ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ HANS HERMANN RUSSACK
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Τ ην ιδέα για τη μετάφραση αυτού του βιβ λίου έδωσε η κραυγή α π ελπ ισ ία ς που β γ α ίν ει από το β ιβ λ ίο του Σ .Β . Σ κ οπελίτη, «Ν εοκλασικά Ε ρ εί πια»: «Π οιοι ήταν αυτοί που κατάστρεψ αν τα έρ γα του Κ λεάνθη, του Τ σ ίλ λ ερ , του Κ άλκου, του Χάνσ εν και τόσων ά λ λ ω ν επ ώ νυμω ν και α νώ νυ μω ν αρχιτεκ τόνω ν; Γιατί ο Ε λύ τη ς δ εν εξ α φ ά νισ ε τα γραφ τά του Μ ακ ρύγιάννη; Γιατί ο Σ εφ έρ η ς τα του Σολω μού; Γιατί ο Τ σαρούχης δ εν ζω γράφ ισε πάνω στους π ίνα κ ες του Γύζη;» Γιατί τα ιδανικά που έσ π ειρ α ν ο Β ίνκ ε λ μ α ν, ο Σ ίν κ ε λ και ο Χ άνσ εν δ εν ρίζω σαν στον τόπο α π ’ όπου εξ επ ή γ α ο ε το κλασικό πν εύ μ α και ξεριζώ θη καν ύστερα από μια εφ ήμερη άνθιση; Γιατί τόσοι α ρ χ ιτέκ το νες - μ η χανικ οί κατεδάφισαν τόσα αρχιτεκ τονή μ ατα σε μια εικοσαετία; Γιατί η π ο λ ιτ εία δ εν διέσω σε το υ λά χιστον το ιστορικό κ έ ντρο της πρωτεύουσας;
σ τ ο υ Ζωοδόχου
γ κ ο β ο σ τ η Πηγής
21 - τ η λ . 3 6 . 1 5 . 4 3 3
τα βιβλία της «γνώσης»
ΣΜΑΡΩ ΜΑΝΟΥΔΗ
Η Βιτρϊνα των Ονείρων Εικονογράφηση: Κατερίνα Βεροίπσου Μουσική: Σταύρος Παπασναύρου Δε μοιάζει με τις βιτρίνες των πρωινών δρ Δε μοιάζει με τις βιτρίνες των νυχτερινών περιπάτων. Γιατί στις σκαλωσιές της, μια φορά το χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων, γεννιούνται τα πιο όμορφα όνειρα' τα όνειρα που έχουν τη δύναμη να μεταμορφώ νουν το σκοτάδι σε φως. Αν τη βρείτε, μην την προσπεράσετε. Είναι η Βιτρϊνα των Ονείρων.
★
★
★
★
★
★
★
★
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΜΙΚΡΗ, ΜΙΚΡΗ, Μ ΙΚΡΟ ΥΛΑ^ ★
★
★
★
★
★
★
ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ Η Ρίκι κι Π φαμίλια της Μουσική σύνθεση και εκτέλεση: Δημήτρης Λέκκας Ζωγραφιές: Λίζα Ηλιου ΛΕΙΑ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑΡΑΒΙΑ Ο Σιλβάτικος κι η Ρίκι Μουσική σύνθεση και εκτέλεση: Δημήτρης Λέκκας Ζωγραφιές: Λίζα Ηλιού
εκδόσεις «γνώση»
ΑΡΙΑΔΝΗ ΜΑΚΙΝΝΟΝ / ΝΙΚΗ ΜΑΚΙΝΝΟΝ Τα γράμματα τραγουδούν Εικονογράφηση - μουσική - τραγούδι των συγγραφέων
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης Ζωγραφιές: Τατιάνα Βολανάκη ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΟΣ Η συνέλευση των ζώων και έξι τραγούδια για ποντίκια Μουσική: Γιώργος Κουρουπός Τραγούδι: Σπύρος Σακκάς Ζωγραφιές: Σπύρος Ορνεράκης
Ιπποκράτους 31,106 80 Αθήνα Τηλ.: 3620 941 - 3621 194 Για τους Βιβλιοπώλες: Αποκλειστική διάθεση ΔΑΝΑΟΣ Α.Ε. Μαυρομιχάλη 64, 106 80 Αθήνα, Τηλ.: 3604 161, 3631 975, 361 054
[I] 7,
E A
Β Ι Β Λ Ι Α
1 9
9
1
E N H Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Α — — —— — — — -- — — -----------Τσουν-Τοαν Γε
Στέφανο Μπένι
ΤΡΙΛΟΓΙΑ · ΗΣΥΧΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΟΥΝΑ Το χωριό στο βουνό Α'
Ο μάγος Μπαόλ - Μια ήσυχη νύχτα της δικτατορίας
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
Τα απέραντα λιβάδια Β'
(Μυθιστόρημα)
9
Το μακρινό ταξίδι Γ'
Έκτορ Μιηανκιότι
(Μυθιστόρημα)
Μ όνο τα δάκρυα μετράνε
9
(Μυθιστόρημα)
Μαξ Γκαλό
9
Μια δημόσιά υπόθεση
(Μυθιστόρημα)
Στεν Ναντόλνυ Η ανακάλυμη της βραδύτητας
9
(Μυθιστόρημα)
Κίνγκσλεϊ Έιμις
9
Ο τυχερός Τζιμ
9
Χάρολντ Πίντερ
Γιαν Κεφελέκ
Οι νάνοι
Η γυναίκα κάτω από τον ορίζοντα
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα) 9
9
Τζόναθαν Σουίφτ
Ντόρις Λέσινγκ
Η μάχη των βιβλίων
Το καλοκαίρι πριν από το σκοτάδι
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα) 9
9
Nt. X. Λώρενς Η ράβδος του Ααρών
Ε.Μ. Φόρστερ Εκεί όπου οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
Έλσα Μοράντε
Στέφαν Χερμλίν
9 Αραθέλι
Λυκόφως
(Μυθιστόρημα)
(Μυθιστόρημα)
Εκδόσεις Κ αςτανιωτη Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα
Ν Ε Α
Β Ι Β Λ Ι Α
1 9 9 1
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ ■ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ Κ υ ρ ιά κ ο ς Α θανασ ιάδης Δώδεκα
(Μυθιστόρημα) Τ ά κ η ς Ε λ ευ θερ ιά δ η ς Ο πετεινός ή Π ερί αντικειμένου Γ ιώ ργος Κ α κ ο υ λ ίδ η ς Τ ο σύνδρομο του Π αρθένη
(Αφήγημα) Ιω ά ν ν α Κ α ρ α τζα φ έρη Έ σδερ
(Μυθιστόρημα) Γ ιώ ρ γο ς Κ άτος Ιστορίες της νύχτας
(Διηγήματα) Τ α τιά να Γ κρίτοη-Μ ιλλιέξ Ονειρικά
(Διηγήματα)
■ Τ άσ ος Ρούσσος Ο τευλευταίος της συντεχνίας
(Νουβέλα) Γιώ ρ γος Σ κ ούρ τη ς Το συμπόσιο της Σελήνης
(Νουβέλα) Αυτά κι άλλα πολλά Α ντώ νης Σ ο υ ρ ο ύ ν η ς Πάσχα στο χωριό
(Νουβέλα) Ε υ γε ν ία Φ α κ ίνο υ Ζάχαρη στην άκρη
(Μυθιστόρημα) Δ ιο ν ύσ η ς Χ α ρ ιτόπ ουλ ος Εναντίον του Marlboro
(Μυθιστόρημα) A. Κ. Χ ρισ τοδού λου Τ ο αγκάθι ή Ο Παντελής Βλαστός
(Νουβέλα) Η Τρίπολη του Πόντου Γ ιώ ργος Μ ιχ α η λ ίδ η ς Τ α φονικά
(Μυθιστόρημα) Γ ιά ν ν η ς Ξ α ν θο ύλ η ς Τ ο ροζ που δ εν ξέχασα
(Μυθιστόρημα) Β άνα Π α π α θα να σ ίο υ Τ ο σενάριο
(Μυθιστόρημα) Μ α ρ ία Π ο λ εν ά κ η Μ η... είμαι ακόμα ζωντανή!
(Μυθιστόρημα)
Δ η ρ ή τρ η ς Αλεξίου Π ρος Ασωπίαν Ν άντια Β αλαβάνη Τέλος εποχής Γιώ ρ γος Μ ορ άρ ης Συναναστροφές της σιωπής Ν ικ όδημ ος (μ οναχός) Τα άπαντα της στιγμής Δ ήμητρ α X. Χ ρισ τοδού λου Η προσευχή του αναιδούς
Εκδόσεις Καςτανιωτη ; Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα :
ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΧΑΤΖΗ: Ιταλοί Ζωγράφοι
4 Εκδόσεις Κέδρος Γ. Γενναδίου 3. Τηλ. 36.02.007 - 36.09.712
13ος-18ος
ΣΕΙΡΑ: ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΑΝΝΑ ΓΚΕΡΤΣΟΥ-ΣΑΡΡΗ: Το κόκκινο της Ανατολής ΑΑΚΗ ΖΕΗ: Αρβυλάκια ΣΕΙΡΑ: ΚΑΤΩΦΛΙ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΜΙΧΑΕΑ ΕΝΤΕ: Ο Τζιμ Κνοπφ και ο μηχανοδηγός Αουκάς ΜΙΧΑΕΑ ΕΝΤΕ: Ο Τζιμ Κνοπφ και το «Άγριο 13» ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΑΑΑΡΙΟΥ: Ο θυμός του Ποσειδώνα ΚΙΡΑ ΣΙΝΟΥ: Η μηχανή στο υπόγειο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΦΕΝΤΟΝ: Το πρωινό των θεών
ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΡΑ: Η Γιαλοίισα
Τα καινούρια παιδικά βιβλία του ΚΕΔΡΟΥ
άΙΑΒΑΖΩ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Σύνταξη: 33.01.239 Λογιστήριο: 33.01.241 Διαφημίσεις: 33.01.313 Συνδρομές: 33.01.315
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α
Τεύχος 278 8 Ιανουάριου 1992 Τιμή: Λρχ. 600
ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΥ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ _ ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ: Γράφει ο Ηρακλής Παπαλέξης
6 η 8
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Κατερίνα Γ'ρυπονησιώτου, Βα σίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Βάσω Σπάθή Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Ε.Π.Ε., Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, ΤΗΛ./FAX: 33.01.330 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 23.18.444 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Κεντρική διάθεση:
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Βαγγέλης Αθανασόπουλος: Χρονολόγιο Γ. Βιζυηνού Κυριακή Μαμώνη: Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού Ρόντερικ Μπήτον: Ο Βιζυηνός και ο Ευρωπαϊκός ρεαλισμός Βαγγέλης Αθανασόπουλος: "Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα” (Πρόταση για την επανεκτίμηση των "Συνεπειών της παλαιάς ιστορίας” του Γ. Βιζυηνού) Ουίλιαμ Ουάιτ: Συνέπειαι Κώστας Χωρεάνθης: Στον Ελικώνα των αρχέτυπων ποιητικών μορφών Ελένη Ποταμιάνου-Παλλαντίου: Γ. Βιζυηνός: ποιητής, διηγηματογράφος και φιλόσοφος Παντελής Κρανιδιώτης: Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, ετεροαναλυόμενος και μη Βαγγέλης Αθανασόπουλος: Επιλογή βασικής βιβλιογραφίας
12 18 22 26 40 44 52 58 63
ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Γιάννης Σκαρπέλος ΔΙΚΑΙΟ: Γράφει ο Α. Στεφάνής ΜΕΛΕΤΗ: Γράφει ο Γιάννης Κουβαράς
65 67 70
«Διαβάζω» Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στην Πεζογραφία του Μεσοπολέμου
Ί Μέχρι 12/1. Το Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου τιμά την 700ή επέτειο της Ελβε τικής Ομοσπονδίας με έκθεση Ελληνι κών εκδόσεων στην Ελβετία το 16ο και 17ο αιώνα. Στην Εθνική Πινακοθήκη (Bag. Κωνσταντίνου 50, Αθήνα, τηλ. 7235937-8). Δεύτερο δεκαπενθήμερο Ιανουάριου. Βραδιά με τον (ποιητή) Διονύση Σαββόπουλο. Στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο.’ 9/1, Πε, 8.30 μ.μ. Η Josyane Savigneau, συγγραφέας της βιογραφίας της Marguerite Yourcenar, μιλάει για το πά θος της Μ. Υ. για την Ελλάδα. Στο Γαλ λικό Ινσπτούτο Αθηνών (Σίνα 31, τηλ. 3624301-5). * 9/11 Πε, 8.30 μ.μ. Η Μαρία ΦωτίουΒλάχου παρουσιάζει το καινούριο βι βλίο του Δημήτρη Αλεξίου «Προς Ασώπιαν», αποσπάσματα του οποίου διαβά ζει ο ίδιος ο ποιητής. Στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση (Μασσαλίας 22, Ακαδη μία, τηλ. 3629886)*. 9-12, Πε-Κυ. Το Κρατικό Θέατρο Βο ρείου Ελλάδος οργανώνει εκδηλώσεις για το Γιώργο Ιωάννου, με ομιλίες του Αλέξανδρου Κοτζιά και του Νίκου Μπα κόλα και ανάγνωση κειμένων του Γ. I. α πό ηθοποιούς του Κ. Θ. Β. Ε. Στο «Υπε ρώον» *. 12/1, Κυ, 6 μ.μ. Η Πανωραία Καρανικολοπούλου παρουσιάζει, προς συζήτηση, το μυθιστόρημα «Τα χρώματα του ανέ μου» του Καλ Σπέλμαν. Στην Ελληνική Λέσχη του Βιβλίου (Α. Τσόχα 3, Αμπε λόκηποι, τηλ. 6463888).’ 13/1, Δε, 8.30 μ.μ. Εκδήλωση στη μνή μη του Κώστα Σταματίου. Συμμετέχουν: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Τίτος Πατρί κιος, Κώστας Ρεσβάνης, Κώστας Κοζά κος, Κώστας Μουρσελάς και Γιάννης Κοντός. Στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό
Κέντρο του δήμου Χαλανδρίου (Τομπάζη 18 και Φιλικής Εταιρείας, τηλ. 6820464). 13-14/1, Δε-Τρ. «Κύκλος ποίησης και μουσική»: Γεύση από «ποίηση, βροχή και μουσική». Καλλιτεχνική διεύθυνση: Θάνος Μικρούτσικος. Στο Μέγαρο Μου σικής Αθηνών (τηλ. 7225511 και 7221164) 16/1, Πε, 7.30 μ.μ. Αφιέρωμα στον Αλέ ξανδρο Μωραϊτίδη με ομιλία του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου: «Α. Μ., από την κόμη της Βερενίκης στην ορθόδοξη υμνογραφία». Στο Ίδρυμα ΓουλανδρήΧορν, (Μάρκου Αυρηλίου 5, Πλάκα, τηλ. 3219196).* 20/1, Δε, 7 μ.μ. Η Ελληνική Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων απονέμει τα ε τήσια λογοτεχνικά βραβεία της. Στο Φι λολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», (πλα τεία Καρύτση 8, Αθήνα, τηλ. 3221917).* 21/1 Τρ, 8.30 μ.μ. Ο Λιβανέζος γαλλό φωνος συγγραφέας Amin Maalouf («Σταυροροφίες», «Λέων ο Αφρικανός», «Κήποι του Φωτός») συζητά για τα βι βλία του, τη χώρα του, τη σχέση του με
την γαλλική γλώσσα και τις σκέμεις του για τη σύγκρουση Ανατολής-Δύσης. Στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών.’ 22/1, Τε, 7 μ.μ. Ο Ευάγγελος Μόσχος, διευθυντής του περιοδικού «Νέα Εστία», ανιχνεύει την εναγώνια αναζήτηση του Θεού από τον Νίκο Καζαντξάκη. Στο Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αθη ναίων (Ακαδημίας 50, τηλ. 3640910).* 22/1, Τε, 7.30 μ.μ. Ο Φάνης Κακριδής, ομ. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο Απόστολος Καρπόζηλος, καθ. στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ο Αλέξανδρος Παπαθερός, γεν. διευθ. της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης και η Φούλα Πισπιρίγκου, δρ. φιλολογίας, συζητούν με θέ μα: «Το Βυζάντιο στην Εκπαίδευση». Στο Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν.’
* είσοδος ελεύθερη Επιμέλεια: Πόνος Μπαλτάς
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ από 9 Δεκεμβρίου έως 22 Δεκεμβρίου 1991 Αίολος-ΑΘ., Αριστοτέλης-Αθ., Βαγιονάκης-ΑΘ., Βασιλόπουλος-Χαλάνδρι, Γκοβόστης-Αθ., ΔωδώνηΑθ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόττουλος-Αθ., Εστία-ΑΘ., Ήλιος-Δράμα, Ιανός-Θεσσ., Λέσχη του Βι8λίου-Αθ., Libro-Αθ., Μεθενίτης-Πάτρα, Μένανδρος-Κηφισιά, Μιχαλάς-ΑΘ., Παρά Πέντε-ΑΘ., Πρίσμα-Πειραιάς, Ραγιάς-Θεσσ. Ο πίνακας παμουοιάςει ία εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρη σαν 20 βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες που λήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βιβλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.
ΕΛΥΤΗΣ Ο.: Τα Ελεγεία της Οξώπετρας
ΙΚΑΡΟΣ
ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ Γ.: Το ροζ που δεν ξέχασα ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ Μ.: Rien ne va plus
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΕΡΜΗΣ
ΜΙΣΣΙΟΣ X.: Τα κεραμίδια στάζουν ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ Ν.: Η κόρη του Μπέρτζερ
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ Ν.: Οι άνθρωποι του Τζούλι
ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κ.: Τα είδωλα του πολιτισμού m m
ΜΑΤΕΣΙΣ Π.: Η μητέρα του σκύλου
ΜΟΥΡΣΕΛΑΣ Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά ΦΑΚΙΝΟΥ Ε.: Ζάχαρη στην άκρη
ΘΕΜΕΛΙΟ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ Α.: Μέγας Ανατολικός
ΑΓΡΑ
ΚΟΝΔΥΛΗΣ Π.: Παρακμή του αστικού πολιτισμού
ΘΕΜΕΛΙΟ
ΑΝΤΑΙΟΣ Π.-ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ Κ.: Νίκος Ζαχαριάδης, θύτης και θύμα ΦΥΤΡΑΚΗΣ Μ 'Μ ΚΟΡΟΜΗΛΑ Μ.: Οι Έλληνες στη Μαύρη Θάλασα ΡΙΤΣΟΣ Γ.: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα Β 9
ΙΩΑΝΝΟΥ Γ.: Δεν χάθηκαν όλα
B f l l ΠΑΛΜΕΡ Λ.: Ύποπτος κόσμος
ΚΕΔΡΟΣ
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ ΔΩΡΙΚΟΣ
ΠΑΝΟΡΑΜΑ
Κώστας Μητρόπουλος και Κυρ Έ νας από τους αποτελεσματικότερους τρόπους να εξορκίζου με το κακό είναι να το διακωμωδούμε. Να γελάμε με τις γκάφες των ιθυνόντων, όσο κι αν μας στοιχίζουν στο «κατά κεφαλήν μας» εισόδημα, με τις ιαχές άλλων που, δήθεν ευαίσθητοι, φρο ντίζουν να προστατεύσουν τις τσέπες και τη θιγμένη εθνική και προσωπική μας αξιοπρέπεια. Ό σο για τους άλλους, τους μα κριά νυχτωμένους, κόντρα σ' όλες τις κοσμογονικές αλλαγές που θα σφραγίσουν τον 21ο αιώνα, που επιμένουν να υπάρ χουν επιστρέφόντας σέ ανύπαρκτες μήτρες για ιδεολογική α σφάλεια (;) σ' αυτούς οφείλουμε ένα χαμόγελο.
βαρύτητα ώστε να μην πνίγουμε το πηγαίο γέλιο που προκαλούν οι αστειότητες της μικροπολιτικής προπαγάνδας, τότε ί σως να είμαστε κοντά σε κάποια λύση, όπως στις τραγωδίες ο από μηχανής θεός τερματίζει το δράμα. Το γέλιο ή το χαμόγελο όταν είναι ειλικρινή και όχι μορφασμός και γκριμάτσα σημαίνει αυξημένη ευαισθησία και σοβαρότητα. Γέλιο και χαμόγελο προκαλούν δύο σημαντικοί γελοιογράφοι μας με τα σκίτσα τους. Ο Κυρ και ο Κώστας Μητρόπουλος, γνω στοί στο πανελλήνιο, δεν χρειάζονται συστάσεις. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο προβάλλει την αστεία πλευρά της ζωής μέ σω σοβαρών επισημάνσεων. Ο Κυρ επιμένει «... με καμία κυβέρνηση» που μπορεί, επίσης, να σημαίνει οπωσδήποτε και προς οποιοδήποτε «όχι» εφ’ όλης της ύλης ή μπορεί να σημαίνει την άρνησή του και στη Ν.Δ. και στο ΠΑΣΟΚ να μας κυβερνούν. Προσφιλές του θέμα, βέβαια, η πολιτική και οι συνέπειές της στην καθημερινή μας ζωή. Έτσι φτιάχνει σκίτσα λιτά και εύγλωττα που αναφέρονται στους αρ χηγούς των κομμάτων όπως αυτοί φαίνονται μέσα από το απο τέλεσμα της άσκησης της πολιτικής εξουσίας που τους έχουμε παραχωρήσει. Σχεδιάζει για την ΑΤΑ, τις επιπτώσεις που έχει η ένταξή μας στην ΕΟΚ, το νέφος, τους εμπρησμούς, τους δραπέτες του Κορυδαλλού, την αριστερά, τον πόλεμο στον Κόλπο, το οικολογικό περιβάλλον κ.λπ.
Ο Κώστας Μητρόπουλος, όμως, έχει εγκαινιάσει εδώ και καιρό με τα «Άγρια μωρά» του ένα συναρπαστικό τρόπο να διαμαρτύ ρεται. Μωρά στα καροτσάκια τους, θρασύτατα, έξυπνα, χαρι τωμένα, αφοπλιστικά τα λένε έξω από τα λιγοστά - όσα απ’
— ΜΠΑΜΠΑ, Τ ι. ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΕΧΟΥΜΕ Σ ίΗ Η Ε Λ Λ Α Δ Α *5
GlKOrEKB0KPAT0i€W Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ ΙΑ /
αυτά διαθέτουν - δόντια τους. Γκρινιάζουν, Βρίζουν, ρωτούν και απαντούν «ως μεγάλρι». Κι όπως λένε «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», έτσι κι ο Μητρόπουλος διάλεξε τα μωρά ως πειστικότερα για τις αλήθειες που εκστομίζουν. Αυ τά τα πιτσιρίκια, που σου έρχεται να τα σφαλιαρίσεις για τις α ναιδείς διαπιστώσεις τους, ασχολούνται και με τους μεγάλους, διαμαρτυρόμενα για τον κόσμο που τους ετοιμάσαμε να ζήσουν. Στα σατανικά μυαλά τους και στα θρασύτατα χείλη τους κυκλοφορούν ιδέες και κριτική διάθεση καταλυτική. Μιλούν για το Έιτζ, τις αυξημένες τιμές στα χρειώδη, τα κρατικά ελλείμμα τα, τον Ολυμπιακό, τις καταλήψεις στα σχολεία, το σεξ, τους φόρους, τίς απεργίες, το χρηματιστήριο και άλλα σοβαρά κι ευ τράπελα. Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε η απόλαυση της «ανά γνωσης» τέτοιων άλμπουμ μπορεί να είναι ένα καλό για τροσόφι. ΚΥΡ... "με καμία κυβέρνηση". Αθήνα, Κάκτος; 1991. Σελ. 112 Κ. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΪ. Τα άγρια μιαρά. ΛΟηνιι (itit<'nhrn> /<><>/
|Γ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.' Mnpigo Λ€Β&ΜΤΗ ΜΟ/.Ι Μ2ΡΟ ΠΑΙΔΙ ΜΠΡΑΒΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ/ ^ΓΑΙ AlAgAZei PROUSTΜ PROUST/ . Και 5Το προτοτγπσ!
ΑΡΑΒΚίΜ . 0/ΜΑΙ ΚΟΠΑ M e! ΜοΜο Το 6Ξ<2ΦΥλ λ Ο eiMAI PPouST!,,
j
852 ΑΠ0 Α 2 ΡΕί Α^ΙΜΤιΡ ΠΙΑ!
£ΑΡ€©ΗΚΑ jk/AKAAiTe ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤοΥΡΑΤέ £ ΥΜ ΕΧ€ / A J
, £ΤΆΘΜΟΖ, Τ€ΡΜΑ \Α
Ο Β ΡΡψ Ο Μ Η Π ΙΑ Κ Ο έ
ΟΊ -
ΑΠΟ
και
i i
r
t
,
Α ΔΙΔΑΚΤΡΑ.
γπσχρεετι k s £
Μ Γ Ϊ€ΪΜ Π Υ -Λ ΙΜ 0!
Ί Γ
Β Σ
I Λ
0
Λ Τ
Β U Ω
Ν
Ν
Ε
0
Σ
Π
0
I
103
Τ
-
Η
Λ. - F
A
X
0
I
Ε R
Λ Ε
Ω Β
I 36 00 127
Ταξινομημένα και για κάθε βαθμίδα της Εκπαίδευσης, θα βρείτε στο χώ ρο μας όλα τα βιβλία ό λ ω ν των Εκδοτικών Οίκων. *
Α κόμη, θ ’ ανακαλύψετε μια πλούσια συλλογή λογοτεχνικών βιβλίων, πεζογραφ ίας για π α ιδ ιά και νέους, περιοδικών —ελληνικών και ξέ νω ν—, όΛως επίσης ειδικά τμήματα με βιβλία Ιατρικής, Ο ικονομίας και ηλεκτρονικών υπολογιστών, καθώς και όλες τις εκδόσεις του Οε δβ και του Ευγενιδείου Ιδρύματος. *
Ζητήστε τους καταλόγους των Εκδόσεών μας. Εκτός από τον υπάρχουν κι οι εξής: 0 ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ
φ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΥ
0 ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ
0 ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
φ ΦΥΣΙΚΟΥ-ΧΗΜΙΚΟΥ
γεν ικό ,
0 ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
φ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Τέλος, ιδιαίτερα κατατοπιστικά είναι τα αναλυτικά φυλλάδια για κάθε εκδοτικό πρόγραμμα του Ο ίκου μας. *
Μ πορείτε ν ’ αγοράσετε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν κ α ι με πιστωτι κές κάρτες (d in e r s , εθ ν ο κ α ρτ α , ε μ π ο ρο κ αρτα ).
I Σ
Λ ΕΙΤ Ο Υ Ρ Γ Ε Ι ΤΜΗΜΑ Α Ν Τ ΙΚΑΤΑ ΒΟΛ ΗΣ ΓΙΑ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Λ
0
L_ Β
Ω
Ν
0
U Ι
Β
Σ
Λ
103
Ε
τ Ι
-
Τ
Η
Ν Ο
Π
Ω
A
Λ. - F
Β Λ
X
36 00 127
R
Ε Ε
Ι
G Ο
Γ .Μ . Β ΙΖ Υ Η Ν Ο Σ 143 χρόνια έχουν περάσει από τη γέννησή τ ο ν 96 από το θάνατό του. Κανένας από τους δυο αριθμούς δεν αντιστοιχεί σε κάποια επετειακή μονάδα χρόνου: στην πρώτη περίπτωση λείπουν επτά χρόνια για να συμπληρωθεί ενάμισης αιώ να ς■στη δεύτερη λείπουν τέσσερα χρόνια για να συπληρωθείένας αιώνας. Α λλά αφού πάντα κάτι έλειπε από την π αρ ’ ολίγο ευτυχισμένη ζωή του - είτε αυτό ήταν η αγάπη, είτε η αναγνώριση - , γιατί να μη λείπει κάτι και από τις επε τείους του - δηλαδή από το θάνατό του; Κανένας, λοιπόν, από τους δύο αριθ μούς δεν δικαιολογεί επέτειο. Α λλά δεν είναι απαραίτητο να περιμένουμε επτά ή τέσσερα χρόνια για να έχουμε μια επέτειό, γιατί η πραγματική επέτειος του Βιζυηνού πρέπει να γιορτάζεται κάθε Απρίλη: τη μέρα εκείνη που μέσα σ ’ ένα στιχουργικό και ερωτικό παραλήρημα κ ν ίσ τ η κ ε στο φρενοκομείο. Ή ταν 14 Α πριλίου του 1892. Α λλά Απρίλης ήταν, 15 αυτή τη φορά, και όταν μετά τέσσερα χρόνια βγήκε από το φρενοκομ είο ! - για να ταφεί στο Α ' νεκροταφείο. Κάθε χρόνο αυτό το διήμερο - 14 και 15 Απριλίου - θα έπρεπε να γιορτάζουμε τη μνήμη του· ή, πιο σωστά, να γιορτάζουμε τον εκκωφαντίκό και επεισοδιακό αιφνίδιο θρυμματισμό μιας λογοτεχνικής διάνοιας σε χιλιάδες χωρίς νόημα στιχουργικά θραύσματα. Α ς φέρουμε, λοιπόν, εφέτος την άνοιξη πιο γρήγορα, και μέσα στον Γενάρη ας γιορτάσουμε το ξέσπασμα μιας ποιητικής μανίας: της ερωτικήςστιχουργίκής μανίας που υπήρξε η κυριότερη εκδήλωση της παραφροσύνης του, εκδήλωση που καθόρισε και τη νομιμότητα του εγκλεισμού του στο φρενο κομείο. Οι φανατικοί, ωστόσο, των ορθόδοξων - ή συμβατικών - επετείων ας μην απογοητευθούν, για τί το 1992 έχουμε μια επέτειο που είναι νόμιμη και ως προς αυτή την τυπική άποψη: εφέτος, λοιπόν, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο φρενοκομείο, δηλαδή 100 χρόνια από τον ουσιαστι κό θάνατό του για τα ελληνικά γράμματα ή, αλλιώς, από τότε που έχασε τον λογικό έλεγχο της σκέψης του, της σκέψης εκείνης που πριν εκφραζόταν μέσα από την πεζογραφία και την ποίηση, μέσα από τη φιλοσοφική και φιλολογική μελέτη, και που από τον Α πρίλιο του 1892 ψέλλιζε την απορρύθμισή της μφνο με αδιέξοδους ανάπηρους στίχους: τους στίχους του φρενοκομείου. Πιστό, λοιπόν, στη μνήμη ενός απελπισμένου Απρίλη, ή μιας μέσα στην τρέ λα ναυαγισμένης ποιητικής διάνοιας, το «Διαβάζω» θα ’θελε να ξυπνήσει την αγάπη ή, έστω, τη συμπάθεια για το έργο αλλά και για τον συγγραφέα - μια αγάπη καί συμπάθεια που τόσο είχε ανάγκη ο.ποιητής, α λλά που τόσο στερήθη κε στη ζωή του. Το αφιέρωμα στον Γ. Βιζυήνό Ολοκληρώνεται με 8ύο ακόμη άρθρα ένα της κ. Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου με τίτλο «Βιζύη-Γ. Βιζυηνός» κόι ένα δεύτερο Ακ,κ. ΕλένηςΧωρεάνθη:μ«τίτλο«Ο κόσμος μέσα από το φάσμα του παραλόγου», τα οποία θα δημοσιευτούν σε επόμενο τεόχο^μας. Επιμέλεια αφιερώματος: Βαγγέλης Αθάνασόπουλος - Γιώργος Γαλάντης
12/αφιερωμα
Β αγγέλης Α θανα σ όπουλος
Χρονολόγιο Γ. Βιζυηνού ( 1849- 1896) 1849 8 Μαρτίου: Γεννιέται στη Βιζύη ή Βιζώ - μια κωμόπολη της ανατολικής Θράκης στο δρόμο που περνώντας από τις Σαρά ντα Εκκλησίες και την Τσατάλτζα ενώνει την Αδριανούπολη με την Πόλη. Η κωμόπολη αυτή ήταν μικρή και ταπεινή, αλλά εί χε ένα ιστορικό παρελθόν που έφτανε έως τα χρόνια των προελληνικών φύλων. Πέρα από αυτό το πλούσιο ιστορικό παρελθόν, η Βιζύη χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη φυσική ομορφιά: βρί σκεται πάνω σ’ ένα ψηλό λόφο που αποτελεί μέρος των δυτι κών υπωρειών του Μικρού Αίμου (Στράντζας), και δεσπόζει στη μεγάλη και εύφορη θρακική πεδιάδα που τη διαρρέει ο πο ταμός Εργίνος που πηγάζει από τις κατάφυτες χαμηλές υπώ ρειες της Στράντζας. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι του χωριού· άπραγοι, θρησκευό μενοι και φτωχοί. Η μητέρα του, η Δεσποινιώ, γεννημένη στα 1827, βρέθηκε σε ηλικία τεσσάρων χρόνων ορφανή από πατέρα και μητέρα στο χωριό Τζόγγαρα. Από το χωριό αυτό περνώ ντας ο Γιώργης ή, όπως τον έλεγαν οι δικοί του, Παπουγιωργάκης - που ήταν πραματευτής με κάποια περιουσία και με σπίτι δικό του στη Βιζύη - βρήκε τη μικρή Δέσποινα στο σπίτι ενός προύχοντα του χωριού και μια και ήταν άτεκνος την πήρε μαζί του για παιδί του στη Βιζύη. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλος, γεννήθηκε το 1813, και σε ηλι κία δεκατεσσάρων χρόνων εγκαταστάθηκε στη Βιζύη, όπου έ ως το 1834 ασκούσε το επάγγελμα του μπακάλη. Το 1840 αρραβωνιάστηκε με τη Δεσποινιώ και μετά τέσσερα χρόνια πα ντρεύτηκαν. Τώρα πια έκανε την ίδια δουλειά με τον πεθερό του: πραματευτής.
1854 Γυρνώντας ο πατέρας του με πραμάτειες από ένα μακρινό ταξίδι από τις ορεινές περιοχές της Βουλγαρίας αρρώστησε και πέθανε από τύφο. Άφησε τέσσερα ορφανά, τον Χρηστάκη που γεννήθηκε το 1846, τον Βιζυηνό, την Αννιώ, ;ναι στην κοιλιά της Δεσποινιώς τον Μιχαήλο. Είχαν αποκτήσει και ένα κορίτσι, την Άννα, που μωρό την σκότωσε άθελά της η Δεσποινιώ όταν την πήρε ο ύπνος και την πλάκωσε με το σώμα της καθώς τη θήλαζε. Αλλά και των υπολοίπων παιδιών η μοίρα δεν ήταν κα λύτερη: ο Χρηστάκης σκοτώθηκε δουλεύοντας ως αγροτικός ταχυδρόμος, η Αννιώ πέθανε μικρή από βαριά αρρώστια, ο Μι χαήλος έπαθε αποπληξία και πέθανε σε ηλικία 41 ετών. Όσο για τον Βιζυηνό, αυτός είχε την τραγικότερη από όλους μοίρα.
1861-1862 Αφού φοίτησε «μετά πολλών διακοπών», όπως αναφέρει ο ί-
Η μάνα του Βιζυηνού με μία από τις εγγονές της. Φωτ. 1891
διος, στο δημοτικό σχολείο της Βιζύης, ο αδελφός του Χρηστάκης, που έκανε ήδη τον πραματευτή, τον πήρε μαζί του στην Πόλη και τον έβαλε σ’ ένα ραφτάδικο για να μάθει την τέχνη. Ο ράφτης στον οποίο πήγε να δουλέψει υπήρξε τυραννικός για το Γιωργί, και το ραφτάδικο ήταν γι’ αυτόν σαν φυλακή. Έ στελνε μηνύματα στη μάνα του και την παρακαλούσε να τον καλέσει πίσω και να τον βάλει να μάθει κάποια ανθρωπινότερη τέχνη. Από το μαρτύριο αυτό - που κράτησε δύο με τρία χρό νια - τελικά τον λύτρωσε q θάνατος του ράφτη που είχε σαν συνέπεια το κλείσιμο του ραφτάδικου.
1865 Ο Βιζυηνός ζήτησε τότε την προστασία του Κύπριου εμπόρου Τσελεμπή Γιάγκου Γεωργιάδη που πρέπει να τον είχε γνωρίσει στο ραφτάδικο· αυτός τον κράτησε κοντά του δύο έως τρία χρόνια και τον βοήθησε στην αγάπη που ο Βιζυηνός είχε ήδη επιδείξει για τα γράμματα και την εκκλησία. Στην περίοδο αυτή ανήκουν και οι πρώτοι στίχοι του Βιζυηνού.
1867-1868 Συνέπεια του ενδιαφέροντος του για την εκκλησία υπήρξε η μετάβασή του στη Λευκωσία το 1867 με 1868, ως προστατευόμενου και υποτακτικού του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρόνιου του Α', στον οποίο τον συνέστησε μάλλον ο συμπατριώτης του αρχιεπισκόπου Γιάγκος Γεωργιάδης. Στην Κύπρο ο Βιζυηνός φόρεσε το ράσο του αναγνώστη και ετοιμαζόταν για κληρικός, ενώ παράλληλα φοιτούσε στην Ελληνική σχολή της Λευκω σίας. Η ποιητική του δραστηριότητα εντείνεται, υποκινημένη και από τον έρωτα που νιώθει για ένα νεαρό μελαχρινό κορίτσι, την Ελένη Φυσεντζίδη. Ο Δεσπότης τον τιμωρεί με νηστείες, γονυκλισίες και προσευχές. Ο νεαρός ποιητής προβληματίζεται σχετικά με την επιλογή του ιερατικού σταδίου.
1872 Αρχές Ιουλίου: Απρόοπτη λύση σ’ αυτό το πρόβλημα δόθηκε όταν, μέσα στα πλαίσια της αντιμετώπισης του προβλήματος που δημιούργησε στο Φανάρι το βουλγαρικό σχίσμα, προσκάλεσαν τον Σωφρόνιο στην Πόλη. Σ’ αυτό το ταξίδι του ο Δεσπό της διάλεξε ανάμεσα σε πολλά καλογεροπαίδια τον νεαρό Βιζυηνό για συνοδό του. Πηγαίνει για λίγες μέρες στη Βιζύη για να δει - μετά από τέσσερα τουλάχιστον χρόνια - τους δικούς του. Στην Πόλη ήταν τότε συγκεντρωμένοι οι δεσπότες που συμμετείχαν στην τοπική σύνοδο του 1872 κατά την οποία οι Βούλγαροι επρόκειτο να κηρυχθούν σχισματικοί. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Σύρου Λυκούργος στον οποίο κατέφυγε ο Βιζυηνός εμπιστευόμενος τα σχέδια που έκανε για το μέλλον του. Ο Λυκούργος τον σύστησε στον Γ. Χασιώτη που ήταν την περίοδο εκείνη διευθυντής στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν. Ο Βιζυηνός του ζητεί να τεθεί κάτω από την προστασία και κηδεμονία του. Ο Χασιώτης δέχεται να τον βοηθήσει, και με τη μεσολάβησή του ο Βιζυηνός γράφεται ιεροσπουδαστής στη σχολή της Χάλκης. Στη Χάλκη παράλληλα με τις σπουδές του ασχολείται με πιο συστηματικό τρόπο με το γράψιμο της ποίη σης. Στη δραστηριότητά του αυτή τον βοηθεί ο τυφλός ΦαναΤ ριώτης ποιητής, «η τυφλή αηδών του Βοσπόρου», ο Ηλίας Τανταλίδης που δίδασκε Ελληνικά στη Σχολή.
14/αφιερωμα
1873 Απρίλιος-Μάιος: Με τη βοήθεια του Τανταλίδη τυπώνει την πρώτη ποιητική συλλογή του, τα Ποιητικά πρωτόλεια, που πη γαίνει αμέσως και τα προσφέρει στον Γ. Χασιώτη. Χάρη σ’ αυ τή τη μικρή συλλογή κερδίζει αρκετές συμπάθειες, και ιδιαίτε ρα της Ιφιγένειας Συγγρού, χήρας τότε Αντωνιάδη, που μιλά για τον Βιζυηνό στον πάμπλουτο και γνωστό Μαικήνα της επο χής Γεώργιο Ζαρίφη. Παρακινημένος αυτός από τις συστάσεις της, καθώς και από όσα του είχε πει ο Ηλίας Τανταλίδης, ζήτη σε να γνωρίσει προσωπικά τον νεαρό ποιητή και του πρόσφερε την προστασία του που μεταφραζόταν σε μια πλούσια χορηγία. Τέλη Ιουνίου: Εγκαταλείπει τη Χάλκη και πηγαίνει στη Βιζύη για να περάσει εκεί το καλοκαίρι. Δεν φορά πια ράσο, είναι ντυ μένος κοσμικός· το βασανισμένο ραφτάκι γύρισε τώρα κύριος, με αλλαγμένο και το πατρικό όνομά του: δεν είναι πια το Γιωργί του Μιχάλη ή, αργότερα, ο Γιωργής της Μιχαλιέσας, αλλά ο Γεώργιος Μ. Βιζυηνός. Σεπτέμβριος: Χάρη στη χορηγία πάντα του Γ. Ζαρίφη, κατε βαίνει στην Αθήνα και γράφεται — είκοσι τεσσάρων πια χρονών - μαθητής της τελευταίας τάξης στο γυμνάσιο της Πλά κας. Μαζί του έχει φέρει και ένα επικολυρικό ποίημα, τον Κά δρο - που είχε γράψει στη Χάλκη κάτω από την εποπτεία προ φανώς του Τανταλίδη - καθώς και μερικά άλλα λυρικά ποιή ματα, για να τα εκδώσει στην Αθήνα.
1874 5 Μαΐου: Πριν τυπώσει τον Κάδρο, τον στέλνει στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό, όπου παίρνει το πρώτο βραβείο, ενώ από τους συνυποψήφιους του ο Άγγελος Βλάχος και ο Κλέων Ραγκαβής παίρνουν έπαινο. Μέσα στον ίδιο μήνα τυπώνεται Ο Κόδρος. 18 Ιουνίου: Τελειώνει το Β' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών με βαθμό «κάλλιστα». Σεπτέμβριος: Γράφεται φοιτητής στη Φιλοσοφική Σχολή. Η κατάσταση, όμως, που επικρατεί εκεί τον απογοητεύει, γι’ αυτό βάζει στο μυαλό του να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξω τερικό.
1875 Καλοκαίρι: Ολοκληρώνοντας τις σπουδές του πρώτου έτους, πηγαίνει το καλοκαίρι του 1875 πρώτα στο χωριό του, και μετά στην Πόλη όπου συναντά τον Γ. Ζαρίφη και συζητεί μαζί του τα νέα του σχέδια για σπουδές στο εξωτερικό. Ο Ζαρίφης συμφωνεί. 21 Σεπτεμβρίου: Κατεβαίνει στην Αθήνα για να θεωρήσει το πιστοποιητικό σπουδών του. Οκτώβριος: Βρίσκεται στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας για να σπουδάσει φιλοσοφίά. Από το αποδεικτικό των σπουδών του στη Βασιλική Αυγουσταία Ακαδημία του Γκαίτιγκεν μαθαίνου με πως από τις 23 Οκτωβρίου 1875 έως τις 21 Φεβρουάριου του
Βλάστησε τά γονικά μου καρβουνασβεστάδων ρίζα Γιώργη λένε τ’ όνομά μου τό φτωχό χωριό μου Βίζα.
αφιερωμα/15 1877 συμπλήρωσε τρία ακαδημαϊκά εξάμηνα παρακολουθώ ντας μαθήματα Αρχαίας Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Φιλοσοφίας της Φύσεως, Λογικής, Ψυχολογίας, Ερμηνευτικής και Κριτικής από τους φημισμένους πανεπιστημιακούς δασκάλους Sauppe, Baumann και Lotze.
1876 13 Μάΐου: Συμμετέχει και πάλι στον Βουτσιναίο διαγωνισμό με τη συλλογή Αραις, Μάραις, Κουκουνάραις και παίρνει πάλι ΤΟ πρώτο βραβείο! Στη συλλογή αυτή προσθέτει μερικά νεότε ρα ποιήματα και της δίνει τον επισημότερο τίτλο Βοσπορίδες Αύραν μετά από συνεννόηση με τον Τανταλίδη προσπαθεί να την τυπώσει με το σύστημα της εγγραφής συνδρομητών που συ νηθιζόταν την εποχή εκείνη, αλλά τελικά οι Βοσπορίδες Αύραι δεν τυπώνονται,
1877 Μάρτιος: Μετακινείται από το Γκαίτιγκεν στη Λειψία για να συνεχίσει τις σπουδές του στο εκεί Πανεπιστήμιο. Από τις 30 Μαίου 1877 έως τις 6 Αυγούστου 1878 συμπλήρωσε σύμφωνα με το βιβλιάριο των σπουδών του και εδώ τρία ακαδημαϊκά εξάμη να παρακολουθώντας τις παραδόσεις των Wundt, Drobisch, Ribbeck κ.ά. 6 Ιουνίου; Παίρνει έπαινο στον τελευταίο Βουτσιναίο διαγωνι σμό με τη συλλογή του Εσπερίδες.
1878 Μετά από τρία χρόνια συνεχούς παραμονής στη Γερμανία έρχεται στην Ελλάδα· πρώτα περνά από τη Βιζύη και βλέπει τους δικούς του· μετά πηγαίνει για λίγο στην Πόλη, συναντά τον Ζαρίφη, προσκυνά τον τάφο του πεθαμένου πια δασκάλου του, του Ηλία Τανταλίδη· και καταλήγει στην Αθήνα όπου προ σπαθεί να γνωριστεί με τους εκεί φιλολογικούς κύκλους.
1879 «Ο Άραψ και η κάμηλος αυτού»: το πρώτο δημοσιευμένο παιδικό διήγημά του (Αιάπλασις των παίδων).
1880 Απρίλιος: Γυρίζει και πάλι στο Γκαίτιγκεν. Φοιτά για έναν α κόμη χρόνο στο Γεώργιο Αυγουσταίο Πανεπιστήμιο και γράφει τ.; διδακτορική διατριβή του.
1881 Αρχές του έτοΐ'*' Υποβάλλει τη διατριβή του με τον τίτλο «Das Kinderspiel in Bezug nuf Psychologie und Padfgogik» (To παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική). Η διατριβή εγκρίνεται και τυπώνεται, με έξοδα πάντα του Ζαρίφη, τον ίδιο χρόνο στη Λειψία. Μάιος: Ταξίδι στο Σαμάκοβο. Αρχίζει να εκδηλώνει ενδιαφέ ρον για το μεταλλείο.
1882 Ιανουάριος: Έρχεται στην Αθήνα για να φύγει και πάλι, για
16/αφιερω μα το Παρίσι αυτή τη φορά, τον Μάιο. Εκεί γνωρίζει τον Δ. Βικέλα, και απ’ αυτόν τη Juliette Lamhert- Adam που εξέδιδε τη Nouvelle Revue, τον μαρκήσιο de Queux de Saint-Hilaire και άλ λους πολλούς εκπροσώπους των γραμμάτων.
1883 Αρχές του έτους: Βρίσκεται στο Λονδίνο όπου γνωρίζεται με τον πρεσβευτή φιλόσοφο Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Είναι η εποχή που ο Βιζυηνός έχει αρχίσει να γράφει τα διηγήματά του. Εδώ πρέπει να έγραψε το πρώτο - ως προς τη σειρά δημοσίευσης τουλάχιστον - διήγημα: «Το αμάρτημα της μητρός μου», που το στέλνει πρώτα στην Lambert-Adam μέσω Βικέλα - και δη μοσιεύεται μεταφρασμένο στα γαλλικά στη Nouvelle Revue τον Μάρτιο του ίδιου έτους - και αμέσως μετά, τον ίδιο μήνα, το στέλνει στο περιοδικό Εστία, όπου δημοσιεύεται σε δύο συνέ χειες στις 10 και 17 Απριλίου. 21 και 28 Αυγούστου: «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» (Εστία). 23 Οκτωβρίου - 6 Νοεμβρίου: «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελ φού μου» (Εστία). Στο Λονδίνο ετοιμάζει και μάλλον ολοκληρώνει την επί υφηγεσία διατριβή του που θα τυπωθεί τον επόμενο χρόνο στην Α θήνα με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Επίσης, τους τελευταίους μήνες του 1883 εκδίδει με έξοδα του Γ. Ζαρίφη σε πολυτελέστατη έκδοση του Triibner τη νέα συλλογή ποιημά των του, Ατθίδες Αύραι.
1884 14 Μαρτίου: Θάνατος του Γ. Ζαρίφη. Τέλη Μαρτίου: Επιστροφή στην Αθήνα. 1-29 Ιανουάριου: «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» (Εστία). 1 και 2 Μάϊου: «Πρωτομαγιά» (Ακρόπολις). 17 Ιουνίου - 1 Ιουλίου: «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» (Εστία). Νοέμβριος-Δεκέμβριος: «Ο Τρομάρας» (Αιάπλασις των παίδων). Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω (Εν Αθήναις). Α τ θίδες Αύραι (Εν Λονδίνω, δευτέρα και τρίτη - «δημώδης» έκδοσις).
1885 Υποβάλλει στη Φιλοσοφική Σχολή την επί υφηγεσία διατρι βή του- και στις 6 Φεβρουάριου του 1885 δίνει μπροστά στους καθηγητές της Σχολής το καθιερωμένο μάθημα που έχει τη ση μασία της προφορικής δοκιμασίας. Ανακηρύσσεται παμψηφεί υφηγητής και του δίνεται άδεια διδασκαλίας στο μάθημα της Ι στορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο. Διδάσκει σε γυ μνάσια τα φιλοσοφικά μαθήματα. Δημοσιεύει σε δύο τεύχη το Ψυχολογικοί μελέται επί του Καλού, καθώς και ένα σχολικό εγ χειρίδιο: Στοιχεία Λογικής.
1886 Αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον του για το μεταλλείο. Κάνει ταξίδια στο Σαμάκοβο μαζί με τον αδελφό του. Κατεβαίνει δε-
(Άσμα) ΥΙΙ Τώχω παράπονο πικρό καί τό λαλώ ατά δρη, πώς καλογέρεψα μικρό, δέκα χρονών αγόρι. 5 Π’ άφήκα μάνα κι αδερφή, ζωή σάν παναγύρι, γιά τ’ 'Αγιονόρους τήν κορφή, τό μαύρο μοναστήρι, κι αφήκα μακρυά μαλιά 10 καί φόρεσα τό ράσσο πρίν αγαπήσω μιά σταλιά καί τό φιλί χορτάσω. Πρίν ν’ άποχτήσω έν’ άνθό κι ένα καρπό νά δρέψω, 15 πριχοϋ νά γλυκοπανδρευθώ καί νά πικροχηρέψω. Τώρα, ή καρδιά μ’ μετανοεί μά τού κακού τό κάνει. Ό πεύκος πού ξεροκαή χλωρά κλαδιά δέν βγάνει 7/5 (1880)
αφιερωμα/17 μένος με σχοινιά στο βάθος των εγκαταλειμμένων στοών για να πάρει δείγματα που τα στέλνει στην Αγγλία και Γαλλία αναζη τώντας χρηματοδότη, χωρίς κανένα τελικώς αποτέλεσμα.
1888 6-27 Αυγούστου: «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη» (Εβδομός). Σεπτέμβριος: Κυκλοφορεί το δεύτερο σχολικό εγχειρίδιο, Στοιχεία Ψυχολογίας. # 19 Οκτωβρίου: «Αι εικαστικοί τέχναι κατά την Α' εικοσιπενταετηρίδα του Γεωργίου Α'» (Εφημερίς).
1889 Απρίλιος: Αποτυγχάνει στον Α' Φιλαδέλφειο διαγωνισμό. 15 Οκτωβρίου: Το τελευταίο του ταξίδι στη Βιζύη.
1890 Διορίζεται καθηγητής της δραματολογίας ή, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ν. Βασιλειάδη, «διευθυντής του Δραματικού τμή ματος», στο Ωδείο Αθηνών. Συνεργάζεται με φιλολογικά και ι στορικά άρθρα του στο «Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν» Μπαρτ και Χιρστ. Αύγουστος - Σεπτέμβριος: Αρρωστος από «νόσημα του μυε λού»· ακολουθώντας τη συμβουλή των γιατρών πηγαίνει για λουτρά στο Gastein που βρίσκεται στις κεντρικές Ά λπεις της Αυστρίας. Επιστρέφοντας δεν δίνει την εντύπωση πως η κατά στασή του έχει βελτιωθεί: έχει μιαν υπερβολική νευρικότητα, πολύ συχνά ξαγρυπνά, δουλεύει με αφύσικη ένταση: διδάσκει στο Ωδείο, γράφει μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller, μεταφράζει τις γνωστότερες ευρωπαϊκές μπαλάντες - ή Βαλλίσματα, σύμφωνα με τη δική του απόδοση του όρου. Βρίσκεται μέσα σε μια παραφορά.
1892 Ξεσπά το πάθος του για την δεκατετράχρονη Μπετίνα Φραβασίλη, καϊ παράλληλα η φρενοβλάβειά του'. 14 Απριλίου: Κλείνεται στο Δρομοκαΐτειο. 9 Ιουλίου: Θάνατος τόυ αδελφού του Μιχαήλου από απο πληξία.
Μ ’ αυτή τη γούνα και τη «μούκια», ο Μοσκώβ Σελήμ πήρε το Βιζυηνό για Ρούσο. Σκίτσο: Μίνου Αργυράκη
1894 «Ανά Εστία).
τον
Ελικώνα/Βαλλίσματα»
(Εικονογραφημένη
1895 28 Απριλίου - 16 Μάίου: «Ο Μοσκώβ- Σελήμ» (εφ. Εστία).
1896 15 Απριλίου: Πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο «συνεπεία μαρασμού, τελευταία περίοδος προϊούσης Γενικής Παραλύσεως». 16 Απριλίου: Κηδεύεται στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών με δη μόσια δαπάνη.
