*01ΒΛιΟΥ μ ΗΝ/ΑΙΑ
·
ΕΠΙΘΕΟΚ1
βιβλίω ν» |
του MWou Ά ρ γ υ ρ έ
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Η ΑΤΕ είναι: ένας σύγχρονος τραπεζικός οργανισμός με 184 υποκαταστήματα και γεωργικές υπηρεσίες σε ολη την Ελλαδα που καθιέρωσε σύγχρονα συστήματα αγροτικής πιστεως, προωθεί την ανάπτυξη των αγροτικών βιομηχανιών και εργάζεται για την διά δοση της σύγχρονης αγροτικής τεχνολογίας και του αγροτικού συνεργατισμού στη χωρά μας.
η ΑΤΕ εξυπηρετεί: 850.000 καλλιεργητικές μονάδες 7.200 γεωργικούς συνεταιρισμούς 200 αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις 260 δημοσίους αγροτικούς οργανισμούς 350.000 καταθέτες το 1976 διοχετευθηκαν απο την ΑΤΕ σ’ ολόκληρη την αγροτική Ελλαδα 62.000.000.000 δραχμές σε βραχυπρόθεσμα και μεσομακροπροθεσμα αγρο τικά δάνειά.
η Αγροτική Τραπεζα: α ν ο ί γ ε ι νέους δρομους για την ελληνική γε ωργία στη σύγχρονη δημοκρατική Ελλαδα, κ ατ ε υ θ υ ν ε ι τον αγροτικό τομέα στους νέους οικονομικούς ρολους του μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και ε ργ α ζ ε τ α ι για την πολιτιστική άνοδο και τη βελ τίωση των συνθηκών ζωής της ελληνικής υπαί θρου. '
ΔΕΧΕΤΑΙ ΣΤΑ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΙΣ
ΔΙΝΕΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΤΟΚΟ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΛΛΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
n ttfin
Τεϋχος 16 ’Ιανουάριος 1979
Γραφεία: ’Ομήρου 34, Αθήνα (135), τηλ. 360-3011. Διεύθυνση: Περ. Άθανασόπουλος. Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Δημήτρης Δεληπέτρος, Νίκος Λαμπρόπονλος, Παύλος Πέζαρος, Βασίλης Τσάμης, Ντορίνα Τσοτσορον. Γραμματεία: Γιώργος Σαρηγιάννης. Διαχείριση: Ηρακλής Παπαλέξης. Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης. Σελιδοποίηση: Μάκης Τσιπονρίδης. Στοιχειοθεσία: Φωτρόν Α.Ε., Λεωφ. Συγγρον 194, τηλ. 951-5078. ’Εκτύπωση: Βαλασάκης-Άγγελής Ο.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 346-6927. Διαχωρισμός διαφανείων: Α. Μαντέλος & Σία, Τρικάλων 24, τηλ. 7650-841. Βιβλιοδεσία: Χρονόπουλος-Παλούμπη & Σία, Σουρή 17, τηλ. 5721-685. Διανομή: ΝέονΠρακτορείον Τύπου. Συνδρομές: Δρχ. 720 (έσωτ.), δολ. 40 (έξωτ.). Συνδρομές νομικών προσώπων: Δρχ. 1500. ’Εμβάσματα συνδρομών (ταχυδρομικές έπιταγές): 'Ηρακλή Παπαλέξη, περιοδι κό «Διαβάζω», 'Ομήρου 34, ’Αθήνα (135).
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
3
ΔΙΑΛΟΓΟΙ
4
Τιμή: Λρχ. 60 Γράφουν οί Φ. Χατζιδάκη, Τζ. Μαστοράκη, Θ. Θεοδωράτος, Γ. Μαρίνος καί Ν. Χατζιδάκι ΧΡΟΝΙΚΑ ΕΚΔΟΤΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ: Ό χ ι ιτιά αποθήκες βιβλίων - Μιά ζωή σέ τρία βιβλία - Σοβιετικό βραβείο σε Ελληνα συγγραφέα - Γιά την έλληνογαλλική φιλία - «Λυσιστράτη» μέ τόν Τάσσο - Βραβεία σέ καλλιτεχνικές εκδόσεις - Ε κ ατό χρόνια παιδείας ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: Έ ν α χειρόγραφο ήμερολόγιο - ’Ανεκμετάλ λευτη ή βοήθεια τοϋ ΟΗΕ γιά τό βιβλίο - ’Επιτυχία ένός νέου Ελληνα συγγραφέα - Σήριαλ σέ βιβλία - Ό Καβάφης... οΰζο! Βραδιά Έ λλης ’Αλεξίου - ’Ανακοινώσεις ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ: Γράφει ό Μιχάλης Ά ντω νιάδης ΤΑ ΠΑΛΙΑ: Γράφουν οί Μ άνος Χαριτάτος καί Δημήτρηε Μέβης ΧΙΟΥΜΟΡ: Σκίτσο τοϋ Μίνου Ά ργυράκη
7
9
15 18 21 52
ΑΡΘΡΑ
’Εξώφυλλο καί βινιέτες: Γιώργου Γαλάντη
Κεντρική διάθεση:
«Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 360-3011 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά & Σία Ταιμισκή 78 Τηλ. 279-720, 268-940 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο Άλέξη Μυλωνά ’Αφεντούλη 4 Τηλ. 4511-673
Adam Smith: Περί τής συμπεριφοράς των άνθρώπων τών γραμμάτων Βασίλης Ραφαηλίδης: Έ ν α ς άγνοημένος στοχαστής Γιώργος Μ αυρογορδάτος - Κώστας Καλλιγάς: Στρατός καί πολιτική Ά λέξης Ζήρας: Θεώρηση τής νεοελληνικής κοινωνίας καί λογο τεχνίας
24 26 30 38
ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Γράφει ό Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος ΣΧΟΛΙΚΑ: Γράφει ή Ξένη Οίκονομοπούλου ΚΛΑΣΙΚΗ Π ΑΙΔΕΙΑ: Γράφει ό Ά νδρ έα ς Παναγόπουλος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οί Μιχαήλ Μήτρας καί Φούλα Χατζιδάκη ' ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ό Χριστόφορος Λιοντάκης ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφουν οί Βασίλης Κρεμμυδάς καί Π. Μαστροδημήτρης
53 54 55 59 57 62
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
67
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
74
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
81
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ £ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Μαρίας Ιορδανίδου: Διακοπές στον Καύκασο I. Βασιλείου=Αμάρτημα στον Άθω I Γαλάτειας Σαράντη ■Τό παλιό μας σπίτι I Μ. Καραγάτση Τό 10 f Κώστα Δ. Χατζηαργύρη ■Οικογένεια Ζαρντή Πέτρου Χάρη ■Ημέρες οργής Τάσου Αθανασιάδη ■Ο γιός τού ήλιου ■ΤΐΛΛ«α,^/κΐΑ Μαρίας Ιορδανίδου=Λωξάντρα .. Φώτη Κόντογλου* Θάλασσες, καΐκια καί καραβοκύρηδες 4 re' W / j ^ J JL % 'Μ Μ 1 m gm m
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» I. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Σόλωνος 60 - ’Αθήνα 135 -Τηλ. 3615077 1885
προλεγόμενα Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος, η δραστηριότητα των εκδοτικών-μας οίκων έφτασε στο κατακόρυφο κατά τη διάρκεια των εορτών. Είδαμε τις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων να πλημμυρί ζουν από καινούρια βιβλία, πολλά από τα οποία είναι μεταφράσεις ξένων κειμένων. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, προβάλλει το ερώτη μα: Πόσες από αυτές τις μεταφράσεις στέκονται σε ένα ικανοποι ητικό επίπεδο; Ξέρουμε πως για να είναι σωστή μια μετάφραση πρέπει να αποδίδει όσο γίνεται πιστότερα το πνεύμα και το ύφος του πρωτότυπου και, ταυτόχρονα, να είναι γραμμένη σε σύγχρονα, ζωντανά ελληνικά. Και ακριβώς αύτοί οι στοιχειωδώς απαραίτητοι όροι, για την επιτυχία μιας μετάφρασης, σπάνια εκπληρώνονται στον τόπο-μας. Βλέπουμε σοβαρές επιστημονικές μελέτες να μεταφράζονται από ανθρώπους, που είτε δεν έχουν καμιά επιστημονική κατάρτι ση, είτε η κατάρτιση που έχουν ανήκει σε ένα γνωστικό πεδίο ολότελα διαφορετικό από εκείνο που απαιτείται για το συγκεκρι μένο κείμενο. Εξάλλου, τόμοι ολόκληροι σημαντικής λογοτεχνίας περνάνε στα ελληνικά με απίστευτη προχειρότητα, γίνονται ανού σια, ισοπεδωμένα κείμενα, μέ ρουτινιέρικο ή εντελώς ανύπαρκτο ύφος, και γεμάτα από λάθη ασυγχώρητα, που διαστρεβλώνουν πλήρως τα νοήματα. Η προχειρότητα, με την οποία λειτουργούν οι περισσότεροι μεταφραστές στην Ελλάδα, εξηγείται, εν μέρει τουλάχιστον, από τις συνθήκες της εργασίας-τους κι από τίς σχέσεις-τους με τους εκδότες. Κατά κανόνα, μια μετάφραση πληρώνεται με βάση το δεκαεξασέλιδο του ξενόγλωσσου βιβλίου και η αμοιβή γι’ αυτό το δεκαεξασέλιδο είναι συνήθως εξαιρετικά χαμηλή. Οι μεταφρα στές, λοιπόν, πληρώνονται με το «κομμάτι» και επιδιώκουν φυσικά νά παράγουν όσο μπορούν περισσότερα «κομμάτια» σε όσο το δυνατόν μικρότερο χρονικό διάστημα. Αποτέλεσμα: η δουλειά γίνεται κυριολεκτικά στο πόδι, αφού πρέπει να τελειώσει το ταχύτερο, για να εξασφαλιστεί ένα επαρκές μεροκάματο. Για να βρεθεί κάποια λύση στο πρόβλημα, χρειάζεται μια διαφορετική αντιμετώπιση του βιβλίου, από τους ίδιους τους εκδότες κατ’ αρχήν. Είναι τραγικό να μη μετράει η ποιότητα σ’ ένα εμπόρευμα κατ’ εξοχήν «πνευματικό», όπως είναι το βιβλίο. Πρέπει να σταματήσουν πια οι βιαστικές, ευκαιριακές εκδόσεις, να μπει ένας προγραμματισμός στη λειτουργία των εκδοτικών οίκων και να γίνει κατανοητό ότι η μετάφραση ενός βιβλίου δεν μπορεί να πραγματοποιείται μέσα σε ασφυκτικά χρονικά πλαίσια, ούτε να αμείβεται με εξευτελιστικά ποσά. Τέλος, είναι ανάγκη όσοι ασχολούνται σοβαρά με τη μετάφρα ση να συσπειρωθούν για να κατοχυρώσουν την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός-τους, αφ’ ενός υποχρεώνοντας τους εκδότες να δουν με άλλο μάτι το βιβλίο και αφ’ ετέρου ελέγχοντας και απομονώνοντας εκείνους τους προχειρολόγους συναδέλφουςτους, που μεταφράζουν με μοναδικό εφόδιο τή — συχνά αμφισβητήσιμη, άλλωστε — γνώση-τους μιας ξένης γλώσσας. 3
διάλογοι "Ολα τά γράμματα πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον δημοσιεύονται χωρίς περικοπές. (Στά ύπόλοιπα φροντίζουμε νά άπαντάμε προσωπικά). Παρακαλοϋνται όμως οί άναγνωατες, πού μάς γράφουν, νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. Υπενθυμίζουμε ΰτι γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά ’χει φτάσει στά γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον έξι έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
Χάμσουν καί Δ ασ κα λάκης Αγαπητό «Διαβάζω» 1. ’Ανάμεσα στά διάφορα άφιερώματα πού άρχίσατε τελευταία καί πού είναι πολύ χρήσιμα γιά τήν κατανόηση τής πορείας τής λογοτεχνίας μας στό πρώτο μισό τού αιώνα, ίσως νά ήταν χρήσιμη καί μιά μελέτη γιά τό έργο τού Κνούτ Χάμσουν καί ιδιαίτερα γιά τήν έπίδραση πού άσκησε τά χρόνια τού μεσοπο λέμου στόν τόπο μας. Δέν ξεχνώ βέβαια καθόλου πώς στά όγδόντα του χρόνια ό παγκόσμιας Φήμης αύτός συγγραφέας κατάντησε κουΐσλιγκ καί, καταδικασμέ νος μετά άπό τήν πατρίδα του, πέθανε ξεχασμένος καί άπομονωμένος. "Αλλωστε δλη ή βαθύτερη Ιδεολο γία του ή συνειδητή ήταν άντιπροοδευτική καί άπό παλιά γερμανική. Αύτό δμώς δέν άλλάζει τό γεγονός, πώς ύπήρξε πρωτότυπος καί ζωντανός συγγραφέας, πού έπηρέασε καί άγαπήθηκε προπολεμικά άπό τό εύρύτερο κοινό. Σέ μάς δέ μέ τίς θαυμάσιες μεταφράσεις τού Βάσου Δασκαλάκη. Ή πνευματική πορεία είναι πολ λές φορές πολύ περίπλοκη καί δαιδαλώδης... 2. Ό Βάσος Δασκαλάκης, πού πέθανε νέος, ήταν μιά ένδιαφέρουσα φυσιογνωμία. ’Ανώτερος δημόσιος ύπάλληλος σέ κάποιο ύπουργεϊο, έμαθε μόνος του νορβηγικά γιά νά μεταφράσει τόν Χάμσουν, πού τόν είχε άνακαλύψει άπό γαλλικές μεταφράσεις ύποθέτω. Είχε καί άμεση άλληλογραφία μέ τόν Χάμσουν στά νορβηγικά, σχετικά μέ τή μετάφραση. "Ομως ό Β. Δασκαλάκης έχει γράψει καί ένα μυθιστόρημα, «ΟΙ ξεριζωμένοι», στά 1930 νομίζω. ’Εγώ τό διάβασα άργότερα καί μοϋ είχε κάνει τότε, θυμάμαι, έντύπωση. Δέν ξέρω ποιά θά ήταν ή σημερι νή μου κρίση, άλλά νομίζω πώς θά άξιζε νά ξαναβγεΐ κάποτε τό βιβλίο αύτό, τώρα πού, πολύ σωστά, έπανεκδίδονται καί έπανεκτιμοΰνται τόσα παλιότερα κείμενα. Διερωτώμαι ποιος νά ’χει τά δικαιώματα. Δέν έχει κληρονόμους πού νά ένδιαφέρονται; ‘Όπως καί νά ’ναι, ύποθέτω — δέν ξέρω τό σχετικό νόμο — πώς ύστερα άπό τόσα χρόνια δέν μπορεί παρά νά άποδεσμεύονται τά λογοτεχνικά έργα άπό νομικούς περιο ρισμούς. "Ισως έσεϊς μπορεί νά έρευνήσετε τό ζήτημα. Φιλικά Φούλα Χατζιδάκη Δυστυχώς, τό δικαίωμα τής πνευματικής Ιδιο κτησίας διαρκεί πενήντα όλόκληρα χρόνια μετά τό θάνατο τού συγγραφέα. Επομένως, έφ’ όσον δέν έχουν συμπληρωθεί παρά 35 χρόνια άπό τό θάνατο τού Β. Δασκαλάκη, οί κληρονόμοι του (άν ύπάρχουν) έχουν τό άδιαμφισβήτητο δικαίωμα νά μήν έπιθυμοΰν τήν έπανέκδοση τού μυθιστορήματός του.
Π ρ ο χ ειρ ό τη τες ’Αγαπητό «Διαβάζω» Στό δέκατο τέταρτο τεύχος σου, παρουσιάζοντας τήν «Είσαγωγή στήν Κοινωνική Ψυχολογία» ή κα Μ.Ν. Άντωνοπούλου έκφράζει μερικές άπορίες σχετικά μέ τήν «όριακή...ταχύτητα» καί άλλα τινά. Λυπάμαι πού δέν μπορώ νά τής φανώ χρήσιμη, γιατί οί δικές μου άπορίες, δταν είδα τυπωμένο τό βιβλίο, ήταν πολύ περισσότερες. ’Επειδή ό χώρος σου είναι πολύτιμος, άρκοϋμαι νά τήν παραπέμψω στή συνολική προχειρότητα τής έκ δοσης, καθώς καί σέ κάποιο σχόλιο τού Κ. Σοφούλη, στό ένατο τεύχος σου. "Αν ή συνεργάτις σου μπορούσε νά διανοηθεϊ πόσο εύφάνταστα γίνεται κάποτε ή στοιχειοθεσία καί ή τυπογραφική διόρθωση — άς μή μιλάμε καλύτερα γιά τήρηση όρθογραφίας ή τεχνικές λεπτομέρειες — τότε σίγουρα θά δίσταζε νά φορτώσει στή μετάφρα ση, καί κατ’ έπέκταση καί στόν έπιμελητή της, παρό μοια άνοσιουργήματα. Τζένη Μαστοράκη Λύκωνος 8, ’Αθήνα, 408
Μ ία διόρθωση ’Αγαπητοί φίλοι, Στό γράμμα μου πού δημοσιεύτηκε στό 14ο τεύ χος τού περιοδικού σας είχα κάνει ένα λάθος. Τά πλήρη στοιχεία τού λεξικού Webster’s πού άνέφερα είναι, «Webster’s New World Dictionary of the Ameri can Language, έκδοση τσέπης». Εύχαριστώ Θ. Θεοδωράτος
Κ ο νδυλοφ ό ρ οι καί έρ γ ο δ ό τε ς ’Αγαπητέ Κύριε Διευθυντά, Στήν άντιδικία μεταξύ τών κ.κ. Σπ. Παπασπηλιόπουλου καί Κ. Χατζηαργύρη σχετικά μέ τήν κριτική τού πρώτου, γιά ένα βιβλίο τού Κέντρου Μαρξιστικών ’Ερευνών περί ΕΟΚ πού έπιμελήθηκε ό δεύτερος, είδα νά άναμιγνύεται κατά τρόπο περίεργο τό δνομά μου μέ τήν 'ιδιότητα τού διευθυντή τού «Οικονομικού Ταχυδρόμου» (Διαβάζω τεύχος 14). "Αν ό χαρακτηρισμός έργοδότης πού μού άπονέμει ό κ. Χαρζηαργύρης (γιατί έμένα έννοεί, έστω κιάν δέν άναφέρει τ’ δνομά μου) είναι γιά νά δείξει δτι ό κ. Παπασπηλιόπόυλος είναι πληρωμένος άπό μένα κον δυλοφόρος, τότε θά ήταν ένδιαφέρον, γιά λόγους τάξεως, νά πληροφορηθοϋν οί άναγνώστες σας δτι καί ό κ. Χατζηαργύρης ύπήρξε κατά τή διάρκεια τής δικτατορίας έκτακτος άμειβόμενος συνεργάτης τού «Οικονομικού Ταχυδρόμου», δπως άκριβώς καί ό κ. Παπασπηλιόπόυλος πρίν καί μετά τή δικτατορία. (Κατά τή διάρκειά της είχε καταφύγει στό έξωτερικό).
’Ανεξάρτητα βέβαια άπό τό δτι ό έργοδότης δέν είμαι έγώ άλλα ό Δημοσιογραφικός ’Οργανισμός Λαμπράκη, τού όποίόυ κι έγώ έπίσης είμαι έμμισθος ύπάλληλος. ’Οφείλω δμως έπίσης γιά λόγους τάξεως, νά βε βαιώσω τούς άναγνώστες σας, πώς ούδέποτε ύπαγόρευσα στόν κ. Χατζηαργύρη τί θά γράψει στά άρθρα του, δπως άλλωστε καί σ’ όποιοδήποτε άλλον τακτικό ή έκτακτο συνεργάτη τής έφημερίδας πού έχω τήν τιμή νά διευθύνω άπό τό 1965. Συνεπώς ούδέποτε ένέπνευσα ή ύπαγόρευσα τά δσα γράφει στόν «Οικο νομικό» καί ό κ. Παπασπηλιόπουλος. Γεγονός είναι δτι ό κ. Χατζηαργύρης έπανειλημμένα μού είχε παραπονεθεϊ γιά κριτικές τού κ. Παπασπηλιόπουλου έπάνω σέ συγγραφικές του έργασίες καί μοϋ είχε ζητήσει νά έμποδίσω τήν κριτική αύτή, στήν έκταση πού ήταν έπικριτική. Δυστυχώς δέν μπόρεσα νά ικανοποιήσω αύτή του τήν έπιθυμία διότι έχω σάν άρχή νά μήν άσκώ όποιασδήποτε μορφής λογοκρισία στά κείμενα πού δημοσιεύονται στόν «Οι κονομικό Ταχυδρόμο». Είναι κάτι γιά τήν όρθότητα τού όποιου δέν μπόρεσα νά πείσω τόν παλαιό συνερ γάτη τής έφημερίδας μας. "Ισως γιατί ό σημερινός έργοδότης του (Ριζοσπάστης) άσκεϊ αύστηρή λογο κρισία στά δημοσιευόμενα σ’ αύτόν κείμενα, τής όποιας πρόσφατο θύμα ύπήρξα κι έγώ ό ίδιος, δπως περιγράφω λεπτομερώς στό τεύχος τού «Οικονομικού Ταχυδρόμου» τής 5ης ’Οκτωβρίου 1978. Μέ φιλικούς χαιρετισμούς Γιάννης Μαρίνος
Ίω ά ννο υ , «Σήμα» κα ί μία δ ιε υ κ ρ ίν ισ η ’Αγαπητό «Διαβάζω», Τό καλοκαίρι τού 1977, άναλαμβάνοντας καί «έπίσημα» τή διεύθυνση σύνταξης τού περιοδικού «Σή μα», προετοίμασα τό καινούριο τεύχος πού θά έβγαι νε μέσα στόν ’Οκτώβριο τού ίδιου χρόνου, παράλληλα μ’ έναν τόμο πού θά περιείχε πρωτότυπες καί άνέκδοτες έργασίες τών περισσοτέρων λογοτεχνών πού είχαν ώς τότε δημοσιεύσει στά 18 πρώτα τεύχη. Τά κείμενα πού παραδόθηκαν άρχές Σεπτεμβρίου ’77 καί κάλυψαν τά τεύχη 19, 20 καί 21 ήταν: Ποιήματα καί άναλυτικά κείμενα, πού τούς είχαν ζητηθεί ειδικά γιά τήν παρουσίασή τους, τών: Κ. Άγγελάκη-Ρούκ, Άν. Φωστιέρη, Μπίλη Βέμη, Πάνου Κυπαρίσση. Ποιήματα τής Ε. Δρούζα πού είχε στείλει ή ίδια, άπόσπασμα άπό άνέκδοτο βιβλίο τού Ε. Ζάχου κι ένα κείμενο τού Γ. Ζήκα, άπό τόν όποιο τό είχε ζητήσει παλιότερα ό Μ. Μήτρας άλλά πού ό ίδιος τό έστειλε κατευθείαν στόν έκδότη (...). ’Επίσης, συνερ γασίες τών Δ. Παναγιωτάτου, Κ. Μαυρουδή, Ν. Παπουτσόπουλου, Γ. Μεταξά, Μ. Μωραίτη, Λ. Χιούζ, Μ. Μήτρα καί προσωπικές μου συνεργασίες: συνέντευξη μέ τό γλύπτη Θόδωρο, συνεντεύξεις μέ Βουδούρογλου καί Κανακάκη, έρευνα γιά τόν "Ελβις Πρίσλεϋ καί μαζί μ’ αύτά καί ή έπίμαχη συνέντευξη μέ τό Γιώργο Ίωάννου. Ό έκδότης μού «άναγγέλλει» δτι έ γ κ ρ ίν ε ι δλα
τά κείμενα έκτός άπό τή συνέντευξη αύτή. ("Οσοι συνεργάστηκαν στό έν λόγω περιοδικό — καί συνερ γάστηκαν ύστερα άπό πρόσκληση — θά ξέρουν δτι δέν είχε ποτέ προκύψει θέμα έγκρισης τών κειμένων τους άπό τήν πλευρά τού έκδότη). Προτείνω νά δημοσιευτούν παράλληλα μέ τή συνέντευξη καί οί έπιφυλλίδες τού καθηγητή κ. Δ. Μαρωνίτη καί νά βγάλει ό έκδότης τόν έαυτό του άπέξω — δπως είχε κάνει μέ τή «ΣΚΗΝΗ» (τεύχος 9), έπειδή κι έκεΐ δέν συμφωνούσε ούτε μέ τήν αισθητική άξια ούτε μέ τήν ιδεολογία τής «ΣΚΗΝΗΣ», άσχετο άν έπιχείρησε νά οίκειοποιηθεϊ τήν άρχική ιδέα καί στή συνέχεια νά μπερδεύει συνεχώς τό πρώτο ένικό μέ τό πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (βλέπε «κίτρινο σημείωμα τού έκδότη» στό άφιέρωμα στό 'Ελληνικό ’’Αντεργκρά ουντ). Παρουσία δέ τών ύπαλλήλων τού κ. Π. καί τού παρευρισκόμενου Γ. Μανιάτη δηλώνω στόν έκδότη, δτι άν δέν δέχεται αύτή τή λύση, νά μοϋ έπιστρέψει δλα τά κείμενα καί άπό τήν πλευρά μου άναιρώ όποιαδήποτε ύπόσχεση γιά συνέχιση τής συνεργασί ας μας καί έπίσης δέν τού παραδίδω καί τό ήδη συλλεγμένο ύλικό τού τόμου μέ τόν προσωρινό τίτλο «’Ανθολόγιο». ’Αλλά παραδόξως ύπαναχωρεϊ καί δηλώνει δτι «έγκρίνει» νά δημοσιευτεί καί ή συνέντευξη μέ τόν Ίωάννου. 'Ωστόσο περνούν τρεις μήνες, περιοδικό δέν βγαίνει, άλλά δέν μοϋ έπιστρέφει καί τά κείμενα. Ό ίδιος ό Ίωάννου παίρνει πρωτοβουλία καί μοϋ ζητά πίσω τή συνέντευξη. Σεβαστός ποιητής μεσολαβεί καί παραδίδω τίς άνέκδοτες έργασίες 26 λογοτεχνών. Μέχρι σήμερα, τριακοστή ’Οκτωβρίου 1978, ό έκδότης τού έν λόγω περιοδικού έχει ύπό τήν κατοχή 1) Μιά συνέντευξή μου μέ τό Νίκο Καροϋζο. 2) Μιά συνέντευξή μου μέ τό Λουκά Σαμαρά (στό μεγαλύτερο μέρος της στ’ άγγλικά). 3) Τήν πλήρη μετάφραση τού θεατρικού έργου «Ό άλλος», πού άνέβασε τό Σπετσιώτικο Θέατρο σέ μετάφραση τού Δ. Κωνσταντινίδη. 4) Είκοσι έξι πρωτότυπα κείμενα (πεζά, ποιήματα καί θεατρικά) τών: Άγγελάκη-Ρούκ, Σ. ’Αντωνίου, Ν. Βαλαωρίτη, Β. Βασιλικού, Σ. Βέργου, Μ. Γρηγορίου, Β. Δαλακούρα, Ν. Ήσαΐα, Γ. Κοντού, Γ. Μανιάτη, Γ. Μανιώτη, Γ. Μαρκόπουλου, Μ. Μήτρα, Εϋας Μυλωνά, Δ. Νόλλα, Η. X. Παπαδημητρακόπουλου, Σ. Παπαδημητρίου, Μ. Ποντικά, Λ. Πούλιου, Ζ. Σιαφλέκη, Τ. Σινόπουλου, Ντ. Σιώτη, Βασ. Στεριάδη, Τέο Τέντες, Φίλιπ που Τσιάρα, Θ.Δ. Φραγκόπουλου, καθώς καίάντίστοιχες φωτογραφίες καί βιογραφικά). Ζητώ άπό τούς παραπάνω συναδέλφους συγγνώ μην, πού παρά τίς παρακλήσεις τους, τά κείμενά τους έξακολουθοϋν νά είναι δεσμευμένα. Εύχαριστώ γιά τή φιλοξενία Νατάσα Χατζιδάκι Δημοσιεύουμε τό γράμμα τής κ. Χατζιδάκι, γιατί άποτελεΐ άπάντηαη καί σχόλιο, έστω καί καθυστερημένο, πάνω στό σημείο έκεΐνο τής συνέντευξης του Γ. Ίωάννου («Διαβάζω», τεύ χος 9) ποώ άφοροϋσε τό περιοδικό «Σήμα».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ Ά λ . Δ ελ μ ο ύ ζ ο υ 7 - Θ εσ σ α λονίκη - Τηλ.: 231230 Κ εντρ ική Δ ιά θ εσ η γ ιά ’Α θ ήνα: ’Α μ φ ο ρ έα ς Ε.Π.Ε. Β α λ τετσ ίο υ 50 - Τηλ.: 3638693
Ετοιμάζονται:
Ν.Α. Ά σ λά νογλου:Ό δύσκολος θάνατος (Κυκλοφορεί τό Γενάρη)
Ν.Δ. Καρούζου: Γιώργου Χρονά:
Ποιήματα Τά μαύρα τακούνια (Κυκλοφορεί τό Φλεβάρη)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΓΝΑΤΙΑ
ΣΕΙΡΑ: ΤΡΑΜ/ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Διευθύνεται άπό τόν Γιώργο Κάτο
Χ Ρ Ο Ν ΙΚ Α Επιμέλεια: Ελένη Γαλάνη
ΕΚΔΟΤΙΚΑ Μέ σταθερή πάντα τήν προτίμηση στό πολιτικο-ίδεολογικό βιβλίο, άλλά καί μέ μιά ταυτόχρονη εντυπωσιακή στροφή στό λογοτεχνικό, οί έκδοτες έτοιμάζουν άρκετά άξιόλογα βιβλία γιά τό μήνα αύτό. ’Από μία δειγματοληπτική έρευνα σέ έκδοτικούς οίκους, μαθαίνουμε δτι πρόκειται νά κυκλοφορήσουν σύντομα οί άκόλουθοι τίτλοι: Στό χώρο τών κοινωνικών επιστημών, ιδιαί τερα αισθητή είναι ή έκδοση πολλών μελετών γιά θέματα τής Ευρώπης, μέ άφορμή τήν προσ εχή ένταξη τής χώρας μας στήν ΕΟΚ. Συγκεκρι μένα, θά κυκλοφορήσουν τρείς τίτλοι σχετικοί μέ τήν Εύρώπη· τό βιβλίο τού Ζάκ Ίντιζέρ «Ή Εύρώπη, χθές-σήμερα-αϋριο» (Νέα Σύνορα), ό β' τόμος τής «Εύρωπαϊκής οίκονομικής ιστορί ας» τού Ε. Τούμα (Gutenberg) καί ό «'Οδηγός στό δίκαιο τής Εύρωπαϊκής Κοινότητας» τού Pierre Mathijen (Παπαζήσης). Τά καυτά προβλήματα τής χώρας μας έχουν, φυσικά, τό μερίδιό τους. ’Έτσι, πρόκειται νά έκδοθεΐ τό «Αιγαίο» τού Κώστα Χατζηαργύρη, μία πολιτικοοικονομική άνάλυση τού θέματος (Gutenberg), καί τό βιβλίο τού καθηγητή Θ. Κουλουμπή «’Αντιμετωπίζοντας τήν έξάρτηση», δπου έξετάζονται τά προβλήματα πού δημιουργεί ή έπέμβαση τών ξένων στά έσωτερικά θέματα τού τόπου μας (Εστία). Στόν τομέα τού πολιτικο-ίδεολογικού προ βληματισμού έτοιμάζονται πολλά βιβλία- τό «Διέρχεται κρίση ό μαρξισμός;» τού γνωστού ίταλού θεωρητικού Τσερόνι (Μνήμη), ή «Σοσια λιστική πρόκληση» τού Σ. Χόλλαντ (Παπαζήσης), ή «’Επιβίωση τού καπιταλισμού» τού Άνρύ Λεφέβρ (Νέα Σύνορα), ή «Κοινωνική θεωρία καί κοινωνική δομή» τού Ρόμπερτ Μέρτον (Gutenberg) καί ή «Σοσιαλιστική άλτερνατίβα» τού Ρ. Λόμπαρντ, δπου δημοσιεύονται κείμενα πολλών γνωστών θεωρητικών (Νέα Σύνορα). Ετοιμάζονται, έπίσης, καί πρόκειται νά κυ κλοφορήσουν σύντομα τά έξής οικονομικά βιβλία- «Μαρξιστική οικονομική άνάλυση» τού Μάριου Νικολινάκου (Νέα Σύνορα), «Μάρξ καί Κέυνς» τού άμερικανού καθηγητή Πώλ Μάτικ (Όδυσσέας), «Ή διεθνοποίηση τού κεφαλαίου» τού Κριστιάν Παλουά (Νέα Σύνορα), «Πολιτική οικονομία» τού Τζών τΗτον (Όδυσσέας) καί «’Ασκήσεις στήν οικονομική άνάλυση» τής άγγλίδας οικονομολόγου Τζόαν Ρόμπινσον (Πα παζήσης). Καί δύο βιβλία τού Κέντρου Μαρξιστικών ’Ερευνών τής Γαλλίας. Μία μελέτη 40 έρευνητών, μέ τίτλο «Τό γυναικείο ζήτημα», δπου έξετάζεται ή θέση τής γυναίκας — σάν σύζυ γος, μητέρα, έλεύθερη κοπέλα, έργαζόμενη καί έπιστήμονας — άπό τά παλιότερα χρόνια μέχρι σήμερα, καί τό βιβλίο «’Εξουσία καί έλευθερία», μία μελέτη γύρω άπό τό πρόβλημα τής έλευθερίας μέσα στό σύστημα τού κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού (Μνήμη).
Στό χώρο τής ιστορίας θά κυκλοφορήσουν άρκετά ένδιαφέροντα βιβλία. Άνάμεσά τους, τό κλασικό πιά έργο τού Κένεθ Κλάρκ «Ιστορία τού δυτικού πολιτισμού» (Νέα Σύνορα), τό έπί σης κλασικό έργο τού Κ. Μάρξ «Τό έβραϊκό ζήτημα» (Όδυσσέας), ή μελέτη τού Θεόδωρου Σταυρόπουλου «Τό άγροτικό πρόβλημα στήν ιστορία τής νεώτερης Ελλάδας» (Νέα Σύνορα) καί τό βιβλίο τού Γ. Δ. Κατσούλη «Τό κατεστη μένο στήν άρχαία Ελλάδα, Ρωμαιοκρατία, Βυ ζάντιο», πού άποτελεΐ συμπλήρωμα στό έργο τού ίδιου συγγραφέα «Τό κατεστημένο στή νεοελληνική ιστορία» (Νέα Σύνορα). ’Επίσης, τό προσωπικό ήμερολόγιο τού πρεσβευτή καί πρώην ύπουργοϋ Δ. Μπίτσιου «Φύλλα άπό ένα ήμερολόγιο», πού άναφέρεται στά τελευταία χρόνια (Εστία), καί ό πρώτος τόμος τού ύπηρεσιακού ήμερολόγιου τού Γιώργου Σεφέρη, πού άρχίζει άπό τό 1934 (’Ίκαρος). Ή βιβλιογραφία γιά τήν έποχή τής άντίστασης καί τού έμφύλιου θά πλουτιστεί μέ άλλους τρεις τίτλους. Συγκεκριμένα, θά κυκλοφορή σουν ό «’Αγώνας γιά τήν έλληνική άνεξαρτησία» τού Κρίς Γουντχάουζ (Εστία), ή «Βρετανι κή πολιτική πρός τήν έλληνική καί γιουγκοσλα βική άντίσταση» τών Κλόγκ καί ’Ά ο υτι (Παπαζή σης) καί τό βιβλίο «Κατοχή - Άντίσταση ’Εμφύλιος», στό όποϊΟ δημοσιεύονται τά πρα κτικά τών συζητήσεων στό London School of Economics μέ τούς Θ. Χατζή, Α. Κέδρο, Φ. Ρίχτερ, Κ. Γουντχάουζ, Π. Παπαστράτη, Ρ. Κούνδουρο κ.ά. (Νέα Σύνορα). Στό χώρο τής λογοτεχνίας, τά βιβλία πού άναγγέλλονται, στή συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι ξένα. Μόνο τρία τά έλληνικά: μία συλλογή άνέκδοτων ποιημάτων τού Άνδρέα ’Εμπειρικού, μέ τίτλο «Όκτάνα» (’Ίκαρος), τό βιβλίο τής Μαρίας Ίορδανίδου «Σάν τά τρελλά πουλιά» (Εστία) καί ή συλλογή διηγημάτων «’Άτομο» τού γνωστού πεζογράφου Τάκη Χατζηαναγνώστου (Νέα Σύνορα). ’Εδώ πρέπει νά άναφερθοϋν, άν καί γραμμέ νες άπό ξένους, ή μελέτη τού ’Έντμοντ Κήλυ «Ή Αλεξάνδρεια τού Καβάφη» (’Ίκαρος) καί ή μελέτη τού Μάριο Βίττι πάνω στήν ποίηση τού Σεφέρη «Φθορά καί λόγος» (Εστία). Ανάμεσα στά πολλά ξένα πεζογραφήματα ξεχωρίζουμε: τήν «’Άβυσσο» τής Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, ιστορικό μυθιστόρημα πού δια δραματίζεται τό Μεσαίωνα (Χατζηνικολή), τό «'Ένα βέλος στόν ούρανό» τού ’Άρθουρ Καΐσλερ, μία αύτοβιογραφία τών πρώτων χρόνων
7
ΕΚΔΟΤΙΚΑ τής ζωής τού συγγραφέα (Χατζηνικολή), τίς «Στάχτες καί διαμάντια» τού Γερζί Άντρεζέφσκι, πού έχει μεταφερθεϊ μέ έπιτυχία στόν κινηματογράφο άπό τόν Άντρέι Βάιντα (Νέα Σύνορα) καί τό «Χορχέ Άμάντο» τής ίταλίδας Τερέζα Μπατίστα, βραβευμένο μέ τό α' βρα βείο ίταλολατινοαμερικανικής λογοτεχνίας 1976 (Νέα Σύνορα). ’Επίσης, πρόκειται νά κυκλοφορήσουν καί άρκετά κλασικά έργα τής παγκόσμιας λογοτε χνίας, δπως «Ό γέρος καί ή θάλασσα» τού ’Έρνεστ Χεμινγουαίη, «Τό κάλεσμα τής άγριας φύσης» τού Τζάκ Λόντον, «Τά δύσκολα χρόνια» καί «Τό μυστήριο τού Ε. Ντρούντ» τού Κάρολου Ντίκενς, «Ή κουζίνα» τού Έμίλ Ζολά, «Οί νου βέλες» τού ’Άντον Τσέχωφ, τά «Παιδικά χρό νια» τού Μαξίμ Γκόρκι, «Ή πρώτη άγάπη» τού Ίβάν Τουργκένιεφ καί τό «1793» τού Βίκτωρος Ούγκώ (Σ. I. Ζαχαρόπουλος). Στή σειρά «Παγκόσμιο Θέατρο», πού έχουν άρχίσει νά έκδίδουν έδώ καί άρκετά χρόνια οί έκδόσεις «Δωδώνη», έτοιμάζονται τά έξής θεα τρικά έργα: «Τό βασιλικό κυνήγι τού ήλιου» τού Πήτερ Σάφερ, «Διακοπές γιά τεχνικούς λό γους» τού Κάρολου Σάκκον, «Ή κωμωδία τού
βασιλιά Ίουγούρθα» τού Γιώργου Σκούρτη, «Ποιος φοβάται τή Βιρτζίνια Γούλφ» τού ”Εντουαρντ ’Άλμπυ, «Δάσκαλος Εβραίος» τού Μπέρτολτ Μπρέχτ καί «Τή νύχτα πού καθαρί σανε τόν άρχηγό» τού Χάινερ Κίπχαρντ. Γιά τούς μικρούς άναγνώστες πρόκειται νά κυκλοφορήσει τό παραμύθι τής Σ. Λεράκη «Σε λίδες άπό τή ζωή_ μας» (Εστία), πέντε άκόμη βιβλία τών παιδικών περιπετειών τής άγγλίδας Ε. Μπλάιτον μέ τό γενικό τίτλο «Οί μυστικοί έφτά» (Gutenberg), ή «Ειρήνη» τού ’Αριστοφά νη, διασκευασμένη γιά παιδιά άπό τήν Ελένη Βαλαβάνη (Δωδώνη), καί τό... οικογενειακό βι βλίο «Τά άδέλφια μου κι έγώ», πού τό διηγήθηκε ή Μαργαρίτα, τό έφτιαξε ό Μάρκος καί τό έκανε βιβλίο ή μαμά Λάζου (Δωδώνη). Θά τελειώσουμε μέ τρία βιβλία κλασικής παιδείας. Είναι τά «Διαλεκτικά» τού Πατέρα τής ’Εκκλησίας ’Ιωάννη Δαμασκηνού (Παπαζήσης), ό «’Αριστοτέλης» τού Ζ. Μ. Τέμπ (Νέα Σύνορα) καί ή «Θεωρητική θεμελίωση τής δημοκρατίας στήν κλασική Ελλάδα» τού I. Τουλουμάκου (Παπαζήσης). Στό έπόμενο τεύχος έλπίζουμε νά έχουμε περισσότερα νέα, άπό περισσότερους έκδότες.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Τό Νοέμβριο, άγοράστηκαν περισσότερο τά έξής βιβλία:
1. Μαρίας Ίορδανίδου: Λωξάντρα (Εστία) 2. Εύάγγελου Παπανούτσου: Ή κρίση του πολιτισμού μας (Φιλιππότης) 3. Άντώνη Σαμαράκη: Τό λάθος (Έλευθερουδάκης) 4. Ναταλία Μπαράσκαγια: Επτά ήμερες μιας γυναίκας (Όδυσσέας) 5. Μανόλη Άναγνωστάκη: Άντιδογματικά (Πλειάς) 6. ’Άλλεν Γκίνσμπεργκ: Ποιήματα (’Άκμων) 7. "Αρη ’Αλεξάνδρου: Τό κιβώτιο (Κέδρος) 8. Παύλου Δελαπόρτα: Τό ήμερολόγιο ένός Πιλάτου (Θεμέλιο) 9. Νίκου Μουζέλη: Νεοελληνική κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης (Εξάντας) 10. Μενέλαου Λουντέμη: "Ενα παιδί μετράει τ’ άστρα (Δωρικός) 11. Α. ’Αϊνστάιν - Λ. Ίνφελντ: Ή έξέλιξη τών ιδεών στή φυσική (Δωδώνη) 12. Κατερίνας Γώγου: Τρία κλικ άριστερά (Καστανιώτης)
Ό πίνακας αύτός καταρτίστηκε μέ βάση τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν τά έξής 20 βιβλιοπωλεία άπ’ όλη τήν Ελλάδα: ’Αριστοτέλης, Πανεπιστημίου 34, ’Αθήνα 0 Βέγας, Ίπποκράτους 4, ’Αθήνα 0 Βιβλιοθήκη, Χρυσοστόμου Σμύρνης 19, Θεσσαλονίκη 0 Γώνιά τοϋ βιβλίου, ΈΥνατίας 73, Θεσσαλονίκη 0 Β. Δοκιμάκης, Ταγματάρχη Τζουλάκη 8, 'Ηράκλειο 0 Δωδώνη, ’Ασκληπιού 3, ’Αθήνα 0 Εστία, Σόλωνος 60, ’Αθήνα 0 Γ. Καλούδης, Καραίσκου 105, Πειραιάς 0 Μ. Κόρακα, Κούμα 34, Λάρισα 0 Μ. Κοτζιά & Σία, Τσιμισκή 78, Θεσσαλονίκη 0 Α. Κουμπλομμάτης, 28ης ’Οκτωβρίου 8, ’Ιωάννινα 0Σ. Λαμπρινίδης, Ίφικράτους 4, ’Αθήνα 0 Α. Μεθενίτης, Κανακάρη 178, Πάτρα 0Α. Μυλωνάς, Άφεντούλη 4, Πειραιάς 0Πορεία, Σόλωνος 77, ’Αθήνα 0 Πρωτοπορεία, Κωλέττη 21, ’Αθήνα 0 Π. Ραγιάς, Τσιμισκή 41, Θεσσαλονίκη 0 Ρόμβος, Καψάλη 6, ’Αθήνα 0 Συνεργατική, Σίνα 7, ’Αθήνα 0 Σ. Φιλιππότης, ’Ακαδημίας 52, ’Αθήνα.
8
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
’Ό χι πιά άποθηκες βιβλίων Τό Β' Πανελλήνιο Συνέδριο Βιβλιοθηκάριων, πού έγινε τό Νοέμβρη στήν ’Αθήνα, άρχισε μέ μιά ένθαρρυντική γιά τό μέλλον των έλληνικών βιβλιοθηκών άναγγελία: Τή δημιουργία τής πρώτης πρότυπης παιδικής βιβλιοθήκης, πού άπό φέτος καί γιά ένα χρόνο θά στηθεί στήν πλατεία τού 'Αγίου Θωμά στό Γουδί. Ή βιβλιο θήκη αύτή, δπως άνέφερε ή πρόεδρος τών βιβλιοθηκάριων κ. Θανοπούλου, έγινε σύμφω να μέ τίς σύγχρονες μεθόδους πού εφαρμό ζονται στό έξωτερικό, κόστισε μόνο 150.000 δραχμές καί περιέχει 700 βιβλία καί ένα μεγάλο άριθμό άφίσες. Παράλληλα μέ τήν άναγγελία αύτή καί τούς στόχους τών βιβλιοθηκάριων γιά τή φετινή χρονιά, πού άποβλέπουν στή δημιουργία βιβλι οθηκών σ’ δλους τούς νομούς τής χώρας, άποκαλύφθηκε γιά άλλη μιά φορά ή άπαράδεκτη κατάσταση πού έπικρατει σήμερα στίς έλληνικές βιβλιοθήκες. Ή έλλειψη ειδικού προσ ωπικού, κατάλληλων χώρων καί άναγνωστηρίων, ή κακή όργάνωση καί λειτουργία, ή άντιορθολογική διασπορά βιβλίων, ή πενιχρότητα τών πόρων, συντελούν στό νά χαρακτηρίζονται οί βιβλιοθήκες μας σάν «άποθήκες βιβλίων». Οϊ ποικίλοι φορείς άπό τούς όποιους έξαρτωνται οί σημερινές βιβλιοθήκες (ύπουργεία, δήμοι, ιδρύματα, σύλλογοι κλπ.) δέν είναι σέ θέση νά όργανώσουν τή σωστή άπόδοση τής σύγχρονης βιβλιοθήκης. “Οπως άνέφερε ή βι
βλιοθηκάριος κ. Σοφία Παλαμιώτη, τά ύπουργεϊα δέν διαθέτουν αύτόνομη Διεύθυνση Βιβλι οθηκών, άλλά μόνο τμήματα υπαγόμενα σέ διάφορες διευθύνσεις, στά όποια προϊστάμενοι είναι ύπάλληλοι χωρίς ειδικές γνώσεις. Ή πο λυμορφία τών φορέων καί ή έξάρτηση τών βιβλιοθηκών άπό πολλά τμήματα, καθιστά άδύνατη τή συνεργασία καί τή λήψη άποφάσεων γιά ένα ένιαΐο προγραμματισμό ϊδρύσεως νέων βιβλιοθηκών. ’Αλλά καί οϊ ύπάρχουσες βιβλιο θήκες (δημόσιες, δημοτικές, κοινοτικές) είναι άνύπαρκτες βιβλιοθηκονομικά, δχι τόσο άπό τήν έλλειψη μέσων καί προσωπικού, δσο άπό τή στέρηση κάθε πρωτοβουλίας άπό τό βιβλιοθη κάριο στίς περιπτώσεις πού χρειάζεται ή άτομική πρωτοβουλία. ’Άλλος παράγοντας πού εύνοεϊ τήν κακο δαιμονία τών βιβλιοθηκών είναι καί ή πενιχρή οικονομική ένίσχυση. Ή Στατιστική Υπηρεσία άναφέρει ότι τό 1974 οί 168 βιβλιοθήκες (29 δημόσιες καί 134 δημοτικές, κοινοτικές καί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου) πλουτί στηκαν κατά μέσο δρο μέ 59 βιβλία ή καθεμιά καί λειτούργησαν μέ 195 ύπαλλήλους· άναλογία, 19.000 τόμοι σέ κάθε ύπάλληλο, χωρίς φυσικά νά ύπολογιστούν τά περιοδικά, τά χει ρόγραφα ή άλλο σπάνιο ύλικό. Σήμερα, ή άσυδοσία πού κυριαρχεί στήν ίδρυση καί τή λειτουργία τών βιβλιοθηκών καί ή άνύπαρκτη κρατική πολιτική πάνω σ’ αύτό τό
Άπό τήν έναρξη τού Πανελλήνιου Συνέδριου Βιβλιοθηκάριων. Στό βήμα ό ύπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών κ. Σπ. Δοξιάδης
9
ΓΕΓΟΝΟΤΑ θέμα, έχει μοιραίες συνέπειες στήν άνάπτυξη τών βιβλιοθηκών. ’Επιπλέον οί θεσμοί καί οί ρυθμίσεις τής άπαρχαιωμένης νομοθεσίας πού έφαρμόζονται, δέν άνταποκρίνονται στίς άπαιτήσεις τής έποχής μας. Στή χώρα μας χρειάζε ται ριζική άλλαγή τής νομοθεσίας καί έπιπλέον νά θεσπιστούν «διά νόμου» βιβλιοθήκες σ’ δλους τούς νομούς τής χώρας. Νά ύπάρξει δηλαδή μιά κυβερνητική πολιτική πού θά μερι μνά τόσο γιά τις βιβλιοθήκες όσο καί γιά τήν έπιστήμη τής βιβλιοθηκονομίας. Γιατί, όπως είναι γνωστό, ή κακή άπόδοση τών βιβλιοθηκών όφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό καί στό προσ ωπικό τους, τό όποιο στή συντριπτική του πλειοψηφία είναι άνθρωποι άσχετοι μέ τό έπάγγελμα τού βιβλιοθηκονόμου. Οί άνάγκες τών βιβλιοθηκών σέ προσωπικό καλύφθηκαν άπό τό 1961 ώς τό 1977 μέ άποφοίτους τής μονοετούς σχολής βιβλιοθηκονο μίας τής ΧΕΝ. Άπό τό 1977 άρχισε νά λειτουρ γεί στά ΚΑΤΕΕ σχολή βιβλιοθηκονομίας, ή όποια δμως παρουσιάζει σοβαρές έλλείψεις σέ βιβλία, διδακτικό προσωπικό, καί έπιπλέον δέν
διαθέτει βιβλιοθήκη-έργαστήρι γιά τήν έξάσκηση των σπουδαστών. Γιά νά καλυφθούν λοιπόν οί άνάγκες τών βιβλιοθηκών σέ έπιστημονικό προσωπικό, χρειάζεται νά λειτουργήσουν δύο άκόμα άνώτερες σχολές καί δύο μεταπτυχια κές. Παράλληλα ή "Ενωση 'Ελλήνων Βιβλιοθη κάριων προγραμματίζει νά διοργανώσει σεμι νάρια γιά τήν ένημέρωση τών νέων βιβλιοθηκά ριων γύρω άπό τίς σύγχρονες τάσεις καί μεθό δους βιβλιοθηκονομίας, ώστε νά καλυφθούν τά υπάρχοντα κενά. Γιά τή λύση τού βιβλιοθηκονομικού προβλή ματος, ή ΕΕΒ πρότεινε νά δημιουργηθεΐ βιβλιονομικό καί βιβλιολογικό κέντρο μέ οικονομική καί διοικητική αύτονομία, πού σημαίνει τήν έπιστημονική όργάνωση τής πληροφόρησης καί τήν παροχή της σέ δλους τούς πολίτες. "Ενα τέτοιο κέντρο θά μπορούσε, μεταξύ άλ λων, νά συμβάλει θετικά στή διάσωση τής πολιτιστικής μας κληρονομιάς καί ό νέος τρό πος λειτουργίας θά έφερνε τόν "Ελληνα σέ άμεση έπαφή μέ τεκμήρια 2.500 χρόνων.
Μιά ζωή σέ τρία βιβλία
Ή Μαρία Ίορδανίδου σέ πρόσφατη φωτογραφία της
10
Στά όγδόντα της χρόνια ή Μαρία Ίορδανί δου, ή συγγραφέας τής «Λωξάντρας», τιμήθηκε μέ τό Χρυσό Σταυρό τού Οικουμενικού Πατρι αρχείου. Τόν περασμένο Όκτώβρη ό μητροπο λίτης Χαλκιδόνος κ. Μελίτων τήν έπισκέφθηκε στό σπίτι της καί, μαζί μέ τό Χρυσό Σταυρό, τής άπένειμε καί τόν τίτλο τής «’Αρχόντισσας τού Οικουμενικού Θρόνου», πού γιά πρώτη φορά δίνεται σέ γυναίκα καί πού θεωρείται ώς «τό Νόμπελ τού Γένους καί τής ’Ορθοδοξίας». ’Έτσι ή συγγραφέας τής «Λωξάντρας» έγινε τό πρόσωπο τής έπικαιρότητας τούς τελευταί ους μήνες. Λίγοι — δυστυχώς — άπό τούς παλιούς τήν ξέρουν καί οί νέοι τώρα τή γνώρι σαν. Ή Μαρία Ίορδανίδου γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί έκεί έζησε τά πρώτα πέντε χρόνια τής ζωής της. Οί γονείς της ήρθαν γιά λίγο στόν Πειραιά καί μετά ξαναγύρισαν στήν Πόλη. ’Εκεί ή Μαρία έμεινε ώς τό 1914. Τό καλοκαίρι έκείνης τής χρονιάς τήν κάλεσαν οί θείοι της στή Ρωσία, στό Μπατούμ, γιά νά περάσει τό καλοκαίρι μαζί τους. Στή Ρωσία ή Μαρία πήγε γιά ένα μήνα καί έμεινε όκτώ χρόνια. Ή έπανάσταση τού Ί 7 τή βρίσκει δα σκάλα τών άγγλικών σ’ ένα πλούσιο ρωσικό σπίτι. "Υστερα άπό δυό χρόνια γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη, δπου έμεινε γιά λίγους μήνες καί μετά έγκαταστάθηκε μέ τήν οίκογένειά της στήν ’Αλεξάνδρεια. ’Εκεί έμειναν άπό τό ’20 ώς τό ’23. Τότε ή Μαρία έργαζόταν ώς γραμματέας σ’ ένα έγγλέζικο γραφείο έξαγωγής βαμβακιού. ’Έπαιρνε 25 χρυσές λίρες τό μήνα — πολλά λεφτά γιά τήν ’Αλεξάνδρεια τής έποχής έκείνης.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ Στήν ’Αλεξάνδρεια ή Μαρία γνώρισε τόν άντρα της, τόν ’Ιωάννη Ίορδανίδη. ΤΗταν καθη γητής στό Βικτόρια Κόλλετζ καί κομμουνιστής. Τό 1923 γύρισαν στήν Ελλάδα καί παντρεύτη καν. Κουμπάροι ό Γιάννης Κορδάτος καί ό ’Αλέξανδρος Δελμοΰζος. Μετά άπό λίγο καιρό ό άντρας της έφυγε. Ή Μαρία Ίορδανίδου λέει πώς θά πρέπει νά πήγε στή Ρωσία καί έκεϊ μάλλον θά τόν βρήκαν οί σταλινικές έκκαθαρίσεις. Σήμερα, ή Μαρία Ίορδανίδου ζεί μέ τήν κόρη της στή Ν. Σμύρνη. "Αρχισε νά γράφει σέ ήλικία 70 έτών. Τό πρώτο της βιβλίο, ή «Λωξάντρα», κυκλοφόρησε τό 1961 καί έγινε «μπέστσέλλερ». Άποσπάσματά του ύπάρχουν στά Νε οελληνικά ’Αναγνώσματα τής Α' Γυμνασίου καί
έτοιμάζεται νά γίνει τηλεοπτικό «σήριαλ». Τό δεύτερο, οί «Διακοπές στόν Καύκασο», έκανε άλλεπάλληλες έκδόσεις καί πρόσφατα μεταδό θηκε άπό τό ραδιόφωνο. Τό τρίτο, «Σάν τά τρελλά πουλιά», πρόκειται νά κυκλοφορήσει πολύ σύντομα. ’Έτσι έκλεισε ή τριλογία τής Ίορδανίδου, πού άρχίζει άπό τό πατρικό σπίτι στήν Πόλη, μέ τήν άρχοντική φυσιογνωμία τής Πολίτισσας γιαγιάς της — τής Λωξάντρας. Σέ δλο τό έργο της ή Ίορδανίδου περιγράφει τή ζωή της καί τίς ταλαιπωρίες πού πέρασε. Μ’ άλλα λόγια τήν ιστορία μας γραμμένη χωρίς βιβλιογραφίες, άλλά μέ κέφι καί χιούμορ, μέ ζωντάνια καί ειλικρίνεια.
Σ ο β ιετικό βραβείο σέ έλληνα συγγραφέα Τόν ’Οκτώβριο πού μάς πέρασε, ή “Ενωση Σοβιετικών Λογοτεχνών άπένειμε τό μετάλλιο «Τολστόι» στόν έλληνα συγγραφέα Μήτσο Άλεξανδρόπουλο γιά τή συμβολή του στή με λέτη τής ρωσικής λογοτεχνίας. Ή άπονομή τού
Τό μετάλλιο «Τολστόη» βραβείου συνέπεσε μέ τήν όλοκλήρωση άπό τίς έκδόσεις «Κέδρος» τής τρίτομης σειράς «Ιστορία τής Ρωσικής Λογοτεχνίας» καί συνο
δευόταν άπό τά «"Απαντα» τού μεγάλου ρώσου συγγραφέα, πού φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια άπό τή γέννησή του. Ό Μήτσος Άλεξανδρόπουλος είναι γνω στός στό σοβιετικό κοινό άπό τή διλογία «Νύ χτες καί Αύγές» καί «Τά βουνά», τή νουβέλα «Τά θαύματα έρχονται στήν ώρα τους» καί τό ταξιδιωτικό χρονικό «Άπό τή Μόσχα στή Μό σχα». Σέ λίγο μάλιστα θά κυκλοφορήσει στή Μόσχα καί τό μυθιστόρημά του «Σκηνές άπό τό βίο τού Μάξιμου τού Γραικοϋ», όπου ό συγγρα φέας περιγράφει τήν προσωπικότητα τού έλλη να διανοητή καί ούμανιστή Μάξιμου, πού έδρα σε τόν 16ο αιώνα καί έπαιξε σημαντικό ρόλό στή διαμόρφωση τής ρωσικής κουλτούρας τού 16ου καί 17ου αιώνα. Οί σοβιετικοί κριτικοί συγκαταλέγουν τό μυθιστόρημα αύτό σέ μιά σειρά έργων πού συσχετίζονται μέ τήν ιστορία καί τή μελέτη τού ρωσικού πολιτισμού, δπως καί τό άλλο βιβλίο τού Μ. Άλεξανδρόπουλου, τούς «Πέντε ρώσους κλασικούς» (μελέτες γιά τή ζωή καί τό έργο τών Πούσκιν, Γκόγκολ, Μπελίνσκι, Ντοστογιέφσκι, Τολστόι). Στή χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει, σέ μετάφραση Μ. Άλεξανδρόπουλου, δυό βιβλία πού μάς φέρνουν στίς ρίζες τής ρωσικής λογο τεχνίας καί μνημειώνουν θαυμάσια τήν έποχή τους: «Ή άφήγηση τής έκστρατείας τού Ίγκόρ» (12ος αιώνας) καί «Ό βίος τού πρωτόπαπα Άββακούμ» (17ος αίώνας). (Περισσότερα στοι χεία γιά τό έργο τού Μήτσου Άλεξανδρόπου λου στό βιογραφικό σημείωμα πού δημοσιεύτη κε στό τεύχος 15).
Μην τό άμελεΐτε: Γραφτείτε συνδρομητές!
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Γιά τήν έλληνογαλλική φιλία Τό Νοέμβριο, ό Εύάγγελος Άβέρωφ τιμήθη κε μέ τό Α' Διεθνές Βραβείο «Άκρόπολις», γιά τό συγγραφικό του έργο στά γαλλικά. "Οπως είγαι γνωστό, τό βραβείο αυτό άπονέμεται άπό τό δήμαρχο τοϋ Παρισιού σέ συγγραφείς πού έχουν γράψει έργα άπευθείας στά γαλλικά. Τό βραβείο συνόδευε τό χρηματικό ποσό τών 50.000 γαλλικών φράγκων, τό όποιο ό συγγρα φέας θά προσφέρει στόν έλληνογαλλικό σύλ λογο «Ρασίν» πού έδρεύει στά Γιάννενα. Ό Ευάγγελος Άβέρωφ γεννήθηκε τό 1909 στά Τρίκαλα Θεσσαλίας καί τελείωσε τό γυμνά σιο στήν ’Αθήνα. Φοίτησε γιά δύο χρόνια στήν Ιατρική σχολή καί στή συνέχεια έφυγε στή
Λωζάννη. Έκει σπούδασε νομικά καί πολιτικές έπιστήμες. Ό Άβέρωφ έχει γράψει τά μυθιστο ρήματα «Ή φωνή τής γης» (1964), «Ή γή τής όδύνης» (1966), «Γή Δελφύς» (1968), «"Οταν ξεχνούσαν οί θεοί» (1969), «"Οταν εύλογούσαν οϊ θεοί» (1971), τά παιδικά παραμύθια γιά μι κρούς καί μεγάλους «Περιστέρια» (1968) καί «Στό δάσος τής χαράς» (1975), τήν ιστορική μελέτη «Φωτιά καί τσεκούρι» (1976), τά διηγή ματα «Περασμένα καί τωρινά» (1978) καί τό θεατρικό έργο «’Επιστροφή στίς Μυκήνες» (1973). "Ολο τό έργο τού Ε. Άβέρωφ κυκλοφορεί άπό τίς έκδόσεις τής «Εστίας».
«Λυσιστράτη» μέ τό ν Τάσσο «Κάποτε θά πρέπει νά μάς δείξει ό Τάσσος τά ίδια τά ξύλα πού βασάνισε μέ τό κοπίδι του γιά νά φέρει στό φώς αύτές τίς μορφές. Είμαι βέβαιος δτι θά έχει άπ’ αύτή τήν άποψη πολύ ένδιαφέρον ή δουλειά του». "Ετσι τελείωνε ό Εύάγγελος Παπανούτσος τό σχόλιό του στό «Βήμα» στίς 4 Νοεμβρίου 1965, δταν έπαινούσε τήν τότε έκδοση τού «’Άσματος Ασμάτων» σέ μετάφραση Γιώργου Σεφέρη καί μέ έπτά ξυλο γραφίες τού Τάσσου.
