­ ληνιστικών κέντρων. Έτσι δημιουργήθηκε η ελ­ ληνιστική Κ ο ι ν ή γλώσσα, που με- την πάροδο του χρόνου επεκράτησε και στον προφορικό αλ­ λά και στο γραπτό λόγο. Βάση της Κοινής ήταν η αττική διάλεκτος, διανθισμένη όμως με πολλά ιωνικά και ξένα γλωσσικά στοιχεία. Παράλληλα μ’ αυτήν τη γλωσσική εξέλιξη, στο χώρο της ρητορικής, που σ’ όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου ανταγωνιζόταν τη φιλο­

σοφία και τελικά κυριάρχησε ως παιδευτικό ιδα­ νικό, παρατηρείται μια συνειδητή αντίδραση, απέναντι στους αυστηρούς νόμους της καθιερω­ μένης ρητορικής, όπως την είχαν διαμορφώσει οι μεγάλοι αττικοί ρήτορες. Με την αντίδραση αυτή οι λόγιοι θέλουν να επιβάλουν στο χώρο της ρη­ τορικής, και ενάντια στο μέτρο και τη φυσικότη­ τα, που ήταν τα δυο βασικά χαρακτηριστικά της, την ακανόνιστη αυθαιρεσία, το πομπώδες ύφος και τους μαλθακούς ανατολικούς ρυθμούς. Η νέα αυτή ρητορική τάση ονομάζεται «ασιανός χαρακτήρ» ή «ασιανισμός». Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση, δηλ. την επικράτηση του ασιανισμού και της Κοινής, ξεσπά μέσα στο χώρο της ρητορικής και της λογο­ τεχνίας γενικότερα, το κίνημα του αττικισμού, πρυ χρησιμοποιεί ως σύνθημά του την «μίμησιν» των αρχαίων και την επάνοδο στα αρχαία αττικά πρότυπα. Οι αττικιστές συγγραφείς βλέπουν τη μετάπλαση των αρχαίων γλωσσών και την κατά­ ληξή τους στην Κοινή όχι σαν φυσική εξέλιξη, αλλά σαν διαφθορά και εκφυλισμό τους και έκριναν ότι σ’ αυτόν τον γλωσσικό και φιλολογι­ κό εκπεσμό συνεπικουρούσε και η επέκταση του ασιανού κόμπου. Διακηρύσσουν λοιπόν απερί­ φραστα την επάνοδο στα αττικά και ρητορικά πρότυπα και αφιερώνονται στην καλλιέργεια του αττικού ύφους, χωρίς να παίρνουν καθόλου υπόψη τους τον σύγχρονο κοινωνικό και πολιτι­ κό παράγοντα. Στην κορύφωσή του ο αττικισμός έφτασε κατά την ακμή της Β ' Σοφιστικής, τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τότε οι λόγιοι συνεπαρμένοι από έναν ασυγκράτητο ρομαντισμό παρασύρονται σε μια ανειλικρινή και επιφανειακή μίμηση των αρχαίων, επικεντρώνουν τους στόχους τους στη


30/αψιερωμα μουσειακή φροντίδα του ύφους και παραβλέ­ πουν τη γόνιμη μετουσίωση του αρχαίου πνεύμα­ τος και την πρακτική ωφέλεια που είχαν να απο­ κομίσουν απ’ αυτό. Ο Λουκιανός δεν έμεινε ανεπηρέαστος από το κίνημα του αττικισμού. Αυτό φαίνεται όχι μόνο από το γνήσιο αττικό ιδίωμα που μαρτυρούν όλα σχεδόν τα έργα του, αλλά και από την πεποίθη­ σή του ότι κατέχει τη γνήσια αττική γλώσσα, αφού με υπερηφάνεια και ικανοποίηση διακη­ ρύσσει ότι εμφορείται από ελληνική παιδεία. Στο διάλογο «Δίς Κατηγορούμενος» αφήνει την ίδια την (προσωποποιημένη) ρητορική να ομο­ λογεί την προτίμησή της στον Ασσύριο Λουκια­ νό (κεφ. 27): άπολιποϋσα τούς άλλους όπόσοι έμνήστενόν με πλούσιοί καί καλοί καί λαμπροί τά προγονικά, τφ άχαριστώ τούτφ έμαντήν ένεγγύησα πένητι καί άφανεϊ καί νέω προίκα ού μικράν έπενεγκαμένη πολλούς καί θαυμάσιους λόγους. Ό τι πράγματι η ίδια η ρητορική κέρδισε πολλά από τους «θαυμάσιους λόγους» του ομολογείται από τους εγκυρότερους μελετητές του έργου του. Οι λόγοι του και οι διάλογοί του εί­ ναι έξοχα δείγματα μετρημένου αττικού λόγου και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα αφομοίω­ σης και αξιοποίησης της κλασικής σκέψης. Με σαφήνεια και καθαρότητα προβάλλει π.χ. στον «Ανάχαρση» τη μοναδικότητα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, ενώ στον «Τόξαρη» αντιπαραθέτει ενεργά στα παραδείγματα της βαρβαρικής αγριότητας και αμετρίας στο λόγο και τη σκέψη, την ελληνική μεσότητα και το κλασικό κάλλος. Στο πάντα επίκαιρο σύγγραμά του «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν» δίνει τις πιο σο­ φές και κατανοητές συμβουλές για το ύφος της ιστοριογραφίας, σε βαθμό που και σήμερα να αναγνωρίζεται αυτό το έργο ως απαραίτητο εγ­ χειρίδιο για κάθε επίδοξο ιστοριογράφο· κάπου εκεί μας συσταίνει: Η σταθερή βάση, πάνω στην οποία πρέπει κανείς να στηρίζεται, είναι το αν­ τικείμενο που θα πραγματευθεί: πατώντας σ’ αυ­ τό θα αναπτυχθεί η μορφή, το ύφος θα βρει τον κανόνα του και θα πάρει την πρέπουσα κατεύ­ θυνσή του, ώστε έτσι να πετύχει τη σπουδαιότε­ ρη ιδιότητα που πρέπει να το κοσμεί, την αναλο­ γία περιεχομένου και μορφής. Ό πω ς αντιλαμβάνεται κανείς, ο Λουκιανός έχει καταξιωθεί και ως θεωρητικός του αττικι­ σμού με μια σειρά από έργα, τα οποία απηχούν καθαρά γλωσσικά και υφολογικά ενδιαφέροντα. Τα αντιπροσωπευτικότερα απ’ αυτά είναι τα: «Ρητόρων Διδάσκαλος», «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν», «Δίς Κατηγορούμενος», «Ψευδοσοφιστής ή Σολοικιστής», «Λεξιφάνης», «Ψευδολογιστής» κ.ά. Παρόλο που γενικά φαίνεται να κρατάει πολύ θετική στάση απέναντι στο αττικιστικό ιδανικό, ο Λουκιανός κατοοθώνει να διατηρεί μέσα σ’

αυτή τη δίνη του αττικισμού κάποια γλωσσική και γλωσσοθεωριακή νηφαλιότητα και να μην παρασύρεται εντελώς άβουλος από το ρεύμα του λογιωτατισμού, που ήθελε να αφαιρέσει από τη γλώσσα κάθε δικαίωμα να ακολουθήσει τη φυσι­ κή της εξέλιξη. Αυτήν τη νηφαλιότητα την εν­ νοούμε σαν κάποια σώφρονα και συντηρητική στάση απέναντι στους γλωσσικούς κορδακισμούς, που οδηγούσαν τους σύγχρονούς του λό­ γιους σε υπεραττικισμούς και ψευδαττικισμούς. Αυτό το νιώθει ο ειδικός, όταν διαβάζει τους λόγους και τους διαλόγους, όπου η χρήση της αττικής γλώσσας είναι μετρημένη και σωστή. Όμως δε σταματά εδώ. Συνεπής στις αρχές του, δηλ. να σκώπτει και να καυτηριάζει τις υπερβο­ λές και τους δογματισμούς σ’ οποιαδήποτε πνευ­ ματική και θεωρητική αναζήτηση, σε πολλά του έργα ο Λουκιανός στηλιτεύει τους αττικιστές για τις γλωσσικές τους ακρότητες, για τη δουλική τους προσκόλληση και την πλήρη υποταγή τους στα αττικά πρότυπα, γιατί καταντούσαν τα έργα τους άγουστα και τα αποξένωναν από τη γλωσ­ σική πραγματικότητα της εποχής τους. Βλέποντας κανείς το Λουκιανό ως θεωρητικό του αττικισμού και της αντίδρασης σ’ αυτόν, μπορεί να έχει μια καθολική εποπτεία των δυο φιλολογικών ρευμάτων, του αττικισμού και του αντιαττικισμού, που δέσποζαν σ’ ένα μεγάλο βαθμό τον 2° μ.Χ. αιώνα. Το κέρδος απ’ αυτήν τη θεώρηση είναι πολύ μεγάλο, γιατί τα φιλολο­ γικά και γλωσσικά ενδιαφέροντα δεν εξέφραζαν απλώς την αντίδραση ή τη συμπαράταξη κάποι­ ου λόγιου με την ολέθρια νοοτροπία του λογιωτατισμού και με την ανειλικρίνεια στη χρήση της γλώσσας, αλλά και τη γενικότερη ιδεολογία του, αφού αυτά τα ενδιαφέροντα ήταν απλώς μια ει­ δικότερη εμφάνιση των γενικότερων φιλολογι­ κών ενδιαφερόντων που χαρακτήριζαν τους λό­ γιους του 2ου μ.Χ. αιώνα. Γιατί τότε η φιλολογι­ κή κριτική, είτε αυτή αφορούσε τη γλώσσα και το ύφος, είτε τις ιδέες και τις γενικότερες γραμ­ ματειακές τάσεις, είχε κατακτήσει κάθε φιλολο­ γική και πνευματική δραστηριότητα. Η σώφρων συμπαράταξη του Λουκιανού με το αττικιστικό δόγμα και ο καυτηριασμός της ακρότητας και της ανειλικρίνειας, δίνει το μέτρο της θετικής συμβολής του στην προώθηση των νέων ιδεών, αφού εκείνη την εποχή το γλωσσικό ενδιαφέρον ταυτίζεται με τις φιλολογικές και τις πνευματι­ κές ανησυχίες. Εδώ ακριβώς πρέπει να μας απασχολήσει το θέμα της ασυνέπειας που παρουσιάζεται ανάμε­ σα στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Λουκιανός στα έργα του και σ’ αυτήν που υποστηρίζει θεω­ ρητικά στις γλωσσοθεωριακές του μελέτες (Ρητό­ ρων Διδάσκαλος, Λεξιφάνης, Ψευδοσοφιστής, Ψευδολογιστής). Για παράδειγμα, στον «Ψευδοσοφιστή» κατακρίνει τη χρήση του υπερθετικού


κορυφαιότατος, ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί αυτόν τον τύπο στο «Πώς δεϊ ιστορίαν συγγράφειν» (κεφ. 34) και στο «Περί Παρασίτου» (κεφ. 42), ή αποδοκιμάζει τον παρακείμενο λέλογχα (του λαγχάνω), που ωστόσο τον χρησιμοποιεί στους «Έρωτες» (κεφ. 18). Τό ’χουμε πει κιόλας, αλλά θα το επαναλάβουμε: ο Λουκιανός είναι ένας συγκρατημένος και νηφάλιος αττικιστής, που αντιμάχεται στα σοβαρά, και όχι χάριν παιδιάς, τα εξεζητημένα αττικιστικά ευρήματα που χρη­ σιμοποιούσαν οι εκτροχιασμένοι από το ορθό μέτρο αττικιστές της εποχής του. Αφορίζει και καταδικάζει την επίμονη αναζήτηση σπάνιων και εντυπωσιακών λέξεων και τη φορτική επα­ νάληψη αρχαιοπρεπών λεκτικών τρόπων, όλα αυτά που οι σχολαστικοί και ανόητοι κήρυκες του αττικισμού τα αναζητούσαν με μανία μέσα στα αττικά κείμενα. Αξίζει να ιδούμε πώς ειρω­ νεύεται τον σκοταδιστή δάσκαλο της ρητορικής, όταν συμβουλεύει τον μαθητευόμενο ρήτορα (Ρητόρ. Διδ. 16): ’Έπειτα δέ πεντεκαίόεκα ή ον πλείω γε των εΐκοσιν άττικά ονόματα έκλέξας ποθέν άκριβώς έκμελετήσας, πρόχειρα επ’ άκρας γλώττης ’έχε - τό ά τ τ α καί κ ά τ α καί μ ώ ν καί ά μ η γ έ π η καί λ ώ σ τ ε καί τά τοιαϋτα - καί έν απαντι λόγω καθάπερ τι ήδυσμα έπίπαττε αυ­ τών... μετά δέ άπόρρητα καί ξένα ρήματα καί σπανιάκις υπό τών πάλαι είρημένα, καί ταντα σνμφορήσας άποτόξενε. Ό λο το ζήτημα δηλαδή είναι, κατά τον επονείδιστο ρητοροδιδάσκαλο, να βρει κανείς καμιά δεκαπενταριά λέξεις και να τις έχει πρόχειρες κάθε στιγμή και μ’ αυτές να αλείφει το λόγο σαν με μαρμελάδα, ή να ξεχώσει τίποτα σπάνιες αρχαίες λέξεις και να τις μπουμ­ πουνίζει μόλις βρεθεί η ευκαιρία! Αν ο Λουκιανός αναγνωρίζει την ανάγκη να ανανεωθεί η γλώσσα και η φιλολογία της εποχής του με ό,τι καλύτερο προσφέρουν τα αθάνατα μνημεία της κλασικής αρχαιότητας, δεν παρα­ βλέπει και τις επιταγές των καιρών και δεν ξε­ χνά πως η φιλολογία και η γλώσσα δεν μπορούν να ξεκοπούν από το πνευματικό και το κοινωνι­ κό περιβάλλον μέσα στο οποίο πρέπει να λει­ τουργήσουν. Ά ρα είναι λάθος να μιλάμε για ασυνέπεια του συγγραφέα στο θέμα της γλώσ­ σας. Γιατί δεν ξεφεύγει ποτέ από το μυαλό του πως η γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός που πρέπει να της αναγνωρίζουμε τη φυσική εξέλιξη και την προσαρμογή της στις απαιτήσεις της εποχής, ενώ όταν ασχολείται μ’ αυτήν ως θεωρη­ τικός του αττικισμού αναγνωρίζει, πολύ σωστά, στον εαυτό του το δικαίωμα να κατακρίνει και τις βέβηλες κοινές χρήσεις, αλλά και τους υπεραττικισμούς ή τους ψευδαττικισμούς, που πραγματικά δεν αντέχουν στην αυστηρή αττικιστική βάσανο. Κι αυτά τα λέμε γιατί έχει υποστηριχθεί από μερικούς κριτικούς ότι τόσο τον παρέσυρε η οργή και το μίσος εναντίον αυτών

αφιερωμα/31

που εξόκειλαν από τη λελογισμένη και νηφάλια μίμηση των αττικών προτύπων, ώστε δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίζει αν μέσα σ’ αυτά που κατη­ γορούσε και περιγελούσε υπήρχαν και δικές του γλωσσικές και υφολογικές επιλογές. Συμπερασματικά πρέπει να υποστηρίξουμε ότι ο μεγάλος αυτός συγγραφέας είναι το καλύτερο παράδειγμα που πρέπει εμείς σήμερα να ακολου­ θήσουμε προκειμένου να διαμορφώσουμε τη στάση μας μπροστά στην κληρονομιά του αρχαι­ οελληνικού παρελθόντος. Να αντλούμε απ’ αυ­ τήν την παρακαταθήκη με αίσθημα ρεαλισμού και με νηφαλιότητα οτιδήποτε το ξεχωριστό και ωφέλιμο, να το αξιοποιούμε σύμφωνα με τις κοι­ νωνικές και πνευματικές αναγκαιότητες της επο­ χής μας και να το μετουσιώνουμε όπως επιβάλ­ λουν οι ανάγκες του παρόντος. Χρειάζεται ακό­ μη να παραμερίσουμε την προγονοπληξία και τον αρχαιολατρικό ρομαντισμό, έτσι ώστε ο εν­ θουσιασμός μας για την κλασική αρχαιότητα να είναι η στέρεη βάση για τη δημιουργία κάτι και­ νούριου, σύγχρονου και γνήσιου. Αλλά και η πάλη του Λουκιανού εναντίον των βαρβαρισμών της εποχής του (πρβλ. το λόγο του «Τόξαρις») πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα, σήμε­ ρα που οι παντός είδους βαρβαρισμοί κατακλύ­ ζουν και παραμορφώνουν τη γλώσσα μας και τη σκέψη μας. Και μην ξεχνάμε πως αυτόν τον αγώ­ να κατά των βαρβαρισμών τον ανέλαβε ένας βάρβαρος! Ο ίδιος στο λόγο του «Πρός τόν Άπαίδευτον» μας αποτρέπει από τη στείρα σπουδή των αρχαίων συγγραφέων και μας προ­


32/αφιερω μα τρέπει να επωφεληθούμε από τη μελέτη τους και να βελτιωθούμε. Γιατί, αν τα αρχαία βιβλία τα διαβάζουμε για να ικανοποιήσουμε την κενοδο­ ξία μας και να γίνουμε περισσότερο απαίδευτοι, είναι καλύτερο να τα αποφεύγουμε και να τα αφήνουμε να τα τρώνε τα ποντίκια (Πρός τόν Ά παίδ. 17): Δνοΐν δε δντοιν άττ’ άν παρά τών παλαιών τις κτήσαιτο, λέγειν τε δύνασθαι και πράττειν τά δέοντα ζήλο) τών αρίστων καί φυγή

τών χειρόνων, όταν μήτε εκείνα μήτε ταϋτα φαίνηταί τις παρ’ αυτών ώφελονμενος τί άλλο ή τοϊς μυσί διατριβάς ώνεϊται...; Τελειώνοντας προτείνουμε σ’ όλους αυτούς που έχουν για επάγγελμα τη διδασκαλία των αρ­ χαίων συγγραφέων και σ’ εκείνους που μ’ οποιανδήποτε ιδιότητα έχουν σχέσεις μ’ αυτούς, να μελετήσουν την εύστοχη και πάντα επίκαιρη κριτική του μεγάλου λόγιου από τα Σαμοσατα.

Σχετική Βιβλιογραφία Anderson Gr., Lucian: Theme and Variation in the Second Sophistic, Ludguni Bat. 1976. Baldwin B., Studies in Lucian, Toronto 1973. Croiset M., Essai sur la vie et les oeuvres de Lucien, Paris 1882. Helm R., Lukianos. R.E. XIII2, 1725-1777. Householder F.W., Literary Quotation and Allu­ sion in Lucian, New York 1941. Παπαϊωάννου B., Λουκιανός , ο μεγάλος σατιρι­ κός της αρχαιότητας, Θεσσαλονίκη 1976.

Richard Η., Liber die Lykinosdialoge des Lucian, Hamburg 1886. Σακαλή Δ., Η γνησιότητα του «Ψευδοσοφιστή» του Λουκιανού, Ιωάννινα 1979. Schmid W., Der Atticismus in seinen Hauptvertretern von Dionysius von Halikarnass bis auf den zweiten Philostratus, Stuttgart 1887-1897 (Για το Λουκιανό, Τομ. 1, σελ. 216-432) Schwartz J., Biographie de Lucien de Samosate, Bruxelles 1965.

Ισπανικά Eraipcia Ισπανικών Σπουδών

• ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ· Καποδιστρίου 2, Τηλ. 3628880

Π ρόγραμμα Σπουδών: Βασικός Κύκλος Γλώ σσας (Κανονικά & Εντατικά Τμήματα)·Ανώτερος Κύκλος Ισπανόφωνου Πολιτισμού. Ειδικά τμήματα: Προφορική άσκηση-Ισπανικά για τουριστικούς ξεναγούς-Ισπανικά επιχειρήσεων · Σεμινάρια και τμήματα επεξεργασίας ειδικών θεμάτων.

Διδάσκουν Ισπανοί καθηγητές πτυχιούχοι ισπανικών πανεπιστημίων. Πληροφορίες-εγγραφές: Από 10 Σεπτεμβρίου πρωί: 10.00-1.30 απόγευμα: 5.30-8.30 καθημερινά


αφιερω μα/33

Ά ννα-Μ αρία Βιδάλη

Ο Λουκιανός λιβελογράφος Στον τίτλο τούτου τον άρθρου ο Λουκιανός ονομάζεται λιβελογράφος και ίσως ο χαρακτηρισμός ξενίσει κάπως τους αρχαιομαθείς. Πράγματι ο όρος λίβελος (από το λατινικό libellus = μικρό βιβλίο) χρησιμοποιήθηκε πολύ αργότερα (τον 18ο αιώ­ να στην Ελλάδα1) με τη σημασία που έχει και σήμερα: «δημοσίευμα (άρθρον, φυλ­ λάδιο ν, πραγματεία κ.τ.ό.) δυσφημητικόν (συκοφαντικόν, εξνβριστικόν) όιαπνεόμενον υπό πολεμικής εναντίον ωρισμένου προσώπου».2 Ο Λουκιανός είναι λοιπόν λιβελογράφος στο βαθμό που ορισμένα από τα έργα του (2ος αιώνας μ. X.) πλη­ ρούν σε γενικές γραμμές τις προϋποθέσεις του ορισμού που μόλις παραθέσαμε δια­ τηρώντας οπωσδήποτε κάποιες επιφυλάξεις ως προς την πληρότητά του. Ο Αριστοτέλης για να χαρακτηρίσει ό,τι περί­ που ονομάζουμε σήμερα λίβελο χρησιμοποιεί στη Ρητορική τον όρο «ψόγος», λέξη που ωστόσο δεν αποτελεί πλέον όρο της κριτικής της λογοτεχνίας. Έ να μέρος του περιεχομένου του αριστοτελικού «ψόγου» καλύπτει ο όρος λίβελος4 παράλληλα με άλλους συγγενικούς όρους (σάτιρα, σκώμμα, βλασφημία, σαρκα­ σμός, ειρωνεία κτλ.). Αν τώρα θέλαμε να εντάξουμε το λίβελο στο σύστημα που προσπαθεί να οργανώσει η σύγ­ χρονη κριτική της λογοτεχνίας, η θέση του θα βρισκόταν κάπου μέσα στο ευρύ φάσμα του πο­ λεμικού λόγου (discours polemique), όπως τον ορίζουν οι Dubois και Sumpf: «ο πολεμικός λό­ γος μπορεί να ορισθεί ως η αντιπαράθεση προ­ σωπικών θέσεων στο εσωτερικό ενός κοινού ιδελογικού συστήματος.»5 Σύμφωνα με τον “κλασικό” μελετητή του Λουκιανού Jacques Bompaire έξι μόνο από τα έργα του θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως καθαροί λίβελοι. Με αυτά τα έξι έργα του θα ασχοληθώ αποκλειστικά παρακάτω. Πρόκειται για τα έργα:1. ’Αλέξανδρος ή Ψευόόμαντις 2. Περί τής Περεγρίνου τελευτής 3. Ψευδό λογι­ στής ή Περί τής Αποφράδος 4. Περί των επί μισθώ συνόντων 5. Πρός τόν άπαίδεντον καί πολλά βιβλία ώνούμενον 6 .‘Ρητόρων διδάσκα­ λος. Η κατάταξη έγινε με βάση την προσωπική μου εκτίμηση ως προς την “υπαρκτότητα” των

στόχων του Λουκιανού: ο Αλέξανδρος (1) και ο Περεγρίνος (2) είναι ιστορικά πρόσωπα, ενώ ο Ρήτορας στο Ρητόρων διδάσκαλος χάνεται μέ­ σα στη νεφέλη μιας γενικότερης επικαιρότητας. Πριν όμως προχωρήσουμε σε μια γενικότερη θεώρηση των λιβέλων το Λουκιανού, θα ήταν χρήσιμο να δώσουμε ορισμένα στοιχεία για τον καθένα τους χωριστά, μια και η μόίλλον περιο­ ρισμένη έκταση του υλικού το επιτρέπει. 1. ’Αλέξανδρος ή Ψευόόμαντις (τέλος σύντα­ ξης μετά το 171 μ.Χ., δημοσίευση μετά το 180 μ.Χ. ). Η ύπαρξη του Αλεξάνδρου, του κύριου στόχου του Λουκιανού στον ομώνυμο λίβελο, βεβαιώνεται ιστορικά. Ο Αλέξανδρος, που η δράση του τοποθετείται στα 150 με 170 μ.Χ., καθιέρωσε λατρεία και ίδρυσε μαντείο προς τι­ μή του Γλύκωνα, του Νέου Ασκληπιού (θεού με μορφή φιδιού), στο Αβώνου τείχος, μικρό λιμάνι της Παφλαγονίας στην ακτή του Ευξείνου. Νομίσματα και άλλα ευρήματα που προέρχονται από το Αβώνου τείχος, τη Νικο­ μήδεια και τη Δακία μαρτυρούν τη μεγάλη εξάπλωση και σημαντική διάρκεια επιβίωσης της λατρείας του Γλύκωνα.8 Ο Αλέξανδρος γρά­ φτηκε κατά παραγγελία κάποιου Κέλσου (προ­ φανώς Επικούρειου) και αποτελεί μια δυσφημηστική βιογραφία του περίφημου μάντηιερέα. Ο Marcel Caster, μάλιστα, την εντάσσει στο ευρύτερο πλαίσιο μιας αντι-προπαγάνδας των Επικούρειων για την αντιμετώπιση της


34/αφιερω μα προπαγάνδας των οπαδών του Αλεξάνδρου,9 στους οποίους περιλαμβάνονταν και επιφανείς Ρωμαίοι. Ο Αλέξανδρος, ο μακροσκελέστερος από τους έξι λιβέλους, αποτελείται από εξήντα μία (61) παραγράφους και η ροή του λόγου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συνεχής:10 τις δυο παραγράφους (§§ 1-2) που αποτελούν την εισα­ γωγή και όπου διακρίνουμε κάποιο ρητορισμό και τις δυο επόμενες (§§ 3-4) στις οποίες δίνε­ ται η σωματική και ψυχική περιγραφή του Αλεξάνδρου, ακολουθεί η κυρίως “βιογραφία” (§§ 5-60) όπου, αρχίζοντας από τα εφηβικά του χρόνια, ο Λουκιανός περιγράφει όλα τα “κα­ τορθώματα” του μάντη-ιερέα· τέλος, στον επί­ λογο (§61), υπογραμμίζονται οι σκοποί της συγγραφής. 2. Περί τής Περεγρίνου τελευτής (169/170 μ.Χ.). Ο Περεγρίνος, ο επονομαζόμενος Πρωτεύς, είναι και αυτός ιστορικό πρόσωπο.11 Γεν­ νήθηκε στο Πάριο, μικρή πόλη του Ελλησπόν­ του, για ένα διάστημα έζησε στην Παλαιστίνη, όπου συνδέθηκε με τους Χριστιανούς και έπει­ τα πήγε στην Αίγυπτο κοντά στον Αγαθόβουλο, έναν κυνίζοντα ασκητή. Στη συνέχεια, ανα­ στάτωσε την Ιταλία βρίζοντας τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα, έτσι εξο­ ρίστηκε και ήρθε στην Ελλάδα όπου, βέβαια, δεν εγκατέλειψε τη συνήθεια να δημιουργεί σκάνδαλα με τη συμπεριφορά του. Στην αρχή, λοιπόν, προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες να επαναστατήσουν ενάντια στη Ρώμη, ύστερα, τα έβαλε με τον Ηρώδη τον Αττικό, μια από τις διασημότητες της εποχής για τον ελληνικό χώ­ ρο και, τέλος, αυτοπυρπολήθηκε στην Ολυμπία μετά τη λήξη των Αγώνων του 165 μ.Χ., αφού είχε προαναγγείλει το διάβημά του στους προη­ γούμενους Αγώνες. Ο Λουκιανός παραβρέθηκε στην αυτοπυρπόληση του Περεγρίνου και την περιγράφει στο λίβελο με σκοπό, βέβαια, να γελοιοποιήσει τον περίεργο αυτό φιλόσοφο. Ο λίβελος έχει μορφή επιστολής (παραλή­ πτης είναι κάποιος Κρόνιος, ίσως Επικού­ ρειος), αποτελείται από σαράντα πέντε (45) παραγράφους και η ροή του λόγου είναι ασυ­ νεχής: την εισαγωγή των δυο βασικών θεμάτων του λιβέλου, του θέματος της φιλοδοξίας και του θέματος του γελοίου (§§1-2) και την παρω­ δία του λόγου του “υπαρχηγού” του Περεγρί­ νου Θεαγένη (§§3-6) ακολουθεί ο λόγος του Ανωνύμου (φερέφωνο του Λουκιανού) που αποτελεί και τον κυρίως λίβελο (§§7-30)· στη συνέχεια έχουμε την απάντηση του Θεαγένη (§31), την παρωδία του λόγου του Περεγρίνου (§§32-34), την περιγραφή του θανάτου του Πε­ ρεγρίνου και των όσων επακολούθησαν (§§3541) και τον επίλογο με το “κλείσιμο” των θεμά­ των της φιλοδοξίας και του γελοίου και τις

απαραίτητες σκανδαλιστικές “ιστοριούλες” . 3. Ψευδολογιστής ή Περί τής αποφράδος (170 μ.Χ.). Στόχος του λιβέλου είναι κάποιος Σοφι­ στής (ο Λουκιανός δεν αναφέρει το όνομά του, οπωσδήποτε όμως εύκολα θα το μάντευαν οι σύγχρονοί του) που έκανε την απερισκεψία να κατηγορήσει το Λουκιανό για αδόκιμη χρήση της λέξης «αποφράς» όταν ο λιβελογράφος τον χαρακτήρισε «αποφράδα». Ο σκοπός του λιβέ­ λου είναι διπλός: αφενός να αποδείξει την ορ­ θότητα της χρήσης της λέξης «αποφράς» στην επίμαχη περίπτωση και παράλληλα να στηρίξει με σκανδαλιστικές λεπτομέρειες από τη ζωή και τη σταδιοδρομία του Σοφιστή τις κατηγο­ ρίες για άγνοια/απαιδευσία και ανηθικότητα που αποτελούν και τα δυο βασικά θέματα της πολεμικής του. Ο Ψευδολογιστής αποτελείται από τριάντα δύο (32) παραγράφους και η ροή του λόγου εί­ ναι ασυνεχής: εισαγωγή με χαρακτηριστική αναφορά στον Αρχίλοχο, τον πατέρα του πολε­ μικού λόγου (§§1-3), λόγος του Ελέγχου που είναι το φερέφωνο/προσωπείο του Λουκιανού (§§4-9), ο ίδιος ο Λουκιανός δικαιολογεί τη χρήση της λέξης «αποφράς» (§§10-16), ο Λου­ κιανός δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «απο­ φράς» με βάση τη “βιογραφία” του Σοφιστή (§§17-22), η διπλή λειτουργία του στόματος και της γλώσσας (λόγος-έρωτας) και η Δίκη της Γλώσσας που είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα ωραιότερα δείγματα πολεμικής (§§23-26), επανάληψη κατηγοριών για απαιδευσία και διεφθαρμένα ήθη (§§27-31) και ένας επίλογος εξαιρετικά υβριστικός που η κεντρική του ιδέα θα μπορούσε να συνοψιστεί στο νεοελληνικό «ήθελες και τ’ άκουσες». 4. Περί των έπίμισθώ συνόντων (169 μ.Χ.). Ο νεαρός φίλος του Τιμοκλής (προφανώς φαντα­ στικό πρόσωπο) σκέφτεται να μπει στην υπηρε­ σία κάποιου επιφανούς Ρωμαίου, άκολουθώντας μια σταδιοδρομία προσφιλή στους μορφω­ μένους Έλληνες της εποχής. Ο Λουκιανός γρά­ φει λοιπόν τούτο το λίβελο με πρόσχημα την αποτροπή του νεαρού φίλου του από μια τόσο ατιμωτική επιλογή. Δεν πρέπει όμως να ξε­ χνούμε πως ουσιαστικός παραλήπτης δεν είναι ο Τιμοκλής αλλά το σύνολο των «πεπαιδευμέ­ νων» (§4). Ο λίβελος αποτελείται από σαράντα δύο (42) παραγράφους και η ροή του είναι ασυνεχής: αναφορά του Λουκιανού στις πηγές των πλη­ ροφοριών του για τους Έλληνες που εργάζον­ ται στα σπίτια των επιφανών Ρωμαίων και κα­ θορισμός του κοινού για το οποίο προορίζεται ο λίβελος και που είναι οι μορφωμένοι Έλλη­ νες (§§1-4), οι αιτίες της “μισθοφορίας” με μό­ νη αληθινή κατά το Λουκιανό «την ελπίδα ηδο­ νής» (§§5-9), περιγραφή των δεινών του υπο-


αφιερωμα/35

ψηφίου για πρόσληψη στο Ρωμαϊκό σπίτι (§§10-13), τα δεινά του Έλληνα μισθοφόρου μετά την πρόσληψή του (§§14-22 και §§ 25,2538) στην περιγραφή των οποίων παρεμβάλλεται μια αποστροφή σωφρονιστικού χαρακτήρα προς τον Έλληνα που θυσιάζει την ελευθερία του για να υπηρετήσει άξεστους αφέντες (§§2325,25), η “απόλυση” του Έλληνα “μισθοφό­ ρου” όταν πάψει να ικανοποιεί τον Ρωμαίο αφέντη (§§39-41) και η ζωγραφική παράσταση/ «έκφρασις» της όλης πορείας του “μισθοφό­ ρου” Έλληνα, καθώς αναζητά μάταια την ηδο­ νή και τον πλούτο, κλείνει ρητορικότατα το λίβελο (§42). 5. Πρός τόν άπαίδευτον καί πολλά βιβλία ώνονμενον (169/170 μ.Χ.). Εδώ, στόχος του Λουκιανού είναι, φαινομενικά τουλάχιστον, κάποιος πλούσιος (δεν αναφέρεται το όνομά του), καταγόμενος από τη Συρία (§19). Πι­ στεύω όμως πως ο λίβελος αυτός αφορά μια ολόκληρη κατηγορία απαιδεύτων πλουσίων της εποχής που προσπαθούν να καλύψουν την απαιδευσία τους συγκεντρώνοντας πλήθος βι­ βλίων. Ο λίβελος αποτελείται από τριάντα (30) πα­ ραγράφους και η ροή του λόγου είναι εξαιρετι­ κά ασυνεχής (ταραγμένη, θα έλεγα), έτσι θα ήταν μάλλον δύσκολο να διακρίνουμε ενότητες παραγράφων οργανωμένων γύρω από μια κοι­ νή κεντρική ιδέα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του είναι ο μεγάλος αριθμός των παραδειγμά­ των και των μικρών ιστοριών που παραθέτει ο Λουκιανός για να στηρίξει τα επιχειρήματά του και που οπωσδήποτε κουράζει τον σύγχρονο αναγνώστη. 6. ‘Ρητόρων διδάσκαλος (μετά 177 μ.Χ.). Ο λί­ βελος αυτός γράφτηκε με πρόσχημα την ερώτη­ ση ενός νεαρού φίλου του που ζήτησε από το Λουκιανό να του υποδείξει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει ρήτορας και διάσημος σοφιστής. Δεν πρόκειται όμως παρά για ένα απλό πρόσ­ χημα. Στην ουσία ο Λουκιανός θέλει να πλήξει μιαν ολόκληρη κατηγορία συγχρόνων του που προσπαθούν να κερδίσουν φήμη και χρήμα κα­

πηλευόμενοι την ιδιότητα του ρήτορα και του σοφιστή. Πολλοί πιστεύουν πως στόχος του Λουκιανού είναι ένας συγκεκριμένος σοφιστής και προσπαθούν να τον ταυτίσουν με κάποιον από τους γνωστούς σοφιστές της εποχής, προ­ σωπικά όμως δεν θα συμμεριζόμουν αυτήν την άποψη. Ο λίβελος αποτελείται από είκοσι έξι (26) παραγράφους και η ροή του λόγου είναι ασυ­ νεχής: εισαγωγή με πολλά ρητορικά στοιχεία (αρκετά κουραστική) όπου ο Λουκιανός αναφέρεται στη χρησιμότητα της ρητορικής για την επιτυχία στη ζωή (§§1-5), ζωγραφική αναπαράσταση/«έκφρασις» των δυο δρόμων που οδη­ γούν στην κατάκτηση της Ρητορικής, πρόκειται για μια εκδοχή της κλασικής αλληγορίας του εύκολου και του δύσβατου δρόμου (§§6-12), στη συνέχεια ο Λουκιανός προτρέπει το φίλο του να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο, όπου οδηγός του θα είναι ένας διεφθαρμένος σοφιστής/φερέφωνο του λιβελογράφου (§§13-25), τέλος, ο Λουκιανός διαχωρίζει τη θέση του από το διεφθαρμένο σοφιστή και όσους ακο­ λουθούν τις συμβουλές του για εύκολη επιτυχία (§26)· Σύμφωνα με τον Jacques Bompaire12 τα βασι­ κά χαρακτηριστικά του λιβέλου ως λογοτεχνι­ κού είδους είναι οι επαναλήψεις, η κάποια έλ­ λειψη σχεδίου, η αδύνατη επιχειρηματολογία, η αφθονία των παροιμιών, των εικόνων και των ανεκδότων και το γεγονός ότι τα περισσό­ τερα στοιχεία των ψυχολογικών προτραίτων των θεμάτων και των σκανδαλιστικών ιστοριών προέρχονται από την τεχνική της διαβολής, εί­ ναι δηλαδή κωδικοποιημένα ήδη από την κλα­ σική εποχή. Ο Marcel Caster,13 αφού υπογραμμίζει πως η τεχνική της διαβολής διδασκόταν στα σχολεία παράλληλα με την τεχνική της ανασκευής της, αναφέρει μερικά από τα βασικά θέματα της διαβολής όπως: η καταγωγή ή το επάγγελμα του αντιπάλου ή των γονιών του, η κλοπή, η διαφθορά των ηθών (ο αντίπαλος είναι μοιχός, αιμομείκτης, μαστροπός, εραστής ωρίμων γυ-


36/αφιερω μα

ΒΙΚΑ Δ. ΓΚΙΖΗΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1920-1930)

εκδόσεις επικαιρότητα Μαυρομιχάλη 60—τηλ. 3636083

ναικών, κίναιδος κτλ.), ο αντικοινωνικός χα­ ρακτήρας, η πατροκτονία, η δειλία στον πόλε­ μο, ο εξεζητημένος τρόπος ντυσίματος. Ό λα αυτά, τονίζει ο Caster, τα βρίσκουμε ήδη στους περίφημους λόγους που αντάλλαξαν ο Δημο­ σθένης και ο Αισχίνης. . Στη ρητορική αυτή παράδοση θα εντάξουμε και τους λιβέλους του Λουκιανού χωρίς όμως να αμφισβητήσουμε και την επικαιρότητά τους είτε αυτή αφορά συγκεκριμένα πρόσωπα (Αλέ­ ξανδρος, Περεγρίνος, Ψευδολογιστής) είτε αφορά ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες της εποχής (ο Απαίδευτος που αγοράζει βιβλία, ο Μορφωμένος που μπαίνει στη δούλεψη του άξεστου Ρωμαίου, ο Σοφιστής που, χωρίς κα­ μία αρετή και κανένα προσόν, τα καταφέρνει να γίνει περιζήτητος). Θα κλείσω λοιπόν τούτο το άρθρο με τα λόγια του Louis Robert: «Μέρα με τη μέρα, εδώ και πολύ καιρό, οι επιγραφές που μας δίνει γενναιόδωρα το έδαφος της Μι­ κρός Ασίας... και άλλα αρχαιολογικά ευρήμα­ τα, και κυρίως τα νομίσματα, μπορούν να επι­ τρέψουν να καταλάβουμε καλύτερα τον κόσμο μέσα στον οποίο έζησε ο Λουκιανός και να γνωρίσουμε την πραγματικότητά του κι έτσι, για παράδειγμα, να πιάνουμε μέσα σε φράσεις, που φαινομενικά είναι ασήμαντες ή μοιάζουν ρητορική φλυαρία, σατιρικές αναφορές σε συ­ νήθειες ή μόδες του καιρού όπου ζούσε και έγραφε».14

παρατηρητής Σημειώσεις

H I Κ Α ΙΟ

ΚΑΙ

6ο τεύχος - αφιέρωμα:

Ν0Μ0ΣΠΛΑΙΣΙ0 Ολες οι αποφάσεις Συμβουλίου Επικράτειας και Αρείου Πάγου ο χο λ ια σμ ένεςΤ ________

Κυκλοφορούν τα τεύχη: τ. τ. Τ. τ. τ.

I ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ 2 ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 3 ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 4 ΙΣΟΝΟΜΙΑ TQN ΔΥΟ ΦΥΛΟΝ 5 ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

1. βλ. λήμμα «λίβελος» στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τον Χάρη Πάτση, Αθήνα, 1968. 2. 6λ. λήμμα «λίβελος» στο Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης του Ιωάννου Δρ. Σταματάκον, Αθήνα, 1952. 3. Αριστοτέλη, Ρητορική 1358bl3: «επιδεικτικού δε το μεν έπαινος το δε ψόγος». 4. J. Bompaire, Lucien ecrivain, Paris 1958, a. 472. 5. Dubois et Sumpf, «Linguistique et Evolution» in Commu­ nications no 12, 1968, a. 151. 6. Bompaire, όπ.π., a. 471. 7. Η χρονολόγηση γίνεται σύμφωνα με τον πίνακα που δί­ νει ο ]. Schwartz στο βιβλίο του Biographie de Lucien de Samosate, Bruxelles, 1965. 8. Louis Robert, A travers Γ Asie Mineure, Ecole Frangaise d' Athenes, 1980, a. 395-397. 9. Marcel Caster, Lucien et la pensee religieuse de son temps, Paris 1937, a. 258-259. 10. Συνεχή ονομάζω τη ροή του λόγον, όταν τα μέρη της (διαίρεση του αρχαίου ρητορικού λόγου σε πρόλογο, έκ­ θεση, επιχειρηματολογία, επίλογο) διαδέχονται ομαλά το ένα το άλλο. Ασυνεχής είναι η ροή τον λόγου όταν παρατηρούμε διαταραχή στην ομαλή διάδοχη των μερών της λ.χ. εισαγωγή ενός προσώπου που είναι φερέφωνο του Λουκιανού και παίρνει το λόγο για αρκετό διάστημα ή φαινομενική έλλειψη σχεδίου στη διάταξη των επιχει­ ρημάτων κτλ. 11. Caster, όπ. π., α. 243-244. 12. Bompaire, όπ.π., σ. 472-475. , 13. Caster, όπ.π., σ. 83-84. 14. Robert, όπ.π.,σ.393.


αφ ιερω μα/37

Τάκης Καρβέλης

«Κι ενώ το ψέμα του είναι ολοφάνερο σε όλους, σκάρωσε την υπόθεση χαριτωμένα» Η αφηγηματική τέχνη του Λουκιανού Ο Λουκιανός, όπως είναι γνωστό, ξεκίνησε με τη σοφιστική. Κάποτε όμως, γύρω στα σαράντα τον χρόνια περίπου, αποφάσισε να την εγκαταλείψει και ν’ αφιερω­ θεί στη συγγραφή έργων με κύριο όπλο του τη σάτιρα. Ο ορθολογισμός του έβρι­ σκε έτσι την πιο κατάλληλη και αποτελεσματική διέξοδο. Στόχος του κυρίως η θρησκεία, αλλά και όλο το πλούσιο υλικό, που τον έδινε η σύγχρονή τον κοινωνι­ κή και πνευματική πραγματικότητα. Γύρω του οργίαζαν οι αγύρτες και οι τσαρλατά­ νοι, η πίστη στη μαγεία και τη μετεμψύχωση' ο πλούτος είχε συγκεντρωθεί στους λίγους κι η στρατιά των φτωχών, με όλα τα συνεπακόλουθα, ήταν αμέτρητη· η ληστεία, η πειρατεία, η αδικία, η φτώχεια, η συκοφαντία, η κολακεία, η μιζέρια έδιναν το ρυθμό στην καθημερινή ζωή των αν­ θρώπων. Στη δίψα τους για κάτι, που θα τους έβγαζε από τον ασφυκτικό κλοιό αυτής της μίζε­ ρης ζωής, απαντούσε η μυθιστοριογραφία και η ηθική φιλοσοφία, η καθεμιά με τα δικά της όπλα, με τους διάφορους και ποικιλώνυμους εκ­ προσώπους της, που δεν έμειναν ανέπαφοι από τα βέλη της σάτιρας του Λουκιανού. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έζησε κι έγραψε ο Λουκιανός.Πίσω του είχε μια πλούσια παράδοση, που η εληνική γραμματεία του παρείχε από τις αρχές της ώς τις μέρες του. Μπροστά του ένα νέο είδος που βρίσκεται στην ακμή του, το μυθιστό­ ρημα, που όμως, για λόγους ευεξήγητους βέ­ βαια, αδυνατούσε να φτάσει ώς το απύθμενο βά­ θος μιας αστείρευτης σε θεματικό υλικό πραγμα­ τικότητας, κι έβρισκε διέξοδο σε ιστορίες αγά­ πης και περιπέτειας, συνθέτοντας, δίπλα στον πραγματικό, το φανταστικό του κόσμο. Από την επίσημη όμως γραμματεία μας το είδος αυτό έλειπε. ΓΓ αυτό, στο μέγιστο μέρος του έργου του, θα καταφύγει σε καθιερωμένα και παραδομένα είδη λόγου. Το έργο του, πολύ σχηματικά βέβαια, μπορεί να καταταχθεί σε δυο κατηγο­

ρίες: α) Στα έργα που δεν έχουν διάλογο (πρό­ κειται κυρίως για έργα με καθαρώς δικανικό, αποδεικτικό, ή εγκωμιαστικό χαρακτήρα· η αφε­ τηρία τους ανάγεται στη σοφιστική περίοδο, β) Στα έργα του, που είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή. Από τα έργα της πρώτης κατηγορίας δυο κυρίως θα ξεφύγουν και θα ενδώσουν, για λό­ γους που θα εκτεθούν παρακάτω, στον πειρασμό της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας, τα Αληθής ιστορία και Λονκιος ή Όνος. Το σύγχρονο με το Λουκιανό μυθιστόρημα, που θα μπορούσε να δώσει τη γύρω του πραγμα­ τικότητα, απέστρεφε το πρόσωπό του απ’ αυτή και προσπαθούσε να παίξει το ρόλο, τον οποίο έπαιζαν η φιλοσοφία και η θρησκεία, μεταθέ­ τοντας συνήθως τις προσδοκίες των μαζών, που ζούσαν στην ανέχεια και τη μιζέρια, στη μεταθα­ νάτια ζωή. Το ελληνιστικό μυθιστόρημα, για λό­ γους καθαρά ιστορικούς, αδυνατούσε να δια­ δραματίσει τον πραγματικό του ρόλο. Στην απαίτηση των ανθρώπων για μια ζωή αυθεντική κι ευτυχισμένη, απαντούσε με ιστορίες, που κύ­ ριο χαρακτηριστικό τους ήταν η απέραντη αγά­ πη ανάμεσα σ’ ένα νέο και μια νέα, οι οποίοι, ωσότου φτάσουν στο αίσιο τέλος του γάμου, χω­ ρίζονται, περιπλανιώνται σε ξένους τόπους, περνούν μεγάλους κινδύνους. Πρόκειται, φυσι­ κά, για μυθιστορήματα, όπου λείπει η ρεαλιστι­ κή διαγραφή των χαρακτήρων και κυριαρχούν η )περβολή, που καμιά φορά φτάνει ώς την τέρα-


38/αφιερω μα τολογία, οι μακρόσυρτες παρεκβάσεις ή αναδρο­ μές, η περιπέτεια, το απροσδόκητο. Αν όμως το ελληνιστικό μυθιστόρημα διακρίνεται για τα πα­ ραπάνω χαρακτηριστικά στοιχεία, που σε μας φαντάζουν σήμερα αδύναμα, αυτό δεν σημαίνει πως δεν έπαιξε το ρόλο του σε μια εποχή, όπου ο άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη ν’ αρπαχτεί από κάποιες ηθικές αρχές, που θα του δώσουν κάποια γραμμή πλεύσης. Κι από την άποψη αυ­ τή, σε μια εποχή παρακμής, ο κοινός άνθρωπος βρίσκει καταφύγιο, έστω πλασματικό κι εξω­ πραγματικό, σε ιστορίες με ήρωες όχι πια του πολέμου, αλλά της ζωής, που είναι αδιάφθοροι, δεν υποκύπτουν σε πιέσεις κι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την αγάπη τους, περιφρονώντας τα πλούτη και τους δυνατούς. Τα μυθιστορήματα Αληθής ιστορία και Λούκιος ή Ό νος αποτελούν αντίδραση στις υπερβο­ λές της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας. Το Αλη­ θής ιστορία γράφεται ως αντίδραση σ’ όσους έγραψαν φανταστικές περιγραφές για τόπους γνωστούς και άγνωστους, ποικιλμένες με πολλές περιπέτειες. Ο ίδιος ο Λουκιανός στο προοίμιό του εκθέτει τους λόγους, για τους οποίους το έγραψε: «Γράφω λοιπόν για πράγματα που ούτε είδα, ούτε έπαθα, μήτε κι από φίλους τα πληροφορήθηκα, κι ακόμη για πράγματα, που καθό­ λου δεν υπάρχουν κι ούτε είναι φυσικό να μπο­ ρούν να γίνουν έτσι όσοι τα διαβάζουν δεν πρέ'πει με κανένα τρόπο να τα πιστεύουν». Στόχος του όσοι, αρχίζοντας από τον Όμηρο και φτά­ νοντας ώς τους συγχρόνους του Κτησία και Ιαμβούλο έγραψαν «για τη χώρα των Ινδών κι όσα συμβαίνουν εκεί πέρα, που ούτε ο ίδιος τα είδε, ούτε από κανέναν άλλον αξιόπιστο άνθρωπο τ’ άκουσε (ο Κτησίας), ή «πολλά παράξενα για τις χώρες της μεγάλης θάλασσας. Κι ενώ το ψέμα του είναι ολοφάνερο σε όλους, σκάρωσε την υπόθεση χαριτωμένα» (ο Ιαμβούλος). Αυτό το τελευταίο οπωσδήποτε θα παρέσυρε και το Λουκιανό στη συγγραφή της Αληθινής ιστορίας του. «Ενώ το ψέμα του είναι ολοφάνε­ ρο σε όλους, σκάρωσε την υπόθεση χαριτωμέ­ να». Ο ίδιος, βέβαια, την αρχή του προοιμίου του θα εκθέσει τους λόγους του με πειστικότητα και σοβαροφάνεια: «Αυτοί που ασχολούνται», γράφει «με τ’ αθλητικά και φροντίζουν το σώμα τους, δεν νοιάζονται μονάχα για την υγεία τους και τα γυμνάσματά τους. Από καιρό σε καιρό φροντίζουν να ξεκουράζονται. Νομίζω, λοιπόν, πως το ίδιο ταιριάζει και σ’ αυτούς που καταγί­ νονται με τα γράμματα- ύστερα από την ενασχό­ λησή τους με σοβαρότερα διαβάσματα χρειάζε­ ται να ξεσκοτίζουν το μυαλό τους και να προε­ τοιμάζονται για τους κόπους που τους περιμέ­ νουν. Θα ήταν γι’ αυτούς η πιο σωστή ανάπαυ­ ση, αν απασχολούνταν με τέτοια αναγνώσματα, που δεν θα τους προσφέρουν σκέτη ψυχαγωγία

με εξυπνάδες και χαριτολογήματα, αλλά που θα παρουσιάζουν και κάποια σοβαρή σκέψη, όπως πιστεύω πως θα σκεφτούν για συγγράμματα σαν κι αυτά εδώ. Δεν θα τους τραβήξει μονάχα ούτε η πρωτότυπη υπόθεση, ούτε η σπιρτάδα της έκ­ φρασης, ούτε γιατί θα έχω ξεφουρνίσει του κό­ σμου τα ψέματα, που μοιάζουν πειστικά κι αλη­ θινά, αλλά γιατί όσα διηγούμαι διακωμωδούν κάποιους παλιούς ποιητές, συγγραφείς και φιλο­ σόφους, που έχουν γράψει πολλά υπερφυσικά και φανταστικά πράγματα. Θα τους ανέφερα και με τ’ όνομά τους, μα σίγουρα θα τους αναγνωρί­ σεις κι ο ίδιος την ώρα που θα διαβάζεις». Τα παραπάνω μας οδηγούν στα εξής συμπερά­ σματα, που εδώ μας ενδιαφέρουν. 1. Υπάρχουν άνθρωποι που ασκούν το σώμα τους ή το πνεύμα τους· κι οι δυο έχουν ανάγκη να ξεκουράζονται σωματικά ή πνευματικά. 2. Για να ξεκουραστούν, πολλοί καταφεύγουν σε αναγνώσματα, που τους προσφέρουν σκέτη ψυχαγωγία με εξυπνάδες και χαριτολογήματα. 3. Τους χρειάζονται όμως και αναγνώσματα, που θα παρουσιάζουν και κάποια σοβαρή σκέ­ ψη. Τα αναγνώσματα αυτά (όπως το δικό μουπροσθέτω εγώ) δεν διακρίνονται μονάχα για την πρωτότυπη υπόθεση, τη σπιρτάδα της έκφρασης ή τα πειστικά ψέματα, αλλά και για τη διακωμώδηση παλαιών ποιητών, συγγραφέων και φιλο­ σόφων, που έχουν γράψει πολλά υπερφυσικά και φανταστικά πράγματα. Το περιεχόμενο του μυθιστορήματος είναι συ­ νοπτικά το εξής: Ο Λουκιανός και πενήντα σύν­ τροφοί του ξεκινούν με πλοίο για το Γιβραλτάρ, για να εξερευνήσουν τον ωκεανό. Προσγειώνον­ ται στο Φεγγάρι, όπου ο βασιλιάς του Ενδυμίων βρίσκεται σε πόλεμο με τον Φαέθοντα, το βασι­ λιά του Ήλιου. Παίρνουν το μέρος του Ενδυμίωνα, που όμως νικιέται. Γίνεται συνθήκη ειρή­ νης κι ύστερα από περιπλάνηση προσθαλασσώ­ νονται. Σε λ,ίγο όμως το καράβι τους θα βρεθεί μες την κοιλιά ενός τεράστιου κήτους, όπου μέ­ νουν περίπου δυο χρόνια. Στο τέλος κατορθώ­ νουν να ξεφύγουν κι επισκέπτονται με τη σειρά, το νησί των Μακάρων, τον Ά δη, το νησί των Ονείρων και της Ωγυγίας. Στο τέλος φτάνουν πάλι στη γη. Από τα παραπάνω συνάγονται τα εξής: 1. Ο Λουκιανός, γράφοντας το αφήγημά του, έχει σκοπό να σκαρώσει με τρόπο χαριτωμένο μια υπόθεση, που, ενώ είναι ψεύτικη, θα είναι και πειστική. 2. Σκοπός του, επίσης, είναι να στολίσει την ιστορία του με την πρωτοτυπία της υπόθεσης και τη σπιρτάδα της έκφρασης. 3. Σκοπός του, τέλος, είναι να διακωμωδήσει «κάμποσους παλιούς ποιητές, συγγραφείς και φιλόσοφους που έχουν γράψει πολλά και φαντα­ στικά πράγματα», όπως γράφει κι ο4ίδιος.


αφιερω μα/39 Τα παραπάνω, νομίζω, αποτελούν και τις κυριότερες αρετές της αληθινής ιστορίας, που ο ίδιος ο τίτλος της υπονομεύει σκωπτικά το πε­ ριεχόμενό της. Είναι οι τρεις σταθερές, θα μπο­ ρούσαμε να πούμε, πάνω στις οποίες πλέκεται το νήμα της ιστορίας: διακωμώδηση παλιότερων ποιητών και συγγραφέων, που να γίνεται όμως με τρόπο πειστικό και χαριτωμένο, πρωτοτυπία στην υπόθεση και σπιρτάδα στην έκφραση. Οι παλιότεροι όμως και οι σύγχρονοί του ποιητές και συγγραφείς ανταποκρίνονταν στην πίστη των αναγνωστών τους και την ακόρεστη περιέργειά τους. Έπρεπε, γι’ αυτό, να φροντίζουν, ώστε το ενδιαφέρον τους να βρίσκεται πάντοτε σε ένταση και να το κεντρίζουν συνεχώς με πολ­ λά τεχνάσματα, όπως είναι η προοδευτική ανέλι­ ξη της ιστορίας, οι παρεκβάσεις, η εξέλιξη της ιστορίας προς ό,τι δεν αναμένεται ή προσδοκάται, οι δραματικοί μονόλογοι, οι εξομολογήσεις κτλ. Από τα παραπάνω τίποτε δεν ισχύει για τη συγγραφή της Αληθινής ιστορίας. Ο αναγνώστης προειδοποιείται ότι θα διαβάσει μια ιστορία καθ’ ολοκληρία ψεύτικη και φανταστική. Το εν­ διαφέρον του, επομένως, για την εξέλιξη της υπόθεσης και η περιέργειά του θα έπρεπε να υποβαθμίζονται και να μη λειτουργούν όπως και στα άλλα μυθιστορήματα. Δεν υποβαθμίζονται όμως και λειτουργούν, γιατί ο Λουκιανός στην Αληθή Ιστορία κατορθώνει: 1. Να κεντρίζει πάντοτε και το ενδιαφέρον και την περιέργεια του αναγνώστη. Υπάρχουν βέβαια οι προειδοποιήσεις του ίδιου του συγ­ γραφέα για το περιεχόμενο των ιστοριών του. Αυτές όμως ατονούν μπροστά στη φυσικότητα και την αληθοφάνεια της αφήγησης. Είναι μια αφήγηση ευθύγραμμη, χωρίς κενά και παρεκβά­ σεις, κατά την προσφιλή τακτική των ομοτέχνων του, που γίνεται με πρωτόγνωρη πρωτοτυπία και ευρηματικότητα, με πνεύμα σπινθηροβόλο, με άνεση και πειστικότητα, διανθισμένη, όπως συνέβαινε σε παρόμοιες αφηγήσεις, από φαντα­ στικές κι απροσδόκητες περιπέτειες. Σ’ αυτή τη σπιρτάδα του πνεύματος, την πειστικότητα, τη σοβαροφάνεια και τη φυσική άνεση της αφήγη­ σης που άφθονη προσφέρεται, θα εδραιωθεί και η επιτυχία του εγχειρήματος. (Κατά τι λ.χ. υστε­ ρούν οι περιγραφές των μαχών, του εσωτερικού του κήτους, πολλών φανταστικών όντων κτλ., από τις αντίστοιχες παλιότερων ή σύγχρονων ποιητών και συγγραφέων; Το επιπρόσθετο προ­ σόν τους είναι ότι προκαλούν άφθονο το γέλιο). 2. Να προκαλέσει, παράλληλα, το γέλιο με: α) την συνεχή παρώδηση και διακωμώδηση ιστο­ ριών, που εμφανώς σκοπεύουν σε παρεμφερείς ιστορίες παλιότερων ή σύγχρονων ποιητών και συγγραφέων. Ορισμένα ονόματα της μυθολογίας παραμένουν σταθερά: Διόνυσος, Ηρακλής, Εν-

δυμίων, Φαέθων, Οδυσσεύς κτλ. Ανάμεσά τους όμως θα εμπλακούν στις μάχες πολεμιστές πρω­ τόγνωροι, αντλημένοι από το ζωϊκό ή φυτικό βα­ σίλειο, που πολεμούν όχι με τα συνηθισμένα όπλα (άλλο κι αυτό στοιχείο διακωμώδησης: το υλικό, από το οποίο είναι καμωμένα τα όπλα τους, όπως κράνη από κουκιά κτλ.). Οι Ψυλλο­ τοξότες, οι Ανεμόδρομοι, οι Στρουθοβάλανοι, οι Αεροκώνωπες, οι Νεφελοκένταυροι, οι Κολοκυθοπειρατές, οι Καρυδοναύτες κτλ. Είναι, φυσι­ κά, φανερή η προσπάθεια παρώδησης των μα­ χών, που αφθονούν στα παλιότερα ή σύγχρονό του κείμενα κι εντοπίζονται στον πρώτο λόγο της Αληθινής Ιστορίας. Φανερή, αντίστοιχα, κι η προσπάθεια του συγγραφέα ν’ αποτελέσει το οδοιπορικό του παρωδία του οδοιπορικού του Οδυσσέα. Ό π ω ς κι ο Οδυσσέας, κι ο Λουκιανός ξεκινά με πενήντα συντρόφους. Του Οδυσσέα οι σύντροφοι χάνονται ο ένας μετά τον άλλο, του Λουκιανού μένουν αλώβητοι γιατί γι’ αυτούς ο ίδιος πάντα φροντίζει και μεριμνά. Κι αν οι πα­ ραπομπές στον πρώτο λόγο στόχο έχουν τη διακωμώδηση των μαχών, που δίνονται άφθονες από τον Όμηρο ώς την εποχή του, στο δεύτερο λόγο στόχο έχουν και άλλους συγγραφείς και ποιητές ή σύγχρονές του αντιλήψεις και γεγονό­ τα. Ο Οδυσσέας, λ.χ., παρουσιάζεται να στέλνει γράμμα στην Καλυψώ, όπου της γράφει: «Ο Οδυσσέας στέλνει τα χαιρετίσματά του στην Κα­ λυψώ. Μάθε πως μόλις ξεκίνησα από το νησί σου με τη σχεδία που έφτιαξα, καραβοτσακίστηκα και μόλις που σώθηκα από τη Λευκοθέα στη χώρα των Φαιάκων. Αυτοί με ξεπροβόδισαν στην πατρίδα κι εκεί τσάκωσα πολλούς μνηστή­ ρες της γυναίκας μου να γλεντοκοπούν στο σπι­ τικό μου. Τους σκότωσα όλους, μα ύστερα με έβγαλε απ’ τη μέση ο Τηλέγονος, γιος μου από την Κίρκη, και τώρα βρίσκομαι στο νησί των Μακάρων, φριχτά μετανιωμένος που παράτησα τη ζωή μαζί σου και την αθανασία που μού ’ταξες. Μόλις βρω ευκαιρία θα το σκάσω και θά


40/αφιερω μα ’ρθω κοντά σου». Έχοντας, επίσης στόχο, τη σύγχρονη του εποχή, θα γράψει, ανάμεσα σε πολλά άλλα: «Αυτό, λοιπόν, είναι το φαί τους. Για ποτό τους έχουν τον αέρα, που τον πιέζουν μέσα στα κύπελα και βγάζουν ένα υγρό σαν τη δροσιά. Κι ούτε κατουρούν, ούτε χέζουν, ούτε κι έχουν τρύπες εκεί που τις έχουμε εμείς. Έτσι οι νεαροί δεν τουρλώνουν τα πισινά τους για συ­ νουσία, αλλά την κλείδωση πίσω απ’ το γόνατο, γιατί εκεί έχουν τρύπα». β) τη διέγερση του ενδιαφέροντος του αναγνώ­ στη, με περιγραφές φανταστικών όντων ή συνη­ θειών, που από τη μια μεριά κεντρίζουν την περιέργειά του, χάρη στην ανεπιτήδευτη φυσικότητά τους, κι από την άλλη προκαλούν αβίαστα το γέλιο του, χάρη στη ευρηματικότητα, την πρωτο­ τυπία και τη σπιρτάδα του πνεύματος του συγγραφέα-αφηγητή. Η Αληθής Ιστορία είναι ένα πραγματικό δάσος από τέτοιες τερατολογίες, που ο αναγνώστης όμως το περνάει ευχάριστα, γιατί ο συγγραφέας δεν αντιγράφει τα συνηθι­ σμένα τερτίπια των ομοτέχνων του, αλλά γράφει με κέφι και σκαρώνει τα πάντα με τρόπο χαριτω­ μένο. Κι εδώ, νομίζω, είναι το βασικό στοιχείο της επιτυχίας του. Την ιστορία, που σκαρώνει, την γλεντάει κι επιστρατεύει όλη τη φαντασία του, την τέχνη και το σπινθηροβόλο πνεύμα του, για να πετύχει τον στόχο του. Και βασικός του στόχος είναι το καθαρό κι ανόθευτο γέλιο, που όμως βγαίνει απ’ αυτόν που ξέρει καλά την παλιότερη ή σύγχρονη γραμματεία κι έχει, πα­ ράλληλα ,την έγνοια του στη σύγχρονη πραγμα­ τικότητα, όπου ο συγγραφέας ποτέ του δεν ξε­ χνά να παραπέμπει. Αν όμως το μυθιστόρημα Αληθής Ιστορία μας μεταφέρει έξω από τη γη και γίνεται πρόδρομος των έργων επιστημονικής φαντασίας, το Λούκιος ή Ό νος μας εισάγει στην καρδιά της ζωής και μπορεί άνετα να καταταχθεί στα πρώτψ ρεαλι­ στικά μυθιστορήματα. Σήμερα αμφισβητείται σοβαρά, αν γράφτηκε από το Λουκιανό. Κατά μια άποψη, ο συγγραφέας Λούκιος από την Πά­ τρα (την ύπαρξή του πολλοί αμφισβητούν) είχε γράψει, σύμφωνα με ένα μιλησιακό μύθο, για τις περιπέτειες κάποιοι', που είχε μεταμορφωθεί σε γάιδαρο. Η διήγηση αυτή, που χάθηκε, ενέπνευ­ σε δυο συγγραφείς: Το Λουκιανό, που έγραψε το Λούκιος ή όνος και τον Απουλήιο, που έγραψε το Μεταμορφώσεις στη λατινική γλώσσα. Κατά μια άλλη εκδοχή, τις αρχικές Μεταμορφώσεις έγραψε ο Λουκιανός, που μιμήθηκε ο Απουλήιος. Επιτομή αυτού του αρχικού έργου του Λουκιανού αποτελεί και το Λούκιος ή Όνος, που όμως γράφτηκε από άγνωστο συγγραφέα. Η υπόθεση του έργου συνοπτικά είναι η εξής: Ο Λούκιος από την Πάτρα, που είναι και ο αφη­ γητής της ιστορίας, επισκέπτεται το φίλο του πατέρα του Ίππαρχο, που μένει στην Υπάτη.

Κατά τη διάρκεια της φιλοξενίας του τα φτιά­ χνει με την Παλαίστρα, την υπηρέτρια του Ί π ­ παρχου, κι όταν έμαθε πως η κυρά της (η γυναί­ κα του Ίππαρχου) είναι μάγισσα, της ζητάει να τον μεταμορφώσει σε πουλί. Η προσπάθεια δεν πετυχαίνει κι ο Λούκιος αντί να μεταμορφωθεί σε πουλί γίνεται γάιδαρος, που διατηρούσε όμως όλες τις ανθρώπινες ιδιότητες. Από εδώ αρχί­ ζουν κι οι περιπέτειές του. Η Παλαίστρα του υπόσχεται ότι μόλις ξημερώσει θα του δώσει να φάει τριαντάφυλλα και θα ξαναγίνει άνθρωπος. Τη νύχτα όμως κάνουν επιδρομή ληστές και μαζί με τα κλοπιμαία παίρνουν και το Λούκιογάιδαρο. Το οδοιπορικό των περιπετειών του αρχίζει: συνεχώς τον δέρνουν, αλλάζει αφεντι­ κά, πουλιέται σε κάποιους κίναιδους ιερείς, μαζί με τους οποίους περιοδεύει, και τέλος βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, όπου κάνει επίδειξη των αν­ θρώπινων ικανοτήτων του. Μια πλούσια κι όμορφη γυναίκα τον ερωτεύεται και, αφού πλή­ ρωσε το φύλακα, συνουσιάζεται μαζί του. Ύστερα απ’ αυτό, τον οδηγούν στο αμφιθέατρο, για να κάμει έρωτα με μια γυναίκα, που ήταν καταδικασμένη σε θάνατο. Ξαφνικά όμως βλέπει μπροστά του τριαντάφυλλα, τα τρώει και ξανα­ γίνεται άνθρωπος. Σαν Λούκιος πλέον επισκέ­ πτεται τη γυναίκα, που συνουσιάστηκε μαζί της, αλλά αυτή τον διώχνει, όταν διαπιστώνει ότι δεν διαθέτει γαϊδουρινό όργανο. Μετά άπ’ αυτό, επιστρέ'ΐ π στην πατρίδα του. , Το Λούκιος ή Όνος στοχεύει στη σύγχρονη πραγματικότητα και ειδικότερα τις αντιλήψεις για τη μαγεία, τη μετεμψύχωση, την εκμετάλλευ­ ση των απλοϊκών ανθρώπων από περιπλανώμενους ιερείς-αγύρτες, την ακόρεστη σεξουαλική βουλιμία μερικών γυναικών. Οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου είναι γεμάτες από πολλές περι­ πέτειες, που ανταποκρίνονται στη σύγχρονη πί­ στη για τη μαγεία και τη μετεμψύχωση· η μετα­ μόρφωση του ήρωα σε γάιδαρο συμβολίζει το στάδιο που πρέπει να περάσει ο άνθρωπος. Οι ταπεινώσεις, που υφίσταται όσο είναι γάιδαρος, συμβολίζουν την προσπάθεια που κάνει ο άν­ θρωπος να πετύχει την αναγέννησή του και να εξαρθεί σε πνευματικές σφαίρες. Αντίθετα, στο Λούκιος ή Ό νος υπερτερεί η σατιρική διάθεση, που στόχο της έχει τη σύγχρο­ νη πραγματικότητα κι όχι παλιότερους ή νεότε­ ρους ποιητές και συγγραφείς. Αφηγητής δεν εί­ ναι ο συγγραφέας, αλλά ο νεαρός Λούκιος, που εξακολουθεί να έχει μέσα του την ανθρώπινη ψυχή και να υποφέρει ως άνθρωπος. Το κωμικό στοιχείο ανακύπτει έτσι αβίαστα: ο αφηγητής των δεινοπαθημάτων του άνθρωπος-όνος, γίνε­ ται το κεντρικό πρόσωπο και στην προσπάθειά του να περιγράψει, μεγεθύνοντας συνήθως και την παραμικρή του περιπέτεια, καταφέρνει να δημιουργεί καταστάσεις κωμικοτραγικές και να


αφιερωμα/41 προκαλεί το γέλιο. Μ’ αυτό τον τρόπο ο συγγρα­ φέας κατορθώνει να κινήσει την ιστορία του, σε μια λεπτή ισορροπία, ανάμεσα στο σοβαρό και το γελοίο. Κύρια όπλα του: η γλώσσα, η αφηγη­ ματική και περιγραφική άνεση, κι η χρησιμο­ ποίηση μερικών εκφραστικών τρόπων, που η παλαιότερη και η σύγχρονή του γραμματεία του κληροδότησε. 1. Η γλώσσα. Η γλώσσα του συγγραφέα είναι αττικίζουσα, διατηρεί όμως όλη τη ζωντάνια και τη συντακτική δομή του λαϊκού λόγου. Σ’ αυτό τον βοηθεί και το ίδιο το θεματικό υλικό της ιστορίας του, που είναι γεμάτη από ευτράπελες και πολλές φορές τολμηρές σκηνές της σύγχρο­ νης ζωής, χωρίς, βέβαια, να λείπουν και οι σκη­ νές εκείνες, που δίνουν μια εικόνα της ζωής των φτωχών. 2. Η αφηγηματική και η περιγραφική άνεση. Κύριο χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι η ρεαλιστική γραφή. Η ιστορία, όπως είδαμε, περιστρέφεται γύρω από τα δεινοπαθήματα του γαϊδάρου κι έχει ως επίκεντρό της εικόνες της καθημερινής ζωής. Ο συγγραφέας όμως κρατάει γερά τα νήματα της αφήγησης: θα την κυλήσει με άνεση, θα την διανθίσει με πολλές τολμηρές σκηνές, που όμως δεν τις δημιουργεί η σκανδαλιστική διάθεσή του, αλλά τις δανείζει η ίδια η πραγματικότητα, θα διατηρήσει άγρυπνο το εν­ διαφέρον του αναγνώστη, αποφεύγοντας τη χα­ λάρωση ή τις παρεκβάσεις και θα καταφύγει άλ­ λοτε σ’ ένα ζωντανό, λιτό και σύντομο διάλογο κι άλλοτε στη γεμάτη ακρίβεια και αναπαραστατική δύναμη περιγραφή. 3. Ά λλα μέσα. Ό πω ς είδαμε, κύριος στόχος του συγγραφέα είναι η διακωμώδηση της μα­ γείας, της αγυρτείας και των σύγχρονων ηθών. Κύριος, επίσης, στόχος του, πέρα απ’ όλα αυτά, είναι να δώσει ανάγλυφη την ίδια τη ζωή, σε με­ ρικές τουλάχιστον εκφάνσεις της. Για να το πετύχει, καταφεύγει και σ’ όλα εκείνα τα τεχνά­ σματα, που κινούν πάντοτε την ιστορία ανάμεσα στο σοβαρό και το γελοίο. Βασικό του έρεισμα: αφηγητής και ήρωας συγχρόνως της ιστορίας εί­ ναι ο γάιδαρος, που διεκτραγωδεί τη θέση του καταφεύγοντας σε μονόλογους, σε δραματικές αποστροφές προς το θεό, σε ευφυολογήματα, παρατηρήσεις ή σχόλια για θέματα, που αναφέρονται στον εαυτό του ή τη σύγχρονη ζωή, σε θυμοσοφικά γνωμικά ή παροιμίες, σε παραλλη­ λισμούς (με σοβαρότητα που προκαλούν το γέ­ λιο) με άλλα μυθικά πρόσωπα. Έτσι, ενώ ο συγγραφέας ξεκίνησε με στόχο να σατιρίσει τη σύγχρονη πίστη των ανθρώπων στη μαγεία, κατόρθωσε, επειδή διέθετε τη ματιά ενός διεισδυτικού παρατηρητή-ανατόμου της γύρω

του ζωής, και παράλληλα το ταλέντο ενός ευ­ φάνταστου αλλά κατόχου των εκφραστικών μέ­ σων πεζογράφου, να δώσει ένα συγκλονιστικό πίνακα της πραγματικότητας, όπου κυριαρχεί η μαγεία, η αγυρτεία, η αδικία, η σεξουαλική ακο­ λασία. Πρέπει, όμως, τελειώνοντας, να επισημανθεί και το εξής; διαβάζοντας το μυθιστόρημα δεν συναντάμε καμιά από τις αμέτρητες, στη φαντασία ή την έκφραση, ιστορίες, που συνήθως περνούσαν στα σύγχρονα μυθιστορήματα, αλλά ρεαλιστικές εικόνες της καθημερινής ζωής. Οι εικόνες αυτές, είναι πιθανό να μεγεθύνονται κα­ μιά φορά ή να παίρνουν την όψη της σοβαροφά­ νειας, για να εξαρθεί όμως περισσότερο το κωμι­ κό στοιχείο. Σαν μικρό δείγμα γραφής, παραθέτω τα κεφ. 36-37. «Ό ταν φτάσαμε εκεί που έμενε ο Φίληβος -αυτό ήταν το όνομα του αγοραστή μου- έβαλε τις φωνές μπροστά στην πόρτα: «Κορίτσια, σας αγόρασα όμορφο και καλοθρεμμένο δούλο απ’ την Καππαδοκία». Αυτά τα κορίτσια ήταν ένα λεφούσι πούστηδες, συντεχνίτες του Φίληβου, κι όλοι ήρθανε χειροκροτώντας προς το μέρος της φωνής. Νόμιζαν πως πραγματικά αγόρασε άν­ θρωπο. Μόλις όμως είδανε πως ο δούλος ήταν γαϊδούρι, τότε άρχισαν να κοροϊδεύουν τον Φίληβο. «Κορίτσι μου, γι’ άντρα σου κι όχι για δούλο τον πήρες αυτόν κι από πού τον φέρνεις; Μακάρι να δοκιμάσεις χαρά απ’ αυτούς τους ωραίους γόμους και να μας γεννήσεις γρήγορα τέτοια πουλάρια». Κι όλοι τους γελούσανε. Την άλλη μέρα στρώ­ θηκαν στη δουλειά, όπως έλεγαν οι ίδιοι, κι αφού ετοίμασαν τη θεά, τη φόρτωσαν στη ράχη μου· έπειτα βγήκαμε έξω από την πόλη και τρι­ γυρίζαμε τη χώρα. Κάθε φορά που μπαίναμε σε κάποιο χωριό, εγώ που κουβαλούσα τη θεά στε­ κόμουνα ακίνητος, η συντροφιά των αυλητών έπαιζε ξέφρενα κι αυτοί, αφού πετούσαν τα κε­ φαλομάντηλά τους, σκύβανε το κεφάλι και το στριφογύριζαν γύρω απ’ το λαιμό, ενώ χτυπού­ σαν με τα σπαθιά τα μπράτσα τους και βγάζον­ τας ο καθένας τη γλώσσα του έξω από τα δόντια τη χτυπούσε κι αυτή κι έτσι γέμιζε στη στιγμή το καθετί από πούστικο αίμα. Στην αρχή, βλέπον­ τας εγώ αυτά στεκόμουνα τρέμοντας από το φό­ βο, μήπως καμιά φορά η θεά χρειαστεί και γαϊ­ δουρινό αίμα. Αφού λοιπόν κατακομματιάζον­ ταν έτσι, μάζευαν από τους θεατές, που στέκον­ ταν ολόγυρα, οβολούς και δραχμές. Άλλος τους έδινε ξερά σύκα, άλλος μια στάμνα κρασί και τυ­ ριά κι ένα μέδιμνο σιτάρι και κριθάρι για το γάι­ δαρο. Αυτοί τρέφονταν μ’ αυτά και φρόντιζαν τη θεά». (Βλ. Λουκιανού «Λούκιος ή Όνος», Μετάφραση Τάκη Καρβέλη, εκδ. «Γνώση», 1982.)