□
~
18/αφιερωμα
Κυριακή Μαμώνη
Νέα στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού Για τον Βιζυηνό έχουν γράψει αρκετοί παλαιότεροι και νεότεροι μελετη τές, με στόχο την από κάθε άποψη έρευνα της μορφής του και την αξιολόγη ση του έργου του. Ωστόσο δεν έχουν λείψει ούτε οι λανθασμένες παραδοχές ούτε οι διαιωνιζόμενες πλάνες. Έτσι, πιστεύω, πως υπάρχει ακόμα έδαφος για αναζητήσεις ποικίλες, ερμηνείες, και σκέψεις επάνω στο θέμα Βιζυηνός. έκδοση των λογοτεχνικών του απάντων με δική μου επιμέλεια,1 η βιβλιογραφική μου ενασχόληση με τη ζωή και το έργο του,2 και άλ λες μετέπειτα έρευνες επάνω στο ίδιο θέμα,3 μου έδωσαν την ευκαιρία να γνωρισθώ μ’ ένα ευρύτα το φάσμα από τη βιογραφία και εργογραφία του Βιζυηνού. Στο άρθρο αυτό δίνονται μερικά νέα στοιχεία, πέρα από τα γνωστά και καθιερωμένα , για τη ζωή και το έργο του Βιζυηνού, που προέρχονται από μαρτυρίες αθησαύριστες ή αναξιοποίητες. Στον κύκλο των προστατών του Βιζυηνού στην Πόλη, το 1872, με την επιστροφή του από την Κύ προ, πρώτος χρονικά πρέπει να θεωρηθεί ο πρόε δρος του Ελληνικού Φιλολογικού Σύλλογον Κων σταντινουπόλεως Ηρακλής Βασιάδης. Κατά το τέλος της παραμονής του Βιζυηνού στην Κύπρο, ο Βασιάδης είχε ζητήσει από διάφορα σχολεία της Ανατολής να του υποδειχθεί ο καλύτερος μα θητής, άξιος για ανώτερες σπουδές· η εφορία της
Η
Κύπρου υπέδειξε τον Βιζυηνό4, ο οποίος, όταν ήλθε στην Πόλη, σε αχρονολόγητη επιστολή του προς τον Ιωαννίκιο, αρχιμανδρίτη στην Κύπρο, έγραψε: «Πρό δεκαπέντε ήμερων διατελών μαθητεύων εν τή Θεολογική Σχολή τής Χάλκης ύπό τήν προστασίαν τού ενταύθα Φιλολογικού Συλ λόγου».5 Σε ιδιόγραφη αφιέρωση των «Ποιητι κών Πρωτολείων» του στον Βασιάδη, τον αποκαλεί «πανσέβαστον εύεργέτην».6 Τη δεύτερη ποιητική του συλλογή τον «Κόδρο» δεν παρέλειψε ν’ αποστείλει στον μεγάλο Σύλλογο της Πόλης.7 το διάστημα της παραμονής του για σπουδές στη Λειψία, ο Βιζυηνός είχε συμφοιτητή και συγκάτοικο για μερικούς μήνες τον νεαρό τότε Αλέξανδρο Ζάΐμη. Σε αφήγησή του στον Μ. Μαλακάση, ο Ζαΐμης σκιαγραφεί τον Βιζυηνό ως α συλλόγιστα σπάταλο και μποέμ. Τα τακτικά εμ βάσματα του προστάτη του Γ. Ζαρίφη εξανεμί
Σ
αφιερωμα/19 ζονταν γρήγορα «εις διασκεδάσεις καί λοΰσα α πό τά όποια ήτο άδύνατον ν’ άποχωρισθή καί νά ζήση χωρίς αότά». Κατά το τέλος των σπουδών του στη Λειψία, στις παραμονές του ταξιδιού του πρώτα στο Παρίσι και έπειτα στο Λονδίνο, τα χρήματα που έλαβε από τον Ζαρίφη τα σπατάλησε μέσα σε δυο-τρεις μέρες για αγορές «ειδών πο λυτελείας». Ντρεπόταν να ζητήσει ξανά ο ίδιος χρήματα από τον προστάτη του, και απελπισμέ νος ζήτησε από τον Ζαΐμη να γράψει αυτός στον Ζαρίφη για ν’ αποστείλει ξανά στον Βιζυηνό τα έ ξοδα του ταξιδιού, πράγμα που ανέλαβε εκεί νος·8 ο Βιζυηνός τον θεωρούσε πρόσωπο της εμ πιστοσύνης του, σ’ αυτόν εύρισκε παρηγοριά και διάβαζε τους στίχους του, αλλά, καθώς ανέφερε ο Ζαΐμης, ο Βιζυηνός κατεχόταν από την έμμονη ιδέα του πλούτου.9 ίναι γνωστό ότι ο Βιζυηνός στη Λειψία παρα κολούθησε και μαθήματα σκηνικής τέχνης. Εξάλλου γνωρίζομε ότι κατά καιρούς απήγγελλε ποιήματά του στην Αθήνα και μια φορά στο Πα ρίσι, προκειμένου να γνωρισθεί με τους φιλολογι κούς κύκλους. Στις 29 Απριλίου του 1882 έλαβε μέρος ως ηθο ποιός, και μάλιστα πρωταγωνιστής, σε παρά σταση που δόθηκε στα ανάκτορα παρουσία των βασιλέων Γεωργίου και Όλγας, του υπουργικού συμβουλίου, του διπλωματικού σώματος και λοι πών ξένων επισήμων. Το θεατρικό έργο στο ο ποίο πρωταγωνιστούσε ο Βιζυηνός ήταν η κωμω δία του Δ. Λ. Κορόμηλά «Κακή 'Ωρα».10 Απο καλυπτικές είναι οι πληροφορίες που δίνει για την παράσταση κριτικός αρθρογράφος, με το ψευδώνυμο Τενεκές, στην εφ. Μη Χάνεσαι.11 Ο Βιζυηνός ενσάρκωνε το ρόλο του Μαλαχία Δαρίβα, ταλαιπωρημένου και άτυχου υπαλλήλου του Υπουργείου των Οικονομικών, ο οποίος μετά α πό κωμικές περιπέτειες και ευτράπελα δεινοπαθήματα - «σχεδόν άπόλλυσι τάς φρένας» - σώ ζεται αναπάντεχα με τη βοήθεια κάποιας κυ ρίας.12 Και ο κριτικός απολογισμός του αρθρογράφου: «Ούδ’ ύστέρησεν ό τοΰ πρωταγωνιστοϋ υπαλλήλου τό πρόσωπον μετά πολλής κωμικής δεξιότητος ύποκριθείς κ. Γεώρ. Βιζυηνός, ό γνω στός ποιητής, καίτοι ημείς έπεθυμοϋμεν ν’ Απέδι δε έντελέστερον καί γνησιώτερον τόν χαρακτήρα του "Ελληνος υπαλλήλου, διότι παρέστησεν αύτόν κάπως χονδροειδέστερον καί μάλλον Άνατολίτην τοΰ πραγματικού».13 Μετά την παρά σταση, σε δείπνο που δόθηκε ειδικά για όσους έ λαβαν μέρος σ’ αυτή, ο Βιζυηνός απήγγειλε ποιή ματά του. Ο κριτικός αρθρογράφος στο ίδιο άρ θρο εκφράζεται με περισσή ειρωνία και κακότητα, αυτή τη φορά, για. τον ποιητή Βιζυηνό: «Ό βυζαντινός ποιητής, σφαιρικός καί μυστακίας ώς ίεροδιάκονος άγιου Τινός Νευκαισαρείας, κυ λιέται μέχρι μιας έδρας τή παρακλήσει τών κυ
Ε
ριών, καί έκεΐθεν άπαγγέλει τό Μαριό καί τό Μάρτη, έν ω αστράπτει ή φαλακρά κορυφή του καί οί οφθαλμοί τοΰ διαστέλλονται έξ ήδονής μέ χρι τών κροτάφων. Είς στίχος του πλήρης έκθλίψεων καί συναιρέσεων έρχεται καί χώνεται είς τόν λάρυγγά μου, άν δέν έσπευδον δέ οί παριστάμενοι νά εξαγάγωσιν αύτόν διά περόνης, ή διασκέδασις θά έληγε τραγικώς».14 Λίγες μέρες πριν από την παράσταση των ανα κτόρων, είχε δημοσιευθεί πάλι στην εφ. Μη Χ ά νεσαι, άρθρο υβριστικότατο για τον Βιζυηνό, σε τύπο επιστολής προς τον ανακτορικό τελετάρχη. Το άρθρο υπέγραφε κάποιος Ανδρέας δε Κάστρος, κόμης, που ζητούσε να παιχθεί δικό του δράμα αντί της κωμωδίας του Δ. Κορόμηλά στην οποία «δρώντα πρόσωπα» ήταν: «Δ. Κορομηλάς τε, Βιζυηνός τις καί άλλοι τινές κρυπτόμενοι τό γε νΰν έξ αίδοΰς...» Η απαγγελία του ποιητή περιγράφεται εδώ με σκωπτική διάθεση και εμφανή κακεντρέχεια: «’Ως πρός τό ζήτημα τής Απαγγε λίας, τίς ούτος ό Βιζυηνός, ό διεκδικών πρωτεία άπαγγελικά; ένας μηχανουργός στίχων... Είς καραγκιόζ μπερντές, δστις θελήσας νά μ’ άπομιμηθή έν τή οικία τοΰ Βασιλείου Μελά, Αντί Απαγγε λίας άπεμιμήθη τάς φωνάς τών ζώων, τοΰ γαϊδάρου, τοΰ πετεινοΰ, τοΰ χοίρου, τής γάτας καί άλ λων τετραπόδων...».15 Με το ίδιο ύφος και ε μπάθεια έγραψε στο Μη Χάνεσαι και ο κρυπτό μενος με το ψευδώνυμο «Φρου-φρου».16 Είναι φανερό ότι από ορισμένους αθηναϊκούς κύκλους ο Βιζυηνός δέχθηκε ως ποιητής και ως καλλιτέχνης πικρόχολα τα βέλη μιας ανελέητης κριτικής. Ωστόσο υπήρξε «γυμναστής τών ήθοποιών» του ελληνικού θεάτρου Δ. Κορόμηλά στην Αθήνα,17 το δε 1890 έγινε διευθυντής του δραματικού τμήματος του ωδείου Αθηνών.18 Ε ξάλλου αναφέρεται παράσταση του ερασιτεχνι κού θιάσου Δ. Κορόμηλά με την «Αντιγόνη», προσφορά στην 25ίδα του Γεωργίου Α', σε «αι σθητική έρμηνεία Γ. Βιζυηνοΰ».19 το γαλλικό περιοδικό La Nouvelle Revue δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου 1883 «Το αμάρ τημα της μητρός μου» σε γαλλική μετάφραση του μαρκησίου Saint de Queux de Hilaire, καθώς πιθανολόγησε ο Σαχίνης - , και επιβεβαίωσε ο Μουλλάς με ανακοίνωση ανεκδότου σχετικού σημειώματος.20 Τούτο βεβαίως έρχεται ν’ αναι ρέσει όλες τις προηγούμενες εκδοχές που αναφέρονται σε πρώτη δημοσίευση του γαλλικού κειμέ νου από τον ίδιο τον Βιζυηνό και λίγο μεταγενέ στερη του ελληνικού κειμένου. Πρωταρχική πη γή για τις εκδοχές αυτές αποτελεί σημείωμα που δημοσιεύθηκε στη Νέα Εφημερίδα του Καμπούρογλου και που ώς τώρα δεν έχει επισημανθεί το πλήρες περιεχόμενό του: «Μετά χαράς βλέπομεν έκτιμηθέν έν Παρισίοις και δημοσιευθέν έν τή Νέα Επιθεωρήσει γαλλιστί τό πρώτον, διήγημα
Σ
20!αφιέρωμα του γνωστού καί έν Άθήναις φίλου ποιητοΰ κ. Γ.Μ. Βιζυηνοΰ "Το άμάρτημα τής μητρός μου” . Τού άφελεστάτου, συγκινητικού, γνησίου των έλληνικών ήθών καί αισθημάτων διηγήματος μετάφρασιν, υπό τού Ιδιου συγγραφέως εις άπέριττον έλληνικήν ποιηθεΐσαν, έδημοσίευσεν ή Εστία... Τέλος πρέπει νά συγχαρώμεν τω ποιητή διά τήν καλήν γαλλικήν γλώσσαν ή έχρήσατο καί διά τήν άφελεστέραν έλληνικήν εις ήν ό ίδιος μετέ φρασε τό ίδιον του δργον».21 Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία ο Βιζυηνός για την καταχώριση «Του αμαρτήματος της μητρός μου» στη Nouvelle Revue σε μετάφραση από τον ίδιο, έλαβε 380 φράγκα.22 Ωστόσο άξιο απορίας είναι γιατί ο μαρκήσιος de Saint Queux de Hilaire σε σημείωμά του αυτοαποκαλύπτεται ως μετα φραστής του διηγήματος (ανακοίνωση Μουλλά), όταν ζούσε ακόμα ο Βιζυηνός. (Ο μαρκήσιος πέθανε το 1890). Κανονικά θα έπρεπε ν’ αποσιωπή σει όχι μόνο την πατρότητα, αλλά και την ύπαρ ξη μεταφράσεως, εφόσον το διήγημα είχε πρωτοδημοσιευθεί στα γαλλικά, όχι ως μετάφραση, αλ λά ως πρωτότυπο κείμενο του Βιζυηνού· αυτό σαν προσωπικός προβληματισμός. ποστηρίχθηκε επανειλημμένα ότι ο Βιζυηνός αναμίχθηκε με την υπόθεση του μεταλλείου Υ από το 1881 ώς το 1885.23 Τούτο, νομίζω, είναι ανακριβές. Κι αν δεχθούμε ότι στο διάστημα αυ τό καλλιεργούσε μέσα του την ιδέα του πλουτι σμού με το μετάλλευμα, αφού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ζαΐμη, αγαπούσε την πολυτέλεια, το σοβαρό και έμπρακτο ενδιαφέρον του αρχίζει από το 1885. Πολύτιμες για το διάστημα 1885-1886, σε σχέση με το θέμα, είναι οι άμεσες αφηγήσεις της νύφης του Βιζυηνού (συζύγου του αδελφού του Μιχαήλου) τις οποίες διέσωσε ο Ξηρέας. Το 1885 ήλθε η μητέρα του Βιζυηνού στην Αθήνα. «Ήρθε όμως σε δύσκολη εποχή. Μόλις έφτασε είχαν πάψει το Βιζυηνό από τη θέση του (στο γυμνάσιο) γιατί ήτανε με το κόμμα του Τρικούπη... Η μάνα του παρακολουθούσε με δυσπι στία και ανησυχία τα σχέδια που έκαναν στο σπί τι (στην Αθήνα) για το μεταλλείο...». Το 1886 ε πέστρεψε με τη μητέρα του στη Βίζα. Από αυτόν ακριβώς τον χρόνο άρχισαν οι συχνές επισκέψεις του στη Βίζα και στο ορεινό Σαμοκόβι, με σκοπό πάντα το μεταλλείο· «πριν το μέταλλο ήρθε δυο φορές μονάχα ο Βιζυηνός στη Βίζα. Αφού όμως μπλέχθηκε πια στην υπόθεση, ερχότανε συχνότε ρα και καθόταν ολόκληρους μήνες... Ο νους του ήτανε πια παραδομένος στο μεταλλείο».24 Από το 1881 ώς το 1885, ο Βιζυηνός ταξιδεύει, συγγράφει και δημοσιεύει το μεγαλύτερο μέρος από το λογοτεχνικό και φιλοσοφικό έργο του, δι-, δάσκει. Δεν έχει καιρό για μεταλλευτικές επιχει ρήσεις. Κουρασμένος, ίσως και αηδιασμένος α πό την κακή υποδοχή που του επιφύλαξαν οι αθη
ναϊκοί φιλολογικοί και καλλιτεχνικοί κύκλοι, ζή τησε να εργασθεί ως εκπαιδευτικός κατά προτί μηση στο εξωτερικό. Πιστεύω πως η ανώνυμη αγγελία που δημοσιεύθηκε στο περ. Έσπερος της Λειψίας (τόμ. Β' αρ. 29, 1/13 Ιουλ. 1882, σ. 80) αφορά στον Βιζυηνό: «'Έλλην καθηγητής, διδάκτωρ Γερμανικού Πανεπιστημίου (μέ τόν βαθ μόν "λίαν καλώς” ) κάτοχος τής Γερμανικής, τής Γαλλικής καί έν μέρει καί τής ’Αγγλικής, δέ χεται ... πρόσκϋησιν ώς Διευθυντής ή Καθηγητής δημοσίου Γυμνασίου ή ιδιωτικού Σχολείου έν Έλλάδι, Τουρκία ή κατά προτίμησιν έν τή έσπερία...». Μετά το θάνατο του προστάτη του Ζαρίφη το 1884 έρχεται στην Αθήνα και εργάζεται ως καθη γητής στο γυμνάσιο. Η ανάμιξή του με το μεταλ λείο παρατείνεται χρονικά πέρα και από το 1889. Σημαντικές ως προς αυτό είναι οι ακόλουθες μαρτυρίες: α) Τον Αύγουστο του 1889 ο βιογρά φος του Ν. Βασιλειάδης αφηγείται ότι αντέγραφε «κάτι έκθέσεις ένός Άγγλου μηχανικού γιά ένα μεταλλείο τού Βιζυηνοΰ στό Σαμοκόβι».25 β) Σε επιστολή ο Βιζυηνός προς τον Ν. Βασιλειάδη (15-9-1890), από το Bad Gastein όπου είχε πάει για θεραπεία, γράφει ότι είχε έλθει εδώ πολύ αργότε ρα από ό,τι έπρεπε, γιατί ήταν υποχρεωμένος να φροντίσει «τά τού Σαμακοβίου».26 γ) Τον Μάρ τιο του 1892 δημοσιεύεται στη Νέα Εφημερίδα σημείωμα αναφερόμενο για πρώτη φορά σε συγ κεκριμένα πρόσωπα και ενέργειες που σχετίζον ται με την υπόθεση Βιζυηνός-μεταλλείο: «Τή είσηγήσει τού ρέκτου γραμματέως τής ένταΰθα γαλλικής έταιρείας δημοσίων έργων κ. Ά λ. Σαπουντζιάδου διεξάγονται από τίνος διαπραγμα τεύσεις μεταξύ τού διευθυντοΰ τής έν λόγω έταιρείας κ. Θεοφίλου Πουζέ καί των προνομιούχων των έν Θράκη άπεράντων μεταλλείων σιδήρου κ. Ν. Διαμαντοπούλου καί Γ. Βιζυηνοΰ πρός έκμετάλλευσιν των μεταλλείων τούτων, περί τής με γάλης σπουδαιότητος των όποιων έγνωμοδότησαν ήδη διάσημοι όρυκτολόγοι έν ’Αγγλία καί Γαλλία, έξαίροντες τά πλεονεκτήματα καί τόν πλούτον τού έξαχθησομένου ορυκτού».27 ολλές είναι πριν και μετά το θάνατο του Βι ζυηνού οι ανατυπώσεις ποιημάτων, αφη γημάτων, κριτικών σημειωμάτων στο έργο του, ι δίως στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της Αθή νας, αλλά και σε άλλα φύλλα και περιοδικά ό πως, Κωνσταντινουπόλεως (Νεολόγος, Εκκλη σιαστική Αλήθεια), Ρουμανίας (Σύλλογοι Βραΐ λας, Ίρις των λαών της Ανατολής Βουκουρεστίου), Φιλιππουπόλεως (Ειδήσεις του Αίμου). Στο τελευταίο αυτό φύλλο αναφέρεται ανέκδοτη συλλογή του Βιζυηνού με τον τίτλο «Φιδοτράγουδα», που χαρακτηρίζεται ως «τό καλύτερον των έργων του», αλλά βρίσκεται διασκορπισμένο «τήδε κακεΐσε» και δεν έχει ακόμα εκδοθεί σε
Π
αφιερωμα/21 τόμο.28 Πιστεύω ότι πρόκειται για σύγχυση- συγχέεται συγκεκριμένα η ανύπαρκτη συλλογή «Φιδοτράγουδα» με το μοναδικό, γνωστό ώς τώρα, ομότιτλο ποίημα που δημοσιεύθηκε στο περ. Ε στία ως «έξ άνεκδότου συλλογής».29 Ένα από τα ωραιότερα και περισσότερο γνω στά ποιήματα του «Τό όνειρον» (Εψές είδα στόν ύπνο μου ένα βαθύ ποτάμι) έγινε παρωδία για να σατιρισθεί η ανυδρία της Αθήνας. Το δίνομε αυ τούσιο: Νερού όνειρον Ε ψ ές είδα στόν ύπνο μου ένα βαθύ ποτάμι... Θεός νά μοΰ τό κάμει νά γίνει αληθινό. Στήν όχθη του έστέκουνταν ό Πάτσης30 μέ σωλήνας κι έζήτει στάς ’Αθήνας νά φέρει τό νερό! Μά δέν ύπήρχε Άδριανός τά έξοδα νά κάμει κι έχάθη τό ποτάμι κι άπόμεινε ξερό! Ε ψ ές είδα στόν ύπνο μου ένα βαθύ ποτάμι, πού, φαίνεται, είχα κάμει στό... στρώμα μου εγώ!31 Σημειώσεις 1. Τα Ά παντα του Γεωργίου Βιζυηνού. Πρόλογος Σπόρου Με λά. Εισαγωγαί Κλ. Παράσχου-Κ. Μαμώνη. Επιμέλεια Κ. Μαμώνη. Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» 1955. Ανατύπωση α πό τον οίκο X. Γίοβάνη, με νέα σελιδαρίθμηση. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανατύπωση Γιοβάνη, οι παραπομπές των σημειώσεων στις σελίδες των κειμένων παρέμειναν α μετάβλητες· δεν προσαρμόσθηκαν με τη νέα σελιδαρίθμηση. Σιωπηρή ανατύπωση από τον εκδ. οίκο «Πάπυρος» (Βίπερ), με πρόλογο Γιάννη Χατζίνη, χωρίς σημειώσεις. 2. Βιβλιογραφία Γ. Βιζυηνού (1873-1962)... Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού 29 (1963), σσ. 209-336 (και σε ξεχωριστό ανάτυπο με αυτοτελή α ρίθμηση). 3. Από τις τυπωμένες εργασίες μου: Το Ξενοκράτειον κληρο δότημα, Ο Γ. Βιζυηνός και τα σχολεία της Α. Θράκης, Αθηνά ΟΓ-ΟΔ (1973), σσ. 379-401. Η ακαδημαϊκή σταδιο δρομία του Βιζυηνού, Θρακικά Χρονικά, 30 (1973, σσ. 57-59. Το ποιητικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, Θρακικά Χρονικά 39 (1984), σσ. 42-50. 4. Κωνστ. Φριλίγγου, Αριστοτέλης Σμύρνης Α' (1911), σ. 519. 5. Γ. Βαλέτα, Φιλολογικά στο Βιζυηνό, Θρακικά 8 (1937), σ. 247. 6. Το αντίτυπο στο Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών /ΚΥ/ α.α.κ. Λ 1890. 7. Ο εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλο γος Θ' (1874-75), 1875, σ. 211. 8. Δ. Γατόπουλου, Συμφοιτηταί εις Λειψίαν, εφ. Εστία αρ. 15563, 22 Νοεμβρ. 1936, σ. 1. 9. Δ. Γατόπουλου, ό.π. Βλ. και Μιλτ. Μαλακάση, Ο κόσμος του πνεύματος. Γεώργιος Βιζυηνός, εφ. Ελεύθερον Βήμα, 30 Οκτωβρ. 1940, σ. 2. Πρβλ. και Γιάννη Καιροφύλλα, Αυ τοί οι ωραίοι τρελοί (Αθήνα 1986), σ. 66.
10. Ολόκληρο το έργο δημοσιεύθηκε στη Θεατρική Βιβλιοθή κη. Έτος Β', τόμος Η ', Αύγουστος 1882 (Κωνσταντινούπο λη), σσ. 167-184. Μικρή εισαγωγή για την παράσταση, αυτ. σ. 167. Διευθυντής και εκδότης της Θεατρικής Βιβλιοθή κης: ο Γ.Λ. Ξανθόπουλος. 11. Εφ. Μη Χάνεσαι, αρ. 288,2 Μαιου 1882, σσ. 4-6. Το ψευδώ νυμο Τενεκές αποδίδεται στον Μπάμπη Άννινο, βλ. Κ. Ντελόπουλου, Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα 1800-1981, Αθήνα 1983, σσ. 88, 113. 12. Εφ. Μη Χάνεσαι αρ. 288, 2 Μαίου 1882, σ. 5. 13. Εφ. Μη Χάνεσαι αρ. 288, 2 Μαίου 1882, σ. 3. 14. Εφ. Μη Χάνεσαι αρ. 288, 2 Μαίου 1882, σ. 6. 15. Αναφορά φανταστικοτραγική, εφ. Μη Χάνεσαι αρ. 283, 21 Απριλ. 1882, σ. 7. 16. Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά διηγήματα, Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Αθήνα 1980, σσ. ξς'-ξη', όπου αναλυτικά δίνε ται το περιεχόμενο του άρθρου της εφ. Μη Χάνεσαι, αρ. 292, 12 Μαίου 1882, σ. 3. 17. Σάββα Θ. Λακίδη, Ιστορία της επαρχίας Βιζύης και Μή δειας... (Κωνσταντινούπολη) 1899, σ. 94. 18. Νικ. I. Βασιλειάδη, στο περ. Θρακικά, Παράρτημα Γ' τό μου 1931, σ. 212. 19. Γιάννη Σιδέρη, Ιστορία του νέου ελληνικού θεάτρου 1794-1944, τόμ. Α' (Αθήνα 1951), σσ. 188-189. 20. Απ. Σαχίνη «Γεώργιος Βιζυηνός» Παλαιότεροι πεζογράφοι, Αθήνα 1973, σ. 162. Γ.Μ. Βιζυηνός, Μουλλά ό.π. σ. π' 21. Εφ. Νέα Εφημερίς 25 Απριλ. 1883, σ. 3α. 22. Κωνστ. Φριλίγγου, ό.π. σ. 520. 23. Οι Θεόδ. Κιακίδης, Κ.Μ. Αποστολίδης και Β. Ασημομύτης ακολούθησαν τον πρώτο που υποστήριξε την άποψη αυτή Σ.Θ. Λακίδη, ό.π., σσ. 52-53. Από αυτούς επηρεάσθηκαν και οι μεταγενέστεροι μελετητές. 24. Μ. Ξηρέα, Άγνωστα γεωγραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού, Λευκοσία-Κύπρος 1949, σ. 10. 25. Βλ. Ν. Βασιλειάδη, ό.π., σ. 202. 26. Γ. Βαλέτα, ό.π., σ. 258. 27. Εφ. Νέα Εφημερίς 27 Μαρτ. 1892, σ. 5β. 28. Νότη Κ. Ροντάκη, Οι ποιηταί μας, εφ. Ειδήσεις του Αίμου περ. Β", 24 Δεκεμβρ. 1900, σ. 8α. 29. Περ. Εστία Εικονογραφημένη φ. 23 (1895), σ. 177. 30. Δήμαρχος της Αθήνας. 31. Στο τέλος: «Εκ της Συλλογής τα Ούρεια». Υπογράφει Α κράτητος. Αναδημοσιεύεται στο σατιρικό περιοδικό Ά νω Κάτω τής Αθήνας, άρ. 17, 11 ’Ιουνίου 1923, σ. 7 άπό τήν έφ. Ή ’Αλήθεια.
22!αφιέρωμα
Ρόντερικ Μπήτον
0 Βιζυηνός και ο Ευρωπαϊκός Ρεαλισμός «Η δυνατότητα αυτού που έχει ονο- ( μαστεί "Αυθόρμητη Ανάφλεξη” έχει ι αποκηρυχθεί», έγραψε ο Κάρολος Ντίκενς στον πρόλογο του μυθιστο ρήματος του «Bleak House» (Το σπίτι της θλίψης) (1853) απαντώντας, δή θεν, σε γράμματα που είχε λάβει κα τά τη διάρκεια μιας σε συνέχειες προδημοσίευσης του μυθιστορήμα τος και συνέχιζε: «Είναι περιττό να πω ότι δεν παραπλανώ τους αναγνώστες μου ηθελη μένα ή από αμέλεια, κι ότι πριν κάνω εκείνη την περιγραφή είχα με προ σοχή ερευνήσει το ζήτημα...» την Ελλάδα τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης απευθυνόμε νος απευθείας στον αναγνώστη, μέσα στα πλαί σια της αφήγησης μιας ιστορίας, υπερασπίζει τα γραπτά του μ’ έναν παρόμοιο τρόπο: Έπειτα ουδαμού σχεδόν θα εύρητε, ότι επεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ή πλοκήν, όπως γαλβανίσω την περιέργειαν του αναγνώστου. Όπου γί νεται λόγος περί ξενιτευμένων, οίτινες επιστρέφουσι μετά μακράν απουσίαν ή στέλλουσι γράμ ματα μετά υλικής παρηγοριάς εις τους οικείους, ταύτα όλα βασίζονται επί της πραγματικότητος...2 Οι παρατηρήσεις αυτών των δύο συγγραφέων, ενός Άγγλου κι ενός Έλληνα, σε συνδυασμό, μπορούν να θεωρηθούν σαν επίσημος ορισμός του Ρεαλισμού της πεζογραφίας του 19ου αι. Αυ τό που έχουν από κοινού είναι η επίκληση εκ μέ ρους του συγγραφέα του αισθητηρίου του ανα γνώστη ως προς το τι είναι πιθανό στον κόσμο που αυτός ζει. Ένας ξεχωριστός κλάδος του Ευ ρωπαϊκού ρεαλισμού, κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα, είναι ο ρεαλισμός που επικεντρώνεται στην ομαδική ζωή μικρών, αγροτικών κοινω νιών. Ό λοι οι μεγάλοι πεζογράφοι που εμφανί
Σ
στηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1870 και στη δεκαετία του 1880 - ο Βικέλας, ο Βιζυηνός, ο Δροσίνης, ο Παπαδιαμάντης, ο Κονδυλάκης, ο Καρκαβίτσας - προσάρμοσαν στα Ελληνικά τις συμβάσεις αυτού του είδους του ρεαλισμού, που έγινε γνωστός με τον συμβατικό όρο ηθογραφία. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με το δύσκολο ερώ τημα του πώς να ορίσουμε την ηθογραφία ή του κατά πόσον όλοι αυτοί οι συγγραφείς πράγματι έ γραφαν ηθογραφία3. Εκ πρώτης όψεως είναι α ξιοσημείωτο το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι συγγρα φείς άντλησαν τα θέματα και το ιστορικό τόσων πολλών έργων τους από τον τρόπο ζωής, και τα ήθη και έθιμα της αγροτικής Ελλάδας. Τον 19ο αι. δεν εμφανίζεται ούτε ένας Έλληνας Μπαλζάκ ή Ντίκενς να απεικονίσει την τότε ζωή της πόλης σ’ όλη της τη λάμψη και την αθλιότητα - αν και έχουμε τους Αθλίους των Αθηνών του Κονδυλάκη σαν φόρο τιμής στον Ουγκώ. Οι αιτίες γι’ αυ τό αναζητήθηκαν γενικά, στο συγκεκριμένο ελ ληνικό πολιτιστικό πλαίσιο: είτε στη σχετική κα θυστέρηση της Ελληνικής αστικής ζωής και της κοινωνικής συνείδησης αντίστοιχα4, είτε στη στενή σχέση μεταξύ των πεζογράφων και του λα-
αφιερωμα/23 ογραφικού κινήματος στην Ελλάδα με το ισχυρό πρόταγμα της ανεύρεσης και εδραίωσης της εθνι κής ταυτότητας5. Είναι εντυπωσιακό ότι έχει γίνει ελάχιστη συ γκριτική συστηματική έρευνα αυτού του φαινο μένου. Ξέρουμε από το βιβλίο του Μάριο Βίττι καθώς και από την εκ νέου ανακάλυψη του λογο τεχνικού έργου του Γρηγορίου Παλαιολόγου, ότι η λέξη ηθογραφία είναι μετάφραση του όρου etude de moeurs του Μπαλζάκ. Ο αντίκτυπος της θεωρίας του Ζολά περί νατουραλισμού και ειδι κότερα η σθεναρή υπεράσπιση της ελληνικής με τάφρασης της «Νανά» το 1880 από τον Αγησίλαο Γιαννόπουλο, έχουν επίσης προκαλέσει συζητήσεις6. Ωστόσο τα ελληνικά πεζογραφήμα τα και διηγήματα, τα αφιερωμένα στην κοινοτι κή ζωή των δεκαετιών του 1880 και 1890 δεν είναι etude de moeurs με την έννοια που χρησιμοποίησε ο Μπαλζάκ τον όρο- και παρ’ όλη την πιθανή α ναφορά στις θεωρίες και το στυλ του Ζολά στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη και στον «Ζητιά νο» του Καρκαβίτσα, δεν υπάρχει συνεπής από πειρα στην Ελληνική πεζογραφία να εφαρμοστεί «το πειραματικό μυθιστόρημα» που είναι η καρ διά της θεωρίας του νατουραλισμού του Ζολά.
Σ
υχνά δίνεται η εντύπωση, διαβάζοντας την ι στορία της Ελληνικής λογοτεχνίας, ότι ε κτός ενός ή δύο γνωστών εξαιρέσεων, η ηθογρα φία είναι σχεδόν αποκλειστικά ένα τοπικό φαινό μενο που περιορίζεται στην Ελλάδα. Αυτό που συχνά λησμονείται είναι ότι ο ρεαλισμός αυτού ακριβώς του είδους είναι, τελικά, εξαπλωμένος στην Ευρωπαϊκή λογοτεχνία από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα και μετά. Η μόνη διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα έχουμε κυριαρχία αυτού του εί δους του πεζογραφήματος για δύο δεκαετίες από το 1880 και μετά περίπου. Εκτός Ελλάδας αυτός ο κλάδος του ρεαλισμού του 19ου αιώνα ξεκινάει στη Ρωσία με τον Τουργκένιεφ, του οποίου η συλλογή διηγημάτων Τα χαρτιά ενός ανθρώπου που αγαπά τα σπορ δημο σιεύτηκε το 1852. Λίγο αργότερα βρίσκουμε (για να αναφέρουμε μόνο μεγάλους συγγραφείς) τον Φλωμπέρ και τον Μωπασάν στη Γαλλία, οι ο ποίοι όπως και οι Έλληνες ηθογράφοι έγραψαν διηγήματα που απεικονίζουν με ζωντάνια τη σκληρότητα της ζωής στην ιδιαίτερη πατρίδα τους τη Νορμανδία· στην Αγγλία τον Τόμας Χάρντι με τα μυθιστορήματά του για τη φαντα στική αγροτική περιοχή του Wessex. Στην Ιταλία ο Σικελός συγγραφέας Τζιοβάνι Βέργκα (Giovanni Verga) δημοσίευσε το πρώτο από μια μελλοντική σειρά μυθιστορημάτων που αφορού σαν τη ζωή στη Σικελία, την Απροθυμία (I Malavoglia), το 1881. Ο συρμός γΓ αυτή τη μορφή ρεα λισμού στην Ιταλία, που οφειλόταν κατά πολύ στον εξωτισμό με τον οποίον οι περισσότεροι α
πό τους υπόλοιπους Ιταλούς έβλεπαν το νότο, α πλώθηκε πέρα από τη λογοτεχνία όταν ο Πιέτρο Μασκάνι (Pietro Mascagni) διασκεύασε μία από τις ιστορίες του Βέργκα, την Cavalleria Rusticana σε όπερα, εγκαινιάζοντας έτσι την εξαίρετη σει ρά από λαϊκές (low- life) όπερες που είναι πια γνωστές με τη γενική ονομασία verismo και περι λαμβάνουν αριστουργήματα όπως το I Pagliacci του Λεονκαβάλο (Leoncavallo) και οι πρώτες ό περες του Πουτσίνι. To verisimo της Ιταλικής ό περας είναι από πολλές πλευρές το ακριβές αντί στοιχο της ηθογραφίας στην Ελληνική λογοτε χνία. Στην Ιταλική λογοτεχνία εξάλλου, ο Λουίτζι Πιραντέλλο έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο ακριβώς με τέτοιου είδους διηγήματα στα τέλη του 19ου αι.. Η σχέση που συνδέει όλους αυτούς τους λογο τέχνες των διαφόρων χωρών είναι συχνά δύσκο λο να εντοπιστεί και ίσως γι’ αυτό το λόγο οι κρι τικοί άργησαν να συνδέσουν την Ελληνική ηθο γραφία με αυτό το ευρύτερο Ευρωπαϊκό κίνημα. Αν και δεν μπορούμε να εντοπίσουμε εύκολα την άμεση επιρροή κανενός από αυτούς τους συγγρα φείς πάνω σε κάποιον Έλληνα σύγχρονό τους, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι εφημερίδες και τα περιοδικά που δημοσίευαν τα έργα των Ελλήνων συγγραφέων συχνά σε συνέχειες, ήταν επίσης γεμάτα από μεταφράσεις Ευρωπαϊκής λο γοτεχνίας της εποχής. Ο Παπαδιαμάνης επί παραδείγματι κέρδιζε τα προς το ζην από τέτοιες μεταφράσεις. Οι Έλληνες συγγραφείς των δύο τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μεταξύ των οποίων και ο Βιζυηνός, είχαν σαφώς υπόψη τους τη διε θνή εξέλιξη του λογοτεχνικού ρεαλισμού, και θα υποστήριζα, ότι ο Βιζυηνός ήταν ο πρώτος που την εκμεταλλεύτηκε και διεύρυνε μ’ έναν πρωτό τυπο και ξεχωριστό τρόπο. Μπορεί κανείς να βεβαιωθεί ακόμη περισσότε ρο για τη σχέση μεταξύ των Ελλήνων συγγραφέ ων των δεκαετιών του 1880 και 1890 με τους ελα φρώς προγενέστερους συγχρόνους τους στο εξω τερικό, αν κοιτάξει πέρα από τη συμβατική επι φάνεια του ίδιου του λογοτεχνικού ρεαλισμού, και μελετήσει την πιο ανεπαίσθητη ποιητική των κειμένων τους. Δεν είναι όλοι οι συγγραφείς ρεα λιστικών κειμένων το ίδιο κατηγορηματικοί όσο ο Ντίκενς και ο Παπαδιαμάντης στα παραδείγ ματα που προαναφέραμε, στην επιμονή τους ότι απλώς αντιγράφουν την πραγματικότητα- ακόμα κι αυτοί οι δύο συγγραφείς κάνουν κάτι πολύ πε ρισσότερο από αυτό. Το μεγαλύτερο μέρος του Ευρωπαϊκού ρεαλισμού το οποίο επικεντρώνε ται, όπως η Ελληνική ηθογραφία, στην αγροτική ζωή, χρησιμοποιεί τις συμβάσεις του ρεαλισμού ακραία με σκοπό να τις ανατρέψει, κι αυτό ακρι βώς κάνει και ο Βιζυηνός. Πριν αναφερθούμε στην πρακτική του Βιζυη-
24/αφιερωμα νού, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε μια σειρά παράτηρήσεων ξένων συγγραφέων που, όπως και ο Βιζυηνός στις θρακικές ιστορίες του, είχαν σαν βάση στα διηγήματά τους το αγροτικό και λαογραφικό στοιχείο. Φλωμπέρ, σ’ ένα γράμμα το 1852, στο πρώ το στάδιο της συγγραφής της Μαντάμ Μποβαρύ σχολιάζει: Αυτό που μου φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστικό, αυ τό που θα ήθελα να κάνω, είναι ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικούς δεσμούς, που θα στέκει από μόνο του μέσα από την εσω τερική δύναμη της γραφής του... ένα βιβλίο που δεν θα έχει θέμα, ή που τουλάχιστον το θέμα του θα είναι σχεδόν αθέατο αν αυτό είναι δυνατόν7. Ο Γκυ ντε Μωπασάν, του οποίου η λογοτεχνι κή καριέρα, σαν αυτήν του Βιζυηνού απλώνεται σ’ όλη τη δεκαετία του 1880 και ο οποίος κλεί στηκε σε άσυλο την ίδια χρονιά με τον Βιζυηνό (1892), έγραφε το 1888 ότι ο στόχος του συγγρα φέα «δεν είναι να μας πει μιαν ιστορία, να μας διασκεδάσει, ή να μας επηρεάσει συναισθηματι κά, αλλά να μας κάνει να σκεφτούμε, να κατα λάβουμε το βαθύτερο και κρυφό νόημα των γεγο νότων»8. Πράγματι ο Μωπασάν σχεδόν υπονοεί ότι ένα κίνητρο για την αναζήτηση της ρεαλιστι κής γραφής είναι ο φόβος ή η πίστη ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα. Πόσο παιδιάστικο[γράφει]είναι να πιστεύουμε σε μία πραγματικότητα, αφού ο καθένας από μας κουβαλάει τη δίκιά του στη σκέψη του και στα μέλη του κορμιού του. Τα μάτια μας, τα αυ τιά μας, η όσφρηση κι η γεύση, όλα τους διαφο ρετικά, δημιουργούν τόσες αλήθειες όσοι είναι οι άνθρωποι στη γη... ο καθένας από εμάς απλά φτιάχνει για τον εαυτό του μια ψευδαίσθηση του κόσμου, ποιητική, συναισθηματική, χαρού μενη, θλιμμένη, άθλια ή σκυθρωπή ανάλογα με τη φύση του. Κι ο συγγραφέας δεν έχει άλλη α ποστολή από το να αναπαράγει πιστά αυτή την ψευδαίσθηση με όλες τις διαδικασίες της τέχνης που έχει μάθει κι έχει στη διάθεσή του. Στην Αγγλία, ο Τόμας Χάρντι, ο κατεξοχήν ρεαλιστής συγγραφέας της αγροτικής ζωής, για πολύ καιρό δέν εθεωρείτο άνθρωπος ευρέως μορ φωμένος, όπως ήταν, γιατί η «πραγματική» του προσωπικότητα ως συγγραφέα είχε επισκιαστεί απ’ αυτή των απλών, αγροτικών χαρακτήρων του. Ξέρουμε από τις «λογοτεχνικές σημειώσεις» που κρατούσε όταν διάβαζε, ότι ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τις αντι-ρεαλιστικές θεωρίες της τέχνης. Στην αυτοβιογραφία του, που δημοσιεύ τηκε μετά θάνατον από τη γυναίκα του, ο Χάρντι γράφει: ... κοιτάζοντας ένα χαλί, αν ακολουθήσουμε με το βλέμμα μας ένα χρώμα του, προβάλλει κά ποιο σχέδιο, αν ακολουθήσουμε ένα άλλο χρώ μα του, προβάλλει κάποιο άλλο σχέδιο· έτσι και στη ζωή, ο οραματιστής θα παρατηρήσει εκείνη τη διάταξη που η ιδιοσυγκρασία του τον προ
Ο
τρέπει να παρατηρήσει, και θα περιγράφει αυ τήν και μόνον. Αυτό συμβαίνει με ακρίβεια στη Φύση· ωστόσο το αποτέλεσμα δεν είναι μια α πλή φωτογραφία, αλλά καθαρά το προϊόν τού νου του συγγραφέα.10 Και σ’ ένα λήμμα στο λογοτεχνικό του σημειω ματάριο, το 1926, ο Χάρντι έγραφε επιγραμ ματικά: «Ρεαλισμός - το αντίθετο της τέχνης».11 π ’ όλα τα παραπάνω σχόλια των ρεαλιστών συγγραφέων διαφαίνεται μια σταθερή αγω νία ή αμφιβολία για τη θέση και το ρόλο αυτής της ίδιας της πραγματικότητας. Η πραγματικό τητα μπορεί να είναι ευμετάβλητη και φευγαλέα και τραγικά υποκειμενική (όπως τόσο συχνά φαί νεται να είναι στις ιστορίες του Μωπασάν — κα θώς επίσης και σ’ αυτές του Βιζυηνού). Ή πάλι, δεν είναι παρά μια αφορμή για μια τέχνη που θα την υπερβεί, όπως ήταν για τον Φλωμπέρ όταν έ γραφε τη Μαντάμ Μποδαρύ, μια άποψη που διαφαίνεται καθαρά στις Trois Contes (Τρεις Ι στορίες), του ιδίου συγγραφέα που προσεγγίζουν την αγροτική ζωή με τον πιο άμεσο τρόπο. Ή , ε ξάλλου, μπορεί να είναι το εξαιρετικά ακατά στατο και ακατέργαστο υλικό από το οποίο ο συγγραφέας θα αντλήσει τον πυρήνα που θα μετουσιώσει τον Χάρντι. Σ’ όλες τις περιπτώσεις ο ρεαλιστής συγγραφέας πιστεύει ότι η επιτυχία της τέχνης του εξαρτάται από την υπέρβαση των ορίων του πραγματικού όπως αυτός το αντιλαμ βάνεται: είτε σβήνοντας εντελώς την πραγματι κότητα σε αναζήτηση της τελειότητας του έργου (Φλωμπέρ), είτε αποσταθεροποιώντας την για να ερευνήσει αυτό το οποίο θεωρούμε πραγματικό (Μωπασάν και Βιζυηνός), είτε επιλέγοντας από αυτήν σύμφωνα με σχήματα σκέψης ή αντίληψης που υπάρχουν ήδη στο μυαλό του συγγραφέα (Χάρντι, και, πάλι, Βιζυηνός). Επιστρέφοντας τώρα στους μεγαλύτερους Έ λ ληνες συγγραφείς των δεκαετιών 1880 και 1890 και κοιτάζοντας το έργο τους από αυτήν την ο πτική, βρίσκουμε σίγουρα, στους καλύτερους α πό αυτούς, την ίδια ένταση, που αγγίζει σχεδόν την αντίφαση, μεταξύ ενός ρεαλισμού στην τεχνι κή και ενός αντί- ή μη-ρεαλισμού στη θεμελιώδη καλλιτεχνική τους αντίληψη. Δεν υπάρχει σίγου ρα κανένας Έλληνας συγγραφέας (αν εξαιρέσου με ίσως κάποια πρόσφατα γραπτά) που να κάνει τόσο δημιουργική και εφευρετική χρήση αυτής της διχοτομίας όσο ο Γεώργιος Βιζυηνός. Οι τέσσερις ιστορίες του Βιζυηνού που διαδρα ματίζονται στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Θρά κη, και οι δύο που διαδραματίζονται εκτός του Ελληνικού χώρου βασίζονται μέχρις ενός ση μείου πάνω στην αστυνομικής πλοκής αφήγηση, που εγκαινίασε στην Ελλάδα ο Ραγκαβής με τον Συμβολαιογράφο, καθώς και στα διαβάσματά του στο εξωτερικό, ειδικά στη Γερμανική γλώσ-
Α
αφιερωμα/25 σα. Αν εξαιρέσουμε το «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», οι ίδιοι οι τίτλοι των ιστοριών τού Βιζυηνού δημιουργούν ένα μυστήριο: «Το αμάρ τημα της μητρός μου»· «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»· «Αι συνέπειαι της παλαιός ιστο ρίας»· «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Ακό μα και ο τίτλος της τελευταίας ιστορίας, που φέ ρει απλά το όνομα του κεντρικού ήρωα «Μοσκώβ-Σελήμ» - εμπεριέχει ένα αίνιγμα α φού αναφέρεται συγχρόνως σ’ έναν Ρώσο και σ’ έναν Τούρκο12. Και οι έξι ακολουθούν πρωτοπρόσωπη αφήγηση, και οι ιστορίες βρίσκουν τη λύση τους, όχι τόσο με τη λύση του μυστηρίου, ό σο με την αντιστροφή των προσδοκιών του ήρωα-αφηγητή, με τις οποίες συχνά εμπλέκεται και ο καλοπροαίρετος αναγνώστης. Ωστόσο το ξεδίπλωμα της αγωνίας, καθώς και η ζωντανή επίκληση, στις τέσσερις από αυτές, του σκηνικού της ίδιας του της παιδικής ηλικίας, δεν είναι για τον Βιζυηνό παρά τα μέσα για έναν σκοπό. Με τα απατηλά γυρίσματά τους αλλά και τον ευθύ και λεπτό τρόπο της αφήγησης οι ιστο ρίες αυτές οδηγούν τον αναγνώστη σ’ έναν λαβύ ρινθο όπου τίποτα δεν είναι ό,τι φαίνεται. Στις δύο ιστορίες ένα αγόρι ανατρέφεται σαν κορίτσισε μία άλλη η φευγαλέα ηρωΐδα περιγράφεται με χαρακτηρισμούς που θα ταίριαζαν άλλοτε σε α γόρι και άλλοτε σε γυναίκα· η ίδια η εθνικότητα αμφισβητείται με την ιστορία του Μοσκώβ Σελήμ, του Τούρκου που θα προτιμούσε να είναι ρώσος, γιατί η μεταχείριση που υπέστη στά χέρια του παραδοσιακού εχθρού της χώρας του ήταν πολύ πιο ανθρώπινη απ’ αυτή που είχε υποστεί α πό τους δικούς του. Η φύση της ενοχής αμφισβητείται σε τρεις ι στορίες. Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» το α μάρτημα αναφέρεται τελικά στον τυχαίο θάνατο του παιδιού της ή στο ότι η ίδια είχε συνειδητά ευ χηθεί να πεθάνει ένα άλλο από τα παιδιά της για εξιλέωση; «Ο φονεύς του αδελφού μου» ήταν ο
άντρας που τράβηξε τη σκανδάλη εν αγνοία του, ή ο άνδρας που διέσωσε τον εαυτό του στέλνο ντας συνειδητά κάποιον άλλον στη θέση του; Και είναι η ενοχή της «Παλαιός ιστορίας» (το ότι έ κανε έρωτα με μια πλύστρα) εξίσου μισητή όσο και «Αι συνέπειαι» της; (ο ήρωας δεν μπορεί να ολοκληρώσει τον έρωτά του με τη γυναίκα που α γαπά κι αυτή τρελαίνεται). Αυτές είναι ιστορίες ψυχολογικού θρίλλερ όχι μόνον εξαιτίας αυτών που αποκαλύπτουν στον αναγνώστη ως προς τους ήρωες, αλλά και εξαιτίας αυτών που απο καλύπτονται στους ίδιους τους ήρωες μέσα από την αφήγηση, καθώς και εξαιτίας του ενοχλητι κού τρόπου με τον οποίον κι ο ίδιος ο αναγνώ στης βυθίζεται μέσα στον λαβύρινθο των αμφιση μιών. Αμφισημιών τις οποίες δημιουργεί περίτε χνα ο Βιζυηνός παίζοντας με τις συμβάσεις της ρεαλιστικής αφήγησης.13 Ο Βιζυηνός θα μπορούσε να ισχυριστεί, όπως το έκαναν ο Ντίκενς και ο Παπαδιαμάντης, ότι δεν συμβαίνει τίποτα στις ιστορίες του που να εί ναι εκ φύσεως αδύνατον. Ως προς αυτό μένει πι στός στις συμβάσεις του ρεαλισμού. Αλλά ο Βι ζυηνός, περισσότερο από κάθε άλλον. Έλληνα ή ξένο ομότεχνό του εκτός από τον Μωπασάν, εκ μεταλλεύτηκε αυτές ακριβώς τις τεχνικές για να παρουσιάσει στη λογοτεχνία όχι τόσο μια πραγ ματικότητα που όλοι μας αναγνωρίζουμε, όσο τους αντιφατικούς τρόπους με τους οποίους ο καθένας από μας συλλαμβάνει και χτίζει την πραγματικότητά του. Από αυτή την άποψη ο Βι ζυηνός αξίζει ευρύτερης αναγνώρισης τόσο εκτός όσο και εντός Ελλάδος σαν ένας από τους καλύ τερους Ευρωπαίους συγγραφείς που αντλεί από τις συμβάσεις του αγροτικού ή λαογραφικού ρεα λισμού για να παράγει αποτελέσματα που υπονο μεύουν το ρεαλιστικό οικοδόμημα εξ ολοκλήρου. Μετάφραση από τα αγγλικά: Στέλλα Παναγιωτοπούλου
Σημειώσεις 1. Charles Dickens, Bleak House (London: Penguin Books), πρόλογος. 2. Αλεξ. Παπαδιαμάντης: Λαμπριάτικος ψάλτης (Αυτοβιογραφούμενος), επιμ. Π. Μουλλά, 1974, σσ. 100- 1. 3. Πάνω σ’ αυτό το θέμα βλέπε, μεταξύ άλλων, Μ. Vitti - Ι δεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας (2η έκδ.) Αθήνα 1980· Γ. Παπακώστα, Το περιοδικό Εστία (1876-1895) και το διήγημα, Αθήνα 1982 και την εκτενή κρι τική της Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού στο περ. Παρουσία 3 (1985) 1-35-52· Επαμ. Μπαλούμη, Ηθογραφικό διήγημα: κοινωνικοϊστορική προσέγγιση, Αθήνα χ.χ. 4. Βλέπε Vitti, Ιδεολογική λειτουργία. 5. Βλέπε R. Beaton, “ Realism and folklore in nineteenth century Greek fiction” , Byzantine and Modern Greek Studies 8 (1982-3): 103-22. 6. Βλέπε Vitti, το κείμενο του Γιαννόπουλου «Επιστολιμαία διατριβή» ανατυπώθηκε από τον Π.Δ. Μαστροδημήτρη στην έκδοση του Ζητιάνου- του Καρκαβίτσα (Καρδαμίτσας 1980). 7. G.J. Becker (τό.) Documents o f modem literary realism
8. 9. 10.
11. 12.
13.
(Princeton, N.J., 1963) σελ. 90. ibid. σ. 247. Guy de Maupassant, Pierre et Jean (πρόλογος). Thomas Hardy, Life, o. 153. Για διαφωτιστικές συγκρίσεις μεταξύ του Χάρντι και του Παπαδιαμάντη βλέπε David Ricks, “Alexandras Papadiamantis and Thomas Hardy” στο R. Beaton (ed.) The Greek Novel, A.D. 1-1985, (London 1988), σσ. 23-30. The Thomas Hardy Annual 1: σ. 115. Πάνω στη χρήση της αμφισημίας σ’ αυτήν την ιστορία βλέ πε Michalis Chryssanthopoulos, “ Reality and imagination: the use of history in the short stories of Yeoryios Viziinos” , in R. Beaton (ed.), The Greek Novel: A.D. 1-1985, (London: Croom Helm. 1988), pp. 11-22 Πάνω στην αφηγηματική τεχνική των ιστοριών του Βιζυη νού βλέπε, από διαφορετικές οπτικές: Π. Μουλλάς, εισα γωγή στον τόμο: Γ. Βιζυηνού Νεοελληνικά διηγήματα (Α θήνα, ΝΕΒ 1980)· Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, μεταξύ Φαν τασίας και μνήμης: “Το μόνον της ζωής του ταξίδιον” του Γ.Μ. Βιζυηνού. Ο Πολίτης 38 (1980) 64-9· Massimo Peri, «Το πρόβλημα της αφηγηματικής προοπτικής στα διηγή ματα του Βιζυηνού», Ελληνικά 36 (1985) 286- 316.