Ξυλογραφία τοϋ Α. Τάσσου γιά τή «Λυσιστράτη» τοϋ ’Αριστοφάνη
12
Καί πράγματι, ή δουλειά τοϋ χαράκτη Τάσ σου έχει πολύ ένδιαφέρον. Τά προσχέδια, οί μακέτες, τά χαραγμένα ξύλα, δλες γενικά οί φάσεις τής έκτύπωσης καί τά προβλήματά της, είναι ένας κόσμος πού σέ μαγεύει. Στήν έκθε ση πού έγινε τόν περασμένο Νοέμβριο στή γκαλερί «Νέες Μορφές» μέ άφορμή τήν έκδο ση τής «Λυσιστράτης» σέ νεοελληνική μετά φραση Κώστα Βάρναλη, ό χαράκτης παρουσία σε, έκτος άπό τή δουλειά του γιά τήν έκδοση τής «Λυσιστράτης» καί τοϋ «’Άσματος Ασμά των», τίς ξυλογραφίες γιά δυό άγνωστες στήν Ελλάδα έκδόσεις, πού κυκλοφόρησαν άπό έκδοτικό οίκο τής Νέας Ύόρκης· τήν «Ανάβαση» του =ενοφώντα καί τόν «Πελοποννησιακό πό λεμο» τοϋ Θουκυδίδη. ’Έτσι, είχαμε τήν εύκαιρία νά δούμε άπό κοντά τά ξύλα πού «βασάνισε» ό χαράκτης καί τά στάδια πού πέρασαν γιά νά φτάσουν στόν όριστικό είκονογραφικό άξονα τοϋ βιβλίου. Γιά τήν εικονογράφηση τής «Λυσιστράτης» ό χαρά κτης άρχισε νά δουλεύει μέσα στή δικτατορία. "Υστερα άπό δεκαετίες μαυρόασπρης δουλει άς, χρειάστηκε νά κάνει πάνω άπό 200 έγχρωμα σχέδια καί νά χαράξει 110 πλάγια ξύλα γιά νά γίνουν οί 24 έγχρωμες ξυλογραφίες τοϋ βιβλίου. Ή έκδοση τής «Λυσιστράτης», άφιερωμένη στή μνήμη τοϋ ποιητή Κώστα Βάρναλη, είναι μιά άκόμα ύπέροχη πνευματική προσφορά στά νεοελληνικά γράμματα. Αύτό τό καλαίσθητο βιβλίο μεγάλου σχήματος, 33,5 χ 25, πού κυ κλοφόρησε σέ περιορισμένο άριθμό άντιτύπων (1500 άριθμημένα), άποδεικνύει δτι ή «τέχνη τοϋ βιβλίου» δέν είναι «μιά ξεχασμένη στόν τόπο μας ύπόθεση», δταν υπάρχουν άκόμα άνθρωποι πού δουλεύουν μέ πάθος τήν τυπο γραφία, τό καλό χαρτί καί τό καλό μελάνι.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Β ραβεία σέ κ α λ λ ιτε χ ν ικ ές έκδ ό σ εις Ή Διεθνής ’Έκθεση Καλλιτεχνικού Βιβλίου τής Λειψίας τελείωσε μέ μιά εύχάριστη έκπλη ξη γιά τό έλληνικό βιβλίο. ’Ανάμεσα στά πολλά βραβεία καί τιμητικά διπλώματα πού μοιράστη καν σέ έκδοτες, είκονογράφους κλπ., είχε καί ή Ελλάδα ένα μικρό μερίδιο. Συγκεκριμένα, άπονεμήθηκε χάλκινο μετάλ λιο στή Σοφία Ζαραμπούκα γιά τήν πρωτότυπη ιδέα της νά διασκευάσει γιά παιδιά τή «Λυσιστράτη» τού ’Αριστοφάνη καί γιά τήν πετυχη μένη εικονογράφηση τού βιβλίου, πού κυκλο φόρησε άπό τίς έκδόσεις «Κέδρος». Δόθηκε, έπίσης, τιμητικό δίπλωμα στίς έκδόσεις Gutenberg γιά τήν έπιμελημένη έλληνική έκδοση τού «Γενικού ’Άσματος» τού Πάβλο Νερούδα, σέ μετάφραση Δανάης Στρατηγοπούλου, εξώφυλλο Μυρτώς Λουντέμη καί μέ σχέδια τού Venturelli. Ή παράδοση τών διπλωμάτων καί μεταλλίων ατούς διακριθέντες θά γίνει στίς 11 Μαρτίου, κατά τήν έναρξη τής Διεθνούς ’Έκθεσης Βιβλί ου 1979 τής Λειψίας. "Ας σημειωθεί, δτι στή Διεθνή ’Έκθεση Καλ λιτεχνικού Βιβλίου πήραν μέρος 36.000 έκδοτικοί οίκοι, όργανισμοί, ιδρύματα καί μεμονωμέ νοι καλλιτέχνες άπό 41 χώρες.
Σχέδιο τού Venturelli άπό τήν έλληνική έκδοση τού «Γενικού άσματος» τού Πάβλο Νερούδα
Άπό τήν εικονογράφηση τής Σοφίας Ζαραμπούκα γιά τή διασκευή τής «Λυσιστράτης» γιά παιδιά
13
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ε κ α τό χρόνια παιδείας Ή έκθεση «Σχολεία καί μαθητές: 18301930», πού έγινε τό Νοέμβριο σέ αίθουσα τής Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού, έδωσε τήν εύκαιρία νά γνωρίσουμε άπό κοντά τήν πορεία τής έκπαίδευσης στή χώρα μας μέσα σ’ έναν αιώνα. Τά 350 έκθέματα — ιστορικά ντοκουμέντα, τοπογραφικοί χάρτες, φυλλάδια, σχολικά βι βλία, μαθητικά λευκώματα καί φωτογραφικά ντοκουμέντα άπό διάφορα σχολεία τής Ελλά δας — ζωντάνεψαν τήν πρώτη έκατονταετία τής έλληνικής έκπαίδευσης, ένώ παράλληλα γνώρισαν στό εύρύτερο κοινό τήν προσπάθεια τών άνθρώπων έκείνων πού άγωνίστηκαν γιά τή βελτίωση τής έκπαίδευσης καί τήν άπαλλαγή της άπό τόν ξενόφερτο φιλολογικό φορμαλι σμό. 5Ηταν δέ τόσο σπάνια καί πολύτιμα αύτά τά ένθυμήματα, πού θά μπορούσαν νά άποτελέσουν τό βασικό πυρήνα ένός Μουσείου ’Εθνικής Παιδείας. Εμείς, σάν περιοδικό τών βιβλίων, σταθήκα με περισσότερο στά σχολικά έγχειρίδια- γιά νά νιώσουμε άληθινή ντροπή, άφοΰ πέρα άπό τήν καλή έκτύπωση καί τή στρωτή δημοτική, δέν έχουμε κατακτήσει καί πολλά πράγματα. ’Ά ν τά τότε σχολικά βιβλία μεταφέρανε στίς σελίδες τους τήν κοινωνία τής έποχής, τά σημερινά; ’Ορθή λοιπόν ή ιδέα τής έκθεσης, καί μάλιστα τούτο τόν καιρό, πού κι αύτή ή δειλή έκπαιδευτική μεταρρύθμιση κινδυνεύει... Καί μιά σημείωση: Τό μεγαλύτερο μέρος τού ύλικού πού παρουσιάστηκε στήν έκθεση προ ερχόταν άπό τήν πλουσιότατη βιβλιοθήκη τού Μάνου Χαριτάτου καί άπό ύλικό πού συγκεν-
Δ ιαβάστε το -*■ Τό τεύχος πού κρατάτε στά χέρια σας, όπως ήδη θά προσέξατε, παρουσιάζει πολλές καινοτο μίες, γιά μερικές άπό τίς όποιες χρειάζεται ίσως κάποιος πρόλογος. Καί άρχίζουμε μέ τά «Εκδοτικά*. Τά βιβλία πού άναφέρονται σ’ αύτές τίς σελίδες δ έ ν είναι τά μόνα πού έτοιμάζονται νά κυκλοφορήσουν. Στά έπόμενα τεύχη θά παρουσιαστούν καί άλλα — καί, φυσικά, όλοι οί έκδότες πού θά θελήσουν νά μάς ένημερώσουν γιά τίς προσεχείς έκδόσεις τους. ’Αλλά σέ κάθε τεύχος είναι άδύνατο νά γίνεται λόγος ταυτόχρονα γιά όλους τούς έκδότες καί γιά τά σχέδιά τους. Στό «Παράρτημα* έπισημαίνονται καί σχολιά ζονται ένδιαφέροντα βιβλία καί τεύχη περιοδικών άπό όσα περιλαμβάνονται στό Βιβλιογραφικό Δελ τίο τού προ-προηγούμενου τεύχους, όπως άκριβώς συμβαίνει καί μέ τήν «Επιλογή*. ”,Ετσι, σ’ αύτό τό τεύχος, τόσο στήν «’Επιλογή* όσο καί στό
14
ΣΥΖΥΓΟΥ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
έκθεσης «Σχολεία καί μαθητές: 1830-1930* τρώνεται έδώ καί χρόνια άπό τόν ίδιο καί τό Δ. Πόρτολο γιά τό ύπό ίδρυση Ελληνικό Λογοτε χνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο.
«Παράρτημα*, παρουσιάζονται βιβλία καί τεύχη περιοδικών πού είχαν δημοσιευθεϊ στό Βιβλιογρα φικό Δελτίο τού τεύχους Νοεμβρίου (άριθ. 14). Καί όρισμένες διευκρινίσεις γιά τήν «’Αγορά τοΰ βιβλίου*. Σκοπός τους είναι, όχι νά δημιουργηθεϊ κάποιος άγονος άνταγωνισμός άνάμεσα ατούς έκδότες, άλλά νά καταδειχτεϊ, έστω καί κατά προσέγγιση, ή πραγματικότητα της βιβλιαγοράς. Ό δέ πίνακας καταρτίζεται ώς έξης: Κάθε ένα άπό τά 20 βιβλιοπωλεία — τά όποία θά είναι διαφορετικά σέ κάθε τεύχος — μάς πληροφορεί ποιά είναι τά 5 βιβλία πού κινούνται περισσότερο. Τό πρώτο παίρνει 5 βαθμούς, τό δεύτερο 4, τό τρίτο 3, τό τέταρτο 2 καί τό πέμπτο 1. ’Αθροίζοντας τούς βαθμούς πού έχει πάρει ένα βιβλίο καί στά 20 βιβλιοπωλεία, έξάγεται ή συνολι κή βαθμολογία του, μέ βάση τήν όποία κατατάσ σεται στόν τελικό πίνακα. ’Εάν δύο βιβλία Ισοψη φούν, τότε λαμβάνεται ύπόψη άπό πόσα βιβλιοπω λεία προέρχεται ή βαθμολογία του. Προηγείται δηλαδή έκείνο τό βιβλίο πού έχει προταθεί άπό περισσότερα βιβλιοπωλεία. ’Εάν καί στήν περί πτωση αύτή ισοψηφούν, θά γίνεται σχετική άναφορά στόν πίνακα.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Σήριαλ σέ βιβλία "Ολο καί περισσότερο ή τηλεόρασή μας νιώθε τήν άνάγκη νά πατάει σέ στέρεο έδαφος. ’Έτσι όλοένα καί πληθαίνουν τά τηλεοπτικά σήρια> πού βασίζονται σέ γνωστά λογοτεχνικά έργα. Αύτή τήν έποχή, άπό τά σήριαλ πού μεταδίδουν οί δύο σταθμοί, κυκλοφορούν σέ βιβλία τά άκόλουθα: «Οί Πανθέοι» τού Τάσου Άθανασιάδη (Εστία) «Τό λεμονοδάσος» τού Κοσμά Πολίτη (’Ίκαρος) «Λεηλασία μιας ζωής» τού Άντώνη Τραυλαντώνη (Μπάυρον) «Πορφύρα καί αίμα» άπό τό βιβλίο τού Κώστα Κυριαζή «Ρωμανός ό Διογένης» (Εστία) «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» τού Μ. Καραγάτση (Εστία) «Άναδυομένη» τού Γρηγόριου Ξενόπουλου
Βραδιά "Ελλης ’Αλεξίου Στά τέλη τού Όκτώβρη, ή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών άφιέρωσε τήν πρώτη έκδήλωση γιά τήν παρουσίαση τού έργου τών μελών της, στήν "Ελλη Αλεξίου. Ή έκδήλωση συνέπεσε μέ τήν έκδοση τών «Απάντων» τής συγγραφέα άπό τίς έκδόσεις Καστανιώτη. ’Ήδη έχουν κυ κλοφορήσει οί δέκα άπό τούς 26 τόμους καί, δπως μαθαίνουμε, ό έκδοτης φιλοδοξεί νά έπεκταθεϊ καί πέρα άπό τό καθαρά συγγραφικό έργο τής ’Αλεξίου, δημοσιεύοντας στό μέλλον άνέκδοτο ύλικό (άλληλογραφία, κριτικές κλπ.). Τά βιβλία τής "Ελλης ’Αλεξίου συγκαταλέγον ται άνάμεσα σ’ έκεϊνα πού ξεπέρασαν τό φρά γμα τής γλώσσας. ’Αρκετά μυθιστορήματα καί παιδικά βιβλία της έχουν μεταφραστεί στά γερμανικά, ρουμανικά, κροατικά κ.ά. Πρόσφα τα μάλιστα ή συγγραφέας παραχώρησε τά δι καιώματα γιά τήν έκδοση στά ρωσικά τού παιδι κού βιβλίου «Ρωτώ καί μαθαίνω».
Ό Καβάφης... ούζο! Ό Καβάφης έγινε ποτό! Τό ούζο «Kavafis», μέ άρωμα μαστίχας, κυκλοφορεί στήν ’Αλεξάν δρεια καί τό παράνει ό κ. "Αγγελος Σταματίου, ιδιοκτήτης έργοστασίου ποτοποιίας, ό όποιος ύπήρξε κάποτε ποιητής (είχε μάλιστα έκδώσει καί τρεις ποιητικές συλλογές). Ή δέ θητεία του στήν ποίηση προδίδεται Οχι μόνο άπό τήν έπωνυμία πού έδωσε στό ούζο του, άλλά καί άπό τό ρούμι... «Lorca», πού έπίσης παράγει! Τό μπουκάλι τού ούζου είναι άρκετά πρωτότυ πο, δπως φαίνεται καί στή φωτογραφία. Στή μεγάλη έτικέτα ύπάοχει ή εικόνα τριών κεριών,
τό πορτραΐτο τού ποιητή σέ σκίτσο τού Μαλέα καί τό πασίγνωστο ποίημά του «Κεριά» σέ φωτοτυπία τού χειρόγραφου. Κάτοχος αύτοϋ τού μπουκαλιού, ίσως μοναδι κού στήν ’Αθήνα, είναι ό γνωστός πεζογράφος καί δοκιμιογράφος Μανώλης Γιαλουράκης.
15
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
"Ενα χειρόγραφο ήμερολόγιο 'Ύστερα άπό 125 χρόνια ένα χειρόγραφο ήμερολόγιο τού 19ου αίώνα — μέ πλούσιο Ιστορι κό, λαογραφικό καί γλωσσικό υλικό — ήρθε στό φώς τής δημοσιότητας. Τήν ύπαρξή του άνακοίνωσε ό Γιώργος Κάρτερ στό Δ' Πανιόνιο Συνέδριο. Πρόκειται γιά τό ήμερολόγιο τού κερκυραίου μεγαλέμπορα Παναγιώτη Σαμαρ τζή, ό όποιος έχει καταγράψει μέ ήμερολογιακή τάξη ένα «χρονικό» τής περιόδου 1850-1867. Στούς τρεις άπό τούς πέντε τόμους πού διασώ θηκαν καταγράφονται, εϊδησεογραφικά, άσήμαντα περιστατικά άλλά καί κρίσιμα ιστορικά γεγονότα, πού συμβαίνουν τήν ίδια μέρα στήν Κέρκυρα καί στά ύπόλοιπα νησιά τού Ίονίου. Χαρακτηριστικό τού ήμερολογίου είναι τό ότι ό συγγραφέας, έκτός άπό έλάχιστες περιπτώ σεις, άποφεύγει τις προσωπικές κρίσεις καί τά σχόλια, πράγμα πού προσθέτει έγγυήσεις γιά τήν ιστορική άντικειμενικότητα τού έργου.
βλιοθήκη μέ άγγλικά καί γαλλικά βιβλία, ταινιο θήκη καί άρχεΐο φωτογραφιών, έλάχιστοι δμως γνωρίζουν τήν ύπαρξή τους. Κάποτε ή κυβέρ νηση είχε ύποσχεθεΐ δτι θά βοηθούσε στή μετάφραση αύτών τών βιβλίων, άλλά άκόμη νά άρχίσει κάποια κίνηση πρός αύτή τήν κατεύ θυνση. Μήπως θά μπορούσε νά μάς πληροφο ρήσει κάποιος ύπεύθυνος τί γίνεται μέ τό θέμα;
Ε πιτυχία ένός νέου έλληνα συγγραφέα Κυκλοφόρησε πρόσφατα στό Παρίσι άπό τις εκδόσεις Seuil ένα βιβλίο πού γνωρίζει μεγάλη έμπορική έπιτυχία καί παράλληλα συγκεντρώ νει τά έγκωμιαστικά σχόλια τοϋ γαλλικού τύ που. Πρόκειται γιά τό μυθιστόρημα τό «Κεφάλι
Α νεκμετάλλευτη ή βοήθεια τοϋ ΟΗΕ γιά τό βιβλίο Τόν περασμένο Ιούλιο έγινε μιά προσπάθεια άπό τόν έκπρόσωπο τών 'Ηνωμένων ’Εθνών στήν Ελλάδα, κ. Γρανίτσα, καί καθηγητές τοϋ Πανεπιστημίου τής Πάτρας νά ιδρυθεί στό Πανεπιστήμιο αύτό μιά τεχνικοοικονομική βι βλιοθήκη μέ έκδόσεις τού ΟΗΕ. Ή προσπάθεια δέν πραγματοποιήθηκε μέχρι σήμερα, ίσως γιατί δέν γνώρισε τήν προβολή άπό τά μέσα ένημέρωσης καί τή βοήθεια τής πολιτείας. ’Έτσι, στό Πανεπιστήμιο τής Πάτρας άρκετές έκατοντάδες έπιστημονικά βιβλία καί ένας με γάλος άριθμός διαφανιών παραμένουν άνεκμετάλλευτα.
Καί μέ τήν εύκαιρία αύτή, πληροφορούμαστε δτι στά γραφεία τοϋ ΟΗΕ στήν ’Αθήνα (Λεωφ. Βασιλίσσης ’Αμαλίας) ύπάοχει μιά μεγάλη βι
16
τής γάτας», τού έλληνα συγγραφέα Βασίλη Άλεξάκη, πού τά τελευταία χρόνια θεωρείται στό Παρίσι σάν ένας πετυχημένος νέος συγ γραφέας. Ό Άλεξάκης είναι άγνωστος στό εύρύτερο έλληνικό κοινό, δπως άλλωστε συμβαίνει πάν τα μέ τούς συμπατριώτες μας πού διακρίνονται στό έξωτερικό. Ό συγγραφέας γεννήθηκε στήν ’Αθήνα τό 1943 άλλά άπό τό 1968 ζεΐ καί έργάζεται στή Γαλλία. Δημοσιογράφος καί σκιτσογράφος σέ πολλές γαλλικές έφημερίδες, έκανε τήν πρώτη του έκθεση σκίτσων τό 1976. Σάν πεζογράφος έμφανίστηκε τό 1974 μέ τό μυθιστόρημα «Σάντουιτς». ’Ακολούθησαν τά «Κορίτσια τοϋ Μπούμ-Μπούμ σίτυ» (1975) καί τό «Κεφάλι τής γάτας». Τό τελευταίο του βιβλίο χαρακτηρίστηκε σάν «ένας πολύ περίεργος μύθος τοϋ καιρού μας:
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ τό κυνήγι τού τέλειου εγκλήματος». Ό κριτι κός τής «Μόντ» Κλώντ Κουρσώ χαρακτήρισε τό βιβλίο «άστυνομικό μυθιστόρημα άναμφισβήτητης ποιότητας» καί σημείωσε ότι ή πρωτοτυ πία του βρίσκεται στό κίνητρο του δολοφόνου, πού είναι τό ταξικό κίνητρο. 'Ύστερα άπ’ όλα αύτά δέν άποκλείεται νά δούμε τό «Κεφάλι της γάτας» νά κυκλοφορεί καί στά έλληνικά.
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Στήν 'Άρνισσα της "Εδεσσας ξεκίνησε αύτό τόν και ρό, μέ πρωτοβουλία δλων τών νέων, μιά έλπιδοφόρα κίνηση γιά τή μορφωτική καί έκπολιτιστική προκοπή του χωριού. Συστήθηκε, λοιπόν, ό Μορφωτικός ’Εκπο λιτιστικός Σύλλογος Νέων "Αρνισσας, πού — άνάμεσα σέ άλλα — σκοπεύει νά όργανώσει αίθουσα βιβλιοθή κης μέ δανειστικό τμήμα. Μέ γράμμα τους οί νέοι τής "Αρνισσας ζητούν τή συνδρομή καί τή βοήθεια δλων τών πνευματικών άνθρώπων καί τών άπλών άνθρώπων τού λαού, προκειμένου νά δημιουργήσουν τή βιβλιοθήκη τού χωρι ού. Χρήματα, βιβλία ή περιοδικά, άς σταλούν στή διεύθυνση: Μορφωτικός ’Εκπολιτιστικός Σύλλογος Νέων, "Αρνισσα ’Εδέσσης.
J --------------------------------------------\
ιό Λεύκωμα
ΛΑΡΙΣΑ του ΑΓΗΝΟΡΑΑΣΤΕΡΙΑΔΗ τυπώθηκε σέ 2.500 άριθμημένα αντίτυπα μέ εισαγωγή του ΚΙΤΣΟΥ ΜΑΚΡΗ καί επιμέλεια του Α.ΤΑΣΣΟΥ
Τό βιβλιοπωλείο «Τό βιβλίο-Τό παιδί», στήν προσπάθειά του νά συγκεντρώσει τή συγγραφική δουλειά τών γυναικών, παρακαλεϊ δσεσ νυναΐκες συγγραφείς θέ λουν νά συνεργαστούν, νά έρθουν σέ έπαφή μαζί του, στή διεύθυνση: Σίνα 38, τηλ. 3837-925.
Συνεργάτης τού περιοδικού ζητεί νά άγοράσει τά τεύχη 1-9 τού περιοδικού «’Εποχές», πού άρχισε νά έκδίδεται τό 1963. Γιά περισσότερες πληροφορίες τηλεφωνήστε στά γραφεία τού περιοδικού.
'Εξήντα ένας θεσσαλονικείς, διαφόρων έπαγγελμάτων, ύπογράφουν κοινή άνακοίνωση δπου άναφέρεται 1) Δέν συμφωνούν μέ τίς «'Εξήντα προσωπικότητες τής βορείου Ελλάδος» πού στίς 8 Νοεμβρίου παρακάλεσαν τόν κ. Καραμανλή νά παρέμβει προσωπικά καί νά ένισχύσει τήν «"Οπερα Θεσσαλονίκης» χορηγών τας είδικό κονδύλιο 10.000.000 δραχμών. 2) Δέν έγκρίνουν τή σπατάλη τών άλλων 10.000.000 δραχμών πού έχουν ήδη ξοδευτεί τό 1978 γιά τό άνέβασμα τών δύο έργων άπό τήν «"Οπερα Θεσσαλο νίκης». Βρίσκουν έκτός πραγματικότητας δλη αύτή τήν προσ πάθεια γιά πολυέξοδα θεάματα, τύπου δπερας, τή στιγμή πού ύπάρχουν πολλά άλλα πολύ πιό σημαντικά πού θά μπορούσαν νά πραγματοποιηθούν μέ τά ίδια χρήματα, δπως π.χ. ένα κέντρο μελέτης τής παραδο σιακής μας μουσικής, ένα έργαστήρι γιά νέους μουσι κούς καί συνθέτες καί μέ σύγχρονο έξοπλισμό, περισ σότερες καί έκσυγχρονισμένες μουσικές σχολές καί πολλά πολλά άλλα. Τό κείμενο ύπογράφουν μουσικοί, λογοτέχνες, ζω γράφοι, βιβλιοπώλες, ύπάλληλοι, φοιτητές, μηχανικοί, καθηγητές, δημοσιογράφοι, έμποροι καί άλλοι.
4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Πανεπιστημίου 44
Τηλ: 3615.783
17
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ή τέχνη του βιβλίου στήν Ιαπωνία ΤΟΚΙΟ, Δεκέμβριος. Στήν πρώτη άνταπόκρισή μου άπό τήν πρωτεύουσα τής πανέμορφης χώρας τού Άνατέλλοντος 'Ηλιου έκρινα σκόπι μο νά σάς μιλήσω γιά κάποια γενικά χαρακτηρι στικά καί στοιχεία τής ιαπωνικής εκδοτικής κίνησης καί δχι γιά συγκεκριμένα βιβλία καί συγγραφείς. Ή Ιαπωνία καταλαμβάνει σταθερά, έδώ καί κάμποσο χρόνια, τήν πέμπτη θέση στήν παγκό σμια παραγωγή βιβλίου. Σύμφωνα μέ τά διεθνή στατιστικά στοιχεία τής ΟΥΝΕΣΚΟ, κάθε χρόνο έκδίδονται στήν ’Ιαπωνία κάπου 35.000 καινού ριοι τίτλοι, ένώ ή ετήσια συνολική παραγωγή φθάνει περίπου στά 520.000.000 άντίτυπα· άντιστοιχοΰν δηλαδή 5 βιβλία σέ κάθε ’Ιάπωνα. Άπό τούς 35.000 τίτλους πού βγαίνουν κάθε χρόνο, οί 5.900 περίπου άνήκουν στή λογοτε χνία (πεζογραφία, ποίηση, μελέτες κλπ.), 5.000 στίς κοινωνικές έπιστήμες, 2.000 στίς τέχνες, 1.800 στίς φυσικές έπιστήμες, 2.400 στίς θετι κές έπιστήμες καί 2.500 είναι βιβλία γιά παιδιά καί έφηβους. Κι δλα αύτά παράγονται άπό 2.880 έκδοτες, άπό τούς όποιους τό 83% έδρεύει στό Τόκιο. ”Ας σημειωθεί έδώ, δτι μόνο τό 6-7% τής δλης βιβλιοπαραγωγής είναι μεταφράσεις άπό ξένες γλώσσες. “Ενα βασικό πρόβλημα τών ιαπωνικών βιβλί ων είναι, δτι δέν μπορούν νά διαβαστούν παρά μόνο άπό όσους γνωρίζουν τήν ιαπωνική γλώσ σα καί γι’ αύτό τό μεγαλύτερο μέρος τους άπορροφάται άπό τήν έσωτερική άγορά. Παράλληλα δμως, ιδίως τά τελευταία χρόνια, καταβάλλονται συντονισμένες προσπάθειες τόσο άπό τό κράτος δσο καί άπό άλλους φο ρείς, ώστε τό ιαπωνικό βιβλίο νά σπάσει τό φράγμα τής γλώσσας καί νά εξάγεται σ’ όλόκληρο τόν κόσμο. Σάν λύση διαλέχτηκε ή έκδο ση ιαπωνικών βιβλίων μεταφρασμένων σέ ξέ νες γλώσσες, κυρίως στά άγγλικά. Είναι δέ γεγονός, δτι ή προσπάθεια αύτή βρίσκει άνταπόκρισή. Τό διεθνές ενδιαφέρον γιά τό ιαπωνικό βιβλίο όλοένα καί αύξάνεται, ένώ τό έπίπεδο τής τυπογραφικής τέχνης στήν ’Ιαπωνία συνεχώς έντυπωσιάζει τούς ξένους έκδοτες καί βιβλιοπώλες. ’Αποτέλεσμα: αύξημένη ζήτηση τού Ιαπωνικού βιβλίου στήν Εύρώπη καί στήν ’Αμερική, άνάπτυξη τής έξαγώγιμης βιβλιοπαραγωγής καί, φυσικά, μεγάλος συναγωνισμός τών εκδοτών γιά τή βελτίωση τής ποιότητας τών προϊόντων τους.
18
Καθρέφτης αύτοϋ τού συναγωνισμού είναι ή έτήσια έκθεση τού ιαπωνικού βιβλίου, πού γίνεται κάθε φθινόπωρο. Στά πλαίσια τής έκθε σης, ό Σύνδεσμος ’Ιαπώνων ’Εκδοτών, σέ συν εργασία μέ τά έπαγγελματικά σωματεία τών τυπογράφων καί βιβλιοδετών, όργανώνει άπό τό 1966 τόν περίφημο «Διαγωνισμό παραγωγής καί έμφάνισης τού βιβλίου», δπου παίρνουν μέρος δεκάδες έκδοτικοί οίκοι μέ τίς καλύτε ρες εκδόσεις τους. Μία κριτική έπιτροπή άπό 14 ειδήμονες άναγνώστες καί ειδικούς κρίνει κάθε διαγωνιζόμενο βιβλίο άνάλογα μέ τό σκοπό τής έκδοσής του καί άποφασίζει ποιό βιβλίο είναι άρτιότερο άπό άποψη στοιχειοθεσίας, έκτύπωσης, βιβλιο δεσίας καί καλλιτεχνικής φροντίδας. Ειδικά γιά τήν τελευταία, πρέπει νά σημειώ σετε, δτι πρίν άπό τό Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τό ενδιαφέρον στήν ’Ιαπωνία γιά καλαίσθητες έκδόσεις ήταν μάλλον περιορισμένο σέ σύγκριση μέ τήν Εύρώπη. Καί μόλις τό 1935 άρχισαν νά διαδίδονται τά ώραΐα διακοσμημένα καί, γενι κά, καλαίσθητα βιβλία. Δυστυχώς, δμως, ή τάση αύτή άνακόπηκε κατά τή διάρκεια τού πολέμου. Μετά τή λήξη του, τήν τόσο όδυνηρή γιά τήν ’Ιαπωνία, στό χώρο τής τέχνης τού βιβλίου κυριαρχεί ή προσωπικότητα τού Takashiro Onchi, πού άνακάλυψε ξανά τήν ξυλογραφία σάν διακοσμητικό στοιχείο τού βιβλίου. Δουλεύον-
Χαρακτηριστική πολυτελής Ιαπωνική έκδοση
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ τας σάν ε’ικονογράφος έκδόσεων σ’ ένα «γρα φείο συμβουλών γιά εκδόσεις», πού είχε δημιουργηθεϊ άμέσως μετά τόν πόλεμο, ό Onchi, μαζί μέ τόν επικεφαλής αύτού τού γραφείου, τόν Harn Νϋ, άφιέρωσε όλη τή ζωή του στήν έκλαϊκευση τής τέχνης τού βιβλίου. «Τό βιβλίο είναι τό οικόσημο τού πολιτισμού», έλεγε. Στόν ίδιο μάλιστα όφείλεται καί ή πρωτοβουλία γιά τή δημιουργία τής ετήσιας «’Έκθεσης τής τ έ χνης τού βιβλίου», πού όργανώνονταν άπό τό 1943 ώς τό 1953 καί δπου παρουσιάζονταν βιβλία μέν έξαιρετικά καλαίσθητα, άλλά καί προσιτά στόν άναγνώστη, όχι δηλαδή πολυτε λείς τόμοι. Μετά τό θάνατο τού Onchi οί έκθέσεις αύτές σταμάτησαν νά γίνονται καί άντικαταστάθηκαν, πολύ άργότερα, άπό τόν έτήσιο διαγωνισμό πού σάς άνέφερα πιό πρίν. Γενικά, μέσα στά τελευταία πενήντα χρόνια, τό ιαπωνικό βιβλίο έχει νά παρουσιάσει μεγά λες προόδους. Οί δροι έκτύπωσης καί βιβλιο δεσίας δλο καί τελειοποιούνται, νέες βελτιω μένες ύλες καί χαρτιά είσάγονται συνεχώς στήν άγορά καί οί καλλιτεχνικές έκδόσεις βρί σκονται πιά σέ πολύ ύψηλό έπίπεδο. Ταυτόχρο να, μιά πραγματική πλημμύρα καινούριων τί τλων κατακλύζει κάθε χρόνο τά βιβλιοπωλεία. Παρατηρώντας αύτή τήν πληθώρα τών νέων βιβλίων, εύκολα μπορούμε νά διακρίνουμε δύο έντονες έκδοτικές τάσεις. Άπό τή μιά μεριά τούς πολυτελείς τόμους, πού άγοράζονται κυ ρίως γιά νά διακοσμήσουν τό σπίτι, κι άπό τήν άλλη τό μεγάλο όγκο τών βιβλίων τσέπης, πού ή δποια άξια τους έντοπίζεται βασικά στήν έξωτερική τους έμφάνιση. Κάπου στή μέση βρίσκονται οί... «κανονικές» έκδόσεις, γιά τούς πραγματικούς φίλους τού βιβλίου, πού όμως άδικοϋνται κάπως, άφοϋ γιά τίς έκδόσεις αύτές ισχύει ή φράση «διάβασε καί μετά πέτα το»· άν καί όφείλουμε νά πούμε, δτι αύτό δέν σημαίνει πώς δλα τά «κανονικά» βιβλία έκδίδονται σέ άσχημες καί κακόγουστες έκδόσεις (ύπάρχουν έξαιρέσεις καί μάλιστα σέ μεγάλο ποσοστό τής συνολικής βιβλιοπαραγωγής). "Ολα δείχνουν πώς ή τέχνη τού βιβλίου στή χώρα αύτή συνεχώς προοδεύει. Οί Ιάπωνες έκδοτες, ύποστηριζόμενοι άπό τά ύπουργεϊα Παιδείας, ’Εξωτερικού ’Εμπορίου καί Βιομηχα νίας, δέν διστάζουν νά υιοθετούν νέες μεθό δους κατά τά στάδια τής παραγωγής τού βιβλί ου, πού δέν έχουν καμιά παράδοση στόν τόπο τους, δπως είναι π.χ. ή βιβλιοδεσία μέ κλωστοραφή. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στήν παραγωγή τού βιβλίου άρχίζει νά παίζει καί ό φροντιστής τής έκδοσης. Είναι δέ χαρακτηριστικό τού πό σο άλλάζουν, τά τελευταία ιδίως χρόνια, οί άντιλήψεις τών έκδοτών σχετικά μέ τήν έμφά νιση τών βιβλίων τους, τό γεγονός δτι, δίπλα στά όνόματα τού τυπογραφείου καί τού βιβλιο δετείου, δημοσιεύεται τώρα καί τό δνομα τού άνθρώπου πού είχε τήν καλλιτεχνική έπιμέλεια τής έκδοσης. ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ
Τ ό β ιβ λ ίο σ τό ν κό σ μ ο
ΠΑΡΙΣΙ, Δεκέμβριος. Ό Άπολλιναίρ, δπως είναι γνωστό, ήταν αύτός πού πρώτος χρησιμοποίη σε τή λέξη «καλλίγραμμα» γιά νά προσδιορίσει έναν άπό τούς δρόμους τού «νέου πνεύμα τος», τό λεγόμενο όπτικό λυρισμό. «’Εγώ είμαι καί ζωγράφος», έλεγε. Νά δμως πού ένα βιβλίο τού Jerome Peignot, μέ τίτλο «Περί καλλιγράμματος», πού κυκλοφό ρησε πρίν άπό λίγο καιρό στή Γαλλία, έρχεται νά άποδείξει δτι ή ιδέα τού καλλιγράμματος δέν είναι καί τόσο νέα στή δυτική λογοτεχνία. ’Αρκετούς αιώνες πρίν άπό τόν Άπολλιναίρ, τόν 3ο π.Χ. αιώνα, ό Σιμμίας ό Ρόδιος είχε έπινοήσει τίς εικονικές λέξεις. Άπ’ τό Σιμμία λοιπόν ώς τόν μπήτνικ ποιητή Gregory Corso, πού έδωσε σ’ ένα ποίημά του, μέ τίτλο «Βόμ βα», τή μορφή τού μανιταριού τής άτομικής βόμβας, τό καλλίγραμμα συνεχίζει τήν πορεία του μέσα στό χρόνο. Καί ό Peignot μέ τό βιβλίο του αύτό έπιχειρεΐ νά μάς πείσει δτι ό όπτικός λυρισμός είναι μιά γραφή φιλόδοξη, άνήσυχη καί νοσταλγική άπό γεννησιμιού της.
ΒΕΛΙΓΡΑΔΙ, Δεκέμβριος. Ή Γιουγκοσλαβία γι ορτάζει αύτό τόν καιρό τά 80 χρόνια τού σχεδόν άγνωστου έξω άπό τή χώρα του μεγά λου γιουγκοσλάβου συγγραφέα Dusan Matic. Ό Matic πήρε ένεργό μέρος στή δημιουργία τού ύπερρεαλιστικοϋ κινήματος στή Γαλλία, ίδρυσε μία σχετική λέσχη στό Βελιγράδι καί έγραψε τό «Αδύνατο», ένα ύπερρεαλιστικό άλμανάκ, πού φαίνεται νά τό άγνοοϋν άκόμη καί σήμερα οί ιστορικοί τού κινήματος αύτού. ’Ενοχλημένος ό Matic άπό τό ύπουργεΐο Παιδείας καί τή βασιλική άστυνομία τής έποχής, 1930-41, κυνηγημένος άπό τήν Γκεστάπο, ύπό συνεχή παρακολούθηση τή σταλινική περί οδο, δέν μπόρεσε νά δημοσιεύσει τό πρώτο μεγάλο του βιβλίο, μέ τίτλο «Bagdala», παρά τό 1953, σέ ήλικία 55 χρόνων! Τό νέο δμως κλίμα πού έπικρατεϊ στή Γιουγκοσλαβία, μετά τό 1954, τού έπιτρέπει νά γρά-
19
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ φει, νά έκδίδει τά βιβλία του καί νά συμμετέχει σέ δημόσιες συγκεντρώσεις, ιδίως νέων. Μάλι στα τά τελευταία χρόνια, ό Matic βρήκε ένα νέο τρόπο έκφρασης: τίς τηλεοπτικές έκπομπές. Καί πράγματι, τά 3-4 τηλεοπτικά προγράμ ματα, δπου δέχτηκε νά πάρει μέρος, έμειναν στή μνήμη δλων τών Γιουγκοσλάβων, τόσο γιά τό πλατύ φάσμα τών θεμάτων πού θίχτηκαν άπό τό συγγραφέα δσο καί γιά τήν εύρύτητα καί διεισδυτικότητα τής σκέψης του.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, Δεκέμβριος. Πριν ένα χρόνο, σέ κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο τής Δυτ. Γερμανί ας, ό άμερικανός έκδότης Sandy Lesberg άνακάλυψε ένα ένδιαφέρον βιβλίο, πού δέν είχε κυκλοφορήσει ποτέ μέχρι σήμερα έξω άπό τή Γερμανία. Πρόκειται γιά τήν προπαγανδιστική έκδοση «Άδόλφος Χίτλερ, 1931-1935: Εικόνες άπό τή ζωή τού Φύρερ», πού περιλαμβάνει έναν πρόλογο τού Goring καί άρθρα πολλών
τραγική ειρωνεία δμως, κανένας άπό τούς συγ γραφείς τού βιβλίου δέν κάνει μία, έστω άπλή, άναφορά στούς Εβραίους... Ή έπανέκδοση αύτού τού βιβλίου προκάλεσε πολλές άντιδράσεις, άν δηλαδή ήταν σκόπι μο νά κυκλοφορήσει ή δχι. Ό έκδότης τής άμερικανικής έπανέκδοσης, άντί νά πληρώνει τά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στούς συγγραφείς τού βιβλίου, τά προσφέρει στό Εβραϊκό Κέντρο Μαρτυριών, πού έδρεύει στή Βιέννη. "Οταν δμως, πρίν κυκλοφορήσει τό βιβλίο, ό έκδότης έκανε γνω στή τήν πρόθεσή του αύτή στό διευθυντή τού Κέντρου, έκείνος τού έγραψε: «Μέ δλη μου τήν καρδιά συνιστώ νά μήν έκδοθεϊ αύτό τό βιβλίο, γιατί κάθε φορά πού κυκλοφορεί μιά τέτοια έκδοση οί νεοναζί πανηγυρίζουν, καθώς βρίσκουν ύλικό πού άλλιώς θά τούς ήταν άπρόΉ άντίθετη άποψη, πού ήταν καί ή στάση τού έκδοτη άπέναντι στό βιβλίο, δημοσιεύεται στόν πρόλογο τής έκδοσης: «Καμιά φορά, οί διανοητικές καί συναισθηματικές άντιδράσεις μας μπερδεύονται μέ δ,τι έμεΐς οί ίδιοι νομί ζουμε γιά άλήθεια. Τό βιβλίο είναι άληθινό· καί ή άμηχανία τού έκδοτη, άν θά ’πρεπε δηλαδή νά παρουσιαστεί στό άγγλόφωνο κοινό ένα τέτοιο θανατερό ντοκουμέντο, υποχώρησε μπροστά στό άξίωμα πού λέει, δτι ή άλήθεια πρέπει νά άποκαλύπτεται, δσο όδυνηρή κι άν είναι. Καί οί έκδοτες αύτού τού βιβλίου δέν προσυπογράφουν τίποτε άπό τά περιεχόμενά του, παρά μόνο τό δικαίωμά του νά δει τό φώς τής δημοσιότητας».
ΜΟΣΧΑ, Δεκέμβριος. "Ενας φίλος τού βιβλίου άπό τή Λευκορωσία, ό Σαμούσκεβιτς, έδώ καί χρόνια άσχολεΐται μέ τή συλλογή ποιημάτων άφιερωμένων στό βιβλίο. Κατόρθωσε λοιπόν νά συγκεντρώσει μέχρι σήμερα κάπου 2.000 ποιή ματα, πού δλα μιλούν γιά τό βιβλίο καί τήν άξια Goebbels, τού Speer κ.ά. Τό βιβλίο αύτό είχε έκδοθεϊ τό 1936 καί είχε διανεμηθεί σέ δεκάδες χιλιάδες άντίτυπα, άλλά φαίνεται δτι ούτε ένα δέν πέρασε τά γερμα νικά σύνορα. Τυχερός λοιπόν ό άμερικανός έκδότης, τό έφερε έδώ, τό μετάφρασε καί τό τύπωσε. Καί τούς τελευταίους μήνες τού 1978 θεωρήθηκε μία μεγάλη έκδοτική έπιτυχία, άπό άποψη κυκλοφορίας. Εικονογραφημένο μέ πάμπολλες φωτογρα φίες τής έποχής εκείνης, τό βιβλίο είναι ένα πολύτιμο ντοκουμέντο γιά τή δημόσια καί ιδιω τική ζωή τού Χίτλερ καί γιά τίς σχέσεις του μέ τό γερμανό έργάτη, τίς τέχνες, τό στρατό, τή νεολαία καί τό έθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Τά άρθρα άποκαλύπτουν θαυμάσια πώς ήθελαν οί ναζί νά βλέπουν τούς έαυτούς τους καί πώς ήθελαν νά τούς βλέπει ό άλλος κόσμος. Τί
20
Πρόσφατα ό Σαμούσκεβιτς άνθολόγησε τά καλύτερα ποιήματα τής συλλογής του καί τά πρόσφερε στό Λογοτεχνικό Κέντρο Μαστάτσκαγια, στήν πόλη Μίνσκ, προκειμένου νά έκδοθοϋν σ’ έναν τόμο. Πρίν άπό λίγες μέρες ή πρωτότυπη αύτή άνθολογία μέ τίτλο «'Ύμνος στό βιβλίο» κυκλο φόρησε σέ άρκετές δεκάδες χιλιάδες άντίτυ πα. Στίς σελίδες τού βιβλίου παρουσιάζεται ή δουλειά 288 ποιητών, πού έζησαν σέ διαφορε τικές έποχές. Τά ποιήματα δημοσιεύονται βέ βαια στά ρωσικά, άλλά προέρχονται άπό 50 διαφορετικές γλώσσες. Ό «'Ύμνος στό βιβλίο» άσφαλώς θά προκαλέσει τό ζωηρό ένδιαφέρον τού μεγάλου άναγνωστικοϋ κοινού, ένώ παράλληλα οί έκδοτες του έλπίζουν νά συμβάλουν έτσι στήν καλλιέρ γεια τής βιβλιοφιλίας.
ΠΑΛΙΑ
Τό «Ημερολόγιο καταστρώματος β'» τού Γ. Σεφέρη ΟΠΩΣ είναι γνωστό, στά χρόνια τοϋ πολέμου ό Σεφέρης βρέθηκε στό έξωτερικό, άκολουθώντας τήν έλληνική κυβέρνηση. Άλεξάντρεια, Γιοχάννεσμπουργκ, Πρετόρια, Κάιρο καί Cava dei Tirreni ύπήρξαν οί σταθμοί αύτής τής περι πλάνησης μέχρι νά σημάνει ή ώρα τής έπιστροφής στήν πατρίδα. Σήμερα, μετά τήν κυκλοφο ρία τοϋ χρονικά άντίστοιχου τόμου τοϋ ήμερολογίου τοϋ ποιητή (Μέρες Δ'), μπορούμε νά παρακολουθήσουμε τό κλίμα των χρόνων 19411944 όπως τό έβίωσε ό Σεφέρης. Παρά τίς εύνόητες άντιξοότητες τής έποχής, ίσως καί σάν άντίδραση στόν πηχτό άγέρα τοϋ περιβάλ λοντος πού φέρνει «σκουπίδια, καβαλίνα, μπό χα καί καταλαλιά», τά χρόνια αύτά άποβαίνουν μιά άπό τίς πιό γόνιμες καί δραστήριες περιό δους τοϋ Σεφέρη. Γράφει ποιήματα, δίνει δια λέξεις, δημοσιεύει άρθρα, άρχίζει ένα άτέλειωτο βιβλίο γιά τόν Καβάφη, συνθέτει τό «Χειρό γραφο Σεπ. ’41» καί προσπαθεί, χωρίς άποτέλεσμα, νά έκδώσει ένα περιοδικό μέ συνεργασίες
έλλαδικών καί άλεξανδρινών λογίων. Ό έρευνητικός άναγνώστης μπορεί νά άρτιώσει αύτή τή σχηματική εικόνα προσφεύγοντας στόν Γ. Κατσίμπαλη (Βιβλιογραφία Σεφέρη), τόν Γ. Π. Σαββίδη (Σχεδίασμα Χρονολογίας Σεφέρη), τόν Τ. Μαλάνο (’Αναμνήσεις ένός ’Αλεξανδρινού), τόν Μαν. Γιαλού ράκη (Στήν ’Αλεξάνδρεια τοϋ Καβάφη), τήν Εύγ. Παλαιολόγου-Πετρώνδα (Ό Σεφέρης στήν Αίγυπτο = Στήλη α'). Καίρια καί πολλαπλά τεκμηριωμένη παραμένει, γιά τά χρόνια αύτά καί γιά τόν Σεφέρη ειδικότερα, ή μελέτη τοϋ Στρ. Τσίρκα «Ή πνευματική άντίσταση στή Μέση ’Ανατολή», δημοσιευμένη στό περ. «’Επιθεώρηση Τέχνης», Μάρτιος-Άπρίλιος 1962 (τεύχος άφιερωμένο στήν ’Αντίσταση). Γιά νά όλοκληρωθεΐ ή είκόνα τής δραστηριό τητας τοϋ Σεφέρη έκείνη τήν έποχή, πρέπει νά μνημονευτούν καί τρεις έκδόσεις έργων του, τυπωμένων στήν Αίγυπτο: Τό Φεβρουάριο 1944 κυκλοφορούν οί «Δοκιμές» (600 άντίτυπα) μέ τήν οίκονουική άρωγή τών άδελφών Ελένης
21
ΤΑ ΠΑΛΙΑ Γεωργαλά καί “Ελλης Κυριαζή (είχε παντρευτεί τότε τόν άτυχο ποιητή Φώτη Άγγουλέ). Τόν ’Ιούλιο 1944 άνατυπώνεται άπό τό περ. Revue du Caire ή διάλεξη τού Σεφέρη «Deux aspects du Commerce spirituel de la France et de la Grece», πού μέχρι σήμερα παραμένει άνέκδοτη στά έλληνικά καί άγνωστη στό εύρύ κοινό. Τέλος, τό καλοκαίρι τού 1944, τυπώνεται τό «Ημερολόγιο καταστρώματος β'». Τό «Ημερολόγιο καταστρώματος β'» είναι ή σπανιότερη έκδοση σεφερικοϋ έργου. Οί λόγοι είναι πολλοί: Είναι γραμμένο, ολόκληρο τό βιβλίο, μέ τό χέρι τού ποιητή καί στολισμένο μέ σχέδια τού ίδιου. Τυπώθηκε σέ 75 μόνον άντίτυπα, άριθμημένα καί ύπογραμμένα. Είναι έκτος έμπορίου, «άποκλειστικά ιδιωτική» έκδο ση. Παρουσιάζει καί κάποιες τυπογραφικές ιδι ορρυθμίες. Δέν έχει έξώφυλλο καί σελίδα τί τλου, δπως τά έννοούμε σήμερα. Τά ποιήματα τυπώνονται στή μιά πλευρά κάθε φύλλου, ή πίσω πλευρά είναι λευκή. Ή άρίθμηση είναι άνά φύλλο, όχι άνά σελίδα. Κάθε όκτασέλιδο (τέσ σερα φύλλα) άριθμεϊται μέ έλληνικούς χαρα κτήρες, άπό α-ία. Στό φύλλο 2, κάτω άπό τόν τίτλο, ύπάρχει τό motto: «Φτάσαμε τέλος στά χρόνια πού έφευρέθηκε ή κατάργηση τής τυπογραφίας. Γ.Σ. 1941 (πρόλογος σ’ ένα άτέλειωτο βιβλίο)». Ή σεφερική αύτή φράση προέρχεται άπό τόν πρόλογο τού άτέλειωτου βιβλίου του γιά τόν Καβάφη. Στό έπόμενο φύλλο, έμφανίζεται γιά πρώτη φορά ή γνωστή δίκλωνη γοργόνα τού Σεφέρη άκρωτηριασμένη. Σαφέστερα άνθρωπόμορφη, μέ τή διπλή ούρά της νά σχηματίζει άνοικτό λάμδα, έχει κομμένα τά χέρια πάνω
άπό τούς άγκώνες. Κατά τόν ίδιο τρόπο θά έπανεμφανιστεϊ ή γοργόνα στά δίσεκτα χρόνια τής πρόσφατης δικτατορίας. Στό φύλλο 4 δια βάζουμε: «Ή πρώτη τούτη άποκλειστικά ιδιωτι κή έκδοση τού Ημερολογίου καταστρώματος β' είναι φωτοτυπία χειρογράφων τού Γιώργου Σεφέρη. Ή άποτύπωση έγινε σέ έβδομήντα πέντε άντίτυπα, άριθμημένα καί ύπογραμμένα άπό τόν ίδιο, τό καλοκαίρι τού 1944, μέ τό σύστημα «δφφσετ» στά άλεξανδρινά λιθογραφεϊα τού Δ. Βαφειάδη καί Σίας «Ή άγκυρα». Στό φύλλο 5, Πίνακας [περιεχομένων], Δέν περιέχεται, φυσικά, ό άγραφτος άκόμη τότε Τελευ ταίος σταθμός, ένώ δημοσιεύεται μετάφραση τού ποιήματος Μυθολογία β' τού L. Durrell. Στό φύλλο 6 ή άφιέρωση (σέ σχήμα «καλλιγραφήματος»): «Τής Μαρώς. Κάποτε συλλογίζομαι πώς τούτα έδώ πού γράφω δέν είναι άλλο παρά είκόνες πού κεντούν στό δέρμα τους φυλακι σμένοι ή πελαγίσιοι». Τήν έκδοση φρόντισε καί έπιμελήθηκε ό Τ. Μαλάνος (ό Σεφέρης βρισκόταν τό 1944 στό Κάιρο). Τό 1945 τό βιβλίο θά τυπωθεί στήν ’Αθήνα άπό τόν "Ικαρο, μέ τά συνήθη τυπογρα φικά στοιχεία καί, ταυτόχρονα, στό περιοδικό Τετράδιο (καί τά δυό τυπώματα χωρίς τόν Τελευταίο σταθμό). Τό 1973 ή αύτόγραφη άλεξανδρινή έκδοση θά άνατυπωθεΐ σέ 1055 άντί τυπα. «Τήν τσιγκογράφηση τού χειρόγραφου έπιμελήθηκε ό φίλος τού ποιητή Enzo Crea». Σέ πρόσφατο κατάλογο τών έκδόσεων Ερμής, καί ή άνατύπωση αύτή φέρεται ώς έξαντλημένη. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΕΒΗΣ
'Ένα κίβδηλο σύγγραμμα παλαιοντολογίας ΠΟΛΛΕΣ φορές ή σπανιότητα ένός βιβλίου έξαρτάται άπό παράγοντες πού βρίσκονται πο λύ πέρα άπό τά καθαρά έκδοτικά στοιχεία. Συχνά έπίσης, αύτοϋ τού είδους οί σπανιότητες συνδέονται μέ χαρακτηριστικές ιστορίες ή άξιομνημόνευτα περιστατικά. Τέτοια είναι ή περίπτωση τού βιβλίου τού ’Ιωάννη Βαρθολομαίου Μπέρινγκερ « Lithographia Wirieburgensis, Ducentis Lapidum Figuratorum». Ό Μπέρινγκερ ύπήρξε καθηγητής τής φυσικής ιστορίας στό πανεπιστήμιο τού Βύρτσμπουργκ καί προσωπικός γιατρός τού έπισκόπου τής ίδιας πόλης, τίτλος σημαντικός γιά τήν εποχή (βρισκόμαστε στίς άρχές τού 18ου αιώνα). Είχε τό πάθος τής έρευνητικής παλαι οντολογίας καί συνήθιζε νά συλλέγει όποιαδή-
22
ποτε ευρήματα μπορούσαν νά άνασυνθέσουν εικόνες τού παρελθόντος. Ή μεγάλη στιγμή τής ζωής του φάνηκε νά έρχεται δταν, σκάβοντας τούς λόφους γύρω άπό τό Βύρτσμπουργκ, έφερε στό φώς μέ τή βοήθεια τών μαθητών του καταπληκτικά άπολιθώματα, πού κανένα άνθρώπινο μάτι δέν είχε δει μέχρι τότε: Βάτραχοι έρωτικά άγκαλιασμένοι, άράχνες όλόκληρες πού είχαν συλλάβει έντομα στόν ιστό τους, σπάνια πουλιά, μέλισ σες πάνω σέ λουλούδια, σαύρες καί σαλαμάντρες. Γοητευμένος άπό τά εύρήματά του στρώ θηκε στό γράψιμο τού βιβλίου του, άναπτύσσοντας μιά όλόκληρη θεωρία γιά τήν «πλαστική όρμή τής πρωτοδημιουργίας».
ΤΑ ΠΑΛΙΑ
D. JOANNIS BARTHOLOMy® ADAMI BERINGER, PHILOSOPHIC ET MED1CINJE DOCTORIS IN ALMA EOO- FRANCICA WIRCEBURGENSIUM UNIVERSITATE PROFESSORIS PUBL. ORDIN. FACULT. MEDICJE ASSESSORIS, REVERENDISSIMI ET CELSISSIMI PRINCIPIS W'IRCEBURGENSISGONSILIARII, ET ARCHIATRI, AULiE, NEC NON PRINCIPALIS SEMINAR» DD. NOBIL1UMET CLEIUCORUM, AC MAGNI
LITHOGRAPHIA WIRCEBURGENSIS, DUCENTIS LAPIDUM FIGURATORUM, POTIORI, INSECTIFORMIUM, PRODIGIOSIS IMAGINIBUS EXORNATA. ED1TIO SECUNDA
FRANCOFURTI et LIPSIiE. w> TOBIAM GOEBHARDT, Bibliojolam Bambergensem οι του βιβλίου καί μερικά δείγματα άπό ν Τό σύγγραμμα έκανε πάταγο μόλις κυκλο φόρησε. Γραμμένο λατινικά, σέ σχήμα μεγάλο, συνοδευόταν άπό πολυάριθμες χαλκογραφίες πού άναπαριστούσαν δλα τά καταπληκτικά εύρήματά του. Ή έπιτυχία δέν κράτησε πολύ. Μέσα ατό θόρυβο πού δημιούργησε ατούς έπιστημονικούς κύκλους τό βιβλίο, ήρθαν νά προστεθούν νέα εύρήματα, σ’ ένα άπό τά όποια βρέθηκε χαραγμένο τό όνομα τού ίδιου τού Μπέρινγκερ. Οί μαθητές του τότε όμολόγησαν πώς κανένα εύρημα δέν ήταν γνήσιο, άλλά προέρχονταν δλα άπό τή δική τους φαντασία καί είχαν σκορπιστεί άπό τούς ίδιους ατούς λόφους τού Βύρτσμπουργκ, άφού τά χάραξαν στόν πηλό καί τά έψησαν. Ή φάρσα των μαθη τών κατέληξε σέ σκάνδαλο. Τρομοκρατημένος ό Μπέρινγκερ προσπάθησε νά άποσύρει άπό τήν άγορά δλα τά άπούλητα άντίτυπα τού βιβλίου του γιά νά κατασιγάσει τή δημόσια ίλαρότητα. Παρ’ δλα αύτά, μετά άπό σαράντα περίπου χρόνια, δταν τό σκάνδαλο είχε ξεχαστεΐ, τό βιβλίο κυκλοφόρησε σέ δεύτερη έκδοση (1767), περιέχοντας δλες τίς εικόνες τών ψευδοαπολιθωμάτων. Ό γερμανός Χέρμπερτ Βέντ
ύποστηρίζει δτι ή δεύτερη αύτη έκδοση όφείλει τήν ύπαρξή της στή ζήτηση τών άνθρώπων πού μάζευαν όποιαδήποτε περίεργα άντικείμενα καί πλήρωναν δσο όσο γιά νά έξασφαλίσουν ένα άντίτυπο τής άποσυρμένης πρώτης έκδο σης (βλ. X. Βέντ: ’Αναζητώντας τόν Άδάμ, Δίφρος, 1957, σελ. 17-19). Α ντίθετα ό W.N. Edwards στό σύντομο, άλλά έμπεριστατωμένο βιβλίο του The early history of Palaeontology, πού έχει έκδώσει τό Βρετανικό Μουσείο (Λον δίνο 1967), ύποστηρίζει δτι δέν πρόκειται γιά δεύτερη έκδοση, άλλά πιθανώς είναι άνατύπωση παραλλαγμένης σελίδας τίτλου πού προστέ θηκε στά άπούλητα άντίτυπα τής πρώτης έκδο σης, πού είχαν διαφύγει τού Μπέρινγκερ. "Οπως κι άν έχουν τά πραγματικά περιστατι κά, τό βιβλίο τού Μπέρινγκερ είναι μιά σπανιό τατη έκδοση καί διασώζει μιά γοητευτική ιστο ρία άπό τήν ήρωική έποχή τής παλαιοντολογί ας, δταν οί έρευνητικοί έπιστήμονες προσπα θούσαν, ψηλαφώντας τό σκοτάδι, νά προσεγγί σουν τίς άπαρχές τής ζωής στόν πλανήτη μας. ΜΑΝΟΣ ΧΑΡΙΤΑΤΟΣ
23
Adam Smith
Περί τής συμπεριφοράς τατν (5Α πό τό «Ή Θεωρία των Υ πάρχουν κάποιες άξιοσέβαστες καί άμορφες τέχνες πού μόνο μιά ορισμένη λεπτότητα γούστου μπορεί νά καθορίσει τό βαθμό τής αξίας τους, τής όποιας, όμως, οί ετυμηγορίες φαίνεται πώς είναι, ώς ένα σημείο, αβέβαιες. Κι υπάρχουν άλλες, στίς όποιες ή επιτυχία επιδέχεται (καθορισμό) είτε από μιά ξεκάθαρη κατάδειξη είτε άπό μιά εξαιρετικά ικανοποιητική άπόδειξη. ’Ανάμεσα στούς υποψήφιους γιά καταξίωση, στίς διαφορετικές αυτές τέχνες, ή άγωνία γιά τήν κοινή γνώμη είναι πάντα πολύ μεγαλύτερη στούς πρώτους παρότι στούς δεύτερους. Ή ομορφιά της ποίησης είναι ζήτημα τέτοιας λεπτότητας ώστε σπανίως ένας αρ χάριος νέος μπορεί νά είναι βέβαιος πώς τήν κατέκτησε. Τίποτα, συνεπώς, δέν τόν τέρπει τόσο δσο οί ευνοϊκές κρίσεις των φίλων του καί του κοινού · καί τίποτα δέν τόν πληγώνει οδυνηρότερα δσο τό αντίθετο. Τό ένα στερε ώνει, τό άλλο κλονίζει τήν καλή γνώμη πού άδημονεϊ νά αποκτήσει γιά τά ίδια του τά επιτεύγματα. Ή πείρα καί ή έπιτυχία μπο ρούν, μέ τόν καιρό, νά χαρίσουν λίγο περισ σότερη έμπιστοσύνη στήν ίδια του τήν κρίση. Έ ν πάση, δμως, περιπτώσει, θά είναι πάντο τε έκτεθειμένος στόν κίνδυνο νά πληγωθεί θανάσιμα άπό τίς δυσμενείς κρίσεις τού κοινού. Ό Racine, αήδιασε τόσο πολύ μέ τή χλιαρή υποδοχή τής «Φαίδρας» του, τής ώραιότερης τραγωδίας πού γράφτηκε σέ όποιαδήποτε γλώσσα, ώστε, άν καί στό άν θος τής ήλικίας του καί στήν ακμή ' των (δημιουργικών του) ικανοτήτων, άποφάσισε νά μην ξαναγράψει γιά τή σκηνή. Ό μεγάλος ποιητής, έλεγε συχνά στό γιό του δτι ή πλέον ταπεινή καί προπετής κριτική τού προξένησε πάντα περισσότερη οδύνη απ’ δση χαρά τού έδωσε ποτέ τό μεγαλύτερο καί δικαιότερο εγκώμιο. Ή άκρα ευαισθησία τού Βολταίρου απέναντι στόν παραμικρό ψόγο, αύτοΰ τού είδους, είναι πασίγνωστη. Ή «Duncial» τού κ. Pope είναι μιά διηνεκής μαρτυρία τού πόσο βαθιά πληγώθηκε ό πλέον άψογος, ό πλέον εκλεπτυσμένος καί ό πλέον αρμονικός τών άγγλων ποιητών, άπό τίς επικρίσεις τών ταπεινοτέρων καί εύτελεστέρων συγγραφέ ων. Ό Gray (πού συνδυάζει τή μεγαλοπρέ πεια τού Milton μέ τήν κομψότητα καί τήν άρμονία τού Pope, πού θ ά μπορούσε ενδεχο 24
μένως νά άνακηρυχθεΐ ό πρώτος ποιητής τής αγγλικής γλώσσας, άν είχε γράψει κάπως περισσότερο) λέγεται πώς πληγώθηκε τόσο πολύ άπό μιάν ανόητη καί άτοπη παρωδία, γιά δυό άπό τίς ώραιότερες ώδές του, ώστε ποτέ έκτοτε δέν άποπειράθηκε (νά γράψει) οτιδήποτε άξιο λόγου. Ε κείνοι οί άνθρωποι τών γραμμάτων πού ένασμενίζονται σέ δ,τι άποκαλείται λογοτεχνική πρόζα, προσεγγί ζουν κάπως τήν εύαισθησία τών ποιητών. Οί μαθηματικοί, άντιθέτως, πού ενδεχο μένως έχουν τήν τελειότερη βεβαιότητα γιά τήν άλήθεια καί τή σπουδαιότητα τών άνακαλύψεών τους, είναι συχνά εξαιρετικά άδιάφοροι γιά τήν υποδοχή πού τούς επιφυλάσ σει τό κοινό. Οί δύο μεγαλύτεροι μαθηματι κοί πού είχα ποτέ τήν τιμή νά γνωρίσω, καί, καθώς πιστεύω, οί δύο μεγαλύτεροι πού έζησαν στήν εποχή μου, ό Dr. Robert Sim pson τής Γλασκώβης καί ό Dr. Matthew Stewart τού Εδιμβούργου, ποτέ δέν έδειξαν νά αισθάνονται τήν παραμικρή δυσφορία έξαιτίας τής άδιαφορίας μέ τήν όποια ή άγνοια τού κοινού υποδέχτηκε μερικά άπό τά πιό άξιόλογα έργα τους. Τό μεγαλεπήβολο έργο τού Σέρ Ισαάκ Νεύτωνος, «Οί Μαθηματικές ’Αρχές τής Φυσικής Φιλοσο φίας», παραμελήθηκε άπ’ τό κοινό, καθώς μοΰ έχουν πει, επί σειρά ετών. Ή ηρεμία τού μεγάλου άνδρός, πιθανόν νά μή διακόπηκε, έξαιτίας αύτοΰ τού λόγου, ούτε γιά ένα τέταρτο τής ώρας. Οί φυσικοί φιλόσοφοι, δσον άφορά τήν άνεξαρτησία τους άπό τήν κοινή γνώμη, μοιάζουν πολύ μέτούς μαθητι κούς καί, δσον άφορά τίς κρίσεις τους γιά τήν άξια τών ίδιων τους άνακαλύψεων καί παρατηρήσεων, άπολαμβάνουν, σέ κάποιο
ανθρώπων των γραμμάτων Ηθικών Συναισθημάτων») βαθμό, τήν ίδια άσφάλεια καί ήρεμία. Τά ήθη αυτών τών διαφορετικών γενών ανθρώπων τών γραμμάτων, επηρεάζονται ενίοτε από αυτήν ακριβώς τήν τεράστια διαφορά στήν τοποθέτησή τους έναντι του κοινού. Οί μαθηματικοί καί οί φυσικοί φιλόσο φοι, ως εκ της ανεξαρτησίας των απέναντι στήν κοινή γνώμη, σπάνια αισθάνονται τόν πειρασμό νά συσπειρωθούν σέ κλίκες καί φατρίες μηχανορραφίας, είτε γιά τήν υπο στήριξη της ίδιας τους της φήμης είτε γιά τή συμπίεση εκείνης τών άνταγωνιστών τους. Πρόκειται, πάντα σχεδόν, γιά ανθρώπους μέ τήν πιό αξιαγάπητη άπλότητα τρόπων, πού ζοΰν αρμονικά ό ένας μέ τόν άλλο, πού σέβεται ό ένας τή φήμη τοΰ άλλου, πού δέν μηχανορραφούν γιά νά εξασφαλίσουν τή δημόσια επευφημία, πού ευχαριστούνται δταν τά έργα τους επαινούνται, χωρίς νά εκνευρίζονται ή νά θυμώνουν αγρίως δταν αύτά παραμελοΰνται. Δέν συμβαίνει τό ίδιο μέ τούς ποιητές ή αύτούς πού ένασμενίζονται σ’ δ,τι άποκαλεϊται λογοτεχνία. Έ χο υ ν τήν τάση νά διαι ρούνται σέ φιλολογικές κλίκες ■κάθε φατρία είναι συχνά — κρυφά εννοείται — κεκηρυγμένος θανάσιμος εχθρός τής φήμης παντός άλλου καί μετέρχεται δλα τά ταπεινά τεχνά σματα τής μηχανορραφίας καί τοΰ πλευρί σματος" γιά νά προκαταλάβει τήν κοινή γνώ μη υπέρ τών έργων τών μελών της καί εναντίον τών έργων τών έχθρών καί αντιπά λων της. Στή Γαλλία, οί Despreaux καί Racine δέν τό θεώρησαν κατώτερο τοΰ έαυτοΰ τους νά τεθούν επικεφαλής μιας φιλολο γικής φατρίας γιά νά εξουδετερώσουν πρώ
τα τή φήμη τών Quinault καί Perault καί έν συνεχεία εκείνη τών Fontenelle καί La Motte, επιπλέον δέ γιά νά φερθούν στόν άγαθό La Fontaine μ’ ένα είδος προσβλητικότατης καλοσύνης. Στήν ’Αγγλία, ό άξιαγάπητος κ. Addison, δέν τό θεώρησε ανάξιο τού ήπιου καί σεμνού χαρακτήρα του νά ήγηθεϊ μιας μικρής κλίκας τοΰ αυτού είδους προκειμένου νά άναχαιτίσει τήν άνερχόμενη φήμη τοΰ κ. Pope. Ό κ. Fontenelle, γράφοντας γιά τή ζωή καί τό χαρακτήρα τών μελών τής ’Ακα δημίας ’Επιστημών, ενός σώματος μαθηματι κών καί φυσικών φιλοσόφων, έχει συχνά τήν εύκαιρία νά υμνήσει τήν αξιαγάπητη άπλό τητα τών τρόπων τους, μιά ιδιότητα, καθώς παρατηρεί, τόσο διαδεδομένη μεταξύ τους ώστε νά χαρακτηρίζει τό σύνολο μάλλον αυτής τής τάξεως τών άνθρώπων τών γραμ μάτων, παρά ιδιαίτερα άτομα. Ό κ. D ’ Alembert, γράφοντας γιά τή ζωή καί τό χαρακτήρα τών μελών τής Γαλλικής ’Ακαδη μίας, μιας έταιρίας ποιητών καί λογοτεχνών, ή ατόμων πού υποτίθεται πώς είναι κάτι τέτοιο, φαίνεται πώς δέν είχε συχνά τήν εύκαιρία νά παρατηρήσει κάτι παρόμοιο καί πουθενά δέν διατείνεται πώς απεικονίζει τήν εράσμια αύτή ιδιότητα σάν χαρακτηρι στική τής κατηγορίας τών άνθρώπων τών γραμμάτων πού ύμνεΐ. ■ ( άπόδοση στά ελληνικά: Σπάρος Τσακνιας) •ο σκώτος οικονομολόγος Adam Smith (1723-1790) υπήρξε καθηγητής στή Γλασκώβη άπό τό 1751 ώς τό 1764. JΑπέκτησε φήμη μέ τήν έκδοση τοΰ έργου του «Θεωρία τών ήθικών συναισθημάτων», άλλά τό κυριότερο έργο του, πού τόν καθιέρωσε σάν θεμελιωτή τών οικονομικών έπιστημών, είναι τό: «Έρευναι έπί της φύσεως καί τών αιτίων τοΰ πλούτου τών έθνών».
