ΑΡΙΘ. 80 · 2.11.83 · ΔΡΧ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ Προβλήματα μεθόδου και εξέλιξης της επιστήμης Τ. Kuhn, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων Ρ. Feyerabend, Ενάντια στη μέθοδο Β. Κάλφας, Επιστημονική πρόοδος και Ορθολογικότητα Α. Κουτούγκος, Η σύγκρουση επιστήμης και επιστημολογίας Τεκμήρια Α. Μητσός, ΕΙ προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες Α. Βρυχέα, Κ. Γαθρόγλου, Απόπειρες μεταρρύθμισης της Ανώτατης Εκπαίδευσης _________________ 1 9 1 1 - 1 9 8 1
Κ. Βαΐτσος, Α. Μητσός, Διεθνής Οικονομική Α. Κωτσιόπουλος, Ζητήματα Αρχιτεκτονικής Θεωρίας Ε. Laclau, Πολιτική και Ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ
ΕΠΙΣΗΣ
ΣΕ
ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΗ
ΤΑ Ε Ξ Α Ν Τ Λ Η Μ Ε Ν Α
Εκδόσεις Κ ΕΔΡΟ Σ ...δημιουργούμε αναγνώστες Κυκλοφορούν στους επ ό μ ενο υ ς μ ή ν ες a m s z s a ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ: Σύντροφοι Καλημέρα. Απαντα Ε ' ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ: Μια καταγραφή στην περιοχή της Λογοτεχνίας Απαντα Σ Τ ' ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: Η πλωτή πόλη ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ: Η μεγένθυση ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Η σπηλιά ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ: Το μυθιστόρημα μιας δολοφονίας ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ: Το γκισέ ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: Αριόστος ο Προσεχτικός β '
έκδοση
συμπληρωμένη
ΚΩΣΤΗΣ ΓΚΙΜΟΣΟΥΛΗΣ: Η αγία μελάνη ΠΑΝΟΣ ΘΑΣΙΤΗΣ: Σχιστολιθικά ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ: Ιστορίες για τα βαθειά ΠΑΥΛΙΝΑ ΠΑΜΠΟΥΔΗ: Το μάτι της μύγας ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Ιχνογραφία ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ - ΡΕΝΤΗΣ: Διπλός χρόνος ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΡΙΑΔΗΣ: J o χαμένο κολιέ
IΔΟ ΚΙΜ ΙΑ - Μ ΕΛ ΕΤΕΣ - ΙΣΤΟ ΡΙΚ Α I ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: Αντρέας Εμπειρικός «ο π οιητής του έρ ω τα και* το υ νόστου»
ΗΛΙΑΣ ΗΛΙΟΥ: Η Ρητορική του Αριστοτέλη ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ: Προφορική παράδοση και ομαδική δημιουργία Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ: Χωρίς ανεμόσκαλα ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Παρα-κείμενα ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ: Τέσσερα μελετήματα για τον Σεφέρη [Μ Α ΡΤΥ ΡΙΕΣ - ΧΡΟ Ν ΙΚΑ - ΤΑΞΙΔΙΩ ΤΙΚΑ]
ΠΕΤΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ: Ό σα θυμάμαι (1900-1969) Τόμος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ: Ενθυμήματα, τό μ ο ς Β '
β
[®22Β5Ξ ΑΙΣΧΥΛΟΣ: Επτά επί Θήβαις μ ετ. γ ια ν ν η τ ς α ρ ο υ χ η ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΙΩΤΗΣ: Τα παράσιτα «έξη ραδιοδράματα» ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΤΑΡΑΣ: Ζωγραφική (1948-1983) ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ: Ο μύθος της ελληνικότητας Γ'
τόμος
:ε ν η λ ο γ ο τ ε χ ν ί α ]
ΙΟΝ ΛΟΥΚΑ ΚΑΡΑΤΖΙΑΛΕ: Σκίτσα (Μ εγ. Γ. Ζωΐδης) MAPI ΚΑΡΝΤΙΝΑΛ: Με το κλειδί στην Πόρτα (Μ ετ.
μ
. Βώκος)
Κ,Σ. ΛΙΟΥΙΣ: Ο ανιψιός του μάγου
(Μ ετ. Τζένη
Μ αστοράκη)
ΤΖΙΟΡΤΖΙΟ ΜΠΑΞΑΝΙ: Ο κήπος των Φίτζι - Κοντίνι (Μ ετ. Σ τέλλ α Θεοδωροπούλου)
ΠΑΤΡΙΚ ΜΟΝΤΙΑΝΟ: Οδός σκοτεινών μαγαζιών
(Μ ετ.
Μ. Παλάντιου)
ΑΝΡΙ ΤΡΟΥΑΓΙΑ: Το μεροκάματο του ξένου
(Μ ετ.
Μ. Παλάντιου)
ΟΥΙΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ: Καθώς ψυχορραγώ (Μ ετ. Μ. Κουμανταρέα)
Τ.Σ. ΕΛΙΟΤ: Ποιήματα (Μ ετ.
Α ρ ισ το τέλης Ν ικολάϊδης)
Ο Αραγκόν για τον Ρίτσο ΠΗΤΕΡ ΜΠΗΑΝ: Κωνσταντίνος Καβάφης
(Μ ετ. τζ έν η
Μ αστοράκη)
ΠΗΤΕΡ ΜΠΗΑΝ: Νίκος Καζαντζάκης
(Μ ετ. Κ ατερίνα
Α γγελάκη - Ρούκ)
ΧΟΥ ΜΠΙΝ: ' Ασκηση αναπνοής
(Μ ετ.
Π. Κουρόπουλος)
ΤΖΑΝΤ ΧΑΤΕΜ: Νίκος Καζαντζάκης - μάσκες και χάος (Μ ετ. Μ. Κρητικός)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
UlliS l S l M M l S S E M
ΣΟΦΙΑ ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ Μυθολογία ΑΡΓΥΡΩ ΚΟΚΟΡΕΛΗ: Πώς γεννήθηκα ΜΑΡΩ ΛΟΪΖΟΥ: Το μούσι του κόντε-Ιταλία ΜΑΡΩ ΛΟΪΖΟΥ: Ο γκαφατζής ο Χάνς - Γερμανία ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΙΝΟΣ: Ιστορία για το Τσίρκο ΤΑΤΙΑΝΑ ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΛΙΕΞ: Ο ζωγράφος Κκάσιαλος ΣΜΑΡΑΓΔΑ ΜΟΣΤΡΑΤΟΥ: Ιστορικό θεών και ηρώων ΕΙΡΗΝΗ ΝΑΚΟΥ: Γιατί όχι; μαζί με το λύκο ΜΩΡΙΣ ΝΤΡΥΟΝ: Τίστου ο πρασινοδάχτυλος ΜΥΡΤΩ ΓΕΩΡΓΙΑ ΝΙΛΣΕΝ: Οι περιπέτειες μιας νότας ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ: Μύθοι για άτακτα παιδιά ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ: Οι νικητές ΒΑΣΑ ΣΟΛΩΜΟΥ - ΞΑΝΘΑΚΗ: Ιερός Λόχος ΚΙΡΑ ΣΙΝΟΥ: Τα διαμάντια της μαϊμούς ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ: Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΦΕΝΤΟΝ: Το μυστικό του λόφου Ζ.Ρ.Ρ. ΤΟΛΚ1Ν: Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών
Γ Γενναδίου 6 (πάροδος ’ Ακαδημίας) - Τηλ.: 36.15.783
ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ δίπλα σας παντού και πάντα
Τά «Ν ΕΑ ΣΥΝ Ο ΡΑ » Α.Α. Λ ΙΒΑ ΝΗ ανοίγουν τό φετεινό χειμώνα μέ τό πλούσιο έκδοτικό τους πρόγραμμα. Καινούρια σύνορα στη πεζογραφία, την αυτοβιογραφία, τήν εθνο λογία καί τό φεμινισμό. •
Συγγραφείς καί έργα πού πρόκειται νά κυκλοφορήσουν προσεχώς: • •
Πεζογράφο’ τής Λατινικής :'Αμερικής Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Κακιά ‘Ώρα»
•
Πεζογράφοι τής :'Αφρικής "Αλαν Πάτον: «Κλάψε χώρα άγαπημένη»
•
Πεζογράφοι τής Γαλλίας Φρανσουάζ Ξενάκη: Κομμένη π λεξ ϊβα 'Ύβ Ναβάρ: «Τά Λουκούμια»
•
Πεζογράφοι τής Ελλάδας Σωτηρία Σταυρακοπούλου: «Λαπαροτομή» Άντώνης Σουρούνης: «Οί Συμπαΐχτες» Στέλλα Βογιατζόγλου: «Σκόνη κόλλησε στ’ αφτιά μας»
•
Αύτοβιογραφικά κείμενα ΤΙΤΟ: «Αύτοβιογραφία» (πρώτος τόμος) Ίσιδώρα Ν τάνκα ν: «Αύτοβιογραφία»
•
Φεμινιστική σειρά "Ανία Μενμπελέντ: «Φεμινισμός καί Σοσιαλισμός»
•
Εθνολογική σειρά
«Οί ίνδιάνοι»
«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ Σόλωνος 94, τηλ.: 3610589 - 3600398.
Συμπληρώστε τή σειρά τών αφιερωμάτων
Κωνσταντίνος Θ εο τό κ η ς (N o 14) Β ιβ λία για πα ιδιά (N o 24) Γ υ ν α ικ είο ς λόγος (N o 36) Γκ έο ρ γ κ Λ ούκατς (N o 4 1 ) Τα δ ιδα κ τικ ά β ιβλ ία τη ς μέσ ης εκ π α ίδ ευ σ η ς (N o 4 7) Φ ρά ντς Κ άφ κα (N o 50) Ν έ ο ι λο γοτέχνες (N o 50 ) Ν ίκ ο ς Καζαντζάκης (N o 5 1 ) Μ αρσέλ Π ρουστ ( N o 52 ) Ο υίλλιαμ Φ ώ κ νερ (N o 54) Α γγλική λογοτεχνία (N o 56 ) Σ ο β ιετ ικ ή λογοτεχνία ( N o 5 7 ) Α ντίσταση κ α ι λογοτεχνία ( N o 5 8 ) Λ α τινοα μερικά νικη λο γοτεχνία (N o 5 9) Ο νορέ ν τε Μ παλζάκ (N o 60 ) Δ ημ ή τρ η ς Γληνός (N o 6 1)
Μην ξεχνάτε τις
Τ ζέημς Τζόυς (N o 62) Κώστας Χ α τζηα ργύρης ( N o 6 3) Η γενιά τω ν μ π ή τν ικ (N o 64) Ο ι επ ίγ ο ν ο ι το υ Φ ρό υ ν τ ( N o 65) Ζαν Ζ εν έ (Ν ο 6 6) Ε π ιθ εώ ρ η σ η Τ έχνης (N o 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (N o 6 8) Ν έ ο ι λο γοτέχ νες (N o 6 9) Γερμα νόφ ω νο θ έα τρ ο (N o 70) Σ η μ ειω τικ ή (N o 71) Α ριστοφ ά νης (N o 72) Ζ ακ Π ρ ε β έρ (N o 73) Μ ικ ρα σ ια τικ ό ς ελληνισμός (N o 74) Λ ογοτεχνία κ α ι κινημα το γρά φ ο ς (N o 75) Ιτα λική λο γοτεχνία (N o 76) Μ α ρκήσ ιος ν τ ε Σ α ν τ (N o 77) Κ. Π. Κ α β ά φ η ς (N o 78) X . Λ. Μ π ό ρχ ες (N o 79)
συνεντεύξεις με τους:
Μ ένη Κ ουμανταρέα (N o 1) Γιώ ργο Ιωάννου (N o 9) Δ ιονύσ η Σ α β β ό π ο υ λο (N o 10) Γ α β ρ ιή λ Π εντζίκ η (N o 11) Ιά κω βο Κα μπα νέλλη (N o 12) Ν ίκ ο Σ βορώ νο (N o 18) Μ έντη Μ ποσταντζόγλου (N o 19) Ν ίκ ο Πουλαντζά (N o 27 ) Α λέξανδρο Κ οτζιά (N o 28 ) Σ τρ α τή Τσ ίρκα (N o 29 ) Ζωή Καρέλλη (N o 30 ) Ά λ κ η Ζ έη (N o 33 ) Γιά ννη Τσαρούχη (N o 4 2 ) Τ ά κη Σινόπ ου λο (N o 4 6 ) Ν ίκ ο Κ α ρούζο (N o 48 )
Κ. Θ. Δ ημ α ρά ( N o 53) Αιδώ Σ ω τη ρίο υ (N o 5 8) Κ υριά κ ο Σ ιμ ό π ο υ λο (N o 5 9) Κώστα Ζ ουρά ρη (N o 60) Σ π ύ ρ ο Ασδραχά (N o 61) Εμμα νουή λ Κ ρια ρά ( N o 6 2) Αλ. Φ ιλιπ π ό π ουλο (N o 63) Κ α ίη Τ σ ιτσ έλη (N o 6 4) Π έτρο Α μπατζόγλου (N o 67) Γιά ννη Δ ουα τζή (N o 68) Τα τιά να Γκ ρίτσ η-Μ ιλλιέξ (N o 71) Λ ιλίκα Ν ά κ ου (N o 72) Γιώ ργη Για τρομα νω λά κη (N o 73) Σ τρα τή Δ ούκ α (N o 74) Φ ρέν τυ Γερμ α ν ό ς (N o 77) Ν ά νος Βα λα ω ρίτης (N o 79)
ο ΔΙΑΒΑΖΩ Μέχρι τέλος Δεκέμβρη του 1983 ετοιμάζονται τα αφιερώματα Μ. Γιο υ ρ σ ενά ρ Α δα μά ντιος Κ ορα ής Κ αρλ Μ αρξ Ν εο ελ λη νικ ό θ έα τρ ο Α στυνο μικό μυ θ ισ τό ρ η μ α Σ ύγχρο να Ο λλανδικά γρά μμα τα
Ανατρέξτε στα άρθρα του ΔΙΑΒΑΖΩ
Ο ι εγ κ υ κ λ ο π α ίδ ειες κ α ι τα κ ρ ιτή ρ ιά το υ ς (N o 9) Ο Π α πα δια μά ντης σ ήμερ α (N o 9) Ερω τήμα τα για τη ν επ α ρ χ ια κ ή λο γοτεχνία (N o 10) Ιούλιος Β ερ ν : Τ α ξίδι μ ε το ό ν ειρο (N o 12) Πώς φ θ ά σ α μ ε σ το β ιβλ ίο (N o 13) 1941-194 4 : Η Ε θ ν ικ ή Α ντίσταση μέσ α από β ιβλ ία (N o 14) Ο Γ κ ό ρ κ ι κ α ι το β ιβλ ίο (N o 15) Η π εζογρ α φ ία α πό το 1 880 ώς το 194 0 (N o 16) Η π εζ ο γ ρ α φ ία α πό το 1 9 4 0 ώς τ ις μ έρ ες μας (N o 17) Η Ε Σ Σ Δ μέσ α α πό τα κ είμ εν α τω ν ισ το ρ ι κώ ν τη ς (N o 17) Ελλη νικ ή κ ιν η μ α το γ ρ α φ ικ ή β ιβλ ιο γ ρ α φ ία (N o 19) Γνω ριμία μ ε το ν Μ ισ έλ ν τ ε Μ ο ν τα ίνι (N o
20 )
Φ α ντα σ τικ ό κ α ι επ ισ τη μ ο ν ικ ή
φ α ντα σία (N o 20) Ο ι εκ δ ό σ ε ις το υ Μ αρξ (N o 21) Σ υ γ κ ρ ιτικ ή τη ς μο ντέρνα ς ελ λη νική ς π ο ί η ση ς (N o 22) Εισαγωγή στη μ εσ ο π ο λεμ ικ ή πεζογρα φ ία (N o 25) Ξ α ναδια βά ζοντας το ν Θ ερ β ά ντες (N o 26) Το β ιβ λ ίο κ α ι τα π ο λ ιτικ ά κ όμμ α τα (N o 32) Χ ίλ ιες κ α ι μία ν ύχ τες (N o 33) Ό λ ιβ ε ρ Τ ο υίσ τ (N o 34) Το θ έα τ ρ ο το υ π α ρά λο γο υ σ την Ελλάδα (N o 37) Ο Ν τ ο σ το γ ιέφ σ κ ι κ α ι το « Έ γ κ λ η μ α κ α ι τιμω ρία (N o 38) Ξ α ναδια βά ζο ντας τη «Μ α ν τά μ Μ π ο βα ρύ » (N o 42) Ξα ναδια βά ζο ντας το ν Ά γ γ ε λ ο Σ ικ ελια ν ό (N o 4 6) Το θ έα τ ρ ο το υ Γιά ννη Κ α μπύσ η (N o 53) -
Τι μπορεί να σημαίνουν για σας οι οικονομικές επιδόσεις* μιας Ασφαλιστικής Εταιρίας; (όταν είναι τόσο εντυπωσιακές)
σιγουριά! Και η σιγουριά που εμπνέει η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ στηρίζεται: • • • • •
Στα κεφάλαιά της και τα ελεύθερα αποθεματικά, που ξεπερνούν το 1.300.000.000 δραχμές. Στο σύνολο του Ενεργητικού της, που είναι πάνω από 2.900.000.000 δραχμές. Στα καθαρά ασφάλιστρα, που φτάνουν περίπου το 1.500.000.000 δραχμές. Στα έσοδά της από επενδύσεις, που ανέρχονται σε 263.000.000 δραχμές. Στα 610.000.000 δρχ. καθαρά κέρδη της, που της χάρισαν, για δεύτερη συνεχή χρονιά, τον τίτλο της πρώτης σε κέρδη Ασφαλιστικής Εταιρίας στην Ελλάδα.
ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟ: Αυτά τα κέρδη επενδύονται σε κοινωφελή έργα, για το ξαναζωντάνεμα της ελληνικής υπαίθρου. Γιατί η ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ είναι Κρατικό-Συνεταιριστική Εταιρία. *. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΙΟ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ 1982.
ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ: ΖΩΗΣ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ, ΦΩΤΙΑΣ, ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ, ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, ΧΑΛΑΖΙΟΥ, ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΣΚΑΦΩΝ, ΚΤΗΝΑΣΦΑΛΕΙΕΣ.
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟΙ' ΜΕΤΟΧΟΙ: ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ι ΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ
μ flfP Q T iK i-i ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ κοντά σας ό,τι κι αν τύη\
ΔΙΑΒΑΖΩ Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72 Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.10.488 Διαφημίσεις: .36.26.910
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τεύχος 80 2 Ν ο έμ β ρ ιο » 1983
ΧΡΟ Ν ΙΚΑ
Τιμή: Δρ, Ιιβ > Εκδότης: Άννπ ιΓέτρίδου
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν η Βίτω Αγγελοπούλου, ο Κωστής Μεραναίος και ο Δημήτρης Δεληγιάννης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
10 12 14
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Αρχισυντάκτης: Νίκος Στεφανάκης Σύνταξη: Σο< 'α Γεμενάκη,' Δημήτρης Δεληπέτρος, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, Ηρα κλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Ελένη Στεφανάκη Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρη-
Οιι ονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση: Νένη Ράις Στοιχειοθεσία: Ε. Καλέμη και Σία Ο.Ε., Σόλωνος 116, Αθήνα, τηλ. 36.26.126 Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. 11. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Μοντάζ-φιλμς: Α. Καλέμης, Σόλωνος 116, Αθήνα, τηλ. 36.26.126 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυλής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο «Κιβωτός» Δραγάτση 1 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Ανδρέου και Σία Ρηγαίνης 64 Λευκωσία Υπεύθυνος τυπογραφείου: Ε. Καλέμη Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Φ. Δ. Δρακονταειδής: Τρεις απόψεις για τη λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης Η παγίδα του τελικού παράδοξου Η Ευρώπη δεν ενδιαφέρεται πια για την Ε ι ρώπη Μίλαν Κούντερα: Εισαγωγή σε μια παραλλαγή
16
20 26 32
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Ά λκη ς Ρήγος ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ: Γράφει ο Γ. Γαλάντης ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ: Γράφει η Ελένη Δαμβουνέλη ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Βασίλης Καλαμαράς ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Α. Φουσκαρίνης, Θεοδώρα Ζερβού και Κώστας Καλημέρης ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν ο Γ. Καραβασίλης και ο Β. Κάσσος
39 42 44 46 48 54
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Β. Παγκουρέλης
41
ΣΥΝ ΕΝ ΤΕΥΞΗ Γιώργος Χειμωνάς: Έ να κείμενο δεν τελειώνει ποτέ (Συζήτηση με τη Ν. Χατζιδάκι)
58
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤ1ΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επ όμενο «ΔΙΑΒΑΖΩ»
α φ ιέρ ω μ α σ τη Μ. Γ ιο υ ρ σ εν ά ρ σε συνεργασία μ ε το «Magazine Litteraire»
ΧΡΟΝΙΚΑ Ο Παπαδιαμάντης στη Βρετάνη Ο Κριστιάν Μπουτεμί, επικεφαλής ενός μικρού οίκου που έχει έδρα τη Βρετάνη της Γαλλίας και τίτλο «ΑΡΚΑΝ 17», απο φάσισε -και εδώ είναι το παράξενο- να εγκαινιάσει μια σειρά κάτω από το γενικό τίτλο ελληνικά κείμενα. Το πρώτο βιβλίο της σειράς περιλαμβάνει τα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Φαρμακολύτρα» και «Μάγισσες». Τη δύσκολα μεταφραζόμενη γλώσσα του σκιαθίτη πεζογράφου ανάλαβε να μεταφέρει στα γαλλικά η Ροζελίν Μαζεστέ Λαρονί. Την επιμέλεια του βιβλίου, όπως άλλωστε και όλης της σειράς, έχει αναλάβει ο συγ γραφέας Αρης Φακίνος, γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από την πρό σφατη έκδοση του βιβλίου του «Ιστορία μιας χαμένης γης». Αλλά για να γυρί σουμε στη Βρετάνη και στον μεταφρα σμένο Παπαδιαμάντη -που το έργο του κυκλοφόρησε σε μια εξαιρετικά καλαί σθητη εικονογραφημένη έκδοση- θα εί ναι ο συγγραφέας και επόμενων βιβλίων του «ΑΡΚΑΝ 17». Στην απόφαση για την επιλογή του Παπαδιαμάντη θα έπαιξε ρό λο και η επιτυχία της μεταφρασμένης «Φόνισσας» που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια απ' τον εκδοτικό οίκο του Παρι σιού Μασπερώ.
Θ εατρικά περιοδικά ΕΝΩ στον τόπο μας κυκλοφορούν πολλά περιοδικά, όπως διαπιστώσαμε από την επετηρίδα του Υπουργείου Τύπου αρκετά μάλιστα από αυτά ανήκουν στο χώρο του λόγου και της τέχνης-, είναι εμφανής η απουσία ενός θεατρικού πε ριοδικού. Μια απουσία που γίνεται εντο νότερη αυτή την εποχή που στον τόπο μας κυκλοφορούν περιοδικές εκδόσεις ειδικού ενδιαφέροντος και που απευθύ νονται σε περιορισμένο αναγνωστικό κοι νό. Παλιότερα, σε μια λιγότερο ανθηρή εποχή για τα περιοδικά, κυκλοφορούσαν αρκετά θεατρικά, που άλλα απ' αυτά διέ κοψαν απότομα την έκδοσή τους, άλλα βράδυναν τη συχνότητα κυκλοφορίας τους ώσπου εξαφανίστηκαν. Η Αθήνα με
προ λεγο μένα τα πενήντα της θέατρα αλλά και το θεα τρόφιλο κοινό της, μαζί με τις θεατρικές εκδηλώσεις και περιοδείες που γίνονται σ' όλη την Ελλάδα, θα μπορούσε να συν τηρήσει ένα τέτοιου είδους περιοδικό. Φαίνεται κάπως έτσι θα σκέφτηκαν και οι εμπνευστές τριών θεατρικών περιοδικών που ετοιμάζονται και, απ' ό,τι ακούσα με, θα κυκλοφορήσουν στο τέλος του χρόνου. Συχνότητα έκδοσης: το ένα μη νιαίο και τα δύο διμηνιαία. Οσο για τους τίτλους τους, βρίσκονται στη γνωστή για κάθε περιοδικό εποχή του ψαξίματος.
έδρα την Αθήνα, είναι ελληνόγλωσσα και ελληνότιτλα· έχουμε άλλα 37 που είναι ξενότιτλα και 23 που είναι και ξενόγλωσ σα. 318 εκδίδονται στην επαρχία. Από αυτά 5 είναι ξενότιτλα και 2 ξενόγλωσσα. Τα στοιχεία αυτά αφορούν τα περιοδι κά που έχουν τακτική εβδομαδιαία, δε καπενθήμερη, μηνιαίο, διμηνιαία και τρι μηνιαία έκδοση, γιατί πρέπει να προσθέ σουμε ότι υπάρχουν άλλα 174 περιοδικά που δεν έχουν τακτική συχνότητα έκδο σης. Οι τίτλοι των περιοδικών και μόνο δεν προσφέρονται για την ταξινόμηση κάθε περιοδικού στην κατηγορία του. Μπορέ σαμε όμως να διακρίνουμε ότι ορισμένες λέξεις που χρησιμοποιούνται στους τίτ λους εμφανίζονται σε αρκετά έντυπα, είτε περιοδικά είναι αυτά είτε εφημερί δες. Θα αναφέρουμε μερικά: 18 περι λαμβάνουν στον τίτλο τους τη λέξη «Νέα» (Νέα των Super Markets, τα Νέα των Υστερνών, τα Νέα της ΕΛΠΑ, τα Νέα του Μπάσκετ). 19 τη λέξη «Επιθεώ ρηση» (Επιθεώρηση Χωροφυλακής, Επι θεώρηση Self Service, Επιθεώρηση Δι-
1104 περιοδικά ΞΕΡΕΤΕ ποια είναι τα αρχαιότερα έντυπα που εξακολουθούν να κυκλοφορούν; Είναι η εφημερίδα «Σίφνος» και το «Ημερήσιο Δελτίο τού Χρηματιστηρίου Αθηνών», που και τα δυο κλείνουν 104 χρόνια από την πρώτη μέρα έκδοσής τους. Ακολουθούν η εφημερίδα «Ακρόπολις», που κυκλοφορεί από τό 1881 102 χρόνια-, η «Πελοπόννησος» από το 1886 -97 χρόνια-, η «Θεσσαλία» από το 1892 -91 χρόνια- και «Ο χρονογράφος του Πειραιά» άπό το 1897 -86 χρόνια. Το σύνολό των εφημερίδων που κυ κλοφορούν στην Ελλάδα είναι 132 σε καθημερινή έκδοση και 510 Αθήνα, Πει ραιά και Περίχωρα σε όχι ημερήσια έκ δοση. Αναρωτηθήκατε ποτέ πόσα περιο δικά κυκλοφορούν στην Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων; 1104. Μάλιστα! Δηλαδή αντιστοιχεί ένα περιοδικό για 10.000 πε ρίπου συμπατριώτες μας. Τώρα πιο αναλυτικά: Από τα 1104 πε ριοδικά που κυκλοφορούν τα 707 έχουν
Τρίαινα, Ελληνική Πλεκτική, Ελληνική Χειρουργική, Ελληνική Επιθεώρηση Ανα πήρων Αστυνομίας Πόλεων, Ελληνική Οι κονομία). Κόσμος 8 (Ο Κόσμος της Ελληνίδος, Ο Κόσμος του Μαλλιού, Ο Κό σμος του Τέννις). Η λέξη «Φωνή» βρί σκεται στον τίτλο μόνο 4 περιοδικών της Αθήνας ενώ τη συναντάμε συχνά σε πε ριοδικά και εφημερίδες της επαρχίας (Η Φωνή των Πολυτέκνων, η Εθνική Φωνή, Η Ελεύθερη Φωνή, Φωνή της ΛεπΤοκαρυάς, Η Φωνή του Χωριού). Οι μετρήσεις που κάναμε και τα πρό χειρα συμπεράσματα στηρίζονται στην Επετηρίδα του Ελληνικού Τύπου 1983. Η
χρονικα/11 τόσο ενημερωμένη επετηρίδα για εφη μερίδες και περιοδικά δεν αναφέρει πουθενά στις σελίδες της το δικό της πρώτο έτος κυκλοφορίας. Όταν τηλεφωνικώς ρωτήσαμε υπάλληλο του Τμή ματος Τεκμηρίωσης της Διεύθυνσης Εσωτερικού Τύπου, μας απάντησε ότι μάλλον πρωτοκυκλοφόρησε το 1972.
Νεότατη Εγκυκλοπαίδεια ΣΕ βιτρίνες και ράφια βιβλιοπωλείων φι λοξενούνται εκδόσεις που έχουν τυπωμέ νη -είτε στο εξώφυλο είτε σε πρόσθετη λωρίδα χαρτί- τη φράση «μόλις εκυκλοφόρησε». Βέβαια τα βιβλία δεν ανταποκρίνονται πάντα σ' αυτή την ένδειξη, αφού για τα περισσότερα η ημερομηνία έκδοσης είναι πολύ μακρινή. Αυτός ο ετεροχρονισμός -ας μας επιτραπεί η έκφραση- θυμίζει αφίσα κόμματος ή πολιτευτή που έχει μείνει κολλημένη σε τοίχο αρκετόν καιρό μετά τις εκλογές. Η αξία ενός βιβλίου δεν μετριέται ανά λογα με το πόσο φρέσκο είναι -για να μην πούμε ότι πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχουν όμως κάποιες κα τηγορίες εντύπων που η ηλικία τους προδίδει και αχρηστεύει το περιεχόμενό τους. Σ' αυτές ανήκουν και οι εγκυκλο παίδειες. Η πρόοδος της επιστήμης, οι πολιτικές αλλαγές, οι πληθυσμιακές με ταβολές και άλλα γεγονότα καθιστούν πολλά από τα λήμματά τους άχρηστα και δεν προσφέρουν σωστή ενημέρωση στον αναγνώστη τους. Σ' αυτές τις σκέψεις οδηγηθήκαμε από το εξής περιστατικό: Στην Καβάλα πουλήθηκε εγκυκλοπαίδεια με τίτλο «Βασική Εγκυκλοπαίδεια των Νέ ων» και την ένδειξη «Νεοτάτη ' Εκδοση 1978-80». Ο καβαλιώτης όμως αγορα στής όταν χρειάστηκε να ξεφυλλίσει την εγκυκλοπαίδεια διαπίστωσε ότι η έκδοση που του πούλησαν δεν ήταν νεοτάτη αλ λά μάλλον αρκετά γριά και κακά πληροφορημένη. Έτσι κατέφυγε στην Ασφά λεια και κατάγγειλε το γεγονός. Θέλετε να μάθετε τι τον έκανε να δι απιστώσει την ηλικία του εντύπου που προμηθεύτηκε; Διαβάστε: Οι εφετινοί κολυμβητικοί αγώνες -1958- Καβάλας σημείωσαν επιτυχία. Στην Ιαπωνία δεν υπάρχουν αυτοκίνητα (πού είστε Datsun, Mitsubishi και τόσες άλλες μάρκες) και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι χωρικοί δεν χτίζουν σπίτια, φοβούμενοι τους Βουλγάρους.
Ο Ν τορέ και οι γκραβούρες ΟΙ γκραβούρες του γνωστές όχι μόνο από τις εικονογραφήσεις παιδικών βιβλί ων αλλά και από την πρόσφατη αξιοποίη σή τους σαν διακοσμητικά μοτίβα σε λο γοτεχνικά περιοδικά του τόπου μας και σε εκθέσεις κολάζ. Πρόκειται για τον Γκυστάβ Ντορέ, το ζωγράφο που τα χα ρακτικά του εξακολουθούν να κοσμούν παιδικά βιβλία που πρωτοκυκλοφόρησαν τον περασμένο αιώνα. Η Κοκκινοσκουφίτσα, ο Δον Κιχώτης και άλλα έργα του έχουν αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη μας, έτσι που όταν ανατρέχουμε σ' αυτά τα βιβλία να τα συνδέουμε με τις εικόνες που μας χάρισε. Για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Ντορέ διοργανώθηκε έκθεση στη γενέ τειρά του -το Στρασβούργο-, η οποία μεταφέρθηκε και στο καινούριο εκθετή ριο του Παρισιού Pavilion des Arts, που βρίσκεται στο Forum των Halles. Η έκ θεση παρουσιάζει όχι μόνο τις πασίγνω στες γκραβούρες του αλλά και έργα του Ντορέ λιγότερο γνωστά: πίνακες και γλυπτά. Ο Ντορέ δεν αποδεχόταν τη φή μη που δημιουργήθηκε γύρω από τις γκραβούρες του, γιατί πίστευε ότι οι δυ νατότητες και το ταλέντο του εκφράζον ταν πιο καλά στους πίνακες και τα γλυ πτά του. Αλλωστε οι εικονογραφήσεις για τα βιβλία ήταν το μέσο που του εξα σφάλιζε τα χρήματα για ν' αγοράζει χρώματα, πινέλα και εργαλεία για τη ζω γραφική και γλυπτική, που λάτρευε. Αυτή του η αντίληψη και εκτίμηση για το ποια από τις δυο εκφράσεις του ήταν καλύτε ρη και προβλήθηκε περισσότερο ήταν και το θέμα του τελευταίου γλυπτού του, που έμεινε ημιτελές. Τίτλος του: η Δόξα που σκοτώνει το Ταλέντο.
τις καθιστά άμεσα υπεύθυνες για την ποιότητα της παρεχόμενης πληροφόρη σης και την πρόοδο στην έρευνα. 2. Συνδρομή. Εισάγοντας νέα τεχνο λογία στις βιβλιοθήκες εξασφαλίζεται υψηλής στάθμης εξυπηρέτηση, αλλά και αυξημένο κόστος, και εδώ τίθεται το ερώτημα αν θα πρέπει ο χρήστης να συμμετάσχει κατά κάποιον τρόπο στα έξοδα. 3. Επικοινωνία. Η βιβλιοθήκη είναι η το πική εστία επιστημονικής πληροφόρη σης. Η ανάπτυξη και εφαρμογή διαφό ρων μεθόδων βιβλιομετρικής ανάλυσης επιτρέπει τον υπολογισμό σε ποσοστιαία κλίμακα των μεγεθών της παρεχόμενης πληροφόρησης και της κυκλοφορίας βι βλιακού και άλλου υλικού. 4. Διεθνής συνεργασία. Η διεθνής συ νεργασία των βιβλιοθηκών, των ενώσεων βιβλιοθηκάριων κλπ. πάνω σε θέματα αν ταλλαγής πληροφόρησης και τυποποίη σης των μεθόδων οργάνωσής της, καθι ερώνει παγκόσμια την ωφελιμότητα του επαγγέλματος του βιβλιοθηκάριου. Τα συμπεράσματα από το συνέδριο συνθέτουν τη σημερινή εικόνα των βι βλιοθηκών και αποδεικνύουν την υψηλή επιστημονική κατάρτιση των βιβλιοθηκά ριων, που προσπαθούν να διευρύνουν τα όρια της επιστήμης της πληροφόρησης και την αυξανόμενη χρήση ηλεκτρονικών μηχανημάτων στις βιβλιοθήκες. Όποιος θά θελε να διαβάσει και να* φωτοτυπήσει τις ανακοινώσεις που διετίθεντο στο συνέδριο σε τρεις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) και να περιεργαστεί το διαφημιστικό υλικό σχε τικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τον σύγχρονο εξοπλισμό των βιβλιο θηκών δεν έχει παρά νά απευθυνθεί στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλλιθέας, όπου θα του δοθεί η δυνατότητα να πληροφορηθεί για τα όσα άλλα ενδιαφέροντα . πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια του τεσσαρακοστού ένατου συνέδριου.
49ο Δ ιεθ ν ές Συνέδριο Βιβλιοθηκάριων ΠΡΙΝ από δυο χρόνια άρχισε η προετοι μασία του. τεσσαρακοστού ένατου συνέ δριου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Βιβλι οθηκάριων, που τελικά πραγματοποιήθη κε στο Μόναχο στο τέλος Αυγούστου. Στη συνάντηση αυτή συμμετείχαν χίλιοι διακόσοι σύνεδροι, ανάμεσα σ' αυτούς και ελάχιστοι έλληνες. Θέμα του συνε δρίου ήταν «Η βιβλιοθηκονομική εξυπη ρέτηση στον αιώνα της τεχνολογίας», που ερευνήθηκε μέσα από τις ενότητες: 1. Διοχέτευση της πληροφόρησης. Η συμμετοχή των βιβλιοθηκών στην οργά νωση και διοχέτευση της πληροφόρησης
12/χρονικα
W
Ο“
διάλογοι
Ό λα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά φουν να είναι όσο πιο σύντομοι μπορούν και να σημειώ
Βιβλιογραφικές συμπληρώσεις Αγαπητό «Διαβάζω», Στο τεύχος σου 72/29.6.83, το αφιε ρωμένο στον Αριστοφάνη, στη «Βιβλιο γραφία των νεοελληνικών μεταφράσεων Του Αριστοφάνη» των κυρίων Γ. Ν. Οικο νόμου και Γ. Κ. Αγγελινάρα, νομίζω πως πρέπει να προστεθεί και το λήμμα: Βαλαβάνη Ελένη, Αριστοφάνης, «Ειρή νη», διασκευή για παιδιά. Εκδόσεις «Δω δώνη», Αθήνα 1978, σελ. 128. Η «Ειρήνη» που διασκεύασε η Βαλαβά νη, είναι η μοναδική ελεύθερη διασκευή ολόκληρου έργου του μεγάλου κωμικού ποιητή, που έχει γίνει για παιδιά. Επίσης, σχετικά με το αφιέρωμά σου στην ιταλική λογοτεχνία (τεύχος 76/7.9.83) έχω ν' αναφέρω τα παρακάΣτη «Βιβλιογραφία ελληνικών εκδόσε ων έργων της ιταλικής λογοτεχνίας» αναφέρεται το βιβλίο «Παραμύθια από το τηλέφωνο» του Τζιάννι Ροντάρι. Το βι βλίο αυτό ανήκει στο χώρο της λογοτε χνίας για παιδιά. Για όσους από τους αναγνώστες σου ενδιαφέρονται, θα ήθελα να πω μερικά λόγια για το συγγραφέα του, που τον έχουν ονομάσει «ο Ιταλός Αντερσεν». Ο Τζιάννι Ροντάρι είναι ένας από τους ανανεωτές στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά στην Ιταλία. Ξεκίνησε τη ζωή του σα δάσκαλος και μετά τον πόλεμο πέ ρασε στη δημοσιογραφία κι άρχισε να γράφει βιβλία για παιδιά, που τον έκαναν γρήγορα γνωστό στο διεθνή χώρο. Η μορφή και το περιεχόμενο των έργων του απευθύνονται στα ενδιαφέροντα της σύγχρονης νεολαίας. Τα διακρίνει κατα πληκτική φαντασία κι ευρηματικότητα, χιούμορ κι ειρωνεία, μια εξαιρετική αφη γηματική ικανότητα και είναι έργα στρατευμένα, που προσπαθούν ν' απομυθο ποιήσουν τα είδωλα της καταναλωτικής κοινωνίας. Ο Ροντάρι τιμήθηκε το 1970 με το χρυσό μετάλλιο του βραβείου Αντερ σεν, τη μεγαλύτερη διάκριση στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά. Πέθανε το 1980, στα 59 του χρόνια.
νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυν σή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά ’χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
Εκτός από το βιβλίο που έχει αναφερ θεί, στην Ελλάδα κυκλοφορούν και τα ακόλουθα βιβλία του: «Η τούρτα στον ουρανό». Μετ. Νάσας Μπαμπάκου. Εκδ. «Τεκμήριο», Αθήνα 1980, σελ. 110. «Ένα λεπτό κρεμμύδι». Μετ. Αλκής Ζέη. Εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1981, σελ. 177. «Παραμύθια για να σπάτε κέφι». Μετ. Αλκής Ζέη. Εκδ. «Κέδρος», Αθήνα 1982, σελ. 126. «Ιστορίες φτιαγμένες στη μηχανή». Μετ. Νάσας Μπαμπάκου. Εκδ. «Τεκμή ριο», Αθήνα 1983, σελ. 175. «Ο πλανήτης των χριστουγεννιάτικων δέντρων». Μετ. Χαράς Αρβανιτάκη - Γα λάτειας Γρηγοριάδου-Σουρέλη. Διασκευ ή των ποιημάτων Γιάννης Νεγρεπόντης. Εκδ. «Πατάκης», Αθήνα 1983, σελ. 189. Μ' εκτίμηση Βίτω Αγγελοπούλου ■ Κανάρη 11, Αθήνα
Γύρω από τα «Καλλιτεχνικά Νέα» Αγαπητοί κύριοι, Θα πρέπει να ομολογήσω πως με πολύν ψυχικό κόπο σας γράφω, γιατί αυτή καθεαυτή η επιστολή Βασιλόπουλου, και από άποψη ουσίας, αλλά και ύφους, είναι αποτρεπτική. Υπάρχει όμως ένα χαρα-' κτηριστικό στοιχείο: ότι αυτή τη φορά η ψυχωτική, συκοφαντική, υβριστική διά θεση του επιστολογράφου έχει για στόχο και τον κ. Α. Αργυρίου. Βέβαια ο κ. Αρ γυρίου δεν χρειάζεται τη συνηγορία κανενός. Είναι πνευματικά και ανθρώπινα αυτάρκης/ Παρ' όλην όμως την ευτέλεια της επιστολής θα πρέπει νσ διευκρινισθούν ορισμένα πράγματα, αποκυήματα μανιοκαταθλιπτικής ιδεοληψίας. Γράφει ο επιστολογράφος, εξ αφορμής της υποδειγματικής για τα περιοδικά της Κα τοχής εργασίας του κ. Αργυρίου στο «Διαβάζω», πως η εργασία αυτή είναι προϊόν εσκεμμένης... αλχημιστικής συ νεργασίας, αν μη προϊόν καθ' υπαγό ρευση, καθοδηγήσεώς μου. Και στην πε ρίπτωση αυτή ο κ. Αργυρίου υπάκουσε πρόθυμα και πειθήνια. Και όλα αυτά για
να αμαυρωθεί η αίγλη του κ. Βασιλόπου λου, ως «διευθυντού» των «Κ.Ν.»! Απαιτείται, οπωσδήποτε, απροσμέτρη τη αφέλεια και ανάλογη, προπαντός, κακοήθεια για να περάσει, έστω και απλά, από το μυαλό οποιουδήποτε ότι ο κ. Αρ γυρίου χρειάζεται συνεργασία και πολύ περισσότερο καθοδήγηση όχι μόνον από μένα, αλλά και από οποιονδήποτε. Η διαύ γεια, η παρατηρητική οξύτητα και η συλ λογιστική, με την πλήρως αντικειμενική θεμελίωσή της, κριτική, όπως, άλλωστε, και το πνεύμα,τικό έργο του κ. Α. Αργυρί ου, είναι τόσο έντονα, ώστε, πραγματικά, να αποτελούν ένα κεφάλαιο για την πνευματική και φιλολογική έρευνα στον τόπο μας. Και τώρα στα γεγονότα. Τον κ. Α. Αρ γυρίου τον είχα γνωρίσει προ πολλών ετών, στην κυριολεξία ευκαιριακά. ' Εκτοτε, δεν είχα την παραμικρή επικοινωνία μαζί του, Ασφαλώς δε κάποιος από τη συντακτική σας επιτροπή θα πρέπει να θυμάται πως σε σας απευθύνθηκα, ζη τώντας να μάθω τη διεύθυνση ή το τηλέ φωνο του κ. Αργυρίου, μετά την πρώτη επιστολή του κ. Βασιλόπουλου. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να χα ρακτηρίσει το ήθος, αλλά και την ευθύνη και τη γνώση του επιστολογράφου. Θα μου επιτραπεί όμως να προσθέσω και κάτι που με αφορά. Γράφει ο κ. Β. πως ο αρχισυντάκτης των «Κ.Ν.» άλλαζε πολιτικές παντιέρες. Προτιμώ να πω πως ο Β. έχει υποστεί κακοήθη κάμψη της μνήμης, ή εμπνέεται από τό φιλικό του περιβάλλον, γιατί γνωρίζει πολύ καλά το ιστορικό μου. Γνωρίζει πως απολύθηκα από το ΕΙΡ για τα φρονήματά μου (ανά μεσα στα άλλα και γιατί είχα υπογράψει στις 16 Ιουνίου 1946, με πρώτον τον Σικελιανό, τη διαμαρτυρία των 70 διανοού μενων για τα μέτρα τάξης που ίσχυσαν στον εμφύλιο πόλεμο). Επανήλθα επί κυβερνήσεως Πλαστήρα. Για τη δημοκρατι κή μου θέση διέτρεξα τον ίδιο κίνδυνο, αλλά γλίτωσα χάρη στη λεβεντιά του μακαρτη Π. Σπυρομήλιου. Γνωρίζει ακόμα πώς τον Οκτώβριο του 1968 σε λόγο που με υποχρέωσαν να εκφωνήσω στο ΕΙΡ μίλησα για τη δημοκρατία, πράγμα που δυνάμωσε τον διωγμό μού στο ΕΙΡ, μ' όλο που ήμουν διβυθυντής προγράμμα τος, και με ανάγκασε να παραιτηθώ, τέ λος του 1972, μόλις συμπλήρωσα 25ετία,
,u, r THA ΤΗΛ. με ελάχιστη σύνταξη. Οσον αφορά την πολιτική μου τοποθέτηση, γνωρίζει πως από τα μαθητικά μου χρόνια, οχεδόν, βρισκόμουν εκεί που έπρεπε, και πως χωρίς να με βαρύνει καμιά επιτιμητική διαγραφή εξακολουθώ και μένω στην πλατιά δημοκρατική παράταξη του ελληΌσο για το διευθυντιλίκι των «Κ.Ν.», αυτό του το έφαγε ο προστατευόμενος του Β. Ρώτα, Κ. Ζαΐμης, στην προσπάθεια να εκπορθηθούν τα «Κ.Ν.», απονέμοντας γενναιοφρόνως στον Β. τον τίτλο του ιδρυτή! Αλλά με βαρύνει και άλλο αμάρ τημα, το πληροφορήθηκα από την επι στολή: αρχισυντάκτης δεν γνώριζα τους στίχους του θρήνου, του Ρώτα, που ωστό σο εγώ τους έστειλα στο τυπογραφείο. Είχα λησμονήσει τον στιχουργό... Επίσης με κατηγορεί, παρ' όλες τις ασυνέπειές μου, ότι αποσιώπησα τον ρόλο των «Κ.Ν.» στην πνευματική αντίσταση. Γιατί όμως δεν διατυπώνει την απορία του αυ τή προς την πλευρά εκείνων που γνωρί ζουν και τον ρόλο του και τις θυσίες του; Αναφέρει ακόμα πως η μεταπελευθερωτική διακοπή οφείλεται σε μένα. Μα για τί, μια και αυτός είχε την καλή μαρτυρία, δεν έβρισκε τρόπο συνεννοήσεως, παραιτώντας με για να δημιουργήσει και άλλους ακόμη... πνευματικούς ανθρώ πους, αρχισυντάκτες και διανοούμενους, όπως ισχυρίζεται επιμόνως, μοιάζοντας σε τούτο με τον Δευκαλίωνα που έπαιρ νε τα κοτρώνια και τα μεταμόρφωνε σε νοήμονα δίποδα; Γιατί δεν αναρωτιέται μήπως ήταν κάπως αλλεργιογόνος η εμ μονή μου σε ορισμένες απόψεις ενώ ήταν προτιμότεροι μερικοί πειθήνιοι ανανήψαντες ζηλωτές της προ της Κατοχής τεταρτοαυγουστιανής περιόδου; Αλλά ας μην καταχρώμαι των στηλών του «Διαβάζω». Και ελπίζω να μου συγχωρεθούν τα περιαυτολογικά, όπου κα ταφεύγω για να επανορθώσω μερικά κε νά μνήμης του επιστολογράφου. Δεν ανή κω στην κατηγορία των εκθεσιαστών (exhibitionistes), που τόσο αφθονούν με ταπολιτευτικά εξυμνώντας τη δημοκρα τική τους αντίσταση κλπ. Αναφέρθηκα ενδεικτικά σε προσωπικά μου στοιχεία για να ανασκευασθούν τα όσα κάποια νοσηρή παρότρυνση παρακί νησε τον κ. Β. να διαπράξει. Πιστεύω πως ο κάθε άνθρωπος ό,τι κάνει το πράττει γιατί αυτό το υπαγορεύει η συ νείδησή του, χωρίς ποτέ να διανοηθεί οποιοδήποτε είδος σκόπιμης αξιοποιήσεως. Αυτό ισχύει περισσότερο για τους διανοούμενους. Στο προκείμενο η στάση τους και προπαντός τα γραπτά τους είναι οι εύγλωττες και πειστικές μαρτυρίες. Αλλά, δυστυχώς, ο κ. Βασιλόπουλος, μο λονότι είχε άφθονο σχετικό υλικό, έχει αποβάλει από καιρό τη συνήθεια να δια βάζει και να κρίνει. Πριν να τελειώσω, θα μου επιτρέψετε μια απορία: πώς το «Διαβάζω», πού διακρίνεται για την ευπρέπειά του, δημοσί
ευσε επιστολή, όπως του Β. Εκτός του ότι δεν προσφέρει κανένα στοιχείο που να εμπλουτίζει την ιστορία του περιοδι κού τύπου της Κατοχής (αντίθετα δια στρέφει και παραχαράζει το χρονικό των «Κ.Ν.») αποτελεί υπόδειγμα εμπαθούς κακοήθειας και εναντίον συνεργάτου σας όπως ο κ. Αργυρίου. Βέβαια ξεπερ νάει τα όρια του αηδώς γελοίου η προ σπάθεια του κ. Βασιλόπουλου να τον διαβάλει. Το έργο του και η προσφορά του μένουν ανέγγιχτα από Β. Δυστυχώς γΓ αυτόν τα πράγματα είναι ενάντιά του. Και ο κ. Αργυρίου μας έδωσε τη φωνή των πραγμάτων. Αλλά δεν νομίζετε πως ξεπεράσαμε τα εσκαμμένα με τον κ. Β. «Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής»... Με φιλικούς χαιρετισμούς Κωστής Μεραναίος
Ο κυβισμός και ο G. Apollinaire Αγαπητό «Διαβάζω», Ας μου επιτρέψεις να εκμεταλλευτώ λίγο από τον πολύτιμο χώρο σου και ν' αναφερθώ, όσο μπορώ σύντομα, στην κριτική του Δημήτρη Πλάκα (τ. αριθ. 78, 5-10-83) για το βιβλίο του G. Apollinaire: Οι κυβιστές ζωγράφοι, εκδ. Νεφέλη/Βιβλιοθήκη της τέχνης, 1983. Πράγματι ο κόπος του Δ.Π. να κάνει μια τόσο εκτενή αναφορά, γενικά στον Apollinaire, τιμά την κριτική του βιβλίου. Ως υπεύθυνος της σειράς «Βιβλιοθήκη, της τέχνης» οφείλω να διευκρινίσω τα εξής: 1. Η ελληνική έκδοση είναι πανομοιό τυπη με την αντίστοιχη γαλλική του οίκου 2. Οι ρεπροντυξιόν που, όπως σημει ώνει ο Δ.Π., «δεν υπάρχουν στην ελληνι κή έκδοση», διευκρινίζω ότι ούτε στην αντίστοιχη γαλλική υπάρχουν παρά μόνο στην α' έκδοση του 1913. Οι ρεπροντυ ξιόν αυτές σημειώνονται στη σημ. 28, σελ. 43.