26/αφιερωμα
Β αγγέλης Α θανα σ όπουλος
«Την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα»
«Αι συνέπειαι της παλαιός ιστορίας» είναι ένα ακραιφνώς ρομαντικό διήγη μα του Γ. Βιζυηνού, και αποτελεί μια μεμονωμένη περίπτωση μέσα στο διηγηματογραφικό έργο του που, όπως είναι γνωστό, κατορθώνει με τρόπο πρωτο ποριακό για την εποχή εκείνη να πειραματιστεί με τα όρια του ρεαλισμού, προωθώντας τις έως τότε κυρίαρχες ηθογραφικές τάσεις προς την κατεύθυν ση της ψυχογραφίας. Η κριτική, ωστόσο, δεν το έχει κρίνει ως προς αυτή τη μοναδικότητά του, αλλά μέσα στα πλαίσια μιας εκτίμησης του συνολικού διηγηματογραφικού έργου του. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση έως και απόρριψη του έργου αυτού. 1. Η μοναδικότητα αυτού του διηγήματος μέσα στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού νώ, λοιπόν το έργο αυτό θα έπρεπε να κριθεί ακριβώς ως ρομαντικό διήγημα, συμβαίνει Ε συνήθως το αντίθετο: να απορρίπτεται από την κριτική ακριβώς ως κατάλοιπο του ρομαντι σμού. Το γεγονός αυτό, πέρα από την πιθανώς λανθασμένη εκτίμηση του συγκεκριμένου έργου, κάνει φανερή την προκατάληψη της νεώτερης κριτικής της λογοτεχνίας μας απέναντι σε όποιο έργο έχει ρομαντικό χαρακτήρα ή χροιά, και με τον τρόπο αυτό ομολογεί την εμπλοκή της με ε
κείνες τις ρεαλιστικές προθέσεις που προγραμ ματικά στοιχειώνουν τον αφηγηματικά - εκτός από τις ελάχιστες γνωστές εξαιρέσεις - αδι καίωτο ρεαλισμό της πεζογραφίας μας του 20ού αιώνα. Το διήγημα, λοιπόν, αυτό είναι ρομαντικό, και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί· είναι ένα διήγημα του Βιζυηνού που παρ’ ότι έχει ως προς τον χαρακτή ρα της γραφής του τόσες διαφορές από τα άλλα διηγήματα, κατορθώνει να συστήσει την ίδια α κριβώς διαλεκτική της συγκίνησης που συναν τούμε και στα διηγήματά του που καθορίζονται από πρόθεση ρεαλιστική, και είναι απαλλαγμένα
αφιερωμα/27
(Πρόταση για την επανεκτίμηση των «Συνεπειών της παλαιός ιστορίας» του Γ. Βιζυην από ρομαντικά στοιχεία. Αυτή, μάλιστα, η δια λεκτική της συγκίνησης στο συγκεκριμένο διή γημα - λόγω του ρομαντικού, χαρακτήρα του παίρνει μια μορφή ξεχωριστή .μέσα στο έργο του Βιζυηνού, και γίνεται μια διαλεκτική του πάθους, που μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε μέσα από τα λόγια που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο αφηγητής για να περιγράφει την κλιμάκωση τ,ου πάθους στό τραγούδι της τρελής Κλάρας: Δια τούτο εμπιστεύομαι εις την φαντασίαν του ευαίσθητου αναγνώστου μου, και τον υπενθυμί ζω μόνον ν’ αναλογισθή [...] την υποφθίνουσαν ήδη καλλονήν, [...] την θαυμαστήν του πάθους κλίμακα, δι’ ης η φωνή και η φυσιογνωμία ανήλθον από της ειδυλλιακής ευδίας του πρώτου στί χου μέχρι της ζοφερωτάτης απελπισίας των τε λευταίων φθόγγων του άσματός της.1 Η κλίμακα αυτή του πάθους δραματοποιείται μέσα από τη σχέση του Πασχάλη με την Κλάρα, μια σχέση που ξεκινά από μια συγκρατημένη και γεμάτη ήθος γνωριμία, για να αναπτυχθεί, μέσα από ανασταλτικές τάσεις αυτοσυγκράτησης, σε ένα πάθος αυτοκαταστροφικό, και να καταλήξει στην τρέλα πρώτα, και μετά στον θάνατο. Αυτές οι ανασταλτικές τάσεις αυτοσυγκράτησης έχουν σχέση με μιαν ακραία τελειοθηρία του Πασχάλη ο οποίος, φοβούμενος μήπως ο έρωτάς του με την Κλάρα δεν κατορθώσει να είναι αντάξιος της ιδανικότητάς της, προσπαθεί να σκοτώσει τον έ ρωτα αυτόν. Αλλά αυτή η θαυμαστή του πάθους κλίμακα δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο που «Αι συνέπειαι της παλαιός ιστορίας» προσφέρουν στο συνολι κό διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού: εκτός από την κλίμακα του πάθους που για μοναδική
φορά επιχειρείται μέσα στο έργο του, στο διήγη μα αυτό συναντούμε και άλλα στοιχεία που πα ρουσιάζονται είτε για μοναδική είτε για πρώτη φορά - εφόσον δεχόμαστε πως το διήγημα αυτό είναι το πρώτο από τα έξι μεγάλα διηγήματα σε χρονολογική σειρά συγγραφής, παρ’ ότι στη σει ρά δημοσίευσης είναι τέταρτο.2 Τα βασικότερα από τα στοιχεία αυτά θα προ σπαθήσω να παρουσιάσω στη συνέχεια. 1.1
Πραγματολογικό έναντι ρεαλιστικού
το διήγημα αυτό υπάρχει μια πρώιμη και διαφοροποιημένη εκδήλωση αυτού που μέσα από τα διηγήματα που θα ακολουθήσουν πρόκει ται να εξελιχθεί σε εκείνον τον ιδιότυπο ρεαλισμό του Βιζυηνού. Η διαφοροποίηση αυτή οφείλεται στο γεγονός πως ο τρόπος γραφής του διηγήμα τος είναι ρομαντικός και πως η ρεαλιστική υπο στήριξή του επιχειρείται με στοιχεία πραγματο λογικά· ή, αλλιώς, αντί του ρεαλιστικού υπάρχει το πραγματολογικό. Το πραγματολογικό στοι χείο εμφανίζεται κάτω από την επιστημονική του επίφαση, μέσω της παρεμβολής επιστημονικών παρατηρήσεων ή σχολίων, ή της αναφοράς επι στημονικών θεωριών. Ακόμη και ο τίτλος του δι ηγήματος κάνει φανερή την πρόθεση του συγγρα φέα είτε να επισημάνει-ενισχύσει την επιστημονι κή του διάσταση, είτε να προσδώσει σ’ αυτό μιαν επιστημονική επίφαση. Οι παρεμβολές αυτές θυμίζουν την αφηγηματι κή τακτική του Goethe στις Εκλεκτικές Συγγένειες· αλλά τέτοιου είδους παρεμβολές γε νικώς είναι συνήθεις ανάμεσα στους λογοτέχνες της εποχής του ρομαντισμού, και ένα πολύ χαρα κτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο κορυφαίος του αγγλικού ρομαντισμού S.T. Coleridge4. Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι ο μικτός χαρα κτήρας αυτών των παρεμβολών-εξηγήσεων του Βιζυηνού: έτσι, από το ένα μέρος έχουμε εξηγή σεις μεταφυσικού, ψυχολογικού, ή και πνευματι κού χαρακτήρα5, και από το άλλο μέρος έχουμε εξηγήσεις που κλίνουν προς μια χημική ή μηχανι στική κατανόηση των ψυχικών λειτουργιών του ανθρώπου6. Αυτή η δεύτερη κατηγορία εξηγήσε ων αντιπροσώπευε τον φιλόσοφο Βιζυηνό και ένα από τα χαρακτηριστικότερα σχετικά παραδείγ ματα αποτελεί η μηχανιστική εξήγηση της γένε σης του ωραίου, που δίνεται στο έργο του Ψυχολογικαί μελέται επί του Καλού. Την εξήγηση που επιχειρεί στο έργο αυτό τη στηρίζει στη φυσιολογία των αισθητικών οργά νων, του εγκεφάλου, και του νευρικού συστήμα τος, επικαλούμενος μάλιστα και σχετικά ανατο μικά - «ζωοτομικά», όπως τα ονομάζει - πει ράματα που, κατά τον ισχυρισμό του, απέδειξαν «ότι τα ραβδωτά λεγάμενα σώματα (corpora striata)», οι οπτικοί θάλαμοι μετά του όπισθεν
Σ
28/αφιερωμα και υπ’ αυτούς δισκελούς αδένος (grandula pincalis), το τετράλοφον, η γέφυρα και τινες προς τα εγκεφαλικά ταύτα νεύρα γειτνιάζοντες πυρήνες εξ ινών και κυττάρων αποτελούσι την τάξιν των οργάνων, εν οις οι εκ των αισθητηρίων αφικνόμενοι ερεθισμοί, τούτο μεν προς αλλήλους τούτο δε προς τας διεγέρσεις κινητηρίων νεύρων συνδυαζόμενοι, παράγουσι τας συνόψεις του χώρου και τας σκόπιμους κινήσεις.7 Στα μετέπεια διηγήματά του - γιατί και αυτή η διαφοροποίηση μπορεί επίσης να αποτελέσει τεκμήριο για την αποδοχή αυτού του διηγήματος ως χρονολογικά πρώτου - αυτό το πραγματολο γικό στοιχείο εκτοπίζεται από έναν αφηγηματικά αυθεντικό ρεαλισμό. Αυτή την εκτίμηση μπορού με να την κάνουμε και αντίστροφα - από τη με ριά των μετέπειτα διηγημάτων - , και να θεωρή σουμε το πραγματολογικό στοιχείο των «Συνε πειών της παλαιός ιστορίας» ως έναν αφηγηματι κά ετερόφωτο ρεαλισμό, δηλαδή ένα ρεαλισμό που εξαρτά τον αναγνωρίσιμο αφηγηματικό χα ρακτήρα του από αναφορές στην επιστημονική άποψη του πραγματικού. 1.2
Η πρώτη απόπειρα ψυχογραφίας
λα τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι ψυχο γραφήματα. Μέσα στην πεζογραφία του η ψυχογραφία λειτουργεί ως μια μορφή μυθοπλα σίας, και αυτό παρατηρείται όχι μόνο στα διηγή ματα με τους μοναδικούς στη λογοτεχνία μας χαρακτήρες - τη μητέρα στο «Αμάρτημα της μητρός μου», τον παππού στο «Μόνον της ζωής του ταξείδιον», τον Σελήμ στο «Ο ΜοσκώβΣελήμ», τον Πασχάλη στο «Αι συνέπειαι της πα λαιός ιστορίας», τον Κιαμήλ στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» - , αλλά ακόμη και στο μικρότερο του διήγημα, «Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα», όπου το γλωσσικό πρόβλημα, που αποτελεί το θέμα του διηγήματος, εξετάζεται α πό άποψη ψυχολογική.8 Η μυθοπλασία αναπτύσσεται, λοιπόν, σε δύο επίπεδα, ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό· με το πρώτο υπηρετείται η οργάνωση των περιστατι κών σε πλοκή, ενώ με το δεύτερο καλλιεργείται η ψυχική διαλεκτική των χαρακτήρων. Με τον τρόπο αυτόν, η ψυχογραφία γίνεται για τον Βιζυηνό ο αφανής αλλ’ απαραίτητος όρος της μυθο πλασίας. Στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιός ιστο ρίας» αυτός που ψυχογραφείται είναι ο Πασχάλης. Η ψυχογράφηση του χαρακτήρα αυτού απο τελεί την πιο δύσκολη και ριψοκίνδυνη ψυχογρά φηση χαρακτήρα σε όλο το έργο του Βιζυηνού. Πρόκειται για έναν Έλληνα φοιτητή της ορυκτο λογίας και της μεταλλευτικής στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, που γνωρίζεται με την Κλάρα, την κόρη ενός πανεπιστημιακού καθηγητή που α
Ο
γαπά τη συντροφιά του Πασχάλη. Ανάμεσα στους δύο νέους αναπτύσσεται ένα αγνό αίσθη μα, αλλά ο Πασχάλης αντιδρά, γιατί πιστεύει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην ιδανικότητα της Κλάρας και του αισθήματος της προς αυτόν. Το πιστεύει αυτό, επειδή αισθάνεται τον συναι σθηματικό του κόσμο βεβηλωμένο από ένα πα λιό έρωτά του με μια γυναίκα που του φέρθηκε πρόστυχα, και νιώθει τα αισθήματα και τους δια λογισμούς του κηλιδωμένα με τρόπο ανεξίτηλο. Θεωρεί τον εαυτό του χρησιμοποιημένο και ανα λωμένο, ανίκανο και ανάξιο να ζήσει έναν αληθι νό έρωτα που απαιτεί και προϋποθέτει την αγνό τητα του συναισθήματος, και μια παρθενικότητα της συνείδησης. Φαντάσου ένα έρωτα θερμόν ωσάν τον ήλιον, φωτεινόν ωσάν τον ήλιον, άσπιλον ωσάν τον ή λιον - τον ήλιον της πρώτης, της παρθένου Δη μιουργίας. Ε! ο ήλιος αυτός δεν ανέτελλεν επί παρθένου γης, ανυπομόνου και σφριγώσης, ό πως αναδώση τον πρώτον πλούτον της βλαστήσεως αυτής ανάλογον και ισοδύναμον προς την ευεργετικήν επιρροήν του φωτός και της θερμότητος ην εδέχετο. Η καρδία εφ’ ης ο έρως της Κλάρας ηκτινοβόλει ήτο χώρα λεηλατημένη, διηρπασμένη, ερημωμένη δια παντός! Εθερμαίνετο, ναι. Αλλά ούτως, ώστε να αισθάνεται μετά βαθείας καυστηράς θλίψεως, ότι, εάν δεν είχε δενδροτομηθή, δεν είχεν αποξηρανθή, θα ήκμαζε τώρα ως ο μάλλον ευώδης, ο μάλλον ανθηρός παράδεισος αισθημάτων. Εφωτίζετο, ναι. Αλλά - και τούτο ήτο το χειρότερον - μόνον και μό νον όπως βλέπη και παραβάλλη την γυμνότητα, την ασχήμιαν και τον εξευτελισμόν της, προς τον πλούτον και το κάλλος και το μεγαλείον της καρδίας της Κλάρας! Ω διατί εστάθην τόσον τρελλός! τόσον ανόητος! Διατί ν’ ασωτεύσω τους θησαυρούς της νεαράς καρδίας μου. Τι καρδία! Τόσον ευαίσθητος! Τόσον πλούσια! Αλλά και τόσον άπειρος! τόσον απρονόητος! Δ'εν διεχειρίσθη περιεσκεμμένως την δαψίλειαν των αισθημάτων, δι’ ων ο Θεός την επροίκισεν! Η υπερβολή της εν αυτή αγάπης την επίεζεν· η πλημμύρα την εστενοχώρει! Είχεν ανάγκην να εκχείλιση, να ελαφρυνθή. Και όταν προήλθεν ε νώπιον της η πρόστυχος εκείνη κόρη, δεν ηρώτησε, δεν εσκέφθη να κάμη οικονομίαν. Οικονο μίαν! Και ήτο δυνατόν; Επίστευεν ότι ηγαπάτο. Όσω περισσότερα έδιδε, τόσα περισσότερα θα ελάμβανεν. Και μετήγγισα λοιπόν όλους, όλους τους θησαυρούς των αισθημάτων εις την ευτελή της καρδίαν, εις το ανάξιον, το ρυπαρόν εκείνο σκεύος, δια να λάβω... ατιμίαν, εξουθένωσιν! Εθεοποίησα την ταπείνωσιν, ελάτρευσα την α σχήμιαν! Τώρα τι υψηλόν να σκεφθώ πλέον δια τήν Κλάραν, το οποίον να μη εξηυτέλισα προσκεφθείς δι’ εκείνην; Τι ωραίον, το οποίον να μη προησχημίσθη συγχρωτισθέν μετ’ εκείνης; Ουδέν, ουδέν μοι υπελείφθη πλέον ή ιερόν, ή όσιον, το οποίον να μη εβεβηλώθη προαφιερωθέν εις ε κείνην!...9 Ο Πασχάλης αποφασίζει να καταπνίξει αυτό
αφιερωμα/29 τον έρωτα πριν αυτός φουντώσει. Η Κλάρα υπο φέρει από την ανεξήγητη σκληρή στάση του- το ίδιο συμβαίνει και σ’ εκείνον. - Απηρνούμην [...] την γλυκυτέραν, την αϋλοτέραν ευδαιμονίαν, ην θνητός ηδΰνατο να ονειρευθή ποτέ εν τω κόσμω - αλλ’ έπρεπε να γείνη. Αφού δενήμην άξιος, δεν είχον στέγην να υ ποδεχθώ τον Θεόν μου, έπρεπε να εκχωρήσω της οδού του. Έπρεπε ν’ αποφύγω την συνανα στροφήν της Κλάρας. Ηξεύρεις την δύναμιν της βουλήσεώς μου. Μήνας ολοκλήρους δεν επάτησα ένς την οικίαν των δεν την είδον. Ο γέρων παρεπονέθη επανειλημμένως, ως ήτον επόμε νον, αλλά - το λέγω μετ’ αισχύνης - κατέφυγα εις ψεύδη. Και πότε με την μίαν, πότε με την άλ λην πρόφασιν, τον απέφευγον, μέχρις ότου, βαρυνθείς με παρήτησε, και δεν μοι ωμίλει πλέον. Η δυστυχία μου τώρα ήτο φοβερά. Η οδός η ά γουσα προς την Κλάραν εκλείσθη υπό της ιδίας μου χειρός κ’ εκλείσθη δια παντός! Το τι υπέφε ρα κατά το μακρόν μακρόν εκείνο διάστημα εί ναι απερίγραπτον. Είχον επιβάλει εις την βούλησίν μου περισσότερον, παρ’ ότι η σταθερότης αυτής επεδέχετο. Είχον υποβάλει εμαυτόν εις θυσίαν υπεράνθρωπον, ανωτέραν παντός η ρωισμού.10 Του στέλνει γράμμα και αυτός δεν της απαντάαλλά όταν ένα βράδυ συμβαίνει να συναντηθούν τυχαία - με έναν τρόπο αρκετά υπερφυσικό - , σε ένα ερημικό μέρος όπου ο Πασχάλης οδήγησε τα βήματά του προσπαθώντας να αποφύγει τα μέρη που υπήρχε πιθανότητα να την συναντήσει, τότε ασυγκράτητοι ρίχνονται ο ένας στην αγκα λιά του άλλου, και μένουν έτσι για ώρες καθισμέ νοι πάνω στον ξερό κορμό ενός κομμένου δέντρου. Είναι κι οι δυο ευτυχισμένοι- αλλά όταν ο Πα σχάλης μένει μόνος, αρχίζουν και πάλι οι ενοχές να δηλητηριάζουν την ευτυχία του. Κάθε φιλί στα χείλια της Κλάρας του φαινόταν φρικτή ιεροσυ λία. Αποφασίζει να της γράψει και να αποκαλύψει την παλιά ασυλλόγιστη σπατάλη της αγάπης του- αλλά σκέφτεται πως η Κλάρα θα τον συγχω ρήσει, και πως αν τον συγχωρούσε, και αν συνέ χιζε να τον αγαπά «εν γνώσει της ηθικής εκείνης ταπεινώσεώς» του, τότε θα γινόταν κι αυτή μέτο χος της ταπείνωσης εκείνης, και θα εξευτελιζό ταν. Αλλά «τότε το ιδανικόν εκείνο ύψος, εφ ου μέχρι τούδε τόσον ευλαβώς προσητένιζον το αντικείμενον της λατρείας μου, θα εξέλιπεν. Ο προς αυτήν έρως μου θα εμειούτο! - Και εξέσχισα την επιστολήν! Και την έκαυσα!!»11 Τελικά αποφασίζει να φύγει από το Φράιμπουργκ και να ανεβεί στο Κλάουσθαλ, πάνω στα υψώματα του Χαρτς, όπου βρίσκεται μια πανεπι στημιακή σχολή της μεταλλευτικής, καθώς και πολλά ορυχεία που προσφέρουν τη δυνατότητα συνδυασμού της θεωρητικής με την πρακτική γνώση. Η Κλάρα τρελαίνεται, κλείνεται σε φρε
νοκομείο, και μέσα σ’ αυτό μετά από λίγο πεθαί νει. Ο Πασχάλης μετά μια νύχτα φοβερής κρίσης πηγαίνει στο ορυχείο για να βοηθήσει σε κάποιο πρόβλημα που είχαν προκαλέσει οι καταρρα κτώδεις βροχές, και θάβεται κάτω από τα χώμα τα μιας στοάς που γκρεμίστηκε. Ο Πασχάλης είναι ένας καθαρά ρομαντικός χαρακτήρας. Εάν ο Βιζυηνός περιοριζόταν στην τυπική διαγραφή ενός ρομαντικού χαρακτήρα, τότε δεν θα υπήρχε δυσκολία. Αλλά στην αφηγη ματική συνείδηση του συγγραφέα ένας ακραιφ νής ρομαντικός χαρακτήρας φαίνεται πως δεν ή ταν αποδεκτός, και γι’ αυτό συνδυάζει τη ρομαν τική επιλογή με μια ψυχογραφική πρόθεση. Το εγχείρημα, όπως είπα και παραπάνω, είναι πραγ ματικά παράτολμο, γιατί από; καθαρά ψυχολογι κή άποψη το πρόβλημα του Πασχάλη δείχνει αναληθοφανές, μια και το αίσθημα της αγάπης και του έρωτα, όποτε ξυπνά, δίνει την εντύπωση πως γεννιέται κάθε φορά για πρώτη φορά, πώς ξαναγεννιέται κάθε φορά καθαρό και παρθένο. Μόνο με το πέρασμα των χρόνων και τη συνεχή επανάληψη αυτής της διαδικασίας το αίσθημα αυτό αρχίζει να φέρνει πάνω του τα σημάδια της κόπωσης, του κορεσμού ή της απογοήτευσης α πό τους έρωτες που προηγήθηκαν και τέλειωσαν. Ο Βιζυηνός, ωστόσο, αποφασίζει να ψυχογρα φήσει ένα τόσο αναληθοφανή χαρακτήρα. Σ’ αυ τό ίσως τον οδήγησε η έλξη που ένιωσε γι’ αυτόν τον χαρακτήρα, του οποίου τις ρομαντικές προ διαγραφές πρέπει να τις συνδύαζε με ορισμένες προσωπικές του ευαισθησίες. Είναι επίσης πιθα νό να οδηγήθηκε σ’ αυτό από τη σύγκλιση δύο προτιμήσεών του, από τις οποίες η πρώτη έμελλε να είναι προσωρινή - δηλαδή η γοητεία της ρο μαντικής ραφής - , και η δεύτερη μόνιμη: η ψυχογράφηση των χαρακτήρων και η λειτουργία της μυθοπλασίας ως ψυχογραφίας. Η ρομαντική υπερβολή που χαρακτηρίζει τον Πασχάλη αποτελεί τον πυρήνα του προβλήματος της διαγραφής του χαρακτήρα. Θα μπορούσε ο Βιζυηνός σε ένα επίπεδο να διατηρήσει τον υπερ βολικό χαρακτήρα του Πασχάλη, και σε ένα άλ λο επίπεδο να προσπαθήσει να τον δικαιολογή σει, αλλά με τον τρόπο αυτό θα αναιρούσε τη ρο μαντική του διάσταση που, όπως είπα, πρέπει να τον είλκυε. Κάνει, βεβαίως, έναν υπαινιγμό στην υπερβολή αυτή αναφερόμενος στην «υπερβολήν της σεμνότητός του»: Εγνώριζον την χρηστοήθειαν αυτού, και κά ποτε και τον επείραζον δια την υπερβολήν τής σεμνότητός του. Αλλ’ η αποκαλυπτομένη σήμε ρον ενώπιόν μου πρωτοφανής ηθική αυστηρότης [..·112 Ο υπαινιγμός, ωστόσο, αυτός δεν σημαίνει πως έχει την πρόθεση να δικαιολογήσει την υπερ βολική στάση του Πασχάλη. Αυτό το αποφεύγει
30/αφιερωμα για τον λόγο που ανέφερα προηγουμένως. Αντί, μάλιστα, να αφεθεί σε μια τέτοια δικαιολόγηση της υπερβολής, ο συγγραφέας προσπαθεί να την υπογραμμίσει. Αν ήθελε να τη δικαιολογήσει, τό τε θα επινοούσε επεισόδια και πράξεις του που θα παρουσίαζαν ως φυσικά τα αισθήματα ενοχής. Αλλά τον Πασχάλη ο Βιζυηνός τον θέλει χαρα κτήρα ρομαντικό με την ανάλογη υπερβολή, και όχι ρεαλιστικό και αληθοφανή. Είχον λησμονήσει προς στιγμήν τον χαρακτήρα του. Προς ηθικήν του Πασχάλη παραχόρδισιν δεν εχρειάζοντο πολλά πράγματα. Συγκρούσεις αισθημάτων, όσον ασήμαντοι και αν ήσαν κατά τας ιδέας ημών των άλλων, επροξένουν ανέκα θεν τρομεράν αναστάτωσιν εν τη εδική του ψυ χή. Και ναι μεν, όπως συμβαίνει εις πολλάς νευ ρικός κράσεις, η έξαψις τω επήρχετο αστραπη δόν ως δι’ ηλεκτρικού σπινθήρος. Αλλά παρ’ αυτώ η εκπυρσοκρότησις δεν επηκολούθει στιγ μιαία, η συγκίνησις δεν παρήρχετο, ως αποτέλε σμα κενού και ασκόπου πυροτεχνήματος.13 θεωρία του ξεχειλίσματος του ποτηριού με την απειροελάχιστη σταγόνα, και η τελειο θηρία του Πασχάλη, είναι απόλυτα αρμονικές με τα αισθήματα ενοχής που τον βασανίζουν, καθώς και με την ανεξέλεγκτη ροπή του προς την αυτοτιμωρία. Η ενοχή του μπορεί να ξεκινά από τον μιαρό έρωτα στην Αθήνα, αλλά κορυφώνεται με τη διαφαινόμενη δυνατότητα του ιδανικού έρωτα στο Freiburg- το συναίσθημα ενοχής προκαλείται από τη βίωση της ευτυχίας, από τον φόβο της βίωσης μιας κατάστασης τόσο προνομιακής που στους ανθρώπους με ευαίσθητη νευρική κράση προκαλεί αισθήματα μεταμέλειας, αμυντική στάση, φόβο και καταστροφική συμπεριφορά. Αυτές οι φύσεις αυτό που πραγματικά αγαπούν το σκοτώνουν. Ο Βιζυηνός δεν φαίνεται ικανοποιημένος με αυτή την πρώτη του προσπάθεια ψυχογράφησηςαυτό γίνεται φανερό από το γεγονός πως προς το τέλος της προσπάθειας εξήγησης της συμπεριφο ράς του Πασχάλη από τον αφηγητή, ο τελευταίος παρουσιάζεται να μη κατανοεί - δηλαδή να μη μπορεί να εξηγήσει - τη στάση του «μόνον επί της κοινής βασιζόμενος ψυχολογικής εμ πειρίας»: Έπειτα, τίποτε τοιούτον δεν κατηυνάζετο εν αυ τώ δια του χρόνου- απ’ εναντίας επετείνετο. Αλλ’ επετείνετο υπούλως και αοράτως, ανακυκλούμενον εις την διάνοιάν του, και ισχυροποιούμενον προ πάντων υπό της ιδιαζούσης αυ τώ διαλεκτικής περί το σκέπτεσθαι μεθόδου. Ούτως ώστε κυρίως ουδείς ηδύνατο να προΐδη το τελικόν αποτέλεσμα δυσαρμονίας τινός αι σθημάτων του Πασχάλη, μόνον επί της κοινής βασιζόμενος ψυχολογικής εμπειρίας. Εννοείται λοιπόν το είδος της αμηχανίας, εις ο με περιήγαγεν η απροσδόκητος εκείνη τροπή μετά της ιδιαζούσης διαλεκτικής του. Τα επιχειρήματα
Η
κατά του εαυτού του δεν ήσαν γέννημα της στιγ μιαίας συγκινήσεως. Ο Πασχάλης επενελάμβανεν έτι άπαξ δια ζώσης φωνής ό,τι μυριάκις ί σως εζύγισε και ανελογίσθη σιγηλός και καθ’ ε αυτόν. Περί τούτου έπρεπε να ήμαι βέβαιος. Εάν εφαίνοντό πως ελλιπή, εάν τα εξέφερε πάντοτε ενδεδυμένα συγκεκριμένος μορφάς, τούτο προήρχετο ίσα ίσα εκ του ότι ελάμβανε σποραδικώς και κατ’ εκλογήν εκ μιας πολύ λογικωτέρας και τελειοτέρας συλλογιστικής αλύσεως μόνον εκείνους τους κρίκους, δι’ ων ενόμιζεν ότι θα καθίστα την θέσιν του καταληπτήν εις εμέ ευχερέστερον. Περιττόν να είπω, ότι δεν το κατώρθωσεν όσον επεθύμει. Ουδέ διέλεθε τούτο τον Πασχάλην.14 Το απόσπασμα αυτό αποτελεί έμμεσο σχόλιο του ίδιου του συγγραφέα πάνω στο αποτέλεσμα της πρώτης ψυχογραφικής του προσπάθειας. Με το σχόλιο αυτό ο συγγραφέας ουσιαστικά δηλώ νει πως δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέ λεσμα της προσπάθειάς του, αλλά η συνειδητοποίηση και ομολογία αυτή θα αποτελέσει τη με γαλύτερη εγγύηση για την ανάδειξή του σε πρω τοπόρο ψυχογράφο. 1.3
Σ
Στενή αναφορά ατμόσφαιρας και τόνου
το διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστο ρίας» παρουσιάζεται μια στενή αναφορά με ταξύ της ατμόσφαιρας και του τόνου15 που δεν τη συναντούμε, σ’ αυτόν τουλάχιστον τον βαθμό, στα άλλα διηγήματα. Αυτό κατ’ αρχήν οφείλεται στο γεγονός πως η ατμόσφαιρα στο διήγημα αυ τό αποτελεί βασικό παράγοντα της διήγησης ε νώ, αντίστροφα, ο τόνος σε καμιά στιγμή δεν εί ναι τόσο αποστασιοποιημένος όσο σε πολλά ση μεία των άλλων διηγημάτων όπου η αποστασιο ποίηση αυτή παίρνει τη μορφή μιας χιουμοριστι κής διήγησης που σε αρκετές περιπτώσεις φτάνει έως την ειρωνεία - ή και αυτοειρωνεία. Λέγοντας «ατμόσφαιρα» εννοώ το κυρίαρχο αίσθημα που διαρρέει την ιστορία- ένα τέτοιο αί σθημα προφανώς υπάρχει σε κάθε ιστορία, αλλά παρουσιάζεται με μεγάλη διαφοροποίηση στην παρουσία του, κυμαινόμενη από μιαν άτονη έως μια πολύ έντονη παρουσία. Στην περίπτωση αυ τού του διηγήματος του Βιζυηνού το αίσθημα αυ τό είναι διαρκές, υποβλητικό και έντονο, και α ποτελεί ένα κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ιστο ρίας. Η ατμόσφαιρα σ’ αυτό δημιουργείται κυ ρίως με την υποβλητικότητα της περιγραφής με την οποία συγκροτείται το μυθιστορηματικό σκηνικό- με τον αργό ρυθμό της δράσης- με την περιορισμένη σαφήνεια των γεγονότων, καθώς και την ιδιότυπη λογική τους. Από τους παράγοντες αυτούς της δημιουργίας της ατμόσφαιρας, το μυθιστορηματικό σκηνικό
αφιερωμα/31 αποτελεί τον περισσότερο εμφανή. Ο τρόπος θε ώρησης του μυθιστορηματικού σκηνικού συνή θως ξεκινά ως αντικειμενικός, για να καταλήξει σε υποκειμενικό. Αυτό, ωστόσο, δεν ξενίζει, ε πειδή έχουμε στο διήγημα μια πρωτοπρόσωπη δι ήγηση από ένα χαρακτήρα-αφηγητή16. Αγριώτερον πράγμα δεν ειμπορεί να φαντασθή κανείς. Η οικία μας ήτον ωκοδομημένη επί της κατωφερείας υψώματός τίνος, εφ’ ου ηγείροντο υψηλαί τινες δρυς εν συμπλέγματι και δύο τρεις γηραιαί πεύκαι παρ’ αυταίς. Η ανεμοζάλη είχεν άλλοτε καταρρίψει, θραύσασα την μίαν εκ των δρυών· το τεθραυσμένον μέρος - περίπου δύο τρίτα του δένδρου - συνεχόμενον έτι με τον αρχικόν κορμόν, και αποτελούν μετ’ αυτόν οξείαν γωνίαν εξέτεινε τους ακραίμονάς του μέ χρι της οικίας ημών, ψαύον δια των ξηρών αυ τών φύλλων την στέγην, ακριβώς υπεράνω της κλίνης μου. Όταν αι καταιγίδες εμύκώντο, συρίζουσαι δια των βελονοειδών φύλλων των πευκών, βοώσαι δια της πυκνής των δρυών κομώσεως, θροούσαι δια των ξηρών κλάδων του καταπεσόντος δένδρου, ηκούοντο, επ’ αυτής της στέγης μου, ως φρενήρεις σατανικαί συναυλίαι, τόσον αγρίαι, τόσον φρικαλέως φανταστικοί, ώστε, είμαι βέβαιος, ουδ’ ο πλέον ηλίθιος άν θρωπος, δεν θα ηδύνατο να τας ακούση χωρίς να χάση τον ύπνον του. Και όταν χάση τις τον ύπνον του υπό τοιαύτας περιστάσεις, οπόσαι αλλοπρόσαλλοι ιδέαι δεν έρχονται να επαυξή σουν την ταραχήν της ψυχής του! [.. ,]'Επειτα οι τριγμοί των ξηρών φύλλων υπε ράνω της κεφαλής μου ηκούοντο ως όνυχες νε κρικών φασμάτων προσπαθούντων να παραμερίσωσι τας κεράμους της στέγης, όπως εισβάλωσιν εις τον σκοτεινόν κοιτώνα μου! και μ’ εγγίσωσι με τα ψυχρά, τα θρεμμένα των σάβανα. Και εταράσσετο λοιπόν η καρδία μου, και έτεινον την ακοήν, χωρίς να το Θέλω, και προσείχον εις τους δούπους και Θορύβους της βροχής, τους συριγμούς και μυκηθμούς των καταιγίδων, και συνεχώς ενόμιζον, ότι δια της φοβερός εκεί νης βοής των προς τα δένδρα παλαιόντων ανέ μων, διέκρινον αναμίξ στοναχάς πνιγομένων ανθρώπων, ολολυγμούς βιαζομένων γυναικών, κλαυθμηρισμούς εκτεθειμένων παιδίων· και υπε ράνω πάντων τούτων τους σαρκαστικούς γέλωτας, τους οξείς αλαλαγμούς, τας στρηνιώδεις ωρυγάς όλων εκείνων των ενσαρκωμένων παθών, όσα ήσαν οι χαιρέκακοι αίτιοι των εν τω σκότει τελελουμένων!...17 Σε αρκετές περιπτώσεις το μυθιστορηματικό σκηνικό δίνει την εντύπωση πως λειτουργεί ως προβολή ή εξαντικειμένιση μιας διάχυτης πνευ ματικής κατάστασης, ή της εσωτερικής κατά στασης των χαρακτήρων, και ιδιαίτερα εκείνης του Πασχάλη. Αυτή η μεταφορική λειτουργία του σκηνικού συνιστά την ουσιαστικότερη συμβολή του σκηνικού στη δημιουργία μιας συγκινησια κής περιβάλλουσας ατμόσφαιρας που διαμορφώ νει τις αναγνωστικές αναμονές - στη δημιουρ γία, δηλαδή, της ατμόσφαιρας της ιστορίας. Σε
ένα μάλιστα σημείο της ιστορίας ο αφηγητής δεν παραλείπει να δηλώσει με τρόπο άμεσο αυτή τη λανθάνουσα μεταφορική λειτουργία του σκηνι κού, παρουσιάζοντας ένα χαρακτήρα να αναφέ ρει πως η ψυχική κατάσταση του Πασχάλη αντιστοιχούσε-εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες. Αλλ’ όσον συνεπληρούντο τα μαθήματα ταύτα, και εξηντλούντο πλείστα συνομιλίας θέμα τα, ο δε καιρός εξηκολούθει χειροτερεύων, τό σον ο Πασχάλης απέβαλλε, καθώς είπον, την ευκινησίαν και φαιδρότητα του πνεύματος. Προφανώς η ψυχρά και υγρά και σκοτεινή ε κείνη ατμόσφαιρα επηρέαζε τα νεύρα αυτού πε-
Χειρόγραφο Γ. Βιζυηνον
ρισσότερον των εμών, και περισσότερον παρ’ ό,τι το. πρώτον υπέθεσα. Διότι από τίνος όχι μό νον δια τας μεταλλευτικός αυτού ασκήσεις δεν εξήρχετο, αλλά και παρεδόθη ανεπιφυλάκτως πλέον εις εν είδος σκυθρωπότητος και μελαγχο λίας τόσον σιωπηλής, ώστε ήρχισε να μ’ ανησυχή. Η οικοδέσποινά του μοι παρίστα το πράγμα ως σύνηθες αυτώ, και με διεβεβαίου, ότι θα του περάση, ευθύς ως ο καιρός βελτιωθή. Εν τούτοις η κακοκαιρία εξηκολούθει, η βροχή έπιπτεν α μείλικτος. Ο Πασχάλης εφαίνετο πάσχων εκ φοβερών αϋπνιών και ηγείρετο την επιούσαν,
32/αφιερωμα και της ησύχωτέρας νυκτός, έτι μάλλον καταπεπτωκώς, έτι μάλλον απηλπισμένος, παρ’ ότι ήτο την πρωίαν της προτεραίας! Πολλάκις προσεπάθησα να τον επασχολήσω ως και πρότερον, δι’ ανεκδότων, διηγήσεων, ή επιστημονι κών ζητημάτων, αλλ’ εις μάτην τώρα πλέον! Ε κεί όπου τον ενόμιζες προσέχοντα μετά μεγί στης εντάσεως, εκεί εφωράτο, ότι ερρέμβαζεν, αφηρημένος εκ σκέψεων και φαντασιών, περί ων απέφευγε να ομιλήση.18 Αλλά και ο ίδιος ο Πασχάλης παρουσιάζεται να δέχεται αυτή την εκδοχή: «[...] δεν ηξεύρω τι με κάμνει τόσον δειλόν, τόσον μικρόψυχον! Ί σως η εκ της κακοκαιρίας επιταθείσα νευρικότης, αλλ’ ίσως ίσως και το μέγεθος της ενοχής μου!...»19 Μπορεί, λοιπόν, να υστερεί το διήγημα αυτό ως προς τα στοιχεία εκείνα της διήγησης που στοιχειοθετούν, σύμφωνα με την παραδοσιακή κριτική, ένα άρτιο διήγημα, αλλά υπερτερεί σε έ να στοιχείο της διήγησης που δεν το βλέπουμε συχνά να αναδεικνύεται στα έργα των Ελλήνων πεζογράφων: την ατμόσφαιρα. Στο μεγαλύτερο μέρος του διηγήματος ο συγγραφέας μας δίνει τη δυνατότητα να αναπνεύσουμε τον αέρα των με γάλων βουνών της Κεντρικής Ευρώπης, και αυτό φαίνεται πως υπήρξε αφηγηματική πρόθεσή του. Αντίθετα, στο διήγημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» - αυτό το τόσο σοφά οργανωμένο διήγημα, με την επεξεργασμένη πλοκή και τους πρωτότυπους αλλά και ολοκληρωμένους χαρα κτήρες, το στοιχείο της ατμόσφαιρας δεν είναι έντονο, και όπου έχουμε μια πιο λεπτομερειακή περιγραφή - όπως εκείνη του σπιτιού του Κιαμήλ - πρόκειται απλώς για το στήσιμο ενός σκηνικού. Παρόμοια λειτουργία με εκείνη του διηγήμα τος «Αι συνέπειαι της παλαιός ιστορίας» έχει και το άλλο από την κριτική υποτιμημένο διήγημα. «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως». Δεν είναι, βεβαίως, συμπτωματικό το γεγονός πως και στα δύο αυτά διηγήματα αναπτύσσονται τα θέματα που στοίχειωσαν και τη ζωή του συγγραφέα: το θέμα της ερωτικής και κοινωνικής ελπίδας, κα θώς και της διάψευσής τους - στο «Μεταξύ Πει ραιώς και Νεαπόλεως»· και το θέμα της «ποιητι κής» ασθένειας της παραφροσύνης, της «κατα στροφής αισθημάτων και παραστάσεων» - στο διήγημα που μας απασχολεί.20 Στα διηγήματα αυτά υπάρχει μεγάλο μέρος α πό τον μυστικό και όχι απλώς αυτοβιογραφούμενο Βιζυηνό. Αυτό επιβεβαιώνει και τον πρωτολειακό χαρακτήρα των διηγημάτων αυτών, αν και το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού δεν μπο ρούμε να το διακρίνουμε, όπως το ποιητικό έργο του, σε φάσεις: η σταδιοδρομία του ως πεζογράφου ουσιαστικά διήρκεσε επί δύο περίπου χρόνια21, και μέσα σ’ αυτό το μικρό διάστημα
δεν υπάρχει περίοδος προετοιμασίας και ωριμό τητας. Σ’ αυτό συμβάλλει, βεβαίως, και το γεγο νός πως ο Βιζυηνός έκανε την εμφάνισή του με το διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου», έργο ώριμου διηγηματογράφου, ενώ παράλληλα δεν έ χουμε χρονολογίες συγγραφής των διηγημάτων του. Ως τρίτο, λοιπόν, θετικό στοιχείο του διηγήμα τος, το οποίο παρουσιάζεται για μοναδική φορά μέσα στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού, μπο ρούμε να αναγνωρίσουμε μιαν οριακή ένταση της συγκίνησης, που δεν κατορθώνεται - όπως στα άλλα διηγήματα - με την οργάνωση της πλοκής ή τις συγκρούσεις των χαρακτήρων, αλλά με την αποτελεσματική καλλιέργεια και εκμετάλλευση του αφηγηματικού στοιχείου της ατμόσφαιρας. 1.4
Η θερμή φιλική σχέση μεταξύ δύο ανδρών
το διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού έ χουμε συνολικά δύο περιπτώσεις θερμής φι λικής σχέσης μεταξύ δύο ανδρών. Η μία υπάρχει στο διήγημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», χωρίς αυτή η σχέση να αποτελεί μια κατά σταση ή ένα γεγονός θεμελιώδους μέσα στην πλοκή σημασίας. Η άλλη περίπτωση υπάρχει στο διήγημα που μας απασχολεί, και εδώ η σχέ ση αυτή μπορεί να μην αποτελεί θεμελιώδη όρο της ανάπτυξης της ιστορίας, αλλ’ αποτελεί την προϋπόθεση της διήγησης της ιστορίας, επειδή η ιστορία του Πασχάλη και της Κλάρας έρχεται στην επιφάνεια χάρη στην ύπαρξη του αφηγητήφίλου του Πασχάλη που ακούσια - σε ό,τι αφο ρά το πρώτο μισό της ιστορίας - μεσολαβεί ανάμεσά τους για να ενώσει όχι τη ζωή τους, αλλά τις δύο διαδοχικές ξεχωριστές διηγήσεις τους: πρώτη εκείνη της τρελής Κλάρας, και δεύτερη ε κείνη του παραληρούντος Πασχάλη. Ποια είναι τα στοιχεία της φιλίας του Πασχάλη με τον αφηγητή; Ό τι ήσαν συμμαθητές και απο φοίτησαν μαζί από το Γυμνάσιο της Πλάκας· ότι ανήκαν και οι δύο. «εις την τάξιν των γραμματοδιψών εκείνων νέ ων της δούλης Ελλάδος, όσοι δια παντοίων μό χθων και στερήσεων εξοικονομήσαντες γλίσχρον τι ποσόν χρημάτων, μεταβαίνουσιν, εν σχετικώς ωρίμω ηλικία, εις την ανά την Ανατο λήν, εστίαν των φώτων, τας κλεινός Αθήνας, ό πως εμφορηθώσι των ιερών ναμάτων του πολιτι σμού και της παιδείας».22 Ο αφηγητής εκτιμά και θαυμάζει τον Πασχάλη για την επιμέλεια, τη χρηστοήθεια, τη φιλεργία, την εξυπνάδα, την πρακτικότητα, τη λιτότητα και τη βιοποριστική πάλη του. Ο Πασχάλης αμέσως μετά το Γυμνάσιο πηγαί νει στο Φράιμπουργκ για να σπουδάσει «την επω-
Σ
αφιερωμα/33 φελεστέραν τη Ελλάδι επιστήμην, την ορυκτολο γίαν και μεταλλευτικήν»23, ενώ ο αφηγητής γρά φεται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών- οι δύο φίλοι αν ταλλάσσουν επιστολές, έως ότου και ο αφηγητής έρχεται για σπουδές στο Γκαίτιγκεν, ενώ ο Πασχάλης μετακινείται στην Ακαδημία της Μεταλ λευτικής του Κλάουσθαλ που βρίσκεται πιο κον τά στο Γκαίτιγκεν, πάνω στα βουνά του Χάρτς. Έχουν να ιδωθούν για δύο χρόνια- ο Πασχάλης τον καλεί επανειλημμένα- τελικά αποφασίζουν να περάσουν μαζί τις καλοκαιρινές διακοπές στο ορεινό Κλάουσθαλ. Ο Πασχάλης τον παροτρύνει να πάει όσο γίνεται πιο γρήγορα, για να εκμεταλ λευτεί τη σπάνια εκεί καλοκαιρία. Η σκηνή της συνάντησής τους είναι πολύ θερ μή, σχεδόν περιπαθής- λίγο πριν μπει η άμαξα στο Κλάουσθαλ, και καθώς είχε μειώσει την τα χύτητά της γιατί ανέβαινε έναν απότομο ανήφο ρο μέσα από ένα δάσος, ο Πασχάλης, ωχρός, α ναιμικός και αδύνατος, μπαίνει στην άμαξα«θερμή και τούτ’ αυτό πυρέσσουσα χείρα έσφιγξε νευρικώς την εδικήν μου», και «Πριν έτι τον παρατηρήση ο ηνίοχος και σταματήση τους ίππους, εγώ ευρέθην εκτός της αμάξης εντός της αγκά λης του φιλτάτου. [...] αυτού ενώπιόν μου τον είχον, βωβόν εκ συγκινήσεως, και τον έσφιγγον επανειλημμένως εις την αγκάλην μου, και φρίσσων ησθανόμην την θέρμην των ξηρών αυτού χειλέων, τον πυρετόν των εφιδρωμένων χειρών του.»24 «[...] είχον και ολίγην αϋπνίαν εσχάτως. Ήμην τόσον ανήσυχος. Σ’ επερίμενα καθ’ εκάστην», λέει ο Πασχάλης όταν ο αφηγητής του παρατηρεί πως περίμενε να τον δει «παχύν και κόκκινον μέ σα εις τον καθαρόν αυτόν αέρα». Η άμαξα συνε χίζει, και αυτοί την ακολουθούν πιασμένοι από το χέρι: «Ημείς ηκολουθούμεν την άμαξαν μακρόθεν, κρατούμενοι από των χειρών.»24 Τη συγκίνηση των δύο φίλων αντανακλά σύμφωνα με τη μεταφορική λειτουργία του σκη νικού που περιέγραψα προηγουμένως - το φυσι κό περιβάλλον: Μετ’ ολίγον εξελίχθησαν προ των οφθαλμών η μών, ως ευρείς και παχύτατοι χλοεροί τάπητες, οι περί την Κλάουσθαλ λειμώνες. Υψηλαί μεμο νωμένοι καπνοδόχοι, εδώ κι εκεί εγειρόμενοι, προσείλκυσαν την προσοχήν μου: αναμφιβόλως ανήκον εις τα μεταλλεία! Αι στέγαι της πόλεως μόλις διεκρίνονται ως αγροί κοκκινωπής γης νεωστί ωργωμένης, εν τω μέσω του ανοικτού πρασίνου χρώματος του οροπεδίου. Αλλ’ αι οικίαι δεν εφαίνοντο έτι, διότι κείνται χαμηλότερον των λειμώνων, εν τω λεκανοπεδίω και εκα τέρωθεν του διατέμνοντος την πόλιν ποταμίσκου. Ο βασιλεύων ήλιος ενεδύετο θαυμαστήν μεγαλοπρέπειαν, επιχρυσών τας κορυφάς των απέναντι υψωμάτων- μάκρυνή αρμονία κωδώ νων, ως ήχοι μουσικής εκπνεούσης, αφικνείτο μέχρις ημών από των πέριξ κλιτύων, εφ’ ων διε-
κρίνοντο αμυδρώς λευκαί αγέλαι βοσκημάτων, επιστρεφόντων οίκαδε. Εις έτι μακροτέρας απο στάσεις αι δασοσκεπείς των ορέων πλευραί εχρωματίζοντο ολονέν μέλανώτεραι- λευκή ομί χλη ήρχιζε να αιωρήται επ’ αυτών. Και υπεράνω αυτών η υψηλοτάτη κορυφή του Χαρτς, ο Χιονόσκουφος κατά την γλώσσαν του τόπου, καθί στατο από λευκής ερυθρά κι ερυθροτέρα, αμιλλωμένη κατά την ωραιότητα του χρωματισμού προς την γνωστήν ανταύγειαν των Άλπεων. Μετ’ ολίγον τα τιτυβίσματα των πτηνών εσίγησαν οι ήχοι των κωδώνων εξέπνευσαν- οι ζέφυ ροι εκοιμήθηκαν- ουδέν φύλλον εκινείτο. Παρά δοξον αίσθημα θρησκευτικής κατανύξεως συ νείχε την καρδίαν μου προ του μεγαλείου της φύσεως! Απερίγραπτος συγκίνησις εδέσμευε την γλώσσαν μου. Ο Πασχάλης έσφιγγε διαρ κώς την χείρά μου, και με ητένιζε μετ’ εσωτερι κής ικανοποιήσεως δια την βαθείαν εντύπωσιν, ην εποίει επί των αισθήσεών μου η σκηνο γραφία.26 Από την επόμενη, ωστόσο, μέρα ο καιρός χα λάει- η καταρρακτώδης βροχή και οι καταιγίδες κλείνουν τους δύο φίλους μέσα στο σπίτι. Εδώ, μέσα στον κλειστό χώρο του δωματίου, οι σχέ σεις τους παίρνουν την τυπική μορφή της σχέσης μεταξύ δύο φίλων: αυτό κάνει φανερό πως η περιπάθεια της προηγούμενης μέρας οφειλόταν στον μακροχρόνιο χωρισμό, και πως αποτελούσε υ περβολική εκδήλωση της πρώτης μετά από αυ τόν τον χωρισμό συνάντησης. Ο Πασχάλης παρ’ ότι είχε διακοπές ως προς τα μαθήματα, για την πρακτική του εξάσκηση αφιέρωνε το πρώτο μισό της μέρας. Τα απογεύματα έδειχνε στον αφηγητή τη συλλογή του από ορυκτά και μέταλλα, και επί ώρες του εξηγούσε. τας αιτίας των λαμπροτάτων αυτών χρωμάτων, τας αφορμάς των παραδόξων σχημάτων τους μαγνητικούς ή ηλεκτρικούς λόγους της διαθέσεως των κρυστάλλων ενός εκάστου, την χημικήν σύνθεσιν, την φυσικήν τάξιν και πάσας τας λοι πός αυτών ιδιότητας, μετ’ απαραμίλλου ευχερείας και χάριτος, όπως συνδυασθή καν ενταύ θα, ως έλεγε, το τερπνόν μετά του ωφελίμου.27 Ό σο, όμως, ο καιρός εξακολουθούσε να χει ροτερεύει, και παράλληλα να εξαντλούνται «πλείστα συνομιλίας θέματα», η ψυχική διάθεση και η ψυχολογική του κατάσταση χειροτέρευε, φτάνοντας σταδιακά στη νευρική υπερένταση που τελικά εκτονώνεται στη διήγηση της ανολο κλήρωτης ερωτικής σχέσης του με την Κλάρα. Τόσον καιρόν ηγωνιζόμην να σ’ ελκύσω πλη σίον μου- τόσον καιρόν σε προσεδόκουν να έλθης, μόνον δια τούτο: Να σου ανοίξω την καρ δίαν μου, να ιδής την αιμάσσουσαν πληγήν της.28 Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά διακόπτεται η παρεμβλημένη, έμμεση ανάπτυξη του θέματος της φιλίας μεταξύ αφηγητή και Πασχάλη, για να
34/αφιερωμα επιστρέψει ο αφηγητής στην κύρια ιστορία συν δέοντας την αποσπασματική, «τρελή» διήγηση της Κλάρας με εκείνη του Πασχάλη. 1.4.1
Μικρά ερωτικά αγγίγματα
Πασχάλη και αφηγητή μέσα Η στοσυνάντηση δάσος αποτελεί, βεβαίως, την πιο εν
διαφέρουσα σχετική με το θέμα της φιλίας μετα ξύ δύο ανδρών σκηνή μες στο διήγημα. Στη σκη νή αυτή συναντούμε κάτι σπάνιο και προοδευτι κά εκλείπον μέσα στο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού: το θερμό και διαρκές άγγιγμα. Αν εξαιρέσουμε τα περιστασιακά, γρήγορα και παι δικά έως κοριτσίστικα αγγίγματα της Μάσιγγας («Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως»), που από μία φορά έπιασε από το χέρι τον αφηγητή29, του έσπρωξε παίζοντας το χέρι30, και του το έσφιξε31, ενώ αυτός της το έσφιξε τη στιγμή του αποχωρισμού32. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστο ρίας» αποτελούν από την άποψη αυτών των αγ γιγμάτων μια ξεχωριστή στιγμή μέσα στα διηγή ματα του Βιζυηνού. Αποτελούν μάλιστα μια περί πτωση κατά την οποία οι χαρακτήρες με το άγ γιγμα εκφράζουν και μεταβιβάζουν τα αμοιβαία αισθήματά τους. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο στη συγκεκριμένη σκηνή της συνάντησης των δύο φίλων, αλλά και στη συνάντηση του αφηγητή με την Κλάρα στο φρενοκομείο, όπου και εκεί υπάρχει ένα άγγιγμα που μάλιστα εκπλήττει τον αφηγητή, παρ’ ότι η Κλάρα έχει παραφρονήσει και δεν θα περίμενε κανείς η συμπεριφορά της να ελέγχεται από τις ε πιταγές της πρέπουσας σε μια κοπέλα συμπε ριφοράς. Έπειτα λαβούσα εν κάθισμα και πλησιάσασα προς εμέ, ως εάν ήμεθα γνωστοί εκ παιδικής η- Πες μου, σε παρακαλώ, με όλα τα σωστά σου, είπεν. Πόσον θερμόν είναι το κέντρον της γης; Τόσον δα, ’σαν το χέρι μου; ή τόσον δα, ’σαν το μάγουλό μου; Ορίστε; τόσον δα; ή τό σον δα; Και λαβούσα μετ’ οικειότητος την χείρα μου, έφερεν αυτήν επί της πυρεσσούσης παρειάς της, και προσήλωσε τους γαλανούς αυτής οφθαλ μούς επί των εμών, περιμένουσα να τη α παντήσω. - Περισσότερον, ετραύλισα εγώ συγκεχυμέ νος, πολύ περισσότερον!33 Στη σκηνή, πάντως, της συνάντησης Πασχάλη και αφηγητή, όπου δεν έχουμε ένα μεμονωμένο αιφνίδιο άγγιγμα, αλλά ένα φάσμα αγγιγμάτων, μπορούμε να εντοπίσουμε μιαν ολόκληρη διαλε κτική των αγγιγμάτων τους. Η διαλεκτική αυτή ξεκινά από το αιφνίδιο άγγιγμα του Πασχάλη αιφνίδια, άλλωστε, ήταν και η εμφάνισή του; «Θερμή και τούτ’ αυτό πυρέσσουσα χειρ έσφιγξε νευρικώς την εδικήν μου».
