ΜΗΝΙΑΙΑ
’Αφιέρωμα στόν Ούίλλιαμ Φώκνερ (συνεργασία μέ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΤΖΗ ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΒΙΒΛΙΟ Μυθιστόρημα ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟΙ Διηγήματα ΣΠΟΥΔΕΣ Διηγήματα
γιαννης ρηγοπονλος
Πειράματα έπί φασιόλων
* *
ΓΟΥΤΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ
ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ, ΑΒΕΣΣΑΛΩΜ! ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΟ Λ Ω Ν Ο Σ 116 - ΑΘΗΝΑ
ΔΕΝ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΔΩΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΕΣ ΣΑΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ (Ιδίως άν πρόκειται γιά μορφ ωμένους άναγνώστες καί άναγνώστριες πού ξέρουν νά έκτιμοϋν τό άληθινά ωραίο στά λογοτεχνικά κείμενα)
Δ ια β ά σ τε τό θ α υ μ ά σ ιο β ιβ λ ίο του Π άουλ Ν τήναχ
Η ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ
(σελ. 832, τιμή 900 δρχ.)
Τό έχει γράψει ό άνθρωπος πού είχε καθαρότατες άναμνήσεις άπό μιά προΰ παρξη. "Εζησε δυό ζωές κα ί τις άφηγεϊται μέ κάθε λεπτομέρεια. Κριτική έκδοση (Β ' έκδ. 1979) άπό τόν καθηγ. Γ. Παπαχατζή. ’ Ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή ό ψ η : "Ενα θαυμάσιο ταξίδι στίς κυριότερες περιοχές τής Εύρώπης, σέ έποχές πού θά ζοϋν οί άπόγονοι τών σημερινών Εϋρωπαίων. 'Ωραιότατα κείμενα ταξιδιωτικής πεζογραφίας. Β α θ ύ τ ε ρ η ο ύ α ί α : Ή συνεχιζόμενη πέρα άπό τά δικά μας χρόνια Ιστορική πορεία τών εύρωπαίκών λαών (τελευταίο πέμπτο τού 20οϋ αίώ να, ό 21ος καί οί έπόμενοι). Συνάμα ή παραλληλόδρομη Ισόχρονη έξελικτική πορεία τού δυτικού πολιτισμού. ~Εχετε διαβάσει τήν Ισ τορία τού πολιτισμού τής άνθρωπότητας; (Ούνέσ κο )."Εχετε διαβάσει τήν Παγκόσμια Ιστορία τού πολιτισμού τού Ούΐλ Ντιούραντ; Έχετε διαβάσει τήν 'Ιστορία τού εύρωπαϊκοϋ πνεύματος τού Παναγ. Κανελλόπουλου; "Ολα αύτά τά έργα δέν προχω ρούν πέρα άπό τήν έποχή μας. Ή «Κοιλάδα τών Ρόδων » άπεικονίζει μέ τρόπο προφητικό καί ένορατικό μελλοντικές έποχές μεγά λης πολιτιστικής άκμής καί μέ μακροχρόνια διάρκεια. Διαβάζοντας τό έξαιρετικό αύτό βιβλίο είναι ώσάν νά κατέχετε έναν τελευταίο τόμο τής Ιστορίας τών λαών τής Εύρώπης. Θά έχετε έτσι ένα μ έ τ ρ ο ά ξ ι ο λ ο γ ι κ ή ς σ ύ γ κ ρ ι σ η ς τών θεσμών τής τωρινής μας έποχής, τών πολιτευμάτων μας, τών κοινωνικών μας συστημάτων, τής σημερινής έπιστήμης καί καλλιτεχνίας καί γενικά του πολιτισμού μας σέ σύγ κριση μέ τά μελλοντικά κείνα πλαίσια κοινωνικής καί πνευματικής ζωής. Τό διάβασμα θά πρέπει νά γίνει μέ τή σειρά (καί όχι άποαπασματικά). Π ρ ί ν ό μ ω ς τ ό ά ρ χ ι σ ε τ ε ένημερωθεϊτε γιά τή βαθύτερη άξία τού βιβλίου, λαβαίνον τας γνώση τών τελευταίων του σελίδων 745 έως 832. Μπορείτε νά τηλεφωνήσετε στόν μεταφραστή (τόν καθηγ. Γ. Παπαχατζή) γιά κάθε σας άπορία (πρωινό τηλέφωνο 7217072) (άπόγεμα 6 έως 8 στόν άριθμό 7221575 ). Ώ ρ ε ς νωρίς τό άπόγεμα 4.30 έως πεντέμισι: 7217072 Β ι β λ ι ο π ω λ ε ί α : Κολλάρος (Σόλωνος 60) Έ λευθερουδάκης (Νίκης 4) Σιδέρης (Σταδίου 44) Γρηγόρης (Σόλωνος 71) Γρηγοριάδης (Φειδιου 2) Δωδώνη (Λάζου) (’Ασκληπιού 3) Κεντρική πώληση στόν «Πύρινο Κόσμο » (Ίπποκράτους 33). Τηλέ φωνο τού «Πύρινου Κόσμου » 3602883. Στή Θεσσαλονίκη Μ παρμπουνάκης κα ί Ρα γιάς.
3
Γρα φ τείτε σ υ ν δ ρ ο μ η τ έ ς Ε σ ω τ ε ρ ικ ο ύ 'Α π λ ή (6 τ ε υ χ ώ ν ): 650 δ ρχ. » (12 τ ε υ χ ώ ν ): 1.200 δ ρχ.
Σ π ο υ δ α σ τ ικ ή * (6 τε υ χ ώ ν ): 550 δρχ. » (12 τε υ χ ώ ν ): 1.000 δρχ.
’Ο ρ γ α ν ισ μ ώ ν , Τ ρ α π ε ζ ώ ν , Ιδ ρ υ μ ά τ ω ν (12 τ ε υ χ ώ ν): 1.800 δρχ.
Ε ξ ω τ ε ρ ικ ο ύ
Ά σ ία
Κύπρος Ευρώπη ’Αφρική ’Αμερική Αύστρα
'Α π λ ή (6 τ ε υ χ ώ ν ): Δολ. » (12 τ ε υ χ ώ ν ): Σ π ο υ δ α σ τ ικ ή * (6 τ ε υ χ ώ ν ): Δολ· » (12 τ ε υ χ ώ ν ): Σ χολώ ν Β ιβ λ ιο θ η κ ώ ν Ιδ ρ υ μ ά τ ω ν (12 τ ε υ χ ώ ν ): * ΟΙ σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας της σπουδαστι κής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
ΗΠ Α ΗΠ Α
21
15 28 13
16
18
30 14
34
18 34
16
16
24
26
30
30
37
41
43
48
47
54
,
40 19
Ε μ β ά σ μ α τ α σ τ ή δ ιε ύ θ υ ν σ η : Β ά σ ω Σ π ά θ ή π ε ρ ιο δ ικ ό «Δ ιαβά ζω » Ό μ ή ρ ο υ 34 Α θ ή ν α (135)
Σ υ μ π λη ρ ώ σ τε τη σειρά Τ ιμ ή ά π λ ώ ν τ ε υ χ ώ ν : 130 δ ρχ. Τ ιμ ή δ ιπ λ ώ ν τ ε υ χ ώ ν : 200 δρχ. Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού π ε ρ ιο δι κού ή, άν μένετε στην έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Τώρα καί σε τόμους Κυκλοφορούν οι τόμοι:
1/1976-77 (τ ε ύ χ η 1-9): 1.300 δρχ. 2/1978 (τ ε ύ χ η 10-15): 1.000 δρχ. 3/1979 Α (τ ε ύ χ η 16-21): 1.000 δρχ. 4/1979 Β (τ ε ύ χ η 22-26): 850 δ ρχ. 5/1980 Α (τ ε ύ χ η 27-32): 1.000 δρχ. 6/1980 Β (τ ε ύ χ η 33-37): 950 δρχ. 7/1981 Α (τ ε ύ χ η 38-43): 1.000 δρχ. 8/1981 Β (τ ε ύ χ η 44-48): 950 δρχ.
"Σέ σπουδαστές έκπτωση 15%
Ζητείστε τούς τόμους τού «Διαβάζω» από τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στην έπαρχία, ζητείστε νά σάς τούς στείλουμε μέ άντικαταβολή. Μ πορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους, πληρώνον τας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά τόν α ' τόμο, 200 δρχ. γιά τούς ύπόλοιπους).
Γραφεία: Όμηρον 34, ’Αθήνα (135), τηλ. 3640-157 (Σύνταξη) καί 3640-488 (Λογιστήριο, συνδρομές, διαφημίσεις). Διεύθυνση Περ. Άθανασόπουλοξ. Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Δημήτρης Δεληπέτρος, Παύλος Πέζαρος, Βασίλης Τσάμιης, Ντορίνα Τσοτσορού. Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης. Διαχείριση: 'Ηρακλής Παπαλέξης. Συνδρομές: Βάσω Σπάθή. Διορθώσεις: Πέ τρος Στεφανάκης. Σελιδοποίηση-μοντάζ: Φονλη Καρύδα-Στασινάκη. Στοιχειο θεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, 'Υμηττού 219, τηλ. 751-6333. ’Εκτύπωση: Βαλααάκης-Άγγελής Ο.Ε., Ταύρον 21, τηλ. 346-6927. Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 324-4325. Βιβλιοδεσία: Νικόλαος Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στυλιανού Γόνατά 48. τηλ. 574-9951. Διανομή: Νέον Πρακτορείου Τύπου.
IlfiU Q
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Τεύχος 54 Ιούλιος 1982
Τ ιμ ή : Δ ρχ. 200
7
-------------------------- :-------------------------------------------------------------------
ΔΙΑΛΟΓΟΙ ---------------------------------------------------------------------------------------------------------- - — Γράφουν ο ί Σ. Γούτης, Δ. Δασκαλόπουλος, Ν. Κάσδαγλης, Ν. Πετασάκης, βιβλιοπωλείο «Λυχνάρι», Γ. Μανουσάκης, Θ. Γραμματάς κ α ί X. Κ αλο δίκη;____________________________________ 10
ΧΡΟΝΙΚΑ
’Εξώφυλλο Γιώργον Γαλάντη
Ε Κ Δ Ο Τ ΙΚ Α Μ Ε Π Λ Α Γ ΙΑ ...: Γράφει ό Κων. Γερ.Γιαννόπουλος Η Α Γ Ο Ρ Α Τ Ο Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ΓΕΓ Ο Ν Ο Τ Α : Πρωτοβουλία γιά τη διάδοση τοϋ βιβλίου - Δ ιε θνής Συνάντηση Συγγραφέων στή Σλοβενία Π Α Ρ Α Π Ο Μ Π Ε Σ : Ούκ έν τώ πολλώ τό ευ - Θάνατοι (1) - Θάνατοι (2) - Θάνατοι (3) - Γιά τό εξωσχολικό β ιβ λ ίο - Τό μεγαλύ τερο βιβλίο - Ή Ε τ α ιρ ε ία Συγγραφέων - Προκήρυξη διαγωνι σμού Π Ο Ρ Τ Ρ Α ΙΤ Α : 'Ό ταν τά βιβλία γίνονται έργα τέχνης - Ή «Σύγ χρονη Ε π οχή » Α Π ’ Ο Λ Η Τ Η Ν Ε Λ Λ Α Δ Α : ’Ανταπόκρισ η τής Ντίνας Γκόβελα άπό τό ’Α γ ρίνιο - "Ενα «πρίσμα» στή Ρόδο ΤΟ ΞΕΝΟ Β ΙΒ Λ ΙΟ : ’Ανταποκρίσεις τού Michel Volkovitch (Π α ρίσ ι), τών Esther Silvestri κ α ί ’ Αγγέλου Βαμβακινοϋ (Ρώμη) κα ί τής Aria dna Ivanovskaya (Μόσχα)
15 15 17 18
21 .2 4 28
30
ΑΡΘΡΑ ’ Ερη Σταυροπούλου: Ά ν οί Έλληνες πού γράφουν...
Κεντρική διάθεση:
ΟΔΗΓΟΙ
Αθήνα: «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 360-3011
ΕΡΕΥΝΑ
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά & Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279-720, 268-940 Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέον & Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία
Νίκος Φίλης: Καταγραφή τής φοιτητικής εκδοτικής εμπειρίας
28
40
Π οιο ι είστε κ α ί τί θέλετε
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Michel Gresset: Φώκνερ.'Η ζωή κα ί τόέργο του Γιώργος Γιάνναρης: Ή μυθιστορηματική μυθολογία τού Φ ώ κνερ Jacques-Pierre Am ette: Ή αρκούδα Φώκνερ Michel Gresset: Ά ς σηκώσουμε τήν αυλαία στό φωκνερικό θέα τρο '
44 58
('5 68
5
Jacques Teboul: Π οκίς Νότος... Jean-Baptiste Baronian: Ό Φώκνερ κ α ί τό άστν νομικό μυθιστό ρημα H enri Thomas: 'Η άφατη αυθυπαρξία Robert Louit: Ό Φώκνερ στά όρυχεια άλατος Νίνος Φένεκ-Μικελίδης: Τ ά έργα τού Οΰίλλιαμ Φώκνερ στην όθόνη
72 76 SO 82 87
ΕΠΙΛΟΓΗ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ : Γράφει ό Ν ικόλαος Χρόνης Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ : Γράφει ό Σταύρος Αυγερός Δ ΙΚ Α ΙΟ : Γράφει ό Κ. Γιαννόπουλος Τ Η Λ Ε Ο Ρ Α Σ Η : Γράφει ό Δημήτρης Δανίκας Π Ο ΙΗ Σ Η : Γράφουν ο ι Γ. Καραβασίλης, Χρ. Λιοντάκης, Κ. Γουλιάμος κα ί Μ . Κέντρου-Άγαθοπούλου Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ : Γράφουν ο ί Μ . Μ . Π απαϊωάννου κ α ί Δημή τρης Πλάκας Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ : Γράφουν ο ι Α . Καραντώνης κ α ί Κ. Π απαγεωργίου
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
91 96 98 1,11 103 115
127
ΔΙΑΒΑΖΩ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ Ε λ έ ν η Παμπούκη: Ο ί «νεανικές βιβλιοθήκες» Π αρουσίαση βιβλίων
145 149
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
152
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
157
τά νέα Β ιβ λία τής «γνώ σης»
ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
Η HEBDIGE
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ», ΓΡΗΓ. ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 26, ΙΛΙΣΙΑ, ΑΘΗΝΑ 621, ΤΗΛ. 7794879-7786441
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ
προλεγόμενα Οί κανόνες τού μονοτονικού Ό π ω ς είχαμε άναγγείλει σέ παλιότερα τεύχη μας, άπό τό φ θινόπωρο θά έφαρμόσουμε καί ατό «Διαβάζω» τό μονοτονικό σύστημα. Γιά δ ιε υ κόλυνση λοιπόν τόσο των συνεργατών μας όσο καί τών άναγνωστών μας, παραθέτουμε άμέσως πιό κάτω τούς κανόνες τού μονοτονισμοϋ, όπως άκριβώς καθορίστηκαν μέ τό σχετικό Π ροεδρικό Διάταγμα, πού δημοσιεύ τηκε στήν Εφημ ερίδα τής Κυβερνήσεως (τεύχος Α'), τήν 29.4.82. Σύμφωνα μέ τό Διάταγμα: 1) Πνεύματα δέ σ ημειώνονται. • Συνέπεια αύτοΰ τοϋ κανό να είναι δτι στις περιπτώσεις πού ώς τώρα δέ σημειώναμε διαλυτικά γιατί τό πνεύ μα έδειχνε δτι δέν είχαμε δίψ ηφ ο φωνήεν, τώρα θά τά σ ημειώ νουμε, π.χ. αϊτός (ένώ πρ ίν δέ χρειάζονταν διαλυτικά, έ πειδή τό π νεύ μα πάνω στό α έδειχνε δτι διαβάζεται χωριστά άπό τό άκόλουθο ι: άιτός), αϋπνία, Αϊ-Ν ικόλας, οϊμέ κ.ά. (Χωρίς διαλυτικά δ έν μπορούν νά διαβαστούν σωστά: αϊτός, αϋ πνία κτλ.) Ό τ α ν βέβαια ό τόνος τής λέξης δε ίχν ε ι δτι τά δύο φ ωνήεντα προ φ έρο νται χωριστά, δέ σ ημ ειώ νο υμ ε τά διαλυτικά, π.χ. νεράιδα (άλλά νεραϊδο παρμένος), πλάι (άλλά πλαϊνός), Μ άιος (άλλά Μαΐου, κορόιδεψ α (άλλά κ ο ροϊδεύω) κτλ. • Στις περιπτώσεις πρύ έχουμε έκθλιψη, άφ αίρεση ή άποκσπή σ ημ ειώ νουμε τήν άπόσ τρ οφ ο”(ή όπ οια είναι βέβαια άσχετη μέ τά πνεύματα): α) έκθλιψη (όταν χ άνεται τό τελικό φ ω νήεν τής προηγούμενης λέξης έμπρός άπό τό άρχικό φ ω νή εν τής έπόμενης), π.χ. τ ' ουρανού, α π ’ όλους8) άφαίρ εση (όταν χ άνεται τό άρχικό φ ω νήεν τής έπόμενης λέξης ύστε ρα άπό τό τελικό φ ω νήεν τής προηγούμενης), π.χ. μ ο υ ’φερε, που 'ναιγ) άποκοπή (δταν χ άνεται τό τελικό φ ω νή εν τής προηγούμενης λέξης έμπρός άπό τό άρχικό σ ύμ φ ω νο τής έπόμενης), π.χ. ψ έ ρ ’ το α π ’ το σπίτι.
2) Ώ ς τονικό σημάδι χρησ ιμοποιείτα ι ή όξεία. • Στά κεφ αλαία φωνήεντα, δταν τονίζονται, ό τόνος σημειώνεται έμπρός κι έπάνω, δπως γινόταν καί πρίν, π.χ. Ά βδηρα, Έβρος, Ήφαιστος, Ίκ α ρος, Ό λυμπος, Ύδρα.
3) Τ ονικό σημάδι παίρνει κάθε λέξη πού έχει δύο ή περισσότερες σ υλ λαβές. Αύτό ισχύει καί στήν περίπτωση πού ή λέξη παρουσιάζεται ώς μονοσύλλαβη ύστερα άπό έκθλιψ η ή ά ποκοπή, δχι όμως καί δταν έχει χά σει τό τονισμένο φω νή εν άπό άφαίρεση. • Παίρ νουν τονικό σ ημ άδι λέξεις πού παρουσιάζονται ώς μονοσύλλαβες ύστερα άπό έκθλιψη, π.χ. λ ιγ ' α π ’ όλα, πα ν τ ’ ανοιχτά, ε ίν ’ ανάγκη, ή ρ θ ’ εκείνος, μ ή τ ' εσύ μ ή τ ' εγώ κτλ. ή άποκοπή, π.χ.· φ έ ρ ' το, κό ψ ' τους, ά σ ' τον κτλ. • Ένας ρηματικός τύπος πού έμεινε άτονος άπό άφαίρεση δέν άνεβάζει τό τονικό σημάδι στήν πρ οηγούμενη, λέξη π.χ. μο υ 'φερε (δχι μ ο υ ’φερε), τα 'δείξε (δχι τά ’δείξε), να 'λεγε, θα 'θελα, μο υ 'πε, που 'ναι (άλλά θά γράψουμε πού 'ναι; στίς περιπτώσεις πού τό πού τονίζεται· βλ. πα ρακά τω).
4) Οί μονοσύλλαβες λέξεις δ έν παίρνουν τονικό σημάδι. • Θ εωρούνται μονοσύλλαβες καί μένουν άτονες οί λέξεις πού λέγονται μέ συνίζηση (συνίζηση ε ίν α ι ή προφ ορά δύο φ ωνηέντων σέ μιά συλλαβή), π.χ. μια, για, γεια, πια, πιο, ποιος, ποια, γιος, νιος, (το) βιος, (να) πιω κ.ά. Προσοχή στή διαφορά: μια (προφέρουμε μιά συλλαβή) άλλά μία (προφ έρουμε δύο συλλαβές), δυο (μία συλλαβή) άλλά δύ ο (δύο συλλαβές), ποιον βλέπεις; άλλά τό π ο ιό ν του ανθρώπου. • Μία μονοσύλλαβη προστακτική, άκόμα κι δταν άκολουθεΐται άπό δύο έγκλιτικά, δέν πα ίρνει τονικό σημάδι, π.χ. πες μ ο υ το (δχι πές μ ο υ το), δες του τα, βρες τους την, φα του τα κτλ.
7
'Ε ξαιρούνται καί πα ίρνο υν τονικό σημάδι: Α) Ό διαζευκτικός σύνδεσμος ή, π.χ. ο Παύλος ή ο Πέτρος, ή η Αννα ή η Μαρία, Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Β) Τά έρωτηματικά πού καί πώς. • Τά πού καί πώς πα ίρνο υν τονικό σημάδι είτε βρίσκονται σέ εύθεία έρώτηση είτε σέ πλάγια. "Ετσι: α) σέ εύθεία έρώτηση (δταν άκο λου θεί έρωτηματικό): πού πήγες; πώς σέ λένε; θ) σέ πλάγια έρώτηση (δηλαδή σέ πρόταση πού περ ιέχει έρώτηση καί δέ σ υνοδεύεται άπό έρωτηματικό): Δ ε μας είπες πού πήγες. Μας είπε πώς το λένε. 'Ε πίσης πα ίρνουν τονικό σ ημάδι τά πού καί πώς σέ περιπτώσεις δπως οί άκόλουθες: πο ύ να σου τα λέω, από που κι ως πού, πού και πού, αραιά και πού. Τους έστειλες το γράμμα; Πώς! Πώς βαρ ιέμαι! Κοιτάζω πώς και πώς να τα βολέψω. • Τά που καί πως δέν π α ίρνο υν τονικό σ ημάδι δταν δέν είναι έρωτηματι κά. δηλαδή δταν είναι: τό που α) άντωνυμία, π.χ. αυτό που σου είπα, 6) έπίρρημα, π.χ. στο σ αλόνι που έπαιζε πιάνο η νουνά, γ) σ ύνδεσμος, π.χ. δυο χ ρό νια είναι που απολύθηκε, φταίω που δε σ ’ άκουσα κτλ. τό πως σύνδεσμος, π.χ. μας είπ ε πως τον λένε Βασίλη. Γ) ΟΙ άδύνατοι τύποι τών προσω πικώ ν άντωνυμιώ ν (μου, σου, του, της, τον, την, το, μας, σας, τους, τα), δταν στήν άνάγνωση ύπάρχει περίπ τωση νά θεω ρηθούν έγκλιτικές (έγκλιτικές λέγονται οϊ μονοσύλλαβες λέξεις πού πρ οφ έρονται πάντοτε στενά μέ τήν προηγούμενη λέξη καί γ ι’ αύτό ό τόνος τους χάνεται ή μεταβιβάζεται στή λήγουσα τής προηγούμενης λ έ ξης, π.χ. τό β ιβλίο μου, τό τετράδιό μου), π.χ. ο πατέρας μο ύ είπε (το μ ο ύ έδώ δέν είναι έγκλιτικό καί γ ι’ αύτό πα ίρνει τονικό σημάδι· έτσι ή φράση σ ημαίνει: «ό πατέρας είπε σ ’ έμένα») ένώ ο πατέρας μ ο υ είπ ε (έδώ τό μ ο υ είναι έγκλιτικό καί γ ι’ αύτό δέν πα ίρνει τονικό σημάδι· έτσι ή φράση σημαίνει: «ό δικός μου πατέρας είπε»), η δασκάλα μάς τα έδω σε ( = «ή δασκάλα τά έδωσε σ' έμάς»), ένώ η δασκάλα μας τα έδω σε (= «ή δική μας δασκάλα τά έδωσε»). Α λλά δταν οί άδύνατοι τύπ οι τών προσω πικώ ν άντωνυμιώ ν (μου, σου, · του κτλ.) δέν ύπάρχει περίπτωση νά μπερδευτούν μέ τά όμόηχά τους έγκλιτικό, δέν πα ίρνουν τονικό σημάδι, π.χ. γιατί μας τα λες αυτά; τι μας έστειλες; όταν μας τα έστειλες, η δασκάλα που μας έστειλαν, η δασκάλα που θα μας στείλουν, μας έστειλαν μια δασκάλα κτλ. Δ) Οί μονοσύλλαβες λέξεις δταν συμπροφέρονται μέ τούς ρηματικούς τύπους μπω, βγω, βρω, ’ρθω, σέ δλα τά πρόσωπα καί τούς άριθμούς, καί δέχονται τόν τόνο τους, π.χ. θά μπ ω (προφέρουμε δυνατότερα τό θα), ένώ θα μπω (προφ έρουμε δυνατότερα τό μπω), θά μπ εις άλλά θα μπ εις κτλ., νά βγω άλλά να βγω, θά ’ρθω άλλά θα 'ρθω, θα τού ’ρ θει άλλά θα του 'ρθει. να τα βρει άλλά να τά βρει κτλ.
5) Ό τόνος τού έγκλιτικοϋ ό όποιος άκούγεται στή λήγουσα τών πρ ο παροξύτονων λέξεων σημειώνεται, π.χ. ο πρόεδρός μας, χάρισμ ά σου, άφησε το, απομάκρυνέ τον, απόδωσε του το κτλ. • Τό ίδ ιο γίνεται στό πρώτο άπό δύο έγκλιτικό, δταν προηγείται παροξύ τονη προστακτική, π.χ. δώσε μ ο ύ το, φ έρε μάς τους, πάρε τού την κτλ.
Τέλος, δίνουμε ώς παράδειγμα ένα κείμενο γραμμένο μέ πολυτονικό (άριστερά) καί μέ μονοτονικό σύστημα (δεξιά): Ά π ό τό χω ρ ιό μας έφ υγαν τά δυό άγόρια, ένώ ο ί χ ω ρ ικ ο ί άπό πίσω τους φώναζαν; Πού άφ ήνετε τό ώ ραίο σπίτι σας; Τό άφ ήνετε στό γιό τού Κώστα κ α ί τήν Κατίνα τής Φρόσως; Μά κ α ί τούς δύο τούς ξέρουμε δά καλά. Είναι όνίκανοι νά σάς τό κρατήσουν καθώς πρέ-
Από το χω ρ ιό μας έφ υγαν τα δυο αγόρια, ενώ οι χ ω ρ ικ ο ί από πίσω τους φώναζαν: Π ού αφήνετε το ωραίο σπίτι σας; Το αφήνετε στο γιο του Κώστα κ α ί την Κατίνα της Φρόσως; Μα και τους δύο τους ξέρουμε δα καλά. Είναι ανίκανοι να σας το κρατήσουν καθώς πρέ-
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΒΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ.» Σ ό λ ω ν ο ς 94, τ η λ . 36.10.589 —
36.00.398
Κ α ι τώ ρ α ένα β ιβ λ ίο σ τα θμός σ τη ν α μ ε ρ ικ α ν ικ ή λ ο γ ο τεχ νία
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ «Μάρτιν Ή ντεν» Ο Ε κδ οτικός ο ίκο ς Α ντώ νης Λ ιβάνης κ α ι Ι ί ά «Ν έα Σύνορα», που σ ας γνώ ρισε τη « Σ ι δερένια φτέρνα», σας χαρίζει στα ε λ λ η ν ικ ά ένα σ υν α ρ π α σ τ ικ ό έργο. Ο Λόντον δημιούργησε έναν ήρωα που απ οτελεί μια υψηλή π ο ιη τ ικ ή έ κ φ ρ αση της κ ρ ί σης του νεότερου ασ τικ ο ύ π ο λιτισ μ ού , ένα πρότυπο του επισ φ α λή, ψ υ χ ικ ά , ήρ ω α του σύγχρονου μυθιστορήματος. Ο Μ άρτιν Ή ντεν αρνείται να θυσιαστεί στην α σ τ ικ ή λατρεία του χρή μα τος κ α ι να εν σωματωθεί στην κατεστημένη τάξη. Η ευγένεια, η εντιμότητό κ α ι η ευαισθησία-του δεν τον αφήνουν να υποβ ιβασ τεί στο ε πίπεδ ο μιας ασ τική ς κ α τ ά σ τ α σ η ς «όπου το κ α θετί είναι ευτελές, ψ εύτικο κ α ι χυδαίο». Ε ίνα ι μια ύπαρξη που α μ φ ισ β ητεί κ α ι αρνείται. Έ να ς άνθρωπος, που θέλοντας να δια σ ώ σ ε ι τ ην η θικ ή-τ ου ακ ε ρ α ιό τ η τ α , πεθαίνει άθικτος από το χρή μα κ α ι πιστός στην περιφρόνησή-του.
Π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς - Π α ρ α γ γ ε λ ίε ς : Α ντώ νη ς Λ ιβ ά ν η ς «Ν έα Σ ύ ν ο ρ α » Σ ό λω νο ς 94, Τ ηλ. 36.10.589 · 36.00.398
9
διάλογοι Ό λα τά γράμματα, πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλούνται οΙ άναγνώστες πού μάς γράφουν νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. 'Υπενθυμίζουμε ότι γιά νά δημοοιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον έξι έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
Κι άλλη παράσταση Κάφκα Αγαπητοί τοϋ «Διαβάζω», Στό τεύχος 50 καί στις σελίδες τού άφιερώματος στόν Φ. Κάφκα υπάρχει πίνακας έλληνικών παραστά σεων έργων τού Κάφκα. Νομίζω δτι έκεϊ πρέπει νά προστεθεί καί μιά παράσταση τού μονόπρακτου τού Φ. Κάφκα «Ό φύλακας τού οικογενειακού τάφου» (Der Gruftwachter), πού μέ τόν τίτλο «Ό φύλακας τού μαυσωλείου» ανέβασε, τό 1976, τό βραχύβιο σχήμα τής Θεσσαλονίκης «Τό θέατρο τού καινούργιου χρό νου», τού όποιου είχα τήν ευθύνη καί υπόγραφα τή μετάφραση καί τή σκηνοθεσία. Σάς γράφω αύτή τήν παρατήρηση όχι γιά νά ση μειώσω σοβαρή παράλειψη στό άφιέρωμά σας, όσο γιά νά άναφέρω ότι ό «Φύλακας τού οικογενειακού τάφου» είναι τό μόνο (;) θεατρικό, άπό τή δημιουργία του, κείμενο τού Κάφκα. Μέ φιλικά αισθήματα Στέλιος Γθύτης
Γιά τόν Νικολαρείζη Αγαπητοί φίλοι, Διάβασα στις «Παραπομπές» τού τελευταίου τεύ χους (Μάρτιος 1982, σελ. 11) τό σύντομο σχόλιο γιά τό θάνατο τού Δημήτρη Νικολαρείζη. Σάς γράφω γιά νά έπανορθώσω μιά έσφαλμένη πληροφορία πού άναφέρεται καί στό δικό σας σχόλιο, όπως καί σέ άλλα σημειώματα άπό άφορμή τό θάνατο τού Νικολαρεΐζη. Ό τόμος «Δοκίμια κριτικής» δέν είναι τό μοναδικό βιβλίο πού τύπωσε ό Νικολαρείζης. Τόν Οκτώβριο τού 1961 κυκλοφόρησε ή μελέτη του «Ούγος Φώσκολος καί Άνδρέας Κάλβος» («Ίκαρος», σελ. 90). Ή πρώτη δημοσίευση τής μελέτης αύτής, τήν ίδια χρο νιά στήν έφ. «Ή Καθημερινή», είχε προκαλέσει έν τονη άντίδραση τού Γ. Θ. Ζώρα, άνταπάντηση τού Νικολαρείζη καί παρέμβαση τοϋ Ν. Β. Τωμαδάκη. Είχε δημιουργηθεϊ δηλ. μιά δημόσια φιλολογική άντιδικία, ανάλογη μέ τίς παλαιότερες μεταξύ π.χ. ΖαμπέλιουΠολυλά, Ροΐδη-Βλάχου, Σεφέρη-Τσάτσου κλπ. Έξω άπ’ αύτό, τό ίδιο τό περιεχόμενο τού βιβλίου παρου σιάζει ιδιαίτερο ένδιαφέρον γιά τή διερεύνηση τών σχέσεων Φώσκολου-Κάλβου, παρά τό γεγονός ότι οί σχετικές αρχειακές έρευνες έχουν φωτίσει περισσό τερο, μέχρι σήμερα, τήν άμφιλεγόμενη στάση τού Κάλβου άπέναντι στόν προστάτη του. Στόν πρόλογο αύτοϋ τοϋ βιβλίου (χρονολογημένο: Απρίλιος 1961) ό Νικολαρείζης σημειώνει καί τά έξής: «Οί σελίδες πού προσφέρει ό μικρός αύτός τό μος, αδιάφορο άν οί μισές άφιερώθηκαν σέ μιάν άθέλητη άπό μέρους μου... λογομαχία μέ τόν καθηγητή
10
κ. Γ. Θ. Ζώρα, τόν άρμοδιότερο στόν τόπο μας γιά τά βιογραφικά τού Κάλβου, έλπίζω νά προσθέτουν κάτι, έστω έλάχιστο, σέ δ,τι έδωσαν όσοι δούλεψαν πρίν άπό μένα πάνω στό ίδιο θέμα. Αλλά οί σελίδες αύτές είναι ή άρχή μιάς πλατύτερης έπάνω στόν Κάλβο έργασίας, πού σχεδιάζω καί πού έλπίζω οί περιστάσεις νά μοΰ έπιτρέψουν νά φέρω σέ πέρας πρίν τελειώσει ό χρόνος. Ό άναγνώστης μπορεί έπομένως νά δια βάσει τίς σελίδες αύτές καί σάν ένα άπλό προοίμιο». Δέν ξέρω κατά πόσο μπορούμε νά ταυτίσουμε τήν «πλατύτερη έπάνω στόν Κάλβο έργασία» μέ τό δοκί μιο «Λίγα λόγια γιά τό Ύφος καί γιά τόν Κάλβο» («Δοκίμια κριτικής», σελ. 252-259), πού πρωτοδημοσιεύτηκε «πρίν τελειώσει ό χρόνος» (5, 7 καί 8 Νοεμ. 1961) στήν «Καθημερινή» καί πάλι. Γιά τό θέμα αύτό θά μπορούσαν, ίσως, νά μάς πληροφορήσουν οί ύπεύθυνοι τού έκδοτικοϋ οίκου «Γίλέθρον», πού έχουν άναγγείλει -άπό τότε πού ζοϋσε τά τελευταία ρημαγμένα του χρόνια ό Νικολαρείζης- τήν έπανέκδοση τών «Δοκιμίων κριτικής», έφ’ όσον βέβαια δια θέτουν πρόσβαση στά κατάλοιπα τού κριτικού. Καί μήπως, άραγε, ύπάρχουν στά κατάλοιπα αυτά καί άλλα πράγματα δημοσιεύσιμα; ’Επιτρέψτε μου, τέλος, νά σημειώσω ότι ή θαρρα λέα όμολογία τού «Διαβάζω», πώς πέρασε καί γιά σάς άπαρατήρητος ό θάνατος τού Νικολαρείζη (29.9. 1981), δέσάς άπαλλάσσει άπό τήν υποχρέωση γιά μιά εύρύτερη -καί όχι «στά ψιλά»- παρουσίαση τού κρι τικού του έργου. Καί, φυσικά, δέν έξαργυρώνει ούτε τά άμήχανα μισόλογα ή τή σιωπή γιά τό Ιδιο θέμα δε κάδων άλλων λογοτεχνικών περιοδικών, πού συν ήθως τσακίζονται καί λαχανιάζουν νά μάς προσφέ ρουν τά άμφίβολης άξίας πνευματικά προϊόντα τε λευταίας παραγωγής άπό τά περιβόλια ξένων λογο τεχνιών. Τά σπίτια μας καίγονται καί μείς τραγουδά με. (Ό λαός μας χρησιμοποιεί καί άλλη συναφή, άθυρόστομη καί δραστικότερη έκφραση.) Υπερβολή ίσως, θά πείτε. Φαίνεται όμως ότι στή σημερινή πνευματική 'Ελλάδα ή ύπερβολή είναι μιά μέθοδος γιά νά άποδίδουμε στά πρόσωπα καί τά πράγματα τό άληθινό τους μέγεθος. Φιλικά Δημήτρης Δασκαλόπουλος Πλευρώνος 2, Ζωγράφου
Οί 6000 ώρες Αγαπητό «Διαβάζω», Νομίζω πώς πρέπει νά τελειώνουμε κάποτε μέ μιά παράλογη άνακρίβεια πάνω στό μονοτονικό. Είχα δει κι έγώ, στις έφημερίδες, πώς ή εισηγητική έκθεση γιά τή σχετική τροπολογία μνημόνευε πώς οί
μαθητές σπαταλάν 6000 ώρες γιά τήν έκμάθηση τών κανόνων τονισμού. Όμως, μιά κι ή σχολική χρονιά περιλαβαίνει κάπου 1000 ώρες, γέλασα μέ τόν παραλογισμό, καί τόν κα ταλόγισα στό δαίμονα τού τυπογραφείου. Τώρα έρχε ται κι ό κύριος Δημήτρης Πλάκας στό άρθρο του «Ή δίκη τών τόνων», στό τελευταίο σου φύλλο, καί μετα φέρει τίς 6000 ώρες στίς σελίδες ένός σοβαρού πε ριοδικού, καί κατά πάσαν πιθανότητα μέ κάθε καλή πίστη. Κάποτε πρέπει νά τίς άφήσουμε στήν άκρη αυτές τίς άτυχες 6000 ώρες. Δέν τίς έχει καμιάν άνάγκη τό μονοτονικό. Φιλικά, Νίκος Κάσδαγλης 'Αγροτική Τράπεζα Ρόδος
Ή στατιστική τής βιβλιοπαραγωγής Κύριε διευθυντά, Νά μού έπιτρέψετε μιά παρατήρηση: Στό No 51, σελ. 11, τού καθ' άλα έξαίσιου περιοδικού σας γρά φετε σέ σημείωμα μέ τόν τίτλο «Διεθνής στατιστική» άτι άπό πλευράς βιβλιοπαραγωγής τό 1977 ή 'Αμερι κή ήλθε πρώτη κλπ„ ή Ελλάδα βρέθηκε σέ χαμηλή θέση, ένώ ή γειτονική Τουρκία πήρε άξιοπρεπέστερη θέση. Νομίζω δτι οί στατιστικές συγκρίσεις γίνονται, πάν τα, παντού καί σ' άλα τά θέματα, σέ σχέση μέ τόν πληθυσμό μιάς δεδομένης περιφέρειας (πόληςέπαρχίας-νομοΰ-κράτους). "Ετσι, στήν περίπτωση αύτή ή Ελλάδα έχει δείκτη βιβλιοπαραγωγής 0,06 καί ή Τουρκία 0,02 περίπου. Σάς εύχαριστώ Νικ. Α. Πετασάκης Δραγούμη 5 Λάρισα
Τό βιβλίο στήν επαρχία 'Αγαπητό «Διαβάζω», Μέ άφορμή δημοσίευσή σας, στό τεύχος 51 καί στή στήλη «'Απ' δλη τήν Ελλάδα», συνέντευξης τής κ. Μ. Λάζου, ύπεύθυνης τού νέου βιβλιοπωλείου «Δω δώνη» στά Γιάννενα, «σχετικά μέ τή φυσιογνωμία τού έδώ άναγνωστικοϋ κοινού», παίρνουμε τήν πρω τοβουλία νά σάς παραθέσουμε όρισμένες δικές μας έχτιμήσεις σχετικά μέ τό άναγνωστικό κοινό στήν έπαρχία, καλώντας καί τούς άλλους συναδέλφους τής πόλης νά κάνουν τό ίδιο, ώστε μέσα άπό μιά ποι κιλία άπόψεων νά βγοϋν δσο τό δυνατόν άντικειμενικά συμπεράσματα, έξω άπό κάθε ώραιοποίηση ή
διαφημιστική προβολή, σχετικά μέ το θέμα πού μάς άπασχολεί, δίνοντας τό περιεχόμενο πού πρέπει στή συγκεκριμένη σας στήλη. Είναι γνωστή ή πνευματική παράδοση τής πόλης τών Γιαννίνων -λόγιοι, διακεκριμένοι άνθρωποι τών γραμμάτων, δημόσια βιβλιοθήκη σπάνια σέ ποικιλία καί ποιότητα βιβλίων-, παράδοση πού δικαιολογεί τήν άγάπη τού Γιαννιώτη γιά τό βιβλίο. Τό ένδιαφέρον αύτό γιά τό βιβλίο δικαιολογεί ή σημερινή Ιδιο μορφία τής κοινωνικοοικονομικής δομής τής πόλης, πού τή συντριπτική θέση κατέχουν τά μικρομεσαία στρώματα, κύριοι άγοραστές, δπως ξέρουμε, τού βι βλίου στήν 'Ελλάδα. Τό ζήτημα δμως ήταν τί βιβλίο προσφερόταν μέχρι πρίν λίγα χρόνια, κι άν τό βιβλιοπωλείο έπαιζε τό ρόλο τού πνευματικού κέντρου πού μέ ύπευθυνότητα θά έπρεπε νά εκπληρώσει τό μεγάλο μορφωτικό του προορισμό. "Ενα ρόλο πού, έξω άπό τήν κερδο σκοπική του πλευρά, θέλει τό βιβλιοπωλείο πηγή προσφοράς βιβλίου ποιότητας, βιβλίου κοινωνικού, πολιτικού προβληματισμού, βιβλίου πού νά ψυχαγω γεί άλλά ταυτόχρονα νά διαπαιδαγωγεΐ τίς πλατιές λαϊκές μάζες δλων τών κοινωνικών στρωμάτων καί τών ήλικιών, στή βάση τών άρχών τής έλεύθερης έκ φρασης, τής άληθινής δημοκρατίας, τής εΙρήνης καί τής κοινωνικής προκοπής. "Ενα βιβλιοπωλείο πού, πλάι στίς προσπάθειες τών μορφωτικών, πολιτιστικών καί τών άλλων φορέων τής πόλης, θά έδινε κι αύτό τή μικρή του συμβολή στή διαμόρφωση τής δημο κρατικής συνείδησης πού έχει άνάγκη δ τόπος μας. Φιλότιμες προσπάθειες γίνονται σήμερα άπό όρισμένα βιβλιοπωλεία τής πόλης, γιά νά προσφερθούν βιβλία ποιότητας, βιβλία πού νά άνταποκρίνονται στίς άπαιτήσεις ένός πιό άνεβασμένου άναγνωστικοϋ κοινού. Καθοριστικό ρόλο σ' αύτές τίς έπιλογές έπαιξε τό φοιτητικό άναγνωστικό κοινό τής πόλης, πού άποτελεΐ μεγάλη μερίδα τής καθημερινής κίνη σης. ’Ακόμα, πολλοί πελάτες άποκαλύπτουν πώς μέ χρι πρίν λίγο καιρό κατέβαιναν μιά φορά τό χρόνο σ τήν' Αθήνα ή τή Θεσσαλονίκη κι έκαναν έκεϊ τίς άγορές τους, ένώ τώρα έχουν βιβλιοπωλεία νά μπούν, νά ένημερωθούν, νά διαλέξουν. Πελάτες έπίσης έρχονται κι άπό τίς άλλες πόλεις τής Ηπείρου. Θεωρούμε παρακινδυνευμένη τή γενίκευση τής κ. Μ. Λάζου πώς τό κοινό γενικότερα τής έπαρχίςις είναι κοινό «στόφας». Θά ήταν ένδιαφέρον νά άκούγαμε τίς άπόψεις τών
’Ανακοίνωση Λόγω διακοπών τά γρα φεία τού περιοδικού θά εί ναι κλειστά άπό τίς 13 έως τίς 29 Αύγούστου.
βιβλιοπωλών καί τών άλλων πόλεων τής 'Ηπείρου, όπου, μέ έξαίρεση έλάχιστα βιβλιοπωλεία, οί πιό πολλοί σταδιακά καταργούν τό βιβλίο καί προωθούν τά χαρτικά, λόγω μεγαλύτερης κατανάλωσης, παραπονούμενοι συνέχεια ότι τό κοινό τής έπαρχίας «δέν διαβάζει». Δέν μπορούμε, βέβαια, νά υποστηρίξουμε έμεϊς κάτι τέτοιο, γιατί πιστεύουμε πώς τό είδος τών βιβλίων πού προσφέρουν δέν βοηθάει καθόλου νά άλλάξουν τέτοιες έχτιμήσεις. 'Αντίθετα, πιστεύουμε πώς θά μπορούσαν ν' άλλάξουν οί έχτιμήσεις τους άν έκσυγχρονιζόντουσαν καί πλούτιζαν τίς βιβλιοθήκες τους σωστά. Παρ' όλα αύτά, δέν μπορούμε νά βγά λουμε τέτοιες έχτιμήσεις, χωρίς πρώτα ν’ άκούσουμε τίς άπόψεις τους, καί νά βρούμε τί φταίει καί τό έπίπεδο τών βιβλίων πού προσφέρεται, άπό τήν πλειοψηφία τών βιβλιοπωλείων στήν Ήπειρο, είναι τόσο χαμηλό. Τελειώνοντας, δέν θέλουμε νά σταθούμε σέ άλλες έχτιμήσεις μας, παρ' δλο πού θά μπορούσαμε, παρά μόνο σ' ένα σημείο, πού δέν εύκολύνει, κατά τή γνώμη μας, καθόλου τήν άριθμητική αύξηση τού κό σμου πού διαβάζει. Πολλές φορές οί πελάτες άγαναχτοΰν γιά τίς άπρόσιτες τιμές τών βιβλίων. Στό φοι τητόκοσμο τό πρόβλημα πού ύπάρχει είναι πολύ με γάλο. Δέν ύπάρχει καμιά λογική συνάρτηση μεταξύ εισοδημάτων τών άγοραστών καί τιμών τών βιβλίων. ’Ιδιαίτερα έντονες ήταν οί άντιδράσεις τού κόσμου μετά τίς τελευταίες άνατιμήσεις τών έκδοτικών οί κων. Πιστεύουμε πώς χρειάζεται νά γίνουν δλες έκεϊνες οί προσπάθειες στά πλαίσια μιάς γενικότερης πολιτικής, ώστε νά έξαλειφθούν όλοι έκεϊνοι οί παράγοντες πού προκαλοΰν τίς αύξήσεις στις τιμές τών βιβλίων. Γιά νά σταματήσουμε νά λέμε τελικά πώς ό «"Ελ ληνας δέν διαβάζει», κρύβοντας ύποκειμενικές άδυναμίες, καί νά δώσουμε τή δυνατότητα στόν "Ελληνα νά διαβάσει. Μέ τιμή πρός τό περιοδικό σας βιβλιοπωλείο «Λυχνάρι» ύποκατάστημα «Σύγχρονης Εποχής» Πυρσινέλλα 16 Γιάννινα
Τό έργο τοϋ Ν. Καζαντζάκη 'Αγαπητό «Διαβάζω», Στό τελευταίο σου (51ο) τεύχος διάβασα, μεταξύ τών άλλων, καί τήν άξιόλογη έργασία τοϋ κ. Θόδωρου Γράμματά γιά τόν Καζαντζάκη. Ξέρω πώς δέν είναι καθόλου εύκολο νά καταπιαστεί κανείς μέ τήν τερά στια σέ όγκο πνευματική παραγωγή τοϋ ποιητή τής «’Οδύσσειας», άναφέροντας περιληπτικά τήν ύπόθεση τοϋ κάθε του έργου καί δίνοντας τά βιβλιογραφι κά καί άλλα στοιχεία του. Έτσι δέ μοϋ φαίνεται πα ράξενο πού ό κ. Γραμματάς έκαμε κάποια (μικρά) λά θη καί μιά παράλειψη. Τά σημειώνω έδώ: α) Ό τίτλος τοϋ νεανικού θεατρικού έργου τοϋ Κα ζαντζάκη είναι «Φασγά» καί όχι «Φάσγα» (Π. Πρεβελάκη, «Νίκος Καζαντζάκης. Συμβολή στή χρονογρα φία τού βίου του». 'Αθήνα 1959. 'Ανάτυπο άπό τή «Ν. Εστία» τεΰχ. 779, σελ. 6, καί «Ν. Εστία», 'Αφιέρωμα στόν Ν. Καζαντζάκη, Χριστούγεννα 1977, σελ. 236256, όπου δημοσιεύεται καί.τό κείμενο τού δράμα τος).
12
β) Τά «Τετρακόσια γράμματα τοϋ Καζανιζάκη στόν Ποεβελάκη» έκδόθηκαν τό 1965, όχι άπό τήν «Εστία» άλλά άπό τήν Ελένη Καζαντζάκη. « Εκδό σεις 'Ελένης Ν. Καζαντζάκη. Αθήνα, 1965» σημειώνε ται στό έσώφυλλο τοϋ βιβλίου. γ) Μεταξύ τών άλλων πού έξέδωσαν έπιστολές τού Καζαντζάκη πρός αύτούς καί πού άναφέρονται άπό τόν κ. Γραμματά, είναι κι ό μακαρίτης Μηνάς Δημάκης, στό βιβλίο του «Καζαντζάκης. Έπιστολέςσχόλια» (Τό 'Ελληνικό Βιβλίο, Αθήνα 1975). Οί έπι στολές πρός τόν Δημάκη είναι δεκαεφτά, σύν ένα ύστερόγραφο άπό γράμμα τοϋ Καζαντζάκη πρός τή Γαλάτεια, πού έκείνη τό 'χε χαρίσει στό συμπολίτη της ποιητή. 01 δημοσιευόμενες έπιστολές καλύπτουν τό διάστημα άπό τό 1935 ώς τό 1956, μ’ ένα κενό τήν έποχή τού πολέμου καί τά πρώτα μεταπολεμικά χρό νια (1940-1948). Τά σημαντικότερα γράμματα είναι τών έτών 1948-1951, μέ πληροφορίες γιά τά μυθιστο ρήματα πού έγραφε τότε, μέ άναφορά στίς μνήμες του άπό τό 'Ηράκλειο πού ξαναζωντανεύουν καί μπαίνουν στόν «Καπετάν Μιχάλη», μέ τά έκδοτικά προβλήματα τών τραγωδιών καί προπάντων τοϋ «Προμηθέα» καί άντιδράσεις του άπό τήν έλληνική κριτική σχετικά μέ τό έργο του. Ανεξάρτητα άπό τά παραπάνω, στίς άνυπόγραφες «Παραπομπές» τοϋ περιοδικού (σελ. 11) είδα νά άναφέρεται ώς έκδότης τοϋ κλασικού βιβλίου τοϋ Kitto «01 Έλληνες» ή «Χριστιανική "Ενωσις 'Εκπαιδευτικών Λειτουργών». Τό άντίτυπο τοϋ βιβλίου πού έχω ση μειώνει: 'Εκδόσεις «Ή Δαμασκός», Άθήναι, 1962. "Εγινε, άραγε, καί β' έκδοση τών «Ελλήνων» άπό τήν Χ.Ε.Ε.Λ. πού δέν τήν έχω ύπόψη μου; Θά σάς χρω στούσα χάρη άν μέ πληροφορούσατε πάνω σ’ αύτό τό θέμα. Μέ έκτίμηση Γιώργης Μανουσάκης Χανιά Τό γράμμα τού κ. Γ. Μανουσάκη θέσαμε ύπό ψη τοϋ συνεργάτη μας κ. Θ. Γράμματά, ό όποιος μάς έστειλε τήν παρακάτω Απάντηση:
α. Ό τίτλος τού θεατρικού έργου «Φασγά» δίνεται άπό τυπογραφικό λάθος τονισμένο στήν παραλήγου σα, «Φάσγα». Συμπληρωματικά γιά τούς άναγνώστες έχω νά προσθέσω πώς ή λέξη είναι έβραϊκό κύριο όνομα (πρόκειται γιά τήν κορυφή τοϋ όρους Σινά άπ’ όπου ό Μωϋσής είδε τή Γή τής Επαγγελίας, χωρίς ποτέ νά φτάσει σ’ αύτήν, σύμφωνα μέ τή θεϊκή θέλη ση). β. Τά «Τετρακόσια γράμματα τοϋ Καζαντζάκη στόν Πρεβελάκη» είναι στ’ άλήθεια έκδοση τοϋ οίκου Ελένης Καζαντζάκη (1965) κι όχι τής «Εστίας», όπως λαθεμένα άνάφερα. γ. Τά γράμματα στό Μηνά Δημάκη ύπάρχουν πράγ ματι. Όμως, όπως έγραφα στή σύντομη είσαγωγή στήν έπιστολογραφία τοϋ Καζαντζάκη: «άπ’ τήν πλα τιά του άλληλογραφία έκ τών πραγμάτων είμαστε ύποχρεωμένοι νά περιοριστούμε στά πιό ούσιαστικά -κατά τήν άποψή μας- κείμενα, χωρίς νά ύπάρχει πρόθεση ύποτίμησης τής άξίας όσων παραλείπονται, μέ τήν πίστη πώς είναι τά όχι πιό θεμελιακά» (σ. 58). Μ’ άφορμή λοιπόν τό γράμμα τού κου Μανουσάκη, άναφέρω καί τά ύπόλοιπα δημοσιευμένα γράμματα τού Καζαντζάκη: 1. «Τρία άνέκδοτα γράμματα τού Ν. Κ.» άπευθύνονται στό Β. Καζαντζή, σέ Νέα 'Εστία, τόμ. 74, τεϋχ. 865, 15 Ιουλίου 1963, σσ. 906-907.
2. «Ένα γράμμα τού Καζαντζάκη» άπευθύνεται στό Γιάννη Χατζίνη, σέ Ν. Εστία, τόμ. 57, τεΟχ. 667, 1 φλεβ. 1955, σσ. 202-203. 3. ’Οχτώ γράμματα στά Μανόλη Παπαστεφάνου (άπό 1922 -Βερολίνο- μέχρι 1925 -Κρήτη), σέ Κυρ. Μιτσοτάκη, Ό Καζαντζάκης μιλεί γιά θεό, 'Αθήνα, Μινώα 1972. 4. «Δυό έπιστολαΐ τού Νίκου Καζαντζάκη πρός τό Νίκο Βέη», παρουσίαση Μαίρης Βέη, Νέα 'Εστία, τόμ. 74, τεϋχ. 873, 15 Νοεμ. 1963, σσ. 1688-1691. 5. «Γράμματα Ν. Κ. πρός Μηνά Δημάκη», παρου σίαση Μηνά Δημάκη, σέ Νέα Εστία, τόμ 91, τεύχ. 1071, 1072, σσ. 237-246 καί 301-310. (Τό 1975 κυκλοφόρησαν καί σέ βιβλίο μέ τίτλο: Κα ζαντζάκης: Επιστολές, Σχόλια, 'Αθήνα, έκδ. Τό 'Ελ ληνικό Βιβλίο). 6. « Από τήν άλληλογραφία του Καζαντζάκη». Πέν τε γράμματα τού Ν. Κ. σταλμένα στό Γιάννη Κωνστανταράκη άπό τήν Antibes (1954-1957) καί δυό στό Θρασύβουλο Μαρκίδη (άχρονολόγητα), σέ Κνωσσός, Μάης 1958, σσ. 84-89. 7. « Αποχαιρετώ τά πάντα...», άπόσπασμα άπό γράμμα σταλμένο στίς 28 Φλεβάρη 1957 στό Γιώργο Φανουράκη, σέ Κνωσσός, Μάης 1958, σσ. 70-71. 8. Γράμμα στό Δ. Καλογερόπουλο (διευθυντή τού περιοδ. Πινακοθήκη) μέ ψευδώνυμο Π. Ψηλορείτης, μέ ήμερομηνία 28 Αύγ. 1908, σέ Κνωσσός, Μάης 1958, σσ. 52-53 (έπιμέλεια Π. Μαρκάκη). 9. Γράμμα στό Μάριο Βαϊάνο, δημοσιευμένο σέ Καινούρια Εποχή, φθινόπωρο 1958, σσ. 407-408, μέ τίτλο «Σκόρπια άπ' τήν άλληλογραφία τού Καζαντζά κη». 10. Γράμμα στό Γ. Φανουράκη, δημοσιευμένο σέ Καινούρια Εποχή, χειμώνας 1957, σ. 224 (τό άρθρο τού Γ. Φανουράκη έχει τίτλο «Μιά συνέντευξη γιά τό Νίκο Καζαντζάκη»), 11. Γράμμα στήν έπιτροπή τού Βραβείου Ειρήνης, σέ 'Αναμνηστικό Λεύκωμα τού Δήμου "Ηρακλείου Κρήτης, σ. 60. 12. Γράμμα στήν 'Αγνή Ρουσοπούλου, σέ Καινούρια Εποχή, χειμώνας 1956, σ. 323. 13. Γ. Στεφανάκη, «Ό Ν.Κ. πλάι στόν ’Ελευθέριο Βενιζέλο. "Αγνωστα στοιχεία καί έπιστολές άπό τήν έλλαδική περίοδο 1912-1922 τού Ν.Κ.», σέ Κατάθεση 73, 1973, σσ. 207-220. 14. Γράμματα μέ τόν Ισπανό ποιητή X. Ρ. Χιμένες, έπιμέλεια I. Μ. Zavala, σέ περ. La Torre (Puerto Rico), 12, 1964, σσ. 121-137 (τίτλος τού άρθρου: Seis cartas de Ν. Κ. a Juan Ramon Jimenez). 15. Γράμμα στό Ν. Πουλιόπουλο (Antibes, 14 Μάρτη 1955),σέ Ν. Πουλιόπουλου, Ό Ν. Κ. καί τά παγκόσμια Ιδεολογικά ρεύματα, σ. 422. Δέν άμφιβάλλω ότι ύπάρχουν κι άλλα ίσως γράμμα τα (δημοσιευμένα ή άδημοσίευτα),'τήν ύπαρξη τών όποιων άδυνατώ προσωπικά νά βεβαιώσω. Θά ήταν λοιπόν εύχής έργο άν μ ’ άφορμή τό κείμενό μου έδι νε κάποιος έρευνητής περισσότερα στοιχεία γιά τό θέμα μας. Ενημερωτικά άναφέρω πώς λεπτομερεια κή έργογραφία καί βιβλιογραφία γιά τόν Καζαντζάκη ύπάρχει στό Βιβλιογραφία Ν. Κ. 1906-1948 τού Γ. Κατσίμπαλη ( Αθήνα 1958) καί στό περ. Μαντατοφόρος, τεϋχ. 5, Νοέμβρης 1974 (έπιμέλεια Ρ. Bien).
τόν περασμένο μήνα σ' ένα κολέγιο τού Πανεπιστη μίου τού Λονδίνου καταργήθηκε ή έδρα τής κλασικής έλληνικής φιλολογίας. Επίσης έδώ καί λίγους μήνες έγινε τό ίδιο σέ δυό φημισμένα πανεπιστήμια τών Ηνωμένων Πολιτειών. Νομίζω πώς πρέπει ν ’ άρχίσουμε ν’ άνησυχούμε γιά τήν έπιβίωση τών κλασικών μας γραμμάτων στό έξωτερικό. Είναι γνωστό σέ όλους μας πώς τά πανεπιστημιακά τμήματα κλασικής φιλο λογίας τόσο στήν Εύρώπη όσο καί στήν Αμερική άποτελοϋν τούς καλύτερους πρεσβευτές τής χώρας μας γιά τήν προώθηση τών δεσμών φιλίας καί έκτίμησης μεταξύ τού λαού μας καί τών λαών τού δυτικού κόσμου. ΓΓ αυτό έχουμε χρέος νά κάνουμε τό καθετί γιά νά διατηρήσουμε ζωντανό τό ένδιαφέρον τών ξέ νων γιά τήν άρχαία μας γλώσσα καί γραμματεία. Κι έδώ όμως στή χώρα μας πρέπει νά καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια γιά ένδυνάμωση καί άνάπτυξη τών κλασικών σπουδών στά πανεπιστήμια καί στή μέ ση έκπαίδευση. Καί πάνω άπ’ όλα χρειάζεται νά θε σμοθετηθούν κίνητρα γιά τούς νέους φιλολόγους μας, ούτως ώστε νά παρακινηθούν γιά βαθύτερες σπουδές καί έρευνες σ’ αύτό τόν τομέα. ’Ιδιαίτερα έπιβάλλεται νά άρχίσει ή έκδοση τών κειμένων μέ ει σαγωγές, μετάφραση στή νεοελληνική καί σχόλια, έκδόσεις όμως σέ μοντέρνο στύλ καί όχι στεγνές καί σχολαστικές. Υπόδειγμα γιά μίμηση είναι λ.χ. ή έρμηνευτική έκδοση τών «’Ορνίθων» τού ’Αριστοφάνη άπό τόν Φ. Κακριδή, έκείνη τών άρχαίων μας λυρικών άπό τόν Άρ. Σκιαδά, καί έκεϊνες τών τραγωδιών τού Σοφοκλή άπό τόν Γ. Μαρκαντωνάτο κ.ά. Εξάλλου άηαιτοϋνται χρηστικές έκδόσεις τσέπης γιά τό εύρύτερο κοινό καί Ιδίως γιά τούς μαθητές τών γυμνασίων καί λυκείων μας. "Αριστο θά ήταν άν μπορούσε νά συσταθεϊ κάποιο ίδρυμα κλασικών σπουδών καθώς καί παραρτήματά του σέ όλους τούς νομούς τής χώρας. Τέλος, πρέπει νά γίνουν έταιρεϊες κλασικών σπουδών καί νά έκδοθοϋν σχετικά περιοδικά. Τό γεγονός είναι ένα: ό,τι έπενδύουμε στή θεραπεία τής κλασικής μας κληρονομιάς τό έπενδύουμε στή θεμελίωση τής πνευματικής καί πολιτιστικής μας ύπαρξης καί άνάπτυξης. Μέ τιμή Χρ. Καλοδίκης Φιλοθέης 4 - Θεσσαλονίκη
Ή κλασική μας κληρονομιά Δημοσιεύτηκε πρόσφατα στόν άθηναΐκό τύπο δτι
13
ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΜΙΘ ΤΖΩΝ ΝΤΙΟΥΙ
Το σχολείο που μ’ αρεσει
Φιλοσοφία της ηδονης στον Επίκουρο
ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ ΜΠΩΒΟΥΑΡ
Ενας ακοινώνητος σοσιαλιστής
14
δύναμη των πραγμάτων
ΧΡΟΝΙΚΑ Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
ΕΚΔΟΤΙΚΑ Ε π ε ιδ ή ή στήλη συνα ντά δ υ σ κ ο λ ίε ς στή σ υ λ λ ο γ ή π λη ρ ο φ ο ρ ιώ ν , π α ρ α κα λοϋντα ι οί έκδότες νά μάς έ ν η μ ε ρ ώ ν ο υ ν τακτικά κα ί ύ π ε ύ θ υ ν α γ ιά τό τί πρ ό κειτα ι νά έκδώ σ ουν. Α ύτό τό μήνα, ά π ’ δσ α σ το ιχεία κ α τα φ έρα μ ε ν ά σ υ γκεντρ ώ σ ο υ μ ε, θά κυ κλοφ ορήσ ουν, κατά κα τηγορίες, τά πα ρα κά τω έργα: Ε κπ αίδ ευσ η: «Ή διδα σ κα λία τής έ λ λ η ν ικ ή ς γλώ σσας κα ί φ ιλο λο γ ία ς στήν έ λ λ η ν ικ ή ε κ π α ί δευσ η» τοϋ Γ ιώ ρ γου Μωραΐτη (Σ ύγχρ ονη Εποχή) κα ί μιά μελέτη τοϋ Κέντρου Μ αρξισ τι κών ’ Ερευνών μέ τίτλο «ΕΟΚ κα ί έ κπα ίδευ σ η» (Σύγχρονη Εποχή). Θ έατρ ο: «Ή ζού γκλα τών πόλεω ν», « Ό άφ έντη ς Π ου ντίλα κ α ί ό υπ ηρ έτη ς του ό Μ άττι» καί «'Η μέρ ες τής Κ ο μμούνας» τοϋ Μ πέρ τολτ Μ πρέχτ (Ή ριδανό ς). ’Ια τρ ική : «Ή πα χυσ αρκία» τοϋ Τζ. Κ υπριω τάκη (Διόπτρα). Ίσ τ ο ρ ία -Μ α ρ τυ ρ ίες : «Φ λογισμένα χ ρ ό ν ια 1941-1945» τοϋ Θ ανάση Π αντούλα (Δωδώνη).
«Θά νικ ή σ ο υ μ ε » τ ο ϋ Ν ίκανδρου Κεπέση (Σύγ χρονη Ε ποχή), «Δ η μο σιογρ αφ ικές άναμ νήσεις» τού Κώστα Σ τού ρ νο (Σύγχρονη ’ Εποχή) κ α ί «Μ έ σ υ ν τ ρ ο φ ικ ο ύ ς χ αιρετισ μούς» τοϋ Θα ν ά σ η Γ ορ γό λη (Σ ύγχρ ονη ’ Εποχή). ’ Επίσης τό β ιβ λ ίο «Έ α μ ικ ή άντίσταση», πού π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι τά ύ λ ικ ά έ ν ό ς έπισ τ η μ ο ν ικ ο ϋ σ υμ πο σ ίου τοϋ Κ έντρ ο υ Μ α ρ ξισ τικώ ν ’ Ερευνών (Σ ύγχρ ονη Εποχή). Λ ο γο τ ε χν ία έ λ λ η ν ικ ή : Ή σ υλλογή δ ιη γ η μ ά τω ν «Μ νήμες» τόϋ Ν ίκου Π απανδρέου (Σύγ χ ρ ο ν η ’ Εποχή) κα ί τά μυθιστο ρ ήμ ατα «Ή μα μά Ελλάς» τοϋ Α λ έ ξ α ν δ ρ ο υ Δ ημ άσο υ (Σ ύγχρονη ’ Εποχή) κα ί «Κ α φ ε ν ε ιο ν ή Ελλάς» τής Σ τεφ α-
ΜΕ ΠΛΑΓΙΑ... Οί κριτικοί τοϋ νομικοπολιτικοϋ βιβλίου Επειδή πολλοί είναι έκεϊνοι πού νομί ζουν ότι ό χώρος τοϋ νομικοπολιτικοϋ βι βλίου καλύπτεται άπό τό «Διαβάζω» μέ τή βοήθεια όρισμένων ά π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ώ ν κριτικών, άνάμεσα ατούς όποιους καί ό γράφων, νομίζω ότι άξίζει νά άρθεϊ αύτή ή παρεξήγηση. Καί, φυσικά, όσα γράφονται παρακάτω δέν πρέπει μέ κανένα τρόπο νά θεωρηθούν ώς φωνή προπέτειας άλλά ώς κραυγή (ύπερεξαετοϋς μάλιστα) άπόγνωσης: Λοιπόν, είναι πλάνη νά νομίζεται δτι τό «Διαβάζω» έχει άποκλειστικούς συνεργά τες γιά νά καλύπτουν (καί) τό νομικοπολιτικό χώρο. Έχει όρισμένους τ α κ τ ι κ ο ύ ς , κ α ν έ ν α ά π ο κ λ ε ι σ τ ι κ ό καί περιμέ νει κ ι ά λ λ ο υ ς . Βοηθήστε λιγάκι βρέ παιδιά! ΟΙ όποιες ώ ς τώρα βιβλιοπαρουσιαστικές ή βιβλιοκρι τικές δυνάμεις είναι λίγες, ένώ τά άξιόλογα νομικοπολιτικά βιβλία πύκνωσαν τελευταία τόσο, όσο κι οί δικαιολογημένες πικρίες γιά
τή μή έπισήμανσή τους άπό τις στήλες κι αύτού έδώ τού περιοδικού. "Οσοι μάλιστα άπό σάς πιστεύετε σέ κά ποιο «συσχετισμό δυνάμεων», δέν νομίζετε ότι κάτι πρέπει νά γίνει καί γιά τόχώρο αύ τό; "Οσοι άπό σάς μιλάτε γιά κάποιους «κα ταμερισμούς έργασίας», δέν νομίζετε ότι ένας άπό τούς πιό άδικους είναι νά πι στεύετε ότι έργο δικό σας (τών πολλών) εί ναι άποκλειστικά καί μόνο νά γράφετε καί νά δημοσιεύετε, κι έργο δικό μας (τών λ ί γων) είναι άποκλειστικά καί μόνο -μ έ τις όποιες δυνάμεις μα ς- νά σάς άνακαλύπτουμε, νά σάς παρουσιάζουμε ή νά σάς κρίνουμε; "Αν συμφωνείτε -κ α ί παραμερίζετε βέ βαια τό βολικό (γιά σάς) «έαυτούς αίτιάσθωσαν»- δέν έχετε παρά νά έρθετε σέ έπαφή μέ τή Σύνταξη αύτού τού περιοδι κού, δηλώνοντας τήν έπιθυμία σας νά κρί νετε βιβλία τοϋ νομικοπολιτικοϋ χώρου. ΚΩΝ. ΓΕΡ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
15
ΕΚΔΟΤΙΚΑ νιας Ζ αχαράκη (Δωδώνη). Λ ο γοτεχνία ξένη: Ή συλλο γή διηγημάτω ν «Γκάρντεν πάρτυ κα ί άλλα διηγήματα» τής Κ άθριν Μ άνσ φ η λντ (Ό δυ σσ έας ) καί τά μυ θι σ τορήματα «Τρέχα λαγέ» τού Τζών Ά π ν τ ά ικ (Ό δυ σσ έας ), «Μ ιά φ ορά ένας αίώ νας» τοϋ Τζινγκίζ Ά ιτ μ ά τ ω φ (Σύγχρονη Ε π ο χ ή ), «Ή κυ ρ ία Ράινχαρτ» τής Έ ν τ ν α Ο 'Μ π ράιαν (Γλάρος), «"Ενας άκο ινώ νητο ς σοσιαλιστής» τού Τζώρτζ Μ πέρ ναρ Σώ (Γλάρος) κα ί «Τό ύ π ου ρ γεϊο τού τρόμου» τού Γκράχαμ Γ κρήν (Αίγόκερως). Μ ελέτες-Δ οκίμ ια: Ή μελέτη «Ζητήματα λ ο γ ο τεχνικής κριτικής» τοϋ Γιώργου Ά ρ ά γ η (Δωδώνη) καί τό δο κ ίμ ιο «Ή κ ο υ λτού ρ α άντεργκράουντ» τοϋ Μ άριο Μ άφ ι (Ό δυ σσ έας). Ο ικο νομ ία: Ή μελέτη «Κράτος καί κεφ άλαιο στήν Ε λλά δ α » τοϋ Γ ιάννη Σ αμαρά, σέ δ ’ έκ δοσ η ξ α να δο υλεμ ένη (Σ ύγχρονη Ε π ο χ ή ).
Π αιδ ικά: « Εγώ είμαι έγώ» τής Λίζ Τ βέντεν (Τ εκμήριο) καί « Ό Χρισ τοφής καί τό πορτραΐτο τοϋ παππού» τής Φούλας Λαμ πελέ (Τ εκμήριο). Π ολιτική: «Τό ΚΚΣΕ καί τά δικα ιώ μ α τα τοϋ άνθρώ που» τοϋ Κ. Τ σ ερνιένκο (Σ ύγχρονη Ε π ο χ ή ) καί «Μ έση 'Α νατολή καί Ε λ λ ά δ α » τοϋ Κέντρου Μ αρξιστικώ ν 'Ε ρευ νώ ν (Σύγχρονη Ε π ο χ ή ). Τ έχνες: Ή μ ελέτη «Ν εοελληνική άρχιτεκτονική καί άστική ιδ εολογία» τοϋ Χρήστου Ία κ ω βίδη (Δωδώνη). Φ ιλοσ οφ ία: «Ή φ ιλο σο φ ία τής ή δ ο ν ή ς στό έργο τοϋ Επίκουρου» τοϋ Ερρίκου Σ μίθ (Γλά ρος), «"Επαινος κα ί ψόγος στήν ά ρ ισ τοτελική ήθική» τοϋ Γιώργου Κουμάκη (Δωδώνη) καί «Τό βέβαιο τοϋ θανάτου» τοϋ Γ ιάννη Τ ζαβάρα (Δωδώνη).
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΣΤΕΡΙ» σόλωνος 121 τηλ. 3606597 - 3619802
μεταφράσεις, ,άνέκδοτα π οιήματα, κριτικό άνθολό γ ιο , τό ήμερολόγιο, τό μονα δικό μυθιστό ρη μ α τής ποιήτριας καί σ π ά ν ιε ς φωτογραφίες
16
"Ενα άπό τά σ ημαντικότερα έργα τής λογοτεχνία ς τής 'Α ργεντινής. "Ενα 6ι6λίο-σόκ, ένα ά ριστούργημα τής σ ύγχρ ονης ’Α ραβικής λογοτεχνίας.
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ) Τόν Άπρίλιο-Μάιο άγοράστηκαν περισσότερο τά έξής βιβλία: 1. Τάσου Δ ήμου: "Ενα γ αρ ύ φ α λλο π ού δ έν τ’ ά φ ή νο υ ν ν ’ ά νθ ίσ ει (Γλάρος) 2. Γ καμπριέλ Γκαρσία Μ άρκες: 'Ε κατό χ ρό νια μοναξιάς (Νέα Σύνορα) 3. Γιώργου Ίω ά ννου: Π ολλαπλά κατάγματα (Ε σ τία ) 4. Διδώς Σωτηρίου: Κ ατεδαφιζό μεθα (Κέδρος) 5. Μαρί Κ α ρντινά λ- Ά ν ν ί Λ εκλέρ: Έ κ β α θέω ν (Ό κεα νίδ α ) 6. Βιρτζίνια Γούλφ: Στό φά ρ ο (Κ ρύσταλλο) 7. Ροζέ Μ ασσίπ: Καραμανλής. Ό Έ λληνας πού ξεχώ ρισε (I. Σιδέρης) 8. Γκα μπριέλ Γκαρσία Μ άρκες: Ή άπίστευτη καί θλιβερή ιστορία τής άθώας Έ ρέντιρα καί τής ά σπλαχνης γιαγιάς της (Γράμματα) 9. Μαρίας Ίο ρδ α νίδ ο υ : Ή αύ λή μας (Ε σ τ ία ) 10. Έ ντου α ρ ν τ Ρόζενταλ: Στήν έξουσία τών ψ ευδαισθήσ εω ν (Σύγ ρονη ’ Εποχή) 11. Μ αρίας Π ολυδούρη: "Απαντα (’Αστέρι) 12. Ό δ υ σ σ έ α Έ λύτη: 'Α νοιχτά χαρτιά (Ί κ αρος) Ό πίνακας αυτός καταρτίστηκε μέ βάση τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν τά έξής 40 βιβλιοπωλεία άπ' όλη τήν 'Ελλάδα: X. Αθανασόπουλος, Ν. Μπουφίδου 25. Λιβαδιά Φ Αριστοτέλης, Πανεπιστημίου 34, Αθή να Φ Α-Ω, Ακαδημίας 57, Αθήνα Φ Β. Βαφειάδης, Ε. Βενιζέλου 37Α, Κομοτινή · Γ. Βιδινιώτης, Εθνάρχου Μακαρίου 24, Ρόδος Φ Γκούτεμπεργκ, Σόλωνος 103, Αθήνα Φ Γνώση, Γ. Αύξεντίου 26, ’Α θήνα Φ Γοηγόρης, Σόλωνος 71, Αθήνα Φ Γώνιά τού Βιβλίου, Έγνατίας 73, Θεσσαλονίκη Φ Διάλογος, Τοπάλη 21Α, Βόλος • Σ. Δογάνογλου Αιζενχάουερ 20, Σέρρες · Δωδώνη, Ασκληπιού 3, Αθήνα Φ Δωδώνη, Λαχλείδη 8, Γιάννινα Φ Ένδοχώρα, Σόλωνος 62, Αθήνα Φ Α. Έξαρχόπουλος, Σταθμός ΕΗΣ, 'Ομόνοια, Αθήνα · ’Επιλογή, Ίπποκράτους 15Γ, Αθήνα Φ 'Εστία, Σόλωνος 60, Αθήνα Φ Ζερμινάλ, Β. Κωνσταντίνου 23, Χαλάνδρι Φ Μ. Καρδαμίτσα, Ίπποκράτους 8, Αθήνα Φ Κατώι τού Βιβλίου, Αριστοτέλους 6, Θεσσαλονίκη Φ Κέδρος, Γεν ναδίου 6, Αθήνα Φ Δ. Κελαϊδίτης, Όμονοίας 64, Καβάλα Φ Γ. Κλάδος, Πλατεία Ε. Βενιζέλου, 'Ηράκλειο Φ Μ. Κοτζίά, Τσιμισκή 78, Θεσσαλονίκη Φ 'Αφοί Κωνσταντινίδη, Έγνατίας 125, Θεσσαλονίκη Φ Σ. Λαμπρικίδης, Ίφικράτους 4, Αθήνα Φ Λέσχη τού Βιβλίου, Σόλωνος 84, Αθήνα · Libro, Πατρ. Ιωακείμ 8, 'Αθήνα Φ Α. Μεθενίτης, Κανακάρη 178, Πάτρα Φ Μόλχο, Τσιμισκή 10, Θεσσαλονίκη Φ Α. Μυλωνάς, Αφεντούλη 4, Πειραιάς Φ Α. Πιτσιλάς, Σοφοκλέους 4, Αθήνα Φ Πλέθρον. Τσοσίτσα 1Α, Αθήνα Φ Προμηθεύς, Έρμού 75, Θεσσαλονίκη · Τ. Ραγιάς, Τσιμισκή 41, Θεσσαλονίκη · Ρόμβος, Καψάλη 6, Αθήνα Φ Σύγχρονη ’Εποχή, 'Ακαδημίας 78, 'Αθήνα Φ Φωλιά τού Βιβλίου, Πανεπιστημίου 25-29, 'Αθήνα Φ Μ. Χατζούλη, Κούμα 34, Λάρισα Φ Χνάρι, Κιάφας 5. 'Αθήνα.
U A EM B Στό έπόμενο τεύχος Κ υ κλοφ ο ρεί τήν 1π Σ επτεμβρίου
Ο Συνέντευξη τού Τίτου Πατρικίου
•
Τό έργο τού Δημήτρη Χατζή
•
Ό Σ. Μυριβήλης καί ή πεζογραφία του
•
Οί θησαυροί τών έπαρχιακών βιβλιοθηκών
•
Τό άρχείο τού Θράσου Καστανάκη
καί... μιά μεγάλη άναγγελία... 17
mmm Πρωτοβουλία γιά τή διάδοση τοϋ βιβλίου σωστή της διάσ ταση, τής έ κδο τική ς δ ια δ ικ α Μ έσα στήν ίσ οπεδω τική μέ τά ά λλα έ μποσίας, μέ τά προβλήμ ατα, τίς ά ν τιφ άσ εις καί τίς ρ ικά προ ϊόντα άντίληψη γιά τό β ιβλίο, πο ύ πρ ο οπ τικές της, τόν πρ ο σ δ ιο ρισ μ ό τής π ρ α - δ υ σ τ υ χ ώ ς - έπικρατεϊ στήν έλ λ ην ικ ή β ιβλιαγμ ατική ς σ χέσης τοϋ άναγνώ στη μέ τό βιβλίο. γο ρά, μιά πρ ω το β ου λία δώ δεκα σχετικά 2. Τήν όρ γάνω ση ένός μ ό ν ιμ ο υ άνο ιχτοϋ «νέω ν» κα ί «μικρομεσαίω ν» έκδο τικώ ν οϊκων διαλόγ ου άνά μ ε σ α στούς φ ορ ε ίς τοϋ β ιβλίου έρ χετα ι νά άνατπ ράξει κάπως τά νερά. 'Ιδού άπ ' τή μιά κα ί τού ς άναγνώ στες ά π ’ τήν άλλη, όμ ω ς περ ί τίνο ς πρ ό κειται: μέσω κάποιου(ω ν) π ερ ιο δικού έ ν τ ύπ ου , πο ύ θά Οί έκδό σ εις Α'ιγόκερως, Α ίολος, "Ακμών, 'Αν ένδιαφ ερό ταν νά σ υμ πρ άξει στήν πρ ω τ ο β ου δ ρ ο μέδ α, Έ πικα φ ό τητα , 'Ε πίκουρος, Ό δ υσ λία μας. σέας, Π λέθρον, Πορεία, Πύλη, Στοχαστής καί 3. Τή δ η μιου ργ ία μιάς σειράς άπ ό δ α νεισ τι Τεκμήριο, ξεκινώ ντας άπό τήν πεπ ο ίθ η σ η δτι κές β ιβ λιοθ ήκες στούς καθ η μ ε ρ ιν ο ύ ς χώ ρ ου ς τό β ιβλίο δ έν είνα ι μόνο έμπ όρ ευ μα, όπως ζωής, πα ιδείας κ α ί δουλειάς, π ο ύ θά δ ίν ο υ ν τή τόσ α άλλα, ά λλά έπίσης κα ί (κατεξοχήν) μορ δυνατότητα π ρ ό σβ α ση ς στό β ιβ λ ίο τώ ν δυ ν ά φ ω τικό γεγονός, άναγγείλανε τόν περ α σ μ έ ν ο Μ άιο τήν ίδ ρ υ σ η «Π ολιτιστικής 'Ο μάδας ’ Εκ μ ε ι κυρίω ς άναγνω στώ ν, σέ σ υν δ υ α σ μ ό μέ κατατοπιστικές κα ί ένημ ερ ω τικές συζητήσεις». δοτών». Στή σ χετική διακήρ υξη πο ύ έφ τασε Καί σάν νά θέ λ ο υ ν νά πρ ο λ ά β ο υ ν κ άπ οια στά χέρ ια μας, άφ οϋ ύπ ενθυμίζετα ι δτι ύπάρχ ε ι ένας ό λ ό κλη ρ ο ς κόσμος πού κρ ατιέται μα έρωτήματα κι ά μ φ ιβ ολίες , οί ιδ ρυ τές τής «Πο κρ ιά άπό τό β ιβλίο, τονίζεται δτι «δλοι α ύ τοί οί λιτισ τικής Ο μάδας Ε κ δ οτ ώ ν » τονίζουν: «Δέν πισ τεύου με πώ ς ο ί σ ημ ερινές σ υ ν θ ή κ ε ς βιμή-άναγνώ σ τες είνα ι στήν ούσία δυ ν ά μ ε ι άναβλ ιοπαραγω γής κα ί διακίνη ση ς μπ ο ρ ο ύ ν ριζικά γνώστες, πο ύ μέ τό άνέβασμα τοϋ πολ ιτ ισ τ ι κού έπιπέδ ου , τή σωστότερη πρ ο β ολ ή τοϋ β ι ν ’ άλλάξουν μ ό ν ο μέ τέτοιου είδ ο υ ς Ιδ ιω τικές πρω τοβουλίες. Γ ι’ αύτό άλλω σ τε έ χ ου με βλίο υ, τή δη μ ιο υ ρ γ ία παράδοσης διαβάσ ματος πλή ρ η σ υνείδησ η τής μερ ικό τητας πο ύ έχ ου ν μέ μιά πιό ζω ντανή παιδεία, κα ί τήν έ κδο σ η βι οί πρώτες μας αύτές πρ ακτικές πρ ω το β ου λίες. β λίω ν τέτοιω ν πο ύ νά ά ν τ απ οκρ ίνο νται π ρ α γμ α τ ικά στις άνάγκες τους, μπ ορ ο ύν νά μετα ’ Επειδή δμως δ έ ν μπ ορ ο ύμ ε ν ά πα ρ α ιτ ηθ ού με άπ ό τό δ ικαίω μ α τού νά θε ω ρ ο ύμ ε σ τοιχείο β λη θο ύν σέ άναγνώ στες». τής δράσης τήν άγρ υπ νη μέ ρ ιμ ν α γιά τή δια Στή σ υνέχ εια τής διακήρ υξή ς τους, οί δώ μόρφ ω σ η μιάς νέ α ς σ ύγχρ ονης π ο λιτισ τική ς δ εκα έκδο τες δη λώ ν ο υ ν δτι ξεκίνησαν αύτή τή π ο λιτική ς σέ σ χέση μέ τό βιβλίο, ένδια φ ε ρ ό σ υλλο γική πρ ω το β ου λία μέ σ κοπό νά ξεπερ αστεΐ ή όπ οια π ερ ιθ ω ρ ιοπ οίησ η τοϋ β ιβλίου καί μαστε νά ά π οταθ ού με όπ ου δή πο τε μ π ο ρ ε ί νά ε ίν α ι χρή σ ιμο γ ιά τήν κατοχύρωση τώ ν πα ρα νά ά π ο μ υ θ ο π ο ιη θ ο ύ ν οί ιδ ιότητες τής χρή σ ης πά ν ω πρω το β ου λιώ ν, άλλά κ α ί ό π ο ιω ν άλλω ν του καί τής παραγωγής του. «Π ιστεύουμε» θ ά μπ ορ ο ύσ αν νά ξεκινήσουν». γ ρ ά φ ο υ ν «πώς έτσι μπ ορούμε νά β ο ηθ ήσ ου με ά π ο φ ασ ισ τικά στή διαμόρφ ω ση μιάς άναγνω Δ έ ν έχουμε πα ρά νά συμ φ ω νήσ ο υμ ε, νά χ ε ι ρ οκρ οτήσ ουμε τήν προ σπ άθ ειά τους καί νά σ τικής συνείδησ η ς, πού μέ τή σειρά της μ π ο δηλώ σ ου με δτι τό «Διαβάζω» θά έχει, όπω ς ρ εί νά δ ια φ ο ρ ο π ο ιή σ ε ι θετικά τίς σ ημ ερινές πάντοτε άλλω στε, άνοιχτές τίς σ ελ ίδ ε ς του γιά σ υνθήκες ζωής, στό βαθμό πού έχου με σ υ ν ε ί δηση δτι ή γνώ σ η δ έν ε ίναι μό νο δ ύ ναμ η άλλά ό π οιαδή πο τε μο ρ φ ή διαλόγου. Π αράλληλα, ύποσχόμαστε κ άθ ε βο ήθ εια καί σ υμπαράσ τασ η κα ί έξουσία. Σάν πρώτα πρ ακτικά βήματα πρός τήν κατεύ θυ νση αύτή έπιλέξαμε: στις ένέρ γειές του ς γιά τήν έπίτευξη τώ ν στό χω ν πο ύ έχουν θέσει. 1. Τ ήν όρ γάνω ση μιάς σειράς συζητήσεωνέκδη λώ σ εω ν μ έ στόχο τήν τοποθέτησ η, στή
Γραφτείτε συνδρομητές στό “Διαβάζω” 18
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Διεθνής συνάντηση συγγραφέων στή Σλοβενία Ή Σ λοβενία, ή μικρότερη δη μο κρ ατία τής όμ όσ πονδης Γιουγκοσλαβίας, άνάμ εσα στήν Ιταλία καί τήν Αύστρία, καλύ πτει έκταση 24.000 τετρ. χιλιο μέτρ ω ν (λιγότερο ά π ό τό μ ισ ό τής Ε λβ ετία ς ) κ ι έχει πλ η θυ σ μό δύ ο περ ίπ ου έκατο μμ ύρ ια κατοίκους καί πρ ω τεύο υσ α τή Λιου μπ λιάνα. Α ύτόνομο κράτος, στήν άρχή τής Ιστορίας του μέ πλα τύτερ η έ κ ταση άπ ό τή σημ ερινή, δ η μιου ργ ημ έ ν ο άπ ό σ λαβικά φ ύλα πο ύ κατέβηκαν στή Β αλκα νική τόν 7ο αί. μ.Χ., β ρ έθη κε σύντομα κάτω ά π ό τή γερ μανική κυριαρχία. Χρειάσ τηκαν χ ίλ ια π ε ρ ί που χρό νια γιά νά β ρ ει π ά λ ι τήν άνεξαρ τησ ία του τό 1918, όπότε δ ιαλύθ ηκε ή Αύστροουγγρ ική αύτοκρατορία. Θά περ ίμ ενε κανείς ή μακραίω νη ξένη κατάκτηση νά είχε άλλο ιώ σ ει τό χ αρακτήρα, τή γλώ σσα καί τίς π α ραδ όσ εις τού λαού. Π έρ ’ άπό σ ημ ά δια στήν άρ χιτεκτονική , π έ ρ ’ άπό μιά π ε ι θ α ρχία στή σ υμ περ ιφ ο ρ ά τών κατοίκων, ή Σ λ ο β εν ία δέν έχ ει χάσ ει τίπ οτ’ άπό τήν π ρ ο σ ω π ι κότητά της. 'Α ντίθετα, κα λλιερ γεί τή μ ο ν α δ ικότητά της στό πλα ίσ ιο τών άλλω ν έθνο τήτω ν τής Γ ιουγκοσλαβίας καί περ η φ α ν ε ύε τ α ι γιά δ υ ό πράγματα: τή σ υστηματική σ υμμετοχή της στήν άντίσταση κατά τόν Δ εύτερο πα γκόσ μ ιο π ό λ ε μ ο (ό Τίτο ήταν Σλοβένο ς άπό τή μ ερ ιά τής μητέρας του), π ο ύ ταυτίζεται μέ τή δ η μιου ργ ία τής νεότερης Γ ιουγκοσλαβίας, καί γ ιά τή λογ οτεχνία της. Δ ώ δεκα έκδο τ ικ ο ί ο ίκ ο ι έ ξ υπ ηρ ετοϋ ν έκατό περ ίπ ου συγγραφ είς, μέ ά ρ χ ικό τιράζ χ ίλια άντίτυπα γιά τήν π ο ίη ση , δυ ό χ ιλιάδ ες άντίτυπα γιά τήν πεζογραφ ία, σ υ χνές έπα νεκδό σεις καί συστηματική πρ ο β ολ ή τού β ιβλίου στά μέσα μαζικής έπικοινω νίας καί στόν τύπο. ΟΙ συγγραφ είς τής Σ λοβενίας, πού δ έχ ο ντα ι στούς κόλπους τους καθηγητές πα ν ε π ισ τ η μίων, σχολώ ν φ ιλο λογίας καί φ ιλο σο φ ίας , ά λλά κα ί τούς σπο υδ αιό τερο υς διεθνώ ς άνα γν ω ρισμένο υς δημο σ ιογ ράφ ο υς καί μελετητές τού τόπ ου τους, άνή κου ν σέ μιά ένωση, έπα γγελμα τικό καί σ υ νδ ικαλισ τικό όργανο, πο ύ έχ ε ι τ ήν έδρ α της σέ ένα νεοκλα σικό ο ίκ η μ α τής όδοϋ Τομσίτσεθα τής Λιουμπλιάνα, δπου έδ ρ ε ύ ει έπίσης τό ΠΕΝ Κλάμπ τής Σλοβ ενίας. Σέ αύτό έγγρ άφ ονται δ σ ο ι συγγραφ είς θ έ λου ν, ά λλά καί μεταφ ραστές, ο ί όπ ο ιο ι άπ οτελού ν Ιδιαίτερη ένωση. Ή ένω ση συγγραφ έω ν, τό ΠΕΝ Κ λάμπ τής Σ λοβ ενίας καί ή ένωση μεταφ ραστών έ κ δ ίδ ο υ ν
Άπό τήν έναρξη τής 15ης Συνάντησης Συγγραφέων στή Σλοβενία. Δεξιά ό πρόεδρος τής συνεδρίασης ΜΙγος Μίκελν, έκδότης άριστερά ό είσηγητής Πρεντράγκ Ματβέγιεβιτς, καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Ζάγκρεμπ
τ α κτικά τό π ε ρ ιο δ ικ ό «Le livre Slovene» (Τό σ λ ο β έ ν ικ ο βιβ λίο), πο ύ π α ρ ’ δλο τόν τ ίτλο του στά γ α λ λ ικ ά π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι πολλές έρ γασ ίες καί μ ετα φ ράσ εις στά άγγλικά, καθώς έπίσ ης καί β ιβ λ ιο γ ρ α φ ίε ς στίς δύ ο αύτές γλώ σ σ ες. Μέ τή φ ρ ο ν τ ίδ α τώ ν ίδ ιω ν φ ορ έω ν γίν ο ν τ α ι με τ α φ ρ ά σ εις κ λ α σ ικ ώ ν καί νεότερ ω ν έρ γω ν συγγ ρα φ έ ω ν τής Σ λοβ ενίας σέ άλλες γλώ σσες (γα λ λ ι κά κυρίω ς κα ί άγγλικά), ένώ ταυ τόχρ ονα π α ρ ο υ σιάζονται στά σ λο β έ ν ικ α τά σ πο υδ α ιό τερα β ιβ λ ία πο ύ κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν μέ έπιτυχ ίά σέ άλλες χώ ρ ες. Οί ίδ ιο ι π ά λ ι φ ορ ε ίς όρ γανώ γουν τήν έτήσ ια Δ ιε θ ν ή Συνά ντησ η Σ υγγραφ έω ν στό Μ πλέντ (56 χ ιλ ιό μ ε τ ρ α βο ρε ιο δυ τ ικ ά άπ ό τή Λ ιο υ μ πλιά να ), πο ύ σ υ γκεντρ ώ νει - γ ιά μιά πε ρ ίπ ου έ β δ ο μ ά δ α - σ υγγραφ είς άπό π λ ή θο ς χώρες, γιά νά συζη τήσ ου ν γύ ρω άπό έ να δε δ ομ έ ν ο θ έμ α, νά έ ρ θ ο υ ν σέ έπα φ ή μέ τούς σ λοβένο υς σ υ ν α δ έ ρ φ ο υ ς τους καί νά διε υ ρ ύ ν ο υ ν τά π λ α ί σ ια τής μεταξύ τους γνωριμίας, μέ σ κοπ ό τήν π ρ ο β ο λ ή τής λογ οτεχνίας τών χω ρ ώ ν τους στή Σ λ ο β ε ν ία ά λ λ ά καί τήν πιθανή πρ ο β ολ ή τής λ ο γ ο τεχνίας τής Σ λοβενίας, στίς χώ ρες τους. Σ τήν όρ γάνω ση καί στά έξοδα τής έκδή λω σ ης σ υ μ μ ε τ έ χ ε ι έπίσ ης ή τ οπ ική αύ τ οδ ιοίκ ησ η (ή κ ω μ όπ ολ η τού Μ πλέντ καί τής Ραντόβλιτσα), ένώ τό Ε κ τ ε λ ε σ τ ικ ό Γ ρα φείο τής Σ ο σ ια λισ τι κής Δ ημ οκρ ατίας τής Σλοβενίας δεξιώ νεται
19
ΓΕΓΟΝΟΤΑ τούς συγγραφείς καί ζητά πληροφ ορίες γιά τήν πνευματική κατάσταση στίς χώρες πού άντιπροσ ω πεύουν. Ή φετινή συνάντηση (15η στή σειρά) έγινε στήν περ ίο δο 12-16 Μαΐου καί σ ’ αύτήν πήραν μέρος 29 συγγράφεις άπό 16 εύρωπαίκές χώ ρες, καθώς καί 29 συγγραφείς άπό τέσσερις δημοκρατίες τής Γιο υγκοσλαβίας (Κροατία, Σερβία, Μ ακεδονία, Σλοβενία). Τό θέμα τής συνάντησης ήταν «Λογοτεχνία, 'Ιδέα, Ιδ ε ο λ ο γία » καί άναπτύχθηκε σέ 3 κύριες είσηγήσεις, 15 άνακοινώσεις καί πλήθος παρεμβολών, άναλύσ εω ν, έπεξηγήσεων κλπ. Σύμφ ωνα μέ τίς πληροφ ορίες πού συγκεν τρώσαμε, ή Ελλάδα άντιπροσωπεύτηκε γιά πρώτη φ ορά φέτος άπό τόν ΰπογράφοντα σ τήν έκδήλωση στό Μπλέντ. Θά π ρ έπ ει νά τονιστεί δτι οί όργανωτές κα τέβαλαν κάθε προσπάθεια γιά νά διευκο λύ ν ο υ ν τήν παραμονή τών συμμετεχόντων. 'Α ξιοσημείωτο μάλισ τα είναι δτι δέν άρκέστηκαν νά καλύψουν τά έξοδα παραμονής καί δια τροφ ής, άλλά πρόσφ εραν άκόμα σέ κάθε συμμετέχοντα ένα σ υμβολικό πο σ όν γιά πιθανά του μικροέξοδα! Κινούμενοι μέ άνεση άνάμεσα ατούς καλεσμένους τους, βοήθησαν νά δημιουργηθεΐ γρήγορα φ ιλική άτμόσφαιρα, πού ένισ χύθ ηκε άκόμα περισσότερο μέ έκδρομές,
γεύματα, ποιητικές βραδιές, μακρές συζητή σεις κλπ. ’ Ενδεικτικά άναφ έρονται τά όνόματα τής “Αννας Οϋρσιτς, πού είχε τή φροντίδα τής γραμματείας, τού Μ πογκτάν Πογκάτσνικ, δ ιε υ θυντή τής έφ ημερίδας «Ντέλο» καί πα σίγνω στου δημοσιογράφ ου, τών καθηγητών Π ρέντραγκ Π αλαβέστρα (Βελιγράδι) καί Πρέντραγκ Μ ατβέγιεβιτς (Ζάγκρεμπ), τού έκδότη καί θ εα τρικού συγγραφέα Μ ίλος Μίκελν, τού παρτιζά νου σ υγγραφέα Τόνε Σβετίνα, τού πρύτανη τών σλοβένω ν πεζογράφων Ντανίλο Λόκαρ (90 χρονών), καθώς καί τού προέδρου τού διε θνούς ΠΕΝ, σ ουηδού συγγραφέα Πέρ Βέστμπεργκ, καί τού γραμματέα τού διεθνούς ΠΕΝ, γάλλου συγγραφέα Ζάν Μπλό (ψευδώνυ μο τού Ά λεξάντρ Μπλόκ). Γιά δσους θά ήθελαν νά έρθουν σέ έπαφή μέ τήν Έ νω σ η Συγγραφέων τής Σλοβενίας καί νά ζητήσουν βιβλία, περιοδικά καί άλλο ύλικό στά γαλλικά κι άγγλικά, δίνουμε τήν παρακάτω διεύθυνση: Drustvo Slovenskih Pisateljev Tomsiceva 12 61001 Ljubljana Yougoslavia Φ. Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗm [ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ “ΔΩΔΩΝΗ,, ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ 3 ΔΙΑΘΕΣΗ#/ |“ Γ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ»-ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 3 20
| |
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Ούκ έν τώ πολλώ τό εύ ΑΝ καί ένδιαφέρει έλάχιστους άπό τούς άναγνώστες μας, κάπου 30-40, συγκεκριμένα όσους άπό τούς συνεργάτες μας έχουν άναλάβει αυτή τήν έποχή νά μάς γράψουν κάτι (άρθρο ή βιβλιοκριτική), έμεΐς θεωρήσαμε σκόπιμο νά τό γράψουμε, κι άς μάς συγ χωρήσουν οί ύπόλοιποι (καί περισσότεροι) άναγνώστες μας. Ποιό; Άπλούστατα, μιά παράκληση γιά κά ποια συντομία στά κείμενα τών συνεργασιών. "Οταν υπάρχουν όδηγίες καί παρακλήσεις νά μήν ξεπερ νούν οί βιβλιοκριτικές ή τά άρθρα έναν όρισμένο άριθμό λέξεων ή σελίδων καί ύπάρχει ύπέρβαση τού ορίου (άπό 30 έως 300% !), έρχόμαστε σέ πολύ δύσ κολη θέση. Καί, είλικρινά, δέν ξέρουμε τί νά θέσουμε σέ δοκιμασία: τήν άγαθή σχέση μέ τόν «υπαίτιο» συνεργάτη μας, τήν άντοχή τών άναγνωστών μας ή τήν οικονομία τού περιοδικού; Παρακαλούμε λοιπόν τούς συνεργάτες, γιά άλλη μιά φορά, νά τηρούν τά όρια πού θέτουμε καί νά σέβονται τούς άλλους συν αδέλφους τους, πού επίσης θά ήθελαν νά γράψουν κάτι περισσότερο άλλά δέν τό κάνουν, γιατί άκολουθοϋν τούς κανόνες τού περιοδικού. Ή πανάρχαια ρήση γιά τό πού δέν βρίσκεται ή ποιότητα είναι γνω στή σέ όλους. Γιατί νά τήν άγνοοΰμε συνεχώς; Καί κάτι πού καθιστά τήν παραπάνω ύπόμνηση άναγκαστικά έκτελεστέα: Άπό τό φθινόπωρο (τό πότε άκριβώς, θά προσδιοριστεί σέ ένα άπό τά έπόμενα τεύχη μας) θά γίνουν ριζικές αλλαγές στήν ύλη τού περιοδικού, μέ συνέπεια νά μήν είναι πιά δυνατή καμιά ελαστικότητα ώς πρός τήν τήρηση ορισμένων προδιαγραφών καί κυρίως σχετικά μέ τήν έκταση τών κειμένων πού θά δημοσιεύονται' στό «Διαβάζω». Όσοι λοιπόν σκοπεύουν νά ύπερβούν τά «συμφωνημένα». άς σπεύσουν νά παραδώσουν τις συνεργασίες τους έγκαιρα
Θάνατοι (1) ΜΙΑ ακόμα μεγάλη άπώλεια στό χώρο τών γραμμά των; μετά άπό τετράμηνη μάχη μέ τό θάνατο έφυγε γιά πάντα στις 2 τού περασμένου Μάη ό κορυφαίος φιλόσοφος καί παιδαγωγός Εύάγγελος Παπανοΰτσος. Γιά τούς «αγώνες καί τις άγωνίες» τού Εύάγγελου Παπανούτσου στό χώρο τής παιδείας μας έχουμε γράψει καί παλιότερα (τεύχος 39), γι’ αύτό καί δέν θά θέλαμε ν’ άναφερθούμε ξανά σέ χρονολογίες, τί τλους καί διακρίσεις. Πολύ περισσότερο πού όλα αύτά είναι γνωστά καί ίσως έλάχιστα προσδιοριστικά τής πολυσήμαντης προσωπικότητάς του. Γιατί ό Παπανοϋτσος ήταν άναμφισβήτητα μιά πολυσήμαντη προσωπικότητα. Αξονικό σημείο της ήταν τό πάθος καί ή άγωνία του γιά τήν παιδεία. «Ή λέξη "παιδεία ”, πού είναι τίτλος ένός άπό τά πολλά βιβλία του», σημειώνει κάπου πολύ εύστοχα ό Παναγιώτης Κανελλόπουλος, «θά μπορούσε νά ναι ό γενικός τίτλος όλων τών συγγραμμάτων τού Εύάγγελου Παπανούτσου, έάν τή λέξη “ παιδεία” συλλάβουμε στή γενική της έννοια, άπό τή μιά μεριά σέ συνάρτηση μέ τή ζωή γενικά, σ’ όλες τίς φάσεις της, κι όχι μόνο μέ τό σχολείο, καί άπό τήν άλλη μεριά σέ
συσχετισμό μέ τή φιλοσοφία, τή θρησκεία, τήν κοινωνιολογία, τήν τέχνη, τήν άρχαία έλληνική γραμμα τεία καί τή νεοελληνική λογοτεχνία». Αύτή άκριβώς ή πλατιά άντίληψη γιά τήν παιδεία χαρακτήριζε πάντα τούς φιλοσοφικούς του στοχα σμούς άλλά καί τήν καθημερινή του παιδαγωγική πράξη. Ό Ε. Π. Παπανούτσος στάθηκε τά τελευταία 60 χρόνια πρωτοπόρος ατούς άγώνες γιά τήν παιδεία καί τή γλώσσα. Στάθηκε έπίσης πρωτοπόρος στήν πνευματική ζωή τού τόπου. Τό συγγραφικό του έργο, καρπός βαθιάς κριτικής μελέτης, θεωρείται πιά κλα σικό στό χώρο τής παιδείας καί τής νεοελληνικής φι λοσοφίας καί άξίζει, νομίζουμε, νά διαβαστεί προσ εκτικά, γιατί (παρά τίς κάποιες έκπαιδευτικές μεταρ ρυθμίσεις πού έγιναν) ό άγώνας γιά τήν παιδεία είναι άκόμα ο ·ή χώρα μας άγώνας «ύπό διεκπεραίωσιν»... Αλλά γιά τόν Εύάγγελο Παπανοϋτσο καί τό έργο του οφείλουμε νά έπανέλθουμε, καί θά έπανέλθουμε, άρκετά σύντομα έλπίζουμε, δίνοντας μέ ένα πολυφωνικό αφιέρωμα όλες τίς διαστάσεις τής πνευ ματικής του παραγωγής
Θάνατοι (2) ΤΟΝ περασμένο Απρίλη έφυγαν ξαφνικά άπό τή ζωή δυό άκόμα γνωστοί έλληνες λογοτέχνες: ό I. Μ. Παναγιωτόπουλος κι ό Δημήτρης Δούκαρης. Γιά τήν προσφορά τους στήν έλληνική λογοτεχνία γράφτη καν άρκετά στόν τύπο τούς περασμένους μήνες, έτσι πού έμεΐς σέ τούτο τό μικρό (καί λίγο καθυστερη μένο) σημείωμα έλάχιστα καινούρια θά είχαμε „νά προσθέσουμε. Περιοριζόμαστε λοιπόν στό ν’ απαρι θμήσουμε τά βασικά τους έργα, τά έργα αύτά πού μετά τό θάνατο τών δημιουργών τους παραδίνονται πιά όλοκληρωμένα στή διάθεση τού χρόνου καί τής κριτικής. Ό I. Μ. Παναγιωτόπουλος στήν έξηντάχρονη θη τεία του στά έλληνικά γράμματα άσχολήθηκε μέ όλα σχεδόν τά είδη τού λόγου, κι άφησε πίσω του ένα τεράστιο σέ όγκο έργο: Πέντε ποιητικές συλλογές πού τό 1970 συγκεντρώθηκαν σ’ έναν τόμο μέ τίτλο «Τά ποιήματα», τά μυθιστορήματα «Χαμοζωή» καί «Αιχμάλωτοι», τίς συλλογές διηγημάτων «Ανθρώπινη δίψα», «Φλαμίνγκος» καί «Ασφυξία», τά ταξιδιωτικά βιβλία «Σκαραβαίος ό ιερός», «Εύρώπη» καί «Ή Αφρική άφυπνίζεται», τά δοκίμια «'Ομιλίες τής γυ μνής ψυχής», «Ό σύγχρονος άνθρωπος» καί «Οί σκληροί καιροί», μιά ιστορία τής νεοελληνικής λογο τεχνίας, μιά σειρά κριτικά μελετήματα μέ τίτλο «Τά πρόσωπα καί τά πράγματα» (τόμοι Α'-ΣΤ) κ.ά. Ό I. Μ. Παναγιωτόπουλος είχε δημοσιεύσει έπίσης πολλές σκόρπιες έργασίες, πού δέν έχουν συγκεντρωθεί άκόμα σέ βιβλίο. Ό Δημήτρης Δούκαρης έμφανίστηκε στό χώρο τής νεοελληνικής ποίησης γύρω στό 1950 μέ τή συλλογή «Προσευχές». Άπό τότε μέχρι τό 1980 πού κυκλοφό ρησε τό τελευταίο του βιβλίο, «Τά ποιήματα τού σώ ματος», ό Δημήτρης Δούκαρης έγραψε έπίσης τά παρακάτω έργα: «Παλινωδία» (1951), «Καλλίστη Θήρα» (1953), «Καθολικός μεσάζων» (1955), «Τά πρόσωπα τού πύργου» (1955), «Τό γυμνό χώμα»
21
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ (1957), «Περιοχές» (1958). «Ποιήματα τής καλής έλπίδας» (1963), «Παραγραφή» (1964), «Λυρική έπαρση» (1965), « Αποδημίες» (α' 1966, θ' 1969), «Ή τρίτη άποδημία» (1971), «Περιστάσεις καί σχήματα» (1973), «Τό άλλο άγαλμα» (1976), «Γλώσσα καί άνθρώπινη έκδοχή στήν ποίηση» (1969), «Γράμματα στόν Καχτίτση» (1974) καί «Άνθρώπινη έκδοχή» (1978). Ό Δημήτρης Δούκαρης ήταν έπίσης άπό τό 1975 μέχρι τό θάνατό του διευθυντής του μηνιαίου λογοτεχνικού περιοδικού «Τομές».
Θάνατοι (3) ΑΛΛΗ μιά σημαντική άπώλεια είχαμε τόν περασμένο Μάιο, μέ παγκόσμια μάλιστα άπήχηση: έννοοϋμε τό θάνατο τού διάσημου γερμανού συγγραφέα Πέτερ Βάις, σέ ήλικία 65 χρονών. Στά όσα γράφτηκαν στόν ήμερήσιο τύπο δέν θά είχαμε νά προσθέσουμε τί ποτα περισσότερο: ή συμβολή του στό σύγχρονο θέατρο είναι καί άναγνωρισμένη καί καταξιωμένη. Θά θέλαμε μόνο νά έπισημάνουμε τή «μή δεσμευμένη» σκέψη του, πού τού έπέτρεπε νά κρίνει μέ δριμύτητα τόσο τήν καταπίεση τού καπιταλιστικού κόσμου όσο καί τήν έλλειψη έλευθερίας τής έκφρασης στις χώ ρες τού λεγάμενου «ύπαρκτού» σοσιαλισμού. (Γιά παράδειγμα, ήταν ό άνθρωπος πού, στή Σουηδία τουλάχιστον, άνακίνησε καί ήγήθηκε τής κίνησης ένάντια στόν πόλεμο τού Βιετνάμ καί μιάς μεγάλης καμπάνιας διαμαρτυρίας γιά τήν άπέλαση τού Βόλφ Μπήρμαν.) Ό Βάις, πού τά τελευταία 40 χρόνια τής ζωής του έμενε στή Στοκχόλμη, στήν άρχή τής σταδιοδρομίας του ζωγράφιζε, σκηνοθετούσε ταινίες μικρού μήκους καί έγραφε μυθιστορήματα. Ή πρώτη όμως μεγάλη του έπιτυχία σημειώθηκε μέ τό πασίγνωστο θεατρικό έργο του «Ή δολοφονία τού Ζάν Πώλ Μαρά» (1964). Ά π ό τότε έγραψε άρκετά θεατρικά έργα· τό τελευ ταίο μέ τίτλο «Ή νέα δίκη», βασισμένο στή «Δίκη» τού Κάφκα, παρουσιάστηκε γιά πρώτη φορά μόλις δύο μήνες πριν άπό τό θάνατό του, στό Βασιλικό Θέατρο τής Στοκχόλμης. Τά σημαντικότερα θεατρικά έργα τού Πέτερ Βάις έχουν μεταφραστεί καί στά έλληνικά. Συγκεκριμένα, έχουν έκδοθεΐ: Τό «Άσμα γιά τό σκιάχτρο τής Λουζιτανίας» σέ μετάφραση Θ. Φραγκόπουλου (Έρμείας), «Ό Τρότσκι έξόριστος» σέ μετάφραση Μαρί-Πώλ Παπάρα (Δωδώνη), «Ή άνάκριση» σέ μετάφραση Πέ τρου Μάρκαρη (Κείμενα) καί «Ή δολοφονία τού Μαρά» σέ μετάφραση Μάριου Πλωρίτη (Δωδώνη).
Γιά τό εξωσχολικό βιβλίο ΤΑ επιμορφωτικά σεμινάρια τών έκπαιδευτηρίων Ζηρίδη μάς ήταν άπό παλιά γνωστά σάν μιά άξιόλογη προσπάθεια προσέγγισης τών προβλημάτων τής σύγ χρονης έκπαιδευτικής πράξης. “Ενας άκόμα μοχλός αυτής τής δύσκολης προσπά θειας ήταν καί τό τελευταίο σεμινάριο τής σχολής, πού έγινε λίγους μήνες πριν, μέ θέμα τό έξωσχολικό βιβλίο. Οί εισηγητές τού σεμιναρίου, ξεκινώντας άπό τή βεβαιότητα ότι είναι άδύνατο νά ύπάρξει όλοκλη-
22
ρωμένη παιδεία καί σωστή μόρφωση χωρίς τό παράλ ληλο καί συστηματικό διάβασμα έξωσχολικών βι βλίων, προσπάθησαν μέ τίς όμιλίες τους νά φωτίσουν πολύπλευρα τό θέμα καί νά προβληματίσουν εύρύτερα τούς 2.000 περίπου έκπαιδευτικούς καί γονείς πού τούς παρακολούθησαν. Συγκεκριμένα, στή διάρ κεια τού σεμινάριου, έγιναν όμιλίες κι άκολούθησε διάλογος γιά τά παρακάτω ειδικά θέματα: «Τό παιδί καί τό βιβλίο: "Ελξη καί άπώθηση» (Νίκος Δήμου), «Τό βιβλίο καί ό άναγνώστης: Προσπάθεια γιά τή δη μιουργία μιάς καινούριας άναγνωστικής όρασης» (Άνδρέας Γανιάρης), «Τό βιβλίο ώς αισθητικό άντικείμενο» (Σοφία Ζαραμπούκα), «Ή σχολική βιβλιο θήκη ώς κέντρο μάθησης» (Κυριάκος Ντελόπουλος), «Μέ ποιά κριτήρια έπιλέγουμε βιβλία γιά παιδιά» (Βίτω Άγγελοπούλου), «Τό άντιπαιδαγωγικό βιβλίο» (Ζωή Εαλάση), «Τί γίνεται μέσα στήν τάξη; Πρακτι κές έφαρμογές-προεκτάσεις» (Λουκία ΓεωργούληΜαρκάκη) καί «"Εκρηξη πληροφοριών: Τά παιδιά μπορούν ν' άνταποκριθούν» (Sonja Daniel). Τό σεμινάριο τών έκπαιδευτηρίων Ζηρίδη γιά τό έξωσχολικό βιβλίο κράτησε τέσσερις μέρες καί δέν περιορίστηκε μόνο σέ συζητήσεις. Ή έκθεση έξωσχολικού βιβλίου γιά όλες τίς ήλικίες πού λειτούρ γησε στή διάρκειά του, καθώς καί τό προσεγμένο βι βλιογραφικό δελτίο πού κυκλοφόρησε ή σχολή, έδω σαν τήν εύκαιρία ατούς προσκεκλημένους έκπαιδευτικούς νά γνωρίσουν καί ν' άξιολογήσουν άπό πολύ κοντά ένα μεγάλο μέρος τών έξωσχολικών βιβλίων πού έχουν έκδοθεΐ στή χώρα μας τά τελευταία χρό-
Τό μεγαλύτερο βιβλίο ΞΕΡΕΤΕ ποιό είναι τό μεγαλύτερο βιβλίο σ' όλο τόν κόσμο καί πόσο ζυγίζει; Ασφαλώς όχι. "Ε, λοιπόν, εί ναι ό «Βιβλιογραφικός κατάλογος τών πριν άπό τό 1956 έντύπων» καί ζυγίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, δυό μισι τόνους! Φυσικά δέν άποτελεΐται άπό ένα γιγαντιαΐο τόμο, άλλά άπό 754 μικρότερους, πού ή συν ολική τους τιμή άγγίζει τίς 16.352 λίρες (τό «βιβλίο» αύτό έκδόθηκε στήν Αγγλία). Ό πως γράφτηκε στόν παγκόσμιο τύπο, ό «Βιβλιο γραφικός κατάλογος» είναι ένα σημαντικό έπίτευγμα στήν ιστορία τού έντυπου λόγου, μιά καί καταγράφει όποιοδήποτε βιβλίο έχει τυπωθεί στόν κόσμο άπό τότε πού άρχισε ή τυπογραφία, πριν άπό πέντε περί που αιώνες, καί παράλληλα είναι τό πληρέστερο έργο άναφοράς πού έγινε ποτέ. Σκεφτείτε ότι, γιά τή συμ πλήρωση τού έργου, χρειάστηκαν 15 χρόνια έργασίας καί συνεχής χρήση μιάς ήλεκτρονικής κάμερας, πού διάλεγε καί φωτογράφιζε μόνο τίς ουσιαστικές πληροφορίες άπό κάθε μιά καρτέλα τού μεγάλου καταλόγου τής περίφημης βιβλιοθήκης τού Κονγκρέσου τών ΗΠΑ, πού βρίσκεται στήν Ούάσινγκτον (μάλιστα δύο ήλεκτρονικές κάμερες άχρηστεύθηκαν άπό τή μεγάλη χρήση). Ό σο γιά τίς καρτέλες, πού στέλνονταν άεροπορικώς σέ φακέλους κάθε βδο μάδα άπό τήν Ούάσινγκτον στό Λονδίνο, έφτασαν τίς 11.340.000 «εισόδους», πού άντιπροσωπεύουν 527.000 σελίδες στό όλοκληρωμένο έργο! "Οπως καταλαβαίνετε, ή άξια τού «Καταλόγου» (πού, σημειώστε, δέν περιλαμβάνει κανένα έντυπο
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ πού τυπώθηκε κατά τή διάρκεια ή μετά τό 1956) είναι τεράστια· γιατί δίνει τή δυνατότητα στους σπουδα στές, τούς έρευνητές, τούς συγγραφείς, τούς βι βλιοθηκάριους κλπ. νά σχηματίζουν, όποτεδήποτε θελήσουν, μιά πλήρη βιβλιογραφία γιά όποιοδήποτε θέμα, μιά καί μπορούν νά ξέρουν πόσα σχετικά βι βλία ύπάρχουν, πότε καί πού έκδόθηκαν, άλλά καί πού μπορούν νά βρεθούν. 'Εθνικές βιβλιοθήκες, πανεπιστήμια καί άλλα πα ρόμοια Ιδρύματα, σέ 51 χώρες τού κόσμου, έχουν ήδη έτοιμάσει χώρο μήκους 41 μέτρων, χώρο άπαραίτητο γιά νά τοποθετηθεί τό έργο. Πολλές άπ’ αυ τές τις χώρες, όπως ή Σοβιετική Ένωση, ή Νιγηρία, οί ΗΠΑ, ή Αυστραλία, ή 'Ινδία κλπ., έχουν ήδη άγοράσει έκατοντάδες άντίτυπα τού «Βιβλιογραφικού καταλό γου». "Αραγε οί ύπεύβυνοι τών δικών μας άντίστοιχων ιδρυμάτων νά έχουν πληροφορηθεΐ τήν ύπαρξη τού έργου αυτού; Καί πρώτα πρώτα, ή Εθνική μας βιβλιοθήκη τί έχει κάνει μέχρι σήμερα γιά τήν προ μήθεια του:
κρά παιδιά». Τά έργα πρέπει νά είναι άνέκδοτα καί νά ύποβληθούν, σέ δύο δακτυλογραφημένα άντίτυπα, μέχρι τίς 15 Οκτωβρίου 1982. Γιά περισσότερες πληροφορίες άπευθυνθεϊτε στή Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά: Έβρου 4, Αθήνα (611), τηλ. 77.70.374.
ΟΌ b.6
Ή Εταιρεία Συγγραφέων ΑΠΟ τίς 4 'Απριλίου ή νεοσύστατη 'Εταιρεία Συγγρα φέων άπόκτησε πλήρη νομική ύπόσταση, καθώς τά μέλη της έκλέξανε τό πρώτο διοικητικό συμβούλιο τής έταιρείας, τό όποιο συγκροτήθηκε σέ σώμα ώς έξης: Μάριος Πλωρίτης (πρόεδρος), 'Αλέξανδρος Κοτζιάς (άντιπρόεδρος), 'Αλέξανδρος 'Αργυρίου (γενι κός γραμματέας), Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (ταμίας), Παύλος Ζάννας, Γιάννης Κοντός, Τζένη Μαστοράκη, Χριστόφορος Μηλιώνης καί Σπύρος Τσακνιάς (μέλη). Γιά τά άλλα όργανα τής έταιρείας έκλέχτηκαν οί 'Αλέξης Ζήρας, Νίκος Κάσδαγλης καί Κώστας Παπαγεωργίου (γιά τήν έξελεγκτική έπιτροπή) καί οί Τάκης Κουφόπουλος, Πέτρος Άμπατζόγλου, Λευτέρης Πούλιος, Ματθαίος Μουντές καί Γιώργης Γιατρομανωλάκης (γιά τό συμβούλιο δεοντολογίας). Όπως άνακοινώθηκε, στις άμεσες έπιδιώξεις τού διοικητικού συμβουλίου περιλαμβάνονται ζητήματα τόσο συντεχνιακά (ή συνταξιοδότηση τών συγγρα φέων, ή κατοχύρωση τού συγγραφικού έπαγγέλματος), όσο καί αισθητικά (ή προστασία τής γλώσσας
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
Εύχόμαστε κάθε έπιτυχία στό έργο τής έταιρείας.
Προκήρυξη διαγωνισμού Η Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά προκήρυξε τόν 27ο πανελλήνιο διαγωνισμό της γιά τή συγγραφή παιδικών βιβλίων. Τά βραβεία πού θά άπονεμηθούν έχουν άθλοθετηθεϊ: άπό τήν Άποστολική Διακονία γιά ένα μυθιστόρημα μέ θέμα τό έργαζόμενο παιδί (60.000 δρχ.), άπό τό βιβλιοπωλείο τής 'Εστίας γιά ένα Ιστορικό μυθιστόρημα άπό όποιαδήποτε έποχή τού ελληνισμού (50.000 δρχ.), άπό τή Λούλα Μαυρουλίδου γιά ένα πλήρες θεατρικό έργο ή γιά δύο μονόπρακτα (40.000 δρχ.), άπό τό Χρηστό Άδαμαντιάδη γιά μιά ποιητική συλλογή γιά παιδιά τού δημο τικού (30.000 δρχ.) καί άπό τή Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά γιά μιά συλλογή «μικρών Ιστοριών γιά μι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ» ’Α σ κ λ η π ιο ύ 3
23
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Όταν τά βιβλία γίνονται έργα τέχνης
Μπατίκ πάνω σέ δέρμα γιά τό βιβλίο τοΰ Ν. Παππά: Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Διεθνής Τριεννάλε Λωζάννης, 1980)
'Έ χουμε κι άλλοτε μιλήσει άπό τούτη έδώ τή στήλη γιά τήν καλλιτεχνικ η βιβλιοδεσία καί τά πο λλά προβλήματα πού άντιμετωπίζουν οί δη μιου ργ οί της. Τή γοητεία καί τίς δυνατότητες αύτής τής κυριολεκτικά άγνοημένης στήν Ε λ λάδα τέχνης άνακαλύψαμε γιά άλλη μιά φορά, όταν έπισκεφτήκαμε τό έργαστήρι τού Διονύση Βαλάση. Ά π ό τούς λιγοστούς καλλιτέχνες βιβλιοδέτες τής 'Α θήνας ό Διονύσης Βαλάσης, μέ τήν έπιδεξιότητα των χεριών του μεταμορ φ ώ νει τά άπλά βιβλία πού τού έμπιστεύονται σέ πραγματικά έργα τέχνης. Δ ουλεύει μέ φ αν τασία καί μεράκι τά πολυποίκιλα υλικά τής δουλειάς του καί πειραματίζεται άσταμάτητα μ ’ αύτά. Στις βιβλιοδεσίες του δένουν λ ε ι τουργικά ό χρυσός, ό σίδηρος, ό χαλκός, ή τε χνική τού μπατίκ κι ένα σωρό άκόμα φ αινο με νικά άνόμοια ύλικά. Ό Διονύσης Βαλάσης διαβάζει προσεκτικά τά βιβλία πού πρόκειται νά δέσει. Κύρια προσπάθειά του είναι τό άρμονικό συνταίρια σμα τής βιβλιοδεσίας του μέ τά μυστικά μηνύματα πού κουβαλάει τό βιβλίο. Π ροσπάθεια δύ σ κο λη, πού άπαιτεϊ πολλή γνώση κι εύαισθησία...
24
Ό Διονύσης Βαλάσης ήταν άκόμα φοιτητής τής νομικής, όταν άποφάσισε ν ’ άσχοληθει μέ τήν καλλιτεχνική βιβλιοδεσία. Στήν άρχή ζω γράφιζε βιβλία πού τοΰ έδεναν άλλοι, προσπα θώντας πα ράλληλα ν ’ άνακαλύψει μόνος του τά μυστικά τής δουλειάς. Τό 1968 έφυγε μέ μιά ύποτροφ ία τού ΕΟΜΜΕΧ στή Φλωρεντία. Στόν ένα χρό νο πού έμεινε έκεϊ, σπούδασε καλλιτεχνική βιβλιοδεσία καί διακόσμηση σέ δέρμα. Ό τ α ν έπέστρεψε, τό 1969, πήρε μέρος σέ μιά έκθεση ζωγραφικής στή «Στοά τέχνης 13», όπου καί βραβεύτηκε. Λίγο άργότερα, τήν ίδ ια χρονιά, έκανε καί τήν πρώτη του έκθεση καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας καί διακόσμησης σέ δέρμα. Στήν έκθεση έκείνη πουλήθηκαν όλα τά διακοσμητικά σέ δέρμα, καί κανένα βι βλίο. Ά π ό τότε έχει έκθέσει έργα του σέ πολλές άκόμα πόλεις τής Ε λλάδ ας καί τοΰ έξωτερικού (Πειραιά, Λαμία, Τορίνο, Μπρατισλάβα, Λωζάννη κ.ά.) Ό μ ω ς ό Διονύσης Βαλάσης δέν άσχολεΐται μόνο μέ τή ζωγραφική καί τήν καλλιτεχνική βι βλιοδεσία. Στό έργαστήρι του θαυμάσαμε έπίσης τά χαρακτικά του, μερικές όμορφες εικ ο νογραφήσεις του σέ πα ιδικά βιβλία καί μιά μι κρή συλλογή έργαλείων γραφής. Τή συλλογή αύτή τή χ ρ η σ ιμο πο ιεί συχνά ό Διονύσης Βαλά σης γιά νά δείξει στούς μαθητές του -δ ιδ ά σ κ ε ι στά KATE παραγωγή καί συντήρηση τού β ι β λ ίο υ - τή συναρπαστική πορεία τής γραφής άπό τά σ καλισμένα βότσαλα στή σημερινή ήλεκτρονική τυπογραφία. Μ ιά άκόμα έκπληξη στό έργαστήρι τού Δ ιονύση Βαλάση ήταν γιά μάς τά χειρ οποίη τα βι βλία του. Τά μικρά αύτά άριστουργήματα είναι φ τιαγμένα στό χέρι μέχρι τήν τελευταία τους λεπτομέρεια. Μ' ένα τέτοιο βιβλίο -τ ά «Παρα μύθια» τοΰ Γ κα ίτε- θά πάρει μέρος ό Διονύσης Βαλάσης σέ λίγο καιρό στή Διεθνή Έ κ θ ε ση Βιβλιοδεσίας τής Λιψίας.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Ή «Σύγχρονη’Εποχή» Στή σ ειρά τώ ν πα ρ ο υσ ιά σ ε ω ν τών έ κ δο τω ν καί βιβλιοπω λώ ν, πο ύ έχ ει έγ κ α ιν ιά σ ε ι έδώ καί πολύν καιρό τό «Διαβάζω», αύτή τή φ ορ ά δ ί νουμε τό λόγο στή «Σύγχρονη Ε π ο χ ή » . Οί έκδό σ εις «Σύγχρονη Ε π ο χ ή » ιδ ρ ύ θ η κ α ν τό 1972 καί μ έχρ ι τώρα έ χ ο υ ν έκ δ ώ σ ε ι 460 π ε ρίπου τίτλους. Ά ν ά μ ε σ ά τους τό «Κ εφ άλαιο», τού Κάρλ Μ άρξ, τά «'Απαντα» τού Β. I. Λ ένιν τό «Μ ανιφέστο τού κομ μ ο υ ν ισ τ ικ ο ύ κόμμα τος» τών Κάρλ Μ άρξ καί Φ ρήντριχ "Ε νγκελς, τά «Δ οκίμια μα ρξισ τικής φ ιλ ο σο φ ίας » τού Γιάννη Ίμβρ ιώ τη , τό «Θ έατρο καί άντίσταση» τού Βασίλη Ρώτα, τά « 'Ε π ίσ η μ α κ ε ίμ ε ν α τού ΚΚΕ», τό «'Ε ρ ω τευμ ένο σ ύνν ε φ ο » τού Ναζίμ Χικμέτ, τή «Μ οίρα ένός άνθ ρώ π ου » τού Μ. Σ ολόχωφ, τό «Πώς δενό τα νε τ ’ άτσάλι» τού Ν. Ό στρόφσκυ, τόν «Κ ύκλο μέ τήν κ ιμ ω λία τού "Αουγκσμπουργκ» τού Μ πέρ τολτ Μ πρέχτ, τή «Μάνα» τού Μ α ξ ίμ Γ κόρ κυ, τά «Σ υντρ οφ ικά τραγούδια» τού Γιάννη Ρίτσου, τό «Μ αρ ιάμπας» τού Γ ιάννη Σκαρ ίμπ α, τά « Ιδ ε ο λ ο γ ικ ά » τού Μ άρκου Αύγέρη, τό «'Υ π ό έ χ εμύ θεια ν» τής Έ λλης ’Α λεξίο υ, τό «Ψ ωμί καί τό β ιβ λ ίο Ό Γκόρκυ» κα ί τό «Π ερισ σ ότερη έ λ ε υ θ ε ρ ία Ό Τσέχωφ» τού Μ ήτσου Ά λ ε ξ α ν δ ρ ό π ο υ λ ο υ , τό «’Αναζητώντας ιδ ανικά» τ ού Ε. Ρ ό ζενταλ κ.ά. Γιά τίς έκδό σ εις «Σ ύγχρονη Ε π ο χ ή » καί τό όμώ νυμο βιβλιοπ ω λείο, πο ύ ιδ ρ ύ θ η κ ε τό 1975, τό «Διαβάζω» συζητά μέ τό Σ τέλιο Μ πε βεράτο καί τόν Μ πάμπη Γκολέμα. Πώς έγινε τό ξ εκίνη μ α τής «Σ ύγχρονης ’ Εποχής»; Ή ϊδρυόη τών έκδό σ εω ν «Σύγχρονη Ε π ο χ ή » ήταν μιά άπό τίς ά ναρ ίθ μη τες πράξης άντίσ τασης στή φ ασ ισ τική δ ικτατορ ία τών σ υν τ α γ μα ταρχών. Χωρίς κεφ άλαια, π ε ίρ α καί τ ε χ ν ικ ό έξοπλισμό, μιά όμάδα άγω νισ τώ ν πο ύ μό λις ε ί χε έπιστρέψ ει άπό τήν έξορ ία έ ξέ δω σ ε τό 1972 τό βιβλίο «Ό λενινισ μ ό ς καί ή σ ύγχ ρ ονη έποχή» καί τό δ ιέθεσ ε μισ οπα ρά νο μα στήν άγορά, πρ ίν π ρ ο λάβει ή ά σ τυνο μία νά έπ έ μ β ε ι. Ά π ’ αύτό τό πρώτο β ιβλίο, π ο ύ έξα ν τ λ ήθ ηκ ε πολύ γρήγορα, δα νείσ τηκε ή «Σύγχρονη Ε π ο χή» καί τό όνομά της. Τ ί τομείς κα λύ πτο υν ο ί τ ίτλο ι πο ύ έχετε έκδώ σει μέχρι σήμ ερα ; Τά βιβλία τής «Σύγχρονης ’ Εποχής» ε ίν α ι έ ν-
Τό βιβλιοπωλείο τής «Σύγχρονης Εποχής»
ταγμ ένα στίς πα ρ α κ ά τ ω σειρ ές; Μ ικρή μ α ρ ξ ι στική β ιβλ ιο θ ή κ η , Ί δ ε ο λ ο γ ικ ά -π ο λ ιτ ικ ά θ έ μ α τα, Π ολιτική έν ημ έ ρ ω σ η, Φ ιλοσοφ ία, Κ ο ιν ω ν ιο λογ ία, Ο ικο νομ ία, 'Ε λ λ η ν ικ ά θέματα, Μ ελέτες τού Κέντρου Μ α ρξισ τικώ ν 'Ε ρευ νώ ν, 'Ιστορία, ντοκο υμ έντα, βιο γρ α φ ίε ς , ά ν αμ νήσ εις , Π α γκ ό σ μια κι έ λ λ η ν ικ ή λ ογ οτ ε χ ν ία , κρ ιτικές καί π α ι δ ικ ά βιβλία; Έ ν α ς ά π ό τούς πρ ω τα ρ χ ικο ύς τ ο μείς τής δ ρ ασ τη ριό τητά ς μας ε ίν α ι ή έ κδο σ η τώ ν κ λ ασ ικώ ν τού μ α ρ ξ ισ μ ο ΰ -λ ε ν ιν ισ μ ο ΰ . Τό «μεγάλο έργο» όμ ω ς τής «Σ ύγχρονης ’ Ε π ο χής» ε ίν α ι βέβα ια τά «'Απαντα» τού Λ ένιν. Ή σ ειρ ά αύτή π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι όλο τό έρ γο τού Λ έ νιν, μ ετα φ ρασ μ ένο ά π ό τήν 5η ρω σ ική έ κδο σ η, π ο ύ κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί ό λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν η στά έ λ λ η ν ικ ά γ ιά πρώτη φ ορά. Π οιά άπ ό τά β ιβ λ ία σας κ ιν ο ύ ν τ α ι π ε ρ ισσότερο; Τά 2/3 πε ρ ίπ ο υ τώ ν β ιβ λ ίω ν μας κιν ο ύ ν τ α ι π ο λύ. Τό σ υ ν ο λ ικ ό μας τιράζ ξε π ε ρ ν ά αύτή τή στιγμή τά 1.500.000 βιβ λ ία καί α ύ ξάνετα ι σ υ ν ε χώς. Μ εγαλύτερ η κ ίνη σ η όμως έχ ο υ ν τά π ο λ ι τικ ά β ιβλία έ ν ημ έ ρ ω σ ης , ή π α γκόσ μ ια λ ο γ ο τ ε χ ν ία κα ί τώ ρα τ ε λ ε υ τ α ία ή πα ιδ ικ ή σ ειρ ά β ι β λίω ν πο ύ έ χ ου με έγκα ινιά σ ει. Μ έ πο ιό κρ ιτ ή ρ ιο έπιλ έ γε τ ε τά βιβ λ ία πο ύ πρ ό κ ε ιτ α ι νά έκδώ σετε; Σ ’ ό,τι ά φ ο ρά τή λ ο γ ο τ ε χ ν ία καί τό π α ιδ ικ ό β ι βλίο , μάς έ ν δ ια φ έ ρ ο υ ν έρ γα πο ύ κ λ ε ίν ο υ ν μ η
25
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
νύματα εΙρήνης. κοινωνικής δικαιοσύνης καί φιλίας άνάμεσα στοάς λαούς. Μάς ένδιαφέρουν έπίσης πολύ τά έγκυρα μαρξιστικά βι βλία. Στήν έποχή μας πολλοί ύποστηρίζουν δτι έκφράζουν σωστά τίς άντιλήψεις τού μαρξισμού. 'Εσείς ποιά έννοειτε σάν έγκυρα μαρξιστικά βιβλία; 'Εννοούμε αύτά πού δέν έρχονται σ’ άντίθεση μέ τίς γενικές άρχές τού μαρξισμοϋ-λενινισμοϋ. Πολλοί πιστεύουν δτι όί μεταφράσεις τών βιβλίων σας δέν είναι καλές. 'Εσείς τί πιστεύετε; Είναι άλήθεια δτι στά πρώτα μας βήματα άναγκαστήκαμε νά χρησιμοποιήσουμε καί μή δόκιμους μεταφραστές. Τώρα όμως οί μετα φράσεις μας έχουν βελτιωθεί καί προσπάθειά μας είναι νά βελτιωθούν άκόμα περισσότερο. Έχετε κάποιους είδικούς συνεργάτες γιά τήν έπιμέλεια τών έκδόσεών σας; Ναί. Χρησιμοποιούμε συχνά ειδικευμένους έπιστημονικούς καί γλωσσικούς έπιμελητές. Τά λογοτεχνικά σας βιβλία άναφέρονται συνήθως σέ κάποιες άλλες έποχές. Οί σύγχρονοι προβληματισμοί, οί άγωνίες καί τ’ άδιέξοδα τού σύγχρονου μεταπο λεμικού άνθρώπου έλάχιστα έκφράζονται μέσα σ’ αύτά. Γιατί αύτή ή προσκόλ ληση στά παλιά; Ό τα ν ξεκινήσαμε, είχαμε τόσους τομείς νά καλύψουμε κι ήταν τόσο πολύ τό κρατημένο υλικό γιά κείνες τίς έποχές, πού άναγκαστικά τού δώσαμε προτεραιότητα. Ή ταν κάτι πού όφείλαμε νά κάνουμε, γιατί τό ύλικό αύτό πριν μερικά χρόνια δέν μπορούσε νά έκδοθεϊ έλεύθερα. Ή Αντίσταση καί ό ’Εμφύλιος, γιά παρά δειγμα, ήταν τότε θέματα άπαγορευμένα. Πα ράλληλα, άναγνωρίζουμε τήν άνάγκη νά έπεκταθούν οί λογοτεχνικές μας έκδόσεις καί ατούς τομείς πού έπισημαίνετε. Είναι κι αύτό μέσα στά άμεσα σχέδιά μας. Ό περισσότερος κόσμος πιστεύει δτι οί έκδόσεις καί τό βιβλιοπωλείο τής «Σύγ χρονης ’Εποχής» έκφράζουν τήν Ιδεο λογία καί τήν πολιτική ένός συγκεκρι μένου κόμματος. Τί έχετε νά πείτε γι’
26
αύτό; ΟΙ έκδόσεις τής «Σύγχρονης ’Εποχής» δέν εί ναι κομματικές. Ούτε καί τό βιβλιοπωλείο. "Αν ήταν δπως τό λέτε, δέν θά είχαμε τόσους πολ λούς τίτλους στό βιβλιοπωλείο, ούτε καί οί έκδόσεις θά είχαν κυκλοφορήσει τόσο πολλά βι βλία. Ό λ’ αύτά τά βιβλία δέν μπορεί νά είναι κομματικά. Γιά μάς, ή στενή συγγένεια, τών έκδό σεών σας τουλάχιστον, μέ τήν Ιδεολο γία καί τήν πολιτική αύτοϋ τού συγκε κριμένου κόμματος είναι πολύ φανε ρή... Αύτό όμως δέ σημαίνει δτι προβάλλουμε άποκλειστικά καί μόνο τήν ιδεολογία αύτού τού κόμματος. Ποιά είναι ή σχέση τών έκδόσεών μέ τό βιβλιοπωλείο; Πρόκειται βασικά γιά δυό άνεξάρτητες έπιχειρήσεις. Συνεργαζόμαστε δμως στενά κι έχου με κοινούς στόχους: τήν προώθηση τού καλού λογοτεχνικού καί πολιτικού βιβλίου. Πόσους τίτλους έχετε στό βιβλιοπωλείο καί τί τομείς καλύπτουν; "Εχουμε 10.000 περίπου τίτλους, πού καλύ πτουν δλους τούς τομείς, έκτός άπό τά πανε πιστημιακά καί τά σχολικά βιβλία. Ά π ’ αύτούς τούς τίτλους οί 1.000 περίπου είναι ξενόγλωσ σα έργα (άγγλικά, γερμανικά, ρωσικά, γαλλικά), πού άφορούν κυρίως τά μαθηματικά, τή φυσι κή, τή βιοχημεία, τήν τεχνολογία, καθώς καί θέματα ιδεολογίας καί πολιτικής. Έχουμε έπί σης μιά μεγάλη συλλογή βιβλίων μέ δ,τι έχει γραφτεί γιά τήν 'Εθνική 'Αντίσταση. Ποιοι άγοράζουν βιβλία άπό τή «Σύγ χρονη ’Εποχή»; "Εχετε ειδικευμένο προσωπικό γιά τήν έξυπηρέτηση τών πελατών σας; Τό κοινό μας είναι κυρίως νεολαία, έργαζόμενοι διανοούμενοι κι έπιστήμονες. Γιά τήν έξυ πηρέτηση αύτού τού κοινού έχουμε όχτώ ειδι κευμένους ύπαλλήλους. Θά θέλαμε νά πούμε έδώ δτι οί ύπάλληλοί μας διαβάζουν τά βιβλία πού μπαίνουν στό βιβλιοπωλείο. Γίνεται ένας καταμερισμός στό διάβασμα καί κατόπιν τά συζητάμε, γιά νά μπορούμε νά βοηθήσουμε τόν άναγνώστη στις έπιλογές του.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Στό βιβλιοπωλείο σας βάζετε άλα τά β ι βλία πού έκδίδονται; Παρά τά δσα μάς έχουν κατηγορήσει, έμεϊς βάζουμε δλα τά βιβλία στή «Σύγχρονη Ε π ο χή». Στό βιβλιοπωλείο μας έχει θέση κάθε προοδευτικός συγγραφέας. Δέν βάζουμε δμως άντιδραστικά βιβλία καί πορνογραφήματα. Σάν βιβλιοπωλείο είμαστε ύπέρ τής ένίσ χυσης τών νέων λογοτεχνών, φτάνει τά βιβλία τους νά μήν είναι πολύ άκριβά -όπ ω ς συμβαίνει μερι κές φ ορ ές - καί νά μεταδίνουν κάποιο πρ ο ο δευτικό κοινωνικό μήνυμα. Σ ’ δ,τι άφορά κυ ρίως τά λογοτεχνικά βιβλία, είμαστε πολύ χα λαροί. Βάζουμε τά περισσότερα. Τό δτι τά βάζετε δέν σ ημαίνει κατ’ άνάγκη δτι θέλετε νά τό κάνετε. 'Ίσως νά εϊσαστε άναγκασμένοι για τί σάς τό ζητούν...