42/αφιερω μα

Βασίλειος Η. Τσακατίκας

Ο Λουκιανός <Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν> Το πιο σημαντικό κριτικό έργο τον Λουκιανού είναι το «Πώς όεϊ ιστορίαν συγγράφειν» (Πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία). Πρόκειται για μία «διατριβή» σε μορ­ φή επιστολής προς κάποιον Φίλωνα. Την αφορμή έδωσε η επικαιρότητα. Αμέσως μετά από τον Παρθικό πόλεμο (162-165 μ.Χ.), παρουσιάστηκε ένα πλήθος από κακογραμμένα και αναξιόπιστα ιστορικά έργα που φιλοδοξούσαν να εξιστορήσουν τον πόλεμο. Αυτών των έργων κριτής αποφάσισε να γίνει ο Λουκιανός. Το έργο που έτσι είδε το φως αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο του μέρος, που είναι και το εκτενέστερο, ο συγγραφέας παρουσιάζει με χλευαστική διάθεση μία σειρά από παραδείγμα­ τα με τις αστοχίες και τα λάθη των ιστορικών που καταπιάστηκαν με τον Παρθικό πόλεμο, ενώ στο δεύτερο μέρος δίνει έναν «κανόνα» στους κατοπινούς ιστοριογράφους για το τι πρέπει να χαρακτηρίζει ένα άξιο ιστορικό έργο. Το «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν» δεν είναι γενικά έργο πρωτότυπο. Πολλές από τις ιδέες που διατυπώνει εδώ ο. Λουκιανός τις συναντάμε σε έργα προγενέστερων συγγραφέων και ιδίως σε παλαιότερους ιστορικούς. Συναντάμε επίσης συγκεντρωμένους αρκετούς κοινούς τόπους, όπως τους ήξερε ο Λουκιανός, από τη διδασκα­ λία των ρητορικών σχολών. Γι’ αυτό και το έργο κρίθηκε με διαφορετικούς τρόπους: άλλοι το χα­ ρακτήρισαν ως μία έκθεση των αρχών του Θου­ κυδίδη ή του Πολύβιου, άλλοι ως μία διατύπωση αρχών της σχολής του Ισοκράτη, άλλοι ως επη­ ρεασμένο από το χαμένο έργο του Θεόφραστου Περί Ιστορίας ή τέλος ως μία συρραφή από κοινούς τόπους. Μολαταύτα το έργο του Λουκιανού είναι σο­ βαρά και άρτια συγκροτημένο, υποδειγματικά γραμμένο και ακόμη αποτελεί για μας την πιο συστηματική διαπραγμάτευση που έγινε για το θέμα από την εποχή του Πολύβιου, ο οποίος, τρεις αιώνες προηγουμένως, διατύπωνε τις αρχές του για την ιστοριογραφία σε μακρές παρεκβά­

σεις μέσα στην ιστορία του. Το έργο του Λουκια­ νού χαρακτηρίζει ακόμη ο ελαφρός του τόνος και η ειρωνεία του σατιριστή, που κάνει την ανάγνωσή του ιδιαίτερα διασκεδαστική. Το λάθος των ιστορικών του καιρού του, λέει ο Λουκιανός (αρχίζοντας .την κριτική των συγ­ γραφέων του Παρθικού πολέμου) είναι ότι αγνοούν το κύριο καθήκον του ιστορικού, που είναι να πει την αλήθεια. Ο ιστορικός δεν αφή­ νει τη φαντασία του ελεύθερη, όπως ο ποιητής, δε γράφει ποίηση σε πεζό λόγο. Ούτε ακόμη πρέπει να παρασύρεται σε υπερβολικά εγκώμια. Οι σύγχρονοι όμως με το Λουκιανό συγγραφείς έχουν σκοπό τους το «τερπνόν και το χρήσιμον» ενώ θα έπρεπε να έχουν μόνο το δεύτερο, την ωφέλεια δηλαδή του αναγνώστη, που εξασφαλί­ ζεται μόνο με την έκθεση της αλήθειας. Η τέρψη δεν είναι μέσα στους σκοπούς του ιστορικού και είναι σπάνια χρήσιμη στην ιστορία. Ο υπερβολι­ κός έπαινος πάλι είναι γενικά ενοχλητικός και κάποτε ακόμη και γι’ αυτόν που επαινείται. Ού­ τε η υποτίμηση του εχθρού εξυψώνει το νικητή· είναι μεγαλύτερη δόξα να νικήσεις τον Αχιλλέα παρά το Θερσίτη. Άλλη συνήθεια των ιστορι­ κών είναι η δουλική μίμηση των μεγάλων προτύ­ πων. Τα έργα τούς είναι γεμάτα από ολόκληρα αποσπάσματα παρμένα από το Θουκυδίδη, ενώ άλλοτε γράφουν σαν τραγικοί ποιητές. Άλλοι πάλι απλώς παραθέτουν ιστορικό υλικό χωρίς καμιά φροντίδα για το ύφος· ψυχρές εισαγωγές ακολουθούνται από κουραστικές περιγραφές. Η


αφιερω μα/43

περιγραφή της ασπίδας του αυτοκράτορα π.χ. πιάνει ένα ολόκληρο βιβλίο. Οι γεωγραφικές γνώσεις των ιστορικών αυτών είναι λειψές, τα γεγονότα που αφηγούνται ανακριβή, η φαντασία τους χωρίς όρια. Οι απομιμήσεις του Επιταφίου του Περικλή δε λείπουν. Ο εκατόνταρχος Αφράνιος παρουσιά­ ζεται να εκφωνεί επιτάφιο λόγο επάνω στον τά­ φο κάποιου Σεβηριανού. Τα λέει τόσο συγκινη­ τικά, ώστε ο ίδιος ο Αφράνιος, τελειώνοντας το λόγο του, τραβάει το σπαθί του και σφάζεται μόνος του επάνω στον τάφο του Σεβηριανού. Θα ήταν καλύτερο για τον Αφράνιο, λέει ο Λουκια­ νός, να είχε σφάξει από πριν το συγγραφέα μιας τέτοιας αφήγησης. Στο δεύτερο μέρος του έργου ο Λουκιανός εκ­ φράζει τις δικές του απόψεις και δίνει μια σειρά από «παραινέσεις» του για το πώς πρέπει να γράφεται η ιστορία. Ο καλός ιστορικός πρέπει να έχει δύο κύρια προσόντα: πολιτικό νου (σύνεσις πολίτική) και συγγραφική ικανότητα (όύναμις ερμηνευτική). Το πρώτο είναι φυσικό δώρο, το δεύτερο αποτέλεσμα εξάσκησης, σκληρής δουλειάς και μιμήσεως των αρχαίων (ζήλος των αρχαίων). Απαραίτητη είναι και η εμπειρία στα στρατιωτικά ζητήματα. Αξίζει όμως να παρατε­ θεί το γνωστό κομμάτι με τις ιδιότητες του καλού ιστορικού: «Τοιοϋτος ούν μοι ό συγγραφεύς: έστω άφοβος, αδέκαστος, ελεύθερος, παρρησίας και άληθείας φίλος, ώς ό κωμικός φησίν, τά σύ­ κα σύκα, την σκάφην δε σκάφην όνομάσων, ού μίσει ούδέ φιλία νέμων ουδέ φειδόμενος ή ελεών ή αίσχυνόμενος ή δυσωπούμενος, ίσος δικαστής, εύνους άπασιν άχρι τού μή θατέρφ τι άπονεϊμαι πλεϊον τού δέοντος, ξένος έν τοΐς βιβλίοις καί άπολις, αυτόνομος, άβασίλευτος, ού τί τώδε δόξει λογιζόμενος, άλλά τί πέπρακται λέγων.» Ό σο νια τη γλώσσα και το ύφος, ο ιστορικός

πρέπει νά αρχίζει ομαλά. Ο λόγος του να μην είναι ούτε εξεζητημένος ούτε κοινός, αλλά έτσι, που οι πολλοί να τον καταλαβαίνουν και οι μορ­ φωμένοι να τον επαινούν, ενώ κύριος σκοπός του θα μένει πάντα η καθαρή και σαφής παρου­ σίαση των γεγονότων. Οι εικόνες που θα χρησι­ μοποιεί να μην είναι κουραστικές ούτε επιτηδευ­ μένες. Η σκέψη του μπορεί να προσεγγίζει κά­ ποτε και την ποίηση, όταν περιγράφει μεγάλα γεγονότα, και η γλώσσα του να προσπαθεί να εί­ ναι ανάλογη με το κάλλος και το μέγεθος των κατορθωμάτων που αφηγείται, όχι όμως να απο­ γειώνεται εντελώς. Η σκέψη μπορεί να είναι έφιππη, αλλά η έκφραση καλύτερα να είναι πε­ ζή. Αλλά και στην τάξη των λέξεων θα πρέπει να τηρείται η μέση οδός, η φράση δηλαδή να μην είναι υπερβολικά ρυθμική. Ο ιστορικός θα πρέ­ πει να διαμορφώνει το υλικό του με πολλή προ­ σοχή και να αναφέρει όσα είδε με τα μάτια του ή όσα άντλησε από αξιόπιστες πηγές. Ό ταν συγ­ κεντρώνει το υλικό του, θα πρέπει πρώτα να γράψει ένα προσχέδιο χωρίς έντεχνη διάρθρωση. Μπορεί μετά να το τακτοποιήσει και να το καλ­ λωπίσει, να του δώσει μορφή και ύφος. Η ιστο­ ρία γενικά πρέπει να αντανακλά ό,τι συνέβη πραγματικά όπως ένας καθρέφτης. Το υλικό του ιστορικού είναι, κατά το Λουκιανό, δεδομένο και εναπόκειται στον ίδιο τον ιστορικό να το χρησιμοποιήσει σωστά. Ό χ ι τι θα πει κανείς (όπως συμβαίνει με τους ρήτορες) αλλά πώς θα το πει. Εάν χρησιμοποιήσει προοίμιο πρέπει να προσ­ παθήσει, να ελκύσει την προσοχή του αναγνώστη και να διευκολύνει την κατανόηση, με μια σύν­ τομη διαπραγμάτευση του θέματος τονίζοντας συγχρόνως τη σπουδαιότητα όσων θα εκθέσει πιο κάτω. Υποδειγματικά προοίμια είχαν στα έργα τους ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Η


44/αφιερωμο

Γοητεύεται το παιδί όταν με το Μαγικό Κα­ τασκοπευτικό φακό του, βοηθά τον Αστυ­ νόμο Ατσίδα, να βρει τα ίχνη! Το Βιβλίο αυτό διασκεδάζει το παιδί και του ανα­ πτύσσει την παρατηρητικότητα δίνοντάς του ταυτόχρονα το αίσθημα της συμμετοχής.

1

1 K Ik »■ ■ ■ *

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗ Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος. Τηλ.: 32.34.270.

αυτομόρφωση

αφήγηση που θα ακολουθήσει πρέπει να είναι φυσική, αβίαστη και διαρθρωμένη. Τα γεγονότα πρέπει γοργά να διαδέχονται το ένα το άλλο, η συντομία όμως δεν πρέπει να εφαρμόζεται τόσο στις φράσεις όσο στα ίδια τα γεγονότα. Τα επου­ σιώδη νά παραλείπονται, όπως είναι αναπόφευ­ κτο, και τα σπουδαία να δίνονται με τις λεπτομέρειές τους. Πάντως μερικές φορές οι εκτενείς περιγραφές είναι απαραίτητες. Ο Θουκυδίδης π.χ., φειδωλός γενικά στις περιγραφές του, δίνει πολλές λεπτομέρειες για το λιμάνι των Συρακου­ σών ή τις Επιπολές ή για το λοιμό στην Αθήνα, περιπτώσεις για τις οποίες η λεπτομερειακή πα­ ρουσίαση των πραγμάτων είναι απαραίτητη για την κατανόηση. Οι ρητορικοί λόγοι που εκφωνούν τα ιστορικά πρόσωπα (στοιχείο συνηθισμένο σε όλους τους αρχαίους ιστορικούς), εάν περιληφθούν, πρέπει να είναι σαφείς και σύμφωνοι με την περίσταση και με το χαρακτήρα του ρήτορα. Ο έπαινος ή ο ψόγος πρέπει να είναι μετρημένοι και περιορι­ σμένοι· όχι όπως κάνει ο Θεόπομπος, που γρά­ φει πιο πολύ κατηγορητήριο παρά ιστορία. Γενι­ κά ο ιστορικός να αποβλέπει στην υστεροφημία και όχι στον έπαινο των συγχρόνων του. Η μεγάλη αξία του «Πώς δει ιστορίαν συγγράφειν» του Λουκιανού είναι ότι καθαρά διαχωρί­ ζει την ιστορία από τη σύγχρονή του ρητορική, η οποία από παλαιότερα είχε εισβάλει και στην ιστοριογραφία. Αποκαθιστά έτσι την ιστοριο­ γραφία ως ένα ξεχωριστό είδος, το οποίο έχει δικούς του νόμους και απαιτήσεις. Δεν αναγνω­ ρίζει την ιστορία που έχει σκοπούς άλλους από την αλήθεια, συμφωνώντας χαρακτηριστικά με τον Πολύβιο σε όσα σχετίζονται με το περιεχόμε­ νο του ιστορικού έργου. Ο Λουκιανός συζητεί επίσης και τη μορφή που ταιριάζει στην ιστορία, έτσι που στο έργο αυτό έχομε, όπως αναφέραμε, το μόνο σωζόμενο αρχαίο συστηματικό έργο για την ιστορία.

Επιλογή βιβλιογραφίας Lucian: Wie man Geschichte schreiben soil. Griechisch u. Deutsch. Hgg., iibers. u. erlautert v. H. Homeyer, Mtinchen, 1965. Atkins, J.M.H., Literary Criticism in Antiquity, vol. II London, 1952. Avenarius, G., Lukians Schrift zur Geschichtsschreibung, Frankfurt, 1954. Croiset, M., Essai sur la vie et les oeuvres de Lucien, Paris, 1882. Grube G.M.A., The Greek and Roman critics, London 1965. Reardon, B.P., Courants litteraires grecs des He et IHe s. apres J.C., Paris, 1971.


αψιερωμα/45

Δημ. Α. Χρηστίδης

Λουκιανός: Επιβίωση και επιδράσεις Η επίδραση τον Λουκιανού στην ευρωπαϊκή σκέψη και λογοτεχνία είναι τόσο πλα­ τιά, που είναι αδύνατο να δώσει κανείς μια πλήρη εικόνα μέσα σε λίγες σελίδες. Θα περιοριστούμε λοιπόν σε μια περιληπτική παρουσίαση επισημαίνοντας μόνο τα κνριότερα πρόσωπα και τα σημαντικότερα έργα που έχουν σχέση με την επιβίωση τον Λουκιανού.1

Ο Λουκιανός δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλη επί­ δραση στη μεταγενέστερη αρχαιότητα: Τον μνη­ μονεύουν ο Λακτάντιος (4. αι.), ο Ευνάπιος (47 5.αι.) και ο Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης (47 5.αι.), τον μιμούνται οι συγγραφείς των ψευδόλουκιάνειων έργων, γνωρίζουν και χρησιμοποιούν το έργο του οι επιστολογράφοι Αλκίφρονας και Αρισταίνετος, οι μυθιστοριογράφοι Αχιλλέας Τάτιος και Ηλιόδωρος, ο Λιβάνιος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ίσως και ο Ιουλιανός· τον 6. αι. μεταφράζεται στα συριακά το έργο του Περί τοϋ μή ραδίως πιστεύειν διαβολή. Κατά τη βυζαντινή περίοδο παρουσιάζεται ζωηρό ενδιαφέρον για τον Λουκιανό. Η αρχή γί­ νεται τον 9. αι. από τον πατριάρχη Φώτιο, που κάνει ιδιαίτερο λόγο γι’ αυτόν στη Βιβλιοθήκη του. Στις αρχές του 10. αι. ο αρχιεπίσκοπος Και­ σαρείας Αρέθας γράφει σχόλια στο προσωπικό του χειρόγραφο με τα έργα του Λουκιανού και ο Λέων ο Φιλόσοφος συνθέτει γι’ αυτόν ένα επαι­ νετικό επίγραμμα. Τον ίδιο αιώνα γράφεται μια Συναγωγή λέξεων χρησίμων εκ των τοϋ Λουκια­ νού, ίσως ο ψευδολουκιάνειος διάλογος Φιλόπατρις ή Διδασκόμενος, ενώ στο τέλος του 10. αι. μνημονεύει τον Λουκιανό με πολύ αρνητικούς χαρακτηρισμούς το βυζαντινό λεξικό Σούδα. Τον 11. αι. ο Μιχαήλ Ψελλός συνιστά την ανά­ γνωση των έργων του. Τον 12. αι. μιμούνται τον

Λουκιανό ο Θεόδωρος Πρόδρομος, ο Νικήτας Ευγενειανός, ο Βασίλειος Πεδιαδίτης, ο συγγρα­ φέας του ανώνυμου διαλόγου Τιμαρίων ή Περί των κατ’ αυτόν παθημάτων, καθώς και οι συγ­ γραφείς άλλων ανώνυμων διαλόγων,2 ενώ άλλοι βυζαντινοί λόγιοι τον μνημονεύουν και παραθέ­ τουν χωρία από τα έργα του (Μιχαήλ Ιταλικός, Νικηφόρος Βασιλάκης, Ιωάννης Τζέτζης, Νική­ τας Χωνιάτης κ.ά.). Η επίδραση του Λουκιανού συνεχίζεται τον 13. αι. (Μανουήλ Φιλής, Θωμάς Μάγιστρος), τον 14. αι. (Νικηφόρος Γρήγορός) και τον 15. αι. (ανώνυμη σάτιρα Επιδημία Μάζαρι έν °.Α όου). Τις τελευταίες δεκαετίες του 14. αι. Έλληνες λόγιοι άρχισαν να μεταφέρουν -μεταξύ άλλωνκαι χειρόγραφα με έργα του Λουκιανού στην Ιταλία, όπου τον 15. αι. έγιναν μεταφράσεις κει­ μένων του στα λατινικά, άλλες ανώνυμες και άλ­ λες από αξιόλογους λογίους, όπως ο Guarino da Verona (1374-1460) και ο Poggio Bracciolini (1380-1459). Το δεύτερο μισό του 15. αι. έγινε η πρώτη μετάφραση στα ιταλικά μιας μεγάλης συλ­ λογής έργων του Λουκιανού πιθανότατα από τον Nicolo da Lonigo. Η πρώτη έκδοση του κειμένου του Λουκιανού έγινε στη Φλωρεντία το 1494-96. Ο Λουκιανός βρήκε στην Ιταλία αξιόλογους μι­ μητές: Ο Maffeo Vegio (1407-1458) τον μιμήθηκε στο De felicitate et miseria ή Palinurus, o Leon


46/αψιερωμα Battista Alberti (1404-1472) στα έργα του Intercoenales, Musca και Momus, o Matteo Maria Boiardo (1441-1494) στο θεατρικό του έργο II Timone, στον πρόλογο του οποίου μιλά ο Λουκια­ νός, ο Giovanni Pontano (1422-1503) στην έμμε­ τρη σάτιρα Charon, ο Lodovico Ariosto (14741533) στον Orlando furioso και αργότερα ο Gia­ como Leopardi (1798-1837) στους φιλοσοφικούς διαλόγους Operette morali. Στην Ισπανία η επίδραση του Λουκιανού είναι φανερή στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες (15471616) και στη σάτιρα Suehos (Όνειρα) του Quevedo (1580-1645). Άμεσες μιμήσεις του Λουκια­ νού αποτελούν ο διάλογος El Crotalon, που γρά­ φτηκε γύρω στο 1552 από κάποιον με το ψευδώ­ νυμο Christophoro Gnophoso, και οι διάλογοι του Bartolome Leonardo de Argensola (15621631) Democrito, Menipo litigante και Dedalo, που σατιρίζουν γεγονότα και πρόσωπα της επο­ χής του. Στη Γαλλία ο Guillaume Bude (1468-1540) έκανε μεταφράσεις έργων του Λουκιανού στα Λατινικά, ενώ η πρώτη μετάφραση όλου του έρ­ γου τού Λουκιανού στα γαλλικά έγινε από τον

Perrot d’ Ablancourt και εκδόθηκε το 1654. Άμεση μίμηση του λουκιάνειου σατιρικού δια­ λόγου είναι το έργο του Bonaventure des Periers (1510;-1544) Cymbalum mundi, μια θρησκευτική σάτιρα που προκάλεσε την έντονη αντίδραση τό­ σο των Καθολικών όσο και των Διαμαρτυρομένων. Ο Λουκιανός ενέπνευσε επίσης τον Frangois Rabelais (1490;-1553) στα σατιρικά του κείμενα Pantagruel, Gargantua, Tiers Livre και Quart Livre, τον Cyrano de Bergerac (1619-1655) στο Histoire comique des btats et empires de la lune et du soleil (αντλεί κυρίως από την Αληθινή ιστορία και τον Ικαρομένιππο), τον Nicolas Boileau (1636-1711) στο Les Herns du roman. Dialogue a la maniere de Lucien (μιμείται κυρίως τα έργα Νεκρικοί διάλογοι και Κατάπλους ή Τύραννος), καθώς και τους νεκρικούς διαλόγους (Dialogues des morts) που έγραψαν οι Frangois Fenelon (1651-1715), Bernard de Fontenelle (1657-1757) και Luc de Clapiers de Vauvenargues (17151747). Ο Λουκιανός είχε άμεση επίδραση στον Βολταίρο (1694-1778), ιδιαίτερα στο διάλογο Conversation de Lucien, Erasme et Rabelais dans les Champs Elysies, στη θρησκευτική σάτιρα Dia-

ΛΟΥΚ.Ι ΑΝΟΣ Κατάλογος έργων 1. Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, τέλος σύν­ ταξης μετά 171, δημοσ. μετά 180 2. Αληθών διηγημάτων Λ, περίπου 165έργο γηρατειών 3. Αληθών διηγημάτων Β, περίπου 165έργο γηρατειών 4. Αλιεύς ή Αναβιούντες, 167 **5. Αλκυών ή περί μεταμορφώσεων, 2/3αι. 6. Ανάχαρσις ή Περί γυμνασίων, προ 159 7. Προς τον απαίδευτον και πολλά βιβλία ωνούμενον, 169/70 8. Αποκηρυττόμενος, αχρονολόγητο 9. Απολογία, 172/4 '*10. (ΛΙΒΑΝΙΟΥ), Προς Αριστείδην περί των Ορχηστών 11. Αρμονίδης, σοφιστικής περιόδου ;12. Περί της αστρολογίης, αχρονολ. 13. Βίων πράσις, 167 *14. Δημοσθένους εγκώμιον, αχρονολ. 15. Δημώνακτος βίος μεταξύ 177/180 (Schmid 2.2.735), μετά 175 (Schwartz) 16. Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή, λίγο μετά 160 17. Διάλεξις ή Διάλογος προς Ησίοδον, μετά 161 18. Δίκη συμφώνων, μετά 175 19. Διόνυσος, μετά 175

20. Περί των διψάδων, σοφιστικής περιό­ δου 21. Δραπέται, μετά 165 22. Εικόνες, 162/3 23. Υπέρ των εικόνων, 162/3 24. Ενάλιοι διάλογοι, 157/9 25. Περί του Ενυπνίου ήτοι Βίος Λουκια­ νού, 163/4 ;26. Επιγράμματα *27. Επιστολαί 28. Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων, 165 **29. Έρωτες, αρχές 4 αι. 30. Εταιρικοί διάλογοι, 158/60 31. Ευνούχος, 177/9 32. Ζεύξις ή Αντίοχος, μετά 159 33. Ζευς ελεγχόμενος, 159/60 34. Ζευς τραγωδός, 159/60 35. Περί του ηλέκτρου ή των κύκνων, 156/7 36. Ηρακλής, μετά 175, πριν από Διόνυσο 37. Ηρόδοτος ή Αετίων, 166 38. Θεών διάλογοι, 158 39. Θεών εκκλησία, λίγο μετά 165 40. Θεών κρίσις, αχρονολ. 41. Περί θυσιών, 160/1 42. Ικαρομένίππος ή Υπερνέφελος, 161/2 *43. Ιππίας ή Βαλανείον 44. Πως δει ιστορίαν συγγράφειν, 166 45. Κατάπλους ή Τύραννος, 158/159


αφ ιερ ω μα/47 logue entre Marc-Aurele et un recollet, καθώς και στα έργα του Micromegas και Candide. Για τον Ιούλιο Βερν (1828-1905) ο Λουκιανός ίσως να αποτελεί έμμεση πηγή (μέσο του Cyrano de Ber­ gerac και του Ludvig af Holberg) στα διηγήματα Ταξίδι στο κέντρο της γης και Από τη γη στη σελήνη. Η πρώτη μετάφραση του συνόλου των έργων του Λουκιανού στα αγγλικά έγινε από τον John Dryden (1631-1700) και εκδόθηκε το 1711. Ωστό­ σο η επίδραση του Λουκιανού στην Αγγλία είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα: ο Thomas More (14781535) μετέφρασε έργα του Λουκιανού στα λατι­ νικά και τον μιμήθηκε στο έργο του Utopia. Τα έργα του σατιρικού τα χρησιμοποίησαν ο Chri­ stopher Marlowe (1564-1593), ο Thomas Dekker (1570-1637) στο The Devil let loose with his Anfwere to Pierce Pennylesse, στο News from Hell και στο Satiromastix, o Ben Jonson (1573-1637) στα έργα του Cynthia ’s Revels, Poetaster και ιδιαίτερα στο Volpone ίσως και ο Σαίξπηρ (15641616) στο δράμα Timon o f Athens. Ο Matthew Prior (1664-1721) μιμήθηκε τους Νεκρικούς δια­ λόγους του Λουκιανού, ο Jonathan Swift (1667-

46. Δις κατηγορούμενος, 166 47. Τα προς Κρόνον, Κρονοσόλων, Επιστολαί Κρονικαί, 160-161 *48. Κυνικός 49. Λεξιφάνης, 176 ;50. Λούκιος ή όνος, αχρονολ. **51. Μακρόβιοι, 212/213 52. Μένιππος ή Νεκυομαντεία, 158/9 53. Περί των επί μισθώ συνόντων, 169 54. Μυίας εγκώμιον, 156/7 55. Νεκρικοί διάλογοι, 158/60 **56. Νέρων ή Περί της ορυχής του Ισθμού 57. Νιγρίνου φιλοσοφία, 156/7 58. Περί του οίκου, μετά 159 59. Όνειρος ή Αλεκτρυών, 161 60. Περί ορχήσεως, 162/3 61. Περί παρασίτου ότι Τέχνη η παρασιτική, προ 161 ;62. Πατρίδος εγκώμιον, αχρονολ. 63. Περί πένθους, 161 64. Περί της Περεγρίνου τελευτής, 169/70 65. Πλοίον ή Ευχαί, 165 66. Προμηθεύς ή Καύκασος, περίπου 157/9 67: Προς τον ειπόντα· Προμηθεύς ει εν τσις λόγοις, 157/9 68. Υπέρ του εν τη προσαγορεύσει πταί­ σματος, 172/4 69. Ρητόρων διδάσκαλος, μετά 177 παρά προ 171 70. Σκύθης ή Πρόξενος, 166/7

1745) την Αληθινή ιστορία στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, ο Henry Fielding (1707-1754) τα έρ­ γα Κατάπλους ή Τύραννος και Νεκρικοί διάλο­ γοι στο Journey from this World to the Next, o George Lord Lyttleton (1709-1773) τους Νε­ κρούς Διαλόγους στο Dialogues o f the Dead, o Walter Savage Landor (1775-1864) κυρίως τον Ερμότιμο στο Imaginary Conversations και ο Walter Pater (1839-1894) τον ίδιο διάλογο στο Marius the Epicurian. Ο Λουκιανός ήταν επίσης πηγή του Andrew Lang (1844-1912) στο Letters to Dead Authors, του Marion Crawford (1854-1909) στο With the Immortals, του Henry D. Traill (1842-1900) στο The New Lucian, του Fridtjof Nansen (1861-1930) στο In Northern Mists και του W.F.R. Hardie (αρχές 20.αι.) στο Lucianic Dia­ logue between Socrates in Hades and Certain Men o f the Present Day (γραμμένο στα αρχαία ελληνι­ κά!). Θαυμαστής και μιμητής του Λουκιανού στην Ολλανδία ήταν ο Έρασμος (1469-1536), που έκανε και μεταφράσεις έργων του σατιρικού στα λατινικά.Ή εκτίμηση του Εράσμου για τον Λου­ κιανό φαίνεται στις αφιερωτικές επιστολές που

71. Συμπόσιον ή Λαπίθαι, 167/9 ;72. Περί της Συρίης θεού, αχρονολ. **73. Τιμαρίων ή περί των κατ’ αυτόν παθη­ μάτων, 12 αι. 74. Τίμων ή Μισάνθρωπος, σύνταξη 162, δημοσίευση μετά 166/7 75. Τόξαρις ή Φιλία, προ 166 ;76. Τραγωδοποδάγρα 77. Τυραννοκτόνος, αχρονολ. 78. Φάλαρις A, 1, σοφ. περ. 79. Φάλαρις Β, 2, σοφ. περ. **80. Φιλόπατρις ή Διδασκόμενος, 10 αι.; 81. Φιλοψευδείς ή Απιστών, 167/69 **82. Χαρίδημος ή Περί κάλλους 83. Χάρων ή Επισκοπούντες, 158/9 84. Ψευδολογιστής ή Περί της αποφράδος κατά Τιμάρχου, 170 ;85. Ψευδοσοφιστής ή Σολοικιστής, μετά 175 *86. Ωκύπους, αχρονολ. Σημείωση: Με ερωτηματικό σημειώνονται τα έργα, που για τη γνησιότητά τους η έρευνα δεν έχει αποφανθεί οριστικά· με ένα αστερί­ σκο όσα θεωρούνται μάλλον νόθα και με δυο αστερίσκους όσα θεωρούνται σίγουρα νόθα. Οι αριθμοί δηλώνουν το χρόνο συγγραφής του έργου που προσδιορίζεται τις περισσότε­ ρες φορές με προσέγγιση.


48/αφιερω μα συνοδεύουν τις μεταφράσεις αυτές και στις πα­ ρατηρήσεις που κάνει στα έργα του De ratione studii και De conscribendis epistulis. Άμεση επί­ δραση του σατιρικού βρίσκουμε στα Colloquia Familiaria του Εράσμου, αλλά η κυριότερη μίμη­ ση του Λουκιανού είναι το έργο του Μωρίας εγ­ κώμιο. Η μετάφραση του συνολικού έργου του Λου­ κιανού στα γερμανικά έγινε σχετικά αργά (εκδόθηκε το 1788-89) από τον Christoph Martin Wieland, αλλά ο Λουκιανός ήταν από πολύ νωρίς γνωστός στη Γερμανία από λατινικές μεταφρά­ σεις: Αποτέλεσε πρότυπο του Johann Reuchlin (1455-1522), ο Wilibald Pirckheimer (1470-1530) τον χρησιμοποίησε στην πολεμική εναντίον των αντιπάλων του, ο Ulrich von Hutten (1488-1523) τον μιμήθηκε στα έργα του, ιδιαίτερα στους σα­ τιρικούς διαλόγους Phalarismus και Arminius, ο Φίλιππος Μελάγχθων (1497-1560) μετέφρασε κείμενά του στα λατινικά και ο Hans Sachs (1494-1576) άντλησε από τον σατιρικό στα έργα του Caron και Die Himmelfahrt Margraff A l­ brechts. O David Fassmann εξέδιδε από το 1718 ως το 1739 στη Λειψία το μηνιαίο περιοδικό Gesprache in dem Reiche der Todten με πρότυπο τους Νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού. Απη­ χήσεις από τον Λουκιανό βρίσκουμε στα έργα του Johann Jakob Bodmer (1698-1783) και του Johann Elias Schlegel (1719-1749). O Wieland (1733-1813) όχι μονο μετέφρασε τον Λουκιανό στα γερμανικά, αλλά και τον μιμήθηκε ιδιαίτερα στα έργα του Comisch Erzahlungen, Musarion, Gottergesprache, Gesprdche im Elysium και Peregrinus Proteus. O Rudolf Erich Raspe (1737-1794) άντλησε από την Αληθινή Ιστορία στο έργο που έγραψε στα αγγλικά Baron Munchausen’ s Narra­ tive o f his Marvellous Travels and Campains in Russia. Ο ποιητής Schiller (1759-1805) μιμήθηκε τον Λουκιανό στη σάτιρά του Xenien, ο Goethe (1749-1832) ιδιαίτερα στο Gotter, Helden und Wieland (επίθεση εναντίον του Wieland) και στο Der Zauberlehrling, ο Adalbert von Chamisso (1781-1838) στο Peter Schlemihls wundersame Geschichte και o Gottfried Keller (1819-1890) στο Apotheker von Chamounix II.

Lucian and his Influence in Europe, London 1979, σσ. 65238. 2. Βλ. A. A. Χρηατίόη, To άρθρο της Σούδας για τον Λουκιανό Για περισσότερες λεπτομέρειες 6λ. F.G. Allinson, Lucian, και ο Αρέθας, Επιστ. Επειηρ. Φιλοσοφ. Σχολ. Θεσ/νίκης Satirist and Artist, Boston Massachusetts 1926,σσ. 130-187, 16 (1977) 445 και σημ. 116. R. Helm, Lukianos, Paulys Realencyclopadie der classischen 3. Εκδόθηκαν το 1506 μα ζί με μεταφράσεις έργων του Λουκια­ Altertumswissenschaft 13,2 (1927) 1773-1775, W. Christ- IV. νού από τον Thomas More. Schmid - O. Stahlin, Geschichte der griechischen Literarur, 2. 4. Για την επίδραση του Λουκιανού στην τέχνη 6λ. R. Forster, τόμος, 2. μέρος, Handbuch der Altertumswissenschaft Lucian in der Renaissance, Archiv fiir Litteraturgeschichte 14 Vll.2.2., Miinchen 61961, σσ. 742-743, B. Παπαϊωάννου, (1886) 348-354, και ιδιαίτερα D.J.D. Cast, Lucianic and Λουκιανός ο μεγάλος σατιρικός της αρχαιότητας. Συμβολή Pseudo-Lucianic Themes in the Renaissance. A Study in Re­ στην παρουσίαση της εποχής, του βίου και του έργου του, naissance Humanism, Διατρ. Columbia University, Ann Ar­ Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 266-279, και ιδιαίτεηη r Robinson, bor 1970.

Σημειώσεις 1.