Το αρχικό αυτό άγγιγμα ανταποδίδει ο αφηγη τής με ένα πολύ θερμότερο, πολλαπλό, και σε με γαλύτερη σωματική επιφάνεια άγγιγμα: «τον έσφιγγον επανειλημμένως εις την αγκάλην μου, και φρίσσων ησθανόμην την θέρμην των ξηρών αυτού χειλέων, τον πυρετόν των εφιδρωμένων χειρών του». Το τρίτο άγγιγμά τους δεν έρχεται ούτε από τον ένα ούτε από τον άλλο, αλλά ξεκινά, κατα λήγει και ανήκει και στους δύο: «Ημείς ηκολουθούμεν την άμαξαν μακρόθεν, κρατούμενοι από των χειρών». Το τελευταίο, τέταρτο, άγγιγμα έρχεται, όπως και το πρώτο, από τον Πασχάλη, ενώ ο αφηγη τής θαυμάζει το γύρω τοπίο: «Ο Πασχάλης έ σφιγγε διαρκώς την χείρά μου, και με ητένιζε μετ’ εσωτερικής ικανοποιήσεως δια την βαθείαν εντύπωσιν, ην εποίει επί των αισθήσεών μου η σκηνογραφία». Εδώ ολοκληρώνεται και τελειώνει η ιστορία των αγγιγμάτων των δύο φίλων. Η διαλεκτική αυτή των αγγιγμάτων είναι δυνατό να θεωρηθεί ωςανταποκρινόμενη στη διαλεκτική μιας ερωτι κής σχέσης. Η διαλεκτική αυτή διαιρείται σε τέσσερις φάσεις: Φάση πρώτη: πρωτοβουλία από αυτόν που μπορούμε να ονομάσουμε «πρώτο μέλος του ζεύ γους». Φάση δεύτερη: θερμή ανταπόκριση του δεύτερου μέλους. Φάση τρίτη: πλήρης και ισόρ ροπη αμοιβαιότητα των αισθημάτων. Φάση τέ ταρτη: υποχώρηση του ενδιαφέροντος του δεύτε ρου, ενώ το ενδιαφέρον του πρώτου εξακολουθεί. Η διαλεκτική, βεβαίως, αυτή της ερωτικής σχέσης δεν αφορά τη σχέση του αφηγητή με τον Πασχάλη, αλλά τη σχέση του δεύτερου με την Κλάρα, της οποίας σχέσης θέλει να παρουσιάζε ται ως διάμεσο ο αφηγητής· ας μη ξεχνούμε πως αυτός φέρνει πάνω στο χέρι του το άγγιγμα του χεριού και του μάγουλου της Κλάρας: αυτό ακρι βώς το χέρι έσφιξε νευρικώς η «θερμή και τούτ’ αυτό πυρέσσουσα χειρ» του Πασχάλη. Όπως ανέφερα και στην αρχή του κεφαλαίου, η φιλία μεταξύ αφηγητή και Πασχάλη αποτελεί μέσα στα διηγήματα του Βιζυηνού τη μία από τις δύο περιπτώσεις θερμής μεταξύ δύο ανδρών φι λίας· τη δεύτερη περίπτωση αποτελεί η θερμή φι λία του Κιαμήλ με τον γιο του κτηματία, στο διή γημα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν είναι ξένες μεταξύ τους· αντίθετα, υπάρχουν ανάμεσά τους κάποιες αντιστοιχείες, από τις οποίες η σημαντικότερη είναι εκείνη της παρουσίας μιας γυναίκας που παίζει τον ρόλο του καταλύτη στη μεταξύ τους φιλία και προσπάθεια κατανόησης. Στις δύο αυ τές περιπτώσεις θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια δυνάμει φιλία - εκείνη του αφηγητή και του Μοσκώβ-Σελήμ στο ομότιτλο διήγημα που εκδηλώνεται με τη μορφή της αμοιβαίας
αφιερωμα/35 συμπάθειας και της «συνεννόησης των ψυχών» τους34, αλλά η σχέση αυτή είναι περισσότερο πο λύπλοκη και μια προσπάθεια ανάλυσής της έχω επιχειρήσει σε ένα άλλο μελέτημα35. 1.5
Τα τέσσερα μοτίβα της απελπισίας
Ως τελευταίο ενδιαφέρον στοιχείο του διηγήμα τος «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» επιση μαίνω την για πρώτη φορά - εφόσον η κριτική, ας το επαναλάβω, δέχεται πως το διήγημα αυτό υπήρξε το πρώτο από τα οκτώ διηγήματα του Βιζυηνού - παρουσία τεσσάρων θεμάτων που θα ριζώσουν είτε στη ζωή του συγγραφέα ως έμμονη ιδέα, είτε ως αφηγηματικά μοτίβα μέσα στο έργο 1.5.1
του λογοτέχνη γενικότερα. Για τα γράμματά μας θα ήταν εξαιρετικά σημαντικό αν η λογοτεχνία παρέμενε για τον Βιζυηνό αυτό το «μεταλείο». Αλλά στην περίπτωσή του - αντίθετα από ό,τι συμβαίνει συνήθως - , η μεταφορά τράπηκε προς την κυριολεξία, και η μυθοπλασία εκτράπηκε σε πραγματικό σχέδιο για να καταλήξει, μετά τη μη αίσια έκβαση, αλλά και τη συνδρομή της αρρώ στιας, στην κατάλυση της λογικής και του
Το μοτίβο του μεταλλείου
Το πρώτο θέμα είναι εκείνο του μεταλλείου. Το μεταλλείο του Κλάουσθαλ, «με χιλιάδας ποδών βάθος, με πολλών τετραγωνικών μιλιών έκτασιν, με σιδηροδρόμους εις τας σύριγγάς του, με ποτα μόν εντός αυτού, και το θαυμαστότερον με φορ τηγίδας επί του ποταμού»36· μέσα στις βαθιές στοές του μεταλλείου αυτού κάθε μέρα βυθίζεται ο Πασχάλης, για να πεθάνει τελικά κάτω από τα χώματα μιας από αυτές. Το θέμα αυτό δεν πρέπει να είναι άσχετο με την υπόθεση του μεταλλείου στο Σαμάκοβο που επρόκειτο να γίνει σύμβολο της ψύχωσης και των έμμονων ιδεών του Βιζυηνού. Το μεταλλείο αυτό βρισκόταν σε μια περιοχή με πλούσιο σε μεταλ λεύματα υπέδαφος ανάμεσα στα βουνά Ιστράντζα και Μαρίνα, κοντά στο χωριό Σαμάκοβο ή Σαμακόβι, όπου οι συγγενείς του ποιητή από τη μεριά της μάνας του κατείχαν μεγάλες εκτάσεις. Πρώτα δείγματα του ενδιαφέροντος του για το μεταλλείο έχουμε από το 1881, αλλά το 1886 οι ελπίδες του Βιζυηνού αρχίζουν να τρέφονται με την ιδέα αυτή. Ξεκινούσε με συνοδεία εξαιτίας του φόβου των ληστών, και όταν έφταναν τον έ δεναν με σκοινιά και τον κατέβαζαν στο βάθος των παλιών στοών από όπου έβγαζε μετάλλευμα, που το μετέφερε με ζώα στη Βιζύη. Εκεί το έπλε νε, και δείγματά του έστελνε στην Αγγλία. Τελικώς οι προσπάθειές του αυτές δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, εκτός από μια αρκετά μεγάλη μελέ τη για το μεταλλείο του Σαμάκοβου, που την έ γραψε στα γερμανικά.37 Η ιδέα του μεταλλείου τον ακολούθησε έως τα τελευταία χρόνια της ζωής του· μέσα στο φρενο κομείο εξακολουθούσε να μιλά γι’ αυτό: το με ταλλείο του αποτελούσε, μαζί με τα πλούτη του και τον έρωτά του, το σταθερό μοτίβο της τρέλας του. Αυτό το μεταλλείο - το υπαρκτό ή φανταστι κό - θα μπορούσαμε να το δεχτούμε ως μεταφο ρά της λογοτεχνικής δημιουργίας, ή και της ζωής
1.5.2
Το μοτίβο του αυτοτιμωρούμενου
Το δεύτερο μοτίβο της απελπισίας είναι εκείνο του αυτοτιμωρούμενου, και ρίζωσε μέσα στο έρ γο του Βιζυηνού. Αυτοτιμωρούμενη είναι η μητέ ρα στο διήγημα «Το αμάρτημα της μητρός μου». Αυτοτιμωρούμενος είναι και ο Κιαμήλ στο «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου». Αυτοτιμωρούμενος, σε μιαν άλλη, παρεκκλίνουσα μορφή38, ο παππούς στο διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», και με ανάλογο τρόπο άυ-
36/αφιερωμα τοτιμωρούμενος είναι ο Σελήμ στο διήγημα «Ο Μοσκώβ- Σελήμ». Προπάτορας όλων αυτών των χαρακτήρων που αυτοτιμωρούνται για να καθαρθούν από την ενοχή μιας πράξης ή μιας παρέκκλισης που δεν είναι καρπός δικής τους επιλογής, είναι ο Πασχάλης. Η ενοχή από μιαν ερωτική σχέση στην οποία υπήρξε θύμα τον κάνει να αυτοτιμωρείται βασανίζοντας το σώμα και τη διάνοια: «όσον φειδωλώς περιεποιείτο το σώμα, άλλο τόσο αφει δώς κατεπόνει την διάνοιαν αυτού»39. Ωχρός, α ναιμικός, καταβλημένος, ανήμπορος40, ανή συχος: Μία ακατάσχετος επιθυμία με κυριεύει, επιθυ μία αναπαύσεως και ησυχίας. Είμαι κουρασμέ νος, είμαι κατάκοπος πλέον. Ποθώ ύπνον, ύ πνον, ύπνον. Αλλά τον ύπνον προ πολλού δεν τον εγεύθην. Οι άνεμοι του ουρανού ησυχάζουν· τα κύματα της θαλάσσης αναπαύονται· μόνον ε γώ δεν ημπορώ να κοιμηθώ!41 Τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλει την ψυ χή και το σώμα του αυτός που αισθάνεται ως «ο πλέον εναγής, ο πλέον αλιτήριος του κόσμου»42, δεν τα βρίσκει επαρκή για την εξιλέωση, και ε κλιπαρεί την τιμωρία και τον εξαγνισμό από τον Θεό.
Γερμανία, είτε κάτω από μια ελαφρώς μεταγενέ στερη ισχυρή ακόμη εντύπωση ή νοσταλγία της εκεί παραμονής του - πρόκειται δηλαδή για μια γερμανική ιστορία του Βιζυηνού, στην οποία συμ μετέχουν και Έλληνες χαρακτήρες46. Στο γεγο νός αυτό οφείλεται η παρουσία στο διήγημα και άλλων αναλογιών ή απηχήσεων από έργα Γερμα νών λογοτεχνών47 - παρουσία της οποίας η α κριβής εξακρίβωση θα έδινε νέα διάσταση στην κατανόηση και αποτίμηση του διηγήματος. Πέρα, ωστόσο, από τις απηχήσεις ή αναλογίες υπάρχουν και τα εμφανή δείγματα της γερμανι κής επίδρασης, όπως το τραγούδι της Κλάρας «“ Ξεύρεις τα πράσιν’ ακρογιάλια/που η λεμονιαίς ανθούνε;» που είναι μετάφραση του «Kennst du das Land wo die Zitronen Bluhn», που τραγου διέται από τη Mignon στον Wilhelm Meister του Goethe48· ή το ποίημα που απαγγέλει ο Πασχά λης49 και ξαναθυμάται ο αφηγητής όταν, μετά τον θάνατο του Πασχάλη, φεύγει από το Κλάουσθαλ50, που αποτελεί μια με παραλλαγές μετάφραση του «Wanderers Nachtlied» του Goethe.
παρεκάλουν μετά δακρύων τον Θεόν να,με παιδεύση όσον σκληρότερον αξίζω, αλλά να με δώση μίαν καρδίαν, μίαν νέαν καρδίαν, με τα αμεταχείριστα αισθήματά της, μίαν καρδίαν καθα ρόν και αμόλυντον,43 Το ύψιστο, ωστόσο, μαρτύριο στο οποίο υπο βάλλει ο Πασχάλης τον εαυτό του είναι εκείνο της απάρνησης του έρωτα· της απάρνησης του έ ρωτα της Κλάρας γι’ αυτόν, και του δικού του έ ρωτα για εκείνη. Αυτοτιμωρείται καταστρέφοντας ένα αίσθημα μοναδικό, σπάνιο, ιδανικό44. Καταστρέφοντας αυτό το ιδανικό αίσθημα ου σιαστικά προσπαθεί να καταστρέψει τη ζωή τουκαι τελικά ο αυτοτιμωρούμενος Πασχάλης βρί σκει πράγματι την εξιλέωση πεθαίνοντας, αλλά πεθαίνοντας στην προσπάθειά του να βοηθήσει τους εργάτες του ορυχείου που προσπαθούσαν να διοχετεύσουν τα νερά που είχαν εισρεύσει μέσα στις στοές μετά από τις συνεχείς και ραγδαίες βροχές. Αυτή η διαλεκτική της πράξης που ξεκινώντας από τον ερωτικό προσδιορισμό καταλήγει στην κοινωνική προοπτική, θυμίζει τη διαλεκτική πο ρεία του έρωτα στον Faust του Goethe45. Πράγ ματι, αν τονίσουμε την τριπλή δραστηριότητα του Πασχάλη: γνώση - έρωτας - κοινωνική προ σφορά, τότε θα ήταν δυνατό να τον δεχτούμε ως ένα μικρό Faust. Η υπόθεση μιας τέτοιας αναλο γίας ή απήχησης δεν είναι παράτολμη, επειδή το διήγημα αυτό είναι γραμμένο είτε - μερικώς έ στω - κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη
Τρίτο θέμα της απελπισίας του Βιζυηνού είναι εκείνο της διπλής πραγματικότητας ή της διπλής αλήθειας, σύμφωνα με το οποίο σε κάθε διήγημα οι χαρακτήρες κινούνται σε δύο διαφορετικές πραγματικότητες και συμμετέχουν σε δύο διαφο ρετικές αλήθειες. Εκπροσωπώντας ο κάθε χαρα κτήρας μια διαφορετική αλήθεια, γίνεται τελικά στην επικοινωνία του με τον άλλο χαρακτήρα φορέας σύγκρουσης δύο πραγματικοτήτων. Από τη στιγμή της επαφής-σύγκρουσης των δύο πραγ ματικοτήτων ή αληθειών η έως εκείνη τη στιγμή ισχύουσα παύει να υπάρχει. Αυτή η «λήξη» της προηγούμενης πραγματικότητας-αλήθειας συντελείται μέσα από μια κατάσταση συνειδητοποίησης της αυταπάτης, και με τον τρόπο αυτό η έ ως εκείνη τη στιγμή ισχύουσα πραγματικότητααλήθεια αντικαθίσταται από μια πιο «αληθινή» πραγματικότητα51. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτού του θέμα τος αποτελεί η παρεξήγηση της επιστολής του πατέρα της Κλάρας από τον Πασχάλη, με την ο ποία επιστολή ο δύστυχος πατέρας τον πληροφο ρεί με ένα τρόπο ασαφή πως η Κλάρα παρεφρόνησε, ενώ ο Πασχάλης βγάζει το συμπέρασμα πως αυτή πέθανε. Η παρεξήγηση αυτή τον αποτρέπει από μιαν επιστροφή του στο Φράιμπουργκ, που είχε επιτέλους αποφασίσει, η οποία επιστροφή θα οδηγούσε σε μια συνάντηση με την Κλάρα, που θα μπορούσε να έχει θετική επίδρα ση πάνω σ’ αυτήν. Ο αφηγητής, όμως, ξαφνικά συνειδητοποιεί52 πως τυχαία αυτός είναι κάτο
1.5.3 Το θέμα της διπλής πραγματικό τητας ή της διπλής αλήθειας
αφιερωμα/37 τόσο σχετικό - δεσπόζουν μέσα στα διηγήματα χος μιας άλλης πραγματικότητας-αλήθειας, του Βιζυηνού δίνοντας σ’ αυτά εκείνον τον γοη σύμφωνα με την οποία η Κλάρα έχει παραφρονή τευτικά μονότονο προσωπικό τόνο. σει και είναι κλεισμένη στο φρενοκομείο. Μια σειρά διαψεύσεων διαπερνά το διηγηματοΣτο διήγημα, ωστόσο, αυτό η δεύτερη εκείνη γραφικό έργο του Βιζυηνού. Στο «Μεταξύ Πει πραγματικότητα δεν αποκαλύπτεται από τον α ραιώς και Νεαπόλεως» οι ερωτικές και κοινωνι φηγητή στον Πασχάλη και έτσι δεν οδηγείται σε κές προσδοκίες του αφηγητή διαψεύδονται, και σύγκρουση με την πρώτη. Δίνεται η εντύπωση τα σχέδια για το ταξίδι με τη Μάσιγγα ματαιώ πως τελικά αφήνεται ο κεντρικός χαρακτήρας νονται, γιατί πρόκειται να την παντρέψουν με έ μέσα στην αυταπάτη, αλλά αυτό στην πραγματι ναν κόμητα, και αυτή δεν το ξέρει, ενώ ο αφηγη κότητα δεν συμβαίνει, γιατί τη νύχτα που ο Πατής το μαθαίνει προς το τέλος της ιστορίας. Στο σχάλης βλέπει σε οπτασία την Κλάρα στον ουρα «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» οι προσ νό, μπροστά στον Θεό της - και ο αφηγητής την δοκίες της μητέρας - και εν μέρει του αφηγητή ίδια στιγμή είναι βέβαιος πως ο Πασχάλης έχει - για την αποκάλυψη και τιμωρία του φονιά διαπια αφεθεί εντελώς στην αυταπάτη του - , κατά ψεύδονται μέσα από την άγνοια της μητέρας τη διάρκεια εκείνης ακριβώς της νύχτας ο αφη αλλά και μέσα από τη γνώση του αφηγητή - πως γητής πληροφορείται εκ των υστέρων πως πράγ φονιάς είναι ο τρελός πια Κιαμήλ. ματι πέθανε η Κλάρα! Με τον τρόπο αυτό εκείνο Στο «Αμάρτημα της μητρός μου» οι ελπίδες που ήταν η αλήθεια του Πασχάλη, και που στη του αφηγητή να λυτρώσει τη μάνα του από την ε συνείδηση του αφηγητή ήταν μια πλάνη, στη συ νοχή του από αμέλεια θανάτου του θηλυκού βρέ νέχεια έρχεται να αποκατασταθεί ως αλήθεια του φους της διαψεύδονται τη στιγμή ακριβώς που οι Πασχάλη και πλάνη του αφηγητή! ελπίδες αυτές φαίνονταν να δικαιώνονται, στο Πιστεύω πως με αυτή τη διπλή, διαδοχική σύγ τέλος ακριβώς της ιστορίας. Στο «Μόνον της ζω κρουση δύο πραγματικοτήτων-αληθειών, αυτό ής του ταξείδιον» η πίστη του εγγονού στους μύ που θέλει να επισημάνει ο συγγραφέας δεν είναι θους και τις ταξιδιωτικές εμπειρίες του παππού η επικράτηση κάποιας από αυτές - δηλαδή εκεί διαψεύδεται με την αποκάλυψη της ανατροφής νης που θεμελιώνεται στη μαρτυρία ή στα αισθη του ως κοριτσιού. τήρια, ή εκείνης που απορρέει από τη διαίσθηση Στον «Μοσκώβ-Σελήμ» η ελπίδα του Σελήμ να - , αλλά το γεγονός της κάθε φορά παρουσίαςκερδίσει με τα ανδραγαθήματά του την εκτίμηση σύγκρουσης δύο πραγματικοτήτων ή αληθειών, και την αγάπη του πατέρα του διαψεύδεται, γιατί από τις οποίες η μία υποκαθίσταται και θεωρεί όταν μετά από πολλές περιπέτειες επιτέλους το ται πλάνη, και η άλλη επικρατεί και γίνεται δε κατορθώνει, ο πατέρας του είναι πια ένας παρα κτή ως αλήθεια. λυμένος γέρος και όχι εκείνο το πρότυπο του άν Για το φαινόμενο αυτό ο αφηγητής μας δίνει τρα που ο Σελήμ θαύμασε και επιδίωξε θυσιάζον μια ψυχολογικού χαρακτήρα εξήγηση: ότι συχνά τας την ευτυχία του. Ακόμη και στην για περιπίσω από την επικρατούσα αλήθεια κρύβεται μια στασιακούς προφανώς λόγους γραμμένη «Πρω πλάνη, γιατί στην αναζήτηση της αλήθειας πα τομαγιά», το ταξίδι που σκόπευε να κάνει ο αφη ρεμβάλλεται η βούλησή και αποπροσανατολίζει γητής ματαιώνεται, γιατί ο αμαξάς προσηλωμέ την αναζήτηση αυτή. νος στη διήγηση του γέρο-Μόσκου άφησε τα άλο Κ’ ενώ προσεπάθουν ν’ αποκρύψω την καθ’ γα χωρίς έλεγχο και πέφτοντας σε μια λακκούβα αυτό αιτίαν της ταραχής μου, αφίνων τον Πα έσπασε ένας από τους μπροστινούς τροχούς, εσχάλην εις μίαν πλάνην ήτις αναμφιβόλως τω ήπαληθεύοντας με τον τρόπο αυτό το «όποιος τατο σωτηριωδεστέρα της αλήθειας, εθαύμαζον ξειδεύει Πρωτομαγιά, γυρίζει πίσω από τα μισόκατ’ ιδίαν, πως ημπόρεσε να με διαλάθη μέχρι στρατα».54 τούδε ο σύνδεσμος, ο συνέχων την εν τω φρενο κομεία) της Τοττίγγης δυστυχίαν με την ούσαν Στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστο προ των οφθαλμών μου! Αλλ’ ούτω συμβαίνει ρίας» το θέμα της διάψευσης ή ματαίωσης συν συνήθως, οσάκις ζητούμεν ν’ ανακαλύψωμεν ως δυάζεται με εκείνο της στέρησης της αγάπης αλήθειαν ουχί,το τι εστίν, αλλά το ό,τι επιθυσυνδυασμός που πρόκειται να γίνει συνήθης στο μούμεν.53 έργο του Βιζυηνού. Το θέμα αυτό, στην περίπτω ση του διηγήματος που μας απασχολεί, δραμα1.5.4 Το θέμα της διάψευσης ή ματαίωσης τοποιείται από την όλη δράση του Πασχάλη με τη διαφορά πως στην περίπτωση αυτή η αιτία της ματαίωσης, δηλαδή ο βέβηλος έρωτας με την έταρτο και τελευταίο θέμα που στο διήγημα Ευλαλία στην Αθήνα, υφίσταται αδρανώντας αυτό για πρώτη φορά παρουσιάζεται στο έρ πριν από την κατάσταση του ιδανικού έρωτα που γο του Βιζυηνού είναι εκείνο της διάψευσης ή της ματαιώνεται. ματαίωσης· αποτελεί το δεύτερο θεμελιώδες θέ Η ματαίωση εδώ είναι μια συνθήκη της πραγ μα που μαζί με εκείνο της διπλής πραγματικότη ματικότητας, της οποίας την ύπαρξη γνωρίζει ο τας ή της διπλής αλήθειας - με το οποίο είναι
Τ
38!αφιέρωμα Πασχάλης και κάθε τόσο ενσυνείδητα ή, πιο σω στά, ψυχαναγκαστικά αφήνεται στη δοκιμασία της- αλλά μόλις βλέπει τη ματαίωση από φάσμα να γίνεται πραγματικότητα, αντιδρά ή - από άλ λη άποψη της συνειδητοποίησης του μάταιου λιποψυχεί και παλεύει διεκδικώντας αυτό που ξέ ρει πως τελικά θα ματαιωθεί. Σ’ αυτή τη συνεχή παλινδρόμηση του Πασχάλη ανάμεσα στη συνειδητοποίηση, αποδοχή και επι τάχυνση της ματαίωσης από το ένα μέρος, και στην αγνόηση και καθυστέρησή της από το άλ λο, το τέλος το δίνει ο απαρέγκλιτος νόμος του θανάτου. Πέρα, ωστόσο, από τη λειτουργία του θέματος της διάψευσης, ματαίωσης και στέρησης της α γάπης στην όλη δράση του κεντρικού χαρακτή ρα, υπάρχει μες στο διήγημα και μια συνοπτική μεταφορική εικόνα του θέματος αυτού, η οποία έ χει τη μορφή ενός μικρού μύθου με σισύφειο προοπτική, και που ανάλογή της δεν υπάρχει σ’ ολόκληρο το έργο του Βιζυηνού: - Όταν ο πάγος ήτο νέος και διαυγής ως κάτοπτρον, είπε, και αντηνακλώντο εν αυτώ, τόσον πλησίον αλλήλων, πετώσαι αι μορφαί μας, κ’ εφαίνετο εις το βάθος αυτού το γλαυκόν του ου ρανού χρώμα, και έβλεπον τα λευκά του νέφη οπισθοχωρούντα υπό τους πόδας μου, μετά της ταχύτητος της πτήσεως ημών. - Δεν ηξεύρω πώς εφούσκωνε πάλιν το στήθος μου, κι εθερμαίνετο και ανεπτερούτο η φαντασία μου! Ενόμιζον ότι εφερόμην μετέωρος, ύπερθεν των νε φών, ύπερθεν του στερεώματος, εφερόμην υπό τας πτέρυγας ουρανίου Χερουβείμ, με πτήσιν τόσον ταχείαν, τόσον ηδονικήν, ώστε αι αισθή σεις μου συνήθως εμέθυον εκ της ηδονής, ιλιγγίων εκ του τάχους, εσκοτίζοντο, ελιποθύμουν, μ’ εγκατέλειπον! Και μόνον η ψυχή μου εξηκολούθει τότε να πετά, ως εν ονείρω, να πετά μετά του αγγέλου, επάνω, επάνω, επάνω, μέχρι του
θρόνου του Υψίστου! Εκεί εν τω μέσω του απλέτου φωτός, εκεί εν τω μέσω των θυμιώντων και ψαλλόντων αγγέλων, εκεί μοι εφαίνετο, ότι έπιπτον γονυκλινής προ των βαθμιδών του θρόνου του, και παρεκάλουν μετά δακρύων τον Θεόν να με παιδεύση όσον σκληρότερον αξίζω, αλλά να με δώση μίαν νέαν καρδίαν, με τα αμεταχείριστα αισθήματά της, μίαν καρδίαν καθαράν και αμόλυντον, αξίαν της Κλάρας, αξίαν της καλλονής και των αρετών της Κλάρας! Αλλ’ ε κεί εφθάνομεν αίφνης εις το άκρον του πάγου, εις την απόκεντρον γωνίαν, κ’ εσταματώμεν ν’ αναπνεύσωμεν. Και πάντοτε, πάντοτε, πριν εισακουσθή η δέησίς μου, διεκόπτετο το όνειρον! Έληγεν η πτήσις.55 1.6
Συμπέρασμα
ιαπιστώσαμε, λοιπόν, πως στο διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» υπάρχουν αφηγηματικά στοιχεία ή θέματα τα οποία είτε δεν εμφανίζονται ξανά μέσα στο υπόλοιπο διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό την αξία της μοναδικότητας- είτε εμφανίζονται εδώ για πρώτη φορά, αλλά επανα λαμβάνονται και εξελίσσονται στα επόμενα διη γήματα, διαθέτοντας με τον τρόπο αυτό την αξία της πρώτης χρησιμοποίησης που η μορφή της ' μπορεί να αποτελέσει ένα μέτρο σύγκρισης ή ση μείο αναφοράς για τη μετέπειτα εξέλιξη του σχε τικού αφηγηματικού στοιχείου ή θέματος. Από την άποψη αυτή, αλλά και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που έγιναν κατά τ ς επί μέρους α ναλύσεις του καθενός από τα στοιχεία αυτά, πι στεύω πως το διήγημα «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του πεζογραφικού έργου του Βιζυηνού, και πως η μελέ τη του συνολικού έργου του, ή και μέρους αυτού, οφείλει να ξεκινά από το διήγημα αυτό ή να αναφέρεται σ’ αυτό.
Δ
Σημειώσεις 1. Γ.Μ. Βιζυηνού, Τα Διηγήματα, Φιλολογική επιμέλεια: Βαγ γέλης Αθανασόπουλος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη: Νεοελληνική Βιβλιοθήκη (Γενική φιλολογική εποπτεία: Απόστολος Σαχίνης), τ. 14, Αθήνα, 1991, σ. 198. 2. Δημοσιεύτηκε στις 1-29 Ιανουάριου 1884, μετά «Το αμάρ τημα της μητρός μου» (10 και 17 Απριλίου 1883), «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» (21 και 28 Αυγούστου 1883), και «Ποιος ήτσν ο φονεύς του αδελφού μου» (23 Οκτωβρίου 6 Νοεμβρίου 1883). 3. Βλ. Βαγγ. Αθανασόπουλος, Διαλεκτική σκέψη και Έρω τας / Η διαλεκτική ανάπτυξη του ερωτικού «Faust», Αθή να, 1984, σσ. 48-49. 4. Βλ. Trevor Η. Levere, Poetry realized in nature/Samuel Taylor Coleridge and early nineteenth-century science, Cambridge University Press, Cambridge, 1981. To πρώτο κε φάλαιο αυτού του βιβλίου, «Early Years: From Hartley to Davy», σσ. 9-35, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά, και ι διαίτερα το υποκεφάλαιο «Davy’s lectures: chemistry and metaphor», σσ. 28-31. 5. Όπως εκείνη της «συγκοινωνίας των ψυχών» βλ. σσ. 259-260 «... Την νύκτα της προχθές! Ακριβώς την νύκτα, καθ’ ην ο δυστυχής Πασχάλης την είδεν εν οπτασία επί των
6. 7.
8.
9. 10. 11. 12. 13. 14. 15.
ουρανών! Προ του Θεού της! Οποία υπερφυσική ανταπόκρισις! Αληθώς αιψυχαί των ατυχών τούτων εραστών συνεκοινώνουν και δια της ύλης ακόμη!...». Όπω ς εκείνη της περιγραφής της λειτουργίας της ανθρώπι νης διανοίας, σσ. 202-203. Γεωργίου Μ. Βιζυηνού, Ψυχολογικαί μελέται επί του Κα λού, Β \ Αι αρχαί των τεχνών (Γένεσις του Καλού). Εν Αθήναις, Σπυρίδ. Κουσουλίνου τυπογραφείον και βιβλιοπωλείον, 1885, σσ. 46-47. «Γλωσσολογικόν διηγηματάκι» το ονομάζει ο Ν. Βασιλειάδης, Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών / εκδιδόμεναι υπό Κων. Φ. Σκόκου (εις κοινήν και εις καθαρεύου σαν), Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία» Κ. Μάϊσνερ και Ν. Καργαδούρη, 1910, σ. 13. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», ό.π., σσ. 237-238. Στο ίδιο, σ. 240 Στο ίδιο, σ. 243 Στο ίδιο, σ. 238 Στο ίδιο, σ. 239 Στο ίδιο, σ. 239. Με τον όρο «τόνος» εννοείται η στάση του μυθιστοριογράφου απέναντι στο θέμα του και, μέχρις ενός σημείου, απέ ναντι στους αναγνώστες του.
αφιερωμα/39 16. Το ίδιο συμβαίνει και με το σκηνικό μέσα από το οποίο περνά ο αφηγητής ταξιδεύοντας μέσα στη νύχτα από την Πόλη στο χωριό του στο διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», σσ. 294-299. 17. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σσ. 221-222. 18. Στο ίδιο, σσ. 222-223. Πβ. αντιθέτως την αλλαγή της ψυχι κής κατάστασης του Πασχάλη όταν ο καιρός βελτιώθηκε: «Ο Πασχάλης ηγέρθη και την επιούσαν προ εμού, όπως πάντοτε. Αλλ’ όταν κατήλθον εις το δωμάτιον, εν ω συνή θως ελαμβάνομεν το πρόγευμα, τον εύρον παίζοντα φαιδρώς με τα μικρά της οικοδεσποίνης ημών παιδία. Ήτον ενδεδυμένος την μεταλλευτικήν αυτού στολήν και εκάθητο προ του ανοικτού παραθύρου, εν τω φωτί του θερμού και λαμπροτάτου της πρωίας ηλίου. - Ωραία ημέρα σήμερα! - ανεφώνησε ως με είδε. - Καλή •μέρα! - Καλημέρα! είπον εγώ γελών, διότι απεφεύχθη τοιουτοτρό πως το έσο τυχηρός των Κλαουσθαλίων. Ο Πασχάλης παίζων με την ξανθοτάτην κόμην του επί των γο νάτων του μικρού κορασιού - Ο καφές εκρύωσεν, είπεν, αλλά τόσον το καλλίτερον, ρόφα τον μίαν ώραν προτήτερα ' κ’ ετοιμάσου να ‘βγούμεν» (σ. 256). 19. Στο ίδιο, σ. 227. 20. Στο ίδιο, σ. 203. 21. Τα επτά από τα οκτώ διηγήματά του δημοσιεύτηκαν από τον Απρίλιο του 1883 έως τον Ιανουάριο του 1885, ενώ το όγδοο, «Ο Μοσκώβ-Σελήμ», βρέθηκε μέσα στα χειρόγρα φά του όταν αυτός ήδη βρισκόταν στο Δρομοκαΐτειο, και είναι πιθανό να γράφτηκε τους τελευταίους μήνες του 1886, γιατί μέσα σ’ αυτό αναφέρεται το πραξικόπημα των Βουλ γάρων και η εκθρόνιση του Βάττεμπεργκ, που συνέβησαν τον Αύγουστο του 1886. 22. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σ. 206. 23. Στο ίδιο, σ. 209. 24. Στο ίδιο, ο . 212. 25. Στο ίδιο, α. 213 26. Στο ίδιο, σ. 213-214. 27. Στο ίδιο, σ. 222. 28. Στο ίδιο, σ. 227. 29. «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως», σ. 102. 30. Στο ίδιο, σ. 121. 31. Στο ίδιο, σ. 130. 32. Στο ίδιο, σ. 131. 33. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σσ. 195-196. 34. Βλ. «Ο Μοσκώβ-Σελήμ», σσ. 336, 338-339. 35. Βλ. «Διάσταση μεταξύ φύλου και γένους στα διηγήματα
του Γ. Βιζυηνού», στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1991. 36. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σσ. 256-257. 37. Βλ. Βαγγ. Αθανασόπουλος, «Εισαγωγή» στο Γ. Μ. Βιζυηνός, Τα Διηγήματα, ό.π., σσ. 26-28. 38. Βλ. Βαγγ. Αθανασόπουλος, «Διάσταση μεταξύ φύλου και γένους στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού», ό.π. 39. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σ. 212. 40. Βλ. στο ίδιο, σσ. 212-213. 41. Στο ίδιο, σ. 227. 42. Στο ίδιο, σ. 252. 43. Στο ίδιο, α. 235. 44. Για μια περιγραφή και ανάλυση αυτής της στάσης του Πα σχάλη βλ. παραπάνω, «1.2 Η πρώτη απόπειρα ψυχο γραφίας». 45. Βλ. Βαγγ. Αθανασόπουλος, Διαλεκτική Σκέψη και Έρω τας, ό.π., σσ. 41-52. 46. Ας μη ξεχνούμε πως ένα μερικό σκηνικό του διηγήματος αν και το μερικό αυτό σκηνικό παίζει ουσιαστικά τον ρόλο του γενικού σκηνικού - αναφέρεται σε ένα από τα υποβλητικότερα σκηνικά του Faust του Goethe: «[...] να γνωρίσωμεν τας τοποθεσίας, εν αις ο νηφαλιώτατος δραματικός της χώρας ταύτης υπέθεσε τας τόσον μαγικάς και φαντα στικός σκηνάς του Φάουστ. - Αλήθεια λέγεις. Ελησμόνησα πως η Παραμονή του Μαΐου διαδραματίζεται επί του Χαρτς. Και είναι λοιπόν εδώ κοντά τρ μέρος; - Να εκεί ε πάνω υψηλά είναι το οροπέδιον, εφ' ου εσκηνοθέτησε τα όργια και τους χορούς των Μαγισσών κατά την παραμονήν του Μαΐου- και έμπροσθεν, κάτω, χαίνει εις καταπληκτι κόν βάθος το βάραθρον, το οποίον και σήμερον ακόμη ονο μάζεται: ο Λέβης των Στριγγλών.» (σ. 216) 47. Προς την επισήμανση μιας τέτοιας απήχησης από το έργο Harzreise του Heine, μας κατευθύνει ο ίδιος ο Βιζυηνός· βλ. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας» σ. 257. 48. Βλ. Κυριακή Μαμώνη, Βιβλιογραφία Γ. Βιζυηνού (18731962), Ανάτυπον εκ του 29ου τόμου του Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού (1963), Αθήναι, 1963, σ. 41, αρ. 383. 49. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σ. 214. 50. Βλ. στο ίδιο, σ. 261. 51. Βλ. Γ.Μ. Βιζυηνός, Τα Διηγήματα, ό.π., «Εισαγωγή», σσ. 47-58. 52. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σ. 252. 53. Στο ίδιο, σ. 253. 54. «Πρωτομαγιά», σ. 279. 55. «Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας», σ. 235.
Γραφτείτε συνδρομητές Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου
Ετήσια 10.000 - Σπουδαστική 9.000 δρχ. Εξάμηνη 5.500 - Σπουδαστική 4.500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων 11.000 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ετήσια 80 δολ. (ΗΠΑ) Σπουδαστική Ετήσια 75 δολ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών 95 δολ. Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 800 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 500 δρχ. και. τα διπλά 800 δρχ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
40/αφιερωμα
Ουίλιαμ Φ. Ουάιτ
Σ υ ν έπ εια ι Ο Γ. Βιζυηνός μόλις πρόσφατα έχει αρχίσει να συγκεντρώνει την προσο χή που του αξίζει. Οι εκδόσεις της Μαμώνη (1967) και του Μουλλά (1980) έχουν τραβήξει την προσοχή των Ελ λήνων αναγνωστών και η δική μου μετάφραση στα Αγγλικά [Το αμάρτη μα της μητρός μου και άλλες ιστορίες (Hanover and London 1988) τον εισήγαγε στον Αγγλόφωνο κόσμο. Και ήταν πια καιρός, αφού ο Βιζυηνός είναι σί γουρα ένας από τους μεγάλους - αν και επί μακράν αγνοημένος - σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς. Είναι θαυμάσιο που το «Διαβάζω» έκρινε σκόπιμο να αφιερώσει ένα ολόκληρο τεύχος σ ’ αυτόν τον σημαντικό συγγραφέα. Βιζυηνός δεν διαβάζεται εύκολα. Η γλώσσα του - καθαρεύουσα - είναι πιο απόμακρη απ’ αυτήν άλλων Ελλήνων πεζογράφων, και τα θέματά του είναι πιο ψυχολογικά και εσωτερικά απ’ ό,τι είναι άλλα έργα της Ελληνικής λογοτε χνίας. Γεννήθηκε σε Οθωμανικό έδαφος και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μακριά α πό την Ελλάδα. Ή ταν επίσης απ’ ό,τι φαίνεται αρκετά παράξενος ο ίδιος και δεν είλκυε τους αν θρώπους. Στο τέλος παρεφρόνησε και κλείστηκε στο άσυλο του Δαφνιού όπου και πέθανε. Για ό λους αυτούς τους λόγους έμεινε μέχρι πρόσφατα έξω από τον ,κορμό των δημοφιλών Ελλήνων συγγραφέων του 19ου αι. όπως ο Καρκαβίτσας και ο Παπαδιαμάντης. Η ζωή του Βιζυηνού, λόγω της διανοητικής του διαταραχής, έχει γοητεύσει τους μελετητές οι ο ποίοι φρόντισαν να γράψουν βιογραφίες του (π.χ. Παναγιωτόπουλος, Γεώργιος Βιζυηνός, Αετός: 1954). Παρ’ όλο το ενδιαφέρον και τη χρησιμότητά τους αυτές οι βιογραφίες συχνά βασίζονται ως προς τα δεδομένα τους σε υλικό που εμπεριέχε ται στις ίδιες τις ιστορίες, μια διαδικασία που χρειάζεται και δικαιολόγηση και επιχειρηματο λογία: δεν θα πρέπει κανείς να δέχεται αυτόματα ως αληθινό οτιδήποτε ένας συγγραφέας αποδίδει στους ήρωές του. Παραδείγματος χάριν: στο «Α
Ο
μάρτημα της μητρός μου» η μητέρα του αφηγητή πνίγει το μωρό της. Θα πρέπει εμείς να υποθέσου με (όπως το κάνει Ο Σαχίνης, Παλαιότεροι Πεζογράφοι, 2η έκδοση, Εστία: 1982, 138-9) ότι η μη τέρα του Βιζυηνού έπνιξε την κόρη της; Πρέπει δηλαδή να υποθέσουμε, μ’ άλλα λόγια, ότι ο αφη γητής (Α) ταυτίζεται με τον συγγραφέα Βιζυηνό (B); Αν βέβαια ταυτίσουμε τον συγγραφέα (Β) και τον αφηγητή (Α), τότε φυσικά θα πρέπει να υπο θέσουμε ότι η ίδια η μητέρα του Βιζυηνού έπνιξε την κόρη της. Κι αν υποστηρίξουμε ότι ο συγγρα φέας καταγράφει μια προσωπική εμπειρία σ’ αυ τήν την ιστορία, τότε οδηγούμαστε (ή αναγκαζό μαστε) να υποθέσουμε ότι όλα τα γεγονότα μέσα στις ιστορίες είναι αληθινά, κι αναγκαζόμαστε να δεχτούμε ότι ο Βιζυηνός δεν έχει τίποτε άλλο παρά την απλή ικανότητα να αφηγείται γεγονότα που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα: γίνεται μ’ άλλα λόγια ένας ειδησεογράφος κι όχι ένας συγγραφέας, ένας ειδησεογράφος που καταγρά φει γεγονότα και επεισόδια της ίδιας του της ζωής. ίγοι αναγνώστες ή μελετητές θα έφταναν έ Λ ως αυτό το σημείο. Σε ό,τι ακολουθεί θα υ ποστηρίξω ότι μπορούμε πράγματι να μάθουμε κάτι για τον Βιζυηνό από τις ιστορίες του, αλλά
αφιερωμα/41 ότι οι ίδιες οι ιστορίες του είναι λογοτεχνικές κα τασκευές που ελάχιστα βασίζονται σε γεγονότα της ζωής του Βιζυηνού. Ο Βιζυηνός πράγματι α ποκαλύπτει τον εαυτό του μέσα από τις ιστορίες του, αλλά αποκαλύπτει περισσότερο τον χαρα κτήρα του και τα συναισθήματά του παρά τις πράξεις του. Οι ίδιες οι ιστορίες αναμφισβήτητα έχουν αναφορές σε γεγονότα που έγιναν πραγμα τικά, αλλά δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά για καμιά από αυτές είτε α) ότι πράγματι συνέβη είτε β) ότι συνέβη στον Βιζυηνό ή παρόντος του ί διου. Παραδείγματος χάριν ξέρουμε ότι ο Βιζυη νός ταξίδεψε στη Γερμανία και σπούδασε στο Gottingen: δεν ξέρουμε κάι δεν μπορούμε να ξέ ρουμε κατά πόσον βρισκόταν εκεί έγκλειστη σε άσυλο μια νεαρή γυναίκα που την έλεγαν Κλάρα. Στην ιστορία «Αι Συνέπειαι της παλαιός ιστο ρίας» μάς παρουσιάζεται αυτό ακριβώς το γεγο νός. Μπορούμε να υποψιαστούμε ότι ο Βιζυηνός επισκέφτηκε ένα άσυλο, ίσως αυτό του Gottin gen, και είμαστε ελεύθεροι να πιστέψουμε ότι είδε ένα διαταραγμένο νέο κορίτσι εκεί, αν και δεν έ χουμε αποδείξεις για να υποστηρίξουμε αυτή μας την άποψη. Το όνομα του κοριτσιού, ωστόσο, σχεδόν σίγουρα - αν υπήρχε ένα τέτοιο κορίτσι - δεν ήταν Κλάρα. Το Κλάρα είναι πολύ παρα πλήσιο ηχητικά στο Καρολίνα, το όνομα του ο ρυχείου στο Κλάουσθαλ, το οποίο εμφανίζεται αργότερα στην ίδια ιστορία, για να μας πείσει ότι πράγματι υπήρχε ένα τέτοιο κορίτσι με το όνομα Κλάρα. Το όνομα φαίνεται ότι προέρχεται από το Καρολίνα και αποδίδεται στο κορίτσι από τον Βι ζυηνό για λόγους που αφορούν την ίδια την ιστο ρία. Ανεξάρτητα από το πόσο πραγματική αι σθανόμαστε να είναι η αφήγησή του, θα πρέπει να δεχτούμε ότι λειτούργησε ελεύθερα σαν συγ γραφέας και δημιουργός τουλάχιστον ως προς τα ονόματα. Και ξέρουμε σίγουρα - θα έλεγα - ότι άσχετα από το όνομά του, το κορίτσι δεν μπο ρούσε να ξέρει και να τραγουδά, όπως έκανε στην ιστορία, το ποίημα του ίδιου του Βιζυηνού «Ανεμώνη» το οποίο, εκτός των άλλων δεν είχε δημοσιευτεί ακόμα - και όταν δημοσιεύτηκε, αυτό έγινε στα Ελληνικά - τουλάχιστον μέχρι τη δραματική ημερομηνία αυτής της ιστορίας. Α ναγκαζόμαστε έτσι να γίνουμε πολύ επιφυλακτι κοί ως προς τη χρήση των ιστοριών του Βιζυη νού, όταν προσπαθούμε να γράψουμε τη βιογρα φία του. Αν και τα γεγονότα στο «Αι συνέπειαι» μπορεί να έχουν κάποια δόση αλήθειας, η ιστορία κατα σκευάστηκε με ιδιαίτερα περίτεχνο τρόπο και με ιδιαίτερη προσοχή σε λογοτεχνικές λεπτομέ ρειες. Ακριβώς όπως η Κλάρα πεθαίνει στο κελί της, έναν καλοφωτισμένο ευάερο θολωτό χώρο στο άσυλο, έτσι κι ο αγαπημένος της, ο Πασχάλης, αργότερα στην ιστορία, πεθαίνει, στο απο κλεισμένο μαύρο φρεάτιο του ορυχείου της Κα
ρολίνας στο Κλάουσθαλ: ο θάνατος του Πασχάλη είναι το είδωλο ή το αντίθετο αυτού της Κλά ρας. Όπω ς, ο ίδιος ο χαρακτήρας της Κλάρας είναι φωτεινός και αεράτος, ενώ του Πασχάλη εί ναι σκυθρωπός και σκληρός, έτσι και οι θάνατοί τους είναι σύμβολα των ίδιων τους των εαυτών. Ο Πασχάλης πεθαίνει την επομένη ακριβώς του θανάτου της Κλάρας, αφού την είδε σ’ ένα όραμα την προηγούμενη νύχτα. Το λογοτεχνικό κατα σκεύασμα είναι εμφανές εδώ, όπως είναι και αλ λού. Ο Βιζυηνός έδωσε σχήμα στις ιστορίες του, όσο αληθινές κι αν είναι από άλλες πλευρές, και χρησιμοποίησε όχι μόνο γεγονότα αλλά και φαντασιακό υλικό. πιπλέον, στην περίπτωση των «Συνεπειών», τουλάχιστον, μπορούμε να εντοπίσουμε έναν αριθμό από εξωτερικές επιρροές καθαρά λογοτεχνικού χαρακτήρα. Ο Φάουστ του Γκαίτε αναφέρεται κι αποτελεί μέρος του σκηνικού της ιστορίας. Η Κλάρα τραγουδάει κάποια τραγού δια στο κελί της στο άσυλο, και το ένα από αυτά είναι το «Γνωρίζεις τον τόπο που ανθίζουν τα λε μόνια» από το Wilhelm Meister του Γκαίτε. Στο μυθιστόρημα, το τραγούδι το τραγουδάει ένα νε αρό κορίτσι, η Μινιόν - της οποίας το όνομα και η φυσιογνωμία μας θυμίζουν τη Μάσιγγα στο «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» - και η πε ριγραφή της Μινιόν που τραγουδάει σ’ αυτό το μυθιστόρημα είναι παρόμοια με την περιγραφή της Κλάρας από τον Βιζυηνό στη δική του ιστο ρία. Αργότερα, ο Πασχάλης, ο άντρας πρωταγω νιστής, απαγγέλλει το πασίγνωστο «Νυχτερινό τραγούδι του οδοιπόρου» του Γκαίτε. Ο Πασχά λης το απαγγέλλει φυσικά σε Ελληνική μετάφρα ση, κι αυτή η μετάφραση, - του ίδιου του Βιζυη νού - διαφέρει από το πρωτότυπο με διάφορους τρόπους οι οποίοι παραλλάσσουν το πρωτότυπο του Γκαίτε έτσι ώστε να εξυπηρετεί την πλοκή της ιστορίας του Βιζυηνού. Θα συζητήσω αυτό το γεγονός σε ένα επερχόμενο τεύχος του Journal o f Modern Greek Studies. Υπάρχουν επίσης άλλες λιγότερο εμφανείς λο γοτεχνικές επιρροές στην ιστορία. Δεν μπορεί βέβαια κανείς να αποδείξει το γεγονός, αλλά φαί νεται ότι ο Βιζυηνός πριν γράψει την ιστορία του είχε διαβάσει το Harzreise του Χάινριχ Χάινε, ένα φημισμένο έργο που εμφανίστηκε το 1824. Αυτό μπορούμε να το συμπεράνουμε από τις πολλές λεπτομέρειες για το Κλάουσθαλ που βρίσκουμε στην ιστορία, και ειδικότερα από το επεισόδιο της επίσκεψης του Χάινε στην πόλη και της κα θόδου του στο ορυχείο της Καρολίνα. Υπάρχουν πολλά στοιχεία της ιστορίας που δεν τα βρίσκου με στον Χάινε κι έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο Βιζυηνός είχε πράγματι και ο ίδιος επισκεφτεί το Κλάουσθαλ, κι ότι μπορεί πράγματι να πήγε εκεί με αφορμή την εκεί ύπαρξη ενός παλιού φίλου α
Ε
42/αφιερωμα πό την Ελλάδα. Ωστόσο κάποιες λεπτομέρειες της ιστορίας πρέπει να προέρχονται καθαρά από το έργο του Χάινε. Στο Harzreise αναφέρεται η Ευλαλία, η βασική γυναίκα ηρωΐδα στο θεατρικό έργο του Kotzebue Menschenhass und Reue (To ανθρώπινο μίσος και η μετάνοια) του 1789 (που μεταφράστηκε στα Αγ γλικά σαν «Ο Ξένος»). Ευλαλία είναι επίσης το όνομα της πρώτης αγάπης του Πασχάλη στις «Συνέπειες», μια αγάπη που αποδείχτηκε ανάξια αλλά που τον επηρέασε τόσο πολύ που δεν ένιωθε πια ότι του αξίζει να αγαπήσει κάποιαν άλλη και να αγαπηθεί: Η αγάπη του είχε μολυνθεί από την επαφή με την Ευλαλία. Τέτοια μεγάλη σύμπτωση ονομάτων αποκλείεται κι έτσι πρέπει να υποθέ σουμε ότι ο Βιζυηνός είχε διαβάσει και εμβαθύνει (μέχρις ενός σημείου) στο έργο του Kotzebue. Αυ τή η περίπτωση λογοτεχνικής επιρροής γίνεται α κόμα πιο ενδιαφέρουσα, αφού η Ευλαλία του θεα τρικού έργου μετανοεί και συγχωρείται, ενώ στην ιστορία του Βιζυηνού δεν υπάρχει περίπτωση ού τε μετάνοιας ούτε συγχώρεσης. Επιπλέον, η Ευ λαλία του θεατρικού έργου μιλάει για τις δύο ψυ χές, τη δική της και του ήρωα (ο Άγνωστος ή ο μισάνθρωπος στο Ανθρώπινο μίσος) που ξανα βρίσκονται μετά θάνατον. Ευλαλία: Και όταν θα έχω κάποτε αρκετά τιμω ρηθεί, όταν ιδωθούμε πάλι σ’ έναν καλύτερο κόσμο... 'Αγνωστος: Εκεί δεν κυριαρχούν προκαταλή ψεις, τότε θά είσαι πάλι δίκιά μου! ο θέμα της επανένωσης μετά θάνατον ανα πτύσσεται επίσης, στην ιστορία του Βιζυη νού, αν και οι ψυχές που ξαναβρίσκονται είναι της Κλάρας και του Πασχάλη, κι όχι της Ευλα λίας και του Πασχάλη. Ο Βιζυηνός πήρε ένα θεα τρικό έργο, άντλησε από εκεί κάποιο υλικό, άλ λαξε την πλοκή αλλά κράτησε το όνομα, και συνύφανε αυτό το υλικό με την πλοκή της δικής του ιστορίας. Αναζήτησε με άλλα λόγια υλικό για τη δική του Γερμανική ιστορία, στα διαβάσματά του Γερμανικών έργων. Ο Βιζυηνός λοιπόν συμπεριφέρεται σαν συγ γραφέας με ένα τρόπο αρκετά κατανοητό. Όλα τα έργα είναι υπό μίαν έννοιαν αυτοβιογραφικά, ενώ συγχρόνως όλα είναι (λιγότερο ή περισσότε ρο) μυθοπλασία. Τι θα πρέπει λοιπόν να πιστέ ψουμε για την ιστορία του Βιζυηνού; Σίγουρα πή γε στη Γερμανία και σπούδασε εκεί, αυτό το ξέ ρουμε. Είχε όμως έναν φίλο που τον λέγανε Πα σχάλη ο οποίος είχε επίσης ταξιδέψει στη Γερμα νία και έκανε ό,τι έκανε ο Πασχάλης των «Συνε πειών»; Δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά τείνου με να πιστέψουμε ότι δεν υπήρχε Πασχάλης - ό πως δεν υπήρχε και Ευλαλία - κι ότι η Κλάρα επίσης είναι επινοημένο πρόσωπο, εμπνευσμένο πιθανά από τη Λόρε, ένα κορίτσι, που αναφέρε
Τ
ται στο Harzreise, το οποίο πέθανε από ερωτική απογοήτευση. Δεν μπορούμε να μάθουμε λοιπόν τίποτα για τον Βιζυηνό απ’ αυτή την ιστορία; Εγώ - πι στεύω - και δεν θα επιχειρηματολογήσω γι’ αυ τά εδώ, αφού το έκανα στο Journal o f Modern Greek Studies 5 (1988) σσ. 47-63 - ότι μπορούμε να βρούμε μια κατά προσέγγισιν αντιστοιχία όχι μεταξύ των πράξεων και της μοίρας του Πασχά λη και του Βιζυηνού αντίστοιχα, αλλά μεταξύ των χαρακτήρων τους και πιθανόν του παρελ θόντος τους. Ο Πασχάλης είναι μία τραγική φι γούρα, παρορμούμενος σε τέτοιο βαθμό από τις απαρέγκλιτες επιταγές της συνείδησής του που δεν μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη της Κλά ρας. Είχε κάποτε αγαπήσει την Ευλαλία στην Α θήνα, κι αυτή τον είχε παρατήσει για κάποιον πο λύ λιγότερο άξιο. Είχε τόσο πολύ καταστραφεί απ’ αυτή την ιστορία που δεν μπορούσε πια ν’ α γαπήσει άλλη, αφού η αγνή άσπιλη αγάπη του εί χε διακυβευθεί από το γουρούνι, όπως την ονόμα ζε, την Ευλαλία. Κανείς δέν μπορούσε να τον πεί σει ότι οι αντιδράσεις του ήταν ακραίες, ότι θα μπορούσε να δεχτεί την αγάπη της Κλάρας. Το αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας του ήταν ο θάνατος της Κλάρας στο κελί της, και του Πασχάλη, από καρδιακή προσβολή, στην Καρολίνα. Ο αφηγητής των «Συνεπειών» είναι ανώνυμος (Α) σύμφωνα με τη λογοτεχνική συνήθεια της ε ποχής, και υπάρχει συνήθως η τάση να ταυτίσει κανείς τον (Α) με τον Βιζυηνό. Ο αφηγητής της ι στορίας του Πασχάλη όμως - των γεγονότων που ο (Α) δεν μπορεί να ήξερε παρά από τον ίδιο τον Πασχάλη - είναι ο ίδιος ο Πασχάλης. Έ χουμε, λοιπόν, δύο αφηγητές, τον βασικό αφηγη τή της ιστορίας (Α) και τον Πασχάλη που θα ονο μάσουμε (Α2). Το ερώτημα είναι βέβαια: Ποιος από τους δύο (Α,Α2) - αν συμβαίνει κάτι τέτοιο - είναι ο Βιζυηνός (B); Ο ισχυρότερος ισχυρι σμός θα ήταν ότι ο (Β) ταξίδεψε στη Γερμανία ό που συνάντησε τον Π που του είπε μια ενδιαφέ ρουσα ιστορία την οποία ο Β (= Α) σχολίασε. Με αυτήν την ανάγνωση που υποθέτει ότι ο Βιζυηνός απλά καταγράφει ό,τι είδε και άκουσε, δεν υπάρ χει σχέση μεταξύ του πραγματικού Β και του πραγματικού Π: είναι δύο χαρακτήρες με διαφο ρετικούς ρόλους. Ο ρόλος του Β είναι η αφήγηση γεγονότων που εβίωσε, ενώ του Π είναι η αφήγη ση γεγονότων που πράγματι συνέβησαν στον ί διο. Αυτή η ανάγνωση, με βάση τα παραπάνω, εί ναι αδύνατο να γίνει. Θα μπορούσε κανείς να υ ποστηρίξει αντ’ αυτού ότι ο Π είναι επινοημένο πρόσωπο (όπως η Κλάρα και άλλοι στην ιστο ρία), στην οποία περίπτωση θα υπάρχει σχέση μεταξύ Β και Π (Α και Α2), στο ότι ο Β δημιούρ γησε και τον Α και τόν Π. Αυτό είναι σίγουρα α λήθεια, ό,τι άλλο και να συμβαίνει, αλλά μπορεί κάποιος να θέλει να ισχυριστεί ακόμη περισσότε
αφιερωμα/43 ρο ότι ο Β και όλοι οι A (Α και Α2) θα πρέπει να ταυτιστούν (κατά κάποιο τρόπο), αν όχι στις λε πτομέρειες, τουλάχιστον ως προς τη στάση τους και τον τρόπο σκέψης. Με αυτή την ανάγνωση θα εκλάβουμε και τον Π και τον Α σαν δύο δια φορετικές πλευρές του χαρακτήρα του συγγρα φέα, του Βιζυηνού. έχρι ποιου σημείου μπορούμε να υποστηρί ξουμε κάτι τέτοιο; Είχε ο Βιζυηνός σχέ ση με την κόρη κάποιας πλύστρας στην Αθήνα; Κατά πάσα πιθανότητα όχι. Είχε μια δυσάρεστη ερωτική εμπειρία; Δεν μπορούμε να ξέρουμε. Ό τι είχε σχέσεις στην Αθήνα με γυναίκες πιθανόν ακατάλληλες ως προς τον χαρακτήρα, το ξέρου με από τον Ροΐδη, ο οποίος, στον Ασμοδαίο της 16ης Μαΐου 1876, σ. 1-2 (παρατίθεται από τον Μουλλά) αναφέρεται σε κάποιον ταβερνιάρη, συγγραφέα του Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις που ήταν μνηστήρας της υπηρέτριας ενός από τους κριτές σ’ έναν διαγωνισμό ποίησές: «τινός ταβερνάρη, μνηστήρος της υπηρέτριας του εν λό γω κριτού, εις ην οφείλονται διετείς μισθοί». Το πραγματικόν ερώτημα είναι κατά πόσον οι εμπει ρίες και η ηθική αυστηρότητα του Πασχάλη ται ριάζουν καθόλου με τον Βιζυηνό. Είναι δηλαδή μ’ άλλα λόγια ο χαρακτήρας του Πασχάλη μια ει κόνα ή μια εκδοχή του χαρακτήρα του συγγρα φέα; Ξανά δεν μπορούμε να ξέρουμε, αλλά ξέ ρουμε ότι ο Βιζυηνός δεν παντρεύτηκε ποτέ, και
Μ
είμαστε ελεύθεροι να φανταστούμε ότι οι απόψεις του για τις γυναίκες και τον έρωτα ταιριάζουν με του Πασχάλη ως προς κάποια σημεία. Οι γυναί κες στις ιστορίες του είναι κατά κάποιο τρόπο α πλησίαστες ή δεν στέκονται στο ύψος των ιδανι κών που ο ίδιος αναμένει από αυτές. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο Βιζυηνός κα τανοούσε έναν άνθρωπο σαν τον Πασχάλη, συ μπονούσε την ψυχική του αγωνία και είχε πιθα νόν ο ίδιος υποφέρει αντίστοιχα. Ο Πασχάλης εί ναι μια πλευρά του χαρακτήρα του Βιζυηνού αλ λά δεν μπορούμε να ξέρουμε μέχρι ποιου σημείου ή σε τί ακριβώς. Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι οι ιστορίες του Βι ζυηνού είναι αντανάκλαση πραγματικών γεγονό των της ζωής του. Αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κι ότι είναι ενδεικτικές του χαρακτή ρα του. Αν φτιάξουμε ένα σύνθετο ψυχολογικό προφίλ του αφηγητή (Α) των ιστοριών, έχουμε μπροστά μας έναν άντρα που ζει στο περιθώριο, έναν ταξιδιώτη, έναν μοναχικό και δυστυχισμένο άνθρωπο, έναν εγωκεντρικό αλλά και συχνά ει ρωνικό παρατηρητή της ίδιας του της ζωής, έναν άντρα αποτυχημένο στον έρωτα. Αυτή η εικόνα είναι επίσης περιγραφή του Βιζυηνού. Τέτοιες εί ναι οι συνέπειες της παλαιάς ιστορίας. Μετάφραση από τα αγγλικά: Στέλλα Παναγιωτοπούλου
Γ®ΑΙΑΒΑΖί1-----Πληροφορούμε, το αναγνωστικό μας κοινό ότι
από 29 Νοεμβρίου τα τηλέφωνα του περιοδικού 8α αλλάξουν, Όπως μας κοινοποιήθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΟΤΕ.