Τώρα, πάλι “ Δ ΙΑ Β Α Ζ Ω ” σ5ενα μήνα! 25
Βασίλης Ραφαηλίδης
Ένας αγνοημένος στοχαστής Ό γνώμων τής κοινωνικής μας ζωής είναι σαφώς καθορισμένος: τόσο λιγότερο σωστά σκέφτεται κανείς δσο περισσότερο μπορεί νά έπιβιώσει.
Τό κείμενο πού ακολουθεί θά ’πρεπε νά τό είχε γράψει κάποιος άλλος άρμοδιότερος, άς πούμε ένας μή «κοινοβιακός» νεοέλληνας κοινωνιολόγος με στοχασμό αρκούντως θαρραλαΐο καί λιγότερο δάνειο η ένας νεοέλληνας ιστορικός μή παραληρηματικός καί μέ σίγουρη παιδεία ή ένας νεοέλληνας φιλόσοφος — άν υπήρχε έστω κι ένας πού δέν ασκεί τή «φιλοσοφία» κατ’ έπάγγελμα σέ κάποιο άπ’ τά μίζερα πανεπιστήμιά μας. Λοιπόν, τό κείμενο δέν γράφτηκε γιά τούς λόγους πού αναφέρει μέ σαρκαστική σαφήνεια τό μότο πού προτάσσουμε, καί πού είναι απόσπασμα άπ’ τό πιό οξυδερκές, τό πιό τίμιο, τό πιό θαρραλέο, Ισως καί τό πιό «προφητικό» βιβλίο πού γράφτηκε ποτέ από νεοέλληνα. "Οσο γιά τόν ύπογράφοντα, άναλαμβάνει τό έγχείρημα της παρουσίασης τοΰ βιβλίου τοΰ Γεράσιμου Κακλαμάνη «’Ανάλυση τής Νεοελληνικής ’Αστικής ’Ιδεολογίας (’Α πό τό 1880 ως σήμερα)» μέ πλήρη έπίγνωση τής επιστημονικής καί γνωστικής του ανεπάρ κειας, μόνο καί μόνο γιά νά προκαλέσει τούς «έπαΐοντες» καί νά τούς πετάξει κατάμου τρα τήν όργή του μαζί μέ τό έρώτημα: Μέ ποιό δικαίωμα, κύριοι, προσπαθείτε νά θά ψετε μέ τήν ένοχη σιωπή σας ένα στοχαστή πού σάς ξεπερνάει τρία μπόγια; Γιατί έπιχειρεϊτε νά κρατήστε έξω άπ’ τήν προσοδοφόρα «συντεχνία» σας ένα μυαλό γεμάτο πρωτεϊκή δύναμη, πού τήν άντλεϊ άπό πολλές πηγές: τά μαθηματικά (είναι ή επιστήμη πού σπού δασε), τήν κοινωνιολογία, τήν πολιτειολο γία, τήν πολιτική οικονομία, καί κυρίως — κυριότατα — τή φιλοσοφία; Σάς ένοχλεϊ πού ό.Κακλαμάνης δέν έδήλωσε παρά μαθηματι κός καί πού άσχολεΐται μ’ δλα τά άλλα «έρασιτεχνικά»; Μά, αγνοείτε πώς μόνο έ νας μαθηματικός έχει τό δικαίωμα νά φιλο σοφεί έγκυρα; Τότε, δέν γνωρίζετε οΰτε κάν τήν ιστορία τής φιλοσοφίας. Τόσο τό χειρό τερο γιά σάς. Γιατί ό στοχασμός σας θά παραμείνει μόνιμα έγκλωβισμένος στίς όμιχλώδεις πομφόλυγες τής «ποιητικής διάθε σης» ή τοΰ ένοραματικοϋ παραληρήματος. "Οπως περίπου κι αύτός τής αμαρτωλής γενιάς τοΰ ’30, τής όποιας άποτελεΐτε νόμι μους κληρονόμους. 26
Ό π ω ς καί νά ’ναι, ένας μή ειδικός (ό ύπογράφων) σάς προτείνει ν’ άσχοληθείτε δσο γίνεται πιό σοβαρά μέ τόν Κακλαμάνη, προτοΰ νά ’ναι αργά καί γιά σάς καί γιά όλους μας. Τοΰτος ό δύστυχος τόπος, ό άποξηραμένος άπ’ τήν πνευματική άπνοια, έχει άπόλυτη καί έπείγουσα άνάγκη άπό ένα ρωμαλαΐο καί πεντακάθαρο στοχασμό, γερά ριζωμένο στήν ευρωπαϊκή παιδεία καί τήν πλήρη γνώση των προβλημάτων πού άπασχολοΰν — καί ταλαιπωρούν — τή χώρα τής φαιδράς πορτοκαλέας καί τοΰ παρδαλού κατσικιού, πού παρέμεινε τέτοια κ α ί έξαιτίας σας. Μήν τρομοκρατηθείτε άν βρείτε τίς άπόψεις τοΰ Κακλαμάνη άνορθόδοξες: Κά θε καινούρια άποψη είναι άναγκαστικά «άνορθόδοξη». "Αλλωστε, ποιος σάς είπε πώς οί δικές σας άπόψεις είναι οί «όρθόδοξες»; Μήπως ή γενικευμένη άνωμαλία δέν είναι τελικά ένα είδος όμαλότητας; Μέ τά τρέχοντα κριτήρια ό Κακλαμάνης σίγουρα δέν είναι «ομαλός»: ’Επιμένει νά χαράξει μιά συνισταμένη πού ’ναι άποτέλεσμα ετερο γενών συνιστωσών. ’Α π’ αΰτή τήν ειδική καί στενάχωρη άποψη στερείται «έπιστημοσύνης». "Ομως, είναι πάρα πολύ καλός μαθη ματικός, καί φιλόσοφος μέ πλήρη έποπτεία τής φιλοσοφικής σκέψης. Έ χει δηλαδή αύτό πού κατά κανόνα δέν έχετε εσείς: άφαιρετική ικανότητα, άπολύτως άναγκαία γιά μιά συστηματική καί πλήρη θεώρηση (μαθηματι κά), σέ συνδυασμό μ’ έναν πολλαπλό καί
πολύπλοκο στοχασμό πού τόν προφυλάσσει άπ’ τίς παγίδες τού δογματισμού καί τής μονοπρισματικής άρχειοδιφικής επιστημο σύνης (φιλοσοφία). Καί κάτι ακόμα, ίσως πιό σημαντικό: έχει γνήσιο πάθος γιά τούτο τόν έρμο τόπο — πάθος διόλου φολκλορικό καί δημαγωγικό. Γιά τόν Κακλαμάνη, τά άλυτα προβλήμα τα είναι πιό απαραίτητα στόν άνθρωπο παρά αύτά πού λύνονται. Γιατί τούτα τά άλυτα προβλήματα συνιστοΰν, σε τελική ανάλυση, τήν έννοια τής αναγκαιότητας. Κι άν ή έλευθερία είναι ή έπίγνωση τής ανα γκαιότητας (πρόκειται γιά άπσψη τού Έ ν γκελς δανεισμένη άπ’ τόν Φίχτε), ή «γωνία δράσης» πού θά υιοθετήσουμε γιά τά άλυτα προβλήματα στήν προσπάθειά μας νά τά λύσουμε, είναι ήδη τό πρώτο καί σημαντικό τερο βήμα πρός τήν άπελευθέρωση. Χρειά ζεται δηλαδή μιά καλά συγκροτημένη κο σμοθεωρία καί μιά επακριβώς προσδιορι σμένη επιστημολογία προκειμένου νά πλησι άσουμε τό επίφοβο άγνωστο από θέσεως σχετικής Ισχύος καί μέ πιθανότητα επιτυ χούς αντιμετώπισής του. Ό αντίποδας τής έλευθερίας είναι ή συνή θεια. (Δέχτηκε πώς ό Θεός καταράστηκε τόν άνθρωπο μέ τή συνήθεια). Καί ή συνήθεια είναι τό άποτέλεσμα τού φόβου μπροστά στό άγνωστο. Πρέπει συνεπώς νά υιοθετήσουμε στήν έρευνα μιά μέθοδο πού θά μάς απαλλά ξει άπ5 τό φόβο. Καί τούτη ή μέθοδος δεν μπορεί παρά νά \ α ι μαθηματική: Ή ρίζα τών μαθηματικών είναι βιολογική, μέ τήν έννοια πώς αύτά δημιουργούν πρωταρχικές βεβαιότητες γιά τόν άνθρωπο καί χαράζουν τά πρώτα σίγουρα χνάρια στήν πορεία του γιά τήν έξουσίαση τής φύσης. Ό μαρξισμός δέν είναι παρά μιά απαίτη ση γιά πλήρη εξερεύνηση καί απόλυτη έξου σίαση τής φύσης. Διόλου περίεργο λοιπόν πού «ό μαρξισμός αγαπάει τά μαθηματικά». Μ’ άλλα λόγια: Ό στοχασμός τού Κακλαμά νη είναι μαρξιστικός στό κοινωνικοπολιτικό του σκέλος (χωρίς ίχνος δογματισμού ωστό σο) καί μαθηματικός στό επιστημολογικό του. Μιά τέτοια μεθοδολογία θ ά ’ταν αδύνατο νά βασιστεί στήν αισθητική, δηλαδή στή χαρισματική άποψη γιά τόν κόσμο καί τά φαινόμενα. "Αλλωστε, δέν είναι ή τέχνη αύτή πού διαφορίζει τούς λαούς. Αύτό πού ξεχω ρίζει τόν εύρωπαϊκό άπ’ τούς άλλους πολιτι σμούς δέν είναι ούτε ή ποίηση, ούτε τό θέατρο, ούτε ή ζωγραφική, ούτε ή φιλοσο φία. Είναι ή έπιστήμη, καί μόνο αύτή. Πού σημαίνει πώς: Στήν έρευνα επιστημονικών προβλημάτων, καί δή πολύπλοκων δπως εί
ναι τά κοινωνικά, πρέπει νά άποκλειστεΐ μέ τόν κατηγορηματικότερο τρόπο μιά προσιδιάζουσα στήν αισθητική μεθοδολογία. "Αλ λωστε, ισχύει πάντα ή άποψη τού Πλάτωνα πώς ή τέχνη άποβαίνει, σύν τώ χρόνω, φορέ ας συντήρησης, γίνεται ένα μέσο γιά τήν παγίωση κεκτημένων θεσμών. Ό Κακλαμάνης φαίνεται νά πιστεύει πώς οί έλληνες «πνευματικοί άνθρωποι» έχουν μιά ακατάσχετη ροπή στήν «καλλιτεχνική» προσέγγιση μή καλλιτεχνικών προβλημάτων: Διατυπώνουν τή σκέψη τους άφοριστικά καί εύχολογικά, δηλαδή μεταφυσικά σέ τελική ανάλυση. Πράγμα πού είναι ή άναγκαία συνέπεια ένός στοχασμού ό όποιος στηρίζε ται σέ προχειροφτιαγμένα εύρωπαϊκό δεκα νίκια καί δέν έχει γερές ρίζες στή μαθηματι κή, δηλαδή τήν επιστημονική σκέψη, πού γιά τούς «καλλιτέχνες» Ρωμιούς παραμένει «τέρρα ίννκόγκνιτα». Μιά άπ’ τίς πρώτες καί βασικές συγχύσεις πού δημιούργησε τούτη ή έπιστημονικότητα ήταν καί ή πάντα κυρίαρχη άποψη στήν «προοδευτική» ελληνική άστική σκέψη πώς οί «καθαρόγλωσσοι» ήταν σκοταδιστές, συντηρητικοί καί τά τοιαύτα. Στήν πραγμα τικότητα οί καθαρευουσιάνοι ήταν πολύ πιό προοδευτικοί άπ’ τούς ψυχαριστές: Πίστευ αν τουλάχιστον πώς ή ελληνική κοινωνία τής έποχής τους θά μπορούσε νά προκύψει σάν συνέπεια ήθικών επιταγών καί μόρφωσης. Ή άποψη πώς οί Εύρωπαϊοι είναι «παρακμίες» άρχισε νά καλλιεργείται μέ τόν ψ υχα ρισμό, πού κάτω άπ’ τό πρόσχημα τής «έπιστροφής στίς ρίζες» δέν έπεδίωκε παρά τήν άποκοπή μας άπ’ τήν εύρωπαϊκή σκέψη καί τούς επικίνδυνους προβληματισμούς της. Τούτη ή ψευδοελληνικότητα κορυφώνεται μέ τόν Περικλή Γιαννόπουλο καί συνεχίζε ται μέχρι τίς μέρες μας. Μ’ άλλα λόγια, οί δημοτικιστές είναι πού κατέστρεψαν τήν πίστη στήν εύρωπαϊκή έπι στήμη καί μάς κατάντησαν ολοκληρωτικά άνεπιστημονικούς καί «καλλιτέχνες». "Αλ λωστε καί ό ψυχαρισμός καί ό άττικισμός είχαν τά ίδια ιδεολογικά έπιτάγματα: Τήν ιδεολογία τής «μεγάλης ιδέας» καί τού «έθνους». Τό τί επακολούθησε μέχρι τίς μέρες μας μέ τό «γλωσσικό», λέει ό Κακλαμάνης, είναι σέ δλους γνωστό: Πέτυχε ένας άπ’ τούς κύριους σκοπούς τής ξένης διπλωματίας, τό νά μάς κρατήσουν μακριά άπ’ τόν εύρωπαϊκό προ βληματισμό, δηλαδή νά συντηρήσουν τήν ύπανάπτυξή μας. Ό Μάρξ λέει: Τά ιστορικά γεγονότα πα ρουσιάζονται δυό φορές, τή μιά σάν τραγω δία καί τήν άλλη σάν φάρσα. Καί συμπληρώ 27
νει χλευαστικά ό Κακλαμάνης (τό χιούμορ είναι μιά βασική διάσταση τής σκέψης του): Σέ μας παρουσιάζονται πάντα σά φάρσα, πού κρύβει δμως μιά μόνιμη τραγωδία. Ή φάρσα πού μασκάρει την τραγωδία εμφανίζεται σταθερά καί μόνιμα σάν φαυλοκρατία, πού διέπει έδώ καί έκατό χρόνια την πολιτική μας ζωή καί πού, βέβαια, δέν είναι καθόλου αναίτια: Έ χει τήν πολύ πραγματι κή της εξήγηση στήν πνευματική άπνοια πού διέπει τό λαό, στήν πλήρη έλλειψη πνευματι κής ζωής, πού δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν «καλλιτεχνική ζωή», άφοϋ ή πλέον ανα γκαστική καί γνήσια έκδήλωση πνευματικής ζωής στή νεότερη ιστορία είναι ή επιστήμη. Ή όποια, άντίθετα μέ τήν ποίηση, δέν μπο ρεί νά παραχθεΐ έκ τοΰ μηδενός. Στή νεοελληνική κοινωνία, ριζικά καί ολι κά έχθρικά διακείμενη πρός τήν επιστήμη, τέχνη παράχθηκε ωστόσο. Διότι οί στατικές κοινωνίες μπορούν καί παράγουν τέχνη. Επιστήμη όμως σέ καμιά περίπτωση. Διότι ή έπιστήμη άπαιτεϊ ένα ειδικό κοινωνικό κλί μα γιά νά αναπτυχθεί. Προϋποθέτει μιά κοινωνική διεργασία πού ώριμάζει τό μυαλό πρός τήν αφαιρετική κατεύθυνση. Τούτη ή ανεπιστημοσύνη των Ελλήνων είναι ή αιτία πού. ρίζωσε έδώ ό μύθος πώς οί λαοί πού ζοΰν μέ τήν τέχνη είναι «ελεύθε ροι», ένώ ή έπιστήμη μπορεί νά καλλιεργη θεί καί μέσα σέ δικτατορίες. ’Ό χι μόνο σοβαρή έπιστήμη δέν άνάπτυξαν οί νεοέλληνες άλλά ούτε κάν «μεγάλη τέχνη», παρά τήν προσήλωσή τους στήν «καλλιτεχνία». Καί τούτο γιατί ή «μεγάλη τέχνη» δέν είναι ούτε παρορμητική ούτε χαρισματική. Προϋποθέτει μιά άπόλυτη καί κοσμολογική αντίληψη, δπως καί ή έπιστή μη. ’Άλλωστε ή «μεγάλη τέχνη» παράγει καλλιέργεια καί δχι τέρψη. Ό Σαίξπηρ είπε: Ά ν είναι κανείς ωραίος δέν χρειάζεται νά είναι καί έξυπνος. Οί νεοέλληνες άρκέστηκαν στήν ψευδοωραιότητα, δηλαδή τήν τέρ ψη. Κι έτσι, οί μισοί Έλληνες κατάντησαν νά γράφουν ποιήματα. "Ομως, μετά τήν τέ χνη των πρωτόγονων, λέει ό συγγραφέας μας, αύτή πού προϋποθέτει τίς λιγότερες απαιτήσεις είναι ή ποίηση. Ε μείς οί κακοί απόγονοι καλών προγόνων ξεχάσαμε τή ρή ση τού Πυθαγόρα: Ό στίχος είναι μέσο γιά καθημερινούς πραχτικούς σκοπούς, καί ή πρόζα γιά θεωρητικούς καί έπιστημονικούς. Μάλιστα ό Σεφέρης κατέληξε νά πει κυνικότατα: Στό σημείο πού έχουν φτάσει τά πράγματα είναι πολύ πιθανό πώς ό αναλφα βητισμός βοηθάει μάλλον παρά έμποδίζει τήν ποιητική κατανόηση. Έ να ς άλλος τής περιβόητης γενιάς τού ’30, ή όποια φέρει τό •28
μέγιστο βάρος τής ευθύνης γιά τήν καθήλω σή μας στήν πνευματική υπανάπτυξη, ό Θεοτοκάς, έγραφε ανενδοίαστα στό μανιφέστο του, πού τιτλοφορείται «Ελεύθερο πνεύ μα»; Δέν έχει ανάγκη ή Ε λλάδα από περι συλλογή, σεμνότητα, δουλειά, προσπάθεια, διότι, δπως είπε ό Τσβάιχ, τόν κόσμο δέν τόν ανανέωσαν οί ήρεμοι έπιστήμονες άλλά οί έξω-νόμου. Ό Θεοτοκάς μ’ άλλα λόγια προ τείνει τήν αντικατάσταση τοΰ έπιστημονικοΰ έξακριβωτικοΰ συσχετισμού μέ τήν έξαλλοσύνη. Μέ φλάμπουρο τούτη τήν έξαλλοσύνη π ά λεψε ή γενιά τοΰ ’30 καί νίκησε έπί μισόν αιώνα. “Οσο κι άν αύτά πού λέει τό «’Ελεύ θερο πνεύμα» μπορούν νά φανούν σήμερα κωμικά, σημειώνει ό Κακλαμάνης, άποτέλεσαν τότε επαρκή θεωρία γιά τήν επιχείρηση τής πλέον όργανωμένης κοινωνικής απάτης. Σημασία έχει πώς τούτο τό επαίσχυντο «’Ελεύθερο πνεύμα» δούλεψε καί γιά τίς έπόμενες γενιές, δημιούργησε τήν κατάστα ση πού ζοΰμε σήμερα καί ένίσχυσε στό έπακρο τή διαδικασία τής αποβλάκωσης. Ή ιδεολογία τής γενιάς τοΰ ’30 είναι ό αστικός άναρχισμός. Καί ό ιδεολογικός χώ ρος τοΰ νέου αστικού αναρχισμού (τών ή με ρών μας) είναι ό ήμιμαρξισμός καί ή σοσιαλ δημοκρατία. Ή γενιά τοΰ ’30 είχε ανάγκη άπό πνευμα τικά κριτήρια προσαρμοσμένα στά μέτρα της γιά νά γίνει πειστική. ’Αφού παρέκαμψε τό Σολωμό, πού ήταν πολύ μεγάλος γιά τά μέτρα της, αφού έπιτέθηκε στόν Καβάφη, πού οί ιστορικές του καταβολές δέν τής ταίριαζαν, αφού διάγραψε τό Φώτο Πολίτη καί τό Γιάννη Άποστολάκη, γιατί πολύ μό χθησαν, ανακαλύπτουν ξαφνικά τό Μακρυγιάννη καί τόν κάνουν φλάμπουρο καί πνευ ματικό ορόσημο, τή στιγμή πού δέν είναι παρά ένα έθνικό όρόσημο. Ό Μακρυγιάννης ήταν ένας «ναΐφ τεχνίτης τοΰ λόγου» καί σάν τέτοιος δέν δημιουργούσε κίνδυνο σύγ κρισης μέ τή δική τους σπουδαιοφάνεια. Λίγο άργότερα, καί πάντα μέσα στό ίδιο πνεύμα «καλλιτεχνικότητας» καί ανεπιστη μοσύνης, ό Αίμ. Χουρμούζιος θά διακηρύ ξει: Πρέπει νά άντιληφτεϊ (ή γενιά τοΰ ’30) πριν τήν προλάβουν άνεπανόρθωτα τά γεγο νότα πώς ό μεταπολεμικός άνθρωπος θά άποβλέψει πρός τήν τέχνη σάν σέ μιά ανώτε ρη θρησκεία. Μέ τούτη τή διακήρυξη ή μάσκα έχει πέσει έντελώς: Ή τέχνη θά γίνει λατρευτικό είδος καί ή έπιστήμη θά καταχω νιαστεί στά άζήτητα. Ή ίδια «καλλιτεχνική» καί χαρισματική γενιά θά ανακαλύψει ακόμα καί τό ύπνωτικό τής «μεγάλης κληρονομιάς», χωρίς ποτέ
νά διανοηθοΰν κάν οί άμύντορές της δτι ό νέος ελληνισμός δεν είναι περισσότερο «ποι ητικός» άπ’ δ,τι ό όποιοσδήποτε άλλος λαός. Τούς χρειαζόταν δμως ένας ποιητής-λαός γιά τά σχέδιά τους, καί τόν κατασκεύασαν. Σέ λίγο εγκαθιδρύεται ή πίστη πώς ό ποιη τής δέν είναι σάν τούς άλλους ανθρώπους, αλλά ένα δν έξωτικό, φτασμένο απ’ τό ύπερπέραν της έμπνευσης καί της εύαισθησίας, διά βίου συνανάστροφος της Μούσας. Ή εν πολλαΐς άμαρτίαις περιπεσούσα γε νιά τοϋ ’30 έσχιζε τά ίμάτιά της γιά τό «ελεύθερο πνεύμα» καί τόν «αδέσμευτο στο χασμό», καί ποτέ δέν άναλογίστηκε δτι μέσα σ’ ένα καθεστώς πού ως τά χτές δέν παρείχε ούτε κάν τό δικαίωμα τής πιό απλής καί στοιχειώδους κοινωνικής διεκδίκησης δέν ύπάρχουν περιθώρια γιά «έλεύθερα πνεύμα τα» καί «αδέσμευτους στοχασμούς». ’Αντί γιά μιά τέτοια στοιχειώδη θέση ό Παράσχος κραυγάζει: Ή επιστήμη είναι άπάνθρωπη. Καί, βέβαια, δλος αυτός ό χορός των «καλλιτεχνών» δέν συμπαθεί καθόλου τό μαρξισμό: Είναι κι αυτός προϊόν τοϋ ευρω παϊκού στοχασμού, καί συνεπώς ακατάλλη λος γιά τήν ντόπια «ποιητική» κουλτούρα. Εντούτοις αύτοχρίονται πνευματικοί ηγέ τες, παρόλο πού δέν έχουν σχέση μέ κανενός είδους ουσιαστική πνευματική ζωή. Διότι πνευματική ζωή άπ’ τό Γαλιλαίο καί δώ δέν νοείται έξω άπ’ τήν έπιστήμη. Έκτοτε, ή πνευματική ζωή τού τόπου «ανανεώθηκε». 'Όμως, ή «πνευματική ανα νέωση» τής αστικής μας διανόησης συνίσταται στήν άνά εικοσαετίαν έπανάληψη τών ίδιων απόψεων. 'Ωστόσο ουδέποτε ή νεοελληνική ιδεολο γία θά έβρισκε τόση εύχέρεια ύπαρξης χωρίς τήν ιδεολογική στασιμότητα τής άριστεράς. 'Όπως ή αστική διανόηση υπεραμύνεται τής παραδόσεως, ενώ στήν ούσία τήν εξευτελί ζει, έτσι καί ή ελληνική άριστερά υπεραμύ νεται τής μαρξιστικής θεωρίας καί κατ’ ου σίαν τήν κακοποιεί: Οί έλληνες μαρξιστές παραμένουν ύπανάπτυχτοι θεωρητικά καί στήν πραγματικότητα δέν καταλαβαίνουν πολλά πράγματα άπό μαρξισμό. Ή στράτευ σή τους παραμένει συναισθηματική, δηλαδή «ποιητική». Γιά τό γεγονός πώς ή αστική
ΓΡΑΦΗ 3 σεπτεμβρης - οκτώδρης 1978
ιδεολογία κυριάρχησε, μέγιστο ποσοστό εύθύνης βαραίνει λοιπόν τήν ελληνική άριστε ρά, πού δέν κατάφερε ούτε καί σήμερα νά ξεπεράσει τόν εμπειρισμό της καί τόν άκτιβισμό της. Καί γι’ αυτό ή άριστερά, παρά τή θέλησή της, γίνεται συνεργός στήν επιβίωση τής άστικής νεοελληνικής ιδεολογίας, πού είναι ή ιδεολογία πού κρυσταλλώθηκε μέ τή γενιά τού ’30. ’Αντί ή έλληνική άριστερά νά στρωθεί στή μελέτη, προτίμησε τή συναισθηματική συγ κόλληση τών οπαδών της μέ «εκδηλώσεις», ποιήματα καί τραγούδια άνά τά ταβερνεΐα τής ’Αθήνας. "Αλλωστε, ή πολιτική τής ελληνικής άρι στεράς δέν στηρίζεται στά άξιώματα τού μαρξισμοΰ-λενινισμοΰ άλλά στήν κοινοβιακή νοοτροπία τοϋ ελληνικού λαού. Κι έτσι, δλα τά λάθη τής άριστεράς μας συνοψίζον ται στό έξής ένα: Οί άριστεροί ηγέτες είναι ύπέρ τό δέον ήθικοί άνθρωποι, είναι άπελπιστικά συνεπείς στά δσα λέν, καί λέν άκριβώς δσα πιστεύουν. Αύτή δέν είναι νοοτρο πία καί συμπεριφορά πολιτικού άλλά άπολογούμενου. Πρέπει νά γίνει κατανοητό έπιτέλους άπ’ δλους πώς χωρίς μιά συμπαγή, ένισχυμένη καί ξεκαθαρισμένη άριστερά κά θε συζήτηση «περί άλλαγής» είναι μάταιη οίωνοσκοπία. Καί είναι καθαρή μαγεία τό γεγονός πώς ή «μυθολογική ψυχή μας» μπο ρεί νά άπορροφήσει οτιδήποτε. Τά παραπάνω δέν άποτελοΰν κριτική. Είναι άπλώς μιά παρουσίαση τού βιβλίου καί μαζί μιά παρακίνηση γιά τό διάβασμά του. 'Όποιες καί δσες έπιμέρους άντιρρήσεις καί αν έχει κανείς, είναι εκτός πάσης άμφισβητήσεως πώς ή «’Ανάλυση τής νεοελληνι κής άστικής ιδεολογίας» άποτελεϊ σταθμό στό νεοελληνικό στοχασμό. Καί θά ’ταν εγ κληματικό νά περάσει άπαρατήρητο τούτο τό εκπληκτικό βιβλίο, πού θά μπορούσε νά ’ναι καί μιά μελέτη πάνω στό φαινόμενο τής άποπ νευ ματοπο ίηση ς. Μέ τό δεύτερο βιβλίο τοϋ Κακλαμάνη, πού έχει τόν τίτλο «Νεοελληνισμός καί ιστο ρικές συσχετίσεις», θά άσχοληθοΰμε μιά άλ λη φορά.
ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΧΝΗΣ 29
Στρατός καί Πολιτική Δυο κείμενα γιά ενα βιβλίο Τά δύο κείμενα πού άκολουϋοϋν κανονικά έπρεπε νά δημοσιεύονται στην «Επιλογή». Λόγω δμως τοϋ ιδιαίτερα ενδιαφέροντος ϋέματος πού ϋίγονν, κρίνοντας τό βιβλίο τοϋ Θ. Βερέμη, προτιμήσαμε νά τά παραϋέσουμε μαζί κάτω από τόν ίδιο τίτλο.
ή μ υ θ ο π ο ίη σ η τή ς ιδ ιο τ έ λ ε ια ς Θ Α Ν Ο Υ ΒΕΡΕΜΗ: Ο ί έπεμβάσεις τοϋ στρατόν στην έλληνική πολιτική, 19161936. Εξάντας, Άϋήνα, 1977. Σελ. 467.
ΤΟ πρόσφατο βιβλίο τοϋ Θ. Βερέμη αποτε λεί τήν πρώτη σοβαρή προσπάθεια ειδικής καί διεξοδικής διερεύνησης τοϋ ρόλου των στρατιωτικών στη νεότερη πολιτική μας ιστορία καί καλύπτει τήν πιό πολυτάραχη άπ’ αύτή τήν άποψη περίοδο: 1916-1935. ("Ασχετα άπό τόν τίτλο του, τό έργο ούσιαστικά τελειώνει μέ τό κίνημα τής 1ης Μαρτί ου 1935). Μέ τήν έκδοση τοϋ βιβλίου, πα ρουσιάζονται συγκεντρωμένα τά αποτελέ σματα τής ιστορικής έρευνας τοϋ συγγρα φέα, πού πρώτα άποτέλεσαν τή διδακτορική του διατριβή στήν ’Οξφόρδη (1974) κι αργό τερα δημοσιεύτηκαν σέ διάφορα άρθρα. ’Εκτός άπό δημοσιευμένες πηγές, ό Θ. Βερέμης ανακάλυψε καί μελέτησε μεγάλη καί πλούσια ποικιλία ανέκδοτου ή καί άγνω στου αρχειακού ύλικοΰ, πού συμπλήρωσε μέ τίς ζωντανές αφηγήσεις πολλών έπιζώντων. "Οσο γιά τή θεωρητική πλευρά, υιοθέτησε άπό τήν κοινωνική άνθρωπολογία τό σχήμα (ή «μοντέλο») τών σχέσεων πελατείας, δηλα 30
δή τών σχέσεων προστατη-πελάτη (patronclient), δχι μόνο γιά τή «ρεαλιστική περιγρα φή» τοϋ ύλικοΰ του, άλλά καί γιά τήν έρμηνεία του. Πέρα πάντως άπό τήν περιγραφή καί τήν έρμηνεία, γίνεται φανερή ή πρόθεση τοϋ συγγραφέα νά άπομυθοποιήσει τούς ήρωες, μεγάλους ή μικρούς, πού πίστεψαν οί πατέρες μας, μέ κύριο στόχο τούς ήρωες τής δημοκρατικής παράταξης. Τά τρία αύτά στοιχεία (έπιλογή τοϋ ύλικοΰ, θεωρητικό πλαίσιο καί ιδεολογική πρόθεση) έχουν στε νή κι άμεση σχέση μεταξύ τους, χαρακτηρί ζουν συνολικά τό έργο, άλλά καί έξηγοΰν τίς άδυναμίες καί τά δριά του. "Οπως φαίνεται άπό τή δομή τοϋ βιβλίου, ή ιεράρχηση κι οργάνωση τόσο ποικίλου καί πλούσιου ύλικοΰ στάθηκε προβληματική, μέ άποτέλεσμα μιά γενική εντύπωση άποσπασματικότητας καί κατακερματισμού, στήν όποια συμβάλλει καί ή εσωτερική δομή τών κεφαλαίων καί ή μεταξύ τους σχέση. Παρόλο πού ή αύστηρά χρονολογική σειρά δέν ήταν βέβαια άπαραίτητη, διάφορα ενοχλητικά πρωθύστερα δέν φαίνονται άναπόφευκτα, δπως προπαντός ή θέση τοΰ κεφαλαίου Β'. "Οσο γιά τίς ύποσημειώσεις καί τίς παρα πομπές, παρά τήν ύποδειγματική τους συ χνότητα, παρουσιάζουν ορισμένα προβλή ματα. Ά λλοΰ είναι προφανώς λανθασμένες ή πάντως δέν τεκμηριώνουν τό σημείο στό όποιο εμφανίζονται (π.χ. σ. 168, ύποσ. 9, καί σ. 169, ύποσ. 17 καί 18). Ά λλοΰ πάλι άπουσιάζουν, ενώ δέν πρόκειται γιά πασί γνωστα ή αύτονόητα γεγονότα (βλ. π.χ. σ. 144 τόν ισχυρισμό δτι στό δημοψήφισμα τοΰ
1924 δ αριθμός των στρατιωτικών ψήφων γιά τή Δημοκρατία ξεπερνοΰσε τό συνολικό άριθμό των στρατιωτικών). Ή απουσιά ζουν, ενώ τό κείμενο βρίσκεται σε άντίθεση μέ γνωστές καί έγκυρες πηγές (βλ. π.χ. σ. 207, ιδίως τόν ισχυρισμό δτι ό Ό θω ναΐος «παρέλειψε σκόπιμα» νά άμνηστεύσει τόν Πλαστήρα τό Μάρτιο τοϋ 1933 καί την έντελώς διαφορετική εικόνα που δίνει ό Γρ. Δάφνης, «Ή Ε λλάς μεταξύ δύο πολέμων», Τόμ. Β', σ. 210). Εξάλλου, άπό τά έξι παραρτήματα, δύο τουλάχιστον είχαν τή θέση τους κανονικά στό κυρίως κείμενο: ή κάπως βιαστική πα ρουσίαση τών σχέσεων πελατείας, άφοϋ μά λιστα άποτελεΐ καί τό μοναδικό θεωρητικό ύπόβαθρο τοϋ βιβλίου, καθώς καί ή «άνασκόπιση» τού ναυτικού καί της άεροπορίας, πού δίνει τήν εικόνα ξένου σώματος. Ά π ό τά άλλα παραρτήματα, τό βιογραφικό θά ήταν πολύ πιό χρήσιμο άν ήταν πληρέστερο καί πιό ομοιόμορφο σέ πρόσωπα καί πληροφο ρίες. Τέλος, πολύτιμο είναι τό ιδιαίτερα μεγάλο παράρτημα κειμένων, πού περιλαμ βάνει πολλές άνέκδοτες επιστολές, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο σημαντικές. Επειδή δμως άκριβώς σκοπός ενός τέτοιου παραρτήματος είναι νά παρουσιάσει τά κεί μενα στήν πληρότητά τους, δέν δικαιολο γούνται οί περικοπές πού έχουν γίνει καί σημειώνονται μόνο μέ αποσιωπητικά. Σέ μεγάλο βαθμό, οί άδυναμίες στή συνο λική δομή τού έργου, καθώς καί ή συχνή έλλειψη οργανικής ένότητας στό καθαυτό κείμενο, πρέπει ν’ άποδοθοΰν στήν τάση τού συγγραφέα νά άξιοποιήσει τό ύλικό του στό μέγιστο βαθμό καί στίς μικρότερες λεπτομέ ρειες. Είναι ίσως μοιραίο νά άσκεϊ μιά δυνατή γοητεία πάνω στόν έρευνητή τό ύλι κό του, ιδίως αύτό πού έχει ό ίδιος έπίπονα άνακαλύψει. Ευνόητα τότε κινδυνεύει νά στηριχτεί άποκλειστικά ή πάντως δυσανάλο γα σ’ αύτό, άγνοώντας άλλες πηγές, άκόμα καί τίς πιό γνωστές. Ό Θ. Βερέμης δέν φαίνεται νά έχει άποφύγει τόν κίνδυνο. Κι αύτό γίνεται περισσότερο φανερό δσες φο ρές βγαίνει άπό τά θεματικά ή χρονικά δρια τής προσωπικής του έρευνας. Τίς παρεκβά σεις αυτές χαρακτηρίζει συχνά μιά άπροσδόκητη επιπολαιότητα ή καί άγνοια τών πραγμάτων, έντελώς άσυμβίβαστη μέ τό γε νικό επίπεδο τού έργου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα άποτελούν: τά σχόλια γιά τό δημοψήφισμα τού 1924 (σ. 144-5), ή άναφο-
ρά στούς πρόσφυγες (σ. 165-6), ό ισχυρισμός δτι τό κίνημα τού 1935 ήταν «σχετικά άναίμακτο» μέ «4-5» νεκρούς, ενώ ό πραγματι κός άριθμός ήταν πολλαπλάσιος (σ. 272), ό ισχυρισμός δτι «άφέθηκαν ελεύθεροι» οί ύπόδικοι γιά τήν απόπειρα κατά τού Β ενιζέλου, ενώ άθωώθηκαν άπό τούς ενόρκους (σ. 272), καί προπαντός ή περιγραφή τών γεγο νότων τού ’Οκτωβρίου 1935 (σ. 277), πού είναι ολοκληρωτικά λανθασμένη. Α νάλογη προχειρότητα χαρακτηρίζει εξάλλου τίς λί γες παρατηρήσεις γιά τό γενικότερο κοινω νικό πλαίσιο. Χωρίς τήν άναγκαία θεωρητι κή έπεξεργασία καί ιστορική θεμελίωση, άναφορές π.χ. στίς «μονολιθικές κοινωνικές δομές» καί τή «συνεργασία τών τάξεων» στήν Ε λλάδα τού 19ου αιώνα (σ. 16) ή στίς «άγροτικές τάξεις» (σ. 101) μένουν μετέωρες ή πάντως άνεξιχνίαστες. "Ολα αύτά μπορούν ίσως νά θεωρηθούν περιθωριακά σέ σχέση μέ τό κύριο άντικείμενο τού έργου, πού είναι οί στρατιωτικοί μέχρι τό Μάρτιο 1935, καί στό όποιο συγ κεντρώνεται ή πρωτότυπη καί σημαντική συμβολή τού Θ. Βερέμη. Μετά άπό έρευνα ετών, έχει συγκεντρώσει ένα εντυπωσιακό πλήθος στοιχείων γιά τό σώμα τών άξιωματικών, γιά πρόσωπα καί πράγματα μέσα σ’ αύτό καί γιά τίς στρατιωτικές επεμβάσεις τής περιόδου. ’Ενώ δμως ή άξια τού ύλικοΰ αύτοΰ είναι άναμφίβολη, άμφιβολίες δημι ουργεί ή άξιοποίησή του, μετά τήν άπόφαση τού συγγραφέα ν ’ άποφύγει τό «προκρούστειο κρεββάτι» τής στρατιωτικής κοινωνιολογίας (σ. 296, ύποσ. 13) καί νά εφαρμόσει στή θέση της τό άνθρωπολογικό σχήμα τών σχέσεων πελατείας, μέ τρόπο δμως πού καταλήγει νά είναι δχι άπλά προκρούστειος, άλλά ίσοπεδωτικός. Χωρίς άμφιβολία, ύπήρχαν στό στρατό, δπως καί στήν ύπόλοιπη έλληνική κοινωνία, πλέγματα προσωπικών σχέσεων, είτε ήταν καθαυτό σχέσεις πελατείας είτε φιλίες καί κλίκες σάν αύτές πού ύπάρχουν σέ κάθε οργάνωση — άκόμα καί τήν πιό σύγχρονη. Ύπήρχαν δμως καί εσωτερικές διαφοροποι ήσεις τού σώματος τών άξιωματικών σέ ά π ρ ό σ ω π ε ς κατηγορίες ή ομάδες, άνάλογα μέ τήν κοινωνική προέλευση καί Ιδίως άνάλογα μέ τήν έπαγγελματική μόρφωση, συνείδηση, έξέλιξη καί άσφάλεια: διαμετρι κά άντίθετοι πόλοι οί άπόφοιτοι τής Σχολής Εύελπίδων καί οί μονιμοποιηθέντες έφε δροι. Υ πήρχε πάνω άπ’ δλα τό άγεφύρωτο 31
σχίσμα ανάμεσα σέ Βασιλικούς (ή Ά ντιβενιζελικούς) καί Βενιζελικούς (αργότερα Δη μοκρατικούς) πού προκάλεσε ό Διχασμός καί ειδικότερα τό κίνημα τής “Αμυνας τού 1916. Οί δύο αντίπαλες παρατάξεις διαμόρ φωσαν καί διατήρησαν τή συλλογική τους συνείδηση κι άλληλεγγύη μέσα άπό τίς εμφύ λιες συγκρούσεις, τίς άμοιβαΐες καταδιώξεις καί τά άντίστοιχα συμφέροντα. Ό Θ. Βερέμης δέν άγνοεΐ τίς διαφοροποι ήσεις αυτές, ούτε τίς μεταξύ τους διασυνδέ σεις κι άντιστοιχίες. ’Αντίθετα, παρουσιάζει γιά πρώτη φορά μιά τεκμηριωμένη καί διαφωτιστική περιγραφή τους, πού είναι άλλω στε τό πιό πρωτότυπο καί σημαντικό μέρος τής έργασίας του. Καί είναι πραγματικά κρίμα πού οί επιλογές του — επιλογή μεθο δολογική, θεωρητική καί κατά βάθος ιδεο λογική — τόν έμπόδισαν νά προχωρήσει πρός τήν κατεύθυνση αύτή καί τελικά τόν οδήγησαν σέ άλλη, οπωσδήποτε λιγότερο γόνιμη κατεύθυνση. Μένουν έτσι μετέωρες κι άνεπιβεβαίωτες μιά σειρά άπό διαπιστώ σεις ή εντυπώσεις κεντρικής σημασίας (π.χ. σ. 105-6), πού άπαιτοΰσαν αυτονόητα μιά στοιχειώδη ποσοτική άνάλυση, δπως αύτή πού έγινε μόνο γιά τήν άναλογία άπόφοίτων τής Σχολής Εύελπίδων στό σύνολο των μαχί μων άξιωματικών (πίνακας II). Τέτοιου εί δους άνάλυση άποτελεϊ σήμερα κοινό τόπο στήν επιστημονική έρευνα γιά τούς στρατιω τικούς καί θά έπέτρεπε νά διαπιστωθεί μέ άκρίβεια καί βεβαιότητα π.χ. ή προέλευση, ή συνοχή καί ή συνέχεια τής Βενιζελικής καί τής ’Αντιβενιζελικής παράταξης μέσα στό σώμα των άξιωματικών, ό βαθμός συμμετο χής τους στά διάφορα κινήματα κ.ο.κ. Τότε μόνο θά μπορούσε νά έκτιμηθεΐ καί ή σημα σία τών σχέσεων πελατείας στίς πραγματικές της διαστάσεις. Τό δτι ό συγγραφέας συγ κέντρωσε δλη του τήν προσοχή σ’ αυτές τίς σχέσεις, παραμερίζοντας τά ομαδικά καί παραταξιακά φαινόμενα, δέν δικαιολογείται ούτε άπό τόν κόπο πού θά άπαιτοΰσε ή άνάλυση πού δέν έγινε, ούτε άπό τίς τυχόν άνώτερες έρμηνευτικές δυνατότητες τού σχήματος προστάτη-πελάτη. Γιατί ή ουσιαστικά άποκλειστική καί μο νοδιάστατη επιμονή στό σχήμα αύτό, χωρίς μάλιστα τήν άνάλογη μεθοδολογία καί τε κμηρίωση, οδηγεί σέ πενιχρά κι άμφίβολα άποτελέσματα. ’Α πό τό σύνολο τών άξιωμα τικών πού άναφέρονται ονομαστικά στό βι βλίο, μόνο μιά μειοψηφία μπορεί ό ίδιος ό συγγραφέας νά χαρακτηρίσει ειδικά καί συγκεκριμένα «πελάτες» κάποιου (άσχετο άν βάσιμα ή όχι). Κι αύτό άκόμα γίνεται εντελώς άποσπασματικά καί περιστασιακά. Γιά τήν τεκμηρίωση δμως τού σχήματος τής 32
πελατείας καί σύμφωνα μέ τίς μεθόδους τής κοινωνικής άνθρωπολογίας, άπό τήν όποια προέρχεται, θά έπρεπε πρώτα νά είχε εξα κριβωθεί συστηματικά καί μέ τή μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα ή σύνθεση κάθε πελατεί ας, δηλαδή ποιοι συγκεκριμένα ήταν πρα γματικά πελάτες (κι δχι τίποτα άλλο) τού Α, τού Β, τού Γ κλπ. Κι ύστερα θά έπρεπε νά άποδειχθεΐ δτι ή συμπεριφορά τών συγκε κριμένων άξιωματικών σέ κρίσιμες καταστά σεις προσδιορίστηκε άπό τήν ένταξή τους στή μία ή τήν άλλη πελατεία — καί δέν έξηγεϊται διαφορετικά. Μιά εύκολη λύση θά ήταν νά θεωρηθούν άπό τήν άρχή καί συλλήβδην δλοι οί Βενιζελικοί «πελάτες» τού Βενιζέλου κι άντίστοιχα δλοι οί Άντιβενιζελικοί «πελάτες» τού ... Βασιλιά (;). Στήν περίπτωση δμως αύτή θά είχαμε μόνο μιά ξαφνική κι αύθαίρετη μετονομασία τού «οπαδού» σέ «πελάτη», χωρίς πιά νά χρειάζεται ειδική τεκμηρίωση, άλλά καί χωρίς νά προχωρεί ούτε βήμα ή επιστη μονική έρμηνεία. 'Ο συγγραφέας παίρνει άκριβώς αύτό τό δρόμο (π.χ. σ. 143). "Οτι πρόκειται γιά αύθαίρετη καί άγονη κατεύ θυνση μπορεί νά εικονογραφηθεί καί μ’ ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα: τό Σαρά φη καί τόν κεντρικό του ρόλο στό κίνημα τού 1935. Δέν άλλάζουν δσα ξέραμε γιά τό Σαράφη, τήν προσωπικότητά του καί τήν ιστορία του, κυρίως άλλωστε άπό τίς δικές του δημοσιευμένες κι έντονα μεροληπτικές άναμνήσεις. Ή μόνη προσθήκη είναι δτι ό Σαράφης άλλού χαρακτηρίζεται «πελάτης» τού Βενιζέλου (σ. 231) κι άλλού πελάτης τού Ό θω ναίου (σ. 275). Πρέπει νά σημειωθεί δτι τό κίνημα είχε τήν έγκριση τού πρώτου, ενώ ό δεύτερος άρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε άνάμιξη. Μέ τά δεδομένα αύτά, δσο κι άν ψάξει κανείς, ή ύποτιθέμενη ιδιότητα τού Σαράφη σάν «πελάτη» τού ένός ή τού άλλου ή καί τών δύο (;) δέν εξηγεί άπολύτως τίποτα άπό τή δική του συμπεριφορά. Γενικά, τό σχήμα τής πελατείας, δπως χρησιμοποιείται στό σύνολο τού βιβλίου, ελάχιστα γεγονότα εξηγεί πού δέν μπορού σαν νά εξηγηθούν χωρίς αύτό — κι αύτά δευτερεύοντα, άν δχι άνεκδοτολογικά, δπως οί άκραίες περιπτώσεις Τσακαλώτου καί Παπαθανασόπουλου. ’Αντίθετα, είναι άδύνατο νά ενσωματώσει καί νά ερμηνεύσει πλήθος στοιχείων πού επιβεβαιώνουν καί διαφωτίζουν ομαδικά καί παραταξιακά φαινόμενα, δπως π.χ. τό γράμμα δπου ό Κ. Μανέτας χαρακτηρίζει έγκλημα «τό σκότω μα μεταξύ μας» (σ. 360). Αύτό τό «μεταξύ μας» δέν άναφέρεται βέβαια σέ κ ά π ο ια πελατεία, άλλά στούς «συναγωνιστές» τής Ά μ υ να ς καί γενικότερα τού Βενιζελισμού.
Τήν ίδια σημασία κι άνάλογες συνέπειες είχε άλλωστε ή γνωστή ταυτόχρονη άρνηση τοΰ Α. Παπαναστασίου νά χυθεί «δημοκρατικό αίμα» (σ. 153). Τελικά, τό σχήμα τής πελατείας, δπως χρησιμοποιείται εδώ, ενώ δέν προσφέρει μιά νέα καί πιό ικανοποιητική συνολική έρμηνεία, συσκοτίζει όσα γεγονότα δέν συμβιβά ζονται μ’ αύτό καί λειτουργεί σάν παραμορ φωτικός φακός. Δημιουργεί συστηματικές παραμορφώσεις που συνδυάζονται μέ τήν έντονη διάθεση τοΰ συγγραφέα νά απομυθο ποιήσει καί νά κρίνει πρόσωπα καί πράγμα τα από κάποια ιδεολογική καί ιδίως ήθική σκοπιά. Ή διάθεση αυτή έκδηλώνεται μέ ποικίλους τρόπους, άρχίζοντας από κατηγο ρηματικές εκφράσεις επιδοκιμασίας ή απο δοκιμασίας, δπως «πολύ σωστά» (σ. 243), «ή Δημοκρατία παραστράτησε» (σ. 145) κ.ά. Γενικότερα, τά γεγονότα παρουσιάζονται συχνά μέ περίεργα ελλειπτικό τρόπο, πού άπομονώνει καί τονίζει τίς αρνητικές πλευ ρές: π.χ. ή σύλληψη τού λήσταρχου Καραθανάση εμφανίζεται σάν «παράνομη» κι «αύθαίρετη» ένέργεια, χωρίς λέξη γιά τήν άδράνεια τής άντιβενιζελικής αστυνομίας (σ. 229). Διαπιστώνεται εξάλλου δτι ή διάθεση αύτή έχει στόχο κυρίως τούς Βενιζελικούς, μέ άνάλογη επιλογή γεγονότων καί στοιχεί ων. Δημοσιεύονται π.χ. σέ δύο περιπτώσεις μόνο κείμενα από τίς πιό έμπαθείς καί μεροληπτικές πηγές, γιά νά προβληθούν οί αύθαιρεσίες τής βενιζελικής αστυνομίας τό 1917-20 (σ. 64) καί ό ανώμαλος χαρακτήρας τών βενιζελικών καθεστώτων τοΰ 1917-20 καί τοΰ 1922-25 (σ. 162-3). Στήν πρώτη περίπτωση, πρόκειται γιά τό ήμερολόγιο τοΰ φανατικού βασιλικοΰ Τσόντου-Βάρδα, μέ τήν αόριστη υπεκφυγή δτι «δημιουργεί σο βαρή επιφύλαξη», χωρίς δμως νά παρουσιά ζεται ή άνάλογη δραστηριότητα τοΰ ίδιου καί γενικότερα τών επιστράτων τό 1916-17 καί τό 1920-22. Στή δεύτερη περίπτωση, είναι ή απολογία τοΰ Πάγκαλου γιά τή δικτατορία του, μέ τήν αόριστη ύπεκφυγή δτι «περιέχει πολλές ορθές παρατηρήσεις» (ποιές καί γιατί;). Ε ξάλλου, ένώ ό συγγρα φέας αμφισβητεί συστηματικά τήν πίστη τών Δημοκρατικών στόν κοινοβουλευτισμό, αγνοεί εντελώς πλήθος σημαντικά στοιχεία, δπως π.χ. ή δημόσια άρθρογραφία τοΰ Βενιζέλου κατά τών φιλοδικτατορικών απόψεων τοΰ Πλαστήρα τό Μάιο 1934. Πάντως, ή άπομυθοποίηση δέν έπιχειρεΐται από τή σκοπιά τοΰ μαρξισμού ή έστω κάποιας άλλης συγκροτημένης κριτικής θεω ρίας. Έ πιχειρεϊται ουσιαστικά από τή σκο πιά ενός μικροαστικού κυνισμοΰ πού είναι
Θεόδωρος Πάγκαλος
μόνιμα διάχυτος στήν κοινωνία μας, στήν παραδοσιακή ιστοριογραφία καί προπαντός στή μαχητική δημοσιογραφία. Πολύ χαρα κτηριστικά, ό συγγραφέας αντιλαμβάνεται καί χρησιμοποιεί τόν δρο «ιδεολογία» κατά βάθος μέ τήν καθημερινή του έννοια (δταν π.χ. λέμε δτι ό τάδε «είναι ίδεολόγος» ή μάλιστα «αγνός ίδεολόγος»), δηλαδή σάν τό συνώνυμο τής ανιδιοτέλειας. Φαίνεται νά πιστεύει δτι ή εξυπηρέτηση καί προάσπιση συμφερόντων δέν μπορεί νά συνυπάρχει μέ «πραγματική» ιδεολογία. Έ χοντας τήν το ποθέτηση αύτή, φροντίζει συστηματικά νά «αποδείξει» δτι τούς Δημοκρατικούς τούς χαρακτήριζε «μιά γενική άνικανότητα νά ξεχωρίσουν τήν αυτονομία κάποιων αξιών από τήν δική τους ίδιοτελή ερμηνεία» (σ. 216). Ενδεικτικά, ή προσωπική εμπειρία τοΰ Ζέρβα «προδίδει τόν επίπλαστο χαρα κτήρα τής δημοκρατικής ιδεολογίας» του (σ. 186, ύποσ. 112), ένώ τό συγκεκριμένο επει σόδιο αποτελεί κλασικό παράδειγμα έμπειρίας πού διαμορφώνει τοποθετήσεις στό ατομικό επίπεδο. Ή αποστασία τοΰ Κονδύλη καί ή αποδοχή του από τόν Ά ντιβενιζελισμό «προδίδουν τή φύση τής ιδεολογίας τών 33
Γεώργιος Κονδύλης
δύο άντιμαχόμενων παρατάξεων» (σ. 212, ύποσ. 10) γενικά, δηλαδή πάλι τόν «έπίπλαστο» χαρακτήρα της, ενώ είναι γνωστό δτι ή άποστασία έκείνη καί ή συνέχειά της προκάλεσαν τότε μεγάλη αγανάκτηση καί ιδίως διαρροή των οπαδών τού Κονδύλη, τήν όποια Μ μπορούσε νά είχε ερευνήσει ό Θ. Βερέμης μέσα στό στρατό. (Ό ίδιος άλλωστε σημειώνει στή σ. 429 δτι ή αντίστροφη άπο στασία τού Σπ. Μερκούρη τόν έκανε νά χάσει τούς περισσότερους ψηφοφόρους του). Πολύ σοβαρότερος είναι ό ακρωτηρια σμός της ιδεολογικής επιλογής πού αντιπρο σώπευε ό Διχασμός καί ειδικά ή προσχώρη ση στό κίνημα τής Θεσσαλονίκης. Ή προσ χώρηση αποδίδεται τελικά στή «φιλική σχέ ση» ορισμένων αξιωματικών μέ τό Βενιζέλο (σ. 114) κι εμφανίζεται έτσι έντελώς άσχετη μέ τή διάσταση τού αλυτρωτισμού καί τής έθνικής ακεραιότητας πού ό ίδιος ό συγγρα φέας άναφέρει άλλού. 34
’Αφού λοιπόν άπορριφθεϊ ή «ιδεολογία», δέν μένουν γιά τό συγγραφέα παρά μόνο τά συμφέροντα, καί μάλιστα τά π ρ ο σ ω π ι κ ά συμφέροντα, άφοΰ μόνο αυτά συμβιβάζον ται μέ τό ίσοπεδωτικό σχήμα τής πελατείας. ’Ανάμεσα σ’ άλλα παραδείγματα, προκύπτει έτσι μιά ανάλυση άσυγχώρητης έπιπολαιότητας γιά τή στάση τών δημοκρατικών πολι τικών άπέναντι στό κίνημα τού 1935: Ό Βενιζέλος εμφανίζεται δτι τό αποφάσισε γιατί δέν μπορούσε προσωπικά νά ανεχθεί τήν έκλογική αποτυχία τού 1933, ενώ οί άλλοι πολιτικοί αδιαφόρησαν γιατί έλειψε «ή κύρια απειλή κατά τών συμφερόντων τους», δηλαδή ό εκλογικός νόμος τού 1934 (σ. 255-6). Τό γενικό συμπέρασμα στό όποιο φυσιο λογικά καταλήγουν τέτοιου είδους αναλύ σεις είναι εξαιρετικά απλό: "Ολα τά κινήμα τα μετά τό 1922 «σκόπευαν μόνο στήν εξυ πηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων ή αποτε λούσαν έκφραση δυσαρέσκειας κάποιας στρατιωτικής φατρίας» (σ, 289). Καί οί δύο πολιτικοστρατιωτικές παρατάξεις, Βενιζελισμός κι Άντιβενιζελισμός, συγκροτήθηκαν περίπου τυχαία από ποικίλους «προστάτες» καί «πελάτες» καί συγκρούστηκαν «άποκλειστικά σχεδόν» γιά τήν κατάκτηση τής εξουσίας, χωρίς νά τίς χωρίζουν ιδεολογικές ή προγραμματικές διαφορές (σ. 286-7). Εύ λογα μένει κανείς μέ τήν απορία γιά ποιό λόγο έγιναν δλα αύτά καί τί τήν ήθελαν επιτέλους τήν εξουσία, άφοΰ μάλιστα «δέν άπέρρεε άπό τό σεβασμό ή τό δέος πού εμπνέει τό άπρόσωπο κράτος στούς πολίτες, άλλά όφειλόταν μάλλον στή συνδρομή ισχυ ρών προσώπων» (σ. 197). Μέσα στό πλαίσιο αυτό, ή μόνη δυνατή άπάντηση φαίνεται νά είναι ή ... μισθοδοσία τών «πελατών» άπ ότό δημόσιο ταμείο. Ό άναγνώστης άποκομίζει έτσι μιά εικό να πού τού είναι οικεία καί ικανοποιεί όρισμένες βαθιά ριζωμένες προδιαθέσεις: ήταν δλοι μασκαράδες πού κοιτάζανε τό συμφέρον τους! ’Αλλά ή μυθοποίηση τής ιδιοτέλειας σάν ερμηνεία τής ιστορίας είναι γνωστό δτι «εξηγεί» ταυτολογικά τά πάντα, δηλαδή τίποτα. ’Αφήνει άνεξιχνίαστα τά ίδια ούσιαστικά ιστορικά προβλήματα πού είχαμε καί πρίν (άν είχαμε), δηλαδή αύτά πού δέν επιδέχονται «αύτονόητες» άπαντήσεις. Πρέπει νά ελπίσει κανείς δτι ή πολύτι μη έρευνα τού Θ. Βερέμη, μέ διαφορετικές θεωρητικές καί μεθοδολογικές προϋποθέ σεις, θά προχωρήσει μελλοντικά περισσότε ρο πρός τήν κατεύθυνση αύτή. ΓΙΩΡΓΟΣ Θ. ΜΑΥΡΟΓΟΡΔΑΤΟΣ
«έργο ά να φ ο ρ ά ς» γ ι ά τή μ ε λ έ τ η ε νό ς κ α ίρ ιο υ φ α ιν ο μ έ ν ο υ
Θ Α Ν Ο Υ ΒΕΡΕΜΗ: Ο ί έπεμβάσεις τον στρατού στην έλληνική πολίτική, 19161936. Εξάντας, Άΰήνα, 1977. Σελ. 467.