Δ έν είναι άλήθεια. Δέν μάς καθορίζει τό έ μπορικό κέρδος. Τά βάζουμε, για τί θέλουμε νά κά νουμε τή «Σύγχρονη Ε ποχή» μιά τεράστια β ι βλιοθήκη στήν όποια νά βρίσκει ό άναγνώστης δ,τι τόν ένδιαφ έρει άπό τήν έλληνική καί τήν παγκόσμια βιβλιογραφία. Είπατε προηγούμενα γιά τό «προοδευ τικό κοινωνικό μήνυμα» τών βιβλίων. Ή έννοια αύτή χωράει, κατά τή γνώμη μας, πολύ νερό. Ε σ ε ίς πώς τήν άντιλαμβάνεστε; ί-μεΐς, δπως σάς είπαμε, βάζουμε δλα τά β ι βλία. Π ροωθούμε δμως αύτά πού δέν κα ταγγέλλουν άπλώς κάποιες κακές κοινωνικές καταστάσεις, άλλά προχω ρούν άκόμα π ερ ισ σ ό τερο, δείχνοντας στόν άναγνώστη τήν πρ ο ο πτική μιας κοινωνικής άλλαγής. Ή προοπτική αύτή είναι γιά μάς τό μέλλον τής άνθρωπότη-
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ - ΜΑΜΟΥΘ COMIX Στή σειρά κόμικς-άλμπουμ κυκλοφόρησαν
Σόλωνος 47 τηλ. 3615.078-8834.023 27
ΑΠ’ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ή δημοτική βιβλιοθήκη τοϋ Αγρίνιου ΑΓΡΙΝΙΟ, 'Απρίλιος. Ή Παπαστράτειος Δ ημο τική Βιβλιοθήκη 'Αγρίνιου, πού θεωρείται μία άπό τίς καλύτερες επαρχιακές βιβλιοθήκες τής χώρας, ιδρύθηκε τό 1961, άλλά λειτουργεί άπό τό 1964. Διοικείται άπό έπταμελές συμ βούλιο μέ πρόεδρο τόν έκάστοτε δήμαρχο τής πόλης τοϋ ’Αγρίνιου καί στεγάζεται σέ ιδ ιό κτητο κτίριο πού άνεγέρθηκε μέ χρήματα δω ρεάς τών άδελφών Παπαστράτου. Ή βιβλιοθήκη έχει σκοπό νά συμβάλλει στήν άνοδο τής πνευματικής στάθμης τών κατοίκων τής πόλης τοϋ 'Α γρίνιου καί τής εύρύτερης περιοχής. Καί ά π ’ 6,τι φαίνεται, τό καταφέρνει σέ ικανοποιητικό βαθμό. Πρώτα πρώτα έξασφαλίζει άνεση χώρου καί ήσυχία γιά διάβα σμα. Βέβαια ή θέση της έχει προκαλέσει πολ λές συζητήσεις. Μ ερικοί θά προτιμούσαν νά είναι στό κέντρο τής πόλης, άν καί βρίσκεται μόλις 200 μ. άπό τό κέντρο. Αλλά άς μή μεί νουμε στή λεπτομέρεια αύτή. Ό τ α ν κανείς άγαπάει τό βιβλίο ή έχει τήν άνάγκη του, τό βρίσκει δπου νά 'ναι. Σάν κτίριο πάλι ίσως έχει κάποια μειονεκτήματα. Πάντως ή θέση είναι ώραία, καί γιά τήν έποχή πού κτίστηκε, σ’ ένα οικόπεδο 60 στρεμμάτων, είναι ιδανική. 'Α να φέρουμε ότι σ ’ αύτόν τό χώρο τών 60 στρεμ μάτων είναι τό δημοτικό πάρκο, δημοτικό σχο λείο , γυμνάσιο καί τό άρχαιολογικό μουσείο τής πόλης. Ο έμπλουτισμός τής βιβλιοθήκης σέ βιβλία έγινε άπό διάφορες δωρεές, μέ ένέργειες τοϋ διοικητικού συμβουλίου της. Οί πρώτοι δωρη τές ήταν οί ’Αφ οί Παπαστράτου, οί Ά φ έ ς Μαγκλιβέρα, ό Ά νδ ρ έας Στράτος, ό Δ. Μέξης, τό ύπ. Παιδείας, ό Ν. Δημητρακόπουλος. Μετέπειτα έμπλούτισαν τή βιβλιοθήκη ό Νώντας Άνδρικόπουλος, ή Ε θ ν ικ ή Τράπεζα, οί κόρες τής Κικής Παπαστράτου, ό Ίωάν. Πιτιάς καί πολλοί άλλοι συγγραφείς καί ιδιώτες. Βασική έπιδίω ξη τοϋ δ. συμβουλίου είναι νά κάνει τόν άνθρωπο, καί ιδίως τό παιδί, νά άγαπήσει τό βιβλίο. Ό στόχος αύτός δμως θά έπιτευχθεί άν υπάρξει μιά πλούσια συλλογή, ώστε νά ικανοποιεί τίς άπαιτήσεις δλων τών ένδιαφερομένων. Δ έν είναι ύποχρεωτικό ό άναγνώστης νά διαβάζει μέσα στή βιβλιοθήκη, γιατί ή βιβλιο
28
θήκη είναι καί δανειστική. Δ ανείζει μέχρι τρία βιβλία γιά 15 μέρες. Καί δανείζει δλα τά βιβλία της, έκτος άπό τά πληροφορια κά, δηλαδή έγκυκλοπαίδειες, λεξικά, περιοδικά, σειρ ές έπιστημονικών συγγραμμάτων, διάφορες κριτικές μελέτες καί άλλα βιβλία πού χρονολογούνται άπό τό 1802. Γ ι’ αύτές τίς περιπ τώσεις διαθέ τει φωτοτυπικό μηχάνημα, ώστε ό άναγνώστης νά μπορεί νά έξυπηρετηθεί. Διαθέτει έπίσης μιά συλλογή βιβλίων τής ιστορίας τής πόλης τοϋ Αγρίνιου καί τής περιο χής μας καί έπιδιώκει νά συγκροτήσει ένα γενικό τμήμα τε κμηρίωσης γιά τήν πόλη μας. Ή βιβλιοθηκονομία λέει δτι σέ κάθε κάτοικο πρέπει ν ’ άντιστοιχοϋν 3 βιβλία, δηλαδή ή Παπαστράτειος Δημοτική Βιβλιοθήκη ’Αγρίνιου θά έπρεπε σήμερα, βάσει τοϋ πληθυσμού τής πόλης, νά έχει 120.000 τόμους. Διαθέτει δμως, σύμφωνα μέ τή νέα άπογραφή πού έγινε τό καλοκαίρι τοϋ 1981, μόνο 8.142! Ή έλλειψη αύτή είναι μέν αισθητή γιά τούς μελετητές έπιστήμονες, δέν είναι δμως τόσο αισ θητή γιά τούς άλλους: γιά τόν νέο μέ τίς άνησυχίες, γιά τό μαθητή ή φοιτητή πού θέλει νά πάρει τήν πληροφορία του καί νά συμπληρώ σει τίς ελ λείψεις του. Μ πορούμε νά πούμε δτι ή βιβλιοθήκη μας είναι μέν περιορισμένη σέ άριθμό βιβλίων, δέν είναι όμως φτωχή σέ έπίπεδο ποιότητας. 'Έτσι, προσφέρει. Κι αύτή ή προσφορά άναγνωρίζεται άπό τούς άναγνώστες. 'Α ρκεί κανείς νά θε λήσει νά δεχτεί αύτή τήν προσφορά, για τί ένώ λειτουργεί καθημερινά πρωί-άπόγευμα, δέν έχει πάντα τήν άπαιτούμενη κίνηση άναγνωστών. Προοπτική της άκόμα είναι ή άπόκτηση ένός βιβλιοαυτοκίνητου, πού νά δανείζει βιβλία σέ άπομακρυσμένες περιοχές τής πόλης καί στά γύρω χωριά. Ό δήμαρχος τό σκέπτεται καί φροντίζει νά βρεθεί τρόπος νά έπιτευχθεΐ καί ό στόχος αύτός. Κλείνουμε τό πληροφορια κό αύτό σημείωμα γιά τούς άναγνώστες τοϋ «Διαβάζω» μ ’ ένα μεγάλο καί καυτό θέμα. Τό θέμα τής νομοθε σίας τών δημοτικών-κοινοτικών βιβλιοθηκών καί τών βιβλιοθηκάριω ν. Είναι άπαράδεκτη ή κατάσταση νά ύπηρετοϋν ύπάλληλοι σ ’ αύτές
ΑΠ’ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ χωρίς καμιά έξέλιξη καί μέ μηνιαίο μισθό πού δέν ξεπερνάει τις 13.000 δρχ.! Είναι έπείγουσα άνάγκη νά ένδιαφερθεΐ ή κυβέρνηση γιά δλο τό κύκλωμα «βιβλιοθήκη-βιβλιοθηκάριος-βιβλίο-πληροφόρηση». Μόνο έτσι θά μπορέσει αύτός ό τόπος νά έπιβιώσει πολιτιστικά· καί
μόνο έτσι οί βιβλιοθηκάριοι, μέ προϋπηρεσία 18 χρόνων, θά μπορέσουν νά δικαιωθούν κ α ιν ά άμειφ θοΰν γιά τό άξιόλογο έργο πού προσφ έ ρουν. ΝΤΙΝΑ ΓΚΟΒΕΛΑ
'Ένα «πρίσμα» στή Ρόδο ΡΟΔΟ?, Μάιος. Τό βιβλιοπωλεϊο-γκαλερί «Πρί σμα», στή Ρόδο, ξεκίνησε τή λειτουργία του τό καλοκαίρ ι τού 1978. Στόχος του ήταν ή δη μιουργία ένός ένημερωμένου καί σύγχρονου βιβλιοπωλείου καί ή λειτουργία μιας γκαλερί πού θά παρουσίαζε στό κοινό τής Ρόδου μερι κούς ά π ’ τούς καλύτερους έλληνες ζωγρά φους. Ακόμα περισσότερο, ή προσπάθεια αύτή στόχευε στην ίδρυση ένός χώρου πολιτισ τι κού πού θά συγκέντρωνε κάποιες πολιτιστικές δραστηριότητες καί πρωτοβουλίες. Στό διάστημα τής τετράχρονης λειτουργίας του έκανε πολλές έκθέσεις ζωγραφικής· ό Γ. Βαρλάμος, ό Φ. Πατρικαλάκις, ό “Αγγελος, ή Ε. Δημοπούλου, ή Σ. Ζαραμπούκα, ό Δ. Ταλαγά• νης, ό Β. Χάρος καί άλλοι έξέθεσαν έργα τους σέ άτομικές ή όμαδικές έκθέσεις. Στήν πορεία τής λειτουργίας του τό «Πρίσμα» άπλωσε τις δραστηριότητές του. Έτσι, μίλησαν στό χώρο τού βιβλιοπωλείου ό Μένης Κουμανταρέας καί ό Κώστας Ταχτσής, ένώ τήν άνοιξη τού ’80 έκδόθηκε τό βιβλίο τού Π. Γνευτοϋ «Δημοτικά τραγούδια τής Ρόδου». Έμπνευστής καί ύπεύθυνος αύτής τής προσπάθειας ήταν ό Μανώ λης Μανουσάκης, άπό τό 1980 δμως ύπεύθυνος είναι ό Γιάννης Ήρακλείδης. Πρίν άπό λίγους μήνες τό «Πρίσμα» μπήκε στή δεύτερη περίο δο τής λειτουργίας του, πού χαρακτηρίζεται άπό τή διάθεση συλλογικότητας τής προσπάθειάς του. “Ετσι, δίπλα στόν ύπεύθυνο Γιάννη Ήρακλείδη σχηματί στηκε μιά όμάδα πού προτείνει καί πραγματο ποιεί διάφορες πολιτιστικές έκδηλώσεις: έκθέσεις ζωγραφικής, όμιλίες καί συζητήσεις μέ λογοτεχνικό ή κοινωνικό περιεχόμενο, έκδόσεις βιβλίων. Τήν περίοδο αύτή έχουν γίνει δύο έκθέσεις φωτογραφίας καί ζωγραφικής (τών Δ. Πανταζίδη καί Γ. Ροδινοϋ, μία όμαδική τών Γαΐτη, Έγγονόπουλου, Τσαρούχη, Μιγάδη κ.ά., μία έρασιτεχνών ζωγράφων τής Ρόδου) καί όμιλίες τού Μανώλη Άναγνωστάκη, τού Κυρ. Ντελό-
πουλου. Α κό μη , μιά παρουσίαση τού ροδίτη ποιη τή Π. Εύθυμίου. “Εχουν προγραμματισθεϊ έκθέσεις ζωγραφικής τών Γ. Μιγάδη καί Γ. Ψυχοπαίδη καί μιά όμιλία τού Νίκου Χουλιαρά. Στό χώρο τής έκδοσης βιβλίων, έτοιμάζονται: μιά άνθολογία δωδεκανησιακής δημοτικής ποίησης καί μιά έπιλογή καί παρουσίαση τής ροδίτικης μεσαιωνικής λογοτεχνίας. Στήν όμά δα μετέχουν ό Σταμ. Σωτηράκης, ή Μάρω Βαμβουνάκη, ό Μαν. Μακρής, ό Ή. Κόλιας, ό Μ. Άναστασιάδης, ό Μπ. Αναγνώστου, ό Ά . Παπαχριστοδούλου κ.ά. Υπάρ χει ή σκέψη νά κα τοχυρω θεί καί νομικά ή όμάδα αύτή καί νά κα λύψ ει καί εύρύτερες πολιτιστικές δραστηριό τητες: θεατρικές, κινηματογραφικές κλπ. Ση μειώνουμε πώς τμήμα τού βιβλιοπωλείου λ ε ι τουργεί ώς δανεισ τική βιβλιοθήκη. Ό σ ο γιά τό «γεωγραφικό» στίγμα του, τό πολιτιστικό αύτό κέντρο βρίσκεται στήν παλιά πόλη τής Ρόδου, στήν όδό Εύριπίδου 10, σέ ένα παλαιικό κτίσμα. Στήν προθήκη του μάλι στα έξακολουθεϊ νά έχει τήν άρχική του όνομασία: Καφεβιβλιοπωλείο ν «Πρίσμα». Κ. Ν.
29
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
"Ενας περίπατος μέ τόν Dhotel ΠΑΡΙΣΙ, 'Απρίλιος. Τέσσερα χρόνια έζησε στήν 'Αθήνα (1925-28). Νέος τότε καθηγητής, τριγυρνούσε τήν Ε λ λ ά δ α ψάχνοντας γιά παρέες λαϊκές, άκούγοντας κουβέντες καί τραγούδια. Μετά, στή Γαλλία του, έγραψε βιβλία: 40 μυθι στορήματα (τό πιό γνωστό μέρος τοΰ έργου του), διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα -5 0 τό σύνολο. Λέγεται Andr6 Dhotel. 'Α ναγνωρισ μέ νος πιά, βραβευμένος (βραβείο F6mina τό 1955, βραβείο τής Γαλλικής 'Α καδημία ς τό 1974, 'Εθνικό Βραβείο γιά τά Γράμματα τό 1976), μέ άναγνώστες πιστούς (άπό άνθρώπους τοΰ λαού μέχρι κριτικούς -τ ό Maurice Nadeau-, καί ποιη τές -τ ό ν Philippe Jaccotter), ό Dhotel σιγά σιγά έχει φ τιάξει έναν κόσμο δικό του, μακριά άπό τούς μεγάλους δρόμους τής γαλλικής λογοτεχνίας. 82 χρόνων τώρα, γράφει άκόμα, καί μάλιστα τό Je ne suis pas d 'ic i (Δέν είμαι άπό ’δώ), πού μόλις κυκλοφόρησε άπό τίς έκδόσεις Gallimard, είναι στό έπίπεδο των παλιότερων έρ γων του. Σ’ αύτό τό μυθιστόρημα βρισκόμαστε πάλι στήν Dh6teliand -τ ή «χώρα τού D h6tel»δπως όνομάστηκε. Μέ έξαίρεση τρία έλληνικά μυθιστορήματα,1 δλες οί ιστορίες τού Dhotel έξελίσσονται στό ίδιο, καθόλου τουριστικό, μέρος τής γαλλικής έπαρχίας: τίς Ardennes, ώραίες, κάπως μυστικές μέ τά πυκνά δάση τους, καί τή μάλλον άχαρη Champagne, δλο χωράφια, χωριά καί μικρές πόλεις. Ή δράση, πολύπλοκη, δπως πάντα. Ό λ α γί νονται σ' ένα άπομονωμένο χωριουδάκι, πέντ’ έξι οικογένειες τό πολύ, όπου κουτσομπολιά, κατασκοπείες, καβγάδες, συμφιλιώσεις... Πολύ έντονη στόν Dh6tel ή αίσθηση τής γειτονιάς, καί σπάνιο αύτό στούς γάλλους συγγραφείς. Στό κέντρο τής ιστορίας, ένα χέρσο χωράφι, δλο χόρτα καί άγρια λουλούδια, πού τό χάρι σμά του είναι νά τρελαίνει όσους πατάνε τό πόδι τους έκεί. ’ Ιδιοκτήτης του ό πτωχευμένος Guillaume, πού ό γιός του ό Damien, βοηθός συμβολαιογράφου, πρόκειται νά παντρευτεί τήν έξυπνη Alice -τ ή ς όποιας ό πατέρας, ό Maxime, τό ’χει βάλει σκοπό ν ’ άποκτήσει τό χωράφι αύτό. Δυστυχώς (εύτυχώς μάλλον) όλα αύτό τά σχέδια -έρω τ ικ ά καί οικ ον ο μικ ά - θά άποτύχουν. Φταίνε ή Lola καί ή Pelagie, κόρες τού γέρου Gildas -άγρ ιες κοπ έλες-, άλλά προπαντός ό ίδιος ό πρωταγωνιστής, ό Da-
30
Andre Dhotel
mien. Τόν βρίσκουμε αύτόν, μέ άλλα ονόματα, σέ δλα τά έργα τού Dh6tel: νέος, όνειροπόλος, άφηρημένος, έξω άπό τόν καθημερινό κόσμο (συμβολικός καί ό τίτλος «Δέν είμαι άπό ’δώ»), προσπαθεί νά φ ρονιμέψ ει μέν, άλλά δέν μπο ρεί: πάντα, σ τίς πιό σοβαρές στιγμές, κυ ριεύεται άπό ένα άγριο ένστικτο πού τόν κάνει νά χαλάει τά πάντα. Θά ρίξει μιά πέτρα στά τζάμια τού εύεργέτη του, πού τού έτοίμαζε μιά άνετη καριέρα στό γραφ είο του, θά βρεθεί άγκαλιασμένος μέ τή Lola μπροστά στά μάτια τής άρραβωνιαστικιάς του. Δέν είναι γι’ αύτόν ή ταχτική ζωή τών σοβαρών, τών μεγάλων: αιώ νιος έφηβος, δέν λ έει νά μεγαλώσει, νά γί νει «κάποιος». Θά μείνει άνεύθυνος, άπαρατήρητος, τιπ οτένιο ς, γιά νά σώσει τήν έλευθερία του. (Σέ ένα άλλο βιβλίο του,2 ό ήρωας κλέβει άπό τό ψιλικατζίδικο μικροπράγματα, άχρηστα, ίσ ως γιά νά μήν τοΰ κολλήσουν τήν
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ έτικέτα τού «καλού πα ιδιού πού θά πάει μπρο στά».) "Ισως, είπαμε. "Ολα αύτά γίνονται μάλλον άσυνείδητα. Καθόλου χαζός ό Damien, άλλά δέν πολυσυλλογίζεται. Εξάλλου ή λογική έδώ δέν ω φ ελεί "Ο,τι έχει σημασία γι' αυτόν είναι μιά είκόνα, μιά σκηνή τού παρελθόντος πού τή φυλάει στή μνήμη του: μιά άγνωστη κοπέλα πού έβγαινε γυμνή άπό τή θάλασσα, μιά μέρα τό χειμώνα. Καί άλλες είκόνες (μιά φωτογρα φία ένός άρχαίου ναού, μπίλιες σέ μιά βιτρίνα) τού κάνουνε νόημα μέσα σ’ αύτό τόν κόσμο τόν πεζό. "Ενα φώς, λές, άπό άλλοϋ μισοφαίνεται κάποτε, άπρόβλεπτα, στά μάτια μιάς κο πέλας, στό χρώμα ένός ούρανού, καί γοητεύε σαι χωρίς νά καταλαβαίνεις γιατί, ξεχνάς τά πάντα, καί δλο τό βιβλίο θά γ ίνει ή άναζήτηση αύτοΰ τού θησαυρού. Μά πού νά τή βρεις τή χαμένη κοπέλα: "Ιχνη πουθενά. Μιά λύση ύπάρχευ νά άφ ήνεσαι στήν τύχη, δπως ό Damien. «Ποτέ δέν έκανα τίποτα έπίτηδες, λέει, καί δέν λέω ν ’ άρχίσ ω τώρα.» Νά περιμ ένεις λοιπόν. Νά μάθεις νά χαζεύεις, νά περνάς ώρες, γιά παράδειγμα, μπροστά σέ ένα λουλούδι. Πότε προσεχτικός, πότε άπρόσεχτος, άνοιχτός πάντα. Καθηγητής τεμπελιάς ό Dhdtel. Τού άρέσουν οί άλήτες, δπως ό Rinbaud, έφηβος ποιη τής, συμπατριώτης καί «πνευματικός άδελφός» του, ένας άκόμα καθηγητής έλευθερίας.3 ΓΤ αύτό καθένα άπό τά μυθιστορήματα τού Dh6tel είναι καί ένας περίπ ατος. Σάν ένα μο νο πάτι στά δάση, πού δλο στρίβει άπρόοπτα καί χάνεσαι μέσα σ' ένα σωρό περιπέτειες - π ε ρ ι πλανήσεις, κουβέντες πού δέν βγαίνουν π ο υ θενά, σιωπές, άναμονές, συναντήσεις (ή όπτασίες;), φυγές, άπειλές, γροθιές, έμπρησμοί, έρωτας μέσα στά χόρτα μέ τή λάθος κοπέλα... Περνάνε καί περίεργοι τύποι, περιθωριακοί, ποιός λίγο ποιός πολύ -έ δ ώ , ή Olga ή μισότρελη μέ τίς αινιγματικές κατάρες της, ή αύτός ό παπάς πού τό μεράκι του είναι τό ψάρεμα... Καί δσο πιό μπερδεμένα είναι τά πράματα («θαυμάσια μπερδεμένα», πού λ έ ε ι ό ίδιος), τόσο χαίρεται ό Dh6tel. Θυμάται καί θαυμάζει τούς λαϊκούς άφηγητές πού άκουγε στήν 'Ε λ λάδα τότε, μέ τά άδ ιάκοπα άνέκδοτα καί τούς φανταστικούς ήρωές τους. Ούτε πού ξέχασε έκείνα τά περιπετειώδη βιβλία πού καταβρο χθίζαμε παιδιά -τ ο ύ Ίού λ ιου Βέρν, τού Τζάκ Λόντον κ .ά - , βιβλία πού έχουν έπηρεάσει τό σους συγγραφείς μας, καί τούς πιό σημαντι κούς.4 Καί μάλιστα, δπως οί άφηγητές έκεΐνοι καί οί λόγιοι, τό παρακάνει ό Dh6tel. Κάθε φορά στις πλοκές του μπαίνει κάτι τό άπίσ τευτο (σωσίες, συμπτώσεις χτυπητές...). Είναι καί παιχνίδι τό
γράψιμο, ίσ ως καί ή ζωή - θ ά 'π ρεπε νά ’ν α ι-, καί ό Dh6tel, δπως οί ήρωές του, άρ νιέται νά γίν ε ι σοβαρός. Μάς λένε καί κάτι άλλο οί περιπέτειες αύτές. Είναι άνοιχτός ό κόσμος. Ό λ α μπορούν νά γίνουν, πάντα. Θαυμάσια άόριστα καί διφ ο ρούμενα τά πράγματα. Στό πρόσω πο μιάς κο πέλας, «μιά έκφραση πού έμοιαζε μέ άγαλλίαση καί θυμό»... "Ενας έχθρός πού σοϋ πιά νει κουβέντα σάν νά είσαστε φ ίλοι άνέκαθεν... Στό Bernard le paresseux (Ό Μ περνάρ ό τεμ πέλης), ό Bernard καί ή Estelle άλληλομισούνται -κ ε ρ α υ ν ο β ό λ ο μ ίσ ο ς - ώσπου νά καταλά βουν δτι τό μίσος αύτό είναι έρωτας... Τέτοιο είναι τό χιούμορ τής μοίρας. Κι άς μήν άνησυχούμε. Στή χώρα τού Dh6tel, τέλος καλό, δλα καλά. Θά φ ύγει ό καημός, ή κοπέλα θά βρεθεί. Καί μάς φ αίνεται φυσικό! ’ Επειδή δλη ή ιστορία πρίν διατρεχόταν, φωτι ζόταν άπό μιά έλπίδα, μιά πίστη άτράνταχτη, τό νιώθαμε δτι κάτι θά ’ρθει, «μιά μικρή άπροσδόκητη σπίθα», «ένα φώς πρωτοϊδωμένο», «ένα μέλλον άπίσ τευτο καί όλοκαίνουριο». Αισιόδοξος ό Dh6tel, κι αύτό δέν είναι καθόλου τής μόδας. Ά λ λ ά δέν άγνοεΐ τίς δυσ τυχίες τής ζωής. Ό Gildas π.χ. έχει δεϊ πολλά καί φριχτά στόν πό λεμο - δ έ ν μιλάει γ ι’ αύτά. Ό Damien, μέσα στά χάλια του,.«είναι δλο έλ πίδα, χωρίς νά ’χ ει τόν έλάχισ το λόγο νά έλπίζει». Καί άς μή φαίνεται ή εύτυχία, μπ ορ εί νά κρύβεται κοντά, δπως ή κοπέλα πού τή γύρευε τόσον καιρό καί βρισκόταν δίπλα του. Μά τί είναι, τέλος πάντων, αύτός ό θησαυ ρός, αύτό τό φώς τό μυστικό πού σ βήνει τή δυστυχία, πού δίνει τόσο κουράγιο ; Μ ήπως μάς έρχεται άπό κάποιον άλλο κόσμο, άπό κά ποιον-θεό πού κάποτε μάς χαμογελάει; Δ έν τό λέ ε ι ό Dhotel. Είναι άνθρωποι πού ψάχνουν, μπ ορ εί καί νά βροΰν, κάτι θαυμάσιο πού θ ’ άλλάξει τή ζωή -φ τ ά ν ε ι αύτό. Θά έχανε τή μα γεία του τό μυστικό, άν έξηγιόταν λογικά - έ τ σ ι κ ι άλλιώ ς, δέν γίνεται νά έξηγηθεϊ... Ό σωστός μυθιστοριογράφος δέν κάνει κήρυγμα. Γράφει ό Dh6tel: «Τί μάς δίνει ή τέχνη; Δέν ξέρω ποιά άπάντηση σέ δέν ξέρω ποιά έρώτηση». Τ ίποτ’ άλλο. Ά ς μείνει έτσι τό μυστικό. Τόσο μακριά (δέν πιάνεται) άλλά καί τόσο κοντά. «'Ένα μυστήριο μέσα στό φώς.» Γιατί, καί ύπερφ υσικό νά 'ναι, φ ανερώνεται μέσα άπό τόν φυσικό κόσμο, καί νά τό μόνο σίγουρο: ή όμορφ ιά τού κόσμου. Φαίνεται παντού στό βιβλίο, σέ κάθε πε ρ ι γραφή. Ό ίδ ιος ό D h6tei είναι μανιακός φ υ σιολάτρης, ξέρει κάθε φυτό, έπώ νυμο καί όνομα (έχει γράψει κ ι ένα βιβλιαράκι γιά... τά μανιτάρια5!). Ω ρ α ίο ς ό κόσμος λοιπόν, ή μάλ λον πάντα μπορεί νά ξαναγίνει ώραϊος, καθα
31
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ρός, άθώος -έξαρτάται άπό τά μάτια μας. Νά λοιπόν τό θέμα πού άκούγεται, κάτω άπό γοητευτικές παραλλαγές, στό κάθε έργο τού Dh6tel. Ό περίπατος συνεχίζεται, μέ τό ένα πό δι στην πραγματικότητα, καί τό άλλο άλλοϋ. Καί μάς θυμίζει κάτι παλιούς ζωγράφους, τόν Claude Lorrain π.χ., πού ξανάρχιζε πάντα τόν ίδ ιο πίνακα, προσπαθώντας νά πιάσει στά γα λήνια τοπία του -ά λ η θ ιν ά καί ονειρώδη μα ζίκάποιο χρυσό φώς. Πάντα σοϋ ξεφεύγει. Πάντα κάτι σοϋ άφήνει. Σοϋ πλένει τά μάτια. Εύτυχισμένος λοιπόν ό Dhdtel - ά ν καί μοντέρ νος συγγραφέας... "Ας τόν άκούσουμε: «Τό ξέραν καλά οί άρχαίοι "Ελληνες δτι ό κάθε θεός θά μένει άόρατος γιά πάντα. Απλά, όνειρευόντουσαν. Παρ’ δλη τήν πανούκλα καί τούς πολέμους όνειρευόντουσαν, ή μάλλον επιθυμούσαν νά καταλάβουν, καί ζωγράφιζαν
τά όνειρά τους». "Ετσι κάνει καί ό δικός μας ό Dh6tel. MICHEL DE VOLKOVITCH Σημειώσεις:
1. Ce lieu d6sh6rit6 (Αυτός ό άπόκληρος τόπος). Ma ch§re Sme (Ψυχούλα μου). L'ile de la croix d’or (Τό νησί μέ τό χρυσό σταυρό). Υπάρχει καί ένα διήγημα, Idylle έ Samos (Ειδύλλιο στή Σάμο), στή συλλογή Idylles (Είδύλλια). 2. Un jour viendra (Θά έρθει ή μέρα). 3. Ό Dhotel έγραψε μιά βιογραφία τού Rinbaud: La vie de Rinbaud (Ή ζωή τού Rinbaud), καθώς καί δυό μελέτες πάνω σ' αύτόν: Rinbaud et la revolte moderne ( O Rinbaud καί ή σύγχρονη έξέγεροη), L' oeuvre logique de Rinbaud (Τό λογικό έργο τού Rinbaud). 4. "Εχει γράψει ό Ιδιος καί γιά τά παιδιά. 5. La vrai mystere des champignons (Τό άληθινό μυ στήριο των μανιταριών). Ποιητικό, φιλοσοφικό, άπό τά πιό νόστιμα έργα τού Dhotel.
Ή ιταλική έκδοτική τέχνη ΡΩΜΗ, Μάιος. Ό Ιταλικός τύπος άφιέρωσε τό 1981 πολλά ένδιαφέροντα άρθρα στά προβλή ματα τής έκδοτικής τέχνης καί κίνησης, καί στή λεγάμενη «κρίση τοϋ βιβλίου». Ποιος είναι ό σημερινός προσανατολισμός τών μεγάλων καί μικρών έκδοτικών ο’ίκων; Ποιά είναι τά κρι τήρια έκλογής ενός βιβλίου; Πώς γίνεται ή πώ ληση τών βιβλίων; Κατά τή γνώμη μας, τό νά ρίξουμε μιά ματιά πάνω σέ τέτοια περί·1 πλοκή πραγματικότητα έπιτρέπει δχι μόνο νά πληροφ ορηθοϋμε σχετικά μέ μιά άλλη χώρα, άλλά καί ν ’ άντλήσουμε ένδείξεις καί συμβου λές γιά τά ένδεχόμενα προβλήματα πού έπίσης ή ελληνική κοινωνία θά μπορούσε ν ’ άντιμετωπίσει. Στά πλαίσια τοϋ πρόσφατου συνέδριου μέ θέμα «Έκδοτική τέχνη καί κουλτούρα στό Μιλάνο τών χρόνων 1920-40», ό κριτικός Ma rino Livolsi παρουσίασε μιά ιστορική μελέτη, έξετάζοντας τό ζήτημα «'Ανάγνωση καί άλλα καταναλωτικά άγαθά». ’Ανάμεσα στ’ άλλα ση μείωνε κι ένα άρθρο τοϋ Barzini, μέ τίτλο «Γχά τήν προστασία τού άναγνώστη», πού βγήκε τό Γενάρη τοϋ 1937 στήν Corriere della Sera. Ό άρθρογράφος μιλούσε γιά «έξαπάτηση» τοϋ
32
άναγνώστη, άποπροσανατολισ μένου άπό μιά κακή διαφήμιση, καί τά έβαζε μέ σφοδρότητά μέ τά λογοτεχνικά βραβεία, τά όποια πρόσφέραν έργα πού παραστρατούσαν κι άπομάκρυναν τόν άναγνώστη. «Τό κοινό ύπάρχει· κι αύτό τό κοινό πρ έπ ει νά τό προστατέψουμε»· πρός αυτόν τό σκοπό ό Barzini ύποστήριζε μιά τολμηρή βιομηχανική πολιτική, μέ τήν εισ αγωγή τεχνολογίας, «μάρκετινγκ», ύποδεικνύοντας σέ ένα έπόμενο άρθρο στόχους καί τεχνικές πού θά βοηθήσουν στήν πλήρη κατα νόηση τής πραγματικής καί δυναμικής άνάγκης τών άναγνωστών. ’Ακόμα, άκολουθώντας τά λόγια τοϋ Livolsi, μέσα άπό ένα περ ιο δικό τού 1937 καί κάτω άπ’ τόν τίτλο «Ά καδη μίες καί βιβλιοθήκες», δια βάζουμε: «Στό μεγαλύτερο ποσοστό τών περι πτώσεων οι βιβλιοπώλες ξέρουν νά κάνουν τή δο υλειά τους. Πουλούν ένα βιβλίο πού “ τρα βάει ”, πού τό κοινό ζητάει. Ά λ λ ά γιά κείνο τό βιβλίο πού δέν τραβάει, καμιά πρωτοβουλία, καμιά φροντίδα. Μετά άπό 10 ή 15 μέρες τό άφ αιροϋν άπό τή θιτρίνα ή τόν πάγκο καί τό ξαναβάζουν στά ράφια, όπου νεκρώνεται, θά βεται γιά πάντα». Τούτες έδώ οί σκέψεις μοιάζουν νά ειπώθη καν τό 1982 άντί γιά τό 1937, άφοϋ προτείνουν
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ προβλήματα «τωρινά» γιά τήν ιταλική έκδοτική τέχνη. Κανένας, δσο καί άν είναι ιδεαλιστής, δέν μπορεί ν’ άγνο εί δτι τό β ιβ λίο είναι καί ένα έμπορικό π ρ ο ϊό ν φ υσ ικά ένα Ιδιαίτερο προϊόν, πού θά έπρ επε νά φ τιαχτεί κυρίω ς άπό Ιδέες, καί όχι π ο υλη μένο σάν ένα σαπούνι. "Ομως οί μεγαλύτεροι Ιταλοί εκδότες (ol M ondadori καί Fabbri είναι πρώ τοι στή σειρ ά) αύτό τόν καιρό ποντάρουν βασικά στή διεύρυνσ η τής άγοράς καί τό δυνάμω μα τής παραγωγής, έπενδύοντας δισεκατομμύρια σέ διαφ ημιστικές καμπάνιες. "Ας άναλύσουμε τήν περίπτωση τού M onda dori, πού γιά τό 1980 δήλω σε κέρδη έξι δισε κατομμύρια λιρέτες· βρισκόμαστε μπροστά δχι σέ έναν «άπλό» έκδο τικό οίκο, άλλά σ’ ένα άληθινό συγκρότημα, πο ύ διαθέτει τυπογρα φικό έξοπλισ μό ά π ’ τούς τελειότερους καί με γαλύτερους στήν Ευρώπη. Καλύπτει όλόκληρο τό φάσμα στήν έκδοτική τέχνη, άπ’ τά σχολικά στό διήγημα, ά π ’ τό δο κίμ ιο στά κλασικά έργα. Ό M ondadori είσήγαγε πρώτος τή φόρμουλα τών clubs (γιά τήν όπ οια θά τά πούμε πιό κάτω...), μέ τήν 'ίδρυση τού C lub τών Εκδοτών, τών ’Αναγνωστών κλπ. Ά π ό χρόνια έχει μο νο πω λήσει τόν τομέα τού οίκονο μικο ΰ βιβλίου μέ τή σειρά τών βιβλίω ν Oscar, καί τώρα, μετά τή σύμπραξη κατά 50% μέ τις έκδόσεις Harlequin USA, άνοιξε νέους δρ ό μο υς στό έμπόριο τού βιβλίου μέ τό λανσ άρ ισ μα τής σειράς «rosa» (αισθηματικά ρομάντσα). Τίς μεγαλύτερες μεταπολεμικές έπιτυχίες του άποτελοϋν τά έβδομαδιαϊα περιοδικά, δπως τό Panorama, Grazia κι άλλά, καί τώρα ή όλοκληρωτική δίψα του έπεκτάθηκε καί στό χώρο τού καθημερι νού τύπου (Repubblica, M attino τής Padova, Tribuna τής Treviso κλπ.). Μέ τέτοιους οίκονο μικο ύς «κολοσσούς» πώς μπορούν ν ’ άνταγω νίζονται οί μικροί καί μεσαίοι έκδοτες, άγκυ ρο βολη μένο ι άκόμα σέ οικογενειακές δομές; Π ολλο ί δέν άντέχουν, κι άναγκάζονται νά κλείσουν. Μ ερικοί άφομοιώνονται άπό τούς μεγάλους. ΟΙ άλλοι προσανα τολίζονται σέ ειδ ικευμ ένου ς τομείς. Στήν ’Ιταλία ο ί έκδο τικο ί οίκοι, μικροί καί με γάλοι, άνέρχονται σέ 2000 περίπου: άπ’ αύτούς κάπου 1800 θεω ρούνται μικροί, γύρω ατούς 190 μεσ αίοι ή μικρομεσαϊοι, ένώ οί πρα γματικά μεγάλοι είναι πάνω-κάτω καμιά δεκα ριά (M ondadori, Rizzoli, Fabbri, Garzanti, Einaudi, De Agostini, Laterza, UTET, Editori Riuniti, Feltrinelli καί κάνα δυό άλλοι), πού μοι ράζονται περ ίπ ου τό 50% όλόκληρου τού έκδοτικού τζίρου. Σχετικά μέ τά πα ραπάνω μάς έρχεται στό
μυαλό ένα ένδιαφ έρο ν βιβλίο, πού βγήκε πέρ σ ι άπ’ τίς έκδόσ εις R iu niti, «L’in dustria del romanzo» (Ή βιο μη χα νία τού μυθιστορήματος) τού Alberto C adioli. Π ρόκειται γιά μιά τεκμη ριωμένη έργασία πάνω στίς «λογοτεχνικές έκδόσεις στήν 'Ιταλία ά π ’ τό 1945 μέχρι τό 1980», όπου ό συγγραφέας καταφ έρ νει νά περ ιπλέξει διάφ ορους τρόπους άνάλυσης, έξετάζοντας τό θέμα ά π ’ τήν κριτικο αισ θη τική άποψη καί τήν κοινω νιολογική καί τήν Ιστορική. Στό τε λευταίο κεφάλαιο, ύπογραμμίζοντας τούς στε νούς δεσμούς πού ύπάρχουν μεταξύ τής τωρι νής στάσης τής έκδοτικής άγοράς καί τής γε νικότερης οικονο μική ς κρίσ ης, ό Cadioli μάς πληροφ ορεί: « Ό λ ο καί περισσότερο τό βιβλίο δέν κατορθώνει ν ά γ ίν ε ι ένα “ πρ ω τεύον” άγαθό, άφ οϋ ή τιμή του είν α ι σχεδόν άπλησίαστη γιά έναν ύποψ ήφ ιο άγοραστή μέ μέτριο μισθό καί άπό χρόνια σ υν η θισ μ έ ν ον νά προτιμά τά β ιβλιοδετημένα κ ε ίμ ενα πα ρά τίς οίκονομικές έκδόσεις». Κάθε προϊόν φ τάνει στόν καταναλωτή μέσα άπό κανάλια τέλεια «άναγνωρίσ ιμα». Τό βιβλίο φτάνει μέσα άπό τά β ιβλιοπ ω λεία θά ’λεγε κα νείς. Κι όμως όχι, τουλάχιστον σέ μεγάλο π ο σοστό: πάνω ά π ’ τό 60% τών βιβλίων δέν πουλοϋνται στά βιβλιοπω λεία. Τό 1978 (τά πράγματα δέν έχουν άλλάξει στά 2-3 τελευταία χρόνια) οί συνολικές εισ πράξεις άπό έκδό σ εις β ιβλίω ν ήταν 518 δισε κατομμύρια λιρ έτες· άπ' αύτά, τό 38,2% τών βιβλίων πουλήθηκαν λ ιανικά άπό βιβλιοπωλεία, χαρτοπωλεία, περίπτερα, τό 48,3% μέ δόσεις, καί τό ύπόλοιπο 13,5% άκολούθησε τό δρόμο τών «book-clubs» καί τής «ταχυδρομικής» πώ λησης. Σύμφωνα μέ μιά έρ ευνα πού έκανε ό M on dadori, ύπάρχουν στήν ’ Ιταλία γύρω στά 3.200 βιβλιοπωλεία· τά περισ σ ότερα βρίσκονται στή β όρεια καί κεντρική Ιταλία, βασικά στίς μεγά λες πόλεις , καί σ υγκεντρωμένα στά ισ τορικά κέντρα. Στίς μικρές πό λεις καί στά χωριά, τά βιβλία τά πουλούν περ ίπτερα καί χαρτοπωλεία.
33
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ φ υσ ικά μέ μιά περ ιορ ισ μένη έπιλογή τίτλων. Ό χαμηλός άριθμός β ιβ λιοπ ω λείω ν κατα ντάει τό βιβλίο είδος γιά μιά έλίτ. Θά έλεγες δτι τό βιβλιοπ ω λείο φ οβίζει τόν άπλό άν θρωπο: τό 25% τών πελατών ε ίναι πτυχιοϋχοι, τό 48% κατέχουν ένα άπ ολυ τήρ ιο μέσης έκπαίδευσης, τό ύπόλοιπο πρ ο έρχεται άπ’ τή βασ ική έκπαίδευάη. Ό ύπεύθυνος τής διακίνη ση ς βιβ λίου τοϋ οίκου Rizzoli έλεγε σέ μιά συνέντευξη στον M ario Passi (βλ. «Unite» τής 23/4/81): «Οί σ υνη θισ μ ένοι πελάτες μας έρχονται γιά νά πλη ρ οφ ο ρη θο ύν γύρω άπ' τίς νέες έκδόσεις, τριγυρίζουν άνάμεσα στούς πάγκους καί τά ράφια, ξεφ υλλίζουν πο λλού ς τόμους, διαβά ζουν τό όπισθόφ υλλο. Στό τέλος μπορεί νά μή ν πάρουν τίποτα, έκείνη τή μέρα. Ό καινού ρ ιος πελάτης μπ αίνει γεμάτος άμηχανία, ζη τά ει χαμη λόφ ω να έναν τίτλο πού ’χε ι στό μυ αλό του, πλη ρ ώ νει καί φεύγει». Στήν έκλογή ένός β ιβ λίου συχνά δροϋν οί π ιό διαφ ορ ετικο ί καί άδ ιανόη τοι μηχανισμοί: ή φήμη τοϋ συγγραφέα, ή διαφ ήμισ η (ειδικά έκείνη πού άκολουθεΐ ένα λογοτεχνικό βρα βείο) κι άκόμα ή γέννηση ένός «φαινόμενου» μετά τό θάνατο τοϋ δημιουργού του. Μέ λίγα λόγια, ό «άσυνήθιστος» άναγνώστης αισ θάνεται τήν άνάγκη π ά ν ω ά π ’ όλα νά κατευθυ νθεϊ καί νά σιγουρ ευτεί ψ υχολογικά γιά τίς έπιλογές του. Ή έπιτυχία τών πω λήσεω ν μέ δόσ εις έξηγεϊται άκριβώς κάτω άπό τή λογική τώ ν διευκο λύνσ εω ν πο ύ παρέχουν. Ό παρα γωγός φτάνει μέχρ ι τήν πόρτα σου, έξηγεϊ, πείθει, καί μ ’ ένα μικρό σ υμβόλαιο πού έσύ ύπογράφ εις τό προϊόν «βιβλίο» φ τάνει στό ρά φ ι σου. Συχνά πρ ό κειται γιά ένα έργο δύσκολο κι άλμυρό, δπως μιά έγκυκλοπαίδεια, άλλά, π έ ρα άπό τήν άμ φ ισβητούμενη έπιστημονική της άξια, παρουσιάζεται σάν κάτι πού «χρειάζεται σέ μιά οίκογένεια». Μ έσα στήν ίδ ια έμπορική λογική έξαπλώ νεται έπίσης τό φ αινόμενο τών «book-clubs», μέ θελκτικές οικονο μικές πρ ο σφ ορές πού πα γιδεύουνε τόν σ υνδρομητή γιά 1-2 χρόνια τουλάχισ τον. Χωρίς άμφ ιβολία, σήμερα ή ιταλική έκδοτική ισ τορία ζεϊ μιά μεταβατική περίοδο, γεμάτη άντιφ άσεις κι έρωτήματα, όμως αύτή ή καμπή άπ ό μιά βιομηχα νική φάση σέ μιά πο λυεθνική όλο κλήρ ω σ η είναι παγκόσμια καί έχει άρνητικά άπ οτελέσματα καί γιά άλλες χώρες. Οί στατι στικές παρουσιάζουν τό 1981 σάν χρονιά δχι τόσο καρποφ όρα γιά τούς έκδότες στή διεθνή άγορά. Στίς Η.ΓΙ.Α. τά βιβλία συσσωρεύθηκαν στά βιβλιοπω λεία. Στήν 'Α γγλία, τή χώρα πού γεννή θη κε τό «penguin book» (οικονομικό β ι βλίο), ύπήρχε μιά σοβαρή κρίσ η άκριβώς στόν
34
τομέα τοϋ βιβλίου τσέπης. Στή Γαλλία, τό έμπόριο γενικά έχασε έδαφος, μέ έξαίρ εση τά Harlequin. Στή Γερμανία οί δουλειές πήγαν κα λά μόνο γιά τά clubs, τά όποια έφτασαν στόν άνώτατο βαθμό έξάπλω σής τους. Ό λα αύτά τά δεδ ομ ένα πού συλλέξαμε (καί τό εύχαρισ τώ μας πη γαίνει κυρίω ς στά άρθρα τοϋ M ario Passi τής «Unite») μπορούν νά προκαλέσουν στούς άναγνώ στες δμοια έρωτή ματα σχετικά μέ τήν Ε λ λ ά δ α . Πράγματι, στό «Διαβάζω» συστηματικά βγαίνουν άρθρα άφιερωμένα στούς διάφ ορ ους έκδοτικούς οί κους (βλ. τή στήλη «Ε κδότες»)· όμως ή σύγ κρισ η μέ τήν Ιταλική κατάσταση ζητάει νά πλα ταίνουμε τόν όρίζοντά μας, γιά μιά πανορα μική θέα τών πρ ο βλημάτω ν καί τών προσανα τολισμών τής έλληνικής έκδοτικής τέχνης, άφοϋ στά τελευταία 6-7 χρόνια ή άγορά τοϋ βιβ λίου άνέβηκε άρκετά. ESTHER SILVESTRI ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΑΜΒΑΚΙΝΟΣ
Κυκλοφόρησε
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Ένα περιοδικό συγγραφέων τής Σιβηρίας ΜΟΣΧΑ, Μάιος. Τό περ ιο δικό «Sibirskiye Ogni» (Φώτα τής Σιβηρίας), πού τυπώνεται στό Novo sibirsk, καταλαμβάνει μιά ξεχωριστή θέση άνάμεσα ατά λογοτεχνικά περ ιο δικά πού έκ δίδο ν ται στή Σιβηρία. Είναι ένα άπό τά πιό πα λιά σο βιετικά λογοτεχνικά π ερ ιο δικά καί δικ α ιο λ ογη μένα έχει μεγάλη δημοτικότητα άνάμεσα στους άναγνώστες τόσο τής ΕΣΣΔ δσο καί τού έξωτερικοϋ. Τά τελευταία χρό νια μάλιστα διευθύνεται άπό τό γνωστό συγγραφ έα Anatoli Nikulkov, δημιουργό πο λλώ ν μυθιστορημάτων, άνάμεσα στά όποια συγκαταλέγονται τό «Μ έ σα στήν ταραχή» καί τό «Πάνω σ' έναν π λ α ν ή τη πενιχρά έξοπλισμένο», αύτό τό τελευταίο βασισμένο στό θέμα τού Vladimir Mayakovsky καί τή λογοτεχνική ζωή τής δεκαετίας τού '20. Γέννημα-θρέμμα τής πό λης Voronezh, ό Ni kulkov έζησε πολλά χρόνια στή Σ ιβηρία καί έχει άποφοιτήσει άπό τό Π αιδ αγωγικό Ιν σ τ ιτ ο ύτ ο τού Novosibirsk, δπου σπούδασε Ισ τορία, Ό συγγραφέας γνωρίζει τή γή τής Σιβηρίας μέ δλα της τά προβλήματα καί τίς δυνατότητες καί έχει ένα άληθινό ένδιαφ έρο ν γιά τό μ έ λ λον της. Ή Ariadna Ivanovskaya, άνταποκρίτρια τού γνωστού περιοδικού «Σοβιετική Λογοτεχνία», συνάντησε τόν Anatoli Nikulkov στό Novosibirsk καί τού πήρε μιά ένδιαφ έρουσα συνέντευξη, πού δημοσιεύτηκε σ ’ ένα άπό τά τελευτα ία τεύχη τής «Σοβιετικής Λογοτεχνίας». Ά π ό τή συνέντευξη αύτή άναδ ημ οσ ιεύ ου με μερικές άπό τίς περισσότερο ένδιαφ έρουσες έρωτήσεις καί άπαντήσεις. •
Ξέρουμε δτι τό περιοδικό σας είναι ένα άπό τά παλαιότερα στή Σοβιετική Ένω ση. Μπορείτε νά μάς πείτε λίγα λόγια γιά τήν Ιστορία του; Τό πρώτο τεύχος τού «Sibirskiye Ogni» έμφ α νίστηκε τό Μάρτιο τού 1922. Ή έκδοσή του λ ε ι τούργησε σάν έρέθισμα στήν άνάπτυξη τής σοβιετικής λογοτεχνίας στή Σιβηρία. Συμπτω ματικά, τό πρώτο λογοτεχνικό περ ιο δικό τής Σιβηρίας ύπήρξε τό δεύτερο λ ογοτεχνικό π ε ριοδικό σ ’ όλόκληρη τή Σοβιετική Ρωσία - τ ό πρώτο ήταν τό περ ιο δικό «Krasnaya Νον», πού Ιδρύθηκε μέ τή συμμετοχή τού Λ ένιν καί έκδό θηκε στή Μόσχα, ξεκινώντας γύρω στά τέλη τού 1921.
Γιά νά καταφέρουμε νά πάρουμε μιά Ιδέα τών δυσκολιώ ν πού συνεπάγεται ή ίδρυση ένός λογοτεχνικού περ ιοδικού μέσα στίς σ υν θήκες πού έπικρατοϋσαν έκείνη τήν έποχή, π ρ έπ ει νά στραφούμε στήν Ιστορία. Τό Δ εκέμβριο τού 1919 ό Kolchak καί ό στρα τός του κατατροπώθηκαν καί διώχτηκαν άπό τή Σιβηρία. Ή πόλη Novosibirsk, πού τότε ήταν άκόμη γνωστή σάν Novonikolayevsk, είχε ύποφ έρ ει δλο τό βάρος τού πολέμου· καταστρο φή, πείνα καί έπιδημίες. Τότε, στό έρημω μένο, σ κοτεινό καί άπογυμνωμένο Novonikolayevsk συγκεντρώθηκε μιά μικρή όμάδα συγγραφ έω ν καί δημοσιογράφω ν. Ό έξέχων λενινιστής έπαναστάτης Emelyan Yaroslavsky, πο ύ τότε ήταν έκδότης τής έφ ημερίδας «Soviet Siberia» (Σοβιετική Σιβηρία), έγινε ή ψυχή τής όμάδας. Π ολλοί άπό κείνους πού πήραν μέρος στήν έ κ δοση τού πρώτου τεύχους τού περ ιο δικού έξελίχτηκαν άργότερα σέ έπαγγελματίες συγ γραφείς. Ή Lydia Seifullina ήταν ή πρώτη διε υ θύντρια σύνταξης τού καινούριου περ ιοδικού, ό Kondrati Urmanov ό πρώτος στοιχειοθέτης καί ol Valerian Pravdukhin καί Feoktist Berezov sky οί πρώτοι συντάκτες ύλης. "Εχουν περάσει σχεδόν έξήντα χρό νια άπό τότε. Ή Σοβιετική Σιβηρία έχει ύποστεΐ έναν ό λοκληρω τικό μετασχηματισ μό καί τό Novosi birsk έχει έξελιχθεΐ σέ μία μεγάλη καί άνετη πό λη, μέ ένα πληθυσμό πάνω άπό ένα έκατομμύριο. Καί έχει γ ίνει δχι μόνο μιά έξαιρετικά σημαντική βιομηχανική πόλη, άλλά καί ένα έπισ τημονικό καί πολιτιστικό κέντρο. Δ έν θά ’ταν όμως ύπερβολή νά πεϊ κανείς δτι ή λαμπρή φωτιά τής πνευματικής άνάπτυξης τής σ ημ ερι νής Σιβηρίας άναψε άπό τίς φλόγες τού «Sibir skiye Ogni», πού ξεφύτρωσε μέσα άπό τό σ κο τάδι τού άπογυμνωμένου Novosibirsk, πού έκεΐνες τίς μέρες ήταν μιά πόλη δίχως κανένα έπιστήμονα ή καλλιτέχνη.
Μιλήστε μας γιά τούς σημερινούς συγ γραφείς στή Σιβηρία. Πολλοί άπό αύτούς πού τώρα είναι διάσημοι, ξεκίνη σαν τή λογοτεχνική σταδιοδρομία τους άπό τό «Sibirskiye Ogni» καί άπό κεϊ πέ ρασαν στόν έθνικό χώρο. Νομίζω δτι ή Σιβηρία πρόσφερε στή λογοτεχνία μας πολλούς νέους καί ξεχωριστούς συγ γραφείς.
35
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ Ναί, πο λλο ί διάσ ημοι συγγραφείς ξεκίνησαν τη σ ταδιοδρομία τους στή Σιβηρία. Ό ξακουστός πο ιη τής Leonid Martynov γιά παράδειγμα· γέννημ α-θρ έμμ α τού Omsk, έζησε πο λλά χρόνια στή Σιβηρία καί τά πρώτα έργα του πού είδαν τή δημοσιότητα ήταν αύτά πού έκδόθηκαν άπό τό περ ιο δικό μας τό 1923, δταν ήταν μόλις 16 χρό νω ν. Μ έχρι τό 1945 δημοσίευσε τούς καλύ τερους στίχους του καί τά μεγάλα του πο ιή μα τα στό «Sibirskiye Ogni». Τώρα μ ένει στή Μό σχα, δπως κι ένας άλλος άπό τούς πιό σπου δαίους ποιητές μας, ό Vasili Fyodorov. Στή διάρκεια τού πολέμου ό Fyodorov ήταν πολύ νέος καί δο ύλευ ε σάν όξυγονοκολλητής σέ ένα έργοστάσιο άεροπλάνων τού Novosibirsk. Συνήθιζε νά φ έρ νει τά ποιή ματά του στό λογο τεχ νικό σύλλογο. Επ ικεφ αλή ς του τότε ήταν ό σ ιβήριος συγγραφέας Savva Kozhevnikov, πού σάν μέντορας τού νεαρού ποιη τή προσφ έρθηκε νά έκδώ σει τά ποιή ματά του στό «Sibirskiye Ogni». Τό μυθιστόρημα τού Sergei. Sartakov «Ή π ε ριοχή Sayan» πρωτοεκδόθηκε έπίσης στό πε ρ ιοδ ικό μας, δπως καί όλόκληρος ό κύκλος τών « Ισ τορ ιώ ν τού Barbin» τού 'ίδιου συγγρα φέα, πού κέρδισε τό κρατικό βραβείο τής ΕΣΣΔ. Καί ό πεζογράφος Anatoli Ivanov ξεκίνη σε τή λογοτεχνική του σταδιοδρομία στό No vosibirsk. Μ όλις άποφοίτησε άπό τό Π ανεπι στήμιο τής Alma-Ata είχε έκδώ σει μιά τοπική έφ ημ ερ ίδα καί γιά άρκετά χρόνια μετά δο ύλε ψε σάν βοηθός έκδότη στό «Sibirskiye Ogni». Τά πρώτα έργα τού Ivanov, δπως τό «Νεραϊδόνημα» καί τό «Οί σκιές έξαφανίζονται τό μεση μέρι», πού τόν έκαναν εύρύτατά γνωστό, πα ρουσιάστηκαν άπό τό περιοδικό μας. Ε μ ε ίς έπίσης δημοσιεύσαμε τό πρώτο μυθιστόρημα τού Victor Astafyev «Ή κλεψιά», ένός άκόμα δημοφ ιλή στις μέρες μας συγγραφέα, τό δ ιή γημα τού Valentin Rasputin «Χρήματα γιά τή Μαρία», καθώς καί τά πρώτα έργα τού Sergei Zalygin καί πο λλώ ν άλλων συγγραφέων. Θά ήταν άδύνατο νά άναφέρουμε δλα τά όνόματα, άλλά θά ήθελα νά έπισημάνω τό γεγονός δτι τό περιοδικό «Sibirskiye Ogni» πρωτοπαρουσίασε στό άναγνωστικό κοινό όρισμένους περίφημους συγγραφείς (δπως ό συγγραφέας τών Mansi, Yuvan Shestalov γιά παράδειγμα) πού άνήκουν σέ μικρότερες έθνικές όμάδες πού κατοικούν στή Σιβηρία.
Θεωρείτε μιά τέτοια τεράστια συρροή συγγραφέων άπό τή Σιβηρία στή σοβιε τική λογοτεχνία σάν κάτι συμπτωματικό; Τό θέμα αύτό δέν έχει άκόμη έρ ευνηθεϊ άπό
36
μελετητές. Μ πορώ μόνο νά διατυπώσω' τήν προσω πική μου γνώμη. Ή Σιβηρία έλκύει άνθρώπους άπό όλόκληρη τή Σοβιετική Ένωση, κι αύτό πού πα ρατηρού με έδώ είναι μιά συγκέντρωση δυναμικώ ν καί Ικανών άτόμων, πού ένώνονται μέ τήν τάξη τών γηγενών Σιβήριων καί σχετικά σύντομα άποκτοΰν τίς ιδ ιαίτερες ιδιότητες τού σιβηρικοϋ χαρακτήρα· κι αύτός ό χαρακτήρας τού Σιβήριου είναι στ’ άλήθεια κάπως άσυνήθιστος. 01 Σιβήριοι κουβαλούν τή γνώση τής άχανούς έκτασης τής γής τους. Ή Σιβηρία άπότελεϊ τήν ένωση δύο στοιχείω ν: τής στέππας καί τής τάιγκας. Οί μεγάλες στέππες Kulunda καί Baraba εκτείνονται άπο τό Omsk ώς τό Novosi birsk καί ή τάιγκα καλύπτει όκτώ χιλιάδες χ ι λιόμετρα άπό τήν άριστερή δχθη τού ποταμού Ob μέχρι τόν Ειρηνικό ώκεανό. Οί Σιβήριοι είναι άκόμα πολύ σκληραγωγημένοι. Έ χο υν συνηθίσει στό βαρύ κλίμ α, δπου ή έτήσια διαφ ορά θερμοκρασίας άνάμέσα στό χ ειμώ να καί στό καλοκαίρι είναι 88 °0 (άπό - 5 0 ° έως + 38°0). Δέν είναι λ οιπό ν νά άπορεί κανείς πού ό κάτοικος τής Σιβηρίας αισ θ άνε ται άνετα σέ όποιοδήποτε γεωγραφ ικό πλάτος. Μ πορεί νά δουλέψ ει εύχάριστα τόσο στήν ’Αν ταρκτική δσο καί στόν Ισ η μερ ινό. Ό λ α αύτά άφ ήνουν τή σ φραγίδα τους στό σιβηρικό χαρακτήρα καί στούς συγγραφείς τής Σιβηρίας φυσικά, πού στό έργο τους περ ιγρά φουν τήν'έξω τική καί σπάνια φ ύση αύτής τής εκπληκτικής γής.
Τό περιοδικό σας δείχνει ένα Ιδιαίτερο ένδιαφέρον σέ δ,τι άφορά τή Σιβηρία. Ποιά είναι τά πιό σημαντικά έργα στόν τομέα τής ποίησης, τής πεζογραφίας καί τής κριτικής πού έχουν γραφτεί πά νω σ' αύτό τό θέμα καί έχουν δημοσιευ τεί στό «Sibirskiye Ogni» μέσα στά δύο, τρία τελευταία χρόνια; Φυσικά τό περ ιοδικό άσχολεΐται κυρίω ς μέ τό θέμα τής Σιβηρίας. Ά λ λ ά μοϋ ξανάρχεται στό νού ή άποψη τού Ούγγρου φίλου μας καί συ ναδέλφ ου, τού κριτικού Zoltan Zimoni, πού κά ποτε, άναφερόμενος στό δικό τού περ ιο δικό πού έκδίδεται στό Miskolc καί στό δικό μας τό «Sibirskiye Ogni», παρατήρησε δτι «ζοϋμε καί έργαζόμαστε στήν έπαρχία, τά περιοδικά μας δμως δέν είναι καθόλου επαρχιώτικα, για τί ή έπαρχιώ τικη νοοτροπία δέν είναι θέμα κατοι κίας, άλλά τρόπος σκέψης». Συμφωνούμε άπόλυτα μαζί του, γιατί τό «Sibirskiye Ogni» μετα χειρίζεται τή σιβηρική πραγματικότητα γιά νά δώ σει λύση σέ προβλήματα έθνικά, άλλά καί διεθγή. Παράλληλα προσπαθούμε νά είμαστε οί χ ρ ο
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ νικογράφοι τής σύγχρονης Σιβηρίας. Γιά παρά δειγμα, άφιερώνουμε μεγάλο μέρος τού π ε ριοδικού μας στά μεγάλα κατασκευαστικά έρ γα τής Σιβηρίας καί ιδιαίτερα τό ΒΑΜ (σιδηρο δρομική γραμμή Baikal-Amur). Μάλιστα πάνω άπό δυό χρόνια τό περιοδικό έμπερ ιέχει ένα μόνιμο τμήμα πού όνομάζεται «Τό Sibirskiye Ogni στήν πετρελαιοφόρα περιοχή τού ποτα μού Ob», πού είναι άφ ιερωμένο στή ζωή των έργατών πετρελαίο υ. Επίσ ης, στήν πόλη Niz hnevartovsk τό περιοδικό διατηρεί ένα γρα φείο, δπου μέλη τής συντακτικής έπιτροπής συναντούν έργάτες καί διευθυντές άπό όλα τά σχετικά μέ τό πετρέλαιο έπαγγέλματα: έργά τες πετρελαίου, πιλότους, γεωφυσικούς καί πολλούς άλλους. Πρόσφατα πήγαμε άεροπορικώς γιά νά παρακολουθήσουμε μιά συζήτηση στρογγυλής τραπέζης καί μαγνητοφωνήσαμε μερικά πολύ ένδιαφέροντα σχόλια έργατών. ’Επιπλέον τό περιοδικό μας προβάλλει καί τις δραστηριότητες πού άναπτύσσονται στό Akademgorodok, τό έπιστημονικό κέντρο τού Novosibirsk, καί στό σιβηρικό παράρτημα τής ’Αγροτικής 'Α καδημία ς, πού τά κτίριά της καί οί άγροί πειραματικής καλλιέργειας βρίσκον ται έπίσης κοντά στό Novosibirsk. Οί έπιστήμονες συχνά παρουσιάζουν τις νέες έξελίξεις τής έργασίας τους άπό τις στήλες τού περ ιο δι κού μας. Γ ιά παράδειγμα, ό άκαδημαϊκός Alexei Okladnikov, μέλος τής συντακτικής έπιτροπής τού περιοδικού, δημοσίευσε ένα άρθρο πάνω στά άποτελέσματα μιάς συλλογικής έρευνας σοβιετικών καί άμερικανών έπιστημόνων, άρχαιολόγων καί άνθρωπολόγων, πού πήραν μέ ρος σέ άποστολές στά νησιά Aleuti καί στήν περιοχή τής λίμνης Baikal, στή Σιβηρία, γιά νά μελετήσουν τούς άρχαίους πολιτισμούς τών λαών τής ’Ασίας καί τής ’Αμερικής. Ό σ ον άφορά τήν πεζογραφία πού δημοσιεύ σαμε στό περιοδικό μας, πρέπει νά άναφ έρουμε τό τρίτο καί τελευταίο βιβλίο τού έπους γιά τόν Λένιν, γραμμένο άπό τόν διάσημο σιβήριο συγγραφέα Afanasi Koptelov. Τού πήρε πολλά χρόνια γιά νά γράψει αύτή τήν τριλογία, πού καλύπτει τή ζωή καί τό έργο τού Λένιν στά χρόνια τής έξορίας του στή Σιβηρία, στό δεύ τερο συνέδριο τού Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατι κού Κόμματος καί στήν περίοδο τής προετοι μασίας γιά τήν ένοπλη έξέγερση τού Δ εκέμ βρη 1905. Μ ελέτησε τά έγγραφα στά άρχεία καί έξέτασε πολλά γεγονότα καί άμέτρητο Ολι κό. Έ νώ γραφόταν ή τριλογία, τό περιοδικό μας τή δημοσίευε κατά τμήματα, μέχρι πού όλοκληρώθηκε. Τό τελευταίο μυθιστόρημα τής τριλογίας, «Τό μέσο», τιμ ήθηκε μέ τό κρατικό βραβείο τής ΕΣΣΔ γιά τό 1979. Ανάμεσα στά πιό πρόσφατα Λογοτεχνικά έρ
γα μπορούμε νά άναφ έρ ουμε τό μυθιστόρημα τού David Konstantinovsky, «Yakonur» (είναι ή φ ανταστική όνομασία μιάς λίμνης καί τής γύ ρω της περιο χής). Ό συγγραφέας τού μυ θι στορήματος είναι ένας έπιστήμονας πού έργάζεται στό ’Ινστιτούτο Π υρηνικής Φυσικής τού Akademgorodok καί τό πεζογράφημά του π ε ρ ι γρ άφ ει τήν πάλη τών έπιστημόνω ν νά διατηρή σουν μιά μεγάλη λίμνη άμόλυντη. Ό συγγρα φέας δ είχνει ότι ή έπισ τημονική καί τεχνολογι κή έπανάσταση εισβάλλουν άναπόφευκτα στό φ υσ ικό περιβάλλον, καί ε ίναι τής γνώμης ότι π ρ έπ ει νά άγωνιζόμαστε, όχι τόσο γιά τήν προστασία τής φύσης, άλλά γιά τήν άρμονία μάλλον άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τή φύση. Ξεχωρίζει άκόμα ή δο υλειά τού Mikhail Cher nenko, πού γράφ ει άσ τυνομικά μυθιστορήματα. Τά διηγήματά του: «Τά διαμάντια τού Kukhterin», «Στοιχηματίζεις, χάνεις», καί Ιδιαίτερα τό «Ή άνάκριση έδραιώθηκε» είν α ι πολύ γνωστά. Τό τελευταίο αύτό διήγημα μεταφράστηκε στά τσέχικα καί έκδόθηκε στήν Πράγα. Μέ λίγα λόγια, τό «Sibirskiye Ogni» μένει π ι στό σέ μιά παλιά παράδοση: τήν άναζήτηση νέων προικισμένω ν συγγραφέω ν καί νέων έρ γων. Βρισ κόμαστε πάντα σέ έπιφυλακή γιά νά άνακαλύπτουμε νέους συγγραφείς πού συ^νά μάς φ έρ νουν έργα πού άσχολοϋνται μέ σ ημαν τικά προβλήματα τής έποχής μας.
Καί μιά τελευταία έρώτηση: Ποιοι είναι οί δεσμοί τού περιοδικού μέ άλλες χώ ρες: Συχνά έρχονται νά έπισ κεφ θ οϋ ν τούς έκδοτες τού περ ιοδικού μας έπισκέπτες άπό τό έξωτερικό, άνάμεσά τους π ο λ λ ο ί συγγραφείς καί δ η μοσιογράφοι. "Εχουμε πολλούς έπισκέπτες άπό τή Λαϊκή Δ ημοκρατία τής Γερμανίας. Τό «Sibirskiye Ogni» δένεται μέ δεσμούς παλιάς δημιουργικής φ ιλίας μέ τά έξής περιοδικά: τό ούγγαρέζικο έβδομαδιαίο λογοτεχνικό «Napjaink», τό πολω νικό «Odra» καί τό μογγολικό «Tsog». Κάθε χρόνο άνταλλάσσουμε άποστο λές συγγραφέων, ή έπισκέψεις μεμονωμένων συγγραφέων, ένώ τακτικά δημοσιεύουμε έργα φ ίλων μας τού έξωτερικοΰ. Τό περιοδικό μας έπίσης παρουσιάζει στούς άναγνώστες του τό έργο συγγραφέων άπό δ υ τικές χώρες. Γιά παράδειγμα, δημοσιεύσαμε τελευταία μυθιστορήματα τής Frangoise Sagan, τού άμερικανοϋ πεζογράφου Evan Η. Rhodes καί άλλων. Τέλος, τό περιοδικό «Sibirskiye Ogni» έχει συνδρομητές στήν Πολωνία, Δυτική Γερμανία, Γαλλία, Σενεγάλη, ’Ιαπωνία καί πο λ λές άλλες χώρες. A r |ADNA IVANOVSKAYA
(Μετάφραση: Καίτη Γαζή)
37
Έρη Σταυροπούλου
’Ά ν οί "Ελληνες πού γράφουν... Ά ν ο ί "Ε λλη νες π ού δ ια β ά ζ ο υ ν δεν ή τα ν ποτέ π ο λ λ ο ί, έκεΐνοι πού γ ρ ά φ ο υ ν όμω ς ήτα ν π ά ν τ α ά ρκετο ί. Κ α ί ένα π ο λ ύ μεγάλο μέρος ά π ό τά δ ημοσ ιεύ ματα α υ τ ά δέν έ κ δ ό θ η κ ε αύτοτελώς ά λ λ ά π έρασ ε σέ π ε ρ ιο δ ικ ά . Α υ τ ή ή ιδ ια ιτερ ό τη τα τω ν π ε ρ ι ο δ ικ ώ ν εντύ π ω ν -κ ά π ο τ ε υ π α ίτ ια κ α ί γ ιά την εύκολη κα τα στρ οφ ή τ ο υ ς - σ υγκέν τρωσε στίς σελίδες τους πλή θ ο ς π ο λ ύ τ ιμ ο υ υ λ ικ ο ύ . Μ έ τίς παρούσες σ υνθήκες κ ά θ ε ερευνητής ε ίν α ι ά να γκα σ μ ένο ς ν ά « ά ν α κ α λ ύ π τ ε ι τήν ’ Α μ ε ρ ικ ή » γ ιά λ ο γ α ρ ια σ μό το υ , ν ά ξ ε φ υ λ λ ίζε ι δ η λα δ ή κ α ί ν ά ψ ά χ ν ε ι άμέτρητα τεύχη π ε ρ ιο δ ικ ώ ν (ά ν ε ίν α ι τυχερός κ α ί β ρει τά έντυπα π ο ύ τόν ένδ ια φ έρ ο υ ν) γ ιά ν ά ό λο κλη ρ ώ σ ει μ ία μελέτη του. Σ π α τ ά λ η χ ρ ό νο υ κ α ί ά μ φ ίβ ο λ ο ά π ό ά π ο ψ η πληρότητας ά ποτέλεσ μα . “Α ν μ ά λισ τα σ τρα φ ο ύμ ε σ τό 19ο α ιώ ν α , ή κα τά σ τα σ η ε ίν α ι σ χεδό ν ά π ε λ π ισ τ ικ ή . Γ ιά τήν π ε ρ ίο δ ο ά κ ρ ιβ ώ ς π ο ύ τό π ε ρ ιο δ ικ ό κ ρ α τ ά α κ ό μ η ένα π ο λ ύ μεγ άλο μέρος ά ν α γ κ α ίω ν π λ η ρ ο φ ο ρ ιώ ν γ ιά τήν ά ν ασ ύνθ εσ η τής επο χ ής , εμείς β ρ ισ κ ό μ α σ τ ε στό σ η μ ε ίο ν ά άγνο ού με κ α ί π ο ιά ε ίν α ι τ ά π ε ρ ιο δ ικ ά π ο ύ έκδ ό θ η κ α ν τότε. Ε ύ τυ χ ώ ς τό πρ ό β λ η μ α αύ τό φ α ίν ε τ α ι δ τ ι θ ά λ υ θ ε ί σ ύ ντο μ α μέ τήν έ ρ γα σ ία τής Μ ά ρ θας Κ α ρ π ό ζ η λ ο υ « Ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία τ ώ ν ελ λ η ν ικ ώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν τού 19ου α ιώ ν α » ,1 π ο ύ θ ά έκδο θεϊ ά π ό τό « Ε λ λ η ν ικ ό Λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό κ α ί 'Ισ τ ο ρ ικ ό ’ Α ρ χ ε ίο » ( Ε . Λ . Ι . Α ) . 'Υ π ά ρ χ ε ι ά κ ό μ α ά νέκδ οτη ά π ό τό Μ ά ν ο Χ α ρ ιτ ά τ ο ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία τώ ν ε λ λ η ν ικ ώ ν ή μ ε ρ ο λ ο γ ίω ν τού 19ου α ιώ ν α . Ά λ λ ά ό π ο ιο ς γ ν ω ρ ίζ ε ι τίς ελληνικές β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς , ξέ ρ ε ι ήδ η π ό σ ο δύ σ κο λο ε ίν α ι ν ά βρ ει κ α ί ν ά μελετήσει τά έν τυ π α πο ύ τυχ ό ν τόν έ ν διαφ έρο υν. Στό π ε ρ ιο δ ικ ό « Δ ια β ά ζ ω » έγινε κ α ί ά λ λοτε λόγος γ ιά τήν ά ν ά γκ η ά ν α λ υ τ ικ ή ς ευρετηρ ίασ ης τώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν , ώστε ν ά γίν ο υ ν π ρ ο σ ιτά στούς μελετητές τά π ε ρ ιε χ ό μ ε ν α τού κά θ ε έντύπου.2 Π ρός τήν κατεύ θυ νση α υτή έγιναν κ α ί γίν ο ν τ α ι άρκετές έργασίες. Ά λ λ ά ο ί εΰρετηριάσεις αυτού τού είδ ου ς, ά ν κ α ί σ υχνά διαφ έρο υν στόν τ ύπ ο τους ά π ο σ κο π ο ύ ν γε ν ικ ά στό ν ά δώ σο υν τήν ει κ ό ν α κ α ί τήν ισ τ ο ρία ένός μό νο π ε ρ ιο δ ικ ο ύ , περισ σ ότερο ή λιγότερο ά ν α λ υ τ ικ ά . ’ Ε π ισ η
38
μ α ίν ω ά κ ό μ η ό τ ι μέ τόν άρ γό ρ υ θ μ ό π ο ύ π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι τέτοιες έργασίες θ ά π ε ρ ι μένο υμ ε δεκα ετίες π ρ ίν ν ά έ μ φ α ν ισ τ ε ϊ έστω κ α ί ένα ικ α ν ο π ο ιη τ ικ ό π ο σ οσ τό ε ύ ρ ετη ρίω ν τ ώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν . Ά ν όμ ω ς κ α ν ε ίς θελή σ ει ν ά δ ώ σ ε ι ά π ά ν τησ η σέ έ ρ ω τήμ ατα τού είδους « Τ ί έ γ ρ α ψ α ν κ α ί π ο ύ δ ιά φ ο ρ ο ι σ υγγ ραφ είς;», « Π ο ιά τ ά π ο σ ο σ τ ά πο ίη σ η ς κ α ί πεζο ύ λόγ ου σ τίς σε λ ίδ ες τ ώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν ;» , « Τ ί μ ε τ α φ ράσ τη κε κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς ;» , « Τ ί π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς έχου με γ ιά π ρ ό σ ω π α , β ιβ λ ία , θεα τρικές π α ρ α σ τ ά σεις;» κ .ά . ε ίν α ι φ α ν ε ρ ό ότι τέτοιες ά π ο ρ ίε ς π α ρ α μ έ ν ο υ ν άλυτες ά κ ό μ η . Κ α ί ε ίν α ι έ πίσ ης θ λ ιβ ε ρ ό ό τ ι π ο λλές μελέτες σ τ α μ α τ ο ύ ν μ π ρ ο σ τ ά σ τά έ μ π ό δ ια γ ιά τήν ό λ ο κ λ ή ρ ω σ η τής έρευνας ή κα τ α λ ή γο υ ν στήν α π λ ή έ κ θεση τού ύ λ ικ ο ύ , άφ ή νοντας γ ιά άρ γότερ α ή γ ιά άλ λ ο υς τήν κ ρ ιτ ικ ή π ο ύ θ ά β α σ ίζ ε τ α ι στά π ο ρ ίσ μ α τ α τής έρευνας. Μ έ β ά σ η κ α ί τ ά π α ρ α π ά ν ω τό π ρ ό β λ η μ α π ο ύ τ ίθ ε τ α ι γ ιά ά λ λ η μ ιά φ ο ρ ά ο ξύ ε ίν α ι τό πό τ ε θ ά πρ ο χ ω ρ ή σ ο υ μ ε στήν τ αχύτερ η ά π ο δελ τ ίω σ η τώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν . Χ ω ρ ίς ν ά π α ρ α βλέ π ου με τή δ ια φ ο ρ ά στά π ε ρ ιε χ ό μ ε ν α κ α ί στούς σ τόχους τώ ν π α λ ιό τ ε ρ ω ν ά π ό τ ά ν ε ό τερ α π ε ρ ιο δ ικ ά , χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι ν ά κ α θ ο ρ ισ τ ε ί ένα ε ν ια ίο σύσ τη μα άπ ο δ ε λ τ ίω σ η ς κ α ί ν ά γ ίν ε ι ο μ α δ ικ ή δ ο υ λ ε ιά π ο ύ ν ά ά π ο β λ έ π ε ι σέ κ ο ιν ό σ τόχο. Τ ό « Ε λ λ η ν ικ ό Λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό κ α ί 'Ισ τ ο ρ ικ ό
’ Α ρ χ ε ίο » μέ την π λ ο ύ σ ια σέ π ε ρ ιο δ ικ ά β ι βλ ιο θ ή κη του ά ν α λ α μ β ά ν ε ι - ά φ ο ΰ στόν ό ρ ίζοντα δεν φ α ίν ε τ α ι άλλη διέ ξ ο δ ο ς - ν ά ξ ε κ ι νήσ ει τήν π ρ ο σ π ά θ ε ια γ ιά τήν άπ οδ ελτίω σ η δλω ν τώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν κ α ί ήμ ερ ολο γίω ν (γ ιά τήν ώ ρ α π α ρ α μ ε ρ ίζ ο ν τ α ι ο ί εφημερίδες) β ά σ ει κα ν ό ν ω ν π ο ύ θά τεθούν σ υλλο γικά. Ή πρ ό τασ η τού Ε . Λ . Ι . Α ε ίν α ι: 1. ν ά βρ εθεί ένας ένιαϊος κ α ί κ ο ιν ά άπ οδεκτός τύπος δελτίω ν πο ύ ν ά πε ρ ιλ ά β ε ι ό λα τά ά ν α γ κ α ϊα σ τ ο ιχ ε ία κ ά θ ε λήμματος κ α ί ν ά π ρ ο σφ έρ εται γ ιά π ο λλα π λές κατατάξεις· 2. τό Ε . Λ . Ι . Α θ ά δια θ έ τ ε ι τά δελτία κ α ί τίς σειρές τώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν του κ α ί θά ε κ δ ί δ ει κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς ένότητες ά π ό τό συλλο γ ικ ό αυτό ευρ ετή ριο, όταν σ υ μ πλη ρώ νεται μ ία περ ίο δ ο ς ή ένας τομέας· 3. τά δελτία π ο ύ θά συγκεντρ ώ νο νται θά τ α ξ ιν ο μ ο ύ ν τ α ι κ α ί θ ά ε ίν α ι στή διάθεσ η τών ερευνητών. Γ νώ μο να ς γ ιά τήν περ ιγ ρ α φ ή τού « ιδ α ν ι κού δελτίου» ά π οδ ελτίω σ ης ε ίν α ι φ υ σ ικ ά τά κάθε είδους έρ ευνη τικά αιτ ή μ α τ α π ο ύ θά π ρ έπ ει ν ά κ α λ ύ π τ ε ι. Τ ό ίδ ιο δελτίο πο λ λ α π λ α σ ια σ μ ένο (σέ φ ω το α ντ ίγ ρ α φ α ;) θ ά μπ ο ρεί ν ά κα τα τα γ εί στό ό νο μα τού συγγραφ έα, τού μετα φ ρασ τή , τού είδους (π ο ίη σ η , πεζο γ ρ α φ ία , άρ θρ ο κ λ π .), κ αθ ώ ς επίσ ης, μέ βάση τό π ερ ιεχ ό μ ενό του , στά θέματα πο ύ διαπ ρ α γμ α τεύ ετα ι ή στά π ρ ό σ ω π α γ ιά τά ό π ο ια κυ ρ ίω ς γ ίν ε τ α ι λόγος. Μ έ τόν τρ ό π ο αύτό αμέσω ς μετά τήν όλοκλήρ ω σ η τής άπ οδ ελτίω σ ης τώ ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν θά ε ίν α ι έτοιμες κ ά θ ε είδους β ιβ λ ιο γρ α φ ίε ς , τών ονο μά τω ν κ α ί θεμάτων πο ύ εμφ α νίσ τη κ α ν στόν π ε ρ ιο δ ικ ό τύπο. Ο ί δύ ο β α σ ικές δυ σ κολίες γ ιά τήν όλοκλήρ ω σ η τής δο υλειά ς ε ίν α ι ό χρόνος πο ύ θά χρεια σ τεί γ ιά τήν άπ οδ ελτίω σ η τών π ε ρ ιο δ ικ ώ ν κ α ί ό βαθμός πληρότητας κ α ί ομ ο ιο μ ο ρ φ ία ς τώ ν δελτίω ν. Γ ιά τό σ κ ο π ό αύτό όμω ς θ ά υ π ά ρ χ ο υ ν ύπ ε ύ θ υ ν ο ι συντο νιστές πο ύ θ ά κ α θ ο ρ ίζ ο υ ν τίς ένότητες τών π ε ρ ιο δ ικ ώ ν π ο ύ θά δ ίν ο ν τ α ι γ ιά ά π οδ ελ τίω σ η κ α ί θ ά δ ιε υ κ ρ ιν ίζ ο υ ν τίς τυχόν άσάφειες κ α ί δ υ σ κολίες . Ά λ λ ω σ τ ε μ α ζ ί μέ τά δελτία, πο ύ θ ά έχουν τυπ ω μ ένα τά σ τ ο ιχε ία τής ά π οδ ελτίω σ ης τού κά θ ε λήμματος, θά δίν ετα ι κ α ί φ υ λ λ ά δ ιο μέ ά να λυ τικές όδηγίες. ’ Α να μ φ ισ β ή τ η τ α στην π ρ ο σ π ά θ ε ια αύτή χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι ν ά σ υμμέτάσχουν π ο λ λ ά άτομα, τά ό π ο ια π α ρ ά λ λ η λ α μέ άλλες π ρ ο σω πικές εργασίες θ ά ήταν διατεθειμένα ν ά εργαστούν γ ιά τόν κ ο ιν ό αύτό στόχο. Ά ν σ κεφ τούμε π ό σ ο ι ά π ό μάς κ α ί πόσες
φορές ξ ε φ υ λ λ ίσ α μ ε π .χ . τ ά « Π α ν α θ ή ν α ια » ψ άχ ν ο ν τ α ς γ ιά σ υνερ γασ ίες ή άναφ ο ρές ε ί ν α ι φ α ν ε ρ ό ό τ ι ή τ ω ρ ιν ή θ υ σ ία μέρους τσύ χ ρό ν ου μας μ η δ ε ν ίζε τ α ι μπρός στό κ ο ιν ό σ υμφ έρον.
Σημειώσεις:
1. Βλ. Μάρθα Καρπό ζήλον, Ή βιβλιογράφηση τών ελ ληνικών περιοδικών τον 19ου αιώνα, «Διαβάζω» 26 (Δεκέμβριος 1979), ο. 28-34. 2. Βλ. ’Αδαμάντιος Στ. Άνεστίδης, Ή εύρετηρίαση τών περιοδικών (σχεδίασμα βασικών μεθοδολογικών Αρ χών), «Διαβάζω» 21 ( ’Ιούνιος 1979), σ. 32-35, όπου καί κατάλογος τών εύρετηρίων πού ϊχονν ήδη γίνει. Προτάσεις σχετικές μέ τό σχέδιο αύτό είναι εΰπρόσδεκτες, καί τυχόν ένδιαφερόμενοι μπορούν νά γρά ψουν στό: «Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρχείο», Ελλανίκου 38, ’Αθήνα (516).
88
39
Νίκος Φίλης
Καταγραφή τής φοιτητικής εκδοτικής εμπειρίας (απόπειρα πρώτη) Η φ ο ιτ η τ ικ ή έ κ δ ο τ ικ ή δ ρ α σ τ η ρ ιό τ η τ α μ ε τ ά τ ή μ ε τ α π ο λ ίτ ε υ σ η δ ι α κ ρ ί ν ε τ α ι σ έ δ ύ ο π ε ρ ιό δ ο υ ς : μ έ χ ρ ι τ ό 1978, ά π ό τ ό 1978 μ έ χ ρ ι σ ή μ ε ρ α . Ή δ ιά κ ρ ισ η α υ τ ή , π α ρ ό τ ι μ π ο ρ ε ί ν ά θ ε ω ρ η θ ε ί ά π ό λ υ τ η , β α σ ίζ ε τ α ι σ έ ά ν ά λ ο γ η δ ι ά κ ρ ι σ η σ υ ν ο λ ικ ά τ ώ ν φ ο ι τ η τ ικ ώ ν π ρ ω τ ο β ο υ λ ιώ ν κ α ί τ ή ς π ο ρ ε ία ς ά ν ά π τ υ ξ η ς τ ο ϋ φ ο ιτ η τ ικ ο ύ κ ιν ή μ α τ ο ς .
Το κεντρικό έντυπο τής παράταξης Τ ό πρ ώ το μετά τή μετα πο λίτευσ η δ ιά σ τ η μ α ή φ ο ιτ η τ ικ ή έ κ δ ο τ ικ ή δρ ασ τη ριό τητα π ε ρ ιο ρ ίσ τη κε σ τά κ ε ν τ ρ ικ ά έντυπ α τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν πα ρ α τ ά ξ ε ω ν (Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ό ς ’ Α γ ώ να ς , Π α ν σ π ο υ δ α σ τ ικ ή , Σ π ο υ δ α σ τ ικ ό ς ’ Α γ ώ να ς , Σ π ο υ δ α σ τ ικ ό ς Κ ό σ μο ς, Σ ά λ π ισ μ α κ .ά . ) κ α ί στά μο ν όφ υ λ λ α , π ο ύ έκ δίδο ν τ α ν ε υ κ α ιρ ια κ ά (π .χ . καταγγελίες, « κ α λέσμ α τα», π ρ ο κη ρ ύ ξ ε ις ). Κ ο ιν ό χ α ρ α χτ η ρ ισ τ ικ ό ή στενά σ υ ν δ ικ α λ ισ τ ικ ή λ ε ιτ ο υ ρ γ ία τους. Δ έν γ νω σ το π ο ιο ύ σ α ν γεγονότα α λ λ ά τ ο π ο θετούνταν ά π έ ν α ν τ ι στά γεγονότα. 'Η πρ ώ τη μ ετα πο λιτευτική «άνθηση» τών κ ε ντρ ικώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν εντύπω ν κ ά λ υ π τ ε τήν ά νά γ κη τής γρ ήγορης κ ι έντονης π ο λ ιτ ικ ο πο ίη σ η ς . ’ Α ντισ τ ο ιχ ο ύ σ ε στόν μονοσ ή μαντα σ υ ν δ ικ α λ ισ τ ικ ό τ ρ όπ ο όργάνω σης τοϋ φ ο ι τ η τικο ύ κινή μ α τ ο ς . 'Ικ α ν ο π ο ιο ύ σ ε τίς άνάγκες π ο ύ π ρ ο έ κ υ π τ α ν ά π ό τήν ά ν τ ιπ α ράθεση τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν π α ρ α τ ά ξ ε ω ν γύ ρω ά π ό τ ό ύ £ στόχους δ ιε κ δ ίκ η σ η ς τού φ ο ιτ η τ ι κο ύ κινή μ α το ς (ά π ο χ ο υ ν τ ο π ο ίη σ η , κ ε ν τ ρ ι κές π ο λ ιτ ικ έ ς έπιλογές). Ή πα ρ ά δ ο σ η τής πρ ο δ ικ τ α τ ο ρ ικ ή ς « Π α ν σ πο υδ ασ τικής » είχε ξεχαστεΐ. Ή π ρ ο δ ικ τ α -
40
τ ο ρ ικ ή «Π α ν σ π ο υ δ α σ τ ικ ή » υ π ή ρ ξ ε ύ π ο δ ε ιγ μ α τ ικ ό φ ο ιτ η τ ικ ό έντυπο γ ιά τήν έποχή της. Σ υ σ π ε ίρ ω σ ε κ ι άνέδειξε τίς έ π ισ τ η μ ο ν ικές πρ ω τ ο πο ρ ίε ς . Σ τ ά θ ηκ ε στήν π ρ ώ τη γρ α μμ ή τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν κ ιν η τ ο π ο ιή σ ε ω ν . ’ Α ν τ ίθ ε τ α , μετά τή μεταπολίτευση δέν σ τά θη κ ε δυ νατή ή έκδοση έστω κ ο ιν ώ ν σ υ ν δ ι κ α λ ισ τ ικ ώ ν δ ε λτίω ν ά π ό τούς μ α ζ ικ ο ύ ς φ ο ρ είς ( δ ιο ικ η τ ικ ά σ υ μ β ο ύ λ ια , Ε Φ Ε Ε ). Τ ά κ ε ν τ ρ ικ ά φ ο ιτ η τ ικ ά (π α ρ α τ α ξ ια κ ά ) έντυπα υ λ ο π ο ιο ύ σ α ν , μέ μερικές έξαιρ έσ εις, μ ιά σ υγκ ε ν τ ρ ω τ ικ ή ά ν τίλη ψ η γ ιά τό ρόλο τών φ ο ιτ η τ ικ ώ ν ορ γανώ σεω ν κ α ί τήν ά ν ά π τ υ ξ η τοϋ φ ο ιτ η τ ικ ο ύ κινή ματο ς. "Ο ταν πλέο ν έπήλθε κ α ί ορ γα ν ω τ ικ ή ταύτιση τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν π α ρ α τ ά ξ ε ω ν μέ τίς περισσότερες π ο λ ιτ ικ έ ς νε ολ α ίε ς , τά κε ν τ ρ ικ ά φ ο ιτ η τ ικ ά έν τ υ π α δ ιέ κ ο ψ α ν τήν έκδοσή τους. Τ ή λ ε ι τ ο υ ρ γ ία τους κ ά λ υ ψ α ν τά όρ γανα τώ ν π ο λ ι τ ικ ώ ν ορ γανώ σεω ν νεολα ίας.
Τό άποκεντρωτικό φοιτητικό έντυπο Τ ό κ ε ν ό π λ έ ο ν ήταν ευδ ιά κ ρ ιτ ο . Μ έ π ο ιό ν τ ρ όπ ο θ ά εκφ ρ αζό ντου σ αν ο ί φοιτητές; Σ τ ή ν ή μ ε ρ ή σ ια διά τα ξη τοϋ φ ο ιτ η τ ικ ο ύ
κ ιν ή μ α το ς ή ά να νέω σ η τώ ν λε ιτ ο υ ρ γιώ ν κ α ί τώ ν σ τό χ ω ν του. Ή διεύρ υνσ η τ ώ ν δρασ τη ρ ιοτή τω ν τού φ ο ιτη τικο ύ κιν ή μ α τ ο ς τ α υ τ ί στηκε πλέο ν μέ τή διεύρ υνσ η τής έννοιας « π ο λ ιτ ικ ή » . Μ έ τήν ά νά δ ε ιξ η τής κ ο ιν ω ν ι κής διά σ τα σ η ς θεμ άτω ν π ο ύ ά π ω θ ο ϋ ν τ α ν στή σ φ α ίρ α τού « Ιδ ιω τ ικ ο ύ » . Φ ο ιτ η τ ικ ό κ ί ν η μ α δέν σ ή μ α ινε πλέο ν δ ιο ικ η τ ικ ό σ υμ β ού λ ιο . Ή π ο λ ιτ ισ τ ικ ή δρ ασ τη ριό τητα δέν χ ω ρούσε στά μέτρα τ ώ ν π λ ε ιο ψ η φ ιώ ν -μ ε ιο ψ η φ ιώ ν . Ν έ ο ι θ εσ μ οί όρ γάνω ση ς τ ώ ν φ οιτητώ ν - θ ε σ μ ο ί άμεσης δ η μ ο κρ α τ ία ς - ά ρ χ ισ α ν ν ά δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ ντα ι: ο ί γυ ν α ικ ε ίε ς όμάδες, ο ί π ο λ ιτ ισ τ ικ ο ί ό μ ιλ ο ι, τά φ ο ιτ η τ ικ ά έντυπα. 'Ιδ ια ίτ ε ρ α μετά τίς φ οιτη τ ικ έ ς κ α τ α λ ή ψ ε ις τού 1979. Τ ά φ ο ιτ η τ ικ ά έντυπ α . /.δ ίδ ο ν τ α ν ά π ο κ ε ν τ ρ ω μένα ά π ό όμάδες φ οιτ η τ ώ ν π ο ύ ήτα ν τοπ οθ ετημ ένοι στόν ά ν α ν ε ω τ ικ ό χ ώ ρ ο κ ι ευρύτερα στό χ ώ ρ ο τής άμφ ισ β ήτη ση ς. Σ τ ό χος τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν εντύπ ω ν, ν ά δ ια μ ο ρ φ ώ σ ο υ ν έναν «ά λλο λόγο» στό φ ο ιτ η τ ικ ό κ ί νη μ α . Ν ά ά π ο τυ π ώ σ ο υ ν κ α ί ν ά δ ια π λ ά σ ο υ ν τόν κ ο ιν ω ν ικ ό χ ώ ρ ο τής σχολής. Ν ά ά ν α πτύ ξ ο υ ν τήν έντυπη δ η μ ο κ ρ α τ ία , πο ύ στό π α ν δ α ιμ ό ν ιο τής π ρ ο φ ο ρ ικ ή ς « σ υ ν δ ικ α λ ι σ τική ς δο υλειάς» έ μ φ α ν ιζ ό τ α ν σάν μ ιά π ρ ο σ π ά θ ε ια γ ιά τή δ ια μ ό ρ φ ω σ η φ οιτ ητ ικ ή ς πα ρ ά δ ο σ η ς μέ σ υ ν έ π ε ια , σ υν έ χ ε ια κ ι υ π ε υ θυ νότητα.
Τά τεχνικά στοιχεία Τ ά φ ο ιτ η τ ικ ά π ε ρ ιο δ ικ ά ά σ χ ο λ ο ΰ ν τ α ι πλ έ ο ν μέ ζητή ματα σ π ο υ δ ώ ν κ α ί μέ π ρ ο β λ ή μ α τα ζω ής τώ ν φ οιτητώ ν. 'Α ν ά λ ο γ α μέ τόν ά ρ ιθ μ ό τώ ν «δυνά μει» α ναγνω στώ ν (δ η λ α δ ή τώ ν φ ο ιτη τώ ν κ ά θ ε σχολή ς) ε ξο ικ ο ν ο μ ε ίτ α ι ή ό χ ι τό ά ν α γ κ α ίο χ ρ η μ α τ ικ ό π ο σ ό γ ιά τήν έκδοση. Ή τε χ ν ικ ή τους π ο ικ ίλ λ ε ι. Χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν γ ιά τό «χτύ πη μα» : γρ α φ ο μ η χ α ν ή , λ ιν ο τ υ π ία , φ ω τοσύνθεσ η ή ά κ ό μ α κ α ί χ ε ι ροπ οίη τες μεμβράνες. Γ ιά τήν ά ν α π α ρ α γω γ ή: όφσετ κ α ί σ υ χ νά π ο λύγ ρα φ ο . Ή ένα λλα γή μ ο ρ φ ώ ν τεχ νική ς ό χ ι μό νο χ α μ η λ ώ ν ε ι τό κόσ τος, ά λ λ ά πα ρ έ χ ε ι δυνατότητες γ ιά μεγαλύτερη π ρ ω τ ο τ υ π ία στήν εμφ ά νισ η τού τεύχους. Τ ά περ ισ σ ότερ α π ε ρ ιο δ ικ ά έχουν π α ρ α μ ε ίνει στό «τεύχος 1, έτος 1». Ή έλλειψ η σ τ ο ιχειώ δ ο υ ς ύ λ ικ ο τ ε χ ν ικ ή ς ύπ οδ ομ ής (π .χ . π α ν ε π ισ τ η μ ια κ ά τ υ π ο γ ρ α φ ε ία , π ο λ ύ γ ρ α φ ο ι φ ο ιτ η τ ικ ώ ν σ υ λλό γ ω ν), ή αν ύ π α ρ κ τ η κ ρ α
τ ικ ή μέ ρ ιμ ν α δη μ ιο υ ρ γ ο ύ ν ά ν α σ χ ε τ ικ ο ύ ς όρους γ ιά τήν έκ δ ο τ ικ ή δ ρ α σ τη ριό τητα τ ώ ν φ ο ιτ η τ ώ ν .
Ά π ό τό φοιτητικό στά πανεπιστημιακά έντυπα Ή δ η μ ιο υ ρ γ ία π α ν ε π ισ τ η μ ια κ ή ς ε κ δ ο τ ι κ ής ύ π οδ ομ ής ε ίν α ι ά π α ρ α ίτ η τ η γ ιά π ο λ λούς λόγους. Σ τ ή ν π ε ρ ίπ τ ω σ ή μας β ο η θ ά σ η μ α ν τ ικ ά τήν έ κ δ ο τ ικ ή φ ο ιτ η τ ικ ή δρ ασ τη ρ ιότη τα . Ά μ ε σ α όμω ς τό κρ ά τος π ρ έ π ε ι ν ά ε πεκτείνει τό καθ εστώ ς τής άτέλειας χ ά ρ τ ου κ α ί στά φ ο ιτ η τ ικ ά π ε ρ ιο δ ικ ά , ενώ ο ί Ε π ιχ ε ι ρήσεις τού δ η μ ό σ ιο υ τομέα π ρ έ π ε ι ν ά δ ί ν ο υ ν δ ια φ η μ ίσ ε ις στά φ ο ιτ η τ ικ ά έντυπ α κ α τ ά πρ ο τ ε ρα ιότ η τ α έ ν αντι τώ ν κ ε ρ δ ο σ κ ο π ικ ώ ν ε κ δ ο τ ικ ώ ν έ π ιχε ιρ ή σ ε ω ν . "Ο λ α α ύ τ ά ε ίν α ι ά ν α γ κ α ϊα . Τ ό φ ο ιτ η τ ικ ό έντυπο μ π ο ρ ε ί σήμ ερα ν ά ε ξ ε λ ιχ θ ε ί σέ π α ν ε π ισ τ η μ ια κ ό έντυπο. Τ ή ν εύθύνη γ ιά τήν έκδοσ ή του ν ά τήν ά ν α λ ά β ο υ ν ά π ό κ ο ιν ο ύ όμάδες δ ιδ α σ κ ό ν τ ω ν κ α ί φ οιτ ητ ώ ν . Σ τόχ ο ς του ή κ ρ ιτ ικ ή τής π α ρεχ ό μενης π α ιδ ε ία ς σ τά Α Ε Ι. • Τ έλος, πα ρα θ έ τ ο υ μ ε κ α τ ά λ ο γ ο τώ ν φ ο ιτ η τ ικ ώ ν εντύπ ω ν π ο ύ κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ α ν ά π ό τό 1978 στά π α ν ε π ισ τ ή μ ια . Ό π ο ια δ ή π ο τ ε π α ρ ά λ ε ιψ η ό φ ε ίλ ε τ α ι στήν π ρ ο β λ η μ α τ ικ ή δ ια κ ίν η σ ή τους, π ο ύ κ α θ ισ τ ά σ χεδό ν άδ ύνατη τήν ά γο ρ ά τους «έκτος τώ ν τ ε ιχ ώ ν » τής σχολής. Μ έ σ α στήν πα ρένθ εσ η ό πρ ώ το ς ά ρ ιθ μ ό ς δ η λ ώ ν ε ι τό σ ύν ο λ ο τώ ν τ ευχ ώ ν ενώ ή ήμ ε ρ ο μ η ν ία , α ν ά λ ο γ α , τήν ή μ ε ρ ο μ η ν ία έκ δοσης τού πρ ώ τ ο υ κ α ί τελευτα ίου τεύχους, τού π ρ ώ το υ ή τού τελευτα ίου τεύχους. 1. Ά ρ μ ο ύ ρ η ς ό A ' (1, Μ ά ρ τ η ς 1980). Έ κ δ ίδ ε τ α ι ά π ό φ οιτητές τής Ν ο μ ικ ή ς Σ χ ο λής ( ’ Α θ ή ν α ). 2. Α Ρ Χ Ι (1 , Μ ά η ς 1980). Π ε ρ ιο δ ικ ό φ ο ι τητώ ν ’ Α ρ χ ιτ ε κ τ ο ν ικ ή ς Α Π Θ . 3. Δ ιά λ ο γ ο ς (2', 1977 - Ν οέμβρης 1978). "Ε κ δο σ η τού Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ο ύ ’ Α γ ώ ν α Π α ρ ι σ ιο ύ. 4. ΙΟ Υ Λ Ο Σ (1, Ν οέμ β ρη ς 1978). Έ κ δ ίδ ετα ι ά π ό ο μ ά δ α φ ο ιτ η τ ώ ν (Ο ικ ο ν ο μ ικ ο ύ Ν ο μ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς ). 5. Κ αθ ρ έφ της (1, Γενάρ ης 1981). Έ κ δ ίδε τ α ι ά π ό τήν ο μ ά δ α φ ο ιτ η τ ρ ιώ ν Β ιο λ ο γ ι κ ού . 6. Λ ε ιψ α ν δ ρ ία (1 , 1981). Έ κ δ ίδ ε τ α ι ά π ό άνεξάρτητους τής Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς .
41
7. Μ εγεθύ νσ εις (2 , τό α ' ά χ ρ ο ν ο λ ό γ η τ ο τ ό β ' Φ λεβ ά ρ ης 1981). Έ κ δ ο σ η Δ η μ ο κ ρ α τ ι κ ο ύ ’ Α γ ώ ν α Β ιο λ ο γ ικ ο ύ . 8. Ν ο μ ικ έ ς άνα ζ η τ ή σ ε ις (6 , τό α ' Ό κ τ ώ βρ ης 1977 - τό σ τ ' Ν οέμβρης 1978). 9. Ν ο μ ικ ό ς Δ ιά λ ο γ ο ς (1-4, ά ν ο ιξ η 1978 ά ν ο ιξ η 1980). Π ε ρ ιο δ ικ ό τού Σ υ λ λ ό γ ο υ Φ ο ι τη τώ ν Ν ο μ ικ ή ς Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η ς . 10. 'Ο ρ ίζ ο ν τ ε ς τής Ν ο μ ικ ή ς (2 , Ν ο έ μ β ρ η ς 1978 - Γ ενάρ ης 1979). Π ε ρ ιο δ ικ ή έ κδο σ η τού Ρήγα Ν ο μ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς . 11. 'Ό σ α θ ά θέλατε ν ά μάθετε γ ιά τή ζ ω ή σ τήν Α Σ Κ Τ κ α ί δέν ξέρετε π ο ιό ν ν ά ρ ω τ ή σετε (ά χ ρ ο ν ο λ ό γ η τ ο ). Έ κ δ ο σ η Δ η μ ο κ ρ α τ ι κού ’Α γ ώ να Α Σ Κ Τ . 12. Π ά ρ ο δ ο ς (2, τό α ' Μ ά ρ τ η ς 1981 - τό β ' Μ ά ρ τη ς 1982). Π ε ρ ιο δ ικ ό φ ο ιτ η τ ώ ν τής Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς Θ εσ σ α λ ο ν ίκ η ς . 13. Π ε ίν α κ α ί Δ ίψ α (2, Δ ε κ έ μ β ρ η ς 1981). Έ κ δ ίδ ε τ α ι ά π ό τήν Χ . Σ .Κ . - σ υν ε ρ γα ζ ό μ ε ν ο ι Θ ε ο λ ο γ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς . 14. Π ο λ υ τ ε χ ν ίτ η ς κ α ί ’ Ε ρ η μ ο σ π ίτ η ς (1 , Γ ενά ρ η ς 1980). "Ε ν α π ε ρ ιο δ ικ ό γ ιά ό λ ο τό ΕΜΠ. 15. Σ β έ ικ (1 , Μ ά ρ τ η ς 1982). Έ κ δ ο σ η Δ η μ ο κ ρ α τ ικ ο ύ ’ Α γ ώ ν α Π α ν τ ε ίο υ . 16. Σ π ο υ δ ή τ ώ ν Φ ο ιτ η τ ώ ν τής Φ ιλ ο σ ο φ ι κ ή ς (3 , ’ Α θ ή ν α Δ εκέμβ ρ ης 1979 — Μ ά ιο ς 1981). 17. Σ το ύ Γ κ ίν η (3, Γενάρ ης - Δ ε κ έ μ β ρ η ς 1978). Π ε ρ ιο δ ικ ό ελεύθερου δ ιά λ ο γ ο υ , έκ δο σ η Δ .Α . Π ο λ ιτ . Μ η χ α ν ικ ώ ν . 18. Σ ύ μ π τ ω μ α (3 , ά ν ο ιξ η 1979 - χ ε ιμ ώ ν α ς 1980). ’ Α π ό π ε ιρ α τής 'Ο μ ά δ α ς Φ ο ιτ η τ ώ ν ’ Ο δ ο ν τ ια τ ρ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς . 19. Τ ό Κ έρ α ς (1 , 1980). Έ κ δ ίδ ε τ α ι ά π ό πρ ω το ετείς τής Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς ’ Α θ ή ν α ς . 20. Φ α ια δ έ ρ ω ν (5, Μ ά ιο ς 1981). Έ κ δ ίδ ε τ α ι στή Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η ά π ό φ οιτητές τής Φ ι λ ο σ ο φ ικ ή ς Σ χ ο λ ή ς . 21. Φ ο ιτ η τ ικ ο ί 'Ο ρ ίζ ο ν τ ε ς (1 , Μ ά ιο ς 1978). Π ε ρ ιο δ ικ ό τού Ρήγα Φ ε ρ α ίο υ .
i
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΚΟΜΜΟΥΝΑ» Κ υκλοφορούν
Π Α Ν Τ Σ ΙΕ Ρ Ι - Ν Ε Γ Κ Ρ Ι ΤΡΟΝΤΙ
• Νεοκαπιταλισμός επαναστατικό κίνημα
και
Γ. Κ Α Ρ Α Μ Π Ε Λ ΙΑ Σ
• Κρίση του κεφαλαίου και αυτονομία N T. ΚΟ ΥΠΕΡ Α. Χ Ε Λ Λ Ε Ρ
© Οι ριζικές ανάγκες • Καταλήψεις σπιτιων στη Δυτική Ευρώπη © Αγγλία: Η εξέγερση των νέων (α πο το Μ πρ ίξ τ ο ν
στο Λ ίβ ε ρ -
πο υλ)
• Ο καταλήψιας (Η εικονογραφημένη ιστορία των καταλήψεων σπιτιων στη Δυτική Γερμανία)
Ε τ ο ιμ ά ζ ο ν τ α ι A N T O N IO Ν Ε Γ Κ Ρ Ι
• Απο τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό προλετάριο Μ Π Ε Ν Ζ Α Μ Ε Ν Κ Ο Ρ ΙΑ
© Τ ο ατελιε και ο χρονομέ τρης Γ . Κ Α Ρ Α Μ Π Ε Λ ΙΑ Σ
© Η μικρομεσαία δημοκρα τία S.P.K . ΧΑΪΔΕΛΒΕΡΓΗΣ • Οι «ψυχασθενείς» ενάν τια στο κεφάλαιο Εκδόσεις «Κ ο μ μ ο ύ ν α » Σουλίον 9 Τηλ. 3602.952 κ α ι 3602.644
42
Ούίλλιαμ Φώκνερ Πρίν άπό είκοσι άκριβώς χρόνια, στις 6 Ιουλίου 1962, πέθαινε ένα άπό τά κορυφαία ονόματα τής παγκόσμιας · λογοτεχνίας αύτοϋ τοϋ αιώνα: ό Ούίλλιαμ Φώκνερ. Γιά τό τεράστιας σημασίας έργο του έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα έκατοντάόες άρθρα καί μελέτες σέ όλο τόν κόσμο. Δυστυχώς, στην Ελλάδα ή γνωριμία μέ τό έργο του περιορίστηκε αρκετά άπό τη σχεδόν παντελή, έλλειψη μεταφράσεων των πεζογραφημάτων του. Μόλις τήν τελευταία δεκαετία άρχισαν νά μεταφράζονται καί νά έκδίδονται τά έργα τοϋ Φώκνερ στά ελληνικά · μέ αυξανόμενη μάλιστα συχνότητα τά δύο τελευταία χρόνια. Γι’ αύτό καί τό άφιέρωμα πού άκολουθεϊ, στό οποίο διασταυρώνονται άπόψεις γάλλων, άμερικανών καί έλλήνων δοκιμιογράφων, δέν μπορούμε νά πούμε ότι είναι γιά μάς τούς °.Έλληνες μιά εύκαιρία επιστροφής στόν Φώκνερ, άλλά ένα πραγματικό ταξίδι άνακάλυψης τοϋ έργου του. 43
Michel Gresset
Φώκνερ: Ή ζωή καί τό έργο του
1897 Σ τίς 25 Σ επτεμβρίου γεννιέτα ι στό Ν ιο ύ Ό λ μ π α ν υ (τής κομητείας Γ ιο ύ ν ιο ν τοΰ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι), στήν όδό Τ ζέφ φερ σον, ό Ο ύ ίλ λ ια μ Κ άθ μπ ερ τ Φ ώκνερ, ό πρώτος ά π ό τούς τέσσερις γιο υς τού Μ ιο ύ ρ ρ υ Κ άθμπερτ Φ ώκνερ κ α ί τής Μ ώ ντ Μ πάτλερ. 'Ο πατέρας του εργαζόταν τότε στή δ ιο ίκη σ η τής το π ικ ή ς σιδ ηρ οδ ρο μικής εταιρείας, τήν ό π ο ια ίδ ρυ σ ε ό π α π π ο ύ ς του, ό διάσημος Ο ύ ίλ λ ια μ Κ λ ά ρ κ Φ ώ κνερ (γεννήθηκε τό 1825 κ α ί πέθανε τό 1889), πο ύ έγραψε ένα περιπετειώ δες μυθιστόρημα μέ τίτλο Τό λευκό ρόδο τής Μέμφιδας καί τό ό π ο ιο έκανε 36 εκ δ ό σεις μέσα σέ 30 χ ρό νια.
1899 Γ εννιέται ή Σ ά λ λ ι Μ ιού ρ ρ υ Ο ύ ίλ κ ιν ς , μ ιά ξαδέλφ η πο ύ μετά τό 1904 θ ά άνα λ ά β ε ι τήν άνατροφ ή της ή ο ικ ο γ έ νεια Φ ώ κνερ κ α ί ή ο π ο ία θά π α ίζ ε ι τό ρόλο τής άδελφής γ ιά τούς άδελφ ούς Φ ώ κνερ (μετά τόν Ο ύ ίλ λ ια μ γεννή θηκε ό Μ ιο ύ ρ ρ υ Τσ άρλς τό 1898, ό Τ ζ ώ ν Ούέσλεϋ Θ ό μπσον ό Γ ' τό 1901 κ α ί ό Ν τήν Σ ου ίφ τ τό 1907).
ΟΙ τέσσερις ά&ελφοί Φώκνερ, στά 1910. Στό κέντρο ό Ούίλλιαμ, πού είναι καί ό μεγαλύτερος
1902 Ό πατέρας του, Μ ιο ύ ρ ρ υ Κ άθμπερτ Φ ώκνερ, π ο υλά ει τήν οικογενεια κ ή σ ιδ ηρ οδ ρο μική εταιρεία γ ιά 75.000 δ ο λλά ρ ια κα ί έγ καθ ίσ ταται μέ τήν οΐκογένειά του στό Ό ζ φ ο ρ ν τ (Κ ο μ η τ ε ία Λ α φ α γ ιέ τ ), πο ύ ο ί κ ά τ ο ικ ο ί του δέν ξεπερνούν τούς 2.000 σέ μ ιά π ο λ ιτ ε ία (τοΰ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι) μέ ένά μ ισ ι εκατομμύρ ιο κατο ίκου ς , δπου τό 90% ε ίν α ι άγρότες κ α ί στήν π λ ε ιο ψ η φ ία τους μαύροι.
1905 Ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ μ π α ίν ε ι στό δη μο τικό σχολείο .
44
«Σέ όλα τά παιδικά μας χρόνια ή Σάλλι Μιούρρυ, ό Μ πίλ, ό Τζών κ ι εγώ ήμασταν τόσο ενωμένοι, λές κα ί εκείνη νά ήταν πραγματική άδελφή μας.» Μιούρρυ Σ. Φώκνερ, ΟΙ Φώκνερς τον Μισσισσίπι, 1967.
1906
Π ε θ α ίνει ή Σ ά λ λ ι Μ ιο ύ ρ ρ υ Φ ώ κ ν ε ρ , ή γ ια γ ιά του ά π ό τόν π α τέρ α του.
1907 Π ε θ α ίν ε ι ή Λ έ λ ια Ν τήν Σ ο υ ίφ τ Μ π ά τ λ ε ρ , ή γ ια γ ιά του ά π ό τή μητέρα του.
1914 Έ ν ώ β ρ ίσ κ ε τ α ι στην τ ελευ τ α ία χ ρ ο ν ιά τού σ χ ο λ ε ίο υ , ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ σ υ νδ έετ α ι μέ τ όν Φ ίλ Σ τ ό ο υ ν (κ α τ ά τέσσερα χ ρ ό ν ια μεγ αλύτερο του, π ο ύ θ ά γ ίν ε ι δ ικ η γ ό ρ ο ς κ α ί λάτρ ης τώ ν γ ρ α μ μ ά τω ν κ α ί θ ά άπ οτ ε λ έ σ ε ι τόν μέντορα τού σ υγγ ραφ έα στην άρ χ ή τής κ α ρ ιέ ρ α ς του ) κ α ί μέ την Έ σ τ έ λ λ α , τή μεγάλη κ ό ρ η τού τα γμ α τ ά ρ χη Ώ λ ν τ χ α μ , πο ύ θ ά τής ά φ ιε ρ ώ σ ε ι τά π ρ ώ τ α του π ο ιή μ α τ α .
1916 Ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ έρ γά ζ ε τ α ι σ ά ν βο ηθ ός λ ογ ισ τοΰ στην τ ρ ά π εζ α , π ο ύ ίδ ρ υ σ ε τό 1910, μέ 3 0 .0 00 δ ο λ λ ά ρ ια κ ε φ ά λ α ιο , ό π α π π ο ύ ς του Τ ζ ώ ν Γ ου έσ λεϋ Θ ό μ π σ ο ν Φ ώ κνερ. Γ ν ω ρ ίζ ε τ α ι μέ τόν Μ π έ ν Ο ύ ά σ σ ο ν , π ο ύ θ ά γ ίν ε ι ό πρ ώ το ς του λογ ο τεχ νικό ς π ρ ά κ τ ο ρ α ς.
«...στό Ή χος κ α ί πάθος έβαλα τό μόνο πράγμα πού κατάφερε ποτέ νά μέ συγκινήσει βαθιά στή λογο τεχνία: ή Κάντυ σκαρφαλωμένη στήν άχλαδιά, προσπαθεί νά δει άπό τό παράθυρο τή νεκρώσιμη δλονυκτία τής γιαγιάς της, ένώ ή Κεντέν, δ Τζέησον, ό Μπέντζυ κ α ί οί Μ αύροι άνασηκώνουν τά μάτια νά δοϋν τή λερωμένη μέ λάσπες κυλότα της.» Πρώτο σχέδιο εισαγω γής στό μυθιστόρημα. *Έργα I, σ. 1268. «'Όλο τό πρ ω ί έμεινε σκυμμένος στά λογιστικά του βιβλία, κοιτά ζοντας μ’ ένα είδος έκπληξης τό χέρι του νά σημειώνει εύκρινώς άριθμούς επάνω σέ χαρακωμένες στήλες.» Σαρτόρις, στό ’Έργα I, σ. 242.
1917 Λ ίγ ο μετά τήν κ ή ρ υ ξη τού ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο υ π ο λ έ μ ο υ , ή έτήσ ια έκδο σ η τού Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι δ η μ ο σ ι εύει τό π ρ ώ τ ο του σ χ έ δ ιο μέ τήν υ π ο γ ρ α φ ή « Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ ».
1918 Μ ιά γεμάτη χ ρ ο ν ιά γ ιά τόν Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κ ν ε ρ , π ο ύ στό Τ ορ ό ντο ά λ λ ά ζ ε ι τό ό ν ο μ ά του , μέ τ ή ν π ρ ο σ θ ή κ η ένός U δ ίπ λ α στό Α , δ η λα δ ή F a u lk n e r ά ν τ ί F a lk n e r, κ α ί ένα χρ ό ν ο μετά υ π ο γ ρ ά φ ε ι τό π ρ ώ τ ο του δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ο π ο ίη μ α (ση μ. τού μετ.: σ τήν έ λ λ η ν ικ ή γλ ώ σ σ α , ή π ρ ο σ θή κη αύτή δέν ά λ λ ά ζ ε ι τήν π ρ ο φ ο ρ ά τού ον ό μ α τ ο ς ): Κ α τ α τά σ σ ετα ι στή R A F ( Β α σ ιλ ικ ό Α ε ρ ο π ο ρ ικ ό Σ ώ μ α ), π ο ύ μ ό λις είχε σ υ σ τα θ εί, κ α ί ό π ο υ π ε ρ ν ά ε ι 179 μέρες π ρ ίν «εξ α ιρ ε θ εί ά π ό τόν π ό λ ε μ ο » , σ τίς 18 Ν ο ε μ β ρ ίο υ . Ό Τ ζ ό ζ ε φ Μ π λό τνερ , ό β ιο γ ρ ά φ ο ς τ ου , ά μ φ ιβ ά λ λ ε ι γ ιά τήν ά λ η θ ο φ ά ν ε ια τού α ε ρ ο π ο ρ ικ ο ύ ά τυ χή ματο ς γ ιά τό ό π ο ιο μ ιλού σε σ υ χ νά ό Φ ώ κνερ . Π ρ ο σ θ έ τ ε ι μ ά λ ισ τ α : «“Α ρ α γ ε , πέτα ξε πο τέ;» Σ τό μετα ξύ , στίς 18 ’ Α π ρ ιλ ίο υ , ή Έ σ τ έ λ λ α “ Ω λ ν τ χ α μ πα ν τ ρ εύ ετα ι μέ τόν Κ ό ρ ν ε λ Φ ρ ά ν κ λ ιν , π ο ύ τ όν ά κ ο λ ο υ θεΐ στή Χ ο ν ο λ ο υ λ ο ύ ά π ό τ ή ν 1η ’ Ιο υ ν ίο υ , κ α ί μέ τ όν ό π ο ιο θ ά ά π ο κ τ ή σ ε ι δ ύ ο π α ιδ ιά .
Ένα άπό τά πρώτα σκίτσα τον Φώκνερ, όπου υπογράφει ώς Falkner
«Τό άτύχημά μου δέν συνέβη στή μάχη άλλά όφείλεται σέ μιά βλάβη στό θάλαμο τού χειριστοϋ, σέ δική μου βλακεία δηλαδή. "Ο σο γ ιά τό τραύμα μου, πιστεύω άκόμα δτι φτηνά τή γλίτωσα.» Γράμμα στόν Κώλεύ, 1η Φεβρουαρίου 1946.
1919 ’ Α π ο φ α σ ισ τ ικ ή χ ρ ο ν ιά γ ιά τόν Φ ώ κ ν ε ρ . Ή μ ε τ α π ο λ ε μ ικ ή π ικ ρ ία έντείνεται δ ιπ λ ά ά π ό τ ή ν άπ ογο ήτευ σ ή του πο ύ δέν μπόρ εσ ε ν ά π ά ρ ε ι μέρος στόν π ό λ ε μ ο κ α ί ε π ι στρέφ ει στό Ό ξ φ ο ρ ν τ (Χ ρ ισ τ ο ύ γ ε ν ν α τού 1918) χ ω ρ ίς δ ό ξ α , γ υ ν α ίκ α κ α ί δο υ λ ε ιά . Κ α τ α π ιά ν ε τ α ι· λ ο ιπ ό ν μέ τή λ ογ οτεχ νία: γ ρ ά φ ε ι π ο ιή μ α τ α , π ο ύ πέντε χ ρ ό ν ια ά ρ γό-
«Κ αί τό υπέροχο λουτρό άπό μαλ λ ιά χανόταν / Μ έσα στίς λάμψεις κ α ί τά ρίγη, ά πετράδια!» (Μ αλλαρμέ). «Σταματάει κ α ί σάν νά ξεχύνεται /
45
ή σκόρπια κ α ί έλεύθερή της κόμη / σκιάζει ξαφ νικά τό πρόσωπό της. άλλά όχι / τά μάτια της στέλνουν ζωηρές λάμψεις.» (Φώκνερ).
1920 ’ Α φ ο ύ γ ρ ά ψ ε ι μ ιά π ο ιη τ ικ ή συλλογή μέ τ ίτλο « Ο ί π α σ χαλιές», ό Φ ώ κ ν ε ρ δ η μ ο σ ιε ύ ε ι τέσσερις διασ κευές τού Β ε ρ λ α ίν κ α ί μ ιά ά σ ήμ αντη « Μ π α λ ά ν τ α τώ ν χαμένω ν γυν α ικ ώ ν » . Τ ό φ θ ιν ό π ω ρ ο ξα ν α γ ρ ά φ ε τ α ι στό πα ν ε π ισ τ ή μ ιο σ ά ν « ε ιδ ικ ό ς σπο υδ ασ τής», ά λ λ ά σέ λ ίγ ο έγκα τ α λ ε ίπ ε ι ο ρ ισ τ ικ ά τίς σ πουδές του κ α ί ά φ ιε ρ ώ ν ε τα ι ό λ ο κ λ η ρ ω τ ικ ά στή λογ οτ ε χ ν ία . Γ ρ ά φ ε ι ένα έργο σ υμ β ολισ τικής έμπνευσ ης μέ τίτ λ ο « Μ αρ ιο νέτες» , κ α ί μ ιά φ άρ σ α , « Ή ά φ ιξ η τής Κ ίττ υ» . Τ ό κ α λ ο κ α ίρ ι έρ γάζεται σ άν μ π ο γ ιά τζής.
1921
Μ ετά ά π ό μ ιά σύντομη π α ρ α μ ο ν ή στή Ν έα 'Υ ό ρ κ η , ό π ου δ ο υλεύ ει πω λητ ή ς στό τ μή μα β ιβ λ ίω ν ένός μεγάλου κατασ τήμ ατο ς (τμή μα π ο ύ διε υ θ ύ ν ε ι ή Έ λ ίζ α μ π ε θ Π ρ ώ λ , ή μέλλο υσ α κ υ ρ ία Σέργουντ Ά ν τ ε ρ σ ο ν ), δ Φ ώ κνερ γ ίν ε τ α ι ύ π ά λ λ η λ ο ς τού τ α χ υ δ ρ ο μ ικ ο ύ γ ρ αφ είο υ τού Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι, θέση π ο ύ θά τήν κρ α τήσ ει έ π ί δ υ ό μ ισ ι χ ρ ό ν ια .
1922 Κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί « Ό λόφ ος» κ α ί π ε θ α ίν ε ι ό Τ ζ ώ ν Γουέσλεϋ Θ ό μ π σ ο ν Φ ώ κνερ. ’ Α ν ά μ ε σ α στά β ιβ λ ία πο ύ πα ραγ γέλν ε ι γ ι’ αυ τόν, αυτή τή χ ρ ο ν ιά , ό Φ ίλ Στόο υν, ε ίν α ι κ α ί ή Ιστορία τής τέχνης τού Έ λ ι Φ ώ ρ κ α ί Τό έγκλημα τού
fi'.f #/ §ρ ||| jp
Β
.C
g £ | WfmM WmM ' ϊ.
Σνλβέστρον Μποννάρ.
1924
Ό Φώκνερ μέ στολή άεροπόρον τής RAF
Π ρ ώ τη π α ρ α μ ο ν ή στή Ν έ α Ό ρ λ ε ά ν η κ α ί έκδοση τού έρ γο υ Μ αρμάρινος φαϋνος.
1925 Σ τή Ν έα ’ Ο ρ λεά νη (4 2 5 .0 0 0 κ ά τ ο ικ ο ι), δπ ου σ υχ ν ά ζε ι σ ’ ένα π ο λύ δ ρ α σ τ ή ρ ιο κ ύ κ λ ο ά π ό σ υγγραφ είς κ α ί κ α λ λ ιτ έ χνες π ο ύ π λ α ισ ιώ ν ο υ ν τό π ε ρ ιο δ ικ ό The Double Dealer
Στό Παρίσι, κατά τό πρώτο τον ταξίόι στή Γαλλία
46
«Μένω λίγα βήματα άπό τούς κ ή πους τού Λουξεμβούργου, όπου περνάω όλο τόν καιρό μου. Έ κεΐ γράφω, έκεΐ πα ίζω μέ τά π α ιδιά, τά βοηθάω νά ταξιδέψουν τά μικρά τους καραβάκια μέ πα νιά κλπ. 'Υ πάρχει έκεΐ ένας γέρος άντρας, όλότελα σκυφτός, πού έχει ένα τέ τοιο καραβάκι, τό βάζει στή γούρνα κ α ί τό πρόσωπό του έχει τό ώραιότερο εκστασιασμένο ύφος πού έχω δει ποτέ. "Οταν θά είμ αι άρκετά γέρος, ώστε νά μή χρειάζε ται νά δικαιο λογούμαι έπειδή δέν γράφω, θά φοράω ένα παλιό κ α πέλο μελόν σάν τό δικό του κα ί θά περνάω τίς μέρες μου ταξιδεύοντας τό καραβάκι μου στούς κήπους τού Λουξεμβούργου.» Γράμμα στή θεία του, Σεπτέμβριος 1925. «Ή ταν τό τέλος μιάς γκρίζας μέ ρας, ένός γκρίζου καλοκαιριού,
(άνάμεσ ά τους κ α ί 6 Σ έργουντ Ά ν τ ε ρ σ ο ν ) , ό Φ ώ κνερ άρ χ ίζ ει νά δ η μο σ ιεύει μ ικ ρ ά π ε ζ ά στους Times Picayune καί γρ άφ ει τό πρ ώ το του μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α , Ό μισθός τρΰ
στρατιώτη ISoldier’s Pay). Σ τίς Τ ’ Ιο υ λ ίο υ μ π α ρ κ ά ρ ε ι σ ’ ένα φ ορ τη γό π λ ο ίο μέ π ρ ο ορ ισ μό την Ε ύ ρ ώ π η , ό π ου μέσ α σέ έξι μήνες θ ά έ π ισκεφτεϊ την ’Ιτ α λ ία , τή Γ α λ λ ία (τ ό φ θ ιν ό π ω ρ ο β ρ ίσ κ ε τ α ι στό Π α ρ ίσ ι) κ α ί τήν ’Α γ γ λ ία , Γ ρ ά φ ε ι τ α κ τ ικ ά στη μη-, τέρα του κ α ί δο υλεύ ει τό μυ θ ισ τ ό ρ η μ α « Έ λ μ ε ρ » , π ο ύ θά π α ρ α μ είνει τελ ικ ά ήμιτελές.
1926 Έ κ δ ίδ ε τ α ι Ό μισθός τού στρατιώτη. Ό Φ ώ κ ν ε ρ γ ρ ά φ ε ι π ά ντα πο ιή μ α τα . Έ γ κ α τ α λ ε ίπ σ ν τ α ς τόν « Έ λ μ ε ρ » κ α τ α π ιά ν ε τ α ι μέ τά Κουνούπια. Ν έ α π α ρ α μ ο ν ή στή Ν έ α ’ Ο ρ λεάνη.
μιας γκρίζας χρονιάς. Στό δρόμο οί γέροι κύριοι είχαν φορέσει τά πα< νωφόρια τους καί στόν κήπο τού Λουξεμβούργου, ά π ’ όπου περνοΰ* σαν ή Τέμπλ μέ τόν πατέρα της, οί γυναίκες κάθονταν κ α ί έπλεκαν, μ’ ένα σάλι ριγμένο στούς ώμους. ’Ακόμα κ α ί οί άντρες πού έπαιζαν κροκέτο, φορούσαν κάπες ή παλτά κα ί κάτω άπό τή μουντή σ κιά πού έστελναν οί καστανιές, ό κρότος άπό τίς μπαλίτσες πού συγκρούον ταν κα ί οί φωνές τών πα ιδιώ ν πού σκορπίζονταν έδώ κ ι έκεΐ, μιλού σαν γιά τήν καρτερία, τό εφήμερο, τή θλίψη τού φθινοπώρου.» Τό Ιερό, ’Έργα I, ο. 894.
1927 Ξ ε κ ιν ά ε ι ένα διή γ η μ α μέ τίτ λ ο « Ό πα τέρας ’ Α β ρ α ά μ » , πο ύ θά μ είνει ήμιτελές, ά λ λ ά άπ οτ ε λ ε ϊ τήν άρχή τής έποπ ο ιία ς τών Σνόο υπ ς , ένώ τ α υ τόχ ρ ονα ό συγγραφ έας συλλαμ βάνει τή «γενιά» τώ ν Σ α ρ τ όρ ις . Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι τά Κουνούπια. 'Ο λο κ λ η ρ ώ ν ε τ α ι ή δα κ τ υλ ο γρ ά φ η σ η ά π ό τά Λάβαρα στή σκόνη (Flags in the Dust), πο ύ ή π ε ρ ικ ο μ μένη τους έκδοση θ ά κυ κ λ ο φ ο ρ ή σ ε ι μέ τόν τ ίτλο Σαρτό-
ρις.
1928 Ε ίν α ι ή μυστηριώ δης χ ρ ο ν ιά : π ο ύ β ρ ίσ κ ε ι τόν Φ ώ κνερ άνάμ εσα στην όλο κλήρ ω σ η τώ ν Λαβάρων κ α ί στήν άρχή τού Λυκόφωτος (Twilight) - ε ίν α ι άρ α γε ό πρ ώ το ς τίτλος τού Ήχος κ α ί πάθος; Σ τό έρ ώ τημα αύ τό ό Φ ίλ Στόο υν έχει πρ ο φ α νώ ς δ ίκ ιο πο ύ ά π α ν τ ά ά π λ ά : ' Εγραφε συν έχεια. Γ ια τ ί συγκέντρωνε σ υχ νά όλες μ α ζ ί τίς νουβέλες π ο ύ δέν μπορούσε νά τίς το π οθ ετήσ ει άλλου.
Αυτοπροσωπογραφία τοϋ Ούίλλιαμ Σπράτλινγκ, παρέα μέ τόν Φώκνερ (Νέα ’Ορλεάνη, 1925)
1929 ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο ς : Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Σαρτόρις σέ 1998 ά ν τίτυ πα. Ή Έ σ τέλλα νΩ λντχαμ π α ίρ ν ε ι δ ια ζ ύ γ ιο . Ό Φ ώ κ ν ε ρ ά ρ χ ίζ ε ι τήν πρ ώ τη γρ αφ ή τού Ιερού, π ο ύ τήν ό λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ι τό Μ ά ιο , ά λλά τήν ά π ο ρ ρ ίπ τ ε ι ό έκδοτης του. ’ Ιο ύ νιο ς : 'Ο Φ ώκνερ π α ντρεύ εται τήν Έ σ τ έ λ λ α Ώ λ ν τ χ α μ Φ ρ ά νκλιν. Κ α τ ά τό γα μ ή λ ιο τ α ξ ίδ ι τους στό Π α σ α γ κ ο ύ λα τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι δ ιο ρ θ ώ ν ε ι τ ά δ ο κ ίμ ια τού Ή χος κ α ί πάθος (The Sound and the Fury). Τ ό μ υ θισ τό ρ ημ α αύτό έκδίδεται τόν ’ Ο κτώ β ρ ιο , σέ 1789 ά ν τ ίτ υ π α . Σ η μ α ντική έπιτυχία.
1930 ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο ς : Ό Φ ώκνερ ό λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ι τό Καθώς ψυχορ ραγώ, πο ύ γρ άφ τηκε σέ 47 ημέρες. Τ ό ν ’ Α π ρ ίλ ιο ά γο ρά ζ ει τό «Ρόουεν Ό ο υ κ » , μ ιά ά γ ρ ο ικ ία γ ιά τήν ό π ο ια καταχρεώ νεται. Τ ό « Έ ν α τ ρ ια ν τ ά φ υ λ λ ο γ ιά τήν Έ μ ιλ υ » ε ίν α ι ή πρ ώ τη νου βέλα πο ύ δη μο σ ιε ύ ε τ α ι σ ’ ένα μεγάλο ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο π ερ ιο δ ικό . Τ ό ν ’ Ο κ τ ώ β ρ ιο έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Καθώς ψυχορραγώ σέ 25 22 ά ν τ ίτ υ π α . Μ π ο ρ ε ί ν ά π ε ι
«Στό γαμήλιο ταξίδι μας δοκίμασα νά διαβάσω τόν Όδνσσέα τού Τζ. Τζόυς. ’ Επειδή δέν καταλάβαινα τίποτα, τό έπέστρεψα στόν Μ πίλ κ α ί τού τό είπα. ’Εκείνος μού άπάντησε άπλά: “ Δοκίμασε ξανά” .» Έστέλλα Φώκνερ, συνομι λία μέ τόν Μισέλ Γκρεσσέ, Σαρλόττεσβιλ, 1965. «...υπάρχει ένα “ κενό” 25 έτών περίπου στό όποιο δέν γνώρισα τ ί ποτα σχεδόν άπό τή σύγχρονη λο γοτεχνία.». Ό Φώκνερ ατό Πανε πιστήμιο, σ. 248 (Gallimard, 1964).
47
κ α ν ε ίς δτι μό λ ις έ γ κ α θ ίσ τ α τ α ι στό «Ρόουεν Ό ο υ κ » , τόν Ιο ύ ν ιο , ό Φ ώ κ ν ε ρ ά ρ χ ίζ ε ι μ ιά έ σ ω τερ ική εξ ορ ία πο ύ θά δ ια ρ κ έ σ ε ι ώ ς τήν ά π ο ν ο μ ή τού β ρ α β ε ίο υ Ν όμ πε λ , τό 1950.
1931 Τ ό ν ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο γ ε ν ν ιέ τ α ι π ρ ό ω ρ α ή κ όρ η του, πο ύ θά π ε θ ά ν ε ι μέσα σέ μ ιά β δ ο μ ά δ α . Τ ό Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο έκδίδε τ α ι τό Ιερό I The Sanqtuary), εντελώς ά να σ κευα σ μ ένο, σ ’ ένα π ρ ώ τ ο τ ιρ ά ζ ά π ό 2 2 19 ά ν τ ίτ υ π α . Ή σ κ α ν δ α λ ώ δ η ς έ π ιτ υ χ ία του ήτα ν ά μ εσ η ' ά λ λ ά π ιό π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν η ά π ’ δσο τήν π α ρ ο υ σ ία σ α ν : 6457 ά ν τ ίτ υ π α π ο υ λ ή θ η κ α ν ώς τήν 1η ’ Α π ρ ιλ ίο υ . Α υ τές θά ε ίν α ι κ α ί ο ί καλύτερές του π ω λ ή σ εις ώς τίς Άγριοφοινικιές. Τ ό ν Α ύ γ ο υ σ τ ο δ Φ ώ κνερ ά ρ χ ίζ ε ι νά γ ρ ά φ ε ι τό Αυγουστιάτικο φώς κ α ί τό Σ επτέμ β ρ ιο δ η μ ο σ ιεύ ε ι τήν πρ ώ τ η του σ υλλογή ά π ό νουβέλες, μέ τ ίτλο Δεκατρείς ιστορίες. Σ τή Ν έ α 'Υ ό ρ κ η ά ν α κ α λ ύ π τ ε ι μέ έκπλη ξη δ τ ι ε ίν α ι ή έξέχουσα μορ φ ή τής σύγχρονης ά μ ε ρ ικ ά ν ικ η ς λογοτεχνίας. Τ ό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ ά ρ χ ίζ ε ι ν ά έ νδ ια φ έρ ετα ι γ ι’ αύτόν. Τ ό 1931 σ η μ ε ιώ ν ε τ α ι επίσ ης τό ντεμπ ού το τού Φ ώ κνερ στήν Ε υ ρ ώ π η . ’ Ε κτός ά π ό τόν Μ ω ρ ίς -Έ ν τ γ κ ά ρ Κ ο υ α ν τρ ώ , π ο ύ π ιά ν ε ι έπα φ ή μ α ζ ί του κ α ί μ ετα φ ράζει στά γ α λ λ ικ ά τό Καθώς ψυχορραγώ, ά π ό τόν ’ Ιο ύ ν ιο δ η μ ο σ ιε ύ ε τ α ι επίσ ης τό π ρ ώ τ ο ά ρ θρ ο γ ιά τόν Φ ώ κνερ στά γ α λ λ ικ ά κ α ί ένα ά π ό τ ά π ρ ώ τ α στόν κόσ μ ο.
«...’Ακό μα κ α ί ό Σ ίνκλαιρ Λούις κ α ί ό Ντρέιζερ μοϋ κλείνουν ραν τεβού γιά νά μέ συναντήσουν, δπως κ α ί ό Μένκεν.» Γράμμα στή γυ να ίκ α του, 13 Νοεμβρίου 1931.
1932 ’ Α π ό τόν Ια ν ο υ ά ρ ιο τού 1930 ό Φ ώ κνερ έχει γρ ά ψ ε ι το υ λά χ ισ το ν 44 νουβέλες κ α ί έχουν έκδο θεϊ ο ί 20. ’ Ο κ τ ώ ά κ ό μ α θά έκ δ ο θο ΰν αυτή τή χ ρ ο ν ιά , μ α ζ ί μέ τό Αυγου στιάτικο φώς (Light in August) κ α ί τήν έκδοση τού Ι ε ρού στή « M o de rn L ib r a r y » , μέ ε ισ αγω γή τού συγγραφ έα. Σ τό μεταξύ, ό Φ ώ κ ν ε ρ ύ π ο γ ρ ά φ ε ι μέ τήν «Μ έτρο Γ κ ό λ ντ ο υ ιν Μ ά γ ιε ρ » ένα π ρ ώ τ ο σ υ μ β ό λ α ιο κ α ί π η γ α ίν ε ι γ ιά π ρ ώ τη φ ο ρ ά στό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ , ό π ο υ σ υν α ν τ ά ε ι τόν Χ ά ο υ ω ρ ν τ Χ ώ κ ς , ά λ λ ά ά ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ν ά επισ τ ρέ φ ε ι έ ξ α ιτ ία ς τού θ α νά του τού π α τ έ ρ α του , στις 7 Α ύ γο ύσ τ ου .
Oi γονείς τον Φώκνερ
48
«Γιά νά έπανέλθω στόν Φώκνερ, τόν χρησιμοποιούσα γιατί, δπως κ α ί άλλοι συγγραφείς αύτής τής έποχής, ό Χεμινγουαίη γιά πα ρά δειγμα, είχε άνάγκη άπό χρήματα. Τά βιβλία του δέν πουλούσαν στή δεκαετία τού ’30. Θυμάμαι κάποτε πού μού έγραψε ένα γράμμα άπό τό Μ ισ σισσ ίπ ι, όπου έλεγε: “ Μού συμβαίνουν ένα σωρό περίεργα πράγματα. Αυτή τή στιγμή μόλις έπέστρεψα άπό μιά σύντομη πτήση μέ τό άεροπλάνο μου. Κάθομαι στό στέγαστρό μου. ’Αρχίζει νά βρέχει. 'Υπάρχει δμως ένας άλλος ήχος νε ρού πολύ ευχάριστος νά τόν άκούς κα ί είναι ό ήχος άπό τό καζανάκι τού μπάνιου πού τόν άκούω γιά πρώτη φορά κ αί πού θά μπρρέσω νά κάνω μιά τέτοια εγκατάσταση χάρη στά σενάρια πού μού παραγ γέλνετε. Σάς είμ αι εύγνώμων κ αί γ ι’ αύτό σάς γράφω αύτά τά λό για ” .» Συνέντευξη τού Χάουωρντ Χώκς στό Positif, Ίούλιος-Αύγουστος 1977, σ. 52.
1933 Σ τή Μ έ μ φ ιδ α (Τ έ ν ν ε σ σ ι) ό Φ ώ κ ν ε ρ « μ α θ α ίν ε ι ν ά π ιλ ο τ ά ρει». Θ ά π ά ρ ε ι τό δ ίπ λ ω μ ά του τό Δ ε κ έ μ β ρ ιο , ά λ λ ά ά π ό τό Μ ά ιο ά γ ο ρ ά ζ ε ι ένα ά ε ρ ο π λ ά ν ο μέ τ ά χ ρ ή μ α τ α π ο ύ ε ξ ο ικ ο ν ό μ η σ ε ά π ό τήν π ώ λ η σ η τ ώ ν δ ικ α ιω μ ά τ ω ν το υ Ίεροϋ στό Χ ό λλυ γ ο υ ντ . Σ τ ίς 24 ’ Ιο υ ν ίο υ γ ε ν ν ιέ τ α ι ή Τ ζ ίλ λ , π ο ύ θ ά π α ρ α μ ε ίν ε ι ή μ ο ν α δ ικ ή κ α ί λ α τρ εμένη του κ ό ρ η , κ α ί ή ό π ο ια θ ά γ ίν ε ι ή έκτελ έ σ τ ρ ια τής δ ια θ ή κ η ς του. Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Πράσινο κλαδί, δεύτερη κ α ί τ ε λευ τ α ία σ υ λλο γή π ο ιη μ ά τ ω ν , τ ά πε ρ ισ σ ό τ ε ρ α ά π ό τ ά ό π ο ια ε ίν α ι γ ρ α μ μ έ ν α στή δ ε κ α ε τ ία τού ’20. 'Έ ν α σ χ έ δ ιο έ π α νέ κ δο σ ης τού ~Ηχος κ α ί πάθος σέ τ ε τ ρ α χ ρ ω μ ία θ ά έ γ κ α τ α λ ειφ θ εΐ λό γ ω τής ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς κρ ίσ η ς .
«’Α λ λ ά σέ όποιον τού έβαζε τό έρώτημα τής κόρης του σέ σχέση μέ τό έργο τρυ, άπαντοϋσε: “ W ho's ever heard o f Shakespeare’s daug hter” ; (Π οιος άκουσε ποτέ νά μ ι λούν γ ιά τήν κόρη τού Σ αίξπ ηρ ;)
1934 Ό Φ ώ κ ν ε ρ α ρ χ ίζ ε ι ένα μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α π ο ύ τό τ ιτ λ ο φ ο ρ ε ί σ τήν α ρ χ ή , ό π ω ς είχε κ ά ν ε ι κ α ί μέ τό Αυγουστιάτικο φως « D a rk H ou se» ( Σ κ ο τ ε ιν ό σ π ίτ ι) κ α ί π ο ύ θ ά τού δ ώ σ ε ι μετά τό ν τίτ λ ο Άβεσσαλώ μ! Άβεσσαλώμ! Γ ιά ν ά τό δ ο υ λ έ ψ ε ι έ γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι δ υ ό ά λ λ α σ χ έ δ ια , π ο ύ τό έ ν α α φ ο ρ ά τού ς Σ ν ό ο υ π ς κ α ί τ ό ά λ λ ο τ ήν « κ ά π ω ς μ υ σ τ η ρ ια κ ή ισ τ ο ρ ία μ ιά ς νέγρ ας», γ ιά τή ν ό π ο ια έχει ήδ η β ρ ε ι έ να ν τ ίτ λ ο κ α ί ε ίν α ι π ο λ ύ π ε ρ ή φ α ν ο ς γ ι’ α ύ τ ό : Ρέκβιεμ γιά μ ιά μοναχή. Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι έ ντεκα νου β έλες του. 'Ο Φ ώ κ ν ε ρ ό μ ω ς α φ ή ν ε ι σ τήν ά κ ρ η τ ό ν Ά β ε σ σ α λ ώ μ γ ιά ν ά γ ρ ά ψ ε ι τό Π υλών.
1935 Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Πυλών. Ό Φ ώ κ ν ε ρ ξ α ν α π ιά ν ε ι τό Ά β ε σ σαλώμ, ά λ λ ά θ ά δ ια κ ό ψ ε ι π ά λ ι στό π έ μ π τ ο κ ε φ ά λ α ιο , ό τ α ν, σ τίς 10 Ν ο ε μ β ρ ίο υ , ό νεότερος αδ ε λ φ ό ς τ ο υ , Ο ύ ίλ λ ια μ Ν τ ή ν , θ ά β ρ ε ι τό θ ά ν α τ ο μέ α στό ά ε ρ ο π λ ά ν ο τού σ υ γ γ ρ α φ έα . "Ε π ε ιτ α , έπ ε ιδ ή έχει ά ν ά γ κ η ά π ό χ ρ ή μ α τ α ( θ ά ά ν α λ ά β ε ι υ π ό τήν α π ό λ υ τ η π ρ ο σ τ α σ ία του τ ή ν ά ν ιψ ιά το υ π ο ύ θ ά γ εννη θ εί σ τ ίς 22 Μ α ρ τ ίο υ 1936 κ α ί θ ά π ά ρ ε ι τό ό ν ο μ α τού ά δ ικ ο χ α μ έ ν ο υ π α τ έ ρ α τ ης ), έ π ισ τ ρ έ φ ε ι σ τό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ , ό π ο υ ερ γ ά ζ ε τ α ι π ά ν ω στήν π ρ ο σ α ρ μ ο γ ή τ ώ ν Ξύλινων σταυρών. Δ η μ ο σ ιε ύ ο ν τ α ι πέντε ν ου βέλες του . Σ τ ή Γ α λ λ ία ό Ζ ά ν - Λ ο υ ί Μ π α ρ ρ ώ α ν ε β ά ζ ε ι τό Καθώς ψυχορραγώ στό Τ εά τρ ν τ ’ ’ Α τ ε λ ιέ .
Μέ τόν φίλο τον Φίλ Στόονν
« Ε ίναι, επίσης, πράγμα σπάνιο, ένας συγγραφέας ειλικρινής, χωρίς ίχνος ά π ’ αύτή τη “ ρομαντική αγω ν ία ” πού έχει μελετηθεί άπό τόν Μ . Μ ά ρ ιο Π ράζ. Ά ν τύχει νά στρώσει τά μαλλιά του στό κεφ άλι του, ή κίνηση αυτή δέν είναι ποτέ τετελε σμένη, δέν έχει τη μορφή ένός πέν θιμου χωρατού, δέν είν α ι κάν γιά νά υπακούσει στήν επίδραση μιάς πα λιάς αισ θητικής, άλλά είν α ι σάν τούς καλλιτέχνες τού Μ εσαίω να, πού σκυμμένοι στό ζυγό τής ’Ε κ κλησίας κ α ί ύπό τήν κ υ ρ ιαρ χία τής ιδέας τού κρίματος καταπιάνονταν μέ μακάβριους χορούς, σκάλιζαν μορφές εφιαλτικές κ α ί φαντάζον ταν τερατώδεις περιπτύξεις γιά νά ταπεινώσουν τή σάρκα.» Μ ωρίςΈ ντγκάρ Κουαντρώ, εισαγωγή στό Αυγουστιάτικο φώς, G allim ard, 1935, σ. 14.
1936 Σ τ ίς 31 ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο υ ό Φ ώ κ ν ε ρ ε π ισ τ ρ έ φ ε ι στό «Ρ όουεν Ό ο υ κ » κ α ί ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ι τό ά ν α σ κ ε υ α σ μ έ ν ο χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο τού Ά βεσσαλώμ, π ο ύ θ ά έ κ δ ο θ ε ϊ στίς 26 ’ Ο κ τ ω β ρ ίο υ σέ 6.300 ά ν τ ίτ υ π α . Π ρ ώ τ η π α ρ α μ ο ν ή σέ « ά ν α π α υ τ ή ρ ιο » , π ο ύ σ τήν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ε ίν α ι κέντρ ο ά π ο τ ο ξ ίν ω σ η ς , σ τήν Μ π υ χ ά λ ια τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι, ό π ο υ θ ά π ε θ ά ν ε ι 26 χ ρ ό ν ια ά ρ γ ό τερ α . Ξ α ν α γ υ ρ ίζ ε ι στό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ , ό π ο υ
49
κα τα λή ξει ν ά π ά ρ ε ι μ α ζ ί του κ α ί τήν ο ικ ο γ έ ν ε ια , Δ ημ οσ ιεύει πέντε νουβέλες.