229.52s
Ψγχ,Ατρο^μυν^α/ .ο θες
S------------ :------
3. Διαφωνώ με την άποψη του Δ.Π. ότι το βιβλίο αυτό του Apollinaire (1913) «δεν είναι κείμενο αφετηρίας» κι ότι το βιβλίο του John Golding: Cubism, A Hi story and an Analysis (1907-1914), Lon don 1959 -όπως έμμεσα διατυπώνεταιπρέπει να προηγηθεί εκδοτικά, γιατί απλά πρόκειται για δύο διαφορετικά πρά γματα. Το βιβλίο του Apollinaire, όπως και ο συγγραφέας του, αποτελούν πηγή και ιστορία του ίδιου του κυβισμού, ενώ το βιβλίο του Golding είναι μια συστημα τική μελέτη που πλησιάζει και αναλύει το συγκεκριμένο καλλιτεχνικό γεγονός. Αν δεν υπήρχε αυτή η ουσιαστική διαφορο ποίηση στην ιστορία των ιδεών και της κριτικής σίγουρα δεν θα μπορούσαμε να συστηματοποιήσουμε και τις δικές μας επΑογές. Ακόμη, τον εκδότη του περιμέ νει το επίσης ιστορικό βιβλίο των A. Gleizes, J. Metzinger: Du Cubisme, Paris 1912. Ευελπιστώ ότι θα βρεθεί εκδότης που θα εκδώσει τόσο το βιβλίο αυτό όσο και του Golding, ώστε κάποτε μέσα από την ελληνική γλώσσα να έχουμε ενιαία αντίληψη και για τον κυβισμό και για τους άλλους σταθμούς της ιστορίας της τέ χνης. θέλω επίσης να επισημάνω ότι η έκ δοση που επιλέχτηκε να μεταφερθεί στα ελληνικά πετυχαίνει δύο στόχους μαζί: και να παρουσιαστεί, για πρώτη φορά, στα ελληνικά το βιβλίο του G. Α. και να δοθεί πολύπλευρα η ταραγμένη εποχή του κυβισμού. Τελειώνοντας, για την ιστορία θέλω ν' αναφέρω ότι «Οι κυβιστές ζωγράφοι» μεταφράζονται αδιάκο πα από το 1922: Αμερική 1922, 1944, 1949, Ελβετία 1950, Ιταλία 1945-1956 (τρεις εκδόσεις). Επίσης έγιναν τρεις μεταφράσεις στα ιαπωνικά, μία στα γερ μανικά, μία στα ισπανικά και... μία στα ελ ληνικά. Μερικοί μελετητές παραδέχτη καν -έστω υπερβολικά- ότι «χωρίς τον Apollinaire ο κυβισμός θα είχε σβήσει πολύ σύντομα». Ίσως ακόμη, ύστερα από αρκετά χρόνια, ο J. Golding να μην είχε ασχοληθεί με τον κυβισμό. Ευχαριστώ για τη φιλοξενία Δημήτρης Δεληγιάννης
Διόρθωση Στο τεύχος του «Διαβάζω» αριθ. 77 (21-9-83), στη βιβλιοκριτική του Κώστα Γάλλου για το βι βλίο του Ν. Γ. Πεντζίκη «Μητέρα Θεσσαλονίκη», ο δαίμων του τυπογραφείου άλλαξε τη σειρά των στηλών της σελίδας 62, με αποτέλεσμα τη δυσκο λία στην ανάγνωση του κειμένου. Στη σελίδα, λοιπόν, 62 η τρίτη στήλη να διαβαστεί πρώτη, η δεύτερη όπως έχει και η πρώτη να διαβαστεί τρί τη κατά σειρά.
------ K8HW0I Γ. IW aKaPOWflHE--------------ΝΕΥΡΟΛΟΓΟΣ - ΨΥΧΙΑΤΡΟΣ ΤΙΙΜΙ2ΚΗ · ΓΡΗΓ.ΒΑΑΑΜA J ΤΗΛ. 99 Q.KOK CcriMiiyn
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]
Από 5 έω ς 18 Οκτωβρίου
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημο σιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βι βλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπώλες.
|
1. Δ. Μ. Μπότσαρη: Η δυναστεία Παπανδρέου (Ισοκράτης) 2. Β. ΚαββαΘά: Ωραίο το φουστάνι σου Γιώργο μου (Κάκτος) 3. X. Σεμπρούν: Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (Θεμέλιο) 4. Δ. Μ. Μπότσαρη: Αποκαλύπτω τους κορυφαίους του ΠΑΣΟΚ 5. Ο. ντε Μπαλζάκ: Το άγνωστο αριστούργημα (Άγρα) 6. Α. Φακίνου: Ιστορία μιας χαμένης γης (Εστία) 7. Β. Φιλία: Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις (Σύγχρονη Εποχή) 8. Φ. Βέμπερ: Ο επιτήδειος ουδέτερος (Θετίλη) 9. Φ. Ναμόρα: Μέρες ενός γιατρού (Νέα Σύνορα) ■ Σημ.: Στο βιβλιοπωλείο Γνώση - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Α. Πανσέληνου: Τότε που ^θύσαμε (Κέδρος). Στην Ενδοχώρα - Αθ.: Κ. Ντελόπουλου - Μ. Μ. ΚαΤρη: Καβάφη γεωγραφικά (Ε.Λ.Ι.Α.)
Βιβλιοπωλείο «ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ» Μ έτωνος 62, Χολαργός 1η παράλληλος της Μεσογείων,
• • •
Κάτι νέο στο χώρο του βιβλίου Αναγνωστήριο Παιδική γωνιά
· · ·
Αυστηρή επιλογή βιβλίων Εκπτώσεις Ειδικές προσφορές
Έ ν α β ιβ λ ιο π ω λ είο σ το Χ ολα ργ ό π ο υ θ α τ ο ζ ή λ ευ ε τ ο κ έν τρ ο Κ Α Λ ΕΝ ΤΗ Σ ΚΑ Ι Σ ΙΑ Ε .Ε . Γ ρ α φ εία : Κ ο λ ο κ ο τρώ ν η 15, τη λ . 32.34.270
| Σύγχρονη Εποχή - Αθ.
I Ρόμβος - Αθ.
| | Μεθενίτης - Πάτρα
| Λέσχη του Βιβλίου - Αθ.
| Κοτζιά - Θεσ.
| Εστία - Αθ.
| Ενδοχώρα - Αθ.
| Κατώι του Βιβλίου - Θεσ. |
|
| | Ελευθερουδάκης - Αθ.
ί|
| Δωδώνη - Αθ.
IΓνώση - Αθ.
I Αίολος - Αθ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
| Δοκιμάκης - Ηράκλειο
|
Οσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβουλεύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής».
| Γώνιά του Βιβλίου - Θεσ. |
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις περισ σότερ ες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μεγα λύ τε ρ ες πωλήσεις σημειώνεται μ ε τρεις αστερίσκους (***), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (**) και το τελευ ταίο μ ε έναν (*).
Το αφιέρωμα στον Τσεχοσλοβάκο συγγραφέα Μιλάν Κούντερα είναι η προσπάθεια να οριοθετηθεί ο λογοτεχνικός χώρος της Κεντρικής Ευρώπης μέσα από το έργο ενός εκπροσώπου-συγγραφέα. Στην περίπτωση ετούτη, ο ίδιος ο συγγραφέας διάλεξε το υλικό του αφιερώματος, θέλοντας μέσ ’ από συνεντεύξεις και τον πρόλογο του τελευταίου θεατρικού του έργου, «Ο Ιάκωβος κι ο αφέντης του», να δώσει την άποψη της «άλλης» Ευρώπης για τη «δική» μας Ευρώπη. Για έναν κόσμο που παρακμάζει, ενώ ένα τμήμα του τον παρατηρεί και τον κρίνει, άρρωστο κι αυτό. Το έργο του Μίλαν Κούντερα δεν είναι από αυτή την άποψη μοναδικό. Ενώ διακρίνεται για την εκφραστική του τόλμι και οξύτητα, για την τεχνική του αρτιότητα και το σαρκασμό, δεν παύει ν * αποτελεί προμετωπίδα μιας σειράς έργωι από σημαντικούς συγγραφείς της Κεντρικής Ευρώπης, αυτής που ανήκει στο σοβιετικό μπλοκ. (Η επιμέλεια του αφιερώματος και η συγκέντρωση του υλικού έγινε από τον Φ. Δ. Δρακονταειδή. Οι μεταφράσεις έγιναν από την Εύη Βαγγελάτου και τον Φ. Δ. Δρακονταειδή. Διακρίνονται από τα αρχικά Ε. Β. και Φ. Δ. Δ.)
16/αφιερωμα
Η σημερινή λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης -ανατολικογερμανική, πο λωνική, τσεχοσλοβάκικη, ουγγρική- φαίνεται πως έχει τον ίδιο κοινό πρό γονο: τον Φραντς Κάφκα (1883-1924). Είναι γενικά παραδεκτό πως ο καφκικός κόσμος είναι ζοφερός, ένας κλειστός χώρος που δεν αφήνει καμία δυνατότητα απόδρασης. Ωστόσο, οι σύγχρονοι του Κάφκα μαρτυρούν πως όταν ο συγγραφέας τούς διάβαζε αποσπάσματα από τα έργα του, διασκέ δαζε και γελούσε τρανταχτά, λες και ο ζόφος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αδέατη πλευρά του, που καλύπτει η ειρωνεία, ο σαρκασμός, ο απο κλεισμός του τραγικού. Έ τσι, δίπλα στον Κάφκα, σαν απαραίτητο συμπλήρωμα θα έβαζα τον «Καλό στρατιώτη Σ βέικ » του Γιαροσλάβ Χάσεκ (1883-1923). Το χαρακτηριστικό είναι πως ο Εβραίος Κάφκα γεννήθηκε, έζησε κι έγραψε στην Πράγα, όπου γεννήθηκε κι ο Χάσεκ. Γεννήθηκαν την ίδια χρονιά κι ο Χάσεκ πέθα νε ένα χρόνο νωρίτερα α π’ τον Κάφκα. Δύο συγγραφείς της Πράγας λοιπόν κεντρικός άξονας της λογοτεχνίας του παρόντος αυτής της Ευρώπης; Ναι, θα έλεγα, αν και θεωρώ τη λογοτεχνία της Πολωνίας πιο κοντά στον Κάφκα (σκέφτομαι το έργο του Βίτκιεβιτς), όσο θεωρώ τη λογοτεχνία της Ουγγα ρίας πιο κοντά στον Χάσεκ (βλ. το έργο του
Τιμπόρ Ντέρυ ή του Ορκένυϊ). Αποδεικνύεται και στην περίπτωση αυτών των λαών (αν χρειά ζεται ν' αποδειχτεί πάλι) ότι η λογοτεχνία προ λαβαίνει την ιστορία. «Δύο κύριοι, δίχως κανένα ιδ ια ίτερ ο χαρα κ τηριστικό (κ ι όχι "ε π ιθ εω ρ η τές” όπως μας κ ά νει να πισ τεύ ο υ με η γαλλική μετάφραση), εμφανίζονται ξαφνικά ένα π ρω ί στο σπίτι του Ιωσήφ Κ. κα ι τον βρίσκουν στο κ ρεβά τι του. Του δηλώνουν ότι τον συλλαμβάνουν και τρώνε το πρωινό του. Ο Κ., υπάλληλος πιστός στην πειθαρχία, α ντί να τους διώ ξει από το
αφιερωμα/17 διαμέρισμά τον, υπερασπίζεται γι ’ αρκετή ώρα τον εαυτό του, ατέκοντας μπροστά τους μ ε τις πιτζάμες του. Ό τα ν ο Κάφκα διάβασε στους φίλους του το πρώτο κεφάλαιο της Δί κ ης όλοι γέλασαν. Μ αζί τους γέλασε κι ο συγγραφέας. Ο Φ ίλιπ P od' ο ν ειρεύ ετα ι την κινηματο γραφική τα ινία που d a μπορούσε να γ υ ρ ισ τεί μ ε βάση τον "Π ύ ρ γ ο ” : βλέπ ει τον κωμικό Γκρούτσο Μαρξ στο ρόλο του γεωμέτρη Κ. και τ ' αδέρφια του Τσίκο και Χάρπο στους ρόλους των δύο βοηβών του. Ναι, έχ ει από λυτα δ ίκιο : το κωμικό δεν ξεχωρίζει από την ουσία την ίδια του καφκικού... Το καφκικό μας φ έρ ν ει στο εσωτερικό, στα σπλάχνα του αστείου, στο αποτρόπαιο του κωμικού. Σ τον κόσμο του καφκικού, το κωμικό δεν α ποτελεί το αντίβαρο του τραγικού (δηλαδή το κωμικοτραγικό), όπως σ υμβα ίνει στον Σαίξπηρ- δ εν βρ ίσ κ ετα ι ε κ ε ί για να καταστή σ ει το τραγικό πιο υποφερτό χάρη στην ελα φρότητα του τό ν ο ν δεν συνοδεύει το τραγικό, όχι. Το καταστρέφει εν σπέρματι, αποκλείον τας έτσι τα θύματα από τη μόνη παρηγοριά που d a μπορούσαν ακόμα να προσδοκούν: την παρηγοριά που βρίσκετα ι στο αληδινό ή υπ οτιθέμενο μεγα λείο της τρα γω δία ς.»2 Η τελευταία φωτογραφία του Φραντς Κάφκα
«Ο Μποχουμίλ Χράμπαλ (1 9 1 4 ) είν α ι π α ιδ ί του Χάσεκ. Ό πω ς κα ι στην περίπτωση του καλού στρατιώτη Σ β έικ , οι ήρω ες του βιβλίου του "Τ α τρ έν α ” 3 υφίστανται την ισ τορία, μ ε όλα τα κωμικά φ αινόμενα που ανασύρει μ έ σα από το εμφ α νές χάος της. Δ εν είν α ι ωστό σο α νδρείκελα, δ εν έχουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Σ τη σ υγκεκριμένη στιγμή ενεργούν. Κ α ι η πράξη τους, όσο δειλή ή πα ράλογη κ ι αν φαντάζει, δ εν π α ύ ει να είν α ι ηρωική. Σ α ν ήρωες έργου σηκώνουν το βάρος του ηρωισμού τους. Αυτή η συμπεριφ ορά δεν ο δ η γ εί π άλι από το κωμικό στο τραγικό. Ο ύτε το ένα είν α ι αν τίβαρο του άλλου. Μόνο που το τραγικό εμ φανίζεται κωμικά. Οι άνβρωποι δ εν γίνονται θύματα επ ειδ ή κάποιος άλλος το θέλει. Θυ σιάζονται γ ια τί το θέλουν. Έ χουν αφήσει π ί σω τους ωστόσο κάποιο ίχνος. Ό χ ι πως αυτό μ π ο ρ εί να φ έρ ει προσκόμματα στην ιστορία. Μέσα όμως από το παράλογο του ανώφελου βγαίνει το πείσ μα του ανθρώπου. Το ίδιο πείσ μα που τον κ ά νει να μ π α ίν ει κ ά βε στιγμή στο ποτάμι του Η ρά κλειτου κα ι να λ έ ε ι πως είν α ι το ίδιο ποτάμι, το γνωστό και άχρονο. » 4
Ο μεξικάνος συγγραφέας Κ,άρλος Φουέντες (1928) έγραψε (βλ. περιοδικό «Διαβάζω», τεύ χος 59, σελ. 28): «Η δύναμη της λογοτεχνίας στην Κεντρική Ευρώπη προέρχεται από την επείγουσα ανάγκη να διατηρηθεί ζωντανή μια γλώσσα, ένα παρελθόν, μια ταυτότητα σε περι οχές που κατέχει η Σοβιετική ' Ενωση ή που πιέ ζονται από την πολιτικκή της». Ας δούμε από πιο κοντά τι συμβαίνει: Μιλάμε για μια λογοτε χνία σαν σύνολο, δηλαδή εκείνη που γράφεται από εξόριστους κι εκδίδεται στη γλώσσα των συγγραφέων από εξόριστους εκδοτικούς οί κους του Καναδά, των ΗΠΑ ή άλλων .χωρών, καθώς κι εκείνη που γράφεται μέσα στις ίδιες τις χώρες και κυκλοφορεί ελεύθερα, ώσπου να πέσει στην παρανομία. Από αυτή τη στιγμή, η κυκλοφορία της στηρίζεται στο κύκλωμα των σαμιζντάτ, πράγμα που οι συγγραφείς της Κεν τρικής Ευρώπης έχουν μάθει από τους σοβιετι κούς συναδέλφους τους. Αυτό είναι ίσως και το μόνο μάθημα. Γιατί ο κεντροευρωπαίος συγ γραφέας, όταν ζει εξόριστος, δεν βουβαίνεται και δεν χάνει τα νερά του, ούτε πέφ τει σε αναμασήματα όπως ο σοβιετικός (περίπτωση Σολτζενίτσιν, Σινιάφσκι και πολλών άλλων). Αντί-
18/αφιερωμα
Γιαροαλάβ Χάαεκ
θετά , ενεργοποιείται και το έργο του μοιάζει με φωνή που πεισματικά επιμ ένει ν ’ ακούγεται. Αποτελεί την αναίρεση της επίσημης ιστορίας, μένει κολλημένο στην εθνική ταυτότητα. Πι στεύω πως παράδειγμα επιμονής είναι ο Μίλαν Κούντερα: Παρόλο που ζει από το 1975 στο Παρίσι, αρνείται να γράψει ή να μεταφράσει στα γαλλικά· και για να τονίσει τη «βοημική» του ταυτότητα, έχ ει αρχίσει να δίνει συνεντεύ ξεις στα τσέχικα. Θα έλεγα, γενικεύοντας, ότι η σημερινή λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης είναι ένα σφιχτοδεμένο σύνολο «εθνικών λογο τεχνιώ ν», ένα φαινόμενο που θυμίζει σε κάποιο βαθμό τη λογοτεχνική έκρηξη στη Λατινική Αμερική. Και λέγοντας πιο πάνω ότι ο Μίλαν Κούντερα τονίζει τη «βοημική» του ταυτότητα, έχω στο νου μου ότι στο έργο του «Το βιβλίο του γέλιου και της λή θ η ς», η Τσεχοσλοβακία ονομάζεται επίμονα «Βοημία», λες και κυριαρ χεί η πίστη πως η σημερινή κατάσταση είναι μια παρένθεση, μια ανωμαλία ιστορική.
«Ο φίλος μου Γιόζεφ Σ κβορέσκ υ διηγείτα ι σ ' ένα β ιβλίο του μια ν αληθινή ιστορία: Εδώ κα ι κάμποσο χρόνια, ένα ς μηχανικός από την Πράγα κα λείτα ι σ ’ ένα επισ τημονικό συ νέδριο στο Λ ονδίνο. Π ηγα ίνει, π α ίρ ν ει μ έ ρος στις συζητήσεις κ ι επ ισ τρ έφ ει στην Πρά γα. Λ ίγες ώρες αργότερα διαβά ζει στην εφη μ ερ ίδ α Ρούντε Πράβο, επίσημο όργανο του κόμματος: " Έ να ς ταέχος μηχανικός, απε σταλμένος σε σ υνέδριο στο Λονδίνο, αφού έ κ α με στο δυτικό τύπο μια υβριστικ ή δήλωση για τη σοσιαλιστική του πατρίδα, αποφάσισε να π α ρ α μ είν ει στη Δ ύ σ η ” . Μ ια παράνομη μετανάστευση σε σχέση μ ε μια τέτοια δήλωση δεν είν α ι κάτι που παίρνεται αψήφιστα. Σ τοιχ ίζει είκ ο σ ι χρόνια φυλα κή. 0 μηχανικός μα ς τ ρ ίβ ει τα μά τια του. Δ εν υπάρχει ωστόσο α μφ ιβολία: Το άρθρο κά νει λόγο για το άτομό του. Η γρα μμα τέα ς του, μπα ίνοντας στο γρα φ είο του, τρομά ζει που τον β λέπ ει: " Θεούλη μ ο υ ” , λέει, " γυρίσα τε! Δ εν είσ α στε στα καλά σ ας! Δια βά σ ατε τι γρά φουν για σ α ς;” Ο μηχανικός ε ίδ ε τον τρόμο στα μά τια της γραμματέα του. Τρέχει στη σύνταξη της Ρού ντε Πράβο. Β ρ ίσ κ ει τον υπεύθυνο συντάκτη, ο οπ οίος ζητάει συγγνώμη, λέγοντας πως το ζήτημα είν α ι ενοχλητικό, αλλά αυτός δεν φ τα ίει για τίποτα, το κ είμ εν ο το είχ ε πά ρ ει κα τευ θεία ν από το υπουργείο Εξωτερικών. Ο μηχανικός σ π εύ δει στο υπουργείο. Ε κ ε ί του λέν ε πως οπωσδήποτε π ρ ό κειτα ι για λά θος, αλλά ότι το Υπουργείο δ εν έχ ει καμία ευθύνη, το κ είμ εν ο ή ρθε από τη μυστική υπηρεσία της π ρ εσ β εία ς στο Λονδίνο. Ο μη χα νικός ζητάει μ ια διάψευση. Του λέν ε πως διά ψ ευ σ η <5εν γίνετα ι, αλλά πως τίποτα δεν θα σ υ μ βεί κα ι πως μ π ο ρ εί να φύγει ήσυχος. Ο μηχανικός δ εν είν α ι ήσυχος. Σύντομα α ντιλαμβάνεται πως τον παρακολουθούν από κοντά, παρακολουθούν το τηλέφωνό του, τον π α ίρνουν από πίσω. Δ εν μ π ο ρ εί να κοιμη θεί, έχ ει εφιάλτες. Κά ποια μέρα , αντιμετωπίζον τας πλήθος κινδύνους, αποφασίζει να φ ύγει παράνομα από τη χώρα. Έ τσι, έγ ιν ε ένα ς εμ ιγκ ρ ές για τα καλά. Αυτή την ιστορία οι κά τοικοι της Π ράγας τη βρίσκουν κοινότοπη σχεδόν σ ή μ ερ α .»5
Είναι απαραίτητο σε αυτό το σημείο να παρα τηρήσουμε ότι η λογοτεχνία της Κεντρικής Ευ ρώπης, όσο και αν έχει τους πειραματιζόμενους εκπροσώπους της, είναι κυρίως μια αποτύπωση/καταγραφή του πραγματικού, που στις εξα-
αφιερωμα/19 κτινώσεις του αγγίζει ή αγκαλιάζει το φαντα στικό, το τερατώδες, το απάνθρωπο. Δεν είναι ωστόσο λογοτεχνία «μπαρόκ», όπως χαρακτη ρίζεται η λογοτεχνία της Λατινικής Αμερικής, εκπροσωπούμενη από τον Γκ. Γκ. Μάρκες ή τον X. Λ. Μπόρχες. Είναι μάλλον μια λογοτεχνία ελλειπτική και υπαινικτική, περισσότερο επη ρεασμένη από τον κινηματογράφο. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί μεγάλοι σκηνοθέτες του κι νηματογράφου (π.χ. Αντρέι Βάιντα, Μίλος Φόρ μαν κ.ά.) είναι παιδιά της Κεντρικής Ευρώπης, ενώ αρκετοί συγγραφείς σπούδασαν και δίδα ξαν κινηματογράφο. Θα μπορούσε να υποστη ρίξει κανείς ότι ο κινηματογράφος προσέχτηκε από τους συγγραφείς σαν εκφραστικό μέσο που επέτρεπε ορισμένες ελευθερίες, ανεπίτρε πτες για τον γραπτό λόγο. Από την άλλη μεριά, στη λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης δεν κυ ριαρχεί τόσο έντονα το διήγημα και το μυθιστό ρημα, όσο στη Λατινική Αμερική. Το θέατρο (π.χ. Μρόζεκ, Κόχουτ και άλλοι), η ποίηση (π.χ. Τσεσλάβ Μίλος, βραβείο Νόμπελ 1980), το δο κίμιο, η φιλοσοφική σκέψη κ ι έρευνα καλύ πτουν μεγάλο μέρος του πεδίου. Δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να λέγαμε πως σε αυτές τις χώρες ένας σύνολος λόγος βρίσκεται σε ανά πτυξη. «Η σημασία της μνή μης είν α ι τεράστια στις χώ ρες της Κ εν τρ ικ ή ς Ευρώ πης. Ό τα ν τα β ι βλία της ιστορία ς έχουν πα ραχαραχτεί για
προπαγα νδιστικούς λόγους, τότε α υξάνεται η επ ιθ υ μ ία για αλήθεια. Οι συγγραφείς νιώ θουν υποχρέωσή τους να " ξανα π ο ύ ν" το πα ρελθό ν όπως ήταν. Αυτό δ η μ ιο υ ρ γ εί μια ε θ ν ι κή ταυτοποίηση μ ε τα γεγονότα του πα ρελ θόντος... Ζούσα μ ε την εντύπωση πως η μετανά στευσή μο υ στις ΗΠΑ θα ήταν λογοτεχνική αυτοκτονία. Ύ στερα ανακάλυψα πως ο α με ρ ικ ά νικο ς κοινω νικός οργανισμός ζει μ ε το δηλητήριο. Κ ι η αποξένωσή μου μου επ έτρ ε ψ ε να " αποστασιοποιηθώ ” από τη ζωή μου, από το δικό μου τμήμα της Ευρώ πης, από την ιστορία του 20ού α ιώ να.»* « Έ χ ο υ μ ε ανάγκη από την πολλαπλότητα των απόψεων. Ο κόσμος ε ίν α ι κα τα δικα σμέ νος ν ’ αλλάξει. Δ εν σκεφτόμαστε για να υπάρχουμε. Ο ύτε σκεφτόμαστε, οπότε υπάρ χουμε. Υπάρχουμε π έρ α ν πάσης αμφιβολίας. Μ ετά το θάνατο της φύσης κα ι του θεού, ζούμ ε το θάνατο του ανθρώπου. Στοιχημα τίζου μ ε ωστόσο υπ έρ της ζωής. Της δ ικής μας^και του κόσμου που μα ς τριγυρίζει. Α φήνουμε στην άκρη την εξ ειδ ίκ ευ σ η κα ι την ομφαλοσκόπηση. Αγκαλιάζουμε το σύνολο, το ένα. Ο Τσεσλάβ Μ ίλος λ έ ε ι πως "η πο λιτική είν α ι μέρος του πλουσιότερου υφ α διού της ζωής” . Κοιτάζουμε π έρ ’ από την πολιτική, πέρ ' από το σήμερα. Το παράλογο είν α ι ότι πισ τεύ ο υ με σ ’ ένα αύριο. Σ ε αυτό που ίσως δ εν θα υπάρ ξ ει ποτέ. » 7
Σημειώσεις: 1. Ο Φίλιπ Ροβ είναι αμερικανοεβραίος συγγραφέας, γνωστός κυρίως από το έργο του Η αρρώστια του Πορτνόυ. Προσωπικός φίλος του Μιλάν Κούντερα, είναι υπεύθυνος της σειράς «Συγγραφείς από την Άλλη Ευ ρώπη» στις εκδόσεις Πένγκουιν. Σ ε αυτή τη σειρά, που σκοπό της έχει την παρουσίαση «συγγραφέων που, αν και αναγνωρίζονται σαν ισχυρές δυνάμεις στο εθνικό τους πολιτιστικό πεδίο, είναι σχεδόν άγνωστοι στη Δύ ση», έχουν κυκλοφορήσει έγκυρες μεταφράσεις με κα τατοπιστικούς προλόγους έργων των Γιέρζυ Αντρεγιέφακι, Μπρούνο Σουλτς, Ταντέους Μπαρόφσκι (Πολω νία), Μιλάν Κούντερα, Μποχουμίλ Χράμπαλ (Τσεχοσ λοβακία), Ντανίλο Κις (Γιουγκοσλαβία) κλπ. 2. Απόσπασμα από την ομιλία του Μιλάν Κούντερα «Κά που εκ εί πίσω». Μετάφραση Φ. Δ. Δ. 3. Το έργο έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάλβος. Στον κατάλογο του Πένγκουιν Companion to Literature, τόμος 3, αελ. 376, διαβάζουμε πως ο Χράμπαλ σπούδασε νοιιικά. δούλεώε σαν υπάλ
4. 5. 6.
7
ληλος, σαν σιδηροδρομικός, σαν πλανόδιος πωλητής, σαν εργάτης σε χαλυβουργείο, σαν γεωργός και υπεύ θυνος του ανοίγματος της αυλαίας σε θέατρο. Άρχισε να γράφει μετά το 1962. Από το βιβλίο του «Τα τρένα» έγινε η κινηματογραφική ταινία «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (1967). Το περιοδικό «Newsweek», στο τεύχος του αρ. 23/6.6.83, σελ. 51, ανα φέρει πως ο συγγραφέας εργάζεται σήμερα σαν θυρω ρός σε εκδοτικό οίκο. Ένα από τα καθήκοντά του είναι να πολτοποιεί αντίτυπα των βιβλίων του. Απόσπασμα από το άρθρο τόυ Μάρεκ Ντρακόφσκι «Σχόλια για τον Σβέικ με αφορμή το έργο του Μίλαν Κούντερα». Μετάφραση Φ. Δ. Δ. Βλ. αημ. 2. Απόσπασμα από συνέντευξη του πολωνού ποιητή Τσεσ λάβ Μίλος (Νόμπελ λογοτεχνίας 1980) στο περιοδικό «Newsweek» 6.6.83, σελ. 54. Στο ίδιο τεύχος πληροφορί ες για τη λογοτεχνία της Ανατολικής Ευρώπης (σελ. 5054). Μετάφραση Φ. Δ. Δ. Βλ. αημ. 4.
20/αφιερωμα
Οι συνεντεύξεις του Μιλάν Κοϋντερα σε περιοδικά κι εφημερίδες είναι για το συγγραφέα αφορμή επαναπροσδιορισμού του προσωπικού του στίγματος, αλλά και προσπάθεια επανακριτικής του έργου του. Οι δύο συνεντεύξεις που ακολουθούν δόθηκαν στην ίδια εφημερίδα (στη γαλλική Λιμπερασιόν,) κι αποτελούν ένα σώμα, καθώς η μία συμπληρώνει και προεκτείνει την άλλη. Η πρώτη (με τον Christian Salmon) δημοσιεύτηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1981 και η δεύτερη (με τον Daniel Rondeau) στις 18 Απριλίου του 1983.
Η του τελικού παράδοξου Ο Κ. κάθισε μπροστά στο κουρασμένο φως ενός παλιού κινηματογραφικού προβολέα. Μια συνομιλία ενός τετάρτου ήταν αρκετή για να με πείσει πως ο Κ. δεν θα συνεργαζόταν εύκολα. Απαντούσε στις ερωτήσεις με βρυχηθμούς, άφηνε να του ξεφεύγει κάποιος αναστεναγμός, συμβουλευότανε ακούραστα το ρολόι του ή έφερνε σαν δικαιολογία, με προσποιητή ευγένεια, το ότι δεν ήξερε καλά γαλλικά, για να με κάνει να επαναλαμβάνω τις ερωτήσεις μου. Γνώριζα την απέχθεια του Κ. για τους δημοσιογράφους. Αποφασισμένος να νικήσω τη δυσπιστία του, πολλαπλασίαζα τις ερωτήσεις. Ζητώντας συγγνώμη που δεν καταλάβαινε, ο Κ. κλεινόταν σε μια πεισματική σιωπή, παρατηρών τας, με ύφος απελπισμένο, μια τρύπα στο πουλόβερ του, κρατώντας το βλέμ μα καρφωμένο στο ταβάνι σαν να ήταν γραμμένες εκ εί οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που του έκανα. Η μέρα έπεφτε, μακραίνοντας υπερβολικά τ ' απλωμένα πόδια του Κ. Το δω μάτιο έσβηνε αργά αργά στο σκοτάδι. Ένιωθα να με πιάνει η υπνηλία του Κ. Μηχανικά, έπινα μερικά μεγάλα ποτήρια αλκοόλ. Αλλά έπρεπε να το παρα δεχτώ: οι απόπειρές μου να τον κάνω να μιλήσει γίνονταν όλο και πιο άκαρ πες. Ξαφνιασμένος από την ακινησία του, έσκυψα και ανακάλυψα με τρόμο ότι, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στην κοιλιά του, ο Κ. είχε αποκοιμηθεί. Περιμένοντας να ξυπνήσει, βολεύτηκα στην πολυθρόνα μου, κοιτάζοντας ανόητα την κορδέλα της κασέτας που γύριζε και δεν έγραφε πια παρά μόνο τους μακρινούς θορύβους του δρόμου που διέκοπτε η ρυθμική ανάσα του Κ. Εξαντλημένος και αποθαρρυμένος, αποκοιμήθηκα με τη σειρά μου κι εγώ.
αφιερωμα/21
Περπατούσα σε μια άγνωστη πόλη. Αδύνατο να προσανατολιστώ: οι πινακί δες των δρόμων είχαν ξεβιδωδεί, στρώματα ομίχλης γέμιζαν το οδόστρωμα, πνίγοντας τα πόδια των περαστικών, που περπατούσαν με δυσκολία. Μια κηδεία περνούσε από κει· την προσπέρασα· μια συμμορία από χαμίνια με ακολούδησε και η σκέψη πως παραμόνευαν την παραμικρή κίνηση αδυ ναμίας εκ μέρους μου για να μου επιτεδούν και να με κυλήσουν στη λάσπη μ ’ έκανε να ριγήσω από τρόμο... Μου φαινόταν πως μπήκα κατά λάδος ή κάνοντας διάρρηξη σ ’ έναν κόσμο με παραισδήσεις που έχτισε η διαβολική φαντασία του Κ. μόνο και μόνο για να με τιμωρήσει. Η κηδεία διασταυρώδηκε με μια κοκκινομάλα βιαστική κοπέλα · και εκείνη δά 'πρεπε να τιμωρηδεί. Τη φώναξα, δεν μ ’ άκουσε και συνέχισε να τρέχει ανόητα, αγνοώντας πως δεν της έμεναν να ζήσει παρά μερικές σελίδες ακό μα... Καμιά αμφιβολία, αυτός ο κόσμος ήταν πράγματι ο παράδεισος των παγίδων που περιγράφει ο Κ., όπου ο ποιητής βασιλεύει με το δήμιο. Η κη δεία μπήκε στο νεκροταφείο■ η ομήγυρις συγκεντρώνεται γύρω α π ’ το φέρε τρο και ο λειτουργός αρχίζει τον επικήδειο λόγο, όταν ο άνεμος παίρνει ένα καπέλο που γυρίζει πάνω α π ’ τα κεφάλια και πηγαίνει, προς μεγάλη κατά πληξη όλων, τελειώνοντας το πέταγμά του, να δρονιαστεί πάνω στο φέρετρο. Στην πρώτη σειρά, κάποιος με δυσκολία κρύβει την ευχαρίστησή του: ανα γνωρίζω τον δημιουργό αυτού του αστείου: ο Κ. Η τελετή διακόπτεται, η πομπή διαλύεται στα μπιστρό της περιοχής. Ο Κ. εξαιρετικά ευδιάδετος, με τραβά στην άκρη και, όχι χωρίς πονηριά, με ρωτά: «Μπορείτε να μου επαναλάβετε την τελευταία σας ερώτηση;»* Στο βιβλίο «Η ζωή είναι αλλού» βλέπουμε έναν πολύ νέο ποιητή, τον Γιαρομίλ, που ζει το σταλινικό πραξικόπημα του 1948 στην Πράγα, σαν μία πραγματική επανά σταση με την οποία ταυτίζεται μ ’ έναν παράφορο λυρικό ενθουσιασμό, και κα ταλήγει να γίνει έμπιστος της αστυνομίας. Υπάρχει ε κ εί ένα κομμάτι γραμμένο σαν μοντάζ: βλέπουμε τον Γιαρομίλ, μετά βλέ πουμε τον Ρεμπώ να ονειρεύετα ι τα οδοφράγματα της Κομούνας, μετά τον Σέλλεϋ στην Ιρλανδία μαζί με τους επα ναστάτες και βλέπουμε ακόμα τους φοι τητές το Μάη του ’ 68 στο Παρίσι.
Το πραξικόπημα της Πράγας το 1948 απο δείχτηκε γρήγορα καταστροφικό και έτσι ο άδολος ζήλος με τον οποίο συνεργάζεται ο Για ρομίλ με τους αστυνομικούς (γ ι’ αυτόν είναι ήρωες της επανάστασης), αποκαλύπτεται βίαια σαν τυφλότητα. Αλλά, όπως υπάρχει κάτι α π ’ τον Ρεμπώ στον Γιαρομίλ (είναι αληθινός ποιη τής), έτσι υπάρχει και κάτι α π ’ τους Γιαρομίλ στους Ρεμπώ του Μάη του ’ 68. Μόνο που η ιστορία δεν τους έστησε την ίδια παγίδα και ο λυρισμός τους δεν αποκαλύφθηκε τόσο βίαια· γ ι’ αυτό και η πνοή της λυρικής αυταπάτης πνέ ε ι πάντα στη Γαλλία με ό,τι ανορθολογικό, θ εα τρικό, επικίνδυνο, τυφλό υπάρχει.
ΤΟ αίσθημα της αγάπης που μας δ ένει με μια πιστή γυναίκα, είναι το ίδιο που νιώθουμε για τη γυναίκα που θα μας προδώσει. Έ να μεγάλο μέρος της νεολαίας έζησε το φιλοσοβιετικό πραξικόπημα στην Πράγα, το 1948, με τον ίδιο αγνό και γοητευτικό ενθουσιασμό όπως το Μάη του ’ 68: οι ίδιες θ έσ εις, ο ίδιος ριζοσπα στισμός, η ίδια επιθυμία για απόλυτη αλλαγή, η ίδια άρνηση του γερασμένου κόσμου των πατέ ρων μας και ακόμη η ίδια άρνηση της δυτικής παιδείας, που φάνηκε αμέσως σαν κάτι το ένοΧο.
Μήπως όμως η ζωή θα γινόταν σκοτεινή χωρίς αυτή τη λυρική πνοή που καταδι κάζετε;
* Το κείμενο αυτό είναι η εισαγωγή στη συνέντευξη που πήρε ο Christian Salmon από τον Milan Kundera και δημοσι εύτηκε στην εφημερίδα Liberation στις 6 Δεκεμβρίου 1981. Ο δημοσιογράφος χρησιμοποιεί το γράμμα Κ., που είναι αρχικό του ονόματος του συγγραφέα, τον Κάφκα και των ηρώων του, γνωρίζοντας τη συμπάθεια και εκτίμηση του Milan Kundera για τον Εβραίο Frantz Kafka που έζησε στην Πράγα.
22/αφιερω μα ΜΑ δεν καταδικάζω τίποτα! Ο λυρικός ενθου σιασμός είναι απαραίτητη διάσταση της ζωής, είναι η ομορφιά της! Ό λα όμως τ ' ανθρώπινα πράγματα είναι διφορούμενα, έχουν την κρυφή τους πλευρά. Ο μυθιστοριογράφος ανακαλύ π τει την κρυφή πλευρά των πραγμάτων, αυτός είνα ι ο λόγος της ύπαρξής του. Ξ έρ ετε, το 1948 γνώρισα κ ι εγώ μια μικρή περίοδο λυρικού εν θουσιασμού, κ ι εγώ εκθεία σα την επανάσταση. Αργότερα, είδαμε την τρομοκρατία, τους απαγ χονισμούς, τη γενική υποβάθμιση της ζωής. Προς τη δεκαετία του ' 60, τα πάντα είχαν ξε καθαρίσει για όλο τον κόσμο, και όσοι ήταν κα τά δέκα χρόνια νεότεροι, μας κατηγόρησαν δριμύτατα. Γ ι’ αυτούς, ήμασταν λυρικοί μαλάκες, υ π εύ θ υ νοι για την τραγωδία της χώρας. Ούτε καν υπερασπίσαμε τους εαυτούς μας. Ενοχο ποιημένοι ώς το μεδούλι, ήμασταν έτοιμοι να φτύσουμε τα ίδια μας τα μούτρα. Αυτό ακριβώς θα μπορούσαμε να ονομά σουμε δική σας «φαινομενολογία» της Ά νοιξης της Πράγας στο «Βιβλίο του γ έ λιου και της λή θ ης»: μια γενιά επαναστά τησε ενάντια στην ίδια της τη νεότητα και βάλθηκε να κυνηγά απελπισμένα ένα άπιαστο παρελθόν. ΝΑΙ, έτσι είναι. Και φανταστείτε πως, γεμάτος περιφ ρόνηση για την ίδια μου τη λυρική νιότη, ήρθα μια μέρα, το φθινόπωρο του 1968, στο Παρίσι, όπου βρέθηκα σ ’ ένα περιβάλλον που λέγεται αριστερό: συμπαθητικοί άνθρωποι και, για να το πούμε έτσι, της ίδιας οικ ογένειας με μένα: και... με την ίδια ρητορική, με τις ίδιες ουτοπίες, τα ίδια κλισέ στη σκέψη που είχα κ ι εγώ πριν από είκοσι χρόνια και για τα οποία ντρεπόμουνα. Πώς αντιδράσατε; ΤΟ νόημα εκείνης της συνάντησης ήταν διπλό: τους άκουσα με σκεπτικισμό και διαφωνώντας, αλλά τους καταλάβαινα περίφημα και με συμπά θ εια . Η τιμιότητά τους παραδόξως με έκανε να συμφιλιω θώ με την αλλοτινή μου ηλιθιότητα. Τούτη η λυρική ηλιθιότητα δεν ήταν λιγότερο ηλίθια, μα την είδα ξαφνικά σαν σχεδόν αιώνια διάσταση του ανθρώπου. Έ τσ ι μόνο θ α μπορέ σ ετε να διαβάσετε το «Η ζωή είναι αλλού», σαν μια βίαιη διατριβή κατά του λυρικού πνεύματος και συγχρόνως σαν κατανοητή εξήγηση αυτού του πνεύματος. Πριν από ένα λεπτό είπα τε: η τιμιότητά
τους μ ’ έκανε παραδόξως να συμφιλιωθώ με την ηλιθιότητά μου... Η λέξη «παραδό ξως» είναι που μ ’ ενδιαφέρει, γιατί είναι πολύ αποκαλυπτική για ό,τι γράφετε... ΤΟ παράδοξο είναι η ξαφνική εμφάνιση ενός απρόσμενου νοήματος σε μια κατάσταση. Μέσα από το παράδοξο αποκαλύπτεται ξαφνικά η πιο βαθιά κρυμμένη αλήθεια. Ό πω ς γίνεται συνήθως, το πρώτο σας βιβλίο λέει τα πάντα για σας. Πρόκειται για το «Καταγέλαστοι έρω τες», συλλογή από νουβέλες, αστείες ερω τικές ιστορίες. Το βιβλίο αυτό θα μπορούσε να ονομα στεί «Η σχολή του παράδοξου». ΑΝ σας αρέσει. Ακόμα και οι λιγότερο αστείες ισ τορίες αυτού του βιβλίου είναι παράδοξες. Το παιχνίδι του ωτοστόπ π.χ.: Έ να νέο ζευγάρι φ εύγει για διακοπές και η κοπέλα ξεκινά ένα αθώο παιχνίδι: απευθύνεται στο φίλο της σαν να ήταν μια άγνωστη που κάνει ωτοστόπ. Και το πρώτο παράδοξο: Το συμπαθητικό παιχνίδι ξεσκεπάζει ξαφνικά και με τρόπο απρόοπτο το σκληρό του περιεχόμενο ζήλειας και σαδισμού. Και το δεύτερο παράδοξο: Κατά τη διάρκεια αυτού του σκληρού παιχνιδιού, το κορίτσι φαν τάζεται πως κάνει έρωτα μ ’ έναν άγνωστο και φτάνει, για πρώτη φορά, σε οργασμό. Η ζωή δεν είναι παρά μια μακριά αλυσίδα από παρά δοξα και αυτή ακριβώς η εμπ ειρία του παράδο ξου μας απελευθερώ νει από τη λυρική μας απλοϊκότητα και μας κάνει ενήλικους. Σκέφτομα ι το έργο σας που παίζεται αυ τή τη στιγμή στο θέα τρο Ματουρέν, και που είναι μια παραλλαγή του «Ιάκωβου του μοιρολάτρη» και μια «απότιση φόρου τιμής στον Ν τιντερό». Μήπως είναι ο; Ν τιντερό, μαιτρ του παράδοξου, που σας γοήτευσε; ΠΟΛΛΑ πράγματα με γοητεύουν στο έργο «Ιά κωβος ο μοιρολάτρης». Π ρόκειται για ένα θα ύ μα στην ιστορία του μυθιστορήματος: Ο Ντιντερό δοκίμασε να γρά ψει διαφορετικά το μυθι στόρημά του. Αντί να δ ιηγ ηθ εί μια ιστορία από την αρχή ώς το τέλος, με μια ενότητα δράσης, το κείμενό του είναι μια καταπληκτική φλυαρία όπου πέντε αφηγητές διακόπτουν ασταμάτητα ο ένας τον άλλο. Η σύνθεση στηρίζεται σ ’ ένα αστείο: ο Ιάκωβος διηγείται την ιστορία της πρώτης του αγάπης, μα δεν καταφέρνει να τηγ τελειώσει ποτέ.
αφιερω μα/23 Υπογραμμίζοντας την πλευρά «ψυχαγώ γημα» αυτού του μυθιστορήματος, θα μπορούσε κανείς να σας καταλογίσει ότι μειώνετε τη σημασία του; Η ΓΑΛΛΙΑ έχει καταντήσει τόσο σοβαρή ώστε δεν είναι πια ικανή να καταλάβει το πνεύμα του ίδιου της του πολιτισμού, το οποίο είναι θα υ μαστά επιπόλαιο. Ό πω ς σωστά είπ ε ο αγαπη τός μου φίλος Λεονάρντο Σάσα, «η Γαλλία δεν κα τοικεί πια στη Γαλλία». Ξεχάσαμε μήπως πως το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα γεννήθηκε σαν ψυχαγώγημα; Ο Βοκκάκιος, ο Ραμπελαί, ο Θερβάντες είναι βιβλία στα οποία το ψυχαγώ γημα συνδέεται με ένα βαθύ διαλογισμό πάνω στη ζωή. Στο βιβλίο «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης» δεν υπάρχει ούτε μια σοβαρή φράση. Και όμως, πόσο τα πράγματα είναι σοφά και περίπλοκα σ ’ αυτό το ψυχαγώγημα! Πάρτε μόνο τη σχέση του Ιάκωβου με τον αφέντη του: Ο πλούσιος και ο φτωχός, ο αφέντης και ο σκλάβος. Και, συγχρόνως, πόσο φίλοι! Κάτω από ποιες συνθήκες ο αφέντης και ο σκλάβος μπορούν να είναι φίλοι; ΥΠΟ τον όρο να μην παίρνει στα σοβαρά ο ένας τον άλλο. Ξέρουν πως κανείς δεν διαλέγει τη φτώχεια του ή τα πλούτη του, όπως δεν διαλέ γει τη φαλάκρα του ή τη μακριά του μύτη. Δεν παίρνουν στα σοβαρά την κατάσταση της τάξης τους, έχουν μια απόσταση χιουμοριστική απέ ναντι σ ’ αυτή την κατάσταση. Έ τσι, μπορεί να αγαπά ο ένας τον άλλο. Ό μως, στα πλαίσια της φιλίας τους, είναι η σχέση ισχύος που κυριαρχεί. ΝΑΙ, αλλά στην ουσία ποιος είναι ο αφέντης ποιανού; Ο αφέντης εξουσιάζει τον Ιάκωβο, αλ λά ο Ιάκωβος εξουσιάζει την πραγματικότητα. Ά ρα , ο αφέντης εξαρτάται από τον υπηρέτη του που έχει κά θε δικαίωμα να του πει: «Μου δίνετε διαταγές, όμως εγώ διαλέγω ποιες θα εί ναι α υτές». Αυτός ο αστεϊσμός προηγείται ολό κληρου του διαλογισμού της ευρωπαϊκής φιλο σοφίας που σχετίζεται με την εξουσία: του Χ έγκελ στο περίφημο κεφάλαιο που αναφέρεται στον αφέντη και στο δούλο, αλλά και του Ν ίτσε και του Χ άιντεγκερ ο οποίος αναλύει το Νίτσε. Ό λο ι αναπτύσσουν (χωρίς να το συνει δητοποιούν) το μεγαλοφυές παράδοξο του Ντιντερό. Το έργο μου επομένως είναι απότιση φόρου τιμής στον Ντιντερό αλλά και στην ξε-
Μίλαν Κούντερα
χασμένη και παρανοημένη σοφία των μεγάλων αλλοτινών ψυχαγωγημάτων. Για τί τότε, ακόμα και στα μυθιστορήματά σας που έχουν μια αναμφισβήτητα κωμι κή διάσταση, δεν βρίσκουμε τήν αθωότη τα της ευθυμίας που βρίσκουμε στον. «Ιά κωβο το μοιρολάτρη»; ΥΠΑΡΧΟΥΝ πολλά πράγματα που δεν ξανάρ χονται ποτέ πια. Η εποχή όπου το κωμικό και η ευθυμία δεν ήταν παρά ένα πράγμα, είναι μόνο μια σύντομη στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία, μια στιγμή που ανήκει στον Ραμπελαί, μια στιγ μή χαμένη για πάντα. Ο Στερν και ο Ντιντερό, το 18ο αιώνα, στρέφονται και πάλι προς τον Ραμπελαί με νοσταλγία, και η ευθυμία τους εί ναι, ας πούμε, η αντανάκλαση της χαμένης ευ θυμίας. Το 19ο αιώνα, ο Γκόγκολ και ο Τσέχωφ είναι μεγάλοι ευθυμογράφοι, μα πόσο μελαγχολικοί! Και το κωμικό στην εποχή μας δεν είναι ούτε καν μελαγχολικό: αγγίζει την πιο μαύρη απελπισία! Ο Γκόγκολ είπε: Αν κοιτάξουμε προσεκτικά και για πολλή ώρα ένα ευθυμογρά φημα, θα το δούμε να γίνεται όλο και πιο με λαγχολικό. Εγώ προσθέτω: Πέρασε τόσος και ρός από τότε που η Δύση προσδιόρισε την έν νοια του κωμικού, ώστε η εύθυμη κωμωδία το\) Ραμπελαί μεταμορφώθηκε στην απελπισμένη
24/αφιερω μα κωμωδία ενός Ιονέσκο. Η περιπ έτεια του κωμι κού είδους στην Ευρώπη φτάνει στο τέλος της, σαν όλες τις ευρωπαϊκές περιπ έτειες. Και τε λειώνει μ ’ ένα τελευταίο παράδοξο: στο βάθος του κωμικού βρήκαμε την απελπισία. Η τραγω δία της Αντιγόνης μας γεμίζει με το αίσθημα του μεγαλείου- η κωμωδία της Φαλακρής Τρα γουδίστριας αποκαλύπτει μια ζωή χωρίς μεγα λείο και χωρίς ελπίδα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως σχεδόν όλα σας τα βιβλία, «Καταγέλαστοι έρω τες», «Το αστείο», «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης», είναι ένας βαθύς στοχα σμός πάνω στην κωμωδία. ΠΑΝΤΟΤΕ υπήρχαν δύο τομείς της ζωής οι οποίοι προστατεύονται από τη διάβρωση του κωμικού: Πρώτα η ιστορία. Η κωμωδία ήταν μέ ρος των μικρών πραγμάτων του ιδιωτικού το μέα. Η ιστορία προοριζόταν για τα δράματα και τις τραγωδίες. Αλλά η προκλητική ερώτηση του «Α στείου» είναι η ακόλουθη: Και αν η ιστορία δεν είναι παρά ένα καλαμπούρι μέσα στο οποίο είμαστε κλεισμένοι; Αν το αιματηρό της κωμειδύλλιο ήταν τόσο ασήμαντο όσο και το κωμειδύλλιο των προσωπικών μας περιπετειώ ν; Αν ο άνθρωπος, μικρός στις δικές του υποθέσεις,
Το βιογραφικό μου σημείωμα είναι απλό: - Γεννήθηκα το 1929· - Το 1968 τα βιβλία μου απαγορεύονται· - Το 1975 εγκαθίσταμαι στη Γαλλία· - Το 1980 μου α φαιρείταιη τσέχικη ιθαγένεια· - Το 1981 ο Μιττεράν μου δίνει με επισημότητα τη γαλλική ιθαγένεια. (Υπάρχουν βραβεία δίχως ενδιαφέρον σχεδόν: Βραβείο της Ένωσης Τσέχων Συγγραφέων για «Το αστείο» το 1968· βραβείο Μεντισίς (Γαλλία) για το μυθιστόρημα «Η ζωή είναι αλλού»· βραβείο Μοντέλλο (Ιταλία) για το «Βαλς του αποχαιρετι σμού»· βραβείο Κόμμον Γουέλθ για το «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης»). Τα βιβλία μου: - Το αστείο (γράφτηκε το 1962-1965' κυκλοφό ρησε στα τσέχικα το 1967). - Καταγέλαστοι έρω τες (γράφτηκε το 19611968· κυκλοφόρησε στα τσέχικα το 1968). - Η ζωή είν α ι αλλού (γράφτηκε το 1968-1970· κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1973).