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ επεμβάσεις στήν πολι τική στάθηκαν ένα από τά κΰρια στοιχεία καί χαρακτηριστικά τής δημόσιας ζωής στήν Ελλάδα από τό τέλος τής πρώτης δεκαετίας τοΰ εικοστού αιώνα. Φαινόμενο σχεδόν ένδημικό, μολονότι δχι ένιαΐο, ώς πρός τήν έσωτερική ύφή των διαδοχικών έκδηλώσεών του, ακόμα καί ώς πρός τήν έξωτερική μορ φή τους. Ωστόσο δεν έπιχειρήθηκε έως τώρα κα μιά συστηματική καί αυστηρά έπιστημονική μελέτη καί προσπάθεια, έστω, άνατομίας τοΰ καίριου αύτοΰ φαινομένου τής σύγχρο νης ιστορίας τοΰ έλληνικοΰ κράτους. Ή μονογραφία τοΰ Θάνου Βερέμη είναι ή πρώ τη — δσο τουλάχιστον γνωρίζουμε — προσ πάθεια συστηματικής διερευνήσεώς του, έστω καί αν περιορίζεται σέ μιά μόνη περίο δο καί, συγκεκριμένα, στήν εικοσαετία 1916-1936, πού αρχίζει άπό τόν εθνικό διχασμό κατά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο καί καταλήγει στή δικτατορία τής 4ης Αύγούστου. Τό ύλικόστό όποιο στηρίχθηκε ό συγγρα φέας είναι εξαιρετικά πλούσιο καί εκτεταμέ νο. Ε κτός άπό δημοσιευμένα κείμενα, ό Θ.Β. αναζήτησε καί μελέτησε άνέκδοτο άρχειακό υλικό, κρατικό καί ιδιωτικό, έλληνικό καί ξένο. Συμπλήρωσε δέ τήν έρευνά του μέ αυτοπρόσωπες άφηγήσεις, «διά ζώσης», πολλών άπό τούς έπιζώντες τής περιόδου έκείνης πού, λίγο ή πολύ, διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στά γεγονότα πού αποτελούν τό αντικείμενο τής μονογραφίας ή είχαν άμεση γνώση καί αντίληψη προσώπων, πραγμάτων καί καταστάσεων. Ή συγκέντρωση καί ή μελέτη ένός τόσο ποικίλου καί εκτεταμένου ύλικοΰ είναι έργασία αρκετών ετών. Τό θέμα άλλωστε έχει απασχολήσει τό συγγραφέα άπό χρόνια, άπό τά πρώτα του βήματα στόν έπιστημονικό στίβο. Ό ρόλος τών έλλήνων στρατιωτικών στήν πολιτική τής χώρας των κατά τήν τριετία 1922-1925 ήταν τό θέμα καί τής διδακτορικής διατρι βής τοΰ Θ.Β. («The greek Army in politics, 1922-1925»). Ή διατριβή δέ αύτή στάθηκε ή
άφετηρία καί ό πρώτος καί βασικός πυρήνας τής μετέπειτα εύρύτερης εργασίας του. Ή επιλογή τής περιόδου 1916-1936 καί ό περιορισμός τής μελέτης στήν περίοδο αύτή δέν είναι άσφαλώς τυχαία. Διότι οί επεμβά σεις στήν πολιτική καί ή δλη συμπεριφορά τών στρατιωτικών κατά τήν εικοσαετία έκείνη έχουν μιά έσωτερική ενότητα, άπό άποψη ύφής, προσδιοριστικών συντελεστών, σκο πών καί νοοτροπίας. Ή στάση καί ή συμπε ριφορά τών στρατιωτικών — αλλά καί ή σύνθεση τοΰ σώματος τών άξιωματικών — κατά τήν περίοδο 1916-1936 διαφοροποι ούνται καί ξεχωρίζουν ειδολογικά τόσο άπό έκείνη πού προηγήθηκε, δσο καί άπό έκείνη πού άκολούθησε, μέ κατάληξη τό πραξικό πημα τής 21ης ’Απριλίου 1967. ’Αποτελεί ένα ενδιάμεσο στάδιο, μεταξύ μιας περιόδου πού χαρακτηρίζεται, κατά βάση, άπό νομι μοφροσύνη τοΰ σώματος τών άξιωματικών (ή, πάντως, έλλειψη όποιασδήποτε νοοτρο πίας ιδιαίτερης «κάστας») καί μιας άλλης, κατά τήν όποια καλλιεργείται καί άναπτύσσεται, σέ μερίδα τουλάχιστον τοΰ σώματος, νοοτροπία καί ψ υχολογία «πραιτωριανών», μέ άπόληξη τή ροπή ένός τμήματος τής μερίδας αύτής πρός τήν κατάληψη τής άρχής καί άσκηση τής έξουσίας γιά δικό τους λογαριασμό. Ά π ό τήν έργασία τοΰ Θ.Β. άνακύπτει δτι οί παράγοντες πού οδήγησαν στή «θεσμο ποίηση» σχεδόν τής άναμίξεως καί τών έπεμβάσεων τών στρατιωτικών στήν πολιτική κατά τήν εικοσαετία 1916-1936 ήταν κυρίως δύο: α) ή βαθιά μεταβολή πού έπήλθε στήν ποιοτική καί κοινωνική σύνθεση τοΰ σώμα τος τών άξιωματικών κατά καί μετά τούς βαλκανικούς πολέμους καί β) ό διχασμός, πού χώρισε σέ δύο άλληλομαχόμενα τμήματα τόν ελληνικό λαό καί τά έρείσματα τής έξουσίας. Στό Β' κεφάλαιο τοΰ βιβλίου, ό συγγρα φέας παρέχει, μέ έξακριβωμένα στοιχεία, καί γιά πρώτη φορά, μία έξαιρετικά κατατο πιστική καί ένδιαφέρουσα εικόνα τής μετα βολής στή σύνθεση τοΰ σώματος τών άξιω ματικών κατά τήν περίοδο έκείνη τών βαλ κανικών πολέμων. Ή άλλαγή έγινε πρός τό «λαϊκότερο». Ό πολυάριθμος στρατός τών βαλκανικών πολέμων καί οί έπιχειρήσεις πού διεξήγαγε, σέ συνδυασμό μέ τήν άνάγκη διατήρησης τής πολεμικής έτοιμότητος σέ υψηλό έπίπεδο καί μετά τή λήξη τών πολένων έκείνων, έξαιτίας τής καταστάσεως, τών προοπτικών καί τών έξελίξεων τόσο στό βαλκανικό δσο καί στόν ευρύτερο εύρωπαϊκό χώρο, δημιούργησαν τήν άνάγκη στελε χών σέ άριθμό πολύ μεγαλύτερο τών μονί μων καί άποφοίτων τής Σχολής Εύελπίδων. 35
Οί ανάγκες σέ στελέχη καλύφθηκαν με τη μονιμοποίηση πολυάριθμων έφεδρων άξιωματικών (πού άποτέλεσαν, άπό τότε, την κατηγορία των «μονίμων έξ έφεδρων»). Α υ τοί οί μόνιμοι έξ έφέδρων δεν είχαν — δπως ήταν φυσικό — τήν ειδική άγωγή τών άποφοίτων της Σχολής Εύελπίδων, πού περιλάμ βανε καί μιά ορισμένη δεοντολογία καί, ειδικότερα, τήν προσήλωση στήν άπρόσωπη νομιμότητα καί τήν ύπακοή στή νόμιμη πολι τική έξουσία. ’Εξάλλου σέ μερίδα τών μονιμοποιηθέντων έφέδρων, έλειπε καί ή άλλη έκείνη άγωγή, πού χαρακτήριζε τά κοινωνι κά στρώματα άπό τά όποια προέρχονταν οί μόνιμοι άξιωματικοί, άπόφοιτοι τής Σχολής Εύελπίδων. Α ύτό προκύπτει άπό τά πρα γματικά περιστατικά πού παρατίθενται στό κεφάλαιο β', χωρίς νά διατυπώνεται ρητά άπό τό συγγραφέα, ό όποιος άποφεύγει συνήθως άξιολογικές κρίσεις καί περιορίζε ται στήν παρατήρηση δτι «ή άλλαγή στήν σύνθεση τοϋ σώματος τών άξιωματικών πού σημειώνεται μετά τούς βαλκανικούς πολέ μους έκανε τό σώμα άντιπροσωπευτικότερο τής ελληνικής κοινωνίας καί έπέσπευσε τήν πολιτικοποίηση τών μελών του». Αυτή ή «λαϊκοποίηση», ή διεύρυνση τής κοινωνικής σύνθεσης τοΰ σώματος τών άξι ωματικών, έγινε σέ μεγάλη κλίμακα καί σέ χρονικό διάστημα τόσο σύντομο, ώστε δέν έπέτρεπε τήν άφομοίωση καί «λείανση» τοΰ όγκου έκείνων πού είσήλασαν συλλήβδην στίς τάξεις του. Στά 1900, οί μόνιμοι άξιωματικοί, άπόφοιτοι τής Σχολής Εύελπίδων, έκάλυπταν τά 35% τών στελεχών τοϋ στρα τεύματος. Τό 1914, είχαν πέσει στά 14%. Τό 1922, στό τέλος τής μικρασιατικής έκστρατείας, οί «μόνιμοι έξ έφέδρων» άποτελοϋσαν τά τρία τέταρτα σχεδόν τών στελεχών τοϋ στρατεύματος. Καί, τό 1935 άκόμη, έπειτα άπό 13 έτών ειρηνική περίοδο, οί μόνιμοι άξιωματικοί, άπόφοιτοι τής Σχολής Εύελπί δων, άποτελοϋσαν μόλις τά 21% τοΰ σώμα τος τών άξιωματικών. Ό συγγραφέας διαπιστώνει ότι ή πρός τήν κατεύθυνση αύτή διεύρυνση καί άνασύνθεση τοΰ σώματος τών άξιωματικών ένίσχυσε τό ώφελιμιστικό καί «καρριερίστικο» στοιχείο στίς στάσεις καί στό πλέγμα τών έλατηρίων συμπεριφοράς τοϋ όλου σώματος. Ένίσχυσε δέ καί έπλάτυνε, πρό παντός, τίς σχέσεις «προστασίας - πελατείας», πού, σέ κάποιο βαθμό, ύπήρχαν πάντοτε, κατά τόν Θ.Β., μεταξύ τών άξιωματικών καί τής πολι τικής ηγεσίας κατά πρώτο λόγο ή τών άνωτέρων τους στή στρατιωτική ιεραρχία, κατά δεύτερο λόγο. Ή οικονομική έξάρτηση τών μονιμοποιηθέντων έφέδρων άπό τή θέση τους στό στράτευμα καί ή μειονεκτική θέση 36
τους άπέναντι στούς άποφοίτους τής Σχολής Εύελπίδων, ώς πρός τήν έπαγγελματική τους έξέλιξη καί σταδιοδρομία, δημιουργούσαν στούς μονίμους έξ έφέδρων τή ροπή νά καταφεύγουν στούς ιθύνοντες τής πολιτικής ή τοϋ στρατού γιά τή διασφάλιση τής θέσης τους ή τήν προαγωγή τους. Τό άντάλλαγμα ήταν ή προσφορά σέ διεκπεραίωση τών έπιδιώξεων τών «προστατών». Αύτές τίς σχέσεις προστασίας - πελατείας χρησιμοποιεί ό Θ.Β. ώς βασικό «έρμηνευτικό κλειδί» τών έπεμβάσεων τών στρατιωτι κών στήν πολιτική, κατά τήν εικοσαετία 1916-1936. Ή έρμηνεία τοΰ φαινομένου μέ μοναδικό γνώμονα τίς σχέσεις αύτές θά ήταν καί άνεπαρκής καί παραμορφωτική. Διότι τό φαινόμενο έχει σύνθετη αιτιολογία, στήν οποία δεσπόζουν, κατά τήν κρίση τοΰ ύπογραφομένου, ό διχασμός, τά πάθη πού έγέννησε ή σύγκρουση δύο θεμελιώδους σημασί ας κατευθύνσεων καί πολιτικών έπιλογών κατά τόν πρώτο παγκόσμιο πόλεμο καί οί προεκτάσεις της στό χώρο τής έσωτερικής πολιτικής καί τής συνταγματικής τάξης. Οί έπεμβάσεις τών στρατιωτικών στήν πολιτι κή, κατά τήν περίοδο έκείνη, είχαν ώς κύριο έλατήριο καί σκοπό όχι τήν άλωση καί κάρπωση τής έξουσίας γιά δικό τους λογαρι ασμό, άλλά τήν προώθηση τής μιάς ή τής άλλης έθνικο-πολιτικής κατευθύνσεως καί «ιδεολογίας» καί τοΰ πολιτικού σχηματι σμού ή τών πολιτικών προσωπικοτήτων, πού ήταν οί φορείς της. Τό στοιχείο τών ίδιοτελών έπιδιώξεων («καρριερισμός», θέση στήν έπετηρίδα κλπ.) καί τής σχέσης προστασίας πελατείας ύπήρχε άσφαλώς. ’Αλλά δέν ήταν τό μόνο. Σ υνδυαζόταν μέ τό άλλο, σ’ ένα πλέγμα ιδιότυπο, πού έδινε άκριβώς, στή συμπεριφορά τών στρατιωτικών κατά τήν περίοδο έκείνη, τήν ιδιαιτερότητα, τή μοναδικότητά της, θά λέγαμε, σέ σύγκριση μέ άνάλογα φαινόμενα, σέ άλλες χώρες. Ό συγγραφέας έξετάζει μέν τό φαινόμενο άπό μόνη τή σκοπιά τών σχέσεων προστασί ας - πελατείας, άλλ’ άφήνει νά έννοηθεΐ ότι δέν θεωρεί τίς σχέσεις αύτές ώς τή μόνη καί «ολοκληρωτική» έρμηνεία καί αιτιολογία τοΰ φαινομένου. 'Απλώς, στή μονογραφία του άσχολεΐται μέ αύτό τό έπί μέρους στοι χείο, αύτή τήν πτυχή, άνάμεσα στά πλείονα στοιχεία πού συνθέτουν τήν αιτιολογία καί τίς συναρτήσεις τοΰ φαινομένου. Τό βιβλίο έχει άσφαλώς καί μειονεκτήμα τα καί άδυναμίες. Κανένα, άλλωστε, έργο δέν είναι τέλειο. Σημειώνουμε τήν κάποια έλλειπτικότητα στήν κατανομή καί στή δια πραγμάτευση τής ύλης, πού, μέχρις ενός βαθμού, έξηγοΰνται άπό τή δυσκολία πλή ρους άφομοιώσεως ενός τόσο έκτεταμένου
ύλικού. Σημειώνουμε επίσης μερικές έλλείψεις ή παραδρομές, μέ δευτερεύουσα σημα σία. Μερικά πράγματα φαίνονται πρω θύ στερα, δπως ή τοποθέτηση τοΰ κεφαλαίου Β'. ’Αλλά όλα αύτά δέν μειώνουν την αναμ φισβήτητη αξία καί έπιστημονικότητα τοΰ έργου, τό όποιο κρίνεται (καί πρέπει νά κρίνεται) αυτό καθ’ έαυτό καί όχι μέ γνώ μο να τίς «θέσεις» τοΰ κριτικού ή τό τί θά έγραφε αύτός αν ήταν στή θέση τού συγ γραφέα. Καί εδώ πρέπει νά έπαναληφθεΐ ότι πρό κειται γιά την πρώτη συστηματική καί επι στημονική προσπάθεια διερεύνησης των στρατιωτικών επεμβάσεων στήν πολιτική σέ
μιά περίοδο πού κατέχει καίρια θέση στή σύγχρονη ιστορία τής Ε λλά δα ς. Π ροσπά θ εια ή όποια, σέ συνδυασμό μέ τά πολύτιμα στοιχεία πού περιέχονται στά παραρτήματα τού βιβλίου (χρονολογικοί πίνακες στρατιω τικών κινημάτων, κείμενα βιογραφικά, βιο γραφίες, συνεντεύξεις, αρχειακά στοιχεία κλπ.) καί πού τό καθιστούν «έργο α να φ ο ράς», μπορεί καί πρέπει νά γίνει αφετηρία γιά περαιτέρω μελέτη καί διερεύνηση, άπό τόν ίδιο επιστήμονα καί άπό άλλους, ένός άπό τά καίρια φαινόμενα τής όλης «πα θολο γίας» τής νεότερης έλληνικής κοινωνίας. ΚΩΝ. Π. ΚΑΛΛΙΓΑΣ
37
Άλέξης Ζήρας
Θεώρηση τής νεοελληνικής Ή πεζογραφία από τό 1880 ώς τό 19 4 0 * Σκοπεύοντας νά δώσουμε ενα συνοπτικό διάγραμμα της νεοελληνικής πεζογραφί ας, δπως αυτή εξελίσσεται καί διαμορφώνεται από τίς αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, θά πρέπει νά συνδεθοΰμε μέ τήν τελευταία εικοσαετία τοϋ περασμέ νου αιώνα, εποχή καίριας σημασίας γιά τόν έλλαδικό χώρο, τόσο από τήν άποψη των γενικότερων ιστορικών μεταλλαγών δσο καί από τήν άποψη τών αντίστοιχων πολιτιστικών φαινομένων που αντανακλούν τίς ποικίλες αναζητήσεις τής εντόπιας κοινωνίας. Ή αντίφαση είναι καταφανής καί νομίζω δτι εκεί συνοψίζεται τό βασικό πρόβλημα τής συμπόρευσης τής Ε λλάδας μέ τήν ευρωπαϊκή πραγματικό τητα. Γιά μιάν ακόμη φορά θέλω νά ομολογήσω τήν αδυναμία μου νά δεχτώ αναντίρρητα τίς προτεινόμενες τά τελευταία χρόνια θεωρή σεις, σύμφωνα μέ τίς όποιες παρουσιάζεται μεγεθυμένη ή σημασία τοΰ οικονομικού παράγοντα καί ελαττωμένη αύτή τοΰ πολιτι στικού, σ’ δ,τι άφορά τήν κατανόηση θεμελι ωδών φαινομένων τοΰ νεοελληνισμού. ’Α πό τη μιά πλευρά, έτσι, γύρω στό 1880, ό Τρικούπης ώς πολιτικός φορέας φιλελεύθε ρων απόψεων προσπαθεί νά δημιουργήσει ύποδομές οικονομικής όργάνωσης άνάλογες μέ τίς ευρωπαϊκές · μετακαλεΐ αλλοδαπούς ή έλληνες πάροικους κατόχους κεφαλαίων· προωθεί ή ύποθάλπει τήν ίδρυση βιομηχανι ών μέ ορθολογικές βάσεις· επιδιώκει τή μετατροπή της οικονομίας καί τήν αποκόλ λησή της άπό τόν αγροτικό ή τό συλλεκτικό χαρακτήρα της. Φυσικά οί προσπάθειές του πέφτουν στό κενό, δέν ολοκληρώνονται, καί τούτο δχι μόνο λόγω της στυγνής ή ληστρι κής πολιτικής τών δανείων, πολιτικής πού κατευθύνεται άπό τούς ξένους κεφαλαιού χους καί προστατεύεται άπό τά ευρωπαϊκά οικονομικά κέντρα, αλλά εξίσου λόγω τής αδυναμίας νά δημιουργηθοΰν στην Ε λλάδα κατάλληλες ύποδοχές ώστε νά μεταποιηθεί τό εισερχόμενο κεφάλαιο σέ παραγωγικές μακρόβιες μονάδες. Τό πρόβλημα τού άστι*Στό έπόμενο τεύχος &ά δημοσιευτεί τό β' μέρος της συνεργασίας τοϋ Άλ. Ζήρα, πού άναφέρεται στην περίο δο άπό τό 1940 έως σήμερα.
38
κού μετασχηματισμού τής έλληνικής κοινω νίας έρχεται καί έπανέρχεται, απασχολεί κάθε σύγχρονο μελετητή τής ιστορίας μας, πλήν δμως ή λύση του δέν μπορεί νά έπιτευχθεΐ μέ διάφορα εύχολόγια, μέ ύπερβάσεις πού λησμονούν τήν «κοινοβιακή» κατάστα ση αυτού τοΰ χώρου καί πού ανάγουν δλα τά δεινά σέ δυνάμεις έξωγενεϊς, προασπίζοντας έναν «άθώο» λαό. Τά μαγικά κλειδιά ένός σχηματικού οίκονομισμοΰ (βάσηέποικοδόμημα, παραγωγικές σχέσεις, ταξική πάλη) προσπαθούν νά ανοίξουν τίς πύλες ένός άλλου παραδείσου, οί φορείς τους δμως ύποπίπτουν στό ίδιο σφάλμα: μεταφέρουν ιδέες καί έννοιες πού δημιουργήθηκαν κάτω άπό διαφορετικές κοινωνικές καί ιστορικές συνθήκες, σέ τόπους μέ ιδεολογικές συνισταμένες κάθε άλλο παρά αντίστοιχες. Ή άντινομία αύτή δέν παρατηρεΐται γιά πρώτη φορά στή σύγχρονη ιστορία μας. 'Ό ποιον τομέα τής κοινωνικής μας ζωής καί άν εξετάσουμε, θά δούμε μιά σχιζοφρενική διάσταση μεταξύ πραγματικότητας καί θεω ρίας. Καί αυτό, άν δέν κάνω λάθος, συμβαί νει διότι οί κατά καιρούς εμφανιζόμενοι έλληνες διανοούμενοι δέν είχαν ένα γηγενές υπέδαφος πολιτικού ή Πολιτιστικού στοχα σμού, στά συστατικά τοΰ όποιου θ ά μπορού σαν νά απλώσουν τίς ρίζες τους. Γιά νά διατηρηθούν σέ μιά κάπρια εγρήγορση, ανα γκάζονταν νά προστρέξουν σέ παράγωγα αλλοδαπών καταστάσεων, πράγμα πού ση-
κοινωνίας καί λογοτεχνίας μαίνει δτι καταρχήν δέχονταν ακρίτα θεωρί ες καί ιδεολογικά σχήματα, ενώ ή καθημερι νή εμπειρία τους από τό εντόπιο περιβάλλον επιβεβαίωνε αδιάκοπα τήν αντίφαση μεταξύ σκέψης καί πραγματικότητας. Τό γιατί αυτή ή άντίφαση δέν έγινε δυνατό νά άρθεϊ μέχρι σήμερα, δέν μπορεί νά έρευνηθεϊ έδώ· θά επιχειρήσουμε δμως σέ μιά εύρύτερη έπεξεργασία αύτοϋ τοΰ κειμένου νά δώσουμε ορι σμένες έρμηνεϊες γιά τό βασικό τοϋτο πρό βλημα τής νεοελληνικής ιδεολογίας. ’Αναφέραμε πιό πάνω δτι ό Τρικοΰπης γύρω στά 1880 έπιδιώκει νά άποκαταστήσει, μέσω τής φιλελεύθερης πολιτικής του, ένα δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στήν εύρωπαϊκή καί τή βαλκάνια πραγματικότητα. ’Αντί κρυ δμως σ’ αυτό τό πολιτικό καί οικονομικό άνοιγμα πρός τή Δύση παρατηρεΐται (γεγο νός περίεργο άλλά δχι καί ανεξήγητο) μιά στροφή τής διανοητικής παραγωγής πρός τό εσωτερικό τής χώρας, πρός τήν άνίχνευση των χαρακτηριστικών τής ελληνικής πρα γματικότητας, πρός τή διερεύνηση τών φυλε τικών καταβολών, πρός τήν εξακρίβωση, τέλος, τοΰ σύγχρονου προσώπου τής νεοελ ληνικής κοινωνίας. Τό πρόσωπο αυτό, μέχρι τά μέσα περίπου τοΰ 19ου αιώνα, ήταν εξαιρετικά δυσδιάκριτο, ενώ τήν ίδια εποχή στίς ευρωπαϊκές χώρες οί αντίστοιχες ανα ζητήσεις είχαν μιά πολυετή πορεία. Ά λλά καί ό Παπαρρηγόπουλος καί ό Καρολίδης, έχοντας σάν στόχο τους τήν κατάδειξη τής φυλετικής συνέχειάς μας καί τήν ιστορικά αρραγή εθνική εξέλιξη, άπέφυγαν νά αντιμε τωπίσουν κριτικά τήν πραγματικότητα τής εποχής καί προτίμησαν τήν καταφυγή σέ έναν ίδεοκρατικό ίστορικισμό. Τό ιστορικό μυθιστόρημα, πού άποτελεΐ μέχρι τή λήξη τοΰ περασμένου αιώνα τό κύριο είδος πεζο γραφήματος, άναφερόταν σέ μιάν Ε λλάδα έξιδανικευμένη, χρησιμοποιοΰσε μορφές ήρωικές πού συνόψιζαν στό πρόσωπό τους δλες τίς «αρετές» τής φυλής, έκτυλισσόταν
είτε στά κλασικά είτε στά βυζαντινά χρόνια καί, φυσικά, δέν πρόσφερε καμιά νύξη γιά δ,τι συντελεϊτο στό παρόν. (Ό αναγνώστης θά μπορούσε νά έχει σαφέστερη έποπτεία δλων αύτών, αν άνέτρεχε στή σειρά τών 100 ώφελίμων βιβλίω ν τοΰ Συλλόγου πρός Διάδοσιν ’Ωφελίμων Βιβλίων, μιά σειρά πού εξακολουθούσε στίς αρχές τοΰ 1900 νά άναπαράγει τίς ίδιες ιδεολογικές κατευθύνσεις). Έ τσι, έκτος από ελάχιστες περιπτώσεις πού ξέφευγαν από τόν κανόνα (ή κυριότερη καί σημαντικότερη περίπτωση ήταν αύτή τοΰ Παύλου Καλλιγά, 1814-1896, μέτό μυθιστό ρημά του Θάνος Βλέκας), ή έλληνική πεζο γραφία ως τήν τελευταία εικοσαετία τοΰ 1800 δέν είχε τίποτε άλλο νά προσφέρει στό αναγνωστικό κοινό της άπό κείμενα «φαντα σίας», γιά τούτο άλλωστε καί τήν ίδια εποχή παρατηρούμε μιά ολοκληρωτική σχεδόν κυ ριαρχία τής ποίησης. "Ομως μέ τήν προσπά θεια ανοίγματος πρός τή Δύση παύει νά ικανοποιεί ή φαινομενική αύτάρκεια πού πρόσφερε τό ιστορικό μυθιστόρημα. Ά π ό μιά πλειάδα νέων πεζογράφων έπιχειρεΐται μιά καταγραφή τών ήθών καί συνθηκών τής ελληνικής υπαίθρου. Δέν είναι τυχαία ή προκήρυξη διαγωνισμού διηγήματος άπό τό περιοδικό Εστία στά 1883· σέ ένα άρθρο του στό περιοδικό αυτό ό Ν. Πολίτης άποφαίνεται δτι τό διήγημα «δύναται νά άσκήση μεγάλην ήθικήν έπίδρασιν, ύποθέσεις εθνι κός πραγματευόμενον, επί τοΰ έθνικοΰ χαρακτήρος καί τής διαπλάσεως έν γένει τών ήθών», μέ τήν πρόσκλησή του δέ αύτή ενι σχύει τήν ήδη διαφαινόμενη τάση τών πεζο γράφων νά άνιχνεύσουν τό πρόσωπο τής σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Μιά τέτοια αναζήτηση τών φυλετικών καταβολών, τών θεσμικών πλαισίων καί τών δεσμών ανάμεσα στήν παράδοση καί τήν πραγματικότητα δέν μπορεί, παρά νά στραφεί στίς αγροτικές καί συλλεκτικές κοινότητες, στίς κοινότητες πού άποτελοΰν τό κυριότερο σώμα τοΰ νεοελλη39
Παύλος Καλλιγάς
νικοϋ έθνους. Τό ήθογραφικό διήγημα στην Ελλάδα, αντίθετα άπ’ δ,τι συνέβαινε στις ευρωπαϊκές χώρες, διάλεξε σχεδόν άποκλειστικά σάν σκηνικό τά χωριά ή τίς κωμοπόλεις, καί τοϋτο επίσης δεν ήταν τυχαίο: Οί ελάχιστες μεγάλες πόλεις δεν είχαν φθάσει ακόμη στό σημείο νά δημιουργήσουν δική τους ζωή (καί μάλλον δεν τό κατόρθωσαν ποτέ), πράγμα πού έσήμαινε δτι λίγο ως πολύ οί κάτοικοι τών πόλεων μετέφεραν απλώς τά ήθη καί τούς θεσμούς τών ιδιαιτέ ρων πατρίδων τους, ύποκαθιστώντας έναν άλλωστε άνύπαρκτο αστικό τρόπο ζωής μέ τόν «κοινοβιακό» τρόπο τών αγροτικών ή συλλεκτικών κοινοτήτων της ύπαίθρου. Τό διήγημα, άπό τήν άλλη πλευρά, εκλέγεται ώς είδος γραφής άπό τούς πεζογράφους στό βαθμό πού θέλουν νά άπεικονίσουν ρεαλι 40
στικά σκηνές άπό τή ζωή τών απλοϊκών καί γνήσιων (ή αναζήτηση τής απλοϊκότητας καί γνησιότητας είναι ταυτόχρονη μέ μιά και νούρια στροφή πρός τό λαϊκισμό) κατοίκων τής έπαρχίας. Ό Ά λεξ. Παπαδιαμάντης (1851-1911), ό Γ. Βιζυηνός (1849-1896), ό I. Κονδυλάκης (1861-1920), ό Γρ. Ξενόπουλος (1867-1951) καί ό Ά ν . Καρκαβίτσας (1886-1922) στρέ φονται πρός τήν ήθογραφία, μέ διαφορές, εντούτοις, μεταξύ τους. 'Ο Παπαδιαμάντης παραμένει προσκολλημένος στή βυζαντινή παράδοση, τήν προέκταση τής όποιας βλέπει βαθιά ριζωμένη στά καθημερινά ήθη τών νησιωτών τής γενέτειράς του Σκιάθου · είναι πεισματικά άντίθετος στήν έλευση τών δυτι κών προτύπων ζωής καί στόν έπαπειλούμενο αστικό μετασχηματισμό τής έλλαδικής κοι νωνίας, διότι πιστεύει δτι έτσι θά χαθεί ή ούσία καί τό τυπικό μιας έλληνικότητας πού έχει μιάν αδιάσπαστη ένότητα άπό τήν κλα σική εποχή μέχρι σήμερα, μιας έλληνικότη τας πού είναι άκόμη περισσότερο παρούσα καθώς έχει ένδυναμωθεΐ μέ τό βάπτισμά της στή χριστιανική ορθοδοξία. Οί μορφές τού Παπαδιαμάντη μεταφέρουν δλο τό ήθικό δράμα πού συγκλόνιζε τόν ίδιο τό συγγρα φέα. ’Ίσως κατά βάθος οί ήθογραφικές άναπολήσεις του νά τοϋ χρησίμευαν ώς μέσα καταφυγής σ’ έναν κόσμο δπου τό καλό συνυπήρχε μέ τό κακό, δπου ή αγιοσύνη είναι συγγενική μέ τό έγκλημα, δπου ή θεϊκή κατάρα ενσαρκώνεται σέ γήινα μέτρα. Στό διήγημά του Χρηστός Μ ηλιόνης (1885), δπου καί σημειώνεται ή μεταστροφή τοϋ Παπαδιαμάντη άπό τό μυθιστόρημα στό σύντομο αφήγημα, ό συγγραφέας μιλά ακρι βώς γι’ αυτό τό ήθικό δράμα τής εποχής του, πού ταυτόχρονα ήταν καί δικό του σωματικό δράμα. ’Αλλά τό ψυχογραφικό αφήγημα είναι τό είδος έκεΐνο μέ τό όποιο ασχολήθηκε κατεξοχήν ό Γ. Βιζυηνός. Έ χοντας σπουδάσει ψυχολογία κατά τήν παραμονή του στή Γερ μανία, ό Βιζυηνός αντιλαμβάνεται τήν ουσι ώδη σημασία τών ονείρων, τών παραισθήσε ων καί τών παιδικών αναμνήσεων ώς ύλικών γραφής. Έ τσι στά ελάχιστα διηγήματα πού έγραψε εισδύει δσο κανείς άλλος έλληνας πεζογράφος τής εποχής του στόν εσωτερικό κόσμο τών πραγματικών ή φανταστικών προσώπων του, άναλύει τά αίτια τής διανοη τικής ανισορροπίας καί άνιχνεύει τά ψυχικά κίνητρα πού ύποκρύπτονται πίσω άπό κάθε ενέργεια καί πού ώστόσο κατευθύνουν σέ
Γεώργιος Βιζυηνός
μεγάλο ποσοστό τήν ανθρώπινη δράση. Λυ ρικός όπως καί ό Παπαδιαμάντης, φορτίζει ακόμη περισσότερο συγκινησιακά τήν άτμόσφαιρα των άφηγημάτων του, χωρίς όμως νά οδηγεί τό μύθο ως τήν κάθαρση. ’Αντίθετα μέ τό Βιζυηνό, οί ήθογραφίες τοΰ ’Ιωάννη Κονδυλάκη μένουν πιστές στή χαρτογράφη ση των ιδιομορφιών της γενέτειράς του Κρή της. ’Ά ν ό Βιζυηνός είναι πιό επιρρεπής στό κλίμα του εύρωπάίκοΰ ρομαντισμού (μολο νότι τά διηγήματά του έχουν σάν κεντρικά στοιχεία μύθους, θρύλους καί παραδόσεις τής ύπαίθρου), ό Κονδυλάκης είναι πολύ περισσότερο καταφατικός αντίκρυ σέ έναν τρόπο ζωής πρωτόγονα ήρωικό, πού φέρει όλα τά χαρακτηριστικά των κλειστά όργανωμένων κοινωνιών τοΰ νησιού του. Ή κατάφαση αύτή μπορεί νά έρμηνευθεϊ άν
συλλογισθοΰμε τή διαρκή επιδίωξη τών πεζογράφων αυτής τής εποχής νά συνοψίσουν από διάφορες μεριές τό άγνωστο καί κομμα τιασμένο πρόσωπο τής νεότερης Ελλάδας. "Αλλωστε καί αύτή ή επιδίωξη θά πρέπει νά έξετασθεΐ παράλληλα μέ τήν αναβίωση τών εθνικιστικών τάσεων, ιδιαίτερα στίς περί τή Μεσόγειο χώρες. "Ομως τό πρόβλημα τοΰ αστικού μετασχη ματισμού επανέρχεται καί πάλι ■ ή δέ περί πτωση τοΰ Γρ. Ξενόπουλου μάλλον πρέπει νά ιδωθεί κάποτε καί άπό αύτή τήν πλευρά. Ό Ξενόπουλος, όταν αρχίζει τή σταδιοδρο μία του ώς πεζογράφος, επιμένει στήν περι γραφή τών επαρχιακών ήθών τής Ζακύνθου, δίνοντας μεγάλη έμφαση στή σύγκρουση μεταξύ τοΰ παλιού καί τού νέου, μεταξύ τών γενεών. Ό αναγνώστης εντούτοις δέν μπορεί νά λησμόνα ότι τά Επτάνησα άκολούθησαν ένα διαφορετικό δρόμο κοινωνικής διαμόρ φωσης, λόγω τής πολύχρονης κυριαρχίας τους άπό τούς Γάλλους καί τούς Ά γγλου ς καί λόγω τής πρώιμης ανάπτυξης (συγκριτι κά μέ τήν υπόλοιπη Ελλάδα) μιας εντόπιας άστικής τάξης, βασικά έμπορευματικής. Ή διάκριση τών κοινωνικών ορίων είναι λοι πόν περισσότερο εμφανής εδώ, οί κοινωνι κές ομάδες έχουν πολύ περισσότερο καθορι σμένους ιστορικά ρόλους, καί δέν θά ήταν τολμηρό τό νά υποθέσουμε ότι άν δέν γινό ταν ή ένωση μέ τήν Ε λλάδα τά νησιά τοΰ Ίονίου θά είχαν ρυθμούς οικονομικής καί πολιτιστικής ανάπτυξης συγγενικούς μέ τής Δύσης. Αυτό συμπεραίνεται τόσο άπό τό έργο τού Λασκαράτου (γιά νά μήν πάμε ώς τό Σολωμό) όσο καί άπό αυτό τοΰ Ξενόπου λου. Οί νεαροί ήρωες τού τελευταίου άμφισβητοΰν τίς παραδοσιακές άξιες τών προγό νων τους, μέσα άπό τήν πίεση τών ερωτικών σχέσεων πηγάζει ή άνάγκη άπώθησης τών στεγανών τής πατριαρχικής οικογένειας, τε λικά βέβαια υποτάσσονται σέ μιά μοίρα πού δέν τή διάλεξαν άλλά πού δέν είχαν τόσες δυνάμεις ώστε νά μετατρέψουν τίς άποφάσεις της. Οί νέοι τών πεζογραφημάτων τού Ξενόπουλου συνήθως πεθαίνουν, άλλά τό σημαντικό είναι πώς τόλμησαν νά άγωνισθοΰν, σάν προάγγελοι μιας πολύ κατοπινής καί ριζοσπαστικότερης νεανικής άνταρσίας, άπέναντι σ’ έναν κόσμο πού βασίζει τήν εξουσία του στήν προάσπιση τών εμπορικών καί οικονομικών συμφερόντων του. Οί μι κροαστοί, οί έμποροι, οί έλέω τής ξένης κηδεμονίας εύγενείς καί οί δημόσιοι ύπάλληλοι τής Ζακύνθου συνθέτουν τόν κόσμο 41
των ηθογραφιών τοΰ Ξενόπουλου, δταν δέ ό συγγραφέας μεταφέρει τό σκηνικό της πεζο γραφίας του στήν ’Α θήνα, διευρύνει τό κοι νωνικό φάσμα των ηρώων του καί περιλαμ βάνει σ’ αύτούς πρόσωπα πού ανήκουν στήν ανθρωπογεωγραφία μιας μεγάλης πόλης, δπως άρχίζει νά γίνεται ή ’Α θήνα στίς πρώ τες δεκαετίες τοΰ εικοστού αιώνα. “Αλλωστε καί στήν περίπτωση τού Ξενόπουλου τά δρια μεταξύ ήθογραφίας καί κοινωνικού μυθι στορήματος δέν είναι τόσο σαφή, δπως καί σέ άλλους σύγχρονούς του πεζογράφους (Θεοτόκης, Χατζόπουλος, Παρορίτης). Ό Ά νδ ρέας Καρκαβίτσας είναι ίσως έκεΐνος πού περισσότερο άπό τούς τέσσερις προηγούμενους πεζογράφους βρίσκεται Ιγγύτερα στά βιώματα τών άνθρώπινων μορ φών του. ’Ελαττώνει, άν μπορεί νά ειπωθεί αυτό, τήν άπόσταση μεταξύ τού συγγραφέα καί τής ύλης του, προσφέρει τήν έντύπωση δτι συμμετέχει στή δράση, καί τούτο κυρίως έπειδή χρησιμοποιεί άριστα τόν τρόπο άφήγησης σέ πρώτο πρόσωπο. “Α ν ό Παπαδιαμάντης είναι έλεγειακός καί υμνεί μέ θρη σκευτική κατάνυξη τή θεία καταγωγή τής φύσης καί τών άνθρώπων, ό Καρκαβίτσας είναι περισσότερο επικός. Ή ζωή τής υπαί θρου δέν μεταφέρεται στά κείμενά του σάν άποτέλεσμα μιας ιδεώδους σχέσης μεταξύ ανθρώπου καί περιβάλλοντος, ούτε καί θεω ρείται σάν τρόπος ζωής πού βρίσκεται πλησιέστερα στίς ουσιαστικές άνθρώπινες άνάγκες. ’Αντίθετα, είναι ένας τρόπος ζωής πού δέν μπορεί νά έχει συνέχεια, επειδή άκριβώς οί αγροτικές καί συλλεκτικές κοινότητες τής ύπαίθρου, ριγμένες μέσα στήν άμάθεια καί τόν εθιμικό πρωτογονισμό τους, είναι κατα δικασμένες νά έξαφανισθούν δταν έλθουν σέ επαφή μέ τό σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, μέ τήν ιστορικά αναγκαία μετατροπή τής οικο νομίας σέ βιομηχανική, φαινόμενα πού ήδη είχαν αρχίσει νά δρούν στή ζωή τών αστικών κέντρων τής Ελλάδας. Ή άπώθηση αύτή τοΰ Καρκαβίτσα πρός καθετί πού ωραιοποιεί έναν κόσμο βυθισμένο στήν υπανάπτυξη — μολονότι άπό μιάν άλλη άποψη γνήσιο — ορίζει σέ σημαντικό βαθμό τή θέση του ώς τοΰ κατεξοχήν ρεαλιστή ήθογράφου. Ή ελληνική ήθογραφία, δπως μπορεί νά θεωρηθεί ίσως άπό τή σύντομη εξέταση τού έργου τών προηγούμενων πεζογράφων, καλ λιεργήθηκε καί κυριάρχησε ώς λογοτεχνικό είδος κατά τίς τελευταίες δεκαετίες τοΰ 19ου αιώνα καί τίς πρώτες τού 20οΰ, λόγω άναγκαιοτήτων αύτογνωσίας καί ψηλάφισης τοΰ 42
Άνδρέας Καρκαβίτσας
εθνικού προσώπου. Οί αναζητήσεις αύτές γίνονται άκόμη περισσότερο επιτακτικές μετά τή στρατιωτική ήττα τού 1897, δταν πλέον καταρρέει ξαφνικά τό δραμα τής Με γάλης ’Ιδέας, δραμα πού υπήρχε εν δυνάμει στίς επιθυμίες τών Ελλήνω ν αλλά καί πού είχε καλλιεργηθεί καί ενδυναμωθεί άπό τά ομιχλώδη συνθήματα τών πολιτικών κομμά των. Οί επιπτώσεις τής ήττας τού 1897, ώστόσο, βαραίνουν τίς συνειδήσεις τών δια νοουμένων μακροχρόνια καί θά λάβουν άκόμη τραγικότερες διαστάσεις μετά τή μι κρασιατική καταστροφή τοΰ 1922. Στά πρώτα χρόνια τού εικοστού αιώνα τά διάφορα προβλήματα πού άπασχολούσαν άπό καιρό τήν Ε λλά δα συσσωρεύονται καί έπιζητοΰν άμεσες λύσεις. Ή χώρα έχει κηρυ χθεί σέ πτώχευση καί οί Μεγάλες Δυνάμεις
απαιτούν εξόφληση των χρεών, τό έργατικό κίνημα ξεπερνά τή βρεφική του ήλικία (αναρχικοί πυρήνες ιδίως στην Π ελοπόννη σο) καί άναπτΰσσεται μέ πιό σαφείς διεκδι κήσεις απέναντι στήν πολιτεία. Καθώς βέ βαια είναι αυτονόητο, ό βαθμός συνειδητότητας τοΰ εργατικού κινήματος είναι πολύ μικρός, οί διασπάσεις που μηχανεύεται ή εργοδοσία συντελοϋνται μάλλον εύκολα, καί κατά ένα περίεργο τρόπο (όχι όμως άνεξήγητο, αν θεωρήσουμε τήν κοινωνική διαστρω μάτωση τής 'Ελλάδας ώς ασαφή) εκείνοι πού κινούνται περισσότερο δραστήρια είναι οί βιοτέχνες καί οί άγρότες (Κιλελέρ, 1910) καί όχι οί καθαυτό βιομηχανικοί έργάτες. Ή κρίση τής χώρας εμφανίζεται σέ κάθε τομέα τής δημόσιας ζωής καί ή νεόκοπη «αστική τάξη» απαιτεί αλλαγές τόσο στή δομή τής οικονομίας όσο καί στούς προσανατολι σμούς των πολιτικών κομμάτων. Ή άνοδος τοΰ Έ λ. Βενιζέλου στήν πολιτική εξουσία, μετά τό Γουδί (1909), κατασιγάζει πρόσκαι ρα τίς έριδες καί τούς άνταγωνισμούς, στήν ουσία όμως αύτή ή προέκταση τοΰ τρικουπικοΰ φιλελευθερισμού όχι μόνο δέν μπορεί νά επιχειρήσει ριζικές λύσεις στά υπάρχοντα προβλήματα άλλά μέ τό μανδύα μιάς κάποι ας δημοκρατικότητας έξακολουθεΐ νά ανα παράγει τό πνεύμα τοΰ κοτζαμπασισμοΰ καί τής μικροπολιτικής. Ή μόνη διέξοδος στά εσωτερικά προβλήματα δέν μπορεί νά είναι άλλη άπό τήν έντεχνα άναζητούμενη λύση τοΰ «ζωτικού χώρου», τής άπελευθέρωσης τών δούλων αδελφών καί τής αντεκδίκησης γιά τήν ήττα τοΰ 1897, πού εξακολουθούσε νά βαραίνει τίς συνειδήσεις τών έλλήνων διανοουμένων. Στόν πολιτιστικό χώρο έχουν ήδη προηγηθεΐ οί διαμάχες τών οπαδών τής καθαρεύ ουσας καί αυτών τής δημοτικής, τά «Ό ρεστειακά». Ή έλευση τοΰ Ψυχάρη στήν Ε λ λάδα άνακινεΐ τό γλωσσικό ζήτημα, διχάζει τούς επιστήμονες καί τούς λογοτέχνες, κατά βάση όμως τό γλωσσικό είναι ένα απομονω μένο πεδίο αντίρροπων γνωμών, αφού τόσο οί τής καθαρεύουσας όσο καί οί τής δημοτι κής μάχονται γιά μιάν ουτοπία (άρχαιολάτρες οί μέν, λαϊκιστές οί δέ, λησμονούν ότι ή γλώσσα ώς ζωντανό σώμα δέν κατασκευάζε ται άλλά διαμορφώνεται). Πολλά άπό τά μέχρι τώρα έκδιδόμενα λογοτεχνικά έργα γράφονταν στήν καθαρεύουσα, μολονότι άναφέρονταν στή ζωή τών κατοίκων τής υπαίθρου. ’Εφεξής, ή δημοτική κατακτά ολοένα καί περισσότερο τούς λογοτέχνες,
Γιάννης Ψυχάρης
ενώ ή καθαρεύουσα παραμένει (μνημείο αν τίφασης καί χαρακτηριστικό τής κρατούσας ιδεολογίας) τό επίσημο γλωσσικό όργανο τής πολιτείας καί τής παιδείας. Μέ άλυτα αυτά τά βασικά προβλήματα ό Βενιζέλος έπιχειρεί νά φέρει σέ συνάντηση τήν ελληνική πραγματικότητα μέ τήν ευρω παϊκή. Ή δυτική σκέψη είσάγεται στήν Ε λ λάδα σάν εξωτικός καρπός, καί όπως μερι κοί φιλελεύθεροι πολιτικοί βαυκαλίζονται μέ τήν ώς διά μαγείας αλλαγή τών έντόπιων θεσμών καί τόν έξευγενισμό τους, έτσι καί πολλοί διανοούμενοι πιστεύουν ότι ακολου θώντας μιμητικά τό ύφος, τήν τεχνοτροπία ή καί τίς απόψεις τών εύρωπαίων συγγραφέων μπορούν αυτόματα νά μεταποιηθούν σέ κα τοίκους τής 'Εσπερίας. Άνακόπτεται πάν τως ή τάση νά γράφονται σωρηδόν ήθογραφίες καί μολονότι συμπορεύονται μέ τούς 43
εκπροσώπους τής προηγούμενης γενιάς οί άξιολογότεροι από τούς νέους πεζογράφους προσπαθούν νά μεταφέρουν (αφού γηγενής ανάπτυξη είναι αδύνατη) ορισμένα εύρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα ή τάσεις πού στις άντίστοιχες χώρες βγαίνουν βέβαια άπό συγ κεκριμένες ιδεολογικές άναζητήσεις. Ό Κων. Θεοτόκης (1872-1923) καί ό Κων. Χατζόπουλος (1868-1920), εύρωπαιοτραφεΐς καί οί δύο, γίνονται φορείς αυτών τών καινούριων μηνυμάτων τής τέχνης. Ό Θεοτόκης, δπως καί ό Χατζόπουλος, ξεκίνησε άπό τό λογοτεχνικό είδος τής η θο γραφίας. Έ χοντας δεχθεί άπό τη νεανική ηλικία του την επίδραση τών αισθητικών καί ποιητικών άπόψεων τού Νίτσε, προικοδο τούσε τά πρόσωπα τών έργων του μέ σχεδόν ύπεράνθρωπες δυνάμεις, μέ μιά ηρωική αυ ταπάρνηση, μέ εκρήξεις άπόλυτης βιαιότη τας ή μέ μιάν άπέραντη άθωότητα. Πεδίο άνταγωνισμοΰ τών δυνάμεων τού καλού καί τού κακού, οί μορφές τού Θεοτόκη καθι στούσαν μέ τή δράση τους όλοένα καί πιό έντονη δραματικά τήν άφήγηση, έως δτου ό θάνατός τους ενεργήσει καθαρτήρια καί δώ σει λύση. Τίς νιτσεϊκές αύτές καταβολές ό Θεοτόκης δέν τίς άπώθησε άκόμη καί δταν δέχθηκε τό πολιτικό ιδεώδες τού σοσιαλι σμού, άν καί οί σοσιαλιστικές ιδέες του δέν άπομακρύνθηκαν άπό τά δρια ενός συνε πούς ούμανισμοΰ. Στά κείμενά του στηλιτεύ εται ή λατρεία τού χρήματος, ή κοινωνική άδικία, ή εκμετάλλευση τού φτωχού άπό τόν πλούσιο, τού άδύνατου άπό τόν ισχυρό. "Οπως ό Καρκαβίτσας, έτσι καί ό Θεοτόκης προσπαθεί νά καταδείξει τήν άθλιότητα τών συνθηκών διαβίωσης καί τήν πνευματική καθυστέρηση τών άγροτικών κοινωνιών, πού ζούν μέσα σέ προκαταλήψεις καί πού εξακολουθούν νά ύποτάσσονται σέ πρωτό γονους θεσμούς. Ό Χατζόπουλος είναι αύτός πού εισάγει τό συμβολικό μυθιστόρημα στήν Ε λλάδα. Στηλιτεύει κι αύτός τήν κοινωνική άδικία, τή μιζέρια καί τή χτηνωδία, πού είναι προϊόντα τής άμάθειας τού λαού, δπως ή άμάθεια καλλιεργείται καί ύποθάλπεται άπό τήν οι κονομική καί τήν πολιτική εξουσία. Οί θ ε σμοί είναι διαβρωμένοι, παντού κυριαρχεί τό οικονομικό συμφέρον καί συχνά οί άν θρωποι, άρπαγμένοι άπό τό φευγαλέο όρα μα τής κοινωνικής άνόδου ( Ό Π ύργος τοϋ Ά κροποτάμου), συνθλίβονται καί κατερειπώνονται. ’Αντίθετα άπό τό Θεοτόκη, ό Χατζόπουλος δέν επιμένει ιδιαίτερα σέ λε 44
πτομερειακές περιγραφές, δέν φορτίζει τή θετική ή τήν άρνητική δράση τών ήρώων του, είναι περισσότερο συνθετικός καί ό ρεαλισμός τής γραφής του, ξεφεύγοντας άπό τήν πιστή άπεικόνιση τού περιβάλλοντος καί τών άντικειμένων, χρησιμοποιεί τό στοιχείο τής υποβολής. Τά στοιχεία πού διακρίνονται στό Φϋινόπωρο, μυθιστόρημα σημαντικό δχι μόνο γιά τήν έποχή του άλλά καί γιά τούς μεταγενέστερους πεζογράφους, άντανακλούν καί τήν προσχώρηση τού συγγραφέα στήν τεχνοτροπία τού συμβολισμού: Τά αν τικείμενα καί οί άνθρώπινες μορφές δέν έχουν τόσο σαφή περιγράμματα, οί υπαινι γμοί είναι συχνοί, οί διάλογοι σύντομοι καί ή πλοκή συχνά στατική. ’Α ξίζει δμως νά ση μειωθεί εδώ τό γεγονός δτι καί ό Θεοτόκης καί ό Χατζόπουλος, εκτός άπό τίς πολιτικές επιδράσεις πού δέχτηκαν άπό τήν πρόοδο τών σοσιαλιστικών θεωριών στήν Ευρώπη, δέχτηκαν παράλληλα καί επιδράσεις ύφους καί συντακτικής δομής τών κειμένων τους άπό τή γερμανική λογοτεχνία (Θεοτόκης) καί άπό τή σκανδιναβική (Χατζόπουλος). Έ τσι ό Χατζόπουλος είναι έκεΐνος πού μεταφράζει πρώτος Στρίντμπεργκ καί Γκεγιερστάμ, δυό συγγραφείς πού είναι ιδιαίτε ρα δημοφιλείς στό άναγνωστικό κοινό στίς δεκαετίες τού 1920 καί τού 1930. Οί επιδρά σεις τών ευρωπαϊκών φολοσοφικών καί λο γοτεχνικών ρευμάτων ήταν πάντοτε καθορι στικές γιά τή διαμόρφωση μεμονωμένων συγγραφέων στήν Ελλάδα, καί αύτό εξηγεί ται τόσο λόγω τής καθολικής έτερονομίας τών πολιτιστικών πραγμάτων μας δσο καί λόγω τής άνυπαρξίας υποδομών στό χώρο τής παιδείας, υποδομών πού θά μπορούσαν μέ άλλες συνθήκες νά παράγουν γηγενείς πνευματικές άξιες. Τό πρόβλημα πού παρου σιάζεται εδώ είναι πρόβλημα πού εξακολού θησε καί έξακολουθεΐ νά υπάρχει: Κάθε πολιτική άναζήτηση, κάθε διεκδίκηση, κάθε προσπάθεια άνανέωσης, ελάχιστα μπορούμε νά πούμε δτι έβγαινε μέσα άπό συνείδηση τών ελληνικών άναγκών · άντίθετα, τό συνηθέστερο ήταν καί είναι νά μεταφυτεύονται βεβιασμένα τά άλλοδαπά πρότυπα, τά όποια, δπως είναι φυσικό, ποτέ δέν μπόρε σαν έτσι νά καρποφορήσουν. ’Α πό τά δρια τού συλλογισμού αύτοΰ δέν εξαιρείται βέβαια καί ή περίπτωση τού Νί κου Καζαντζάκη (1883-1957), μολονότι τά μυθιστορήματά του δημοσιεύτηκαν μεταπο λεμικά. Οί θεωρητικές άπόψεις του ( ’Α σκη τική) καί οί αισθητικές θέσεις του πηγάζουν
αποκλειστικά από τίς διάφορες άντίστοιχες τάσεις πού κυριαρχούσαν στην Ευρώπη κατά τίς τρεις πρώτες δεκαετίες τού 20οΰ αιώνα. Ό συγγραφέας ταξίδεψε σέ κάθε χώρα δπου έγκυμονοΰνταν άλλαγές, στρα τεύτηκε στά μηνύματα της ’Οκτωβριανής ’Επανάστασης, δέχτηκε τήν επίδραση τής σκέψης τού Νίτσε, προσπάθησε νά μεταποι ήσει σέ λογοτεχνική ύλη τίς αιρετικές γιά τήν εποχή τους σκέψεις τού Μπερξόν, περιπλανήθηκε γιά χρόνια άνάμεσα στόν ύλισμό καί τήν άνατολική θεογνωσία, άνάμεσα στή διο νυσιακή άπόλαυση καί τόν παθητικό μυστικισμό. Ό άνθρωπος τού Καζαντζάκη είναι ένας σύγχρονος Ό δυσσέας πού μεταφέρει τό βίωμα μιάς κουρασμένης άπό τά φιλοσοφικά συστήματα Ευρώπης, πού δέν άνέχεται νά καθορίζεται άπό δυνάμεις μή άνθρώπινες, πού εκθρονίζει τούς θεούς γιά νά τοποθετη θεί ό ίδιος στή θέση τους. Προσανατολίζεται έτσι σέ μιά πίστη, μέ τήν όποια θέλει νά άντικαταστήσει τήν άβεβαιότητά του (άφοΰ οί θεοί είναι πλέον νεκροί καί ό δυτικός πολιτισμός σέ παρακμή), άλλά τήν άβεβαιό τητά του αύτή δέν κατορθώνει νά τήν άπωθήσει. Σέ κανέναν άλλο συγγραφέα, άπ’ δσο γνωρίζω, οί διαψεύσεις δέν έγγράφονταν τόσο έντονα στό ίδιο τό σώμα του, δσο στόν Καζαντζάκη. Μή μπορώντας νά ξεφύγει άπό τή μανιχαϊστική άντίληψη τού καλού καί τού κακού, αισθάνεται διαρκώς άδικαίωτος, α ν τιμάχεται μιά μοίρα πού θέλει νά ταπεινώσει τό σώμα καί νά τό υποτάξει, γιά τούτο καί στρέφει τό πάρθιο βέλος έναντίον τού ίδιου τού έαυτού του: Ό διανοούμενος είναι άρκετά φοβισμένος καί μικρόψυχος γιά νά κατα λάβει τή ζωή, γι’ αύτό καί υποτάσσεται εύκολα. ’Ά ν πρέπει νά διαλέξουμε άνάμεσα στόν άνθρωπο τής σκέψης καί σ’ αύτόν τής δράσης, τότε πρέπει χωρίς δισταγμό νά δια λέξουμε τό δεύτερο ( Ό βίος καί ή πολιτεία τον ’Α λέξη Ζορμπά). Τό δέ περίεργο είναι δτι παρόλη τή μαθητεία τού Καζαντζάκη στήν ’Επανάσταση τού Ί 7 (άντί γιά μαθη τεία θά προτιμούσα περιήγηση) πουθενά μέσα στό έργο του δέν υπάρχει ή παραμικρή μνεία θεμάτων πού νά προβάλλουν τίς σοσι αλιστικές καταβολές του. ’Αντίθετα ύπάρχει μιά συνεχής κατάφαση στόν άνθρώπινο ήρωισμό, έναν ήρωισμό πού είναι πέρα άπό τό καλό καί τό κακό. Ό ελληνικός μεσοπόλεμος είναι μιά περί οδος δπου επικρατεί τεράστια σύγχυση σέ κάθε τομέα τής δημόσιας ζωής. Οί πολιτικές άνακατατάξεις, οί άλλεπάλληλες κυβερνητι-
Κ. θεοτόχης
κές άλλαγές, οί άνταρσίες καί τά πραξικοπή ματα, οί επιβουλές τών ξένων δυνάμεων, έπιτείνουν μιά χαώδη κατάσταση δίπλα σέ μιά έξίσου ταραγμένη Ευρώπη. 'Ο φιλελευ θερισμός έρχεται σέ σύγκρουση μέ τά συμφέ ροντα δσων περιβάλλουν τήν Αύλή, ό Βενιζέλος άποχωρεΐ πρόσκαιρα καί μετά οριστι κά άπό τό πολιτικό προσκήνιο. Έ χει βέβαια προηγηθεϊ ή περίοδος τής άβασίλευτης Δη μοκρατίας, ή ψήφιση τού Συντάγματος τού 1911, ή καθιέρωση διά νόμου τής Στοιχειώ δους ’Εκπαίδευσης ώς ύποχρεωτικής. 'Η εκ παιδευτική μεταρρύθμιση δμως πού οραμα τίζονται οί γύρω άπό τόν ’Εκπαιδευτικό "Ομιλο (Γληνός, Τριανταφυλλίδης, Δελμοΰζος) άνάγεται σέ ούτοπία άν συλλογιστούμε τή γενική άστάθεια πού παρατηρείται π α ν τού. Ό Α ' Παγκόσμιος Πόλεμος είναι ή άφορμή γιά νά γίνει φανερός ό ιδεολογικός 45
