ΑΡΙΘ. 123 · 17.7.85 · ΔΡΧ. 150
t
εκδόσεις «νεα σύνορα» ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ • ΠΑΤΡΙΣ ΣΕΡΟ - ΕΡΒΕ ΓΚΙΜΠΕΡ • ΕΡΩΤΕΣ ΑΝΔΡΩΝ ·
...Το βιβλίο δε θέτει το ερώτη μα αν η ομοφυλοφιλία είναι κα λή ή κακή και αν οδηγεί στην ευτυχία ή τη δυστυχία. Λέει απλώς ότι κάποτε τα πράγματα πάνε άσχημα...
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΔΑΝΙΗΛΙΔΗΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΒΑΣ. ΦΙΛΙΑ
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ■ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΤΗΛ. 3610589-3600398
του
ΔΙΑΒΑΖΩ
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 14)* Βιβλία για π α ιδιά (No 24)* Γυναικείος λόγος (No 36)* Γκέοργκ Λούκατς (No 41) Τα διδακτικά βιβλία της μέσης εκπαίδευσης (No 47) Φραντς Κάφκα (No 50)* Νέοι Λογοτέχνες (No 50)* Νίκος Καζαντζάκης (No 51)* Μαρσέλ Προυστ (No 52)* Ουίλλιαμ Φώκνερ (No 54)* Αγγλική λογοτεχνία (No 56) Σοβιετική Λογοτεχνία (No 57)* Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μ παλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μ ικροασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μ αρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μ πόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μ αργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83)
Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μ πορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμαν Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μ παρτ (No 93) Π αιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λ απαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λ αϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μ ακρυγιάννης (No 101) Λ ουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Ά γ ρ α ς (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καϊρης (No 106) Α ρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Ά ντερσεν (No 108) Έ ρ μ αν Έσσε (No 109) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (No 111) Έ ντγκα ρ Ά λ α ν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φ ιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Μ αγιακόφσκι (No 121)
* Τα τεύχη που σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί.
Ομήρου 34 -
106 72 Α θήνα - τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.26.910
ΤΘΛΕΝΤΡΟ "Εκδοση λόγου καί Τ έχνης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ: Μπορντέλλο ( ’Απόσπασμα απ’ τό σενάριο της όμώνυμης ταινίας, πού έγραψαν οί: Βαγγ. Γκούφας, A. Wagenstein, μέ τή συνεργασία τών Μ. Ποντικά καί Γ. Βέλτσου). ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Ε λλη νικ ή Ιστορία ( ’Απόσπασμα άπό τό βιβλίο διηγή σεις). ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΤΣΙΔΗΣ: Μέ αφορμή τίς Βάκχες τοϋ Εύριπίδη. (Σημειώσεις γιά τό Θέατρο). ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ: Σονέτο.
JEAN MARGUET: Ά φ ορισ μοί ( ’Απόδοση: X. Β. Βουλγάτος) PIERRE REVERDY: Σκέψεις πάνω στήν ποίηση ( ’Απόδοση: Γ. Κατσάνος) TRUMAN CAPOTE: Ό συγγραφέας καί τό έργο του (Αύτοβιογραφικές σημειώσεις. ’Απόδοση: Ρ. Θεοφανοπούλου).
η
J *
|
X ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗ: Ό κόσμος πού όραματίζομαι (Ά π ό δ ο ση: Φλώρα Βασιλειάδου). ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΣΕΉΔΗΣ: Δώδεκα στό δίφραγκο (Διήγημα). ΠΩΡΓΟΣ ΚΑΡΥΠΙΔΗΣ: Διπλή έκδοχή (Δοκίμιο). VEIJO MERI: Λόγος στή Φιλανδική πρεσβεία τής ’Αθήνας στίς 19.3.85 ( ’Απόδοση: Δημοσθένης Κούρτοβικ). ΔΗΜΗΤΡΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ: Χελιδόνα (ποίημα) SANTA TERESA: Τό βιβλίο τής ζωής (Ά ποσ πά σ μ α τα -ά π όδ οση : Τ ασία Χατζή). ΒΑΓΓ. ΧΑΤΖΗ ΒΑΣΙ ΛΕΙΟΥ: Τέσσερα ποιήματα. ΜΑΡΚΟ ΦΕΡΡΕΡΙ: Γιά τόν κινηματογρά φο. ERNEST HEMINGWAY: Κανείς δέν θά τούς συγχωρέσει (Ά ν έ κ δοτο κείμενο γιά τόν ισπανικό έμφύλιο. ’Απόδοση: ’Αριστ. Κάντας)
ΤΑ ΦΥΛΛΑ: Σχόλια γιά τήν πνευματική έπικαιρότητα.
14
2
λ
°" * ςβ °
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ομήρου 34, Αθήνα - 106 72
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Συνδρομές: 36.03.011 Διαφημίσεις: 36.26.910
ΧΡΟΝΙΚΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Σπύρος Καββαδίας, Βασίλης Παππάς, Δημ. Κυριαζής, Δημ. Παπαδήμας και Πασχάλης Κιτρομηλίδης Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
4 6
Τεύχος 123 17 Ιουλίου 1985
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Τιμή: Δρχ. 150
Γιώργος Γεωργής: Η κυπριακή λογοτεχνία τον 19ο αιώνα Γιώργος Μολέσκης: Το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο της νεότερης Εκδότης: Ά ννα Πετρίδου κυπριακής λογοτεχνίας Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Κώστας Λεοντίου: Σφαρικήθεώρηση της κυπριακής διαλέκτου Γ. Κ. Γιαγκσυλλής: Η λαϊκή ποίηση της Κύπρου Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Στέρ. Φασουλάκης: Οι “ευτελείς” πηγές της Ιστορίας και η ιστοριΣύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Δημήτρης Δεληπέτρος, θεοδώρα Ζερ ' κή σημασία των στιχουργημάτων των Κυπρίων ποιητάρηδων Κ. Γ. Γιαγκουλλής: Το θέατρο Σκιών της Κύπρου βού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Γ. Φιλίππου Πιερίδης: Οι Κύπριοι λογοτέχνες και εκπαιδευτικοί Παπαλέξης, Γιώργος Σαρηγιάννης, Βάσω Σπάθή, Μαρία Στασινοπούλου, Καίστην Αίγυπτο τη Τοπάλη θεοκλής Κουγιάλης: Η κυπριακή ποιητική παραγωγή μετά τα γε γονότα του 1974 Δώρος Θεοδούλου: Παιδική λογοτεχνίατης Κύπρου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
8 13 18 23 28 31 35 41 51
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει η Αφροδίτη Τεπέρογλου ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Χρίστος Παπαγεωργίου ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Τάσος Μακράτος ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δημ. Τριανταφυλλόπουλος
57 59 61 63
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Βάιος Παγκουρέλης και Αντώνης Δελώνης
59
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Συνέντευξη με τον Κώστα Μόντη
66
Κεντρική διάθεση:
ΔΕΛΤΙΟ Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Από πίνακα του Αδαμ. Διαμαντή. (Επιμέλεια: Γ. Γαλάντης)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΊΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
77
στο επόμενο «Διαβάζω» α φ ιέρ ω μ α σ το χ ιο ύ μ ο ρ
4/χρονικα 35? __ Ο
31^ διάλογοι
Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά
Τα σονέτα του Θεοτόκη Αγαπητό μου «Διαβάζω», Στο τεύχος 111, σ. 6, ο αξιόλογος Κερκυραίος Κ. Δαφνής, συμπλη ρώνοντας τη βιβλιογραφία του Κ. Θεοτόκη, μας πληροφορεί ότι στο αρχείο του υπάρχουν φωτοτυπημένα σονέτα, που «αποτε λούσαν περισσότερο άτεχνες δοκιμές, χωρίς ολοκληρωμένη ποιητική μορφή. Τώρα διαβάζω ότι ο κ. Φιλ. Βλάχος θα εκδώσει... 48 σονέτα του Κ. Θεοτόκη. Εύχο μαι να μην περιλαμβάνονται σ’ αυτά και οι δοκιμές που δεν μπή καν στη δική μας παρουσίαση». Επειδή η φιλολογία ενδιαφέρεται και για τις πιο άμορφες ποιη τικές δοκιμές, οποιουδήποτε ποιητή, για να μπορέσει να μελε τήσει πληρέστερα το έργο και να συναγάγει συμπεράσματα για τη μέθοδο γραφής του λογοτέχνη, γ ι’ αυτό πιστεύω ότι, όποιος από τους δυο συντοπίτες μου εκδώσει τα ατελή σονέτα, θα κάμει σπουδαία προσφορά στο έργο του μεγάλου μας πεζογράφου. Ασφαλώς ο κ. Κ. Δαφνής, σπουδαίος σολωμιστής, δε θα πρότεινε ποτέ να εκδοθούν μόνο τα τελειωμένα έργα του Δ. Σολωμού. Σπύρος Καββαδίας Καθηγητής - Ζάκυνθος
Το καρναβάλι του Εμίλιο: Το μασκάρεμα ενός βιβλίου. Αγαπητό «Διαβάζω» Το τεύχος σας, αριθμ. 115, περιέ χει διαφημιστικό ενός βιβλίου
φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώ νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά ’χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
του Ιταλό Ζβέθο, που εκδόθηκε και βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία με τον τίτλο Το καρναβάλι του Εμίλιο (Νέα Σύνορα, 1985). Παρό μοιος τίτλος δεν υπάρχει φυσικά στο έργο του Ζθέβο, ούτε πρό κειται για κάποιο άγνωστο μέχρι στιγμής χειρόγραφό του. Η λε ζάντα που συνοδεύει το διαφημι στικό, μας οδηγεί μόνη της στη λύση του αινίγματος. Γράφει: «Η ερωτική περιπέτεια του Εμίλιο Μπρεντάνι με την ωραία και άπι στη Ατζολίνα Τζάρι...»: Είναι το Senilitd. Το αριστουργηματικό αυτό βι βλίο του Ζβέθο έχει ήδη παρουσιασθεί στο ελληνικό κοινό με τίτλο Το γέρασμα (Νεφέλη, 1982), μα αν δεν απατώμαι και με τον τίτλο Γεροντάματα, πριν με ρικά χρόνια, από εκδοτικό οίκο που δεν θυμάμαι πια. Οι τίτλοι όπως καταλαβαίνετε δεν περιέ χουν τίποτα το ελκυστικό πάνω τους. Είναι ωστόσο τίμιες προσ πάθειες να προσεγγισθεί νοημα τικά η λέξη Senility (Γεράματα), σε συνδυασμό όμως και με το περιεχόμενο του κειμένου που την εννοεί -α ς το πούμε απλάσαν αποτέλεσμα εσωτερικής αδράνειας παρά βιολογικής φθο ράς. Το κοινό, έχοντας ως δεδο μένο τους τίτλους, μάλλον δεν πλησίασε με ενθουσιασμό τα πα ραπάνω, που έμειναν προφανώς στο ράφι. Έρχεται λοιπόν τώρα για τρίτη φορά το βιβλίο να ξα ναχτυπήσει την πόρτα του κοι νού, με μια επιχείρηση που θυμί ζει Δούρειο Ίππο, και συστήνεται ως Το καρναβάλι του Εμίλιο. Αναλογιζόμενος την περιορισμέ νη έκταση ενός γράμματος θα ήθελα εν συντομία να θίξω τα εξής: Ειδικά στον Ζβέβο, οι τίτλοι των βιβλίων του είναι τόσο απέ ριττοι και οριακοί, πολύ κοντά σ’ αυτό που αναφέρει ο Γ. Χειμωνάς σε πρόσφατη συνέντευξή του στο περιοδικό «Η λέξη», αρθ.
42, μιλώντας για τους δικούς του τίτλους, πως «...έχουν την διπλή σημασία της περίληψης και του ορισμού των κειμένων τους». Οι τίτλοι των τριών μυθιστορημά των του Ζβέβο είναι: Una Vita (Μια ζωή) (1892), Senilitd (Γερά ματα) (1898), και μετά από είκοσι και πλέον χρόνια σιωπής, έχον τας ήδη φιλτράρει τη σκέψη του μέσα απ’ το έργο του Φρόυντ, τολμά να ονομάσει το τελευταίο του μυθιστόρημα La coscienza di Zeno (Η συνείδηση του Τζένο) (1923). Αντιλαμβάνεστε πιστεύω πως ο Ζβέβο, σ’ όλη του τη ζωή, υποστήριξε με συνέπεια την άποψη για τους ελάχιστους τίτ λους, αποφεύγοντας πεισματικά και ίσως με κάποια δόση υπερβο λής (ειδικά στα δυο πρώτα του μυθιστορήματα) οτιδήποτε μπο ρούσε να θεωρηθεί σαν αβαντάζ. Αυτό και μόνο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Senilita, άνετα συμπεριλαμβάνεται μέσα στα δέ κα βιβλία που μια γλώσσα θεωρεί σαν τις καλύτερες στιγμές της στη διάρκεια ενός αιώνα, νομίζω πως έχει το δικαίωμα να αποδί δεται μεταφερόμενο με κάποια πιστότητα, σαν κλασικό. Τελειώνω με δυο ακόμα μικρές παρατηρήσεις για τη συγκεκρι μένη έκδοση και το διαφημιστικό της. Ο τίτλος του πρωτότυπου είναι Senilita και όχι La senilita όπως περιέργως αναφέρεται. Όσο κι αν δείχνει σχολαστικό αυτό, έχει σημασία, διότι το πε ριεχόμενο δικαιώνει μόνο τον πρώτο τίτλο και όχι τον δεύτερο. Το θέμα του μυθιστορήματος, ήδη υπογραμμίσαμε, δεν είναι τα γηρατειά ή τα γεράματα κ.λ.π. εί ναι κάτι που τα πλησιάζει μεν, από μια άλλη όμως μεριά. Κι αν μου επιτρεπόταν μια ελεύθερη απόδοση του τίτλου σε σχέση με το θέμα, θα χρησιμοποιούσα τη λέξη Γερ οντο κορ ισμο ί με όλη τη θλίψη και το σαρκασμό που πε ριέχει, στοιχεία-στόχοι εξάλλου
χρονικα/5 του κειμένου. Η δεύτερη παρα τήρηση αφορά έναν ισχυρισμό του διαφημιστικού, πως το βιβλίο έχει για «...φόντο την ιταλική κοινωνία του μεσοπολέμου...», τη στιγμή που εκδόθηκε το 1898 και δεν είναι βέβαια επιστημονι κής φαντασίας. Φιλικά Βασίλης Παπάς Καραολή 1, Έδεσσα
Οι
αγορές βιβλίων από τις κρατικές υπηρεσίες. Με ποια κριτήρια;
Κύριε Διευθυντά, Αραιότερα παλιότερα, κάπως κανονικότερα τελευταία, διάφο ρες κρατικές υπηρεσίες αγορά ζουν από εκδότες κάποιον αριθ μό βιβλίων είτε για ίδρυση είτε για εμπλουτισμό βιβλιοθηκών. Οι υπογραφόμενοι εκδότες -ασχολούμενοι με το «βιβλίο» περισσότερο από τριάντα χρό νια- δεν κατορθώσαμε μέχρι σή μερα να εξιχνιάσουμε με ποια κριτήρια γίνεται η επιλογή. Θα αρκεστούμε σ’ ένα πρόσ φατο παράδειγμα: Το Υπουργείο Γεωργίας αγόρασε από 81 εκδό τες από 100 αντίτυπα βιβλίων τους. Τα διάλεξε γιατί το περιε χόμενό τους έχει σχέση με το αντικείμενο του Υπουργείου; Κα θόλου. Είναι εντελώς άσχετα. Μήπως ως βιβλία γενικού μορ φωτικού, λογοτεχνικού κλπ. πε ριεχομένου; Μα σαν αυτά ή και καλύτερα, έχουν κυκλοφορήσει και οι άλλοι εκδότες από τους οποίους δεν αγόρασε ούτε ένα. Μήπως για να ενισχύσει οικονο μικά εκδότες; Βέβαια η ενίσχυση έφτασε ίσως από 20.000 μέχρι μερικά εκατομμύρια. Δεν είναι χωρίς σημασία μερικά νούμερα: Αγοράστηκαν 41 τίτλοι: 20, 16, 14, 14, 17, 11, 10, 10, 10, 10, 8, 7, 7, 7, 6, 6, 7, 5, 5, 4, 4, 3, 3, 3, 3, 3, 3, 2, 2, 2, 2, 2, 2, από αντίστοι χους εκδότες. Από τους υπόλοι πους από έναν τίτλο. Ο ενδιαφε ρόμενος μπορεί να προμηθευτεί την κατάσταση από το Υπουργείο Γεωργίας: Μενάν δρου 22. Αξίζει τον κόπο. (Από φαση υπ. αριθ. 9394/21-2-1985.)
Σε σχετική ερώτησή μας στην αρμόδια υπάλληλο είπε πως αυτά τα διάλεξε κάποια Επιτροπή που δεν την ξέρει. Το γράμμα μας αυτό δεν στρέ φεται σε καμιά περίπτωση κατά κανενός συναδέλφου. Απλώς θ έ λουμε να τονίσουμε ότι πρέπει κάποτε να καθοριστούν κάποια αντικειμενικά κριτήρια, εμφανείς διαδικασίες, αιτιολόγηση για κά θε αγορά. Οι οργανώσεις των Εκδοτών επανειλημμένα έχουν ζητήσει ν’ αγοράζεται απ’ όλους τους εκδό τες κάποιος αριθμός βιβλίων και όχι από έναν, π.χ. 41 τίτλοι και από τον άλλον κανένας, κι αν μέ σα στον ίδιο χρόνο δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ένα τέτοιο αίτη μα να κρατείται σειρά για τα επό μενα χρόνια. Εξυπακούεται πως δεν εννοούμε να αγοράζονται και βιβλία πορνογραφικού, φασι στικού, για παράδειγμα, περιεχο μένου. Μόνον τότε οι αγορές δεν θα εγείρουν χίλιες δύο αν τιρρήσεις. Δημήτρης
Δημήτρης
Μετά πλείστης τιμής Κυριαζής, Εκδόσεις «ΜΝΗΜΗ» Ακαδημίας 77 Παπαδήμας, Εκδότης-Βιβλιοπώλης Ιπποκράτους 8
Μπαλτάσαρ Γκρασιάν και Γαβριήλ Καλλονάς. Μια υπόμνηση Αγαπητό Διαβάζω, Το ωραίο αφιέρωμα στο δοκίμιο (Διαβάζω, τεύχος 117, 24 Απρι λίου 1984) μας θύμισε έναν ξεχα σμένο τεχνίτη του είδους, τον Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (16011658). Στα όσα αναφέρονται στο τεύχος για τον ισπανό Ιησουίτη συγγραφέα, θα ήθελα να προσ θέσω μια μικρή υπόμνηση σχετι κά με τη χρήση του έργου του στη γραμματεία του Νεοελληνι κού Διαφωτισμού. Μέρος του έρ γου του El Criticon (1651) μετα φράστηκε από τον Άνδριο ιερο μόναχο και δάσκαλο Γαβριήλ Καλλονά (1724-1795) και εντά χθηκε στο έργο του Παιδαγωγία που εκδόθηκε μετά το θάνατό του από τους ανιψιούς του Ιγνά
τιο και Γεώργιο Καλλονά στη Βιέννη το 1800. Το τελευταίο τμήμα του βιβλίου (σσ. 281-534) τιτλοφορούμενο «Παιδαγωγίας Μέρος Γ': Περιέχον τα περί νεότητος, ήτοι της πρώτης ηλικίας» αποτελεί μετάφραση της ιστο ρίας των φίλων Κριτίλου και Αν δρονίκου από το El Criticon του Μπαλτάσαρ Γκρασιάν. Τα μέρη Α' και Β' του βιβλίου προέρχονται από μεταφράσεις του έργου του John Locke Some Thoughts Con cerning Education. Την επισήμαν ση των πρωτοτύπων του έργου του Γαβριήλ Καλλονά οφείλουμε στο ειδικό μελέτημα του καθηγη τή Ε. Κριαρά «Γαβριήλ Καλλονάς, μετςφραστής έργων του Locke και του Gracian», Ελληνικά, τόμ. 13 (1954), σσ. 294-314. Μ εταγε νέστερη έρευνα της Αριάδνης Camariano-Cioran στα ελληνικά χειρόγραφα της Ρουμανικής Ακαδημίας, αποκάλυψε ότι η με τάφραση του Καλλονά βασιζόταν σε προγενέστερη ελληνική από δοση του έργου του Gracian από τον Μυτιληναίο, Μεγάλο Στόλνικο της Βλαχίας, Ιωάννη Ράλλη, το 1754 (από γαλλική μετάφραση του ισπανικού κειμένου). Στα 1794 η ελληνική μετάφραση του Ιωάννη Ράλλη μεταφράστηκε στα ρουμανικά και εκδόθηκε με τον τίτλο Critil si Andronius. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της A. Camariano, στους κώδικες της Ρουμα νικής Ακαδημίας σώζεται ελληνι κή μετάφραση και του δευτέρου μέρους του El Criticon του οποίου το 1827 έγινε και ρουμανική με τάφραση (βλ. A. Camariano Cioran, Les Acaddmies princieres de Bucarest et de Jassy et leurs professeurs, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 268-271). Η Παιδαγωγία του Γαβριήλ Καλλονά και η λίγο προγενέστε ρη Παιδαγωγία του Ιωσήπου Μοισιόδακα (Βενετία 1779) συνιστούν τα δύο σπουδαιότερα παι δαγωγικά συγγράμματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Οι παιδαγωγικές τους ιδέες αποτε λούν αντικείμενο της μελέτης για την παιδαγωγική σκέψη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, η οποία προτάσσεται ως εισαγωγή στην επανέκδοση του κειμένου της Παιδαγωγίας του Μοισιόδακα που ετοιμάζω και ελπίζω να πα ρουσιάσω προσεχώς. Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης
Από 12 Ιουνίου έως 25 Ιουνίου 1985
Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟ Υ Β ΙΒ ΛΙΟ Υ]
Ε1
■3
I ί
| Λέσχη του Βιβλίου - Αθ. | Μεθενίτης - Πάτρα | Ρόμβος-Αθ. I Σύγχρονη Εποχή - Αθ. | Χατζούλη - Λάρισα
Φ CD < <
1 Ελευθερουδάκης - Αθ. | Ενδοχώρα - Αθ. | Εστία - Αθ. | Καρδαμίτσα - Αθ. | Κατώι του βιβλίου - Θεσ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
Επειδή όμως είν α ι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβ λία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας π εριλαμβάνει τελικ ά εκ είν α τα βιβλία που δηλώ θηκαν από δύο το υ λά χισ τον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδ ια φ έρ ο ν και τη ν ποιότητα των βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είν α ι να συμβου λ ε ύ εσ τε τις σ ελίδες της «Επιλογής».
I Αριστοτέλης - Αθ. | Γεωργίου - θεσ.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερ α βιβλία ενό ς δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μ ας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ' όλη τη ν Ελλάδα, δηλώ νοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχ αν τις πε ρ ισσό τερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβ λίο μ ε τις μ ε γα λύτερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε ρίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (,* ) και το τελ ε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ) .
1. 0. Έκο: Το Όνομα του Ρόδου (Γνώση) 2. Β. Καβαθά: Η άλλη Ελένη (Bell - Αλκυών)
·*·
ϊ.
**
Λ. Ούλμαν: Επιλογές (Εξάντας)
* **
». Γ. Ρίτσος: Ίσως νά ναι κι έτσι (Κέδρος)
··
**
Σημείωση: Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή - Αθ. το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Γ. Ρούση: Ο Λένιν για τη γραφειοκρατία (Σύγχρονη Εποχή).
Σ υ ν δ ρ ο μ έ ς ε σ ω τ ερ ικ ο ύ
25 τευχών 3400 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 3100 δρχ. 15 τευχών 2000 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 1800 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 4000 δρχ. Σ υ ν δ ρ ο μ έ ς εξ ω τ ε ρ ικ ο ύ
Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 47 δολ. Κύπρος: 42 δολ. Αμερική κ.τ.λ. 52 δο)
Ευρώπη 25 τευχών 41 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 38 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 27 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 25 δολ. Κύπρος 25 τευχών 36 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 33 δολ. Κύπρος 15 τευχών 24 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 22 δολ.
Ε μ β ά σ μ α τ α στη δ ιεύ θ υ ν σ η :
Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική 25 τευχών 46 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 43 δολ. 15 τευχών 30 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 28 δολ.
Κ α τ ερ ίνα Γ ρ υ π ο ν η σ ιώ τ ο υ - Π ερ ιο δ ικ ό « Δ ια β ά ζ ω » Ο μ ή ρ ο υ 3 4 , 106 72 Α θ ή ν α
Κυπριακά Γράμματα Αυτές τις μέρες, κλείνουν έντεκα χρόνια από τη συμφορά που έπληξε την Κύπρο - πραξικόπημα και τούρκικη εισβολή - που είχε σαν αποτέλεσμα τον ξεριζωμό των Ελληνοκυπρίων και πάρα πολλούς αγνοούμενους. Το κυπριακό πρόβλημα παραμένει ανοικτό και η ελπίδα μιας δίκαιης επίλυσης εμψυχώνει τον αγώνα Κυπρίων και Ελλήνων αδελφών. Παρ ’ όλη όμως τη συμφορά και το τραγικό γεγονός, οι Ελληνοκύπριοι καλλιτέχνες συνέχισαν με μεγάλο ζήλο την καλλιτεχνική τους παραγωγή, που ανάμεσά της σημαντική θέση κατέχει και η λογοτεχνία. Το «Διαβάζω», από τις στήλες του, πρόβαλε και εξακολουθεί να προβάλλει τα κυπριακά γράμματα και τους δημιουργούς τους, όπως θα εξακολουθήσει να κάνει και μετά απ’ αυτό το αφιέρωμα. Γιατί όσο κι αν ορισμένες συνθήκες επηρεάζουν και διαφοροποιούν τη μια παραγωγή από την άλλη, δεν παύουν να υπάρχουν κοινές ρίζες. Το αφιέρωμά μας, με ευκαιρία τη μαύρη επέτειο, έχει έναν πρόσθετο σκοπό: να δημοσιεύσει εργασίες μελετητών της κυπριακής λογοτεχνίας, που ζουν και εργάζονται στη μεγαλόνησο, που και πολλοί είναι και αξιόλογοι. ΓΤ αυτό άλλωστε τα κείμενα, που δημοσιεύονται σ’ αυτό μας το αφιέρωμα, στην πλειοψηφία τους έχουν έρθει από την Κύπρο, το νησί, που μέσα από τη λογοτεχνία του αλλά και την αγωνιστικότητα των κατοίκων του, βιώνει την ελληνική ψυχή και γλώσσα σαν τα πολυτιμότερα υλικά της ταυτότητάς του και της επιβίωσής του. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Γιώργος Γαλάντης
8/αφιερωμα
Γιώργος Γεωργής
Η κυπριακή λογοτεχνία τον 19ο αιώνα Από τα χρόνια του μύθον στα χρόνια της δοκιμασίας εισαγωγική θεώρηση Η Κύπρος έχει μια διαχρονική παρουσία στην πορεία της ελληνικής λογοτεχνίας. Η γεωγραφική θέση του νησιού, η απόσταση από τα μητροπολιτικά κέντρα, και οι εξωγενείς πολιτιστικές επιδράσεις επέτρεφαν τη διαμόρφωση ενός ιδιαίτερου χα ρακτήρα της κυπριακής λογοτεχνίας, που την οριοθετούσε τοπικά χωρίς να τη δια χωρίζει από την εθνική λογοτεχνία. Η πρώτη ποιητική δημιουργία στην Κύπρο ανάγεται στα χρόνια του μύθου. Ο Κινύρας πρώτος αρχιερέας της Αφροδίτης και βασιλιάς της Πάφου αναφέρεται από τον Πίνδαρο και τον Παυσανία ως έξοχος μουσικός και ποιητής. Μετά τον μυκηναϊκό αποικισμό του νησιού και την κυριαρχική επικράτηση του ελληνικού στοι χείου η ποιητική δημιουργία βαδίζει παράλληλα προς την πνευματική και καλλιτεχνική ανάπτυξη στην αρχαία Ελλάδα. Το έπος, η λυρική ποίηση,· το επίγραμμα, το δράμα, η φιλοσοφία και η ιστορία έχουν να παρουσιάσουν αξιόλογους και πολλές φορές επιφανείς εκπροσώπους. Μετά τον Κινύρα, τον μυθικό γενάρχη της κυπριακής λο γοτεχνίας, πρώτος γνωστός επώνυμος δημιουρ γός αναφέρεται ο χρησμωδός Εύκλος, που με χρησμό του προφήτεψε τη γέννηση του Ομήρου στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Ο εύκλειος χρησμός εξασφάλιζε στην Κύπρο περγαμηνή για ουσια στική συμμετοχή στη διεκδίκηση - από πολλές ελληνικές πόλεις - της τιμής να καταξιωθούν ως ο γενέθλιος τόπος του Ομήρου. Η ανάμιξη στην έριδα των πόλεων για την ομηρική πατρίδα είναι συνδεμένη με τα «Κύπρια Έπη» που αποτελούν σημαντικότατο έργο του επικού κύκλου. Η πατρότητά τους αποδόθηκε αρχικά στον Όμηρο, άποψη που αμφισβητήθηκε πρώτα από τον Ηρό δοτο, που υποστήριξε ότι «ουχ Όμηρον τα Κύ πρια Έπεα έστιν, αλλ’ άλλου τινός». Σήμερα
αποδίδονται αδιαμφισβήτητα στον Στασίνο. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, ο Όμηρος πάντρεψε την κόρη του Αρσινόη με τον Στασίνο και τού ’δώσε τα Έπη για προίκα. Η πατρότητά τους αποδόθηκε ακόμα στον ποιητή Ηγησία ή Ηγησίνο τον Σαλαμίνιο που φέρεται επίσης ως ποιητής του έπους «Ατθίς». Η επική ποιητική δημιουργία συντελέστηκε στην πρώτη περίοδο της ακμής που κράτησε μέ χρι και τον έβδομο αιώνα. Ακολούθησαν χρόνια επιδρομών, ξένων αναμετρήσεων και δουλείας. Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες κατέλαβαν διαδο χικά την Κύπρο. Ένας μεσαίωνας με μικρές αναλαμπές κάλυψε το νησί. Η πρώτη άνοιξη έρ χεται με τον Ευαγόρα της Σαλαμίνας που στήρι ξε τα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό. Δυναμική είναι η κυπριακή παρουσία στο χώ ρο της πνευματικής δημιουργίας και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Έχει να επιδείξει άξιους εκπρόσωπους στην ποίηση, τη φιλοσο φία, την ιστορία και τις επιστήμες. Ο ποιητής Κλέωνας από το Κούριο έγραψε για την αργοναυτική εκστρατεία. Γνωστοί ποιητές ήταν ακό μη ο ιαμβογράφος Ερμείας από το Κούριο και ο
αφιερωμα/9 φλυακογράφος Σωσίπατρος από την Πάφο. Η εκκλησιαστική γραμματεία των πρώτων βυ ζαντινών χρόνων εμπλουτίστηκε με τα έργα του λόγιου επισκόπου Σαλαμίνας Επιφανίου και άλ λων κυπριών εκκλησιαστικών συγγραφέων. Τε λευταίος στη μακρά σειρά των κυπριών δημιουρ γών της βυζαντινής περιόδου ο μοναχός Νεόφυ τος ο Έγκλειστος (1134-1214). Η σημαντικότερη όμως λογοτεχνική παραγωγή της μεσαιωνικής περιόδου είναι τα ακριτικά δημοτικά τραγούδια, από τα ωραιότερα της ελληνικής δημοτικής ποίησης. Η δημοτική ποιητική παράδοση συνεχίστηκε και κατά τις περιόδους της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας και έχει να παρουσιάσει θαυ μάσιες παραλογές, ερωτικά και αφηγηματικά ποιήματα, τραγούδια της ξενητιάς, της αγάπης και του καημού. Η φιλολογική παραγωγή των περιόδων αυτών έχει να παρουσιάσει αξιόλογα έργα πεζά και ποιητικά. Στην περζογραφία οι χρονογραφίες του Μαχαιρά και του Βουστρώνιου και η χρονολογική ιστορία του Αρχιμανδρί τη Κυπριανού, πέρα από την ιστορική τους αξία, ενέχουν και κάποιες λογοτεχνικές αξιώσεις. Στην ποίηση ο βυζαντινός ακριτισμός δένει με τον φραγκικό ιπποτισμό τόσο στη δημοτική όσο και στη λόγια ποίηση. Περίφημα είναι τα κυ πριακά ερωτικά ποιήματα του ΙΣΤ' αιώνα, που εισάγουν τον πετραρχισμό στη νεοελληνική λο γοτεχνία. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στάθηκαν πε ρίοδος δοκιμασίας, όπως και για το σύνολο του ελληνισμού. Οι κύπριοι συμμετέχουν στην παροικιακή πνευματική κίνηση, ενώ στο νησί η πνευματική ζωή περιορίζεται στον εκκλησιαστι κό χώρο. Το δημοτικό τραγούδι χαμηλώνει τους τόνους του, αποβάλλει τον επικό χαρακτήρα, περνάει από μια παραγωγική ύφεση, συντηρεί και αναπλάθει την προηγούμενη λαϊκή παράδο ση, τροφοδοτώντας ταυτόχρονα την ποιητάρικη δημιουργία.
Στο μεταίχμιο της διαφοροποίησης Ο 19ος αιώνας είναι αιώνας σημαντικών διαφο ροποιήσεων και σημαδεύτηκε από σημαντικά γε γονότα για την ιστορία του έθνους. Η επανάστα ση του ’21, οι σφαγές στην Κύπρο, η ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους, ο αλυτρωτισμός και η καλλιέργεια της Μεγάλης Ιδέας, οι πολιτειακές μεταβολές και οι πολιτικές συγκρούσεις, ο λογιοτατισμός και η πρώιμη δημοτικιστική αντί δραση, η ίδρυση του ελληνικού πανεπιστημίου, η αύξηση των τυπογραφείων και η μεγαλύτερη κυκλοφορία του βιβλίου, είναι γεγονότα με πολ λαπλές επιδράσεις, άμεσες και έμμεσες επιπτώ σεις στα κυπριακά γράμματα. Στον αιώνα αυτό
έχουμε τη διαμόρφωση της κυπριακής αστικής τάξης, την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, την ίδρυση ελληνικού προξενείου και την πρώτη επίσημη παρουσία της Ελλάδας στο νησί, την πυκνή επικοινωνία με τη μητρόπολη και τα περι φερειακά παροικιακά κέντρα του ελληνισμού, την αύξηση του αριθμού των σχολείων, την ενεργότερη και πρωτοβουλιακή συμμετοχή της Εκκλησίας στην εκπαίδευση, την επάνδρωση των σχολείων με ελλαδίτες δασκάλους, τη φοίτηση κυπριών σε σχολές της Σμύρνης και της Πόλης, καθώς και στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Ό λα αυτά συνέβαλαν στην ενίσχυση των ελλη νικών γραμμάτων και ταυτόχρονα στη μεταλαμπάδευση του μεγαλοϊδεατισμού, των λογοτεχνι κών ρευμάτων και των πολιτικών και πνευματι κών αντιθέσεων στο νησί, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα, και ιδιαίτερα μετά την κυ ριαρχική μεταβολή του 1878. Οι νέοι κύριοι του νησιού πιο φιλελεύθεροι, φορείς μιας άλλης πο λιτικής και κουλτούρας, επέτρεψαν τη βαθμιαία διαμόρφωση μιας στοιχειώδους πολιτικής ζωής, πολιτιστικής υποδομής και πνευματικής κίνησης. Διαμορφώνεται μια υποτυπώδης εκδοτική δρα στηριότητα με την ίδρυση του πρώτου τυπογρα φείου το 1878 στη Λάρνακα, βγαίνουν τα πρώτα βιβλία και κυκλοφορούν οι πρώτες εφημερίδες που πέρα από την επικαιρική πολιτική και άλλη ενημέρωση ανοίγουν τις σελίδες του για να φιλο ξενήσουν τη δημιουργία των κυπριών λογοτε χνών.
Οι πρώτες λόγιες απόπειρες μέχρι το τέλος του αιώνα Την περίοδο της κυριαρχικής μεταβολής, στα τε λευταία δηλαδή χρόνια της Τουρκοκρατίας, και τα πρώτα της Αγγλοκρατίας, δρα μια ομάδα λο γιών στην οποία οφείλονται και τα πρώτα έργα της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας. Χαρακτη ριστικό αυτής της ομάδας είναι η εξάρτησή της από τον μητροπολιτικό λογιοτατισμό και το ρο μαντισμό της Αθήνας. Γεννημένοι όλοι στο πρώ το μισό του 19ου αιώνα είναι κύπριοι της διασποράς ή ξένοι εγκατεστημένοι στην Κύπρο. Οι περισσότεροι επιδίδονται σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής στη συγγραφή θεατρικών έργων. Πρώτος σημαντικός λόγιος της εποχής ο Επαμ. Φραγκούλης. Γεννήθηκε στην Κύπρο, με γάλωσε και σπούδασε στην Κέρκυρα και δούλε ψε στην Αθήνα, στην Κύπρο, στην Κωνσταντι νούπολη και το Βουκουρέστι όπου και πέθανε το 1892. Το 1847 εξέδωσε στην Αθήνα το μυθιστό ρημά του «Θέρσανδρος» ένα από τα πρώτα της νεοελληνικής γραμματείας, ρομαντικό αφήγημα χωρίς αξιώσεις πέρα από τις γραμματολογικές. Ο Θεόδουλος Κωνσταντινίδης. που ίδρυσε και
10/αφιερωμα το πρώτο τυπογραφείο, εξέδωσε τρία θεατρικά έργα με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Δύο εισέτι του έρωτος θύματα ή τα κατ’ Ευανθίαν και Αγησίλαον» (Σμύρνη 1873), «Πέτρος Α' βασι λεύς της Κύπρου και Ιεροσολύμων ή εκδίκησις του Κοιαίρωνος» (Κάιρο 1874) και «Ο Κουτσούκ Μεχμέτ ή το 1821 εν Κύπρω» (Αλεξάνδρεια 1888). Το πρώτο κυπριακό θεατρικό έργο ήταν όμως το έργο του Γεώργιου Σιβιτανίδη «Η Κύ προς και οι Ναίται» που πρωτοεκδόθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1869. Την ίδια χρονιά ο Ιωάννης Πετρίδης έγραψε το δράμα «Ο Διομήδης» που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Οι σημαντικότεροι όμως λόγιοι λογοτέχνες του 19ου αιώνα είναι ο Θεμιστοκλής Θεοχαρίδης (;1886), ο Θρασύβουλος Ρώπας (1842-1890) και ο γιατρός Ιω. Καραγεωργιάδης (1842-1928), που συνέχισε την πνευματική του παρουσία και κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Και οι τρεις έγραψαν δραματικά έργα, πεζά και ποιήματα. Η θεατρική τους παραγωγή, χωρίς πολλές αξιώσεις, κινείται στα γνωστά ρομαντικά μοτίβα με τα ιστορικά θέματα, σε αρχαίζουσα συνήθως καθαρεύουσα. Πιο αξιόλογα είναι τα ποιήματά τους, τόσο από ποιητική όσο και γραμματολογική άποψη. Ο Θρ. Ρώπας τύπωσε και την πρώτη ποιητική συλλογή, στην Κύπρο το 1879 με τον τίτλο «Ποιημάτια». Ο Θεμ. Θεοχαρί δης έγραψε και το πρώτο αξιόλογο κυπριακό μυθιστόρημα «Δύο σκηναί εκ της κυπριακής ιστορίας» (μισοτελειωμένο, τυπώθηκαν οι πρώ τες 144 σελ. στη Λάρνακα το 1844) το μοναδικό κυπριακό έργο της λόγιας παραγωγής τον 19ο αιώνα. Δύο ξεχωριστές περιπτώσεις της περιόδου εί ναι ο Γουσταύος Λαφφών (1835-1906) και η Σαπφώ Λεονκάς (1832-1900). Ο πρώτος ήταν γιος του γάλλου γιατρού Αδόλφου Λαφφών που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κύπρο, έγραψε ωραία σατιρικά ποιήματα στα ελληνικά και με τέφρασε στα γαλλικά τον «Ύμνο εις την Ελευθε ρία» του Δ. Σολωμού που κυκλοφόρησε στο Πα ρίσι το 1880. Η Σαπφώ Λεοντιάς είναι μια από τις πρώτες κύπριες, ή καλύτερα από τις πρώτες ελληνίδες, που διακρίθηκαν στα γράμματα και την εκπαίδευση. Δίδαξε στη Λευκωσία, στη Σμύρνη, στη Σάμο και στην Κωνσταντινούπολη. Έγραψε μελέτες και ποιήματα, που τα περισσό τερα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ευρυδίκη» που η ίδια εξέδωσε στην Πόλη το 1870.