Στη Δανία ο Ludvig af Holberg (1684-1754) μι­ μήθηκε την Αληθινή ιστορία στο φανταστικό διήγημα Nicolai Klimii iter subterraneum. Η εκτί­ μησή του για τον Λουκιανό, φαίνεται και στα έργα του Moralske Tanker, Epistler και Memoirer. Ο πρώτος που μετέφρασε κείμενο του Λουκια­ νού στα ρωσικά ήταν ο Mikhail Vasilievitch Lo­ monosov (1711-1765). Μεταφράσεις των Νεκρι­ κών διαλόγων δημοσιεύονταν στη Ρωσία στα σα­ τιρικά περιοδικά του 18. αιώνα. Το έργο του Λουκιανού είχε επίδραση και στη νεοελληνική λογοτεχνία. Από αυτό άντλησαν ο Πολυζώης Κοντός στο Νεκρικοί διάλογοι I', σνντεθέντες και στιχονργηθέντες παρά τού Αια­ κού εις τόν "Αόην προτροπή τον Πλούτωνος (1739), ο Μιχαήλ Περδικάρης στο Έρμήλος ή Δημοκριθηράκλειτος (1817), ο Αλέξανδρος Σούτσος στη σάτιρα Ο περιπλανώμενος - Ποίημα εις άσματα τρία: Μενιππεία, ή Ποίησις καί ή ’Α γγε­ λία, ο Θεόδωρος Ορφανίδης στην ποιητική συλ­ λογή Μένιππος, ο Ανδρέας Λασκαράτος ιδιαίτε­ ρα στα έργα του ’Ιστορία ενός γαϊδάρου, ’Α πο­ μνημονεύματα ενός γαϊδάρου και Ταξίδι στόν πλανήτην Δία, και ο Εμαννουήλ Ροΐδης ιδιαίτε­ ρα στα Πάρεργα, στα Συριανά διηγήματα και στα Σκαλαθύρματα. Ο Ιωάννης Κονδυλάκης με­ τέφρασε τον Λουκιανό και τον μιμήθηκε ιδιαίτε­ ρα στα νεανικά του σατιρικά διηγήματα Ο δραπέτης τον Παραδείσου και Παπάς ή ”Ονος. Ο Διονύσιος Σολωμός διάβαζε τον Λουκιανό, ο Κωστής Παλαμάς τον θαύμαζε και ο Καβάφης άντλησε απ’ αυτόν στα ποιήματά του Ούτος έκεΐνος και Ή σατραπεία. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Λουκιανός είχε μεγάλη επίδραση στη νεότερη λογοτεχνία, ιδιαίτερα σε τρεις τομείς: α) στους σατιρικούς διαλόγους, β) στα φανταστικά ταξί­ δια και γ) στους νεκρικούς διαλόγους. Τέλος θα άξιζε να σημειωθεί ότι από χωρία έργων του Λουκιανού εμπνεύστηκαν και μεγάλοι ζωγράφοι της Αναγέννησης: ο Botticelli, ο Signorelli, ο Mantegna, ο Sodoma, ο Raffaello, ο Diirer, ο Holbein και άλλοι.4


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ r

επ ιλ ο γ ή α να ζή τη σ η μ ια ς φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς θεμ ελίω σ η ς της φ ιλ ο σ ο φ ία ς Θ Ε Ο Φ ΙΛ Ο Υ ΒΕΙΚΟ Υ: Π ρολεγόιιενα στη φιλοσοφία. Αθήνα, Θεμέ­ λιο, 1984. Σελ. 130. Θ Ε Ο Φ ΙΛ Ο Υ ΒΕ ΙΚΟ Υ: Ιστορία και Φιλοσοφία. Δ οκίμια για μια κοινωνική κατανόηση της φ ιλοσο­ φίας. Αθήνα, Θεμέλιο, 1984. Σελ. 306.

W. Adorno και Karl-Otto Apel στα βιβλία τους: Negative Dialektik (Αρνητική Διαλεκτική), 1966, και Transformation der Philosophic (Μετασχηματισμός της φιλοσο­ φ ίας), 1976, αντιστοίχως. Γίνεται δεκτό, ότι η ιδέα του αυ­ τοστοχασμού της φιλοσοφικής σκέ­ ψης, όπως διατυπώνεται στα δυο αυτά θεμελιακά φιλοσοφικά κείμε­ να , θέτει το οριακό ζήτημα: μήπως η επίτευξη του ύψιστου βαθμού αυτοστοχασμού απογυμνώνει τη φιλοσοφία από τα περιεχόμενά της. Γύρω από το θεμελιώδες αυτό ζήτημα αναζωπυρώθηκαν οι φιλο­ σοφικές συζητήσεις τα τελευταία χρόνια. Ίσως για τον μη εξοικειω­ μένο αναγνώστη ή ακροατή οποια­ δήποτε ενασχόληση, με αντικείμενο τα μεθοδολογικά προβλήματα της φιλοσοφίας, να μοιάζει ενασχόλη­ ση με τη φιλοσοφία χωρίς να είναι φιλοσοφική δραστηριότητα. Αλλά οι συζητήσεις γύρω από μεθοδολο-

Τα τελευταία 30 χρόνια στο εσωτερικό της φιλοσοφικής σκέψης συντελούνται τεράστιας σημασίας διεργασίες και μετασχηματι­ σμοί, των οποίων το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται γύρω από την επιστημονική σύλληψη των φιλοσοφικών αντικειμένων. Η θεωρη­ τική κατασκευή των φιλοσοφικών αντικειμένων σήμερα πια οφεί­ λεται όχι τόσο στο ότι η φιλοσοφική δραστηριότητα ως κοινωνική δραστηριότητα είναι πρότυπο κοινωνικής ενότητας, όπως τονί­ ζουν οι Horkheimer-Adorno, όσο στο ότι αναδεικνύει την εξάρτη­ σή της από τους ιστορικούς και κοινωνικούς όρους, σε συστατικό της στοιχείο. μοντέλο, φιλοσοφική εργασίακατεξοχήν κοινωνική δραστηριότη­ τα, όχι μόνο έφερε στην επιφάνεια καινούρια ζητήματα, αλλά στο επί­ πεδο των περιεχομένων, μεθοδολο­ γικό κανονιστικό πλαίσιο. Η μετα­ βολή αυτή που συντελείται τα τε­ λευταία χρόνια είναι δομική μετα­ βολή. Πρόκειται δηλαδή για μετα­ σχηματισμό που αφορά στο ίδιο το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι και όχι στα αντικείμενά του. Τη δομική .αυτή μεταβολή του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι αναλύουν οι Theodor

Η στροφή αυτή που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση της φιλοσοφικής δραστηριότητας ως κοινωνικής δραστηριότητας είναι ο βασικός παράγοντας για την αναζωπύρωση των συζητήσεων που περιστρέφον­ ται γύρω από ζητήματα όπως είναι η σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ιστορία, η σχέση ανάμεσα στο φιλοσοφικό κείμενο και το ερ­ μηνευτικό παρόν κ.ά. Η μετάβαση όμως αυτή από το μοντέλο, φιλοσοφική εργασίαπρότυπο κοινωνικής ενότητας, στο


50/οδηγος

Θεόφιλος Βέικος γικά προβλήματα είναι φιλοσοφι­ κές συζητήσεις και μπορεί κανείς να θεμελιώσει την ίδια τη φιλοσο­ φική δραστηριότητα ως φιλοσοφι­ κό αντικείμενο. Οι συζητήσεις αυ­ τές συγκροτούν ένα corpus φιλοσο­ φικής θεωρίας, η οποία επιχειρεί να εξηγήσει τις συνθήκες του «λό­ γου διδόναι» στη φιλοσοφία. Πρό­ κειται, λοιπόν, για μια φιλοσοφία της φιλοσοφίας ή για μια «μεταφιλοσοφία» όπως επεκράτησε να ονομάζεται ο χώρος αυτός της φι­ λοσοφικής έρευνας, (βλ. το θαυμά­ σιο βιβλίο του Μ. Lazerowitz, Stu­ dies in Metaphilosophy, London/ New York 1964). Στα πλαίσια αυτών των φιλοσο­ φικών ερευνών εντάσσονται τα δυο βιβλία του καθηγητή της φιλοσο­ φίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Θεόφιλου Βέϊκου που εκδόθηκαν πρόσφατα. Πρόκειται για τα βι­ βλία: 1. Προλεγόμενα στη Φιλοσο­ φία (Προλ. Φ.) και 2. Ιστορία και Φιλοσοφία. Δοκίμιο για μια κοι­ νωνική κατανόηση της φιλοσοφίας (ΙΦ). Σ’ αυτά θεματοποιούνται θε­ μελιώδη ζητήματα της μεταφιλοσοφικής έρευνας όπως είναι: το ερώ­ τημα τι είναι η φιλοσοφία, πώς οριοθετείται η φιλοσοφία από π α ­ ραπλήσιες δραστηριότητες όπως εί­ ναι ο κοινός νους, η θρησκεία, η επιστήμη, η τέχνη, τι ονομάζουμε φιλοσοφικά προβλήματα, τι είναι τα φιλοσοφικά αντικείμενα, υπάρ­ χει μια ενιαία φιλοσοφική μέθοδος, ποια είναι τα στοιχεία εγκυρότητας των φιλοσοφικών μεθόδων, τι είναι ένα φιλοσοφικό επιχείρημα, ποια είναι η σχέση του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι με την αλήθεια, ποια είναι η σχέση της φιλοσοφικής σκέ­ ψης με τα οριστικά και κοινωνικά πλαίσια μέσα στα οποία αναπτύσ­

σεται ποιος είναι ο ρόλος της ιστο­ ρικότητας της φιλοσοφίας στην κα­ τανόησή της, πώς είναι δυνατή η μελέτη των φιλοσοφικών κειμένων, ποια είναι η κοινωνική λειτουργία της φιλοσοφίας, τι ονομάζουμε φι­ λοσοφική εμπειρία, ποια είναι η γνωστή εξηγήσιμη αρχή του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι, το ερώτημα για το τέλος της φιλοσοφίας. Πρέπει να τονίσουμε ότι το ερώ­ τημα: τι είναι η φιλοσοφία (Προλ. Φ. σελ. 15 επ. και ΙΦ σελ. 21 επ.) είναι ερώτημα, του οποίου το εν­ διαφέρον συγκεντρώνεται γύρω από την αναζήτηση της ουσιότητας (quidditas) της φιλοσοφίας, δηλ. στοχεύει στην ανεύρεση εκείνου του πράγματος, το οποίο καθιστά τη φιλοσοφία ό,τι αυτή είναι. Κατά συνέπεια η οποιαδήποτε απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να αναζητηθεί στα πλαίσια μιας ιστο­ ρίας της φιλοσοφίας όπου ο ρευνητής θα απευθύνει το ερώτημα στους φιλοσόφους που ο ίδιος εν­ δεχομένως θα επιλέξει, και στη συ­ νέχεια θα ταξινομήσει τις απαντή­ σεις με κάποια φιλοσοφικά οπωσ­ δήποτε κριτήρια. Έ να τέτοιου εί­ δους εγχείρημα μετατοπίζει το γνωστικό διαφέρον του ερωτήμα­ τος από το ίδιο της φιλοσοφίας στις απόψεις που διατυπώνουν οι φιλόσοφοι για τη φιλοσοφία (βλ. Προλ. Φ σελ. 31-43, ΙΦ σελ. 25-37). Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα, τι είναι η φιλοσοφία εξαρτάται από τον εντοπισμό του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού γνωρίσματος της φιλοσοφίας. Εάν συγκρίνουμε τη φιλοσοφική δραστηριότητα με παραπλήσιες δραστηριότητες τότε θα διακρίνου­ με κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα στη φύση της. Η φιλοσοφική σκέψη διακρίνεται από τον κοινό νου (βλ. Προλ. Φ σελ. 16-20), από την κοινή δεδομένη γνώση, στο βαθμό που τα αντικείμενά της κατασκευάζονται επειδή ο κοινός νους διαθέτει πε­ ριορισμένες ικανότητες λογικής και θεωρητικής αφαίρεσης. Ακόμη η φιλοσοφία σε αντίθεση με τον κοι­ νό νου είναι αρνητική σκέψη: «κα­ ταστρέφει κάθε βεβαιότητα, κατα­ κτά αυτό που είναι ξένο, και κάνει προβληματικό αυτό που είναι οι­ κείο» (Προλ. Φ σελ. 18). Η αρνητικότητα όμως της φιλοσοφικής σκέ­ ψης προκύπτει όχι μόνο από τη στάση της φιλοσοφίας απέναντι στη δεδομένη τάξη πραγμάτων, αλ­ λά είναι συνάρτηση και του λόγου (vernunft) που χαρακτηρίζει τη φι­

λοσοφική δραστηριότητα σε αντί­ θεση προς τη θρησκεία που στηρί­ ζεται στην πίστη και την αποκάλυ­ ψη (Προλ. Φ σελ. 20-22). Η φιλο­ σοφία ως λόγος είναι ο τόπος της κριτικής. Το κριτικό στοιχείο της φιλοσοφικής δραστηριότητας καθί­ σταται ιδιαίτερα εμφανές μέσα από τη σχέση της φιλοσοφίας με την επιστήμη (Προλ. Φ σελ. 22-26). Η φιλοσοφία, είτε ως επιστήμη των επιστημών (scientia scientiarum), είτε ως προεπιστήμη, είτε ως δρα­ στηριότητα που ακολουθεί την ανάπτυξη των επιστημών κατά την επιστημολογική άποψη του Althus­ ser, διατηρεί το χαρακτήρα της ως κριτηρίου της κριτικής. Α ν η άρνη­ ση, ο λόγος, και η κριτική είναι γνωρίσματα της φιλοσοφικής σκέ­ ψης, δεν μπορούμε να πούμε ότι συγκροτούν και εκείνο που καθι­ στά τη φιλοσοφία ό,τι αυτή είναι. Έ τσι, το ερώτημα, τι είναι η φιλο­ σοφία, και ως ερώτημα που αναφέρεται στην ουσιότητα της φιλοσο­ φίας, παραμένει ανοιχτό. Το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι στη­ ρίζεται στην πλήρη ζωντανή εμπει­ ρία, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει υποστεί περικοπές ή ρυθμίσεις από απαγορευτικούς κανόνες, πράγμα που σημαίνει ότι η θεωρη­ τική κατασκευή των φιλοσοφικών αντικειμένων είναι μια διαδικασία, στην οποία αναπτύσσεται μια σχέ­ ση έντασης ανάμεσα στο λόγο (ver­ nunft) και την κοινωνική πραγμα­ τικότητα. Στην περίπτωση δηλ. της φιλοσοφικής εμπειρίας δεν υπάρχει εκ των προτέρων κατασκευασμένο ένα νομολογικό πλαίσιο ελέγχου και απόρριψης στοιχείων, των οποίων το περιεχόμενο δεν ανταποκρίνεται στον επιστημονικό λό­ γο. Η φιλοσοφική εμπειρία ως δια­ δικασία κατασκευής των φιλοσοφι­ κών αντικειμένων είναι μια διαλε­ κτική κίνηση (για την έννοια της εμπειρίας ως διαλεκτικής κίνησης, βλ. Hegel, «Φαινομενολογία του πνεύματος»), την οποία ασκεί η γνωστική συνείδηση πάνω στη γνώ­ ση της και στο γνωστικό αντικείμε­ νο. Στα πλαίσια αυτής της διαλε­ κτικής κίνησης παράγονται τα εμ­ πειρικά περιεχόμενα που αποτε­ λούν το πρώτο υλικό για την κατα­ σκευή των φιλοσοφικών αντικειμέ­ νων. Πράγμα που σημαίνει ότι το φιλοσοφικό αντικείμενο δεν εμφα­ νίζεται ως αποκλειστικό κατα­ σκεύασμα του λόγου, ούτε ως κα­ θαρό εμπειρικό δεδομένο. Είναι ένα πράγμα στη διαφοροποιημένη


οδηγος/51 εκδοχή του ως υπαρκτή δυνατότη­ τα ενός μη εννοιολογικού μετασχη­ ματισμού (βλ. και Adorno, Αρνητι­ κή διαλεκτική). Η δυνατότητα αυ­ τή του αντικειμένου, για έναν μη εννοιολογικό μετασχηματισμό του, είναι η βασική αιτία της ύπαρξης διαφοροποιημένων περιεχομένων στο εσωτερικό του αντικειμένου. Έ τσι η σύσταση του φιλοσοφικού αντικειμένου φαίνεται να υποστασιοποιεί μια διαφορά από την εννοιολογική εργασία ως κοινωνική και την εγελιανή διεύρυνση του πνεύματος σε ολότητα, και της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται στο ότι το πνεύμα αποτελεί μια στιγμή της κοινωνικής εργασίας, αποκομμένη από τη χειρωνακτική εργασία. Οι ιδιομορφίες που χαρακτηρί­ ζουν τη σύσταση των φιλοσοφικών αντικειμένων συνδέονται στενά και με τις ιδιαιτερότητες που παρου­ σιάζουν τα φιλοσοφικά προβλήμα­ τα. (Προλ. Φ σελ. 44-58, ΙΦ σελ. 37-47). Αυτά πηγάζουν από τη ζωντανή πραγματικότητα κάθε κοινωνίας και εποχής, διατυπώ­ νονται όμως πάντοτε «με μια τυπι­ κή μορφή έσχατης γενικότητας» (ΙΦ σελ. 56). Ο σταθερός τρόπος εκφοράς του φιλοσοφικού ερωτή­ ματος συνίσταται στο: τι είναι το ον (τι το ον, κατά τον Αριστοτέλη, Μετά τα φυσικά 1028b 3), δηλ. στο τι είναι αυτό, το οποίο, καθώς μπορεί να γνωσθεί, είναι ό,τι αυτό είναι, και όχι δεν είναι. Δεν υπάρ­ χει ωστόσο καμιά ενιαία μέθοδος για τη λύση των φιλοσοφικών προ­ βλημάτων. Υπάρχουν τόσοι διαφο­ ρετικοί τρόποι μεθόδου (π.χ. απο­ δεικτική, επαγωγική, διαλεκτική κ.ά.) φιλοσοφικής έρευνας που εί­ ναι αδύνατο να θεωρηθούν ως μορ­ φές μιας «φιλοσοφικής μεθόδου», (βλ. Προλ. Φ σελ. 59-68, ΙΦ σελ. 47-52). Στη φιλοσοφική δρατηριότητα ξεχωριστή θέση κατέχει το επιχείρημα, δηλ. ένα «νοητικό σχή­ μα που λέει τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Το σχήμα αυτό ορίζεται από μια ομάδα προτάσεων διαταγ­ μένων σε τέτοια λογική σειρά, που η μια πρόταση να ακολουθεί κατανάγκην την άλλη και όλες μαζί να οδηγούν σ’ ένα έγκυρο συμπέρα­ σμα (Προλ. Φ σελ. 70). Η ίδια η φιλοσοφία μάλιστα χαρακτηρίζεται ως σχολή του επιχειρήματος. Η σχέση όμως του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι με την αλήθεια δεν κα­ θορίζεται μόνο στο επίπεδο του επιχειρήματος αλλά και στο επι­

στημολογικό επίπεδο. Σ’ αυτή την περίπτωση η αλήθεια και τα κριτή­ ριά της δεν καθορίζονται με βάση κάποια κλειστά συστήματα σκέ­ ψης, είτε αυτά στηρίζονται στην ιδέα της αντιστοιχίας ανάμεσα στη σκέψη και την πραγματικότητα, εί­ τε στην ιδέα της συναίνεσης των μελών της φιλοσοφικής κοινότη­ τας. Μια φιλοσοφική θεωρία κρίνεται στην ιστορικότητά της, δηλ. στο βαθμό που κατορθώνει να δια­ τηρήσει την αλήθεια της μέσω ενός «πυρήνα εποχής» (Zeitkern), να διαφυλάξει την ικανότητά της να συλλαμβάνει τη συνάφεια των θεω­ ρητικών κατασκευών της με τα προβλήματα της εποχής της. Το ζήτημα όμως της σχέσης της φιλοσοφίας με την ιστορία είναι πολύπλευρο και περιλαμβάνει πλη­ θώρα ερωτημάτων, τα οποία ανα­ λύει ο καθηγητής κ. Βέϊκος στο τρίτο μέρος του βιβλίου του: Ιστο­ ρία και Φιλοσοφία. Εδώ η ενότητα των ζητημάτων που περιλαμβάνει ο τίτλος «ιστορία και φιλοσοφία» εξετάζονται κάτω από τρεις διαφο­ ρετικές σκοπιές: α. τη θεωρητική σκοπιά, β. την επιστημολογική σκοπιά και γ. τη γενετική σκοπιά. Α πό τη θεωρητική σκοπιά (ΙΦ σελ. 176-202) η φιλοσοφία ως κοινωνική δραστηριότητα ανήκει στην κοινω­ νική και φιλοσοφική παράδοση, στα πλαίσια της οποίας διαμορφώ­ νεται, είτε μέσα από μια διαδικα­ σία κριτικής και απόρριψης, είτε μέσα από μια διαδικασία αποδοχής και επαναπροσδιορισμού των φι­ λοσοφικών ιδεών που κυριαρχούν σε μια παράδοση. Η καρτεσιανή φιλοσοφία θεωρείται ότι είναι εξαρτημένη από τη μεσαιωνική φι­ λοσοφική παράδοση. Στην εποχή μας όμως, η ενότητα της φιλοσο­ φίας και της παράδοσης έχει ριζι­ κά μετασχηματισθεί. Τούτο οφείλε­ ται στο ότι φορέας της φιλοσοφίας ως ιστορικής λειτουργίας δεν είναι ο φιλόσοφος-άτομο, αλλά η φιλο­ σοφική κοινότητα. Η εποχή της προσωποποιημένης παρουσίας της φιλοσοφικής σκέψης έχει οριστικά παρέλθει. Οι διατυπώσεις αυτές είναι χρή­ σιμες, όταν πρόκειται να μελετηθεί ένα φιλοσοφικό κείμενο. Γιατί η μελέτη φιλοσοφικού κειμένου «αποτελεί πράξη που καθορίζεται από τρεις συστατικούς παράγον­ τες: τα κείμενα, τους μελετητές και την κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα» (Προλ. Φ σελ. 113) Το ερμηνευτικό πλαίσιο είναι ένα σύνολο από κοινωνικά και πο-

πλαίσιο ΒΑ ΣΙΛ Η ΑΛ ΕΞΑΚ Η : Η σκιά τον Λεωνίδα. Αθήνα, Εξάντας, 1984. Σελ. 202. ΕΞΙ ιστορίες με σχέδια, τούτο το βιβλίο του «παρισινού» Βασίλη Αλεξάκη. Μόνο που τα σχέδια δεν παίζουν το ρόλο του κόμικ, αλλά σαν σύνολο μαζί με τα κείμενα δίνουν την αίσθηση της προετοιμασίας σεναρίων για ταινίες, μικρές ή μεγάλες, μα πάντα ενδιαφέρουσες. Σεναρίων γεμάτων υπόκωφο χιούμορ. Μια υπόγεια σάτιρα των ανθρώπινων -κα ι συχνά των ελληνικών- πραγμάτων, που φτάνει στα όρια του παράλογου. (.. Ή του πολύ σοβαρού, όταν τα ίδια τα πράγματα είναι παράλογα). ΒΑΣΙΛΗ ΑΡΦΑΝΗ : Το ραντεβού. Αθήνα, Οδυσσέας, 1984. Σελ. 38. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, στιγμιότυπα με σκιές σκληρές από στιγμές και ανθρώπους· αισθηματολογία πίσω από λαϊκά περιοδικά και ημέρες αργίας στην επαρχία: η ποίηση του Βασίλη Αρφάνη. Ο φακός του περιπλανιέται, παρακολουθεί, και σταματά. Μα η κίνηση της αδιόρατης συννεφιάς συνεχίζει, μπαίνει κάτω από τις λέξεις, μέσα στις εικόνες. Κι ολόκληρη η περιγραφή αποκτά μουντό χρώμα, αφήνοντας τα ροζ και τα γαλάζια, διαφοροποιείται με μια επιπλέον κριτική υπόσταση και επισκοπεί.

ΕΥ Τ Υ ΧΙΑ Σ ΓΙΟΣΗ: Πτυχές. Αθήνα, 1984. Σελ. 20. ΟΙ νέοι γράφουν, εύκολα, ποιήματα. Δεν γράφουν


52/οδηγος λιτιστικά δεδομένα που συγκρο­ τούν τον διανοητικό εξοπλισμό του μελετητή των φιλοσοφικών κειμέ­ νων. Ο μελετητής ως μέλος της φι­ λοσοφικής κοινότητας της εποχής του λειτουργεί ως διαμεσολαβητής ανάμεσα στις ιδέες του φιλοσοφι­ κού κειμένου και τα προβλήματα της εποχής του. Ανασυκροτεί το φιλοσοφικό κείμενο στο φως των προβλημάτων της δικής του κοινω­ νίας, του δικού του πολιτισμού. Μια τέτοιου είδους ανάγνωση του φιλοσοφικού κειμένου, μια ανάγνωση δηλαδή, που τονίζει την ιστορικότητα της φιλοσοφικής σκέ­ ψης θέτει το πρόβλημα της φιλοσο­ φίας και από τη γενετική σκοπιά του (ΙΦ σελ. 236-271). Η φιλοσο­ φία ως κοινωνική δραστηριότητα εμφανίζεται ιστορικά για πρώτη φορά σ’ ένα κλίμα ανεπτυγμένου

πολιτισμού, στην αρχαία πόλη του 5ου π. X. αιώνα, ως αντιτιθέμενη στο μυθικό μοντέλο εξήγησης του κόσμου. Το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι διήνυσε μια ιστορική διαδρο­ μή από τον Πλάτωνα έως το τέλος του 19ου αιώνα, και στον αιώνα μας αντιμετωπίζει την πιο κρίσιμη φάση της ιστορικής διαδρομής του· καθίσταται πρόβλημα κατά πόσο το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι εξακο­ λουθεί να υφίσταται ή μήπως έφθασε στο τέλος του. Εδώ η λέξη «τέλος» χρησιμοποιείται με τη ση­ μασία της τελειώσεως δηλ. της ελεύσεως μέχρι του σημείου, πέρα από το οποίο δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε συνέχεια. Και στην περίπτωση αυτή γίνεται σαφές ότι η απάντηση στο ερώτημα του τέ­ λους της φιλοσοφικής σκέψης δεν μπορεί ν α είναι απάντηση της ιστο­

ρίας της φιλοσοφίας, αλλά μεταφιλοσοφική δηλ. φιλοσοφική απάν­ τηση. Στη σύντομη αυτή παρουσίαση έγινε προσπάθεια να αναλυθούν κατά τρόπο περιγραφικό τα θεμε­ λιώδη προβλήματα της σύγχρονης μεταφιλοσοφικής έρευνας, που αναπτύσσονται στα δυο βιβλία του καθηγητή κ. Βέικου. Αξίζει να τονισθεί ότι τα δυο αυτά βιβλία όχι μόνο γονιμοποιούν και εμπλουτί­ ζουν τη συζήτηση για τα μεταφιλοσοφικά ζητήματα, αλλά και θέτουν τις αφετηρίες για την επανεξέταση των όρων και των προϋποθέσεων άσκησης της φιλοσοφικής εργασίας στον τόπο μας και των συνθηκών εγκυρότητάς της.

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

η σ ιγα νή λίμ α του δ ια β ό λ ο υ η π ο ρ εία της ψ υ χή ς στην ο δ ό της τελειότη τας ΑΓΙΑ ΤΕΡΕΣΑ Τ Ο Υ ΙΗΣΟΥ: Οι Κατοικίες. Μετ. Χοσέ Ρονίθ, Με­ ταγραφή: Κώστας Ε. Τοιρόπονλος. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1984. Σελ. 281 + 1 έγχρωμος πίνα-

«Οι Κατοικίες» ή όπως λέγεται το βιβλίο, «Το εσωτερικό φρού­ ριο» (el castillio interior), εκδόθηκαν στα 1588, μετά το θάνατο της Αγίας Τερέσάς του Ιησού ή της Άβιλα -Santa Teresa de Jesus ή de 'Avila, κατά κόσμον Teresa de Cepeda y Ahumada (1515-1582)και αποτελούν το κορυφαίο έργο της και ταυτόχρονα την τελείωση των μυστικιστικών της βιωμάτων. «Οι Κατοικίες» είναι μια πραγ­ ματεία που «έγραψε η Τερέσα του Ιησού, μοναχή της Παναγίας μας του Καρμήλου για τις αδελφές και θυγατέρες της, τις μοναχές ανυπόδητες Καρμελίτισσες». (σελ. 11). Στο έργο η ψυχή παρομοιάζεται με φρούριο με εφτά συστοιχίες κατοικιών, η θέση και η διάταξη των οποίων αναπαριστά τη μυστική

αποδημία του ανθρώπου: από την ελευθερία στην ασκητεία και το διαλογισμό (Κατοικίες 1-3), από την εν είδει ρεύματος πρώτη εισροή

της θείας Χάριτος στην προσευχή της interversio (ενδοστρέφειας), της καρτερίας και τής αυτογνωσίας (Κατοικίες 4-5) κι από ’κει ώς την ένωση με τον Θεό, που πραγματο­ ποιείται στα έγκατα της ψυχής (Κατοικίες 6-7). Τα δηλητηριώδη σκουλήκια και τα ιοβόλα φίδια, τα εγκόσμια δη­ λαδή, κατάφεραν -ξεκινώντας κι αυτά απ’ τον πρόδωμο του φρου­ ρίου- να τρυπώσουν απ’ την πύλη και ν ’ ακολουθήσουν τη μυστική αποδημία μέχρι τις Τρίτες Κατοι-


οδηγος/53 χίες, ξεπερνώντας την συνοδευμένη με ταπεινότητα αυτογνωσία, την καρτερία και την αναχώρηση από τα εγκόσμια- μα δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν, γιατί ο Θεός «μ’ ένα σφύριγμα τόσο διακριτικό που σχε­ δόν δεν ακούστηκε» (σελ. 83), έθε­ σε την αποδημία αυτή υπό την προστασία του. Ώ ς εδώ ο άνθρω­ π ος μοιάζει μεταξοσκώληκας: έχει αποτραβηχτεί απ’ το δέλεαρ του κόσμου και τα πάθη του Εγώ στην απομόνωση ενός κουκουλιού (= σκήτης), που έγνεσε ο ίδιος με την αυτογνωσία του. Ο Θεός δωρίζει σ’ αυτή την αναχώρηση α π ’ τα επί­ γεια μια στιγμή ένωσης, κι έτσι το άσχημο σκουλήκι μεταμορφώνεται σε λευκή πεταλούδα, που, πετώντας προς τον ουρανό με τα φτερά ενός αφάτου και ενός όλο ένθεο πάθος πόθου, έχει ένα μόνο σκοπό: την οριστική ένωση με το Θεό (πέμπτες Κατοικίες). Η πραγματο­ ποίηση του σκοπού επιτελείται σε δυο περιόδους -στις δυο έσχατες Κατοικίες- ως αρραβών και γάμος της Ψυχής με τον Θεϊκό Νυμφίο: επιτελείται μάλιστα κατά τρόπο ανάλογο με την κοινή - π λ έο ν - φλό­ γα δυο κεριών που ενώθηκαν ή με την πτώση μιας σταγόνας νερού στον ωκεανό, έτσι, ώστε να μην εί­ ναι δυνατή πια η επανεύρεσή της. Σ’ αυτή την τελική φάση της δια­ πραγμάτευσης του θέματος, κατα­ δεικνύεται ο εσωτερικός πλούτος της Αγίας. Το θέμα της μυστικής ένωσης του ανθρώπου με τό Θεό δια της προ­ σευχής το είχε διεξέλθει -μολονότι πολύ απλοϊκά- η Α γία Τερέσα και στα κεφάλαια 10-12 του «Βιβλίου της ζωής της» (Libro de su vida). Της προσευχής προηγείται η άσκη­ ση, η γύμναση των αρετών: της τέ­ λειας αναχώρησης α πό τα εγκόσμια και του πλήρους χωρισμού από τα υλικά, του ασκητισμού, της ταπεί­ νωσης, της αγάπης προς τον πλη­ σίον και προς τον Θεό. Γράφει στις «Κατοικίες» η Αγία: «η αληθινή τε­ λειότητα είναι αγάπη του Θεού και του πλησίον» (σελ. 34). «Ο Κύριος δεν μας ζητάει παρά αυτά τα δυο: αγάπη προς αυτόν κι αγάπη στον πλησίον» (σελ. 119). Είναι οι απλές, απλούστατες απαντήσεις που δίνει η Α γία Τερέσα στη ρητο­ ρική ερώτηση του Ψαλμωδού: Κ ύ­ ριε, τις παροικήσει εν τω σκηνώματ ί σον, ή τις κατασκηνώσει εν άρει αγίω σου; (Ψαλμός 14). Ο αγαπών τον πλησίον και το Θεόν ον σαλεν-

θήσεται εις τον αιώνα (ομοίως Ψαλμός 14). Μετά την άθληση του ανθρώπου στο στίβο των αρετών ακολουθεί κατά την Α γία Τερέσα, η άνοδος των βαθμιδών της κλίμακας της προσευχής. Α π ’ τα πρώτα τα σκα­ λοπάτια της πνευματικής προσευ­ χής ( oracion mental)-ό π ο υ , όπως η μνηστή κοιτάζει ερωτικά το νυμφίο στα μάτια, έτσι κι ο προσευχόμενος οφείλει να προσβλέπει τον εν ουρανοίς πατέρα- ο άνθρωπος ανε­ βαίνει τα σκαλοπάτια της προσευ­ χής της πνευματικής συγκέντρωσης (oraci6n de vecogiemiento), όπου ο ούτως ειπείν απολησμονημένος απ’ τον ίδιο του τον εαυτό άνθρωπος καταδύεται στην ίδια του την ψυ­ χή, ως να επρόκειτο για τον εν ουρανοίς οίκο του πατρός· τελευταία έπονται τα σκαλοπάτια της προ­ σευχής της γαλήνης (oraci0n de quietud): ανεβαίνοντάς τα ο άν­ θρωπος εισέρχεται στη σφαίρα της Επιφοίτησης, ένθα τα πάντα εξαρτώνται πλέον από τη Χάρη του Θεού. Ο τελευταίος αναβαθμός για την unio mystica είναι η άνευ όρων αφοσίωση στο Fiat voluntas Tua - ο άνθρωπος έχει γίνει εργαλείο στη βούληση, στο θέλημα του Θεού: « Ό π ο ιο ς επιδιώκει ν ’ αρχίσει προ­ σευχή -κ α ι μην το ξεχνάτε αυτό γιατί είναι σπουδαιότερο- υπο­ χρεώνεται να έχει μοναδική αξίωση να συμμμορφώνει τη θέλησή του με του Θεού τη θέληση, κι όπως αργό­ τερα θα πω, ας είστε πολύ σίγουρες (Σημ: εννοεί τις μοναχές) ότι σε τούτο συνίσταται η μεγαλύτερη τε­ λειότητα που μπορεί κανείς να κα­ τορθώσει στην πνευματική οδό (σελ. 42)· Τέλος σε όλα τα πράγμα­ τα πρέπει να αφηνόμαστε στις βου­ λές του Θεού» (σελ. 51). Η σχέση αν ή Θεού και Α νθρώ­ που, και η σωτηρία του δευτέρου απ’ το προπατορικό αμάρτημα και η λύτρωσή του α π’ τα δεσμά του Διαβόλου είχε απασχολήσει σ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα κληρι­ κούς και θεολόγους. Ο Καισάριος του Heisterbaeh, κιστερκιανός μο­ ναχός στη Ρηνανία, δίνει μέσα απ’ τις μονότονες ιστορίες του βιβλίου του «Dialogue Miraculorum» έναν οδηγό σωτηρίας, διηγούμενος τις άλλοτε ενθαρρυντικές, άλλοτε τρο­ μαχτικές ιστορίες του Heinrich· ομοίως συνέβη και με τον δανό αρ­ χιεπίσκοπο της Lund, στις αρχές του 13ου αιώνα, Anders Suneson, στο δέκατο βιβλίο του «Εξαημέ-

εύκολα, όμως, ποίηση. Γι’ αυτό είναι ελπιδοφόρο να βλέπει κανείς πραγματικό ποιητικό λόγο σ’ έναν νέο (η συγγραφέας των «Πτυχών», όπως σημειώνει, είναι δώδεκα χρόνων). Βέβαια, ο συγκεκριμένος αυτός λόγος δεν έχει αποκτήσει ακόμη ολοκληρωμένο πρόσωπο, μοιάζει αδιαμόρφωτος, έρμαιο λίγο ώς πολύ των γενικών κοινωνικών ερεθισμάτων και των ονομάτων των εννοιών. Μα αφήνει μια υποθήκη για μια σοβαρότερη υπόθεση, όταν το μολύβι μάθει όχι μόνο να γράφει, αλλά και να διαγράφει.

Θ ΑΝ Α ΣΗ ΒΕΝΕΤΗ: Α ρ αχναία Νήματα. Αθήνα, 1984. Σελ. 68. Α ΠΟ τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές φωνές των τελευταίων καιρών ο Θανάσης Βενέτης. Κι εδώ, σε τούτη, την πιο πρόσφατη συλλογή του, ο λόγος του δείχνει ωριμότερος: υπηρετεί την έκφραση της προσωπικής του μυθολογίας, χωρίς να βαραίνει στα σχήματα. Έ τσι, κυρίαρχη, βγαίνει η αντιδιαστολή του εγώ με το καθορισμένο οικοδόμημα ενός κόσμου που επιβάλλεται ερήμην για να δυναστεύσει και να υπονομεύσει κάθε αγωνία. Μια αντιδιαστολή έτοιμη να επιλέξει ανάμεσα στην αναχώρηση ή την έντονη σύγκρουση.