Μ ετά τήν ά να χ ώ ρ ησ η τής οΐκογένειάς του, τόν ’ Ιο ύ ν ιο , ό Φ ώ κνερ δέχεται τόν Μ ω ρ ίς -Έ ν τ γ κ ά ρ Κ ο υ α ν τ ρ ώ στό Μ πέβερ λυ Χ ίλ λ ς , ό π ο υ ά π α ν τ ά ε ι στίς ερωτήσεις του σχε τ ικ ά μέ τή μετά φ ρασ η τού ΤΗχος κ α ί πάθος. Ό σ υγγ ρα φέας τού κ ά ν ε ι δώ ρο τό χε ιρ ό γρ α φ ο ένός σ κ ια γ ρ α φ ή μ α τος μέ τίτλο « Τ ό άπ ό γ ε υ μ α μ ιά ς άγελάδας». Γ ρ ά φ ε ι τό «νΑ ρ ω μ α λο υ ίζ α ς » , π ο ύ θ ά συμ περ ιλη φ θεΐ στό έργο του μέ τίτλο Ο ί άήττητοι, στό ό π ο ιο ό Φ ώ κνερ π ε ιρ α μ α τ ίζ ε τ α ι σέ μ ιά μέθοδο σύνθεσης ένός μυθιστο ρ ήμ ατος μέ πολλές νουβέλες. Ό Φ ώ κ ν ε ρ ν ιώ θ ε ι εξουθενω μένος ά π ’ αύτό π ο ύ ό ίδ ιο ς χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ε ι «τά όρυχεΐα άλατος» τού Χ ό λλυγ ου ντ. Δ η μ ο σ ιε ύ ε ι μ ία μόνο νου β έλα.
«Μόνο μιά φορά δέν μπόρεσε νά μοϋ άπαντήσει. Δυστυχώς δέν θυ μάμαι γιά πο ιά φράση έπρόκειτο. Τή διάβασε, τήν · ξαναδιάβασε, έπειτα έβαλε τά γέλια, ή μάλλον χαμογέλασε, μιά κ α ί δέν τόν άκουσε ποτέ νά γελάει: “ Δέν ξέρω κα θόλου τί ήθελα νά πώ ” , παραδέ χτηκε.» (Μ .-Ε . Κουαντρώ, Έ ργα /, σ. 1256).
1938 Ό Φ ώ κνερ α γ ο ρ ά ζε ι μ ιά έκταση δα σ ώ ν πο ύ π ε ρ ιβ ά λ λ ο υ ν τό «Ρόουεν Ό ο υ κ » κ α θ ώ ς κ α ί μ ιά φ ά ρ μ α : α π ό τότε θ ά λέει ότι ε ίν α ι ένας άγρότης π ο ύ δ ιη γ ε ίτ α ι ιστορίες». Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι ο ί ’Αήττητοι, π ο ύ τ ά δ ικ α ιώ μ α τ ά τους έχουν πα ρ α χ ω ρ η θ ε ϊ στή «Μ έτρο» (π ο ύ δέν θά τ ά χ ρ η σ ι μ ο π ο ιή σ ε ι) γ ιά 25.000 δ ο λ λ ά ρ ια . 'Ο Φ ώ κνερ ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ι τό χειρ ό γρ α φ ο τώ ν Ά γριοφοινικιών, πο ύ στήν άρχή τού είχε δ ώ σ ε ι τόν τίτ λ ο ’Ά ν σέ ξεχάσω, Ιερουσαλήμ. Έ π ε ιτ α ξ α ν α π ιά ν ε ι τό σ χ έ διο Σ ν ό ο υ π ς (βλέπε 1927).
1939 Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι ο ί Άγριοψοινικιές, π ο ύ ο ί πω λ ή σ ε ις τους ξεπερ νού ν τίς π ω λ ή σ ε ις τού Ίεροϋ, μέ π ά ν ω ά π ό 1000 α ν τ ίτ υ π α τήν έ β δ ομ ά δα . Σ τ ίς 24 ’ Α π ρ ιλ ίο υ , ό εκδότης του π α ίρ ν ε ι ένα γρ ά μμ α ό π ο υ ό Φ ώ κνερ τού π ρ ο τ ε ίν ε ι τίς διο ρ θ ώ σ εις π ο ύ έπ ιθ υ μ ε ϊ ν ά μ π ου ν στό α ' β ιβ λ ίο τού Χωριού, κ α ί ό π ο υ π ρ ο σθ έτει αύτό τό ύσ τερόγραφ ο: «Θ εέ μο υ, εγώ ε ίμ α ι ό καλύ τερο ς συγγραφέας τής ’ Α μ ε ρ ικής» . Τ ό ν ’ Ο κ τ ώ β ρ ιο ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε τ α ι τό Χωριό κ α ί ε ί ν α ι έτοιμο τό σχέδιο τής τ ρ ιλ ο γ ία ς τώ ν Σ ν όο υπ ς . Π ρ ώ τ α δείγμα τα τής άπ οκ α τ ά σ τ α σ ης τού Φ ώ κνερ ά π ό τήν άμ ερ ικ ά ν ικ η κ ρ ιτ ικ ή . Δ ύ ο δημοσιευμένες νουβέλες του , τό «B a m B u rn in g » ( « Ό εμπρηστής» ή μά λλον «’ Ε μ π ρ η σ μ ο ί στούς σ ιτοβολώ νες») κ α ί τό « 'Έ να χ έ ρ ι στά ν ερ ά», θ ά μ π ο υ ν στό Τέχνασμα τού ιππότη (Knight’s gambit), τ ίτ λος π ο ύ π α ρ α π έ μ π ε ι στή γνωστή κ ίν η σ η στό σ κ ά κ ι.
Ό Φώκνερ μέ στολή κυνηγιού
1940 Π ε θ α ίν ε ι ή Κ ά ρ ο λ ιν Μ π ά ρ , ή μα ύρ η υ π η ρ έ τ ρ ια , πού ήτα ν 100 π ερ ίπ ο υ ετών κ α ί π ο ύ χρησιμέυσε σ άν μοντέλο στόν Φ ώ κνερ , π ιό πο λ ύ γ ιά τήν Μ ό λ λ υ στό Κατέβα Μωνσή, π α ρ ά γ ιά τήν Ν τ ίλ σ ε ϋ στό 'Ηχος κ α ί πάθος. Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Χωριό, π ο ύ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι, μέ κά π ο ιε ς ά να θ εω ρ ήσ εις , σ υχνά σ η μ αντικές , τέσσερις ήδ η δ η μο σιευμένες νουβέλες. Τ ό Χ ωριό ε ίν α ι ά φ ιερ ω μ ένο στόν Φ ίλ Σ τόο υν. Τ ό ν ’ Α π ρ ίλ ιο ό συγγραφ έας γ ρ ά φ ε ι ά π ε λ π ισ μένα γρ ά μμ α τα στόν εκδότη του γ ιά τήν ά θ λ ια ο ικ ο ν ο μ ικ ή του κατάσ τασ η. Ό ε κ δο τικό ς ο ίκ ο ς «R andom H o u se» κ ά ν ε ι μ ιά π ρ ο σ π ά θ ε ια ν ά τόν β ο ηθ ήσ ε ι μέ μ ιά π ρ ο -
50
«Στή Μάμμυ Κάρολιν Μπάρ, Μισσισ σίπι, 1840-1940: πού, γεννημένη στή δουλεία, έπεσε θύμα μιάς π ί στης όλότελα άφιλοκερδοϋς άπέναντι στήν οίκογένειά μου καί περιέβαλε τήν πα ιδική μου ήλικία μέ μιά άπεριόριστη άφοσίωση καί στοργή.» ’ Αφιέρωση στό Κατέβα Μωνσή, Gallimard, 1955. ( Ό Φώ κνερ δμως, σέ μιά επιστολή μέ ήμερομηνία 5 Φεβρουάριου 1940,
κ α τ α β ο λή , μ ό λ ις κ α τ α λ ά β ε ι δ τ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ κ ιν δ υ ν ε ύ ε ι π ρ α γ μ α τ ικ ά ν ά το ύ φ ύ γ ει. Κ ά ν ο ν τ α ς τό λάθ ος ν ά «τόν ξ α ν α κ α λ έ σ ε ι ή R A F » ό Φ ώ κ ν ε ρ δ ιδ ά σ κ ε ι ά ε ρ ο σ τ α τ ικ ή ν α υ σ ιπ λ ο ΐα σέ νεα ρ ο ύ ς έθελοντές τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι. Δ η μο σ ιεύει πέντε νου βέλες , ά π ό τ ίς όπ ο ιε ς ο ί τέσ σ ερις θ ά ένταχθοϋν σ τό Κατέβα Μωυσή κ α ί μ ία ά λ λ η στό Τέχνα
έγραφε: « Ή γριά κυρ ία ήταν 95 έτών περίπου». “Εργα I, a. L X IX .)
σμα.
1941 Ό Φ ώ κνερ έ ξ α κ ο λ ο υ θ ε ϊ ν ά γ ρ ά φ ε ι νουβέλες, γ ια τ ί τ ά μ υ θ ισ το ρ ή μ α τά του τού π ρ ο σ φ έ ρ ο υ ν π ο λ ύ λ ίγ α π ρ ο φ α νώς γ ιά ν ά ά ν τ α π ε ξ έ λ θ ε ι στίς ά ν ά γ κ ε ς του , π ο ύ ε ίν α ι με γάλες (τά ά κ ίν η τ ά του , ά λ λ ά κ α ί ή ο ίκ ο γ έ ν ε ιά τ ο υ , ά π ό γ ο ν ο ι κ α ί σ υγγ ενείς , έξα ρ τ ώ ν τ α ι λ ίγ ο -π ο λ ύ ά π ’ α ύ τ ό ν ). Τ ό Μ ά ιο π ά ν τ ω ς κ α τ α π ιά ν ε τ α ι κ α ί π ά λ ι μέ τη σύνθ εσ η ενός έργου π ο ύ «τό γ ε ν ικ ό του θέμ α ε ίν α ι ή σχέση Μ α ύ ρ ω ν κ α ί Λ ε υ κ ώ ν » κ α ί π ο ύ θ ά τού δ ώ σ ε ι τόν τ ίτ λ ο Κατέ βα Μωυσή. Σ τ ό σ τ ά δ ιο αυ τό όμ ω ς , ό π ο υ ό ίδ ιο ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι τό έργο το υ σ ά ν α νά λ ο γ ο μέ τούς ’Αήττητους, ε ί ν α ι φ α νερ ό ό τ ι δέν έχει στό νοϋ του ά κ ό μ α τη ν « ’ Α ρ κ ο ύ δα» - π ο ύ θ ά τή ν ά ρ χ ίσ ε ι τό κ α λ ο κ α ίρ ι κ α ί φ υ σ ικ ά μέ τό δ ικ ό του τ ρ ό π ο : δ ια κ ό π τ ο ν τ α ς τ ή ν ε ρ γ α σ ία π ο ύ έχ ε ι ά ρ χ ίσ ε ι γ ιά ν ά ξ α ν α π ιά σ ε ι μ ιά ν ο υ β έ λ α πο ύ έ χει ή δ η δ η μ ο σ ιευ τεί ( « Λ ιο ν τ ά ρ ι» , 1935). Σ τ ή σ υ ν έ χ ε ια σ τ έλνει τ ά τ ρ ία π ρ ώ τ α κ ε φ ά λ α ια σ τόν έκδοτη του κ α ί μετά , σ τ ά μ έσ α τού Δ ε κ έ μ β ρ η , ό Σ ά ξ Κ ό μ μ ιν ς π α ίρ ν ε ι τό π ε ρ ίφ η μ ο τέ ταρτο κ ε φ ά λ α ιο ύ π ό μο ρ φ ή 121 δ α κ τ υ λ ο γ ρ α φ η μ έ ν ω ν σ ε λ ίδ ω ν , π ο ύ σ υ ν ο δ ε ύ ο ν τ α ι ά π ό μ ιά σ η μ ε ίω σ η γ ιά τ ό ν τ υ π ο γ ρ ά φ ο σέ π ρ ο σ τ α κ τ ικ ό τόνο γ ρ α μμ ένη: «Μ ην αλλάξε τε ούτε τά σημεία στίξεως ούτε τη σύνταξη», π ρ ά γ μ α π ο ύ λέει π ο λ λ ά γ ιά τό ε κ δ ο τ ικ ό καθ ε σ τ ώ ς στό ό π ο ιο ή τ α ν υπ οτα γμένο ς ά π ό τήν α ρ χ ή τής κ α ρ ιέ ρ α ς του.
«Δέν θά κρατήσω τήν υπόσχεσή μου γιά τήν 1η Δεκεμβρίου. Υ π ά ρ χ ε ι περισσότερο ψω μί έκεΐ μέσα ά π ’ όσο πίστευα: νά λοιπόν τώρα ένα κομμάτι γιά τό όπ οιο εί μαι περήφανος κ α ί πού άπαιτεΐ με γάλη φροντίδα γιά νά γίνει όπως πρέπει. Θά τό δουλέψω χωρίς δια κοπή...» Γράμμα στόν Χάας, 2 Δε κεμβρίου 1941.
1942 Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Κατέβα Μωυσή, κ α ί άλλες ιστορίες, ά φ ιε ρ ω μένο στή « Μ ά μ μ υ » Κ ά ρ ο λ ιν Μ π ά ρ . Σ τ ή δεύτερη έ κ δ ο ση, τό 1949, ό Φ ώ κ ν ε ρ θ ά ά φ α ιρ έ σ ε ι τόν υ π ό τ ιτ λ ο . Σ τ ό μεταξύ, τώ ρ α περ ισ σ ό τερ ο ά π ό πο τ έ , δέν μ π ο ρ ε ί π ι ά ν ά ζήσ ει ά π ό τ ά β ιβ λ ία του: γ ιά ό λ ο τό 1942, τ ά δ ικ α ιώ μ α τ α π ο ύ τού έχει π α ρ α χ ω ρ ή σ ε ι τό R a n d o m H ou se ε ίν α ι α κ ρ ι βώς 300 δ ο λ λ ά ρ ια . Έ τ σ ι κ α τ α λ α β α ίν ε ι κ α ν ε ίς γ ια τ ί ό Φ ώ κ ν ερ α ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ν ά υ π ο λ ο γ ίζ ε ι στίς νου βέλες του - κ α ί στό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ , ό π ο υ δυ σ τυχώ ς γ ι’ α ύ τ ό ν π η γ α ίν ε ι τ όν ’ Ιο ύ λ ιο μέ τή ν ελπίδα ν ά υ π ο γ ρ ά φ ε ι έ ν α μονοετές σ υ μ β ό λ α ιο κ α ί ό π ο υ υ π ο χ ρ ε ώ ν ε τ α ι ν ά υ π ο γ ρ ά ψ ε ι σ υ μ β ό λ α ιο έπτά ετώ ν μέ τήν Γ ο υ ώ ρ ν ε ρ , γ ιά 300 δ ο λ λ ά ρ ια τ ή ν έ β δ ο μ ά δ α , δ η λ α δ ή λιγό τερ ο ά π ’ ό ,τ ι στήν α ρ χ ή . Ό Φ ώ κνερ δ ο υ λεύ ει π ά ν ω σ ’ ένα σ ε ν ά ρ ιο γ ιά τήν « 'Ισ τ ο ρ ία τού Ν τέ Γ κ ώ λ » , π ο ύ δέν θ ά γ υ ρ ισ τ ε ί π ο τέ. Δ η μ ο σ ιε ύ ε ι τρεις νουβέλες.
Γ ιά τόν Χένρυ Μ ίλλερ ό Φώκνερ είναι τότε «αύτός πού κερδίζει 300 δολλάρια τήν έβδομάδα στά στούν τιο τής Γουώρνερ». Γράμμα στό Λώρενς Ντάρρελ, στό Εργα I, σ. LX X V 1 I.
1943 'Ύ σ τ ε ρ α ά π ό μ ιά « χ ρ ισ το υ γ ε ν ν ιά τ ικ η ά δ ε ια » , ό Φ ώ κ ν ε ρ β ρ ίσ κ ε τ α ι π ά λ ι στό Χ ό λλυ γ ο υ ν τ , ό π ο υ ως τό 1945 θ ά γ ρ ά ψ ε ι τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν δ ε κα επ τ ά σ ε ν ά ρ ια . Τ ό τ ε ε ίν α ι π ο ύ έ ν θ ο υ σ ιά ζε τ α ι μέ μ ιά ιδ έ α -τ ή ς μετενσ άρ κω σ η ς τ ού Χ ρ ι στού κ α τ ά τό ν Α ' π α γ κ ό σ μ ιο π ό λ ε μ ο - π ο ύ τ ο ύ π ρ ο τ ε ίν ε ι
51
ό σκηνοθέτης Χένρυ Χ ά θ α γ ο υ α ίη . Α υ τή ή ιδ έα δέν θά κ α τα λή ξει ποτέ σέ τ α ιν ία , ά λλα υστέρα ά π ό δέ κ α χ ρ ό ν ια στην Παραβολή.
1944 ’ Α ρ χ ίζ ε ι ά λλη λογρ α φ ία άνάμεσα στόν Φ ώ κνερ κ α ί τόν Μ ά λ κ ο λ μ Κ ώ λ ε ϋ, μέ την ε υ κ α ιρ ία τής ’Επίτομης συλλο γής τοϋ Φώκνερ στόν ο ίκ ο V ik in g . Ό Φ ώ κνερ δουλεύει γ ιά τήν πρ οσα ρμογή τοϋ Μεγάλου Ύ πνου ( The Big Sleep) τοϋ Ραϋμόν Τσάντλερ, μ ιά διασ κευή τοϋ Νά εχεις κ α ί νά μην ϊχεις (To have and. Have Not), τοϋ Χ ε μ ιν γ ο υ α ίη .
1945 Μ έ τήν ε υ κ α ιρ ία τής Παραβολής ό Φ ώκνερ γ ρ άφ ει στόν πρ ά κτο ρ ά του: « Χ ρ ε ιά ζ ο μ α ι κα ιρ ό . Ί σ ω ς αύτό ν ά ε ίν α ι τό ε π ικ ό μου πο ίη μα » . νΑ ν κ α ί θ α υμ άζει τόν Ζ ά ν Ρενου άρ , μέ τόν ό π ο ιο συνεργάζεται στό σενάρ ιο τού ’Α ν θρώπου τοϋ Νότου, ό Φ ώκνερ γράφ ει γ ιά τό Χ ό λ λ υ γουντ: «Ν ο μ ίζ ω ότι άντεξα περισ σότερο ά π ’ όσο μ π ο ρούσα». Στό μεταξύ ο λ ο κληρ ώ νει τήν τελευταία ά ν α γ κ α στική του π α ρα μ ον ή στά «ορυχεία άλατος» - χ ω ρ ίς όμως ν ά τό ξέρει. Γ ρ ά φ ε ι τό άρισ του ργημ ατικό κε ίμ ενο μέ τ ίτ λο Παράρτημα Κόμπσον γ ιά τήν ά νθ ολο γία π ο ύ ετοιμά ζει ό Κ ώ λεϋ , ό ό π οιος έπιστρέφοντας ά π ό τό Π α ρ ίσ ι τού γρ άφ ει αύτό π ο ύ ακούσε ν ά λέει γ ι’ αυτόν ό Σ άρτρ: «Γ ιά τούς νέους τής Γ αλ λ ία ς , ό Φ ώκνερ ε ίν α ι Θεός».
1946 Έ κ δ ίδ ε τ α ι ή ’Επίτομη συλλογή Φώκνερ, πο ύ θ ά ά νεβ άσ ει κ α ί π ά λ ι τίς μετοχές τού συγγραφέα στήν άγορά , πρ ά γμ α πο ύ τό χ ρειάζεται, άφ οϋ μετά τόν π ό λεμο , μόνο τό 'Ιερό π ο υ λ ιό τ α ν στά ά μ ε ρ ικ ά ν ικ α β ιβ λ ιο π ω λ ε ία , τή στιγμή π ο ύ , όπω ς γ ρ άφ ει ό ίδ ιο ς μέ π ικ ρ ία , «στή Γ α λ λ ία ε ίμ α ι ό πατέρας ένός λογοτεχνικού κινήματος». Δ η μ ο σ ιεύ ει μ ιά μόνο νουβέλα.
1947
« Ή ζωή έδώ δέν είναι άστεία. ’ Αλλά άν πάω άλλου θά ξοδέψω μέσα σέ δύο εβδομάδες τά χρήματα μέ τά όποια έδώ μπορώ νά ζήσω δύο μήνες, κα ί τότε θά πρέπει νά έπιστρέψω στήν Καλιφόρνια. Στά 30 του άντιλαμβάνεται κανείς δτι ξαφνικά έχει γίνει σκλάβος μιας σειράς άπό άποχαυνωτικά πρά γματα, πού μέρα μέ τήν ημέρα συσσωρεύονται περισσότερο... Κ ι έπειτα, μιά μέρα γίνεσαι 50 ετών κα ί ξέρεις δτι δέν μπορείς ποτέ νά ξεφύγεις.» Γράμμα στόν Κώλεϋ, Δεκέμβριος 1946, Έργα I, ο. LX X X V II.
'Ο Φ ώκνερ δουλεύει τήν Παραβολή. Τ όν ’ Ιο ύ λ ιο γ ρ άφ ει ότι έχει τελειώσει 400 σελίδες αλλά ότι π ρ ο βλέπει ν ά φτάσουν τίς 1000.
1948 'Ο Φ ώκνερ εγκαταλείπει τήν Παραβολή γ ιά ν ά κ α τ α π ια σ τεί μ’ αύτό πο ύ θεωρεί κ α τ ’ ά ρ χ ή ν ,κ α ίύ π ά ρ χ ε ι ήδη στή σύλληψη τού Τεχνάσματος τοϋ ιππότη (πο ύ θά κ υ κλοφ ορήσει τό 1949), σάν άσ τυνο μικό μυθιστόρημα κα ί π ο ύ τό σχεδίαζε ά π ό τό 1940: ε ίν α ι ό Παρείσακτος, πο ύ τόν γράφ ει μέσα σέ τρεις μήνες κ α ί πού ή «Μ έτρο» θ ά τό άγορά σει άμέσως γ ιά 50.000 δο λ λ ά ρ ια (μείο ν 20% γ ιά τόν εκδότη). Δ ημ οσ ιεύ ει μ ιά μόνο νουβέλα. Π α ρ ’ όλο πού αύτό τό χρόνο έκλέγεται μέλος στήν ’ Α μ ε ρ ικ ά ν ικ η ’ Α κ α δ η μ ία Γραμμάτων κ α ί Τ εχ νώ ν, γ ν ω ρ ίζ ε ι μεγαλύτερη έ π ιτ υ χ ία έξω ά π ό τή χ ώ ρ α του. Στή Γ α λ λ ία γ ιά πα ράδ ειγμ α κυκλο φ ορ ο ύν τρεις μεταφράσεις του ή μ ία μετά τήν άλλη : Ό Δρ. Μαρτίνο κα ί άλλες ιστορίες, Ό μισθός τοϋ στρατιώτη καί τά Κουνούπια, τό τελευ τα ίο αύτό μέ εισ αγωγή τού Ραϋμόν Κ ενώ . ’ Ε ξά λ λ ο υ,
52
Στή Στοκχόλμη γιά τήν απονομή τοϋ βραβείου Νόμπελ
οία σ ημ α ντικά β ιβ λ ία τού κά ν ο υ ν μ ιά έ ν θ ο υ σ ιώ δ η κ ρ ι« κ η υπ οδοχή. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά τό 'Ε π ιτ ο μ ή τής ά μ ε ρ ικ ά -
νιχηζ λογοτεχνίας τού Κ ο υ α ν τ ρ ώ , τό Ή γ ε ν ιά τον ά μ ε -
οιχάνικου
μυ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ο ς τού Κ λ ώ ν τ -Έ ν τ μ ό ν Μ α ν ύ κ α ί τό Χ ρ ό νος κ α ί μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τού Ζ ά ν Π ο υ ιγ ιό ν .
1949 Ε ίν α ι ή χ ρ ο ν ιά π ο ύ ά ρ χ ίζ ε ι έπιτέλους ή ε π ε ξ ε ρ γ α σ ία Ανατύπωσης τώ ν μεγ άλω ν έργων ω ρ ιμ ό τ η τ α ς τού Φ ώ κνερ. Στό Ό ξ φ ο ρ ν τ , ό Κλάρ ενς Μ π ρ ά ο υ ν γ υ ρ ίζ ε ι τόν Παρείοακτο, π ο ύ ή πρ εμ ιέρ α του γ ίν ε τ α ι με μεγάλη με γαλο πρ έπεια στις 11 ’ Ο κτω β ρ ίο υ . Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Τ έχ να σ μα τον ιπ π ό τ η . Σ τη Σ το κχ ό λ μ η 15 μέλη μό ν ο (σ τ ά 18) τής Σ ο υ ηδ ική ς ’ Α κ α δ η μ ία ς ψ η φ ίζ ο υ ν υ π έρ τού Φ ώ κ ν ε ρ : έτσι δέν ύ π ά ρ χ ε ι π α μ ψ η φ ία κ α ί ή ά π ο ν ο μ ή τού β ρ α β ε ίο υ Ν όμπελ λογοτεχνίας άναβ ά λλε τ α ι.
«Θά προτιμούσα νά συναντηθώ ξανά μέ τόν Ντρέιζερ κ α ί τόν Σέργουντ Άντερ σ ον (πού δέν πήραν τό βραβείο Νόμπελ) παρά μέ τόν Σ ίνκλαιρ Λούις κ α ί την κυρία Μ πάκ, τήν Κινέζα.» Γράμμα στήν Τζόαν Ούίλλιαμς, 22 Φεβρουάριου 1950, νΕργα 1, σ. X C I.
Χ ρ ο ν ιά πού σ ημ α δεύ ετα ι ά π ό τη σ υ ν ε ρ γ α σ ία τού Φ ώ κνερ μέ μ ιά νέα κ ο π έ λ α (π ο ύ θ ά γ ίν ε ι έρ ω μένη τ ο υ ), τ ην Τ ζ ό α ν Ο ύ ίλ λ ια μ ς , π ά ν ω στό Ρ έκβ ιεμ γ ιά μ ι ά μ ο ν α χ ή , έργο πο ύ σ υνέλαβε έχοντας υ π όψ η του τήν ή θ ο π ο ιό Ρούθ Φόρντ· ά π ό τίς πρώτες Ανοιχτές έπισ τολές τού συγγραφέα στις εφ ημερίδες τού Ν ότου γ ιά τ ίς φ υλετικές δ ια κ ρ ίσ εις · ά π ό τήν έκδοση τής μεγάλης σ υλλο γής ά π ό νουβέλες μέ τίτλο ’Ε κ λ ε κ τ ά διη γ ή μ α τ α f C o lle c te d S to rie s). πο ύ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι 42 μέ 46 νουβέλες δη μο σ ιευμ ένες ά π ό τό 1930 κ α ί π ο ύ δέν ε ίχ α ν ένταχθεί σ τά β ιβ λ ία του Ο ί άήττητοι, Τ ό χ ω ρ ιό , Κ ατέβ α Μ ω ν σ ή κ α ί Τ έ χ ν α σ μα τον ιπ πό τη. Κ α ί ά κ ό μ α , χ ρ ο ν ιά π ο ύ σ η μ α δ ε ύ ε τ α ι ά π ό τήν άπ ονο μή τού βρ α βείο υ Ν ό μ π ε λ (τήν ίδ ια χ ρ ο ν ιά π ο ύ δ ό θη κε κ α ί στόν Μ πέρ τρα ντ Ράσ σ ελ), π ο ύ ή ά ν α γ γ ε λ ία της γ ίν ετα ι σ τίς 10 Ν οεμ βρίου . "Ο ταν τ ε λ ικ ά δ έχ εται ν ά π ά ε ι στή Σ το κ χ ό λ μ η , ό συγγραφ έας π α ίρ ν ε ι μ α ζ ί του κ α ί τήν κόρ η του, μέ τήν ο π ο ία επισ κ έ π τ ε τ α ι κ α ί τρεις μέρες τό Π α ρ ίσ ι. Ε ίν α ι τό δεύτερο τ α ξ ίδ ι-τ ο υ έκεΐ. Μέ τή γυναίκα του μπροστά στό Ρόουεν
1951 Μ έ π ρ ό σκλη σ η τού Χ ώ κ ς ό Φ ώ κ ν ε ρ π ε ρ ν ά μερικές εβδομάδες στό Χ ό λλυγ ου ντ. Ε ίν α ι ή τ ε λ ε υ τ α ία του πα ρ α μ ο νή έκεΐ κ α ί ή π ιό κ α λο π λ η ρ ω μ έ ν η (2000 δ ο λ λ ά ρ ια τήν εβδομ άδα). "Ε π ε ιτ α π η γ α ίν ε ι στή Γ α λ λ ία , δ π ου θέλει ν ά συναντη θεί μέ τόν V e rd u n γ ιά τήν Π α ρ α β ο λ ή . Σ τ ίς 25 Μ α ίο υ ό Β ενσέν Ώ ρ ιό λ τού ά π ο ν έ μ ε ι τή Λ ε γ ε ώ ν α τής Τ ιμ ής . Έ κ δ ίδ ε τ α ι τό Ρ έ κ β ιε μ γιά μ ιά μ ο ν α χ ή , π ο ύ ε ίν α ι ένα «μυθισ τόρ ημα ύ π ό μορ φ ή θε α τ ρ ικ ο ύ έργου σζ τρεις π ρ ά ξ ε ις , πο ύ ή κ α θ ε μ ιά π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι σ ά ν ε ισ αγω γή έναν ά φ η γ η μ α τικό πρ ό λογο ». 'Ο Φ ώ κ ν ε ρ ε ρ γ άζεται γ ιά τή μεταφ ορά αυ τού τού έργου στήν ά μ ε ρ ικ ά ν ικ η σ κηνή .
1952 Π ρο σ κεκλημ ένος στό φ εσ τιβ ά λ «"Ε ρ γα τού 20ού α ιώ ν α » , ό Φ ώ κνερ , άν κ α ί σέ κ α κ ή σ τιγμ ή, θ ά γ ν ω ρ ίσ ε ι έναν π ρ α γ μ α τικό θ ρ ία μ β ο π ο ύ σ ημ αδεύ ει τον κ ο λ ο φ ώ ν α τής δό ξας του στή Γ α λ λ ία . Τ ή ν επομένη Α ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ν ά μ π ε ι στό ν ο σ ο κο μ είο λό γ ω μια ς υ π οτρ ο πή ς ο σ φ υ α λ γ ία ς , έ ξ α ι-
«Ε ίναι Απαραίτητο νά δοθεί κατά κάποιον τρόπο ένας ήμιεπίσημος χαρακτήρας στό λογοτεχνικό φε στιβάλ γιά τά έργα τού 20οΰ αιώ να.» Τηλεγράφημα στή Μ ονίκ Λάνζ, 12 ’ Α π ρ ιλίου 1952.
53
τίας μιας π α λ ιά ς πτώ σης ά π ό ά λ ο γο ( 0 $ £χει σ υ χ ν ά τέ_ τοιου ς πόνους π ο ύ θά φ ρ οντίσ ει ν ά τούς ξεγελά μέ τό ά λ κ ο ό λ ). Έ π ε ιτ α π η γ α ίν ε ι ν ά ξ ε κου ρα σ τεί στό "Ο σ λο σ υ ντρ ο φ ιά μέ την Έ λ σ ε Τ ζ ό ν σ ο ν , π ο ύ τή γ ν ώ ρ ισ ε στή Σ το κχ ό λμ η τό 1950. Έ π ισ τ ρ έ φ ο ν τ α ς ό Φ ώ κ ν ε ρ , θ ά τόν β ρ ει τό τέλος τού χρό νου σέ πο λύ κ α κ ή φ υ σ ικ ή κ α ί ή θ ικ ή κατάσ τασ η (δ υ σκο λεύετα ι ν ά ό λ ο κ λ η ρ ώ σ ε ι τήν Π αρα
βολή).
«'Ομως, άν ό Φώκνερ δέχεται νά δει έναν κόσμο που ή Ιδέα μόνο τού προκαλεί φρίκη, είναι έπειδή βρίσκει σ’ αυτόν ένα έφαλτήριο πού τού έπιτρέπει νά προσ εγγίσει εύκολα τήν περιοχή οπού χρησμοδοτούσαν οί προφήτες και τραγουδούσαν οί παλιοί βάρδοι. Ξεκινώντας άπό μιά σαρκική ιστο ρία στίς “ Άγριοφ οινικιές” ,^ θά διηγηθεί στό “ Γέρο πατέρα το ίδ ιο δράμα, άλλά μέ έπικό τρόπο, κ α ί ξαφνικά θά μάς δώσει τη ση μασία του χωρίς νά κρύψει τίποτα άπό τίς διαστάσεις του.» Μ Έ . Κουαντρώ, είσαγωγή στίς Άγριοφοινιχιέε. Gallimard 1952. σ. V. « Ά π ό κεϊ πηγάζει αύτό τό στύλ, αύτή ή παράξενη κ αί ύπνωτιστική μαγεία, πού τέμνεται άπό έκρήξεις, κραυγές, ξεσπάσματα βίας κα ί πού άποτελούν τή σύγκρουση κα ί τή συντριβή μέ τήν πραγματικότητα προτού κλείσει μέσα του τόν κόσμο τών παραστάσεων. Παράξενη, στριφνή καί λειψή, μέ μόνο της στολίδι τήν ώμότητα άλλόκοτα στεφανωμένη άπό επίθετα τού Μάλλαρμέ, ή γλώσσα τού Φώκνερ είναι τό κλειδί ένός κόσμου.» ΖάνΖ άκ Μαγιού, « Ό Φώκνερ κα ί ή τραγική σημασία», Combat, 6 Μαρτίου 1952.
1953 Ή φ υ σ ική κατάσ τασ η τού Φ ώ κνερ ά γ γ ίζ ε ι τήν έξουθέν ω σ η . Τ ό ίδ ιο κ α ί τής γ υ ν α ίκ α ς του. Ε π ιπ λ έ ο ν , δπ ω ς έμπισ τεύετα ι στήν Τ ζ ό α ν Ο ύ ίλ λ ια μ ς , φ ο β ά τ α ι ό τ ι έχει ά γ γ ίξ ε ι τόν «π άτο τού β αρελιού» κ α ί σ άν συγγραφ έας. Κ α ί εκτός τώ ν ά λ λ ω ν , π α ρ ά τή μά τ α ιη αντίθ εσ η κ α ί τήν όργή του , τό π ε ρ ιο δ ικ ό Life δη μο σ ιε ύε ι σέ δυ ό συνέχειες ένα άρ θρ ο γ ι’ αύ τόν, τού Ρόμπερτ Κ ά φ λ α ν . « Τ ί π α ρ ε ξ ή γηση!» γρ άφ ει. « 'Η Σ ο υ η δ ία μοϋ έδω σε τό βρ α β ε ίο Ν όμ π ελ, ή Γ α λ λ ία τή Λεγεώ να Τ ιμ ή ς κ α ί ή χ ώ ρ α μου τό μό νο π ο ύ κ ά ν ε ι γ ιά μένα ε ίν α ι ν ά ε ισ βάλλει οτήν Ιδ ιω τ ικ ή μου ζ ω ή , π α ρ ά τίς δ ια μαρ τυ ρίες μου». Ό Ά λ μ π έ ρ Κ α μ ύ τού ζητά ει τήν ά δ ε ια ν ά γ υ ρ ίσ ε ι σέ δ ια σ κ ε υ ή τό Ρέκβιεμ. Ν έο τ α ξ ίδ ι στήν Ε ύ ρ ώ πη γ ιά ν ά σ υ ναντή σ ει τόν Χ ώ κ ς , πο ύ π ρ ό κ ε ιτ α ι ν ά γυ ρ ίσ ε ι τή Γή τών Φαραώ, στήν Α ίγ υ πτο . Θ ά ε ίν α ι ή τελευταία τους σ υ νερ γασ ία. Σ τ ό Σ α ίν Μ όρ ιτς ό Φ ώ κνερ γ ν ω ρ ίζ ε ι μ ιά νεαρή Α μ ε ρ ικ α ν ίδ α , τήν Τ ζ ή ν Σ τ ά ιν , π ο ύ «έρχεται σ ’ αύτόν», όπ ω ς κ α ί ή Τ ζ ό α ν Ο ύ ίλλια μ ς . Τ ή ν επομένη τώ ν Χ ρ ισ τ ο υγέ ν ν ω ν θά π ά ε ι π ά λ ι ν ά σ υναντήσει τήν Έ λ σ ε Τ ζό ν σ ο ν στή Σ τ οκ χ ό λ μη .
1954 Π ρ ίν συναντη θεί ξανά μέ τόν Χ ώ κ ς στό Κ ά ιρ ο , ό Φ ώ κνερ επισ κέπτε τ α ι τό Λ ο ν δ ίν ο κ α ί ξ α ν ά τό Σ α ίν Μ ό ρ ιτ ς ,
54
Ό Ούίλλιαμ Φώκνερ μέ τή γυναίκα του ’Εστέλλα στό σαλόνι τοϋ «Ρόουεν
κ α ί μετά τό Π α ρ ίσ ι κ α ί τή Ρ ώ μη . Σ τ η Ν έα Ύ ό ρ κ η έ κ δίδεται μ ιά νέα ά ν θ ο λ ο γ ία τοϋ έργου του μέ τ ίτ λ ο Ό Ανα γνώστης Φώχνερ κ α ί ένα π ο λ ύ ώ ρ α ΐο δ ο κ ίμ ιο , τό « Μ ισ σ ισ σ ίπ ι» . Ν έα ά ν ά π α υ λ α στό Π α ρ ίσ ι ( κ α ί στό ’ Α μ ε ρ ικ ά νικ ο Ν ο σ ο κ ο μ ε ίο ), νέα ε π ίσ κ ε ψ η στόν V e rd u n (μέ τήν Μ ο ν ίκ Λ ά ν ζ κ α ί τό σ ύ ζ υ γ ό της), π ρ ιν έπισ τ ρ έ ψ ε ι στη Ν έα Ύ ό ρ κ η κ α ί στό "Ο ξφ ο ρ ν τ , μετά ά π ό ά π ο υ σ ία έ ξ ι μη νώ ν. Έ κ δ ίδ ε τ α ι ή Παραβολή. Τ ό ν Α ύ γ ο υ σ τ ο έ π ισ κ έ π τετα ι τή Λ ίμ α κ α ί τό Σ ά ο Π ά ο λ ο γ ιά λ ο γ α ρ ια σ μ ό τού Υ π ο υ ρ γ ε ίο υ ’ Ε ξ ω τ ε ρ ικ ώ ν . Έ π ε ιτ α επισ τ ρ έ φ ε ι γ ιά τό γάμ ο τής κό ρ η ς του Τ ζ ίλ μέ τ όν Π ώ λ Ν τ. Σ ά μ μ ε ρ ς , ά π ό τό Γουέστ Π ό ιν τ .
1955 'Ο Φ ώ κνερ , γ ιά τόν ό π ο ιο ο ί τιμές ε ίν α ι ή άντίθ ετη όψ η τοϋ κ α θ ή κο ντο ς , έχει γ ίν ε ι π ιά δ η μ ό σ ιο πρ ό σ ω π ο . Τ ό Μ ά ρ τ ιο γ ρ ά φ ε ι τήν π ρ ώ τ η μ ια ς σ ειρ άς ά π ό τέσσερις άνο ιχτές επισ τολές στό Commercial Appeal τής Μ έ μ φ ιδας ε ν α ντίο ν τώ ν σ χ ο λ ικ ώ ν δ ια κ ρ ίσ ε ω ν άνά μ ε σ α σέ μ α ύ ρους κ α ί λευκο ύς , π ρ ά γ μ α π ο ύ θά π ρ ο κ α λ έ σ ε ι τήν άμεση εχθρότητα τ ώ ν σ υ μ π ο λ ιτ ώ ν του - ά λ λ ά ή «μ ετρ ιοπ αθή ς » του σ τάσ η δέν θ ά γ ίν ε ι π ερ ισ σ ό τ ε ρ ο κα τ α ν ο η τ ή ά π ό τούς φ ιλ ελεύ θερ ου ς τού Β ο ρ ρ ά . Τ ή ν 1η Α ύ γ ο ύ σ τ ο υ φ τ ά ν ε ι στό Τ ό κ υ ο γ ιά μ ιά π α ρ α μ ο ν ή 3 έβ δ ο μ ά δ ω ν , ό ρ γανω μένη ά π ό τό Υ π ο υ ρ γ ε ίο ’ Ε ξ ω τ ε ρ ικ ώ ν . ’ Ε π ισ τ ρ έ φ ε ι, ά φ ο ϋ π ε ρ ά σ ει π ρ ώ τ α ά π ό τή Μ α ν ίλ λ α - ό π ο υ μένει ή π ρ ο γον ή τ ο υ - κ α ί μετά ά π ό τήν ’ Ιτ α λ ία , ό π ο υ ξ α ν α β ρ ίσ κ ε ι τήν Τ ζ ή ν Σ τ ά ιν κ α ί ό π ου ή π α ρ ο υ σ ία του άπ οτελεϊ «τό λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό γεγο νός τής χ ρ ο ν ιά ς » , κ α ί τέλος ά π ό τό Π α ρ ίσ ι, όπ ου γ ίν ε τ α ι τό π ε ρ ίφ η μ ο κ ο κ τ α ίη λ στόν κ ή π ο τοϋ Γ κ α λ λ ιμ ά ρ , π ο ύ θ ά π ρ ο κ α λ έ σ ε ι τρ εις σ υνεντεύξεις ά π ό γυ ν α ίκ ε ς ( Μ . Σ α π σ ά λ , Α . Μ π ρ ιέ ρ κ α ί Σ . Γ κ ρ ε ν ιέ ), κ α ί θ ά δ ώ σ ε ι τόν τ ίτ λ ο σέ μ ιά σ υλλο γή ά π ό σ υνεντεύξεις του: Έ ν α λιοντάρι στόν κήπο. Μ ε τ ά τό Π α ρ ίσ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ π η γ α ίν ε ι στό Λ ο ν δ ίν ο κ α ί μετά στό Ρ ε ϋ κ ια β ίκ . Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι τά Μεγάλα δάση (Big Woods), συλλο γή ά π ό ισ το ρίες κ υ νηγ ιο ύ . Σ τ ό τέλος τού χ ρ ό ν ο υ ά ρ χ ίζ ε ι τήν Πόλη (δεύ τε ρος τόμος τής τ ρ ιλ ο γ ία ς τώ ν Σ ν ό ο υ π ς ). Δ η μ ο σ ιε ύ ε ι έ π ίσης δ υ ό νουβέλες.
«Νά γιατί, αύτός πού μπορεί νά προκαλέσει τόν ένθουσιασμό μέσα άπό τήν άπομόνωση τών τυπωμέ νων. ψυχρών, άπρόσωπων λέξεων, αυτός συμμετέχει κ α ί στην άθανασία πού έχει συντελέσει στό νά γεννηθεί. Κάποτε δέν θά ύπάρχει π ιά , πράγμα πού δέν θά έχει καμ ιά σημασία, γιατί άκινητοποιημένος άπό τήν άτρωτη άπομόνωση. τών τυπωμένων λέξεων, σημαίνει δτι είναι ικανός νά κάνει νά ξαναγεννηθοϋν οί άδιάφθοροι ένθουσιασμοί τού παρελθόντος μέσα στις καρδιές κ α ί στίς αισθήσεις αυτών πού γεννήθηκαν άπό τόν ίδ ιο άέρα πού άνέπνευσε δ Ιδιος κα ί μέσα στόν όποιο νίκησε τίς άγωνίες τόυ. Ά ν μέ τά γραπτά του τά κατάφερε έστω κ α ί μία φορά, ξέρει δτι θά τά καταφέρει ξανά κ α ί γιά πολύ καιρ ό μετά, δταν π ιά δέν θά άπομένει ά π ’ αυτόν παρά ένα νεκρό όνομα, πού θά εξαλείφεται λίγο λίγο μέσα στό χρόνο.» Τέλος τοϋ εισαγωγικού σημειώματος τού Φώ κνερ στό Ό αναγνώστης Φώκνερ IFaulkner Reader).
1956 Τ ό Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο , στή Ν έ α Ύ ό ρ κ η , ό Φ ώ κ ν ε ρ π α ρ α χ ω ρ ε ί μ ιά ά τυ χή συνέντευξη στόν Ρ άσσελ Χ ά ο υ ε , π ο ύ θ ά τόν κ ά ν ε ι ν ά π ε ι μ ιά φ ρ άση ή ο π ο ία θ ά τόν β λ ά ψ ε ι π ο λ ύ , τό ότι δη λα δ ή «θ ά έδινε τή μ ά χ η υπ έ ρ τοϋ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι κ α ί εναν τ ίο ν τώ ν Η ν ω μ έ ν ω ν Π ο λ ιτ ε ιώ ν , ά κ ό μ α κ ι ά ν α υ τό σ ή μ α ιν ε ό τ ι έπρ επ ε ν ά κα τέ β ε ι στό δ ρ ό μο γ ιά ν ά π υ ρ ο β ο λ ή σ ει ένα ντίο ν τώ ν Μ α ύ ρ ω ν » . Μ ά τ α ια ό Φ ώ κ ν ε ρ θ ά π ρ ο σ π α θ ή σ ε ι ν ά επ α νο ρ θ ώ σ ε ι αυτή τή δή λω σ η γ ρ ά φ ο ν τας τρ εις ά νο ιχ τές επισ τολές στά μ εγ άλα ά μ ε ρ ικ ά ν ικ α π ε ρ ιο δ ικ ά . "Ο λ η ή χ ρ ο ν ιά έ χει δ η λ η τ η ρ ια σ τ ε ί ά π ό τό θέμα αύτό. Σ τ ό μεταξύ ό λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ι τήν Πόλη κ α ί άρχί-, ζει τό Μέγαρο. Σ τ ό Π α ρ ίσ ι, στό Τ εά τρ ντέ Μ α τ ο υ ρ έ ν , ά ν ε β α ίν ε ι τό Ρέκ-
«Κανένας άνθρωπος πού κατέχει τά μέσα του δέν θά έγραφε ενα τέ τοιο πράγμα, κανένας άνθρωπος μέ ύγιές πνεύμα δέν θά τό πίστευε.»
-55
6ιεμ γιά μιά μοναχή, σέ προσαρμογή π ο ύ ό Ά λ μ π έ ρ Κ α μ ύ πήρ ε ά π ό μ ιά μετάφραση τού Λ ο υ ί Γ κ ιγ ιο ύ . Σ τ ίς 10 Φ εβρο υά ριο υ ό Φ ώκνερ τηλεγραφ εί τίς εύχαρισ τίες του στήν κ υ ρ ία Ά ρ ρ ύ -Μ π ώ ρ . Τ ό έργο δέν είχε άνέβει ά κ ό μ α στη Ν έα Ύ ό ρ κ η .
1957 Φ εβ ρ ο υ ά ρ ιο ς -Ίο ύ ν ιο ς : δ Φ ώ κνερ ε ίν α ι «συγγραφέας έδρεύων» στό Π α ν ε πισ τ ή μιο τής Β ιρ τ ζ ίν ια , στό Σαρ λόττεσ βιλ. Τ ό Μ ά ρ τ ιο , τ α ξ ίδ ι στήν Α θ ή ν α , όπου πα ρ ε β ρ ίσ κετα ι σέ πα ράσ τασ η τού Ρέκβιεμ. Έ κ δ ίδ ε τ α ι ή Πόλη, ά φ ιερ ω μ ένη στόν Φ ίλ Στόουν, π ο ύ «μ οιράστηκε μ α ζ ί μου 30 χ ρ ό ν ια γέλιου». ’ Εκθεση Φ ώκνερ στό Π α ν ε π ι σ τή μ ιο τού Π ρίνστο ν. Τ ό Δ εκέμβ ρ ιο, μ α θαίνο ντας ό τ ι ό Ά λ μ π έ ρ Κ α μ ύ π ρ ό κ ε ιτ α ι νά π ά ρ ε ι τό βρ αβ είο Ν ό μ π ε λ , ό Φ ώ κνερ τού τηλεγραφ εί: « Χ α ιρ ε τ ίζ ω τήν ψ υ χή π ο ύ ά ν α ζη τά ει κ α ί δ ιερω τά τα ι συνεχώς». Στή Γ α λ λ ία έκδ ίδ ε τ α ι τό πλήρες κ είμ ενο τού Ρέκβιεμ γιά μ ιά μοναχή, σέ μετάφραση Μ .-Ε . Κ ο υαντρ ώ κ α ί δυστυ χ ώ ς μέ πρ ό λογο τού Κ α μ ύ, ενώ έπρεπε ν ά ζητήσουν ά π ό τό σ υγγραφ έα ν ά πρ ο λογίσει τό κείμ ενο τής διασ κευή ς του π ο ύ κυκλο φ όρ η σε τόν προηγούμενο χρό νο στή Γ α λ λ ία . Π ρ ά γ μ α τ ι ή διασ κευή τού Κ α μ ύ στερεί τό έργο ά π ό τά τ ρ ία ά φ η γ η μ α τ ικ ά του μέρη. Σ τ ό μεταξύ, ε ίν α ι φ α νερ ό ό τ ι ή ά μ ε ρ ικ ά ν ικ η διασ κευή τού έργου, ά π ό κ α ί γ ιά τή Ρούθ Φ όρντ, πο ύ θά κ υ κ λο φ ορ ή σει τό 1959, οφ ε ίλ ε ι π ο λ λ ά σ ’ αυτήν τού Κ α μ ύ.
1958 Π ρ ο β ο λή τής τ α ιν ία ς Ό κύκλος τής αυγής, πα ρμ ένη ά π ό τό Πυλών. Δεύτερη πα ραμονή τού Φ ώκνερ στή Σ αρ λόττεσ βιλ. Ό Φ ώ κνερ άρνείται μ ιά πρ όσκλησ η ν ά έπισ κεφ θ ε ί τή Σ ο β ιετ ικ ή Έ ν ω σ η . Έ χ ε ι ν ά κ ά ν ε ι τίς διορ θώ σεις σέ τρεις τόμους πού θά άποτελέσουν τήν τ ε λική έκδοση τής τρ ιλογ ίας τώ ν Σνόουπς. Έ κ δ ίδ ο ν τ α ι τά Μονόπρα
κτα τής Νέας ’Ορλεάνης [New Orleans Sketches, 6. 1925).
1959 28 Ί α ν ο υ α ρ ίο υ : πρεμιέρα τού Ρέκβιεμ στή Ν έ α 'Υ ό ρ κ η , σκηνοθέτης ό Τ όν υ Ρίτσαρντσον, μέ τή Ρούθ Φ όρντ στό ρόλο τής Τ έμ π λ , τό σύζυγό της Ζ ά χ α ρ υ Σ κ ό τ στό ρόλο τού Στήβενς κ α ί τήν Μ πέρτις Ρήντινγκ στό ρ όλο τής Ν ά νο υ : 'Ο Φ ώ κνερ ολοκληρώνει τό Μέγαρο. 'Η συλλογή τώ ν χειρ ογρ ά φ ω ν του μεταφέρεται στό Π ρ ίν σ τ ο ν τής Σ α ρ λόττεσ βιλ, όπου ό συγγραφέας ε γ κ αθ ίσ ταται κ α ί ά σ χ ο λεϊτα ι μέ τό κ υνή γι τής άλεποΰς (κ α ί κ α υ χ ιέ τ α ι μ ά λισ τα γΓ αυτό) κ α ί όπου θά γρ ά ψ ε ι τό τελευταίο του β ι β λ ίο , Ο Ι κλέφτες. Τ ό Ν οέμβριο έ κ δίδεται τό Μέγαρο.
1960 Ό Φ ώ κνερ μοιρ ά ζε τ α ι τόν κ α ιρ ό του μεταξύ Ό ξ φ ο ρ ν τ κ α ί Σ αρ λόττεσβιλ. Στίς 16 ’ Ο κ τω β ρ ίο υ π ε θ α ίν ε ι ή μη τέρα του σέ ή λ ικ ία 88 έτών.
56
« Ή Ρωσία, μέ τήν όποια έλπίζω ότι έχω τό δικαίωμα νά συνδέομαι πνευματικά, είναι αυτή πού έβγαλε τόν Ντοστογιέφσκι, τόν Τολστόι, τόν Τσέχωφ, τόν Γκόγκολ κλπ. Δέν ύπάρχει πιά... Ά ν οί Ρώσοι ήταν ελεύθεροι πιθανώς νά κατακτού σαν τή γή.» Γράμμα σ’ έναν ύπάλληλο τού 'Υπουργείου Εξωτερι κών, 31 Μαίου 1958, νΕργα I, σ. CX1V.
1961 ’ Ε π ίσ η μ η έ π ίσ κ έ ψ η στη Β ε ν ε ζ ο υ έ λ α κ α ί στό Γου έσ τ Π ό ιν τ . Σ τό Ό ξ φ ο ρ ν τ , ό π ο υ τ ε λ ε ιώ ν ε ι τού ς Κλέφτες μ έ σ α σέ τρεις μή νες , ό Φ ώ κ ν ε ρ γ ρ ά φ ε ι: «Ζ έ σ τ η κ ό λ α σ η ς ... ’ Ε δ ώ κ α ί 64 χ ρ ό ν ια λ έ ω ό τ ι δέν θ ά ξ α ν α π ε ρ ά σ ω τό κ α λ ο κ α ίρ ι μο υ σ τό Μ ισ σ ισ σ ίπ ι» .
« Ή λ π ιζ α δτι ή νέα κυβέρνηση θ<) άκολουθοΰσε μ ιά έξωτερική π ο λ ί-· τική τέτοια, ώστε ο ί έρασιτέχνες σάν έμένα νά μήν άναγκάζονται νά προωθούνται στήν πρώτη γραμμή.» Γράμμα σέ ύπάλληλο τσϋ 'Υ π ο υ ρ γείου ’ Εξωτερικών, 17 Ίαν ο υ α ρ ίο υ 1961, *Έργα 1, σ. C X V II.
1962 29 ’ Α π ρ ιλ ίο υ : ό Φ ώ κ ν ε ρ ά ρ ν ε ΐ τ α ι μ ιά π ρ ό σ κ λ η σ η τ ο ΰ πρ ο έ δρ ου Κ έ ν νεντυ σ τό Λ ε υ κ ό Ο ίκ ο ( « ε ίν α ι π ο λ ύ μ α κ ρ ιά γ ιά ενα ά π λ ό δ ε ίπ ν ο » θ ά π ε ι σ χ ε τ ικ ά ). 4 ’ Ιο υ ν ίο υ : Ικ δ ίδ ο ν τ α ι ο ί Κλέφτες, ά φ ιε ρ ω μ έ ν ο ι σ τά π έ ντε έ γγο νάκ ια του. 6 ’ Ιο υ λ ίο υ : σ τίς 1.30 τη ν ύ χ τ α ό Φ ώ κ ν ε ρ π ε θ α ί ν ε ι ξ α φ ν ικ ά σ τήν Μ π υ χ ά λ ια (β λ 1936) ά π ό ο ξύ π ν ε υ μ ο ν ικ ό ο ίδ η μ α . Ό θ ά ν α τ ο ς τ ο ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α π ρ ο κ α λ ε ϊ σ υ γ κ ιν η τ ικ έ ς εκ δ η λ ώ σ ε ις . Δ η μ ο σ ιε ύ ο ν τ α ι τ ά Πεζά κ α ί π ο ιή ματα τής νεότητας, ό π ο υ υ π ά ρ χ ε ι κ α ί « Ό λόφ ος».
«"Ενα μήνυμα έξαιρετικά σημαν τικ ό ... άπόλυτα ένδεδειγμένο γιά νά γίν ε ι ή Βίβλος τής Δύσης, τής έλεύθερης γνώμης κ α ί τής έλεύθερης άγοράς.» Χ ιου μο ρισ τικό σχέ διο προσευχής πού περιλαμβάνεται στούς Κλέφτες, "Εργα I, σ. C X V III.
C o p y rig h t: M ag a z in e L itte r a ir e Μ ετάφραση: Λ ή δ α Μ οσχονά
1972 ’ Α ρ χ έ ς Ί α ν ο υ α ρ ίο υ : Π ε ρ ίπ ο υ 2000 σ ε λ ίδ ε ς ά π ό δ ιά φ ο ρ α χ ε ιρ ό γ ρ α φ α ά ν α κ α λ ύ π τ ο ν τ α ι σέ μ ιά χ ά ρ τ ιν η κ ο ύ τ α , κ ά τ ω ά π ό τη σ κ ά λ α το ύ «Ρ όο υε ν Ό ο υ κ » , στό Ό ξ φ ο ρ ν τ τοΰ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι.
Γεώργιος Κορομηλάς
Λάμπρος Κορομηλάς
ή ά θ η ν α ϊκ ή π ε ρ ιπ έ τ ε ια 40 αιώνες αθηναϊκής ζωής ☆ τόμος Α ’
Ά π ό τά Προϊστορικά χρόνια ώς τό 338 π. X .
τόμος Β '
Ά π ό τή Μ α κεδο νική Κυρ ιαρχία ώς τό 1834
έπιμέλεια:
Μαριάννα Κορόμηλά ☆
Κεντρική Διόδεση « Π ο ρ ε ί α » , Σόλωνος 77 - Τηλ. 3 63 1622 57
Γιώργος Γιάνναρης
Ή μυ θ ιστορη ματ ική μυθολογία τοϋ Φώκνερ Ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι, ή π α ρά δ ο σ η κ α ί ό φυσ ικός χώρος τής βόρειας περιοχής, κ α ί ιδ ίω ς τής πόλης τοΰ Ό ξ φ ο ρ ν τ τής πο λιτεία ς Μ ισ σ ισ σ ίπ ι τών Η Π Α , γ ίνο ντα ι τό υπ ό β α θρο κ α ί τά υ λ ικ ά π ά ν ω στά ό π ο ια θά σ τηριχτεί κ α ί α π ό τά ό π ο ια θά έμπνευστεΐ κ α ί θ ά ά ν α π λ ά σ ε ι, σ ’ ένα μ υ θολογικό περίγυρο κ α ί κόσ μο, τήν κομητεία Γ ιο κνα π α τ ώ φ α μέ «πρω τεύουσα» τήν πόλη Τ ζέφφερσον (’Ό ξ φ ο ρ ν τ ) ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώκνερ (1897-1962). 'Η λέξη « γ ιο κνα π α τώ φ α» ε ίν α ι παρμένη ά π ό τή γλώ σσ α τών Τ σ ικ ά σ ω ’ Ιν δ ιά ν ω ν κ α ί σ η μ α ίν ε ι «διαιρεμένη γή», γ ιά νά δηλώ σ ει έτσι τό δ ια χ ω ρ ισ μ ό τής χώ ρα ς σέ Β ο ρρ ά κ α ί Ν ό το , πού οδήγησε στόν εμφ ύ λιο πόλεμο τοΰ 1861-5, κα θώ ς επίσης κ α ί τίς φυλετικές δ ια κ ρ ίσ ε ις τού Νότου κ α ί όλης τής ’ Α μ ερ ική ς , κ α ί γ ενικά κα θ ε τ ί πο ύ π ρ ο κ α λ ε ϊ τό διχα σμ ό κ α ί τή σύγκρουση άνά μεσα σέ δύο υπάρξεις όπω ς τοΰ άντρα κ α ί τής γ υνα ίκα ς. Τ ό φ υ σ ικ ό π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν κ α ί ο ί ά ν θ ρ ώ π ιν ο ι χαρ ακτήρ ες τ ώ ν μυθιστο ρ ημ άτω ν κ α ί τών π ο ιη μ ά τ ω ν τοΰ Φ ώ κ ν ε ρ καταμ αρτυ ρ ού ν τό γε ω γ ρ α φ ικ ό χ ώ ρ ο κ α ί τήν πο λ ιτ ισ τ ικ ή πα ρ ά δ ο σ η μέσα στά ό π ο ια είχ α ν ζήσει κ α ί π ε θ ά ν ε ι, σ υ νέχ ιζ α ν ν ά ζοΰ ν κ α ί ν ά π ε θ α ί ν ο υ ν ο ί Ν έγ ρ ο ι, ο ί ’ Ιν δ ιά ν ο ι, ο ί λ ευκο ί (φ τ ω χ ο ί κ α ί π λ ο ύ σ ιο ι), ο ί σ ε ξ ο υ α λ ικ ά διε σ τρα μμ ένοι άντρες, ο ί καρ πο φ όρ ες γ υ ν α ί κες, ο ί πόρνες, ο ί άλήτες, ο ί φοιτητές, ο ί σ τρατιώτες, ο ί εγκληματίες κ ι ένα σωρό ά λ λες υπ ά ρ ξ εις π ο ύ ε ίν α ι β α θ ιά ριζωμένες μέσα στίς ιδ ιο τ ρ ο π ίε ς , στά πά θ η τής μ α κρό χρο νης ισ το ρίας τώ ν ν ό τ ιω ν π ο λ ιτ ε ιώ ν τών Η Π Α , κ α ί π ο ύ χ ρ ο ν ικ ά φ τάνουν μέχρ ι τόν Π ρ ώ το π α γ κ ό σ μ ιο π ό λεμο . Έ τ σ ι, μέσω τής «κομητείας» Γ ιο κ ν α π α τ ώ φ α ό Φ ώ κνερ μάς δ ίν ε ι μ υ θ ισ το ρ η μ α τ ικ ά τό έπος τής ’ Α μ ε ρ ι κής. Π υρ ήνα ς κ α ί έπίκ ε ν τ ρ ο τού κόσμου τούτου ε ίν α ι ή γε ν ε α λ ο γία τού Φ ώ κνερ ά π ό π ρ ο π ά π π ο υ κ α ί π ά π π ο υ μέχρ ι τήν άμεση ο ίκο γ ένειά του , τούς φ ίλ ο υ ς , τούς γνω στούς, κ α ί έπ εκτείνετα ι στόν ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο τύπ ο άνθ ρ ώ π ο υ γ ε ν ικ ά . “ Ε ξ ι οικογένειες στά έργα του (Σ α ρ τ ό ρ ις , Κ ό μ π σ ο ν , Σάτπ εν,
58
Ν τέ Σ πένς, Μ π ή ν μ π ο ο υ κ α ί Μ α κ ά σ λ ιν ) β α σ ίζ ο ν τ α ι στό ισ τ ο ρ ικ ό τής ο ίκογένειάς του. "Ο μω ς αυτός ό μ ικ ρ ό κ ο σ μ ο ς δέν π ε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι εδώ , ξ α π λ ώ ν ε τ α ι κ α ί ά γ κ α λ ιά ζ ε ι, χ ω ρ ικ ά κ α ί χ ρ ο ν ικ ά δσο κ α ί π ο λ ιτ ισ μ ικ ά , τήν Ε υ ρ ώ π η , τή Μ έση ’ Α ν α τ ο λ ή , τίς χώρες τού βο υδ ισ μο ύ κ α ί τήν ά ρ χ α ία Ε λ λ ά δ α , ά π ό δπ ου δα ν ε ίζ ε τ α ι μ ιά π λ η θ ώ ρ α μυ θο λ ο γ ικ ώ ν συμ βόλω ν, Ιδ ίω ς θ η λ υ κ ώ ν θεώ ν. 'Ο Φ ώ κνερ ξε κ ίν η σ ε γράφ οντας π ο ίη σ η . Σ ύντο μα δμως ά ν τ ιλ ή φ θ η κ ε πώ ς ή κ λ ίσ η του βρ ισ κότανε στήν π ε ζ ο γ ρ α φ ία . Π α ρ ’ δλα αύ τά, ά κ ό μ α κ α ί τ ά π ο ιη τ ικ ά του έργα, ιδ ίω ς ό Μ αρμάρινος φαϋνος (1924) κ α ί τό Πράσινο κλαδί (1933), κ α θ ώ ς κ α ί ο ί δρ α μ α τ ικ ο ί μο νόλο γο ί του, κ α ταμ αρτυ ρ ού ν τά θέ μ ατα κ α ί τό π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν πο ύ θά τόν ά π ασ χολήσουν στήν π ε ζ ο γ ρ α φ ία του. Π .χ . ή ταύτιση τού γ υ ν α ικ ε ίο υ φ ύλου κ α ί χ α ρ α κτήρ α μέ τά σ τ ο ιχ ε ία τής φύσης (νερό, φ ω τ ιά , γή , άέρ ας), ό χ ώ ρ ος κ α ί ή έννοια τού χρό νου σέ σχέση μέ τή φύση -ά ν θ ρ ώ π ιν η κ α ί ύ λ ικ ή - χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ ν τ α ι σ άν τά κ ύ ρ ια σ υσ τατικά τόσο στήν π ο ίη σ η δσο κ α ί στήν π ε ζ ο γ ρ α φ ία του. "Ο μω ς π ο ίη σ η σταμάτησε
ν ά γ ρ άφ ει τό 1920. Ό λόγος ήταν ό τ ι ένα χρόνο π ιό π ρ ιν συνδέθηκε μέ στενή φ ιλ ία μέ τόν Σέργουντ Ά ν τ ε ρ σ ο ν , πο ύ τόν έπεισ ε ν ά στραφεί τ ελεσ ίδ ικα στήν π ε ζ ο γ ρ α φ ία . ’ Ε ν τούτοις, τό π ο ιη τ ικ ό υ λ ικ ό θά π ε ρ ασ τεί σ τά μυ θιστορήματά του, όπ ω ς π .χ . ό χ α ρ α κ τ ή ρας τού άνθ ρ ώ π ου πο ύ πε ρ ιγ ρ ά φ ε τ α ι στό π ο ίη μ α « L ’ apres-m idi d ’ un fa une» (Τ ό ά πόγευμα ένός φ α ύ νο υ ) έχει έπηρεασ τεί ά π ό τόν Μ α λλα ρ μ έ, κ α ί θ ά πά ρ ε ι σ ά ρ κ α κ α ί όστά στά έργα Ό μισθός τού στρατιώτη (Ν τόναλντ Μ ά χ ο ν ), λιγότερο έμφ α νές στό ’Ήχος κ α ί πάθος (Μ π έντζυ Κ ό μ π σ ο ν ) κ α ί περισσότερο ζω ντανό στό Χωριό ( Ά ι κ Σνόο υπ ς). Κ α ί ο ί τρεις χ αρακτήρες σ τά μυ θισ τορ ήματα αύτά έχουν, όπω ς κ α ί στό πρ ό π λα σ μ ά τους στό π ιό π ά ν ω π ο η μ α , χ α ρ α κ τη ρ ισ τικά τού Φ α ύνο υ, θεού τώ ν ά γ ρ ώ ν , ή κ ά τ ι μεταξύ ζ ω ικο ύ κ α ί φ υ τ ικ ο ύ όντος. Ε π ίσ η ς ή έννο ια κ α ί ή ε ικό ν α τού ά ε ρ ο π λ ά νου στό π ο ίη μ α προλέγει τήν ά τ μ ό σ φ α ιρ α τού μυθιστορ ήματος Πυλών. Τ έλος, ή δομή κ α ί ή μο ρ φ ή τού εσωτερικού μ ο νόλο γο υ, πο ύ θ ά άποτελέσ ει τό β α σ ικ ό χ α ρ α κ τ η ρ ι σ τικό στό π εζ ο γ ρ α φ ικό έργο τού Φ ώ κ ν ε ρ , β ρ ίσ κετα ι, εκτός ά π ό τούς κ α θ α ρ ά π ο ιη τ ι κούς δ ρ α μ α τικο ύ ς μονόλογους, μέσα στά πο ιή μ α τ ά του. Έ τ σ ι βλέπουμε πώ ς ο ί β ά σεις γ ιά τή δ η μ ιο υ ρ γ ία τής μυ θ ισ τ ο ρ η μ α τ ι κής μ υ θο λογ ίας τού Φ ώ κνερ έχουν τίς ρ ίζες τους στήν πρω τόγονη φ ύσ η , τή λ α ϊκ ή τέ χ ν η, τή μυ θο λογ ία τών 'Ε λ λ ή ν ω ν κ α ί τώ ν Ε β ρ α ίω ν , τόν κόσ μ ο τώ ν ενσ τίκτω ν, τώ ν κρ υ φ ώ ν κ α ί ενδόμυχων ψ υ χ ικ ώ ν σ υ ν α ισ θ η μάτων π ο ύ β ρ ίσ κο ντα ι στή φύση τού ά ν θρ ώ π ου : α να π α ρ α γ ω γ ή , έγκλη ματικότητα , θάνατος, ψ υ χ ικές πα θή σεις, τό μ υ σ τήρ ιο τής ζω ής κ α ί τώ ν φ αινο μένω ν. Κ α ί όλα αύτά ν ά ζού ν κ α ί νά κ ινο ύ ν τ α ι μέσα στή «μήτρα τού χρόνου». Ά π ό τό ο ικο γ ενεια κό δέντρο τού Φ ώ κ ν ε ρ μεγαλύτερη επίδρ ασ η άσκησε στό σ υγγ ρα φέα ό π ρ ο π π ά π ο ς του F alkne r (άργότερ α ό συγγραφέας άλλαξε τό όνομα σέ F a u lk n e r) κ α ί ό π α π π ο ύ ς του. 'Ο πρ ο π ά π π ο ς του W il liam C. F a lkn e r ήταν συνταγματάρχης στόν ομ ο σ π ο ν δ ια κ ό στρατό τών Η Π Α , ιδρυτής ένός σ ιδ ηρ οδ ρό μο υ, π ο λιτικ ό ς πο ύ σ τ α δ ιο δρόμησε κ α ί σάν μυ θιστορισ γράφ ος. Τ ό έργο του Τό λευκό ρόδο τής Μέμφιδας σ η μείωσε άξιο σ η μείω τη επ ιτυ χ ία όταν βγή κε, τό 1880. "Ε να ς δά σκαλος τού συγγ ραφ έα μας ρώτησε τό δισέγγονο τί θά ήθελε ν ά γ ί ν ε ι όταν μεγ αλώ σ ει, κ α ί ό Ο ύ ίλ λ ια μ τής τ ρ ί της δη μο τικο ύ άπ άντησε πώ ς θ ά γιν ό τ α ν ε σ υγγραφέας όπ ω ς ό πρ ο π ά π π ο ς του. Ο ί τι-
Ονίλλιαμ Φώκνερ » μές κ α ί ή δ ύ ναμ η πο ύ άπόκτη σε ό π ρ ο π ά π πο ς όμω ς κ α τ ά λ η ξα ν σέ τ ρ α γ ικ ό θ ά να το: ήρθε σέ ρήξη μέ έναν π ρ ώ η ν σ υνεταίρο του στούς σ ιδ ηρ οδ ρό μο υς , π ο ύ τόν τ ου φ έκισ ε έν ψ υ χ ρ ώ , τή στιγμή μά λ ισ τ α π ο ύ είχε έκλεγεί γερουσιαστής. Ή π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α τού π ρ ο π ά π π ο υ κ α θ ώ ς κ α ί ή σ τα δ ιο δ ρ ο μ ία του μέ τό τ ρ α γ ικ ό τέλος θ ά γ ίν ο υ ν τό πρ ώ τ ο υ λ ικ ό γ ιά τό π λ ά σ ιμ ο τού π ρ ω ταγ ω νισ τή ή δευτε ρ αγω νισ τή στά μυ θιστο ρ ήμ ατα Σαρτόρις, (1929), Ήχος κ α ί πάθος (1929), Ο ί αήττη τοι, (1938), Ή πόλη (1957), κ ι άλ λ α . 'Ο π α π π ο ύ ς του θ ά γ ίν ε ι π ά λ ι πρ ό τυπ ο στό π λ ά σ ιμ ο ό μ ο ιω ν χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν : τ ρ α π ε ζ ικ ώ ν κ α ί ν ο μ ικ ώ ν όπ ω ς έκείνος. Τ όσ ο τά μέλη τού ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ο ύ του δέντρου όσο κ α ί ό συγγραφ έας μας ήτα ν α ύ τ ο δ ίδ α κ τ ο ι. Ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ έγκατέλειψε τό γ υ μ ν ά σ ιο στήν τρίτη χ ρ ο ν ιά . Σ τό Π α ν ε π ισ τ ή μ ιο τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι μπ ή κ ε άργότερα, κ α τ ’ έξαίρεσ ιν , σ άν βετεράνος τού στρατού, αλλά δέν έμεινε γ ιά σπουδές π ά ν ω ά π ό ένα χ ρό νο. "Ε ν α ά λ λ ο σ τ ο ιχε ίο π ο ύ βοήθησε τή δη μ ιο υ ρ γ ία τής μ υ θισ το ρ ημ α τικής μυθο λογ ίας τού Φ ώ κνερ ήτα ν τό γεγονός ότ ι ποτέ σχε δό ν δέν έγκατέλειψ ε τόν τόπ ο τής κ α ταγω -
59
γης του , έκτος ά π ό σ π ο ρ α δ ικ ά τ α ξ ίδ ια στη Γ α λ λ ία κ α ί τή Γ ε ρ μ α ν ία , τήν ’ Ια π ω ν ία κ α ί τή Β ρ α ζ ιλ ία (σά ν άπεσταλμένος τοΰ Στέητ Ν τηπ άρ τμεντ), τή Σ τ ο κ χ ό λ μ η , γ ιά ν ά πα ραλ ά β ε ι τό β ρ αβ είο Ν όμ πε λ , κ α θ ώ ς κ α ί στη Ν έ α 'Υ ό ρ κ η κ α ί τό Χ ό λλυγ ου ντ γ ιά κ α θ α ρ ά β ιο π ο ρ ισ τ ικ ο ύ ς κ α ί έπα γγελμα τικού ς λό γους. ’ Α κ ό μ η κ α ί ή σ τρ α τ ιω τ ικ ή του θη τεία στήν κ α ν α δ ικ ή ά ε ρ ο π ο ρ ία (δεν έγινε δεκτός στήν ά μ ε ρ ικ α ν ικ ή , γ ια τ ί ήτα ν άδ ύνατος κ α ί κο ντό ς ) δεν ολ ο κ λ ηρ ώ θ ηκ ε , γ ια τ ί, μόλις κ α τα τά χ θ η κε, έληξε ό Π ρώ τος πα γκ ό σ μ ιο ς πό λεμο ς. Κ α τά σ υ νέπ εια ό Φ ώ κ ν ε ρ β ιο λ ο γ ικ ά κ α ί π νευ μ α τ ικ ά έζησε στό Μ ισ σ ισ σ ίπ ι όλη του τή ζω ή. Α ύ τ ό τόν κ ό σ μ ο , πο ύ γν ώ ρισ ε κ α λ ά ά π ό άμεσες εμπ ειρ ίες κ α ί διη γή σεις τόν έχει ορ θ ώ σ ει κ α ί π λ ά σ ε ι σέ μ υ θ ικ ά σ ύ μ ο ο λα κ α ί τού έδωσε έ πικές διασ τάσεις μέ τά μυθιστο ρ ήμ ατά του. ’ Ε ξα ίρ εσ η στά ε ίκ ο σ ι έξ ι έργα του άποτελεΐ τό έργο Πυλών (1937), όπου όμως π ά λ ι π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι τίς εμ π ε ιρ ίε ς του κ α ί δ ίν ε ι τίς πρ ο φ η τ ικ έ ς του β λέψ εις γ ιά τήν ’ Α μ ε ρ ικ ή τώ ν αερ οπ λ ά ν ω ν , τής ταχύτητας, κ α ί γ ιά τή μ ο ίρ α τοΰ ανθ ρώ π ο υ π ο ύ μ π λέκεται στό σύνδ ρο μο τής τα χ ύ τητας. Τ όσ ο στό Πυλών όσο κ α ί στό τελευ τ α ίο τής ζωής του, τό "Ενα παραμύθι (1954), δεσ π όζει τό α ύ τ ο β ιο γ ρ α φ ικ ό σ τοι χ ε ίο , ιδ ίω ς ή χ ιο υ μ ο ρ ισ τ ικ ή άνα π όλ η σ η τών π α ιδ ικ ώ ν του χ ρ ό ν ω ν στό δεύτερο έργο. Δ υ ό χ ρ ό ν ια μετά τό Μ αρμάρινο φαϋνο, κυ κ λ ο φ ο ρ ε ί τό π ρ ώ το του μυ θισ τ ό ρ ημ α , Ό μισθός τού στρατιώτη (1926). Έ δ ώ ό Φ ώ κνερ ά ναπ τύσ σ ει τό θέμα τής άπ ομ όνω σ η ς τού άτόμου μέσα σέ μ ιά «π ολιτισ μένη » κ ι ό χ ι σ τρ α τιω τικ ή κ ο ιν ω ν ία . 'Ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς Ν τόναλντ Μ ά χ ο ν γύρισε β α ρ ιά τ ρ α υμ ατι σμένος, τυφλός κ α ί στά πρ ό θ υ ρ α τοΰ θα ν ά του στήν πό λη του Τσάρλεσ τον τής Γεωρ γ ία ς. Μ ιά ο μ ά δ α γ υ ν α ικ ώ ν κ α ί άντρω ν π ρ ο σ κο λλο ΰ ντα ι κ οντά στόν Ν τόναλντ, κ α ί εξετάζονται γ ιά τή στάση τους στό «πρό βλημα» τής σ ω τηρ ίας τοΰ άπόστρατου. Έ τ σ ι π λά θ ο ντ α ι κ α ί ο ί χαρ ακτήρ ες, πώ ς δη λα δ ή χ ε ιρ ίζ ε τ α ι ό καθ ένας χ ω ρ ισ τ ά τή γ ια τ ρ ιά τοΰ π ρ ώ η ν ά ξ ιω μ α τ ικ ο ΰ . ’ Εκτός ά π ό τόν ιερέα πα τέρα του, ένα στρατιώτη κ α ί τόν ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο Τ ζ ώ ν ς , κ ιν ο ύ ν τ α ι γύρω του ή ά ρ ρ α β ω ν ια σ τ ικ ιά του Σ ε σ ίλ ια , πο ύ τώ ρ α π ιά α λλά ζ ε ι στάση ά π έ ν α ν τ ί του, μ ιά χ ή ρ α κ ι άλλες γ υ να ίκες , στίς οπ οίες ό Φ ώ κνερ έχει δώ σ ει μορφές δ ρ υ ά δ ω ν , νυμ φ ώ ν , α ιθ έ ρ ιω ν πλα σ μ ά τ ω ν π ο ύ κυκ λ ο φ ορ ο ύν γο ρ γ οκίνη τα σ ά ’ σέ μ ιά ά γ ρ ια κ ι όμορφ η φ ύσ η -έ ν α είδ ος ’ Α ρ κ α δ ία ς - άσχετη μέ τήν κατάσ τασ η τοΰ ετοιμοθάνατου Ν τόναλντ.
60
’ Α κ ό μ α κ α ί τό έρ ω τικό σ τοιχείο στό β ιβ λ ίο ε ίν α ι σ υν α ίσ θ ημ α γ ιά άπ όλαυ ση μόνο ό π τ ικ ή κ α ί δ ια ν ο η τ ικ ή . Φ α ίν ε τ α ι ν ά σ υμ πά σ χ ει κ α ί ν ά δέχεται τό θάνατο ή τό κ α κ ό στή ζωή σάν κ ά τ ι άν α π όφ ευκτο, πρ ά γ μ α πού μαρτυρεί ένα κ ά π ο ιο θ ρ η σκευ τικό σ υναίσθ ημ α στή σκέψη τοΰ συγγραφέα. Τ ε λ ικ ά ό Ν τόναλντ π ε θ α ίν ε ι, κ α ί τά πρ ά γμ α τ α (ο ί άνθ ρώ π ινες σχέσεις) σ υνεχίζο υν έτσι άσ υναίσθ ητα , ά σ κ ο π α , κ ι άσ κεφ τα. 'Η β ία τοΰ πολέμου πού πρ ο ξέ νησε τό θανατηφ ό ρο πλή γμ α στόν ά ξ ιω μ α τ ικ ό όλο κληρ ώ νεται μέ τό ένστικτο τής αύτοσυντήρησης κ α ί τής ά δ ια φ ο ρ ία ς στήν κ ο ι ν ω ν ία , τήν ό π ο ια φ α ίν ε τ α ι ν ά κ α τ α κ ρ ίν ε ι ό συγγραφέας. Τ ό έπόμενο μυ θιστό ρ ημ α, Τά κουνούπια (1927), τοπ οθ ετείται π ά λ ι άνάμεσα στήν ά γρ ια , ύγρή, πρωτόγονη φ ύση, όπου μεταφέρεται μ ιά όμ ά δ α διανοο υμ ένω ν κ α ί κ α λ λ ιτεχ νώ ν, μέ τήν πρόφ αση τής έκδρομής π ο ύ όργάνω σε μ ιά π λ ο ύ σ ια χήρ α κ α ί ή ά ν ιψ ιά της. ’ Ε κ ε ί ή ά ν ιψ ιά άπά γε τ α ι εθελουσίω ς ά π ό έναν καμ α ρ ό τ ο κ α ί χ ά ν ο ν τ α ι σέ μ ιά π ερ ιο χ ή πο ύ βρ ισ κότανε δ ίπ λ α σ ’ ένα βο ύρ κο, όπου βασ ιλεύουν τά κ ο υ ν ο ύ π ια , μέ άποτέλεσμα ν ά μήν άπ οτελειώ σ ουν τό ε ι δ ύ λ λ ιο κ α ί ν ά έπιστρέψουν στό γιώ τ μέ τούς άλλους τής παρέας. Α ύ τ ό ε ίν α ι κ α ί ή μόνη δράση στό έργο. ’ Α π ό έδώ κ α ί πέρα ά ρ χ ίζ ε ι μ ιά ά π ε ριό ρ ισ τη συζήτηση γ ιά τό ρόλο τής γλώσσας στή ζω ή κ α ί τή λογοτεχνία (μεταξύ τους βρ ίσ κ ε τ α ι κ α ί ένας συγγραφέας) κ α ί τή σχέση τής τέχνης μέ τή φύση γ ενικά . Φ α ίν ε τ α ι πώ ς ο ί χ αρακτήρες πο ύ μ ιλοΰ ν λιγότερο, όπω ς ό γλύπτης Γ κόρντον, ε ίν α ι κ α ί ο ί π ιό π α ρ α γ ω γ ικ ο ί. Τ ό θέμα τού Φ ώκνερ ε ίν α ι β α σ ικ ά ή εξερεύνηση τοΰ ρόλου τής γλώ σ σας στήν ά ν α κ ά λ υ ψ η τής άλήθειας μέσω τών Ιδεώ ν. “ Ο μω ς πα ρ ά λ λ η λ ο ρεύμα σ’ αύτό ε ί ν α ι κ α ί ή σύζευξη τής δυναμ ικότη τας τής φύσης κ α ί τοΰ σέξ μέ τή δ υ ν αμ ικότη τα τοΰ ταλέντου στή δ η μιου ργ ία . Τ ό β ιβ λ ίο λ ο ιπ ό ν πε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι στή ρητορικότητα αύτή κ α ί μέ ν ε ι κ ά π ω ς άδ ύνατο. Π άντω ς ε ίν α ι ή ά π α ρ χ ή τής έξερεύνησης τής γλώσσας, σ άν μέσο έρευνας κ α ί μετάδοσης ιδ ε ώ ν , κ α ί τής άλήθειας, ένα θέμα πο ύ θά τόν άπ ασ χ ο λ ήσ ε ι κ α ί στά κ α τ ο π ιν ά του μυ θιστορήματα. Τ ό έργο τελειώ νει μέ τή μεταφ ορά τών χ α ρ α κτήρ ω ν στήν π ό λ η , όπου ένας κόσμος ά π ό πόρνες, μπεκρήδες, κλέφτες κ α ί ά λλα κ ο ι ν ω ν ικ ά πλά σ μ α τα τραβούν τή ζω ή μ α ζ ί τους στήν κόλα ση κ α ί στούς όπ οιου ς έ μφ α νίζοντ α ι π ά λ ι τά κ ο υ ν ο ύ π ια (όπ ω ς τά π ο ν τ ίκ ια στήν Πανούκλα τοΰ Κ α μ ύ , πο ύ τόν μιμή -
θη κ ε ) γ ιά ν ά ά π ο τ ε λ ε ιώ σ ο υ ν τούτη τή « δ ιε σ τ ρ α μμ ένη» ά ν θ ρ ώ π ιν η φ ύ σ η . Τ ά έρ γα α υ τ ά δ έν σ η μ ε ίω σ α ν έ π ιτ υ χ ία · θ ά έ π ρ επ ε ν ά σ τ η ρ ιχ τ ε ί σ έ τ ό π ο γν ω σ τ ό , ρ ε α λ ι σ τ ικ ό κ ι ό χ ι «σέ τ ό π ο χ λ ο ε ρ ό κ α ί τ ό π ο ά ν α ψ υ χ ή ζ » . γ ι ά ν ά μ ε γ α λ ο υ ρ γ ή σ ε ι ώ ς δ η μ ιο υ ρ γός. Τ ο ύ τ ο γ ίν ε τ α ι μέ τό Σαρτόρις (19 29 ). Σ τ ό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α α ύ τ ό έ π ικ ρ α τ ε ϊ τ ό θ έ μ α τής σ ύ γ κ ρ ο υ σ η ς ά ν ά μ ε σ α στό π α ρ ό ν κ α ί τ ό π α ρ ε λ θ ό ν , σ τή ζ ω ή κ α ί τό θ ά ν α τ ο , τ ήν ά ν τ ρ ικ ή β ία κ α ί τή μ η τ ρ ια ρ χ ικ ή κ α ί κ α ρ π ε ρ ή φ ύσ η τής γ υ ν α ίκ α ς , σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις π ο ύ κ α τ α λ ή γ ο υ ν σ έ δ ιφ ο ρ ο ύ μ ε ν α ά π ο τ ε λ έ σ μ α τ α . Δ έ ν γ ν ω ρ ίζ ο υ μ ε ά ν ή ν ο σ τ α λ γ ία τ ού π α ρ ε λ θ ό ν τος ( κ α τ ο ρ θ ώ μ α τ α τ ώ ν π α π π ο ύ δ ω ν τ ο υ ) ή ή μ α τ α ιό τ η τ α γ ιά τ ό μ έλλ ο ν ε ίν α ι ή τ ε λ ικ ή θέση το ύ Φ ώ κ ν ε ρ . Τ ό έργο σ τ η ρ ίζ ε τ α ι σ τό μ α κ ρ ιν ό π α ρ ε λ θ ό ν το ύ Ν ό τ ο υ , δ π ω ς τ ού τ ο δ ια φ α ίν ε τ α ι μ έσ ω το ύ ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ο ύ τ ου π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν τ ο ς . ’Έ τ σ ι β λ έ π ο υ μ ε τ ό ν Μ π ά γ ια ρ ν τ Σ α ρ τ ό ρ ις ν ά ε π ισ τ ρ έ φ ε ι ώ ς σ υ ν τ α γ μ α τ ά ρ χ η ς ά π ό τ ό σ τ ρ α τ ό μέ όλ η τ ή ν ά η δ ία του γ ιά τό ν π ό λ ε μ ο κ α ί τή β ία ά ν ά μ ε σ α σέ μ ιά π α ρ α δ ο σ ια κ ά σ υ ν τ η ρ η τ ικ ή κ α ί π α ρ ε λ θ ο ν τ ο λ ο γ ικ ά σ τ η μ έ ν η κ ο ιν ω ν ία τ ο ύ β ό ρ ε ιο υ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι. Δ ύ ο β ία ι ο ι θ ά ν α τ ο ι θ ά τ ό ν σ π ρ ώ ξ ο υ ν ν ά γ ίν ε ι κ ι ό ίδ ιο ς β ία ιο ς : τού π ρ ο π ά π π ο υ τ ο υ , ό π ω ς ε ίδ α μ ε , κ α ί τ ώ ρ α τού ά δ ε λ φ ο ύ το ύ π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ή τ ο υ , το ύ Μ π ά γ ια ρ ν τ Σ α ρ τ ό ρ ις , στή μ ά χ η ό π ο υ π ή ρ ε μέρ ος κ ι ό ίδ ιο ς . Κ α ί τ ά δ ύ ο α υ τ ά φ α ν τ ά σ μ α τ α θ ά γ ίν ο υ ν τ ά ό δ η γ η τ ικ ά π ν ε ύ μ α τ α , ό π ω ς σ τόν
’Άμλετ. Μ έσα σ’ αύτόν τό βαρυφ ορτω μένο χ ώ $ ο τοποθετούνται δύ ο άκό μη άτομα: Ό Ό ρ ά τ ιο ς Μ π ή ν μ π ο ο υ , φ ίλ ο ς τ ο υ , κ α ί ή ά δ ε λ φ ή τ ο υ Ν α ρ κ ίσ σ α , π ο ύ θ ά π α ν τ ρ ε υ τ ε ί ό Σ α ρ τ ό ρ ις . Λ ίγ ο μ ε τ ά ά ρ χ ίζ ε ι κ α ί ή κ α τ ά ρ ρ ε υ σ η τ ο ύ π ρ ώ η ν σ υ ν τ α γ μ α τ ά ρ χ η : Θ ά π έ σ ε ι τρ έ χ ο ν τ α ς μ έ τ ό ά γ ρ ιο ά λ ο γ ό τ ο υ κ α ί θ ά τ ρ α υ μ α τ ισ τ ε ί. Τ ο ύ τ ο ε ίν α ι ή ά π α ρ χ ή τής τ ε λ ικ ή ς το υ « π τ ώ σ η ς » , τ ώ ρ α ό μ ω ς μέ τ ό σ α ρ α β α λ ια σ μ έ ν ο ά ε ρ ο π λ ά ν ο τ ο υ , ό π ο υ κ α ί σ κ ο τ ώ ν ε τ α ι. Π ίσ ω τ ο υ θ ά ά φ ή σ ε ι έ γ κ υ ο τή Ν α ρ κ ίσ σ α , π ο ύ θ ά γ ε ν ν ή σ ε ι κ ο ρ ιτ σ ά κ ι κ α ί π ο ύ θ ά τ ό β α φ τ ίσ ε ι δ ίν ο ν τ ά ς του γ ιά ό ν ο μ α τ ά δ ύ ο έ π ώ ν υ μ α τ ώ ν ο ικ ο γ ε ν ε ιώ ν Μ π ή ν μ π ο ο υ , Σ α ρ τ ό ρ ις . Ή Ν α ρ κ ίσ σ α π α ρ ο υ σ ιά ζ ε τ α ι ά π ό τό σ υ γ γ ρ α φ έ α ώ ς σ ύ μ β ο λ ο τής γ ο ν ιμ ό τ η τ α ς , τ ής θ η λ υ κ ό τ η τ α ς , τής μ η τ ρ ό τ η τ α ς ( ό μ ύ θ ο ς τής Π ε ρ σ ε φ ό ν η ς κ α ί τ ής Δ ή μ η τ ρ α ς ), π ο ύ θ ά κ υ ο φ ο ρ ή σ ε ι κ α ί θ ά δ ια τ η ρ ή σ ε ι τή ζ ω ή . Ά ν ά μ ε σ α σ ’ α υ τ ο ύ ς το ύ ς δ ύ ο κ ό σ μ ο υ ς (τ ής β ία ς κ α ί τής μ η τ ρ ό τ η τ α ς , τής ζ ω ή ς κ α ί τού θ α ν ά τ ο υ ) σ τ έ κ ε τ α ι κ α ί ό σ τ α τ ικ ό ς κ α ί άνήμπορος νά συμμετάσχει χαρακτήρας, ό Ό ρ ά τ ιο ς . Μ έ τ ό έ ρ γο τ ο υ τ ο ύ τ ο ό Φ ώ κ ν ε ρ φ τ ά ν ε ι σ τ ά π ε δ ία τής τ ε λ ε ιό τ η τ α ς . Ό χ ώ ρ ο ς κ α ί ό κόσ μ ος β ρ έθ η κα ν: Ό τόπος κ α ί ό κόσμος τής κ α τ α γ ω γ ή ς τ ο υ , τ ό Μ ισ σ ισ σ ίπ ι. Τ ό ν ίδ ιο χ ρ ό ν ο ( 1 9 2 9 ) κ υ κ λ ο φ ο ρ ε ί κ α ί τό ά ρ ισ τ ο ύ ρ γ η μ ά τ ο υ , τΗχος κ α ί πάθος. Τ ό έ γ ρ α ψ ε π έ ν τ ε φ ο ρ έ ς , κ α ί ό ίδ ιο ς τ ό ά ν α γ ν ω -
Φώκνερ καί Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες «... "Ολοι οί κριτικοί λένε δτι έχω επηρεαστεί άπό τόν Φώκνερ. Δέχομαι τήν άποψη αυτή, αλλά υπό τήν έννοια ότι μέ θεωρούν ένα συγ γραφέα πού έχει διαβάσει τόν Φώκνερ, τόν έχει άφομοιώσει, έχει εντυπωσιαστεί άπ’ αύ τόν καί, συνειδητά ή όχι, προσπαθεί νά γρά ψει όπως αυτός. Αύτό εννοώ εγώ, άπό τήν πλευρά μου, σάν επιρροή γενικά. ’Αλλά αύτό πού οφείλω στόν Φώκνερ είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Γεννήθηκα στήν Άρακατάκα, τή χώρα τής κουλτούρας τών μπανανών, όπου ιδρύθηκε ή Γιοννάιτεντ Φρονιτ Κόμπανυ. Σ ’ αύτή τήν περιοχή, όπου ή Γιοννάιτεντ Φρούιτ κατασκεύαζε πόλεις καί νοσοκομεία κ α ί άποξήρανε ολόκληρες εκτάσεις, μεγάλωσα. ’Εκεί δέχτηκα τίς πρώτες μου εντυπώσεις. Πολλά χρόνια άργότερα, διάβασα τόν Φώκνερ καί άνακάλνψα ότι ολόκληρος ό κόσμος του -ό κόσμος τον Νότον τών ΗΠΑ, γιά τόν όποιο
γράφει- μπορούσε νά σνγκριθεί απόλυτα μέ τόν δικό μου. Κ ι έπειτα, άργότερα, όταν είχα τήν εύκαιρία νά έπισκεφτώ τίς πολιτείες τού Νότον βρήκα τίς άποδείξεις -σ ’ αύτούς τούς δρόμους τής κόκκινης γής, μέ τήν ίδια βλά στηση, τά ίδια δέντρα, τά μεγάλα σπίτια- τής ομοιότητας'τών δύο κόσμων μας. Δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι ό Φώκνερ είναι υπό μία έννοια νοτιοαμερικάνος συγγραφέας. Ό κόσμος του είναι ό κόσμος τού Κόλπον τού Μεξικού. Αύτό πού βρήκα σ’ αύτόν, είναι κάποιες άναλογίες άνάμεσα στά βιώματά μας, πού δέν ήταν τόσο διαφορετικά όσο φαίνεται εκ πρώ της όψεως. Βλέπετε, αύτό υπάρχει, αύτό τό είδος επιρροής —άλλά είναι πολύ διαφορετικό άπ’ αύτό πού λένε οί κριτικοί.» Γ καμπ ρ ιέλ Γ καρσία Μ άρκες
61
ρ ίζ ε ι ώς τό π ιό κ λ α σ ικ ό του Εργο. Έ δ ώ ά σ χ ο λείτα ι μέ μ ιά μόνο οικ ο γέ ν ε ια , τούς Κ ό μ π σ ο ν , μ ιά π α λ ιά Α ρ ισ το κρατική ο ίκ ο γ έ ν ε ια τού Ν ότου πο ύ έχει μπλεχτεί σ ’ έναν κ υ κ ε ώ ν α αύ τοκαταστροφ ής. Ή μητέρα ε ίν α ι ένας Αδύνατος, μεμ ψ ίμ οιρο ς κ α ί υ π ο χ ο ν δ ρ ια κό ς ά νθ ρ ω π ο ς πο ύ φ α ρ μ α κ ώ ν ε ι κ ι δλους τούς άλλους. Ό πατέρας κατάντη σε _ μεθύσ τακας κ α ί κ υ ν ικ ό ς , συνεπώς δ α ίμ ω ν γ ιά τούς πάντες. Ή κόρη τους Κ άντυ ε ίν α ι ένα κολα σ μ έν ο θ η λ υ κ ό πο ύ έχει έ γ καταλείψ ε ι τό σ π ιτ ικ ό της. Μ ένου ν ο ί τρεις γ ιο ί: 'Ο ήλ(θ ιος Μ π έν τ ζ υ , ό Τ ζέησον, ένας π ικ ρ α μ έ νος κ α ί « π ρ α κ τ ικ ό ς » (τύπος τού Ά μ ε ρ ικ ά νο υ ), κ α ί ό Κ ο υέ ν τ ιν , ένας δ α ιμο νισ μένο ς δια νοο ύμ ενος π ο ύ έχει πο λ λ ά κ ο ιν ά μέ τό συγγραφ έα μας. Μ έσ α σ’ αυτή τή σ μ π α ρ α λιασ μ ένη ο ικ ο γ έ ν ε ια ζεϊ ή νέγρα Υπηρέτρια, ή Ν τίλσ εϋ, π ο ύ υψ ώ ν ε τ α ι σάν γ ιγ ά ν τ ια μ η τ ρ ική μορφ ή μέ τή θρ ησκευτική της πίσ τ η , τήν κα τα νό ησ η γ ιά τά π α θή ματα τών άλ λ ω ν κ α ί γ ε ν ικ ά τήν π ρ ο σ π ά θ ε ιά της ν ά κρ α τήσ ει στά κ α λ ά της τήν ο ικογένεια αύτή. ’ Εκτός ά π ό τό θέμα τής ανωτερότητας τώ ν νέγρω ν Α π έναντι στούς λευκούς τού Ν ότου, τό β ι β λ ίο ε ίν α ι ένα ά π ό τά π ιό δυνατά, ά λ λ ά κ α ί τό π ιό α ξ ιο σ η μ ε ίω τ ο γ ιά τίς σφοδρές κ ρ ιτ ι κές διαμάχ ες π ο ύ έχουν ξεσ πάσ ει ιδ ίω ς γ ιά τό ύφ ος κ α ί τήν τ εχνική του. Ε ίν α ι ένα ά π ό τά κα λύ τερα έργα τής πα γκ ό σ μ ια ς λογ οτε χ ν ία ς , δπ ου δε σ π όζε ι ό Εσωτερικός μ ο ν ό λ ο γος κ α ί ό « π λάγιος » τρόπος Αφήγησης. Στή σ υνέχεια δ η μο σ ιεύει τό ε φ ια λ τ ικ ό μ υ θισ τόρ ημ α Καθώς ψυχορραγώ (19 30 ). Τ ό τρ α γικό , τό κ ω μ ικ ό κ α ί τό τ ρ ο μ α κ τ ικ ό γ ί νο ν τ α ι ένα συνο νθύ λευμ α πη λού δπ ου ή β ρ ω μ ιά κ ι ή α π α ν θ ρ ω π ιά στό Ν ότο σ υ γ κ λ ο ν ίζ ο υ ν τόν αναγνώ στη. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά ένα π ο λ υ ε δ ρ ικ ό κ α ί π υ κνοχτισ μ ένο έργο. Ή ζω ή κ α ί ό θά νατος τής φτωχής ο ικογένειας Μ πο ύντρ εν κ α ί ο ί δεκαπέντε χαρακτήρ ες τού έργου φ υτεύ ονται π ά λ ι άνάμεσα στά σ το ιχεία τής φύσης, δπου τά ένστικτα δε σ πό ζου ν σέ όλες τίς σχέσεις. Κ ο ν τ ά στό θέμα τής ζω ής κ α ί τής β ίας π ο ύ τή δ ιέ π ε ι λειτο υρ γεί κ α ί ή ισ τ ο ρ ία τού Χρ ισ το ύ. ’’Ε τσ ι, τό θέμα τής ζω ής πρ ο σφ έρεται ώς τό δ υ ν α μ ικ ό σ τοιχείο , κ α ί τού θανάτου ώς στατικό , ένώ κ α ί τά δ υ ό σ υζοΰν κ άτω ά π ό τόν ε π ό πτη χρόνο. ’ Α κ ό μ α κ α ί ό χώρος διευρ ύνεται κ α ί φ τάνει μέχρ ι τήν ’ Α να το λή (Α ίγυ π τ ο ς , Μ έ κ κ α , Θ ιβέτ κ λ π .), κ α ί τούτο γ ιά ν ά δέσει τό μύθο τώ ν δ ύ ο άκροτήτων, κυρ ίω ς στό τέ λος τού έργου, δπ ο υ π ε ρ ιγ ράφ εται τό «τα ξ ίδ ι» τού φερέτρου τής π ρ ω ταγ ω νίσ τρ ιας “Α ντυ . Ή νΑ ντ υ είχε γεννήσει πέντε π α ιδ ιά .
62
«τρία» μέ τό ν ό μ ιμ ο άντρα της Ά ν ς , κ α ί δύο μπ ά σ τ α ρ δο (ένα ά γό ρ ι μέ κ ά π ο ιο ν κλ η ρ ικ ό κ α ί ένα κ ο ρ ίτ σ ι μέ ένα νεαρ ό τής γειτονιάς). "Ο ταν π λ η σ ιά ζ ε ι ό θά νατός της, ή Α ντυ ζητά ν ά τή θά ψ ου ν στήν πό λ η της Τζέφ φερσον. Στό δρ ό μο τούς π ιά ν ε ι μεγάλη νερ ο πο ντή, πα ρ α σ ύ ρ ε τ α ι τό φέρετρο, ένώ ένας ά π ό τούς γιο ύς της σ π ά ζ ε ι τό π ό δ ι του κ α ί τό β ά ζ ε ι στό τσιμέντο ά ν τ ί στό γύψο. "Α λλος γιό ς της κ α ίε ι τό φ έρετρο μ α ζ ί μέ τή νεκρή ένώ τό στερνο πο ύλι μπ άσ ταρ δο φ ω ν ά ζ ε ι πώ ς τή μ ά να του τήν είχε σ κοτώ σει ένας γιατρός. Τ ε λ ικ ά τίς τελευταίες φροντίδες γ ιά τή νεκρή θ ά ά ν α λ ά β ε ι ή κόρ η της, πού ε ίν α ι έγκυος κ α ί, σέ κ ά π ο ιο σ ημ είο Α ν α γ κ ά ζετα ι ν ά π ά ε ι στό φ α ρ μ α κ ε ίο μήπω ς βρει τρ όπ ο ν ά τό ρ ίξ ε ι τό π α ιδ ί, μέ Αποτέλεσμα ν ά τή β ιά σ ε ι ό φ α ρ μ α κ ο π ο ιό ς . Ή τ ρ αγω δ ία τού κ ο ρ ιτ σ ιο ύ σ υνεχίζεται, κ αθ ώ ς ό πα τ έ ρας της τής κ λέβει δ,τι χρ ή μα τ α είχε, τήν Εγ κ α τ α λ ε ίπ ε ι κ α ί φ εύγει γ ιά Αλλού, γ ιά ν ά Αρ χ ίσ ε ι νέα ζωή κ α ί οικ ο γέ ν ε ια . Ό π ω ς κ α τ α λ α β α ίν ε ι κανείς, π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά ένα σ κληρ ό κ α ί τ ρ ο μ α κ τ ικ ό έργο. “ Ο μ ω ς κ α ν έ ν α Α π ό τά μέχρι τώ ρ α μ υ θ ι στορήματα δέν έφεραν τόση φ ήμη κ α ί χ ρ ή μα στόν Φ ώ κνερ δσο τό Ιερό (19 31 ). Τ ό έγραψε πυρετωδώ ς σέ έ ξ ι βδομάδες, τίς ν ύ χτες, ένώ δούλευε ώς ν υχ το φ ύλα κα ς στήν ήλε κ τ ρ ικ ή γεννή τρια τού π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ τής π ο λιτεία ς. Σ τ ό έργο τούτο εξερευνά τήν Α δ υ ν α μ ία τώ ν ν ό μ ω ν κ α ί τήν άνη θικό τητα τής ίδ ια ς τής Α μ ε ρ ικ ά ν ικ η ς δ ικαιο σύ νης . Ή π λ ο κ ή σ τηρ ίζεται π ά ν ω στίς διαμάχες κ α ί τούς καβγάδες πο ύ σ τήνουν ό Μ πή ν μπ οο υ κ α ί ό Π οπ έυ, στήν Αρχή γ ιά τήν τ ιμ ή κ α ί μετά γ ιά τό σ π ρ ώ ξ ιμ ο στό βο ύρ κ ο τής Α κ ο λ α σ ία ς τής Τ έ μ π λ Ν τρέικ. Ο ί χαρακτήρες α ύ τ ο ί σ υμ βολίζο υν τό σ α δ ισ μ ό , τήν Α θ ω ό τητα, τή διασ τρο φ ή, ένώ ο ί κ ο ιν ω ν ικ έ ς δ ο μές τής ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς ύφεσης τού ’ 30, ό γ κ α γκστερισμός κ α ί ή ποτοα παγό ρ ευσ η ε ίν α ι ο ί α ιτ ίε ς πο ύ τά γεννούν. Μ έ σ α σ ’ αύτή τήν κ ό λ α σ η δπου βρέθηκε ό Ν ότος κ α ί δλη ή ’ Α μ ε ρ ικ ή , ό Φ ώ κνερ ψ ά χ ν ε ι ν ά βρει τ ί Α ν θ ρ ώ π ιν ο υ λ ικ ό μπ ορ ε ί ν ά δ ια σ ω θ ε ί. Βάση τού έργου ε ίν α ι ή ελ λ ην ικ ή μ υ θο λογ ία : Ό μύθος τής Δ ήμητρας κ α ί τής Π ερσεφόνης στόν κ άτω κόσ μ ο (τούς γκάγκστερ ) δπου κ υβ ερνά ό Π λ ού τ ω ν (Π ο π έ υ ). Μ ιά β α ρ ιά «γοτθ ίκή» Α τ μ όσ φ αιρ α πο ύ κ α λ ύ π τ ε ι έναν Α π α ρ χα ιω μ έ ν ο πύ ρ γο σέ μ ιά Εγκαταλειμ μένη φ υτεία, κ α ί γύρω σ κ ο τ ε ιν ά δάση. ’ Ε κ ε ί «Ε πιβλέπει» ένας Αόμματος κ α ί ένας Α λκο ο λ ικ ό ς π ο ύ ζ εί στόν κ ό σ μ ο του. ’ Ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι ή Τ έ μ π λ Ν τρέικ, γ ιά ν ά ξεφ ύγει ά π ό τά χέ-
ο ια τού Γ κ ο ύ ν τ γ ο υ ιν . Τ η ν π ρ ο σ τ α τ ε ύ ε ι ένας κ ο υ ζ ο υ λό ς , ό Τ ό μ μ υ , π ο ύ ό Γ κ ο ύ ν τ γ ο υ ιν τόν δ ο λ ο φ ο ν ε ί, κ α ί β ιά ζ ε ι τήν Τ έ μ π λ , ό χ ι με τ ό ά ν τ ρ ικ ό του ό ρ γ α ν ο ά λ λ ά με ένα ά ρ α π ο σ ίτ ι, μ ιά κ α ί β ρ έ θ η κ α ν στην ά π ο θ ή κ η το ύ ά ρ α π ο σ ιτ ιο ΰ (Π ε ρ σ ε φ ό ν η ). Τ η φ έ ρ ν ε ι σ τ ήν π ό λ η κ α ί τήν έ γ κ α θ ισ τ ά σέ ένα μπ ορ ν τ έ λ ο . Β ρ ί σ κ ε ι κ ι έναν ερ ασ τή, π ο ύ ό τ α ν τή β ιά ζ ε ι κ ά θ ε τ α ι κ α ί β λ έ π ε ι κ α ί ό Γ κ ο ύ ν τ γ ο υ ιν . "Ο μ ω ς σ υ λ λ α μ β ά ν ε τ α ι, κ α ί π α ρ ’ όλες τ ίς π ρ ο σ π ά θειες τού δ ικ η γ ό ρ ο υ Ό ρ ά τ ιο υ Μ π ή ν μ π ο ο υ (τ όν ε ίδ α μ ε στό Σαρτόρις), ό Γ κ ο ύ ν τ γ ο υ ιν δέν ά π ο φ ε ύ γ ε ι τή θ α ν α τ ικ ή κ α τ α δ ίκ η του σέ λ ιν τ σ ά ρ ισ μ α ά π ό τό π λή θ ο ς . Μ ιά σ ε ιρ ά ά λ λ ω ν χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν κ α ί ε π ε ισ ο δ ίω ν κ α ί τ ό π α ρ ελθό ν τού Π ο π έ υ κ ά ν ο υ ν τό έργο β α ρ ύ , όμ ω ς τό μ α ύ ρ ο χ ιο ύ μ ο ρ κ α ί ό ώ μ ο ς ρ ε α λ ι σμός του κ ά π ω ς κ α λ ύ π τ ο υ ν αύ τ ή τ ή ν ά δ υ ν α μ ία . Τ ρ ία ε π ίπ ε δ α π λ ο κ ή ς δ ο μ ο ύ ν τό έρ γο Α υ ( 1 9 3 2 ): ή υ π ό θ ε σ η τής Λ έ ν α ς Γ κ ρ ό ο υ β , το ύ Τ ζ ό Κ ρ ίσ μ α ς κ α ί τού Γ κ έ η λ Χ α ϊτ ά ο υ ε ρ . Σ τ ή ν ε π ιφ ά ν ε ια ο ί τ ρ ε ις αυτές ισ τ ο ρ ίε ς φ α ίν ο ν τ α ι άσ ύνδ ετες , στό β ά θ ος ό μ ω ς ή ά ν τ ίσ τ ιξ η αύ τ ή δ έ ν ε τ α ι μέ τό κ ύ ρ ιο θ έμ α , ιδ έ α π ο ύ α π α σ χ ο λ ε ί σ υ ν έ χ ε ια τό σ υ γ γ ρ α φ έ α : ή δ ιε ρ ε ύ ν η σ η τής σ ύ γ κ ρ ο υ σ η ς τής μ ο ίρ α ς τού ά ν θ ρ ώ π ο υ μέ τή φ ύ σ η . Τ ά σ ύ μ β ο λ α τά δ α ν ε ίζ ε τ α ι π ά λ ι ά π ό τ ή ν ε λ λ η ν ικ ή μ υ θ ο λ ο γ ία κ α ί τά μ ε τ α φ υ τ ε ύ ε ι στό Μ ισ σ ισ σ ίπ ι: γ ο ν ιμ ό τ η τ α κ α ί ζ ω ικ ή ορ μ ή (Λ έ ν α ) κ α ί τό σ ύ μ β ο λ ο Χ ρ ισ τ ό ς ( Τ ζ ό Κ ρ ί σ μ α ς ), π ο ύ σ υν τ ε λ ο ύ ν στή γέ ν ν η σ η κ α ί ά π ο ξέ ν ω σ η τού σ ύ γ χ ρ ο νο υ ά ν θ ρ ώ π ο υ (Γ κ έ η λ Χ α ϊτ ά ο υ ε ρ ). Τ ό ά π ο τ έ λ ε σ μ α α υ τ ώ ν τ ώ ν σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ω ν π ο ύ ξ ε κ ιν ο ύ ν ά π ό τή φ ύ σ η (ν έ γ ρ ο ς -λευ κό ς ) ε ίν α ι ό Τ ζ ό σ τήν π ρ ο σ π ά θ ε ιά του ν ά ε κ δ ικ η θ ε ί τού ς λ ε υ κ ο ύ ς τ υ ρ ά ν νο υ ς του κ α ί ν ά ά ν α γ ν ω ρ ισ τ ε ί σ ά ν ά ν θ ρ ώ π ιν ο ό ν μέσ ω τής β ία ς κ α ί τής δ ο λ ο φ ο ν ία ς .
γουστιάτικο φώς
Ό Τ ζ ό ή τα ν μ ο ϋ λο ς τής Λ έ ν α ς κε ενός ν έ γρ ου . Γ ε ν ν ή θ η κ ε ά ν ή μ ε ρ α τ ά Χ ρ ισ τ ο ύ γ ε ν ν α , έξ ο ύ κ α ί τό ό ν ο μ ά το υ , κ α ί δ ό θ η κ ε σ ’ έ να ο ρ φ α ν ο τ ρ ο φ ε ίο . ’ Η τ α ν π έ ντε χ ρ ό ν ω ν ότ α ν έγινε μά ρ τ υ ρ α ς μ ια ς έ ρ ω τ ικ ή ς σ κ η ν ή ς μέ τή δ ια ιτ ο λ ό γ ο · λ ίγ ο π ρ ίν είχε φ ά ε ι μ ιά ο δ ο ν τ ό π α σ τ α . Ή δ ια ιτ ο λ ό γ ο ς τόν σ κ υ λ ο β ρ ίζ ε ι «νέγρο μ π ά σ τ α ρ δ ο » κ α ί τ ό ν δ ιώ χ ν ε ι. Σ τ ό σ π ίτ ι ενός π ρ ε σ β υ τ ε ρ ια ν ο ύ π α π ά ό π ο υ τ όν σ τ έ λ νει, θ ά β ρ ε ί π ά λ ι τή ν κ α τ α π ίε σ η κ α ί ν έ α σ κ λ α β ιά , μέ ά π ο τ έ λ ε σ μ α ό π α π ά ς ν ά τόν θ ε ω ρ ε ί έναν ά π ό τού ς κ α τ α δ ικ α σ μ έ ν ο υ ς ά π ό τή φ ύ σ η π ο ύ ούτε ά γ ά π η δέν τού ς ά ξ ίζ ε ι (ό Τ ζ ό είχε έρ ω τευ θ εί μ ιά π ό ρ ν η σ ε ρ β ιτ ό ρ α ). ’ Α φ ο ύ ξ υ λ ο φ ο ρ τ ώ σ ε ι τό ν π α π ά , τ ό σ κ ά ε ι
Δίδυμοι, σύντροφοι της παιδικής ήλικίας γ ιά τήν π ό λ η Τ ζ έ φ φ ε ρ σ ο ν , σ τ ό σ π ίτ ι τής Τ ζ ό α ν Μ π έ ρ ν τ ε ν , π ο ύ κ α τ α γ ό τ α ν ά π ό τ ίς β ό ρε ιε ς π ο λ ιτ ε ίε ς κ α ί τ ή ν ο π ο ία ε ρ χ ό τ α ν ν ά έ π ισ κ ε φ θ ε ϊ κ α ί ή μ ά ν α τού Τ ζ ό , ή ό π ο ια β ρ ισ κ ό τ α ν σ τήν Ά λ α μ π ά μ α (σ υ ν ά ν τ η σ η Ν ό το υ -Β ο ρ ρ ά ). Δ έ ν ε τ α ι μέ τ ή ν Τ ζ ό α ν , κ α ί ότ α ν κ ά ν ο υ ν έ ρ ω τ α , στή σ τ ιγ μ ή το ύ ο ρ γ α σ μο ύ, ή κ ο π έ λ α ψ ιθ υ ρ ίζ ε ι τή λ έ ξ η « ν ίγ κ ε ρ , ν ίγ κ ε ρ » , π ο ύ τόν ά ν α γ κ ά ζ ε ι ν ά τή σ κ ο τ ώ σ ε ι, γ ια τ ί το ύ τ ο ε ίν α ι ά π ό τ ίς π ιό β α ρ ιέ ς β ρ ισ ιέ ς γ ιά έ να νέγρ ο. Θ ά έρ θ ε ι κ α ί τ ό τέλος τού Τ ζ ό , κ α θ ώ ς τό ν σ κ ο τ ώ ν ε ι ό Π έ ρ σ υ Γ κ ρ ίμ , κ ά ν ο ν τ α ς έτσ ι μ ιά π ρ ά ξ η « π α τ ρ ιω τ ικ ή » . Έ δ ώ ό Φ ώ κνερ π ρ ο β ά λ λ ε ι ό χ ι μ ό νο τό φ α σ ισ μ ό τής επο χής , ά λ λ ά κ α ί τ ό μ ίσ ο ς τ ώ ν λευκώ ν π ο ύ δο λο φ ο νο ύ σ α ν τούς μα ύρου ς κ ά τ ω ά π ό τή σ η μ α ία το ύ π α τ ρ ιω τ ισ μ ο ύ . Σ τ ή σ υ ν έ χ ε ια , κ α ί γ ιά μ ιά τ ρ ια κ ο ν τ α ε τ ία , ό Φ ώ κ ν ε ρ θ ά σ υ ν ε χ ίσ ε ι ν ά κ α τ α π ιά ν ε τ α ι κ α ί ν ά μ ε γ α λ ο υ ρ γ ε ί μέ τ ά π ι ό π ά ν ω θ έ μ α τ α , διε υ ρ ύ ν ο ν τ ά ς τ α ώ σ τε ν ά π α ίρ ν ο υ ν π α ν α ν θ ρ ώ π ιν η ύ φ ή κ α ί χ α ρ α κ τ ή ρ α , σέ μ ιά σ ε ιρ ά ά π ό δ ε κ α π έ ν τ ε μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ α , μ ιά π ο ιη τ ικ ή σ υ λ λ ο γ ή κ α ί έ να θ ε α τ ρ ικ ό έρ γο, γ ιά τ ά ό π ο ια , λ ό γ ω έ λ λ ε ιψ η ς χ ώ ρ ο υ , π ε ρ ιο ρ ίζ ο μ α ι μ ό ν ο σέ χ α ρ α κ τ η ρ ισ μ ο ύ ς κ α ί μ ε ρ ικ ή π ε ρ ι γ ρ α φ ή . Σ τ ή ν τ ρ ιλ ο γ ία Τό χωριό, Ή πόλη, Τό μέγαρο έ μ π ν έ ε τ α ι ά π ό τ ού ς λ ό γ ο υ ς κ α ί
63
τά άποτελέσ ματα π ο ύ είχε ό εμφύλιος πό λ ε μος τώ ν Γ ιά ν κ η δ ω ν μέ τούς Ν ότιους κ α ί σ υ γκεκρ ιμ ένα στη μο ν ά δ α -ο ίκ ο γέ ν ε ια (θε σ μ ο ί, ένσ τικτα, σ υ ν α ισ θ ή μ α τ α ), καθ ώ ς έπίσης κ α ί μέ τό φ υ λ ε τ ικ ό πρ όβλημα. Τ ό κ α λ ύ τερο π α ρ ά δ ε ιγ μ α β ρ ίσ κ ε τ α ι στόν Τ όμας Σ ά τπ εν, π ο ύ βά λ θ ηκ ε , σ ύμ φ ω ν α μέ «σχέδιό» του, νά γ ίν ε ι κ ι αύτός μεγαλοκτηματίας μέ σ κλάβου ς κ ι ένα γ ιό γ ιά ν ά τόν κ ληρ ο νομ ή σ ει -σ χ έ δ ια άλλω στε ό λω ν τών λευκώ ν. Α υ τ ό ε ίν α ι κ α ί ή έ π ιφ ά ν ε ια , τό βάθος β ρ ί σ κετα ι ρ ιζ ω μ έ ν ο στά έγκατα τών ο ικ ο γ ε ν ε ιώ ν μέ τίς α ίμ ο μ ε ιξ ίε ς κ α ί τήν πρ ο στα σία τ ώ ν συμ φ ερό ντω ν μέ κ ά θ ε ά π ά ν θ ρ ω π ο μέσο, όπ ω ς γ ίν ε τ α ι κ α ί στήν Π α λ α ιά Δ ια θ ή κ η , ά π ό τήν ό π ο ια έπηρεάστηκε πολύ. Σ έ άλλα τρ ία έργα, Άβεσσαλώμ, Άβεσσαλώμ!, Κατέβα Μωνσή κ α ί Ρακοσυλλέκτης, ο μύθος σ υ νεχ ίζεται κ α ί εκσ υγχρονίζετα ι, ώστε νά τόν νιώ θ ο υ μ ε ν ά μ π α ίν ε ι στό πετσ ί μάς. Κ ι αύ τά ε ίν α ι επηρ εασ μένα ά π ό τίς Γραφές. Π ιό σ υγκεκρ ιμ ένά , τό διήγη μα « Ή άρ κο ύ δ α » τού Κατέβα Μωνσή (ό τίτλος ε ίν α ι δα νεισ μένος ά π ό ένα ν έ γ ρ ικ ο τραγούδι) ε ί ν α ι ά π ό τά άρ ισ του ργ ημ ατικότερ α έργα τέ χνης π ο ύ έχουν γρ αφ τεί ποτέ, κ α ί σ’ αυτό ό Φ ώ κνερ σ υ ν ο ψ ίζ ε ι όλο τό πισ τεύω του γύρω ά π ό τό φ υ λετικ ό πρ ό β λημ α. Σ τόν τόμο αύτό διερ ευ νά τα ι ή άρχέγονη φύση τού άνθ ρώ π ό υ , ο ί βιο λο γικ έ ς καταβολές τών λευκώ ν, τώ ν ’ Ιν δ ιά ν ω ν , τώ ν μα ύρ ω ν, ο ί αίμομειξίες, ή κληρ ο νο μ ικό τ η τ α , ή πατρότητα κ α ί ή μ η τρότητα· τά ίδ ια τά όνό μα τα περ ιγράφ ο υν τίς ιδ ιο τρ ο π ίες κ άθ ε χ α ρ ακτήρ α, κ ι όλα μ α ζ ί ύ π ο γ ρ α μ μ ίζο υ ν τίς σχέσεις άνθ ρώ π ου ζ ώ ω ν (ε λ ά φ ι, ά ρ κ ο ύ δ α , φ ίδ ι, σκίουρος, σκύλος κτλ.) - ό νόμ ος τοΰ άρχέγονου ζώ ουάνθ ρ ώ π ου κ α ί ό νόμος τού άνθ ρώ π ου άφέντη. 'Η π ο ιη τ ικ ή συλλογή Τό πράσινο κλαδί κα ί τό θ εα τρ ικ ό έργο Ρέκβιεμ γιά μιά μο ναχή ε ίν α ι ά να λα μ πές ένός πεζογράφ ουπο ιη τή-δρ α μ α του ρ γ οΰ , ένός δημιουργού β α θ ιά ρ ιζω μένο υ στή φ ύση κ α ί τήν τραγική μ ο ίρ α τώ ν φ ύλω ν κ α ί τώ ν φ υλών. Σ τά υ π ό λ ο ιπ α 9 μυ θιστο ρ ήμ ατα κ α ί αφ ηγήματα:
Ντόκτορ Μαρτίνο κ α ί άλλες ιστορίες, Π υ λών, Οί αήττητοι, Άγριοφοινικιές, Τό τέ χνασμα τού ιππότη, ’Εκλεκτά διηγήματα, °Ενας μύθος, Δασοβολώνας κ α ί Οί ληστές,εξαντλεί τά κ ύ ρ ια θέματα κ α ί τά πρ ο β λ ή μα τα πο ύ τόν ά π ασχ ο λού σ αν γ ιά τρ ιάντα ολό κληρ α χ ρ ό ν ια , ά π ό τό 1932, ά π ό τό Α υ γουστιάτικο φώς κ α ί μετά. Έ τ σ ι, γ ιά τρ ιά ντα ολό κλη ρ α χ ρ ό ν ια θά μείνει πιστός στήν άναζω ο γόνη σ η τής σ αρ ω τικής ισ τ ο ρ ι
64
κής κ α ί κ ο ιν ω ν ικ ο ο ικ ο ν ο μ ικ ή : αλλαγής πο ύ έπήλθε στή χ ώ ρ α μέχρι ά κ ό μ η κ α ί τή μετα π ο λ ε μ ικ ή π ερ ίο δο , στήν έποχή τής δ ια κ υ βέρνησης ά π ό τό στρατηγό ’ Α ιζε ν χ ά ο υε ρ , γ ιά ν ά π λ ά σ ε ι τόν τ υ π ικ ό Ά μ ε ρ ικ ά ν ο , τόν ά ρ πα γ α Φ λέμ (φ λ ε γμα τ ικ ό) Σ ν όο υπ ς ( Χ ω ριό, Πόλη, Μέγαρο), π ο ύ άντιπ ρ ο σ ω πε ύ ε ι τό λευκό φ αταο ύλα (τ ο π ικ ή κατάκτη ση , διεθνής ιμ π ε ρ ια λ ισ μ ό ς ), τόν σ ε ξ ο υ α λ ικ ά ά ν ίκ α ν ο (ά ν α π α ρ α γω γή ) τύπ ο τού Ά μ ε ρ ικάνο υ, τίς άνανεω τικές επα νεμφ α νίσ εις κ α ί προσαρμοσμένες στίς νέες συνθήκες ζω ής οικογένειες τών Σαρ τόρ ις, Κ ό μ π σ ο ν , Σ ά τ πεν, Μ π ή ν μ π ο ο υ , Ντέ Σ πένς, Μ α κ ά σ λ ιν . Μ έ τόν Φ ώ κνερ, τά θέματα τής ά π ο μ ό ν ω σης, τής βίας, τών φ υλ ε τ ικ ώ ν δια κ ρ ίσ ε ω ν , τής εκμετάλλευσης φ ύλω ν κ α ί λα ώ ν , τής έπα ναστατικότητας κ α ί τής άρνησης - χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά όχ ι μόνο τώ ν ν ό τ ιω ν π ο λ ιτ ε ιώ ν , ά λ λ ά σχεδόν όλης τής ’ Α μ ε ρ ικ ή ς - φτάνουν στό απροχώρητο. 'Ο Φώκνες» σ υνδύασε κ α ί συνέπτυξε τή μ ο ν α ξ ιά κ α ί τήν απ όγνω σ η τού Χ ε μ ιν γ ο υ α ίη μέ τή δ ρ ιμ ε ία ά λ λ ά άνέλπιδ η κ ρ ιτ ικ ή τού Ντός Π άσσος, δίνοντάς τους έτσι τήν πλήρη κα ί όλο κ λ η ρ ω τ ικ ή μορφή τους. ’ Ε π ίσ ης κατάφ ερ ε ν ά ενώσει κ α ί ν ά άν υ ψ ώ σ ε ι μικρο ύς κ α ί μεγάλους χ α ρακτήρες, σκάβοντας β α θ ιά κ α ί στά ένδόμυχά τους, τόσο ψ υ χο λ ο γ ικ ά όσο κ α ί κ ο ιν ω ν ικ ο ϊσ τ ο ρ ικ ά . Μ έ επιμο νή στίς λεπτομέ ρειες, ά ν α λ ύ ε ι τά σ τά δια κ α ί τά ιδ ια ίτ ε ρ α χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά κάθ ε γενιά ς κα ί γέννας, κ αθ ώ ς τούς κ ά ν ε ι «πολίτες» τής μ υ θ ο π ο ιη μένης χ ώ ρ ας του, τής Γ ιο κ ν α π α τ ώ φ α . Ή πό λη «Τζέφφερσον» τού Μ ισ σ ισ σ ίπ ι γ ίνετα ι ή πρω τεύουσα τού κόσ μου π ο ύ έχει τίς ρίζες του στήν πρ ω τ α ρ χ ικ ή , κ ο ιν ω ν ικ ή κ α ί Ισ το ρ ικ ή καταγω γή τοΰ Ν ότου κ α ί μέσα ά π ό εκεί π ρ ο βλέπει μέ τίς άπ οτ ρ όπ α ιε ς π ρ ο φ η τείες του τόν όλεθρο όχι μό νο τού Ν ότου τής ’ Α μ ε ρ ικ ή ς , ά λλά τής ίδ ια ς τής χ ώ ρ α ς του, όπως, ίσ ω ς, κ α ί όλου τού δυ τ ικ ο ύ κόσμου. Α ύ τ ό ήταν τό τεράστιο φ ά σ μα τού δυ τικο ύ κόσμου πο ύ κάλ υ ψ ε μέσω τού έργου του, γ ιά τό ό π ο ιο ό Φ ώ κνερ κέρ δισ ε τό β ρ αβείο Ν όμ πελ τό 1950, κ α ί δυ ό φορές τό Π ο ύ λ ιτζερ, τό 1949 κ α ί τό 1954. Μ έ τόν Φ ώ κνερ κ λ α σ ικ ο π ο ιε ΐτ α ι ή εθνική λογοτεχνία τής ’ Αμερ ικής.
■
*
Ποιοι είστε καί τί θέλετε Είναι κανόνας: όλα τά περ ιο δικά κι οΐ έφημερίδες έ πιθυμοϋν καί έπιδιώ κουν νά γνω ρίζουν τό άναγνωστικό τους κοινό, τή σ ύ ν θεσή του, τά ένδιαφέροντά του καί, κυρίως, τή γνώ μη του γιά τό συγκεκριμένο έντυπο. ’Α κολουθώ ντας λοιπόν κι έμεΐς τόν κα ν ό να, άποφασίσαμε (άν καί κάπως καθυστερημένα, είνα ι ή άλήθεια) νά όργανώσουμε μιά σχετική έρευνα. Βέβαια γνω ρίζουμε τήν άφοσίω ση καί τήν έκτίμηση πού τρέ φουν πρός τό περ ιοδικό οί χιλιάδες άναγνώστες καί σ υ νδρο μη τές του. ’Αλλά θέλουμε τό «Διαβάζω» νά τούς ίκα νοποιεϊ άκόμη περισσότερο. Καί πρός αύτή τήν κατεύθυνση σ κο πεύει ή έρ ευνά μας: στό νά άντλήσουμε άπό τούς άναγνώστες μας δσο γίνεται περισσότερες Ιδέες, προτάσεις καί ύποδείξεις, γιά νά μπο ρέσ ου με έτσι νά άνταποκριθοϋμε καλύτερα στίς έπιθυμίες τους, στό μέτρο φυσικά τών δυνάμεώ ν μας καί μέσα στά πλαίσια τής έξειδικευμένης φυσιογνω μίας τού περιοδικού. Γιά τήν έπιτυχία τής έρευνας είνα ι άπαραίτητο νά συ μπληρ ώ σουν τό έρωτηματολόγιο καί νά μάς τό στείλουν δ λ ο ι (ή σχεδόν δλοι) οί άναγνώστες μας. ”Αν όμως αύτό σάς φαίνεται ά π α ιτη τικό ; έκ μέρους μας, σκεφτεϊτε ότι θά βοηθήσει στό νά ά ντα ποκρ ιθ οϋμε καλύτερα στίς δικές σας άπαιτήσεις. Φυσικά οί άπαντήσεις σας θά είνα ι άνώνυμες. Κι άν σέ κάποια έρώτηση δέν μπορείτε ή δέν θέλετε νά άπαντήσετε, δέν έχετε παρά νά τήν παραλείψ ετε καί νά άπαντήσετε στίς ύπόλοιπες. Στείλτε μας τίς άπαντήσεις σας, μέχρι τό τέλος Αύγούστου, στή διεύθυνση:
Περιοδικό «Διαβάζω» Ομήρου 34 Αθήνα (135) Από πότε □ □ □ □ □ □
διαβάζετε τό Διαβάζω ; Είναι ή πρώτη φορά ’Από φέτος Άπό πέρυσι Άπό τό 1980 Ά πό τότε πού έγινε μηνιαίο (1979) Άπό τά πρώτα τεύχη (1976-78)
Διαβάζετε τό Διαβάζω: □ Κάθε μήνα ________________________________
ΕΡΕΥΝΑ!!
□ Κάθε 2-3 μήνες □ Περίπου δύο φορές τό χρόνο □ Τό πολύ μία φορά τό χρόνο Άπό τό τρία προηγούμενα τεύχη πόσα έχετε άγοράσει; □ Καί τό τρία □ Δύο □ Ένα □ Κανένα Τό Διαβάζω είναι γιά σάς κυρίως: □ ’Εργαλείο γιά τή δουλειά σας □ Πηγή πληροφοριών γιά τήν έκδοτική καί πνευματική κίνηση □ Κάτι άλλο (σημειώστε τί άκριβώς)
"Οταν παίρνετε ένα τεύχος τού Διαβάζω, πόσα πρόσωπα, τό λιγότερο, άπό τήν οίκογένειά σας ή τόν κύκλο σας, διαβάζουν αύτό τό τεύχος; □ Εσείς μόνο □ Δύο πρόσωπα □ Τρία πρόσωπα □ Περισσότερα άπό τρία πρόσωπα (σημειώστε πόσα άκριβώς)----Κατά τή □ □ □ □
γνώμη σας, τό Διαβάζω είναι σέ γενικές γραμμές: Πολύ καλό Καλό Μέτριο Κακό
Τό Διαβάζω είναι, κατά τή γνώμη σας, άντικειμενικό στις κρίσεις του καί στήν έπιλογή τών βιβλίων πού παρουσιάζει; □ Ναί □ "Ως ένα βαθμό □ "Οχι "Οταν άγοράζετε ένα τεύχος τού Διαβάζω, τό κάνετε κυρίως: □ Γιά τίς σελίδες τών «Χρονικών» □ Γιά τά άρθρα □ Γιά τό «’Αφιέρωμα» πού πιθανόν νά ύπάρχει □ Γιά τίς κριτικές / παρουσιάσεις βιβλίων □ Γιά τή συνέντευξη πού πιθανόν νά ύπάρχει □ Γιά τίς σελίδες τού «Διαβάζω γιά παιδιά» □ Γιά τήν «Κριτικογραφία» □ Γιά τό «Βιβλιογραφικό Δελτίο» Τό Διαβάζω τό διαβάζετε: □ Ό λο ΕΡΕΥΝΑ/2
Ο Σχεδόν όλο □ Μερικά μόνο κείμενα Ό ταν άρχίζετε τήν άνάγνωση τού Διαβάζω, τί διαβάζετε συνήθως πρώ το; □ Τά «Χρονικά» □ Τά «’Αφιερώματα» □ Τίς συνεντεύξεις □ Τήν «’Επιλογή» □ Τό «Παράρτημα» □ Τό «Διαβάζω γιά παιδιά» □ Τήν «Κριτικογραφία» □ Τό «Βιβλιογραφικό Δελτίο» Ά π ό τά □ □ □ □ □ □ □ □ □ □
«Χρονικά», ποιά ή ποιές σελίδες σάς άρέσουν ιδιαίτερα; Τά «Προλεγόμενα» Οί «Διάλογοι» Τό «Μέ πλάγια» Τά «’Εκδοτικά» (τί πρόκειται νά έκδοθεϊ) Ή «’Αγορά τού βιβλίου» Τά «Γεγονότα» (ή έπικαιρότητα) Οί «Παραπομπές» Τά «Πορτραΐτα» (έκδότες, βιβλιοπώ λες κλπ.) Τό «Ξένο Βιβλίο» (άνταποκρίσεις άπό τό έξωτερικό) Τό «’Α π’ όλη τήν Ελλάδα» (άνταποκρίσεις άπό έπαρχιακές πό λεις) □ Τά «Χρήσιμα» □ Τά «Παλιά» (Ιστορικές έκδόσεις)
’Ά ν κάποτε άποφασιζόταν μείωση τών σελίδων τού Διαβάζω, ποιό ή ποιά άπό τά παρακάτω θά έπρεπε, κατά τή γνώμη σας, νά περιορίζονταν σέ έκταση ή νά έπαυαν νά δημοσιεύονται; □ Τά «Χρονικά» □ Τά «’Αφιερώματα» □ ΟΙ συνεντεύξεις □ Ή «’Επιλογή» □ Τό «Παράρτημα» □ Τό «Διαβάζω γιά παιδιά» □ Ή «Κριτικογραφία» □ Τό «Βιβλιογραφικό Δελτίο» Ταξινομήστε τούς παρακάτω τομείς θεμάτων, άνάλογα μέ τή σειρά ένδιαφέροντος πού έχουν γιά σάς (άπό τό 1 ώς τό 10: 1 = αύτό πού σάς ένδιαφέρει πιό πολύ· 10 = αύτό πού δέν σάς ένδιαφέρει καθόλου): □ Φιλοσοφία □ Ιστορία, βιογραφίες □ ’Ά λλες έπιστήμες τού άνθρώπου (ψυχολογία, λαογραφία, παιEPEYSA3
δαγωγική κλπ.) □ Κοινωνικές έπιστήμες (κοινωνιολογία, πολιτική, δίκαιο, οίκονομία κλπ.) □ Τέχνες □ Πεζογραφία □ Ποίηση □ Φιλολογικές μελέτες □ Γλώσσα □ Φυσικές καί θετικές έπιστήμες Ποιο ή ποιά άπό τά παρακάτω ε’ίδη βιβλίων σάς ένδιαφέρουν περισσότε ρο; □ Χιουμοριστικά □ Παιδικά □ ’Αστυνομικά □ 'Επιστημονικής φαντασίας □ Τρόμου □ Κανένα άπό τά εϊδη αύτά Τά κείμενα πού δημοσιεύονται στό Διαβάζω τά βρίσκετε: □ 'Απλά καί εύληπτα □ Δυσνόητα Ποιο, κατά τή γνώμη σας, άπό τά παρακάτω στοιχεία τής μορφής τού Διαβάζω ύστερεϊ; □ Διάταξη τής ύλης □ ’Εξώφυλλο □ Τυπογραφικά στοιχεία □ Είκονογράφηση □ Χαρτί □ Εκτύπωση □ Δέσιμο □ Κανένα Έδώ καί τέσσερα χρόνια, τά Διαβάζω κυκλοφ ορεί κάθε μήνα. ’Εσείς μέ ποιά συχνότητα θά τό προτιμούσατε; □ □ □ □
Κάθε Κάθε Κάθε Κάθε
δύο μήνες μήνα δεκαπέντε μέρες βδομάδα
Τί, κατά τή γνώμη σας, λείπει άπό τό Διαβάζω ;
ΕΡΕΥΝΑΙ4
Τί άλλες παρατηρήσεις έχετε νά κάνετε (προτερήματα, έλαττώματα κλπ.);
Τις διαφημίσεις πού δημοσιεύονται στό Διαβάζω τίς διαβάζετε: □ Προσεχτικά □ Τυχαία □ Ποτέ Διαβάζετε άλλα περιοδικά πνευματικής ή καλλιτεχνικής ένημέρωσης καί προβληματισμού; □ Τακτικά □ Πού καί πού □ Σπάνια □ Ποτέ Σημειώστε ποιό ή ποιά διαβάζετε τακτικά:
Ποιά ή ποιές άπό τίς παρακάτω ήμερήσιες πολιτικές έφημερίδες διαβά ζετε καθημερινά ή τουλάχιστον τακτικά; □ Άκρόπολις □ ’Απογευματινή □ Αύγή □ Αύριανή □ Βήμα □ Βραδυνή □ Έθνος □ ’Ελεύθερη 'Ώρα □ ’Ελεύθερος Κόσμος □ ’Ελευθεροτυπία □ Ελληνικός Βορράς □ Εστία □ Θεσσαλονίκη □ Καθημερινή □ Μεσημβρινή □ Νέα □ Ριζοσπάστης Ποιό ή ποιά άπό τά παρακάτω περιοδικά ή έβδομαδιαϊες έφημερίδες διαβάζετε τακτικά; □ Άθηνόραμα □ ’Αντί ΕΡΕΥΝΑ/5
□ □ □ □ □ □ □ □ □ □ □ □
Γυναίκα Εξόρμηση 'Επίκαιρα ’Έψιλον Οίκονομικός Ταχυδρόμος Ό μάδα Πάνθεον Ποντίκι Ραδιοτηλεόραση Ταχυδρόμος Τηλέραμα Κάποιο άλλο (σημειώστε ποιό άκριβώς)
Πόσα βιβλία διαβάζετε τό μήνα; □ Τό πολύ ένα □ Δύο έως τρία □ Τέσσερα έως πέντε □ Πάνω άπό πέντε Στήν έπιλογή των βιβλίων πού διαβάζετε, τί σάς καθοδηγεί ή σάς βοηθά (άπό τό 1 ως τό 7: 1 = αύτό πού σάς καθοδηγεί / βοηθά πιό πολύ7 = αύτό πού δέν σάς καθοδηγεί / βοηθά καθόλου); □ Ή γνώμη τοϋ περιβάλλοντος (οίκογένεια, φίλοι, συνάδελφοι κλπ.) □ Ή σύσταση τοϋ βιβλιοπώλη □ Ή άνάγνωση τοϋ Διαβάζω □ Ή άνάγνωση άλλων περιοδικών □ Ή άνάγνωση τών φιλολογικών σελίδων τοϋ ήμερήσιου τύπου □ ΟΙ σχετικές ένημερωτικές έκπομπές ραδιοφώνου-τηλεόρασης □ ΟΙ διαφημίσεις τών έκδοτών Ταξιδεύετε στό έξωτερικό; □ Μία φορά τό χρόνο □ Δύο ή τρεις φορές □ Πού καί πού □ Ποτέ Είστε φωτογράφος; □ ’Αρχάριος □ Προχωρημένος ’Έχετε τηλεόραση; □ Μαυρόασπρη □ Έγχρωμη El'L· ΥΝΑ/6
Πηγαίνετε στόν κινηματογράφο; □ Σπάνια □ Συχνά □ Πολύ συχνά Πηγαίνετε ατό θέατρο; □ Σπάνια □ Συχνά □ Πολύ συχνά Έχετε στερεοφωνικό συγκρότημα; □ Ναί □ Ό χι Γιά τίς μετακινήσεις σας χρησιμοποιείτε δικό σας: □ Αύτοκίνητο □ Μοτοσικλέτα □ Μηχανάκι □ Ποδήλατο Ποιό είναι τό φύλο σας; □ Ά νδρας □ Γυναίκα Πότε γεννηθήκατε (σημειώστε μόνο τό έτος);
Ποιό είναι τό έπάγγελμά σας;
Έχετε παιδιά; □ Ναί □ Ό χι Έάν ναί, πόσα;
Τί ήλικία έχουν;
Είστε συνδρομητής τού Διαβάζω; □ Ναί ΕΡΕΥΝΑΙ7
□ Ό χι Έάν ναί, άπό πότε;
Πού βρίσκεται ή μόνιμη κατοικία σας; > □ Στήν περιοχή Άθήνας-Πειραιά □ Στή Θεσσαλονίκη □ Σέ κάποια έπαρχιακή πόλη ή χωριό □ Στό έξωτερικό Ποιό είναι τό άνώτερο άποδεικτικό σπουδών πού έχετε στά χέρια σας; □ Απολυτήριο δημοτικού □ Απολυτήριο μέσης έκπαίδευσης □ Πτυχίο άνώτερης σχολής □ Πτυχίο άνώτατης σχολής □ Δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών Ποιό είναι τό ύψος τών μηνιαίων καθαρών άποδοχών σας; □ Τό πολύ 20.000 δρχ. □ 20.000-30.000 δρχ. □ 30.000-40.000 δρχ. □ 40.000-50.000 δρχ. □ Πάνω άπό 50.000 δρχ.
εσείς γραφτήκατε συνδρομητής; ΕΡΕΥΝΑ!8
Jacques- Pierre
Amette
Ή άρκούδα Φώκνερ Ή « Π λ ε ιά δ α » , ή π ε ρ ίφ η μ η γ α λ λ ικ ή σ ε ιρ ά β ιβ λ ίω ν , ά π ο φ ά σ ισ ε ν ά έκδ ώ σ ει έπ ιτ έ λους κ α ί στά γ α λ λ ικ ά ο λ ό κ λ η ρ ο χό έργο τοΰ Φ ώ κ ν ε ρ . Μ ε χήν ε υ κ α ιρ ία μ ά λ ισ τ α τής έκδοσης τοΰ π ρ ώ τ ο υ τ ό μ ο υ τ ώ ν « 'Α π ά ν τ ω ν » τού μεγ ά λο υ ά μ ε ρ ικ α ν ο ΰ σ υ γ γ ρ α φ έα , χό M agazine L itte r a ir e ά φ ιέ ρ ω σ ε ένα ό λ ό κ λ η ρ ο τεύχος του σ τόν Φ ώ κνερ. ’ Α π ό τό τεύχος α ύ τό ά ν α δ η μ ο σ ιε ύ ο υ μ ε τά π ιό ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α κ ε ίμ ε ν α , ά νά μ εσ α στά ό π ο ια κ α ί τό π α ρ α κ ά τ ω . νΑ ς σ η μ ε ιω θ ε ί ό τ ι ό π ρ ώ τ ο ς τ ό μος τής « Π λ ε ιά δ α ς » , στόν ό π ο ιο ά ν α φ έρ ετα ι τό κ ε ίμ ε ν ο α ύ τ ό , κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε μέ τη ν ε π ιμ έ λ ε ια τού Μ ισ έ λ Γ κρ εσ σ έ, π ού θ ε ω ρ ε ίτ α ι σ ή μ ε ρ α ό μεγ ά λο ς ε ιδ ικ ό ς τού Φ ώ κ ν ε ρ στή Γ α λ λ ία . Π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι, έκτος ά π ό τά Σαρτόρις, Ήχος καί πάθος, τ ό Ιερό κ α ί Καθώς ψυχορραγώ, κ α ί α ν έκδ ο τα κ ε ίμ ε ν α , ό π ω ς τό Παράρτημα Κόμποον, π ο ύ ά ν ο ικ ο δ ο μ ε ΐ τή γ ε ν ε α λ ο γ ία χών ή ρ ώ ω ν το ύ *Ηχος καί πάθος, τ ή ν π ρ ώ τ η εκ δ ο χή τού Ίερον κ α ί κ υ ρ ίω ς τό Λάβαρα στή σκόνη, π ο ύ ε ίν α ι ή ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν η ε κ δ ο χ ή τού Σαρτόρις, π ε ρ ικ ο μ μ έ ν η κ α ί ά ν α σ κ ε υ α σ μ έ ν η ά π ό τ ό σ υ γ γ ρ α φ έ α μετά τ ή ν ά ρ ν η σ η τού έκδοτη του ν ά δεχτεί τό ά ρ χ ικ ό χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο . 'Η έκδ ο σ η τής « Π λ ε ιά δ α ς » π ο ύ ε ίν α ι ά φ ιε ρ ω μ έ ν η σ τόν Φ ώ κ ν ε ρ π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι ε ν δ ια φ έ ρ ο ν γ ιά π ο λ λ ο ύ ς λόγ ου ς. Ά ν ά μ ε σ α σέ ά λ λ α , ά ν τ ιλ α μ β ά ν ε τ α ι κ α ν ε ίς κ α λ ύ τ ε ρ α , μέσα ά π ό κ ε ίμ ε ν α ό π ω ς τό Ύ Ηχος κ α ί πάθος κ α ί τ ό Ιε ρ ό , π ό σ ο ό Φ ώ κ ν ε ρ , σ υ ν ε ιδ η τ ά ή ό χ ι, ε ίν α ι ένας σ ύγχ ρ ονο ς τοΰ κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ου. Τ ά μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ά το υ ε ίν α ι ένα ε ίδ ο ς μ ο ντά ζ. Ε ίν α ι τ ρ ά β ε λ ιν γ κ . Ε ίν α ι κ ά μ ε ρ ε ς το π οθ ετημ ένες σέ δ ιά φ ο ρ α σ η μ ε ία τοΰ χ ώ ρ ου, π ο ύ σ χ ε τ ικ ο π ο ιο ΰ ν τ ίς έν ν ο ιε ς τοΰ π α ρ α δ ο σ ια κ ο ύ μ υ θ ισ το ρ ή μ α τ ο ς . 'Υ π ό μ ία έ ν ν ο ια μ ά λ ισ τ α , ε ίν α ι ά κ ό μ α κ α ί ό θ ά ν α τ ο ς τοΰ π α ρ α δ ο σ ια κ ο ύ μ υ θ ισ το ρ ή μ α τ ο ς . 'Η « Π λ ε ιά δ α » ά ρ χ ίζ ε ι μέ τ ό Σαρτόρις, π ο ύ έ κ δ ό θ η κ ε τό 1929, σ τίς 31 ’ Ια ν ο υ ά ρ ιο υ . Ό Φ ώ κ ν ε ρ ε ίν α ι 32 ετών κ α ί έχ ου ν ή δ η κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ε ι Ό μισθός τού στρατιώτη* κ α ί τά Κ ουνούπια. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά δ ύ ο ε ξ α ιρ ε τ ικ ά μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ α . Ή γ έν ν η σ η δ μ ω ς τοΰ ό ρ ισ τ ικ ο ΰ Φ ώ κ ν ε ρ , τού Φ ώ κ ν ε ρ σέ μ ε γ ά λ ο σ χ ή μ α δ π ω ς θ ά λέγα μ ε, ά ρ χ ίζ ε ι μέ τήν ισ τ ο ρ ία τής δ υ ν α σ τ ε ία ς Σ α ρ τ ό ρ ις . Μ έ σ α σέ τ ρ ία χ ρ ό ν ια ό σ υ γ γ ρ α φ έα ς γ ρ ά φ ε ι τ ό Ή χος κ α ί πάθος , τό Καθώς ψυχορραγώ κ α ί τ ό Ιε ρ ό . ’ Α ν α ρ ω τ ιέ τ α ι κ α ν ε ίς τ ί σ υ ν έ β η τό μ ύ σ τ η * Ελληνικός τίτλος: «Ή πληρωμή τον στρατιώτη» (έκό. Άγκυρα, 1978).