Φως στη δύση του αιώνα Τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, τις πρώτες της αγγλικής κατοχής, εμφανίζονται στα κυπριακά γράμματα 15 περίπου νέοι δημιουργοί, που γεννήθηκαν στην περίοδο 1850-1878, στα τε
λευταία δηλαδή χρόνια της τουρκοκρατίας. Η Πολυξένη Λοϊζιάς (1855-1936) που δημοσίευσε το 1890 στη Λεμεσό το δραματικό ειδύλλιο «Η Δούλη Κύπρος» ήταν εκπαιδευτικός με πλούσια δράση και αποτελεί την πρώτη σημαντική γυναι κεία φωνή στην κυπριακή ποίηση. Το 1901 εξέ δωσε στην Αθήνα τη συλλογή «Ίριδες». Ο Γ. Διαγκούσης και ο Δ. Αναστασόπουλος ήταν ελλαδίτες που έζησαν, δούλεψαν και έγραψαν ποίηση στην Κύπρο. Ο Νέαρχος Φυσεντζίδης (1867-1943) είναι κύπριος πεζογράφος που έζησε στην Αίγυπτο. Ο Γ. Φραγκούδης (1869-1939), πολιτικός, δημοσιογράφος και λόγιος, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λεμεσό αλλά έζησε πολλά χρόνια στην Αθήνα. Αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική ζωή, εκλέχτηκε βουλευτής, ίδρυσε την Πάντειο Σχολή και έγραψε μελέτες και λογοτε χνικά πεζά. Ο Γεώργιος Σταυρίδης Ραγιάς (1870-1923) από την Κερύνεια είναι σατιρικός ποιητής με πολλές επιδράσεις από τον Σουρή. Ο Κύριλλος Παυλίδης (1870-1950) έγραψε κωμω δίες, η Βιργινία Οικονομοπούλου εξέδωσε το 1894 ποιητικές συλλογές στη Λάρνακα, ο Μιχ. Νικολαίδης (1878-1963) δημοσίευσε ποιήματα ενώ ο Μεν. Φραγκούδης (1871-1931), δημοσιο γράφος και ποιητής, αγωνίστηκε για την επικρά τηση της δημοτικής. Προς το τέλος του αιώνα η κυπριακή πεζογρα φία εμπλουτίζεται με δύο σημαντικές προσφο ρές: την εμφάνιση του Ιωάννη Κηπιάδη (18681898) και του Δημοσθένη Σταυρινίδη (18781957). Ο πρώτος δημοσιεύει το 1894 διηγήματα στο βιβλίο του «Λεπταί Γραμμαί» και ο δεύτερος το 1898 τη συλλογή-σταθμό, τα «Κυπριακά διη γήματα». Πρόκειται για οριακά έργα που αποτε λούν την αφετηρία για την εγκατάλειψη του στείρου ρομαντισμού και τη στροφή της κυπρια κής λογοτεχνίας προς τα θέματα ζωής. Τη στρο φή αυτή θα ολοκληρώσει ο Νίκος Χατζηγαβριήλ (1878-1931) που, στις αρχές του εικοστού αιώνα, προχωρώντας παραπέρα πρωτοπορεί με τη χρή ση του κυπριακού ιδιώματος στην πεζογραφία. Ο Δημοσθένης Σταυρινίδης με τα 10 ποιήματα της συλλογής του και ένα ακόμη που δημοσιεύθηκε στο «Ημερολόγιο 1905» του Σκόκου, έδωσε δείγματα εξαιρετικού ταλέντου αλλά δυστυχώς δεν συνέχισε τη λογοτεχνική του δημιουργία. Παρ’ όλα αυτά έβαλε τις βάσεις για τη νέα πεζο γραφία μας. Γραμμένα σε απλή και γλαφυρή κα θαρεύουσα, τα διηγήματά του διαβάζονται μέχρι σήμερα, ευχάριστα και με ενδιαφέρον. Σημαντι κότερος όμως, ίσως και από τα διηγήματα, είναι ο πρόλογος της συλλογής του, ένα μικρό μανιφέ στο, όπου σε λίγες γραμμές τονίζονται η ελληνι κότητα της Κύπρου, τα πάθη της και καθορίζε ται ο στόχος της λογοτεχνικής του προσπάθειας. Γράφει ο Δημοσθένης Σταυρινίδης: «Τα' Κυπριακά Διηγήματα” δεν σκοπούσι να
αφιερωμα/11 προσθέσωσι τι εις την σύγχρονον ελληνικήν φι λολογίαν. Απλώς μόνον εγράφησαν προς εξεικόνισιν του χαρακτήρος και της ζωής των κατοί κων της δυστυχούς πατρίδος μου, της ελληνικωτάτης πατρίδος μου, αλλ’ ολιγώτερον πόσης άλ λης υποδούλου νήσου μελετηθείσης. Κατά πόσον επέτυχον εις το ακανθώδες τούτο έργον δεν ανήκει εις εμέ να είπω. Ας κρίνωσι περί αυτού άλλοι και η κρίσις των έστω επιεικής. Ευχαριστημένος θα είμαι εάν έγραψα ανεκτόν κάπως έργον, εάν κατώρθωσα να δώσω έστω και αμυδράν ιδέαν του τρόπου της ζωής και της ατμοσφαίρας μέσα εις την οποίαν δρώσι, σκέ πτονται, αγαπώσι και πάσχουσιν οι Κύπριοι, τό σον οι κάτοικοι των πόλεων όσον και οι ζυμωμέ νοι μέσα εις τους νυχθημερίους κόπους αγρόται. Με τοιαύτην μόνον αξίωσιν εκδίδω τα “Κυ πριακά Διηγήματα”».
Οι ιδιωματικοί ποιητές Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσπά θεια για ποιητική δημιουργία στο κυπριακό ιδίωμα. Είναι το πέρασμα από τον ποιητάρικο στον ποιητικό λόγο, το δέσιμο της παράδοσης με το ταλέντο. Πρώτος και καταξιωμένος ο Βασίλης Μιχαηλίδης, ο εθνικός βάρδος, ο Μιστράλ της Κύπρου. Μαζί με τον Δημήτρη Μπέρτη είναι οι σημαντικότεροι ιδιωματικοί ποιητές. Την πορεία που διέγραψαν θα συνεχίσουν συνειδητά ο Αντώνης Κλόκκαρης (1881-1956) γεωπόνος, λαογράφος και ποιητής σε χαμηλούς τόνους και αρ γότερα ο λαϊκός ποιητής Παύλος Λιασίδης, παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής του. Ο Β. Μιχαηλίδης (1850-1918) είναι ποιητής της Ρωμιοσύνης. Μόνο η δυσκολία της ιδιωματι κής γραφής του έχει παρεμποδίσει μέχρι τώρα την πανελλήνια πλατιά καθιέρωσή του. Αφού πέρασε για λίγο από τον καθαρευουσιάνικο ρο μαντισμό και τη δημοτική ποίηση, θα ακολουθή σει τον δικό του δρόμο, καθιερώνοντας το κυ πριακό ιδίωμα ως ποιητική γλώσσα με πολλα πλές εκφραστικές δυνατότητες. Τα ποιήματά του τα συγκέντρωσε σε δύο συλλογές «Την ασθενή λύρα» που βγήκε το 1880 και τα «Ποιήματα» που βγήκαν το 1911. Στη δεύτερη χρωστάει και το ποιητικό του όνομα. Από τα ποιήματά του ξεχώ ρισαν η «Ανεράδα», «Χιώτισσα» και η «Ενάτη Ιουλίου». Είναι μεγάλος γι’ αυτά βασικά τα τρία ποιήματα. Λυρικά τα δύο πρώτα, επικολυρικό το τρίτο φέρνουν τη σφραγίδα μιας ρωμαλέας έμπνευσης και ενός πηγαίου λυρισμού. Στην Ενάτη Ιουλίου, διηγείται όσα έγιναν τον καιρό της καταδρομής τον Ιούλιο του 1821 όταν ο Τούρκος Διοικητής της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ καρατόμησε τους προκρίτους και απαγχόνισε τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό. Εκεί αποτύπωσε
Ο Δημήτρης Λαέρτης σε νεανική ηλικία με το δάσκαλό του ιερώνυμο Βαρλαάμ
την ελληνική ψυχή του νησιού, την προσήλωση στα ιδανικά της πίστης και της πατρίδας, τον καημό της υπόδουλης ρωμιοσύνης. - «Η ρωμηοσύνη εφ φυλή σννώτζαιρη του κό σμου, κανένας όεν ευρεΟηκεν για να την ηξηλείψη κανένας, γιατί σσιέπει την που τάψη ο Θεός μου. Η ρωμηοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη! Σφάξε μας ούλλους τζι’ ας γενή το γαίμαμ μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζιελειόν τζιαί τους Ρωμηούς τραούλλια, αμμά ξέρε πως ύλαντρον όντας κοπή καβάτζιν τριγύρω του περάσσουνται τρακόσσια παραπούλλια. Τον ’νιν αντάν να τρω τη γην, τρώει τη γην θαρκέται, μα πάντα τξιείνον τρώεται τζιαί τζιείονον καταλυέται. Ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937) ύστερα από τις πρώτες ρομαντικές του απόπειρες που πα ρουσιάστηκαν στις συλλογές «χαλαρωμένη λύρα» το 1890 και «Τόνοι» το 1898, θα ακολουθήσει και αυτός με επιτυχία τον ιδιωματικό δρόμο. Με στέρεα και πλατιά μόρφωση, στηρίζεται, σε αντί φαση με τον Μιχαηλίδη, πιο πολύ στην τεχνική παρά στην έμπνευση. Βουκολικός, λυρικός και ηθικολόγος τραγούδησε την κυπριακή αγροτιά,
12/αφιερωμα τους πόθους του νησιού και τους καημούς του. Εξέδωσε τέσσερις συλλογές με τον χαρακτηριστι κό τίτλο «Τζιπριώτικα Τραούδκια». Σπάνια, κύπριοςλόγιος, ή απλά ενημερωμένος στα ποιητικά κύπριος του μεσοπολέμου ή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, δεν θα ξέρει λί γους στίχους από το περίφημο ποίημά του «Βούττημαν Ήλιου» (Ηλιοβασίλεμα): Αρκον πων να με παίρνουσιν οι τέσσερις τζι’ εμέναν, μες τζιείν’ την ανακατωσιάν έλα τζιαι σον’ στην εκκλησιάν, μεν αντραπής κανέναν. Αγάπουσ σε έξω ψυσσιής τζ’ εν να σε καταχνιά σουν. Μ’ αν είσαι κόρη σπλαχνιτζιή, μεν περαρκήσης, έρκου τζιεί πριχού να με λονκκώσονν. Βούττημαν ήλιου τζ’ ύστερις τέλια πων να σιγράση, τζιαί πων ν’ αδκειάσουν τα στενά πων έσιει πλάσμαν να περνά για να σε ξιφαράση, έλα τζιαί σου σ’ το μνήμα μου, τζιαί μες τομ μπότην άψε αϊταφίτικον τζιερίν, κάπνισε, κόρη, νακκουρίν, νομάτιζ’ με τζιαί κλάψε.
Η περίοδος της αγγλικής κυριαρχίας Οι πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα κυ ριαρχήθηκαν από την παρουσία μιας πλειάδας λογοτεχνών που γεννήθηκαν στα πρώτα χρόνια της αγγλικής κατοχής (1878-1899) και πέρασαν στον εικοστό αιώνα χωρίς μνήμες από την τουρ κοκρατία, μέσα από κοινωνικοπολιτικές συνθή κες που μεταβάλλονταν ραγδαία, διευρύνοντας ταυτόχρονα τα πολιτιστικά πλαίσια και τις δυ νατότητες λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο μεγαλοϊ δεατισμός με αγωγό την αστική τάξη και την εκ κλησία τροφοδοτεί το εθνικό κίνημα που μορφοποιείται ως ενωτικό ιδανικό, εμφανίζονται δειλά και διαδίδονται οι σοσιαλιστικές ιδέες ενώ η επαφή με την Ελλάδα πυκνώνει και συστηματο ποιείται. Ή πολιτική ζωή αποκτά διεκδικητικό χαρακτήρα, χωρίς όμως κορυφώσεις, ενώ αρκε τοί από τους λογοτέχνες στρατεύονται συνειδητά ή ασύνειδα στα πλαίσια των εθνικών και των κοινωνικών αγώνων. Ο τύπος, όπου πολλές φο ρές οι λογοτέχνες βρίσκουν φιλόξενες στήλες, σημειώνει αξιόλογη πρόοδο, ενώ παράλληλα αποκτούν εκφραστικά όργανα με την έκδοση λο
γοτεχνικών περιοδικών όπως η «Αβγή», η «Πά φος», «Τα Κυπριακά χρονικά», «Τα Κυπριακά Γράμματα» και άλλα. Οι σημαντικότεροι λογοτέχνες της περιόδου είναι ο διηγηματογράφος Δημ. Μελάς, ο ποιητής Ιωαν. Περδίος (1881-1930) που θεωρήθηκε μεγά λος στην εποχή του, ενώ σήμερα μόλις διασώζε ται για τα σατιρικά του ποιήματα, ο λόγιος και πολυγράφος δάσκαλος Μιχαήλ Κούμας (18831976) που στα 1910 εξέδωσε την ποιητική συλλο γή «Βακχικόν άσμα» κι αργότερα διηγήματα και μελέτες, ο πεζογράφος Κυρ. Ρωσσίδης (18831958) που το 1905 εξέδωσε τη συλλογή «Φιλοσο φικά διηγήματα», ο βραχύβιος σημαντικός διη γηματογράφος Κώστας Ελευθεριάδης (18831911), ο σημαντικότερος ίσως κύπριος πεζογρά φος, με πανελλήνια αναγνώριση Νίκος Νικολαΐδης (1884-1956), ο Ιωάννης Κασουλίδης (18861969) που έγραψε ποιήματα και πεζά, ο ποιητής Στ. Θεοχαρίδης (1886-1923), ο σατιρικός ποιη τής και ευθυμογράφος Εύσκιος Πεύκης (18871955) φιλολογικό ψευδώνυμο τον Ευέλθοντα Πιτσιλλίδη, ο πεζογράφος και δημοσιογράφος Γ. Νικολόπουλος που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυ μο Λάρας Κρυστάλλης, ο ποιητής Μεν. Πάροικος, ο πεζογράφος Μελής Νικολαίδης (18921979) από τους πιο σημαντικούς κύπριους λογο τέχνες, ο Παύλος Βαλδασερίδης (1892-1972) μια ξεχωριστή φυσιογνωμία των κυπριακών γραμμά των, ο ποιητής και κριτικός Ά γις Βορεάδης (1898-1981), ο θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και κριτικός Δημ. Δημητριάδης (1892-1964), ο ποιητής και πεζογράφος με το ρωμαλέο ταλέντο Γιάννης Σταυρινός-Οικονομίδης (1894-) που ζει σήμερα εγκλωβισμένος στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Καρπασία, ο ποιητής Λεωνίδας Παυλίδης (1895-1956) που θεωρείται από τους ανανεωτές της κυπριακής ποίησης, ο καλλιτέ χνης λογοτέχνης Γ. Φασουλιώτης (1895-1944), ο ποιητής και θεατρικός συγγραφέας Κώστας Μαρκίδης (1896-1968), ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης (1897-1965) φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχ. Χατζηδημητρίου, μια από τις σημαντικότε ρες μορφές της κυπριακής ποίησης, ο κυπριακής καταγωγής πεζογράφος Γιάγκος Πιερίδης (18971970) , ο διηγηματογράφος και συγγραφέας ιστο ρικών και θεατρικών έργων Αχιλλέας Κύρου (1898-1950), ο πεζογράφος Γιώργος Σαββίδης, η Ιουλία Περιστιάνη που έγραψε θεατρικά έργα, η πεζογράφος Χρυστ. Ιωαννίδου και ο ποιητής Δευκαλίων Αντωνιάδης. Ο κυπριακός δέκατος ένατος αιώνας έδωσε δημιουργούς ήδη καταξιωμένους όχι μόνο στο κυπριακό κοινό μα και πανελλήνια. Για πολλούς όμως, λείπουν οι μονογραφίες και οι μελετητές. Σίγουρα η έρευνα και η μελέτη έχουν ακόμη να μας δώσουν πολλά για την ιστορία της λογοτε χνίας αυτής της περιόδου.
αφιερω μα/13
Γιώργος Μολέσκης
Το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της νεότερης κυπριακής λογοτε χνίας
Γ. Γεωργίου: Η Παναγιά τ . · Λ ιοπετρι
Το ορόσημο της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας θα πρέπει να αναζητηθεί εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Στην περίοδο αυτή, δυο χρονο λογίες έχουν, αδιαμφι σβήτητα, οριακή σημα σία· το 1955, χρονιά έναρξης του ένοπλου αγώνα που έθετε σαν στόχο την ένωση της Κύ πρου με την Ελλάδα και το 1960, χρονιά ανακήρυξης της * κυπριακής ανε ξαρτησίας. Και τα δυο αυτά γεγονότα επηρέα σαν
Γ. Γεωργίου: Αποκαθήλωση
14/αφιερωμα
το σύνολο της ζωής τον τόπον και, σημάδεψαν βαθιά και αποφασιστικά την πορεία της κνπριακής ιστορίας. Από πλενράς μεγέθονς ήτανε τέτοια, πον να μπορούν να σνγκριθούν με τα σημαντικότερα γεγονότα ολόκληρης της μακράς ιστορίας τον νησιού. Και τα έζησαν και τα όνο άνθρωποι της ίδιας γενιάς, το ένα πίσω από το άλλο. ΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ το λόγο για την ιστορία θα πρέπει να πούμε εδώ πως οι ίδιοι αυτοί Σ άνθρωποι, μερικά χρόνια αργότερα, το 1974, έζησαν ένα άλλο, παρόμοιο σε σημασία, πιο έν τονο σε χρώματα, πιο τραγικό, πιο βαρύ σε συ νέπειες και πιο αμείλικτο στην απειλή του ενάντια στη μακρόχρονη ιστορία του τόπου, γε γονός: την τουρκική εισβολή και την κατάληψη ενός μεγάλου μέρους του νησιού με την ταυτό χρονη εκρίζωση του ενός τρίτου του πληθυσμού από τις πατρογονικές του εστίες. Από αυτά, λοιπόν, τα σημεία περνά η καμπύ λη της πολιτικής και ιστορικής ζωής του τόπου τα τελευταία τριάντα χρόνια. Τα δυο τελευταία σήμαναν, παράλληλα, και ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνική και οικονομική ζωή του τόπου, επιφέροντας μαζί με τις πολιτικές και διάφορες κοινωνικο-οικονομικές ανακατατάξεις. Συνέβα λαν, επίσης, στο να διανοιγούν καινούριοι δρό μοι στην επαφή και τη συνδιαλλαγή με τον έξω κόσμο, πράγμα που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την όλη πολιτιστική ζωή του τόπου. Ό λα αυτά σήμαιναν για την τέχνη εναύσματα για καινούριες ιδέες, καινούρια θέματα, καινού ριες προσεγγίσεις. Επέρχεται μια κατάσταση όπου το καινούριο περιεχόμενο πιέζει για και νούριες μορφές έκφρασης. Παράλληλα ανοίγον ται νέοι δρόμοι διείσδυσης εξωτερικών επιδρά σεων, νέα πεδία διαλόγου. ΕΧΡΙ πριν από το 1955, η κυπριακή λογο τεχνία είναι προοδεμένη, από την άποψη των επιδράσεων, της θεματολογίας, των στόχων, της μορφής κλπ., στο άρμα της ελληνικής λογο τεχνίας, ακολουθώντας, με αρκετή καθυστέρηση, τις αλλαγές που συντελούνται εκεί. Για πολύ καιρό ο Παλαμάς και ο Σικελιανός έδιναν τον τόνο σ’ ένα είδος εθνικής αγωνιστικής ποίησης και ο Καρυωτάκης στη φιλοσοφική λυρική ποίη ση. Όσον αφορά τη λογοτεχνία με κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό, τον τόνο της τον έπαιρνε βασικά από δυο πηγές: από τους αγώνες του ελληνικού λαού για κοινωνική αλλαγή (αρι στερή κυπριακή λογοτεχνία, κυρίως ο Ρ. Ανθίας και ο Θ. Πιερίδης) και από την ιδέα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. Η ιδέα αυτή γνώρι σε έξαρση στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και κορυφώθηκε στα έργα της περιόδου 1955-1959. Η έκφρασή της, ωστόσο, την περίοδο πριν από το 1955, γινόταν σ’ ένα καθαρά ιδεατό επίπεδο,
Μ
με κυρι.ιτερο σύμβολο εκείνο της μάνας που έρ χεται να ελευθερώσει τη σκλαβωμένη κόρη της, κλπ. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η ποιητική σύνθεση του Τ. Ανθία «Κυπριακή Ραψωδία» (1947), το «Κύπριον Άσμα» (1949) του Ξ. Λυσιώτη, ενώ ο Θ. Πιερίδης ζει στο εξωτερικό και είναι πολύ λίγο «Κύπριος» την εποχή αυτή. Ζουν, επίσης, και γράφουν στο εξωτερικό οι πεζογράφοι Λουκής Ακρίτας, που στα 1935 εξέδω σε το μυθιστόρημα «Νέος με καλάς συστάσεις» που έχει σαν θέμα του τη ζωή στην Αθήνα την εποχή εκείνη, ο Μελής Νικολαίδης, ο παλαιότερος Νίκος Νικολαίδης, ο Ανδρέας ΓεωργιάδηςΚυπρολέοντας. ΤΗΝ περίοδο του αγώνα του 1955-1959 γί νονται σημαντικές αλλαγές στο χώρο της λο γοτεχνίας. Η αφηρημένη ιδέα της Ελλάδας και της ελευθερίας, ακόμα και ο πόθος της ένωσης συνδέθηκαν με την πράξη, με τα ιστορικοκοινωνικά δρώμενα της κυπριακής πραγματικό τητας. Έτσι, υπήρξε μια μετακίνηση, προς το συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Ο αγώνας, οι πο λιτικές ζυμώσεις (και οι ιδεολογικές), έδωσαν όχι μόνο θέματα στην κυπριακή λογοτεχνία αλλά και το ιστορικο-κοινωνικό της πλαίσιο και το χώμα πάνω στο οποίο θα στεκόταν. Η καινούρια αυτή τάση θα κατοχυρωθεί στην κυπριακή λογο τεχνία και θα επιβληθεί οριστικά μετά το 1960, όταν η Κύπρος συγκεντρώνει πια, και ως γεω γραφικός χώρος, τους σημαντικότερους (και τους περισσότερους) λογοτέχνες της κοντά της, πράγμα πού δεν ουνέβαινε πριν.
Σ
Σ
ΤΗΝ ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, τα θέματα παίρνονται από τον αγώνα που διεξάγεται, ήρωες είναι οι συγκεκριμένοι νεκροί, οι απαγχονισμένοι, οι φυλακισμένοι (Γρηγόρης Αυξεντίου, Κυριάκος Μάτσης, Μιχάλης Καραολής κ.ά.). Τόπος δράσης είναι οι συγκεκριμένοι γεωγραφικοί χώροι που ανάγονται σε σύμβολα (Μαχαιράς, Δίκωμο, Λιοπέτρι, Κεντρικές φυλα κές Λευκωσίας, Κρατητήρια Δεκέλειας κλπ.). Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια και η ίδια η ιδέα της Ελλάδας και της ένωσης αποχτούν συγκεκριμένη μορφή. Η πρώτη συνδέεται με την πολιτική και δοκιμάζεται από τη στάση της ελληνικής κυβέρ νησης (που πολλές φορές απογοήτευσε τους Κυ πρίους), η δεύτερη, από όραμα γίνεται σκληρός και αιματηρός αγώνας, από ιδέα και πόθος γίνε-
αφιερω μα/Ίο
ται αντικείμενο παζαρέματος στο πεδίο της πο λιτικής. Την περίοδο του 1955-1959 παρατηρείται, πρώτα απ’ όλα, μια στροφή στην τέχνη των παλαιότερων δημιουργών, μια μετακίνηση, όπως το είπαμε κιόλας, σε πιο συγκεκριμένους χώρους. Η μετακίνηση αυτή είναι πολύ εμφανής στην ποίη ση των πέρα για πέρα στρατευμένων (και ανοι χτά τοποθετημένων στο χώρο της αριστερός), Τ. Ανθία και Θ. Πιερίδη. Και στους δυο η στροφή που συντελείται επηρεάζει όχι μόνο το περιεχό μενο αλλά και τη μορφή του έργου τους. Στον Ανθία τούτο είναι έκδηλο στο « Ημερολόγιο του C.D.P.» (1956) όπου υπάρχει μια ασυνήθιστη αμεσότητα στο στίχο, απλότητα στη γλώσσα και τοποθέτηση στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Στο επόμενό του έργο, το «Ορατόριο» (1961) η τάση αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη. Το ίδιο παρατηρείται και στην ποίηση του Θ. Πιερίδη, που μέχρι τότε ανάπνεε, βασικά, από τον ελληνικό χώρο. Η στροφή του ποιητή προς τη «γήινη» Κύ προ φαίνεται στο βιβλίο του «Το χρυσό μονοπά τι» (1959), όπου γίνεται κάτι σαν μια νέα ανακά λυψη της Κύπρου και η οποία θα πάρει την πιο ολοκληρωμένη και δυναμική μορφή της στην «Κυπριακή συμφωνία» (1961). Πολύ σημαντική είναι και η αλλαγή που συντελείται στην ποίηση του Γλαύκου Αλιθέρση, που δίνει το 1958 τη·\ «Προσμαρτυρία», ένα από τα σημαντικότερα ποιητικά έργα της εποχής. Ο νέος αυτός άνεμος επηρεάζει και το έργο άλλων ποιητών της παλαιότερης γενιάς, όπως ο Κύπρος Χρυσάνθης, ο Άντης Περνάρης κ.ά. Εντελώς ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Κώστα Μόντη και ως ποιητή και ως πεζογράφου, που εμφανίστηκε πολύ παλαιότερα και στα δυο είδη, που μοιάζει, ωστό σο, σάμπως να ανήκει εξολοκλήρου στη νέα αυτή περίοδο, γιατί τόσο το μεγαλύτερο μέρος του έρ γου του, όσο και το ποιοτικά πιο σημαντικό, γράφτηκε την περίοδο αυτή. Έτσι οι «Στιγμές» (1958) στην ποίηση και «Οι κλειστές πόρτες» (1964) στην πεζογραφία αποτελούν, κατά κά ποιο τρόπο, καινούρια ξεκινήματα, για τον Κώ στα Μόντη. Το έργο του παρακολουθεί πολύ στενά τις διάφορες κοινωνικο-πολιτικές εξελί ξεις, καθιερώνει μια δική του ποιητική γλώσσα κι έναν πρωτότυπο αφηγηματικό τρόπο. Από τους παλαιότερους πεζογράφους που έδωσαν έργο κατά την περίοδο αυτή της αλλαγής
θα μπορούσαν να αναφερθούν επίσης: ο Α. Γεωργιάδης-Κυπρολέοντας, ο Θ. Μαρσέλλος, ο Τ. Στεφανίδης κ.ά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρου σιάζει ο Γ.Φ. Πιερίδης, που ενώ ξεκίνησε από πολύ παλαιότερα, και με θέματα από την Αίγυ πτο και τη Μέση Ανατολή - «Οι βαμβακάδες» (1946) και «Διηγήματα από τη Μέση Ανατολή» (1949)- έρχεται μετά ανανεωμένος να δώσει τον τόνο με το ρεαλισμό του, το αβίαστο ύφος του και τις καίριες θέσεις του στη νεότερη κυπριακή πεζογραφία. Στο θέατρο υπάρχουν μερικά, πατριωτικά κυ ρίως έργα, δεν νομίζω όμως πως έχουμε οτιδή ποτε το αξιόλογο. ΤΑ χρόνια αυτά του 1955-1959· πρωτοεμφανίζεται και μια αρκετά μεγάλη ομάδα λογο τεχνών, νεότερων σε ηλικία, που θα δώσουν αρ κετά αξιόλογο έργο, κυρίως στα αμέσως κατοπι νά χρόνια. Πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για μια μέση γενιά της νεότερης κυπριακής λογοτε χνίας. Οι λογοτέχνες αυτοί μπαίνουν απευθείας στη δημιουργία μιας κοινωνικοποιημένης (αρχι κά πατριωτικής) τέχνης, παρακάμπτοντας τα λυ ρικά γυμνάσματα, τις νεανικές αναζητήσεις και τις ονειροπολήσεις, δίνοντας έργο, που οι κοι νωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες γράφεται, του επιβάλλουν μια πρόωρη ωριμότητα. Από τους ποιητές της γενιάς αυτής αναφέρω τον Ανδρέα Παστελλά, τον Αχιλλέα Πυλιώτη, τον Γιάννη Κ. Παπαδόπουλο, τον Γιώργο Κω σταντή, τον Θεόδωρο Στυλιανού, τον Παντελή Μηχανικό, διευκρινίζοντας ότι ο κατάλογος θα μπορούσε και να συνεχιστεί. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικό ότι μερικοί από τους πιο αξιόλογους ποιητές από όσους αν έφερα πιο πάνω, όπως ο Α. Παστελλάς, ο Α. Πυλιώτης, ο Γ. Κωνσταντής και ο Γ.Κ. Παπαδόπουλος, αφού έδωσαν πολύ δυναμικά την εποχή εκείνη του 1955-1960, δεν προχώρησαν παραπέ ρα και κάποτε δίνουν την εντύπωση πως έκαψαν να γράφουν. Το έργο τους, ωστόσο, ήταν μια πο λύ ουσιαστική συμβολή στην καθιέρωση μιας νέας ποιητικής τέχνης στην Κύπρο. Γλώσσα ζων τανή και άμεση, θέματα και εικόνες από την κυ πριακή πραγματικότητα, επίκαιρος κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός, καθιέρωση μιας καλοδουλεμένης μορφής ελεύθερου στίχου, με φροντίδα για την οικονομία του λόγου, στάθη καν τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης τουΓ
Σ
16/αφιερωμα
Οι πεζογράφοι, που θα δώσουν μέσα από το έργο τους την εποχή του 1955-1959, θα εμφανι στούν με εκδομένα βιβλία λίγο αργότερα, στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας. ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ της κυπριακής ανεξαρτη σίας το 1960 σήμανε μια καινούρια περίοδο στη λογοτεχνία. Η περίοδος αυτή, που τελειώνει το 1974 με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και την τουρκική εισβολή της 20ης Ιουλίου, παρου σιάζει μια συνοχή στην εξελικτική της πορεία. Από την ιστορικο-κοινωνική άποψη χαρακτηρί ζεται από τις διάφορες περιπέτειες της νεοσύ στατης Κυπριακής Δημοκρατίας, που την τρο φοδοτούν με θέματα και προβληματισμό. Ο προ βληματισμός αυτός, που έχει επίκεντρο την κυ πριακή πραγματικότητα, την ιστορία και τις ιδεολογικο-πολιτικές αναζητήσεις, προεκτείνε ται συχνά προς παγκόσμιες καταστάσεις, αγκα λιάζει τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα άλ λων χωρών, τα προβλήματα της ειρήνης και του πολέμου, κλπ. Η περίοδος αυτή είναι πιο πλούσια σε προ βληματισμό από την προηγούμενη. Πρώτα απ’ όλα η ανακήρυξη της κυπριακής ανεξαρτησίας, που ήταν το αποτέλεσμα του αγώνα του 19551959, αποτελούσε έναν ιστορικό συμβιβασμό, μια «εφικτή» κάτω από τις περιστάσεις λύση, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο που θα καθιέρωνε αργότερα ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος. Ο συμβιβασμός αυτός ήταν φυσικό να μην τους ικανοποιούσε όλους και να μη γινόταν καθολικά αποδεκτός. Η άρνηση αυτή είχε την αντανάκλα σή της στην ευαίσθητη περιοχή της λογοτεχνίας, στην ποίηση του παλαιότερου Κώστα Μόντη, των νεότερων Ανδρέα Παστελλά, Πίτσας Γαλάζη κ.ά. Παράλληλα, η ύπαρξη της Κύπρου ως ανεξάρτητου κράτους αποτελεί ένα γεγονός. Η ανάγκη στήριξης και ανάπτυξής του προβάλλει ως μια ανάγκη, ιδίως όταν πολύ σύντομα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ύπαρξής του, εμ πλέκεται σε νέες περιπέτειες και διαμάχες που απειλούν να καταργήσουν το κράτος αυτό. Κατά την εποχή αυτή αναπτύσσονται, επίσης, και οι διάφορες ιδεολογικές αναζητήσεις και προσανα τολισμοί- πολιτικοί και κοινωνικοί.
Η
Ό λα αυτά επέδρασαν στη διαμόρφωση της νεότερης κυπριακής λογοτεχνίας, η οποία «ανεξαρτητοποιείται» πια, ώς ένα βαθμό, από την ελληνική, παρόλο που η ελληνική λογοτεχνία πα ραμένει η κυριότερη πηγή προέλευσης διαφόρων επιδράσεων, αναζητήσεων στον τομέα της έκ φρασης, της γλώσσας, κλπ. Την περίοδο αυτή εμφανίζονται μια σειρά πεζογράφοι που αντλούν τα θέματά τους από την περίοδο του 1955-1959, αλλά και από την κατο πινή και που δημοσιεύουν, ο ένας μετά τον άλλο, τα πρώτα τους βιβλία. Μερικά από τα έργα που δημοσιεύονται γράφτηκαν την περίοδο του 19551959 για να εκδοθούν μετά το 1960 σε βιβλία. Ο Πάνος Ιωαννίδης, που δημοσίευσε την περίοδο του 1955-1959 ποιήματα και θεατρικά έργα και που επιδόθηκε αργότερα στην πεζογραφία, κερ δίζοντας μια πολύ σημαντική θέση, εκδίδει το 1964 τον τόμο διηγημάτων «Στην Κύπρο την αέρινη». Την ίδια χρονιά ο Χριστάκής Γεωργίου εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων «Παράλληλοι» και η Λίνα Σολωμονίδου το μυθιστόρημα «Ενθά δε κείται». Έ να χρόνο πριν είχε παρουσιαστεί και η Ήβη Μελεάγρου με τη συλλογή διηγημά των «Πόλη ανώνυμη» και δυο χρόνια αργότερα, το 1966, ο Γιάννης Κατσούρης εκδίδει τη συλλο γή διηγημάτων «Τρεις ώρες». Οι πεζογράφοι αυτοί, μαζί με μερικούς άλ λους, αποτέλεσαν μια δυναμική ομάδα που έδω σε καινούρια ώθηση στην κυπριακή πεζογραφία. Άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο, που είχε μια αρκετά πλούσια συνέχεια στα κατοπινά χρόνια, με ση μαντικά επιτεύγματα στον τομέα της γλώσσας, της αφήγησης και του μύθου, αλλά και στον το μέα του προβληματισμού. Η ικανότητα της πεζο γραφίας αυτής να εμβαθύνει σε διάφορες κατα στάσεις, κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές και να συλλαμβάνει το καίριο έχει αποδειχτεί πέρα για πέρα. Εκεί που υστέρησε, ίσως, είναι ο τομέας της δημιουργίας ηρώων με ψυχολογικές προε κτάσεις και συγκρούσεις εσωτερικές. Μερικοί από τους πεζογράφους αυτούς έχουν ασχοληθεί και με τη θεατρική συγγραφή, δίνον τας αξιόλογα έργα με θέματα παρμένα, όπως και στο πεζογραφικό τους έργο, από την κυπριακή πραγματικότητα, την ιστορία κλπ., με σύγχρονο
αφιερω μα/17
όμως πάντα προβληματισμό. Αναφέρω τον Πάνο Ιωαννίδη και τον Χριστάκη Γεωργίου. Οι συγγραφείς αυτοί έδωσαν πλούσιο έργο και μετά το 1974, οπότε έχουμε και την εμφάνιση με ρικών νέων αξιόλογων όπως ο Νέαρχος Γεωργιάδης, ο Λεύκιος Ζαφειριού, κ.ά. Νεότεροι συγγραφείς εμφανίστηκαν και στον τομέα του θεάτρου, που κυρίως μετά το 1974 αρ χίζει να σταθεροποιεί τα βήματά του. Αναφέρω εδώ τονΜιχάλη Πασταρδή, τον Χρίστο Ζάνο, την Ιάνθη Θεοχαρίδου, τον Άντρο Παυλίδη, την Έλλη Παιονίδου, χωρίς να κάνω με τις αναφο ρές αυτές οποιαδήποτε αξιολόγηση αλλά απλώς επισήμανση του γεγονότος. Γενικά στον τομέα του θεάτρου οι Κύπριοι συγγραφείς βρίσκονται σε αναζήτηση γλώσσας, παραπαίοντας ανάμεσα στην πανελλήνια δημοτι κή και την κυπριακή διάλεκτο, στην οποία, ύστερα από μια σειρά καλών έργων του Παύλου Λιασίδη, του Μιχάλη Πιτσιλλίδη και του νεότε ρου Μιχάλη Πασιαρδή είχαμε και αρκετά κακό γουστα, με ψεύτικη γλώσσα και ήρωες, έργα νεό τερων συγγραφέων. Από την άλλη, υπάρχουν ακόμα δυσκολίες στο να μιλήσουν οι Κύπριοι ήρωες για τα δικά τους κυπριακά προβλήματα στην πανελλήνια δημοτική γλώσσα από τη σκηνή του θεάτρου, πράγμα που δεν υπάρχει στην πε ζογραφία και πολύ περισσότερο στην ποίηση.
Σ
ΤΗΝ ποίηση, που αποτελεί πάντα το πιο δυναμικό και το πιο πλούσιο τμήμα της κυ πριακής λογοτεχνίας, εμφανίζονται, την περίοδο μετά το 1960, καινούριες φωνές που πλουτίζουν την ποίηση σε θέματα, σε προβληματισμό και ποικιλία στάσεων καθώς και σε μορφικές αναζη τήσεις και πειραματισμό. Οι παλαιότεροι της ομάδας αυτής έδωσαν αρκετό έργο την περίοδο πριν από το 1974. Μαζί, ωστόσο, με τους νεότε ρους έδωσαν το πιο ώριμο και το πιο αξιόλογο έργο τους μετά, αντανακλώντας τα γεγονότα, τις νέες εμπειρίες και τον προβληματισμό που γεν νήθηκε μέσα από αυτά. Επίκεντρο της νέας αυ τής ποίησης είναι η τραγωδία του 1974 και οι πικρές εμπειρίες του κυπριακού λαού που αναζητά τους ένοχους, αλλά και την ελπίδα για το μέλλον στους δρόμους της προσφυγιάς, δείχνον
τας μια πραγματικά διαλεχτική αντιμετώπιση της ζωής. Οι ποιητές αυτοί, που εκφράζουν διάφορες κοινωνικο-πολιτικές τάσεις, έχουν όλοι τους ως κύριο θέμα την Κύπρο και προσανατολίζονται, ως προς την ποιητική τους, σε μεγάλο βαθμό στην ελληνική ποίηση. Αντίθετα, όμως, απ’ ό,τι γινόταν μέχρι τώρα, δεν τους επηρεάζει, και με καθυστέρηση μάλιστα μερικών δεκαετιών, όπως άλλοτε μόνο η ελληνική ποίηση, αλλά υπάρχει μια ζύμωση ευρύτερη. Η νέα κυπριακή ποίηση και αποτείνεται σε χώρους πέρα από την Ελλά δα, αυτόνομα πια, και στις δικές της βάσεις, ώς ένα βαθμό στηρίζεται, όσο περιορισμένη κι αν είναι αυτή η κλίμακα. Μέσα στην ποικιλία αυτή της νεότερης κυ πριακής ποίησης, αλλού είναι πιο έντονος ο κοι νωνικός προβληματισμός, όπως στην ποίηση τοι Φοίβου Σταυρίδη, του Λεύκιου Ζαφειριού, της Έλλης Παιονίδου, της Ντίνας Κατσούρη, του Λούη Περεντού, του Άντη Κανάκη, του Μιχάλη Ζαφείρη, του Κώστα Χρίστου, του Πέτρου Σόφα, του Νάσου Φλόγα. Αλλού υπάρχει πιο έντο νο το εθνικό, ελληνολατρικό στοιχείο, όπως στην Πίτσα Γαλάζη, τον Μιχάλη Πασιαρδή, τον Νίκο Ορφανίδη. Σε άλλους είναι πιο έντονο το ιστορι κό στοιχείο (Καβαφικής και Σεφερικής απόχρω σης). Εδώ θα μπορούσα να αναφέρω τον Κυρίά κο Χαραλαμπίδη, τον Θεοκλή Κουγιάλη, τον Θεοδόση Νικολάου, τον Πολύβιο Νικολάου. Ο πιο πάνω διαχωρισμός είναι βέβαια αρκετά αυθαίρετος γιατί έγινε με βάση ορισμένα κριτή ρια που αφορούν τους προσανατολισμούς, ιδεο λογικούς και πολιτικούς, της λογοτεχνίας. Θα μπορούσαμε να θέσουμε ως κριτήριο τη λυρικότητα, για παράδειγμα, και τότε θα λέγαμε πως ο Μιχάλης Πασιαρδής, είναι πολύ λυρικός, ενώ ο Φοίβος Σταυρίδης είναι εγκεφαλικός. Ό λα αυτά όμως, για να παρουσιαστούν στις πλήρεις τους διαστάσεις, και το κυριότερο για να τεκμηριω θούν, χρειάζονται χώρο και χρόνο. Εκείνο που αναμφίβολα μπορεί να λεχθεί τώρα, είναι ότι το έργο της νέας αυτής γενιάς είναι πολύ σημαντικό και θα κρατήσει μια πολύ περίοπτη θέση στην ιστορία ολόκληρης της κυπριακής λογοτεχνίας.
18/αφιερωμα
Κώστας Λεοντίου
Σφαιρική θεώρηση της κυπριακής διαλέκτου Για την προφορά: τ προφέρεται όπως στο αγγλικό tear π προφέρεται όπως στο αγγλικό pen κ προφέρεται όπως στο αγγλικό car τσ ' προφέρεται όπως στο αγγλικό chair σ ' προφέρεται όπως στο αγγλικό she τ ζ ' προφέρεται όπως στο αγγλικό gin.