ΙΩ Α Ν Ν Ο Υ ΜΕΛΑ: Το κομμουνιστικό κίνημα του Σεϊχ Μπεντρεντίν. Αθήνα, 1983. Σελ. 48. ΕΛΑΧΙΣΤΑ γνωστή στις λεπτομέρειές της η διαδρομή του τουρκικού έθνους, που έχει όμως πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές. Ό π ω ς το κίνημα κατά του Σουλτάνου Μεχμέτ του Α ', στη δεύτερη δεκαετία του 15ου αιώνα, που αν πετύχαινε θα


54/οδηγος ρου» του, και τον σπουδαίο θεολό­ γο Βερνάρδο του Clairvaux, στην πραγματεία του «Tractatus contra queadam Capitula Errorum Abelardi». Οι «Κατοικίες» της Α γίας Τερέσας είναι αρχιτεκτονήματα απλά που σκοπό έχουν να γυμνάσουν τον άνθρωπο, ώστε με κανόνα την προ­ σευχή και γνώμονα τη σωτηρία του, να φθάσει στο Θεό, για να πραγματωθεί αμφιδρόμως το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν. Αυτή η απλή αρχιτεκτονική σύλληψη των αιτημάτων της ψυχής και των ζητη­ μάτων της πίστης έχει βαθιές ρίζες στην καθολική παράδοση του Με­ σαίωνα. Ο Βερνάρδος του Clair­ vaux προτιμούσε ένα είδος αρχιτε­ κτονικής τόσο απλό, ώστε να μην απομακρύνεται και να μην αποσπάται ο νους από την ανύψωση στο Θεό: μ’ αυτή τη θεώρηση, ο Βερνάρδος του Clairvaux ταξινο­ μείται στο μονιστικό σύμπαν του Ανσέλμου, αρχιεπισκόπου Καντα-

ΜΠΟΡΙΣ ΒΙΑΝ

'Ο Κομπάρσος

Ο ι

ΝΕΦΕΛΗ Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9 - Άθήναι 10679 Τηλ. 3639962 - 3607744

\______________ ,

βρυγίας, κατά τη φιλελεύθερη και βαθύτατα ουμανιστική άποψη του οποίου, ο διάβολος, το κακό, π αί­ ζει έναν περιορισμένο ρόλο και οι άνθρωποι ως άτομα είναι ελεύθε­ ροι να διαλέξουν τη ζωή που θέ­ λουν· σημειωτέον πάντως ότι η άποψη αυτή, καθώς σημειώνει ο Brian Ρ. Me Guire στην πραγμα­ τεία του «Ο Θεός, ο Ά νθρω πος και ο Διάβολος στη μεσαιωνική θεολογία και κουλτούρα» (περιοδι­ κό Εποπτεία, αρ. 87, σελ. 112, μτφ. Ζηνοβίας Δρακοπούλου), υπελήφθη σ’ όλη τη διάρκεια του Με­ σαίωνα της παραδοσιακής και συν­ τηρητικής δυϊστικής απόψεως της Σχολής της Laon, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι εκτίθενται σε προσβολές και επιθέσεις των υπερ­ φυσικών δυνάμεων και βρίσκονται μάλλον σε θέση άμυνας, μολονότι διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Η Α γία Τερέσα, βέβαια, αγνοού­ σε αυτές τις θεωρίες. Για το διάβο­ λο πίστευε απλά ότι ενεργεί σαν σι­ γανή λίμα στις ψυχές των ανθρώ­ πων («Οδός Τελειότητας», κεφ. 28.) Εξάλλου δεν γνώριζε λατινι­ κά, τις δε «Confessiones» του Ιερού Α υγουστίνου, την «Imitatio Cristi» του Α γίου Θωμά a Kempis και τις «Epistulae» του Αγίου Ιερωνύμου, τις είχε διαβάσει από ισπανικές με­ ταφράσεις. Πνευματικός καθοδη­ γητής και μύστης της υπήρξε ο νεό­ τερος της Ά γ ιο ς Ιωάννης του Σταυρού -San Juan de la Cruz (1542-1591)- ο μορφωμένος άνθρω­ πος που αναφέρεται πλειστάκις στο βιβλίο. Τα έργα των δυο Αγίων ορίζουν το λογοτεχνικό ζενίθ του ισπανικού μυστικισμού, με τη δια­ φορά ότι ο μυστικισμός της Α γίας Τερέσας απέχει οιασδήποτε καλλι­ τεχνικής ή ποιητικής φιλοδοξίας· δεν διέθετε άλλωστε η Α γία -πέρα ακόμα και από την άγνοια της Λα­ τινικής- τις προϋποθέσεις να επι­ τύχει, ό,τι πέτυχε ο San Juan de la Cruz στα «Ά σμ ατα μεταξύ Ψυχής και Νυμφίου» και στο « Ά σ μ α της Ψυχής όταν είναι σε αληθινή επι­ κοινωνία και ένωση με την αγάπη του Θεού». Η Α γία Τερέσα γράφει όπως μιλάει, χρησιμοποιεί διάλε­ κτο, κάνει γραμματικά λάθη, διαπράττει σολοικισμούς, ομολογεί την αδυναμία της: «Δεν ξέρω κα­ λύτερα να τα εξηγώ», (σελ. 54)· «Λέω όσα καταλαβαίνω» (σελ. 78). Πρέπει εντούτοις να εξαρθεί η απλότητα και η φυσικότητα του λόγου της, η πλαστικότητα των ει­

κόνων της, οι οποίες δεν είναι, όπως στα ποιήματα του San Juan de la Cruz, σύμβολα φιλοσοφικού βάθους, αλλά εικόνες «ληστεμένες» α π’ την καθημερινή ζωή, που υπη­ ρετούν την εκλαΐκευση υψηλών εν­ νοιών και τις εγκάρδιες ερωτικές χορδές που πάλλονται για να εκφράσουν με ήχο τη βαθύτατη πίστη της. «Μου φαίνεται ν ’ ακούω πολ­ λά χειμαρρώδη ποτάμια στο κεφάλι μου, να πέφτουν ορμητικά σαν κα­ ταρράχτες, πολλά πουλάκια, και σφυρίγματα κι αυτό, όχι στ’ αφτιά παρά στην κορυφή του κεφαλιού, όπου λένε πως βρίσκεται το ανώτε­ ρο μέρος της ψ υχής... Παρ’ όλη την ταραχή που γίνεται εδώ μέσα, δεν εμποδίζονται στην προσευχή, ούτε και σ’ αυτά που λέγω, κι η ψυχή παραμένει ακέραιη στη γαλήνη της, τις επιθυμίες της και την καθάρια γνώση της» (σελ. 72). Α π ’ το έργο της αναβρύζουν εικόνες, παραστά­ σεις πλούσιες σε λαϊκούς τόνους, ανάμεικτες με αρχαιοπρεπείς «γλωσσικές» παρεκκλίσεις, που δεν επιζητήθηκαν ad hoc, μα αντλήθη­ καν απ’ το ακένωτο φρέαρ της λαϊ­ κής γλώσσας και σοφίας, μαζί με τολμηρές μεταφορές, λησμονημένα γνωμικά και βιβλικά χωρία, και λογοτεχνικούς ακροβατισμούς που μόνο η «αυθάδης» και ρηξικέλευθη πένα ενός Θερβάντες θ’ αποτολ­ μούσε. Η μετάφραση του βιβλίου από τους Χοσέ Ρονίθ και Κώστα Ε. Τσιρόπουλο είναι ομολογουμένως εκπληκτική. Οι μεταφραστές σεβά­ στηκαν όλες τις «ιδιοτροπίες» του πρωτότυπου και τις μετέφεραν στα ελληνικά με τρόπο υποδειγματικό ούτως ώστε, ούτε η μαγεία του κει­ μένου καθ’ εαυτού απόλλυται, ούτε (με ποικίλα μεταφραστικά τερτί­ π ια, γνωστά σ’ όλους τους παροικούντας την Ιερουσαλήμ -τ ο νόημα να βγαίνει!-) μετατρέπεται η αρχι­ κή γλαφυρότητα σε ανούσιο αράδιασμα λέξεων και προτάσεων. Το αναγνωστικό κοινό πρέπει να αι­ σθάνεται υπερήφανο, γιατί υπάρ­ χουν ακόμα οίκοι, όπως οι «Εκδό­ σεις των Φίλων», που τυπώνουν με το δαπανηρότατο σύστημα της μο­ νοτυπίας τόσο σπουδαία βιβλία, σε τόσο κομψές και επιμελημένες εκ­ δόσεις, όπως ο εν λόγω, υπ’ αριθ. 8, τόμος της σειράς Ισπανική Βι­ βλιοθήκη.

ΓΙΩΡΓΟΣ Δ . ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


οδηγος/55

π ρ ω τ α γω νισ τεί μια φ ω νή ΒΑΓΓΕ ΛΗ ΚΑ ΣΣ Ο Υ: Η νυχτερινή ηόυπάθεια ενός μετανάστη. Ποιή­ ματα. Β ' έκδοση. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 63.

Από τις διάφορες μορφές του έντεχνου λόγου, ο ποιητικός είναι εκείνος που περισσότερο ενεργοποιεί στοιχεία υποκειμενικής αισθαντικότητας - τόσο του ίδιου του δημιουργού, όσο και του ανα­ γνώστη. Γιατί, νομίζω, πως ένα ποίημα, πέρα από τα δομικά του στοιχεία, πέρα από την όποια τεχνική του, πέρα ακόμα από την ιδεολογική του τοποθέτησι και το συγκεκριμένο του μήνυμα, πε­ ριέχει, κάτι - συχνά το απροσδιόριστο - που αγγίζει καθαρά και μόνο την περιοχή της ανθρώπινης ευαισθησίας. Τέτοια, όμως, αγγίγματα είναι οι προϋποθέσεις δημιουργίας σχέ­ σεων ιδιαίτερα προσω πικών σχέ­ σεων που, συχνά, αγνοούν την α ν­ τικειμενικότητα, ή τουλάχιστον προτιμούν να έλκονται από τη γοη­ τεία του υποκειμενισμού. Έ τσι, μπορεί κάποιος ν ’ αναγνωρίζει την υπεροχή του παλαμικού ταλέντου, αλλά να προτιμά την υποτονικότητα της γραφής του Δροσίνη. Μ πο­ ρεί να παραδέχεται την τελειότητα του σεφερικού λόγου, μα να διατη­ ρεί πεισματικά μια ερωτική σχέση με τον τετριμένης μορφής μελοδρα­ ματικό εξωτισμό του Καβαδία. Η σύγχρονη ποίηση με την ερμη­ τικότητα των συμβόλων της, αλλά και με τη συντακτική αποσπασμα­ τικότητα του λόγου της, επιβε­ βαιώνει τα πιο πάνω και τελικά -έτσι εγώ πιστεύω- το πλησίασμα των νέων ποιητών μας, γίνεται από το πλατύτερο κοινό τους, με μέσα λίγο πρλύ προσωπικά, λίγο πολύ υποκειμενικά, λίγο πολύ με τυχαία υπαρξιακή ταύτιση. Και γιατί όχι; Μήπως και δεν είναι η κάθε λέξη ένα διαφορετικό συναισθηματικό αισθηματικό συμβάν στον εσωτερι­

κό κόσμο του καθένα μας; Κι έτσι, τελικά, δε δικαιώνεται -ηθικά του­ λάχιστον- η εκδοτική πληθώρα ποιητικών αναζητήσεων, εκφρά­ σεων, ανησυχιών, παθών; Ο Βαγγέλης Κάσσος δηλώνει την καταφατική του απάντηση στα πιο πάνω ερωτήματα, στην πρώτη κιό­ λας σελίδα της ποιητικής του συλ­ λογής «τώρα μιλώ εγώ/ με το δικό μου αίμα/ γι’ αυτό άκουσέ με»/. Μ προστά σε μια τόσο γνήσια, μα και ξεκάθαρη και ειλικρινή δήλω­ ση-παράκληση. κάθε κριτική διά­ θεση ανάγνωσης της «Νυχτερινής ηδυπάθειας» υποχωρεί, η όποια απόσταση ποιητή-αναγνώστη συρρικνούται, μένει μοναχά μια ατμό­ σφαιρα εξομολογητικής συζήτησης και περιμένει τις λέξεις -ό π λ α και μέσα του ποιητή- να χαράξουν τους δρόμους της εσωτερικής επι­ κοινωνίας με το έργο του. Δύο είναι οι συντεταγμένες αυ­ τών των δρόμων. Η μια ερωτική· πολιτική η άλλη, «α νύχτα νύχτα δολερή/ νύχτα παλιόγρια που κρύ­ βεις/ τα κορίτσια που αγάπησα;», ένα δείγμα της πρώτης, «εφημερί­ δες αφίσες σελλοφάν/ σε τυλίγουν

άλλαζε πιθανότατα τον ιστορικό ρου, όχι μονάχα για το Βυζάντιο, μα γενικότερα για την Ευρώπη. Ηγετική μορφή του κινήματος, που περιγράφει η μονογραφία του Ιωάννου Μ ελά, ήταν ο μελετητής και φιλόσοφος Μπεντρεντίν, ο οπ οίος προσπάθησε ν α εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς βασισμένο στην ισότητα και τη δικαιοσύνη.

Μ Α Ρ ΙΑ Σ Μ Α Ν Ω Α Α Κ Ο Υ : Α πό το Η μερολόγιο ενός πα ιδ ιο ύ τη ς Κ ατοχής. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 219. ΜΙΑ ακόμη μαρτυρία για τις θλιβερές ημέρες της Κατοχής δίνει η Μ αρία Μανωλάκου με τη ρέουσα αφήγησή της. Δυο νεανικά μάτια, τον πρώτο σκληρό χειμώνα του ’41, σε μια επαρχιακή πόλη, βλέπουν και καταγράφουν -τ ο κείμενο έχει τη μορφή σελίδων ημερολογίουτις καταστάσεις και τους ανθρώπους, την απογοήτευση, το θάνατο. Αλλά και το δρόμο προς την αυτογνωσία, τις μικρές καθημερινές ελπίδες, τον αγώ να για την επιβίωση και τον αγώ να για την ελευθερία που μόλις αρχίζει να αναπτύσσεται. ΛΟ ΥΚ Α ΚΟΥΣΟΥΛΑ: Σ χη μ α το πο ίη ση . Αθήνα, Καστανιώτης, 1984. Σελ. 179. Ο χώρος, το ζωντανό περιβάλλον, τα αντικείμενα ή οι στιγμές της μνήμης και της συγκίνησης, έρχονται να αναδυθούν στα ποιήματα του Λουκά Κούσουλα. (Μερικές φορές, ακόμη, την εκκίνηση φτιάχνει έστω κάποιος ξένος στίχος). Μα κατάληξη η επιφύλαξη, ένα περιχαράκωμα στο σκεπτικισμό, το πνεύμα αναλύει, διϋλίζει και κατατάσσει όσα οι αισθήσεις


5 6/οδηγος σπαράζει/ να σηκώνει τη νύχτα στο πόδι». Στη «Νυχτερινή ηδυπάθεια ενός μετανάστη» πρωταγωνιστεί μια φωνή -έκφραση ανάγκης επικοινω­ νίας και δήλωση μοναχικότηταςπου τολμά να μεταπλάσει τα μυθο­ λογικά σύμβολα «Ελένη Ελένη Ανύπαρκτη ξενιτεμένη», τολμά μια καθυστερημένη μυθοποίηση της οι­ κογένειας «επέστρεφε στρυφνός/ απόκοσμος/ σαν εξόριστος άγιος» (ο πατέρας μου), και επιμένει στην ποιητικότητα των μικρών, καθημε­ ρινών στιγμών.

Βαγγέλη; Κάβου; αθόρυβα/ όπου θέλουν σε παν», δείγμα της δεύτερης. Στην ποίηση του Β. Κ. όλα έχουν το πάθος που τους αρμόζει. Υ πό­ γειο ή της επιφάνειας. «Το τελευ­ ταίο μας φιλί θα γίνει τριζόνι/ να

XVOΛ«

Ο Β. Κ. φαίνεται να μαγεύεται με την απλότητα· αυτή των λέξεων, αυτή των γεγονότων, αυτή των αν­ θρώπων. Στην ποίησή του δεν υπάρχουν στεγανά -ό λ α έχουν το δικαίωμα στην υπενθύμιση της ύπαρξής τους· το παρελθόν, το πα ­ ρ όν, το μέλλον, ο έρωτάς και η οι­ κογένεια, ο τόπος μας, οι φίλοι, οι αγώνες, ο ξενιτεμός. Κι ενώ υπάρ­

χουνε στιγμές που έχει την αισιο­ δοξία του αγωνιστή - στιγμές διά­ χυτες, μάταια ψάχνεις να βρεις την ποιητική τους έκφραση - στην ου­ σία ξέρει -κ α ι το δηλώνει- πως: «ένας λυγμός αρχίζει την ημέρα». Πώς μπορεί να ήταν διαφορετι­ κά, αφού: «αυτή η κούφια φωνή που χρεώθηκα/ δεν είναι η δική μου/ κάποιος άλλος ήταν στη θέση μου/ και έξαφνα χάθηκε/ γι’ αυτό δεν πρόκειται να/ καταλήξω που­ θενά/ τίποτε δεν πρόκειται να κερ­ δίσω/ α π’ αυτό το ανόσιο δάνειο/ συνεχώς το χρέος θ’ αυξάνεται/ υπέρογκες λέξεις θα μαρτυρούν/ εσαεί την απάτη/ μην ακούς/ η πλη­ γή είναι δική μου/ μα η φωνή είναι ξένη/ πάντοτε με προδίδει αυτή η Τι άλλο εγώ να πω; Ό τ α ν μιλά ο ποιητής, οι υπόλοιποι, ίσως, θα πρέπει να σιωπούμε. Και να συνει­ δητοποιούμε την ανατριχίλα. Μ ΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

μνήμη

'" "

φ ορτω μ ένη ν ε κ ρ ο ύ ς Γ.Ξ. ΣΤΟΓΙΑΝΝ1ΔΗ: Π εριγραφή ακινήτου. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1984. Σελ. 57.

«Αφηγηματικός, ήρεμος, ο Γ. Ξ. Στογιαννίδης, φορτωμένος νε­ κρούς (ανθρώπους - αντικείμενα) που παίζουν καθοριστικό ρόλο στο έργο του και χαρακτηρ ίζουν το ύφος του -ένα ύφος ιδιόρυθμα στιφό μέσα στην απλότητά του, “διανθισμένο” με τη ζοφερή μα­ γεία του θανάτου, φορτισμένο με ανασυρμένες μνήμες από παλαιά «ωραία ερείπια», με μια αθόρυβη παρατηρητικότητα και διεισδυ­ τικότητα.» Α ν οι ποιητές της τρίτης γενιάς της αριστερός εθρήνησαν τη διάψευση των οραμάτων τους, ο Γ. Ξ. Στογιαννίδης εθρήνησε μια δική του, «ιδιωτική» διάψευση, εξίσου τρα­ γική. Μ πορεί να μη τον συνδέει μαζί τους κάποιος ιδεολογικός προσανατολισμός, τον συνδέει

όμως η πίκρα και οι νεκροί, με όποιον τρόπο και αν «έπεσαν» αυΑυτές τις παρατηρήσεις είχα ση­ μειώσει μερικά χρόνια πριν για τη συλλογή του Γ. Η. Στογιαννίδη «εσωτερική επένδυση». Και τώρα, κρατώντας στα χέρια μου την «πε­

ριγραφή ακινήτου» και ξανακοιτά­ ζοντας σύντομα τις ενδιάμεσες συλλογές διαπιστώνω ότι κινείται ουσιαστικά πάντα γύρω από τον ίδιο αυτόν άξονα του θανάτου και των νεκρών (κάτι που θα ά ξιζε να μελετήσουμε μιαν άλλη φορά πιο διεξοδικά). Και βεβαίως δε θα ήταν και τόσο απαραίτητο να το αναφέρουμε, τονίζοντάς το τόσο, αν αυτός ο άξονας δεν καθόριζε -πά ντα το ίδιο- ύφος του και την ίδια βασανιστική και αγωνιώδη στάση του απέναντι στη ροή του χρόνου με μια τραγική, εφιαλτική σχεδόν εμμονή: α) Στον επάνω όροφο είχαν ξενυχτήσει κοντά σε


οδηγος/57

Γ.Ξ. Στογιαννίόης νεκρό./ Έσβησε τα κεριά κάνοντας τη νύχτα πιο νύχτα. / Τώρα μπο­ ρούσε να εξαφανιστεί. / Ά φ η σ ε το χέρι του να πέσει βαρύ / όπως πέ­ τρα σ’ άδειο πηγάδι, β) Η λάμπα στον κάτω όροφο / -στο ισόγειο τί­ π ο τα- / πλάι στην είσοδο / ο νεκρός με τις αναμνήσεις, γ) Στη σκάλα ο νεκρός έμοιαζε να κοιμάται, / ενώ οι πυροβολισμοί είχαν παύσει. Ο χώρος του Γ. Ξ. Στογιαννίδη παραμένει πάντα στενός και κλει­ στός. «Δωματιακός», θα λέγαμε (και ο χρόνος του, «το βράδυ», «Το σκοτάδι», καλύτερα), ουσιαστικά γεμάτος με την ερημιά του και την κρυφή μόνωσή του. Μια μόνωση που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δική του μνήμη μέσω μιας κατακτημένης «αμνησίας». Μιας «αμνη­ σίας» π οι ενθρονίζεται σε μια σκληρή ουδετερότφτα και δημιουρ­ γεί παράλληλα τον δικό τηε κλει­ στό κόσμο. Έ να κόσμο που τον

πλαισιώνουν «παράλληλοι καθρέπτες» με μοναδικό ένοικο το πολλαπλασιασμένο είδωλο του εσωτε­ ρικού κόσμου του ποιητή όπου η προσωπική μοναξιά άριστα συναντάται με την προσωπική γραφή, η ποιητική έκπληξη με την πραγματι­ κότητα, η «απόσταση» με την αποσιωπημένη επιθυμία και η «επίκλη­ ση» με τη στιγνή καθημερινότητα. Η ασετιλίνη / ξυπνά / αβυσαλέες εκρήξεις μέσα μου. / Αγαπημένη μου Ποίηση / παίρνε με κάποτε απ' τα ηδονικά σύννεφά μου / ακουμπώντας με στη γη / για να θυμάμαι όλους εκείνους / που σιγά σιγά / αραιώνουν / όπως τα κουρασμένα μαλλιά / που κανένας καθρέπτης δε δείχνει / χωμένα σ’ ανίατα πένθη. Ό λ α τα δάση μου κάηκαν / αλλά η ουρά της νύχτας / που αιωρείται μέσα στην κάμαρη / είναι πιο σκο­ τεινή / και δε βλέπω το μίτο καμιάς λέξης. / Έ μεινα εδώ / σκουντου­ φλώντας πάνω σε πτώματα χρόνων / ενώ το μετεωρολογικό δελτίο / προβλέπει καλοκαιρία για α ύριο.../ Πέρα όμως από όλα αυτά, εκείνο που πρέπει να προσεχτεί και να το­ νιστεί ιδιαίτερα στην ποίηση του Γ. Ξ. Στογιαννίδη είναι το ότι πολύ εύστοχα και με περισσή ευρηματικότητα, το ποίημα ανάγεται σε ερωτικό σώμα. Έ να σώμα που υποβάλλει τον ποιητή σε ένα π αι­ γνίδι με τη λέξη, μια λέξη ζων ορ­ γανισμός στην κυριολεξία, στα χέ­ ρια ενός ανθρώπου έμπειρου στο χειρισμό των σωμάτων όχι τόσο από πείρα αλλά από λεπτό ένστι­ κτο και χαμηλόφωνη ευαισθησία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΤΗΣ 19 ΚΑΙ ΛΑΡΙΣΗΣ ΑΜΠΕΛΟΚΗΠΟΙ ΒιΒΛΙΟ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ

μονόγραμμα

και η αισθαντικότητα δέχονται. Και ο ποιητικός λόγος, προσπερνώντας την καλλιέπεια των λέξεων (χωρίς να την παραβλέπει), κι αφήνοντας το όραμα ελεύθερο, πλησιάζει την αποκρυστάλλωση της σκέψης, την επικράτηση του νου. ΒΑ ΣΙΛ Η ΤΖΑΝ ΑΚ ΑΡΗ : Σ έρρες-Π ορεία μέσα στο χρόνο. Σέρρες, περ. «Γιατί», 1984. Σελ. 317. ΞΑΝΑ ένα καλαίσθητο λεύκωμα, με φωτογραφίες που παρακολουθούν την πόλη των Σερρών και τους ανθρώπο 'ς της στη διάρκεια του 20ου αιώνα και λίγο παραπίσω. Τα ελάχιστα οπτικά στοιχεία, γκραβούρες κλπ., που αναφέρονται σε ακόμη πιο παλιές εποχές, περισσότερο σαν διακοσμητικό στοιχείο εισαγωγής πρέπει να εκληφθούν. Έ τσι και παρ’ ότι αρκετές λεζάντες, κυρίως των νεότερων χρόνων, όπως άλλωστε και ο πρόλογος του βιβλίου, δεν είναι αναφορές ιστορικές αλλά πολιτικά αγωνιστικές, «γράφεται» ένα κομμάτι ιστορίας, μέσα από τις μνήμες και την καταγραφή χαρακτηριστικών -γ ια τις τοπικές συντεταγμένεςγεγονότων. Κομμάτι πολύτιμο κι αυτό στην προσπάθεια διαφύλαξης των ριζών και της συνέχειας.

Γ.Ε. ΓΕΩΡΓΟΥΣΗ: Επιστροφές. Αθήνα, Ίκαρος, 1984. Σελ. 47. Ο ποιητικός λόγος του Γ. Γεωργούση αναζητά μέσα από τον δικό του κώδικα απουσίας το χτες και το σήμερα. Εικόνες αχνές όπου η λεπτομέρεια καθορίζει. Οι μορφές του απώτερου χρόνου με τη μάσκα


58/οδηγος

ε νδ ο σ κ ο π ή σ εις κ αι α π ο λ ο γ ισ μ ο ί του Σ τα ντά λ Σ ΤΑ Ν ΤΑ Λ : Αναμνήσεις εγωτι­ σμού. Εισαγωγή, μετάφραση, ση­ μειώσεις Τίτος Πατρίκιος. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 345.

Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία περίπτωση που μια κα­ θαρά αυτοβιογραφική πρόθεση εκτρέπεται από την ευθεία της, και, πιεσμένη από τα πληθωρικά χαρίσματα και το βάρος των εμ­ πειριών του συγγραφέα, χάνει την ορθόδοξη φόρμα της, για να καταλήξει άλλοτε σ’ ένα πολύτιμο χρονικό, άλλοτε σε λογοτεχνικό κείμενο ή συχνά και στα δυο μαζί. Ειδικά στον Σταντάλ (ψευδώνυμο του Ανρύ Μπελ, 1783-1842) αυτή η εκτροπή γίνεται κανόνας. Πέρα από το γεγονός ότι στα μυθιστορήματά του «Το Κόκκινο και το Μ αύ­ ρο» και «Το Μοναστήρι της Πάρμας» ενσωματώνει άπειρα βιώμα­ τα, τόσο στις «Αναμνήσεις Εγωτι­ σμού» και πολύ περισσότερο στη «Ζωή του Ανρύ Μπρυλάρ» -σ' αυ­ τά τα χτυπητά αυτοβιογραφικά έρ­ γ α - σπάζοντας τα στενά όρια της καταγραφής προσωπικών συμβάν­ των, όχι μόνο στήνει το σκηνικό της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των αρχών του 19ου αιώνα, αλλά και δημιουργεί κείμενα -τουλά χι­ στον σύμφωνα με την άποψη πολ­ λών στανταλιστών- ισάξια των κα­ θαρά λογοτεχνικών του. Ο χρόνος που γράφονται οι «Αναμνήσεις Εγωτισμού» (1833) ανήκει σε μια περίοδο δύσκολη για τον Σταντάλ. Απομονωμένος σε μιαν ασήμαντη, μικρή πόλη της Ιταλίας, την Τσιβιταβέκια όπου υπηρετεί σαν πρόξενος, βυθισμένος σε μια ερωτική μοναξιά, μακριά από την πνευματική ένταση της γαλλικής πρωτεύουσας, ενδίδει

στην πιεστική ανάγκη μιας επι­ στροφής στην αμέσως προηγούμενη δεκαετία, που την γεμίζουν πολύ­ χρωμες οι εντυπώσεις του από την παρισινή ζωή. Και η ανάγκη αυτή παίρνει τη μορφή μιας ενδοσκόπη­ σης, ενός απολογισμού και μιας ανίχνευσης στο βαθύτερο «εγώ» του, όπως άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος του έργου. Είναι θέμα ανα­ σφάλειας; Είναι μια κάποια εσωτε­ ρική κούραση από τις έντονες αντι­ φάσεις της προσωπικής του ζωής; Ίσως και τα δυο. Το αποτέλεσμα είναι εκείνο που θα περίμενε κα­ νείς ύστερα από μια γενικότερη θεώρηση του στανταλικού έργου. Γιατί, αν «Το Κόκκινο και το Μαύ­ ρο» είναι ένας συνθετικός πίνακας της γαλλικής κοινωνίας στην πε­ ρίοδο της Παλινόρθωσης και «Το Μοναστήρι της Πάρμας» μια άπο­ ψη της Ευρώπης κάτω από την κυ­ ριαρχία της Ιερής Συμμαχίας, οι «Αναμνήσεις Εγωτισμού» συμπυ­ κνώνουν ιδανικά το πολιτικοκοι­ νωνικό κλίμα των αρχών του περα­ σμένου αιώνα. Επιχειρώντας ο Σταντάλ αυτή την κατάδυση και την αναδίφηση

στις πιο σκοτεινές πτυχές του εαυ­ τού του, ανακαλύπτει το εγώ του άρρηκτα δεμένο μ’ ένα ολόκληρο κοινωνικό σύστημα και τις αντι­ δράσεις του σε απόλυτη συνάρτηση με τις αντιδράσεις των άλλων. Ακόμα και ο πικρός σαρκασμός του εκπροσωπεί μια καθολικότερη διάθεση και στάση απέναντι στις διαψεύσεις και στον πολιτικό αμο­ ραλισμό. Έ τσι, το εξομολογητικό αυτό κείμενο, χωρίς να έχει το θέλ­ γητρο των γνωστών του μυθιστορη­ μάτων και την ανατομική δύναμη της «Ζωής του Ανρύ Μπρυλάρ», κρατά μιαν αξιόλογη θέση όχι μόνο μέσα στο έργο του Σταντάλ αλλά και στην παγκόσμια πολιτική λογο­ τεχνία. Για μιαν ακόμη φορά ο συγγραφέας του «Κόκκινου και του Μαύρου» παρατηρεί το μηχα­ νισμό του κράτους, ασκεί μια αυ­ στηρή κοινωνική κριτική και προ­ χωρεί στην καταγραφή της, χρησι­ μοποιώντας τη συναρπαστική αλλά λιτή γραφή του που, αντίθετα από τα δεδομένα της εποχής, κρατά μα­ κριά κάθε ρητορικό και περίτεχνο σχήμα. Το έργο, που γράφεται μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο και τελικά μέ­ νει ανολοκλήρωτο, βλέπει για πρώ­ τη φορά το φως το 1892. Θα πρέπει να περάσουν άλλα ενενήντα χρό­ νια, για να φτάσει στα χέρια του έλληνα αναγνώστη από τις εκδό­ σεις «Γνώση» σ’ έναν καλαίσθητο -ό πω ς πάντα - τόμο 350 σελίδων. Η


οδηγος/59 μεταφορά του στη γλώσσσα μας, η εισαγωγή και ο σχολιασμός του ευ­ τυχούν στα χέρια του ποιητή, μελε­ τητή και μεταφραστή Τίτου Πατρι­ κίου, που πέρα από το προσωπικό του έργο, έχει στο ενεργητικό του ιδιαίτερα προσεγμένες μεταφρά­ σεις, όπως τις «Μελέτες για τον ευ­ ρωπαϊκό ρεαλισμό» του Λούκατς, τα δοκίμια του Αραγκόν «Με ανοι­ χτά χαρτιά», κ.ά. Πολύ περισσότερο από την επιτυ­ χημένη προσπάθεια προσέγγισης του κειμένου δεν μπορεί παρά να σταθεί κανείς στις αληθινά πολύτι­ μες και πλούσιες σημειώσεις, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες σελίδες του έργου. Εδώ ο σχολιαστής όχι μόνο αποκρυπτογραφεί ονόματα, τοπωνύμια, ακόμα και έννοιες που ο συγγραφέας υποδηλώνει με λέ­ ξεις παραποιημένες· όχι μόνο πλη­

ft*»

ροφορεί ή υπενθυμίζει ιστορικές λεπτομέρειες απόλυτα αναγκαίες για την επισήμανση της σημασίας των συμβάντων, αλλά και δίνει, ει­ δικά για τον έλληνα αναγνώστη πληροφορίες σχετικές με τις σχέ­ σεις και τη δραστηριότητα του Σο­ λωμού, του Κάλβου και του ελληνι­ κού διαφωτισμού, σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορικής μας διαδρο­

μής· Μ’ αυτή του την εργασία ο Τίτος Πατρίκιος πρώτ’ απ’ όλα έρχεται ν ’ αποδείξει ότι ο σχολιαστής δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις έτοιμες σημειώσεις του ξένου κει­ μένου- και κύρια προσφέρει ένα υπόδειγμα παρουσίασης των κλα­ σικών έργων τής παγκόσμιας λογο­ τεχνίας. ΤΑΚΗΣ ΜΕΝΔΡΑΚΟΣ

J

γ ια τη θεώ ρηση του α ρ χ α ίο υ ελλη νικ ού κ όσ μ ου

?ΛΪ·Ν

Antony Andrewes: Α ρχαία ελληνική κοινωνία. (Greek Society, 1967). Μετ. Α νόρ. Π αναγοπούλου. Αθή­ να, Μ ορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1983. Σελ. 419.

Το βιβλίο αυτό (με αρχικό τίτλο The Greeks) περιλαμβάνεται στην κοινωνιολογική σειρά The History of Human Society που εκδίδεται στην Αγγλία με διευθυντή τον J.H. Plumb. Τώρα προσφέρεται στο ελληνικό κοινό από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τρα­ πέζης. Συγγραφέας του έργου είναι ο Antony Andrewes, διαπρε­ πής καθ. της Αρχ. Ιστορίας στην Οξφόρδη και μέλος της Βρετανι­ κής Ακαδημίας, που ασχολήθηκε επιτυχώς και με τους Έλληνες τυράννους και τον Θουκυδίδη. Τη μετάφραση του αγγλικού κειμέ­ νου, που συμπυκνώνει πολλά σε λίγες γραμμές και σε ύφος δύ­ σκαμπτο, ανέλαβε και επεράτωσε με ζηλευτή επιτυχία ο λέκτωρ του Παν/μίου Αθηνών Ανδρέας Παναγόπούλος με την πολύτιμη (πρέπει να τονιστεί) βοήθεια των ειδικών υπαλλήλων του Μορφω­ τικού Ιδρύματος Αντιγόνης Φιλιπποπούλου και Κορνηλίας Σωτηριάδου.

των υπαρκτών. Μια μυστική απώλεια που αναδύεται σαν μουσικός φθόγγος. Η ευθύνη των γεγονότων, ανοιχτό στόμα που πέτρωσε. Και περιρρέουσα ατμόσφαιρα η αισθαντικότητα, ικανή να μεταβάλλει σε ρυθμούς τις προσωπικές αναβλέψεις, τη γνώση σε αυτογνωσία, τη μοναξιά σε επαφή. Χωρίς κραυγές, μια σημαντική συλλογή.

Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α Πλήθος αξιόλογων αφιερωμάτων έχουν στις σελίδες τους διάφορα περιοδικά, στα πρόσφατα ή παλιότερα τεύχη τους. Το Α ρχείο Ευβοϊκώ ν Μελετών, στον Κ Ε ' τόμο τον, παρουσιάζει ένα εκτεταμένο αφιέρωμα στον μεγάλο γυναικολόγο Γεώργιο Π απανικολάον, (που με τη «μέθοδο Π απανικολάον» έκανε ένα μ εγάλο βήμα στην προληπτική διάγνωση του καρκίνου). Με δυο αφιερώματα στον Νέο Ελληνισμό και τον Ο ύγγρο -π ρ ό σ φ υ γα στην Α γ γλ ία φ ιλόσοφο Ίμρε Λακάτος, κυκλοφόρησαν τα δυο τελευταία τεύχη της Ε πο π τεία ς (αρ. 91 και 92 αντίστοιχα, τον Ιουνίου και τον Ιουλίου-Ανγούστον). Νέες θεωρήσεις, ενδιαφέρουσες, ακόμη και σαν αφρομή διαφωνιών και σκέψης... Αφιέρω μα στον Καβάφη, κάτω από το πρίσμα της «ιδιαιτερότητας», (και πολύ ενδιαφέρον), έχει και το διπλό τεύχος (16-17) τον Α μ φ ί, ( Α νοιξη -Κ αλοκαίρι) . Ενώ οι Τ ομές, (τεύχος 90) έχο υν κι αυτές, ανάμεσα στην υπόλοιπη ύλη τους ένα μικρό -μ α σημαντικό- αφιέρωμα στον πεζογρά φο Παντελή Καλλιότσο, (με χαρακτηριστικά


60/οδηγος Οι 324 σελ. του πρωτότυπου εξα­ πλώθηκαν σε 419 σελ. της μεταφράσεως (είναι πράγματι τόσο ανειμένη η νεοελληνική, ώστε, σε όλες τις μεταφορές στα ελληνικά από τις γνωστές ευρωπαϊκές γλώσ­ σες, να παρουσιάζεται αυτή η δυσαναλογία ή είναι κοινό γνώρισμα των μεταφραστών να πλατυάζουν για να δαμάσουν το αρχικό;). Το βιβλίο, ύστερα από εισαγωγή του Plumb, εξετάζει σύντομα τον γεωγραφικό χώρο και κλίμα, όπου αναπτύχθηκε η ελληνική κοινωνία. Εκτείνεται ιδιαίτερα στον κοινωνι­ κά σχηματισμό και μετασχηματισμό (και οργάνωση) της αρχαϊκής και κλασικής εποχής. Μικρή θέση βρί­ σκει στο έργο η Μινωική κοινωνία και λείπει ολότελα η ελληνιστική. Παρά τον χρονικό περιορισμό σε μέρος μόνο της ελληνικής κοινω­ νίας και μάλιστα σ’ αυτήν που ανα­ πτύχθηκε στη μητροπολιτική κυ­ ρίως Ελλάδα, ο Andrewes αποζη­ μιώνει με τη διεισδυτική ανάλυση και επιμελημένη παρουσίαση αυ­ τού του χώρου. Εξετάζει τη διάβα­ ση από τη φυλετική διαίρεση και οργάνωση των πολιτών στις αρχαϊ­ κές πόλεις και καταλήγει στην πο­ λιτική κατάταξη κατά δήμους στην εξελιγμένη μορφή της δημοκρα­ τίας. Τον απασχολεί η κοινωνιολογία της εργασίας, της δουλείας και των επαγγελμάτων και στις τρεις φάσεις της οικονομίας. Η κοινωνική διαστρωμάτωση και οι μεταλλαγές της εξετάζονται με βάση το ρόλο που έπαιζαν οι γεωκτήμονες, οι χωρικοί και οι άποικοι ως και οι έμποροι, οι τεχνίτες («δημιουργοί») και οι δούλοι. Εξε­ τάζεται στη συνέχεια τ' ιράτος με την όλη κυβερνητική διάρθρωση, που παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία στις διάφορες π όλεις, και ιδιαίτερα η λειτουργία της δικαιοσύνης. Ικα­ νοποιητικός χώρος παρέχεται στην έκθεση των κοινωνικών αξιών και τάξεων ως και στην αντιμετώπιση του κοινωνικού φαινομένου και του σχετικού προβληματισμού στη θεωρητική σφαίρα. Στη διαδικασία του κοινωνικού σχηματισμού και μετασχηματισμού αναγνωρίζεται και αναλύεται με πειστικότητα ο οικονομικός παρά­ γων ως και ο ρόλος (σε διάφορη μορφή και βαθμό) της ελληνικής θρησκείας και των μαντείων. Στις παρατηρήσεις που ακολου­ θούν (και διχάζονται σ’ αυτές που αναφέρσνται στο συγγραφέα A n­

drewes και στην ελληνική μετάφρα­ ση) δεν υπάρχει η πρόθεση να μειωθεί η ευχάριστη εντύπωση που δοκιμάζει κανείς από την π α ­ ράλληλη ανάγνωση των δύο κειμέ­ νων. Ο θαυμασμός μένει ακέραιος. Γίνονται απλώς διορθώσεις και επισημαίνονται λίγες παραλείψεις. (Σημειώνεται η σελίδα του αγγλι­ κού κειμένου σε παρένθεση και καοόπιν η σελίδα του ελληνικού. Ακολουθεί το απόσπασμα του νεοελληνικού μόνον κειμένου που παρουσιάζει κάτι αξιοσημείωτο και η σχετική παρατήρηση σε όσο γίνεται πιο λακωνική διατύπωση. Α . Για τον Andrewes: Σελ. (8) 30 «συμβαίνεινα μην έχει σωθεί καμιά πραγματεία για την γεωργία τους επόμενους αιώνες». Πρέπει να ση­ μειωθεί ότι αυτό ισχύει μόνο για την ελληνική ιστορία στην αρχαιό­ τητα, διότι οι Ρωμαίοι μας άφησαν αρκετά de agriculture· σελ. (9) 31 «μετά την εισαγωγή του αρότρου με μεταλλική αιχμή στο υνί, δεν υπήρξε καμιά αξιόλογη καινοτομία ώς την εποχή που άρχισαν να γρά­ φονται λογοτεχνικά έργα». Τι ενΣελ. (9) 32 «οι τροχοί χωρίς με­ ταλλικό στεφάνι βυθίζονται βαθιά στη λάσπη το χειμώνα». Ό σ ο ι τρο­ χοί είναι με μεταλλικό στεφάνι δεν βυθίζονται; Σελ. (44) 73 «languge». Γράφε Lan­ guage. Σελ. (213) 287 «Η τυραννία... ήταν αρκετά διαδομένη... η ενάρετη μορφή της, δηλαδή του τυράννου που είναι τόσο ανυπέρβλητα καλός και σοφός...αντιμετωπίζεται από τον Αριστοτέλη... μόνο ως οριακή δυνατότητα σε ένα θεωρητικό σχή­ μα». Τα αναφερόμενα εδώ θετικά χαρακτηριστικά (outstandingly good and wise) αποδίδονται από τον Αριστοτέλη (όπως βέβαια και από τον Πλάτωνα) όχι στον τύραν­ νο αλλά στο βασιλέα. Σελ. (236) 316, «σοφιστές ταξί­ δευαν από πόλη σε πόλη - όχι αλη­ θινοί φιλόσοφοι, της περιωπής του Πλατωνα». Γράφε: με τα κριτήρια του Πλ. (by Plato’s standard). Δεν γίνεται σύγκριση των σοφιστών προς τον Πλάτωνα αλλά οι σοφι­ στές κρίνονται (και αποδοκιμάζονται) με τα κριτήρια περί φιλοσο­ φίας του αθηναίου φιλοσόφου. Β. Για τη μετάφραση: Ευπρόσδεκτη ιι εποικοδομητική προσφορά (όχι εύκολη) του μεταφραστή θα ήταν να δώσει στον πρόλογο (ή σε

επίλογο) τη μεγάλη κοινωνιολογική προσπάθεια που έγινε κατά τη δω­ δεκαετία 1971-1983, που μεσολαβεί μεταξύ της εκδόσεως του έργου του Andrewes και της ελληνικής μεταφάσεώς του. Κατά κανόνα τονίζε­ ται από τους σχετικούς ερευνητές η ανάγκη μελέτης της (αρχαίας) ελ­ ληνικής κοινωνίας και καθ’ εαυτήν και στο πλαίσιο της όλης ανθρώπι­ νης πορείας. Αναφέρω εδώ πρόχει­ ρα τους C. Roebuck και G.E.M . de Ste Croix. Ο τελευταίος μάλιστα σε πρόσφατο έργο για τους κοινωνι­ κούς αγώνες στην αρχαιότητα α να ­ λύει και ερμηνεύει ενάμιση περί­ που χιλιετηρίδα κοινωνικών αγώ­ νων του αρχαίου κόσμου (που τέμνεται σε δύο ίσα χρονικά διαστή­ ματα με την γέννηση του Χριστού), με βάση τον Marx, ως instrumentum κοινωνιολογικής αναλύσεως και ερμηνείας. Έ τσι δίδεται μια άλλη εικόνα του αρχαίου κόσμου, που θα ήταν πολύ χρήσιμο να π α ­ ραβληθεί προς την εικόνα του A n­ drewes, του συγγραφέως που ατε­ νίζει τον ίδιο κόσμο με τον παρα­ δοσιακό (κλασικό) τρόπο και οι μνείες του στον Marx είναι ευάριθ­ μες και εντελώς περιθωριακές (βλ. σ. 203 και 220 της μεταφράσεως). Η μετάφραση βγήκε χωρίς τους χάρτες, τα σχέδια και τις εικόνες του πρωτοτύπου. Να παραδεχθού­ με ότι οι χάρτες πράγματι δεν θα πρόσφεραν τίποτε στους Έλληνες. Οι «ευχαριστίες» του Andrewes θα ήταν ίσως σκόπιμο να περιληφθούν (σ. XI) ως και υποσελίδιες σημειώ­ σεις (π.χ. σ. 59). Υ πάρχουν πάντως και επί πλέον σημειώσεις (π.χ. σ. 88). Το πιο εντυπωσιακό είναι η παράλειψη ολοκλήρου του πρώτου μέρους της εισαγωγής, που γρά­ φτηκε, όπως και το δεύτερο μέρος, από τον J. Η. Plumb και αναφέρεται στην προβληματική της ιστο­ ρίας (σ. αγγλικού ΧΙΙΙ-ΧΧ). Δ εν σημειώνονται οι μεταφρα­ στές στα ξενόγλωσσα έργα που έχουν απ,,δοθεί στα ελληνικά (π.χ. σελ. 399, 403, 405). Σημειώνονται όμως στις σ. 97, 292, 405 (στην σ. 405 είναι πρόδηλη η ανακολουθία). Σελ. (47) 76 « ο λαός... θα μπορού­ σε να συντρίψει τους μνηστήρες». Στο αγγλικό αναφέρεται σ’ αυτούς που θα ήταν δυνατόν να συντριβούν και ο Τηλέμαχος. Σελ. (65) 100 «Η δύναμη που έστει­ λε ο Δαρείος το 490 διέπλευσε το Α ιγαίο». Στο αγγλικό διευκρινίζε­ ται ότι πρόκειται για ναυτική δύ-


οδηγος/61 ναμη (sea-borne σ. 109). Σελ. (65) 100 «Ο πολύ μεγαλύτερος στρατός που έστειλε το 480... ο Ξέρξης». Ο Ξέρξης δεν απέστειλε το στρατό «αι έμειν· ο ίδιος πίσω, αλλά τον έφερε μαζί του στην Ελ­ λάδα (brought· όχι sent). Σελ. 65 (100) «του βασιλιά Παυσα­ νία». Δεν ήταν βασιλιάς (king), αλ­ λά αντιβασιλιάς regent (πβ. σ. 245 και 313). Σελ. 74 (111) «τόνιζαν με πάθος οι Α θ ., οι οποίοι είχαν συγκρατήσει τους Πέρσες μακριά από αυτές τις πόλεις» (αυτές που εγκατέλειψε η Σπάρτη). Παραλείπεται εδώ το if often harsh themselves (αν και συ­ χνά με σκληρότητα οι ίδιοι) που χαρακτηρίζει εναργέστερα την πο­ λιτική των Αθηναίων έναντι των ελληνικών πόλεων της Μ, Ασίας. Σελ. (79) 117-«(ο Ιάσων) κατάφερε, ώς της εποχή της δολοφονίας του στα τέλη του 320, να εμποδίσει τους Θηβαίους». Τυπογραφικό το λάθος του έτους της δολοφονίας (370 π .Χ .). Σελ. (85) 126 «του Δωρέα» αντί Δωριέα. Σελ. (125) 176 Land as security for dedt appears in all kinds of context

μεταφράζεται: «Η υποθήκευση γης ως εγγύηση για χρέος εμφανίζεται σε διάφορους τόπους και χρόνους» αντί σε όλα τα είδη συναλλαγών (ή διαφορών). Σελ. (309) 405 Ο Μ. Platnauer φέ­ ρεται ως επιμελητής εκδόσεως του έργου The Greek Historians· είναι όμως ο εκδότης (editor). Το χρήσιμο για κάθε μελετητή του αρχαίου κόσμου και της όλης ανθρώπινης κοινωνίας έργο του Andrewes τελειώνει με γενική από­ φανσή του, πολύ χαρακτηριστική, για τη «μελέτη» της ζωής του (σ. 389-390 της μεταφρ.): «Είναι ένας κόσμος... όμοιος με τον δικό μας, ώστε να νιώθουμε ότι τα θέματα που συγκινούσαν τους αρχαίους 'Ελληνες είναι ουσιαστικά τα ίδια , με αυτά που συγκινούν κι εμάς... Ο Ό μηρος και ο Ηρόδοτος, ο Ευρυπίδης και ο Πλάτων έχουν ακόμη και τώρα τη δύναμη να μας ξαφ­ νιάζουν και να οξύνουν τη θεώρη­ σή μας για τον κόσμο στον οποίο ζούμε». Βαθαίνουν την ύπαρξή μας. ΕΜΜ. ΜΙΚΡΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ

κείμενα των Λιγνάόη και Μουντέ). Στην Σύγχρονη Εκπαίδευση (αρ. 16), υπάρχει ακόμη το τελευταίο μέρος του αφιερώματος στην «αυταρχική εκπαίδευση και την αμφισβήτησή της». Κ αι σε ένα άλλο εκπαιδευτικό περιοδικό, τη Νέα Παιδεία (αρ. 30) δημοσιεύονται, ανάμεσα στα άλλα, μερικά πολύ αξιοσημείωτα μελετήματα για ποιήματα του Καβάφη, του Σ ικελιανού και τον Σεφέρη. Ακόμη, όμως, σε άλλα περιοδικά μ π ο ρεί να σημειώσει κανείς: Στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, (έκδοση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών), ανάμεσα στα άλλα κείμενα, ένα μελέτημα για τη μετάβαση από το απολυταρχικό στο δημοκρατικό καθεστώς το 1974, (στο τεύχος 49) και ένα άλλο μελέτημα για τη δραματουργική κοινω νιολογία (στο τεύχος 50). Στα Τετράδια Εργασίας (του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών), στο τεύχος αρ. 60, δυο παρουσιάσεις -α π ό τους Κ. Σπηλιωτάκη και Γ. Σμπιλίρη αντίστοιχα- των αρχείων του Μιχαήλ Ιατρού (1802-1893) και του Δημητρίου Καλλέργη (1824-1867). Στο Σχολιαστή του Ιουλίου, εξ άλλου, τον πρώτο μετεκλογικό, (αρ. 16), εκτός από ένα αφιέρωμα στις Ευρωεκλογές, ιδιαίτερα σημαντικό είναι ένα άρθρο, που παίρνει θέση -μόνο απέναντι στην πλημμύρα των αντιθέτων απόψ εω ν- αρνητική στην πρόταση να γίνονται οι Ο λυ/ιπιακοί Αγώ νες στην Ολυμπία. Τέλος, ένα αφιέρωμα στον Γιόζεφ Φον Στέρνμπεργκ, (με αφορμή τις προβολές της ΕΡΤ-1) έχει στο 36ο τεύχος του ο Σύγχρονος Κινηματογράφος, και βέβαια βρίσκει κανείς και την υπόλοιπη επισκόπηση για το χώρο της περιβόητης Έβδομης Τέχνης... ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ


62/σ υ νεν τευξη

Φίλιππος Δρακονταειδής «Δεν αποκλείεται να μην είμαι συγγραφέας αλλά, απλώς, καταγραφέας...» Ο Φίλιππος Δρακονταειδής, αν και ξεκίνησε στο χώρο της πεζογραφίας πολύ νέος -στα 21 του μόλις χρόνιαοριοθέτησε αρκετά γρήγορα το χώρο των συγγραφικών του αναζητήσεων. Ένα χώρο όπου οι προβληματισμοί και οι αγωνίες για την ιστορία, ιδιαίτερα την νεοελληνική ιστορία, κρατούν τον πρώτο ρόλο. Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, κι από το ειδικό στο γενικό, ο Φ. Δρακονταειδής, στον βασικό κύκλο έργων του που έχει τον τίτλο Κύριε Δρακονταειδή, από το 1962 που ξε­ κινήσατε μέχρι το 1978 δημοσιεύατε με ψευδώνυμο. Γιατί; ΟΤΑΝ παρέδωσα το πρώτο μου χειρόγραφο στο «Δίφρο» μου είπαν ότι το όνομά μου δεν ήταν όνομα για να γίνει γνωστό. Κι έτσι, μου βρήκαν το ψευδώνυμο Φ. Φιλίππου. Τότε δεν έδωσα ση­ μασία αλλά τ’ όνομα αυτό μου φάνηκε χρήσιμο λίγο αργότερα στην περίοδο της δικτατορίας. Είχα, βλέπετε, εκείνη την εποχή έναν τεράστιο φάκελο στην ασφάλεια εξαιτίας του πατέρα μου

«Ευρισκόμενα», θέλησε να μιλήσει με τον ιδιαίτερο, με τον δικό του τρόπο, για την παραχάραξη και τις διαστρεβλώσεις της ιστορίας αυτού του τόπου. Όμως, όπως ο ίδιος λέει, «ο κίνδυνος της μανιέρας καραδοκεί παντού». Ο Φ. Δρακονταειδής νιώθει πια την ανάγκη να πάει κάπου παραπέρα από εκεί που ήδη είναι. (Τη συνέντευξη από τον συγγραφέα πήρε η Μαρία Τρουπάκη) που ήταν αριστερός. Μετά τη μεταπολίτευση όμως, αυτή η ιστορία με το ψευδώνυμο μου φά­ νηκε αστεία κι άρχισα να δημοσιεύω με το κανο­ νικό μου όνομα. Δεν σας δημιούργησε πρόβλημα το ότι εί­ χατε δημιουργήσει ήδη ένα κοινό με το παλιό σας όνομα; ΑΣ μην κοροϊδευόμαστε. Στην ουσία δεν είχα κανένα κοινό τότε. Το πρώτο μου βιβλίο πούλη­ σε 37 αντίτυπα και το δεύτερο 250.


σ υ ν εν τευ ξη /6 3 πολύς καιρός προτού ν’ αρχίσω να ψάχνω μόνος μου αυτή την ιστορία. Η αναφορά που κάνετε δηλαδή σ’ αυτόν, στα βιβλία σας, είναι ένα είδος αποκατά­ στασης της μνήμης του. ΝΑΙ. Θα ήθελα πράγματι ν’ αποκατασταθεί αυ­ τή η υπόθεση. Νιώθω περήφανος που είχα έναν πατέρα εκτελεσμένο σε σχέση μ’ άλλους που εί­ χαν έναν πατέρα βολεμένο. Κι όμως, η θυσία του πήγε χαμένη για σαράντα ολόκληρα χρόνια. Δεν είχα καν το δικαίωμα να μιλώ γι’ αυτόν. Είναι άδικο και αποτρόπαιο. Θα μιλώ πάντα γι’ αυ­ τόν. Μέχρι ν’ αποκατασταθεί από κάθε πλευρά η μνήμη όλων αυτών που έδωσαν τη ζωή τους για ένα ιδανικό. Πέρα όμως από το προσωπικό ο πατέρας σας ήταν κι ένα ερέθισμα για ν’ ασχολη­ θείτε με την πρόσφατη ιστορία. Κι η πρόσφατη ιστορία είναι ο άξονας, νομίζω, των βιβλίων σας.

Είχατε πληρώσει εσείς τα έξοδα για να βγουν αυτά τα βιβλία; ΜΟΝΟ για το πρώτο. Από κει και πέρα δεν πλήρωσα ποτέ τίποτα. Οφείλω πάντως να πω εδώ ότι τα τρία πρώτα μου βιβλία τ’ αντιμετωπί­ ζω ακόμα με πολλή συμπάθεια. Παρ’ ότι τα θεω­ ρώ πρωτόλεια δεν παύουν να έχουν στοιχεία που επεξεργάστηκα αργότερα και που βλέπω ότι ακόμα και τώρα μπορούν να μου προσφέρουν ένα υλικό αναζήτησης. Κύριε Δρακονταειδή, μου κάνει εντύπωση ότι στο βιογραφικό σημείωμα που συνο­ δεύει τα βιβλία σας αναφέρεται πάντα ο θάνατος του πατέρα σας που σκοτώθηκε στην αντίσταση. Γιατί; Ο ΘΑΝΑΤΟΣ του πατέρα μου ήταν ένα σημαν­ τικό γεγονός για μένα. Ο πατέρας μου εκτελέστηκε όταν ήμουν τριάμισι χρονών. Όμως για πολλά χρόνια μετά, το γεγονός του θανάτου του ήταν ένα γεγονός πΟυ δεν το συζητούσαμε στο σπίτι. Δεν υπήρχε καν φωτογραφία του, δεν υπήρχε καν ένα κομμάτι χαρτί με τον γραφικό του χαρακτήρα. Βλέπετε ο πατέρας μου ήταν αριστερός κι είχαμε κυνηγηθεί πολύ γι’ αυτό. Αργότερα, άκουγα κάποιους συγγενείς να μι­ λούν με πολλή συγκίνηση γι’ αυτόν, αλλά πέρασε

ΝΑΙ, πράγματι. Ψάχνοντας, διαπίστωνα κάθε στιγμή της ζώής μου ότι αυτό που μας πλασαριζόταν σαν ιστορία ήταν ένα ψέμα. Διαπίστωνα ότι η πρόσφατη ιστορία μας - για να μην πω η ιστορία μας από το 1821- δεν είχε γραφτεί. Και κατέληξα ότι τα επίσημα πρόσωπα που τα έβλε­ πα καταχωρημένα στις δέλτους της ιστορίας ήταν τενεκέδες, ενώ οι άσημοι και οι μικροί ήταν εκείνοι που πράγματι είχαν προσφέρει κάτι. Και σε όλα αυτά που διαπίστωνα ήθελα να δώσω μορφή μυθιστορηματική. Να γράψω γι’ αυτά. Ο συγγραφέας, γράφοντας, σ’ ένα βαθμό καθορίζει ο ίδιος τα πρόσωπα και τις καταστάσεις του βι­ βλίου του. Εγώ ένιωθα ότι δεν μπορούσα να κά­ νω κάτι τέτοιο. Ό τι ζούσα σε μια κοινωνία όπου δεν μου επιτρέπεται η πολυτέλεια να πλάθω ιστορίες από το μυαλό μου. Ένιωθα ότι έπρεπε ν’ αξιοποιήσω λογοτεχνικά τα ερεθίσματα που μου έρχονταν απ’ έξω. Αυτός είναι ο λόγος που δεν χαρακτηρίζε­ τε τα βιβλία σας, μυθιστορήματα; ΝΑΙ. Ορισμένοι λογοτεχνικοί όροι δεν ταιριά­ ζουν στη δουλειά μου. Γι’ αυτό προσπάθησα να βρω κάποιους άλλους. Ό χ ι νεολογισμούς, αλλά όρους που να εκφράζουν ακριβώς αυτό που κά­ νω. Ό ταν, για παράδειγμα, ονομάζω «χρονικό» το βιβλίο μου «Σχόλια σχετικά με την περίπτω­ ση», εννοώ ότι μέσα σ’ αυτό, τα πράγματα που μου έχουν διηγηθεί είναι περισσότερα απ’ αυτά που έβαλα μόνος μου. Δηλαδή, έχω αποτυπώσει μια διήγηση σαν ένα είδος χρονικού. Ό ταν πάλι ονομάζω «μυθιστορία» τα «Ίχνη της παράστα­


6 4/σ υ ν ε ν τε υ ξη σης», παίρνω τον όρο με την αρχαιοελληνική του σημασία. Έ να γεγονός, δηλαδή, που είναι ιστο­ ρικά αποδεδειγμένο αλλά που δεν έχεις αρκετά στοιχεία για να το τεκμηριώσεις, κι αναγκάζεσαι να του προσθέσεις μερικές εκδοχές. Κι οι εκδο­ χές αυτές δίνουν στην ιστορία μια διάσταση μύ­ θου. Κι όταν λέω το «Προς Οφρύνιο» «ιστόρη­ μα», εννοώ ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε κάποια διήγηση ή κάποια γεγονότα που τα βλέπουμε και τα ιστορούμε. Ό πω ς «ιστορού­ σαν» οι βυζαντινοί ζωγράφοι με τη ζωγραφική τους. Ιστορώ, λοιπόν, με την έννοια του απεικο­ νίζω. Ψάχνοντας, βρήκα ότι το ρήμα αυτό, μπο­ ρεί σε πολλές περιπτώσεις ν’ αποδώσει την πραγματικότητα. Έ να καινούριο μου βιβλίο που θα βγει το Σεπτέμβρη το χαρακτηρίζω «σαν μυ­ θιστόρημα» κι έχω βάλει κι ένα μικρό πρόλογο που εξηγεί τι εννοώ μ’ αυτό το «σαν». Γενικότε­ ρα πάντως, πιστεύω ότι οι παραδεδεγμένες μορ-

Η φιλοδοξία μου είναι να μπορέσω να μιλήσω για το συνηθισμένο. φές λογοτεχνίας που μας έρχονται από τον 18ο και τον 19ο αιώνα δεν ισχύουν πια. Και νομίζω ότι δεν ισχύουν για έναν πρόσθετο λόγο: Νομίζω ότι το βιβλίο πρέπει να είναι σύντομο. Σκέφτο­ μαι πάντα ότι, αν ο Θουκυδίδης μέσα σε δύο σε­ λίδες κατάφερε να καταγράψει δεκαεπτά χρόνια Πελοποννησιακού Πολέμου, εγώ πρέπει να κάνω μεγάλη οικονομία μέσων για ν’ αποδώσω αυτό που θέλω να πω. Πρόσφατα που ήμουν στην Ισπανία άκουσα από έναν καθηγητή μια ωραία φράση: «Μέγα βιβλίο, μέγα κακό». Προτιμώ λοιπόν να είναι μικρό το βιβλίο για να είναι μι­ κρό και το κακό. Λέτε για ιστόρημα, χρονικό μυθιστορία... Δεν βλέπω να σας ενδιαφέρει καθόλου το μυθιστόρημα και το διήγημα ΚΑΘΟΛΟΥ. Πρέπει να σας πω μάλιστα ότι δεν έχω καθόλου φαντασία. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ μια ιστορία και να τη βάλω στο χαρτί. Είμαι εντελώς ανίκανος.

αυτό το πράγμα καταντήσει για μένα μανιέρα. Νομίζω, δηλαδή, ότι σ’ αυτό το σημείο, κάπου έχω εξαντλήσει τα θέματα που μ’ απασχολούσαν και κάτι άλλο μ’ απασχολεί αυτή τη στιγμή. Δεν θά ’θελα να συνεχίσω πάνω στον παλιό καμβά, και πιστέψτε με, ότι, αν διαπιστώσω ότι γίνεται κάτι τέτοιο, θα σταματήσω να γράφω γιατί ό,τι είχα να πω γι’ αυτά τα θέματα το είπα ήδη. Εννοείτε αυτό τον κύκλο βιβλίων σας που αρχίζει με την «Ιωή» και περιλαμβά­ νει το «Οφρύνιο» τα «Σχόλια» και τα «Ίχνη της παράστασης»; ΝΑΙ. Πώς θα τον ορίζατε αυτόν τον κύκλο; ΚΑΤ’ ΑΡΧΗΝ, η «Ιωή» που κυκλοφόρησε το 1972 ήταν μια θεωρητική άποψη για την ιστορία. Είχα ζήσει τότε στο Ναύπλιο, ως καθηγητής γαλλικών, κι από τις εμπειρίες μου εκεί, ήθελα κάπως να σκεφτώ την ιστορία. Αυτό όμως ήταν πολύ θεωρητικό κι αφηρημένο. Ό τα ν αργότερα έγραψα τα «Σχόλια», εκεί, τα πράγματα ήταν πολύ συγκεκριμένα. Επρόκειτο για κάτι που αφορούσε τον πατέρα μου. Γράφοντας όμως τα «Σχόλια», έθεσα στον εαυτό μου ένα ερώτημα, είπα: «καλά! ο πατέρας μου ήταν ένας χωριάτης που κατέληξε στην επανάσταση. Η μητέρα μου όμως, που ήταν μια αστή πώς κατέληξε κι εκείνη στην επανάσταση;». Κι έτσι έβγαλα το 1982 «Τα ίχνη της παράστασης». Θέλω να πω δηλαδή ότι από το αφηρημένο πήγαινα στο συγκεκριμένο. Πάντα με άξονα την ιστορία όμως... ΠΑΝΤΑ. Τα βιβλία αυτά, δηλαδή, είναι μια ενότη­ τα με άξονα την ιστορία; ΝΑΙ, ακριβώς. Μόνο που ξεκίνησα από το αφη­ ρημένο προς το συγκεκριμένο κι από το ειδικό, αυτό δηλαδή που αφορά εμένα, στο γενικό, το «Προς Οφρύνιο» που είναι μια γενική περίπτω­ ση. Το καινούριο μου βιβλίο «Το σπίτι της θείας» που θα κυκλοφορήσει το Σεπτέμβρη είναι ακόμα πιο γενικό. Αλλά νομίζω ότι κάπου εκεί ο κύκλος κλείνει... Πιο γενικό σε τι;

Αυτός είναι ο λόγος που δεν σας ενδιαφέ­ ρει η κλασική πεζογραφία; ΟΧΙ μόνο. Ό πω ς σας είπα ήδη, έχω ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τα θέματα της νεοελληνικής ιστορίας, γιατί πιστεύω ότι εκεί υπάρχει ένα με­ γάλο ψέμα. Φοβάμαι όμως κιόλας πολύ, μήπως

ΣΑΝ αντίληψη, σαν μήνυμα. Το καινούριο σας βιβλίο κινείται κι αυτό στο χώρο της ιστορίας; ΝΑΙ. Μια ιστορία όμως που όσο πηγαίνουμε γί-


σ υν εν τευ ξη /6 5 νεται πιο σύγχρονη: τα γεγονότα των ημερών μας. Τι άλλο έχετε έτοιμο εκτός απ’ αυτό; ΥΠΑΡΧΟΥΝ τρεις νουβέλες με τον γενικό τίτλο «Η διπλωματούχος του πιάνου» που θα κυκλο­ φορήσουν σύντομα και που στηρίζονται σε γεγο­ νότα παρμένα από τις εφημερίδες. Γράφω επίσης τώρα ένα μικρό βιβλίο μ’ αφορμή κάποιο γεγο­ νός που διάβασα και που μ’ έκανε να σκεφτώ, πόσο καμιά φορά η ιστορία χωρίς να το θέλει κι η ίδια καταντά στο ψέμα. Ένα ψέμα που πολλές φορές είναι δύσκολο ν’ αποκαλυφθεί. Στην Ον­ δούρα, λοιπόν, στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσάς της υπάρχει ένα άγαλμα που πιστεύε­ ται ότι ανήκει στον ελευθερωτή της. Στην πραγ­ ματικότητα όμως τα πράγματα είναι πολύ δια­ φορετικά. Γιατί, όταν αποφάσισαν να φτιάξουν ένα άγαλμα γι’ αυτόν τον σημαντικό άνθρωπο, θεώρησαν ότι δεν υπήρχε στην Ονδούρα γλύπτης αντάξιος να τον απεικονίσει κι έτσι έστειλαν μια επιτροπή ν’ αγοράσει ένα άγαλμα στο Παρίσι. Η επιτροπή όμως έφαγε τα λεφτά, και γυρίζοντας από αποθήκη σε αποθήκη βρήκε κι αγόρασε το άγαλμα ενός στρατάρχη του Ναπολέοντα. Και δυστυχώς, αν αποκαλύψει κανείς την αλήθεια, δεν πρόκειται να γίνει πιστευτός. Μ’ αυτά τα καινούρια σας βιβλία, μπαίνε­ τε λοιπόν σε μια νέα φάση. Ποια είναι η διαφορά της από την προηγούμενη; Η ΑΠΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ μου στα προηγούμενα βι­ βλία ήταν πολύ λιγότερη. Υπήρχε εκεί ένας εν­ θουσιασμός, έστω κι αν ήταν υπολανθάνων. Ό σο περνούν τα χρόνια όμως, βλέπω ένα ιστο­ ρικό αδιέξοδο. Πιστεύω ότι ο δυτικός πολιτι­ σμός έκλεισε πια τον κύκλο του κι ότι άλλα πράγματα θα γίνουν από ’δώ και πέρα. Πιστεύω ότι το μέλλον οπωσδήποτε δεν θα είναι καπιτα­ λιστικό. Δεν θα είναι όμως ούτε μαρξιστικό, με την έννοια που αντιλαμβανόμαστε σήμερα το μαρξισμό. Θα είναι κάτι άλλο που δεν μπορώ να το φανταστώ, και με κυριεύει μια απαισιοδοξία ότι ζω σ’ έναν κόσμο τελειωμένο που λίγα πράγ­ ματα ίσως έχει να προσφέρει, και που παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να προσπαθήσουμε να προσφέρει, γιατί η ζωή συνεχίζεται. Και τα καινούρια σας βιβλία είναι, απ’ ό,τι βλέπω, πεζά. Ποίηση δεν σκέφτεστε να γράψετε; ΠΡΙΝ ασχοληθώ με την πεζογραφία έγραψα χι­ λιάδες ποιήματα. Αλλά δεν είχαν καμιά αξία... Δεν σκέφτεστε τώρα να γράψετε;

Ο Φίλιππος Δρακονταειδής γεννήθηκε το 1940 στη Χαλκίδα. Σπούδασε κυρίως λογοτεχνία, ιστορία και κοινωνιολογία στην Αθήνα και το Παρίσι. Εί­ ναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και ισόβιο μέλος της Εταιρείας των Φίλων του Μονταίνι. Έ χει γράψει σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση («Οι απέναντι», «Η κυρία Κου­ λά», κλπ) και είναι μέλος της γνωμοδοτικής επιτρο­ πής του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Έ ργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και τα ισπανικά. Για το βιβλίο του «Προς Οφρύνιο» πήρε το 1981 κρατικό βραβείο μυθιστορήματος.