Τα νέα μας τηλέφωνα θα είναι: Σύνταξης: 3301239 (αντί του 3640487) Λογιστηρίου: 3301241 (αντί του 3640488) Διαφημίσεων: 3301313 (αντί του 3642789) Συνδρομών: 3301315 (αντί του 3642765)
44/αφιερωμα
Κώστας Χωρεάνθης
Στον Ελικώνα των αρχέτυπων ποιητικών μορφών Τ ^ ,
y^Λ · Μ tJ m tty {**£*>
C"v
&]'UAJL* ν'
LVuX ,·
* ί*
fim .
.
e 't
: .χ ,
X
i
M U
i* * To Tpty <
.'
Afcjsj I»-*# U /t* ·*■*
Χειρόγραφο Γ. Βιζυηνού
/£*'' #*-***' ■ ». .«% ■ m» d*·*·*··
Κοιναί α ναμνήσεις κα ί συναισθήματα έλέγο μεν, είναι ή αιτία πά σ ης ποιήσεω ς. Ταϋτα είναι κα ί τά διαιρούντο τήν ποίησιν είς τά ς κυρίας αυτής διαιρέσεις, τήν επική ν κα ί τήν λυρικήν, δ ι’ ού εν τούτοις δέν πρόκειται νά ρηθή, ότι εν τή έτέρα τό στοιχεϊον τούτο λείπει έξ όλο κλήρο υ. Τούναντίον άμφότεραι τυγχάνουσι π ά ντο τε συνδεδεμέναι καί μόνον ή έπικράτησις τού ένό ς τω ν δύο α π ο τελ εί τήν διαφοράν. Ή Ιστορία τής ποιήσεω ς δέν είναι ή πα ρά στα σις των δύο τούτω ν ποιητικώ ν στοιχείω ν κα ί τή ς τε λ ικ ή ς αυτώ ν συγχω νεύσεω ς.
Βιζυηνοϋ, Άνά τόν Έλικώνα (Βαλλίσματα), σελ. 10) σως είναι μάταιο σήμερα να μιλήσει κανείς για την ποίηση του Γεωργίου Βιζυηνού, τη στιγμή που το έργο του, εκείνο που κατόρθωσε να διαρρήξει τον ιστό που ο χρόνος πλέκει γύρω στα ανθρώπινα δημιουργήματα, είναι το καθαυτό διηγηματικό - σελίδες, πιστεύω, ως σήμερα α ξεπέραστες, τόσο από την άποψη της γραφής ό σο και από την άποψη της ψυχολογίας και της διαγραφής χαρακτήρων και προσώπων, που διαρρέεται από μια ποιητική πνοή, καθιστώντας τον συγγραφέα ισάξιο με τον καλύτερο Παπαδιαμάντη. Η ποίηση είναι στη ρίζα κάθε εκφραστι κής παρόρμησης, μ’ οποιαδήποτε μορφή κι αν η παρόρμηση αυτή αποτυπώνεται, ένα περισσότε ρο με το λόγο, που είναι η ερμηνεία και η συνειδητοποίηση του κόσμου. Ο Βιζυηνός είχε όχι μό-
Ι
νο τη συναίσθηση αυτού του πράγματος αλλά και τη γνώμη του, που, ξεκινώντας από το λογικό σκίρτημα του συναισθήματος, ολοκληρώθηκε με τη συναισθηματική εποπτεία μιας επιστημοσύ νης, καθώς, τόσο η ποιητική του εμπειρία όσο και η συναφής σπουδή και μελέτη, τον οδήγησαν σε διατύπωση απόψεων, θέσεων και προβληματι σμών, που διαγράφουν με τον τρόπο τους μια ποιητική των αρχέτυπων και των πρωτογενών κι νημάτων του ποιητικού φαινομένου. Ωστόσο ο Βιζυηνός οφείλει τη δόξα του στο δι ηγηματικό του έργο. Το ποιητικό, ίσως επειδή υ πηρέτησε μια συνειδητή τάση ή, διαφορετικά, πλέχθηκε, όπως το πανί του αργαλειού, πάνω σε κάποια καθορισμένα σχήματα, ίσως επειδή υπέ κρυψε μέσα στην εκφραστική του σχοινοτένεια
αφιερωμα/45 (κάποιες φορές) μια νομιμοφροσύνη καθιερωμέ νων αυτογενών συστατικών, που, όμως, στην εκ πεφρασμένη τους μορφή, δεν ανταποκρίνονται στους νόμους και τους ρυθμούς μιας κοινής πα ραδοχής, απέληξε σ’ έναν αναπαραγωγικό πανη γυρισμό εκείνου, που η λειτουργική του κοινο κτημοσύνη ενέχει τα στοιχεία της πρωτογενούς του αξίας και - πράγμα συναφές μ’ αυτή - της φυσικής του διάρκειας. Από το ποιητικό έργο του Βιζυηνού, εκείνο που δημιουργεί σ’ αυτόν που το προσεγγίζει αντιστά σεις, είναι το καθαυτό λυρικό, εκείνο που γρά φτηκε κάτω από την πίεση μιας πραγματικής εκ φραστικής ανάγκης και, φυσικά, αποτύπωσε ένα ενδιάθετο ερεθισμένο στους φυσικούς ρυθμούς και στους γνήσιους κυματισμούς του πάθους. Κι εδώ έχουμε, επίσης, όπως και στο πεζογραφικό έργο, κάποιες κατορθώσεις, που η λυρική τους συνισταμένη, στο εξατομικευμένο πεδίο της διαχωριστικής τους ύλης και η συναισθηματική τα ραχή της πρωτογένειας στη χρήση του λόγου, συνιστούν μια ποίηση (έστω και περιορισμένη), που η αποκαλυπτική της αμεσότητα και η αφοπλιστι κή της απλότητα είναι πράγματα πολύ σημαντι κά - γι’ αυτό και είναι από τα λίγα που εξακο λουθούν, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες να συγκινούν και να προκαλούν την ηδονή, που η ί δια η φύση τους περιέχει. Δε θα ’θελα εδώ να επιμείνω πάνω σ’ αυτό, νομίζω πως, αφού το ίδιο το πράγμα περιέχει «έν έαυτώ» τα στοιχεία της διάρκειάς του, είναι αρκετή αυτή η αντικειμενι κότητα, για ν’ αποδεικνύει κάθε φορά, το λόγο της δικαιοσύνης της. Ένα μόνο ίσως είναι απα ραίτητο να υπομνησθεί εδώ, πως ο επιμερισμός των ποιητικών μορφωμάτων, όσο κι αν βαίνει, στη θεώρηση του μελετητή, πάνω σε κάποια διαχωρίσματα συμβατικά, έχει έναν καθοριστικό χαρακτήρα για την ποίηση του Βιζυηνού στο σύ νολό της. Εξάλλου, κι ο ίδιος ο «γλυκός τραγου διστής της Βιζύης» στη θεωρητική του τεχνογρα φία δε διστάζει να προβαίνει σε διαιρέσεις και σχηματοποιήσεις - αλλά, βέβαια, οι διαιρέσεις αυτές και οι σχηματοποιήσεις, καθώς γίνονται α πό μιαν ανάγκη της λυρικής συνείδησης, συμφύονται με μια διαστηματική ρυθμοποιία της ποιη τικής έκφρασης και με τον τρόπο αυτόν αποχτούν την κατακύρωσή τους στο πρακτικό πεδίο της ανθρώπινης έφεσης για την οργάνωση του ε σωτερικού κόσμου και τον δαμασμό των άπει ρων κινημάτων της ψυχής, της φαντασίας, των παλμών, που κλείνουν στο ρυθμό τους τα μυστι κά μηνύματα του κόσμου μας. Όμως, κατά μεγάλο μέρος, τα ποιήματα του Βιζυηνού είναι αφηγηματικά.1Ακόμα κι εκεί που ο λυρικός χαρακτήρας είναι εμφανής, το διηγηματικό στοιχείο σπονδυλώνει, κατά κάποιο τρό πο, το λυρισμό και τον υποβαστάζει μ’ ένα, συνή θως δραματικό πλέγμα, που δεν έχει ανάγκη να
υποκρυφθεί, όσο διάφανο και αόρατο κι αν είναι κάποιες φορές. Κι αυτά τα αφηγηματικά ποιήμα τα προσπαθούν στην εκφραστική τους αποτύπω ση να συνταχθούν με τις αρχέτυπες μορφές της ποίησης προτού ακόμα το συναίσθημα φέρει τον κλονισμό στο συμπαγές μόρφωμα της επικής ύ λης. Και τα ποιήματα αυτά, ψάλλουν γεγονότα και όχι συναισθήματα. Δεν είναι, δηλαδή, παρά οι πρωταρχικές εκείνες μορφές της ποίησης, που ως φαινόμενο φυσικό, αποσπώνται από την κοι νότητα των αναμνήσεων και των γεγονότων, προτού ακόμα γίνουν (ή ερμηνευθούν με την) ι στορία, όταν ακόμα η μοναδική πνευματική τους κατακύρωσή ερμηνεύεται με τους μύθους ή (σε μια προχωρημένη, αλλά ασυνειδητοποίητη από το κοινό αίσθημα ιστορικότητα) με τους θρύλους και τις παραδόσεις, που κάθε λαός Θησαυρίζει στο βάθος της ιδιαιτερότητάς του. Ο Βιζυηνός έ χει να μας διδάξει πολλά και σημαντικά πάνω σ’ αυτό, τόσο με τα ίδια του τα ποιήματα όσο και με το μελέτημά του για τις αρχετυπικές αυτές μορ φές της πρωτογενούς ποιητικής αποτύπωσης, που το επιγράφει προσφυώς «Ά νά τόν Έλικώνα».2 αρχή, που ο καθοριστικός της χαρακτήρας έχει την αφετηρία του στην αριστοτελική Η φιλοσοφική θεώρηση, περιέχει σπερματικά και την εξέλιξη των ειδώλων, και, βέβαια, και των ποιητικών ειδών. Η γενετική αυτή των ανθρώπι νων μορφωμάτων του πολιτισμού είναι, ίσως, η σύμφυτη εκείνη προδιάθεση για τον «έρωτα του ειδέναι», για τη φυσική, ενδεχομένως, παρόρμηση, που ο άνθρωπος νιώθει στο να γνωρίσει και να μάθει. Και είναι χαρακτηριστικό πως οι αρι στοτελικές θεωρήσεις ξεκινούν από την αρχή (λ.χ. Ποιητ. 1447α 12: λέγωμεν άρξάμενοι πρώ τον άπό των πρώτων, Μεταφρ. Α. 982α 25: άκριβέσταται δέ τών έπιστημών α'ί μάλιστα τών πρώ των είσίν, ακόμα, στο ίδιο, λίγο πιο κάτω, 982β 12: διά γάρ τό θαυμάζειν οί άνθρωποι καί νϋν καί τό πρώτον ήρξαντο φιλοσοφεΐν, έξ αρχής μέν τά πρόχειρα τών άτοπων θαυμάσαντες...), για τον απλό λόγο πως μια συνολική εποπτεία του θεωρουμένου αποβαίνει συντελεστική της ίδιας του της εξελικτικής προόδου, για να φτάσει στην ε ντελέχεια της ολοκλήρωσής του. Ο Αριστοτέλης, που δέσποσε στη δυτική σκέψη για πολλούς αιώ νες, έδωσε και στους φιλοσοφικούς μελετητές τούς τρόπους για ν’ αντιμετωπίσουν τα αντικεί μενα της μελέτης τους με τρόπο ασφαλή, ή του λάχιστον κατακυρωμένο πάνω στη δική του αυ θεντία. Αυτός ο ιδεαλιστικός προσανατολισμός επηρέασε, βέβαια, και τον Βιζυηνό, αφού η Ευρώ πη στην οποία σπούδασε, ανέπτυξε τη φιλοσοφι κή της σκέψη κάτω από τη βαριά σκιά του φι λοσόφου. Ας μη θεωρηθεί αυτή η πρέκβαση ως μια πα
46/αφιερωμα ραλληλία για το μελέτημα του Βιζυηνού επάνω στις αρχέτυπες αποτυπώσεις της ποιητικής έκ φρασης. Απλά, όπως ο φιλόσοφος, το ίδιο και ο Βιζυηνός, ως συνειδητός μελετητής του ποιητι κού φαινομένου στη γένεσή του, προσπαθεί να ερμηνεύσει τη δημιουργία του μεσ’ από την ίδια της τη δυναμική, τη λειτουργία του μεσ’ από τις ίδιες της τις εκδηλώσεις. Και, βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί εδώ πως το μελέτημα δεν είναι πα ρά το «επιγέννημα πολλής πείρας», κατά που λέει και ο Ανώνυμος συγγραφέας του «Περί ύ ψους» (6, I), αφού φέρει στο τέλος τη χρονολογι κήν ένδειξη «κατά Μάρτιον του 1823», περίπου τρία χρόνια προτού η απόληξη της τραγικής του ώρας ολοκληρώσει το ανερμήνευτο μυστήριό τ η ς - τα ποιήματα, βέβαια, είχαν προηγηθεί και οι συλλογές είχαν πάρει τη εκδοτική τους μορφή αρκετά χρόνια πριν.3 Έτσι, η περιδιάβαση στον Ελικώνα της ποιητικής ευφορίας,, με το πρώτο άγγιγμα των Μουσών, έκλεισε έναν ευκρινή κύ κλο και περιέγραψε με τον τρόπο της τους χώ ρους της ποιητικής κοινοκτημοσύνης, μέσα στους οποίους κινήθηκαν και από τους οποίους ξεκίνησαν οι πρώτες εκφάνσεις 'του ποιητικού φαινομένου. Οι πρώτες, λοιπόν, αυτές εκφάνσεις, εντοπί ζονται στην αρχαιοελληνική ποίηση - την πηγή κάθε μορφής καλλιτεχνικής. Μ’ έναν ευτράπελο τρόπο (ήταν δεινός σατυριστής) εισάγει ο μελετη τής στην περιοχή της μυθικής ποιητικής παρου σίας τις Ελληνίδες αναγνώστριές του (είναι χα ρακτηριστικό πως, αφού ξεκινά από τις ίδιες τις ενσαρκώσεις της ποίησης, τις Μούσες, απευθύ νεται, κατά κύριο λόγο, και σε γυναίκες) και, προχωρώντας μ’ έναν ακροβατικό ρυθμό αλλά ασφαλή στην ισορροπία του, φτάνει στο ζητούμε νο: η πρώτη μορφή ποίησης είχε λατρευτικό χα ρακτήρα προς «τας περικαλλείς των θεών μορφάς» (σελ. 24), που συνόδευε τις ιεροτελεστίες και δεν ήταν παρά οι παιάνες με την απλότητα των ρυθμών και την ηθική σοβαρότητα των λέξεών τους. Όμως, προς αυτή τη στερεότυπη και σεμνοπρεπή έκφραση χρειαζόταν και μια «σκηνογραφική ποικιλία» (σελ. 25), για να τέρψει τις αισθήσεις και τη φαντασία. Κι έτσι δημιουργήθηκε το υπόρχημα που ο σκοπός του ήταν να δώσει στη συνεορτάζουσα κοινότητα το κοσμικό μέρος της απόλαυσης.4 Του υπορχήματος το περιεχό μενο δεν ήταν παρά το μυθολογικό υλικό, που εί χε σχέση με τον τιμώμενο θεό, και εκτελούνταν με ορχηστικούς μίμους και έμοιαζε με πράξεις δράματος, καθώς χρησίμευε για την παραστατι κή ερμηνεία των στίχων που ψάλλονταν από το χορό. Κι αργότερα, αυτή η μεταφορά της σεμνοπρέπειας στην κοσμική (τη σωματική, θα ’λεγα) απόλαυση, επεκτάθηκε εκτός από τις λατρευτι κές εκδηλώσεις προς τιμήν του Απόλλωνα, και σ’ άλλους θεούς, όπως αφήνει να εννοήσουμε το
περιλάλητο υπόρχημα του Πρατίνα που έχει περισωθεί (D. L. Page, PMG, 708). Ο Πρατίνας είναι γνωστό - είναι και ο θεμελιωτής του σατυ ρικού δράματος και το υπόρχημά του αυτό φανε ρώνει πως αυτού του είδους η ποίηση «ένεδύθη άστειότερον χαρακτήρα» (σελ. 27), και βέβαια, δεν ήταν αυτός που επέβαλε αυτόν τον χαρακτή ρα, συνέβαλε, όμως, στην ανάπτυξή του. Έτσι, το υπόρχημα απέμεινε ένας υποτελής μίμος. Κι ύστερ’ απ’ αυτή την εξέλιξη, δεν έμεινε στο λα τρευτικό χώρο της ποίησης παρά μόνο το βάλλισμα. Γι’ αυτό το πρωτογενές είδος ο Βιζυηνός πλη ροφορεί πως η απομάκρυνση του υπορχήματος από τη θρησκεία το κατέστησε οσημέραι ζωηρό τερο και ορχηστικότερο κι αυτή η μετατροπή ε πέφερε και την αλλαγή του ονόματος, που ήταν σύμφυτο με την εκφραστική του λειτουργικότη τα. Επισημαίνει μάλιστα (σελ. 28) πως οι Έλλη νες της Κάτω Ιταλίας χρησιμοποιούσαν το ρήμα «βαλλίζω», για να δηλώσουν την πράξη του ζωη ρού χορού (= βάλλειν τά σκέλη καί τάς χεϊρας) και «βαλλισμούς» έλεγαν τους χορούς που οι κι νήσεις των μελών του σώματος ήταν ζωηρότερες - έτσι το υπόρχημα μετονομάστηκε σε βάλλισμα. Έτσι, γι’ άλλη μια φορά, και τα βαλλίσματα (που, βέβαια, δεν είναι άλλο από τις μπαλλάντες, ballade), πού ως ποιητικά και μουσικοχορευτικά είδη αναπτύχθηκαν ιδιαιτέρά στη δυτι κή, κεντρική και βόρεια Ευρώπη, ξεκίνησαν από τις ελληνικές πανηγυρικές εκδηλώσεις. Και είναι χαρακτηριστικό πως όλα τα νεότερα έθνη άρχι σαν την καλλιέργεια της ποίησής τους με τα βαλλίσματα (σελ. 29), που αποτελούν τη δημοτική ποίηση κάθε λαού και υπόκειται σ’ αυτήν η κοι νότητα των θρησκευτικών δρωμένων και μια νο μιμοφροσύνη, που ξεκινά από τις πρωταρχικές λατρείες των θεών. Διατηρήθηκε, λοιπόν, η ορ χηστική μίμηση, και μάλιστα με ρυθμούς γορ γούς και τιναχτούς, καθώς οι χορευτές είτε με τις χειρονομίες είτε με τις φυσικές γνωμικές κινή σεις είτε και μόνο με το χρωματισμό της φωνής, μιμούνταν το περιεχόμενο του βαλλιστικού ά σματος. αυτόν τον τρόπο ο Βιζυηνός ερμηνεύει τη δημιουργία του δημοτικού άσματος, και, αρχίζοντας από την Ελλάδα, καταχωρίζει στο μελέτημά του κάποια σκωπτικά βαλλίσματα, και στη συνέχεια αναφέρεται και σ’ άλλες χώρες της Ευρώπης (Ιταλία, Γαλλία, Προβηγκία, Σκω τία, Αγγλία, Σκανδιναβικές χώρες, Γερμανία) ό που το βάλλισμα, όπως είναι γνωστό, καλλιεργή θηκε όχι μόνο από τους λαούς, αλλά και από ε πώνυμους ποιητές και τροβαδούρους, μέσα σε μιαν αρκετά μεγάλη χρονική διάρκεια, ως την ε ποχή του Γκαίτε, του Σίλλερ και του Ούλαντ. Δε θα σταθώ στον ιδιαίτερο χαρακτήρα, που ο Βιζυ-
Μ
αφιερωμα/47 ηνός επισημαίνει με τη γνώση και την ευαισθησία του για την ποίηση του κάθε λαού, ούτε και στις αναλύσεις, κυρίως τις μορφολογικές, των βαλλισμάτων που παραθέτει (και θα ’θελα, παρεκβατι κά ολωσδιόλου να σημειώσω, πως θα ’πρεπε, κά ποια στιγμή, να συγκεντρωθούν σ’ έναν τόμο αυ τές οι μεταφράσεις του των βαλλισμάτων, που α ποτελούν τμήμα της προσωπικής του δημιουρ γίας,5) και, φυσικά, καταλαμβάνουν το μεγαλύ τερο τμήμα του μελετήματός του. Θα ’θελα μόνο να υπογραμμίσω τον αφηγηματικό χαρακτήρα της ποίησης αυτής, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, και ότι το περιεχόμενό της αντλείται τόσο α πό τους μύθους του παρελθόντος, όσο και από τους θρύλους του παρόντος, από ιστορικά περι στατικά που περιβλήθηκαν με την αχλύ του θρύ λου και από μυθικά πρόσωπα, που έφτασαν με την αστραφτερή τους πανοπλία ως τα πρόθυρα της Ιστορίας. Ψάλλει κατορθώματα και πράξεις γενναίων (gestes) και, στη λαϊκή της αφετηρία, ο νομάζει τα πρόσωπα κι έτσι ολοκληρώνει τη δραματικότητα στο καλλιτεχνικό πεδίο της επικοι νωνίας της με τους ακροατές. Έτσι, η αφήγηση, κρατάει κάτι από το μιμητικό χαρακτήρα της πρώτης αρχής και ενσωματώνει στο εκφραστικό της μόρφωμα τα στοιχεία που προσδιορίζουν στη λαϊκή συμμετοχή, όπως είναι η επωδός, η επανά ληψη, η ανταπάντηση και άλλα στιχουργικά τε χνάσματα, σύμφυτα στη λειτουργική της κοσμικοποίηση. Και βέβαια, το κατεξοχήν δραματικό της περιεχόμενο το δίνουν οι δυο σημαντικότερες δυνάμεις της ανθρώπινης μοίρας, ο έρωτας και ο θάνατος, πράγματα που έγιναν αργότερα καθορι στικοί παράγοντες του περιεχομένου στο μοναδι κό λογοτεχνικό είδος, που η δυτική Ευρώπη πα ρέλαβε από την ελληνιστική αρχαιότητα και το ανήγαγε σε μια περωπή: το μυθιστόρημα. Το αφηγηματικό στοιχείο των βαλλισμάτων ενδιαφέρει τη μελέτη αυτή, για τον ήδη γνωστό λόγο ότι η ποίηση του Βιζυηνού είναι (όπως έχει, αναφερθεί) κατά μεγάλο μέρος αφηγηματική. Προτού όμως προσεγγίσουμε σ’ αυτή την περιο χή, θα πρέπει να ολοκληρώσουμε τη θεώρησή του σχετικά με τις αρχέτυπες μορφές της ποίησης, αυτές τις πρωτογενείς εκβλαστήσεις στο κοινό ελικώνιο έδαφος. Σε μια, λοιπόν, περιηπτική ανα κεφαλαίωση των απόψεών του (αλλά εκπληκτι κή στη σαφήνεια και καθαρότητά της, και πολύ σημαντική στη φιλοσοφική της αφετηρία) αποφαίνεται πως η πρώτη ποίηση ενός έθνους είναι διηγηματική, συντηρητική των αναμνήσεών του, είναι, κατά το λόγο του Σίλλερ, η αφελής εκείνη ποίηση που περιγράφει τον κόσμο και δεν αναλύ ει τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του, χωρίς, όμως, να είναι απαλλαγμένη εξ ολοκλήρου από το λυρικό στοιχείο, που ως μουσική συνοδεία εί ναι σύμφυτο μ’ αυτήν κατά τη γένεσή της. Αυτό το πρώτο στάδιο το ακολουθεί ένα δεύτερο, που
είναι η συναισθηματική έκφραση, μέσ’ από το ά τομο, της συλλογικής ψυχής, και τότε, η μουσι κή που γίνεται μουσική, έχει τη δυνατότητα να α ναπτυχθεί σε αυτόνομο είδος. Την ίδια στιγμή που η μουσική αυτονομείται, η φαντασία, υπηρε τική ως τώρα της κοινής μνήμης, απελευθερώνε ται και γίνεται καθαυτό ποίηση. Και - πράγμα ε ξαιρετικά σημαντικό - στη θέση κάποιας εξωτε ρικής αλήθειας ή ποίησης (διήγηση), που δεν ξέ ρει τίποτ’ άλλο παρά ότι είναι αλήθεια (ποιητική αφέλεια), μπαίνει τώρα μια εσωτερική αλήθεια, η έκφραση του συναισθήματος (λυρισμός). Έτσι, ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τον συναισθηματικό του κόσμο, και ο εσωτερισμός καταλαμβάνει την εκφραστική του περιοχή, καθώς ο εξωτερικός κόσμος γίνεται αλληγορία ή σύμβολο εκείνου. Στην εκδοχή του εξωτερικού κόσμου ως εικόνας των εσωτερικών συναισθημάτων, η φαντασία παίρνει συνείδηση του εαυτού της ως δημιουργι κής δύναμης. Αν τώρα προστεθεί στα εξωτερικά γεγονότα κάτι το εσωτερικό, και θεωρηθεί ότι τα εξωτερικά γεγονότα είναι αποτέλεσμα του εσω τερικού (πάντα στην περιοχή της ποίησης), τότε το γεγονός αυτό καθαυτό γίνεται πράξη, που η παράστασή της την ώρα που συντελείται (και όχι ως παρελθόν ήδη συντελεσμένο) εμφανίζεται πά λι με το χαρακτήρα του γεγονότος, τότε προκύ πτει η δραματική ποίηση, που είναι σύνθεση των δύο πρωτογενών ποιητικών εκφράσεων και είναι η υψηλότερη περίοδος του ποιητικού μορ φώματος. Έτσι, με τη λυρική ποίηση δημιουργείται η τέ χνη, στη στενότερη σημασία της. Και μπορεί, βέ βαια, τα συναισθήματα που εκφράζει να είναι κοινά, όμως βρίσκουν στην ατομική ψυχή την προσωπική τους έκφραση, κι έτσι δημιουργείται ο τύπος που προσιδιάζει στην ατομικότητα του καθενός κι έτσι αποσπάται από την κοινότητα του συναισθήματος η αυθεντική ερμηνεία του κα θενός ξεχωριστά. Αντίθετα, στην επική ποίηση (που, βέβαια, η τέχνη ως λειτουργία υφίσταται, αλλά είναι υπηρετική του κοινού συναισθήματος, των κοινών αναμνήσεων, των κοινών γεγονότων, είναι, όπως λέει ο ομηρικός αοιδός [ρ 383] «δημιοεργός», ωφέλιμη στην κοινότητα, (όπως είναι η τέχνη του μάντη, του γιατρού, τόυ αρχιτέκτονα ή του κήρυκα), ισχύει ένας μόνο γενικός κομ εθνι κός τύπος, αφού υπάρχουν δημιουργοί αλλά δεν υπάρχει καθαυτό προσωπική δημιουργία - γι’ αυτό και οι «αυτουργοί» είναι τόσο όμοιοι μεταξύ τους, που οι πολλοί συγκορφώνονται και συναι ρούνται σε έναν. Με το λυρισμό παρουσιάζεται έ νας ποιητικός άρχοντας, δίνεται η δυνατότητα της ποικιλίας και της ανομοιότητας, που βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της στη δραματική ποίηση.6 Αυτό το εξελικτικό σχήμα (που ο Βιζυηνός στο μελέτημά του το εφαρμόζει στην προσέγγιση των
48/αφιερωμα ση των δύο αυτών μορφών με την πληρότητα τη δραματική, αντλεί το περιεχόμενό της και τη δύ ναμή της από το κοινό γεγονός ή συναίσθημα, ε φόσον απευθύνεται προς ένα κοινό, είναι μέσα στη φύση της να περιέχει και να εκφράζει το συλ λογικό το «κοινό και το κύριο (proprio)», σύμφω να με τη ρήση του Σολωμού. Και ο λυρισμός τότε μόνο έχει λόγο δημιουργικής ύπαρξης, όταν από το κοινό φτάσει στο ατομικό κι απ’ αυτό ξαναγυρίσει στο κοινό - η ιστορία του φυτού (πάλι κα τά το γνωστό σολωμικό σχήμα). Και, νομίζω, πως σ’ αυτό το σημείο, η θεωρητική αντιμετώπι ση του Βιζυηνού είναι καίρια και δείχνει, γι’ άλλη μια φορά, προς τα πού θα πρέπει να προσανατο λίζεται η ποίηση «παντός έθνους», αν θέλει, φυσι κά, να επιτελέσει τον πολιτιστικό της προορισμό και να συντελέσει στη δημιουργική έκφραση μιας διάρκειας και μιας οιονεί αναγκαιότητας. έβαια, το ποιητικό έργο του Βιζυηνού προηγήθηκε από τη μελέτη, ωστόσο είναι εμφα νές ότι το θεωρητικό πλαίσιο ήταν ήδη οριοθετημένο, όταν γράφονταν τα ποιήματα. Ήταν, αν θέλουμε, η ποιητική κοσμοθεωρία ενός δημιουρ γού, που κινήθηκε στους χώρους του μύθου και της ιστορίας, του θρύλου και του γεγονότος. Αλ λά, είναι αλήθεια, πως η ποίηση αυτή, πολύ απέ χει από το να μεταδώσει αυτό το αφελές και πρω τογενές πάθος της πρώτης δημιουργίας και αυτή τη δροσιά, που η παντοτινή νεότητα της ποίησης εκείνης αναδίνει στην επαφή της με τον κόσμο. Εκείνη ήταν το αυτοφυές δημιούργημα μιας εκ φραστικής ανάγκης που γέμισε το χώρο της κοι νής παραδοχής, εδώ έχουμε μιαν αναπαραγωγή θρύλων, γεγονότων, ιστορικών περιστατικών, που ήδη έχουν στην περιοχή της λαϊκής δημιουρ γίας την καλλιτεχνική τους ολοκλήρωση και αυτάρκεια και έχουν κατακυριαρχηθεί, με την εκ φραστική τους μορφή, στη συνείδηση του φυσι κού τους ακροατηρίου. Γι’ αυτό και από τα πολύ στιχα αυτά αφηγηματικά ποιήματα, εκείνα που προξενούν ακόμα κάποιες αντιστάσεις είναι όσα παράγουν (και όχι αναπαράγουν) στο ποιητικό πεδίο το κοινό γεγονός ή συναίσθημα. Ύστερα,, ένας επώνυμος δημιουργός (στην προκειμένη πε ρίπτωση ο Βιζυηνός) στην προσπάθειά του να στιχουργήσει τους κοινούς θρύλους και μύθους, έχει ν’ αντιμετωπίσει το ζήτημα της μορφής, που οπωσδήποτε είναι σύμφυτο με το περιεχόμενο. Γι’ αυτό (και πάλι από τα ποιήματα αυτά εκείνα που προσιδιάζουν προς τους λαϊκότροπους ρυθ μούς και προς τα στιχουργικά τεχνάσματα των λαϊκών βαλλισμάτων, έχουν και το μεγαλύτερο ποσοστό αντικειμενικότητας, και, φυσικά, και τις προϋποθέσεις κάποιας διάρκειας. Κι ακόμα, ένα στοιχείο, που καθιστά δυσπρόσιτα σήμερα (και απωθητικά) κάποια από τα ποιήματα αυτά, είναι η καθαρεύουσα γλώσσα τους, που ο Βιζυη
Β
νός χρησιμοποίησε, προφανώς για να συνταχθεί μ’ εκείνους που, ως λόγιοι, οικονομούσαν τη γλωσσική παιδεία του έθνους, αυτόκλητοι κλη ρονόμοι και νομοθέτες.7 Όμως, αυτό είναι ζήτη μα γενικότερο και είναι το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής έκφρασης, που τους καιρούς εκείνους βρισκόταν στην πιο αγωνιώδη του περίοδο. Και μπορεί η «καθαρεύουσα» των διηγημάτων του (ή και των μελετών του) να προσδίνει στη γραφή του την ιδιαίτερη χάρη, που επανθεί στο λόγο του, στην ποίησή του, όμως, οπωσδήποτε επέφε ρε σημαντική ζημιά - αυτό που θεωρήθηκε ενδε χομένως προτέρημα για την εποχή του, αποδεί χθηκε στην προοπτική του χρόνου σοβαρό μειο νέκτημα. Και, επιπλέον - πράγμα που επισημαί νει ο Κωστής Παλαμάς, που είναι όχι μόνο μεγά λος ποιητής, αλλά και ο σημαντικότερος ίσως κριτικός μελετητής της λογοτεχνίας μας - τα ποιήματα τα ψυχραίνει ένας διδακτισμός,8 απο τέλεσμα των αισθητικών θεωριών, που ο Βιζυη νός ασπάστηκε και οικειοποιήθηκε στην Ευρώ πη, μέσα στο γενικότερο κλίμα ενός παιδαγωγισμού και ωφελιμισμού της τέχνης, καθώς από το καλλιτεχνικό δημιούργημα απαιτούνταν να προ σκομίσει στο κοινωνικό σύνολο μια «παραδεδεγ μένη χρησιμότητα». Ωστόσο, υπάρχουν αφηγηματικά ποιήματα α νάμεσα στα πολλά του Βιζυηνού, που και σήμερα ακόμα προξενούν τις αντιστάσεις τους - εφόσον στη συνολική θεώρηση ενός σημαντικού έργου μας ενδιαφέρουν όχι μόνο τα φώτα, αλλά και οι σκιές του, η σκοτεινή πλευρά της δημιουργίας του, είμαστε υποχρεωμένοι να τα δεχθούμε όλα, όχι μόνο ως ιστορικές καταθέσεις που μαρτυ ρούν κάποιες ενδογενείς (ή και εξωγενείς, ακό μα) αδυναμίες ή συνθηκολογήσεις, αλλά και ως στοιχεία, που με την αρνητική τους συμμετοχή συμβάλλουν να προβληθεί το θετικό, αυτό που κέρδισε, στον αγώνα με το χρόνο, την αυτοδύνα μή του διάρκεια. Φυσικά, εδώ, δεν πρόκειται να γίνει αξιολόγη ση αυτής της ποίησης, ούτε υπάρχει η πρόθεση να διαχωριστεί η ήρα από το στάρι - εξάλλου η ποίηση είναι στα ποιήματα το σπανιότερο πράγ μα, γι’ αυτό και το πιο πολύτιμο. Θα ’θελα, ό μως, να σταθώ σε κάποια απ’ αυτά (και η επιλο γή αυτή είναι καθαρά προσωπική που ενέχει την υποκειμενική της αδυναμία), όχι τόσο για να ερμηνευθούν τα στοιχεία που τα καθιστούν ακόμα ζωντανά στην ευαισθησία μας, όσο για να επιβε βαιωθεί μέσ’ από την αφηγηματική τους μορφή, ο λυρισμός του Βιζυηνού, που σαν τρεμάμενο κλωνάρι φωτός σχηματίζει το θόλο της αθωότητάς του. Γιατί, η ποιητική αθωότητα και αφέλεια είναι αυτονόητα συστατικά της αφηγηματικής ποίησης κι αυτά είναι κείνα, που την καθιστούν αγέραστη για πάντα, αφού ξεκινά από την αρχή και τη νιότη του κόσμου μας.
αφιερωμα/49 πιτυγχάνεται πάντα. Και το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το ποίημα «Ο βασιλικός», που αναφέρεται στη γνωστή παράδοση για την εύρεση του Τιμίου Σταυρού από την αγία Ελένη, που ο δηγήθηκε στον τόπο που ήταν θαμμένος από την ευωδιά του βασιλικού - κι εδώ η ατροφική διάρ θρωση, μορφικά, προσομοιάζει μ’ εκείνην του ποιήματος «Μεταμορφώσεις», μόνο που ο δεκα πεντασύλλαβος έχει «διπλωθεί» στην τομή του σε δυο αυτόνομα ημιστίχια, οι ζυγοί στίχοι, ό μως, με τη συντομευτική τους συγκοπή δημιουρ γούν και πάλι την εντύπωση της επωδού.
Ανάμεσα, λοιπόν, στα «βαλλίσματα» του Βιζυηνού, εκείνα που ανταποκρίνονται στην αρχέτυ πη αθωότητα και αφέλεια και μ’ αυτήν συναρ θρώνεται σε μια συνεργασία μύθου και λέξεως η μορφή τους, είναι πρώτα το ποίημα «Μεταμορ φώσεις», που αναπτύσσει τον αιτιολογικό μύθο του σκαντζόχοιρου, της αράχνης, της χελώνας και της μέλισσας. Εδώ, τόσο η μορφή (τετράστι χες στροφές, όπου μονοί στίχοι, δεκαπεντασύλ λαβοι του δημοτικού τραγουδιού, με την απλότη τα και την ολοκλήρωσή τους, συμπλέκονται με τους ολιγοσύλλαβους ζυγούς τρόπους, που δη-
β.
' j
' λ
,
^
'
, ^ < u*>~
Λ'
μιουργούν την ακουστικήν εντύπωση της επω δού), όσο και το εκφραστικό όργανο, ευλύγιστο, καθαρό και ασφαλές,· προσδίνουν στο ποίημα (και με τη δραματικότητα των διαλόγων, που λέ νε αυτό που θέλουν να πουν άμεσα και απλά) ε κείνη την πρωτογενή αφέλεια και χάρη του λαϊ κού βαλλίσματος. Και, βέβαια, τα δυο ποιήματα, που αναφέρονται στους θρύλους της Άλωσης αρκετά γνωστά, ώστε δε χρειάζεται να επιμείνει κανείς σ’ αυτά («Το Μπαλουκλί» και «Κωνστα ντίνος Παλαιολόγος) - όπου το θέμα τους και μόνο είναι αρκετό για να ερεθίσει το φυλετικό εν διάθετο και να προξενήσει τις αναμενόμενες αντιστάσειξ; Ένα μόνο ίσως είναι απαραίτητο να σημειωθεί πως, και μόλο που ο Βιζυηνός εδώ α ναπαράγει το μύθο ή το θρύλο, κατορθώνει να δημιουργήσει, αναδεικνύεται ένας οιονεί εξατομικευμένος «αυτουργός», γιατί η ποίησή του υπο κρύπτει το λυρικό του πλαίσιο, αλλά την ίδια στιγμή το φανερώνει - πράγμα, όμως, που δεν ε-
^
4 ^ ,
Γράμμα (σελ. S' τέλος) του Βιζυηνού προς τον α δελφό του Μιχαήλο.
νάμεσα τώρα στα ποιήματα που αξιοποιούν την κοινή μνήμη είναι κι αυτό που ε Α πιγράφεται «Η παράφρων» και φέρει τον παρεν θετικό υπότιτλο («Έπεισόδιον των έν Βιζύη κα ταστροφών»), και θα το χαρακτήριζα ως τυπικό του είδους (κι εδώ, αυτή η συστοιχία του με την τυπική μορφή του βαλλίσματος του προσδίνει και την αντικειμενική του παραδοχή). Αναφέρεται σε κάποια κόρη που παραφρόνησε όταν οι Τούρκοι, σε μιαν άπό τις καταστρεπτικές τους ε πιθέσεις εναντίον της Βιζύης (πιθανώς το 1876) σκότωσαν τον αγαπημένο της. Μέσα στην παρα φροσύνη της, με «μυρτόπλεκτο στεφάνι» στα μαλλιά, περιφέρεται στη μάντρα του βοσκού που είχε αγαπήσει, και ο ποιητής, σ’ ένα είδος αφηγη ματικής αναδρομής, εξιστορεί την αιτία της πα ραφροσύνης της κόρης. Η κάθε στροφή απολήγει σε επωδό, που με την επικλητική της δραματικό τητα ανεβάζει το ποίημα στην περιοχή των αρχέ τυπων ποιητικών μορφών, αφού εδώ δεν έχουμε
50/αφ ιερ ω μο στιχουργική ανάπλαση μύθου, αλλά μιαν αυτογενή ποίηση, που αποσπά ένα γεγονός από την κε νότητα του συναισθήματος και το περιβάλλει με την τεχνική της ιδιαιτερότητάς της. Δε θα μπο ρούσαμε, όμως, \>α πούμε το ίδιο και για το συνα φές ποίημα «Ή έπαΐτις τής Βιζύης», απ’ όπου η απουσία μύθου και η επωδική επανάληψη παρου σιάζουν μιαν εξεζητημένη στιχουργία. Ο Βιζυηνός στιχούργησε αρκετές λαϊκές παρα δόσεις και μύθους και, για να σταθεί συνεπής στην ειλικρίνειά του, σε παρενθετικούς υπότι τλους μνημονεύει το πράγμα και, μερικές φορές, την πηγή του.9 Ωστόσο, εδώ, θα πρέπει να ση μειωθεί ακόμα κάτι: πέρ’ απ’ το ότι έχουμε μιαν αναπαραγωγή κατακυρωμένων καλλιτεχνικών πλασμάτων, στην επώνυμη ποιητική δημιουργία απουσιάζει η ανταπόκριση και συμμετοχή της κοινότητας, που όχι μόνο είναι εμφανής αλλά και αναγκαία προϋπόθεση της συλλογικής δη μιουργίας. Επομένως, το αρχέτυπο ποιητικό μόρφωμα με τον αφηγηματικό χαρακτήρα, στην περιοχή της λυρικής εξατομίκευσης, χάνει μεγά λο μέρος από την τελετουργική του λειτουργικό τητα. Γι’ αυτό σε προχωρημένες εποχές, το βάλλισμα ντύθηκε όχι πια με τον διηγηματικό πέπλο της συλλογικής αθωότητας, αλλά με το λυρικό της προσωπικής ποιητικής αυθεντίας. Κράτησε κάποια βασικά χαρακτηριστικά της λαϊκής και λειτουργικής του προέλευσης (ρίμα, επωδό, επα νάληψη, ανταπάντηση, στάλσιμο [envoie]), αυ τά, όμως είναι χαρακτηριστικά της μορφολογικής του πραγμάτωσης, όχι του περιεχομένου του. Για παράδειγμα, τα βαλλίσματα του Daniel Arnauld, του Frangois Villon ή της Χριστίνας ντε Πιζάν, έχουν αυτό το λυρικό χαρακτήρα. Και θα χρειαζόταν η μεγαλοφυία ενός Γκαίτε ή ενός Σίλλερ ή η ιδιοφυία ενός Ούλαντ ή ενός Μπράγερ, για ν’ αναπαραχθούν με την αφελή της πρωτογέ νεια μυθολογικά περιστατικά ή πρόσωπα του θρύλου και της ιστορίας, σε μιαν όψιμη πια ποιη τικήν ανάλυση των προσωπικών εμπειριών και συναισθημάτων. Για τούτο και ο Βιζυηνός προχώρησε προς αυ τή την κατεύθυνση, μεταβαίνοντας από την πρώ τη ποίηση, την αφηγηματική, στην αυτονόμηση της φαντασίας του και του εσωτερικού του γεγο νότος. Το ποίημα «Το νεραϊδοφίλημα» οριοθετεί, νομίζω, αυτή τη μετάβαση, όπου ο μύθος, όπως ο θαλασσινός (για τον οποίο μιλάει) που τον τυλί γει και τον πνίγει το κύμα στην αγκαλιά της νε ράιδας, εμπλέκεται τόσο στο λυρικό στοιχείο, που χάνει πια το πρωταρχικό του βάρος και γίνε ται το πλαίσιο που από μέσα του αναδύεται ο λυ ρισμός. Το ποίημα, από τα πιο χαριτωμένα του Βιζυηνού, ξεπερνά με τον τρόπο αυτόν την ακαμ ψία της μυθολογικής του περιβολής και απλώνε ται στην ανειμένη και ελευθεριάζόυσα φαντασία, όπου το εκφραστικό μέσο, σύμφυτο με μιαν ευ
τράπελη συχνά παρεμβολή, δίνει κάτι το ανάλα φρο στο ποίημα, όπως ο αφρός του κύματος, που πνίγει τον θνητό με την υδάτινη θεότητα. Η επω δός και η επανάληψη, ο γοργός τροχαϊκός ρυθ μός και τα λαϊκά επιφωνήματα που παρεμβάλ λονται σε καίρια σημεία, είναι ακόμα στοιχεία ε νός αφομοιωμένου συλλογικού κινήματος από την ατομική ψυχή. Το ίδιο παρατηρεί κανείς και στο εξίσου χαρακτηριστικό, από την άποψη αυ τή, ποίημα «Η Μαργαρώ», όπου κι εδώ, ο ευτρά πελος τόνος, ο γοργός ρυθμός και η χρήση ενός κοινού εκφραστικού οργάνου το συντάσσουν με τα λαϊκά βαλλίσματα της πρώτης αρχής. Όμω ς, απ’ όλα τα ποιήματα του είδους αυτού, δηλαδή τα ποιήματα της λυρικής φαντασίας, που έχουν διαρρήξει την αντικειμενικότητα της αφη γηματικής μορφής το σημαντικότερο, νομίζω, εί ναι αυτό που επιγράφηκε μεταγενέστερα «Στήν άγιασμένη τής μαννούλας μου άγκαλιά», και που ο Βιζυηνός το καταχωρίζει στο μελέτημά του, για να δώσει στις αναγνώστριές του ένα δείγμα για το πώς ομοιοκαταληκτούν τα γαλλικά βαλλί σματα, που η αδυναμία της μετάφρασης δεν απο δίδει.10 Η μορφολογική εκτέλεση του ποιήματος είναι άψογη, σύμφωνα με τις αυστηρές απαιτή σεις του είδους: οκτάστιχες στροφές (οκτάβες) με ομοιοκαταληξία (αβαββγβγ και στο στάλσιμο αβαβ), όπου οι στίχοι αντιστοιχούν απόλυτα τό σο στις συλλαβές όσο και στη ρυθμική εκφορά της στιχουργικής τους διαίρεσης ανάμεσα στις στροφές. Και μόλο που είναι ένα ποίημα βαθύτα τα λυρικό, μ’ έναν γνήσιο εξομολογητικό τόνο, που η ματωμένη του αθωότητα συγκλονίζει τον αναγνώστη του ή ακροατή υποκρύπτει την αφη γηματική του υπόστρωση μέσα στην εκφραστική του σχηματοποίηση μ’ έναν θαυμάσιο τρόπο, α φού η ανέλιξή του συμφύεται με την ανέλιξη της ίδιας της ζωής του ποιητή: νεογέννητο βρέφος στην πρώτη στροφή και παιδί, τρυγούν την ευτυ χία και την ανεπίγνωτη ηδονή της ζωής και βρί σκει μοναδική χαρά στην αγιασμένη αγκαλιά της μανούλας του- παλικαράκι στη δεύτερη, με τον καημό της εφηβείας και την ερωτική τραγω δία από το θάνατο της «ξανθής αγάπης» του, βρίσκει, ναυαγός της ζωής, παρηγοριά στο «παραγιάλι» της μητρικής αγκαλιάς· λεβέντης, ά ντρας πια, στην τρίτη στροφή, ξεριζώνει από την καρδιά τα «γλυκερά αισθήματα», αναζητά την α λήθεια, όμως, η βιοπάλη τον γονατίζει και δεν έ χει πού αλλού να γείρει, παρά στην αγκαλιά της μητέρας του. Η προσφώνησή του στο στάλσιμο απευθύνεται στη Φύση, τη μεγάλη του δέσποινα, και την παρακαλεί να τον βάλει στον τάφο, στην αγκαλιά την αγιασμένη της μανούλας του - σε μια παντοτινή χαρά και ευτυχία, που η ζωή του στέρησε στον απάνω κόσμο. Η ποίηση, όμως, εί ναι η μεγάλη καταφυγή του δημιουργού και ο Βι ζυηνός μ’ αυτό το βάλλισμα απέδειξε πως η μορ-
αφιερωμα/51 <ρή η ποιητική, όταν συμφύεται στο εκφραστικό όργανο, που ξεκινά από τη ρίζα του λυρισμού και ανακαλύπτει μέσ’ από το άτομο τη συλλογική ψυχή, «μεταβάλλει το ρυθμό του κόσμου» -
καταχωρίζονται στο μελέτημα: βάλλισμα. του Δάντη (σελ. 34)· βάλλισμα του Πετράρχη (σελ. 35)· ένατο βάλλισμα του Δάντη (σελ. 36-37)· τέταρτο βάλλισμα του Λορέντσ.ου των Μεδίκων (σελ. 38-39)· δέκατο βάλλισμα του ίδιου (σελ. Ιδού ένας κατάλογος: Ό Κόδρος (1874). - Οί καιροί 39-40)· πρωτομαγιάτικο βάλλισμα του Αντωνίου Φραγκί (12.11.1881). - Μεταμορφώσεις (10.11.1881). - Ή δεκο σκου Δόνη (σελ. 41-42). - Αδέσποτο προβηγκιανό βάλλιχτούρα. - Ό Μάρτιος έν Κρήτη (22.6.1882). - Τό Μπασμα («Της όμορφης», σελ. 49-50)· άλλο αδέσποτο προβη λουκλί (Τά ψάρια τής Ζωοδόχου Πηγής, 16.11.1881). - Ή γκιανό («Οι πίκρες της αγάπης», σελ. 50-51)· βάλλισμα 'Αγιά-Σοφιά. - Τοϋ κουμπάρου τ’ άχερα (Ό Γαλαξίας έν της Χριστίνης δε Πιζάν («Αίτημα για ποίηση», σελ. 52-53)· Κερκύρμ). - Ό τελευταίος Παλιολόγος. - Τό πτωχόν τής άλλα της ίδιας («Ευγενική φύση», σελ. 53-54)· βάλλισμα Κύρπου (έγράφη κατά τήν άνομβρίαν). - Τό προαίσθημα του Καρόλου της Ορλεάνης («Η ερωτευμένη καρδιά», σελ. (2.11.1877). - Ή παράφρων (έπεισόδιον τών έν Βιξΰη κα 55-56). Σημειώνω πως απουσιάζει το όνομα και, φυσικά ταστροφών). - Ή έπαϊτις τής Βιζύης (24/25.3.188..). - Η και βαλλίσματα, του Franpois Villon, πιθανώς ακόμα τότε βαρκούλα. Κυρίφ Γεωργίφ Ζαρίφη τφ σεβαστφ κηδεμόνι να μην είχε εκτιμηθεί η αξία του μεγαλύτερου ίσως ποιητή (κατά την πρώτην Ίανουαρίου 1882). - Ή τέχνη μου. Τφ βαλλισμάτων της δυτικής Ευρώπης, καθώς επίσης και το έξοχωτάτφ τής Ελλάδος Πρεσβευτή έν Λονδίνφ Κυρίφ Π. όνομα του σημαντικού προβηγκιανού τροβαδούρου Daniel Βραΐλα Άρμένη. - Ή μάγισσα. Τή μουσοτραφεΐ κυρία Arnauld (τέλος 12ου αι.). - Σκωτικό βάλλισμα («Τό κυνήΑ.Μ. Κοριαλενίου (Πρός άνάμνησιν καί κατά τόν ήχον τής γιον τής Τσεβέτης», σελ. 66-70)· άλλο σκωτικό βάλλισμα «Βαρκαρόλας»). - Ό Σοφιανός (τή φιλοστοργοτάτη μη(«Ή καστανή κόρη», σελ. 71-78, κατά διασκευή Πρίωρ)· τρί, διηγησαμένη τήν έλληνικήν ταύτην παράδοσιν). Τό αγγλικό βάλλισμα («Τσάυλδ Νόρυς», σελ. 77-79)· άλλο αγ Σεϊτάν Άκυντησί. Τή φιλομούσφ κυρία 5. Βερνουδάκη γλικό («Η έρημη κόρη», σελ. 80-81 · αγγλικό βάλλισμα («Ο (Διηγησαμένη μοι τήν παράδοσιν). - Αί Νηρηίδες (Παρά σκοτωμένος ιππότης», σελ. 81-82)· σκωτικό βάλλισμα τφ έλληνικφ λαφ τής Θράκης). - Τό συναξάρι τοϋ Αγίου («Του Εδουάρδου», σελ. 83-85). - Σκαλδινό βάλλισμα Κασσιανοΰ (Δημώδης καλογηρική παράδοσις). - Ή μη («Του γιου του βασιλιά της Ελλάδας», σελ. 89-91). - Νορ τέρα τών έπτά (Είκών έκ τών έν Βιζύη καταστροφών κατά βηγικό βάλλισμα («Της Χριστούλας», σελ. 91-93)· άλλο τόν τελευταΐον Ρωσοτουρκικόν πόλεμον). - Ό πύργος νορβηγικό («Της τίμιας κόρης», σελ. 94-103). - Σουηδικό τής κόρης. - Ό βασιλικός. - 'Η χειρ τοϋ Δικαίου. - Ό βάλλισμα («Της Χριστούλας», σελ. ...-118). - Γερμανικό Βύας (Δημώδης παράδοσις). - Μόνο ή φτώχεια δέν πεθαί βάλλισμα («Τοϋ Χίλδεβρανδ», σελ. 127-134)· άλλο γερμα νει (legende). - Μαργαρώ. - Ή Λήδα καί ό Κύκνος. νικό («Του Κούτς φόν Κάουφουγγεν» (σελ. 134-136)· βάλλιΉ μάγισσα τής Πρωτομαγιάς. - Τό νεραϊδοφίλημα. σμα του Γκαίτε («Άλφος», όπως αποδίδει ο Βιζυηνός τον Στήν άγιασμένη τής μαννούλας μου άγκαλιά (βάλλισμα). τίτλο «Elfenkonig», σελ. 138-140)· βάλλισμα του Χάινε Γ. Βιζυηνού, Άνά τόν Έλικώνα (Βαλλίσματα). Πρόλογος (Ά ιν κατά Βιζυηνόν, «Λωρελάυ», σελ. 140-141)· βάλλισμα Γ. Τσοκοπούλου <Γράμματα-Έπιστήμαι-Τέχναι, άρ. 7>. του Ούλαντ (κατά Βιζυηνόν, Οΰλανδ, «Το στοιχειωμενο ’Εκδοτικός οίκος «Έλευθερουδάκης» Α.Ε., έν Άθήναις παλάτι», σελ. 141-143)· άλλο του ίδιου («Όνειρον», σελ. 1930, σελ. 144. 143). « Ό Κόδρος» (1874), έπικόν ποίημα βραβευθέν κατά τόν 6. Το σχήμα είναι ευκρινές στην αρχαιοελληνική ποίηση: έ Βουτσιναΐον ποιητικόν διαγωνισμόν τοϋ 1874. (Αφιερωμέ πος (ηρωικό ή διδακτικό), λυρική ποίηση της αρχαϊκής ε νο στο χορηγό του Γεώργιο Ζαρίφη). - «"Αραις, Μάραις, ποχής στις διάφορες μορφές της (ελεγειακή, ιαμβική, μελι Κουκουνάραις», 1876, με τον υπότιτλο «Βοσπορίες αΰκή, χορική), δραματική της κλασικής εποχής - η αποκοραι», (βραβευμένη επίσης στο Βουτσιναίο διαγωνισμό του ρύφωση του ποιητικού μορφώματος. Βέβαια, τα πράγματα 1875). - «Άτθίδες αΰραι» (1883, χωρίς διαγωνιστικές δια δεν είναι πάντα τόσο απλά, μπορεί ν’ απηχούν θεωρίες της κρίσεις). Εκτός από τις συλλογές αυτές, στον τόμο των Α εποχής και πίσω απ’ αυτές υποκρύπτεται το ομηρικό ζήτη πάντων του» (βλ. Τα άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού, πρό μα, που αμφισβητεί την προσωπικότητα του Ομήρου μέσ’ λογος Σπύρου Μελά, εισαγωγαί Κλ. Παράσχου, Κ. Μαμώαπό την εξελικτική θεώρηση του ποιητικού φαινομένου. νη, επιμέλεια Κ. Μαμώνη < Άπαντα Νεοελλήνων Συγγρα 7. Τέτοια ποιήματα είναι: «Ό Κόδρος», «Αί Νηρηίδες», «Ό φέων γενική επιστασία Σπύρου Μελά, ακαδημαϊκού > , Εκ πύργος τής κόρης», «Ή χειρ τοϋ Δικαίου», από τα αφηγη δοτικός οίκος «Βίβλος» (Αθήνα 1955]), περιλαμβάνονται ακόμα: Ποιητικά πρωτόλεια (σελ. 271-391), Άλλα ποιήμα ματικά. 8. Βλ. Κ. Παλαμά, Βιζυηνός και Κρυστάλλης. Διαλέξεις περί τα (σελ. 627-740), Ποιήματα από το χειρόγραφο «Λυρικά» τών Ελλήνων ποιητών τοϋ ΙΘ' αίώνος < Διαλέξεις του Φι (σελ. 741-756), Παιδικά ποιήματα (σελ. 757-842). λολογικού Συλλόγου Παρνασσού 16 > έν Άθήναις, Τύποις Πράγμα που συνεχίστηκε ως τους καιρούς μας (και συνεχί Π.Δ. Σακελλαρίου, 1917, σελ. 22. ζεται ακόμα, ιδιαίτερα στα νησιά) στις θρησκευτικές πα9. Λ.χ. «Ό Σοφιανός», «Τό Σεϊτάν Άκυντησί», «Αί Νηρηί νηγύρεις των κοινοτήτων. Ύστερ’ από τη λειτουργία, ακο δες», «Τό συναξάρι τοϋ Αγίου Κασσιανοΰ» (όπου μάλιστα λουθεί η κοσμική απόλαυση στο χώρο που εκτείνεται έξω καταχωρίζει μιαν αρκετά μεγάλη υποσημείωση [«Άπα από την εκκλησία, και σ’ αυτήν, όπως και στη θρησκευτι ντα», σελ. 614], για την πηγή και για το χαρακτήρα της πα κή τελετουργία, παίρνουν μέρος όλα τα μέρη της κοινότη ράδοσης αυτής «Ο Βύας». Για τις παρενθετικές υπότιτλες τας. Όμως, σήμερα, αυτή η αυτογενής συλλογικότητα έ ενδείξεις, βλ. τη σημ. 1. δωσε τη θέση της στην τεχνολογική αποστασιοποίηση, με 10. Βλ. «Άνά τόν Έλικώνα», σελ. 56: «Καί τώρα μίαν έξομοτα εκκωφαντικά μεγάφωνα, τις λεγάμενες λαϊκές ορχή λόγησιν. Έν τή μεταφράσει γαλλικών βαλλισμάτων είναι στρες της κακιάς ώρας και τους τυχάρπαστους τραγουδι άδύνατον ν’ άποδώση τις άκριβώς τήν όμοιοκαταληξίαν στές. Ο λαός, που ήταν ο φυσικός φορέας αυτής της λει τοϋ πρωτοτύπου, χωρίς ν’ άπομακρυνθή πολύ τής έννοιας τουργικότητας, παραμένει ένας απαθής και ασυμμέτοχος (το μεγάλο πρόβλημα στην απόδοση σε άλλη γλώσσα των θεατής - είναι χαρακτηριστικό πως στο «γλέντι» συμμε ποιημάτων με σταθερή μορφή ή με ατροφική διάρθρωση τέχουν, κυρίως, οι ομογενείς αστοί, που με τον τρόπο αυ της ρίμας κ.τ.ό.). Διά νά προλάβω τά παράπονα τών άνατόν κατακυρώνονται στη μικρή κοινωνία από την οποία έ γνωστριών μου άναγκάζομαι νά παραθέσω ένταΰθα έν φυγαν, για να επιστρέφουν αυτή την καίρια συλλογική πρωτότυπον βάλλισμα πεποιημένον έπίτηδες (!) κατά τόν ' στιγμή. τύπον τών γαλλικών» (ακολουθεί το ποίημα). Καταγράφω εδώ τις μεταφράσεις αυτές, με τη σειρά που
Σημειώσεις 1.