ήταν μικρός και όταν έκανε τις επαναστάσεις και τους πολέμους; Και το υποτιθέμενο μεγα λείο της ιστορίας μήπως είναι τελικά ένας αντι κατοπτρισμός; Η άλλη σφαίρα από την οποία έχει αποκλειστεί το κωμικό στοιχείο είναι η σε ξουαλικότητα.
Ναι, και από αυτή την άποψη, το έργο σας μπορεί να θεω ρη θεί σαν μια ανθολο γία, μια από τις πιο παράξενες ανθολογί ες της σαρκικής επαφής. ΣΗΜΕΡΑ, στην εποχή που τα πάντα επιτρέ πονται, η ερωτική λογοτεχνία είναι ανιαρή. Ο Λώρενς είναι γελοίος. Αλλά δεν μπορώ να διαβά σω ούτε και τον Χένρυ Μύλλερ. Και όμως, η σκηνή μιας σεξουαλικής πράξης μου φαίνεται φανταστική καί εξαιρετικά αποκαλυπτική. Η σαρκική επαφή στα μυθιστορήματά μου είναι η συμπύκνωση όλων των εσωτερικών συγκρού σεων ενός προσώπου και της ιστορίας του. Για τί όμως αυτή η μανία; Στο έργο σας «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» όλη η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας παίρνει τις διαστάσεις μιας αλλόκοτης παντομίμας.
- Το βαλς τον α ποχαιρετισμού (γράφτηκε το 1971-1972· κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1976). - Το β ιβλ ίο του γέλιου κα ι της λ ήδης (γράφτηκε το 1976-1978· κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1979). - Ο Ιάκω βος κ ι ο α φέντης του είναι κάτι ξεχωρι στό· μια πολύ ελεύθερη προσαρμογή του έργου του Ν τιντερό (Ιάκωβος ο μοιρολάτρης). Γρά φ τηκε το 1971· σκέφτηκα πως θα παιζόταν με τ ’ όνομα κάποιου φίλου μου, αλλά το πράγμα ήταν υπερβολικά επικίνδυνο· η πρεμιέρα δόθη κε το 1980 πια στο Ζάγκρεμπ κι ύστερα, το 1981, στο Παρίσι. Σ ’ ό,τι αφορά κριτικές και άρθρα για το άτομό μου, πρόκειται για βλακείες που δεν αξίζουν να χάνει κανείς την ώρα του μαζί τους. Π αρίσι, Μ άιος 1983
αφιερωμα/25 Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ της σεξουαλικότητας ή ταν ασφαλώς μια πραγματική απελευθέρωση, που όμως υπόκειτα ι κ ι αυτή στον άγριο νόμο του παράδοξου. Για ν ’ απελευθερώσουμε τη σεξουαλικότητα, καταστρέψαμε τα ταμπού και, καταστρέφοντας τα ταμπού, καταστρέφουμε τον ερωτισμό. Θα ανακαλύψουμε σε λίγο (πολύ αργά πια) ότι τα ταμπού δεν βρίσκονται εκ εί για να προστατέψουν την η θική, μα για να προστατέψουν τον ερωτισμό. Τον ερωτισμό, το εύθραυστο αυτό θαύμα! Γιατί ερεθιζόμαστε μπροστά στο σώμα μιας γυναίκας; Ο ερεθισμός είναι το πραγματικό μυστήριο του ερωτισμού και όχι ο οργασμός. Καταργώντας τα ταμπού (το ταμπού του γυμνού, το ταμπού της γλώσ σας), καταργούμε και τις άσεμνες λέξεις, την περιέργεια, τη σεξουαλική περιέργεια, με δυο λόγια, τη διέγερση, αυτή τη μοναδική πηγή του ερωτισμού. Η μεγάλη π εριπ έτεια της σεξουαλικής απελευθέρωσης θα τελειώσει δηλαδή, κι αυτή, με ένα παράδοξο; Η ΖΩΗ μας συνοδεύεται αδιάκοπα από παρά δοξα, ας πούμε τυχαία. Αλλά υπάρχουν και τ ε λικά παράδοξα. Στην παρακμιακή δυτική επο χή μας, όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές π εριπ έτειες μου φαίνεται πως τελειώνουν στην «πα γίδα εν ό ς τελικ ού π α ρά δο ξο υ» που κλείνει γύρω τους. Ναι, αυτό είναι το κλίμα του «Βιβλίου του γέλιου και της λήθης». Σκέπτομαι π.χ. ένα από τα δευτερεύοντα θέματα αυτού του βιβλίου: τη γραφομανία. Χρησιμοποι είτε τον όρο τούτο για να στιγματίσετε την παράφρονη μανία της συγγραφής β ι βλίων. ΝΑΙ, γιατί όλος ο κόσμος θα θ έλ ει να εκφρα στεί και κανείς πια δεν θ α θέλει ν ’ ακούει κανέ να. Ετούτη η θέληση αυτοέκφρασης δεν δείχνει κάποια μεγάλη αγάπη για τη λογοτεχνία. Θ εέ μου, πώς μπορεί κανείς να γράψει μυθιστόρη μα, όταν ο Τόμας Μαν, ο Μουζίλ, ο Κάφκα έγραψαν πριν από μένα! Τι θράσος! Το χέρι σας θά ’ π ρεπ ε να τρ έμ ει! Αλλά ο γραφομανής δεν έχει τέτοιες τύψεις. Οι αξίες της τέχνης είναι γ ι’ αυτόν εντελώς αδιάφορες. Δεν γράφει για ν ’ ανακαλύψει κάτι καινούριο αλλά για να εξομο λογηθεί, να εκφραστεί, να μας επιβά λει το εγώ του. Ο Ολλανδός εκδότης μου έλεγε: «Π ριν από δέ κα χρόνια έπαιρνα κά θε βδομάδα ένα νέο χειρό-
Μίλαν Κοϋντερα
γραφο. Φέτος, παίρνω κ ά θε βδομάδα είκοσι νέα χειρόγραφα, τα μισά από τα οποία είναι αυτοβιογραφίες». Βλέπετε, πρόκειται για μια τά ση που θ ’ αναπτυχθεί: η ευρωπαϊκή λογοτεχνία θα χα θεί κάτω από τη χιονοστοιβάδα της γρα φομανίας. Ά λλη μια παγίδα του τελικού παράδο ξου; ΥΠΑΡΧΟΥΝ βέβαια και πιο σοβαρές: Οι νέοι χρόνοι γεννήθηκαν με την αισιόδοξη ιδέα ότι ο άνθρωπος (χάρη στην επιστήμη και την τεχνι κή) θα γινόταν κυρίαρχος της φύσης και του πλανήτη. Μετά από δύο αιώνες τεχνικής επα νάστασης, η τύχη του πλανήτη ξέφυγε εντελώς α π ’ τον άνθρωπο, ο οποίος δεν ελέγχει πια ού τε την ίδια του την επιβίωση. Ακόμα ένα παρά δειγμα: Χωρισμένη σε διαφορετικούς πολιτι σμούς, η ανθρωπότητα έθ ρ εψ ε για καιρό το λυ ρικό όνειρο της μελλοντικής της ενότητας, της ενότητας της κοινής της ιστορίας· σήμερα, πράγ ματι, ο πλανήτης έχει ενω θεί με την ίδια ιστο ρία· αλλά έχει το χαρακτήρα πλανόδιου και αέ ναου πολέμου. Η ενότητα του πλανήτη σημαί νει: κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, πουθενά. Μ πορεί όμως κανείς να ξεφ ύγει από την παγίδα του τελικού παράδοξου; ΤΟ νόημα του τελικού παράδοξου μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: Ο Θεός μας τιμω ρεί βοη θώντας στην εκπλήρωση των επιθυμιών μας. Ας παρακαλούμε λοιπόν το Θεό να μη μας ακούει.
(Μ ετάφραση Ε. Β .)
26/αφιερωμα
Η Ευρώπη δεν ενδιαψέρεται πια για την Ευρώπη ΕΧΩ μια σχεδόν αισθηματική ανάμνηση από τον Σαρτρ. Φ οιτητής ακόμα, είδα στην Πράγα, το 1948, το έργο του «Κεκλεισμένων των θυρών». Με είχε μεθύσει. Έ να μήνα αργότερα, έγινε το κομουνιστικό πραξικόπημα. Το σιδηρούν παραπέτασμα έπεσε. Ο Σαρτρ έμεινε για μένα το ίδιο το σύμβολο της απαγορευμένης Δύ σης. Περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στην εποχή της φιλελευθεροποίησης, ήρθε να δώσει μερικές διαλέξεις στην Πράγα. Έ στειλα τους φοιτητές μου του Κινηματογραφικού Ινστιτού το να τις παρακολουθήσουν. Έ μειναν κατά πληκτοι: «Μίλησε σαν επαρχιακός γραμματέας του κόμματος». Δεν συμμεριζόμουν καμιά απ’ τς πολιτικές ιδέες του Σαρτρ. Αλλά η απόρριψη, του Σαρτρ, μετά το θάνατό του, μου ήταν απω θητική. Έχω την εντύπωση ότι στην κριτική που δικαιολογημένα έγινε πάνω στις πολιτικές ιδέες του Σαρτρ προστέθηκε και κάτι άλλο ακό μα: η εξέγερση της σύγχρονης μετριότητας που ξερνά τον Σαρτρ σαν μια α π’ τις τελευταίες με γάλες μορφές της παιδείας. Μορφές που έχουν πάψει να υπάρχουν;
Έκανα, εγώ ο ίδιος, μια μικρή ιδιωτική σφυ γμομέτρηση και ρώτησα αυτούς που συναντού σα: «Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ζωγράφος;» Η πλειοψηφία δεν έχει κανένα ζωγράφο εν ζωή, για τον οποίο να εκφράζει προτίμηση, ούτε εξάλλου γνωρίζει κανέναν. Πριν από είκοσι χρό νια, όταν ζούσε η μεγάλη γενιά του Πικάσο, που αναμφίβολα ήταν η τελευταία, μια τέτοια αδιαφορία θα ήταν αδιανόητη. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να σας φανεί σαν ανεκδοτολογικό φαινόμενρ, αλλά στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ σοβαρό. Η ζωγραφική τείνει να εξα φανιστεί. Μα γίνονται εκατοντάδες εκθέσεις! ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ τη σύγχρονη ζωγραφική σαν μια αξία που την αισθάνεται κανείς και την εκτιμά γενικά, όπου η Ευρώπη βλέπει τον εαυτό της σαν σε καθρέφτη και όπου προσδιορίζει την ταυτότητά της... Η εξαφάνιση της ζωγραφι κής είναι για την Ευρώπη γεγονός τόσο σημαν τικό όσο και η απομάκρυνση από το αποικιακό καθεστώς.
ΕΙΝΑΙ πράγματι εκπληκτικό: δεν υπάρχουν πια.
Γινόμαστε δηλαδή μάρτυρες μιας ερημο ποίησης της Ευρώπης.
Οι μεγάλοι καλλιτέχνες, οι μεγάλοι φιλό σοφοι έχουν εξαφανιστεί;
ΔΥΣΚΟΛΟ να π ει κανείς τι συμβαίνει. Πρόκει ται για την αποπνικτική κυριαρχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης πάνω στην παιδεία, η οποία δεν μπορεί πια ν ’ ακουστεί παρά μόνο με τη μεσολάβησή τους; Πρόκειται για το τέλος των ευρωπαϊκών τεχνών, ζωγραφικής, μουσι κής, ποίησης; Πρόκειται για το τέλος της επο χής των νέων χρόνων που άρχισε με την καρτε
ΔΕΝ ξέρω αν έχουν εξαφανιστεί, αλλά πάντως δεν μετράνε πια. Είναι μήπως γιατί έχουν γίνει επιπόλαιοι ή γιατί δεν είμαστε πλέον ικανοί να εκτιμήσουμε την αξία τους; Αδύνατο να π ει κα νείς.
αφιερωμα/27 σιανή ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι κύριος του πλανήτη και διαπιστώνει σήμερα ότι ο πλανή της τού έχει ξεφύγει; ' Η πρόκειται μόνο για τη δική μας αυταπάτη που μας κάνει να πιστεύ ουμε ότι ο κύκλος έχει αρχίσει να κλείνει; Και η Ευρώπη δεν μπορεί να βρει αλλού την ταυτότητά της παρά μόνο στην παι δεία; ΚΑΤΙ τέτοιο θά ’ πρεπε να γίνει. Αλλά που; Στη στρατιωτική συμμαχία; Για ποιο λόγο; Για κοι νά πολιτικά ιδεώδη; Μα μήπως υπάρχουν; Και αν ακόμα υπάρχουν, τι αντιπροσωπεύουν για τον πολιτισμό; Γεννήθηκαν από την παιδεία, τη σκέψη, τη φιλοσοφία. Πώς μπορούν να παρα μείνουν ισχυρά όταν η βάση στην οποία στηρί ζονταν δεν υπάρχει πια; Ό μως η λογοτεχνία δεν έχει πεθάνει... ΠΟΣΟ όμως βαραίνει, ποια είναι η απήχησή της; Έ χετε παρατηρήσει πως η λογοτεχνική κριτική είναι σχεδόν ανύπαρκτη; Ναι, ναι, ξέρω, γράφουμε για τα βιβλία, φυσικά! Αλλά δεν πρέ π ει να παρασυρόμαστε από τη λέξη «κριτική». Το νόημα της λογοτεχνικής κριτικής δεν είναι να κάνει κριτική, δηλαδή να βαθμολογεί, να ξε χωρίζει το καλό απ’ το κακό. Είναι ο συνεχής στοχασμός πάνω στη λογοτεχνία. Χωρίς αυτόν, η λογοτεχνία μιλάει στο κενό. Θ έλετε να π είτε πως η λογοτεχνία έχει ανάγκη από κάποιο μεσολαβητή; ΟΧΙ, η κριτική δεν αναλύει το έργο, το έργο αναλύεται από μόνο του. Η αξία ενός έργου βρίσκεται στην καινοτομία του. Στο ότι δεν ει πώ θηκε ποτέ ή δεν το είδαμε ποτέ πριν. Ο απλοϊκός αναγνώστης μπορεί να καταλάβει οποιοδήποτε έργο τέχνης αλλά δεν μπορεί να εκτιμήσει εντελώς την ανακάλυψη που υπάρχει στο έργο. Ο κριτικός είναι επομένως αυτός που ανακαλύπτει την ανακάλυψη. Τούτο απαιτεί μια κάποια εξειδίκευση και ένα βαθύ στοχα σμό. Πάρτε τον «Οδυσσέα» του Τζόυς. Πόσα εξαιρετικά δοκίμια γράφτηκαν γ ι’ αυτό το έρ γο, που δεν θ ’ αντιπροσώπευε για μας ό,τι αντι προσωπεύει αν δεν υπήρχε η μελέτη που του αφιερώσανε. Ό μως, η κριτική σαν μελέτη δεν υπάρχει πια. Λέγεται συχνά σήμερα πως δεν υπάρχουν πια μυθιστορήματα του μεγέθους της «Μαντάμ Μποβαρύ» ή του «Οδυσσέα». Ίσως. Πως μπορούμε όμως να το ξέρουμε; Στο χώρο όπου η κριτική σαν μελέτη έχει πά ψ ει να
Μίλαν Κούντερα
υπάρχει, ένα τέτοιο βιβλίο ούτε καν θα μπορού σε να γίνει αντιληπτό. Υπάρχουν σπουδαίοι κριτικοί στη Γαλλία αλλά η κριτική αναγκάστη κε να γίνει ένα βιαστικό σχόλιο πάνω στα βιβλία που κυκλοφόρησαν χτες, έγιναν επίκαιρα σή μερα και εξαφανίζονται αύριο. Κοίταξα, μια μέ ρα, ό,τι έχει γραφτεί στη Γαλλία κα την Αμερική για έναν συγγραφέα τόσο σπουδαίο όπως ο Φίλιπ Ροθ. Ποσότητα κειμένων, αλλά, ανάμεσά τους, ούτε μία ιδέα. Ήταν τρομακτικό. «Η αν δρική μου ζωή» είναι ένα καταπληκτικό βιβλίο που εκτοξεύθηκε κατευθείαν στη λήθη. Δεν επιστρέφουμε πια στα βιβλία. ' Εχουν γίνει σύγ χρονα γεγονότα και η λογοτεχνία στερήθηκε έτσι το νόημά της: δηλαδή το να δημιουργεί αξίες που διαρκούν και να εξασφαλίζει έτσι τη συνέχιση του ανθρώπου. Υπάρχει και κάτι ακόμα: Δεν ξέρουμε πια να σκεφτόμαστε την παγκόσμια λογοτεχνία. Εξη γούμαι: Στην Εγκυκλοπαίδεια της Πλειάδας, βρίσκετε την ιστορία της μουσικής. Η μουσική στον ενικό! Βρίσκετε, αντίθετα, την ιστορία των λογοτεχνιών! Στον πληθυντικό! Τι πάει να πει αυτό; Δεν καταφέραμε ποτέ να κατανοήσουμε την ανάπτυξη της παγκόσμιας λογοτεχνίας σαν μια εξέλιξη που έχει τη δική της λογική, όπως την έχει, καθαρά και αναμφισβήτητα, η ιστορία
28/αφιερωμα της μουσικής, από το γρηγοριανό μέλος έως τον Σαίνμπεργκ. Αυτό ακριβώς σκεφτόταν ο Γκαίτε όταν είπε, πριν από εκατόν πενήντα περίπου χρόνια: «Ο καιρός των εθνικών λογοτεχνιών έχει περάσει, ο καιρός της παγκόσμιας λογοτε χνίας έφτασε». Φράση σαφής και επαναστατι κή, που δεν έγινε όμως ποτέ κατανοητή. Η Ευ ρώπη δεν κατάφερε ποτέ να καταλάβει τη λο γοτεχνία της σαν ένα σύνολο. Κι αυτό είναι μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της. Παγκόσμια λογοτεχνία σημαίνει λοιπόν ευρωπαϊκή λογοτεχνία; ΚΑΙ βέβαια. Την Ευρώπη, ή τη Δύση αν προτι μάτε, σκεφτόταν ο Γκαίτε όταν είπ ε «παγκό σμια». Η λογοτεχνία όλων των πολιτισμών δεν είναι παρά μια πρόσθεση και όχι μια ενότητα. Γιατί όμως περιοριζόμαστε στη Δύση; ΜΠΟΡΟΥΜΕ να πλησιάσουμε και άλλους πολι τισμούς, να τους αγαπήσουμε, να τους κατανοή σουμε, να εμπνευστούμε α π’ αυτούς, αλλά δεν μπορούμε να βγούμε ούτε απ’ το δικό μας πο λιτισμό ούτε α π’ την ιστορία μας. Γνωρίζω αυ τή την παράξενη ντροπή που εμποδίζει τους Ευρωπαίους να προφέρουν τη λέξη Ευρώπη και να σκέφτονται τη δική τους παιδεία. Αλλά προ έρχομαι από ένα μικρό δυτικό έθνος που δεν έκανε πουθενά αποικίες και δεν κατέκτησε ποτέ κανέναν. Και ανέχομαι με δυσκολία το ότι τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης φροντίζουν να εξάγουν το σύνδρομο της ενοχής τους, την ντροπή τους για την Ευρώπη. Αυτή είναι η τε λευταία μορφή, και η πιο αδέξια, του ιμπεριαλι σμού τους. Υπήρξε στην Ευρώπη μια θαυμαστή και διαρκής συμμαχία της δημοκρατίας με την παιδεία. Και πάμε να την ξεχάσουμε; ΤΟ 1935, ο φιλόσοφος Έ ντμοντ Χούσερλ έκα νε στη Βιέννη και στην Πράγα διαλέξεις που ήτανε, κατά κάποιον τρόπο, η φιλοσοφική του διαθήκη: θέμα, η ευρωπαϊκή κρίση. Έ θ ε σ ε το πρόβλημα της επιβίωσης του ευρωπαϊκού ουμανισμού. Εντυπωσιάστηκα από αυτή τη σύμ πτωση: Ο διαλογισμός πάνω στο πιθανό τέλος της Ευρώπης έγινε στις δύο πρωτεύουσες της Κεντρικής Ευρώπης, εκείνης της Κεντρικής Ευρώπης η οποία, λίγα χρόνια αργότερα, εξαφα νίστηκε στην πραγματικότητα από το χάρτη της Δύσης. Και όχι μόνο εξαφανίστηκε, αλλά εξα φανίστηκε και η ίδια της η εξαφάνιση. Κανείς
δεν το συνειδητοποίησε. Γιατί η Ευρώπη δεν ενδιαφέρεται πια για την Ευρώπη. Κανένας Χούσερλ για να θέσ ει το πρόβλημα της ευρωπαϊ κής κρίσης· κρίσης τόσο σοβαρής ώστε κανείς πια δεν είναι σε θέση να την π ισ τέψ ει ή να τη σκεφτεί. Και κάνουμε οικονομία στη σκέψη στέλ νοντας στο πυρ το εξώτερο τις Ηνωμένες Πολιτείες. ΑΚΡΙΒΩΣ. Η αμερικανοποίηση της Ευρώπης δεν είναι παρά η λανθασμένη ονομασία που δί νουμε στην πολιτιστική υποβάθμιση της Ευρώ πης. Αναφέρατε μια φράση του Γκαίτε. Τι είχε το πραγματικά επαναστατικό; ΕΠΕΒΑΛΛΕ ένα αξιολογικό κριτήριο εντελώς διαφορετικό. Δεν αναρωτιέται πια κανείς: Τι το καινούριο έφ ερε άραγε το τάδε ή το δείνα έργο στο χωριό μου σε μια συγκεκριμένη στιγμή; Αλ λά αναρωτιέται: Τι το καινούριο έφ ερε στην παγκόσμια λογοτεχνία; Η λογοτεχνία ή το μυθι στόρημα, γιατί δεν σκέφτομαι παρά μόνο το μυθιστόρημα, το εννοώ σαν μια εξελικτική υπερεθνική πορεία που αποκαλύπτει, λίγο λίγο, τις άγνωστες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης. Μόνο που το έργο το οποίο φέρνει κάτι σ ’ αυ τή την αδιάκοπη πορεία γνώσεων και ανακαλύ ψεων είναι μέρος της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σας δίνω ένα παράδειγμα. Θαυμάζω πολύ δύο μυθιστορήματα: το «Τρίστραμ Σάντυ» του Στερν και το «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης» του Ντιντερό. Ο «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης» έχει φο βερά υποτιμηθεί στη Γαλλία. Γιατί; Διότι η πραγματική του αξία γίνεται αντιληπτή μόνο αν τη δει κανείς από την άποψη της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Ντιντερό και ο Στερν ανακάλυ ψαν τις εντελώς εκπληκτικές δυνατότητες της μορφής του μυθιστορήματος, δυνατότητες που στη συνέχεια ξεχάστηκαν στο 19ο αιώνα. Ο «Ιά κωβος ο μοιρολάτρης» πλάτυνε την ίδια την έν νοια του μυθιστορήματος. Παραμένει, μέχρι σή μερα, μια πρόκληση και μια πρόσκληση. Για το μέλλον του μυθιστορήματος. Έ να άλλο παρά δειγμα: «Terra nostra» του Κάρλος Φουέντες. Με τη μόνη προϋπόθεση να τοποθετήσετε αυ τό το έργο στην περίοδο από τον Ραμπελαί μέ χρι σήμερα, μπορείτε να εκτιμήσετε τη ριζική καινοτομία αυτού του μυθιστορήματος, το ο ποίο, και αυτό, πλάτυνε την έννοια του μυθι στορήματος, αλλάζει το χρόνο του (απλώνεται σε δύο χιλιετηρίδες) και είναι ο απολογισμός
αφιερωμα/29 του δυτικού κόσμου τη στιγμή της παρακμής του, που είναι πλέον πιθανή. Μόνο του το λατι νοαμερικανικό πλαίσιο δεν μπορεί να σας αποκαλύψει την πραγματική καινοτομία του μυθι στορήματος. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια του παγκόσμιου μυθιστορήματος. Συγκρίνατε την ιστορία της λογοτεχνίας με την ιστορία της μουσικής, που αυθόρ μητα την αντιλαμβάνεται κανείς σαν υ π ε ρεθνική ενότητα. Αλλά η λογοτεχνία είναι τόσο στενά δεμένη με την εθνική γλώσ σα, ώστε μπορεί η παγκόσμια λογοτεχνία να μην είναι παρά αφαίρεση. ΚΑΤΙ τέτοιο θα ήταν πράγματι λυπηρό, δεδομέ νου ότι τα μυθιστορήματά μου δεν διαβάζονται παρά μόνο μεταφρασμένα. Εσείς ο ίδιος μιλήσατε για την οδυνηρή εμπειρία που είχατε από τη μετάφραση. Πριν από τρία χρόνια ξαναπιάσατε από την αρχή την πρώτη μετάφραση του βι βλίου σας «Το αστείο». ΝΑΙ, ο πρώτος μεταφραστής πρόσθεσε στο
Οι ποιητές δεν εφευρίσκουν τα ποιήματα Το ποίημα είναι κάπου εκεί πίσω Πριν από πολύ πολύ καιρό βρίσκεται εκεί Ο ποιητής το ανακαλύπτει μόνο. Jan Skacel Γράφω σημαίνει λοιπόν για τον ποιητή σπάζω ένα χώρισμα πίσω από το οποίο κάτι αμετακίνητο («το ποίημα») κρύβεται στη σκιά. Γ ι’ αυτό το λό γο (χάρη σε μια ξαφνική απογύμνωση) «το ποίη μα» εμφανίζεται μπροστά μας σαν ένα δάμπωμα καταρχήν. (...) Αμετακίνητο, «το ποίημα» μας περιμένει, λέει ο Γιαν Σκάσελ «πριν από πολύ πολύ καιρό». Στον κόσμο όμως της αέναης αλλαγής, το αμετακίνητο δεν είναι καθαρή αυταπάτη: Ό χι. Κάθε κατάσταση είναι αποτέλεσμα του ανθρώπου και δεν μπορεί να περιέχει παρά ό,τι είναι μέσα στον άνθρωπο· μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε πως κάθε κατάσταση υπάρχει (η ίδια κι όλη η μεταφυσική της) «πριν από πολύ πο λύ καιρό» σαν ανθρώπινη δυνατότητα.
κείμενό μου ένα σωρό εξωραϊστικές μεταφορές. Για να κάνει το ύφος του πιο «ζωντανό», χρη σιμοποίησε εκφράσεις της αργκό. Έ κα νε έτσι όλες τις εκφράσεις ανακριβείς και ακατανόη τες. Αλλά δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Θέλησε να με «βελτιώ σει», κατέστρεψε το κεί μενό μου όχι από αμέλεια, αλλά από ζήλο και καλή προαίρεση. Ό μως αυτό το λυπηρό γεγο νός δεν σημαίνει ότι η πιστή μετάφραση είναι αδύνατη. Κοιτάξτε τις μεταφράσεις του Φρανσουά Κερέλ· είναι το ίδιο καλές, αν όχι καλύτε ρες, από το πρωτότυπο. Και εντελώς πιστές. Η πιστότητα δεν έρχεται σε αντίθεση με την ομορφιά του γαλλικού κειμένου; ΚΑΤΙ τέτοιο λέγεται συχνά. Αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας μιλήσω για την εμ πειρία που έχω: Ό σο πιστότερη είναι η μετά φραση, τόσο ωραιότερη είναι. Ο Φρανσουά Κε ρέλ φτάνει στο σημείο να πει: «Π ρέπει να δει κανείς τι ακριβώς είναι μια μετάφραση. Και να μη μετατρέψει το -κείμενό του σε γαλλική πρό ζα». Οι εκδότες, όταν θέλουν να πλέξουν το εγ κώμιο μιας μετάφρασης, λένε συχνά: «Κυλάει καλά...» Αλλά είναι τα πιο συμβατικά κείμενα αυτά που «κυλάνε καλά».
Σ ’ αυτή την περίπτωση, όμως, τι εκπροσωπεί η ιστορία (το μη αμετακίνητο) για τον ποιητή; Στα μάτια του ποιητή, η ιστορία βρίσκεται πράγμα παράξενο- σε θέση παράλληλη με τη δι κή του: δεν εφ ευρ ίσ κει, ανακαλύπτει. Μέσα από πρωτοφανέρωτες καταστάσεις αφαιρεί το πέ πλο κι αποκαλύπτει τι είναι ο άνθρωπος, τι βρί σκεται μέσα του «πριν από πολύ πολύ καιρό», ποιες είναι οι δυνατότητές του. Αν το ποίημα βρίσκεται κιόλας ε κ ε ί, θα ήταν εκτός λογικής ν' αναγνωριστεί στον ποιητή η ικανότητα της πρόβλεψ ης- όχι, ο ποιητής «ανα καλύπτει μόνο» μιαν ανθρώπινη δυνατότητα (αυ τό «το ποίημα» που υπάρχει εκ εί «πριν από πολύ πολύ καιρό»), που η ιστορία επίσης, όταν έρ θ ει η σειρά της, θ ’ ανακαλύψει μια μέρα. (...)
(Από ομιλία του Μ. Κούντερα στο Μεξικό με τίτλο: «Κάπου εκ εί πίσω». Μετάφραση Φ. Δ. Δ.)
30/αφιερωμα «Το αστείο» είναι το αγαπημένο σας βι βλίο; ΑΓΑΠΩ και τα πέντε βιβλία μου. Λέγοντας «αγαπημένο», εννοούσα το βι βλίο στο οποίο έχετε αδυναμία για λό γους ενδόμυχους ή προσωπικούς. Σ ’ ΑΥΤΗ την περίπτωση, θα ανέφερα μάλλον τη συλλογή διηγημάτων μου «Καταγέλαστοι έρω τες». Βιβλίο πιο ευτυχισμένο απ' όλα, βι βλίο ευφορίας, γραμμένο στο ανεκδιήγητο κλί μα που γνώρισε η Τσεχοσλοβακία την εποχή της πρόσκαιρης φιλελευθεροποίησής της. Η ελευθερία εκφράστηκε πρώτα στην ερωτική ζωή. Τούτο, βέβαια, δεν είχε καμία σχέση με τη σεξουαλική απελευθέρωση, η οποία, εδώ, μου φαίνεται τεχνητή, θελημένη, ιδεολογική, προ φορική, δογματική, αυστηρή, σοβαρή. Αντί να γευτούμε, με διεφθαρμένη ευχαρίστηση, τα ταμπού, να τα ξεπεράσουμε, να τα παραβούμε, τα καταστρέφουμε. Τι ανοησία! Τι αυτοκαταστροφική και ασεξουαλική συμπεριφορά! Μιλήσατε για το πλαίσιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας σαν να είναι τό μοναδικό που μετρά... ΤΟ μοναδ,ικό που μετρά από την άποψη της αξίας... Θέλω να πω ότι τα βιβλία σας είναι παρ’ όλ’ αυτά ριζωμένα στην Πράγα. ΒΕΒΑΙΑ. Οι εμπ ειρίες της ζωής μου είναι, στο μεγαλύτερο μέρος τους, τσέχικες. Ο ερχομός σας στη Γαλλία υπήρξε ξερι ζωμός ή εμπλουτισμός;
θιστοριογράφος της Κεντρικής Ευρώπης, ένας Βιεννέζος για την ακρίβεια, ο Γιόζεφ Ροθ. Είναι αυτός που, αν δεν κάνω λά θος, έκανε τη νοσταλγία ένα μεγάλο θέμα της λογοτεχνίας. Ό χ ι την προσωπική νο σταλγία, που είναι πράγμα πολύ κοινό, μα τη νοσταλγία για ένα χαμένο κόσμο. Δεν είσαστε, κατά κάποιον τρόπο, γιος του Ροθ; ΙΣΩΣ. Ο Ροθ έχασε, το 1918, την πολυεθνική του πατρίδα, την αυστρουγγρική αυτοκρατορία που διαμελίστηκε σε πολλά κράτη που, κι αυ τά, είκοσι χρόνια αργότερα, τα καταβρόχθισε η Ρωσία. Ο Γιόζεφ Ροθ δεν είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας, αλλά δεν έχετε άδικο, έχω κληρονομήσει τη νοσταλγία του. Και ο Κάφκα; ΔΙΑΒΑΣΑ, στα δεκατέσσερα χρόνια μου, τον «Π ύργο» και μαγεύτηκα. Είναι από τα πρώτα σοκ που μου προξένησε η λογοτεχνία. Μιλήσατε για την απουσία του στοχα σμού στη σύγχρονη λογοτεχνική κριτική. Ο Κάφκα όμως δεν αντίκειται σ ’ αυτή τη θέση; Συζητιέται πολύ αυτό το θέμα. ΣΤΑ πανεπιστήμια ολόκληρου του κόσμου μουντζουρώνουν κάθε χρόνο χιλιάδες σελίδες αφιερωμένες στον Κάφκα. Αυτή η σχολή έχει το όνομα που της αξίζει: καφκολογία. Είναι μια φλυαρία εξεζητημένη, σοφιστική, απίστευτα μονότονη, που θρέφ ετα ι από μόνη της και είναι εντελώς τυφλή όσον αφορά την τέχνη του Κά φκα. Φ έτος, είναι τα εκατό χρόνια από τη γέν νησή του. Αν θ έλετε να ξαναβρείτε τον Κάφκα, πρέπει να ξεχάσετε την καφκολογία.
Και οι σύγχρονοί σας Γάλλοι; ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ. Χωρίς καμιά αμφιβολία και με κάθε έννοια αυτού του όρου. Και η γενεαλογία σάς σαν μυθιστοριογράφου; ΤΗΛΕΓΡΑΦΙΚΑ: ο Ραμπελαί, ο Ντιντερό του «Ιάκωβου του μοιρολάτρη», ο Μπροχ, ο Μουζίλ, ο Γκόμπροβιτς. Η παλιά Γαλλία και η Κεν τρική Ευρώπη του αιώνα μας. Επανεκδόθηκε φέτος ένας μεγάλος μυ-
ΕΙΔΑ τις προάλλες το τελευταίο έργο του Αλαίν Ρεναί: «Η ζωή είναι μυθιστόρημα». Διαπιστώ σαμε ότι είμαστε και οι δύο γοητευμένοι με το ίδιο πρόβλημα. Δηλαδή... ΤΟ κοντραπούντο. «Ο θ είος α π’ την Α μερική», μιλώντας από τεχνική άποψη, είναι μια πολυ φωνία δύο συγχρονισμένων ιστοριών και μιας επιστημονικής διάλεξης (πάνω στη συμπεριφο-
αφιερωμα/31 ρά των αρουραίων). Το τελευταίο του έργο είναι το κοντραπούντο τριών ιστοριών που δεν έχουν συγχρονία (η μία εκτυλίσσεται σήμερα, η άλλη πριν από πενήντα χρόνια, η τρίτη πριν από αιώ νες). Είναι η μέθοδος που ακολουθώ στο «Β ι βλίο του γέλιου και της λήθης». Το τρίτο μέρος είναι το κοντραπούντο τεσσάρων στοιχείων: μιας αυτοβιογραφικής αφήγησης, μιας φαντα στικής αφήγησης, ενός γνωστικού μύθου και ενός δοκιμίου. Το έκτο μέρος είναι η πολυφω νία μιας ονειρικής αφήγησης (η Ταμίνα στο νησί των παιδιών) και μιας αυτοβιογραφικής αφήγη σης (ο θάνατος του πατέρα μου). Η φιλοδοξία ενός μυθιστοριογράφου ή ενός πολυφωνικού κινηματογραφιστή είναι να σβήσει τις παύσεις ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία, να τις κάνει να ξεχαστούν. Αυτό το πέτυχε θαυμάσια ο Ρεναί στο έργο του «Ο θείος απ’ την Α μερική». Το τόσο πολύπλοκο τούτο έργο φαίνεται εντελώς απλό. Υπάρχει και άλλη μια αρχή, αρκετά συνδεδεμένη με την τεχνική της πολυφωνίας: η αρ χή των παραλλαγών. Οι τρεις ιστορίες του έργου «Η ζωή είναι μυθιστόρημα» είναι τρεις παραλ λαγές πάνω στην ίδια κατάσταση. Και αυτή η αρχή μού είναι πολύ οικεία . «Το βιβλίο του γ έ λιου και της λήθης» είναι «μυθιστόρημα υπό μορφήν παραλλαγών». Και η προσαρμογή που έκανα στον «Ιάκωβο το μοιρολάτρη» δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να ξαναβρώ τις ρίζες αυ τής της τεχνικής στην παλιά λογοτεχνία.
Οι αναζητήσεις σας είναι πολύ φορμαλι στικές! ΜΟΥ είναι αδύνατο να μην είμαι φορμαλιστής. Δεν μπορείτε να γράψετε ένα μυθιστόρημα πα ρά μόνο αν είστε σίγουρος ότι ανακαλύψατε στο είδος αυτό φορμαλιστικές δυνατότητες ακό μα ανεκμετάλλευτες. Αλλιώτικα, είστε ένας απλός γραφομανής ο οποίος ετοιμάζει ένα μι κρό επίκαιρο γεγονός. Ό μως, αν τα πάντα σήμερα έχουν μετα τραπεί σε επικαιρότητα, και έχουν κατα δικαστεί στη λήθη; Ποια είνα ι,τότε η δι αφορά ανάμεσα σ' ένα γραφομανή και σ' ένα συγγραφέα; Η ΔΙΑΦΟΡΑ παραμένει πολύ σημαντική, αλλά κινδυνεύει να μείνει απαρατήρητη.
(Μ ετάφραση Ε. Β .)
παρατηρητής
Δ Ι Κ Α Ι Ο και Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
4ο τ ε ύ χ ο ς - α φ ιέρ ω μ α : «ΙΣΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΥΛΩΝ» Από τα περιεχόμενα: ■ Η συνταγματική καθιέρωση της ισονομίας ■ Η νομική θέση των «εξώγα μων» ■ Το νέο δίκαιο του διαζυγίου ■ Διατροφή και ανεξαρτησία της δια ζευγμένης γυναίκας Γράφουν οι: Αριστόβουλος Μάνεσης, Ιωάννης Δεληγιάννης, Γιώργος Κουμάντος, Μιχάλης Σταθόπουλος, Αθανάσιος Παπαχρήστου, Ισμήνη Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, Έ φη ΚουνουγέρηΜανωλεδάκη, Θεανώ Παπαζήση, Αχιλλέας Κουτσουράδης, Ελένη Βογιατζή, Σοφία Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, Ευάγγελος Βενιζέλος, Θό δωρος Χατζηπαντελής, Γιώργος Αναστασιάδης, Παύλος Πετρίδης, Νί κος Παρασκευόπουλος Ανατυπώθηκαν τα εξαντλημένα: 1) ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟ 2) ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ 3) ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
32/αφιερωμα
Μίλαν Κούντερα
Εισαγωγή σε μια παραλλαγή* Όταν, το 1968, οι Ρώσοι κατέλαβαν τη μικρή μου χώρα, όλα μου τα βιβλία απαγορεύτηκαν, και έτσι, α π ’ τη μια στιγμή στην άλλη, δεν είχα πια καμιά δυνατότητα να κερδίσω νόμιμα τη ζωή μου. Πολλοί άνδρωποι δέλησαν να με βοηδήσουν: Μια μέρα, κάποιος σκηνοδέτης μου πρότεινε να γράψω, χρησι μοποιώντας τ ’ όνομά του, μια δεατρική διασκευή του «Ηλίδιου» του Ντοστονιέωσκι.
Γιατί αυτή η ξαφνική απέχθεια για τον Ντοστογιέφσκι; Αντιρωσική αντίδραση μήπως ενός Τσέχου τραυματισμένου από την κατάληψη της
χώρας του; Ό χ ι, γιατί δεν έπαψα ποτέ ν ’ αγα πώ τον Τσέχωφ. Αμφιβολία για την αισθητική αξία του έργου του; Ό χι, γιατί η απέχθεια αυτή που ξάφνιασε κ ι εμένα τον ίδιο, δεν στηρίζεται καθόλου στην αντικειμενικότητα. Εκείνο που ρ ’ ερέθιζε στον Ντοστογιέφσκι ήταν το κλίμα των βιβλίων του. Έ να ς κόσμος όπου το κάθε τι γίνεται συναίσθημα· ή ακόμα: όπου το συναίσθημα υψώνεται και φτάνει την αξία και την αλήθεια. Ήταν η τρίτη μέρα της κατοχής. Βρισκόμουνα στο αυτοκίνητό μου, μεταξύ Πράγας και Μ πουντεγιόβιτσε (την πόλη όπου ο Καμύ τοπο θ ε τ ε ί το έργο του «Παρεξήγηση»). Στους δρό μους, στα χωράφια, στα δάση, παντού στρατοπεδευμένοι ρώσοι στρατιώτες. Μετά, σταμάτη σαν το αυτοκίνητό μου. Τρεις στρατιώτες βάλθηκαν να το ψάχνουν. Μόλις τέλειωσε η επιχεί ρηση, ο αξιωματικός που είχε διατάξει την έ ρευνα με ρώτησε στα ρώσικα: «Πώς αισθάνε στε; Ποια είναι τα αισθήματά σας;» Η ερώτηση
* Το κείμενο αυτό είναι ο πρόλογος οτη γαλλική έκδοση τον θεατρικού έργου του Μίλαν Κούντερα «Ο Ιάκωβος κι ο αφέντης τον» (έκδοση Γκαλλιμάρ, σειρά l.e Manleau d’Arlequin. 1981. σελ. 98). Μεταφράσαμε, σε όλο το κείμενο, «ψυχαγώγημα» τη λέξη divertissement και «παραλλαγή» τη λέξη variation. Είναι φα νερό ότι ο Μίλαν Κούντερα δίνει την έννοια του ντιβερτιμέντου και της μουσικής βαριασιόν. Μην ξεχνάμε ότι ο πατέρας του ήταν μονσικολόγος και πιανίστας και ότι. ο
ίδιος, όταν δεν τα πήγαινε καλά με το κόμμα, έπαιζε σε ορχήστρες τζαζ. Το θεατρικό του έργο «Ο Ιάκωβος κι ο αφέντης του» παραδόθηκε στο σκηνοθέτη Georges Werler το 1972, πριν ο συγγραφέας εγκαταλείπει την πατρίδα τον, και μεταφέρθηκε λαθραία στο Παρίσι. Έμεινε αμετάφρα στο μέχει τη στιγμή που αποφασίστήκε ν ’ ανέβει στη γαλ λική πρωτεύουσα. Η μετάφραση στηρίχτηκε στον Franfois Kerel, επίσημο μεταφραστή όλων των έργων του Μίλαν Κούντερα στα γαλλικά (ΙΣ. τ. Μ.).
Ξαναδιάβασα λοιπόν τον «Η λίθιο» και κατάλα βα πως, ακόμα κι αν έπρεπε να πεθάνω της πείνας, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δου λειά. Αυτός ο κόσμος με τις υπερβολικές χειρο νομίες, με τις σκοτεινές αβύσσους, με την επι θετικότητα των αισθημάτων, με απωθούσε. Αισθάνθηκα ξαφνικά, ανεξήγητα, μια νοσταλγία για τον «Ιάκωβο το μοιρολάτρη». «Δ εν θ α προτιμούσατε κάτι απ’ τον Ντιντερό παρά κάτι από τον Ντοστογιέφσκι;» Δεν προτιμούσε, αλλά εγώ δεν μπόρεσα να ξεφορτωθώ αυτή την παράξενη επιθυμία. Για να μείνω όσο γινόταν περισσότερο με τη συν τροφιά του Ιάκωβου και του αφέντη του, άρχι σα να τους φαντάζομαι σαν πρόσωπα κάποιου δικού μου θεατρικού έργου.
αφιερωμα/33 δεν έγινε ούτε με κακία ούτε ειρωνικά. Α ντίθε τα, ο αξιωματικός συνέχισε: « Ό λ ' αυτά δεν εί ναι παρά μια μεγάλη παρεξήγηση. Αλλά όλα θα τακτοποιηθούν. Π ρέπει να ξέρετε πως αγαπά με τους Τσέχους. Σας αγαπάμε!» Η ύπαιθρος λεηλατημένη από χιλιάδες τανκς, το μέλλον της χώρας υποθηκευμένο για αιώνες, οι τσέχοι πολιτικοί να έχουν συλληφθεί ή εξα φανιστεί και ο αξιωματικός του στρατού κατο χής να σας κάνει ερωτική εξομολόγηση. Καταλάβετέ με καλά: Δεν θέλησ ε να εκφράσει κάποια διαφωνία για την εισβολή, κάθε άλλο. Ό λο ι λί γο πολύ μιλούσαν σαν αυτόν: Η συμπεριφορά τους ήταν βασισμένη όχι στη σαδιστική ευχαρί στηση των βιαστών, αλλά σε ένα άλλο αρχέτυ πο, της πληγωμένης αγάπης:"Γιατί αυτοί οι Τσέχοι (που τόσο αγαπάμε!) δεν θέλουν να ζήσουν μαζί μας και με το δικό μας τρόπο ζωής; Τι κρίμα που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε τανκς για να τους μάθουμε τι είναι αγάπη! Η ευαισθησία, απαραίτητη στον άνθρωπο, γίνε ται επίφοβη από τη στιγμή που θεω ρείτα ι αξία, κριτήριο αλήθειας, δικαιολογία συμπεριφοράς. Τα πιο ευγενικά εθνικά αισθήματα μπορούν να δικαιολογήσουν τις χειρότερες φρικαλεότητες, και, με το στήθος γεμάτο λυρικά αισθήματα, ο άνθρωπος διαπράττει χυδαιότητες στο ιερό όνομα της αγάπης. Η ευαισθησία, όταν αντικαθιστά την ορθολο γική σκέψη, γίνεται η ίδια η βάση της μη συνεν νόησης και της έλλειψης ανοχής. Γίνεται, όπως είπ ε ο Κάρολος Γουσταύος Γιούνγκ, η «υπερ δομή της κτηνωδίας». Η ανύψωση του συναισθήματος στο επίπεδο της αξίας, ξεκινά από πολύ παλιά, ίσως α π’ τη στιγμή που ο χριστιανισμός χωρίστηκε α π’ τον ιουδαϊσμό. «Αγάπα το Θεό και κάνε ό,τι θ έ λεις», είπ ε ο Ά γ ιο ς Αυγουστίνος. Η περίφ ημη φράση είναι αποκαλυπτική: Το κριτήριο της αλή θεια ς μετατίθεται έτσι από το εξωτερικό προς το εσωτερικό: στην αυθαιρεσία του υποκειμε νικού. Η αοριστία του αισθήματος της αγάπης («αγάπα το Θεό!») αντικαθιστά την καθαρότη τα του νόμου και γίνεται το κριτήριο (ω, πόσο ακαθόριστο!) της συμπεριφοράς. Η ιστορία της χριστιανικής κοινωνίας είναι σχολείο χιλιόχρονης ευαισθησίας: Ο Χριστός πά νω στο σταυρό μας έμα θε να κολακεύουμε τον πόνο. Η ιπποτική ποίηση ανακάλυψε την αγά πη. Η αστική οικογένεια μας έκανε να νιώ θου με τη νοσταλγία του σπιτικού. Η πολιτική δη μαγωγία πέτυχε να «αισθηματοποιήσει» τη θ έ ληση για δύναμη. Ό λη αυτή η μακριά ιστορία διαμόρφωσε τον πλούτο, τη δύναμη και την ομορφιά των συναισθημάτων μας.
Μίλαν Κούντερα
Αλλά, από την Αναγέννηση, η δυτική ευαι σθησία ισορρόπησε χάρη σ ’ ένα συμπληρωμα τικό πνεύμα: της λογικής και της αμφιβολίας, του παιχνιδιού και της σχετικότητας των αν θρώπινων πραγμάτων. Τότε μόνο η Δύση φτά νει στην πληρότητά της. Ό ταν ο βαρύς ρώσικος ανορθολογισμός πλάκωσε τη χώρα μου, ένιωσα μια ενστικτώδη ανάγκη να εισπνεύσω βαθιά εκείνο ακριβώς το πνεύμα. Και μου φαι νόταν πως δεν είχε περιοριστεί πουθενά αλλού με τέτοια πυκνότητα όσο σ ’ αυτό το συμπόσιο της ευφυΐας, της πνευματικότητας και της φαν τασίας που είναι το έργο «Ιάκωβος ο μοιρολά τρης». Αν θα είχα να δώσω έναν ορισμό του εαυτού μου, θα έλεγα πως είμαι ένας ηδονιστής παγιδευμένος σ ’ έναν κόσμο πολιτικοποιημένο στο έπακρο. Αυτήν ακριβώς την κατάσταση διη γούνται οι «Καταγέλαστοι έρωτές» μου, το βι βλίο που άλλωστε αγαπώ περισσότερο απ’ όλα μου τα άλλα, γιατί αντανακλά την ευτυχέστερη περίοδο της ζωής μου. Περίεργη σύμπτωση: Τέλειωσα την τελευταία από αυτές τις νουβέλες (τις έγραψα στη δεκαετία του ’ 60) τρεις μέρες πριν έρθουν οι Ρώσοι.