Εργογραφία Τρίπτυχο (διηγήματα) 1962 Σημειώματα (νουβέλα) 1963 Ιωή (χρονικό) 1972 Διηγήματα I, 1978 Σχόλια σχετικά με την περίπτωση (χρονικό και δο­ κίμιο) 1978 Προς Οφρύνιο (ιστόρημα) 1980 Στα ίχνη της παράστασης (μυθιστορία) 1982

Μεταφράσεις Μισέλ ντε Μονταίνι: Δοκίμια ( α \ 6' τόμος) 19801983 Ανθολογία πεζογράφων της Λατινικής Αμερικής (1978) Χουάν Ρούλφο: «Η πεδιάδα στις φλόγες» (1982) Φερνάντο Πεσσόα: «Ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο» (1982) Ραμόν δελ Βάγιε - Ινελάν: «Τα θεία λόγια» (1984)

ΜΠΑ... όχι. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει περισσό­ τερο είναι το δοκίμιο. Τι είδους δοκίμιο; ΔΟΚΙΜΙΑ πάνω σε θέματα που σου έρχονται εκείνη τη στιγμή στο μυαλό. Γι’ αυτό και ο Μον­ ταίνι είναι για μένα πολύ σημαντικός. Πιστεύω ότι η σκέψη χάνεται κάπου, όταν υποχρεωτικά προσπαθεί να συστηματοποιήσει· ενώ μια σκέψη ανοιχτή κι ελεύθερη που μπορεί καμιά φορά ν’ ανατρέπει και τον ίδιο της τον εαυτό είναι πολύ πιο ωφέλιμη και νομίζω ότι είναι και πιο κοντά στα διδάγματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσο­ φίας. Δεν λέω της φιλοσοφίας της πλατωνικής ή της αριστοτελικής που ποτέ δεν με ικανοποίησε, αλλά της φιλοσοφίας της προσωποκρατικής, της φιλοσοφίας των σοφιστών που δεν ήταν και τό­ σο τενεκέδες όσο λέμε. Ήταν κι αυτοί άξιοι φι­ λόσοφοι και νομίζω ότι έχουν κατηγορηθεί υπερβολικά από το ρεύμα της φιλοσοφίας που τελικά επικράτησε. Δεν νομίζω δηλαδή ότι ο Σωκράτης ήταν τόσο συστηματικός φιλόσοφος όσο μας τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας. Θα μ’ ενδιέφερε, λοιπόν, το δοκίμιο γύρω από ένα στο­ χασμό που επιτρέπει να βλέπει κανείς τα πράγ­


6 6/σ υ ν ε ν τε υ ξη ματα, σήμερα από μια σκοπιά, και αύριο, κάτω από μια άλλη· χωρίς το ένα ν’ αναιρεί το άλλο. Αυτά νομίζετε ότι ήταν και τα χαρακτηρι­ στικά του Μονταίνι; Γι’ αυτό ασχοληθή­ κατε μαζί του; ΝΑ σας πω... Εγώ κάποια ώρα διαπίστωσα ότι τα ελληνικά μου ήταν ελλειπή. Παρά το γεγονός ότι τελείωσα το Βαρβάκειο, καταλάβαινα ότι δεν κάτεχα καλά την ελληνική γλώσσα. Και σκέφτηκα ότι το καλύτερο που έχει να κάνει κανείς για να μάθει τη γλώσσα του είναι να κάνει προσεγ­ μένες μεταφράσεις, πράγμα που σημαίνει ότι υποχρεώνεται να μελετήσει τη γλώσσα. Αν όμως δεν ξέρει τη γλώσσα πριν ξεκινή­ σει, αυτό δεν είναι σε βάρος της μετάφρα­

σης; ΟΧΙ, διότι όταν ασχολείσαι μ’ ένα κείμενο που το έχεις διαβάσει στο πρωτότυπο και σου έχει αποτυπωθεί, από εκεί και πέρα το δουλεύεις με περισσότερη ευχαρίστηση. Διεισδύεις περισσότε­ ρο στο βάθος του κειμένου κι όταν έχεις να κά­ νεις μ’ ένα κλασικό κείμενο, όπως είναι ο Μον­ ταίνι, νομίζω ότι ωφελείσαι από κάθε πλευρά. Ωφελείσαι και συγγραφικά ακόμα, όταν κάνεις μεταφράσεις τέτοιων κειμένων. Εκτός όμως από τον Μονταίνι, μετέφρασα και λατινοαμερικά­ νους συγγραφείς που νομίζω ότι προσφέρουν μια πολύ πιο άμεση λογοτεχνία από την αγγλική ή τη γαλλική του καιρού μας. Έχετε επηρεαστεί, πιστεύω, από τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. ΝΑ σας πω κάτι; Δεν ξέρω τελικά ποιος επηρεά­ ζει ποιον. Ό ταν, πριν από πολλά χρόνια -τότε

Τελειώνοντας το μεσημέρι κατεβάζω το ρολό του υπαλλήλου και βάζω το καπελάκι του συγγραφέα. που ο Μάρκες, και οι λατινοαμερικάνοι μας ήταν άγνωστοι- μου είπε κάποιος ότι μιμούμαι τον Μάρκες του απάντησα ότι μάλλον ο Μάρκες μιμείται εμένα. Θέλω να πω δηλαδή, -τηρουμένων βέβαια των αναλογιών- ότι πάντα είχα την τάση να γράφω μ’ αυτόν τον τρόπο. Ό τι μπορεί να υπάρχουν επιδράσεις, μπορεί. Αλλά δεν νομί­ ζω ότι είναι επιδράσεις από συγκεκριμένους συγγραφείς. Είναι επιδράσεις γενικότερες από

ένα συγκεκριμένο κλίμα που στην περίπτωσή μου είναι διπλό: Έ να κλίμα γαλλικής παιδείας που έτυχε να έχω, κί ένα κλίμα λατινοαμερικάνικης αγάπης που ανακάλυψα αργότερα. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιο εί­ ναι το ισχυρότερο. Αν σκεφτεί δε κανείς ότι ακόμα πιο ύστερα ανακάλυψα και τους έλληνες συγγραφείς, μερικούς από τους οποίους προσ­ πάθησα να μιμηθώ, τότε πρέπει μάλλον να ψά­ ξουμε, όχι μόνο για δυο, αλλά για τριών ειδών επιδράσεις. Κύριε Δρακονταειδή, τα βιβλία σας έχουν πάρα πολλά πρόσωπα. Πώς φτιάχνετε τους χαρακτήρες αυτών των προσώπων; ΕΧΩ πάντα στο κεφάλι μου ένα πλάνο. Από πού θ’ αρχίσω δηλαδή, και πού θα τελειώσω. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, όσο προχωρά ένα βιβλίο, η ταχύτητα πρέπει να γίνεται μεγαλύτερη, η άνο­ δος ή η απογείωση πιο έντονη. Έτσι που ο ανα-

Με το να υποκειμενικοποιούμε το βιβλίο, αφαιρούμε δυνατότητες ερμηνείας από τον αναγνώστη. γνώστης να μένει, στο τέλος, με την αίσθηση ότι κάπου έφυγε, κάπου πήγε, κάπου ωθήθηκε. Κινηματογραφική τεχνική δηλαδή... ΝΑΙ... Πρέπει να πω όμως ότι δεν έχω ποτέ ένα συγκεκριμένο πλάνο χαρακτήρων. Κι επειδή γράφω αργά, έχω όλο το χρόνο να βρω ποιος χα­ ρακτήρας μου λείπει από το οικοδόμημα που στήνω. Δεν τους δουλεύω ιδιαίτερα τους χαρα­ κτήρες, αλλά για μένα ο καθένας τους παίζει ένα συγκεκριμένο ρόλο. Σκέφτομαι μήπως τα πολλά πρόσωπα στα έργα σας δείχνουν μια αδυναμία να πλάσετε λιγότερους χαρακτήρες, αλλά να τους πλάσετε σε βάθος. Κάνω λάθος; ΟΧΙ... μπορεί να μην έχετε καθόλου άδικο, αλλά δεν το ξέρω αυτό, γιατί νομίζω ότι στα βιβλία μου πολλοί χαρακτήρες είναι απόψεις του ίδιου προσώπου. Αντί, δηλαδή, να βάλω έναν άνθρω­ πο να λέει τα ίδια πράγματα τρεις φορές, βάζω τρεις ανθρώπους να τα λένε. Μπορεί όμως πράγ­ ματι να είναι αδυναμία. Εμένα μου δημιουργείται κάποιες φορές η


σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 7 εντύπωση ότι ένα καινούριο πρόσωπο που μπαίνει στα βιβλία σας, δεν προσφέρει πάντα κάτι. ΜΠΟΡΕΙ... Δεν το αρνούμαι καθόλου... Και θά ’θελα εδώ να πω κάτι. Ο Δημήτρης Χατζής με τον οποίο είχα την τιμή να συνεργαστώ στο «Πρίσμα» και την τιμή να κάνω μαζί του «αδελ­ φικές» -όπως έλεγε ο ίδιος- κουβέντες, έλεγε: «Εγώ δεν είναι συγγραφέας. Είμαι, απλώς, καταγραφέας». Σας μιλώ με κάθε ειλικρίνεια ότι, αν μου αναγνωριζόταν κι εμένα ο ρόλος του καταγραφέα, θα ήμουν πολύ ευτυχής. Θέλω να πι­ στέψετε ότι ακόμα και τώρα διστάζω, όταν με αποκαλούν συγγραφέα. Η λέξη μου φαίνεται πά­ ρα πολύ βαριά. Δεν αποκλείεται να μην είμαι συγγραφέας αλλά μονάχα καταγραφέας. Θα ήμουν όμως ευτυχής, αν ανταποκρινόμουν σω­ στά σ’ αυτό το ρόλο. Θέλω να πω δηλαδή μ’ όλα αυτά ότι καλά κάνετε και αναφέρεστε στα μειονεκτήματα της γραφής μου, γιατί πράγματι μπορεί αυτά να είναι μειονεκτήματα. Βέβαια το να είναι κανείς καλός καταγρα­ φέας δεν είναι λίγο, αλλά, κάποια στιγμή, δεν είναι κι αρκετό. Εγώ σαν αναγνώστης, έχοντας διαβάσει τα βιβλία που έχετε γρά­ ψει μέχρι τώρα, περιμένω πια κάτι άλλο από σας. Νιώθω ότι τα παλιά σας θέματα, οι παλιοί σας τρόποι εξαντλήθηκαν. ΠΙΣΤΕΥΩ ότι κάτι άλλο λέγεται σ’ αυτό το και­ νούριο μυθιστόρημά μου που θα βγει το Σεπτέμ-

Α ν νιώσω ότι δεν μπορώ να πάω παρακάτω από εκεί που πήγα, θα σταματήσω το γράψιμο. βρη. Αλλά μη νομίζετε ότι δεν έχω κι εγώ κά­ ποιες ανησυχίες σαν τις δικές σας. Έχω. Και τε­ ράστιες μάλιστα.

ρωτήσω κάτι για το «Προς Οφρύνιο». Κά­ ποιος κριτικός έγραψε ότι το βιβλίο αυτό έχει σχέση με το «Γεφύρι του Σαν Λουί Ρέ» του Θόρντον Ουάιλντερ. Ξέρατε το βιβλίο του Ουάιλντερ όταν γράψατε το «Οφρύνιο»; ΟΧΙ, μου ήταν εντελώς άγνωστο. Απ’ ό,τι διά­ βαζα όμως κι εγώ στην ίδια κριτική, ο κεντρικός ήρωας του Ουάιλντερ είναι ένας παπάς που σκέ­ φτεται την ιστορία ενός ατυχήματος σ’ ένα γεφύ­ ρι κι αναρωτιέται τι θα είχε συμβεί αν οι άνθρω­ ποι είχαν περάσει από το γεφύρι λίγο πριν ή λίγο μετά. Εμένα τέτοιο θέμα δεν μ’ απασχολεί. Ήμουν, απλώς, μάρτυρας σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύ-

Με κυριεύει μια απελπισία ότι ζω σ’ έναν κόσμο τελειωμένο. χημα που έγινε στο δρόμο προς το Οφρύνιο. Διαβάζουμε πολλά, κάθε μέρα στις εφημερίδες, για τέτοια ατυχήματα, και τα προσπερνάμε, νο­ μίζοντας ότι δεν μας αφορούν. Αλλά όταν δεις, όταν ζήσεις τους ανθρώπους και τις ιστορίες τους, λες ότι καλά κάνανε και πεθάνανε. Αυτές οι γυναίκες, στο «Οφρύνιο», για παράδειγμα, καλά κάνανε και πέθαναν. Ή ταν μια σκέτη δυστυχία. Δεν κάνω βέβαια νιτσεϊκές θεωρίες, αλλά είναι μερικοί άνθρωποι που έχουν τόσο πο­ λύ αφεθεί που είναι μια απελπισία σκέτη. Αυτό ήθελα να δείξω στο «Οφρύνιο». Ανθρώπους που αφέθηκαν, ή γιατί το ήθελαν ή γιατί οι καταστά­ σεις τους οδήγησαν στην παραίτηση. Αυτό που λέτε, δηλαδή, το να πέθαιναν καλύτερα αυτές οι γυναίκες γιατί δεν εί­ χαν λόγο ύπαρξης, δεν φαίνεται στο βι­ βλίο. ΔΕΝ φαίνεται γιατί τελικά τις αγάπησα αυτές τις γυναίκες. Αυτό είναι μια ωραία εξήγηση...

Και καλά κάνετε, γιατί ατυχώς είναι πολ­ λοί αυτοί που δεν τις έχουν. ΕΓΩ τις έχω έντονα. Το τι θα πει κανείς παρα­ κάτω είναι μεγάλο πρόβλημα. Το επαναλαμβάνω και πάλι: Αν νιώσω ότι δεν μπορώ να πάω πα­ ραπέρα από κει που πήγα, θα σταματήσω το γράψιμο και θα θεωρήσω ότι ώς εδώ ήτανε για μένα. Αυτό μπορούσα, αυτό έδωσα. Ίδωμεν λοιπόν... Τώρα θά ’θελα να σας

ΤΙΣ αγάπησα και δεν μπορούσα να πω: ευτυχώς που πέθαναν και δεν μπορώ να το πω αυτό για κανέναν, όσο τενεκές και να είναι. Γιατί υπάρχει μια ζωή μόνο. Κι είναι τραγικό να πεθαίνει κα­ νείς ξεκινώντας για μια εκδρομή, όπως αυτές οι γυναίκες. Κι έτσι θέλησα να τους κάνω ένα μνη­ μόσυνο... ένα μνημόσυνο από αγάπη. Λέτε, στον πρόλογο του βιβλίου, ότι ιστο­ ρώντας τα γεγονότα φεύγει η κρυάδα του


68/σ υ νεν τευ ξη θανάτου. Σ’ εμένα το βιβλίο λειτούργησε αντίστροφα. Γνωρίζοντας δηλαδή στην πορεία του διαβάσματος τα πρόσωπα, μ’ ενόχλησε περισσότερο που σκοτώθηκαν. ΑΝ το πράγμα μπορεί να έχει και τις δυο λει­ τουργίες, αυτό εμένα μ’ ευχαριστεί. Γιατί αυτά τα πράγματα είναι πολύ μεγάλα και σημαντικά για νά ’χει κανείς μία και μοναδική λύση. Μακά­ ρι το βιβλίο να λειτουργεί και με τους δυο τρό­ πους. Μακάρι ο καθρέφτης νά ’χει δύο όψεις. Να έχουμε να κάνουμε μ’ έναν Ιανό παρά με μια συγκεκριμένη άποψη. Το «Οφρύνιο» είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα σενάριο. Και γενικότερα τα έργα σας έχουν μια κινηματογραφική τεχνική. Είναι εσκεμμένο αυτό; ΟΧΙ. Αλλά όπως είπα και προηγουμένως είναι καλό να λέει κανείς τα πράγματα άμεσα, κοφτά και σύντομα. Να κάνει, δηλαδή, οικονομία μέ­ σων. Εγώ γεννήθηκα το ’40 κι έζησα την καλή εποχή, όχι μόνον του αμερικάνικου και του ευ­ ρωπαϊκού, αλλά και του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου. Δεν αποκλείεται λοιπόν, όλ’ αυτά, ασυνείδητα να έχουν αφήσει μέσα μου κά­ ποια ίχνη. Από την άλλη μεριά, το συνειδητό εί­ ναι ότι ζούμε σε μια εποχή που, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει πάψει να κυριαρχεί ο λόγος και κυ­ ριαρχεί η εικόνα. Βγήκαμε από το γαλαξία του Γουτεμβέργιου και μπήκαμε στο γαλαξία της ει­ κόνας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης· καλώς ή κακώς, νομίζω, ότι η λογοτεχνία, αν όχι παρα-

Καμιά φορά η ιστορία, χωρίς να το θέλει και η ίδια, καταντά στο ψέμα. σύρεται απ’ αυτόν τον περίγυρο, τουλάχιστον, παίρνει κι η ίδια μια χροιά απ’ τα καινούργια αυτά μέσα. Βέβαια είναι επικίνδυνο, γιατί όλα τα πράγματα δεν μπορούν να εκφρασθούν με εικόνες. ΝΑΙ... βέβαια. Μετά η εικόνα είναι πολλές φορές η εύκο­ λη λύση. Κι η επιλογή της εύκολης λύσης σημαίνει οπωσδήποτε μια αδυναμία. ΑΥΤΟ είναι αλήθεια. Υπάρχει όμως κι ένας άλ­ λος κίνδυνος. Η ρηχότητα της εικόνας.

Βλέπετε για σας τέτοιους κινδύνους; ΝΑ σας πω... Κάποτε, έκανα ένα σημαντικό πράγμα. Πήγα κι αγόρασα τα σενάρια του Μπέργκμαν. Τα διάβασα με προσοχή και είδα ότι είναι λογοτεχνήματα. Και σημαντικά μάλι­ στα. Δεν θέλω να πω ότι παριστάνω τον Μπέρ­ γκμαν. Απλώς, έχοντας διαβάσει αυτά τα σενά­ ρια, διαπίστωσα τους κινδύνόυς να είναι κανείς ρηχός ή αντίθετα τους κινδύνους να είναι κανείς βαθύς. Είτε πρόκειται για λόγο, είτε για εικόνα. Αυτό, πάντως, που μ’ ενδιαφέρει εμένα, είναι αυτό που γράφεται να μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα. Να μην είναι μονοδιάστατο. Κύριε Δρακονταειδή, γιατί διαλέγετε πάν­ τα ανθρώπους που είναι εύκολο να κατα­ γραφούν; ΔΙΑΛΕΓΩ αυτούς τους ανθρώπους γιατί πι­ στεύω, αντίθετα, ότι είναι πολύ δύσκολο να τους καταγράψεις. Το πιο συνηθισμένο για μένα είναι και το πιο άγνωστο. Η φιλοδοξία μου είναι να μπορέσω να μιλήσω για το συνηθισμένο. Αν μπορούσα να μιλήσω όπως ο Τσέχωφ ή ο Μωπασάν, τότε δεν θά ’θελα να μιλήσω σαν τον Τζόυς ή τον Σάρτρ. Θέλω να μιλήσω για το συνηθισμέ­ νο. Αλλά να μιλήσω βέβαια σωστά. Ακριβώς εκεί είναι η δυσκολία του πράγ­ ματος. Το να καταγράψεις ένα απλό πράγμα μ’ έναν απλουστευμένο τρόπο δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη τίποτε. Μια απλή ιστορία, άλλος τη μετουσιώνει σε λογοτε­ χνία, κι άλλος σου δίνει ένα γραπτό που δεν διαβάζεται με τίποτα. ΣΩΣΤΑ. Εμένα πάντως, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι περίπλοκοι άνθρωποι. Μ’ ενδιαφέρουν οι συνη­ θισμένοι, αυτοί που συναντάς στο δρόμο κάθε μέρα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι ένα υλικό που άδικα νομίζω το παραπετάμε, γιατί αξίζει τον κόπο. Βέβαια κι αυτό κινδυνεύει ίσως να γίνει μανιέρα. Ε! Δεν ξέρω μέχρι ποιο σημείο μπορεί να τ’ αποφύγει κανείς αυτό. Συνηθισμένοι άνθρωποι... Ναι, βέβαια. Το ενδιαφέρον όμως είναι, νομίζω, να «πιάσει» ο συγγραφέας τις αόρατες πλευ­ ρές αυτών των ανθρώπων, κι όχι τα γνω­ στά και τετριμμένα που τα ξέρουν όλοι. Εσείς νομίζετε ότι το καταφέρνετε αυτό; ΝΑ σας πω... Σ’ αυτό το βιβλίο πού σας έλεγα για το άγαλμα της Ονδούρας, γράφω ότι, παρ’ όλες τις φιλοσοφίες και τις επιστήμες, ο άνθρω­ πος ζει με την αθέατη πλευρά του. Εάν κανείς καταφέρει να δώσει έστω και την υποψία ότι


σ υ ν εν τευ ξη /6 9 υπάρχει μια αόρατη πλευρά, νομίζω ότι, τότε, το παιχνίδι είναι κερδισμένο. Διότι, νομίζω, ότι εμείς στην Ελλάδα σήμερα δεν έχουμε την πολυ­ τέλεια των πνευματικών κατασκευών. Ας φτιά­ ξουμε πρώτα μια λογοτεχνία στηριγμένη σε απλά πράγματα, κι ας έλθει ύστερα ο Τσέχωφ μας, ο Μπαλζάκ μας ή ο Σταντάλ μας να φτιάξει τα σπουδαία και τα τρανά. Εμείς τώρα ας ξεκαθα­ ρίσουμε το έδαφος στο οποίο κινούμαστε, κι από ’κει κι ύστερα, ας γίνει ό,τι θέλει. Όμως ακόμα, δεν έχουμε μιλήσει εμείς εδώ στην Ελλάδα, και νομίζω ότι μπορούμε να το κάνουμε. Κύριε Δρακονταειδή, θά ’θελα τώρα να σας ρωτήσω κάτι για τα τρία τελευταία βι­ βλία σας που είναι νομίζω και τα πιο ώρι­ μα έργα σας. Βλέπω, λοιπόν, ότι και στα τρία ακολουθείτε την ίδια, ας πούμε, μέ­ θοδο. Παίρνετε ένα γεγονός του παρελ­ θόντος και το εξετάζετε κάτω από το μι­ κροσκόπιο και πάντα από μια απόσταση. Γιατί υιοθετείτε αυτή τη μέθοδο; ΓΙΑΤΙ ο συγγραφέας γράφει βέβαια μόνος του το βιβλίο, αλλά κι ο αναγνώστης έχει νομίζω το δικαίωμα να το συμπληρώσει. Συνεπώς, για να μπορέσει ο αναγνώστης να το συμπληρώσει, πρέπει ο συγγραφέας να του δώσει τη δυνατότη­ τα επέμβασης. Να του δώσει όλες τις εκδοχές. Εκτός αυτού, πιστεύω επίσης ότι ο συγγραφέας δεν πρέπει να επεμβαίνει, δεν πρέπει να μπαίνει μέσα στο βιβλίο του. Πρέπει να κάθεται απ’ έξω. Και μια τέτοια στάση δεν σημαίνει απόσταση, σημαίνει αντικειμενικότητα. Φοβάμαι ότι με το να υποκειμενικοποιούμε το βιβλίο αφαιρούμε δυνατότητες ερμηνείας από τον αναγνώστη. Και να είστε σίγουροι ότι ο αναγνώστης είναι πολύ πιο έξυπνος από τον συγγραφέα. Πάντα μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Συνεπώς για μένα η απόσταση είναι εκ των ων ουκ άνευ... Το τελευταίο βιβλίο σας που είναι η ιστο­ ρία ενός τόπου, σε μια συγκεκριμένη πε­ ρίοδο, το λέτε «Ίχνη της παράστασης». Γιατί χρησιμοποιείτε τη λέξη παράσταση που υποδηλώνει κάτι όχι γνήσιο; ΔΙΟΤΙ για μια μεγάλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, ας πούμε χοντρικά από το 1900 ώς το 1980, με την παρουσία του μαρξισμού που δεν ήμαστε ακόμα έτοιμοι να τον δεχτούμε, οι άν­ θρωποι στον τόπο μας, διαλέγοντας το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, συνέβαλαν σ’ ένα μεγάλο βαθ­ μό στο να παιχτεί στην Ελλάδα μια παράσταση. Νομίζω ότι δεν έγινε τίποτα περισσότερο απ’ αυ­ τό. ΓΓ αυτό και στο βιβλίο, θα δείτε πολλές απλοϊκότητες του στυλ «όταν θά ’ρθουμε στα πράγματα, θα πάρουμε τον κήπο του τάδε πλού-

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ

ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ από τις

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 1. Σκληροί αγώ νες για μικρή ζωή

(Διηγήματα)

2. Γ' Χριστιανικόν Π αρθεναγω γείον

(Μυθιστόρημα) (Διηγήματα) (Μυθιστόρημα) (Μυθιστόρημα) Με τη λύρα (Μυθιστόρημα) Αναχωρήσεις και μεταλλαγές (Διηγήματα) Μυστήρια (Διηγήματα) 9. Προσοχή συνάνθρωποι! (Διηγήματα) 10. Σπονδή (Διηγήματα) 11. Και ούτω καθεξής (Μυθιστόρημα) 12. Για να γίνει μεγάλος (Βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη ) 13. Και υπέρ τιον ζώντων (Διηγήματα) 14. Δ εσ π ό ζο υσ α (Μυθιστόρημα) 15. Μια μέρα στο γυμνάσιο (Θέατρο) 16. Βασιλική Δρυς (Το χρονικό της εκπαίδευσης ) 17. Α πό π ολύ κοντά (Αυτοβιογραφικό) 18. I Ιαίζομε κουκλοθέατρο; (Θέατρο) 19. Κατερειπωμένα αρχοντικά (Διηγήματα) 20. ' Ελληνες λογοτέχνες (Δοκίμια I) 21. Ξένοι λογοτέχνες (Δοκίμια II) 22. Υ πό εχεμ ύθειαν (Ανέκδοτα) 23. Εισαγωγή στην ιστορία της Παιδαγωγικής Αλεξίου ' Ελλη - Στεφανάκης Γιώργος ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( Γεννήθηκε γιατη δόξα) Φωσκαρίνης Θάνος 3. 4. 5. 6. 7. 8.

Υ πολείμματα επαγγέλματος Λ ούμπ εν

Παραπόταμοι

Δοκίμιο χρονογραφίας για την ' Ελλη Αλεξίου

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ (Επιμέ­ λεια Αντα Κατσίκη - Γκίβαλου) Γράφουν: Π. Κανλλόπουλος, Τ. Α δάμος, Μελισσάνθη, Ζ. Σκά­ ρος, Γ. Τσαρούχης, II. Χάρης κ.ά.


70/σ υ νεντευξη σιου για να τον δώσουμε στους φτωχούς». Όλοι, δηλαδή, παίζαμε τότε μια παράσταση. Κι εξακο­ λουθούμε να την παίζουμε ακόμα, παρ’ ότι προσπαθούμε τώρα πια να την περιορίσουμε. Όμως αυτή εξακολουθεί να παίζεται. Εγώ δεν την είδα βέβαια από την αρχή. Μόνον κάποια ίχνη της μπόρεσα να πιάσω... Κύριε Δρακονταειδή, είστε από τους πολ­ λούς έλληνες συγγραφείς που δεν ζουν από τα βιβλία τους. Δουλεύετε νομίζω σε κάποια πολυεθνική εταιρία... ΝΑΙ... Κι είμαι υποχρεωμένος να βρίσκομαι εκεί με γραβάτα και κουστούμι, βρέξει χιον'σει, κάθε μέρα από τις επτάμισι ώς τις τρεισήμισι. Κι όταν λέμε δουλεύω, εννοούμε δουλεύω διότι οι πολυε­ θνικές εταιρίες δεν σε πληρώνουν για πλάκα. Τε­ λειώνοντας όμως στις τρεισήμισι το μεσημέρι, κατεβάζω το ρολ ,, ίου υπαλλήλου και βάζω το καπελάκι του συγγραφέα ή μάλλον του γραφιά. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν’ απαρνιέμαι καθημε­ ρινά πολλά πράγματα γιατί ο χρόνος δεν φτάνει. Φίλους, παρέες, οικογένεια. Δεν έχω καθόλου χρόνο για χάσιμο. Άσε που πρέπει να είμαι επί ποδός πολέμου συνέχεια, για να μπορώ να ενη­ μερώνομαι για το τι συμβαίνει γύρω μου. Γιατί δεν μπορείς να γράφεις σήμερα ό,τι σού’ρχεται στο κεφάλι, χρειάζεται να ενημερώνεσαι συνε­ χώς. Ό λ ’ αυτά όμως σημαίνουν πολύ κόπο. Είπατε πριν ότι σχολώντας από τη δου­ λειά, κατεβάζετε το ρολό του υπαλλήλου. Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος της δουλειάς σας δεν σας δίνει εμπειρίες που θα μπο­ ρούσαν να εκφραστούν συγγραφικά; ΟΧΙ. Όμως πρέπει νά ’χει κανείς μια ελεγχόμε­ νη σχιζοφρένεια. Εγώ έχω φτάσει σ’ ένα σημείο που την ώρα της δουλειάς μου ένα μέρος του

πειρίες είναι περιορισμένες, γιατί στις εταιρίες αυτές δουλεύουν άνθρωποι περιορισμένης πνευ­ ματικής ικανότητας. Άνθρωποι μονοδιάστατοι, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα εκτός από τη δουλειά τους. Άνθρωποι δυστυχισμένοι σ’ ένα βαθμό που ζηλεύουν και καταδιώκουν τη δική μου πνευματική δραστηριότητα. Και ξέρω επίσης ότι γι’ αυτή μου τη δραστηριότητα θεωρούμαι ύπο­ πτος στην εταιρία. Μόνο που αυτό μου είναι αδιάφορο πια. Πάντως η εμπειρία της δουλειάς σας δεν είναι, νομίζω, καθόλου καθοριστική στο έργο σας. ΝΟΜΙΖΩ ότι θα χρειαστεί να έχω κάποια από­ σταση από τα πράγματα για να μπορέσω να τα δω. Αν παραιτηθώ, για παράδειγμα, ή με διώ­ ξουνε, θά ’χω όλο το χρόνο να δω την εμπειρία μου αυτή από απόσταση και να μαζέψω υλικό που κάποια στιγμή στο μέλλον θα το χρησιμο­ ποιήσω. Θά ’θελα κάποτε να γράψω για το πώς γίνονται τα συμβούλια σ’ αυτές τις εταιρίες. Πιστέψτε με, θα ήταν χάρμα! Αν το πάρουμε αντίστροφα το πράγμα... Από τι εμπειρίες σας στερεί η δουλειά σας; ΜΕ εμποδίζει να ονειρευτώ, να στοχαστώ, να δω ανθρώπους την ώρα που τους θέλω... μ’ εμ­ ποδίζει από πολλά. Θα μπορούσατε να ζήσετε από τα βιβλία σας, αν αποφασίζατε να σταματήσετε τη δουλειά; ΟΧΙ, κι ούτε που θα το ήθελα. Γιατί τώρα έχω τη δυνατότητα να γράφω όποτε θέλω, όπως θέ­ λω, και να εκδίδω όποτε θέλω. Πώς τα προλαβαίνετε όλα;

Νομίζω ότι ορισμένοι λογοτεχνικοί όροι δεν ταιριάζουν στη δουλειά μου. εαυτού ,μου είναι μέσα στη δουλειά κι ένα άλλο απ’ έξω. Αλλά και στο σπίτι πολλές φορές, εκεί που προσπαθώ να συγκεντρωθώ, ένα τηλεφώνη­ μα ή μια εντύπωση με ξαναγυρίζει πίσω στο χώ­ ρο της δουλειάς μου. Πιστέψτε με όμως ότι οι εμπειρίες που έχει κανείς στις πολυεθνικές εται­ ρίες είναι πολύ σημαντικές, από μια σκοπιά. Μπορεί να ταξιδέψει, να δει πράγματα, να γνω­ ρίσει ανθρώπους... Από την άλλη όμως, οι εμ­

ΕΧΩ κόψει πάρα πολλά πράγματα. Κόβοντας όμως κάποια πράγματα, μήπως στερείτε τον εαυτό σας από κάποιες άλλες εμπειρίες που θα μπορούσαν να εκφρα­ στούν συγγραφικά; ΚΑΛΥΤΕΡΑ οι εμπειρίες μου να είναι λίγες κι έντονες, παρά πολλές και άχρηστες. Πάντως εμ­ πειρία είναι το νά ’χεις τη διάθεση ν’ ακούσεις τον άλλον, να δεις κάτω από το φόρεμα του άλ­ λου. Σας καθορίζει σαν άτομο το ότι είστε συγ­ γραφέας;


σ υ ν εν τευ ξη /7 1 ΟΛΟ και περισσότερο. Κι αν ακόμα προσπαθή­ σεις να τ’ αρνηθείς, όπως εγώ, σαν άλλος Πέ­ τρος, οι άνθρωποι γύρω σου το βλέπουν. Είτε το θες, είτε δεν το θες, αυτή η ιδιότητα ξεβάφει κά­ ποτε πάνω σου. Κύριε Δρακονταειδή, ποια σχέση νομίζετε ότι έχετε με τη νέα λογοτεχνική γενιά. ΔΕΝ ξέρω. Οι άνθρωποι που ασχολούνται μ’ αυτά τα πράγματα’δεν ξέρουν πού να με κατατά­ ξουν εμένα και μερικούς άλλους. Είμαι νεότερος από τον Ταχτσή, τον Ιωάννου ή τον Κουμανταρέα. Και δεν εννοώ καθόλου εδώ την αξία τους ή τη δική μου, το εννοώ μόνο χρονολογικά. Είμαι λοιπόν νεότερος απ’ αυτούς, αλλά άρχι­ σα να δημοσιεύω την ίδια περίοδο μ’ αυτούς. Εγώ τις σαχλαμάρες μου, εκείνοι τα βιβλία τους. Βρίσκω ότι μ’ αυτή τη γενιά των συγγραφέων τα κοινά μας θέματα είναι η εσωτερική μετανά­ στευση, οι πόλεμοι, οι δικτατορίες, η βία, η νο­ θεία κτλ. Όμως νιώθω ότι βρίσκομαι πάρα πολύ κοντά σ’ ορισμένους ανθρώπους, νέους, νεότα­ τους που σήμερα είναι 25-30 χρόνων και γρά­ φουν πολύ όμορφα. Στον Πέτρο τον Τατσόπουλο το Βαγγέλη τον Ραυτόπουλο ή και σε παιδιά λίγο μεγαλύτερα. Και βρίσκομαι κοντά όχι τόσο από την άποψη της γλώσσας που χρησιμοποιούν, αλ­ λά περισσότερο από την άποψη της τεχνικής. Της κινηματογραφικής τεχνικής, της λαχανιαστής, της αγωνιώδους... Αλλά και πάλι νιώθω μια μοναξιά, γιατί η παιδεία η δική μου είναι περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική. Ό πω ς σας είπα, μόλις τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα τους μεγάλους έλληνες συγγραφείς.

Φ. Δρακονταειόής

πρόγραμμα. Εκεί το πράγμα έχει ολοφάνερα μια δόση απατεωνίας. Και δεν μπορώ να δεχτώ επί­ σης ότι ένας εκδοτικός οίκος που δεν ξέρει τι θα πει copyright, πουλά το βιβλίο μου χωρίς να με ρωτήσει, σ’ άλλον εκδοτικό οίκο επειδή ο ίδιος σταμάτησε ή περιόρισε τη δραστηριότητά του. Σας έχει συμβεί αυτό;

Κύριε Δρακονταειδή, δώσατε πριν λίγο καιρό στη Liberation μια συνέντευξη όπου κατηγορούσατε τους έλληνες εκδότες. Τι πρόβλημα έχετε μαζί τους; ΣΤΗΝ Ελλάδα είναι λίγοι οι εκδοτικοί οίκοι που έχουν μια παράδοση, μια σταθερότητα, μια

Νιώθω περήφανος που είχα έναν πατέρα εκτελεσμένο. τιμιότητα. Σε μια εκπομπή στην τηλεόραση ανα­ φέρθηκε ότι έχουμε 407 εκδοτικούς οίκους. Δεν μπορώ να δεχτώ ότι, στην Ελλάδα, είναι δυνατό να υπάρχουν 407 εκδοτικοί οίκοι. Το εκνευριστικό είναι όταν εμφανίζονται εκδότες οι οποίοι, υπέρ της τέχνης ή υπέρ του πολιτισμού, κάνουν πειρατικές εκδόσεις και δεν είναι συνεπείς ούτε με τα οικονομικά τους ούτε με το εκδοτικό τους

ΝΑΙ. Με ποιο βιβλίο; ΜΕ μια σειρά διηγημάτων μου που είχαν βγει στην «Εγνατία» και βρέθηκαν στα «Γράμματα», χωρίς καν να το ξέρω, και με μια ανθολογία λα­ τινοαμερικάνων πεζογράφων που την είδα να κυκλοφορεί χωρίς την άδειά μου, με το δικαιολογητικό ότι ήταν ανθολογία και μπορούσε όποιος θέλει να την κυκλοφορεί χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν. Κι όχι μόνο να την κυκλοφο­ ρεί, αλλά και νά ’χει αφαιρέσει τους πρόλογους και τα ενημερωτικά σημειώματα, και νά ’χουν μείνει ξερά τα διηγήματα. Ας έλθουμε τώρα στη συνέντευξη. Η αλήθεια είναι ότι χρησιμοποίησα κάποιες βαριές εκφράσεις που τις πιστεύω όμως. Είπα ότι στο Υπουργείο Πολιτισμού υπάρχει ένα μάτσο από ηλίθιους, πράγμα που μπορώ να το τεκμηριώσω οποιαδήποτε στιγμή. Κι εύχομαι το μάτσο αυτό των ηλιθίων να περιοριστεί γιατί,


72/σ υ νεν τευξη έτσι, χάνεται κι η δουλειά αξιόλογων ανθρώπων. Είπα επίσης ότι ένας συγκεκριμένος εκδότης εί­ ναι κλέφτης. Ποιος; Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ο Λιβάνης. Και το είπα έχοντας υπόψη μου την εκδοτική του δραστηριότητα γύ­ ρω στα 1976-1978, τότε που όπως είναι γνωστό έβγαζε βιβλία χωρίς να έχει πληρώσει εκδοτικά δικαιώματα. Και την περίοδο εκείνη, τα δικαιώ­ ματα για τα συγκεκριμένα βιβλία τα είχε άλλος εκδότης. Εννοείτε τα βιβλία του Μάρκες; ΝΑΙ ακριβώς. Την ιστορία έτυχε να την ξέρω από πρώτο χέρι, γιατί γνωρίζω και τον Μάρκες και την ατζέντισσά του. Βέβαια, το χρέος τακτο­ ποιήθηκε μετά, αλλά αυτό βέβαια δεν έχει καμιά σημασία. Πάντως όλ’ αυτά τα πράγματα είναι

γνωστά. Σας παραπέμπω και στο «Σχολιαστή», όπου όλοι οι εκδότες παραδέχονται ότι κλεψιτυπούν. Το άλλο που είπα σ’ αυτή τη συνέντευξη είναι ότι οι έλληνες εκδότες είναι φτηνοκομπιναδόροι. Αν έκαναν τουλάχιστον μια κομπίνα ολ­ κής, να βγάλουν π.χ. φροντισμένες εκδόσεις έστω και χωρίς copyright, θά ’λεγα δεν πειράζει. Αλλά να κλέβεις και να κάνεις και καρμίρικα πράγματα... ε! είναι λίγο τραβηγμένο. Γιατί δημιουργήθηκε τόσος θόρυβος μ’ αυτή τη συνέντευξη; ΓΙΑΤΙ όλ’ αυτά που είπα χαρακτηρίστηκαν σαν ανθελληνικά. Για τ’ όνομα του θεού! Να θεωρεί­ ται ανθελληνικό το να λες σαφώς τι ακριβώς συμβαίνει! Δεν μπορούμε αιωνίως να κρύβουμε την αρρώστια. Πρέπει να ξέρουμε τα συμπτώματά της.

Ένα Ευρωπαϊκό

BESTSELLER στις εκδόσεις

AQUARIUS Έ να μυθιστόρημα μ ’ ενδιαφέρουσα πλοκή και δράση α πό την Λ Ο Υ ΙΖ ΡΙΝΣΕΡ, μια α π ’ τις πιο χαρακτηριστικές και επιτυχημένες συγγραφείς των τελευταίων χρόνων της σύγχρονης λογοτεχνίας.

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ AQUARIUS Βελβενδού 2, Κυψέλη, Αθήνα 11364 ΤΗΛ. 8826060


4 £*πτεμ6ρίου 1984

βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 102

» Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάασεται μ ε την πολύτιμη συνερ­ γασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι­ στούμε θερμά. » Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται μ ε βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο­ γραφία. » Σ ε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ GREBER JOHANNES. Η επικοινωνία με τον κόσμο των πνευμάτων του Θεού. Οι νόμοι και ο σκοπός της. Μετ. Τερέζα Piquet-Πόγγη. Μεταψυχική Εταιρεία Αθηνών, αριθ. 8. Αθήνα, Μεταψυχική Εταιρεία Αθη­ νών, 1984. Σελ. 371. Δρχ. 500.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ I. Ψυχολογία. Θεσσα­ λονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 489. Δρχ. 400.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ FREUD SIGMUND - LACAN JACQUES. Ψ υχανά­ λυση: Φρόυντ και Λακάν. Μετ. Αλεξ. Βουδούρη κ.ά. Σειρά Β'/Σπουδές, αριθ. 9. Αθήνα, Imago, 1984. Σελ. 289. Δρχ. 400.