διχασμός της έλληνικής πολιτικής ηγεσίας, ή αναθέρμανση τής Μ εγάλης ’Ιδέας, μετά από ■ψευδαισθήσεις απελευθερωτικών αγώνων, καταλήγει στήν τραγω δία τής μικρασιατικής καταστροφής, οί ριζοσπαστικές ιδέες καί τά επαναστατικά προστάγματα κατακτούν όλοένα καί περισσότερο τούς νέους, πού βλέ πουν τά σημάδια τής σήψης νά άπλώ νονται σέ κ άθε εκδήλωση τής δημόσιας ζωής. Αύτοί πού κατά ένα περίεργο τρόπο άνταποκρίνονται στά κελεύσματα των καιρών, αύτοί πού μεταφέρουν στό έργο τους τό σφυγμό τής έποχής, δέν είναι οί ποιητές αλλά οί πεζογράφ οι. Ή ήττα τού 1922 δέν είναι μόνο ήττα στρατιωτική, είναι περισσό τερο ήθική. Καταρρέει τελειωτικά πλέον τό όραμα τής Μ εγάλης ’Ιδέας, ό λαός αντιλαμ βάνεται τό άδιέξοδο μέσα στό ό π οιο έχει έμπλακεϊ ή χώρα, καί οί νέοι διανοούμενοι, δσοι εμφανίζονται δημόσια γύρω στό 1930, κατέχονται απ ό ένα πλέγμα ενοχής πού προσ π αθούν νά τό άποβάλουν αμφισβητών τας, άλλοι δυναμικότερα άλλοι πιό έπιφανειακά, τούς θεσμούς καί τά πρόσω πα πού οδήγησαν στή διάψευση τών νεανικώ ν δρα μάτων τους. Θ ά πρέπει νά σημειωθεί εδώ δτι στή λεγάμενη γενιά τού ’30 έχουν συμπεριληφ θεϊ εκ τών υστέρων συγγραφείς πού ξεκί νησαν απ ό διαφορετικούς δρόμους, σ υγγρα φείς μέ ανόμοιες καταβολές καί μέ πολιτικές θέσεις πού έρχονταν σέ διάσταση μέ έκεΐνες τών ύπολοίπω ν. ’Ά ν λοιπόν θ έλουμε νά είμαστε άκριβεΐς, όφείλουμε νά σημειώσουμε δτι ή μάλλον βεβιασμένη ομαδοποίηση τών εκπροσώπων αυτής τής γενιάς δέν καλύπτει τίς καταφανείς ιδεολογικές διαφορές τους. Στίς φοιτητικές όμάδες αύτών τών νέων, οί όποιοι δέν έχουν δλοι πάρει μέρος στή μι κρασιατική εκστρατεία αλλά έχουν δεχτεί άμεσα ή έμμεσα τίς έπιπτώσεις της, συζητοϋνται δλα τά θέματα πού άπασχολοΰν τήν Ευρώπη. Κομματικές στρατεύσεις, ιδεολογι κοί άναπροσανατολισμοί, ανιχνεύσεις τών καινούριω ν τάσεων στό χώρο τής τέχνης καί τού κοινω νικού προβληματισμού. Τρία ή τέσσερα είναι βασικά τά περιοδικά πού συγκεντρώνουν τίς ροπές αύτών τών νέων: Ή ’Ιδέα (πού έξέφραζε τίς απόψ εις τών φιλελεύθερων αστών), Ο ί Ν έοι Π ρω τοπόροι (πού ήταν τό επίσημο δργανο τού Κ .Κ.Ε. σέ θέματα τέχνης, στοχασμού καί έπιστήμης), Τά Ν έα Γράμματα (πού δημοσιεύουν κείμε να μιάς συγκεκριμένης ομάδας νέω ν μέ εύρύτερο μάλλον φάσμα πολιτικών πεποιθήσεω ν άπ’ δ,τι τού περιοδικού ’Ιδέα ) καί ή Ν έα 46
"Ιων Δραγούμης
Έ πιϋεώρηση, δπου βρίσκουν στέγη οί δ ια νοούμενοι τής άριστεράς πού άρνούνται νά στρατευτούν στίς γραμμές τού Κ.Κ.Ε. (τό περιοδικό έξέδιδε ό Αίμ. Χ ουρμούζιος). Οί περισσότεροι α π ό τούς νέους πεζογράφ ους αύτής τής γενιάς προέρχονται από οικογένειες τής άνερχόμενης έλληνικής «αστικής» τάξης, άρκετοί έχουν ταξιδέψ ει στήν Εύρώπη καί έχουν έλθει σέ επαφή μέ τά έκεί πολιτιστικά πράγματα, μέ τά καινούρια κινήματα τής αισθητικής, τής ποίησης, τών εικαστικών τεχνών. Ή Εύρώπη εξακολουθεί νά ανα πνέει μέσα στό αντιπολεμικό κλίμα πού προέκυψ ε απ ό τίς μάχες τών χαρακω μά των, τά αντιπολεμικά μυθιστορήματα σημει ώ νουν εξαιρετική επιτυχία καί οί δημοφιλέ στεροι συγγραφείς είναι ό Ε.Μ. Ρεμάρκ, ό Ά ν ρ ί Μ παομπύς καί ό ’Αμερικανός Ντός
Πάσσος. Έ πιστρέφοντας στην Ε λλά δα οί νέοι αυτοί έχουν στίς άποσκευές τους τά βιώματα μιας ταραγμένης Εύρώπης, βιώμα τα που προσπαθούν νά τά παραλληλίσουν μέ τίς εντόπιες πολεμικές έμπειρίες. Ό έφιάλτης τοϋ πολέμου καί ή πικρία της ήττας εξακολουθούν νά τους καταδιώκουν. Θεω ρούν τίς πολιτικές ήγεσίες τής χώρας ανίκα νες νά θεραπεύσουν τήν άρρωστη έλληνική πραγματικότητα (λές καί πρόκειται γιά ανι κανότητα προσώπων καί δχι γιά ύπανάπτυξη τής κοινωνίας) καί πιστεύουν δτι μόνο στούς νέους υπάρχει άκόμη ένα άπόθεμα ελπίδας γιά ριζοσπαστικότερες άλλαγές. Τό δτι δμως δέν κατόρθωσαν αύτές άκριβώς τίς άλλαγές νά επιφέρουν, δείχνει καί τήν άτολμία τους νά θίξουν τά προβλήματα στήν ουσία, δπως επίσης δείχνει τήν άνεπάρκειά τους νά θέσουν σέ κίνηση κάποιες διαδικα σίες μεταβολής των κρατούντων θεσμών. ’Αδυναμία, άραγε, λόγω τής κοινωνικής προέλευσής τους; Ή άπάντηση αύτή θ ά ήταν αρκετά σχηματική, αν λάβουμε ύπόψη μας δτι καί οί νέοι δ ιανοούμενοι πού υπάκουσαν στίς στρατηγικές τοϋ Κ.Κ.Ε. δέν κατόρθω σαν νά δώσουν ένα περιεχόμενο στούς δο γματικούς τύπους των κομματικών αποφά σεων. Έ τσι οί μέν πρώτοι, δταν άναρριχήθηκαν στήν εξουσία, συμπορεύθηκαν μέ τήν πολιτική τής ύφαρπαγής καί τοϋ κοτζαμπασισμοϋ, άφομοιώθηκαν στήν κοινοβιακή συνείδηση καί πολύ γρήγορα μετέτρεψαν τίς εύρωπαϊκές αξίες πού είχαν δεχτεί σέ άξιες μιας στείρας ελληνολατρίας, ένώ οί δεύτεροι αναλώθηκαν σέ έναν εξίσου στείρο άκτιβισμό καί σάν μαθητευόμενοι μάγοι χρησιμο ποιούσαν τά θέσφατα τοϋ σοσιαλιστικού ρεαλισμού σέ κάθε τομέα τής κοινωνικής ζωής. Γιά μιά άκόμη φορά μπορούμε νά ίσχυρισθοΰμε πώς δέν άρκοΰν πάντοτε οί ιδέες γιά νά άλλάξει ή μορφή μιας κοινω νίας... Μέσα στόν άκρατο φιλονεϊσμό τής γενιάς τού ’30 καί σάν άντίδραση πρός τό γενικό κλίμα ήττοπάθειας πού κυριαρχούσε, γίνο ν ται άποδεκτοί συλλήβδην ό Παλαμάς, ό Σικελιανός, ό Περ. Γιαννόπουλος, ό ’Ίων Δραγούμης, ένώ πεζογράφ οι δπως ό Κώστας Παρορίτης (1878-1932) καί ό Πέτρος Π ι κρός (1895-1956) απορρίπτονται λόγω τής πολιτικής στράτευσής τους. Τό πρότυπο τοϋ Χατζόπουλου μέ τό Φ θινόπω ρο προσφέρει τή δυνατότητα σέ μερικούς άπό τούς νέους νά ακολουθήσουν έναν άλλο τρόπο μεταγρα φής τής πραγματικότητας, πέρα άπό τά διά-
Γρηγόριος Ξενόπουλος
φορά σχήματα τού ρεαλισμού. Ό συμβολι σμός, σάν θεω ρία καί πράξη τής λογοτεχνικής γραφής, κατέκτησε αρκετούς ποιητές ή πεζογράφους, ένώ ένας άλλος συγγραφέας, πού σήμερα θεωρείται έλάσσων άλλά πού άσκησε σημαντική έπίδραση σέ ορισμένους έκπροσώπους τής γενιάς τού ’30, ό Δημο σθένης Βουτυράς (1871-1958), μπορεί έπίσης μέ μιά έννοια νά ένταχθει στούς συμβο λιστές πεζογράφους. Έ ν α ς κόσμος αποσύν θεσης, κόσμος ήττημένος, άπελπισμένος, περιθωριακός, άναδύεται άπ ό τά κείμενα τοϋ Βουτυρά. Ή ατμόσφαιρα τών διηγημά των του είναι συχνά καταθλιπτική, τό περι βάλλον δπου κινούνται οί ανθρώπινες μορ φές του αποπνέει μιζέρια καί άθλιότητα, κάποιες νύξεις γίνονται γιά κοινωνικές διεκ δικήσεις, άλλά κυριαρχεί τελικά ή πα ραί τηση. 47
Νίκος Καζαντζάκης
Α ύτό πού είναι χαρακτηριστικό στην π ε ζογραφία των δεκαετιών τού 1920 καί τού 1930 είναι δτι δέν ακολουθείται ένας καί μόνο τρόπος γραφής · αντίθετα οί νέοι λογο τέχνες έπιλέγουν τά πρότυπά τους άπ ό μιά πλειάδα έλλήνων καί εύρωπαίων συγγραφέ ων. Έ τσ ι μπορούμε νά αναγνω ρίσουμε πίσω άπ ό τόν "Αγγελο Τερζάκη τήν πα ρουσία τού Ντοστογιέβσκυ, άλλά καί τού Βουτυρά καί τού Χ ατζόπουλου, πίσω άπ ό τό Μυριβήλη τόν Μ παρμπΰς καί τόν Ρεμάρκ, πίσω άπό τόν Πεντζίκη τό συνειρμικό λόγο τού Τ ζόυς. Ε π ίσ η ς ή θεματογραφία δέν είναι πλέον περιορισμένη, οί ν έοι πεζογράφ οι καταγγέλ λουν τόν παραλογισμό τού πολέμου, έξίσου δμως θέλουν νά μεταφέρουν στά κείμενά τους τό σφυγμό τής εποχής, τήν άβεβαιότητα, τήν παρακμή τής οικογένειας, τήν άνά γκη ν ά στραφούν στόν έσωτερικό κόσμο τους καί νά προσεγγίσουν περιοχές πού μέχρι τώρα ήταν άπρόσιτες γιά τήν πεζογραφ ία, ένώ δέν συνέβαινε τό ίδιο μέ τήν ποίηση, καταστάσεις όπω ς είναι τά δνειρα καί ή 48
άνακάλυψη τής «καθαρής» ούσίας των π ρ α γμάτων. Ό Στράτης Μυριβήλης (1892-1969) είναι άπ ό τούς μεγαλύτερους σέ ήλικία πεζογράφους πού άργότερα κατατάχθηκε στή λεγά μενη γενιά τού ’30. "Ηδη άπ ό τό 1912 έχει δημοσιεύσει μιά πρώτη νεανική μαρτυρία του γιά τό Βαλκανικό πόλεμο καί γιά τίς άσκοπες θυσίες των χαρακωμάτων. "Ομως Ή ζωή έ ν τάφω μέ τήν οριστική της έκδοση τού 1930 γίνεται τό άντιπολεμικό εύαγγέλιο μιας ολόκληρης γενιάς. Ε κ ε ί περιγράφεται ή στρατιωτική ζωή στό μέτωπο, στηλιτεύεται ή διαφ θορά καί ό άμοραλισμός των άξιωματικών, μνημονεύεται διαρκώς ή άρνητική στά ση τών επιστράτων ά πέναντι σέ μηχανισμούς θανάτου καί άπάνθρω πης χτηνωδίας. Ή πίστη τού Μυριβήλη στό φ αινόμενο τής ζωής παρουσιάζεται έδώ άκαταμάχητη. Ό ηρωι σμός στό βαθμό πού μπαίνει στήν ύπηρεσία δυνάμεω ν έξόντωσης είναι πα ράλογος, ή δράση αποκαλύπτει τό ήθικό περιεχόμενό της μόνο σέ έργα πού πιστοποιούν τό άνθρώ πινο μεγαλείο άπέναντι στή μοίρα, ή ύπαρξή μας ίσοδυναμεϊ μέ μιάν ά ξια πού δέν άνταλλάσσεται μέ τίποτε, καί άφοΰ ό πολιτι σμός τής Δύσης προάγει τόν πόλεμο, είναι ένας πολιτισμός καταδικασμένος σέ μαρα σμό. Χρησιμοποιώ ντας λυρικές περιγραφές, άντιπαραθέτοντας τήν ήρεμη ζωή τής πατρί δας του Μ υτιλήνης μέ τήν κόλαση τών χαρα κωμάτων, ό συγγραφέας μεταχειρίζεται μιά γλώσσα άμεση, συγκινησιακά φορτισμένη, δπου συχνά ό επικός ρυθμός της έρχεται σέ άμεση άντίθεση, γιά τόν άναγνώστη, μέ τήν άτμοσφαιρική άχλύ τών κειμένων τού Χ α τζόπουλου καί τού Βουτυρά. Ή σχεδόν δ ο γματική κατάφαση άντίκρυ στή ζωή (χαρα κτηριστικό τών πρώτων έργων τής γενιάς αυτής) θ ά οδηγήσει άργότερα τό Μυριβήλη στήν άνίχνευση τών στοιχείων μιάς νέας έλληνικότητας (Β ασίλης ό ’'Αρβανίτης). Ή άντιπολεμική στάση καθορίζει τό νεα νικό έργο ένός άκόμη πεζογράφ ου αύτής τής γενιάς, τού Ή λία Βενέζη (1904-1973). Έ χο ν τα ς προσωπική έμπειρία τής μετά τή μικρασιατική εκστρατεία τραγωδίας, δντας αιχμάλωτος τών Τούρκων, ό Β ενέζης περι γράφ ει μέ ύφ ος λιτό, μέ άπέριττες φράσεις, τό ιστορικό τής όμηρείας του. Λ υρικότερος τού Μυριβήλη, καταφεύγει πολύ συχνά σέ ονειρικές καταστάσεις (ιδιαίτερα στά κατο πινά διηγήματά του), δπου δίνει μεγάλη έμφαση στήν άπεικόνιση τού έλληνικού το πίου καί τών άνθρώ πω ν πού είναι έξαρτημέ-
Ήλίας Βενέζης
νοι μοιρολατρικά άπ’ αυτό. Ό μ ω ς πολεμική μαρτυρία είναι καί τό Η μ ερολόγιο ένός Α ιχμαλώτου του Στρατή Δοΰκα (1895), βι βλίο όπου αναμιγνύεται ή άπολογητική αφή γηση μέ έντεχνες παρεμβολές λαϊκότροπων εκφράσεων, ενώ στά πεζογραφήματα τοΰ Φώτη Κόντογλου (1897-1965) ό βυζαντινός κόσμος επιβιώνει μέσα άπό μιά πολύχρονη χριστιανική παράδοση των Ε λλήνω ν τής Μικράς ’Ασίας, ένας κόσμος αυστηρός, κλει στός καί συντηρητικός, πού εντούτοις χρησι μεύει στόν Κόντογλου σάν αντίβαρο α πέναν τι στά ανεπούλωτα τραύματα τής προσφυ γιάς του καί απέναντι στήν καταδίκη του νά ζεϊ σέ μιά κοινωνία, τήν έλλαδική, όπου όλα είναι ρευστά, αβέβαια. Ό Κόντογλου ανα καλύπτει καί πάλι τή μαγεία των πραγμά των, τήν ούσία τής φύσης, προσπαθώ ντας νά ξαναφέρει καί πάλι στή ζωή τόν απλοϊκό άνθρωπο τής ’Ανατολής, τό χριστιανό καί ταυτόχρονα παγανιστή. ’Εκείνος βέβαια πού συνέχισε κυρίως τήν παράδοση τού Βουτυρά καί τοΰ Χ ατζόπου-
λου είναι ό Ά γ γ ε λ ο ς Τερζάκης (1907). Στά μυθιστορήματά του αναβιώνει ό μικροαστι κός κόσμος τής μεσοπολεμικής ’Α θήνας. Κ αταθλιπτικές συνοικίες, άνθρωποι πού έχουν νικηθεί άπό τή δύναμη μιάς μοίρας πού δέν τήν έννοοϋν αλλά ούτε προσπαθούν καί νά κυριαρχήσουν πάνω της, αρνητικοί ήρωες πού ομολογούν συνέχεια τή διάστασή τους άνάμεσα στό αδικαίωτο άτομο καί στόν ανελέητο κόσμο πού υπάρχει γύρω του. Στήν ούσία οί άντιήρωες τοΰ Τερζάκη προβάλ λουν πιστά τούς παραπαίοντες θεσμούς τής κοινωνίας αυτής τής εποχής, τίς ψυχικές έκκρίσεις ένός κόσμου όπου τό δαιμονιακό συνυπάρχει μέ τό άγιο (Ντοστογιέβσκυ). Οί οικογένειες στά μυθιστορήματα τοΰ Τερζά κη (Δεσμώτες, Ή παρακμή των Σκληρών) είναι διαβρωμένες άπό άνομολόγητα πάθη, οί σχέσεις τους είναι υποχείριες μιάς άπλη στης χρηματολατρίας ή μιάς «παράλογης» τάσης γιά ολική κυριαρχία πάνω στις τύχες των άλλων. Τό ίδιο άλλωστε φθαρμένες είναι καί οί σχέσεις των οικογενειών πού διάλεξε ώς θέμα του ένας άλλος πεζογράφ ος μέ πολλαπλή δράση, ό Γιώργος Θεοτοκάς (1906-1966). Στό μυθιστόρημά του Ή ’Α ρ γώ, λόγου χάριν, περιγράφεται ή άκραία διάσταση μεταξύ ένός αυταρχικού πατέρα καί τών νεαρών παιδιώ ν του πού ζητούν νά κατακτήσουν τό όραμα μιάς κοινωνικής καί ύπαρξιακής δικαιοσύνης ενώ παράλληλα θ έ λουν νά καταστρέψουν τούς άπαρχαιωμένους οίκογενιεακούς θεσμούς πού τά δυνα στεύουν παράλογα. Στήν Α ρ γ ώ θίγονται πολλά άπό τά προβλήματα πού άπασχολοΰσαν έντονα τούς νέους τοΰ ’30: ή κατάκτηση (καί μέ ποιά μέσα) τής εξουσίας, ή σεξουαλι κή άπελευθέρωση, ή σχέση ιδεολογίας καί πραγματικότητας. Μέσα όμως σέ έναν κόσμο συνεχώς μεταβαλλόμενο, μέσα σέ μιά κοινω νία τής οποίας οί άξιες είναι μή αύθεντικές, συμπιεσμένοι άπό χρηματικά συμφέροντα καί εξαγορασμένες πολιτικές συνειδήσεις, οί νέοι τοΰ Θεοτοκά άντιλαμβάνονται ότι κα θετί τό αυθεντικό είναι καταδικασμένο σέ διάψευση (έδώ άλλωστε λειτουργεί καί ή ειρωνεία τοΰ συγγραφέα). Ή ίδια διάψευση περιμένει καί τούς ν εα ρούς ήρωες τοΰ Κοσμά Πολίτη (1888-1974), οί όποιοι, σάν νά κατατρύχονται άπό μιάν άδέκαστη μοίρα καί ένώ θέλουν ν ά άνταποκριθοΰν στό κάλεσμα τής ζωής καί στήν άπόλαυση τών αισθήσεων, τελικά κατακλύ ζονται άπό ένα ήθικό άγχος, άπό μιάν άβεβαιότητα καί άνασφάλεια, άπό τήν αίσθηση 49
τοΰ θανάτου. Ή ανακάλυψη αυτής τής μή αυθεντικότητας τής ζωής μεταδίδεται στόν αναγνώστη μέσα από μιά γραφή έντονα ύποβλητική, συχνά όνειρική, με εικόνες συγ κρατημένου λυρισμού που περιβάλλονται από μιάν ατμόσφαιρα άλλοτε καταθλιπτική καί άλλοτε διαυγή. Πάντοτε όμως στά κείμε να τοΰ Κοσμά Πολίτη ύφέρπει κάποια σύγ κρουση: τοΰ νέου μέ τό παλαιό, τής μιάς γενιάς μέ τήν άλλη, μιάς τάξης καθιερωμέ νων πραγμάτων μέ τίς δυνάμεις πού θέλουν ν’ άλλάξουν τή συμβατική ζωή πού τούς παραδίδεται καί πού ωστόσο δέν κατορθώ νουν νά άποφύγουν τήν τελική ήττα. "Οπως στό Θεοτοκά έτσι καί στόν Πολίτη ή θεματο γραφία των έργων τους συχνά άναφέρεται σέ ένα κοσμοπολίτικο κοινωνικό φάσμα, ένα χώρο όπου δυό άλλοι πεζογράφοι αυτής τής εποχής ερεύνησαν συστηματικότερα, ό Θρά σος Καστανάκης (1901-1967) καί ό Μιχάλης Καραγάτσης (1908-1960). Ή σσονες σχετικά 50
μέ τούς προηγούμενους, ιδίως ό πρώτος, διαλέγουν τό κοσμοπολίτικο είδος τής π εζο γραφίας γιά τούς ίδιους λόγους πού διάλε ξαν άλλοι πεζογράφοι τής γενιάς τοΰ ’30 τήν καταφυγή στόν αίγαιοπελαγίτικο μύθο καί στήν «καθαρότητα» τών φυσικών στοιχείων (θάλασσα, ήλιος, άνεμος): λόγω τής άνάγκης τους νά άποδράσουν άπό τήν καθημερινή πραγματικότητα, αντικαθιστώντας τό συγ κεκριμένο μέ τό φανταστικό. Ή τάση όμως αύτή οδήγησε καί τό Βενέζη καί τόν Καραγάτση σέ άδιέξοδο καί σέ κάθετη πτώση τής αξίας τοΰ έργου των. Τό περίεργο, άλλά όχι καί τυχαίο, είναι πώς οί πεζογράφοι πού ήταν πιό δεκτικοί στή μεταφορά καί αφομοίωση τών ξένων λογοτεχνικών ρευμάτων έμφανίσθηκαν στή Θεσσαλονίκη. Ά φ ’ ενός λόγω τής διαφορετι κής κοινωνικής σύνθεσης τής πόλης καί άφ’ έτέρου λόγω τών μεταπρατικών σχέσεών της μέ τήν Εύρώπη, ή Θεσσαλονίκη είχε πολύ ένωρίτερα άπό τήν ’Αθήνα ένα χαρακτήρα κοσμοπολίτικο (κορύφωμα κατά τόν Α' Παγκόσμιο Πόλεμο), ακολούθησε μέχρι ένα βαθμό διαφορετικό δρόμο κοινωνικοΰ μετα σχηματισμού, τό εργατικό κίνημα εκεί έδωσε τούς πρώτους μεγάλους αγώνες του (Φεντερασιόν, καπνεργάτες). Επομένω ς οί λογοτέ χνες είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες (παρά δειγμα: οί περισσότεροι γνώριζαν δυό του λάχιστον ευρωπαϊκές γλώσσες) έπαφής μέ όσα συντελοΰνταν στή Δύση. Έ τσι ό Γιώρ γος Δέλιος (1894), ό Στέλιος Ξεφλούδας (1902) καί ό Ν. Γ. Πεντζίκης (1908) παίρ νουν διδάγματα ΰφους καί θεμάτων άπό τόν Προύστ, τή Β. Γούλφ ή τόν Τζόυς, άπωθοΰν τή μέσω τοΰ ρεαλισμοΰ άπεικόνιση τής ζωής, εισδύουν στόν εσωτερικό κόσμο τους, κομ ματιάζουν όσο κανείς άλλός πεζογράφος τής εποχής τόν παραδοσιακό χρόνο τής άφήγησης καί μέσα άπό τή χαρτογράφηση ονειρι κών καταστάσεων άνασύρουν βιώματα τοΰ παρελθόντος καί τά θεωροΰν σέ συνάρτηση μέ τήν τρέχουσα πραγματικότητα. Ειδικότε ρα ό Πεντζίκης στρέφεται, πρός τήν αναζή τηση τής «καθαρής» ούσίάς τών πραγμάτων, πρός τίς ανήκουστες φωνές πού βγάζουν τά αντικείμενα όταν αύτά ένσωματώνονται στίς μυστικές ψυχικές περιοχές τοΰ συγγραφέα. Κράμα παγανιστή καί πιστοΰ τής ελληνικής παράδοσης (ή όρθοδοξία γιά τόν Πεντζίκη είναι ό ομφάλιος λώρος πού συνέχει τό σώμα τής Ε λλάδας) ό συγγραφέας αποτελεί μιά άπό τίς πιό αιρετικές περιπτώσεις τής νεοελ ληνικής λογοτεχνίας.
Ή συνειρμική γραφή επίσης είναι τό βα σικό χαρακτηριστικό δυό ακόμη πεζογρα φίαν, τοΰ Γιάννη Σκαρίμπα (1897) καί της Μέλπως Ά ξιώ τη (1905). Με εύκρινέστερες τίς σουρεαλιστικές καταβολές του, έχω τή γνώμη πώς καί οί δυό φορτίζουν τήν εικονο κλαστική θέση τους απέναντι στόν παραδο σιακό άφηγηματικό λόγο μέ πολιτικές προε κτάσεις. Ά ν τό αστικό μυθιστόρημα καί ό τρόπος γραφής του εμμένουν σέ μιά επιδερ μική περιγραφή των πραγμάτων, άποσκοπώντας στή διασκέδαση τοΰ αναγνωστικού κοινού, ή πεζογραφία που ανατρέπει αύτό τόν εφησυχασμό καί θέλει νά ταράξει τή μακαριότητα τοΰ αναγνώστη είναι μιά π εζο γραφία πολιτικά έπαναστατική. Φυσικά αυ τές οί θέσεις είχαν παρουσιαστεί ήδη τήν εποχή τοΰ μεσοπολέμου στήν Ευρώπη, τό πρόβλημα δμως είναι γιατί δέν μπόρεσαν νά λειτουργήσουν (μόλις πρόσφατα άναγνωρίστηκε τό έργο τοΰ Σκαρίμπα καί της Ά ξ ιώ τη) στήν Ελλάδα. Καί βέβαια ή άπορία αυτή δέν μπορεί παρά νά οδηγήσει στήν άποψη δτι οί έλληνες συγγραφείς ύπόκεινταν συνε χώς σέ ένα διχασμό: από τή μιά πλευρά συνειδητοποιοΰσαν δτι ό λόγος χρειάζεται μιάν άνανέωση γιά νά μπορέσει νά έκφράσει πράγματα μή καθιερωμένα, ενώ άπό τήν άλλη πλευρά ή προσπάθειά τους παρέμενε χωρίς αντίκρισμα, άφοΰ τό αναγνωστικό κοινό (τό έλάχιστο ποΰ ύπήρχε) δέν είχε ξεπεράσει τή βρεφική ήλικία του. Καί φυσι κά εδώ παρεμβάλλονται λόγοι παιδείας, λό γοι πολιτιστικής ανωριμότητας, λόγοι κοι νωνικής ύπανάπτυξης... Συνοπτικά λοιπόν, δπως παρουσιάζεται αύτή ή διαδρομή τής νεοελληνικής πεζογρα φίας άπό τό 1880 μέχρι τό τέλος τής δεκαετί ας τοΰ 1930, ό αναγνώστης μπορεί νά δια κρίνει άρκετές σημαντικές μεταλλαγές τόσο στοΰς τρόπους γραφής δσο καί στή θεματο γραφία τών αντίστοιχων έργων. Ζώντας σέ μιάν εποχή ταραγμένη άπό διαμάχες πολιτι κές, άπό τραγωδίες πολεμικές, άπό στρατιω τικές έπεμβάσεις καί δικτατορίες, οί έλληνες πεζογράφοι κατόρθωσαν, λιγότερο ή περισ σότερο, νά περάσουν στά κείμενά τους τήν άγωνία καί τίς άναζητήσεις ενός κόσμου, τοΰ νεοελληνικού, ό όποιος, όντας άνύποπτος μέχρι τά τέλη τοΰ 19ου αιώνα γιά δσα συμβαίνουν έκτος Ε λλάδας, άνακαλΰπτει μέσα σέ μιά εικοσαετία σχεδόν τήν άνοδο καί τήν όριστική πτώση τών εθνικών όραματισμών του καί δοκιμάζει τήν πρώτη άμφισβήτηση τών κοινωνικών θεμελίων του. Οί
πεζογράφοι τοΰ μεσοπόλεμου, προερχόμενοι κυρίως άπό ευκατάστατες οικογένειες, γόνοι μιας άνερχόμενης στήν πολιτική εξουσία «άστικής» τάξης, θέλουν νά μεταφέρουν τά πολιτιστικά φαινόμενα τής Εύρώπης στή χώρα τους, μονοδιάστατα τό κατορθώνουν, άλλά οί προσπάθειές τους παρέμειναν ημιτε λείς, γιατί ή εντόπια πραγματικότητα δέν εύνοοΰσε παρόμοιες μεταμοσχεύσεις καί γι ατί αυτοί οί ίδιοι πολύ γρήγορα συμπορεύθηκαν μέ δ,τι ήθελαν πρό όλίγου νά άλλάξουν. Ά φ ’ ετέρου οί ελάχιστοι άξιόλογοι λογοτέχνες πού είχαν στρατευτεί στήν Α ρ ι στερά ήταν άνίκανοι ή άπλώς δέν τόλμησαν νά άμφισβητήσουν τίς εξαγγελίες τοΰ Γκόρκι περί σοσιαλιστικού ρεαλισμού, καί συνεπώς υποχρεώθηκαν νά άναλω θοΰν στή γραφή κειμένων πού άκριβώς περιείχαν τά ίδια σφάλματα γιά τά όποια κατηγορούσαν τούς άστούς συγγραφείς: τά κείμενά τους ελάχι στη σχέση είχαν μέ τήν έλληνική (άπό κάθε πλευρά) πραγματικότητα.
51
52
επιλογή ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
κ ο ιν ο τ ισ μ ό ς καί α γ ρ ο τ ικ ή ο ικ ο ν ο μ ία Κ.Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΑ: ’Αγροτικά. Μελέτη συγκριτι κή. Πρόλογος ’Ιωάννη Πεσμαξόγλου. Εισαγωγή Νίκου Μονζέλη. Φωτογραφική άνατύπωση άπό τήν έκδοση τοΰ 1939. Παπαζήσης, Αθήνα, 1978. Σελ. X X III + 704. Η ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ αυτή τοΰ μεγάλου έργου τοΰ Καραβίδα πρέπει νά χαιρετιστεί σάν ένα σημαντι κό γεγονός, γιατί γίνεται σέ μιά ώρα που ή ένταξη στην ΕΟΚ γίνεται εύκαιρία καταγραφής καί άπολογισμοΰ τής μέχρι τώρα εθνικής μας πορείας καί των Αποτελεσμάτων της. Δέν βρεθήκαμε τυχαία στό έπίπεδο άνάπτυξης δπου βρισκόμαστε σήμε ρα, μέ τά πολιτιστικά καί κοινωνικά χαρακτηρι στικά του καί που είναι άποτέλεσμα τής ιστορικής «έγγραψής» ένός όρισμένου οίκονομικοΰ καί κοινωνικοΰ σχηματισμοΰ, που διόρθωσε μαζί διάφο ρους τρόπους παραγωγής. Τίποτα δέν θ ά απόδιδε λιγότερο τή νεο-ελληνική πραγματικότητα άπό τά μηχανιστικά σχήματα, πού είναι ντυμένα στούς ιδεολογικούς κορσέδες, καί πού γίνονται προκρούστεια γιά τήν πραγματικότητα πάνω στήν όποια προσπαθούν νά τά έφαρμόσουν. Καμιά μηχανιστική Αντίληψη, καμιά ιδεολογι κή προκατάληψη καί προσκόλληση δέν χαρακτη ρίζει τό έργο τοΰ Καραβίδα, πού σάν τόν εθνολό γο καταγράφει, πριν απ’ δλα, αύτά πού βρίσκει «έπί τόπου»: τρόπους παραγωγής, μορφές όργάνωσης τής γεωργίας, μορφές ένταξης τής γεωργίας στήν καθόλου οικονομία, κοινωνική λειτουργία των άγροτών. Ε ξετά ζει βασικά ποιές ήταν οί μορφές όργάνωσης τής γεωργίας στά Βαλκάνια, πριν άπό τή γενίκευση τοΰ καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, πριν όλοκληρωθεϊ ή διείσδυση τής οικονομίας τής άγοράς καί πριν έκχρηματιστεϊ ολοκληρωτικά ή γεωργική παραγωγή. Ό Καραβί δας, έξετάζοντας μέ μεθοδικότητα, καταγράφον τας, συγκρίνοντας κι άναλύοντας τούς διάφορους τρόπους οικονομικής καί κοινωνικής όργάνωσης στόν Αγροτικό τομέα, άφήνει χωρίς προκαταλή ψεις νά φανεί ή Ανωτερότητα των κοινοτικών μορφών όργάνωσης: γιατί έξασφαλίζουν δυνατό
τητες γιά έργασία, δυναμικότητα, Ασφάλεια καί πιστοδότηση ένδογενώς. Τί γίνεται δταν ή γεωργία ένταχθεΐ στόν καπι ταλιστικό τρόπο παραγωγής — έπιτυχώς δπως στίς χώρες τοΰ μητροπολιτικοΰ κέντρου καί ά νεπιτυχώς δπως στίς χώρες τής άμεσης ή τής ευρύτερης περιφέρειας; Στήν έπιτυχή ένταξη τής γεωργίας στόν καπιταλισμό, είτε στή βάση τών τεράστιων Αγροκτημάτων δπως στίς ΗΠΑ ή τής πολύ μικρής ιδιοκτησίας δπως στήν Ιαπω νία, Αλλά μέ ύψηλή παραγωγικότητα καί στίς δυό περιπτώσεις, είτε στή γεωργία τών δυτικο-ευρωπαϊκών χωρών, πού Αλλαξε ριζικά μετά τό 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καί πού ενώ στηρίζεται στίς οικογενειακές έκμεταλλεύσεις, γίνεται επιχειρηματική, ή γεωργία όργανώνεται μέ τόν όρθολογισμό, τό μάνατζμεντ, τή χρήση τής τεχνολογίας, δπως καί στή βιομηχανική παραγωγή. Στήν έπιτυχή ένταξη τής δυτικο ευρωπαϊκής γεωργίας στήν Αναπτυγμένη καπιτα λιστική οικονομία συνέβαλαν δχι λίγο ή συνεται ριστική καί ή συνδικαλιστική οργάνωση τών άγροτών. Γιά τήν Ανάλογη οργάνωση τών άγροτών στόν μή Αναπτυγμένο, στόν «Ανεπιτυχή» καπιταλισμό, ό Καραβίδας μας προτείνει τόν κοινοτισμό του. Προσοχή, πάντως, νά μή δημιουργηθεΐ καμιά παραξήγηση: ό Καραβίδας δέν προτείνει μιά επι στροφή σέ κανένα βουκολικό καί ειδυλλιακό π α ρελθόν, Αλλά δείχνοντάς μας τόν πλούτο τών προ-καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στή γε ωργία, μας βοηθάει νά καταλάβουμε τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά σωθεί ό Αγροτικός πολιτισμός, δχι σάν Αρχαϊκό, όπισθοδρομικό καί σκοταδιστικό Απολίθωμα, Αλλά σάν ένας κόσμος πού άναπτύσ-
53
σοντας τό δικό του δυναμικό θ ’ άνεβάσει τό βιοτικό του επίπεδο, άποφεύγοντας τήν άλλοτρίωση τής βιομηχανικής κοινωνίας καί των ψεύτικων άναγκών τής καταναλωτικής κοινωνίας. Δεν σύγκρινα τυχαία τόν Καραβίδα μέ έθνολόγο· διαβάζοντας Malinowski, Μ. Mauss, Levy - Strauss, Polauyi, Godelier, Maillassaux κλπ. δεν μαθαίνουμε άπλώς πώς λειτουργούνε οί κοι νωνίες των «πρωτόγονων», άλλα καταλαβαίνουμε καλύτερα τή δική μας κοινωνία. Τό ίδιο καί μέ τόν Καραβίδα: Δεν αποκαλύπτουμε άπλώς έναν πλούτο κοινωνικών δομών πού χάνονται, άλλά άπό τό κινδυνεύουμε, κατά τί «προοδεύσαμε» άλλά καί κατά τί — άπό άποψη π.χ. άνθρώπινων σχέσεων, άλληλεγγύης κλπ. — γίναμε φτωχότεροι. Μιλώντας μας γιά τίς κοινωνίες πού φεύγουν, οί έθνολόγοι δέν είναι παραμυθάδες, είναι ψυχανα λυτές τού παρελθόντος μας. Ό άναγνώστης, πέρα άπό τήν πνοή, τήν πνευ ματική τιμιότητα καί τό άποκαλυπτικό πάθος τού Καραβίδα, θά έχει κ,αί μιά άλλη εύχάριστη έκπλη ξη: τήν έκτεταμένη κι έμπεριστατωμένη εισαγωγή τού Νίκου Μουζέλη, πού άποτελεΐ άπό μόνη της μιά μικρή μελέτη, καί πού τοποθετεί θαυμάσια τό έργο τού Καραβίδα σέ σχέση μέ τή σημερινή προβληματική τής κοινωνιολογίας τής άνάπτυξης, ιδιαίτερα δσον άφορά τίς καλούμενες χώρες τής περιφέρειας, δπου οί προ-καπιταλιστικές δομές καταστρέφονται μέ τήν ίδια βιαιότητα δπως καί στις άναπτυγμένες σήμερα χώρες πριν 1-2 αιώνες, άλλά χωρίς ό καπιταλισμός νά έχει τήν ίδια άποτελεσματικότητα. (Αύτή τή στιγμή πού γράφω αύτό τό βιβλιογραφικό σημείωμα, διαβάζω ένα έξαίρετο άρθρο του Κ. Κίτσου στό «’Αντί» No 111 τής 2/10/78, γιά τό τί είναι άνάπτυξη καί τί ύπανάπτυξη, καί τό συσταίνω σ’ δσους δέν τό διάβασαν, γιά νά καταλάβουν — έπιτέλους — τό πρόβλημα). ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΕΤΡΗΣ
ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ
ΕΞΑΝΤΑΣ
54
ΣΧΟΛΙΚΑ
γ ι ά τή θ ε μ ε λ ί ω σ η τή ς γ λ ω σ σ ικ ή ς δ ιδ α σ κ α λ ία ς Συντακτικό της νέας έλληνικης Β ' καί Γ ' γυμνα σίου. ’Οργανισμός Έκδόσεως Διδακτικών Βιβλί ων, Άϋήνα, 1978. Σελ. 192. Σ’ ΕΝΑ συντακτικό οί κύριες άρετές άναφέρονται, δπως γράφει ό σεβαστός μας δάσκαλος Ί.Θ. Κακριδής, 1) στή διάταξη τής ύλης, 2) στή διατύ πωση τών κανόνων, 3) στήν έκλογή τών παραδει γμάτων καί 4) στήν έκλογή τών δρων. Ή όμάδα έργασίας πού συγκροτήθηκε άπό τό 'Υπουργείο Παιδείας καί Θρησκευμάτων μέ πρόεδρο τόν Ά λ . Καρανικόλα (πρόεδρο τού ΚΕΜΕ), νομίζομε πώς πέτυχε καί τούς τέσσερις αύτούς στόχους. Τό συντακτικό τής Νέας 'Ελληνικής γιά τίς Β' καί Γ' τάξεις τού Γυμνασίου, δπως άναφέρεται στήν εισήγηση, σ. 7, στηρίζεται 1) στό σύνολό του σχεδόν, στό ύλικό — σέ πολλά σημεία καί στούς όρισμούς — πού είχε συγκεντρώσει, κατατάξει καί διατυπώσει στή β' έκδοση τού δίτομου έργου του «Νεοελληνική Σύνταξις» ό ανώτατος έκπαιδευτικός καί γλωσσολόγος Ά χχιλέα ς Τζάρτζανος, τό όποιο είχε έκδοθεΐ άπό τόν κρατικό «’Οργανισμό Έκδόσεως Σχολικών βιβλίων» (ΟΕΣΒ), Α ' τόμος 1946, Β' τόμος 1953) καί 2) στή διδακτική πείρα καί στήν άξιοποίηση τών σύγχρονων καί παλαιότερων διδαγμάτων τής έπιστήμης. Ά ς άρχίσουμε λοιπόν 1) ’Α πό τή διάταξη της ϋλης. Στή γενική διάταξη τής ύλης ή όμάδα έργασίας άκολούθησε τή φυσική πορεία άπό τίς πιό άπλές στις πιό σύνθετες μορφές τού λόγου. Έ δω σε πρώτα τήν άπλή πρόταση μέ τά είδη της, τούς κύριους δρους της, τό ρήμα, έπειτα τούς προσδιορισμούς, τήν παρατακτική σύνδεση προ τάσεων, τήν ύποτακτική, ευθύ καί πλάγιο λόγο καί τέλος τά μόρια καί τά σχήματα τού λόγου. 2) Διατύπωση κανόνων. Μετά τά παραδείγματα άκολουθούν οί κανόνες, πού είναι λιτοί καί κατα νοητοί. Π.χ. τό ύποκείμενο (πού τό βρίσκουμε, άν άπαντήσουμε στήν έρώτηση: ποιος; ποιά; ποιό; κλπ.) μπορεί νά είναι ούσιαστικό, άντωνυμία, ούσιαστικοποιημένο έπίθετο, καθώς καί κάθε λέ ξη, όμάδα λέξεων ή πρόταση μέ τό άρθρο (σύναρθρο) ή χωρίς άρθρο (άναρθρο), δταν παίρνουν τή θέση ούσιαστικοΰ. Τό ύποκείμενο, είτε είναι σύναρθρο είτε άναρθρο, τοποθετείται ή έννοεϊται σέ πτώση όνομαστική (σ. 16). 3) Παραδείγματα. Τά περισσότερα άπ’ αύτά είναι άπό τήν καθημερινή ζωή, άλλά κ α ί άπό συλλογές δημοτικών τραγουδιών, πεζογράφους, ποιητές, έφημερίδες κ.τ.λ. Πολ λά άπό αύτά ύπάρχουν στό «Συντακτικό τής Νεοελληνικής Σύνταξης» τού Τζάρτζανου, άφοΰ άλλωστε στηρίζεται σ’ αύτό. "Ομως, μήπως είναι σωστό νά άναφέρεται μέ συντομογραφία ό συγ
γραφέας η 6 ποιητής άπ’ δπου τό παράδειγμα; 4) ’Ορολογία. Ή ορολογία είναι ή ίδια τοΰ Συντακτι κού τής Νεοελληνικής Σύνταξης μέ την προσθήκη κάποιων νέων δρων. Π.χ. σ. 14. Τά είδη των προτάσεων ως πρός τή δομή (τούς δρους). Έ τσι παρατηρούμε δτι ή πιό άπλή διατύπωση πού μπορεί νά πάρει ή πρόταση είναι έκείνη στήν όποια υπάρχουν δύο άπαραίτητοι δροι, πού είναι οί πυρήνες γύρω άπό τούς όποιους όργανώνονται τά άλλα μέλη τής πρότασης. Τό δεύτερο κεφάλαιο, σ. 27, δπου γίνεται λόγος γιά τούς συνδυασμούς των λέξεων στήν πρόταση (σύνολα λέξεων), π α ρουσιάζει μεγάλο ένδιαφέρον καί άπό διδακτική άποψη είναι πολύ χρήσιμο. Τό συνοπτικό, μεθοδικό καί περιεκτικό αύτό βοήθημα έχει ακόμη ώραΐα παραστατικά δια γράμματα γιά τούς τρόπους πού έκφέρονται οί έπιρρηματικοί προσδιορισμοί καί τίς λέξεις πού παίρνουν, σ. 103, συνοπτικούς πίνακες των έπιρρηματικών σχέσεων, σ. 114-115, καί λίγα κείμενα. Στό έπίμετρο, σ. 156, γίνεται λόγος γιά τίς ακλιτες λέξεις (άς, θά, νά, μά, γιά) πού όλοι μας χρησιμοποιούμε καθημερινά στόν προφορικό μας λόγο, χωρίς νά ξέρουμε τήν πολυσήμαντη χρήση τους. Ποιος, άλήθεια, άπ’ δλους εμάς δέν έχει άκούσει φράσεις. «”Α ς τόν έβλεπα, δς μήν ξυ πνούσα άπό τ’ δνειρο αύτό, έτσι νά ’χω τήν εύχή σου, δσο γιά μένα, μήν άνησυχείς κ.τ.λ.» καί ποιος γνωρίζει τίς σημασιολογικές λεπτές άποχρώσεις τους; Μέ τή διδασκαλία τού κεφαλαίου αύτού οί μαθητές άπό δώ καί έμπρός θ ά μπορέσουν νά καταλάβουν καλά τή γλώσσα τους καί πόσο οί μικρές δκλιτες αύτές λέξεις δίνουν στό λόγο χάρη καί λεπτότητα. Αυτό πού λείπει άπό τό Συντακτικό είναι οί άσκήσεις γιά τήν άναγνώριση καί έμπέδωση των συντακτικών φαινομένων. Ή ομάδα έργασίας, πού τόσο κόπιασε, πιστεύομε πώς σύντομα θά μάς δώσει καί τίς άσκήσεις. "Ωσπου νά γίνει αύτό οί φιλόλογοι μπορούν νά άντλούν παραδείγματα γιά έμπέδωση άπό τά Συντακτικά τής Νέας Ε λληνι κής πού κυκλοφορούν καί πού κι αύτά στηρίζον ται στή «Νεοελληνική Σύνταξη» τού Ά χ . Τζάρτζανου. Ενδεικτικά άναφέρουμε τά έξής: 1) Μιχάλη Μερακλή-Στάθη Άλημίση, συντακτικό τής δημοτικής γλώσσας, ’Εκδόσεις Σχολής Μωραίτη, Ψυχικό, 1965. 2) Ζωής Κωτούλα - Σοφίας Κοκολάκη, ’Εκδόσεις Σιδέρη, καί 3) Περικλή Ν. Καλοδίκη, ’Εκδόσεις GUTEN BERG, ’Α θήνα, 1976. Στό ΚΕΜΕ καί στούς έπιστήμονες συντάκτες άξίζουν συγχαρητήρια, γιατί τό βιβλίο αύτό είναι άπό τά λίγα χειροπιαστά δείγματα έπιτυχίας τής έκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. ΞΕΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
υπά ρχει ιδ ε ο λ ο γ ία τ ή ς α ρ χ α ία ς ε λ λ η ν ικ ή ς δ η μ ο κ ρ α τ ία ς ; ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ: ’Ιδεολογία καί φιλοσοφία τής δημοκρατίας στήν άρχαία 'Ελλά δα. Κέδρος, Αϋήνα, 1978. Σελ. 344. ΕΧΕΙ περάσει ένας αιώνας περίπου, άπό τότε πού ό Νίτσε, δικαιολογώντας καί τή δική του στροφή άπό τήν κλασική φιλολογία στή φιλοσοφία, έκαμε τή δυσοίωνη πρόβλεψη πώς σύντομα τό πραγμα τολογικό περιεχόμενο τής κλασικής φιλολογίας θά έξαντληθεΐ καί θά πρέπει τότε δλοι οί θεράποντές της νά στραφούν στή φιλοσοφία. Αύτό δχι μόνο δέν έχει γίνει άκόμη στήν εποχή μας, άφοΰ συνεχίζεται ρωμαλέα ή άρχαιογνωστική καί φιλολογική έρευνα καί ή έκδοση άγνώστων κειμένων1, άλλά φαίνεται δτι, αν θ ά γίνει ποτέ, θ ά άργήσει πολύ άκόμη. Γιατί, κι &ν άκόμη κάποτε έξαντληθοΰν τά «πράγματα», δέν θά πάψει ποτέ ή άναμέτρηση κάθε γενιάς μ’ αύτά, οί νέες μέθοδοι, νέες' έρμηνεϊες, νέες οπτικές. Γιά τή δημοκρατία έχει χυθεί πιό πολύ μελάνι παρά αίμα. Ειδικά γιά τό θέμα τής δημοκρατίας στήν άρχαία Ε λλά δα έχει χυθεί πιό πολύ μελάνι γιά τή θεωρητική δικαίωση ή καταδίκη της «έκ τών ύστέρων», παρά αίμα γιά τήν άπόκτηση ή άνάκτησή της, άπό τήν έποχή τής άθηναϊκής δημοκρατίας μέχρι τώρα. Καί άνάλογα μέ τούς άμεσους πολιτικούς στόχους τοΰ καθενός, έπιδείχθηκε άπό τή μεριά τών ύποστηρικτών της ζωτικό ψεύδος καί ώραιολογία (άπό τόν «’Επιτάφιο» τού Περικλή στό Β' βιβλίο τοΰ Θουκυδίδη μέχρι καί τούς εύκαιριακούς λόγους άπολογητικού καί προ παγανδιστικού περιεχομένου τών προέδρων συγ χρόνων μας δημοκρατιών δυτικού τύπου) καί άπό τή μεριά τών κατακριτών της έπιδείχθηκε μικρόνοια καί έμπάθεια (άπό τήν «’Αθηναίω ν Πολιτεί αν» κάποιου άρχαίου όλιγαρχικού ψευδοΞενοφώντα μέχρι καί τούς «’Αγώνες μου» καί τά «Πιστεύω μου» τών τυράννων ή τυραννίσκων τής εποχής μας). ’Αλλά πάντως γιά καθαυτό ιδεολογία καί φιλο σοφία τής άρχαίας ελληνικής δημοκρατίας (άπ’ δ,τι ξέρω τουλάχιστον) δέν είχε τολμήσει νά γρά ψει συστηματικά κανείς. Καί πολύ φρόνιμα, δχι μόνο γιατί τό θέμα γενικά τής ιδεολογίας είναι τρομερά δύσκολο, άφοΰ γιά νά «παρασταθεΐ» ή ιδεολογία ένός όποιουδήποτε πολιτεύματος, πρέ πει, έκτός άπό τό σύνταγμα, τούς νόμους, τούς θεσμούς, τίς οικονομικές διαδικασίες, τή διανομή τών άγαθών καί τή λοιπή κοινωνική πολιτική του, νά περάσουν — αύτά κυρίως — τά κείμενα τών θεωρητικών Δπολογητών του, άλλά καί γιατί είδι-
55
κά στήν περίπτωση της άρχαίας έλληνικής δημο κρατίας οί γνώσεις μας γιά τούς θεσμούς είναι βέβαια αρκετές γιά νά άποτελεσθεϊ πολιτειολογία ή συνταγματική ιστορία, άλλά τά σωζόμενα Απο λογητικά κείμενα των ύποστηρικτών της δέν είναι κατά κανένα τρόπο αρκετά γιά νά άποτελέσουν ιδεολογία καί φιλοσοφία. Γιατί αύτό πού μάς ένδιαφέρει, βέβαια, είναι αν καί κατά πόσο είχαν ιδεολογική ταυτότητα καί συνείδηση οί ίδιοι οί δημοκράτες ήγέτες καί άπρόσωπα ή ’Εκκλησία τοϋ δήμου — ουσιαστικά μπορούμε νά μιλάμε μέ άσφάλεια μόνο γιά τήν Αθηναϊκή δημοκρατία — καί όχι ποιά γνώμη έχουμε σήμερα έμεΐς γιά τήν Ιδεολογία τους". Ά π ό αύτή τήν άποψη φαίνεται ότι ούσιαστικά ϋέμα δέν ύπάρχει, γιατί οί μαρτυρίες δείχνουν ότι οί δημόσιοι άντρες τής ’Α θήνας είχαν τό νοΰ τους νά ασκήσουν έμπρακτα τήν πολιτική τους παρά νά τή θεμελιώσουν καί δικαιώσουν θεωρητικά καί νά τή ντύσουν μέ ιδέες. Είτε δηλ. Ασκούσαν στούς «συμμάχους» τους καί τής πρώτης καί τής δεύτε ρης συμμαχίας κοινοπολιτεία είτε ιμπεριαλισμό. Είτε σέβονταν τό άγραφο δίκαιο τού πολέμου, π.χ. στή μεταχείριση αιχμαλώτων καί όμήρων, ή τό ποδοπατούσαν βάναυσα, κινούμενοι μάλιστα συ χνά μόνο άπό τή γοητεία των λόγων ή τίς παρορμήσεις τής στιγμής («Έ λληνες αεί παΐδες»). Είτε έπένδυαν ιδεολογικά τά σχεδόν καθαρώς ο ικονο μικά κίνητρά τους (ό Πελοποννησιακός Πόλεμος π.χ. άπό σύγκρουση οικονομικών καί ήγεμονιστικών συμφερόντων, πού τόν προκάλεσαν, έμφανίζεται ώς σύγκρουση δύο κόσμων, δύο πολιτικών συστημάτων καί ιδεολογιών, τής δημοκρατίας καί τής ολιγαρχίας — «ό Θουκυδίδης δέν κατάλαβε ποτέ τήν προέλευση τού Πελοποννησιακοΰ Πολέ μου»3), είτε άπέρριπταν κυνικά τό προσωπείο (ή ούσία π.χ. τού διαλόγου τών Μηλίων: «Είτε έχετε δίκαιο, είτε όχι, παραδοθεΐτε, άλλιώς...»). Είτε λοιπόν έκαναν τούτο ή έκεϊνο, τούς ήγέτες τού δήμου ένδιέφερε πιό πολύ ή άτομική τους πολιτι κή καριέρα καί, στήν καλύτερη περίπτωση, τό συμφέρον τού δήμου καί (ίσως) καί τών συμμάχων του, παρά ή Αναζήτηση καί ή καταγραφή ιδεολο γικής ταυτότητας. "Αλλωστε γιά τά πιό πολλά άπό τά λίγα κείμενα πού έχουμε καί έπαναλαμβάνουμε ώς Απολογητι κά ή πολεμικά γιά τή δημοκρατία, δέν ξέρουμε ποιος πραγματικά τά έγραψε. Οί δημηγορίες π.χ. τού Θουκυδίδη, όπως ό ύμνος γιά τή δημοκρατία στόν Έ πιτάφιο.τοΰ Περικλή καί ό «άντιδημοκρατικός» λόγος τού ’Αλκιβιάδη στή Σπάρτη δέν ξέρουμε ούτε θά μάθουμε ποτέ άν καί κατά πόσο είναι κείμενα τού Περικλή καί τού ’Αλκιβιάδη καί όχι τού ίδιου τού Θουκυδίδη. Σύμφωνα μέ τά παραπάνω, τό βιβλίο τού Θανάση Παπαδόπουλου είναι καλό (γιά λόγους πού θά προσπαθήσω νά έξηγήσω παρακάτω), άλλά δέν συμφωνεί μέ τόν τίτλο του. Δ έν ξέρω τί άκριβώς άπό τό χώρο τής πολιτικής ή πολιτειακής φιλοσοφίας τών άρχαίων Ελλήνω ν θά χρησίμευε ώς πιό κατάλληλος τίτλος γι’ αύτό τό έπίμοχθο έργο, άλλά πάντως ιδεολογία καί φιλοσοφία τής δημοκρατίας στήν άρχαία Ε λλάδα δέν είναι. Καί οί έπιμέρους τίτλοι τών τεσσάρων μερών τού Εργου μιλούν γιά ιδεολογία (I ’Εμφάνιση καί διαμόρφωση τής δημοκρατικής ιδεολογίας, II ’Ιδε
56
ολογία τής Σο/ιωνικής δημοκρατίας, III ’Ιδεολογία τής μετασολωνικής δημοκρατίας, καί IV Ή μεγά λη ιδεολογική διαμάχη), άλλά ούσιαστικά κανένα άπό τά κεφάλαια δέν Εχει νά κάνει μέ ιδεολογία, όπως τήν προσεγγίσαμε παραπάνω, δηλ. ώς σύ στημα ίδεών τών άρχαίων Ελλήνω ν, πού νά δια τυπώθηκε άπό τούς ίδιους καί νά άποτελεΐ θεωρη τική Απολογητική καί δικαίωση τής δημοκρατίας. Έ ν α παράδειγμα: Στό πρώτο κεφάλαιο τού Β' μέρους μέ τίτλο «Οί πρώτοι Εκπρόσωποι τής δημοκρατικής ιδεολογίας», ό συγγραφέας Επικα λείται τή γνώμη τού Κλεόβουλου τού Ρόδιου «τόν τού δήμου Εχθρόν πολέμιον νομίζειν» καί μετα φράζει (σελ. 88) «ό Εχθρός τής δημοκρατίας πρέπει νά θεωρείται Εχθρός τής πατρίδας». ’Εδώ, Αφήνοντας κατά μέρος τόν περιττό «πρεπισμό», προσέχει κανείς πρώτον ότι ή λέξη δήμος μετα φ ράζεται δημοκρατία καί δεύτερον ότι ό συγγρα φέας, παρά τό ότι γνωρίζει καί σημειώνει τή μαρτυρία τού Πλουτάρχου, ότι ό Κλεόβουλος ήταν «Λινδίων τύραννος»4 καί τή μαρτυρία τού Πλάτωνος ότι «όλοι αύτοί (δηλ. οί επτά σοφοί) ήταν θιασώτες καί Εραστές καί όπαδοί τής παιδεί ας τών Λακεδαιμονίων» , Εντούτοις Εξηγεί πώς μεταφράζει έτσι, «γιατί ή λέξη δήμος σημαίνει καί δημοκρατία καί είναι γνωστό καί ά πό άλλες πηγές (ποιές;) ότι ό παραπάνω σοφός ήταν όπαδός τής δημοκρατίας»(!). ’Αλλά κι άν άκόμη είχαμε Εναν (άνανήψαντα έστω) τύρρανο... δημοκρατικών φρονημάτων, ό ίδιος ό λόγος του δέν συνιστά μέρος δημοκρατικής Ιδεολογίας. Έ ν α άλλο παρά δειγμα: Στό δέκατο κεφάλαιο τού Α ' μέρους, μέ τίτλο «Ή Εννοια τής άρχαίας έλληνικής δημοκρα τικής ιδεολογίας», όσα λέγονται είναι σωστά (Ανάλυση τής πολιτικής φιλοσοφίας καί πολιτειο λογίας τού Πλάτωνος καί τού ’Αριστοτέλη, πού καί οί δυό δέν ήταν γνωστοί γιά δημοκρατικότητα), άλλά κάτω άπό λάθος τίτλο. Καί ούτω καθεξής. Τότε γιατί τό βιβλίο είναι καλό; Γιατί, άν Εξαιρέσεις τόν άστοχο τίτλο, μέ μέθοδο διαλεκτι κή, μέ γνώση καλή τών άρχαίων πηγών καί άρκετά καλή τής νεότερης Ερευνας καί βιβλιογραφίας, γράφει σωστά καί χρήσιμα γιά τό πλατύ κοινό πράγματα, γενικά μέσα στό χώρο τής πολιτικής φιλοσοφίας τών άρχαίων Ελλήνω ν, σ’ Ενα έργο πού θ ά ’δίνε κανείς έναν τίτλο λιγότερο βαρύ γδουπο καί κουλτουριάρικο καί — κυρίως — άνταποκρινόμενο στό περιεχόμενό του, όπως π.χ. περίπου «Ύ πέρμαχοι καί Επικριτές τής δημοκρα τίας στήν άρχαία Ε λλάδα», ή άπλά «’Αρχαία έλληνική δημοκρατία», πού καί έτσι θ ά ήταν Ενας πρωτότυπος τίτλος στά Ελληνικά πάνω σ’ Ενα θέμα, όπου οί ξένοι Αρχαιογνώστες, κλασικοί φιλόλογοι καί ιστορικοί, έχουν δουλέψει κατά κόρον καί όπου οί σχετικές διαμάχες συνεχίζονται άκόμη. Πάντως όχι «ιδεολογία», όσο Ελκυστικός καί άν άκούγεται στά Ελληνικά ό τίτλος σήμερα. Ά ς μού Επιτραποΰν καί μερικές παρατηρήσεις σέ μερικά πιό επουσιώδη θέματα: Στή σελ. 9 ή φράση «τήν πρώτη δεκαετία τού 6ου αιώνα πριν άπό τή χρονολογία μας» νομίζω πώς δέν είναι σωστή στά Ελληνικά (βλέπω μάλιστα μέ πολλή συμπάθεια στό copyright πώς ό συγγραφέας ζεϊ στή Στοκχόλμη) — άν βέβαια Εννοεί τήν πρώτη δεκαετία τού 6ου αιώνα π.Χ. Έ π ειτα, γιατί (σελ.