«Ριάλια, ριάλια τζ'αι πούν’τα...» Ήταν τότε που οι μελοποιημένοι στίχοι στην κυπριακή διάλεκτο αντήχησαν πέρα από τα «σύνορά» της. Τότε που η ντοπιολαλιά της Μεγαλονήσου εισχωρούσε στη «μητροπολιτική επικράτεια» με μορφή και σε πλαίσια που δεν μπορούσαν να είναι υπό τις περιστάσεις παρά φολκλορικά ή ημιφολκλορικά. Τα τραγούδια λοιπόν που εκθέιαζαν «μαύρα αμμάδκια», «σ'ειλούόκια», συναφή και παρεμφερή, κράτησαν τη Διάλεκτο στα στεγανά όρια του περιπαθούς βουκολικού και νεοβουκολικού ρο μαντισμού, σε πλαίσια στατικά και στεγανά. Άρχισαν μάλιστα να μυούνται στα «κυπριώτι κα» τραγούδια των διαφόρων βάρδων και μη αυτόχθονες, γιατί έτσι το θέλησε ο συρμός, η αναζήτηση μιας γεύσης από... εξωτισμό. Χάρη στην περιστασιακή-παροδική «εκλαΐκευση» αν τήχησε μέσα στη γεμάτη ευφορία ατμόσφαιρα του τσακίρ-κεφιού, σε άπταιστη ή μάλλον σε πε ρισσότερο και από άπταιστη κυπριακή προφο ρά, αυτή τη γνωστή-άγνωστη, και το διάσημο πια θαρραλέο στιχάκι: «εννά την φιλήσω τζ'ας πάω φ υ λ α τ ζ ' ή » Με το θαύμα του υπερβάλλοντος ζήλου και της υπερδιόρθωσης λανσαρίστηκε και η προφορά «φυλατζ'ή», άγνωστη στους σύγχρονους Κυ πρίους, υπαιθροβίων συμπεριλαμβανομένων, αφού και στην Κύπρο η φυλακή λέγεται φυλακή. Ένα από τα «σήματα κατατεθέντα» των «κυ πριώτικων», που είχαν λίγο πολύ επισημανθεί και εντοπισθεί από τους μη-διαλεκτόφωνους, εί ναι και ή σύνταξη της προσωπικής αντωνυμίας που ακολουθεί το ρήμα:
- «Αγαπώ σε», αναφώνησε ο Κύπριος, απευ θυνόμενος στην αγαπημένη του, σε μια ομιχλώδη «flash back» σκηνή ελληνικής τηλεταινίας, αφιε ρωμένης στις «μαύρες επετείους». - «Περιμένουμεν σας», λέει το διαφημιστικό σλόγκαν τουριστικού πρακτορείου ταξιδιών για την Κύπρο, σε πρόσφατη αγγελία του στον αθη ναϊκό Τύπο. ίναι γνωστό ότι η κυπριακή διάλεκτος δέ χτηκε πολλές και ποικίλες επιδράσεις κατά τη μακρόχρονη εξελικτική της πορεία. Στον ελ ληνικό κορμό προστέθηκαν δάνεια λατινογενή (από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης και της βυζαντινής κυριαρχίας, φράγκικα, δηλαδή προβηγγιανά ή καλύτερα οξιτανικά, ενετικά), τούρκικα (αλταϊκής ρίζας αλλά και αραβο- ή περσοτουρκικής προέλευσης), αγγλικά, για να αναφέρουμε μόνο τα κυριότερα. Σταχυολογούμε ορισμένες μόνο λέξεις όπως τα καντούνι (η γωνιά του δρόμου) από την οξιτανι-
Ε
αφιερωμα/19 κή cantun (ομόριζη της γαλλικής canton καί της ιταλικής cantone), παττίχα (το καρπούζι) από τα αραβικά απευθείας, χωρίς την παρεμβολή της τουρκικής, εξίκκιν (λιποβαρής, επί εμπορευμά των) από την τουρκική eksik... Η εξέταση των δανείων - των τουρκικών για παράδειγμα - που αφομοίωσε η Διάλεκτος, σε σύγκριση και αντιδιαστολή με την ανάλογη επί δραση στην Πανελλήνια, είναι και ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική. Ορισμένες ομόριζες λέξεις, που υφίστανται και στην Πανελλήνια και στο κυπριακό ιδίωμα, έχουν υποστεί διαφορετικές σημασιολογικές ή φωνολογικές εξελίξεις: - Το ρήμα παττίζω (καταστρέφομαι οικονομι κά) σε σύγκριση με το μπατίρης - στη Διάλεκτο παττισμένος - που προέρχονται από το τουρκικό ρήμα batirmak (βυθίζομαι, καταστρέφομαι). - Το κοτσ'άνι (τίτλος ιδιοκτησίας) και το κο τσάνι (ο μίσχος) καθώς και οι κοτσάνες που προέρχονται όλες από την τουρκική λέξη kogan, η οποία εκφράζει και τις δύο έννοιες. - Το τσαρούχι και το τσ'αρίκκι (παντούφλα ή παπούτσι πρόχειρης χρήσης) προέρχονται από το garik (τσόκαρο). - Το τόπι και τόππι (ύφασμα σε κυλινδρικό σχήμα, ρολό) προέρχονται από τη πολυσημασιολογική top. - Η λέξη τσ'αττίζω (ταιριάζω, με την έννοια του βάζω κοντά) είναι ομόριζη του ρήματος τσαντίζομαι, που είναι τώρα γνωστή και στην Κύπρο, κυρίως στην αργκό των στρατιωτικών κύκλων. - Επίσης η λατινογενής μάππα (μπάλα) είναι η ίδια λέξη με τη μάπα (το πρόσωπο, το μούτρο στην αθηναϊκή αργκό). Πρέπει επίσης να τονίσουμε, πως σε ορισμένες περιπτώσεις η ελληνοκυπριακή διάλεκτος διατη ρεί ελληνικές ή λατινογενείς λέξεις εκεί που η Πανελλήνια προτείνει και τούρκικες: - Οι λέξεις ντουβάρι και χουρμάδες για πα ράδειγμα είναι εντελώς άγνωστες στη διάλεκτό μας. - Αναφέρουμε επίσης τα ζευγάρια: τζέπη (από την τουρκική cep) και πούγκα (λα τινογενής) τσοπάνος (τουρκική goban) και βοσκός Οι λέξεις φιντούκι και φουντούκι (από το τουρκικό αντιδάνειο findik) αποτελούν χαρακτη ριστικά παραδείγματα διαφορετικής απόδοσης του άγνωστου στην ελληνική φωνήματος της τουρκικής [ui] που ορθογραφείται (ι), με τα συγ γενικά του φωνήεντα [ι] και [u] αντίστοιχα. Ανάλογη είναι και η περίπτωση των κεφτές και κιοφτές (τουρκικά kofte, πιθανόν αντιδάνειο από τη βυζαντινή κοπτό). Π ρέπει επίσης να τονισθεί ότι η ελληνοκυ
πριακή διάλεκτος έχει αφομοιώσει αρκετά ρήμα τα της τουρκικής όπως: - κουνουσ'τίζω από το konusnak (συνομιλώ) - καρισ'έφκουμαι από το karismak (ανακα τεύομαι, επεμβαίνω) - αρτιρώ από το artimak (οικονοιιώ, πε ρισσεύω). Η κυπριακή διάλεκτος αφομοίωσε επίσης με γάλο αριθμό επιρρημάτων-συνδέσμων της τουρ κικής, αγνώστων στην Πανελλήνια: - από το ancak έχουμε το άντζ'ακκι (τουλάχι στον) - από το akibet το άκκιπεττι (θέλοντας και
μη)
- από το zaten το ζαττίν (έτσι κι αλλιώς). Η άγνοια της ετυμολογικής καταβολής και οι φωνολογικές δυσκολίες καθιστούν σχεδόν ομόρι ζες δύο λέξεις όπως τερλάκκης (από την αραβοτουρκική tellak, μασέρ) και τερλακκής (θερια κλής, μανιώδης). Στα τούρκικα η δεύτερη λέγε ται tiriaki (προέρχεται από την ελληνική θηρίο και εσήμαινε αρχικά αντίδοτο δηλητηρίου και μεταφορικά ήταν αντίστοιχη του ελληνικού συν θετικού -μανής) Οι λέξεις του κυπριακού ιδιώματος τσ'ιφτετέλλι, τσ'ιφτές, τσ'ιφλίτζ'ι είναι ομόριζες, τουρκοπερσικής προέλευσης. Εμπεριέχουν όλες την έννοια του διπλού. Αν για τις πρώτες η χρήση έχει διατηρήσει την ετυμολογική έννοια (τσ'ιφτές είναι το διπλοσέλινο, που μόλις έχει αντικατασταθεί από το κέρμα των 10 σεντ), για το τσ'ι-
Ιωάννη Χριστόφορου
φλίτζ'ι η εξήγηση είναι λίγο πιο δύσκολη. Απο τελεί σύνθεση της λέξης ςΐΛ (δύο) και του προσ φύματος lik, που εκφράζει ιδιότητα. Η ύπαρξη του τσιφλικιού προϋποθέτει ζευγάρι από βόδια και αποτελεί ιστορικό στάδιο της μετάβασης από τον νομαδικό τρόπο ζωής στην εγκατάσταση σε μόνιμο τόπο διαμονής. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των περ σικών λέξεων που έχουν κοινές καταβολές με τις ελληνικές και πέρασαν στη Διάλεκτο (γνωρίζου
20/αφιερω μα με πως η περσική ανήκει στην ινδο-ευρωπαϊκή οικογένεια, όπως και η ελληνική). Το κιάρι (kar) και ο κερχανές αρχικά σπίτι του κέρδους (ο οίκος ανοχής) θυμίζουν την ελ ληνική κέρδος. Το ίδιο και το νάμι (nam) που στην κυπριακή διάλεκτο χρησιμοποιείται με την έννοια της φήμης, της υπόληψης, κάποτε με αρ νητική χροιά. Έτσι μια τόσο συγγενική, ομόηχη σχεδόν λέξη, συνυπάρχει με την ελληνική λέξη όνομα. Στη Διάλεκτο συμβιώνουν επίσης οι λέξεις σα τανάς και σ'εϊττάνης, εξού και το ρήμα σ'εϊττανευκούμαι (πονηρεύουμαι), ομόριξες της ίδιας σημιτικής λέξης και που πέρασαν η πρώτη μέσω της χριστιανικής και η δεύτερη μέσω της μου σουλμανικής θρησκείας. Επί πλέον η Διάλεκτος έχει υιοθετήσει και τη λέξη τοπέ (από την τουρ κική tovbe). Η λέξη αυτή προφέρεται όταν ο μουσουλμάνος θέλει να δηλώσει ότι μετανοεί για ένα αμάρτημα, κακή έξη ή συνήθεια και διακη ρύσσει ενώπιον του Θεού ότι την αποκηούσσει και μεταμελεί. Στην Πάφο διατηρείται ο>ς το πωνύμιο και η λέξη Μουσαλλάς, που σημαίνει τόπος προσευχής (Musalla). Τέλος η Διάλεκτος έχει υιοθετήσει πολλά επί θετα από την τουρκική όπως ασ'ίκκης (αγαπητικός, λεβέντης), τσ'ελεπής (παλικάρι, <jelebi στα τούρκικα αποτελούσε τίτλο ευγενείας). Αναφέ ρουμε επίσης τα επίθετα ταούκκα (άκομψη και άχαρη από το tavuk =κότα), λαφαζάνης και κεβεζές (από τα lafazan και geveze = φλύαρος) Η κυπριακή διάλεκτος παρουσιάζει επίσης αρκετά υβρίδια όπως χαραμοφάης. Το α- μιας λέξης όπως αχαμάκκης (απρόκοπος) από την τουρκική ahmak εκλαμβάνεται ως α- στερητικό σύμφωνα με έναν αναλογικό ψυχογλωσσικό συ νειρμό όπως και το αχαίρευτος. Στον τουρκικό ιδιωματικό τρόπο έκφρασης οφείλονται και φράσεις όπως «πίνω τσιγάρο» (επίδραση από το τουρκικό sigara igmek από τον παραλληλισμό με το ρούφηγμα του ναργιλέ). Είναι γνωστό επίσης πως η Διάλεκτος διατη ρεί πολλούς αρχαϊσμούς που έχουν ξεχασθεί στην Κοινή. Χαρακτηριστικές είναι οι λέξεις πυ ρά (ζέστη) στρούθος (σπουργίτι), όρνιθα (κότα). Άλλοι αρχαϊσμοί, όπως η τόσο ενδιαφέρουσα λέξη αντζ'ειό (από το αρχαιοελληνικό αγγείο!) τείνουν να εκλείψουν. Τώρα το αντζ'ειό έχει αντικατασταθεί από το πιάτο. Το ίδιο και οι λέξεις εστιατόριο και... η ευρωπαϊκή κουζίνα υποσκέ λισαν το μαεϊρκό που εσήμαινε και τα δύο. Ας σημειωθεί ότι η κυπριακή διάλεκτος δεν περιλαμβάνει πολλά δάνεια της Πανελλήνιας, σλαβικής και αλβανικής κυρίως καταγωγής για ευνόητους γεωγραφικούς και ιστορικούς λόγους. Αναφέρουμε επίσης ως χαρακτηριστική φωνο λογική διαφορά ανάμεσα στην Εθνική Γλώσσα και τυ διάλεκτο την «αλλεργία» της δεύτερης στο
αρχικό φώνημα [b] το οποίο μετατρέπει σε [ρ] μπανάνα... .πανάνα μπουνιά... .πουνιά και τα διπλά ή εμφαντικά σύμφωνα Παράς... .παράς (από την περσο-τουρκική pa ra) Όμως μια και αρχίσαμε με «σήμα κατατεθέν» ας τελειώσουμε με άλλο ένα μορφολογικό, το τε λικό «ν» της αιτιατικής που συντηρείται στη Διάλεκτο. Από γλωσσοκοινωνι ολογικής πλευράς η εναλλαγή Διαλέκτου Κοινής υποκαθιστά συ χνά την επιλογή ενικού-πληθυντικού (για εκδή λωση σεβασμού, επισημότητας). Κάποιο άτομο μπορεί να αποκαλεί «τζάκι» στη Λευκωσία αυτό που ονομάζει «τσιμινιά» στη Μαραθάσα. Μπο ρεί να χρησιμοποιεί τη λέξη δεντρολίβανο τρα γουδώντας κάποιο ελληνικό άσμα, αγνοώντας -πιθανότατα -πω ς πρόκειται για το λασμαρίν (απαραίτητο συστατικό του εδέσματος γνωστού ως «ζαλατίνα» - πηκτή). Πολλοί από όσους καταπιάστηκαν ή χρησιμο ποίησαν την κυπριακή διάλεκτο δεν την αντιμε τώπισαν σαν ένα ζωντανό σύστημα επικοινω νίας, ένα ιδίωμα που εξελίσσεται, αλλά συχνά όπως ένα έκθεμα παλαιοντολογικού μουσείου (εξού και το φυλατζ'ή). Δεν είναι τυχαίο πως η λογική μιας σοφολο γιότατης αντίληψης του απόλυτου δικαιώματος παρεμβατισμού στο γλωσσικό σύστημα, με αφ’υψηλού διατάγματα και γνωματεύσεις, αγκάλιασε με τα ασφυκτικά πλοκάμια της και τη Διάλεκτο. Επιπλέον, η Διάλεκτος έχει εγκλωβιστεί σε διά φορα θεματικά γκέτο, όπου η μορφή και το πε ριεχόμενο αλληλοπροσδιορίζονται σε μια αμφίδρομη σχέση. Χαρακτηριστικό δείγμα χρήσης και κατάχρη σης της κυπριακής διαλέκτου - με όλες τις ενδια φέρουσες προεκτάσεις - είναι και το «κυπριώτι κο σκετς» (μια εκπομπή που μεταδίδεται από το ραδιόφωνο κάθε Κυριακή και συχνά και από την τηλεόραση) με το σχετικό μύθο που το φωτοστεφανώνει: Ο κόσμος του «κυπριώτικου σκετς» είναι στα τικός, τυποποιημένος, απολιθωμένος. Τα στοι χεία της εκζήτησης, της υπερβολής, του κατευθυνόμενου, άρα ελεγχόμενου «αυθορμητισμού», της λαϊκίστικης προσέγγισης αποτελούν σχεδόν γατά κανόνα το σήμα κατατεθέν του. Λέξεις απαρχαιωμένες, ξεχασμένες, ανασύρονται από τη ναφθαλίνη για να ξενίσουν τους ίδιους τους Κυπρίους, στην καταπληκτική του λάχιστον πλειοψηφία τους. Ό ταν η λέξη αγνοούμενος έγινε κατά τρόπο τραγικό επίκαιρη μετά το 1974 και πολιτογραφήθηκε στο λεξιλόγιο κάθε Κυπρίου, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική ή κοινωνική του θέση, σε κυπριώτικο σκετς, στο
αφιερωμα/21 όνομα της ψευδοαυθεντικότητας και μιας κά ποιας αντίληψης περί ορθοδοξίας, χρησιμοποιή θηκε η λέξη «φαραντζ'ισμένος» που είναι όχι μό νο τεχνητή και πλαστή αλλά και ατυχέστατη (φαραντ'ίζουμαι αντιστοιχεί στο εξαφανίζομαι, αλλά μάλλον με την έννοια της έκφρασης «την κοπανάω»). Η θεματολογία του «κυπριώτικου σκετς» επα ναλαμβάνεται μέσα από ευφάνταστες πλοκές, συνοδευόμενη από αμφίβολα «διδάγματα», διορ θωμένη, αναθεωρημένη, σκιαγραφώντας ένα ερ μητικά κλειστό μικρόκοσμο, που διαιωνίζεται σ’ ένα απρόσιτο και καλοφυλαγμένο γκέτο. Δεν φτάνει παρά σπάνια -και πώς- ο απόηχος μιας άλλης πραγματικότητας, λιγότερο ψευδοαυθεντικής ίσως,αλλά το ίδιο, αν όχι περισσότε ρο γνήσιας. Ο άλλος κόσμος, που δεν ζει σε γρα φικά χωριουδάκια με κρυστάλλινα νερά, ο κό σμος των προσφυγικών συνοικισμών, ο κόσμος των πολυκατοικών που ξεφυτρώνουν σαν μανι τάρια, ο κόσμος που αναπνέει και κολυμπά σ’ ένα μολυσμένο περιβάλλον, αυτός ο πεζόςαντιεξωτικός κόσμος, που εκφράζεται σε μια διάλεκτο που δεν μπορεί να είναι παρά κυπρια κή, δεν έχει θέση στο «κυπριώτικο σκετς», παρά σπάνια ή περιστασιακά, όπως ένας παρείσακτος μουσαφίρης. Και αν κάποιος «μη-γραφικόςήρωας» διεισδύσει στην καλά οροθετημένη νησί δα του «κυπριώτικου σκετς», νιώθει τόσο άνετα, τόσο βολικά, όσο και μια αξιοπρεπής και ολίγον μοιραία Κυρία-με-τας-καμελίας, που θες από λάθος, θες από παρεξήγηση, βρέθηκε μπλεγμένη στο στρόβιλο μιας ταινίας καράτε. Όταν από την τηλεόραση παρουσιάστηκε ένα ζωντανό πρόγραμμα συνεντεύξεων για τις επι πτώσεις που είχε το άνοιγμα του νέου δρόμου Λευκωσίας-Λεμεσού στους «παρακείμενους βιο παλαιστές» του παλαιού δρόμου, μια γυναίκα που διατηρεί ένα καφεστιατόριο εξήγησε σε βέ ρα και αυθεντικά «κυπριώτικα», και με τις απα ραίτητες παμμεσογειακές χειρονομίες, πως το κολοκάσι που μαγείρευε, έμενε τώρα αδιάθετο λόγω πενιχρότητας πελατών. Ο σπήκερ, με συγχωρείτε ο τηλεπαρουσιαστής, με κάποιο χαμόγε λο αμηχανίας, συγκαταβατικό, σχεδόν απολογη τικό, εξήγησε πως οι «πληγέντες» περιέγραψαν το πρόβλημά τους με τρόπο «παραστατικό». Το γραφικό -δηλαδή το φολκλορικό- έτσι λέγεται τώρα; Και στον Τύπο, όταν μια γνώμη από δημοσκό πηση δημοσιεύεται στη Διάλεκτο, στο όνομα της αυθεντικότητας, είναι είτε σε ύφος «ποπουλίστικο» είτε «φολκορικό» και τοποθετείται πάντοτε στα πλαίσια της συγκαταβάτικότητας, της απλότητας-απλοϊκότητας. Δεν είναι επιπέδου. Ειδησεογραφική ανταπόκριση, που αναφερόταν σε δίκη για μια μικροκλοπή, δημοσιεύτηκε κάτω από τον ηχηρό τίτλο «Εσουξούλησεν την ο σατα-
Στέλιον Βότση
νάς, είπεν η κατηγορούμενη», (Το ρήμα σουξουλώ σημαίνει μουρμουρώ, ενοχλώ, εμβάλλω εις πειρασμόν). Η «γραφική» φράση της απολογίας της κατηγορουμένης έχει κριθεί άξια όχι μόνο να τιτλοφορήσει το σχετικό άρθρο αλλά και να το ποθετηθεί σε περίοπτη θέση. Στα πρώτα ήδη χρόνια του πολιτικού βίου, στην Κύπρο, η ανεύρεση ή εφεύρεση λέξεων στη Διάλεκτο και η διάνθιση μ’ αυτές ενός καθώς πρέπει κατά τα άλλα κειμένου, ο εγκλωβισμός τους στην τυραννία των εισαγωγικών για προλη πτικούς ίσως λόγους υγιεινής -παρεμπόδιση με ταδοτικής μολυσματικής νόσου- αυτό ήταν και αποδεκτό αλλά και λίγο chic. Εν αρχή τα «ζοππόβορτος» (ηλίθιο μουλάρι) και «τιτσιροζάμπιες» (γυμνοπόδαροι). Ο μέσος Κύπριος πήρε με το πρώτο επίθετο το ημιεπίσημο χρίσμα του και το Κίνημα των Αδεσμεύτων το βάφτισμά του από κάποιον «καλό πολιτευτή». Υπό μορφή αφορισμού τα επίθετα αυτά είχαν και μια άλλη μυθολογική ερμηνεία και λειτουρ γικό ρόλο. Ο καταπληκτικός αρθρογράφος, ο εξαίρετος ρήτορας, ο δεινός πολιτικός γνωρίζει πού και πώς να χρησιμοποιεί και μερικές ηχηρές «εκφραστικές» λέξεις της Διαλέκτου, σύμφωνα με τους κανόνες μιας σοφής και αυστηρής συντα γής, που μόνο αυτός γνωρίζει, και που προσφέ ρει στον ανυποψίαστο καταναλωτή, αναγνώστη ή θεατή για δημιουργία εντυπώσεων αλλά και μιας αμήχανης οικειότητας και κατάπληξης που τον αφοπλίζουν. Σ ’ ένα άλλο επίπεδο, λέξεις δάνεια, συνυφασμένες με την εποποιία του 21, άρα με την αγω νιστικότητα (μετερίζι, καραούλι) άγνωστες στην κυπριακή πολιτική ορολογία και τη Διάλεκτο, αναβίωσαν από ορισμένους πολιτευτές μετά το 74.
22/αφιερωμα Γενικά, βοηθούντος του φολκλορικού ύφους των θεατρικών επιθεωρήσεων και του ποπουλίστικου των σκετς, η διάλεκτος έχει συνδεθεί συ νειδητά ή με πλάγιους ανώδυνους τρόπους, με περιορισμένα οπισθοδρομικά πλαίσια, με αφε λείς καταστάσεις και με εμβρυώδη ή νηπιακά επίπεδα σκέψης. Παράλληλα η διαδικασία της αποδιαλεκτοποίησης είναι συνδεδεμένη με την κοινωνική ανέλιξη και πρόοδο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της ταύτισης μορφής και περιεχομένου ήταν και η αντίδραση πολλών τηλεθεατών κάποιας κουλτούρας, σε πρόσφατη προβολή ενός θεατρικού μονόπρα κτου: Στο άκουσμα της κυπριακής διαλέκτου έσπευσαν έντρομοι να κλείσουν τους δέκτες τους -καϋμένε Παβλώφ κάτι ήξερες-. Τελικά το συγ κεκριμένο έργο, που ασχολείτο με καυτά θέματα της κυπριακής πραγματικότητας, ήταν στην ου σία ένα αξιόλογο αντι-σκετς, σε ανεπιτήδευτη καθομιλούμενη διάλεκτο. ρέπει επίσης να μιλήσουμε για το μαρασμό, με τον οποίο έχουν συνδεθεί «τα κυπριώτι κα». Γιατί ήταν πάντα γέροι οι ήρωες που πα ρουσιάστηκαν στα κυπριακά χρονογραφήματα. Για παράδειγμα ο «Μουττάς ο Τζ'υπριώτης», ήρωας χρονικών σε εφημερίδα. Στις επιθεωρή σεις, στις γελοιογραφίες το ίδιο: Παράδειγμα ο Γόφαλλος ο Κλωναρίτης της εφημερίδας «Σατι ρική» που εξέφραζε μέρος της κοινής γνώμης, μικρό ή μεγάλο. Ήταν ίσως δυναμικοί και αθυ ρόστομοι, αλλά πάντως γέροι. Και βρακοφόροι. Πιστοί στη μορφή, δεν μπόρεσαν να φανταστούν τη «ρωμιοσύνη της Κύπρου» απαλλαγμένη από τη βράκα, αλλά και την αφόρητη κουτοπονηριά. Στην Ελλάδα οι διάφοροι «τσολιάδες» παρα χώρησαν τη θέση τους σε μαθητούδια, «Μπόμπους», τρομερά παιδιά. Δεν είναι τυχαίο πως η αντιμοναρχική παράταξη χρησιμοποίησε στην εκστρατεία της ένα αγόρι που εξέφραζε με τρό πο πολύ χαρακτηριστικό την αντίθεσή του στο στέμμα. Και την κοινή γνώμη στο ταραγμένο Παρίσι την εκπροσωπούσε ο γεμάτος ζωτικότητα και εξυπνάδα Γαβρίας που ήταν σχεδόν παιδί. Έτσι τον περιγράφει ο Ουγκό και έτσι τον ζωγραφίζει ο Ντελακρουά ζωσμένο στ’ άρματα, πλάι στη Δημοκρατία που καθοδηγεί. Αργότερα, όταν η ίδια πόλη έχανε το χρώμα, την αυθεντική γοη τεία της, όταν η μηχανοποίηση και η αμερικανοποίηση εισέβαλαν από παντού και η τζαζ έπνιγε τη φωνή του ακορντεόν, την πολιτιστική αντί σταση την ενσάρκωσε πάλι ένα παιδί, ο Poulbot, με τα φτωχικά του ρούχα, την κιθάρα του, τα πανέξυπνα μάτια του και τα αχτένιστα μαλλιά του, οχυρωμένος στο τελευταίο καταφύγιο, τη Μονμάρτρη.
Π
Γι’ αυτούς όλους τους λόγους, στην Κύπρο, διάφορα στρώματα, χωρίς να είναι προδιαθετειμένα για οποιανδήποτε φυγή ή απόδραση από τον κοινωνικό-γεωγραφικό τους περίγυρο, στην αναζήτηση μιας ταυτότητας άδικα γυρεύουν μια θέση στο φολκλορικό-γραφικό μικρόκοσμο, που επαναλαμβάνουν με διάφορες παραλλαγές οι πε ρισσότεροι από τους διαλεκτογράφους. Τον κό σμο αυτόν δεν τον αποκλείουν εκ των προτέρων, τους αποκλείει εκ των υστέρων, δεν τον περιφρονούν, αλλά νιώθουν πως κανένα από τα στε ρεότυπα και πρότυπα που συντηρεί και διαιωνίζει δεν τους ταιριάζει, δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Αυτά για τη «σύγχυση ταυτό τητας» σε συνάρτηση με τη γλώσσα. Όσο για την ανεξέλεγκτη εισβολή ξένων όρων, της σύγχρονης τεχνολογίας κυρίως, η Διάλεκτος δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την Εθνική. Με τη διαφορά πως ό,τι ονομάζουν «μπουζί» στην Ελλάδα, τα αποκαλούν «σπαρκς» στην Κύπρο. Ποιος γνωρίζει το σπινθηροπαραγωγό ή σπινθη ριστή; Και τα «εξτρά» των διαφημίσεων για αυ τοκίνητα τα ονομάζουν «έξτρα». Αναζητήστε την ευθύνη στην επίδραση της γαλλικής και αγ γλοσαξονικής κουλτούρας αντίστοιχα. Φυσικά στην Κύπρο η επίδραση της πρώην αποικιοκρατικής δύναμης δεν περιορίστηκε στην κληροδότηση πολλών συνηθειών (όπως το οδήγημα στα αριστερά). Η επίδραση στον γλωσσικό τομέα εί ναι σημαντική. Σε συνομιλίες μπορεί να ακούσει κανείς όχι μόνο λέξεις, αλλά και ολόκληρες φρά σεις παραφθαρμένες ή μη (φαινόμενο ανάλογο με τις γαλλικές φράσεις στη ρωσική αριστοκρα τία, όπως μας μαρτυρούν τα κείμενα του Τολστόι, του Τσέχωφ. κ. ά .) Έτσι στη Μεγαλόνησο το γλωσσικό πρόβλημα των Ελλήνων Κυπρίων υφίσταται σε τρία επίπε δα: 1. Διάλεκτος - Πανελλήνια Εθνική 2. Διγλωσσία (Δημοτική-Καθαρεύουσα που τεί νει να εκλείψει). 3. Παράλληλα η αγγλική όχι μόνο έχει εισχωρή σει με λέξεις (όπως η ποικιλία του σταφυλιού «βέρυκο» από τη φράση «very good», το ρήμα αγκρίζουμαι από το angry) και τώρα με τα διά φορα Εστέητς, αλλά ανταγωνίζεται την ελληνική σε μερικούς τομείς (επίσημα έγγραφα, στο Δικα στικό Σώμα). Φυσικά είστε «ίη» ή «out» τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Εδώ πλήρης ομοφωνία. Ό σο για έναν τύπο απορρυπαντικού, στην Αθήνα το προφέρουν «Χζαξ» και στη Λευκωσία « Ατζ'αξ»». Γαλλική και αγγλική κουλτούρα βλέπετε. Καϋμένε τραγικέ ήρωα Αίαντα! Είναι να μην τρελαθείς; .
αφιερωμα/23
Κ.Γ. Γιαγκουλλής
Μιχαήλ Χρ. Κάσχαλον: «Ο χορός της τατσιάς»
Η λαϊκή ποίηση της Κύπρου Ποιητάρηδες καλούνται σήμερα στην Κύπρο: α) Εμπνευσμένοι λαϊκοί στιχονργοί που παίρνουν υποθέσεις από επίκαιρα γεγονότα και επεισόδια της καθημερινής ζωής (θαύματα αγίων, φόνοι, αυτοκτονίες, δυστυχήματα, ερωτικές περιπέτειες, πόλεμοι κ.ά.) και συνθέτουν πολύστιχα αφηγηματικά τραγούδια (ρίμες), τα οποία, αφού πρώτα τυπώσουν σε φυλλάδες, τραγουδούν αντί αμοιβής στα καφενεία, στις πλατείες και τα χάνια, στα πανηγύρια και σε διάφορες άλλες, καλλιτεχνικές κυ ρίως, γιορταστικές εκδηλώσεις. Γράφουν επίσης τραγούδια με τα οποία σατιρίζουν τη μόδα της εποχής, τους ξετσίπωτους νεόπλουτους και τα έκτροπα της μικρής κοινωνίας της πατρίδας τους. Μερικοί από τους ποιητάρηδες αυτούς δεν είναι παρά τυφλοί ή ανήμποροι, που μεταχειρίζονται την ποίηση ως βιοποριστικό επάγγελμα. Αρκετοί όμως άλλοι (Χρ. Τζαπούρας, X. Άζινος, Χρ. Παλαίσης, Ιωαν. Μιχαήλ) είναι προικισμένοι με το χάρισμα του αυτοσχεδιασμού και, με τη συνε χή άσκηση, φτιάχνουν δικές τους ρίμες για διά φορα επικαιρικά γεγονότα. Κάποτε πάλι οι ποιητάρηδες αυτοί εμπορεύονται σε φυλλάδες διάφορα θρησκευτικά τραγούδια, όπως είναι ο «Θρήνος της Παναγίας», το «Τραγούδι της ΑνάσταπυΓ» το «Τοαγούδι του Αγ. Γεωργίου» κ.ά.,
τα οποία αντλούν από την προφορική και τη χει ρόγραφη παράδοση του τόπου, β) Εκείνοι που κατά τη διάρκεια χορού που στήνουν στα πανη γύρια, στα γαμήλια συμπόσια, στις γιορτές του κατακλυσμού και τώρα τελευταία στις διάφορες χοροεσπερίδες, μπουάτ κ.α., διαγωνίζονται με αυτοσχέδια διαλογικά σατιρικά δίστιχα, τα γνω στά μας «τσιαττίσματα». Πέρα όμως από τα «τσιαττίσματα», οι ποιητάρηδες αυτοί διαγωνί ζονται και με ερωτικά δίστιχα ή λιγόστιχα τρα γούδια ποικίλου περιεχομένου. Παλαιότερα οι ποιητάρηδες, που ήταν πε
24/αφιερωμα ρισσότερο φορείς των μικρασιατικής προέλευσης ακριτικών μας τραγουδιών, στους οποίους, άλ λωστε, οφείλεται και η διάσωσή τους, ήταν επαγγελματίες, όπως δηλώνει και η ίδια η λέξη, που είναι σύνθετη από το ουσιαστικό ποιητής και την επαγγελματική κατάληξη -άρης: ποιητής-ποιητάρης, κεντητής-κεντητάρης, παλιωτήςπαλιωτάρης, βυζαστής-βυζαστάρης, κρεμμαστής-κρεμμαστάρης, δουλευτής-δουλευτάρης κ.ά. Σήμερα, ωστόσο, οι επαγγελματίες ποιητά ρηδες μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού μας, ενώ οι ομότεχνοί τους «τσιαττιστές» ή τρα γουδιστές ερωτικών τραγουδιών δεν είναι κα θαυτό επαγγελματίες αλλά ημιεπαγγελματίες ποιητάρηδες. Από το 1878 που ήρθε μαζί με τους Άγγλους το πρώτο τυπογραφείο στο νησί και άρχισαν οι ποητάρηδες να τυπώνουν τα τραγούδια τους σε φυλλάδες, υπολογίζεται ότι κυκλοφόρησαν συνο λικά 1500 περίπου τραγούδια και 100 ποιητικές συλλογές από 500 τόσους ποιητάρηδες. Αν ισχυ ριζόταν σήμερα κανείς ότι οι παλαιότεροι ποιη τάρηδες της Κύπρου δε διέφεραν από τους σημε ρινούς δημοσιογράφους και ότι οι φυλλάδες τους έχουν μια καταπλητική ομοιότητα, σ’ ό,τι αφορά τη διάδοση πληροφοριών, με τις σημερι νές εφημερίδες, δε θα έπεφτε έξω στην εκτίμησή του. Αν αναζητήσει κανείς τους λόγους για τους οποίους οι ποιητάρηδες τόσο της περιόδου της τουρκοκρατίας, όταν λειτουργούσε εδώ περισσό τερο το ακριτικό τραγούδι και οι μπαλάντες της φραγκοκρατίας, καθώς και τα ημιλαϊκά θρη σκευτικά τραγούδια, όσο και της περιόδου της αγγλοκρατίας, όταν πια κυριαρχεί το ποιητάρικο τραγούδι, βοσκοί αυτοί και γεωργοί, απλοί άνθρωποι του λαού, χωρίς καμιά μόρφωση, κα τόρθωναν να ενθουσιάζουν και να συγκινούν το ακροατήριό τους και ν’ αποκτούν έτσι τη συμπά θεια και το θαυμασμό του, θα τους βρει στα εξής: α) Μετέδιδαν στιχουργημένες ειδήσεις κοινού ενδιαφέροντος και περιέργειας. β) Διερμήνευαν τους εθνικούς πόθους του λαού και μιλούσαν για κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια και λευτεριά. γ) Ήταν θεματοφύλακες του παραδοσιακού κώδικα ηθικής. δ) Διασκέδαζαν και ψυχαγωγούσαν το ακρο ατήριό τους τόσο με τα σατιρικά όσο και με τα «τσιαττιστά» τραγούδια τους. ε) Το έργο τους ήταν κοινωφελές και διδαχτικό, και στ) Τροφοδοτούσαν και γοήτευαν τους νέους με ερωτικά δίστιχα και άλλα τραγούδια. Βέβαια, από τις ειδήσεις που μετέδιδαν οι ποιητάρηδες διάλεγαν εκείνες που από τη φύση τους κινούσαν το ενδιαφέρον και την περιέργεια των λαϊκών μαζών. Δεν έλειπαν, βέβαια, από το
ρεπερτόριό τους θέματα κοινωνικά που κατέτρυχαν το λαό, όπως ήταν η τοκογλυφία, η εκμετάλ λευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, η βαριά φορολογία, οι θεομηνίες, κ.ά. Επειδή παλαιότερα η συγκοινωνία των κυπριακών χωριών με τις πόλεις και μεταξύ τους ήταν δύσκολη ή αδύνατη, και διεξαγόταν κυρίως με ζώα, η επιθυμία των χωρικών για ενημέρωση έμενε ανικανοποίητη. Το κενό αυτό το γέμιζαν οι ποιητάρηδες, που, άλλοτε με τα πόδια, άλλοτε με μούλες, διέτρεχαν τα χωριά και διέδιδαν, όπως και οι ντελάληδες σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, στιχουργημένες ειδήσεις. Οι πληροφορίες που διασώζουν οι ποιητάρη δες αποτελούν σήμερα σημαντικές και πρώτης τάξεως πηγές για την ανασυγκρότηση της ιστο ρίας μας, πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, εκκλησιαστικής, ιδιαίτερα όταν έχουμε να κά νουμε με πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν εξ αυτοψίας. Αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι αρκε τοί από τους ποιητάρηδές μας πήγαν και πολέ μησαν το 1897, το 1912-13, στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, το 1922 και στο Β' παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα, αντιλαμβάνεται κανείς τη σπουδαιότητα των πληροφοριών που έχει το έργο τους. Σημαντικό είναι το ποιητάρικο υλικό για την κοινωνιολογία της ιστορίας μας. Και είναι σημαντικό το έργο των ποιητάρηδων για τη με λέτη των πιο πάνω τομέων του κοινωνικού, πο λιτικού, οικονομικού και εκκλησιαστικού μας βίου, γιατί οι ποιητάρηδες, ως λαϊκοί ποιητές που είναι, στα ποιήματά τους δεν εκφράζουν μό νο τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο εκφράζουν την ιδεολογία του κοινού τους. Αν οι λαϊκοί ποιητές, που είναι λαϊκοί τεχνίτες, πάψουν ν’ απηχούν και να εκφράζουν το κοινό τους, θα χάσουν οπωσδήποτε το ψωμί τους, αφού θα χά σουν την επαφή και την εμπιστοσύνη του κοινού. Έτσι, θέλοντας και μη, ο λαϊκός ποιητής γίνεται ο ενσαρκωτής και ο διερμηνευτής της λαϊκής ιδεολογίας, την οποία υπηρετεί με θρησκευτική ευλάβεια. Παλαιότερα, βέβαια, η ιδεολογία του κυπριακού λαού ήταν μια, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν κόμματα, αφού η Κύπρος ήταν αγγλική κτήση και το όνειρο των Κυπρίων ήταν πώς να κερδίσουν την εθνική τους αποκατάσταση, την ένωσή τους δηλαδή με τη μητέρα Ελλάδα. Επο μένως, στα έργα των ποιητάρηδων, αυτή η ιδεο λογία και καμιά άλλη δεν προβάλλεται. Η τακτι κή που ακολούθησαν οι ποιητάρηδες απέναντι των Άγγλων από το 1878 κ.ε. μπορεί να συνοψι στεί στα εξής: Στην αρχή εκφράζουν απλώς τον πόθο του κυπριακού λαού για ένωση με την Ελ λάδα, χωρίς να θέλουν να βιάσουν τα πράγματα. Θά ’λεγε κανείς ότι δίδουν στους Άγγλους μια πίστωση χρόνου ή ότι είναι πεπεισμένοι ότι οι Άγγλοι, ως φιλελεύθερος λαός που είναι, από μόνοι τους θα αποδώσουν ελευθερία και δίκαιο-
αφιερωμα/25
σύνη στον κυπριακό λαό. Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική οι Κύπριοι ποιητάρηδες δε θα πα ραλείπουν κάθε φορά στα όσα έχουν να πουν να εκφράζουν και τη μεγάλη τους χαρά και ικανο ποίηση που δε βρίσκονται πια στα χέρια των Τούρκων, αλλά κυβερνούνται από ένα φιλελεύ θερο ευρωπαϊκό έθνος, που το χαρακτηρίζει η ευπρέπεια, η δικαιοσύνη, η καλή οργάνωση, διοίκηση κ.ά. Ωστόσο, όταν στις αρχές του αιώ να μας οι ποιητάρηδες διαπιστώνουν ότι οι Ά γ γλοι δεν είναι διατεθειμένοι όχι μόνο να τους δι καιώσουν αλλά ούτε να τους ακούσουν, τότε αναλαμβάνουν έναν ανένδοτο αγώνα, προς όλες τις κατευθύνσεις, για λευτεριά και δικαιοσύνη. Καλλιεργούν στις τάξεις του λαού αγωνιστικό φρόνημα και με τα ποιήματά τους ενισχύουν τον αγώνα της εθναρχίας εναντίον των Άγγλων. Όταν ο αγώνας αυτός θα μεταφερθεί από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων στην ένοπλη αναμέτρηση, πάλι οι ποιητάρηδες δε θα δειλιάσουν να ταυτιστούν με τον αγώνα του λαού. Σή μερα όμως, ιδιαίτερα μετά την τραγωδία του 1974 και το θάνατο του Αρχιεπισκόπου Μακα ρίου το 1977, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η ιδεολογία των ποιητάρηδων, όπως και του κοι νού τους, είναι μία και ενιαία, γιατί σήμερα ο καθένας εκφράζει την ιδεολογία της παράταξης στην οποία ανήκει ή τον ενισχύει ή τον πληρώ νει. Έτσι και οι ποιητάρηδες σήμερα έχουν χω ριστεί σε παρατάξεις και έχουν πάψει να εκφρά ζουν όπως παλιότερα το σύνολο του λαού. Παρ’ όλες τις περιπέτειες που πέρασε ο τόπος, ιδιαίτερα το 1974 με την τουρκική εισβολή στο νησί, το ενωτικό ιδεώδες του κυπριακού ελληνι σμού, ανεξάρτητα από κομματική ή άλλη τοπο θέτηση, ήταν ενιαίο και σταθερό. Έχω υπόψη μου εδώ τον ύπατο των Κυπρίων ποιητάρηδων
Π. Λιασίδη, που γεννήθηκε στη Λύση το 1901 και απηχεί την ιδεολογία του ΑΚΕΛ. Από μια έρευνα που έχω κάνει στο έργο του διαπίστωσα τα εξής ενδιαφέροντα: α) Αρχίζει να στρατεύει τους στίχους του μόλις το 1946 («Γέννημαν νήλιου»), αν και δυο χρόνια προηγουμένως είχε γράψει έναν ύμνο στο ΑΚΕΛ («Χάραμαν φου», 1944, σ. 85). β) Η λέξη κομμουνιστής απαντάται για πρώτη φορά στο έργο του το 1947 («Μπρόεμαν», σσ. 16 και 18). γ) Ο ενωτικός πόθος και το ενωτικό ιδεώδες και όραμά του είναι διάχυτο στις εξής ποιητικές συλλογές του: α) Τραγούδια του νησιού μου (1928), σσ. 3337. β) Χάραμαν φου (1944), σ. 57. γ) Μπρόεμαν (1947), σ. 21. δ) Εντεκάμιση η ώρα (1950), σσ. 1-3. ε) Η Τζιύπρος δίχως πούτρα (1972), σσ. 5-9. στ) Η σταυρωμένη Τζιύπρος μας (1976), σ. 85. Ας σημειωθεί ότι στο παράδειγμα ε) ο Λιασίδης παρουσιάζεται ως ενωτικός, με ρεαλιστικές όμως τάσεις. Τη βλέπει δηλαδή, όπως και ο Μα κάριος τότε, ως ευκταία λύση, όχι όμως ως εφι κτή, όπως είναι η ανεξαρτησία. Στο παράδειγμα στ) είναι ενωτικός, παρά την τραγωδία που έφε ρε στον τόπο το άφρον πραξικόπημα της Χούν τας. Είναι επίσης ενδιαφέρον να σημειώσει κα νείς ότι σε μια άλλη συλλογή του γράφει ποίημα για το Γρ. Αυξεντίου, το X. Μούσκο, το Μ. Καραολή, τον Α. Δημητρίου, που είναι όλοι ήρωες της ΕΟΚΑ (1955-59) («Δώδεκα παρά δέκα», 1960, σ. 35), ενώ στη συλλογή του «Εντεκάμιση η ώρα» (σ. 6) χαίρεται μαζί με τους Εβραίους, που κάνουν κράτος στη νέα Παλαιστίνη! Σ ’ ό,τι αφορά τους ποιητικούς διαγωνισμούς (τσιαττίσματα), είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι αγώνες ποιητικοί με έπαθλο και σε μορ
26/αφιερωμα φή διαλόγου είναι γνωστοί στην Ελλάδα από τα αρχαιότατα χρόνια. Έχουμε π.χ. τον περίφημο αγώνα μεταξύ Ομήρου και Ησιόδου, που, όπως μαρτυρείται, εξελισσόταν, όπως ακριβώς και τα δικά μας «τσιαττίσματα», κατά στίχους ή δίστι χα. Κάτι ανάλογο συνέβαινε επίσης στα Παναθήναια, όπου οι ραψωδοί απάγγελλαν τα έπη του Ομήρου «εξ υπολήψεως εφεξής», εκεί δηλα δή που σταματούσε ο ένας άρχιζε ο άλλος. Τέ τοιοι ποιητικοί διαγωνισμοί στην Κύπρο μνημο νεύονται από τον 16ο αιώνα. Περιγράφοντας τη νήσο Κύπρο ο R. Pere F. Estienne de Lusignan γράφει ότι ο λαός, οι αστοί και άλλοι των με-
Α. Διαμαντή: «Οι μουσικοί», 1963
τρίων κοινωνικών τάξεων μετά από το γεύμα διασκέδαζαν μέσα στους κήπους τους επιδιδόμε νοι σε παιχνίδια και χορούς. Είχαν, γράφει, τέ τοια φυσική κλίση στην ποίηση, ώστε συνέθεταν τραγούδια, χωρίς να έχουν καθόλου διδαχτεί ή ασκηθεί προηγουμένως. Η πιο τυπική γιορτή των ποιητικών διαγωνι σμών είναι σήμερα στην Κύπρο ο Κατακλυσμός, η δεύτερη δηλαδή μέρα της Πεντηκοστής. Τη μέ ρα αυτή οι συμμετέχοντες στη γιορτή λαϊκοί ποιητές στήνουν μεταξύ τους πρόχειρους ποιητι κούς διαγωνισμούς με αυτοσχέδια δίστιχα πάνω σε θέματα που ανακύπτουν αυτόματα κατά τη διεξαγωγή του διαγωνισμού ή τους δίνονται από τον κόσμο που τους παρακολουθεί. Το «τσιάττισμα», με τις έξυπνες απαντήσεις των ποιητάρη δων, δίνει μια ποικιλία στη διασκέδαση. Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να τους βλέπεις να τρων, να πίνουν και να χορεύουν, ανταλλάσσον τας με καταπληκτική ευχέρεια, για πολλές κατά συνέχεια ώρες, αυτοσχέδια δίστιχα και ν’ αμιλλώνται ποιος θ’ αναδειχτεί καλύτερος και ικανό τερος, για να κερδίσει έτσι, αυτός και το χωριό του, την επιδοκιμασία και τον έπαινο του κοινού. Επικρατεί η άποψη ότι οι σημερινές γιορτές του Κατακλυσμού πρέπει να συνδεθούν με τα Ανθεστήρια των Αρχαίων, όπου «οι κωμάζοντες επί
των αμαξών τους απαντώντας έσκωπτόν τε και ελοιδώρουν» και όπου τραγουδούσαν αυτοσχέ δια ποιήματα. Αλλά και με αινίγματα και ερωταποκρίσεις διαγωνίζονται οι ποιητάρηδες της Κύπρου (Ξ. Πάτσαλος, Δ. Γιάρρος, Π. Πιερέττης, Δ. Μι χαήλ, Δ. Ττάκκας κ.ά.). Ένας ποιητάρης δίνει στον άλλο το πρώτο ημιστίχιο ή τον πρώτο στίχο ενός τραγουδιού για να τον συμπληρώσει, ώστε να ελέγξει την ικανότητα και την ετοιμότητά του. Άλλοτε, πάλι, υποβάλλει στον αντίπαλό του διάφορες ερωτήσεις για να τις απαντήσει. Μερικές από τις ερωτήσεις αυτές δε διαφέρουν από αινίγματα, γεγονός που μας οδηγεί στον αγώνα αινιγμάτων των Αρχαίων. Παραδίδεται ότι ο Όμηρος νικήθηκε σε αγώνα αινίγματος από ψαράδες στην Ίο, γι’ αυτό πέθανε από το μαράζι του. Το ίδιο πέθανε κι ο μάντης Κάλχας, που ηττήθηκε από το Μόψο, απόγονο του Τειρε σία, σε αγώνα αινίγματος. Ο Οιδίποδας, ωστό σο, κατόρθωσε να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας και να σώσει έτσι από τα δεινά της τη Θήβα, να γίνει βασιλιάς και να παντρευτεί τη βασίλισσα (Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος). Ο μύθος αυτός διασώθηκε στο έργο του θεάτρου σκιών «Τα αι νίγματα της βεζυροπούλας», που, όπως είναι γνωστό, τα έλυσε ο Μέγας Αλέξαντρος. Ποιητι κή αναμέτρηση σημειώθηκε, υπό τη διαιτησία του Διόνυσου, θεού-προστάτη του θεάτρου, με ταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη στον Κάτω κόσμο (Αριστοφάνη, Βάτραχοι), ενώ ο φαταούλας Ηρακλής του Αριστοφάνη μας θυμίζει τον αντί στοιχο πρωταγωνιστή του θεάτρου σκιών, τον Καραγκιόζη. Ό τι όμως ο θεός του Ά δη είναι έτοιμος να δώσει άδεια επιστροφής στον απάνω κόσμο σ’ έναν ποιητή που τον έχει ανάγκη η πό λη, δε συναντάται μόνο στην αρχαία κωμωδία. Στη λαϊκή ποίηση της Κύπρου, ο Χάρος είναι έτοιμος να χαρίσει τη ζωή σ’ έναν καλό ποιητάρη ή σ’ έναν άλλο που τον έχει ανάγκη ο κόσμος: Μιαν νύχταν τα μεσάνυχτα σαν ήμουν μανιχός μου, εφάνην μου πως έστεκεν ο Χάρος πανωθκιόν μου, τζιαι πως μου είπεν μια φωνή: - Είντα ’ν’που κάμνεις, ρε Ξενή, σάστου τζι εννά σε πάρω. Τζι είπουν του: - Ό ι! εν πάω, γρειάζουμαι να τραουώ, να φύω εν κιάρω. (Ξ. Πάτσαλου, Ποιήματα (1978), σ. 35) ή Ήρτεν ο Χάρος έσσω μου, έσιει κανέναν χρό νον, τζι αντί να κλάψω, έκλαψεν με πικρήν τζιαι με πόνον. «Εσού είσαι που τραουάς;», ερώτησέν με μόνον
αφιερω μα/27 τζι εχάρισέν μου την ζωήν μ ’ έναν τραούιν μό νον! (Π. Πιερέττη, Φως του νήλιου (1978), σ. 49) Και τι δε θα μπορούσε να πει κανείς για τα ερωτικά τραγούδια της Κύπρου! Αρκετά απ’ αυ τά οι ποιητάρηδες τα οικειοποιούνται από την παράδοση, άλλα από άλλους ομότεχνούς τους ποιητάρηδες, ενώ άλλα τα φτιάχνουν οι ίδιοι με αγάπη και μεράκι. Το περιεχόμενο των τραγουδιών αυτών είναι κατάρες και απειλές, όρκοι και υποσχέσεις, έρωτος αποτελέσματα, ευχές, παινέ ματα αγαπητικής κ.ά. Σπουδαίοι ποιητάρηδες ερωτικών τραγουδιών ήταν ο Χρ. Παλαίσης, ο X. Κολοκάσης, ο Π. Πεσκέσης, ο Ν. Κούβαρος, ο Δ. Ττάκκας, ο Π. Πιερέττης και πολλοί άλλοι. Τελειώνοντας επιθυμώ να σημειώσω ότι από το 1923 και εξής τα αφηγητικά τραγούδια των ποιητάρηδων χάνουν έδαφος, ενώ οι λαϊκοί ποιητές, κατά το πρότυπο των έντεχνων ποιητά ρηδων, φτιάχνουν πια ολιγόστιχα τραγούδια, που τυπώνουν όχι σε φυλλάδες, αλλά σε ποιητι κές συλλογές. Η τεχνοτροπία, βέβαια, παλαιών και σύγχρονων ποιητάρηδων παραμένει η ίδια. Εκείνο που διαφέρει είναι το περιεχόμενο των ποιημάτων και ο λειτουργικός ρόλος της ποίησής τους. Η ποίηση τώρα έπαψε να είναι πληροφο ριακή και έγινε κοινωνική, πολιτική, όπως και η έντεχνη. Από το 1978 ώς σήμερα η Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών και η Βιβλιοθήκη Κοκκινοχωριτών Λαϊκών Ποιητών, που ιδρύθη
καν για να διασώσουν πολύτιμο ποιητάρικο υλι κό, τόσο από πεθαμένους όσο και από ζώντες ποιητάρηδες, έχουν εκδώσει σε 41 τόμους το έρ γο ισάριθμων ποιητάρηδων, ενώ αρκετές έρευνες έχουν γίνει για τη μελέτη της ιστορίας της κυ πριακής λαϊκής ποίησης, της σημασίας της από κοινωνιολογική, λαογραφική, γλωσσολογική πλευρά, κ.ά. Ακόμη και ποιητάρικη μετρική είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας. Το αποκο ρύφωμα όμως της όλης έρευνας ήταν η έκδοση σε δυο τόμους, από τις εκδόσεις Χρ. Ανδρέου, ενός corpus των Κυπρίων ποιητάρηδων. Από τους ζώντες σήμερα ποιητάρηδες αξίζει να αναφέρει κανείς τους Π. Λιασίδη, Κ. Καρνέρα, Ηλ. Γεωρ γίου, Δ. Ττάκκα, Π. Κακολή, Κ. Κατσαντώνη, Π. Κωστομάλλη κ.ά.