34/αφιερω μα Ό ταν, το 1970, κυκλοφόρησε η γαλλική έκ δοση αυτού του βιβλίου, έγινε αναφορά, μ ’ αυ τή την ευκαιρία , στην παράδοση του Διαφωτι σμού. Συγκινημένος από αυτή τη σύγκριση, επανέλαβα αργότερα, με βιασύνη λίγο παιδική, ότι αγαπούσα τον 18ο αιώνα. Για να πω την αλή θεια , δεν αγαπώ και τόσο τον 18ο αιώνα, αγα πώ τον Ντιντερό. Και για να είμαι ακόμα πιο ειλικρινής: αγαπώ τα μυθιστορήματά του. Και ακόμα πιο συγκεκριμένα: αγαπώ τον «Ιάκωβο το μοιρολάτρη». Αυτό το όραμα του έργου του Ντιντερό είναι σίγουρα κάτι το πολύ προσωπικό, αλλά ίσως δεν είναι και τόσο αδικαιολόγητο: Στην πραγ ματικότητα, μπορεί κανείς να παραβλέπει τον Ντιντερό-θεατρικό συγγραφέα· μπορεί ακόμα να καταλάβει την ιστορία της φιλοσοφίας χωρίς να γνωρίσει τα δοκίμια του μεγάλου εγκυκλο παιδιστή· αλλά επιμένω: η ιστορία του μυθιστο ρήματος θα έμενε ακατανόητη κάι ελλιπής χω ρίς τον «Ιάκωβο το μοιρολάτρη». Θά ’ λεγα ακό μα ότι τούτο το έργο αδικείται επειδή εξετάζε ται αποκλειστικά μέσα στο σύνολο του συγγρα φικού έργου του Ντιντερό και όχι μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου μυθιστορήματος. Το πραγματικό του μεγαλείο δεν γίνεται αντιληπτό παρά μόνο δίπλα στον «Δον Κιχώτη», ή τον «Τομ Τζόουνς», τον «Οδυσσέα» ή τον «Φέρντιντουρκ». Θα μου π ει κανείς ότι δίπλα στις άλλες δρα στηριότητες του Ντιντερό, ο «Ιάκωβος ο μοι ρολάτρης» ήταν μάλλον ένα ψυχαγώγημα και ότι ήταν επιπλέον επηρεασμένος από το μεγάλο του πρότυπο: τον «Τρίστραμ Σάντυ» του Λώρενς Στερν. Ακούω συχνά να λέγεται πως το μυθιστόρημα έχει εξαντλήσει όλες του τις δυνατότητες. Εγώ έχω την αντίθετη εντύπωση: στα τετρακόσα χρόνια της ιστορίας του, το μυθιστόρημα έπεσε έξω σε ό,τι αφορούσε τις δυνατότητές του: άφησε πολλές μεγάλες ευκαιρίες ανεκμετάλ λευτες, δρόμους που ξεχάστηκαν, καλέσματα που δεν ακούστηκαν. Ο «Τρίστραμ Σάντυ» του Λώρενς Στερν είναι μια από αυτές τις χαμένες παρορμήσεις. Η ιστορία του μυθιστορήματος εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο το παράδειγμα του Σαμουήλ Ρίτσαρντσον ο οποίος, με τη μορφή του «επιστο λικού μυθιστορήματος», ανακάλυψε τις ψυχο λογικές δυνατότητες της μυθιστορηματικής τέ χνης. Έ δωσε, αντίθετα, πολύ λίγη προσοχή στην προοπτική που υπάρχει στο εγχείρημα του Στερν. Ο «Τρίστραμ Σάντυ» είναι μυθιστόρημα-
παιχνίδι. Ο Στερν στάθηκε για πολύ στις μέρες της σύλληψης και της γέννησης του ήρωά του για να εγκαταλείψει, χωρίς ντροπή και σχεδόν για πάντα, την ιστορία της ζωής του, αμέσως μετά τη γέννησή του. Φ λυαρεί με τον αναγνώ στη του και χάνεται σε ατέλειωτες παρεκβά σεις. Αρχίζει να διηγείται κάποιο επεισόδιο χω ρίς να το τελειώνει ποτέ· παρεμβάλλει την αφιέ ρωση και τον πρόλογο στη μέση του βιβλίου κλπ. Με δυο λόγια, ο Στερν δεν χτίζει την αφήγησή του πάνω στην «ενότητα της δράσης», αρχή που θεω ρείτα ι αυτόματα συναφής με την ίδια την έννοια του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρη μα, το μεγάλο αυτό παιχνίδι με τα επινοημένα πρόσωπα, είναι γ ι’ αυτόν μια χωρίς όρια κατη γορηματική ελευθερία επινόησης. Ναι, ακριβώς όπως ο «Ιάκωβος ο μοιρολά τρης», ο «Τρίστραμ Σάντυ» είναι ένα ψυχαγώγημα με πολύ συγκεκριμένο στόχο. ' Ετσι γεννή θ η κ ε άλλωστε το μυθιστόρημα στην αυγή των νέων χρόνων. Η σοφία και η ομορφιά του συνδέ ονται ουσιαστικά με την καταγωγή του σαν «παιχνίδισμα». Ο Στερν τις ανακάλυψε ξανά για να αντλήσει από αυτές τεράστιες δυνατότητες, ικανές ν ’ ανοίξουν ένα νέο δρόμο στην εξέλιξη του μυθιστορήματος. Αλλά κανείς δεν άκουσε την «πρόσκλησή του για ταξίδι». Κανείς δεν τον ακολούθησε. Κανείς, εκτός από τον Ντιντερό. Αυτός μόνο ευα ισθητοποιήθηκε σ ’ αυτό το κάλεσμα για κάτι καινούριο. Θα ήταν λοιπόν παράλογο ν ’ αμαυρώσουμε, γ ι’ αυτό το λόγο, την πρωτοτυπία του. Κανείς δεν την αμφισβη τεί σ ’ έναν Ρουσώ, σ ’ έναν Λακλό, σ ’ έναν Γκαίτε με το πρόσχημα πως χρωστούσαν πολλά (εκείνοι και όλη η εξέλιξη του μυθιστορήματος) στο παράδειγμα του γέρου και απλοϊκού Ρίτσάρντσον. Αν η ομοιότητα ανάμεσα στον Στερν και τον Ντιντερό είναι τόσο χτυπητή, οφείλεται στο ότι η κοινή τους προσπάθεια έμεινε εντελώς απομονωμένη στην ιστορία του μυθιστορήματος. Εξάλλου, οι διαφορές ανάμεσα στον «Τρίστραμ Σάντυ» και τον «Ιάκωβο το μοιρολάτρη» δεν είναι λιγότερο σημαντικές από τις ομοιότητες. Υπάρχει, πρώτ’ α π’ όλα, διαφορά ταμπεραμ έν τ ο υ : Ο Στερν είναι αργός· η μέθοδός του εί ναι αυτή της επιβράδυνσης· η οπτική του είναι το μικροσκόπιο (ξέρει πώς να σταματά το χρό νο και ν ’ απομονώνει μια μόνο στιγμή της ζωής, όπως θ α το κάνει αργότερα και ο Τζέιμς Τζόυς). Ο Ντιντερό είναι γρήγορος: η μέθοδός του εί ναι η επιτάχυνση· η οπτική του είναι το τηλε σκόπιο (δεν γνωρίζω πιο γοητευτική αρχή για
αφιερωμα/35 ένα μυθιστόρημα από τις πρώτες σελίδες του «Ιάκωβου του μοιρολάτρη»: η επιδέξια αλλαγή των κλιμάκων, το νόημα του ρυθμού, το prestis simo των πρώτων φράσεων). Ύ στερα, υπά ρχει διαφ ορά στη δομή : ο «Τρίστραμ Σάντυ» είναι ο μονόλογος ενός και μόνο αφηγητή, του ίδιου του Τρίστραμ. Ο Στερν ακολουθεί σχολαστικά όλα τα καπρίτσια της περίεργης σκέψης του. Στον Ντιντερό, π έντε αφηγητές, διακόπτοντας Ο ένας τον άλλο, διηγούνται την ιστορία του μυθιστορήματος: ο ίδιος ο συγγραφέας (σε διά λογο με τον αναγνώστη του)· ο αφέντης (σε διά λογο με τον Ιάκωβο)- ο Ιάκωβος (σε διάλογο με τον αφέντη το υ)- ο χανιτζής (σε διάλογο με το ακροατήριό του)· και ο μαρκήσιος des Arcis. Η μέθοδος που κυριαρχεί σ ’ όλες τις ιδιαίτερες ιστορίες είναι ο διάλογος (η δεξιοτεχνία του δεν έχει όμοιο της). Αλλά οι αφηγητές διηγούνται αυτούς τους διαλόγους κάνοντας διάλογο (οι διάλογοι είναι συγκεντρωμένοι σ' ένα διάλογο), ώστε όλο το μυθιστόρημα να μην είναι παρά μια ατέλειωτη συζήτηση με δυνατή φωνή. Υπάρχει ακόμα διαφ ορά στο πνεύμ α : το βι βλίο του ιερωμένου Στερν είναι συμβιβασμός ανάμεσα στο ελευθεριάζον πνεύμα και στο συ ναισθηματικό πνεύμα, μια νοσταλγική ανάμνη ση της ευθυμίας του Ραμπελαί που υπάρχει στην ντροπαλή αντικάμαρα της βικτοριανής ε ποχής. Το μυθιστόρημα του Ντιντερό είναι μια έκρηξη αυθάδικης ελευθερίας χωρίς αυτολογο κρισία, και ερωτισμού χωρίς αισθηματικό άλλο θ ι. Υπάρχει, τέλος διαφορά στο βαδμό της ρ εα λισ τικής αυταπάτης: ο Στερν ανατρέπει τη χρονολογία, αλλά τα γεγονότα πατάνε γερά στο χρόνο κα ι στο χώρο. Τα πρόσωπα είναι παρά ξενα αλλά έχουν ό,τι χρειάζεται για να μας κά νουν να πιστέψουμε στην πραγματική τους υπό σταση. Ο Ντιντερό δημιουργεί μια διάσταση που δεν είχαμε δει ποτέ πριν απ’ αυτόν στην ιστορία του μυθιστορήματος: μια σκηνή χωρίς διάκο σμο : Από που ήρθαν; Δεν ξέρουμε. Πώς ονομά ζονται; Δεν μας ενδιαφέρει. Πόσων χρόνων εί ναι; Ό χ ι, ο Ντιντερό δεν κάνει τίποτα για να μας π είσ ει πως τα πρόσωπά του υπάρχουν σ τ’ αλήθεια και σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Σε ολόκληρη την ιστορία του παγκόσμιου μυθι στορήματος, ο «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης» είναι η πιο ριζική άρνηση τόσο της ρεαλιστικής αυ ταπάτης, όσο και της αισθητικής του λεγάμε νου ψυχολογικού μυθιστορήματος. Η πρακτική του Reader’s Digest αντανακλά πι-
Ντιντερό (1713-1784). Έργο του van Loo
στά τις βαθιές τάσεις της εποχής μας και με κά νει να σκέπτομαι πως μια μέρα όλη η περασμέ νη παιδεία θα ξαναγραφεί ολοκληρωτικά και θα ξεχαστεί ολοκληρωτικά πίσω από το rewri ting της. Οι κινηματογραφικές και θεα τρικές μεταφορές των μεγάλων μυθιστορημάτων δεν είναι παρά Reader’s Digest sui generis. Δεν πρόκειται να υπερασπιστώ την ανέγγιχτη παρθενικότητα των έργων τέχνης. Βέβαια και ο ίδιος ο Σαίξπηρ ξαναγράφει έργα που άλλοι εί χαν δημιουργήσει. Αλλά δεν έκανε προσαρμο γ ές · χρησιμοποίησε ένα έργο σαν θέμα της δι κής του παραλλαγής , της οποίας είναι ο κυρί αρχος δημιουργός. Ο Ντιντερό δανείστηκε από τον Στερν όλη την ιστορία του Ιάκωβου που πληγώθηκε στο γόνατο, μεταφ έρθηκε μ ’ ένα κάρο και τον π εριπ οιήθηκε μια όμορφη γυναί κα. Κάνοντάς το αυτό, ούτε τον μιμήθηκε ούτε τον προσάρμοσε. ’ Εγραψε μια παραλλαγή πάνω στο θέμα του Στερν. Α ντίθετα, οι μεταφορές της « Ά ννας Καρένινας» που ξέρουμε στο θέα τρο ή τον κινηματο γράφο, είναι προσαρμογές, δηλαδή σμικρύν σεις. Ό σο εκείνος που προσαρμόζει θ έλ ει να μείνει διακριτικά κρυμμένος πίσω α π’ το μυθι στόρημα, τόσο περισσότερο το προδίδει. Σμι-
36/αφιερωμα κρύνοντάς το, του σ τερεί όχι μόνο τη γοητεία του αλλά και το νόημά του. Για να μείνουμε στον Τολστόι: Με τρόπο ριζι κά καινούριο στην ιστορία του μυθιστορήμα τος, έθ εσ ε το ερώτημα της ανθρώπινης δράσης. Ανακάλυψε τη μοιραία σημασία που έχουν για μια απόφαση οι ορθολογικές ακατάληπτες αι τίες. Για τί η Ά ννα αυτοκτόνησε; Ο Τολστόι φ τάνει στο σημείο να χρησιμοποιήσει εσωτερι κό μονόλογο σχεδόν όπως του Τζόυς, για να αποδείξει την υφή των ανορθολογικών παρορμήσεων που τηλεκατεύθυναν την ηρωίδα του. Ό μως, κ ά θε προσαρμογή αυτού του μυθιστο ρήματος, αναγκαστικά, από την ίδια τη φύση του Reader’s Digest, τείνει να καταστήσει σα φ είς κα ι λογικές τις αιτίες της συμπεριφοράς της Ά ννας, να τις ορδολογικοποιήοει. Έ τσι, η προσαρμογή γίνεται καθαρή και απλή άρνηση της πρωτοτυπίας του μυθιστορήματος, Μπορούμε να το πούμε και ανάποδα: Αν το νόημα του μυθιστορήματος επιζήσει του rewri ting, αυτό είναι η έμμεση απόδειξη της μέτριας αξίας του. Ό μως, στην παγκόσμια λογοτεχνία, υπάρχουν δύο μυθιστορήματα που είναι εντε λώς αναλλοίωτα, εντελώς αδύνατο να υποστούν rewriting: ο «Τρίστραμ Σάντυ» και ο «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης». Αυτή τη μεγαλοφυή ακαταστα σία, πώς να την απλοποιήσει κανείς για να μεί νει κάτι; Και τι πρέπ ει να μείνει; Μπορούμε, είναι αλήθεια, να ξεχωρίσουμε την ιστορία της κυρίας ντε λα Πομεραί και να την κάνουμε θεατρικό έργο ή φιλμ (πράγμα που άλλωστε έχ ει γίνει). Αλλά αυτό που πετυ χαίνουμε είναι μια κοινότοπη αφήγηση στερημέ νη από κ ά θε γοητεία. Στην πραγματικότητα, η ομορφιά αυτής της ιστορίας είναι στενά δεμένη
με τον τρόπο που τη διηγείται ο Ντιντερό: 1) μια γυναίκα του λαού αφηγείται γεγονότα που συμβαίνουν σ ’ ένα ξένο γ ι’ αυτήν περιβάλ λο ν 2) κά θε μελοδραματική ταύτιση με τα πρό σωπα είνάι αδύνατη, δεδομένου ότι η αφήγηση διακόπτεται αδιάκοπα και ασυνάρτητα από άλ λη αφήγηση και άλλα λόγια· και ακόμα 3) διαρ κώς σχολιάζεται, αναλύεται, συζητείται- αλλά 4) καθένας από τους σχολιαστές βγάζει ένα διαφορετικό συμπέρασμα εφόσον η ιστορία της κυρίας ντε λα Πομεραί είναι μια αντι-ηδικότητα. Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Γιατί θέλω να αναφωνήσω μαζί με τον αφέντη του Ιάκωβου: «Ας χαθούν όλοι αυτοί που παίρνουν το θάρρος να ξαναγράψουν ό,τι έχει ήδη γραφτεί! Ας τους ευνουχίσουν ή ας τους κόψουν τ ’ αυτιά!» Και, φυσικά; για να πω 'ό τι ο «Ιάκωβος και ο αφέντης του» δεν είναι προσαρμογή· είναι το δικό μου έργο, η δική μου «παραλλαγή στον Ν τιντερό», ή ακόμα, αφού συνέλαβα την ιδέα από θαυμασμό, «απότιση φόρου τιμής στον Ντιντερό». Αυτή η «παραλλαγή-απότιση τιμής» είναι μια πολλαπλή συνάντηση: συνάντηση δύο συγγρα φέων αλλά και συνάντηση δύο αιώνων. Και συ νάντηση του μυθιστορήματος με το θέατρο. Η μορφή ενός δραματικού έργου ήταν πάντα πο λύ πιο άκαμπτη και δέσμια κανόνων, σε αντί θεση με ό,τι συμβαίνει στο μυθιστόρημα. Το θ έ ατρο δεν είχε ποτέ τον δικό του Λώρενς Στερν. Έ γραψα λοιπόν όχι μόνο μια «απότιση φόρου τιμής στον Ντιντερό» αλλά και μια «απότιση φό ρου τιμής στο μυθιστόρημα», προσπαθώντας να δώσω στην κωμωδία μου εκείνη την ελευθερία
αφιερωμα/37
της φόρμας που ανακάλυψε ο Ντιντερό-μυθιστοριογράφος και πόυ δεν γνώρισε ποτέ ο Ντιντερό-θεατρικός συγγραφέας. Νά ποια είναι η δομή: Στο εύθραστο υπόβα θρο του ταξιδιού του Ιάκωβου και του αφέντη του στηρίζονται τρεις ερωτικές ιστορίες: του αφέντη, του Ιάκωβου και της κυρίας ντε λα Πομεραί. Ενώ όμως οι δύο πρώτες συνδέονται λίγο (η δεύτερη μάλιστα ακόμα πιο λίγο) με την εξέ λιξη του ταξιδιού, η τρίτη, που πιάνει όλη τη δεύτερη πράξη, είναι, από τεχνική άποψη, ένα απλούστατο επεισόδιο (δεν αποτελεί αναπό σπαστο τμήμα της κύριας δράσης). Είναι μια φανερή παράβαση των κανόνων που ονομάζον ται νόμοι της δραματικής σύνθεσης. Αλλά σ' αυτό το σημείο ακριβώς είδα ποια επιλογή είχα να κάνω: Να εγκαταλείψω την αυστηρή ενότητα της δράσης και να δημιουργήσω το δέσιμο του συνό λου με πιο λεπτά μέσα: με την τεχνική της πο λυχρόνιας (οι τρεις ιστορίες δεν αναφέρονται λεπτομερώς διαδοχικά, αλλά μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη) και με την τεχνική των παραλ λαγών (οι τρεις ιστορίες δεν είναι στην πραγμα τικότητα παρά η μία παραλλαγή της άλλης). Έ τσι, αυτό το έργο που είναι «παραλλαγή στον Ντιντερό» είναι συγχρόνως και «απότιση φόρου τιμής στην τεχνική των παραλλαγών», όπως ακριβώς ήταν, επτά χρόνια αργότερα, το
μυθιστόρημά μου «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης». Για έναν τσέχο συγγραφέα, στη δεκαετία του '70, ήταν περίεργο να σκεφτεί ότι ο «Ιάκωβος ο μοιρολάτρης» (που γράφτηκε κ ι αυτός στη δεκαετία του '7 0 του 18ου αιώνα), δεν τυπώ θ η κ ε ποτέ όσο ζούσε ο συγγραφέας του και ότι μόνο λίγα χειρόγραφα αντίτυπα στάθηκε δυνα τό να διανεμηθούν σ ’ ένα κοινό περιορισμένο και έμπιστο. Αυτό που, στην εποχή του Ντιντερό, ήταν εξαίρεση, έγινε, διακόσια χρόνια αργό τερα, στην Πράγα, η κοινή τύχη όλων των ση μαντικών τσέχων συγγραφέων, οι οποίοι, εξορι σμένοι από τα τυπογραφεία, δεν μπορούν να δουν τα βιβλία τους παρά μόνο δακτυλογραφη μένα. Αυτή η κατάσταση άρχισε με τη ρωσική εισβολή, διαρκεί σήμερα και, κατά πάσα πιθα νότητα, θα εξακολουθήσει στο μέλλον. Έ γραψα το έργο μου «Ο Ιάκωβος και ο αφέν της του» για δική μου ευχαρίστηση και με την αόριστη ελπίδα πως θα μπορούσε κάποτε να παιχτεί σ ’ ένα τσέχικο θέατρο με δανεικό όνο μά. Αντί για υπογραφή, σκόρπισα μέσα στο κείμενο (άλλο ένα παιχνίδι, μια παραλλαγή!) μερικές αναμνήσεις από προηγούμενα έργα μου: Το ζεύγος του Ιάκωβου και του αφέντη του είναι η θύμηση του ζεύγους των φίλων «του
38/αφιερωμα χρυσού μήλου της αιώνιας επιθυμίας» («Κατα γέλαστοι έρω τες»). Μ ερικές φράσεις είναι κομ μάτια από τη φάρσα μου «Πτακοβίνα», που παί χτηκε στην Πράγα το 1968 και το 1969 και μετά απαγορεύτηκε. Υπάρχει ένας υπαινιγμός στο «Η ζωή είναι αλλού» και ένας άλλος στο «Βαλς του αποχαιρετισμού». Ναι, ήταν αναμνήσεις. Ολόκληρο το έργο ήταν ο αποχαιρετισμός στη ζωή μου σαν συγγραφέα, «αποχαιρετισμός υπό μορφή ψυχαγωγήματος». «Το βαλς του αποχαι ρετισμού», το μυθιστόρημα που τέλειωσα σχε δόν την ίδια εποχή, είχε για πρώτο τίτλο: «Ε πί λογος». Και όμως, έζησα αυτό τον καιρό χωρίς την πικρή γεύση μιας προσωπικής αποτυχίας, τόσο ο προσωπικός αποχαιρετισμός μπερδευό ταν μ ’ έναν άλλο, τεράστιο, που με ξεπερνούσε. Απέναντι στην αιωνιότητα της ρωσικής νύ χτας, έζησα στην Πράγα το βίαιο τέλος της δυ τικής παιδείας, έτσι όπως την είχαν συλλάβει στην αυγή των νέων χρόνων, θεμελιω μένη πάνω στο άτομο και τη λογική του, στον πλουραλισμό της σκέψης και στην ανεκτικότητα. Σ ε μια μι κρή δυτική χώρα έζησα το τέλος της Δύσης. Αυτό ήταν το μεγάλο αντίο.
για να πολεμήσει τους εχθρούς του. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, ο Τόμπυ Σάντυ έκα νε τον κήπο του μια τεράστια μακέτα πεδίου μάχης. Εκ εί παραδινόταν στις αναμνήσεις της πολεμικής του νεότητας, -βοηθούμενος πιστά από τον υπηρέτη του Τριμ. Αυτός εδώ κούτσαινε, ακριβώς όπως ο Ιάκωβος, ο οποίος, δέκα χρόνια αργότερα, διασκέδαζε τον αφέντη του στη διάρκεια του ταξιδιού του. Ήταν το ίδιο φλύαρος και πεισματάρης όσο, πενήντα χρόνια αργότερα, στον αυστρουγγρικό στρατό, ο στρα τιώτης Ιωσήφ Σ βέικ , που διασκέδασε και τρο μοκράτησε τον αφέντη του, το λοχαγό Λούκας. Μετά από πενήντα χρόνια, περιμένοντας τον Γκοντό, ο Βλαντιμήρ και ο υπηρέτης του βρί σκονται ήδη μόνοι στην άδεια σκηνή του κό σμου. Το ταξίδι τέλειωσε. Ο υπηρέτης κι ο αφέντης του διέσχισαν όλη τη δυτική σύγχρονη ιστορία. Στην Πράγα, πό λη του μεγάλου αποχαιρετισμού, άκουγα το γέ λιο τους ν ’ απομακρύνεται. Με αγάπη και αγω νία κρατιόμουνα από αυτό το γέλιο, όπως κρα τιέται κανείς από τα εύθραυστα και φθαρτά πράγματα που όμως είναι καταδικασμένα.
Μ' έναν αγράμματο χωριάτη για υπηρέτη, ο Δον Κιχώτης βγήκε μια μέρα από το σπίτι του
(Μ ετάφραση Ε. Β .)
Βιβλιογραφία Μίλαν Κούντερα 1. Μ υθιστορήματα (όλα μεταφρασμένα από τα τσέχικα από τον Αντρέα Τσάκαλη) - Το Αστείο (1971) - Κάλβος - Η ζωή είναι αλλού (1979) - Οδυσσέας - Το βαλς του αποχαιρετισμού (1980) -Οδυσσέας - Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης (1982) Οδυσσέας.
2. Θέατρο - Οι κλειδοκράτορες (παίχτηκε από το θίασο Ληναίου-Φωτίου το 1973-74).
Διηγήματα, αποσπάσματα έργων, συνεντεύξεις κλπ. έχουν κυκλοφορήσει σε πλήθος περιοδικών και εφημερίδων. Ενδεικτικά αναφέρουμε το τεύ
χος 15 του περιοδικού «Δ έντρο», αφιερωμένο στη δέκατη επ έτειο της ρωσικής εισβολής στην Τσε χοσλοβακία. Ό πω ς φαίνεται, ο Μίλαν Κούντερα είναι στο σύ νολο σχεδόν μεταφρασμένος στα ελληνικά. Ρωτή σαμε το Γιώργο Χατζόπουλο, υπεύθυνο των εκδό σεων «Κάλβος», που αυτές πρώτες ασχολήθηκαν με το έργο του, πώς εξηγείται η επιτυχία των βι βλίων του Μ. Κούντερα στον τόπο μας. Ο Γ. Χατζόπουλος μας είπ ε: «Βγάλαμε το Αστείο στις αρ χές του 1971 και η κίνησή του ήταν μικρή. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει τέσσερις εκδόσεις κι η αποδο χή υπήρξε γενική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το θ έμα ανταποκρίνεται σε βιώματα ελληνικά. Το Αστείο κυκλοφόρησε την εποχή τών διασπάσεων της Αριστερός μέσα στη δικτατορία και σε αυτό το βιβλίο αναγνωρίσαμε τον εαυτό μας».
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή
«απελευθερωτική επιστήμη» ΖΑΝ ΖΙΓΚΛΕΡ: Στρέψτε τα όπλα! Εγχειρίδιο αντιπολιτευτι κής κοινώνιολογίας. Μετ. Βασί λη Παπαβασιλείου. Αδήνα, Μαλλιάρης -Παιδεία, 1983. Σελ. 256.
Για μια ακόμη φορά, την πέμπτη από τη μεταπολίτευση,1 το ελ ληνικό αναγνωστικό κοινό κοινωνιολογικοπολιτικοΰ βιβλίου έρ χεται σε επαφή με τον άμεσο και ζεστό λόγο του Ζίγκλερ, που με όλο το πάθος του αριστερού πολιτικού και ερευνητή προ σπα θεί να αφυπνίσει συνειδήσεις· για «να ανακαλύψει ξανά την επανάσταση η Ευρώπη»· για να πά ψ ει η ευρωπαιοκεντρική επαρχιώτικη αντίληψη ότι είμαστε ο ομφαλός της γης· για να απομυθοποιηθεί ο συμβολικός αλλά και άμεσα καταπιεστικός κόσμος της κρατικής βίας, που τεμαχίζει αυθαίρετα τον πλανή τη μας· για να «απο-εθνικοποιηθούν» οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης και να ξαναβρούν την αλληλεγγύη εκείνη που θα τις επανενοποιήσει τόσο μεταξύ τους όσο και με τους εργαζόμε νους όλου του κόσμου· για να ξαναστηθεί στα πόδια της, δηλα δή στις παγωμένες από την κυρίαρχη ιδεολογία καρδιές μας, η θετικ ή ουτοπία ενός κόσμου ακρατικού. Ενός κόσμου όπου οι αυτόνομοι πολίτες-παραγωγοί, ελεύθερα συνεταιρισμένοι, θα παράγουν ανάλογα με τις ικανότητές τους και θα απολαμβά νουν ανάλογα με τις ανάγκες τους, από το συνολικό κοινωνικό πλούτο. Ενός κόσμου όπου η ευτυχία και η ελεύθερη ανάπτυξη του καθένα θα είναι ο όρος για την ευτυχία και ελεύθερη ανά πτυξη όλων -μόνη παράμετρος κοινωνικής οργάνωσης.
Στο «Σ τρ έψ τε τα όπλα» ο καθη γητής Ζίγκλερ προχωρεί κύρια σε μια εξήγηση, προς τις πολλαπλές κατηγορίες αναγνωστών τις οποίες προσεγγίζει με το έργο του, των επιστημονικών μεθόδων και των πολιτικών επιλογών μέσα από τις οποίες συμμετέχει σε θεω ρητικό και πρακτικό επίπεδο «στους αγώνές... για την απελευθέρωση του ανθρώπου». Τονίζοντας κι αποδείχνοντας α πό την αρχή ότι δεν υπάρχει ουδέ τερη γνώση. Πως κά θε επιστήμη, άρα και η κοινωνιολογία, μπορεί να είναι απελευθερωτικό ή κατα πιεστικό εργαλείο. Ό τ ι «κάθε κοινωνία αυτοπαράγεται. Δεν έχει άλλες αναφορές, άλλους δείκτες νομιμότητας, άλλες αξίες πέρα απ' αυτές που γεννιούνται μέσα από την ίδια της την πρακτική». ' Οτι «η κοινωνιολογία επιχειρεί να
40/οδηγος
Ζαν Ζίγκλερ
συλλάβει και να εξηγήσει αυτήν ακριβώς την αυτοπαραγωγή της κοινωνίας». Κάθε λοιπόν προσπά θ εια «καταφυγής σ ’ ένα σύνολο αξιών -που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα των ανθρώ πων, ούτε ενσαρκώνονται στην ιστορία τους, αλλά επιζοΰν ως αι ώνια και αναλλοίωτα δόγματα αναφοράς- εξυπηρετεί τη δικαιολόγηση των πράξεων της κάθε εξουσίας». Γ ι’ αυτό και απορρίπτει «κ ά θε μετακοινωνικό ή μεταφυσικό θέσμιο», μια που «η κοινωνιολογία, όπως και οποιαδήποτε άλλη επι στήμη, είναι ή υλιστική ή απλούστατα ανύπαρκτη». «Κ ά θε αναζή τησή -λοιπόν- του νοήματος της κοινωνίας, της ιστορίας, της ζωής των ανθρώπων, αποτελεί αναγκα στικά μια συλλογική περιπέτεια. Μια περιπέτεια που ξετυλίγεται μέ σα και. διαμέσου αγώνων σε πρα κτικό και θεωρητικό επίπεδο, στους οποίους μετέχουμε είτε ως υποκείμενα είτε ως αντικείμενα. Ο καθένας μας, εννοείται και ο συγ γραφέας και ο αναγνώστης, είναι συγκεκριμένο προϊόν μιας σύνθε της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο ιδιαίτερο και στο γενικό. ·Η αίσθηση της ολότητας, η αναζήτη ση του νοήματος, είναι έμφυτα χαρακτηριστικά του ανθρώπου». Μ ε αυτές τις τοποθετήσεις ο Ζ. Ζίγκλερ αντιμετωπίζει την κοινωνιολογία ως «απελευθερωτική επ ι στήμη» που πρέπει να προσεγγί
σει: τα φαινόμενα της ταξικά στρωματοποιημένης κοινωνίας, των συγκρούσεων που η πάλη των τάξεων γεννά, των μορφών διαχεί ρισης αυτών των συγκρούσεων, του ρόλου του διανοούμενου μέσα σ ’ αυτό τον αδιάκοπο αγώνα και τη συνεχή βία. Στην προσέγγιση αυτή αναγκαία προβάλλει η γνώ ση: πώς γεννιέται η κοινωνική ανισότητα, η ταξική συνείδηση, η «ορθή» και «ψ εύ τικ η» ιδεολογία, αυτή καθαυτή η γνώση, άρα και ο σύγχρονος ρόλος του πανεπιστη μίου, τέλος, πώς γεννιέται και ποιος είναι ο ρόλος του σύγχρονου εθνικού κράτους με τους πανί σχυρους ιδεολογικούς και καταπι εστικούς μηχανισμούς. Η εξέταση δηλαδή ιδιαίτερα αναλυτικά μιας κοινωνικής μορφής οργάνωσης όχι αιώνιας, αλλά γεννημένης κάτω από τις ανάγκες ενός ειδικού τρό που παραγωγής που αρχίζει να εμφανίζεται από τον 12ο αιώνα και εδώ, αλλά κατορθώνει να δια τηρείται στη ζωή παρά τις αλλε πάλληλες από τότε αλλαγές τρό πων παραγωγής, αποκτώντας προοδευτικά μια μορφή σχετικής αυτονομίας. Ενός κοινωνικού θ ε σμού που βρίσκεται στο επίκεν τρο της μαρξικής κοινωνιολογικής σκέψης, που, όπως οι προλεταρι ακές επαναστάσεις που τη γέννη σαν ή την ακολούθησαν, είναι «βαθύτατα αντιαυταρχική και αντικρατική» και στοχεύει, σ ’ αντί θεση με τις επαναστάσεις των προηγούμενων αιώνων, όχι στην εδραίωση του κράτους αλλά, όπως γράφει ο ίδιος ο Κ. Μαρξ στην «18η Μπρυμαίρ», «να τσακίσει την κρατική μηχανή». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο όρος «σοσιαλιστικά κράτη», όπως αυτοαποκαλούνται στις μέρες μας μια σειρά κράτη, «συνιστά παραλογισμό». Πολύ περισσότερο που αντί «η νίκη της τάξης των εργα ζομένων πάνω στις τάξεις που την εκμεταλλεύονταν» να προκαλεί «το σταδιακό μαρασμό της κρατι κής μηχανής... αυτά» τα «σοσια λιστικά κράτη» είναι ισχυροί μη χανισμοί καταναγκασμού και «όχι μόνο αρνούνται το μαρασμό τους... αλλά αυξάνουν την ισχύ τους συνεχώς». Η κατανόηση όλης αυτής της ανατρεπτικής του κοινωνικού sta tus επιστήμης που λέγεται κοινω-
νιολογία απαιτεί παράλληλα με όλα τα παραπάνω και την κατανό ηση του τρόπου που γεννιέται και αυτοπαράγεται η κοινωνία -την επιστροφή δηλαδή χιλιάδες χρόνια προς τα πίσω, στην πρώτη εμφά νιση του είδους πάνω στον πλανή τη μας, τις διαφορές του από τα άλλα συγγενή ζωικά είδη, τις μορ φές οργάνωσής του, τη γένεση και ανάπτυξη του εξουσιαστικού) φαι νομένου και των θεσμών που το ακολουθούν. Απαιτεί την κατανό ηση της πολύπλοκης διαδικασίας περάσματος από μια μορφή κοι νωνικής οργάνωσης, από έναν τρό πο παραγωγής, σ ’ άλλον. Του πώς και γιατί, μ ’ άλλα λόγια, γεννιέται το νέο μέσα από το παλιό, το ανα τρέπει ή συμβιβάζεται μαζί του, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική σύνθεση, μέσα στην οποία γεννιέ ται και πάλι το νέο. Μέσα α π’ αυτή την αναζήτηση, η κοινωνιολογική επιστήμη αναγ καστικά ξεπερνά τα όρια αυτού που αυτάρεσκα αυτοονομάστηκε πολιτισμένος κόσμος, έρχεται σε επαφή με λαούς και φυλές του τρίτου κόσμου, και μάλιστα σε μια εποχή -από τη δεκαετία του 1950 και εδώ- από τη μια «αποαποικιοποίησης» και από την άλλη ιμπε ριαλιστικής εξάπλωσης, μιας εξάπλωσής που ενοποιεί πια τον κό σμο ολάκερο, αλλά... «αρνητικά». Σ ’ αυτή τη φάση βρισκόμαστε σήμερα, κι αυτήν μας ζητά, ο ελβετός βουλευτής και πανεπιστη μιακός, μέσα από την ανάλυσή του, να ανατρέψουμε, αποδεί χνοντας επιστημονικά το γιατί πρέ π ει να την ανατρέψουμε. Πρόκειται ίσως για το πιο συ στηματικό επιστημονικό έργο του, αυτό το εγχειρίδιο «αντιπολιτευτι κής» κοινωνιολογίας, όπως το χα ρακτηρίζει στον υπότιτλο -ποιος αλήθεια; ο μεταφραστής, ο επιμε λητής, ο έλληνας εκδότης ή ο ίδιος ο συγραφέας;2-, αυτή η «διανοη τική βιογραφία» όπως γράφει στον πρόλογο· πα ρ’ όλα αυτά δεν χάνει τίποτα σε ζωντάνια κι αμεσό τητα λόγου, παραμένει «κατανοη τό σε όλους», μια που «αλλιώτικα κινδύνευε να μην είναι κατανοητό σε κανέναν». Οι στίχοι του Ναζίμ Χ ικμ έτ και του Μπέρτολτ Μπρεχτ, πότε πότε και του Πάμπλο Νερούντα, παρα μένουν και εδώ οι προμετωπίδες
οδηγος/41 των αναλύσεων του, οι συμπυκνω τές των θέσεω ν και ιδεών που αναπτύσσει. Θέσεων που ξεκινούν από τη μαρξική διαλεκτική μέθο δο προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων, εμπλουτισμένη από τις γόνιμες επεξεργασίες του Λούκατς, του Γκράμσι, των διανοητών της Σχολής της Φρανκφούρτης και τέλος της γενετικής κοινωνιολογίας του Μπαλαντιέ κι άλλων σύγ χρονων ανθρωπολόγων. Θέσεων όμως που μεταφραστικά δεν αναδεικνύονται πάντα με τη σαφήνεια και την απλότητα που απαιτεί ο λόγος του συγγραφέα αλλά και η ευθύνη του εκδότη προς το ανα γνωστικό του κοινό. Είναι λυπηρό, εκτός από τα δύο πρώτα έργα του Ζίγκλερ που με ταφράστηκαν στα ελληνικά, και κυρίως το δεύτερο, στα άλλα να δημιουργούνται προβλήματα απώ θησης του αναγνώστη με ανεύθυ νες παραφράσεις νοημάτων ή λέ ξεις τερατουργήματα, φράσεις χω ρίς έννοια, ανακατεμένες συνήθως με αυτόν τον, τόσο της μόδας, ιδιό τυπο λογιοτατισμό της δημοτικής. Και στο «Σ τρ έψ τε τα όπλα» συ ναντάμε: εκκοινωνισμούς, κατοικητήρια φτωχών, ταξιπαγείς δια
στρωματώσεις, τιτλοφόρα αξιώμα τα, εγρήγορα όνειρα, εντελέστερες σημασιοδοτήσεις, συμβολικοποιήσεις, πραγματοποίηση του σώμα τος, εμπορευματικές λογικότητες, οικειοποίηση της εργαλειακότητας, υποστασιωμένη εργασία της κρατικής λογικότητας, του τελευτούντος αιώνα μας, εργαλειακή σκευή, ενστικτική ζωή, σημασιολογική συμπαραδήλωση και μια σειρά ακόμη τέτοιου είδους ηχη ρά. Επίσης, κακότεχνες αποδόσεις των στίχων που χρησιμοποιεί ο Ζίγκλερ, όταν υπάρχουν μάλιστα κλασικές ελληνικές μεταφράσεις τους, όπως, π.χ., με τους στίχους του Χ ικμέτ: «Για μένα το λοιπόν / το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό / πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο / είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίσει / είναι ένας άνθρωπος που τώρα αλυσοδένου νε» (μετάφραση Γιάννη Ρίτσου), που στο βιβλίο δίνεται: «και πρέ π ει να ξέρετε πως για μένα 7 το πιο εκπληκτικό, το πιο δυνατό / το πιο μυστηριώδικο και μεγάλο / είναι ο άνθρωπος / όπου σταθή κανε στο δρόμο του / και τον βά λανε στα σίδερα»... Είναι ακόμη δε πιο λυπηρό -αν
πλαίσιο r
1 ΚΙΜΩΝΑ ΦΡΑΙΕΡ-.Η πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη. Αθήνα, Κέδρος, 1983. Σελ. 87. Ο Φ Ρ Α ΙΈ Ρ με τις ομιλίες του είναι παγκόσμια ίσως ο πιο γνωστός καζαντζακολόγος. Και ακριβώς το κείμενο μιας ομιλίας του, που έχει παρουσιάσει σε εκατοντάδες πανεπιστήμια και άλλα ιδρύματα, περιλαμβάνει το βιβλίο τούτο, όπου με αφετηρία το περιεχόμενο της «Οδύσσειας» και της «Ασκητικής» προσεγγίζεται ολόκληρος ο μύθος του Καζαντζάκη και οι διαστάσεις τών ιδεών του. Έ τσ ι, τελικά, το κείμενο γίνεται ένας διάμεσος για την αντιμετώπιση του μεγάλου συγγραφέα, παραμένοντας πάντα μια ισχυρή επαφή με τον κριτικά περιγραφικό νου του Φράιερ.
Γιάννης Σπανόωνής
Κ Α Π Ο ΤΕ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ Κ εντρικός ήρωας ένα κυκλαδΐτικο αγαλματάκι, σκαλισμένο εδώ και χιλιάδες χρόνια, που περ νά από χ έρ ι σε χέρι για να φτάσει ως τις μέρες μας. Μαζί του κουβαλάει τους πόθους, τους πόνους, τα πάθη, τις βίαιες μεταβολές, τις επαναστάσεις, τις αλλαγές, τις πειρατικές επιδρομές, τους έρωτες και τους καϋμούς, εκείνων, που ζουν στο Αιγαίο.
Διάθεση: Αθήνα τηλ. 3234270· Θεσ/νίκη τηλ. 280706
κΛ
Δεληθανάση
ΙΝΓΚΜΑΡ ΜΠΕΡΓΚΜΑΝ: Σκηνές από ένα γάμο. Μεχ. Φιλ. Δραγούμη. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1983. Σελ. 228. ΤΑ σενάρια του Μπέργκμαν έχουν τόση αυθυπαρξία λογοτεχνική, ώστε μεταγγίζουν εξίσου ισχυρούς «κραδασμούς» με την κινηματογραφική του δουλειά, και μάλιστα με τρόπους που προωθούν τον ίδιο το γραπτό λόγο. Και εκπλήσσουν και αυτούς οι οποίοι δεν είδαν τις ταινίες, όπως και τους θεατές του. Ιδιαίτερα στις «Σκηνές», η εντύπωση του κειμένου από τη διαδικασία «τριβής» των
42/οδηγος θέλ ετε, κάπου γίνεται και απαρά δεκτο- όταν αναγκάζεσαι αυτά να τα ξαναγράφεις σχεδόν κατά γράμμα έξι μήνες μόλις μετά από βιβλιοκριτική σου για την ακριβώς προηγούμενη έκδοση ενός άλλου βιβλίου του ίδιου συγγραφέα από τον ίδιο εκδότη, με τον ίδιο μετα φραστή.1 Επιτέλους κάποτε πρέπει να καταλάβουν, εκδότες, μεταφρα στές και επιμελητές εκδόσεων, ότι έχουν ευθύνη απέναντι στο ανα γνωστικό τους κοινό. Ό τ ι κύρια ο
επιμελητής μιας έκδοσης πρέπει να επιλέγεται με βάση κριτήρια γνώσης του επιστημονικού αντι κειμένου με το οποίο ασχολείται το βιβλίο που μεταφράζεται, προ ηγούμενων μεταφράσεων άλλων βιβλίων του ίδιου συγγραφέα, κα τανόησης της βιβλιογραφίας στην οποία παραπέμπει. Έ τσ ι, π.χ., για όσες βιβλιογραφικές παραπομπές υπάρχουν αντίστοιχες ελληνικές μεταφράσεις -και για τις περισσό τερες του Ζίγκλερ ευτυχώς υπάρχουν- δεν λέει τίποτα η απλή
μετάφραση στα ελληνικά της γαλ λικής παραπομπής χωρίς αναφορά στην υπάρχουσα ελληνική έκδοση, σελίδα κλπ. Δεν είναι δυνατό επ ί σης ένα «εγχειρίδιο κοινωνιολογϊας», όπως χαρακτηρίζεται στον υπότιτλο το «Σ τρ έψ τε τα όπλα», να δίνεται στη σειρά ‘ «πολιτική» και όχι «κοινωνιολογία». Ας ελπίσουμε σ' ένα καλύτερο και πιο προσεκτικό εκδοτικό-μεταφραστικό μέλλον. ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ
Σ η μ ειώ σ εις : 1.
,
que), μετ. Περικλή Νεάρχου, εκδ. Έχουν ήδη μεταφραστεί και εκαπ’ όπβυ και η μετάφραση. Ενώ «Αλέτρι», Αθήνα, 1979· «Οι ζων δοθεί στα ελληνικά τα έργα του: παράλληλα η μέχρι τώρα παράδο τανοί και ο θάνατος» (Les vivants el «Η κοινωνιολογία της Νέας Αφρι ση μετάφρασης τίτλων, όπως δεί Ια mort), μετ. Βασίλη Παπαβασ.ιχνει και η σημ. 1, κάθε άλλο παρά κής» (Sociologie de la nouvelle Afriλείου, επιμ. Θόδωρου Ιωαννίδη, que), μετ. Φοίβου Αρβανίτη, εκδ. πιστή στο πρωτότυπο υπήρξε. εκδ. «Μαλλιάρης-Παιόεία», Θεο/«Κάλβος», Αθήνα, 1974- «Μια Ελ 3. Δες βιβλιοκριτική μας στο «Διαβά νίκη-Αθήνα, 1982. βετία ανωτέρα πάαης υποψίας» ζω» τεύχ. 64. αελ. 47-49, για το: Ζ. (Une Suisse audessus de tout soup(on), 2. Η παρατήρηση έχει ευρύτερη ση Ζίγκλερ: «Οι ζωντανοί κι ο θάνα μασία, μια πον για μια ακόμη φο τος». Αλλά και παλιότερη για το μετ. Νικόλα Βουλέλη, εκδ. «Αρ ρά στα στοιχεία του βιβλίου δεν γώ», Αθήνα, 1976· «Η Αφρική στο «Η Αφρική στο στόχαστρο», «Δια αναφέρεται ο τίτλος στα γαλλικά στόχαστρο» (Main basse sur I'Afriβάζω» τεύχ. 32, αελ. 69.
προσέγγιση της ιστορίας της τέχνης με μέσο το έπιπλο ΦΥΛΛΙΣ ΟΟΥΤΣ: Ιστορία τον έπιπλον στη Δύση. Μετ. Θόδω ρος Ανδρουλάκης - Μαρία Πάγ καλου. Αθήνα, Φόρμα/Βιβλία. Σελ. 268.
Έ κφ ραση τρόπου ζωής το έπιπλο, καταγράφει, αμέσως μετά το κοστούμι, τις ανάγκες των ανθρώπων που το χρησιμοποι ούν. Ο ρόλος του όμως δεν σταματά στην κάλυψη των αναγ κών. Μ ε την καθημερινή χρήση ποικίλλει με διαφορετικές εφαρμογές την ίδια λειτουργικότητα. Έ π ετα ι ο διακοσμητικός του ρόλος. Στολίζεται για να στολίσει.
Καθίσματα ήταν μάλλον τα πρώτα έπιπλα και πιο συγκεκριμένα τα σκαμνιά -π ρ έπ ει να σημειώσουμε ότι πολύ λίγο έχουν αλλάξει στη μορφή τους τα σημερινά σκαμνιά και οι πάγκοι, α π’ αυτά που χρη-
οδηγος/43
προσωπικών σχέσεων παίρνει μια θέση μονιμότερη α π’ ό,τι το οθονιαίο έργο τέχνης, καθώς πιο ξεκάθαρα, χωρίς τους πιθανούς αποπροσανατολισμούς της εικόνας, πραγματοποιείται το πέρασμα στους ψ υχικούς γαλαξίες.
ΛΩΡΕΝΣ ΦΕΡΛΙΝΓΚΕΤΤΙ: Π ο ιή μα τα . Μετ. Κ. Γιαννουλόπουλου και Φ. Αθέρα. Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 66.
Αγγλική αναγέννηση
σιμοποιούσαν οι άνθρωποι στις πρώτες κοινωνίες. Στη συνέχεια εμφανίζονται τα τραπέζια, οι κασέ λες -που έχουν την ίδια χρήση με τη σημερινή ντουλάπα και που άλ λωστε συναντάμε ακόμα σε χρήση στις αγροτικές περιοχές- και τε' λευταίο εμφανίζεται το κρεβάτι. Ανάμεσα σ ’ αυτές τις εφαρμο γές για την κάλυψη καθημερινών αναγκών κινήθηκε το έπιπλο στη δυτική του ιστορία. Η ανατολική εξέλιξή του παρουσιάζει διαφορο ποιήσεις, που είναι απόρροια δια φορετικού τρόπου ζωής και επομέ νως διαφορετικής αντίληψης για το έπιπλο και τη χρήση του. Ακό μα πρέπει να πούμε ότι το έπιπλο ακολούθησε την εξέλιξη της τ έ χνης σ' όλη της την πορεία. Σ ε πολλούς σταθμούς της έγινε ο άξονας που γύρω απ' αυτόν δια μορφώ θηκε ο ρυθμός και η διακοσμητική αντίληψη για τους εσω τερικούς χώρους, που όχι σπάνια απλώθηκε και στην εξωτερική όψη των κτιρίων και στους κή πους. Αναφερόμαστε βέβαια σε μια εποχή που το έπιπλο σχεδιαζό ταν από καλλιτέχνες μετά από παραγγελία αρχόντων, βασιλιάδων και αυτοκρατόρων, που δεν πα
ραγνώριζαν ποτέ όμως, εκτός από την εμφάνισή του και τη χρηστικόΠαράλληλα, το αγροτικό έπιπλο -στη σημερινή του ονομασία, παραδοσιακό- διατήρησε σε όλη του την πορεία τα ίδια σχεδόν χα ρακτηριστικά, που δεν άλλαξαν και πάρα πολύ ούτε από χώρα σε χώρα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, όπως και σε άλλες του εκδηλώσεις, έτσι και στο έπιπλο, δεν μπορεί να εκφράσει τις αισθητικές του προτιμή σεις πάνω σ ’ αυτό, ούτε να καλύ ψ ει όλες τις ανάγκες του. Οι σχέ σεις του σύγχρονου ανθρώπου με το έπιπλο έχουν αλλάξει. Το λιτό κι εξυπηρετικό στοιχείο της ζωής του, έχει γίνει ένα διακοσμητικό και πολλές φορές άχρηστο αντι κείμενο. Από τον ίδιο κανόνα δεν θα μπορούσε να ξεφύγει κ ι ο σύγ χρονος Έλληνας. Σήμερα το βιομηχανοποιημένο έπιπλο το προμη θεύετα ι από super market επίπλων, που τα βρίσκει κανείς αραδιασμένα μαζί με super market πολυελαί ων σε λεωφόρους της Αθήνας που οδηγούν στις παραλίες της Αττι κής. Τα ογκώδη έπιπλα (τραπεζα ρίες, καναπέδες, σκρίνια, σύνθετα
ΣΤΗ γενιά των «μπητ» ποιητών, το όνομα του Φερλινγκέττι έχει φτάσει τα όρια του θρύλου, μια κ ι αυτός πρωτοστάτησε στη σύμπηξη της ομάδας που διαμόρφωσε μια νέα εικόνα του σύγχρονου ποιητικού χώρου. Κι εδώ, στο τομίδιο αυτό, με κομμάτια από διάφορες συλλογές του, είναι φανερά τα κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής του: Μέσα από μια σχεδόν τυχαία, σχεδόν αποσπασματική γλώσσα, ο Φερλινγκέττι περιγράφει τον γύρω κόσμο του με την ψυχρότητα ενός παρατηρητή που έχει ξεπεράσει πάθη και ιδεολογικές δεοντολογίες, βυθισμένος στον παραλογισμό της ύπαρξης...