11, σημ. 3) ή παραπομπή στις ιστορικές έπιγραφές τοΰ Tod τοΰ 1946, δταν Εχουμε άπό τό 1969 την Εκδοση των R. Meiggs-D.M. Lewis; Γιατί (σελ. 142) ή παραπομπή στό Εργο τίκ Claude Mosse La fin de la democratic athenienne,yιά μιά πληροφο ρία πού δλοι μας άντλοΰμε άπό τήν ’Αθηναίων Πολιτείαν τοΰ ’Αριστοτέλη; ’Α πό τή βιβλιογραφία: 'Ο Φ.Χ. Κεσσίντι sivai ό (Ελληνικής καταγωγής καθηγητής τής φιλοσοφί ας στή Μόσχα) Θεοχάρης Κεσσίδης, καί τό Εργο του δπως άναγράφεται (Οτ μίφα κ λόγκοσου) δέν είναι, θαρρώ, ούτε Ελληνικά ούτε ρωσικά. Ά ν καί, χωρίς νά ξέρει κανείς ρωσικά, καταλαβαίνει δτι Εχει νά κάνει μέ τό μύθο καί τό λόγο. ’Επίσης ή νεότερη Εκδοση τοΰ Εργου τοΰ A . Andrewes, The Greeks, είναι Greek Society — πράγματι τό περιε χόμενο είναι άρχαία Ελληνική κοινωνιολογία. Τέ λος, νομίζω δτι τό εύρετήριο σέ δυό σελίδες δλες κι δλες δέν είναι πολύ υποβοηθητικό ούτε άντάξιο Ενός βιβλίου 340 σελίδων. Σημειώσεις: 1. Μόλις πέρσι ό καθηγητής τοΰ Πανεπιστημίου τοΰ Λονδίνου Eric Turner βρήκε σέ πάπυρο τόν «Μισούμενο» τοΰ Μενάνδρου, τόν άποκατέστηαε καί έτοιμάζεται νά τόν έκδώσει. 2. Γιά τούς «παροικοϋντας έν 1Ιερουσαλήμ», ό λόγος, δτι «δέν έχει σημασία ή γνώμη πού έχουν οί λαοί γιά τόν Ιδιο τόν έαυτό τους», δέν άφορά τήν ιδεολογία. 3. G.E.M. de Ste Croix, The Origins of the Peloponne sian War, Oxford, 1974, Πρόλογος, σελ. X. 4. Περί τοΰ ΕΙ τοΰ έν Δελφούς, 3. 5. Πρωταγόρας 343Α. Γιά τήν άμφισβητούμενη «παι δεία» τής όλιγαρχικής Σπάρτης δσοι θέλουν μπορούν νά δουν τό φετινό άρθρο τοΰ Paul Cartledge στό J.fournal] of H.(ellenic) S.(tudies) 98 (1978), 25-37. 6. Βγήκε φέτος καί ατά έλληνικά, στίς έκδόσεις Παπαζήση (μετάφραση-έπιμέλεια: Γ.Κ. Βλάχος). ΠΑΝΟΥ - ΝΙΚΟΛΗ ΤΖΕΛΕΠΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ - ΑΘΗΝΑ 1977
ΠΟΙΗΣΗ
Π ο ιη τ ικ ά
είδωλα ΠΩΛ ΕΛΥΑΡ: Ποιήματα. ’Απόδοση Γ. Καραβασίλη. Β ' έκδοση. Σπηλιώτης, Άϋήνα, 1978. Σελ. Τά καλά αισθήματα Δέν κάνουν καί καλούς στίχους Άντρέ Ζίντ Η ΠΟΙΗΣΗ τοΰ Έ λυάρ δέν είναι άγνωστη στήν 'Ελλάδα. Οί λόγοι γνωστοί: α. Οί δυό επισκέψεις του στή χώρα μας καί ιδιαίτερα Εκείνη στή διάρκεια τοΰ Εμφύλιου (1949), δταν μαζί μέ τόν Yves Farge άποτόλμησε μιά τόσο θαρραλέα άποστολή: άνέβηκε στό Γράμ μο καί τό Βίτσι, δπου συναντήθηκε μέ όμάδες τοΰ Δημοκρατικοΰ Στρατού. Πράξη άναμφισβήτητα υψηλού ήθους. Τίς Εντυπώσεις του ά π’ τήν Επίσκε ψη αύτή ό Farge τίς περιγράφει σ’ Ενα πολύ γλαφυρό κείμενο μέ τόν τίτλο «'Ο άνθρωπος καί τό Εργο τής ειρήνης», δημοσιευμένο στό άφιερωμένο στόν ’Ελυάρ τεΰχος τής λογοτεχνικής Επιθεώ ρησης «Europe» (σελ. 56 Επ., Ετος 1972). ’Α νάμε σα στ’ άλλα άναφέρει καί τό παρακάτω περιστατι κό. Τό παραθέτω χωρίς σχόλια: Ύ στερα άπό μιά κουραστική πορεία, νύχτα, καταλύουν σ’ Ενα σπίτι κάποιου χωριού. Ό Έ λυάρ είχε σημειώσει τά όνόματα των άνταρτών πού τούς συνόδευαν καί άφοΰ άναψαν Ενα κερί άρχισε νά τούς άφιερώνει τό ποίημά του «Ελευθερία». Γράφει λοιπόν: «Παραβρέθηκα σέ μιά παράξενη Εργασία τοΰ καλλιτέχνη, γιατί ό Έ λυάρ ήταν Εφοδιασμένος μέ χρωματιστά μολύβια. P o u r D im it r i. Τ ό Ρ μ έ κόκκινο, τό our μέ μπλέ, τό D μέ κίτρινο, τό imitr μέ κόκκινα, δίστασε λίγο γιά τό τελικό i καί τελικά διάλεξε τό μπλέ.....» β. Ή μετάφραση ποιημάτων του άπ’ τόν Έλύτη κι ό μόνιμος συσχετισμός τών δύο όνομάτων. (Κάποτε, νομίζω, θ ά πρέπει νά διαλυθεί κι αύτή ή σύγχυση. Ό Έλύτης βέβαια Επηρεάστηκε άπ’ τόν Έ λυάρ, κυρίως στά πρώτα του ποιήματα, τελικά δμως Εγραψε άπείρως καλύτερα ποιήματα άπό Εκείνον.) γ. Ή προσωπική άκτινοβολία τοΰ Έλυάρ, ή συμμετοχή του στήν άντίσταση κι ή συμπαρά σταση στούς λαούς πού άγω νίζονταν γιά τήν Ελευθερία. “Ολα αύτά βέβαια βοήθησαν στή διάδοση τής ποίησής του, συγχρόνως δμως δημιούργησαν λα θεμένες Εντυπώσεις καί δδήγησαν σέ μιά Εντελώς άδικαιολόγητη ύπερεκτίμησή της. Κάτι άνάλογο συνέβη καί μέ τόν Ά ρ αγκό ν, δπου τό σφάλμα είναι άκόμα βαρύτερο, άφοΰ ή ποίησή του ύστερεϊ κατά πολύ τοΰ Έλυάρ. Έ τσι τό ξένο καί Εγχώριο «ποιητικό starsystem» Εδωσε μιά Εντελώς πλαστή εικόνα τής σύγ χρονης γαλλικής ποίησης. Ποιητές δπως οί Σαίν-
57
Τζών ΙΙέρς, Μισώ, Πόνζ, Μ πονφουά, Ρεβερντύ, Σάρ Κρεβέλ, Γκυγιεβίκ καί τόσοι άλλοι πού Ανα νέωσαν πραγματικά τή νεότερη γαλλική ποίηση, είναι σχεδόν άγνωστοι στην 'Ελλάδα. Μέ τά «Φύλλα Χλόης» τού Ούΐτμαν κάτω Απ’ τό μαξιλάρι του ξεκίνα τήν ποιητική του πορεία ό Έλυάρ. Κι άφοϋ θητεύσει στήν ποίηση τού Ά π ο λλιναίρ, τοΰ Ζακόμπ, τοΰ Ρεμπώ, τοΰ Λωτρεαμόν καί προπαντός τοΰ Μπωντλαίρ, θά συνεργαστεί στό περιοδικό «Λογοτεχνία», δπου δημοσιεύουν κείμενά τους οί Μπρετόν, Σουπώ, Τξαρά, Ά ρ α γ κόν. Ή «Λογοτεχνία» έκφράζει τήν έποχή έκείνη (1919) τίς πιό πρωτοποριακές καί έπαναστατικές τάσεις της γαλλικής ποίησης. Θά προσχωρήσει κατόπι στό κίνημα τοΰ ντανταϊσμού, κι άργότερα τοΰ ύπερρεαλισμοϋ. Στό χώρο τοΰ ύπερρεαλισμοϋ κινείται μέ αρκετές παλινδρομήσεις καί θά διαχω ρίσει τή θέση του άπό τούς μή κομμουνιστές ύπερρεαλιστές (Μπρετόν). Στό κατεχόμενο άπ’ τά ναξιστικά στρατεύματα Παρίσι τό πρώτο ποιητικό βιβλίο πού κυκλοφορεί παράνομα είναι τοΰ Έ λυάρ. Τό 1942 γράφει τό ποίημα «Ελευθερία», χιλιάδες άντίτυπα τοΰ όποιου τά άεροπλάνα τής RAF θά ρίξουν στό κατεχόμενο γαλλικό έδαφος. ’Αργότερα θά ένταχθεΐ στούς κομμουνιστικούς πυρήνες τής άντίστασης καί θ ά μείνει ώς τό τέλος πιστός στό Κομμου νιστικό Κόμμα ύπηρετώντας μιά εντελώς στρατευμένη ποίηση, μέ τήν όποια θά ύμνήσει δχι μόνο τό ιδανικό τής Ελευθερίας άλλά καί τόν ίδιο τόν Στάλιν. Κι ό Στάλιν διώχνει σήμερα τή δυστυχία Ή έμπιστοσύνη, καρπός τής σκέψης του πού είναι
τομαγαζί» εχει
Διδοτον uat Ζοσοόοχον Πηγης 58
δλο άγάπη Τόσο τέλειο είναι τό μυαλό του Χάρη σέ κείνον ζοϋμε χωρίς φθινόπωρο Ό ορίζοντας τοΰ Στάλιν δλο άναγεννάται ’Ακόμα καί στόν ίσκιο τό βαϋν ζοϋμε χωρίς Αμφιβολίες Γεννούμε τή ζωή ρυθμίζουμε τό μέλλον. Ή ποιητική πορεία τοΰ Έ λυάρ θ ά μπορούσε νά παρασταθεΐ μ’ ένα άριθμητικό κλάσμα δπου κατά καιρούς ό άριθμητής μεταβάλλεται (ντανταϊσμός, ύπερρεαλισμός, οΰμανιστικός κομμουνισμός, στράτευση) ό δέ παρανομαστής παραμένει πάντα Αμετάβλητος καί είναι: ή πίστη τοΰ ποιητή στή ζωή καί τόν άνθρωπο. Ό Έ λυάρ πιστεύει στήν όμορφιά πού έχει μέτρο τόν άνθρωπο, είναι φτια γμένη γιά τόν άνθρωπο, σέβεται τόν άνθρωπο. Στις τριάντα (ίσως καί παραπάνω) ποιητικές συλλογές του τό θέμα είναι ένα, μέ πολλές βέβαια παραλλαγές: ό άγώνας καί ό ύμνος τής ζωής. ’Αγώνας ένάντια στό κακό, δπου στό τέλος θριαμ βεύει πάντα ή φύση, ή δικαιοσύνη, ή εύτυχία. Τά μόνιμα επαναλαμβανόμενα μοτίβα τής π οί ησής του είναι τό οικουμενικό έγώ, τά μάτια, τά χέρια, ή φλόγα, ό καθρέφτης, ό ήλιος, τό βλέμμα, τό νερό, τό πρόσωπο, ή γυναίκα, τήν όποια περιορίζει πάντα στό ρόλο τής ιδανικής έρωμένης. Οί ποιητικές αΰτές σταθερές κινούνται πάντα σ’ ένα κλίμα περιστασιακής καθημερινότητας ή όποια πολλές φορές δραματοποιεϊ τά λυρικά στοι χεία, καθώς καί τόν ούδέτερο χώρο τής ένίοτε ύπερρεαλιστικής γραφής του. ’Ελάχιστες φορές κατορθώνει καί ξεφεύγει άπό τό κήρυγμα, πού έχει πάντα θέματά του: τήν έλευθερία, τήν ισότη τα, τή δικαιοσύνη, τή συναδέλφωση. Πολέμιος θεωρητικά καί πρακτικά τής προσω πικής ποίησης, Ακολούθησε πάντα τή διαδρομή άπ’ τό γενικό στό ειδικό, έξοστράκισε άπ’ τήν ποίησή του τό προσωπικό καί τό συγκεκριμένο καί στράφηκε σέ άφηρημένα ιδανικά στερώντας άπό τούς στίχους του τή διάρκεια πού μόνο ή έσωτερική βίωση χαρίζει. Ή ποίηση τοΰ Έ λυάρ μεταφράζεται δύσκολα έπειδή κινείται σ’ ένα κλίμα νεφελώδες καί ύδραργυρικό πού δύσκολα μπορείς νά τό Αποδώσεις στις Αντιστοιχίες τής νεοελληνικής γλώσσας. Ό Γ. Καραβασίλης Ασχολήθηκε μέ τήν ποίηση τοΰ Έ λυάρ άπό πολύ νέος. ’Α πό τήν πρώτη της κιόλας έκδοση ή μετάφρασή του διέθετε μιά ξεχωριστή ποιητική εύαισθησία. Στή δεύτερη έκδοση, δπως γράφει καί ό ίδιος στόν πρόλογό του, έκανε μιά ριζική θεώρηση, γεγονός πού συνέβαλε στήν άρτιότητά της. Ό Καραβασίλης περισώζει άπ’ τόν Έ λυάρ δ,τι θά μπορούσε νά περισωθεΐ. Στήν έπιλογή του φρόντισε ν’ άποφύγει ποιήματα περιστασιακά ή στρατευμένα, ρίχνοντας τό βάρος στά έρωτικά κυρίως ποιήματα. Έ τσι ή προσπάθειά του κερδίζει ποιοτικά καί αισθητικά. ’Οφείλω τέλος νά κάνω μιά αύτονόητη ίσως διευκρίνιση: γιά τίς παραπάνω παρατηρήσεις δέν περιορίστηκα βέβαια στήν Ανάγνωση τής μετά φρασης τοΰ Γ. Καραβασίλη. Ή μετάφρασή του στάθηκε Αφορμή γιά μιά καινούρια Ανάγνωση τοΰ κυριότερου τουλάχιστον ποιητικού έργου τοΰ Έλυάρ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
τό πλεο νέκτη μ α τή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς ντο κ ο υμ έντο ΣΑΚΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Κωδικοπληκτρονικά. Πεζά. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. ΑΥΤΟ είναι τό τέταρτο πεζογραφικό βιβλίο τοϋ Σ.Π. Έ χ ου ν προηγηθεϊ: «Τό δωμάτιο», 1965, «Τό άσανσέρ», 1969, «Ή παρακαμπτήριος», 1975. Ή έξέλιξη τοΰ συγγραφέα, μέσα άπ’ τά τέσσερα βιβλία του, διακρίνεται γιά τή συνέπεια μέ την όποια άναπτύσσει, σταδιακά, τό βασικό του «-δέ μα», πού (σχηματικά) μπορεί νά διατυπωθεί σάν: καταγραφή της έξοδον ένός νέου ανθρώπου άπ’ τόν «κλειστό» χώρο τής άπροσάρμοστης έφηβείας, στόν «άνοιχτό» χώρο τής συμβιβαστικής ένηλικίΣημειώνουμε τίτλους διηγημάτων τοΰ πρώτου βιβλίου (1965): — Ή μουσική θύμιζε πάρτυ — Καλοκαιρινό βράδυ — ’Ερωτική διανυκτέρευση — Βραδινή έξοδος, πού μας παραπέμπουν σέ μιά χαρακτηριστική εποχή καί άτμόσφαιρα. ’Αλλά καί οί τίτλοι τοΰ τελευταίου βιβλίου του (1978): — Κωδικοπληκτρονικά — Στρατηγική παραγωγικότητας τοΰ χρόνου — Αΰτοσχεδιασμός: σκέψεις καί βιώματα, είναι ένδεικτικοί τής άλλαγής «κλίματος» πού παρατηρεϊται στή διάρκεια αυτής τής πορείας, καί είναι άρκετοί γιά νά μας προσδιορίσουν τό χώρο μέσα στόν όποιο πραγματοποιείται δχι πιά ή έξοδος, πού κάπου έχει ήδη ξεχαστεΐ, άλλά ή μετάβαση τοΰ ήρωά μας. Έ χ ου ν (ήδη) περάσει δεκατρία (13) χρόνια. Στά προηγούμενα (3) βιβλία τοΰ Σ.Π ., ή μετάβαση αύτή προετοιμάζεται μέ σχεδόν τελετουργικό τρό πο. Παρακολουθούμε τά διάφορα στάδιά της, άλλοτε μέ τήν ψύχραιμη συμπεριφορά τοΰ θεατή ένός άνοιχτοΰ θεάματος κι άλλοτε μέ τήν ένταση μιας ήδονοβλεπτικής άπόλαυσης. Σχέσεις καί βιώματα δωματίου, καλοκαιρινών θερέτρων καί νυχτερινών περιπάτων στήν άδεια πόλη. Έ τσι δλα κάπως άρχίζουν. Γρήγορα δμως χώροι καί καταστάσεις μετασχηματίζονται. Ό κόσμος «άνοίγει», ή ζωή δμως «περιορίζεται»: τηλεφωνικά καλώδια, αυτοκίνητα, μαγνητόφωνα, άσανσέρ, άεροδρόμια, ύπόγειοι σιδηρόδρομοι, λε ωφόροι, πολυκατοικίες, βιταμινοΰχα σκευάσματα, λαχανικά συντηρημένα σέ νάυλον, στιγμιαίο σέξ — κατά τό στιγμιαίος καφές.
Ό έφηβος τοΰ «Δωματίου» κάποια μέρα θά πάρει τό «’Ασανσέρ» καί θά βγει στήν «Παρακαμ πτήριο», συνειδητοποιώντας αιφνίδια τή φοβερή συμπίεση τοΰ χρόνου καί τής ζωής πού άλλάζει. Ή βιαιότητα αΰτής τής αιφνιδιαστικής συνειδητοποίησης, θ ά γίνει αισθητή λίγο άργότερα, στόν αναγνώστη τών «Κωδικοπληκτρονικών», μέ τρό πο σχεδόν άπόλυτα άμετάκλητο. «"Ολα αύτά συμβαίνουν μπροστά στά μάτια μας χωρίς κανείς νά μάς δίνει σημασία. "Ολοι κάτι άλλο έχουν στό νοϋ τους. Χειρονομίες, νεύματα, τελετές, φράσεις, προτάσεις, έπαφές. Σάν υπνωτι σμένοι ένεργοϋν, διαβιβάζουν, όπισΰογράφουν, τσεκάρουν, γραφομηχανογραφοϋν, πληκτρολο γούν, κομπιουτάρουν, μαγνητοφωνούν, έγγράφονν, καταγράφουν, σχεδιάζουν, κλειδαριϋμοϋν» (σελ. 14). Ή συνειδητοποίηση δμως αΰτής τής βιαιότη τας, δέν στερεί τόν ήρωά μας, άπ’ τήν ικανότητα νά καταγράφει μέ τήν ψυχραιμία έπιστημονικοΰ έρευνητή, τή διαδικασία αΰτής τής κατευθυνόμενης προσαρμογής του, στήν κοινωνία «τοϋ νόμου καί τής τάξης». ’Α ναμφίβολα αΰτή τήν πολύτιμη (κι δχι μόνο λογοτεχνικά) ψυχραιμία, τήν όφείλουμε στό άσκημένο γλωσσικό δργανο τοΰ συγ γραφέα Σ.Π. Γιατί, άν στά προηγούμενα βιβλία του ήταν φανερή ή προσήλωσή του (χωρίς ώστόσο νά λείπουν κάποιες «ρωγμές») στήν έξωτερική σύμβαση τής λογοτεχνικής μυθοπλασίας, στά «Κωδικοπληκτρονικά», ό Σ.Π . άδιαφορεϊ εντελώς νά εξυπηρετήσει τούς κανόνες αΰτής τής σύμβα σης, μέ άποτέλεσμα τά κείμενά του νά άποκτοΰν τώρα μιά έπιπλέον σημασία: έκείνης τοΰ κοινωνιολογικοΰ ντοκουμέντου. Μ όνο μιά τέτοια γραφή — δηλ. άπαλλαγμένη άπό αισθηματολογία, δραματοποιήσεις, συμβολι σμούς καί μεταφορές, έπίθετα καί παρομοιώσεις, μέ δυό λόγια μιά άντιφιλολογική γλώσσα — μπο ρεί σήμερα νά καταδείχνει άποτελεσματικά τίς δψεις τής πραγματικότητας, ΰποβάλλοντας δια κριτικά, καί σχεδόν συνωμοτικά, προτάσεις γιά ένα σχέδιο έφικτής άμυνας. «Μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο ήχων, κινήσεων, συμ βόλων, πρέπει νά άναπνέεις καί νά κρατάς άνέπαφο τό δικό σου χώρο, τά κυβικά έκατοστά πού έκτοπίζει τό σώμα σου — τουλάχιστον αυτός ό χώρος νά κρατηϋεί άχυρό πάση ΰυσία». (σελ. 14). Γιά νά διατυπωθεί αΰτή ή προτροπή-έκκληση, ό Σ.Π., δέν προσφεύγει, δπως παλιότερα, στό λογοτεχνικό πρόσχημα τοΰ άφηγηματικοΰ μύθου. Τόν καταργεί, άλλά τήν ίδια στιγμή φαίνεται καί νά τόν άνανεώνει, χρησιμοποιώντας τά ίδια μέσα (θεματογραφικά καί μορφολογικά) πού τοΰ (μάς) παρέχει Ιν άφ θονία τό καταναλωτικό σούπερμάρκετ τής έποχής μας: Βιομηχανικά προϊόντα, τροφοδοτήσεις ήλεκτρονικών ΰπολογιστών, τέστ εΰφυΐας, έρευνες άγοράς, διαφημιστικά τρύκ, μαζικά μέσα έπικοινωνίας καί πληροφοριών, ό κώδικας τοΰ marke ting, έπιχειρησιακά μοντέλα, συνταγές έπαγγελματικής έπιτυχίας κι ένα πλήθος άλλων παρόμοιων συστατικών της σύγχρονης πραγματικότητας, συνιστοΰν τή «σημειογραφία» μιας νέας μυθοπλασίας πού χωρίς έπιφυλάξεις (πλέον) δείχνει νά υιοθετεί — παράλληλα μέ μερικούς άλλους, έστω όλιγάρι-
59
θμους, συγγραφείς τής νεότερης γενιάς — ό συγ γραφέας των «Κωδικοπληκτρονικών». Τελειώνοντας, Μ ’ταν παράλειψη νά μήν έντοπισθοΰν κι άλλα δύο βασικά χαρακτηριστικά τοϋ βιβλίου αυτού: ή αίσθηση ενός διαβρωτικοϋ (υπό γειου, συχνά) χιούμορ καί τό παράλληλο (ισότιμο) ένδιαφέρον τοΰ Σ.Π. γιά τή μουσική (κυρίως τήν τζάζ, μέ τήν οποία έχει διπλή σχέση, σάν ερμηνευ τής καί σάν θεωρητικός), πού γίνεται άλλωστε φανερό στό τελευταίο κεφάλαιο τοΰ βιβλίου, «Αύτοσχεδιασμός: σκέψεις καί βιώματα». ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ
κυκλοφ ορ εί
'Ετοιμάζεται Ε. Βιλερμόζ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Μετάφραση Επιμέλεια
Γ. Λεωτσάκος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΟΔΟΜΗ Ε.Π.Ε., 3ης ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 22, ΤΗΛ. 5234790 60
____________ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
σ υ μ φ ω ν ία λυγμώ ν ΟΜΗΡΟΥ ΠΕΛΛΑ: Διηγήματα. Κέδρος, Άΰήνα 1978. Σελ. 152. Ο ΟΜΗΡΟΣ ΠΕΛΛΑΣ, πού πέθανε τόσο νέος — μόλις 42 χρόνων — εδώ καί δεκάξι χρόνια, είχε μείνει στή μνήμη μας — δσων Εχουμε μνήμη — μέ άγάπη καί ευγνωμοσύνη γιά τό ανεπανάληπτο εκείνο αριστούργημά του τό ΣΤΑΛΑΓΚ VI, C, ήμερολόγιο τής όμηρείας στό χιτλερικό στρατόπε δο δπου είχε κρατηθεί.* Τό βιβλίο αύτό δέν είναι μόνο μιά μαρτυρία της φρίκης καί της απανθρω πιάς, είναι μαζί καί μαρτυρία γιά κείνη τή σιωπη λή, Επίμονη πάλη τοΰ βασανιζόμενου, τοΰ πεινασμένου, δαρμένου, Εξαθλιωμένου άνθρώπου νά μείνει άνθρωπος καί τήν ώρα πού πεθαίνει, νά μή «σκοτώσει τόν άνθρωπο μέσα του», δπως είχαν κάνει οί χιτλερικοί, ιδιαίτερα έκείνοι οί ηλίθια φανατισμένοι νέοι. Μαστοριά δυνατοΰ συγγρα φέα, χωρίς ρητορείες καί κούφια λόγια, πηγαία άληθινά, δπου πηγαία καί αληθινά κάθε τόσο Ερχονται βοηθοί, στηρίγματα οί αναμνήσεις τής ειρηνικής ζωής, τής παιδικής ηλικίας καί τό όνει ρό τής Επιστροφής στήν πατρίδα μετά τήν ήττα των χιτλερικών. Τό δνειρο πραγματοποιήθηκε κάπως διαφορε τικά... Ό "Ομηρος Πέλλας πέρασε κι αύτός άπό τή Μακρόνησο... ’Αλλά τούτη είναι άλλη ιστορία... Τώρα μάς ξάφνιασε ή Εκδοση — μέ τή φροντί δα τής γυναίκας του, κυρίας Φιφής Μ ουζενίδουΓιαννοπούλου — μιάς συλλογής μέ εφτά διηγήμα τα τοΰ Πέλλα (Ό δυσσέας Γιαννόπουλος τό πρα γματικό του δνομα). Τά διηγήματα αύτά, μέ τό βιωμένο (βιωμένο τόσο στή γύρω του ζωή, δσο στόν Εσωτερικό ψυχικό του κόσμο) ΰλικό του, θά μπορούσε νά σταθεί καί υλη γιά μυθιστόρημα, άλλωστε τά πρόσωπα (Επίτηδες δέ μιλώ γιά ήρωες) μεταπηδάνε συχνά άπό τό ’να στ’ άλλο κομμά τι, άπό δευτερεύοντα σ’ Ενα τά βρίσκουμε κύρια σ’ άλλο, καί τό τόσο συμπαθητικό μικρό τούτο βι βλίο γίνεται μιά ζεστή, δλο άγάπη καί συμπόνια εικόνα ζωντανή τοΰ χωριοΰ τοΰ Πέλλα, π ιό γενικά τοΰ Ελληνικού χωριού τόν καιρό τοΰ μεσοπόλεμου. Μέσα άπό τήν καρδιά καί τό μυαλό τοΰ παιδι ού πού ήταν τότε ό συγγραφέας (γεννήθηκε τό 1921), Ενός παιδιού μέ πολλά, δπως φαίνεται, ταλέντα: ζωγράφιζε — τά σκίτσα στό ΣΤΑΛΑΓΚ είναι τοΰ ίδιου — σκάλιζε πέτρες, όνειρευόταν νά γίνει καλλιτέχνης: «... Θά γίνω καλλιτέχνης, τό ’χα βαθιά μου μέχρι πού ήρθε ή ώρα τών λογαρια σμών καί μοΰ ’κόψε δλα τά όνειρα. Βασανίστηκα καιρό ώσπου νά συνέλθω, νά προσαρμοστώ στό δρόμο πού ή άνάγκη μ’ Εβαλε», θυμάται σ’ Ενα άπό τά διηγήματά του, καθώς: «τό ’να φέρνει τ’ άλλο, δλα είναι δεμένα, ή ζωή δέν είναι κομμάτι ξέχωρο, άρχή καί τέλος, δπως τήν παρουσιάζουν οί συγ γραφείς — άνοίγουμε τήν αύλαία, κλείνουμε,
χειροκροτήματα. Έ ν α πράγμα είναι συγκρατητό, συνεχές, αδιάκοπο, ατέλειωτο. Ά λ λ ’ ας γυρίσουμε στή Σταυρούλα». ”Ας γυρίσουμε κι έμεϊς στό συγγραφέα. Έ γινε λοιπόν δάσκαλος καί φαίνεται πώς κατάφερε ν’ αγαπήσει τό επάγγελμά του, δπως καί νά ’ναι άγαποΰσε τά παιδιά. Στό στρατό πεδο στή Γερμανία κάθε τόσο θυμάται τόν Ά βρ α μάκο καί τόν Κωστάκο ά πό τό όρφανοτροφείο στή Θεσσαλονίκη, δπου ήταν διορισμένος, καί πώς τά μέρευε τά δύστυχα πού ’χαν απάνθρωπα όρφανέψει μέ τόν πόλεμο κι ήταν άγριεμένα. ’Αλλά πάλι φύγαμε άπό τό καινούριο του βιβλίο, δμως ή παρουσίαση ένός βιβλίου, δταν μάλιστα έχει όριστικά κλείσει ό κύκλος τής δημιουργίας τοΰ συγ γραφέα, έπιβάλλει, νομίζω, νά τό βλέπει κανείς μέ τό δικό του τρόπο, άπό μέσα, έδώ δηλαδή κάπως μέ τό ’να φέρνει τ’ άλλο. 'Ο Πέλλας, καί ύστερα άπό τίς σκληρές προσγειωτικές έμπειρίες τής ζωής, κατάφερε νά βλέπει μέ τή ματιά τού άγνοϋ παιδιού καί γι’ αύτό μιλά τόσο γνήσια γιά δλα, άκόμα καί γιά τήν κακότητα τών ανθρώπων. Δέν είχαν σχολείο κι ούτε ρολόι στό χωριό τους, πήγαιναν, ένα μικρό μπουλούκι μαθητούδια, στό γειτονικό χωριό, τρία τέταρτα τής ώρας δρόμο, μ’ οποίον καιρό, άργοΰσαν καμιά φορά, κι ό δάσκαλος: «Ή ταν νέος τότε, τού ιεροδιδασκαλείου, μάλλον αγράμματος, δ,τι θ υ μάμαι άπό δαϋτον είναι κάτι μαύρα βιβλία μέ χρυσά γράμματα άπ’ έξω πού είδα μιά φορά στό σπίτι του — ήταν εκκλησιαστικά — καί τό ξύλο πού μάς έδινε δταν άργούσαμε. ’Ιδιαίτερα μερικές περιπτώσεις μοΰ ’χουν μείνει ένεξίτηλες, μοΰ άφη σαν ένα κατακάθι πίκρας γιατί ήταν άδικες», δπως μιά φορά πού δχι μόνο τούς έδειρε άγρια γιατί είχαν άργήσει έπειδή τούς είχε πιάσει δυνα τό χαλάζι στό δρόμο, άλλά, χωρίς νά λυπηθεί «τά παγωμένα μας χεράκια, μάς έβαλε καί καθήσαμε στά τελευταία θρανία, μακριά άπό τή σόμπα, νά μή ζεσταθούμε, νά μή στεγνώσουμε, τή σόμπα πού έκαιγε τά ξύλα πού μέ δλη τή νίλα πού τραβήξαμε τά κουβαλήσαμε ως τό σχολείο». (’Έτσι θέρμαιναν τότε, δταν τά θέρμαιναν, τά σχολειά στά χωριά). Εύτυχώς άργότερα ήρθε άλλος δάσκαλος, καλός, «μοΰ ’δωνε θάρρος, πήρε κι ένα άγαλμά μου καί τό ’χε στό γραφείο του». Τόν παίνεψε κι ό επιθεωρη τής τό μικρό μας καλλιτέχνη, πού είχε, λέει, ένα αίσθημα σάν νά πετούσε. Έ , βλέπεις, μέ δποιο έκπαιδευτικό σύστημα έχει νά κάνει καί τό άτομο, τό τ ί κάνει καί πώς τό κάνει ό καθένας. Πώς νά μήν άγαπήσεις τό παιδάκι πού, ξεκι νώντας νά σαλαγήσει τά πρόβατα, παίρνει μαζί του στό σακουλάκι του, πλάι στό ψωμοτύρι, τά βιβλία, βρίσκει έναν ήσκιο, ξαπλώνει καί διαβά ζει. Τί; "Ο,τι μπορέσει ν ά ξετρυπώσει, μέχρι «Καραμάζωφ» (άθάνατε Ντοστογιέφσκι), ή ν’ άγοράσει, κόβοντας άπό τά ... «περιττά», λόγου χάριν κανένα κουλούρι (αύτά πιά στό Γυμνάσιο στήν έπαρχιακή πολιτειούλα). Τό ίδιο γιά τά χρώματα τής ζωγραφικής: ένα κουτάκι νερομπογιές «καιρό τοΰ ’κανα κόρτε στή βιτρίνα τού βιβλιοπωλείου... πήγαινα στή δεύτερη τάξη, δώδεκα δεκατριών χρονών. Κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ έκανα τό σταυρό μου, μιά προσευχή καί: βοηθάμε Παναγιά μου νά πάρω κείνο τό κουτάκι μέ τίς νερομπογιές, είχα προσθέσει. Αύτό μήνες... ’ίσα με πού βόηθησε ή Παναγιά κι έγινε τό θάμα». Σέ κάποια βάφτιση
"Ομηρος Πέλλας (Μακρόνησος, 1948) σέ γειτονικό χωριό «τά ’ψησα μέ τή θεία κι έφερα έγώ τό νερό κι ό θείος μού ’δώσε δυό δεκάρικα γιά τόν κόπο μου... Τά χάιδευα δλη τή νύχτα. Έ βα λα καί άπό τά δικά μου ένα τάληρο, έκοψα τά περιττά έξοδα — καί τήν άλλη μέρα ήμουνα ό εύτυχέστερος άνθρωπος τού κόσμου...» “Αθελα πάει ό νούς στόν Brueghel, πού βόσκοντας τά γουρουνάκια ζωγράφιζε πάνω στό λείο τους δέρ μα έδώ καί τετρακόσια τόσα χρόνια. Οί «Καρφίτσες», τό πρώτο διήγημα τής συλλο γής, είναι ένα διαμαντάκι ψυχολογίας τοΰ φτω χού, ταπεινωμένου παιδιού: τή στιγμή πού είναι ν’ άπαγγείλει στήν εθνική γιορτή ό μαθητής νιώθει νά διαλύεται τό σακάκι του, πού τόσο προσεκτικά τό είχε στεριώσει μέ καρφίτσες, γιατί, καθώς ήταν στενό, είχε ξηλωθεί, κι ήταν μπροστά καί τό κορίτσι τών ονείρων του. Καί κείνος ό καθυστερημένος, σάν άπόκοσμος, άπλοϊκός γελαδοβοσκός τού χωριού, πού τόν θεω ρούσαν χαζό, σάν τού ’δειξαν κάποτε έμπιστοσύνη βρίσκει τόν τρόπο νά βοηθήσει τήν ’Αντίσταση καί τό πληρώνει μέ τή ζωή του: Τή στιγμή πού τόν πιάνουν καταφέρνει νά πετάξει τό τσαρούχι δπου είχε βάλει τό παράνομο σημείωμα. Τό βρήκαν οί άντάρτες. Ό μ ω ς «δταν πήρε ή μέρα τόν ξέκριναν τόν Σταυρή. Ή ταν στή θέση του, έκεί στό καψαλι σμένο δέντρο. Μ όνο πού τώρα δέν κάπνιζε, ούτε μπορούσε νά φωνάξει σάν πρίν δοοοχα-οοο... Έ μοια ζε μ’ ένα τσακισμένο παράξενο κλαδί πού τό σάλευε πέρα δώθε ό άέρας, ενώ τά πεταμένα του μάτια ήταν καρφωμένα στά πόδια του δπου έλειπε τό ζερβί του τσαρούχι». Τέτοιοι είναι οί άνθρωποι τοΰ Πέλλα. Τά πρόβατα, τά δέντρα, ή θάλασσα πέρα — τό Ίόνιο — τό βουνό, τ’ άγριολούλουδα, τά χαμόσπιτα, ή
61
φτώχεια — κάποτε μονάχα ψωμί καί κρεμμύδι — δ περίγυρός τους. Έ κεΐ μέσα κινούνται δλοι, παιδιά καί μερικοί μεγάλοι. Καί κείνοι οί δειλοί παιδικοί καί έφηβικοί έρωτες καί οί δόλιες οί κοπέλες, δλα τά τυλίγει μέ τήν άγάπη του μέ μιά ποίηση άπλή, άλλου καιρού, μά τόσο πηγαία. Μ’ δλη τήν πίκρα άπό τό τέλος των περισσότερων προσώπων του — λίγοι ξεφεύγουν τή σκληρή μοίρα τους, οί γυναίκες «άπό τά 35 σά γριές», ό καδένας μέ τόν τρόπο του εξαθλιώνεται, ξεπέφτει — ό Πέλλας δέ γίνεται στυφής. Τό τελευταίο διήγημα τής συλλογής τελειώνει έτσι: «Δέ βαριέ σαι. “Ολοι πεθαίνουν. Τί γίνεται μέ κείνους πού είναι ζωντανοί καί δέ ζούν». Κι ώστόσο, δταν κλείσεις τό βιβλίο, έκεϊνο πού σού μένει δεν είναι απόγνωση, άλλά κάτι φωτεινό, μιά ζεστή άνθρωπιά, σά νά σέ τυλίγει μιά λυρική άχλύ καλοσύνης. Δέν ξέρω αν άρμόζει στήν περίπτωση τού Πέλλα ν ά κάνει κανείς παρατηρήσεις γραψίματος, άφού ίσως δέν θ ά πρόλαβε κάν νά χτενίσει τά γραφτά του. Επειδή δμως σίγουρα θ ά βρεθούν έπικριτές, λέω πώς άν ζοΰσε ίσως νά είχε άποφύγει μερικές έπαναλήψεις ά πό διήγημα σέ διήγημα, καί κάπου κάπου έναν έλαφρό διδακτισμό, μάλ λον εύνόητο, καθώς καί έλάχιστους γλωσσικούς ιδιωματισμούς, άν καί ή γλώσσα του έχει ρωμαλέ ους χυμούς. ΦΟΥΛΑ Χ Α ΤΖΙΔΑΚ Η
* Είναι κρίμα πού — δσο τουλάχιστο ξέρω, μακάρι νά κάνω λάθος — δέν έχει μεταφραστεί σέ ξένες γλώσσες, γιατί είναι άπό τά καλύτερα, άν δχι τό καλύτερο, του είδους. Θά 'ταν βέβαια άφέλεια νά μάς θυμίσει κανένας πώς κάποτε ή ’Ακαδημία ’Αθηνών, άπό άφορμή κάποιο κληροδότημα νομίζω, είχε άνακοινώσει πώς θά έπρόβαλλε έλληνικά λογοτεχνικά έργα ατό έξωτερικό... Άλλωστε δταν ή λογοτεχνία καί ή τέχνη ΰποστοϋν τίς περιπτύξεις Άκαδημιών ή άλλων έπισήμων φορέων, τό λιγότερο πού ’χει νά φοβηθεί κανείς είναι πώς θά πρέπει νά ’χουν πολύ παλιώσει πιά τά τιμώμενα έργα...
62
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ένα ς ά γνω σ το ς λ ό γ ιο ς τή ς Δ ια σ π ο ρ ά ς ΕΛΛΗΣ ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΙΣΙΛΙΑΝΟΥ: ’Α ν τώνιος ό "Επαρχος. Ένας κερκυραίος ούμανιστής του ΙΣΤ' αιώνα. Αθήνα, 1978. Σελ ιστ' + 364. ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια παρατηρεϊται σέ διεθνή κλίμακα μία έξαρση στήν κίνηση γιά τή μελέτη τού βίου καί τών έργων των έλλήνων λογίων πού κατέφυγαν στή Δύση μετά τήν άλωση τής Κων σταντινουπόλεως (1453) — όρισμένοι καί πριν άπό αύτήν — καί μέ τή δραστηριότητά τους (διδακτική, μεταφραστική, συγγραφική) συνετέλεσαν στή διάδοση τών έλληνικών γραμμάτων καί συνέβαλαν στή δημιουργία τού πνευματικού κινή ματος πού όνομάζουμε Α ναγέννηση. Ή βιβλιο γραφία τών αυτοτελών καί περιοδικών δημοσιευ μάτων πού άναφέρονται σέ θέματα σχετικά μέ τούς λογίους τής Τουρκοκρατίας εμφανίζεται σή μερα εξαιρετικά πυκνή. Μέσα στό κλίμα αύτήςτής έξάρσεως έντάσσεται καί ή πρόσφατη λαμπρή συμβολή τής κ. Έ λλης Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου γιά τόν κερκυραίο λόγιο τού ΙΣΤ' αιώνα ’Αντώνιο Έ παρχο. Ό ’Αντώνιος Έ π αρ χος (1491-1571) κατέχει στήν ιστορία τής νεοελληνικής λογιοσύνης μιάν έξέχουσα θέση, πού τού τήν έξασφαλίζει τό συμμι γές έργο του (ή πλούσια άλληλογραφία του μέ έξέχοντα πρόσωπα τής έποχής του, τά αύτοτελή έργα του, ή συλλεκτική καί άντιγραφικήκωδικογραφική έργασία του). Έ μεινε γνωστός γιά τό διδακτικό έργο του στή Βενετία (δπου κατέφυγε μέ τά παιδιά του τό 1537, μετά τήν άπώλεια τής περιουσίας του κατά τήν επίθεση τού Χαϊρεδδίν Βαρβαρόσσα εναντίον τής Κερκύρας) · γιά τόν εμπλουτισμό τών μεγάλων εύρωπαϊκών βιβλιοθηκών μέ έλληνικά χειρόγραφα · ίσως δμως ή φήμη του έδραιώθηκε περισσότερο μέ τό ποίημά του Θρήνος εις τήν Ελλάδος καταστροφήν (πρωτοεκδόθηκε στή Βενετία τό 1544), πού γράφτηκε μέ άφορμή τήν πολιορκία κα ί τή λεηλασία τής ιδιαίτερης πατρίδας του άπό τούς Τούρκους καί βοήθησε (μαζί μέ άλλες έκκλήσεις του γιά συμφι λίωση τών ήγεμόνων τής Δύσεως καί γιά κοινή άντιμετώπιση τών Τούρκων)1 στή διατήρηση καί κατά τόν ΙΣΤ' αιώνα τού πνεύματος τής σταυρο φορίας γιά τήν άνάκτηση τής Πόλης. "Οπως είναι γνωστό, τό πνεύμα αύτό είχε ιδιαίτερα άναπτυχθεΐ κατά τόν προηγούμενο αιώνα (Βησσαρίων, Μιχαήλ ’Αποστολής, Ίανός Λάσκαρις κ.ά). "Ως τώρα δμως δέν ύπήρχε μία συστηματική καί έμπεριστατωμένη μονογραφία γιά τό λόγιο αύτόν, άλλά μικρότερες ειδικές έργασίες, τό περιε χόμενο τών όποιων έλέγχει ιστορικά καί κριτικά ή
Α Ν Τ Ω Ν ΙΟ Υ Ε Π ΑΡΧ ΟΥ ΤΟ Υ ΚΕΡ* KUjaisu Β ίΆ ΰ ιΜ χΛ ί , 6{ϊκος ■
συγγραφεύς, άποτιμώντας τίς έπιμέρους αυτές συμβολές στά «Εισαγωγικά» τοΰ βιβλίου της (σελ. 1-14), δπου έπίσης γίνεται λόγος γιά τή μέθοδο πού άκολουθεϊ ή ίδια καί γενικότερα γιά τή δική της προσφορά. Γιά τή σύνθεση τοΰ βιβλίου της ή κ. Σισιλιάνου στηρίχθηκε ιδιαίτερα, «σχεδόν Αποκλειστικά», σέ δσα στοιχεία προσφέρει ή αλληλο γραφία τοΰ Έπάρχου, στό άλλο συγγραφικό του έργο, στήν άντιγραφική (κωδικογραφική) έργασία του καί στό ιστορικό ύλικό πού παρέχουν τά διάφορα έπίσημα έγγραφα (βλ. σελ. 12). Ειδικότερα, τό κύριο μέρος της έργασίας της κ. Σισιλιάνου διαιρείται σέ τέσσερα κεφάλαια, μέ τήν άκόλουθη δομή (γενικοί τίτλοι καί τίτλοι ύποκεφαλαίων): Στό πρώτο κεφάλαιο (σελ. 1590) έξετάζονται τά βιογραφικά τοΰ ’Επάρχου (Κέρκυρα, 1491-1537, Βενετία, 1537-1552, Ε π ι στροφή τοΰ Έ πάρχου στήν Κέρκυρα, Ε π α φ ές καί γνωριμίες του κατά τή διαμονή του στήν ’Ιταλία. — Δεσμοί μέ έκκλησιαστικές, πολιτικές καί έπιστημονικές προσωπικότητες τής Δύσεως, Σχέσεις μέ Έ λληνες λογίους καί προσωπικότητες τής ελ ληνικής Εκκλησίας. — Ή οικογένεια τοΰ Έ πάρ χου. — "Αμεσο περιβάλλον καί άπόγονοι, Περιου σιακά στοιχεία τών Έ πάρχων στήν Κέρκυρα, Στέμμα καί οικόσημο τής οικογένειας Έ πάρχου). Στό δεύτερο κεφάλαιο (σελ. 91-142) ή συγγρα φεύς άσχολεϊται μέ τή συμβολή τοΰ Έ πάρχου στόν έμπλουτισμό τών μεγάλων εύρωπαϊκών βιβλιοθη κών μέ έλληνικά χειρόγραφα (συγκρότηση τών συλλογών χειρογράφων τοΰ Έ πάρχου, διάθεση τών συλλογών αύτών, κατηγορίες έργων τών συλ λογών, ή κωδικογραφική έργασία τοΰ Έ πάρχου καί ό ρόλος του στή διάδοση τής έλληνικής γραμ ματείας στή Δύση). Στηριζόμενη σέ δσα στοιχεία τής προσφέρουν τά κείμενα τοΰ Έ πάρχου ή συγ γραφεύς, στό τρίτο κεφάλαιο (σελ. 143-166) έξετάζει τόν τρόπο μέ τόν όποιο ό κερκυραίος λόγιος άντιμετώπισε τόν τουρκικό κίνδυνο, τίς θρησκευ τικές πεποιθήσεις του (τήν ένταξή του στήν παρά ταξη τών φιλενωτικών) καί γενικότερα τήν ιδεο λογική του τοποθέτηση. Τό τέταρτο κεφάλαιο τής διατριβής (σελ. 167-194) άφιερώνεται στήν πα ρουσίαση τών έργων τοΰ Έ πάρχου, ενώ παράλλη λα γίνεται λόγος γιά τίς ιστορικές συνθήκες πού προκάλεσαν ή ένίσχυσαν τή σύνθεσή τους. (Ύποτύπωσις τής ’Οτομάνων Τυραννίδος..., Θρήνος εις τήν Ελλάδος καταστροφήν, Επιστολές κλπ.). Στό έκτενές Παράρτημα πού άκολουθεϊ (σελ. 195-314) έκδίδονται καί σχολιάζονται έπαρκώς: Τέσσερα έγγραφα άπό τό Κρατικό ’Α ρχείο τής Βενετίας (Archivio di Stato di Venezia) πού άφοροΰν τόν Έ παρχο, Δέκα έπιστολές τοΰ Έ πάρχου πρός διαφόρους παραλήπτες, Ή Ύποτύπωσις— κείμε να πού άποδεικνύουν τόν υψηλό βαθμό τής άρχαιομάθειάς του — , Μία άγόρευση τοΰ Έ πάρχου στή βενετική Γερουσία καί δύο Εκκλήσεις του (μία πρός τό Συμβούλιο τών Δέκα τής Βενετίας καί μία πρός τόν πάπα Πίο Δ'). Τό Παράρτημα περιλαμ βάνει άκόμη τούς ήδη δημοσιευμένους τέσσερις καταλόγους χειρογράφων τοΰ Έ πάρχου (τοΰ 1537, τής Βιέννης, τοΰ Βατικανοΰ, τοΰ Έσκοριάλ) καί τόν κατάλογο τών χειρογράφων τοΰ ’Α νδρονί κου Έπάρχου, παπποΰ τοΰ ’Αντωνίου, καί τέλος ένα συγκεντρωτικό πίνακα τών χειρογράφων τοΰ Έπάρχου κατά βιβλιοθήκες. Τίς σελίδες 315-324
<ΰ αΰ? GblsMai 2»is we?s όμάιαια» (yrmm(gLt τάς jgisvunAv TftAnti&cr ■
In nurperumcried* Deflmtk. I'afiem Ef1Jink fufamjptCUnta ti .meeriinn nriputlk* chrijlwut. thifdemIf iuphiumin Oaibudm cmtdramm, ptfmdlpni emptywritm.
VENETIIS·
M D X tttltf
τοΰ βιβλίου καλύπτει ένα Επίμετρο, δπου ή συγ γραφεύς άναφέρεται στά ήδη δημοσιευμένα κείμε να τοΰ Έ πάρχου καί μέ βάση τά αρχικά του χειρόγραφα διορθώνει τίς λανθασμένες μεταγρα φές, έπισημαίνει τίς παραλείψεις κλπ. ’Α κολουθεί ή Βιβλιογραφία (’Ανέκδοτες πηγές, Δημοσιευμέ νες πηγές καί βοηθήματα) καί τό βιβλίο τελειώνει μέ ένα πλούσιο (ελληνικό καί ξένο) Εύρετήριο προσώπων καί τόπων. Έ πέμεινα στήν άναλυτική παρουσίαση τοΰ βι βλίου τής κ. Σισιλιάνου, γιά νά μπορέσω έτσι νά προσανατολίσω καλύτερα τόν μή ειδικό άναγνώστη στήν πυκνή χορεία τών πραγμάτων καί τών θεμάτων πού περιλαμβάνονται σ’ αύτό, διότι πολύ σωστά ή συντάκτριά του δέν περιορίζει τούς στόχους τής έρευνάς της στά σχετικά μέ τήν προσωπικότητα τοΰ κερκυραίου λογίου, Αλλά καί στήν τοποθέτησή του μέσα στήν εποχή του. Ή έργασία τής κ. Έ λλης ΓιωτοπούλουΣισιλιάνου είναι ό καρπός μακροχρόνιων, έπίπονων καί συστηματικών έρευνών σέ άρχεΐα καί βιβλιοθήκες κυρίως τής Κέρκυρας καί τής ’Ιταλί ας. Ή συγκέντρωση τοΰ ύλικοΰ πού προσφέρουν τά Ανέκδοτα καί έκδεδομένα έργα τοΰ Έ πάρχου έγινε μέ προσοχή καί ή κριτική επεξεργασία του κατά τρόπο συστηματικό καί τεκμηριωμένο. Ε ξάλλου, ή συγκριτική μελέτη τών κειμένων τοΰ κερκυραίου λογίου βοήθησε τή συγγραφέα νά έπιτύχει τήν Ανασύνθεση τών στοιχείων πού Αναφέρονται στήν προσωπικότητά του καί νά Ανασκευάσει όρισμένες έσφαλμένες έκτιμήσεις προγε νέστερων μελετητών γιά τή ζωή καί τό έργο του, ώστε νά προκύψει άπό τή διατριβή ένας πιό συγκεκριμένος προσωπογραφικός καί ιδεολογικός χαρακτηρισμός τοΰ φιλενωτικοΰ Έπάρχου. Ω στόσο, καί παρά τόν έντυπωσιακά ύψηλό βαθμό πληρότητας πού έμφανίζει ή ώραία έργα σία τής κ. Σισιλιάνου, θά διακινδύνευα τήν παρα τήρηση δτι τό φιλολογικό αίτημα γιά τήν έκδοση τών «Opera omnia» τοΰ ’Αντωνίου Έ πάρχου παραμένει άκόμη Ανοικτό, αν καί δχι τόσο έπιτακτικό δσο πριν άπό τήν ,έμφάνιση τής κρινόμενης μελέτης. Καί τό καταλληλότερο πρόσωπο γιά τή δουλειά αύτή, μετά τά έπιτυχημένα δείγματα πού μάς έδωσε στό βιβλίο της, είναι ή ίδια ή κ.
63
Σισιλιάνου. Στό μελλοντικό αύτό τόμο, μαζί μέ τά αύτοτελή έργα τοΰ Έπαρχου, τίς έπιστολές του καί τά άλλα έργα που μάς γνωρίζει ή συγγραφεύς στό βιβλίο της, θά προτείναμε νά συμπεριληφθοΰν καί οί έπιστολές πού έλαβε ό κερκυραϊος λόγιος. Μέ την εύκαιρία πού μοϋ προσφέρει ή άποτίμηση της έργασίας τής κ. Σισιλιάνου, παρακαλώ νά μοΰ έπιτραποΰν δύο προσθήκες καί μία άκόμη παρατήρηση, οί όποιες δέν μειώνουν καθόλου την αξία τοΰ βιβλίου καί τη σημασία τής συμβολής τής συγγραφέως: 1. Στό Μαρκιανό έλληνικό κώδικα τοΰ ΙΣΤ' αιώνα IX, 40 (Colocazione 1288), φύλλο II, περιέχεται έπίγραμμα τοΰ Έ πάρχου «Εις τήν εικόνα Καρόλου πέμπτου αντοκράτορος» (’Αρχή: Δευ καλίων..., Τέλος:... δήλον έρεϊ;)2. 2. "Οπως διαπίστωσα καί άπό αυτοψία, ή γνω στή επιστολή τοΰ Έ πάρχου πρός τόν Φίλιππο Μελάγχθονα (Βενετία, 22.2.1543) — βλέπε σελίδα 319 τής διατριβής — παραδίδεται καί άπό τόν κώδικα ύπ’ άριθ. 65 (σελ. 464-466) τής βιβλιοθή κης τής Ζαγοράς (ITT αιώνας)3. 3. 'Ορισμένες άπό τίς παρατηρήσεις τής συγ γραφέως γιά τίς έκδεδομένες άπό τούς Δ.Ι. Μαυροφρύδη-Αίμ. Legrand καί Μιχ. Α. Μουστοξύδη έπιστολές τοΰ Έ πάρχου (βλ. ιδίως σελ. 4, σημ. 4, τοΰ βιβλίου) είχαν διατυπωθεί άπό τόν γράφοντα ήδη άπό τό 19734. Κλείνοντας τήν περιδιάβασή μας στό βιβλίο τής κ. Σισιλιάνου δέν άπομένει παρά νά εύχαριστήσουμε τή συγγραφέα γιά τή σπουδαία καί υποδει γματική προσφορά της καί νά εύχηθοΰμε νά υπάρξουν στό μέλλον καί άλλες άνάλογες έργασίες πού θά φωτίσουν τή ζωή καί τό έργο λογίων τής Τουρκοκρατίας, γιά τούς όποιους (μείζονες ή έλάσσονες) δέν διαθέτουμε άκόμη πλήρεις μονο γραφίες, ώστε νά άποτιμηθεΐ σωστά καί στίς άληθινές της διαστάσεις ή συμβολή των έλλήνων λογίων τής Διασποράς στήν άναγέννηση των γραμμάτων στή Δύση5. Π.Δ. ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Σημειώσεις: 1. "Οπως λ.χ. ή Ύποτύπωσις της Ότομάνων Τυραννίδος καί ποίω δει χρόπω χαύτην καχασχρέψασύαι, πού γράφτηκε ατά 1538-1539 καί είναι άφιερωμένη στον πάπα Παύλο Γ'. 2. Βλ. Bibliothecae Divi Marci Venetiarum Codices graeci manuscripti. Recensuit Elpidius Mioni. Volumen III supplementa duo contineos. Istituto Poligrafico dello Stato, Libreria dello Stato, [Roma] 1972, σελ. 34. 3. ΙΙρβλ. Κ. Δνοβουνιώτου, «Κατάλογος των κωδίκων τής βιβλιοθήκης τής Ζαγοράς», Νέος 'Ελληνομνήμων, τόμ. 13 (1916), σελ. 346, δπον άναφέρεται άόριστα: «’Αντωνίου Έπάρχου έπιμήκιστος έπιστολή». 4. Βλ. Π.Δ. Μαστροδημήτρη, «’Ανέκδοτη έπιστολή τοΰ ’Αντωνίου Έπαρχου πρός τόν Pietro Bembo (1537)», Άθηνά, τόμ. 73-74 (1973), [ «Λειμωνάριον»-Προσφορά εις τόν καθηγητήν Ν.Β. Τωμαδάκην], σελ. 30, σημ. 2. 5. Γιά τήν όποια πάντως βλ. Διον. Α. Ζακυθηνοϋ, «Τό πρόβλημα τής έλληνικής συμβολής εις τήν ’Αναγέννησιν», Έπισχημονική Έπεχηρίς χης Φιλοσοφικής Σχολής χοϋ Πανεπιστημίου ’Αθηνών, τόμ. 5 (1954-1955), σελ. 126138, δπον καί ή βιβλιογραφία (καί περισσότερα στό πρόσφατο βιβλίο τού Ιδιου, ’Αναγέννησις καί ’Αναγεννή σεις, Έλληνικαί Ανακεφαλαιώσεις, Άθήναι 1978, δπου καί ή νεότερη βιβλιογραφία). Π.Δ.Μ.
64
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ε ν δ ια φ έ ρ ο υ σ α π ρ ο β λ η μ α τ ικ ή κ α ί πρω τότυπη μ ε θ ο δ ο λ ο γ ία ΣΠΥΡΟΥ ΑΣΔΡΑΧΑ: Μηχανισμοί τής άγροτικής οικονομίας στήν Τουρκοκρατία (ιε’-ιστ' αΐ.). Θεμέλιο, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 304. ΔΕ Ν συμπληρώθηκε άκόμη δεκαετία άπό τότε πού μερικοί έλληνες ιστορικοί τής νεότερης γενιάς άρχισαν νά δημοσιεύουν τίς μελέτες τους γιά τήν οικονομική καί κοινωνική ιστορία τοΰ έλλαδικοΰ χώρου. Οί μελέτες αύτές είναι καρπός ειδικών σπουδών σέ πανεπιστήμια τής Ευρώπης καί τής ’Αμερικής καί μακρόχρονης έρευνας σέ έλληνικά καί ξένα άρχεϊα. Τό δρόμο τόν είχε δείξει ό Ν. Σβορώνος άπό τό 1956 μέ τό βιβλίο του «Le commerce de Salonique au XVIII' siecle» Ή προσ πάθεια φαίνεται ν ά έχει συνέχεια, φαίνεται δηλα δή νά μήν άποτελεΐ ένα περιστασιακό φαινόμενο, παρά τίς δυσκολίες στήν άνεύρεση τών πηγών, παρά τό γεγονός δτι τά ζητήματα τής οικονομικής καί κοινωνικής ιστορίας έξακολουθοΰν νά προσ ελκύουν έλάχιστους νέους ερευνητές καί παρά τό γεγονός δτι μέ τά ζητήματα αύτά άσχολοΰνται καί μελετητές άπό άλλες, συναφείς, έπιστήμες, δπως ή κοινωνιολογία, πού δέν είναι ιστορική επιστήμη, δημιουργώντας έτσι άσάφειες καί άποπροσανατολισμούς ώς πρός τή μεθοδολογία τής έπιστήμης τής ιστορίας. Ή έκδοση τοΰ βιβλίου τοΰ Σπύρου Ά σδραχά «Μηχανισμοί τής άγροτικής οικονομίας στήν Τουρκοκρατία (ΙΕ'-ΙΣΤ' αιώνας)» δέν άποδεικνύει μόνο μιά συνέχεια στήν έρευνα γιά τήν οικονομική καί κοινωνική ιστορία· άποδεικνύει επίσης τήν έπίδοση τής έρευνας στά ζητήματα τής άγροτικής οικονομίας, γιά τήν όποια ή έλληνική βιβλιογραφία είναι πολύ φτωχή. Έ χει μάλιστα ιδιαίτερη άξια τό δτι τό βιβλίο άσχολεϊται μέ μιά πρώιμη χρονική περίοδο, γιατί αύτό μάς έπιτρέπει νά παρακολουθήσουμε τήν έξέλιξη τών μηχανι σμών πού ρύθμιζαν τή λειτουργία τοΰ πρωτογενή τομέα τής οικονομίας καί νά συλλάβουμε, άν, δπως έλπίζεται, οί σχετικές μελέτες προωθηθούν χρονικά, τούς συσχετισμούς τών τομέων τής οικο νομίας στό 18ο αιώνα, δταν στόν έλλαδικό χώρο, δπως καί άλλοΰ, συντελέστηκαν μεταβολές μέ μεγάλη σημασία. Γιά ν ά έρευνήσει τούς μηχανισμούς τής άγροτι κής οικονομίας, ό Σπύρος Ά σδραχάς στηρίζεται σέ φορολογικά κατάστιχα διαφόρων περιοχών, σέ ένα δηλαδή άρχειακό ύλικό μέ στατικό χαρακτή ρα, τό όποιο, παρόλο πού δέν έπιτρέπει νά συλλά βουμε τίς λειτουργίες τής άγροτικής παραγωγής σέ
άγροτική περιοχή μιά χρονική συνέχεια καί προοπτική καί τίς Επιπτώσεις της στό έπίπεδο τής ζωής, στις σχέσεις τής ιδιοκτησίας, στήν κατανομή τοϋ εισοδήματος, στόν οικονομικό καί κοινωνικό ρόλο των άγροτικών πλεονασμάτων καί, έπομένως, στήν οργάνωση τής κοινωνίας, παρέχει, ώστόσο, τή δυνατότητα γιά έπιστημονική προβληματική μέ βάση τούς μέσους δρους, πού δέν άφορούν τή χρονική στιγμή τής καταστίχωσης μόνο, αλλά προσφέρονται καί γιά έπιφυλακτικές προεκτάσεις. Τά φορολογικά κατάστιχα ώς πηγή γιά τή μελέτη τής άγροτικής οικονομίας τά χρησιμοποι ούν άπό άρκετά χρόνια οί ιστορικοί των γειτονι κών μας βαλκανικών χωρών καί Εχουν άποδειχτεΐ εξαιρετικά χρήσιμα καί άποτελεσματικά γιά μιά απάντηση σέ ούσιαστικά έρωτήματα. ’Άλλωστε, είναι αμφίβολο αν θά βρούμε ποσοτικά στοιχεία πού νά μάς πληροφορούν γιά τήν άγροτική οικο νομία άλλα άπό τά φορολογικά κατάστιχα, ιδιαί τερα γιά τούς πρώιμους αιώνες. Τό άντικείμενο τού βιβλίου του τό όρίζει ό ίδιος ό Σπύρος Ά σδραχάς ώς «μιά προσπάθεια παρουσίασης τών μηχανισμών μέ τούς όποιους πραγματοποιείται ή άγροτική παραγωγή καί ή ιδιοποίηση καί άνακατανομή τών πλεονασμάτων, σύμφωνα μέ τή λογική ένός συστήματος ή όποια μεταγράφεται στό περιγραφικό ύλικό πού, μέ τή σειρά του, μερικεύει συνολικούς μηχανισμούς πού ισχύουν γιά περιοχές καί γιά χρονικές στιγμές πέρα άπό δσες έγκλείονται στό άναλυόμενο έδώ Ξεκινώντας λοιπόν άπό τίς φορολογικές άποδόσεις — μέ κύρια τή δεκάτη — μερικών τιμαρίων, ό Σπύρος Ά σδραχάς οδηγείται σέ Εναν Ενδιαφέ ροντα καί καίριο προβληματισμό γιά νά Ερευνή σει, μέ άλλεπάλληλες υποθετικές άναζητήσεις, Επιμέρους ζητήματα μέ Εξαιρετική σημασία, δπως είναι ή φυσική καί ή χρηματική οικονομία τών χωριών, ή σχέση τού δημογραφικοΰ δυναμικού μέ τήν κατά κεφαλή άναλογία τού εισοδήματος καί ό παραπληρωματικός χαρακτήρας τών άγροτικών οικονομιών- τό κορύφωμα τής Ενδιαφέρουσας αύτής προβληματικής είναι ή διερεύνηση τής δυ νατότητας γιά πραγματοποίηση χρηματικών εισο
άπασχολημένες μέ διάφορες oh δημάτων καθώς καί ή διαπίστωση μιάς αναγκα στικής Εμπορευματοποίησης μέσω τών φορολογι κών μηχανισμών, δχι δηλαδή μέσω τού σχηματι σμού Εμπορεύματος. Τέλος, ή διερεύνηση τών πιθανοτήτων πού θά όδηγοΰσε στή διαπίστωση ένός γενικού συστήματος πλεονασματικής — καί άναγκαστικά Εμπορευματοποιούμενης — άγροτι κής παραγωγής πλησιάζει τό μοντέλο τού φεουδαλικοΰ συστήματος πού προτείνει ό Kula. Έ τσι, ό Σπύρος Ά σδραχάς χρησιμοποιεί τά Επιμέρους ποσοτικά δεδομένα του, πού ισχύουν γιά μιά μικρή χρονική διάρκεια, γιά νά Επεκτείνει τήν προβληματική του σέ μιά μακρότερη διάρκεια καί γιά νά άναζητήσει Ενα μοντέλο τής άγροτικής οικονομικής λειτουργίας στό πλαίσιο τής συνολι κότερης οικονομίας πού τήν όνομάζει προβιομη χανική. "Οσοι άσχολούμαστε μέ τά ζητήματα τής οικο νομικής καί κοινωνικής Ιστορίας τού έλλαδικού χώρου, δσοι βασανιζόμαστε άπό τά ίδια, άπό άνάλογα ή άπό παράλληλα έρωτήματα, μπορούμε πολύ καλά νά Εκτιμήσουμε τήν άξια τής προσφο ράς τού Σπύρου Ά σδραχά- μπορούμε νά Εκτιμή σουμε τήν Ενδιαφέρουσα προβληματική καί τήν πρωτοτυπία τής σκέψης του. Τό βιβλίο πού παρουσιάζεται έδώ μπορεί άπό πολλές άπόψεις νά θεωρηθεί δτι άνοίγει δρόμους στήν Ερευνα τής νεοελληνικής οικονομικής καί κοινωνικής πραγματικότητας. Γιά Ενα τέτοιο βι βλίο, καί μέ τήν Επιφύλαξη δτι τό σημείωμα αύτό σέ καμιά περίπτωση δέν άποτελεϊ βιβλιοκρισία, δέν ύπάρχουν, δέν Επιτρέπεται νά ύπάρχουν, Επι φυλάξεις. Α ντίθετα μάλιστα, τά βιβλία πού Εχουν τήν ιδιότητα τής πρωτοτυπίας στό θέμα καί στή μέθοδο τής Ερευνας δημιουργούν καί στούς άλ λους τήν υποχρέωση γιά προώθηση τής Ερευνας πάνω στά σχετικά θέματα. Μόνο μιά φιλική ύπόδειξη: Επειδή αύτού τού είδους τά βιβλία Εχουν ευτυχώς κάποιο κοινό καί δέν άπευθύνονται πιά μόνο στούς ειδικούς, ό Σπύρος Ά σδραχάς πρέπει νά κάνει τή γραφή του πιό εύληπτη. ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ
65
ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ Ο I< 0Q
UNESCO Τ Ο Τ Ε .^ =
ΜΟΝΟ Α Ξ ΙΖ Ε Ι ΝΑ ΕΚΔ ΟΟ Η ΕΝΑ Β ΙΒ Λ ΙΟ
Hόταν τεήειωνοντας το νοιώθεις κάτι να αήήαζπ μέσα σου ΟΤΟ
δικαίωμα να Είσαι ανδρωπος την αθήαγη σε κάβε σεθιθα σε κάβε
νοιώθεις αυτή ηαραγροφο γιατί κάβε
CQ
Μ ΓΤ1
Ο >
m Μ
<
Ιλ Ι
LU
©
Μ ΔιαΒαστε στην τύχη καποια παραγραφο μια ((Νότα διαφοροποίησης)) 3α σας συντροφευη ολο το εικοσιτετράωρο
I
ζ
< *
>
Ο
ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ
» D’ ETRE
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
HOMME
*
m Μ * >
Ο Προκαταβολή 450 δρ καί 10 μ η νιαίας δόοεις τών 200 δρ.
Μ
m Μ
Δώρα: μιά ώραία τσάντα μέ ύπόμνηση: «'Ωραίος πού είναι ό άνθραπτος όταν είναι άν θρ ω π ο ς
66
παράρτημα Φιλοσοφία ΜΕΤΑ τά κλασικά βιβλία τοΰ Α . Τόυνμπη «Σπου δή της ιστορίας» καί τοΰ Ε.Χ. Κάρρ «Τί είναι ή ιστορία», που κυκλοφόρησαν πριν λίγα χρόνια, δεν νομίζουμε δτι ή σχετική βιβλιογραφία πλουτί στηκε μέ τόν ίδιο ταχύ ρυθμό δπως σέ άλλους τομείς των έπιστημών. Έ τσι, τό δίτομο βιβλίο τοΰ καθηγητή της ιστορίας της φιλοσοφίας στό πανε πιστήμιο τής Σόφιας Νικολάι Τρίμπατζιακοφ «Ή Κλειώ μπροστά στό δικαστήριο τής αστικής φ ιλο σοφίας» (Δωδώνη) έρχεται νά καλύψει ένα αισθη τό κενό καί νά φέρει τόν άναγνώστη σέ έπαφή μ’ ενα ολόκληρο πανόραμα ίδεαλιστικών θεωριών, πού άντιμετωπίζονται μέ κριτική διάθεση, διαφο ροποιημένη άνάλογα μέ τήν περίπτωση, άπό τή σκοπιά πάντοτε τοΰ μαρξισμοϋ-λενινισμοϋ. Παράλληλα ό συγγραφέας παίρνει θέση σέ διάφο ρα έπίμαχα προβλήματα πού χώρισαν τόσο τούς αστούς δσο καί τούς μαρξιστές φιλόσοφους, κοι νωνιολόγους καί ιστορικούς, δπως ή ταυτοσημία ή ή διάκριση ιστορικής κοινωνιολογίας καί φιλοσο φίας τής ιστορίας. Τέλος, διατυπώνει άπόψεις καί γιά τίς σχέσεις έπιστήμης καί φιλοσοφίας.