2.
3.
4.
5.
σύμφωνα με τη δική του ποιητική ρήση - κατά τα μέτρα του δημιουργού. Και τότε ο άνθρωπος ξαναβρίσκει την πρώτη του αθωότητα.
52/αφιερωμα I.
Βιζυηνού. Σκίτσο Π. Τρανακίδη
Ελένη Π οταμιάνου-Π αλλαντίου
Γ. Βιζυηνός: Ποιητής? διηγηματογράφος κ α ι φιλόσοφος Ποίηση και δράμα είναι δύο λέξεις συγγενείς γιατί προέρχονται από ρή ματα που έχουν τη σημασία του ποιώ το ποιώ της ποίησης συνεπάγε ται μια δημιουργική δράση εκ μέρους του ποιητή, η οποία υπερβαίνει τα όρια της ιστορικότητας. Οι συλλεκτικές και επιλεκτικές δραστηριότητες του ποιη τή τον οδηγούν στην ανασύσταση της πραγματικότητας προσδίδοντας σε αυ τήν, μέσα από το προϊόν της καλλιτεχνικής του δράσης, έναν χαρακτήρα προσωπικό1. Ταυτίζεται, μ ’ αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής με το ποίημα στο βαθμό που αυτό φέρει πάνω του όλα τα ίχνη της προσωπικότητάς του. Αν κά θε σημείο του έργου τέχνης αντιγράφει τα αντίστοιχα σημεία του ασυνείδητου2, φανερό είναι ότι σε μια τέτοια προοπτική όχι μόνο τονίζεται η υποκειμενικότητα, αλλ ’ ότι σ’ αυτήν συγχωνεύονται όλα τα εξωτερικά στοι χεία της πραγματικότητας όπως αυτά εμφανίζονται στη φαινομενικότητά τους. Το επινοητικό και συναισθητικό εγώ του καλλιτέχνη κυριαρχεί πάνω στον κόσμο. Το αντικείμενο αφομοιώνεται από το υποκείμενο. Ο ρυθμός του κόσμου χτυπά μέσα στην καρδιά του ποιητή. ο ποιώ του δράματος - και τούτο ισχύει και για το μυθιστόρημα και για το διήγημα ανταποκρίνεται περισσότερο στο αίτημα της διυποκειμενικότητας με την έννοια ότι προβάλλει τα αντικειμενικά τεκταινόμενα μέσα από τη δια πλοκή των δια-προσωπικών σχέσεων. Το δράμα δεν επιδιώκει να είναι το κατασκευασμένο «προ σωπικό» αντικείμενο- θέλει να κυριαρχεί σε αυτό η δράση3, τα δρώμενα, δηλαδή, ιστορικά ή πλα σματικά, υπηρετώντας τους σκοπούς της δραμα τοποίησης, δεν θυσιάζονται στους σκοπούς της ποίησης και γι’ αυτό κατακτούν μιαν - έστω και ανεπαίσθητη, αλλ’ οπωσδήποτε κάποιαν από σταση ασφαλείας από την υποκειμενικότητα. Η διαλεκτική υποκειμένου και αντικειμένου διατη
Τ
ρείται σε ισορροπία. Ο δραματουργός, ο μυθιστοριογράφος ή ο διηγηματογράφος, ανασυνθέτει το υλικό που του προσφέρει η πραγματικότη τα, αλλ’ έχει - παρ’ όλη την ηγεμονική εποπτεία και τον έλεγχο πάνω στα πρόσωπα και τα πράγ ματα - ορισμένες στιγμές απομόνωσης, από συρσης, αυτοεξορίας από τη δράση- γίνεται ο πα ρατηρητής, ο ενορχηστρωτής, ο διαιτητής, ο δι καστής και πολύ συχνά ο ίδ'ος ο δράστης. Κυ ρίως τούτο το τελευταίο. Και ως δράστης πρέπει να απολογηθεί. Να μιλήσει για τα πάντα- για ό,τι τον βασάνισε, αλλά και για ό,τι είδε και για ό,τι άκουσε. Αλλ’ αν δεχτούμε, ωστόσο, πως υπάρχει τούτη η απόσταση-απόσπαση- διάσπαση του δημιουργού-καλλιτέχνη από τον εαυτό του, τότε
αφιερωμα/53 θα πρέπει να νιώσουμε τον ίδιο περισσότερο κα ταλαγιασμένο και εφησυχασμένο σε αυτήν του τη δραστηριότητα, και το προϊόν της καλλιτεχνι κής του δράσης λιγότερο εγω-κεντρικό. Η διαφορά, στο επίπεδο της ταύτισης εαυτού και κόσμου, υποκειμένου και αντικειμένου, με γαλώνει ακόμη πιο πολύ στην περίπτωση της επι στημονικής δραστηριότητας. Η ερευνητική δρα στηριότητα του επιστήμονα και τα αντικείμενα της έρευνάς του συντονίζονται κάθε εποχή με τις δεδομένες επιστημονικές μεθόδους κατά τέτοιο τρόπο ώστε το στοιχείο της αντικειμενικότητας να προβάλλει ως αναπόσπαστο μέρος της επι στημονικής αλήθειας- και τούτο είναι αυτονόητο από το γεγονός ότι το πεδίο έρευνας κάθε επιστη τού δεν μπορεί να οριοθετηθεί πέραν της ιστο ρίας, των ιδεών4 και των εγνοιών στο βαθμό που αυτές καθορίζουν, διαμορφώνουν και καθοδη γούν «τους τρόπους της σκέψης μας»5, για να τεθούν στη συνέχεια αυτοί οι τρόποι σκέψης, στην υπηρεσία της κατ’ εξοχήν επιστήμης της α λήθειας, της φιλοσοφίας. Η απόσταση, λοιπόν, υποκειμένου και αντικειμένου, - δηλαδή, φιλό σοφου σε αυτήν την περίπτωση, και ερευνητικού αντικειμένου - , τείνει να εμπεδώσει ένα στοιχείο αντικειμενικότητας το οποίο ωθεί τον επιστήμο να να δώσει στις μελέτες του και κατ’ επέκταση στα κείμενά του ένα χαρακτήρα μεθοδικό και κανονιστικό. Τη διαδικασία αυτή θα πρέπει να τη δούμε, σε συνάφεια με τον κοινωνικό-κεντρικό χαρακτήρα της επιστήμης της φιλοσοφίας από τη μια, και με το αίτημα της συστηματοποίησης της δράσης του φιλοσοφείν από την άλλη. Αν επιχειρήσει κανείς να δει κάτω από αυτό το πρίσμα τις διαφορετικές σχέσεις του Βιζυηνού με τις τρεις δραστηριότητές του την ποίηση, δηλα δή, τη διηγηματογραφία και τη φιλοσοφία, θα διαπιστώσει πως τηρούνται σε αυτές οι αποστασιακές αναλογίες υποκειμένου-αντικειμένου που αναφέρθηκαν παραπάνω· τουλάχιστον η σχέση του με την τελευταία που θα μας απασχολήσει ε δώ, ήταν όχι μόνο μια σχέση απόστασης ασφα λείας του επιστήμονα από τα αντικείμενα έρευ νάς του, αλλά και μια σχέση, ασφάλειας. Την α σφάλεια αυτή θα πρέπει, στην κατεύθυνση αυτή, να τη δούμε ως ένα αποτέλεσμα της διεύρυνσης του οπτικού πεδίου της συνείδησης του δημιουρ γού στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν να επηρε άζει δραστικά το χώρο του ασυνειδήτου στην προοπτική της απόσπασης του εγώ από τη συνε χή περιστροφή γύρω από τον εαυτό του· στην προοπτική, μ’ άλλα λόγια της μετατροπής του διαλογισμού σε στοχασμό. Η φιλοσοφία έδωσε στην ταραγμένη ψυχή του Βιζυηνού, όχι μόνον έναν τρόπο σκέψης αλλά και έναν τρόπο διαφυγής από την οδύνη της καλ λιτεχνικής πρακτικής της δημιουργίας μέσα από τη λογοτεχνική έκφραση- ακόμη περισσότερο
που στην περίπτωσή του, το ποιητϊκό6 και το πεζογραφικό έργο του, συνεστήθη άμεσα από τα βιώματα και τα πρόσωπα της ζωής του, έτσι ώ στε τα διηγήματά του - που διαμορφώθηκαν στην προοπτική της επεξεργασίας των βιωματι κών καταστάσεων και των «συνειδητών προσω πικών μύθων» του - να καθίστανται αποκλειστι κός παράγοντας αλληλοπροσδιορισμού της ζωής και του έργου του7. Το γεγονός, λοιπόν, ότι ο ποιητής και διηγηματογράφος Βιζυηνός ανταποκρίθηκε ως προς την ενασχόλησή του με τη φιλο σοφία απόλυτα, όπως θα δούμε, στον θετικιστικό προσανατολισμό της εποχής του αλλά και σ’ ένα αυστηρά ακαδημαϊκό ύφος, ενισχύει την άποψη περί της εξισορρόπησης της δημιουργικής δύνα μής του ανάμεσα στη δεσμευτικά προσωπική γραφή του λογοτεχνικού του κειμένου και στη συστηματικότητα του φιλοσοφικού του κειμένου.
Βιζυηνός, υπήρξε, κατά τα χρόνια της φοί τησής του στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, μαθητής του W. Wundt8, του ιδρυτή του πρώτου εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας το 1879. Μαθητής του Fechner, του θεμελιωτή της ψυχο φυσιολογίας, ο Wundt ερεύνησε τις σχέσεις ανά μεσα στα ψυχικά και τα νευροφυσιολογικά γεγο νότα σε σχέση με το πρόβλημα της αντίληψης· εισήγαγε τη μέθοδο της «μέτρησης» της χρονι κής διάρκειας της εκδήλωσης των σύνθετων νευροφυσιολογικών λειτουργιών και των ψυχικών αντιδράσεων, που θεμελιώνεται στην αρχή της αλληλεξάρτησης και της αντιστοιχίας των ψυχο λογικών φαινομένων και των αντιδράσεων του νευροφυσιολογικού συστήματος. Σύμφωνα με τη βασική αρχή αυτής της μεθόδου, ο τρόπος κατά τον οποίο γίνονται αντιληπτά τα εξωτερικά ή τα εσωτερικά γεγονότα είναι ανάλογος της ψυχολο γικής μας κατάστασης, ενώ υπάρχει απόλυτη συγχρονικότητα κατά τη στιγμή της διαδραμάτισης ενός νευροφυσιολογικού και ενός ψυχολογι κού συμβάντος.9 Μέσα σε τούτο το επιστημονι κό κλίμα, οι περισσότεροι ψυχοφυσιολόγοι της ε ποχής - παράλληλα με τον Wundt στη Λειψία - , ο Michotte στη Louvain, ο Bourdon στην Ren nes, ο Foucault στο Montpelier, ο Simon στη Sorbonne και ο Munstenberg στο Harvard προώθη σαν και εφάρμοσαν τις ερευνητικές τους εμπει ρίες και στους τομείς της παιδαγωγικής επιστήμης10. Ξεκινώντας ο Βιζυηνός την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία στη φιλοσοφία, - με την υποβολή στις αρχές του 1881 στο Αυγουσταίο Πανεπιστή μιο του Γκαίτιγκεν της διατριβής του με τίτλο «Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Padagogik» (To παιχνίδι υπό έποψιν ψυχολογική
Ο
54/αφιερωμα και παιδαγωγική) - , 11 τοποθετείται στο κέντρο αυτού του προβληματισμού. Οι μεθοδολογικές προϋποθέσεις πάνω στις ο ποίες στηρίχθηκαν οι θεωρίες του Fechner και το «Σύστημα φιλοσοφίας»12 του Wundt, συνιστούν το θετικιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορ φώθηκε παράλληλα με τον γνωσιοθεωρητικό και ο αισθητικός προβληματισμός. Η φιλοσοφία της τέχνης, σ’ αυτήν την προοπτική, στηρίζεται στην πειραματική ή εμπειρική έρευνα που καταγράφει τις φόρμες (στα εικαστικά) και τους ρυθμούς ή τους ήχους (στη μουσική). Στο προτελευταίο φι λοσοφικό κείμενο του Βιζυηνού, με τίτλο Ψυχο λογικοί έρευναι επί του Καλού. Λ ’ τόμος, Αι ιδιοφυίαι και Β ’ τόμος, Η γένεσις του Καλού13, ανα πτύσσεται, όπως θα δούμε παρακάτω, μια επί του Καλού θεωρία, η οποία έχει συγκροτηθεί στη βάση του θετικιστικού αυτού αισθητικού προτύ που. Προηγουμένως, ωστόσο, προκειμένου να ανταποκριθούμε στην ανάγκη της τήρησης της χρονολογικής σειράς με την οποία εκδόθηκαν τα έργα του, θα αναφερθούμε, πιο πολύ, περιγραφι κά στα παρακάτω έργα: στην επί υφηγεσία δια τριβή του - η οποία ολοκληρώθηκε το 1883 στο Λονδίνο, με τίτλο Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωπ'νω14 - , στα Στοιχεία Λογικής15 και στα Στοιχεία Ψυχολογίας16.
τα Προλεγόμενα της Φιλοσοφίας του Καλού παρά Πλωτίνω, όπου ο Βιζυηνός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «όπως η φιλοσοφία εν γένει, ούτως και η καλολογία των νεωτέρων εθνών άρχεται αφ’ ου σημείου καταλείπει αυτήν ο Πλωτίνος»17, υπάρχουν ορισμένες μεθοδολογικές αλλά και επί της ουσίας της πλωτινικής φιλοσοφίας τοποθετήσεις του οι οποίες μπορούν να οδηγή σουν στον προσδιορισμό της επιστημονικής του προσωπικότητας. Δεν θα αξιοποιήσουμε, ωστό σο, από αυτή τη σκοπιά, τα δεδομένα που παρέ χουν σχετικές με το θέμα πληροφορίες· θα αρκεστούμε στην περιγραφή αφήνοντας τη δυνατότη τα να οδηγηθεί έμμεσα ο αναγνώστης σε πιθανές αναγωγές. Το πλωτινικό, κατά τον Βιζυηνό, κείμενο, ως προς τη δομή και τη μορφή του, είναι περισσότε ρο σχεδίασμα και όχι αρχιτεκτόνημα, που δεν συνεγράφη «προς σύνταξιν ενός συμμέτρου, αρ μονικού και τελείου φιλοσοφικού συστήμα τος»18· προβαίνει, γι’ αυτό, ως μελετητής σε ορι σμένες διευκρινίσεις σχετικές με τη μέθοδο που ακολουθεί ο ίδιος και την τακτική του ως προς τη διάταξη των κεφαλαίων στο δικό του κείμενο. Πέραν, λοιπόν, τούτης της πρώτης εκ μέρους του μεθοδολογικής παρατήρησης περί της ανάγ κης «περισυλλογής» των σχετικών με τη θεωρία
Σ
του Καλού χωρίων στις Εννεάδες, καθώς και της ανάγκης συνδυασμού των χωρίων αυτών σε μια συνεκτική επιστημολογική βάση - παρατήρη σης που συμπίπτει με εκείνες των μελετητών του Πλωτίνου, ξεκινώντας από τον Πορφύριο19 - , η μεταφυσική προοπτική του πονήματος του Βιζυ ηνού οργανώνεται στη βάση της αλληλεξάρτη σης της αισθητικής και οντολογικής προβλημα τικής του Πλωτίνου20- η σε επτά κεφάλαια δια νομή του υλικού της μελέτης του Βιζυηνού συνιστά μιαν ανταπόκριση, όπως λέει ο ίδιος, στην τακτική που ακολουθεί ο Πλωτίνος ως προς τον χωρισμό των θεμάτων «των αφορώντων το αι σθητικό κάλλος εις διαφόρους παραγράφους».21 Να σημειωθεί, επίσης, ότι στα Προλεγόμενα παρέχεται λεπτομερώς σχολιασμένη Αγγλική, Γαλλική και Γερμανική βιβλιογραφία22, καθώς επίσης και η επιστήμανση του Βιζυηνού η σχετι κή με τις «αναφαινόμενες για πρώτη φορά στην αρχαία φιλοσοφία ψυχολογικές επί του αντικει μένου αυτού αναφορές».23 Στη «Διαίρεση της καλολογίας του Πλωτί νου», αναφέρονται διαδοχικά τα δύο είδη του ω ραίου, το αισθητικό και το υπερ-αισθητό τα δύο είδη του αισθητού, το ηθικό και το νοητό. Οι δυα δικές τούτες διαιρέσεις, σημειώνει ο Βιζυηνός, θυμίζουν ανάλογες διαιρέσεις σε όλο το σύστημα του Πλωτίνου. Στο «Αντιληπτικόν του Καλού όργανον» αναφέρεται στα σύμφωνα με τον Πλωτίνο σημαντικά για τη μέθεξη του καλού αισθητήρια όργανα: α) της όρασης της ε ν α ρ γ ε σ τά τη ς κα τά τον Πλάτωνα και α ν τ ικ ε ιμ ε ν ο τ ά τ η ς κατά τους νεώτερους των αισθήσεων24 και β) της α κοής η οποία εισάγει «το εν τη εξωτερική φύσει υπάρχον ως τάξιν της κινήσεως»25. Στο κεφά λαιο αυτό ο Βιζυηνός υποστηρίζει ότι ο Πλωτίνος υπήρξε «η μεσάζουσα μεταξύ της παλαιός και της νέας του καλού επιστήμης»26. Επικαλείται, γι’ αυτό, τις αιτίες του κάλλους σε σχέση με τα εμπειρικά από ψυχολογική έποψη αισθητικά κρι τήρια και τα περί της «άσκοπου σκοπιμότητος» του έργου τέχνης του Kant27 και του μαθητή του, Schiller28· μιλά επίσης για την κατά τον Herder, σημασία του συμβολικού στο ωραίο καθώς και για την αναμνηστική αξία του ωραίου στον Lotze29. Στο κεφάλαιο «Το Καλόν δεν είναι συμμετρία» ο Βιζυηνός παραπέμπει στη γνωστή επιχειρημα τολογία του Πλωτίνου, κατά την οποία υποστη ρίζεται από τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο ότι η συμμετρία δεν είναι επαρκής συνθήκη για την παρουσία του ωραίου. Στην «Οντολογία του Πλωτίνου» εξηγεί τη σημασία του μονιστικού συ στήματος του Πλωτίνου στην προοπτική της πα ραγωγικής δυναμικής του. Τονίζει, δηλαδή, στην κατεύθυνση αυτή, τη δυναμική παρουσία του Νου στο βαθμό που ο Νους δρα μεσολαβητικά α νάμεσα στην ψυχή και στον υλικό κόσμο· η πα
αφιερωμα/55 ρουσία, μ’ αυτόν τον τρόπο, των υποδειγματικών επί τω καλώ μορφών γίνεται και αυτή δυνατή κα θώς στη συνέχεια αυτές «αναγνωρίζονται» από την ψυχή· η ψυχή όχι μόνο αναγνωρίζει τις μορ φές αλλά και «χαίρη και διαπτοήται και αναφέρη αυτό προς εαυτήν και αναμιμνήσκεται εαυτής και των εαυτής»30. Βασική αναλογία μεταξύ κα λολογίας και οντολογίας του Πλωτίνου υπάρχει, όπως διατυπώνει ο Βιζυηνός, στο μέτρο που «ό πως τα όντα εν γένει έτσι και το καλόν εξασθενεί και εξαχρειούται από την αρχική του πηγή που είναι η απόσταση από το Ένα»31. «Η κριτική του Καλού δύναμις» αναφέρεται στη δημιουργική δύναμη του ωραίου η οποία εί ναι ανάλογη με τις πνευματικές ικανότητες των ψυχών και ανάλογη των «προβεβιωμένων βίων των»32. Στο τελευταίο κεφάλαιο «Το τεχνιτόν Καλόν» γίνεται λόγος για το καλό στην τέχνη· το ωραίο των έργων τέχνης έχει μιαν υπεροχή έναντι του ωραίου των φυσικών φαινομένων. Ιδιαίτερη θέση κατέχει εδώ η έννοια της αγάπης του κα λού, η οποία έχει την αφετηρία της στο αίσθημα της θρησκευτικότητας που πηγάζει από την αγά πη προς το Θεό.33 α Στοιχεία Λογικής και τα Στοιχεία Ψυχολο γίας, «προς χρήσιν των γυμνασίων και διδα σκαλείων»34 δεν παρέχουν βιβλιογραφικά σχό λια· έχουν, καθαρά, χαρακτήρα διδακτικού εγ χειριδίου. Τα Στοιχεία Λογικής, στοιχειοθετημένα στη βάση της λογικής της ταυτότητας (Το ,Α = Α δεσπόζει στο εξώφυλλο του βιβλίου του), σύμφωνα με τη διατύπωση του ίδιου του Βιζυηνού «εφιλοπονήθηκαν επί τη βάσει των δια ζώσης φω νής μαθημάτων του αειμνήστου διδασκάλου Η. Lotze τούτο δε του σεβασμού ημών καθηγητού Μ. Drobisch, προσλαβόντες μεταξύ των θεωριών αυτών και τινας πρακτικός του A. Trendelenburg παρατηρήσεις περί της σημασίας και χρήσεως των συλλογιστικών ιδία σχημάτων» 35. Η «ομο λογία» αυτή του Βιζυηνού, αποτέλεσε στοιχείο κριτικής αναφοράς κατά τη διάρκεια της «αλεκρυονομαχίας» του36 με τον Μ. Ευαγγελίδη,37, του οποίου τη Θεωρία της Γνώσεως38 επέκρινε ε πίμονα ο Βιζυηνός σε μια σειρά από άρθρα του που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην εφημερίδα Χρόνος Αθηνών,39 Η πληρέστατη και χρησιμότατη ακόμα και σή μερα Λογική του Βιζυηνού, περιλαμβάνει δύο μέ ρη: Τη Στοιχειολογία και τη Μεθοδολογία. Στη στοιχειολογία παρουσιάζονται «τα διανοήματα» (οι έννοιες και οι κατηγορίες, οι κρίσεις και οι συλλογισμοί). Στη Μεθοδολογία εκτίθενται οι κανόνες μέσα από τους οποίους αυτά τα διανοή ματα, επεξεργαζόμενα, συναρμολογούνται λογι κά προκειμένου να απαρτίσουν ένα ενιαίο σύνο λο συναφών επιστημονικών γνώσεων. Τα Στοιχεία Ψυχολογίας40, χωρίζονται, εκτός
Τ
από την Εισαγωγή, σε τρία μέρη, ενώ συνολικά το εγχειρίδιο είναι χωρισμένο σε υποκεφάλαια που αριθμούνται σε 94 παραγράφους. Τα τρία βα σικά μέρη είναι: Το «Περί αισθημάτων και παρα στάσεων», το «Περί συναισθημάτων, αψιθυμιών και της αυτοσυνειδησίας» και το «Περί ορέξεων, κινήσεων και βουλητικών ενεργειών». Στη βάση, βέβαια, πάντα των επιστημολογικών επιλογών του Βιζυηνού, το εγχειρίδιο τούτο στηρίζεται στις αρχές της ψυχοφυσιολογίας, όπως άλλωστε πι στοποιούν οι τίτλοι των κεφαλαίων του. Μορφή πρωτότυπης επιστημονικής έρευνας παρουσιάζει το έργο του Βιζυηνού Ψυχολογικαί έρευναι επί του Καλού41. Το κίνητρο για τη συγ γραφή του βιβλίου αυτού δεν θα πρέπει να αναζη τηθεί μακριά από την ανάγκη του επιστήμονα Βι ζυηνού να θεωρητικοποιήσει την πράξει σχέση του με την καλλιτεχνική δημιουργία. Αξίζει μάλι στα, να αναφερθεί, στην κατεύθυνση της επιβε βαίωσης μιας τέτοιας υπόθεσης, ότι σε τούτη την ορθολογικά οργανωμένη εργασία, ο λογοτέχνης είναι συχνά παρών μέσα από το ύφος του. Οι με ταφορές - νόμιμες, οπωσδήποτε, ακόμη και για τον αυστηρά επιστημονικό τρόπο διερεύνησης της αλήθειας - «προδίδουν» σε κάποια σημεία τον λογοτέχνη Βιζυηνό42. Ο θετικιστής, ωστόσο, φιλόσοφος δεν λησμο νεί τις θεωρητικές του βάσεις. Ερωτήματα, για παράδειγμα, που σχετίζονται με την προέλευση του έργου τέχνης, το διαχωρισμό τέχνης και τεχνημάτων, τις διαφορές ανάμεσα στη μεγαλοφυία και στην ιδιοφυία θα απαντηθούν43 με μέσα που παρέχει η ορθολογική τοποθέτηση και τα
56/αφιερωμα συγκεκριμένα παραδείγματα. Χωρίς ανάσα, μια και δεν υπάρχει κανένας χωρισμός σε κεφάλαια, ο Βιζυηνός προχωρεί στις αποτιμήσεις του διατη ρώντας ένα συνεχή διάλογο με τις παλαιότερες και νεότερες αισθητικές θεωρίες, ενώ το σημείο εκκίνησης για τη διατύπωση και την ανάπτυξη της δικής του αισθητικής θεωρίας είναι ο Kant. Ο Kant, κατά τον Βιζυηνό, υποβάλλει επίσημα το περί της αρχής των τεχνών ζήτημα και συστη ματοποιεί τις καλολογικές θεωρίες του, υποστη ρίζοντας ότι το καλόν δεν είναι αντικειμενική ι διότητα αλλά σ υ ν α ίσ θ η μ α 44. Αλλ’ αν το ωραίο υφίσταται μόνον στον άνθρωπο ως ψυχολογικό φαινόμενο «εννοείται ότι και οι παραγωγοί του καλού ενέργειαι οφείλουν να ορισθώσιν εν ταις αρχαίς αυτών δια ψυχολογικής ζητήσεως»45. Η αρχή της παραγωγής του καλού, σ’ αυτήν την κατεύθυνση, θα ζητηθεί στις ενέργειες εκείνες που έχουν ως αποτέλεσμα την πρόκληση της αι σθητικής εμπειρίας. Οι ενέργειες αυτές είναι «αι σύμφυτοι τη ανθρώπινη φύσει παιδιαί» των ο ποίων η γενετική αιτία συμπίπτει με την αιτία του καλού. Ο Βιζυηνός αναφέρεται στη σχετική με το παιχνίδι θεωρία του Schiller46 και στη σημασία της στροφής του ανθρώπου «στο κατ’ επίφ ασιν». Το κατ’ επίφασιν είναι το περιττό, το μη α ναγκαίο- η ροπή, του ανθρώπου προς αυτό αρχί ζει με την απελευθέρωσή του από τα δεσμά της ύ λης, μια και η εξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη ήταν αποτέλεσμα της επιτακτικής ανάγκης του να εξασφαλίζει μέσα από αυτήν τα της επι βίωσής του. Με τη στροφή του προς το κατ’ επίφασιν, ο άνθρωπος, επιθυμεί να κάνει τα λειτουρ γικά πράγματα να φαίνονται αισθητικά- δραστη ριοποιείται, γι’ αυτό, καλλιτεχνικά- παίζει με τις μορφές, σχεδιάζει, καλλωπίζεται- και παίζοντας μιμείται. Η εκδήλωση αυτή, η στηριζόμενη και υποστηριζόμενη από και για την ελευθερία, συνε πάγεται τη βαθειά ικανοποίηση του ανθρώπου, ε νόσω η καλολογική διάθεσή του δρα «προς ισορροπισμόν των ψυχολογικών και φυσιολογικών του καταστάσεων»47. Από τούτην, ωστόσο, τη γενική διαπίστωση της αμφίδρομης ενέργειας Σημειώσεις 1. Βλ. Roland Barthes, «Drame, Poeme, Roman», Thiorie d ’ ensemble, dir. Philippe Sollers, Paris, coll. Tel Quel, Seuil, 1968, σ. 25. 2. Βλ. Rend Huyghe, «L’ amour et 1’ aggressivite dans 1’ art» στο Amour et violence, Dexclee de Brouwer, 1946, σ. 73. 3. Βλ. «Drame, Poeme, Roman», ό.π., σ. 26. 4. Πρβ. F. Hegel, Lepons sur Γ histoire de la philosophie, Paris, coll. Idees/Gallimard, σσ. 50-51. 5. Βλ. Claude Levi-Strauss, «La philosophie doit reflechir sur la science», στο Le point, Paris, 14-11-1983. 6. Για το ποιητικό έργο του Γ. Βιζυηνού, βλ. Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνου, Πρόλογος Σπόρου Μελά, Εισαγωγαί Κλ. Παράσχου-Κ. Μαμώνη, Αθήνα, Εκδοτικός Οίκος «Βί βλος», 1955 και Κυριακής Μαμώνη, «Το ποιητικό έργο του
και επενέργειας του καλού μέσα από τη δράσηεπίδρασή του, ο Βιζυηνός οδηγείται σε μιαν αρχή στην οποία θεμελιώνει τη θεωρία του για τη «γένεσι του καλού». Οι καλλιτεχνικές κ λ ίσ ε ις, ι σχυρίζεται, σύμφωνα με τις προηγηθείσες τοπο θετήσεις σε συνδυασμό με τα δεδομένα της ψυχο φυσιολογίας, εμφανιζόμενες ως «ψυχολογικές και ως εν τη φύσει καταστάσεις» είναι ανάλογες με την ψυχοφυσιολογική κατάσταση του κάθε ανθρώπου. Η τελειότερη φύση των αισθητηρίων οργάνων που οφείλεται σε καθαρά νευροφυσίολογικούς παράγοντες (υφή των κυττάρων και μορφή της διακλάδωσης και διάταξης ινών και κυττάρων δια των οποίων γίνεται η διάβαση των νευρικών ακρεμόνων που απολήγουν στα εγκε φαλικά μορφώματα) συνιστά τον αποφασιστικό συντελεστή ερμηνείας του φαινομένου της ιδιο φυίας του καλλιτέχνη, αλλά και της παρουσίας των καλλιτεχνικών κλίσεων και ροπών των αν θρώπων προς την καλολογία γενικότερα.48
Η «επί του Καλού» θεωρία του Βιζυηνού, διατυ πωμένη μέσα από τους όρους της ψυχοφυσιολο γίας, παρουσιάζει την αισθητική εμπειρία και την καλλιτεχνική δραστηριότητα ως αναγκαιότητες. Ο άνθρωπος, ξεφεύγοντας από τα δεσμά της υλικότητας, εμπλέκεται στα δεσμά της αισθητικό τητας. Οι κλίσεις του, σύμφυτες με τον εσωτερι κό ψυχικό του κόσμο και τις νευροφυσιολογικές προδιαγραφές του, τον τοποθετούν σε μια θέση ε τοιμότητας απέναντι στον κόσμο, ενώ η έκφρα σή του, μ’ αυτόν τον τρόπο, γίνεται αποκαλυπτι κή. Αν, λοιπόν, η λογοτεχνική γλώσσα του Βιζυ ηνού αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο αυτός βλέπει, ακούει, βιώνει την πραγματικότητα, στη φιλοσοφική του γλώσσα αποκαλύπτεται η «δε ξιότητά» του να μιλά για την πραγματικότηταμπορούμε, έτσι, να ισχυριστούμε πως ο Βιζυηνός δεν ήταν ο ποιητής-φιλόσοφος, αλλά ο ποιητής, ο διηγηματογράφος και ο φιλόσοφος. Γεωργίου Βιζυηνου», Θρακικά Χρονικά, τευχ. 39, 1984, σσ. 42-50. 7. Βλ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, «Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Μ. Βιζυηνού», σσ. 7-63 στο Γ. Βιζυηνού, Τα Διηγήματα, φιλολογική επιμέλεια Β. Αθανασόπουλος, Νε οελληνική Βιβλιοθήκη, (Γεν. φιλολογική εποπτεία Α. Σαχίνης), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα, 1991. 8. Βλ. Νεοελληνική Φιλοσοφία, επιμέλεια Ευάγγελου Παπανούτσου, Αθήνα, Βασική Βιβλιοθήκη «Αετού», Ζαχαρόπουλος, 1956, στην Εισαγωγή του επιμελητή, σ. 16. 9. Βλ. J. Segond, Traite de psychologie, Paris, Armand Colin, 1930, σσ. 7-26, στο κεφ. «La vie organique». 10. Βλ. στο ίδιο σ. 22. 11. Βλ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, στο Γ. Βιζυηνού, Τα Διηγή ματα, ό.π., σ. 21. Για την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Βιζυηνού, βλ. Κ. Μαμώνη, «Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Βιζυηνού», Θρακικά Χρονικά, 30 (1973), σσ. 58-59.
αφιερωμα/57 12. Ο τίτλος του βασικού συγγράμματος του Wilhelm Wundt, Σύστημα Φιλοσοφίας, τομ. Α' και Β", μετ. Ανδρέας Γ. Δαλέζιος, Εν Αθήναις, Εκδοτικός οίκος Γεωργίου Δ. Φέξη, 1915. 13. Βλ. Γ. Βιζυηνός, Ψυχολογικοί έρευναι επί του καλού, Α 'τ ό μος, Αι ιδιοφυίαι (Παραγωγοί του Καλού) και Β ’ τόμος, Η γένεσις του Καλού, Εν Αθήναις, Σπυρίδωνος Κουσουλίνου τυπογραφείου και βιβλιοπωλείον, 1885. 14. Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω, υπό Γ. Μ. Βιζυηνού Διδάκτορος και Καθηγητού της Φιλοσοφίας, εν τοις Αθήναις Γυμνασίοις, Εκ του Τυπογραφείου του Αττικού Μουσείου, 1884. 15. Βλ. Στοιχεία Λογικής, προς χρήσιν της ελληνικής νεο λαίας, υπό Γεωργίου Μ. Βιζυηνού, Καθηγητού της Ψυχολο γίας και της Λογικής εν τοις εν Αθήναις Γυμνασίοις και Υφηγητού της Ιστορίας της Φιλοσοφίας εν των Εθνικώ Πα νεπιστήμια), Εν Αθήναις, Σπυρίδωνος Κουσουλίνου τυπο γραφείον και βιβλιοπωλείον, 1885. 16. Στοιχεία Ψυχολογίας, συντεθέντα υπό Γεωργίου Μ. Βιζυη νού, Υφηγητού της ιστορίας της Φιλοσοφίας, εν τω Εθνικώ Πανεπιστημίω προς χρήσιν των Γυμνασίων και Διδασκα λείων, εν Αθήναις, Εκ του τυπογραφείου Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου, 1888. 17. Βλ. Γ.Μ. Βιζυηνού, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτί νω, ό.π., σ. 7. 18. Βλ. στο ίδιο, σ. 6. 19. Βλ. στο ίδιο, σ. 5. 20. Βλ. στο ίδιο, σ. 19. 21. Βλ. στο ίδιο, σ. 19. Τα κεφάλαια είναι: «Η διαίρεσις της καλολογίας του Πλωτίνου», «Το αντιληπτικόν του Καλού όργανον», «Το Καλόν δεν είναι συμμετρία», «Η οντολογία του Πλωτίνου», «Η μεταφυσική του Καλού παρά Πλωτί νω», «Η κριτική του Καλού δύναμις», «Το τεχνιτόν Καλόν». 22. Βλ. στο ίδιο, σ. 7-15. 23. Βλ. στο ίδιο, σ. 7. 24. Βλ. στο ίδιο, σ. 25.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΚΡΑΤΖΑΣ
Η ΣΤΕΝΗ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΓΈΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΘΡΑΚΗ
1988 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Βλ. στο ίδιο, σ. 22. Βλ. στο ίδιο , σ. 7. Βλ. στο ίδιο, σ. 38. Βλ. στο ίδιο, σσ. 41-42. Ο Rudolf Hermann Lotze, μαθητής και αυτός του Fechner και καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Γκαίτιγκεν και του Βερολίνου, ήταν ο άλλος, μετά τον Wundt, μεγάλος δά σκαλος του Βιζυηνού. Βλ. και παρακάτω σημ. 35. . 30. Βλ. Γ.Β. Βιζυηνού, Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλατίνω, ό.π., σ. 63 31. Βλ. στο ίδιο, σ. 18. 32. Βλ. στο ίδιο, σσ. 89-104. 33. Βλ. στο ίδιο, σσ. 105-123. 34. Βλ. παραπάνω σημ. 15 και 16. 35. Βλ. Γ.Β. Βιζυηνού, Στοιχεία Λογικής, ό.π., σ. 1. 36. Βλ. στο περιοδικό Εβδομός, Β' αριθμ. 64, 19/5/1885, σ. 232. 37. Βλ. εφημ. Παλλιγγενεαία από 20 Αυγσύστου 1885 έως 27 Αυγούστου 1885. 38. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών στην έδρα της Ι στορίας της φιλοσοφίας Μαργαρίτης Ευαγγελίδης, άρχισε να εκδίδει μέρη της Ιστορίας της θεωρίας της Γνώσεως στο περιοδικό Εβδομός από τις 20 Ιανουάριου του 1885. 39. Βλ. Εφημ. Χρόνος, 25/4/1885 - 14/5/1885. «Μαργαρίτου Ευαγγελίδου, Ιστορία της θεωρίας της Γνώσεως, τευχ. Α', Επί υφηγεσία διατριβή κρινομένη υπό Γ.Μ. Βιζυηνού, Υφηγητού της Ιστορίας της φιλοσοφίας». 40. Γ.Μ. Βιζυηνού, Στοιχεία Ψυχολογίας, ό.π., σ. 62. 41. Βλ. παραπάνω, σημ. 13. 42. Βλ. Γ.Μ. Βιζυηνού, Ψυχολογικοίέρευναι επί του Καλού Β’ (Η γένεσι του Καλού), ό.π., σσ. 5-6. 43. Βλ. στο ίδιο, σ. 3. 44. Βλ. στο ίδιο, σ. 14. 45. Βλ. στο ίδιο, σ. 15. 46. Βλ. στο ίδιο, σ. 21. 47. Βλ. στο ίδιο, σ. 27. 48. Βλ. στο ίδιο, σ. 47-48. 25. 26. 27. 28. 29.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΝΑΚΡΑΤΖΑΣ Η ΣΤΕΝΗ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΗΜΕΡΙΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΩΝ Το βιβλίο αυτά διατυπώνει την αντίθεση του συγγραφέα στον αυξανόμενο φυλετικό σωβινισμό του βαλκανικού χώρου.
Διατίθεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης
Κεντρική διάθεση: Αθήνα τηλ. 3644284, Θεσσαλονίκη τηλ. 237463
58/αφιερωμα
Παντελής Κρανιδιώτης
Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, ετεροαναλυόμενος και μη
Η μάνα του Βιζυηνού με η> γιο της Μιχαήλο και την ψυχοπαίδα της «το Κατερινιώ». Σκίτσο Μίνου Αρ γυράκη
Εάν η ποίηση μας δίνει κάτι συγκλονιστικό, το θέατρο το τραγικό, το μυ θιστόρημα τον δαιδαλώδη κόσμο μας, το αφήγημα μας συγκινεί με τα απλά και καθημερινά δεινά του ανθρώπου. Και το διήγημα του Βιζυηνού, πάντα σχεδόν απλό και καθημερινό στο μύθο του, με τη μακριά, μα στερεή και ισόρ ροπη, πορεία της ανέλιξής του - κι εδώ είναι το άκρατο τέχνημα του λόγου - μιλά ακριβώς όπως ταιριάζει για ένα τρυφερό αντικείμενο, όπως η ανθρώ πινη ψυχή. αι στον «Φονέα» του ακόμη, παρά την αστυνομική πλοκή, η αφήγηση ξετυλίγεται σαν λύση με μια συγκρατημένη τραγικότητα, εκείνη
Κ
που δεν φωνασκεί ούτε την ώρα της ακούσιας αυτοαποκάλυψης του φονιά, έτσι που το αστυνομικό στοιχείο κι όλο το θέλγητρο του γρίφου, αν
αφ ιερ ω μα/59 και αριστουργηματικά υφασμένου, υποχωρεί στην ίδια ανθρώπινη συμμετοχή, είτε αυτή προ βάλλει απ’ την πλευρά του θύματος, είτε από του φονιά. Εντούτοις η ανατομία αυτής της ανθρω πιάς και της απλότητας του έργου του Βιζυηνού αποκαλύπτει μια δυναμική με πολλαπλές ροπές, που η μελέτη αυτή νομίζει ότι θα μπορούσε να ε ντοπίσει, να τις διαχωρίσει και να τις καθηλώσει τελικά σε κάποια βασικά επίπεδα. Πρώτον σ’ έ να επίπεδο των παρουσιαζομένων γεγονότων και της οποιοσδήποτε σχέσης με τα πραγματικά, ε πίπεδο χρήσιμο σαν βάση για την εκτίμηση της παραμόρφωσης ή μιας συμμετοχής σ’ αυτά από τη μεριά του συγγραφέα. Δεύτερον, στο επίπεδο της ψυχολογίζουσας οπτικής του Βιζυηνού. Μ’ αυτές τις δύο αποτυπώσεις είν’ έτοιμο το ψυχα ναλυτικό μας παρασκεύασμα για την ανάλυση του ποιητή, ένα ακόμα τρίτο επίπεδο απ’ το ο ποίο θα αναμένονταν ν’ ανακλασθεί η ψυχολογι κή μορφή του ποιητή, στις τρεις της διαστάσεις, και το οποίο επίπεδο δεν πρόκειται να χρησιμο ποιηθεί, τουλάχιστον εδώ, για λόγους που αναφέρονται στο τέλος. ο έργο του Βιζυηνού είναι αποκλειστικά σχε δόν βιωματικό· και αφορά μνημονικές κα ταγραφές της παιδικής κυρίως ηλικίας του, πυ κνές και έκδηλες εμπειρίες και επιρροές - όλες μεγάλες και πολλές λόγω της μεγεθυντικής ευαι σθησίας του - τόσο που δεν χρειάστηκε να επιστρατευθεί πολλή από τη φαντασία του για να τις καταγράψει. Φαίνεται σαν ο συγγραφέας τη φα ντασία αυτή να την κράτησε για να τροφοδοτεί τις ονειροπολήσεις του, τα όνειρα για μια σταδιο δρομία που έμεινε μόνον όνειρα1 και για το πα ραλήρημα της υστερνής αρρώστιας του2. Η τέ χνη του δεν περιγράφει μία αυταπάτη· περιλαμ βάνει προεντεταμμένο, το βραχύ, όμως πολύ ο δυνηρό βιωματικό οδοιπορικό αυτού του τρυφε ρού παιδιού που υπάρχει στ’ αφηγήματά του, που, κι όταν ακόμα ανδρώθηκε σ’ έναν ακάματο και τελικά άσκοπο πολεμιστή, παρέμεινε σαν μόνη του αλήθεια· μια αλήθεια ανάμικτη με τ’ ό νειρο που ζούσε μαζί με τον παππού του. Είναι λοιπόν το έργο του η άμεση καταγραφή αυτού του βιωμένου ονείρου; Ή μήπως η ίδια του η ζωή εξακολουθεί όταν ακόμη είναι μεγάλος, να βιώνεται εσωτερικά σαν φαντασίωση, σαν διαρκής ονειροπόληση και συγχρόνως μετέχει στην πραγ ματικότητα με ένα της μέρος αυτοματικό; Έχοντας κατά βάση υπόψη, σαν πιο αξιόπι στη τη μόνη, ίσως, μη-μυθιστοριοποιημένη, αν και πολύ σύντομη βιογραφία του Βιζυηνού από τον εκπαιδευτικό Καμαριανάκη3, θα βρει κανείς πως τα μεγάλα, τα αριστουργηματικά του αφη γήματα, τουτέστιν «Το αμάρτημα της μητρός μου», το «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» και «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον» - εκτός
Τ
από τον «Μοσκώβ - Σελήμ» - προέρχονται από τον οικογενειακό ή από τον συναφή μ’ αυτόνε χώρο, όπου τα πρόσωπα των «μύθων» αντιστοι χούν απόλυτα στα πρόσωπα της πραγματικής του οικογένειας, διατηρώντας μάλιστα και το πραγματικό τους όνομα4. Στο «Αμάρτημα», ε κτός από τη μητέρα και τον πατέρα, που ίσως α κόμη ζει, υπάρχει μια κοριτσίστικη παρουσία που απορροφά όλη την αγάπη της μητέρας, ά σχετα αν αυτή είναι η πρώτη ή η δεύτερη πεθαμέ νη Αννιώ, είτε το φάντασμά τους, είτε η θετή Κατερινιώ που απειλεί κι αυτή με στέρηση της μη τρικής αγάπης, και ακολουθούν μετά ο Χρηστάκης, ο Γεωργής (ο συγγραφέας), τέσσερα χρόνια πιο μικρός, και ο «κοιλιαρφανός» Μιχαήλος, μια χρονιά ακόμη πιο μετά. Αυτή η σύνθεση μετακο μίζει με τα ίδια ακριβώς ονόματα, την ίδια ηλικιακή συσχέτιση και στα άλλα δύο αφηγήματα. Στο «Αμάρτημα» η σύνθεση υπάρχει πλήρης, και στον «Φονέα», που διαδραματίζεται μετά από τον θάνατο του πατέρα και του Χρηστάκη τον χαμό, περιορίζεται σε τρία, στη μητέρα και στους δύο υστερνούς της γιούς, και στο «Ταξί δι», που κατά το μισό ανάγεται σε αναμνήσεις της εποχής που ζούσε ακόμη ο παππούς, προσθέτονται κι αυτός με τη γιαγιά Χρουσώ. Αλλά, εκτός από τα πρόσωπα, υπάρχουν περι στατικά που επίσης διασταυρώνονται ανάμεσα στα τρία αυτά αφηγήματα, μα και με την πραγ ματικότητα. Στο «Αμάρτημα» αναφέρεται η α πόπειρα. του μικρού Γεωργή ν’ αντιπεράσει ένα ποτάμι, απόπειρα που ο Καιροφύλας5 χαρακτη ρίζει σαν «παιδιάστικη αφέλεια και τόλμη» (σ. 48), ενώ μπορεί να ήταν μία παρόρμηση φυγής εδώ τον λόγον έχει η ψυχανάλυση - που προλα βαίνει να αναχαιτίσει η δυναμική μητέρα. Το πε ριστατικό αυτό ο συγγραφέας στο διήγημά του το τροποποιεί επί το ορθολογικότερον. Εδώ ο μι κρούλης Βιζυηνός αρνείται να επιβαρύνει τη μη τέρα του που ήθελε να τον περάσει αγκαλιά «κι αντρομαχάει να αντιπεράσει μόνος του, μα πέ φτει μες στο ρεύμα από το οποίο σώζεται από τη μητέρα του» (σ. 21). Στο ίδιο αναφέρεται πως η γιαγιά Χρουσώ πήγε στον Άγιον-τάφο και έγινε Χατζήδαινα (σ. 28) κι αυτό το γεγονός διασταυ ρώνεται μες στο «Ταξίδι» (σ. 105-6), όπου αναφέρεται λεπτομερώς. Λεπτομερώς, εδώ επίσης (σ. 103-107) αναφέρεται η παιδική τραυματική περι πέτεια του παππού, που του σημάδεψε όλη τη ζωή, να ζήσει όλα τα παιδικά του χρόνια σαν «Γεωργία», για να αποφύγει έτσι, ντυμένη κορι τσάκι, τον γιαννιτσαρισμό - ήταν μια μέθοδος αποφυγής που τότε συνηθιζόταν - κι ο γάμος του, για τον ίδιο λόγο, σε ηλικία έντεκα ετών, με την αυταρχική και δύστροπη γιαγιά Χατζαποστόλαινα, όπως τα περιγράφει ο ίδιος βιογράφος (σ. 7- 8). Κυρίως στο «Ταξίδι» (σ. 71-86) αναφέρεται διεξοδικά κι ο πρώιμος ξενιτεμός του συγ
60/αφ ιερω μα γραφέα - στοιχείο ιστορικό του βίου του, που τ’ αναφέρει και το «Αμάρτημα» (σ. 22) - που σε η λικία δέκα-έντεκα ετών θ’ αποσταλεί στην Πόλη να μπει μαθητευόμενο ραφτόπουλο στον αρχιρράπτη της βαλιδέ-σουλτάνας, ο οποίος τον «έστελλε τακτικά εκ το παλάτιον» χώρο όπου οι πραγματικές βασιλοπούλες - που ήθελαν να εκφράσουν «ιδιαιτέραν τινα ευαρέσκειαν προς το ραφτόπουλόν των» (σ. 82) - συνδέθηκαν με τις βασιλοπούλες των παραμυθιών που του εδιηγείτο ο παππούς (σ. 79-82). Τώρα ως προς τις καταγραφές που γίνονται για πρότυπα γονεϊκά, αχνά και πού δηλώνεται ο πατέρας πραματευτής-ταξιδευτής, ανεύθυνος και χαροκόπος στο «Αμάρτημα» (σ. 26), και μό νον στον «Φονέα» επενδύει πάνω στο προικισμέ νο το Γεωργή (σ. 37), που όμως το αφήνει ορφανό γύρω στα πέντε χρόνια του. Έτσι απομένει να δε σπόζει μια αγράμματη μα πρακτική, μα και δεισιδαιμονιακή μητέρα, γεμάτη εμμονές σε όλο το «Αμάρτημα» και από εκδικητικό πνεύμα σε όλο τον «Φονέα», αλλά που ο ποιητής «θέλει» να την κατανοεί απόλυτα, και μάλιστα επικυρώνει τη μητρογραμμική εξουσία της που της κληρονομεί η δεσποτική γιαγιά του «Ταξιδιού» (σ. 96-99). Τις οίδε ποια αμφίσημα αισθήματα αυτή η μητέρα α ποτύπωσε στο ασυνείδητο του μικρού Γιωργή που αντανακλώνται όλα - μες από τη χρηστο μάθεια της εποχής - στις ευγνωμοσύνες του και στις ενοχές, που διατρέχουν όλο το «Αμάρτη μα», μα και στις υποσχέσεις του για παροχή ισό βιας προστασίας προς αυτήν, που φαίνεται να έ χουν εκπληρωθεί ήδη στον «Φονέα», μα και με ταγενέστερα, αφού την έχει πάντοτε μαζί του α κόμα και σαν γεροντοπαλίκαρο5. Το τεχνητό στοιχείο της πλοκής φαίνεται πως υπάρχει μόνο στον «Φονέα», όπου ο χαμός του μεγαλύτερου α δελφού Χρηστάκη, «διαλευκαίνεται», αντίθετα με ό,τι σημειώνει ο βιογράφος (σ. 8) πως στην πραγματικότητα μένει σκοτεινός. Αν δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί μία συνεμπλοκή του θύματος, κά τι μεμπτό στο επάγγελμα της «πόστας», που στο αφήγημα η μητέρα του δηλώνει ότι το φοβάται (σ. 36-37), ίσως εδώ ο Βιζυηνός, ωσάν καλός υιός, αναλαμβάνει μέσ’ από τον μύθο να το σβή σει με δική του εκδοχή. Αλλά το πλαίσιο κι εδώ - οι χώροι, η σύνθεση και τα ονόματα της οικο γένειας, ο αμετανόητα δεισιδαιμονιακός χαρα κτήρας της μητέρας - είναι οικείο. Έτσι, καθώς το σύνολο σχεδόν αυτών των αφηγημάτων συ γκροτείται από περιστατικά πραγματικά, μπορεί να χρησιμεύσει σαν η αλάνθαστη λυδία λίθος, η ίδια η πραγματικότητα όπου θα θαυμαστεί η ψυ χολογική δεινότητα του Βιζυηνού. Γιατί η πραγ ματικότητα είναι η αιτία που παράγει όλες τις α ντιδράσεις που αντιστοιχούν από τη μία μεριά σ’ αυτή κι από την άλλη στις τυποποιήσεις της αν θρώπινης συμπεριφοράς, όπου αυτές οι αντιδρά
σεις από την ψυχολογία έχουν αναχθεί και που α κριβώς θα βρούμε στο έργο του Βιζυηνού και στη συνέχεια εκθέτουμε. το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού φαίνεται πως υπάρχει μία πρωτογενής, αυτόματη διά θεση για ιχνηλασία της ανθρώπινης ψυχής, και είναι, ίσως, μία όψη του ταλέντου του, που οδηγεί στην αυτοπαρατήρηση - στο βάθος που του εί ναι εφικτή - και στην ετεροπαρατήρηση, μια ι κανότητα άσχετη από τη μεθοδευμένη γνώση που απόκτησε σπουδάζοντας ψυχολογία. Διότι, για το είδος του πεζογραφικού λόγου που ο Βιζυη νός επέλεξε, ήτοι το ψυχολογικό αφήγημα, οι οποιεσδήπο;τε ψυχολογικές σπουδές δεν θα ’ταν ι κανές να υπαγορεύσουν άλλο τι από μία ξερή γραφή που εδώ την προλαβαίνει το ταλέντο, όπου εκμεταλλεύεται, όχι πλέον τη γνώση, αλλά την παρατήρηση πάνω στο βίωμα ημών αυτών και άλλων. ΓΓ αυτό και οι χαρακτήρες του και οι ψυ χολογικές τους καταστάσεις έχουν μίαν εσωτερι κή συνέπεια κι οι πράξεις τους, εάν δεν παρεμ βαίνει μια έντονη συναισθηματική προσωπική συμμετοχή, κρίνονται αλάνθαστα. Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας Δεσποινιώς στο «Αμάρτημα» και στον «Φονέα» εί ναι μοναδική. Για τα παιδιά της, που είναι ο ομφαλός του κόσμου, είναι μία μάνα παθιασμένη, ακόρεστη, πληθωρική, μαχητική κι εντέλει φορ τική, ιδίως στον «Φονέα» (σ. 45) γυναίκα αγράμ ματη, δεισιδαιμσνιακή, που θέλει να υποτάξει και τη μοίρα, αν είναι δυνατό, και μάχεται ενάν τια σ’ αυτήν, αν έτσι δείχνουν τα σημάδια (σ. 35), που θα τα φέρει τελικά στα μέτρα της. Σε όλο το «Αμάρτημα» ζητά να επιβάλλει την προέκταση της μητρογραμμικά καθορισμένης ύπαρξής της στο θηλυκό παιδί, που βάζει πάνω απ’ όλα τα υ πόλοιπα κι αρσενικά παιδιά της. Το ίδιο απόλυ τη, πρωτεϊκή είναι και στις ενοχές της. Η εξομο λόγησή της (σ. 26-29), έτσι όπως δίνεται μέσ’ από μίαν ανυπέρβλητη θρησκευτική ενοχικότητα κι από την τέλεια σύζευξη της ψυχολογίας και του λόγου, που ο συγγραφέας πραγματοποιεί, παίρνει το απύθμενο της βάθος. Δεν θα μπορούσε να ’ναι πιο αληθινή από την άποψη του λόγου, ούτε πιο πλήρης απ’ την ψυχολογική πλευρά. Ο Βιζυηνός μάς κάνει φανερό ότι οι έννοιες του φόνου εξ αμέ λειας ή του ακούσιου εγκλήματος είναι πολύπλο κες για την πρωτεϊκή αυτή γυναίκα, που τις κα τανοεί μόνο χωρίς τα επίθετα και τα επιρρήματά τους στην ενιαία τους σημασία, φόνος-έγκλημα· κάτι που ο άνθρωπος κανονικά το εξομολογείται μόνο στο θεό και τώρα εδώ αυτή, καταταπεινωμένη, το εξομολογείται στο παιδί της. Τί σημα σία μπορεί να ’χει ύστερα από αυτά η εξομολόγη ση στον Πατριάρχη· που «είναι καλόγερος... Δεν μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του» (σ. 31). Ά ρα ούτε και
Σ
αφ ιερω μα/61 η θρησκευτική παραμυθία της αρκεί. Κι έτσι, ο ψυχολόγος Βιζυηνός που υποδηλώνει πως σε κανέναν δεν αρκεί, διδάσκει ότι ο άνθρωπος ουδέ ποτε γλιτώνει από το τραύμα των λαθών του, ε κούσιων και μη. Αλλά ο καλλιτέχνης Βιζυηνός συνάμα δείχνει πόσο είναι μάταιο, εάν όχι βέβη λο, πάνω σε μία τέτοια απεγνωσμένη μεγαλειώδη απογύμνωση να δοκιμάζει η λογική - η επιστή μη - να υπερβεί τα όρια του ανθρώπου, όχι με τους κοινούς, τους τρόπους που παρηγορούν, αλ λά με τις ανύπαρκτες καμιά φορά κι ανυποψία στες του βάθους των ενστίκτων αιτιολογήσεις των ανθρωπίνων πράξεων, ενώ οι πράξεις - κα λές ή και κακές - μπορούν να παραμένουν τόσο απλές και να πονούν τόσο βαθιά, όσο τους πρέ πει για να είναι σεβαστές από την άλλη, την αν θρώπινη πλευρά που ο Βιζυηνός, εδώ, μας δίνειόπως και στον «Φονέα» (σ. 78) και αλλού, πα ντού εν γνώσει του κακού και του άδικου που, ό μως, μπροστά στον πόνο που καμιά φορά γεν νούν το δίκαιο, το καλό και η αλήθεια, ο Βιζυη νός το άδικο και το κακό το αποσιωπά. · Σαν ο Βιζυηνός κινά για τις σπουδές του στο ε ξωτερικό, η ψυχολογία δεν έχει ακόμη αυτονομηθεί από τη φιλοσοφία, γι’ αυτό εξακολουθεί να ακροβατεί στο δίπολο καλού-κακού. Μα δεν θ’ αργήσει να αντικατασταθεί από μίαν άλλη, για την οποία δεν θα υπάρχουν καν κακοί, αλλά μο νάχα προβληματικοί. Και η νεότερη αυτή ψυχο λογία βρίσκεται ήδη στον Βιζυηνό. Γιατί στο έρ γο του τεκμηριώνει χάρη στην ψυχολογική του εμβρίθεια, έννοιες της νεότερης αυτής ψυχολο γίας που βρήκαν όνομα σε όρους που καθιερώθη καν μετά. Π.χ. η επισήμανσή του στον «Φονέα» ότι «ο Κ. πήγε στου πεθερού του... για το χατήρι της αρραβωνιαστικιάς που δεν ήθελε να χωρισθεί από τον πατέρα της... - και κορίτσι που δεν μπορεί να αφήσει το σπίτι του γονιού δεν είναι α κόμα μια γυναίκα» - (σ. 64), δεν είναι άλλο τι α πό αυτό που σήμερα αποκαλούμε ανωριμότητα και που η ψυχανάλυση επισήμανε στο «σύμπλεγ μα της Ηλέκτρας»- ενώ η παρατήρηση στο «Α μάρτημα» ότι «η τρυφερότης, προς τους υπόλοι πους αδελφούς του κορασιού, αντί να ελαττούται προϊούσης της ασθένειας του, απεναντίας ηύξανεν» (σ. 7) αποκαλείται σήμερα εξάρτηση (του α σθενούς από τους υγιείς). Και στο «Ταξίδι» οι ε νοχές που έχει ο παππούς για τη Χρουσώ - τέ τοιες που της χαρίζουν τα ταξίδια του - και που ο ίδιος, προκαλώντας την, τις πλάθει, σαν να ’φτιάχνε ασυνείδητα τη μοίρα που συνειδητά θα ’θελε να αποφύγει (σ. 105-106), δεν είναι άλλο α πό μία σαδομαζοχιστική κατάσταση, όπως τη λέμε τώρα. Ανάλογη κατάσταση με υπεροχή του μαζοχιστικού στοιχείου πιάνει η παρατηρητικό τητα, αλλ’ ίσως και η βίωση, του Βιζυηνού, πραγ ματικά «εν τω γεννάσθαι», στο ακόλουθο συντα ρακτικό περιστατικό του «Αμαρτήματος»: Μέ
σα στην εκκλησία, όπου κατάκειται σαν «τάμα» σαράντα μέρες η ετοιμοθάνατη μικρή Αννιώ, α νάμεσα στις ικεσίες της προς το Θεό, η μάνα του προσφέρει σαν αντάλλαγμα το ένα από τ’ αγόρια της που παραστέκουν εναλλάξ όλον εκείνον τον καιρό κι αυτά στην άρρωστη· και ο Γιωργής που άκουσε την μακάβρια προσφορά, γεμάτος ενο χές για ενδεχόμενές του παραλείψεις (και για αρ νητικά, ασφαλώς, αλλ’ ασυνείδητα αισθήματα) προς τη μητέρα του (σ. 13), την ώρα που η Αννιώ ψυχορραγεί, «πλειοδοτεί», και μέσα στους λυγ μούς του «παρακαλεί κι αυτός τον πεθαμένο και αδύναμο πατέρα του, κι όχι τον παντοδύναμο θεό, - άδολη και γλυκύτατη πονηριά!» - «έλα πατέρα να πάρης εμένα - για να γιάνη το Αν νιώ» και ρίχνει ένα παραπονεμένο βλέμμα στην «ισόθεη» μητέρα του εκλιπαρώντας απ’ αυτή τη «χάρη» (σ. 16). Και όλα αυτά ο Βιζυηνός μεν τα παρατηρεί, αλλά το τι συμβαίνει μέσα στα μύχια του Γεωργή, τουλάχιστον στο κείμενό του, τ’ αγνοεί. Αξιοθαύμαστη επίσης από τον Βιζυηνό είναι κι η επισήμανση των ψυχολογικών αυτών διαδικα σιών που ακόμα υστερότερα θα ονομαστούν «μη χανισμοί ψυχολογικής αμύνης» και θα επισημάνει μερικούς, όπως αυτόν που σήμερα τον λέμε ε κλογίκευση: Έχοντας μέσα του βαθιά την αντεκ δίκηση ενάντια στη σφετερίστρια της μητρικής αγκάλης - την ψυχοκόρη της μητέρας του - ο Γεωργής, γυρίζοντας από την ξενιτιά, ζητάει την αποπομπή της, επειδή «Τίποτ’ άλλο δεν επεθυμεί... παρά να εύρη μίαν αδελφήν, της οποίας η φαιδρά μορφή και αι συμπαθητικαί φροντίδες να εξαλείψουν τας κακοπαθείας, όσας υπέστη εν τη ξένη...». «Αλλά η θετή του αδελφή ήτο ακόμη μι κρά, καχεκτική, κακοσχηματισμένη, κακόγνω μη και προ πάντων δύσνους» και άρα αποδιο πομπαία. («Αμάρτημα», σ. 24)· ή όπως αυτό που σήμερα τον λέμε μετατόπιση: «... Κι άφησε εσύ, που δεν εγέννησε, το γδάρμα... προσέθηκεν έπει τα, ωσάν να έπταιεν το ζώον δια την αποτυχίαν... Μόνον που μου εσήκωσεν τ’ ογούρι από τα ταξί δια», είπε ο παππούς γεμάτος μένος που εδώ το εκφράζει για την αγελάδα του, ενώ στο βάθος το εννοεί για τη γιαγιά που πήγαινε εκείνη στα ταξί δια του που σχεδίαζε αυτός. («Ταξίδι», σ. 104)· ή όπως αυτό που σήμερα το λέμε υπεραναπλήρω ση, που το υποδηλώνει ο Σελήμ με την αγάπη του στα όπλα και τη φιλοπολεμική του συμπεριφορά, τόσο σαν αντιστάθμιση στη «θηλυκή» εμφάνιση που του είχε επιβάλει η μητέρα του σαν ήτανε παιδί, όσο και σαν εξουδετέρωση της πατρικής απόρριψης που ’χε γεννήσει η θηλυκή του παρου σία («Μοσκώβ Σελήμ», σ. 127)· ή όπως αυτό που λέμε σήμερα αναστροφή της επιθετικότητας στο ίδιον εγώ: «Βέβαιος ο ήμερος του Κιαμήλ χαρακτήρ δεν ίσχυσε να εκπληρώσει το άγριον καθή κον αιμοχαρούς αυτοδικίας. Και πριν α κακουρ
62/οφιερω μα γήσει... προετίμησε να φονεύση την ίδιαν αυτού καρδίαν» («Φονεύς», σ. 70)· ή τέλος, όπως αυτό που λέμε ταυτοποίηση, έναν μηχανισμό ακρογω νιαίο στην οικοδόμηση της προσωπικότητας. «Όλη, λοιπόν, η μεγάλη εκείνη ιδέα μου περί των ταξιδίων του παππού, όλη μου η προς αυτόν υπόληψις και εμπιστοσύνη περιορίζεται έξαφνα εις τα παραμύθια» - που έλεγε στον εγγονό του Γιωργή - «καθ’ όν χρόνον είχε την αφέλειαν να πιστεύει ο πτωχός» - έτσι καθώς τον είχαν ντύ σει κοριτσίστικα και τον φωνάζανε Γεωργία «ότι ήτο θηλυκού και ουχί αρσενικού γένους» («Ταξΐδιον», σ. 111). Αντιλαμβάνεται κανείς την πρόδρομη αυτή σκέψη που επισημαίνει την καθοριστικότητα των παιδικών αυτών βιωμάτων περί φύλου για την ανάπτυξη της προσωπικότητας πριν από τη φροϋδική θεώρηση της σεξουαλικό τητας. Φαίνεται πως και για τον Βιζυηνό εκείνο το ταξίδι του παππού, που δεν επραγματοποιήθηκε ποτέ, συμβόλιζε τη διαρκή αναζήτηση ενός προσώπου ανδρικού, με το οποίο πλήρως ο παπ πούς δεν φαίνεται να ενσωματώθηκε ποτέ. *μως, παρά την ισχυρή εντύπωση που κάνει η ψυχολογική διείσδυση του Βιζυηνού, θα ήταν υπερβολικό εάν διατηρούσαμε την ίδια ε ντύπωση και για τη διαύγειά της, αφού δεν έχουν καν συζητηθεί οι ενδεχόμενες υποκειμενικές του παρεμβάσεις σαν ατόμου με τα προσωπικά του αισθήματα για τους ήρωες και τις προσωπικές του στάσεις και προτιμήσεις για τις πράξεις τους. Πόσο άραγε μας βρίσκει όλους σύμφωνους η «συμπαθητική» εκείνη κατανόηση του γιου Γεωργή που εναρμονίζει την «τόσον φρικαλέως επι θυμητήν, ως εφαίνετο, εκδίκησιν» με «την φιλο στοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός» («Φονέας» σ. 42) που ήταν η ίδια η μητέρα του; Αυτή η διαφεύγουσα από τον συγγραφέα συναι σθηματική συμμετοχή του στο «Αμάρτημα» είναι παρωνυχίδα για τη συνολική κι ερευνητέα στάση του ποιητή απέναντι στο μητρικό του πρότυπο, όπως κι ανάλογες ή ετερόλογες στάσεις του υπο λανθάνουν απέναντι και σ’ άλλα ολόκληρα διη γήματα. Παράδειγμα ο Μοσκώβ-Σελήμ ένα γνω στό πρότυπο ανδρογυνικό με έντονη την επίφαση
Ο
του πολεμιστή, αλλά και μ’ ένα θηλυκό στοιχείο δια βίου αναστελλόμενο (σ. 162), πρότυπο που θυμίζει ήρωες και της ελληνικής μυθολογίας αλλά και ιστορίας6 - όπου, παρά την πολεμο χαρή επίφαση υπολανθάνει (παράλληλη παραυπόθεση) το ομοφυλοφιλικό στοιχείο σταθερά κι άλλοτε ξεμυτίζει ενδεικτικά (σ. 146-155). Είναι α ναμφισβήτητα ένα πρότυπο που έχει ρίζες βαθιές και προβοκάρει για μίαν ανάλυση, είτε στο αρχετυπικό πεδίο με μία αναζήτηση μετα-βιολογική των αρχετύπων7, είτε στο διαπαλικο-προσωπικό ψυχαναλυτικό επίπεδο, με βάση τ’ άφθονα παρενδυμασιακά (traiisvesties) κυρίως βιώματα του ήρωα (σ. 126-7). Πόση όμως είναι η ασυνείδητη ψυχολογική συμμετοχή ή ενδεχόμενα και ταύτι ση του ποιητή μ’ αυτόν τον ήρωά του (σ. 126, 141) που τελικά με τόσο γόνιμο ενδιαφέρον του απο κοιμίζει τις ανησυχίες (σ. 166), με ένα σωτήριο ψέμα ακριβώς ανάλογο μ’ εκείνο στο «Φονέα» με το οποίο κοίμησε και τις ανησυχίες της μητέ ρας του (σ. 78). Κι εδώ βρίσκεται η προσωπική συμμετοχή του ποιητή που κάνει κάποιες φορές την ψυχολογική εκτίμηση μεροληπτική και που την αναγκάζει να ανεβεί στο «τρίτο» επίπεδο α νάλυσης, που μνημονεύσαμε από την αρχή και ή δη το πατάμε, έτοιμοι για την επιψυχολόγηση των όσων ο Βιζυηνός ψυχολογεί. Αλλ’ όλ’ αυτά θα σήμαιναν την αλλαγή και σχέσεων και θέσεων και θρόνων του συγγραφέα και του γράφοντος και το χειρότερο έναν συναισθηματικό απο χρωματισμό των ανθρωπίνων υλικών του σε γκρίζα και ψυχρά επιστημονικά υλικά. Αλλ’ ας αφήσουμε τον τρυφερό κι ευαίσθητο Βιζυηνό, με όσην ανύποπτη ψυχολογικήν επάρ κεια διαθέτει να μένει ανέγγιχτος στον θρόνο του, έτσι σαν μιαν ανεπανάληπτη αντίκα του 19ου αιώνα, μ’ αυτήν την καθαρευουσιάνική του ψυχολογική πατίνα, χωρίς να την επιστιλβώσουμε με τ’ ορθολογικό πλαστικό της ψυχανάλυσης. Τι θα μπορούσαν, άλλωστε, να ωφελούν ακόμη πια οι ψυχαναλυτικές μας επιδείξεις μετά από τόση προσφορά... Στο κάτω- κάτω ας μείνει κι έ να κείμενο χωρίς να γίνει κόσκινο από τις δια τρήσεις της ψυχανάλυσης.
Σημειώσεις 1. Τ. Βουρνάς: Ιστορικά και φιλολογικά πορτραίτα. Εκ. Τολίδη, Αθήνα, 1981, σ. 115. 2. Πρέπει μ’ αυτήν την πρώτη ευκαιρία να σημειωθεί ότι η προϊούσα γενική παράλυση, πάθηση «παρασυφιλιδική» ή ταν μία ψυχική αρρώστεια απ’ την οποία πέθανε ο Βιζυηνός, αιτίας μικροβιακής, οργανική αρρώστεια του εγκεφάλου, ή τοι σωματική με επινέμηση στο «κέντρο της ψυχής» και ναι μεν σχετική σαν ψυχολογική έκφραση με την προσωπικότη τα και τα περιεχόμενα της ψυχολογικής υφής του ποιητή, αλλ’ άσχετη και με αυτήν και με αυτά σαν βιολογική εκδή λωση - και είναι απόλυτα αναγκαία αυτή η αντιδιαστολή - που τηνε προκαλεί η μόλυνση.
3. Ε.Γ. Καμαριανάκης: Ο Γεώργιος Βιζυηνός. Ανάτυπο από το Αρχείο της Εταιρείας Θρακικών Μελετών, Αθήναι, 1961. 4. Υπόψη του αναγνώστη η έκδοση: Γ. Βιζυηνού: Το αμάρτημα της μητρός μου, μαζί με τα άλλα αφηγήματα. Εκδ. Γαλαξία, Αθήνα, 1969, απ’ όπου και οι σελιδαριθμήσεις, που μνημο νεύονται στο κείμενο. 5. Γ. Καιροφύλα: Γεώργιος Βιζυηνός. Στο: Αυτοί οι ωραίοι τρελλοί. Εκδ. Φιλιππότη, Αθήνα, 1986, σσ. 45-86. 6. Αναφορά του I. Συκουτρή στην Εισαγωγή του στο Συμπόσιο του Πλάτωνα για το κατόρθωμα της μάχης του Δηλίου. Εκδ. Εστίας, 1988, σ .Ίΐ6 . 7. Ζαν Λιμπίς: Ο μύθος του Ανδρόγυνου. Εκδ. Ολκός, 1989, Ι διαίτερα σελ. 125-140.
επιλογη/63
Β α γγέλη ς Α θ α να σ ό π ο υ λ ο ς
Επιλογή βασικής βιβλιογραφίας Νικόλαος I. Βασιλειάδης, «Ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός» (Αναδημοσίευση από το Εθνικόν Ημερολόγιον Κωνστ. Φ. Σκόκου, Έτος 9ον, 1894, σσ. 297-313, του «Γεώργιος Μ. Βιζυηνός. Ο Έλλην Γκυ δε Μωπασσάν»), «Η τρέλλα του ποιητού», «Σελίδες Δρομοκαϊτείου», Εικόνες Κωνσταντινουπόλεως και Αθηνών, Εν Αθήναις, Τυπογραφείον «Εστία» Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, 1910, σσ. 301-339. Κωστής Παλαμάς, «Βιζυηνός» Άπαντα, τ. Β', Μπίρης, [Χ· χρ.], σσ. 150-162, και: «Γεώργιος Βιζυηνός», στο ίδιο, τ. Η', [χ. χρ.], σσ. 484-502. Γεώργιος Χασιώτης, «Γεώργιος Βιζυηνός», Βυζαντινοί σελίδες, τόμ. Α', Αι Πριγκηπόννησοι, Εν Αθήναις, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1910, σσ. 256-279. Αντώνης Γιαλούρης, Στερνοί Φαναριώτες λόγιοι. Γε ώργιος Βιζυηνός. Ο άνθρωπος και το έργο του, Ανατύ πωση από το περ. «Ρυθμός», Πειραιάς, 1934. Γ. Βαλέτας, «Φιλολογικά στο Βιζυηνό», Θρακικά, Η', 1937, σσ. 211-304. Νικόλ. Β. Τωμαδάκης, «Ή βιογράφησι τοϋ Βιζυηνοϋ», Κυπριακά Γράμματα, Έτος Α', αρ. 19-20, Λευκωσία, 15 Ιουν-1 Ιουλ. 1935, σσ. 597-599. Άλκης Θρύλος, Μορφές της ελληνικής πεζογραφίας, τ. 2, Δίφρος, Αθήνα, 1963, σσ. 9-44. Κώστας Κόντος, Γεώργιος Βιζυηνός/Κριτική ανάλυση του έργου του, (Ανατύπωσις εκ του Περιοδικού «Νέον Κράτος» τεύχη 15ον, 16ον, 17ον και 18ον, Αθήναι, Τύπόις «Πυρσού», 1939, σσ. 36. Άγγελος Σικελιανός, «Γεώργιος Βιζυηνός», Ελεύθερα Γράμματα, περίοδος Γ', Χριστούγεννα 1949, σσ. 246-262. Μαρίνος Ξηρέας, Άγνωστα βιογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού, Λευκωσία-Κύπρος, 1949, σσ. 82. Τάκης Ακρίτας, Γεώργιος Βιζυηνός (Ο Θρακιώτης ποι ητής που τραγούδησε την Ελλάδα), Αθήνα, 1952, σσ. 85. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, «Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896)», (Εισαγωγή στο Γεώργιος Βιζυηνός, επιμέ λεια Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Βασική Βιβλιοθήκη, 18, «Αετός», Αθήναι [1954], σσ. 7-36 [21960, Εκδοτικός οί κος Ιωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, σσ. 3-32]. Τα Άπαντα του Γεωργίου Βιζυηνού, Πρόλογος Σπύρου Μελά, Εισαγωγαί Κλ. Παράσχου-Κ. Μαμώνη, επιμέ λεια Κ. Μαμώνη, Εκδοτικός οίκος «Βίβλος» [1955], σσ. 864.
Ευαγγ. Γ. Καμαρινάκης, Ο Γ. Βιζυηνός. Η ζωή του, ο άνθρωπος, η θέση του στα Νεοελληνικά Γράμματα. Βασικά γνωρίσματα του έργου του, Εταιρεία Θρακικών μελετών, Αθήναι, 1961. Κυριακή Μαμώνη, Βιβλιογραφία Γ. Βιζυηνού (1873-1962)/Ανέκδοτα ποιήματα από το χειρόγρ. «Λυ ρικά», Ανάτυπον εκ του 29ου τόμου του Αρχείου του Θρακικού Ααογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού (1963), Αθήναι, 1963, σσ. 131. Της ίδιας, «Γεώργιος Βιζυηνός», Αρχείον του Θρακι κού Ααογραφικού και Γλωσσικού θησαυρού, τ. 32 (1966), σσ. 464-468· «Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Βιζυηνού», Θρακικά Χρονικά, 30(1973), σσ. 57-59· «Το ποιητικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού», Θρακικά Χρο νικά, 39 (1984), σσ. 42-50. Απόστολος Σαχίνης, «Το διήγημα του Γ.Μ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 10 (1968), σσ. 311-361
Πέτρος Χάρης, «Γεώργιος Βιζυηνός», Έλληνες πεζογράφοι, 3, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1968, σσ. 27-28. Κ. Μητσάκης, Αναδρομή στις ρίζες: Γεώργιος Βιζυη νός, Αθήνα, «Ελληνική Παιδεία», 1977 [ = Πορεία μέσα στο χρόνο/Μελέτες Νεοελληνικής Φιλολογίας, Εκδό σεις Φιλιππότη, Αθήνα, 1982, σσ. 101-123]. Παν. Μουλλάς, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός» (Εισαγωγή στο: Γ.Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνι κά Διηγήματα, Επιμέλεια Παν. Μουλλάς, «Ερμής», Α θήνα, 1980, σσ. ρλστ'). Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «Μεταξύ φαντασίας και μνήμης: «Το μόνον της ζωής του ταξίδιον» του Γ.Μ. Βι ζυηνού», Ο Πολίτης, 38 (1980), σσ. 64-69. Του ίδιου, «Reality and imagination: the use of history in the short stories of Yeoryios Viziinos», στο Rod. Beaton (εκδ.), The Greek Novel: A.D. 1-1985, London, Croom Helm, 1988, σσ. 11-22. Καλ. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Ααογραφικές μαρ τυρίες Γεωργίου Βιζυηνού, Αθήνα, 1982, σσ. 142. Massimo Peri, «Το πρόβλημα της αφηγηματικής προο πτικής στα Διηγήματα του Βιζυηνού», Ελληνικά, τόμ. 36ος (1985), τεύχ. 2ον, σσ. 286-316. Gerhard Emrich, «Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου: Παρατηρήσεις πάνω στο διηγηματικό τρόπο του
64/αφιερω μα Γεωργίου Βιζυηνού», Θρακικά Χρονικά, 40 (1985), σσ. 5-9. William F. Wyatt, «Vizyenos and His Characters», Journal of Modern Greek Studies, 5, 1 (1987), σσ. 47-64. (Γεώργιος Βιζυηνός), Ανά τον Ελικώνα (Βαλλίσματα). Πρόλογος Στ. Ιωαννίδη, Θρακικά Χρονικά, 42 (1987-1988), σσ. 37-75. Ε.Ν. Μόσχος, «Ο Βιζυηνός στα αγγλικά», Νέα Εστία, 124, σσ. 1728-1729. Θανάσης Μουσόπουλος, «Ο Κωστής Παλαμάς για το Γεώργιο Βιζυηνό», Θρακικά Χρονικά, 42 (1987-1988), σσ. 32-36. Georgios Vizyenos, My mother’s Sin and Other Stories, Translated from the Greek by William F. Wyatt, Jr.,
(Foreword by Roderick Beaton), Published for Brown University Press by University Press of New England, Hanover and London, 1988. Γ.Μ. Βιζυηνός, Τα Διηγήματα, Φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη: Γενική φιλολογική εποπτεία: Απόστολος Σαχίνης, Αθήνα, 1991, σσ. 390. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ.Μ. Βιζυηνού, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθή να, 1991, σσ. 320. Αφιερώματα περιοδικών: Ελληνική Δημιουργία, τόμ. 4ος, τεύχ40, 1Οκτωβρίου 1949· Θρακικά Χρονικά, αρ. 17-18, Χειμώνας-Άνοιξη 1965· Τετράδια «Ευθύνης», τόμ. 29, 1988.
Τατιάνας Ρα'ίση ■ Βολανάκη 0. Φοκνερ: Το χωριουδάκι Ν. X. Αόρενς: 0 παραβάτης Π. Μεριμέ: Κάρμεν & άλλες νουβέλες ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΕΛΦΙΝΙ: Θεμιστοκλέους 23-25, 106 77 Αθήνα Τηλ. 3630955 FAX. 3636658 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: "Πρόοδος" Μεσολογ γίου 5 Τηλ. 3621001 - 3630889 FAX. 3629207
Ε. Α. Αμποτ: Επίπεδος κόσμος Γιοβάννα: Παράθυρο στον άλλο τοίχο
lABAZfl ε πιλ ο Πλάτων: φιλόσοφος και πολιτικός t-r-v ALEXANDRE KOYRE: Φιλοσοφία και Πολιτεία. Εισαγωγή στην α' ^ -Ν νάγνωση του Πλάτωνα. Μετάφραση: Λένα Κασίμη. Αθήνα, Α λ ε ξάνδρεια, 1990. Πλάτων, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όχι μόνο της αρχαιότητας αλλά της συνολικής ιστορίας της δυτικής σκέψης, δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρος. Πολύ περισσότερο: Ο Πλάτων είναι πάντα ζωντανός. Είναι λοιπόν σημαντική η ανάγνω ση που επιχειρεί ο Alexandre Koyre, μια ανάγνωση προκαταρκτική και εισαγωγική, όχι μόνο διότι εξοικειώνει τον αναγνώστη με την ορολογία, τις έννοιες και το περιεχόμενο των έργων του φιλοσό φου, άλλά κυρίως διότι μας προσκαλεί και μας ωθεί να τα διαβά σουμε ή να τα ξαναδιαβάσουμε. Το πρώτο μέρος του βιβλίου («Ο Διάλογος») ασχολείται με τους κανόνες που διέπουν το φιλολογικό είδος το οποίο κατ’ εξοχήν υ πηρέτησε ο Πλάτων: το διάλογο. Είναι προφανής η λογοτεχνική διάσταση των πλατωνικών κειμένων - τα οποία αποτελούν υφολογικό σχόλιο στα μεγάλα έργα που προηγήθηκαν, και κυρίως στον Όμηρο, όπως τονίζει ο Λογγίνος - , αλλά και η θεατρικότητά τους - όπως μας υπενθυμίζει ο ίδιος ο Koyre: «οι πάντες, διαβά ζοντας έναν πλατωνικό διάλογο, διαισθάνονται ότι θα μπορούσε να παιχθεί, να ανεβεί στη σκηνή. Εξάλλου αυτό έχει γίνει: τον και ρό του Κικέρωνα, οι Ρωμαίοι διανοούμενοι αναπαριστούσαν θεα τρικά τους διαλόγους» (σελ. 15).
Ο
δραματουργική διάσταση του διαλόγου προϋποθέτει μιαν ι διαίτερη λειτουργία του αναγνώστη, τελείως διαφορετική α πό εκείνη που επέβαλλε η κατοπινή φιλοσοφία. Ο αναγνώστηςθεατής μετατρέπεται σε ακροατή-θεατή υλικά (σωματικά) παρό ντα σε μια συζήτηση η οποία επαναλαμβάνεται εσαεί ενώπιον του αναλλοίωτη. Αυτός είναι και ο τελικός κριτής της έκβασης, η ο ποία ποτέ δεν φτάνει παρά μόνον ως υπαινιγμός. Πράγματι, .ή συ νομιλητές διαρκώς προσπαθούν να κερδίσουν με το μέρος τους όχι τον αντίπαλό τους αλλά τον ακροατή. Ο Σωκράτης δεν διαφεύγει του κανόνα. Αντίθετα, είναι εκείνος που τον κατέχει πλήρως και τον εκμεταλλεύεται στο μέγιστο βαθμό, εγκαταλείποντας τη σκη νή τη στιγμή ακριβώς που η κοινότοπη άποψη για το ζητούμενο της συζήτησης καταρρέει. Ο αναγνώστης δεν έχει πια ανάγκη τη θετική τοποθέτηση του Σωκράτη. Η αρνητική πλευρά υπαινίσσε ται τη θετική και ανοίγει τις οδούς του στοχασμού αποκλείοντας
Η
ΨΆ
so. ψ ,Λ
66/επιλογη τις κοινοτοπίες και τις κακοτοπιές. Οι δρόμοι της νόησης, θα ι σχυριστεί ο Heidegger, δεν μπορούν να καταλήγουν στη βεβαιότη τα, παρά μόνον σε νέα ερωτήματα. Βέβαια, συμπεράσματα υπάρχουν στους πλατωνικούς διαλό γους. Δεν πρέπει όμως με κανέναν τρόπο να τα αναζητήσουμε στο εσωτερικό τους αλλά στη σκέψη του αναγνώστη. Μπορεί όμως ο ιδεώδης αναγνώστης των διαλόγων να είναι σύγχρονός μας, ένας άνθρωπος ο οποίος, όσο καλά καταρτισμένος κι αν είναι, δεν κα τανοεί πάντα τους υπαινιγμούς που περιλαμβάνονται σε στοιχεία τα οποία σήμερα θεωρούμε δευτερεύοντα; Η άποψη του Koyre εί ναι καταφατική: Η γνώση του περιβάλλοντος είναι η ίδια δευτερεύουσα καθώς ο διάλογος δεν ισχυρίζεται πως αναπαράγει την αλη θινή συζήτηση, δεν γράφτηκε «ιστορίης ένεκεν». Άλλωστε, «ο Πλάτων, όπως όλοι οι ορθολογιστές, δεν τρέφει καμιά εκτίμηση ούτε για την ιστορία ούτε για την ιστορική επιστήμη» (σελ. 111). Πώς θα μπορούσε λοιπόν να προϋποθέτει τη γνώση της προϊστο ρίας των συνομιλητών; Η συνάφεια καθιστά δυνατό το διάλογο, α ποτελεί το πραγματολογικό υπόβαθρο της πραγματοποίησής του και τίποτε περισσότερο. Ίσω ς μάλιστα, αν κατανοούμε σωστά την άποψη και τα παραδείγματα του Koyre, η μέγιστη απόσταση στην οποία εκ των πραγμάτων βρίσκεται ο σύγχρονος αναγνώ στης, του επιτρέπει να παρακολουθεί αναπόσπαστος την ουσία της διαμειβόμενης επιχειρηματολογίας. ην ιδιαίτερη αυτή θέση-σχέση που επιφυλλάσσει ο Πλάτων Τ στον αναγνώστη επιχειρεί να αναδείξει ο συγγραφέας, προ σεγγίζοντας παραδειγματικά τρεις διαλόγους: τον Μένωνα, τον Πρωταγόρα και τον Θεαίτητο. Και οι τρεις αυτοί διάλογοι στρέ φονται γύρω από το ίδια περίπου κεντρικό θέμα: τί είναι η αρετή; Μπορεί ν’ αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας; Ποιά είναι, τέλος, η σχέση της με την επιστήμη (τη γνώση). Και στις τρεις περιπτώ σεις η μέθοδος είναι κοινή. Καταρρίπτονται οι κοινότοπες απόψεις καθώς και οι θεωρίες των σοφιστών, ενώ το ερώτημα παραμένει στο τέλος ακέραιο. Μέσα στην επαναποκτηθείσα ακεραιότητά του βρίσκεται πλέον η αφετηρία της λύσης του. Την αφετηρία αυτή επι χειρεί κάθε φορά να εκθέσει ο Koyre, καλώντας συγχρόνως τον α ναγνώστη να ανατρέξει στο πλατωνικό κείμενο. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου («Η Πολιτική») ασχολείται διεξο δικό με την πολιτική σκέψη του Πλάτωνα κυρίως στην Πολιτεία, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τη διευκρίνιση των σημείων εκείνων που παρερμηνεύονται συστηματικά και των οποίων η παρερμηνεία είναι ευρύτατα διαδεδομένη ακόμη και μεταξύ όσων δεν γνωρίζουν το έργο από κοντά. Παράδειγμα μιας τέτοιας παρερμηνείας του συρμού είναι ότι ο Πλάτων προτείνει μια κοινοκτημονική κοινω νία, ενώ στην πραγματικότητα προτείνει ένα καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας από το οποίο εξαιρούνται μόνον οι φύλακες. Την παρουσίαση των κεντρικών απόψεων της Πολιτείας ακο λουθεί η αναφορά στις ατελείς πολιτείες, τους ανθρώπινους χαρα κτήρες που διαμορφώνει καθεμιά απ’ αυτές και τον τύπο της σκέ ψης που της προσιδιάζει. Βλέπουμε εδώ να παρελαύνουν μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που με ποικίλα ονόματα δια τηρήθηκαν ως τις μέρες μας, με αποτελέσματα πάνω στην ανθρώ πινη ψυχή αντίστοιχα μ’ εκείνα που διέγνωθε ο αρχαίος σοφός. Η κριτική διάθεση του αναγνώστη πρέπει να βρίσκεται μόνιμα σε εγρήγορση όταν διαβάζει αυτά τα κεφάλαια, καθώς η γοητεία του Πλάτωνα μπορεί να τον παρασύρει σε ατοπήματα όπως ο ι σχυρισμός ότι ο Πλάτων υπήρξε προφήτης των ταγμάτων εφόδου, του ναζισμού, ή ακόμη και του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο Πλάτων
Επανορθώσεις Δημοσιεύουμε τις παρακάτω διορ θώσεις του κ. Βασίλη Κ. Δωροβίνη που αφορούν στο κείμενό του με τί τλο «Ο Καποδίστριας, τα δημόσια κτίρια και οι απαρχές σχεδιασμού των ελληνικών πόλεων», «Διαβά ζω», τεύχ. 275, σελ. 59-62 (αφιέρω μα στον I. Καποδίστρια). • Σελ, 59, 1η §, να διαβαστεί: "Το πρώτο βήμα για την κάλυψη του κενού έγινε από το Τεχνικό Επι μελητήριο της Ελλάδας και με έκ δοση μελετών το 1976. Ακολούθησε ένα άρθρο του Σπύρου Δουκάτου (1978) ντοκουμέντων της καποδιστριακής εποχής” • Σελ. 61, 2η στήλη·, 3η §, Το Ορ φανοτροφείο της Αίγινας κτίστηκε το 1828 (όχι το 1829). • Σελ. 62, 2η στήλη: "...οι Υ πουργοί Πολιτισμού της Ευρωπαϊ κής μας Κοινότητας δέχθηκαν να γίνει αρχείο της πολιτιστικής κλη ρονομιάς όλης της Ευρώπης” . Τέλος, παραθέτουμε ολόκληρη την υποσημείωση 2. Επανορθώνουμε ζητώντας συγ γνώμη από τους αναγνώστες και τον αρθρογράφο. 2. Παράρτημα TSHJ Πανεπιστημίου Πει ραιώς (20' είναι η α ’ όσταση με τα «ι πτάμενα δελφίνια») Μουσείο ‘'/κ λ α δικής Τέχνης, Πολυχώρος Τεχνών, θερινό Πανεπιστήμιο για ελληνικές σπουδές, Μουσείο Ελληνισμού και άλλα πολλά είναι οι κατά καιρούς προτάσεις που έχουν γίνει για τη μελ λοντική χρήση. Θα ήθελα να ευχαρι στήσω την κ. Κουλικούρδη και την κ. Συμεωνίδου για τη συμβολή τους στο άρθρο αυτό.
επιλογη/67 παρουσιάζει μια λογική δομή ιδεωδών τύπων σε μία κλίμακα η ο ποία σαφώς δεν αποτελεί εξελικτική πορεία. Το σχήμα των ατε λών πολιτειών και της τέλειας Πολιτείας δεν πρέπει να μας οδηγή σει σε ιστορικίζουσες εσχατολογίες, σε αναζήτηση καταγωγής και ιστορικής θεμελίωσης. Το φάντασμα της συζήτησης για τους «τρό πους παραγωγής» απειλεί να επιστρέφει με άλλο όνομα. τέλεια Πολιτεία είναι μια από τις πρώτες φιλοσοφικές ουτο πίες. Η ουτοπική της διάσταση δε σημαίνει πως δεν είναι δυ νατό να υπάρξει, παρ’ όλο που πράγματι δεν είναι δυνατό να υπάρ ξει. Η δυνατότητά της είναι που καθοδηγεί τον φιλόσοφο. Καθή κον του είναι να επαγρυπνά «για μόρφωση της Πολιτείας, των μελ λοντικών πολιτών της, των μελλοντικών κυβερνητών της», χωρίς να ταυτίζει τη μόρφωση με την επαγγελματική εκπαίδευση. Αντί θετα, το προέχον είναι η ηθική παιδεία των πολιτών, η οποία δεν διδάσκεται παρά μόνο καλλιεργείται στην ψυχή των νέων ανθρώ πων με το ίδιο το παράδειγμα ζωής του φιλοσόφου. Σε μια κοινωνία που από τη σύστασή της αποκλείει τους φιλοσό φους και προάγει τους σοφιστές, σε μιαν εποχή που συστηματικά αρνείται να ολοκληρώσει ημιτελείς σκέψεις, το έργο του Πλάτωνα λειτουργεί ως αντίβαρο, παρ’ όλο που — όπως σε κάθε ουτοπία η προσωπική ελευθερία φαίνεται να βρίσκεται κι εκεί σε υποχώρη ση. Σε μιαν αφιλοσόφητη εποχή είναι απαραίτητα έργα όπως αυτό του A. Koyre, που μας θυμίζουν ότι η φιλοσοφία δεν είναι ούτε στεί ρος θετικισμός, ούτε ανούσια αιθεροβαμοσύνη, αλλά πυξίδα τόσο για τη συγκρότηση της ατομικής ηθικότητας όσο και για την πολι τική στράτευση, τη στιγμή ακριβώς που η πολιτική και η στράτευ ση υπό τις σημαίες φθίνει.
Η
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΠΕΛΟΣ
συμβολή στη βιβλιογραφία του αρχαίου Ελληνικού Δικαίου ΓΤ~\ ARNALDO BISCARDI: Αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Μετ. Π.Δ. Δημάκη. Αθήνα, Δ. Ν. Π α π α δ ήμ α , 1991. Σελ. 510. ο βιβλίο αυτό του Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου Arnaldo Biscardi, του «Πρύτανη των Ιταλών επιστημόνων στον τομέα του αρχαίου ελληνικού δικαίου», όπως χαρακτηρίσθη κε πολύ εύστοχα από τον Άγγλο φιλόλογο D. MacDowell, έχει τον πυρήνα του στη διδακτική πράξη. Γεννήθηκε, όπως αναφέρει στον πρόλογό του ο συγγραφέας, από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σιένας σε μια σύ ντομη εκδοχή με τον τίτλο Περίγραμμα του αρχαίου Ελληνικού δι καίου (Σιένα 1961). Η επιτυχία και η αποδοχή αυτής της έκδοσης οδήγησαν σε μια δεύτερη, το 1974, επαυξημένη και βελτιωμένη με τη συμβολή της καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, Eva Cantarella, μα θήτριας του A. Biscardi. Το 1982 κυκλοφορεί το έργο αυτό αναθεω ρημένο και με συντομευμένο τίτλο, ως Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο,
Τ
^καιο
68/επιλογή το οποίο έχοντας αποτελέσει για μεγάλο διάστημα τη βασική γενι κή εισαγωγή στο θέμα για τους Ιταλούς αναγνώστες, έρχεται σή μερα, χάρη στη μετάφρασή του απ’ τον καθηγητή Π.Δ. Δημάκη, να προσφέρει πολύτιμες υπηρεσίες στο ελληνικό αναγνωστικό κοι νό, το ίδιο στους ειδικούς μελετητές του αρχαίου ελληνικού δι καίου και σ’ όλους όσοι ενδιαφέρονται για το πώς συγκροτείται μια κοινωνία σε μια ορισμένη εποχή θεσπίζοντας κανόνες συνύ παρξης κι επικοινωνίας. Με την έκδοση αυτή ο εκδοτικός οίκος «Δ. Ν. Παπαδήμα» προσθέτει ένα ακόμη αξιόλογο βιβλίο στην πε ριορισμένη ελληνική βιβλιογραφία του αρχαίου ελληνικού δικαίου. (Ας σημειωθούν ακόμη εδώ, από τον ίδιο οίκο, οι δυο μεταφράσεις των βιβλίων του D. MacDowell: Το δίκαιο στην Αθήνα των Κλασι κών χρόνων, μετάφρ. Γ. Μαθιουδάκη, Αθήνα 1986 και Σπαρτιατι κό δίκαιο, μετάφρ. Ν. Κονομή, Αθήνα 1988). το εισαγωγικό κεφάλαιο γίνεται αναφορά στη θέση του αρ χαίου ελληνικού δικαίου ( = ΑΕΔ), στη μελέτη των δικαίων της Αρχαιότητας και στις σχέσεις τους προς το ρωμαϊκό δίκαιο, στην αυτονομία του ΑΕΔ και τη διάκρισή του από το Αττικό δί καιο, στην απουσία μιας θεωρίας του δικαίου. Το Ιο κεφάλαιο ασχολείται με το σημαντικό πρόβλημα των πη γών του ΑΕΔ. Γίνεται διάκριση άμεσων και έμμεσων πηγών, απ’ τις οποίες οι δεύτερες (τα testimonia της φιλολογικής κριτικής) «εί ναι οι πολυαριθμότερες και οι πιο ενδιαφέρουσες». Υπάρχει μια πολύ εμπεριστατωμένη ανάλυση μεθοδολογικού χαρακτήρα σχετι κά με την προσοχή που απαιτείται για την αποδοχή των νόμων που περιέχονται στους δικανικούς λόγους. Παρ’ όλο που γίνεται μνεία σε επιγραφικές πηγές λείπει η συστηματική αναφορά των βασικών εκδόσεων αυτού του είδους των κειμένων. Το 2ο κεφάλαιο έχει ως θέμα το Δημόσιο δίκαιο. Από τη βιβλιογραφική ενημέρωση παραλείπονται πρόσφατα έρ γα, όπως του P.J. Rhodes, The Athenian Boule, Οξφόρδη 1972, του D. MacDowell, The Law in Classical Athens, Λονδίνο 1978 κ.ά. Κεφάλαιο 3o: Πρόσωπο και Οικογένεια, με αναλύσεις σχετικά με τη διάκριση πολίτη και αστού, τη νομική θέση των προσώπων, μετοίκων, δούλων, γυναικών (αναφορά στο θεσμό της επικλήρου), τον γάμο κ.λπ. Το συντομότερο 4ο κεφάλαιο για την κληρονομική διαδοχή βα σίζεται σε προηγούμενη έρευνα του ίδιου του συγγραφέα. Με το Ενοχικό δίκαιο ασχολείται το 5ο κεφάλαιο. Ενδιαφέροντα στοιχεία για το ζήτημα των ενοχικών σχέσεων που σύμφωνα με την αριστοτελική κατάταξη διακρίνονται σε ε κούσιες, οπότε πρόκειται για ειδικές συμβάσεις, συμφωνίες, μετα ξύ δύο μερών (συμβόλαιον, συνάλλαγμα, συνθήκη, ομολογία) και σε ακούσιες στις οποίες ανήκουν οι λαθραίες ή βίαιες παράνομες πράξεις. Κύρια θέση σ’ αυτές τις τελευταίες κατέχει ο φόνος («τυ πικό» έγκλημα). Το 6ο κεφάλαιο αναφέρεται στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας και της κυριότητας στο ΑΕΔ. Η Δίκη εξουλής (ο συγγραφέας προτιμά αυτόν τον όρο και όχι δ.εξούλης, όπως είναι η παραδοσιακή χρή ση, στηριζόμενος στις εργασίες των γλωσσολόγων Schwyzer και Frisk) αποτελούσε την αγωγή με την οποία μπορούσε κανείς να ε πιτύχει την απόδοση του διαμφισβητούμενου πράγματος στο οποίο είχε δικαίωμα κυριότητας αλλά όχι απαραίτητα και δικαίωμα νο μής, δικαίωμα δηλ. του να νέμεται κάτι (όπως συνέβαινε στο κλα σικό ρωμαϊκό δίκαιο). Στο πρόβλημα αυτό της νομής είναι αφιερωμένη κι ολόκληρη η παρ. 7 του κεφαλαίου.
Σ
ΚΥΡΙΑ με μεταφραστική πείρα αναλαμβάνει υπεύθυνα μετα φράσεις από τα Γερμανικά. Τηλ. 3630201
επιλογή/69 Κεφάλαιο 7ο: Στοιχεία Δικονομίας. Εδώ διακρίνονται οι δημό σιες αγωγές (γραφαί) από τις ιδιωτικές (δίκαι), αναφέρονται οι αρ μοδιότητες των αρχόντων κι αναλύεται η διαδικασία που ακολου θείται σε μια δίκη. Το 8ο κεφάλαιο που, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, έχει περιλάβει αρκετά στοιχεία απ’ τις μονογραφίες και τις έρευνες τη; μαθήτριάς του, καθηγήτριας Eva Cantarella, επιχειρεί μια συνοπτι κή σκιαγράφηση του αδικήματος του φόνου αρχίζοντας με τα Ο μηρικά Έπη, τους Έλληνες νομοθέτες του 7ου αιώνα, τον Δρά κοντα, τον Σόλωνα και κλείνει με τη συμβολή των φιλοσόφων. Προσωκρατικών, Πλάτωνα κι Αριστοτέλη στην επεξεργασία της έννοιας της «εκούσιας πράξης». Περιλαμβάνεται ακόμη ο νόμο; του Δράκοντα για τις ανθρωποκτονίες, που αποτελεί αναδημο σίευση του έτους 409-408, με μετάφραση και ανάλυσή του. Εδώ γί νεται αποδεκτή η διαφοροποίηση των όρων φόνος μη εκ προνοία: και φόνος ακούσιος που πρότεινε η Eva Cantarella (1976). Το πρόβλημα όμως φαίνεται πως είχε ήδη αντιμετωπισθεί με επί τυχία στο άρθρο του W.T. Loomis, The nature of premeditation in Athenian homicide law, JHS 92 (1972) 86-95 (που δεν αναφέρει ο συγγραφέας) όπου οι δύο όροι ταυτίζονται (βλ. και Μ. Gagarin, Drakon and Early Athenian Homicide Law, Λονδίνο 1981, σ. 31-37. Ήδη o Louis Gernet στη διδακτορική του διατριβή, του 1917. (Recherches surle deeveloppement de la pensee juridique et morale cn Grece. Etude semantique, Παρίσι) είχε προδηλώσει: «η σύγκριση των κειμένων πιστοποιεί πως εκών κάι εκ προνοίας χρησιμο ποιούνται το ένα αντί του άλλου και πως η αρκετά συχνή έκφραση εκών εκ προνοίας αποτελεί πλεονασμό» (σ. 352). ο πολύτιμο αυτό έργο, που γενικά διατηρεί έναν υψηλό βαθμό ακρίβειας, κλείνει με Εργογραφία του A. Biscardi ως το Τ 1989, Ευρετήριο όρων και Πίνακα Πηγών. Την έλλειψη γενικής βι βλιογραφίας αντικαθιστούν οι πολυάριθμες υποσημειώσεις ποι παρακολουθούν το κείμενο αλλά και οι συμπληρώσεις τους απο τον μεταφραστή-επιμελητή της ελληνικής έκδοσης, κ. Π.Λ Δημάκη.. Και μόνο η ανάγνωση του αναλυτικού πίνακα περιεχομένων πληροφορεί για τον πλούτο και την ποικιλία των θεμάτων που πε ριλαμβάνονται σ’ αυτό το έργο. Κακώς όμως επαναλαμβάνονται τα περιεχόμενα στην αρχή κάθε κεφαλαίου, συχνά μάλιστα με τον παραπλανητικό όρο «περίληψη», αυξάνοντας απλώς τον όγκο του βιβλίου και, δυστυχώς, και το κόστος του. Το ίδιο ισχύει, ίσως, και με την παράθεση των ιταλικών μεταφράσεων των ξενόγλωσσων βι βλίων στις υποσημειώσεις, απαραίτητων βέβαια για το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο συγγραφέας αλλά όχι τόσο για το ελληνικό κοινό. Μια παρατήρηση επίσης που αφορά την παράθεση βιβλίων κι επιστημονικών άρθρων: Η σύγχρονη φιλολογική πρακτική απαιτεί μια σαφέστερη δια κρίση των δύο αυτών ειδών έργων, συνήθως με πλαγιογράφηση των τίτλων βιβλίων και των επιστημονικών περιοδικών στα οποία βρίσκονται τα αναφερόμενα άρθρα, ο τίτλος των οποίων περί κλείεται σε εισαγωγικά. Ακόμη κι αν πρόκειται για αμέλεια τοι συγγραφέα μια τέτοιου είδους «επέμβαση» στην ελληνική έκδοση είναι βέβαιο πως θα ωφελούσε το έργο. Η σχολαστικότητα εξάλ λου του φιλολόγου επιζητεί να «βλέπει» τα αρχαιοελληνικά κείμι: να, όταν και όσο γράφονται ακόμη σε πολυτονικό σύστημα, με την απαραίτητη διάκριση των τόνων (οξείας και βαρείας). Αρκετά τυ πογραφικά σφάλματα έχουν παραμείνει στο πολυσέλιδο αυτό βι βλίο. Ενδεικτικά: «αστικού» ( = αστυκού) σ. 39 (όπως υποδεικνύω
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Επιμέλεια - ανθολόγηση ΡΟΥΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ
«Καλή χρονιά με καλή ποίηση...»
ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ
ΜΕΡΕΣ ΗΔΟΝΗΣ
ΜΕΡΕΣ ΗΛΟΝΗΣ
Αποκλειστική διάθεση
ΚΟΙΝΟΠΡΑΚΊΊΚΗ Ιπποκράτους 68
70/επιλογή η υποσημείωση), «Φιλόχωρου» ( = Φιλόχορου) σ. 69, μια διπλογρα φία στη μετάφραση του νόμου του Δράκοντα «οι πενηνταένας... ε νός φονέα» σ. 448, τα ονόματα των επιστημόνων «Modrejewski» ( = Modrzejewski) σ. 17,172, «Guhtrie» ( = Guthrie) σ. 444, «La ομο λογία» ( = Η ομολογία) σ. 235, η υποσ. 51 στη σ. 469. Ακόμη στον πίνακα παροραμάτων (στο τέλος του βιβλίου) η σελίδα 151 και 151 σημ. 5 είναι στην πραγματικότητα η σελίδα 141. Προφανώς η «φατρία» θα πρέπει να διορθωθεί σε φρατρία και στις σελίδες 447, 451. Καμιά βέβαια απ’ αυτές τις παρατηρήσεις δεν αναιρεί το γεγο νός της μεγάλης συμβολής αυτής της έκδοσης του Αρχαίου ελληνι κού δικαίου στον εμπλουτισμό της ελληνικής βιβλιογραφίας. Απο τελεί πράγματι μια προσφορά του εκδοτικού οίκου «Δ. Ν. Παπαδήμα», όχι μόνο στο νεοσύστατο «Κέντρο Μελέτης Αρχαίου ελλη νικού και ελληνιστικού δικαίου» του Παντείου Πανεπιστημίου, αλ λά και στον ευρύτερο'τομέα της αρχαιογνωσίας. Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ
το γραμματειακό κυπριακό Λ Ε Υ Κ ΙΟ Υ ΖΑΦ ΕΙΡΙΟ Υ: Η Νεότερη Κυπριακή Λ ογοτεχνία. Γραμματολογι κό σχεδίασμα. Λευκω σία 1991. Σελ. 170.
Κύπρος, η «χωμάτινη κιθάρα» της Μεσόγειος, έχει να επιδείξει μακραίωνη κι αδιάσπαστη πολιτισμική συνέχεια και παραγωγή δυσανάλογη της έκτασης και του πληθυσμού της. Ένα μέρος αυτής της παραγωγής (τη λογοτεχνική και δη το νεότερο τμήμα της, 1878-1990) επιχειρεί να διευθετήσει γραμματολογικά με το παρόν πόνημά του ο Λ. Ζαφειριού, ένας από τους αξιόλογους ποιητές της Μεγαλονήσου και συνεκδότης του σημαντικού περιο δικού «Η ΑΚΤΗ», που δυστυχώς φτάνει από την Κύπρο σε ελάχιστσες προθήκες Αθηναϊκών βιβλιοπωλείων. Ο συγγραφέας λαμβάνει φυσικά υπόψη του ανάλογα εγχειρήμα τα προγενεστέρων (λ.χ. το εμβριθέστατο «Σχεδίασμα χρονολογίου της νεότερης Κυπριακής λογοτεχνίας» του Φοίβου Σταυρίδη, δη μοσιευμένο στο περ. ΑΝΤΙ, 236, 1983, κ.ά.), τα εμπλουτίζει, τα συμπληρώνει, τα διορθώνει. Σκιαγραφεί πρωτίστως το ιστορικό πλαίσιο, το οποίο εξέθρεψε και μέσα από το οποίο ανεδύθη αυτή η παραγωγή, επισκοπεί το κοινωνικοπολιτικό κλίμα κάθε περιό δου, σημειώνει τη διαλεκτικότητα οικονομικοκοινωνικών εξελίξε ων και λογοτεχνικών - στο νησί η λογοτεχνία ακολουθούσε κατά πόδας ανέκαθεν τις ιστορικές τύχες και περιπέτειες - περιοδολσγεί, σημασιολογεί κι αξιολογεί πρόσωπα, ρεύματα, καταστάσεις. Οι απαρχές της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας ορίζονται το 1878, χρονιά έναρξης της Αγγλοκρατίας και εισαγωγής της τυπο γραφίας, κυκλοφορίας πρώτων εφημερίδων στη Λάρνακα και λίγο αργότερα στη Λεμεσό (1880) και Λευκωσία, καθώς και του πρώτου βιβλίου, «Ποιήματα» (1879) του Θ. Ρώπα και του πρώτου λογοτε χνικού περιοδικού, «Ευτέρπη» (1881). Διερευνάται εν συνεχεία ο ρομαντισμός στη φθίνουσα Τουρκοκρατία και στα πρώτα χρόνια της Αγγλοκρατίας, γίνεται εκτενής αναφορά μεταξύ άλλων στη Σαπφώ Λεοντιάδα (1832-1900) - για το έργο της οποίας εκπονεί ήδη διατριβή ο Ελλαδίτης Η. Τζούφλας - ενώ σελίδες αφιερώνο νται και στην καταξίωση της κυπριακής διαλέκτου, φυσικά στις προδρομικές και εθνικές μορφές των Βασίλη Μιχαηλίδη, Δ. Λιπέρτη κ.ά. καθώς και στο κίνημα του δημοτικισμού στην Κύπρο.
Η
μ%
ns
επιλογη/71 επόμενη ενότητα αναφέρεται στον μεσοπόλεμό (1919-1945), διαγράφει κι εδώ το ιστορικό πλαίσιο, παρακολουθεί τις νέες ιδεολογικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις, το όραμα του σοσιαλι σμού στην ποίηση με κορυφαίες περιπτώσεις τον Θοδόση Πιερίδη (ο γραματολόγος παραθέτει ένα λαμπρό απόσπασμα από την «Κυ πριακή Συμφωνία» που κρίμα, κατά τη γνώμη μας, να λείπει από τα σχολικά εγχειρίδια) και τον Τεύκρο Ανθία. Εξετάζονται οι πεζογράφοι του μεσοπολέμου, με έμφαση στο έργο του Ν. Νικολαΐδη, Λ: Ακρίτα, Μ. Ρουσσιά, κ.ά. καθώς και οι κριτικοί (Ιντιάνος, Προυσής, Αιμ. Χουρμσύζιος κ.ά.). Στο επόμενο κεφάλαιο εξετάζεται η ποιητική και πεζογραφική παραγωγή της ύστερης Αγγλοκρατίας (1945-1960) που είναι από τις γονιμότερες. Παρουσιάζεται εδώ η λαμπρή ποίηση του Μόντη που δικαίως έχει προταθεί στο παρελθόν για το Νόμπελ («αλλά τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να γυρίσει» που θάλεγε κι ο κυπριολάτρης Σεφέρης), καθώς επίσης και άλλοι σημαντικοί ποιητές, ο Ν. Κρανιδιώτης, ο Κύπρος Χρυσάνθης, ο Αχιλ. Πυλιώτης (άξιος επίγονος του Θ. Πιερίδη), ο πρόωρα χαμένος Παντελής Μηχανικός, κ.ά. Στην πεζογραφία η παράδοση του Δημ. Σταυρινίδη (1898) συνεχίζεται από τους Γεώργιο Φιλίππου Πιερίδη, Θ. Μαρσέλλο, Κ. Μόντη κ.ά. Το τελευταίο κεφάλαιο πραγματεύεται την παραγωγή των πρώ των χρόνών της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-1974) σε αναφορά πάντα με τα ιστορικά τεκταινόμενα (οδυνηρές συνθήκες ΖυρίχηςΛονδίνου που με το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης που παρεί χαν στις «εγγυήτριες δυνάμεις» στάθηκαν η κερκόπορτα για τη μετέπειτα διχοτόμηση της Μεγάλονήσου). Παράλληλα με τους ώρι μους δημιουργούς εμφανίζονται τώρα νέες δυνάμεις στο προσκή νιο, η α' γενιά της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο επικός Κυρ. Χαραλαμπίδης, ο λυρικός Μιχ. Πασιαρδής, ο Κ. Βασιλείου, ο Θ. Κουγιάλης, η Π. Γαλάζη (εδώ κυριαρχούν οι μορφές των νεκρών του αγώνα), ο Φ. Σταυρίδης με τη λιτή και κοινωνικής διαμαρτυρίας ποίησή του, ο Α. Χριστοφίδης, ερωτικός-υπάρξιακός, η πολιτική Ν. Κατσούρη και πολλοί άλλοι αξιόλογοι που τα στενά πλαίσια του εντύπου δεν επιτρέπουν να αναφερθούμε διεξοδικότερα. Η πε ζογραφία της ίδιας περιόδου ανθεί ιδιαίτερα (Η. Μελεάγρου, Λ. Σολομωνίδου, Π. Ιωαννίδης, Γ. Κατσούρης, Ρ. Κατσελή, κ.ά.).
Η
ο βιβλίο πλαισιώνεται από πλούσια βιβλιογραφία (31 σελί δων), λημματική και κατά κεφάλαια, καθώς κι από σπάνιο φωτογραφικό υλικό (16 σελίδων), αρκετό μάλιστα έγχρωμο, και προέρχεται κυρίως από τη συλλογή του ακάματου ιστοριοδίφη και μελετητή τών Κυπριακών γραμμάτων Φ. Σταυρίδη, αλλά και από τα αρχεία της Μ. Κιτρομηλίδη, Γ. Λεύκη, Μ. Κράλη κ.ά. και κλεί νει με χρονολογικούς πίνακες 50 σελίδων (!!!) όπου καταγράφο νται παράλληλα τα γεγονότα σε 4 στήλες: Κυπριακή Λογοτεχνία - Ιστορία της Κύπρου - Ιστορία και Λογοτεχνία της Ελλάδας Ξένη ιστορία και Λογοτεχνία. Είναι αναπόφευκτο σ’ ένα τόσο συνοπτικό - παρά την πυκνότη τά του - εγχείρημα 70 μόλις σελίδων (αναφέρομαι μόνον στο κυ ρίως σώμα της μελέτης) να υπάρχουν παραλείψεις. Ενδεικτικά α ναφέρω ότι ο ποιητής Γιάννης Παπαδόπουλος άξιζε τουλάχιστον μιας ολόκληρης παραγράφου αντί απλής ονομαστικής αναφοράς, την οποία αναφορά δεν έχουν καν οι ποιητές Μολέσκης, Μοράρης, Ορφανίδης κ.ά., όταν μάλιστα κάποιες παράγραφοι του βι βλίου επικαλύπτονται άπό άλλες διαφορετικού κεφαλαίου, λ.χ. αναφερόμενος στον κριτικό Ν. Κρανιδιώτη, επαναλαμβάνει κάποια στοιχεία που ήδη ανέφερε όταν μιλούσε για τον ποιητή Ν. Κρανι-
Τ
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ 64-65 ’Ό ψ εις της Σύγχρονης Ρωσικής Πεζογραφίας ή συνέχεια τής μεγάλης παράδοσης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
72/επιλογη διώτη. Θα προσθέταμε επίσης στα αφιερώματα Ελλαδικών περιο δικών (σ. 89) για την Κύπρο κι εκείνο των ΤΟΜΩΝ (1975), που εί ναι μάλιστα χρονολογικά το πρώτο κι όπου μεταξύ άλλων δημο σιεύεται εκτενής συνέντευξη των μεγάλων κυπρολατρών Ροζέ και Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, καθώς και το αξιόλογο αφιέρωμα της ΤΡΙΦΥΛΙΑΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, τ. 42 (1982), στις δε Ιστορίες της λογο τεχνίας (σ. 84) θα προσθέταμε εκείνη των εκδόσεων ΙΩΛΚΟΣ 1990 από τον Αλ. Κουτσούκαλη, η οποία αν μη τι άλλο, αφιερώνει 98 σε λίδες στην Κυπριακή δημιουργία. Διορθωτέο στη σ. 99 το «ΑΝΤΙ τ. 36» σε «ΑΝΤΙ τ. 236», ενώ προς τί στην ίδια σελίδα αλλού «Η 9η Ιουλίου του 1821» και στην επόμενη παράγραφο «Η ενάτη Ιου λίου 1821» (ο τίτλος του οριακού και μοναδικού έπους του Βασίλη Μιχαηλίδη). Ο χαρακτήρας του βιβλίου είναι κύρια ενημερωτικός, διανθιζό μενος συχνά με εύστοχες και πυκνές κρίσεις του συγγραφέα. Πρό κειται για ένα έγκυρο γραμματολογικό εργαλείο, ένα είδος συνο πτικής «γραμματολογικής νουβέλας» που σου ανοίγει την όρεξη για περαιτέρω εντρύφηση στην ενδιαφέρουσα Κυπριακή λογο τεχνία. Ας διαβάζουμε λοιπόν τους αδελφούς εν έλληνι λόγω (κι όχι μό νο) Κυπρίους δημιουργούς, αξίζουν το χειροκρότημά μας, λιγο στεύοντας έτσι εν ταυτώ την πίκρα του ποιητή: Ελάχιστοι μας διαβάζουνε ελάχιστοι ξέρουνε τη γλώσσα μας μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι σ ’ αυτή τη μακρινή γωνιά όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά (Κ. Μόντης) ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
·>
για τον Έλληνα Δάσκαλο την Ελληνίδα Νηπιαγωγό τους γοντίς που Ενδιαφέρονται! Πληροφορίϊς Γ.Θ 64 055, Ζωγράφου 15 710 Τηλέφωνο 01/77.86.828
J
Μ
%
Και 16 σελίδες J Ανθολόγιο ■ για τα παιδιά %
δελτιο/73
ΤΟ Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΚ Ο Δ ελ τίο συντάσσεται μ ε την π ο λ ύτιμ η σ υ ν ερ γα σ ία του β ιβ λ ιο π ω λ είο υ τη ς «Εστίας», τη δ ιε ύ θ υ ν σ η και το π ρο σ ω π ικ ό του οπ ο ιο υ ε υ χ α ρ ισ το ύ μ ε θ ε ρ μ ά . Η Τ Α Ξ ΙΝ Ο Μ Η Σ Η των βιβ λίω ν γίνεται μ ε β ά σ η το γνω στό Δ εκ α δ ικ ό Σ ύ σ τη μ α Τ α ξ ινό μ η σ η ς , π ρ ο σ α ρ μ ο σ μ έν ο σ τη ν ε λ λ η ν ικ ή βιβ λ ιο γρ α φ ία .
a
1 / « ί / Ι | 1 ^
> 1
f |
* λ 1 I I
Σ Ε Κ Α Θ Ε κ α τη γο ρ ία β ιβ λ ίω ν π ρο η γ ο ύ ν τα ι α λφ α β η τικ ά οι Έ λ λ η ν ε ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς και α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν οι ξένοι.
δελ 1ο
Τ
20 Ν ο εμ β ρ ίο υ 3 Δ ε κ ε μ β ρ ίο υ 1991
γ ρ α φ ικό | |
278
Ε π ιμ έλ ε ια : Έ φ η Α πάκη
Η Κ Α Τ Α Τ Α Ξ Η των ξένω ν σ υ γ γρ α φ έω ν γίνετα ι σ ύ μ φ ω ν α μ ε το ε λ λ η ν ικ ό α λ φ ά β η το . Σ Τ Η Ν Κ Α Τ Η Γ Ο Ρ ΙΑ των π ε ρ ιο δ ικ ώ ν δ ε ν π ε ρ ιλ α μ β ά νο ν τα ι ε β δ ο μ α δ ια ία έντυπα . ΓΙΑ Τ Η Ν α κ ό μ η μ ε γ α λ ύ τε ρ η π λ η ρ ό τη τα το υ Δ ελ τίο υ , π α ρ α κ α λ ο ύν τα ι οι ε κ δ ό τ ε ς να μ α ς σ τέ λ ν ο υ ν έγκ α ιρ α τις κ α ιν ο ύ ρ ιε ς ε κ δ ό σ ε ις τους.
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ Ο δηγοί
ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ.-ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Γ. Οδηγός του Μουσείου Αγώνα. Λευκωσία, 1991. Σελ. 160. Λ ευκώματα
ΚΑΣΣΙΡΕΡ Ε. Ο μύθος του κράτους. Μετ. Σ. Ροζάνης-Γ. Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 408. Δρχ. 3120. OSHO. Τάντρα. Η υπέρτατη κατανόηση. Μετ. Δημ. Ευαγγελόπουλος. Δθήνα, Δωρικός, 1991. Σελ, 256. Δρχ. 1660. Α ρχαία φιλοσοφ ία
ΠΟΛΕΜΗΣ Δ.Ι. Τα ιστιοφόρα της Άνδρου. Άνδρος, Καΐρειος Βιβλιοθήκη, 1991. Σελ. 181 + εικ. 10.400.
ΔΑΚΟΓΛΟΥ Ι.Ό μυστικός κώδικας του Πυθαγόρα. Τόμος Β'. Αθήνα, Νέα Θέσις, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 2080.
Φ ΙΛΟΣΟΦ ΙΑ
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Γ ενικά
Γ ενικά
ΜΟΥΡΑΤΙΔΗΣ I. Θέματα φιλοσοφίας φυσικής αγω γής. Εισαγωγή στη φιλοσοφία. Θεσσαλονίκη, Χριστοδουλίδης, 1990. Σελ. 228. Δρχ. 3680. ΞΕΝΑΚΗΣ ΑΧΙΛΛΕΑΣ.... και ο άνθρωπος αναζήτη σε το Θεό του... Τόμοι A' + Β'. Αθήνα, Όμβρος, 1991. Σελ. 330 + 318. Δρχ. 5000 (οι δύο τόμοι).
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Α. Εκκλησιαστική Ιστορία. Η Εκκλησία της Κύπρου. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 112. Δρχ. 1040.
7Α!δελτίο ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Α. Εκκλησιαστική ιστορία. Η Εκκλησία των νέων χωρών. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 102. Δρχ. 1040. ΤΕΡΤΥΛΛΙΑΝΟΣ. Περί της μαρτυρίας της μυχής πε ρί του βαπτίσματος. Μετ. Μ. Πρίντεζης. Αθήνα, Κα λός Τύπος. Σελ. 93. Δρχ. 520. Θρησκειολογία CLARK F.-WILLIAMS Ρ. Εισαγωγή στη μελέτη των θρησκειών. Απόδ. Άννα Κελεσίδου. Αθήνα, Κου τσουμπός, 1991. Σελ. 210. Δρχ. 1560.
σχολ. Γ. Σταμάτης. Αθήνα, Κριτική, 1991. Σελ. 208. Δρχ. 1560. Επικοινωνίες ΜΑΚΛΟΥΑΝ Μ. Media. Οι προεκτάσεις του ανθρώ που. Μετ. Σ. Μάνδρος. Αθήνα, Κάλβος. Σελ. 434. Δρχ. 3120. Λαογραφία ΣΤ' Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου. Πρακτικά. Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1991. Σελ. 451. Δρχ. 2800.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ/ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
Κοινωνιολογία ΧΡΗΣΤΑΚΗΣ Λ. Η ιστορία της αλητείας. Β' έκδοση. Αθήνα, Στυγά, 1991. Σελ. 157. Δρχ. 1455.
ΚΑΝΤΑΡΤΖΗ Ε. Η εικόνα της γυναίκας. Θεσσαλονί κη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 178. Δρχ. 1400.
Παιδαγωγική
Πολιτική
Εκπαίδευση
Απαρτχάιντ - Διεθνείς εξελίξεις - Ελλάδα. Πρα κτικά ημερίδας. Αθήνα, Σιδέρης, 1991. Σελ. 175. Δρχ. 1245. ΚΟΝΔΥΛΗΣ Π. Η παρακμή του αστικού πολιτι σμού. Αθήνα, Θεμέλιο, 1991. Σελ. 334. Δρχ. 2600. ΝΟΥΤΣΟΣ Π. Η σοσιαλιστική σκέμη στην Ελλάδα. Από το 1875 ώς το 1974. Τόμος Β'. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 550. Δρχ. 4160. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Η γένεση του ολοκλη ρωτισμού. Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1991.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΚΟΥΡΚΑΚΗ Ε. Ημερήσιες προγραμ ματισμένες δραστηριότητες για το νηπιαγωγείο. Αθή να, Gutenberg, 1991. Σελ. 331. Δρχ. 3120.
ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ Δ.Β. Ο δημόσιός τομέας σε κρίση. Α θήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 144. Δρχ. 1560.
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΛΩΣΣΑ Γ ενικά ΚΑΡΓΑΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. Αλεξία. Γλωσσικό δρά μα. Αθήνα, Gutenberg, 1991. Σελ. 398. Δρχ. 2390.
The Greek-Turkish confict in the 1990s. Bonn, Macmillan, 1991. Σελ. 279. Δρχ. 18720. ΒΑΛΝΤΕΝ Σ. Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία. Αθήνα, Θε μέλιο, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 1040. KEDWARD R. Οι αναρχικοί. Μετ. Vl.n.-E.A. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 123. Δρχ. 935.
ΚΑΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οι θετικές επιστήμες στον ελλη νικό χώρο (15ος-19ος αιώνας). Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1991. Σελ. 359. Δρχ. 2700.
ΝΤΕΙΒΙΣ Α. Γυναίκες, κουλτούρά και πολιτική. Μετ. Γ. Αρβανίτη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 215.
NAGEL Ε.-ΝΕΝΜΑΝ J.R. Το θεώρημα του Godel. Μετ. Ν. Γιαννακόπουλος. Αθήνα, Τροχαλία, 1991. Σελ. 107. Δρχ. 1350.
Οικονομία ΚΟΡΛΙΡΑΣ Π.Γ. Φιλοσοφία της πολιτικής οικονο μίας. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 240. Δρχ. 2390. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ Α. Η δραχμή και πώς να την προστα τεύεις. Αθήνα, Φυτράκης/Ο Τύπος, 1990. Σελ. 110. Δρχ. 725. ΜΑΡΞ ΚΑΡΑ. Εμπόρευμα και χρήμα. Μετ. —εισ. —
Γ ενικά
Μαθηματικά
δελτιο/75 ΕΦΑΡΜΟΣΜ ΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Η λεκτρονικοί Υ πολογιστές
ΠΡΙΦΤΗΣ Θ. Πληροφορική και computers για νέ ους. Βιβλία 6. Αθήνα, Ίων, 1990. Σελ. 70 + 72 + 71 -+ 72 + 76 + 70. Δρχ. 800 (το κάθε βιβλίο). ΤΕΧΝΕΣ Γενικά
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΟΥ ΖΩΗ. Οι αρχές του Πικάσσο και η αρχαία ελληνική τέχνη. Α9ήνα, «Συλλογές», 1991. Σελ. 125. Δρχ. 1560. Π ολεοδομία
ΣΥΝΑΔΙΝΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Α. Πάτρα. Πολιτισμός ανά πτυξη πολεοδομία. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις. Σελ. 125. Δρχ. 3120. Φωτογραφία
ΚΑΛΙΓΑ ΛΙΖΗ. Συνάντηση με την Αφροδίτη της Μή λου. Φωτογραφίες. Α9ήνα, Άγρα, 1991. Σελ. 38. Δρχ. 1560.
Ποίηση
ΚΑΛΑΝΤΖΟηΟΥΛΟΣ ΜΕΝΗΣ. Το Άνδηρο. Αθή να, Δόμος, 1991. Σελ. 70. Δρχ. 1040. ΚΑΨΑΛΗΣ Δ. Υπό κλίμακα. Αθήνα, Άγρα, 1991. Σελ. 21. Δρχ. 415. ΛΑΣΚΑΡΗΣ X. Σύντομο βιογραφικό. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1991. Σελ. 61. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ Α.Η. Γεράνειον όρος - Λου τράκι - Πισσιά ή Μπισιά Κορινθίας. Αθήναι, 1991. Σελ. 229. Δρχ. 3120. ΜΠΕΗ ΛΕΛΗ. Οι μονωδοί. Αθήνα, Ίκαρος, 1991. Σελ. 51. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Γ.Λ. Στρωμνίτσης 6. Θεσσαλονίκη. 1991. Σελ. 55. ΠΑΣΧΑΛΗΣ Σ. Βυσσινιές στο σκοτάδι. Αθήνα, Ίκα ρος, 1991. Σελ. 38. ΡΙΤΣΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύ χτα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 260. Δρχ. 3000. ELYTIS ODYSSEAS. Loz Ziy. Amsterdam, Bakker, 1991. Παγ. 164. ΠΟΕ ΕΝΤΓΚΑΡ. Ποιήματα 1831-1849. Μετ. N. Προεστόπουλος. Αθήνα, Σελίδες, 1991. Σελ. 77. Δρχ. 520.
Χιούμορ
Π εζογραφία
ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Δε χά8ηκαν όλα. Α9ήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 176. Δρχ. 2080. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ. Soni de war. Θεσσα λονίκη, 1991. Σελ. 56. Δρχ. 1000.
ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡ. Η γραμμή του ορίζοντος. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 182. Δρχ. 1250. ΓΚΙΚΑΣ Γ. Χλωριάδα. Οικολογικό μυθιστόρημα. Α θήνα, Παρασκήνιο, 1991. Σελ. 391. Δρχ. 2600. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΔΗΣ Τ. Ο πετεινός ή περί αντικειμένου. Αφηγήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 70. ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ. Το αδιανόητο τοπίο. Αθήνα, Εστία, 1991. Σελ. 278. Δρχ. 2000. ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ ΦΩΤΗΣ. Το βάρος .του σώματος. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ηριδανός, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 1455. ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Rien ne va plus. Μυ θιστόρημα. Αθήνα, Ερμής, 1991. Σελ. 180. Δρχ. 1660. ΚΟΡΟΠΟΥΛΗΣ Γ. «Don Giovanni». Αθήνα. Άγρα, 1991. Σελ. 142. Δρχ. 1040. ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ. Έρωτες Θεών. Αθήνα, 1991. Σελ. 94. Δρχ. 1560. ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ ΜΑΡΙΑ. Λυκόφως της μοναξιάς. Αθήνα, Καλέντης, 1991. Σελ. 122. Δρχ. 1245. ΝΕΝΕΔΑΚΗΣ Α. Οι βουκέφαλοι 1922. Μυθιστόρη μα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 325. Δρχ. 1800.
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ Οικιακή οικονομία
Πατροπαράδοτες ελληνικές συνταγές. Α8ήνα, Φυτράκης/Ο Τύπος, 1991. Σελ. 419. Δρχ. 8840. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ενικά
ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ. Λίστες. Το παιχνίδι με τους κατα λόγους. Α9ήνα, Νεφέλη, 1991.·Σελ. 89. Δρχ. 1245.
76/δελτιο ΡΙΚΑΚΗΣ ΔΗΜ. Μικρά. Αθήνα, Γαβριηλίδης, 1991. Σελ. 79. Δρχ. 935. ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Αντριάνα. Μυθιστό ρημα. Αθήνα, Φυτράκης/Ο Τύπος, 1991. Σελ. 284. Δρχ. 1870. ΤΖΙΟΒΑΣ ΦΡΙΞΟΣ. Έξοδος για πάντα. (Διηγήματα). Γιάννινα, 1991. Σελ. 237. ΦΑΚΙΝΟΣ MIX. Ως φαίνεται, η γιαγιά κοιμάται ακό μη. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 211. Δρχ. 1150. Ανθολογία γερμανικού διηγήματος. Ανθολόγηση Γ. Πάτσης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 235. ΓΟΥΛΦ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ. Τα χρόνια. Μετ. Σ. Τριαντάφυλ λου. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1991. Σελ. 453. Δρχ. 3120. ΚΙΟΥΡΕΪΣΙ ΧΑΝΙΦ. Ο Βούδας των προαστίων. Μετ. Π. Τιμογιαννάκης. Αθήνα, Οδυσσέας, 1991. Σελ. 373. ^ρχ. 2600. ΜΠΟΥΛΓΚΑΚΟΦ Μ. Η καρδιά ενός σκύλου. Εισ μετ. Θ. Σακκέτας. Αθήνα, Στοχαστής, 1991. Σελ. 125. DICK Ρ.Κ. Κυλήστε δάκρυά μου, είπε ο αστυνόμος. Μετ. Γ.. Ανδρέου. Αθήνα. Παρά Πέντε/Μέδουσα, 1991. Σελ. 264. Δρχ. 1870. ΠΑΟΥΖΕΒΑΝΓΚ Γ. Τα τελευταία παιδιά του Σέβενμπορν. Β' έκδοση. Μετ. Ε. Βαλαβάνη. Αθήνα, Κέ δρος, 1990. Σελ. 185. Δρχ. 725. RUNDNICK PAUL. Το μώνιο. Μετ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα, Aquarius, 1991. Σελ 250. Δρχ. 1245. STENDHAL. Ιταλικά χρονικά. Μετ. X. Κίττου-Σ. Βαρβαρούσης. Αθήνα, Ερατώ, 1991. Σελ. 492. Δρχ. 2900. ΦΟΡΣΤΕΡ Ε.Μ. Φάρος και φαρίσκος. Kat ένα κείμε νο του Γιώργου Σεφέρη για τον Ε.Μ. Φόρστερ. Μετ. Άννυ Σπυράκου. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 1991. Σελ. 144. Δρχ. 1140. Μ ελέτες
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Β.Δ. Η ελληνική παιδική λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1945-1958). Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 326. Δρχ. 2600. ΒΟΥΤΣΙΝΟΥ-ΚΙΚΙΛΙΑ Μ. Sequentiae. Συμβολή στη Λατινική Μεσαιωνική Λογοτεχνία. Αθήνα, 1991. Σελ. 170. ΠΟΛΙΤΗΣ ΦΩΤΟΣ. Επιλογή κριτικών άρθρων. Τό μος Δ'. Κοινωνικά. Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελέ νης Ουράνη, 1991. Σελ. 435. Δρχ. 2910. Δοκίμια
ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ Γ. Δοκίμια για το μυθιστόρημα και τα
λογοτεχνικά είδη. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 162. ΔΡΑΚΟΣ Γ.Π. Καλόν το γήρας. Αθήνα, χ.ε. Σελ. 93. Δρχ. 725. ΙΓΚΕΡΣ Γ. Νέες κατευθύνσεις στην Ευρωπαϊκή Ιστο ριογραφία. Μετ. Β. Οικονομίδης. Αθήνα, Γνώση, 1991. Σελ. 328. Δρχ. 3120. ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ Ε.-ΒΑΛΛΕΡΣΤΑΪΝ I. Φυλή, έθνος, τάξη. Μετ. Α. Ελεφάντης-Ε. Καλαφάτη. Αθήνα, Ο Πολίτης, 1991. Σελ. 350. Δρχ. 3120. ΘΕΑΤΡΟ
Έργα________________ ___________________
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Εισ.-μετ. Μόνα Κιτσοπούλου. Σελ. 98. ΘΕΜΕΛΗΣ Γ. Ο χρεώστης. Θέατρο. Θεσσαλονίκη, 1991. Σελ. 67. ΜΠΑΡΔΑΚΟΣ Λ. Η κονσέρβα. Έξι θεατρικές εικό νες. Αθήνα, Ελλέβορος, 1991. Σελ. 127. Δρχ. 1040. WALSER Μ. Ένα ατέρμονό κυριακάτικο απόγευμα. /Strauss Botho: Μεγάλο και μικρό. Μετ. Μ. Λαχανάς. Αθήνα, Έμιλον, 1992. Σελ. 51. Δρχ. 830. Μ ελέτες
ΜΠΑΚΟΝΙΚΟΛΑ-ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ X. Οπτικές και προοπτικές του δράματος. Αθήνα, Σμίλη, 1991. Σελ. 189. Δρχ. 1660. ΙΣΤΟΡΙΑ Μαρτυρίες
ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ ΙΩΑΝΝΑ. Είναι ο γιος μου. Μαρ τυρία. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 149. Δρχ. 1560. ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΩΦ ΜΙΧΑΗΛ. Το πραξικόπημα του Αυγούστου. Μετ. Β. Παπαθανασίου. Αθήνα, Νέα Σύ νορα, 1991. Σελ. 156. Δρχ. 1975. Β ιογραφ ίες
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Κώστας Σωτηρίου, Αθή να, Κίνητρο, 1991. Σελ. 207. Δρχ. 1455. ΣΤΟΟΥΝ ΙΡΒΙΝΓΚ. Βαν Γκογκ. Πάθος για ζωή. Μετ. Δ.Π. Κωστελένος. Αθήνα, Γκοβόστης. Σελ. 448. Δρχ. 5720.
δελτιο/77 Ελληνική Ιστορία
ΑΓΤΖΙΔΗΣ ΒΛΑΣΗΣ. Ποντιακός Ελληνισμός. Β' έκ δοση. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 322. ΗΛΙΑΝΟΣ ΟΡ. Απόμεις για το παρελθόν Kat το nqρόν των ελλήνων. Αθήνα, Ιωλκός, 1991. Σελ. 143. ΧΟΛΕΒΑΣ Ι.Κ. Οι έλληνες σλαβόφωνοι της Μακε-, δονίας. Αθήνα, Ρήσος, 1991. Σελ. 331. Δρχ. 2600. Thera And The Aegean World. Volumes I II. London, Thera And The Aegean World, 1978. Pag. 822 + 427. Drs. 8320. Thera And The Aegian World III. Volumes I-II-II1. London, The Thera Foundation, 1990. Pag. 511 + 487 + 242. Drs. 52.000. SPIRIDONAKIS B.G. Grecs, occidentaux et turcs de 1054 a 1453: Quatre siecles d’histoire de relations internationales. Thessaloniki, Institute For Balkan Studies, 1990. Pag. 291. Drs. 1850. HEUZEY LEON. Οδοιπορικό στην τουρκοκρατού μενη Θεσσαλία το 1858. Μετ. Χ.Ι. Δημητρουλόπουλος. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1991. Σελ. 255. Δρχ. 3120.
ΠΑΙΔΙΚΑ
Ε λεύθερα αναγνώ σματα
ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ X. Ο θυμός του Ποσειδώνα. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 111. ΤΣΑΜΟΥΡΗ ΝΙΚΗ. Ο κύκλος των μανιταριών. Αθή να, Πυθία. Σελ. 39. Δρχ. 1400. ΓΚΟΤΙΕ Μ. Δεν είναι τρελοί οι δίδυμοι. Μετ. Ξ. Τσομπανάκη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 52. ΓΚΟΤΙΕ Ζ. Κάτω τα χέρια από την Μπαμπούς μου. Μετ. Ξ. Τσομπανάκη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 58: ΓΚΟΤΙΕ Μ. Οι δίδυμοι και τα κορακίστικα. Μετ. Ξ. Τσομπανάκη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 59. ΕΜΠΕΡ Μ.-Φ. Ένα ονειρεμένο μπουφάν. Μετ. Ξ. Τσομπανάκη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 58, ΕΜΠΕΡ Μ.-Φ. Θύελλα για λίγες σταγόνες νερό. Μετ. Ξ. Τσομπανάκη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1991. Σελ. 53. Τ έχ νε ς ____________________________________
Παγκόσμια Ιστορία
VRYONIS SPEROS. The turkish state and history. Thessaloniki, Institute For Balkan Studies, 1991. Pag. 131. Drs. 1500.
ΧΑΤΖΗ ΓΙΟΛΑΝΤΑ. Ιταλοί ζωγράφοι. 13ος-18ος αιώνας. Οδηγοί για παιδιά. Αθήνα, Κέδρος, 1991. Σελ. 93. Δρχ. 2000. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ-ΤΑΞΙΔΙΑ Ελλάδα
ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Η.Π. Τα χερσαία σύνορα της Ελλάδος. Θεσσαλονίκη, Ίδρυμα Μελετών Χερ σονήσου του Αίμου, 1991. Σελ. 188. Δρχ. 1500. ΚΟΥΚΟΣ ΜΟΣΧΟΣ. Στα βήματα του Ορφέα. Οδοι πορικό της Θράκης. Αλεξανδρούπολη, 1991. Σελ. 432. ΡASHLEY ROBERT. Ταξίδια στην Κρήτη. Μετ.επιμ. Δάφνη. Γ. Γόντικα. Τόμοι A' + Β'. Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου/Βικελαία Βιβλιοθήκη, 1991. Σελ. 246 + 265 + πίν.-εικ. Δρχ. 5200 (οι δυο τόμοι).
ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνο περιοδικό. Τεύχος 123-124. Δρχ. 620. ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ. Διμηνιαίο περιοδικό φανταστικής λογοτεχνίας. Τεύχος 7. Δρχ, 400. ΑΝΔΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ. Τεύχος 2. ΑΝΟΙΧΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαίο εκπαιδευτικό πε ριοδικό. Τεύχος 35. Δρχ. 350. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ) Μη νιαίο περιοδικό χριστιανικού προβληματισμού. Τεύ χος 890. Δρχ. 80. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική ή πολιτιστική επιθε ώρηση. Τεύχος 481. Δρχ. 250. ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ MEDIA. Μηνιαίο περιοδικό για το βι βλίο. Τεύχος 14. Δρχ. 500. ΓΛΩΣΣΑ. Περιοδική έκδοση γλωσσικής παιδείας. Τεύχος 27. Δρχ. 365. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το κλασικό γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 1077. Δρχ. 600. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βι βλίου. Τεύχος 275. Δρχ. 500.
78/δελτιο
Τεύχος 86, Δεκέμβριος 1991
Αθήνα 106 80,χτηλ. 36.19.837 Μιχάλης Μοδινός: Πώς λησμονήθηκε η ι σορροπημένη ενεργειακή πολιτική Στέλιος Ψωμάς: Οι επεκτάσεις της βιομη
χανίας πετρελαίου στη Θεσσαλονίκη Γιάννης Σακιώτης: Μποϋκοτάζ στα μπου κάλια μιας χρήσης Γιάννης Παρασκευόπουλος: Η σκοτεινή πλευρά του μετρά Greenpeace: Θερμαϊκός, ρύπανση χωρίς όρια ΑΧΕΛΩΟΣ Κι όμως η εκτροπή προχωρεί του Δη-
μήτρη Μπούσμπουρα Ο αναχρονισμός της εκτροπής του
Λεωνίδα Λουλούδη Ευρω-οικολογικά: για τον Αχελώο
του Μιχάλη Παπάγιαννάκη
INDEX (τεύχη 73-84) του Κίμωνα Χατζημπίρου Η περιβαλλοντική εκπαίδευση στα σχο λεία Συνέντευξη του υπουργού Παιδείας κ. Γ. Σουφλιά στην Αννα Λυδάκη Το Δέλτα του Δούναβη της Α. Βαντι-
νεάνου Στις ρίζες του δασικού συστήματος του Γ.
Ντούρου Θαλασσοπούλια του Βορρά του Ρόαρ
Σόλχεϊμ Η διάσωση της βιολογικής ποικιλότητας
του Θόδωρου Θοδωράτου Βιολογική ανίχνευση του Τάσου Κουράκη Τα παιδιά του Νεπάλ του I. Μπουσύ και Α. Λυδάκη Οικολογική Ηθική και Ανθρώπινη Συνεί δηση του Νίκου Τσούλια Πειραιάς, Πορτραίτο ενός Λιμανιού του Α.
Αλωνιάτη
ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 24. Δρχ. 400. ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ. Εγχείρημα λόγου, τέχνης και λοιπής φαντασίας. Τεύχος 12. Δρχ. 500. ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας καΓγλώσσας. Τεύ χος 239. Δρχ. 300. ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Μηνιαία λογοτεχνική εφημε ρίδα. Φύλλο 10. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπου δών. Τόμος 60, τεύχος 5. ΙΣΤΟΣ. Καλές και καλύτερες τέχνες. Τεύχος 1. Δρχ. 600. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ. Διμηνιαία εφημερίδα ενημέρω σης της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ναυπακτίας (Ο.Σ.Υ.Ν.). Φύλλο 53. Δρχ. 50. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 471. Δρχ. 500. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1547. Δρχ. 500. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματι σμού. Τεύχος 60. Δρχ. 500. ΝΟΥΜΑΣ. Επιθεώρηση τέχνης, γραμμάτων και πνευματικού προβληματισμού. Τεύχος 4. Δρχ. 200. ΟΜΠΡΕΛΑ. Γράμματα - τέχνες - πολιτισμός. Τεύχος 15. Δρχ. 400. ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαία έκδοση του Συνδέσμου Αιγυπτιακών Ελλήνων. Τεύχος 42. Δωρεάν. ΤΟ ΠΑΡΑΜΙΛΗΤΟ. Περιοδικό τέχνης. Τεύχος 10. Δρχ. 300. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 145. Δρχ. 650. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΧΑΝΙΑ. Περιοδική έκδοση της ένω σης πνευματικών δημιουργών Χανίων. Τεύχος 7-8. Δρχ. 300. ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ. Περιοδική έκδοση ενημέρωσης και έκφραση του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Πέτρας Ολύμπου. Τεύχος 7. Δωρεάν. Η ΡΕΜΒΗ. Διμηνιαία έκδοση. Τεύχος 6. Δρχ. 400. ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ. Διμηνιαία έκδοση παιδείας και εκπαίδευσης. Τεύχος 6. Δρχ. 350. ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Διμηνιαία λογοτεχνική εφημερίδα (έκδοση του περιοδικού «Απανεμιά»). Φύλλο 30. ΤΟΠΟΣ. Επιθεώρηση αστικών και περιφερειακών μελετών. Τεύχος 3. Δρχ. 1560. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδας. Φύλλο 118. BULLETIN DES AMIS D‘ANDRE GIDE. No 90-91. PRESS SERVICE. Περιοδική έκδοση ενημέρωσης και πληροφόρησης. Φύλλο 6.
5' δελτιο/79
Σ τη ν Κ ρ ιτικ ο γ ρ α φ ία π ε ρ ιλ α μ β ά νο ν τα ι ό λ ε ς οι ε πώ νυ μες β ιβ λ ιο κ ρ ιτικ ές και β ιβ λ ιο π α ρ ο υ ο ιά σ εις των ε λλ η νικ ώ ν ε κ δ ό σ εω ν π ο υ δη μ ο σ ιεύ ο ντα ι στον η μ ερ ή σ ιο αθη ναϊκό τύπο. Π εριλαμβάνονται, επ ίσ η ς, και κρ ιτικές δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ε ς σ το ν π ε ρ ιο δικ ό και επ α ρχια κ ό τύπο, ό σ ε ς ή τα ν δ υ ν α τό ν να ε ξ α σφ α λίσ ο υ μ ε ή μ α ς απέστει1 X 1 V λ α ν οι σ υ ν τά κ τες τους. Γ ια κ ά θ ε β ιβ λ ίο σημειώ νονται, μ έ σ α σ ε π α ρένθεσ η: το ό ν ο μ α του κρ ιτικού και ο τίτλ ο ς το υ ε ντύπο υ , κ α θ ώ ς και η η μ έ ρ α δ η μ ο σ ίε υ σ η ς τη ς κρ ιτικ ή ς α ν π ρ ό κειται για ε φ η μ ερ ίδ α , ή ο α ρ ιθ μ ό ς έ κ δ ο σ η ς α ν π ρό κ ειτα ι για π ε ρ ιο δ ικ ό έντυπο.
δελ
Τ I ο
V / /Υ Ι\ ly 111 ΓΥ\ J ■
-
24 Ν ο εμ β ρ ίο υ ! 7 Δ ε κ ε μ β ρ ίο υ 1991
r
γ ρ α φ ια
278
Ε π ιμ έλ ε ια : Μ αρία Τ ρ ο υπ ά κη
Βιβλιογραφία
Λαογραφία
Πολίτης Λ.: Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής Βι βλιοθήκης της Ελλάδας, αρ. 1857-2500 (Μ. I. Μανούσακας, Ν έ α Ε στία, 1546)
Κιτρομιλίδου Μ.: Ακριτικά τραγούδια και παραλογές (Η. Κεφάλας, Δ ιαβάζω , 275) Τέχνες
Φιλοσοφία Σούμπαρτ Β.: Θρησκεία και έρως (Δ. Σταμέλος, Ε λ ευ θ ε ρ ο τυ π ία , 4/12) Επιστήμες
Βολιότης-Καπετανάκης Η.: Ένας αιώνας λαϊκό τρα γούδι (Κ. Τσαούσης, Έ θνος, 24/11) Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Τομ. 8. (Κ. Τσαούσης, Έ θ νο ς, 5/12) Ιωάννου Γ.: Δε χάθηκαν όλα... (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 28/11) Χρήστου X.: Το ορεινό τοπίο στην ελληνική ζωγρα φική (Σ. Μπακογιαννοπούλου, Β ή μα , 1/12)
Γενικά έργα Γραμματικάκης Γ.: Η κόμη της Βερενίκης (Σ. Παπασπηλιόπουλος, Ο ικ ο ν ο μ ικ ό ς Τ α χ υδ ρ ό μ ο ς, 28/11) Ψυχολογία Κατή Δ.: Νοημοσύνη και φύλο (Θ.Δ.
Ο ικ ο ν ο μ ικ ό ς Τ α χ υδ ρ ό μ ο ς, 28/11)
Πολιτική Παπαϊωάννου Κ.: Η γένεση του ολοκληρωτισμού (Σ. Ντάλης, Α υ γή , 27/11)
Κλασική φιλολογία ΜαρωνίτηςΔ. - Τσόκλης Κ.: Ομήρου Οδύσσεια (Μ. Παπαγιαννίδου, Β ή μα , 24/11) Ομήρου Ιλιάδα: Μετ. Δ. Σιατόπουλου (Δ. Σταμέλος, Ε λ ευ θ ερ ο τυπ ία , 27/11) Σοφοκλέους, Οιδίπους Επιμ.. Dr. Dawe (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αντί, 29/11) Ποίηση Βογαζιλνός Ε.: Σε πρώτο πρόσωπο (Κ. Βαλαβάνης, Ε λ εύ θ ε ρ η Ώ ρ α , 2 4 /1 1 )
80/δελτιο Γαρυφαλάκη - Νικολάου Λ.: Αν όλα σβύνουν (Θ. Μ. Πολίτης, Ελεύθερος Στερεός Ελλάδος, 808) Καπλαντζής Λ. Γ.: Η στέμη (Θ. Μ. Πολίτης, Ελεύθε ρος Στερεός Ελλάδος, 807) Καραβασίλης Π.: Η νέα βία (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 4/12) Καραβίδας Γ.: Ο άλλος ήλιος (Κ. Παπαπάνος, Πολι τικά θέματα, 6/12) Κρανιδιώτης Ν.: Η Μεγάλη Άνοιξη (Α. Ζάρας, Ρα διοτηλεόραση, 30/117 Κωνσταντακόπουλος Ε.: Άγνωστες ώρες (Κ. Βαλαβάνης, Ελεύθερη Ώρα, 27/11) Μανιταρά - Πετράκου Κ.: Φωνές (Θ. Μ. Πολίτης, Ε λεύθερος Στερεός Ελλάδος, 809) Μαυρής X.: Ο τελευταίος επιζών (Α. Ζάρας, Ακτή, 8) Μοράρης Γ.: Συναναστροφή της σιωπάς (Ν. Ορφανίδης, Ακτή, 8) Νικηφόρου Τ.: Ξένες χώρες (Ν. Ορφανίδης, Ακτή, 8) Ρίτσος Γ.: Αργά, πολύ αργά (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 28/11) Σιμώτας Τ.: Λοιπός οπλίτης (Τ. Καπερνάρος, Καθη μερινή, 26/11) Σκούταρη Ρ.: 1) Όμεις 2) Του έρωτα και του θανά του (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά Θέματα, 6/12) Πεζογραφία Βογιατζόγλου Σ.: Και ο Φαίδων...ήμουν εγώ (Μ. Παπαλέξης, Διαβάζω, 275), (Α. Κώττη, Ριζοσπάστης, 24/11) Δομήνικου Α.: Το χάρτινο σπέρμα (Π. Μηλιώρη, Αυ γή, 1/12) Θεοδωρόπουλος Τ.: Το αδιανόητο τοπίο (Κ. Τσαού σης, Έθνος, 5/12) Ίσαρης Α.: Ανάμεσα τους η μουσικά (Τ. Μενδράκος, Αντί, 29/11) Καλιότσος Π.: Διωγμός από την κόλαση (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 27/11), (X. Παπαγεωργίου, Αυγή, 24/11) Καραθανάσης X.: Αγραμμάτων και ανιδεικευτων (Γ. Κορίδης, Έρευνα, 1/12) Καρυπίδης Γ.: Πρωταθλητής καταδύσεων (Ε. Χουζούρη, ΕΝΑ, 27/11), (Ε. Κοτζιά, Καθημερινή, 1/12) Μουρσελάς Κ.: Βαμμένα κόκκινα μαλλιά (Μ. Αυγερινόπουλος, Penthouse, Δεκ. 1991) Πετσετίδης Δ.: Το παιγνίδι (Π. Μπουκάλας, Καθημε ρινή, 26/11) Χαριτόπουλος Δ.: Εναντίον του Marlboro (Ν, Ντόκας Ελευθεροτυπία, 1/12) Χειμωνάς Γ.: Ο εχθρός του ποιητή (Λ. Παπαλεονπ'ου, Ακτή, 8) Άντερσον Λ.: Ουάνσμπεργκ, Οχάιο (Μ. Θεοδοσοπούλου, Εποχή, 24/11) Μπάροουζ Ο.: Ο Ρούζβελτ πρόεδρος (Γ. I. Μπαμπασάκης, Επτάμισι, 6/12) Πούσκιν Α.: Ντάμα Πίκα (Α. Κώττη, Ριζοσπάστης, 5/12) Φύρστερ Ε. Μ.: Φάρος και φαρίσκος (Α. Γριμάνη, Ε ΝΑ, 4/12)
Μελέτες Γεωργάς Γ.: Ο Σεφέρης περί των κατά την χώραν Κύ προν σκαιών (Ν. Ορφανίδης, Ακτή, 87) Δεκαβάλλας Α.: Ο Ελύτης (Μ. Βλαχιώτης, Ενημέρω ση, 1/12) Δημητρακόπουλος Θ.: Η πρωτοποριακή κίνηση του ’30 και το μυθιστόρημα (Ν. Ορφανίδης, Ακτή, 8) Ζαφειριού Λ.: Η νεότερη Κυπριακή λογοτεχνία (Λ. Παπαλεοντίου, Ακτή, 8) Καράογλου X. Λ: Το περιοδικό «Μούσα» (Λ. Παπα λεοντίου, Ακτή, 8) Μπενάτσης Α.: Η ποιητική μυθολογία του Τ. Λειβαδίτη (Μ. Βλαχιώτης, Ενημέρωση, 1/12) Πάτσιου Β.: Τα πρόσωπα του παιδιού στην πεζογρα φία (Κ. Παπαπάνος, Πολιτικά θέματα, 6/12) Δοκίμια Αθανασόπουλος Δ.: Για μια πολιτική της κουλτού ρας (Θ. Δ., Οικονομικός Ταχυδρόμος, 28/11) Κονδύλης Π.: Η παρακμή του ασπκού πολιτισμού (Β. Χατζηβασίλειου, Ελευθεροτυπία, 4/12) Χάρης Π.: Παλιοί και σημερινοί πνευματικοί αγώνες (Γ. Κορίδης, Έρευνα, 1/12) Παιδικά Τίγκα Τ.: Οδός Γραβιάς (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυ πία, 4/12) Νέστλινγκερ Κ.: Με φωνάζουν ορνιθόρυγχο (Ε. Σα ραντίτη, Ελευθεροτυπία, 27/11) Ουάιλντ Ο.: Το σπίτι με τις ροδιές (Α. Παπαδάκη, Αυγή, 1/12) Αλληλογραφία Σολωμός Δ. : Αλληλογραφία (Γ. Γ. Αλισανδράτος, Νέα Εστία, 1546) Ιστορία Ροζάκης Π.: Η Τουρκική κατάκτηση της Θράκης (Δ. Παυλάκου, Αυγή, 24/11) Φωτιάδης Κ.: Ο ελληνισμός της Κριμαίας (Γ. Κορί δης, Έρευνα, 1/12) Berard V.: Τουρκία και Ελληνισμός (Ν. Λ. Φορόπουλος, Διαβάζω, 275) Βιογραφίες Κόύκουνας Δ.: Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός (Γ. Κορίδης, Έρευνα, 1/12), (Κ. Τσαούσης, Έθνος, 1/12) Ταξιδιωτικά Γουλιέλμος του Ρουμπρούκ. Ταξίδι στην αυτοκρατο ρία των Μογγόλων 1253-1255 (Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Μεσημβρινή, 29/11)
Ε Ξ Α Ν Τ Α Σ ΚΩΣΤΑΣ
ΤΟΜΑΝΑΣ
ΟΙ ΤΑΒΕΡΝΕΣ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΔΟΤΟΥ 59 - 10681 ΑΘΗΝΑ - ΤΗΛ.: 3622064, 3604885, FAX 3 6 1 3 0 6 5
Εκδόσεις Κέδρος Γ. Γενναδίου 3, τηλ. 36.02.007-36.09.712
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙ ΚΗ ΣΤΕΛΛΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ «Καί ο Φαίδων... ήμουν εγώ!» ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ Διωγμός απ’ την κόλαση ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ Ο πυγμάχος ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΚΩΤΣΙΑΣ Περιστατικό τα μεσάνυχτα ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ Η φωτογραφία του σταθμού είσαι εσύ ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΝΕΔΑΚΗΣ Οι Βουκέφαλοι 1922 ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Ο ΚΥΠΡΙΟΣ Ο Σκέλεθρας και άλλα διηγήματα ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ Βραδυές μπαλέτου ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΕΣΣΗ Ανατολικά τ’ αρχιπελάγου Ν.Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Με τον τρόπο του Παπαδιαμάντη ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΚΙΝΟΣ Ως φαίνεται, η γιαγιά κοιμάται ακόμη
ΒΡΑΓΙΈΣ ΜΠΑΛΕΤΟΥ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