Α. Π. ΔΕΛΜΟΥΖΟΥ: Σ α ν π αραμύθι. Αθήνα,
Μπάυρον, 1983. Σελ. 104. ΟΧΙ σαν παραμύθι, αλλά σαν περιγραφή ιστορική μιας μάχης (ανάμεσα σε σκοταδιστές και φωτισμένα μυαλά) μπορεί να χαρακτηριστεί τούτο το βιβλίο, που πρωτοκυκλοφόρησε πριν 70 χρόνια, όταν ακόμα ο συγγραφέας του ήταν σχεδόν
44/οδηγος και ροτόντες, όπως συνηθίζεται να τ ' αποκαλούν) τα στριμώχνουν στα δυσανάλογα για την ανθρώπι νη κλίμακα διαμερίσματα, που μα ζί με τα στερεοφωνικά μηχανήμα τα, πίνακες, αν περισσεύει άδειος τοίχος, και συμπληρωμένα μ ’ έναν πολυέλαιο (σύμβολο κοινωνικής ανόδου) στο χαμηλό ταβάνι, φτιά χνουν ή, αν θέλετε, τους δυσκολεύ ουν τη ζωή. Ας μεταφερθούμε όμως, ύστερα από τη μακριά μας εισαγωγή στο βιβλίο της Φύλλις Ό ουτς, που με τά το διάβασμά του παρατηρήσα με με μεγαλύτερη προσοχή τα έπιπλα που μας περιβάλλουν, τον τρόπο που είναι τοποθετημένα και προσπαθήσαμε να ερμηνεύ σουμε τις πραγματικές ανάγκες που μας οδήγησαν στην απόκτηση και τοποθέτησή τους. Χωρισμένο σε 10 μέρη, που αν τιστοιχούν σε ανάλογες χρονικές περιόδους της τέχνης, ξεκινώντας από το 3.000 π.Χ. και φτάνοντας ώς τις μέρες μας, το βιβλίο της Φύλλις Ό ουτς προσεγγίζει με μέ σο το έπιπλο την ιστορία της τ έ χνης και το κοινωνικό περιβάλλον που τη δημιούργησε. Αυτό διακρίνεται εύκολα στον τρόπο που η συγγραφέας πλησιάζει κά θε περί οδο της ιστορίας της. Το ύφος της, που πολλές φορές γίνεται απαλή
διήγηση, συνεπαίρνει και τον πιο αδιάφορο αναγνώστη, που διαβάζοντάς το μπορεί να ερμηνεύσει πολλές του απορίες και να συμ πληρώσει τις γνώσεις του για άλ λες μορφές τέχνης, από τη μουσι κή και τη ζωγραφική ώς το θ έα τρο. Παράλληλα μ ’ αυτά τα προ τερήματα, ένα άλλο στοιχείο που προστίθεται στο ενεργητικό της, είναι κ ι ο τρόπος που αναλύει τη μελέτη της και την τεκμηριώ νει ταυτόχρονα, με στοιχεία χρήσιμα για τον ειδικό σχεδιαστή επίπλων και τον επιπλοποιό, αναφέροντας συχνά τα υλικά, τον τρόπο χρήσης και κυρίως την τεχνική επεξεργα σία τους για ποικίλες εφαρμογές. Πολλά σκίτσα επίπλων, εσωτερι κά κτιρίων, μαζί με κοστούμια και λεπτομέρειες τεχνικών εφαρμο γών, συμπληρώνουν τα κείμενα της Ό ουτς και κάνουν τον ανα γνώστη να διαπιστώσει τον αλληλοεπηρεασμό επίπλων, κοστουμιών, εσωτερικών χώρων κ.ά. Εδώ όμως πρ έπ ει να μειώσουμε τους επαίνους μας, για να πούμε ότι οι λεζάντες που συνοδεύουν τα σκί τσα και έχουν γραφ τεί με το χέρι, είναι δυσανάγνωστες και ορισμέ νες φορές, όπου η σελίδα έχει να παρουσιάσει πολλά σκίτσα, μπλέ κονται σε τέτοιο βαθμό που να μη διακρίνει ο αναγνώστης σε ποιο
σκίτσο αντιστοιχεί η λεζάντα. Βε βαίως δεν υποβαθμίζεται μ ’ αυτή την παρατήρηση το γενικό αποτέ λεσμα της εργασίας που έχει επι τευ χθ εί και στη μετάφραση -όταν γνωρίζουμε πολύ καλά ότι δεν υπάρχουν παρόμοιες μεταφράσεις και δόκιμη ορολογία-, και στην αρτιότητα της στοιχειοθεσίας, της βιβλιοδεσίας και της όλης καλλιτε χνικής όψης του βιβλίου. Δεν θυμό μαστε να έχει πέσει στην αντίληψή μας άλλη έκδοση του οίκου «Φ όρ μα Ε.Π .Ε.», αλλά αξίζει επαίνους για τις σωστές επιλογές, που έχουν γίνει τόσο για το έργο όσο για τη μετάφραση και την εκδοτι κή πραγμάτωσή του. Πριν κλείσουμε το σημείωμά μας για το θαυμάσιο βιβλίο της Φύλλις Ό ουτς, που πρωτοεκδόθ η κ ε το 1979 στην Αγγλία, πρέπει να πούμε ότι η συγγραφέας του είναι από τους λίγους σύγχρονους καθηγητές της ιστορίας του επί πλου με πανεπιστημιακή καριέρα και ταυτόχρονα δημιουργός στο σχεδιασμό του επίπλου. Αξίζει ακόμα να σημειω θεί ότι η εργασία συμπληρώνεται με παρα πομπές, βιβλιογραφία, ευρετήριο εικόνων και το πολύ χρήσιμο ευ ρετήριο θεμάτων. ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΤΗΣ
Αισχύλος και Αθήνα ΤΖΩΡΤΖ ΤΟΜΣΟΝ: Αισχύλος και Αδήνα. Τόμοι A '+Β Μετ. Γιάν νη Βιστάκη - Φώτη Αποστολόπουλον. Αδήνα, Θεωρία, 1983. Σελ. 256+276.
«Ζούμε σε μια περίοδο πνευματικής και κοινωνικής αποσύν θεσης, όμως απ’ αυτήν αχνοφαίνεται κιόλας η ελπίδα καινού ριας σύνθεσης. Κατευθύνοντας τη μελέτη μας γύρω από τον Αισχύλο, προς τούτο το σκοπό, ελπίζουμε πως θα πετύχουμε, όπως και κείνος κατάφερε, μιαν αρμονία ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωή.»
«Η ελληνική τραγωδία ήταν μια από τις ξεχωριστές λειτουργίες της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Η εξέλι ξη του κοινωνικού οργανισμού που ανήκε καθόρισε τη μορφή και το περιεχόμενό της, την ανάπτυξη και την παρακμή της.» Έχοντας
οδηγος/45
Αισχύλος
ως αφετηρία τη θέσ η αυτή ο Τόμ σον προσπαθεί να συνδέσει στη μελέτη του αυτή τον Αισχύλο και το έργο του με τον κόσμο της αρ χαίας Αθήνας. Ο Αισχύλος θ εω ρεί ται συνεχιστής τοπικών παραδό σεων που ανάγονται στην κοινω νία της αρχέγονης φυλής, γράφει ο Τόμσον. Προσπαθώντας να μας δώσει ο συγγραφέας μια περιγρα φή της διαδρομής από τη φυλετι κή κοινωνία.στό δημοκρατικό άστυ κάνει μια λεπτομερή αναδρο μή στις αρχέγονες φυλές αναλύον τας την υφή της φυλετικής κοινω νίας. Σ ε ιδιαίτερα κεφάλαια εξετά ζονται θέματα όπως: τοτεμισμός, εξωγαμία, ιδιοκτησία, μοναρχία, αριστοκρατία, τυραννία, καταγω γή του δράματος κλπ. Ο Τόμσον θεω ρεί την τέχνη του Αισχύλου ως προϊόν της κοινωνι κής εξέλιξης. Ό σον αφορά τη μέ θοδο, πιστεύει πως μια αυστηρή προσκόλληση στους κανονισμούς της κλασικής έρευνας είναι περιο ριστική. Αυτή η διευκρίνιση ίσως να είναι βοηθητική γιά τον ανα γνώστη, γιατί βρίσκει πολλές λε πτομέρειες στη μελέτη αυτή που ανάγονται σε ειδικότερα θέματα. Αλλά η καθοριστική θέση του συγγραφέα είναι πως η συνείδηση του ανθρώπου ορίζεται από την κοινωνική του ύπαρξη. Πρόκειται για μια θέσ η που συμπίπτει μ ’ αυ τήν του Αισχύλου. Αλλά μια από τις πιο ενδιαφέ ρουσες θέσ εις του Τόμσον που αναλύει διεξοδικά στη μελέτη του είναι αυτή που ^ναφέρεται στη
μοίρα. Για τον Τόμήον η συνεχιζό μενη πορεία που βρίσκεται κάτω από τις διαδοχικές μεταμορφώσεις της μοίρας είναι η πορεία της ίδιας της κοινωνίας. Η λέξη «μοίρα» σημαίνει μερτικό ή κομμάτι. Είναι συνώνυμη με τις λέξεις κλήρος, λό χος και δασμός, που αναφέρονται στην ορολογία του ελληνικού κλη ρονομικού δικαίου. Βασικά, όπως γράφει ο Τόμσον, η περιουσία που ένας άνθρωπος κληρονομεί από τον πατέρα του είναι ο κλήρος του ή η μοίρα του. Όμω ς έξω από τη σημασία αυτή που αναφέρεται στη μοιρασιά πλούτου, γης ή γενικά περιουσίας η λέξη μοίρα χρησιμοποιόταν όμοια και στη μοιρασιά των λειτουργημάτων που έχουν σχέση κατά κάποιον τρόπο με το ταλέντο αλλά και το κοινωνικό έρ γο. Λέγεται πως στον Άτλαντα απονεμήθηκε η μοίρα να κρατά τον ουρανό. Αναφέρονται λοιπόν οι μοίρες σε οικονομικές και κοι νωνικές λειτουργίες που χαρακτή ριζαν τις πρωτόγονες φυλές: διανο μή τροφής, λείας, γης και κατανο μής δουλειάς ανάμεσα στα γένη. Η καταγωγή των μοιρών ανάγεται στην αρχέγονη λατρεία των ινδοευρωπάίκών λαών. Ά λλοτε ταυτί ζονται με τις Ερινύες. Ταύτιση που κάνει κ ι ο Αισχύλος, που αναφέρει πως στην αρχή κυβερνούσαν τον κόσμο «μοίραι τρίμορφοι, μνήμονές τε Ερινύες». Στην προομηρική περίοδο τη Μοίρα συχνά αντικαθι στά η Δίκη ή Δικαιοσύνη. Αλλά ο Αισχύλος κάνει και μια σύγκριση ανάμεσα στους θεούς και τη Μοίρα. Ό ταν ο Δίας πρωτόγινε βασιλιάς δεν είχε τη δύναμη να ξεπεράσει την εξουσία που εί χαν οι Μοίρες. Αλλά οι καινούριοι θ εο ί τελικά θα νικήσουν. Η εξου σία που είχαν οι Μοίρες θ ' αρχίσει να ξεθωριάζει μπροστά στην αυ ξανόμενη δύναμη των θεών. Κατά τον Τόμσον αυτή ακριβώς η νίκη σήμαινε την αντικατάσταση της φυλής από την πολιτεία. Στο δη μοκρατικό άστυ το ξεθώριασμα της Μοίρας ακολουθεί η άνθηση του Νόμου. Αλλά ο μαρασμός της Μοίρας δεν σήμαινε και τον αφανισμό της. «Μαράθηκαν οι πρώτες της ρίζες μέσα στον κοινωνικό ορ γανισμό», αλλά «ξεπέταξε καινού ριες». Ό πω ς όμως σημειώσαμε ήδη, για τον Τόμσον η πορεία που συνοδεύει τις μεταμορφώσεις της
αδικαίωτος. Και βέβαια το κείμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι απολογίες και τα υπομνήματα του Δελμούζου για την υπόθεση του Παρθεναγωγείου Βόλου, στο οποίο υπήρξε διευθυντής καινοτόμος, για να κατηγορηθεί για αθεϊσμό και ανηθικότητα. Και πίσω από τις σελίδες αυτές διαφαίνονται μύρια όσα για το εκπαιδευτικό και το κοινωνικό χθες του τόπου.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ: Π ερ ί μ υ σ τικ ή ς θεολογίας. Αθήνα, Πολύτυπο, 1983. Σελ. 85. Σ ’ ΕΝΑ τομίδιο, που σχεδόν πέρασε απαρατήρητο, κυκλοφόρησε πριν αρκετό καιρό το σπουδαίο φιλοσοφικό-θεολογικό έργο του Διονύσιου, το οποίο συμπληρώνουν μερικά άλλα σχολιαστικά κείμενα. Ο Διονύσιος φτάνει στη θεολογική «γνώση» μέσα από την αγνωσία, δηλαδή την άρνηση, το φόβο, το μυστήριο. Οδηγείται προς το «ανείπωτο» για να εδραιώσει εκεί, μακριά από το αποδεκτό, τη σχέση ανθρώπου και Θεού. Και με τη μη-απάντηση να είναι πια η μόνη ίσως απάντηση που απέμεινε προς την αντιπέρα όχθη της αθεΐας και της αμφισβήτησης...
ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗ: Εφ ταπ ϋργιο. Αθήνα, Δίφρος, 1983. Σελ. 286. ΑΛΛΟ ένα μυθιστόρημα της εποχής του Εμφύλιου, με τη «διαδρομή» των ηρώων του από την ελπίδα στην ήττα. Χώρος η πανεπιστημιακή
46/οδηγος Μοίρας είναι η πορεία της ίδιας της κοινωνίας. Ο Τόμσον ωστόσο δεν προχωρεί στη μελέτη του αυτή σε μια ανα λυτική συγκριτική αναφορά στη Μοίρα, έτσι όπως την ερμηνεύει ο ίδιος κ ι όπως τη συναντάμε στο έργο του Αισχύλου, στο οποίο, όπως ξέρουμε, κατέχει σημαντική θέσ η. Αναφερόμενος, σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, στο έργο του Αισχύλου
το ερμηνεύει εξετάζοντας την αναπροσαρμοστικότητα των μύθων απέναντι στις μεταβολές της κοι νωνικής διάρθρωσης. Η ερμηνεία του αυτή βασίζεται, όπως ο ίδιος αναφέρει στην εμπεριστατωμένη του εισαγωγή, στις εργασίες των Headlam και Sheppard. Οπωσδήποτε είναι επαινετή η πρωτοβουλία των εκδόσεων «Θ ε ωρία» να συμπεριλάβουν στην εν
διαφέρουσα από πολλές απόψεις σειρά τους «ζητήματα αισθητικής και σημειωτικής» αυτή τη μελέτη του Τόμσον. Αντιρρήσεις ωστόσο έχουμε ως προς την ελληνική από δοση από τους μεταφραστές ορι σμένων λέξεων όπως: κατάπρωτα, συνεπούμενα, στοιχειώδικα κλπ.
ΕΛΕΝΗ ΔΑΜΒΟΥΝΕΛΗ
εκλεκτικές συγγένειες ποίησης και μουσικής STEPHANE MALLARME: Ο Ίγκιτουρ ή η τρέλα του Ελβενόν. Μετ. Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Αθήνα, Άγρα, 1983. Σελ. 72.
STEPHANE MALLARME: Ποίηση καί μουσική. Επιλογή: Αλέξης Ζήρας. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 169.
Δυο σπουδαία βιβλία για την ποίηση του Mallarme κυκλοφό ρησαν στα ελληνικά σε επιμελημένες εκδόσεις από το «Πλέθρον» και την « Ά γρα ».
την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και μέσων, προσανατο λίζει τους ποιητές σε μια επανεξέ ταση των προσυνειδησιακών κα ταστάσεων. Οι τεχνητοί παράδει σοι με τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών απομονώνουν από την εξωσυμβατική πραγματικότητα και περνούν το εγώ στην έσω πραγμα τικότητα. Ο Kant εισάγει μετά τον Descar tes μια τομή στη φιλοσοφική σκέ ψ η, διακηρύσσοντας ότι «δεν υπάρχουν νόμοι της φύσης αλλά νόμοι της διανόησης». Σ ε ποιο σημείο βοηθά η αναφο ρά μας στη ρήση αυτή του Kant στην ανάλυση της ποιητικής γε νιάς του συμβολισμού, θα φανεί καθαρά γιατί ακριβώς ο Kant κά ν ει το πέρασμα από μια ρομαντική οπτική στενά δεμένη με τους φυ-
Η προσωπικότητα και το έργο του Mallarme πρ έπ ει να ενταχθούν σε μια μεταρομαντική εποχή, συγκε κριμένα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Το ρομαντικό κί νημά που αναπτύχθηκε στη Γερ μανία, η λατρεία της φύσης, εισά γουν το φανταστικό αλλά και το παράδοξο στη λογοτεχνία. Σαν πρόδρομοι του Mallarme θα πρέπει να θεωρηθούν ο Poe, ο Bau delaire, ο Rimbaud. Σταθμός για το κίνημα του συμβολισμού θεω ρείται το ποίημα του Poe «Raven», το οποίο, δουλεμένο κατά αριστο τεχνικό τρόπο, μας παρουσιάζει ένα ποιητικό δείγμα συνεπέστατο «της φιλοσοφίας της σύνθεσης»
όπου πρώτος ο αμερικάνος ποιη τής θ έ τ ε ι τα θ εμ έλ ια για μια ανα νεωτική διεύρυνση του εγώ. Συνε χιστής και δίδυμος αδελφός ο Bau delaire στη Γαλλία με το ποίημα «Correspondences» ανασυνθέτει τη δομή της ποιητικής ουσίας των λέ ξεων. Αν λοιπόν πρ έπ ει να θ εω ρ ηθ εί ανανεωτής ο Baudelaire στο σημείο αυτό, δεν είναι τόσο το ξαναδούλεμα της προσωδίας, όσο η όραση της πραγματικότητας με τη λει τουργία της εσωτερικής μουσικής. Ο ντετερμινισμός και η λατρεία των φυσικών επιστημών με την ολοένα εξορθολογικοποίηση του τρόπου ζωής, αιώνια σταθμός για
οδηγος/47
Στεφάν Μαλλαρμέ σικούς νόμους στο διαχωρισμό της νόησης από τον φυσικό κόσμο. Ο τρίτος ποιητής, πνιγμένος στις παραισθήσεις και στα οράματά του, ο Rimbaud, πιάνει το μίτο που του έχει παραδοθεί από τον Poe και τον Baudelaire και τον προχωρεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στους λαβύρινθους του ασυνείδη του. Είναι από τους πρώτους που εγκαταλείπει τη ρίμα και γράφει σε πρόζα ποίηση, σε ένα χρόνο αχρονικό, σε μια αμφισημία του είναι του είναι και του μη είναι. Επαναστατεί σε κά θε παραδοσια κό τρόπο γραφής που περιορίζει τον ορίζοντα των στερεοσκοπικών του φαντασιώσεων. Το νεαρό της ηλικίας του, γιατί, καθώς γράφει από τα δεκατρία έως τα δεκαεφτά του, αφήνει να διαφανεί και να συντελεσθεί ο κάθετος χρόνος των φωνών και των πραγμάτων. Από το σημείο που εγκαταλείπει την ποίηση, περνά στη ζωή του μποέμ και του παράνομου επάξιος εκτελεστής των οραμάτων του. Η ποίηση, ουσιαστικά άναρ χη, έξω από κά θε θεσμοθετημένη γνώση και κλειστά ιδωμένη εμπει ρία, μόνο στην παρανομία μπορεί να ανδρωθεί. Από την ίδια αίσθηση δυσαρέ σκειας για την πραγματικότητα ξεκινά ο Mallarme, «προάγοντας» την ποίησή του στον υπερβατικό συμβολισμό. Στη ζωγραφική του 19ου αιώνα ο Σεζάν είναι ο πρώ τος που κατορθώνει και δουλεύει τις λεπτές αποχρώσεις της παλέτας του και ο Ντεμπυσύ στη μου σική υποβάλλει τον ακροατή με
την πλούσια παλέτα των δικών του ηχοχρωμάτων. Μόνο πλάι στους δυο μεγάλους αυτούς ανανεωτές μπορεί να ιδω θεί ο Mal larme. Ό ,τ ι έκαναν έργο ο πρώτος με τη ζωγραφική και ο δεύτερος μ ε τη μουσική, το έκανε έργο ο Mallarme με τα ποιήματα του. . Ας θ υμηθο ύμε τους αλχημιστές. Ή θελαν τα πράγματα να τα κά νουν χρυσάφι. Αυτό δεν ίσχυε κυ ριολεκτικά, αλλά όλη η προσπάθ ειά τους είχε προσανατολιστεί στην καθαρή μορφή της γνώσης. Ο Mallarme είναι ο μάγος, ο αλχημιστής, ο δρυΐδης. Αν ο Rimbaud άφησε το μυαλό του να πλημμυρί σει από τα χαοτικά οράματά του, ο Mallarme το άδειασε από τις ει κόνες της πραγματικότητας. Ο πλατωνισμός βρίσκει τον αντίποδά του στον χεγκελιανισμό και στις αντιθέσεις του. Ο ποιητής συγκεντρώνει τις εμπειρίες του, με καταλύτη τη λογική του, για να τις αναγάγει στην καθαρή ιδέα. Η μί ζερη πραγματικότητα παραμορ φώνει το εγώ, όταν αυτό καθρε φτίζεται μέσα στους καθρέφτες της. Ο Mallarme δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να σπάζει αυτούς τους καθρέφτες. Απελευθερωμένο και ανοιχτό το εγώ ανεβαίνει στο φτά σιμο της υπερβατικής γνώσης με την ενόραση. Αυτή την εποχή ο Μπερξόν στη φιλοσοφία ανοίγει δρόμους συνοδοιπορικούς με τον Mallarme δια κηρύσσοντας τη θεω ρία της ενο ρατικής γνώσης. Πρόθεση λοιπόν του ποιητή, έργο του ποιητή δεν είναι να κατονομάσει τα πράγμα τα, αλλά να υ ποβάλει τον αναγνώ στη, να ανασύρει τις κρυμμένες α λήθειες που υπάρχουν a priori στον κόσμο. Γ ι' αυτό λοιπόν οι λέ ξεις τοποθετούνται η μια δίπλα στην άλλη, όπως οι νότες και συγ χορδίες σε μια συμφωνία, για να αποτυπωθεί στη συνείδηση η κα θαρή ιδέα. Οι λέξεις είναι τα συ στατικά ενός μαγικού φίλτρου που στροβιλίζονται και αναδιπλώ νονται όπως τα κύματα, δεν π ερι γράφουν, βυθοσκοπούν, καθετοποιούνται. Ο χρόνος του ποιητή δεν είναι ο χρόνος του ρολογιού, είναι ο χρόνος τσυ μεσονυχτιού, όταν παρελθόν, παρόν και μέλλον γίνονται ένα, όταν η επιβίωση του ατόμου είναι ατελής μες στους καθρέφτες.
Θεσσαλονίκη του ’ 46-' 49 και γεγονός που κορυφώνει το βιβλίο η δίκη των ΕΠΟΝιτών. Όμως, το κά θε τι από την πλευρά του συγγραφέα δείχνει απογυμνωμένο από το άμεσο πάθος, λες και βλέπει τα πράγματα με κά θε λεπτομέρεια, αλλά από την αξιόπιστη απόσταση ενός τηλεσκοπίου. Και η τελική πικρή γεύση, ξεπερνά το επίπεδο της ιδεολογικής παράθεσης, πλησιάζοντας το στοχασμό, πάνω στις πιθανότητες του ανθρώπινου είδους.
ΒΑΣΙΛΗ ΠΕΡΣΕΙΔΗ: Το εθ ν ικ ό μας τραγούδι. Τόμος A
Αθήνα, Πιτσιλάς, 1983. Σελ. 479. ΠΟΛΥΜΟΧΘΗ προσπάθεια απαιτεί η σοβαρή προσέγγιση του δημοτικού τραγουδιού, με το εύρος και τη σημασία που έχει. Και θ έλ ει ακόμη πίστη σ ’ αυτό τον πολιτιστικό πλούτο που κρύβεται μέσα του. Ο Βασ. Περσείδης, με την ογκώδη μελέτη του (που μάλιστα, εκτός από την εισαγωγή, καλύπτει ένα μόνο τομέα του δημοτικού τραγουδιού, τα τραγούδια της αγάπης), μαρτυρεί και το μόχθο και την πίστη του, έστω κι αν παρασύρεται μερικές φορές σε ακραίες θ έσ εις. Και συμβάλλει σημαντικότατα στην ανίχνευση του χαρακτήρα αυτού του τόπου.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΖΥΜΑΡΗ: Σχέση φύλου σε ορισμένες η λ ικ ίε ς κ α ι επ ίδοση στα ε λ λη ν ικ ά κ α ι μ α θ η μ α τικ ά . Χίος,
Φιλοτεχνικός Όμιλος, 1983. Σελ. 56. ΝΑ ένα βιβλίο στο οποίο αξίζει να σταθεί κανείς. Γιατί
48/οδηγος Το άπειρο βρίσκεται μέσα στο μηδέν, και όσο υπάρχει το μηδέν «ένα ρίξιμο των ζαριών δεν μπορεί να καταργήσει το τυχαίο». Γ ι’ αυ τό η στίξη χάνει τη χρησιμότητά της. Ο Mallarme δεν διακηρύσσει αξίες παγιωμένες αλλά ηθελημένα σε ρίχνει σε έντονες διανοητικές ασκήσεις. Αυτό που κατορθώνει είναι να αποστασιοποιήσει τον εαυτό του από το συναίσθημα και να τον οδηγήσει σε ένα σύμπλοκο χρυσοχοϊκής τέχνης, σε ένα ουρά νιο κέντημα. Διάνοια οικουμενική που εργάστηκε ολόκληρη ζωή με
μια ηρωική αποφασιστικότητα, γεμάτος πόνο για τον άνθρωπο, με μια λεπτόλογη διανόηση να ανασύ ρ ει με αλγεβρικά σημεία καινού ριους κώδικες ανάγνωσης, ώστε να αναιρέσει ευκολότερα τους ήδη υπάρχοντες. Και προπαντός η πο ρεία προς την τρέλα, ε κ εί που χά νει κά θε νόημα ο δυϊσμός κορμιού-μυαλού, ε κ ε ί που οι αν τιφάσεις αλληλοσυμπληρώνονται και γίνονται ένα, το απόλυτο. Ξαναεπιστρέφει σε έναν θρησκευτισμό, αλλά όχι στηριγμένο σε αναβαθμίσεις θέωσης, αλλά σε
αναβαθμίσεις προσωπικής τελεί ωσης. Τελειώνοντας έχουμε να επισημάνουμε ότι και οι δυο εκδόσεις είναι άριστα επιμελημένες, με κα τατοπιστικά χρονολόγια, με δοκί μια και με πολλές σημειώσεις. Ό λο ι οι άνθρωποι που δούλεψαν γ ι' αυτά τα βιβλία τους αξίζει ένα μεγάλο μπράβο και ευχόμαστε και στο μέλλον να μας παρουσιάσουν ανάλογη δουλειά τους.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ
πεζογράφος του πιθανού ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩANNOY: Καταπα κτή. Πεζά κείμενα. Αδήνα, Γνώ ση, 1982. Σελ. 232.
Ο Γιώργος Ιωάννου είναι από τους συγγραφείς εκείνους που έχουν κατακτήσει με πληρότητα τα εκφραστικά τους μέσα και την τεχνική τους, σε σημείο που να μην περιμένεις τις εκπλή ξεις που δημιουργούν οι αλλαγές ή η απότομη στροφή του συγγραφέα. Έ τσ ι, γνωρίζοντας από πριν την τεχνική (ή περί που), διαβάζεις τις τυπωμένες σελίδες με αληθινή απόλαυση και τις χαίρεσαι σαν τα ηδονικά μυρωδικά που κατακλύζουν τους ανθισμένους κήπους την άνοιξη. Το βιβλίο, έκδοση ιδιαίτερα φρον τισμένη, με εξώφυλλο του Αλ. Ίσαρη, αισθητικά άρτια, περι λαμβάνει σαράντα τέσσερα κείμενα, χωρισμένα σε δύο, άνισες σε μέγεθος, όχι όμως και σε ποιότη τα, ενότητες. Τι άλλο είναι το ανθρώπινο κορμί με τα αβυσσαλέα πάθη που κρύ βει μέσα του, από μια σκοτει νή «καταπακτή»; «Το σώμα μας είναι μια απέραντη αποθήκη εικό νων, φωνών, κραυγών, επαφών, πόνων, βασάνων, στερήσεων, ερω τικών παροξυσμών. Ό σ ο πιο παι
δεμένο το σώμα μας, τόσο πιο με γάλη η αποθήκη που διαθέτει. Ό ταν καμιά φορά συνάγονται επί τω αυτώ πλούσιες ανθρώπινες αποθήκες και δο θ εί η κατάλληλη ώρα βγάζοτιν και βγάζουνε και τε λειωμό δεν έχοτιν» (σελ. 188). Ό λα τα κείμενα περιστρέφονται γύρω από τον έρωτα (σχεδόν πάν τα τον ομοφυλόφιλο), τα πάθη, τα παθήματα, τους πόθοτις, τις επι θυ μίες και τις σχεδόν μόνιμες αποτυχίες του αφηγητή, στην ερω τική πράξη και στο κρυφό ή φα νερό μεγαλείο της. Γραμμένα σε
δεύτερο πρόσωπο, είναι έντονα υποκειμενικά, φορτισμένα με τη συγκίνηση που απορρέει απ’ τη ζεστή ανάσα του συνανθρώπου που αποζητιέται και αναζητιέται συνεχώς, έχουν ως ήρωα, αφανή, κρυμμένο πίσω απ' το προσωπείο του β ’ προσώπου, τον αφηγητή, που είναι ο ίδιος, δεν παραλλάζει ψυχολογικά και βιολογικά από κείμενο σε κείμενο. Είναι το υπο κείμενο που δεν δρα αλλά απευθύ νει το λόγο, χωρίς να π εριμένει απόκριση από κανέναν, χωρίς να δείχνει ότι π εριμένει καν, που εύ χεται, επιθυμεί, π οθεί, ονειρεύε ται, θυμάται, βασανίζεται, ζει τον ατέλειωτό πόθο να ξεφύγει απ’ τη σκληρή πραγματικότητα. Η από κρυψη, αν μπορούμε βέβαια να μιλάμε για απόκρυψη, γίνεται στο μέλλον κι όχι στο παρελθόν, όπως γίνεται στον Καβάφη, ή έστω και στο παρόν. Το παρόν είναι ο χρό νος που συνήθως αποφεύγεται.
οδηγος/49
Γιώργος Ιωάνναν
Ό που παρά ταύτα χρησιμοποιεί ται ο ενεστώτας έχει τη σημασία μέλλοντος, ο συγγραφέας τον χρη σιμοποιεί για να κάνει το μέλλον απτό, ορατό για μια στιγμή και να χαθεί σε λίγο ανεπανόρθωτα, όχι όμως και-αναπάντεχα. Ό π ο υ χρη σιμοποιείται το α' πρόσωπο, όπως π.χ. στο «Οι δικοί μας άγι ο ι», το κείμενο, όλως παραδόξως, χάνει ένα μέρος από τον υποκει μενισμό του, όπως επίσης και με τη χρήδη του γ ' προσώπου, και ο λόγος μετασχηματίζεται σε δοκιμιακό, περιγραφικό. Τη ζεστασιά του όμως δεν τη χάνει ποτέ. Το υποκείμενο είναι το ίδιο κι αυτό, μέσα από τη θέαση της δικής του πραγματικότητας, δίνει ζεστασιά Το υποκείμενο λοιπόν δεν κα τακερματίζεται, άρα δεν κατακερ ματίζεται και ο λόγος. Η ενότητα είναι πλήρης και κυριαρχική. Ό λα τα κείμενα φαίνονται (και αποτε λούν) τμήματα ενός μεγαλύτερου σε έκταση κειμένου. Και με μια γλώσσα πλούσια, χυμώδη, ζωηρή, ειρωνική, με χιούμορ και, όπου χρειάζεται, με σαρκασμό. Ο «αφη γητής» (ο όρος, στην περίπτωση του Ιωάννου, χρησιμοποιείται κα ταχρηστικά) είνα δημόσιος υπάλ ληλος, συγγραφέας, (σχεδόν πάν τα) ομοφυλόφιλος, κοντά στο πρώ το σκαλοπάτι της συνταξιοδότησης, την οποία, ώς ένα σημείο, επ ιθ υ μεί για ν ’ απελευθερω θεί οριστικά απ’ τις δεσμεύσεις της δουλειάς και την αφόρητη πίεση του μικροαστικού περίγυρου που τον καταπνίγει και τον αποκαρδι
ώνει, βρίσκεται πολύ κοντά στο θάνατο ή, καλύτερα, στην κατάρ ρευση, π ο θ εί τον καθαρό αέρα που κυκλοφορεί μακριά από τις πόλεις, όμως συγχρόνως, για άλ λους λόγους, επ ιθ υ μεί και την πό λη, επιδιώ κει τις στενές ανθρώπι νες σχέσεις και αποτυγχάνει, είναι μόνος, χωρίς φίλους, συντρόφους, γυναίκα και παιδιά, ενώ τα θέλει τόσο όλα αυτά. Ό λες οι προσπά θ ειες αποδεικνύονται μάταιες: « Ό ,τι και να κάνεις θ α μένεις ολο ένα και πιο μόνος. Μόνος μ ’ αυτόν τον εαυτό σου που ούτε για μια στιγμή δεν τον θέλησες. Μα, ούτε και κατόρθωσες να τον συγκεράσεις με τά πρότυπά σου» (σελ. 122). Έ τσ ι, οι επιθυμίες δεν ευοδώνονται, το όνειρο δεν γίνεται ζωή, ο «αφηγητής» μένει μόνος μέ σα στον κόσμο εκείνο που αγαπά και μισεί, που απεχθάνεται και συγχρόνως ορέγεται. Η ζωή του είναι μια διαρκής αποτυχίά, οι προσπάθειές του καταδικασμένες, πολλές φορές ματαιωμένες α π’ τον ίδιο αλλά και απ’ το σύστημα που υ πηρετεί, α π’ τον αποπνικτικότατο περίγυρο· ζει πάντα και οριστικά, ως φαίνεται, μέσα στην ατέλειωτη κόλαση της μοναξιάς του, αντιμέτωπος με τον αποτυ χημένο εαυτό του. Ο Ιωάννου δεν αφηγείται με την κλασική σημασία της λέξης. Τα γεγονότα στα κείμενά του είναι σχεδόν ανύπαρκτα. Κυρίως περι γράφει, καταστάσεις, πράγματα, περιστατικά, σκέψεις, που μπορεί να συμβούν ή να εμφανιστούν στον καθένα που βρίσκεται, μερι κώς ή ολικώς, σε ανάλογη θέση. Εί ναι σημαντική η ικανότητά του να σε κάνει να διαβάζεις «ιστορίες» υ ποθετικές, που δεν διαδραματί στηκαν ακόμη, όμως θα ήταν δυνα τόν να έχουν επαληθευτεί, ή να γίνουν στο μέλλον ή ίσως να γίνον ται καθημερινά και να μην το παίρ νουμε είδηση, όταν όμως τις δια βάζουμε, τις αναγνωρίζουμε ως αληθινές. Ο Ιωάννου είναι, κατά τη γνώμη μου, ο πεζογράφος τον πιθανού. Τα κείμενα αυτά, που ο ίδιος αποκαλεί «πεζά κείμενα», θα έλε γα ότι αποτελούν ένα συνδυασμό διηγήματος και δοκιμίου, είδος στο οποίο ο Ιωάννου έχει επιδοθεί με ιδιαίτερη επιτυχία. Ο ίδιος δι στάζει να τα ονομάσει διήγημα ή
φανερώνει την αξία και τις δυνατότητες που έχει η ατομική ερευνητική προσπάθεια, σε χώρους όπου συνήθως επαφίονται όλα στο κράτος και τα όργανά του. Ο συγγραφέας ερευνά και τεκμηριώνει στατιστικά τα συμπεράσματά του πάνω σ ’ ένα θέμα που έχει πρακτικά εκπαιδευτικά επακόλουθα (πράγμα το οποίο σημειώνουν και οι τελικές προτάσεις του). Κ ι έτσι συμβάλλει στη διερεύνηση της παιδαγωγικής στον τόπο, για μια καλύτερη εκπαίδευση, δικαιώνοντας κι από άλλη μια πλευρά το ρόλο του διδασκάλου... Α μ ερ ικ ά ν ικ η ομοφυλόφιλη ποίηση.
Επιμέλεια-μετάφρααη Ανδρέας Αγγελάκης. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 72. ΤΟ κίνημα των ομοφυλόφιλων τα τελευταία χρόνια έδωσε διαστάσεις νέες στις αντιλήψεις για τη σεξουαλική αυτή μειονότητα. Με ανοιχτά πια στόματα μιλεί για το πρόβλημα και την αποενοχοποίησή του. Κι ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς «ομιλίας» είναι η ποίηση. Βέβαια, η αξία των ποιημάτων (όπω ς. φαίνεται και από αρκετά που περιλαμβάνονται σ ’ αυτήν εδώ την έκδοση) είναι σχετική, αφού λίγα κατορθώνουν να αποκτήσουν βάρος μεγαλύτερο από αυτό μιας «συναισθηματικής ομολογίας». ' Ομως και πάλι το ενδιαφέρον παραμένει. Σύγχρονη γερμανόφωνη ποίηση.
Επιλογή-ΜετάφρασηΣχόλια Αντώνης Τριφύλλης. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 93. ΑΝΘΟΛΟΓΩΝΤΑΣ ποίηση ενός ευρύτερου χώρου,
50/οδηγος δοκίμιο, τα αποκαλεί απλά «πεζά κείμενα » (όρος ρευστός και γενι κός που τον χρησιμοποίησε και στο παρελθόν μαζί με τον συγγε νικό του «πεζογραφήματα»). Θα έλεγα ότι σε αρκετούς σύγχρονους πεζογράφους τείνει να διαμορφω θ ε ί ένα τέτοιο νόθο είδος μεταξύ διηγήματος και δοκιμίου, με σημαν τικά μέχρι στιγμής αποτελέσματα. Τα κείμενα του Ιωάννου θα μπο ρούσαν να θεω ρηθούν και διηγή ματα και δοκίμια π ερί των παθών και των παθημάτων της ψυχής. Ο μύθος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, μύθος είναι ο ίδιος ο «αφηγητής», οι περιπλανήσεις της ψυχής του και τα πάθη του κορμιού του. Στο παράρτημα, που αποτελεί τη δεύτερη ενότητα του βιβλίου, τέσσερα υπέροχα διηγήματα με υ πόθεση, δείχνουν ως που, μπο ρούν να φτάσουν οι αφηγηματικές ικανότητες του Γιώργου Ιωάννου. Εδώ, το όνειρο που σβήνει στο
φως της ημέρας, η ανθρωπιά που τσαλαπατιέται ασύστολα, η σκλη ρή απογοήτευση α π’ την ανώμαλη προσγείωση στην ανεπιθύμητη πραγματικότητα που γίνεται τελι κά ένας θλιβερός καθημερινός εφιάλτης. Πράγματα που απασχο λούν τον συγγραφέα και στα υπό λοιπα κείμενα του βιβλίου, όχι ό μως με αυτή την έντονη και εξουθενω τική συναισθηματική φόρτι ση και θωράκιση. Μια τελευταία παρατήρηση: Ό λα τα κείμενα της «Καταπακτής» περιστρέφονται γύρω από σύγχρο να θέματα. Η ματιά του συγγρα φέα βλέπει και περιγράφει τα πάν τα, όσα συμβαίνουν στους πολυσύ χναστους δρόμους και πλατείες της πρωτεύουσας ή, γενικότερα, των μεγάλων πόλεων, όσα τεκταίνονται στα βάθη της ανθρώπινης ■ ψυχής και στις σκοτεινές γωνιές των ανήλιαγων διαμερισμάτων στα οποία κατοικεί ο σύγχρονος άν
θρωπος σαν τυφλοπόντικας, όσα επ ιθ υ μεί με σφοδρότητα να γίνουν ή να μη γίνουν, όσα ορέγεται με πάθος και του ξεφεύγουν από αβουλία. Τίποτα δεν ξεφεύγει α π’ το επίμονο κοίταγμα του Ιωάννου, όλη η μιζέρια της ζωής, η μικροα στική εξαθλίωση, το ατομικό και το γενικό, εκτίθενται με τη μεγαλύ τερη δυνατή διαύγεια και σαφή νεια. Θα μπορούσαμε να πούμε επιπλέον ότι τα κείμενα του Ιωάν νου, παρά το ότι ξεκινούν, όπως δείχνουν τουλάχιστον επιφανεια κά, από προσωπικά, υποκειμενι κά βιώματα, συγχρόνως αποτε λούν πρωτογενές υλικό για βαθύ τερες κοινωνιολογικές μελέτες που για να αποδώσουν τα μέγιστα απαιτείται να έχει ο κοινωνιολόγος και καθαρή ματιά και ποιητική ευαισθησία.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΦΟΥΣΚΑΡΙΝΗΣ
απτή η ιστορία των ΗΠΑ στις του 20ού αιώνα ΤΖΩΝ Ν ΤΟ Σ Π Α ΣΟ Σ: USA 1919. Μετ. Τάσου Δ ενέγρη. Αθήνα, Οόυσσέας, 1982. Σ ελ. 488.
Η ειλικρίνεια, η αμεσότητα και ο γνήσια λαϊκός λόγος είναι χαρακτηριστικά που συναντάμε συχνά στους μεγάλους της αμερικανικής λογοτεχνίας. Στην τριλογία «ΗΠΑ» του Τζων Ντος Πάσος τα χαρακτηριστικά αυτά γίνονται οι αρετές-μέσα με τα οποία ο συγγραφέας φ έρνει στους αναγνώστες απτή την ιστορία της χώρας του, από τις αρχές του 20ού αιώνα ώς την οικονομική κρίση του ’ 30, με ένα μυθιστόρημα-ποταμό.
οδηγος/51
Τζων Ντος Πόσος
Ό τα ν ο Τ. Ν. Πάσος (1896-1970) αρχίζει να γράφει την τριλογία του, έχει τελειώσει τις σπουδές του στο Χάρβαρντ, το 1916, έχει υπηρετήσει εθελοντικά στο υγειο νομικό σώμα της πατρίδας του κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου και, μετά τον πόλεμο, έχει εργαστεί ως ελεύθερος αντα ποκριτής στην Ιαπωνία και την Εγγύς Ανατολή. «Ο 42ος πράλληλος», το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, δημοσιεύτη κε το 1930. Το δεύτερο, με τίτλο «Χίλια εννιακόσια δέκα εννέα», δημοσιεύτηκε το 1932 και το τ ε λευταίο, «The big money», το 1936. To «1919» καλύπτει τα τελευ ταία χρόνια του πολέμου και τους πρώτους μήνες της ειρήνης. Οι ήρωες του βιβλίου ζουν την εποχή που ο πρόεδρος Γουίλσον επαίρεται για την απόφασή του να κρατή σει τη χώρα του σε ουδετερότητα κι αργότερα, με την ίδια έπαρση, δικαιολογεί την είσοδό της στον πόλεμο. Ο πόλεμος, η ανακωχή, η συνδιάσκεψη για την ειρήνη, η συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919, η ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών είναι το ιστορικό περί γραμμα που, σε πολλές περιπτώ σεις, καθορίζει τη ζωή αυτών των ανθρώπων. Στο εσωτερικό, οι αγώ νες των συνδικαλιστών είναι ο ηρωισμός της εποχής (και για την πάντα ισχυρή αντίδραση το άγος) ενώ η εξέλιξη των ιδεών και των πραγμάτων επηρεάζεται από τον απόηχο της Οκτωβριανής επανά στασης.
Ο συγγραφέας αφηγείται σε τρί το πρόσωπο τη ζωή των συνηθι σμένων καθημερινών ανθρώπων που είναι οι ήρωές του· μερικούς τους έχουμε ήδη συναντήσει στον «42ο Παράλληλο». Δεν υπάρχουν αναλύσεις, περιγραφές μόνο. Τα γεγονότα, οι πράξεις δεν αξιολο γούνται, καταγράφονται απλώς, και μάλιστα με μια σύνταξη ισοπεδωτικά παρατακτική. Έ τσ ι, η εί δηση για την ανακωχή μοιάζει να ’ χει την ίδια βαρύτητα με το δεί πνο της βραδιάς. Συχνά, ασήμαντα περιστατικά παίρνουν τεράστιες διαστάσεις, ενώ, στην ίδια παρά γραφο, τα ουσιώδη αναφέρονται με τρεις λέξεις. Ο συγγραφέας δα νείζεται, λες, την προσωπικότητα του Τζο, της Έ β ελ ιν , του Ν τικ και χρησιμοποιεί τη γλώσσα που κα θέ νας α π’ αυτούς θ α χρησιμοποιού σε αν ένα ήσυχο βράδι, χρόνια πολλά μετά, μιλούσε γι' αυτή την περίοδο της ζωής του σ' ένα φίλο, χωρίς διάθεση απολογισμού ή εν τυπωσιασμού. Κάποτε οι ζωές των ηρώων διασταυρώνονται, κι έτσι βλέπουμε τα ίδια γεγονότα από περισσότερες οπτικές γωνίες, ό πως τα επεισόδια μιας απεργίας ή έναν ερωτικό δεσμό. Καθώς το μυθιστόρημα κυλάει' ήρεμα και παρακολουθούμε τους νέους να ωριμάζουν διαμορφώ νοντας με τη ζωή τους τη ζωή ενός ολόκληρου λαού, βεβαιωνόμαστε ότι ο Π. νιώ θει σεβασμό για τον απλό πολίτη της χώρας του. Σαν να πισ τεύει ότι δεν έχει δικαίωμα να κρίνει τη ζωή και τα έργα του. Ωστόσο ο συγγραφέας έχει επι νοήσει έναν πρωτότυπο τρόπο να δώσει όσα στοιχεία κρίνει αναγ-, καία για να μπορέσει ο αναγνώ στης να διαμορφώσει γνώμη πάνω στο θ έμα του βιβλίου: η μυθιστο ρηματική αφήγηση διακόπτεται, απροσδόκητα συνήθως, από σύν τομες βιογραφίες γνωστών Αμε ρικανών που έδρασαν εκείνη την εποχή και από δύο κατηγορίες ενάριθμων μικρών κομματιών με τους στερεότυπους τίτλους «Ε πί καιρα» και «Το Μάτι της Κάμε ρας». Στις βιογραφίες, όπου εμφανί ζονται προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος Γουίλσον ή ο Τζακ Ριντ, το ύφος είναι αυστηρό και τσεκουράτο. Εδώ ο Π. δεν έχει καμιά αναστολή να διατυπώσει την προ
ϋπάρχει πάντα ο κίνδυνος, αντί να δημιουργηθούν ερεθίσματα, να γ εννηθεί ο εφησυχασμός της επιπόλαιας γνώσης. Η ανθολογία αυτή, όμως, είναι αντίθετα μια πόρτα: ανοίγει στην πρώτη γνωριμία, η οποία α παιτεί μετά συνέχεια, αφού ακόμη και για τους γνωστότερους ποιητές που περιλαμβάνει (Τρακλ, Μπεν, Ζαχς ή Τσέλαν) η «υπενθύμιση» της παρουσίας τους είναι καθοριστική, ενώ και για τους άλλους, που είναι ίσως τελείως άγνωστοι στο ελληνικό κοινό, «προτρέπει» σε επαφή. Δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, μια πολύ σημαντική έκδοση.
ΑΛΚΗ ΑΓΓΕΛΟΓΛΟΥ: Ε γκό σ μια . Αθήνα, Σ . 1. Ζαχαρόπουλος, 1983. Σ ελ. 205.
ΜΕ τα τρία διηγήματα και τη μια ανεξάρτητη νουβέλα, που συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν τώρα σε έναν τόμο (είχαν πρωτοκυκλοφορήσει χωριστά στη δεκαετία του ’ 40), γίνεται ιδιαίτερα κατανοητή η προσφορά του Ά λκη Αγγέλογλου στη νεότερη πεζογραφία. Γιατί με τα κείμενά του, κάτω από τη λεπτοδουλεμένη γραφή, έδωσε το βαθύτερο περιεχόμενό των κοινωνικών μετασχηματισμών της υπαίθρου στο πρώτο μισό του αιώνα. Και με τον τρόπο του βοήθησε να ξεπεραστεί η απλή ηθογραφία, χωρίς να μειώνεται διόλου η δύναμη των καταστάσεων και των σαρακοφαγωμένων ηρώων του. Μ Π ΕΡΝ ΑΡΝ Τ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ: Το μ α γ ικ ό β α ρέλ ι. Μ ε τ. Μ άνθος Κρίσπης. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σ ελ. 220.