ρ ιώ δ ε ς έτος 1927. Κ α ί δ ια π ισ τ ώ ν ε ι ά π λ ά ό τ ι με τ ά τ ό 19 27 έ νας ά π ό τούς με γ α λ ύ τ ε ρ ο υ ς ά ν α μ φ ίβ ο λ α σ υ γ γ ρ α φ ε ίς τοΰ α ιώ ν α μ α ς π α ρ ά γ ε ι τ ά κ α λ ύ τ ε ρ ό του έργα. Δ ια π ισ τ ώ ν ε ι έ π ίσ η ς , μέ τό ν τ ό μ ο α ύ τ ό τής « Π λ ε ιά δ α ς » , ό τ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ έξηγεΐ άρκετές φ ο ρ έ ς α ύ τ ή τ ή ν ε ίσ ο δ ό το υ σ έ μ ιά λ ο γ ο τ ε χ ν ία π ο ύ δέν έχ ε ι π ι ά κ α ν έ ν α κ ο ιν ό μέ τ ά « έ κ δ ο τ ικ ά π ρ ο ϊό ν τ α » . Δ ια β ά ζ ο υ μ ε , γ ιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α , α ύ τ ή τή δ ή λ ω σ η : «’’Ε γ ρ α ψ α τό Σαρτόρις. Μ ο ΰ π ή ρ ε π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο χ ρ ό ν ο [ ά π ’ ό,τ ι τ ά Κ ο υ ν ο ύ π ια ] κ α ί ό εκ δ ό τ η ς μο υ τ ό ά π έ ρ ρ ιψ ε άμ έ σ ω ς. Σ υ ν έ χ ισ α ό μ ω ς ν ά τ ό π ε ρ ιφ έ ρ ω έ π ί τ ρ ία π ε ρ ίπ ο υ χ ρ ό ν ια , έ π ιμ έ ν ο ν τ α ς π ε ισ μ α τ ικ ά σέ μ ιά ε λ π ίδ α π ο ύ χ α ν ό τ α ν , ίσ ω ς γ ιά ν ά δ ι κ α ιο λ ο γ ή σ ω τ ό χ ρ ό ν ο π ο ύ χ ρ ε ιά σ τ η κ α γ ιά ν ά τ ό γ ρ ά ψ ω . Α ύ τ ή ή έ λ π ίδ α έσ βησ ε σ ιγ ά σ ιγ ά , ά λ λ ά δ έν α ισ θ α ν ό μ ο υ ν α π ι ά κ α ν έ ν α π ό ν ο . Μ ιά μ έ ρ α μ ο ΰ φ ά ν η κ ε ό τ ι έ κ λ ε ισ α μ ιά π ό ρ τ α ά ν ά μ ε σ α σέ μέ ν α κ α ί σέ όλες τ ίς δ ιε υ θ ύ ν σ ε ις κ α ί το ύ ς κ α τ α λ ό γ ο υ ς τ ώ ν έ κ δ ο τώ ν. Ε ί π α σ τ όν έ α υ τ ό μ ο υ : τ ώ ρ α θ ά μ π ο ρ έ σ ε ις ν ά γ ρ ά ψ ε ις » . Ό Φ ώ κ ν ε ρ κ ά ν ε ι πο λ λ έ ς φ ορ ές λ ό γ ο , μέ τ ρ ό π ο π ο ύ δέν ά φ ή ν ε ι ά μ φ ιβ ο λ ίε ς , γ ιά α ύ τ ή τή γέ ν ν η σ η το ΰ σ υ γ γ ρ α φ έ α , τή σ τ ιγ μ ή π ο ύ ά ρ ν ε ΐ τ α ι ν ά ύ π ο κ ύ ψ ε ι σ τίς ν ε ο ΰ ο ρ κ έ ζ ικ ε ς
65
Ονίλλιαμ Φώκνερ έπιτρο πές άνά γν ω σ η ς έργων. Σ ’ ένα ά λλο σ χ έ διο εισ αγω γής ε π α ν α λ α μ β ά ν ε ι: «(...) μ ιά πό ρ τ α είχε κ λ ε ίσ ε ι ά ν ά μ ε σ α σέ μένα κ α ί τίς διε υθ ύν σ ε ις κ α ί τούς κ α τ α λόγ ου ς τώ ν έκδοτώ ν. Τ ότε ε ίπ α στόν εαυτό μ ο υ : τώ ρ α θ ά μπ ορ έσ εις ν ά γράψ εις». Ν ά γ ρ ά ψ ε ι τ ί; Κ ι εδώ ά κ ό μ α πρ ο σ φ έ ρ ε ι ή « Π λ ε ιά δ α » , μέ τήν ε π ιμ έ λ ε ια τού Μ ισ έ λ Γκρεσ σ έ, π ο λ λ ά ε ν τ υ π ω σ ια κ ά σ τοιχεία . Σ ί γ ο υ ρ α όμω ς ή π ιό ικ α ν ο π ο ιη τ ικ ή ε ίν α ι ή σύντο μη , π ερ ή φ α ν η κ α ί σταθερή ά π άντησ η π ο ύ δ ίν ε ι σ’ ένα δη μ ο σ ιο γ ρ ά φ ο τού ParisReview: « Γ ρ άφ οντα ς τό Σαρτόρις ά ν α κ ά λ υ ψ α ότι ή μ ικ ρ ή π ρ ο σ ω π ικ ή σ φ ρ α γ ίδ α τής γενέτειράς μου γής ά ξ ιζ ε τόν κ ό π ο ν ά γ ρ α φ τεί, ό τ ι δέν θ ά ζού σ α ποτέ άρ κετά γ ιά ν ά τήν εξαντλήσ ω κ α ί ότ ι έ ξαγνίζο ντας κ ρ υ φ ά τήν π ρ α γ μ α τικό τ η τ α θ ά είχ α τήν άπ όλ υ τ η
66
έλευθ ερ ία ν ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ω πλή ρ ω ς τό τ α λέντο π ο ύ μπ ορ ε ί ν ά ε ίχα. Μ ού ά π ο κ α λ ύ ψ θ ηκ ε έτσι ένα χ ρ υ σ ω ρ υ χ ε ίο ά π ό χ α ρ α κ τ ή ρες: κ α ί μ’ αυτό τόν τρ όπ ο δη μιού ρ γ ησ α έναν κ ό σ μ ο κ α τ α δ ικ ό μου». 'Ο κόσ μ ος αύτός κ α τ α δ ικ ά σ τ η κ ε γ ιά π ο λ λ ά χ ρ ό ν ια , ή του λ ά χ ισ τ ον ά ν τ ιμ ε τ ω π ίσ τηκε με πε ρ ιφ ρ όν η σ η ά π ό τό γ α λ λ ικ ό τύπο. Π ολ λ έ ς κ ρ ιτ ικ έ ς έπε σ ή μα ν α ν τόν ά μ ο ρ α λ ισ μό (s ic ) τού Φ ώ κ ν ε ρ κ α ί πρ ο έτρεψ αν τό γ ά λ λ ο άναγνώ στη ν ά ε ίν α ι έ π ιφ υ λ α κ τ ικ ό ς ά π έ ν α ν τ ι σ ’ αυτό τόν κ ό σ μ ο , πο ύ ε ίν α ι γε μάτος ά π ό ή λ ίθ ιο υ ς , σ ακάτηδες, άλήτες κ α ί πόρνες. 'Ο γάλλο ς άναγνώ στη ς κ λ ή θ η κ ε ε πίσ ης ν ά φ υ λ α χτ ε ί ά π ό τή φ ρ α σ ε ο λ ο γ ικ ή ά σ ά φ ε ια τώ ν τελευτα ίω ν του β ιβ λ ίω ν . Π ρ ά γ μ α τ ι, ό Φ ώ κ ν ε ρ ά π οτελεί γ ιά τούς έκδοτες ένα μεγάλο α ίν ιγ μ α . Κ ιν ε ίτ α ι στό χ ώ ρ ο τής άσ άφ ειας. Κ α ί χ ω ρ ίς ν ά ξεχνού με τή β ιβ λ ικ ή π ο υ ρ ιτ α ν ικ ή σ κ ο π ιά του (ή έν ν ο ια τής πτώ σης κ α ί τού άμ αρτήματος ε ίν α ι έμφυτη στόν Φ ώ κ ν ε ρ ), τήν κ ο ιν ω ν ικ ή σ κ ο π ιά (σχέση Μ α ύ ρ ω ν / Λ ε υ κ ώ ν , Σ α ρ τ ό ρ ις / Κ ό μ π σ ο ν / Σ ν ό ο υ π ς ), χ ω ρ ίς ν ά π α ρ α μ ε ρ ί ζου με τήν ισ τ ο ρ ικ ή σ κ ο π ιά (ήττημένο έθνος κ α ί εισ βολή τού β ιο μ η χ α ν ικ ο ύ κ α ί ε μ π ο ρ ι κ ο ύ κ ό σ μ ο υ ) μάς ε κ π λ ή σ σ ε ι τό γεγονός ό τ ι δ ίν ε ι τά πρ ω τ ε ία στήν ψ υ χ α ν α λ υ τ ικ ή σ κ ο π ιά κ ι εδώ. Ε π α ν ε ιλ η μ μ έ ν α , ό Φ ώ κ ν ε ρ δέν κρ ύβ ε τ α ι. ’ Α ν τ ίθ ε τ α μ ά λ ισ τ α . « Έ τ σ ι λ ο ιπ ό ν έγώ, γρ ά φ ε ι, π ο ύ δέν ε ίχ α ποτέ άδ ελφ ή κ α ί π ο ύ ή μ ο ίρ α μου ή τ α ν ν ά χ ά σ ω μ ιά κ όρ η λ ίγ ο μετά τή γέννησή της, ά ν έ λ α β α ν ά φ τ ιά ξ ω μ ιά ώ ρ α ία κ α ί τ ρ α γ ικ ή κ ό ρ η .» 'Υ π α ιν ιγ μ ό ς γ ιά τ ήν Κ ά ν τ υ , π ο ύ σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι σέ μ ιά ά χ λ α δ ιά στό Ή χος κ α ί πάθος. Ξ α ν α π ιά ν ε ι τό ίδ ιο θέμα σ ’ ένα ά λ λ ο σχέ δ ιο εισαγω γής: « Ε ίν α ι ευχάρισ το ν ά σ κ έ π τ ε σ α ι ότι θά άφ ή σ έ ις κ ά τ ι π ίσ ω σου π ε θ α ίνοντας, ά λ λ ά ά ξ ίζ ε ι περ ισ σ ότερ ο ν ά έχεις κ ά ν ε ι κ ά τ ι μέ τό ό π ο ιο ν ά μπ ορ είς ν ά π ε θ ά νεις . ’ Α ξ ίζ ε ι π ερ ισ σ ότερ ο ό λερωμένος π ι σ ι νός μ ια ς τ ρ αγική ς μ ικ ρ ο ύ λ α ς , πο ύ σ κ α ρ φ α λ ώ ν ε ι στήν ά ν θ ισ μένη ά χ λ α δ ιά , μ ιά ά π ρ ιλ ιά τ ικ η μέρα, γ ιά ν ά δ ε ι ά π ό τό π α ρ ά θ υ ρ ο τή ν ε κ ρ ώ σ ιμ η ο λ ο νυχ τία ». Τ ή δή λω σ η αυτή τή β ρ ίσ κ ω πο λύ σ υ γ κ ιν η τ ικ ή . Μ έ σ α σέ δυ ό φ ρ ά σ ε ις έχει «το πο θετή σ ει» όλο του τόν κόσ μ ο. Δ η λ α δ ή : τό θέμα τής μα τιάς , τού πα ρ α τ η ρ ητ ή, τού π α ρ α δ ε ισ ένιο υ κόσ μ ου , τής ά π ρ ό σ ιτ η ς κ α ί β α σ α ν ι σ τ ικ ή ς σ άρκας, τό α ισ θ η σ ια κ ό ξετύλιγμα τής φ ράσης, ή εσ ω τερική μ ο υσ ική . ’ Ε κτό ς ά π ’ αύ τό, ύ π ά ρ χ ε ι στό π ρ ο α ν ά κ ρ ο υ σ μ α τής π ρ ώ τη ς φράσης αύ τ ό π ο ύ κ ά ν ε ι τόν Φ ώ -
κνερ ά κ ό μ α π ι ό μ ο ν α χ ικ ό , π ι ό ά ξ ιο π ρ ε π ή , π ιο θ ε λ κ τ ικ ό κ α ί π ιό υ π ο δ ε ιγ μ α τ ικ ό : ά ν α ζητά τή σ ω τ η ρ ία του (τ η ν η θ ικ ή , μ ε τ α φ υ σ ικ ή , ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή ) σ τ ό γ ρ ά ψ ιμ ο , σ τό σ ώ μ α τής γ ρ α φ ή ς , στή σ ά ρ κ α , στην π υ κ ν ό τητα, στή β α θ ύ τερ η ύ φ η της. Ι σ ω ς δεν ε ίν α ι τόσ ο ή σ τα θε ρ ό τ ητ α τού έργου του π ο ύ έ ν τ υ π ω σ ιά ζ ε ι ( ύ π ά ρ χ ο υ ν τ ρ ομ ερά ά ν ια ρ ά κ ο μ μ ά τ ια ιδ ίω ς στά τ ε λ ε υ τ α ία β ιβ λ ία τ ο υ ), ό σ ο ό κ α θ α γ ια σ μ ό ς τ ο ύ έπ α γγέλμ α το ς τού σ υ γ γ ρ α φ έ α , μ ιά ε ύ θ ικ τ η ύ π ε ρ ε υ α ισ θ η σ ία , ή ά ρ ν η σ η τ ο ύ σ υ μ β ιβ α σ μο ύ, τής « χ ο ν τ ρ ο κ ο π ιά ς » ό π ω ς λέ ε ι, π ο ύ ε ίν α ι ιδ ια ίτ ε ρ α π ο λ ύ τ ιμ η , έ π ίκ α ιρ η κ α ί ένοχ λ η τ ικ ή . Δ ια β ά ζ ο ν τ α ς γρ α μ μ ή π ρ ό ς γ ρ α μ μ ή τ ά σ χ ό λ ια , τ ίς π η γές , τίς ε π ισ η μ ά ν σ ε ις π ο ύ έμπ λ ο υ τ ίζ ο υ ν α υ τ ό τόν τ ό μ ο τής « Π λ ε ιά δ α ς » , κ α τ α λ α β α ίν ο υ μ ε ό τ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ ε ίν α ι ένας μ ο ν α χ ικ ό ς σ υ γ γ ρ α φ έα ς . 'Έ ν α ς μ α ν ια κ ό ς . 'Έ ν α ς τ υ φ λ ο π ό ν τ ικ α ς . Μ ιά ά ρ κ ο ύ δ α π ο ύ ά π ο σ π ά α π ό τό χ ρ ό ν ο (ά ρ κ ε ϊ ν ά δ ια β ά σ ε ι
κ α ν ε ίς α ύ τ ά π ο ύ έ χ ε ι γ ρ ά ψ ε ι γ ιά τ ά τ έ ρ ατα σ τ ό Κ αθώς ψυχορραγώ) ό χ ι μ ό ν ο τού ς ή ρ ω έ ς τ ο υ , τ ό σ φ υ γ μ ό τ ου ς , τ ίς τρέλες τους, τ ίς μ ε γ α λ ο σ ύ ν ε ς τ ου ς , ά λ λ ά κ α ί έ ν α ε ίδ ο ς α ύ τ ο σ ε β α σ μ ο ύ , ά ρ ισ τ ο κ ρ α τ ικ ή ς ά ξ ιο π ρ ε π ε ια ς . 'Υ π ά ρ χ ε ι σ ’ α ύ τ ό ν ένας ή ρ ω α ς π ο ύ κ υ ν η γ ά τ ο ύ ς ε μ π ό ρ ο υ ς τ ώ ν ν α ώ ν , τούς τ υ χ ά ρ π α σ τ ο υ ς , το ύ ς ά π α τ ε ώ ν ε ς τής λο γ ο τ ε χ ν ία ς . Ε ί ν α ι ένας σ υ γ γ ρ α φ έ α ς π ο ύ δέν π έ φ τ ε ι π ο τ έ ού τε σ τ ό ν α ρ κ ισ σ ισ μ ό ο ύ τε σ τις π α γ ίδ ε ς τής δ ια σ η μ ό τ η τ α ς : ά ρ κ ε ΐ ν ά δ ε ι κ α ν ε ίς τ ό σ υ σ π α σ μ έ ν ο , ά π ό τ ο μ ο , β ε β ια σ μ έ ν ο τ ό ν ο τ ώ ν δ η λ ώ σ ε ώ ν τ ο υ ό τ α ν π ή ρ ε τό Ν ό μ π ε λ . 'Υ π ά ρ χ ε ι σ ’ α ύ τ ό ν μ ιά ά ρ ν η σ η τού σ υ γ γ ρ α φ έ α - π α λ ιά τ σ ο υ , τ ο ύ μ π λ ά - μ π λ ά τής τ η λ ε ό ρ α σ ης , π ο ύ σέ π ρ ο κ α λ ε ΐ , π έ ρ α ά π ό τά λ ό γ ια τ ο υ , ν ά σ κ ε φ τ ε ϊς τή σ χ ε τ ικ ό τ η τ α τής επο χ ής μας.
C o p y rig h t: M ag a z in e L itte ra ir e Μ ετάφ ρασ η : Λ ή δ α Μ οσχονά
83
67
’Ας σηκώσουμε την αυλαία στό φωκνερικό θέατρο Κ α ί αυτός α κ ό μ α π ου ε ίν α ι λιγότερο ε ξ οικειω μένος με τό έργο τοϋ Φ ώ κνερ, ξέρει π ό σ ο α υ τόνομο ε ίν α ι, ό χ ι μόνο μέ τήν έ ν νο ια ό τι έ μ φ α νίζ ο ντα ι α π ό πολύ νω ρ ίς τά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά μιας π ρ α γ μ α τ ικ ή ς μυ θ ιστορ ημα τικής δη μ ιο υ ρ γ ία ς (Τζέφ φ ερ σον κ α ί Γ ιο κ ν α π α τ ώ φ α ), π ού τήν ά π α ρ τ ίζο υ ν, ήδη ά πό τό Σ α ρτόρις, εκατό π ερ ίπ ο υ χαρακτήρες, ά π ό τούς ό π ο ιο υ ς ο ρ ισ μ έ ν ο ι ε ίν α ι γ ε ν ικ ο ί κ α ί π ο λ λ ο ί επανέρχοντα ι (ό π ω ς στόν Μ π α λ ζ ά κ ), α λ λ ά μέ τήν έ ν νο ια κ υ ρ ίω ς ό τι τό γ ρ ά ψ ιμ ό του περ ιέχει ευθύς εξαρχής τίς π ρ ο σ ω π ικ έ ς του άλη θ ινές παραμέτρους κ α ί ταυτόχρονα έ γ κα θ ιστά τό θέατρο τού μύθου στή μ ιά σ κη νή κ α ί στήν «άλλη σκηνή» -τ η σ κηνή τοϋ γ ραψ ίματο ς.
Locus solus « Ό λόφος» ε ίν α ι ένα σ ύντομο πε ζ ό π ο ίη μ α πο ύ δη μο σ ιεύτη κε στίς 10 Μ α ρ τ ίο υ τοϋ 1922 στή φ ο ιτ η τ ικ ή εφ ημ ερ ίδα τοϋ Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ τοϋ Μ ισ σ ισ σ ίπ ι. ’ Εκτός ά π ό ένα μ ικ ρ ό κ α ί άρ κετά ασήμ αντο κ ε ίμ ενο, μέ τ ίτλο «’ Ε π ικ ίν δ υ ν η π ρ ο σγ είω σ η» , αύτό ε ί ν α ι τό πρ ώ το π ρ α γ μ α τ ικ ό π ε ζό τοϋ συγγ ρα φ έα - ά π ό πολλές σ κοπ ιές , ά φ ο ϋ π α ρ ο υ σ ιά ζει πολλές βασ ικ έ ς έπιλογές: τοϋ ήρ ω α , α ύ τοϋ τοϋ ά γ ρ ο ίκ ο υ « π ε ρ ιπλανώ μενο υ κ α ί έ π ο χ ια κ ά εργαζόμενου», τής χ ρ ο ν ικ ή ς σ τ ι γμής (τό βρ άδυ , ή δύση) κ α ί κ υ ρ ίω ς τοϋ τ ό π ο υ (τό ζευγά ρι λόφ ος / π ε δ ιά δ α , τό χ ω ρ ιό ) · τό κ α τ ο π ιν ό του έργο θ ά έ π ικ υ ρ ώ σ ε ι π ρ ά γ μ α τ ι τόν ε ξ α ιρ ε τ ικ ά π ρ ο ν ο μ ιο ύ χ ο χ α ρ α κτήρ α του. Π ρ ό κ ε ιτ α ι, εν γένει, γ ιά ένα κείμ ενο ά λ η θ ιν ά π ρ ω τό λειο , όπ ου ό Φ ώ κνερ διέρ χ ετα ι ένα σ η μ α ν τ ικ ό σ ταθμό γ ι’ αύτόν: ά ντί, όπ ω ς στά π ο ιή μ α τ α του Ό μαρμάρινος φαννος (1924, γρ αμμ ένα όμως σέ ή λ ικ ία 22 ετών, τό 1919), ν ά τοποθετήσει τόν εαυτό του στό πρόσωπο τού πο ιη τ ή π ο ύ ε ίν α ι ά ν ίκα νο ς γ ιά δρ άσ η , στήνει γ ιά πρ ώ τη φ ορ ά έναν ήρ ω α , συγχρόνω ς ο ικ ε ίο κ α ί άλλον, π ο ύ θ ά γ ίν ε ι τό πρ ό τ υπ ο τού μυ θ ισ τ ο ρ η μ α
68
τ ικ ο ύ του κ ό σ μ ο υ : μ ’ α ύ τόν ό Φ ώκνερ β ά ζ ε ι τόν πρ ώ τ ο λ ίθ ο τής ά ν θ ρ ω π ο λ ο γ ικ ή ς του δομής - κ α ί αύτό μέ μ ίά δ ιπ λ ή έννοια. Γ ια τ ί άν ύ π ά ρ χ ε ι λογ οτεχνική ά ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , έχει ά π α ρ α ίτ η τ α δυ ό σκέλη -τ ή ν κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ία κ α ί τήν ψ υ χα νάλυσ η. Κ α ί δ άλλος ά π ό κ ο ι ν ω ν ιο λ ο γ ικ ή ά π ο ψ η ε ίν α ι μ α ζί ένας ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό ς σ ω σ ίας : ένα π ρ α γ μ α τ ικ ό a lte r ego.
Ή άλλη σκηνή «Μ έ τόν περ ίερ γο τίτ λ ο της, ή “ Ν υ μ φ ο λ η ψ ία ” ε ίν α ι μ ιά έπέκταση τού “ Λ ό φ ο υ ” (T he H ill), π ο ύ γρ ά φ τ ηκ ε π ρ ο φ ανώ ς στίς άρχές τοϋ 1925, τούς πρώ τους μήνες τής πα ρ α μ ον ή ς τού Φ ώ κ ν ε ρ στή Ν έα ’ Ο ρ λ εάνη .» “Ε τσ ι π α ρ ο υ σ ιά ζ ε τ α ι τό κ ε ίμ ε ν ο αύ τό, «τό ά λ λ ο κε ίμ ε ν ο » , ά π ό τόν Τ ζέημς Β. Μ εριγουέδερ, π ο ύ θ ά τό δη μο σ ιεύσ ει γ ιά πρ ώ τ η φ ορ ά , γύ ρ ω στό μισ ό α ίώ ν α άργότερα, τό 1973. 'Ω σ τ ό σ ο μόνο στήν κ α θ α ρ ή σ υνείδησ η ό τίτλος αύτός φ α ίν ε τ α ι πε ρ ίε ρ γος: μέ τή « Ν υ μ φ ο λ η ψ ία » μπ α ίν ο υμ ε π ρ ά γ μ α τ ι στόν ά λ λ ο χ ώ ρ ο τής γραφής, εκεί όπ ου δη μ ιο υ ρ γ ο ύ ν τ α ι τά φ αντάσ ματα κ α ί όπ ου ο ί λέξεις δέν σβήνο υν τόν κ ό σ μ ο τού
δ νείρο υ. ’ Α π ό τη ν ά π ο ψ η α υ τ ή , ό π ο υ ή ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή σ κ ο π ιά υ π ε ρ τ ε ρ ε ί τής α ισ θ η τ ικ ή ς , π α ρ ά τήν π ο λ υ γ ρ α μ μ έ ν η κ α ί κ ά π ω ς ε π ιτ η δευμένη μ ο ρ φ ή τού δε ύ τ ε ρ ου κ ε ιμ έ ν ο υ , όπ ω ς κ α ί τού π ρ ώ τ ο υ , ό τ ίτ λ ο ς δεν έχει τ ί πο τ α τό π ε ρ ίε ρ γ ο : λ έ ε ι ά π λ ώ ς ό σ α δέν λ έ ε ι « 'Ο λόφ ο ς». Ε ξ ά λ λ ο υ , τ ίπ ο τ α δέν ά π ο δ ε ικ ν ύ ε ι ά π ό λυτα ό τ ι ή « Ν υ μ φ ο λ η ψ ία » γ ρ ά φ τ η κ ε τ ρ ία χ ρ ό ν ια μετά τό « Λ ό φ ο » : ά ν τ ίθ ε τ α μά λ ισ τ α , ίσ ω ς ε κεί ν ά έχου με μ ιά π ρ ώ τ η μή λ ο γ ο κ ρ ιμένη εκδο χ ή τής ίδ ια ς ισ τ ο ρ ία ς . Γ ιά π ο λ λ ο ύ ς λόγους μ π ο ρ ο ύ μ ε π ά ν τ ω ς ν ά θεω ρ ή σ ο υ μ ε ότι κ α θ έ ν α ά π ’ α ύ τ ά τ ά δ υ ό κ ε ίμ ε ν α ε ίν α ι υπ ο κ α τ ά σ τ α τ ο τού ά λ λ ο υ . Ή « Ν υ μ φ ο λ η ψ ία » ά ρ χ ίζ ε ι κ α ί τ ε λ ε ιώ ν ε ι όπ ω ς ό « Λ ό φ ο ς » , ά λ λ α τό μεγ α λ ύ τ ε ρ ο μέρος της σ υ μ β α ίν ε ι άλλον κ α ί τ ο π ο θ ε τ ε ίτ α ι π ο λ ύ σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α στή ρ ω γ μ ή τού « Λ ό φ ο υ » , στό δ ιά σ τ η μ α δ η λ α δ ή π ο ύ ά φ η ν α ν μυ σ τ η ρ ιω δ ώ ς ο ί τ ρ εις π ρ ώ τ ο ι ά σ τ ε ρ ίσ κ ο ι τ ού κ ε ιμ έ ν ο υ , α κ ρ ιβ ώ ς ά μ έσ ω ς μ ό λ ις ή δύ σ η τού ή λ ιο υ έβαλε σέ εν έρ γ εια α ύ τ ό π ο ύ θ ά ο ν ο μ ά ζα μ ε τό κ α τ ’ εξοχ ή ν φ ω κ ν ε ρ ικ ό ό ν ε ιρ ο .
Τό β ουκολικό άλλοθι 'Υ π ά ρ χ ε ι σ τόν Φ ώ κ ν ε ρ μ ιά φ α ν τ α σ ίω σ η τής Ε λ λ ά δ α ς , ή ό π ο ια μά ς ε π ιτ ρ έ π ε ι ν ά ε ισ χ ω ρ ή σ ο υ μ ε ό χ ι μ ό ν ο σ τίς σ υ μ β ο λ ικ έ ς πη γές τού έργου το υ , ά λ λ ά κ υ ρ ίω ς σ τό μεγ άλο έ ρ ω τ ικ ό ά λ λ ο θ ι τού σ υ γ γ ρ α φ έ α . Π ρ ά γ μ α τ ι, ο λ ό κ λ η ρ η σ χ ε δ ό ν ή π ο ίη σ η τού Φ ώ κ ν ε ρ ( κ α ί έχει γ ρ ά ψ ε ι π ο λ ύ πε ρ ισ σ ό τ ε ρ α π ο ιή μ α τ α ά π ’ ό σ α δ η μ ο σ ίε υ σ ε ) ε ίν α ι ε ρ ω τικ ή - ή θ ά ή θ ελε ν ά ε ίν α ι - κ α ί β ο υ κ ο λ ικ ή . Τ ό β ο υ κ ο λ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο ό μ ω ς σ υ γ κ α λ ύ π τ ε ι σ ε μ ν ό τυ φ α τ ίς φ α ν τ α σ τ ικ έ ς «σ κη νές», μέ έναν ά θ ώ ο φ ω τ ο σ τ έ φ α ν ο : ε ίν α ι ή λέξη π ο ύ ά π ο μ α κ ρ ύ ν ε ι ό λ α τ ά κ α κ ά . 'Η ά λ ή θ ε ια β έ β α ια π ρ έ π ε ι ν ά ά ν α ζ η τ η θ ε ί β α θ ύ τ ε ρ α : ε κ ε ί ό π ο υ γ ε ν ν ιώ ν τ α ι ο ί έ π ενδ ύ σ ε ις · κ α ί ά ν δ ιε ρ ω τ η θ ο ύ μ ε γ ια τ ί ό Φ ώ κ ν ε ρ « ε π ε ν δ ύ ε ι» , γ ιά τόσ ο μεγ ά λο χ ρ ο ν ικ ό δ ιά σ τ η μ α (ά π ό τό «’ Α π ό γ ε υ μ α ενός φ α ύ ν ο υ » , τ ό π ρ ώ τ ο του π ο ίη μ α π ο ύ δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε τό 1919, έως τό Μ ισθός τον στρατιώτη, τό π ρ ώ τ ο του μ υ θ ι σ τ ό ρ η μ α , τό 1926. κ α ί ω ς τό Χωριό, τό 1940 ), σ ’ έ να είδ ο ς τό σ ο ά ρ χ α ϊκ ό κ α ί σ υ μ β α τ ικ ό ό σ ο τό β ο υ κ ο λ ικ ό , ή ά π ά ν τ η σ η ε ίν α ι ό τ ι α ύ τ ό ά κ ρ ιβ ώ ς τού π α ρ έ χ ε ι τό ά λ λ ο θ ι πο ύ χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι ή ένοχη σ υ ν ε ίδ η σ η , γ ιά ν ά θ έσ ει ε π ί σ κ η ν ή ς α ύ τ ό π ο ύ ά π ω θ ε ϊ. Σ τ ή ν ά γ γ λ ο σ α ξ ο ν ικ ή κ α ί π ρ ο τ ε σ τ α ν τ ικ ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α π ο ύ έχ ει ύ π ό ψ η του κ α ί π ο ύ τή
Το Ρόονεν “Οονχ στό Μιασιασίπι γ ν ώ ρ ιζ ε κ α λ ά , μ ιά κ α ί γ ε ν ν ή θ η κ ε ε κ ε ί, κ α ί τ ή ν ο π ο ία θ ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι κ α τ ά κ ό ρ ο ν σέ θ έ μ α τ α κ α ί ή ρ ω ε ς , ό Φ ώ κ ν ε ρ ά ρ χ ίζ ε ι π ρ ά γ μ α τ ι ν ά ά ν τ ιτ ά σ σ ε ι ( ιδ ίω ς μέ τ ή ν π ο ίη σ ή τ ο υ ) τ ό ν έ λ λ η ν ο λ α τ ιν ικ ό κ ό σ μ ο το ύ μ ύ θ ο υ , π ο ύ έχ ε ι ά π α σ χ ο λ ή σ ε ι τ ό ν Σ ο υ ίν μ π ε ρ ν κ α ί τ ό ν Κ ή τ ς , κ α ί π ε ρ ισ τ ο ιχ ίζ ε τ α ι ά π ό φ α ύ ν ο υ ς κ α ί σ ά τ υ ρ ο υ ς , ν ύ μ φ ε ς κ α ί μ α ιν ά δ ε ς . Δ έ ν ύ π ά ρ χ ο υ ν ν α ο ί μέ κ λ α σ ικ ά κ α ί ά π έ ρ ιτ τ α ά ε τ ώ μ α τ α : Ό Φ ώ κ ν ε ρ δέν έ ν δ ια φ έ ρ ε τ α ι γ ιά τ ή ν τ ά ξ η κ α ί τ ό μέτρ ο · α ύ τ ό π ο ύ τ ό ν ε ν δ ια φ έ ρ ε ι ε ίν α ι ή β α κ χ ε ία , κ α ί δ ικ α ίω ς : μ έσ α σ τ ό β ο υ ε ρ ό φ ύ λ λ ω μ α τ ω ν κ η φ ή ν ω ν το ύ π ό θ ο υ β ρ ή κ ε τ ό θειο ά λ λ ο θ ι π ο ύ χ ρ ε ια ζ ό τ α ν . "Ο π ω ς λ έ ε ι ό Ά ν τ ρ έ Μ π ο ν ν ά ρ : « Π ρ ο ν ό μ ιο τ ώ ν θ ε ίω ν π α θ ώ ν : ά ν τ ί ν ά γ ίν ο ν τ α ι φ ο ρ έ α ς θ α ν ά τ ο υ , α ύ ξ ά ν ο υ ν μέ σ α ά π ό τ ό γρ ή γ ο ρ ο α ίμ α κ α ί τ ά φ ο υ σ κ ω μ έ ν α σ τήθ η τ ή ν η δ ο ν ή τής ζω ής» .
Ή βακχεία τοϋ άγροίκου Ν ά λ ο ιπ ό ν , σ ά ν τή ν Ε ύ β ο ια τής μ υ θ ο λ ο γ ία ς , π ο ύ θ ά ε μ φ α ν ισ τ ε ί ξ α ν ά σ τήν κ α τ ά λ λ η λ η σ τ ιγ μ ή , σ τ ό Ή χος κ α ί πάθος, ό καλός μ α ς « π ε ρ ιπ λ α ν ώ μ ε ν ο ς κ α ί έ π σ χ ια κ ά έ ρ γ α ζ ό μ ε ν ο ς » μ ε τ α μ ο ρ φ ω μ έ ν ο ς σέ γ ο υ ρ ο ύ ν ι, λές
69
ά π ό ά γ γ ιγ μ α μ α γ ικ ο ύ ρ α β δ ιο ύ : άποτέλεσ μα κ ι α ύ τό τής δύσης. Μ έ ά λ λ α λ ό γ ια , δ πρ ώ το ς μ υ θ ισ το ρ η μ α τικ ό ς ή ρ ω α ς τού Φ ώ κ ν ε ρ δεν ε ίν α ι άλλο ς π α ρ ά ό ίδ ιο ς αυτός φ αύ νος π ο ύ ένυπ ά ρ χ ει μέσα στό ίδ ιο του τό όν ο μ α (τό όνο μα τού Φ ώ κ ν ε ρ έχει την ίδ ια ρ ίζ α μέ τόν φαϋνο, δη λα δ ή F a u -ik n e r κ α ί Fau-ne) κ α ί μ ιλ ά ε ι ά π ό τό π ρ ώ τ ο του κ ιό λ α ς π ο ίη μ α . ’ Ε δ ώ όμω ς, μ ό λ ις δ ο θ ε ί τό π ρ ώ τ ο έναρ κτήρ ιο σ η μ ά δ ι τού τέλους τής ήμέρας, τό χ ο ρ ό δ ρ α μ α τού π ά θ ο υ ς χ ο ρ ε ύ ε τ α ι μ π ρ οσ τά σέ τρεις μ ο ρ φ άζο υσ ες μάγισσες, π ο ύ άκ ο ύν ε στό ό νο μ α σ ιω π ή , μ ο ν α ξ ιά κ α ί φ όβος κ α ί στην « π α ρ ο υ σ ία » α υ τή, τήν εξ α ιρ ε τ ικ ά ... π α τ ρ ικ ή . Ό π ω ς σ ' έναν ύπ ε ρ δ ρ α μ α τ ο π ο ιη μένο κ ό σ μ ο ά π ό έφ ιάλτες, ό ά ν θ ρ ω π ό ς μας θ ά β ρ ει τό τέλος π ο ύ τού ά ξ ίζ ε ι: θ ά π ε θ άνει. Γ ια τ ί; Γ ια τ ί έγκατέλειψ ε τήν π ο ρ ε ία του γ ιά ν ά εισ χ ω ρ ήσ ε ι μέσα ά π ό ένα σ ύντομο θά να το σ’ ένα σ κ η ν ικ ό -γ υ ν α ίκ α ς , π ο ύ ε ίν α ι κ α ί γ ενετικό σ κ η ν ικ ό κ α ί π ο ύ θ ά τό σ υ ν α ν τάμ ε σ υνέχ εια , ά π ό έργο σέ έργο, ως τήν τε λειό τητα τής εισ αγω γής τού Ιερού, όπ ου ά ρ χ ίζ ε ι ή π ο ρ ε ία κ α τ α δ ίω ξ η ς τής Ν α ϊά δ α ς πο ύ « κ υ ρ ιο λ ε κ τ ικ ά ά ν υ ψ ώ ν ε τ α ι» μέσα στό
νερό, κ ά τ ω ά π ό τό β λ έ μ μ α τής γρ ιά ς μ α υ λ ί στρας, τής σελήνης. Ή π ε ρ ιπ έ τ ε ια θ ά τε λ ε ιώ σ ε ι β έ β α ια μέ ά π ο τ υ χ ία - κ α ί μέ τήν άφ ό ρη τη ά π ογο ήτευ σ η · ότ α ν θ ρ η ν ε ί: «Δ έν θά σού έ κ α ν α κ α κ ό » , ό «φ ω κ ν ε ρ ικ ό ς μας άν θ ρ ω π ος » άν α γγ έ λ λ ε ι ή δ η τήν π α ρ ο υ σ ία τού Μ π ά υ ρ ο ν Σ ν ό ο υ π ς : Κ ό λ α σ η τού π α ρ α τηρητή ή κ ό λ α σ η τώ ν φ α ν τ α σ μ ά τ ω ν ; Σ τ ό ν Φ ώ κνερ , ένα κ α ί τό α ύ τ ό π ρ ά γ μ α , ά π ό τό ό π ο ιο φ τ άνο υμε στήν ά ν α π α ρ ά σ τ α σ η τού κακού.
«Αύτό τό ελληνικό φώς...» Ε ξ ή ν τ α χ ρ ο ν ώ ν , τήν ά ν ο ιξ η τού 195"7, ό Φ ώ κνερ α ν α κ ά λ υ ψ ε τήν Ε λ λ ά δ α . “ Ο τ α ν στήν επισ τρο φ ή του ρ ω τ ή θ η κ ε γ ιά τό τ α ξ ίδ ι του, έκανε τήν ά κ ό λ ο υ θ η δ ή λ ω σ η , π ο ύ σ ί γο υρ α δέν π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά έναν κ ο ιν ό τ υ π ο ά π ο λ ο γ ισ μ ό ένός τ ο υ ρ ισ τ ικ ο ύ τ α ξ ιδ ιο ύ : « Ή τ α ν μ ιά π α ρ ά ξ ε ν η ε μ π ε ιρ ία , ύ π ό τήν έν ν οια ότι ε ίν α ι ή μό νη χ ώ ρ α π ο ύ μ ο ιά ζ ε ι ά κ ρ ιβ ώ ς ,μ ’ α ύ τ ό π ο ύ εμείς... θέλω ν ά π ώ μέ τό ντεκόρ έκ ε ϊν ο π ο ύ ή ά γ γ λ ο σ α ξ ο ν ικ ή π α ι-
Ό Φώκνερ στά ελληνικά “Α ν κ α ί ή εμ φ ά ν ισ η τού Φ ώ κ ν ε ρ στήν ε λ λ η ν ικ ή β ιβ λ ια γ ο ρ ά έγινε μέ σ η μ α ν τ ικ ή κ α θ υ στέρηση, δέν ε ίν α ι λίγες ο ί μετα φ ράσ εις έργων τού μεγάλου ά μ ε ρ ικ α ν ο ύ σ υγγ ραφ έα π ο ύ β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ ήμ ερα στή δ ιά θε σ η τού ά ν α γ ν ω σ τ ικ ο ύ κ ο ιν ο ύ τής π α τ ρ ίδ α ς μ α ς · άν κ α ί - ο φ ε ίλ ο υ μ ε ν ά σ άς π ρ ο ε ιδ ο π ο ιή σ ο υ μ ε - άνά μ ε σ ά τους ύ π ά ρ χ ο υ ν μ ε ρ ικές π ο λ ύ κ α κές μετα φ ράσ εις, π ρ ά γ μ α γ ιά τό ό π ο ιο θ ά σ υ νιστο ύσ αμ ε ιδ ια ίτ ε ρ η πρ ο σ ο χ ή στήν επ ιλο γή τώ ν β ιβ λ ίω ν π ο ύ θ ά άγοράσετε. Τό ιερό, μετ. Γιάννη Λάμψα (Ο ί Εκδόσεις τών Φίλων, 1965).
Ή πληρωμή τοϋ στρατιώτη, μετ. Ε ρ ρ ίκου Μπαρτζινόπουλου (“Αγκυρα. 1978).
Ό καπνός κ α ί άλλα διηγήματα, μετ. Βασίλη Καζαντζή (Πεχλιβανίδης, χ.χ.).
Ή βουή κ α ί ή άντάρα. μετ. Τάκη Μενδράκου (Πάπυρος, χ.χ.).
Τό χωριό, μετ. Δημήτρη Κωστελένου (Δ ίδ υ μοι, 1969).
Ή βουή καί τό πάθος, μετ. Ν ίκου Μπακόλα (Εξάντας, 1980).
Καθώς ψυχορραγώ, μετ. Μένη Κουμανταρέα (Κέδρος, 1970).
Άβεσσαλώμ, Άβεσ σ αλώ μ!. μετ. "Ελλης Μ αρ μαρά (Όδυσσέας, 1980).
Ό άνυδρος Σεπτέμβρης, μετ. Κωστούλας Μητροπούλου (Παϊρίδης, χ.χ.).
Ή άρκούδα, μετ. Βασίλη Καλλιπολίτη ( Ε ξ άντας, 1980).
Μ ακρύ καλοκαίρι, μετ. Δημήτρη Κωστελένου (Πέλλα, χ.χ.).
“Αγρια φοινικόδεντρα, μετ. Κοσμά Πολίτη (Φοντάνα, 1981).
Ο ί χωριάτες, (Πέλλα, χ.χ.).
Φώς Αύγούστου, μετ. (’Ανοιχτή Γωνία, 1982).
70
μετ.
Δημήτρη
Κωστελένου
Σταμάτη
Ντώνια
δείί* μάς δ ιδ ά σ κ ε ι δ τ ι ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι. Κ α ί φ υ σ ικ ά , υπ ή ρ χ ε α υ τό τό έ λ λ η ν ικ ό φ ώ ς , π ο ύ Ε{χα ά κ ο ύ σ ε ι ν ά μ ιλ ο ύ ν γ ι ’ α ύ τ ό κ α ί ε ίχ α δ ια β ά σ ει π ερ ιγ ρ α φ ές του. Ε ίδ α ε π ίσ η ς τή θ ά λασσ α τού Ό μ η ρ ο υ , π ο ύ είχ ε τ ό χ ρ ώ μ α τού κ ρ α σ ιο ύ (π ρ β λ. Ό μ η ρ ο ς : ο ίν ο ψ ) . Κ α ί υπήρχε..· ε ίν α ι ή μό νη χ ώ ρ α π ο ύ π ή γ α πο τέ, όπου έχεις τήν εντύ π ω σ η ένός π ο λ ύ μ α κ ρ ι νού πα ρελθ όντο ς , π ο ύ δέν έχει τ ίπ ο τ α τό μή φ ιλ ικ ό . Σ έ ό λ α τά ά λ λ α μέρη τ ού π α λ ιο ύ κ ό σμου έχεις ε π ίσ η ς τήν ε ντύ π ω σ η τ ο ύ π α ρ ε λ θόντος, ά λ λ ά υ π ά ρ χ ε ι σ ’ α υ τ ά κ ά τ ι τ ό γ ο τ θικ ό, κ ά τ ι π ο ύ σέ τ ρ ο μ ά ζ ε ι, κ α τ ά κ ά π ο ιο ν τοόπο... Ο ί κ ά τ ο ικ ο ι μ ο ιά ζ ο υ ν ν ά κ ιν ο ύ ν τ α ι μέσα σ ’ α ύ τ ό τό π α ρ ε λ θ ό ν π ο ύ , π α ρ ά τ ή ν α π ο μ ά κ ρ υ ν σ ή του μέσ α σ τό χ ρ ό ν ο , υ π ά ρ χ ε ι πά ντα μ έσ α στό φ ώ ς ή ά ν α β ίω σ η τής ά ν ο ι ξ η :: δέν π ε ρ ιμ έ ν ε ις ν ά δ ε ις τ ό φ ά ν τ α σ μ α τών ά ρ χ α ίω ν Ε λ λ ή ν ω ν ή τήν π ρ α γ μ α τ ικ ή μ υ σ ιο γ ν ω μ ία τώ ν θεώ ν, ά λ λ ά έχ εις τ ό σ υ ν α ίσ θ η μ α δ τ ι β ρ ίσ κ ο ν τ α ι π ο λ ύ κ ο ν τ ά , δ τ ι ε ί ν α ι α κ ό μ α ισ χ υ ρ ο ί, ό χ ι ε χ θ ρ ικ ο ί, ά π λ ώ ς ισ χ υ ρ ο ί. Ό τ ι κ ι α υ τ ο ί ο ί ί δ ιο ι κ α τ ά φ ε ρ α ν κ α ί α π ο λ α μ β ά ν ο υ ν ε π ιτέλο υ ς έ ν α είδ ο ς ν ιρ β ά ν α · ύ π ά ρ χ ο υ ν π ά ν τ α , ά λ λ ά δ έν έχου ν π ιά σχέση μέ τή ν τρ έλα κ α ί τ ά π ρ ο β λ ή μ α τ α τ ώ ν α ν θ ρ ώ π ω ν , δέν χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι π ι ά ν ά ά ν α μ ε ιχ θο ύν μέ τήν ά ν θ ρ ώ π ιν η μ ο ίρ α . Μ π ο ρ ο ύ ν επιτέλους ν ά κ ο ιτ ά ζ ο υ ν α ύ τ ά π ο ύ κ ά ν ο υ ν ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι χ ω ρ ίς ν ά ά ν α μ ε ιγ ν ύ ο ν τ α ι μ ’ α ύ τά. Ν α ί, ή τ α ν π ο λ ύ ε ν δ ια φ έ ρ ο ν (...). Δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι δ ρ ιο σ ’ α ύ τ ά π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά δ ε ι κ α ν ε ίς , κ α ί ίσ ω ς μ π ο ρ ε ίς ν ά δεις σ ίγ ο υ ρ α ά κ ρ ιβ ώ ς α ύ τά π ο ύ έχεις φ α ντα σ τεί» . Τ ό ά ξ ιο π ε ρ ίε ρ γ ο σ τό σ χ ό λ ιό το υ α ύ τ ό ε ί ν α ι δ τ ι β λ έ π ε ις ν ά σ υ ν δ υ ά ζ ε τ α ι π λ ή ρ ω ς μέ τή φ α ν τ α σ ίω σ η γ ιά τήν ό π ο ια μ ίλ η σ α π ιό π ά ν ω : σ τήν Ε λ λ ά δ α τό ε ν σ τ ικ τ ώ δ ε ς μ π ο ρ ε ί νά ά φ εθ εϊ ελεύθερο χ ω ρ ίς ν ά έρ χε τ α ι σέ σ ύγκ ρ ο υσ η μέ τήν κ ο υ λ τ ο ύ ρ α . Γ ιά τ ό ν Φ ώ κνερ τ ε λ ικ ά ή Ε λ λ ά δ α (δ έ ν θ ά π ε ι τ ά ίδ ια γ ιά τή ν ’ Ια π ω ν ία ή γ ιά ά λ λ η χ ώ ρ α ) ε ίν α ι ό μή χ ρ ισ τ ια ν ικ ό ς χ ώ ρ ο ς - ό μόνος. Ν ά , λ ο ιπ ό ν , τά δ υ ό α ύ τ ά κ ε ίμ ε ν α π ο ύ π ρ ο σ φ έ ρ ο ν τ α ι στόν ά να γ ν ώ σ τ η . ’ Α π ό τ ή ν π λ ε υ ρ ά μ ο υ π ρ ο τ ε ίν ω ν ά δ ο ύμ ε σ τ ό « ά λ λ ο » τό « σ ω σ ία » τού ένός, ε κ π λ η κ τ ικ ό π α λ ίμ ψ η στο ά π ό δ π ο υ π η γ ά ζ ε ι ή δ ιπ λ ή δ η μ ιο υ ρ γ ία τού έργου γ ιά τόν Φ ώ κ ν ε ρ κ α ί τ ού Φ ώ κ ν ε ρ γ ιά μάς.
Γ Ρ Α Μ Μ ΑΤΑ καί Τέχνες
C o p y rig h t: M ag azin e L itte ra ir e Μ ετάφ ραση: Λ ή δ α Μ οσχονά
71
Jacques Teboul
Ποιος Νότος... Ό Φ ίόκνερ, συγγραφέας τού Ν ότου: ή α νά λυση ε ίν α ι κά πω ς σύντομη. Ε κ τ ό ς άν πιστέψ ου με ότι στό Ν ότο γεννήθηκε ή τρ α γ ω δ ία . Φ ώ κνερ = Α ισ χύ λο ς + Β ίβ λο ς + τό μ π λο υ ζ τών Μ α ύ ρ ω ν . Ό Νότος γ ίνετα ι τότε μ ιά πα ρά φ ω νη όπερα. Κ α ί άκουγα τή ζοφερή γή νά , ιροφέρει τό λόγο της χωρίς φωνή. Ά π ό τό Καθώς ψυχορραγώ. Τ ό 1973, ο ί φοιτητές ένός ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο υ π α νεπ ισ τή μ ιο υ , κ α τ ά τή δ ιά ρ κ ε ια μια ς μ α κ ρ ιά ς τους πα ραμ ονή ς στήν Ε υ ρ ώ π η , μοϋ ζήτησαν ν ά δουλέψ ουμε μ α ζ ί π ά ν ω σέ σ ύγ χ ρονους γάλλους συγγραφείς κ α ί σ’ έναν ά μ ε ρ ικ α ν ό συγγραφέα. Τ ούς πρ ό τεινα τόν Φ ώ κνερ . Έ κ π λ η ξ η : Τ ό ν Φ ώκνερ, ένα συγ γ ρ αφ έα τού Ν ότου; Έ ν α ν τ ο π ικ ισ τ ή χ ω ρ ίς ένδιαφ έρο ν; "Ε ναν τύπ ο π ο ύ γρ ά φ ε ι δπω ς μιλο ύ ν ο ί Μ α ύ ρ ο ι κ λ π ... Μ ελετήσαμε τίς Άγριοφοινικιές. Κ α ί ν ο μ ίζ ω δτι έφυγαν μέ μ ιά άλλη ά ντίλη ψ η γ ιά τό συγγραφέα. Π έ ρ υσ ι, π ά λ ι, σ υνάντησα τήν ίδ ια άντίδ ρα ση ά π ό μ ιά ά μ ε ρ ικ α ν ίδ α φ ίλ η , πού ά ν α ρ ω τ ιό ταν ε ίλ ικ ρ ιν ά τ ί ένδιαφ έρο ν μπορούσε ν ά βρ ει κ α νείς στήν ανάγνω ση αυτού τού ν ό τιο υ άντιδ ρ α σ τ ικ ού , κ α ί μά λισ τα π ο υ ρ ιτ α νού δσο κανείς άλλος. Α υ τή ε ίν α ι ή εικ ό ν α πο ύ δ ίν ε ι ά κό μ α ό Φ ώ κνερ στη χ ώ ρ α του: ένας συγγραφέας τού Ν ότου. Ε ικ ό ν α π ε ρ ι ο ρ ισ τ ικ ή κ α ί εσφαλμένη. Κ α ί ώστόσο ό Φ ώ κνερ τήν ε π ιδ ίω ξε κ α ί τή διατήρ ησ ε σέ δλη του τή ζω ή, κ α ί δέν έπαψ ε ποτέ ν ά πρ ο καλεΐ τούς ά μ ε ρ ικ ά ν ικους λογοτεχνικούς κύκλο υς, υ π ο γ ρ α μ μ ί ζοντας περ ή φ α ν α τή θέση του, τή δ ια φ ο ρ ά του σ άν ά νθ ρω π ος τού Ν ότου. Θ ά πρ έ π ε ι λ ο ιπ ό ν ν ά ξεκ ιν ή σ ε ι κ α ν ε ίς ά π ’ αύτό τό Ν ότο, ά π ’ αύτό τόν Φ ώ κνερ , άφ ού ή αρχή κ α ί τό τέλος τού έργου του έχουν τίς ρίζες τους σ’ αύτήν ά κ ρ ιβ ώ ς τή γή, πο ύ θ ά γ ίν ε ι ή φ α ντα σ τική κομ ητεία τού Γ ιο κ ν α π α τ ώ φ α . Α ύ τός ήταν άλλωστε ό στόχος κ α ί ή ε π ι τυ χ ία τού Μ ισ έ λ Γκρεσσέ, μέ τόν πρ ώ το τόμο τής σειράς τώ ν « 'Α π ά ν τ ω ν » του πο ύ ά ρ χ ισ ε νά εκδ ίδ ε ι ή «Π λ ε ιά δα » , τόμο πο λ ύ-
72
τ ιμ ο , άφ ού μάς επιτρέπ ει επιτέλους ν ά π α ρα κ ο λ ου θή σ ου με , μέσα ά π ό ένα λ επτο με ρ ε ια κ ό κ α ί π λ ο ύ σ ιο κ ρ ιτ ικ ό υ π ό μ ν η μ α κ α ί μέσα ά π ό εξαίρετες γ α λλικές μεταφ ράσεις, π ο ύ ώ στόσο ά να θ εω ρ ήθ ηκα ν κ α ί επεξερ γά σ τ η κ α ν π ά λ ι, τή μεταβολή ένός π ο ιη τ ή κ α ί λογοτέχνη τού Ν ότου τώ ν Η ν ω μ έ ν ω ν Π ο λ ι τε ιώ ν σέ κ ο ρ υ φ α ίο δ η μιου ργ ό ένός έργου, τής «δπερας» αυτής, δπου ό ν ότιος έξα φ α ν ίζ ε τ α ι γ ιά χάρ η τής τραγικής, υ π ερ β ολική ς , μ π α ρ ό κ γραφ ής τού Νότου. Κ α ί α ύ τ ό τό ήθελε επίσ ης ό Φ ώ κνερ : «Ν ά κα τ α ρ γη θώ , ν ά έξα λ ε ιφ θ ώ ά π ό τήν ισ τ ο ρ ία , ν ά μήν ά φ ή σ ω κ α ν έ ν α ίχνος έπά νω της, κ α ν έ ν α κ α τ ά λ ο ιπ ο , τίπ οτ α περισσότερο εκτός ά π ό τά τυ π ω μ έ ν α μου β ιβ λ ία » . 'Υ π ή ρ χ ε λ ο ιπ ό ν ένας νεαρός νότιος, πο ύ ονειρευ όταν ηρ ω ικές π ρ άξεις , δ ό ξα κ α ί θ ά νατο, ά ε ρ οπ ορ ικές μάχες, κ α ί π ο ύ επειδή δέν μπορούσε ν ά π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ε ι τό όν ε ιρ ό του, ή νεκρή ε π ο π ο ιία τού Ν ότου έγινε γ ι’ αύτόν άντ ικ ε ίμε ν ο γρ αφ ής κ α ί μ ύ θου, μέσα ά π ό τό χα ρ α κ τ ή ρ α τού π ρ ο π ά π π ο υ του, στρατιώτη, ν ο μ ικ ο ύ , πρ ω τ ο π ό ρ ο υ , ένα είδος μισ θοφ όρ ου ά π ό τό Νότο. 'Ο Φ ώ κνερ βυ θιζό τ α ν στίς καταβολές του κ α ί σάν Ν ότ ιο ς προσπ αθ ού σε ν ά ά ν α π τ ύ ξ ε ι μ ιά σχέση μέ τήν ισ το ρία του ά π ό τίς άφ ηγήσ εις π ο ύ τού έκαναν. “Ε τσ ι γεννήθηκε τό έπος τώ ν Σαρτόρις, ή πρώτη μεγάλη σ κη ν ο θ ε σ ία τής «γενετικής του σ φ ραγίδας» κ α ί τού «χρυσω ρυχείου τών ήρ ώ ω ν» π ο ύ θ ά δια τ ρ έ ξουν ο λ ό κληρ ο τό έργο του. Ή μνήμη, ό χρόνος, ό θάνατος, ή νοσ ταλγ ία, ή β ία , ό χαμένο ς πα ράδεισ ος. Μ ιά τεράστια ά π ο γ ο ή τευση, ό Ν ότος πο ύ ήττήθηκε επειδή θέλησε
τήν α υ τ ο ν ο μ ία του . Έ δ ώ υ π ά ρ χ ε ι ό έ μ φ ύ λιο ς πό λ ε μ ο ς τής ’ Α μ ε ρ ικ ή ς , μ ιά ά δ ιά λ ε ιπ τ η π α ρ ο υ σ ία σ τον Φ ώ κ ν ε ρ . 'Η τ τ η μ έ ν ο ς , ά π ο ικ ισ μ έ ν ο ς χ ω ρ ίς ν ά θ έ λ ε ι, γ ρ ά φ ε ι γ ιά τή ν κ α θυ στέρηση κ α ί τή β ία το ύ Ν ό τ ο υ , γ ιά ν ά τ ο ύ α π ο δ ώ σ ε ι τή δ ό ξ α κ α ί τή δ ύ ν α μ η το ΰ θ α ν ά του του , ά λ λ ά κ α ί γ ιά ν ά ξ ε π ε ρ ά σ ε ι ά κ ό μ α κ α ί α υ τή τή ν ίδ ια τή σ τέρη σ η π ο ύ , σ ά ν ά ν θ ρ ω π ο ς τοΰ Ν ό τ ο υ , τό ν έ γ κ λ ω β ίζ ε ι μ έ σ α οτήν ά ν ικ α ν ό τ η τ α κ α ί τ ό ν π α ρ α λ ο γ ισ μ ό . Έ κ ε ΐ β ρ ίσ κ ε τ α ι τ ό τ ρ α γ ικ ό . Δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι γ ρ α φ ή τού Ν ό τ ο υ χ ω ρ ίς τό σ υ ν α ίσ θ η μ α δ τ ι ε ν υ π ά ρ χ ε ι μέσ α σ τού ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς , σ τ ό α ίμ α τους, σ τήν έ ν δ ε ια τής γής, το ύ ο υ ρ α ν ο ύ , τ ο ΰ ν ερ ού , τής φ ω τ ιά ς , π έ ρ α α π ό τ ις λ έ ξ ε ις π ο ύ ύ π ά ρ χ ο υ ν γ ιά ν ά τ ά π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ις ό λ α α ύ τ ά - κ α ί ό χ ι γ ιά ν ά τ ά σ κ ε φ τ ε ΐ ς -, κ ά τ ι π ο ύ δ έν μ π ο ρ ε ί ν ά ε κ φ ρ α σ τ ε ί: ό χ ρ ό ν ο ς , ό θ ά ν α τ ο ς κ α ί δ π α ρ α λ ο γ ισ μ ό ς τ ώ ν κ ιν ή σ ε ω ν κ α ί, ά κ ό μ α π ά ρ α π έ ρ α , ε π ίσ η ς κ ά τ ι ά λ λ ο π ο ύ δέν μ π ο ρ ε ί ν ά ε κ φ ρ α σ τ ε ί. Α ύ τ ό π ο ύ δ έ ν μ π ο ρ ε ί ν ά ε κ φ ρ α σ τ ε ί, λ ο ι π ό ν , ε ίν α ι ή ά π ό λ α υ σ η . Σ ’ έ ν α υ π έ ρ ο χ ο κ ε ί μ ε ν ό το υ , ό Φ ώ κ ν ε ρ τό ά π ο κ α λ ε ί α ύ τ ό έκ σταση. Κ α ί σ τό ίδ ιο κ ε ίμ ε ν ο , σ τ ή ν ε ισ α γ ω γ ή τού Ή χο ς κ α ί πάθος, μ ιλ ά γ ιά τ ή ν τέχνη τ ο ύ Ν ό το υ . Δ έν υ π ά ρ χ ε ι γ ρ α φ ή το ύ Ν ό τ ο υ χ ω ρ ίς α υ τή τ ή ν ά π ο σ τ έ ρ η σ η τ ο ΰ ε α υ τ ο ύ τ ο υ , χ ω ρ ίς α ύ τό τ ό ξ ε ρ ίζ ω μ α . Χ ω ρ ίς α υ τ ή τ ή ν τομ ή. Ή τέχ νη το ύ Ν ό το υ δ έ ν κ α τ α γ ρ ά φ ε τ α ι μ ό ν ο σ τό χ ώ ρ ο τής ή δ ονή ς . Ό Φ ώ κ ν ε ρ π α ί ζ ε ι κ α λ ά τό ρ ό λ ο το υ ά ν ά μ ε σ α σ τ ό ν «ερ γάτη τού π ν ε ύ μ α τ ο ς » τό ν δ ο σ μ έ ν ο σ τ ήν ά π ό λ α υ σ η π ο ύ δ ίν ε ι ό έλεγχος τής γ λ ώ σ σ α ς κ α ί τής τ ε χ ν ικ ή ς τής ά φ ή γ η σ η ς , κ α ί σ ’ α ύ τ ό ν π ο ύ γ ρ ά φ ε ι ε κ σ τ α σ ια σ μ έ ν ο ς ή ά ν α ζ η τ ώ ν τ α ς τ ή ν έκσ τα σ η , σ ’ α ύ τ ό ν π ο ύ ά π ο λ α μ β ά ν ε ι. Α ύ τ ό ς ό ά π α γ ο ρ ε υ μ έ ν ο ς χ ώ ρ ο ς .τής ά π ό λ α υ σης ε ίν α ι ό Ν ό τ ο ς το ύ Φ ώ κ ν ε ρ , ε ίν α ι ό Μ π έ ν τ ζ υ , ή Κ ά ν τ υ κ α ί ή Ν τ ίλ σ ε ϋ . Ό Μ π έ ν τζ υ γ ιά τό θ ά ν α τ ο , τή ν π α ρ α ισ θ η σ ιο γ ό ν α ε π α ν ά λ η ψ η π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά κ α τ α ρ γ ή σ ε ι τό χ ρ ό ν ο , ή Ν τ ίλ σ ε ϋ « γ ιά τ ό μ έ λ λ ο ν » , κ α ί ή Κ ά ν τ υ , ή « τ ρ α γ ικ ή κ ό ρ η » , γ ιά τ ή ν ν τ ρ ο π ή κ α ί τή ν κ α τ α σ τ ρ ο φ ή . Κ α ί ό Φ ώ κ ν ε ρ θ ά ά ν α ζ η τ ά α υ τ ή τή σ τ ιγ μ ή έκ σ τα σ ης σέ ό λ α τ ά ά λ λ α τ ο υ β ιβ λ ία . Μ ά τ α ια , λέει. Ά λ λ ά α ύ τ ό μ ά ς ε ξ α σ φ α λ ίζ ε ι μ ιά « μ εγάλη λ ο γ ο τ ε χ ν ία » , γ ρ α μ μ έ ν η μέ μ ιά β ια σ ύ ν η , μ ιά β ία , μ ιά ά γ ρ ιό τ η τ α π ο ύ δέν έχ ο υ ν π ι ά σ χέση μέ τό ν κ ό σ μ ο τ ώ ν ε κ δ ο τ ώ ν , τ ώ ν κ ρ ιτ ικ ώ ν , ού τε ά κ ό μ α - κ ι α ύ τ ό ε ίν α ι τ ό π α ρ ά δ ο ξ ο , ά φ ο ύ ή Γ α λ λ ία τ ό ν ά ν α κ ά λ υ ψ ε μέ τή γ α λ λ ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ή π α ρ ά δ ο σ η , π ο ύ ε ίν α ι γεμ ά τη ρ ητο ρ είες, ψ υ χ ο λ ο γ ία κ α ί σ υ λ λο γ ισ μ ο ύ ς .
Ό Φ ώ κ ν ε ρ , σ ά ν σ υ γ γ ρ α φ έ α ς τ ού Ν ό τ ο υ , μά ς δ ίν ε ι μ ιά β ιο λ ο γ ικ ή , ο ρ γ α ν ικ ή , φ υ σ ικ ή γ ρ α φ ή , κ α ί μέ τ ή ν έ ν ν ο ια α ύ τ ή ε ίν α ι ά π ό τ ού ς μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο υ ς μ ε τ α φ υ σ ικ ο ύ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς , θ ά λ έ γ α μ ε έ ν α ς μ ε γ ά λ ο ς μ υ σ τ ικ ισ τ ή ς . Δ ρ α π ε τ ε ύ ε ι ά π ό τή σ κ έ ψ η , ά π ό τ ή ν π α γ ίδ α π ο ύ τ ο ύ β ά ζ ε ι, ά π ό τή μ ά σ κ α ή τό π ρ ο κ ά λ υ μ μ α π ο ύ μ π α ίν ε ι ά ν ά μ ε σ α σέ μ ά ς κ α ί σ τ ήν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , σέ μ ά ς κ α ί σ τό χ ώ ρ ο τής ά π ό λ α υ σ η ς . Ή μ ο ιρ ο λ α τ ρ ία τ ο ύ Ν ό τ ο υ . Ό Φ ώ κ ν ε ρ π ο τ έ δ έ ν ε π ιχ ε ιρ η μ α τ ο λ ο γ ε ί, π ο τ έ δέν δ ίν ε ι μ ιά σ κ έ ψ η α ύ τ ή κ α θ α υ τ ή , μ ό ν ο γ ιά τ ή ν π ρ ω τ ο τ υ π ία π ο ύ θ ά μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ά έ χ ε ι, ά λ λ ά π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι, δ ια π ισ τ ώ ν ε ι, μ ε τ α φ έ ρ ε ι λ ό γ ια σ ά ν ν ά ε ίν α ι χ ε ιρ ο ν ο μ ίε ς , τ ό λό γ ο σ ά ν π ρ ά ξ η , σ ά ν σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά , κ ά π ο τ ε κ α ί τή σ κ έ ψ η , ά λ λ ά μ έ σ α σ τ ό κ ο ρ μ ί κ α ί στήν κ α τ ά σ τ α σ η ενός η ρ ώ α , π ά ν τ ο τ ε ά π ό τήν π α ρ ά λο γ η ά π ο ψ η κ ά π ο ιο υ . Μ ο ιρ ο λ α τ ρ ία , μ ιά κ α ί δέν ύ π ά ρ χ ε ι κ α μ ιά δ υ ν α τ ή θ ε ω ρ ία , κ α μ ιά κ α θ η σ υ χ α σ τ ικ ή ά π ό σ τ α σ η . Ό Φ ώ κ ν ε ρ σ υ ν θέ τ ε ι κ α ί φ α ν ε ρ ώ ν ε ι, ο π λ ισ μ έ ν ο ς μέ μ ιά ά σ υ ν ή θ ισ τ η έ μ μ ο ν ή σ τ ή ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α . ’ Α π α ισ ιο δ ο ξ ί α κ α ί τ ρ ο μ α κ τ ικ ή δ ια ύ γ ε ια : τ ίπ ο τ α δέν χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι ν ά ε ξηγη θε ί. Κ ά τ ω ά π ό τ ό ν ή λ ιο , ο ί σ κ ιέ ς ε ίν α ι π ο λ ύ κ α θ α ρ έ ς ,
73
Προάστια τής Νέας ’Ορλεάνης γύρω ατό 1925 ο ί μορφές π ο λύ κ α λ ά σχεδιασμένες, ο ί ψ ε υ δ α ισ θή σεις αδύνατες. 'Η τ ρ α γ ω δ ία ε ίν α ι ή γραφ ή τού Ν ότου. 'Ο Ν ίτσε, ό Χ ό λντερ λιν π ρ ιν ά π ’ αυ τόν, δέν έ κ αναν λάθος πο ύ τήν άναζήτη σ αν στό Νότο. Π ερισσ ότερο κ α ί ά π ό τόν Σ α ίξ π η ρ , ό Φ ώκνερ μέ οδ ηγ εί ν ά σκεφ τώ τόν Α ισ χ ύ λ ο . 'Ο Α ισ χ ύ λ ο ς + ή Β ίβ λος + τά μπ λ ο ύ ζ τών Μ αύρ ω ν. 'Υ π ά ρ χ ε ι κ ά τ ι τό άπ όλυ το, τό ο ρ ι στικό, τό κ ά π ο τ ε γελοίο, κά π ο τ ε ύπ ε ρ β ο λ ικό , κά π οτε π α ρ ά δ ο ξ ο τής τέχνης τού Ν ό του, κυ ρ ίω ς γ ι’ αύτόν πο ύ προ έρχεται ά π ό άλλου. Τ ά π ά ν τ α ε π ικ υ ρ ώ ν ο ν τ α ι κά τ ω ά π ό τόν ή λ ιο κ α ί σ υγχρόνω ς άνασ τέλλοντα ι, μέ νουν ά κίνη τα , ά ν α β ά λ λ ο ν τ α ι λόγ ω τής ζέ στης, μέ γυ να ίκ ε ς κ α ί άντρες πο ύ ξ α φ ν ικ ά πα ίρ νο υν φ ω τ ιά ά π ό τό πά θο ς τής γής, τού ουρανού, τού νερού κ α ί τής σάρκας. Θ ά ’λεγε κα νείς ότ ι δέν μπ ορ ο ύν π ιά ν ά σκεφ τούν, ότι κ ιν ο ύ ν τ α ι ά π ό τά σ τοιχε ία τής φ ύ σης, ότι ε ίν α ι ο ί ίδ ιο ι σ τοιχεία τής φύσης, κυριευμένα ά π ό τό χ ορ ό ά ν άμ εσα στή ζωή κ α ί στό θάνατο. Τ ά μεγάλα β ιβ λ ία τού Φ ώ κνερ ε ίν α ι νεκρ ο τ α φ ε ία , κ α ί τά κ ε φ ά λ α ια ή οί ένότητές τους ε ίν α ι ταφόπετρες, ε πιτ ύμ βιες πλά κες κ α ί μν η μ ε ία νεκρών. Δ έν υ π ά ρ χει γραφή τού Ν ότου χ ω ρ ίς τή συνεχή π α
74
ρ ο υ σ ία τού θανάτου κ α ί τού κ α κ ο ύ , χ ω ρ ίς τή σύμ πτω σ η , σέ κά θ ε σ τιγμή τής ύπαρξης. Τ ό Ήχος κ α ί πάθος κ α ί τό Καθώς ψυχορ ραγώ, στήν ίδ ια τους τή δομή, έκφ ράζουν, μέσα στόν ίδ ιο τόν κ ορ μ ό τού β ιβ λ ίο υ , κ ά τ ι τό ά ν ία τ ο , κ αθ ώ ς γύ ρω ά π ό τό φέρετρο τής ”Α ν τ υ κ α ί τό θάνατό της ορ γανώ νεται κά θ ε λέξη, κ ά θ ε κίν η σ η , κάθ ε μ α τ ιά τών π ρ ω τ α γω νιστώ ν. 'Ο Φ ώ κνερ γ ρ άφ ει πα τώ ντας π ά ν τ α σ τα θερά στή γή, άπ όλυ τα προσγειωμένος. ”Α ν υ π ά ρ χ ε ι κ ά π ο ιο ς πο ύ έχει σ υ νειδητο πο ιή σει τήν υ λ ικ ή βάση τής γραφ ής, ή ό π ο ια πρ ο έρ χε τ α ι ά π ό ένα σ ώ μα π ο ύ ά κ ο υ μ π ά στό θ ά νατο, ε ίν α ι ά κ ρ ιβ ώ ς αύτός. Ν ά γ ια τ ί ό Φ ώ κνερ π ρ ο τ ιμ ά τό άνεπεξέργαστο γεγονός, τήν αίσ θ ησ η, τό λόγο σάν πρ ά ξη , ά π ό κάθ ε έπεξη γημ ατική θεώρηση. Έ τ σ ι γρ άφ εται ή λογοτεχνία, ή π ιό πα ρ ά λ ο γη , ή π ιό τραγική. Α ύ τή ή «ευτράπελη π α ρ ω δ ία όλω ν τώ ν στε ρήσεων», λέει ό Ν τάρλ, ό τρελός στό Καθώς ψυχορραγώ. Ό Φ ώ κνερ γ ρ άφ ει γ ιά τό Ν ότο, σ πρώ χνοντας τή β ία ώς τά ά κ ρ α , κ α ί ή ά λ ή θ ε ια λέγεται στό έργο του μέ τό στόμα τών' άρ ρώ στω ν, τών τρελώ ν κ α ί τών κουτώ ν. ’Α κ ό μ α ένα ε ιδ ικ ό χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό τής ά ν α λλο ίω τη ς άγριότητας τού Νότου. Ε ίν α ι ά λ ή θ ε ια ότι δέν μπορείς ν ά ξεγελάσεις τήν άγ ω ν ία κ ά τ ω ά π ό τόν ή λ ιο , ε ίν α ι άλή θε ια ότι ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι τού Ν ότου έχουν σ φ ηνω θ εί ά ν άμ εσα στήν π α ρ ω δ ία , τό θέαμα κ α ί τήν έκτυφ λω τική λε υ κ ά δ α τής ά π ε λ π ισ ία ς , στό χε ίλ ος τής κραυγής, τής α ύ τοκτο νίας ή τού εγκλήματος. Ή ϋβρις ε ίν α ι μ ιά έννοια τού Νότου. Ούτε κ α ί ό Σ άρτρ μπόρεσε ν ά σ υ λλάβει αύτή τή φ ω κ ν ε ρ ικ ή έκφ ρ αση πο ύ τόν ά ν α στάτωνε κ α ί τόν ένοχλούσε κ α ί πο ύ δέν τήν κ α τ α λ ά β α ιν ε . Έ λ ε γ ε : «Θ ά έπρεπε ν ά τόν γνω ρ ίσ ω » . Ν ά φ ω τισ τεί δ η λαδ ή τό έργο μέ τό λόγο τού άνθ ρώ π ου . Ό Φ ώ κνερ όμως θά π α ρ έπ εμπ ε τόν Σ άρτρ, όπ ω ς κ α ί τούς ά λ λους, στά β ιβ λ ία του. Κ ο ιτ ά ξ τ ε μ ό ν ο ι σας! Δ έν έχω τ ίπ ο τ α ν ά πώ . Υ π ά ρ χ ο υ ν 'τ ά β ιβ λ ία μου. Κ α τ ά τόν Φ ώ κνερ , ο ί «δυό δρ ό μο ι τής τέ χνης τού Ν ότου ξ ε κ ιν ο ύ ν ά π ό τό σ υ ν α ί σ θημα». Ό δρόμος τού «άνελέητου κ ατη γο ρητήριου τής σύγχρονης σκηνής» κ α ί ό δρ ό μος τής νοσταλγίας. «"Ισως, γ ρ άφ ει, αύ τοί πο ύ μ ιλ ο ύ ν άνελέητα κ α ί π ικ ρ ά γ ιά τήν α ίμ ο μ ε ιξία στίς καλύβες ά π ό άρ γιλ ό χω μ α νά ε ίν α ι ο ί π ιό σ υ ν α ισ θ η μ α τ ικ ο ί. Π άντω ς, κάθ ε δρόμος ά π οτελεί ά ν τ ικ ε ίμ ε ν ο μιας εκλογής έντονα ύπ ο κ ε ιμ ε ν ικ ή ς , ά π ό τήν ό π ο ια ό
κοπ ές κ α ί κα ταστροφ ές. Ε ίν α ι δ άργός ρ υ θμ ό ς ένός χ ρ ό ν ο υ π ο ύ δ έ ν έ χ ε ι ού τ ε ά ρ χ ή ού τε τέλος, π ο ύ σ υ γ χ ω ν ε ύ ε τ α ι μέ τή γ ή τ ο ύ ' Ν ό τ ο υ , π ο ύ ε ίν α ι τ ά φ ο ς , ό π ω ς ε ίν α ι κ α ί τ ό χ ώ μ α , ό π ω ς ε ίν α ι ο ί γ υ ν α ίκ ε ς , κ α ί π ο ύ ε ίν α ι’ έ π ίσ η ς κ α ί τ ό π ο ς σ κ ο τ ε ιν ή ς γ έ ν ν η σ η ς . 'Ο ά ν θ ρ ω π ο ς έ χ ε ι ό ρ ισ τ ικ ά κ υ ρ ιε υ τ ε ί ά π ό τ ό ν ά ρ γ ιλ ο τ ο ύ χ ρ ό ν ο υ κ α ί τ ής γη ς , μ έ ν ε ι ά κ ίν η τος ή κ ιν ε ίτ α ι, π α λ ε ύ ε ι ή π α ρ α ιτ ε ΐ τ α ι. Α ύ τ ό π ο ύ ε λ λ ο χ ε ύ ε ι, α ύ τ ό π ο ύ τ ό ν ο δ η γ ε ί ε ίν α ι ά κ ρ ιβ ώ ς ό « λ ό γ ο ς χ ω ρ ίς φ ω ν ή » α ύ τ ή ς τ ής ά κ α τ α ν ίκ η τ η ς δ ύ ν α μ η ς , π ο ύ κ ι α ύ τ ή ε ίν α ι μ α ζ ί σ τ ά σ ιμ η κ α ί μ α ιν ό μ ε ν η . Λ ό γ ο ς χ ω ρ ίς φ ω ν ή τ ής ά π ό λ α υ σ η ς : ό Ν ό τος τού Φ ώ κ ν ε ρ ε ίν α ι τ ο ύ τ η ή π α ρ ά λ ο γ η , ή π α ρ ά φ ω ν η ό π ε ρ α , π ο ύ ή ο ρ γ α ν ικ ή κ α ί τ ρ α γ ο υ δ ισ μ έ ν η της γ ρ α φ ή μ π ε ρ δ ε ύ ε ι μ έ σ α σ τ ή ν ίδ ια π λ ο κ ή τ ό χ ρ ό ν ο , τ ό χ ώ ρ ο , τή ν ά κ ιν η σ ία κ α ί τ ή ν κ ίν η σ η , τή γ ή κ α ί τ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς , τή ζ ω ή , τ ό θ ά ν α τ ο , τ ό σ έ ξ , τ ή ν τ ρ έ λ α , τ ίς λ έ ξεις. Λ έ ξ ε ις , μ ό ν ο λ έ ξ ε ις , ό χ ρ ό ν ο ς τ ής μ ν ή μη ς κ α ί τ ο ύ ό ν ε ίρ ο υ , ή ώ θ η σ η τ ο ύ ά σ υ ν ε ίδ η του.
C o p y rig h t: M a g a z in e L itte r a ir e Μ ετάφ ραση: Λ ή δα Μ οσχονά
Ό τάφος τον Φώκνερ οτό νεκροταφείο τον "Οξφορντ σ υ γγ ρ α φ έα ς π ε ρ ν ά ά σ υ ν ε ίδ η τ α , σ έ κ ά θ ε του γρ α μ μ ή , σ έ κ ά θ ε έ κ φ ρ α σ η π ο ύ γ ρ ά φ ε ι, τή β ία τής ά π ε λ π ισ ία ς το υ , τ ή ν ο ρ γ ή κ α ί τ ή ν ά π ο γ ο ή τ ε υ σ ή τ ο υ , ή τή β ία μέ τ ή ν ο π ο ία ε π ικ α λ ε ίτ α ι τ ίς ά κ ό μ α π ι ό β ία ιε ς ε λ π ίδ ε ς του. Α υ τ ό ς ό ψ υ χ ρ ό ς ν ο υ ς π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι μέ η ρ ε μ ία τή σ ύ γ χ ρ ο ν η σ κ η ν ή μέ μ ιά ά π ό λ υ τ η ά π ο δ έ σ μ ε υ σ η , ά λ λ ά ό χ ι χ ω ρ ίς ν ά β ρ ίσ κ ε ι ε ύ χ α ρ ίσ τ η σ η σ ’ α υ τ ό , δ έν υ π ά ρ χ ε ι ά ν ά μ ε σ ά μα ς» . Τ ί ν ά π ε ι κ α ν ε ίς π α ρ α π ά ν ω ; Β λ έ π ο υ μ ε ό τ ι ό Ν ό τ ο ς δ έν ε ίν α ι μ ό ν ο ή σ φ ρ α γ ίδ α τής γ ε ν έ τ ε ιρ ά ς το υ , ό τ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ δ έ ν ε ίν α ι ό ,τ ι ό Ζ ιο ν ό σ τή Γ α λ λ ία , ά π λ ά ό χ ρ ο ν ικ ο γ ρ ά φ ο ς μ ιά ς π ε ρ ιο χ ή ς , ά λ λ ά ό τ ι ή γ ρ α φ ή τ ο ύ Ν ό τ ο υ ε ίν α ι μ ιά δ ιο ν υ σ ια κ ή κ α ί κ α τ α σ τ ρ ο φ ικ ή π α ρ α φ ο ρ ά , ένας τ ρ ό π ο ς ν ά β υ θ ίζ ε σ α ι στή γ ρ α φ ή , ν ά κ α τ α π ο ν τ ίζ ε σ α ι μ έ σ α τ ης μέ τ ό ν τ ρ ό π ο ενός τ ρ α γ ικ ο ύ κ α ί μ α ιν ό μ ε ν ο υ τ ρ α γ ο υ δ ιο ύ , ενός λ υ ρ ισ μ ο ύ το ύ π α ρ ά λ ο γ ο υ . Α ύ τ ή ή τ ρ α γ ο υ δ ισ μ έ ν η γ ρ α φ ή τ ο ύ Ν ό τ ο υ ε ίν α ι ένας α ρ γ ό ς ρ υ θ μ ό ς π ο ύ ό Φ ώ κ ν ε ρ ξ έ ρ ε ι κ α ί β ρ ίσ κ ε ι, ε ίν α ι σ ά ν τ ό μ π λ ο ύ ζ τ ώ ν Μ α ύ ρ ω ν , ένας ά ρ γ ό ς ρ υ θ μ ό ς π ο ύ κ ά π ο τ ε τ ι ν ά ζ ε τ α ι β ία ι α ά π ό ά π ό τ ο μ ε ς π τ ώ σ ε ις , σ υ γ -
Στό Μαρούσι «Η Γ Ω Ν ΙΑ ΤΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ » ΘΗΣΕΩΣ 25 στό νέο μας βιβλιοπωλείο θά βρείτε βιβλία:
ΦΙΛΟΣΟΦ ΙΑΣ ΛΟΓΟ ΤΕΧΝΙΑΣ ΙΣΤΟ ΡΙΑΣ Π Ο ΛΙΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΙΔΙΚΑ ΣΧΟΛΙΚΑ 75
Jean-Baptiste Baronian
Ό Φώκνερ και τό αστυνομικό μυθιστόρημα Π ο λ ύ ε ύ σ τ ο χ η ή δ ια τ ύ π ω σ η τ ο ύ Μ α λ ρ ώ , σ τ ό ν π ρ ό λ ο γ ο π ο ύ έ γ ρ α ψ ε γ ιά τ ό Ιε ρ ό : « Ή ε ισ β ο λ ή τ ή ς τ ρ α γ ω δ ία ς σ τ ό ά σ τ υ ν ο μ ικ ό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α » . Δ ια τ ύ π ω σ η ά ξ ιο σ η μ ε ίω τ η , μ ό ν ο π ο ύ , ά ν π α ρ α τ η ρ ή σ ε ι κ α ν ε ίς τ ή ν ισ τ ο ρ ικ ή κ α ί λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α το ύ ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο υ α σ τ υ ν ο μ ικ ο ύ μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ο ς , δ ια π ισ τ ώ ν ε ι δ τ ι ό Φ ώ κ ν ε ρ ξ ε π ε ρ ν ά κ α τ ά π ο λ ύ α ύ τ ο ϋ τ ο ύ ε ίδ ο υ ς τ ίς κ α τ η γ ο ρ ίε ς .
Κ α ί π ρ ίν ά π ’ δ λα τί ε ίν α ι τό άστυνο μικό μυ θιστόρημα; Σ ίγ ο υ ρ α ε ίν α ι λιγότερο μ ιά ξεχωριστή μορφή τής άσ τυνομικής φ ιλο λογία ς κ α ί περισσότερο ή έκφραση μιας ύπ α ρ ξ ια κ ή ς κρ ίσ ης συνείδησης, κ α ί Ιδ ια ίτ ε ρ α μά λισ τα τής ά μ ερ ικά νικ η ς κ ο ιν ω ν ία ς κα τά τή δ ιά ρ κ ε ια μιας ολόκληρης τρ ιακονταετίας, π ά ν ω κ ά τω ά π ό τό 1930 έως τό 1960. Ν α ί, ά π ό μ ιά στενά τυ π ικ ή ά π οψ η , τό ά σ τυνο μικό μ υ θισ τόρημα μ ο ιά ζ ε ι με τή σύγχρονη άφήγηση τρόμου, κ α ί σ υγκ ρ ιτ ικ ά μέ τό κ α ν ο ν ικ ό άσ τυνο μικό μυθιστόρημα, μο ιά ζ ε ι μέ τήν άφήγηση πο ύ, ά ντί νά σ τηρίζεται στό λ ο γ ικ ό σ υλλογισ μό κ α ί στή λογ ική άφ αίρεσ η, εύνοεϊ τήν άμεση δράση, τό πά θο ς κ α ί τή β ία , κ α ί είνα ι άδύνατο ν ά τό υπολογίσ ουμε, νά τό καταλάβουμε, ν ά εισχωρήσουμε στίς β α θιές κ α ί πρ ω ταρ χικές ά ξιες του, χ ω ρ ίς νά άναφ ερθοϋμε σ υγκεκριμένα σ’ αύτά πού έχουν συμβεί π ρ α γ μ α τ ικ ά στίς Η ν ω μ έ ν ε ς Π ολιτείες, χ ω ρ ίς νά τό συνδέσουμε άμεσα μέ τά π ο λ ιτ ικ ά , ο ικ ο ν ο μ ικ ά , κ ο ιν ω ν ικ ά κ α ί π ο λ ιτ ισ τ ικ ά πρ ο β λήμ ατα τής ’ Α μερικής. Σ ά ν τέτοιο, τό άσ τυνο μικό μυθιστόρημα, πο ύ έκπρ ο σ ω πεϊτα ι κ α τ ’ άρχήν ά π ό τούς Ν τάσ ιελ Χ άμ μετ, Ράυμοντ Τ σάντλερ, Χόρ ας Μ ά κ Κ ό υ , Τσέστερ Χ ά ιμ ς , Τζέημς Κ α ίη ν , Τ ζ ώ ν Μ ά κ Π άρ τλαντ, κ α ί μετά ά π ό τούς Ν τέιβιντ Γκούντις, Τ ζ ώ ν Ν τ. Μ ά κ Ν τόναλ.ντ, Τ σάρλς Ο ύ ίλ λ ια μ ς κ α ί Τ ζ ίμ Θ ό μ-
76
πσ ο ν, ε ίν α ι ό μύθος τού american dream (τού αμερικάνικου όνείρον) π ο ύ τό οδήγησε σέ πα ρο ξυσ μό . Κ α ί άκρ ιβώ ς έ πειδή μεταφέ ρει ένα ά π ρ α γ ματο πο ίητο όνειρο , έχει σχε δόν π ά ν τ α τούς τόνους μιας τρ αγω δ ίας. Ό ν ε ιρ ο κυρ ια ρ χ ία ς , όνειρο έξου σ ίας, ό ν ε ι ρο έξαγνισ μ ού , ερμηνεύει τήν ε π ιθ υ μ ία τού σύγχρονου ά ν θ ρώ π ου , πρ ο βάλλοντάς την στην π ο ρ ε ία μιάς κατάκτησης (τό χ ρή μα , ή έξου σ ία, ό έρωτας), γ ιά χάρη τής ό π ο ια ς όλες του ο ί δυ νάμεις μπ α ίν ο υν στό π α ιχ ν ίδ ι κ α ί στό τέλος τής οπ οίας δεν συναντά π α ρ ά τήν άπ οτυ χία. Μ έ λ ίγα λό γ ια , δέν ε ίν α ι π α ρ ά τό ο δ ο ιπ ο ρ ικ ό ένός ά νθ ρώ π ου μόνου, στην άναπ όφ ευ κτη π ο ρ εία του πρ ό ς τό θ ά νατο. Ο ί ήρωές εδώ δέν ε ίν α ι κ ά ν σ υνη θισ μ ένοι ά ν θ ρ ω π ο ι. Ή λογ ικ ή τους έ γ κειτα ι στήν υπερ βολή, ο ί κιν ή σ ε ις κ α ί ο ί πρ ά ξ ε ις τους στή μ α ν ία , ο ί μάχες τους στόν κ ίν δ υ ν ο , ή ψ υ χο λ ογ ία τους στή δ ιαφ ορ ά. Ά ρ ρ ω σ τ η μ έ ν ο ι άντρες κ α ί γυναίκες, πο ύ δέν ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ο ν τ α ι ποτέ έξω ά π ό τήν ά ρ ρώ στια τους. Τ ά π ά ντα σ ’ αυτούς ε ίν α ι ύπ ε ρ β ο λ ικ ά . Μ α ζ ί θ ύματα κ α ί ένοχοι, ε ίν α ι ή ενσάρκωση μιάς άπ αραίτητη ς καταστροφής, σέ μ ιά κ ο ιν ω ν ία όπου θρ ια μ β ε ύ ε ι ή ψ ευδαίσθηση τού θ ρ ιά μ βου. Σ τιγμ α τ ισ μ έ ν ο ι, έκφ υλισμ ένοι, ά ν ίκ α ν ο ι ν ά π ιά σ ο υ ν τό σ εξου αλικό τους σ φ υγμό, ν ά κ υρ ια ρ χ ήσ ο υν στά πά θη τους, πά νε κ ι έρχονται, καθ οδ ηγο ύμ ενοι μόνο ά π ό τά έν-
ft τους, σ ίγ ο υ ρ ο ι δ τ ι τ ίπ ο τ α δέ ν ε ίν α ι ίΓ ',να το γ ι’ αυ τού ς, δ τ ι ά ν τ ίθ ε τ α τ ά π ά ν τ α ^ !ν ο ϋ ν την ά θ λ ιό τ η τ α κ α ί τ η ν π α ρ ά κ ρ ο υ σ ή η υ ' έξηγούν ά κ ρ ιβ ώ ς τά υπ έ ρ μ ε τ ρ α π ά θ η V ! ' Δ έν σ κ έ π τ ο ν τ α ι - ή σ κ έ π τ ο ν τ α ι έ λ ά χ ιβια· 'Α π λ ώ ς ένεργοΰν. Δ ρ ο υ ν . Τό π ιό σ υ νη θ ισ μ ένο , τό π ιό ά ξ ιο σ η μ ε ίω τ ο ^τό α μ ε ρ ικ ά ν ικ ο ά σ τ υ ν ο μ ικ ό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α , Ε{ναι δτι ά να φ έ ρ ε τ α ι σέ μ ιά α ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ή μυθολογία, έ ξ ω τερ ικευ μ ένη , φ ο ρ τ ω μ έ ν η μέ τό μά ξιμ ο υ μ τής ψ υ χ ο λ ο γ ία ς , χ ω ρ ίς πο τ έ ν ά Ανατρέχει στήν π α ρ α δ ο σ ια κ ή ψ υ χ ο λ ο γ ικ ή Ανάλυση, π ο ύ ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι έ ν α μ ά ξ ι μουμ τώ ν κ ο ιν ω ν ικ ο π ο λ ιτ ισ τ ικ ώ ν ά ξ ιω ν , χωρίζ πο χέ ν ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί τ ό κ α τ ά λ λ η λ ο
λεξιλόγιο. Οταν λ ο ιπ ό ν ο λ ο κ λ η ρ ω θ ε ί, τ ό ά σ τ υ ν ο μικό μ υ θισ τό ρ ημ α άπ οτελεΐ έτσι μ ιά μ ο ν α δική μ α ρτυ ρία , κ α ί π ρ ο σ φ έ ρ ε ι, τ όσ ο στό έ πίπεδο τής μο ρ φ ής δσ ο κ α ί σ τ ό ε π ίπ ε δ ο τής ουσίας, ένα α ν α μ φ ισ β ή τ η τ ο λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό ένδιαφέρον. Ό κό σ μ ο ς τής ά σ τ ικ ή ς δ ια φ θ ο ράς (Τ σ ά ντλερ ), ή κ α θ ιέ ρ ω σ η τής μ ο ιρ α ία ς γυ ναίκας ( Κ α ίη ν ), ό ρ α τσ ισ μ ό ς κ α ί ή κ ό λαση τών γκέτο ( Μ ά κ Κ ό υ ) - π ο τ έ ίσ ω ς ή ά μ ε ρ ικά νικη π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α τού δεύτερου μισού τού 20οΰ α ιώ ν α δέν είχ ε φ τ ά σ ε ι σ ’ αύτό τό σ η μ ε ίο ά π οσ ύνθ εσ ης , σ ’ α ύ τ ό τό ά π ο κ α λ υ π τ ικ ό σ ημ είο. Τ ρ ο β α δ ο ύ ρ ο ι μ ια ς ’Α μ ε ρ ική ς π ο ύ ά ν α ζ η τ ά τήν ταυ τ ό τ η τ ά της, τό λόγο ύ π α ρ ξ ή ς της, τ ίς ιμ π ε ρ ια λ ισ τ ικ έ ς της πα ρ ο ρ μ ήσ εις , ο ί σ υ γ γ ρ α φ ε ίς τού ά σ τ υ νομ ικ ο ύ μυ θ ισ το ρ ή μ α το ς γ ρ ά φ ο υ ν , χ ω ρ ίς επιτήδευση, χ ω ρ ίς κ α μ ιά ρ η τ ο ρ ικ ή , γ ιά τήν άνελέητη μ ο ίρ α α ύ τώ ν π ο ύ μ έσ α σ τήν π α ρ α ζάλη κ α ί στό άγχο ς τους ν ά ά ν ή κ ο υ ν σέ μ ιά κ ο ιν ω ν ία σ υνεχο ύς μά χη ς - τ ο ύ αγώνα γιά τή ζωή (strugg le fo r lif e ) - ά ν α ζ η τ ο ύ ν μ ά τ αια, μέ κ ίν δ υ ν ο τής ζω ή ς τους, ν ά σ υ μ μ ο ρ φ ω θ ού ν μέ μ ιά ιδ ε ο λ ο γ ία τού τ ρ ό μ ο υ , π ο ύ θ εω ρείται τό ΰ ψ ισ τ ο ιδ α ν ικ ό . Μ έ σ α σ ’ αύ τ ό τό π λ α ίσ ιο , ή θ ρ υ λ ικ ή ά π ε ικ ό ν ισ η τού ιδ ιω τικού δέν ε ίν α ι στήν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α π α ρ ά κ α θ α ρ ά σ υ μ β ο λ ικ ή . Δ έν ε ίν α ι τ ό σ ο αύ τός πο ύ θ ά λύ σ ει ένα α ίν ιγ μ α ή μ ιά σ ύ γ κ ρ ο υ σ η , δσο ό μά ρτυ ρα ς π ο ύ τό ερ μη ν ε ύε ι μέ μ ιά κ ο ιν ω ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α . Ρ ό λος π ο ύ ά λ λοτε, στήν έ λ λ η ν ικ ή τ ρ α γ ω δ ία σ υ γ κ ε κ ρ ι μένα, ά ν α λ ά μ β α ν ε κ α τ ά κ ά π ο ιο ν τ ρ ό π ο δ χορός. Μ ή π ω ς λ ο ιπ ό ν , ύ π ’ αύτές τ ίς σ υν θ ήκ ε ς , θά π ρ έ π ε ι ν ά σ υσ χ ετίσ ου με τό ά σ τ υ ν ο μ ικ ό μυ θισ τό ρ ημ α μέ τά έργα τού Φ ώ κ ν ε ρ , ά ν ά μεά α στά ά λ λ α μέ α ύ τά π ο ύ ή π λ ο κ ή τους π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι ένα ν ά σ τ υ ν ο μ ικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α , τό Ιερό γ ιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α , τ ό ν Παρείσακτο,
«Μέ τήν πένα τον Τσαίηζ ή τραγωδία γίνεται ένα απλό μελόδραμα.» Ή φωτογραφία είναι δοτό τήν όμώνυμη ται νία « Ή σάρκα τής όρχιδέας» τ ό Ρέκβιεμ γιά μ ιά μοναχή ή τ ό Τέχνασμα τού Ιππότη, κ α ί μ ά λ ισ τ α τούς Κλέφτες;
• Ά ν κ α ί τό Ιερό, π ο ύ έ κ δ ό θ η κ ε τό 1931, θ ε ω ρ ε ίτ α ι έν γ ένει σ ά ν ά σ τ υ ν ο μ ικ ό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α , π α ρ ’ δλο π ο ύ σ ίγ ο υ ρ α δ έν ε ίν α ι τό ε ί δο ς α ύ τ ό, ω σ τόσ ο δέν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά τό ά ν τ ιλ η φ θ ο ύ μ ε μέ τόν ίδ ιο τ ρ ό π ο π ο ύ ά ν τ ιλ α μ β α νόμ α σ τ ε τ ά μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ α τ ώ ν Τ ζ έ η μ ς Κ α ίη ν κ α ί Χ ό ρ α ς Μ ά κ Κ ό υ . Έ δ ώ , ό Φ ώ κ ν ε ρ δέν έ ν δ ια φ έ ρ ε τ α ι π ρ α γ μ α τ ικ ά γ ιά τ ή ν ε μ π ε ιρ ικ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α τής έ πο χ ής , έστω κ ι ά ν στό βάθ ος τής σ κηνή ς ά ν α κ α λ ύ π τ ο υ μ ε τ ίς ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς κ ρ ίσ ε ις τού τέλου ς τής δ ε κ α ε τ ία ς τού ’20, τ ίς σ υνέπ ειες τής π ο τ ο α π α γόρευσ ης κ α ί τής φ ρ ίκ η ς τού γ κ α γ κ σ τ ε ρ ι σ μ ο ύ . Κ α ί δ π ω ς τ ό ρ ά σ ο δέν κ ά ν ε ι τ ό ν π α π ά , ό γκ ά γ κ σ τ ε ρ δέν κ ά ν ε ι τ ό ά σ τ υ ν ο μ ικ ό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α . Π ρ ά γ μ α τ ι, γ ιά τόν Φ ώ κ ν ε ρ ε ίν α ι π ιό σ η μ α ν τ ικ ό ν ά π ε ρ ιλ ά β ε ι σ τό έργο του μ ιά ά ν θ ρ ώ π ιν η φυσιολογία, ν ά π ε ρ ιγ ρ ά ψ ε ι ο ρ ισ μ ένου ς χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ο ύ ς τ ύ π ο υ ς , ν ά π α ρ α λ λ η λ ίσ ε ι δ ύ ο ήρ ω ες π ο ύ ε ίν α ι ά ν α π ό φ ε υ κ τ ο ν ά σ υ ν α ν τ η θ ο ύ ν κ α ί ν ά έρ θ ο υ ν σέ σ ύ γ κ ρ ο υ σ η - τ ή ν Τ έ μ π λ Ν τ ρ έ ικ κ α ί τ ό ν Π ο π έ υ - , ν ά ά κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι ά π ό κ ο ιν ο ύ δ ύ ο ά ν τ ίθετες μο ίρ ες , τήν π ν ο ή τού κ α λ ο ύ κ α ί τήν π ν ο ή τού κ α κ ο ύ , τήν ά θ ω ό τ η τ α κ α ί τή δ ια σ τ ρ ο φ ή , τήν ε ιλ ικ ρ ίν ε ια κ α ί τό σ α δ ισ μ ό , τήν άγν ό τ ητ α κ α ί τό ν ε κ φ υ λ ισ μ ό . Σ ύ γ κ ρ ο υ σ η π ο ύ φ τ ά ν ε ι στό έ π α κ ρ ο μέ τό τ έ χ ν α σ μ α μ ια ς φ α ν τ α σ τ ικ ή ς ά ν α π α ρ ά σ τ α σ η ς ,ά φ ο ύ ή Τ έ μ π λ θ ά β ια σ τ ε ί μ ’ ένα στάχυ κ α λ α μ π ο κ ιο ύ . Ά κ ρ ιβ ώ ς α ύ τ ά τ ά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά ά ν α δ ε ικ ν ύ ο ν τ α ι πε ρ ισ σ ότ ε ρ ο στό π ε ρ ίφ η μ ο μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τού Τ ζ έ ημ ς Χ ά ν τ λ ε ϋ Τ σ έ η ζ 1Ό χι όρχιόέες γιά τή δεσποινίδα Μ πλάντις (π ο ύ ή π ρ ώ τ η του μο ρ φ ή ά ν ά γ ε τ α ι στό 1938), π ο ύ
77
σ υ ν η θ ίζ ο υ ν ν ά τό σ υ γκρ ίνο υν μέ τό Ιερό. 'Η πρ οσέγγισ η αυτή, κ α τ ά π ρ ώ το λόγο, δεν έχει τ ίπ ο τ α τό άτο πο , έφόσον ο ί ήρωες τού Τ σ έη ζ θυ μ ίζο υ ν τούς ήρωες τοϋ Φ ώ κνερ , κ υ ρ ίω ς ή δ εσ π οινίς Μ π λ ά ν τ ις κ α ί δ Σ λ ίμ Γ κρ ίσ σ ο ν . Έ τ σ ι, ά ν δ Π ο π έ υ , ά π ό πο λύ νεαρ ή ή λ ικ ία , έκοβε σέ μ ικ ρ ά κ ο μ μ α τ ά κ ια θ η λ υ κ ά π α π α γ α λ ά κ ια γ ιά ν ά ικ α ν ο π ο ιη θ ε ί, ό Σ λ ίμ Γ κρ ίσ σ ο ν δεν μπ ορ ε ί κ ι αύτός ν ά έκφ ρ ά σ ε ι ά λ η θ ιν ά τήν π α ράξενη ά γ ά π η π ο ύ τρ έφ ει γ ιά τή δ ε σ π ο ιν ίδ α Μ π λ ά ν τ ις , π α ρ ά μέ σ α δισ τικές κ α ί β ία ιε ς πρ ά ξ ε ις , δταν γ ιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α θέλει ν ά ε ξ αγνίσ ει μπ ρ οσ τά της τόν άνδ ρ ισ μ ό του, χρη σ ιμο πο ιώ ν τ α ς ένα μ α χ α ίρ ι. Δ έν υπ ά ρ χ ει κ α μ ιά α μ φ ιβ ο λ ία δ τ ι ό Τ σ έηζ έχει έμπνευστεϊ ά π ό τόν Φ ώ κνερ. Ή θεμ α τ ικ ή τους σχέση ε ίν α ι ·φανερή. Μ ό ν ο πο ύ σ τό Ιερό ή ασ τυνο μική θράση δέν ε ίν α ι κ υ ρ ία ρ χ ο στοιχείο. Μ ό ν ο π ο ύ ό τόνος π ο ύ υ ιο θετεί ό Τ σ έηζ θ υ μ ίζε ι περισσότερο αύτόν πο ύ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί ό Ν τάσ ιελ Χ ά μ με τ στό Γε ράκι τής Μάλτας, πο ύ έκδόθηκε τό 1930, τό π ρ ώ το π ρ α γ μ α τ ικ ό άσ τ υν ο μικ ό μυ θιστό ρ η μα στήν ισ το ρ ία τής σύγχρονης λογοτεχνίας, γρ αμμ ένο σύμ φ ω να μέ μ ιά κ α τ α π λ η κ τ ικ ή ελ λ ε ιπ τ ικ ή α ισ θ η τ ικ ή . Κ α ί, κ υ ρ ίω ς , ή θεώ ρη σ η τοϋ Τ σ έηζ, δσο κ ι ά ν ε ίν α ι άπ οτελεσματ ικ ή , δέν φ τάνει ποτέ στήν τρ α γικ ή ένταση, στή ζοφερή κ α ί α ισ θ η σ ια κ ή σ κληρότητα, στό σ υ γ κλο νισ τ ικ ό κ α ί κ α τ α π λ η κ τ ικ ό μεγα λ ε ίο π ο ύ διατρέχει τό Ιερό ά π ’ άκρ η σ ’ ά κ ρ η . Μ έ τήν π έ ν α τού Τ σ έηζ ή τ ρ α γ ω δ ία γίν ε τ α ι ένα ά π λ ό μελόδραμα - μ ιά ισ τ ο ρ ία ά π α γω γή ς , στήν ό π ο ια συνδέεται ά ρ ρη κτα μ ιά ισ το ρ ία ά γ ά π η ς - κ α ί ό μύθος γ ίν ε τ α ι άνέκδ οτο , μέ απ όλυτη μα στο ρ ιά φ τιαγμένο β έ β α ια , ά λλά εξ α ιρ ε τ ικ ά ψ υ χρ ό κ α ί α δ ιά φ ο ρο. Τ ίς φ ω κνερ ικές σκηνές, ό Τ σ έηζ τίς δ ιη θ ίζ ε ι εξάλλου σέ ολόκληρη τήν π ο ρ ε ία τώ ν β ι βλ ίω ν του. Σ χεδόν πά ν τ α δμως γ ιά ν ά έ νισ χύσ ει μ ιά κατάσ τασ η, γ ιά ν ά έπιφ έ ρ ε ι μ ιά έντύπω ση π α ν ικ ο ύ , γ ιά ν ά πρ ο κ α λ έ σ ε ι κ ά π ο ιο σ όκ. Σ τις Διπλές μπουκιές, γ ιά π α ρ ά δ ειγ μ α (π α ρ ’ δλο π ο ύ πα ρ α μ έ ν ε ι ένα πο λύ δυ νατό β ιβ λ ίο ), τ ίπ ο τ α δέν δ ικ α ιο λ ο γ ε ί κ α τά βάθος τήν τ ε λική σκηνή , ό π ου βλέπουμε μ ιά ή λ ίθ ια νέα κο π έ λ α ν ά ξεθάβ ει τό π τ ώ μ α τού ά νθ ρώ π ου πο ύ αγάπ ησ ε κ ρ υ φ ά κ α ί ν ά τό ξ α π λ ώ ν ε ι στό κρ εβ άτι της, σάν ν ά ζοϋσε α κ ό μ α , λες κ α ί έτσι, μέ τή ζέστη τοϋ κ ο ρ μ ιο ύ της, θά μπορούσε ν ά τό ε π α ναφ έρει στή ζω ή. Τ ίπ ο τ α , π α ρ ά μόνο δτι μ ιά τέτοια σ κηνή επισ πεύδ ε ι τό τέλος τού μυ θιστο ρ ή ματος κ α ί οδηγεί τή χαζή ν ά δ ια π ρ ά ξ ε ι ένα
78
έγκλημα: ό γκάγκστερ τού β ιβ λ ίο υ Διπλές μπουκιές στέλνεται στόν ά λ λ ο κ όσ μ ο, τό ή θ ικ ό δ ίδ α γ μ α δ ια σ ώ ζ ε τ α ι. Έ τ σ ι, ή φωκνερ ικ ή ε ικ ό ν α χά ν ε ι τό βάθος της, γ ίν ε τ α ι π υ ροτέχνημα.
• Π άντω ς, θά π ρ έπ ει ν ά δ ιε υ κ ρ ιν ίσ ο υ μ ε δτι ό Τζέημς Χάντλεϋ Τ σ έηζ ε ίν α ι άγγλος συγ γραφ έας κ α ί δέν έχει π α ρ ά μ ιά σχηματική γνώση γ ιά τήν ’Α μ ε ρ ικ ή , τόν π ο λ ιτ ισ μ ό της, τήν ο ικ ο ν ο μ ικ ή κ α ί π ο λ ιτ ικ ή της π ρ α γ μ α τ ι κότητα. Ξέρουμε, πρ ά γ μ α τ ι, δ τ ι μό νο άφ ού είχε γρ ά ψ ε ι δεκάδες μυ θιστο ρ ήμ ατα ευδό κησε ν ά κ ά ν ε ι ένα τ α ξ ίδ ι στήν ’ Α μ ε ρ ικ ή κ α ί ν ά έπαληθεύσει μέ τά ίδ ια του τά μ ά τ ια τίς απ όψ ε ις του γ ι’ αύτήν. νΑ ν ή σχέση άνάμεσα στόν Τ σ έηζ κ α ί στόν Φ ώκνερ ε ίν α ι ο υ σ ια σ τ ικ ά μετ α φ ο ρ ικ ή , μ π ο ρούμε ν ά ισχυριστούμε ε π ιπ λ έ ο ν δ τ ι αύτή πο ύ ύ π ά ρ χ ε ι άνάμεσα στό συγγραφ έα τού Ίεροϋ κα ί στους κυρ ιότερ ους εκπροσώ πους τού αστυνο μικού μυθιστορήματος, δέν ε ίν α ι τόσο άμεση ούτε τόσο σ υ σ τη ματική δσο π ι στεύουμε. Μ έ ένα γ ε ν ικ ό τ ρ όπ ο, α υ τ ο ί α ν τλούν ά π ό κ ε ί μ ιά φ υ σ ιο λ ο γ ία περισσότερο, τύπους, π ρ ο φ ίλ , ένα α ν θ ρ ώ π ιν ο κ λ ίμ α , στήν α κ ρ α ία περίπτω σ η μ ιά κ ά π ο ια μυ θιστο ρ η μα τ ικ ή τεχνική. ’Έ τ σ ι, έχουμε τή χρήση τού εσωτερικού μονόλογου π ο ύ μεταφ έρεται π ο λύ ε π ιδ έ ξ ια ά π ό τόν Χ ό ρ α ς Μ ά κ Κ ό υ στό ά ρ ισ τούργημά του Α ντίο ζωή, Α ντίο έρω τα. Έ τ σ ι, έχουμε ά κ ό μ α τήν περ ίερ γη δομή τώ ν Δαιμονισμένων τού Τ ζ ώ ν Ν τ. Μ ά κ Ν τόν αλντ, π ο ύ θυ μ ίζε ι λ ίγ ο αύτήν τού Παρείσα-
κτου. ’ Α λ λ ά ένώ ο ί συγγραφείς τού ασ τ υν ο μι κού μυθιστορήματος μ ιλ ο ύ ν μέ π ιό άπ λ ή κ α ί π ιό σ κληρή γλώσσα κ α ί δέν τούς π ε ιρ ά ζ ε ι ν ά στραφούν γύρω ά π ό μ ιά λέξη γ ιά ν ά δέ σουν τίς διάφ ορες φ άσεις μιά ς πρ άξη ς ή νά έκφ ράσουν μ ιά ιδ έα, ό Φ ώ κνερ , μέ τή μεγά λη του άγάπ η γ ιά τή χ α ο τ ικ ή ρ ητορική, δ ιο γ κ ώ ν ε ι τή γραφή του, σ υσσω ρεύει τά έπίθετα, κ α ί δίνοντας έμφαση στό ρήμ α, ξε τυλ ίγε ι μ ιά σ π ά ν ια κ ιν η τ ικ ή β ία , π ο ύ χωρίς ά μ φ ιβ ο λ ία , σύμ φ ω να μέ τά λεγάμενα τού Ά λ φ ρ έ ν τ Κ α ζ ίν , ε ίν α ι ή π ιό π ο λ υ φ ω ν ικ ή στά ά μ ε ρ ικ ά ν ικ α γράμμ ατα. Χ ω ρ ίς ν ά υ ιο θετεί τό κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ό στύλ, ό Φ ώκνερ συναρ θ ρώ νει, μέ θα υμαστό τ ρ όπ ο, σ τοιχεία σύγχυσης γ ιά ν ά απ ο κ ρ υ σ τ α λ λ ώ σ ε ι καλύτε ρα τήν ά π αραίτητη , τήν άπ όλυ τη π ε ρ ιπ λ ο κ ή τής σύγχρονης άγω νίας κ α ί τού σύγχρονου έκφ υλισμ ού , τήν ά τ α β ισ τ ικ ή καταστροφ ή
τοΰ Ν ό τ ο υ . Τ ά π ά ν τ α σ ’ α υ τ ό ν έχου ν τή μορφή ξε π ε ρ ά σ μ α τ ο ς τ ώ ν ε μ π ο δ ίω ν , τ ώ ν δρ α π ετεύσ εω ν, τής έ π ισ τρ ο φ ή ς π ρ ό ς τ ά π ί σω, τώ ν σ υ γ χ ύ σ ε ω ν , τ ώ ν δ ια λ ε ίψ ε ω ν , τ ώ ν π α ρ ε μ β ο λ ώ ν , τ ώ ν α λ μ ά τ ω ν π ρ ό ς τά έμ π ρ ό ς , τής ά θ λ ιό τ η τ α ς , τής ά β ε β α ιό τ η τ α ς , τής ά μ φ ιβ ο λ ία ς . Ά π ό τή σ κ ο π ιά τής μο ρ φ ής , ό Χ ε μ ιν γ ο υ α ίη ε ίν α ι σ ίγ ο υ ρ α π ιό κ ο ν τ ά σ τούς ουγγ ρ α φ είς το ύ ά σ τ υ ν ο μ ικ ο ϋ μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τος ά π ό τ ό ν Φ ώ κ ν ε ρ . Κ α τ ά β ά θ ο ς , ό φ ω κ ν ε ρ ικ ό ς κ ό σ μ ο ς κ α ί ό κόσ μος το ύ ά σ τ υ ν ο μ ικ ο ϋ μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ ο ς δεν σ υ μ π ίπ τ ο υ ν π ρ α γ μ α τ ικ ά , π α ρ ά μ ό ν ο σ τό σ ημ είο π ο ύ κ υ ρ ια ρ χ ο ύ ν τ α ι ά π ό τόν π α ρ ο ξ υ σμό, π α ρ ά μ ό ν ο στήν έν υ π ά ρ χ ο υ σ α φ ύ σ η τών η ρ ώ ω ν π ο ύ β ρ ίσ κ ο ν τ α ι ε π ί σ κ η ν ή ς . "Α τ ο μ α ά π ισ τ α , δ υ σ τ υ χ ισ μ έ ν α , χ ω ρ ίς ε υ φ υΐα, β ία ι α , σ α δ ισ τ ικ ά , δ ιε σ τ ρ α μ μ έ ν α , π α ρ ο ρ μ η τ ικ ά , ά π ε λ π ισ μ έ ν α , π ο ύ ρ ίχ ν ο ν τ α ι σέ μ ιά ο δ υ ν η ρ ή μ ά χ η έ ν ά ν τ ια σ τό χ ρ ό ν ο . Π α ρ ε ίσ α κ τ ο ι, ά π α τ ε ώ ν ε ς , π α ρ α κ α τ ια ν ο ί, μ α χα ιρ ο β γ ά λτες , π ο ύ τού ς κ α τ έ χ ε ι ό τ ρ όμ ος τής ύ π α ρ ξ η ς κ α ί τής ζ ω ής . Έ ν α ς ό λ ό κ λ η ρ ο ς κόσ μ ος ά π ό τρελές φ ιλ ο δ ο ξ ίε ς κ α ί δ υ σ α ν ά λογο π ε ίσ μ α . Μ ε τ α φ υ σ ικ ή ε γ κ α τ ά λ ε ιψ η , δπ ω ς θ ά λέγ α μ ε. Β ε β α ιό τ η τ α ό τ ι ή β ία ε ίν α ι ή μό νη π α γ κ ό σ μ ια π η γ ή π λ ο ύ τ ο υ κ α ί δ τ ι γ ιά ν ά τ ή ν π α λ έ ψ ε ις δέν υ π ά ρ χ ε ι ά λ λ η σ ω τ η ρ ία ά π ό τό ν ά τή ν ά ν α λ ά β ε ις κ α ί ν ά τήν ένσ τερνισ τ ε ίς .
Copyright: Magazine L itteraire Μ ετάφραση: Λ ή δ α Μ οσχονά
παρατηρητής
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΕΤΡΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 1ο τεύχος: αφιέρωμα: «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ»
γράφουν οι: Αρ. Μάνεσης Δ. Τσάτσος Κ. Τσουκαλάς I, Μανωλεδάκης I Κουκιάδης I. Δεληγιάννης Έφη Μανωλεδάκη Ε. Βενιζέλος Π. Πετρίδης Γ. Παπαδημητρίου Δ. Λουλές Α. Κοζάκος Γ. Αναστασιάδης
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
..ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ
ΤΗΛ 264 958
ΑΘΗΝΑ ..ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ" ΤΗΛ 3610589
79
Henri Thomas
Ή άφατη αυθυπαρξία "Ο λ ο ι ο ί ήρωες τού Φ ώκνερ φανερώ νουν μ ιά μ ο να δική δύναμη, π ιό ισχυρή κ α ί ά π ό τό χ ρό νο , μ ιά άφατη α ύ θ υ π α ρ ξ ία , πού δια β λέπ ει δ Μ πά για ρντ Σ αρτόρις μέσα σέ μ ιά α να λα μ π ή . ’ Α λ λ ά δέν λέγονται δλα μ’ αύτό τόν τρόπο, όπως μάς εξηγεί ό Χ έ ν ρ ι Τόμας, πού μετέφρασε στά γ α λ λ ικ ά πολλά κείμενα τού Φ ώκνερ. Α ύ τ ό μ άλιστα μάς προσφέρει μ ιά κ ά π ο ια ελπίδα. Ό Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κνερ , σάν δευτεροετής φ οιτητής στό Π α ν ε π ισ τ ή μ ιο τής Β ιρ τ ζ ίν ια , έγραψε ν ιά τό π ε ρ ιο δ ικ ό τών φ οιτητώ ν π ο ιή μ α τ α πο ύ έκδό θη καν άργότερα σέ μ ιά συλλογή μ α ζ ί μέ τό πρ ώ το του πε ζό , μ ιά σύντομη νουβέλα. ’ Α ν ά μ ε σ α στά πο ιή μ α τ α υ π ά ρ χ ο υ ν κ α ί πολλές μεταφράσεις τού Βερλ α ίν , κ α ί τά ά λ λ α ε ίν α ι κ ι αύτά στόν ίδ ιο τόνο γρ αμμένα. 'Η νου β έλα, πο ύ γράφ τηκε μετά τήν εκπα ίδευ σ η πο ύ πή ρ ε ό Φ ώκνερ σ άν εθελοντής τό 1918, σ ’ ένα στρατόπεδο έκπα ίδευ σ ης τής R A F , έχει γ ιά ήρωες δύο άεροπόρους κ α ί σ άν θέμα τήν άπ ρ ο σ ε ξία τού ενός. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά μ ιά άρκετά στεγνή π ερ ιγ ρ α φ ή , χ ω ρ ίς τ ίπ οτα πο ύ ν ά θ υ μ ίζε ι τά π ο ιή μ α τ α . Τ ίπ ο τ α σ’ αύ τά τά πρ ώ τ α έργα δέν σ ’ ά φ ή νει ν ά πρ οβλέψ εις τό φ α ντασ τικό κό σ μ ο π ο ύ π ρ ό κ ε ιτ α ι σ ιγά σ ιγά ν ά άν α κ ύ ψ ε ι, μέ μ ιά ευρύτητα χ ω ρ ίς προηγούμενο ά π ό τήν εποχή τού Μ ε λ β ίλ , μ α ζ ί ά ν α χ ρ ο ν ισ τική κ α ί τω ρ ιν ή , στραμμένη πρός τό π α ρελθόν κ α ί στά π ρ ο ανακρ ούσ μ ατα τού μέλ λοντος, έ π ιδ ε ικ τ ικ ή κ α ί κ ρ υφ ή συνάμ α. Τ ά έργα τής νεότητας ενός μυ θιστο ρ ιογράφ ο υ ε ίν α ι σ υχνά υπερβολικά, π ιό φ ιλ ό δ ο ξα ά π ’ δσο ε ίν α ι ο ί μελλοντικές έπιτυχίες του, όπ ω ς ή πρ ώ τη Αισθηματική αγωγή σέ σχέση μέ τή δεύτερη. 'Ο Φ ώκνερ ά ρ χ ίζ ε ι σχεδόν τ α π ε ιν ά , άκο λου θώ ντας ένα μοντέλο στά π ο ιή μ α τ α (δέν θ ά π ά ε ι π ιό π έ ρ α ), ξ ε κ ιν ώ ν τας ά π ό τή σύντομη εμπ ε ιρ ία του σ άν άεροπό ρ ου στή νουβέλα. Δέν πρ ο πο ρεύ εται ά π ό τήν εμπ ειρ ία του , -δέν πρ ο ηγε ίτ α ι τού εαυ τού του. Θ ά πρ έ π ε ι ν ά ξεχ ώ ριζε ελάχισ τα αυτή τήν εποχή ά π ’ όλους τούς νέους στό Π α νεπ ισ τή μ ιο τής Β ιρ τ ζ ίν ια , πο ύ σ υνέχι ζαν τίς σπουδές τους μετά τό 1918. ’ Α ρ γ ό τερα, τήν έποχή τής πλήρους ωριμότητάς του, θά γρ ά ψ ει: «Γεννιόμαστε κατακλυσμέν ο ι, μέσα σέ άνώ νυμη π ο ρ ε ία , όπ ου ό λ ο ι περ π ατού ν μέ τό β ήμα τώ ν μυ ρ ιά δω ν άνώ νυμω ν τής εποχής κ α ί τής γενιάς τους. Χ ά
80
νου με κάπ οτε τό ρυθμό, ένα μόνο λα ν θ α σμένο βήμα άρκεΐ κ α ί χ ανόμαστε ά π ό τά πο δο πα τ ήμ α τ α τού πλήθους» ( Ά γριοφ οινικιές). Στό Σαρτόρις, έγκαταλείπόντας γ ιά μ ιά στιγμή τόν ’ Ο ρ άτιο κ α ί τή Ν α ρ κ ίσ σ α στή νυχτερινή τους βόλτα, στρέφεται αλλού : «’ Α π ό τόν ψ η λό θό λο τού δρ ό μο υ, ο ί ε χ θρ ι κ ο ί θεο ί τούς κ ο ίτ α ζ α ν μέ τά ά π α θ ή κ α ί θο λ ά τους μά τια». Σ τά χ ρ ό ν ια πο ύ χ ω ρ ίζ ο υ ν τό νεαρ ό Φ ώ κνερ ά π ό τόν ώ ρ ιμ ο άντρα δέν συνέβη τ ί πο τ α τό ξεχω ριστό στην ύπ α ρ ξή του, κ α ί πά ντω ς τίπ ο τ α πο ύ ν ά συναντάμε τά ίχ ν η του στό έργο του. Τ ό έργο του δέν θ ά ε ίν α ι ποτέ ά π ρ ό σ ω π ο , όπω ς ε ίν α ι τά μεγάλα σ κ η ν ικ ά τού Χ ε μ ιν γ ο υ α ίη ή τού Ντός Π άσσος, ούτε σ ύγχρονο, μέ τόν δικό.το υς τρ όπο. Θ ά ε ίν α ι τόσο π ρ ο σ ω π ικ ό , πο ύ δέν θά μπ ορ εί κ α ν ε ίς ν ά συγχέει κανέναν ά π ό τούς ήρωές του μέ αύτούς ένός άλλου μυ θιστο ρ ιογράφ ο υ , ούτε κ α ί μ ’ αύτούς τής πρ α γμ α τ ικ ό τ η τας: ο ί ήρωες ά ν ή κου ν στόν Φ ώ κνερ , όπω ς ή φ ύση στήν ό π ο ια γε ν νιώ νται κ α ί πε θ α ίν ο υ ν ε ίν α ι ή μόνη π ο ύ ό ίδ ιο ς ά να π νέει. Τ ό ζή τημα τού ν ά γνω ρ ίζο υμ ε αύτό πο ύ ένας μυθισ τορ ιογράφ ο ς βά ζ ε ι ά π ό τόν εαυτό του (ά π ό τό « π ρ ο σ ω π ικ ό του δρ άμ α») στό έργο του , ά π ο δ ε ικ ν ύ ε τ α ι έδώ ιδ ια ίτ ε ρ α άνώ φ ελο. Τ ό δρ ά μ α , γ ια τ ί υ π ά ρ χ ε ι δ ρ άμ α, πο ύ επα ναλα μ β ά ν ε τ α ι ά δ ιά κ ο π α μετά τίς συμφορές στίς όποιες οδηγεί ά π α ρ α ίτ η τ α , δέν ε ίν α ι δρ ά μ α ένός ιδ ια ίτ ε ρ ο υ όντος, δέν ε ίν α ι ποτέ ξεχωριστό, ε ξ α λείφ ει, άντίθ ετα, τίς δ ια φ ο ρές κ α ί ά κ ρ ιβ ώ ς έ κεί β ρ ίσ κεται τό μοναδικό δρ ά μ α : ή ά δ υ ν α μ ία ν ά δ ιατηρ ήσ ει μ ιά τέ τ ο ια κ α θ ο ρ ισ τ ικ ή φ όρ μ α, ορατή ή άόρατη , ή ίδ ια ή ά δ υ ν α μ ία τού ν ά υπάρξει, ά δ ια χ ώ ρ ιστα ά π ό τόν άνταγω νιστή του , αύτό πο ύ ό Μ π ω ν τ λ α ίρ ά π ο κ α λ ε ϊ «ή γεύση τού α ιώ ν ιο υ » καί πο ύ έχει πολλές άλλες όνομασίες γ ι’ αύτούς πο ύ τό άρ ν ού ν τ α ι, γ ια τ ί κα τά βάθος ε ίν α ι ά δ υ ν α μ ία τής ίδ ια ς τής γλώσ-
σας. Γ ρ ά φ ο ντα ς μ ιά επισ τ ολ ή στή Ν α ρ χ ίσ σ α , ό Ό ρ ά τ ιο ς π ισ τ ε ύ ε ι ό τ ι θ ά φ τά σ ε ι στην «έρημη π ε ρ ιο χ ή ό π ο υ έπιτέλους μ π ο ρ ώ νά σ υγκεντρ ώ σ ω τά ά ν τ ιφ α τ ικ ά σ τ ο ιχ ε ία τού έαυτού μο υ» . Τ ό γεγονός ό τ ι κ ά θ ε Ιδ ια ί τερο π ρ ά γ μ α τ ε ίν ε ι ν ά έμμένει στήν ύ π α ρ ξ η , αύτή ή ά λ ή θ ε ια π ο ύ ε ίν α ι πη γή δ ια ν ο η τ ικ ή ς χ αράς στόν Σ π ιν ό ζ α , γ ίν ε τ α ι π η γή τρόμου γ ιά τόν ά χ ρ ε ϊο Σ ν ό ο υ π ς , γ ιά τόν ό π ο ιο ή έμμονή στήν ύ π α ρ ξ η σ η μ α ίν ε ι ν ά π α ρ α μ ο νεύσει τή Ν α ρ κ ίσ σ α τήν ώ ρ α π ο ύ γδ ύ ν ε τ α ι στόχος άνεπ ίτευ κτο ς . "Ο λ ο ι ο ί ήρ ω ες τού Φ ώ κν ε ρ φ αν ε ρ ώ ν ο υ ν κα τά κ ά π ο ιο ν τρ ό π ο αύτή τή μ ο ν α δ ικ ή ά π ια σ τ η δ ύ ν α μ η - ν ά τήν π ο ύμ ε δύναμ η τού χ ρ ό νου ; Μ ά ό ίδ ιο ς ό χ ρ ό νος δέν ε ίν α ι π α ρ ά μ ιά ό ν ο μ α σ ία γ ιά τό ά ν ε ίπ ω τ ο , γ ι’ αυτό π ο ύ κ ά ν ε ι τόν Μ π ά γ ια ρ ν τ Σ α ρ τ ό ρ ις ν ά ο υ ρ λ ιά ζει ά π ό ά γ ω ν ία , κ α θ ώ ς κ α ί όλο υς αύτούς πού έ χ ου ν δ ε ι τήν ά βυ σ σ ο μέσα σέ μ ιά ά ν α λ α μ π ή . Κ ι όμ ω ς , δέν έχουν ειπωθεί δλα, ό α ν τ α γ ω νισ μ ό ς ά νά μ εσ α στήν ύ π α ρ ξ η κ α ί στό χ ρ ό ν ο δ έν έξ αντλεί τό θέμα. Φ α ίν ε τ α ι κ ά π ο ιε ς σ τιγμές ό τ ι π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά ένα σ τ ο ι χ ε ίο ά ν ά μ ε σ α σέ ά λ λ α μέσα στήν άφ α τ η α υ θ υ π α ρ ξ ία . Σ υ χ ν ά τρ α γο υ δ ο ύ ν στήν ε π ο π ο ιία τώ ν Σ α ρ τ ό ρ ις , κ α ί στό π ιό σ κ ο τ ε ιν ό έργο τού φ ω κ ν ε ρ ικ ο ύ κ ό σ μ ο υ , σ τις Ά γ ριο φοινικιές, «ή α ύ ρ α τής θ ά λ α σ σ α ς , β ία ιη , σ υνεχής, γεμ άτη ξερούς θο ρ ύβ ο υς ά π ό άθέατες φ ο ιν ικ ιέ ς » ε ίν α ι κ ι αυ τ ό ένα είδ ος τρ α γ ο υ δ ιο ύ , τό π ιό δ υ να τό μέσ α στήν κ α ρ διά τού ά ν θ ρ ώ π ο υ . Σ τό Σαρτόρις, ο ί Μ α ύ ρ οι τ ρ α γ ο υ δ ο ύ ν , κ υ ρ ίω ς ο ί γυ ν α ίκ ε ς , ή Έ λ ν ό ρ α στήν κ ο υ ζ ίν α ή στή σ κ ά φ η . Τ ή ν ώ ρ α πο ύ μ ιά φ ω ν ή σ έρνει τό τ ρ α γ ο ύ δ ι μέσα στή ζέστη τής ημ έρ α ς , κ α τ α π λ έ ε ι μ ιά μεγάλη ά δ ια φ ο ρ ία . Σ έ άλλες σ τιγμές, κ α ί μό νο ή π α ρ ο υ σ ία τ ώ ν π ιό σ υ νη θ ισ μ έ ν ω ν π ρ α γ μ ά τω ν σέ κ ά ν ε ι ν ά π ρ ο α ισ θ α ν θ ε ίς «επ έ κ ε ιν α » ένα ά λ λ ο π ρ ά γ μ α π ο ύ θ ά μ π ορ ο ύσ ε ν ά δ ια τ α ρ ά ξ ε ι τή δ υ σ τ υ χ ία . Δ έν ε ίν α ι γ ιά λόγους ρ η τ ο ρ ική ς ά ντίθ εσ ης π ο ύ μ ιλ ά μ ε εδώ γ ιά ελπίδα. Τ ό μ ο ιρ α ίο δέν έχει μό νο τ ρ α γ ικ ό π ρ ό σ ω π ο : μέσ α στήν ίδ ια τήν α ιτ ία τού τ ρ α γ ικ ο ύ , π ο ύ ε ίν α ι π ά ν τ α άνόητη (ό π ω ς λένε γ ιά τ ά ά τ υ χ ή μ α τ α τού δ ρ ό μ ο υ ), υ π ά ρ χ ε ι κ ι ένα γελοίο π ρ ό σ ω π ο . "Ε ν α π ρ ό σ ω π ο π ο ύ δέν πρ ο σ φ έ ρ ε τ α ι σέ ό λ ο τόν κ ό σ μ ο γ ιά πα ρ α τ ή ρ η σ η : ό λ ο ι σ χ εδό ν ο ί α ρ σ ε ν ικ ο ί Σ α ρ τ ό ρ ις γ ίν ο ν τ α ι έ ρ μ α ια τής τ ρ α γ ικ ή ς του όψ ης (ά ν κ α ί ό Μ π ά γ ια ρ ν τ , σ τις χειρότερές του μέρες, γα λ η ν ε ύ ε ι κ ά π ο ια σ τ ιγ μ ή : « Ε ίν α ι ή μ ο ίρ α όλο υ τού κ ό σ μ ο υ , τού ε π α ν α λ ά μ βα ν ε π α ρ η γ ο ρ η τ ικ ά ή κο υ ρ α σ μ έ ν η του κ α ρ δ ιά κ α ί κ α τέλη ξε ν ά ά π ο κ ο ιμ η θ ε ϊ» ). Δ έν γ ί-
Φώκνερ: «Οί όυό δρόμοι τής τέχνης τον Νότον, ξεκινούν άπό τό συναίσθημα» ν ε τ α ι τ ό ίδ ιο μέ τ ίς γ υ ν α ίκ ε ς , μαύρες ή λε υ κές: «α ύτή ή γ ε ν ν α ιο ψ υ χ ία π ο ύ δέν ά φ ο π λ ίζο ν τ α ν π ο τ έ μ π ρ ο σ τ ά σ τόν εχθρ ό κ α ί π ρ ύ κ α ν έ ν α ξ ίφ ο ς δ έν μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ά δ α μ ά σ ε ι, ή κ α ρ τ ε ρ ία , χ ω ρ ίς π α ρ ά π ο ν α , α υ τ ώ ν τώ ν γ υ ν α ικ ώ ν , π ο ύ κ α ν ε ίς δ έν τ ρ α γ ο υ δ ά ε ι ( κ α ί κ α ν ε ίς δ έν κ λ α ίε ι ) , ή τ α ν π ιό ω ρ α ία ά π ό τό γε μ ά τ ο σ τ ό μ φ ο κ α ί μ α τ α ιο δ ο ξ ία κύρος τ ώ ν ά ν τ ρ ώ ν , π ο ύ ή ά ν ώ φ ε λ η λ ά μ ψ η του τού ς ά π ο σ ύ ρ ε ι στή σ κ ιά » . ’ Α λ λ ά δέν π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά κ ύ ρ ο ς . 'Η σ ύ γ κ ρ ο υ σ η τ ώ ν δύ ο φ ύ λ ω ν , τ ό ά ν τ ίδ ω ρ ο σέ τ όσ ο υς μ υ θ ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο υ ς (άντρες κ α ί γ υ ν α ίκ ε ς ), κ α τ α ρ γ ε ίτ α ι στόν Φ ώ κ ν ε ρ , λές κ α ί ό ά ν τ ρ α ς κ α ί ή γ υ ν α ίκ α ά ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ι (σ έ κ α θ ο ρ ισ τ ικ έ ς στιγμές) ά π ό ένα τ ρ ίτ ο ό ν , ό μ ο ο ύ σ ιο κ α ί τώ ν δ ύ ο , π ο ύ κ α τ έ χ ε ι τ ό μ υ σ τ ικ ό σ τό ό π ο ιο ε κ ε ίν ο ι δέν μ π ο ρ ο ύ ν ν ά π ρ ο σ ε γ γ ίσ ο υ ν π α ρ ά μέ τό ν ά ν υ π ό φ ο ρ ο έρ ω τ α κ α ί π ο ύ ό άντρας χ ά ν ε ι π ιό γ ρ ή γ ο ρ α ά π ό τή γ υ ν α ίκ α . Π έ ρ α ό π ’ α ύ τούς κ α ί μ έ σ α τ ου ς , α ύ τ ό ά γ ρ υ π ν ά ώ σ τ ό σ ο , σ ά ν μ ιά έρ ημ η θ ά λ α σ σ α : « Ό Ό ρ ά τ ιο ς κ α θό τ α ν στή β ε ρ ά ν τ α μέ τή σβησμένη του π ί π α , π ε ρ ιτ ρ ιγ υ ρ ισ μ έ ν ο ς ά π ’ αύ τό τό φ ρ έ σ κ ο κ α ί έ π ίμ ο ν ο ά ρ ω μ α τ ώ ν κέ δ ρ ω ν π ο ύ έ μ ο ια ζ ε μέ μ ιά ά λ λ η π α ρ ο υ σ ία » .
■ Copyright: Magazine Litteraire Μετάφραση: Λ ήδα Μοσχονά
81
Robert Louit
Ό Φώκνερ στά ορυχεία άλατος* Έ π ί μ ιά ε ικ ο σ α ε τ ία ό Φ ώ κνερ έγκαταστάθηκε άρκετές φορές στό Χόλλυγουντ, ό π ο υ συνεργάστηκε σέ π ο λ λ ά σ ενάρια. Γ ι’ α υτόν ή τα ν ένας τρόπος νά κερ δ ίζ ε ι τό ■ψωμί του. Γ ιά τούς ε π ικριτές του ήταν μ ιά άμελητέα δρα σ τηριότητα . 'Ω σ τόσ ο π α ρ ο υ σ ιά ζε ι μ εγάλο ενδ ια φ έρο ν ό ά π ο λο γ ισ μός α υτώ ν τώ ν χ ο λυ γ ο υ ντια νώ ν χ ρ ό νω ν κ α ί ή μ α κρό χ ρ ο νη φ ιλ ία του μέ τόν Χ ά ο υ ω ρ ντ Χ ώ κ ς , ά π ό την ό π ο ια π ρ ο έκυ ψ ε το υ λά χ ισ το ν Ό μεγ ά λο ς ύπνος. Σ έ μ ιά π ε ρ ίο δ ο π ο ύ φ τ ά ν ε ι σ υ ν ο λ ικ ά τά τέσσερα χ ρ ό ν ια , ά λ λ ά π ο ύ μ ο ιρ ά ζ ε τ α ι σέ δ υ ό δεκαετίες, δ Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κ ν ε ρ θ ά μ α ζ έ ψ ε ι τίς β αλίτσ ες του, σέ τ α κ τ ικ ά λ ίγο π ο λ ύ χ ρ ο ν ικ ά δ ια σ τ ή μ α τ α , γ ιά ν ά π ά ε ι ν ά ερ γαστεί στά « ο ρ υ χ ε ία άλατο ς» ή γ ιά ν ά π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή σ ε ι « μ ιά π α ρ α μ ο ν ή στή δ ιε ύ θυ νσ η τού π ο τ α μ ο ύ » ό π ω ς έλεγε. . ’’Ε τσ ι π ερ ιέγ ρ α φ ε τά τ α ξ ίδ ια του στό Χ ό λλυγ ου ντ, δ π ο υ ά να γ κά σ τ η κ ε ν ά έργαστεϊ σ ά ν σ ε ν α ρ ιογ ράφ ο ς , ά φ ο ΰ ή κ υ κ λ ο φ ο ρ ία τού λογοτε χ ν ικ ο ύ του έργου δέν τού έπέτρεπε ν ά σ υν τηρ η θεί. ’ Α ν α μ φ ίβ ο λ α αύτή ή δ ο υ λ ε ιά δέν τόν ενθο υσ ία ζε κ α θ ό λ ο υ : δέν φ ά ν η κ ε ποτέ ν ά ε κδ η λώ νει π ο λ ύ ζ ω ηρ ό ένδ ια φ έ ρ ο ν γ ιά τόν κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο γ ε ν ικ ά , κ α ί σ υ μ μ ε ρ ιζ ό τ α ν σ ίγ ο υ ρ α τήν π α τ ρ ο π α ρ ά δ ο τ η π ε ρ ιφ ρ ό νη σ η τώ ν ά μ ε ρ ικ α ν ώ ν δ ια ν ο ο υ μ έ ν ω ν α π έ ν α ν τ ι στήν έ θ νικ ή τους π α ρ α γ ω γ ή . Μ ό ν ο ό Τ ζ έημ ς Ά γ κ ι , ά ν ά μ ε σ α ατούς σ ύγχρονούς του, μ ο ιά ζ ε ι ν ά έχει ένα π ρ α γ μ α τ ικ ό πά θος, π ο ύ ε κφ ρ ά ζετα ι σ τά δ ιά φ ο ρ α κ ρ ιτ ικ ά του κείμ ε ν α , δ π ω ς κ α ί στά σ ε ν ά ρ ιά του (τήν υ π ο γ ρ α φ ή του φ έρ νου ν Ή βασίλισσα τής ’Α φρικής κ α ί Ή νύχτα τού κυνηγού). Σ ή μ ερ α , ή κ λ α σ ικ ή χ ο λ υ γ ο υ ν τ ια ν ή εποχή ά ν ή κ ε ι ό ρ ισ τ ικ ά στό πα ρ ε λ θ ό ν κ α ί κα ν ε ίς δέν έχει τήν π ρ ό θεσ η, στήν ίδ ια τήν ’Α μ ε ρ ικ ή , ν ά ά ρ ν η θ ε ί τή συμ β ολή της. Τ ό ά ν τ ίθετο μ ά λισ τα : ο ί σοβαρές μελέτες π ο λ λ ά * Ό Φώκνερ χαρακτήριζε τό Χόλλυγουντ σάν «όρυχεϊα άλατος», υπονοώντας τίς σκληρές καί Απάνθρωπες συν θήκες έργασίας πού επικρατούσαν ατούς χώρους τών στούντιο.
82
π λ α σ ιά ζ ο ν τ α ι εδώ κ α ί μ ε ρ ικ ά χ ρ ό ν ια . Μ ό ν ο στό θέμ α τ ώ ν σ χέσεω ν τού Φ ώ κνερ μέ τόν κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο διαθ έ τ ο υ μ ε έρευνες π ο λ ύ λ ε πτο μερ είς τ ώ ν Τ ό μ Ν τάρντις, Τ ζ ό ζ ε φ Μ π λ ό τ ν ε ρ κ α ί Μ π ρ ο ύ ς Φ. Κ ά ο υ ιν . Τ ό β ι β λ ίο τού Ν τ ά ρ ν τ ις , π ο ύ δέν π ε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι μό νο στόν Φ ώ κ ν ε ρ , ά ν α λ ύ ε ι εξίσ ου τ ά χ ο λ υ γ ο υ ν τ ια ν ά χ ρ ό ν ια τού Σ κ ό τ Φ ιτ ζέ ρ α λ ν τ , τού Ν α θ α ν α ή λ Γου έσ τ, τού Ά λ ν τ ο υ ς Χ ά ξ λ ε ύ κ α ί τού Ά γ κ ι . ’ Α ν ά μ ε σ α στήν ά σ α φ ή δ ο υ λ ε ιά τού Ν α θ α ν α ή λ Γου έσ τ, π ο ύ έγραφ ε σ ή ρ ια λ γ ιά τή R e p u b lic , κ α ί τ ήν κ α τασ τρ οφ ή τού Φ ιτ ζέ ρ αλντ, ό Φ ώ κ ν ε ρ μ ο ιά ζ ε ι ν ά κ α τέχ ει μ ιά ένδ ιά μ ε σ η θέσ η, μέ τ ίς άπ ογο ητεύ σ εις του - ά π ό τά 50 (τ ο υ λ ά χισ τ ο ν ) σ ε ν ά ρ ια στά ό π ο ια θ ά σ υ νερ γασ τεί σχεδόν τά μ ισ ά θά με ίν ο υ ν στά σ υ ρ τ ά ρ ια , ενώ συμμετείχε στούς τίτ λ ο υς έ ξ ι μ ό ν ο τ α ιν ιώ ν πο ύ γ υ ρ ίσ τ η κ α ν τ ε λ ικ ά - ά λ λ ά κ α ί μέ τίς ε ν τυπ ω σ ιακές ε π ι τυχίες του έ π ίσ η ς : τ ίς συνεργασίες του μέ τόν Χ ά ο υ ω ρ ν τ Χ ώ κ ς. Ό Σ κ ό τ Φ ιτ ζ έ ρ α λ ν τ πή γε στό Χ ό λ λ υγ ου ν τ ά π ο φ α σ ισ μ έ ν ο ς ν ά έ π ιβ ά λ ε ι τίς ιδέες του - π ο ύ π ά ν τ ω ς ή τ α ν κ ά π ω ς ά β έ β α ιε ς - στό θέμ α τής κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή ς γραφ ής, κ α ί π ρ ο σ έ κ ρ ο υ σ ε σ ’ ένα σύσ τη μα π ο ύ δέν κ α τ α λ ά β α ιν ε , ή τ ου λ ά χ ισ τ ο ν γ ιά τό ό π ο ιο δέν ήτ α ν φ τιαγμ ένος . Ή ά λ λ η λ ο γ ρ α φ ία του μέ τόν Τ ζ ό ζ ε φ Λ . Μ ά ν κ ιε β ιτ ς , π α ρ α γ ω γ ό τώ ν Τριών συντρόφων (τή μ ο ν α δ ικ ή τ α ιν ία πο ύ στούς τίτ λ ο υ ς της φ ιγ ο υ ρ ά ρ ε ι τό ό ν ο μ α τού Φ ιτ ζ έ ρ α λ ν τ ), δ ε ίχ ν ε ι ό τ ι β ρ ισ κόμ α σ τε μ π ρ ο σ τά σέ δυ ό ά σ υ μ φ ιλ ίω τ ο υ ς κόσμους.