Βιβλιογραφία: Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Οι ποιητάρηδες της Κύπρον, Θεσ σαλονίκη 1976, σελ. 450. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Κύπριοι λαϊκοί ποιητές, Λευκωσία 1982-83, τόμ. Α '-Β', σελ. 850. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Κυπριακή λαϊκή ποίηση, Λευκω σία 1980, σελ. 108. Κ. Γ. Γιαγκουλλή, Η τεχνική του ποιητάρικον δίστι χου, Λευκωσία 1978, σελ. 120. Κ.Γ. Γιαγκουλλή. Ανθολογία κυπριακής λαϊκής ποίησης, Λευκωσία 1980, σελ. 244. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Ανθολογία Λιοπετριτών λαϊκών ποιητών. Λευκωσία 1981, σελ. 108. Th. Papadopoullos, Un monument de litterature populaire chypriote, Nicosia 1967, p. 138.
Φv λ£η ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΗΜΙΟΡΟΦΟ
Φ Ω Λ ΙΑ T©Y ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 25-29 ΠΟΑ ο 3231703-3229560 ΑΘΗΝΑ 10564
4 4
28/αφιερωμα
Στέρ. Φασουλάκης
Οι “ευτελείς” πηγές της Ιστορίας και η ιστορική σημασία των στιχουργημάτων των Κυπρίων ποιητάρηδων Προβληματισμοί Α'
Η Ιστορία, η οποία εξετάζει και ερμηνεύει τις λειτουργίες τον παρελθόντος, από την εποχή που εγκατέλειψε το γραμματειακό της στάδιο και συγκροτήθηκε σε επι στήμη, έδωσε μεγάλη, σχεδόν αποκλειστική, σημασία στην αξία των γραπτών πη γών. Με βάση τις γραπτές πηγές, για τις οποίες βρήκε τρόπους να τις ελέγχει και να τις αξιολογεί, ασκούσε το έργο της και μόνο επικουρικά και σποραδικά αντλού σε πληροφορίες από υλικό που δεν είχε σχέση με τον γραπτό λόγο, όπως π.χ. από τα μνημεία και τα άλλα υλικά δημιουργήματα του ανθρώπου ή από το φυσικό περιβάλλον. Τον ΙΘ' αιώνα οι γραπτές πηγές, ιδίως αυτές με την έκδηλη ιστορική σημασία, είχαν αναχθεί σε θεότητα των ιστορικών. Εργώδης και επίμονη προσπάθεια των ιστορικών έφερε στη δημοσιό τητα, βασάνισε και αξιοποίησε γραπτές πηγές που έδιναν στους εργάτες της Ιστορίας το εχέγ γυο της αντικειμενικότητας. Από αυτή την προσ πάθεια ξεπήδησαν και συστηματοποιήθηκαν επι στημονικοί κλάδοι, όπως η επιγραφική, η πα λαιογραφία, η διπλωματική, η εκδοτική, η ιστο ρική προσωπογραφία, κ.ά. Προτεραιότητα στις γραπτές αυτές πηγές είχαν τα επίσημα έγγραφα. Θεωρήθηκε ότι σ’ αυτά η αντικειμενικότητα που επιδίωκε ο ιστορικός ήταν πιο εξασφαλισμένη και επομένως το έδαφος πιο στέρεο. Άλλες γρα πτές πηγές, ιδιωτική αλληλογραφία π.χ., λογοτε χνική παραγωγή, λαϊκά κείμενα, κείμενα επικαιρότητας κ.ά., που δεν είχαν τη σφραγίδα της επισημότητας έρχονταν σε δεύτερη και τρίτη μοί ρα, για να μην πούμε πως κάποια είδη απ’ αυτά ήσαν εντελώς παραμελημένα και περιφρονημένα. Μια πρώτη, λοιπόν, συνέπεια αυτής της αντιλήψεως των ιστορικών ήταν να μην αξιοποιούνται οι “ευτελείς” πηγές της ιστορίας. Μια δεύτερη
συνέπεια ήταν οι “τιποτένιες” αυτές πηγές να μη συγκεντρώνονται αλλά να αφήνονται στην τύχη της καταστροφής και να χάνονται, δηλαδή, σύμ φωνα με μια ξεπερασμένη σήμερα αντίληψη, να μην υπάρχουν σαν πηγές. Για να μην εκταθώ πε ρισσότερο σ’ αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις, θα αναφέρω μόνο ένα παράδειγμα: Ποιος δημόσιος φορέας ή ιδιώτης, συλλέγει τα άπειρα μικρά χαρτιά των νεότερων χρόνων, φέιγ βολάν, προ κηρύξεις και άλλα παρόμοια με τυπωμένα κείμε να επικαιρότητας που μπορεί να είναι κάποιες θέσεις μερίδας ανθρώπων -ή και ατόμου ακόμηκάποιες δηλώσεις ή διαμαρτυρίες, καταγγελίες, διαφημίσεις κλπ., τα οποία όμως απεικονίζουν πτυχές της κοινωνίας, την ψυχογραφούν ή συν τελούν σε μια πληρέστερη ερμηνεία της; Κανέ νας, εκτός ίσως από κάποιον εντελώς σύγχρονο μονομανή συλλέκτη. Και εδώ βέβαια δεν μιλώ για παλιά χαρτιά αλλά για χαρτιά της καθημερι νής μας ζωής. Αυτά για κάποιες παρωχημένες αντιλήψεις της Ιστορίας, όταν κι αυτή, σαν επιστήμη, επιδίωκε να στερεώσει την ύπαρξή της και να οργανωθεί. Τότε που στην προσπάθειά της αυτή περιχαρά-
αφιερωμα/29 κωσε τα όριά της και μ’ αυτό τον τρόπο ωφελή θηκε αλλά και απομονώθηκε από τις άλλες επι στήμες, όπως εξάλλου κι αυτές από τις υπόλοι πες. Σήμερα όμως με τις ευρυμένες αντιλήψεις της Ιστορίας και τη διεπιστημονική συνεργασία (σχέσεις της Ιστορίας με την Ανθρωπολογία, την Περιβαλλοντολογία, ανάπτυξη της προφορικής ιστορίας κλπ.) αυτές οι “ευτελείς” πηγές δεν θεωρούνται πια παρακατιανές και επιστημονικά “ανύπαρκτες” αλλά γίνονται αντικείμενο μελέ της και επιστημονικής εκμετάλλευσης, αποτιμώνται και συντελούν σε μια σφαιρική θεώρηση του ιστορικού γίγνεσθαι. Β Ανάμεσα σ’ αυτές τις “ευτελείς” πηγές συγκα ταλέγονται και τα έμμετρα λαϊκής προελεύσεως κείμενα1 που, τυπωμένα συνήθως σε φυλλάδια, αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα. Τι είναι όμως αυτά τα φυλλάδια; Εξωτερικά είναι λιγοσέλιδα, μικρού σχήματος, πρόχειρα τυπωμένα και συχνά στοιχειωδώς διακοσμημένα, ανώνυμα ή επώνυμα. Έχουν λοιπόν στην εμφάνιση μια “λαϊκότητα” και ως προς την αφετηρία και ως προς τον προορισμό τους. Το ίδιο συμβαίνει και με το περιεχόμενό τους: Τα κείμενα που περι λαμβάνουν είναι στιχουργήματα σε λαϊκή γλώσ σα (διαλεκτική ή αστική), συνθεμένα από απλοϊ κούς ανθρώπους (ολιγογράμματους ή και αγράμ ματους), καθόλου γνωστούς στο χώρο των επι σήμων ή των λογίων. Τα θέματα των στιχουργη μάτων προέρχονται από γεγονότα της καθημερι νής ζωής, απ’ αυτά που συγκινούν ή συγκλονί ζουν τη λαϊκή ψυχή: Δολοφονίες, ατυχήματα, πολιτικά εγκλήματα, ερωτικά δράματα, πολεμι κά περιστατικά, θρησκευτικά θαύματα, κοινωνι κά προβλήματα, διεθνή πολιτικά γεγονότα και άλλα. Ποιος λοιπόν, σε τελευταία ανάλυση, είναι ο ρόλος που διαδραματίζουν στην κοινωνία της παραγωγής τους; Για ν’ απαντήσουμε στο ερώ τημα πρέπει να δούμε σε ποιες κοινωνίες άνθησε το φαινόμενο αυτών των φυλλαδίων. Οι δυσκο λίες για τέτοιου είδους κείμενα παλαιότερων εποχών είναι εγγενείς, για τους λόγους που ανα φέραμε στο Α ' μέρος αυτού του μελετήματος και που θα μπορούσαμε να τους συνοψίσουμε με μια λέξη, την ανυποληψία. Αν η αρχική μορφή των στιχουργημάτων ήταν προφορική,2 που κάποτε (και πότε;) έγινε γραπτή (πρώτα χειρόγραφη και μετά τυπωμένη), τότε υπάρχει και πρόσθετη δυ σκολία από τη μη διάσωση των αρχικών μορφών (προφορικής και εν μέρει χειρόγραφης), αφού δεν έγινε σωστική καταγραφή τους. Όμως μια τέτοια εξέλιξη μας δίνει χονδρικά το σχήμα: αναλφάβητη κοινωνία —* κοινωνία στοιχειώδους
0 ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙ KTHNQAH?
ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ τού άμαχου πληθυσμού τί|ς ΤυλληρΙα; ’Αεροπλάνων *« Κ6,ω ΠύργονΤυλληρΙας
εκπαιδεύσεως —> πρωτοεξελιγμένη κοινωνία (που διαθέτει τυπογραφία αλλά όχι ακόμη επαρ κή μέσα, όπως π.χ. καθημερινές εφημερίδες, ιδιόκτητο ραδιόφωνο, «εξελίξεις» που κάνουν τα φυλλάδια με τα έμμετρα κείμενα περιττά). Αυτά από πλευράς πολιτιστικής. Τώρα, από πλευράς οικονομικής μια τέτοια κοινωνία έχει κλειστό αγροτικό χαρακτήρα με τάση να εξελιχθεί, κάτα από ιστορικές συγκυρίες, σε αστική και πρώτο βιομηχανική. Δεν μπορώ να πω σχεδόν τίποτα για την προ πολεμική (πριν από το 1940) περίοδο, εξαιτίας των εγγενών δυσκολιών που προανέφερα. Μπο ρώ όμως να πω κάποια πράγματα για την περίο δο του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν στην Ελ λάδα πολλαπλασιάσθηκαν οι περιπτώσεις των λαϊκών φυλλαδίων με τα έμμετρα κείμενα. Ξαναφύτρωσαν τότε άπειρα τέτοια λαϊκά φυλλάδια. Έχομε μια έκρηξη του φαινομένου που είχε αρ χίσει να παρακμάζει πριν από τον πόλεμο. Ο χα ρακτήρας αυτών των ελλαδικών φυλλαδίων ήταν ειδησεογραφικός και σατιρικός. Επειδή όμως παράλληλα μ’ αυτά ο ημερήσιος Τύπος και το ραδιόφωνο ήσαν ικανοποιητικά διαδεδομένα και το μορφωτικό επίπεδο προχωρημένο, τα φυλλάδια αυτά του ελληνοϊταλικού πολέμου εί χαν αυξημένο το σατιρικό στοιχείο και περιορι σμένο το ειδησεογραφικό.3 Κι αυτό είναι σημαν τικό χαρακτηριστικό, γιατί επιβεβαιώνει όσα θα παρατηρήσουμε πιο κάτω. Πάντως δεν έπαυαν εκείνα τα φυλλάδια να εξυπηρετούν την επικαιρότητα. Ήταν η εποχή που, ένεκα των πολιτικών-πολεμικών γεγονότων, η χώρα οικονομικά είχε αναστείλει μια εξέλιξη (αστικοποίηση, επέ κταση από το εμπόριο στη βιομηχανία) και πολι τιστικά είχε περιορισθεί σε μικρομεσαία, με χω ρίς πολλές ευκαιρίες μόρφωση. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως στο 1941 ουσιαστικά εξέλιπε το φαινόμενο των λαϊκών φυλλαδίων για τον ελλαδικό χώρο. Η Κατοχή δεν προσφερόταν οικονομικά και πολιτικά για τέτοιες δραστηριότητες και από την Απελευθέ ρωση και μετά, η εισβολή του τεχνικού πολιτι σμού (έντυπα επικαιρότητας, ραδιόφωνο, τηλεό ραση, πληροφορική) αφάνισε για πάντα το φαι νόμενο. Κάποιες σποραδικές και ισχνές αναλαμ-
30/αψιερωμα πες δεν έχουν πια σημασία, γιατί έχασαν τον πρωταρχικό τους στόχο, την ενημέρωση και τη συγκρότηση μιας θέσεως απέναντι στο γεγονός. Γ' Ερχόμαστε τώρα στα κυπριακά φυλλάδια, δη μιουργήματα των ποιητάρηδων. Αν γίνεται ιδιαίτερος λόγος, τούτο συμβαίνει όχι γιατί απο τελούν μοναδικότητες, όπως φάνηκε εδώ από το Β' μέρος, αλλά γιατί το φαινόμενο επιζεί, έστω κι αν ψυχορραγεί, ακόμη τώρα. Άκμασε προπο λεμικά, μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο κλειστής κοινωνίας απασχολημένης με τη γεωργία και αναγκαστικά -για λόγους πολιτικούς- αποκομ μένης από τον ευρύτερο ελληνισμό. Ό ταν πριν από τον Β' παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα είχε παρακμάσει το φαινόμενο, στην Κύπρο ανθούσε. Ό ταν κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Ελ λάδα παρουσιάσθηκε η έκρηξη των φυλλαδίων (με τις ιδιαιτερότητές τους), στην Κύπρο δεν φαίνεται να έχουμε κάτι ανάλογο,*12*4 πάλι για λό γους πολιτικούς. Μεταπολεμικά, που η Ελλάδα δέχτηκε αμέσως σχεδόν τις συνέπειες της τεχνι κής αναπτύξεως, το φαινόμενο έχει παύσει πια να ζει, ενώ στην Κύπρο συνεχίζεται τόσο, όσο και η μεταγενέστερη έναρξη της τεχνικής εισβο λής. Έτσι η βαθμιαία μετάβαση από την αγροτι κή κοινωνία στην αστική και ο σταδιακός μετα σχηματισμός δεν εξαλείφει εντελώς το φαινόμε νο, φαινόμενο με ισχυρή παράδοση στο νησί, το υποχρεώνει όμως σε ποσοτική και ποιοτική πα ρακμή. Αστικοποίηση, εκβιομηχάνιση, εξάπλωση και άνοδος του μορφωτικού επιπέδου θα δώ σουν και για την Κύπρο τη χαριστική βολή στο φαινόμενο, όπως την έδωσαν και στο αντίστοιχο του ελλαδικού χώρου το 1941. Ύστερα από τις πιο πάνω απαραίτητες παρα τηρήσεις ξαναφέρνομε το ερώτημα «Ποιος ήταν ο ρόλος που διαδραμάτιζαν τα λαϊκά φυλλάδια με τα έμμετρα κείμενα;» Η απάντηση έρχεται τώ ρα αβίαστα. Κλειστές και αναλφάβητες ή ολιγο γράμματες κοινωνίες, με μικρά τεχνικά μέσα επι ζητούν τρόπους μεταδόσεως των ειδήσεων και
Σημειώσεις: 1. Δεν είναι ο χώρος και ο χρόνος κατάλληλος να αναπτυ χθούν λεπτομερώς διακρίσεις από φυλλάδια (ή μονόφυλ λα) με έμμετρα κείμενα που προέρχονται από λόγιους και γνωστούς ποιητές (π.χ. Κ. Καβάφης, Π. Νιρβάνας, Α. Σικελιανός, Ν. Προεστόπουλος κ.ά.) και έχουν άλλους στό χους. Επίσης δεν θα συζητηθούν οι διαφορές και συγγέ νειες με φυλλάδια (ή μονόφυλλα) που περιέχουν έμμετρα λαϊκά κείμενα αλλά είναι άμεσα ή έμμεσα κατευθυνόμενα, εξυπηρετούν δηλαδή προπαγανδιστικούς σκοπούς. Απλώς επισημαίνονται εδώ οι διακρίσεις για άλλη ευκαιρία. 2. θυμάμαι παράδειγμα πλανόδιου τυφλού ποιητή και τρα γουδιστή κατά την εποχή της γερμανικής κατοχής σε αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ανάμεσα στα άλλα σατίριζε αυνή-
ακόμη αποτύπωση των αισθημάτων και των απόψεων που σχηματίζονται από τα γεγονότα των ειδήσεων. Η ποίηση σε γλώσσα απλή, όπως μιλάει ο λαός, βοηθεί τέτοιες καταστάσεις, γιατί διευκολύνει την κατανόηση και μετάδοση και συγχρόνως δημιουργεί μια θέση απέναντι στα γε γονότα. Έτσι ο ποιητάρης, οποιοσδήποτε μέ ρους, γίνεται ο δημοσιογράφος της κλειστής και στη συνέχεια μεταβατικής κοινωνίας. Σάρκα από τη σάρκα του λαού ο ποιητάρης, ξέρει τι ενδια φέρει το λαό, τι τον συγκινεί και πώς περίπου δέχεται το α ή το β γεγονός. Επομένως σαν δη μοσιογράφος επιτελεί ένα κοινωνικό λειτούργη μα και συγχρόνως, χωρίς να το επιδιώκει, κατα λείπει ένα ιστορικό έργο. Ό ταν λέγω «ιστορικό έργο» δεν εννοώ βέβαια ότι ο ποιητάρης διασώζει γεγονότα για τα οποία δεν υπάρχουν άλλες (και μάλιστα πολύ εγκυρό τερες) πηγές. Κάθε άλλο. Οι επιλογές του, όμως, ο μεταπλασμός τους και οι αποτιμήσεις του μας στοιχειοθετούν ανάγλυφα την ιστορική αντίληψη της βάσεως, αφού ο ποιητάρης είναι de facto εκ πρόσωπός της. Σήμερα, φυσικά, ο ιστορικός δεν χρειάζεται τα λαϊκά φυλλάδια για να ενημερωθεί και ερμηνεύσει τις «διακηρύξεις Ατλαντικού Τεχεράνης-Γιάρτας» (Λευκωσία 1945) ή τον «κατα ποντισμό του ελληνικού πλοίου “Ηράκλειον” » (Λάρνακα 1966) ή τη «δολοφονία του Ρόμπερτ Κέννεντυ» (Λευκωσία 1968) ή την «εγκληματική απόπειρα δολοφονίας κατά του Εθνάρχου [Μα καρίου]» (Λευκωσία 1970) κλπ. κλπ.,5 αφού υπάρχουν άπειρες και έγκυρες μαρτυρίες γι’ αυ τά, του χρειάζονται όμως για να ανακαλύψει και ερμηνεύσει τη θέση του κυπριακού λαού απέναν τι στο γεγονός. Είναι χρήσιμα λοιπόν τα φυλλά δια με τα λαϊκά στιχουργήματα και η σημασία τους για τον σημερινό ιστορικό δεν είναι μικρή, αφού σ’ αυτά βρίσκει ο τελευταίος την ίδια την ανώνυμη ψυχή, τη μορφωτική στάθμη αλλά και την εξέλιξη της κοινωνίας. Μελετώντας αυτά ή μάλλον και αυτά, μπορεί ο ιστορικός να παρα κολουθήσει κάποιες φάσεις συγκεκριμένης κοι νωνίας και να εξηγήσει τις λειτουργίες της κ α ι πιο ολοκληρωμένα κ α ι πιο αποδεικτικά. θείες πρωτόφαντες των χωρικών της εποχής: «Βρε, βγήκε νέα μόδα μέσ’ όλον τον ντουνιά να πουλούν τα ντοματάκια για το περμανάτ». 3. Τέτοια φυλλάδια έβγαζαν στη Χίο π.χ. οι Στέλλα θ . Πιττάκα, Δ. Βαγιανός και Φ. Αγγουλές. 4. Στηρίζομαι στη χρήσιμη για όλο το θέμα διδακτορική δια τριβή του Κωνσταντίνον Γ. Γιαγκουλλή, Οι ποιητάρηδες της Κύπρου, Θεσσαλονίκη 1976. 5. Τα θέματα που δίνονται εδώ για παράδειγμα είναι ελάχι στα μπροστά στα όσα απασχόλησαν τους ποιητάρηδες. Με την ευκαιρία θέλω να παρατηρήσω ότι οι τίτλοι των φυλ λαδίων δεν προέρχονται από τους ίδιους τους ποιητάρηδες αλλά από τους εκδότες-τυπογράφονς. Αυτό φαίνεται από τη λόγια μορφή που έχουν, σε αντίθεση με τη λαϊκή γλώσ σα των στιχουργημάτων.
αφιερωμα/31
Θεώρηση και προοπτική Σ ’ ό,τι αφορά τον ελλαόικό Καραγκιόζη, υπάρχει μια πλούσια βιβλιογραφία. Σ ’ ό,τι, ωστόσο, αφορά τον κυπριακό Καραγκιόζη, η βιβλιογραφία είναι φτωχή.1 Η έρευνα για το θέατρο σκιών όε συμπεριλαμβάνεται, δυστυχώς, στο πρόγραμμα έρευνας του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ούτε, πάλι, φαίνεται η Κυβέρνηση να προβληματίζεται αν θα στήσει ή όχι Μουσείο Θεάτρου Σκιών στην Κύπρο. Λυτό, βέβαια, όε σημαίνει ότι στον τόπο μας δεν υπάρχει έγνοια για τον λαϊκό πολιτισμό. Γιατί και μουσεία λαϊκής τέχνης ιδρύονται και εκδόσεις λαϊκών ποιη τών βγαίνουν και μουσικοχορευτικά λαϊκά συγκροτήματα ενισχύονται και βοηθούνται ποικιλότροπα. Στον τομέα, όμως, του θεάτρου σκιών ό,τι γίνεται είναι από ιδιωτική πρωτοβουλία. Και γίνονται, οπωσδήποτε, αρκετά πράγματα: Επαναδραστηριοποιούνται οι καραγκιοζοπαίχτες μας, ιδιαίτερα οι πρόσφυγες.2 Κατα βάλλεται προσπάθεια να διασωθούν σε μαγνητοταινίες τα έργα τους, τα τραγούδια τους, ακόμη και τ’ απομνημονεύματά τους και τα προσωπικά τους ημερολόγια.3 ΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ότι για ένα λαό που η εθνική και η φυσική του επιβίωση απειλείται, ο λαός αυτός πρέπει αφενός να ενισχύει την άμυνά του και να θωρακίζεται και αφετέρου να επι στρέφει στις ρίζες και στην παράδοσή του, για ν’ αποχτήσει αυτογνωσία, δύναμη και θάρρος, κοντολογίς, εθνική περηφάνια για ό,τι είναι και να πάψει να συμπεριφέρεται συμπλεγματικά για ό,τι μας έρχεται από την Ευρώπη. Ο κυπριακός
Π
λαός είναι λαός δυναμικός, έξυπνος και δουλευτής. Ας δούμε όμως πώς δέχτηκε το θέατρο σκιών που ήλθε εδώ στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του δικού μας αιώνα από την Ελ λάδα. Ο Καραγκιόζης της Κύπρου δεν είναι παρά μια προέχταση του ελλαδικού, που έφτασε στο νησί μας από δυο κανάλια: α) Με Έλληνες κα ραγκιοζοπαίχτες, που, λόγω της μεγάλης προσ
32/αφιερωμα φοράς και της μικρής ζήτησης που υπήρχε στην ζοπαίχτες έδωσαν παραστάσεις στο εξωτερικό Ελλάδα στις αρχές του αιώνα μας, ιδιαίτερα λί (Λονδίνο: Α. Κοκωνάς, Μόναχο και Ρεν: Χρ. γο πριν και λίγο μετά τους βαλκανικούς πολέ Πάφιος, Γερμανία: Χρ. Παής, Ν. Υόρκη: Α. μους,4 ξεχύθηκαν σε περιοχές του απόδημου Ελ Ιδαλίας). ληνισμού (Αίγυπτο) και στην Κύπρο, φυσικά. Εδώ έπαιξαν και συνάμα δίδαξαν την τέχνη τους ’ Ο,ΤΙ αφορά τα έργα του Καραγκιόζη, εί σε Κύπριους, που, με τη σειρά τους, άρχισαν να ναι φυσικό ότι έρχονταν στην Κύπρο έτοιμα τη διαδίδουν σε πόλεις και χωριά της Κύπρου. από την Ελλάδα σε φυλλάδια (1924 κ.ε.), είτε Είναι ενδιαφέρον να σημειώσει εδώ κανείς ότι προφορικά με τους ίδιους τους καραγκιοζοπαί μέρος από τους Έλληνες αυτούς καραγκιοζο χτες. Επομένως το θεματολόγιο των Ελλαδιτών παίχτες έρχονταν ταχτικά στην Κύπρο, ενώ άλ και των Κυπρίων καραγκιοζοπαιχτών είναι στην λοι δε δίστασαν να παραμείνουν εδώ και να εγ αρχή ταυτόσημο, ιδιαίτερα σ’ ό,τι αφορά τις κατασταθούν μόνιμα. Δεν υπάρχει έτσι καμιά κλασικές κωμωδίες και τα λεγάμενα εθνικά έργα. αμφιβολία ότι οι καραγκιοζοπαίχτες Γεράσιμος Είναι, επίσης, φυσικό να δεχτούμε ότι το κλέφτι Κεφαλλονίτης (1900), Ανδρέας Σουλιώτης κο τραγούδι το γνώρισε η Κύπρος μέσω του Κα (1922), Νίκος Τσιτούρης (1920) είναι Ελλαδίτες, ραγκιόζη. Ο Καραγκιόζης πάλι συνέτεινε στη που εγκαταστάθηκαν εδώ, όπως δεν υπάρχει αμ διάδοση εδώ του ρεμπέτικου τραγουδιού, των φιβολία για την ελλαδική προέλευση των εξής τραγουδούν της Σοφίας Βέμπο κ.ά. Σιγά σιγά, καραγκιοζοπαιχτών, που από το 1900 κ.ε. έδω ωστόσο, οι Κύπριοι άρχισαν να εγκαταλείπουν σαν παραστάσεις στην Κύπρο και δίδαξαν στους το ελλαδικό ρεπερτόριο και να «γράφουν» δικά δικούς μας την τέχνη και την τεχνική του θεά τους έργα, εμπνευσμένα κυρίως από την κυπρια τρου σκιών: Χαρίλ. Πετρόπουλος (1900-1911), κή ιστορία (κίνημα του 1931, αγώνας 1955-59), Νίκος Σμυρνιός (1923), Αντώνης Αγιομαυρίτης τους κυπριακούς μύθους και θρύλους, την κυ (1928), Αντώνης Ζινελής (1935), Σ. Σπαθάρης πριακή κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και έρ (1953) και Ευγ. Σπαθάρης (1981 και 1983). γα εμπνευσμένα από την παγκόσμια λογοτεχνία Πλάι σ’ αυτούς μαρτυρούνται και Έλληνες αν- (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ κ.ά.). δρεικελοπαίχτες, που επισκέφτηκαν την Κύπρο, Αν ενδιαφέρει, θα μπορούσα να προσθέσω όπως ο Ν. Παπακώστας, ο Μαριδάκης (1899) εδώ ότι οι 2-3 Τουρκοκύπριοι καραγκιοζοπαί κ.ά. β) Με Κύπριους εθελοντές που πήγαιναν χτες που γνώρισε η Κύπρος ανέβαζαν έργα από στην Ελλάδα και λάβαιναν μέρος στους εθνικούς το ελληνικό ρεπερτόριο, όπως τη Γενοβέφα, και αγώνες των Ελλήνων, στον πόλεμο του 1897, η τέχνη τους συμβάδιζε με αυτή των Ελληνοκυ στους βαλκανικούς (1912-13) και στους δυο παγ πρίων ομοτέχνων τους. Οσάκις έρχονταν στον κόσμιους πολέμους. Μερικοί από τους Κύπριους τουρκικό τομέα της Λευκωσίας Τούρκοι καραγ εθελοντές διδάχτηκαν εκεί την τέχνη του Καραγ κιοζοπαίχτες, το ακροατήριο ήταν φτωχό, γιατί κιόζη και την άσκησαν κατόπιν ως επάγγελμα δεν επικοινωνούσε η σκηνή με την πλατεία. Η στην Κύπρο. Μεταξύ αυτών αξίζει να μνημονεύ τουρκική πραγματικότητα που παρουσιαζόταν σει κανείς τον Αθηνόδωρο Γεωργιάδη, από το στη σκηνή του Τούρκου καραγκιοζοπαίχτη δεν Όμοδος, που έζησε στην Ελλάδα από το 1912-18 μπορούσε να συγκινήσει τις τουρκοκυπριακές και έμαθε την τέχνη του Καραγκιόζη, που μετέ μάζες, που αρέσκονταν περισσότερο να βλέπουν φερε στη συνέχεια στην Κύπρο/Αλλος Κύπριος ελληνοκυπριακό Καραγκιόζη. Ανάμεσα στα έρ της κατηγορίας αυτής είναι ο Γιώργος Χατζηττο- γα που παρίσταναν οι Τούρκοι καραγκιοζοπαί φής Λαουτάρης, κι αυτός εθελοντής του 1918, ο χτες συγκαταλέγεται κι ο «Κιόρογλου». Αυτοί Κώστας Μαυροθαλασσίτης (1918), ο Χρίστος χρησιμοποιούσαν φιγούρες μικρές, που έφταναν Παής (1940) κ.ά. Αυτοί, λοιπόν, οι καραγκιοζο τις 10 ίντζες, σε αντίθεση με τους Κύπριους που παίχτες, Κύπριοι και Ελλαδίτες, στάθηκαν οι έφτιαχναν φιγούρες ενός μέτρου!5 πρωτεργάτες για τη διάδοση και προκοπή στον Για τα τραγούδια του Καραγκιόζη έχει κανείς τόπο μας του θεάτρου σκιών. Απ’ αυτούς βγή- „ να πει πολλά. Το κυπριακό κοινό δε δέχεται ού <αν άξιοι μαθητές, που ασκούν ώς σήμερα το τε δεχόταν συμβιβασμούς σ’ ό,τι αφορά το τρα :πάγγελμα και συντηρούν έτσι μιαν ωραία πα γούδι. Η πλατεία διέταζε τον καραγκιοζοπαίχτη ράδοση. Μεταξύ αυτών είναι πρέπον να μνημο να παίξει αυτό ή εκείνο το τραγούδι, γιατί ο κό νεύσουμε το Χρ. Πάφιο, τον Αχ. Πάφιο, το Ν. σμος πληρώνει, ο κόσμος διατάζει, είπε κάποτε Πάφιο, το Θεμ. Γεωργίου, το Ν. Ιωάννου, τον χαρακτηριστικά ο Α. Ιδαλίας. Μαγνητόφωνα Π. Τσέλιγκα, το Θ. Θεμιστοκλέους, τον Ιω. Κισ- και άλλα ευρήματα που μπασταρδεύουν την πα σονέργη, τον Α. Ιδαλία, το Γ. Ιδάλία, τον Γ. Χα- ράδοση ο Κύπριος δεν τα ευνοούσε. Έτσι ο κα τζηττοφή, τον Αντ. Κοκωνά, τον Ουλή Χαραραγκιοζοπαίχτης κοντά στις άλλες αρετές του λάμπους, το Στέλιο Ιωάννου, τον Κ. Σοφοκλέους έπρεπε να διαθέτει και καλή φωνή ή να μπάζει Παπλωματά, τον Κ. Τσιλλαρία κ.ά. στη σκηνή του έναν καλό τραγουδιστή. Εννοεί Με τη σειρά τους οι Κύπριοι αυτοί Καραγκιο ται ότι το βιολί και το λαγούτο ήταν αναπόσπα-
Σ
αφιερω μα/33 στα μέρη της παράστασης. Τι τραγούδια έπροτιμούντο, όμως;Οπωσδήπτε αυτό εξαρτ ιόταν ιπο το έργο. Αν ήταν πατριωτικό, δεν έλειπε το κλέ φτικο. Πολλή πέραση είχε επίσης το ρεμπέτικο τραγούδι και όσα άλλα έρχονταν στην Κύπρο με πλάκες γραμμοφώνου. Εκεί όμως που το ακροα τήριο μεράκλωνε ήταν όταν ακούονταν οι κυ πριακές φωνές και μελωδίες, όπως είναι η μεσαρίτικη, η παφίτικη, η μορφίτικη, η ακαθκιώτισσα, η αυκορίτισσα, η λιοπετρίσιμη, η παραλιμνίτικη κ.ά. Μέσω του Καραγκιόζη οι φωνές αυτές από τοπικές που ήταν γίνονταν παγκύπριες, άγνωστα τραγούδια γίνονταν γνωστά, ενώ πάνω στις φωνές των τραγουδιών αυτών πλάθονταν καινούρια.5 Από έρευνες, που έχω αρχίσει και δεν έχω συμπληρώσει, έχω διαπιστώσει ότι υπήρχε στενή επαφή και ένα ζωηρό πάρε δώσε μεταξύ επιθεώρησης, θεάτρου σκιών και ποιητά ρηδων. Ο θέατρο σκιών έχει μεγάλη σχέση με τη Λαογραφία. Επειδή ο καραγκιοζοπαίχτης έπρεπε συνέχεια να εμπλουτίζει τις γνώσεις του, να γνωρίζει τους τύπους κάθε κοινότητας, να εί ναι γνώστης πολλών πραγμάτων, για να μπορεί να δίνει συμβουλές από σκηνής, ήταν υποχρεω μένος να μελετά ή να ρωτά και να μαθαίνει. Ένας καραγκιοζοπαίχτης που απομονώνεται από το κοινό του δεν μπορεί να προκόψει. Έτσι, αναλύοντας σήμερα έργα Κυπρίων καραγ κιοζοπαιχτών, εχτός από τα τραγούδια που κα ταγράφουμε, συναντούμε σ’ αυτά παροιμίες, αι νίγματα, γνωμικά, μύθους κ.ά., που εμπλουτί ζουν την παράδοσή μας και που διαφορετικά δε θα ξέραμε. Οι καραγκιοζοπαίχτες ήταν κάτοχοι της πρακτικής ιατρικής, την οποία δίδασκαν από σκηνής. Ό σο δε για τις τρέχουσες πληροφο ρίες που ενσωματώνουν στα έργα τους, πιστεύω πως η μελέτη τους είναι απαραίτητη για τη συγ γραφή της κοινωνικής μας ιστορίας, που τόσο πολύ αγνοούμε και τόσο πολύ υποτιμούμε. Ό ,τι, βέβαια, οι καραγκιοζοπαίχτες μας, με τις μακροσκελείς λέξεις που συχνά χρησιμοποι ούν, μας οδηγούν στον Αριστοφάνη, δεν είναι ανάγκη να υπενθυμίσω. Αρκετά επίσης έργα του θεάτρου σκιών μας διασώζουν ή μας οδηγούν απευθείας σ’ αρχαίους μύθους. Προσωπικά το έργο «Ο Μεγαλέξανδρος και το καταραμένο φί δι», εχτός του ότι μας θυμίζει το τραγούδι του Λγ. Γεωργίου, έχει αρκετά κοινά σημεία με το μύθο του Βελλερεφόντη, που σκότωσε, κατ’ απαίτηση του βασιλιά της Λυκίας Ιοβάτη, τη χί μαιρα, που ήταν τρίμορφο τέρας. Περισσότερα, όμως, κοινά στοιχεία θα συναντήσει κανείς ανά μεσα στο έργο αυτό και στο μύθο του Περσέα, που σκότωσε ένα θαλασσινό τέρας το οποίο έβγαινε στην ξηρά και κατασπάραζε ανθρώπους και ζώα. Το μαντείο του Θεού 'Αμμωνα είπε ότι
Τ
για να σωθεί η χώρα από το τέρας, έπρεπε ο βα σιλιάς Κηφέας της Αιθιοπίας να δώσει την κόρη του Ανδρομέδα ως τροφή. Έρχεται όμως ο Περσέας και ως άλλος Ά ης Γιώργης σκοτώνει το θε ριό και ως άλλος Θησέας απαλλάσσει τη χώρα από τον αιματηρό αυτό φόρο. Το έργο, πάλι, «Τα αινίγματα της βασιλοπούλας» μας οδηγεί στο μύθο του Θιδίποδα, που, αφού έλυσε τα αι νίγματα της Σφίγγας, απάλλαξε τη χώρα από ένα μεγάλο κακό και πήρε ως δώρο το θρόνο και τη βασίλισσα. Δεν υπάρχει, τέλος, καμιά αμφι βολία ότι το έργο «Ο Καραγκιόζης δια της βίας γιατρός» δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ομώνυμο έργο του Μολιέρου. Αν η έρευνα επεχταθεί και σ’ άλλα έργα του θεάτρου σκιών, πιστεύω ότι οι ερευνητές δε θα βγουν ζημιωμένοι. Οι φιγούρες, τώρα, του Καραγκιόζη δε διαφέ ρουν από τις ελλαδικές στη μορφή τους. Διαφέ ρουν όμως στο υλικό. Στην Κύπρο δε χρησιμο ποιείται καθόλου το δέρμά αλλά το χαρτόνι (90%) και το ξύλο (10%). Οι φιγούρες επίσης εδώ είναι σκέτες. Ό σοι όμως καραγκιοζοπαί χτες είναι και ασχολούνται με τη λαϊκή ζωγραφι κή δεν παραλείπουν να χρωματίσουν τις φιγού-
---- Εκδόσει ς Στιγμή ---ΖΩΟΔΟΧΟΤ ΙΙΗΓΙΙΣ 91-93, ΑΘΗΝΑ II'. 73
Κ υκλοφ ορούν
Νίκου Καχτίτση Ο ΕΞΩΣΤΗΣ (·2τ, έκδοση)
Τόλη Καζαντζή ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ (αφήγημα)
'Αδαμάντιος Διαμαντής - Γιώργος Σεφίρης ΑΑΑΗΛΟΓΡΑΦΙΑ 0953-'97>) φιλολογική έπιμέλεια: Μιχάληζ Ι/ιερήζ
Φρήντριχ Σίλλερ ΠΕΡΙ ΑΦΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗΣ ΓΙΟΙΗΣΕΩΣ μετάφραση: Παναγιώτη; ΚονΛνλης Κεντρική διάθεση ΚΚΔΟΣΕΙΣ ΝΚΦΚΛΙΙ Μαυρομι/άλη 9, ’Αθήνα - τηλ. 36,07.7'.'.