Κοινωνιολογία ΣΤΟ χώρο τής κοινωνιολογίας, δύο διαφορετικά βιβλία καταπιάνονται μέ τά βασικά φιλοσοφικά καί κοινωνιολογικά προβλήματα τοΰ μαρξισμού, άπό δύο διαφορετικές σκοπιές. Ό Alan Swingewood, πού διδάσκει κοινωνιολογία στή Σχολή Οικονομικών καί Πολιτιών Έπιστημών τοΰ Λονδίνου, στό βιβλίο του « Ό Μάρξ καί ή σύγχρονη κοινωνική θεωρία» (Πύλη) παρουσιά ζει καί άναλύει τό μαρξισμό σάν έπιστήμη κοινω νικών σχηματισμών καί συγκεκριμένων ιστορικών δομών καί διαδικασιών. Ό συγγραφέας περνάει άπό τίς δύο έννοιες-κλειδιά τής μαρξιστικής μεθο δολογίας, τήν «όλότητα» καί τή «διαλεκτική», στις άλλες βασικές έννοιες καί θεωρητικές ύποθέσεις (άλλοτρίωση, ταξική συνείδηση καί άγώνας, έξουσία, ήγεμονία, νομιμοποίηση), δπως αύτές διαμορφώθηκαν άπό τό Μάρξ, σέ σχέση μέ κατα βολές τους σέ προηγούμενα φιλοσοφικά ρεύματα. Ή τελική του άναφορά είναι στό πρόβλημα τής «κρίσης τών σύγχρονων κοινωνιολογικών θεωρι ών», δπως αύτή προκύπτει άπό τό διάλογο πολ λών ρευμάτων (λειτουργισμός, στρουκτουραλι σμός, φαινομενολογία, ριζοσπαστική-κριτική κοινωνιολογία) μέ τό μαρξισμό, στήν προσπάθειά τους νά έρμηνεύσουν καί νά έπηρεάσουν συγκε
κριμένες ιστορικές δομές καί διαδικασίες. Ειδικά γιά τήν έλληνική έκδοση ό συγγραφέας άφιερώνει ένα κεφάλαιο στή μαρξιστική σκέψη πού διαμορφώνεται στό σύγχρονο δυτικοευρωπα ϊκό χώρο άπό τούς Άλτουσέρ, Πουλαντζά καί Μεντένεφ. Γενικά, πρόκειται γιά ένα σημαντικό βιβλίο, πού πιστεύουμε δτι θά άξιζε συνεπέστερης καί πιό έπιστημονικής μετάφρασης. Τό βιβλίο τοΰ Ζάν-Μ αρί Βενσάν «Ή σχολή τής Φρανκφούρτης καί ή κριτική θεωρία» (Ε π ίκου ρος) έρχεται νά προστεθεί σέ μιά σειρά έλληνικών εκδόσεων τής τελευταίας δεκαετίας, πού άναφέρονται στό χαρακτήρα καί τίς έργασίες τοΰ ’Ινστι τούτου τής Φρανκφούρτης· ένός άνεξάρτητου διεπιστημονικού φορέα, πού ιδρύθηκε καί λει τούργησε άπό τό 1924 σάν άπάντηση στις κύριες έννοιες καί τά μεθοδολογικά προβλήματα τής μαρξιστικής θεωρίας, καί επίσης σάν ένας χώρος ερμηνείας τών θεμελιωδών έρωτημάτων πού δημι ουργούσαν ή έξέλιξη τοΰ έργατικοΰ κινήματος στή Δύση καί ή άνάπτυξη τοΰ σταλινικοΰ φαινομένου στίς σοσιαλιστικές χώρες. Στό συγκεκριμένο βιβλίο του ό Βενσάν δέν άσχολεϊται μέ δλο τό φάσμα τής κριτικής θεωρίας· περιορίζεται μόνο στήν έξιχνίαση τοΰ «βαθύτερου νοήματος» τής έργασίας τών ιδρυτών τοΰ ’Ινστι τούτου (Χορκχάιμερ καί Ά ντόρ νο), δπως διαμορ φώθηκε μέσα στό γερμανικό κοινωνικό «σενάριο» καί μέσα άπό τίς θεμελιώδεις άντιθέσεις φύσης καί άνθρώπου, θεωρίας καί πράξης, ύποκειμενικών καί άντικειμενικών θεωριών. Οΐ θεωρίες αύτές δέν μπόρεσαν τελικά νά ξεπεράσουν τό επίπεδο τής ριζοσπαστικής κριτικής καί νά διαμορφώσουν ένα όλοκληρωμένο σύστημα έννοιών, ύποθέσεων καί δομών.
Πολιτική Ο ΝΕΟΣ συσχετισμός δυνάμεων, δπως διαμορφώ θηκε μετά τίς τελευταίες βουλευτικές έκλογές, καί οί πολιτικές άνακατατάξεις, πού άκολούθησαν, βρίσκονται στή βάση δύο διαφορετικών βιβλίων, πού συγγραφείς τους είναι δύο γνωστότατοι έκπρόσωποι τοΰ πολιτικού κόσμου: ό άλλοτε γενικός γραμματέας τής ΕΔΗ Κ καί πρ. υπουργός Μιχάλης Παπακωνσταντίνου καί ό Μίκης Θεοδωράκης. Στό βιβλίο τοΰ πρώτου, «ΕΔΗΚ» (Παπαζήσης), πού είναι χωρισμένο σέ τρία μέρη, ό συγγραφέας έπιχειρεΐ μιά ύποκειμενική καί σέ όρισμένα ση μεία άρκετά διεισδυτική άνάλυση τών βραχυπρό θεσμων καί μακροπρόθεσμων αιτίων πού οδήγη σαν τήν ΕΔΗΚ σέ μιά συνεχή πτωτική πορεία άπό τή μεταπολίτευση ώς τίς τελευταίες έκλογές. Είδι-
67
κά στό τρίτο μέρος τοΰ βιβλίου, ή άνάλυαη παρα χωρεί τή θέση της στήν αφήγηση των μετεκλογι κών έξελίξεων στό κόμμα, μέ παράλληλη Απολογη τική έξιστόρηση ένεργειών τοΰ συγγραφέα γιά νέο ξεκίνημα, πού όμως δέν τελεσφόρησαν. (Εκείνο πού δέν διαφαίνεται στό βιβλίο, σάν προοπτική, είναι οί μετέπειτα πολιτικές έπιλογές τοΰ συγ γραφέα). Τό βιβλίο τοΰ Μ. ©εοδωράκη «Ή Αλλαγή» (Προ οδευτική Σκέψη) Αποτελεί συλλογή των πιό ση μαντικών άρθρων, συνεντεύξεων καί δημόσιων συζητήσεων τοΰ συγγραφέα Από τήν έποχή πού μετατόπισε τόν Αξονα της θεωρητικής καί πρακτι κής του προβληματικής Από τήν Ανανέωση στήν πολιτικά Αποτελεσματική ενότητα τής Ά ριστεράς. Ό βασικός πυρήνας τών Απόψεών του γιά συσπεί ρωση τών «έαμογενών δυνάμεων» σέ νέο φορέα, όχι Ανταγωνιστικό πρός τό ΚΚΕ, διανθίζεται μέ θετικές ή, τίς περισσότερες φορές, Αρνητικές κρί σεις του γιά τό ρόλο Αλλων δυνάμεων τοΰ προο δευτικού χώρου καί μέ σποραδική Αξιολόγηση τής πολιτικής του δραστηριότητας τά πρώτα χρόνια μετά τή μεταπολίτευση. Καί μιά παρατήρηση πού Αφορά καί τά δύο βιβλία: Τά πιό Αδύνατα σημεία τους βρίσκονται έκεϊ Ακριβώς πού έπιχειρεϊται «προσωποποίηση» τών πολιτικών φαινομένων καί καταστΑσεων, πού μέ τή σειρά της Αγγίζει μερικές φορές τά όρια τής πολεμικής. Στό χώρο τής πολιτικής Ανήκει κι ένα Αλλο ένδιαφέρον βιβλίο, τό «Μεγάλο Αλμα πρρς τά πίσω», τοΰ γνωστού θεωρητικού τής οικονομίας Σάρλ Μπετελέμ (Μηνιαία Επιθεώρηση). Μετά τήν ήττα τής «συμμορίας τών 4», λίγο ώς πολύ οί περισσότεροι θεώρησαν, ότι ή μή έπικράτησή της στόν Αγώνα γιά τήν έξουσία στήν Κίνα ώφέλησε παρά έβλαψε τή μεγάλη χώραέρωτηματικό τής ’Ανατολής. Νά, όμως, πού ό συγγραφέας αυτού τοΰ βιβλίου έρχεται νά τεκμη ριώσει μέ πολλά καί συγκεκριμένα επιχειρήματα, ότι ή ήγεσία πού τελικά έπικράτησε βγάζει μέ τή σημερινή πολιτική της τήν Κίνα Από τή μεγάλη πορεία πού είχε χαράξει γι’ αυτήν ό Μάο. Έ τσι, τό σύνθημα τής παρούσας ηγεσίας, «τό μεγάλο Αλμα πρός τά μπρος», ό συγγραφέας τό Αντιστρέφει καί έπιχειρεΐ νά Αποδείξει ότι ούσιαστικά πρόκειται γιά ένα «μεγάλο Αλμα πρός τά πίσω». Μάλιστα αύτό τόν τίτλο δίνει καί στή μελέτη του, μέ τήν έννοια ότι μέ τή σημερινή πολιτική ή Κίνα οπισθο δρομεί σέ δομές πού ήδη τίς είχε ξεπεράσει μέ τήν επανάσταση τοΰ Μάο.
Οικονομία ΤΟ ότι ή μελλούμενη ένταξή μας στήν ΕΟΚ Αποτελεί τό ύπ’ Αριθμόν ένα πρόβλημα πού Αντι μετωπίζει σήμερα ό σκεπτόμενος Έλληνας, δέν μπορεί ίσως νά Αμφισβητηθεί Από κανένα. Γι’ αυτό καί δέν είναι περίεργος ό συγγραφικός καί εκδοτικός... όργασμός γιά θέματα ΕΟΚ, ένταξης κλπ. Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, πολιτικοί, επιστήμονες ή μή, προσπαθούν, καθένας Από τή σκοπιά του, νά μας πείσουν γιά τήν όρθότητα τών έπιχειρημάτων τους.
68
Ίσως σέ κάποιο Από τά προσεχή τεύχη μας νά Ασχοληθούμε υπεύθυνα μέ τήν τελευταία σοδειά τών σχετικών έργασιών. (Υπενθυμίζουμε ότι στό τεύχος 13, ό συνεργάτης μας κ. Σπ. Παπασπηλιόπουλος παρουσίασε μία σειρά πολλών βιβλίων γιά τήν ΕΟΚ καί τήν έπιχειρούμενη ένταξή μας). Πρός τό παρόν, επισημαίνουμε ότι μέσα σ’ ένα δίμηνο (Αΰγουστος-Σεπτέμβριος) κυκλοφόρησαν πέντε εκδόσεις μέ θέμα τήν ΕΟΚ. Συγκεκριμένα: α) Παν. Γουλιέλμου: Εύρώπη-ΕΟΚ-Έλλάδα (Νέα ’Αριστερά) · β) Ε λλάδα καί Κοινή ’Αγορά: ’Α ντί λογος (ΠΑΣΟΚ)- γ) ΕΟΚ-Έλλάδα-Μεσόγειος (Νέα Σύνορα)· δ) Ξ. Ζολώτα: Ή συμβολή τής Ε λλάδος στήν Εΰρωπαϊκή Κοινότητα (Τράπεζα τής Ελλάδος) · ε) Γ. Πανιτσίδη: ΕΟΚ καί έλληνική γεωργία (Σύγχρονη Ε ποχή).
Λαογραφία ΤΑ «Λεσβιακά παραμύθια» είναι τό δεύτερο βιβλίο τής Φρόσως Ζούρου μετά Από τό «Γάμο στή Βόρεια Λέσβο». Στό καινούριο της βιβλίο ή συγγραφέας παρουσιάζει παραμύθια καί ιστορίες τοΰ νησιού της, πού διατηρήθηκαν σάν θρύλοι, Από στόμα σέ στόμα. «Τότε πού οί γραμματισμένοι ήταν λιγοστοί», γράφει ή Φ. Ζούρου στό βιβλίο της, «τά βιβλία σπάνια καί σ’ Ακαταλαβίστικη γλώσσα γραμμένα,
Λαϊκό διακοσμητικό άπό τήν εικονογράφηση τών «Λεοί Ανθρωποι τών χωριών μορφώνονταν Από τήν πείρα καί τή γνώση τών ήλικιωμένων. Ή παράδο ση ήταν Απ’ όλους σεβαστή. Στά καφενεία οί Αντρες καί στίς γυργόνες, στίς γειτονιές καί στά νυχτέρια οί γυναίκες, μάθαιναν ό καθένας Από τούς Αλλους: γιά τή ζωή, τόν Ανθρωπο καί τό γύρω τους κόσμο». Έ ν α ιδιαίτερο ένδιαφέρον πού παρουσιάζει αυτό τό βιβλίο είναι ότι, παράλληλα μέ τό κείμενο τών παραμυθιών στήν τοπική διάλεκτο, δημοσιεύεται καί μιά πιστή μεταγραφή τους στή σύγχρονη δημοτική. Στήν εικονογράφηση τοΰ βιβλίου έχουν χρησιμοποιηθεί διακοσμητικά μοτίβα Από κεντή ματα καί ξυλόγλυπτα, ένώ τόν πρόλογο τόν έχει γράψει ό πάντα πρόθυμος νά βοηθήσει τέτοιες λαογραφικές καταγραφές καθηγητής τοΰ Π αν/ μίου Ίωαννίνων κ. Μιχ. Μερακλής. Ή συγγραφέας, καί μέ τό δεύτερο βιβλίο της,
άποδεικνύει έμπρακτα πώς είναι ένας άνθρωπος πού έχει συνειδητοποιήσει πότε τό παρόν γίνεται παρελθόν καί πότε τό συνηθισμένο καθημερινό γίνεται παράδοση.
Γλώσσα ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ οφείλουμε στόν όμότιμο καθη γητή της Φιλοσοφικής Σχολής τοΰ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Έμμ. Κριαρά γιά τήν πολύμοχθη λεξικογραφική του προσπάθεια, τής όποιας κυ κλοφόρησε ήδη ό ΣΤ' τόμος. Πρόκειται γιά τό «Λεξικό τής μεσαιωνικής έλληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669)», πού ό άκαταπόνητος καθηγητής, μέ τή βοήθεια των συνεργατών του, συντάσσει καί εκδίδει άπό τό 1971 · μέ χίλιες δυό δυσκολίες άσφαλώς, δπως άφήνει νά έννοηθεϊ στό προλογικό του σημείωμα. Ό καινούριος τόμος άρχίζει άπό τό λήμμα «έλ λειμμα» καί τελειώνει στό «έωσφόρος», δίνοντας τήν έρμηνεία καί έτυμολογία δλων των λέξεων πού απαντούν στά κείμενα τής μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας μας. Καί κάτι άκόμη, ιδιαίτερα ευχά ριστο: ό τόμος είναι τονισμένος σύμφωνα μέ τό μονοτονικό σύστημα.
Τέχνες ΤΡΙΑ ενδιαφέροντα βιβλία γιά τούς φίλους τής τέχνης. Καί πρώτα τό βιβλίο τού μαέστρου Σώτου Βασιλειάδη «200 χρόνια μουσικής δημιουργίας (17621962)—’Οργανολογία» (Δρυμός). Στό πρώτο μέ ρος τού βιβλίου, ό συγγραφέας παραθέτει βιογρα φίες τόσο τών μεγάλων ξένων συνθετών, άπό τόν Μότσαρτ ως τόν Σαίν - Σάνς, δσο καί Ελλήνων, πού τό έργο τους καί ή ζωή τους δέν είναι ευρύτερα γνωστά, δπως τοΰ Αιμίλιου Ριάδη (ό συγγραφέας τόν γνώριζε προσωπικά καί τόν πα ρουσιάζει μ’ έναν πολύ ζωντανό τρόπο), τοΰ Μανώλη Καλομοίρη, τού Διονύσιου Λαυράγκα κ.α. Στό δεύτερο μέρος τού βιβλίου, ό συγγραφέας άσχολεΐται μέ τά μουσικά δργανα ■ άναφέρει τήν ιστορία τους καί άναλύει μεθοδικά τίς κατηγορίες τους. Τό βιβλίο δέν άπευθύνεται σέ ειδικευμένο κοινό κι έτσι παρουσιάζει ένα γενικότερο ένδιαφέρον. Παράλληλα δμως, άν καί δέν γνωρίζουμε ποιά είναι ή θεωρητική κατάρτιση τών σπουδαστών μουσικής στόν τόπο μας, μπορεί νά χρησιμεύσει καί σ’ αύτούς· ένας καλός σύμβουλος πληροφορι ών καί γνώσεων. Καί άπό τή μουσική άς περάσουμε τώρα στό χώρο τών εικαστικών τεχνών. Έ ν α σημαντικό βιβλίο γνώρισε, ύστερα άπό πολλά χρόνια, τή β' έκδοσή του. Πρόκειται γιά τό βιβλίο τού Στρατή Δούκα «Γιαννούλης Χαλεπάς» (Κέδρος), δπου παρουσι άζεται σφαιρικά ή ζωή καί τό έργο τού μεγαλύτε ρου ίσως γλύπτη μας. Τά μέρη τού βιβλίου είναι: Ό βίος ενός άνθρώπου, Αισθητικό δοκίμιο, Σύν δρομα καί παράλληλα, ’Επίμετρο. Κάθε ένα άπό αύτά θά μπορούσε νά ήταν κι ένα ξεχωριστό βιβλίο. Ό μ ω ς ό έκλεκτός πεζογράφος μας κατόρ
θωσε νά τά δέσει σέ ένα βιβλίο, άντάξιο καί· τού Χαλεπά καί τού Δούκα. Έ να ς περίπατος σέ ξεχασμένους τρόπους ζωής, δταν Ελλάδα δέν ήταν μόνο ή ’Α θήνα, είναι τό βιβλίο τής Έ λλης Παπαδημητρίου «Παλιές φωτο γραφίες: Νησιά» (Ερμής). Μέσω μιας φωτογρα φικής μηχανής (κουτί Kodak) έχουν άποτυπωθεΐ πολλά καί θαυμάσια δείγματα μιας έποχής, πού οί μέν νεότεροι δέν τά γνώρισαν, οί δέ παλαιότεροι, άστικοποιηθέντες, τά ξέχασαν. Τήν εποχή λοιπόν πού τά κανάτια, τά κεντήματα καί οί ρόκες διακοσμούν τά διαμερίσματά μας καί μάς δημι ουργούν τήν ψευδαίσθηση δτι διασώζουμε έτσι τήν έθνική μας κληρονομιά, έρχονται αύτές οί φωτογραφίες νά μάς πείσουν δτι γελιόμαστε. Γιατί δλα αύτά ήταν άπαραίτητα καί δεμένα μέ τίς τότε άναγκαιότητες, μέ τήν αισθητική μιάς άγροτικής ζωής. Θαυμάσιες οί εικόνες στή σύνθεσή τους, δένουν τά τρία στοιχεία — άνθρωπος, γή καί πράγματα — σέ μιά- συνομιλία, πού λέγεται ζωή. Γενικά, ένα δμορφο βιβλίο γιά δλους καί Ιδιαίτερα χρήσιμο γιά δποιον ένδιαφέρεται νά άναπαραστήσει καί νά μελετήσει τόν παλιό εκείνο τόν καιρό, στόν παλιό έκεϊνο τόπο.
Ποίηση ΘΡΕΜΜΕΝΟΣ μέ τή σεφερική παράδοση, ό Δημήτρης Δασκαλόπουλος είχε μέχρι σήμερα τρεις άξιόλογες παρουσίες μέ τίς συλλογές του «’Α πό πλους», «’Επιστροφές» καί «’Αλφαβητάρι». Ή τέταρτη συλλογή ποιημάτων του, μέ τίτλο «Νέκυια», κυκλοφόρησε πρίν άπό λίγο καιρό (Ε λλη νικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο). Μικρό δείγμα τής ευαίσθητης ποιητικής φωνής του: Τά παιδιά της τά μύρωσαν μέ τσεκουριές τίς θυγατέρες δλες τίς κοιμήθηκαν Ρήμαξε τό κορμί της στένεψε ή γλώσσα της στεριάς γιά νά τήν καβαλλοϋν τά κύματα καί νά τήν πνίγει άρμύρα. Τά ξερονήσια ματωμένα καρφιά στό αχραντο σώμα. Τά βήματά της λόγια τής μέθης μικρού παιδιού καλλιγράφημα. ’Α θροίζει τά λευκά αθροίζει τά μαύρα περισσεύει πάντοτε τό αναίτιο δάκρυ. Κατάντησε τομάρι πού άπλωσαν σέ αύλή βυρσοδεψείου. Μετά άπό τή συλλογή «Τριήμερο», ό Θάνος Κιτσικόπουλος παρουσίασε τή νέα του δουλειά, τό «Χαρτοφύλακα». Νοσταλγός τής έφηβείας καί σαρκαστής τού παρόντος ό ποιητής, θίγει τά θέματά του μέ χιούμορ. Ή διασκέδασή του αυτή είναι φανερή καί στό ψάξιμο τής μορφής τών ποιημάτων του. Δείγμα: Μ ’ άρέσει νά πολεμώ Τ ’ άγκάθια Μ έ τό ξύλινο σπαθί μου Μ ιά σελίδα μόνο 17x24 Γιά νά τυλίξω τό δεμάτι.
69
Μέσα σ’ Ενα χρόνο άπό τήν προηγούμενη συλλογή της, τό «Δέντρο», ή ’Αμαλία Τσακνιά παρουσίασε τη δεύτερη συλλογή της. Πρόκειται γιά τήν « Ά φ ύλαχτη διάβαση» (Κέδρος), μιά ποίηση γεμάτη ευαισθησία, θλίψη καί άναμονή. Στά περισσότερα ποιήματά της, ό αναγνώστης μένει μέ τήν αίσθηση τοΰ άνεκπλήρωτου, τοΰ άτέλειωτου, σάν νά Επέρχεται κάτι τρομερό, πού ή ποιήτρια δεν θέλει ή δέν μπορεί νά προβλέψει. Παράδειγμα: Τώρα πού ϋά ’χεις πάρει πιά τό μήνυμα Ισως κοιτάς άπ’ τό παράϋυρο μέ άλλο τρόπο σά νά πρόκειται γι’ άλλο παράϋυρο. Βέβαια τά σπίτια, οί δρόμοι δέν άλλάζουν ϋέση ■ κάποιες άδιόρατες άλλοιώσεις ή μόνη έπίπτωση. Πλουτίζει τή γνωριμία μας μέ τόν τροβαδούρο τής ’Ανατολής ή συλλογή ποιημάτων τοΰ Ν αζίμ Χικμέτ «Τά ποιήματα των 9-10 μ.μ.» (Θεμέλιο). 'Όπως άναφέρεται στόν πρόλογο τού βιβλίου, ό Χικμέτ Εγραψε αύτά τά ποιήματα στις φυλακές τής Προύσας τό 1945, άφιερώνοντάς τα δλα στήν άγαπημένη του Πιραγιέ, σέ ώρες πού ή θύμησή της Εσπαζε τά σιδερόφρακτα παράθυρα. Καί σ’ αύτά τά ποιήματα είναι διάχυτη ή τρυφερότητα, ή ευαισθησία, άλλά καί ή Εγνοια τού ποιητή γιά τό φτιάξιμο τοΰ κόσμου. Έ ν α μικρό δείγμα, στήν καλή μετάφραση τοΰ Πέτρου Μάρκαρη: Είναι ώραϊο νά σέ σκέφτομαι γεμάτος έλπίδα είναι σά ν’ άκούω τό πιό ώραϊο τραγούδι άπ’ τήν πιό ώραία φωνή τοΰ κόσμου. Μά έμένα ή έλπίδα πιά δέ μοϋ φτάνει. ’Εγώ δέ ϋέλω ν’ άκούω πιά τραγούδια ϋέλω νά τραγουδήσω...
τη γνωριμία μέ τό Εργο τής Γ. Σαράντη. Τά ύπόλοιπα πεζογραφήματά της είναι: «Τό βιβλίο τής χαράς» (νουβέλα), «Τό βιβλίο τοΰ Γιοχάνες καί τής Μαρίας» (νουβέλα), «Επιστροφή» (μυθι στόρημα), «Χρώματα Εμπιστοσύνης» (διηγήματα), «Τά δρια» (μυθιστόρημα), «Νά θυμάσαι τή Βίλ να» (διηγήματα).
Μελέτες Α ΠΟ τή Λευκωσία μάς ήρθε ενα λιγοσέλιδο μελέτη μα τοΰ Γιάννη Καρατζόγλου, «Ή λογοτε χνία τής Θεσσαλονίκης». Πρόκειται γιά Ενα σύν τομο Οδοιπορικό στό παρελθόν καί τό παρόν τής λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης. "Αν καί ό συγγραφέ α ς δέν μελετά σέ βάθος τά πράγματα, τά πληροφο ριακά στοιχεία πού παραθέτέι κάνουν τό βιβλίο του άρκετά χρήσιμο γιά δσους επιθυμούν νά πάρουν μίά πρώτη γεύση γιά τήν πνευματική Θεσσαλονίκη. Ξεκινώντας άπό τούς προπολεμι κούς λογοτέχνες καί δοκιμιογράφους (Βαφόπουλος, Πεντζίκης, Ξεφλούδας κλπ.), περνάει στούς μεταπολεμικούς (Καρέλλη, Θέμελης, Ά ναγνω στάκης, Βαρβιτσιώτης, Κύρου, Στογιαννίδης, Χριστιανόπουλος, Ίωάννου, Ά σλάνογλου, Βασιλικός, Ά λα βέρ α ς κλπ.) καί φτάνει μέχρι τούς νεότερους καί νεότατους. Ξεχειλίζει άπό άγάπη γιά τόν Παπαδιαμάντη τό καινούριο βιβλίο τοΰ Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλου «Δαιμόνιο μεσημβρινό» (Γρηγόρης). Ά ποτελεΐται άπό Εντεκα κείμενα γιά τό μεγάλο μας πεζογράφο, γραμμένα τά τελευταία τέσσερα χρόνια καί πρωτοδημοσιευμένα σέ Εφημερίδες καί περιοδικά.
«Ή άλλη άνοιξη» είναι ό τίτλος τής δεύτερης ποιητικής συλλογής τοΰ Κώστα Πασβαντή καί σίγουρα ό' ποιητής Εννοεί δχι τήν έπόμενη, άλλά μιά διαφορετική άνοιξη. Ή ματιά του σταματά σέ καθημερινές εικόνες, πού τίς άξιοποιεϊ ποιητικά μέ Εναν άπλό λόγο· άπλό, δχι δμως εύκολο στή σύνθεσή του. Πρόθεσή του είναι νά θίξει καί νά έπισημάνει τό τέλμα των άξιων τοΰ τόπου μας, τό σακατεμένο κορμό τής φυλής μας, τό άπογοητευτικό άποτέλεσμα ύστερα άπό τόσους άγώνες. Δείγμα: Βέβαια δέν μπορεί νά προχωρήσει ό κόσμος μέ άκρογιάλια σέ σωληνάρια καί δανεισμένες ^ άνοιξες
Πεζογραφία «Τό παλιό μας σπίτι» είναι άπό τά πιό άξιόλογα βιβλία τής γνωστής πεζογράφου Γαλάτειας Σαράντη, βραβευμένο τό 1959 μέ τό Κρατικό Βρα βείο Μυθιστορήματος. Πρόσφατα κυκλοφόρησε ή β' Εκδοσή του (Ε στία ). Π εζογράφος τοΰ Εσωτερι σμού, δπως Εχει χαρακτηριστεί άπό τήν κριτική, ή Γ. Σαράντη δίνει στό βιβλίο της αύτό μιά «άπό μέσα» γεύση τοΰ άστικοΰ κόσμου, τή στιγμή πού παίρνει τήν κατιούσα. Γενικά τό μυθιστόρημα αύτό είναι μιά καλή πρώ
70
Κείμενα πάθους, άλλά καί κριτικής διαύγειας καί γλωσσικής σαφήνειας. «Χρόνια παλεύω», γράφει στόν π ρόλογο τοΰ βιβλίου του ό Ν .Δ. Τριανταφυλλόπουλος, «μέ τά γραφτά μου, άλλοτε μέ τήν τάξη μου (Σ.Σ. Υ πηρετεί ώς φιλόλογος στή Μέση ’Εκπαίδευση), άλλοτε μοναχός μου, καί πονάει ή ψυχή μου κάθε πού κάποιος παραχαράζει τά Εργα καί τίς ήμέρες τοΰ Παπαδιαμάντη. Γιά τοΰτο καί γράφτηκαν τά κείμενα τοΰ βιβλίου αύτοΰ». Εύχάριστα διαβάζεται ή συλλογή δοκιμίων τοΰ Τάσου Κόρφη «Ματιές σέ ποιητές τοΰ μεσοπολέ μου» (Πρόσπερος), πού άναφέρεται σέ Εννιά μεσοπολεμικούε ποιητές, μέ κοινό χαρακτηριστικό
δτι υπήρξαν πρόδρομοι της νέας ποίησης ή άκολούθησαν δρόμο παράλληλο μ1 αυτήν: Μελαχρι νός, Χαντζάρας, Φιλύρας, Λαπαθιώτης, Δρίβας, Παπανικολάου, Ζώτος, Σαραντάρης, Μυλωνογιάννης. Α φ ού δοθούν τά άπαραίτητα βιογραφικά καί έργογραφικά στοιχεία, ό συγγραφέας σκια γραφεί την ιδιαιτερότητα τής ψυχικής ιδιοσυγ κρασίας καί την αισθητική κουλτούρα κάθε ποιη τή, ένώ παράλληλα άνιχνεύει τήν Ιπίδραση πού άσκησαν τόσο στή μορφή δσο καί στό περιεχόμενο τού έργου του, χωρίς νά έπεκτείνεται σέ πλήρη άνάλυση. Γενικά είναι ένα βιβλίο χρήσιμο, γιατί φέρνει τόν αναγνώστη σέ επαφή μέ τούς «έλάσσονες» αύτούς ποιητές των χαμηλών λυρικών τόνων καί τής σπάνιας ψυχικής εύαισθησίας.
Παιδικά «ΔΙΑΒΑΖΩ καί μαθαίνω» είναι ό γενικός τίτλος μιας σειράς βιβλίων πού προσπαθούν ν ά μεταδώ σουν στό παιδί τίς πρώτες γνώσεις γιά τή φύση καί τό σύγχρονο κόσμο (Εκδόσεις Α.Σ.Ε.). Ή ώραία εικονογράφηση μέ τά ζωηρά χρώματα, καθώς καί τό απλά γραμμένο κείμενο κάθε βιβλίου, κάνουν δλη τή σειρά ιδιαίτερα ελκυστική γιά τούς μικρούς άναγνώστες. Μέχρι τώρα έχουν κυκλοφορήσει τά έξής δώδεκα βιβλία: «Ή άποδημία», « Ό άνθρω πος στό φεγγάρι», «Τά δελφίνια», «Πιλότοι δοκι μαστές», «Ρολόγια», «Διασχίζοντας τόν ώκεανό», «Βατραχάνθρωποι», « Ό καιρός», «Μηνύματα», «Σεισμοί καί ήφαίστεια», «Κοιτάζοντας τόν ούρανό», «Εκπομπές». Ά ς τά άναζητήσουν οί γο-
είναι ανάμεσα στόν Έλληνικό-Δυτικό καί στόν Τουρκικό-Ά νατολικό πολιτισμό, δπως τήν έμφανίζουν οί παλιότεροι ιστορικοί τού ’Ανατολικού ζητήματος, άλλά, στό έσωτερικό κάθε στρατοπέ δου, άνάμεσα ατούς δυτικόφιλους καί τούς οπα δούς τής συνύπαρξης τών δύο λαών σέ αυτόνομη κρατική όντότητα στά πλαίσια τής ιδιομορφίας τής «ένδιάμεσης περιοχής». Μέ ένδιαφέρον περιμένουμε τόν άντίλογο έκείνων πού πιστεύουν πώς ή μετααναγεννησιακή Εύρώπη είναι ό γνησιότερος κληρονόμος τών πολιτιστικών κι άργότερα τών πολιτικών άξιών τής άρχαίας Ελλάδας.
Ταξίδια ΣΤΟ νέο του βιβλίο «Α μάρτημα στόν Ά θ ω » (Ε στία ), ό γνωστός άπό τά παλιότερα έργα του ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (« Έ να ταξίδι στήν ’Ιν δία», «Ά νγκόρ», «Μπαλί», «Στις παγίδες τού Νεπάλ») πεζογράφος Ί. Βασιλείου έχει συγκεν τρώσει δέκα διαφορετικά διηγήματά του, έμπνευσμένα άπό ταξίδια του στό Ά γ ι ο Ό ρ ο ς , τήν Πάτρα, τή Βενετία, τήν Περσέπολη, τόν τάφο τού Μαχάτμα Γκάντι στήν ’Ινδία, τήν Καμπότζη καί τήν ’Ινδονησία.
Τστορία ΣΤΟ νέο βιβλίο του «Συγκριτική ιστορία Ε λ λά δος καί Τουρκίας στόν 20° αιώνα» (Εστία) ό ειδικός στις έλληνοτουρκικές σχέσεις καθηγητής τής 'Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων στό Πανεπιστήμιο τής Όττάβα, Δημήτρης Κιτσίκης, έξετάζει κάτω άπό νέο πρίσμα τίς τρεις ιστορικές φάσεις τών έλληνοτουρκικών σχέσεων άπό τήν ’Επανάσταση τών Νεότουρκων τό 1908 ώς τήν υπογραφή τών ιστορικών συμφωνιών Βενιζέλου-Κεμάλ τό 1930, ένώ προαναγγέλλεται καί δεύτερος τόμος πού θά καλύψει τήν περίοδο ώς τίς μέρες μας. ’Αφού είσαχθοΰν στό πρώτο κεφάλαιο οί νέοι βασικοί δροι-έρμηνευτικά κλειδιά τής «ένδιάμεσης π εριο χής» καί τού «έλληνοτουρκισμού» καί περιγράφει τό γεωπολιτικό, πολιτιστικό καί ιδεολογικό τους περιεχόμενο, ακολουθεί στό δεύτερο ή έξέταση τής περιόδου 1908-1912, μέ κύριο χαρακτηριστι κό τήν αντίφαση μεταξύ ένός ένιαίου όθωμανικού κράτους καί τής ισότητας τών έθνοτήτων του. Στό τρίτο κεφάλαιο καλύπτεται ή περίοδος 19121923, κατά τήν όποια άντιπαρατάσσονται ή Με γάλη ’Ιδέα καί τό Τουρκικό Έ θ νο ς, ένώ στό τελευταίο διαγράφεται ή περίοδος 1923-1930, περίοδος άναδίπλωσης τών δύο έθνικών κρατών στήν έσωτερική πολιτική. Ή βασική θέση τού συγγραφέα είναι, δτι ή κύρια άντιπαράθεση δέν
Ό συγγραφέας προσεγγίζει καί προσπαθεί νά έρμηνεύσει μέ εύαισθησία καί πνευματική έντιμότητά τόσο τούς πολιτισμούς τής έξωτικής Α ν α τ ο λής, μέ τούς όποιους έχει άπό παλιά έξοικειωθεί, δσο καί κόσμους διαμετρικά άντίθετους στή στά ση τους άπέναντι στή ζωή, δπως ή έλληνική άρχαιότητα, ή ρομαντική καί καθαρά δυτική Γα ληνότατη καί πάνω άπ’ δλα ό άγιορείτικος βυζαντινότροπος μυστικισμός. Αύτή μάλιστα ή συνύ παρξη τόσων άντιθέσεων άποτελεΐ τήν κύρια γοη τεία τού Εργου, μαζί φυσικά μέ τή γλαφυρή καί γεμάτη λυρικούς τόνους περιγραφική άφήγηση.
71
Περιοδικά ΑΠΟ τά πολλά περιοδικά πού κυκλοφορούν τόν τελευταίο καιρό, έπισημάναμε: Στόν «Πολίτη» (τεύχος 20), τά άποσπάσματα από τή διδακτορική διατριβή τής Ε. ΠαχίνηΤσαντσάνογλου «Μιά λανθάνουσα ποιητική σύν θεση τού Δ . Σολομού», τό σχεδιάγραμμα τής Σόνιας Ίλίνσκαγια γιά τή ρομαντική ποίηση στήν 'Ελλάδα, πού άνιχνεύει διάφορα ρομαντικά στοι χεία καί έπιδράσεις σ’ δλόκληρη σχεδόν τήν ελλη νική ποίηση τού 19ου αιώνα καί, τέλος, τή μεθο δολογικά άψογη εισήγηση τού Παναγιώτη Πίστα γιά τό πρόβλημα των βοηθημάτων πού άπαιτούνται γιά τή διδασκαλία τής νεοελληνικής ποίησης στή μέση εκπαίδευση.
Ε ίδ α μ ε ... ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΟΥΜ Ε τή στήλη «Είδαμε...», στήν όποια κάθε μήνα θ ά σάς π αρουσιάζουμε μία άψογη άπό αισθητικής πλευράς έκδοση, μέ τό νέο τόμο τής σειράς τών εκδόσεων τής ’Εθνικής Τράπεζας. Είναι οί «Εικόνες τής
Στό καινούριο περιοδικό τέχνης «Γραφή» (τεύχος 2) , τό μικρό δοκίμιο τού Ντίμη Ά ποστολόπουλου «Ό Ντοστογιέφσκυ καί ή αγωνία τού προσώπου» καί δύο μικρές άλλά ένδιαφέρουσες συνεντεύξεις των Γιάννη Τσαρούχη καί Γιάννη Μέτση. (Ή μετάφραση τού κειμένου τού Γιάν Κόττ δέν μας έδωσε κουράγιο νά τό διαβάσουμε μέχρι τό τέλος). Στό «Φυλλάδιο» (τεύχος 2), τό περιοδικό πού γράφει καί εκδίδει μόνος του ό πεζογράφος Γιώρ γος Ίωάννου, μέ άκρα επιμέλεια είναι άλήθεια, πολλά καί ένδιαφέροντα κείμενά του (ξεχωρίσαμε τά άπολαυστικά «’Αδέσποτα τής ’Αθήνας), καθώς καί λαμπρές μεταφράσεις του δεκαπέντε ερωτικών ποιημάτων τού Στράτωνος άπό τήν περίφημη «Παλατινή ’Α νθολογία». Στό λογοτεχνικό περιοδικό «Τό δέντρο» (τεύχος 3) , άπόσπασμα άπό τό, πολλά ύποσχόμενο, άνέκδοτο μυθιστόρημα τού ’Αλέξανδρου Κοτζιά « Ά ν τιποίησις αρχής», τό διήγημα τού Μάριου Ποντι κά «Ή αναθεώρηση τού χρόνου», τό δοκίμιο τού Roman Jacobson «Γιά τόν καλλιτεχνικό ρεαλισμό» καί τήν καίρια άναφορά «Πρώς τήν Νωμαρχήαν Ά τηκής». Στήν «Εύθύνη» (τεύχος 80), τό μελέτημα τού Γιάννη Παπαϊωάννου «Τί είναι ή σύγχρονη μου σική», τό διήγημα τού Π.Β. Πάσχου « Ό ξένος» καί τό μικρό στοχαστικό κείμενο τού Θανάση Νιάρχου «Οί αύτοκτόνοι». Στήν «Έ ποπτεία», στό τεύχος 24-25, τό κείμενο τού Ά λμπ έρ Καμύ «Ή μοίρα τού πνευματικού άνθρώπου», καί στό τεύχος 26, τά φιλοσοφικά δοκίμια τών Κάρλ Πόππερ («Ή μαρξιστική μέθο δος») καί Γκέρχαρτ Σμίτ («Ή μουσική στόν Πλά τωνα»). Στίς «Σημειώσεις» (τεύχος 15) τά κείμενα τών Μάριου Μαρκίδη («Τό δόγμα τής Μεγάλης ’Αλλα γής»), Στέφανου Ροζάνη («Γιά δυό άποφάνσεις τού Τ. Ά ντόρ νο») καί Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου («Τό δραμα καί ή άρνηση: Σικελιανός καί Βάρναλης»).
Πάτμου», έργο ζωής καί σοφίας τού Μανόλη Χατζηδάκη, πού συμπληρώθηκε χάρη στήν δλόπλευρη συμπαράσταση τής 'Ιεράς Μονής τού 'Α γίου Ίωάννου τού Θεολόγου τής Πά τμου καί τού ήγουμένου της. Ή έκδοση συνδυάζει τή συστηματική επι στημονική μελέτη μέ τήν καλαίσθητη εμφάνι ση, χωρίς νά πέφτει τό κύριο βάρος στήν πολύχρωμη καί γυαλιστερή εικονογράφηση, δπως συνηθίζεται τελευταία στούς πολυτελείς δεμένους τόμους τής άγοράς. Ή εικονογράφη ση είναι δσο πλούσια χρειάζεται γιά ν’ απεικο νίζεται άνετα καί σωστά τό κάθε έργο, άνάλογα μέ τή σημασία του. Καί πρέπει νά συγχαρούμε, δχι μόνο τό γενικό έφορο άρχαιοτήτων Μανόλη Χατζηδά κη γιά τή συμβολή του στήν έρευνα καί μελέτη τής πολιτιστικής μας παράδοσης, άλλά καί τούς άλλους συντελεστές τής έξαίρετης έκδοσης· τό γνωστό ζωγράφο καί χαράκτη Τάκη Κατσουλίδη γιά τήν καλλιτεχνική έπιμέλεια τής έκδοσης, τή Μ αρία Γαβρίλη γιά τίς διορθώσεις, τό έργοστάσιο γραφικών τεχνών ΑΣΠΙΩΤΗ-ΕΛΚΑ γιά τήν πιστότητα τής Ανα παραγωγής τών φωτογραφιών καί τήν καθα ρότητα τής εκτύπωσης καί, φυσικά, τήν ’Ε θνι κή Τράπεζα τής Ελλά δος, πού άποφάσισε, μέ εισήγηση τού έπικεφαλής τής Υ ποδιεύθυνσης Δημοσίων Σχέσεων ποιητή Έμμ. X. Κάσδα γλη, νά πραγματοποιήσει τήν έκδοση τού
ΑΝ ΔΡΕΑ Σ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΟΥΤΕΜΒΕΡΓΙΟΣ
72
ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ Έ να έργο τέχνης, μια ανεκτίμητη μαρτυρία για τον τόπο μας.
Η έπιλογή τώ ν χαρακτικών έγινε άπό: Γεννάδειο Βιβλιοθήκη Μουσείο Μπενάκη ’Εθνολογικό Μουσείο Ναυτικό Μουσείο Εθνική Βιβλιοθήκη τοϋ Παρισιού Βρεττανικό Μουσείο Cabinet des Estampes τής Βασιλείας ’Ιδιωτικές συλλογές στήν Ελλά δα καί στό έξωτερικό.
Τόπος κα ι Εικόνα Χ α ρ α κ τικ ά ξ έ ν ω ν π εριη γη τώ ν γ ια τή ν Ε λ λ ά δ α . Ο ί μοναδικές εικόνες άπ ό τήν Ε λ λ ά δ α τού 15ου μέχρι καί τοϋ 19ου α ιώ να,είναι χαρακτικά, που συνόδευαν τις γραπτές εντυπώ σεις τών ξένω ν περιηγητών. Θ ησαυροί σκορπισμένοι αιώνες τώρα σέ μουσεία, βιβλιοθήκες καί ιδιωτικές συλλογές, συγκεντρώ νονται γιά πρώτη φορά στήν έκ δοση «ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ» καί γίνονται κτήμα κάθε φιλότε χνου. Τυπωμένη σέ ειδικό χαρτί, illu stration mat 150γρ. έξ Ολοκλήρου
έγχρωμη,ή έκδοση «ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΕΙΚ Ο ΝΑ» άποτελείται άπ ό 12 τόμους καί ένα ξεχωριστό τόμο μέ θέμα «Α Θ Η Ν Α ». Ο ί 5 πρώτοι τόμοι περιέχουν γ ε νικά θέματα καί τά χαρακτικά διαδέχονται τό ένα τό άλλο κατά τή χρονολογική σειρά πού τυπώ θηκαν. Οί υ πόλοιποι άναφέρονται σέ ειδικά θέματα: Ε νδ υ μ α σ ίες, βυζα ντινά μνημεία, μουσουλμανικά κτίσματα, θέ ματα λαϊκής άρχιτεκτονικής. Τρεις τόμοι, θ’ άποτελέσουν τήν πιστή έπανέκδοση τής περίφημης «Flora G raeca» μέ άπεικονίσεις φυτών καί λουλουδιώ ν ά π ’ δλη τήν Ε λλά δ α , σέ έγχρωμες χαλκο γραφίες.
73
Κριτικογραφια Στην Κ ριτικογραφια αύτοΰ τοΰ τεύχους περιλαμβάνονται βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύτηκαν τό δίμηνο ’Ιουλίου-Α ύγούστου στόν ήμερήσιο τύπο Άϋηνας κ α ί Θεσσαλονίκης.
Περιλαμβάνονται, επίσης, κ α ί κ ριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό κ α ί έπαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φρόντισαν νά μάς στείλουν ο ί συντάκτες τους. (’Επιμέλεια: Κατερίνα Παπαλιβερίου).