«Η π ρ ο σ έγ γ ισ η το ϋ Φ ώ κ ν ε ρ ή τ α ν έντελώ ς δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή : ά π ό τη ν π ρ ώ τ η σ τ ιγ μ ή κ ρ α τ ά άπ όσ τασ η ά ν ά μ ε σ α στή δ ο υ λ ε ιά του σ ά ν σ ε ν α ρ ιο γ ρ ά φ ο ς κ α ί σ τό π ρ ο σ ω π ικ ό τ ου έργο. Ή στάση του αυ τή π ρ ο ε ρ χ ό τ α ν ά λ λ ω σ τ ε περ ισ σ ότερ ο ά π ό μ ιά ά π λ ή ά ν η σ υ χ ία π ν ε υ μα τικής ένά ρ γ εια ς π α ρ ά ά π ό μ ιά π ε ρ ιφ ρ ό νηση, γ ιά λ ό γ ο υ ς άρ χ ής , γ ιά τ ίς β ιο π ο ρ ισ τ ι κές δο υλειές : π ρ ά γ μ α τ ι, δ Φ ώ κ ν ε ρ π ρ ο σ α ρ μο ζόταν μέ τό ν κ α λ ύ τ ε ρ ο τ ρ ό π ο σ τό κ α θ ή κον του, π ρ ο σ φ έ ρ ο ν τ α ς ω ς κ α ί 35 σ ε λ ίδ ε ς κειμ ένου τή ν ή μ έ ρ α , ό τα ν μ ά λ ισ τ α δ έν ζ η τούσαν ά π ό τό σ ε ν α ρ ιο γ ρ ά φ ο π α ρ ά τ έ σ σ ερις μέ πέντε κ α τ ά μέσ ο δρο. Τ ό 1933 σ η μ ε ιώ ν ε ι 'ένα είδ ος ρ εκό ρ , κ ά ν ο ν τ α ς μ ό ν ο π έ ντε μέρες γ ιά ν ά γ ρ ά ψ ε ι τού ς δ ια λ ό γ ο υ ς τού Σήμερα ζονμε (Today we live) (τή ν π ρ ώ τ η του σ υ ν ερ γα σ ία μέ τό ν Χ ώ κ ς ). Π ε π ε ισ μ έ ν ο ς ό τ ι ό κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς δ έν θ ά γ ίν ε ι π ο τ έ γ ι’ α υ τ ό ν κ ά τ ι π α ρ α π ά ν ω ά π ό π ό ρ ο ς ζ ω ή ς ( « Ε ίμ α ι α ν ίκ α ν ο ς ν ά δ ώ τ ά π ρ ά γ μ α τ α , δέν μ π ο ρ ώ π α ρ ά ν ά ά κ ο ύ ω » ), ό Φ ώ κ ν ε ρ σ τ έ κ ε τ α ι στή σ τ ο ιχ ε ιώ δ η ά ρ χ ή , π ο ύ σ υ ν ίσ τ α τ α ι στό ν ά ά ν τ α π ο κ ρ ίν ε τ α ι στή ζ ή τ η σ η , χ ω ρ ίς ν ά έξα π α τ ά (« ν ά σ υ μ π λ η ρ ώ σ ω μ ιά μέ ρ α τ ίμ ια ς εργασ ίας, σ ύ μ φ ω ν α μέ α ύ τ ά π ο ύ θ έ λ ο υ ν ά π ό μένα »). Ο ί δ η λ ώ σ ε ις το υ σ τό θ έ μ α α ύ τ ό μα ρ τ υ ρ ο ύν μ ιά σ π ά ν ια μ ε τ ρ ιο φ ρ ο σ ύ ν η γ ιά ένα λογ οτέχ νη π ο ύ π ρ ο σ ε γ γ ίζ ε ι τ ό ν κ ό σ μ ο τοϋ κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο υ (τ ή ν ίδ ια κ α τ ά β ά θ ο ς πο ύ τ όν έ κ α ν ε ν ά λ έ ε ι: « Ε ίμ α ι ένας άγ ρ ό τ η ς π ο ύ γ ρ ά φ ε ι β ιβ λ ία » , κ α ί δ έν ν ο μ ίζ ω δ τ ι θ ά μπ ο ρ έσ ει ν ά κ α τ α λ ά β ε ι κ α ν ε ίς τ ό ν Φ ώ κ ν ε ρ άν δέν ά π ο δ εχτεΐ τά λ ό γ ια του α ύ τ ά σ ά ν ά π ό λ υ τ α ε ιλ ικ ρ ιν ή ) : « Ά ν δέν ε ίχ α π ά ρ ε ι, ή α ισ θ α ν θ ε ί δ τ ι μ π ο ρ ο ύ σ α ν ά π ά ρ ω σ τά σ ο β α ρ ά τή ν κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή μ ο υ δ ο υ λ ε ιά , ά π ό ά π λ ή τ ιμ ιό τ η τ α τό σ ο ά π έ ν α ν τ ί της ό σ ο κ α ί ά π έ ν α ν τ ί σ τόν έ α υ τό μ ο υ , δέν θ ά ε ίχ α δ ο κ ιμ ά σ ε ι ν ά τή ν κ ά ν ω . Σ ή μ ε ρ α ξέ ρ ω δ τ ι δέν θ ά γ ίν ω π ο τέ ένας κ α λ ό ς σ υ γ γ ρ α φ έ α ς τού κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο υ . Κ ι ά κ ό μ α δ τ ι α υ τ ή ή ε ρ γα σ ία δ έν θ ά έχει π ο τ έ α ύ τ ό τό χ α ρ α κ τ ή ρ α τής ε σ ω τ ε ρ ικ ή ς ά ν ά γ κ η ς π ο ύ έ χει γ ιά μ ένα τό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α » . Δ έν θ ά μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ά ε ίν α ι π ι ό ξ ε κ ά θ α ρ ο ς κ α ί π ιό ά κ ρ ιβ ο λ ό γ ο ς . Ά ρ α ή μ ε τ ρ ιο φ ρ ο σ ύνη α υ τή, π ο ύ ε ξ α σ φ α λ ίζ ε ι ένα ρ ό λ ο π ρ ο σ τ α τ ε υ τικό , κ ά ν ε ι τό ν Φ ώ κ ν ε ρ δ ιπ λ ά δ ια θ έ σ ιμ ο : δ ια θ έ σ ιμ ο γ ιά τή σ υ ν έ χ ισ η τού έργου του, δ π ω ς τ ό δ ε ίχ ν ε ι μ ιά ά π λ ή χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ή μελέτη, ά λ λ ά δ ια θ έ σ ιμ ο ε π ίσ η ς κ α ί γ ιά τ ίς εργασ ίες π ο ύ τού ζ η τ ά ν ε - π α ρ ά τού ς δ ισ τ α γμ ού ς κ α ί τ ίς ά ν τ ιδ ρ ά σ ε ις φ υ γ ή ς π ο ύ θ ά ε κ δ η λ ώ σ ε ι μετά τ ίς π ρ ώ τες τ ου χ ο λ υ γ ο υ ν τ ια νές ά π ό π ε ιρ ε ς .
Ό Χάονωρντ Χώκς, πού δήλωνε δτι «μοϋ Αρέσει νά έχω δίπλα μον τόν Φώχνερ» Ό
Μ π ρ ο ύ ς Κ ά ο υ ιν ε π ισ η μ α ίν ε ι ά κ ρ ιβ ώ ς
τ ή ν π α ρ α δ ο ξ ο λ ο γ ία τής κ α ρ ιέ ρ α ς το ύ « μ υ θ ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο υ τοϋ μ ο ν τ ά ζ » π ο ύ ή τ α ν ό Φ ώ κ ν ε ρ : «έγραφ ε μ ιά λ ο γ ο τ ε χ ν ία έ ξ α ιρ ε τ ικ ά κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή , ά λ λ ά ο ί τ α ιν ίε ς τ ο υ ή τ α ν ά ρ κ ε τ ά σ υ ν τ η ρ η τ ικ έ ς » . Ά ν δ Φ ώ κ ν ε ρ π έ τ υ χ ε σ χ ε τ ικ ά π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ά π ό ά λ λ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς σ τό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ (δ π ο υ θ ά ε ρ γ α σ τ ε ί γ ιά π ο λ ύ κ α ιρ ό ) , ε ίν α ι έ π ε ιδ ή σ υ ν έ χ ισ ε ν ά γ ρ ά φ ε ι μέ τ ό δ ικ ό τ ου τ ρ ό π ο κ α ί δέ χ τ η κ ε - χ ω ρ ίς ά μ φ ιβ ο λ ία , ύ π ό τ ή ν έ π ίδρ α σ η , σέ μ ε γ ά λ ο β α θ μ ό , τόύ Χ ά ο υ ω ρ ν τ Χ ώ κ ς - τού ς κ α ν ό ν ε ς ένός κ λ α σ ικ ισ μ ο ύ , π ο ύ κ α τ ά β ά θ ο ς τοϋ ή τ α ν ξένος. Μ ιά τ έ τ ο ια σ τ ά σ η τού έπέτρ επ ε, ώ ς έ να σ η μ ε ίο , ν ά ύ π ο κ ύ ψ ε ι σ τήν α ισ θ η τ ικ ή τ ώ ν δ ια φ ό ρ ω ν ε τ α ι ρ ε ιώ ν γ ιά τ ίς ό π ο ιε ς δο ύλευ ε. Α υ τ ή ή ά π ο ψ η μ ια ς α ισ θ η τ ικ ή ς ξ ε χ ω ρ ι σ τής γ ιά κ α θ ε μ ιά ά π ό τ ίς κ υ ρ ιό τ ε ρ ε ς έ τ α ιρ ε ίε ς π α ρ α γ ω γ ή ς , ε ίν α ι ε δώ κ α ί λ ίγ ο κ α ιρ ό τό ε π ίκ ε ν τ ρ ο τ ώ ν ε ρ ε υ ν ώ ν γ ιά τ ό ν ά μ ε ρ ικ ά ν ικ ο κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο , κ α ί έχει σ ά ν σ τ ό χ ο ν ά ε π α ν ο ρ θ ώ σ ε ι ό ρ ισ μ έ ν ε ς π λ ά ν ε ς τής π ο λ ιτ ι κ ή ς τ ώ ν σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν . Ε ί ν α ι β έ β α ιο δ τ ι ή ε π ιθ ε τ ικ ή ο ξ ύ τ η τ α τής Γ ο υ ώ ρ ν ε ρ Μ π ρ ο ς έ ρ χ ε τ α ι σέ ά ν τ ίθ ε σ η μέ τ ή ν π ο λ ιτ ισ μ έ ν η π λ ε υ ρ ά τής Μ έ τ ρ ο , δ τ ι ό Β ιν σ έ ν τ ε ς Μ ιν έ λ λ ι β ρ ή κ ε σ ’ α υ τ ή ν τό ιδ α ν ικ ό τ υ π ικ ό του π λ α ί σ ιο κ α ί δ τ ι ή φ ιλ μ ο γ ρ α φ ία τού Μ ά ικ λ Κ έ ρ τ ιζ ε ν σ α ρ κ ώ ν ε ι ά π ό μ ό ν η της τή Γ ο υ ώ ρ ν ε ρ . "Ο μ ω ς ή χ ο λ υ γ ο υ ν τ ια ν ή κ α ρ ιέ ρ α τ ο ύ Φ ώ κ ν ε ρ ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι π ο λ ύ σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α γ ύ ρ ω ά π ό τ ρ ε ις φ ίρ μ ε ς κ α ί τ ίς π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ ε ς π ο ύ κ υ ρ ια ρ χ ο ύ ν σ ’ α υ τές: τή Μ έ τ ρ ο μέ τ ό ν
83
Έ ρ β ιν γ κ Θ ά λμ π ε ρ γ κ (1 9 3 2 -3 3 ), τήν Τ ου έντιθ Σέντσ ουρυ Φ ό ξ μέ τόν Ν τάρ υλ Ζ α ν ο ύ κ (1 9 3 6 -3 7 ) κ α ί τή Γουώ ρ νερ Μ π ρ ο ς μέ τόν Τ ζ ά κ Γ ου ώ ρ νερ (1 9 4 2 -4 4 ). Ο ί άλλες σ υνερ γα σ ίες τοΰ Φ ώ κ ν ε ρ , έκτος ά π ό τ ά σ υμ βό λ α ιά του, ήτα ν σ π ά ν ιε ς, κ α ί ο ί π ιό σ η μ α ν τ ι κές β έ β α ια ήτα ν ή σ υμβολή του στόν 'Ά ν θρωπο τοϋ Νότον IThe Southerner, Ζ ά ν Ρεν ο υ ά ρ , 1945). Φ α ίν ε τ α ι ότι τό κ λ ίμ α τής Γ ου ώ ρ νερ, π α ρ ά τίς λιγότερο εν δια φ έ ρ ο υ σες ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς συνθήκες, τόν ευνόησε περ ισ σ ότερ ο , μ ια κ α ί εκεί πρ α γμ α τ ο π ο ίη σ ε τά περ ισ σ ότερ α σ χ έ δ ια κ α ί γνώ ρ ισ ε, μ α ζ ί μέ τόν Χ ώ κ ς , τίς δ υ ό καλύτερές του έπιτυχίες. Σ τά μεγάλα χ ολ υ γ ο υ ν τ ια ν ά στούντιο, κά θ ε σ ενά ρ ιο γ ν ώ ρ ιζ ε έναν ο ρ ισ μ ένο ά ρ ιθ μ ό δ ια δ ο χ ικ ώ ν επε ξε ρ γα σ ιώ ν κ α ί ά λλα ζε άρ κετά εύ κο λα κυ ρ ιό τ η τ α . Λ ό γ ω τοΰ σ υσ τήμα τος αύτοϋ ή σ υμ β ολή τοϋ Φ ώ κνερ διέφερε ά π ό μ ιά ά π λή π ρ ο σ θ ή κ η ό ρ ισ μ ένω ν γρ α μ μώ ν στό δ ιά λ ο γ ο ή μ ιά τ ρ ο π ο π ο ίη σ η κ ά π ο ια ς σ κηνή ς κ α ί έφτανε στό ολο κληρ ω μ ένο γ ρ ά ψ ιμ ο (έως κ α ί 160 σελίδες) ένός σ ενα ρ ίο υ , π ο ύ σέ τε λ ικ ή ά ν άλυ ση δέν θ ά γ υ ρ ιζ ό ταν πο τέ - τ ό π ιό π ε ρ ίερ γο ά π ό τά άπ οτυ χη μένα του αυ τά σ χ έ δ ια ήτα ν ά ν α μ φ ίβ ο λ α , τό 1942, έκείνη ή β ιο γ ρ α φ ία τοϋ Ν τέ Γ κ ώ λ , γ ιά τήν ό π ο ια ό Φ ώ κ ν ε ρ έγραψε ένα δ ο κ ίμ ιο 150 σ ελίδ ω ν - ή Γου ώ ρ νερ έγκατέλειψε τό
« Ό μεγάλος ν.ινυς» τον Χώκς σε σενάριο τον Φώκνερ σ χ έ δ ιο ύστερα ά π ό ά νεπ ίσ ημ η α ίτη σ η τού Ρούζβελτ, ε π α κ ό λ ο υ θ ο τής δια η ώ ν ια ς τού Ν τέ Γ κ ώ λ μέ τόν Τ σ ώ ρ τσιλ. Ό ίδ ιο ς ό Φ ώ κνερ πε ρ ιγ ρ ά φ ε ι πο λ ύ σ υγ κ ε κ ρ ιμ έ ν α τό ρόλο του : « Ε ίμ α ι ένα είδος γ ια τ ρ ο ύ τ ώ ν τ α ιν ιώ ν . "Ο ταν πέφ το υν (στά σ τού ντιο) σ ’ ένα ά π ό σ π α σ μ α πο ύ δέν τούς άρ έ σ ε ι, τό δ ο υλεύ ω κ α ί τό ξανα δ ο υ λ ε ύ ω μέ χ ρ ι ν ά τούς άρέσ ει». Ή μέθοδος αύτή τ α ί ρ ια ζ ε ά π ό λ υ τ α στόν Χ ώ κ ς , ό ό π ο ιο ς ήτα ν μ α ιτ ρ στήν τέχνη έ ξισ ορ ρ όπ ησ ης τής π ρ ο μ ε λέτης κ α ί τού α ύ τοσ χ εδιασ μ ού · στόν Χ ώ κ ς , π ο ύ δ ή λω νε «μοϋ ά ρ έσ ει ν ά έχω δ ίπ λ α μου τόν Φ ώ κνερ ». Μ έ αυτούς τούς όρους ε ίν α ι δ ύ σ κ ο λ ο ν ά β ρ εθεί ή θέση πο ύ ά ν α λ ο γε ϊ στόν κ α θ έ ν α π ά ν ω στήν επεξερ γασ ία τής
Σύντομη φιλμογραφία Ή φ ιλ μ ο γ ρ α φ ία π ο ύ ά κ ο λ ο ν θ ε ϊ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι δσες τα ινίες γ υ ρίστη κα ν μ έ τή σ υμβολή τοϋ Φ ώ κνερ κ α ί π ρ ο β λ ή θ η κ α ν (κα θυσ τερημένα ή δ χ ι) στις κ ιν η μ α το γρα φ ικές αίθουσες. Ο ί τίτλο ι π ο ύ έχουν σ η μ α ν θ ε ί μ έ α στερίσκο ε ίν α ι τ α ι νίες δ π ο υ τό δνο μ α τοϋ Φ ώ κνερ ά ν α φ έ ρ ε τ α ι στούς τίτλους τους. Σ έ δλες τίς άλλες περιπ τώ σ εις , ό Φ ώ κνερ έχει δο υ λέψ ει σ ’ ένα σ τάδιο, λίγο -π ο λ ύ π ρ ο χ ω ρημένο, τοϋ σενά ριο υ ή έχει ά να σ κ ε υ ά σ ε ι β ρισμένους διαλόγους. Ή ημερο μ η ν ία π ο ύ σ η μ ειώ νετα ι π ρ ίν ά π ό κ ά θ ε τίτλο ε ίν α ι αύτή κ α τ ά τήν ο π ο ία α ρ χ ί ζει ή συμ βο λή τοϋ Φ ώκνερ. Ή ημερομηνία, π ο ύ Α κ ο λ ο υ θ ε ί δ είχνει πότε π ρ ο β λή θ η κε ή τ α ιν ία . 1932-33 Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ συνεργάζεται σέ δέκα σχέδια, άπό τά όποια: * 1932: Today we live (Σήμερα ζοϋμε). Σκη νοθεσία Χάουωρντ Χώκς (1933). 1933: Lazy river (Τεμπέλης ποταμός). 1934: Sutter’s gold (Τό χρυσάφι τών Σάττερ). Σκηνοθεσία Τζέημς Κρούζ, πάνω στό «Χρυ σό» τοϋ Μ πλαίζ Σαντράρ (1936). 1936-37 Τουέντιθ Σέντσουρυ Φόξ συνεργάζεται σέ επτά σχέδια: * 1936: The road to glory ( Ό δρόμος πρός τή δόξα). Σκηνοθεσία Χάουωρντ Χώκς. Πρόκει
84
ται γιά ξαναγύρισμα τών «Ξύλινων σταυρών» τοΰ Ραϋμόν Μπερνάρ (1936). 1936: Banjo on my knee ( Ό Μπάνζο στά γό νατά μου). Σκηνοθεσία Τζών Κρόμγουελ. 1936: Gunga D in. Σκηνοθεσία Τζώρτζ Στήβενς (1939). * 1936: Slave ship (Τό πλοίο τών σκλάβων). Σκηνοθεσία Τέυ Γκάρνετ (1937). 1936: Four men and a prayer (Τέσσερις άντρες κ α ί μιά προσευχή). Σκηνοθεσία Τζών Φόρντ (1938). 1936: Submarine patrol ('Υ ποβρύχια περιπο λία). Σκηνοθεσία Τζών Φόρντ (1938).
ταινίας. Σ ύ μ φ ω ν α μέ τίς έρευνες τού Ν τ ά ρ ντις κ α ί τ° ύ Κ ά ο υ ιν , τό σ ε ν ά ρ ιο τ ού Νά εχειζ % ν“ Μ ν εΧεί^ * To have and have not _ o λιμάνι τής αγωνίας) ' ε ίν α ι ά π ο τ έ λ ε σ μ α Τής συμβολής τού Χ ώ κ ς , τού Ζ ύ λ Φ ά ρ θ μ α ν ,
7
τΟ0 Φ ώ κνερ , τής Λ ω ρ ή ν Μ π α κ ώ λ κ α ί μ ια ς άγνωστης κ ο π έ λ α ς π ο ύ ό Χ ώ κ ς ά π ο κ α λ ο ϋ σ ε «Τραυλή ψ υ χή » ( S tu tte rin g Sam )! Κ α ί τ ί ν ά πεϊ κ α νείς γ ιά τό ν λ α β ύ ρ ιν θ ο τού Μεγάλου ΐανον (τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν α υ τ ό : ή π ο λ υ π λ ο κ ό τ η τ α τής άφ ή γησ ης κ α ί ή π ε ρ ιγ ρ α φ ή τής π α ρ α κμής τής ο ίκ ο γ έ ν ε ια ς Σ τέρ νγου ντ σ υ ν τελο ύν στό νά γ ίν ε ι ή π ιό φ ω κ ν ε ρ ικ ή ά π ’ όλες τ ίς ταινίες, ό π ο ια κ ι ά ν ε ίν α ι ή π ρ α γ μ α τ ικ ή συμβολή τού σ υ γ γ ρ α φ έα τού Ίεροϋ). Μ ό λ ις κ α ν ε ίς κ ά ν ε ι λόγ ο γ ιά τ ίς σχέσεις τού Φ ώ κ ν ε ρ μέ τόν κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο , τό όνομα τού Χ ώ κ ς επ α νέρ χ ε τ α ι δ ια ρ κ ώ ς . Ό Χ ώ κ ς ε ίν α ι π ο ύ ά γ ό ρ α σ ε γ ιά λ ο γ α ρ ια σ μ ό τής Μ έτρ ο τ ά δ ικ α ιώ μ α τ α τής ν ο υ β έ λ α ς
Turn about ( Ό καθένας μέ τή σειρά τον) κ α ί τή μετέφ ερε στήν ο θ ό ν η , έτσ ι π ο ύ τό ό νο μα τού Φ ώ κ ν ε ρ ν ά ά ν α φ ε ρ θ ε ϊ γ ιά π ρ ώ τ η φ ορ ά στούς τίτ λ ο υ ς μ ιά ς τ α ιν ία ς ( Today we live. Σήμερα ζοϋμε). Ό Χ ώ κ ς θ ά π ρ ο σ φ έ ρ ε ι τήν υ π ο σ τ ή ρ ιξ ή του σέ όλη τή - δ ύ σ κ ο λ η π ε ρ ίο δ ο π ο ύ ό Φ ώ κ ν ε ρ δ ο υ λ ε ύ ε ι γ ι’ αυτή, τήν ε τα ιρ εία . Ό Χ ώ κ ς έπ ία η ς ε ίν α ι αυ τός πο ύ ε π ιτ υ γ χ ά ν ε ι τό σ υ μ β ό λ α ιο τής Τ ο υ έ ν τ ιθ 1937: Dance hall (Α ίθουσα χορού). (1941). 1937: Drum s alone the M ohawk (Στήν πίστα τών Μ οχώουκς). Σκηνοθεσία Τζών Φόρντ (1939). 1942-45 Γουώρνερ Μπρός συνεργάζεται σέ είκοσι τρία σχέδια, άπό τά όποια: 1942: A ir Force ( ’ Αεροπορία). Σκηνοθεσία Χάουωρντ Χώκς. 1942: Background to danger (Ζυμωμένος μέ τόν κίνδυνο). Σκηνοθεσία Ραούλ Γουώλς (1943). 1943: N orthern pursuit (Καταδίωξη πρός τό Βορρά). Σκηνοθεσία Ραούλ Γουώλς (1943). 1943: Deep valley (Β αθ ιά κοιλάδα). Σ κηνοθε σία Γιάν Νεγκουλέσκο (1943). * 1944: T o have and have not (Ν ά έχεις ή νά μήν έχεις). Σκηνοθεσία Χάουωρντ Χώκς. Τό έργο βασίζεται στό ομώνυμο βιβλίο τού Έ ρ νεστ Χεμινγουαίη (1944). 1944: God is my co-pilot ( Ό Θεός είναι ό συν-κυβερνήτης μου). (1945). 1944: The damned don’t cry ( Ό καταραμένος δέν κλα ίει). Σκηνοθεσία Βίνσεντ Σέρμαν. Π ρόκειται γιά μεταφορά στόν κινηματογράφο τής νουβέλας τού Φώκνερ « Ή πόρπη» (1950). 1944: The adventures o f Don Juan (Ο ί περιπέ
Σ έ ν τ σ ο υ ρ ν Φ ό ξ , κ α ί ο ί δ ύ ο άντρ ες σ υ ν α ν τ ιό ν τ α ι ξ α ν ά , γ ιά μ ία ά κ ό μ α φ ο ρ ά , σ ίή Γ ο υ ώ ρ ν ε ρ . Α ύ τ ή ή μ α κ ρ ό χ ρ ο ν η φ ιλ ία δέν δ ια ψ ε ύ σ τ η κ ε πο τ έ , ά φ ο ύ με ρ ικ έ ς μέρες ά φ ο ύ έχει π ά ρ ε ι τ ό β ρ α β ε ίο Ν ό μ π ε λ , ό Φ ώ κ ν ε ρ δ ιέ κ ο ψ ε τίς ά σ χ ο λ ίε ς του γ ιά ν ά σ υμ μετ ά σ χ ε ι - π ρ ο φ α ν ώ ς χ ω ρ ίς μ ε γ ά λ ο ά π ο τ έ λ ε σ μ α - στό γ ρ ά ψ ιμ ο τής Γής τών Φαραώ, ενώ είχ ε δ ια κ ό ψ ε ι ο ύ σ ια σ τ ικ ά κ ά θ ε σχέση μέ τό Χ ό λ λ υ γ ο υ ν τ , έ π ί μ ία δ ε κ α ε τ ία . Ό Χ ώ κ ς κ α ί ό Φ ώ κνερ άσχολούνταν μ α ζί μέ τό κ υ ν ή γ ι κ α ί τό ψ ά ρ ε μ α , ά λ λ ά σ τά έργα του ς δέν φ α ίν ο ν τ α ι ν ά έ χ ου ν π ο λ λ ά κ ο ιν ά . Ό Χ ώ κ ς ά π ο φ ε ύ γ ε ι σ υ σ τ η μ α τ ικ ά τήν ύ π ε ρ β ο λή κ α ί τόν π α ρ ο ξ υ σ μ ό , εκτός ά π ό τίς κ ω μ ω δ ίε ς του , π ρ ά γ μ α π ο ύ τ ό ν ά π ο μ α κ ρ ύ ν ε ι ά π ό τίς άκρ ότη τες τού Φ ώ κ ν ε ρ . Μ ο ιρ ά ζ ο ν τ α ι μ α ζ ί μ ε ρ ικ ά γ ο η τ ε υ τ ικ ά θ έ μ α τ α : τ όν Α ' π α γ κ ό σ μ ιο π ό λ ε μ ο , π ο ύ ό Χ ώ κ ς τ όν έζησε κ α ί ό Φ ώ κ ν ε ρ ή θ ελε ν ά τ ό ν έ χει ζή σ ε ι - τ ό μ ικ ρ ό του ά ν ά σ τ η μ α τ όν ε μ π ό δ ισ ε ν ά κ α τ α τ α γ ε ί στήν ά ε ρ ο π ο ρ ία , ά κ ρ ιβ ώ ς τήν ά ε ρ οπ ο ρ ία - κ α ί ο ί δ υ ό άντρ ες έ χ α σ α ν ό κ α θ έ ν α ς του ς ά π ό έναν ά δ ε λ φ ό σ ’ έ να α ε ρ ο π ο ρ ικ ό δυ σ τ ύ χ η μ α , έτσι π ο ύ ό Φ ώ κ ν ε ρ έλεγε γ ιά τ ό ν Χ ώ κ ς : « ε ίν α ι ένας π ιλ ό τ ο ς σ υ ντρ ιμ μένο ς δ π ω ς κ ι εγώ». νΑ ν Ό μεγάλος ύπνος ε ίν α ι μ ιά τ α ιν ία φ ω κ ν ε ρ ικ ή , ό Π υλών ε ίν α ι χ ω ρ ίς ά μ φ ιβ ο λ ία ένα μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τού Χ ώ κ ς . τειες τού Δόν Ζουάν). Σκηνοθεσία Βίνσεντ Σέρμαν (1945 ή ’48). 1944: Escape in the desert (Φυγή στήν έρημο). Π ρόκειται γιά ξαναγύρισμα τού « Ά π ο λ ιθ ω μένου δάσους» (1945). 1944: The southerner ( Ό άνθρωπος τού Ν ό του). Σκηνοθεσία Ζ ά ν Ρενουάρ (1945). * 1944: The big sleep ( Ό μεγάλος ύπνος). Σκηνοθεσία Χάουωρντ Χ ώ κς, άπ ό τό μυθι στόρημα τού Τσάντλερ (1946). 1944: M ildred Pierce. Σκηνοθεσία Μ άικ λ Κέρτιζ, άπό ένα έργο τού Τζαίημς Κ αίην (1945). 1945: Stallion Road (1947)
1949: In truder in the dust (Παρείσ ακτος στη σκόνη). Σκηνοθεσία Κλάρενς Μ πράουν. Έ δώ ό Φώκνερ άνασκευάζει τή μεταφορά τού μυ θιστορήματος του πού είχε κάνει ό Μ πέν Μάντοου (1949, Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ). 1951: The left hand o f God (Τό άριστερό χέρι τού Θεού). Σκηνοθεσία Έ ντουαρντ Ντμύντρυκ. Σενάριο πού άρ χικά είχε γραφτεί γιά τόν Χώ κς (1955, Τουέντιθ Σέντσουρυ Φόξ). * 1953-54: Land o f the pharaohs ( Ή γή τών Φ αραώ). Σκηνοθεσία Χάουωρντ Χ ώ κς (1955, Γουώρνερ Μπρός).
85
"Ο π ι : άλλωστε όμολογεΐ 6 Ιδ ιο ς ·ό σ κηνο θέ της χυΰ A ir Force ('Αεροπορία ) δέν ε ίν α ι ξένος μέ τήν Ιδέα του: «Μ οΰ έλεγε δτι γρ ά φ ε ι ένα κ α ιν ο ύ ρ ιο μυθιστόρημα κ α ί τοΰ έλεγα δτι έχω κουρ ασ τεί μέ τίς ιστορίες του τώ ν χ ω ρ ικ ώ ν τού Νότου κ α ί δ τ ι έπρεπε ν ά γ ν ω ρ ίσ ε ι κ α ί ά λ λ α πρ ό σω πα, πιλότο υς τής άερ ο π ο ρ ία ς γ ιά παράδ ειγμ α. Μ οΰ διηγή θη κε τότε τήν άνάμνηση π ο ύ είχε ά π ό τούς άκρ οβάτες τού ουρανού, δυό άντρες κ α ί μ ιά γ υ ν α ίκ α πο ύ ήταν έρωμένη κ α ί τώ ν δύο. Κ α ί τοΰ ε ίπ α δτι αυτή ε ίν α ι μ ιά θα υ μ ά σ ια ισ το ρ ία » . Α ύ τ ό πο ύ ενώνει π ιό β α θ ιά τά δ ύ ο έργα, ίσ ω ς ε ίν α ι, σέ τελική άνάλυ ση , ή αίσ θ ησ η τής ώριμότητας: π ο ύ τή συναντάμε σέ νο σ ταλγ ική κατάσταση στόν Φ ώ κνερ, ό π ο υ περ ιγ ρ ά φ ε τ α ι αρ ν η τ ικ ά κ α ί καλυμμένη μέ τή β ία κ α ί τόν εκφ υλισμό, δπ ω ς ά ν α κ ύ π τ ε ι κά θ ε στιγμή στίς ταινίες τοΰ Χ άο υω ρ ν τ Χ ώ κς. Τ ί ά π ομ ένει ά π ό τήν κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή δρασ τη ριό τητα τοΰ Φ ώ κνερ; Τ ου λάχ ισ τον δ υ ό αρισ τουργήματα, στά ό π ο ια συμμετείχε χ ά ρ η στη θ α υ μ ά σ ια σχέση του μ ’ έναν με γ ά λο κινη ματο γρ αφ ισ τή (Ό μεγάλος ύπνος,
Τό λιμάνι τής αγωνίας). Ό άνθρωπος τον Νότον τοΰ Ρενουάρ. ’Αρκετές ταιν ίε ς τοΰ Τ ζ ώ ν Φ όρντ κ α ί τού Ραούλ Γουώλς, στίς όπ ο ιες συνεργάστηκε ό Φ ώκνερ, σ ’ ένα λ ίγ ο π ο λ ύ προχω ρη μένο στάδιο. Π ρω τ ό τ υ π α σε ν ά ρ ια πο ύ άκό μ α περ ιμένουν ν ά γυριστούν. Τ ί ά π ομ ένει ά π ό τό Χ ό λλυγου ντ στό έργο τοΰ Φ ώ κνερ ; Φ α ιν ο μ ε ν ικ ά λ ίγ α πρ άγμ ατα, αλλά ή δραστηριότητα τοΰ σ εναριογράφ ου δέν φ α ίν ε τ α ι ν ά παρέλυσε ποτέ τή δρασ τη ρ ιότη τα τοΰ μυθιστοριογράφ ου. Κ α ί π ιθ α νώ ς ό ΤΊνλών. Κ α ί τέλος αύτό: Σ ’ ένα δ ε ί π ν ο , τό 1943, ό παραγωγός Ο ύ ίλ λ ια μ Μ π έη κερ κ α ί ό σκηνοθέτης Χ έ ν ρ ι Χ α θ α γ ο υ α ίη π ερ ιγ ράφ ο υν στόν Φ ώκνερ ένα σχέ δ ιο τ α ιν ία ς πο ύ τοποθετείται στην εποχή τοΰ Α ' πα γκό σ μ ιο υ πολέμου κ α ί δπου ή μορ φ ή τοΰ Χ ρ ισ το ύ μετουσ ιώ νεται στη μορ φ ή τοΰ άγνωστου στρατιώ τη. 'Ο Φ ώκνερ ενθο υσ ιά ζετα ι μέ τήν ίδ έα. “Επ ρ επε ν ά π ε ράσ ουν έντεκα χ ρ ό ν ια γ ιά ν ά γ ρ άψ ει τήν Παραβολή, τό μεγαλύτερο του μυ θιστόρημα, ά φ ιερ ω μ ένο στόν Μ πέηκερ κ α ί τόν Χ α θ α γο υ α ίη .
C op yrigh t: M agazine L itte ra ire Μ ετάφ ρασ η : Λ ή δ α Μ οσ χονά
86
οδυσοεας Βιβλία μέ χιούμορ μέ ποιότητα γιά νά διαβάζονται
Π Λ Ο ΥΣΙΟ Σ ΑΕΤΟΣ
ΤΖΕΗΜΣ ΘΕΡΜΠΕΡ Μ Υ Θ Ο Ι ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ Μ Α Σ
ΤΖΕΗΜΣ ΚΕΗΝ Ο ΤΑ Χ Υ Δ Ρ Ο Μ Ο Σ ΧΤΥΠΑΕΙ Π Α Ν ΤΑ Δ Υ Ο ΦΟΡΕΣ
A. Α. ΜΙΑΝ Η -Γ Ο Υ ΙΝ Ν Υ — Ο — Π Ο Υ Φ
ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ ΣΚΟΡΠΙΑ Δ Υ Ν Α Μ Η
ΜΑΡΣΕΛ ΠΡΟΥΣΤ Ο Α Δ ΙΑ Φ Ο Ρ Ο Σ
ΕΚ Δ Ο ΣΕ ΙΣ Ο Δ Υ Σ Σ Ε Α Σ ΕΠΕ Σ Ο Λ Ω Ν Ο Σ 116 ΤΉΛ. 36 19 72 4
Νίνος Φένεκ-Μικελίδης
Τά έργα τοϋ Ούίλλιαμ Φώκνερ στην οθόνη Στό σημείωμα αύτι· δίνουμε τίς ταινίες πού γυρίστηκαν με βάση τά λογοτεχνικά έργα τοϋ Ούίλλιαμ Φώκνερ -είτε σ’ αυτά συνεργάστηκε ό ίδιος στό σενάριο είτε δχι.
Ή ιστορία τής Τέμπλ Ντρέικ (The story of Temple Drake) Μ α υ ρ ό α σ π ρ η τ α ιν ία - Η Π Α , 1933. Σ κ η ν ο θ ε σ ία : Σ τήβεν Ρ όμπερτς. Σ ε ν ά ρ ιο : Ό λ ιβ ε ρ X . Π . Γ κά ρ ετ, ά π ό τό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α « 'Ιε ρ ό » τού Φ ώ κνερ . Φ ω τ ο γ ρ α φ ία : Κ ά ρ λ Σ τρ ού ς. Π α ίζ ο υ ν : Μ ίρ ια μ Χ ό π κ ιν ς , Τ ζ ά κ Λ ά Ρ ο ύ, Ο ύ ίλ λ ια μ Γκάργκαν, Ο ύ ίλ λ ια μ Κ ό λ ιε ρ τ ζ ο ύ ν ιο ρ , Έ ρ β ιν γ κ Π ίτ σ ε λ , Έ λ ίζ α μ π ε θ Π ά τερσον. Ή ισ τ ο ρ ία μια ς «φ λά περ » τού Ν ό τ ο υ π ο ύ ά π ά γ ε τ α ι ά π ό γκάγ κστερ ς κ α ί κ α τ α λ ή γ ε ι ν ά τής ά ρ έσ ει. ’ Α ρ κ ε τ ά τολμ ηρ ή τ α ιν ία γ ιά τήν έπο χή της, αύτή ή π ρ ώ τη δ ια σ κ ε υ ή τοϋ « 'Ιε ρού» σ ήμ ερα φ α ίν ε τ α ι κ ά π ω ς ξε π ε ρ α σ μ έ ν η , ά ν κ α ί κ α τ α φ έ ρ ν ε ι ν ά σ υ ν α ρ π ά σ ε ι χά ρ η στούς χ αρ ακτήρ ες της ά λ λ ά κ α ί τήν π ο λ ύ κ α λ ή δ ο υ λειά τού όπερ ατέρ Κ ά ρ λ Σ τρ ού ς.
Παρείσακτος στή σκόνη (Intruder in the dust) Μ α υ ρ ό α σ π ρ η τ α ιν ία - Η Π Α , 1951. Σ κ η ν ο θ ε σ ία : Κ λά ρ ενς Μ π ρ ά ο υ ν . Σ ε ν ά ρ ιο : Μ π έ ν Μ έ ν το ο υ κ α ί Ο . Φ ώ κνερ (τό ό ν ο μ ά του δέν ά ν α φ έ ρ ε τ α ι), ά π ό τό ο μ ώ ν υ μ ο μυ θ ισ τ ό ρ η μ α τού Φ ώ κνερ . Φ ω τ ο γ ρ α φ ία : Ρ όμπερ τ Σ έρ τις . Μ ο υ σ ικ ή : Ά ν τ ο λ φ Ν τόιτς . Π α ίζ ο υ ν : Χ ο υ ά ν ο Χ ερ να ντέζ , Έ λ ίζ α μ π ε θ Π ά τ ε ρ σ ο ν , Ν τ έ ιβ ιν τ Μ π ρ ά ια ν , Κ λ ώ ν τ Τ ζ ά ρ μ α ν τ ζ ο ύ ν ιο ρ , Π ό ρ τερ Χ ώ λ , Γ ο υ ίλ Γ κ ή α ρ . "Ε ν α ά γ ό ρ ι κ ά ί μ ιά γ ρ ιά , σέ μ ιά π ό λ η τού
Ν ό τ ο υ , κ α τ α φ έ ρ ν ο υ ν ν ά λ ύ σ ο υ ν τό μυ σ τ ή ρ ιο μ ια ς δ ο λ ο φ ο ν ία ς κ α ί ν ά σ ώ σ ου ν ά π ό τό λ υ ν τ σ ά ρ ισ μ α έ ν α ν ά θ ώ ο νέγρ ο. ’ Ε ξ α ιρ ε τ ικ ή τ α ιν ία , π ο ύ π ε τ υ χ α ίν ε ι ν ά κ α τ α γ ρ ά ψ ε ι τήν ά τ μ ό σ φ α ιρ α τού ά μ ε ρ ικ α ν ικ ο ύ Ν ό τ ο υ κ α ί ν ά π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι σ ω στούς κ ι ό λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο υ ς χ α ρ α κ τ ή ρ ε ς , ιδ ω μ έ ν ο υ ς μέσ α στό κ ο ι ν ω ν ικ ό τους π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν .
Τό μακρύ, ζεστό καλοκαίρι (The long hot summer) Χ ρ ω μ α τ ισ τ ή τ α ιν ία - Η Π Α , 1958. Σ κ η ν ο θ ε σ ία : Μ ά ρ τ ιν Ρ ίτ. Σ ε ν ά ρ ιο : Έ ρ β ιν γ κ Ράβετς, Χ ά ρ ιε τ Φ ρ ά ν κ , ά π ό τρεις ισ το ρίες τού Ο ύ ίλ λ ια μ Φ ώ κ ν ε ρ ( « Μ π ά ρ ν ι, Μ π ά ρ ν ι» , « Τ ’ ά λ ο γ α μέ τ ίς βούλες» κ α ί « Τ ό χ ω ρ ιο υ δ ά κ ι» ). Φ ω τ ο γ ρ α φ ία : Τ ζ ό ζ ε φ Λ ά Σ έ λ . Μ ο υ σ ικ ή : Ά λ ε ξ Ν ό ρ θ . Π α ίζ ο υ ν : Ό ρ σ ο ν Ο ύ έλς , Π ώ λ Ν ιο ύ μ α ν , Τζόαν Γ ού ν τ γου ω ρ ν τ , Τ όνυ Φ ρ α ν τ σ ιό ζ α , Λ ή Ρ έ μ ικ , "Α ν τ ζ ε λ α Λ ά ν σ μ π ε ρυ. "Ο τ α ν ένας π ε ρ ιπ λ α ν ώ μ ε ν ο ς ά π ο φ α σ ίζ ε ι ν ά μ ε ίν ε ι σέ μ ιά π ό λ η τού Ν ό τ ο υ κ α ί ν ά π α ν τρ ε υ τ ε ί μ ιά κ ο π έ λ α , έρ χετα ι σέ σ ύγκ ρ ο υσ η μέ τό δ ε σ π ο τ ικ ό «ά ρχο ντα» τού τ ό π ο υ . ’ Α κ ό μ η έ ν α έργο τ οπ οθ ετημ ένο στόν ά γ α π η μένο χ ώ ρ ο τού σ υγγ ρ α φ έ α , π ο ύ , π α ρ ά τίς ο ρ ισ μ ένες ύ π ο χ ω ρ ή σ έ ις σ τά χ ο λ υ γ ο υ ν τ ια ν ά κ α λ ο ύ π ια τ ώ ν σ ε ν α ρ ίω ν π ο ύ γρ ά φ ο ν τ α ν στήν τότε έ π ο χ ή , κ α τ α φ έ ρ ν ε ι ν ά δ ώ σ ε ι μ ε ρ ι κ ο ύ ς δυ ν α τ ο ύ ς χ α ρ α κτήρ ες . 'Ο Μ ά ρ τ ιν Ρ ίτ ά π ο σ π ά π ο λ ύ κ α λ έ ς έρμηνεϊες ά π ’ δλο υς
•87
Τό ιερό (The sanctuary) Μ α υ ρ ό α σ π ρ η τ α ιν ία - Η Π Α , 1960. Σ κ η ν ο θεσ ία: Τ ό ν υ Ρίτσαρντσον. Σ ε ν ά ρ ιο : Τ ζέιμς Π ό , ά π ό τό όμ ώ νυ μο μ υ θιστό ρ ημ α τού Φ ώ κνερ. Φ ω τ ογ ρα φ ία : Έ λ σ γ ο υ ε ρ θ Φ ρέντερικς (σ ιν ε μ α σ κ ο π ικ ή ). Μ ο υ σ ικ ή : νΑ λ ε | Ν όρ θ. Π α ίζ ο υ ν : Λ ή Ρ έμ ικ, Μ πρ ά ν τ φ ορ ν τ Ν τ ίλ μ α ν , "Υ β Μ ο ν τ ά ν , Ό ν τ έ ν τ α , Χ ά ρ υ Τ άου νς , Χ άο υω ρ ν τ Σ α ίν τ Τ ζ ώ ν , Στρόδερ Μ ά ρ τ ιν . Ν έα δ ια σ κ ε υ ή τού « Ιε ρ ο ύ » γύρω ά π ό τήν ά π ο π λ ά ν η σ η τής κόρης τού κυβερνήτη μιας νότιας π ο λ ιτ ε ία ς, πο ύ δυστυχώς π α ρ α μ έ ν ε ι άρκετά μπερδεμένη. Τ ό μόνο πο ύ ξ ε χ ω ρ ίζε ι σ ’ αυτή τήν ά μ ε ρ ικ α ν ικ ή δο υ λ ε ιά τού άγγλου σκηνοθέτη Τ όν υ Ρ ίτσαρντσον ε ίν α ι ή σχετική τόλμη ατούς δ ιαλόγ ους , ενώ σέ α τ μ ό σ φ α ιρ α ή πρ ώ τη «βερσιό ν» έχει πο λύ μεγαλύτερη γεύση αλή θειας .
The Reivers
Άφίσα άπό χό «Ιερό» μέ χή Λή Ρέμικ σχό ρόλο χήί Τέμπλ' Νχρέικ
τούς ηθ ο π ο ιο ύ ς του.
Ό ήχος καί ή οργή (The sound and the fury) Χ ρ ω μ ατισ τή τ α ιν ία - Η Π Α , 1959. Σ κ η ν ο θ ε σ ία : Μ ά ρ τ ιν Ρίτ. Σ ε ν ά ρ ιο : Έ ρ β ιν γ κ Ράβετς, Χ ά ρ ιετ Φ ρ ά ν κ , ά π ό τό όμ ώ ν υ μ ο μ υ θιστό ρ η μ α τού Φ ώ κνερ . Φ ω τ ογ ρα φ ία : Τ σ άρλς Τ ζ . Κ λ ά ρ κ . Μ ο υ σ ικ ή : “Α λ ε ξ Ν ό ρ θ . Π α ίζ ο υ ν : Γ ιο ύ λ Μ π ρ ύ νε ρ , Τ ζ ό α ν Γ ούντγουω ρντ, Μ άργ καρετ Λ έ ιτ ο ν , Σ τ ιο ύ α ρ τ Χ ο υ ίτ μ α ν , Έ θ ε λ Γώτερς, Τ ζ ά κ Γ ουόρντεν, Φ ρα νσ ο υά ζ Ροζέ, Τ ζ ώ ν Μ π ή λ , Ά λ μ π ε ρ τ Ν τέκερ. Ό μεγαλύτερος γιός μιάς ξεπεσμένης ο ικ ο γένεια ς τού Ν ότου κ ά ν ε ι δ ,τ ι μ π ο ρ ε ί γ ιά ν ά σώσει ή θ ικ ά κ α ί ο ικ ο ν ο μ ικ ά τήν οικ ο γ έ ν ε ια . Ό Μ ά ρ τ ιν Ρίτ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ί τούς π ε ρ ισ σ ό τερους συνεργάτες του στό « Μ α κ ρ ύ , ζεστό κ α λ ο κ α ίρ ι» γ ιά ν ά δώ σει α κ ό μ η μ ιά ν ε ικ ό ν α τών π α θ ώ ν κ α ί τώ ν συγκρούσ εω ν άνάμ εσα στούς ά νθ ρώ π ου ς τού ά μ ε ρ ικ α ν ικ ο ύ Ν ότο υ, πετυχαίνοντας γ ι’ άλλη μ ιά φ ο ρ ά καλές έρμηνεϊες ά π ό τούς πρω ταγω νισ τές του.
8Χ
Χ ρ ω μ α τ ισ τ ή τ α ιν ία - Η Π Α , 1970. Σ κ η ν ο θ ε σ ία : Μ ά ρ κ Ραϊντέλ. Σ ε ν ά ρ ιο : Έ ρ β ιν γ κ Ράβετς, Χ ά ρ ιε τ Φ ρ ά ν κ , ά π ό τό όμώ νυμο μ υ θ ι σ τόρημα τού Φ ώ κνερ . Φ ω τ ογ ρ α φ ία : Ρ ίτσαρντ Μ ο ύ ρ . Μ ο υ σ ικ ή : Τ ζ ώ ν Γ ο υ ίλ ια μ ς . Π α ίζ ο υ ν : Σ τήβ Μ ά κ Κ ο υ ή ν , Σ ά ρ ον Φ αρέλ, Γ ο υ ίλ Γ κ ή α ρ , Ρούπερτ Κ ρ ό ς, Μ ίτς Β ό γκελ, Μ ά ικ λ Κ ω ν σ τ α ν τ ά ιν , Χ ο υ ά ν ο Χερ ναντέζ, Κ λ ίφ τ ο ν Τ ζέιμς . Σ τίς άρχές τού α ιώ ν α , ένας έργάτης, τό π α ι δ ί μιάς πλ ο ύ σ ια ς οικ ογέ ν ε ια ς κ ι ένας μ α ύ ρος βοηθός, κ ά ν ο υ ν ένα τ α ξ ίδ ι μ’ α υ τ ο κ ίν η το, στήν π ερ ιο χ ή τού Μ ισ σ ισ σ ιπ ή . Τ α ιν ία δοσμένη μέ χιού μο ρ , κ α ί μ ία έλα φ ρ ά δα , ασ υν ή θισ τ α στό έργο τού Φ ώ κνερ , άν κ α ί ό χώρος ε ίν α ι πο λύ γ νώ ρ ιμ ός μας. Π ο λ ύ κ α λ ή δο υλειά ά π ό τόν Μ ά ρ κ Ραϊντέλ κ α ί τούς σ υ νεργάτες του , ιδ ια ίτ ε ρ α τόν όπερατέρ Ρ ίτσαρντ Μ ο ύ ρ , πο ύ σ υλλ α μ β ά ν ε ι τήν δλη ά τ μ ό σ φ α ιρ α τού Ν ότου στίς άρχές τού α ιώ να. Σ η μ . Ή φ ιλ μ ο γ ρ α φ ία τού Μ πρ ού ς Κ ά ο υ ιν (στό π ε ρ ιο δ ικ ό «F ilm Q u a rte rly » , κ α λ ο κ α ίρ ι 1977) άναφ έ ρ ε ι κ α ί τήν τ α ιν ία «The dam ned do n’ t cry» σ άν πα ρμ ένη ά π ό τό διή γ η μ α τού Φ ώ κνερ «The brooch», ή τ α ιν ία δμως αύτή ε ίν α ι στήν πρ α γμ α τ ικ ό τ η τ α πα ρμένη ά π ό τό μυθιστό ρ ημ α «Case history» τής Γκέρτρουντ Γου ώ κερ .
πρόσφατες εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης Β ιβ λ ιο θ ή κ η Γ ε ν ικ ή ς Π α ιδ ε ία ς Δ.Ρ. θεοχάρη. Νεολιθικός Πολιτισμός (17*24) σσ 198- χάρτες 2. έγχρ. είκ. 24. Α/Μ 49. σχ 57 Δρχ 400 Θάσου Καρογιώργη, Αρχαίο Κύπρος - Από τή Νεολιθική εποχή ώς τό τέλος τής Ρωμαϊκής (17x24). σσ 151 + πίν . είκ έγχρ 21. Α/Μ 250 Δρχ 300 Wolfgang Schadewaldt. Από τόν κόσμο καί τό έργο τού Ομήρου Λ' Τό όμήρικό ζήτημα Μετ. Φάνης I. Κακριδής (14x21). σσ. 284 + 28 Α/Μ είκ. Δρχ 370 C. Μ. Bowra, Αρχαία ελληνική λυρική ποίηση Α Αλκμάν, Στησίχορος. Αλκαίος. Σαπφώ Μετ Γιάννης Καζάζης (14x21). σσ. 408 Δρχ. 450 Paul Lemeria, Ό πρώτος βυζαντινός ούμανισμός Μετ Μ. Νυσταζοπούλου - Πελεκίδου -Encyclopedia da la PlOiade», Ιστορία καί μέθοδοί της: - Γενικά προβλήματα Μετ. Ελένη Στεφανάκη (14x21). σσ. 475 Δρχ 450 - Οι μαρτυρίες καί ή κριτική τους άξιοποίηση Μετ. Χρίστος Παπάζογλου (14x21), σσ. 354 Δρχ 350 - Παραδοσιακές βοηθητικές επιστήμες. Γραπτές μαρτυρίες Μετ. Ελένη Στεφανάκη (14x21). σσ. 423 Δρχ 430 «Encyclopedia da la Pliiada», Ιστορία τής Φιλοσοφίας: Α' Ή Καντιανή Επανάσταση Μετ. Κυριάκος Σ. Κατσιμάνης (14x21). σσ. 305 Δρχ 250 θ' 79ος αιώνας: Ρομαντικοί ■Κοινωνιολόγοι Μετ. Τίτος Πατρίκιος Παύλος Χριστοδουλιδης (14x21). σσ. 379 Δρχ 350 Γ 19ος-20ός αιώνας Ή Εξελικτική Φιλοσοφία Εθνικές Φιλοσοφικές Σχολές Μετ Μαριλίζα Μητσοϋ - Παππά (14x21). σσ 334 Δρχ 300
W. Wlndalband A Η. Halmaoatfi, Εγχειρίδιο Ιστορίας τής Φιλοσοφίας: Α' Ή φιλοσοφία τών άρχαίων Ελλήνων. Ή φιλοσοφία τών έλληνιστικών καί ρωμαϊκών χρόνων Μετ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος (14x21). σσ. 342 Δρχ. 350 Μ ε λ έ τ ε ς Ο ικ ο ν ο μ ικ ή ς
Ισ τ ο ρ ία ς
Γιώργου Δερτιλή, Τό ζήτημα τών τραπεζών (1871-1873). Οικονομική καί πολιτική διαμάχη στήν Ελλάδα του ΙΘ' αιώνα (14x21). σσ κα' + 355 + 37 είκ. Ι.Α. ΒολοωρΙτου, Ιστορία τής Εθνικής Τραπέζης τής Ελλάδος (1842-1902) (20x28). σσ 10 + 352 + η’ + πίν
Δρχ. 600
Ευτυχίας Δ. Λιάτα, Γενικό Ευρετήριο τού 'Ιστορικού Αρχείου τής Ε.Τ Ε. (17x24).σσ. 224+είκ. Α/Μ 33
Δρχ. 200
Δρχ. 350
Ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή Π ρ ο σ ω π ο γ ρ α φ ία Ε.Π. Παπανούτσου, Α. Δελμοϋζος (Ή ζωή του Επιλογή από τό έργο του) (14x21). σσ. 299+ είκ. Α/Μ 6 Δρχ 300 Λ ευκώ ματα Κάρλ Κρατσάιζεν, Προσωπογραφίες Ελλήνων καί φιλελλήνων άγωνιστών (Προλεγόμενα Π. Πρεβελάκη) (33x44), σσ. 16 + 14, σχέδια 16. λιθογραφίες 28
Δρχ. 1.300
Πινακοθήκη καί Γλυπτοθήκη τού Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής Τραπέζης στή Θεσσαλονίκη 31 έγχρωμοι πίν. 35x39 έκ. Δρχ. 400 Χρίστου καί Σέμνης Καρούζου. Θησαυροί τού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών (25 χ 30) σσ.
Σημείωση: Τα βφλιοδετημένα άντίτυπα έπφαρυνονται μέ 150 δραχμές
Π ωλούνται σέ όλα τό βιβ λιοπ ω λεία Κεντρ ική Δ ιάθεση: Πλατεία Μ ητροπόλεω ς 3, 2ος όρ ο φ ος (τηλ. 32.21.337) Π ρατήριο: Εθνική Τράπεζα. Καραγεώ ργη Σερβίας 2 (Πλατεία Συντάγματος) 7α έαοδα άπό τις πωλήαεις διατίθενται γιά πολιτιστικούς σκοπούς
89
Μέ χήν Εγγυημένη Επιταγή τής Εμπορικής Τράπεζας πΛ ηρώ νειεσιά στιγμή
τούς πά νιες καί ιά πάντα καί τά Λεφτά σας πιάνοσν...τόκο! Τώρα ή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ έφαρμόζει στην 'Ελλάδα τόν θεσμό τής ’ Εγγυημένης ’ Επιταγής. Είναι «χρήματα» μέ τά όποια πληρώνετε ή αγοράζετε ό,τιδήποτε, χωρίς νά τά έχετε επάνω σας. Κι ’ έπί πλέον, τά λεφτά σας πιάνουν... τόκο! Άνοϊξτε σήμερα ένα Τρεχούμενο Λογαριασμό Εγγυημένων ’ Επιταγών σ ’ όποιοδήποτε Κατάστημα τής ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ καί θά πάρετε ένα καρνέ έπιταγών καί τήν ΚΑΡΤΑ Ε. Μέ αυτήν ή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ έγγυδται κάθε επιταγή σας στήν όποια αναγράφεται ποσό μέχρι 5.000 δραχμές. "Ετσι γίνεται δεκτή παντού! Κ ι’ άπ’ τή στιγμή πού θά καταθέσετε τά χρήματα γιά ν’ ανοιχτεί ό λογαριασμός, άρχίζει νά μετράει γιά σάς ό τόκος! Μόνο ή 'Εγγυημένη ’ Επιταγή σάς προσφέρει εύκολία, σιγουριά, τόκο, πρόσθετο κύρος στίς συναλλαγές σας καί αυξημένη αγοραστική δυνατότητα, κάθε στιγμή. Θά τό διαπιστώσετε καί οί ίδιοι.
α Μ η μία εξυπηρέτηση απόχην
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
90
am·
επιλογή Στις σελίδες πού ακολουθούν ο ί συνεργάτες τού «Διαβάζω» παρο υ σ ιά ζο υ ν κ α ί κρίνουν μερικά από τά π ιό ενδιαφέροντα β ιβ λία πού κυκλοφόρησαν τούς τελευταίους μήνες. Τά β ιβ λ ία επιλέγει ή Σύνταξη τού περιοδικού.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ή ιστορική γνώση ώς φιλοσοφικό πρόβλημα ΑΝΤΑΜ ΣΑΦ: Ιστορία καί Αλήθεια. Μετ. Δημήτρη Δαονλα. Θεώρηση Γιάννη Κρητικού. ’Αθήνα, Ράππας, 1981. Σελ. 264. « Ε Χ Ε Ι παρατηρηθεί, κ α ί σωστά, πώ ς γ ιά τό ίδ ιο ιστορικό γεγονός ο ί Ισ το ρικο ί διατυπώνουν συ χνά διαφορετικές άπόψεις, μερικές μάλισ τα φ ο ρές διαμετρικά άντίθετες. Ο ί άπόψ εις αυτές δέν άφοροΰν κυρίω ς τή δομή τού γεγονότος κ α θ ’ έαυτήν άλλά τήν άποτίμησή του κ α ί τούς γενετικούς ορούς του. ’ Ασφ αλώ ς κ α ί ώς πρός έκείνη άνακύπτουν διαφωνίες. Ο ί διαφ ω νίες αύτές ε ίναι σχε τικ ά εύκολο νά άρθούν· άρκεΐ ν ά γίνει προσ εκτική μελέτη τών πηγών κ α ί ν ά άκολουθηθεΐ έπιστημολογικά δόκιμη ερευνητική δια δ ικ α σ ία . Ο ί διαφωνίες δμως πού άναφ έρονται στή γένεση κ α ί τήν άποτίμηση τού γεγονότος ε ίναι δύσκολο νά διασκεδασθοΰν, πολύ περισσότερο μάλισ τα νά άρθοϋν. Π ηγάζουν, ώς επ ί τό πο λύ, άπό τίς άρχές πού θέτει ό ιστορικός ώς καθοδηγητικό του μίτο κ α ί αιτιώ δη λόγο τής ενασχόλησής του μέ τήν ιστορία. Κ ατά συνέπεια, διαφ ω νίες τέτοιου είδους είναι Ιπ ιγέννη μα τής στάσης τού ιστορικού έναντι τής έν γένει προβληματικής τής ιστορίας κ α ί τών δρων μελέτης της, ή ύπαρξή τους δέ ενι σχύει τή γνώμη τού R. A ro n ,1 πώ ς ή θεω ρία προηγείται τής ιστορίας, ένώ παράλληλα νομιμο πο ιεί τό ερώτημα άν είνα ι γενικά έφικτή ή άντικειμενική γνώση στήν ισ τορική έπιστήμη. 'Η διάκριση τής ιστορίας σέ res gestas κ α ί hi storic! rerum gestarum διεύρυνε τή θεματική της, συγχρόνως δμως έδημιούργησε προβλήματα πού θέτουν ύπό άμφισβήτηση τό χαρακτηρισμό της ώς
επιστήμης κ α ί συνηγορούν γ ιά τή θεώρησή της ώς τέχνης. Π ρό κειται γ ιά προβλήματα ουσίας, άφού κλονίζουν τό κύρος τής ίστορικής γνώσης κ α ί άπεργάζονται τήν άπόσ χισ η τής ισ τορίας άπ ό τήν έπιστήμη. Τ έτοια προβλήματα ε ίν α ι πο λ λ ά .2 ’ Ανάμεσα στά σημαντικότερα θά μπορούσαμε νά συγκαταλέξουμε κ α ί τά άκόλουθα: τ ί ε ίν α ι ισ το ρ ία· τί όνομάζεται Ισ τορικό γεγονός· τί σημ αίνει περιγ ραφή, έρμηνεία κ α ί άξιολόγηση ένός ισ το ρικού γεγονότος· γ ιά π ο ιό σ κοπό ή ισ το ρία γίνε ται άντικείμενο μελέτης κ α ί μέ ποιούς δρους πρέ πει αυτή νά διεξάγεται· π ο ιά ή σχέση ισ τορίας κ α ί ιδεολογίας κ .ά . Προβλήματα δπως τά πα ρ α π ά ν ω δέν άποτελοϋν κατ’ άπ οκλειστικότητα άντικείμενο τού ιστορικού. Μ έ τήν έρευνά τους άσ χολείται κ α ί ό φιλόσοφος, άν κ α ί ίσως έπρεπε ν ά πούμε μόνο ό φιλόσοφος, άφ οϋ, στήν περίπτωση πού ό ισ τορι κός καταπιαστεί μ α ζί τους, π α ύ ε ι ν ά ιστορεί κ α ί ά ρ χίζει νά φ ιλ ο σο φ εί.3 “Αλλω στε τά προβλήματα αύτά ύπήρξαν έπιγέννημα κυρίω ς" φ ιλο σο φ ικο ύ στοχασμού έπί τής ισ τορίας, γ ι’ αύτό κ α ί ο ί φ ιλό σοφ οι προηγήθηκαν στή μελέτη τους. Ο ί ισ τορι κ ο ί όχ ι μόνο άκολούθησαν, άλλά κ α ί πολλές φο ρές τά παραθεώρησαν. ’ Α ρ κετο ί άλλωστε άσχολήθηκαν μέ αύτά γ ιά νά άπαντήσουν στις άπόψεις τών φ ιλοσόφ ω ν, κ α ί δ χ ι έπειδή άναγνώ ριζαν τή σπουδαιό τητά τους. ’ Αποτέλεσμα, ή δημιουρ γ ία μιας άντιδ ικ ία ς άνάμεσα στόν ισ τορικό κ α ί τό φ ιλόσοφο, ή ό π ο ια δμως προκλήθηκε περισσό τερο άπό παρανόηση κ α ί έλλειψη σωστής ενημέ ρωσης τού πρώτου γ ιά τό έργο τού δεύτερου. 'Ο φιλόσοφος δηλαδή, άσχολούμενος μέ τήν ιστορία, δέν ιστορεί· φ ιλοσοφ εί. Ά ντιδιασ τέλλο ντας τό ισ τορικό γίγνεσθαι πρός τό φ υσ ικό , άναζητεί τούς πιθανούς νόμους πού πρ ο σδιορίζουν τό πρώτο κ α ί έρευνά άν τό διέπει κ άπ οιο ς τελικός σκοπός κ α ί ποιός είν α ι αύτός. .'Η ένασχόληση μέ τή φ ιλο σο φ ία τής ισ τορίας δέν έπιβάλλεται άπ λ ά κ α ί μόνο ά π ό γνωσιο θεωρητικές άνησυχίες, άλλά κ α ί άπ ό τήν άνάγκη νά δοθεί άπάντηση σέ έρωτήματα πού έπιδρούν στήν πράξη κ α ί στήν ένεργοποίηση τού άτόμου. Ό άν θρωπος άναζητεί στήν ισ τορία τά σ τοιχεία τής ταυτότητάς του κ α ί τούς δρους πού διαρθρώνουν τήν προσω πικότητά του. Δέν ε ίν α ι τ υχαίο πώς β ιβ λ ία ισ τορικού περιεχομένου έχουν τούς περισ σότερους άναγνώστες κυρίω ς μετά άπ ό περίοδο
91
πολεμικών συγκρούσεων. 'Ο άνθρωπος είναι δε μένος μέ τήν ιστορία· σ' αυτήν διαβάζει τό πε πρωμένο του, στην ίδια πάλι άναζητεϊ τόν τρόπο υπέρβασής του. Ή ιστορία δμως ζωντανεύει μέσα άπό τή φιλοσοφική της θεώρηση. Χωρίς τό στο χασμό τού φιλοσόφου, παραμένει εικονογραφη μένο λεύκωμα δίχως κείμενο. Τό κείμενο τό γρά φουν οί φιλόσοφοι. Οί διαφωνίες τους ώς πρός τό περιεχόμενό του δέν τούς άφαιροΰν αυτό τό δικαίωμα. Μέσα άπό αύτές δ φιλοσοφικός λόγος διερμηνεύει στόν άνθρωπο τήν ιστορία. Οί δια φωνίες τών φιλοσόφων δέν είναι τίποτε άλλο παρά οί προσπάθειές τους νά διαλύσουν τήν άχλύ πού καλύπτει τό έστιακό σημείο τής ιστορίας. ‘Η σπουδή λοιπόν τής Ιστορίας άποτελεΐ χρέος γιά τό φιλόσοφο. Τό χρέος αύτό δέν τού τό έπιβάλλει δ σεβασμός πρός τήν παραδοσιακή θεμα τική τής φιλοσοφίας, άλλά ή διαπίστωση πώς μπορεί νά βοηθήσει αποφασιστικά στή μελέτη τής ιστορίας, καί μάλιο α σέ βαθμό πού νά ξεπερνά τίς άπαιτήσεις μιάς διεπιστημονικής συνεργα σίας. Οί φωνές, πού κατά καιρούς άκούονται γιά τό άντίθετο δέν πείθουν. Γι’ αύτό καί μέ ικανο ποίηση είδαμε πώς κυκλοφόρησε σέ έλληνική μετάφραση τό βιβλίο τού Adam Schaff Ιστορία κα ί αλήθεια.*
Στόχος τού Schaff είναι ή άπόδειξη τής μεγά λης συμβολής τής φιλοσοφίας στή μελέτη τής ιστορίας, κυρίως σ’ δ,τι άφορά τή μέθοδο καί τή στοχοθεσία της. Μέ καθοδηγητικό μίτο μαρξιστι κές θέσεις, χωρίς δμως καί νά καταδικάζει a priori τίς απόψεις μελετητών ξένων πρός τή μαρ ξιστική φιλοσοφία, ό συγγραφέας έξετάζει ένα σύνολο άπό προβλήματα πού άνακύπτουν κατά τήν Ιστορική έρευνα καί πού ή φιλοσοφία, ή όποια άλλωστε καί τά επισημαίνει, άν δέν τά έπιλύει, δπωσδήποτε δμως τά μελετά κατά τρόπο πού νά οδηγεί στήν όρθή άντιμετώπισή τους. Ό Schaff άφορμάται άπό τήν παρατήρηση πού άναφέραμε στήν άρχή, δτι δηλαδή οί ιστορικοί διαφωνούν σχετικά μέ τούς γενετικούς δρους ένός καί τού αύτοΰ γεγονότος. Γιά νά έπιβεβαιώσει, άκόμη μιά φορά, τήν παρατήρηση αυτή, παραθέτει (σ. 15-53) τίς γνώμες πού έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί γιά τή Γαλλική Επανά σταση. Γιατί έπέλεξε τή Γαλλική ’Επανάσταση, είναι φανερό. Ή ομοφωνία πού έπικρατεί ώς πρός τή σημασία της αίρεται, μόλις γίνει λόγος γιά τά γενεσιουργό της αίτια. Ώ ς πρός αύτά υποστηρίζονται οί πλέον f-.ντίθετες άπόψεις. 'Η πολυγνωμία αύτή δείχνει ι.έν τό πλέγμα τών δυσχερειών πού συμπαρομαρτοϋν στήν άναζήτηση τών γενετικών δρων ένός γεγονότος, συγχρόνως δμως θέτει ύπό άμφισβήτηση τήν έγκυρότητα τής ιστορικής γνώσης, στήν περίπτωση βέβαια πού αύτή άναφέρεται στήν έξακρίβωση τών αιτίων. ’Ανακύπτει λοιπόν τό έρώτημα άν ή ιστορική γνώση είναι εφικτή καί, συνακόλουθα, ποιά ή σχέση της πρός τήν άλήθεια. Γιά νά άπαντηθεϊ τό έρώτημα αύτό, πρέπει -κατά τόν Schaff— τό μέν έργο τού ιστορικού νά έξετασθεί μέ επιστημολο γικά κριτήρια, ή δέ ιστορική γνώση νά άποτιμη-
92
θεϊ μέ γνώμονα γνωσιολογικές άρχές. 'Ο Schaff άρχίζει τή μελέτη τού παραπάνω θέ ματος μέ τήν έξέταση τής θεωρίας τού L. von Ranke γιά τήν ιστορία, κυρίως δέ τής γνώμης του γιά τό έργο τού ιστορικού. ’Αναγνωρίζει (σ. 91) μέν τίς θετικές επιπτώσεις πού είχε στήν ιστορική έρευνα ή θεωρία τού Ranke, έπικρίνει δμως έν τονα τήν άποψή του γιά τό έργο τού ιστορικού. Τήν πρόταση τού Ranke, «έργο τού ιστορικού δέν είναι νά κρίνει τό παρελθόν ή νά διδάσκει τό πα ρόν, άλλά νά δείχνει πώς άκριβώς έγιναν τά πρά γματα», τή θεωρεί δχι μόνο έπιστημολογικά εσφαλμένη, άλλά καί καταστροφική γιά τήν ιστο ρική επιστήμη. Στή συνέχεια ό Schaff φυλοκρινεί τίς άπόψεις τών παροντιστών. ’Αρχικά στρέφεται έναντίον τού Croce, τόν όποιο θεωρεί ώς έμπνευστή τού παροντισμου. Οί άπόψεις τού Croce, παρατηρεί (σ. 94), συνεπάγονται όλέθριες συν έπειες γιά τήν ιστορία, γιατί καταργούν κάθε κρι τήριο ελέγχου τής άλήθειας καί τού ψεύδους. Ό Croce, συνεχίζει ό Schaff. δέσμιος μιάς ίδεαλιστικής άντίληψης γιά τήν ιστορία καί διαποτισμένος μέ μυστικιστικές πίστεις, δέν μπορούσε νά συγκροτήσει θεωρία γιά τήν ιστορία, ίκανή νά άντέξει στόν κριτικό έλεγχο. 'Υποστηρίζοντας, καταλήγει ό Schaff. πώς δέν είναι δυνατό νά μι λάμε γιά μιά μόνη ιστορία, δηλαδή γιά μιά μόνη ιστορική διαδικασία, άνοιξε τήν πόρτα στόν ύποκειμενισμό καί υποχρεώθηκε νά δεχθεί τόσες ίστορίες δσες καί οί ιστορικοί. Μέ τήν ίδια αύστηρότητα κρίνει (σ. 103 κ.έξ.) καί τίς άπόψεις τού Collingwood, καθώς καί έκεϊνες τών C. Beard καί C. Becker, εκπροσώπων τής λεγάμενης Σχο λής τής Columbia, καί τού C. Read, εκπροσώπου τής νέας γενιάς τών άμερικανών παροντιστών. 'Η θέση τού Schaff έπί τού παροντισμού είναι συν οπτικά ή άκόλουθη: Ό παροντισμός προβάλλει μιά «δεσμευμένη καί μεροληπτική ιστορία» (σ. 117), προσδιορίζει αύθαίρετα τό σκοπό τών ιστο ρικών έρευνών καί όδηγεί στή σχετικοκρατία (σ. 123). Μετά τούς παροντιστές, ό Schaff εξετάζει τίς γενικές άρχές τής κοινωνιολογίας τής γνώσης. Φρονεί πώς ή κοινωνιολογία τής γνώσης τού Mannheim καί τής σχολής του (σ. 125) άποτελεΐ φυσικό συμπλήρωμα τού παροντισμού, παρά τό γενετικό της δεσμό μέ τό μαρξισμό, κυρίως μέ τή διδασκαλία του γιά τή βάση καί τό έποικοδόμημα. Ό Schaff κατηγορεί τόν Mannheim γιά παραποίηση καίριων θέσεων τού μαρξισμού, ιδιαίτερα έκείνων πού άφορούν τήν έννοια τής Ιδεολογίας καί τή σημασία τού δρου ψευδής συν είδηση. Στόχος τού Schaff είναι νά άποδείξει πώς ή ταξικά έξαρτημένη επιστημονική γνώση είναι άντικειμενική, τά πορίσματά της δέ συγκροτούν έπί μέρους άλήθειες. Γιά νά πείσει πώς μιά τέτοια γνώση δέν όδηγεί στή σχετικοκρατία, διερευνά ένα σύνολο άπό προβλήματα, τά όποια κατ’ ούσίαν συνιστούν τή θεματική τής φιλοσοφίας τής ιστορίας. Ό Schaff άρχίζει τήν έρευνά του (σ. 176) μέ τόν προσδιορισμό τού δρου ιστορικό γεγονός.
Στη συνέχεια εξετάζει τόν τρόπο έργασίας τού ιστορικού, τή δυνατότητα εφαρμογής στην ίστορία τής άρχής τής αιτιότητας καί τή νομιμότητα τής άναζήτησης στό ιστορικό γίγνεσθαι ένός τελι κού σκοπού. Οί άπόψεις του έπί τών θεμάτων αυτών είναι συνοπτικά οί έξής: 'Ιστορικό γεγονός πρέπει νά θεωρείται κάθε συμβάν τού άτομικού καί τού κοινωνικού βίου, άφοΰ περάσει έπιτυχώς τή δοκιμασία εκείνη πού θά βεβαιώνει την αι τιώδη καί έπενεργό σχέση του.πρός άλλα συμ βάντα. Κριτήριο έπομένως γιά τό χαρακτηρισμό ένός γεγονότος ώς ιστορικού είναι ή έπενέργειά του σέ μιά ολότητα, έξακριβώνεται δέ αυτή μέ γνώμονα τό σημείο άναφοράς του. Έργο τού ιστορικού δέν είναι μόνο ό εντοπισμός καί ή περιγραφή τών γεγονότων, άλλά καί ή έρμηνεία καί ή άξιολόγησή τους. Ή τελολογική εξήγηση είναι άναγκαία στήν ιστορική Ιπιστήμη, άφού ή τελευταία μελετά συνειδητές πράξεις, πράξεις δηλαδή πού έπιτελούνται γιά κάποιο σκοπό. Ό Schaff, έπισκοπώντας τίς παραπάνω άπόψεις του, παρατηρεί πώς αύτές άφήνουν άναπάντητο τό αίτημα γιά άντικειμενικότητα. 'Η εφαρ μογή τους δηλαδή δέ διασφαλίζει τό κύρος τής ιστορικής γνώσης, άφού δέν έκβάλλει τόν υπο κειμενικό παράγοντα, πού άναμφίβολα ύφέρπει στήν ιστορική ερευνά. ’Αναζητεί λοιπόν ό Schaff τό μέσο εκείνο πού θά άποτρέπει τίς ύποκειμενικές επιλογές, σέ σημείο μάλιστα πού νά τίς έξαλείφει. ‘Ως τέτοιο δέχεται (ο. 243) τήν κοινω νική διαδικασία άνάπτυξης τής γνώσης. 'Η δια πίστωση τής κοινωνικής εξάρτησης τής γνώσης, παρατηρεί, έπιβάλλει τή μετάβαση άπό τό επί πεδο τής άτομικής γνώσης στό έπίπεδο τής γνώ σης εκείνης πού άποκτάται μέσα άπό τίς διάφο ρες κοινωνικές συνάφειες. Μέ τή μετάβαση αύτή, έπάγεται (σ. 263), ή ιστορική γνώση άφ’ ένός μέν συνάπτεται πρός τήν κοινωνική ζωή, άφ’ έτέρου δέ φανερώνει τήν Ιδιομορφία της, ή όποια καί άποτελεί τήν ειδοποιό διαφορά της. Μέ αυτό ό Schaff έννοεϊ πώς ή ιστορική γνώση τείνει πρός τήν άπόλυτη άλήθεια, τό μόνο όμως πού κατορ θώνει είναι νά τήν προσεγγίζει συνεχώς μέσα άπό σχετικές άλήθειες. Στηριζόμενος κανείς στήν παραπάνω πρόταση, θά εδικαιούτο νά παρατηρήσει πώς ό Schaff κλεί νει πρός τό σκεπτικισμό, παράλληλα δέ ύποβαθμίζει τήν ιστορική γνώση. Ό ίδιος ό Schaff δέ χεται τήν έγκυρότητα μιάς τέτοιας παρατήρησης, τήν άντικρούει όμως μέ τό έπιχείρημα πώς ή άποτίμηση τής ιστορικής γνώσης πρέπει νά γίνεται μέ κριτήρια διαφορετικά άπό εκείνα πού χρησιμο ποιούνται συνήθως γιά τήν άξιολόγησή τής γνώ σης πού παρέχουν άλλες έπιστήμες, κυρίως οί θε τικές. Ή ιστορική γνώση, σημειώνει (σ. 263), συνδέεται μέ τήν κοινωνική ζωή, μέ άποτέλεσμα νά μεταβάλλεται, όσο προχωρεί- ή γνώση πού άποκτάμε γιά τήν τελευταία. 'Η μεταβλητότητα έπομένως τής πρώτης είναι έπακόλουθο τής εξ έλιξης τής δεύτερης καί κατά συνέπεια δέν υπη ρετεί τόν υποκειμενισμό· άντίθετα μάλιστα τόν έξοβελίζει. Ή έπιχειρηματολογία πού ό Schaff
Η < <
Θ X <
UJ
<
ΔΙΑΘΕΣΗ: ΝΙΚΟΣ ΚΑ’ΛΛΕΝΤΗΣ Κολοκοτρώνη 15, Αθήνα τηλ 32.34.270 - 32.35.241
ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ
I I
ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
93
προσάγει γιά νά τεκμηριώσει τήν άποψή του αύτή δείχνει πώς κατατάσσει τήν ιστορία στίς κοινωνι κές έπιστήμες. Χωρίς νά παίρνει μέρος στή δια μάχη σχετικά μέ τόν έπιστημονικό χαρακτήρα των κοινωνικών έπιστημών -διαμάχη πού όφείλεται σέ καθαρά έπιστημολογικούς λόγους- καλεΐ τόν Ιστορικό νά συνειδητοποιήσει τήν Ιδιομορφία τής επιστήμης του καί νά θεωρήσει τή, σύνδεσή της μέ τήν κοινωνική ζωή ώς άπόδειξη τής άναγκαιότητάς της. 'Ο Schaff κατέληξε στίς παραπάνω άπόψεις άφοΰ έξέτασε τήν προβληματική τής Ιστορίας μέ φιλοσοφικές κατηγορίες. Δανείστηκε άπό τή φι λοσοφία διδασκαλίες πού τόν βοήθησαν νά θεματοποιήσει προβλήματα πού άνακύπτουν κατά τήν ιστορική ερευνά. Οί διδασκαλίες αύτές άναφέρονται σέ καίρια ζητήματα τής φιλοσοφίας, γι’ αύτό καί ή εφαρμογή τους στήν Ιστορική έρευνα παρουσιάζει ξεχωριστό ένδιαφέρον. Δέν είναι βέβαια δυνατό νά μάς άπασχολήσουν όλες· θά άναφερθοΰμε σ’ έκείνη μέ τήν όποια διαρθρώνει κυρίως τή μελέτη του. Τή θεωρία δηλαδή γιά τήν άλήθεια. Ά π ό τίς θεωρίες πού έχουν διατυπωθεί σχε τικά μέ τό πρόβλημα τής άλήθειας, ό Schaff υιο θετεί αύτήν πού δέχεται τήν άλήθεια ώς άντανάκλαση, τή συνάπτει όμως καί μέ διδάγματα έκείνης πού τοποθετεί τήν άλήθεια στήν άντιστοιχία πράγματος καί νόησης. Ή έφαρμογή όμως στήν ιστορική επιστήμη έκείνης τής θεωρίας γιά τήν άλήθεια πού δέχεται τήν τελευταία ώς πιστή άντανάκλαση τής άνΐικειμενικής πραγματικότητας μέσα στήν άνθρώπινη συνείδηση, δημιουργεί δυσκολοαπάντητα έρωτήματα. Ί*ό ίδιο συμβαίνει καί στήν περίπτωση πού τή συσχετίσουμε μέ τήν καλούμενη κλασική θεωρία τής άλήθειας, έκείνη δηλαδή πού τοποθετεί τήν άλήθεια στήν άντιστοιχία, συμφωνία ή άνταπόκριση τής πραγματι κότητας μέ τή νόηση. Τό κύριο πρόβλημα πού οί θεωρίες αύτές θέτουν άφορά τή σημασία τής πρα γματικότητας άπό τή μιά μεριά, τήν έννοια τής άντιστοιχίας άπό τήν άλλη. Καί άν άκόμη δε χθούμε -καί είμαστε υποχρεωμένοι νά τό κά μουμε αύτό γιά νά μήν όδηγηθοΰμε σ’ έναν άκραίο κι Ιπομένως ούτοπικό ιδεαλισμό- πώς πραγματι κότητα σημαίνει μία μόνη περιοχή τού εκτός τής συνείδησής μας κόσμου, πάλι τό πρόβλημα παρα μένει, γιατί πώς ή περιοχή αύτή, άφού καλύπτε ται -όσο βέβαια άφορά τήν ιστορία- άπό γεγο νότα τού παρελθόντος, μπορεί νά άντανακλασθεί στή συνείδησή μας; Ό Schaff θεωρεί πώς ξε περνά τή δυσκολία αύτή, διευκρινίζοντας (σ. 82) ότι λέγοντας άλήθεια εννοεί «άληθής κρίση», «άληθής πρόταση». Μέ τή διευκρίνιση όμως αύτή δέν αίρει τό πρόβλημα· άπλώς έρμηνεύει τήν κλασική θεωρία τής άλήθειας καί προσπαθεί νά έπισημάνει κοινά σημεία άνάμεσα σ’ αύτήν καί έκείνη πού δέχεται τήν άλήθεια ώς άντανάκλαση. •Τό έρώτημα όμως είναι πώς διαρθρώνεται ή κρίση πού θά χαρακτηρισθεί ώς άληθής. “Οταν δηλαδή συνάπτουμε τήν κρίση μέ τήν άλήθεια, αύτήν δέ μέ τήν πραγματικότητα, δέν μπορούμε νά '9 4
έξετάσουμε τίς άιεργασίες σχηματισμού τής πρώ της μέ κριτήρια τής τυπικής λογικής. Ή κρίση δηλαδή δέν κατασκευάζει μιά πραγματικότητα, άλλά τήν καταφάσκει, γι’ αύτό καί δ ’Αριστοτέ λης, σέ διδασκαλίες τού όποίου θεμελιώνεται, ώς γνωστό, ή θεωρία τής άντιστοιχίας, γράφει στά Μ .τ.φ. 1051b6 κ.έξ.: Οχι επειδή έμεϊς νομ ί ζουμε δτι εσύ στ’ άλήθεια είσαι λευκός, είσ αι έσύ λευκός, άλλά επειδή εσύ είσαι λευκός, εμείς πού είπ αμε αύτό άληθεύουμε». Κατά συνέπεια, ή
κρίση μας στήν περίπτωση αύτή άληθεύει, είναι δηλαδή άληθής, έπειδή, όπως θά έλεγαν οί Στωικοί, βεβαιώνεται άπό τήν «όεϊξιν».5 'Η όείξις όμως δέν μπορεί νά ίσχύσει στήν ιστορική έρευνα. Κατ’ αύτήν ό ιστορικός δημιουργεί τήν δείξιν, γι’ αύτό καί τό πρόβλημα είναι πώς θά τή δημιουργήσει, χωρίς νά ένδώσει σέ ύποκειμενικούς, μέ τήν εύρεία σημασία τής λέξης, όρους. Διάσταση τής θεματικής τής άλήθειας θεωρεί ό Schaff τό πρόβλημα τής ταξικής έξάρτησης τής γνώσης. Πρόκειται άσφαλώς γιά ιδιαίτερα σοβα ρό πρόβλημα, πού πρέπει νά έξετάζεται χωρίς τήν παρέμβαση έπιστημονικό άνεξέλεγκτων μηχα νισμών. Ή μονοπρισματική έξέτασή του άποπροσανατολίζει τό μελετητή καί τόν όδηγεϊ σέ μονο διάστατα σχήματα σκέψης, μέ άποτέλεσμα καί τά θετικά στοιχεία τής ερευνάς του νά χάνονται μέ σα στή δίνη άντιμαχιών, άσχετων κατ’ ούσίαν πρός τήν έπιστημονική ζήτηση. Ό Schaff, άποδεχόμενος τήν ταξική εξάρτηση τής γνώσης, οφείλε νά άπαντήσει στό έρώτημα πώς μιά τέτοια γνώση όδηγεϊ στήν άπόλυτη άλήθεια, τήν άλήθεια δηλα δή πού ό ίδιος θέτει ώς στόχο τής ιστορικής έρευ νας. Ή άπάντηση θά μπορούσε νά ήταν ή άκόλουθη: ή ταξικά έξαρτημένη γνώση όδηγεϊ στήν άπόλυτη άλήθεια, στό μέτρο πού ή ίδια άταξικοποιείται, πηγάζει δηλαδή άπό μιά άταξική κοινω νία. Μιά τέτοια άπάντηση, συνεπής πρός τή θεώ ρηση τής άλήθειας ώς διαδικασίας καί συσχέτισης τής τελευταίας αύτής πρός τήν άταξικοποιούμενη κοινωνία, άποτελεϊ κατά κύριο λόγο συλλογιστι κό συμπέρασμα, οί προκείμενες τού όποίου σχη ματίζονται μέσα άπό διεργασίες πού δημιουργούν πλήθος έρωτήματα. ’Ασφαλώς τό πρόβλημα τής ταξικής έξάρτησης τής γνώσης είναι πολυσχιδές, γι’ αύτό καί άρκούμεθα έδώ στήν παρατήρηση πώς δέν πρέπει νά έξετάζεται κατά τρόπο πού νά όδηγεϊ στή στενό τητα τής μεθοδολογικής άρχής ή νά έπιτρέπει σέ πολιτικά καί ιδεολογικά σχήματα νά άποβαίνουν προσδιοριστικοί παράγοντες τής επιστημονικής έρευνας. Δέν άρνούμαστε πώς «οί ερωτήσεις ενός εργάτη πού διαβάζει »β είναι δόκιμες καί πρέπει νά άπαντηθούν. Νομίζομε όμως πώς είναι δυνατό νά άπαντηθούν, χωρίς νά παραβιασθούν οί αύστηροί κανόνες τής έπιστημονικότητας. Καί ό ιστορικός πού τούς τηρεί, συμμερίζεται τήν παρατήρηση-άπορία τού έργάτη: «πόσες κ α ί πό σες ίστορίες/πόσες κ α ί πόσες απορίες».1
’Ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζει έπίσης ή άποψη τού Schaff γιά τήν ιδιομορφία τής ιστορι κής έπιστήμης. Νομίζομε όμως πώς ή ιδιομορφία
αύτή όφείλεται κυρίως στην άδυναμία τού ιστο ρικού νά έποπτεύσει τό υλικό του, άδυναμία πού δέν είναι δυνατό νά ύπερβαθεΐ. Γιά τό λόγο άκριβώς αύτό, πρέπει νά άντιμετωπίζεται έπιστημολογικά καί όχι ιδεολογικά. Ή άνασύνθεση τού παρελθόντος δέν είναι ποτέ πλήρης· γιά τούτο καί ό Ιστορικός άποβαίνει κυρίως έρμηνευτής.8 Ή έρμηνεία του δμως είναι έπακόλουθο τής συγχώνευσης δύο δριζόντων· έκείνου μέσα στόν όποιο ό ίδιος ζεϊ, καί αύτού στόν όποιο έλαβε χώρα τό γεγονός πού έρμηνεύει. Κατά συνέπεια, ή έρμηνεία δέν είναι μέν άνεξάρτητη άπό τό παρόν, δέν πρέπει όμως καί νά ύποτάσσεται σ’ αύτό. Σέ μιά τέτοια περίπτωση όδηγούμεθα σέ άνεπίτρεπτους έκλεκτικισμούς καί έπισφαλεΐς έπιστημονικά γενικεύσεις. Ά π ό τήν άποψη αύτή, συμφω νούμε μέ τόν Schaff πώς άφετηρία τού ιστορικού πρέπει νά είναι ή όλη ιστορική διαδικασία καί όχι έπί μέρους σημεία της. νΙσως θά ήταν περιττό νά σημειώσουμε πώς μέ τίς παραπάνω παρατηρήσεις δέν άποτιμούμε άρνητικά τό βιβλίο τού Schaff. Τό άντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Δέν πρέπει άλλωστε νά λησμονούμε πώς ή άξια ένός βιβλίου έγκειται καί στις συζη τήσεις πού προκαλεϊ. Ό ίδιος δ συγγραφέας, εξ ετάζοντας τά θέματά του μέ κριτικό πνεύμα, καλεί τόν άναγνώστη σέ διάλογο. Χειραγωγείται μέν, όπως καί στήν άρχή άναφέραμε, άπό μαρξι στικές θέσεις, δέν κρίνει όμως τίς άπόψεις πού έξετάζει μέ μοναδικό γνώμονα τή συμφωνία τους πρός έκείνες. 'Η μαρξιστική φιλοσοφία δέν άσκεί καταλυτική Ιπίδραση έπί τού Schaff· άντίθετα, τόν εξοπλίζει άρτιότερα καί τόν βοηθεϊ νά φθάσει στόν ερευνητικό του στόχο, στήν άπόδειξη δη λαδή τής σημασίας πού έχει ή φιλοσοφία γιά τή μελέτη τής ιστορίας. Τό βιβλίο του -έχει Ιδιαίτερο ένδιαφέρσν γιά όσους δέν κωφεύουν στίς ριπές πού δέχεται τόν τελευταίο καιρό ή φιλοσοφία τής ιστορίας. ’Ασφαλώς ή φιλοσοφία τής ιστορίας άποτελεϊ καθ’ έαυτήν πρόβλημα. Έρωτάται δηλαδή άν εί ναι έξ άντικειμένου εφικτή ή Ιπίτευξη τής στοχοθεσίας της. Ή φιλοσοφία δηλαδή τής ιστορίας προϋποθέτει τή δυναμική συνέχεια καί τήν ένότητα τής ιστορίας. Ό χ ι μόνο γιά λόγους μεθο δολογικούς, άλλά καί γιά λόγους ούσίας -κυρίως μάλιστα γι’ αύτούς- μιά άσυνεχής καί κομματια σμένη ιστορία δέν μπορεί νά καταστεί άντικείμενο φιλοσοφικού στοχασμού. 'Η ενότητα όμως τής ιστορίας δέ θεμελιώνεται στήν a priori σύλ ληψή της· πρέπει νά καταδειχθεϊ μέσα στό σύν ολο τών γεγονότων πού συνθέτουν τό ιστορικό γίγνεσθαι. Τά γεγονότα όμως αύτά διακρίνονται γιά τήν πληθώρα τών μεταλλαγών τους καί τήν πολυείδεια τών σημείων άναφοράς τους, γι’ αύτό καί ή κατάδειξη τής ένότητάς τους είναι όχι μόνο δύσκολη, άλλά καί προβληματική. Γιά τό λόγο άκριβώς αύτόν, ή νομιμότητα τής φιλοσοφίας τής Ιστορίας άποτελεϊ άνοικτό έρώτημα, τό όποιο, τά τελευταία κυρίως χρόνια, έχει καταστεί βασανι στικό πρόβλημα.9 Ό Schaff άντιμετώπισε τό πρόβλημα αύτό κατά τρόπο θετικό καί γόνιμο.
Φώτισε τίς διάφορες πλευρές του, είρχώρησε στίς πολλαπλές διαστάσεις του καί άπάντησε μέ σο βαρά έπιχειρήματα σ’ έκείνους πού άρνούνται στό φιλόσοφο τό δικαίωμα νά άσχολεΐται μέ τήν Ιστορία. ’Ιδιαίτερα άξιοσημείωτη είναι ή προσπάθειά του νά,βρεί ενωτικά σημεία άνάμεσα σέ μαρξιστικές θέσεις καί σέ άπόψεις θεμελιωμένες σέ άντίθετες άρχές. 'Η άποψη τού Schaff (σ. 263) πώς οί ιστορικοί πού ύποστηρίζουν διαφορετικές άπόψεις γιά τό ίδιο ζήτημα δέν ψεύδονται, «άν διαθέτουν έπιστημονική έντιμότητα καί διακατέ χονται άπό ζήλο γιά τήν άντικειμενική άλήθεια», άποτελεϊ σημαντική συμβολή στήν άναζήτηση τρόπου μελέτης τής ιστορίας πού νά είναι άνεπηρέαστος άπό κάθε είδους Ιδεολογικές σκοπιμότη τες. ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡΟΝΗΣ Σημειώνεις:
1. Raymond Aron. Introduction a la philosophic de I’histoire. Paris 1938. a. 93. Τό βιβλίο αυτό μεταφρά στηκε καί ατά αγγλικά άπό τόν G. J. Irwin. London 1961. 2. Βλ. λεπτομερή άναγραφή καί εμπεριστατωμένη ανά λυση εις Θ. Βέικον, Φιλοσοφία τής Ιστορίας, ’Αθήνα 1980, σ. 14 κ.έξ. 3. Αύτό έκαμε, άνάμεσα σέ άλλους ιστορικούς, καί ό R. G. Coiiingwood. 4. Κυκλοφόρησε άπό τίς εκδόσεις Ράππα, σέ μετάφραση Δημήτρη Δαούλα. 5. Βλ. Νικολάου Χρόνη, ’Αληθές καί ύπάρχον κατά τούς Στωικούς. Μνήμη Αναστασίου Γιανναρά, Α θήνα, 1981. σ. 103 κ.έξ. * 6. Τίτλος ποιήματος τον Bertolt Brecht. 7. ΟΙ τελευταίοι στίχοι τού ποιήματος τού Brecht, που άναφέραμε στή σημ. 6. 8. Πβ. καί Η. G. Gadamer, Wahrheit und Methode. Grundztige einer philosophischen Hermeneutik, Tiibingen 19652, σ. 287. 9. Γιά τό θέμα αύτό βλ. τά Πρακτικά τον Συνεδρίου πού έγινε τό 1974 στήν Ιερουσαλήμ καί πού είχε ώς γενικό θέμα τή φιλοσοφία τής Ιστορίας. Τά Πρα κτικά έξεόόθησαν τό 1978, άπό τόν Υ. Yovel. μέ τόν άκόλονθο τίτλο: Philosophy of History and Actions. Papers Presented at the First Jerusalem Philosophical Encouter, December 1974. Ed. by Yirmiahu Yovel, London-Jerusalem 1978. Δές κυρίως τήν άνακοίνωση τού R. Polin. Farewell to the Philosophy of History, σ. 201 κ.έξ., καθώς καί τή συζήτηση άνάμεσα σέ μέλη τον Συνεδρίου (σ. 219 κ. έξ.) έπί τον θέματος: είναι δυνατή ή φιλοσοφία τής ιστορίας;
95
Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ
συμβολή στην άπομυθοποίηση τοΰ ρόλου των πολυεθνικών ΒΑΣΩΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ: Πολυεθνικές επιχει ρήσεις καί άναπτιισσόμενες χώρες. Ή περί πτωση τής 'Ελλάδας. 'Αθήνα, Gutenberg. 1981. Σελ. 306.
Η ΒΑΣΩ Παπανδρέου, μέ τή μελέτη της αύτή, πού κατά κάποιον τρόπο άποτελεϊ συνέχεια προηγούμενων δημοσιευμάτων της, έρχεται νά καταθέσει μιά ουσιαστική συμβολή στή διερεύνηση τοΰ φαινομένου τών πολυεθνικών επιχειρή σεων καί ιδιαίτερα τών επιπτώσεων τους στίς άναπτυσσόμενες χώρες. Δεδηλωμένη στόχευση, ή συμβολή στήν άνασκευή τών επιχειρημάτων τής συμβατικής οικονομικής σκέψης, πού θέλει τίς πολυεθνικές φορέα άνάπτυξης. "Αλλωστε ή σ. έξαρχής άποσαφηνίζει τήν άντίθεσή της στίς στενά οικονομικές προσεγγίσεις. Τάσσεται άνεπιφύλακτα ύπέρ «μιας συνολικής θεώρησης τής δυναμι κή? τής Εξέλιξης καί τού μετασχηματισμού τών κοινωνικών δομών», δίνοντας ιδιαίτερη «έμφαση στήν κοινωνικο-πολιτική διάσταση τών οικονομι κών σχέσεων». Ή Β. Π., μαζί μέ τόν J. Attali, άπαιτεΐ «νά τελειοποιήσουμε τά όργανα μιάς και νούργιας κοινωνικής έπιστήμης, πού θά είναι σύγχρονα ιστορική καί πολιτική, τεχνολογική καί άνθρωπολογική, μαθηματική καί ψυχαναλυτική, καί όπου ή οικονομία θά είναι μόνον ένα άπό τά στοιχεία της. "Οχι πιά βάζοντας δίπλα δίπλα τίς γνωσιολογικές μεθόδους, άλλά συνενώνοντας τά άντικείμενα. Οί έπιστήμες τής έξουσίας πρέπει νά γίνουν ή μία ’Επιστήμη τής έλευθερίας». Μέ άφετηρία μιά τέτοια τοποθέτηση, είναι φυσικό ή έρευνα νά πάρει άλλους δρόμους άπ’ αύτούς πού ύποδεικνύουν οί νεοκλασικές θεωρίες τών διε θνών οίκονομικών σχέσεων. Ή μελέτη αύτή, όπως σημειώνει στόν πρόλογό της ή σ., στηρίζεται στή διδακτορική της δια τριβή, γεγονός στό όποιο φαίνεται νά οφείλεται σέ κάποιο βαθμό ή συστηματικότητα, άλλά καί κάποιος φορμαλισμός πού διακρίνει τήν έρευνα. Ή εργασία άποτελείται άπό δυό μέρη. Τό πρώτο άναφέρεται γενικά στίς έπιπτώσεις τών πολυεθνικών στίς άναπτυσσόμενες χώρες, ένώ τό δεύτερο διερευνά είδικότερα τίς έπιπτώσεις τους
96
στήν έλληνική βιομηχανία. 'Η σ., άφοϋ έκθέσει τά προβλήματα όρισμού κι άποδείξει τή βαρύ τητα τών πολυεθνικών, άναλύει τίς έπιπτώσεις τους στή βιομηχανική δομή, στή δομή τής άγοράς, στό ισοζύγιο πληρωμών καί στό έμπορικό Ισοζύγιο, γιά νά καταλήξει στή διερεύνηση τής συμβολής τών πολυεθνικών στήν άνάπτυξη. Τό δεύτερο μέρος έπαναλαμβάνει σέ γενικές γραμμές τήν ίδια διαδρομή, άλλά τώρα συγκεκριμένα, στά έλληνικά δεδομένα. Ή ιδιοτυπία τών πολυεθνικών συνίσταται στήν προώθηση μιάς διπλής διαδικασίας, άφ’ ένός διε θνοποίησης τής παραγωγής καί τού έμπορίου καί άφ’ έτέρου έσωτερίκευσης τών δραστηριοτήτων τους στούς έθνικούς χώρους. Αυτό σημαίνει ότι ό καταμερισμός έργασίας στούς κόλπους τών πο λυεθνικών συγκροτημάτων έπηρεάζει ουσιαστικά τό διεθνή καταμερισμό έργασίας, ή, άλλιώς, ότι λειτουργίες τής άγοράς -·ερνάνε στά κέντρα λή ψης άποφάσεων τών πολυεθνικών, γεγονός πού τείνει νά άγνοήσει ή θεωρία τοΰ συγκριτικού πλεονεκτήματος καί τοΰ έλεύθερου έμπορίου. “Ενα δεύτερο άποτέλεσμα αύτής τής διαδικασίας είναι ή άνάπτυξη ένός δυϊσμού. Ή θυγατρική, μέ τήν ένσωμάτωσή της στήν ντόπια οικονομία, οφείλει νά λειτουργεί σά συστατικό μέρος της, ένώ ταυτόχρονα άποτελεϊ όργανικό μέρος τού πολυεθνικού συγκροτήματος. Αύτή ή άντίφαση δέν είναι χωρίς ένδιαφέρον. Τό γεγονός καί μόνο ότι τό ένδοεπιχειρησιακό έμπόριο διευρύνεται συνεχώς καί ότι οι τιμές σ’ αύτές τίς συναλλαγές, όπως εύστοχα σημειώνει ή σ., είναι ένα λογιστικό έπινόημα, δίνει ένα μέτρο τού πλέγματος τών προβλημάτων πού άνακύπτουν, γιά νά έπιλυθούν συνήθως σέ βάρος τών άναπτυσσόμενων χωρών. Είναι προφανής ή στρατηγική σημασία τού έλέγχου τών πηγών πρώτων ύλών γιά τά πολυε θνικά συγκροτήματα, πού, σημειωτέον, κινούνται καί σάν πωλητές καί σάν άγοραστές στίς διεθνείς όλιγοπωλιακές άγορές. Οί έπενδύσεις γιά έκμετάλλευση πρώτων ύλών, έπειδή άκριβώς εντάσ σονται σέ μιά καθετοποιημένη παραγωγική δια δικασία στά πλαίσια τών πολυεθνικών, έχουν περιορισμένες έπιπτώσεις στήν ντόπια οικονομία όσον άφορά τά πολλαπλασιαστικά τους άποτελέΆλλά καί οί έπενδύσεις ύποκατάστασης τών εισαγωγών, μέσω τών όποιων οί πολυεθνικές διεισδύουν στίς άγορές πού προστατεύονται μέ διάφορες μορφές δασμολογικών φραγμών, παρ’ όλες τίς βραχυπρόθεσμα άνακουφιστικές τους έπιπτώσεις στό ισοζύγιο πληρωμών, μεσοπρόθε σμα λειτουργούν έπιβαρυντικά. λόγω τής δυνατό τητας έξαγωγής συναλλάγματος μέ τή μορφή κερ δών κλπ. Πέρα όμως άπ’ αύτό, τό σημαντικότερο είναι ότι συμβάλλουν στή στρέβλωση τής παρα γωγικής βάσης. “Αλλωστε, λόγω τού ότι άπευθύνονται κατά κύριο λόγο στήν ύπάρχουσα άγορά τών άνώτερων εισοδηματικών στρωμάτων, παρά γουν προϊόντα πολυτελείας γιά τό μέσο έπίπεδο, γεγονός πού λειτουργεί θετικά στήν ένίσχυση τής άνισοκατανομής τού εισοδήματος.
Ο ί έπενδύσεις, τέλος, έξαγωγικού προσανατο λισμού, πού άνθοϋν σέ χ ώ ρ ε ; δπως π .χ . ή Φ ορ μόζα ή ή Ν. Κορέα, συνδέονται μέ τό φαινόμενο μεταφοράς τών βιο μη χα νικώ ν κλάδων έντασης έργασίας στίς χώρες δπου υπ άρ χει άφθονο, πειθαρχημένο κ α ί φτηνό έργατικό δυ ναμικό. Δέν εί ναι τυχαίο βέβαια δτι στή Β ρ α ζ ιλ ία , τό οικονο μικό θαύμα τής δποίας τόσο ύμνήθηκε, ένώ τό ποσοστό αύξησης τού άκαθάριστου έθνικού προϊόντος έφτανε τό έντυπωσιακό 10%, ο ί πρ α γματικοί μισθοί σημείωναν πτώση τής τάξης τού 35%· 'Α λλωστε, σ’ δλες αύτές τίς περιπτώσεις, οί πολυεθνικές έλέγχουν άπόλυτα τά σχετικά μέ τό μάρκετινγκ, τή χρηματοδότηση, τό μηχανολογικό έξοπλισμό κλπ., μήν άφήνοντας κανένα περ ιθ ώ ριο αυτονόμησης. Ή έξαρτημένη άνάπτυξη αύτοΰ τού είδους σέ χώρες τού Τρίτου Κόσμου οίκοδομεϊται στήν εξαντλητική έκμετάλλευση τών άνθρώπινων πόρων, κ α ί τίς περισσότερες φορές συνοδεύεται άπό δικτατορικές πολιτικές δομές. Έ ν α άλλο έξαιρετικά σ ημαντικό σημείο πού διερευνά ή Β. Π . είναι ό ρόλος τών πολυεθνικώ ν στή μεταφορά τεχνολογίας. Ε ίν α ι άλήθεια δτι κ α ί ή εμπειρ ία κ α ί ή θεωρητική έρευνα συγκλίνουν στή διάψευση τών έλπίδων πού είχαν έπενδυθεϊ σ’ αύτό τό πεδίο . Σήμερα οί άμφισβητήσεις έστιάζονται στό κόστος τής μεταφοράς τεχνολο γίας κ α ί στήν καταλληλότητά της γ ιά τίς άνάγκες τών άναπτυσσόμενων χω ρών. 'Η στεγανοποίηση τής τεχνολογίας στό έσωτερικό τών πολυεθνικών άποτρέπει τή διάχυσή της. Έ τ σ ι ή μεταφορά έχει νόημα γεωγραφικό κ ι ό χ ι ο ικονο μικό . Ε ίν α ι φ α νερό άκόμα δτι τό κόστος καθ ορίζεται λιγότερο ή περισσότερο αύθαίρετα. 'Η άγορά τεχνολογίας είναι ιδιόμορφη κ α ί όλιγοπ ω λιακή . Ε ίν α ι χ α ρ α κτηριστική ή γνώμη ένός μάνατζερ μιάς θυγατρι κής άμερικάνικης έπιχείρησης στό Μ ε ξικ ό , πού άναφέρει ή σ.: «Ο ί πληρωμές γ ιά τεχνολογία εί ν α ι ό ευκολότερος νόμιμος τρόπος γιά μεταφορά κερδών στό έξωτερικό». Τ ό κόστος τής έρευνας γιά την άνάπτυξη τεχνολογίας πού διεξάγεται στή μητρική έταιρεία κατανέμεται, κ α ί μάλιστα τίς περισσότερες φορές δυσανάλογα, σέ δλες τίς έταιρεϊες τού συγκροτήματος. 'Ω στόσο, τό κεν τρικό σημείο είναι ή τεχνολογική εξάρτηση πού συνεπάγεται ή μονόπλευρη στήριξη στή μεταφορά τεχνολογίας μέσω τών πολυεθνικών. Ε ίν α ι π ιά κοινή παραδοχή ή στρατηγική σημασία τής άνάπτυξης έγχώριας τεχνολογίας προσαρμοσμένης στίς συγκεκριμένες άνάγκες κ α ί δεδομένα. Π ρό κειται γ ιά βασική προϋπόθεση μιάς αυτοδύναμης, αύτόκεντρης άνάπτυξης. Ο ί πολυεθνικές έπιχειρήσεις ε ίναι μορφές κ α ί μηχανισμοί τού Ιμ περιαλισμού κ ι ό χ ι ή ου σ ία του. Αυτή ή διάκριση τού Π . Σ ο υ ίζ ι έχει τήν ά ξ ια της, ιδιαίτερα δταν ή έρευνα ξεφεύγει άπ ό τά στενά οικονομικά πλα ίσ ια. 'Η διείσδυση τών πολυεθνι κών στίς οικονομίες τών άναπτυσσόμενων χ ω ρών, κ α ί ή έξαρτημένη άνάπτυξη πού έπιβάλλουν, λειτουργεί σάν παράγοντας έκτροπής άπό μιά πορεία αυτοδύναμης άνάπτυξης κ α ί υποθη κεύει τό οίκονο μικό άλλά κ α ί πο λ ιτ ικ ό κ α ί π ο λ ι
τισ τικό μέλλον μέ άσκημους δρους. Ε ίν α ι σημαν τικ ό πο ύ ή φ ιλότιμη μελέτη τής Β. Π . έρχεται νά ένισχύσει τήν πειστικότητα αύτού τού συμπερά σματος. Τ ό δεύτερο μέρος τής μελέτης έχει σάν άντικείμενο, δπως ήδη έχουμε σημειώ σει, τίς έπιπτώσεις τών πολυεθνικώ ν στήν έλληνική βιο μη χα νία. ’ Ακολουθώ ντας μιά πα ρόμοια μέ τό πρώτο μέρος διαδρ ομ ή, ή σ. καταλήγει στό συμπέρασμα δτι ο ί πολυεθνικές έχουν διεισ δύσει σέ σημαντικό βα θμό στήν έλληνική βιομηχα νία κ α ί κυριαρχούν σέ κλάδους-κλειδιά. Σ ’ αύτό βοήθησε ούσ ιασ τικά τό ιδια ίτ ε ρ α εύνοϊκό καθεστώς γιά τίς ξένες Ιδ ιω τ ι κές έπένδύσεις, πού καθορ ίζει β ασ ικά τό Ν .Δ . 2687/1953 κ α ί όρισ μένοι άλλοι σ υμπληρω ματικοί ν όμ οι. Σ ημ αντικό στοιχείο είναι τό χαμηλό ποσο στό τής προστιθέμενης άξίας, πού άπ ό τό 1963 δέν έχει βελτιωθεί. Τ ό 1963 ήταν 32,6% , τό 1973 38,2% κ α ί τό 1975 31,8% , ένώ τό άντίστοιχο τής Ε Ο Κ κ ιν ε ίτ α ι μεταξύ 45-50%, κ α ί τών Η Π Α γύρω στό 90%. Τόσο ο ί έξαγωγικές βιομηχανίες όσο κ ι αύτές πού προσανατολίζονται περισσό τερο στήν έσωτερική ζήτηση εισάγουν δ χ ι μόνο μ η χανολογικό έξοπλισ μό άλλά κ α ί ένδιάμεσα προϊόντα, μέ έπιβαρυντικές συνέπειες γ ιά τό έμπ ο ρ ικ ό ισοζύγιο. Τ ό πρόβλημα τής καθετοποίη σης παραμένει βασικό διαρθρωτικό ποόβ ληιιά τής έλληνικής βιομηχανίας. Ή τεχνολογική έξάρτηση, ιδ ιαίτερ α σήμερα, πού μεγαλώνει ό άνταγω νισμός τών χωρών μέ χαμηλό κόστος έργασίας σέ κλάδους δπου ή έλληνική βιομηχανία έχει κ ά π ο ια παράδοση, άπειλεΐ σοβαρά τίς έλληνικές εξαγω γές. Ή έρευνα τής Β. Π . κατέδειξε ότι ή πλειονό τητα τών ξένων έπιχειρήσεων ε ίναι συμμετοχικής μορφής, άλλά Ιδ ιαίτερα στούς κλάδους ύψηλής τεχνολογίας ή ξένη Ιδ ιοκτησία κατέχει τή μεγάλη πλ ε ιοψ η φ ία τού μετοχικού κεφ αλαίου. Μ ιά .δεύ τερη διαπίστω ση ε ίναι δτι ο ί ξένες έπιχειρήσεις προσανατολίζονται κ ύρ ια στήν έσωτερική ζή τηση, π α ρ ’ όλο πού ή έξαγωγική τους ροπή είν α ι σ χετικά μεγαλύτερη ά π ’ αύτή τών έλληνικών. Μ ιά τρίτη διαπίστω ση ε ίναι δτι κατά μέσο δρο ο ί ξέ*· νες έπιχειρήσεις ε ίναι μεγαλύτερες άπ ό τίς έλλη νικές, άποτέλεσμα κ α ί τού γεγονότος δτι συγκεν τρώνονται περισσότερο στούς κλάδους πού ά π αιτούν μονάδες μεγάλης κλίμακας παραγωγής. Τέ ταρτη διαπίστω ση, ή συμβολή τών πολυεθνικώ ν στήν ένίσχυση τών όλιγοπω λιακώ ν τάσεων πού παρατηρούνται στή δομή τής άγοράς. Έ ν α πέμ πτο σημείο είν α ι δτι ή άποδοτικότητα δε φ αίνεται νά έξαρτάται άπό τήν έθνικότητα τού κεφαλαίου." Α ύ τό στηρίζεται βέβαια στίς λογιστικές έγγραφές πού δηλώνονται, κ α ί πού δέν άντανακλούν συν ήθως τήν πραγματικότητα. Έ κ τ η διαπίστω ση εί ν α ι δτι ή χρησιμοποίηση μεθόδων παραγωγής κ α ί ή συναρτημένη μ’ αύτές παραγωγικότητα τής έρ γασίας διαφ ορ οπ οιείται κατά κλάδο κ ι δ χ ι κατά έθνικότητα κεφ αλαίου. Τελευταία διαπίστω ση εί ν α ι δτι ή συμβολή τών ξένων ιδ ιω τ ικ ώ ν έπενδύσεων είν α ι θετική στό έμπορικό ισ οζύγιο, κ ι αύτό γ ια τ ί δέν άσκήθηκε πάντα τό δικ α ίω μ α έξαγωγής
97
κεφ αλαίω ν ά π ό τίς πολυεθνικές, μέ άποτέλεσμα τήν έπανεπένδυσή τους. 'Ω στόσο παραμένει ά νο ικτό τό πρόβλημα τών παράνομω ν έξαγωγών συναλλάγματος μέσω τού μηχανισμού ύποτιμολογήσεων κ α ί ύπερτιμολογήσεων πού άνθεϊ.
Θ ά ήθελα νά κλείσω αύτό τό σημείωμα μέ μιά παρατήρηση. 'Η θεώρηση τής Ε λ λ ά δ α ς σάν τυ π ική ς άναπτυσσόμενης χώρας παρασύρει τή Β. Π . σέ όρισμένες ιδιαίτερα άμφισβητήσιμες άπόψεις. Μ έ τόν δρο «κοσμοπολίτικο κεφ άλαιο », κ α ί μάλιστα τοποθετημένο στή μεριά τών ξένων έπιχειρήσεων, ξεπερνά ένα κεντρικής σημασίας πρ ό βλημα. Ή έλληνική ιδ ιοτυ πία τού εφοπλιστικού κεφ αλαίου κ α ί τού ρόλου του στην έλληνική ο ι κονο μία παραβλέπεται. 'Ο έφοπλισμός κ α ί όλες ο ί προεκτάσεις του στό χώρο τής υπ όλοιπης έλληνική . οίκονο μία ς είν α ι όργανικό μέρος τού έλληνικοΐ άστισμού, κ α ί μάλιστα μέρος ειδ ικού βά ρους. Ά λ λ ω σ τ ε δέν πρέπει νά παραβλέπεται δτι ή να υ τιλία άποτελεϊ όργανικό τμήμα τής πα ραγω γικής δια δ ικα σ ία ς κ α ί σάν τέτοια όφείλουμε νά τήν άντιμετωπίζουμε. Τήν κ οσ μοπολίτικη δ ιά σταση τού έφοπλιστικού κεφ αλαίου θά πρέπει νά τή δούμε σάν μέτρο τού τρομακτικού βαθμού έν ταξης τής έλληνικής οίκονομίας στό διεθνή κατα μερισμό έργασίας, κ α ί τού ειδ ικού ρόλου της δσον άφορά τή ναυ τιλία. ΣΤΑΥ ΡΟ Σ ΛΥΓΕΡΟ Σ
ΗΛΙΑ ΓΚΡΗ
ΣΤΑ ΓΙΟΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΔΙΑΘΕΣΗ ΤΗΛ. 3635413 W1T1I1II....
98
ί
ΔΙΚΑΙΟ
θεωρία τής συνταγματικής πράξης καί πράξη τής συνταγματικής θεωρίας ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΥ 1. ΜΑΝΕΣΗ: 1) Συνταγματι κή θεωρία καί πράξη. ’Εκδοτικός οίκος Σάκκονλα, Θεσσαλονίκη, 1980. Σελ. 768. 2) Συνταγματι κό δίκαιο 1. 'Εκδοτικός οίκος Σάκκονλα, 1980. Σελ. 204.
Σ Υ Μ Π Λ Η Ρ Ω Ν Ο Ν Τ Α Ι φέτος τριάντα χρόνια ά π ό τότε πού ό Α ρ ισ τό βου λος Μάνεσης, καθηγη τής τού συνταγματικού δ ικ α ίο υ στό Π ανεπιστή μιο (στήν άρχή τής Θεσσαλονίκης κ α ί τώρα) τής ’ Αθήνας, παρέδωσε στό τυπογραφείο τό πρώτο νομ ικ ό του βιβλίο. Είχε τόν τίτλο «Περί άναγκασ τικώ ν νόμων, α ί έξαιρ ετικαί νομοθετικοί άρμοδιότητες τής έκτελεστικής έξουσίας». Ε ίχε ύποβληθεΐ ώς «διατριβή έπ ί διδακτορία» στή Ν ομ ική Σχολή τού Π ανεπιστημίου Θεσσαλονίκης γ ιά νά έγκριθεί, μέ τό βαθμό «άριστα», τό 1952, «είσηγουμένου» τού τότε καθηγητή στό Π ανεπιστήμιο Θ εσσαλονίκης Ή λ ία Κ υ ριακόπουλου. Δέν ε ίν α ι καθόλου «μ ιά άλλη ιστορία», τό τί μεσολάβησε τουλάχιστον ώς τό 1968, ώστε: Ό μέν συγγραφέας τής διατριβής έκείνης τού 1952 κ α ί τακτικός π ιά καθηγητής τού συνταγματικού δ ι κ α ίο υ (τότε στό Π ανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) νά άναγκασθεΐ νά κ άνει στίς 18.1.1968 «τό τελευταίο του μάθημα έ π ί δικτατορίας» ( κ ι άμέσως μετά νά τεθεί ύπό κράτηση στό σ π ίτ ι του, νά πα υθεί άπό τήν έδρα του, νά έκτοπισθεΐ γ ιά ένα χρόνο στό χω ρ ιό Λ ιδ ω ρ ίκ ι τού νομού Φ θιώ τιδας κ α ί τελικά ν ά φύγει στά 1970 γιά τή Γ α λ λ ία , δπου είχε στό μεταξύ έκλεγεί καθηγητής στή Ν ομική Σχολή τού Π ανεπιστημίου τής ’Α μ ιένη ς), δ δέ εισηγητής τής διατριβής έκείνης καθηγητής ’ Η λ. Κ υ ρ ια κόπ ου λος ν ά γ ίνει στίς 24.7.1968 «υπουργός δ ικ α ιο σ ύ νης» στήν κυβέρνηση τής χούντας τού Γ. Π α π α δόπουλου (θέση στήν όπ ο ια παρέμεινε ίσαμε τίς 28.6.1970). 'Η σχετική ύλη άνήκει σέ κεφ άλαιο τής ισ το ρίας τής έλληνικής νομικής έπιστήμης (γενικότε ρα) κ α ί τής ιστορίας τής έλληνικής έπιστήμης τού συνταγματικού δικ α ίο υ (ειδικότερα), πού δέν έχει άρχίσει άκό μα νά γράφεται. Μ ιάς ιστορίας
-τού όφείλουν κάποτε νά γράψουν ο ί πο λ λ ο ί κ α ί καλο ί μαθητές (κ α ί) τού Ά ρ . Μάνεση, άν δέ θέ λουν νά κατηγορηθούν «έπί πρεσβυω πία», δηλ. γιά τήν ικανότητά τους νά βλέπουν κ α ί νά γρά φουν γιά τά μα κριά (τούς θεσμούς) κ α ί γ ιά την άνικανότητά τους νά βλέπουν κ α ί νά γράφουν γ ιά τά κοντά (τά πρόσω πα). "Ε να πράγμα π ο ύ ’δέν τό 'κάνε άλλωστε ποτέ ό Ά ρ . Μάνεσης. Α π ό δ ε ιξ η όχι μόνο ή ώ ρ α ία του μελέτη γ ιά τόν (διω γμένο τρεις φορές άπό τό Π α νεπιστήμιο) Α . Σβώλο ώς συνταγματολόγο άλλά κ α ί ή (άπό τό 1962, δηλ. άπό τό έναρκτήριό του κιόλας μάθημα) άναφορά του στίς υποθήκες τοϋ κοινού δασκάλου όλων των έλλήνων συνταγματολόγων Ν . I. Σ αρ ίπο λου , πού είχε άπ ό τό 1862 (δηλ. δταν έπαναφέρθηκε στό Π ανεπιστήμιο μετά τή δίωξη πού τού έγινε στού Ό θ ω ν α τά χ ρόνια) κληροδοτήσει στ-ως έπιγενόμενους συναδέλφους του τούτα τά (διόλου «καθαρευουσιάνικα») λό για , πού ό Ά ρ . Μάνεσης θεώρησε καθ ήκο ν του νά τά κάνει στά 1968 πράξη: «εϊ περ ή έλευθερία άπ ό τής οικουμένης άπάσης έδιώκετο, ήθελε εύρεϊν καταφυγήν έν τή κοιτ ίδι αύτής, τή ώ ρ α ίρ ήμών Έ λ λ ά δ ι· εΐ δ’ άπ ό ταύτης έξωθεϊτο, τό ιε ρόν τούτο τού Π ανεπιστημίου έδος ά ξιο ν αύτής ήθελε γενή κρυπτήριον κ α ί κρυφ ιομύσται αύτής ο ί έν αύτψ τής σοφία ς λειτουργοί· εΐ δέ, τέλος, κ α ί ενταύθα ό άπηνής διωγμός κατελάμβανεν αύτήν, ήθελον παραλάβει αύτήν, έγώ τουλάχισ τον, ύπό τήν καθηγητικήν τήβεννόν μου κ α ί καταβή μελανείμων τήν έδραν ταύτην, ώς διοπετές τι π α λλάδιο ν κατακρύπτων αύτήν μέχρις ού αΐσιώ τεραι έπιλάμψ ω σιν ήμέραι, δπως τήν φυγάδα άποδώσω τή πατρίδι». Ά ς είναι. Ά π ό τότε πού δ Ά ρ . Μ άνεσης υπ ο στήριξε τή διδακτορική του διατριβή ώς σήμερα έχει προσφέρει στήν έλληνική έπιστήμη κ α ί πράξη τού συνταγματικού δ ικαίο υ μιά πολύ υψηλής ποιό τητας σειρ ά άπό μελέτες, άρθρα, γνωμοδοτή σεις, διαλέξεις, παρατηρήσεις στή νομολογία, ει σαγωγές σέ βιβ λία άλλων κλπ. Α ν ά μ ε σ α στίς μελέτες του ξεχωρίζουν: « Α ί έγγυήσεις τηρήσεως τού Συντάγματος» (τόμ. I 1956, τόμ. ΙΙα 1960, τόμ. ΙΙβ 1965), «Deux Etats nes en 1830. Ressemblances et dissemblances constitutionnelles entre la Belgique et la Grece» (B ruxe l les, 1959), «Le probleme de la securite de l ’E tat et la liberte» (Thessalonique 1960), «Συνταγματικό δίκαιο » (πανεπιστημιακές παραδόσεις 1967), «Έ λ λη νική συνταγματική ιστορία» (κατά τίς π α νεπιστημιακές παραδόσεις 1966-1967, φωτοτυπημένη έπανέκδοση 1980), «Α τ ο μ ικ έ ς έλευθερίες» (τεύχ. A 1979) κ.ά. Ε κ τ ό ς άπ ό τίς πα ραπάνω μελέτες κ λπ. ό Ά ρ . Μάνεσης έχει δημοσιεύσει κ ι άλλες εξίσ ου άξιό λογες πού, ένα μέρος τους π ά λ ι, μέ χαρά (ξα να) βρίσκει κανείς ξανατυπωμένο (κ α ί στοιχειω δώς ένημερωμένο) στόν πρώτο άπό τούς π α ραπ άνω δύο τόμους. Κατά τήν ταξινόμηση τής πο λυπ οίκιλης ύλης αύτού τού πρώτου τόμου ό συγγραφέας του συν-
Ά ριστόβονλος Μάνεσης δυ άζει τή συστηματική σέ θεματικές ενότητες π α ρουσίασή της μέ τήν τήρηση μιάς χονδρικής χρο νολογικής σειράς, ώστε ν ά παρέχεται στόν άναγνώστη ή ευχέρεια ν ά πα ρακολουθεί τήν εξέλιξη τής σκέψης κ α ί τών θέσεων τού συγγραφέα, όχι δμως άσύνδετα κ α ί άποσ πασ ματικά, άλλά μέσα ά π ό τήν ουσ ιασ τικά άρθρωμένη συνοχή τών έξεταζόμενων καθέκαστα θεμάτων. Έ τ σ ι, ύστερα ά π ό τήν εισαγωγή, πού άποτελεΐται άπ ό τό έναρκτήριό μάθημά του τού 1962 πού έχει τόν τίτ λο «τό συνταγματικό δ ίκ α ιο ώς τεχνική τής π ο λ ι τικής έλευθερίας» κ α ί στό δποΐο διαγράφονται ο ί κατευθυντήριες άρχές τής επιστημονικής έρευνας κ α ί διδασ καλία ς τού συγγραφέα, ό τόμος χω ρ ίζε τ α ι σέ δυό «μέρη» πού άντισ τοιχόύν σέ περιόδους κα ίρ ιες γ ιά τό ελληνικό συνταγματικό δ ίκ α ιο : τήν πρ ο δικτατο ρ ική κ α ί τή μεταδικτατορική. Στό π λ α ίσ ιο κάθε «μέρους» ή ύλη κατανέμεται σέ κε φ ά λ α ια μέ βάση τό περιεχόμενο τών θεμάτων πού άντιμετω πίζονται ά π ό τό συγγραφέα, ώστε νά 'ν α ι στοιχειω δώς δομημένη κ α ί συστηματικά προσπελάσιμη. Π ολλά τά θέματα γενικότερου ένδιαφέροντος πού θίγει κ ι άναπτύσσει ό Ά ρ . Μάνεσης στόν πα ρα π ά ν ω πρώτο τόμο. Α ν ά μ ε σ α σ’ αύτά, άσφ αλώς θά προσεχτούν τά κεφ άλαια πού άναφέροντ α ι στίς πολιτικές κ ι άτομικές έλευθερίες (μυστι κή ψήφος, ό θεσμός τής έκτόπισης, τό πρόβλημα τής άσφάλειας τού κράτους), σέ θέματα γενικής θεωρίας τού δ ικ α ίο υ κ α ί πολιτικής φιλοσοφ ίας (τό συνταγματικό έθιμο, περί «βασιλικών άνδρών»), στή συνταγματική θεω ρία κ α ί πράξη (ό Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Σβώλος ώς συνταγματολόγος, τό τε λευταίο μάθημα έπί δικτατορίας), σέ θέματα π ο λ ιτική ς έπιστήμης («έπταετίας» τέλος!, ή κρίση τών θεσμών τής φιλελεύθερης δημοκρατίας κ α ί τό σύνταγμα, άσφ άλεια τού κράτους κ ι άνασφ άλεια δ ικ α ίο υ , νομιμοποίησ η τής έξουσίας κ α ί δημο κ ρ ατική άρχή), στήν κατάρτισ η τού νέου συντάγ ματος τού 1975, στήν κατοχύρωση τής προστα σίας τών άτομικώ ν κ α ί π ο λ ιτικώ ν δικαιω μ άτω ν
99
κα· ατή νομική παιδεία κα ί πολιτική. ί ιτλοφορώντας ό καθηγητής ’ Αρ. Μάνεσης τόν τόμο αύτό «Συνταγματική θεωρία κα ί πράξη», δεν θέλησε μόνο νά υποδηλώσει τίς σχέσεις μετα ξύ συνταγματικής θεωρίας κα ί πολιτικής ή δικα στηριακής πρακτικής· ούτε άπλώς νά ύπαινιχθεΐ τήν πάγια θεωρητική ενασχόλησή του μέ θέματα φλέγοντα στήν πράξη ή τήν προσπάθειά του νά είναι, στήν έμπρακτη πολιτική συμπεριφορά του, συνεπής μέ τίς θεωρητικές θέσεις του. Μέ τόν πα ραπάνω τίτλο ό συγγραφέας έπιδιώ κει κυρίως νά έπισημάνει τήν ύπάρχουσα στό χώρο τού συνταγ ματικού δικαίου διαλεκτική ενότητα θεωρίας κ αί πράξης, ή οποία συνεπάγεται τήν άέναη αλληλε ξάρτηση κι άλληλεπίδρασή τους. 'Η συνταγματι κή θεωρία, χωρίς νά καταντάει θεραπαινίδα τής πολιτικής πράξης, επηρεάζεται άπ ' αυτήν κ ι ώς ένα βαθμό τήν έκφοάξει. Παράλληλα όμως επε νεργεί άναδραστικα πάνω σ' αυτή, τήν οργανώ νει. τήν κατευθύνει .-.αί τήν καθιστά αποτελεσμα τικότερη. Πρόκειται γιά «θεωρία τής συνταγματι κής πράξης κα ί γιά πράξη τής συνταγματικής θεωρίας», όπως επισημαίνει ό συγγραφέας. Ό δεύτερος από τούς παραπάνω δύο τόμους είναι τό πρώτο τεύχος τού «Συνταγματικού δ ικ α ί ου», πού ό συγγραφέας θά ολοκληρώσει σέ τρεις τόμους. Ό πρώτος τόμος θά περιλαμβάνει τό «γενικό μέρος» τού συνταγματικού δικαίου, κα ί θά ολο κληρωθεί μ' ένα ακόμα τεύχος, πού θά περιέχει τίς θεμελιώδεις έννοιες τού κράτους κα ί τού πολι τεύματος. τήν επισκόπηση τής ελληνικής συνταγ ματικής ιστορίας, τίς πηγές τού ίσχύοντος συν ταγματικού δικαίο υ κα ί τίς οργανωτικές βάσεις κα ί αρχές τού πολιτεύματος. Ό δεύτερος τόμος θά περιλαμβάνει τό «ειδικό μέρος» τού συνταγμα τικού δικαίου, πού άναφέρεται στήν όργάνωση κα ί τή λειτουργία τής κρατικής εξουσίας, τή σύν θεση καί τίς αρμοδιότητες τών κυρίω ν οργάνων τού κράτους κατά τό ίσχύον ελληνικό σύνταγμα, μέ αναδρομές καί στήν ιστορία κα ί στά συντάγ ματα άλλων κρατών, καί τή μελέτη τών σχέσεων κράτους κα ί εκκλησίας. Τέλος, σέ ιδιαίτερο τρίτο τόμο θά έρευνώνται οί ατομικές ελευθερίες κ α ί τά θεμελιώδη δικαιώματα. Τό πρώτο τεύχος αυτού τού τελευταίου τόμου έχει ήδη έκδοθεί άπό τό 1979 ύπό μορφή πανεπιστημιακών παραδόσεων. Μέ τό παραπάνω πρώτο τεύχος τού πρώτου τό μου τού «Συνταγματικού δικαίου» του ό Ά ρ . Μάνεσης εγκαινιάζει τό μεγάλο έργο τής επιστη μονικής ωριμότητάς του. Στό τεύχος αύτό, πού αποτελεί τήν εισαγωγή στό δλο έργο, υπάρχουν τρία κεφάλαια. Τό πρώτο κεφάλαιο (σελ. 11-107) άναφέρεται στήν έννοια καί τή σημασία τού δ ι καίου (κεφάλαιο πού δημοσιεύτηκε κ αί χωριστά στό «’Αφιέρωμα στόν Κωνσταντίνο Τσάτσο», σελ. 365-457, ώς συμβολή τού συγγραφέα στόν τό μο μέ τόν οποίο τιμήθηκε ό καθηγητής κι ακαδη μαϊκός καί πρόεδρος δημοκρατίας Κ. Τσάτσος). Τό δεύτερο κεφάλαιο (σελ. 108-125) άναφέρεται στις διακρίσεις τού δικαίου, κα ί τό τρίτο κεφά λαιο (σελ. 126-204) στό συνταγματικό δίκαιο κ αί
100
τό σύνταγμα. Τό τρίτο αύτό κεφάλαιο δέν ολο κληρώνεται στό τεύχος αύτό, άλλά πρόκειται νά συνεχιστεί στό δεύτερο τεύχος τού πρώτου τόμου, τού όποιου τήν ταχεία έκδοση εύχόμαστε, πολύ περισσότερο μιά κ ι ό συγγραφέας «μάς έκοψε στό καλύτερο σημείο», δηλ. στό θέμα τής (μή παραδο σιακής) έρμηνείας τού συντάγματος. Ή «εισαγωγή» πού περιέχεται στό πρώτο τεύ χος ξεπερνάει σέ έκταση κ α ί σέ βάθος τά δρια μιας άπλής εισαγωγής στό συνταγματικό δίκαιο. Καλύπτει ένα μεγάλο κενό τής ελληνικής νομικής βιβλιογραφίας. Σ ’ αύτή τήν εισαγωγή γίνεται μιά κριτική θεώρηση τής έννοιας κα ί τής σημασίας τού δικαίου καί τού συντάγματος μέ μέθοδο κριτική-διαλεκτική, δηλ. μέ μέθοδο άκριβώς άντίθετη μ’ έκείνη πού χρησιμοποιούσε ή παραδοσιακή δσο κ ι ΐδεαλιστική νομική μεθοδολογία, πού άλλο δέν πετύχαινε (άν δέν έπεδίωκε) παρά νά συγκα λύπτει κα ί νά μήν άποκαλύπτει τή φλέγουσα κ ο ι νωνική κ αί πολιτική προβληματική. Μέ τό έργο του αύτό ό ώριμος άλλά πάντα νέος Ά ρ . Μάνεσης μπαίνει στούς επικεφαλής μιας νέας γενιάς νομικών, πού έχουν επίγνωση: "Οτι ή επι στήμη τους είναι επιστήμη μιάς ιδεολογίας, άλλά κ α ί ταυτόχρονα μπορεί νά ’ν αι καί κριτική τής ιδεολογίας αύτής· δτι τά νομικά φαινόμενα είναι κοινωνικά φαινόμενα πού έχουν έξ ορισμού νομικοπολιτικό χαρακτήρα, γι’ αύτό καί άντίστοιχη, κοινωνιολογική κα ί πολιτική, διακλαδική κα ί διεπιστημονική πρέπει νά ’ναι ή προσέγγισή τους. Κ α ί τά δυό παραπάνω βιβλία τού καθηγητή Ά ρ . Μάνεση άπευθύνονται κ α ί στούς φοιτητές, άλλά κα ί σέ κάθε ενδιαφερόμενο γιά τή θεωρία κ α ί τήν πράξη τού δικαίο υ κα ί ιδιαίτερα τού συν ταγματικού δικαίου επιστήμονα, θεωρητικό ή πρακτικό (δικαστή, δικηγόρο κ α ί έν γένει δημό σιο λειτουργό) καθώς κα ί στούς πολιτικούς κ α ί σέ κάθε πολίτη μή άπράγμονα περί τά κοινά, δηλ. στόν πολίτη πού δέν θέλει νά ’ναι «άχρείος», κα τά τή γνωστή περικοπή πού ό Θουκυδίδης άποδίδει στόν Περικλή: «...ένι τε τοίς αύτοίς οικείω ν άμα κα ί πολιτικών επιμέλεια, κα ί έτέροις πρός έργα τετραμμένοις τά πολιτικά μή ένδεώς γνώναι· μόνοι γάρ τόν τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ούκ άπράγμονα, άλλ’ άχρεΐον νομίζοιιεν» (Θουκυδ. Ισ το ριώ ν Β 40. 2). Κ αί τά δυό βιβλία τού Ά ρ . Μάνεση άποτελούν έναυσμα γιά σκέψη κα ί γιά διάλογο, δηλ. γιά δ,τι καλύτερο μπορεί νά προσφέρει ό άληθινός (νομο) διδάσκαλος. Ό σο γιά τήν ύλική μεταβολή πού ή θεωρία κ ι ή πράξη (καί) τών δασκάλων μπορεί νά έπιφέρει, αύτή δέν μπορεί παρά νά ’ρθει άργά ή γρήγορα. Σάν καλός μαθητής πού ήταν κ ι είναι ό καθηγη τής Ά ρ . Μάνεσης, άσφαλώς θά θυμάται τήν τύχη μιάς άλλης «θεωρίας τής συνταγματικής πράξης» κ α ί τήν τύχη μιάς άλλης «πράξης τής συνταγματι κής θεωρίας», δηλ. θά θυμάται δσα ό κοινός δά σκαλος Ν. I. Σαρίπολος έγραψε στά 1874 στόν πρόλογο τής 6 ' έκδοσης τού δ ' τόμου τής «πραγ ματείας» του (σελ. η'). "Οτι δηλ. κ ι εκείνου οί ιδέες «κατά τήν έν τή βίβλψ ταύτην έμφάνισιν αύ-
τών ώς άγαν τολμηραί έλογίσθησαν κ α ί υπό πολ λών έκρίνοντο δλως άνεφάρμοστοι παρ' ήμίν· όλίγα όμως ύστερον ό σπόρος έβλάστησε κ α ί αί ίδέαι τοσοΰτον διεδόθησαν ώστε μετεποιήθησαν εις άρθρα τού νέου πολιτεύματος τής πατρίδος· πλήν κα ί τούτο έγένετο μετά μακράν πάλην πρός τούς άντιφρονοΰντας»! ΚΩ Ν. ΓΕΡ. Γ ΙΑ Ν Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ
ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
τό κράτος τής τηλεόρασης καί ή τηλεόραση τοϋ κράτους ΡΟΒΗΡΟΥ ΜΑΝΘΟΥΛΗ: Τό κράτος τής τη λεόρασης. ’Αθήνα, θεμέλιο, 1981. Σελ. 333. Ε Λ Λ ΙΠ Ε ΙΣ , άνεπαρκεϊς, χασματικές, άποσπασματικές καί έν πολλοίς «κενές» οί βιβλιογραφι κές παρεμβάσεις γιά κείνη τή δύστυχη υπόθεση τής τηλεόρασης, πού δέν καταλήξαμε άκόμα τί θά τήν κάνουμε. "Ο χι τόσο λόγου, άλλά περιεχομέ νου. ’ Εννοούμε φυσικά τήν έλληνική βιβλιογρα φ ία κα ί όχι τήν άλλοδαπή τών μητροπολιτικών τηλεοπτικών κέντρων, όπου (Ικεϊ) τό ζητούμενο εξαντλείται σ' όλες τίς γλώσσες, τίς μορφές, τίς θέσεις, τίς απόψεις, τίς αντιλήψεις κ α ί τίς ιδεο λογίες καί κλίνεται σ’ όλα τά μέρη ένός καταλυ τικού γιά τήν εποχή μας λόγου-μέσου. Στό «παρθενικό» λοιπόν αυτό βιβλιογραφικό τοπίο , ή παρέμβαση ένός ειδικού, τού Ροβήρου Μ ανθούλη, πού κάποτε επιχείρησε μέ μεγάλο προσωπικό κα ι πολιτικό κόστος (κ α ί μέ αύταπάτη) νά άνακατανείμει μέ σοβαρότητα τήν τη λεοπτική ύλη, μπορεί νά θεωρηθεί σάν ή πρώτη σοβαρή κατάθεση, σάν ή έκκίνηση μιάς συνολικής τοποθέτησης γιά τό ρόλο πού παίζει τό μέρος, ή τηλεόραση, στό όλο τής έλληνικής κοινωνίας. Ό Μανθούλης λοιπόν συγγράφει τό «πόνημά» του, όπως χαραχτηρίζει Τό κράτος τής τηλεόρα σης, μέ πρόθεση (σοβαρή, άκαδημαϊκή κ α ί ειλι κρινή) νά τοποθετήσει τήν προσωπική του πείρα, τό δικό του τραύμα, μέσα στό σώμα τής τηλεόρα σης. Μέ άλλα λόγια, νά περιγράφει τό πλαίσιο λειτουργίας κα ί θέσης τής τηλεόρασης, όπως αύτό διαμορφώθηκε άπό τή διεθνή εμπειρία, κ α ί μέσα
σ’ αυτή νά άντιστίξει τή δική ς κ αί τή δική του, όπως τή βίωσε στά χρόνια τοϋ «νεοδημοκραέικού» πειράματος εκσυγχρονισμού τών κρατικών μηχανισμών. Τ ό εγχείρημα μοιάζει, συμπεριφέρεται κ α ί τε λικά είναι άνάλογο μέ τίς άγχώδεις προσπάθειες σεναριογράφων-σκηνοθετών τοϋ «νέου έλληνικοΰ κινηματογράφου», πού, φορτισμένοι άπό τήν άνασφάλεια τού αύριο, προσπαθούν στό σήμερα μιάς ταινίας τους νά πούν, μεμιάς καί μονο ρούφι, τά πάντα. Συμπαντική λοιπόν ή σύλληψη τού Μανθούλη γιά τήν τηλεόραση, χωρίς όμως συμπαντική στάση. Κολοσσιαία ή διαφορά άνάμεσα στά δύο. Γ ιά τή σύλληψη έπαρκεϊ ή άνάγνωση μελετών, πονημάτων, δοκιμίων, μιάς πλη θωρικής βιβλιογραφίας. Ή στάση προϋποθέτει τόν άπαραίτητο θεωρητικό όπλισμό τής πληρο φόρησης, άλλά προϋποθέτει άκόμα τήν κρυστάλ λινη ιδεολογική άνάγνωση τών πανίσχυρων ν.ζ· τικών μηχανισμών. Ό Μανθούλης στό δεύτε. · αύτό σημείο μετεωρεϊ, άντιφάσκει, άποφεύγε;. ξεπερνάει τό πρόβλημα, τρέχοντας μέ τό άγκομαχητό ένός δρομέα «φιλελεύθερης» ήμιαντοχής. Στό μεγαλύτερο μέρος τής γενικής ύλης, έκεί όπου παραθέτει άποσπάσματα καθηγητών κ αί ει δημόνων, “Αγγλων, Γάλλων κ αί Ά μ ερ ικάνω ν. κ α ί πού στά διάκενα κ α ί στά ένδιάμεσα προε κτείνει κ α ί επαυξάνει τίς άπόψεις τους, καταλή γει νά άντιφάσκει άνάμεσα στά τηλεοπτικά επι τεύγματα τών δυτικών μητροπόλεων καί στήν κρατική γλώσσα τής τηλεόρασης, πού έτσι κ ι άλλιώς είναι καταπιεστική, μονόδρομη, μηχανι στική κ α ί εγκλωβισμένη στό οχυρό τής εξουσίας. Τουτέστιν ό Μανθούλης, θεωρώντας σά δεδομένη τή συγκεκριμένη χρήση τής τηλεόρασης, όπως τήν έχει βιώσει ή δυτική του όπτική, έχοντας άπό τά πριν ψηφίσ ει ύπέρ τού άστικοΰ φιλελευθερισμού, ταλαιπωρεί τό στοχασμό του εφευρίσκοντας τρό πους βελτίωσης τού μηχανισμού πρός τό δημο κρατικότερο. Παραστατικότερα θά μπορούσαμε νά πούμε πώς ό Μανθούλης άπό τή μιά θλίβεται γιά τήν κατάπτωση τοϋ μέσου, άλλά στό άδιέξοδό του φ ανατικά πιστεύει στη διέξοδο. Κ ι όμως μέ τά ίδ ια του τά παραδείγματα κ αί μέ τίς μαρτυρίες πού επικαλείται (καί μόνο γ ι’ αυτές τίς πληροφορίες τό βιβλίο έχει μιά μοναδική, γιά τόν τόπο του, χρησιμότητα) άναιρείται ό φιλε λεύθερος προσανατολισμός κα ί αύτοαναιρείται ό συγγραφέας του. Τό άγγλικό ύπόδειγμα τού BBC πού βγαίνει άπό τό τσεπάκι κάθε φιλελεύθερου «προγραμματιστή», κυρίω ς νεοέλληνα, καταρρίπτεται μέ τήν πολύ σωστή παρατήρηση τοϋ Μ αν θούλη: «Μπορούμε νά φανταστούμε τόν Σέρ Χιού Γενικό Διευθυντή τής ΕΡΤ; Ό Σέρ Χιού δέν θά έκοβε ποτέ τό "Π ικ ρ ό ψ ω μ ί" - κ α ί δέν θά άπολυόταν τήν άλλη μέρα- άλλά. άς μή γελιόμαστε, θά έκοβε σίγουρα μιά συνέντευξη μ' έναν ίρλανδό επαναστάτη κα ί μάλιστα θά τήν έκοβε στό άνεξάρτητο BBC. “ Τό τίμημα τής άνεξαρτησίας μα ς -γράφ ει ό Γ κάρναμ- είναι ή αιώ νια ν π α κ ο η ’» (σελ. 187, ή υπογράμμιση δική μου). Ό καθένας δηλαδή μέ τόν πόνο του κ α ί τό BBC μέ τούς Ί ρ -
λανδούς (πρός τό παρόν). Μ ιά σελίδα όμως π ιό πρίν ό Μανθούλης, πού πυροβολεί εύστοχα τήν άγγλική «Ανεξαρτησία», ύπερ-έκτιμώντας τή θέση τού ύποκείμενου (τη δική του) μέσα στην άθλια Ιστορία τής ΕΡΤ, γρά φει μιά πρόταση πού τόν έκθέτει στή συνείδηση κάθε τηλεθεατή: «Μέσα στό 1976 υπήρξαν στι γμές, πολλές φορές βδομάδες όλόκληρες. πού ή τηλεόραση ήταν (ή υπογράμμιση δική του) άντικειμενική». Στις δύο αυτές προτάσεις συγκεντρώ νονται κα ί διασταυρώνονται τά άντιθετικά καί άντιφ ατικά πυρά τού στοχασμού τού Μανθούλη. πού σχηματικά κατανέμονται είτε στό πεδίο ένός εμπειρ ικού πραγματισμού είτε στό όροπέδιο μιας προσω πικής ούτοπίας. Κ ι άν υπάρχει πλεόνασμα γενικολογίας, Απο σπασμάτων, διακηρύξεων περί δημοκρατίας κ αί προσω πικώ ν εμπειρ ιώ ν, άπό τήν άλλη αισθητό είναι τό έλλειμμα τής ιδεολογίας. Ό συγγραφέας δέν μπορεί νά δει άλλιώ τικα τή λειτουργία τής τηλεόρασης. Δέν μπορεί νά τήν έκτροχιάσει άπό τά δυτικά της πρότυπα κ α ί νά τή συγχρονίσει μέ κείνο τό πολυπόθητο αίτούμενο μιας άλλης τη λεόρασης, εκτός άστικών δομών, έξουσιών, εναγ καλισμώ ν, συνουσιών κ α ί άστικοδημοκρατικών δομών. Δέν μπορεί άκόμα νά έξηγήσει τήν έκεϊθεν, πρός τάς Δυσμάς, μεγιστοποίηση τής φιλε λεύθερης Ανάπτυξής της, κ α ί τήν εντεύθεν συρρί κνωσή της στόν αύταρχισμό. Τήν έκεϊθεν Ανά πτυξη τού «διαλόγου» (χω ρίς τούς Ιρλανδούς), όταν κ α ί όπου ό κίνδυνος Αμφισβήτησης δέν είναι ορατός, κ α ί τήν έντεύθεν ύποβάθμιση τών άστικοδημοκρατικών λειτουργιών. Τήν -μέ άλλα λό γ ια - Ανάκαμψη κ α ί ύφεση τού τηλεοπτικού μηχα νισμού πού εκτινάσσεται ή πέφτει, σκοντάφτοντας στό ίδ ιο πάντα εφαλτήριο τού καπιταλισμού. Γ ι’ αύτό, άν τό BBC είναι τό πρότυπο (όχι τώρα πού φροντίζεται άπό τό σιδερόφρακτο χέρι τής Μ άγκυ) μιας επιθυμητής τηλεόρασης, ή ΕΡΤ εί να ι ή ούρά του. Ά νά μ ε σ ά τους μεσολαβεί ή ίδ ια ή ιστορική διαφορά τών δύο χωρών: 'Η παρά δοση, τό παρακράτος, ό εμφύλιος, ή βιομηχανική επανάσταση, ή Αστική όλοκλήρωση. οί δετίες κα ί οί 7ετίες, ή περιφέρεια, ή μητρόπολη, ο ί Αποι κίες, τό οικονο μικό πλεόνασμα, τό μπετόν, τό νέ φος, ό τρεηντγιουνιονισμός, ή λογοκρισία, ή εξάρτηση, ό τουρισμός, ή καθυστέρηση, ό Π απάγος, ό Ά β έ ρ ω φ κ α ί ό,τι άλλο βάλει ό νούς σας. ’Ανάμεσα στούς μέν ('Α γγλους) κ α ί στούς δέ (Έλληνες) μεσολαβεί ή χαοτική Απόσταση πού χωρίζει τήν όλοκλήρωση μιάς Ανάπτυξης κ α ί τήν άνολοκλήρωση μιάς υπό άνάπτυξιν χώρας. Μ εσο λαβεί τό σφουγγάρι πού Απορροφά τούς κραδα σμούς κα ί ό τραμπούκος πού τούς κλαδεύει. ΓΓ αύτό ΕΡΤ κα ί Υ Ε Ν Ε Δ ήταν (καί είναι;) Ανυπό ληπτες, διακορευμένες, ξεχειλωμένες, περιφρονημένες Αλλά κα ί Αγαπητές Από τή λαϊκή συνείδηση (όπως τό ποδόσφαιρ ο κ α ί ό Μ πουμπλής), ταλαι πωρημένες κ α ί Αναξιόπιστες. ΓΓ αύτό τό λόγο καί τούς λόγους, άκόμα κ α ί σήμερα (ιδιαίτερα σήμερα), τό μεγάλο αίτούμενο τής τηλεόρασης παραμένει έκκρεμές.