34/αφιερωμα ρες τους οι ίδιοι ή να επικολλούν σ’ αυτές έγ χρωμα υφάσματα και να τις κάνουν πιο όμορ φες. Πέρα από τις γνωστές φιγούρες του κλασι κού θεάτρου σκιών (Καραγκιόζης, Κολλητήρης, Νιόνιος, Σταύρακας, Μορφονιός, Χατζηαβάτης, Μπάρμπα Γιώργος, Πασάς κ.ά.) είδα πρόσφατα φιγούρα του Παπαϊωάννου, του Λυσσαρίδη, του Κληρίδη και του Κυπριανού, που προορίζονται για το ανέβασμα επί σκηνής πολιτικού έργου, όπως χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα φιγούρα που παρίστανε το Μακάριο και το Γρίβα, για να παι χτεί έργο εμπνευσμένο από τον αγώνα της ΕΟΚΑ. ΕΝ είμαι απ’ εκείνους που κάνουν διάκριση στο κοινό του θεάτρου σκιών. Οι Κύπριοι καραγκιοζοπαίχτες έπαιζαν και παίζουν τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά. Κυρίως τα καλο καίρια σύχναζαν στα ορεινά μας θέρετρα (Πεδουλάς, Λεύκαρα, Πλάτρες κ.ά.), όπου παραθέ ριζαν οι αστοί. Συγχρόνως στα χωριά κάθονταν και έπαιζαν τον Καραγκιόζη επί 20 και 30 συνε χείς μέρες, κάθε φορά με διαφορετικό έργο. Οι ίδιοι οι καραγκιοζοπαίχτες μου είπαν ότι πα λαιότερα, πριν διαδοθεί η τηλεόραση στην Κύ προ ή πριν λειτουργήσει από τους Άγγλους Ρα διοφωνικός Σταθμός, από την πλατεία δεν έλει παν ούτε γιατροί, ούτε δικηγόροι, ούτε δασκάλοι και δικαστές. Σιγά σιγά όμως το ακροατήριο άρχισε να διαφοροποιείται, ειδικά μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο, με την εισβολή του ευρωπαϊ κού τρόπου ζωής στο νησί μας. Οι αστοί άρχι σαν από τότε να στέλλουν τα παιδιά τους στον Καραγκιόζη με τις υπηρέτριες τους, ενώ οι ίδιοι το θεωρούσαν υποτιμητικό να παρακολουθή σουν τέτοιο θέαμα. Οπως και να έχει το πράγ μα, η Κύπρος οφείλει πολλά στον Καραγκιόζη, γιατί σε μια περίοδο αμορφωσιάς και πνευματι κής στέγνιας ο Καραγκιόζης δίδαξε ιστορία της ελληνικής επανάστασης, «ι ρονημάτισε εθνικά.
Δ
αγωνίστηκε, ψυχαγώγησε, ενημέρωσε, αγαπήθηΘέλω να πιστεύω ότι οι προοπτικές για το κυ πριακό θέατρο σκιών είναι λαμπρές, αν η Κυ βέρνηση ενισχύσει τους φορείς του οικονομικά και αν το θεωρητικό ενδιαφέρον γίνει πρακτικό. Αυτό που θέλουν οι καραγκιοζοπαίχτες μας δεν είναι ωραία λόγια, αλλά συμπαράσταση, ηθική και υλική, για να συνεχίσουν την ωραία παράδο σή τους. Κι ο κόσμος όμως μπορεί να βοηθήσει ώστε να συντηρηθεί ο Καραγκιόζης, όταν πάψει να τον υποτιμά και να τον περιφρονεί, όταν συ νειδητοποιήσει ότι είναι μια τέχνη με πολλές απαιτήσεις και δεν είναι θέαμα απλώς για παι διά.*1234567 Σημειώσεις 1. Βλ. Κ.Γ. Γιαγκουλλή, Η τέχνη τον Καραγκιόζη στην Κύπρο και τα απομνημονεύματα τον Χριστόόονλον Πάφιον, Λενκωσία 1982. 2. Παράδειγμα ο Ανδρέας και ο Γιώργος Ιδαλίας, ο Ιω. Κισσονέργης, ο Ονλής Χαραλάμπονς, πον πέθανε το Μάη τον 1982, κ.ά. 3. Μετά από την έκδοση των απομνημονευμάτων τον Χρ. Πά φιον, η Βιβλιοθήκη Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών προτίθεται να εκδώσει τ' απομνημονεύματα τον Ιω. Κισσονέργη. 4. Από το 1909 στην Ελλάδα μέχρι και τη Μικρασιατική κατα στροφή το 1922 επικρατεί η επιθεώρηση, ενώ το θέατρο σκιών βρίσκεται σε οπισθοδρόμηση. 'Οταν όμως η μεγάλη ιδέα της αστικής τάξης θα χρεωκοπήσει, μαζί της θα γνωρί σει δύσκολες μέρες και η επιθεώρηση, ενώ το θέατρο σκιών θα πάρει την πρωτοβουλία. 5. Ώ ς σήμερα ο θνμής Θεμιστοκλέους, από την Κακοπετριά, φτιάχνει τόσο μεγάλες και περίτεχνες φιγούρες, πον μόνο με δική τον σκηνή μπορεί να παίξει, γιατί η σκηνή των συ ναδέλφων τον είναι πολύ μικρή για τις φιγούρες τον. 6. Από τα ημερολόγια τον Χρ. Πάφιον των ετών 1928-29, 1937-1939, 1948, 1950, 1952-53, 1955 και 1959 έχω καταγρά φει γύρω στα 82 τραγούδια. Μελετώντας τα τραγούδια αντά βρήκα ότι πρόκειται α) για στίχους από ρεμπέτικα, 6) στίχους από δημοτικά και γ) στίχους από ποιητάρικα τρα γούδια και αμανέδες. 7. Εχτός από καραγκιοζοπαίχτες, φτασμένοι λαϊκοί ζωγράφοι είναι οι Ν. Ιωάννον, Χρ. Πάφιος, Ιω. Κισσονέργης. θ . Θε μιστοκλέους, ενώ εξελίξιμος είναι σήμερα ο Γ ΙΛσλιϊις.
26 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Με χιλιάδες βιβλία ιστορικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, οικονομικά, λεξικά κ.ά. από 30 δραχμές
ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ Αριστοτέλους “Ρ*Βγυοπας 150
ΤΟ ΚΑΤΩΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αριστοτέλους 6*Τηλ. 27.18.53
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Καρόλου Ντηλ 3*Τηλ. 23.97.46 Το μοναδικό παιδικό βιβλιοπωλείο
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ
αφιερω μα/35
Γ. Φιλίππου Πιερίδης
Οι Κύπριοι λογοτέχνες και εκπαιδευτικοί στην Αίγυπτο* Πριν αναφερθούμε στους Κύπριους εργάτες του πνεύματος στην Αίγυπτο, επιβάλ λεται να κάνουμε λόγο για τον ελληνισμό στην Αίγυπτο. Θα ήταν ακατανόητο να μιλήσουμε για τους Κύπριους της Αιγύπτου χωρίς να τους εντάξουμε, σαν μέρος αναπόσπαστο, μέσα στο σύνολο εκείνου του ελληνισμού. Και θα ήταν σαν αναφο ρά στο κενό, αν μιλούσαμε για λογοτέχνες χωρίς να κάνουμε λόγο για το περιβάλ λον, όπου έζησαν κι εόημιούργησαν. Ο σύγχρονος παροικιακός ελληνισμός της Αιγύ πτου άρχισε να εγκαθίσταται εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ο Μωχάμετ Άλη έθετε τις βά σεις για τον εκσυγχρονισμό της χώρας του. Στην προσπάθειά του εκείνη ο Μωχάμετ Άλη ενθάρρυνε την εγκατάσταση των Ευρωπαίων, παρέχοντάς τους προστασία και οικονομικά κίνητρα για το εμπόριο και τις τέχνες τους. Κι ακόμα εργοδοτώντας ο ίδιος μερικούς στις υπηρεσίες του, στο εμπόριο, τη γεωργία και τα δημόσια έργα. Έτσι σχηματίσθηκαν οι ξένες παροικίες κι ανάμεσά τους, πολυπληθέστερη, η ελληνική. Εκτός από αυτή την αριθμητική διαφορά, η ελ ληνική παροικία ξεχωρίζει από τις άλλες πάνω σε δυο σημεία: Το ένα είναι ότι, ενώ οι άλλοι Ευρωπαίοι, κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί τότε, ήτανε συγκεντρωμένοι στις μεγάλες πόλεις, στο Κάι ρο, στην Αλεξάντρεια, κι αργότερα με το άνοιγ μα του καναλιού του Σουέζ (στα 1869), στο Πορτ Σάιτ, την Ισμαηλία και το Σουέζ, οι Έλληνες βρίσκονται και σ’ αυτές τις πόλεις αλλά και σ’ όλες τις άλλες καθώς και στα χωριά. Το δεύτερο σημείο είναι ότι οι Έλληνες μετανάστες έρχον ταν ως συνεχιστές, κατά κάποιο τρόπο, μιας πα ράδοσης. Ελληνικές αποικίες βρίσκουμε στην Αίγυπτο από τον 7ον αιώνα π.Χ. Από τότε οι Έλληνες συνεχίζουν την παρουσία τους, όχι πια ως αποικίες, με την έννοια που είχε ο όρος αυτός στην αρχαιότητα, παρά ως παροικίες. Τις βρί σκουμε τις παροικίες αυτές σ’ όλες τις περιόδους
της ιστορίας της Αιγύπτου, με διαφορετική κάθε φορά συγκρότηση και διαφορετικό ρόλο στη ζωή του τόπου, ανάλογα με τις συνθήκες, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν στην κάθε εποχή, άλλοτε ακμάζουσες κι άλλοτε σε παρακμή. Θα περιοριστούμε εδώ στο θέμα μας, που εί ναι ο σύγχρονος παροικιακός ελληνισμός στην Αίγυπτο. Αρχές του 19ου αιώνα, πριν αρχίσουν να έρ χονται οι νέοι μετανάστες, ο Άραβας χρονικο γράφος Άλη ελ Αμπάσι αναφέρει ότι στην Αλεξάντρεια ζούσαν σαράντα ελληνικές οικογένειες. Ξέρουμε εξάλλου ότι ολιγάριθμοι Έλληνες ζού σαν εκείνη την εποχή και στο Κάιρο και στο Ραχίτι. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εξουσίας του Μωχάμετ Άλη, γύρω στα 1810-1820, ο πατριάρ χης Αλεξάντρειας Θεόφιλος υπολογίζει τον αριθμό των Ελλήνων σε χίλιους. Είναι κυρίως έμποροι, εργολάβοι οικοδομών και δημόσιων έρ γων, καθώς και τεχνίτες-ραφτάδες, γουναράδες, κηπουροί, κτλ. Με τον καιρό θα προστεθούν και βιομήχανοι, τραπεζίτες, καθώς κι επιστήμονες γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, γεωπόνοι κτλ. Ο παροικιακός ελληνισμός πληθαίνει με γοργό ρυθμό. Η απογραφή του 1907 δείχνει ότι οι Έ λ ληνες στην Αίγυπτο ήταν 63 χιλιάδες. Στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν πολύ περισσότε ροι γιατί η απογραφή περιορίζεται σε κείνους που είχαν ελληνική υπηκοότητα και ήταν πολλοί
* Το μελέτημα αυτό έχει βάση του διάλεξή μου -συμπληρωμένη εδώ- στη σειρά «Κυπριακή Λογοτεχνία - Οι ρίζες», που οργανώ θηκε το χειμώνα του 1979 από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου. Οι διαλέξεις εκείνες έγιναν στη Λευκωσία και τη Λάρνακα.
36/αφιερωμα οι Έλληνες που δεν την είχαν, όπως οι Κύπριοι, οι Μικρασιάτες, οι Δωδεκανήσιοι τότε. Γύρω στα 1930 το σύνολο των Ελλήνων υπολογίζεται μεταξύ 150 και 200 χιλιάδες. Βρίσκονται διασπαρμένοι σ’ όλη τη χώρα, σε μεγάλες ή μικρές κοινότητες, που δένονται μεταξύ τους με πολλές συναρμογές, έτσι που αποτελούν ενιαίο σύνολο, μια μικρή, ακμάζουσα ελληνική κοινωνία. Ο θε σμός των διομολογήσεων και η εσωτερική διάρθρωση αυτής της μικροκοινωνίας, οικονομι κή και κοινωνική, τη διατηρούν σε μια σχετική αυτοτέλεια. Έχει τις κοινοτικές οργανώσεις της, τις εκκλησίες, τα εκπαιδευτήρια, τα νοσοκομεία, τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, τις κάθε λογής ορ γανώσεις και σωματεία, και το δικό της πνευμα τικό εποικοδόμημα, με τις βιβλιοθήκες, τα θέα τρα, τη λογοτεχνία, την τέχνη. Ιστορικά, η κοινωνία αυτή είναι, από το ξεκί νημά της, καθαρά αστική κι έχει αρκετά προχω ρημένο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, καθώς έρχε ται σ’ επαφή με τις άλλες ευρωπαϊκές παροικίες και με τα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης. Κατά την περίοδο της πιο μεγάλης ακμής της, περίπου από τα 1910 ώς τις παραμονές του δεύτερου παγκό σμιου πόλεμου, βρίσκεται σε πιο προχωρημένο αστικό στάδιο, σε σύγκριση με την Ελλάδα, όπου ενδημούν ακόμα κατάλοιπα προαστικής κοινωνικής δομής. Αυτό έχει σημασία, ιδιαίτερα για το πνευματικό εποικοδόμημα που, χωρίς να παύει να είναι ελληνικό στις ρίζες του και στους προσανατολισμούς του, έχει έναν ορίζοντα ευ ρύτερο από τον στενά τοπικιστικό. Οι Κύπριοι αποτελούν μέρος αναπόσπαστο αυτής της ελληνικής κοινωνίας. Και είναι πολ λοί, οι πολυπληθέστεροι, σε σύγκριση με κάθε άλλης ιδιαίτερης πατρίδας Έλληνες, τους Θεσσαλούς, τους Κρητικούς, τους Μικρασιάτες, τους Χιώτες κτλ. Είναι οι πρώτοι που ίδρυσαν δική τους κοινοτική οργάνωση, την «Κυπριακή Αδελφότητα ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων», στην Αλεξάντρεια, στα 1861, δεκαοχτώ μόλις χρόνια μετά την ίδρυση της πρώτης ελληνικής κοινότη τας, της «Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας» στα 1843. Πρώτος πρόεδρος της Αδελφότητας εκείνης των Κυπρίων ήταν ο Γ.Ι. Κηπιάδης, που θα τον συναντήσουμε πιο κάτω ως συγγραφέα. Αργότερα τη θέση της Αδελφότητας εκείνης θα πάρει η «Εν Αιγύπτω Κυπριακή Αδελφότης», που ιδρύθηκε στα 1873. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το καταστατικό, που εγκρίθηκε εκείνο το χρόνο, εκφράζει και την έγνοια των απόδημων Κυπρίων για πνευματική προκοπή. Παράλληλα με τους άλλους πρακτικούς σκοπούς της Αδελ φότητας, το καταστατικό προβλέπει και «την αντίληψιν απόρων, φιλομαθών και χρηστής διαγω γής Κυπρίων νέων προς εξακολούθησιν των σπουδών των». Η πιο πάνω συνοπτική ανασκόπηση της προέ
λευσης και των συνθηκών μέσα στις οποίες ζούσε ο αιγυπτιώτης ελληνισμός κατά την περίοδο της ακμής του, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αποτελούσε μιαν αστική μικροκοινωνία, που πε ριλάμβανε όλα τα στρώματα μιας τέτοιας κοινω νίας, από το μεγαλοαστικό ώς το εργατικό. Μέσα στους κόλπους αυτής της κοινωνίας αναπτύχθηκε αξιόλογη πνευματική και καλλιτε χνική κίνηση. Το πνευματικό κέντρο ήταν η Αλεξάντρεια, για τους ίδιους λόγους που το πνευματικό κέν τρο της Ελλάδας είναι η Αθήνα. Η ελληνική πα ροικία της Αλεξάντρειας ήταν η πολυπληθέστε ρη κι η πιο ευημερούσα από τις παροικίες των άλλων πόλεων. Στην Αλεξάντρεια συγκεντρωνό ταν το μεγαλύτερο μέρος της πνευματικής κίνη σης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα λογοτεχνικά περιοδικά εκδίδονταν στην Αλεξάντρεια. Οι άν θρωποι των γραμμάτων, που κατοικούσαν στις άλλες πόλεις, ή στα χωριά, κατέβαιναν συχνά στην Αλεξάντρεια για να πάρουν μέρος στην πνευματική κίνηση, να γνωρίσουν συναδέλφους και να γνωριστούν. Στην Αλεξάντρεια ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό σχολείο, το «Σχολείον των Γραικών εις Αλεξάνδρειαν», γύρω στα 1840. Στην Αλεξάντρεια βρίσκουμε το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς εστήθηκε, πάντως πριν από το 1853, που τυπώθηκε σε κείνο το τυπογραφείο το πρώτο, από ό,τι ξέ ρουμε, λογοτεχνικό βιβλίο, το «Αρκαδική Οικο γένεια, Ιστορικά διηγήματα» του Ευθύμιου Λου κά. (Ακολούθησαν το Κάιρο και το Πορτ Σάιτ, όπου τα πρώτα ελληνικά τυπογραφεία στήθηκαν το 1874 και το 1892 αντιστοίχως). Στα 1862 εκδίδεται στην Αλεξάντρεια το πρώ το ελληνικό περιοδικό «Ο Ιατρός του Λαού». Τυπώνεται στο ελληνικό τυπογραφείο «Ο Νεί λος». Αξιοσημείωτη είναι η διεύθυνση του τυπο γραφείου· Οδός Ελλήνων. Την ίδια χρονιά, 1862, κυκλοφορεί στην Αλεξάντρεια και η πρώτη ελληνική εφημερίδα, η «Αίγυπτος», εβδομαδιαία πολιτική, φιλολογική και εμπορική εφημερίς. Τυπώνεται κι αυτή στο τυπογραφείο «Ο Νεί λος». Η κυκλοφορία περιοδικών κι εφημερίδων εί ναι μια ένδειξη ζωτικότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο Ευγένιος Μιχαηλίδης στο «Μητρώον του Δημοσιογραφικού Περιοδι κού Τύπου της Αιγύπτου υπό Αιγυπτιωτών Ελ λήνων» στο διάστημα του ενός αιώνα, από το 1862 ώς.το 1962, κυκλοφόρησαν στην Αίγυπτο 321 ελληνικά δημοσιογραφικά έντυπα, εφημερί δες και περιοδικά: 219 στην Αλεξάντρεια, 81 στο .Κάιρο, 15 στο Πορτ Σάιτ, 2 στην Τάντα, κι από ένα στη Μανσούρα, το Ζαγκαζίκ, το Νταμανχούζ και το Σουέζ. Ανάμεσα σ’ αυτά δεν είναι λίγα ούτε οψιφανή τα λογοτεχνικά περιοδικά. Το πρώτο, ο «Εικοστός Αιών», με διευθυντή τον
αφιερω μα/37 κατοπινό θεατρικό συγγραφέα Γεώργιο Τσοκόπουλο, κυκλοφόρησε στην Αλεξάντρεια το 1885. Στις σελίδες του βρίσκουμε, μαζί με συνεργασίες Αλεξανδρινών σαν τον Π. Γνευτό και τον Καβάφη (όταν υπόγραφε Κ.Φ. Καβάφης) και συνερ γασίες του Αχιλλέα Παράσχου, το Παλαμά, το Δ. Γρ. Καμπούρογλου. Από τα άλλα πολλά λο γοτεχνικά περιοδικά ξεχωρίζουν η «Νέα Ζωή» (1904-1927), το «Σεράπιον» (1908-1910), τα «Γράμματα» (1911-1921), η «Αργώ» (1923-1927), η «Αλεξανδρινή Τέχνη» (1926-1930), ο «Έλλην» (1944-1948), η «Αλεξανδρινή Λογοτεχνία» (19471953). ΝΑ από τα πρώτα ελληνικά βιβλία, που τυ πώθηκαν στην Αλεξάντρεια, είναι το θεα τρικό έργο του Κυπρίου Γ.Ν. Σιβιτανίδη «Η Κύ προς και οι Ναΐται», το 1869. Ο Σιβιτανίδης δεν ήταν Αιγυπτιώτης. Ζούσε στην Κύπρο. Λίγο αρ γότερα πρέπει να τυπώθηκε και το βιβλίο ενός άλλου Κύπριου, Αιγυπτιώτη αυτή τη φορά, του Γ.Ι. Κηπιάδη «Απομνημονεύματα των κατά το 1821 εν τη Νήσω Κύπρω Τραγικών Σκηνών». Δεν έχω υπόψη μου τη χρονιά της πρώτης έκδο σης, μόνο εκείνη της δεύτερης: Αλεξάνδρεια 1888. Ο Κηπιάδης, που ήταν δικηγόρος, εδημοσίευσε ώς τα 1906 κι άλλα βιβλία του πάνω σε διάφορα θέματα, νομικά, θρησκευτικά, ιστορι κά. Ο Ευγένιος Μηχαηλίδης, στη βιβλιογραφία του αναφέρει εννιά. Ένα απ’ αυτά σχετίζεται, κατά κάποιο τρόπο, με το θέμα μας. Έχει τίτλο «Έλληνες εν Αιγύπτω ή Συγχρόνου Ελληνισμού Εγκατάστασις και Καθιδρύματα Εθνικά», Αλε ξάνδρεια, 1892. Αργότερα κι άλλοι Κύπριοι, που έμεναν στην Κύπρο, ακολούθησαν το παράδειγμα του Σιβιτανίδη και τύπωσαν έργα τους στα ελληνικά τυ πογραφεία της Αλεξάντρειας, όπως ο Ευριπίδης Φραγκούδης το «Εγχειρίδιον Χωρογραφίας και Γενικής Ιστορίας της Κύπρου», το 1886, ο Γεώρ γιος Φραγκούδης την «Ιστορία του Αρχιεπισκο πικού Ζητήματος Κύπρου», το 1908, και το 1911 σε δεύτερη έκδοση, και δυο πολιτικές πραγμα τείες το 1917 και το 1927, ο Ιωάννης Χατζηιωάννου την «Ιστορία και Έργα Νεοφύτου Πρεσβυτέρου Μοναχού και Εγκλείστου», το 1914. Πρόσφατα ο Μιχάλης Πισσάς τύπωσε στην Αλεξάντρεια δυο ποιητικές συλλογές του, το «Κύ προς», 1962 και το «Ανθρώπινα», το 1963. Δεν έχουμε πλήρη στοιχεία για τους Έλληνες λογοτέχνες της Αιγύπτου γενικά, και τους Κύ πριους ανάμεσά τους. Η «Βιβλιογραφία των Ελ λήνων Αιγυπτιωτών 1853-1966» του Ευγένιου Μιχαηλίδη αναφέρει τους περισσότερους ίσως. Ωστόσο ούτε κι αυτή είναι πλήρης. Ο Μιχαηλίδης μόχθησε πολλά χρόνια συγκεντρώνοντας στοιχεία. Όμως για μεν τους παλαιότερους συγ γραφείς περιορίστηκε κατ’ ανάγκην σ’ ό,τι μπό-
Ε
Προσωπογραφία τον αγίου Νεοφύτου ιδρυτή της Εγκλείστρας (τοιχογραφία του 12ου at.)
ρεσε να βρει, για δε τους συγχρόνους του περιο ριζόταν στα βιβλία που τού ’στελναν οι συγγρα φείς. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είτε δεν γνώριζαν το έργο που επιτελούσε αθόρυβα ο Μιχαηλίδης, είτε αμέλησαν να του στείλουν τα βι βλία τους. Για παράδειγμα, από τα είκοσι τόσα βιβλία που εξέδωσε ο Αλιθέρσης, η βιβλιογρα φία του Μιχαηλίδη αναφέρει μόνο έντεκα. Κι από τις εννιά ποιητικές συλλογές του Θοδόση Πιερίδη αναφέρει τις εφτά. Εξάλλου δεν αναφέ ρει τον τόπο καταγωγής των συγγραφέων για να μπορείς να ξεχωρίσεις τους Κύπριους. Για να το κάνω αυτό στηρίχτηκα σ’ ό,τι έτυχε να γνωρίζω προσωπικά και σ’ ό,τι μου υπέδειξαν ο Χρήστος κι η Ευγενία Πετρώνδα, που συμβουλεύτηκα. Όμως δεν αποκλείεται να παραλείφθηκαν μερι κοί, ιδιαίτερα από τους παλαιότερους. Η εικόνα είναι λειψή κι από μιαν άλλη άποψη. Είναι πολλοί εκείνοι που δημοσίευσαν λογοτε-. χνικά κείμενά τους, ποίηση, διηγήματα, δοκίμια, κριτικές, κτλ. στα λογοτεχνικά περιοδικά και στις φιλολογικές σελίδες των εφημερίδων αλλά δεν εξέδωσαν βιβλία. Α νεοελληνικά γράμματα στην Αίγυπτο είναι ένα αξιοπρόσεχτο κεφάλαιο της σύγχρονης γραμματείας μας. Ένα κεφάλαιο σχεδόν αγνοη μένο από τις ελληνικές ιστορίες της λογοτεχνίας. Μέσα σ’ αυτό το κεφάλαιο οι Κύπριοι κατέ χουν τιμητική θέση τόσο σε αριθμό όσο και σε ποιότητα έργου. Πεζογράφοι σαν τον Νίκο Νικολαίδη, ποιητές σαν τον Γλαύκο Αλιθέρση και τον Θοδόση Πιερίδη, για ν’ αναφέρω μόνο τους κορυφαίους, έδωσαν έργο άξιο να τοποθετηθεί πανελλήνια σε υψηλό επίπεδο. Σκοπός μας εδώ είναι να δώσουμε μια γενική εικόνα της παρουσίας των Κυπρίων στα ελληνικά
Τ
38/αφιερωμα γράμματα της Αίγυπτου. Δεν πρόκειται, λοιπόν, ν’ αναφερθώ διεξοδικό στον καθένα τους, στη ζωή και το έργο του, με πρόθεση αξιολόγησης. Θα περιοριστώ ν’ απαριθμήσω όσους μπορώ, με την επιφύλαξη ότι, για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω, η εικόνα είναι μόνο ενδεικτική μιας ευρύτερης πραγματικότητας. Θ’ αναφερθώ με κάποιες λεπτομέρειες σε κεί νους που μπορούμε να θεωρήσουμε προδρόμους, εκείνους, δηλαδή, που εμφανίστηκαν στα τέλη του περασμένου αιώνα. Μετά τον Κηπιάδη, για τον οποίο έγινε ήδη λόγος, μας είναι γνωστοί άλλοι τρεις: Ο Νικόλαος Πηλαβάκης, με μια «μετάφραση εκ του γαλλικού. Ο Τάφος του Μάρκου Βότσαρη», Αλεξάνδρεια, 1885. Μπορούμε βάσιμα να θεωρήσουμε ότι ο Πηλαβάκης ήταν Αιγυπτιώτης. Στα κατοπινά χρόνια ήταν πολύ γνωστή στην Αλεξάντρεια η οικογένεια Πηλαβάκη, πα λιό αλεξαντρινό σπίτι. Στα 1893 εκδίδει στην Αλεξάντρεια το πρώτο βιβλίο του ο Νέαρχος Φυσεντζίδης. Είναι ένα αξιόλογο ιστορικό σύγγραμμα, 418 σελίδων,με τίτλο «Ανέκδοτοι αυτόγραφοι επιστολαί των επισημοτέρων Ελλήνων οπλαρχηγών και διάφο ρα προς αυτούς έγγραφα της Διοικήσεως μεθ’ιστορικών σημειώσεων». Ήταν κι ο Φυσεντζίδης δικηγόρος και πολυπράγμονας συγγραφέας σαν τον Κηπιάδη. Η συγγραφική του δραστηριότητα πάνω σε διάφορα θέματα, πολιτικά, νομικά, και άλλα, καλύπτει μισό σχεδόν αιώνα, ώς τα 1941. Έχει και έργο λογοτεχνικό -ή με αξιώσεις λογο τεχνικές: «Η Μεγάλη Δέσποινα», διήγημα, Αλε ξάνδρεια, 1916. Και το ίδιο, καθώς φαίνεται, σε θεατρική διασκευή: «Η Μεγάλη Δέσποινα», θεα τρικόν δράμα, έκδοση 1920. Πρέπει ν’ αναφέρω κι ένα άλλο, από τα δέκα βιβλία του Φυσεντζίδη, το «Υπόμνημα προς τας κυβερνήσεις της Με γάλης Βρεττανίας και της Γαλλίας και προς τους ευγενείς λαούς των δύο τούτων μεγάλων χωρών επί του κυπριακού ζητήματος και των δικαίων του κυπριακού λαού», Αλεξάνδρεια, 1931. Η χρονολογία της έκδοσης είναι ενδεικτική του πε ριεχομένου. Ο τρίτος είναι ο Γουσταύος Λαφφών,* πρόξε νος της Γαλλίας στο Πορτ Σάιτ εκείνη την εποχή. Οι πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας βρίσκουν τον ελληνισμό της Αιγύπτου και την πνευματική κίνηση μέσα στους κόλπους του, πάνω στην πιο μεγάλη ακμή τους. Περιοδικά σαν τη «Νέα
Ζωή», το «Σεράπιον», τα «Γράμματα», δημο σιεύουν λογοτεχνικές συνεργασίες ποιότητας από Αιγυπτιώτες αλλά κι από κορυφαίους λογο τέχνες της Ελλάδας, παίρνουν θέση μαχητικά πάνω στο γλωσσικό και σ’ άλλα κοινωνικά θέμα τα, καθρεφτίζουν ένα κλίμα προοδευτικότητας και ζωντάνιας που δεν το βρίσκουμε, κείνη την εποχή, στα εκφραστικά όργανα του πνευματικού κατεστημένου στην Ελλάδα. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, όπου κυριαρχεί και πολυσυζητιέται η ποίηση του Καβάφη, θα εμφα νιστούν πολλοί αξιόλογοι λογοτέχνες. Ανάμεσά τους οι Κύπριοι κατέχουν τιμητική θέση. Θ’ αναφέρω όσους μπορώ, κατά χρονολογική σειρά και με βάση τη χρονιά που εκδόθηκε το πρώτο βιβλίο τους: Π ό λυ ς Μ ο δ ινό ς. Ο κατοπινός πρέσβης της Κύ πρου στη Γαλλία, την Ισπανία και το Βατικανό, νεαρός τότε δικηγόρος στην Αλεξάντρεια, εκδί δει εκεί, το 1918, μια διάλεξή του «Περί του ποιητικού έργου του Καβάφη». Και το 1927 μια ποιητική συλλογή «Ρυθμικές Ζωές». Γ λα ύκ ος Α λιθ έρ σ η ς (φιλολογικό ψευδώνυμο του Μιχάλη Χατζηδημητρίου). «Γαλανά Δαχτυλιδάκια», ποιήματα, Αλεξάνδρεια, 1919. Ο Αλι θέρσης έζησε μόνιμα στην Αλεξάντρεια από το 1919 ώς το 1963. Όμως διατηρούσε στενούς δε σμούς με την Κύπρο και τα λογοτεχνικά έργα του εκδίδονταν πότε στην Αλεξάντρεια και πότε στην Κύπρο. Δεν συνήθιζε να βάζει στα βιβλία του κατάλογο των εκδοθέντων έργων του, ούτε κι έχω υπόψη μου τέτοιο κατάλογο, αν υπάρχει. Από ό,τι μπόρεσα να εξακριβώσω, εκδόθηκαν συνολικά 17 βιβλία του: εννιά ποιητικές συλλο γές (από τις οποίες τρεις βγήκαν και σε δεύτερη έκδοση), δυο θεατρικά, δυο συλλογές διηγημά των, τα ποιητικά άπαντα του 'Αγγλου ποιητή Ρούπερτ Μπρουκ σε μετάφραση, μια αγγλική ποιητική ανθολογία σε μετάφραση, μια ιστορία της νέας ελληνικής λογοτεχνίας κι ένα Αναγνω στικό της τρίτης τάξης του δημοτικού. Εξέδωσε επίσης και εννιά λιγοσέλιδα δοκίμια για ισάριθ μους συγγραφείς, που τα τύπωνε σε λίγα αντίτυ πα και τα κυκλοφορούσε εκτός εμπορίου. Λ ο υ κ ά ς Χ ρ ισ τ ο φ ίδ η ς. «Σύντομη Επισκόπηση της Φιλολογίας μας από τα 1890 μέχρι σήμερα», Κάιρο, 1919. Θ’ ακολουθήσουν άλλα δυο βιβλία του Χριστοφίδη: ένα δοκίμιο για τον Παλαμά και μια ποιητική συλλογή, και τα δύο έκδοση Κάιρου 1939 και 1957.
* Ο Γάλλος Γουσταύος Λαφφών γεννήθηκε στην Κύπρο το 1835. Ο πατέρας τον, Γάλλος γιατρός εγκαταστημένος στην Κύπρο, όπου ήταν και υποπρόξενος της Γαλλίας. Η μητέρα τον ανήκε σε κυπριακή οικογένεια αυστριακής καταγωγής. Έξησε τα παιδικά και τα πρώτα νεανικά τον χρόνια (πριν πάει στη Γαλλία για σπονδές) μέσα σε κυπριακό περιβάλλον, μιλώντας τον περισσότερο καιρό ελληνικά. Σταδιοδρόμησε στη διπλωματική υπηρεσία. Υπό την ιδιότητά τον αυτή έξησε σε
διάφορες χώρες, χωρίς να ξεχνά την Κύπρο. Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο με Ελληνίδα Κνπρία στην Κύπρο. Μ’ όλο το ποιη τικό τον έργο (μ’ εξαίρεστη δυο γαλλικά ποιήματα) γραμμένο ελληνικά, λογίζεται -δικαίως- Κύπριος ποιητής. Εξέδωσε στην Αλεξάντρεια, το 1896, την ποιητική συλλογή «Τα τραγούδια μου». Το βιβλίο περιέχει και τη γαλλική μετάφραση των 16 πρώτων στροφών του Ύμνον του Σολωμού. Τα ποιητικά Άπαντα του Λαφφών εκδόθηκαν στη Λευκωσία το 1915.
αφιερωμα/39 «Της Σιωπής και του Σά λου», ποιήματα, Αλεξάνδρεια, 1919. Ώ ς το 1929 ο Γιάγκος Πιερίδης θα εκδώσει στην Αλεξάντρεια άλλα τρία βιβλία του: ένα θεατρικό και δυο πεζά. Έκτοτε θα συνεχίσει τη λογοτεχνική του δημιουργία στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθη κε γύρω στα 1940 και όπου απέθανε. Γ. Κ ιτ ρ ό π ο υ λ ο ς. «Γύρω από το φως», μυθι στόρημα, Αλεξάνδρεια, 1922. Ώ ς το 1928 ο Κιτρόπουλος θα εκδώσει ακόμα τρία πεζά. Ο Π έτ ρ ο ς Ο λ ύ μ π ιο ς ήτανε δάσκαλος. Εξέδω σε διδακτικά βιβλία για τις τάξεις του δημοτι κού. Έχει κάποια θέση στο θέμα μας μ’ ένα βι βλίο του, με τίτλο «Κυπριακαί σελίδες, ήτοι μελέται και διατριβαί δια τας εξοχάς και καλλονάς, τα ποικίλα τοπικά ζητήματα και τας ανάγκας της Κύπρου», Αλεξάνδρεια, 1923. Ν ίκ ο ς Ν ικ ο λ α ΐδ η ς . «Ο Σκέλεθρας», Αλεξάν δρεια, 1924. Εκτός από τα τέσσερα πρώτα βιβλία του: Το «Γαλάζιο Λουλούδι», τις «Ανθρώπινες και Άνθινες Ζωές», τα «Διηγήματα, Πρώτη Σει ρά» και το «Στραβόξυλο», εκδομένα στην Κύπρο από το 1919 ώς το 1922, όλα τ’ άλλα βιβλία του Νίκου Νικολαίδη εκδόθηκαν στην Αίγυπτο από το 1924 ώς το 1955, άλλα στην Αλεξάντρεια κι άλλα στο Κάιρο, όπου έζησε ώς το θάνατό του, το 1956. Στην Αθήνα εκδόθηκε μόνο η δεύτερη έκδοση του «Πέρ’ απ’ το Καλό και το Κακό», το 1947. Ά γ η ς Β ο ρ ε ά δ η ς . «Ανεμώνες», ποιήματα, Αλεξάνδρεια, 1927. Α ν τ ώ ν η ς Χ ρ ισ τ ο δ ο ύ λ ο υ . «Ύμνος προς την Οκνηρίαν», σατιρικό πεζογράφημα, Αλεξάντρεια, 1933.’ Ο Χριστοδούλου, που ζούσε στην επαρχιακή πόλη Μιτ Γαμρ, θα εκδώσει στην Αλεξάντρεια, το 1934 και το 1935 άλλα δυο πεζογοιιφ ήματα. θ ο δ ό σ η ς Π ιερ ίδ η ς . «Ξέρουμε κι εμείς να τρα γουδούμε», ποιήματα, Κάιρο, 1937. Αν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο το 1947, ο Θ. Πιερίδης διατηρούσε στενούς δεσμούς με τη χώρα κι εκδίδονταν εκεί τα βιβλία του. Συ νολικά εκδόθηκαν στο Κάιρο και στην Αλεξάντρεια, από το 1937 ώς το 1956, εννιά ποιητικές συλλογές του, έξι κατά τα χρόνια που βρισκόταν ο ίδιος εκεί και τρεις στην απουσία του. Το κα τοπινό ποιητικό έργο του εκδόθηκε στη Ρουμα νία, όπου έζησε ως πολιτικός εξόριστος, την Αθήνα και τη Λευκωσία. Γ ιά γ κ ο ς Π ιερ ίδ η ς .
λαμπρή εποχή του αιγυπτιώτη ελληνισμού πέφτει, σιγά σιγά, στην παρακμή περί τα τέλη της δεκαετίας 1930, όταν αρχίζουν να δια μορφώνονται στη χώρα οι εξελίξεις, που θα οδη γήσουν σε καταστάσεις οικονομικά απρόσφορες για τους ξένους -και για τους Έλληνες φυσικάέποικους. Όμως η πνευματική ικμάδα του δια τηρείται ακόμα.