Φιλοσοφία - Ψ υχολογία - ’Αποκρυφισμός Βέικος Θεοφ. Α.: Ό μύθος τοΰ λόγου (Α. Παπανδρόπουλος, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 28/1262) Βιτσαξής Βασίλης: Πλάτων καί Ούπανισάντ: ( Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 11/7) Δάφνος Παναγιώτης: Ερμηνεία της «κριτικής τοΰ καθαρού λόγου» τοΰ Κάντ ( Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 11/7) Δεσποτόπουλος Κ. I.: Μελετήματα φιλοσοφίας (Κ.Ι. Τσαοΰσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Δεσποτόπουλος Κ. I.: Μελετήματα φιλοσοφίας (Κ.Σ., Τά Νέα, 12/8) Κάλντερ Νίγκελ: Βίαιο Σύμπαν (Κ.Π., Καθημερινή, 13/7) Οικονόμου Ζήσης: Μηδενισμός καί ψυχική έπανάσταση (Θ .Δ. Φραγκόπουλος, Καθημερινή, 27/7) Παρασκευά-Σακκα Σοφία: Σύγχρονες τάσεις στήν ψυχολογία της προσωπικότητας (X. Μηχ., Αύγή, 8/7) Ράμφος Στέλιος: Ή έξορία τών ποιητών (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 8/8) Σταμάτης Εΰάγγελος Σ.: Αριστοτέλης (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Θεολογία - Θρησκεία Βάντσος Χρηστός: Ό γάμος καί ή προετοιμασία αύτοΰ έξ άπόψεως όρθοδόξου ποιμαντικής (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 25/7) Κιλήφης Τιμόθεος: Τολμηροί ψιθυρισμοί ( Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 25/7) Κωστίδης Διονύσιος: Διάλογοι άσκητών (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 25/7) Τράντας Ιωακείμ Γ.: Τό ψαλτήρι μου (Φ.Ν.Κ, Τά Νέα, 22/7) Φερούσης Δημήτρης: Ή έκκλησία μιλάει στά νιάτα (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 25/7) Κ οινω νικές ’Επιστήμες Ά βδελίδης Παρμενίωνας Σ.: Ό συνεταιρισμός στις συνθήκες τοΰ καπιταλισμοΰ (Π. Πέζαρος, Διαβάζω, άριθ. 14) Ά βδελίδης Παρμενίωνας Σ.: (Γ. Λαμψίδης, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 30/1264) Ά γγελόπουλος Α.: Γιά μιά νέα πολιτική διεθνοΰς άναπτύξεως (Π. Δρακόπουλος, Έποπτεία, άριθ. 26) Ά μ ίν Σαμίρ: Ό ιμπεριαλισμός καί ή άνιση άνάπτυξη (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Ά νδρεόπουλος Γ. Ν.: Διεθνές Δίκαιον (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 22/8) Αύδή-Καλκάνη Τριδα: Ή επαγγελματικά έργαζόμενη Έλληνίδα (Α. Τεπέρογλου, Διαβάζω, άριθ. 14) Βενσάν Ζάν-Μαρί: Ή σχολή τής Φραγκφούρτης καί ή κριτική θεωρία (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Γκεμερέϋ Λαυρέντιος: Ή δύση τής Δύσης (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Γκορίζο Βιττόριο: Μπερλίνγκουερ (Α. Παπανδρόπουλος, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 34/1268) Δαράκης Λουκάς: ’Ηθικές καί ιδεολογικές έπενδύσεις (Φ.Δ.Φ., Καθημερινή, 3/8) Δημακάκος Ή λ.-Κυριαζόπουλος Θ.: Συμβολή στή διδασκαλία τών έκθέσεων (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 31/8) ’Επιτροπή Μελέτης τής 'Ιστορίας τοΰ Κόμματος ’Εργαζομένων τοΰ Βιετνάμ: Ή έποποιΐα τοΰ βιετναμέζικου λαοΰ (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Ζωγράφου Λιλή: Ελληνική παιδεία ώρα μηδέν ή τής έκμηδένισης (Γ. Μητραλιάς, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 29/1263) Θεόφιλος, Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως: Μήν άγαπάτε τό χωριό καί θά δήτε (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 443) Καραβίδας Κώστας Δ.: Α γροτικά (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Καραβίδας Κώστας Δ.: ’Αγροτικά (Σπ. Παπασπηλιόπουλος, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 31/1265) Κλάρας Μπάμπης Δ.: Ή κρίση τοΰ πολιτισμοΰ καί ή άνάπλαση τής ζωής (Α. Παπανδρόπουλος, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 29/1263) Κολαΐτης Μεμάς: Άγγλοελληνικό λεξικό έμπορίας καί οικονομικών (Ξ. Χατζηγρηγόρης, Ό Οικονομι κός Ταχυδρόμος, άριθ. 28/1262) Κόντι Λάουρα: Σέξ καί έκπαίδευση (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Κωστόπουλος Σωτήρης: Μελέτες γιά τό σοσιαλισμό (Γ. Μητραλιάς, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 34/1268) Λούντζης Έρμάνος: Miscellanea (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 19/8) Μανκλάς Ν.: ’Επιπτώσεις έπί τοΰ βιομηχανικοΰ τομέως έκ τής έντάξεως τής Ε λλάδος είς τήν Ε.Ο.Κ. (Α.Δ.Γ., Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 30/1264)
74
Μαραγκός Νίκος: Ή άνατομία τής δεξιάς (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Μελέτες πάνω στη σύγχρονη έλληνική οικονομία (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 22/8) Μπαλλής Δ.: Ή Ενταξη τής Ε λλάδος στην Ε.Ο.Κ. - Προοπτικές καί προβλήματα (Α .Δ .Π ., Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 27/1261) Μπαράσκαγια Ναταλία: Ε π τά ήμέρες μιας γυναίκας (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 19/8) Ναζλής Δημήτρης: Βασικές άρχές όργανώσεως καί διοικήσεως επιχειρήσεων (Δ. Στεργίου, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 29/1263) Rye Lucian W.: Στοιχεία πολιτικής άνάπτυξης (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 22/8) Πανιτσίδης Γ.: Ε.Ο.Κ. καί έλληνική γεωργία (Μ. Παπαγιαννάκης, Ό Πολίτης, άριθ. 20) Παπαδάκης I. Μ.: Πολιτική των κατευθυνομένων Επιτοκίων (Δ. Στεργίου, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 31/1265) Παπαθεμελής Στ.: Ή συνδικαλιστική δράση (Π. Ρυλμόν, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άρι. 29/1263) Παπαθεμελής Στ.: Ό δημοσιοϋπαλληλικός συνδικαλισμός - Ή ύπεράσπιση (Π. Ρυλμόν, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 29/1263) Παπασπηλιόπουλος Σπ. (έπιμ.): Μελέτες πάνω στήν έλληνική οικονομία (Ν. Μουζέλης, Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 28/1262) Πεπελάσης Ά δ.: ’Αγροτικά, μιά άλλη θεώρηση (Π. Ρυλμόν, 'Ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 30/1264) Πέτσινης Λάμπρος: Έπιστημονικοτεχνική καί βιομηχανική Επανάσταση (Κ. Χατζηαργύρης, Ριζοσπά στης, 18/7) Συγκριτική ’Εγκυκλοπαίδεια: Μαρξισμός, Κομμουνισμός καί Δυτική Κοινωνία (Π. Τζερμιάς, Καθημε ρινή, 6/7) Τατάκης Β. Ν.: Παιδαγωγική (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 1/8) Fagen Richard R.: Πολιτική καί Επικοινωνία (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 22/8) Χανιώτης Κωνστ.: Ό κατήφορος τής τεχνολογίας (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 11/7) Χατζόπουλος Ά χιλλέας: Εισβολή (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Hofstatter: Εισαγωγή στήν κοινωνική ψυχολογία (Μ. Ν. Άντω νοπούλου, Διαβάζω, άριθ. 14) Λαογραφία Γκίκας Γιάννης Π.: Οί Α ρβανίτες καί τό άρβανίτικο τραγούδι στήν Ε λλάδα (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυ πία, 11/7) Γκίκας Γιάννης Π.: Οί Α ρβανίτες καί τό άρβανίτικο τραγούδι στήν Ε λλάδα (Γ. Μ. Παϊδούση, Α ντί, άριθ. 106) Κυριακίδου - Νέστορος Α.: Ή θεωρία τής Ελληνικής λαογραφίας (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 11/7) Κυριακίδου - Νέστορος Α.: Ή θεωρία τής Ελληνικής λαογραφίας (Γ. Γκιζιλής, Διαβάζω, άριθ. 14) Μάτσας Νέστορας: Τό δισάκι τοΰ άσκητή (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 18/7) Μιχαήλ-Δέδε Μαρία: Μέ τά φτερά τοΰ ινδιάνικου δράκου (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 18/7) Μίχας Γ. Κ.: Μαρτίνο - Λάρυμνα - Λούτσι - Πύργος (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Σχορέλης Τάσος: Ρεμπέτικη άνθολογία (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία 11/7, καί Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 18/7) Φραγκάκη Εύαγγελία Κ.: Χάνδαξ-Κάστρο, τό Η ράκλειό μου (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 29/7) Θ ετικές Επιστήμες Μητρόπουλος Κ.: Μνημόνιον (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 8/8) Γλώσσα Κυριαζίδης Νίκος I.: Ή δημοτική στή δημοσιογραφία (Δ. Τσ., Ό Οικονομικός Ταχυδρόμος, άριθ. 27/1261) Τ έχνες Βασιλειάδης Γιάννης: Μουσικά κείμενα (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 11/7) Δούκας Στρατής: Γιαννούλης Χαλεπάς (Κ. I. Τσαούσης, Ελευθεροτυπία, 21/8) Ζάννας Π.Α.: 'Ιστορία καί Τέχνη στόν « ΐβ ά ν τόν Τρομερό» τοΰ Ά ϊζενσ τ ά ϊν (Η. Παπαδημητρακόπουλος, Καθημερινή, 20/7) Ήλιάδης Κώστας: Ό κόσμος τής τέχνης στό μεσοπόλεμο (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άρ. 446) Κράϊμαϊερ Κλάους: Γιόρις Ί βενς Ενας κινηματογραφιστής στά μέτωπα τής παγκόσμιας Επανάστασης (Κ. Σ., Τά Νέα, 12/8) Παληές Φωτογραφίες - Νησιά (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 21/8) Παληές Φωτογραφίες - Νησιά (Κ.Σ., Τά Νέα, 19/8) Σαρδέλης Κώστας: Θεοφάνης ό Έ λληνας (Β. Σπηλιάδη, Καθημερινή, 24/8) Χαρίσης Βασίλης: Κανόνες κατασκευής τούμπας πολλών τάφων (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Κλασική παιδεία Ά λέπης Κούλης: Α ρ χαία Ελληνικά Επιγράμματα (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 442) Λουκιανός: Ίκαρομένιππος (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 8/8) Μαρκιανός Σοφ.: Ερμηνευτική καί μεθοδολογική προσέγγιση τών κειμένων τής άρχαίας Ελληνικής γραμματείας (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 31/8)
75
Ποίηση Άγγελάκη - Ρούκ Κατερίνα: Τά σκόρπια χαρτιά τής Πηνελόπης (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 2/7) Άγγελάκη - Ρούκ Κατερίνα: Τά σκόρπια χαρτιά τής Πηνελόπης (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Άλασάκης Τίνος: Αίθουσα ώδίνων (X. Β. Χειμώνας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Ά νδρέου Ευάγγελος: Τά στοιχεία ζωής (Δ. Στουπάκης, «Φως» Κάιρου, 16/8) Άσημακόπουλος Βασίλης: Στίγματα (Κ. Ά νδρονίκας, Ριζοσπάστης, 10/8) Βαγενας Νάσος: Βιογραφία (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 2/7) Βαγενάς Νάσος: Βιογραφία (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Βακαλό Ελένη: Τοϋ Κόσμου (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Βαρβιτσιώτης Τάκης: Ταπεινός αίνος πρός τήν Παρθένο Μαρία (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Βιλαέτης Δήμος: Σώματα (Ά ρ χ. Ναβίδης, Διάλογος, άριθ. 2) Γαλανάκη - Βουρλέκη ’Αντιγόνη: Τό μεγάλο ποτάμι (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 1/7) Γιαννακάκη Τασία Ά θ .: Λογχισμοί (X: Β. Χειμώνας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Γιαταγάνας Χρήστος: Ποίηση (Κ. Ά νδρονίκας, Ριζοσπάστης, 4/8) Γκανάς Μιχάλης: ’Ακάθιστος δεϊπνος (Γ. Κ. Καραβασίλης, Διαβάζω, άριθ. 14) Γκανάς Μιχάλης: ’Ακάθιστος δεϊπνος (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Γώγου Κατερίνα: Τρία κλικ άριστερά (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 21/8) Δαράκη Ζέφη: Ό λύκος τοϋ μεσονυχτιού (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 1/7) Δαράκη Ζέφη: Ό λύκος τοϋ μεσονυχτιού (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Δεπούντη Γκράτσια: Σπασμένα τόξα (Ε.Γ. Ρόζος, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Δη μάκης Μηνάς: Τελευταία ποιήματα A ' (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Δόξας Τάκης: ’Επαρχία σ’ άγαπώ (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 445) Δρίβας ’Αναστάσιος: Μιά δέσμη άχτίδες στό νερό (Ά λ . ’Αργυρίου, Καθημερινή, 6/7) Ευαγγέλου Άνέστης: Χάϊ-Κάϊ (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Ζερβού ’Ιωάννα: ’Ίχνη (Α. Βαλσαμίδης, Παραλλάξ, άριθ. 3) Ή σαΐα Νανά: Μέρες καί νύχτες χωρίς σημασία (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Καβάφης Κ.: Ποιήματα (Γ. Βελουδής, Βήμα, 9/8) Κακναβάτος Έκτορας: Ό δ ό ς Λαιστρυγόνων (Φ.Δ. Φραγκόπουλος, Διαβάζω, άριθ. 14) Κακναβάτος Έκτορας: Ό δ ό ς Λαιστρυγόνων (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Καλογεροπούλου-Κοντζιλέλου Σόνια: Δεκαεννέα ποιήματα (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Καλογιαννοπούλου-Λάμπρου Ειρήνη: Τά κελλιά των άγγέλων (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 1/7) Καλοκύρης Δημήτρης: Φανταστικά Φουγάρα (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Καρβέλης Τάκης: Τροφή παρανόμων (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Κατσαρός Μιχάλης: Τά ένδύματα (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Κατσαροΰ Ντίνα: Στιγμές άπό τόν κόσμο μας (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Καψάσκης Σωκράτης: Τό καλοκαίρι τοϋ σώματος (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Κεσίση Μαρία I.: Λυτρωμός (X. Β. Χειμώνας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Κινδύνης Κώστας: Μετά τά μεταφυσικά (Γ. Παναγιώτου, Παραλλάξ, άριθ. 3) Κινδύνης Κώστας: Μετά τά μεταφυσικά (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ, 105) Κότσιρας Γιωργής: Τά ποιήματα (Μ. Γ. Μερακλής, Διαβάζω, άριθ. 14) Κότσιρας Γιωργής: Τά ποιήματα (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Κουβελάκης Παναγιώτης: Μετάθεση (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8) Κοφίνης Γιάννης: Πικρό άντίδωρο (Κ. Ά νδρονίκας, Ριζοσπάστης, 10/8) Λαζανάς Κώστας: Ά θ ρ υ π τ ο ς θρόμβος τό αρθρημα (Λ. Σαράτση, Θεσσαλία, 9/7) Λαζανάς Κώστας: Ά θ ρ υ π τ ο ς θρόμβος τό αρθρημα (Μ. Κατσίνης, Α ρκαδικός Κόσμος, 28/7) Λαζανάς Κώστας: Ά θ ρυ π το ς θρόμβος τό δρθρημα (Σ. Κατσίμης, Καθημερινή, 21/9) Λαζανάς Κώστας: Μολυβδοκόντυλος άρμός μελανιασμένου (Λ. Σαράτση, «Κήρυξ» Χανίων, 27/7) Λειβαδίτης Τάσος: Ανακάλυψη (X. Λιοντάκης, Α ντί, άριθ. 105) Μαργαρίτης Λεωνίδας: Χτές.... σήμερα.... αύριο (Ά ρ χ. Ναβ.ίδης, Διάλογος, άριθ. 2) Μέσκου: ’Ισόβια ποιήματα (X. Λιοντάκης, Α ν τί, άριθ. 105) Μιχόπουλος Τάκης: Βοηθάτε νά δώσουμε χώμα στό πνεΰμα (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Μουτάφης Γιάννης: Οΐ παλάμες (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Μωρέτης Δημήτρης: Ασύμπτωτες (Κ. Ά νδρονίκας, Ριζοσπάστης, 4/8) Νέζος Γιώργος: Πανδέκτης ό έγκάρδιος (X. Β. Χειμώνας, Α πανεμιά, άριθ. 5-6) Νόρ Πώλ: Ρίμες (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 21/8) Ξενουδάκη Μαρία: Έκθέτομεν καί τά λοιπά (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 1/7) Παμπούδη Παυλίνα: Αυτός έγώ (Κ. Άγγελάκη-Ρούκ, Έ ποπτεία, άριθ. 26) Παμπούδη Παυλίνα: Αύτός έγώ (Β. Στεριάδης, Καθημερινή, 10/8) Παμπούδη Παυλίνα: Αύτός έγώ (X. Λιοντάκης, Α ντί, άριθ. 105) Παπαγεωργίου Κώστας Γ.: Τό Οικογενειακό Δέντρο (X. Λιοντάκης, Α ν τί, άριθ. 105) Παναγιωτούνης Πάνος: Οί λύκοι καί τά νούφαρα (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 8/8) Παπαδίτσας Δημήτρης: Έναντιοδρομία (X. Λιοντάκης, Α ντί, άριθ. 105) Πατίλης Γιάννης: Καί ύπέρ τών καρπών (X. Λιοντάκης, Α ντί, άριθ. 105) Πηγαδιώτης Κώστας: Α νισόπεδη διάβαση (X. Β. Χειμώνας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Πρατικάκης Μανώλης: Λιβιδώ (X. Λιοντάκης, Α ν τί, άριθ. 105) Πύρπασος Χρήστος: Φώτος Γιοφύλλης ένας πρωτοπόρος ποιητής (Ίσ. Μαλοβρούβα, Σμύρνα, άριθ. 117-120) Ραφτόπουλος Λευτέρης: Ή δική τους γλώσσα μου (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 19/7)
76
Ρίτσος Γιάννης: Φαίδρα (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 21/8) Ρίτσος Γιάννης: Γίγνεσθαι (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Σαλβαρλής Γιάννης: Γραμματομαχία (Α .Δ . Ά ρβανιτάκης, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Σαχτούρης Μίλτος: Ποιήματα 1945-1971 (Σ. Μπεκατώρος, Διαβάζω, άριθ. 14) Σαχτούρηζ Μίλτος: Ποιήματα 1945-1971 (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Σιδέρης Γιώργος: Δοξαστικό (Κ. Ά νόρονίκας, Ριζοσπάστης, 27/7) Σινόπουλος Τάκης: Ό Χάρτης (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Σπηλιωτοπούλου Έ λπα: ’Ανθισμένα πρωινά (Ε. Γ. Ρόζος, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Σταθούλης Νίκος: ’Αναζητώντας τή χαμένη ποίηση (Αίμ. Πολίτης, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Στασινοπούλου-Κούλη Μάρω: 'Ημέρες δίχως σύνορα (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 8/8) Στογιαννίδη Γ.Ξ.: ’Εσωτερική έπένδυση (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Τασιάνης ’Άρης: Αιολικά (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 16/7) Τασιάνης Ά ρης: Αιολικά (Κ. Ά νδρονίκας, Ριζοσπάστης, 25/7) Τραϊανός Άλέξης: Τό δεύτερο μάτι τού Κύκλωπα (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 15/7) Τραϊανός Άλέξης: Τό δεύτερο μάτι τού Κύκλωπα (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Τσιρόπουλος Κώστας Ε.: Οί άγγελοι (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Υφαντής Γιάννης: Μανθρασπέντα (Κ. Άγγελάκη-Ρούκ, Έ ποπτεία, άριθ. 26) Υ φαντής Γιάννης: Μανθρασπέντα (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Φαλαγγά-Γεωργίου Μ.: Τής ζωής καί τού θανάτου (Φ.Κ. Μπουμπουλίδης, Έ λ. Κόσμος, 26/8) Φουρτούνης Μανώλης: Τοπία τού χρόνου (Σπ. Κατσίμης, Καθημερινή, 24/8) Φραγκόπουλος Θ. Δ.: Έ ν α ς ποιητής (X. Λιοντάκης, ’Αντί, άριθ. 105) Φωστιέρης Άντώνης: Σκοτεινός Έ ρωτας - Ποίηση μέσ’ στήν ποίηση (Π. Πέζαρος, Παραλλάξ, άριθ. 3) Φωστιέρης Άντώνης: Σκοτεινός Έ ρωτας - Ποίηση μέσ’ στήν ποίηση (X. Λιοντάκης, Α ντί, άριθ. 105) Χριστοδούλου Δημήτρης: Νετρόνια (X. Λιοντάκης, Α ν τί, άριθ. 105) Χρονάς Γιώργος: Βιβλίο 1 - Οί λάμπες (Γ. Παναγιώτου, Παραλλάξ, άριθ. 3) Π εζογραφία Άβέρωφ-Τοσίτσας Ευάγγελος: Περασμένα καί τωρινά (Σ. Κ., Καθημερινή, 13/7) Ά θανασιάδης Τάσος: Ό γιός τού ήλιου (Ά γ γ . Φουριώτης, Άκρόπολις, 17/8) Ά θανασιάδης Τάσος: Ό γιός τοΰ ήλιου (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 5/8) ’Αλεξάνδρου Ά ρης: Τό κιβώτιο (Σπ. Τσακνιάς, Καθημερινή, 31/8) Άσημακόπουλος Κώστας: Τοΰ ίεροΰ λόχου (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 440) Άσημακόπουλος Κώστας: Τοΰ ίεροΰ λόχου (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 25/7) Βαζάς Νίκος: Οί γιοι τοΰ ήλιου (Ά ρ χ. Ναβίδης, Διάλογος, άριθ. 2) Βαλιούλης Στέργ.: Τώρα τά χρειάζεσαι περισσότερο (Ά λ . Ζήρας, Καθημερινή, 31/8) Βαλιούλης Στέργ.: Τώρα τά χρειάζεσαι περισσότερο (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης 23/8) Γκρίτση-Μιλλιέξ Τατιάνα: Σέ πρώτο πρόσωπο (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 5/7) Γκρίτση-Μιλλιέξ Τατιάνα: Ημερολόγιο (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 5/7) Δασκαλάκης Βασίλης: Τό πείραμα (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 21/8) Δήμας Κώστας: Χρόνος άντιστροφής (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Ελληνική ’Αντίσταση - Διηγήματα καί Χρονικά (Κ. Σ., Τά Νέα, 1/7) Ζαδές Δημοσθένης: Γιά σμέρνες (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 4/7) Θανασέκος Θωμάς Λ.: Εύβοϊκά Χρονικά (Γ. Καραβίδας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Θεοτόκης Κώστας: Ή τιμή καί τό χρήμα (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Ίατρίδης Ά νδρέας: Διηγήματα Α' (Φ. Κονδύλης, Διαβάζω, άριθ. 14) Ίατρίδης Ά νδρέας: Διηγήματα Α' (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 22/8) Καπατσούλιας Τάσος: Τό τελευταίο γράμμα (Ά ρ χ. Ναβίδης, Διάλογος, άριθ. 2) Καράγιωργας Γιώργος: Οί γυμνοί (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Κατακουζηνοΰ Λητώ: “Ομορφο καράβι μου, θύμησή μου (Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Καθημερινή, 31/8) Κεμεριώτης Φωκίωνας: Οί άξεπέραστοι (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 12/7) Κόκκινος Δημοσθένης: Ή γή καί τό νερό (Ά ρ χ. Ναβίδης, Διάλογος, άριθ. 2). Κονδύλης Φώντας: Τό Κύμα (Γ. ’Εμίρης, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Κόντογλου Φώτης: Θάλασσες, καΐκια καί καραβοκύρηδες (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8) Κορνάρος Θέμος: ’Αγύρτες καί κλέφτες στήν έξουσία (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 9/8) Κορνάρος Θέμος: Αέν θά πεθάνουμε (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 9/8) Κοτσέτσου Λούλα: Τό σπίτι μέ τά γιασεμιά (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 29/8) Κουλούρης Χρήστος: Ή κρυφή φλόγα (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 25/7) Κράνης Δημήτρης X.: Τό σκοτάδι (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Λιάτσος Δημήτρης: Οί πολιορκημένοι καί άλλα διηγήματα (Α. Μπαλή, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Μακρυγιάννη: Ά π α ν τ α (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 11/7) Μάλαμας Φοίβος: Τά δρνεα (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 29/8) Μανιατάκος Γιώργος: Τό ξίφος (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Μάργαρη Ρένα: Μέ γύφτους καί άγιογράφους (Μ. Π., Τά Νέα, 19/8) Μοράκη Γεωργία: Είν’ ώρα (X. Β. Χειμώνας, ’Απανεμιά, άριθ. 5-6) Μότσιος Γιάννης: ’Α νθολογία ρώσικου διηγήματος 1830-1916 (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8) Μότσιος Γιάννης: ’Ανθολογία ρώσικου διηγήματος 1830-1916 (Μ. Π., Τά Νέα, 26/8) Musil Robert: Ό νεαρός Τέρλες (Έλ. Δαμβουνέλη, Καθημερινή, 24/8) Μούλιος Φάνης: Χωρίς πρόσωπο (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8)
77
Μούλιος Φάνης: Χωρίς πρόσωπο (Γ. Εμίρης, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Παρορίτης Κώστας: Ό κόκκινος τράγος (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 11/7) Περακάκης Νίκος Μ.: Στοΰ χρόνου τήν άνέμη (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 23/8) Περακάκης Νίκος Μ.: Τ’ άγραφα άνέκδοτα καί σοβαρά (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 23/8) Πύρπασος Χρηστός: Τόν καιρό τής μπομπότας (Δ. Γιάκος, Νεώτερα Γράμματα, άριθ. 19-20) Ραβάνης-Ρέντης Δημήτρης: Τό φιμωμένο φως (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Ραβάνης-Ρέντης Δημήτρης: Τό φιμωμένο φώς (Α. Κωττή, Ριζοσπάστης, 19/8) Salinger J. D.: Ό φύλακας στη σίκαλη (Μ. Π., Τά Νέα, 8/7) Σταυροπούλου-Βαμβουνάκη Μάρω: Ό Αρχάγγελος τοϋ καφενείου (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Σωκράτους Κώστας: Ή μεγάλη σφαγή (Ά γ γ . Φουριώτης, Άκρόπολις, 17/8) Σωτηρίου Διδώ: Μέσα στις φλόγες (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Σωτηρίου Διδώ: Μέσα στις φλόγες (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 8/7) Τουαίν Μάρκ: Οί περιπέτειες τοϋ Τόμ Σώγιερ (Ε. Δαμβουνέλη, Καθημερινή, 20/7) Χατζοπούλου-Καραβία Λεία: Καλοκαίρι (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 22/7) Δοκίμια - Μ ελέτες - Κριτική Θεωρία - ’Αλληλογραφία Άναγνωστάκης Μανώλης: ’Αντιδογματικά (Κ. Σ., Τά Νέα, 5/8) Άναγνωστάκης Μανώλης: ’Αντιδογματικά (Γ. Ματζουράνης, Αύγή, 13/8) Γιαλουράκης Μανώλης: Ό κριτικός Ν. Καζαντζάκης (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 4/7) Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 8/7) Καρανικόλας Γιώργος Δ.: Τό άγνωστο πρώτο βιβλίο τοΰ Θέμου Κορνάρου (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 2/ 8) Καρατζόγλου Γιάννης: Ή λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης (Κ. Σ., Τά Νέα, 5/8) Κόρφης Τάσος: Ματιές σέ ποιητές τοΰ μεσοπολέμου (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8) Λαζανάς Βασ. I.: Γκαΐτε - Ή τριλογία τοΰ πάθους (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 1/8) Λένιν Β. I.: Γιά τή λογοτεχνία καί τήν τέχνη (Δ. Μ., Ό Πολίτης, άριθ. 20) Μαγιακόφσκι Βλαντιμίρ: ’Ερωτικά γράμματα στή Λίλια Μπρικ (Μ. Π., Τά Νέα, 26/8) Μαλεβίτσης Χρ.: Άγραυλοΰντες (Γ. Τσουλέας, Έποπτεία, άριθ. 26) Μηλιώρης Νικ.: Μικρασιατικά κείμενα (Ε. Γ., Καθημερινή, 10/8) Ξύδης Θεόδωρος: Βυζαντινή ύμνογραφία (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Ξύδης Θεόδωρος: Βυζαντινή ύμνογραφία (Ά θ . Καλογεροπούλου, Καθημερινή, 31/8) Παλαμάς Κωστής: ’Αλληλογραφία (Κ. Θ. Δημαράς, Τό Βήμα, 28/7 καί 4/8) Παλαμάς Κωστής: ’Αλληλογραφία (Κ. Σ., Τά Νέα, 1/7) Παλαμάς Κωστής: ’Αλληλογραφία (Φ.Κ. Μπουμπουλίδης, Έλ. Κόσμος, 8/7) Παππάς Γιάννης (έπιμ.-μετάφρ): Κείμενα γιά τήν τέχνη (Β. Σπ., Καθημερινή, 10/8) Πάσχος Βασίλης Θ.: Οί Ά τλαντες, κύριε Ντένιγκεν καί δχι οί Θεοί (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 22/8) Παχίνη-Τσαντσάνογλου Ελένη: Μιά λανθάνουσα ποιητική σύνθεση τοΰ Δ. Σολωμοΰ (Δ. Μαρωνίτης, Ό Πολίτης, άριθ. 20) Πόθος (Κλωνάρης) Διονύσης Ν.: Ν. Καζαντζάκης (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 25/7) Σακελλίωνας Γιάννης Α.: Σύγχρονες πολιτικές διαστάσεις στό έργο τοΰ Α. Παπαδιαμάντη (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 28/8) Σανουδάκης Ά ντ.: Νεοκρητική λογοτεχνική σχολή (Φ. Κ. Μπουμπουλίδης, Έ λ. Κόσμος, 15/7) Σφαέλου Καλ. Α.: Καβάψης ό Ελληνικός (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 4/7) Τερζάκης Ά γγελος: Ποντοπόροι (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 441) Φάλαρης Κώστας: 65 Έλληνες συγγραφείς (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 11/7) Φάλαρης Κώστας: 65 Έλληνες συγγραφείς (Γ. Καράλης, Πελοπόννησος, 25/8) Φάλαρης Κώστας: 65 Έλληνες συγγραφείς (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 11/7) Θέατρο Μητσάκης Βασίλης: Ή ώρα τής κρίσης (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 19/7) Πάτσης Γιάννης: Τρία μονόπρακτα (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 17/7) Πλαΰτος Μάκκιος Τίτος: ’Αμφιτρύωνας (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 29/7) Πλωρίτης Μάριος: Πρόσωπα τοΰ νεώτερου δράματος (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 8/7) Ροΰσσος Τάσος (μετάφρ.): Σενέκα Μήδεια (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 29/8) Ροΰσσος Τάσος (μετάφρ.): Τίτου Μάκκιου Πλαύτου (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 29/8) Σαμουηλίδης Χρήστος: Τρία θεατρικά έργα (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 30/8) Παιδικά ’Αγγέλου I.: Έ να καλοκαίρι γεμάτο βροχή (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 22/7) Βαλασάκης Παΰλος: Ό Ίάσονας καί τό Χρυσόμαλλο Δέρας (Ε. Παμπούκη, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Βαλασάκης Παΰλος: Οί 12 άθλοι τοΰ Ηρακλή (Ε. Παμπούκη, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Βλάχος Ά γγελος: Τριάκοντα άσμάτια διά τά παιδία (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Καθημερινή, 3/8) Βλάχος Ά γγελος: Τριάκοντα άσμάτια διά τά παιδία (Φ. Κ. Μπουμπουλίδης, Έλευθ. Κόσμος, 1/7) Βλάχος Ά γγελος: Τριάκοντα άσμάτια διά τά παιδία (Γ. Φαρίνου, Καθημερινή, 3/8) Δαράκη Πέπη: Κουκλοθέατρο (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 8/7) Κλιάφα Μαρούλα: Παραμύθια τής Θεσσαλίας (Γ. Φαρίνου, Καθημερινή, 10/8)
78
Κόκκινης Σπΰρος: ’Α νθολογία νεοελληνικού διηγήματος γιά παιδιά καί νέους (Β. Ά γγελοπούλου, Καθημερινή, 6/7) Κόκκινης Σπΰρος: ’Α νθολογία νεοελληνικού διηγήματος γιά παιδιά καί νέους (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπά στης, 11/8) Μαραθευτής Μιχαλάκης: Τό προσφυγόπουλο της Κΰπρου (Β. Ά γγελοπούλου, Καθημερινή, 10/8) Παπαλουκά Φανή: Ιστορίες άπό τήν Κύπρο (Β. Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 10/8) ΊΙαπαλουκδ Φανή: 'Ιστορίες άπό τήν Κύπρο (Κ. Μουστάκα, Διαβάζω, άριθ. 14) Παπαλουκά Φανή: 'Ιστορίες άπό τήν Κύπρο (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 24/7) Πυλιώτου Μαρία: Χαρούμενοι χαρταετοί (Β. Ά γγελοπούλου, Καθημερινή, 10/8) Ροδάκης Π.: Προέλληνες (Ε. Παμπούκη, Πολιορκία, άριθ. 3-4) Σαρή Ζώρζ: Τά γενέθλια (Β. Ά γγελοπούλου, Καθημερινή, 6/7) Τσιμικάλη Πιπίνα: Καλοκαίρι στήν πατρίδα (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 22/7) 'Ιστορία - Β ιογραφίες - Μ αρτυρίες Άντω νάτος Γεράσιμος: Α ναμνήσεις Άκροναυπλιώτη (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 9/8) Βακαλόπουλος Α πόστολος Ε.: Οί Έ λληνες σπουδαστές στά 1821 (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Βακαλόπουλος Απόστολος Ε.: Οί Έλληνες σπουδαστές στά 1821 (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Γελαδόπουλος Φίλιππας: Ή βουλγαρική άντιφασιστική άντίσταση 1941-1944 (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Δέδες Κώστας Ν.: Δρυμάδες Χειμάρρας (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Δελαπόρτας Παύλος: Τό σημειωματάριο ένός Πιλάτου (Ρ.Κ.Ρ., Κομμουνιστική Θεωρία καί Πολιτική, άριθ. 23-24) Δημαράς Κ.Θ.: Νεοελληνικός Διαφωτισμός (Ά λ . Πολίτης, Αύγή, 27/8) Ιστορική, Λαογραφική καί Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης: Μνημεία κρητικών έπαναστάσεων (Ε.Γ., Καθημερινή, 6/7) Καμαρινάκης Γιάννης: Μάρκος Αύρήλιος ό αύτοκράτωρ φιλόσοφος (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Κανίνιας Σπΰρος: Α ναστάσιος Γιανναράς (Ε. Γ., Καθημερινή, 31/8) Κεφαλληνιακά Χρονικά: Α ' Τόμος (Μ. Στ., Καθημερινή, 27/7) Κλειώσης Χρηστός: Ιστορία τής τοπικής αύτοδιοικήσεως (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 439) Κουτενώ Ζώρζ: Ή καθημερινή ζωή στή Βαβυλωνία καί στήν Α σσυρία ( Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 8/ 8) Ά ϊο ν ς Βερόνικα: Παγκόσμια μυθολογία (Μ. Π., Τά Νέα, 12/8) Ά ϊο ν ς Βερόνικα: Παγκόσμια μυθολογία (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 1/8) Λαμπριόλα Ά ντόνιο: Ή ύλιστική άντίληψη τής ιστορίας (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Μαρκεζίνης Σπ. Β.: Πολιτική Ιστορία τής συγχρόνου Ε λλάδος (Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Διαβάζω, άριθ. 14) Ματάλας Ντίμης: Μικρό χρονικό μεγάλου πολέμου (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Μέζης Δήμος: Ή Μάνη καί οί Μανιάτες (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 1/8) Μίχας Γεώργιος Κ.: Τό Μαρτίνο καί τά προερχόμενα άπ’ αύτό (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Μπέλλου-Θρεψιάδη Αντιγόνη: Μ υθολογία (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 10/7) Παπαγεωργίου Πρόβατά Έλισ.: Ό Φιλελληνισμός τής Τουλούζης (Φ.Κ. Μπουμπουλίδης, Έλεύθ. Κόσμος, 8/7) Παπανοΰτσος Ε. Π.: Α. Δελμοΰζος (Χρ. Μηλιώνης, Καθημερινή, 24/8) Παπουλίδης Κωνστ. Κ.: Μακεδόνες στό Παρίσι 1895-1912 (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Πασχάλης Α θανάσιος: Αίγυπτος - Μεσοποταμία (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 1/8) Ρίχτερ Χάϊντς: 1936-1946 Δύο ’Επαναστάσεις καί Αντεπαναστάσεις στήν Ε λλάδα (Κ. Σ., Τά Νέα, 19/ 8) Σεβαστάκης Ά λέξης: Καπετάν Μ πουκουβάλας, τό άντάρτικο ιππικό τής Θεσσαλίας (Θ. Τσουπαρόπου· λος, Αύγή, 16/7) Τσινίκας Τάκης: Α ίθιοπία, έτος μηδέν (Κ. I. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 31/7) Φλούντζης Άντώνης: Στρατόπεδα Λάρισας καί Τρικάλων 1941-1944 (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 26/ 7) Χάρης Πέτρος (έπιμ.): Τό Είκοσιένα - Πανηγυρικοί λόγοι άκαδημαϊκών (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεό ραση άριθ. 443) Χάρης Πέτρος (έπιμ.): Τό Είκοσιένα - Πανηγυρικοί λόγοι άκαδημαϊκών (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 1/7) Χατζηγεωργίου Ά νδρέας: Πολεμώντας στό ΑΙγαΐο (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 12/8) Ψ αθδς Δημήτρης: Γή τοΰ Πόντου (Φ.Ν.Κ., Τά Νέα, 29/7) Γεω γραφία - Ταξίδια Βασιλείου I.: Έ ν α ταξίδι στήν ’Ινδία (Στ. I. Άρτεμάκης, Ραδιοτηλεόραση, άριθ. 438) Γιαλουράκης Μανώλης: Κρήτη (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 8/8) Δαράκη Πέπη: ’Εντυπώσεις άπό τή Σοβιετική Έ νωση (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 12/7) Κρανάκη Μιμίκα (έπιμ.): Τά νησιά τής Μεσογείου (Κ. Θ. Δημαράς, Τό Βήμα, 21/7) Συλλαντάβος Γιάννης: ’Επιστροφή στή γή τής έπαγγελίας (Ά γ γ . Φουριώτης, Ά κρόπολις, 1/8)
79
80
Νοέμβριος 1978
UMMB
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΡΙΘ. 16
’Επιμέλεια Γ. Σαρηγιάννης
Σιεντάσσεται μέ την πολύτιμη συνεργασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας»
Φ Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης προσαρμοσμένο στην έλληνική βιβλιογραφία. Φ Σέ κάδε κατηγορία βιβλίων προηγούνται άλφαβητικά οί έλληνες συγγραφείς καί άχολουδοΰν οί ξένοι. Φ Ή κατάταξη των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφωνα μέ τό έλληνικό άλφάβητο. Φ Στιίν κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβάνονται έντυπα πού έκδίδονται δύο ή περισσότερες φορές τό Φ Τά έκδοτικά στοιχεία κάδε βιβλίου άναγράφονται όπως τά παραδίνει 6 έκδοτης. Φ Γιά τήν άκόμη μεγαλύτερη πληρότητα τού Δελτίου κάδε έκδάτης δς μάς στέλνει τά πλήρη βιβλιογραφικά στοιχεία τών καινούργιων έκδόσεών του. Θά καταχωρηδοΰν όπωσδήποτε.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ Ε.Π . Ή κρίση τού πολιτισμού μας. Σύγχρονος Πολιτισμός, Αριθ. 1. Φιλιππότης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 280. Δρχ. 330. ΡΑΜΦΟΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Μύηση στό φως. Τό δραμα της Αλήθειας. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 84. Δρχ. 100.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΙΟΥΓΚ ΚΑΡΑ. Αιών ή ό συμβολισμός τοΰ Ιχ θύος Μετ. Σοφίας Ά ντζα κ α. Ά ντινέα, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 344. Δρχ. 310. JUNG CARL GUSTAV. Ψυχολογία καί θρη σκεία. Μετ. Έ λ. Σταματοπούλου. Ά ρίω ν, ’Αθήνα. Σελ. 100. Δρχ. 100.
καί χριστιανισμός. ’Απάντηση στόν Γιάννη Κορδάτο. Β' έκδοση. Έλληνικό Κίνημα Πνευματικής ’Αναγεννήσεως, Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 304. Δρχ. 150. ΝΟΥΣΗ ΣΩΤΗΡΙΑ Δ. Ό Γέρων 'Ιερώνυμος τής Αίγίνης (1883-1966). Βίος, πνευματικοί ύποθήκαι καί παραινέσεις αύτοΰ, ώς συνελέγησαν καί κατεγράφησαν. Έπτάλοφος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 336. Δρχ. 200. Τί πρόσφερε ό Χριστιανισμός; Τεύχος Α': Κοινω νική πρόνοια καί άλληλεγγύη. ’Επιμέλεια Γ. Βλαχοπούλου - Γ. Μποροβίλου. Τήνος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 160. Δρχ. 70. Κράτος καί θρησκευτική συνείδηση. Τρία κείμε να: G.W.F. Hegel: Πώς μία ήθική ή θρησκευτική κοινότητα Αναπτύσσεται σέ κράτος. Μετ. Στέφα νου Ροζάνη - Ludwig Feurbach: Προσωρινές θ έ σεις γιά τή μεταρρύθμιση τής φιλοσοφίας. Μετ. Ρένας Κοσσέρη - Karl Marx: Γιά τό έβραϊκό ζήτημα. Μετ. Γερ. Λυκιαρδόπουλου. Οί ’Ιδέες, άριθ. 6. Έρασμος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 112. Δρχ. 100. LODS ADOLPHE. Ό Μωυσής. Μετ. Μάριου Βερέττα. Δίβρης, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 384. Δρχ. 350.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ’Αμφισβήτηση. Συζητητές: Κώστας Σταματίου Νίκος Πουλαντζάς - Δημήτρης Τσάτσος - Γιώργος Βέλτσος - Λιλή Ζωγράφου - Κωνστ. Τσουκαλάς Κώστας Βεργόπουλος - ’Ιωάννα Καρατζαφέρη Τίτος Πατρίκιος. Τά Νέα, ’Αθήνα. Σελ. 148. Δρχ. 60.
GOTTSCHALK LOUIS Α . Πώς νά κατανοείτε καί νά άναλύετε τά δνειρά σας. Μετ. Νίκου I. Λιβέρδου. Ταμασός, Λευκωσία, 1978. Σελ. 144. Δρχ. 140.
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝ. ΑΝΤΩΝ. Κοινωνικά. Τόμος Ε': ’Εκτρώσεις (Αμβλώσεις). ’Α θήνα, 1978. Σελ. 80. Δρχ. 80.
ΦΡΟΥΝΤ Α ΝΝΑ. Τό έγώ καί οί μηχανισμοί άμυνας. Ψυχανάλυση καί Κοινωνία, Αριθ. 8. Καστανιώτης, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 178. Δρχ. 200.
ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Κ. ’Επιχείρηση καί κοινωνία. Ή κοινωνική Αποστολή τής σύγχρονης έπιχειρήσεως. ’Αλέξανδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 184. Δρχ. 250.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ ΣΑΒΒΑΣ I. ’Αρχαίες θρησκείες
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ Σ.Α . Ε θνολογία καί κοινωνιολογία τού Αγροτικού χώρου. Μορφές καί πρακτική τού χτισμένου χώρου τής ’Ικαρίας. ’Α νάτυπο Από τό περιοδικό «Τεχνικά Χρονικά», Αριθ. 1/1978. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 16.
81
ΡΙΧΤΑ ΡΑΝΤΟΒΑΝ. Ό πολιτισμός στό σταυρο δρόμι. Ή έπιστημονικοτεχνική έπανάσταση καί οί συνέπειες της γιά τό μέλλον τοϋ άνθρώπου. Μετ. Νίκου Καρά. Ράππας, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 432. Δρχ. 350.
«’Επιρρεπείς σέ ζημιά έργασίες» και εύθύνη τού μισθωτού. Συμβολή στήν έρμηνεία τού άρθρου 652 ΑΚ. Σάκκουλας, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 136.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔΑΓ/ΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜ ΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ Ε.Σ.Σ.Δ. / ΙΝ ΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ. Ή πάλη των ιδεών στό σύγχρονο κόσμο. Οί βασικές κατευθύνσεις καί τά καίρια προβλήματα της ιδεολογικής πάλης. Μετ. Θανάση Ή λιόπουλου. Σύγχρονη ’Εποχή, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 116. Δρχ. 80. ΖΟΥΡΙΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. - ΖΟΥΡΙΔΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. Δρόμος σωτηρίας. Κήρυξη διεθνούς πνευματικού πολέμου πρός άποφυγήν μιας αύτοκαταστροφής. Έδραίωση σταθερού ιδα νικού καθεστώτος καί διέξοδος άπό τό σκοτάδι τού αιώνα μας. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 144. Δρχ. 120. ΣΑΜ ΟΛΑΔΑΣ ΖΑΧΟΣ. Γιά μιά νέα ιδεολογία. Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 40. ΣΑΜ ΟΛΑΔΑ ΖΑΧΟΣ. Εύρωπαϊκή ιδέα. Βιβλίο II. Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 152. KOFLER LEO. Σταλινισμός καί γραφειοκρατία. Δυό μελέτες. Μετ. Σταύρου Καμπουρίδη. Μαρξι στική Συζήτηση, ’Α θήνα. Σελ. 176. Δρχ. 120. ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ ΕΤΙΕΝ. Γιά τή δικτατορία τού προλεταριάτου. Μετ. Νίκου Μανωλόπουλου. Όδυσσέας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 272. Δρχ. 180.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΟΥΣΗΣ ΝΙΚΟΣ Σ. Ε.Ο.Κ. ’Ανάλυση τής κοινο τικής πολιτικής: άγροτικής, νομισματικής, οικονο μικής, κοινωνικής, περιφερειακής, περιβάλλοντος. Τόμος Α'. Παπαζήσης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 344. Δρχ. 300. ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ X. Οί μεταπολεμικοί διεθνείς οικονομικοί όργανισμοί καί ή πραγματι κή βοήθεια πρός τήν Ελλάδα. Ιστορικά κείμενα καί άπομνημονεύματα. Δόγμα Τρούμαν - Δόγμα Μάρσαλ - Διεθνής Τράπεζα κτλ. - Ο.Ε.Ο.Σ. Ο.Ο.Σ.Α. - Εύρωπαϊκή Έ νωσις Πληρωμών - Εύρωπαϊκόν Νομισματικόν Σύμφωνον - Ελληνικά επιτεύγματα. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 232. Δρχ. 500. ROBINSON ROMNEY. 'Οδηγός μελέτης γιά τήν «Οικονομική» τού Samuelson. Μετ. Θανάση ’Αθανασίου - Νικηφόρου Σταματάκη. Τόμοι 2. Θ' έκδοση. Παπαζήσης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 376 + 464. Δρχ. 350 + 450.
ΔΙΚΑΙΟ ΤΡΑΥΛΟΣ - ΤΖΑΝΕΤΑΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ Α.
82
ΔΕΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΑΛΟΣ I. Ή «Ίλιάδα» τού "Ομηρου: Μ ύθος καί μορφή. Ερμηνευτικό σχεδί ασμα: Α-Μ . Παραμυθικό ύπόστρωμα - μύθος πλοκή μερών - ιστορικές έπιδράσεις - πολιτισμικά στοιχεία - αισθητικές καί ήθικές άξιες - κριτική. Gutenberg, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 216. Δρχ. 220. ΞΩΧΕΛΛΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ . Παιδαγωγική τού σχολείου. ’Α φοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 132. Δρχ. 175. Τά πανεπιστήμια στή Δυτ. Εύρώπη. Συσχετισμός μέ τήν έλληνική πραγματικότητα. ’Επιμέλεια Π. Παπασαραντόπουλου. Παρατηρητής, Θεσσαλονί κη, 1978. Σελ. 296. Δρχ. 200. ΤΣΙΜΠΟΥΚΗΣ ΚΩΝΣΤ. ΙΩΑΝ. Πώς ν’ άναθρέψετε σωστά τό παιδί σας; ”Αν... ’Αθήνα, 1978. Σελ. 96. Δρχ. 100. ΤΣΙΡΙΝΤΑΝΗΣ Α .Ν . Γιά τά έλληνικά νιάτα. Συζήτησις, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 208. Δρχ. 150. ΙΝΝΕΡΧΟΦΕΡ ΠΑΟΥΛ. Ψυχολογία τού παι διού. Μέ πρακτικές δδηγίες καί παραδείγματα γιά μιά σύγχρονη άγωγή. Συνεργασία Μπεττίνας Κόλμπ - Ά νδρ έα Βάρνκε. Μετ. ’Αγγελικής Κουναλάκη. Νότος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 224. Δρχ. 250.
ΣΧΟΛΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΣΟΦΟΚΛΗΣ Γ. ’Α νά λυση τής «’Οδύσσειας» τού Όμήρου. Ραψωδίες Α-Ω. Πρόλογος - εισαγωγή - ενότητες - έπιγραφές - περιλήψεις - σημασιολογικά - πραγματολογικά μορφολογικά - Ιδεολογικά - χαρακτηρισμός προ σώπων - άνακεφαλαιώσεις - εικόνες - εύρετήριο χάρτες. Μέ βάση τίς μεταφράσεις Ά . Έφταλιώτη Ν. Ποριώτη καί Ζ. Σιδέρη. Γρηγόρη, ’Α θήνα. Σελ. 248. Δρχ. 160. ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Γλωσσικές καί λεξι λογικές άσκήσεις σύμφωνα μέ τό «Χρηστικό Λεξι κό τής Ελληνικής Γλώσσας». 'Υποδειγματικές άσκήσεις γιά τό δημοτικό σχολείο. 177 κείμενα 177 άσκήσεις. Βιβλίο γιά τό δάσκαλο καί τό μαθητή. Παιδικά καί Βοηθητικά Βιβλία, ’Α θήνα. Σελ. 176. Δρχ. 120. ΣΙΜΑΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ. Όμήρου: «’Οδύσσεια. Μεθοδική άνάλυση σύμφωνα μέ τό άναλυτικό πρόγραμμα. Τό βιβλίο τού μαθητή. Εισαγωγή στό έπος καί τήν «’Οδύσσεια», περίληψη τής «’Οδύσ σειας» - περίληψη κάθε ραψωδίας καί ένότητας μορφολογική, πραγματολογική, Ιδεολογική έπε-
ξεργασία - διδάγματα, δμηρικές φράσεις, άντίστοιχα δημ. τραγούδια κλπ. Παιδικά καί Βοηθητι κά Βιβλία, ’Αθήνα. Σελ. 200. Δρχ. 200.
συμπλήρωμα Εύτ. Μπιτσάκη. ’Επιστημολογική Βιβλιοθήκη, άριθ. 1. Δωδώνη, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 300. Δρχ. 300.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
EINSTEIN-INFELD. Ή έξέλιξη τών ιδεών στή Φυσική. Μετ. Γιάννη Καβαλιεράτου. Κοροντξής, ’Αθήνα. Σελ. 304. Δρχ. 200.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΙΑΣΩΝ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΕΥΑΓ ΓΕΛΟΣ). Πυροβασία καί άναστενάρηδες. Τό έθι μο καί οί βασικές έπιστημονικές έρμηνεΐες τής άκαΐας. Γ' έκδοση. Πύλη, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 128. Δρχ. 150. Ζωγράφειος άγων ήτοι μνημεία της έλληνικής άρχαιότητος ζώντα έν τφ νύν έλληνικφ λαφ. Τόμοι [A' + Β']. Ό έν Κωνσταντινουπόλει Ελλη νικός Φιλολογικός Σύλλογος, έν Κωνσταντινουπόλει, 1891 καί 1896. Σελ. 454 + 90. Δρχ. 1.000. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΣΤΙΛΠΩΝ Π. Τό δημοτικό τρα γούδι. Συναγωγή μελετών. ’Εκδοτική φροντίδα “Αλκής Κυριακίδου - Νέστορος. Νεοελληνικά Μελετήματα, άριθ. 3. Έρμης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. λβ' + 400. Δρχ. 350.
ΓΛΩΣΣΑ ΚΟΛΤΣΙΔΑΣ ΑΝΤΩΝΗΣ MIX. Λεξικό έλληνοσερβοκροατικό. Μέ κατατοπιστική εισαγωγή γιά τίς σλαβικές γλώσσες. ’Αφοί Κυριακίδη, Θεσσα λονίκη, 1978. Σελ. 144. Δρχ. 190.
ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΧΑΫΝΕΚ ΑΛΛΕΝ ΤΖ. Ή άναφορά Χάϋνεκ. Τό φαινόμενο U.F.O. Μετ. Π. Πολυκάρπου. Κάκτος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 288. Δρχ. 250.
ΤΕΧΝΗ BENJAMIN WALTER. Δοκίμια για την τέχνη: Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας-του - Συνοπτική ιστορία της φωτο γραφίας - Εντουαρντ Φουξ: ο συλλέκτης και ο ιστορικός. Μετ. Δημοσθένη Κούρτοβικ. Κάλβος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 112. Δρχ. 80.
ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΠΟΓΚΑΝΙ ΓΚΑΜΠΟΡ. ’Αγαμέμνων Μακρής. Μετάφραση άπό τά ούγγρικά Νίκου Παπαδημητρίου. “Ακμών, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 228. Δρχ. 1.000.
ΣΧΕΔΙΟ ΒΑΛΑΣΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣ. 12 συνθέσεις μέ πενάκι πάνω σέ 12 ποιήματα τοϋ Καβάφη. Σελ. 24. Δρχ. 2.500. ΜΠΟΣΤΑΝΤΖΟΓΛΟΥ Μ. Σκίτσα τού Μπόστ. Ε' έκδοση. Κάκτος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 208. Δρχ. 250.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΛΟΪΖΙΔΗ ΝΙΚΗ. Καραβούζης. Ζυγός, ’Αθήνα, 1978. Σελ. xxiv + 64. Δρχ. 200. ΣΚΛΟΦΣΚΙΙ Ι.Σ. - ΣΑΓΚΑΝ ΚΑΡΑ. Τό σύμπαν. Μετ. Ντίνου Γαρουφαλιά. Ράπτης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 248. Δρχ. 220.
ΦΥΣΙΚΗ ΔΑΠΟΝΤΕΣ ΝΙΚΟΣ. Φυσική. Μηχανική I. ’Αθή να, 1978. Σελ. 292. Δρχ. 200. EINSTEIN ALBERT-INFELD LEOPOLD. Ή έξέλιξη τών ιδεών στή Φυσική. Μετάφραση -
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ. Ή έλληνική ήθογραφική ζωγραφική τοΰ δέκατου ένατου αιώ να. Διδακτορική διατριβή πού ύποβλήθηκε στή Φιλοσοφική Σχολή τοΰ Άριστοτελείου Πανεπι στημίου Θεσσαλονίκης. Πουρναρδς, Θεσσαλονί κη, 1978, Σελ. 260. Δρχ. 400.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ ΙΝΓΚΜΑΡ. Σενάρια: Ά γριοφράουλες - Ή έβδομη σφραγίδα. Μετ. ΡοζίταςΣώκου.
83
Δ' έκδοση. Γαλαξίας, άριθ. 7. Έρμείας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 172. Δρχ. 170.
ΠΑΡΙΑΝΟΥ ΑΝ ΝΑ . ’Επιλογή 63-78. Δεσμώτης, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 32.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΡΕΟΥ ΑΟΥΡΕΛ. Ποίηση. ’Απόδοση - παρουσία ση Κώστα Ά σημακόπουλου. Μετ. Ά νθίτσα ς Α ύγουστοπούλου - Ζούκα. ’Επίλογος Νικολάε Μανωλέσκου. Νέα Σκέψη, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 64. Δρχ. 80.
ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. Έκκλησιάζουσαι. Λογοτεχνική μετάφραση ’Ηλία Σ. Παπαλά. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 80. Δρχ. 80. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. Πλούτος. Λογοτεχνική μετά φραση ’Ηλία Σ. Παπαλά. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 82. Δρχ. 80. ΚΩΝΣΤΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ. Εισαγωγή στόν μα θηματικό στοχασμό των Πυθαγορείων. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 110. Δρχ. 200. ΜΟΣΤΡΑΤΟΥ ΣΜΑΡΑΓΔΑ Δ. Οί άλλοι ήρωες. Οί πρώτοι Ελληνες φιλόσοφοι. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 176. Δρχ. 150. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΠ. ’Αρχιμήδη: Τά 13 ήμικανονικά πολύεδρα. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 88. Δρχ. 180. ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Οί Δελφοί πολιτι στικό κέντρο τών Ευρωπαίων. Σελ. 68. Δρχ. 120. ΣΟΛΟΜΟΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ό ζωντανός ’Αριστοφά νης. Β' Εκδοση. Πλειάς, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 424.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΑΒΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Χίλιες καί μία νύχτες. Τόμοι Α': Ή ωραία Σαχραζάτ + Β': Ή εύνοουμένη τοΰ χαλίφη + Γ': Σεβάχ ό θαλασσινός + Δ': Ή σουλτάνα της άγάπης. Μετά φραση άπό τά άραβικά Κ. Τρικογλίδη. Ή ριδανός, ’Α θήνα. Σελ. 280 + 272 + 268 + 248. Δρχ. 330 + 330 + 330 + 330. ΑΝΤΖΑΚΑ ΣΟΦΙΑ. 'Ιερός γάμος. Βιωματική μυθιστορία. Τόμος Α '. Ά ντινέα, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 256. Δρχ. 300. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. 'Ιμάντες. Νέα Σύνορα, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 216. Δρχ. 200. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Τά «καμάκια». Μυθι στόρημα. Κάκτος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 184. Δρχ. 200. ΔΑ ΙΔΑ ΛΟ Σ Κ. Τό άσυμβίβαστο. Ή ζωή Ενός άνθρώπου. ’Α θήνα. Σελ. 352. Δρχ. 200.
ΠΟΙΗΣΗ
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΜΑΡΚΟΣ. ’Ισημερινός. Διηγήμα τα. Δίφρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 248. Δρχ. 200.
ΑΜΑΡΥΛΛΙΣ (ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ ΕΛΕΝΗ). Σπον δές. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 64. Δρχ. 150. ΒΟΝΤΑ ΞΕΝΗ. ’Αμφιβολίες. Μ’ Ενα σχέδιο τοΰ Γιώργου Βογιατζή. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 64.
ΛΟΥΚΟΣ ΛΑΜΠΗΣ. Διηγούνται οί κοκκινολαί μηδες. Διηγήματα. Πάτρα, 1978. Σελ. 76. Δρχ. 100.
ΓΟΥΝΕΛΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Σαπφώ II. Ψυχογρα φία. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 48.
ΠΑΤΑΤΖΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Πένθιμο Εμβατήριο. Μυθιστόρημα. Έ λληνες Πεζογράφοι, άριθ. 1. Φιλιππότης, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 408. Δρχ. 350.
ΖΗΡΑΣ ΑΛΕΞΗΣ. Ό ύπνος τών έρωτιδέων. Β' Εκδοση. Τράμ/Λογοτεχνία, άριθ. 22. Έγνατία. Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 32. Δρχ. 30.
ΠΟΛΙΤΗ ΕΛΛΗ Κ. Μέ τό χαμόγελο στά χείλη... Σκίτσα Β. Χριστοδούλου. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 304. Δρχ. 250.
ΚΑΡΑ-ΑΜΑΡΑΝΤΟΥ ΕΛΠΙΔΑ. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 80. Δρχ. 150.
ΣΟΛΩΜΟΥ - ΞΑΝΘΑΚΗ ΒΑΣΑ. Ό γάμος. Νουβέλλα. Β' Εκδοση. Διογένης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 112.
Ποιήματα.
ΛΑΜΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Αιματόβρεχτη γή. Τό Ελληνικό Βιβλίο, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 24. Δρχ. 50. ΜΑΓΓΑΝΑΡΗΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Οί θυρεοί. 65 νέα ποιήματα. Μέ Εννιά σχέδια τοΰ ζωγράφου Γιάννη Μαγκανάρη. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 72. Δρχ. 200.
ΤΣΑΓΚΑΡΑΚΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ. ’Ανοιχτοί δρό μοι. Μυθιστόρημα. Δίφρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 256. Δρχ. 250. ΒΙΣΣΙΝΣΚΙ ΜΠΟΡΙΣ. Ούράνιο τόξο. Μυθιστό ρημα. Δίφρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 178. Δρχ. 150.
ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Ταριχευτήριο που λιών καί άλλα ποιήματα. ’Εκδόσεις τών Φίλων, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 56.
ΒΟΓΚ Α.Ε. BAN. Σκάλ. Μετ. Γ. Γερασάκη. Κά κτος, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 212. Δρχ. 200.
ΠΑΠΑΛΕΟΝΑΡΔΟΥ ΜΑΡΙΑ. Ίχνη. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 48.
ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. Ό γυιός τοΰ μυλωνά. Μετ. Κοραλίας Μάκρη. Κοροντζής, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 96. Δρχ. 70.
84
ΕΦΡΑΙΜΩΦ ΙΒΑΝ. Ό άστερισμός τής ’Α νδρομέ δας. Μετ. Τ. Βουρνά. Κάκτος, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 360. Δρχ. 250. ΜΠΙΕΝ ΖΙΖΕΛ. Μαρία - Παλιοκόριτσο. Μετ. Έ φ ης Παπαδοπούλου. Στοχασμός, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 208. Δρχ. 150. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ ΦΙΟΝΤΟΡ. Ό αιώνιος σύζυ γος. Μετ. Μάγδας Καϊναδά. Ή ριδανός, ’Α θήνα. Σελ. 176. Δρχ. 180. Πεζογράφοι τής Λατινικής ’Αμερικής. Μετάφρα ση άπό τά ισπανικά - εισαγωγή - σημειώματα Φίλιππου Α. Δρακονταειδή. Έγνατία, Θεσσαλο νίκη. Σελ. 216. Δρχ. 160. ΠΟΕ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑ Ν . Ό χρυσός σκαρα βαίος. Μετ. Στέλλας Βουρδουμπά. Γ' έκδοση. Γαλα ξίας, άριθ. 9. Έρμείας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 148. Δρχ. 150.
ΠΟΝΤΙΚΑΣ ΜΑΡΙΟΣ. Θεατές. Σύγχρονο Ε λλη νικό Θέατρο, άριθ. 22. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 76. Δρχ. 100. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Ό κλοιός. Δράμα. Θέατρο Προβληματισμού, άριθ. 1. Σιδέρης, ’Α θή να, 1978. Σελ. 68. ΣΑΜ ΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Δύο θεατρικά έρ γα: Ό Μίδας καί τό χρυσάφι - Ό κύριος Ταπέτος. Διογένης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 120. Δρχ. 150.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΓΟΥΛΙΜΗ ΑΛΚΗ. Ό χρυσαφένιος κρίνος. Νέα έκδοση άναθεωρημένη. Εικονογράφηση Σεβαστής Καραβοκύρη - Γεωργακοπούλου. Έ λευθερουδάκης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 196. Δρχ. 200.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΕΛΙΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. ’Επιλογή. Δοκίμια καί μελετήματα. Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 120. Δρχ. 150. ΜΥΓΔΑΛΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ. Ελληνική βιβλιογρα φία Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε: 1928-1977. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1978. Σελ. 56. Δρχ. 60. ΝΑΣΙΟΥΤΖΙΚ Α.Κ. ’Επιφυλλίδες 1976-1977. Κέδρος, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 192. Δρχ. 160. ΦΛΩΡΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. ’Εγρήγορση. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 280. Δρχ. 230.
Κρισγιαούρτι y otros ταχυδράματα y historias περίεργες. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 96. Δρχ. 100.
Δοκίμια.
ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Θ.Δ. Κριτική τής κριτικής. Δοκίμια. Διογένης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 328. RUTHVEN Κ.Κ. Ό μύθος. Μετ. Ίουλιέττας Ράλλη-Καίτης Χατζηδήμου. Ή Γλώσσα τής Κριτικής, άριθ. 18. Ερμής, ’Α θήνα. Σελ. 156. Δρχ. 80. SALVO INES DI. Τό «Νούμερο 31328» di Venezis. Dalla prima alia seconda redazione. Universita di Palermo / Instituto di Filologia Greca, Palermo, 1978. Σελ. 68. CHADWICK CHARLES. Συμβολισμός. Μετ. Στέλλας Ά λεξοπούλου. Ή Γλώσσα τής Κριτικής, άριθ. 16. 'Ερμής, ’Α θήνα. Σελ. 108. Δρχ. 80. HAWKES TERENCE. Μεταφορά. Μετ. Γαβριήλ - Νίκου Πεντζίκη. Ή Γλώσσα τής Κριτικής, άριθ. 17. Ερμής, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 152. Δρχ. 80.
ΘΕΑΤΡΟ ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΟΥΣΗΣ ΠΑΝΟΣ. Έ ν άγκαλιά de
ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΟΡΑ - ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Ό Μπαλώνης. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 1 2 + 1 δίσκος. ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ ΣΟΦΙΑ. Ή ιστορία τής μαμάς μου. Κέδρος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 36. Δρχ. 180. ΞΑΝΘΟ ΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ό μάγος μέ τά χρώ ματα. Σχέδια Γιάννη Ξανθούλη. Κάκτος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 60. Δρχ. 150. Ό ποντικός καί ή θυγατέρα του. Λαϊκό παραμύθι. Διασκευή - έπιμέλεια - εικόνες Μ αριόρας Έ ξαρχόπουλου - Θανάση Έξαρχόπουλου. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 12 + 1 δίσκος. ΓΚΑΝΤΙΝΙ ΤΖΟΒΑΝΙ. Τ’ δνειρο τού Πετράκη. Μετ. Τζένης Μαστοράκη. Όδυσσέας, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 36. Δρχ. 180. ΚΑΡΠΙ ΠΙΝΙΝ. Μιά νύχτα μέ άστροφεγγιά. Έ ν α ς μικρός περίπατος στις έξοχές πού ζωγράφισε δ Βίνσεντ Βάν Γκόγκ. Μετ. Μαριλένας Μεσημέρη. Όδυσσέας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 34. Δρχ. 180. ΚΑΡΠΙ ιστορίες Ματίς. ’Α θήνα,
ΠΙΝΙΝ. Τά παράθυρα τού ήλιου. Ε φ τά γιά τά π αράθυρα πού ζωγράφισε ό Ά ν ρ ί Μετ. Τζένης Μαστοράκη. Όδυσσέας, 1978. Σελ. 36. Δρχ. 180.
ΚΑΡΠΙ ΠΙΝΙΝ. Τό νησί μέ τά μαγικά τετραγωνάκια. Τό περιπετειώδες ταξίδι ένός ναύτη στή φανταστική χώρα τού Πάουλ Κλέε. Μετ. Τζένης Μαστοράκη. Όδυσσέας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 36. Δρχ. 180. SEMPE - GOSCINNY. Οί περιπέτειες τού μικρού Νικόλα. Τόμος Α': Ό μικρός Νικόλας. Μετ. Νίκου Δαμιανίδη. Τεκμήριο, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 120. Δρχ. 120.
85
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΜΑΡΙΑ. Λαϊκή Κίνα. Έ ν α κάποιο χαμόγελο. Εικονογραφημένο όδοιπορικό. Παπαζήσης, Α θ ήνα, 1978. Σελ. 144. Δρχ. 150. GOOCK ROLAND. Τά θαύματα τού κόσμου μας. Τ’ αξιοθέατα τοΰ κόσμου άπό τίς πυραμίδες αις τό διαστημικό σταθμό. Μετ. Φούλας Χατζιδάκι. Ά ρ σενίδης, ’Α θήνα. Σελ. 260. Δρχ. 1.000. ΜΠΟΤΣΕΦ ΜΠΟΤΣΙΟ. Ελλάδα, ό γείτονάς μας. Σύγχρονη ’Εποχή, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 164. Δρχ. 120.
διπλωματίας. Μετ. Γ. Μηνά. Ταμασός, ’Α θήνα, 1978. Σελ. νί + 238. Δρχ. 240.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. ’Εξωτερική πο λιτική 1914 - 1923. Γρηγόρη, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 440. Δρχ. 400. ΨΥΡΟΥΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. 'Ιστορία τής άποικιοκρατίας. Τόμος Ε ’: Ή δύση. Έπικαιρότητα, ’Α θήνα, 1978. Σελ. 432. Δρχ. 300.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ Β.Η. Ή Πισιδία της Μ. ’Α σίας. Ή διαδρομή τοΰ έλληνισμοΰ της άπό τούς προϊστορικούς χρόνους Κως τή μικρασιατική καταστροφή. Ένωση Σπάρτης Πισιδίας, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 184. 'Ιστορία της ληστοκρατούμενης Ελλάδος: 18251930. 'Ιστορικές μονογραφίες, γεγονότα καί περι στατικά βασισμένα σέ γραπτές πηγές καί μαρτυ ρίες. Λήσταρχος Γιαγκούλας, ό άσύλληπτος τίϋν βουνών. 'Ιστορία καί Ντοκουμέντα. Σελ. 376. Δρχ. 350. ΖΙΑΓΚΟΣ ΝΙΚΟΣ Γ. ’Αγγλικός ιμπεριαλισμός καί έθνική άντίσταση 1940-45. Τόμοι 2. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 408 + 432. Δρχ. 900. ΚΑΖΑΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. Θά ξήσωμε έλεύθεροι ώς Έλληνες. 'Ιστορικά έγγραφα τοΰ στρατηγοΰ Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλου. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 144. Δρχ. 100. ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ Σ. Ή άσφάλεια τοΰ καθεστώτος. Πολιτικοί κρατούμενοι. ’Εκτοπίσεις καί τάξεις στήν Ελλάδα 1924-1974. Πρόλογος ’Αριστόβουλου I. Μάνεση. Καστανιώτης, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 176. Δρχ. 180. ΡΟΖΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Γ. Ό αίγαιοπελαγίτικος πολιτισμός στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας. 'Ιστο ρική μελέτη. ’Α θήνα, 1978. Σελ. 64. ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ ΑΡΓ. Α '. Ο οπλαρχηγός του 1821 Δημήτρης Μελετόπουλος, ο τίμιος αγωνιστής και συνεπής δημοκράτης - Β'. Η όμορφη Σοφίτσα και ο εμφύλιος πόλεμος τοΰ 1826. Κάλβος, ’Αθήνα, 1978. Σελ. 152. Δρχ. 100.
ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ Α Ν Α ΝΕΩΣΗ. Κεντρική έκδοση τής Ε.Κ Ο.Ν. Ρήγας Φεραΐος. Τεΰχος 4. Δρχ. 25. ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό γιά τήν έρευνα τοΰ άγνωστου. Τεΰχος 42. Δρχ. 50. ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνη επιθεώρηση τής λεσβιακής τέχνης. Τεΰχος 45-46. Δρχ. 50. ΑΝΘΡΩΠΟΣ + ΧΩΡΟΣ. Ελληνικό άρχιτεκτονικό περιοδικό. Τεΰχος 9-11. Δρχ. 120. AUTO ΕΞΠΡΕΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση γιά τό αΰτοκίνητο. Τεΰχος 136. Δρχ. 30. ΑΠΑΝΕΜΙΑ. Περιοδική έκδοση γραμμάτων καί τέχνης. Τεΰχος 7. Δρχ. 30. ΑΧΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Τριμηνιαία έκδοση τοΰ Συλλόγου Πατρέων Πρωτευούσης « Ό Πρωτόκλη τος Ά νδρέας». Τεΰχος 18-19. Δρχ. 50. ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη έπιθεώρηση πολιτικοΰ - κοινωνικοΰ καί πολιτιστικού προβληματισμού. Τεΰχος 41. Δρχ. 20. ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Περιοδική έκδοση τοΰ Κέντρου Φιλοσοφικών ’Ερευνών. Τεΰχος 22. Δρχ. 120. ΔΙΑΒΑΖΩ. ’Επιθεώρηση τοΰ βιβλίου. Τεΰχος 15.' Δρχ. 60. ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ. Έ ρευνα - στοχασμός τέχνη - κριτική. Τεΰχος 29. Δρχ. 60. ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Φιλολογικόν, ιστορικόν καί λαογραφικόν περιοδικόν σύγγραμμα. Τόμος Λ'. Τεΰ χος 1. Δρχ. 150.
ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΩΚΡ. Σκέψεις γιά τήν έθνική μας έπιβίωση. ’Αθήνα, 1978. Σελ. 104. Δρχ. 100.
ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Μηνιαίο περιοδικό φιλοσοφίας καί γενικής παιδείας. Τεΰχος 28. Δρχ. 100.
ΣΤΕΡΝ ΛΩΡΕΝΣ. Λάθος άλογο. Ή πολιτική τοΰ έπεμβατισμοΰ καί ή άποτυχία τής άμερικάνικης
ΕΡΕΥΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Μηνιά τικη έπιθεώρηση. Τεΰχος 43. Δρχ. 20.
86
ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματι σμού. Τεύχος 83. Δρχ. 25.
τριμηνίαν έκδιδόμενον. Τόμος Κ'. Τεύχος 3. Δρχ. 80.
ΖΙΖΑΝΙΟ. Δίμηνη πνευματική έπιθεώρηση. Τεύ χος 5.
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ. Μηνιαία πολιτική καί κοινωνική έπιθεώρηση. Τεύχος 20. Δρχ. 25.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΝΕΑ. Τεύχος 116. Δρχ. 100.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΟ ΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. Μηνιάτικο θεωρητικό καί πληρο φοριακό περιοδικό τών κομμουνιστικών καί έργατικών κομμάτων. Τεύχος (1978) 11. Δρχ. 20.
ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχος 20-21. Δρχ. 50. ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 68. Δρχ. 30. ΘΕΑΤΡΟ. Δίμηνη θεατρική έπιθεώρηση. Τεύχος 61-63. Δρχ. 150. ΘΡΑΚΙΚΑ. Σΰγγραμμα-περιοδικόν έκδιδόμενον ύπό τού έν Ά θήναις «Θρακικού Κέντρου» καί της «Εταιρίας Θρακικών Μελετών» Τόμος Α '. Δρχ. 350. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης. Τεύχος 125. Δρχ. 45. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Μηνιάτικο περιοδικό τέχνης. Τεύχος 1. Δρχ. 60. ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ. Φαντασμαγορικά κόμιξ. Μη νιαίο περιοδικό. Τεύχος 7. Δρχ. 30. ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Μηνιάτικο πολιτικό θεωρητικό περιοδικό. Χ ρόνος Ε'. Τεύχος 11. Δρχ. 20. ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ. Περιοδικόν σύγγραμμα Ε τα ι ρείας Μακεδονικών Σπουδών. Παράρτημα: Εύρετήριον τόμων Α' (1940) - I' (1970). Δρχ. 450. ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ. Διμηνιαία έπι θεώρηση. Τεύχος 35-36. Δρχ. 30. ΜΙΚΡΑ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ. Τεύχος 7. ΜΟΥΣΙΚΗ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 12. Δρχ. 30. ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Δελτίο της Νέας Δημοκρατίας. Τεύχος 20. Δρχ. 10.
ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ. Μηνιάτικη έφημερίδα. Τεύχος 18. Δρχ. 7. ΣΗΜΑ. Περιοδικό τέχνης. 6 τεύχη 1976-1977. Δρχ. 650. ΣΚΙΑΘΟΣ. Τρίμηνη Τεύχος 10. Δρχ. 50.
σκιαθίτικη
έπιθεώρηση.
ΣΤΕΡΕΟ-ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΗ. Μηνιαίο πε ριοδικό hi-fi καί μουσικής. Τεύχος 49. Δρχ. 30. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΖΩΗΣ. Ετήσια συγκεντρωτική έκδο ση τού νεοελληνικού πολιτισμού. Τεύχος 1. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ. Τριμηνιαία έκδοση έπιστημονικού προβληματισμού καί παιδείας. Τεύχος 2. Δρχ. 60. ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ. Μηνιαίο περιοδικό γιά συλλέκτες καί φιλότεχνους. Τεύχος 44. Δρχ. 40. ΣΧΕΔΙΑ. Λογοτεχνία, θεωρία καί πράξη - κριτι κή. Δίμηνο περιοδικό. Τεύχος 1. Δρχ. 60. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ. Τεύχος 12. Δρχ. 35. 4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 98. Δρχ. 30. ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΛΟΓΗ. Μηνιαία τεχνική έπιθεώ ρηση. Τεύχος 143. Δρχ. 30. ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ. Τεύχος 1. Δρχ. 50. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Πεζό-ποίηση-κριτική. περιοδική έκδοση. Τεύχος 5. Δρχ. 40.
Δίμηνη
ΤΟ ΡΟΔΙ. Τό περιοδικό γιά παιδιά. Τεύχος 10. Δρχ. 30.
ΝΕΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ. Τεύχος 282-283. Δρχ. 25. ΝΕΟΙ ΣΤΟΧΟΙ. Περιοδική μαρξιστική έκδοση. Τεύχος 20. Δρχ. 25. ΝΕΩΤΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τρίμηνη έπιθεώρηση λόγου καί τέχνης. Τεύχος 19-20. Δρχ. 5. ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ. Τό περιοδικό γΓ αύτούς πού δη μιουργούν τή ζωή. Τεύχος 35. Δρχ. 25. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ.Έπιθεώρηση οικονο μικών έξελίξεων. Τεύχος 11. Δρχ. 40.
ΤΡΑΜ. Έ ν α δχημα. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Τεύχος 9. Δρχ. 50. ΦΙΛΜ. Περιοδική έκδοση άνάλυσης καί θεώρη σης τού κινηματογράφου. Τεύχος 15. Δρχ. 150. ΦΩΤΟΤΕΣΤ. Μηνιαίο περιοδικό φωτογραφίας καί κινηματογράφου. Τεύχος 12. Δρχ. 50. HI-FI—ΠΟΠ ΚΑΙ ΡΟΚ. Μηνιαίο μουσικό περιο δικό. Τεύχος 9. Δρχ. 30.
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 22. Δρχ. 60. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Φιλολογικόν περιοδικόν κατά
87
Γ Ι □
Σέ συμφέρει νά έχης τά χρήματά σου έξασφαλι-
σμένα άπό κάθε κίνδυνο κα'ι συγχρόνως νά κερδίζης ένα καλό τόκο (πού φθάνει μέχρι 10%).
□
Σέ συμφέρει άκόμη έμμεσα, γιατί έμεϊς τά χρήματά
Ι
σου αυτά τά χορηγούμε με πολλή προσοχή σέ πα ραγωγικές έπιχειρήσεις, για τήν άνάπτυξητού τό που, γιά τήν οικονομική πρόοδο, γιά τήν εύημερία όλων. Και τή δική σου συνεπώς.
□
Σέ συμφέρει, λοιπόν, και σέ συμφέρει διπλά νά
καταθέτης τις οικονομίες σου σ’ έμάς.
ΙΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ 88
Τί ζητάτε άττό μιά Τράπεζα;
Κάθε άνθρωπος τής ενεργού οικονομικής δράσεως, κάθε άποταμιευτής βρίσκει στήν 'Εμπορική Τράπεζα τής Ελλάδος όλα όσα περιμένει κανείς άπό μιά σύγχρονη Τράπεζα: τά κύρος, τά μεγάλο οικονομικό δυναμικό, τήν πρόθυμη εξυπηρέτηση σέ κάθε τραπεζική έργασία, τις έγκυρες συμβουλές, τήν άπόλυτη έχεμύθεια, τά εύρύ δίκτυο Υποκαταστημάτων καί Αύτοκινητοτραπεζών, τά έμπειρο προσωπικό, τις νέες μεθόδους όργανώσεως τού τραπεζικού μηχανισμού. Γι’ αύτό καί οί φίλοι μας γίνονται όλο καί περισσότεροι. Γι’ αύτό καί οί έργασίες μας άνεβαίνουν συνεχώς.
'Εκατοντάδες Υποκαταστήματα, δεκάδες Αύτοκινητοτράπεζες, χιλιάδες ύπάλληλοι έργάζονται γιά σάς.
ΜΙΑ Κ Α ΙΝ Ο ΤΟ Μ ΙΑ ΤΗ Σ ΕΘ ΝΙΚΗ Σ Τ Ρ Α Π Ε ΖΗ Σ Τ Η Σ ΕΛ ΛΑ Δ Ο Σ :
Μηνιαίο Αφορολόγητο Εισόδημα Καταθέστε ένα ποσό στό νέο ειδικό «λογαριασμό μηνιαίου εισοδήματος»... καί κ ά θ ε μ ή ν α θά παίρνετε στό σπίτι σας μία έπιταγή μέ τούς τόκους σας! Ά ν π.χ. καταθέσετε ένα έκατομμύριο, θά έχετε κάθε μήνα 10.150 δρχ. άφορολόγητες! Οί μόνες προϋποθέσεις: τό ποσό νά είναι 500.000 δρχ. καί πάνω-καίνά παραμείνει στήν Τράπεζα ένα τουλάχιστο χρόνο. Ποιάάλλη έπένδυση σάς δίνει σήμερα πάνω άπό 12% άφορολόγητο... καί σάς τό στέλνει κάθε μήνα...στό σπίτι;
Π πληροφορίες στά 350 υποκαταστήματα τής ' Εθνικής σέ δλη τήν ' Ελλάδα