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ή μικρές ιστορίες, όπως κ ι αν
52/οδηγος σωπική του άποψη: βιογραφίεςλίβελλοι για πολιτικούς και μεγι στάνες του πλούτου του κατευθύ νουν τις τύχες του κόσμου κατά τα καλά και συμφέροντά (τους) και βιογραφίες-διθύραμβοι για ό σους ο Π. σέβεται, όπως οι συνδι καλιστές που αγωνίζονται για τα δικαιώματα του εργάτη με συνέ πεια και αυταπάρνηση. Τα «Επίκαιρα», μια-δυο σελίδες κά θε φορά, είναι ένα συμπίλημα από κείμενα της εποχής. Κάτι σαν την ανάγνωση εφημερίδας από έναν μεθυσμένο που πηδάει τις γραμμές, αλλάζει άκαιρα σελίδα, αφήνει μισοδιαβασμένη την είδη ση. Μέσα από τις κομματιασμένες αναγνώσεις το μήνυμα φτάνει ακέ ραιο. Στα κείμενα με τον τίτλο «Το Μάτι της Κάμερας» συναντάμε το
συγγραφέα: είναι οι εξομολογήσεις του. Οι κανόνες της σύνταξης ξε χασμένοι, η στίξη ανύπαρκτη, ο ειρμός περιττός φραγμός. Παρα ληρήματα της ψυχής και του νου, πολλές φορές σπαρακτικά. Ιχνη λατεί εδώ ο αναγνώστης τη μυστι κή κοινή ζωή ανάμεσα στο συγ γραφέα και τους ήρωες-δημιουργήματά του. Οι βιογραφίες των επιφανών, σε αντιπαράθεση με τη ζωή των ανώ νυμων και αφανών, τα «Επίκαιρα» και «Το Μάτι της Κάμερας» είναι τα μέσα που ο Π. χρησιμοποιεί για να οριοθετήσει, να σχολιάσει, να διυλίσει όσα με απέριττο τρόπο αφήγείται για τους «ταπεινούς» Από τη σύνθεση αυτή βγαίνει ένα επικό μυθιστόρημα που με ταγγίζει στον αναγνώστη ό,τι για
το συγγραφέα είναι έθνος, πατρί δα, λαός, εμείς και, τελικά, εγώ. Τα ελληνικά του Τάσου Δενέγρη είναι μια πλούσια, ποικίλη δημοτι κή που πετυχαίνει το εξαιρετικά δύσκολο έργο να αποδώσει την πολύμορφη γλώσσα του Πόσοςπολύμορφη για ν ’ ανταποκρίνεται στον τρόπο που σκέπτονται και εκφράζονται οι πολυάριθμοι φαν ταστικοί και υπαρκτοί ήρωες του βιβλίου. Για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η μετάφραση αυτού του έργου, ιδιαίτερα στα «Επίκαι ρα» και «Το Μάτι της Κάμερας», παραπέμπουμε στο εισαγωγικό σημείωμα του Νίκου Λαμπρόπουλου στον «42ο .παράλληλο» που εκδό θηκε από τον «Οδυσσέα» το 1978. ΘΕΟΔΩΡΑ ΖΕΡΒΟΥ
ανανέωση του αστυνομικού Ζωρζ Σιμενόν
είδους ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ: Ο ενοικια στής. Μετ. Λίλάς ΠαπαδούληΓκινάκα. Γράμματα/Λογοτεχν ία, αριθ. 81. Αθήνα, Γράμματα, 1983. Σελ. 159.
Ό ταν ο Ζοζέφ Κεσέλ πρότεινε στον Ζωρζ Σιμενόν να γράψει για τον «Ν τετέκ τιβ», τίποτα δεν έδειχνε πως α π’ αυτή τη συ νεργασία θ ά ’ βγαίνε ο τύπος του αστυνομικού επιθεω ρητή Μαιγκρέ. Ωστόσο, από πολύ νωρίτερα, τα γραφτά του Σιμενόν, «μύριζαν» κάτι καινούριο. Κι αυτό φάνηκε γρήγορα. Ο Σιμενόν, από το 1919, όταν έγραφε στη Γαζέτα της Λιέγης, άρχισε να δημοσιεύει, αραιά στην αρχή, τα πρώτα του διηγήματα. Αυ τό όμως που επακολούθησε ήταν συγκλονιστικό για τα λογο τεχνικά χρονικά.
οδηγος/53 Μέσα σε δέκα χρόνια έγραψε πε ρίπου χίλια διηγήματα, κι από το πρώτο του μυθιστόρημα, «Στη γέ φυρα των Ά γα ρ ς», με μια μυθική γονιμότητα, έφτασε στα 1930 να κάνει τα επίσημα βαφτίσια του αστυνομικού Μαιγκρέ, γεγονός που τον σταθεροποίησε, με εντε λώς ιδιαίτερο τρόπο, στην κορυφή των μεγάλων του αστυνομικού είΑυτό που παρατηρούσαν οι ει δικοί, ήταν το νέο που έφ ερε ο Σιμενόν στο αστυνομικό μυθιστό ρημα. Η ψυχολογική διείσδυση στους χαρακτήρες του, η ανθρώ πινη αλήθεια που αναβλύζουν τα κείμενά του, ήταν στοιχεία που ανανέωσαν το είδος. Ο λόγος που είναι απλά δουλεμέ νος αλλά βαθιά λογοτεχνικός. Κινή σεις περίεργα καθημερινές, κου βέντες απλά επαναλαμβανόμενες στην ομορφιά του πήγαιν' έλά της πόλης, ερωτήσεις που σπάνια γί νονται ενοχλητικές, κινήσεις που δε μαρτυρούν κάτι ξεχωριστό, ακό μα κΐ ο καιρός που άλλοτε γίνεται συνθήκη ευνοϊκή για τη δράση κι άλλοτε παραμένει καιρός, όλα μα όλα είναι ανυποψίαστα δεμένα με τον αστυνομικό ιστό της υ πόθε σης. Η χαρισματική πένα του βέλγου συγγραφέα γλιστρά, λατρεύει απεριόριστα τη λεπτομέρεια, αγα πά το νοικοκυριό, μυρίζει ηδονικά τους εσωτερικούς χώρους, προσέ χει πολύ τις ανθρώπινες κινήσεις. Αυτές τις κινήσεις περιγράφει κι ανατέμνει, σκηνικά και ψυχολογι κά, τις υποκινεί, τις ω θεί ν ’ ακο λουθήσουν πιστά αυτό που κά νουν κά θε μέρα, αυτό που τους αρέσει να κάνουν, για να «β γει» στο χαρτί η αστυνομική εκδοχή της συνήθειας. Ωστόσο, έρχεται η στιγμή που, κρύβοντας ή αντίθετα φανερώ νοντας ένα χαρτί, αποκαλύπτεται υπόκωφα και συγκλονιστικά η αί σθηση του κλειστού χώρου, του αδιέξοδου, μέσα από μια χαοτική νηνεμία, ανημπόρια, κι εκ εί συμ βαίνει το εξής παράδοξο: ο ανα γνώστης, περιμένοντας να συμβεί κάτι εξαιρετικό, καταφεύγει συ νειδητά πλέον στην πένα του συγ γραφέα, ζητώντας βοήθεια για την παραπέρα εξέλιξη του έργου. Νιώ θ ε ι παγιδευμένος και απορεί με την ίδια του την αφέλεια. Με τον Σιμενόν έχεις την αί
σθηση ότι ταξιδεύεις. Μαθαίνεις μ' έναν τρόπο που δεν έχει σχέση με τους άλλους του είδους. Δε ρέει αίμα στις ιστορίες του. Ό λα αποδεικνύονται τόσο απλά. Η ευκολία με την οποία ένας ήρωάς του κα ταλήγει στο έγκλημα φέρνει μαζί της την άνεση της συγχώριας. Στον «Ενοικιαστή», ο δολοφόνος κολυμπά τόσο άνετα ανάμεσα στα πρόσωπα και τις συνήθειες των συγκατοίκων του, ώστε από ένα σημείο κι έπειτα παύει να είναι δολοφόνος. Είναι λοιπόν γοητευ τική η στιγμή που η πόρτα ανοίγει, και κάτω από την απειλή της σύλ ληψης, το νερό χύνεται και το ψά ρι, που έχει πλέον αγαπηθεί και γι' αυτό αθωωθεί στη συνείδηση των άλλων, σπαρταρά επιθανάτια. Όμω ς η σύλληψη δεν είναι το τ έ λος. Οι ήρωες στον «Ενοικιαστή», έργο που ο Σιμενόν έγραψε στα τριάντα ένα του χρόνια, προσέ χουν το βαρόμετρο, μιλούν, αγα πούν, διαφοροποιούνται μες στο μωσαϊκό των εθνοτήτων τους, αναπολούν, έχουν ο καθένας το μυστικό του, μικρό ή μεγάλο, κά ποια στιγμή λένε αλήθειες, αλή θειες όμως που πλέον δε χρησιμεύ ουν, γιατί είναι αργά. Αυτό που εκπλήσσει στο Σιμενόν, είναι ότι το έγκλημα μπορού σε ν ’ αποσοβηθεί. Αν υπήρχαν ίσως λίγες καλές ευκαιρίες... Ίσως τότε ο Έ λ ι να συνέχιζε την κο σμοπολίτικη ζωή του, με το σεβα στό ποσό που θα κέρδιζε σαν έξυπνος μεσολαβητής στον εκτελωνισμό εκείνου του φορτίου δουλειά.όχι και πάλι τόσο καθαρή, άνοιγε όμως άλλους δρόμους. Ό πως και νά ’ χει, κυριαρχεί μια αγά πη για τη ζωή, παίζοντας το ρόλο μετάνοιας στο όλο έργο, αδυνατί ζοντας την έννοια της τιμωρίας με την τρέχουσα η θική. Με τον «Ενοικιαστή» έχουμε ένα-Σιμενόν πολύ νέο. Ευχόμαστε να τον δούμε «να γερνά» μέσα από καλές, φροντισμένες μεταφρά σεις και εκδόσεις. Αξίζει τον κό πο, κι είναι πολλές οι κλασικές εκδόσεις που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας στη χώρα μας. Το χτίσιμο των χαρακτήρων στα έργα του, το πλάσιμο των ρόλων, οι τοποθετήσεις και οι χώροι π ο ί’ χρησιμοποιεί, δίνονται με τέτοια λογοτεχνική άνεση και απλότητα, ώστε μόνο στο τέλος αναγνωρίζεις
ονοματίσει κανείς τα κείμενα αυτού του βιβλίου, δεν παύουν να είναι μεγεθύνσεις ολοκληρωμένες ανθρώπων και καταστάσεων, με ένα υπόκωφα ειρωνικό γράψιμο, που τυλίγει το καθημερινό με ποίηση και το ποιητικό με καθημερινότητα. Ο Μάλαμουντ, ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους τεχνίτες του-πεζού λόγου, δίνει με τις ιστορίες του ένα πραγματικό μάθημα λιτότητας και παράλληλου βάθους στην ανίχνευση και την αποτύπωση των στόχων του. (Το έξοχο αυτό βιβλίο, πάντως, βοηθά σημαντικά και η καλοδουλεμένη ελληνική μετάφραση.)
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΩΣΤΑΚΟΥ: Ε π α γγέλμ α τα κ α ι σπονδές. Αδήνα,
Gutenberg. 1983. Σελ. 428. ΟΙ εκδόσεις γύρω από τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων, φτωχές σε ποσότητα, ποιοτικά κινούνται συνήθως ανάμεσα στη θεωρητικολογία και την προχειρότητα. Γ ι’ αυτό αποτελεί πραγματικά μια ευχάριστη- έκπληξη το βιβλίο τούτο, με τη μεγάλη του χρησιμότητα. Παρουσιάζει -μ ε μια ορθολογιστική ταξινόμησηπολλές δεκάδες επαγγελμάτων, τις απαιτήσεις τους, τις συνθήκες δουλειάς, τις προϋποθέσεις εξέλιξης, τις σχολές εκπαίδευσης και πλήθος άλλες πληροφορίες. Και η σωστή πληροφόρηση αποτελεί ίσως τον σπουδαιότερο παράγοντα για τη σωστή επιλογή του κλάδου της μετέπειτα -επ ί μια ολόκληρη ζωή- απασχόλησης.
54/οδηγος ort όλα αυτά είναι μέρος μιας αριστουργηματικής ύφανσης ενός σε ναρίου που αποτελεί την αστυνο μική εκδοχή της ζωής. Παραθέτω ένα απόσπασμα: «... Αυτό που συνέβηκε τότε ήταν τόσο αναπάντεχο, που πα
ραλίγο θα τον έπιανε νευρικό γέ λιο. Τα βλέφαρα του Βαν ντερ Σοζ ανασηκώθηκαν σιγά σιγά. Φάνη καν οι κόρες των ματιών του. Και μέσα στο μπλε φως, έριξε ένα βλέμμα κατάπληκτο, κ ι ήταν απλώς και μόνο το βλέμμα ενός
ανθρώπου που δεν καταλαβαίνει γιατί τον ξυπνάνε. Κι όμως, μια γραμμή αίμα που έβγαινε α π ’ τα μαλλιά του, άρχισε να κατεβαίνει στο μέτωπό του.» ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
πολύτιμα ευρήματα ανασκαφής στην ποίηση του Νίκου Γκάτσου ΤΑΣΟΥ ΛΙΓΝΑΔΗ: Διπλή επίσ κέψ η σε μια ηλικία και ο ’ έναν ποιητή. Ένα βιβλίο για τον Νίκο Γκάτσο. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 253.
Γνωστός τουλάχιστον από δυο εκτενείς, ενδελεχείς και άκρως ενδιαφέρουσες μελέτες του (Ο Λόρκα και οι ρίζες και το Ά ξιον Εστί του Ελύτη) που διακρίνονται για τη φιλολογική τους αρτιό τητα, την κριτική οξύνοια και την ακονισμένη ευαισθησία τους, ο Τάσος Λιγνάδης δίνει με το καινούριο του βιβλίο για τον Νίκο Γκάτσο το στίγμα του ποιητή της «Αμοργού» στη γραμματεία μας, τη συνεισφορά του στο νεοελληνικό λόγο και μια ευρύτερη ανάλυση του λιγοστού σε όγκο έργου του, καθώς και τη σχέση αυτού του έργου με τα ρεύματα της τέχνης του αιώνα μας όπως μεταφυτεύτηκαν στον τόπο μας. Εξ ου και ο τίτλος: «Διπλή επ ί σκεψ η σε μια ηλικία και σ ’ έναν ποιητή». Πρωταρχικό κριτήριο αυ τής της ιχνηλασίας, όπως γράφει κάπου ο Λ., το γεγονός πως «η αληθινή ποίηση είναι πάντα ανε ξάρτητη και μοναδική μέσα σ ’ όλα... και πως ό,τι απομένει άπό ομορφιά, ό,τι ανακαλύπτεται από μια περασμένη ομορφιά, ό,τι μιλά ει από μια ομορφιά, ό,τι δηλαδή αποδεικνύεται αποκλειστικό κά θε φορά καθώς περνούν οι εποχές και οι αισθητικές "α λή θ ειες ” τους, αυτό είναι η μόνη αλήθεια ».
Έ να άλλο, αυτό υποκειμενικό, κριτήριο ηου αφορά την εύφορη προδιάθεση του μελετητή απέ ναντι στ,ο θέμ α του είναι πως «το τυχαίο της αυτόματης γραφής (στο έργο του Γκάτσου) μεταμορ φωνόταν σε τέχνη που η αισθητι κή της φανέρωνε τη σύζευξη δυο ετερώνυμων στοιχείων: το ένα ήταν η υπερρεαλιστική επιταγή για την αποδέσμευση του υποσυ νείδητου· το άλλο «ήταν ένα υπό γειο ρεύμα που επήγαζε από τη συνειδητή ιθαγένεια του ποιητή». Λαμβάνοντας υ πόψη μας ιδιαίτερα
αυτό το δεύτερο κριτήριο και γνωρίζοντας το έργο του Ελύτη και του Λόρκα, με το οποίο, όπως προαναφέραμε, ασχολήθηκε ο Λ., μπορούμε να εντάξουμε κατά μια άποψη και τα τρία βιβλία σ ’ έναν κύκλο, τήρουμένων βέβαια των αναλογιών μεταξύ τους, και να εν τοπίσουμε το χώρο όπου ο μελε τητής προτιμά να κινείται, τις εκλεκτικές coo πνευματικές συγγέ νειες και τη δημιουργική ταύτιση μαζί τους. Έ τσ ι στο προλόγισμά του ο Λ. εξομολογείται το σκοπό του: «Δυο επ ισ κέψ εις επ ιχ ειρεί το βιβλίο. Με την πρώτη ανατρέχει στα χρόνια του υπερρεαλισμού, που όρισε με την τέχνη του τον αιώνα μας. Με τη δεύτερη επίσκεψη επιστρέφει σε έναν οικείο χώρο για να ευχη θ ε ί, με ένα ελάχιστο χάρισμα, έναν ποιητή όπως στις ονομαστικές εορτές. ' Ενας γρήγορος, φευγαλέ ος και κυρίως προσωπικός περί π α τ ο ς είναι η πρώτη επίσκεψ η, μέ σα από ένα πυκνό σύνολο ονομά-
οδηγος/55
Νίκος Γχάτοος
των και ειδήσεων, που εικονο γραφούν την ηλικία και τη γλώσσα μιας εποχής. Κι αυτό το σύνολο γίνεται η σκηνογραφία της δεύτε ρης επίσκεψης στο χώρο εκείνο που σημάνθηκε με το όνομα Α μ ο ρ γ ός πριν τριάντα εννέα χρόνους. Έ να ποίημα ανακαλεί αυτή η επιστροφή, ένα ποίημα που είχε ξελογιάσει τότε τους αναγνώστες, όταν πρωτομιλήθηκε φωτεινό μέσα στα μαύρα της Κα τοχής». Ο φευγαλέος και προσωπικός περίπατος αναφέρεται στο πρώτο κεφάλαιο, που φ έρει τον τίτλο «Εισαγωγή σε μια ποιητική ηλι κία », όπου διαγράφεται μια εμπε ριστατωμένη περιπλάνηση στα πνευματικά ρεύματα του αιώνα μας και στους εκπροσώπους τους σε όλες τις τέχνες. Ιδιαίτερη όμως σημασία δίνεται στον υπερρεαλι σμό και στην επίδραση που εξά σκησε στα νεότερα γράμματά μας. Ακολουθεί ένα μικρό κεφάλαιο, το «Ο υπερρεαλισμός και η κράση του Νίκου Γκάτσου», για να φτά σουμε στην «Ξενάγηση στην Αμοργό». Ας απομονώσουμε εδώ τη μέ θοδο αυτής της ξενάγησης που προτείνει ο Λ. Γράφει λοιπόν πως «μια κατά τη γνώμη μου ορθή ανά γνωση της Αμοργού δεν πρέπει να π αραβλέψει δυο ζώνες ενεργείας στην ποιητική αυτή σύνθεση που μας την π ροτείνει το ίδιο το κ είμ ε νο: Στην πρώτη ζώνη, φωτεινή, έγχρωμη, παραστατική -ας την ορίσουμε οριζόντια- οι εικόνες αραδιάζονται και εναλλάσσονται με κυριολεκτικά κινηματογραφική
τεχνική διαδικασία. Στη δεύτερη ζώνη -ας την ορίσουμε κά θετη- ο συνειρμός και οι άλλοι όροι επ ε νεργούν ως μία αποκαλυπτόμενη νόηση που προκαλεί τις εικόνεςσήματα και παράγει ένα διακε κομμένο ειρμό. Έ χουμε δηλαδή ένα υποκάτάστατο σ κέψης». Αργό τερα, στο ίδιο κεφάλαιο μας δίνει την πεμπτουσία αυτού του μονα δικού ποιήματος: «Δίδυμο είναι το στοιχείο που πρωταγωνιστεί στην Αμοργό. Ο έρωτας και ο θάνατος. Αυτό το αδιαίρετο ζευγάρι χαρα κτηρίζει τη λυρική κατάθεση του Γκάτσου και στα ποιήματα και στα τραγούδια του». Στο ίδιο κεφάλαιο πάντα αναλύ ονται και η σχέση και οι διαφορές που έχ ει ως ποιητής ο Γκάτσος με ομοτέχνους του που έχουν τις δι κές του καταβολές ή που διέτρεξαν παραπλήσιους δρόμους με κείνον και παρουσιάζονται «Π ί νακες λέξεων της Αμοργού». Μ ε το κεφάλαιο «Πρόταση για μια γεω μετρία» ο Λ. δηλώνει ευ θύς εξαρχής: «Εχώρισα το ποίημα σύμφωνα με τις δικές μου ενδεί ξεις σε έξι μέρη. Προτείνω για το καθένα μια τιτλοφόρηση και δο κιμάζω μια ανάλυση και έναν σχο λιασμό μορφής και περιεχομέ νου». Νά και οι τίτλοι κατά σει ράν: «Γενέθλιο τοπίο που δίνεται σε μια εισαγωγική επική εικόνα της κατοχής-Αποστολή-ΝέκυιαΠροφητικό-Ακτινογραφία-Ερωτικός λόγος». Σ ε κά θε μέρος δίνεται η περίληψη, το κείμενο και έπεται η ανάγνωση, όπου η ανάλυση γί νεται λεπτομερέστερα. Έ π ετα ι ο σχολιασμός, όπου καταγράφονται ρυθμολογικά θέματα, σχήματα λό γου και γενικά στοιχεία ύφους. Έ τσ ι σιγά σιγά αποκαλύπτονται ένα ένα τα φύλλα αυτής της ποίη σης, οι οφειλές της, οι επιτεύξεις της και ο καθοριστικός της ρόλος στο νεοελληνικό λόγο. Με τον ίδιο τρόπο στη συνέχεια παρουσιάζονται «Ο ιππότης και ο θάνατος» και το «Ε λεγείο», που συνοδεύουν την «Αμοργό» στην τρίτη της έκδοση του 1969, και το «Τραγούδι του παλιού καιρού», που είναι επηρεασμένο από την ποίηση του Σ εφέρη. Εδώ υπάρχει κ ι ένα ξεχωριστό μέρος που αφο ρά αυτό το ποίημα με τον τίτλο «Σ εφ ερ ικ ό υλικό και σχόλιο» σε κά θε του στίχο.
ΓΚΟΦΦΡΕΥΜΠΑΡΡΑΚΛΩ: Ισ το ρ ία τ η ς ευ ρ ω π αϊκή ς εν ό τη τα ς. Μετ. Τάσου
Δαρβέρη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 91. ΤΟΥΤΗ την εποχή όπου εντείνονται ο ι συζητήσεις για την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, έρχεται να δώσει την ιστορική διάσταση του προβλήματος το βιβλίο τούτο μιας καινούριας σειράς («Ιστορία και κοινωνίαθέματα ευρωπαϊκής ιστορίας»), που επιμελείται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης I. Χασιώτης. Η μελέτη του Μπάρρακλώ εξετάζει με ψ υχρό βλέμμα παρατηρητή τη διαδρομή της ιδέας και της πρακτικής εφαρμογής της ευρωπαϊκής ενότητας στα μεταπολεμικά χρόνια. Και χωρίς να παίρνει τελικά θ έση, επιτρέπει στον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το πολύπλοκο πρόβλημα.
ΤΣΑΓΛΑΡ Κ Ε ΙΝ ΤΕ Ρ: Τουρ κία : Δ ικ τ α τ ο ρ ία κ α ι δη μ οκρ α τία . Μετ.
Δήμου Βεργή. Αθήνα, Στοχαστής, 1983. Σελ. 106. ΠΑΡΑΔΟΣΗ στις σημαντικές μελέτες του τουρκικού προβλήματος δημιουργεί, όπως φαίνεται, ο εκδοτικός οίκος «Στοχαστής». Έ τσ ι, εκτός από το σπουδαίο βιβλίο του Σαμίμ για την «τραγωδία» της τουρκικής αριστερός (πλαίσιο, τεύχ. αρ. 72), έρχεται η σειρά της επίσης έξοχης μελέτης του Κεϊντέρ να ψάξει βαθιά τις δομές της γειτονικής χώρας και να εξηγήσει τις πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες και
56/οδηγος Στο «Ε πίμετρο» αναφέρονται οι αναδημιουργικές μεταφράσεις του Νίκου Γκάτσου και ακολουθεί το κεφάλαιο που αναφέρεται στα «Τραγούδια» με τον υπότιτλο «Ο έρωτας κι ο θάνατος παντοτινοί σύντροφοι»· Ας αντιγράψουμε εδώ μια, κατά τη γνώμη μας, καίρια παρατήρηση του Λ.: «Ο Γ. πι στεύω, όχι μόνο από λόγους βιοτι κούς, αλλά από μια καταπιεσμένη -ή και προδομένη- γονιμότητα, στράφηκε στο καθημερινό τραγού δι, επινοώντας μια παρακαμπτή ριο έξοδο στην κυκλοφορία των "φαντασμάτων” του. Δεν μπορώ να καθορίσω με ακρίβεια το προ σωπικό του τίμημα, δηλαδή τ ι θ υ σίασε ή τι έχασε, ε φ ’ όσον ως θ υ σία και απώλεια ρευστοποιείται η υποχρεωτική τριβή της πλατιάς επικοινωνίας. Εκείνο που εύκολα καθορίζεται είναι ότι η παρουσία του Γ. στο έντεχνο ελαφρό τραγού
δι και η διείσδυσή του στο λαϊκό έδειξε νέα πράγματα, όρισε ποιό τητες και άνοιξε κάποιους δρό μους που έγιναν πολυσύχναστοι. Ή δη είναι χαρακτηριστικό το φαι νόμενο της αφομοίωσης -πολλοί στίχοι του Γ. διεκδικούν την τιμή του ανώνυμου. Κι αυτή η ενσωμά τωση στο γενικό είναι η άλλη κα ταξίωση». Ακολουθεί ένα «Προσωπικό διά λεγμα» από τα πασίγνωστα τρα γούδια του Γ. και το βιβλίο κλείνει με ένα μικρό βιογραφικό του ποι ητή, τη «Βιβλιογραφία» και το «Ευρετήριο». «Η διπλή επ ίσ κεψ η σε μια ηλι κία και σ' έναν ποιητή» του Τά σου Λιγνάδη είναι καρπός ενός έρωτα προς την «Αμοργό» ιδιαίτε ρα, ενός έρωτα δουλεμένου, όπως φαίνεται, χρόνια, που έχει οριστι κά αποκρυσταλλωθεί μέσα του περνώντας από πολλά στάδια και
που γίνεται καταφανής, όχι μόνο επειδή δεν υπάρχουν δικαιολογίες απομάκρυνσης απ’ αυτό το κεφά λαιο της νεότερης ποίησής μας, αλλά ίσα ίσα επειδή φτάνει πια στην ανηκειμενικοποίηση ξεφεύγοντας από την αμετροέπεια, τη φλυαρία ή την εκλαΐκευση. Το βιβλίο αυτό, που σ ’ ένα πρώτο στάδιο είναι χρηστικό, σ ’ ένα δεύτερο χαρισματικό, και έστω κ ι αν υπάρχουν τυχόν δια φωνίες για ορισμένες απόψεις ας θ εω ρ ηθ εί μια δημιουργία πάνω σε μια άλλη, ένα είδος μελέτης που σπανιότατα πια σήμερα μπορεί να αποταμιευτεί στα γράμματά μας. Και δυο λόγια για την έκδοση. Πρόκειται για έξοχο δείγμα κ ε φιού, μαστοριάς και καλαισθησί ας. Αντάξια και του τιμητή και του τιμώμενου. ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
πολυπρισματική ματιά ΚΩΣΤΑ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ: Περιόιαβάζοντας. Τόμος A Από τον Κάλβο στον Παπαταώνη. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 197.
Η ματιά του κ. Κώστα Στεργιόπουλου είναι πολυπρισματική: πίσω από τις θ έσ εις του εναλλάσονται ο φιλόλογος, ο πανεπι στημιακός δάσκαλος, ο ποιητής. Ίσως να έχομε συνηθίσει σ ’ ένα είδος «μονοδιάστατης» κριτικής, στο πρόσωπο του κριτι κού να θέλο με να υπάρχει μόνο ο συνάδελφος ποιητής ή ο «επαγγελματίας» κριτικός. Στην περίπτωση που περισσότερες ιδ ιότητες υπάρχουν και δρουν ταυτόχρονα στο πρόσωπο του κριτικού κατά την άσκηση του έργου του, ίσως να νιώ θουμε κάπως αμήχανα και να μην μπορούμε με σιγουριά να ξεχωρί σομε τα σύνορα μεταξύ των αρμοδιοτήτων. Ό μως δεν πρέπ ει να λησμονούμε ότι στην κριτική ενδιαφέρει πάντοτε περισσό τερο η «διαφορετική» ματιά και ερεθίζει πάντοτε περισσότερο η αίρεση παρά η μονολιθική ανάλυση. Ασφαλώς ο κ. Στεργιόπουλος δε βρίσκεται πολύ συχνά με τη μεριά
της όποιας αίρεσης. Αλλά τότε μόνο κερδίζει. Ό τα ν δηλαδή περνάει
το κατώφλι του ρόλου του σαν δά σκαλου. Αυτό δε σημαίνει ότι ο κ. Στεργιόπουλος δεν είναι τολμηρός και ότι δε δείχνει την αυστηρότη τα που απαιτεί η τόλμη. Το αντί θ ετο μάλιστα. Επειδή όμως τυχαί ν ει τα περισσότερα άρθρα του τό μου αυτού να έχουν γραφεί για ει δικές περιστάσεις που απαιτούσαν μάλλον ένα συγγραφέα-φιλόλογο ή ένα συγγραφέα-δάσκαλο, ο κ. Στεργιόπουλος υποχρεώθηκε να παίξει έναν κάπως άχαρο ρόλο, μια και, καθώς φαίνεται, περιόρι σε και έκρυψ ε σημαντικά την πλευρά του ποιητή. Ο Κάλβος, ο Καβάφης, ο Γρυπάρης, ο Πορφύρας, ο Μελαχρινός, ο
οδηγος/57 Σικελιανός, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Αυγέρης, ο Φιλύρας, ο Λαπαθιώτης, ο Καρυωτάκης και η Πολυδούρη (το αχώριστο ζεύ γος), ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Παπατσώνης: οι ποιητές που απα σχολούν στο βιβλίο αυτό τον κ. Στεργιόπουλο. Θα ήταν προτιμότερο να επιμείν ει κανείς σε ορισμένες γενικές απόψεις του Κ. Σ . παρά να πάρει ένα ένα τους ποιητές και να εκ θέ σ ει ή να κρίνει τις κρίσεις του συγ γραφέα. Άλλωστε, οι γενικές αν τιλήψ εις ενός κριτικού πάνω στην ποίηση προσδιορίζουν λίγο πολύ και τις «διαθέσεις» του απέναντι στους συγκεκριμένους ποιητές. Η σπουδαιότερη λοιπόν τοποθέ τηση του κ. Στεργιόπουλου, κατά τη γνώμη μας, γίνεται στο άρθρο για τον Λαπαθιώτη. Ο Κ. Σ . ισχυρίζεται ότι ο Λαπα θιώτης είναι πιο ανθρώ πινος από τους άλλους (ποιητές του μεσοπο λέμου) και ότι στην τέχνη μένει πάντα το πιο αληθινό και το πιο ανθρώπινο και ότι τίποτα που ήταν γνήσιο κ ι αντιπροσωπευτικό στην ώρα του δε χάνεται. Και στη χειρότερη περίπτωση, προσθέτει ο κ. Στεργιόπουλος, κι όταν παλιώ ν ει και ξεπερνιέται, γίνεται ιστο ρία. Καθώς φαίνεται, ο κ. Στεργιό πουλος πιστεύει ότι η ποίηση κα τάγεται από κάποιο πυρακτωμένο υλικό και όχι από την άκρη της π έ νας. Η πεποίθησή του υποστηρί ζεται έμμεσα και από το άρθρο του για την (υπερεκτιμημένη) Μα ρία Πολυδούρη: η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο, λέει ο κ. Στεργιόπουλος. Κι ωστόσο, προσθέτει, χωρίς ιδιαίτερη πνευ ματικότητα, χωρίς ακονισμένη τ ε χνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύ ναμη σε φτωχές και τριμμένες λέ ξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν' αποκτούν εκφραστικότητα ασυ νήθιστη. Το απαραίτητο συστατικό της διάρκειας είναι κατά το συγγρα φέα η ειλικρίνεια. Η θέση αυτή δεν απέχει πολύ από μια άλλη που έχει πάρει ο κ. Στεργιόπουλος στο άρθρο του για τον Κάλβο. Ε κεί γράφει ότι, όσο κι αν τα έργα κρίνονται και ερμηνεύονται με βάση το αισθητικό τους αποτέλεσμα, δεν παύουν ν ’ αποτελούν έκφρα ση ζωής, και μάλιστα της εσωτερι
κής ζωής ενός ανθρώπου, που αποκρυσταλλώθηκε σε αισθητική μορφή. Ο Κ. Σ· δεν είναι απόλυτος: ποι ητής και ο ίδιος, ξέρει πολύ καλά τ ι αδάμαστο πράγμα είναι η αι σθητική, τι άπιαστο. Τις φορές όμως που υπακούει στην «εσωτε ρική φωνή» θαυματουργεί. Χωρίς τη σφιχτή συνοχή, τη συννενόηση της ψυχικής οδύνης βε την άλλη οδύνη, την οδύνη της γραφής ποίηση δεν υπάρχει. Το πόση σημασία δίνει ο Κ. Σ. και στη μορφή φαίνεται από τις κρίσεις του για τον Γρυπάρη, που πολύ ορθά βλέπει και θαυμάζει στο έργο του την επιμέρους εκ φραστική τελειότητα, ενώ κατα κρίνει την τεχνητή συγκόλληση των μερών. Νά λοιπόν που έμμεσα υποστηρίζει, πολύ δίκαια άλλωστε, ότι η ειλικρίνεια του μύθου, η ει λικρίνεια της προσωπικής οδύνης παίζει και το ρόλο του συνεκτικού υλικού σε ένα ποίημα. Μια άλλη ενδιαφέρουσα τοποθέ τηση πάνω στο περίφημο πρόβλη μα της «στρατευμένης» ποίησης γ ίν εΛ ι από τον κ. Στεργιόπουλο στο άρθρο του για τον Βάρναλη. Από τη μια ο Κ. Σ. υποστηρίζει, πολύ ορθά, ότι η ιδεολογική μετα στροφή του Βάρναλη έπαιξε ανα ζωογονητικό ρόλο στο έργο του, ότι του έδωσε τη ραχοκοκαλιά που πριν του έλειπε, από την άλλη π έφ τει στην αντίφαση, υποστηρί ζοντας ότι ο Βάρναλης πληρώνει κι αυτός το φόρο όλων των στρατευμένων. Μ ' αυτή την έννοια, θ α μπορού σε κανείς να π ει ότι κά θε ποιητής πληρώνει το φόρο της όποιας ιδε ολογικής του εξάρτυσης, της όποιας πολιτικής του τοποθέτη σης. Εξάλλου, πώς μπορεί από τη μια να υπερθεματίζουμε υπέρ της ειλικρίνειας στην τέχνη και από την άλλη να της βάζουμε περιορι σμούς; Και εν πόση περιπτώσει, κάποτε θ α πρέπει ν ’ αρχίσουμε να υπολογίζουμε και το φόρο των «αστράτευτων» στο βωμό της ει λικρίνειας. Και τέλος ο Παπατσώνης. Μπο ρεί ο Κάλβος να είναι ένα σύνορο στην ποίησή μας. 0 Παπατσώνης όμως, ο άχρους και άοσμος, ο υπερεκτιμημένος Παπατσώνης, γιατί να δικαιούται τέτοιας τιμής; ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
αποτέλεσαν προοίμιο για τις τελευταίες στρατοκρατικές εξελίξεις. (Και όσοι θέλουν να καταλάβουν μπορούν να βρουν αντιστοιχίες μονιμότερες των γεγονότων...)
ΓΙΩΡΓΟΥ Π ΑΠ Α ΔΑ ΚΗ : Λ α ϊκ ο ί η ρ α χ τικ ο ί οργανοπ αίχτες.
Αδήνα, Επικαιρότητα, 1983. Σελ. 243. ΜΙΑ ουσιαστική προσφορά στη συλλογή (και διάσωση) πολύτιμου υλικού γύρω από την παραδοσιακή μουσική, αποτελεί το βιβλίο τούτο του συνθέτη και μουσικολόγου Γιώργου Παπαδάκη. Αποτελώντας μέρος μιας σειράς ραδιοφωνικών εκπομπών, δίνει τις συζητήσεις με λαϊκούς «τεχνίτες» της μουσικής και μαζί μια ολοκληρωμένη μαρτυρία του τρόπου και των διαδικασιών με τις οποίες έφτασε η παραδοσιακή μουσική στις μέρες μας. Έ τσ ι, η καταγραφή ξεπερνά το επίπεδο του ντοκουμέντου και γίνεται στοιχείο μελέτης του χαρακτήρα της λαϊκής μας παράδοσης, παραμένοντας ένα εύληπτο -και συναρπαστικόκείμενο...
ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΑΗΣ
5 8 /σ υ νεντευξη
Γιώργος Χειμώνας: Ένα κείμενο δεν τελειώνει ποτέ Ο Γιώργος Χειμώνας «συνοψίζει» με το έργο τον τους συγγραφείς της γενιάς του -ποιητές και πεζογράφους. Αυτό το έργο λειτουργεί μόνο με «λευκούς» αναγνώστες. Όλοι γίνονται λευκοί απέναντι στο έργο, απέναντι στο συγγραφέα, μόλις ανοίξουν, την πρώτη φορά, κάποιο βιβλίο του. Αλλά ταυτίζονται ποτέ ο συγγραφέας και το έργο; Ποιες διαφορές ευσταδούν -και ποιες ομοιότητεςΚύριε Χειμωνά, πώς θα συμβουλεύατε έναν υποψήφιο αναγνώστη σας -που ώς τώρα υπήρξε λευκός απέναντι στο έργο σας- να διαβάσει τα βιβλία σας; Αρχίζον τας από το τελευταίο και τελειώνοντας με το πρώτο, ή αντίστροφα; Αρχίζοντας ίσως από το βαθύ ρήγμα του «μεσαίου», που είναι ο «Γιατρός Ινεότης», και προ χωρώντας ρυθμικά, ανεβαίνοντας εναλ λάξ και με προσοχή τις πλαγιές των υπο λοίπων; ΕΓΩ δεν θα μπορούσα να κάνω μια τέτοια υπόδειξη σ ’ αυτό τον υποψήφιο αναγνώστη. Θα μπορούσε να το κάνει ένας έμπειρος ανα γνώστης μου ή ένας κριτικός. Εκείνο που θα μπορούσα να πω σ ’ αυτό τον αναγνώστη -να τον συμβουλεύσω- είναι να διαβάσει χωριστά το ένα βιβλίο από το άλλο· και πρέπ ει να το εξηγή-
ανάμεσα στο πρόσωπο και το είδωλό του -είδωλο πολλαπλών κατόπτρων-, ενός και μοναδικού, με αχανείς διαστάσεις; Ποιες διαφορές, τι, αναπνέει ρυδμικά, ανάμεσα στον «έφηβο που με φοβερό κόπο και ανήμερη μανία αγωνίζεται να γίνει ο βασιλιάς της Καρδαγένης», και σ ' εκείνον που είναι; Που έγινε ο βασιλιάς της Καρδαγένης; Η Νατάσα Χατζιδάκι συνάντησε το Γιώργο Χειμωνά το περασμένο καλοκαίρι: σω αυτό. Για μένα δεν υπάρχει μια συγκεκριμέ νη καμπύλη εξέλιξης από βιβλίο σε βιβλίο. Για μένα κ ά θε βιβλίο είναι εντελώς χωριστό πράγμα κι εντελώς ανεξάρτητο από το άλλο. Κι αυτό έχ ει την ψυχολογική του εξήγηση. Για τί για μέ να κ ά θε βιβλίο είναι ένα γεγονός ζωής. Δεν σταματώ απλά στην πράξη της γραφής· αυτή είναι η τελική φάση και ίσως και η πιο ανώδυ νη. Για μένα ένα βιβλίο είναι ένας χρόνος δύο ή τριών ή τεσσάρων ετών όπου ζω ορισμένα πρά γματα... Είναι ο δικός σας υποκειμενικός χρόνος; ΟΧΙ. Είναι ο αντικειμενικός χρόνος. Αλλά και ο δικός «σας» χρόνος... ΣΥΜΠΙΠΤΕΙ και με τον δικό μου. Αλλά είναι
σ υ ν εντευ ξη/5 9 την πρόταση να τα βγάλω όλα μαζί σε έναν τό μο. Αυτό ειλικρινά, με κάποια ίσως αφέλεια, δεν το καταλαβαίνω. Για τί έχω την εντύπωση ότι πρόκειται -κ ι αναρωτιέμαι γιατί άραγε να το κά νω αυτό το πράγμα-, πρόκειται να εκδώσω σ ’ έναν τόμο μυθιστορήματα που το κά θε ένα έχει χίλιες ή δύο χιλιάδες σελίδες. Δηλαδή καθένα α π’ αυτά τα βιβλία αντιπροσωπεύει για μένα έναν όγκο ανυπολόγιστο. Και δεν καταλαβαίνω γιατί θα π ρέπ ει όλα αυτά, εν ονόματι έστω του αντικειμενικά μικρού μήκους τους, να βγουν όλα μαζί. Αυτό θα έμοιαζε σαν μια συλλογή διη γημάτων, κ ι αυτό φυσικά... Τα βιβλία μου κάθε άλλο παρά διηγήματα είναι.
και αντικειμενικός. Πάντα υπάρχουν αυτά τα μεσοδιαστήματα σιωπής, τα οποία συνήθως κυ μαίνονται ανάμεσα σε δύο, τρία, τέσσερα το πολύ χρόνια· τώρα μου φαίνεται ξεπέρασα το όριο και μπαίνω στο πέμπτο με το τελευταίο βιβλίο που δεν το έβγαλα ακόμη παρόλο που είναι έτοιμο! Είναι έτοιμο από τη δική σας πλευρά ή... ΝΑΙ, είναι έτοιμο. Αλλά κατά ένα περίεργο τρό πο δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμος να το δώσω για έκδοση. Είναι μια περίεργη εμπλοκή. Πρώτη φορά την παθαίνω. Κάθε φορά που τελειώνει ένα βιβλίο (κι αυτό το βιβλίο έχ ει τελειώσει, «Η φρουρά»), δεν με συγκρατεί κανένας δισταγμός μήπως π ρέπ ει να το διορθώσω ή μήπως πρέπει να το επεκτείνω ή οτιδήποτε άλλο, να το κατερ γαστώ περισσότερο. Εγώ σαν πρόσωπο αισθά νομαι εντελώς ανέτοιμος. Σαν να είμαι εγώ ο ίδιος το έργο. Ίσως ο λόγος είναι ότι, περισσό τερο από κ ά θε άλλη φορά, αισθάνομαι έξω από τον καιρό. Δεν είναι αυτός ο καιρός μου. Πολλοί άνθρωποι ξέπεσαν. Έ λεγα λοιπόν γ ι’ αυτό το χρόνο τον ενδιά μεσο ή προκαταρκτικό, που για μένα είναι η κυρίως γραφή, δηλαδή ο χρόνος που εγώ βιώνω, ζω ορισμένες καταστάσεις· η τελική φάση, το γράψιμο, κρατάει πολύ λίγο, περίπου ένα μήνα, κ ι είναι σχετικά η ευκολότε ρη φάση. Λοιπόν, γ ι’ αυτά τα γεγονότα της ζω ής, όπως ακριβώς τα όρισα, που είναι τα βιβλία μου, που θεωρώ εγώ τα βιβλία μου, το μόνο που μπορώ να πω στον αναγνώστη, είναι να τα κοιτάξει, να τα δει χωριστά το ένα από το άλλο. Γ ι’ αυτό πάντα εκπλήσσομαι όταν μου κάνουν
Υπάρχουν αλλαγές ή βελτιώσεις, εννοώ κάνετε διορθώσεις στις δεύτερες και τρίτες εκδόσεις των βιβλίων σας; Νομίζετε πως ο συγγραφέας, αφού παραιτηθεί από το έργο που δημοσιοποιεί, έχει το δικαίωμα να ξαναεπέμβει, να επεμβαίνει ε π ’ άπειρον; ΟΧΙ. Δεν υπάρχει καμιά αλλαγή ή βελτίωση στις δεύτερες και άλλες εκδόσεις των βιβλίων μου. Κι αυτό έχει σχέση με την προηγούμενη απάν τησή μου, ότι από τη στιγμή που για μένα τα βιβλία μου είναι γεγονότα της ζωής μου, δεν εί ναι δυνατόν να τα αναπαραγάγω, να τα βελτιώ σω ή να τα αλλάξω. Εκτός α π ’ αυτό, απαντών τας στο δεύτερο σκέλος αυτής της ερώτησης, π ι στεύω πως ο νέος συγγραφέας ασφαλώς κ ι έχει το δικαίωμα, αν το νομίζει, αν το κρίνει ότι είναι απαραίτητο, αναγκαίο, βεβαίω ς έχει το δικαίω μα να αλλάζει, να βελτιώνει, να τροποποιεί όπως θ έλ ε ι κείμενα ήδη δημοσιευμένα. Κι αυτό μπορώ να πω, το δεύτερο, είναι σύμφωνο με μια άποψη που έχω σχετικά. Πιστεύω ότι ένα κείμενο δεν τελειώ νει ποτέ. Έ να κείμενο τ ε λειώνει με μια πράξη βίας. Θεωρώ τή δημοσίευ σή του σαν μια πράξη βίας. Σαν ένα είδος λογο κρισίας. Γιατί ακριβώς ένα κείμενο δεν τελειώ νει, όπως δεν τελειώ νουν όλα τα γεγονότα της ζωής μας, που μπορούμε συνέχεια να τα ανα πλάθουμε, να τα θυμόμαστε, να τα ξαναζούμε. Το ίδιο συμβαίνει και μ ’ ένα κείμενο. Τώρα, αν κάποτε αυτό το πράγμα βγαίνει, δημοσιεύεται, επαναλαμβάνω, αυτό -και κυριολεκτώ- είναι μια πράξη βίας πάνω σ ’ ένα ζωντανό σώμα που ξαφνικά εγώ αποφασίζω να το σταματήσω, να το «τελειώ σω». Αλλά βέβαια, ανεξάρτητα από το ίδιο το γεγονός ότι το «κ είμενο» μπορεί να συ νεχίζεται αδιάκοπα, ανεξάρτητα, ερήμην μας, όπως και η ίδια η ζωή.
6 0 /σ υ νεντευξη ΒΕΒΑΙΩΣ. Κάπου εδώ ίσως εμφανίζεται μια αντίφαση. Από τη μια πλευρά θεωρώ το βιβλίο κλεισμένο σαν ένα γεγονός ζωής, και συνεπώς δεν επιδέχεται καμιά αλλαγή. Από την άλλη πλευρά θεωρώ ότι το κείμενο είναι ατέλειωτο και συνεχίζεται. Η αντίφαση, αν υπάρχει, είναι εντελώς επιφανειακή. Δηλαδή τα γεγονότα της ζωής μας, ακριβώς όπως θεωρώ και ένα βιβλίο μου, κ ι αυτά είναι ατέλειωτα. Πάντα ζούμε και ξαναζούμε τις καταστάσεις που ήδη περάσαμε. Ό ταν λέτε «γεγονότα της ζωής μου», εί ναι γεγονότα που αφορούν ίσως άλλους και τα βιώσατε, τα είδατε να τα «υφίστανται», να τα ζουν αυτοί οι άλλοι, πα ράλληλα με άλλα δικά σας που δεν διακρίνονται, που υπάρχουν ίσως επικαλυμ μένα από αυτά που ζουν οι άλλοι. ' Η μή πως υπάρχει η πλήρης αντικειμενικοποίηση αυτών που ζήσατε, αυτών των γεγονό-
ΟΧΙ, δεν μπορώ ν ’ απαντήσω με απόλυτη σαφή νεια σ ’ αυτό. Ασφαλώς είναι και τα δύο. Ασφαλώς δεν επενδύω ή δεν αντικειμενικοποιώ δικά μου πράγματα. Δεν τα προβάλλω σε άλ λους έξω από εμένα. Αλλά ασφαλώς συμβαί νουν και τα δύο. Δηλαδή μια ύφανση των συγ κεκριμένων συμβάντων και των δικών μου βιω μάτων, που κατά κάποιον τρόπο τελικά συγχω νεύονται για να βγει το συγκεκριμένο κείμενο. Από την πλευρά σας, θα αναγνωρίζατε ποτέ στον αναγνώστη το δικαίωμα να γί ν ει κ ι εκείνος κάτοχος-μέτοχος της εμ πειρίας σας, της εμπειρίας του συγγρα φέα, ή έστω των εμπειριών που ο συγγρα φέας ενα ποθέτει στα πρόσωπά του; Αυ τών δηλαδή που κυρίως συνίστανται στην αξιοποίηση άλλων βιωμάτων του «πρα γματικών», αν θεωρήσουμε πως δεν είναι πραγματικό βίωμα η συγγραφή ενός βι βλίου γιατί στηρίζεται κάπου αλλού, μέσα από τα υπολείμματα ή κατάλοιπα του •ψυχισμού του, που είναι στην προκειμένη περίπτωση το βιβλίο; ΠΩΣ θα μπορούσε ο αναγνώστης να υποπτευθ ε ί αυτά τα κατάλοιπα, τα μη πραγματικά; Τα α ποκλειστικά ή ιδιωτικά βιώματα του συγγρα φέα που δεν φαίνονται; Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να τα μαντέ ψ ει. Αλλά το δικαίωμα να τα μαντέψει. Ίσως να μπορεί, ίσως να μην μπορεί.