Η
Νίκος Νικολαΐδης Δ ε ίμ ο ς Φ λ εγ ύ α ς (φιλολογικό ψευδώνυμο του Χρήστου Κυριακίδη). «Ήχοι», ποιήματα, Πορτ Σάιτ, 1939. Ώ ς το 1959 ο Δείμος Φλεγύας θα εκδώσει, στην Αλεξάντρεια, άλλες δυο ποιητικές συλλογές κι ένα μυθιστόρημα. Γ ιώ ρ γο ς Α λ κ α ίο ς (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γιώργου Εκτορίδη). «Σκληρά Τραγούδια», Αλε ξάνδρεια, 1939. Το 1945 ο Αλκαίος θα εκδώσει στην επαρχιακή πόλη Καφρ Ελ Ζαγιάτ, ακόμα ένα έργο του. Ε υ γ ε ν ία Π α λ α ιο λ ό γ ο υ -Π ετ ρ ώ ν δ α . «Κι άλλα τραγούδια», ποιήματα, Αλεξάνδρεια, 1941. Δεν είναι το πρώτο βιβλίο της. Το 1939 είχε εκδώσει στην Αθήνα τις «Δροσοσταλίδες». Η Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα λογίζεται, δικαιωματι κά, Κυπρία από την Κυπρία μητέρα της, το γάμο της, την πολύχρονη παραμονή της στην Κύπρο, και μεγάλο μέρος του λογοτεχνικού της έργου που είναι αφιερωμένο στην Κύπρο. Ώ ς το 1958 εξέδωσε στην Αλεξάντρεια ακόμα έξι ποιητικές συλλογές. Έκτοτε τα έργα της εκδίδονται στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Σ ο φ ια ν ό ς Χ ρ υ σ ο σ τ ο μ ίδ η ς . «Ανθρώπινοι Αντί λαλοι». Κάιρο, 1941. Μ α ρ ία Ρ ο υ σ σ ιά . «Γράμματα της Αδελφής του Στρατιώτη», Αλεξάνδρεια, 1942. Ώ ς το 1956 η Μαρία Ρουσσιά εξέδωσε ακόμα τρία έργα της.
40/αφιερω μα πεζά: δυο στην Αλεξάντρεια κι ένα στο Κάιρο. Το 1945 εκδόθηκε στην Αλεξάντρεια, τυπωμέ νο όμως στο Κάιρο, το μυθιστόρημά μου «Οι Βαμβακάδες», με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιώργος Φιλίππου. Δεν είναι το πρώτο βιβλίο μου. Προηγήθηκαν άλλα δυο βιβλιαράκια στη σειρά των εκδόσεων «Ορίζοντες» της Αλεξάντρειας και τα δυο το 1943. Δεν έχουν όμως λογο τεχνικές αξιώσεις. Το ένα είναι μετάφραση από αγγλική μετάφραση μιας νουβέλας του Γερμανού Φρίντριχ Βολφ με θέμα τα χιτλερικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το άλλο είναι μάλλον δημοσιο γραφικό με θέμα τη μάχη του Στάλινγκραντ. Τα εφτά λογοτεχνικά βιβλία μου, που ακολούθησαν, εκδόθηκαν στην Κύπρο, την Αθήνα και τη Θεσ σαλονίκη. Το Γιώργος Φιλίππου δεν είναι ακρι βώς ψευδώνυμο. Είναι η πατρωνυμία μου σύμ φωνα με την παλιά κυπριακή συνήθεια. Φίλιπ πος ήταν ο πατέρας μου. ΓΓ αυτό το λόγο κράτη σα το Φιλίππου σ’ όλη την κατοπινή λογοτεχνική δουλειά μου, που εκδόθηκε με τ’ όνομά μου πλή ρες. Λ ο ίζ ο ς Ο λ ύ μ π ιο ς . «Πρωτομαγιά», λαογραφική μελέτη, Αλεξάνδρεια, 1946. Ο Ολύμπιος, που ήταν οδοντίατρος, εξέδωσε κι επιστημονικές πραγματείες σχετικές με τον κλάδο του. Α ιμ η λ ία Ο ρ φ α ν ο ύ . «Το Χριστουγεννιάτικο Θαύμα», θεατρικό μονόπρακτο, Αλεξάνδρεια, 1949. Ώ ς τα 1955 η Ορφανού θα εκδώσει ακόμα τρία έργα της. Λ ιλ ίκ α Τ α β ερ ν ά ρ η . «Περαστικέ σε χαιρετώ», ποιήματα, Αλεξάνδρεια, 1956. Στη Βιβλιογραφία του Ευγένιου Μιχαηλίδη βρίσκουμε και τα «έμμετρα φυλλάδια», όπως τα χαρακτηρίζει ο βιβλιογράφος, ενός Κύπριου ποιητάρη, του Φιλίππου Παπαχαραλάμπους. Το πρώτο, με τίτλο «Τρία Τραγικά Δυστυχήματα γενομένα εις το χωρίον Καμινάρια, σύνορα Μαραθάσας, Επαρχίας Λεμεσού» τυπώθηκε στην Αλεξάντρεια το 1929. Ακολουθούν άλλα τρία, το 1930 ,το 1931 και το 1932. Ο λαογράφος Δρ. Κ. Γιαγκουλλής με πληροφόρησε ότι ο Φίλιππος Παπαχαραλάμπους ζούσε στην Αίγυπτο. Ασφα λώς θα κυκλοφορούσε τα ποιήματά του ανάμεσα στους Κύπριους της Αιγύπτου, μεταφέροντας στους εκεί συμπατριώτες μας την παράδοση των ποιητάρηδών μας. Στο κεφάλαιο των γραμμάτων, πλάι σε κεί νους που καλλιέργησαν τον έντεχνο λόγο, έχουν θέση κι οι εκπαιδευτικοί. Είναι από τους άξιους εκπαιδευτικούς που ξεκινάει το ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Και μέσα στα σχολικά ιδρύματα του αιγυπτιώτη ελληνισμού, τόσο σε κείνα του δημοτικού κύκλου όσο και σε κείνα του γυμνα σιακού, υπηρέτησαν πολλοί άξιοι εκπαιδευτικοί, ανάμεσά τους και Κύπριοι. Μερικοί διακρίθηκαν και ως συγγραφείς διδακτικών βιβλίων και βοηθημάτων.
Δυστυχώς δεν έχουμε πηγές που να μας πλη ροφορούν πάνω σ’ αυτό το θέμα. Περιορίζομαι ν’ αναφέρω εδώ μερικά ονόματα Κυπρίων που διέπρεψαν και που έτυχε να γνωρίσω ή να πληροφορηθώ γι’ αυτούς, ξέροντας ότι δίνω μόνο ένα σκιαγράφημα της πραγματικότητας. Γ ρ η γ ό ρ ιο ς Π ετ ρ ώ νδ α ς. Φιλόλογος. Διδάκτωρ των Παιδαγωγικών του Πανεπιστήμιου της Γε νεύης. Εχρημάτισε καθηγητής γυμνασίου, διευ θυντής του Ιεροδιδασκαλείου της Ηλιούπολης, που ίδρυσε ο Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης, και τελικά Επιθεωρητής των Σχολείων της Κοι νότητας Αλεξανδρείας. Π α ν α γ ιώ τ η ς Ιω α ν ν ίδ η ς . Δάσκαλος στην Ιμπραημία. Πρόεδρος της Διδασκαλικής Ένωσης Αιγύπτου. Προώθησε το θέμα της συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών από την ελληνική κυβέρ νηση. Χ ρ ή σ τ ο ς ΙΙετ ρ ώ νδ α ς. Φιλόλογος. Καθηγητής στα γυμνάσια της Αλεξάντρειας, με πλούσιο συγγραφικό έργο πάνω σε παιδαγωγικά θέματα. Δ η μ οσ θένη ς Σ υ μ εω ν ίδ η ς . Γυμναστής. Προώθησε, μαζί με τον Μιχάλη Χατζηδημητρίου (Γλαύκο Αλιθέρση) τον αθλητισμό στα σχολεία. Από τους λογοτέχνες, εξάλλου, που έχω ανα φέρει, ο Γλαύκος Αλιθέρσης, ο Πέτρος Ολύμ πιος, ο Ά γης Βορεάδης, ο Δείμος Φλεγύας, ο Γιώργος Αλκαίος, κι η Ευγενία ΠαλαιολόγουΠετρώνδα ήταν εκπαιδευτικοί. Τέλος της δεκαετίας του 1950 ο ελληνισμός της Αιγύπτου μπαίνει στο στάδιο της διαρροής. Ο αριθμός του όλο και μικραίνει. Έχοντας εγκαταλείψει την Αίγυπτο από το 1947, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν κατά τα τελευταία αυτά χρόνια αναφάνηκαν εκεί Έλλη νες λογοτέχνες και ποιοι. Ίσως βρεθεί κάποιος νεότερος να μας πληρο φορήσει.
Π η γές Αθανασίου Πολίτη - Ο Ελληνισμός και η Νειυτέρα Αίγυ πτος, τόμοι 2, Αλεξάνδρεια, 1928 και 1929. Αντ. Ιντιάνου - Στοιχεία για τη βιογράφηαη και το έργο του Γαλλο-Κυπριώτη ποιητή Γουσταύου Λαφφών. Περιοδικό *Κυ πριακά Γράμματα» Έτος Δ ' αρ. 12, Απρίλης 1940. Ν. Τσαραβόπονλου - Η Εγκατάσταση των Ελλήνων στην Αί γυπτο, Κάιρο, 1948. Μανώλη Γιαλουράκη - Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων στην Αίγυπτο, Αλεξάνδρεια, 1962. Ευγένιου Μιχαηλίδη - Μητρώον τον Δημοσιογραφικού Πε ριοδικού Τύπου της Αίγυπτον υπό Αιγνπτιωτών Ελλήνων 1862-1963, Αλεξάνδρεια, 1964. Ευγένιον Μιχαηλίδη - Βιβλιογραφία των Ελλήνων Αιγνπτιωτών 1853-1966, έκδοσις δεντέρα, Αλεξάνδρεια, 1965-66. Μανώλη Γιαλουράκη - Η Αίγυπτος των Ελλήνων, Αθήνα, 1967. Ι.Μ. Χατζηφώτη - Ιστορία της Αλεξανδρινής Λογοτεχνίας, Αθήνα, 1967. Επιλογή από το ποιητικό έργο τον Γλαύκου Αλιθέρση. Εισα γωγή Κώστα Πηλαβάκη, Κύπρος, 1976.
αφιερωμα/41
Γ. Σκοτεινού: «Οι γυναίκες της Κύπρου»
Η κυπριακή ποιητική παραγωγή μετά τα γεγονότα του 1974 Σε οριακές στιγμές η τέχνη μάς έχει συνηθίσει να ανασυντάσσεται, γιατί εκείνο που βασικά επιδιώκει είναι από τη μια να σνλλάβει την τραγικότητα των καιρών και από την άλλη να εκφράσει με δραματικές χειρονομίες το νόημά τους. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να χαρακώσει ανέκκλητα το παρόν, το οποίο, φωτισμένο με τους προβολείς του παρελθόντος, θα προεκταθεί μέσα στο μέλλον. Αλλά οι κρίσιμες στιγμές αποτελούν τη δοκιμαστική κάμινο μέσα από την οποία θα διέλθει ο δημιουργός (και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ποιητής), για να μπορέσει να βιώσει, με τους οφθαλμούς ορθάνοιχτους και την ψυχή σε εγρήγορση, το δράμα του λαού και να βγει τελικά, αν τα καταφέρει να βγει, από το οδυνηρό αδιέξοδο. Πρόκειται για μια εμπειρία που αφοπλίζει και εκμηδενίζει. ΥΤΗ η εμπειρία του μηδενός είναι η πιο οδυνηρή μέσα από την οποία διήλθαν και την οποία βίωσαν σε όλο το τραγικό της βάθος οι Κύπριοι δημιουργοί ύστερα από το αδερφοκτόνο πραξικόπημα και τη βάρβαρη (πόσο τρα γελαφικά ακούεται σήμερα αυτή η τόσο ελληνική
Α
λέξη!) τούρκικη εισβολή. Τα δυο αυτά γεγονότα έχουν χαραχτεί στο σώμα της νεότερης ιστορίας της Κύπρου, οδυνηρά και αμετάκλητα, και πολύ φοβούμαι, έχουν καθορίσει τη μοίρα της. Και τα σημάδια από τις πληγές στο σώμα της πατρίδας μεταφέρονται αυτόματα στην ψυχή των δημιουρ
42/αφιερωμα γών για να μετουσιωθούν σε έργα τέχνης. Δεν είναι εύκολη δουλειά η ανα-βίωση και η ανα-ψηλάφηση μιας τόσο πρόσφατης ποιητικής παραγωγής, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της γένεσης και της εξέλιξής της, μια και τα αίτια, που καθόρισαν το ύφος και το ήθος της, όχι μό νο δεν έχουν αμβλυνθεί σε βαθμό που να επιτρέ πουν τη μυθοποίηση και την από κάποια από σταση θεώρησή της, αλλά, όσο περνά ο καιρός αποκτούμε περισσότερη συνείδηση του μεγέθους της καταστροφής και της απειλής. Δύσκολη δου λειά όχι μόνο γιατί το έργο της αξιολόγησης κα θίσταται σχεδόν αδύνατο, γιατί βρισκόμαστε πο λύ κοντά στις προσωπικές εμπειρίες, αλλά και γιατί η σχέση έργου και τρέχουσας ζωής είναι τόσο άμεση, που περιορίζει το οπτικό πεδίο και δεν παρέχει την αναγκαία απόσταση (σωματική, χρονική, συναισθηματική), που θα επέτρεπε μια πιο αντικειμενική τοποθέτηση απέναντι σε πρό σωπα, πράγματα και καταστάσεις. Από κάπου όμως και κάποτε πρέπει να γίνει μια αρχή. Την 1η του Απρίλη του 1955 ο κυπριακός λαός αρχίζει έναν ένοπλο αγώνα για ν’ αποκτήσει την ελευθερία του. Πρόκειται για το πιο σημαντικό και καλύτερα οργανωμένο απελευθερωτικό κίνη μα σε ολόκληρη την ιστορία του νησιού. Ο αγώ νας αυτός τελειώνει το Φλεβάρη του 1959 με μια κολοβωμένη ανεξαρτησία, η οποία κατά πολύ απείχε από τους στόχους του αγώνα και τα εθνι κά όνειρα του λαού. Είχε λεχθεί πως ήταν το κα λύτερο που μπορούσαμε να κερδίσουμε, λαμβάνοντας υπόψη τα παγκόσμια πολιτικοστρατιωτικά δεδομένα. Αμφιβάλλω αν το σύνολο του λαού προβληματίστηκε σωστά και σε βάθος πάνω στο τι κερδίσαμε και ποιες παγίδες έκρυβε η ανεξαρ τησία μας. Εξάλλου υπήρχαν και εκείνοι που πί στευαν πως το νεοσύστατο κράτος ήταν ένα οδυ νηρό και αναγκαίο πέρασμα μέσα από το οποίο θα μπορούσαμε στο σύντομο(!) μέλλον να πραγ ματοποιήσουμε τον προαιώνιο πόθο.
Δεν είναι όμως στόχος μου να αναλύσω τα γεγο νότα του προηγήθηκαν του πραξικοπήματος και της εισβολής. Σίγουρα ξεφεύγουν από τα πλαί σια αυτής της μελέτης και ταπεινά ομολογώ αδυ ναμία. Θεώρησα, ωστόσο, αυτά τα λίγα ως απα ραίτητο φόντο, για να μπορέσω να αναφερθώ σε τρία περιστατικά, που είναι ενδεικτικά του κλί ματος που επικρατούσε στο νησί. Το πρώτο εί ναι η δολοφονία των δύο Τούρκων δημοσιογρά φων από Τούρκους εξτρεμιστές, γιατί τόλμησαν να υποστηρίξουν την ειρηνική συμβίωση Ελλη νοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το δεύτερο εί ναι η δολοφονία δύο συνδικαλιστών, ενός Ελλη νοκυπρίου και ενός Τουρκοκυπρίου, θύματα και οι δύο των ίδιων κύκλων και θυσία στο ίδιο ιδα
νικό. Το τρίτο περιστατικό, που θα ήθελα να αναφέρω προτού συγκεντρωθώ στό θέμα της με λέτης αυτής, είναι η δολοφονία του ποιητή Δώ ρου Λοίζου, λίγες μέρες μετά τη δεύτερη φάση της τούρκικης εισβολής. Έτσι, τραγικά και συμ βολικά θα έλεγα, η ποιητική παραγωγή της πε ριόδου που εξετάζουμε ποτίζεται με το νεανικό αίμα ενός ποιητή. Δεν ξέρω αν συμπτωματικά ή σκόπιμα οι δολοφόνοι διάλεξαν έναν ποιητή για να επισφραγίσουν την προδοσία που έγινε σε βάρος του λαού της Κύπρου. Αφού όμως η δο λοφονία του αγωνιστή ποιητή είναι ένα γεγονός, το εκμεταλλεύομαι για χάρη της ποίησης και την πιστώνω με το αίμα του. ★
Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή τα πάντα φαίνονται να έχουν αλλάξει στην Κύπρο. Μια καινούρια αντίληψη του κυπριώτικου χώρου και του κόσμου γενικά προβάλλει μέσα από το έργο των ποιητών. Η Κύπρος βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής και της ανησυχίας ολόκληρου του Ελληνισμού και τα όσα συμβαίνουν εδώ παρου σιάζονται σαν σκηνή αρχαίου δράματος που βρί σκεται σε κορύφωση, όπου όλα τα τραγικά δρώ μενα συγκεντρώνονται γύρω από το θρυμματι σμένο πρόσωπο ενός λαού που υπήρξε θύμα όχι τόσο των δικών του λαθών, όσο εκείνων της στρατιωτικής χούντας των Αθηνών σε συνάρτη ση με διάφορες διεθνείς πολιτικοστρατιωτικές συγκυρίες και σκοπιμότητες. Όλες οι μορφές της τέχνης δηλώνουν την τραγική αυτοσυνειδησία τους. Οι Κύπριοι δημιουργοί προσπαθούν να δείξουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, ότι έχουν συναίσθηση των ευθυνών τους για την επι βίωση του λαού και της πατρίδας τους και κατα θέτουν την προσωπική τους μαρτυρία με τρόπο που δηλώνει νομοτελειακά το αδιέξοδο, στο οποίο έχει οδηγήσει το νησί, η καταπάτηση αρχών. Και η μικρή Κύπρος μέσα στο δράμα της μετατρέπεται ανυποψίαστα σε σύμβολο των λαών που αγωνίζονται για ελευθερία και δι καίωση. Αμέσως μετά τον πρώτο κλονισμό που προκάλεσαν τα γεγονότα του 1974, παρατηρείται στην Κύπρο μια ποιητική άνθηση, η οποία μπορεί να παραλληλιστεί με εκείνη που ακολούθησε μετά το τέλος του απελευθερωτικού αγώνα και την ανακήρυξή της σε ανεξάρτητο κράτος. Ποιητές όπως ο Μάνος Κράλης, ο Αχιλλέας Πυλιώτης, η Ειρήνη Τσουλλή, ο Αντρέας Ιακώβου, ο Φοίβος Σταυρίδης, ο Τάσος Γεωργίου και άλλοι, που, άλλοι για περισσότερα κι άλλοι για λιγότερα χρόνια, είχαν παραμείνει σε σιωπή, αμέσως μετά την εισβολή δίνουν το ποιητικό τους παρόν, για τί αισθάνονται την ανάγκη να εκπέμψουν στην οικουμένη τις συντεταγμένες που καθορίζουν το στίγμα του πόνου μας.
αφιερωμα/43
Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή μουγκρίζοντας Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα κλαδιά των ευκαλύπτων κι ακακίες Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι. Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το φως των προβολέων Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη ματιά εκοίταζε το χάος Τα στιβαγμένα σώματα κομμάτια. - Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα παιδιά Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το είδος του θανάτου... (Μ. Κράλης - «Γεύση Θανάτου») Ένας άλλος ποιητής που βγαίνει από τη σιω πή του, αμέσως μετά την εισβολή, είναι ο Παντε λής Μηχανικός. Το 1975 κυκλοφορεί την «Κατά θεσή» του, με την οποία καταθέτει με πόνο ψυ χής αλλά και με διάθεση σοβαρής κριτικής την προσωπική του μαρτυρία για το δράμα ενός λαού που, παρασυρμένος από την ευμάρειά του, πέφτει ταυτόχρονα θύμα των διεθνών οικονομι κών συμφερόντων και των αντιθέσεων ανάμεσα στους πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς. Στο ποίημά του «Ωδή για ένα σκοτωμένο Τουρκάκι», γραμμένο δέκα περίπου χρόνια πριν από την εισβολή, δηλώνει κατηγορηματικά κι απερί φραστα πως τόσο οι Ελληνοκύπριοι όσο και οι Τουρκοκύπριοι πιάστηκαν σαν ψάρια αβοήθητα στα δίχτυα εκείνων που παίζουν βρόμικα παι γνίδια με τις τύχες των λαών.
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώσ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου σ’ αυτό τον κάμπο κείτεται σκοτωμένο ένα Τουρκάκι. Ένα συσπασμένο πρόσωπο κομμένο απάνω στον πόνο, ανάγλυφη ανήλικη μάσκα κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης για να ρωτά αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι. Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά. Νανούρισέ τον. Για σένα η φωνή του ποιητή ρωτάει και πάλι εφέτος τους εμπόρους των πετρελαίων και τους αποικιστές των πτωμάτων, ρωτάει τον Στέτσον: «Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κή πο σου άρχισε να βλαστάει, θ’ ανθίσει εφέτος;» (Π. Μηχανικός - «Κατάθεση») Δύο από τα κύρια συστατικά της κυπριακής ποίησης, που έχει μια πορεία που ξεπερνά τους 27 αιώνες, είναι ο μύθος και η ιστορία. Και αν ο μύθος ταυτίζεται με τη λυρική της πτυχή, η ιστο ρία αποκαλύπτει την τραγική πτυχή της. Μύθος και ιστορία, αγγελικό και μαύρο φως, ζωή και θάνατος, χαρά και καημός, όνειρο και σκληρή πραγματικότητα, λευτεριά κι υποδούλωση. Αυ τοί είναι οι δύο πόλοι γύρω από τους οποίους διαγράφονται οι κύκλοι της μοίρας αυτού του νησιού. Τραγική υπήρξε η ιστορική πορεία της Κύ πρου. Να βλέπει το φως του ήλιου μέσα από το
44/αφιερωμα συρματόπλεγμα και μ’ όλες τις πληγές της να βρίσκει τη δύναμη να ευλογεί τη δωρεά της ύπαρξης. Βασανισμένη, ταλαίπωρη ψυχή, διάβηκε μέσ’ από τους αιώνες η Κύπρος. Κι ήρθε ο κατακτητής ξανά και ξανά από τα τέσσερα ση μεία της γης, από τα τέσσερα σημεία της συμφο ράς, ντυμένος την καταστροφή, την ατίμωση, το θάνατο. Η Κύπρος θρηνούσα ανάμεσα στους αιώνες. Όσα δεινά-κι αν έχει υποστεί ο λαός αυτού του νησιού, ποτέ προηγουμένως δεν εξαναγκά στηκε να προσφυγοποιηθεί μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Οι Τούρκοι εισβολείς, με βάση ένα καλά μελετημένο σχέδιο, κατέλαβαν πάνω από το ένα τρίτο του νησιού, έδιωξαν τον ελληνικό πληθυσμό και το μοίρασαν στα δυο. Αυτή η αί σθηση της απώλειας είναι ένα από τα μοτίβα που κυριαρχούν στην ποίηση αυτής της περιόδου.
Ο ποιητής τον άκουσε με προσοχή και χαμογέλασε με λόγια μετρημένα. Αν την Αμμόχωστο, είπε, την αφήκαμε μες απ’ τα χέρια μας να ξεγλιστρήσει, μια μέρα θα την πάρουμε στα σίγουρα με όρους ταπεινωτικούς· αυτό είναι αλήθεια. Να ξέρεις τούτο μοναχά: Ή τη βλέπεις και να την πάρεις δεν μπορείς στα ίσια ή <5εν τη βλέπεις κι έχεις την ψευδαίσθηση πως τηνε βλέπεις, επειδή έτσι φαίνεται. Αυτό είναι το χειρότερο. Κοίτα, σαν νά ’ναι οι φύλακες εκεί και σ’ εμποδίζουν να μπεις μες στα λαγούμια της ανάμνησης, απαγορεύουνε θαρρείς τη δίοδο ακόμα και στο πέταγμα του νου.
Και ξάφνου σε είδαν αγέρωχη αναστημένη να πορεύεσαι μ ’ ένα σταμνί νερό κι όλα τα μαύρα χρώματα της προσφυγιάς στα μάτια και στα ρούχα ν’ απελευθερώνεις τον αιχμάλωτο κεφαλόβρυσο. Τούτο το νερό δεν είναι για τα χείλη τους. Είναι για τους νεκρούς μας που περιμένουν να ξεδιψάσουν σκόρπιοι, περήφανοι κι ανυπότακτοι πάνω στον Πενταόάχτυλο. (Λ. Παπαφιλίππου - «Ένα Απόσπασμα για τη Χρυσταλλού Ανδρέα Ζίττη») Τα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή ανθίζει η ποίηση που προορίζεται να γίνει τραγούδι. Ξε χωριστή θέση σ’ αυτή την κατηγορία κατέχει η προσφορά του Άνθου Λυκαύγη και του Μιχάλη Πασιαρδή. Πρόκειται, στις πιο πολλές περιπτώ σεις, για έμμετρη ή και ομοιοκατάληκτη ποίηση, της οποίας οι δύο βασικοί στόχοι είναι: η ενδυ νάμωση της πίστης του λαού στο δίκαιο του αγώνα του, η παρώθηση σε υπομονή και επιμονή είναι ο πρώτος στόχος, και ο δεύτερος έχει πολι τικό χαρακτήρα με την έννοια ότι επιδιώκει να κρατήσει το λαό σε εγρήγορση για να μη επιτρέ ψει τη θυματοποίηση της Κύπρου για δεύτερη φορά, πράγμα το οποίο θα σήμαινε ίσως και την ολοκληρωτική καταστροφή της. Δίνουμε δυο χα ρακτηριστικά δείγματα. Δ ε ν Ξεχνώ
(Κ. Χαραλαμπίδης - «Άρδανα»)
Στην Κερύνεια που έγινε όνειρο πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός ασήκωτος ο καιρός που την πατά. Προς τα πού; Μάταια κοιτάζεις τα βουνά. Αυτόν το δρόμο τον έχουν κλείσει. Κτυπούν ακόμα το βράχο δένουν το βουνό όπως τότε που οι κόρες του Ωκεανού θρηνούσαν κάτω από τον ήσκιο του. (Κ. Μιχαηλίδης - «Ο δρόμος προς την Κερύνεια»)
Δεν ξεχνώ αυτούς που αόράξανε τις πύλες και τις ανοίξαν στον εχθρό. Δεν ξεχνώ αυτούς που μπήκαν και σκόρπισαν το θάνατο το χαλασμό. Δεν ξεχνώ αυτούς που χάθηκαν τους σκοτωμένους όλο το κλάμα τον ξεριζωμό. Δεν ξεχνώ. (Μ. Πασιαρδής)
αφιερω μα/45
Χαίρε Γη Χαίρε το-φως νοητό της ελπίδας Χαίρε ο καημός προδομένης πατρίδας Χαίρε το προδομένο παραμύθι τον παππούλη Χαίρε ο χαμένος γιος Χαίρε το γκρεμισμένο σπίτι Χαίρε ο σγουρός βασιλικός. Χαίρε γη της μυρσίνης η εύοσμη Χαίρε πληγή των ονείρων επώδννη Χαίρε η θάλασσα και το άσπρο κύμα Χαίρε το κυπαρίσσι και το πρώτο μνήμα. (Α. Λυκαύγης) Τα τραγούδια αυτά τραγουδήθηκαν από μι κρούς και μεγάλους σε σχολικές συγκεντρώσεις, νη Άνοιξη», Νίκος Πενταράς «Ώρες Πολέμου», σε διαδηλώσεις, πολιτικές και κομματικές εκδη Νάγια Ρούσου «Μνήμες Πολέμου», Κλαίρη Αγλώσεις και συντρόφεψαν τους πρόσφυγες κι όλο γελίδου «Του Ξεριζωμού», Τάσος Γεωργίου γενικά τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού. Σ’ «Παραλλαγές Πικρής Οδύνης», Αντωνάκης Ευ αυτά καταφεύγουν για να διώξουν τον πόνο γενίου «Καμένη Χώρα», Άντης Κανάκης «Στη τους ή να δυναμώσουν την πίστη τους για συνέ Ματωμένη Κύπρο», Άνθος Λυκαύγης «Ερπύ χιση του αγώνα. στριες», Έλλη Παιονίδου «Ο Κύκλος της Κα Οι τραυματικές εμπειρίες του πραξικοπήματος ταγγελίας» και πολλοί άλλοι. και της εισβολής αρδεύουν και γονιμοποιούν την ποίησή μας σε βαθμό ανυποψίαστο. Αυτή η τρα Κνρά μου χαμηλόβλεπη και μαυρομαντιλούσα γική αλήθεια δείχνει το μεγαλείο της τέχνης και Δέσποινα Εσύ Τροοδίτισσα και Παναγιά του το δεσμό της με τη ζωή. Σε οριακές στιγμές τα Κύκκου. τραγικά δρώμενα πυροδοτούν τη δημιουργική Κύπρο μου με τους ροδανθούς και με τα πορτο φαντασία κι ευαισθητοποιούν τη συνείδηση, η κάλια οποία, στην αρχή τουλάχιστον, αυτοπραγματώ- νησάκι αγεροφίλητο κάθε κορφή σου θρύλος. νεται μέσα στο πλέγμα του πόνου που εναποτί- Κάποτε Σε τραγούδησα, τώρα μιτά σου κλαίγω. θεται στην ανθρώπινη ψυχή. Το γεγονός αυτό Κλαίγω τους νιονς που χάθηκαν αδικοσκοτωμέοδηγεί αναπόφευκτα στην υποκειμενοποίηση και νοι, τον περιορισμό του οπτικού πεδίου. Έτσι αμέ τις νιες που ντροπιαστήκανε και τα μωρά που σως μετά την εισβολή, κι όταν ακόμα το αίμα σκούζουν. ήταν νωπό πάνω στις πληγές, η ποίησή μας εκ Το δάκρυ σου, το δάκρυ μας, ροδόσταμο να πλύ φράζεται με κραυγές και χειρονομίες που δηλώ νει νουν το προσωπικό δράμα και υποτάσσεται στις αγιάτρευτες, βαθιές πληγές... Άνομοι σε λαβώπαρορμήσεις και την ένταση των συναισθημάτων σαν. της στιγμής. Η ποίηση της πρώτης αυτή περιό δου πρέπει να κριθεί περισσότερο με το μέτρο της καρδιάς και λιγότερο με καθαρά αισθητικά (Ε.Π. Πετρώνδα - «Το Σύθρηνο της Κύπρου») και αντικειμενικά κριτήρια. Είναι το ποσοστό καρδιάς και όχι η ποιότητα της ποίησης που πιο Αναμαλιάρα πήόηξε απ’ το εικονοστάσι η Πανα πολύ μετρά στην περίπτωση αυτή. Ποιητές όλων γιά. των ηλικιών, ρευμάτων, πολιτικών και κομματι Στην πλάτη βιαστικά το βρέφος της. Τσιγγάνα. κών τοποθετήσεων τρέχουν και συνωθούνται να Πήρε τους δρόμους. Το ρούχο της πουν τον δικό τους λόγο, φοβούμενοι, ίσως, πως μακρύ και ξεσκισμένο. η σιωπή σε τέτοιες καταστάσεις είναι εκτός τό Γυναίκα απάντησε στο δρόμο μαυροφόρα. που και χρόνου. 'Αλλοι με ολόκληρες ποιητικές - Η εκκλησιά μου πάει, είπε, η άγια τράπεζα, συλλογές κι άλλοι με μεμονωμένα ποιήματα δί όπου μοίραζα, καλή νοικοκυρά, κρασί κι αντίνουν μέρος του δράματος του νησιού μας. Ο πα δωρο ρακάτω πίνακας ονομάτων και συλλογών δίνει κοινό αποχωρητήριο. Τ’ άγιο μου δισκοπότηρο μια εικόνα αυτού που γράφω: Άντης Περνάρης πτυελοδοχείο αισχρό. «Προσφυγικοί Ψαλμοί», «Τα Πάθη τα Σεπτά», Δε με χωράει ο τόπος. Ευγενία Παλαιολόγου Πετρώνδα «Το Σύθρηνο (Ε. Παιονίδου - «Παναγιά η Κυπριώτισσα») της Κύπρου», Νίκη Λαδάκη Φιλίππου «Σφαγμέ
46/αφιερωμα Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας και την ψυχή μας, την ψυχή μας. Δεν έχονν έλεος οι κουβέρτες σας, δεν έχονν την ξανθή ματιά του βρέφους μας οι προσφορές σας οι εύρωστες. Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας και την κουρελιασμένη μας ψυχή, την ψυχή μας, την ψυχή μας... Δε θέλουμε όνομα και τίτλους, μήτε επιγράμματα. Δώστε μας πίσω την ψυχή μας το μέσα πλούτος μας κι ας είναι η ελιά το δείπνο μας και το νερό γλυφό. Δώστε μας πίσω τα παιδιά'μας και την ψυχή μας. (Κ. Χρυσάνθης - «Εξομολόγηση 1974») Την ίδια περίοδο παρατηρείται στο έργο μερι κών ποιητών μια αναδρομή στα ηρωικά χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα, όχι ασφαλώς με νοσταλγική διάθεση αλλά με κάποια πίκρα και απογοήτευση για τη θυσία τόσων παλικαριών. Είναι σαν να γυρεύει η ψυχή να κρατηθεί από κάπου, να πάρει απάνω της, για ν’ αντέξει στους κλονισμούς που έχουν τραντάξει το βάθρο της υπόστασής μας.
Λ ιοπέτρι πέτρα του ήλιου, με το ’να πόδι ανάπηρο κουτσό σε παίζω μ ’ άφωνη φωνή εντός μου. Τώρα που οι ποιητές οι πένητες της ευαισθησίας, οι κουρελήδες, ζητούν ένα στίχο να κρυφτούνε να φωνάξουν και χάνονται μέσα στην αχλύ της διάλυσης κραυγάζοντας μέσα στη σκόνη των καιρών. Λ ιοπέτρι, πέτρα του ήλιου αγκωνάρι του τόπου μου αμετάθετο. (Πίτσα Γαλάζη - «Λιοπέτρι») Είναι με το πέρασμα του χρόνου που θ’ αρχί σει η ποίησή μας να αντικειμενικοποιείται, που θ’ αρχίσει να δρα αυτοτελώς για να φέρει έτσι στο φως τις διαστάσεις μιας πραγματικότητας, με ευρύτερες για τον άνθρωπο απειλές. Γι’ αυτό και η κυπριακή ποιητική παραγωγή με τον καιρό θα κερδίσει σε βάθος και θα επιχειρήσει να ανα καλύψει καινούριες νοηματικές και συναισθημα τικές σχέσεις και το ήθος της θα φέρει ένα νέο ρίγος σε ολόκληρη, κατά τη γνώμη μου, την ελ ληνόφωνη ποίηση. Η δολοφονία του ποιητή Δώρου Λοίζου έδωσε
το έναυσμα για μεγαλύτερη πολιτική αυτοσυνειδησία. Η ποίηση μετά την εισβολή διεκδικεί τον πολιτικό της ρόλο και οι ποιητές αγωνιούν από τη φοβερή διαπίστωση ότι κάποιοι στα σκοτεινά επιβουλεύονται όχι μόνο την προς τα έξω ελευ θερία.τους αλλά και την άλλη την εσώτερη. Ανη συχούν οι ποιητές γιατί είναι πεπεισμένοι πως κάποιοι, μεθοδικά κι ανεπαίσθητα, μας μολύ νουν το ενδόμυχο περιβάλλον για να μας οδηγή σουν τελικά στο συνειδησιακό εξανδραποδισμό.
Αντρέα, η προδοσία δε σταμάτησε να φλογίζει τη Λευκω σία, η προδοσία δε σταμάτησε να ξαγρυπνά στη Λευ κωσία. Πληθαίνουν οι δοσίλογοι και οι αποστάτες κι εμείς μετράμε και ξαναμετράμε: 200.000 πρόσφυγες 6.000 νεκρούς και 2.000 αγνοούμενους. Θα λακίσουν πολλοί ακόμα, Αντρέα. Καλύτερα. Τουλάχιστον έτσι θα ξέρεις πόσοι είναι και πόσοι είμαστε. Τουλάχιστον έτσι θα ξέρεις να πεις σίγουρα σε δέκα, σε είκοσι, σε χιλιάδες χρόνια, πόσοι και ποιοι αγαπήσανε παράφορα τούτη τη γη. (Ντίνα Κατσούρη - «Στον Αντρέα, το Γιο ενός Αγνοουμένου») Τό ’ξέρα πως θα γίνεις ολοκόκκινος από θυμό, γιατί ήξερα Πως έγινες βασιλικότερος του βασιλέως και σε θαύμασα Πώς τα κατάφερες και γλύστρησες από τη μια όχθη στην άλλη Αβροχοις ποσί. Τι δυτικά, τι ανατολικά Πολύ που ίδρωνε τ’ αυτί σου Φτάνει που ήσουν έξω από τον κίνδυνο Μακριά απ’ τα σαγόνια της θάλασσας Κι απ’ τη φωλιά σου σ’ ένα σύννεφο Να ονειρεύεσαι εκ του ασφαλούς Και να μας κλάνεις - μα γιατί; (Κ. Βασιλείου - «Η Μαγιοπούλα») Ταυτόχρονα διαφαίνεται μια καινούρια αντί ληψη του χώρου μας και των σχέσεών μας με την Αθήνα (το εθνικό κέντρο όπως χαρακτηριστικά λεγόταν πριν από την εισβολή) και με τις άλλες
αφιερωμα/47
Κρίτωνα Τομάζου
κοινότητες (ιδιαίτερα με τους Τουρκοκυπρίους), που αποτελούν μέρος του λαού του νησιού μας. Συνθήματα όπως «Οι Τούρκοι της Κύπρου είν’ αδερφοί μας» ακούονται σε διάφορες πολιτικές συγκεντρώσεις, πράγμα το οποίο έχει το αντίκρυσμά του στην ποιητική μας παραγωγή. Χα ρακτηριστικό δείγμα είναι το συνθετικό ποίημα του Κώστα Κλεάνθονς «Αδελφέ μου Οσμάν», στο οποίο τονίζεται η αρμονική συμβίωση των Ελλήνων και Τούρκων της Κύπρου. Αδελφέ μου Οσμάν την καρδιά μον σου ανοίγω που ανθίζ’ η αγάπη κατάλευκο κρίνο ' στο δικό σου τον πόνο τον πόνο μου σμίγω και το χέρι σου δίνω. Πουθενά του αιμάτου δε βγάζει ο δρόμος και τα μίση είναι σπέρμα του ξένου δυνάστη και του ίδιου δημίου βαριά λαιμητόμος πάνωθέ μας κρεμάστη.
μένοντας σ’ ένα επίπεδο καθαρά συναισθηματι κό κι άλλοι δημιουργώντας αξιόλογα ποιήματα ή συλλογές ποιημάτων και ποιητικές συνθέσεις. Ποιητές όπως ο Κώστας Μόντης, ο Ξάνθος Λυσιώτης, ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Νίκος Ορφανίδης, ο Μίμης Ιακωβίδης και τόσοι άλλοι μας έχουν δώσει ποιήματα που αναφέρονται σε συγκεκριμένα κατεχόμενα μέρη της Κύπρου, και τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ξε χωριστή κι ενδιαφέρουσα ανθολογία. Προσέξετε αυτά τα λιγόστιχα ποιήματα του Κ. Μόντη. Π εν τ α δ ά χ τ υ λ ο ς, Ιο ύ λιο ς - Α ύ γ ο υ σ τ ο ς 1974
Να που μας χρειάστηκε τώρα η μούντζα της απαλάμης σου, να που ξηγήθηκε τώρα η ανεξήγητη μούντζα της υψωμένης απαλάμης σου. Κ α ρ α βά ς, Λ ά π η θ ο ς , Ιο ύ λιο ς - Α ύ γ ο υ σ τ ο ς 1974
Χρόνια ζήσαμε φίλοι σε τούτη τη γη π ’ απλόχερα καρπίζει για όλους κεφάτη κι αγκαλιάζει μας μάνα μ ’ αγάπη, στοργή πάντα μ ’ άγρυπνο μάτι. Στη δουλειά στο χωράφι μαζί και στ’ αμπέλι με βροχή με χιονιά στο καυτό το λιοπύρι με τον ίδρωμα τρώγαμε οι δυο το καρβέλι στο μικρό τ’ αργαστήρι. - Ανανέωση παρατηρείται και στη θεματογρα φία. Η Κερύνια, η Αμμόχωστος, ο Πενταδάχτυ λος και άλλα κατεχόμενα μέρη της Κύπρου γί νονται μια πληγή που αιμάσσει, αιτία για αγρύπνια και προβληματισμό, ερέθισμα για δημιουρ γική διεργασία. Παλαιότεροι και νεότεροι ποιη τές θα δοκιμάσουν και θα δοκιμαστούν άλλοι
Μην τα «εξαγάγετε» εφέτος τα λεμόνια τους. Είν’ ο χυμός τους αίμα όεκαοχτάχρονων παι διών, είν’ ο χυμός τους θερισμένη άνοιξη δεκαοχτάχρονων παιδιών. Σκεφθείτε πού να τα φυλάξουμε στον αιώνα των αιώνων, σκεφθείτε πώς να τα φυλάξουμε στον αιώνα των αιώνων. Κ ερ ύ ν ια , 1974
Έμοιαζες τόσο πολύ με παλιό πειρατικό κατα φύγιο που δεν μπορούσε παρά νάρθουν μια μέρα οι πειρατές.
48/αφιερωμα Ένα απόσπασμα από ποίημα του Ξ. Λυσιώτη για την Κερύνια. Κερύνια, Κερύνια, Κερύνια μου... Οι αμμουδιές σου ελύγισαν στα πλοκάμια των κροταλισμών, χάθηκαν τα ραμφίσματα από την εαρινή γοη-
Πέστε μας επιτέλους πόσο κοντά πρέπει νά ’μαστέ. Καθορίστε μας επιτέλους την εμβέλεια της ευθύνης σας.
μέσα στη γύμνια του έρημου ουρανού ξεψύχησε το περίγραμμα από τα σπαθίσματα της χελιδόνας.