102
Ά ν όμως ό Μανθούλης δέν έχει τή δυνατότητα νά συνθέτει τήν Αρχή, τή μέση κ α ί τό τέλος, άλλάζοντάς τους ταξική σειρά, κ α ί δέν έχει τήν έπιδεξιότητα νά Αποφλοιώνει τήν Αστική τηλεοπτική λειτουργία, έχει τήν ικανότητα νά τή στρωματοποιεϊ εκσυγχρονιστικά. Κ α ί τό Αποκαλυπτικό εί ν α ι, διαβάζοντας τά κεφάλαια τής προσωπικής του πείρας, τήν έκθεση τού Χ ιού Γκρήν κ α ί τά τηλεοπτικά «Ανεγκέφαλα» έπεισόδια έπί τών ήμερών του, πώς ό Μανθούλης κατέχει ένα σωστά μελετημένο σχέδιο δράσης «Αλλαγής» (όχ ι ’ Α λ λ α γής). Πώς ό «νεοδημοκρατικός» αύταρχισμός τό άπόρριψε, σάν Ανεπίδεκτος Ανανεωτικής μαθήσεως. Πώς όμως άκόμα κ α ί σήμερα, στό παρόν τής «σοσιαλιστικής» κυβερνητικής Αλλαγής, αύτό τό σχέδιο άστικοδημοκρατικής δράσης δέν έχει συμπεριληφθεϊ στίς άμεσες τηλεοπτικές προτε ραιότητες. Πώς, μέ δυό λόγια, ό Μ ανθούλη;, δυσ τυχώς, μάς υπενθυμίζει τό έπί τροχάδην κλείσ ιμ ο τού «νεοδημοκρατικού» Ανοίγματα. κ α ί τό άνοι γμα τού «σοσιαλιστικού» κλεισίματος. Έ τ σ ι κ ι Αλλιώς, δηλαδή, ό Μανθούλης προηγήθηκε κ α ί τής «νεοδημοκρατικής» Απαλλαγής κ α ί τής πασοκικής Αλλαγής. Κ α ί τό ζητούμενο είναι, γιά τούς σημερινούς τηλεκράτες, πότε τό σχέδιο- εκσυγ χρονισμού πού μέ Ακρίβεια περιγράφει ό Μ αν θούλης, θά πάρει σάρκα κ α ί οστά, ώστε νά φτιά ξουμε κ ι εμείς κάποτε ένα κράτος μέ τηλεόραση. Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Σ Δ Α Ν ΙΚ Α Σ
c¥o
Π Ο ΙΗ Σ Η
μέ γυμνά πέλματα πάνω σέ μυτερές πέτρες ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟ: Πριν άπό τό λυρισμό. 'Αθήνα, Συμεΐον, 1981. Σελ. 128.
«Ό τρόπος νά κινδυνεύομε είναι ό τρόπος μας σάν ποιητές.» Ελένη Βακαλό 'Ελένη Βακαλό Η Π Ο ΙΗ Σ Η τής 'Ελένης Β ακα λό μπορεί νά χ ω ρ ι στεί σέ τρεις φάσεις. Ο ί δυό πρώτες, πού δέν έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους, περιλαμβάνουν τίς συλλογές π ο ύ ^ ρ ά φ τ η κ α ν στό διάστημα μιας γεμάτης εικοσαετίας (1945-1966), ή τρίτη, πού έχει άμεση σχέση μέ τη δεύτερη, δέν έχει κλείσει άλλά βρίσκεται έν εξελίξει, ή τουλάχιστον αυτό μέχρι στιγμής φανερώνει. 'Η πρώτη περίοδος αυτής τής πολύ ένδιαφέρουσας θητείας καλύπτεται άπό τίς συλλογές «Θέμα κ α ί παραλλαγές», 1945, κ α ί «’ Αναμνήσεις άπ ό μιά έφιαλτική πολιτεία» 1948. Τη δεύτερη περίοδο άποτελοϋν, μετά τή μεταβατική, άρκετά κοντινή τους, «Στή μορφή τών θεωρημάτων» 1951, ο ί παρακάτω : «Τό δάσος» 1954, «Τοιχογρα φ ία» 1956, τμήμα τής ό ποιας μέ τόν τίτλο «Φυτική άγωγή» βρίσκεται στόν παρόντα τόμο, «'Η μερο λόγιο τής ηλικίας» 1958, «Περιγραφή τού σ ώ μα τος» 1959, « Ή έννοια τών τυφλών» 1962, « Ό τρόπος νά κινδυνεύομε» 1966. Ο ί συλλογές άπ ό τό ’54 ώς τό ’66, χωρίς όλόκληρη τήν «Τοιχογρα φ ία» δπως είπαμε, άπαρτίζουν τό «Π ρίν άπ ό τό λυρισμό». Τέλος, ή μέχρι στιγμής τρίτη περίοδος τής Β ακαλό περιλαμβάνει τή «Γενεαλογία», 1971, κ α ί «Τού κόσμου» 1978. ’ Α ρ χ ικά ή πο ιή τρια άκολουθεϊ τίς υπερρεαλι στικές κ α ί άλλες μοντέρνες τάσεις τής έποχής της κ ι άποκαλύπτεται, δπως γράφει ό "Αρης Δ ικταίος,1 στό πρώτο της β ιβλίο «θερμή έρωτική φ ύ ση - μ ιά έρωτική φύση δμως τέτοια, πού άπ οστέργει τόν άγονο έρωτα, πού έχοντας επίκεντρό της κ α ί γενεσιουργό κίνητρό της τήν μητρότητα, απορρίπτει τήν άνωφ ελιμιστική αντίληψη τού έρωτα γιά τόν έρωτα». νΑ ς διαβάσουμε ένα κομ μάτι δικό της άπό τήν έποχή έκείνη γ ιά νά κα τα λάβουμε τήν σέ λίγα χρόνια ξαφ νική στροφή της πρός άλλον προσανατολισμό:
Νασκυβε ταπεινό τό χέρι μου κ ' ήσνχασμένο
στή μεγάλη χωματένια παλάμη σου κ α ί μέ γερτά μάτια άκονμπισμένα στ’ αγαπημένο σου κορμί μονάχα νά περπατούσα στ’ άχνάρια σου μέ τή βουλή τή δίκιά σου. Μονάχη τόσο. " Ε ν α δ έ ν τ ρ ο β ο υ β ό π ο ύ π α ρ α σ τ α ί ν ε ι τό δ ά σ ο ς . . . 2 Στό παραπάνω δίστιχο περιέχεται ίσ ως άκόμα άσυνείδητα κ α ί έν σπέρματι τό κεντρικό σύμβολο τής μεταγενέστερης φάσης, πού τότε δμως κανείς δέν ε ίναι δυνατόν ν ά τήν υπ οψ ιασ τεί κ α ί νά πρ ο καθορ ίσ ει τό στίγμα της. Μ έ τίς δυό πρώτες της συλλογές πάντως ή π ο ιή τρια έχει πετύχει άρκετές κατακτήσεις κ α ί φ αίνεται πώς βρ ίσ κει τό πρ ό σω πό της. Ή αύτοδιάψευση κ α ί ή σιωπηρή άπ οκή ρυξη τών πρώτων της επιτευγμάτων, θά άποτολμούσαμε νά πούμε πώ ς οφείλεται είτε σέ βαθύτε ρες ανησυχίες πού ταυτίζονται μέ την άκμή τής βιολογικής της ηλ ικ ία ς κ α ί τήν υποχρεώνει νά δει άλλιώ ς τά πράγματα, είτε στή συνειδητοποίηση τού έφιαλτικού περίγ υρου, τού συγκεκριμένου περιβάλλοντος τών χρόνων έκείνων, πού δέν θά τή στρέψει δμως πρός τή γνωστή στρατευμένη χο ρεία πολλών συγχρόνων της ποιητών. Β έβ αια δέν άποκλείεται ή στροφή αύτή τών 360 μοιρώ ν νά οφείλεται στό συνδυασμό κ α ί τών δυό πρ αγμ ατι κοτήτων. Έ ν πάση περιπτώσει ή Β ακα λό θά διεισδύσει μετά άπό σιωπή μέ τόν δ ικ ό της τρόπο στήν όντολογία τού κόσμου, στήν έπώδυνη πρ ο σπάθεια νά άνασυνθέσει τή μονάδα μέ τό πάντρεμα τών π ιό έτερόκλητων ζώντων ώς έπί τό πλεΐστον ο ρ γανι σμών, υποκρούοντας ταυτόχρονα τό μοτίβο τού έφιαλτικού τρόμου μπρος στό θάνατο κ α ί στή φθορά. ’Α ναγ κασ τικά λοιπό ν ή ποίηση αύτή περ νά μές άπό τραχείς στενωπούς, κ α ί πολλές φορές παραμένει κ α ί γ ιά τόν έπαρκέστερο άναγνώστη σιβυλλική, έρμητική. Δέν ε ίν α ι τυχαίο πώς έμπει-
103
ρ οι κ α ί οξείς κριτικό·' σάν τόν Βάσο Β α ρ ίκ α κ α ί τόν Ά ν δ ρ έ α Καραντωνη συμπεριφέρονται μέ μ ιά διατακτική ευγένεια κ α ί νιώθουν κ ά π ο ια άμηχαν ία μπρός στό κυρίως έργο τής Ελένη ς Βακαλό. Προτρέχοντας στό σημείο αυτό θά ’θελα νά έκφράσω τή γνώμη μου πώς μέ τίς δύο τελευταίες της συλλογές ή Βακαλό έπανακάμπτει σ’ ένα λυ ρισμό πού δέν έχει δμως κ α μ ιά σχέση μέ τήν πρ ώ τη φάση της, άλλά ε ίναι ή συνέχεια αυτής τής φ αινομενικής στεγνής ποίησης πού περιλαμβάνε ται στό «Π ρίν άπό τό λυρισμό». Ά π ό «Τό δάσος» ή Βακαλό άποφ ασίζει νά κ ιν δυνεύσει σέ χώρους δύσβατους, μοναχικούς, άπαιτώντας άπό τόν άναγνώστη συνεχή έγρήγορση μά κ α ί έγκαταλείποντάς τόν συχνά σέ μ ιά ήθελημένη σκοτεινιά άκόμα κ ι άπό τήν άποψη τής σύνταξης, τής στίξης, κάνοντάς τον συχνά νά άναπηδά μέ απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων κ α ί προσδιορισμούς ουσιαστικών. Κ ι άκόμα πε ρισσότερο τόν προβληματίζει μέ τήν αράθεση πολλών τυποποιημένων εκφράσεων τής καθημερι νότητας, πού στά ποιήματά της λειτουργούν άναπάντεχα είτε βρίσκονται στήν αρχή, είτε παρεμ βάλλονται, είτε κλείνουν ένα όλόκληρο κομμάτι. Ά ν δεχτούμε πώς «Τό δάσος» ε ίν α ι ό εαυτός της πού θέλει νά βρεί τίς ρίζες του κ α ί άναγκαστικά νά βρεθεί σέ τοπία φρίκης κ α ί θανάτου, θά βρεθούμε μπροστά σέ μιά «θέση άνάποδη τής άντικειμενικότητας. Δ ημιουργία άντικειμενικότητας, ώς τήν αποσιώπηση τού υποκειμένου, τήν έκμηδένισή του, μιας άντικειμενικότητας π ο ιη τ ι κής πού είναι ή ίδ ια ή ενσάρκωση τού υπ οκειμέ νου σέ σχήμα άπό πράγματα-σύμβολα τά όπ ο ια “ υπάρχουν” , δέν “ πεθαίνουν” , ένώ τό υπ οκειμε ν ικ ό εγώ στή γυμνότητά του ή τό έσύ πεθαίνουν. Δ ιάσωση τού έγώ μέσα στά βιωμένα του σύμβο λα, κατάφορτα άπό τόν ψυχισμό τού ύποκειμένου πού πέρασε στά συμπαγή κ α ί άκατάλυτα άντικείμενα» γράφει ό Γιώργος Θέμελης.3 Έ δ ώ τή λογ ι κή έμβολίζει μιά άλλη λογική, πο ιη τική μές ά π ’ τήν άκολουθία τών λέξεων. νΑς θυμηθούμε τό πρώτο μέρος άπό τή συλλογή αυτή, πού έχει τόν υπότιτλο: πο ιη τική μυθιστορία (σέ ύφος μπαλέ του έκφραστικού):
Τό σχήμα τον όάσονς έχει Τό σχήμα τής μέδουσας Πού τήν πιάνεις στά χέρια σου καί γλιστράει ’Όταν τήν βγάλει έξω Τό κύμα Αύτό γίνεται ίσως Γιατί Σαλεύει Χωρίς Ν ’ άνοίγει άμμονόιές Πού είναι άσπρες Καί Γυαλίζουν οί φρέσκες Ένώ οί άλλες Ό λάσπρες
Θά βρεις κ α ί κόκαλα άπό πνιγμένους Τώρα θά βγάλω τήν καρδιά μου 104
"Οχι δμως Καθώς οί μέδουσες Δέν έχουν αίμα Ά ν καμωνόμουνα τόσον καιρό πώς έγραφα ποιή ματα ήταν μονάχα γιά νά μπορέσω νά πώ γιά τό Λόγος λιτός-λιτότατος, έλλειπτικότατος, φ ω τί ζει μέ στιλπνότητα τό σκοτάδι. Παντού πλα νιέται ένας ύπ αρξιακός φόβος κ α ί τρόμος πού δ ιψ ά νά έξακτινωθεί σέ άρχέγονους λαβύρινθους,^ έκεϊ πού ά νθρω ποι, ζώ α κ α ί πετρώματα ήταν τό ίδ ιο κ α ί τό αύτό. “Ο λα τά έπιμέρους τμήματα τού δ ά σους διατηρούν μεταξύ τους μιάν αυτοτέλεια, μιά άκόμη ένδειξη πώς τό πρόσω πο σπάζει, άλλά κ α ί προσπαθεί νά ξανασυναρμολογηθεΐ κ α ί νά πρ ο βάλει τήν κοσμική του άκτινοβολία, γιά νά όλοκληρωθεί. Προϋπόθεση πώς «Στά δάση βασιλεύει ό φόβος /κ α ί τ’ ά γ ρ ίμ ια/ τό ίδ ιο δπως κ α ί τά πο υ λ ιά /ξέρουνε νά φ οβούνται/ πρ ίν γεννηθούν». Στή «Φυτική άγωγή» ή πο ιήτρια άπομακρύνεται άπ ό τό σώμα-ΰπαρξη-δάσος κ α ί εισβάλλει στόν κόσμο τού φυτικού βασιλείου, έξ ο ί κ α ί ό τίτλος. ’ Εδώ, άν κ α ί τά νοήματα εξακολουθούν νά είν α ι πυ κνά, περισσότερη σαφήνεια κερδίζει τό λόγο, ή μυστική ζωή τών φυτών άναβλύζει πρωτόγνωρα κ α ί γίνεται άντικείμενο πρ ο σ ω π ι κώ ν, πού τείνουν νά έξαντικειμενικοποιηθούν, ερμηνειών μέ άξονα τό υ π αρ ξιακό ρίγος. 'Η συμ πλοκή τών άνθρώ πινω ν δντων μέ αύτή τή ζωή τών φυτών μ π αίνει όρμητικά στόν κόσμο τής συν θετικής μνήμης. Θ ά διακινδύνευα τό νεολογισμό πώς «έπαναρχετυπούνται», δπως στό κομμάτι «Σ υ κιά ή βαρύσκια»:
Αυτή δίνει περισσότερο τόν τρόμο Δέν ξέρω άν έχετε προσέξει πώς τά φύλλα της 'Έχουνε τήν ιδιότητα ν’ άπορροφοϋν τόν αέρα Κ α ί δέν κινιοϋνται καθόλου δταν στό μεσημερια νό ϋπνο Δροσίζει Γι' αύτό λένε πώς είναι βαρύς ό ίσκιος Πάντοτε ή συκιά θυμίζει κρεμασμένους ’Όχι γιά τόν ’Ιούδα Ό Ιούδας μάλλον φανταστήκανε πώς κρεμάστη κε Σ ' αύτό τό δέντρο Γιά νά έχουν έναν άληθινό κρεμασμένο Στό χρώμα ιδίως θυμίζει Σά νά τής έχουν άναπόδογυρίσει -τραβώντας το μέ ούλέςΤό δέρμα Κι δπου είναι ρόζος ή αίσθηση αύτή επιτείνεται Γιατί γυρνά άπό μέσα Σά νά είναι τό δέρμα έκεϊ πού μόλις χωρίζει Κι ολοένα περισσότερο τό βλέπεις Τραβώντας το άπό μέσα Εύθύς κατόπι ξεραίνεται στόν άέρα Δέν είναι δλα τά φυτά έτσι Τώρα ας πούμε πώς βλέπομε τά φυτά στόν κήπο Προσέχοντας τό τελευταίο δίστιχο ιδ ιαίτερ α
δέν μπορεί νά μάς διαφ ύγει κ α ί τό στοιχείο τής ειρωνείας, πού βοηθά σημαντικά τό ξεκαθάρισ μα τών λογαριασμών τής Β ακα λό με τη συσσωρευμένη σκουριά τών αιώ νων, Τ ό πράγμα φανερώνεται διαυγέστερα καθώς έξομολογεΐται:
Μιλάω πάνω σ’ αυτό τό θέμα επειδή θέλω νά εί μαι ’Εναντίον: Τοϋ χιούμορ Τής χάρης Τής προσωπικής συνέπειας Τοϋ πνεύματος "Όπως τό έννοεϊ ό ευρωπαϊκός πολιτισμός Αύτή είναι μέ τά φυτά ή κύριότερη διαφορά μας Τέλος, έκεϊ πού διαφ αίνεται κ ά π ο ια έλπίδα εί ν α ι τό κομμάτι τά «Θαμνώδη φυτά πού έχομε δ ί π λα στις θάλασσές μας». Στό «'Ημερολόγιο τής ηλικίας» ή καταβύθισ η αύτή τη φορά συνεχίζεται στό ένάλιο βασίλειο , χωρίς νά άποσιωπάται κ α ί τό ζω ικό. 'Η αίσθηση τής φθοράς φτάνει σ’ ένα κρεσέντο (σελ. 48), πάντα μές άπό αδιαίρετα συμπλέγματα ζώων, ψαριών κ ι άνθρώπων, πού στοιχίζουν τήν κατα στροφή ξεχωριστά τοΰ κάθε είδους:
’Ίσως κλαδιά πού έριξαν Ά πό πάνω περνώντας κουρασμένα πουλιά Εισχωρούνε στην ένωση τών ιστών Πεθαμένοι στή θάλασσα όργανισμοί Μεταξύ τους ενώνονται Σχηματίζουν σπονδύλους άπό άδεια σπασμένα κο.χύλια... Κ α ί παρακάτω ή άναφορά στήν ίδ ια τήν πο ίη ση:
. . . Ή κατάληψις τοΰ διαστήματος στις κλειδώσεις Άκούγεται πάντα στά ποιήματα σιωπηλά σάν τριγμός. κ α ί ή σπουδή θανάτου^ άλλου μέ «ιατρική άταραξ ία κα ί παρατηρητικότητα» ( Ή παρένθεση τής άράχνης) πού μάς υπενθυμίζει γ ιά μιά ακόμα φο ρά δτι βρισκόμαστε μπροστά στήν έξαρση τής μή συγκινησιακής μέ τήν πα ραδοσ ιακή έννοια τοΰ όρου ποίησης κ α ί στό σ ατανικό κίνδυνο πού ενε δρεύει κα ί στίς π ιό άθώες, άλλά κ α ί στίς π ιό ζω τικές άνάγκες τοΰ άνθρώπου ( 'Η έλλειψη τοΰ νεροΰ). Στήν «Περιγραφή τοΰ σώματος» ή ποιήτρια επανέρχεται πά λι στό σώμα κ α ί άνιχνεύει τά μυ στικά του μέ τόν τρόπο της, τά μυστικά τού γεμά του άκοές σώματος πού αποσ πά ό λόγος δίνοντάς μας, δπως συνηθίζει, άποφθεγματικά κά π οια κλειδ ιά: . Σκοτεινό θαμπό δέρμα θηράματος πού ακόμα δέν
έχει μέσα μας νικηθεί ή
Τόν τρόπο τής ύπαρξης καθορίζει ό τρόπος τής
ήδονής . ’Α ξ ίζ ε ι νομίζω έδώ νά παρατεθεί τό κομμάτι τής σελίδας 69 πού περιλαμβάνεται στή συλλργή αύτή, ένα άπό τά ωραιότερα τοΰ τόμου:
Είναι μνημείο τό σώμα πού γέμισε Στίς φωλιές του Τοπία έφερε χαλασμένα βουνά Τήν ακούσε Δέν τήν άκονσε τή φωνή του„ Δέν ήξερε άν ήταν ή δίκιά του φωνή Μικρό μαύρο χώμα πού κάθησε Σέ κείνες πού νόμισες κλειστές άμυχές Κατοικημένο ευθύς ’Αδύνατες άσπρες ρίζες ’Αδιόρατες άσπρες πού έρπαν ζωές Άπλωναν κι έρπανε ως τό μέρος μας ’ Ηταν ή κίνηση σιγανή Τό σώμα έμοιαζε άκίνητο Καρτέρι φυλάγοντας Μά τίναζε όρθια πουλιά Πάνω μας στον αέρα άκούγονταν πού έφευγαν ’Αλλά πέρ’ ά π ’ δλα ο ί ρυθμοί έδώ εναλλάσσον ται μέ ιδ ιαίτερα άριστοτεχνικό τρόπο, ο ί τόνοι άνεβοκατεβαίνουν μέ εύελιξία, ο ί αρνήσεις κ α ί οί καταφάσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο κ α ί στήν κατανόηση άλλά κ α ί στή γοητεία πού νιώ θ ε ι ό άναγνώστης. 'Ε νδεχομένως πάντως νά προτείνεται ταυτόχρονα κ α ί κάποιο ς άπολογισμός. ’Ακολουθεί « 'Η έννοια τών τυφλών», δπου τό σκοτάδι συνεχίζεται - ό τίτλος άλλωστε σαφώς τό ύποδηλοί. Ό άνθρωπος τοποθετημένος μέσα σ’ ένα δωμάτιο άκούει, ψηλαφεί, άλλά δέν βλέπει. Ή ποιήτρια Θυμάται τά «παλιά πουλιά», επιστρέ φει στήν «πτηνολογία»,.ένώ ή μελέτη τοΰ θανάτου φτάνει στά έσχατα δρια αύτής τής ποιητικής. "Ολη ή συλλογή - ή τό μεγάλο αύτό πο ίη μα άν θέ λετε, δπως γράφει ό Θέμελης-4 «πορεύεται μές άπ ό μεταπτώσεις κ α ί άντιθέσεις, συνυφαίνοντας τίς άντιθέσεις, τό φόβο κ α ί τόν κίνδυνο μέ μιά άκρως περήφανη άντοχή, μιά άλύγιστη άξιοπρέπεια». Κ ι έδώ θά βρούμε τόν υπ αινιγμό γιά τό βασικό της σύμβολο
Είναι πουλί φαγωμένο, σαράκι τό έφαγε, παλιό παλιό τό είδωλό μου. ’Α π ό τίς π ιό εύτυχισμένες στιγμές της τό δα ιμο ν ικ ό δραμα τής σελίδας 82 κ α ί τό κομμάτι τής σε λ ίδας 87, ά π ’ δπου κ α ί τό άπόσπασμα:
Μά ήταν ένας καιρός πού τά κόκαλα, σκελετοί μεγάλοι τών ζώων κα ί τών πουλιών, φέγγανε σ’ δλο τό μή κος τους άπλωμένοι ως τήν αιχμή τών φτερών ευσταθείς καί μετέωροι σάν άρματα ευρύχωρα ψηλά άνεβαίνοντας πάνω άπ’ τή μάχη τών εισβολών... Κ ι ό τόμος τελειώνει μέ τήν π ιό γνωστή ώς τώ-
105
ρα συλλογή τής Βακαλό, πού είναι « Ό τρόπος νά κινδυνεύομε». Σχετικά γράφει ό Άνδρέας Κ αραντώνης: «Εικόνες πρωτοείδωτες κ α ί καλά προ σεγμένες, σάν άπό μάτι δελφινιού, τού ύγρού στοιχείου, λεπτές διακρίσεις τών μεταλλαγών πού δημιουργούν στην άφή μας ο ί αισθήσεις, τά α ι σθήματα τών άντικειμένων κατακλύζουν τήν όπως κ α ί τίς προηγούμενες λιγοσέλιδη αύτή πλακέτα. 'Η σκοτεινιά έδώ κάπως υποχωρεί. Ή πο ιήτρια άναδύεται σιγά σιγά ά π ’ τό βυθό κ ι άρχ ίζει νά κάνει τόν απολογισμό τής ούσιαστικώτερης πρός τό παρόν φάσης τής πορείας της» (σελ. 94). Ά π ό πάσης άπόψεως πιστεύω πώς είναι ό π ιό όλοκληρωμένος σταθμός τής δεύτερης περιό δου της, τής πιό κα ίρ ια δημιουργικής της φάσης. Ά ς δούμε ένα άπόσπασμα πού μοιάζει νά έπανασυνδέει τό «Πρίν άπό τό λυρισμό» μέ τόν μεστό κ α ί αυστηρό σέ έπεξεργασία λυρισμό:
Τό τοπίο αυτό σ’ άναπανμένη φάνηκε ώρα καί χάρη γιά ποιητές Μέ πόθο ήμερο φέγγουν τά ποιήματά τους Μέσα σέ όνειρο βαθύ πού βλέπει όνειρο άλλο "Ο,τι έγινε μές στον άέρα ήταν Μέ πήρε άγγιγμά Μά ίσως νά είχε γιά μένα κλείσει ένας καιρός Συναντάμε όμως καί μιά υποψ ία κούρασης άπ’ τήν πολύχρονη έξερεύνηση σέ σκληρά κ α ί ζοφερά τοπία τού ένδον χώρου. Τ ά κέρδη πού αποκόμισε ή Βακαλό θά φανούν κ α ί στις επόμενες δύο συλ λογές της. Ν ομίζω πώς υπάρχει μιά υποχρέωση παράθεσης ένός μικρού έστω δείγματος άπ’ αύτές, γιά νά δούμε πώς ή ποιήτρια έπανασυνδέεται μέ τόν δωρικό, άλλά χυμώδη λυρισμό. Τό παρα κάτω κομμάτι άνήκει στή «Γενεαλογία»:
Στόν τόπο μου αγαπούν τίς μυρωδιές τίς διά φορες πού έχουν τά φυτά καί τά λουλούδια Κόβουν φύλλα μυρωδικά, τά στρίβουνε ή τά κρατάν, ένα κλωνί κα ί λένε αχ βαθύ τ’ άπόγευμα είναι. Περιηγηθήκαμε γιά λίγο τόν κόσμο τής Ελένης Βακαλό. Δύσκολη περιήγηση, κ α ί γιά μάς κ α ί γιά δποιον θέλει νά έπικοινωνήσει μ’ αύτή τήν πο ίη ση. πού κατά τόν Βάσο Β αρίκα6 είναι «ή συνειδητοποίηση τής θέσεως τού άνθρώπου μέσα στή φύ ση τής οποίας άποτελεΐ μόριο, άλλά κ α ί ιδιομορ φ ία. Ε ίνα ι ή μοίρ α του κ α ί ή υπεροχή του». Δ ύ σκολο άθλημα τιτλοφορεί ό ίδ ιος τήν ποίηση τής Βακαλό, δύσκολο άθλημα κ α ί γιά κείνον πού θέ λει νά τήν παρακολουθήσει άπό κοντά. Προχωράς συνεχώς μέ γυμνά πέλματα πάνω σέ μυτερές πέτρες γιά νά γευτείς τίς δύσκολες χαρές αυτής τής πορείας. Δέν πιστεύω πώς πρόκειται γιά δη μιουργία μέ μεταφυσικές προεκτάσεις, άλλά αντί θετα γιά δημιουργία πού θέλει νά άπομεταφυσικοποιήσει τά πράγματα κ α ί νά τά έπανατοποθετήσει στίς άρχικές τους βάσεις γιά νά νιώσει ή δημιουργός τους τή φθορά τους κ α ί νά τούς δώ 106
σει καινούρια πνοή σέ τοπία ψυχής πού διαλέγει κ α ί καλλιεργεί μέ τόν δικό της τρόπο, όσο άγονα κ α ί ν ά V έκεϊνα. Δέν μπορώ νά παραλείψω τά μειονεκτήματα αυτού τού άθλήματος. 'Υ πάρχει κ α ί έγκεφαλισμός κ α ί έκζήτηση, έρχεσαι μπρος σέ άρκετά διλήμματα γιά νά άποφανθείς όριστικά γιά τίς εξετάσεις πού δίνει στό χρόνο μιά τέτοια σοβαρή προσπάθεια. Ά ν λάβουμε όμως υπόψη μας τήν άμεση ή έμμεση επίδραση πού έχει άσκήσει αυτό τό έργο στούς μεταγενέστερούς της, εί ν α ι μιά άφορμή γιά νά προσανατολιστούμε πρός τήν κατάφαση. Ά λ λω σ τε δέν πιστεύω πώς ή Β α καλό τελείωσε. Ο ί δυό τελευταίες της συλλογές σού δίνουν τή μεγάλη ικανοποίηση πώς ή πορεία συνεχίζεται σέ καινούριους τόπους. Ά λ λ ά κ α ί στό «Π ρίν άπό τό λυρισμό» άπαιτεί δλο τό σεβα σμό κ α ί τήν άγάπη δποιου άγαπά τήν ποίηση. Κ ι άπό μάς προσωπικώς τά έχει κ α ί τά δυό. Κ α ί λίγα γιά τήν έκδο τη. Συμφωνούμε πώς μιά τέτοια ποίη ση χρειάζεται έκδοση δσο γίνεται λ ι τότερη. Φ υσικά ούδείς λόγος γιά τά πολύ ώραία σχέδια τού Γιώργου Βακαλό. Πάντως τό εξώφυλ λο έχουμε τή γνώμη πώς μοιάζει τουλάχιστον άχαρο κ α ί σάν σύνθεση κ α ί σάν χρώμα. “Οσο γιά τίς σημειωτικές προσθήκες τού κ. Σπυριούνη, δέ νομίζω πώς προσθέτουν κ α ί σπουδαία πράγματα. Α κ ό μ α κ α ί οί πίνακες κ α ί τά κομμάτια τών κ ρ ι τικώ ν (τά άποσπάσματα δέν είναι τά πιό καίρ ια ) διυλίζουν τόν κώνωπα. Ά ν θελήσει κανείς νά άσχοληθεί μέ τέτοια πράγματα στό περιθώριο μιας δημιουργίας, νομίζω πώς πρέπει νά είναι πληρέστατος κ α ί νά άκολουθήσει καλύτερα κ α ί πρ ίν ά π ’ δλα τό σύνθετο είδος τού δοκιμ ίου, πού στήν περίπτωσή μας πιστεύω πώς λείπει, κ α ί κά ποτε πρέπει νά γραφτεί. Γιατί ή ποίηση τής Ε λ έ νης Βακαλό άπαιτεί μιά πολύ πιό λεπτομερειακή προσέγγιση κ ι άπό τήν παρούσα κριτική άλλά κ α ί άπό τίς προηγούμενες πού άνέφερα ή άναφέρονται στό τέλος τού βιβλίου. Γ. Κ. Κ Α Ρ Α Β Α Σ ΙΛ Η Σ
Σημειώσεις: 1. ”Αρη Δικταίον: « Άναζητητές προσώπου», σελ. 173, Φέξης, ’Αθήνα 1963. 2. Ή άραίωση τών γραμμάτων είναι δική μου. 3. Γιώργος Θέμελης: « Ή νεώτερη ποίησή μας», σελ. 305, Φέξης 1963. 4. Γιώργος Θέμελης: « Ή νεώτερη ποίησή μας», σελ. 313, Φέξης 1963. 5. Άνδρέας Καραντώνης, έφ. «Καθημερινή», 6 Σεπτ. 1966. 6. Βάσος Βαρίχας, έφ. «Βήμα», 12 Φεβρ. 1967.
Π Ο ΙΗ Σ Η
ή άναζήτηση τοϋ απόλυτου ποιητικού μεγέθους ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΣΥΡΟΥ: Τό μονοπάτι τής μέταξας. ’Αθήνα, Γνώση, 1981. Σελ. 37. «ίθυναν ήμάς έπί τών μυστικών λσγίων ύπεράγνωστον καί ΰπερφαή καί άκροτάτην κορυφήν, ένθα τά άπλά καί τά άπόλυτα καί άτρεπχα χής θεολογίας μυ στήρια, κατά τόν ύπέρφωτον έγκεκάλυπται τής κρυφιομΰστου σιγής γνόφον» Διονύσιος ’Αρεοπαγίτης Τ Ο Μονοπάτι τής μέταξας είναι, κατά τή γνώμη μου, ή π ιό τολμηρή κα ί ουσιαστική πρόταση στήν ποίησή μας τά τελευταία χρόνια. Δέν έχει καμ ιά σχέση μέ τήν έπικαιρότητα, ούτε μέ ό,τι άποκαλοΰμε «σύγχρονο προβληματισμό». 'Ο ποιητής του δέν άνήκει σέ καμιά ποιητική σχολή ή γενιά, δέν έκφράζει κα μ ιά τρέχουσα ιδεολογία, δέν δια κατέχεται άπό υπαρξιακή άγωνία κ α ί άγχος, δέν ά ντιμ ετωπίζει -π ο ιη τικά βέβαια πάντοτε- κοινω ν ικ ά προβλήματα κ α ί δέν έχει καμ ιά σχέση μέ όποιασδήποτε μορφής «έλληνικότητα». Στό π ο ί ημα, τέλος, δέν ύπάρχει ίχνος έρωτισμοΰ κ α ί άπουσιάζει έντελώς ό θεματικός αύτοσχεδιασμός. 'Η πα ραπάνω άρνητική άπαρίθμηση καθιστά νο μίζω εναργέστερη τή ρ ιζική ποιητική διαφορο ποίηση τοϋ 'Ο σύρου. Τ ό Μονοπάτι τής μέταξας είναι ένα ποίημα πού άποτελεϊται άπό 661 στίχους. 'Ο τίτλος του παραπέμπει πραγματολογικά στήν πα λιά έμπορική όδό πού συνέδεε τή Δύση μέ τήν Ά π ω ’ Ανατολή κ α ί τήν ’ Ινδ ία μέ τήν Κ ίν α , ή όποια διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο στή μεταβίβαση κ α ί τήν άνταλλαγή τών φιλοσοφιώ ν κ α ί τών θρη σκειών μεταξύ ’ Ανατολής κ α ί Δύσης. Τό περι εχόμενο δμως τού ποιήματος, δπως θά δούμε, σημασιοδοτεϊ μεταφορικά τόν τίτλο. Π ροϋπάρχει άναμφίβολα τού ποιήματος ή εσωτερική μετα στροφή τοϋ ποιητή, ή κατάκτηση μιας προσω πι κής δράσης, άπόρροια μιας βαθιάς μέθεξης μέ τή μυστική, τήν άποφατική θεολογία τής άνατολικής ’ Εκκλησίας. 'Η δυνατότητα τοϋ πνεύματος νά άναφέρεται στόν έαυτό του, τό ύποκείμενο δηλαδή νά κρίνει έαυτό σάν άντικείμενο, μπορεί νά νοηθεί μόνο σάν συνέπεια μιας ρήξης,, ένός σχίσματος στό όμοιογενές τής φύσης του. Τό πνεύμα θά βρεθεί άντιμέτωπο μέ τούς ψυχικούς παράγοντες πού
συγκροτούν τό περιεχόμενό του. Δέν πρόκειται γ ιά παράγοντες πού βρίσκονται έξω άπό τόν άν θρωπο, ούτε γ ιά έξουσίες πού κατοικούν στήν ούρανό. Ή λογική μάς λέει δτι ό ούρανός έχει άρχή κ α ί τέλος. Ή άρχή κ α ί τό τέλος δμως είναι έπιχείρημα κ ι αύτό ψ υ χικώ ν παραγόντων πού προβάλλουν τόν τρισδιάστατο χώρο, τούς φυσι κούς νόμους, τή χρονικότητα. ’ Α λλά τό κάλλος, τό δραμα, τό όνειρο έχουν τήν καταγωγή τους σέ παρουσίες πού ή έμμονή τους εύαγγελίζεται του λάχιστο τόν π ο ικ ίλ ο τρόπο ύπαρξης κ α ί τού π ιό φτωχού κομματιού, άπό τή χυδαιότητα ώς τήν ύπέρβαση. Τ ό Μονοπάτι τής μέταξας είναι ή άνάμνηση ένός διαλόγου μεταξύ τού ποιη τή κ α ί τού παρα στάτη του. Ό διάλογος άναφέρεται στήν κηδεία κάπ οιο υ ισχυρού προσώ που, τό όποιο έχει έπιβάλει στόν διαλεγόμενο ποιη τή νά ζήσει στήν άπομόνωση τής περιφέρειας -δέ ν θά ή . αν ίσως άσκοπο νά έπισημάνουμε στόν άναγνώστη τό πανάρ χαιο θέμα τού έξόριστου ποιητή. 'Ο ποιητής θυμάται τίς άποτυχημένες προσπάθειες έπιστροφής του. Θυμάται τήν έπιμονή του νά γνωρίσει τήν αιτ ία πού έπέβαλε τήν άπομάκρυνσή του. Μέ τό θάνατο τού ισχυρού οϊ δρόμοι άνοίγουν. Ο ί έπίγονοι ζητούν άπό τόν ποιη τή νά καλύψει τό κενό, κ α ί πρώτα ά π ’ δλα τόν καλούν στήν κηδεία τού μεγάλου νεκρού. ’ Εκείνος δμως δέν θά προσέλθει. Στή θέση του θά στείλει τόν παραστάτη του, έκείνον πού ή σχέση τους προϋπήρχε τής ρή ξης, τόν άφοσιωμένο του φ ίλο, ικανό νά έκτελέσει στήν έντέλεια τήν άποστολή πού τοϋ άνέθεσε μέ εμπιστοσύνη ό ποιητής. ’ Α νακα λεί λοιπόν ό ποιητής τή διήγηση τοϋ παραστάτη του: πώς %όν δέχτηκαν, τί διαθέσεις επικράτησαν στό περιβάλ λον τού νεκρού. ’ Ακο λου θεί ή περιγραφή τής κη δείας. Ό παραστάτης άποσύρεται κ α ί τό ποίημα τελειώνει μέ τόν ποιητή νά καταλαμβάνει τό κέν τρο ένός αύστηροϋ τυπικού, μόνος πλέον, κ α ί νά χοροστατεί σέ μιά διαρκή άκολουθία. Στά παραπάνω πρόσω πα διακρίνει κανείς τήν προβολή κυρίαρχω ν ψ υ χικώ ν παραγόντων πού συγκροτούν κ α ί κλυδωνίζουν τό μύθο ώς τήν κατανόηση τοϋ τριαδικού του χαραχτήρα σέ μιά ενότητα. Ο ί ψ υ χ ικ ο ί αυτοί παράγοντες, πού συν έθεταν στή νεότητά τους ένα οιδιπόδειο πλέγμα, οργανώνουν τώρα τήν ψυχή σέ μιά τριαδικότητα πού έχει άμεση σχέση μέ έκείνη τών μυστικών. Μ όνο μέ αύτή τήν έννοια τό ποίημα έχει κ άπ οιο θρησκευτικό χαραχτήρα πού ένισχύεται κ α ί άπό τό γεγονός δτι άγνοείται κάθε άλλη πραγματικό τητα, εκτός άπό έκείνη τής ψυχής. Τ ά συμβάντα τού έξωτερικοϋ κόσμου, άκόμη κ α ί τά μεμονω μένα άντικείμενα δπως τό λινό, ή στάχτη -τ ά όποια συναντούμε τόσο συχνά στό π ο ίη μ α - δροϋν σάν μιά ψ υχική άλήθεια εφιαλτική, γιατί είναι άπειρη, ώ ρ αία κ α ί πάντοτε καινούρια. Στήν ο ι κονομία αυτής τής φύσης ή πρόθεση, ή σκέψη, ό στοχασμός ε ίναι τό «άντιμίμον» πνεύμα, κάθε δη λαδή συνειδητή σκέψη πού μεσολαβεί άνάμεσα στό άρχέτυπο κ α ί τή δράση, ή σκέψη γιά κέρδος ή ζημία, γιά ώφέλεια ή βλάβη κ α ί άκόμη γιά τό
107
αίτιο κα ί τό αίτιατό, πού πρέπει νά έξοντωθεί γιατί στό χώρο τής ψυχής, όσο ύπάρχουν περι θώρια άπόστασης καί κίνησης, ύποθέσεων κα ί μύθου, τίποτε δέν είναι όριστικό. Έ τ σ ι άφαιρεϊται κα ί ή τελευταία κατάφαση περί τραγωδίας τών προτύπων: γενάρχης πατήρ, άποστάτης υιός, παραστάτης. Πρόκειται γιά τήν εικόνα τού δ ι καιω μένου ποιητή, πού άφού ταυτίστηκε μέ τό πνεύμα τού παραστάτη κα ί συμφιλιώθηκε μέ τόν πατέρα, χοροστατεί στήν άτέρμονη άκολουθία, τό συμπαγές τυπικό τής όποίας άποκλείει κάθε κ ί νηση. 'Ο μύθος άγιάζεται μέ τήν κατανόηση τού τριαδικού του χαραχτήρα κα ί τήν ύπέρβασή του. ’Αναγκαστικά λοιπόν ό χρόνος τού ποιήματος γίνεται έμμεσος κα ί εκφράζεται μέ τήν πλάγια καί τεθλασμένη άπόδοση τού λόγου, πού ύπηρετεϊ μιά άρχιτεκτονική σφαιρικότητα μέ κέντρο τήν τελετή, γύρω άπό τήν όποία δολιχοδρομούν μνή μες δίκαιες, έφόσον παγιδεύουν τή μαγική ει κόνα. Θά πρέπει νά μεσολαβήσει κάποιο σύμβολο κοινού τόπου, γνώσης, ενστίκτων κα ί έρωτα. Τό σημείο πού υποδηλώνει τό' σύμβολο δέν είναι περιεχόμενο άντίληψης, δέν άποκαλύπτεται ούτε βιώνεται. Περισσότερο δείχνει μιά τάση, κάτι σάν τό μονοπάτι τής μέταξας:
’Αλίμονο δέν ζητούσε αυτό προβάλλοντας τήν άβυσσο πού μάς χωρίζει Μέ Αγνοούσε ν’ Ακολουθώ δ,τι δέν θέλω νά κάνω δ,τι μισώ Πού πάντοτε θά διστάζω κι δταν δέν εχω άλλη εκλογή Πού πιστεύω Αγνοώντας τό νόημα μιας Αχτίδας αίματος θά ’πρεπε ν' Ακολουθήσω τή φύση της Τό δικό της λόγο νά συγκροτεί τό μονοπάτι πού χωρίζει σέ πλήθος όμοιων του Νά γνωρίσω τήν ταπείνωση στήν κίνηση πού ζωοποιεί τό στεφανωμένο μέ αίμα κενό. Δροσερό καί λείο Από κάθε επινόηση νά μείνει τό πλευρό τον βρόγχον πάλλοντας στον κρόκινου τήν ευωδιά Καί τό πέλαγος πέρα Απ’ τής πνενμονικής Αρτηρίας τήν Απόληξη τό ζήλο νά πνίγει καί τήν Αδράνεια καί τήν ελπίδα σάν πρώτος λόγος Μάς προτείνεται λοιπόν μόνο τό σχήμα τού συμβόλου, πού είναι ή τελετή κα ί ή δυνατότητα ύπέρβασής της μέ τήν παραδοχή τής όριακής της θέσης. Στή συνείδηση τού ποιητή τό κυρίαρχο πάντοτε τυπικό θά είναι δ μόνος τόπος ταύτισης τού άρχέγονου μύθου μέ τή νόηση τών αισθή σεων. Τό άπόλυτο τού τυπικού όπωσδήποτε έχει κάποιο δογματικό χαραχτήρα. Τό δόγμα όμως, παρά τήν κατηγορηματικότητά του, περιέχει μόνο άρνήσεις. Αύτό νομίζω φαίνεται μέ τή λεπτομερή καί σαφή περιγραφή τών έπιμέρους στοιχείων, πού άναιρείται στήν παραδοχή τής άγνωσίας τού κέντρου. ’ Α πό τό κενό όμως τής άρνησης πού περιέχεται στό δόγμα πηγάζει ένας αυστηρός ήθικός κανόνας πού διέπει κα ί τήν πιό άσήμαντη λεπτομέρεια. Έ τσ ι τό ελάχιστο είναι δ άπόηχος τού κυρίαρχου συμβόλου (ή νεφέλη άπό κουρα σμένο φώς στής καρδιάς μου τόν χώρο) καί συγ χρόνως τό πολύτιμο κομμάτι πού συγκροτεί μαζί 108
μέ άλλα τό μονοπάτι τής μέταξας. Ά ρ χετυπ ικό ποίη μα ένός ποιητή πού έπιδίω ξε νά ξυπνήσει στόν ώκεανό τής μή μορφοποιημένης γνώσης -ή γνωστική τής ’στάχτης μου Αγωνία, γράφει-, άκολουθεϊ πάντοτε τήν άποφατική όδό γιά τήν κατάκτηση τής άρχικής ενότητας. Ή κατάκτηση αύτή πετυχαίνεται μέσα άπό τήν τε λετή τής κηδείας. Μ ιά τελετή πού δέν ύποδηλώνει κανένα πένθος, άντίθετα είναι χαρμόσυνη σύ ζευξη πού όδηγεί στήν τελική κάθαρση. ( ’ Α ξίζει νά υπογραμμιστεί ή συχνή κα ί άμφίσημη χρήση τών λέξεων: λουτρό, στάχτη, λινό.) Στήν τελετή αύτή ό ποιητής είναι συγχρόνως: ή τελετή, ό νεκρός κ α ί ή άκολουθία, στό έσχατο όριο τής άποφατικής σκέψης. Στό Μ ονοπάτι τής μέταξας ό ποιητής καταργεί τόν προσωπικό του τόνο. Ό λόγος είναι άπαλλαγμένος άπό τήν α ι σθητή αναπνοή πού ύπάρχει στή λυρική έμ πνευση ή στήν προσωπική ενθουσιώδη καθοδή γηση τής φράσης. Ή πρωτοβουλία παραχωρείται στίς λέξεις, πού κινητοποιούνται άπό τή σύγ κρουση άνάμεσα στό άπόλυτο μέγεθος πού ό ποιητής τίς εξαναγκάζει νά έκφράσουν κ α ί τή δική τους άνεπάρκεια. Ό έξαναγκασμός αυτός δημιουργεί μιά σχέση άκριβείας άνάμεσα στίς ει κόνες, ή όποία τελικά διαφοροποιείται άπό αύτές καί άποκτά μιά μορφή συγκεχυμένη κ α ί διάφανη μαζί, ικανή νά υπηρετήσει τίς άλλεπάλληλες άναιρέσεις τού λόγου. Ή ποιητική γλώσσα τού Ό σύρου, γλώσσα πού άγφλλιάζεται τή δικαιοσύνη, κινείται στήν περι οχή τών όρίων. Ό άναγνώστης στήν πρώτη του επαφή μαζί της σίγουρα τρομοκρατείται άπό τό λεκτικό μυστικισμό τού ποιητή. Εύλογο, άφού οί λέξεις λειτουργούν σάν νυστέρι στό βάθος τού' άσυνείδητου κ α ί συγχρόνως είναι τά όργανα πού μέσα άπό τήν καθημερινή φθορά επιτρέπουν στόν ποιητή νά άνταποκριθεί στήν πρόσκληση: νά πά ρει τή θέση του στήν τελετή τήν άπό πρίν γι’ αυ τόν έτοιμασμένη. 'Ωστόσο μέσα άπό τήν περί πλοκη σύνταξη, τούς πλάγιους κ αί τεθλασμένους γλωσσικούς έλιγμούς υπάρχει πάντα ένας εσωτε ρικός ρυθμός πού διατηρεί τήν Ισορροπία στό γλωσσικό αύτό άθλημα, πού μόνο στήν ποίηση τού Μαλαρμέ μπορεί ν’ άναζητήσει κανείς τίς καταβολές του. Τό γλωσσικό αύτό άθλημα τού 'Οσύρου ξεκινά τό 1973 μέ τή συλλογή Ενη J. Βουτσαρά, συνεχίζεται μέ τήν Ενη J. Βοντσαρά I I κα ί κορυφώνειαι άναμφίβολα στό Μονοπάτι
τής μέταξας. Τό παραπάνω κείμενο είναι ένας άνεπαρκής όδηγός σέ μιά ποίηση δύσκολη, μέ ούσιαστικές κατακτήσεις θεματικής κ α ί γλωσσικής πρωτοτυ πίας. Δέν είναι έξαντλητικό, ούτε καί μπορούσε νά είναι. Ό άναγνώστης πού θά θελήσει ν ’ άναμετρηθεί μέ τήν ποίηση τού Ό σύρου καί νά μπει σ’ ένα κλίμ α όπου τίποτε δέν είναι σίγουρο κα ί έκ τών προτέρων δοσμένο, θ’ άνακαλύψει μόνος του τίς άπεριόριστες δυνατότητες πού τού παρέχει τό κείμενο. ΧΡΙΣΤΟΦ ΟΡΟ Σ Λ ΙΟ Ν Τ Α Κ Η Σ
Π Ο ΙΗ Σ Η
έπεισοδιώδης ποιητική κοινωνιογραφία ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Τό οικογενειακό δέντρο. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 46. Ο Ι δεκαπέντε ένότητες τής συλλογής άποσκοποΰν στην ύπερβαση τών ορίω ν ένός αυστηρού οικογε νειακού χαρακτήρα, ώστε νά συνδεθούν διαλεκτι κά μέ την κοινω νική κ α ί ιστορική δράση-πράξη· γενικώς μέ τό περίγραμμα τού νεοελληνικού χώ ρου. Αυτή λοιπόν τή σύνδεση ό Κώστας Π απαγεωργίου την έπιχειρεΐ μέσα άπό τίς δομές κ α ί τίς λειτουργίες μιας κλειστής κοινότητας, δπως είναι ή οικογένεια, κ α ί όχι τόσο άπό τήν πρωτογενή καταγραφή κάποιω ν άνατροπών, μεταβολών ή άλλοιώ σεων τού χώρου. Π ιό κάτω παραθέτω ένα διάγραμμα γιά ένα λόγο: νά συμπυκνώσω τίς ίδιότητες-δραστηριότητες .τών προσώπων, τό χώρο κ α ί τό χρόνο τών συμβάντων, επειδή άκριβώς άποτελούν άφενός κλειδί κατανόησης τής θεματικής κλίμακας τού Κ .Π . κ α ί άφετέρου εξοικειώνουν τόν άναγνώστη μέ τήν άνάλυση. Κεφ. Γ ' θεία Κλειώ:
Κεφ. Γ ' θεία ’Αγγέλα:
'Α π λή άναφορά τού θανάτου της. ’ Αργότερα, στό ΙΒ ', μαθαί νουμε ότι διακρινόταν γ ιά τή λα-
Τήν παρακολουθούμε νά δα σκαλεύει τίς άνιψ ιές της στόν έρωτα, νά φτιάχνει κρέμες προ σώπου, νά άσκεΐ χειρομαντία, νά παντρεύεται στά 60 της συντα- ξιούχο τού ΙΚ Α κ α ί, τελικώς, ν ’ αύτοκτονεΐ στό νοσοκομείο. ’ Ε ποχή θανάτου τό ’60. Κεφ. Γ ' Στοιχεία του είναι γνωστά άπό θεία Μερόπη: τήν προηγούμενη συλλογή «’ Ι χνογραφία» (1975). Έ δ ώ γίνεται άπλή όνοματική άναφορά. Τόν άρραβώνα της είχε προβλέΚεφ. Γ ' θεία Ά νθ ο ύ λ α : ψει στά χαρτιά ή ’ Αγγέλα. Κεφ. Σ Τ ' + Η ': Στά θεμέλια τού χαλασμένου σπιτιού, σέ κάπ οια γιορτή, γίνε ται σύναξη τού σογιού λίγο πριν βρεθούν σκοτωμένοι άντάρτες στό ρέμα. Ο ί άλλοι πού πιάστη-
Κώστας Παπαγεωργίου κ αν σάπισαν σέ έξορίες κ α ί φυ λακές. ’ Εποχή γύρω στό ’45. Ή μάνα κ α ί τά μικρά π α ιδ ιά στό κρεβάτι της. Π ρόσωπο έντονα χαραγμένο στή Κεφ. Η ' μνήμη τού ποιη τή -περιγραφή έκάποιος ξωτερικών χαρακτηριστικών του τυφλός: γνωρισμάτων. Σύζυγος τού καντηλανάφτη. Κεφ. Θ ' Περιγράφονται ο ί δραστηριότημιά γυναίκα: τές της γ ιά τή συντήρηση τής έκκλησίας καθώς κ α ί ή έρωτομανία της, πού οδήγησε τόν. άντρα έης στό φόνο της. Κεφ. < Έ σ φ α ξε τή γυναίκα του στή μέκαντηλανάφτης ση τού ιερού, κάτω άπό τόν ή περιβολάρης: Σταυρωμένο, γ ιά τούς έραστές της. Κεφ. Θ ' Έ ν α ς βίος γεμάτος έκτρώσεις, θεία Χ αρ ίκ λ ε ια : βασκανίες, τάσεις γιά μάγια κ α ί τελικώς παραίτηση άπό τό τάμα. Μ έ έλπίδες ότι ζεϊ ό Θράσος. Γιό ς τής Χαρίκλειας· κ άπ οιο ι Κεφ. Θ ' τήν πληροφόρησαν ότι ζεΐ στό Θράσος: Π αραπέτασμα. ’Εποχή λίγο μετά τόν έμφύλιο. Φ ιλ ικ ό ή γειτονικό πρόσωπο πού μετά τό χαμό τού άδελφοΰ της ζούσε στή μοναξιά της. Α ύ τοκτόνησε, άρχές τού ’60, πέ φτοντας άπό τήν ταράτσα. Α π λ ή άναφορά στό χρόνο τού Κ ε φ .ΙΑ ' θανάτου του. Έ τος 1949. άδελφός τής Σαββούλας: Στή μνήμη τού ποιητή άνακαΚ ε φ . ΙΒ ' λούνται τά πρώτα συμπτώματα έξαδέλφη: κάπ οιας άρρώστιας της πού τήν οδήγησε κ α ί στό θάνατο. ’ Εποχή γύρω στό ’60. ’Επανέρχεται ή εικόνα τού τυ Κ ε φ . ΙΒ ' φλού· όχι βέβαια μέσα άπό μνήτυφλός κ α ί
109
τρελή:
μες άλλά σάν περιστατικό καθη μερινό. ’Εποχή άρχές δεκαετίας 70. ’ Επανέρχεται πάλι στούς στίχους, άλλά τώρα μέ κάποια κο ι νά βιωματικά στοιχεία πού είχε μέ τόν ποιητή πρίν τό θάνατό της. Κεφ. ΙΔ ' Πρόσωπο πού συναντάται σάν θείος όνοματική άναφορά στό Θ'. Έρμόλαος: ’Εδώ τώρα δίνει συμβουλές, πολλές ίσως καίριες, παρ’ δτι διαφορετικός είχε φύγει σέ σώμα καί ιδεολογία μέ τούς άργοναύτες καί διαφορετικός γύρισε. ’Εποχή πρίν κ α ί μετά τόν έμφύλιο. ’Α π ό τό σχεδιάγραμμα γίνεται φανερό τό ρεα λιστικό περίβληιια τής κοινωνίας τών ιδιωτών, θά ’λεγα, τού Παπι;γεωργίου. Τά πρόσωπα, άπογυμνωμένα, λειτουργούν καθένα μέ τόν τρόπο του έντός τριών κατά βάση χρονικών συντεταγμένων: 1) λίγο πρίν κα ί λίγο μετά τό ’45· 2) άρχές δεκαετίας I9603) άρχές δεκαετίας 1970. ’Επίσης, μιά προσεκτική άνάγνωση τού βιβλίου βγάζει έπιπλέον μιά συντεταγμένη, τό ’22, πλήν δμως ύπολανθάνουσα. Ουσιαστικά έπομένως στίς τρεις πρώτες χρονι κές περιόδους συσπειρώνονται άλυσιδωτά γεγο νότα καί ψυχολογίες: ό φόβος, ή όδύνη, ό θάνα τος, ή μόνωση, ή αυτοκτονία, ό φόνος, τά έρωτικά συμπλέγματα μικρών παιδιών κλπ. Καλλιερ γείται δηλαδή στούς στίχους ένα κλίμα πού, μέσα άπό τις έμπειρίες κατάπτωσης τών προσώπων δσο καί άπό τίς έπιλογές τους, έπιβεβαιώνεται ή ταυτότητα κα ί ό χαρακτήρας τού κοινωνικού χώ ρου. Ενός χαρακτήρά, ή διάγνωση τού όποιου γίνεται άπό τόν Κ.Π . μέσα άπό τό καθολικό κοι νωνικό φαινόμενο τής οικογένειας: Κεφ. ΙΓ ' έξαδέλφη:
Σύναξη τοϋ σογιοϋ μον άνήμερα γιορτή κι δλοι oi νεκροί παρόντες- κι αύτοί πού βρήκαν σκοτωμένους μιάν αυγή στό ρέμα πλάι στό Άγριο γιασεμί σάν τά σκυλιά ή σαπίσανε σέ εξορίες καί φυλακές. Χωρίς περιστροφές ό άναγνώστης διαπιστώνει δτι τά μέλη άποτελούν, σέ σημαντικό βαθμό, αυτό πού ή κοινωνιολογία όρίζει ώς ένιαία οικογένεια, μιά πού δέν Ιγκλωβίζεται σ’ ένα δεσμευτικό μόνο σύστημα συγγενικών σχέσεων, άφού τά ίδ ια τά μέλη της μετέχουν ένεργητικά σέ περίπτωση κά ποιας άρρώστιας, χαράς, λύπης, άσφάλισης κλπ. Άλλοτε πάλι προάγουν επιθυμίες άνεξάρτητες ή δχι άπό τό γάμο (π.χ. οί δραστηριότητες τής θείας Αγγέλας) ή μετέχουν σέ πραγματικά κο ι νωνικά γεγονότα μέ διάφορες μορφές συμπεριφο ράς. Μέσα λοιπόν άπό αύτό τό φαινόμενο κοινω νι
110
κής όργάνωσης -σαφώς έπηρεασμένο άπό οικονο μικούς, θρησκευτικούς καί πολιτικούς παράγον τες- άντικατοπτρίζεται: 1) ό έλεγχόμενος ρόλος τής άτομικής συμπερι φοράς· 2) δ ρόλος κυρίως πού διαδραματίζει ή Ιδ ια ή οικογένεια τόσο στή ζωή μιάς ύπανάπτυκτης (δε καετία ’40) δσο κα ί στή ζωή μιάς ύπό άνάπτυξη κοινωνίας (άπό τό 1950 κ ι έπειτα). Μ έ λίγα λόγια, δ χώρος, άν κα ί μή βιομηχανι κός, δέχεται δλες τίς έπιδράσεις τού σύγχρονου βιομηχανισμού, καθώς καί τήν άνάπτυξη βιομη χανικού κεφαλαίου, μέ άποτέλεσμα νά σημειω θούν άλληλουχίες μεταβολών σέ έπίπεδο κοινωνι κών θεσμών κ α ί ιδεολογίας. Έ ν προκειμένω δ θείος Έρμόλαος είναι χαρακτηριστική περίπτωση μεταβολής, καθορίζοντας τό ύφος κα ί τό ήθος τών νέων έξελίξεων:
Τής έλεγε άκόμα ό θείος Έρμόλαος λίγο πρίν φύγει μέ τούς Αργοναύτες γιά νά γυρίσει έπειτα άπό χρόνια μ ’ ένα κεφάλι Αγνώριστο κουτσουρεμένο. Ό συμβολισμός κα ί ή μεταφορά τού ποιητή άποτελούν δόκιμα στοιχεία γιά νά καθορίσουν επακριβώς τή νέα κοινωνική στρωμάτωση. Έ τ σ ι τό πρόσωπο (Έρμόλαος) ένισχύει τήν άποψη σχετικά μέ μεταβολές σέ πολιτικοκοινωνικό κ α ί ιδεολογικό έπίπεδο. Βεβαίως αύτές οί μεταβολές, μεταστροφές ή μετεγγραφές δέν άποκαλύπτονται μόνο σέ άτομικό έπίπεδο άλλά σημειώνονται κα ί στούς κόλπους τής οικογένειας. Τά πάντα μετα βάλλονται άνάλογα μέ τή μεταβολή τών κοινωνι κών θεσμών. Ο ί σχέσεις, τά έθιμα, δ γάμος, ή προσπάθεια κοινωνικοποίησης τών παιδιών, ή σεξουαλική συμπεριφορά κλπ. Παράλληλα, οί έπιταχυνόμενοι ρυθμοί, μέ τόν άπότομο χαρακτή ρα τους δημιούργησαν τήν ένταση κα ί τήν κρίση· μιά πεισιθάνατο ψυχολογία. Μέσα λοιπόν σ’ αυτή τήν ήλεκτρισμένη άτμόσφαιρα μερικά πρόσωπα -συγγενικά ή φ ιλ ικ ά - στρέφονται στό θάνατο. Κ α ί ή μέν άνομική1 αύτοκτονία, τής θείας ’Αγγέ λας π.χ., όφείλεται, ή ερμηνεύεται, στήν αδυνα μία παρακολούθησης τής κρίσης, ή δέ έγωιστική, τής Σαββούλας συγκεκριμένα, κυριαρχεί σέ άτο μα μέ φανερή έλλειψη κοινωνικής συνοχής, στούς άγαμους, στά έρμητικώς κλεισμένα άτομα κλπ. Ά λ λ ά τό μάτι τού ποιητή, λειτουργώντας σάν camera-stylo, περνά άπό τό χώρο τής άφήγησης σέ ρεαλιστικές άπεικονίσεις, προβάλλοντας πάλι έντονα τό φαινόμενο τής αύτοχειρίας:
Μπορώ νά πώ ώραΐα ξεκίνησε ή μέρα διέκρινα μάλιστα καί σπέρματα στό Αντικρινό πού ήλιάζονταν σεντόνι μόνο μην έκοβε ατά δυό τήν καλημέρα μου ό κρεμασμένος άπ’ τό Απέναντι μπαλκόνι. Ά π ό τό διάγραμμα δ άναγνώστης έχει τό χρό-
νο τής αύτοχειρίας. Αρχές δεκαετίας τού 1960. Ε π ο χ ή δπου τά πάντα βρίσκονται σέ στάδιο σχη ματισμού, μετασχηματισμού ή παρακμής άξιων. Τόσο άπό τό άπόσπασμα δσο κ α ί άπό τό-γενικότερο κλίμ α τού βιβλίου γίνεται φανερό δτι ό Κ .Π . παρατάσσει έναν ούσιαστικό ρεαλισμό πού άποδίδει την πραγματικότητα μέσ’ άπό τά πρό σωπα. Ε ίν α ι μία μέθοδος υιοθετημένη άπό την άρχαία ποίηση, τόν Σοφοκλή συγκεκριμένα, όχι μόνο άπό τεχνικής άποψης άλλά ώς ένα σημείο κ α ί θεματικής, λογουχάρη ή αυτοκτονία, άλλά βεβαίως άπό άλλη γω νία λήψεως. 'Ω στόσο, πέρα άπό τό πεισιθάνατο στοιχείο, ό ποιητής όδηγεί τίς δραστηριότητες τών προσώ πω ν στά άκρα. Δραστηριότητες πού στην ουσία προσπαθούν νά ύπερασπίσ ουν τίς θρησκευτικές κ α ί κοινωνικές άρχές τών φορέων τους. Ό π ω ς στις πρωτόγονες κοινωνίες, έτσι κ ι έδώ, ή θρη σκεία σκοπό έχι , νά έλέγξει την άτομική συμπερι φορά· νά έπιβάλει ήθοπλαστικούς κανόνες, άπαγορεύσεις, νά διατηρήσει τελικώς τήν κοινωνική συνοχή. Φ υσικά αυτή ή δογματική διαπνέεται άπό τή δική της λογική, άντίληψη, τά δικά της μέτρα, γ ιά νά φτάσει στό σημείο νά ταυτισθεϊ μέ τήν ήθική, ώστε ή έκλυση άπό τούς κανόνες νά σημαίνει καθαίρ εση τού χαρακτήρα ένός προσώ που. Ο ί πράξεις του δηλαδή άναγνωρίζονται ώς άνήθικες, έπαχθείς. Ή δέ τυχόν κάθαρσή του έπέρχεται δχι άπό κά π ο ια διαλεκτική διαδικασία άλλά μέσα άπό αίμ α , άπό τό φόνο. Έ τ σ ι φτάνου με στό σημείο δ κοινω νικός περίγυρος νά δίνει άφεση άμαρτιών στό φ ονιά επειδή κ α ί μόνο τό θύμα παραβίασε τούς κανόνες (π.χ. ό καντηλανά φτης δολοφονεί τή γυ ναίκα του). Έ ν όλίγοις έχουμε ένα φόνο έν όνόματι μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής ήθικής ταυτόσημης πάντοτε μέ τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις κ α ί τούς κανόνες. Γ ι’ αύτό κ α ί ό φονιάς λίγο-πολύ νομιμοποιείται έπειδή άκριβώς διέλυσε τήν έρωτομανή κ α ί συνεπώς άνήθικη υπόσταση τής γυναίκας του. 'Ο πωσδήποτε είναι κ ι αύτό ένα έπιπλέον ση μείο τής ποίησης τού Κ .Π . στό όποιο άναγνωρίζεται ό χαρακτήρας τού υπανάπτυκτου ή ύπό άνάπτυξη χώρου, ώς κ α ί ή ειδοποιός διαφορά του άπό τόν άναπτυγμένο, καθότι γνωρίσματα τού τελευταίου άποτελοΰν τόσο ή άνοχή διαφορο ποιήσεων τής άτομικής συμπεριφοράς δσο κ α ί ή διαφοροποίησή του άπό θρησκευτικούς μονολιθισμούς. Π αρακάμπτω τό σημείο τούτο γιά νά σημειώσω τίς άναδρομές τού Κ .Π . στό παρελθόν. ’Α ναδρο μές πού γίνονται μέσα άπό λέξεις-κλειδιά κ α ί ήμερομηνίες ο ί όποιες άπομακρύνουν τήν άνάγνωση άπό φανταστικές έκδοχές ή έρμηνείες. Ή άτομική προσω πική δραστηριότητα κ α ί ψ υ χολογία, στό βαθμό πού ένώνεται μέ τά κοινω νικά -πο λιτικά φαινόμενα, ξεφεύγει άπό τά στενά σύνορα τής οικογένειας. Ο ί εικόνες (τών σκοτω μένων άνταρτών στό ρέμα, ό χαμένος άδελφός τό 1949, ό θείος Έ ρμόλαος, αύτοί πού σάπισαν στίς έξορίες κ α ί στίς φυλακές) άνταποκρίνονται στά κοινω νικά -πο λιτικά γεγονότα τής έποχής τού έμ-
φυλίου. Ί σ ω ς στό σημείο αύτό νά μήν άναπληρώνεται μέ τήν άφήγηση ή πείρα τής ζωής, ο ί έκρηκτικές εικόνες τής έποχής. Παρατηρώ δηλαδή τήν έλλει ψη ένός Ισχυρού άμφιδέκτη άνάμεσα στό άκου σμα (άφήγηση) κ α ί στό βίωμα. Π .χ. τό κεφ. θ '. Δ ημιουργείται λίγο-πολύ κά π οιο χάσμα. Ω στόσο ή έκφραση ε ίναι καλά όργανωμένη. Ό μηχανι σμός της, παραστατικός κατά βάση, δέν άποσυνθέτει άλλά συνθέτει τήν άφήγηση μέ τό βίωμα. Κ α ί τούτο έπειδή ο ί λέξεις δέν λειτουργούν μονό σημα (δέν ύπάρχουν γιά μιά μόνο φορά) άλλά έλκουν, ένσωματώνουν ατούς στίχους τήν Ιστο ρ ία , μέσα άπό τίς δραστηριότητες τών προσώ πων. Θ ά ’λεγα πώς ό Π απαγεωργίου κυριο λεκτικά κοινωνιογραφεϊ πάνω σ’ ένα σώμα μέ πολύμορ φες διεργασίες, διαστάσεις κ α ί διασπάσεις. Σ ’ ένα σώμα τό όπ οιο άντιστοιχεϊ πρός τά οικογε νειακά πρόσω πα πού μετακινούνται άπό τή μιά κ οινω νία στήν άλλη· πού άπογυμνώνονται κ α ί έμ μεσα ίδ ανικοποιούνται· λογουχάρη ή θεία Χ α ρ ίκλεια μπορεί νά νοηθεί ώς πρόσωπο κινούμενο άνάμεσα στή μάνα κ α ί στή θεία ’Αγγέλα. Ή όδύνη τους προκαλείται άπό τήν άρνητική μεγέθυνση τού χώρου ή, τουλάχιστον, άπό τήν όλοκλήρωση τών παθών έντός του. Κ ατ’ αύτή τήν έννοια, κ α ί τό ένδιαφέρον δέν περιο ρίζεται μόνο στήν ψυχο λογία τους άλλά γενικότερα στίς ένέργειες κ α ί στίς πράξεις τους. Σέ πράξεις πού συμβαίνουν έπειτα άπό κάποιες άλλες κ α ί δχ ι τόσο έξαιτίας αυτών τών άλλων. Αύτή άκριβώς ή έπεισοδιώδης: παράθεση παρέχει τή δυνατότητα στόν πο ιη τή νά μεγαλώσει τή θεματική του έμβέλεια'ώστε τά πρόσω πα κ α ί ο ί ένέργειές τους νά μήν άπομονώνονται σέ καθορισ μένα χρονικά-χωρικά π λ α ί σια, έλαχιστοποιώντας έτσι τίς όποιεσδήποτε νοηματικές εκφορές. Ό Παπαγεωργίου, σέ άντίθεση μέ όμηλίκους του ποιητές (Κοντό, Λιοντάκη, Π ατίλη, Π ούλιο), δέν δανείζεται ούτε χρησιμοποιεί λέξεις άπό τήν τεχνολογία, λέξεις «άντιποιητικές». Ά νιχν ε ύ ον τας χώρους κ α ί θέματα, ίσως άνυποψίαστα θά ’λεγα γιά τή θεματογραφία σύγχρονων ποιη τών, τά ένδύει μέ διαφορετική έκφραστικότητα. Τ ό λε κ τικό του δηλαδή δργανο προέρχεται άπό τίς ίδιες τίς διαθέσεις τών προσώπων, τό ύλικό τής έποχής, τά έπίθετα κ α ί τά συντακτικά σχήματα πού μετέρχεται ό λαϊκός λόγος, ώστε νά μεταγγί ζεται ένα ιδιόρρυθμο ρεαλιστικό κλίμ α κατά τρό πο δόκιμο κ α ί ούσιώ δη. Κ λίμα μέ εικαστικές φ ι λοδοξίες άκόμα κ α ί δταν ό ποιητής έπιχειρεϊ κ α ταβυθίσεις σέ χώρους μνήμης· σέ περιοχές τού έφιάλτη, τού όνείρου κ α ί τής διαταραχής (στό ση μείο αύτό ίσ ως είν α ι όμαιμος μέ τή Λ α ϊνά κ α ί τήν Π αμπούδη). Βεβαίως τότε κ α ί ή έκφραση γίνεται άνάλογη· φιλτράρεται μέσα άπό συνδυαστικές, παραλλαγές γιά ν ’ άποκτήσει ανάλογα θαυμαστι κό ή άπορημένο ύφος. Π αράλληλα ο ί επιδράσεις άπό τό δημοτικό τραγούδι, τούς στίχους τού Σ ο λωμού κ α ί τή ρυθμική τού Σεφέρη έχουν άφομοιωθεί σωστά κ α ί γόνιμα, ώστε νά ίσχυρισθώ
111
πώς ή συλλογή στη συνέχεια δημιουργεί ένα προ σωπικό γλωσσικό-έκφραστικό όργανο. «Τό οίκογενειακό δέντρο» άποτελεϊ σύνθεση κοινωνικού χαρακτήρος έντός τού όποιου γίνεται φανερή άπό τό ένα μέρος ή λειτουργική δυνατό τητα τής συνείδησης άπό τό άλλο ή έμπλοκή της άνάμεσα σέ δυό άντίθετους κόσμους-χώρους. ’Ανάμεσα στίς συνθήκες πού περιλαμβάνουν τούς κοινωνικά έπιβαλλόμενους κανόνες συμπεριφο ράς. Κ αί, τέλος, στά συναισθήματα πού πηγά ζουν άπό τήν κοινωνική ζωή ή άπό τό άποτέλεσμα τής πίεσης πού άσκεϊ. Πιστεύω ότι ό Κ. Παπαγεωργίου άνήκει ατούς έλάχιστους έκείνους ποιητές πού μέ τή συλλογή του αύτή κατέθεσε τήν άποψη δτι ή νεότερη ποιη τική γενιά έχει πλέον διαμορφωμένο κ αί σχηματι σμένο πρόσωπο.
ΠΟΙΗΣΗ
ύποστασιοποίηση τοΰ «άδειου» καί τοΰ «τίποτα» Γ. Ξ. ΣΤΟΓΙΑΝΝΙΔΗ: Αμήχανη έξοδος. Θεσ σαλονίκη, ΑΣΕ. Σελ. 54.
ΚΩ ΣΤΑ Σ ΓΟ ΥΛΙ ΛΜΟΣ
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Στογιαννίδης έντάσσεται στούς ποιητές τού καθαρά υποστασιακού χώρου, πού έθρεψε μιά πλειάδα μεταπολεμικών ποιητών, τών όποιων τό έργο -έργο ούσίας κ α ί πνευματικής /. Τούς δρονς άνομική καί έγωιστική αυτοκτονία χρησι μαρτυρίας- είχε τίς άνάλογες άπηχήσεις του καί μοποιεί ό Ντυρκάιμ. 2. Δανείζομαι τή λέξη άπό τήν «Ποιητική», XIU, τον σ’ έναν άριθμό κατοπινών ποιητών (άδιάφορο άν οί τελευταίοι όδηγήθηκαν σέ διαφορετικές άπό Αριστοτέλη. τούς παλαιότερους καταθέσεις). ’Ακόμα: Ό Γιώργος Στογιαννίδης άνήκει στούς ποιητές τής βαθμιαίας άνοδικής πορείας: ’ Ενώ μερικοί φτά νουν σ’ ένα ύψος ύπολογίσιμο κ ι άπό κεί βλέπου με νά «πέφτουν» (μέ τήν έννοια τής εξάντλησης ή τής αΰτοεπανάληψής τους' άκόμα, μέ τή μετριό τητα τού «νέου» πού εισάγουν στό έργο τους), στό Γιώργο Στογιαννίδη τά πράγματα συμβαί νουν άντίστροφα κ α ί μάλιστα πρωτότυπα: Δέν έννοούμε έδώ μονάχα τό γεγονός δτι άπό τήν «αί γλη» κα ί τή «θέαση» τών πραγμάτων θά περάσει άργότερα στή βαθύτερη ούσία τους, άλλά έννοού με - κ α ί τό κυριότερο- τό συνεχές κ α ί άδιάφθορο τέντωμά του σέ μιά χωρίς παλινδρομήσεις αισθη τική κατάκτηση τού άντικειμένου του, κα ί μάλι στα «μέ μιά σημαντική άλλαγή τής γλώσσας του (Περίπτερο, 1973), δπου άποτολμά συνειδητά ένα ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ καινούριο ύφος -άσυνήθιστο σέ σχηματισμένο ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ποιητή- κάνοντας ένα σάλτο μορτάλε στήν εκ φραστική του έπιτυχώς».1
Σημειώσεις:
/
Γρήγορης Γρηγοριάδης
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΑ ΙΜΑΛΑΪΑ 68η έκδ ο σ η ή 71η
Ζ 112
ερμ ιναΛ
Τά ποιη τικά «ύλικά» τοΰ Γ. Σ. είναι τά πράγ ματα κ ι όχι ή «φιλοσοφία» τών πραγμάτων: ένας «πρακτικός» μέ μιά «άπτική» αίσθηση τοΰ. κό σμου. Ο ί ποιητικές έμπειρίες του έκφράζονται συχνά μ’ ένα ύφος καθημερινής όμιλίας-άφήγησης, έτσι πού τό ποίημα, άπ’ τό βαρύ ύποστασιακό του κλίμ α, νά κερδίζει σέ κάτι τό ζεστό καί τό οικείο. Πολλές φορές ό Γ. Σ. «πατάει» μέ τήν ίδια άνεση στό «έδώ» κ α ί τό «άλλοΰ», πετυ χαίνοντας, μέσα στό ίδ ιο ποίημα, μιά εύτυχισμένη σύζευξη τοΰ πραγματικού μέ τό μυθικό. Μ ’ αύτή τήν ικανότητά του νά «παίζει» ταυτόχρονα σέ δύο πλάνα, μέ τρόπο μάλιστα πού νά γίνεται καί νά μή γίνεται αύτό αισθητό, πετυχαίνει στό ποίη μα ένα μίγμα ζωντανού ρεαλισμού κ α ί διακριτι κού συμβολισμού, μιά ταύτιση δηλαδή τού «δια-
ψ φορετικοϋ», άρτιωμένη κ α ί δικαιωμένη αίσθητικά. Παράδειγμα:
Τόν είδαν άργά νά χάνεται σ’ Ινα σύννεφο σκόνη ένώ οΐ γυναίκες πού τόν συνόδευαν -μπορεί νά 'ταν καί άγγελοι- βάλαν τά κλάματα. “Ομως μέσα τους κάτι τούς έλεγε πώς θά τόν ξαναόοΰν. ’Αργότερα ή Μαρία ψήνοντάς τους καφέ είπε νά μή φύγουν, μονάχα ό Πέτρος πού βιάζονταν -τοϋ φάνηκε πώς κάποιος τόν φώναξε, βγαίνοντας έβγαλε τά σωθικά του· τόν χάσαμε. Άπό τότε ρήμαξαν δλα. Ό Φίλιππος πού τόν είχε δοξάσει δέν ύπάρχει τό ίδιο καί ό Άντρέας. Τή θέση τοϋ Πέτρου πήρε ένας άγνωστος. Μέ τόν έφιάλτη αυτόν πρέ πει νά ζήσουμε. Κι ’Εκείνος, ποιος ξέρει, άν θά γυρίσει ποτέ. Μάς Αενε νά περιμένουμε, θά ρθοϋν καλύτερες μέρες. Στό μεταξύ τό κακό χειροτέρεψε. («Στις προσβάσεις τοϋ ΰπνου», 1976) Πέρα άπ’ αυτά, κ α ί γιά νά ξαναθυμηθοϋμε τά βαθύτερα χαρακτηριστικά τής ποίησής του: Μέ χαμηλή φωνή - ο ί «έξομολογήσεις» δέν γίνονται μέ φωνασκίες- ό Γιώργος Στογιαννίδης σύντομα θά μάς καταστήσει κοινωνούς τής υποστασιακής του περιπέτειας (περιπέτεια ψυχής), δταν μέσα άπό τήν «άγγελική» όψη των πραγμάτων θά άνακαλύψει άξαφνα κ α ί μέ όδύνη τό «σκοτεινό» κ α ί «φθαρμένο» πρόσωπό τους. ’Α π ό κεϊ κ α ί πέρα κ ι άπό συλλογή σέ συλλογή θά περιδινηθεΐ μέσα σέ «υποκατάστατα» πού μόνος του θά έπινοήσει, κ ι αύτά δέν θά είναι άλλα άπό «σκιές κ α ί είδωλα»2 προσώπων κ α ί πραγμάτων πού θά έναγκαλιστεΐ, άνοίγοντας μιά άδιάρρηκτη σχέση μα ζί τους, ένα δούναι κ α ί λαβεΐν μέ τήν παρουσία τής άπουαίας. 'Ωστόσο, ή προσφυγή του σέ φανταστικές κ α ί όνειρικές άναπλάσεις τής πραγματικότητας θά γ ί νει συνειδητά κ α ί μ’ άνοιχτά τά μάτια κ α ί θ’ άποτελέσει γιά τόν ποιητή μιά έσωτερική έπένδυση, μέ έλάχιστες παρεκκλίσεις, αύτοάμυνα, νά πει κανείς, άπέναντι στήν έκπτωση των πραγμάτων κ α ί στό άμετάκλητο τοϋ θανάτου. Καθορίζοντας ά π ’ τήν άρχή τήν υποστασιακή του θέση κ α ί στά ση (στάση ζωής), θά δηλώσει πικ ρ ά άλλά άπερίφραστα:
Προτιμώ τήν ψευδαίσθηση τή σκηνοθεσία άπ’ τήν πραγματικότητα τή μουσική πού συντηρεί κα ί προεκτείνει τά αίσθήματά μου μέσα στό όνειρο. («’ Εαρινά έγκώμια», 1956) Ή
άλλιώς:
«’Ανάμεσα στό μύθο καί τά πράγματα
Γιώργος Στογιαννίδης
τό μύθο θά διάλεγα» φώναξα άφήνοντας έξω τήν πραγματικότητα τοϋ κόσμου. («Στίς προσβάσεις τοϋ ΰπνου», 1976) Ω στόσο, ό μυθικός καθρέφτης του θά τοϋ έπιστρέφει κατά καιρ ούς τό πραγματικό του πρόσω πο, τό πρόσωπο μιας καθαρής μοναξιάς δίχως τά προσωπεία της, κ α ί δέν θά τόν άφήνει πάντα νά έπαναπαύεται στά «εύδαιμονικά» του πλάσματα. Έ τ σ ι, θά μένει συχνά μέ άδεια χέρια, δπως μέσα στό άξαφνο ξύπνημα άπό τόν ΰπνο μας, τή στιγμή μιας όνειρικής έμπειρίας. Σ ’ αύτή άκριβώς τήν κ α ίρ ια στιγμή, ό ποιητής θά δο κιμάζει τήν άντοχή του μέσα στό ποίημα κ α ί θά δοκιμάζεται άπό μιά «διπλή» άπουσία:
’Αλλά οί καθρέφτες δέν έχουν φύλλωμα όσο κι άν τούς ποτίζεις δέν όνειρεύονται δέν κρύβουν πουλιά νερά καταρράχτες τό νευρικό τους σύστημα είναι άπό σκέτο γυαλί. Π αρ’ δλ’ αύτά θά πεϊ άμετανόητος:
‘Ανυπέρβλητη πλάνη τή δεχτήκαμε δπως ό διψασμένος τό νερό κα ί δέν τό μετανοιώσαμε. («’Αφήγηση ξεναγού», 1979) Καιρός δμως νά φτάσουμε στή δέκατη τρίτη συλλογή του:3 «’Αμήχανη έξοδος». Έ δ ώ , π ιά , δέν υπάρχουν πρόσωπα κ α ί πράγματα. Ό λ ο ς ό έπινοημένος κόσμος τού Γ. Σ . γκρεμίζεται θαρ ρείς κ ι ό ποιητής μένει περίκλειστος κ α ί γυμνός μέσα στό «άδειο» κ α ί τό «τίποτα». Έ δ ώ , φαίνε ται νά χάνει γιά πάντα «τό πρόσωπο τής Εύρυδίκης»· τά «περιστέρια στό φώς» τά τρώει τό μαύρο σ κοτάδι· τό «περίπτερο» δπου κάποτε έβγαλε στό σφυρί τά ύπάρχοντά του, δέν υπάρχει π ιά · «τό
113.
ξύλινο πουλί», σάν παλιό σκαρί πού δέν έπιδέχεται έπιδιορθώσεις, σαπίζει στό καρνάγιο τού χρόνου· τά άρχαΐα σώματα πού άξαφνα ζωντάνε ψαν σάν άπ’ τό μαγικό ραβδί του μέσα στην «άφήγηση τού ξεναγού», ξαναπαίρνουν τή μου σειακή άκινησία κ α ί σιωπή τους· δλα τά γυναι κεία πρόσωπα κ α ί όνόματα τής έρωτικής φαντα σίας του (μακρόχρονη έναγώνια άναζήτηση τού «άλλου»), δλα τά «ήδονικά (του) φαντάσματα», άποσύρονται ήσυχα θαρρείς γιά νά ξαναπάρουν τή νεκρή μορφή τους, τίς άληθινές διαστάσεις τους. Τώρα, ύποστασιοποιείται τό «άδειο» καί τό «τίποτα», σά νά γίνεται κ ι αύτό πράγμα έκμέταλλεύσιμο άπό τόν ποιητή, γιά νά στηρίξει τό άκροτελεύτιο, νά πει κανείς, ύπαρκτικό του αίτημα:
Κράτησα δλη τή λιακάδα τον περιπάτου πού δέν έκανα. ’Ακόμα:
Μοσχοβολά τό άδειο πού μέ κατακλύζει. («Μέσα άπό τό ποίημα», σελ. 19)
τρώγοντας τήν αδηφάγα σιωπή μου ύστερα σπάζω τά χορτασμένα νεύρα μου ατούς τοίχους. Εύφραίνομαι άνήσνχος. Χωνεύοντας διασκεδάζω τήν άμήχανη έξοδό μου. («’Αμήχανη έξοδος», σελ. 51) ’Εκείνο δμως πού προσέχει κανείς κ α ί πού λει τουργεί μοναδικά κα ί πρωτότυπα σ’ δλη σχεδόν τήν ποίηση τού Γιώργου Στογιαννίδη είναι ό τρό πος μέ τόν όποιο κινεί τά νήματα τού ίδ ιου τού ποιήματος. Έ τ σ ι κ α ί δώ, δ,τι γίνεται, δέν γίνεται πίσω άπό τό «πανί», άλλά μπροστά στά μάτια μας κ α ί «μέ τόν τρόπο τού μάγου» (σελ. 25), ένός μά γου δμως πού, μέσα στό άγχος κ α ί τήν άγωνία του γιά τίς μαγικές του λέξεις-έπιδείξεις, κινδυ νεύει νά «προδώσει» τά... μυστικά τής τέχνης του! Πρό πάντων δταν άντιστρέφονται ο ί δροι, δταν χαλάει ή τάξη τού παιχνιδιο κα ί τή θέση τού «μάγου» τήν παίρνουν τά «μσ ικά», λέξειςξωτικά θαρρείς πού (τόν) «άφουγκράζονται κάτω άπ’ τό μαξιλάρι του», λέξεις-φαντάσματα πού «σχεδόν (σάν) δολοφόνος (τίς) παραμονεύει μου σκεμένος άπ’ τήν άγωνία», τότε ό κίνδυνος πού έτοιμόζουν ο ί λέξεις γίνεται ζήτημα ζωής κα ί θα νάτου γιά τόν ποιητή:
Σχήμα (τραγικά) όξύμωρο βέβαια, «απολαβή» έκ τού μηδενός, «αίσθηση» μέσα στή μή αίσθηση, θλίψη σχεδόν μεταφυσική. Έ δώ ό ποιητής δέν χρειάζεται π ιά άλλα βιώματα: μόνο οί λέξεις εί να ι τό νέο βίωμα. Καθώς οί λέξεις καθιστούν πε ριττή κάθε άλλη έμπειρία, είναι σά νά έπωμίζσνται έκεινες τή ζωή του κ α ί νά άναλαμβάνουν ένα ρόλο εύθύνης άπέναντί του. Ή «άνάσταση» δμως πού προσπαθούν νά έτοιμάσουν έδώ, δέν φαίνε ται νά συντελείται, γι’ αύτό κα ί ή «έξοδος» τού ποιητή μένει ώς τό τέλος «άμήχανη»: ένα έξουθενωτικό «μέσα-έξω» μέ τό καταφαγωμένο σώμα του άπό τό δηλητήριο μιας έσωτερικής έρήμωσης, ένα πηγαινέλα ένός έγκλειστου «μέσα σ’ ένα διά δρομο πού δέν όδηγεί πουθενά»:
Μέ τίς λέξεις επινοώ έξόδονς φανταστικές δταν καμιά άλλη λύση δέν μέ βοηθά. Μέ λέξεις παιδεύω τήν φυχή μου τό σώμα μου καί τότε «θέλεις καφέ θέλεις τσιγάρο;» μέσα μου άκούω. Σάν τό θηριοδαμαστή χώνω τό κεφάλι μέσα στό στόμα τους «νά όέ φοβάμαι» ή «δέ δαγκώνουν» κάτι τέτοιο θέλω νά πώ.
Δέν ξέρω άν είμαι μέσα ή έξω ίσως νά στροβιλίζομαι στό τίποτα. Δυσκολεύομαι νά μιλήσω άπό δώ μιά καί δέν ξέρω που βρίσκομαι. Ίσως νά ’ναι άνοιξη έξω νά 'σκάσε τό πρώτο ζουμπούλι δπως πέρυσι δπως κάθε άνοιξη ή έρημιά νά 'ναι τής φαντασίας μου νά μήν άνατέλλει άπό δώ άφοϋ ούτε δώ ούτε άλλου ύπάρχω.
Σά νά ’να ι ο ί λέξεις φονικά έγχειρίδια ή αίμοβόρα ζώα πού ή αναμέτρηση τού ποιητή μαζί τους γίνεται υπόθεση καθημερινή, βίωμα πραγ ματικό, μ’ δλη τήν υπερβατική του διάστασή. Κ ι άκόμα:
Ίσως μετακόμισα ερήμην στόν ούρανό. («’Ερήμην», σελ. 35) Ό αύτοσαρκασμός ή ή τραγική ειρωνεία πού έρχεται συχνά γιά νά... «δροσίσει» τά έσωτερικά του εγκαύματα, δέν θά μάς παραπλανήσει ούτε κ α ί δώ, δταν, άνασηκώνοντας αυτή τή λεκτική «εύφροσύνη» κ α ί τή μακάβρια «διασκέδαση», εύ κολα άνακαλύπτει κανείς άπό κάτω τό τραγικό πρόσωπο τού «παίκτη»:
Ή άχερούσια μοναξιά μέ πλημμυρίζει. Χορταίνω 114
Φυσικά δέν τό πιστεύω δταν τή ζωή μου κάθε στιγμή μέ τίς λέξεις διακινδυνεύω. («Μέ τίς λέξεις», σελ. 9)
Παλεύοντας μέσα στό ποίημα κινδυνεύω νά σκοτωθώ δμως έγώ έπιμένω δοκιμάζω τή μία δοκιμάζω τήν άλλη λέξη χωρίς νά κατορθώσω νά βγώ άπ’ τό άδιέξοδό μου σά νά μήν υπάρχει ή έξοδος. Τί ξέρεις πάλι τί θά μέ περίμενε έξω! («Τό μόσχευμα», σελ. 37) Αύτή ή έπιμονή του «νά δοκιμάζει τή μία κα ί τήν άλλη λέξη» σάν ένας φυλακισμένος πού έπιχειρεί διάφορους τρόπους δραπέτευσης, άκόμα: ή, συνειδητά άσφαλώς (στόν τελευταίο στίχο)', καβαφική «παρηγοριά»4 έν δψει τού ύποστασιακού άδιεξόδου, δχι μόνο δέν φαίνεται νά όδηγεί
σέ κάπ οιο ν έστω προσωρινό «καθησυχασμό» ά λ λα, άντίθετα, έπιτείνει τή μόνη πραγματικότητα: τήν «άχερούσια μοναξιά». (Φ οβάμαι νά τό πώ άλλά έχω τήν έντύπωση δτι ό Γιώργος Σ τογιαννίδης, μ’ αύτή τήν έγκαταβίωσή του στή μοναξιά, έχει φτάσει σ’ ένα «έπικίνδυνο» όριο τής πο ιη τ ι κής του δημιουργίας, ίσως στό «μή περαιτέρω». Ά π ό δώ κ α ί πέρα - δ ικ ό του πρόβλημα β έ β α ια - ή θά πρέπει νά τηρήσει τή στάση τής «σιωπής» ή, αίροντας τό μή περαιτέρω, νά έξακτινωθεϊ πέρα άπό κάθε προηγούμενη πρόσβασή του, κερδίζον τας π ά λ ι τό «παιχνίδι» μέ κ αινο ύρ ια μέσα. ’Α λ λ ά π ο ιά είνα ι τάχα τά δρ ια τών πο ιη τικώ ν έκφάνσεων τού καθενός κ α ί π ο ιο ι ο ί δεσμευτικοί νόμοι τής ποίη σης; Αύτή ή γνώση εναπόκειται στόν κ α θένα.) Τελειώνοντας, παραθέτω ένα άπόσπασμα άπό τό πο ίη μα «’ Εκλογή» (σελ. 38), δπου, έπιτέλους. συντελεΐται μιά εύτυχισμένη, λυτρωτική στιγμι τών λέξεων, του ίδ ιου τού ποιήματος, ίσ ως κα ί τού ποιητή! Καιρός άλλωστε νά τινάξουμε λίγο άπό τό σώμα μας... «τή μπόχα τής μοναξιάς»:
Διάλεξε μία μία τις λέξεις. Τις κράτησε λίγο στόν ήλιο νά'φύγει τό μαύρο οί λεκέ&ες τής νύχτας ή μπόχα τής μοναξιάς. "Υστερα τις μπέρδεψε μέ χαλίκια άσπρα πλυμένα χαλίκια τής θάλασσας. Τίς χάρηκε μές στις παλάμες του ένοιωσε τή δροσιά τους γλυκό άεράκι τόν τύλιξε τερπνή αναστάσιμη ωρα. ( « Ή έκλογή», σελ. 38) Μ Α Ρ ΙΑ Κ Ε Ν Τ Ρ Ο Υ -Α Γ Α Θ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
Σημειώσεις: 1. Νόρα Άναγνωστάχη, Ή κριτική τής παντομίμας (1970-1975), 1977, σελ. 87-88. 2. Γιώργος Θέμελης, Ή νεώτερη ποίησή μας, 1963, δεύ τερος κύκλος, κεφάλαιο 2. 3. Οί μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές τού Γιώργον Στογιαννίδη: Περιστέρια στό φως (1949), Συγκομιδή τής μοναξιάς (1952), ’Εαρινά έγκώμια (1956), Τό ξύ λινο πουλί (1960), Ό έξώστης καί τά πράγματα (1964), Ένοχή άθωότητας (1966), Περίπτερα (κρατι κό βραβείο ποίησης, 1973), Ή άπειλή (1974), Τό πρό σωπο τής Ευρυδίκης (1975), Στις προσβάσεις τού ύπνον (1976), 'Εσωτερική έπένδυση (1977), ’Α φήγη ση ξεναγού (1979), ’Αμήχανη έξοδος (1982). 4. Κ. Π. Καβάφης, Τά παράθυρα, 1903.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ενα γοητευτικό έπος μέ σύγχρονες διαστάσεις ΓΙΑΣΑΡ ΚΕΜΑΛ: Ίντξέ Μεμέτ (Μεμέτ ό ψηλό λιγνος). Μυθιστόρημα. Μετ. Έρμου 'Αρχαίου. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 428. Ε Ν Α τέτοιο μυθιστόρημα, πού νά μοιάζει μέ αύτό τού τούρκου πεζογράφου Γιασάρ Κεμάλ, δέν έχει ή έλληνική λογοτεχνία. Θ ά μπορούσε κανείς ν ά τό κατατάξει στή ληστρική μυθιστοριογραφία , μ ά αυτό θά τό έκανε άν στέκονταν στά εξωτερικά του μονάχα γνωρίσματα. Τσως δμοιό του, σέ μάς, θά βρίσ καμε τό «Θάνο Βλέκα» (1855) τού Π α ύ λου Κ αλλιγά, ή τή «Ζωή τού βουνού» (1893) τού Ν τίνου Θεοτόκη, άν τό πρώτο ήταν πραγματικά λογοτεχνικό μυθιστόρημα κ ι δχ ι μιά μελέτη τού άγροτικοΰ προβλήματος στίς πρώτες δεκαετίες τού νεοελληνικού κράτους σέ μορφή μυθιστορη μα τική, κ α ί άν τό δεύτερο δέν είχε τή θέση του στήν πα ραφ ιλολογία. Κ α ί τά δυό δέν κατορθώ νουν νά προβάλουν δ ικαιώ μ ατα στίς τέχνες τού λόγου. Μ όνο τό «Ζητιάνο» (1896) τού Ά ν δ ρ έ α Καρ καβίτσ α θά μάς θύμιζε ό «Ίντζέ Μεμέτ» μέ τό άντιφεουδαρχικό του περιεχόμενο. "Ο μως στό ελληνικό μυθιστόρημα, ο ί άγρότες τής Θεσσαλίας πα ρουσιάζονται νά χρησιμοποιούν π ιό προχωρη μένες μορφές κοινω νικής πάλης. Έ σ τω κ α ί αύθόρμητα, ή εξέγερσή τους ε ίν α ι όμαδική, ταξική. Κ αίνε τά κον ά κ ια τών μπέηδων, δέν παραδίδουν τή σοδειά τού τσ ιφ λικιο ύ, κάνουν κατάληψη στά χ ω ρ άφ ια τών μπέηδων κλπ. Ή βασική διαφ ορά τού «Ζητιάνου» ε ίναι πώς έχει ξεπεράσει τή ληστεία σά μορφή άγροτικού κινήματος. Θέτει ζήτημα κατάργησης τού φεου δαρχικού συστήματος στήν ίδ ιοχτησία τής γης, πράγμα πού δέν ήταν μέσα στίς διεκδικήσεις τών ληστών. 'Η ληστοκρατία ήταν φαινόμενο κο ιν ω ν ικ ό ώς πρός τίς αιτίες πού τό προκαλούσαν. "Ο μως άποτελούσε έξέγερση άτομικού χαραχτήρα κ α ί συνεπώς άντικο ινω νική . Γ ια τ ί δέ χτυπούσε τή φ εουδαρχία, μά τό φεουδάρχη, κ ι αύτόν δταν τόν έβρισκε κ α ί δπου τόν έβρισκε. Δηλαδή δέν πολε μούσε γιά ν ’ άνατρέψει ένα άπαρχαιωμένο κο ιν ω ν ικ ό σύστημα, δπως έκανε ό θεσσαλός κολίγας. Γ ι’ αύτό ή ληστεία στάθηκε εμπόδιο στήν άνάπτυξη τού άγροτικού κινήματος. ’Ενώ έπληξε κ α ίρ ια τήν άγροτιά, δέν έθιξε κ άν τό φεουδαρχικό σύ στημα.
115
Γιασάρ Κεμάλ Παλιότερα, οί άγρότες, ιδιαίτερα των βουνών, άντίκριζαν ρομαντικά τή ληστεία. Τώρα, άπό τό μεσοπόλεμο, οί ρομαντικές αντιλήψεις έπηρεάζουν κα ί τούς άστούς διανοούμενους, άκόμα καί τούς άριστερούς. Ή ληστοκρατία δμως μέ κανέναν τρόπο δέν μπορεί νά περάσει σάν κίνημα κοι νωνικό. Ή ταν κίνημα άντιαγροτικό, άντικοινωνικό. Τό δείχνει καθαρά αυτό ό Παύλος Καλλιγάς στό «Θάνο Βλέκα» περιγράφοντας τό κυνη γητό τών αγροτών, καί άπό τά δυό μέρη, τό κρά τος κα ί τούς ληστές. Ό χ ι μόνο στόν περασμένο αιώ να, άλλά καί στίς πρώτες δεκαετίες τού δικού μας αιώ να, οί νόμοι έπιβάλαν τό ξερίζωμα τών πληθυσμών όλόκληρων χωριών. Τούς χαραχτήριζαν ληστοτρόφους κ α ί τούς στέλναν στά νησιά, ή σέ άλλα διαμερίσματα τής χώρας. Έ πειτα τά τμή ματα τού στρατού ή τής χωροφυλακής, τά ειδικά γιά τή δίωξη τής ληστείας, ρημάζαν, ξεγυμνώναν κυριολεχτικά τόν τόπο, άπόπου περνούσαν ήταν συμφορά. Κ αί οί ληστές δέν είχαν οίκτο ούτε γιά τούς φτωχούς. Κάναν τά ίδ ια καί χειρότερα. Ά ρ α δέν έμπόδισαν μόνο την άνάπτυξη τού άγροτικοΰ κινήματος μά καί τής γεωργίας. "Έπει τα, όρισμένοι ρομαντικοί, σύγχρονοί μας, πού βλέπουν στό ληστή τόν προστάτη τών φτωχών ή συμπεριφορά άντικρατική, άναρχική, κ αί άντιτυραννική, αφήνουν νά τούς διαφεύγει πώς συχνά ήταν τό όργανο τού τοπικού κομματάρχη, γιά την επικράτησή του στίς έκλογές, καί ό φρουρός τών συμφερόντων τού τσιφλικά. Ό υπασπιστής τού Γεωργίου Α ' στρατηγός Α . Σούτσος, μεγάλος τσι φλικάς, καί ό Νόελ Μπαίκερ, ίδιοχτήτης χιλιά δων στρεμμάτων γής καί δάσους τής Εύβοιας, κατηγορήθηκαν γιά τίς σχέσεις τους μέ τούς Ά ρ β α νιτάκηδες, πού σκότωσαν τούς ’ Αγγλους στό Δήλεσι. Οί ήρωες τού τουρκικού μυθιστορήματος είναι ληστές, τσιφλικάδες κα ί δουλοπάροικοι. Ό πρω 116
ταγωνιστής Τντζέ Μεμέτ, νέος άγρότης, πού ζεϊ μέ τή μάνα του, για τί ό τσιφλικάς τού σκότωσε τόν πατέρα του γιά νά τού πάρει τά χωράφια, δέν άντέχει στόν παιδεμό κα ί τίς στερήσεις κ α ί άποφασίζει νά έγκαταλείψει τό σπίτι του κ α ί τό χω ριό του. Ά π ό μιά τέτοια άφετηρία, περνώντας διάφορους σταθμούς, θά καταλήξει ληστής. Τό θέμα δέν παίρνεται άπό τήν ιστορία, είναι άπό τή σύγχρονη ζωή βρισμένων γεωγραφικών περιοχών τής Τουρκίας. Ό συγγραφέας τού μυθιστορήμα τος, πού μόλις συμπληρώνει τά έξήντα χρόνια τής ήλικίας του, γεννήθηκε στήν Κ ιλικία, έπαρχία τής νοτιοανατολικής Μ ικράς Α σ ίας , καί προέρχεται άπό φτωχή οικογένεια. Δέν πέτυχε ούτε τό γυ μνάσιο νά τελειώσει. Πέρασε άπό διάφορα έπαγ. γέλματα (έργάτης, ιδιωτικός υπάλληλος, αίτησιογράφος έξω άπό δημόσια ή άλλα γραφεία, ένα διάστημα κ α ί δάσκαλος) καί τελικά τό 1951; ύστερα άπό τήν άποφυλάκισή του -είχε καταδι καστεί γιά πο/.ιτικούς λόγους- φτάνει στήν Κων σταντινούπολη, γιά νά συμπεριληφθεΐ στούς συντάχτες τής μεγάλης έφημερίδας «Τζουμχουριέτ». Στά 1955 κυκλοφορεί τό πρώτο του μυθιστόρη μα, τόν «Ίντζέ Μεμέτ». Σύμφωνα μέ τίς πληρο φορίες τού μεταφραστή του "Ερμου Ά ρ γαίου , κα ί στά άλλα τέσσερα μυθιστορήματά του ό Γιασάρ Κεμάλ άναφέρεται στή ζωή τών άγροτών, πού τή γνώρισε άπό πολύ κοντά, δταν ήταν νέος. Τή στάθμη τής κοινωνικής άνάπτυξης στίς άγροτικές περιοχές τού τουρκικού νότου, εύκολα τήν άντιλαμβάνεται κανείς δταν άνοίγει νά διαβάσει ένα μυθιστόρημα μέ κύριο ηρώα ένα ληστή. Κ α ί δέν άντιλαμβανόμαστε μόνο τό χαραχτήρα τής κοινωνίας, μά κα ί τήν έλλειψη άστικού κα ί έργατικοΰ κινήματος. Ασφαλώς αυτή ή παρατήρηση δέν άφορά δλη τήν Τουρκία, άλλά τό μέρος έκεΐνο δπου ή κυριαρχία τού φεουδαρχικοΰ συστήμα τος δέν έχει θιγεϊ. Κ ι αυτό φαίνεται νά είναι τό μεγαλύτερο. Ό Γιασάρ Κεμάλ μέ τό πρώτο του κιόλας μυθι στόρημα δείχνεται δχι μόνο μεγάλος τεχνίτης τού πεζού λόγου, μά κα ί βαθιά διαποτισμένος άπό τίς προοδευτικές ιδέες. Ή φιλοσοφική του μέθοδος τόν βοήθησε νά μήν πέσει στήν παραφιλολογία, στή ληστρική φιλολογία. Νομίζω πώς δυό πράγ ματα τόν γλιτώσαν άπό τόν κίνδυνο αυτό. Τό νεαρό τής ήλικίας τού Ίντζέ Μεμέτ -ε ίν α ι μόλις έφηβος- κ αί ή άτμόσφαιρα τού θρύλου μέ τήν όποια τυλίγει τόν ήρωά του. Ή ιστορία έξελίσσεται μεταξύ πραγματικότητας καί μύθου. Μέ τό μύθο άπαλύνει τήν ώμή πραγματικότητα. Ά κ ό μ α ό μύθος βοηθά τόν πεζογράφο νά δώσει στίς πε ριγραφές τών τοπίων καί τών άνθρώπων μιά ποίηση άπαράμιλλη. Δέ φαίνεται ή ιδιαίτερη πα τρίδα τού Ίντζέ Μεμέτ νά είναι ένας τόπος όμορ φος. Μά οί άναμνήσεις τών παιδικών χρόνων, γε μάτες άπό τή νοσταλγία τού γυρισμού, σέ κάνουν ποιητή. Ό Κεμάλ είναι ποιητής σέ δλο τό έργο του. Κ α ί άνεξάρτητα άπό τό έργο του αύτό. Ή άναμφισβήτητη άπόδειξη τού ποιητικού του ταλέντου είναι ή λύση πού έδωσε στό μυθιστόρη μά του: νά τοποθετήσει ένα ληστή -φαινόμενο
άναχρονιστικό, έστω κ α ί γ ιά καθυστερημένη χώ ρ α - άνάμεσα πραγματικότητας κ α ί θρύλου. Ό Ίντζέ Μεμέτ γίνεται έπικός ήρωας κ α ί τό μυθι στόρημα τού Γιασάρ Κεμάλ ένα γοητευτικό έπος μέ σύγχρονες διαστάσεις. Τόν πρωταγωνιστή του ό μυθιστοριογράφος δέν άφήνει νά τόν σκοτώ σουν ο ί διώχτες του, τά καταδιωχτικά άποσπάσματα τής χωροφυλακής. Ύ σ τερα άπ ό τόν τελευ ταίο άθλο του, τήν έκτέλεση τού δυνάστη τσ ιφ λι κ ά Ά μ π ν τ ή ’Α γ ά, πού κατατυράννισε τό λαό τών πέντε χωριών του, φεύγει καβάλα στό άλογό του σάν άνεμος έξω ά π ’ τό χρόνο κ α ί χάνεται στόν άπεριόριστο όρίζοντα, στό θρύλο τόν χωρίς συγ κεκριμένο τέλος κ α ί τόν γεμάτο έρωτηματικά γιά τό τέλος τού Ίντζέ Μεμέτ. Τ ό μυθιστόρημα τού Γιασάρ Κεμάλ εύτύχησε στήν Ε λ λ ά δ α ώς πρός τό μεταφραστή του άπό τά τούρκικα. Ό "Ερμος Ά ρ γαΐο ς έδωσε ίσως τήν καλύτερη μεταφραστική του έργασία. Τό κείμενό του μπορεί νά λογαριάζεται στό ένεργητικό τής νεοελληνικής πεζογραφίας. Κ α ί ή έκδοση (μέ τό έξώφυλλο τού τούρκου ζωγράφου Ά μ π ιν τ ίν Ντίνο, πού μένει στό Π α ρ ίσ ι) είναι ω ραία. Μ . Μ . Π Α Π Α ΪΩ Α Ν Ν Ο Υ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
τά εμπρηστικά ’Άσματα τοΰ Μαλντορόρ ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ: Τά άσματα τον Μαλντορόρ. Μετ. "Ελλης Νεζερίτη. Πρόλογος Έντμόν Ζά λον. 'Αθήνα, Οί 'Εκδόσεις τών Φίλων, 1980. Σελ. 213. Τ Ο 1869 τό Π αρ ίσ ι ζεί πάντα τό αύτοκρατορικό του μεγαλείο. Στά κράσπεδα, δπου συσσωρεύεται ό εργατικός πληθυσμός, δημιουργοΰνται νέες συνοικίες. Ο ί κάτο ικοί τους, οί φυγάδες πού έχουν διώξει άπό τό κέντρο ο ί κερδοσκοπικοί συνδυασμοί πάνω στά οικόπεδα κ α ί τά άκίνητα· κ ι άκόμα έπαρχιώτες, πού έγκαταλείπουν τήν έξαθλιωμένη άγροτική ένδοχώρα, άναζητώντας κα λύτερη τύχη στή μεγάλη πόλη. 'Η πείνα, ή φτώ χεια, ή άνεργία, μόνιμα φαινόμενα. Τό Π αρίσ ι
όμως είναι ή πρωτεύουσα τού φωτός, τής μόδαξ, τών διασκεδάσεων. Ο ί άπόλυτοί μονάρχες, οί αύτοκράτορες, ο ί δικτάτορες έχουν Ιδιαίτερη άδύναμία στίς έπιβλητικές κατασκευές· είναι ή άπατηλή προθήκη πού θά άποκρύψει κάτω άπό τή στίλβη τή θλιβερή πραγματικότητα. Ό Ναπολέων ό Γ ', «δ μικρός», έχει δώσει στήν πόλη νέα δψη. Πλατιοί δρόμοι, μεγαλοπρεπή κ τ ίρ ια, έντυπωσιακά μνημεία. Τ ό πολίτευμα δμως, παρά τά κά ποια άνοίγματα, πάντα αυταρχικό· άστυνομεύει τόν πολίτη κ α ί έπιβάλλει τή θέληση τής αύτοκρατορικής έξουσίας. Κάτω άπό τό σύνθημα τού κα θεστώτος «Αύτοκρατορία σημαίνει είρήνη» μιά τυχοδιω κτική έξωτερική πολιτική θά όδηγήσει μετά άπό ένα χρόνο στήν τελική καταστροφή. Πρός τό παρόν δμως τό Π αρ ίσ ι διασκεδάζει κ α ί ή καλλιτεχνική του κίνηση πάντα συνεχίζεται κάτω άπό τό άγρυπνο μάτι τής λογοκρισίας. Ό Ούγκώ, άμετακίνητα κ α ί πεισματικά, δέν έπωφελεϊται άπό τήν άμνηστία πού δόθηκε τό 1859 κ α ί εξαπολύει τούς μύδρους του άπό τό ερημητήριό του στό Γκέρνσεϋ. Τ ό 1869 θά πεθάνει δ Λαμαρτίνος. Πολλές ρομαντικές ψυχές έχουν χύσει μαύρα δάκρυα γ ιά τή «Λίμνη» του κ ι δλοι θυ μούνται μέ άνάμικτα συναισθήματα τόν ήγέτη τής Φεβρουαριανής έπανάστασης τού 1848. Τόν ίδ ιο χρόνο δ Φλωμπέρ έκδίδει τό τρίτο του βιβλίο, Αισθηματική αγωγή. Τ ό μυθιστόρημα δέν έχει μεγάλη έπιτυχία. Ό συγγραφέας δμως είναι πολύ γνωστός. Π ρίν λίγα χρόνια ή Μαντάμ Μποβαρν είχε προκαλέσει τήν όργή τής είσαγγελικής άρχής κ α ί συνακόλουθα τό ένδιαφέρον τού κοινού. Μέσα σέ αύτή τήν κοσμόπολη, πού ό πληθυ σμός της έχει ξεπεράσει τό 1.700.000, κινείτα ι κ α ί μετακινείται άπ ό ξενοδοχείο σέ ξενοδοχείο, άπό τό τέλος τού 1867, ένας μέτοικος, ένας Γάλλος τής διασποράς. Έ χ ε ι τελειώσει τό λύκειο στή γαλλική έπαρχία, κ α ί τώρα στήν πρωτεύουσα. Λόγος προσχηματικός κ α ί άβέβαιος: Ή προετοιμασία του γιά τήν είσαγωγή του στήν Πολυτεχνική Σχολή. Στόχος άναμφισβήτητος: Ν ά επιβληθεί στούς ποιη τικούς κύκλους τού Παρισιού· νά έπιβάλει τό δικό του πρόσωπο, τό μοναδικό, παρά τίς κάποιες δμοιότητες μέ ποιητές πού ή ρομαν τική άτμόσφαιρα τούς φορτίζει μέ τήν άχλύ μιάς δαιμονικής μυθολογίας· νά προβάλει τούς δικούς του ποιητικούς τρόπους κ α ί τόπους, παρά τούς ευδιάκριτους φ ιλολογικούς προγόνους κ α ί τίς ηχηρές έκλεκτικές ποιητικές συγγένειες, πού δέν θά κάνει κα μ ιά προσπάθεια νά άποκρύψει. Ό κατά συνθήκην ύποψήφιο ς σπουδαστής, «πού έχει συνειδητοποιή σει μέ άρκετή άκρίβεια τίς λογοτεχνικές του φιλοδοξίες»,1 λέγεται Ι σ ί δωρος Ντυκάς· γεννήθηκε τό 1846 στό μακρινό Μοντεβιδέο τής Ούρουγουάης, δπου ό πατέρας του έχει έγκατασταθεί άπό τό 1839 κ α ί εργάζεται στό γαλλικό προξενείο. Τώρα ό νεαρός μαθητευόμενος ποιητής, στό Π αρ ίσ ι, ξένος, άγνωστος κ ι άσθενικός, άγωνίζεται γιά τήν προβολή του. θ ά έκδώσει μέ δ ικ ά του έξοδα. Θά διαπραγματευθεί τή β ιβλιοπ ω λική διανομή. Θ ά έπιδιώ ξει μέ θέρμη τή γνώμη τών κρ ιτικώ ν. Θά σταθεί δμως
117
άτυχος. Ή στιγμή δεν είναι κατάλληλη. 'Η τόλμη τών ιδεών καί ,τών τρόπων δέν προκαλούν τό ένδιαφέρον, άλλά τήν καχυποψία καί τόν τρόμο. ‘ Ο έκδοτης διστάζει κ ι ό άναγνώστης είναι έπιφυλακτικός. Μ ιά πρώτη προσπάθεια έχει γίνει τόν προη γούμενο χρόνο. "Ενα ισχνό φυλλάδιο 32 σελίδων θά τυπωθεί τόν Αύγουστο τού 1868. 'Η διανομή του θά βραδύνει,2 άλλά πρίν κυκλοφορήσει θά τό παρουσιάσει « Ή νεότητα», ένα μικρό έφήμερο παρισινό φιλολογικό περιοδικό, πού δέν έχει βέ βαια μεγάλη κυκλοφορία, άλλά παρακολουθεϊται άγρυπνα άπό τήν άστυνομία. Ό κριτικός, πού ύπογράφει «επιστήμονας», είναι προφανώς ό Ζώρζ Έ μιόν, ό διευθυντής τού περιοδικού, ένας φίλος τού ποιητή. Τό σημείωμά του είναι σύν τομο. Δέν θά παραλείψει νά έπισημάνει ελαττώ ματα, άλλά συνάμα θά κάνει εύστοχες παρατηρή σεις: «'Η πρώτη έντύπωση άπό τό διάβασμα τού βιβλίου είναι ή έκπληξη. 'Η ύπερβολική έμφαση τού ύφους, ή άγρια ίδιοτυΛία, ή άπελπισμένη ρώμη τής ιδέας, ή άντίθεση αύτήςτής περιπαθούς γλώσσας πρός τίς πιό άνοστες σπουδαιολογίες τού καιρού μας καταπλήσσουν άμέσως τό πνεύμα μας». 'Ο κριτικός είναι αίσιόδοξος· πιστεύει δτι τό βιβλίο δέν θά περάσει άπαρατήρητο, γιατί «ή πρωτοτυπία του... είναι εγγύηση».3 Ή πραγματι κότητα τόν διέψευσε. Ή κρίση του ήταν μονα δική. Κανείς άλλος δέν ένδιαφέρθηκε γ.ιά τήν πρώτη εμφάνιση τού παράδοξου άνώνυμου νεα ρού ποιητή. "Ενα άντίτυπο βρέθηκε τό 1891 άπό τόν Ρεμύ ντέ Γκουρμόν στήν ’ Εθνική Βιβλιοθήκη τού Παρισιού καί σημειώνεται άπό τούς ερευνη τές σάν ένα σημαντικό βήμα πρός μιά σκοτεινή κι αινιγματική άφετηρία. Ή Ιδιοτυπία άρχίζει άπό τόν τίτλο, «Τά άσματα τού Μαλντορόρ - "Ασμα πρώτο», οπού ό Μαλντορόρ, ό ήρωας, ένα πρόσωπο κι ένα προσωπείο, γιά νά καλύψει τόν όργισμένο ποιητή, πού δέν κρύβεται κάν κάτω άπό ένα ψευδώνυμο, άλλά κάτω άπό τρεις ούδέτερους άστερίσκους. Ό ποιητής άργότερα κατά κάποιον τρόπο θά δηλώ σει τό πραγματικό του όνομα, κ ι ό μελετητής, έστω κ ι άποσπασματικά, θά άποκαταστήσει τό σύντομο καί πικρό δρομολόγιο τού βίου του. Γιατί όμως Μαλντορόρ ό ήρωάς του; Πολλές ύποθέσεις, πολλές προτάσεις, λιγότερο ή περισ σότερο δεκτές, καμιά όμως μέ βεβαιότητα κυρω μένη. Τό 1869 νέα έκδοση. "Ενας δλόκληρος τόμοςπεριλαμβάνει Τά άσματα τον Μαλντορόρ. Τώρα π ιά είναι έξι, καί τό πρώτο έχει κάποιες, άλλά ουσιαστικές διαφορές άπό τήν πρώτη έκδοση. Τό βιβλίο τυπώνεται- άναγγέλλεται άπό τό «τριμηνι αίο δελτίο δημοσιευμάτων άπαγορευμένων στή Γαλλία καί τυπωμένων στό εξωτερικό»·. Ό 6ιβλιογράφος θά συνοψίσει: «όπως ό Μπωντλαίρ κα ί ό Φλωμπέρ ό συγγραφέας πιστεύει ότι ή αι σθητική έκφραση τού κακού δημιουργεί τήν πιό έντονη διάθεση γιά τό καλό, τήν ύψηλότερη ήθική... Κρίμα πού δέν τύπωσε Τά άσματα τον Μαλντορόρ στή Γαλλία. Τό δικαστήριο δέν θά
118
παρέλειπε νά τόν ευλογήσει», γιά νά άποκαλύψει κ αί τό όνομα τού ποιητή·4 γιατί κ α ί σέ τούτη τήν έκδοση ό συγγραφέας κ α ί πάλι κρύβεται- αύτή τή φορά κάτω άπό ένα βαρύγδουπο ψευδώνυμο, Κόμης ντέ Λωτρεαμόν, πού «σύμφωνα μέ μιά άποψη καλά στηριγμένη, ξεκινά άπό τό"μυθιστό ρημα τού Εύγένιου Σύη, Λατρεωμόν, πού κυκλο φόρησε τό 1838 καί πού ό ήρωάς του έχει κάποια κοινά σημεία μέ τό Μαλντορόρ».5 Τελικά τό βιβλίο δέν παραδίδεται στήν κυκλο φορία. Τό Μ άιο τού 1870 τό παρισινό «Δελτίο τού Βιβλιόφιλου» τό παρουσιάζει γιά τήν Ιδιοτυ πία του- «μιά σειρά άπό δράματα κα ί σκέψεις σέ ύφος παράδοξο, ένα είδος Άποκαλύψεως, πού δέν έχει καμιά σημασία νά μαντέψεις τό νόημά της»· κα ί έπιπλέον για τί είναι βέβαιο «ότι θά παραμείνει σίγουρα άγνωστο στή Γαλλία».6 Κρι τική παρουσίαση ή νεκρολογικό σημείωμα; 'Ο ποιητής όμως έπιμένει. Τό έπόμεν- έτος επανέρχεται μέ δυό μικρές πλακέτες τών 16 σελί δων ή καθεμιά, πού θά τυπωθούν άντίστοιχα τόν ’Απρίλη καί τόν ’ Ιούνιο τού 1870. Τίτλος: Π οιή ματα. Περιεχόμενο, κριτικοί άφορισμοί κα ί δια πιστώσεις δοκιμίου. Στό εξώφυλλο μιά δήλωση: «άντικαθιστώ τή μελαγχολία μέ τό θάρρος, τήν άμφιβολία μέ τή βεβαιότητα, τήν άπελπισία μέ τήν έλπίδα, τήν κακία μέ τό καλό, τόν ψόγο μέ τό καθήκον, τό σκεπτικισμό μέ τήν πίστη, τά σοφί σματα μέ τήν ψυχραιμία τής γαλήνης κα ί τήν άλαζονεία μέ τή μετριοφροσύνη». Τώρα πιά τό όν,ομα τού συγγραφέα φαρδύ-πλατύ. ’ Επιτέλους ό ’ Ισίδωρος Ντυκάς εμφανίζεται γιά νά άπαρνηθεϊ τόν έπιθετικό, τό δαιμονικό, τόν άνατρεπτικό Κόμητα ντέ Λωτρεαμόν ή γιά νά προκαλέσει μέ τήν παλινωδία του γιά μιά άκόμη φορά τόν άναγνώστη; Π οιά σημασία είχαν άλλωστε οί παραδοξολο γίες ενός παράξενου νέου, πού παραπαίει κα ί μο νολογεί στό άνάστατο Π αρίσι, όπου τά γεγονότα εξελίσσονται μέ ταχύ ρυθμό κα ί παρασύρουν στή δίνη τους τά φιλολογικά συμβάντα; Στίς 19 ’ Ιου λίου ό αύτοκράτορας κηρύσσει τόν πόλεμο κατά τής Γερμανίας, γιά νά παραδοθεί στό Σεντάν στίς 2 Σεπτεμβρίου. Τό Παρίσι πολιορκείται καί πεινά. 'Ο Βοτανικός Κήπος άναγκάζεται νά που λήσει στήν κατανάλωση όλα τά ζώα του. Ο ί σκύ λοι, οί γάτες, οί ποντικοί έχουν φθάσει σέ δυσ θεώρητα ύψη. Γιά μιά άκόμη φορά τά Ποιήματα περνούν άπαρατήρητα κ ι ό ποιητής άποσύρεται στίς 24 Νοεμβρίου τού 1870. μέ ένα διακριτικό θάνατο, όπου οί μυθολογικές έκδοχές γιά πολιτική δολοφονία, εκδίκηση ή αύτοκτονία δέν φαίνονται πιθανές. Τά χρόνια κύλησαν. Ό θάνατος επέβαλε τή σιωπή. 'Ο βίος παρέμεινε άνεξιχνίαστος, γιά νά δώσει άργότερα άφορμή σέ φανταστικές κα ί μυ θιστορηματικές υποθέσεις. Μέχρι τό 1975 δέν εί χαμε κάν τή φωτογραφία τού ποιητή7 κ ι άνασυνθέταμε τή φυσιογνωμία του άπό θολές άναμνήσεις πού κατάγραψαν οί μελετητές του. Ή λήθη όμως δέν σκέπασε τό έργο του. 'Η πρώτη έκδοση κυκλοφορεί επιτέλους στίς Βρυξέλλες τό 1874,
χωρίς καμιά έπιτυχία. Τά 1890 νέα έκδοση, άλλά τό 1910 ύπάρχσυν άκόμα άντίτυπα άπό τήν πρώτη πού πουλιούνται μέ έκπτωση.8 Τό έργο πάντως πάντα ύπήρχε, άλλά στό περι θώριο. Δέν είχε έλθει άκόμα ή ώρα του. Τό 1920 όμως οί σουρρεαλιστές τό άνακαλύπτουν. Τό 1919 ό Άντρέ Μπρετόν, ό άρχηγός, μέ στοργή θά άντιγράψει τά Ποιήματα άπό τό άντίτυπο τής Εθνικής Βιβλιοθήκης στό Παρίσι καί θά τά δη μοσιεύσει στό περιοδικό «Λογοτεχνία», τό όρ γανο τής νέας σχολής. Ό Ντυκάς-Λωτρεαμόν εί ναι ό κατεξοχήν πρόδρομος· «καταφρονεί δλες τίς καθιερωμένες άξίες, τήν τέχνη, τή θρησκεία, τήν ήθική, κινείται μέ άνεση στό χώρο τού φαν ταστικού, δημιουργεί άπό τό όνειρο μιά άλλη πραγματικότητα, άποκαθιστά τήν έρωτική φαν τασία, άφήνεται άσυγκράτητα στό ένστικτο τής επιθετικότητας καί μετά, στό τέλος μιας χωρίς ταίρι ποιητικής περιπέτειας, βρίσκει μέσα του τήν άπαραίτητη θέληση νά καταγγείλει τήν άπάτη τής γλώσσα^ καί νά άναλάβει μέ τά Ποιήματα τήν πιό εκπληκτική λογοτεχνική άπομυθοποίηση»9. Ή περίφημη φράση «Είναι ώραϊος... σάν τήν τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής καί μιας όμπρέλας στό άνατομικό τραπέζι», άπό τό έκτο άσμα, δέν είναι άπλά ένα ήχηρό σύνθημα, πού υιοθέτησε ή νέα σχολή γιά νά κάνει έντύπωση· άνοιξε στήν ποίηση έναν καινούριο δρόμο. Τώρα πιά ό Λωτρεαμόν είναι ένας γνώριμος κι ένας άναγνωρισμένος. Ό έρευνητής άγωνίζεται μέ έπιμονή νά άνασυντάξει to βίο κι οί άλλεπάλληλες έκδόσεις δείχνουν τό ενδιαφέρον τού άναγνώστη. Παρ’ όλ’ αύτά οί έλληνικές άναφορές στό Λωτρεαμόν πενιχρές καί άποσπασματική ή μετά φρασή του στή γλώσσα μας. Βασική ή Δεύτερη γραφή τού Έλύτη μέ τά άποσπάσματα άπό τό πρώτο καί τό τέταρτο άσμα. Τά ’Ανοιχτά χαρτιά του μάς ύπενθυμίζουν τό πρώιμο ενδιαφέρον του γιά «τάν ’Ισίδωρο Ducasse, τόν μέτριο μαθητή10 τού Λυκείου τού Peau πού, μόνος του, ένα βράδι μελαγχολικό άπό κείνα πού άνάβουν καί φουν τώνουν άνεξήγητα στά στήθια τών άνήσυχων νέων, στάθηκε μπροστά στόν καθρέφτη του καί όνομάστηκε Κόμης», καί γιά Τά τραγούδια τον Μαλντορόρ. πού «γραφτήκανε μέ τήν ένταση ένός άθλου ήρωικού ή ένός φοβερού έγκλήματος, καλά ή κακά, μά τοποθετημένα μιά γιά πάντα έκεί πού ή ζωή δοκίμασε γιά πρώτη φορά τήν έπικίνδυνη δύναμή της».11 Πιό πρόσφατη ή μετάφραση, μέ μιά σύντομη είσαγωγή, τού Άντώνη Φωστιέρη (περιοδικό Λέξη. I, 1981, σελ. 26-33), άπό τά Ποιήματα, τού Ντυκάς, πού άναιρούν (ή συμ πληρώνουν) τελικά τήν άμφίσημη προσωπικότητα τού δημιουργού τους; Ή "Ελλη Νεζερίτη όμως έκατό δέκα χρόνια μετά τό θάνατο τού ποιητή μάς δίνει ένα όλόκληρο βιβλίο μέ Τά άσματα τον Μ αλντορόρ. Ή άλήθεια είναι ότι καί πάλι τό κείμενο δέν είναι πλήρες. Ά πό τό έκτο άσμα, όχι τό λιγότερο ση μαντικό άπό τά ύπόλοιπα, έστω κι άν ή μεταφρά στρια σημειώνει ότι «διαφέρει άπό τά πέντε προηγούμενα, μόνον ώς πρός τή διατύπωσή του,
ένώ έπαναλαμβάνονται τά ίδια θέματα», έχομε στή μετάφραση μόνο τήν πρώτη στροφή- άλλά κι άπό τά ύπόλοιπα πολλές στροφές έχουν παραλει-» φθεϊ, ώστε τελικά μπορούμε νά πούμε ότι μόνο τά δύο τρίτα τού έργου έχουν άποδοθεϊ. 'Οπωσδή ποτε όμως τό μεγαλύτερο μέρος έχει έκδοθεϊ σέ βιβλίο κι είναι στή διάθεση τού έλληνα άναγνώΉ "Ελλη Νεζερίτη δέν μάς δίδει βιβλιογραφι κές πληροφορίες γιά τίς έκδόσεις πού χρησιμο ποίησε καί γιά τίς πηγές άπ’ όπου άντλησε τά στοιχεία της· πλαισιώνει όμως τή μετάφρασή της μέ σειρά ένημερωτικών κειμένων, πού πληροφο ρούν, κατατοπίζουν καί δίνουν ένα πλούσιο υλικό υποδομής, γιά νά γίνει πιό εύκολη ή προ σέγγιση. Έτσι θά έπισυνάψει στά 'Ά σματα καί τίς έλάχιστες άλλά διαφωτιστικές έπιστολές, πού άπευθύνει ό Ντυκάς στόν έπιφορτισμένο άπό τόν πατέρα του τραπεζίτη, γιά τήν καταβολή τού μη νιαίου έπιδόματος, καί στόν έκδοτη τους· σύντο μο παράρτημα, πού εικονογραφεί εύγλωττα τίς οικονομικές δυσκολίες, τίς έκδοτικές περιπλοκές, τούς προσωπικούς προβληματισμούς τού έκκολαπτόμενου ποιητή. Στή συνέχεια παρατίθεται μιά πλούσια .«παράλληλη βιοχρονογραφία τού Ίζιντόρ Ντυ κάς», πού τήν ξαναβρίσκω, έκτός άπό δυό προσ θήκες τής μεταφράστριας, πιό πλούσια, στό Λωτρεαμόν άπό τόν ίδ ιο τού Μαρσελέν Πλενέ.12 Πάντως ή έλληνική της άπόδοση άπαραίτητη καί πολύ χρήσιμη. Μόνο πού νομίζω ότι κάποιες προσαρμογές (συμπληρώσεις-διευκρινίσεις) γιά τήν έλληνική έκδοση ήταν άναγκαίες. Τό διαπί στωσα άπό δειγματοληπτική βέβαια καί πρόχειρη έρευνα πού έκανα. Ό μέσος κι όχι ειδικός έλληνας άναγνώστης καταλαβαίνει άσφαλώς ότι Ή μιζέρια τής φ ιλοσοφίας είναι Ή αθλιότητα τής φιλοσοφίας (γιατί, άλήθεια, νά μή χρησιμο ποιούνται οί καθιερωμένοι πιά τίτλοι;), άλλά εί ναι πολύ πιθανό νά μήν ξέρει τίς «Άλ», όπως μάλιστα καμουφλάρονται κάτω άπό τήν έλληνική τους σκευή, ή ότι «Ό Λακορντέρ», πού χωρίς άλλα στοιχεία άναφέρεται ότι πέθανε τό 1861, εί ναι ό γάλλος δομινικανός ιεροκήρυκας τής Πανα γίας τών Παρισίων, πού τήν άνανεωτική του έκκλησιαστική προσπάθεια είχε σφραγίσει ή επί δραση τού Ρουσσώ, ή ότι ό «Μπερνάρ Ρίεμαν» εί ναι ό μαθηματικός πού είσήγαγε τίς περίφημες φερώνυμες έπιφάνειες. Γενικά ή «Παράλληλη βιοχρονογραφία» άποδόθηκε βιαστικά, κι έτσι άτυχείς μεταγραφές, άνακρίβειες καί άσάφειες υποβαθμίζουν τήν άξία της. Πολύ θά δυσκολευτεί ό άναγνώστης νά ταυ τίσει τόν Ντέ (πού δέν είναι άλλωστε καθόλου Ντέ) «Ε Υσσέρλ» μέ τόν ιδρυτή τής φαινομενολο γίας Χούσσερλ ή τά ’Ατίθασα ποιήματα μέ τά Βάρβαρα ποιήματα τού Λεκόντ ντέ Λίλ, όπως έχουν πολιτογραφηθεϊ στά έλληνικά μέ σεβασμό τού γαλλικού τίτλου. Έπειτα, όπωσδήποτε, καί λίγη γυμνασιακή ιστορία άν γνωρίζει κανείς, θά διαφωνήσει μέ τήν πληροφορία ότι τό 1870 έχομε 119
«κατάληψη Παρισιού Από τούς Πρώσους», ένώ πρόκειται (καί τό γαλλικό Αντίστοιχο κείμενο φυσικά δεν τό Αμφισβητεί) γιά πολιορκία. Γιά τό 1867 έχομε τήν άσαφή πληροφορία: «Λωτρεαμόν Τά άσματα τον Μ αλντορόρ στόν Λ. Ζενονσώ», πού προκαλεϊ σύγχυση καί μπορεί κάποιος νά νομίσει ότι άναφέρεται κάποια έκδοση, άφοΰ άλ λωστε «ό Λεόν Ζενονσώ έπανεκδίδει τά 'Άσματα τον Μαλντορόρ» τό 1890. Κι αύτό γιατί ή έλληνική άναγραφή παράλειψε μιά όλόκληρη φράση τού Αντίστοιχου γαλλικού χρονολογικού πίνακα, «μπορούμε νά ύποθέσομε χωρίς υπερβολή δτι τό 1867 τά άσματα έχουν δλοκληρωθεί», πού είναι ένα παράθεμα άπό τόν Ζενονσώ. Τό βιβλίο κλείνει μέ έναν πίνακα, δπου Ανα γράφονται «οί έπιδράσεις πού δέχτηκε» δ ποιη τής, μέ βάση πάντα τήν εργασία τού Πλενέ, πρά γμα πού δείχνει δτι ή "Ελλη Νεζερίτη δέν ήθελε άπλά νά μεταφράσει ένα λογοτεχνικό κείμενο, άλλά νά μάς ενημερώσει συνάμα γιά τά καθέκα στα τής δημιουργίας του. ' "Αλλωστε αύτό τό σκοπό εξυπηρετούν μέ τίς 34 σελίδες τους καί οί δυό εισαγωγές τού βιβλίου, πού ή μία συμπληρώ νει τήν άλλη. Ή πρώτη είναι ένας «πρόλογος» (άπό τήν έκδοση Κορτί, 1938) τού Έντμόν Ζαλού (1878-1944), πού τά δοκίμια καί οί κριτικές του τόν άνέδειξαν σέ «ένα άπό τούς πιό όνομαστούς κριτικούς τού καιρού του», Οπως μάς πληροφο ρούν οί γαλλικές γραμματολογίες. Ή δεύτερη εί ναι μιά «Ανάλυση τού έργου» άπό τήν ίδια τή μεταφράστρια, δπου, δπως μάς έξομολογεϊται, καταγράφει τήν περιπλάνησή της «σ’ αύτόν τόν ναρκοθετημένο γιά τό Ανθρώπινο πνεύμα μαλντορορικό χώρο». Ή Ανάλυση είναι γραμμένη μέ πολύ προσωπικό τόνο. Δέν έπεται δμως μ’ αύτό δτι πρόκειται γιά μιά άπλή λυρική έκρηξη. Είναι ένα κείμενο πού δίνει πολλές πληροφορίες καί πού προχωρεί σέ εύστοχες παρατηρήσεις. Ό προσωπικός τόνος ει κονογραφεί τόν ένθουσιασμό καί τό θαυμασμό τής Νεζερίτη άπέναντι στά Ά σ μ α τ α , πού παίρνουν τίς διαστάσεις μιας Αποκαλυπτικής μυήσεως. Πρώτη έπαφή μέ τή μυθική «λέξη Λωτρεαμόν» άπό πρόσωπο δχι τυχαίο· θά τήν Ακούσει άπό τόν έξάδελφό της Δημήτρη Μεντζέλο, πού «ήταν ό πρώτος πού μίλησε στήν Ελλάδα γιά συρρεαλισμό καί τήν επίδραση τού Λωτρεαμόν σ’ αύτόν (περιοδικό «Λόγος» 1933)». 'Απλή άλλά βαθιά «γοητεία πού έξασκούσε ό ήχος της», θά γίνει Αργότερα, δταν γνωρίσει τό έργο, πάθος διά βίου, καθώς μάς βεβαιώνει ή ίδια: «"Οσο διά βαζα καί ξαναδιάβαζα αύτό τό περίεργο βιβλίο, τόσο ή έλξη του μέ κυρίευε, κάνοντάς με νά πάρω τήν Απόφαση νά τό δώσω έλληνικά, ξέροντας πώς μπλεκόμουν σέ περιπέτεια δλο σκοπέλους καί πα γίδες, καί πού θά κρατούσε καιρό». "Εργο λοιπόν ζωής ή μετάφραση τών ’Ασμά των, καί ή μεταφράστρια δέν είχε αύταπάτες γιά τίς δυσκολίες πού θά συναντούσε. Ποιό ήταν τό Αποτέλεσμα; 'Η Απάντηση δέν είναι εύκολη καί φυσικά κατηγορηματική. 'Ο κριτής ύποτίθεται δτι γιά νά διατυπώσει τή γνώμη του έπανέρχεται 120
στό κείμενο. Χαράσσει άρα τό δικό του δρομολό γιο· παίρνει τό δικό του δρόμο, πού δέν μπορεί νά είναι ταυτόσημος μέ τό δρόμο τού μεταφρα στή. Περιορίζομαι λοιπόν σέ μερικές παρατηρή σεις, πού δέ συνιστούν άλλωστε τελεσίδικη κρίση. Κάποτε ίσως μπορεί κανείς νά μή θεωρεί εύ στοχη τή μεταφορά μιας λέξης άπό τά γαλλικά στά έλληνικά. Γιατί π.χ. ο ί landes, έκτάσεις, πού, σύμφωνα μέ τό λεξικό «δέ φυτρώνουν παρά μόνο μερικά άγρια φυτά» καί πού ή Ιδιοτυπία τους έχει δώσει τό δνομά τους σέ διοικητικό διαμέρι σμα τής Ν.Δ. Γαλλίας, γειτονικό στήν Τάρμπ καί . στό Πώ, δπου ΰ μικρός Γάλλος τής διασποράς θά έλθει νά κάνει τίς γυμνασιακές του σπουδές στή γή τών πατέρων του, μεταφράζονται ξέρες, πού, πάλι κατά τό λεξικό, σημαίνει «βράχος έν τή θαλάσση μόλις καλυπτόμενος, ύφαλος, σκόπε λος»; ή γιατί τό δραστικό «δηλητήριο», πού άναδίνεται «μέσα άπ’ τά... βαλτοτόπια τούτων τών σελίδων», θά Αποδοθεί μέ τήν ύποτονική «πί κρα»; "Επειτα, άν τήν κραυγή ό ποιητής τή θέλει vigilant, γιατί ό μεταφραστής θά τή χαρακτηρίσει «στριγγιά»; ή γιατί «τά δυό φαντάσματα, πού ό καθένας είχε προσέξει... τό πελώριο άπλωμα τών μαύρων φτερών πάνω... άπό τίς ξέρες» νά είναι «ή σοφία τής γής καί ή σοφία τής θάλασσας» κι δχι «τό πνεύμα τής γής καί τό πνεύμα τής θάλασ σας», «πού περιφέρανε τή μεγαλειότητά τους στούς αίθέρες...»; Άλλοτε πάλι μπορεί νά ύπάρχουν Ιπιφυλάξεις γιά τήν Απόδοση τού νοήματος μιας όλάκερης φράσης ή μεμψιμοιρία γιά τήν έλληνική διατύ πωση (π.χ. «έχω κι έγώ τή γνώμη σου», «οί θά λασσες σπάζουν» κλπ.). Τά παραδείγματα, πού γίνονται λιγότερα καθώς προχωρούμε πρός τό τέλος τού βιβλίου, δέν είναι φυσικά τά μόνα. Παρ’ όλ’ αΰτά δέν μπορούμε νά καταδικάσομε τή μετάφραση. Ούτε ή γνώση τής γαλλικής λείπει, ούτε ή αίσθηση τής έλληνικής, δπως φαίνεται άπό περάσματα δυσκολότερα καί παγίδες επικίνδυνες πού άντιμετωπίσθηκαν μέ επιτυχία. Μιά διαπίστωση δμως είναι Αναμφισβήτητη, καθώς Ιχνηλατούμε τήν έλληνική πιά μεταγραφή τού Λωτρεαμόν. Μοιάζει σάν μιά δοκιμή καί μιά άσκηση, δπου δέν τηρήθηκαν Αρχές ένιαϊες, έπιβεβλημένες άπό τό ίδιο τό κείμενο, ώστε νά μήν έξαφανισθεί ή έκφραστική συνοχή του μέ τή γλωσσική μετακίνηση. Πολλές φορές συνενώθη καν χωρίς λόγο ήμιπερίοδοι, κι έτσι ή μεγάλη κά ποτε φράση τών 'Ασμάτων έγινε άκόμα μεγαλύ τερη. "Αλλοτε πάλι έγινε χρήση λέξεων καί έκφράσεων λαϊκών, χωρίς Αντιστοιχία πρός τό κεί μενο, μέ Αποτέλεσμα νά Αλλοιώνεται τό ήθος του («κελεπούρι», «στέκι», «τού κόβει»). Συχνά τό κείμενο φορτίζεται στά έλληνικά, γιατί τό άφηρημένο καί τό λόγιο Αντικαθιστά ή λέξη καί ή φράση πού είκονοποιούν καί παριστάνουν. "Ετσι ή «μίμηση» τού κειμένου έρμηνεύθηκε καί τονί σθηκε. έγινε «μαϊμούδισμα»* ή αυτός «στόν όποιο έχομε κάνει τό κακό» «κατασπαραγμένος». Πιό συχνά δμως τό κείμενο συρρικνώνεται, γιατί ή
πορεία είναι Αντίστροφη. Τό «κάθε τι ζωντανό πού Ανασαίνει» τής μετάφρασης τού Έλύτη, πού σέβεται τό γαλλικό πρωτότυπο, έδώ συνοψίζεται σέ μιά λέξη, στά «πάντα». Ή είκόνα «οί θάλασσες καταπίνουν στην άβυσσό τους...» μετατρέπεται στή διαπίστωση «δ,τι... βρεθεί δέν έχει λυ τρωμό». Οί σκύλοι τού άσματος πού «κατασπα ράζει ό ένας τόν άλλο καί γίνονται χίλια κομμά τια», έδώ στεγνά έπιδίδονται σ’ «ένα έξοντωτικό Αλληλοσπάραγμα» ή αύτοί πού «σηκώνεται ή τρίχα τής κεφαλής», Απλά «Ανατριχιάζουν». Τά "Απαντα τού Ντυκάς-Λωτρεαμόν, πού δέν πιάνουν δά καί πολύ τόπο, σταθμός στήν Ιστορία τής λογοτεχνίας, περιμένουν πάντα τήν πλήρη έλληνική τους έκδοση. "Οσο γιά τή φιλότιμη προσ πάθεια τής Έλ. Νεζερίτη, Ισχύει ή διαπίστωση πού κάνει δ καθηγητής τής κλασικής φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο ’Αθηνών, ’Αριστόξενος Σκιαδάς: «'Η μετάφρ αη... είναι μιά Ανθρώπινη πράξη, πού μόνο στά δρια τού δυνατού μπορεί νά κριθεΐ, καί δταν Ακόμα Απαιτούνται τά άδύ-
Σημειώ σεις: 1. Ρομπέρ Μονχάλ, Λωτρεαμόν, Παρίσι 1973, σ. 45. ’ 2. Δές γράμμα τού ποιητή σέ άγνωστο χριτιχό, ΰ .π .,’σ. 3. Φρανσονά Καραντέχ, Ισίδωρος Ντυκάς χλπ. Παρίσι 1975, σ. 205 x.i. 4. Ρ. Μοντάλ, ΰ.π.. σ. 48. 5. ά.π. 6. ά.π. 7. Δές Άντώνη Φωστιέρη περιοδιχό «·Ή Λέξη» 1981, α. 27. 8. Φ. Καραντέχ, ά.π., σ. 365. 9. Ρ. Μοντάλ, δ.π., σ. 117. 10. Γιά τίς αχολιχές έπιόόσεις τον Ντυχάς, στό βιβλίο τον Καραντέχ. 11. Ό . 'Ελύτης: Lautreamoni ατά ’Ανοιχτά χαρτιά, πρώτη όημοσίενση στά «Νέα Γράμματα*, χρ. Ε', άρ. 7-13, 1939. 12. Marcelin Pleynet: Lautreamoni par lui meme. Vol. Ecrivains de toujours, ed. Seuil, 1970. 13. ’Αριστόξενος Σχιαδάς, 'Από τό πρωτότυπο στή μετάφραση, στόν τόμο Πρωτότυπο καί μετάφραση, Άθήναι 1980, σ. 39.