Επιμέλεια:

Α Ε'Φη

ληνες συγγραφείς και ακολου­ θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα­ φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ­ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι­ αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη­ ρότητα του Δ ελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ­ δόσεις τους.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ ΗΛΙΟΠΟΥΔΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. Η δίκη του Χριστού υπό το φως των Ευαγγελίων και της Επιστή­ μης. Εν Α θήναις, 1984. Σελ. 226. Δρχ. 900. ΜΕΝΟΥΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Β. Κοσμά του Αιτωλού δι­ δαχές. Β' έκδοση. Αθήνα, Τήνος, 1984. Σελ. 318. Δρχ. 500. Μνήμη Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου. Εν Αθήναις, 1984. Σελ. 527. Δρχ. 2000. Χαριστείου Σεραφείμ Τίκα, αρχιεπισκόπω Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Θεσσαλονίκη, 1984. Σελ. 628. Δρχ. 1750. SCHMEMAN ALEXANDER. Εξ ύδατος και πνεύμα­ τος. Λειτουργική μελέτη του Βαπτίσματος. Μετ. Ιωσήφ Ροηλίδης. Αθήνα, Δομός, 1984. Σελ. 235. Δρχ. 400.

ΘΡΗΣΚΕΙΟΛΟΓΙΑ ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ. Η φιλοκαλική αναγέν­ νηση του XVII και XIX αι. και οι πνευματικοί καρποί της. Αθήναι, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, 1984. Σελ. 36. Δρχ. 150.


74/δ ελ τιο

ΗΘΙΚΗ ΜΠΕΚΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Δ . Στα καθάρια ύψη. Αθήνα, Ιερά Μ ητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης, 1984. Σελ. 167.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙA ΒΑΝΕΓΚΕΜ ΡΑΟΥΛ. Βασικές κοινότητες. Μετ. Θέμης Μιχαήλ. Α θήνα, Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 59. Δρχ.

110. ΓΚΟΥΑΤΤΑΡΙ ΦΕΛΙΞ. Μοριακή επανάσταση. Μετ. Γεναρέλη Καίτη κ.ά. Α ντιπαραθέσεις, αριθ. 5. Αθήνα, Κομμούνα. Σελ. 154. Δρχ. 280.

Π ΑΙΔΙΚ Α

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΟΝΤΟΣ Κ.Γ. Ο γιος του Κόμνα. Α θήνα, Παιδική Βιβλιοθήκη. Σελ. 207. Δρχ. 200. ΒΕΡΝ ΙΟΥΛΙΟΣ. Α π ό τη σελήνη στη γη. Κλασικά της παγκοσμίου λογοτεχνίας εικονογραφημένα. Μετ. I. Σαρποτιέ-Παραφέστα. Α θήνα, Μαλλιάρης - Παιδεία, 1984. Δρχ. 200. ΒΕΡΝ ΙΟΥΛΙΟΣ. Ο δεκαπεντάχρονος πλοίαρχος. Κλασικά της παγκοσμίου λογοτεχνίας εικονογραφημέ­ να. Μετ. Βερονίκη Δαλακούρα. Α θήνα, Μαλλιάρης Π αιδεία, 1984. Δρχ. 200. ΣΚΟΤ ΓΟΥΟΛΤΕΡ. Κουέντιν Ντάργουντ. Κλασικά της παγκοσμίου λογοτεχνίας εικονογραφημένα. Μετ. Τασώ Καββαδία. Α θήνα, Μαλλιάρης - Παιδεία, 1984. Δ ρχ. 200.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΣΟΥΪΦΤ. Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ. Κλασικά της παγκοσμίου λογοτεχνίας εικονογραφημένα. Μετ. Παν. Μ αρινάκης. Α θήνα, Μαλλιάρης - Π αιδεία, 1984. Δρχ. 200.

ΔΟΞΑΣ ΓΙΩΡΓΗΣ Τ. Α στοί, μια Ελπινίκη θα μας σώ­ σει α π ’ το Π Α ΣΟ Κ ... Πολιτικά κείμενα. Α θήνα, 1984. Σελ. 88.

ΣΤΙΒΕΝΣΟΝ. Το μαύρο βέλος. Κλασικά της παγκο­ σμίου λογοτεχνίας εικονογραφημένα. Μετ. Μ άριος Βερέττας. Α θήνα, Μαλλιάρης - Π αιδεία, 1984. Δρχ. 200.

ΜΑΡΑΓΚΟΣ ΝΙΚΟΣ. Μ αύρο στον τουρκόφιλο Ρήγκ α ν!... Α θήνα, 1984. Σελ. 243. Δρχ. 400.

ΣΤΟΟΥΝ ΧΑΡΙΕΤ ΜΠΙΤΣΕΡ. Η καλύβα του Μ πάρμπα-Θωμά. Κλασικά της παγκοσμίου λογοτεχνίας ει­ κονογραφημένα. Μετ. I. Σαρποτιέ-Παραφέστα. Αθή­ να , Μαλλιάρης - Π αιδεία, 1984. Δρχ. 200.

ΨΥΡΟΥΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ο ανοικτός φάκελος της Κύ­ πρου. (Περίοδος 1974-84). Λευκωσία, Α ιγα ίον, 1984. Σελ. 53. Δρχ. 150. Ο σοβιετικός στατός. Σειρά Α '/Επιχειρήματα, αριθ- 7. Α θήνα, Imago, 1984. Σελ. 237. Δρχ. 500.

ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΣΙΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η λαογραφία στη ζωή μας. Α θήνα, Τσόκας, 1984. Σελ. 46. Δρχ. 150.

ΓΕΝΙΚΑ

ΕΚ Π ΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ

MILLER JONATHAN. Ο Δαρβίνος για αρχάριους.. Μετ. Μανώλης Σπανάκης - Λ ιάνα Α λεξανδρή. Εικ. Borin Van Loon. Θεσσαλονίκη, Επιλογή, 1982. Σελ. 175. Δρχ. 330.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

ΖΩΟΛΟΓΙΑ

Π Α Π Α ΔΟ Π Ο Υ ΛΟ Σ X. Σπουδές στο εξωτερικό. Α θή­ ν α , Κάκτος, 1984. Σελ. 283. Δρχ. 400.

ΑΜΠΕΡΜ ΑΝ ΕΡΙΚ. Μ πόξερ. Μετ. Β. Λεβέντης. Α θήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 110. Δρχ. 200.


δελ τιο /7 5

ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

φισμα της αιωνιότητας. Ποιήματα. Λευκωσία, 1984. Σελ. 79. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ-FOSSI ΑΛΙΚΗ. Μικρά και μικρότερα ποιήματα. Αθήνα, 1984. Σελ. 74.

ΙΑΤΡΙΚΗ

ΚΟΥΤΣΟΒΑΓΓΕΑΗΣ ΘΟΔΩΡΑΣ. ... να ζήσει τ’ όνειρο περ’ από τη νύχτα. Αθήνα, 1984. Σελ. 88. ΝΙΚΟΛΙΤΣΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μ ινινθάδιοι. Ποιήμα­ τα. Αθήνα, Φιλιππότης, 1984. Σελ. 64.

VACHET PIERRE. Η σκέψη που γιατρεύει. Μετ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού. Α θήνα, Θυμάρι, 1984. Σελ. 209. Δρχ. 300.

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΖΗΣΗΣ. Και επί γης ειρήνη. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 48. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ. Εντός των τειχών. Ποιήματα. Α θήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1983. Σελ. 34.

ΤΕΧΝΕΣ ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΦΛΩΡΑΚΗΣ ΑΛΕΚΟΣ Ε. Τήνος. Η παράδοση του μαρμάρου. Αθήνα, Γαλάζιο Α ιγαίο. Σελ. 76. Δρχ. 150.

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΟΜΠΑΓΙΑΣΙ ΚΙΓΙΟΣΙ - ΣΑΡΠ ΧΑΡΟΛΝΤ Ε. Το σπορ του τζούντο όπως παίζεται στην Ιαπωνία. Αθήναι, Τάταρης. Σελ. 102. Δρχ. 300.

ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

ΠΑΥΛΕΑ ΡΩΞΑΝΗ. Πληγωμένη ροδιά. Θεσσαλονί­ κη, 1984. Σελ. 63. Δρχ. 200. ΠΑΥΛΕΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ. Ενδοδυναμική. (Σύστημα σηκών). Τόμος Β' Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 394. Δρχ. 700. ΣΤΑΦΥΛΟΠΑΤΗΣ ΝΙΚΟΣ Γ. Ανθολογία σιφνίων ποιητών. 1801-1984. Αθήνα, «Σιφναϊκή Φωνή», 1984. Σελ. 270. ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Η μεγάλη θεά ειρήνη. (Κεί­ μενο για ορατόριο). Αθήνα, 1984. Σελ. 22. POE ED G A R ALLAN. Το κοράκι. Μετ. Γιάννης Β. Ιωαννίδης. Β' έκδοση. Α θήνα, Ό μβρος, 1984. Σελ. 35. Δρχ. 220.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ Β ΛΑΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ - ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟ­ ΡΟΣ - ΝΟΛΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Τρία διηγήματα. Αθήνα, στιγμή, 1984. Σελ. 80. Δρχ. 300. ΚΑΚΑΔΙΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛ. Η κυρά Ειρήνη. Α θήνα. Σελ. 290. Δρχ. 400. ΚΥΠΡΑΙΟΣ ΒΙΚΤΩΡΑΣ. Γυμνές αλήθειες. Μάγκυ. Τόμος Β'. Αθήνα, 1983. Σελ. 390. ΜΑΡΚΑΚΗΣ 1984. Σελ. 28

ΜΕΛΕΤΕΣ ΗΛΙΟΥ ΗΛΙΑΣ Φ. Η ρητορική του Αριστοτέλη. Αθή­ να, Κέδρος, 1984. Σελ. 330. Δρχ. 700.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΜΙΝΟΣ.

Ελένη.

Αφήγηση.

Αθήνα,

ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Γ. Τα παιδιά του Δία. Μυθι­ στόρημα. Α θήνα, Μαυρίδης, 1984. Σελ. 161. Δρχ. 300. ΣΑΜ ΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Πολιτεία του Βορρά. Μυθιστόρημα. Α θήνα, Φιλιππότης, 1984. Σελ. 287. ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ ΝΙΚΟΣ. Για μια πορεία. Διηγήματα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1984. Σελ. 108. ΦΑΣΙΛΗ-ΓΙΑΧΝΗ ΓΙΑΝΝΑ. Μετανάστες εσωτερι­ κού. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1984. Σελ. 47. ΑΣΙΜΩΦ ΙΣΑΑΚ. Γαλαξίες. Μετ. X. Ξενούλης. Αθή­ να, Κάκτος, 1984. Σελ. 317. Δρχ. 400.

ΠΟΙΗΣΗ

GIBRAN KAHLIL. Ανυπότακτες ψυχές. Μετ. Χρυσό­ στομος Παπασπύρου. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1984. Σελ. 80. Δρχ. 180.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ-ΠΑΠΑΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΚΑΤΙΝΑ. Ψηλά-

ΚΛΑΡΚ ΑΡΘΟΥΡ. Ναυάγιο στη σελήνη. Μετ. X. Ξε­ νούλης, Αθήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 287. Δρχ. 400.


76/δελτιο ΛΑΝΤΑΛΑΜ ΡΟΜΠΕΡΤ. Η κληρονομιά των Σκαρ­ λάτα. Μεχ. Ντίνα Δαμοπούλου. Αθήνα, Τερζόπουλος, 1984. Σελ. 366. Δρχ. 750. McMURTRY LARRY. Σχέσεις στοργής. Μετ. Μ. Ζουμπουλάκη. Α θήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 236. Δρχ. 400. ΤΟΛΣΤΟΗ ΛΕΩΝ. Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς. Μετ. Νίκος Αλεξίου. Αθήνα, Θεωρία, 1984. Σελ. 127. Δρχ. 180.

Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τόμος Δ'.: 1930-1936 (τελευταίος). Επιμ. Στεφ. I. Στεφάνου. Αθήνα, Λέσχη Φιλελευθέρων - Μνήμη Ελευθ. Βενιζέ­ λου, 1984. Σελ. 872. Δρχ. 2200. Τιμή στην Κρήτη. 1884-1984. Ηράκλειο, Δήμος Ηρα­ κλείου - Scuola Archeologica Italiana di Atene, 1984. Σελ. 172. ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Ρήγας - Καραϊσκάκης Κόχραν. Μια απίστευτη συνοδοιπορία μέσα σε δύο αιώνες. Ανάτυπο από το περιοδικό «Τετράμηνα» 2526, 1984. Ά μφ ισσα. Σελ. 1657-1676.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΥΚΑΔΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Σικελιανός. Μνήμη για τα 100 χρόνια άπό τη γέννησή του στη Λευ­ κάδα 1884. Αθήνα, Εστία, 1984. Σελ. 123. Δρχ. 300. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΜΕΡΟΠΗ. Λώρενς Ντάρρελ. (Ο πεζογράφος και ποιητής που αγάπησε και ύμνησε την Ελλάδα). Αθήνα, 1984. Σελ. 98. Δρχ. 250. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Α.Κ . Η στροφή του Σεφέρη. Τόμος Τ'. Αθήνα, Ζώδιο, 1984. Σελ. 125. Δρχ. 500.

ΘΕΑΤΡΟ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΟΥΧΝΕΡ ΒΑΛΤΕΡ. Ιστορικά νεοελληνικού θεά­ τρου. Έ ξι μελετήματα. Α θήνα, Παϊρίδης, 1984. Σελ: 221. Δρχ. 650.

ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΑΛΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ταξιδεύοντας. Δωδεκάνησα. Πάτρα, Κοραής, 1984. Σελ. 70. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Παξοί. Α πό την αδια­ φορία στην ανάπτυξη. Αθήνα, Κάκτος, 1984. Σελ. 380. Δρχ. 600.

ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΔΙΔΗΣ MIX. Δ . Α πό την Αυστραλία με αγάπη. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Λονδίνο, 1984. Σελ. 52. Δρχ. 400.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχη 268, 269. Δρχ. 50.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Παύλος Βαρδινογιάννης. Ο άνθρωπος, ο πολιτικός, ο δημοσιογράφος. Α θήνα, «Ο Τύπος», 1984. Σελ. 31. Δρχ. 200.

ΤΟ ΒΗΜΑ. Δημοσιογραφικό όργανο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Φύλλο Ιούλιος 1984. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ. Τριμηνιαία έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Βιβλιοθηκάριων. Τόμος 1, τεύχος 1. ΒΙΒΑΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχος 25. Δρχ. 150. ΓΡΑΦΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ. Διμηνιαία έκδοσις δικαστικής γραφολογίας. Τεύχος 34.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

ΠΕΡΙΠΑΟΥΣ. Τετράδιο για τα γράμματα και τις τέ­ χνες. Τεύχος 2. Δρχ. 150.

ΚΑΜ ΑΡΑΔΟΣ-ΒΥΖΑΝΤΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Η αλήθεια για τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Ο δημοκράτης πρίγκι­ πας. Αθήνα, 1984. Σελ. 253. Δρχ. 600.

ΣΗ Μ ΑΔΙΑ. Πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής ζωής. Τεύχος 10. Δρχ. 60.

ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΑΡΤΕΜΗ. Ο Κο­ σμάς ο Αιτωλός και οι Βενετοί. (1777-1779). Θεσσαλο­ νίκη, Πουρναράς, 1984. Σελ. 165. Δρχ. 450.

ΤΟΤΕ... Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία. Τεύχος 16. Δρχ. 150.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Τεύχος 282-283.

4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 168. Δρχ. 100.


δ ε λ τιο /7 7

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη

Στην Κ ριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ­ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον π εριοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μα ς στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

- Υ π ό μ ν η μα — ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής

ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΛ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΘ: 'Εθνος ΕΙ: Ειδήσεις ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα

Δημοσιογραφία \ουλε - Θεοδωράκη Ν.: Εμείς οι Τσιγγάνοι (Ε. Παπά, Γυναί­ κα, 25/7) Ψυχολογία Γζάνοφ Α.: Η πρωτογενής κραυγή (ΑΘ, ΗΜ, 27/7).

θρ η σ κ εία Αγία Τερέσα του Ιησού. Οι κατοικίες (ΑΘ, ΗΜ, 3/8)

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώ ρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Παρασκευαΐδης X.: Ιστορική και κανονική θεώρηση του παλαιοημερολογητικού ζητήματος (Φ.Σ Τροχάνης, Χριστιανός, 27). Δ ίκα ιο Τσάτσος Β.: 1) Σύνταγμα και πολιτειακή πρακτική. 2) Η κρίση του πολιτικού λόγου (Κ. Γιαννόπουλος, ΔΙ, 99) Κ οινω νιολογία Κωστόπουλος Σ.: Αυτοδιαχείριση (Μ. Νιτσόπουλος, Εβδόμη, 4/8) (Κ. Χατζηαργύρης, ΕΨ, 15).


78/δελτίο Μεσημέρης Σ.: Ναρκωτικά (Μ. Νιτσόπουλος, Εβδόμη, 21/7) Μητρόπουλος Α.: Η συμμετοχή των εργαζομένων στη Σοβιετι­ κή Ένωση (Κ. Χατζηαργύρης, ΕΨ, 15), (Γ. Δημητριάδης, ΟΤ, 26/7). Ντέιβις Α.: Γυναίκες φυλή και τάξη (ΒΠ, ΔΙ, 99) Heller Α.: Για ν’ αλλάξουμε τη ζωή (Σ. Παπασπηλιόπουλος, ΟΤ, 26/7) Πολιτική Αλεξόπουλος X.: Ελληνισμός και σοσιαλισμός (ΒΠ, Δ1, 99) Μαθιόπουλος Β.: Θα χάσουμε την Κύπρο (ΒΠ, ΔΙ, 99) Μέρτζος Ν.Ι.: Τα δέκα θανάσιμα αμαρτήματα του ΚΚΕ (ΑΘ, ΗΜ, 3/8) Νικολινάκος Μ.: Δοκίμια για τον Ελληνικό σοσιαλισμό (ΑΘ, ΗΜ, 3/8) Νούσκας Κ.: Οι σχέσεις μας με τους Τούρκους (ΦΤ, ΒΟ, 32) Αντρόποφ Γ.: Ο Λενινισμός φωτίζει το δρόμο μας (ΓΚ, ΟΤ, 26/7) Ο ικονομία Χατζηκωνσταντίνου Γ.: Δόκιμος πληθωρισμός και εντροπιακή εξέλιξη του οικονομικού συστήματος (ΑΘ. ΗΜ. 27 7) . Ο ικολογία Φίλης Γ.: Η τελευταία πνοή του πλανήτη γη (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Μπόσκε Μ.: Οικολογία και πολιτική (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Λ α ογραφία Ζωγραφάκης Γ.: Παροιμίες των Εβραίων Σεφαραδί της Ελλά­ δας (ΦΤ, ΒΟ, 31) Π α ιδα γω γική Ματσανιώτης Ν.: Εμείς και το παιδί μας (Θ. Παπαλιβερίου Φήμη, Μαζί, 16) Ιατρική - Υ γιεινή Χρυσάνθης Κ.: Από την ιστορία της Κυπριακής ιατρικής (ΦΤ, ΒΟ, 32) Μελτσιχ Ν. -Σκλορτζ Μ : Η καλύτερη μέθοδος για φυσική κα­ τάσταση (ΑΘ, ΗΜ, 3/8) Χάουζερ Γ.: Θησαυροφυλάκιο μυστικών (ΒΠ, ΔΙ, 69) Τέχνες Δ. Μυταράς (Τ. Σπητέρης, ΔΙ, 99) Υλικά και πρακτικά του Α ' Πανελλήνιου Συνεδρίου ραδιοτη­ λεόρασης (ΒΓ', Δ ' 99) Α θλητισμός Γκρόσερ Μ.: Τέστ για αθλητές (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Mac Nab Τ.: Ολυμπιακοί αγώνες (ΑΘ, ΗΜ, 3/8) Ποίηση Ασλανίδης Ε.Γ.: Το ρολόι ομιλεί περί ψυχής (I. Δραγώης ΓΤ, 31-32) Βαρβιτσιώτης Τ.: Καλειδοσκόπιο. Η Ατραπός (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 151), ΦΤ, ΒΟ, 31) Βέης Γ.: Ο δράκος του μεσημεριού (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 31-32) Βουτσικάκης Θ.: Μυστικός δείπνος (ΦΤ, ΒΟ, 31), Ταχυδρό­ μος Καβάλας, 13/7), (ΑΘ, ΗΜ, 3/8)

Γεροντικός Α.: Υψηλή ποίηση (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, Δαμιανάκη - Αίβαλιωτάκη Ε.: Φωτεινές διαστάσεις (Κ. Καρα­ χάλιος, Πολιτική, 6) Δημητριάδης Δ.: Χωρίς σύνορα (ΘΠ, ΕΣ, 4/8) Ζαμπαθά - Παγουλάτου Φ.: Πλωτές συνοικίες (ZB, ΡΙ, 5/8) Ζιόβας Γ.: Ο γιος των περιβολιών στο Άστυ (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Ζούμπος Α.: Οι στιγμές της παρουσίας (ΦΤ, Ταχυδρόμος Κα­ βάλας, 25/7) Ιωαννίδης Γ.: Γράμματα στην Ιωνία (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβά­ λας, 13/7) Καλογρίδης Π.: Το τέταρτο είδωλο (Δ. Φλεμοτόμος, Περίπλους, 2). Καμπίτης Η.: Ταξίδια και σταθμοί (Κ. Καραχάλιος, Πολιτι­ στική 6) Καρατζάς Β.: Κατερίνα (ΦΤ, ΒΟ, 31) (ΘΠ, ΕΣ, 7/7) (Ε. Χουζούρη, ΓΤ, 31-32). Καραχάλιου - Τόκα Μ.: Περιπλανήσεις (ΦΤ, ΒΟ, 32) Καρούσος Α.: Το γεγονός (ΦΤ, ΒΟ, 31) Κάσσος Β.: Η νυχτερινή ηδυπάθεια ενός μετανάστη (Δ. Φλε­ μοτόμος, Περίπλους, 2) Καφεζόπουλος Π.: Εύκρατη ζώνη (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστι­ κή, 6) Κονιδάρης Δ.: Οικείος (ΕΑ, ΕΛ, 2/8) (Δ. Φλεμοτόμος, Περί­ πλους, 2) Κουβελάκης Π.: Πρόβα (ΒΠ, ΔΙ, 99) Κουντούρη Ε.: Μάταια τραγούδια στις όχθες του κόσμου (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Κουστοχέρας Γ.: Ο Σαρωνικός (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Κωνσταντινίδου - Στάλα Σ·: Σπείρε σπόρια (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Κωστούρος Θ.: Το τραγούδι της ειρήνης (Π. Λιαλιάτσης, ΚΑ, 26/7) Λεοντάρης Β.: Ψυχοστασία (Β. Χατζηβασιλείου, ΔΙ, 99) Λιδωρίκης Α.: Κραυγές σε 24 τόνους (Δ. Φλεμοτόμος, Περί­ πλους, 2) Λογαράς Κ.: Ο άλλος Ιούλιος (Ε. Χουζούρη, ΓΤ, 31-32) (ΒΠ, ΔΙ, 99) Λυσιώτης Ξ.: Συγκομιδή Β' 2) Αππιδάκι Βουνό μου (ΦΤ, Δραμινή, 21/7 και ΒΟ, 31) Μελισσάνθη.Τα ποιήματα (Κ. Μιχαηλίδης, Ευθύνη, 151) Μιχάκης Γ.: Υποβρύχιο φως (I. Δραγώης, ΓΤ, 31-32) Μπουρατζη - Θώδα Α.: Βροντή στο φως (ΦΤ, Ταχυδρόμος, Καβάλας, 25/7 και ΒΟ, 31) Παπαδάκη - Καραμήτσα Κ.: Εσωτερικοί διάλογοι (Κ. Καρα­ χάλιος, Πολιτιστική, 6) Παπαδούκας Π.: Εθνικόν απόρρητον (ΒΠ,.ΔΙ, 99) Παπάίωάννου Δ.: Το παιγνίδι του Κύτταρου (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Παπασάββα - Ντούσια Α.: Πάνω από σύνορα (Κ. Καραχά­ λιος, Πολιτιστική, 6) Παρθενίου Γ.: Μόρια (ΘΠ, ΕΣ, 14/7) Παυλέας Σ.: Ενδοδυναμική (ΦΤ, ΒΟ,.32) και Ταχυδρόμος Καβάλας, 8/6 Πεζερίδής Β.: Τα εγκώμια χέρια (I. Δραγώης, ΓΤ, 31-32) Πέτρου - Βλάση Σ.: Η ψυχή των πραγμάτων (Κ. Καραχάλιος. Πολιτιστική. 6). (ΦΤ. ΒΟ. 31) Πολυχρονίδου Δ.: Στάλες (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Ραφτόπουλος Λ .: Νεκρή ζώνη (ΦΤ, Δραμινή, 13/7) Σάπουνα Μ.: Ποιήματα (Ν. Ταξιάρχης ΡΙ, 5/8) Σκανάτοβιτς Τ.: Ακρόπολη των πηγών (Κ. Καραχάλιος, Πολι­ τιστική, 6) ΣκαρτσήςΣ.: Άγαλμα (Ε. Χουζούρη, ΓΤ 31-32) Σπαρτάλης Δ.: Ανύχτωτο φως (ΦΤ, ΒΟ, 31) Σταμάτης Κ.: Αρμένισμα (ΦΤ, Δραμινή, 13/7) Στασινοπούλου Μ.: Το φως που ταξιδεύει (ΘΠ, ΕΣ, 21 και 28/7) Τσακνιάς Α.: Πριν από την όχθη (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Τσακνιάς Σ.: Ονειροσκόπιο (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Υφαντής Κ.: Ελιξίριο (ΕΚ, ΡΙ, 5/8)


δ ελ τιο /7 9 Χαρίστος Ν.: Γνωμική μούσα (ΦΤ, ΒΟ, 31) Χρυσάνθης Κ.: Το φως δεν χάνεται από την Κύπρο (ΦΤ, ΒΟ, 32) Μπρεχτ Μ.: Ποιήματα για την πάλη των τάξεων (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 7) Πεζογραφία Αποστολοπούλου Ν.: Γροθιά στο σκοτάδι (Α. Δημάσος, Πολι­ τιστική, 6) Βείκου - Σεραμέτη Κ.: Μία φωτογραφία (ΦΤ, ΒΟ, 32) Ζαχαριάδου Κ.: Στους δρόμους της σύμπτωσης (ΦΤ, ΒΟ, 32) Ησαία Ν.: «'Αλλη» (Μ. Κοντολέων, ΔΙ, 99) Κόπτης Θ.: Η γραββάτα (ΦΤ, ΒΟ, 31) Κυριτσοπούλου Ζ. Ν.: Η Ζωίτσα (Θ. Παπαλιβερίου - Φήμη, Μαζί, 16) (ΕΠ, ΔΙ, 99) Κυτόπουλος Ν.: Δοκιμασία (Κ, Θρακιώτης, Πολιτιστική, 6) Μητροπούλου Κ.: Αντίστροφη μέτρηση (ΑΘ, ΗΜ, 3/8) Νατσούλης Τ.: Στοχαστικά (Κ. Καραχάλιος, Πολιτιστική, 6) Πιερίδης Γ.: Ο καιρός της δοκιμασίας (ΦΤ, ΒΟ, 31) Ρώμας Δ.: Τα Ζακυνθινά (ΘΠ, ΔΙ, 99) Σαρανίάκος Ν.: Για μια πορεία (Φ. Κονδύληε, Πολιτιστική, 6) Σπανδωνής Γ.: Θρήνος (ΒΠ, ΔΙ, 99) (ΖΒ, ΠΪ, 5/8) Σταμέλος Δ.: Το λιοντάρι της κλεφτουριάς (ΦΤ, ΒΟ, 32 και Ταχυδρόμος Καβάλας, 5/6) Τξιαντζή Μ.: Την άλλη φορά Μαργαρίτα (Ε. Χουζούρη, ΓΤ, 31/32) Γιουρσενάρ Μ.: Αδριανού απομνημονεύματα (Ε. Βαλτά, Εβδόμη, 28/7) Ροτ Γ.: Φύγή χωρίς τέλος (Γ. Κεντρωτής, ΔΙ, 99), (ΚΤ, ΕΘ, 5/8) Φολέτ Κ.: Τα φτερά των αετών (ΑΘ, ΗΜ, 3/8)

Δ. Γληνός (Σ. Καραγιάννης, Πολιτιστική, 6) Καρβέλης Τ.: Η νεότερη ποίηση (Δ. Πλάκας, ΔΙ, 99) Μέλισσα, η εφημερίς Ελληνική (Σ. Φασουλάκης, ΔΙ, 99) Παναγιωτάτος Σ.Γ.: Ιθάκη (ΦΤ, ΒΟ, 31) Πολιτάρχης Γ.Μ.: Κριτικά Δοκίμια (ΦΤ, ΒΟ, 32) Πολίτης Α. (Επιμ.).: Νέα ιστορία Αθέσθη Κυθηρέου (Ν. Σκούτερη - Διδασκάλου. ΔΠ. 20) Σταφυλάς Μ.: Διαρκής Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας (ΝΜ, ΡΙ, 29/7) Χαρίστος Ν.: Λογοτεχνία και ζωή (ΦΤ, ΒΟ, 31) Δοκίμια Δήμου Ν.: Ο Έλληνας Βούδας (Ε. Παππά, Γυναίκα, 25/7) Χαρσούλης Κ.: Περίπατοι της πολυθρόνας (ΦΤ, ΒΟ, 31) και Ταχυδρόμος Καβάλας, 10/6) Ομιλίες Σπαρτάλης Δ.: Το Καστελλόριζο ζει (ΦΤ, ΒΟ, 32)

Παιδικά Βαλαβάνη Ε.: Εγώ το Σούπερρομποτ (Β. Αγγελοπούλου, ΚΑ, 26Π) Κοκορέλη Α.: Το παραμύθι της Λίζας που έγινε μαμά (Β. Αγ­ γελοπούλου, ΚΑ, 26/7) Πλαστήρα Α.: Ιστορίες μικρές και λίγο πιο μεγάλες (Β. Αγγε­ λοπούλου, ΚΑ, 26/7)

Μελέτες

θεατρικά έργα

Α. Σικελιανός (ΑΘ, ΗΜ, 27/7)

Ευαγγέλου I.: Θεατρικό πολύπτυχο (ΦΤ, ΒΟ, 32)


8 0/δ ελ τιο Ιστορία

μικρές αγγελίες ΜΕ στόχο την ανάπτυξη της επικοινωνίας μέσω της σύγχρο­ νης λογοτεχνίας δημιουργείται ένα μικρό γκρουπ 5 ατόμων με διάρκεια από τον Οκτώβριο 1984 έως και τον Μάιο 1985. Οι συναντήσεις, που θα είναι χω­ ρίς οικονομική επιβάρυνση για τους συμμετέχοντες, θα γίνον­ ται τα δύο τελευταία Σάββατα κάθε μήνα από τις 5 μ. μ. έως τις 8 μ. μ. με ρυθμό ένα έργο το μήνα. Η χρήση της Αγγλικής σε υψηλό επίπεδο είναι απαραίτη­ τη προϋπόθεση συμμετοχής. Τηλ. 36.005.73 Ρ.Σ. Κάλφογλου, Καθηγητής Αγγλικής. Δηλώσεις συμμετοχής μέχρι 27 Σεπτεμβρίου.

Η κυρία Ασβεστά από τη Βέ­ ροια έστειλε στο ΔΕΝΤΡΟ συνδρομή. Παρακαλούμε να μας στείλει και τη διεύθυνσή της που παρέλειψε. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Βακαλόπουλος Κ.: Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώτη φά­ ση του Μακεδονικού Αγώνα (Δ. I. Λοίζος, ΔΙ, 99), (ΦΤ, ΒΟ, 31) Βέικος Φ.: Ιστορία και φιλοσοφία (ΑΦ, ΑΚ, 1/8) Μουσελίμης Σ. 1) Αρχαιότητες της Θεσπρωτίας 2) Η λάκκα του Μπότσαρη (ΦΤ, ΒΟ, 32) Παπαδόπουλος Σ.: Η Μικρασιατική καταστροφή (ΦΤ, ΒΟ, 32) Σακελλαρίου X.: Η παιδεία στην Αντίσταση (Σ. Καραγιά ννης, Πολιτιστική, 7) Σαράντης Θ.: Φίλιππος ο Μακεδών (ΦΤ, ΒΟ, 32) Τσιμπουκίδης Δ.: Ιστορία του Ελληνιστικού κόσμου (X. Σα­ κελλαρίου, Πολιτιστική, 6) Φωτιάδης Θ.: Ρήγας-Καραϊσκάκης - Κόχραν (ΕΖ, ΡΙ, 29/7) Μ αρτυρίες - Β ιογραφίες - Α πομνημονεύματα Αποστολίδης Π.: Ό σα θυμάμαι 1960-1969 (Γ. Αράγης, ΑΝ., 266) Βέικου - Σεραμέτη Κ.: Γραφές για τη χαμένη πατρίδα (ΦΤ, ΒΟ, 32) Γκατζσγιάννης Ν.: Ελένη (ΣΚ, ΕΛ, 2/8), (ΣΦ, ΕΛ, 3/8), (Γ. Δούδος, Ευθύνη, 151) Δοκανάρης Ν.: Μιχαήλ Γεωργίου - Σισίνης (ΦΤ, ΒΟ, 31) Δροσίνης Γ.: Σκόρπια φύλλα της ζωής μου (Κ. Θ. Δημαράς, ΒΗ, 29/7) Κούγιας Λ.: Ο ευεργέτης Δημήτρης Ιωαννίδης Σιατιστεύς και το ίδρυμα του (ΦΤ, ΒΟ, 32) Μαρτινέγκου - Μουτζάν Ε.: Αυτοβιογραφία (Δ. Σέρρας, Περίπλους, 2) Παπαδάκη Ε.: Πεζός λόγος σε πρώτο πρόσωπο (ΦΤ, ΒΟ, 32) Πατεράκης Γ.: Καπετάν Μιχέλης Κόρακας (ΕΖ, ΡΙ, 29/7) Τερζάκης Α.: Προσωπικές αφηγήσεις (Θ. Δ. Φραγκόπουλος ΕΘ, 2/8), (ΑΘ, ΗΜ, 27/7) Χουλιαράκης Σ.: Αποστολή στο μαύρο λιθάρι (X. Τζιντζιλώνης, ΡΙ, 29/7) Μπονιουέλ Λ.: Τελευταία μου πνοή (Σ. Τσαγκαρουσιάνος, ΔΠ, 20) Τ α ξιδιω τικά Κωνσταντινίδου Λ.: Στοχαστικό περπάτημα στον ελλαδικό χώρο (ΦΤ, ΒΟ, 32)

«ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ» Ποιήματα. «Κι αν κάτι δεν πιάνετε/μην ψαχουλεύετε/κριτικά τον πομπό./ Μάταιος κόπος./Ξεσκουριάστε τους δέκτες σας» Τάκης Μιχόπουλος, Ξυλόκαστρο. Διάθεση: Τ. Πιτσι­ λάς, Σοφοκλέους 4, Αθήνα.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ, πλατεία Εξαρχείων, Οικονόμου 3, υπό­ γειος χώρος φωτεινός, 60 μ2, με ανεξάρτητη είσοδο, κατάλλη­ λος για αποθήκη ή εργαστήριο. Τηλ.: 36.25.179 - 36.03.687 (Κάθε λέξη στις « μικρές άγγελίες» στοι­ χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)

Π εριοδικές εκδόσεις Βαλκανικά Σύμμεικτα (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 116) Εκκύκλημα (Δ. Φλεμοτόμος, Περίπλους, 2) Επτανησιακά φύλλα (Δ. Φλεμοτόμος, Περίπλους, 2) Δρώμενα (Δ. Φλεμοτόμος, Περίπλους, 2) Λαογραφία (ΦΤ, Ταχυδρόμος Καβάλας, 1/6) Μιμίκα (Δ. Φλεμοτόμος, Περίπλους, 2)

■η ~ ι—"Ί

UN πρίσμα

H M ta m n MIXV*·· «(η νη»


Συμπληρώστε τή σειρά τών αφιερωμάτων του

ΔΙΑΒΑΖΩ

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14) Βιβλία για π α ιδιά (No 24)* Γυναικείος λόγος (No 36)* Γκέοργκ Λ ούκατς (No 41) Τα διδα κτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (No 47) Φ ραντς Κάφκα (No 50)* Νέοι Λ ογοτέχνες (No 50)* Νίκος Καζαντζάκης (No 51)* Μαρσέλ Προυστ (No 52)* Ουίλλιαμ Φώνκερ (No 54)* Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική λογοτεχνία (No 57) Αντίσταση και λογοτεχνία (No 58) Λ ατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μ αλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Α ριστοφάνης (No 72) Ζ ακ ΙΙρεβέρ (No 73) Μ ικροασιατικός ελληνισμός (No 74) ★

Τ α τεύχη π ο υ σ ημειώ νοντα ι με « σ τε ο ίσ κ ο

Λ ογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μ αρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ. Π. Καβάφης (No 78) X. Α. Μ πόρχες (No 79) Μ ίλαν Κούντερα (No 80) Μ αργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Α δαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μ αρξ (No 83) Σ ύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μ πορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μ αν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μ παρτ (No 93) Π αιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λ απαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λ αϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μ ακρυγιάννης (No 101) Λ ουκια νό: (No 102) Ντιντερό (No 103)

χουν εξαντληθεί.

Ομήρου 34 106 72 Αθήνα τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.26.910


ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

GALLERY ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΙΑ Ν Ο Σ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ 7 — ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΗΑ. 277.004

15 Σεπτεμβρίου 15 Οκτωβρίου

ΜΗΝΑΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ με

ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ

ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ βιβλία μεταξοτυπίες περιοδικά-ξένος τύπος λιθογραφίες χαρτικά-σχολικά γκραβούρες εκδόσεις τέχνης παλιά βιβλία


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.