(Α. Λυκαύγης - «Ω, Αθηναίοι»)
Ήσουν ωραία, Κερύνια μου. Στους πράσινους κυματισμούς των ισκιερών μαλ λιών σου πώς τιτιβίζανε οι φωλιές τις προσευχές τους, . πώς το κορμί σου ευώόιαζε γιαλό και σμύρνα! Αχ, τώρα ερέψανε σταλιά σταλιά οι ανθοί της νιότης σου
Τούτος ο τόπος είναι σκληρός, μικρή Μήδεια, και για να ξήσεις πρέπει πολύ ν’ αγαπάς. Πρέπει ν’ αγαπάς με τούτη την αγάπη την παρά λογη, τη μυστική, την ανεξήγητη αγάπη για την πέτρα, την ξέρα, τα ερείπια, τα χτεσινά και τα σημερινά, τα ερείπια, που όλο πληθαίνουν, τα κόκαλα, τα σύνορα, που όλο μικραίνουν, τα λάθη, τα λάθη κι όλα... Το αποπροσανατόλισμα, το δάρσιμο στους βράχους, την πιθανότητα μιας τελικής καταστροφής...
(Από τα «Άνθη της Πίκρας»)
Οι σκέψεις των ποιητών, όπως και κάθε Κύ πριου, έχουν εγκλωβιστεί στην κατεχόμενη Κύ προ. Η συσσωρευμένη πυκνότητα αισθημάτων γύρω από αυτή τη σταθερά και η ένταση των συ ναισθημάτων που προκαλεί η «απώλεια» (ας ελ πίσουμε προσωρινή) προγονικών εδαφών και εστιών δεσμεύει και ταυτόχρονα απελευθερώνει τη δημιουργική φαντασία. Ο αγώνας για επιβίω ση και η αυτεπίγνωση ενός λαού παγιδευμένου μέσα στο πλαίσιο των διεθνών αντεγκλήσεων και συμφερόντων, οι κοινωνικές επιπτώσεις και ο υποχρεωτικός κοινωνικός μετασχηματισμός, η αλλοτρίωση και τα προβλήματα που συνεπάγε ται η προσφυγοποίηση του ενός τρίτου του πλη θυσμού του νησιού, η πληγωμένη αξιοπρέπεια, η οργή, η διαμαρτυρία, η θλίψη, η αναζήτηση των αιτίων και των αίτιων της τραγωδίας, όλα ανά μικτα με ελπίδα και απόγνωση, αισιοδοξία και απαισιοδοξία και με μια διάθεση για φιλοσοφι κή θεώρηση της ζωής δεσπόζουν στην ποίησή μας. Η θλίψη της Αμμόχωστος η τύψη της Κερύνιας της Αάπηθος ο καημός η νοσταλγία της Μόρφου έγιναν σηματοδότες που δεν λέουν ν’ αλλάξουν στάση κι η μνήμη μας σταμάτησε κι αυτή και περιμένει. (Π. Σόφας - «Σαράντα Μικρογραφίες») Ποιος από σας μπορεί ν’ αντικρύσει στα μάτια τον Κίμωνά, ω, Αθηναίοι;
(Γ. Μολέσκης - «Της Μικρής Μήδειας») Κάνεις μικρή σχισμή στη μέση του μετώπου σου και βγαίν’ η άγγελος νέο πουλί περιπολάρχης ένοπλη εκ γενετής γνωστική να σου πει πού στέκεσαι αν στέκεσαι να σου πει τίνος είσαι και πόσος έμεινες μέσα στην καλοκαιρινή πλήμμυρα των ανθρώπων ανθισμένη ρίζα που αναδρομίζεις στάζοντας αγωνία καθώς μετράς τα παιδιά σου τους γονιούς σου τους αδερφούς σου μετράς και ξαναμετράς δεκατέσσερις δεκαπέντε δεκαέξι Αυγούστου. (Π. Νικολάου - «Προδιαγραφή για τους Νέους Ποιητές από την Αμμόχωστο») Κορμιά χωρίς κεφάλια, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια Κεφάλια σχισμένα, σπασμένα σαγόνια, μέλη Ακρωτηριασμένα, καμένες σάρκες, καμένα μαλ λιά Λασπωμένα σωθικά.
αφιεμω μα/49 Ή ταν όμως ωραίοι έφηβοι. Είκοσι χρόνια στον τροχό γυρίσματα της αγά πης. Ο ύπνος τους ήταν μέσα σε κάμαρες Από δυόσμο, βασιλικό και δεντρολίβανο. Κάθε φιλί της μάνας τους κι ένα κλωνάρι Και τα κλωνάρια απλώνονταν Μέσα στην Ανατολή και μέσα στη Δύση. Φούντωναν τα κυπαρίσσια και ψήλωναν προς τ ’ άστρα. Αλλά σκληρή νεφέλη εκάλυψε τον ήλιο. Ή ταν βροχή από σίδερο, χαλκό και θειάφι. Κι όταν και πάλι το φως του ήλιου εφάνη Συντριμμένα έδειξε τα πήλινα σκεύη. (Θ. Νικολάου - «Ο Θάνατος των Εφήβων»)
Κι εσύ Λευκωσία σήμερα στη σιδερένια εποχή στα χρόνια της Έλλης, της Ελένης της Μαρίας που σου μιλούν ελληνικά και σ’ ονομάζουν Αήδρα και πράσινη γραμμή και παγκυπρίων μάθημα υπάρχεις πόλη μου. Κι ας πενθώ τις νύχτες τ ’ όνομά σου τους τίτλους ιδιοκτησίας σου την Ασία που σου χάλασε το πρόσωπο.
Στην κάμαρή του τρία καρφιά ήταν μπηγμένα στη γωνιά. Στο ’να κρέμαζε το σακάκι του, στ’ άλλο το παντελόνι Και στο τρίτο το πουκάμισό του. Και κουρασμένος βυθιζότανε στον ύπνο. «Ο υιός σας έπεσε υπέρ πατρίδος...» Η μάνα δεν ήξερε γράμματα. Το διάβασε η γειτονοπούλα. Λέξη δεν είπε η μάνα Έμεινε να κοιτάζει τα γυμνά καρφιά. Κι ύστερα έβγαλε ένα μουγκρητό σαν να καρφώθηκαν και τα τρία στην καρδιά της. (Α. Κανάκης - «Τα Καρφιά»)
Η πιο τραγική πτυχή του κυπριακού δράματος είναι οι αγνοούμενοι, μια έννοια και μια πραγ ματικότητα που μπήκε βάναυσα και τραγικά βιωματικά στη ζωή μας, στο λεξιλόγιό μας και στην ποίησή μας.
Ο Α γνοού μ ενος
(Κλ. Ιωαννίδης - «Λευκωσία») Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές θά λασσες μόνοι μέσα στην απλωσιά · βόηθα καρδιά αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξιά μας χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια μας που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα, βόηθα να κρατήσουμε το μάτι καθαρό για τον εχθρό και για το φίλο για την επιβουλή της νύχτας, τη χούφτα τρυφερή φωλιά για το μαχαίρι. (Φ. Σταυρίδης - «Προσφυγικό α'») Χιλιάδες νεκροί και εκατοντάδες αγνοούμενοι ολοκληρώνουν με τον πιο δραματικό τρόπο την τραγωδία της Κύπρου. Το νησί ολόκληρο γίνεται ένας απέραντος χώρος τραγωδίας. Ό λα τα δρώ μενα βρίσκονται σε κορύφωση κι όλα μοιάζουν με αρχαία τραγωδία ανεβασμένη σε σύγχρονο σκηνικό, όπου οι μαυροντυμένες μανάδες της Κύπρου αποτελούν τον τραγικό χορό.
Ο γέρος έδεσε το πόδι του από την καρέκλα και σκόπευε να κοιμηθεί κατάχαμα στον Άδη, όταν αντίκρυσε το γιο του να του λέει: «Πατέρα, μην πεθάνεις, στάσου κι έρχομαι». Πίσω από το βουνό μιλούσε ο γιος του περιφραγμένος με τα σιδερά όικράνια και με καμπύλη μέση και με χέρια παραπόταμο. «Πατέρα, ζω σου λέω, είμαι καλά. Η δύναμή μου γίνεται μια σούπα κρέατος. Πεινώ και τρέμω, αλλά δεν είναι τίποτα. Ή, αν πεθάνω, βρέχει - αρρώστια θά ’ναι. Στο χέρι του φονιά μου να μετρώ χίλια αίματα. Τη μύγα του θανάτου διώχνω, κλαίω κρυφά, σου στέλλω την ύπαρξή μου να τη σκέπεις, όχι κλάματα, πα τέρα». Ο γέρος ανακάθηαε στη μαύρη βράκα του κι έβαλεν άγριο θρήνο γύρω γύρω. Και το κατόρθωσε, για του παιδιού του το χατήί>ί.
λιθάρια ο θρήνος άσπρα κροκωτά να γίνει.
50/αψιερωμα Με το βαθύ αγωνίζεται παράθυρο και τόξο να πιάσει τον αυγερινό, πόδι του γιου του. (Κ. Χαραλαμπίδης) Ποιητές της παλαιότερης ποιητικής γενιάς ανανεώνουν την εργασία τους και ταυτόχρονα ανανεώνονται μέσα στο προσωπικό και το καθο λικό δράμα, εναρμονίζοντας το έγχρονο με το υπερχρονικό, τα δρώμενα με τα πρόσωπα που δρουν και υφίστανται άμεσα τις συνέπειες, επαναφέροντας στο φως και προβάλλοντας λειτουρ γικά την άποψη της δικής τους αλήθειας. Παράλληλα μια νέα ποιητική γενιά ξεπετάγεται σαν λουλούδι μέσα από τα χαλάσματα της εισβολής και ζητά να πει τη δική της αλήθεια για το μεγάλο δράμα, που φαίνεται να έχει κόψει το χρόνο στα δυο. Είναι η γενιά που δέχτηκε τα πε ρισσότερα και μεγαλύτερα χτυπήματα, γιατί, λό γω ηλικίας, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του με τώπου, γνώρισε από πρώτο χέρι τον πόλεμο και είδε να διαψεύδονται και να προδίδονται όνειρα και πεποιθήσεις. Ονόματα όπως του Λ. Ζαφει ριού, του Ν. Ορφανίδη, του Α. Περεντού, του Ν. Πενταρά, του Γ. Πετούση, του Χρ. Μαυρή, του Κ. Κύπαρη, του Π. Κυριάκου, του Μ. Ζαφείρη, του Α. Πιλλά, του Κ. Μακρίδη, του Μ. Αγαθοκλέους, του Π. Αβραάμ, του Γ. Νεοφύ του, της Ν. Μαραγκού, της Χρ. Γιαγκουλλή, της Α. Κροκίδου, της Φρ. Κολοσσιάτου, της Ε. Κυ ριάκου, της Αντρ. Ιεροδιακόνου, της Ευρ. Περικλέους αποτελούν ένα δείγμα των νέων ποιητών που επιδιώκουν να κάνουν την κραυγή τους ν’ ακουστεί, μια κραυγή με τραγικά ανοίγματα προς την ελευθερία που αιμορραγεί στο δικό μας χώρο. Η ποίηση των νέων αυτών ποιητών ξεφεύ γει από τα ποιητικά νεφελώματα μέσα στα οποία, όχι σπάνια, κινήθηκαν ποιητές της προη γούμενης γενιάς, κι αυτό γιατί τώρα στον τόπο μας υπάρχουν οι συγκεκριμένες ιστορικές, πολι τικές και κοινωνικές τραυματικές εμπειρίες που λειτουργούν ως σημεία αναφοράς. Οι εμπειρίες αυτές, εγκλωβισμένες μέσα στις προδομένες πε ποιθήσεις των ιδίων και του λαού, θα γίνουν η πεμπτουσία της ποιητικής θεώρησης των κατα στάσεων που επικρατούν στον τόπο την περίοδο αυτή.
Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω την ελευθερία ελευθερία το φόνο φόνο την ενοχή ενοχή μ ’ ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει στον τοίχο τ ’ όνομά του με τα νύχια. (Λ. Ζαφειριού) Λ ευ κ ω σ ία Ά ν ο ι ξ η 1980 μ .Χ .
Πάλι σε νιώθω που κατεβαίνεις ήλιος πυρφόρος στην τρικυμία της νύχτας καθόμαστε στο πεζούλι της έρημης γειτονιάς γαρίφαλο στ’ αυτί έλα να πιούμε ένα καφεδάκι η πόλη τεντώνεται νωχελικά τα σπίτια της πράσινης γραμμής περιμένουν τους ξεχασμένους ενοίκους π ’ όλο μηνάν πως θά ’ρθουν κι όμως δεν έρχονται ποτέ. (Ν. Ορφανίδης)
Οι Λέξεις (Στη μνήμη του Δώρου Λοΐξου)
Τα τραγικά γεγονότα του 1974 δεν μπορούσαν παρά να κάνουν όλους τους Κύπριους ποιητές να σκεφτούν πιο σοβαρά το ρόλο που πρέπει να διαδραματίσουν με το έργο και τη στάση τους γενικά. Μια ισχυρή διάθεση για αυτοκριτική ενυπάρχει στα έργα που κυκλοφορούν μετά το ’74. Ταυτόχρονα διαβλέπουμε μια διάθεση για σοβαρή κριτική όλων των καταστάσεων που εξε λίσσονται στον τόπο, ιδιαίτερα πολιτικών κατα στάσεων, και μια χωρίς προηγούμενο ευαισθη σία στις δημοκρατικές διαδικασίες. Οι ποιητές νιώθουν τώρα περισσότερο παρά άλλοτε το βά ρος της ευθύνης τους για την επιβίωση του νη σιού, του οποίου η ελευθερία και η κρατική ον τότητα απειλούνται θανάσιμα. Η ποίηση μετά την εισβολή, στο σύνολό της, αποτελεί μια κατάθεση και μια μαρτυρία που οδηγεί σε μεγαλύτερη εθνική, πολιτική, κοινωνι κή και πολιτιστική αυτογνωσία. Σ’ αυτή προ βάλλει έντονα η αμετακίνητη θέση για επιστροφή στην κατεχόμενη γη, το ξεσκλάβωμα της κατεχόμενης γης. Πάνω απ’ όλα όμως προβάλλει, κατά τρόπο που δε σηκώνει καμιά αμφισβήτηση, το πείσμα ενός λαού να ξήσει και να συνεχίσει τον αγώνα, τον ίδιο αγώνα που διεξάγει για χιλιε τίες τώρα πάνω σ’ αυτό το βραχάκι του πλανήτη Γη, που λέγεται Κύπρος.
Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις δώσε τους μια όποια σημασία κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι με μια δική σου τάξη μέσα μου.
(Σημείωση: Στη μελέτη αυτή δε γίνεται αναφορά στην ποίηση που είναι γραμμένη στην κυπριακή διάλεκτο, γιατί δεν την έχω μελετήσει στο βαθμό που της αρμόζει. Αυτό είναι ακόμη μια αδυναμία της μελέτης μου).
αφιερωμα/51
Δώρος Θεοδούλου
Παιδική λογοτεχνία της Κύπρου
1
ηΒ
μ
i
.* ,
f i j i l l
(Προσπάθεια για ιστορική και κριτική θεώρηση) Στέλλας Μιχαηλίδου
Η παιδική λογοτεχνία, δηλαδή η λογοτεχνία που γράφεται από δόκιμους συγγρα φείς και απευθύνεται κυρίως στα παιδιά και τους νέους, είναι μέρος της γενικότε ρης λογοτεχνικής δημιουργίας ενός τόπου. Το ίδιο συμβαίνει και στην Κύπρο, όπου το είδος είναι σχετικά νέο, αφού οι πρώτες γνωστές δημιουργίες μάς φέρνουν πίσω μόλις στις αρχές του αιώνα και τα πρώτα έντυπα ολοκληρωμένα βιβλία για παιδιά μερικές δεκαετίες αργότερα. Σ’ αυτό συνέτειναν πολλοί λόγοι. Ώ ς πρόσφατα η πολιτιστική ζωή της Κύπρου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη και αναπόσπαστο μέρος της ελλαδικής πολιτιστικής ζωής, για λόγους κυρίως πο λιτικούς και εθνικούς κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας (1878-1960). Οι λαθεμένες, εξάλλου, αντιλήψεις για την παιδική λογοτεχνία, όπου επικρατούσε ο διδακτισμός, δεν έλκυαν παλαιότερα στο χώρο της δόκιμους λογοτέχνες. Όμως οι νέες συνθήκες που τις τελευταίες δε καετίες επικράτησαν στην Κύπρο έδωσαν ώθηση στη δημιουργία μιας τοπικής κίνησης γύρω από το παιδικό βιβλίο.
Οι ρίζες στη λαϊκή δημιουργία Ό πω ς συμβαίνει σ’ όλους τους λαούς, και στην Κύπρο, οι ρίζες της τοπικής παιδικής λογοτε χνίας βρίσκονται μέσα στα δημιουργήματα του ανώνυμου λαού, που διασώθηκαν προφορικά. Η Κύπρος είναι ένας τόπος πολύ πλούσιος σε πα ραμύθια, μύθους, παραδόσεις, ποίηση, ταχταρί σματα, λαχνίσματα, νανουρίσματα, αινίγματα,
γνωσσοδέτες, παροιμίες και άλλα είδη της λαϊ κής παράδοσης. Τα είδη αυτά έδωσαν για πολλά χρόνια κι εξακολουθούν να δίνουν άδολη ψυχα γωγία στα παιδιά και να προωθούν πολλούς σκοπούς της αγωγής. Μεγάλο μέρος αυτού του λαϊκού θησαυρού βρίσκεται δημοσιευμένο σε επιστημονικά κυρίως περιοδικά και σε άλλες επιστημονικές εργασίες απ’ όπου αναδημοσιεύονται σε αναγνωστικά και παιδικά περιοδικά. Τα κείμενα αυτά αυτούσια δεν μπορούν συνήθως να δοθούν στα παιδιά. Πρέπει να γίνουν κατάλληλες σε εμφάνιση παι δικές εκδόσεις ή και κάποτε να διασκευαστούν γλωσσικά ή και στο περιεχόμενο, πράγμα που σ’ όλες τις χώρες, με πλούσια παιδική λογοτεχνία, είναι μόνιμη φροντίδα. Προς την κατεύθυνση αυτή, το 1948, ο Κυριάκος Χατζηιωάννου, γλωσσολόγος κα'ι λαογράφος, έξέδωσε ως μελέτη μάλλον τους «Κυπριακούς Μύθους», ενώ το 1958 ο Νέαρχος Κληρίδης τα «Κυπριακά Παραμύ θια». Όμως όλος ο πλούτος της λαϊκής λογοτε χνικής παράδοσης, που είναι κατάλληλη για παι διά, περιμένει τις σύγχρονες σε εμφάνιση, περιε χόμενο και γλωσσική απόδοση εκδόσεις. Στάδιο λαμπρό για λογοτέχνη, ανθολόγο και εκδότη.
52/αψιερωμα
Πριν την ανεξαρτησία (1900 - 1960) Συνήθως την ιστορία της κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας τη χωρίζουμε σε τρεις περιόδους, σύμφωνα με μια μελέτη του Μιχαλάκη Μαραθεύτη. Η πρώτη περίοδος ξεκινά από τις αρχές του αιώνα μας και τελειώνει με το τέλος της αποικιο κρατίας το 1960. Η δεύτερη περίοδος τοποθετεί ται μεταξύ 1960 και 1974 και η τρίτη περίοδος από το 1974 ώς σήμερα. Στις αρχές του αιώνα αρχίζουν να φαίνονται τα πρώτα δείγματα παιδικής λογοτεχνίας στην Κύπρο, κυρίως σε παιδικά περιοδικά και εφημε ρίδες, σχολικές εκδόσεις, κι αργότερα στα παιδι κά προγράμματα του ραδιόφωνου (1953). Γύρω απ’ αυτούς τους φορείς δημιουργήθηκαν μικρές ομάδες λογοτεχνών, κυρίως δασκάλων, απ’ όπου ξεπήδησαν οι περισσότεροι κύπριοι συγγραφείς για παιδιά. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πλήρως η περίοδος αυτή, εφόσον τα έργα είναι δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως η «Παιδική Ηχώ» (1903-1905, Λεμεσός) της Πολυξένης Λοϊζιάδας, το «Κυπριόπουλο» (1945-1952) του Μι χαήλ Τροκούδη, η «Χαρά των Παιδιών» (19531958) του Νέαρχου Κληρίδη και του Λάμπρου Ρήγα (Κύπρου Χρυσάνθη), που επανεκδόθηκε με τον τίτλο «Παιδική Χαρά» το 1962 και συνεχί ζει έκτοτε να εκδίδεται υπό την ευθύνη της Παγκύπριας Οργάνωσης Ελλήνων Δασκάλων (ΠΟΕΔ). Το πρώτο βιβλίο για παιδιά, απ’ όσα ξέρουμε μέχρι τώρα, είναι η «Σχολική Μούσα» του I. Περδίου, με ενθουσιώδη εθνικάπατριωτικά ποιήματα, που μέρη του δημοσιεύτη καν μεταξύ 1907 και 1918. Για να βρούμε το δεύ τερο γνωστό ολοκληρωμένο παιδικό βιβλίο, το θεατρικό «Ο Γιόκας μας» του Τεύκρου Ανθία, πρέπει να πάμε στο 1936. Είναι φανερό πως η έρευνα δεν είπε την τελευταία της λέξη γι’ αυτά τα χρόνια. Οι τελευταίοι φορείς της περιόδου, που ζουν ακόμη, πρέπει ν’ αφήσουν την ιστορική μαρτυρία τους. Από την πλειάδα των συγγραφέων που έγρα ψαν για τα παιδιά πριν την ανεξαρτησία πρέπει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για μερικούς, που είναι οι επιφανέστεροι της περιόδου και οι «πρώτοι διδάξαντες». Αυτοί είναι ο Κύπρος Χρυσάνθης, ο Τεύκρος Ανθίας, ο Νέαρχος Κληρίδης, ο Ά ντης Περνάρης και ο Μιχαήλ Τροκούδης, όλοι δόκιμοι λογοτέχνες ή σπουδαίοι εκπαιδευτικοί. Ο Κύπρος Χρυσάνθης παράλληλα με το άλλο έργο του από παλιά ασχολείται, συνήθως με το ψευδώνυμο Λάμπρος Ρήγας, με την παιδική λο γοτεχνία και έδωσε πλατύ και δόκιμο έργο στην
ποίηση, το πεζό και το θέατρο. Δεκάδες είναι τα βιβλία του που έχουν δημοσιευτεί κι έχουν δώσει ιδιαίτερη ώθηση στον τομέα, πράγμα που ενισχύεται και με τα κατά καιρούς αφιερώματα του περιοδικού του «Πνευματική Κύπρος». Από την ποίηση αναφέρονται οι συλλογές «Έντομα, Ζώα, Πουλιά» 1949, «Ύμνοι και Προσευχές» 1961, «Όπου Παιδί και Φως» 1979, «Ποιήματα του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959», 1979. Από τα πολλά θεατρικά του «Το Βασιλόπουλο της Βενετιάς» 1949, «Ο Πετεινός ο Γούμενος» 1950, «Η πεταλούδα και το Τριαντάφυλλο» 1952, «Το Μελίσσι» 1953 κ.ά. Από τα επίσης πολλά πεζά του, διηγήματα και νουβέλες, αναφέρονται οι «Ιστορίες των Ακριτών», «Ιστορίες των Μη νών» και το μυθιστόρημα του «Η Ξανθούλα, η Βασιλοπούλα της Κύπρου» 1967. Ο Τεύκρος Ανθίας με τα θεατρικά του «Ο Γιόκας μας» (1936), «Ταξίδι στον Ήλιο» (1940) και «Το Παλικάρι της Φακής» (1942) διακρίνεται από μια μόνιμη προσφορά στην κυπριακή παιδι κή λογοτεχνία. Ο λόγος του, η θεατρική δομή των έργων, ο ζωντανός διάλογος, οι χαρακτήρες, οι έξοχοι στόχοι του δίνουν μόνιμη αξία στα έρ γα αυτά. Δυστυχώς παραμένουν ακόμη άγνωστα στους πολλούς, αφού δεν επανεκδόθηκαν, ενώ μόνο λίγα αντίτυπα των πρώτων και ωραίων εκ δόσεων τους υπάρχουν σε βιβλιοθήκες και κανέ να απ’ αυτά δεν ανεβάστηκε από τις παιδικές σκηνές της Κύπρου, τα τελευταία χρόνια. Ο Νέαρχος Κληρίδης, πολυσύνθετος μελετητής και ερευνητής σε καιρούς δύσκολους. Ως δάσκα λος γνώρισε πολύ καλά την πλούσια λαϊκή παρά δοση της Κύπρου και συγκέντρωσε άφθονο λαογραφικό υλικό, το οποίο δημοσίευσε σε περιοδι κά και βιβλία. Έγραψε σχολικά βιβλία για τα παιδιά του δημοτικού, εξέδωσε σε τρεις μικρούς τόμους «Κυπριακά Παραμύθια» (1958) και αρ γότερα τα αφηγηματικά «Διγενής Ακρίτας» (1961), και «Οδύσσεια». Με τους συγγραφείς αυτούς, ως εκπροσώπους της γενιάς τους, γύρω στο 1960 ολοκληρώνεται μια μεγάλη περίοδος, που είναι και η πρώτη, της δόκιμης κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας. Επα ναλαμβάνω την άποψή μου ότι τα έργα αυτής της περιόδου πρέπει μετά από κατάλ) ηλη επιλο γή και καλαίσθητες επανεκδόσεις, να ξαναδοθούν στα παιδιά.
Μετά την ανεξαρτησία Είναι εύκολο ν’ a v T ^ q 3ούμε γιατί το 1960 είναι σταθμός. Τότε εγκαθιδρύεται η Κυπριακή Δημο κρατία, που γίνεται μια αφετηρία για γενικότερη
αφιερωμα/53 ανάπτυξη στο νησί, κοινωνική, οικονομική, πο λιτιστική και ο ρυθμός της εξέλιξης επιταχύνεται σε όλους τους τομείς. Τώρα ο λαός στην Κύπρο έχει την τύχη του στα χέρια του και περισσότερο από προηγούμε να χρόνια, το τοπικό στοιχείο, οι τοπικές εμπει ρίες, - κι ας μη ξεχνούμε τις καυτές εμπειρίες του απελευθερωτικού αγώνα του 1955-59 -, πα ρουσιάζεται η ανάγκη να εκφραστούν στις διά φορες μορφές της τέχνης, και στην παιδική λογο τεχνία. Οι περισσότεροι λογοτέχνες της προηγούμενης περιόδου, βέβαια, συνεχίζουν να ζουν και να δημιουργούν και μετά το 1960. Πλάι σ’ αυτούς συνεχώς νέοι λογοτέχνες εμφανίζονται στην παι δική λογοτεχνία της Κύπρου αυτή την περίοδο και εμπλουτίζουν την προσπάθεια των παλαιοτέρων. Η ποίηση, το παραμύθι, το πεζό, το θέατρο των παιδιών και άλλα είδη, καλλιεργούνται πιο συστηματικά. Τώρα η τηλεόραση (1973) εγκαι νιάζει τα δικά της παιδικά προγράμματα, πλάι στα ραδιοφωνικά, και η εκδοτική κίνηση ανα πτύσσεται περισσότερο. Στην ποίηση, πλάι στους παλαιότερους εμφα νίζονται ο Κύπρος Τόκας, η Ειρήνη Τσουλή, ο Παπαστράτος Παπαγαθαγγέλου με προσευχές, κ.ά. Ο Κύπρος Τόκας πρωτοεμφανίστηκε το 1963 με τη συλλογή «Χελιδονάκια» και ύστερα καθιε ρώθηκε με την «Παιδική Λύρα», τα «Βλαστά ρια» και τελευταία τις «Παιδικές ρίζες». Τα ποιήματα του Τόκα χαρακτηρίζονται από γνήσια συναισθήματα, απλότητα και λιτά εκφραστικά ιέσα. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη ζωή ;ων παιδιών καθώς και τις περιπέτειες του τότου του, ενώ σε πολλά άλλα υπάρχει ένας κοι νωνικός προβληματισμός. Το όόκιμο παραμύθι καλλιέργησε συστηματι κά η Ευγενία Παλαιολόγον-Πετρώνόα. Αφού ήλθε από την Αίγυπτο ώριμη πια λογοτέχνις, παιδαγωγός και διαλεκτός πνευματικός άνθρω πος, συνέχισε πολύ δημιουργικά το έργο της, ιδιαίτερα στο παιδικό βιβλίο, στην Κύπρο. Εκτός από το στίχο, το θέατρο και τις μυθιστο ρηματικές βιογραφίες της για το Νίκο Νικολαΐ5η, τη Μαρία Ρουσιά, το Γλαύκο Αλιθέρση, το μυθιστόρημά της «Τον καιρό του παππού μου», εξέδωσε τις συλλογές παραμυθιών «16 παραμύ θια όλο ψέματα κι αλήθεια» 1973, «Κουκουρίκου» 1976, «Ανοιξιάτικα» 1977, «Τα παιδιά νι κούνε» κ.ά. Τα παραμύθια της Πετρώνδα χαρα κτηρίζει παιδικότητα, δροσιά και πλαστικός λό γος, φαντασία, αγάπη και ανθρωπισμός. Στην παιόική πεζογραφία εμφανίζεται τώρα ο Ιάκωβος Κνθρεώτης, ο οποίος στο έργο του «Αντρειωμένη γη», 1974, μας δίνει μεγάλα διη γήματα ιστορικού περιεχομένου, με τα οποία αρ χίζει να ειδικεύεται στο ιστορικό παιδικό αφή
γημα (Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος κ.ά.), όπου με στρωτή αφήγηση ζωντανεύει για τα Κυπριόπουλα ιστορικά γεγονότα του τόπου τους. Στο θέατρο πολλοί συνεχίζουν να γράφουν κυ ρίως σκηνές για σχολικές παραστάσεις, όπως ο Σίμος Συμεωνίδης, ο Μιχαήλ, Τροκούδης, ο Κύ προς Χρυσάνθης, ο Πάνος Ιωαννίδης, η Δέσπω Τσινίκολα, η Μαρία Ιωαννίδου και πολλοί άλ λοι. Για τη διάδοση της παιδικής λογοτεχνίας εμ φανίζονται αυτά τα χρόνια και οι πρώτες ανθο λογίες. Το 1962 ο Ανδρέας Παπαδούρης στη «Σχολική Ανθολογία» του πλάι στην ελλαδική ποίηση ανθολογεί και ποιήματα λιγοστών κυ πριών. Το 1968, οι Ανδρέας Καραγιώργης και Κύ προς Χρυσάνθης, στο «Αγαπημένο Κυπριακό Διήγημα» περιλαμβάνουν διηγήματα κυπριών πεζογράφων που θεωρούν κατάλληλα για παι διά. Την επόμενη περίοδο οι Θεοκλής Κουγιάλης, Μιχαλάκης Μαραθεύτης και Στέλιος Συκαλλίδης εκδίδουν την «Ανθολογία της Κυπρια κής Ποίησης», ενώ το Υπουργείο Παιδείας κυ κλοφορεί δύο μέρη, το «Κυπριακό Ανθολόγιο» για παιδιά του δημοτικού σχολείου. Σ’ όλες αυ τές τις ανθολογίες, η κύρια προσπάθεια στάθηκε περισσότερο να γνωρίσουν οι μικροί την κυπρια κή λογοτεχνία παρά να τους δοθεί πραγματική παιδική λογοτεχνία, που να χαρακτηρίζεται από την παιδική άποψη.
Από την τουρκική εισβολή-κατοχή και μετά (1974 μέχρι σήμερα) Η τελευταία δεκαετία αποτελεί μια ιδιαίτερη πε ρίοδο για την παιδική λογοτεχνία της Κύπρου. Το 1974 είναι χρόνος καταλυτικός για όλη τη ζωή στην Κύπρο. Τα δραματικά εκείνα γεγονότα του πραξικοπήματος, της τούρκικης εισβολής και κατοχής, της προσφυγιάς, των αγνοουμένων
54/αφιερω μα και της τεράστιας προσπάθειας του κυπριακού λαού να ξανασταθεί στα πόδια του και να ξεκι νήσει έναν αγώνα για ανάκτηση της πλήρους ελευθερίας του, είχαν την απήχησή τους και στην παιδική λογοτεχνία. Έχουμε την αίσθηση ότι αυτή η τελευταία δε καετία είναι πολύ σημαντική τόσο για την ποσο τική όσο και την ποιοτική ανάπτυξη του είδους. Στα δέκα αυτά χρόνια πολλοί συγγραφείς, πρωτοπαρουσιάστηκαν και καθιερώθηκαν, εκδόθηκαν στην Κύπρο πολύ περισσότερα παιδικά βι βλία, απ’ ό,τι σ’ όλα τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης για πρώτη φορά τώρα καλλιεργούνται μερικά είδη της παιδικής λογοτεχνίας, όπως το σύγχρονο παραμύθι, τα έργα επιστημονικής φαντασίας, οι μικρές ιστορίες, το μυθιστόρημα, ενώ μερικά άλλα είδη, όπως η ποίηση και κυρίως το θέατρο, ανανεώνονται και εκσυγχρονίζονται. Παράλληλα βέβαια η εκδοτική ποιότητα των βι βλίων, η εμφάνιση, βελτιώνεται αισθητά. Μερικοί λόγοι που συνέτειναν σ’ αυτό το «τίναγμα» της παιδικής λογοτεχνίας στην Κύπρο την τελευταία δεκαετία είναι, κατά την άποψή μου, οι ακόλουθοι: α) Το θεμελιακό τράνταγμα από τα γεγονότα του 1974. Τρομερές ήταν οι εμπειρίες του κόσμου. Ό λ α τα δρώμενα ήταν εκεί, η προδοσία, η διά σωση του Μακάριου, ηρωισμοί των στρατιωτών και η καρτερία του λαού, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά, το αντίσκηνο, η αιχμαλωσία, ο αγνοούμενος, η κύπρια μάνα και η άσβηστη επι θυμία του γυρισμού. Ό λα αυτά ήταν πικρές εμ πειρίες που δεν μπορούσε παρά να συγκινήσουν πρώτα τους καλλιτέχνες και ν’ αρχίσει η δη μιουργία σ’ όλους τους τομείς: παιδική λογοτε χνία, παραμύθια, ποίηση, πεζό, θέατρο. Ό λα τα είδη επηρεάστηκαν θεματικά από το δίδυμο έγ κλημα πραξικόπημα-εισβολή και τις καυτές εμ πειρίες που επισώρευσαν στην Κύπρο. Ο κάθε δημιουργός ένιωθε οφειλή ν’ αφήσει τη δική του μαρτυρία για το δράμα του τόπου, πριν να δοκι μάσει οτιδήποτε άλλο. β) Το 1974 ιδρύθηκε ο Κυπριακός Σύνδεσμος Παιδικού-Νεανικού Βιβλίου, ως εθνικός τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Βιβλίων για Νέους, του γνωστού ΙΒΒΥ. Με κύριο σκοπό την προώ θηση της συγγραφής, παραγωγής και διάδοσης του καλού παιδικού βιβλίου ανέλαβε ο Σύνδε σμος δραστηριότητες και πρωτοβουλίες, όπως βραβεία, συγκεντρώσεις, συνέδρια, διαφώτιση, πρόσκληση ελλαδιτών και ξένων συγγραφέων, συμμετοχή σε διεθνείς εκδηλώσεις, που συνέβα λαν πολύ στην παραπέρα ανάπτυξη της παιδικής λογοτεχνίας στην Κύπρο. Σημαντική πρόσφατη δραστηριότητά του ήταν ο οργάνωση στη Λευ κωσία το 1984 μεγάλου διεθνούς συνεδρίου του ΙΒΒΥ. γ) Ο θεσμός των βραβείων, στην περίπτωση της
Κύπρου επίσης, είναι ένας παράγοντας εξέλιξης της παιδικής λογοτεχνίας, διότι τα βραβεία, είτε του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού Βιβλίου, είτε, της Μορφωτικής Υπηρεσίας του Υπουργεί ου Παιδείας, είτε πιο πρόσφατα, του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, υπήρξαν κίνητρο για αρ κετούς από τους συγγραφείς μας να γράψουν και να δοκιμάσουν είδη που ζητούσε ο διαγωνισμός. Ακόμα και το γεγονός ότι οι κύπριοι συγγραφείς μπορούν να συμμετάσχουν στους ελλαδικούς διαγωνισμούς, κυρίως του Κύκλου του Ελληνι κού Παιδικού Βιβλίου και της Γυναικείας Λογο τεχνικής Συντροφιάς, είναι ένα άλλο κίνητρο, μιας και η διάκριση σ’ αυτούς αυξάνει την πιθα νότητα να εκδοθούν τα έργα τους στην Ελλάδα, πράγμα που έγινε μερικές φορές. Για να έρθουμε στα ίδια τα έργα: παραμύθια, εκτός από την Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα και τον Κύπρο Χρυσάνθη που αναφέραμε προη γούμενα, γράφουν η Μαρία Πυλιώτου το «Κι Έζησαν Εκείνοι Καλά...» και η Έλλη Παιονίδου «Τα δύο Αδέλφια και το Μαύρο Ποτάμι». Τα δύο έργα αποτελούν και την εμφάνιση στην Κύπρο του λεγάμενου σύγχρονου παραμυθιού, όπου οι ήρωες είναι διαφορετικοί από το κλασι κό παραμύθι και όπου, ενώ το πλαίσιο είναι φανταστικό, τα θέματά του αφορούν τη σύγχρο νη πραγματικότητα και στην περίπτωσή μας τη σύγχρονη κυπριακή πραγματικότητα. Σημαντική ανάπτυξη όμως παρατηρείται την τελευταία δεκαετία και στην παιδική πεζογρα φία. Ως γνωστό, η πεζογραφία προϋποθέτει κά ποια ωρίμανση που φαίνεται πως άρχισε να συντελείται στον εξεταζόμενο χώρο. Πολύ περισσό τερα διηγήματα, νουβέλες, μικρές ιστορίες αλλά κυρίως μυθιστορήματα γράφονται την τελευταία δεκαετία. Ο Σπύρος Επαμεινώνδας παρουσιάστηκε με τη συλλογή διηγημάτων «Η Σφηκοφωλιά», 1976, και συνέχισε με το μυθιστόρημα «Οι Μεγάλες Σκιές» και τις μικρές ιστορίες «Έχω Κάτι να Σας Πω» και περιμένουν έκδοση άλλα βραβευμέ να έργα του. Ο λιτός λόγος, η στέρεη δομή και τα πολύ ανθρώπινα συναισθήματα κάνουν πολύ αξιοπρόσεκτα τα έργα του Επαμεινώνδα. Οι «Μεγάλες Σκιές» του είναι ένα είδος χρονικού της τούρκικης εισβολής με δυνατές σκηνές από τις βαρβαρότητες που γνώρισε το νησί. Η Κίκα Πουλχερίου έγραψε τα διηγήματα «Το Σπιτοκαλυβάκι μου», 1976, τα μυθιστορήματα «Δύο Σειρές Στρατιωτάκια» 1978, και «Μαριγούλα Μαριγώ» καθώς και το θεατρικό «Όμορφή μου Καρδερίνα». Σ’ αυτά τα πολύ αξιόλογα έργα της, η Πουλχερίου καταφέρνει ν’ απευθυν θεί άμεσα στο παιδί, ιδίως των μικρών και με σαίων ηλικιών, δείχνοντας μεγάλη ευαισθησία απέναντι στα θέματά της και δημιουργώντας ένα προσωπικό ύφος, που το χαρακτηρίζει η στέρεη
αψιερω μα/55 αφήγηση, η στρωτή και δουλεμένη γλώσσα και ο τρυφερός τόνος. Η Μαρία Πυλιώτου με τις συλλογές διηγημά των «Οι Λύκοι και η Κοκκινοσκουφίτσα» 1975, «Καλημέρα Μαργαρίτα» 1978, «Χαρούμενοι Χαρταετοί» 1983, το μυθιστόρημα «Το Κάστρο μας» 1979, και το. σύγχρονο παραμύθι «Κι Έζησαν Εκείνοι Καλά...», 1980, έδωσε πλατιά και μόνιμη μαρτυρία για πολλά απ’ όσα έζησε η Κύ προς τα τελευταία χρόνια. Η Πυλιώτου, που γράφει και εικονογραφεί για παιδιά από χρόνια, είναι από τους συγγραφείς που έχουν, από την αφηγηματική άνεση, εκείνο το ιδιαίτερο, θά ’λεγα «κυπριακό ήθος», δηλαδή τη λιτότητα, το βα θιά συναισθηματικό αντίκρυσμα των πραγμάτων και μια διάχυτη γλυκάδα και αγάπη για τα παι διά. Η Φιλίσα Χατζηχάννα μετά τις πρώτες δοκι μές της στο στίχο και στο πεζό έδωσε πολύ αξιό λογα έργα, όπως το μυθιστόρημα «Η Ντιντόν, ο Παβελάκης μου κι Εγώ» 1982, τα θεατρικά «Στην Ποντικούπολη» 1983, «Το Γελαστό Μου στάκι» 1983 και τις «Μικρές Ιστορίες της Κατε ρίνας», 1984. Η Χατζηχάννα έχει την τέχνη να δημιουργεί με αφηγηματική άνεση σκηνές που προκαλούντο ενδιαφέρον και η γραφή της χαρα κτηρίζεται από σπιρτάδα και συχνά χαρούμενη διάθεση. Η Ευγενία Παλαιολόγον-Πετρώνδα δίνει αυτή τη δεκαετία την πολύ αξιόλογη «αιγυπτιακή τε τραλογία» της, όπως μου αρέσει να ονομάζω, τα τέσσερα πεζά της που ανέφερα προηγουμένως. Ο Κύπρος Χρυσάνθης συνεχίζει τη μακρόχρονη προσφορά του με τις «Ιστορίες των Μηνών» και άλλα πεζά, ποιητικά και θεατρικά. Πλάι σ’ αυ τούς, νέοι λογοτέχνες πλουτίζουν τον τομέα και συμβάλλουν να καθιερωθεί ένας κύκλος και μια κίνηση στην παιδική λογοτεχνία της Κύπρου. Η Ρήνα Κατσελλή δίνει τα ιστορικά της μυθιστορή ματα «Στην Εφτάλοφη» και το δίτομο «Στα βου νά της Τραμουντάνας». Η Μαρούλα Θεοδοσιάδου τα διηγήματά της «Του Καημού και της Ελ πίδας», η Ειρήνη Τσουλλή τα «Ξεριζωμένα Λου λούδια», ο Μιχαλάκης Μαραθεντης «Το Προσ φυγόπουλο της Κύπρου», η Ελένη Χατζημιχαήλ το «Χέρι με Χέρι», η Νίτσα Αναστασίου το «Γυ ρισμός», η Ήρα Γεναγρίτου το «Με Λεν Ελπί δα», η Τούλα Κακουλλή το «Η Τελευταία Χώρα της Γης», ο Λοΐζος Λοϊζίδης τα διηγήματα «Επι κίνδυνη Αποστολή». Πρόκειται οπωσδήποτε για μια αξιοπρόσεκτη παραγωγικότητα στην παιδική πεζογραφία, για τα δεδομένα της Κύπρου, που πιστεύω πως θα συνεχιστεί, αφού στους διαγω νισμούς παιδικού βιβλίου κάθε φορά κάποιος νέος ξεχωρίζει. Η παιδική ποίηση την τελευταία δεκαετία στην Κύπρο όχι μόνο εμπλουτίζεται αλλά και ανανεώνεται. Κερδίζει σε παιδικότητα, στους
Σχέδιο Δήμητρας Γεωργίου, μαθήτριας γυμνασίου
ρυθμούς, στη διάθεση, στα θέματα. Ο διδακτισμός πάει να εκλείψει. Πολύ αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ποιη τές από τους σημαντικότερους της Κύπρου δί νουν στα κυπριόπουλα ποιήματα-διαμάντια στις συλλογές τους. Ο Κώστας Μόντης εκδίδει τα «Ποιήματα για Μικρά και Μεγάλα Παιδιά» 1976, ο Ξάνθος Ασιώτης τα «Τραμπαλίσματα» 1983 και ο Κύπρος Χρυσάνθης, συνεχίζοντας από προηγούμενες δεκαετίες, το «Όπου Παιδί και Φως» 1979 και «Ποιήματα του Απελευθερω τικού Αγώνα της Κύπρου 1955-1959» 1979. Εδώ πρέπει ν’ αναφερθεί και ο κύπριος Παύλος Κριναίος, γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας που έζησε κυρίως στην Αθήνα. Ο Κριναίος δή λωσε την παρουσία του στην παιδική ποίηση με τις συλλογές του «Τετράδια των Αγγέλων» και «Το Βιβλίο της Μυρτώς», 1978. Τα ποιήματά του θυμίζουν τις καλύτερες στιγμές του παιδικού λυ ρισμού, με γνήσια και βαθιά συναισθήματα και πλούσιες μουσικές ιδιότητες στο στίχο. Πλάι σ’ αυτούς του καθιερωμένους, νεότεροι φέρνουν καινούριες φωνές στην παιδική ποίηση. Ο Κύπρος Τόκας, που εμφανίσθηκε στην προη γούμενη περίοδο, εκδίδει τις συλλογές του «Βλα στάρια» και «Παιδικές Ρίζες», ενώ η Ειρήνη Τσουλλή επανεκδίδει τις «Παιδικές Πνοές». Η Αντρούλα Μούζουρου γράφει το «Κύπρος Γλυ κό Νησί» και τα «Λιανά Ανθοκλάδια», η Μα ρούλα Θεοδοσιάδου το «Τραγουδώ την Πικρή Προσφυγιά», η Φιλίσα Χατζηχάννα τα «Χαμό γελα», ο Τίτος Μπάτης τις «Ηλιακτίδες» και ο Αντώνης Πιλλάς το «Τραγουδώ το Νησί μου». Επίμονα αυτά τα χρόνια καλλιεργεί την παιδική ποίηση ο Ανδρέας Κωνσταντινίδης, ο οποίος κέρδισε διακρίσεις τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, με τις συλλογές του «Το Βιβλίο της Μυρτώς», 1982 «Χρόνια Ηρωικά» 1984, κ.ά. Το Θέατρο για παιδιά παρουσίασε ιδιαίτερη ανάπτυξη τα εντελώς τελευταία χρόνια στην Κύ προ. Η λειτουργία επαγγελματικών παιδικών σκηνών, πρώτα εκείνες του Θεατρικού Οργανι σμού Κύπρου και ύστερα άλλων θεατρικών ομά δων, καθώς και η καθιέρωση ετήσιου διαγωνι σμού από τον Θ.Ο.Κ. για συγγραφή παιδικού
56/αφιερωμα θεατρικού έργου, με ισχυρότατα κίνητρα το ανέβασμα του βραβευμένου έργου και σημαντικά ποσοστά από τις εισπράξεις, έδωσαν σημαντική κίνηση στην παιδική θεατρογραφία. Οι επαγγελ ματικές παιδικές σκηνές στην Κύπρο, με ομολογουμένως επιμελημένες παραστάσεις, δημιούρ γησαν χιλιάδες φανατικούς «θεατρόφιλους» μέ σα στον παιδόκοσμο. Το ανέβασμα από τον Θ.Ο.Κ., στα πρώτα στάδια της Παιδικής του Σκηνής, έργων από το σύγχρονο διεθνές ρεπερτόριο συνέτεινε, κατά τη γνώμη μου, ν’ ανανεωθεί πλήρως η παιδική θεα τρογραφία. Αντί των διδακτικών σκηνών για σχολικές γιορτές, με εξαιρέσεις βέβαια, που εί δαμε προηγουμένως, τώρα γράφονται ολοκλη ρωμένα θεατρικά έργα, με καθαρά αισθητές προθέσεις, πλαίσιο συνήθως φανταστικό και μη νύματα που αγγίζουν το σύγχρονο παιδί. Tc δρόμο αυτό έδειξε παλαιότερα, νομίζω, ο Τεύ κρος Ανθίας και, σε μερικά θεατρικά του, ο Κύ προς Χρυσάνθης. Η ανανέωση όμως δεν κρατά, μου φαίνεται, απ’ αυτούς, αλλά από τους ξέ νους! Μέσα σ’ αυτή την τάση πρέπει να τοποθετή σουμε τα έργα του Κύρου Ρωσσίδη «Το Χρυσόμηλο της Αλήθειας» 1979, ύστερα από το «Κου κλοθέατρο» 1978, της Φιλίσας Χατζηχάννα «Στην Ποντικούπολη» 1983, και «Το Γελαστό Μουστάκι» 1983 της Κίκας Πουλχερίου «Όμορφή μου Καρδερίνα» 1983, της Μαρίας Θεοδοσιάδου «Το Ειρηνοχώρι» 1983, της Ευγενίας Παλαιολόγου-Πετρώνδα «Το Μαγικό Κλειδί» 1984, της Σοφίας Μουαίμη το «Μια Φορά κι Έναν Καιρό» 1983, του Μ.Π. Μουστερή «Λογγίνος και Αριέττα» 1977. Σε πιο ρεαλιστικό πλαίσιο κινείται η τριλογία για εφήβους του Μιχαλάκη Μαραθεύτη «Οικογένεια Νόντα» 1976, ενώ του Κύπρου Χρυσάνθη «Τα Τρία Μονόπρα κτα» 1979, ακολουθούν τη γραφή του που είδαμε προηγουμένως.