ΔΗΜ ΗΤΡΗΣ Π ΛΑ Κ Α Σ
Ψ άχνοντας γιά ποιότητα
..................... ..... .
J G
S tu S i β£3& SSSg»
καί υπεύθυνη ενημέρωση
μάς άνακάλυψ ε...
ΔΙΑΒΑΖΩ 'Η μ οναδική επ ιθ εώ ρη σ η του βιβλίου στόν τό π ο μας
121
ΜΕΛΕΤΕΣ
«ή άλμυρή γεύση τής αιγαιας θάλασσας» ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ: Προσεγγίσεις. 'Ελύτης-"Ελιοτ-Σκνθίνος-Σεφέρης-Σούλτς. 'Αθήνα, Δια χρονική. Σελ. 97.
ΕΝΑ τομίδιο δοκιμίων γιά τέσσερις ποιητές, τόν Έλύτη, τόν Έλιοτ, τό Σεφέρη καί τό Σκυθίνο, καί γιά τόν Τσάρλς Σούλτς, τό δημιουργό τών «Κόμικς», πού όχι μόνο διαβάζεται πολύ ευχάρι στα, άλλά καταπίνεται καί σάν ένα ποτήρι δρο σερό νερό, άλαφρό, γευστικό, ζωογόνο, πού σέ κάνει νά βλέπεις πιό καθαρά τό πρόσωπο τής ποίησης, μέ τό όποίο είναι καί ερωτευμένος ό Νί κος Δήμου. Ό Νίκος Δήμου, άπό τά καλύτερα πνευματικά βλαστάρια τών νεότερων γενεών -εί ναι σήμερα σαράντα πέντε χρόνων- κυλάει άνετα μέ τή γοργή έξέλιξη τής έποχής μας, ένημερώνεται άπόλυτα σέ όλα τά «καινούρια», τά προβάλ λει καί τά διαφημίζει (είναι καί διαφημιστής, έπαγγελματικά, άλλά καί χαριτωμένος θεωρητι κός τού είδους αύτοΰ πού έξοργίζει τούς μεγά λους ή τούς πλήττει άφάνταστα άλλά συνεπαίρνει τά παιδιά σάν ενα σύγχρονο μαγικό παραμύθι), καί μάλιστα θά λέγαμε ότι θέλει νά πάει πιό μπροστά κι άπό τήν έποχή μας. Είναι ευφυής, άγχίνους, άβρός, πτητικός, γράφει τό δοκίμιο μέ έπιγράμματα, δέν φλυαρεί άλλά «σκέπτεται εύθέως», πρωτοτυπεί στά θέματα τών διαφόρων με λετών του (πέντε τεύχη μελετών έχει έκδώσει), δέν τά πάει άσχημα μέ τήν ποίηση, άν τόν κρί νουμε άπό τίς τέσσερις ποιητικές συλλογές του, χειρίζεται μέ προσωπικό ύφος τά λεπτά εργαλεία τής ειρωνείας, καί τό σχετικό του δοκίμιο, «Ή δυστυχία τού νά είσαι "Ελληνας», διαβάστηκε πολύ. Δέν ξέρω άν τά έργα τού Νίκου Δήμου είναι άπ’ αυτά πού, ξεπερνώντας τό σήμερα, διαρκούν ή έχουν μόνο τή λιγόζωη χάρη τών άγριολούλουδων. Άλλωστε, ή έποχή μας, αυτός δ σύγχρονος Πολύφημος, καταβροχθίζει σχεδόν τά πάντα, γιατί άμέσως ή λεγάμενη «παραγωγή», σέ κάθε τομέα, άναπληρώνει στό πολλαπλάσιο τά όσα εξ αφανίζονται τόσο γρήγορα. Πιστεύω όμως πώς τό δοκίμιό του γιά τόν Έλύτη θά λογαριάζεται πάντα, όχι μόνο γιατί συνδέθηκε μέ τή βιβλιο γραφία ενός σταθμικοΰ ποιητή μας πού γνώρισε καί τή δόξα τού Νομπέλ, άλλά γιατί δ κ. Δήμου πήρε «χώμα καί νερό» άπό τό λόγο τού Έλύτη καί έπλασε ένα τεράστιο δμοίωμά του. Τό όμοίωμα αυτό μεγεθύνει έξαιρετικά τό πραγμα τικό άνάστημα τού Έλύτη, άκόμα καί γιά μένα 122
πού είμαι καί θαυμαστής καί μελετητής του, διο χετεύει όμως στόν άναγνώστη αύτή τήν ευφρό συνη «γεύση έλληνικοϋ φωτός» πού προσδίνει μιά μοναδικότητα στήν ποίηση τού Έλύτη. Τό φώς, στή νεοελληνική ποίηση, δέν είχε ώς τώρα «γεύση», ήταν δρασιά καί λάμψη, καθάριο σύμ βολο νόησης, ύπαρξιακή εύφροσυνη. Διατηρών τας αύτά τά γνωρίσματα τού φωτός ό Έλύτης, τούς πρόσθεσε τήν «άλμυρή γεύση τής αίγαίας θάλασσας». Αύτή τή γεύση μάς τήν άναμεταδίδει δ κ. Δήμου, όχι άναλύοντας τά έπιχειρήματά του, άλλά τινάζοντάς τα, κλείνοντάς τα σ’ ένα ύφος άπό σύντομες, άλματικές φράσεις, κοφτές, όπως είναι λ.χ. ή πρώτη φράση τού δοκιμίου του: «Διαβάζοντας Όδυσσέα Έλύτη είναι σά νά κοι τάς αίγαιοπελαγίτικο τοίχο τό καταμεσήμερο. Κατεβάζεις τά μάτια». Ίσως αύτή ή φράση νά μοιάζει μέ παραλλαγή τού κλασικού πιά καί σάν είκονογραφημένου δρισμού τού Γ. Θεοτοκά, όταν έντυπωσιασμένος καθόρισε πώς «ή ποίηση τού Έλύτη μοιάζει μ’ ένα μυστηριακό ξημέρωμα στό Αιγαίο», μά ή άληθινή καί άφθαρτη ποίηση έχει τό χάρισμα νά άνανεώνει τήν ίδια εντύπωση τής πρώτης ώρας, σέ κάθε καινούρια εύαέσθησία πού έπικοινωνεϊόργανικά μέ τήν άκτινοβολία τής ούσίας της. Μά δ κ. Δήμου έχει καί άρκετά δικά του νά μάς πρωτοπεΐ γιά τόν Έλύτη: «Έλύτης, δ υπερβατικός τού έδώ καί τού τώρα. Ό μεταφυσικός τού αι σθητού. Ό θιασώτης (μέ τήν άρχαία έννοια) τού συγκεκριμένου. 'Ο άθώος πού γράφει άνυποψίαστος πρίν άπό τό Μαύρο -κι άς τό έχει διατρέξει ώς τήν έσχατη άκρη του». Καταλαβαίνουμε πώς δ κ. Δήμου δέν θέλει νά πείσει κανέναν, δέν ένδιαφέρεται γιά κάτι τέτοιο. Γυρεύει νά έκτονωθεί άπό τό πολύ φώς πού έναπόθεσε μέσα του ό Έλύτης. Επιθυμεί νά τού τό επιστρέφει μέσα σέ άρχαία κάνιστρα, γεμάτα άφορισμούς καί ύμνητικούς άλλά καί πνευματι κούς: «Είναι όπωσδήποτε δ πιό όρθολογιστής ποιητής μας, μιά καί είναι δ μόνος πού κατόρ θωσε μέ τόν ορθό λόγο νά ξεπεράσει εντελώς τόν ορθό λόγο». Αυτός δ άφορισμός είναι καίριος, γιατί, άν δέν λύνει, όπωσδήποτε ρίχνει νέο φώς στό προβληματικό κεφάλαιο «ύπερρεαλισμός καί Έλύτης». Καί τό πραγματεύεται, μέ κάποια δυσ κολία «λογικής σειράς» δ κ. Δήμου, δμως μέ επι δέξιες κινήσεις άκροβάτη, στό πιό ούσιαστικό κεφάλαιο: «Λογική καί λόγος στήν ποίηση τού Ή επιδοκιμασία αυτού τού δοκιμίου δέν θά μάς εμποδίσει βέβαια νά τονίσουμε τήν άπόλυτη διαφωνία μας μέ πολλά άπό τά «συγκριτικά» ση μεία τού κ. Δήμου, καθώς καί μέ τή βάση στήν όποια στήριξε τίς μολαταύτα άποδεκτές άπόψεις του. Ό κ. Δήμου, συνεπαρμένος άπό τόν θαυμα σμό του, βιάστηκε νά κάνει πολλές καί μάλλον άτοπες συγκρίσεις τού είδώλου του μέ τούς μεγα λύτερους νεοέλληνες ποιητές, τό Σολωμό, τόν Κάλβο, τόν Παλαμά, τό Σικελιανό, τόν Καβάφη, τό Σεφέρη, έχοντας μάλλον άσύνειδη άλλά καλό πιστη πρόθεση νά τόν τοποθετήσει ψηλότερα άπό
δλουζ- 'Οταν ήμουν νέος, τολμούσα κι έγώ τέ τοιες άθλητικές προσμετρήσεις. Σήμερα πιά, τίς βρίσκω καί παράτολμες καί έπικίνδυνες, γιατί ό χώρος πού πιάνει κάθε μεγάλος ή σημαντικός ποιητής, έχει κάτι τό τόσο «δικό» του, ώστε κάθε σύγκρισή του μέ άλλον θά Ισοδυναμούσε μέ νόθευσή του σέ βάρος τής ποίησης. Μά ή «συγκρι τική» όρμή τού κ. Δήμου φτάνει στό σημείο νά άποφανθεί πώς είναι «καιρός γιά μελέτη: Σολω μός-Έλύτης παράλληλοι; Μόνο πού ό Αίγαιοπελαγίτης μπόρεσε νά όλοκληρώσει δσα δεν έσωσε ό Έπτανήσιος». Δέν είμαστε λάτρεις τών «ταμπού», κι δσο κι 6ν θεωρούμε τό Σολωμό σάν τήν ΰψιστη κορυφή τής νεοελληνικής ποίησης, δέν πιστεύουμε πώς δέν είναι δυνατό νά μή γεννηθεί κάποτε στήν 'Ελλάδα ένας ποιητής μεγαλύτερος του. Μπορεί ό Έλύτης νά έχει συγγενικά στοιχεία μέ τό Σολωμό (πρωτάγγιξε τό θέμα αυτό δ Λίνος Πολίτης εδώ καί πολλά χρόνια), όπως άλλωστε έχει καί ό Γ. Σαραντάρης (άποψη Μιχ. Μερακλή καί ’Ολυμ πίας Καράγιωργα), καί βέβαια όλοκλήρωσε ένα έργο, δπως δέν τό κατόρθωσε ό Σολωμός. ’Αλλά ψάχνοντας σέ δλο τό άρκετά έκτεταμένο έργο τού Έλύτη, έκτος άπό τήν πληθώρα τών μαγικών ει κόνων πού είναι υποβλητικές άντανακλάσεις καί παραστάσεις φωτός, άλλά παραστάσεις καί μόνο, θά ήταν άδύνατο νά άλιεύαμε τριάντα-σαράντα στίχους σολωμικού τύπου. Δηλαδή πού νά άποτελούσε δ καθένας τους έναν άπηρτισμένο καί συμπυκνωμένο πνευματικό κόσμο, βαθυχάρακτο στή συγκινημένη καί πρός τά άνω έστραμμένη
24.ΔΕΛΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ -
παραδείσια ψυχή, δπως είναι σχεδόν δλοι οί δε καπεντασύλλαβοι τού Σολωμοΰ, μιά έκφρασή τόσο κεραυνοβόλα: «Άγγελε, μόνο στ’ όνειρο μού δίνεις τά φτερά σου;», «Έρμα V τά μάτια πού καλεϊς χρυσέ ζωής άέρα», «Περίσσια γλυκο μίλητο νέο πνεύμα τής θαλάσσης», «Άπομεινάρι θαυμαστό έρμιάς καί μεγαλείου», «Γλυκό ’ναι τής παράδεισος νά μελετάς τά κάλλη». Καί τό πιό έκπληκτικό, μεταφυσικό καί παρήγορο γιά τήν κάθε δαρμένη ψυχή έπίγραμμα, πού δένει σέ μιά στα γόνα θεϊκού φωτός τάν ούρανό μέ τή γή: «Στή θύρα τήν δλόχρυση τής παντοδυναμίας / πνεύ ματα μύρια παλαιά, πνεύματα μύρια νέα / σέ άκαρτεροΰν γιά νά σού είπούν πώς άργησες νά φτάσεις». Κι δμως δ κ. Δήμου, στήν ύποθετική του μελέτη «Σολωμός καί Έλύτης», ένώ τούς θεωρεί παράλληλους, ύποβιβάζει τό Σολωμό άπό «παράλληλο» σέ «ύπάλληλο», άφού τόν παρου σιάζει νά ύστερεί άπό τόν Έλύτη, γιατί ό «Αίγαιοπελαγίτης» όλοκλήρο <ε έργο, ένώ δ «Έπτα νήσιος» δχι. Ή συγκριτική αύτή τού κ. Δήμου έπεκτείνεται στόν Παλαμά, στό Σικελιανό καί στόν Καζαντζάκη, μέ βάση τή θεμελιακή στό δοκίμιό του άποψη πώς «είναι τρομακτική ή νοητική δύναμη τού Έλύτη». Καί τήν υπερβολική γιά μάς άποψη αύτή τή στηρίζει σ’ ένα άκόμη πιό άδύναμο έπιχείρημα: «Κανένας έλληνας ποιητής δέν έχει (σάν τόν Έλύτη) τέτοιο λεκτικό πλούτο» καί δτι «πλούτος λέξεων σημαίνει πλούτος σκέψεων». Τέτοιο άξίωμα πρώτη φορά διατυπώνεται. Πι στεύουμε κι έμείς πώς ό λεκτικός πλούτος είναι
Χρηστός Μ αυρου-
δής. «Ή όμορφιά, ή άρμονία καί ή ό δυσ σεια κή φύσ η τού ά ρχαιοελληνικοϋ πνεύματος έγιναν οί φ ο ρ είς τής Δ ιονυσιακής έκστασης καί τής Ά π ο λ λ ώ ν ε ια ς φωτεινότητας, καταστάσεις πού δ ίνο υ ν μιά όλοκληρωμένη εικόνα τής προσπάθειας τού ά νθρώ που νά βιώσει τήν ούσία τής ζωής μέ δλα τά μ έλη τού είναι του. Μέσα στήν έξέλιξη τών λατρειώ ν β λέπ ο υ μ ε μιά συνεχή άνάδυση άπό τό ά σ υνείδητο στό σ υνειδητό, άπό τό άκυριάρχητο στό κυρια ρχη μ ένο , άπό τό σκοτεινό στό φωτεινό».
■
ΒΐΤρΐρΜ ΚΙΐϊίίίΜ 1 5 ) 1 I 1
a jC L ·' ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΒΙΒΛΙΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Ίπποκρά τους 3 3 — · Α θ ή ν α Τηλ. 3 6 .0 2 .8 8 3 123
μέγα κεφάλαιο καί πολύτιμη Ιδιότητα τής ποίη σης, δέν λησμονούμε δμως δτι σημασία Ιχει ή έφαρμογή τών Αξιωμάτων καί δχι ή θεωρία κι δτι συχνότατα τό πλούσιο λεξιλόγιο ένός ποιητή μπορεί νά γλιστρήσει στό λεγόμενο «βερμπαλι σμό» ή «ρητορισμό». Κι Αρκετοί νεότεροι έψεξαν τόν Έλύτη γιά κάποιο «βερμπαλισμό». Εμείς δέν άποκηρύττουμε Αναφανδόν τόν ποιητικό βερμπα λισμό, γιατί τόν διαχωρίζουμε σέ ουσιαστικό καί έμπνευσμένο, καί σέ συμβατικό καί κούφιο. Ά λ λωστε, τό ρητορικό στοιχείο, Από τίς Αγορεύσεις τών Αχαιών ήγεμόνων στην «Ίλιάδα» ώς τό «γομφοπαγή», κατά τόν Εύριπίδη, Αισχύλο, καί Από τούς μεγάλους ρήτορες τού Αθηναϊκού Δή μου ώς τούς μεγάλους βυζαντινούς Πατέρες τής Εκκλησίας κι ώς τίς μακρόπνοες συνθέσεις τού Παλαμά καί τού Σικελιανού (Αλλά γιατί όχι καί στήν ποίηση τού Κάλβου;) είναι μιά άπό τίς πιό λαμπρές έπιτεύξεις τών έλληνικών διαλέκτων μέσα Από τίς χιλιετηρίδες. Άλλωστε, Ακόμα κάί τό έσωτερικό «δομικό ικρίωμα» τού «Άξιον Έστί» είναι στημένο γιά νά ύψωθεϊ γύρω του ένα θαυμάσια διακοσμημένο μέ αίγαϊες παραστάσεις «βήμα υμνωδίας» ή «άμβωνας γιά σάλπισμα τών έθνικών παραδοσιακών Αξιών, Ιστορικών κάί αι σθητικών». Καί δέν νομίζουμε πώς ό Έλύτης, καί μέ δλο τό πλούσιο λεκτικό ύλικό του, μπορεί νά συγκριθεϊ σέ γλωσσικό πλούτο καί Ιδίως σέ όμοιογενές γλωσσοπλαστικό λεξιλόγιο σάν κι αύτό πού προσκόμισαν στή γλώσσα μας ό Παλαμάς καί ό Σικελιανός. Ά ς διαβάσει «γλωσσικά» ό κ. Δήμου τούς «Χαιρετισμούς τής Ηλιογέννητης», ποίημα τού 1899, άναλογιζόμενος ταυτόχρονα ποιά ήταν ή ποιητική μας γλώσσα έκείνη τήν έποχή, καί άς ξαναρίξει μιά ματιά καί μόνο στό γλωσσολεκτικό ωκεανό τής «Φλογέρας τού βασιλιά». Α λλά πέρα Απ’ αύτό, δέν συμφωνούμε καθόλου δτι «πλούτος λέξεων σημαίνει καί πλούτος σκέψεων». Μά τότε, τί γίνεται μέ τό άλλο, τό πιό Αποδεκτό Από τή νεότερη αισθητική καί κριτική Αξίωμα τής «λιτής, πυκνής καί ούσιαστικής ποίησης» (Μαλλαρμέ, Έλιοτ, Καβάφης, Σεφέρης) πού δέν στηρίζεται στίς λέξεις άλλά στή «λέξη»; Στήν Απόλυτη βεβαιότητα τού κ. Δήμου γιά τήν «τρομακτική νοητική δύναμη τού ’Ελύτη», θά χαράζαμε ένα ερωτηματικό Αμφιβολίας. Δέν Αρνιούμαστε καθόλου τήν Αρχή δτι κάθε σημαντικός ποιητής, δπως κι άν λειτουργεί ή Ικφράζεται, εί ναι καί μιά «Ανώτερη νόηση», άλλά δέν παραδε χόμαστε αυτή τή «νοητική υπεροχή» τού Έλύτη σχετικά μέ ποιητές μας πού πλαστούργησαν τά μεγάλα τους δράματα («Γύφτος», «Φοινικιά», «Άσκραϊος», «Διπλομοναξιά» τού Παλαμά, «Μήτηρ Θεού», τά δελφικο-χριστιανικά ποιή ματα καί οί τραγωδίες τού Σικελιανού). Προτι μούμε δμως νά παραθέσουμε ολόκληρη τήν καταδικαστική τών μεγάλων μας ποιητών έτυμηγορία -τού κ. Δήμου, πού μέ μέτρο τήν «τρομακτική νόηση» τού Έλύτη, σχεδόν τούς θεωρεί καταβα ραθρωμένους, μιά πού τόσο «μερικά» μόνο τούς δέχεται; 124
«Τό σοβαρότερο πρόβλημα τών μεγάλων Ε λ λήνων ποιητών ήταν ή σχέση τους μέ τίς ιδέες -ή φιλοσοφία τους. 'Οδήγησε πολλούς στόν ποιη τικό θάνατο (καί τούς Αναγνώστες τους σέ Ιδεο λογική βαρυστομαχιά). Ό Σολωμός ύπέφερε (συνειδητά δμως) Από τήν Ασθένεια αυτή -λίγες εύτυχισμένες στιγμές κατάφερε νά μετουσιώσει τήν “Ιδέα” σέ ποίηση. Ό Παλαμάς καταβαρα θρώθηκε (Απ’ αύτή τή νόσο κι έτσι σήμερα μόνο τά σύντομα λυρικά του στέκουν (ξαναδιαβάστε “Ασάλευτη Ζωή”). Ό Σικελιανός βούλιαξε άπό τίς μυστικιστικές του κοσμοθεωρίες (καί μόνο πιά ό “Άλαφροίσκιωτος” Αστραποβολάει). Ό Κα*ζαντζάκης νικήθηκε δριστικά σάν ποιητής άπό τήν Ιδια έπιδημία (θυμηθείτε τήν “’Οδύσσεια” ή τίς “Τερτσίνες”). Ό Σεφέρης κινδύνεψε, άλλά μπόρεσε τελικά νά βρει τό “συναισθηματικό Αντίστοιχο” (Έλιοτ) καί νά σωθεί». Κι ύστερα άπό μιά σειρά συλλογισμών (Ανάμεσά τους βρί σκουμε όρθότατη τήν άποψη πώς «τό μέγα έπίτευγμα τού Έλύτη είναι τό έργο πού κρύβει τόν κόπο του»), καταλήγει στό Απαράδεκτο δσο καί Απροσδόκητο συμπέρασμα πώς «ίσως κάποτε καταλήξουμε πώς ό λυρικός Έλύτης είναι ό με γαλύτερος έπικός μας ποιητής». Μπορεί βέβαια νά Ανευρίσκουμε πολλά μον τέρνα στοιχεία έπους στόν «Άνθυπολοχαγό», Ιδίως στό «Άξιον Έστί», ίσως Ακόμη καί σ’ αύτή τή ζορισμένη πρός τό Απόλυτα σύγχρονο καί συγκεχυμένη «Μαρία Νεφέλη», άλλά τότε τί θά πούμε γιά τούς «Ελεύθερους Πολιορκημένους» τού Σολωμού, γιά τούς έπικά περιγραφικούς «ύμνους τών Ανδρείων» τού Κάλβου, γιά τό «Μυ θιστόρημά» τού Σεφέρη καί τούς «Έπίνικους» τού Σικελιανού; Καί, βέβαια, γιά τό τόσο πρωτό τυπα «γεωγραφικό έπος», δπως τό χαρακτήρι σαν, τής «Φλογέρας τού βασιλιά»; Σ’ άλλο σημείο τού δοκιμίου του (σελ. 25) βρίσκει «κακό ποιητή» τόν έξαίσιο Γρυπάρη. Απορούμε μέ τήν Αντιφα τική γλωσσική αίσθητική τού κ. Δήμου. Μιά λα τρεύει τή «λεκτική ποίηση», καί μιά τήν άποκηρύττει, σέ ποιητές πού, δπως ό Γρυπάρης, έδω σαν μιά μαγική στίλβη στήν κοινή δημοτική, σωφιλιάζοντας σ’ αυτήν λέξεις ξεχασμένες, μεσαιω νικές, Αλλά τόσο εκφραστικές (κάτι σάν τόν Έ ζρα Πάουντ) καί δίνοντας στόν δεκαπεντασύλ λαβο μιά μοναδική ήχητική παράταση πού πάει πολύ πέρα άπό τό τέλος κάθε στίχου, δπως λ.χ. «καί τού Λευκάτα ή θάλασσα ή μακραντιλαλούσα / στρωτή περίσσια Απλώνεται σά σμαραγδένιοι κάμποι / τρίσβαθη αύγή Απόκρυφη στήν άβυσσό της λάμπει ί δταν τά κύματα στρωθούν καί πέσει ή άναρρούσα». Τό εύτύχημα γιά μάς είναι πώς επειδή, γενικά, μάς γοήτευσε τό δοκίμιο τού κ. Δήμου, οί Από ψεις του πού Αμφισβητήσαμε δέν μάς οργίζουν. Απλώς, μάς έκπλήττουν. Κι άν Απλώθηκαν κά πως οί άντιπαρατηρήσεις μας, είναι δχι, πρός Θεού, γιά νά μειώσουμε τόν Έλύτη, πού τόν θεωρούμε μοναδικόν μέσα στό χώρο του, άλλά γιά νά φέρουμε σέ κάποια ισορροπία τίς πλάστιγ γες τής ζυγαριάς πού μέ άδικο χέρι κράτησε δ κ.
a · >υ ’Ενδιαφέρον έχουν καί τά άλλα σύντομα t Τ ι.,,ά των «Προσεγγίσεων», δ π α ρ ο π λισ μ ό ς Τ „ν τού Έλιοτ γιά τό χρόνο μέ Ανάλογους στίϊους τού Ιαμβογράφου Σκυθίνου (μιά Από-, fteiSri τών πολλών ποιητικών γνώσεων καί τής γε νικότερης καλλιέργειας τού κ. Δήμου) καί οί λί , σελίδες «’Αλλάξαμε ζωή», όπου Αναλύει πρω τότυπα τή σημασία τής κοσμοαγάπητης «Ά ρνη ση'», τού Αντίστοιχου, γιά μάς, (Από τή μουσικοποιητική Ανταπόκριση μέ τό πλήθος) τής «’Ανθι σμένης μυγδαλιάς». ’Αλλά τό βάρος τό κρατάει τό δοκίμιο γιά τόν Έλύτη, τόν έκπληκτικό ποιητή τών όπτικών καί έλαφρά συναισθηματικών συν-
Μιά ιππασία ατά σύννεφ α μιά κάμαρα δπου γδύθηκε κορίτσι α γα π η μ ένο ...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ Γιώργος Σεψέρης
δοκιμιακή γνώση καί ποιητική πείρα ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ: Δοκιμές. Δ ' έκδοση. Τό μοι Α + Β . ’Αθήνα, “Ικαρος, 1981. Σελ. 522 + 447.
ΠΑΝΕ κιόλας σαράντα σχεδόν χρόνια Από τήν πρώτη έκδοση τών Δοκιμώ ν τού Σεφέρη στό Κάιρο (1944) κι Ακόμα ή κριτική Απέφυγε τήν όριστική Αναμέτρηση μαζί τους· ό,τι ώς τώρα επιχείρησε ήταν ένα άτολμο, διατακτικό πλησία σμα πού κατέληξε, τίς περισσότερες φορές, σέ κάποιες νύξεις μόνο -χρήσιμες όπωσδήποτε καί διαφωτιστικές-, ειδικές ή γενικές -κάποτε γενί κ ευ σές. Ό σ ο γιά μένα, θά πρέπει άπό τώρα νά δηλώσω ότι σέ κάποιες νύξεις καί πάλι θά περι οριστώ, θεωρώντας ριψοκίνδυνο, γιά νά μήν πώ αύθαίρετο, ένα ξάνοιγμα στά βαθιά νερά αυτού τού υπέρογκου γιά τά έλληνικά γράμματα έργου, τή στιγμή μάλιστα πού άπό τά πράγματα είμαι ύποχρεωμένος νά κινηθώ στά ιδιαίτερα στενά πλαίσια ένός Απλού σημειώματος. Νύξεις πού, κι αύτές, ίσως κριθούν ώς περιττές άπό τόν επαρκή γνώστη τού σεφερικού έργου, χρήσιμες ώστόσο, ένδεχομένως, γι’ αύτόν πού γιά πρώτη φορά θά έπιχειρούσε μιά περιδιάβαση σ’ αυτό τό συγκε κριμένο έργο τού Σεφέρη, τίς Δοκιμές.
Ή Ανάγνωση, σάν πράξη ή σάν Απλή ένασχόληση, είναι αυτοτελής. 'Υπάρχουν όμως κάποια κείμενα, όπως αύτά τών Δοκιμών, πού ή Ανά γνωσή τους, γιά ν’ Αποδώσει ή νά προσφέρει στόν Αναγνώστη τούς καρπούς πού περικλείουν καί μπορούν νά προσφέρουν, Απαιτεί νά συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις. Στή συγκεκριμένη περί πτωση ή Ανάγνωση τών Δοκιμών προϋποθέτει μιά προηγούμενη έπαφή καί κατανόηση, στοιχειώδη, έστω, τού ποιητικού έργου τού Σεφέρη. ’Αλλιώς, όση γοητεία κι Αν έχει σάν αύτοτελής πράξη ή ενασχόληση, όσο κι Αν δημιουργεί -έξαιτίας τής λείας καί πάντα βατής, γλωσσικά, Αναγνωστικής έπιφάνειας όλου τού έργου- μιάν αυτάρεσκη ψευδαίσθηση οικειότητας, στό βάθος παραμένει Ατελής. Κι αύτό, γιατί πίσω άπό τόν εύληπτο, οίκεΐο, καλοδουλεμένο καθημερινό λόγο τού Σε φέρη ύπάρχει, καιροφυλακτεΐ πάντα, δ ψυχικός κραδασμός μιάς ξάγρυπνης ποιητικής ευαισθη σίας καί σκέψης, πού μόνο ή προηγούμενη ούσιαστική έπαφή μέ τήν ποίησή του θά μπορούσε νά επιτρέψει τή διείσδυση σ’ αύτή τήν ευαισθη σία· σ’ αύτή τή σκέψη· τό άγγιγμά τους. Ίσως γιατί δ Σεφέρης έχει ένα πρόσωπο κατεξοχήν ποιητικό, πού διατηρεί Αναλλοίωτο στήν Ινασχόλησή του μέ όποιον τομέα τού λόγου. Καί ή γνω στή φράση τού Παλαμά: «Γιατί έτοιμάζουμε τάρθρα μας καθώς συνθέτουμε καί τά τραγούδια μας», τηρουμένων βέβαια κάποιων Αναλογιών, μπορεί νά πει κανείς ότι βρίσκει τέλεια Ανταπό κριση στήν περίπτωση τού Σεφέρη. Νά γιατί ή προσέγγιση τής δοκιμιακής του γραφής προϋπο θέτει -καί συνάμα βοηθάει στή- γνώση τής ποιη τικής του γραφής. 125
Ό Σεφέρης των Δοκιμών ταυτίζεται σχεδόν Απόλυτα μέ τόν ποιητή Σεφέρη. Ή διαφορά τοΰ πρώτου όσιό τόν δεύτερο στοιχειοθετεϊται πρόσ καιρα μόνο, περιστασιακά, θά έλεγα, άπό τίς Ανάγκες τού είδους πού κάθε φορά ύπηρετεΐ, άπό τήν όπτική γωνία πού κάθε φορά τού ύπαγορεύει -πρέπει νά κοιταχθεί- τό Αντικείμενό του, κι Ακόμη άπό τό ποιά Από τά στοιχεία πού έχει άποθησαυρισμένα μέσα του Αποφασίζει, Ανάλογα μέ τήν περίσταση, νά δραστηριοποιήσει: τής πεί ρας ή τής γνώσης. Στην ποίηση είναι ή πείρα αυτή πού τόν καθοδηγεί, έχοντας βέβαια προη γουμένως ύποστεϊ δλες τίς Απαραίτητες διεργα σίες γιά τήν ποιητική της μορφοποίηση κι έκ φραση, ένώ στό δοκίμιο τόν πρώτο λόγο έχει ή γνώση, πού Απ’ αυτήν άκριβώς τήν πείρα Απορ ρέει· είναι, μέ άλλα λόγια, γνώση κυρίως έμπειρική, δέν θά ’λεγα σωματική. Καί είναι έμπειρική είτε άπ’ Αρχής, Από τήν πηγή της, είτε έμπειρικοποιείται ·έκ τών ύστέρων, Ανεξάρτητα Απ’ τήν πηγή καί τόν τ.·όπο τής προέλευσής της. "Ετσι θά μπορούσαμε νά πούμε δτι δ Σεφέρης είναι ένας εμπειρικός δοκιμιογράφος, δπως είναι έμπειρικός καί σάν ποιητής -ή μοίρα τού αύτοδίδαχτου, πού δ ίδιος δμολογεί δτι τόν βασάνισε, θά πρέπει σο βαρά νά ληφθεί ύπόψη έδώ- καί ίσως αύτό νά έχει κατά νοϋ δ Δ. Μαρωνίτης δταν σημειώνει δτι δ στοχαστικός λόγος τών Δοκιμώ ν πέφτει πάντα στό έμπειρικό μας πεδίο κι αύτό είναι πού μάς κάνει νά τόν νιώθουμε σάν δάσκαλο. Ό έμπειρισμός του είναι καί τό καθοριστικό στοιχείο τού λόγου του· ποιητικού καί δοκιμιακού. Ά π ’ αυτή τήν άποψη δέν έχουμε νά κάνουμε μέ ένα σοφό, μέ τήν έννοια πού συνήθως δίνουμε στή λέξη, άλλά μέ ένα δάδκαλο. 'Ο Σεφέρης δέν έπιδιώκει νά μάς μεταδώσει τή γνώση του, πού είναι βαθύτατη, Αλλά τήν πείρα πού Αποκόμισε Από δ,τι γνώρισε καί βίωσε. Τή γνώση, Αντίθετα, προσπαθεί νά τήν Αποβάλει ή, έντεχνα -μέ τόν τρόπο πού ή ποίηση τού προσπόρισε-, νά τήν Αποκρύψει. ’Αλλιώς δέν θά μπορούσε νά γίνεται τόσο οικείος, Ακόμη κι δταν καταπιάνεται μέ θέ ματα καί ζητήματα πού είναι έξω άπό τή γνω στική εμβέλεια τού Αναγνώστη του. Κάτι πού Ακόμα προκύπτει Από τά κείμενα τών Δοκιμώ ν, είναι δτι ό Σεφέρης Απεχθάνεται τό μο
νόλογο. "Οπότε, πολύ σπάνια, καταφεύγει σ’ αύτόν, αισθάνεται κανείς πώς τό κάνει μέ βαριά καρδιά, σπρωγμένος άπό τήν Ανάγκη, τήν έσχατη Ανάγκη νά περιφρουρήσει τά ιερά καί τά δσιά Δέν τοΰ ταιριάζει δ μονόλογος -καί πολύ, περισσότερο δ μονόλογος δ καλυμμένος άπό τό πρόσχημα τού διαλόγου· ύποδηλώνει αύταρέσκεια, πού στό βάθος της φωλιάζει ή Ανασφά λεια. Προτιμά πάντα τό διάλογο, έστω κι άν ή έλλειψη μιας κάποιας Ανταπόκρισης τόν περιβάλ λει μέ τά έξωτερικά στοιχεία τοΰ μονολόγου· δ διάλογος είναι σημάδι αύτάρκειας γνωστικής καί 126
Ασφάλειας έσωτερικής. Μέσα σ’ αύτήν άκριβώς τή γνωστική του αύτάρκεια καί έσωτερική του Ασφάλεια, δ Σεφέρης δέν προβάλλει- δέν νοιάζε ται νά έπιδείξει τή γνώση του. Τό Αντίθετο· δέν διστάζει νά τήν Αποβάλει -δση κρίνει πώς τού εί ναι περιττή-, κρατώντας μόνο δση θεωρεί ώς Απαραίτητη, προκειμένου ν’ άνταπεξέλθει στό θέμα του. Ό βαθύτατος καί πολυδιάστατος προβληματι σμός του καλύπτει.-χωρίς νά προβάλλεται- Ισό μετρα τόν δοκιμιακό καί τόν ποιητικό του λόγο, στηριγμένος πάντα στον κραδασμό μιάς άγωνιούσας ποιητικής καί, γιατί δχι, κοινωνικής συνεί δησης. Δέν έμπλέκεται στό Αποτέλεσμα πού προ κύπτει είτε άπό τό δοκίμιο είτε άπό τήν ποίηση. Ό Αναγνώστης τού ένός καί τής άλλης έχει νά κάνει μέ μιά σκέψη νηφάλια· μιά σκέψη πού έμαθε -ένας θεός ξέρει μέ πόσο κόπο- νά κρύβει τή δυσκολία, τήν Αγωνία μάλλον τής διατύπωσής της καί τήν Αγωνία τής συνδιαλλαγής της μέ πρόσωπα καί πράγματα. ’Απέναντι στό Σολωμό, στόν Κάλβο, στόν Καβάφη, στόν Έλιοτ καί άλ λους μέ Ανάστημα ποιητές, ό Σεφέρης στέκει μέ έκδηλη τήν τάση του νά συνομιλήσει μαζί τους, συνδυάζοντας τήν εύαισθησία τού Αγράμματου (Μακρυγιάννης) καί τήν τόλμη τοΰ Ανθρώπου πού γνωρίζει πολλά (Σολωμός). Τούς σέβεται καί συνάμα τούς θεωρεί δικούς του, διακρίνοντας στό δημιουργό τόν άνθρωπο καί στόν άνθρωπο τό δημιουργό. ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
παράρτημα Στίς σελίδες τού «Παραρτήματος» σ χολιά ζοντα ι όσα ενδιαφέροντα βιβ λία δεν π α ρ ο υ σ ιά ζονται στην «'Ε πιλογή». Τά β ιβ λ ία έπιλέγει ή Σύνταξη τού περιοδικού. Γράφουν o i Β ασίλης Κ αλαμαράς, Κ ώστας Καλημέρης, *Ελένη Κοροντζή, Κ α ρίνα Λ ά μ ψ α , Γλύκα Μ α ρκοπουλιώ τον, Κ ατερίνα Ρ ούφ ον κ α ί Μ α ρ ία Στασινοπούλον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βιβλιογραφία 1919-1978: Μικρασιατική εκστρατεία Π Α ΥΛ Ο Υ ΧΑ ΤΖΗΜΩ ΥΣΗ: Βιβλιογραφία 1919-1978: Μικρασιατική έκστρατεία - Ή ττα Προσφυγιά. 'Αθήνα, 'Ερμής, 1981. Σελ. 340. Π Ο Λ Υ χρήσιμη β ιβλιογρ αφ ία γ ιά τούς μελετητές ένός πολύ εύαίσθητου κ α ί ζωτικού θέματος: τής Μ ικρ α σ ια τικής καταστροφής. Κ αλύ πτει τήν πε ρίοδο 1919-1978 κ α ί περιλαμβάνει έλληνικά κ α ί ξενόγλωσσα έργα, καθώς κ α ί έλληνικές μεταφρά σεις ξένων έργων. Σ κοπ ός τού συγγραφέα, όπως άναφ έρει κ ι ό ίδ ιο ς στόν πρόλογό του, είνα ι ν ά δώ σει μ ιά ε ικ ό ν α τής πνευματικής παραγωγής πού άναφέρεται στή Μ ικρ α σ ια τική καταστροφή κ α ί στά προσφ υγ ικ ά ζητήματα. Τ ό βιβ λίο , πού χω ρ ίζεται σέ έξι μέρη, πε ρ ιλ α μ β άνει άρθρα, άφηγήματα, διηγήματα, μελέτες, μυθιστορήματα, πο ίη ση , θέατρο. Κ άθ ε κεφ ά λ α ιο έχει καταχωρημένες τίς έκδόσεις χ ρο νιά-χρο νιά. Τ ό εύρετήριο περιέχει όνόματα συγγραφέων, τό π ω ν κ α ί β ιβλιογρ αφ ικώ ν θεμάτων.
πρ οβλήματα τής νεοελληνικής φ ιλ ο σο φ ίας, άπ ό τό, 18ο α ιώ ν α ως τήν έπόχή μας. Ο ί μελέτες αύτές, έκτος ά π ό τήν εισαγω γή -ό π ο υ άναλύ σντα ι π ρ ο βλήματα δπω ς τό πώ ς όρίζεται έσωτερικά ή νεοελληνική φ ιλ ο σ ο φ ία , ό προσδιορισμός τής έναρξής της, ή περιο δολόγησή της κ α ί ή όρθή άξιολόγησή της-, έχουν ξαναδημοσιευτεϊ σέ π ε ρ ιο δ ικ ά ή έχουν α ν ακο ινω θ εί σέ έπισ τημο νικά συνέδρια (ή πα λαιότερη μελέτη δημοσιεύτηκε τό 1970). Π αρ όλο πο ύ ό ί μελέτες αύτές ε ίν α ι αύτοτελεΐς, ή έκδοσή τους σ’ έναν ένιαϊο τόμο ά φ ή νει ν ά δ ια φ ανει πληρέστερα ή έσωτερική συνέχεια τών θε μάτων. 'Η π ο ρ ε ία πο ύ άκολουθεί ό Π .Ν . ξ ε κ ιν ά ά π ό τόν Ε ύγένιο Βούλγαρη κ α ί τόν Fr. Bacon, τό Χ ρ ι στόδουλο τόν έξ ’Α κ α ρ ν α ν ία ς κ α ί τήν «Encyclo pedic», σ υνεχίζει μέ τόν Ψ α λ ίδ α κ α ί τό γαλλικό Δ ια φ ω τ ισ μ ό , τόν Δ . Φ ιλ ιπ π ίδ η κ α ί τό ν ο μ ιν α λ ι σμό, τόν G . V ic o κ α ί τό νεοελληνικό ισ τορισμό κ α ί τόν Μ . Ρενιέρη, τόν Π . Β ρ α ΐλ α -Ά ρ μ έ ν η κ α ί τήν προ β λημ ατική τής ιστορίας κ α ί κ λ ε ίν ε ι μέ δυό μελέτες π ά ν ω στή «μορφολογία τής ισ τορίας» τού Ο . Spengler στό έργο τού Ε. Π απανούτσου κ α ί τή φ ιλ ο σ ο φ ικ ή πα ρ ο υ σ ία τού Σ π . Κυρ ιαζόπ ου λου . Τέλος, σέ ώ ρ α ία κ α ί κυρίω ς εύκολονόητη γλώσσα γραμμένο, τό β ιβλίο αύτό μ π ορ εί άνετα, σέ άντίθ εση μέ π ο λλά άλλα, νά διαβασ τεί κ α ί άπ ό τόν μή ε ιδ ικ ό τής φ ιλοσοφίας. Γ. Μ .
Κ. Λ.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Νεοελληνική φιλοσοφία ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡ. ΝΟΥΤΣΟΥ: Νεοελληνική φι λοσοφία. Οι ιδεολογικές διαστάσεις τών ευρω παϊκών της προσεγγίσεων. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 184. Σ Τ Ο Ν τόμο αύτό βρ ίσ κονται συγκεντρωμένες έννέα μελέτες τού Π α ν. Νούτσου πού άναφ έρονται σέ χαρακτηριστικούς έκπροσώπους κ α ί σέ β α σ ικ ά
Κοινωνιολογία Π Α ΥΛ Ο Υ Λ. ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ: Κοινωνιολογία. ■ Ιωάννινα, 1981. Σελ. 252. Δ Ε Ν ε ίν α ι μόνο ο ί φοιτητές διαφ όρ ω ν άνωτάτω ν σχολών πού διδά σ κο ντα ι κ α ί μαθήματα κ ο ιν ω ν ιο λογίας πο ύ έχουν άνάγκη άπό ένα εγχειρ ίδιο τής έ πιστήμης αύτής. Ή γνώση στοιχείω ν κ ο ιν ω ν ιο λογίας ε ίν α ι ά ν α γ κ α ία κ α ί σέ πολλές άλλες έπιστημσνικές ειδ ικότητες (έκτός δηλαδή αύτών τών 127
κοινωνικών έπιστημών) κα ί έπαγγελματικές κ α τηγορίες. Τό βιβλίο τοϋ Π .Α . Κυριακίδη καλύ πτει άκριβώς αύτές τίς άνάγκες. Τό έγχειρίδιο τοϋ Π .Κ . είναι μιά είσαγωγή στις βασικές γραμμές τής κοινωνιολογίας: δίνεται τό άντικείμενό της, γίνεται μιά μικρή ιστορική άναδρομή, παρουσιάζονται βασικά στοιχεία τής θεω ρίας τής κοινωνιολογίας, γίνεται μιά είσαγωγή στά κοινωνικά προβλήματα, άναφέρονται μερικές συγγενείς μέ τήν κοινωνιολογία έπιστήμες, γίνε ται ένδεικτική άναφορά σέ κλάδους τής κοινωνιολογίας κα ί τέλος άναφέρονται μερικές μέθοδοι έρευνας πού χρησιμοποιεί ή έπιστήμη αυτή. Γραμμένο σέ άπλή κα ί ζωντανή γλώσσα, εύκολονόητο, τό βιβλίο αύτό είναι προσιτό σέ όποιονδήποτε θέλει νά μάθει τί είναι, ποιό τό άντικείμενό της κα ί πώς δουλεύει ή κοινωνιολογία. Π α ράλληλα στό τέλος τοϋ τόμου υπάρχει μιά άρκετά έκτενής βιβλιογραφία γιά όποιον θελήσει νά ένημερωθεί περισσότερο πάνω σέ ειδικότερα θέματα τής έπιστήμης αυτής. Γ. Μ.
θεματικές ένότητες: α) τή συνταγματική ιστορία τών θεσμών τού διορισμού κ α ί τής παύσης τής κυβέρνησης στήν Ελλάδ α· 6) τή ρύθμιση τών θεσμών αύτών άπό τό ίσχύον Σύνταγμα τοϋ 1975 (άρθρα 37 κ α ί 38) μέ κριτήριο τή σχέση κάθε διάταξης μέ τό κοινοβουλευτικό σύστημα (θετικές, άμφιλεγόμενες κ α ί «άντικοινοβουλευτικές» διατάξεις). Συνθέτοντας τίς δυό αύτές ένότητες ό Γ .Α . διε ρευνά κ α ί άξιολογεί τή σχέση τών συγκεκριμένων ρυθμίσεων τοϋ Συντάγματος τού 1975 κ αί τής ιστορικής διαμόρφωσης τών θεσμών διορισμού κ α ί παύσης τής κυβέρνησης στήν Ε λλ ά δ α κ α ί ει δικότερα τήν ιστορική διάσταση κ α ί τίς λειτουρ γικές δυνατότητες τής ρύθμισης τών άρθρων 37 κα ί 38. Ή μελέτη αύτή ύποβλήθηκε ώς διδακτορική διατριβή στή Σχολή Ν ομικών κ α ί Οικονομικών Έ πισ τημών τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τό Μ άιο τού 1981 κ α ί έγκρίθηκε άπό τή Σχολή μέ τό βαθμό «άριστα». Γ. Μ.
ΔΙΚΑΙΟ
Ό διορισμός καί ή παύση τών κυβερνήσεων ΓΙΩΡΓΟΥ Ο. ΛΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ: Ό διορισμός καί ή παύση τών κυβερνήσεων στην 'Ελλάδα. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1981. Σελ. 288. Η «Α ΡΧ Η τής δεδηλωμένης», δηλαδή ή υποχρέω ση τοϋ άρχηγοΰ τοϋ κράτους νά καλέσει τόν άρχηγό τοϋ κόμματος ή τής παράταξης πού διαθέτει τή «δεδηλωμένη» πλειοψηφία γιά νά σχηματίσει κυβέρνηση, ή όποια είναι ύποχρεωμένη νά ζητή σει τήν έμπιστοσύνη τής Βουλής, κ ι έφ’ δσον δέν τήν πάρει όφείλει νά παραιτηθεί, διακηρύχθηκε έπίσημα τό 1875, κατοχυρώθηκε όμως ρητά άπό τό Σύνταγμα τού 1975. 'Η ρύθμιση κα ί ή συγκε κριμένη λειτουργία δμως τών θεσμών τοϋ διορι σμού κ α ί τής παύσης τών κυβερνήσεων στήν Ε λ λάδα προκάλεσε πολιτικές έντάσεις, θεωρητικές άμφισβητήσεις κ α ί δυό μεγάλες συνταγματικές κρίσεις (1915 κα ί 1965). Μέ τήν ιστορική αυτή φόρτιση, ό Γ. Ά να σ τα σιάδης έπιχειρεί μιά έρμηνευτική προσέγγιση τών άρθρων 37 κα ί 38 τοϋ ίσχύοντος Συντάγματος, πού ένώ θεσπίζουν κανόνες έναρμονισμένους πρός τό έξελιγμένο κοινοβουλευτικό σύστημα, πε ριέχουν κ α ί ρυθμίσεις πού δύσκολα συμβιβάζον ται μέ τή δημοκρατική άρχή, έτσι όπως έξειδικεύεται στήν «άρχή τής δεδηλωμένης». Έ τσ ι ό μελετητής χωρίζει τή μελέτη του σέ δυό 128
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Ή ζωγραφική τού 20οΰ αιώνα ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ: Ή ζωγραφική τον είκοστον αιώνα. Τόμος Γ'. Ή τέχνη τά μεταπο λεμικά χρόνια (1945-1980). Αθήνα, 1981. Σελ. 522. ΕΡΓΑ κ α ί δημιουργοί άπό τό 1945 ώς σήμερα είναι πολύ γενικά τό περιεχόμενο τού Γ ' τόμου περί ζωγραφικής τού Χρύσανθου Χρήστου. Ζ ω γραφική, γλυπτική, άρχιτεκτονική, γραφικές τέ χνες, λόγος, κίνηση, μουσική κ α ί έπιστήμη, τε χνολογία κ α ί άντικείμενα τής καθημερινής ζωής, είναι μιά σύνοψη τών καλλιτεχνικών άναζητήσεων πού σταχυολογεί άναλυτικά κ α ί άντιπροσωπευτικά ό Χρύσανθος Χρήστου. Έ τ σ ι τό βιβλίο δέν περιορίζεται μόνο στή ζωγραφική, κ ι αύτό τό κάνει νά άποκτά μεγαλύτερο ένδιαφέρον, μιά κ α ί ή έπιδίω ξη τού συγγραφέα είναι ή ύπέρβαση τών διαχωριστικών όρίω ν άνάμεσα στίς διάφορες μορφές τής δημιουργίας. Πολύ ένδιαφέρουσα έκδοση, χρήσιμη κα ί έμπεριστατωμένη, μέ πλούσια βιβλιογραφία, έκδοση πού καλύπτει δλες τίς γνωστές κ α ί μή καλλιτεχνι κές κινήσεις άπό τό 1945 μέχρι σήμερα. Κ. Κ.
ΧΙΟΥΜΟΡ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Νά έρωτεύεσαι
Σοφοκλέους Φιλοκτήτης
MORDILLO: Νά έρωτεύεσαι. ’Αθήνα, Σφεντό ν α /’Απρόοπτες ’Εκδόσεις, 1981. Σελ. 144.
Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ: Σοφοκλέους Φιλοκτή
Ο G. M ordillo, άφοϋ δούλεψε γ ι’ άρκετά χρόνια σάν γραφίστας, μόλις ατά μέσα τής τρίτης του δε καετίας έφτιαξε τά πρώτα σκίτσα. Μετά άπό όκτώ χρόνια ό άργεντίνος αύτός μπαγαπόντης καθιερώνεται παγκόσμια, γιά νά προσφέρει έτσι
χαρούμενα κ α ί έξυπνα σκίτσα, τολμηρά κ α ί πολ λές φορές άπροκάλυπτα κυνικά,ίδεο-είδωλα ένός κόσμου πού τόν φτιάχνει τόσο μικρό μπροστά του γιά νά τόν π α ίζει άνετα. Ή πένα του λοιπόν φτύ νει περίεργα, χοντρομπαλούτσικα άνθρωπάκια, χαμένα κ ι άπροστάτευτα, άγωνιώδη κ ι έπίμονα στό έργο τους. Τ ά κάνουν δλα γ ιά χατήρι μας. Μάς μιμούνται. Μάς έξευτελίζουν. Π αίζουν μέ τ’ άπωθημένα μας. Ό M ordillo δέν ξεχνάει ποτέ τό δώρο τής θεϊκής δημιουργίας, την αίσθηση τού χιούμορ. «Νά έρωτεύεσαι» ό γενικός τίτλος τού εικονο γραφημένου μέ σπαρταριστά σκίτσα βιβλίου. Θέ μα δμως δέν είναι μόνο ό έρωτας. Ε ίν α ι κ α ί ή ανθρώπινη μικρότητα άλλά κ ι ή μεγάλη άνθρωπ ιά τών σχεδίων του. Έ τσ ι, αυτές ο ί φουσκίτσες άπό σπασμένο μπαλόνι, φιγούρες άψυχες, άνέκφραστες, στρατιωτάκια άμίλητα κ ι άγέλαστα, π α λεύουν άσταμάτητα στις προσταγές τού μολυβιού, στήν ίδεογραμμή τής έμπνευσης ένός μεγάλου .καλλιτέχνη τού είδους, πού δταν βάζει τελεία νιώθεις την άξια του. Κ . Κ.
της. Κριτική καί έρμηνευτική έκδοση. ’Αθήνα, Gutenberg, 1982. Σελ. 305. Ε ΙΝ Α Ι γεγονός δτι κριτικοερμηνευτικές έκδόσεις τών άρχαίων μας κλασικών σπανίζουν άπελπιστικά στη γλώσσα μας. Τό είδος αύτό τής έπιστημονικής έργασίας προύποθέτει φυσικά., πολύ χρόνο κ α ί πολύ μόχθο κ α ί άπαιτεΐ ειδικούς φιλολόγους μέ άρτια γνώση τών μεθόδων τής έκδοτικής κ α ί έρμηνευτικής τών κειμένων, μέ γυμνασμένο κ ρ ιτ ι κό αισθητήριο κ α ί γενικότερα μέ πλούσιο κ α ί στέρεο φιλολογικό όπλισμό. Τέτοιες έκδόσεις, άποτελοΰν άναμφισβήτητα άξιόλογη προσφορά στη φιλολογία μας κ α ί στήν πα ιδεία μας γενικότε ρα, κ α ί διευκολύνουν σημαντικά στη βαθύτερη γνωριμία μας μέ τά άριστουργήματα τών άρχαίω ν μας κλασικών. Γ ι’ αυτό κάθε φορά πού έμφανίζεται τέτοια έργασία, πέρα άπό τίς δποιες της άδυναμίες, πρέπει νά γίνεται δεκτή μέ ένδιαφέρον κ α ί βαθιά ικανοποίηση. Ό κ. Γ .Μ . μετά τήν έξαίρετη κριτικοερμηνευτική παρουσίαση τού «Ο ίδίποδα Τύραννου» (G u tenberg, 1979) κ α ί τής «’Αντιγόνης» (Gutenberg, 1980), μάς δίνει τώρα τόν «Φιλοκτήτη» σέ μιά έξίσου άξιόλογη κ α ί καλαίσθητη συνάμα έκδοση. Τ ό έργο αύτό διαρθρώνεται σέ τρία κ ύρ ια μέρη. Στό πρώτο μέρος, πού περιέχει τήν εΐοαγωγή, συζητούνται διεξοδικά δλα τά σπουδαιότερα προβλή ματα τού δράματος: δ μύθος του στήν άρχαία κ α ί νεότερη λογοτεχνία, ή δραματοποίηση τού μύθου άπό τόν Σοφοκλή, ή έρμηνεία του, ή δομή του κ α ί, τέλος, ή χειρόγραφή του παράδοση. Στό δεύ τερο μέρος παρατίθεται τό κείμενο μέ σχετικό κριτικό υπόμνημα κ α ί έναντι ή μετάφρασή του σέ ρέουσα νεοελληνική. Στό τρίτο μέρος περιλαμβά νονται τά σχόλια, πού έπεξηγούν τό κείμενο στίχο πρός στίχο κα ί άντιμετωπίζουν προβλήματα κ ρ ι τικής, φραστικής άπόδοσης, έρμηνευτικής κ α ί α ι σθητικής. Τό βιβλίο κλείνει μέ εκτενή βιβλιογρα φ ία κ α ί ευρετήριο κύριω ν όνομάτων. ' Πέρα άπό τη συνοπτική αύτή άναφορά στό πε ριεχόμενο τού έργου, θέλουμε έπίσης νά διατυπώ σουμε κ α ί τίς άκόλουθες έπιμέρους παρατηρή
σεις: 1. Πολύ σωστά ό κ. Γ .Μ . υπογραμμίζει δτι στό έργο αύτό ή άντιπαράθεση πού δημιουργεί ό Σ ο φοκλής άνάμεσα στόν Φιλοκτήτη κ α ί στόν Ό δ υσ σέα δέν είναι, δπως σέ άλλες περιπτώσεις, μεταξύ φωτός κ α ί σκότους, καλού κ α ί κακού, άνάμεσα σέ δ,τι άγαπούμε κ α ί θαυμάζουμε κ α ί σέ δ,τι βα θιά άποστρεφόμαστε κ α ί μισούμε. Γ ια τ ί ό Ό δ υσ σέας μπορεί βέβαια νά έμφανίζεται στό δράμα αύτό ψυχρός κ α ί κυνικός ύπολογιστής, είναι 129
ωστόσο άταλάντεντα προσηλωμένος στό καθήκον πού τού έχει άνατεθεϊ άπό τούς *Έλληνες -υ π ο δειγματικός τωόντι έκπρόσωπος τής πολιτικής έξόυσίας, πού δέν ξεχνά ούτε στιγμή τό κοινό συμφέρον κ α ί δέν πισωδρομεί ποτέ άπό τήν τόσο βαριά κα ί υπεύθυνη άποστολή του. 2. Συμφωνούμε μέ τόν κ. Γ .Μ . γιά τή δραματι κή σκοπιμότητα τής «σκηνής τού εμπόρου» (στί χοι: 542-627), πού έχει έπικριθεϊ άπό άρκετούς με λετητές τού έργου· ε ίναι μοναδική πράγματι εύκ α ιρ ία ν’ άποκαλυφθεΐ στή σκηνή αύτή ή προφη τεία τού Έ λενου κ α ί ή άπόφαση τού θείου. ’ Ιδιαίτερη σημασία έχει κυρίω ς ή λεπτομέρεια έκείνη πού άφορά τήν προσω πική παρουσία τού Φιλοκτήτη στό Η λιο, πού πρέπει δμως νά πραγ ματοποιηθεί μέ τή θέλησή του κ α ί όχι μέ έξαναγκασμό. 3. Πολύ εύστοχα ό κ. Γ .Μ . άντικρούει τήν άποψη μερικών φιλολόγων δτι ό χορός στόν «Φ ι λοκτήτη» παρουσιάζει στάση ύστερόβουλη κ α ί παραπλανητική έναντι τού ομώνυμου ηρώα. Δέν πρέπει νά λησμονούμε δτι ό χορός στό έργο αύτό παίρνοντας ενεργό μέρος στήν πλοκή δέν σταμα τά νά φροντίζει κυρίω ς γιά τό συμφέρον τού κυ ρίου του -π ο ύ είναι άλλωστε κοινό συμφέρον όλου τού έλληνικού στρατού. Δέν πρόκειται λο ι πόν γιά «ηθική κατολίσθηση» τού χορού, άλλά γιά έπιβαλλόμενη άπό τά πράγματα τακτική, πού άλλωστε άποβλέπει κ α ί αύτή σ’ ένα είδος άνώτερου δικαίου -στό άγαθό τών Ε λ λ ή ν ω ν κ α ί στήν έκπλήρωση τής βούλησης τού θεού. 4. Γενικότερα, τά κεφ άλαια πού άναφέρονται στήν ερμηνεία κ α ί στή δομή τής τραγωδίας άποτελούν σημαντική συμβολή τον έκδοτη στήν κατα
νόηση τον περιεχομένου κ α ί στή δραματική άξιολόγηση τοϋ έργου. Γ ιά πρώτη φορά, νομίζουμε, παρουσιάζονται στή γλώσσα μας μέ τόση ένάργεια οί διάφορες έρμηνεϊες πού έχουν δοθεί κατά καιρούς στό δράμα αύτό τού Σοφοκλή κα ί ταυτόχρονα άντικρίζονται μέ τόσο ορθή κ α ί άπροκατάληπτη κρίση. ’ Α λλά κα ί στή μετάφραση κ α ί στά σχόλια κα ί στή βιβλιογραφία ό κ. Γ .Μ . είναι πάντοτε προσε κτικός, άκριβής κ α ί λεπτολόγος. Κ α ί, τό κυριότερο, καταφέρνει νά παρουσιάζει τήν εύρωπαϊκή προβληματική τής δραματικής κριτικής γύρω άπό τό έργο αύτό τού Σοφοκλή μέ άξιόλογη φιλολογι κή μέθοδο -κ ά τ ι πού έλειπε μέχρι τώρα άπό τή φιλολογία μας. Ά ς εύχηθούμε ή προσπάθεια τού κ. Γ.Μ . νά βρει σύντομα κ α ί άλλους μιμητές· θά προκύψει μεγάλη ώφέλεια στήν πα ιδεία τού τό που μας, πού έχει μεγάλη άνάγκη άπό τέτοιου εί δους φιλολογικές έργασίες. Λ . Κ. Μ .
ΠΟΙΗΣΗ
Άντίψυχα ΛΕΥΤΕΡΗ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ: Άντίψυχα. Α θήνα, ’Ανδρομέδα, 1982. Σελ. 44. Σ Τ Η δεύτερη ποιητική συλλογή τού Λευτέρη Ξανθόπουλου (προηγήθηκαν ο ί «Περιπέτειες πλανόδιου σωματοφύλακα όνείρων», 1981) θά έδινα τόν τίτλο «έξαγορά»· γιατί αύτό πού ταλα νίζ ε ι κ α ί προκαλεϊ φόβο στόν ποιητή είναι ό θά νατος. Ε μ μ έ ν ε ι νά έξαγοράσει μέ χίλιους δυό τρόπους τήν άγωνία πού άποφέρει τό αίσ θημα τής φυγής άπό έναν ύπάρχοντα-όριοθετημένο κό σμο, στόν άκρατο σιω πής κ α ί άκινησίας. Χ ρ η σι μοποιεί τή φύση σάν σύμβολο αιω νιότητας, μετα θέτοντας στή γεωγραφία της τό κενό τής ύπαρ ξης. Ό μύθος θησαυρίζει άπό οικογενειακές κ α ταστάσεις, άν κ α ί πολλές φορές ή οικογένεια προτάσσεται γ ιά νά τιτλοφορηθεί άπλά ένα πο ίη μα. Κάπου κυριαρχεί ή δραματικότητα τής ιστο ρίας* ή καθαρά ισ τορική άνέλιξη τού μύθου εντο πίζεται σέ έλάχιστους στίχους. 'Η πα ιδική μνήμη, εύνουχισμένη, άναζητά διέξοδο στήν έπαναξιολόγηση τής δομής τής οικογένειας. Διευρύνεται ή καθορισμένη κοιν ω ν ικ ά έννοια τής οικογένειας- ή διεύρυνση συντελείται στό βαθμό πού εξυπηρετεί τήν άνάπλαση τού λόγου, όδηγώντας στήν κατα γωγή, στίς ρίζες. Τ ά άντικείμενα μορφοποισύνται άποκτώντας τήν άνθρώπινη διάστασή τους. Γ ιά νά ξαναγυρΐσω στήν ισ τορική θεματολογία, ή όνοματογραφία της λειτουργεί, σάν τρόπος, σάν μεθόδευση δχι άναπαράστασης άλλά πα ρά στασης· δέν άνάγει δηλαδή τό νοηματικό βάρος τών στίχων σ’ ένα άλλο επίπεδο σημασιολόγησης. Τ ό έπίπεδο εντοπίζεται στή ρέουσα πραγματικό τητα τής καθημερινότητας. Ό έντονος ψυχισμός του καταδιώκεται άπό τό άσθμα φυγοκεντρικά κινούμενης μεταφυσικής όδύνης. Ό τ α ν ή σωματι κή ρώμη χάνει σέ έπιθετικότητα, επαναφέρει τήν έννοια τής ψυχής, σάν έκφορά δμως λόγου, άμβλύνοντας τίς άδύναμες προϋποθέσεις ένταξης στόν παρόντα χρόνο. Προσπαθεί νά έκφραστεϊ μέ λέξεις πού δέν έχουν χάσει τό βάθος τού νοήμα τος τους μέ τήν καθημερινή χρήση, άπόρροια τής γλώσσας τής διαφήμισ ης κ α ί τής κατανάλωσης. ”A v φέρουμε στή μνήμη μας κ α ί τίς σκέψεις τού A ndre Breton, γιά τά όρυκτά άλατα στό « L ’ amour fou», εκεί, νομίζω , εντοπίζεται ή σύλληψη τοϋ ποιητή. 'Η κ οινω νική παρακμή κ α ί ή πα ν τοειδής φθορά έξάπτουν τή φαντασία, γιά νά άρνηθεΐ κ α ί νά άναρριχηθεΐ ή νόηση στήν κοσμογο ν ία τής έμπνευσης. Β. Κ.
13 0
ΠΟΙΗΣΗ
Τά τραγούδια μου ΛΕΥΤΕΡΗ Π ΑΠΑΔΟ ΠΟ ΥΛΟ Υ: Τά τραγούδια μου. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 221. Α Υ Τ Α τά ά π λά , τά δ ικ ά μας, τά κ α τ α δ ικ ά μας πού τά ψαρεύει μέσα ά π ό τό σ υλλογικό υπ οσ υ νεί δητο τής λαϊκής καθημερινότητας, αύτά ό Λ .Π . τά ξεχωρίζει, κ ι δ λα μ α ζί, εικόνες κ ι ε ικ ο ν ίσ μ α τα, σημαίες κ α ί σημαδούρες, υποστολές κ ι έπάρσεις, όνείρατα κ α ί πτώ σεις, τά γράφ ει π ο ιή ματα κ α ί στίχο τό στίχο άνεβο κατεβ αίνει τήν κ λ ίμ α κ α , μέ μ ιά λιτότητα στη φ όρ μ α κ α ί στό θέμα, μέ μ ιά αυτάρκη σπουδαιότητα κ α ί μουσικότητα μ α ζί· γ ι’ αύτό kai μελωδός ό ίδ ιο ς στίχων μο υσ ικώ ν, π ρ ο τού τούς συλλαβίσει κ ά π ο ιο όργανο. Δ ιάβασ α τά τρ αγούδια του κ ι ένιω θα αυτόματα
τζαμαρίες, μετατρέπει γνωστά σ ο κ ά κ ια σέ τρε χα ν τ ήρ ια , τά ξεσηκώνει κ α ί τά ρ ίχνει στό νερό, κ α ί ίδ ού βαφ τίζεται ό δούλος, κ α ί ν ά τά έγκαίν ια , κ ι δλη ή γειτο νιά στό π ό δ ι, γ ιά ν ά σαλπάρ ει, νά ταξιδ έψ ει, νά χορέψει. Έ τ σ ι βγαίνει τό τρα γο ύδ ι, άλλοτε χ αρ ω πό κ ι άλλοτε καημός, άγκυρα κομμένη. Κουβέντες πο ύ τίς π α ίρ ν ε ι ά π ό τό στό μα κ α ί τίς ξ α ν α δ ίν ε ι διαταγμένες γ ιά χορό, τρα γ ο ύδ ι, ά π ε λ π ισ ία . Κ ι έμεϊς, π α ρό τι πα ίξ ου με μέ τόν ψ υ χισμ ό μας, θά καταλήγουμε κ άπ οιες στιγ μές, σέ περ β ά ζι, καφ ενείο ή άλλοΰ, ν ά σ καρ ώ νου με μ α ζ ί μέ τό Μ ηνά τ α ξ ίδ ια ώς τήν Τ ζ α μ ά ικ α , μ α κ ρ ιν ά . Έ χ ε ι δ ίκ ιο ό Νεγρεπόντης, πού σημειώ νει στόν πρόλογο τού βιβ λίου , «πώς ν ά ύπάρχουν κ ίν δυ ν ο ι κενολογίας, βερμπαλισμού, π ο λ ιτ ικ α ν τ ισ μού, φ ορμαλισμού σέ όπ ο ιο ν έκ τού περισσεύμα τος τής κ αρ δία ς τραγουδάει;» Κ . Κ.
ΠΟΙΗΣΗ
Μνήμη τών διακοσίων δικαίων Σ ΑΡΑΝ ΤΟ Υ ΠΑΥΛΕΑ: Μνήμη τών διακοσίων δικαίων τών σκοτωμένων στό Σκοπευτήριο τής Καιααριανής (καί άλλα Ανέκδοτα κείμενα 19601981). Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 320. ή
Αεντέρης Παπαδόπουλος τη μελω δική φωνή τού Γ ρηγόρη, τού Στέλιου, τού Γιώργου κ α ί τού Μ ά νο υ . Π έρα ά π ό τήν απλότητα κ α ί τήν π λα τιά άποδοχή τους, τά τραγούδια αύτά έχουν μιάν έντοπιότητα, ένα ρυθμό λαϊκής κ ο υ βέντας. Κ α ί σ κέφ τομαι: Τ ί άλληλουχία μουσική λαϊκής κουβέντας κ α ί στίχου, ν ά ένα είδος π ο ίη σης πού συντηρεί στέρεα τήν άκροαματικότητα τής φωνής μας, τής γλώσσας μας, τής λαϊκής έκ φρασης. Μαστροχαλαστής ό ίδ ιο ς , έμπνέεται ά π ό τό λ α ϊκ ό π α ιχ ν ίδ ι, άνακατεύεται μέ ρουλεμάν κ α ί
Ο Σ Α Ρ Α Ν Τ Ο Σ Π αυλέας, γεννημένος κ α ί μεγαλωμένος στή Θ εσ σ αλονίκη, έμφ α νίζεται στά γράμματα μέ τήν π ο ιη τ ικ ή συλλογή «’Αποδ ημ ίες» (1939). ’ Α π ό τότε έχει έκδώ σει 31 όγκώδεις συλ λογές, διαμορφ ώ νοντας τήν π ο ιη τ ικ ή φ υσ ιο γνω μ ία του. Τ ό 1978 βραβεύεται μέ τό β ' κ ρ α τ ικ ό β ρ αβείο ποίησης. Μ ακρο σ κελή τά πο ιή μα τ α τής κ α ιν ο ύ ρ ια ς συλ λογής του φανερώνουν έναν εύαίσ θητο δέκτηπ ο μ π ό πο ύ π ά σχ ει, ά γ ω ν ιά , άγω νίξεται δ μ α δ ικ ά . Ή λ υρ ικ ή έξαρση διογκώ νει τίς πρ άξεις, άνεβάζοντάς τις στό επίπεδο τού ήρ ω ισμού· ή έξιδ α ν ίκευση ε ίν α ι ό λόγος πο ύ πολλές φορές ό στίχος ό λ ισ θ α ίν ε ι, γ ια τ ί δ ίν ε ι περισ σότερο προσοχή στό ν ά υπηρετήσει μ ιά συγκεκριμένη ιδ έα. Δ ια μ α ρ τ ύ ρεται γ ιά τήν ύπάρχουσα κατάσταση πραγμάτω ν, μέσα ά π ό τήν ό π ο ια ή κονιορ τοπ οίησ η τού έγώ βοηθά τήν ένταξή του στό σ υλλογικό ε ίν α ι κ ατακραυγάζοντας τήν ά δ ικ ία . Π α ρ ’ δλα αύ τά έλ πίξε ι εμποτισμένος ά π ό τό άγχος γ ιά τήν έκβαση τού άγώ να πο ύ έπιτελείται. Π λ ηθ ω ρ ικ ός , σχεδόν έπικός, εκπέμ πει μ ιά γνή σ ια φ ω νή , άν κ α ί τό τελευταίο του β ιβ λ ίο ν ο μ ίζ ο με δτι ε ίν α ι άνισ ο . Τελευταίες άναλαμπές ενός άγώ να πο ύ χάθηκε κ α ί άρκετά άπομακρυσμένος ά π ό τό σφυγμό μιάς έποχής αίμάσσουσας. Β. Κ . 131
ΠΟΙΗΣΗ
Ό ξεναγός καί ή νύχτα ΤΑΣΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ: Ό ξεναγός καί ή νύχτα. 'Αθήνα, Κείμενα, 1981. Σελ. 44. Ο Π Ο ΙΗ Τ Η Σ Τ. Ρούσσος, περισσότερο γνωστός σάν λατινομαθής κα ί άρχαιοελληνιστής, έχει ένα Αξιόλογο παρελθόν στις μεταφράσεις τών άρχαίω ν κειμένων. Έ χε ι μεταφράσει Αισχύλο, Λου κιανό, Σενέκα, Πλαϋτο κ.ά. 'Η ένασχόλησή του με τήν άρχαία γραμματεία δέν στάθηκε έμπόδιο νά έπιδοθεΐ στήν προσωπι κή έκφραση μέ τόν ποιη τικό λόγο. Κάτω άπό τό γενικό τίτλο τής συλλογής στεγάζονται τρεις ένότητες: « Ό ξεναγός», «'Η νύχτα», «Γυμναστική περιθωρίου Β'». Μέσα άπό τούς στίχους έκτυλίσ-· σεται τό προσωπικό δράμα, διανθισμένο άπό τά διαβάσματα τού ποιητή. Ή ιδ ιωτική άπόγνωση προεκτείνεται στό άπρόσωπο εμείς. Πιθανή έσωτερίκευση τής όδύνης στό άτομικό γίγνεσθαι, περι κλείει κινδύνους αύτοκαταστροφής. Μέ τό νά έκφορτίζει στό συλλογικό έπίπεδο τόν άκρωτηριασμό, λειτουργεί διαλεκτικά, βρίσκοντας σ’ αύτή τή σχέση τίς έλπίδες πού έμειναν γιά προϋποθέ σεις διαβίωσης. Ό λ α τά στοιχεία τού κοινωνικού κ α ί φυσικού κόσμου συγκροτούν τήν περιοχή τής κατασταλαγμένης σιωπής. Τό έπικίνδυνο πα ιχνί δ ι μέ τά χρώματα Ακρωτηριάζει τή λεκτική σαφή νεια, αντικαθιστώντας τίς λέξεις μέ τό σάπισμα· στό κλίμα πού κινείται έχεις τό αίσθημα έκείνου πού άμετάκλητα χάθηκε. Ό έρωτας, ή μουσική, ό μάγος, ένώ στιγμιαία λάμπουν γιά ένα καινούριο ξεκίνημα, συμπερασματικά ό ποιητής βρίσκει σ’ αυτά τή σαθρότητα κα ί τήν Ανικανότητα γιά έναν όρίζοντα πού δέν θά κατακλύζεται άπό τό μαύρο. "Ολες ο ί προσπάθειες τής πάλης, ή διαμόρφωση' τού χώρου πού στοιχειοθετεί τό σώμα τής ποίη σής του, σταλάζουν περισσότερο βαθιά τήν π ί κρα. Τελειώνοντας θέλουμε νά συγχαρούμε τόν έκ δοτη τών «Κειμένων» Φ ίλιππο Βλάχο γιά τήν Αρ τιότητα τού βιβλίου άπό τεχνικής πλευράς. Β. Κ.
132
Ποιήματα ΣΕΡΓΚΕΐ ΓΕΣΕΝ1Ν: Ποιήματα. 'Απόδοση Γιάννη Ρίτσον. Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 126. Α Π ’ ΟΣΟ ξέρουμε, μέ τήν έκδοση αύτή είναι ή πρώτη φορά πού ό έλληνας Αναγνώστης έχει τή δυνατότητα μιας τόσο πολύπλευρης έπικοινωνίας μέ τήν ποίηση τού Γεσένιν (1895-1925). Γιατί ώς τώρα, μόνο κάτι σκόρπια ποιήματα, κ ι αύτά έλάχιστα, είχανε δει τό φώς τής δημοσιότητας στίς έφημερίδες κ αί κυρίως στά φιλολογικά μας πε ρ ιοδικά. Πάντα ή μετάφραση τών Ρώσων στά έλληνικά, κ α ί ιδιαίτερα τών ποιητών, παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Ε ίναι οί δυσκολίες πού δημιουργεί ή έλλειψη άμεσης επαφής μέ τή γλώσσα τού πρωτο τύπου. Ή ιστορία είναι πολύ πα λιά κ α ί ίσως Αρ κετά γνωστή στόν κόσμο τών γραμμάτων μας. Ή ρωσική λογοτεχνία άπό τά μέσα τού περασμένου αιώ να εισέβαλε όρμητικά στό προσκήνιο τών παγκόσμιων γραμμάτων μέ τά βαρύγδουπα όνόματα ενός Γκόγκολ, ένός Τουργκένιεφ, ένός Τολστόι, ένός Ντοστογιέφσκι, ένός Τσέχοφ, ένός Γκόρκι. Κ α ί πάνω ά π ’ δλα μέ τήν καταλυτική κοινωνική κριτική τους, πού~κλόνιζε συθέμελα τό προαιώ νιο καθεστώς τού φεουδαρχικοϋ δεσποτισμοΰ κ α ί τής καθυστερημένης Αστικής τάξης κα ί προοιώ νιζε τήν έπανάσΤαση πού έπέρχονταν άκάθεκτη. Μέ αύτά τά μηνύματά της ή ρωσική λογοτεχνία είχε γίνει μαγνήτης γιά τόν εύρωπαίο Αναγνώστη καί γιά τό προοδευτικό κίνημα. Τήν ίδ ια έλξη θά παρουσίαζε κ α ί γιά τήν έλληνική κοινω νία τής έποχής, μέ τίς τόσες όμοιότητές της πρός τή ρωσική. Συνεπώς, ή έπιταγή τής έμφάνισης τής ρωσικής λογοτεχνίας, τών ιδεών της, ήταν ιστορική έπιταγή κα ί γιά τήν έλληνική κοινωνία. Ή λύση πού δόθηκε είναι γνωστή. Κ α ί στήν κάθε περίπτωση ξεχωριστά, είχε κ α ί έχει σχέση άμεση κ α ί ευθέως άνάλογη μέ τό βαθμό τής πνευ ματικής εύθύνης τού κάθε μεταφραστή. Πάντως ή πιό συνηθισμένη λύση ήταν νά μεταφράζονται οί Ρώσοι, όχι άπ’ ευθείας άπό τή γλώσσα τού πρω τοτύπου τους, άλλά άπό τά γαλλικά κυρίως κ αί λιγότερο άπό τά άγγλικά, γερμανικά κλπ. Κ ι δπως σέ τέτοιες περιπτώσεις ή ποίηση παρουσιά ζει έπαυξημένες δυσκολίες γιά τή μεταγλώττισή της σέ σύγκριση μέ τήν πεζογραφία, είναι Απόλυ τα κατανοητή ή έξήγηση τού δτι δλοι σχεδόν οί ρώσοι ποιητές, μαζί, βέβαια, κ ι ό Γεσένιν, μένουν άκόμα στό ήμίφωτο, άγνοημένοι κ α ί μακρινοί γιά τόν έλληνα Αναγνώστη. ’Α π ’ αύτή, λοιπόν, τήν άποψη, ή παρουσίαση μιας έπιλογής άπό τήν ποίηση τού Γεσένιν στό έλληνικό Αναγνωστικό κοινό είναι μιά σημαντική προσφορά. Μ ιά προσ φορά πού γίνεται διπλά σημαντική μέ τήν ποιότη-
τα τής ποιητικής έπιμέλεια ς τού Γ ιά ν ν η Ρίτσου. Στό βιβλίο υπάρχουν άρκετά σ τοιχεία ώστε νά βοηθηθεί 6 άναγνώστης νά γνω ρ ίσ ει τόν Γεσένιν χαί τό έργο του. Έ δ ώ θά θέλαμε νά σημειώσουμε & ιλ ά δτι ένώ ό Σεργκέι Γεσένιν ε ίν α ι, ίσ ω ς, ό «πιό ρώσος» άπό τούς ρώσους ποιη τές, μέ τήν έν νοια τής θρησκευτικής, τής λατρευτικής θά λέγα με, προσήλωσής του στή ρ ω σ ική γή κ α ί στή ρ ω σ ι κή φύση, ή ποίησή του πα ρ ’ δλα αύτά προσθέτει Ιναν καινο ύρ ιο λόγο, μ ιά αυθεντική χ ρ ο ιά στήν παγκόσμια λυρ ική ποίηση. Γ ι’ αύτό άλλωστε κ α ί τό έργο του έχει μεταφραστεί σέ πολλές γλώσσες τού κόσμου. Ο ί στίχοι τού μεγάλου αύτοϋ λ υ ρ ικο ύ ιρ ιδ ίζ ο υ ν ά π ’ τό φώς τής ρούσικης φύσης, μυρ ίζουν χώ μα κ α ί χλωρασιά, δονούνται ά π ’ τόν άδρό χω ρ ιά τ ικ ο λόγο, χορεύουν μέ τό ρυθμό τοϋ λα ϊκ ο ύ τραγου διού, άνασαίνουν τήν ίδ ια βα θ ιά άνάσ α μέ κείνη τοϋ κουρασμένου ξωμάχου ή τού πιω μένο υ χαρο κόπου στό λαϊκό ξεφάντωμα. Ε ίν α ι μ ιά πο ίη ση πού ξέρει μέ χίλιες άρπες κ α ί φ λάουτα ν ά τρα γουδήσει τήν άγάπη. Τ ήν άγάπη πρός τόν άνθ ρω πο, άλλά κ α ί πρός δ ,τι ζωντανό ύ π άρ χ ει γύρω του. Αύτός ό άκρατος λυρισμός τού Γεσένιν, ή κ α ταπληκτική σέ δια φ ά νεια κ α ί ζω ν τ ά ν ια είκονοπλα σ ία του, ο ί έμπνευσμένες πο ιη τικές μεταφορές του, πού έχουν τήν πηγή τους στή λ α ϊκ ή πα ρ ά δ ο ση, στήν ανώνυμη δημιου ργ ία τού λ αο ύ, δλα α ύ τά προσδίνουν στή λυρ ική πο ίη ση νέες συνισταμένες. Κ α ί πά νω ά π ’ δλα φέρνει τόν πο ιη τή κοντά στόν άνθρωπο κ α ί τόν άνθρω πο στόν πο ιη τή. 'Η ποίηση τοϋ Σεργκέι Γεσένιν ά π οπ νέει β α θ ιά , άδολη άνθρω πιά. Ν ΙΚ Ο Σ Π Α Π Α Ν Δ Ρ Ε Ο Υ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Τάλγκο ΒΑΣΙΛΗ ΛΛΕΞΑΚΗ: Τάλγκο. ’Αθήνα, 'Εξάν τας, 1980. Σελ. 132. Ε Κ Ε ΙΝ Η , ή άφηγήτρια, ή Ε λ έ ν η , ε ίν α ι μ ιά χο ρεύτρια πού μετά άπ ό μ ιά πολυτάραχη ζωή κ α ί μ ιά μέτρια σ ταδιοδρομία έχει βολευτεί, στά τριάντα πέντε της χρό νια, σ ’ έναν ήσυχο γάμο. ’ Εκείνος, ό Γρηγόρης, είν α ι ένας ά π ό τούς πετυ χημένους έπιστήμονες τής διασ ποράς, πο ύ , μετά ά π ό μακρόχρονους άγώνες κ α ί στερήσεις, έχει άρχίσει π ιά ν ’ άπολαμβάνει τούς καρπούς τών κόπω ν του: συνεντεύξεις κ α ί προβολή σέ έγκυρες έφημερίδες, προσκλήσεις σέ συνέδρια, τ α ξ ίδ ια σέ δλο τόν κόσμο, γυναίκες. Ή νοσ ταλγία πού έχει γιά τήν Ε λ λ ά δ α θά π α ίξ ε ι, ύποσυνείδητα, ά π οφ ασ ισ τικό ρόλο στή δη μιου ργ ία τής σχέσης του μέ
Βασίλης Ά/.εξάχης τήν Ε λ έ ν ή , μέ τήν ό π ο ια θά ζήσει μ ιά έντονη ά λ λ ά έφήμερη έρωτική ισ τορία. Τ ό «Τάλγκο» ε ίν α ι ή πρώτη έμφ άνιση τού Β α σ ίλη Ά λ ε ξ ά κ η στά έλληνικά γράμματα. Γνωστός στή Γ α λ λ ία , δπου έχει δημοσιεύσει τρ ία μυθιστο ρήματα κ ι ένα δ ο κ ίμ ιο , γ ιά τό πολύ π ρ ο σ ω π ικ ό ύφος του, πο ύ χαρακτηρίζεται ά π ό ένα είδος π ι κρού χιούμορ σέ συνδυασμό μέ μ ιά ά π λ ή , έλλειπτ ικ ή σχεδόν, γραφ ή, ό Ά λ ε ξ ά κ η ς μάς δ ίν ε ι μέ τό «Τάλγκο» ένα έρω τικό μυθιστόρημα, γραμμένο μέ τρυφερότητα κ ι εύα ισ θησία, πού δια β ά ζε τ α ι μέ άμείωτο ένδιαφέρον -τ όσ ο ζωντανή ε ίν α ι ή δ ιή γηση πού γ ίνετα ι στό πρώτο πρόσω πο. Χ ω ρ ισ μ έ νο σέ τρεις ένότητες, φ α ίνεται άνάλαφ ρ ο, άλλά πολλές φορές ε ίν α ι άρκετά πικ ρ ό , χω ρίς ποτέ νά γίνετα ι μελό. Τ ό κ ύ ρ ιο θέμα τού βιβλίου ε ίν α ι ό έρωτας. Ό συγγραφέας μάς μ ιλ ά ε ι μέ άρκετή ά π α ισ ιο δ ο ξ ίά γ ιά τό μεγάλο έρωτα, τό πάθος, πού ε ίν α ι συνή-, θως δημιούργημα τού μυαλού μας κ α ί τής φ αντα σ ίας μας. Έ τ σ ι ό έρωτας τών δύο ήρώ ω ν του αναπτύσσεται κ α ί φ ουντώνει άπ ό μ α κ ρ ιά , καθώς γράμματα κ α ί τηλεφωνήματα συνδέουν τήν ’ Α θ ή ν α μέ τό Π α ρ ίσ ι. Κ ι όταν έπιτέλους ή σχέση αύτή π α ίρ ν ε ι σ άρ κα κ α ί όστά σέ μ ιά συνάντηση, πού θά κρατήσει δσο κ ι ένα συνέδριο στή Βαρ κελώ νη , τότε άκρ ιβ ώ ς άρ χ ίζει ν ά ξεφ ουσκώ νει σ ιγά σ ιγά σά μπαλόνι. Ό έρωτας αύτός μ ο ιά ζ ε ι μ’ δλους τούς μεγάλους έρωτες: ε ίν α ι άκα ρ ια ϊο ς , ά μ ο ιβαίος, έρχεται στήν κατάλληλη στιγμή κ α ί τρέφε τ α ι κυρίω ς μέ τή φ αντασ ία. Τ ό έρω τικό σ κ η ν ικ ό ε ίν α ι έτοιμο, στημένο, κ α ί μόλις ο ί πρ ω τ α γ ω ν ι στές πάρουν τίς θέσεις τους άντιδρούν μέ τόν ίδ ιο τρόπο, έξιδ ανικεύο υν ό ένας τόν άλλο, ά ν αλο γίζονται μέ τρόμο πόσες πιθανότητες υπήρ χαν ν ά μή συναντηθούν ποτέ, κ ι δσο μεγαλύτερα ε ίν α ι τά έ μπόδια ποή τούς χωρίζουν, ή άπόσταση, ο ί σύ ζυγοί τους, τόσο μεγαλύτερος ό έρωτάς τους. Στήν πρώτη έπαφ ή μέ τήν πρ αγματικότητα, στή Β αρκελώ νη, έρχεται κ ι ή κρ ίσ η: ό θάνατος τού έρωτα, άντίθ ετα ά π ό τή γέννησή του, σ π ά ν ια εί133
ν α ι άμοιβαίος. Γ ιά τήν 'Ελένη, ό έρωτας σημαίνει διάρκεια κ ι είναι έτοιμη ν ’ άντιμετωπίσει δλο τόν κόσμο προκειμένου νά μείνει μέ τό Γρηγόρη. Γιά τό Γρηγόρη ό έρωτας είναι έφήμερος -μ ιά κατάκτηση, μιά έμπειρία, ένα διάλειμμα, κανείς δέν ξέρει. Τό Γρηγόρη τόν γνωρίζουμε μέσα άπό τη διή γηση τής Ελένης, τόν βλέπουμε μέ τά ιιά τια της κ α ί μέχρι τό τέλος δέν έχουμε τή δική του άποψη. Ή Ε λένη μιλάει άνάκατα, χωρίς χρονολογική σειρά, γιά τήν καθημερινή της ζωή, τήν πα ιδική της ή λικία στή Χ ίο κ ι υστέρα στήν ’ Αθήνα, τήν έρωτική της ιστορία, μ’ δλες τίς εύτυχισμένες στιγμές, τίς άτέλειωτες άναμονές κ α ί τόν πόνο πού τής φέρνει. Μ ιλάει πολύ κ α ί γιά τόν ίδ ιο τό Γρηγόρη, γιά δ,τι ξέρει άπό τή ζωή του. Κ ι έδώ πρέπει νά πούμε ότι ό συγγραφέας αποδίδει πολύ καλά τήν ψυχολογία τής έρωτευμένης γυναίκας: τό νερό πού δέν τολμάει νά τό άφήσει νά τρέξει στό μπάνιο άπό φόβο μήπως δέν άκούσει τό τηλέ φωνο, τήν ευχάριστη διάθεση πού τήν κάνει νά βλέπει τόν κόσμο μέ μεγαλύτερη έπιείκεια, νά δέ χεται καταστάσεις πού διαφορετικά θά τής ήταν βαρετές, νά βρίσκει τήν ’Αθήνα όμορφη. ’Α π ο δ ί δεται ακόμα τό ενδιαφέρον της γιά 6,τι αφορά τό άντικείμενο τού έρωτά της: τά γούστα του, οί προτιμήσεις του, τά δσα τής είπε ή τής άφησε νά εννοηθούν, άκόμα κ ι οί άναμνήσεις του πού τίς θυμάται σάν νά ήταν δικές της κ α ί τίς φυλάει ζη λότυπα στό μυαλό της, πιστεύοντας δτι έτσι τής άνήκει κ ι αύτός περισσότερο («όνειρεύτηκα δτι ζούσαμε πάντοτε μαζί γιά νά μπορώ νά έλπίζω δτι δέν θά χωρίσουμε ποτέ»). ’Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι ή δεύτερη ένότητα. Ό ταχυδρόμος είναι ό σύνδεσμος κ ι ή έλπίδα τής Ελένης κ α ί τού Γρηγόρη, δταν βρίσκονται μακριά, δπως ήταν κ ι ό συνδετικός κρίκος τού Γρηγόρη μέ τήν πατρίδα του, κ ι ειδικότερα μέ τή μάνα του στά πρώτα δύσκολα χρόνια τής ξενι τιάς, Αύτά τά σκληρά χρόνια τής προσαρμογής τού μετανάστη στό εξωτερικό, τά χρόνια πού ή Ε λλά δ α γίνεται πίσω του δλο κ α ί πιό θολή, άλλά πού βρίσκει άκόμα δλα τά γαλλικά πράματα άνούσια κα ί ξένα, περιγράφονται μέ μεγάλη ευαι σθησία κα ί ειλικρίνεια. Κ ι δταν γίνει π ιά ή προ σαρμογή, τότε έρχεται ή νοσταλγία, ή συγκίνηση γιά δ,τι είναι ελληνικό, ή σημασία τής γλώσσας, τών λέξεων, τής μουσικής. Ό Γρηγόρης δμως κουβαλάει μέσα του -δπως δλοι ο ί μετανάστεςμιάν'άλλη Ελλάδα, τήν Ε λλάδ α πού άφησε πριν τόσα χρόνια, εξωπραγματική κ ι έξιδανικευμένη, δπως ένας έρωτας πού βρίσκεται μακριά. Μέ τή σχέση του μέ τήν Ε λένη πραγματοποιείται ή έπαφή του μέ τήν Ε λλά δ α , άλλά κατά κάποιον τρόπο πάλι στό παρελθόν. Τό κοινό τους σημείο είναι τά στερημένα πα ιδικά κ α ί νεανικά χρόνια, ό άγώνας γιά μιά καλύτερη ζωή. Τό παρόν τους είναι εντε λώς διαφορετικό. Δέν μπορούμε δμως, τελειώνοντας, νά μήν πού με δυό λόγια γιά τόν ωραιότατο τίτλο τού β ι βλίου, πού άποτελει κ ι δλο του τό νόημα. «Τάλ134
γκο» λέγεται ισ πανικά τό τρένο πού μεταφέρει τήν Ελένη άπό τό Π αρ ίσ ι στή Βαρκελώνη, δταν πηγαίνει γεμάτη προσδοκίες στή συνάντησή της μέ τόν έρωτα. Ε ίν α ι μιά λέξη πού ήχεί μαγευτικά, λίγο έξωτικά, μιά λέξη πού σέ κάνει νά όνειρεύεσαι. Δέν θά άποκαλύψουμε έδώ τί σημαίνει. Θά πούμε μόνο δτι «Τάλγκο» είναι γιά τόν Ά λεξάκη τό τρένο τού 'Ε ρω τα μέ μεγάλο Ε: αύτό πού έχει σημασία είναι ή γοητεία τής άναμανής κ ι ή όμορφ ιά τής περιπέτειας. Κ. Λ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ή γυναίκα πού χάθηκε καβάλα στ’ άλογο ΛΙΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ: Ή γυναίκα πού χάθηκε καβάλα στ’ άλογο. ’Αθήνα. ’Αστέρι, 1981. Σελ. 112. Μ Ε Τ Α τή μεγάλη έπιτυχία τού τελευταίου β ι βλίου της, «’ Επάγγελμα πόρνη», ή Λιλή Ζωγρά φου δίνει π ά λι τό πνευματικό κ α ί φεμινιστικό της παρόν μέ τό καινούριο πεζογράφημα « Ή γυναί κα πού χάθηκε καβάλα στ’ άλογο».
Λιλή Ζωγράφον
Μ ιά γυ να ίκα ά π ό τήν πυ /.η , «δ ιπ λ ά νικημένη κ αί άπό τό φόβο κ α ί ά π ό τό χρόνο... Τ ό χρόνο... χαί τ6 θάνατο», Ξένη τό ό νο μά της κ α ί ή ιδ ιότητά της, 55 χρονών, φ τάνει σ ’ ένα χ ω ρ ιό πο ύ τό ταρά ζω με τά παράξενα φ ερ σίματά της. Π αρ άξενα ^ π ό τήν άποψ η δτι δέ σ υμφ ω νούν μέ τήν άνδροκρατούμενη κο ιν ω ν ία τού χω ρ ιο ύ , πο ύ ξεχω ρίζει τίς δουλειές σέ άνδρικές κ α ί γυ ναικείες: «Α υτά είναι γ ιά άντρες... δέν ε ίν α ι δο υλειά των γυ ν α ι κών». Κ ά π ο ια στιγμή, ή Ξένη ά π ο φ α σ ίζ ε ι ν ’ άγοράσει μιά φοράδα. 'Η πρ ο σ π ά θ ε ια ν ά τιθασεύσει τό νεαρό άλογο κ α ί τά π ε ρ ιπ α ιχ τ ικ ά σ χ όλια τών χω ριανών θά ξετυλίξουν δλο τό νήμ α τής άφήγησης. Στό τέλος, κα βά λα στ’ άλογο ή γυ ν α ίκ α θά χαθεί στά βάθη τού όρίζοντα. Ό λ ο τό βιβ λίο είνα ι μ ιά φυγή. Κ ιν ε ίτ α ι σέ δυό έπίπεδα, ένα έσωτερικού μονόλογου κ α ί μνημονικής άναδρομής κ α ί ένα περιγραφ ής έξωτερι. όν γεγονότων. Ή άφήγηση γίνε τ α ι σέ τρίτο πρ ό σω πο* μέσα άπ ό τήν άπ ρό σ ω πη δμως αυτή άφήγηση περνά δλη ή π ίκ ρ α τής καταπιεσμένης γ υ ν α ί κας. Φοβίες π ο ικίλες ά να κα λ ο ΰ ν τ α ι στό συνειδη τό. Φοβίες γεννημένες σέ μ ιά π α τ ρ ια ρ χ ικ ή κ ο ιν ω ν ία δπου «ή ζωή ήταν δλη χτισ μένη μέ τό φόβο τού μπαμπά». Ό μύθος ε ίν α ι ίσ ως λίγο έξω ά π ό τό κ λ ίμ α τής έποχής μας, μάς π ά ε ι σέ χρ ό ν ια π ο ύ ήταν ρ ομαν τικ ά , ή τέχνη δμως κ α ί ό σωστός χειρισμός τού λόγου καταξιώ νο υν τό γραφτό. Μ . Σ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ή σφαγή τών έντόμων Σ Π ΥΡΟ Υ Σ.: Ή σφαγή τών έντόμων. ’Α θήνα, 'Ελληνικό Λογοτεχνικό κα ί Ιστορικό ’Αρχείο, 1981. Σελ. 221. Η Σ Φ Α Γ Η τών έντόμων ε ίν α ι σφαγή τών μικρώ ν κ ι ευαίσθητων. Α υ τώ ν πο ύ δια τίθ εντα ι κ ι άπό καιρ ού είς κα ιρ όν πετούν, μόλις μυρίσουν άνο ιξη κ α ί φρέσκο χώ μα, παρασύροντας τή γύρη τής γο νιμ οποίησης μιάς νέας έποχής. Ε ίν α ι σφαγή τών νέων άνθρώ πω ν, τών π α ιδ ιώ ν · σφαγή όνείρω ν, πού πληγωμένα δέν αίμ ορ ρ αγού ν ποτέ, άλλά άφήνουν π ίσ ω τους κ α χ εκτικ ά στό α ίσ θ ημ α κ α ί κυρτωμένα α ν θ ρ ω π ά κια , στόμφο προσφέροντας κ α ί χ ρυσ οποίκιλτα βίτσ ια . Ά νθ ρ ώ πο υς -τ ίτ λ ου ς , κ ι δχι έαυτούς. 'Υ φ ηγητής, γ ιά πα ράδ ειγμ α, χαραχτηρισμός σημαντικός μέσα στή σ κα κιέρ α τής ζωής. Τ ίτλο ι κ α ί χαρ αχτη ρ ισ μο ί πού έχουν τήν ισ τορία τους μέσα στίς δομικές γάγγραινες ένός συστήματος μέ πο λλά π λ ο κ ά μ ια : π α ιδ ε ία , ύγεία, έργασία, άπόλαυση. ’ Ο ρ γα νισ μ οί πο ύ ξεψύχησαν
στήν έρημο κ ι άφησαν στή ρ αχοκ ο κ α λ ιά -έ ν θ ύ μ ιο μηχανισ μούς άναίσ θητους, σ κ ιάχτρ α ά π ν ο α , γ ιά τό φ όβο τών όνείρωγ τών νεαν ικ ώ ν . Α ύ τ ή ή «Σφ αγή...», ή έντομοκτόνα, άποτελείτ λογοτεχνικό γεγονός. Μ έ τό εύρημα τής νήσου Κ άρ ο υ, τού βοσκού της κ α ί τού πα ν ε θν ικ ο ύ σ υ ναγερμού δίν ε ι τόπο γ ιά νά συμβούν πο λλά. Δ ρ ά μα γ ιά δυό π ρ ό σ ω π α , άπέχει πο λύ ά π ό μ ιά δ α κρύβρεχτη μαρτυρία. Ό συγγραφέας- ήρωας άπευθύνεται στον άγαπητό θείο Έ χ τ ο ρ α δΓ έ πιστολών, τών όπ οιω ν τό πακέτο βιβ λιοδ ετήθη κε... γ ιά ν ά άποχτήσει πρόσω πο μ ιά γενιά . Τ ο ύ ’50 ή τού ’60, σημ ασ ία έχει πώ ς ε ίν α ι γενιά χαμένη. Μ ιά ισ το ρία δηλαδή πού ζητά π ρ ό σω πα μέ τήν άγάπη κ α ί τή ζεστασιά ένός συγγραφέα πο ύ στέλ ν ει γραμματόσημα. Μ ιά γενιά πο ύ άνεξάρτητα ά π ό τίς γενικές κληρονομικές έπιβαρύνσεις σ φ ά χτηκε. Δέν πρόλαβε... 'Η «Σ φ αγή...» είν α ι σώμα γραμμάτων. Ή λογο τεχνία τή φιλοξένησε. Ό χ ι σάν καταγγελία - θ ά ήταν ά δ ικ ο - άλλά σάν άποτέλεσμα μιάς β α σ α ν ι στικής κ α ί μοναχικής έπεξεργασίας αισ θ ημ άτω ν, πού χάρη στά γράμματα ά ν α π αρά γονται κ α ί ά π οχτούν σχέση μέ τή ζώσα καθημερινότητα. Γ ι’ άλλη μ ιά φορά ή λογοτεχνία, αυτό τό μ π ανάλ εργαστή ρ ιο ντελικάτω ν αισ θημάτων πού τά χρειάζεται ά ρ α ιά κ α ί πού ή ζω ή, γίνετα ι τό μουσείο έκθετων όνείρω ν, ζω ώ ν μιάς άλλης (τής) πρ αγμ ατικό τη τας, πού ζητά επίμονα θέση. Β ιβ λ ίο λυρ ικότατο άλλά - θ ά τό πούμε ά ν ο ιχ τ ά - έκ δικ ητ ικ ό . Μ έ τήν άγνότητα τού πα ρθενικού αισθήματος πο ύ πρ ο δόθηκε. ”Α ν κάπ οιο ς μπόρεσε μέσα ά π ό άδικες συνθήκες νά γ ίνει άνθρωπος, λίγο τής πέφ τει τής ζωής. Μ ά τής λογοτεχνίας πο λύ. Γ ια τ ί πισ τεύει στό μέλλον κ α ί τήν ίδ ια τήν έπιστημονικότητά της. Ή μυθιστορηματική μα ρτυρία τού Σ πύ ρ ου Σ . ε ίν α ι σημαντική κ α ί εύρηματική: προσφ έρει ένα θέμα άναγκαϊο, τό δ ίν ε ι α υ θεντικά, χρη σ ιμο π ο ιε ί άπλούς κώδικες, γνωστούς κ α ί φθαρμένους, στέλνει γράμματα, σέ ύφος ά π λ ό , γραφή στρωτή κ α ί μέ πολλή δόση χιούμορ, γ ιά ν ά π α ρ α μ υ θ ια στεΐ μ ιά γενιά. Ή τέχνη του βρ ίσ κεται στό δτ ι μέ σ α ά π ό τήν εικό να τής καθημερινής ά π α ισ ιο δ ο ξίας , πού τήν περ ιλαμ βάνει, δ ίν ε ι στιγμές ά φ θ α στης ομορφιάς. Έ τ σ ι καθιερώ νεται. Ό συγγρα φέας πιστεύει πώ ς ό καλύτερος τρόπος γ ιά ν ά σω θούν τά όνειρα ε ίν α ι νά τά κουβεντιάζεις. ΓΓ α υ τό σού μιλ ά ε ι, δέ σέ θέλει ονειροκρ ίτη ά λλά όνειροπόλο. Τ ό χιούμορ του κ ι ή άπλότητά του δ ί νουν προσβάσεις σέ παλιότερους κ α ί νέους. ’ Ε πιμένουμε σ ’ ένα στοιχείο πολύ σ ημαντικό: δέν ε ίν α ι ή καταγγελία τής νοσ οκομειακής μας άθλιότητας πού κ ά νει ζηλευτή τή μαρτυρία. Έ χ ε ι μεγάλη σχέση μ’ αύτό, ώστόσο είν α ι κ ά τ ι πο ύ τό κ ά ν ε ι τό κ ο ιν ω ν ικ ό ρεπορτάζ ή ή πο λ ιτ ικ ή . Ή «Σ φ αγή...» δίνει τή ζεστασιά τής ανθ ρώ π ινη ς έπικοιν ω ν ία ς , δίνει τό σήμα τής επιβίω σ ης τής ά ξ ιο πρέπειας κ α ί προπάντων δ ίν ε ι ένα χιο ύ μο ρ -δ πλο , πο ύ λέει πο λλά σάν ύφος ζωής, σάν ήθος, καί μ ο ιά ζ ε ι πολύ μέ τό τσέχικο. 'Υ π ά ρ χ ο υ ν σ ημεία 1 κ ω μ ικ ο τ ρ α γ ικ ά , όταν διαβάζοντας άναγνω ρίζεις τόν άσυνείδητο μετεωρισμό τής νεοελληνικής 135
πραγματικότητας, την έλλειψη ευθύνης, τό άπρόσωπο. Ό μ ω ς , τά γράμματά του δέ θά μπορούσαν ποτέ νά τελειώσουν μέ τό γνωστό: «Αυτά πρός τό παρόν, θά τά ξαναπούμε». Ό χ ι. «θείε Έχτορα, ζεστό πράμα ή άνθρώπινη συντροφιά. Λυπάμαι πού σ’ αφήνω, γειά σου». Γ ι’ αύτό κ ι άποφάσισε, αύτός κ ι ο ί έκλεκτοί τής γενιάς του, ή ’ Αγγελική άς πούμε, ό Γιώργος, ή Ελένη, ν ’ άποτεφρώσουν τήν άποκαμωμένη ευαισθησία. Γ ιά νά γαρνιρ ι στούν τά τυπογραφικά με τή μυρωδιά τής φορμό λης άλλά κα ί τής έλπίδας. Έ τσ ι, ώστε νά θυμίζει μοιρολόι, τραγουδισμένο σέ μιά ζωή άσχήμιας κ α ί συμφορών, σ’ ένα νεκρό, σά νά τού λέει: «Τί χάνεις πού φεύγεις, άξίζει τόν κόπο». Μ αζί μέ τήν άγωνία αυτού τού κόσμου: «Θείε Έ χτορα, δλη μου τήν άγάπη, άλλ’ ένα μόνο πές μου. Θά νικήσουμε; Είμαστε λιποτάχτες;» Κ. Κ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ιστορία του 525 Τ .Π δέν πρέπει νά ξεχαστει. Κ ι έχει δίκιο. Κ. Κ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Στό φάρο ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ: Στό φάρο. Μετ. Α. Μπερλή. ’Αθήνα, Κρύσταλλο, 1982. Σελ. 230. Ε Ν Α άπό τά καλύτερα βιβλία τής Βιρτζίνια Γούλφ, πού άρχίζει μόλις νά γίνεται γνωστή στό έλληνικό κοινό, ενώ στό έξωτερικό τά έργα της μεταφράζονται κ ι επανεκδίδονται συνέχεια, γιά τό μοναδικό τους ύφος κ α ί τήν έπικαιρότητα τών προβλημάτων πού θίγουν. Βασισμένο σέ πραγματικά γεγονότα τής πα ιδι-
525 Τάγμα Πεζικού ΔΙΟΝΥΣΗ ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΥ: 525 τάγμα πεζι κού. Γ'έκδοση. 'Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 181. Δ ΙΑ νά μή άφανισθώμεν ώς έθνος, άς ένωθώμεν ώς Έλληνες! Τάδε έφη, είς μίαν τών πολλών τρα γελαφικών στιγμών τού έργου ό διοικητής τού πε ριβόητου 525 Τάγματος, τό όποιον παραδόξως έξηφανίσθη μέ τήν έκπνοήν τής πάλιν περιβόητης έπιστρατεύσεως. Στό μυθιστόρημα τού Διονύση Χαριτόπουλου, προέχει τό ντεκόρ μέ δλες τίς πα ραλλαγές. Μέσα σ’ αυτή τήν κωμικοτραγική άτμόσφαιρα άναδύονται τύποι π α λιοί κα ί ιδίως νέοι, μέ τό χιούμορ τού νεοέλληνα, τό θράσος του, τήν άγωνία του άλλά κα ί τήν άδιαφορία, πού είναι ένα ορισμένο είδος στάσης στήν υπηρε σία τής έπιβίωσης. Μ ιά στάση ένοχλητικά άνατρεπτική, πρωτοφανής έν καιρώ δικτατορίας. Ή άπομυθοποίηση κ α ί ή γελοιοποίηση τύπων τού μηχανισμού, ο ι όποιοι, χαμένοι, ξέπλατοι στό έρεβος κα ί χάος τής έπιστράτευσης, μέ τήν τρομο κρατία τού επιστρατευμένου πλήθους ιδίως τών έφέδρων πού άναπνέουν άπό τήν άνοργανωσιά, δίνουν τήν ευκαιρία πολύ ενδιαφέρουσας πρό ζας. Ά ν θ ρ ω π ο ι σάν τόν διοικητή πρέπει νά αύτοεκπαιδευτούν στά γρήγορα γιά νά πετύχουν επικοινω νία άλλιώ τικη τών διαταγών. "Ολα βρί σκονται έν εξελίξει γιατί δέν υπάρχει εξέλιξη. ’Ιδανικό ντεκόρ γιά νά φανεί σ’ δλο της τό μεγα λείο ή νεοελληνική μας άτμόσφαιρα. Ή Ελλάδα, λέει ένας ένα βραδάκι στήν Κατερίνη, είναι ή μό νη χώρα στόν κόσμο πού μαζί μέ τόν καφέ σού σερβίρουνε κα ί νερό. Ό συγγραφέας τονίζει δτι ή 13 6
Βιρτζίνια Γούλφ κής της ήλικίας, τό βιβλίο αύτό έχει σάν κεντρικά πρόσωπα ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι, τούς γο νείς της: έναν πατέρα πού έχει πάθος μέ τό γρά ψ ιμο, μιά μητέρα πολύ όμορφη κ α ί καθόλου δια νοούμενη, πού ό θάνατός της κλόνισε σοβαρά δλη τήν οικογένεια, κ α ί μιά νεαρή ζωγράφο, μιά γυ να ίκ α πού δέν παίρνει κανείς στά σοβαρά, έπειδή είναι γυναίκα, κ α ί πού βλέπει μέ άποστασιοποίηση τό γάμο, τήν υποκρισ ία τών συζύγων μεταξύ τους κ α ί τή γυναι5ίεία μοίρα της.
«Στό φάρο», πού γράφτηκε μέ μεγάλο ένθουοιασμό ά π ό τή Β. Γού λφ , μετά ά π ό μ ιά περ ίο δο κατάθλιψης, σ άν κ ι αύτές πο ύ περνούσε συχνά, φ αίνεται καθ α ρ ά κ α ί τό πάθος της γ ιά τή θ ά λασ σα, πάθος πο ύ είχε ά π ό μ ικρ ή , ά π ό τότε πο ύ π ή γαινε μέ τήν οίκογένειά της γ ιά μπ ά ν ιο . Ή θ ά λασσα κ ι ό συμβολισμός της, ή σχέση της μέ τή ζωή κ α ί τό θάνατο, έπα ιξε μεγάλο ρόλο στά β ι βλία τής Γούλφ, πο ύ , μήν ξεχνάμε, αύτοκτόνησε μέ πνιγμό. Κ. Λ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
"Ανθρωπος γιά όλες τίς δουλειές
γ ιά τή ζωή. Π α ρ ’ δ λα αύτά δη μ ο σ ιο π ο ιε ίτ α ι μέ τήν τελευ τ α ία τ α ιν ία τού Μ ά ρ κ ο Φ ερρέρι «Ισ τ ο ρ ίε ς κ α θ η μερινής τρέλας». Τ ό σ ενά ρ ιο -β ιβ λ ίο τού Μ . χρη σιμεύει σ άν ά λ λ ο θ ι στό σκηνοθέτη γ ιά ν ά ξε δ £ πλώ σει τό δ ικ ό του τάλαντο κ α ί ν ά δώ σει τή δική του έρμηνεία. Ε κ ε ί δπ ου ο ί λέξεις δέν άρκούν, ή είκό να συγκροτεί ένα χώ ρ ο-σ κ ην ικ ό , βάζοντας σέ κίνησ η τίς άντιλη πτικές δυνατότητες-ίκανότητες τού θεατή. Γ ιά νά ξαναγυ ρίσω δμως στό β ιβ λ ίο , έντοπίζουμε βρισμένες κακόηχες λέξεις στή μετάφραση τής Χρύσας Τ σ α λ ικ ίδ ο υ . Μ ή γ ίν ε ι τό λάθος κ α ί θεωρηθεί δτι τό σ ώ μα τού βιβ λ ίο υ άποτελεΐται ά π ό μ ιά έ ν ια ία ίσ τορία-άφ ήγησ η. Δ ιαρ θρ ώ νεται σέ ξεχωριστά, αύτοτελή κ ε φ ά λ α ια , πο ύ μεταξύ τους δέν ύ π άρ χει νοη μα τική σύζευξη. Τέλος, θεω ρώ τό β ιβ λ ίο αύτό ά ν ισ ο σέ σχέση μέ τό προηγού μενο πού μεταφράστηκε στά έλληνικά, δηλαδή τίς «Ισ τ ο ρ ίε ς καθημερινής τρέλας». Β. Κ .
Τ ΙΑ Ρ Α Σ Μ ΠΟΥΚΟΦΣΚΙ: 'Άνθρωπος γιά δλες τίς δουλειές. ’Αθήνα, Όδνσσέας, 1981. Σελ. 166.
Ο Τ Σ Α Ρ Α Σ Μ π ο υ κ ό φ σ κ ι γεννήθηκε στό A n d e rnach τής Γερμανίας τό 1920. Π ολύ ν ω ρ ίς ο ί γονείς του εγκαταλείπουν τή γη ρ α ιά ήπ ε ιρ ο γ ιά ν ά έγκατασταθούν στό Λ ό ς Ά ν τ ζ ε λ ε ς , όπου θά μεγαλώ σει ό συγγραφέας. Δ ημ οσ ιεύ ει τό πρώτο πεζό σέ ή λ ικ ία 24 χρόνων κ α ί πο λύ άργότερα θά άσχοληθεϊ μέ τήν πο ίη ση . Ά ν κ α ί χρο νολο γικά, όσο κ α ί θεματικά, σ υ μ πίπ τει μέ τήν όνομαζόμενη γενιά τών beats, άκολουθεΐ έναν ξέχωρο δρόμο. Π α ρ α μένει περ ιθ ω ρ ιακό ς μέ δλη τή σ ημ ασ ία τής λέξης, θησαυρίζοντας ά π ό αύτή τή συνειδητή έπιλογή, όχ ι μόνο ψήγματα έμπνευσης ή έμπειρίας, άλλά γ ια τ ί αυτός ε ίν α ι ό χώρος του. Σ τό σ υγγραφ ικό του έργο άντικατο πτρ ίζεται δλο τό φ άσ μα τής άμ ερικά νικης κο ινω νία ς πο ύ έχει ν ά κ ά ν ε ι μέ τόν τρόπο ζωής τού Μ . σάν ένεργού μέλους της, χ ω ρίς ο υ σ ιασ τικά νά λειτουργεί σ’ έναν καθ ορ ισ μέ νο ρόλο. Α χ θ ο φ ό ρ ο ς στή Ν έα ’ Ο ρλεάνη, πα ραμάγειρας, οδοκαθαριστής στή Ν έα Ύ ό ρ κ η , τίς π ιό πολλές φορές μεθυσμένος, διατηρ εί μ ιά εύα ισ θησία πού φλέγεται άπ ό π ό θο γ ιά ζωή. Ο ί φτωχογειτονιές τών άναπτυγμένων β ιο μ η χα ν ικ ά πό λεω ν, ο ί δρ ό μ ο ι μέ τίς πόρνες, τούς άλήτες, τούς έμπορους ναρ κ ω τικώ ν εισχωρούν β α θ ιά στήν έ μ π ειρ ία· π ό λ ο ι έλξης πού δέν φ ω το γρα φ ίζο νται άνώ δ υνα, άλλά δίνουν τήν ευ κ α ιρ ία στή νόηση ν ά δ ια ν ο ε ί τ α ι. Ή τρέλα, ή αύ τοκτο νία, ή κατ ά θ λ ιψ η , ή φθορά τών ά ξ ιώ ν , ή π α ρ α κμ ή , άν τ ί ν ά όδηγοΰν στήν ά φ α σ ία τού λόγου, γίνο ν τ α ι έχέγγυα γ ιά πε ρισσότερη ζωτικότητα. Τ ό καθ ημ ερινό σ κόρ πισμ α καταγράφ εται σέ ά το μικό έπίπεδ ο, λόγος πο ύ κ α ταφ άσ κει τήν ύπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Έ τ σ ι πα ραμένει ό μο ναχικός συγγραφέας πού δέν ά νή κει σέ κ α μ ιά σχολή, πο ύ δέν θέλει τό χα ρακτηρισμό τού φ ορέα όποιασ δήποτε άντίληψης
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ρούντιν ΙΒ Α Ν ΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ: Ρούντιν. Μετ. Ζωής Νάσιοντζιχ. Αθήνα, Πλέθρον, 1982. Σελ. \49.
Ο « Ρ Ο Υ Ν Τ ΙΝ » , τό πρ ώ το άρ ισ τουργηματικό μυ θιστόρημα τού Τ ου ρ γκένιεφ , έκδόθηκε πρόσφ ατα ά π ό τό «Πλέθρον». Μ εταφ ράσ τρ ια ή Ζ ω ή Ν ά σ ιο υτ ζικ , πο ύ έγραψε κ α ί τή λιτή άλλά τόσο πε ρ ιεκτική εισαγω γή γ ιά τό συγγραφέα κ α ί τό έργο του, άρχίζοντας ά π ό τά π α ιδ ικ ά του χ ρό νια κ ιό λας. Στό «Ρούντιν» πα ρο υ σ ιά ζ ε τ α ι ό άντιπροσ ω πευτικός τύπος τού ρώσου διανοούμενου τής έποχής (γύρω στά μέσα τού 19ου α ί.). Έ ξ υ π ν ο ς , γοητευ τικός, πρ ο ικισ μένο ς μέ σ π ά ν ια χειμαρρώδη ευ γλωττία, μά στερημένος ά π ό θερμή φυσικότητα κ α ί πρ α γμ α τικό πά θο ς, εμπνέει στό άρισ τοκρ ατικ ό περιβά λλον τής κ α λ ο κ α ιρ ιά τ ικ η ς έξοχής δπου ά πρόοπτα εισ δ ύει τό θαυμασμό, τήν άντ ιπ ά θε ια , τό σεβασμό, τό μίσος κ α ί τόν έρωτα. νΙσ ω ς ή ά π α τηλή του εμφ άνιση ξεγελάσει κ α ί πληγώσει μερ ικά π ρ ό σω πα ά π ό τήν ξένοιαστη κ α λ ο κ α ιρ ιν ή πα ρέα, δπως τή Ν α τ α λ ία Ά λ ε ξ έ γ ιε β ν α ή τό Σεργκέι Π αύλοβιτς, ά λλά αύτός πού θά ν ιώ σ ε ι τελικά βα θ ιά κ ι άνεπ ανόρθω τα τά μειονεκτήματά του, θά ε ίν α ι ό ίδιος. Μ όνο ς, φιλοσοφ ώντας μά ταια, μέ κα ρ δ ιά ά δ ε ια , άν ίκ α ν ο ς γ ιά μεγάλα αισ θήματα κ α ί ο υ σ ιασ τική άν θ ρ ώ π ιν η επα φ ή, συνδέεται μέ άσχετους ά νθρώ πους κ ι άσχολεϊται μέ διάφορες δουλειές χω ρίς ν ά σ τεριώ νει πουθενά, βασανισμέ νος ά π ό τίς ίδ ιες τίς άσυνήθιστες ίκανότητές του
Ίβάν Τονργκένιεφ πού έμεναν άχρηστες, μέ χά σπλάχνα σπαραγμένα άπό τό σκουλήκι της εύφυίας του, λέει κάποια στιγμή τούς πικρούς στίχους: «"Ως πού μέ έσπρω ξε ή νιότη μου! Μέ βασάνισε κα ί δέν έχω πού νά κάνω βήμα...» Κ α ί τέλος πεθαίνει στήν παρισινή έξέγερση τού 1848, δπου βρέθηκε πάνω στήν άπελπισμένη του προσπάθεια νά δώσει κάποιο νόημα στή ζωή του. Μ ά τά λόγια του ηχούν άκόμα κ α ί σήμερα, 130 χρόνια άργότερα, σάν μιά αιώ νια κραυγή άγωνίας κα ί μιά παντοτινή προειδοποίηση: «’Α λή θεια, τίποτα δέν άξιζα; ’Αλήθεια, δέν ύπήρχε πά νω στή γή τίποτα νά κάνω;»
τη της παρουσίαση στό έλληνικό κοινό. "Ενα βιβλίο πού δέν μιλάει γιά μιά άλλά γιά πολλές ζωές γυναικών -όπως είπε κάποιος κριτι κός, άποτελεΐ στήν πραγματικότητα δώδεκα ή δε καπέντε βιβλία μα ζί-, γιά τά ψυχολογικά, κοινω νικά κ α ί μεταφυσικά τους προβλήματα, γιά τόν πόλεμο τών δύο, φύλων, πού συνεχίζεται πίσω άπό μιά φαινομενική ειρηνική συνύπαρξη. Κεντρικό πρόσωπο ή Μύρα, πού ή ζωή της άντιπροσωπεύει τήν πιό κοινή γυναικεία έμπειρία, κα ί πού γύρω της κινούνται οί άντρες της, οΐ φ ί λες της κ ι οι άντρες τους. Ή Μύρα είχε, δπως τόσες άλλες γυναίκες, μιά πολύ περιορισμένη παιδική ήλικία, ένα γάμο πού σκότωσε τόν έρω τα, πα ιδιά, ρουτίνα, μετριότητα, άνυπαρξία προ σωπικής ζωής. "Υστερα ήρθε γιά τόν άντρα της ή κοινωνική έπιτυχία, κα ί μαζί της, δπως συμβαίνει συχνά, οί έρωτικές περιπέτειες. Μετά τό διαζύγιό της ή Μύρα πρέπει νά χτίσει μιά καινούρια ζωή άπό τήν άρχή, μέ κλονισμένη τήν πίστη της στόν έρωτα, άλλά κα ί στίς δικές της δυνάμεις. Στίς προσπάθειές της νά ξαναρχίσει τίς σπουδές της κα ί νά βρει δουλειά, νά μπορέσει πάλι νά έχει σχέσεις μέ άντρες, τή βοηθάνε οί γυναικείες φ ι λίες της. Ο ί ζωές τών φίλων της, κ ι ο ί σχέσεις τους μεταξύ τους, άποκαλύπτουν ένα όλόκληρο κομμάτι τής σημερινής ’Αμερικής κα ί τών γυναι κείων προβλημάτων. Μ οναδικό μειονέκτημα τής έκδοσης είναι ή με τάφραση, άρχίζοντας άπό τήν άστοχη άπόδοση τού τίτλου. Ό ταν ό τίτλος τής άγγλικής έκδοσης είναι «Women’s room» καί τής γαλλικής «Toilet tes pour femmes», κ ι δταν ολόκληρη ή πρώτη πα ράγραφος τού βιβλίου άναφέρει δτι ή ήρωίδα, πού άπεχθάνεται τή χυδαιότητα, ένοχλεϊται ήδη άπό τήν όνομασία τουαλέτες γυναικών, πού θά έπρεπε κατά τή γνώμη της, νά όνομάζονται τουα λέτες κυριών, άναρωτιόμαστε ποιά συλλογιστική όδήγησε σ’ αύτή τήν άπόδοση. '
Κ. Λ.
ΜΕΛΕΤΕΣ
Ε. Κ.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ουρητήρια γυναικών ΜΑΙΡΙΛΥΝ ΦΡΕΝΤΣ: Ούρητήρία γυναικών. Μετ. Φαίης Σκρέτα. ’Αθήνα, Πύλη, 1981. Σελ. 655. ΤΟ πρώτο μυθιστόρημα τής Μ αίρ ιλυν Φρέντς (πού έγινε μπέστ-σέλερ στήν ’Αμερική), κ ι ή πρώ 138
Ποιητικά πρόσωπα καί κείμενα ΤΕΛΛΟΥ ΑΓΡΑ: Κριτικά. Δεύτερος τόμος. Ποιητικά πρόσωπα καί κείμενα. Φιλολογική έπιμέλεια Κώστα Στεργιόπονλον. Φιλολογική Βι βλιοθήκη, άριθ. 4. ’Αθήνα, ‘Ερμής, 1981. Σελ. 292. Η ΕΚ ΔΟ ΣΗ τών κριτικών έργασιών τού Τέλλου "Αγρα είναι ένα σημαντικό φιλολογικό γεγονός. Πέρα άπό τό δτι δίνει σάρκα καί όστά σέ ένα πα λιό, μόνιμο αίτημα πού ήταν χρέος τιμής άπέναν-
t i στόν πρ ό ω ρ α κ α ί ά δ ικ α χαμένο πο ιη τ ή τών «Κ αθημερινώ ν», έρχεται νά φ ω τ ίσ ε ι, μέ ά π ο δ ε ικ τ ικ ό πλέον τρόπο, μ ιά ά π ό τίς π ιό ένδιαφ έρο υσες κ ρ ιτικές συνειδήσεις τού μεσοπολέμου. Σ α ράντα χ ρ ό νια μετά τό θάνατο τού Ά γ ρ α , τά κ ε ί μενά του παρέμεναν σ κό ρ π ια κ α ί δυσεύρετα, μέ Αποτέλεσμα νά αίω ρεΐται άτεκμ ηρ ίω το τό μέγεθος τής κρ ιτική ς προσφοράς του. Ο ί σ ύγχρ ονο ι κ α ί οΐ μεταγενέστεροι τού Ά γ ρ α μιλ ού σ α ν κάθ ε πο ύ δ ι νόταν ε ύ κ α ιρ ία γ ιά τή σ η μ α σ ία αύτής τής πρ ο σ φ οράς, ένώ ο ί νεότεροι σ π ά ν ια ε ίχ α ν τήν ε ύ κ α ι ρ ία ν ά γευτούν δείγματά της, κ υ ρ ίω ς ά π ό π ε ρ ιστασιακές άναδημοσιεύσεις. Ή άγρ υπ νη στοργή, ή γνώση κ α ί τό ένδιαφέρον τού Κ . Στερ γιό πο υλου γ ιά τό έργο τού Τέλλου Ά γ ρ α , άνταμ ε ίβ ε ι μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τήν έμπιστοσύνη κ α ί τή φ ιλ ία πο ύ τού έδειξε δ πο ιη τής π ρ ιν π ε θ άνει. Κ α ί δεν ε ίν α ι ή πρώτη φορά πο ύ ό Κ . Σ τεργιόπουλος ά π οδ εικνύετα ι άξιος αύτής τής έμπιστοσύνης: Θ υ μ ίζ ω τήν πολύ ένδιαφ έρονσ α μελέτη του « Ό Τέλλος Ά γ ρ α ς κ α ί τό πνεύ μα τής πα ρακμ ής » κ α θώς κ α ί τη συναγωγή κ α ί έκδοση τού π ο ιη τ ικ ο ύ τόμου «Τ ριαντάφ υλλα μια νής ήμέρας», π ο ύ δέν πρόλαβε ν ά π ρ αγμ ατο πο ιήσ ει ό ίδ ιο ς ό Ά γ ρ α ς . Ό δεύτερος τόμος τών « Κ ρ ιτ ικ ώ ν » , πο ύ μάς α π α σ χ ο λεί έδώ, έχει τιτλοφ ορ ηθεί ά π ό τόν έπιμελητή « Π ο ιη τ ικ ά π ρ ό σω πα κ α ί κείμ ενα». Π εριέ χε ι έκτενεϊς μελέτες, βιβ λιο κρ ιτικέ ς κ α ί σύντομα ά ρ θρα τού Ά γ ρ α στή «Μ εγάλη Ε λ λ η ν ικ ή Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ εια » γ ιά τούς: Π ρο β ελέγγιο, Δ ρ ο σ ίν η , Μ α β ίλ η , Γ ρυπά ρη, Μ α λ α κ ά σ η , Π ο ρ φ ύ ρ α , Σ η μ η ρ ιώ τη , Μ ελαχρ ο ινό, Κ α ρ υ ω τά κ η κ α ί Λ α π α θ ιώ τ η . Γ ιά δέκα δηλαδή παλαιότερους κ α ί σύγχρονούς του έλληνες ομοτέχνους του. Έ τ σ ι ό δεύτερος τό μος, μ α ζ ί μέ τόν πρώ το, πο ύ πε ρ ιε ίχε σ υσ σ ω μ α τωμένες τίς μελέτες του γ ιά τόν Π α λ α μ ά κ α ί τόν Κ α β ά φ η , όλο κληρώ νει τόν κ ρ ιτ ικ ό δ ιάλογ ο τού Ά γ ρ α μέ μερ ικά ά π ό τά π ιό σ η μ α ν τ ικ ά π ο ιη τ ικ ά μεγέθη τού κ α ιρ ο ύ του. Σ τά π λ α ίσ ια αύτής τής σύντομης πα ρο υσ ίασ η ς δέν ε ίν α ι δυνατό νά διεξέλθει κ α ί ν ά σ χ ολιάσ ει καν ε ίς τίς άπόψ εις τού Ά γ ρ α , π ο ύ παραμ ένου ν μέχρι σήμερα εύστοχες κ α ί έρεθιστικές, θά έλεγα. Ά ς ελπίσουμε δτι ή όλοκλήρ ω σ η τώ ν πέντε σ υνο λ ικ ά τόμων τών « Κ ρ ιτικώ ν» θ ά δώ σ ει πολλές άφορμές γ ιά τή διερεύνηση τής κ ρ ιτ ικ ή ς ό π τική ς του, ά π ό τήν ό π ο ια π ο λλά πρ ά γμ α τα έχουμε ν ά κερδίσουμε κ α ί νά κρατήσουμε. Π άντω ς, δέν θά ήτα ν πρ ό ω ρ ο ν ά διατυπ ώ σ ου με ά π ό τίς ένδείξεις κ α ί τήν πραγματικότητα πο ύ μάς προσφ έρουν ο ί δυ ό μέχρι σήμερα τόμοι κ ά π ο ιε ς γενικότερες π α ρατηρήσεις: 1. Π ο σ ο τικά τό κ ρ ιτ ικ ό έργο τού Ά γ ρ α ε ίν α ι πο λύ μεγαλύτερο ά π ό τό π ο ιη τ ικ ό του. Ή σ υ ν ο λ ι κή παραγω γή του (πο ίη σ η -κρ ιτ ικ ή -μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις -π ε ζ ά διάφ ορα-έπιστολές κ λ π .) τόν κατατάσσουν στή χορ εία τών πο λυγράφ ω ν συγγραφ έω ν μας. Ε ίν α ι πρ όβλημα ά πόδειξης π ιά , τό κα τά πό σ ο ή πο λ υγ ρ α φ ία αύτή υ π οκρ ύ πτει κ α ί ένα ποσοστό εύκολογραφ ίας, έστω κ α ί μέ μ ε ιω τ ικ ή έννοια. 2. "Ο ταν π ιά σ υμπληρω θεί ή έκδοση τώ ν « Κ ρ ι τικώ ν» θά βρεθούμε σέ μ ιά κατάσ τασ η δια μ ε τ ρ ι
κ ά άντίθετη ά π ’ αύτή πο ύ Ισχυε μέχρι τώ ρ α σχετι κ ά μέ τό έργο τού Ά γ ρ α . Θ ά έχουμε, δ η λ α δ ή / συγκεντρωμένη τήν κ ρ ιτ ικ ή του έρ γασ ία, ά λ λ ά θά μάς λ ε ίπ ε ι μ ιά όρ ισ τ ικ ή κ α ί έ ν ια ία συναγωγή τον π ο ιη τ ικ ο ύ του έργου. 3. Π ισ τ ε ύ ω , τέλος - κ α ί άποτελεί κ α ί αύτό θέμα ά π ό δ ε ιξ η ς - δ τ ι ή ένασχόληση τού Ά γ ρ α μέ τήν κ ρ ιτ ικ ή , ά π ό ά π οψ η συνέπειας, έκτασης κ α ί σ υ νειδητής παρακο λού θη σ ης , έρχεται άμέσως μετά τίς άνάλογες έπιδόσεις τού Π α λ α μ ά . Ο ί τόμ οι τών « Κ ρ ιτ ικ ώ ν » π ο ύ θά άκο λου θή σο υν, φ α ν τ ά ζομ α ι ν ά φ ανερώ σ ουν τ ίς έγγενείς αύτές άρετές (άλλά κ α ί κ ά π ο ια μειονεκτήματα) τού έργου τού Ά γ ρ α . Ε ν ό ς έργου πο ύ είχε τήν ύπομονή ν ά περ ιμ ένει μισ ό ν α ιώ ν α κ α ί πλέο ν, χω ρίς ν ά σημαδεύεται σο β α ρ ά ά π ό τίς ρυτίδ ες τού χρόνου. Μ . Σ.
ΜΕΛΕΤΕΣ Ό κόσμος τής γοργόνας ΧΡ ΗΣΤΟ Υ ΑΝ ΤΩΝ ΙΟΥ: Ό κόσμος τής γοργό νας. ’Αθήνα, 'Ελληνικό Λογοτεχνικό κ α ί Ιστο ρικό 1Αρχείο, 1981. Σελ. 181.
Σ Τ ΙΣ μέχρι σήμερα μελέτες πού έχουν δημοσιευ τ ε ί γ ιά τό έργο τού Γ ιώ ρ γο υ Σεφέρη έρχεται ν ά π ρ οστεθεί μ ία ά κό μη . Ε ίν α ι ή διδ α κ τ ο ρ ικ ή δ ια τρ ιβ ή τού κ . Χ ρ . Α ν τ ω ν ίο υ , μέ θέμα τή λα ϊκ ή μας πα ρ ά δ ο σ η δπω ς αύτή κ α θ ρεφ τίζεται στό έργο τού μ εγάλου π ο ιη τή. Σ υ γ κεκριμένα τόν κ . Χ ρ . Α ν τ ω ν ίο υ ά π ασχό λησ αν δύο θέματα: Τ ί πίστευε δ Γ. Σεφέρης γ ι’ αύτή τήν πα ράδ οσ η κ α ί μέ π ο ιά μορ φ ή τήν πέρασε στήν π ο ίη σ ή του. Δ ιε υ κ ρ ιν ίζ ο ν τ α ς κ α τ ’ άρχήν τήν έννοια π α ρ ά δοση κ α ί ξεχωρίζοντας τήν έπίσ ημη πα ράδοσ η, τή νεκρ ή, δπω ς ά π ο κ α λ ε ίτ α ι, ά π ό τήν άνεπ ίσ ημ η, τή ζω ντανή τού λ α ο ύ, τήν π α ράδ οσ η π ο ύ ένέχει «ά ν θ ρ ω π ιά » , ό Χ ρ . Α ν τ ω ν ίο υ ε π ισ η μ α ίν ε ι ό ρ ισμένα σ τοιχεία π ο ύ μέ τήν ε πα νάληψ ή τους μέσα στήν π ο ίη σ η τού Σεφέρη π α ίρ ν ο υ ν ιδ ια ίτερ η σ η μα σ ία . Ή θά λασσ α ε ίν α ι ένα ά π ό αύτά. Ό Σεφ έ ρης πέρασε τά π α ιδ ικ ά του χρ ό ν ια δ ίπ λ α στή θ ά λασ σ α άνάμεσα σέ άπλούς ψ αράδες. Ή σαγήνη της, ή μυθο λογ ία γύρω ά π ό τό ύγρό στοιχείο τόν άγγ ιξ α ν β α θ ιά . Ή μορφή τής γοργόνας έγινε κ α ί δ ικ ό του σύμβολο. Κ ι άλλες μορφές δμω ς τής λ α ϊκή ς μας π α ρ ά δ ο σης, υπαρκτές, δπ ω ς τού Μ α κ ρ υ γ ιά ν ν η ή τού Θ εό φ ιλ ου , έχουν συνδεθεί στενά μέ τήν αίσθηση πο ύ είχε ό Σεφέρης γ ιά τήν Ε λ λ ά δ α . Ε ίν α ι κ ι αύ τ ο ί «πολίτες τής δ ικ ή ς του Ε λ λ ά δ α ς , κ α ί π ιό ού σ ια σ τ ικ ά , έπειδή α ύ τ ο ί ξέρουν ν ά τού διδά ξ ο υν α ύ θ ε ν τ ικ ά τόν έλ λ ην ικ ό έλληνισμό». 139
Έ νδια ς ίρ ουσα είναι κ α ί ή έρευνα τοΰ Χρ. ’Αντω νίου πάνω στό πλούσιο έθιμικό παραδο σιακό ύλικό πού συναντά κανείς σέ πολλά άπό τά ποιή ματα τού Γ. Σεφέρη. Κ . Ρ.
ΜΕΛΕΤΕΣ
τά, γιατί, όπως λέει, χρειάζεται ξεχωριστή μελέτη γιά τήν περίο δο τοΰ 18ου κ α ί 19ου α ί; Ή φιλολογική τάση τοΰ Π αλαμά είναι π α σ ί γνωστη κ α ί φανερή σέ δλα τά έργα του. Ή μελέτη τών πηγών τής «Φλογέρας τοΰ βασιλιά», ένός άπό τά πιό άντιπ ροσωπευτικά ποιήματά του, δίνει ιδιαίτερες προεκτάσεις κ α ί τοποθετεί τό έργο σέ σχέση μέ τήν ύπόλοιπη έλληνική γραμματεία, βοηθώντας τόν άναγνώστη σέ μιά ουσιαστικότερη κατανόηση κ α ί έκτίμησή του. Ε. Κ.
Ή έλληνική λογοτεχνική παράδοση στη «Φλογέρα τοΰ βασιλιά»
ΜΕΛΕΤΕΣ
Ό Καβάφης άπαραμόρφωτος
Κ. Γ. ΚΑΣΙΝΗ: Ή έλληνική λογοτεχνική παράόοση στή *Φλογέρα τον βασιλιά». Συμβολή ατήν έρευνα των πηγών. ’Αθήνα, "Ιδρυμα Κωστή Πα· λαμά, 1980. Σελ. 555. Μ ΙΑ πολύτιμη έργασία γιά ένα άπό τά σημαντι κότερα ποιήματα τού Κ . Π αλαμά άποκτήσαμε μέ τή μελέτη τού Κ . Γ. Κασίνη « 'Η έλληνική λογοτε χνική παράδοση στή “ Φλογέρα τοΰ β ασ ιλιά” ». Ό συγγραφέας δούλεψε πάνω στό θέμα του όκτώ χρόνια κ α ί υπέβαλε τήν πολυσέλιδη διδα κτορική διατριβή του στή Φ ιλοσοφική Σχολή τοΰ Άριστοτέλειου Π ανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ά π ’ όπου κ α ί έγκρίθηκε, ένώ τό "Ιδρυμα Κ. Π α λαμά άνέλαβε τήν εκτύπωσή της. Τ ό όγκώδες αύτό έργο καλύπτει τό πεδίο τών σχέσεων τής «Φλογέρας τοΰ βασιλιά» μέ τήν έλλη νική παράδοση, ξεκινώντας άπό τά βυζαντινά κείμενα πού άποτελοΰν τόν «καμβά» τοΰ πο ιή μα τος ή τό «άρχιτεκτονικό στεφάνωμα», σύμφωνα μέ τήν έκφραση τοΰ ίδ ιου τοΰ ποιη τή, πού άγάπησε ιδ ιαίτερα τή βυζαντινή λογοτεχνία κ α ί ιστορία κ α ί έπηρεάστηκε τόσο ά π ’ αυτές. "Ετσι στό κεφ ά λαιο αύτό καταγράφονται τά κομμάτια άπό τά κείμενα τών βυζαντινών ιστορικών κ α ί χρονογρά φων, όπως τοΰ Κεδρηνοΰ κ α ί τοΰ Ζωναρά, τοΰ Συνεχιστή Θεοφάνους, τοΰ Μ ανασσή, τοΰ Φραντζή, τοΰ Ά κρ ο π ο λίτ η , τοΰ Ψελλοΰ, τοΰ Λέοντος Διακόνου κ α ί άλλων, τών όποιων ή έπίδραση εί ναι τόσο φανερή, ώστε φράσεις ή λέξεις μεταφέρονται αυτούσιες σχεδόν στό πα λαμικό έργο. "Επειτα περνάμε στό «κέντημα» κ ι άρχίζουμε άπό τούς συγγραφείς κ α ί ποιητές τής άρχαίας γραμματείας, τόν "Ομηρο, τόν Η σ ίο δ ο , τούς προσωκρατικούς φιλόσοφους, μέ κύρ ια παρουσία αυτήν τοΰ 'Η ράκλειτου, τούς τραγικούς, τόν Πλάτωνα κ α ί τόν Πλούταρχο κ α ί τούς άλλους, συνεχίζουμε μέ τά έκκλησιαστικά άπόκρυφα κ α ί συναξαριακά κείμενα, μέ πρώτη τή Βίβλο, έπειτα άκολουθοΰν τά νεοελληνικά, ξεκινώντας άπό τό μνημειώδες έπος τοΰ Διγενή ’Α κ ρ ίτ α , κ α ί φτά νοντας ώς τόν «Έρωτόκριτο» κ α ί τό δημοτικό τραγούδι. Έ κ ε ϊ ό συγγραφέας τοΰ έργου σταμα 140
ΤΙΜ ΟΥ ΜΑΛΑΝΟΥ: Ό Καβάφης άπαραμόρ φωτος. ’Αθήνα, Πρόαπερος, 1981. Σελ. 112. Μ ΙΚ Ρ Ε Σ πινελιές είναι τά κείμενα πού περιλαμ βάνονται στίς 112 σελ: τοΰ βιβλίου αύτοΰ· συμ πλήρωμα στό πορτραίτο τοΰ άλεξανδρινοΰ π ο ιη τή, μέ τό όποιο χρόνια τώρα άσχολεϊται ό κ. Τ .Μ . Στά σύντομα αύτά κείμ ενα άναφέρονται όνόματα άνθρώπων κ α ί γεγονότα πού φωτίζουν άλ λοτε άμυδρά, άλλοτε έντονότερα τή μορφή τού Κ. Καβάφη. Ξαναζωντανεύει άκόμη μέρος άπό τήν άτμόσφαιρα τής ’ Αλεξάνδρειας τής έποχής έκεί-
Τίμος Μαλάνος
Γ*% ■
1 νης, μέ τίς διαμάχες τών πνευματικών της κ ύκλω ν Χαί τά κουτσομπολιά. Ό λ α αυτά άπ ό πρώτο χέ ρι, μιά x o i δ Τ .Μ . ζοΰσε τά χρόνια έκεΐνα σ ’ αύτά
τά μέρη, γνώριζε κ α ί συναναστρεφόταν όλους αύτούς τούς άνθρώπους, συμπεριλαμβανομένου κ α ί
τον Καβάφη. Ή διαφ ορά άπόψεων τού Τ .Μ . κ α ί τού Στρατή Τ σίρκο ώς πρός τό βαθμό πο λιτική ς συνειδητοποίησης τού ποιητή -δ ια φ ο ρ ά πού είχε έξελιχθεί σέ έντονη δ ια μ ά χ η - υπογραμμίζεται κ α ί π ά λ ι άπ ό χόν κ ρ ιτικό Τ .Μ ., ό όποιος βρ ίσ κει την ευ κ α ιρ ία κα ί στίς σύντομες αυτές σκιαγραφήσεις ν ά τονίσει τη γνώμη του γ ιά την τέλεια άδ ια φ σ ρ ία τού πο ιη χή σ’ δ,τι άφοροϋσε τά π ο λ ιτ ικ ά γεγονότα τής έποχής κ α ί έν γένει τά «κοινά». Π αρ άλληλα θά υποστηρίξει κ α ί την άποψη ότι περισσότερο άπ ό όλα ό ποιητής ένδιαφερόταν γ ιά την προβολή τού έργου του, κ α ί γιά τό σκοπό αύτό δέν δίσταζε «χωρίς κα μ ιά υπερηφάνεια νά μεταχειρίζεται όλα τά μέσα γ ιά νά δημιουργεί φ ιλικο ύς κρ ιτικο ύς τού έργου τόυ, λές κ ι έκανε τέχνη γ ιά βιο πο ρισμ ό κ α ί ήταν γ ι’ αύτό ύποχρεωμένος ν ά καταφεύγει στή διαφήμιση». Κ . Ρ.