ΜΠΟΡΕΙ να υποψιαστεί ο αναγνώστης ότι πίσω ή δίπλα σ ’ αυτό το βίω μα που αφηγείται ο συγ γραφέας υπάρχουν άλλα βιώματα του συγγρα φέα. Αυτά μπορεί να τα προσεγγίσει ο αναγνώ στης ή θα σταματήσουμε στο δικαίωμα, για την ώρα; Στο δικαίωμα, για την ώρα. ΖΗΤΑΩ αυτή τη διευκρίνιση για τα «πραγματι κά» και τα «ιδιωτικά» βιώματα του συγγραφέα γιατί πιστεύω ότι ο αναγνώστης επικοινωνεί με το δεδομένο κείμενο, με το δεδομένο βίωμα το μη πραγματικό -ας το ορίσουμε έτσ ι- του συγ γραφέα. Ό χ ι αποκλειστικά μέσω αυτού, δηλα δή του δηλωμένου, του φανερωμένου βιώματος. Υπάρχει πάντα μια «άλλη» περιοχή, μια διπλανή περιοχή, όπου υποψιάζομαι εκ εί συμβαίνει π ε ρισσότερο -δραστικότερα θα έλεγα- αυτή η επαφή αναγνώστη και συγγραφέα. Αλλά μέσα από τα βιώματα που ο ίδιος ο συγγραφέας «παρουσιάζει» στον αναγνώστη. Αυτά κρατούν το βάρος του βιβλίου. Τώρα εσύ μου θ έτεις και μια παραπλήσια ερώτηση, αν πέρα α π’ αυτά τα μη πραγματικά βιώματα μπορεί να επικοινωνεί ή να έχει το δικαίωμα ο αναγνώστης να επικοι νωνεί και με βιώματα που δεν υπάρχουν, που δεν δίνονται από το συγγραφέα, αλλά ο ανα γνώστης τα υποψιάζεται να υπάρχουν δίπλα από τα δοσμένα. Και αποτελούν κρυμμένα, αλ λά πραγματικά βιώματα. Πώς μπορεί ο ανα γνώστης να είναι σίγουρος γ ι’ αυτά; Πώς θα αποφύγει τις αυθαίρετες και απλουστευτικές παρερμηνείες; Αυτό το μη πραγματικό βίωμα που δίνει ο συγγραφέας περιλαμβάνει ασφαλώς και το ιδιωτικό ερέθισμα α π’ όπου ξεκίνησε αλλά τ ι σημασία έχ ει αυτό για τον αναγνώστη; Ποιον π.χ. θα ενδιέφ ερε το γεγονός ότι η «Ε κ δρομή» είναι ένα βιβλίο στηριγμένο εξολοκλήρου στο θάνατο του πατέρα μου; Πάντως, η γε-, νική μου απάντηση είναι ότι όλα τα δικαιώματα του κόσμου είναι με το μέρος του αναγνώστη. Στον αναγνώστη ασφαλώς επιτρέπετα ι οποιοσ δήποτε τρόπος αντίληψης, ολοκλήρωσης της υποδοχής της προσφοράς εκ μέρους του συγ γραφέα. Ε κ εί δεν μου φαίνεται ότι υπάρχει ού τε όριο, ούτε καν τίθ ετα ι θέμα δικαιώματος. Από την άλλη πλευρά όμως, ο συγγραφέας πι στεύω ότι μπορεί να απαιτήσει από τον ανα γνώστη μια στοιχειώδη, θά ’ λεγα, υποχρέωση: να διαβάζει με σοβαρότητα και με προσοχή. Αν φυσικά το κείμενο το αξίζει. Υπάρχουν ήρωες στα βιβλία σας; Ποιοι είναι αυτοί που κυλούν ακατάπαυστα μέ
σ υ νεντευ ξη/61 σα στις σελίδες των βιβλίων σας σαν ένα ποτάμι, που δεν φτάνουν ποτέ πουθενά, δεν σταματούν και δεν αρχίζουν, που δεν έχουν καν τη φιλοδοξία της ήττας, που έχουν εισχωρήσει στο σκοτεινό της βάτ θος, έχουν γίνει η ήττα του εαυτού τούς, εκφράζουν οι ίδιοι με το ίδιο τους το σώ μα την ήττα;
ΠΟΙΟΙ είναι αυτοί που κυλούν ακάτάπαυστα μέσα στις σελίδες των βιβλίων μου, που δεν φτά νουν ποτέ πουθενά, δεν σταματούν και δεν αρ χίζουν. Εδώ σταματώ. Ναι, έτσι παρουσιάζον ται. Κι έτσι κινούνται τα πρόσωπα των βιβλίων μου. Αλλά γιατί μου μιλάς για ήττα; Πώς τα θ ε ωρείς ηττημένα; Ίσως παραιτημένα. Η παραίτηση είναι μια μορφή ήττας. Παραιτημένα κ ι από αυτά τα ίδια τα γεγονότα που τους έχουν καταργήσει ή τους έχουν τρ έψ ει σε φυγή. Είχα κάποτε μια αιφνίδια προβολή διαβάζοντας κάποιο βιβλίο σας- ενός πληθυσμού που εξαιτίάς ενός εξωτερικού βίαιου γεγονότος, μια εισβολή εχθρική, εγκαταλείπει τον οικισμό του και φ εύγει. Φ εύγει προς κάπου όπου δεν υπάρχει τ έ
λος. Φ εύγει μια «Μικρασιατική Κατα στροφή». ΝΑΙ, ακριβώς. Αυτό το πράγμα υπάρχει. Μιλάω πολύ με μεγάλη καθαρότητα για ένα διωγμό λαού, και φυσικά, αν πάρουμε τις εθ ν ικ ές μας μνήμες, το πρώτο που έρχεται στο μυαλό μας είναι η Μ ικρασιατική Καταστροφή. Αυτό λοι πόν εννοείς σαν ήττα; Αλλά πιστεύω ότι εννοείς κάτι άλλο. Πολύ πιο σκοτεινό και πολύ πιο υπαρξιακό. Υπαρξιακό, αυτό ακριβώς. ΟΧΙ. Δεν θεωρώ ότι τα πρόσωπά μού είναι ητ τημένα. Μου διαφεύγει αυτή η εκδοχή τους. Αλ λά ας μιλήσουμε γ ι’ αυτά τα πρόσωπα. Είναι «λυπημένα» ίσως; Απλώς λυπημένα, όχι ηττημένα. ΔΕΝ θα καθόριζα ακριβώς τη συναισθηματι κή τους κατάσταση με τους όρους μιας κλασι κής ψυχολογικής αντιμετώπισης, τυπικής. Επειδή η ήττα περιέχει, πιστεύω, πολύ περισσότερα πράγματα από μια «νίκη». Η νίκη εμπ εριέχετα ι σε μια ήττα.
Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ
ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ
ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ
ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Η ΑΣΩΜΑΤΗ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ
Η ΜΝΗΜΗ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΝΩΣΗ»
62/σ υ ν εν τευ ξη ΟΧΙ, εγώ σταματώ και δυσκολεύομαι ν ’ απαντή σω στο: ποια είναι αυτά τα πρόσωπα. Εγώ ομο λογώ ότι δεν θα μπορούσα να πω ότι είναι αυτά ή εκείνα. Μια απάντηση που θα μπορούσε ίσως να σ ταθεί, είναι ότι είναι ανθρώπινες καταστά σεις που παίρνουν ένα πραγματικό πρόσωπο. Αυτή είναι μια κάπως δύσκολη εξήγηση και χρειάζεται ίσως μια διασαφήνιση. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, για να το καταλάβουμε καλύ τερα. Υπάρχει σε κάποιο βιβλίο η Αιτία. Μια γυναίκα. Που είναι από τα βουνά. Είναι μάλλον άσκημη. Που είναι χοντρή. Μελαχρινή. Και εί ναι στολισμένη με τάματα. Από πάνω μέχρι κά τω. Και ξαφνικά τη λένε η Αιτία. Νά ένα πρό σωπο που θα μπορούσα να πω ότι είναι από τα κανονικά πρόσωπα των βιβλίων μου. Αλλά τι εί-
Έ ν α ς δημιουργός πληρώ νει πολύ ακριβά την ευαισθησία του, την ίδια την πράξη της δημιουργίας. ναι αυτή η γυναίκα και γιατί λέγεται η Αιτία; Ό λα αυτά τα πράγματα δεν ξεκινάνε από συλ λήψεις αφηρημένες. Ή από ιδέες. Βλέπω πολύ απλά μια γυναίκα, γιατί όλα τα πρόσωπα τα οποία παρουσιάζονται στα βιβλία μου είναι πραγματικά, κάπου τα έχω δει, τα συνάντησα. Δεν περιγράφω ανθρώπινα σώματα ή πρόσωπα που δεν τα ξέρω. Ό τα ν περιγράφω ένα αν θρώπινο σώμα ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο ή μια ανθρώπινη κίνηση-χειρονομία, πάντα την έχω δει και την έχω καταγράψει. Αυτό είναι μια πρώτη ύλη που μου είναι απαραίτητη. Λοιπόν αυτή η γυναίκα, η Αιτία, την έχω δει, είναι μια από χωριό, μια γυναίκα νέα. Είναι έτσι χοντρή. Μελαχρινή. Κι είναι ξαφνικά,-η Αιτία. Ναι είναι η Αιτία γιατί οτιδήποτε στον κόσμο μπορεί να είναι η αιτία του κόσμου. Αυτό δ ίνει μια ένδειξη απλώς, γιατί δυσκολεύομαι να πω περισσότερα, μια ένδειξη πώς σ υντίθεται ένα ανθρώπινο σώ μα ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο μέσα στα βιβλία μου. Μια ένδειξη αρκετά, βέβαια, χοντρική και πρόχειρη. Ό τα ν κάποιος πεθα ίνει, τελειώ νει κ ι ο κόσμος μαζί του, καταργείται μια όψη του κόσμου. Έ στω γ ι’ αυτόν και μόνο. Ά ρ α ένα πρόσωπο είναι η Αιτία και η Αρχή από την αρχή του κόσμου και το Τέ λος του βέβαια.
ΜΟΝΟ που αυτό δεν ξεκινάει από μια a priori σύλληψη αυτής της ιδέας που είπες, ή αυτής της φράσης που είπα εγώ: οτιδήποτε στον κό σμο μπορεί να είναι η αιτία του κόσμου. Δεν ξεκινάει α π ’ αυτό. Ό τ ι τ^ρέπει να το αντικειμενικοποιήσω αυτό και να το κάνω πρόσωπο. Εδώ συμβαίνει μια μίξη. Μια σύνθεση. Ό που όλα αυτά τα στοιχεία συναρμολογούνται για να φτάσουν σ ’ αυτή την εικόνα-ιδέα που ηχεί κά πως σαν θεώρημα, σαν αξίωμα: οτιδήποτε στον κόσμο είναι η αιτία του κόσμου. Η εικόνα αυ τής της γυνάίκας που κάποτε τη συνάντησα και είναι έτσ ι. Παράλληλα το στόλισμα αυτής της γυναίκας, να είναι ξαφνικά ντυμένη ολόκληρη με ασημένια τάματα, που είναι η επαργύρωση, οι αστραπές μιας άθλιας ανθρώπινης ζωής. Αυ τά είναι πάρα πολύ λίγα μπροστά σ ’ αυτά που θ α μπορούσε κανείς να π ει γ ι’ αυτό το θέμα των προσώπων που κυκλοφορούν μέσα σ ’ αυ τά τα βιβλία. Αλλά δεν μπορώ να πω από πού ξεκινάν, πού παν, πού σταματούν, άν σταμα τούν, πού αρχίζουν, πού τελειώνουν ή όχι, γιατί ακριβώς ναι, είναι ανθρώπινα πράγματα, αν θρώπινα συστατικά που ξαφνικά αυτονομούνται σε πρόσωπα και σε δράσεις, γίνονται πλά σματα, ανθρώπινα όντα, με στοιχεία πάντα παρ μένα από μια ανθρώπινη πραγματικότητα. Στο βιβλίο «Εκδρομή», σελίδα 79, λέτε κά που: «Για να τελειώσεις τον φόβο, ήρθες στον φόβο. Για να τελειώ σεις τον θάνατο έκανες θάνατο. Τι κοροϊδία για την γλώσ σα...» Θα συνέχιζα, με κάποια ίσως θρασύτητα: «... για να τελειώσεις την γλώσσα ήρθες στην γλώσσα...» «ΓΙΑ να τελειώ σεις τον φόβο ή ρθες στον φό βο...» Αυτό είναι από την «Ε κδρομή». Μια σκη νή όπου είναι ένα ζευγάρι, μάλλον συγγενείς, που ζουν σ ’ ένα έρημο σπίτι και ξαφνικά το ένα πρόσωπο αποφασίζει να τρομοκρατεί, να τρομάζει το άλλο πρόσωπο. Πράγμα που το π ε τυχαίνει. Και το πετυχαίνει με μια απλοϊκότητα, και γ ι’ αυτό ακριβώς είναι και πιο τρομακτικό αυτό το πρόσωπο. Ο άλλος είναι τόσο πολύ τρομοκρατημένος που σ πεύδει να κουρνιάσει στον άνθρωπο που τον τρομοκρατεί, γιατί αι σθάνεται την ανάγκη, μέσα σ ’ αυτό το κλίμα του τρόμου, να είναι με κάποιον. Πρόσεξε εδώ το παράλογο που αναδύεται, που για μένα δεν είναι καθόλου παράλογο. Γιατί αμέσως το άλλο πρόσωπο του λέει: «-Σ ε τρομάζω και έρχεσαι σε μένα που σε τρομάζω;» κ ι ο άλλος απαντάει: «-Ν α ι με τρομάζεις, αλλά τώρα είμαστε μαζί.» Δηλαδή αντιμετωπίζει τον τρόμο έχοντας δίπλα
σ υ ν εντευ ξη/6 3 του κάποιον, δεν έχ ει σημασία που ο κάποιος αυτός είναι ο ίδιος ο τρόμος. Είναι η έσχατη, η πιο απελπισμένη προστασία από τον τρόμο. Ή ακόμα ο τρόμος ξεκολλά από το συγκεκριμένο τρομαχτικό πρόσωπο του άλλου και, σ' ένα άλ λο πια επίπεδο, γίνεται απειλητικός και για τα δύο πρόσωπα. Η δεύτερη φράση: «Για να τ ε λειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο». Εδώ πρό κ ειτα ι σαφώς για ένα φόνο. Ο ήρωας, ένα από τα πρόσωπα της «Ε κδρομής», παραστέκεται σε κάποιον που πεθα ίνει, ο θάνατος τφν τρομάζει πολύ και τον ελκύει ταυτόχρονα, κάπου υπάρ χει αυτή η φράση ότι ο θάνατος, όπως ο έρω τας κ ι όπως η γέννα, είναι ένα πράγμα τρομα χτικό κ ι αδιάντροπο μαζί, δεν αντέχει αυτός ο άλλος το θέα μα του θανάτου, και για να τελ ει ώνει με το θάνατο, σκοτώνει τον ετοιμοθάνατο. Η τρίτη φράση είναι ένα σχόλιο γι' αυτές τις λεκτικές αντιφάσεις. Κι εσύ συμπληρώνεις λέ γοντας: για να τελειώ σ εις την γλώσσα ή ρθ ες στην γλώσσα... Φοβάστε τη γλώσσα λοιπόν; Είναι ένας θάνατος η γλώσσα; ΔΕΝ θά 'λεγα ακριβώς ότι είναι ένας θάνατος, αλλά ναι, φοβάμαι τη γλώσσα. Πέρα α π’ αυτό όμως υπάρχει και μια γενικότερη στάση. Ό λες αυτές οι τρεις προτάσεις, ο φόβος, ο θάνατος και η γλώσσα, όλες δείχνουν αυτή τη γενικ ότε ρη κίνηση. Τη γενικότερη χειρονομία. Να κα θηλώσουμε κάτι που είναι άφαντο. Να το φα νερώσουμε. Να το στερεώσουμε. Να το κρατή σουμε κάπου ακίνητο και να το έχουμε μπρο στά μας. Ό ,τ ι και νά 'ναι αυτό. Η οποιαδήποτε απειλή, κατάσταση. Μια γραπτή γλώσσα είναι μια παγιοποιημένη κατάσταση, μια ακίνητη γλώσσα. ' Ενα σταμάτημα. ΟΧΙ. Δεν το εννοώ έτσι. Και η γραπτή γλώσσα δεν τελειώνει. Εξακολουθεί να ασκεί την τρομακτικότητά της. Δεν υπάρχει διαφορά. Βέβαια είναι παγιωμένη, είναι στερεωμένη, εννοείς στο χαρτί, με γράμματα και με λέξεις... Ό χι. Ο λό γος εξακολουθεί να υπάρχει και να ζει πίσω α π ’ όλα αυτά. Δεν σημαίνει καθόλου τέλειωμα της γλώσσας. Ό τα ν διαβάζουμε ένα βιβλίο σας π εριμ έ νουμε κάποια συνέχειά του στο επόμενο ή στο προηγούμενο, όπως περιμένουμε να ξαναβγεί ένα ποτάμι στο φως, ένα πο τάμι που χάνεται ξαφνικά κάτω από πυ-
Ο Γιώργος Χειμώνας γεννήθηκε στην Καβάλα. ' Εζησε από τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσα λονίκη. Το 1962 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική στα Πανεπιστήμια Θεσσα λονίκης και Αθηνών. Μ ετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι στην ψυχιατρική. Εργάζεται στο Αιγινήτειο Νοσοκομείο. Βιβλία του: «Πεισίστρατος» (1960), «Η εκδρο μή» (1964), «Μυθιστόρημα» (1966), «Ο για τρός Ινεότης» (1971), «Ο γάμος» (1974), «Ο αδελφός» (1975), «Οι χτίστες» (1979).
κνές εδαφικές ή φ υτικές συστάδες, όπως συμβαίνει και στα ίδια τα βιβλία σας, οι χιαστί εικόνες και διάλογοι-μονόλογοι-αφηγήσεις-περιγραφές, όπου η ροή του λόγου εξαφανίζεται κάτω από μια λευκή σελίδα και αναδύεται πάλι στην επόμενη ή εν ταφιάζεται μέσα στον ίδιο τον προορισμό -της-κέλυφος ή και μέσα στις ίδιες τις φράσεις και τις περιόδους -μια εικόνα ή μια λέξη χάνεται μέσα σε μια άλλη για να τη βρούμε παρακάτω ή λίγο πιο πριν να προεξέχει από το στόμιο μιας άλλης λέξης-εικόνας... ...ΝΑ ξαναβγεί ένα ποτάμι στο φως, ένα ποτάμι που χάνεται ξαφνικά κάτω από πυκνές εδαφι κές ή φ υτικές συστάδες, όπως συμβαίνει και στα ίδια τα βιβλία σας, οι χιαστί εικόνες και διάλογοι-μονόλογοι-αφηγήσεις-περιγραφές, όπου η ροή του λόγου εξαφανίζεται κάτω από μια λευ κή σελίδα και αναδύεται πάλι στην επόμενη ή ενταφιάζεται μέσα στον ίδιο τον προορισμότης-κέλυφος ή και μέσα στις ίδιες τις φράσεις και τις περιόδους -μια εικόνα ή μια λέξη χάνε ται μέσα σε μια άλλη για να τη βρούμε παρακά τω ή λίγο πιο πριν να προεξέχει από το στόμιο μιας άλλης λέξης-εικόνας... Ποιο-Τι-Είναι-Το-Ανθρώπινο-' Οριο. Ο «Γιατρός Ινεότης» εμπεριέχεται και π εριέ χει το ανθρώπινο όριο. Το όριο; Και τι μπορεί να αντιπαρατάξει κανείς στο όριο; Τι είναι ο οριακός λόγος; ΝΑΙ. Ο «Γιατρός Ινεότης» έχει το ανθρώπινο όριο. Τι σημαίνει αυτό; Σ ημαίνει τον άνθρωπο στην άκρη. Πέρα α π’ αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Να φανταστούμε έναν άνθρωπο που είναι αρπαγμένος από μιαν άκρια. Ό ,τ ι κ ι αν είναι αυτή η άκρια, γη, άνθρωπος, οτιδήποτε. Δεν το καθορίζω όμως απόλυτα. Είναι κάτι περισσότε-
64/σ υ ν εν τευξη
Γιώργος Χειμωνάς
ρο. Αν επ ιμ είνεις στον καθορισμό αυτού του ορίου, θα το έλεγα: το όριο είν α ι ένα ς νόμος. Ο άνθρωπος που περιέχει το ανθρώπινο όριο, είναι ο άνθρωπος ο οποίος έχει υποστεί την ισχύ ενός νόμου και τον καταλύει αυτόν το νό μο. Η μόνη επεξήγηση που μπορώ να δώσω γ ι’ αυτό το όριο, η μόνη που μου έρχεται στο μυα λό, είναι ακριβώς η κατοχή και η κατάρρευση ενός νόμου. Θα μπορούσα να το γενικεύσω λίγο το θέμα , όσο κ ι αν αυτό φανεί μεγαλόσχημο: Η λογοτεχνία αρχίζει με την εισβολή, με την εγκα τάσταση των νόμων. Των νόμων της φύσης. Των νόμων του νου. Των νόμων της ψυχής. Πάνω στον άνθρωπο. Ο οριακός λόγος που με ρωτάς λοιπόν βρίσκεται ακριβώς στο άλλο άκρο. Αν η λογοτεχνία άρχισε με την εγκατάσταση του νό μ ο υ , η λογοτεχνία ίσως μπορεί να φανταστεί κανένας ότι θα πρέπει να τελειώ νει με την κατά λυση του νόμου. Να τελειώνει, δηλαδή να κλεί νει ο μεγάλος κύκλος της βιολογίας της. Κατά τη γνώμη σας, ώς ποιο βαθμό ισχύ ει η «τρέλα του συγγραφέα» -για να μην επεκταθούμε στους δημιουργούς γενικάκαι πόσο απαραίτητη του είναι αυτή η παρέκκλιση-αστάθεια για να μπορέσει μέ σα από ένα αντεστραμμένο είδωλο, κλο νισμένο ή κλονιζόμενο έστω, να αποκαταστήσει την τάξη εντός του, αν, κατά το, εκλονίσθη εντός μου ο ρυθμός του κό σμου;
ΟΧΙ, εγώ δεν βλέπω καμιά σχέση ανάμεσα στην «τρέλα» του συγγραφέα και την τρέλα. Υπάρχει ένας μύθος πάνω σ ’ αυτό το πράγμα. Έ νας δημιουργός δεν είναι ποτέ τρελός. Δεν είναι πο τέ άρρωστος, μ ’ αυτή την έννοια. Ψυχικά άρ ρωστος. Βεβαίως ένας δημιουργός πληρώνει πολύ ακριβά την ευαισθησία του, την ίδια την πράξη της δημιουργίας. Αλλά αυτό δεν έχει κα μία σχέση με την ιατρική έννοια της τρέλας. Από τη στιγμή που ένας δημιουργός θα τρελα θ ε ί πραγματικά, παύει να υπάρχει και σαν δη μιουργός. Θα πρέπ ει καταρχήν να το ξεκαθα ρίσουμε αυτό το πράγμα. Δεν τη θεωρώ σαν προϋπόθεση για την αξία ή για το ταλέντο ενός συγγραφέα αυτή την τρέλα. Το ότι είναι ένα άτομο ο δημιουργός κάπως ιδιαίτερο, δ ιαθέτει μιαν ιδιαίτερη ψυχολογία, ναι. Να την ονομά σουμε παρέκκλιση· δεν ξέρω αν αυτό σημαίνει πολλά πράγματα. Αστάθεια, ναι. Αλλά όλα αυ τά, διαβλέπω στην ερώτησή σου ότι κάπως ντετερμινιστικά προσπαθούν να καθορίσουν τη δημιουργική υπόσταση του συγγραφέα και την παραγωγή του έργου του, που φυσικά αντανα κλά μια κάποια τάξη, μια τάξη του κόσμου, κλονισμένη ή όχι. Ό χι, δεν θεωρώ προϋποθέ σεις ή συντελεστές της πράξης της δημιουργίας ούτε την τρέλα, ούτε την παρέκκλιση, ούτε την αστάθεια, ούτε τον κλονισμό· τίποτε α π’ όλα αυτά. Αυτή η απάντησή μου είναι κάπως από λυτη, αλλά γενικά αποστρέφομαι τις διάφορες ψυχολογικές προσεγγίσεις της τέχνης. Αυτές μπορεί να είναι δουλειά ενός ψυχιάτρου, κι ασφαλώς η ψυχιατρική πολλά πράγματα θα μπορούσε να κερδίσει από τέτοιες εμπειρίες. Αλλά πιστεύω ότι όλα αυτά τα πράγματα δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημιουργία και με το δημιουργό.
Σ υμβαίνει κάτι περίεργο. Στο δικό σας έργο, από το πρώτο βιβλίο υπάρχει μια εμπεδωμένη γραφή. Η οποία με παραλ λαγές συνεχίζεται. Και χωρίς πολλές εξω τερικές διακυμάνσεις. Βέβαια υπάρχει ένας «παλμός» που διαφ έρει από βιβλίο σε βιβλίο... ΤΟ καταλαβαίνω αυτό το πράγμα, γιατί ο φ είλε ται στο γεγονός ότι η γλώσσα μου, η γλώσσα που γράφω, η γραφή μου, για.μένα είναι ο φυ σικός μου τρόπος να μιλάω. Να αφηγούμαι. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να έχω διαφορετική γλώσσα α π’ αυτήν, όπως πρωτοφανερώθηκε στο πρώτο βιβλίο και στη συνέχεια βέβαια προ χώρησε μέχρι εκ εί που προχώρησε.
σ υ ν εντευ ξη/6 5 Το δραστικό κίνητρο -δεν ξέρω πριν βγει το πρώτο σας βιβλίο πόσον καιρό γράφα τε. Και για να το πω κάπως σχηματικά: Ξέρω ότι οι σπουδές της ιατρικής βρί σκουν απροετοίμαστους τους περισσότε ρους που τις αρχίζουν. Πολλοί φοιτητές «αρρωσταίνουν» μπροστά στο πρώτο τους πτώμα που τους περιμένει, στο τρα πέζι για το μάθημα της ανατομίας. ΟΧΙ, ήμουνα πάντα πολύ ψύχραιμος στην ιατρι κή. Τίποτα δεν με αγρίεψε. Βεβαίως, όπως όλοι οι γιατροί, είδα πράγματα φοβερά. Μαθήματα ανατομικής και τα ακόμη πιο φρικτά μαθήματα νεκροτομίας με άτομα... Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην ανατομι κή και τη νεκροτομία; ΣΤΗΝ ιατροδικαστική γίνεται η νεκροτομία. Ό που φέρνουν ανθρώπους από ατυχήματα. Σκοτωμένους. Δολοφονημένους με μαχαίρια. Στραγγαλισμένους. Και γίνεται η αυτοψία. Στην ανατομία έχεις ένα πτώμα μπροστά σου το ο ποίο δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση ούτε με τη ζωή, ούτε με το θάνατο, ούτε και με το σώμα. Που δεν γνωρίζεις απολύτως τίποτε γ ι’ αυτό. Την ιστορία του. ΕΧ Ε ΙΣ μπροστά σου ένα αντικείμενο. Δεν σου δημιουργεί οποιοδήποτε συναίσθημα, απώθηση ή φρίκη. Το πτώμα του ανατομείου είναι κάτι σαν παρασκεύασμα. ' Ηδη το έχουν προετοιμά σει οι βοηθοί του εργαστηρίου και στο παραδί δουν σχεδόν έτοιμο ν ’ ανακαλύψεις τους μυς και τα νεύρα. Ό χ ι. Το χειρότερο είναι το άλλο, της ιατροδικαστικής. Αυτά τα φοβερά πράγμα τα, τα σώματα των ανθρώπων τεμαχισμένα, δι αμελισμένα, σταγγαλισμένα με όλους τους τρό πους ενός βίαιου θανάτου. Ό χ ι, αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο, πάντα ήμουνα ψύχραιμος και δεν χρειάστηκε να αντιδράσω απέναντι σ ’ αυτό το πράγμα- η σχέση μου με την ιατρική δι αμορφώθηκε σ ’ ένα άλλο επίπεδο, καθαρά συ ναισθηματικό, και ήταν μια σχέση εντελώς -από την αρχή μέχρι το τέλος- σχέση ανθρώπινη, που σε τίποτε δεν διέφ ερ ε από τις άλλες -ας το πω έτσι- ιδιωτικές μου σχέσεις με τους ανθρώπους. Κατεβαίνετε στο βυθό, εκ εί όπου τα πρωταρχικά στοιχεία, οι στοιχειώ δεις μι κροοργανισμοί συμπλέκονται και αλλη-
λοκαταργούνται, μεταξύ απουσίας και απόκρουσης-άπωσης-έλξης. Παντού το «ένστικτο» της ζωής να ακρωτηριάζεται από την εξάλειψη και πάντα να αναλάμπ ει σαν σε υγρά βρύα γκρεμισμένων τοί χων... ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ στο βυθό, ε κ εί όπου τα πρω ταρχικά στοιχεία, οι στοιχειώ δεις μικροοργανι σμοί συμπλέκονται και αλληλοκαταργούνται, μεταξύ απουσίας και απόκρουσης-άπωσης-έλξης. Παντού το «ένστικτο» της ζωής να ακρω τηριάζεται από την εξάλειψη και πάντα να αναλάμπει σαν σε υγρά βρύα γκρεμισμένων τοίχων. Το γεγονός ότι μπορεί και να είσ τε ο για τρός Ινεότης, ότι μπορείτε να περνάτε σε περιοχές όπου το τραγικό και το γε λοίο δεν αναιρούν το ένα το άλλο, στην πραγματικότητα δεν έχουν καμιά θέση, πόσο έχει επηρεάσει το έργο σας; ΝΑΙ. Η απάντηση βεβαίω ς είναι κοινότοπη. Εί μαι ο γιατρός Ινεότης. Είμαι οτιδήποτε υπάρχει μέσα στα βιβλία μου. Αλλά γιατί επιμένεις ειδι κά στο «γιατρός Ινεότης»; Είναι σχηματικό. Είστε γιατρός, και ο Ινεότης είναι γιατρός. Και το όνομα είναι ωραίο. Τι σημαίνει Ινεότης; Η νεότης; ΑΥΤΟ πού ακούγεται. Τα νιάτα. Η νιότη. Αλλά ειδικά για το γιατρό Ινεότη θα μπορούσα να πω ότι περισσότερο είμαι ο Χριστιανός. Έ να ποό-
Ο άνθρωπος πάντοτε υποτίμησε δύο πράγματα. Το ν εαυτό του τον ίδιο και το Λόγο. σωπο που εμφανίζεται μέσα στο βιβλίο «Ο για τρός Ινεότης». Είναι το πρόσωπο που επισκέ π τεται την οικογένεια της Τενάγκνε. Η Τενάγκνε έχει κάποιον απόντα που δεν έρχεται ποτέ, δεν εμφανίζεται ποτέ. Είναι ο άντρας της, ο αδελφός της. Ο ξένος που έρχεται λέγεται Χ ρι στιανός. Υπάρχει μια ποιότητα «Ιησού Χριστού», ένα είδος καλού Σαμαρείτη σε ορισμένα πρόσωπα των βιβλίων σας και μια πιο έν τονη απόχρωση εμφανίζεται στο βιβλίο «Γιατρός Ινεότης».
66/σ υ ν εν τευ ξη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 97. ΑΘΗΝΑ 145, ΤΗΛ. 36.15.15
ΔΕΝ είναι τυχαίο. Ό λη αυτή η ιστορία της Τενάγκνε με τον ξένο που έρχεται είναι ακριβώς μια ιστορία θ εο ύ. Τι συμβαίνει σ ’ αυτή την ιστορία; Ο ξένος, ο Χριστιανός ακριβώς, είναι ο άνθρωπος που πάει να συναντήσει το θ εό και δεν τον βρίσκει. Στη θέση του Χριστού υπάρχει η Τενάγκνε και όλη αυτή η οικογένεια του θ ε ού. Ο ξένος θ έλ ει να επικοινωνήσει με τον απόντα θ εό και φυσικά επικοινωνεί με την οι κογένεια του θ εο ύ . Με την Τενάγκνι σι πετυχαίνει να έρχεται σε απόντα θ εό. Δηλαδή, μέσα επικοινωνία με τ από τους ανθρώπους να φτάνει στο θ εό . Το δεύτερο κύριο πρόσωπο είναι η Τενάγκνε, που επίσης ακουμπά το θ εό . Αλλά αυτή με μια δια δρομή εντελώς αντίστροφη. Φ εύγει από το θ εό πλησιάζοντας τον άνθρωπο. Σίγουρα τα βιβλία σας δεν ανήκουν στο χώρο της λεγάμενης ποιητικής πρόζας. Τα έχουν ήδη κατατάξει ειδ ικ οί στο χώρο της πεζογραφίας. Ωστόσο, πόσο μπορούν να αφήνουν πίσω τους την πεζογραφία και να περνούν στις εκτάσεις της «καθα ρής ποίησης» με όλα τα «παθολογικά» επακόλουθα, με όλους τους κινδύνους που καραδοκούν σαν μυστικά στόμια πηγαδιών σε αχρηστία, αλλά ακάλυπτα;
Δυό «μεγάλα» β ιβλ ία από τίς
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
φ νλ ί ΐν
ΝΑΙ. Το δικό μου θέμα είναι ότι προσπαθώ να βρω, να μιλήσω ένα λόγο κα ίρ ιο. 'Εχω μια μυ θολογική υποψία. Ό τ ι ποτέ δεν μιλήθηκε ολό κληρη η γλώσσα του ανθρώπου. Λοιπόν, ψάχνω να βρω τον καίριο τρόπο ο οποίος θα εξαντλή σ ει ό,τι μπορεί να π ει ο άνθρωπος. Μέσω του συγγραφέα βέβαια. Αυτό, όπως καταλαβαίνεις, είναι ένα τεράστιο θέμα και καθώς κινούμαι προς αυτή την κατεύθυνση δεν αντιλαμβάνο μαι καν αν τα κείμενα που βγαίνουν από ένα τέτοιο χειρισμό του λόγου είναι πεζογραφικά ή είναι ποιητικά. Οπωσδήποτε αντιλαμβάνομαι αυτά τα ανοιχτά στόμια των πηγαδιών, αλλά, επαναλαμβάνω, παρακάμπτω αυτή την, ας την πω έτσι, ειδολογική τοποθέτησή μου στον ένα ή στον άλλο χώρο. Είναι κάτι που δεν με απασχο λεί και δεν με ενδιαφέρει. Καθώς παραδίδεται ο αναγνώστης στη μυθολογική ροή του λόγου σας, τον τινά ζουν απροσδόκητα ορισμένες λέξεις, ό πως η πόλη, π.χ., της Καβάλας, που είναι κάτι τόσο άμεσο και συγκεκριμένο, που δεν παραπέμπει πουθενά αλλού παρά στη συγκεκριμένη πόλη, ενώ το παν άλ λο στα βιβλία σας είναι παραπεμπτικό
σ υ ν εντευ ξη/6 7 εξ ολοκλήρου... ή όταν: «...τα μάτια της στρογγυλά κι είχε ένα στόμα μικρό αλλά παχύ -όπως εκείνη η γυναίκα του Μιχαήλ Α γγέλο υ ...». Αυτό το «Μιχαήλ Α γ γ έ λου», ενώ η Πιετά κάπου αλλού επαφίεταΐ ήρεμα στη θέληση του κειμένου... ΥΠΑΡΧΟΥΝ όλα αυτά τα συγκεκριμένα στοι χεία που θα έλεγα ότι καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στον τόπο και πάνω στο χρόνο. Συ νειρμικά μού ’ ρχεται στο νου η φράση από τον «Πεισίστρατο»: «Έ χ ω την ψυχολογία της καρ φωμένης σημαίας. Και τα καρφιά μ ’ εμποδί ζουν να κυματίσω». Ναι, αυτά τα συγκεκριμένα στοιχεία, η πόλη της Καβάλας, ορισμένες μορ φές οικείες, γνώριμες, είναι ακριβώς αυτά τα καρφιά που καρφώνουν το κείμενό μου πάνω στη γη. Γιατί ένα κείμενο π ρέπ ει οπωσδήποτε να είναι καρφωμένο πάνω στη γη. Αλλιώς είναι χαμένο. Θέλω να πω ότι έχω' την ανάγκη από ένα υλικό ζωής για να μπορέσω να το πλάσω. Ό πω ς κά θε δημιουργός. Έχω ανάγκη από πρώτες ύλες. Πρώτες ύλες είναι η πόλη της Κα βάλας. Διάφορα πρόσωπα που συνάντησα. Τό ποι. Συμβάντα από την εντελώς ιδιωτική μου ζωή. Και θα σου πω ακόμη κάτι: Ο Κήρυκας, το κύριο πρόσωπο των «Χτιστών», που είναι ένα πρόσωπο, θά 'λεγα, μυθικό, που δεν μιλάει, δεν ξέρουμε αν μίλησε ποτέ, μόνο στο τέλος λέει μια φράση, λοιπόν, αυτός ο Κήρυκας δεν θά ’ βγαίνε ποτέ στην επιφάνεια, ποτέ δεν θα γινόταν πλάσμα, πρόσωπο υπαρκτό, αν εντελώς κατά τύχην δεν συναντούσα, μπαίνοντας σ ’ ένα ταξί, έναν άνθρωπο, τον ίδιο αυτό τον οδηγό του ταξί, που μού ’ κάνε κάποια εντύπωση, σαν παρουσιαστικό. Λοιπόν, έδωσα στον Κήρυκα αυτή την πρώτη ύλη, δηλαδή τη φυσιογνωμία, τη στάση, την εικόνα του οδηγού εκείνου. Και ακριβώς η περιγραφή του Κήρυκα, αυτού του μυθικού όντος μέσα στο κείμενο, είναι η περι γραφή αυτού του τυχαίου ταξιτζή που συνάν τησα τότε ποχ> έγραφα αυτό το βιβλίο. Μ ’ αυτό θέλω να πω ότι πάντα το κείμενό μου, ακόμα κι όταν απογειώνεται, πάντα παίρνει μαζί του αυ τές τις πρώτες ύλες, που είναι ύλες ζωής, στοι χειώδεις ύλες ζωής. Τι συμβαίνει όταν, διαβάζοντας τα βιβλία σας ή -ας το γενικεύσουμε- τα βιβλία κά ποιου άλλου ή κάποιας άλλης συγγρα φέα, ζήσουμε τόσο εντατικά μαζί τους και μετά τελειώνουν, και η επιθυμία μαζί τους για τη συνέχεια, σώζεται η επιθυμία από την επανάληψη, όπως σώζεται η μά θηση; Την επιστροφή πάλι και πάλι, με όλες τις εκλάμψεις, τις πτώσεις και τις
εκτινάξεις-παύσεις της λέξης; ΝΑΙ, ασφαλώς. Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος τρό πος. Ξανά και ξανά και ξανά. Πιστεύω ότι αυτό το πράγμα δεν τελειώνει ποτέ. Α ρκεί βέβαια να έχεις την αντοχή. Αλλά δεν υπάρχει άλλος τρό πος για να διαιωνίσουμε ό,τι μας αφήνει μια οποιαδήποτε ανάγνωση, εφόσον φυσικά αυτή η ανάγνωση μας λέει κάτι. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει κάτεξοχήν με τα δικά σας βιβλία, που είναι ένα διαρκές διύλισμα πραγμάτων, και μπορεί κανείς να επιστρέφ ει χωρίς να φ θείρεται αυτή η επιθυμία για επιστροφή από την επιστρο φή την ίδια. Γιατί προκαλούν μια συνεχή επαναπλήρωση. ΤΟ καταλαβαίνω αυτό που λες, αλλά εγώ το θεωρώ και από μια άλλη θέση. Δεν είναι μονά χα ότι ένα βιβλίο, ένα οποιοδήποτε βιβλίο που επιδέχεται τέτοιες επιστροφές, σε κάνει να το ανακαλύπτεις πάντα καινούριο. Εγώ θα έδινα και μια άλλη εκδοχή, ίσως πιο συναισθηματική. Υπάρχουν κείμενα στα οποία επιστρέφουμε από κίνητρα εντελώς συναισθηματικά. Σαν προσωπικό παράδειγμα μπορώ να αναφέρω ότι μου είναι πάρα πολύ αναπαυτικό κι έχω ένα αίσθημα θαλπωρής, θα έλεγα, όταν ξαναδιαβάζω κείμενα, ορισμένες σκηνές, από έργα του Ντοστογιέφσκι. Από περιγραφές προσώπων ή από εκείνους τους φοβερούς μονολόγους των προ σώπων του Ντοστογιέφσκι. Ε κ εί πια δεν λει τουργεί, δεν υπάρχει τίποτα καινούριο. Είναι κάτι κατακτημένο, αποκτημένο μάλλον. Αλλά,
Περιγράφω, στολίζω, ονομάζω το ανθρώπινο σώμα. εντελώς συναισθηματικά, νιώθω την ανάγκη να βρεθώ πάλι δίπλα σ ’ αυτά τα πρόσωπα, όπως αισθάνεσαι την ανάγκη με ορισμένα πρόσωπα της πραγματικότητάς σου. Μπορούμε να υποθέσουμε από αυτά που είπατε ότι ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας «εκλεκτικός πρόγονός» σας στη λο γοτεχνία; Ο Ντοστογιέφσκι είν α ι ο πρόγονος της σύγ χρονης λογοτεχνίας. Αυτό δεν αφορά μόνο εμ έ να.
68/σ υ ν εν τευξη βεβαίω ς, πάρα πολύ συναρπαστικό, αλλά, θα έλεγα, βολικό τρόπο. Τι ρόλο παίζει η τεχνική στην προσπά θ εια πραγμάτωσης ενός έργου; Εσείς ερ γάζεστε με μια συγκεκριμένη τεχνική;
Γιώργος Χειμωνάς
Ό χ ι ο Κάφκα; ΟΧΙ ο Κάφκα. Βέβαια, θεω ρείται ότι ο Κάφκα έχει επη ρεάσει τους περισσότερους σύγχρονους συγγραφείς κι ότι απλώνεται γενικά. Δη λαδή είναι ένα σύμβολο πια, νομίζω. ΝΑΙ. Με αυτά που είπα πριν δεν ήθελα καθό λου να υποτιμήσω’ τον Κάφκα. Ασφαλώς είναι ένας μεγάλος συγγραφέας και ασφαλώς έχει
... αυτά τα γεγονότα ζωής που είναι τα βιβλία μου...
ΔΕΝ ξέρω αν μπορώ να μιλήσω για μια συγκε κριμένη τεχνική. Ασφαλώς υπάρχει μια οργά νωση. Να το πω έτσι; Πώς αλλιώς μπορείς να γράψεις, παρά οργανώνοντας κάτι; Ας μη μιλή σω λοιπόν για τεχνική. Ας μιλήσω για οργάνω ση. Π ρέπει να οργανώσω αυτό το υλικό που έχω, π ρέπ ει να το αναμορφώσω, να το αναδιαμορφώσω και να το δημιουργήσω πάλι από την αρχή με τον δικό μου τρόπο. Εκείνο το οποίο μπορώ να απομονώσω σ ’ αυτή την πλευρά της γραφής που μοιάζει με τεχνική, είναι ότι έχω πάντα την αίσθηση ότι έχω να κάνω με σχήμα τα. Με σχήματα γεωμετρικά. Με πελώρια γεω μετρικά σχήματα. Τα οποία όμως δεν είναι ακί νητα. Συνεχώς αλλάζουν μέσα στο χώρο. Δεν ξέ ρω αν αυτό γίνεται κατανοητό. Πελώρια τετρά γωνα ή παραλληλόγραμμα τα οποία πρέπ ει να ακολουθήσει ο λόγος μου. Κυκλικά, καμπύλα ή ακόμη και ευθέα , αλλά ο λόγος μου πάντα έχω την αίσθηση ότι κυλάει πάνω στα ίχνη αυτών των σχημάτων, τα οποία διατηρούν τη γεωμετρικότητά τους, αλλά κατά ένα τρόπο μεταβλη τό. Σαν ν ’ αλλάζει. Σκέψου μια κατασκευή τε τράγωνη ή οποιαδήποτε άλλη, η οποία περιστρέ φεται μέσα στο χώρο. Έχω την αίσθηση ότι ο λόγος μου κυλάει ή πρέπ ει να κυλήσει πάνω σε κάτι το γεωμετρημένο, κι αυτό είναι το μοναδι κό πράγμα για το οποίο μπορώ να μιλήσω σχε τικά με τεχνική. Υπάρχει παράλληλα και η αί σθηση αφής μιας ύλης. Φ εύγει μέσα από τα χέ ρια μου, την ξαναβρίσκω, αλλάζει μέσα στα χέ ρια μου. Φ τιάχνετε δηλαδή ένα νοητό σχήμα...