ΜΕΛΕΤΕΣ Ή κριτική στή νεότερη Ε λλά δ α Ή κριτική στή νεότερη 'Ελλάδα. Αθήνα, 'Εται ρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού κ α ί Γε νικής Παιδείας I Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, 1981. Σελ. 264.
Π Α Ρ Α τό γεγονός ότι ή κρ ιτική κ ρ ίνεται κ α ί έπικρ ίνεται μέ ευκολία κ α ί εντυπωσιακή συχνότητα, ελάχιστα είν α ι τά βιβ λία έκεΐνα πού μάς κάνο υν νά συνειδητοποιήσουμε τήν πο ρ εία της στόν έλλην ικ ό χώρο. ’Ελάχιστα παραμένουν, έπίσης, τά β ι β λία πού άποτελοΰν συναγωγές κ α ί δειγματολη ψίες τών π ιό χαρακτηριστικών κ ρ ιτ ικ ώ ν κειμέ νων. Ά ν δέ λαθεύω, ή πρώτη πρ ο σπάθεια γ ιά μ ιά συνολική θεώρηση τών μέχρι τότε άξιόλογω ν έπιδόσεων στό είδος είναι ό τόμος τής Βασ ικής Β ι βλιο θήκης «Ά ετού»-Ζ αχαρόπουλου μέ τόν τίτλο «Νεοελληνική Κ ριτική». Προλογισ μένος κ α ί φροντισμένος άπό τούς δύο πρόσφατους νεκρούς τών γραμμάτων μας, τόν Ε. Π απανοΰτσ ο κ α ί τόν I. Μ . Π αναγιω τόπουλο, σταματά ου σ ιασ τικά στήν προπολεμική έποχή, χωρίς ν ά όλοκληρώνει τήν άντιπροσωπευτική εικόνα πού έ π ιδ ιώ κ ε ι νά προσφέρει (π.χ. δέν άνθολογούνται κ ρ ιτ ικ ά κ ε ί μενα τού Ά γ ρ α ) . Λ ίγ α χρόνια μετά, κυκλοφ όρη σε ή τμηματικά δημοσιευμένη στήν « Κ αινο ύρ για Έ πο χή » «’Α νθ ολο γία κριτικής» τού Γ ιάννη Γουδέλη. Τ ό 1976 είδ αν τό φώς δυό συναφή, άλλά
δια μ ε τ ρ ικ ά άντίθετα στίς προθέσεις τους, βιβλία?, ή «’Α ν θ ο λ ο γ ία δ ο κιμ ίου κ α ί άρθρου» (έκδοση Μ α λ λ ιά ρ η , Θεσσαλονίκη) κ α ί ή «'Ε λληνική κ ρ ιτ ι7 κ ή σκέψη (έκλογή)», παρουσιασμένη άπ ό τόν» Ζ ή σ ιμ ο Λορεντζάτο. Έ τ σ ι, ό πρόσφατος τόμος τής Ε τ α ιρ ε ία ς Σ π ο υδ ώ ν συνιστά τήν πρώτη, θά έλεγα, δια χ ρ ο ν ι κ ή έξέταση τών τάσεων τής κριτικής στή χώ ρα μας. Τ ό β ιβ λ ίο , πού δέν έχει άνθολογικό χαρ α κτήρα, έρευνα κ α ί άξιολογεΐ τίς διαδοχικές φ ά σεις τής κρ ιτική ς πορείας, μέ κάποιες είδικότερες έπισημάνσεις άλλά κ α ί μ ιά σειρά παράπλευρων παρατηρήσεων. Τ ά κείμενα τού βιβλίου ε ίν α ι ο ί όμιλίες πο υ έγιναν στήν Ε τ α ιρ ε ία Σ πουδώ ν μέ τό γενικό τίτλο « Ή κρ ιτ ικ ή στή νεότερη Ε λ λ ά δα», ά π ό τίς 15 ’Ιανο υάρ ιο υ έως τίς 4 ’Α π ρ ιλ ίο υ 1981. ’ Α ν α λ υ τ ικ ά , τά περιεχόμενα έχουν ώς έξής: Γ ιάννης Δ άλλας: Ή π ο ιη τική τού Σολω μοΰ κ α ί τού Κάλβ ο υ κ α ί ή διαμόρφω ση τής έφτανησιακής κ ρ ιτική ς. Π α ν. Μ ουλλάς: Ή άθηναϊκή π α ν ε π ι σ τημιακή κ ρ ιτ ικ ή κ α ί ό Ροίδης. Ξ. Α . Κοκκόλης: Ο ί πρ οβληματισ μοί τής κριτικής κ α ί ό Π αλαμάς, 1880-1910. Κ . Γεωργουσόπουλος: Γιάννης Ά π ο στολάκης-Φ ώτος Πολίτης. Κ . Στεργιόπουλος: Κ λέω ν Π αράσχος κ α ί Τέλλος Ά γ ρ α ς . Ά λ έ ξ . Α ρ γ υ ρ ίο υ : Τάσεις τής κριτικής σκέψης στό μεσο πόλεμο. Κ . Θ . Δημαράς: Τ ί, ίσ ως, ε ίν α ι ή κ ρ ιτ ι κή. Έ χ ο υ μ ε δηλαδή μ ιά ιστορικά διαρθρωμένη διερεύνηση τής νεοελληνικής κριτικής σκέψης. Τ ό έγχείρ ημα βέβαια δέν μπορεί νά θεωρηθεί ούτε τελεσ ίδικο, ούτε έξαντλητικό. Α ρ κ ε ί ν ά ρ ίξ ε ι κ α νείς μ ιά μα τ ιά π.χ. στίς σελ. 202-203 τού βιβ λ ίου , δπ ου ό Α ρ γ υ ρ ίο υ καταγράφει τούς κρ ιτικο ύς πο ύ έμφ ανίστηκαν στό μεσοπόλεμο (πο λλοί ά π ’ αυτούς φτάνουν ώς τίς μέρες μας), γ ιά ν ά κ α τ α λάβουμε πόσες περιπ τώσεις θά έπρεπε νά έξεταστούν χω ριστά γ ιά ν ά συνθέσουμε τό σ υνο λικό πρό σω πο μιας κ α ί μόνης περιόδου. Θ εωρώ τό βιβ λ ίο πολύτιμο. Ό χ ι μόνο έπειδή δ λα τά κείμενά του βρίσκονται σέ μ ιά ύψηλή πο ιο τ ικ ή στάθμη, άλλά κ α ί έπειδή μπορεί νά ά π οτελέσει μιας πρώτης τάξεως άφετηρία πού μπορεί ν ά τροφοδοτήσει κ α ί νά πα ρακινήσ ει ένα σωρό έ πιμέρους μελέτες. Ή μόνη, κ α ί άρκετά αισθητή, έ λλειψ ή του ε ίν α ι ή άπ ου σία ένός ευρετηρίου πρ ο σώ πω ν κ α ί δρω ν, πού θά καθισ τούσε ευχερή τήν άναζήτηση τής πληθώρας τών στοιχείω ν πού περιέχονται στά κείμενα. Π άντω ς θά εύχόμουν νά βλέπαμε σύντομα π α ρόμοιες έργασίες κ α ί - ίσ ω ς - μ ιά έκτενέστερη ισ το ρία τής τόσο συχνά παρεξηγημένης έλληνικής κ ρ ιτική ς σκέψης. Θ ά είχαμε νά διδαχτούμε πο λ λά. Μ . Σ.
141
ΜΕΛΕΤΕΣ
Κώστας Βάρναλης ίΠ Υ Ρ Ο Υ ΓΚΙΝΗ: Κώστας Βάρναλης. Ιδεολο γία κι αισθητική. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 278.
Κατάχαμ’ Αρετή, Μυαλό καί Νιάτα! τόν κάλλιαν ό χειρότερος έπάτα... ΣΤ Ο κατώφλι μιας έποχής ξεκινά ό δάσκαλος κ α ί παρουσιάζει τό πρώτον τά καταδικαστέα σέ ζων τανό ακροατήριο, συνεχίζοντας τήν παράδοση τού κριτικού ρεαλισμού τού 19ου αιώ να. 'Η ποίη σή του, σατιρική, δηκτική, έμπαιχτική, άπαισ ιόδοξη μέ τήν άλλοτρίωση -στην ούσία της αισ ιό δο ξ η - είναι αντιφατική κα ί γι’ αυτό ζωτική κα ί βιώ σιμη. Ποίηση πού χαρακτηρίζεται άπό τόν έντονο κοινω νικό χαρακτήρα, χωρίς νά μειώνει αύτή ή έπιμονή τήν έκφραστική του δύναμη. Ό Βάρναλης άπό μικρός ένιωσε τίς δυό Ε λ λ ά δες νά χτυπιούνται πάνω στήν καμπούρα του. Τήν επίσημη κ α ί τήν άνύπαρκτη. Τή μάνα κα ί τό σπίτι του. Τό σχολειό, τό δάσκαλο, τό λογιότατο. Αύτόν τό Βάρναλη, πολύπλευρα έπηρεασμένο άπό τά σύγχρονα ρεύματα κ α ί άνεπηρέαστο μαζί, ίδεολόγο κα ί επαναστάτη, άναλύει ό Σπύρος Γ κίνης, Κερκυραΐος μέ ποιητικές συλλογές στό ένεργητικό του καθώς κ α ί μελέτες. Κ. Κ .
ΘΕΑΤΡΟ
Τό ηφαίστειο Π. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ: Τό ήφαίστειο. Δράμα σέ τέσ σερις πράξεις. ’Αθήνα, ΟΙ ’Εκδόσεις τών Φίλων, 1981. Σελ. 133. Μ Ε Γ Α Λ Ω Μ Ε Ν Ο Σ μέ τά βιώματα τών άγώνων τού κρητικοΰ λαού ό Παντελής Πρεβελάκης ένιω σε πολύ βαθειά «τό ρίγος τής Ισ τορίας» σέ μιά πρώτη έφηβική επίσκεψη σ’ έναν άπό τούς πιό ιε ρούς, ήρωικούς τόπους τής πατρίδας του -τό Ά ρ κ ά δ ι-, τόπο πάθους πολύ κοντινών προγόνων Τό νεαρό κρητικόπουλο πού μαζί μέ τόν πατέ ρα του κ α ί τόν μεγαλύτερο άδελφό του ριγώντας άντίκρισε τή μεγαλόπρεπη όμορφιά τού άγιου Μοναστηριού σημαδεύτηκε βαθιά κ ι άπό κείνη τήν έπίσκεψη κ ι άπό άλλες πού άκολούθησαν. 142
Παντελής Πρεβελάκης (Ξυλογραφία τον Κ. Γραμματόπονλον) Έ τ σ ι, χρόνια άργότερα. τό ήρωικό όλοκαύτωμα -π αρ αμύ θι θαρρείς- τού νεότερου έλληνισμοΰ πού τόσον καιρό δουλευόταν στήν ψυχή του έδω σε ένα θεατρικό έργο πού πρωτοκυκλοφόρησε τό 1961 χαρίζοντας στό συγγραφέα του τό Α ' Κρατι κό Βραβείο Θεάτρου κ α ί πρωτοπαίχτηκε τό 1966 άπό τό ’Εθνικό Θέατρο στό Ρέθυμνο. Ή λεγάμενη «πατριωτική ποίηση» δέν ήταν «τής μόδας» τόν καιρό πού γράφτηκε τό έργο, κα ί σήμερα βέβαια πολύ περισσότερο. "Ομως πάντα χρειάζονται μερικά έργα βγαλμένα άπό τίς συγκι νητικές έμπειρίες ένός λαού κ ι άπό τά «γνήσια βιώματα» κ α ί τίς «στέρεες ιδέες» κάποιο υ πού βρέθηκε τόσο κοντά στά γεγονότα ώστε νά ’χει χάσει σ’ αύτά στενούς συγγενείς. Πολλά πρόσωπα ζωντανεύουν τήν εποχή, ένώ οΐ προσωποποιήσεις τής Κρήτης, τού Ψηλορείτη, τής Δόξας δίνουν ιδιαίτερο μεγαλείο κ α ί δύναμη. 'Η πολύχρονη θητεία τού Παντελή Πρεβελάκη στό θεατρικό λόγο είναι μιά έγγύηση γιά τό «Η φαίστειο». Ε. Κ.
★
ΘΕΑΤΡΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ
Oi μαριονέτες
Πώς αύτοκαταλύθηκε ή δημοκρατία τού 1944
HEINRICH VON KLEIST: Οι μαριονέτες. Καί μιά μελέτη τον Bernard Dort. Μετ. Τζένης Μα στοράχη. 'Αθήνα, Άγρα^ 1982. Σελ. 61. Ε Ν ΑΣ μεγάλος γερμανός συγγραφέας, ό H einrich von Kleist είναι λίγο γνωστός στην Ε λ λ ά δ α . Π ο λ λά θεατρικά του έργα μεταφράστηκαν βέβαια άλλά μόνο γιά νά παιχτούν κά π οια στιγμή, χωρίς νά κυκλοφορήσουν ευρύτερα. Ο ί έκδόσεις «νΑγρα» τελευταία κυκλοφόρησαν ένα λιγοσέλιδο έργο του μέ τόν άρχικό τίτλο «Περί τού θεάτρου τών ; ιριονετών», πρωτοδημοσιευμένο σάν άρθρο τό 1810 στήν εφημερίδα Berliner Abendbla tter μέ τόν τίτλο «Ο ι μαριονέτες». Τ ό μεγαλοφυές αύτό δ ο κ ί μιο τού Kleist ακολουθεί κ α ί συμπληρώνει ίσως μιά εξαιρ ετικά ενδιαφέρουσα μελέτη τού Β. D o rt πού βοηθά τόν άναγνώστη νά πλησιάσει τό συγ κεκριμένο έργο κ α ί τό συγγραφέα. Ό Kleist σ’ αύτό τό σύντομο άρθρο προχωρεί τόσο βαθ ιά στό θέατρο πού φτάνει σχεδόν ως τήν άρνησή του. «Ο ί Μαριονέτες δέν μάς μαθαίνουν τίποτα γιά τό θέατρο δπως αύτό γίνεται ή δπως θά μπορούσε νά γίνει: δέν είνα ι ούτε μιά έξομολόγηση τού δρα ματουργού Kleist, ούτε ένα δοκίμιο αισ θητικής. ’Α λ λ ά ένα τέτοιο κείμενο μάς μιλάει γιά τό όνειρο κ α ί τίς βαθύτερες καταθέσεις δλου τού θεάτρου», λέει σέ κά π οιο σημείο ό D ort. ’Εκπρόσωπος τυπικός τής έποχής του, άκολούθησε μέ τήν άνήσυχη ζωή του κ α ί τόν τραγικό κ α ί ήθελημένο θάνατό του τίς ρομαντικά άπ αισ ιόδ οξες ιδέες της. Ο ί «Μαριονέτες» είναι μιά διείσδυση στήν ούσία τού θεάτρου. Τ ά άνδρείκελα αύτά αποτελούν τήν τέλεια μορφή του ξεπερνώντας τό άνθρώπινο σώμα, για τί άπό τήν παντομίμα τους λείπ ει «ό άκκισμός», ή προσπάθεια πού άναγκαστικά δ ια γράφεται σέ κάθε άνθρώπινη κίνηση κ α ί γ ι’ αύτό ταράζει τό σύνολο. Βέβαια ή θέση αύτή είναι ούτοπική κ α ί τελείως έξω άπό κάθε δυνατότητα - ό Kleist ύποστηρίζει πώς όποιαδήποτε συνειδητή προσπάθεια τού άνθρώπου νά ξαναζωντανέψει μιά σκηνή άποτυχαίνει, μιά κ α ί λείπει ή άθωότητα- άλλά τελικά δέν άρνείται τό θέατρο. Πιστεύει σ’ ένα άλλο δραμα πού θά μάς όδηγήσει στό τελευταίο κεφ άλαιο τής ιστορίας τού κόσμου, σέ μιά νέα άθωότητα μέσα άπό τόν «καρπό τού Δέντρου τής Γνώσεως». Κ α ί δπως λέει ό Β. D ort τελειώνοντας τή μελέτη του «ίσως ποτέ κανείς δέν φοβήθηκε κ α ί δέν περίμενε περισσότερα άπό τό θέατρο ά π ’ δ,τι ό Kleist, δικαιώ νοντάς το έτσι καλύτερα». Ε. Κ.
Α. Γ. ΣΠΑΝΙΑΗ: Πώς αύτοκαταλύθηκε ή δημο κρατία τον 1944. Προλόγιση Κ. Καλλιγά. ’Αθή να, Παπαζήσης, 1981. Σελ. 424. Μ ΙΑ πολύ ένδιαφέρουσα μαρτυρία τών φανερών πα ρασκηνιακώ ν έξελίξεων πού συγκλόνισαν τήν Ε λ λ ά δ α τό κ α λ ο καίρ ι τού 1965 κ α ί κατέληξαν στό πραξικόπημα τής 21ης ’Α π ρ ιλ ίου 1967. Ό συγγραφέας, πού ήταν δχι μόνο μάρτυς, άλλά κ α ί μέτοχος τών γεγονότων, άποκαλύπτει νέα κ ι άνέκδοτα στοιχεία γιά τήν ταραγμένη διετία 1965-67 κ α ί δείχνει πώς ή κατάλληλη άξιοποίηση μερικών περισ τατικών, ή προπαγάνδα στό στρατό κ ι ό σκοτεινός ρόλος μερικών ομάδων κ α ί άτόμων όδήγησαν στήν κατάλυση τής μεταπολεμικής δη μοκρατίας κ α ί στή δικτατορία. Ό αντιναύαρχος Σπανίδης ύπηρέτησε 37 χρό ν ια στό Π ολεμικό Ν αυτικό, υπήρξε στρατιωτικός άντιπρόσωπος τής Ε λ λ ά δ α ς στο Ν Α Τ Ο κ α ί, στή συνέχεια, ύπαρχηγός τού Γενικού ’Επιτελείου ’ Εθνικής Ά μ ύνη ς . ’Αποστρατεύτηκε τό 1958. Τ όν ’ Ιο ύνιο τού 1965 έγινε διευθυντής τής ΕΡΕ. ’Α π ’ αύτή τή θέση έζησε άπ ό μέσα τά τόσο σημαντικά γεγονότα γιά τήν ισ τορία τής χώρας μας. Κ. Λ.
PENGUIΝ ·PELICAN·PAN·PICADOR·ABACUS·PALADIN·GROVE·DENT·FONTANA z CORGI-CORONET-NEW ENGLISH LIBRARY-SPHERE-EVERYMAN-ARROW
En glish Books For an e x c e lle n t range o f q u a lity f i c t io n paperbacks, plus an ever-expanding s e le c tio n o f t i t l e s in the f i e l d s o f s o c ia l s c ie n c e s , li t e r a t u r e , women's s tu d ie s and f i c t i o n , philosophy, r e lig io n s o f the E ast, h ea lth , mysticism, a r ts , s c ie n c e f i c t i o n and fantasy, o c c u lt, guides and maps, e t c . e t c .
TO
• m ~Ό TO
For very low p r ic e s For sp e cia l orders ( i f you want your books cheap and quick) For second-hand books (E ng lish , French, some German and Danish)
Compendium
33 Nikis St. Plaka Tel 3226931
AN EXPERIENCE YOU SHOULVN’ T MISS
’Έ κητω ση Z 0 - 7 0 %
f
6 τ ά ε λ λ η ν ικ ά β ι β λ ί α . ■ L o n d o n t>ook<bop y r i c t s
for English
And doKt forge* jo f ud cut Avoid Jhp, yitfUl·order took clubs ° GRANADA·FABER AND FABER·ALLEN AND UNWIN·QUARTET·METHUEN > THAMES AND HUDSON·PHAIDON·HARCOURT BRACE JOVANOVICH-HARVESTER
144
διαβαζω
για παιδια
. Ελένη Παμπούκη
U
Οι «νεανικές βιβλιοθήκες» 'Υ π ά ρ χ ε ι μ ιά κ α τ η γ ο ρ ία β ιβ λ ίω ν π ο ύ θ έ λ ε ι ν ά ά π ε υ θ υ ν ε τ α ι σ το π ιο ε υ α ίσ θ η τ ο Α ν α γ ν ω σ τ ικ ό κ ο ιν ό : τ ά π α ι δ ιά π ο ύ δ έν ε ίν α ι π ι ά μ ικ ρ ά . Α υ τ ά π ο ύ β ρ ίσ κ ο ν τ α ι στό μ ε τ α ίχ μ ιο τής π α ιδ ικ ή ς η λ ικ ία ς κ α ί τής ε φ η β ικ ή ς ω ρ ιμ ό τ η τ α ς . Α υ τ ά π ο ύ μ π ο ρ ο ύ ν ν ά δ ια λ έ γ ο υ ν μ ό ν α το υ ς τ ά β ιβ λ ία τους. Α υ τ ά π ο ύ ο ί έκδ ο τες ά π ο κ α λ ο ϋ ν στούς κ α τ α λ ό γ ο υ ς το υ ς « μ ε γ ά λ α » ή «νέο υ ς» κ α ί τούς π ρ ο τ ε ίν ο υ ν β ιβ λ ία « κ α τ ά λ λ η λ α » γ ιά τήν ή λ ικ ία τους. 'Ο ό ρ ο ς « ν ε α ν ικ ή β ιβ λ ιο θ ή κ η » κ α ί ά λ λ ο ι π α ρ ό μ ο ιο ι π ο ύ σ τ ο ι χ ίζ ο υ ν κ ά τ ω θ έ το υ ς το ύ ς τ ίτ λ ο υ ς τ ώ ν β ιβ λ ίω ν ά π ο τ ε λ ο ΰ ν Α ο ρ ισ τ ο λ ο γ ία τ ω ν ε κ δ ο τ ικ ώ ν ο ίκ ω ν , ε νώ ο ί π ρ α γ μ α τ ικ έ ς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς , δ μ ό νο ς κ α τ ά λ λ η λ ο ς χ ώ ρ ο ς γ ιά ν ά β ρ ο υ ν τ ά π α ιδ ιά β ιβ λ ία κ α ί ν ά π ά ρ ο υ ν π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς , ε ίν α ι είδ ο ς σ π ά ν ιο π ο ύ δέν φ υ τ ρ ώ ν ε ι σ τίς π ό λ ε ις κ α ί σ τ ά χ ω ρ ιά τής Ε λ λ ά δ α ς . Τ ό υ π ο υ ρ γ ε ίο τής Π α ιδ ε ία ς π α ρ α μ έ ν ε ι ό ρ γ α ν ο Α δ ρ α ν έ ς γ ιά τ ό έ ξ ω σ χ ο λ ικ ό β ιβ λ ίο κ α ί ή έ λ λ η ν ικ ή τ η λεό ρ α σ η Α π ο π ο ιε ίτ α ι τ ή ν ε υ θ ύ νη τή ς έ νη μ έρω ση ς. Κ α ί τ ά π α ιδ ιά ; Μ έ π ο ιό τ ρ ό π ο φ τ ά ν ο υ ν τ ά π α ιδ ιά σ τά β ιβ λ ία ; Ε ίν α ι μ ε ρ ικ ά π ρ ο ν ο μ ιο ύ χ α π α ιδ ι ά . Σ τ ά σ π ίτ ια του ς υ π ά ρ χ ο υ ν β ιβ λ ία . ’ Α φ η μ έ ν α σέ τ ρ α π έ ζ ια κ α ί κ ο μ ο δ ίν α , β α λ μ έ ν α σ τη σ ε ιρ ά σέ β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν ν ά τ ά δ ια β ά σ ο υ ν τ ά π α ιδ ιά . Κ ρ υ φ ά τ ά δ ια β ά ζ ο υ ν τ ίς π ε ρ ισ σότερες φ ορές. Π ά ν ω σ τό μ α θ η τ ικ ό γ ρ α φ ε ίο σ κ ο ρ π ισ μ έ ν α τ ά σ χ ο λ ικ ά έ γ χ ε ιρ ίδ ια κ α ί τ ά τ ε τ ρ ά δ ια Α σ κ ή σ ε ω ν π α ρ α π λ α ν ο ύ ν τ ίς ε ρ ε υ ν η τ ικ έ ς μ α τ ιέ ς τ ώ ν ε ν ή λ ικ ω ν π ο ύ υ π ο ψ ιά ζ ο ν τ α ι π α ρ ε κ τ ρ ο π έ ς τ ώ ν π α ιδ ι ώ ν τ ή ν ώ ρ α τής σ χ ο λ ικ ή ς μελέτης. ’ Α π ό κ ά τ ω κ ο υ ρ ν ιά ζ ο υ ν τ ά μ υ θ ισ τ ο ρ ή μ α τ α κ α ί π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν τ ή ν Α π ο χ ώ ρ η σ η τού π α ρ ε ίσ α κ τ ο υ . ’ Α ν α δ ύ ο ν τ α ι τότε κ α ί ξ α ν α τ α ξ ιδ ε ύ ο υ ν τ ά π α ιδ ι ά στή φ α ν τ α σ ία κ α ί σ τό ό ν ε ιρ ο . Ε ί ν α ι κ ά π ο ια π ρ ο ν ο μ ιο ύ χ α π α ιδ ιά . Σ τ ό σ χ ο λ ε ίο σ υ ν ά ν τ η σ α ν δ α σ κ ά λ ο υ ς ν ά ά γ α π ο ύ ν ε τ ά β ιβ λ ία κ α ί σ υ μ μ α θ η τ έ ς γ ιά ν ά μ ι λ ά ν ε μέ π ά θ ο ς μ α ζ ί, ν ά Α ν τ α λ λ ά σ σ ο υ ν κ α ί ν ά Α ν α κ α λ ύ π τ ο υ ν μ α ζ ί τή μ α γ ε ία τής Α ν ά γ ν ω σ η ς , σ υ χ ν ά π έ ρ α ά π ό τ ή ν έ γ κ ρ ισ η κ α ί
π α ρ ά τήν Α π α γό ρευ σ η τώ ν μεγ άλω ν. Ε ί ν α ι π α ιδ ι ά π ο ύ π ο τ έ δ έ ν έ χ ο υ ν δ ε ι β ι β λ ίο ε ξ ω σ χ ο λ ικ ό . Κ α ί ε ίν α ι ά λ λ α π α ιδ ι ά π ο ύ δ σ α β ιβ λ ία Α π ο κ τ ο ύ ν έ λ έ γ χ ο ν τ α ι σ χ ο λ α σ τ ικ ά Α π ό π ρ ο ν ο η τ ικ ο ύ ς μ ε γ ά λ ο υ ς , ώ σ τ ε ν ά ε ίν α ι κ α τ ά λ λ η λ α , Α ν ώ δ υ ν α κ α ί Α β λ α β ή - σ έ μ ιά ε π ο χ ή πού τά Α κα τά λληλα * τά έπώ δυ να κ α ί τά ε π ιβ λ α β ή κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν χ ύ μ α σ έ δ ρ ό μ ο υ ς κ α ί π ε ρ ίπ τ ε ρ α , σ έ ε φ η μ ε ρ ίδ ε ς κ α ί π ε ρ ι ο δ ικ ά , σ τ όν κ ιν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο κ α ί σέ μ έ σ α έ ν η μ έ ρ ω σ η ς . Κ α ί τ έ τ ο ια θ ε ω ρ ώ Α κ ό μ α κ α ί τ ίς δ η μ ο σ ιε ύ σ ε ις καί Α ν ο ιχ τ έ ς σ υ ζ η τ ή σ ε ις καταλληλότητας κ α ί Α κατα λληλότητας πο ύ γ ίν ο ν τ α ι γ ιά χ ά ρ η τ ώ ν π α ιδ ιώ ν , Α λ λ ά ε ρ ή μ η ν του ς , λές κ α ί μ ε τ α β ά λ λ ο ν τ α ι α υ τ ο σ τ ι γ μ ε ί τ ά π α ιδ ι ά σ έ τ ρ ισ υ π ό σ τ α τ ε ς μ α ϊμ ο ύ δ ε ς π ο ύ δ έ ν β λ έ π ο υ ν , δ έ ν Α κ ο ύ ν , σ ω π α ίν ο υ ν κ α ί . δέν κ α τ α λ α β α ίν ο υ ν . Ε ί ν α ι κ α ί ο ί μ ε γ ά λ ο ι. Α υ τ ο ί τ α ξ ιν ό μ η σ α ν τά β ιβ λ ία , χ ώ ρ ισ α ν τή γ ν ώ σ η σ έ κ α τ η γ ο ρ ίε ς , 145
τήν έντυσ αν π ο λ ύ χ ρ ω μ α π α ιδ ικ ά έξυκρυλλα, τήν κ α τ ά γ ρ α ψ α ν στους έκ δο τ ικ ο ύς κ α τ α λ ό γο υς , τήν έβ α λα ν στά ρ ά φ ια τώ ν β ιβ λ ιο π ω λ ε ίω ν . Τ ή ν π ο υ λ ά ν ε κ α ί τήν άγο ρ ά ζο υν ά ν ά λ ο γ α μέ τ ίς ή λ ικ ίε ς τώ ν π α ιδ ιώ ν . Χ ω ρ ι σ τά. "Ο π ω ς έ ρ μ η τ ικ ά δ ια χ ω ρ ισ μ έ ν α ζοΰν σ τά σ χ ο λ ε ία κ α ί σ τά σ π ίτ ια τ ά π α ιδ ιά τώ ν π ό λ ε ω ν . Ν η π ια γ ω γ ε ίο . Δ η μ ο τ ικ ό . Γ υ μ ν ά σ ιο . Κ ά θ ε π α ιδ ί κ υ κ λ ω μ έ ν ο μέσα στό σ χ ολείο
ά π ό π α ιδ ιά τής ίδ ια ς ά κ ρ ιβ ώ ς ή λ ικ ία ς , ά π ο κ λ ε ισ μ έ ν ο μέσ α στό σ π ίτ ι σ τά κ ου τ οε ιδή δ ια μ ε ρ ίσ μ α τ α τ ώ ν π ο λ υ κ α τ ο ικ ιώ ν . Κ α ί ούτε μ ιά ώ ρ α κενή, κ α ί ούτε ένας τ ό π ο ς κ ο ιν ό ς , ν ά βρ εθο ύν ό λ α μ α ζ ί, ν ά π α ί ξ ο υ ν κ α ί ν ά ξ εδιαλεχτο ϋν μετα ξύ τους, ν ά ά ν τ ά λ λ ά ξ ο υ ν φ ιλ ίε ς κ α ί συγκρ ο ύσ εις , γ ν ω ρ ιμ ίε ς κ α ί ά ντιπ ά θ ε ιε ς , ν ά π ά θ ο υ ν , ν ά μ ά θ ο υ ν κ α ί ν ά άγα π η θ ο ύ ν . Κ α ί πο υ θ ε ν ά ένας χ ώ ρ ο ς ε ιδ ικ ό ς , β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς ή κ έντρ α β ι β λ ίω ν , ν ά δ α ν ε ίζ ο ν τ α ι β ιβ λ ία τά π α ιδ ιά , ν ά τ ά δ ια β ά ζ ο υ ν , ν ά τ ά κου β ε ν τ ιά ζ ο υν . Κ α ί ύπ εύθ υνο ς ούτε ένας. Ν ά π λ η ρ ο φ ο ρ ε ί π α ιδ ιά , γο νείς κ α ί δ α σ κ ά λ ο υ ς γ ιά τό π ε ρ ι εχόμ ενο τού κά θ ε β ιβ λ ίο υ , ν ά υ π ο δ ε ίχ ν ε ι ένα ν ο δ ηγ ό, ένα κ ρ ιτ ή ρ ιο γ ιά τήν έ πιλογή του. Ή τηλεό ρ ασ η, τό μ α ζικ ό τ ε ρ ο κ α ί λ α ϊκ ό τερ ο μέσ ο ενημέρωσης, κ α θ ιέ ρ ω σ ε τό ο ξ ύ μ ω ρ ο ά π ό φ θ ε γ μ α «όταν δέν βλέπετε τηλεό ρ α σ η δ ια β ά σ τε ένα β ιβ λ ίο » . "Έ τσι. Ξ ε ρ ά κ α ί άό ρ ισ τ α κ α ί α δ ιά φ ο ρ α . Τ ό Σ υ μ β ο ύ λ ιο Π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ισ μ ο ύ τού κ α ν α λ ιο ύ τής Ε Ρ Τ μ α ζ ί μέ τούς « ά ρμ όδ ιου ς εισηγητές» έ κ ρ ιν α ν δ τ ι μ ιά « κ ρ ιτ ικ ή π α ρ ο υ σ ία σ η β ιβ λ ίω ν » δέν έχει δυ νατό τητα ν ά έντα χ θ εϊ στό π ρ ό γ ρ α μ μ ά της, « ...γ ια τ ί πρ ό ς τό π α ρ ό ν δέν π ρ ο β λέ π ε τ α ι ε κ π ο μ π ή β ιβ λ ίο υ γ ιά τά π α ιδ ιά » . Τ ό υ π ο υ ρ γ ε ίο Π α ιδ ε ία ς , ά π ό όσ ο ξέρω , δέν έχει σ υ ντά ξ ει κ α ν έ ν α κ α τ ά λ ο γ ο π ο ύ θά κ α τ α τ ό π ιζ ε δ α σ κά λ ο υ ς κ α ί μαθητές. Τ ί ά π ο μ έ ν ε ι; Ή Ιδ ιω τ ικ ή π ρ ω τ ο β ο υ λ ία , 146
όπ ω ς π ά ν τ α . Κ ά π ο ιο ι π α θ ια σ μ έ ν ο ι δ ά σ κ α λ ο ι π ο ύ ψ ά χ ν ο υ ν τά β ιβ λ ία γ ιά ν ά τά σ υ στήσουν στούς μα θητές τους κ α ί κ ά π ο ιο ι ά ν θ ρ ω π ο ι μέ μ ε ρ ά κ ι π ο ύ δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ ν π α ι δ ικ έ ς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς ά π ό τό τ ίπ ο τ α . Λ ίγ ε ς εφ ημερίδες π ο ύ κ α θ ιέ ρ ω σ α ν σ τίς φ ιλ ο λ ο γ ι κές τους σ ελίδ ες τ ήν κ ρ ιτ ικ ή π α ιδ ικ ο ύ β ι β λ ίο υ κ α ί τό β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ό δε λ τ ίο « Δ ια λ έ γουμε β ιβ λ ία γ ιά π α ιδ ιά » τής Β ίτ ω ς Ά γ γ ε λο π ο ύ λ ο υ κ α ί τής Ζ ω ή ς Β α λ ά σ η , π ο ύ σ τ α μ άτησε στό 4ο τεύχος - ά π ό ο ίκ ο ν ο μ ικ ή δ υ σ π ρ α γ ία υ π οθ έτω . 'Ω σ τ ό σ ο ή έ κ δο σ η τώ ν β ιβ λ ίω ν ό χ ι μό νο δέν σταμάτη σ ε ά λ λ ά όλο ένα α ύ ξά ν ε ι. Μ έ τί κ ρ ιτ ή ρ ια ε π ιλ έ γ ο υ ν ο ί εκδότες τ ά β ιβ λ ία π ο ύ θέλο υν ν ά έ κ δ ώ σ ο υ ν ; Τ ί π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς δ ίν ο υ ν γ ιά τό είδ ο ς κ α ί τό περ ιε χ ό μ ε ν ο τού β ιβ λ ίο υ ; Π ώ ς δ ια κ ιν ο ύ ν τ α ι στήν ά γ ο ρ ά τά β ιβ λ ία ; Ε ίν α ι αύ τ ο ν ό η τ ο ό τ ι ε μ π ο ρ ικ ο ί λ ό γ ο ι -σ υ χ ν ά κ α ί ιδ ε ο λ ο γ ικ ο ί σ τ ό χ ο ι- κ α θ ο ρ ίζ ο υ ν τήν έκδοση ενός β ιβ λ ίο υ . Τ ή ν κ υ κ λ ο φ ο ρ ία του ρ υ θ μ ίζ ο υ ν ο ί κ α ν ό ν ε ς τού έ μ π ο ρ ίο υ . 'Η δ ια φ ή μ ισ η κ α ί τ ό π ο σ ο σ τ ό κέρ δο υς π α ίζ ο υ ν κ α ί εδώ τό ρ ό λ ο τους. Τ ό κόστος π α ρ α γ ω γής κ α ί ή δ ιά θ ε σ η τού έ π ιχ ε ιρ η μ α τ ία ν ά επενδύσ ει π ά ν ω σ τό π ρ ο ϊό ν του λ ιγ ό τ ε ρ α ή π ε ρ ισ σ ότερ α χ ρ ή μ α τ α επ η ρ ε ά ζ ο υ ν τήν π ο ιό τητα τού β ιβ λ ίο υ (ε ικ ο ν ο γ ρ ά φ η σ η , με τ ά φ ρ αση κ λ π .). Τ ό ό ν ο μ α τού σ υγγ ραφ έα ά π ο τελεΐ σ υχ νά εγγύηση γ ιά τ ή ν ε κ δ ο τ ικ ή έ π ιτυ χ ία τού β ιβ λ ίο υ . Κ α ί κ α θ ώ ς έχουμε π ο λ
λούς κ α ί κ α λ ο ύ ς σύγχρ ονο υς έλληνες λογ οτέχνες-συγγραφεΐς π α ιδ ικ ώ ν β ιβ λ ίω ν , τ ά β ι β λ ία τους έχουν ο ξ ύ ν ε ι τή λ ογ οτ ε χ ν ικ ή δε κ τ ικ ό τ η τ α π ο λ λ ώ ν π α ιδ ιώ ν . "Ο μ ω ς δέν ξέρω ν ά δ ια θ έ τ ο υ ν ο ί ε κ δ ο τ ικ ο ί ο ίκ ο ι ε ιδ ικ ο ύ ς συμβούλους, ώ στε ή έ π ιλ ο γ ή ν ά γ ίν ε τ α ι μέ δ ρ ισ μ ένα κ ρ ιτ ή ρ ια ( π α ιδ α γ ω γ ικ ά , ψ υ χ α γ ω γ ικ ά , α ισ θ η τ ικ ά κ λ π .). Μ ε γά λ η ά ν ο μ ο ιο γ έ ν ε ια , άσ χετοσ ύνη κ α ί ά ν ισ ό τ η τ α χ α ρ α κ τ η ρ ί ζου ν τά β ιβ λ ία π ο ύ ε κ δ ίδ ε ι ό ίδ ιο ς έκδοτης. Μ έ μεγάλη ε υ κ ο λ ία β α φ τ ίζ ε τ α ι ένα β ιβ λ ίο π α ιδ ικ ό , ν τ ύ ν ε τ α ι χ ο ν τ ρ ό έ ξώ φ υλλο , σ τ ο λ ί ζετα ι μέ ζ ω γ ρ α φ ιέ ς κ α ί π α ίρ ν ε ι τό δ ρ ό μο τής άγοράς. Κ α μ ιά φ ο ρ ά ά π ό λάθ ος , άβ λε-
ψ ία ή κ α ί πρόθεση ά κ α τ ά λ λ η λ α κ α ί χ υ δ α ία β ιβ λ ία μ π α ίνο υ ν στήν κ α τ η γ ο ρ ία π α ιδ ικ ά κ α ί κυκλο φ ορ ο ύν ά θ ώ α κ α ί κ α τ α σ τ ρ ε π τ ικ ά . Π ο ιο ς θ ά τό κα τ α λ ά β ε ι; Π ο ιό ς θ ά τό έλέγξ ε ι; Π ο ιό ς μπ ο ρ εί ν ά έ π ιβ ά λ ε ι κ υ ρ ώ σ ε ις , κ α ί π ο ιές , κ α ί κυ ρ ίω ς π ο ιό ς ε ίν α ι σέ θέση ν ά
π λη ρ οφ ο ρή σ ει τόν μ ε λ λο ν τ ικ ό ά γο ρα στή ; Ο ί βιβλιοπ ώ λες ούτε χ ρ ό ν ο έχουν ούτε γν ώ σ ε ις ειδ ικές διαθέτουν, ώστε ν ά έλέγχουν τά β ι βλία . Τ ά π ρ ο μ η θ εύ ο ντα ι κ α ί τ ά πο υ λ ά ν ε ά νάλο γα μέ τη ζήτηση π ο ύ υ π ά ρ χ ε ι. Σ τού ς καταλόγους τώ ν έ κ δ ο τ ικ ώ ν ο ίκ ω ν ύ π ά ρ χ ε ι ή κα τη γ ο ρ ία π α ιδ ικ ά β ιβ λ ία . Κ ά θ ε έκδοτης τήν τιτλοφ ορεί ά νά λο γ α μέ τίς π ρ ο σ ω π ικ έ ς του εκτιμήσεις: « π α ιδ ικ ά » , « π α ιδ ικ ή β ι βλιο θ ή κη » , « π α ιδ ικ ό β ιβ λ ίο » , « γ ιά π α ιδ ιά κ α ί νέους», « π α ιδ ικ ή κ α ί ν ε α ν ικ ή λογ οτε χ ν ία » . ’ Α π ό κ ά τ ω ά ν α γ ρ ά φ ε τ α ι τό ό ν ο μ α τού συγγραφέα, ό τίτλος τού β ιβ λ ίο υ κ α ί ή τιμή. Τ ίπ ο τ α άλλο. Μ ε ρ ικ ο ί έκ δ ο τ ικ ο ί ο ίκ ο ι ε κ δ ίδ ο υ ν μό νο ή κ υ ρ ίω ς β ιβ λ ία γ ιά π α ιδ ιά . ’ Α π ό αύ τού ς ο ί π α λα ιό τερ ο ι έχουν σχεδόν τ υ π ο π ο ιή σ ε ι τίς εκδόσεις τους, ά κο λ ο υ θ ώ ν τ α ς τή μ ο ρ φ ή π ο ύ έκδόθηκε τό β ιβ λ ίο γ ιά π ρ ώ τ η φ ορ ά. Έ χ ο υ ν κατα τά ξ ει τά β ιβ λ ία σέ έ π ισ τ η μ ο ν ικ ά ή γνώσεων κ α ί σέ διηγή σ εις ,' π α ρ α μ ύ θ ια , μ υ θ ι στορήματα. Α ύ τ ά τά κατ α τ ά σ σ ο υ ν κά τ ω ά π ό συμβατικές ονο μα σίες. ’ Ο ν ο μ α σ ίε ς δ η λω τικές ή περίεργες, χα ρ ιτ ω μ έ ν ε ς ή κ α ί άνεξήγητες: «’Α νεμ ώ νες », « Τ ά ά γ α π η μ έ ν α μου π α ρ α μ ύ θ ια » , « Τ ά π ρ ώ τ α μου β ιβ λ ία » , «Π λειάδες», «’Α ν δ ρ ο μ έ δ α » , «Τ ά κ α λ ά β ι β λία » , «Χ αρούμενες ώρες». Δ ίπ λ α σέ κ ά θ ε ον ο μα σ ία υπ ά ρ χ ει ή ή λ ικ ία γ ιά τ ήν ο π ο ία π ρ ο ο ρ ίζ ο ντα ι τά β ιβ λ ία . Ή μεγαλύτερη ή λ ι'κ ία πο ύ σ η μ ειώ νεται ε ίν α ι 10 ή 12 χ ρ ο νώ ν. Σ τά β ιβ λ ία π ο ύ π ρ ο ο ρ ίζ ο ν τ α ι γ ιά μ ε γ α λ ύ τερα π α ιδ ιά δέν σ ημ ε ιώ ν ε τ α ι ή λ ικ ία . Σ υ μ περ αίνο υμ ε λ ο ιπ ό ν ό τ ι α ύ τ ά ά π ε υ θ ύ ν ο ν τ α ι σέ μεγαλύτερα ά π ό 12 χ ρ ο ν ώ ν π α ιδ ιά . Κ ατα γρ ά φ ο ντα ι κ ά τ ω ά π ό διά φ ορ ε ς ο ν ο μασίες: « Γ α λά ζ ια β ιβ λ ιο θ ή κ η » , « Β ιβ λ ία γ ιά νέους», «Γ ιά μεγ άλα π α ιδ ιά » , « Β ιβ λ ία γ ιά νέους κ α ί π α ιδ ιά » . ’ Ε δ ώ ά ν ή κ ο υ ν ο ί μετα φ ράσεις -ά π ε ιρ ε ς με τ α φ ρ ά σ ε ις - τώ ν έργων
τής κ λ α σ ικ ή ς π α ιδ ικ ή ς λογ οτεχνίας ( Κ ά ρ ο λος Ν τίκενς , ’ Ιο ύ λ ιο ς Βέρν κ λ π .), ο ί δ ι α σ κευασμένες γ ιά π α ιδ ιά έ κδό σ εις κ λ α σ ικ ώ ν έργων ( "Α θ λ ιο ι, Τ ζ έ η ν Έ υ ρ , Κ ό μ η ς Μ ον τ ε χρή σ τος κ λ π .). Έ δ ώ έ ντάσ σ ονται κ α ί σ ι μετα φ ράσ εις σ ύγχ ρ ονω ν έργω ν π ο ύ έχουν κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ε ι ά π ό ξένους σοβαρ ο ύς έ κ δο τ ικ ο ύ ς ο ίκ ο υ ς κ α ί ε ίν α ι γρ α μ μ έ ν α σ υνή θω ς μέ ύ π ε υθ υνό τητα κ ι έ π ισ τ η μ ο ν ικ ή σ ο β α ρ ό τητα. Τ ά β ιβ λ ία α ύ τ ώ ν τώ ν έ κ δ ο τ ικ ώ ν ο ίκ ω ν κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν π ερ ισ σ ότερ ο στίς γ ε ιτο νιές κ α ί στήν έ π α ρ χ ία , μέσα ά π ό ένα κ α λ ά όρ γα νω μ έ ν ο δ ίκ τ υ ο διάθεσης. Σ τ ά κ ε ν τ ρ ικ ά β ι β λ ιο π ω λ ε ία τής ’ Α θ ή ν α ς σ π ά ν ια ύ π ά ρ χ ο υ ν . Ο ί ν έ ο ι έ κ δ ο τ ικ ο ί ο ίκ ο ι π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν κ α ί τ ά π ε ρ ισ σ ότερ α πρ ο β λ ή μ α τ α , τόσ ο στή δ ιά θε σ η όσ ο κ α ί στήν έπ ιλ ο γή κ α ί τήν κ α τ ά τ α ξη τώ ν β ιβ λ ίω ν στούς κα τ α λ ό γο υ ς τους. Μ ε ρ ικ ο ί έ κ δ ίδ ο υ ν όρ ισ μ έ ν α β ιβ λ ία . Μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις έργων τής σύγχρονης π α ιδ ικ ή ς λ ο γοτεχνίας. Ή « Μ ετό πη » έ κ δ ίδ ε ι β ιβ λ ία γ ιά π α ιδ ιά τού δ η μ ο τ ικ ο ύ . Ό « Ψ υ χο γιό ς » β ρ α β ευ μένα β ιβ λ ία , είτε μέ τό β ρ α β ε ίο "Α ν τ ε ρ σεν είτε μέ ά λ λ α ε υ ρ ω π α ϊκ ά β ρ α β ε ία . “ Ως έδώ κ α λ ά . Σ τ όν κ α τ ά λ ο γ ό του όμω ς π ο ύ έχει τόν τίτ λ ο « Π α γ κ ό σ μ ια ν ε α ν ικ ή β ιβ λ ιο θ ή κ η » δέν δ ίν ε τ α ι κ α ν έ ν α ά λ λ ο σ τ ο ιχ ε ίο έκτος ά π ό τό ό ν ο μ α τού συγγ ραφ έα κ α ί τόν τ ίτ λ ο τού β ιβ λ ίο υ . Έ τ σ ι τό β ρ α β ε ίο έγγυ άται 0τήν π ο ιό τ η τ α ά λ λ ά ό χ ι κ α ί τήν κατ α λ λ η λ ό τ η τ α τού β ιβ λ ίο υ . ’ Α π ο τ έ λ ε σ μ α : 'Ο φ ίλ ο ς μου ό Σ τάθ ης πή ρ ε γ ιά δ ώ ρ ο στά π ε ρ σ ιν ά του γ ε ν έ θ λ ια τό πο λ ύ ώ ρ α ίο β ιβ λ ίο «Τ ά νεφ ελόψ α ρ α ζούνε στή θ ά λασσ α» . Ε ίν α ι τό μό νο β ιβ λ ίο τού κατ α λ ό γο υ π ο ύ τ α ιρ ιά ζ ε ι σέ
νέους. Ό Σ τά θ ης όμω ς έκλεισ ε τά 10 π ρ ίν λίγες μέρες. Ε ιδ ίκ ε υ σ η σ τίς μετα φ ράσ εις έχει ά λ λ ά κ α ί κ α λ ή έ πιλογή κ ά ν ε ι ό έκ δο τ ικ ό ς ο ίκ ο ς « Τ ε κ μ ή ρ ιο » . Τ ιτ λ ο φ ο ρ ε ί τή σ ε ιρ ά « Γ ιά μ ικ ρ ο ύ ς κ α ί μεγάλους» ό χ ι ά ν α ίτ ια . Π ο λ λ ά ά π ό τά β ιβ λ ία του ε ίν α ι ά κ ρ ω ς δ ια σ κ ε δ α σ τ ικ ά γ ιά 147.
δλους (ή σ ειρ ά τού Μ ικ ρ ο ύ Ν ικ ό λ α , ό Μ α ρ σελέν π ο ύ κ ο κ κ ιν ίζ ε ι, Γ ρ ά μ μ α ά π ό τά π ε ρ ιπ λ α ν ώ μ ε ν α ν η σ ιά ). Ε ξ ά λ λ ο υ ό κατάλο γος τού « Τ εκμ ή ρ ιο υ » π ε ρ ιέ χ ε ι γ ιά τό κ α θ έ ν α β ι β λ ίο πολλές πλη ρ οφ ο ρίες. Ή Α Σ Ε έχει έ κδώ σει μεταφ ράσεις β ι β λ ίω ν γνώ σ εω ν γ ιά μ ικ ρ ά π α ιδ ιά . Τ ε λ ε υ τ α ία ά ρ χ ισ ε ν ά ε κ δ ίδ ε ι β ιβ λ ία έλλήνω ν λογοτε χ νώ ν. Σ τόν κα τά λ ο γ ό της τιτλ ο φ ορ ε ί τή σ ε ιρ ά «Ν εο ελλη νικ ή λογ οτεχνία γ ιά π α ιδ ιά κ α ί νέους». Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά τά έργα: Γ ιά ν ν η Β λ α χ ο γ ιά ν ν η : «Γύρος τής άνέμης». « Π α ρ α
μ ύ θ ια κρ υ φ ο νό η τα κ α ί φ ιλ ο σ ο φ ικ ά » χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ο ν τ α ι ά π ό τόν ίδ ιο . Ά ν δ ρ έ α Κ α ρ κ α β ίτ σ α : « Ό Τ υ φ λ ο π ό ν τ ικ α ς κ α ί ο ί φ ίλ ο ι του», σ υλλογή δ ιηγη μάτω ν. ’ Α ρ ισ το τέλη Κ ο υ ρ τ ίδ η - Γ ιώ ρ γο υ Κ ο ν ιδ ά ρ η : «Στά π α λ ιά χ ρ ό ν ια » , δ ια σ κ ε υ ή τού π α σ ίγ ν ω σ τ ο υ κ α ί πο λύ ε κ δ ο μένου β ιβ λ ίο υ τού Ά ν τ ρ έ Λ ω ρ ί: « Ό μ α θ η τής τώ ν ’ Α θ η ν ώ ν - Π ρ ό α ς Ν ικ ίο υ » . Κ α ί ως έδώ κα λά . Τ ά β ιβ λ ία ε ίν α ι γ ιά π α ιδ ιά , ο ί σ υγγραφ είς ε ίν α ι ά π ό τούς πρ ώ το υς π ο ύ έγ ρ αψ αν σ υνειδητά γ ιά π α ιδ ιά . Ή έκδοση έχει γ ίν ε ι μέ Ιδ ια ίτ ε ρ η προσοχή. Ή ε ισ α γω γή π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι - π ρ ά γ μ α σ π ά ν ιο στά ε κ δ ο τ ικ ά χ ρ ο ν ικ ά - τή ζω ή κ α ί τό έργο τού κ ά θ ε συγγραφ έα, μ ικ ρ ή άνάλυ ση τού σ υγκε κρ ιμ έ ν ο υ έργου, περ ιγ ρ α φ ή κ α ί α νάλυ ση τής εποχής π ο ύ γράφ τηκε. Τ ά επόμενα β ιβ λ ία , Κ ώ σ τ α Π α ρ ο ρ ίτη «Δ ιη γή μ α τ α » κ α ί Ε. Λ υ κο ύ δ η « Τ ό σ π ιτ ά κ ι τού γ ια λ ο ύ » , μέ π ο ιό κ ρ ιτ ή ρ ιο π ε ρ ιλ ή φ θ η κ α ν σ’ αυτή τή σ ειρ ά; Κ α ί γ ιά π ο ιο ύ ς ; Γ ιά τά π α ιδ ιά ή γ ιά τούς νέους; Γ ιά τά π α ιδ ιά οπ ω σ δή πο τε δέν ε ίν α ι. ’ Α λ λ ά ούτε κ α ί γ ιά τούς νέους. Τ ό «ν η σ ιώ τ ικ ο κ α ί π ο λ ε μ ικ ό κ α ί ά σ τ ικ ό κ α ί δ ικ α σ τ ικ ό μ υ θ ιστό ρ ημ α» τού Ε. Λ υ κ ο ύ δ η δυ σ κολο δ ια β ά ζ ε τ α ι ά κ ό μ α κ α ί ά π ό πα θια σ μ έ ν ου ς μελετητές τής νεοελλη νική ς λογοτεχνίας. Γ λώ σ σ α μικτή κ α ί άχ αρ η, άφ ό ρη τα π ο λ ύ λογη π ερ ιγ ρ α φ ικό τ η τ α , ζοφερές εικόνες κ α τ α δ ιω γ μ ώ ν , λειτο υρ γο ύν ά π ω θ η τ ικ ά . νΑ ν 148
ή έκδοσή του έγινε μέ σ κ ο π ό ν ά γ ν ω ρ ίσ ε ι στούς νέους τίς άρχές τής έλ λ η ν ικ ή ς λογοτε χ ν ία ς κ α ί τούς πρ ώ το υς συγγ ραφ είς της, ή άν ά γν ω σ η αύτού τού β ιβ λ ίο υ θ ά φ έ ρ ε ι ά ν τ ίθετα άποτελέσματα. Θ ά π ε ρ ά σ ε ι πο λ ύ ς κ α ι ρός μέχρ ι ν ά ξ α ν α δ ια β ά σ ε ι κ α ν ε ίς β ιβ λ ίο αυτής τής πε ρ ιό δ ο υ . Λ ιγ ό τ ε ρ ο ά π ω θ η τ ικ ό ε ίν α ι τό β ιβ λ ίο τού Κ ώ σ τ α Π α ρ ο ρ ίτ η « Δ ιη γήματα». ’Α λ λ ά κ α θ ώ ς κ ι αύ τό δέν ξεφ εύγει έντελώς ά π ό τά π α ρ α π ά ν ω χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά , δέν θ ά ήταν καλ ύ τ ε ρ α ν ά θη τεύσ ο υν π ρ ώ τ α ο ί ν έ ο ι στή λ ογ οτεχ νία κ α ί μετά ν ά ά ν τ α μ ώ σουν μέ τ ά β ιβ λ ία τού Π α ρ ο ρ ίτ η ; ’ Ε ξ ά λ λ ο υ τά β ιβ λ ία του « 'Ο κ ό κ κ ιν ο ς τράγος» κ α ί «Στό ά λ μ π ο υ ρ ο » , π ο ύ κ υ κ λ ο φ ο ρ ο ύ ν ά π ό τίς εκδόσεις «Κ ε ίμ ε ν α » , ε ίν α ι άρ τ ιότ ε ρ α λο γ ο τε χ ν ικ ά , κ α ί τά π α ιδ ιά πο ύ ά γ α π ο ύ ν τό δ ιά β α σ μ α θά τά συναντή σ ου ν κάπ οτε. Ή Ιδέα ν ά γ ν ω ρ ίσ ο υ ν ο ί νεότερες γενιές τό λ ο γ οτεχ νικό έργο τώ ν π ρ ώ τ ω ν έλλήνω ν σ υγγραφ έω ν θ ά μπορ ούσ ε ν ά π ρ α γ μ α τ ο π ο ιη θ ε ί μέ μ ιά σ υλλογή δ ιη γ η μ ά τ ω ν κ α ί άπ οσ πα σ μ ά τ ω ν . Σ έ μ ιά τέ τ οια σ υλλο γή θ ά μ π ορ ο ύσ α ν ν ά π ε ρ ιλ η φ θ ο ύ ν άπό τό β ιβ λ ίο τού Π α ρ ο ρ ίτ η μό νο τ ά δ ιη γ ή μ α τ α « Π α γ ω ν ιά » κ α ί «Τ ό σ π ίτ ι τής κα π ε τ ά ν ισ σ α ς» . Σ τόν κ α τ ά λ ο γ ο τού ε κ δ ο τ ικ ο ύ ο ίκ ο υ « Κ ασ τανιώ τη ς » υ π ά ρ χ ε ι ό τίτλο ς « Γ ιά τά π α ιδ ιά κ α ί τούς νέους», δπ ου κ α τ α γ ρ ά φ ο ν τ α ι δσ α β ιβ λ ία έχει έ κδώ σ ει, σ ύ μ φ ω ν α μέ τήν ά λ φ α β η τ ικ ή σ ειρ ά τώ ν σ υγγραφ έω ν. Τέσ σερ ις σ ελίδες π α ρ α κ ά τ ω ύ π ά ρ χ ε ι ό τ ί τλος « Ν ε α ν ικ ή β ιβ λ ιο θ ή κ η » κ α ί ύ π ό τ ιτ λ ο :
(ά π ό 7 χ ρ ο ν ώ ν κ α ί π ά ν ω ), έτσι, μέσα σέ π α ρένθεση: ’ Ε δ ώ κ α τ α γ ρ ά φ ο ν τ α ι β ιβ λ ία πο ύ υπ ά ρ χ ο υ ν κ α ί στήν πρ οηγούμενη λίσ τ α . Ή σ ειρ ά π ο ύ ά κ ο λ ο υ θ ε ϊ ή κα τ α γρ α φ ή δέν ε ί ν α ι... σ ε ιρ ά ! Δ η λ α δ ή δέν έχει κ α μ ιά λ ο γ ικ ή . ’ Ε π ισ τ η μ ο ν ικ ά , ε λ λ η ν ικ ά μυ θισ το ρ ήμ α τα , μεταφ ράσεις, τ α ξ ιδ ιω τ ικ ά , ό λ α μ α ζ ί ά ν α κ α τεμένα. Μ ε ρ ικ ά ε ίν α ι π ρ α γ μ α τ ικ ά γ ιά νέους,
όπω ς τό θ α υ μ ά σ ιο β ιβ λ ίο τού Β ά ν Λ ο ύ ν «'Ισ το ρ ία τής άνθ ρω π ότη τας », τό β ιβ λ ίο έγκ υ κ λ ο π α ιδ ικ ώ ν γνώ σ εω ν τής Έ λ λ η ς ’ Α λ ε ξ ίο υ «Ρωτώ κ α ί μ α θ α ίν ω » κ α ί τά χ ρ ο ν ο γρ αφ ήμ ατα τού Β ίκ τ ο ρ α Ο ύ γ κ ώ «’ Α π ’ δσ α έχω δει». "Ο μως, ένα π α ιδ ί 7 χ ρ ο ν ώ ν μ π ο ρ ε ί ν ά όνομαστεϊ νέος κ α ί ν ά δ ια β ά ζ ε ι β ιβ λ ία τής «Ν εανικής β ιβ λ ιο θ ή κ η ς » ; Ά ν δέν μ π ο ρεί, γ ια τ ί μπ ήκε σέ π α ρένθ εσ η, έστω, ή δ ιευ κρ ίνισ η τής ή λ ικ ία ς ; Κ α ί γ ια τ ί... ό μ α γ ι κός άρ ιθμ ός 7 κ α ί όχ ι, ν ά πο ύμ ε , τό 5, μ ιά κ α ί μερ ικά β ιβ λ ία - τ ό « Έ ε ά π ό τ’ άσ τρα» τού Μ ά νο υ Κ ο ντολέω ν κ α ί τ ά β ιβ λ ία τού Φ ώ ντα Λ ά δ η - μ π ορ ο ύν ν ά ά κ ο υσ τού ν κ α ί ν ά δ ιασ κεδάσ ου ν τά π ιτ σ ιρ ίκ ια δσο κ α ί τά μεγαλύτερα π α ιδ ιά ; Τ ε λ ικ ά , ό ορ ισ μ ός « Ν εανική β ιβ λ ιο θ ή κ η » γ ιά π ο ιό λόγο χ ρ η σ ι μ ο π ο ιείτα ι, άν δέν χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι σω σ τά; Ε ίν α ι χ ρ ή σ ιμ ο ν ά ύ π ά ρ χ ε ι στους ε κ δ ο τ ι κούς κ α ί β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ο ύ ς καταλό γου ς, γ ια τ ί διευκο λύνει τήν έπιλογή τώ ν β ιβ λ ίω ν . Ε ίν α ι άπ α ρ α ίτη το ν ά ύ π ά ρ χ ε ι στις β ιβ λ ιο θήκες κ α ί ιδ ια ίτ ε ρ η κ α τ η γ ο ρ ία β ιβ λ ίω ν . Κ α ί σέ αυτήν μπ ορ ο ύν ν ά ένταχθούν β ιβ λ ία λ ο γο τεχνικά κ α ί έ π ισ τ η μ ο ν ικ ά π ο ύ κ ά θ ε ά λ λ ο π α ρ ά « π α ιδ ικ ά » ή «ν ε α ν ικ ά » θ ά μ π ορ ο ύσ αν ν ά χαρ ακτηρ ισ τού ν. Κ α ί α υ τά , κ α τ ά τή γνώμη μου, ε ίν α ι τά β ιβ λ ία τώ ν λογοτεχνών πο ύ άνα φ έρ οντα ι στά «’ Α ν α γ ν ω σ τ ικ ά » τού γυ μνασ ίο υ. Ο ί αύ τοβ ιο γρ ά φ ίε ς , ο ί β ιο γ ρ α φ ίες κ α ί ο ί μαρτυρίες. Π ο λ λ ά ά π ό τά έργα νεαρ ώ ν συγγραφ έω ν π ο ύ έχουν κ υ κ λ ο φ ο ρ ή σ ει τελευταία. Ή σ ειρ ά « Ή κ α θ η μ ε ρ ιν ή ζω ή στήν Ε λ λ ά δ α , Β υ ζ ά ν τ ιο , ’ Α ρ χ α ία Α ίγ υ π τ ο »
Ένα άλλιώτικο ταξίδι ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΚΑΛΙΩΡΑ: "Ενα άλλιώτικο τα ξίδι. Εικονογράφηση Νίνας Ν. Σταματίου. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σ ε λ .192. Μ ΙΑ παρέα παιδιών, άγόρια κ α ί κορίτσια, σχολι κής κυρίως αλλά κα ί προσχολικής ήλικίας, φιλο ξενούνται σ’ ένα φορτηγό καράβι, προσκαλεσμένα τού καπετάνιου φίλου τους, τού καπετάν Σ πό ρου. Κάνουν ένα δεκαήμερο ταξίδι, στό τέλος τού ’ Ιούλη 1979, περιπλέοντας τίς άνατολικές άκτές τής ’Αφρικής, άπό Αίγυπτο μέχρι Τανζανία. "Οταν τό καράβι τους, « Ό Σταυρός τού Νότου», πιάνει λιμ άνια γιά άνεφοδιασμό ή έλεγχο, βρί σκουν τήν ευκαιρία νά κάνουν έκδρομές στό έσωτερικό τής χώρας. ’Επισκέπτονται τήν ’Αλεξάν δρεια, τίς Πυραμίδες, τό Νείλο, τό Κάιρο, τό Τξιμπουτί, τή Μομπάσα, τό Κιλιμάντζαρο. Δ ια
κ λ π . τής « Ώ κ ε α ν ίδ α ς » κ α ί χ ιλ ιά δ ε ς ά λ λ α β ιβ λ ία . Θ έ λ ω ν ά ξ α ν α σ η μ ε ιώ σ ω έδώ μ ιά δ ια τ ύ | π ω σ η π ο ύ είχε γ ίν ε ι στή « Ρ ο δ οβιβ λ ιοθ ήκ η » (περ. «Ρ όδο», τεύχ. 49, σελ. 34 ), π ο ύ π ρ ο ό πα θ ο ύ σ ε ν ά ά π α ν τ ή σ ε ι σέ έρωτήσεις - ά γ ω ν ία θ ά έλεγα γ ιά π λη ρ οφ ό ρη σ η κ α ί β ιβ λ ία π ο ύ έβαζε μ ιά νεαρή ά ν α γν ώ σ τ ρ ια , ή ό π ο ία έγραφ ε «...έχουμε τήν ά ν ά γκ η σου στό ν ά μάς καθ ο δ η γή σ ε ις στό δ ιά β α σ μ α ά φ ο ύ δέν μάς τ ό κ ά ν ο υ ν ά π ό π ο υ θ ε ν ά ά λ λο ύ...» Τ ό δ ίλ η μ μ α π ο ύ ε ίχα τότε ήτα ν πώ ς κ α ί γ ια τ ί χ ω ρ ίζ ο υ μ ε τή γνώ σ η κ α ί ά κ ό λ ο υ θ α τά β ι β λ ία σ τά στεγανά τώ ν ή λ ικ ια κ ώ ν ά π ο κ λ ε ισμών. Ή ά π άντησ η πο ύ είχ α ν ά δώ σ ω ήτα ν: «...ό δ ια χ ω ρ ισ μ ό ς τώ ν β ιβ λ ίω ν ά ν ά λ ο γ α μέ τήν ή λ ικ ία τώ ν ά ν αγνω στώ ν ά φ ο ρ ά τήν ά ν τ ίλ η ψ η κ α ί τήν ε ύα ισ θη τ οπ οίη σ η τού άτόμου. ’ Α ν ά λ ο γ α δη λ α δ ή μέ τήν ικ α ν ό τ η τ α π ο ύ έχει ν ά κ α τ α ν ο ε ί άξ ιε ς κ α ί κατασ τάσ εις. Α ύ τ ή ή ικ α ν ό τ η τ α ά π ο κ τ ιέ τ α ι μέ τήν ή λ ικ ία , τίς γνώ σ εις κ α ί τήν έμ π ε ιρ ία . “Ε τ σ ι τ ά β ι β λ ία ε ίν α ι κ α λ ά δταν ά ν τ α π ο κ ρ ίν ο ν τ α ι κ α ί κ α λ ύ π τ ο υ ν τήν ά ν τίσ το ιχ η ά ν ά π τ υ ξ η αύ τώ ν τώ ν σ τοιχε ίω ν . ’ Ε ν ώ ά λ λ α ε ίν α ι ά κ α τ ά λ λ η λ α κ α ί δ υ σ νόη τα έ πειδή ά ν α φ έ ρ ο ν τ α ι σέ κ α τ α στάσεις π ο ύ τά νεα ρ ά άτο μα δέν έχουν ά κ ό μ α β ιώ σ ε ι, κ α ί έπ ιπ λ έ ο ν σέ μ ιά γλώ σ σ α π ο ύ δέν έχουν ά κ ό μ α μ ά θ ε ι εντελώς, ώστε ν ά τήν κα τ α ν ο ού ν . Έ τ σ ι μέ αύ τά τά κ ρ ιτ ή ρ ια ή κ α τ ά τ α ξ η τώ ν β ιβ λ ίω ν ά ν ά λ ο γ α μέ τήν ή λ ικ ία δ ε ίχ ν ε ι ό τ ι ε ίν α ι θεμιτή».
σκεδάζουν κα ί μαθαίνουν. Μ αθαίνουν κ α ί χα ί ρονται. Ζούν άπό κοντά τή σκληρή κα ί γοητευτι κή συνάμα ζωή τών ναυτικών, κα ί μάλιστα κ ά ποιες στιγμές μετέχουν μέ πολλή σοβαρότητα κ α ί ύπεύθυνη διάθεση στίς καραβίσιες δουλειές, όργανώνοντας τή συμμετοχή κ α ί μοιράζοντας άρμοδιότητες. 'Ο καπετάνιος άλλα κ α ί δλο τό πλήρω μα τού πλοίου άντιμετωπίζουν τά πα ιδιά σάν νά έχουν άπέναντί τους μεγάλους, χωρίς δμ^/ς νά ξε χνούν ούτε στιγμή δτι είναι παιδιά. Θά ’λεγα κα λύτερα πώς τά άντιμετωπίζουν μέ τή σοβαρότητα πού χρειάζεται νά βλέπει κανείς τά παιδιά. Δέν ύπάρχει άμφιβολία πώς ή Κ. Σ., πού κάνει νομίζω τήν πρώτη συγγραφική της παρουσία, εί ναι έκπαιδευτικός. Μέ στέρεη γνώση κα ί τών π α ι δαγωγικών μεθόδων κ α ί τής παιδικής ψυχής κα ί προσωπικότητας. Ό σ ο ι κατά καιρούς προβλημα τίστηκαν ψάχνοντας νά βρούν μιά σωστή άλλά κ α ί κατανοητή άπάντηση σέ άπορίες μικρών π α ι διών, σίγουρα θά αίφνιδιαστοΰν βλέποντας τήν 149
* λ* ' απλότητα καί τή σαφήνεια μέ τήν όποια λύνει τό θέμα ή Κ. Σ. Ό τα ν, πα ιδί, διάβαζα Καρχαβίτσα, τό πρόβλημά μου ήταν πάντα ο ί ναυτικές λέξεις. Ποτέ τό γλωσσάρι τών σχολικών άναγνωστικών δέ μέ φώτιζε· ή έξήγηση πού συνήθως έδινε, συ σκότιζε περισσότερο τά πράγματα. Ή Σ. κατά τρόπο σοφό περνάει τά πα ιδιά μέσα άπό τό γλωσ σικό λαβύρινθο τής ναυτικής όρολογίας. Διευκρι νίζονται δροι Αναλυτικά κ α ί μέ παραδείγματα. Διορθώνονται καθιερωμένα σφάλματα, δπως στή σελ. 15 ή λέξη ισθμός γιά τή διώρυγα τής Κόριν θου. Προσφέρονται μέ τρόπο παραμυθιού γνώ σεις γεωγραφικές, ιστορικές, έθνολογικές, άρχαιολογικές· άκόμη κ α ί μεταφυσικά έρεθίσματα δίνονται στά πα ιδιά ευκαιριακά (άπό τήν επίσκε ψη στίς πυραμίδες λ.χ.). Δίνονται διαλεκτικές λύ σεις στά μικροπροβλήματα τής παρέας. Πολλές διδαχές χωρίς ίχνος ύφους διδακτικού, περνάνε άβίαστα μέσα άπό τήν καθημερινή κουβέντα. Ό διάλογος κυρίως είναι δ εκφραστικός τρόπος τής Κ. Σ. Τ ά σχέδια τής Νίνας Σταματίου πλαισιώνουν συμπαθητικά τό κείμενο. Τό «Έ να άλλιώ τικο ταξίδι», πολλαπλά άλλιώ τικο, είναι ένα άξιόλογο πα ιδικό βιβλίο πού θά συνιστούσα σέ μικρούς κ α ί σέ μεγάλους. Μ . Σ Τ Α Σ ΙΝ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ
Ό Φανούλης ΜΥΡΤΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΝΙΛΣΕΝ: Ό Φανούλης. Εικόνες Καλλιόπης Κοπανίτσα. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1981. Σελ. 74. Ο ΘΕΟΣ έπλασε τό Φανούλη τήν πέμπτη μέρα τής δημιουργίας, δταν πιά, κατακουρασμένος άπό τά τόσα ζώα πού είχε πλάσει, κ α ί έτοιμος νά φύγει, είδε νά ξεπροβάλλει πίσω άπό τό βουνό ένα μικρό κα ί γυμνό πλασματάκι. Δέν περίσ-
Σκίτσο τής Καλλιόπης Κοπανίτσα γιά τόν «Φανούλη»
150
σευαν π ιά παρά μόνο δυό ποδαράκια πάπιας, ένα κομματάκι ποντικίσια γούνα κ α ί μιά προβοσκίδα, μικρή κ α ί λίγο στραβή. Ή τ α ν τόσο γελοίο τό πλασματάκι μ’ αύτά τά χαρακτηριστικά, πού δ Θεός στό τέλος τό λυπήθηκε κ α ί γεμάτος τρυφε ράδα τού ’δώσε σέ άντίβαρο μιά καρδιά τόσο καλή δσο άσκημη ήταν ή φάτσα του. Έ τ σ ι, δ Φανούλης μέ τήν πανάγαθη καρδιά βγαίνει κάποτε Αναγκαστικά άπό τό δάσος του, στήν πόλη. Έ κ ε ϊ συναντάει τού κόσμου τίς δυσ κολίες κα ί τίς κακίες. "Ωσπου νά βρει, μετά άπό πολλές περιπέτειες, μιά καρδιά άντάξια τής δικής του σ’ ένα μικρό άγόρι. Τό όμορφο αυτό παραμύθι τής Μ. ΓεωργίουΝίλσεν Απευθύνεται στά μικρότερα πα ιδιά, πού κ ι άν άκόμη δέν ξέρουν τά ίδ ια νά τό διαβάσουν, θά χαζέψουν μέ περισσή εύχαρίστηση τίς εικόνες τής Καλλιόπης Κοπανίτσα. Γ. Μ Α Ρ Κ Ο Π Ο Υ Λ ΙΩ Τ Ο Υ
'Ιστορία τής μουσικής DENYS LEMERY - BERNARD DEYRIES: 'Ιστορία τής μουσικής. Σέ έγχρωμα σχέδια. Τόμ. Α'+Β '+Γ'. Μετ. Κώστα Ταχτσή. Θεσσαλονίκη, ’Ανοιχτή Γωνία, 1979. Σελ. 48+48+48. Σ Τ Ο Υ Σ έπικριτές τής τηλεόρασης ύπάρχουν πολ λοί πού τήν κατηγορούν μέ τήν Αποστροφή «ή τη λεόραση είναι κακή». Ή τηλεόραση όμως δέν εί ναι κακή, είναι καλή. Ο ί κατήγοροί της βασίζουν τήν έτυμηγορία τους στίς κακές έκπομπές. Πόσοι κατηγορούν τόν κινηματογράφο επειδή παράγει κα ί κακές ταινίες; Ή μουσική δέν κινδυνεύει άπό τούς κακούς συνθέτες. Τ ά ίδ ια άκούει κανείς κ α ί γιά τά κόμικς: κακά, φθοροποιά, πνευματοφθόρα, κάνουν κακό στά πα ιδιά. Ν αί, Αλήθεια, άλλά ως ένα σημείο, κ α ί όχι όλα. Γιατί τά βάζουν μέ τό είδος, παραβλέποντας κα ί τά καλά κ α ί θε τικά του προϊόντα, άφού μάλιστα ζούμε σέ μιά εποχή πού ή εΙκόνα, μέσο τής εύκολης μετάδοσης πληροφοριών κ α ί γνώσεων, έχει μπει στή ζωή μας μέ όλους τούς τρόπους κ α ί τόσο πού δέ φαίνεται πώς θά βγει γρήγορα; Τ ά κόμικς έχουν κατακλύσει τόν κόσμο. "Ας μήν εννοούμε σώνει κ α ί καλά αύτά πού κρέμονται στό περίπτερο. 'Υπάρχουν κ α ί έπιτεύγματα, έργα γνήσιων δημιουργών, πού έχουν ήδη πάρει θέση στίς πιό φιλόδοξες μορφές τού είδους. Ή άπορριπτική μας διάθεση μοιάζει Αστήρικτη, κ α ί είναι. Ή εισαγωγή αυτή οφείλεται στήν ιστορία τής μουσικής γιά τήν όποια μιλούμε σήμερα. Ε ίναι ένα εξαίσιο δείγμα στήν καλύτερη μορφή τών κό μικς. Κ α ί οί τρεις τόμοι είναι εικονογραφημένοι μέ τήν τεχνική τής άνισης κατανομής στίς δια στάσεις τών σχεδίων, έγχρωμοι, μέ τό κείμενο μέσα στίς εικόνες κ α ί κατανεμημένο σέ δυό εν ότητες: στήν άφήγηση. πού καλύπτει τό ιστορικό μέρος, κ α ί στούς διαλόγους τών προσώπων πού
. ι
άπεικονίζονται, οί όποιοι, κατά τή γνωστή τε χνική, έκπέμπονται άπό τά στόματα τών ήρώων καί δίνουν τήν ήχητική διάσταση. Τό θαυμαστό στό βιβλίο αύτό είναι δτι ή Ιστο ρία τής μουσικής δίνεται άπό τό συγγραφέα λιτά, περιεκτικά καί καίρια, μέ τά λιγοστά κείμενα πού προβλέπει τό είδος. Ό συγγραφέας έχει κατορ θώσει νά άπομονώσει τούς σημαντικούς σταθμούς τής μουσικής, τούς έκπροσώπους της πού σημά δεψαν τήν ιστορία της μέ τήν προσωπικότητά τους καί τά έργα πού διαδραμάτισαν άποφασιστικό ρόλο καί έπηρέασαν τή μουσική τής εποχής καί τούς μεταγενέστερους συνθέτες. Τό χιούμορ -συχνά ψηλής ποιότητας- συμβάλλει στή δη μιουργία κλίματος εύφορίας, άλλά καί στήν άνάπλαση τής άτμόσφαιρας τής εποχής, τού χαρα κτήρα τής μουσικής καί τής άνθρώπινης πλευράς τών μυθικών μορφών τής μουσικής. Οί διάλογοι συμπληρώνουν σχολιαστικά τό άφηγηματικό κεί μενο, καί δλοκληρώνουν τήν περιγραφή ένισχύοντάς τήν ένάργειά του. Ή εικονογράφηση βρίσκεται σέ πλήρη άρμονία μέ τό λόγο. Διακρίνεται γιά τήν άκρίβεια μέ τήν δποία έχουν σχεδιασθεϊ τά πρόσωπα -σέ δλα τά πλάνα-, τήν αύθεντικότητα τών ντεκόρ -έσωτερικά: αίθουσες συναυλιών, σπίτια κτλ.· εξωτε ρικά: φύση, άστικός περίγυρος κ.ά. 'Η αύθεντι κότητα τών κοστουμιών προσδιορίζει τέλεια τήν έποχή καί τό ύφος της, τονίζοντας πότε τίς άκρότητες τής μόδας καί πότε τή συμβατικότητα άλ λων έποχών λιγότερο εύτυχισμένων. Τό βιβλίο αύτό είναι κάτι περισσότερο άπό ώραΐο, ψυχαγωγικό καί μορφωτικό: είναι επιτυ χημένο. Κατορθώνει μέ τόν τρόπο του καί σέ μιά μορφή μοντέρνα -πού έπιπόλαια κατηγορεϊται γιά φτήνια καί εύτέλεια- 'νά άφήσει στόν άναγνώστη δ,τι άφήνει ή άνάγνωση ένός ορθόδοξου καλού βιβλίου: γνώσεις πάνω σ’ ένα θέμα σέ μιά άλληλουχία καί έντυπώσεις έπιμέρους καί πλη ροφορίες άκριβεΐς πού χαράζονται καλά στή μνήμη. Γιά ποιούς άναγνώστες; Γιά δ λ ο υ ς : μι κρούς καί μεγάλους. ΚΥΡ. ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Τό κόκκινο αλογάκι ΤΖΩΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ: Τό κόκκινο άλογάκι. 'Απόδοση: Φώντας Κονδύλης. Εικονογράφηση: Σοφία Μενδράκον. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 140.
Η «Νεανική Βιβλιοθήκη» τών έκδόσεων Καστανιώτη παρουσιάζει ένα τρυφερό βιβλίο τού Τζών Στάινμπεκ μέ τίτλο «Τό κόκκινο άλογάκι». Ό Στάινμπεκ έγινε πολύ άγαπητός στό ελληνι κό κοινό κυρίως μέ τά έργα του «Τά σταφύλια τής όργής», «Άνθρωποι καί ποντίκια», ένώ στήν πα τρίδα του είχε ήδη γίνει γνωστός πολλά χρόνια πριν, μέ τό «Tortilla Flat» (δπου κυριαρχεί τό άγαπημένο του θέμα: τό ένστικτώδες άνθρώπινο δν, ωθούμενο μόνο άπό τούς φυσικούς νόμους)
Σχέδιο τής Σοφίας Μενδράκου γιά τό «Κόκκινο άλογά-
καθώς καί τό «Σέ άμφίβολη μάχη». Ά λλά καί κωμικοί χαρακτήρες έμφανίζονται σέ πολλά έργα του δπως «Τό παραστρατημένο λεωφορείο», «Τό μαργαριτάρι», «Μιά ρώσικη έφημερίδα», «Ταξί δια μέ τόν Τσάρλυ» κ.ά. Στό βιβλίο αύτό δ νομπελίστας συγγραφέας,μάς μιλά γιά ένα μικρό άγόρι, τόν Τζόνυ, πού ζεί σ’ ένα άμερικάνικο άγρόκτημα, γιά τήν καθημερινή ζωή σ’ αύτό τό περιβάλλον, μέ τίς δουλειές τού κτήματος, τά ζώα άλλά καί τό σχολείο. 'Η πρώτη ιστορία άναφέρεται σ’ ένα δλοζώντανο κόκκινο άλογάκι, δώρο τού πατέρα στόν Τζόνυ, καί τή με γάλη άγάπη τού παιδιού γι’ αύτό. Ή δεύτερη γιά κάποιο παράξενο μοναχικό γέρο πού επιστρέφει στά μέρη πού γεννήθηκε γιά νά πεθάνει. Ή τρίτη γιά τούς κόπους πού χρειάζονται γιά τή δημιουρ γία μιας νέας ζωής -ενός πουλαριού- καί ή τέ ταρτη γιά τήν έπίσκεψη τού παππού μέ τίς παλιές ιστορίες του πού δλοι έκτος άπό τόν Τζόνυ έχουν βαρεθεί ν ’ άκούνε. "Ολες αύτές οί ιστορίες είναι άφάνταστα τρυ φερά γραμμένες -μήν ξεχνάμε δτι δ συγγραφέας τους κατηγορήθηκε γιά άκρατο συναισθηματισμό - κι έχουν πάντα κάτι νά πουν: γιά τή μοναξιά τών γέρων, άλλά καί τών γερασμένων ζώων, πού κανείς δέν τούς θέλει κι δλοι περιμένουν τό θάνα τό τους, καί γιά τή μοναξιά τών παιδιών, κι άκόμα γιά τόν παραλογισμό καί τόν έγωκεντρισμό τών ενηλίκων. Απευθύνονται σέ ώριμα παιδιά, πού σίγουρα θά διαβάσουν μέ ενδιαφέρον καθε μιά ιστορία, καθώς περιγράφει τήν τραχιά ζωή τών άνθρώπων πού ζοΰν στή φύση άλλά καί συγκινεί παράλληλα μέ τή βαθιά καθημερινή άλήθεια
της·
Ε. ΚΟΡΟΝΤΖΗ 151
κριτικογραφια Σ τήν Κ ρ ιτικογρα φια αυτού τον τεύχους π ερ ιλα μβάνονται βιβλιοκριτικές π ο υ δημοσιεύτηκαν τό Φε βρουά ριο ατόν ημερήσιο άθηναϊκό τύπο. Π εριλαμ βάνοντα ι, επίσης, κ α ί κριτικές δη μοσ ιευμένες στόν π ερ ιοδικ ό κ α ί επα ρχια κό τύπο, δσες φυσικά φ ρόντισα ν νά μά ς στείλούν ο ΐ συντάκτες τους. Γιά κά θε β ιβ λ ίο σημειώ νονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τού κρ ιτικόν κ α ί δ τίτλος τού εντύπ ου (βλ. Υ π ό μνη μα ), καθώς κ α ί ή ημέρα δημοσίευσης τής κριτικής, α ν πρόκειται γιά έφ ημερίδα, ή ό άριθμ ό ς έκδο σης, άν πρόκειται γιά π εριοδικ ό έντυπο. ( ’Επιμέλεια: Κατερίνα Παπαλιβερίον)
'Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΛ: Α. Λαμπρία ' ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης . BA: Β. Άγγελοπούλου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΚ: Ε. Κοροντζή ΕΡ: Ε. Ρόζος ΖΒ: Ζ. Βαλάοη ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. θ. Δημαράς ΚΚ: Κ. Καλημέρης ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ, Χρυσάνθης ΜΓ: Γ. Μαρκοπουλιώτου
ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΣ: Μ. Στασινοπούλου ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΑ: Σ. Άρτεμάκης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ.Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος ΦΜ: Φ. Μπουμπουλίδης ΧΛ: X. Λουκάκου XX: X. Χειμώνας
ΕΝΤΥΠΑ ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΗ: Τό Βήμα ΒΡ: Ή Βραδυνή
Φιλοσοφία-Ψυχολογία Βελισσαρόπουλος Δ.: 'Ιστορία τής κινέζικης φιλοσοφίας (ΕΑ, ΕΛ, 18), (ΤΜ, ΕΠ, 706) Kuhn Τ, S.: Ή δομή τών έπιστημονικών Επαναστάσεων (Α. Κουτοϋγκος, ΔΙ, 50) Ραζνίς Μ. Σ.: Ή κρυμμένη άρμονία (ΤΜ, ΕΠ, 705) Φουριέ Σ.: Γιά τήν έλευθερία καί τόν έρωτα (ΕΑ, ΕΛ, 11)
θρησκεία Λάτση Μ. I.: Κοράνι (ΣΑ, ΚΑ, 21) Μποΰμης Π. I.: Τά άναθέματα Ρώμης-Κων/λεως καί κανονικότης τής άρσεως αύτών (Σ. 'Αλεξίου, ΚΑ, 18)
Κοινωνικές επιστήμες ’Αποστολόπουλος Δ.: Ή έμφάνκτη τής σχολής τοΰ φυσικού δι καίου στήν τουρκοκρατούμενη έλληνική κοινωνία (ΓΜ, ΔΙ, 50) Γκάλμπρεϊθ Τ. Κ.: Ή έποχή τής Αβεβαιότητας (ΚΤ, Εθ, 10) Γκορίτσας Π.: ΟΙ μικρομεσαϊες έπιχειρήσεις στό χώρο τής κλω 152
ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΕΘ: "Εθνος ΕΛ: ’Ελευθεροτυπία ΕΟ: ’Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. 'Ελλ.) ΙΣ: Ιστορία ΚΑ: Καθημερινή ΚΑ: Κυπριακός Λόγος ΚΟ: ’Ελεύθερος Κόσμος ΛΕ: 'Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή · ΝΕ: Τά Νέα ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Ό Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΑ: Ραδιοτηλεόραση ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΚ: Σκιάθος ΣΥ: Συμβολή ΤΕ: Τριφυλλιακή Εστία ΤΟ: Τομές
στοϋφαντουργίας (Α. Παπ., ΟΤ, 5/1448) Δεκλερής Μ. Η.: Κυπριακό 1972-1974 (Π. Ζέρβας, ΚΑ, 21) «Έλληνοαραβικός δεσμός» iW.. ΟΤ. 5/1448) Ή γυναίκα καί τό κορμί της (Ν. Στερεό., ΟΤ, 5/1448) Καρντέλι Ε. - Ζούκιν Σ. - Μάρκοβιτς Μ.: Γιουγκοσλαυϊκή αύτοδιαχείριση (Α. Παπανδρόπουλος, ΟΤ, 7/1450) Καστοριάδης Κ. - Μπεντίτ Ν. Κ. καί τό κοινό τής Louvain la Neuve: Άπό τήν οικολογία στήν αύτονομία (ΓΜ, ΔΙ, 50) Καφάτου Σ.: Καπιταλισμός καί περιφέρεια (ΓΜ, ΔΙ, 50) Neville - Broun L. - Jacobs F. G.: Τό Δικαστήριο τών Ευρωπαϊ κών Κοινοτήτων (Α.Δ.Π., ΟΤ, 5/1448) Πανούσης Γ.: Ναρκωτικά (Λ. Δημόπουλος, ΔΙ, 50) Περρής Ν. Ζ.: Ή γυναίκα τής Χίου (Σ. Κάλμπαρης, Τό Βασιλειώνοικο, 7) Πουλαντζάς Ν.: Οί κοινωνικές τάξεις στόν σύγχρονο καπιταλισμό (θ. Βακαλιός, ΔΙ, 50) Ρήντ Ε.: Σεξισμός καί έπιστήμη (ΕΚ, ΔΙ, 50) Tigar Μ. Ε. — Levy Μ. R.: Τό δίκαιο καί ή άνοδος τού καπιταλι σμού (A. Κ. Παπαχρίστου, ΔΙ, 50) Τό άγροτικό συνεταιριστικό πρόβλημα τής χώρας (ΓΜ, ΔΙ, 50) Χάρμαν Κ.: Ό Απελευθερωτικός Αγώνας στήν ’Ιρλανδία (ΓΜ, ΔΙ, 50)
Έ κπαίδευση-Π αιδαγω γική Άντωνόπσυλος Κ.: Παιδεία χαί έλληνιχή ζωή (ΔΖ, ΤΕ, 42) Baylard Η. — Tocatlidou V.: Alouette (ΕΚ, ΔΙ, 50) Τερζής Ν. Π.: Ή παιδαγωγική τού Α. Π. Δελμούζου (ΕΚ, ΔΙ, 50) Χριστομάνος Κ. Μ,: Ή άνώτερη τεχνική καί έπαγγελματική έχπαίδευση στήν 'Ελλάδα (ΕΚ, ΔΙ, 50)
Λαογραφία Άλεξάχης Ε. Π.: Τά γένη καί ή οίκαγένεια στήν παραδοσιακή κοινωνία τής Μάνης (Γ. ΑΙχατερινίδης, Ταξιδεύοντας, 51) Βαχαλάπουλος A. Κ.: Ή άλήθεια (ΘΤ, ΑΥ, 18) Γαρούφας Δ.: Σαρακατσάνιχη παράδοση (ΚΤ, Εθ, 3) Ζερβής Ν. I.: Ή Καλαμάτα τό 1805 (ΔΖ, ΤΕ, 42) Ή άχριτιχή Σαμοθράκη (Γ. ΑΙκατερινίδης, Ταξιδεύοντας, 51) θεμελής X.: Λασγραφικά Ίοτιαίας - Ξηροχωρίου (ΔΖ, ΤΕ, 42) Κυριακίδου-Νέστορος Α.: Οί 12 μήνες (ΤΜ, ΕΠ, 708) Παπαθανάση-Μουσιοπούλσυ Κ.: Λαϊκή μεταφυσική (Ο., ΚΑ, 18) Ρωμανός Γ.: Τό ρόπτρο στόν έλληνιχό χώρο (Γ. ΑΙκατερινίδης, Ταξιδεύοντας, 51), (ΤΜ, ΕΠ, 707)
θετικές επιστήμες θεμέλια των έπιστημών (ΓΜ, ΔΙ, 50) Κωτσάκης Δ.: Τό άστρονομικό Σύμπαν - Δημιουργία ή τύχη (ΔΖ, ΤΕ, 42)
Κλασική παιδεία Codino F.: ΕΙσαγωγή στόν "Ομηρο (Ρ. Ζαμάρου, ΔΙ, 50) Πλάτωνα Πρωταγόρας (Ε. Χατζηανέστης, ΚΑ, 18) Σχιαδάς Α.: Αρχαϊκός λυρισμός 2 (ΤΜ, ΕΠ, 707)
Τέχνες-Άθλητισμός Γρηγοράκης Ν.: Τό άχροκέραμο καί άλλα νεοκλασικά χεραμουργήματα (ΤΜ, ΕΠ, 707) Κωνσταντινίδης Α.: Μελέτες χαί κατασκευές (Τθ, ΜΕ, 9), (Δ. Φιλιππίδης, ΚΑ, 18) Μίνγκους Τ.: Χειρότερα κι άπό σκυλιά (ΚΤ, Εθ, 10) Μόλλα-Γιοβάνσυ Α.: Ό καραγκιοζοπαίχτης Άντώνης Μόλλας (ΚΤ, Εθ, 3) Μπούρας X.: Ή Νέα Μονή τής Χίου (Α. Γ. Καλογεροπούλσυ, ΚΑ, 7) ΟΙ Ελληνες γλύπτες {ΤΜ, ΕΠ, 707) Παπαδήμου Δ.: 'Η 'Ελλάδα πού φεύγει (Μ. Μ. Παπαϊωάννσυ, ΡΙ, 19) Φλωράχης A. Ε.: Οί τηνιαχές βοτσαλωτές αύλές (ΚΚ, ΔΙ, 50) Hindemith Ρ.: Σύστημα μουσικής σύνθεσης (ΤΜ, ΕΠ, 708) Π οίηση ’Αντωνίου Τ.: "Εξι γερμανοί λυρικοί σύν ένας (θ. Δ. Φραγκόπουλος, ΤΟ, 80), (Β. Χατζηβασιλείου, ΤΟ, 80) Άσίχης θ.: Χρυσή τομή (Κ. Άνδρσνίχας, ΡΙ, 5) Βολάκης Ν.: Παρμένος άπόηχος (Σ. Κάλμπαρης, Τό Βασιλειώνοιχο, 7) Βολιώτες ποιητές (Σ. Κάλμπαρης, Τό Βασιλειώνριχο, 7) Γεράνης Σ.: 'Η παθολογία (Δ. Ρωμανός, Κανάλι 14, 6) Γιαχουμάχης Δ.: Le millenaire mystique (Η. Κεφάλας, ΤΟ, 80) Δανιήλ Γ.: Τά έπίθετα (A. Κ. Φουσχαρίνης, Διάλογος, 15) Καχναβάτος Ε.: Τά μαχαίρια τής Κίρκης (Ρ. Κακλαμανάκη, ΔΙ, 50) Κοκκίνης Σ.: ’Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης (ΤΜ, ΕΠ, 705) Κολυβάς Α.: Γράμμα στόν Κάρολο (Δ. Ρωμανός, Κανάλι 14, 6) Κουγιάλης θ.: Μυθολόγιο (Α. Πανάτος, Νέα 'Εποχή, 151) Κουλούκης Γ. (Γ. Φωτεινός): Δάκρυ καί φώς (Μ. Γαληνός, Κο ρινθιακά Χρονικά, 231) Λαζαράκης Μ.: Παλμοί, ρυθμοί, άντίλαλοι (Σ. Κάλμπαρης, Τό Βασιλειώνοικο, 7) Μαραγκού Ν.: Τά άπό κήπων (ΕΚ, ΔΙ, 50) Μηλιώρης Ν.: ’Απόηχοι τού μικρασιατικού δλέθρου στήν ποίηση (Τ. Γιαννόπσυλος, ΤΟ, 80) Μούλιος Φ.: Μετά τή βροχή (θ. Δ. Φραγκόπουλος, ΤΟ, 80)
Bertozzi G.-A.: ’Εκλογή ποιημάτων (Θ11. Λίτωλική, 28) ( 'Οσύρος Μ.: Τό μονοπάτι τής μέταξας (Ί Μ, ΕΠ, 707) Παπαδόπουλος Λ.: Τά τραγούδια μου (ΚΤ, Εθ, 10) Παυλάκου Δ.: Λόγω άνηχέστου βλάβης (Γ. Μιχαλόπουλος, Νεώτερα Γράμματα, 33)* Πετούσης Γ .:’Ενόραση (Α. Πανάτος, Νέα'Εποχή, 151) Σαλβαρλής Γ. Κ.: 'Υπαινιγμοί (Ν. Τζερμιαδιάνος, Νεωτερα Γράμματα, 33) Squarotli Ο,. Β.: Poeta ad Atene (ΘΠ, Αΐτωλική, 28) ' Στυλιανού Ν.: Γαλαξίες (ΔΣ, ΒΡ, 15) Τσικριτέα-Χωρεάνθη Ε.: "Εθνεα νεχυών (Γ. Δίλμποης. Φιλοτεχνιχός, 5) Τσίρκας Σ.: Τά ποιήματα (ΚΤ, Εθ, 10) Φωκάς Ν.: Ό μύθος τής καθέτου (Α. Φωστιέρης, Ή Λέξη, 11) Φωστιέρης Α.: Ό διάβολος τραγούδησε σωστά (ΕΑ, ΕΛ, 7) Χατζηνικολάου Ν.: Ό δισκοβόλος άπ’ τήν Πολωνία (Η. Κεφά λας, ΤΟ, 80) Χατζοπούλου-Καραβία Λ.: 30 ποιήματα ζωής χαί θανάτου (Γ. Μιχαλόπουλος, Νεώτερα Γράμματα, 33)
Πεζογραφία Άλεξανδρόπουλος Μ.: Τό ψωμί καί τό βιβλίο (ΘΠ, ΕΣ, 11-21-2S) "Αλθερ Λ.: Σέ στενό οίκογενειακό κύκλο (ΕΑ, ΕΛ, 11) Άναστασέλλης Σ.: Κερατοζωή (ΚΚ, ΔΙ, 50) Βασιλικός Β.: Τελευταίο άντίο (Γ. Εμίρης, ΑΝ, 199) Βογιατζόγλσυ Σ.: Μαγγανοπήγαδο (Η. Παπαλέξης, ΜΕ, 16) Βόρνιγχ Α.: Ούτε ’Αντιγόνη ούτε 'Ελένη (Μεσεβρινός, ΑΝ, 198) Γερμανός Φ.: Ή πρώτη σελίδα (ΑΦ, ΑΚ, 19) Γιαλουράχης Μ.: Τό δωμάτιο μέ τίς φωνές (ΕΖ, ΡΙ, 20) Γιανναχόπσυλος Τ.: Τά τσιγγάνιχα παραμύθια (ΜΠ, ΝΕ, 6) Γούλφ Β.: Μέχρι τό φάρο (ΕΑ, ΕΛ, 11) Ζόμπολας Τ.: ’Απόρρητος φάκελος (ΑΦ, ΑΚ, 19) Καζαντζής Τ.: Ένηλικίωση (Η. Παπαλέξης, ΜΕ, 2) Καινώ Ρ.: Ή Ζαζί στό μετρό (Β. Κάσσος, ΔΙ, 50) Καίσλερ Α.: Διάλογος μέ τό θάνατο (ΚΡ, ΔΙ, 50) Κάλερς Κ. Μ.: Ή καρδιά κυνηγάει μονάχη (ΕΚ, ΔΙ, 50) Κάλερς Κ. Μ.: Πρόσκληση σέ γάμο (ΜΠ, ΝΕ, 20) Καλλιφατίδης θ.: Δούλοι κι άφέντες (ΚΚ, ΔΙ, 50) Καμαρινάκης Γ.: ’Ανθρώπινα (ΔΖ, ΤΕ, 42) Καραπάνσυ Μ.: Ή Κασσάνδρα καί δ λύκος (Τθ, ΜΕ, 9) Κατσούρη Ν.: ’Αφρικανοί πεζογράφοι (Ν. Γεωργίάδης, Νέα 'Εποχή,”151) Κλέλαντ Τ.: Φάννυ Χίλ (ΕΑ, ΕΛ, 11) Κολέτ: ’Ηθικό καί άνήθιχο (ΕΑ, ΕΛ, 11) Κούντερα Μ.: Τό άστεϊο (Μ. Βαμβούνάχη, Ό Δρόμος, 9) Μαραγκός Ν.: Φτερά σέ ξόβεργες (Μ. Μ. Παπαϊωάννσυ, ΡΙ, 5) Μαρκές Γ. Γ.: Εκατό χρόνια μοναξιάς (ΜΠ, ΝΕ, 14), (Ε. Χσυζούρη, ΡΙ, 11), (Φ: Δ. Δρακονταειδής, ΔΙ, 50) Μαρτίνης Γ.: 'Εφτά εύτυχίες μέ τό τίποτα (ΑΦ, ΑΚ, 19) Μήτσορα Μ.: "Αννα, νά ένα άλλο (Γ./Άράγης, ΚΑ, 11) Μπάρθελμ Ν.: Ή ζωή τής πόλης (ΧΑ, ΔΙ, 50) Μπόλντουιν Τ.: Μιά άλλη χώρα (Σ/Δρακοπούλου, ΜΕ, 16) Μυλωνά Σ. Π.: Τά χρυσά χρόνια (ΔΣ, ΒΡ, 15) Νικολαϊδης I. Ν.: Αναδρομή (ΑΦ, ΑΚ, 4) Πάνος Γ.: 'Απ’ τό στόμα τής παλιάς Ρέμιγκτον (Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ΡΙ, 19) Παπαδάτου Β. Π.: Τό λίγο πράσινο τής έλπίδας (θ. Δ. Φραγκό πουλος, ΤΟ, 80) Παπαδσύχας Π.: Μιά φάτσα στόν τοίχο (ΑΦ, ΑΚ, 19) Παπακυριάκης Γ.: Τό δωμάτιο τού γορίλλα (ΤΜ, ΕΠ, 706) Ρουμελιωτάκης Μ.: Γράμμα στό γιό μου (Σ. Τσακνιάς, Ή Λέξη, Π) Σφακιανάκης Α.: "Οταν βρέχει καί φοράς παπούτσια κόλετζ (Η. Παπαλέξης, ΜΕ, 2) Τατσόπουλος Π.: 'Ανήλικοι (Α. Λαμπρία, ΜΕ, 2) Τερέντσιο Γ.: 413 μέρες (ΚΚ, ΔΙ, 50)
Δοκίμια-Μελέτες- Κριτική "Αγρας Τ.: Κριτικά Β' (ΤΜ, ΕΠ, 707) Βασιλείου Α.: Κριτικές σελίδες (Ε. Παπαδήμα, Κανάλι 14, 6) Βασιλείου I.: Χαρούμενη δύση (ΔΣ, ΒΡ, 15) Δανιήλ Γ.: Νίκος Καχτίτσης (A. Κ. Φουσχαρίνης, ΔΙ, 50) Εταιρεία Λευχαδιχών Μελετών: Σιχελιανός, 1884-1951 (ΑΦ, ΑΚ, 4) Καράγιωργα Ο.: Βιρτζίνια Γούλφ (Ε. Δαμβουνέλη, ΚΑ, 11) Κάσσης Κ. Δ.: Τό έλληνιχό λαϊκό μυθιστόρημα 1840-1940 (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 11) Λαμπαδαρίδου-Πόθου Μ.: ’Οδυσσέας ’Ελύτης (ΤΜ, ΕΠ, 706) 153
154
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ· ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΑΤΡΟ -ΔΟΚΙΜΙΟ Ν Ε Α ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ
Τ ό β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο τής « » συμπληρώνει σχεδόν έναν αιώνα ζωής, ή πιό σωστά έναν α ιώ ν α .................. τόσα διαφορετικό ρεύματα τής πνευματικής καί πολιτιστικής μας ζωής, σέ μιά πολυτάραχη περίοδο τής Νεοελληνικής ' Ιστορίας. Δίκαια άλλωστε ή « Εστία» διεκδικεϊ ένα μεγάλο μέρος άπό τή διαμόρφωση τού Νεοελληνικού πνεύματος, άφού μέ εύθύνη καί στοχαστικότητα δλα αύτά τά χρόνια προσπάθησε νά περιθάλψει κάθε καινούριο καί προοδευτικό ξεκίνημα τής Νεοελληνικής λογο τεχνίας. Ή « Εστία» ήταν ή πρώτη, καί γιά πολλά χρόνια ή μοναδική, πού στέγασε τό κίνημα τού Δημοτικισμού καί πού πρόσφερε έκδοτικό φορέα στήν πεζογραφία τής γενιάς τού '3ύ. Εφέτος ή «Εστία» παρουσίασε τή νέα λογοτεχνική της σειρά μέ πεζογραφία, ποίηση, θέατρο καί δοκίμιο. Σκοπός τής νέας σειράς είναι νά μήν περιορισθει στήν πεζογραφία, άλλά νά συνενώσει άλες τίς έγκυρες παρουσίες στό χώρο τής νεώτερης πεζογραφίας, τής ποίησης, τού θεάτρου καί τού δοκιμίου, Οριοθετώντας έτσι τήν πολιτιστική θέση τής « Εστίας» μέ τίς Ιδιες άρχές πού άκολουθεϊ ό έκδοτικός οίκος άπό τόν περασμένο αιώνα τό σεβασμό πρός τόν συγγραφέα καί τόν άναγνώστη, τή διασφάλιση τών συγγραφικών δικαιωμάτων καί τής πνευματικής ιδιοκτησίας καί άκόμη τήν περι φρούρηση τής έθνικής μας γλώσσας.
Γιώργος Μονιώτης ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ ΖΩΗ ΑΠΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΟΛΕΜ ΘΑΛΕΙΑ
ΚΛΕΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ @1
Σκόρος ΤσακνιΛς ΠΤΕΡΥΞ ΧΡΟΝΙΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ
Γεώργιος Χόρτων Ματθαίος Μουντές
ΤΑ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ
ΚΩ ΝΣΤΑΝΤΙΝ ΟΣ ΕΡΩΣΚΑΙ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ !
ίο
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ Σ Α.Ε. Σ όλω νος 60 - Α θ ήνα 135 - Τηλ. 3615077
155
156
Α π ρ ίλ ιο ς
M
M
M
ff ’Απάκη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΉΟ ΑΡΙΘ. 54 Σνντάσσεται μέ τήν πολύτιμη συνεργασία τον βιβλιοπωλείου τής «'Εστίας» • Ή ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην έλληνική βιβλιογραφία. Φ Σέ κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται Αλφαβη τικά οΐ ίλληνες συγγραφείς καί Ακολουθούν οι ξέ• Ή κατάταξη τών ξένων συγγραφέων y νεται σύμ φωνα μέ τό έλληνικό Αλφάβητο. Φ Στήν κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβά νονται έντυπα που έκδίδονται δύο ή περισσότερες φορές τό μήνα. Φ Τά έκδοτικά στοιχεία κάθε βιβλίου Αναγράφονται δπως τά παραδίνει ό έκδοτης.
Ώρόρα, 1981. Σελ. 256. Δρχ. 90. ΝΤΕΛΕΖ ΖΙΛ - ΓΚΟΥΑΤΤΑΡΙ ΦΕΑ1Ξ. Καπιταλισμός καί σχιζοφρένια. Ό άντι-Οίδίπους. Μετ. Καίτης Χατζηδήμου - Ίουλιέττας Ράλλη. 'Αθήνα, Ράππας, 1981. Σελ.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΝΑΜΠΟΥΤΑ ΑΛΗ. Γίνε ταχυδακτυλουργός. Μετ. Γιούργου Μπαρουξή. ’Αθήνα, Κονιδάρης, 1982. Σελ. 222. Δρχ. 280.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ό ρεπόρτερ. Δ' έκδοση.' ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 280.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Πορεία στήν αιωνιότητα. ’Αθήνα, ’Αβραάμ. Σελ. 173. Δρχ. 250.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΝΙΚΟΣ. ’Αποθεοποίηση. Αθήνα, 1981. Σελ. 88. ΜΑΉΑΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. ’Από τήν ύμνολογία μας. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 111. Δρχ. 200. EL1ADE M1RCEA. Πραγματεία πόνω στήν Ιστορία τών θρησκειών. Μετ. Έλσης Τσούτη. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1981. Σελ. 432. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Χριστιανισμός καί πολιτι σμός. Μετ. Ν. Πουρνάρά. Έργα, άριθ. 2. Θεσσαλονίκη, Πουρναρά, 1982. Σελ. 306. Δρχ. 400.
ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ ΣΟΦΙΑ θ . Ό Χριστός μας ξανάρ χεται τό 2000. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 415. Δρχ. 700. ΠΑΠΑ-ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ. Ή άπόγνωση τής Δύσεως καί ή έλπίδα τής Ανατολής. ’Αθήνα, ’Ακρίτας, 1982. Σελ. 207. Δρχ. 250. ΛΕΖΕΡ ΦΡΑΝΤΣ. Πόσο μεγάλος είναι ό άνθρωπος. Μετ. Βίκτορος Κυτόπουλου. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 193.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΠΑ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. ’Αποκαλύπτω δ,τι κρύ βουν γιά τά ναρκωτικά. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 253. Δρχ. 300. ΜΠΟΥΜΗΣ ΠΑΝ. I. Ή έξυπνάδα τών-νεοελλήνων. Άνάτυπσν έκ τής «Κοινωνίας». Άθήναι, 1981. Σελ. 24.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΝΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΜΗΝΑΣ. Προβληματικά παιδιά καί κοινωνική ευθύνη. ’Εφαρμοσμένη ψυχολογία. ’Αθήνα, Ειρήνη, 1982. Σελ. 112.
ΠΑΝΟΥΣΗΣ ΠΑΝΝΗΣ. Στατιστική rf-'Λγα τών αύτοκτονιών στή Γαλλία. ’Ανάτυπο άπό τίς Νομικές Μελέτες. No 2, τού Συλλόγου ΕΔΠ Νομικής Θράκης. Σελ. 22. .
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τό πρόβλημα τής παιδείας στό φώς τής πάλης τών ιδεών. ’Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, 1982. Σελ. 158.
ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Εγκλήματα στήν 'Ελλά δα. Τόμοι Β'+Γ'. ’Αθήνα, Δεδεμάδης. Σελ. 269 + 270. Δρχ. 300 (δ κάθε τόμος).
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
ALBERONI FRANCESCO. Τό ξύπνημα τού έρωτα. Μετ. Ίουλιέττας Ράλλη - Καίτης Χατζηδήμου. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1982. Σελ. 143..
ΚΥΔΩΝΙΑΤΗΣ ΣΟΛΩΝ Π. ’Αναδρομή στήν παράδο ση. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 69. Δρχ. 350.
ΡΑΣΕΛ ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ. Γάμος καί ήθική. Μετ. Γιάννη Δυριώτη. ’Αθήνα, Άρσενίδης. Σελ. 218. Δρχ. 270.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΥ ΤΑΣΟΣ. Ένα γαρύφαλλο πού δέν τ’ άφήνουν ν’ άνθίσει. Έλληνες Συγγραφείς, άριθ. 5. ’Αθήνα, Γλά ρος. 1982. Σελ. 96. Δρχ. 160. ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΗΣ ΠΑΝΝΗΣ Κ. Βαλκανική ένότητα καί συνεργασία. ’Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1981. Σελ. 163. Δρχ. 200. ΠΑΡΟΥΖΕΛΣΚΙ Β. Γιά τήν ένότητα τού κόμματος. Γιά τήν έδραίωση τής λαϊκής έξουσίας. Γιά τήν όλόπλευρη κοινωνική ύποστήριξη τού σοσιαλισμού. 'Ομιλία στήν πολωνική βουλή. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982. Σελ. 61. Πολωνία. Γιά τή στέριωση τών σοσιαλιστικών κατακτήσεων. Γιά τή διεύρυνση τών θετικών άλλαγών. Διάγγελ μα πρός τόν πολωνικό λαό. ’Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1982. Σελ. 47.
ΓΛΩΣΣΑ Μελέτες γιά τήν έλληνική γλώσσα. Πρακτικά οής 2ης ετήσιας συνάντησης τού τμήματος γλωσσολογίας τής Φι λί, οφικής Σχολής τού Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θί τσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1982. Σελ. 395.
ΥΓΙΕΙΝΗ ΕΥΘΥΜΙΑΔΗΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΣΠ. ’Ωφέλιμες καί βλαβερές τροφές. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 243. Δρχ. 250.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΡΣΟΝ ΡΑΚΕΛ. Σιωπηλή άνοιξη. Μετ. Λ. Κανδηλίδη. ’Αθήνα, Κάκτος, 1981. Σελ. 332.
ΡΟΖΕΝΤΑΛ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ. Στήν έξουσία τών ψευδαι σθήσεων. Μετ. ’Απόστολου Κοτσιώλη. ’Αθήνα, Σύγχρο νη Εποχή, 1982. Σελ. 208.
ΤΕΧΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΚΕ ΕΛΛΗ. Θέλεις νά γίνεις ναυτικός. Μάθε γιά τό επάγγελμά σου! ’Αθήνα, Καραμπερόπουλος. Σελ. 103. Δρχ. 150. ΕΜΚΕ ΕΛΛΗ, θέλεις νά γίνεις δικηγόρος. Μάθε γιά τό έπάγγελμά σου. ’Αθήνα, Καραμπερόπουλος. Σελ. 80. Δρχ. 150. ΕΜΚΕ ΕΛΛΗ. Θέλεις νά γίνεις γιατρός. Μάθε γιά τό έπάγγελμά σου. ’Αθήνα, Καραμπερόπουλος. Σελ. 110. Δρχ. 150. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ ΔΗΜ. Ε. Ή ισότητα εύκαιριών στήν έκπαίδευση. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Γρηγόρης, 1982. Σελ. 68.
158
ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Περικαλές άγαλμα έξεποίησ’ ούκ άδαής. ’Αθήνα, Ερμής, 1982. Σελ. 79. Δρχ. 150.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΡΦΑΡΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΜΜ. ’Αρχιτεκτονικά διακοσμητικά στοιχεία. ’Αθήνα, Παπασωτηρίου, 1982. Σελ. 255. Δρχ. 700. ΔΕΛΛΙΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ I. Βυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί ναοί τής Ελλάδος. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 65. Δρχ. 5000.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ θ. Ζωγραφικοί έφαρμογαί ή αυταπάτη. ’Αθήνα, Πύλη, 1981. Δρχ. 300. Στέρης. 18 κριτικά άρθρα γύρω άπό μιά έκθεση. ’Αθήνα, Πανόραμα, 1982. Σελ. 61 + XXXIX. Δρχ. 350.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΝΟΣ. Φωτογραφίες καί φωτογρά φοι. ’Ανθολογία 1859-1940. Τόμος Α'. ’Αθήνα, Γνώση, 1981. Σελ. 239. Δρχ. 700.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΛΟΤΜΑΝ ΓΙΟΥΡΙ. Αισθητική καί σημειωτική τού κινη ματογράφου. Μετ. Πόλλας Ζαχαροπούλου-Βλάχου. ’Αθήνα, θεωρία, 1982. Σελ. 165. Δρχ. 280.
ΓΑΛΑΝΑΚΗ ΡΕΑ. Πού ζεϊ ό λύκος; ’Αθήνα Άγρα 1982. Σελ. 79. Δρχ. 120. ΓΕΡΑΝΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Μεσοτοιχίες τρελών. ’Αθήνα, Θερμοπύλες, 1981. Σελ. 78. ΔΑΡΑΚΗ ΖΕΦΗ. Τό μοναχικό φάντασμα τής Λένας Ό λεμ- θάλεια. Ποίηση, άριθ. 9. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 52. ΚΑΝΑΤΣΗΣ ΤΑΣΟΣ.· Πολιορκία. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1981. Σελ. 49. ΚΟΡΦΗΣ ΤΑΣ0Σ. Συνυπάρξεις. ’Αθήνα, Πρόσπερος, 1982. Σελ. 80. ΚΡΟΚΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. ’Ανθρώπινα. (Ποίηση). 1970-1982. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 31. ΚΡΟΚΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. ’Αστραπές μές στό σκοτάδι. (’Επι γράμματα - κοινοί τόποι). 1970-1982. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 31. ΜΑΡΟΥΛΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ. Σούρουπο κι άλλα ποιήματα. ’Αθήνα. Σελ. 38. ΜΟΥΝΤΕΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ. Τά άντίποινα. Ποίηση, άριθ. 8. ’Αθήνα, ’Εστία, 1982. Σελ. 109.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΓΕΩΡΓΟΠΑΠΑΔΑΚΟΣ Α. Θουκυδίδη ιστορία. Τά κυριότερα μέρη άπό τό έργο. Τόμοι Α + Β. Θεσσαλονίκη, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1982. Σελ. 465 + 527. Δρχ. 2100 (οί δύο τόμοι). ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ. Πυθαγορικός βίος. (Άρχές-Τρόπος ζωής). Μετ. Σταυρούλας Λαμπροπούλσυ. ’Αθήνα, Πύ ρινος Κόσμος, 1982. Σελ. 200. Δρχ. 500.
ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Διοίκηση άλλοτρίων. Ποιήματα 1970-81. Ξάνθη, 1982. Σελ. 32. ΝΤΟΜΑΛΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Ό περιπλανώμενος. Λάρισα, 1982. Σελ. 95. ΠΑΤ1ΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Μή καπνιστής σέ χώρα καπνιξόντων. (Ποιήματα 1970-1980). ’Αθήνα, "Υψιλον / Βι βλία, 1982. Σελ. 189. Δρχ. 200. ΠΑΥΛΟΥ ΣΑΒΒΑΣ. Τά ποιήματα τής Μαριάννας. Λευκωσία, 1981. Σελ. 62.
ΧΙΟΥΜΟΡ
57 φωνές. Ποιητική άνθολογία 1981. ’Επιμέλεια Τάσου Κόρφη. Βιβλίο 25ο. ’Αθήνα. Πρόσπερος. 1982. Σελ. 83.
ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Χιουμοριστικές καμπάνες. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 79. Δρχ. 120,
ΠΕΡΔΙΚΟΥΔΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ X. Δέκα φιλήματα γιά συναυλία. Ποιήματα. Άγιά, 1981. Σελ. 38.
ΠΟΙΗΣΗ ΑΣΙΚΗΣ ΘΑΝΟΣ. Χρυσή τομή. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 75. ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. ’Αναπήρων πολέμου. ’Αθήνα, "Υψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 78. Δρχ. 100. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ. Άρμολογιά. Ποιήματα. "Αγιος Νικόλαος, 1982.
ΣΑΝΣ ΟΜΗΡΟΣ. ’Ισημερινός. (Ποιήματα). Β' έκδοση. ’Αθήνα. Σελ. 44. ΣΑΝΣ ΟΜΗΡΟΣ. Τό βαθύ τού έβενου. (Ποιήματα). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 47. Σ1ΝΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ. Δώδεκα ποιήματα.· Άντραδίδα, 1981. Σελ. 15. ΣΙΟΥΖΟΥΛΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Τό δωμάτιο ’67-’73. Λάρι σα, .1981. Σελ. 61.
ΤΡΙΒΥΖΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Τό κέλυφος. Θεσσαλονίκη. Έγνατία, 1982. Σελ. 29. ΤΣΑΚΝΙΑΣ ΣΠΥΡΟΣ. Πτέρυξ χρονίων παθήσεων. Ποίηση, άριθ. 6. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 52. ΤΣΙΛΙΜΑΝΤΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Pectore ab imo. (Έκ 6αθέων). ’Αθήνα, 1982. Σελ. 95. ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ. Ντόν Ζουάν. Άσματα 1-4. Μετ. Μαρίας I. Κεσίση. ’Αθήνα, Σπανός, 1981. Σελ. 384. Δρχ. 700. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Τό έγκώμιο τής σκιάς. Μετ. Δημήτρη Καλοκύρη. ’Αθήνα, "Υψιλον / Βιβλία, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 200.
ΚΥΡΑΝΟΠΟΥΛΟΣ ΠΩΡΓΗΣ. Ή όμάδα των έπτά. Θεσσαλονίκη, Ή Μικρή Έγνατία, 1982. Σελ. 135. Δρχ. 150. ΛΥΚΟΥΔΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Τό σπιτάκι τού γιαλού. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1981. Σελ. 236. Δρχ. 250. ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ΚΩΣΤΟΥΛΑ. Όσκαρ ή τό χαμόγε λο τής τοιχογραφίας. (Μικρό δοκίμιο γιά τόν έρωτα καί ή βλέννα). ’Αθήνα, Δωρικός, 1982. Σελ. 137. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΦΙΑ. Άρκείτω βίος, ’Αλέξαν δρε. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 149. Δρχ. 200. ΝΑΚΟΥ ΛΙΛΙΚΑ. Ποτέ πιά. Μυθιστορηματική βιογρα φία τού Έντγκαρ Πόε. ’Αθήνα, Δωρικός, 1981. Σελ. 199. Δρχ. 240.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΝΤΑΖΩΝΗ ΕΛΕΝΑ. Ξύπνημα άπ’ τή φωτιά. Διηγή ματα. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 74.
ΑΛΜΕΤΙΔΟΥ-ΚΟΥΤΣ1ΑΛΗ ΕΛΛΗ. Καυτές άνάσες. Διηγήματα. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 69.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Οί τελευταίοι βρακοφό ροι. (Διηγήματα). ’Αθήνα, Κνωσός, 1981. Σελ. 191. Δρχ. 250.
ΒΑλΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ. ’Από τό κόκκαλα βγαλμένη. (Μυθιστόρημα). ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 193. Δρχ. 280.
ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Διηγήματα. Θεσσαλονίκη, ΑΣΕ, 1981. Σελ. 113. Δρχ. 200.
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. ’Εγχειρίδιο πολιτικής γιά πρωθυπουργούς. Πολιτική σάτιρα. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1981. Σελ. 171. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Στά ίχνη τής παρά στασης. Πεζογραφία, άριθ. 3. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 219. ΖΟΜΠΟΛΑΣ ΤΑΣΟΣ. Προσοχή λερώνει. Μυθιστόρη μα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 151. ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ. Πολλαπλά κατάγματα. Πεζογρα φία, άριθ. 1. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 204. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΓΑΛΑΤΕΙΑ. Διηγήματα. Θεσσαλονί κη, Πρόοδος. Σελ. 206. Δρχ. 250. ΚΑΝΑΒΑ ΖΩΗ. Τό στοίχημα. Μυθιστόρημα. ’Αθήνα, ’Αργώ, 1981. Σελ. 141. Δρχ. 180. ΚΑΝΖΟΛΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑ. Ή Νιζέτα τής Ζάκυνθος. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 204. Δρχ. 250. ΚΟΣΣΕΡΗ ΡΕΝΑ. Ένθύμιος ύπνος. Λογοτεχνία, άριθ. 17. ’Αθήνα, "Ερασμος, 1982. Σελ. 72. Δρχ. 100. ΚΟΥΤΣΑΡΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Μέρες τής Κωνσταντινούπο λης. Αθήνα, 1982. Σελ. 91. Δρχ. 250. ΚΡΑΝΑΚΗ ΜΙΜΙΚΑ I. Contre-temps. Μυθιστόρημα. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 244. Δρχ. 340. 160
\
ΠΛΙΑΤΣΙΚΑ-ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΥ ΕΦΗ. Τό γάλα τής συ κιάς. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 122. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Ή άντίστροφη μέτρηση. Μυθιστόρημα. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 249. Δρχ. 340. ΡΟΖΙΔΗ ΜΙΛΙΑ. Άγγελος μέ τό ποδήλατο. Διηγήματα. Αθήνα, Διογένης, 1981, Σελ. 157. Δρχ. 250. ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Ρωμηός είναι βαράτε του. Αθήνα, Κνωσός, 1981. Σελ. 184. Δρχ. 250. ΧΑΤΖΗΠΑΠΑΣ ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ. Τό μεγάλο ψέμα. Διη γήματα. Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 72. ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ή έκδρομή. Γ' έκδοση. Αθή να, Κέδρος, 1982. Σελ. 110. ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ό άδελφός. Γ' έκδοση. Αθή να, Κέδρος, 1982. Σελ. 51. ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Μυθιστόρημα. Γ' έκδοση. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 37. ΧΙΟΝΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ X. Ζητείται... ήθος!! Γιά νά έλθει ή άλλαγή. Αθήνα, Παπαζήσης, 1981. Σελ. 103. Δρχ. 150. ΑΛΛΕΝ ΓΟΥΝΊΎ. Πάτοι. Μετ. Σωτήρη Κάκίση. Αθή να, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 136.
CARLISLE HELEN-GRACE. Μάνα. Μυθιστόρημα. Μετ. Λίλιαν Καλαμάρο. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 302. ΦΟΡΣΑΐθ ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ. Τά σκυλιά τού πολέμου. Μετ. Σπάρτης Γεροδήμου. ’Αθήνα, Ώρόρα. Σελ. 438. Δρχ.
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ Ν. θ. Δοκίμια προβληματισμού, δημιουργικό γράψιμο. Ή τέχνη καί ή τεχνική του. Ά( να, Γρηγόρης, 1981. Σελ. 254. ΖΑΜΠΕΛΙΟΣ Σ. Βυζαντινοί μελέται. Προθεωρία. ’Αθήνα, Imago, 1982. Σελ. 65. Δρχ. 200.
100.
ΚΑΡΝΤΙΝΑΛ MAPI - ΛΕΚΛΕΡ ΑΝΝΙ. Έκ βαθέων. Μετ. Τούλας Δρακοπούλου. ’Αθήνα, Ώκεανίδα. Σελ.
ΜΑΚΡΥΝΙ ΚΟΛΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ - ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ. Π. Έργογραφία Γιάννη Ρίτσου. Χρονολόγιο έργογραφίας τού Ρίτσου. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 109.
201.
ΚΟΖΙΝΣΚΙ ΓΕΡΖΥ. Παρουσία. Μετ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 127. Δρχ. 220. MARQUEZ GABRIEL GARCIA. Χρονικόν ένός προαναγγελθέντος θανάτου. Μυθιστόρημα. Θεσσαλονίκη, "Αρπα, 1982. Σελ. 255. Δρχ. 250 ΜΕΡΙ ΒΕΙΓΙΟ. Τά γεγονότα το 1918. Μετ. Δημοσθένη Κούρτόδικ. ’Αθήνα, "Αλμπατρος, 1982. Σελ. 163. Δρχ. 230. ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΤΣΑΡΛΣ. Ταχυδρομείο. Μετ. Εύης Φρυδά. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 167. ΝΙΟΥΜΑΝ ΑΝΤΡΕΑ. Τό μπουκέτο. Μετ. Δημήτρη Δαλιάνη. ’Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1982. Σελ. 644. Δρχ. 600. ΝΟΤΑΡΝΙΚΟΛΑ ΣΑΝΤΕ. Ή άδύνατη άπόδραση. Μετ. Χριστίνας Σταματοπούλου - Γιώργου Καραμπελιά. Ξένη Λογοτεχνία, άριθ. 3. ’Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος. Σελ. 167. Δρχ. 200. ΡΑΣΠΟΥΠΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝ. Νά ζείς καί νά θυμάσαι. Νουβέλα. Μετ. ’Απόστολου Κοτσιώλη. ’Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, 1981. Σελ. 253. ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ΤΖΩΝ. Τά σταφύλια τής όργής. Τόμος Β'. Μετ. Κοσμά Πολίτη. Γράμματα / Λογοτεχνία, άριθ. 40. ’Αθήνα, Γράμματα, 1982. Σελ. 304. Δρχ. 300.
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΣ. Κείμενα άπό τήν άπομόνωση. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 167. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ. Μαρτυρία. Δεκαπέντε δοκίμια ύπαρξιακού καί νεοελληνικού προβληματισμού. Λευκω σία, 1982. Σελ. 93. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Λογοδοσία κρητικού συγγραφέα ατούς συμπατριώτες του. ’Αθήνα, Οϊ ’Εκδό σεις τών Φίλων, 1981. Σελ. 37. Δρχ. 50. ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Παλαιότεροι πεζσγράφοι. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 308. Δρχ. 350. ΣΕΡΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ό Γρ. Ξενόπουλος καί οί νέοι. ’Ομιλία. Ζάκυνθος, 1981. Σελ. 33. ΦΩΚΑΣ ΝΙΚΟΣ. ’Επιχειρήματα γιά τή γλώσσα, γιά τή λογοτεχνία. Δοκίμιο, άριθ. 4. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 1%. ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Έλληνες πεζσγράφοι. Τόμος. ΣΤ'. Αθήνα, Εστία, 1981. Σελ. 167. Δρχ. 250. <_ ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ I. Μ. Ό Γρηγόριος Παπαμιχαήλ (Γώγος Άγιάσσος) ώς λογοτέχνης καί δημοσιογράφος. Πα νελλήνιος Όμιλος γιά τήν Παράδοση τής Ρωμιοσύνης, 1982. Σελ. 71. Δρχ. 100. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΣΟΦΙΑ ΕΜΜ. Πολωνοί λογοτέχνες. 1982. Σελ. 118. Δρχ. 250.
ΧΑΣΕΚ ΓΙΑΡΟΣΛΑΒ. Ένας δολοφόνος καταζητείται. Διηγήματα. Μετ. ’Απόστολου Νικολάου. ’Αθήνα, Σύγ χρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 97.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ A. Κ. Ή Στροφή τού Σεφέρη. Τόμος Β'. ’Αθήνα, Ζώδιο, 1982. Σελ. 151. Δρχ. 400.
ΜΕΛΕΤΕΣ
FAULKNER PETER. Μοντερνισμός. Μετ. Ίουλιέττας Ράλλη - Καίτης Χατζηδήμου. Ή Γλώσσα τής Κριτικής, άριθ. 22. ’Αθήνα, Ερμής, 1982. Σελ. 150. Δρχ. 140.
Αίμίλιος Βεάκης (1884-1951). ’Αφιέρωμα. Πειραιάς, Φι λολογική Στέγη Πειραιώς, 1982. Σελ. 20.
HEBDIGE DICK. Ύπό-κουλτούρα: τό νόημα τού στύλ. Μετ. Έφης Καλαφατίδη. ’Αθήνα, Γνώση, 1981. Σελ. 223. Δρχ. 350.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣ. Δ. Τάσεις καί έξελίξεις τής παιδικής λογοτεχνίας στή δεκαετία 1970-1980. ’Αθή να, Οΐ ’Εκδόσεις των Φίλων, 1982. Σελ. 183. Δρχ. 300. ΒΕΛΟΥΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Προτάσεις. Δεκαπέντε γραμ ματολογικές δοκιμές. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 182.
ΘΕΑΤΡΟ ΓΕΩΡΓΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Κλειδιά καί κώδι κες θεάτρου. 1. ’Αρχαίο δράμα. Δοκίμιο, άριθ. 2. ’Αθή να, Εστία, 1982. Σελ. 286.
ΛΑΜΙ11ΛΗΣ ΧΑΡΗΣ. Ποιός σκότωσε τά παιδιά τής Μήδειας. Τραγωδία. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 113. ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Περιπλανώμενη ζωή. ‘Αγία Κυριακή, θέατρο, άριθ. 7. 'Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 202.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΜΑΤΕΣΙΣ ΠΑΥΛΟΣ. ’Εξορία, θέατρο, άριθ. 5. ’Αθή να, Εστία, 1982. Σελ. 84.
’Αρχείο τής Π. Σ. Δέλτα. Τόμος Δ'. ’Εκστρατεία στή με σημβρινή Ρωσία 1919. Κείμενα Ίάνκος Δραγούμης Κωνσταντίνος Μανέτας - Κωνσταντίνος Βλάχος - Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. ’Αθήνα, 'Ερμής, 1982. Σελ. 183 + χάρτες.
ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Τό ίερό σφάγιο. Τραγω δία σέ τρεις μέρες. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 'Εστία, 1982. Σελ. 141.
Ελλάδα. Ιστορία καί πολιτισμός. Τόμοι Α' + Β' + Γ' +Δ' + Ε'. ’Αθήνα. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1981. Σελ. 288 + 319 + 316'+ 302 + 419. Δρχ. 1600 (ό κάθε τόμος).
ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ειρήνη, θεατρικό έργο σέ δύο μέρη. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 278.
ΚΑΡΑΤΖΕΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ-ΦΩΤΙΟΣ. Ή έκατονταετηρίς τής Άρτης, 1881-1981. Άθήναι, Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Σκουφάς, 1982. Σελ. 62. Δρχ. 150.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ-ΤΑΚΙΔΙΑ
Κείμενα τής ’Εθνικής ’Αντίστασης. Τόμοι Α + Β. ’Αθή να, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 574 + 442.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΑΣΟΣ. Ή ’Αλβανία σήμερα. ’Εντυπώσεις καί στοχασμοί άπό τήν περιήγησή της. Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, 1981. Σελ. 271. Κεφαλονιά καί ’Ιθάκη. Νομαρχία Κεφαλληνίας. Σελ. 121. Δρχ. 300. ΚΟΥΚΟΥΒΙΝΟΣ Γ. Εικόνα τής Ζαγοράς τού 1700 καί τού σήμερα. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 53. Δρχ. 150.
ΚΟΝΤΟΕΙΔΗΣ ΑΛΕΚΟΣ Μ. Κιλκισιώτικα πατριδογραφικά θέματα. ’Αθήνα, Σύλλογος Κιλκισιωτών ’Αθη νών καί Περιχώρων, 1982. Σελ. 59. ΡΟΥΣΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Βοήθημα Νέας ‘Ιστορίας τής Ελ λάδας. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 246. Τά κείμενα τού ’Ελευθερίου Βενιζέλου. ’Επιμέλεια καί ιστορικά ύπομνήματα Στεφ. I. Στεφάνου. Τόμος Α': 1909-1914. ’Αθήνα, Λέσχη Φιλελευθέρων - Μνήμη Έλευθ. Βενιζέλου, 1981. Σελ. 626. Δρχ. 1800.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΣΟΥΤΣΙΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Πέντε άρτινά μελετήματα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 39. Δρχ. 100. ΑΛΙΠΡΑΝΤΗΣ ΝΙΚΟΣ Χί>. Ό μητροπολίτης Αύγουστίνος Καντιώτης. Τά παιδικά του χρόνια. Παριανή Βι βλιοθήκη, άριθ. 10. Άθήναι, 1982. Σελ. 110. Δρχ. 300.
DAKIN DOUGLAS. Ή ένοποίηση τής Ελλάδας 17701923. Μετ. Α. Ξανθόπουλου. ’Αθήνα, Μορφωτικό "Ιδρυ μα ’Εθνικής Τραπέζης, 1982. Σελ. 484. Δρχ. 500.
ΚΑΡΚΑΝΗΣ ΝΙΚΟΣ Κ. Οί δοσίλογοι τής Κατοχής. Δίκες-παρωδία. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 409. ΛΙΑΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Φυλακές. Νίκος Κοεμτξής. ’Αθή να, Κάκτος, 1982. Σελ. 284.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΜΕΛΕΤΖΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Μέ τούς άντάρτες στά βουνά. Β' έκδοση. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 288. Δρχ. 600.
ΑΓΙΑΣΟΣ. Διμηνιαία έκδοση τού «Φιλοπρόοδου Συλ λόγου Άγιασωτών». Τεύχος 8. Δρχ. 50.
ΜΙΛΛΙΕΞ ΡΟΖΕ. ‘Ημερολόγιο καί μαρτυρίες τού πολέ μου καί τής κατοχής. ’Αθήνα, θεμέλιο, 1982. Σελ. 184. Δρχ. 220.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ. Μηνιαία ένημερωτική-έπικοινωνιακή έκ δοση τής ΑΤΕ. Τεύχος 74.
ΝΙΚΑ ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ. Καλάβρυτα 1943. (Μαρτυρία). ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 47.
ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. ’Ανεξάρτητη μηνιαία άεροδιαστημική έφημερίδα. Φύλλα 22/23 καί 24. Δρχ. 20. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΑ. Τεύχος 2. Δρχ. 250.
ΠΑΓΤΖΙΛΟΓΛΟΥ ΜΙΛΤΟΣ. Τά καλύτερό μας χρόνια. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 182. ΤΡΙΚΑΛΙΝΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Δρόμος μακρύς καί δύσκο λος. ’Αναμνήσεις. ’Αθήνα, Σύγχρονη ’Εποχή, 1981. Σελ. 167. 162
ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ. Τεύχος 8. Δρχ. 80. ΔΕΛΤΙΟ. Σύνδεσμος Βιομηχάνων Βορείου ‘Ελλάδος. Τεύχος 1-2/193-194.
ΔΕΛΤΙΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΣΠΟΥΔΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗ ΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ. Τεύχος 5α. Δρχ. 200.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ. Τεύχος 4. MAZI-TOGETHER. Τεύχος 7. Δρχ. 18.
ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Τόμος 24. Δρχ. 700.
ΟΔΟΡΑΜΑ. Τεύχος 1. Δρχ. 600.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Περιοδική έκδοση τού Κέντρου Φιλο σοφικών ’Ερευνών. Τεύχη 12 κα( 14. Δρχ. 150.
ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 5. Δρχ. 120. Ο ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ. Τόμος 16. Δρχ. 500.
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Φύλλο 42. Δρχ. 1,50. ΟΘΟΝΗ. Τεύχος 17. Δρχ. 120. ΔΙΑΒΑΖΩ. Μηνιαία έπιθεώρηση τού 6ί6λίου. Τεύχος 49. Δρχ. 120. ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Τετράμηνο λογοτεχνικό καί καλλιτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 9. Δρχ. 180.
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Διμηνιαία έπιθεώ ρηση. Τεύχος 1. Δρχ. 120. ΟΜΠΡΕΛΑ. Γράμματα-τέχνες-πολιτισμός. Τεύχος 3. Δρχ. 80.
ΔΙΟΤΙΜΑ. Τεύχος 10. Δρχ. 50. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 49. Δρχ. ΔΙΠΤΥΧΑ. Τόμος 2. Δρχ. 1000.
100.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΦΩΝΗ. Φύλλο 11-12.
ΠΑΡΟΔΟΣ. Περιοδικό φοιτητών τής Φιλοσοφικής. Τεύχος 2.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Φιλολογικόν, ιστορικόν καί λαογραφικόν περιοδικόν σύγγραμμα. Τεύχος 2. Δρχ. 250. ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ. Τεύ χος 14. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 36. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 67. Δρχ. 250. ΗΝΙΟΧΟΣ. Τεύχη 60 καί 61-62. Δρχ. 50. Η ΕΚΦΡΑΣΙΣ. Μηνιαία έφημερίς. 'Φύλλα 22 καί 23. Δρχ. 15. Η ΛΕΞΗ. 'Ελληνική καί ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 13. Δρχ. 150. Η ΜΑΧΗ. ’Εφημερίδα Άχαρνών-Κάτω Πατησίων. Φύλλο 55. Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗΣ. Φύλλο 49.
ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Τόμος 14. Δρχ. 120. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Τεύχος 255-256. ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Τεύχος 12. Δρχ. 100. ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τρίμηνη έκδοση «’Αδελ φότητας Σαμίων». Τεύχος 28. Δρχ. 220. ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ. Φύλλο 2. ΣΠΑΡΜΟΣ. Δίμηνη γενική έπιθεώρηση. Τεύχος 32. Δρχ. 40. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχη.6 καί 7. Δρχ. 100. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων καί τεχνών. Φύλλο 65. Δρχ. 7. ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Τεύχος 30. Δρχ. 140.
ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ. Τόμος 3. Δρχ. 270. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρείας ’Ιατρικών Σπου δών. Τεύχος 2.
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό γιά συλλέκτες. Τεύχος 17. Δρχ. 65. ΣΧΟΛΙΚΑ ΝΙΑΤΑ. Φύλλο 27.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης. Τεύχος 165. Δρχ. 100. ΚΑΝΑΛΙ 14. Λόγος-τέχνη-πολιτισμός. Τεύχος 7. Δρχ. 80. ΚΛΙΝΑΜΕΝ. Λόγος, σχήματα. Τεύχος 15.
4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 139. Δρχ. 60. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Περιοδική έκδοση τής Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Τεύχος 10. Δρχ. 80. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝΟΙΚΟ. Τρίμηνη έκδοση Συλλόγου Βα163
σιλειωνοικουσών ’Αθήνας. Φύλλο 7. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ. 4ος χρόνος: 1982. Δρχ. 500. ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ. Περιοδική μαθητική Εκδοση Β' Γυμνα σίου Λιβαδιάς. Τεύχος 1. ΤΟΜΕΣ. Τεύχος 82. Δρχ. 100. ΤΣΟΝΤΑ. Περιοδικό τής Κινηματογραφικής Λέσχης «θεατρικό ’Εργαστήρι» Θεσσαλονίκης. Τεύχος 9. Δρχ. 100.
ΥΔΡΙΑ. Τεύχος 35-40. Δρχ. 200. ΦΙΛΟΤΕΧΝΙΚΟΣ. Τεύχος 5. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανον τού Κεντρικού Ίσραηλιτικού Συμβουλίου τής 'Ελλάδος. Τεύχος 47. ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟ ΣΧΗΜΑ. Τεύχος 5. Δρχ. 100. SIGNUM. Φύλλο 17-18.
164
αντί Τό ζήτημα δέν είναι μόνο νά διαβάζετε «ΑΝΤΙ» άλλά νά μπορείτε ν’ άνατρέχε,τε1 σ’ αύτό σταθερά. • Τ ό κα λύτερο δώ ρ ο γ ιά σάς κ α ί τούς φ ίλους σας: • Έ ν α ς πανόδετος τόμος τού π ε ρ ιο δ ικ ο ύ « Α Ν Τ Ι»
γιαννη σ κα ρ ιμ π α το "21
γιαννη σκαριμπα το *21 και ηαληθαα ηαληθ.
γιαννη σκαριμπα
για ννη σ κ α ρ ιμ π α τ ο -21 και η αριστοκρατία του
im m Δρχ. 2 0 0 γιαννη σ κα ρ ιμ π α
Δρχ. 2 5 0
Δρχ. 2 0 0 για ννη σ κ α ρ ιμ π α
για ννη σ κ α ρ ιμ π α
για ννη σ κ α ρ ιμ π α
9£*JL?p
ΪΕΙ
W
Δρχ. 2 0 0
ΠΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ ΤΟ ΙΟΛΟ ΤΟΥ ·4ΓΚΑΡΟ
¥
Δρχ. 2 0 0
Δρχ. 2 0 0
ΠΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
ΠΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
OXYKX ΙΒ>6ΑΝΗΒΑΛί
Ο ΗΧΟΙ TOY KQ4QHOI
ΙΟDMO Κ> ΠΑΥΡΟΥ
fcl Δρχ. 2 0 0 \ΧΙ\Λ Π
(* 1/ίΐΜΐμ Η *ιιι« ι/ο ? *ς iW x jy y i/l»
% ·1 ·8
ΠΛ.ΥΜΙ ΙΚΛΗ1ΜΠΛ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΔΙΑΚΟΠΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΑΝΕΒΑΣΜΑ
Μην ξεχύσετε τά ά π ό τ ή
σας ...
ΣΥ ΓΧΡ Ο Ν Η
„
Πάρτε ένα άκόμη ανεκτίμητο φίλο μαζί σας, στις διακοπές σας ένα βιβλίο άπό τά βιβλιοπωλεία «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ».
Γιά παιδιά, γιά νέους, γιά όλους! Παιδικά βιβλία, σύγχρονη ελληνική καί ξένη λογοτεχνία, ιδεολογικοπολιτικά θέματα, φιλοσοφία, ιστορία, ντοκουμέντα. Κι άκόμη, ξενόγλωσσα βιβλία, δίσκοι, κασέτες καί χρήσιμα δώρα γιά τίς διακοπές.
» 1
c------- —
1
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΥΣ ΟΙΚΟΥΣ.
ΠΡΙΝ ΚΛΕΙΣΕΤΕ ΤΗ ΒΑΛΙΤΣΑ ΣΑΣ!!! περάστε άπό τά βιβλιοπω λεία ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ____________ ί 0 * ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ ΚΑΤΙ ΔΙΚΟ ΣΑΣ. ς υ γ χ ρ ο Ν • • • •
ΑΘΗΝΑ: ΑΚΑΔΗΜ ΙΑΣ 78, ΤΗΛ.: 36.08.132 ΠΕΙΡΑΙΑΣ: ΚΑΡΑΪΣΚΟΥ 86, ΤΗΛ.: 4 1.2 7.9 6 7 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ 7 , ΤΗΛ.: 261.069 ΠΑΤΡΑ: Μ ΑΙΖΩΝΟΣ 4 7 & ΖΑΙΜ Η , ΤΗΛ. 226.122
Η ^
ν
'^
Σ Τ Ο
Ε. ΒΑΛΑΣΑΚΗΣ - Κ. ΑΓΓΕΛΗΣ Α.Ε.