επηρεάσει σε μεγάλο βαυμό τη σύγχρονη λογο τεχνία· κ ι όχι μονάχα την πεζογραφία, αλλά και γενικότερα έχει δώσει μια νέα δραματική αί σθηση ζωής. Βρίσκω όμως τον Κάφκα από την πλευρά του δημιουργού κάπως εύκολο. Ο Κάφ κα πάντα μου έδινε την εντύπωση ότι συλ λαμβάνει μια ιδέα, μια απλή ιδέα, κι από κ ει και πέρα δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο από το να την κεντήσει σ ’ ένα τεράστιο λεπτοδουλεμέ νο εργόχειρο. Η κεντρική του ιδέα όμως είναι πάντα αυτή, κι είναι πάντα απλή και πάντα λα κωνική. Το θέμα ήταν ο Κάφκα να βρει το θ έ μα του. Κι από κ ει και πέρα το ανέπτυσσε πά ρα πολύ εύκολα, μ ’ αυτόν τον πολύ δουλεμένο,
ΔΕΝ φτιάχνω εγώ. Είναι ήδη νοητό, αλλά ο ίδιος ο λόγος είναι σαν να το επιβάλλει. Ο λόγος καθώς γεννιέται, γεννιέται έτοιμος, ήδη έχει την οργάνωσή του, την παράθεσή του, σ ’ ένα γεω μετρικό σχήμα. Κι εγώ έχω σχεδόν ορατά, δη λαδή κλείνοντας τα μάτια, έχω σχεδόν ορατό αυτό το πελώριο γεωμετρικό σχήμα, που είναι αξεδιάλυτα ο ίδιος ο λόγος. Κατά κάποιον αλλό κοτο τρόπο, έτσι όπως το συναισθάνομαι, ο λό γος μου παίρνει μια γεωμετρημένη όψη, σαν να είναι μια άλλου είδους εργασία και όχι λόγος, και δεν είναι γλώσσα, και δεν είναι λέξεις. Αλλά κάτι που παρακολουθεί αυτές τις ακανόνιστα
σ υ ν εντευ ξη/6 9 γεωμετρημένες μορφές. Τώρα, τι αποτέλεσμα και πώς βγαίνει αυτό το πράγμα, είναι κάτι που δεν το ξέρω μέχρι το τέλος. Αυτό γίνεται ίσως πιο εύληπτο με το σχήμα του «Γιατρού Ινεότη». Ό τα ν τον έγραφα είχα αυτή την αίσθηση των ομόκεντρων κύκλων. Δηλαδή η ίδια ιστορία στον πρώτο κύκλο, στον δεύτερο κύκλο, ευρύ τερο και ομόκεντρο όμως κύκλο, πιο αναλυμέ νη, στον τρίτο περισσότερο και ούτε καθεξής. Ξαφνικά όλοι οι κύκλοι φτάνουν κάπου, σε κά ποιο εμπόδιο, και αμέσως συσπειρώνονται πάλι στο κέντρο όλης της ιστορίας. Κατά την αναδί πλωση αυτών των σχημάτων κ ι αυτών των υλι κών πάντα συμβαίνουν απότομες κινήσεις, με ταβολές -κάποια σημαντικά επεισόδια που εγώ τα θεωρώ συμβάντα, κραδασμούς, που αφο ρούν αποκλειστικά τη λειτουργία της γραφής. Έ χ ε ι ειπ ω θ εί ότι ο λόγος των βιβλίων σας είναι ένας παθολογικός λόγος. Υπάρ χει παθολογικός λόγος; ΒΕΒΑΙΩΣ υπάρχει παθολογικός λόγος. Είναι ο λόγος ο οποίος προέρχεται από βλάβες εγκ ε φ αλικές που συμβαίνουν στις ειδικές περιοχές του εγκεφάλου πού ελέγχουν την ομιλία, τη λει τουργία της ομιλίας. Από κ ει και πέρα όμως για ποιον παθολογικό λόγο να μιλήσουμε; Για τί ο παθολογικός λόγος μας πηγαίνει σ ’ έναν παθο λογικό ψυχισμό ή σε μια παθολογική νοημοσύ νη. Πώς να το πιάσουμε το θέμα ; Καταρχήν π ρέπ ει να δ οθεί ίσως ο ορισμός του φυσιολογι κού και του παθολογικού. Λοιπόν, ο φυσιολο γικός λόγος είναι ένας συμβατικός λόγος; Ά ρ α λοιπόν ο λόγος της τέχνης είναι πάντα παθολο γικός; Βλέπεις πως αυτές οι «ταξινομήσεις» κα ταλήγουν πάντα σε σοφιστείες. Στο έργο σας συστηματοποιείται μια συμπεριφ ορά κενού απέναντι στο κενό, η μορφοποίηση του άμορφου, η κωδικο ποίηση του άπληστου χάους απέναντι στο χάος. ΘΑ απαλείψω το «συστηματοποιείται». Ναι, υπάρχει μια συμπεριφ ορά κενού. Το «απέναντι στο κενό» μου φαίνεται πλεονασμός. Υπάρχει μια συμπεριφορά κενού. Αλλά η έννοια του κ ε νού είναι τόσο καταλυτική που δεν επιδέχεται καμία συστηματοποίηση. Επίσης απαλείφω την κωδικοποίηση του χάους. Υπάρχει πολύ απλά το άπληστο χάος. Ναι, υπάρχει στα κείμενά μου το χάος. Αλλά μπαίνει μέσα στο λόγο, υπάρ χει ανάμεσα στο λόγο, σαν πραγματικό χάος. Πώς θα μπορούσα να το κωδικοποιήσω; Υπάρ
χει τρόπος να κωδικοποιήσεις το χάος; Κρατάω τη μορφοποίηση του άμορφου και σ ’ αυτήν επι μένω. Ά λλωστε η τέχνη δεν μπορεί να είναι παρά μορφή. Λοιπόν, συμβαίνει αυτή η μορφο ποίηση του άμορφου, κ ι εδώ ίσως χρειάζεται να πω πως είναι μια ιδιάζουσα μορφοποίηση. Αυτή η μορφοποίηση πηγαίνει παράλληλα με τη γνώ ση. Αυτό που εγώ κάνω μορφή, στην ουσία πα ραμένει άμορφο. Αυτού του είδους τη μορφο ποίηση εννοώ, που ποτέ δεν χάνει τη συγγένειά της με το άμορφο. Πόσο διαλυτή μπορεί να είναι η σχέση σας με το νέο μυθιστόρημα; Από καιρού εις καιρόν τη διαταράσσει μια υπερρεαλι στική αύρα; Ίσως. Ή τίποτε α π’ όλα αυτά; ■ ΔΕΝ έχω καμιά σχέση με το nouveau roman ή το αντιμυθιστόρημα κλπ. κλπ. Α ντίθετα, έχω μια πάρα πολύ κακή γνώμη γ ι’ αυτά. Τα θεωρώ φι λολογικές κατασκευές. Ούτε καν λογοτεχνικές. Πάντα με απωθούσαν αυτού του είδους τα κ εί μενα. Δεν ξέρω αν ορισμένοι μπορούν να ανα καλύπτουν ομοιότητες ανάμεσα στα δικά μου κείμενα και το νέο μυθιστόρημα. Εγώ πάντως δεν έχω αυτή την αίσθηση. Για τον υπερρεαλι σμό, αυτή η υπερρεαλιστική αύρα... Ναι, υπάρ χει ένα στοιχείο τέτοιο. Αλλά όχι περιχαρακω μένο, με την έννοια μιας σχολής. Με την έννοια μιας συνύπαρξης... ΝΑΙ, συνυπάρχει, αλλά πρόκειται πάντα για μια κίνηση απελευθέρωσης του λόγου, δηλαδή της
Τ ο κίνητρο της τέχνης για μένα είναι το ανθρώπινο σώμα. ζωής. Σαν μια δυνατότητα πολλαπλασιασμού της αναπαράστασης, να αντηχεί πάνω σε τοί χους που κανείς δεν ξέρει από τι είναι χτισμέ νοι. ' Οχι τυπικά υπερρεαλιστικό στοιχείο, όπως το γνωρίζουμε από τα δεδομένα έργα. Εξάλλου δεν δίνω μεγάλη σημασία στις σχολές. Δίνω με γαλύτερη σημασία στην προσωπική ικανότητα του δημιουργού και πολύ μικρή σημασία έχει το σε ποια σχολή ανήκει. Και μια που μιλάμε για τον υπερρεαλισμό, μας έδωσε έναν εκθαμβω τι κό, ιδιοφυή Νταλί και επίσης μας έδωσε ένα πλήθος από ηλίθια, ή έστω ασήμαντα, πράγμα-
70 /σ υ ν εν τευ ξη τα. Δεν υπάρχουν σχολές. Η τέχνη πάντα μιλή θ η κ ε από έναν -κα ι πάντοτε ένας την ακούει. Πως αντιδράτε στην έκφραση «λογοτε χνικό σύμπτωμα Χειμωνάς»; ΘΑ έπρεπε να αντιδράσω άσχημα; Φαντάζομαι ότι έτσι όπως ειπώ θηκε, αυτή η πρόταση χαρα κτηρίζει περισσότερο κάποιο περιβάλλον αυτού του συμπτώματος. Βεβαίως υποδηλώνει ίσως μιαν οξύτητα αντίφασής μου με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου σ ’ αυτό τον κοινό χώρο της γραφής. Αλλά επαναλαμβάνω ότι αυτή η φράση χαρακτηρίζει περισσότερο την αντίδρα ση και την αντίσταση κάποιου μέρους αυτού του περιβάλλοντος. Δεν αφορά δηλαδή εμένα καθόλου. Δημιουργείται πάντως σιγά σιγά ένα «κλίμα Χειμω νά», διακρίνουμε κάποιες αδιόρατες επιρροές σας... Του ύφους σας, ύφους κυρίως. ΚΑΙ γιατί αυτό να ονομαστεί σύμπτωμα; Το σύμπτωμα υπαινίσσεται πάντα μια διαταραχή. Έ να παράδοξο. Έ τσ ι, αυτό δεν αφορά εμένα, αλλά τον τρόπο αντίδρασης ορισμένων απέναντι σ ’ αυτό που κάνω. Δίπλα στο κυρίως οικοδόμημα, το λογο τεχνικό οικοδόμημα, χτίζετε, συμπληρω ματικά και ενισχυτικά του, άλλα -οικί-
Ν αι, φοβάμαι τη γλώσσα... σκους. Εννοώ τα θεω ρητικά κείμενά σας, που ερμηνεύουν και επεκτείνουν, εντεί νουν την ομορφιά και τη συμμετρία που ήδη υπάρχει και που λειτουργούν όχι μό νο προσθετικά αλλά και τελείως αυτό νομα. ΕΧΩ να κάνω μερικές παρατηρήσεις. Αυτό που λες για συμπληρωματικά και ενισχυτικά του κυρίως λογοτεχνικού οικοδομήματος... Μπορεί και να μην είναι ενισχυτικά. ΑΚΡΙΒΩΣ. Ναι, ναι. Εγώ θεωρώ αυτά τα δοκί μια, αυτά τα ελεύθερα άρθρα, εντελώς ανεξάρ τητα από τα λογοτεχνικά μου κείμενα. Δεν βλέ πω να έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους. Είναι τελείως διαφορετικά και τα κίνητρα και τα θέ-
σ υ νεντευ ξη/71 ματα, αλλά και ο τρόπος που γράφονται. Δεν προσπαθώ με τα δοκιμιακά μου κείμενα να ερμηνεύσω ή να επεξηγήσω τα λογοτεχνικά, και πολύ περισσότερο βέβαια να τα ενισχύσω ή να τα συμπληρώσω. Ό πω ς το είπες, ναι, είναι εν τελώς αυτόνομα. Δεν νιώθω τα κείμενά μου τα λογοτεχνικά απειλούμενα, ώστε να αισθανθώ την ανάγκη να τα υπερασπιστώ με κάποιες θεω ρητικές ή ιδεολογικές γενικότερα απόψεις. Ό χι, καθόλου. Θα μπορούσε όμως να π ει κανείς ότι αυ τές οι α πόψεις σας κ ι αυτά τα δοκίμια τα' λογοτεχνικά απορρέουν κατά κάποιον τρόπο από την εμπ ειρία σας τη συγγρα φική. Δηλαδή από το ίδιο το συγγραφικό σας έργο. ΜΠΟΡΕΙ λοιπόν να μιλήσει κανείς για κείμενα παράλληλα. Και είναι φυσικό να έχουν κάποια συγγένεια, κάπου να συμπίπτουν, αλλά ως κ εί μενα, ως οντότητες, δεν βλέπω να υπάρχει κα μία σχέση μεταξύ τους. Ό τ ι βεβαίω ς μπορεί να ξεκινούν από μια γενική στάση απέναντι στο λό γο, ναι. Αυτό μου φαίνεται ότι είναι και φυσικό και θεμιτό. Έ χ ετε π ει πως το έργο σας είναι μια στά ση ή ένας τρόπος αντιμετώπισης του αν θρώπινου σώματος και της στέρησής του. ΤΟ ανθρώπινο σώμα υπάρχει με μεγάλη έμφα ση στα βιβλία μου. Αλλά κ ι αυτό πιστεύω ότι ανήκει σ ’ αυτές τις πρώτες ύλες που έλεγα προηγουμένως. Που είναι απαραίτητες για να πλαστεί ένα οποιοδήποτε κείμενο. Το ότι το ανθρώπινο σώμα παίζει έναν κυρίαρχο ρόλο στα κείμενά μου, ξεκινά ει από ένα πολύ έντονο -ας πω αυτή την ψυχρή λέξη- ενδιαφέρον. Και επ ί τηδες τη χρησιμοποιώ έτσι- γιατί αλλιώς θα ακουγόταν πολύ συναισθηματικά. Ξεκινάει από αυτό το μεγάλο ενδιαφέρον που από πάντα και πάντα μου κ ιν εί ο άνθρωπος. Σ ε όλες του τις όψεις. Σ ε όλες του τις καταστάσεις. Σ ε όλες του τις κρίσεις. Και είναι φυσικό όλα τα πράγματα να διασταυρώνονται, να συναντιόνται στο αν θρώπινο σώμα. Έ τσ ι λοιπόν περιγράφω, στολί ζω, ονομάζω το ανθρώπινο σώμα. Γιατί για μέ να, αν κάποιος με ρωτούσε ποιο είναι το θέμα , ποιο είναι το κίνητρο της τέχνης, για μένα είναι το ανθρώπινο σώμα. Έ τσ ι ακριβώς όπως πριν το καθόρισα. Σαν ένα απτό, ψηλαφητό, υπαρ κτό σημείο, όπου διασταυρώνονται όλα τα πρά γματα του κόσμου. Και είναι επίσης ευνόητο ότι η στέρηση αυτού του πράγματος είναι ο θά
νατος, είναι το τέλος, το μηδέν, το τίποτα. Γιατί αυτό το «σώμα» μου υπάρχει στην αυτοτέλειά του, ποτέ δεν θ α το φτάσει ούτε ο λόγος ούτε ο νους, υπάρχει και ερήμην των πράξεων και των παθών του. Θα έλεγε όμως κανείς ότι, ακριβώς επειδή ένα σώμα καταργείται τόσο εύκολα μέσα στη μοναδικότητά το υ- και αναπαράγεται επίσης τόσο εύκολα -μέσα πάλι από μια άλλη μοναδικότητα-, αυτό μπο ρεί να π ει κανείς ότι ανατρέπει συνεχώς αυτό που είπα τε, τη μοναδικότητα του ίδιου του σώματος. ΔΕΝ καταλαβαίνω πώς το ανατρέπει, αφού κά θ ε ανθρώπινο σώμα είναι ανεπανάληπτο. Δεν υπάρχει όμοιο του. Το γεγονός ότι εύκολα κα-
Δεν υπάρχουν σχολές. Η τέχνη πάντα μιλήθηκε από έναν. ταστρέφεται και εύκολα αναπαράγεται, δεν ση μαίνει απολύτως τίποτα. Υπάρχει το ανθρώπινο σώμα, είναι αυτό, και αυτό το ανθρώπινο σώμα είναι διαφορετικό από το άλλο. Αυτό δεν βλέπω να έχει καμία σχέση με τις βιολογικές διαδρομές της ανθρώπινης ύπαρξης ανάμεσα στη γέννα και το θάνατο, και ξανά μέχρι το άπειρο. Η Αιτία, η γυναίκα που την ονομάσατε η Αιτία, ή ο άνθρωπος που δάνεισε το δώ μα του στον Κήρυκα. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Κήρυκας, ο άνθρωποςοδηγός ταξί, έχει υποταχθεί σε μια φυ σική καθημερινότητα. Η Αιτία ήταν ένα πρόσωπο ενταγμένο σε μια φυσική, συμ βατική καθημερινότητα ή ήταν ένα πα θολογικό πρόσωπο; Έ να πρόσώπο που το συναντήσατε σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του, σ ’ έναν προθάλαμο νοσο κομείου; ΟΧΙ. Απολύτως όχι. Τουλάχιστον για τα πρό σωπα που με ρωτάτε. Υπάρχουν αυτά τα δά νεια των σωμάτων που (εντελώς τυχαία και περιστασιακά συνάντησα και τα οποία μετά δεν τα ξαναείδα ποτέ, όπως είναι η χωριάτισσα της Αιτίας και ο Κήρυκας του ταξιτζή. Αλλά βεβα ί ως υπάρχουν και πολύ πιο συγκεκριμένα πρό σωπα και σώματα, με τα οποία είχα μια εντελώς ολοκληρωμένη, συναισθηματική, ανθρώπινη αχέ-
72/σ υ ν εν τευξη ση. Υπάρχουν δηλαδή αυτές οι δύο κατηγορίες εμπειριών από τα ανθρώπινα σώματα: Τα αν θρώπινα σώματα σαν μορφές που εμφανίζονται ξαφνικά και χάνονται ξαφνικά κι απλώς μου δί νουν την όψη τους. Και υπάρχουν και τα άλλα πρόσωπα με τα οποία κατά κάποιον τρόπο είχα μια επικοινωνία πέρα-από την απλή, οπτική αν τίληψη του σώματός τους. Έ χ ετε π ει ότι η εμπειρία της ιατρικής, η οποία σας έφ ερε ακριβώς κοντά στο αν θρώπινο σώμα, είναι μια εμπειρία καθα ρά ερωτική ή τουλάχιστον συμβαδίζει... ΟΧΙ, δεν θα μπορούσα να πω ότι είναι ερωτική. Τη θεωρώ ισοδύναμη, και εξίσου αξιοσέβαστη. Ό χι, δεν μου φαίνεται ότι η ιατρική σχέση μπορεί να εννοηθεί ως ερωτική. Αυτό ακόμη και ο Ιπποκράτης το έχει απαγορεύσει. Η γραφή σας έχει δύο κέντρα, όπως έχε τε πάλι π ει: το τελετουργικό, που εξυψώ νει και μεγεθύνει το ανθρώπινο πλέγμακαι το απλοϊκό, το συναισθηματικό. Θα μπορούσατε να το αναλύσετε περισσότε ρο; ΤΑ πρόσωπα, τα κύρια πρόσωπα που κάπως ξεφεύγουν από το πλήθος, κατά κανόνα συν δυάζουν αυτές τις δύο δυναμικές, αυτές τις δύο ιδιότητες: να παραπέμπουν πάντα σε κάτι άλλο που είναι κάτι μεγεθυντικό και μεγεθυμένο. Που έτσι πρόχειρα το είπα τελετουργικό, που είναι κάτι που τους ξεπερνάει αυτούς τους αν θρώπους, είναι κάτι μεγάλο πάντα, κάτι πολύ σημαντικό, και παράλληλα υπάρχει αυτή η άλλη συμπεριφορά, η άλλη υπόσταση ενός πολύ αν θρώπινου, πολύ συνηθισμένου, πολύ τρυφερού συναισθηματισμού που συνυπάρχει με το προ
ηγούμενο. Αυτά τα δύο δεν τα βρίσκω ότι είναι αντιφατικά, το δέσιμό τους γίνεται πάρα πολύ φυσικά. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος πάντοτε υπο τίμησε δύο πράγματα και εξακολουθεί να τα υποτιμά. Το ένα είναι ο εαυτός τον ο ίδ ιο ς και το άλλο είναι ο λό γος . Θέλω να πω ότι αμφιβάλ λω αν ο άνθρωπος έχει αντιληφθεί, έχει καταλά βει το τι μπορεί να είναι, όπως και το τι μπορεί να πει. Τα θεω ρεί, και το ένα και το άλλο σαν κάτι απλό, συνηθισμένο και, σε τελική ανάλυ ση, ασήμαντο, άχρηστο. Ό οον αφορά τη βιολογική κατάσταση της ανθρώπινης «μοίρας», πραγματικά νομίζω δεν είναι κάτι «τυχαίο»; Ο άν θρωπος σαν βιολογική πραγματοποίηση είναι μια μόνο φάση στη διάρκεια μιας διαρκούς εξέλιξης. Από κ ει και ύστερα; ΔΕΝ μπορώ να διανοηθώ τον άνθρωπο εξάρτη μα. Κοινωνικό, πολιτισμικό, βιολογικό, αλλά και κοσμολογικό, όπως όλα αυτά τα υπαινίσσεσαι. Μ ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος, αυτός που είναι, ο συγκεκριμένος, σ ’ αυτή τη δεδομένη του ζωή, όπως τη διαμορφώνει, όπως τη ζει, έξω (και μα ζί) α π’ αυτά τα μεγάλα σχήματα της μοίρας, της ευτέλειας της ζωής, της απειλής του τυχαίου. Ο άνθρωπος-όλον αυτός που είναι, με τις δυνατό τητες, τις ιδιότητες και τις πιθανότητες που έχει. Είναι ένας άνθρωπος-ζώο. Σαν πελώριο θώρακα κουβαλάει τον ιστό των ζωτικών του συντεταγμένων. Έ χ ε ι τη δύναμτ να του δώσει όποια μορφή θ έλει. ' Εχει το δικαίωμα να τον αποτινάξει, και. ν ’ αποκαλυφθεί γυμνός αυτός που είναι. Και έχ ει το δικαίωμα να αποτραβιέται, να χάνεται στο εσωτερικό μιας λαμπερής κατασκευασμένης στολής, προκαλώντας με τη λάμψη της τη σιωπή του κόσμου.
ΔΕΛΤΙΟ 6 Οκτωβρϋυ19 Οκτωβρίου 1983
βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 80 • Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαριστούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύ στημα Ταξινόμησης, προααρμοσμέι νο στην ελληνική βιβλιογραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προη γούνται αλφαβητικά οι έλληνες
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ MIX. Φ. Διαλεκτική ψυχο λογία και υπερβατική συνειδησιολογία στην κρ.πκή ιδεοκρατία του Καντ. Αθήνα, 1983. Σελ. 355. Δρχ. 850. ΜΑΚΡΗΣ Κ. I. - ΜΑΡΚΟΥΛΙΔΗΣ Γ. Π. Παράθυρα . προς την αυτογνωσία. Πρόλογος Ν. Κ. Λούρος. Αθή να, Παπαζήσης, 1983. Σελ. 220.
Επιμέλεια: Έφη
συγγραφείς και ακολουθούν οι ξέ• Η κατάταξη των ξένιον συγγραφέων γίνεται σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδιαία έντυπα. β Για την ακόμη μεγαλύτερη πληρό τητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλνουν έγκαι ρα τις καινούριες εκδόσεις τους.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΣΙΚΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Μυστικά της μύησης. Αθήνα, 1983. Σελ. 214. Δρχ. 350.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΤΣ1ΡΙΝΤΑΝΗΣ Α. Ν. Η πίστις ως βίωμα. Εκδόσεις Συζήτησις, 1983. Σελ. 246. Δρχ. 400.
ΝΤΑΓΚΛΑΣ ΝΙΚ - ΣΛΙΝΓΚΕΡ ΠΕΝΝΥ. Σεξουαλικά μυστικά. II τέχνη της έκστασης στον έρωτα. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1983. Σελ. 382. Δρχ. 1200.
ΚΕ·Υ·ΣΗ ΕΝΤΓΚΑΡ. Πολλές διαστάσεις. Μετ. Αργυρώ Τσιραντωνάκη. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 253. Δρχ. 500.
ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΚΕΎ-ΣΗ ΕΝΤΓΚΑΡ. Τόλμημα προς τα μέσα. Μετ. Κωνσταντίνος Δόλκας. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 240. Δρχ. 500.
ΙΒΕΡΣΟΝ ΤΖΕΦ Φ ΡΕΎ '. Παραπάνω από μια ζωή; Μετ. Γεώογιος Δ. Βουλούκος. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σε?. 181. Δρχ. 400.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΚΕ·Υ·ΣΗ ΕΝΤΓΚΑΡ. Για τα όνειρα. Μετ. Κωνσταντί νος Δό.,κας. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 224. Δρχ. 450.
ΡΑΘΙΟΝΕΡΟ ΛΟΥΙΣ. Οι φιλοσοφίες του Undergrr und. Μετ. Νίκος Κωνσταντάς. Αθήνα, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 183. Δρχ. 150.
ΚΕΎ-ΣΗ ΕΝΤΓΚΑΡ. Για την μετενσάρκωση. Μετ. Κωνσταντίνος Δόλκας. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 222. Δρχ. 4 *0 .
7 4 /δ ελτιο Μ ΑΝΝΙΝΓΚ ΜΑΤΘΗΟΥ. Ο κρίκος. Μετ. Π. Κοντοδιός. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 176. Δρχ. 350.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ (Μ ΟΝΑΧΗ). Οι Ά γ ιο ι του Πόντου. Αθήναι, Ιερόν Γυν. Ησυχαστήριον «Αναλήψεως» Κο ζάνης, 1983. Σελ. 831. Δρχ. 1000. ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ-ΠΑΝΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Η Αποκά λυψη του Ιωάννη. Δοκίμιο. Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 262. Δρχ. 400.
ΕΚΠΑΙΔ. - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΕΝΙΚΑ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΡΑΣΑΝΑΚΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ε. Ψυχολογία της νοημο σύνης. Αθήνα, 1983. Σελ. 204. Δρχ. 500. ΦΡΑΓΚΟΣ ΧΡ. Π. Βασικές παιδαγωγικές θ έσεις. Αθή να, Gutenberg, 1983. Σελ. 247.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΣΙΑΜΟΣ ΝΙΚΟΣ ΣΠ . Νεολαία και ναρκωτικά. Α θή να, 1983. Σελ. 89. Δρχ. 180. ΤΣΑΟΥΣΗΣ Δ. Γ. Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισα γωγή στην κοινωνιολογία. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 658.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΛΑΝΗΣ ΕΥΓΕΝ. I. Σύμφωνον Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Β ' έκδοση. Αθήναι, 1983. Σελ. 144. Δρχ. 300.
ΒΕΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ I. Επιτομή γραμματικής τέχνης. Σύστημα αυτοδιδαχής. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 238. ΜΟΥΛΑΚΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Τα αρχαία ελληνικά. Συμ βολή για την επιτυχία στο μάθημα. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 305.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΦΙΛΟΣ ΣΤΕΦ . Μ. Λειτουργική γραμματική της νεο ελληνικής γλώσσας. Αθήνα, Γιόβας. Σελ. 192. Δρχ. 280.
ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. 5 άρθρα που ο αυτοκαλούμενος δημοκρατικός τύπος δεν... «μπόρεσε» να δη μοσιεύσει! Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σέλ. 113.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ
LA CLA U ERNESTO. Π ολιτική και ιδεολογία στη μαρξιστική θεωρία. Μετ. Γρ. Ανανιάδης. Θεσσαλονί κη, Σύγχρονα Θέματα, 1983. Σελ. 249. Δρχ. 400.
ΚΑΝΑΚΗΣ Ν ΙΚΟΣ. Το διψασμένο κλαράκι. Ποιήμα τα για παιδιά. Αθήνα, 1983. Σελ. 64.
ΡΑΙΜΑΝ ΜΙΧΑΛ. Εν ονόματι του Μαρξ. Μετ. Τίμου Παπακώστα. Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σ ελ. 203. Δρχ.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΡΟΚΟΣ ΓΙΩ ΡΓΗΣ. Μικρές ιστορίες. Αθήνα, Σύγ χρονη Εποχή, 1983. Σελ. 60. Δρχ. 150.
ΕΦΑΡΜΟΣΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΙΑΝ Ν ΙΤΣΗ Σ ΤΑΣΟΣ. Η ελληνική βιομηχανία. Ανά πτυξη και κρίση. Αθήνα, Gutenberg, 1983. Σελ. 380.
ΥΓΙΕΙΝΗ
ΚΟΥΖΝΕΤΣΟΦ ΜΠ. Καταναλωτική κοινωνία. Αυτα πάτες και πραγματικότητα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 86. Δρχ. 100.
Κ Ε Ύ ’ΣΗ ΕΝΤΓΚΑΡ. Για την δίαιτα και υγεία. Μετ. Κωνσταντίνος Δόλκας. Αθήνα, Βουλούκος, 1983. Σελ. 191. Δρχ. 400.
δ ελτιο/75 ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
BRADBEER - DE BOND - LAURIE. Το βιβλίο του κομπιούτερ. Μ ετ. Κ. Παραπαντάκης. Αθήνα, Γαλαίος, 1983. Σελ. 207. Δρχ. 1050.
ΜΑΥΡΟΥΑΙΑ ΣΑΠΦΩ - ΓΕΩΡΓΑΝΤΖΗ ΕΥΑΓΓΕ ΛΙΑ. Τα νέα ελληνικά για ξενόγλωσσους. Οπτικοακουστική μέθοδος. Β ' έκδοση. Αθήνα, 1983. Σελ. 400+104 (ασκήσεις). Δρχ. 500+300.
ΤΕΧΝ ΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΣΚΑΡΟΣ ΖΗ ΣΗΣ. Ζ ητήματα τέχνης. Δοκίμια. Αθήνα, Σοκόλης, 1983. Σελ. 142. Δρχ. 250.
Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ ΙΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑ ΦΕΙΣ Πλάτωνος Ίων. Μετ. Λουκάς Κούσουλας. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 74. Δρχ. 200.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ BRION MARCEL. Leonardo da Vinci. Μεγαλοφυΐα και πεπρωμένο. Πρόλογος-μετάφραση Νικηφόρος Βρεττάκος. Αθήνα, Ν εφέλη, 1983. Σελ. 380. Δρχ. 600.
ΜΟΥΣΙΚΗ
ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΑΠΠΑ ΕΛΛΗ. Οι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 112. Δρχ. 150.
ΑΜΑΡΑΝΤΙΔΗΣ ΑΜΑΡΑΝΤΟΣ. Το τονικό μουσικό σύστημα. Αθήνα, Ν εφέλη, 1983. Σελ. 385. Δρχ. 800.
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ
Ε Ν Α Σ Χ Ο Λ Η Σ Ε ΙΣ
ΠΟΙΗΣΗ
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΤ-ΜΑΚΑΜΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Δ. Ενόργανη γυμναστική. Τόμος A '. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 191. Δρχ. 400.
ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ· ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Το ψάρεμα και η τεχνι κή του. Αθήνα, 1983. Σελ. 142. Δρχ. 450.
ΒΟΖΙΚΗΣ ΠΑΝΟΣ. Ελληνική γη. Μετ. Ν ίκος Σπά νιας. Νέα Υόρκη, 1983. Σελ. 93. ΓΚΡΗ Σ ΗΛΙΑΣ. Εχθρικό τοπίο., Ελληνική Ποίηση, αριθ. 2. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1983. Σελ. 31. ΔΑΒΒΕΤΑΣ ΝΙΚΟΣ Γ. Οι εραστές της όστριας. Αθή να, Πλέθρον, 1983. Σελ. 46. Δρχ. 80. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΜΑΝΟΣ. Το μυστικό πηγάδι. Αθήνα, Γνώ σ η,1983. Σελ. 61. Δρχ. 150. ΚΕΡΕΝ Η Σ ΑΝΤΡΕΑΣ. Αλληγορία του πρωινού. Αθή να, Οδυσσέας, 1983. Σελ. 59. ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ίχνος. Ποιήματα. Αθή να, 1983. Σελ. 26.
ΓΛΩ ΣΣΑ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ JAKOBSO N ROMAN. Τα μεγάλα ρεύματα της γλωσ σολογίας. Εισαγωγή-μετάφραση Δημήτρης Σταυρόπουλος. Αθήνα, «Θεσσαλική Εστία», 1983. Σελ. 96. Δρχ. 200.
ΠΑΛΜΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Νερά καθαρά. Ποιήματα. Αθή να, Πνοή, 1983. Σελ. 64. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ Δ. Π. Η ασώματη. Αθήνα, Γνώση, 1983. Σελ. 63. Δρχ. 150. ΠΕΠΠΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Το μισό,της φωτιάς. Αθήνα, Διογένης, 1983. Σελ. 44. ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΣΑΒΒΑΣ. Η μαμή και τα παιδιά της. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 69. Δρχ. 130.
7 6 /δ ελτιο Σ ΙΔΕΡΗ Σ ΝΙΚΟΣ. Γκο. Ποιήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 48. Δρχ. 150.
Θ ΕΑΤΡΟ
ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ ΜΑΓΔΑ. Ο άλλος κόσμος. Αθήνα, Ζώδιο, 1983. Σελ. 40 Δρχ. 150. ■ ΧΑΤΖΗΔΑΥΙΔ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ. Χοντρές αυλακιές σε χερσοχώραφο. Μόντρεαλ, 1983. Σελ. 63.
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΕΛΥΑΡ ΠΩΛ. Ποιήματα. Γ ' έκδοση. Μετ. Σπόρος Αλ. Γκίνης. Αθήνα, Καστανιώτης. 1983. Σελ. 181. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑ Ι ΩΑΝΝΟΥ Μ. Μ. Το κωμειδύλλιο. Αθήνα, Σοκόλης, 1983. Σελ. 148. Δρχ. 250.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΗΛΙΟΠΟΥΑΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Κοντσέρτο για κύμβαλα και μια φυσαρμόνικα. Αθήνα, Πλέθρον, 1983. Σελ. 103. Δρχ. 170. ΚΑΒΒΑΘΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ωραίο το φουστάνι σου Γιώργο μου. Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σελ. 182. Δρχ. 300.
ΕΡΓΑ ΚΑΒΒΑΔΑΣ ΝΙΚΟΣ. Ο ζητιάνος της ευτυχίας. Δράμα σε τέσσερις πράξεις. Αθήνα, Φιλοτεχνικός Ό μιλος Χίου, 1983. Σελ. 53. ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΤΕΛΗΣ. Τα χέρια του ζωντανού Θεού. Δράμα σε τρεις πράξεις. Β ' έκδοση. Αθήνα, Εστία, 1983. Σελ. 144. Δρχ. 250.
ΧΑΡΝΤΥ ΤΟΜΑΣ. Για να ευχαριστήσει τη γυναίκα του. Και άλλες ιστορίες. Μετ. Γιώργος Φυλαχτός - Νέστορας Χούνος Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 117. Δρχ. 150.
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
ΧΕΜΙΝΓΟΥΕ-Ι· Ε. Στα δύσκολα χρόνια. Μετ. Τάσος Δαρβέρης. Τα Άγνωστα Νόμπελ της Λογοτεχνίας, α ριθ. 5. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1983. Σελ. 123. Δρχ. 250.
ΓΕΝΙΚΑ
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΒΛΑΒΙΑΝΟΥ-ΑΡΒΑΝΙΤΗ ΑΓΝΗ. Κ. Παλαμά ανέκ δοτα γράμματα στο Ν ίκο Β. Φανδρίδη. Ο ρόλος της φιλίας στη ζωή του ποιητή. Αθήνα, 1983. Σελ. 79.
ΚΡΕΜΜΥΔΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ν. Η διαχρονική συνέχεια του ελληνισμού. Αθήνα, Ένωση Τριπολιτών Αττικής, 1983. Σελ. 61. Δρχ. 300. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. Διάγραμμα των αρχεια κών πηγών της νεοελληνικής ιστορίας. Γ ' έκδοση. Βι βλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, αριθ. 114. Αθήνα, Καραβίας, 1983. Σελ. 42. Δρχ. 200.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ ΕΥΓΕΝ ΙΟΣ. Το βιβλίο της παιδικής' ηλικίας. Αθήνα, Ερατώ, 1983. Σελ. 232. Δρχ. 350. ΔΡΟ ΣΙΝΗ Σ Γ. Σκόρπια φύλλα της ζωής μου. Τόμος ■' Γ '. Αθήναι, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βι βλίων, 1983. Σελ. 298. ΚΑΣΣΗ Σ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Δ. Το ελληνικό λαϊκό μυθιστό ρημα 1840-1940. Α' έκδοση. Αθήνα, 1983. Σελ. 205. Δρχ. 450. ΜΑΛΑΝΟΣ ΤΙΜ ΟΣ. Βάρναλης, Αυγέρης, Καρυωτάκης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1983. Σελ. 128. Δρχ. 250. ΣΤΑΦΥΛΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Ν ικηφόρος Βρεττάκος. Κρι τική - Μέλετήματα, αριθ. 11. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 80. Δρχ. 180. ΒΙΑΝ ΜΠΟΡΙΣ. Πορνογραφικά γραπτά. Μετ. Ρίτα Κολαΐτη. Αθήνα, Νεφέλη, 1983. Σελ. 53. Δρχ. 100.
ΤΣΑΙΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Γ. Η ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Αθήνα, 1983. Σελ. 32. Δρχ. 200.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΠΟΚΟΤΑΣ ΡΙΖΟΣ. Έ τσ ι χάθηκε ο Ά ρ ης. Αθήνα, Γλάρος, 1983. Σελ. 168. Δρχ. 250. ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΟΥ-ΓΚΕΛΝΤΗ ΤΙΤΙΚΑ. Γνωριμία με τις αντάρτισσες. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1983. Σελ. 175. Δρχ. 220.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΜΕΧΤΑ BENT. Μαχάτμα Γκάντι. Μετ. Μανίι/α Ζουμπουλάκη. Αθήνα, Κάκτος, 1983. Σ ελ. 167. Δρχ. 300.
δ ελτιο/77 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. Ο Βόρειος Ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του. Μακεδονικού Αγώνα (1878-1894). Απομνημονεύματα Αναστασίου Πηχεώνα. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, αριθ. 196. Θεσσαλονίκη, 1983. Σελ. 497.
ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 49. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ Τεύχος 33. Δρχ. 70.
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμηνη επιθεώρηση κοι νωνικών επιστημών. Τεύχος 13. Δρχ. 150. ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Τεύχος 65. Δρχ. 250.
ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η Αθήνα της μπελ-επόκ. Δοκίμιο - Ιστορία, αριθ. 5. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983. Σελ. 152. Δρχ. 350.
ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού. Τεύχος 141. Δρχ. 100.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 182. Δρχ. 130.
Η κυπριακή εξέγερση του 1931. Ανθολογία κειμένων. Λευκωσία, Ελληνικός Πνευματικός Ό μιλος Κύπρου, 1983. Σελ. 198.
Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α
ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 127. Δρχ. 80.
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΛΗ. Φύλλο 47. Δρχ. 20. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 27. Δρχ. 100. ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ. Μ ηνιάτικη εφημερίδα του Προοδευ,τικού Συλλόγου Μακρινίτσας. Φύλλο 20. ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ. Τεύχος 19. Δρχ. 10.
ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ. Δεκαπενθήμερη έκδοση της νεολαίας ΠΑ.ΣΟ.Κ. Φύλλο 170. Δρχ. 20. ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνη επιθεώρηση της λε σβιακής τέχνης. Τεύχος 74. Δρχ. 200. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώ ρηση. Τεύχος 244. Δρχ. 50. ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΑΠΟ ΤΑ ΜΟΥΔΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΥΡΩ. , Διπλό φύλλο 8-9. Δρχ. 40. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗ Σ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΛΕΣΧΗ Σ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙ ΚΗ Σ. Φύλλο 175. ΓΛΩΣΣΑ. Π εριοδική έκδοση γλωσσικής παιδείας. Τ εύ χος 2. Δρχ. 150. ΓΥΝΑΙΚΑ. Το περιοδικό της ελληνικής οικογένειας. Τεύχος 878. Δρχ. 80. ΔΕΛΦΙΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ. Τριμηνιαία λογοτεχνική έκδο ση. Τεύχος 2-3. Δρχ. 120.
ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχη 1350,1351. Δρχ. 175. ΝΕΑ ΤΗ Σ H EID ELBERG. Τεύχος 1/41. ΟΥΡΑΝΟΙ. Αεροδιαστημική επιθεώρησις. Φύλλο 208. Δρχ. 50. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 786. Δρχ. 60. ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ. Τόμος ΚΕ . Τεύχος 3. Δρχ. 250. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Τεύχος 12. Δρχ. 150. Η ΠΕΣΤΡΟΦΑ. Τεύχος 4. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Β 7 1 3 . Δωρεάν.
Τριμηνιαίο
περιοδικό.
Τεύχος
ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ Ο ΠΥΡΦΟΡΟΣ. Τριμηνιαίο κρητικό περιοδικό. Τεύχος 34. ΣΗΜΑΔΙΑ. Τεύχος 6-7. Δρχ. 80.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Έ κδοση λόγου και τέχνης. Τεύχος 1. Δρχ. 120.
ΣΠΕΤΣΙΩΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Φύλλο 46.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Π εριοδική έκδοση του Κέντρου Φιλο σοφικών Ερευνών. Τεύχος 36. Δρχ. 200.
Ο ΣΤΡΕΦ Η Σ. Μηνιάτικη δημοκρατική εφημερίδα. Φύλλο 6. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΒΗΜΑΤΑ. Τεύχος 47. Δρχ. 50.
ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ. Φύλλο 51. Δρχ. 1,50. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 78. Δρχ. 250. ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Τετράμηνο λογοτεχνικό και καλλιτεχνι κό περιοδικό. Τεύχος 13. ΔΟΜΗΣΗ. Τεύχος 3. Δρχ. 150. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ. Π εριοδική έκδοση τέχνης. Τεύχος 22. Δρχ. 150.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 83. Δρχ. 7. ΣΥΛΛΟΓΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες και φι λότεχνους. Τεύχος 1. Δρχ. 100. 4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 157. Δρχ. 80. ΤΟΤΕ... Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία. Τεύχος 6. δρχ. 120. ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Φύλλο 447. Δρχ. 1.
7 8 /δ ελτιο 22 Σεπτεμβρίου5 Οκτωβρίου 1983
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερή σιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχια κό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μάς στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέ σα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιο δικό έντυπο.
-Υ πόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. Αργυρίου ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ:Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΠ: Ε. Παμπούκη ΕΡ: Ε. Ρόζος EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ: Εμονίδης ΚΛ: Κ. Λάμψα ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου ΟΠ: Ο Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος
ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΑ: Σ, Δρακοπούλου ΣΚ: Σ. Κακίσης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος TP: Κ. Τρίγκου ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΤ: Φ. Τριάρχης XX: X. Χειμώνας ΕΝΤΥΠΑ ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΓ: Διαγώνιος ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: Επίκαιρα ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.)
ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ηχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΣ: Νέα Εστία ΟΙ: Οικολογία και Περιβάλλον ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Τάχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Γενικά
Μπένγιαμιν Β.: Θέσεις για τη φι/ιοσοφία της ιστορίας (Κ. Σιμόπουλος,
Σταμέλος Δ.: Πρωτοπόροι και ήρωες της ελληνικής δημοσιογραφίας (ΕΖ, ΡΙ, 2/10) Φ ιλοσ οφ ία
Feyerabend Ρ.: 1+2. Ενάντια στη μέθοδο (Α. Κουτσυγκος, ΔΙ, 77)
Δεσποτόπουλος Κ. I.: Πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνος (Κ. Μιχαηλίδης, Ζήνων, 3) Κελεσίδσυ-Γαλανού Α.: Η εικόνα της σωτηρίας στην πλατωνική πολιτι κή φιλοσοφία (Κ. Ιωαννίδης, Ζήνων, 3)
Ψυχολογία Szasz Τ.: Το δεύτερο αμάρτημα (Δ. Λιάρος, ΔΙ, 77) Φρόυντ Σ-: Μια παιδική ανάμνηση του Λεονάρντο ντα Βίντσι (ΒΠ, ΔΙ, 77)
δ ελτιο/79 Χόλιτσερ Π.: Σεξουαλικότητα και επανάσταση (ΕΚ, ΡΙ, 2/10) Κοινω νιολογία Βασικά θέματα κοινωνιολογίας και κοινωνιολογικό λεξικό (ΠΑ, ΟΤ. 29/9) Πολύζος Ν.: Δημογραφική πρόκληση (Δ. Αθανασόπουλος, ΚΑ, 29/9) Ρούσης Γ.: Συμμετοχή των εργαζομένων (Κ. Χατζηαργύρης, ΕΨ, 13)
Εσείς περάσατε από την... ΚΙΒΩΤΟ;
Ο ικονομία Μαντζαρέας Ν.: Ανάπτυξη και εξάρτηση (ΒΠ, ΔΙ, 77) Οι ελληνικές εξαγωγές το 1981 (ΠΑ, ΟΤ, 22/9) Προβλήματα εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας στην Ελλάδα (ΠΑ, ΟΤ, 29/9) Π ολιτική Αραμπατζής Ε. - Κοτίου Α. - Παπαστάμκος Γ.: Η μεσογειακή πολιτική της EOk (ΑΘ, ΕΩ, 18/9) Βαρβαρούσης Π.: Ελληνική διπλωματία (I. Σιώτης, ΔΙ, 77) Π αιδικά Λαμπροπούλου-Καραμήτσου Μ.: Η φύση... και μέσα στους 4 τοίχους (ΚΤ, ΕΘ, 28/9) Μαρουλάκης Ν.: Το τσίρκο Ραμπινό. Οι πιο μικροί μας φίλοι (ΤΜ, ΕΠ, 29/9) Τσίρος Σ.: Ο Γρηγόρης της βροχής (ΣΤ, ΕΛ, 22/9) . Τέχνες Αντωνιάδης Α.: Ο φωταγωγός (Α. Πετρακόγλου, ΟΙ, 9) Αρχιτεκτονική και παράδοση (Η. Ευθυμιόπουλος, ΟΙ, 9) Λαμπροπούλου Β.: Η εγκυμοσύνη και η γέννηση στην τέχνη (ΒΠ, ΔΙ, 77) Μεγαπάνου Α.: Κεντήματα (ΒΠ, ΔΙ, 77) Μητροπούλου Α.: Ελληνικός κινηματογράφος (Β. Ραφαηλίδης, ΓΤ, 21) Παναγιωτάτου Ε.: Θέματα ανάπτυξης του χώρου (Ν. Αλεξίου, ΟΤ, 22/9) Ραφαηλίδης Β.: Λεξικό ταινιών. Τ. 5 (ΚΤ, ΕΘ, 21/9) Μαρκούζε X.: Η τέχνη μορφή της πραγματικότητας (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) Μάφι Μ.: Underground (Μ. Μαχαιροπούλου, ΔΙ, 77)
βιβλία
- χαρτικά
παιχνίδια Δραχάτση 1 - Π ειραιάς
Κλασική φιλολογία Ρούσσος Τ.: Αισχύλού τραγωδίες (ΚΤ, ΕΘ, 11/9) Π οίη ση Αγγελάκης Α.: Η μεταφυσική της μιας νύχτας (Γ. Βέης, ΓΤ, 21) Αμανατίδης Δ.: Υπογραμμίζω (Κ. Αβρ., Πνευματική Ρούμελη, 22) Βρεττάκος Ν.: Ο διακεκριμένος πλανήτης (ΑΚ, ΡΙ, 2/10) Γκιμοσούλης Κ.: Ο ξυλοκόπος πυρετός (Β. Στεριάδης, ΚΑ, 29/9) Δημητριάδης Δ.: Χωρίς σύνορα (ΒΠ, ΔΙ, 77) Δωρής Μ.: Η τέταρτη αντίστιξη (ΚΣ, ΝΕ, 1/10) Ζιτσαία X.: Συνέπεια (Β. Μάργαρης, ΚΑ, 29/9) Θεοδωράκης Γ.: Ένα τραγούδι του καιρού μας (ΚΣ, ΝΕ, 1/10) Κακουλίδης Γ.: Μουσουλμάνος δρόμος (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) Κανίνια Ε.: Αντιστροφές (Π. Λιαλιάτσης, ΚΑ, 23/9) Κοντός Γ.: Τα οστά (ΚΣ, ΝΕ, 1/10) Κουγέας Β.: Καίγονται χρόνια (ΒΠ, ΔΙ, 77) Κουν Κ.: Είκοσι δύο ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 1/10) Κ. Π. Καβάφη: Αυτόγραφα ποιήματα (ΚΣ, ΝΕ, 24/9) Κρητικός Π.: Ονείρου λογισμοί (ΣΤ, ΕΛ, 22/9) Κωσταβάρας Θ.: Ο μουγκός τραγουδιστής (ΚΣ, ΝΕ, 1/10) Κωτσόπουλος Θ.: Ποιήματα 1933-1983 (ΤΜ, ΕΠ, 29/9) Λάζου Μ.: Μια ζωή Μαρία (ΠΜ, ΠΑ, 27/9) Μανιταρά-Πετράκου Κ.: Ορόσημο (ΘΠ, ΕΣ, 1/10) Μεϊμάρης Σ.: Εξορκισμοί (Γ. Βέης, ΔΙ, 77) Μπελεγρής Π.: Κοντσέρτο για σκοποβολή (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) Παπαθανασόπουλος Θ.: Καταφύγιο θηραμάτων (Κ. Αβρ., Πνευματική Ρούμελη, 22) Παυλέας Σ.: Τ’ όνομά μας ήταν ενοχή (ΒΠ, ΔΙ, 77) Σωτηρίου Π.: Η καινούρια σιωπή (ΓΠ, Πρωινή Βόλου, 26/9) Τασούλης Θ.: 65 ποιήματα της νότιας πολιτείας του μυαλού μου (ΘΠ. ΕΣ, 24/9) Τσέχος Η.: Τα πάθη του φοράς (ΒΠ, ΔΙ, 77) Ρίλκε Ρ. Μ.: Ποιήματα (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) ΤΙΙΜΙ1ΙΝ · ΓΡΗΓ.ΠΑΑΑΜΑ ) ΤΗΛ. 229-525 ΘΕΣ1ΝΙΚΗ
8 0/δ ελτιο Πεζογραφία
μικρές αγγελίες TO EFL: For Graduate and Posi Graduate Studies in the U.S. Join our small group in Thessaloniki 91.65.82 *
AN οι πράξεις, τα προβλήμα τα, οι εξισώσεις και οι συναρ τήσεις είναι πονοκέφαλος για σας ή το παιδί σας τότε δεν έχετε παρά να α πευθυνθείτε στο 72.17.608, ώρες μεσημερι ού. * ΠΛΗΡΕΣ ημερών, από την αρχή της έκδοσής του, 600 φύλλα του « ' Εθνους» (και 48 του «Έ θ ν ο υ ς της Κυριακής») πωλούνται «μισοτιμής» (6.500 δρχ.). Τηλέφωνο 76.53.591, κ. Κοντό. * ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ κολλεγίου με Μ.Α. παραδίδει μαθήματα ΑΓ ΓΛΙΚΗΣ σε σοβαρούς ενήλι κες. ' Ολα τα επίπεδα. Επίσης λογοτεχνία στα αγγλικά και προετοιμασία για TO EFL και CAMBRIDGE TESTS. Περιοχή Χίλτον. Τηλέφωνο 72.90.810. ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ, μυθι στόρημα περιπ έτεια κατά του πυρηνικού πολέμου. Σελίδες 270. Δρχ. 280. Εκδόσεις ΔΩ ΡΙΚΟΣ και στο βιβλιοπωλείο Μπούρα, Εμμ. Μπενάκη 36. (Κάθε λέξη στίς « μικρέ; άγγελό - ..... χίζει ΙΟ μόνο δρχ.)
Βαρλάμης Ε.: Μια νύχτα στη Σαντορίνη (ΒΠ, ΔΙ, 77) Λημητρίου Π.: Το νησί με τις νεκρές ψυχές (ΒΠ, ΔΙ, 77) Ζακόπουλος Ν.: Μια παράξενη πόρνη (ΑΘ, ΗΜ, 30/9) Ιωάννου Γ.: Καταπακτή (X. Μέγαλυνός, ΟΠ, 11) Καραμπατσάκης Μ.: Ορκισθείτε παρακαλώ (Ν.Κ.Ν., Θεσσαλονίκη, 29/9) Κλάρας Μ.: Το παραμύθι ενός λαού που δεν είναι παραμύθι (Π. Κυπριωτέλλης, ΜΕ, 4/10) Νικολιόπουλος Γ.: Τα παιδιά στην Αντίσταση (Κ. Αβρ., Πνευματική Ρού μελη, 22) Ντελόπουλος Κ.: Ο Άκης και οι άλλοι (ΕΠ, ΔΙ, 77) Παπαδιαμάντης Α.: Άπαντα (Σ. Γουνελας, ΚΑ, 29/9) Πεντζίκης Ν. Γ.: Μητέρα Θεσσαλονίκη (Κ. Γάλλος, ΔΙ, 77) Φωτιάδου-Μπαλαφούτη Γ.: Άσε το βιβλίο, το γάλα φέρε (ΠΜ, ΠΑ, 27/9) Αλτάν Τ.: Αυστηρή επιτήρηση (ΤΜ, ΕΠ, 29/9) Θερβάντες Μ.: Οι αρχικλεφταράδες της Σεβίλλης (ΒΠ, ΔΙ, 77) Μπάυρον: Επιστολές, ημερολόγια, ποιήματα (ΣΚ, Ελεύθερη Γνώμη, Μπουκόφσκι Τ.: Γυναίκες (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) Μαμόρα Φ.: Οι αναμνήσεις ενός γιατρού (ΒΠ, ΔΙ, 77) Ντιάζ Ζ.: Τα σκληρά χρόνια (ΒΠ, ΔΙ, 77) θ ’ Χάρα Τ.: Ραντεβού στη Σαμάρα (ΚΤ, ΕΘ. 21/9) Πάστερνακ Μ.: Προσωπική μαρτυρία (ΒΠ, ΔΙ, 77) Sheldon S.: Ο κυρίαρχος του παιγνιδιού (ΑΘ, ΗΜ, 30/9) Στάινμπεκ Τ.: Το χρυσό κύπελλο (ΚΤ, ΕΘ, 2/10) Στήβενσον Ρ. Λ.: Μύθοι (ΒΠ, ΔΙ, 77) Μ ελ έτ ες Αλισανδράτος Γ.: Οι «Θερμοπύλες» του Καβάφη (ΚΣ, ΝΕ, 24/9) Βαλέτας Γ.: Το ελληνικό διήγημα (ΑΘ, ΗΜ, 30/9) Βελουδής Γ.: Αναφορές (ΣΤ, ΕΛ, 22/9) Ερανιώτης Κ.: Συνείδηση ελληνικότητας στο έργο του Ιάσονα Ευαγγέ λου (Κ. Αβρ., Πνευματική Ρούμελη, 22) Κουμάκης Γ.: Νίκος Καζαντζάκης (Κ. Μιχαηλίδης, Ζήνων, 3) Μαστροδημήτρης Π.: Εισαγωγή στη νεοελληνική φιλολογία (ΣΤ, ΕΛ, 22/9), (Ν’. Τριανταφυλλόπουλος, ΚΑ, 23/9) Ντελόπουλος Κ. - Kc/ϊρη Μ.: Καβάφη γεωγραφικά (ΚΣ,.ΝΕ. 24/9) Πρακτικά του Α' Συμποσίου Νεοελληνικής Ποίησης. Τ.β' (ΓΠ, Πρωινή Βόλου,3/10) Σακελλαρίου X.: Παθολογία της πνευματικής ζωής (ΑΘ, ΗΜ, 30/9) Ιλίνσκαγια Σ.: Κ. Π. Καβάφης (ΚΣ, ΝΕ. 24/9) Φράιερ Κ.: Σύγχρονη ελληνική ποίηση (ΣΤ, ΕΛ, 22/9) Δ οκίμια Καλιόρης Γ.: Παρεμβάσεις (Γ. Μαρίνος, ΟΤ. 29/9) Μάρξ Κ.: Εγκώμιο του εγκλήματος (Κ. Γουλιάμος, ΓΤ, 21) Θ έατρο Ρούζεβιτς Τ.: Λευκός γάμος (ΒΠ. ΛΙ. 77) Ισ το ρ ία -Β ιο γρ α φ ίες-Μ α ρτυ ρ ίες Ανόρικόπουλος Ν.: Ολόφος (ΚΤ. ΕΘ, 28/9) Λιακογιάννης Κ.: Στέλιος Καζαντζίόης (ΚΤ, ΕΘ, 28/9) Ζήσης Κ.: Αγραφιώτες και Καρπενησιώτες αγωνιστές στην επανάσταση του 1821 (Σ. Τσίτσας, Πνευματική Ρούμελη, 22) Καζαντζάκη Ε.: Μαχάτμα Γκάντι (ΚΤ, ΕΘ, 28/9) Καμαράδος-Βυζάντιος Γ.: Η αναθεώρηση της ιστορίας (ΒΠ, ΔΙ, 77) Λάζος X.: Η Αμερική και ο ρόλος της στην επανάσταση του ’21 (ΣΤ. ΕΛ, 22/9), (ΑΘ, ΗΜ. 30/9) Μπούρλος Θ.: Με το Μανώλη Καλομοίρη (ΒΠ, Λί, 77) Σαρδελής Κ.: Γεώργιος Βαρνακιώτης (Α. Βασιλείου, Πνευματική Ρούμε λη. 22) Γκάντι I.: Ηδική μου αλήθεια (Π. Κυπριωτέλλης, ΜΕ. 27/9) Καπέλιουκ Α.: Λίβανος, το χρονικό μιας σφαγής (ΚΤ, ΕΘ, 21/9) • νή ιστορία του Μεξικού (ΒΠ, ΛΙ. 77) Ια 4ιΛ ΐισ ΐικίί Καρούζου Σ.: Ιίερ.πατο. «
Ιταλία (ΒΠ, ΛΙ, 77)
Κυριακή 6 Νοεμβρίου 1983 ώρα 18.00 στο ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜ Μ Α ΜΑΔΑΡΟΣ
ΜΑΡΜΑΡΟ ΤΕΣΣΕΡΑ ϊί β ί .
ΊΟ — •9 · -··? ,
6
2. 3.
5 ···
ΜΑΔΑΡΟΣ
ΜΙΚΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ Ο
ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ
διαβάζει το βιβλίο του Μαδαρού ΜΙΚΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ και η ΑΛΕΚΑ ΠΑΤΖΗ το βιβλίο ΜΑΡΜΑΡΟ ΤΕΣΣΕΡΑ στην εκπομπή «ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΟΡΕΠΤΗ» Μουσική επιμέλεια: Ρηνιώ Παπανικόλα Παραγωγή: Γιώργος Χρονάς Κ αι ο ι δύο σ υ λλο γές κυκλοφορούν
τις εκ δ όσεις Κ Ε Δ Ρ Ο Σ
ΚΑΡΑ ΜΑΡΞ
MapKC β 1882 r.
Χειρόγραφα Μαθηματικά Εκατό χρόνια μετά τό θάνατο τού Κάρλ Μάρξ, τά άγνωστα «Μαθηματικά χειρό γραφα» παρουσιάζονται τώρα γιά πρώτη φορά στήν Ελλάδα. Άναπαραγμένα άπό 1000 χειρόγραφες σελίδες, άποτελοϋν ούσιάστικό ύλικό τό σο γιά τήν ιστορία τών μαθηματικών όσο καί γιά τήν άνάπτυξη τού μαρξισμού σή μερα. Ή δουλειά τού Μάρξ πάνω στά μαθηματι κά ήταν μέσα στή γενικότερη προσπά-
θειά του νά'πλουτίσει τόν διαλεκτικό υλι σμό άπό τή μελέτη τών έπιστημών. Όπως είπε ό Ένγκελς στή νεκρώσιμη όμιλία του γιά τόν Μάρξ, «σέ όποιονδήποτε το μέα κι άν έστρεψε τήν έρευνά του ό Μάρξ... άκόμα καί στόν τομέα τών μαθη τικών, έκανε άνεξάρτητες άνακαλύψεις». Τά «Μαθηματικά χειρόγραφα» μεταφρά ζονται στά έλληνικά άπό έπιτελεϊο ειδι κευμένων μαρξιστών καί οικονομολόγων καί θά κυκλοφορήσουν άπό τίς Εκδόσεις Γλάρος πρός τό τέλος τής χρονιάς.
I Εκδόσεις Γλάρος ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 3
. ΤΗΛ 36 18 457