Σαν επίλογος Όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως, σε μια προσ πάθεια γνωριμίας της παιδικής λογοτεχνικής δη μιουργίας στην Κύπρο, πρέπει να τοποθετούνται
σ’ ένα ρεαλιστικό πλαίσιο: ότι δηλαδή μιλούμε για μερικές εκατοντάδες βιβλία όλο κι όλο, όπου η κάθε συμβολή έχει μια θέση. Τώρα με την πιο έγκυρη μελέτη του θέματος, καθώς έχουμε στη διάθεσή μας τόσο ακαδημαϊκά κριτήρια όσο και μέτρα σύγκρισης διεθνή, γνωρίζουμε καλύτερα και τις ελλείψεις. Από την πλευρά της έκτασης βασικά είδη της παιδικής λογοτεχνίας, όπως τα εικονογραφημένα για μικρά παιδιά (και γενικά η εικονογράφηση) οι περιπέτειες, το χιούμορ, οι μικρές ιστορίες, τα έργα επιστημονικής φαντα σίας, τα ποικίλα πληροφοριακά βιβλία, οι μετα φράσεις, οι εκδόσεις των λαϊκών δημιουργημά των και οι διασκευές κλασικών έργων, σε πολύ μικρό βαθμό καλλιεργούνται. Από την πλευρά της ποιότητας αρκετά κυπριακά παιδικά συγκρίνονται με ανάλογα ξένα. Βέβαια, πολύ λίγο στε νοχωριούνται για τις ελλείψεις αυτές τα παιδιά, μιας κι έχουν στη διάθεσή τους, στη γλώσσα τους, όλες τις ελλαδικές εκδόσεις. Τα περιθώρια πλάτους ειδικότερα, που έχει η κυπριακή παιδι κή λογοτεχνία, καθορίζονται πιστεύω, από τα στοιχεία που συνθέτουν την παρούσα ιστορικοπολιτική φάση του νησιού. Από τη μια το ανε ξάρτητο κυπριακό κράτος ακρωτηριασμένο από την τούρκικη ανταρσία επιβάλλει μια τοπική δη μιουργία, ενώ από την άλλη επιχειρείται η έντα ξη της κυπριακής παιδικής λογοτεχνικής παρα γωγής στην κατά φυσικό λόγο ογκωδέστερη ελλαδική παραγωγή μόλο που η λογοτεχνία αυτή ικανοποιεί πολλές ανάγκες με τα δημιουργήματα της «μητρόπολης». Επιμέρους λόγοι του μικρού μεγέθους της ντόπιας δημιουργίας είναι το εξ αντικειμένου μικρό αναγνωστικό κοινό και η ύπαρξη ελάχιστων μόνο εκδοτικών οίκων. Στη σύντομη αυτή εργασία έχουμε διαγράψει τα γενικά πλαίσια, της πορείας και του χαρακτή ρα της κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας. Πι στεύω ότι η γενική εικόνα που βγαίνει είναι ότι πρόκειται για μια προσπάθεια που ξεκίνησε από τους πρώτους διδάξαντες σε προηγούμενες δε καετίες του αιώνα μας και συνεχίζει ώς σήμερα να αναπτύσσεται με συνεχώς επιταχυνόμενο ρυθμό τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά. Πι στεύω ότι ο αναπτυξιακός αυτός ρυθμός, εφόσον βέβαια θα το επιτρέψουν οι γενικότερες εθνικοπολιτικές συνθήκες στην Κύπρο, θα συνεχιστεί.
Γ Γνωρίσατε τον
,Ε Τ Ρ Ο Υ Σ Κ Ο ;
Πολεμιστής και εραστής, σοφός και πειρατής, αψήφησε ανθρώπους και θεούς ι για να 6ρει τον εαυτό του...
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ r
---- ^
επ ιλο γ ή
οι ρίζες του έλληνα στον κόσμο ΚΟΥΛΑΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗ: Μετανάστενση-Παλτννόστηση. Η προβλη ματική της δεύτερης γενιάς. Αθή να, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), 1984. Σελ. 114.
Μετανάστευση-παλιννόστηση, δυο έννοιες ιδιαίτερα φορτισμένες. Κυρίως η πρώτη. Η αντιφατική μετανάστευση, αυτή που στάθηκε αφορμή να γραφτούν τραγούδια και ποιήματα, αυτή που ο λαός συχνά τη συνδύασε με τόσα αρνητικά επίθετα, αυτή που για τους υπερασπιστές της ήταν «ευλογία» και για τους αρνητές «κατάρα». Χώρα κατεξοχήν μεταναστευτική η Ελλάδα, αιώνες τώρα. Η τάση για φυγή, η ασταμάτητη αναζήτηση αγνώστου που χαρακτηρίζει τον Έλληνα βρήκε διέξοδο τα τελευταία χρόνια, στις μεγάλες μετ,αναστευτικές κινήσεις προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Ό πως επισημαίνεται στην αξιόλο γη εργασία της κοινωνιολόγου Κούλας Κασιμάτη, Μετανάστευση Παλιννόστηση. Η προβληματική της δεύτερης γενιάς: «Οι κοινωνι κοί επιστήμονες των χωρών απο στολής ελάχιστα απασχολήθηκαν με το κοινωνικό φαινόμενο της με τανάστευσης, σ’ αντίθεση με τις χώρες υποδοχής όπου επισημάνθηκαν οι κοινωνικές επιδράσεις της μετανάστευσης ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γερμανία που το ποσοστό των ξένων εργατών είναι μεγάλο» (σελ. 9). Υπάρχει λοιπόν η διαπίστωση ότι «χάθηκε» η ευκαιρία για τους Έλληνες κοινωνικούς επιστήμονες να μελετήσουν το φαινόμενο αυτό. Τα επιστημονικά βιβλία που αναφέρονται στη μετανάστευση και την παλιννόστηση είναι λιγοστά και όσα υπάρχουν στηρίζονται σε στοιχεία των απογραφών της Εθνι κής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ). Στην έκδοση του ΕΚΚΕ επιχειρείται μέσα από τρεις εισηγή σεις, που παρουσιάστηκαν σε διε θνή συνέδρια και σεμινάρια, να αποδοθεί όλος ο προβληματισμός
των δύο αυτών εννοιών. Είναι επό μενο ότι, αφού σ’ αυτή την έκδοση συγκεντρώθηκαν σχετικά δημο σιεύματα, δεν μπορεί να έχει την σπονδύλωση που θα απαιτούσε μια «εξαρχής» προσπάθεια πάνω στην προβληματική της μετανάστευσης παλιννόστησης - δεύτερης γενιάς. Η πρώτη εισήγηση «Τάσεις της ελληνικής ενδοευρωπαϊκής μετανά στευσης - παλιννόστησης μεταπο λεμικά» (σελ. 11-45) δίνει «τη μορ φολογία των ελληνικών ρευμάτων μετανάστευσης - παλιννόστησης στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη με ταπολεμική περίοδο». Η δεύτερη εργασία «Σύγχρονες τάσεις της μελέτης-έρευνας για την παλιννόστηση και τη δεύτερη γενιά μετανα στών» (σελ. 47-97) ασχολείται με «τις τάσεις της μελέτης-έρευνας για την παλιννόστηση και τη δεύτερτ γενιά μεταναστών όχι μόνο για τηι Ελλάδα αλλά και για την Τουρκίσ τη Γιουγκοσλαβία και την Πορτο γαλία». Η τρίτη εργασία «η πολι τισμική ταυτότητα της δεύτερης γε νιάς των Ελλήνων μεταναστών της Δυτ. Γερμανίας» (σελ. 99-114) πραγματεύεται την «πολιτισμική
ταυτότητα της δεύτερης γενιάς με ταναστών κυρίως στις χώρες υπο δοχής. Η προσπάθεια που κατα βλήθηκε ήταν να διερευνηθεί αυτή η νέα προβληματική που τελευταία επικεντρώνεται κυρίως στην παλιννόστηση και τη δεύτερη γενιά μετα ναστών». Στην πρώτη της εισήγηση η συγ γραφέας μας δίνει μια πλήρη εικό να της ελληνικής ενδοευρωπαϊκής μετανάστευσης (γεωγραφική προέ λευση των μεταναστών, επαγγελμα τική κατανομή των μεταναστών, λόγους μετανάστευσης) βασιζόμενη κυρίως στα στοιχεία των απογρα φών της ΕΣΥΕ. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθούμε σε μια εν διαφέρουσα παραπομπή (σελ. 15) όπου υπάρχει η πληροφορία ότι από τον Οκτώβριο του 1977 η ΕΣΥΕ έπαψε να συγκεντρώνει στοιχεία για τη μετανάστευσηπαλιννόστηση... Από την ανάλυση των 11 πινάκων προκύπτουν βασι κά ευρήματα σχετικά με τη μετανά στευση, μερικά από τα οποία θα αποτελέσουν για τους μελλοντικούς μελετητές πηγή ουσιαστικής πληρο φόρησης. Ολοκληρώνοντας τη συγ κέντρωση των στοιχείων για τη με τανάστευση, η συγγραφέας παρα θέτει μια σειρά εκτιμήσεων των αποτελεσμάτων, θετικών και αρνη τικών που αποτελούν μια σειρά ολοκληρωμένων και τεκμηριωμέ νων κοινωνιολογικών σκέψεων, πολύτιμων για τον αναγνώστη. Στο τέλος της πρώτης εισήγησης σκιαγραφείται η μορφολογία της παλιννόστησης και απομυθοποιούνται οι δήθεν θετικές επιπτώσεις της μετά-
58/οδηγος νάστευσης: ...ανάμεσα στα άλλα πλεονεκτήματα της μετανάστευσης θα ήταν και η τεχνική κατάρτιση και εξειδίκευση των μεταναστών μας στις χώρες υποδοχής και η με ταφορά της εξειδίκευσής τους στη δική μας βιομηχανία. Αντίθετα, όσοι επιστρέφουν, επανέρχονται στην ίδια απαχόληση που είχαν πριν μεταναστεύσουν... Στην πρώ τη εισήγηση δεν δόθηκε ευρεία έκταση στην παλιννόστηση μια και δεν αποτελούσε το κύριο θέμα της μελέτης. Το αντίθετο συμβαίνει στη δεύ τερη εισήγηση «Σύγχρονες τάσεις της μελέτης-έρευνας για την παλιννόστηση και τη δεύτερη γενιά μετα ναστών», στην οποία επιτυγχάνε ται η παρουσίαση ολόκληρου του φάσματος του προβληματισμού γύ ρω από την παλιννόστηση, παρ’ όλη την έλλειψη στοιχείων, στατι στικών κλπ. «Το πρόβλημα της παλιννόστησης» υποστηρίζει η συγ γραφέας, «δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από τη μετανάστευση, γιατί το ποιος και γιατί επιστρέφει είναι συνάρτιση του ποιος και για τί μετανάστευσε. Ούτε η παλιννόστηση, που αφορά κυρίως τις χώ ρες αποστολής μπορεί να αναλυθεί έξω από το πλαίσιο αναφοράς των χωρών υποδοχής. Άλλωστε, το φαινόμενο της παλιννόστησης προκαλείται από ένα συνδυασμό οικο νομικών, κοινωνικών και πολιτι κών παραγόντων που χαρακτηρί ζουν τόσο τις χώρες υποδοχής όσο και τις χώρες αποστολής μετανα στών με αντίστροφη στην κάθε πε ρίπτωση χωρών κατεύθυνση» (σελ. 49). Όπως αναφέρεται στη δεύτερη εισήγηση, το εύρος της σχετικής θε ματολογίας είναι εκτεταμένο. Οι δύο βασικοί άξονες του κειμένου είναι: 1) Η έκθεση των τάσεων της μελέτης-έρευνας που αφορούν την παλιννόστηση. 2) Οι κυριότερες διαπιστώσεις όσον αφορά τα ειδι κά θέματα που απασχολούν τη δεύ τερη γενιά μεταναστών. Δηλαδή: - εκπαίδευση και διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στη χώρα υποδοχής, - επαγγελματική προκαταρκτική εκπαίδευση των παιδιών των μετα ναστών, στις χώρες τόσο υποδοχής όσο και αποστολής μεταναστών, - ρόλος των οργανώσεων στη σωστότερη κοινωνικοποίηση της δεύτερης γενιάς μεταναστών· οργα νώσεις στη χώρα αποστολής και
στη χώρα υποδοχής των μεταναΗ δεύτερη εισήγηση παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για τί διατυπώνει προτάσεις πάνω στα ειδικά θέματα που προκύπτουν και τεκμηριώνονται από την υπάρχουσα ερευνητική υποδομή, αλλά κυ ρίως για το λόγο ότι σ’ αυτή γίνε ται αναφορά σε στοιχεία σχεδόν άγνωστα, που συνδυάζονται με τα στοιχεία άλλων χωρών (Πορτογα λία, Τουρκία, Γιουγκοσλαβία). Από τη δεύτερη εισήγηση βγαίνει η φτώχεια στη θεματολογία αναφορι κά με τη μετανάστευση-παλιννόστηση της χώρας μας συγκριτικά με τις άλλες χώρες κι ακόμη η έλλειψη ερευνητικής υποδομής σε συναφή θέματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την εκτεταμένη - σε όγκο δη μοσιευμάτων - βιβλιογραφία, κατά βάθος οι ερευνητές μας περιορί ζονται σε θέματα πού συγκεντρώ νονται στα αίτια-επιπτώσεις μετα νάστευσης σε μια μάλιστα επιφα νειακή θεώρηση. Η τρίτη εισήγηση διαλαμβάνει το θέμα της πολιτισμικής ταυτότητας της δεύτερης γενιάς των Ελλήνων μεταναστών. Εδώ επιχειρείται βά σει κοινωνιολογικών προσεγγίσεων «να οριοθετηθεί το πρόβλημα της πολιτισμικής ταυτότητας των παι διών των μεταναστών και να επισημανθούν οι λόγοι που συνετέλεσαν στην εικόνα που παρουσιάζε ται» (σελ. 76-101). Οι κατηγορίες των παιδιών που αποτελούν τη δεύτερη γενιά είναι πολλές. Κοινό τους γνώρισμα αποτελεί το ότι ο ένας ή και οι δύο γονείς τους είναι μετανάστες, και πρωταρχικός λό γος της διαφοροποίησής τους είναι το ότι ανατρέφονται σε εντελώς διαφορετικό οικογενειακό, κοινω νικό, και ακόμη γεωγραφικό και κλιματολογικό περιβάλλον. Όπως αναφέρει η συγγραφεύς, «από το μεγάλο φάσμα των στοιχείων για την πολιτισμική ταυτότητα της δεύ τερης γενιάς μεταναστών ασχολείται ιδιαίτερα με δύο βασικά: τη γλώσσα και τις κοινωνικές αξίες γιατί πιστεύει ότι αποτελούν την απαραίτητη υποδομή για την πολι τιστική μορφοποίηση του ατόμου». Παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να μας διαφύγει το γεγονός ότι από τα επεξεργασμένα δευτερογενή στοι χεία η κοινωνιολόγος κ. Κούλα Κασιμάτη απομυθοποιεί τα «υπέρ» της μετανάστευσης, υπογραμμίζον τας ταυτόχρονα τα προβλήματα
που ανακύπτουν στη δεύτερη γε νιά, η οποία όπως τονίζεται στην εισαγωγή του βιβλίου «βιώνοντας μια πολιτισμική και γλωσσική σύγ χυση έχει τα χαρακτηριστικά γνω ρίσματα της περιθωριακότητας κι αυτή η περιθωριακότητα έχει τις προεκτάσεις της όχι μόνο στον κοι νωνικό αλλά και στον ψυχολογικό τομέα». Η απομυθοποίηση αποδί δεται πλήρως στην πρόταση: «ούτε τα οικονομικά οφέλη αποδείχτηκε ότι ήταν σημαντικά, ούτε οι εξειδικεύσεις και τεχνικές δεξιότητες, που υποτίθεται ότι θα αποκτούσαν οι μετανάστες, άξιες λόγου» (σελ. 10). Σύμφωνα με μια γενική διαπί στωση, τα στοιχεία για την παλιννόστηση είναι σαφώς ελλιπέστερα από τα στοιχεία της μετανάστευ σης. Γι’ αυτό θα αποτελούσε ευχής έργο η διεξαγωγή μιας αυτοτελούς ερευνητικής εργασίας βασισμένης σ’ όλη την τεράστια θεματολογία ενός τόσου ενδιαφέροντος θέματος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να ανα φερθεί η έρευνα της μετανάστευσης που έχει αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας με τη χρηματι κή υποστήριξη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η έρευνα του Υπουργεί ου Εθνικής Οικονομίας, στην οποία μετέχει και το ΕΚΚΕ, πρέ πει να δώσει απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα, σε πολλές όψεις, σε πολλές εκφάνσεις που παρατίθεν ται στις τρεις αυτές εργασίες. Αυτό θα είναι μια πραγματική, μια ου σιαστική προσφορά. Η έκδοση του ΕΚΚΕ όπως ήδη αναφέραμε έρχεται να καλύψει κα τά κάποιον τρόπο τα υπάρχοντα κενά. Βέβαια η μετανάστευση φαίνε ται πως δεν αποτελεί πια αντικεί μενο ζωηρού ενδιαφέροντος όπως στο παρελθόν και η παλιννόστηση δεν προβληματίζει ίσως τους κοι νωνικούς επιστήμονες, παρόλες τις ιδιόμορφες καταστάσεις που συνε πάγεται. Γεγονός πάντως είναι ότι και οι δύο έννοιες (μετανάστευσηπαλιννόστηση) επέφεραν θεμελια κές αλλαγές στον ελληνικό χώρο. Ίσως οι κοινωνικές αυτές ανακα τατάξεις να μην καταγράφονται αμέσως, αλλά για το λ,όγο αυτό ακριβώς η λεπτομερής συγκέντρω ση όλων των σχετικών με αυτές στοιχείων σε τέτοιου είδους εκδό σεις αποτελεί αναμφισβήτητα ση μαντικότατη προσφορά. ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΤΕΠΕΡΟΓΛΟΥ
οδηγος/59
πλαίσιο
έκσταση τελειότητας και αναπάντεχο αφετηρίας ΣΠΥΡΟΥ ΠΛΑΣΚΟΒΙΤΗ: Το τρε λό επεισόδιο. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 180.
Επιχειρώντας -ποσοτικά- ο συγγραφέας του «Φράγματος» και της «Πόλης», τη συνέχιση μιας παράδοσης που αναπτύχθηκε μεταπο λεμικά στην Ελλάδα και καταφέρνοντας -ποιοτικά - την τελειο ποίηση των εκφραστικών του μέσων, στο τελευταίο βιβλίο του το «Τρελό επεισόδιο», δίνει μια σοβαρή ώθηση στη διήγηση των και ρών μας, καθώς το κάθε διήγημα χωριστά, δομείται, μετά από μια πρώτη αρχιτεκτονική σχεδίαση, πάνω στη βάση της αυτοδυναμίας και της αυτονομίας, «προφυλαγμένο» από κάθε κίνδυνο εσωτερι κό ή εξωτερικό. Δίνοντας όμως ομώνυμο τίτλο στο βιβλίο με το τελευταίο στη σειρά - μυθοπλαστικό έως παραμυθένιο - διήγημα, δηλώνει την τάση του να εναρμονιστεί στα μοντέρνα ρεύματα και ό,τι θα ήθελε να μορφοποιήσει σήμερα η πεζογραφία. Έτσι για να ερευνηθεί, εξετασθεί και αναλυθεί το βιβλίο, πρέπει να χωριστεί σε δύο τμήματα τόσο από άποψη εκφραστική όσο και από θεματολογική. Όλη η προβληματική του λειτουρ γεί με τη διττή παρουσία, αφενός της τελειοποίησης της προσωπικής έκφρασης στην κλασική διήγηση και αφετέρου ως ξεκίνημα νέων μορφικών παραλλαγών, κάτι που άρχισαν, εδώ και μερικά χρόνια, αρκετοί σημαντικοί Έλληνες λογο τέχνες. Εκείνο που αξίζει ν’ ανα φερθεί για την περίπτωση του συγ γραφέα Σπύρου Πλασκοβίτη είναι ότι οι καινούριες φόρμες της ελλη νικής πεζογραφίας, δουλεύονται, σ’ αντίθεση με τον ίδιο, από πολύ νεότερους συναδέλφους. Ά ρα βρί σκεται πάντα κοντά στη λογοτε χνία, εντάσσει τον εαυτό του στο σύγχρονο λογοτεχνικό δυναμικό, ενεργεί με εγρήγορση και ετοιμότη τα, παρακολουθεί και διαπιστώνει και τελικά καταθέτει το πρώτο του παράλληλο πόνημα με το διήγημα
το «Τρελό επεισόδιο» που χαρα κτηρίζεται από μια τεχνική κι από μια ικανότητα μεγάλων απαιτή σεων στον πεζό λόγο. Τα επτά απ' τα οκτώ, μεσαία ως προς την έκταση τους, διηγήματα διακρίνσνται απ’ την ακάματη διά θεση του συγγραφέα να παρουσιά σει τους μύθους του όσο το δυνα τόν πιο εύληπτους και καλοδουλεμένους, εμμένοντας σε ό,τι περι γραφικό και φορτισμένο από μια ανάλογη αυθεντικότητα. Οι ήρωες ζουν στις παρυφές των σελίδων γιατί κάπου έχασαν τον έρωτα, το τρένο της ζωής, τα ιδανικά, τις παιδικές μνήμες, τις μεγάλες φι λίες. Ζουν επίσης, γιατί ίσως μετά από κάποια τραύματα που κυριο λεκτικά επέδρασαν αρνητικά στην ψυχοσύνθεσή τους, στο φινάλε δι καιώθηκαν σε ατομικό τουλάχιστον
Γ
“
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΜΨΑΣ: Η ελληνική Νοβίενκλατονρα. Αθήνα, Ροές, 1984. Σελ. 568. Ο υπότιτλος του βιβλίου («Οι προνομιούχοι της εξουσίας»), θα ήταν ακριβέστερος αν συμπληρωνόταν από τις λέξεις: «του ΠΑΣΟΚ». Γιατί, πραγματικά, ολόκληρος ο τόμος είναι αφιερωμένος, με μαχητική διάθεση, στην παράθεση απόψεων και στοιχείων, που να δείχνουν την ιδιαίτερη «νομή» του δημοσίου χρήματος, μέσω διαφόρων παροχών, από τα στελέχη και τους προσκείμενους του κόμματος αυτού, στα τρία χρόνια διακυβέρνησής του. (Πάντως, καθώς τα περισσότερα από τα -άφθοναστοιχεία είναι βασισμένα σε δημοσιεύματα του αντίπαλου και του φιλικού τύπου, δεν μπορούν να θεωρηθούν όλα απόλυτα ακριβή). ΓΙΑΝΝΗ ΜΟ ΥΓΟΓΙΑ ΝΝΗ: Ταξίδια και Μνήμες. Αθήνα, Πύλη, 1985. Σελ. 111. Η «πτώση» της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, (καθώς ο κόσμος πια έγινε «μικρός» και «εύκολος» για γνωριμία στο ευρύ πλήθος κι όχι μόνο στους λίγους «εκλεκτούς» όπως παλιά), δεν εμποδίζει να υπάρχουν ακόμη «πιστοί» -είτε γράφοντας είτε διαβάζονταςτου είδους. Κι ανάμεσα στους πρώτους, ο Γιάννης Μουγογιάννης αποτελεί μια από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις, όπως φαίνεται και από τούτο το βιβλίο του, που «επισκέπτεται» με λυρισμό, τόπους ιδιαίτερου
60/οδηγος και μόνο επίπεδο. Ζουν γιατί ο συγγραφέας που γίνεται άλλοτε ένας εκ των συνομιλητών κι άλλοτε καταγραφέας μιας επώδυνης ιστο ρίας λίγων ανθρώπων, που οι συν θήκες τους ανάγκασαν να μένουν μαζί, δουλεύει με τη μέθοδο του να μη χαθεί το μέγεθος κάθε περιθω ριακής ενέργειας, να μη χαθεί τί ποτα από κείνο που ο καθένας μας ξεχωριστά πετυχαίνει να δώσει, αν όχι στους άλλους, τουλάχιστον στον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό ακρι βώς το λόγο, πλην των δυο ή τριών κεντρικών προσώπων, το υπόλοιπο έμψυχο και άψυχο υλικό απομα κρύνεται, ενώ εντονότερος γίνεται ο υπαρξιακός χώρος. Τα επτά λοιπόν πρώτα διηγήμα τα του βιβλίου αποτελούν ένα σύ νολο ευδιάκριτα καθορισμένο. Οι άνθρωποι, κοντινοί και δικοί μας που δορυν και κινούνται μέσα τους, διαγράφουν μια τροχιά που μπορεί να είναι λίγες ώρες ή ολό κληρη η ζωή τους, έχοντας κάποιο στόχο αμφίβολα ορατό. Ο στόχος αυτός μένει σχεδόν πάντα μια απα
τηλή αυταπάτη και κάπου εκεί εν διάμεσα ο τεχνίτης προσπαθεί να πείσει για την αξία της επικοινω νίας ως το μεγαλύτερο αγαθό που προσφέρεται για κατανάλωση. Η ρεαλιστικότητα των ηρώων δια γράφεται με ποιητικές έως συναι σθηματικές εξάρσεις, πράγμα που από μόνο του δημιουργεί την εντύ πωση μιας ριζικής ματιάς στο εσωτερικό-ψυχικό κενό που υπάρχει από καταβολής του ανθρώπινου γένους. Διαλέγοντας ο συγγραφέας κάθε φορά κι ένα ή δυο καινούρια πρόσωπα, που κουβαλάνε ή θα κου βαλήσουν στο μέλλον μια πολύ βα ριά κληρονομιά, διοχετεύει στις φλέβες μας την ουσία της μη ισορ ροπημένης υπόστασης. Αφήνοντας τον εαυτό του σε κάποιες αγωνιστι κές, με την κοινωνική σημασία, μνήμες, προσδιορίζοντάς τις και ταυτίζοντάς τις συνάμα με κάποιες άλλες κοινωνικές ή φυσικές εκδη λώσεις, αποτρέπει από την ηρωο ποίηση απ’ την οποία θα μπορούσε κανείς να επωφεληθεί. Τα στοιχεία που δυναμώνουν κάθε μορφής εξέ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ m ΕΠΟΧΗ Κυκλοφόρησε ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ Για τον ίδιο και την εποχή του
Στο βιβλίο αυτό περιγράφονται οι κύριοι σταθμοί της ζωής και του δημιουργικού έργου του μεγάλου σοβιετικού συνθέτη. Παράλληλα δίνονται αποσπάσμα τα από άρθρα του, ομιλίες, συνε ντεύξεις στα οποία ο Σοστακόβιτς διατυπώνει τις απόψεις του για τα μεγάλα ζητήματα της ζωής, της μου σικής δημιουργίας, του ρόλου του καλλιτέχνη, της τέχνης γενικότερα. Το βιβλίο δίνει έτσι μια ζωντανή ει κόνα της πολύπλευρης, μαχητικής στο πλευρό του λαού προσωπικό τητας του Σοστακόβιτς, που ως τώρα είναι λίγο μόνο γνωστή στο ελλη νικό κοινό.
Εκδόοεις ^Π Ι Ζωοδόχου Π ηγής 16, 106 81 Αθήνα. Τηλ. 3 6 4 0 713, 3 6 2 3 6 4 9
λιξη, αρνούνται να δραματοποιήσουν τα γεγονότα και τις καταστά σεις, αποστασιοποιώντας ενδεχο μένως τις πράξεις και τα λεκτικά σχήματα από το χώρο της σκέψης. Σε κανένα απ’ αυτά τα διηγήματα δεν υπάρχει η εξεζητημένη περί πτωση, το πέρα απ’ την ανθρώπινη αντίληψη, το εκτός των φυσικών ικανοτήτων έργο. Ο έρωτας τέλος, που για τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα και πλην της «Πό λης», έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, γίνεται εδώ καθοριστικό εργαλείο με το οποίο δουλεύονται όλων των τύπων και των ειδών οι αντιδρά σεις, διυλιζόμενες άλλοτε με τρόπο εφηβικό κι άλλοτε με τρόπο ώριμο, ανάλογα με την περίσταση. Το όγδοο κομμάτι που αποτελεί μόνο του μια ολόκληρη ενότητα, προτείνοντας το αναπάντεχο της αφετηρίας, είναι ένα σύγχρονο πα ραμύθι που σκοπό έχει να μεταφέ ρει, σ’ έναν τόπο μάλλον φανταστι κό ή τουλάχιστον ιδανικό, πίστη και οράματα κοινών ανθρώπων, μέσα απ’ την περιπέτεια μιας καθ’ όλα άτυχης διαδρομής. Τόσο μορφολογικά όσο και θεματολογικά εί ναι πολύ πιο μακριά από το μέχρι πριν λίγες σελίδες έργο και χαράζει καινούριους δρόμους με άγνωστα ακόμη αποτελέσματα. Παρότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ο συγγραφέας τη νέα τροπή της λο γοτεχνίας, δείχνει περίτρανα και για μια ακόμη φορά την «άνιση» μάχη και τη μεγαλοπρέπειά της, ανάμεσα σε ό,τι γνωρίζαμε μέχρι σήμερα και σε ό,τι θα διαβάζουμε αύριο, ανάμεσα σε μια μορφή διή γησης που δείχνει να ολοκληρώνε ται και σε μια άλλη που τώρα μόλις ανατέλλει. Θεωρώ απόλυτη ανάγκη να ανα φερθώ για λίγο στο πρώτο κομμά τι της συλλογής αυτής, που φέρει τον τίτλο «Αστερισμός» κι είναι ένα απ’ τα καλύτερα διηγήματα που γράφτηκαν μεταπολεμικά στην Ελλάδα. Μέσα απ’ την ιστορία δυο προσώπων, ενός στελέχους ναυτηλιακής εταιρείας και μιας κατά πο λύ νεότερής του Νορμανδέζας, δημιουργείται ένα ερωτικό κλίμα που συγγενεύει με τη δουλειά του Νί κου Καββαδία. Η σχέση αυτή κλεί νει μέσα της όμως περισσότερη ασάφεια απ’ ό,τι πάθος, καθώς κα νείς απ’ τους δυο δεν γνωρίζει κα λά το ρόλο του. Όταν ο άντρας θα αντιληφθεί ότι όλο αυτό τον καιρό έγινε αντικείμενο εκμετάλλευσης
οδηγος/61 από τους εργοδότες του, μέσα ακό μη κι απ’ της προαγωγές του, ο μό νος άνθρωπος που θα υπάρξει για να τον στηρίξει είναι η μικρή Νορμανδέζα-ερωτικό σύμβολο. Ο ευ ρωπαϊκός χώρος δίνει μια διάστα ση «διεξοδική» στο διήγημα, κι αυ τό δεν είναι άσχετο από τις εδώ και μερικά χρόνια ενασχολήσεις του συγγραφέα. Μετά τον «Αστερι σμό», βαθιά γοητεύουν τα διηγή ματα ο «Σουγιάς» και ο «Φίκος», που παρότι είναι γραμμένα με τε λείως διαφορετικό ύφος και τεχνι κή, πετυχαίνουν στο ίδιο αποτέλε σμα: την εξόρυξη των ψυχικών μας αδυναμιών και επιθυμιών, που, ή
Κ
μας πρόδωσαν, ή έμειναν ανεκπλή ρωτες. Το «Τρελό επεισόδιο» είναι ίσως το μόνο τόσο προσωπικό έργο του Σπύρου Πλασκοβίτη. Σε κανένα όμως σημείο του δεν διαφαίνεται, έστω και για μια στιγμή, κάποια «συνθηκολόγηση» του συγγραφέα με το υλικό του. Ό λα λειτουργούν κάτω από μια ατμόσφαιρα προϊδεασμένη από τον ίδιο. Μέσα απ’ τη θεαματική του αυτή ολοκλήρω ση, προοιωνίζεται μια καινούρια εποχή, που δεν θ’ αργήσει κι αυτή ν’ αναπτυχθεί. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
εισχωρήσεις στον ποιητικό γαλαξία του Γιάννη Ρίτσου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΛΟΥΑ Η: Προσεγγί σεις στο Έργο του Γιάννη Ρίτσου. Αθήνα, Κέδρος, 1984. Σελ. 168.
Πέντε μελέτες για τον Γιάννη Ρίτσο απαρτίζουν το καινούριο βι βλίο του Γ. Βελουδή, μελέτες ήδη δημοσιευμένες σε περιοδικά ή αφιερώματα για τον μεγάλο μας ποιητή. Τα δοκίμια εκτείνονται από την ευρύτερη θεώρηση του έργου του Ρίτσου («Για μιαν Ιστο ρική Ανθολογία Ρίτσου», «Αυτοβιογραφία, μύθος και Ιστορία στο έργο του Ρίτσου») μέχρι τις ειδικότερες καταβολές της ποίησής του («Το δημοτικό τραγούδι στην ποίηση του Ρίτσου», «Ο Καβα φικός Ρίτσος») και τη διερεύνηση συγκεκριμένου έργου («Γερμα νία»). Στο πρώτο δοκίμιο «Για μιαν Ιστο ρική Ανθολογία Ρίτσου» ο Γ. Βελουδής θέτει τις αρχές που πρέπει να διέπουν την ανθολογική δρα στηριότητα, η οποία, κατά τη γνώ μη του, έχοντας για βάση την εξιστορικευμένη μελέτη του συνολι κού έργου ενός λογοτέχνη, εμφανί ζεται ειδικότερα ως εξιστορίκευση καταρχήν όλων των επιμέρους μορ φικών και νοηματικών χαρακτηρι στικών του, έπειτα των εκάστοτε
ποιοτικών αξιολογήσεων που έως τη στιγμή της ανθολόγησης έχουν υπάρξει, τέλος των προσωπικών αισθητικο-λογοτεχνικών απόψεων του ανθολόγου, οι οποίες όμως αποσπώνται, ώς ένα σημείο, από την αναπόφευκτη υποκειμενικότητά τους, μέσω της ένταξής τους σε μια συγκεκριμένη συλλογική αισθητικο-λογοτεχνική τάση. Η ιστορικότητα εξάλλου στο καλλιτεχνικό έργο, και ειδικότερα
ενδιαφέροντος, εντός και εκτός -αλλά και πάλι με «ελληνικές» μνήμες- της χώρας.
Η επικαιρότητα τον Μαρξισμού. Αθήνα, Θεμέλιο, 1984. Σελ. 173. Η πίστη στη -γενικότερημαρξιστική σκέψη, με σύγχρονη, όμως, ανανέωσή της, σύμφωνα με τα καινούρια δεδομένα·, αποτελεί σήμερα μια από τις σημαντικότερες τάσεις στη θεωρητική και την πρακτική των πολιτικο-κοινωνικών διαδικασιών. Κι αυτή την τάση διερεύνησε και η διεθνής συνάντηση που -με ευκαιρία τα ΙΟΟχρονα από το θάνατο του Κ. Μαρξ- οργάνωσε το 1983 το Κέντρο Μαρξιστικών Σπουδών, δίνοντας, στη συνέχεια, σε τούτο το βιβλίο τις -εξαιρετικά ενδιαφέρουσες- εισηγήσεις των συζητητών, όλων επιφανών μελετητών ή πολιτικών. Γ. Γ1ΑΚΟΥΜΗΣ: Η ιστορία ως έρευνα και κριτική. Αθήνα, Πατάκης, 1984. Σελ. 343. ΟΙ αλλεπάλληλες εμφανίσεις βιβλίων που το περιεχόμενό τους άπτεται εκπαιδευτικών προβλημάτων και θεμάτων, στο πλατύτερο και βαθύτερό τους φάσμα, δείχνει την αναμφισβήτητη πια ανάγκη για αναθεώρηση ολόκληρης της «διαδικασίας» της παιδείας στον τόπο. Κι ένα τέτοιο θέμα διαπραγματεύεται ο Γ. Γιακουμής στο βιβλίο του, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα ολοκληρωμένη «θέση» για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται το μάθημα της ιστορίας από τους διδάσκοντες και τους διδασκόμενους, για ένα δημιουργικό (κριτικό-διαλεκτικό) πλησίασμα του ιστορικού παρελθόντος που οδηγεί στο σήμερα. ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ
62/οδηγος στο έργο του Ρίτσου, εκφράζεται όχι μόνο με την έννοια του επικαιρικού και της κατασταλαγμένης και συσσωματωμένης ιστορικής εμ πειρίας, αλλά και του ιστορικοί προσδιορισμού των εκάστοτε εκ φραστικών μέσων του ποιητή, τέ λος ως ατομική έκφραση υπερατο μικών αξιών. Ο Βελουδής διακρίνει πέντε φά σεις στο ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου: α) 1926-1936, με τελευταίο έργο τον «Επιτάφιο», που αποτελεί το σημείο περάσματος από την κοι νωνική διαμαρτυρία στην κοινωνι κή εξέγερση. β) 1936-1943, όπου την έκφραση της ταπείνωσης και του εξευτελισμού, λόγω της γερμανικής κατο χής, διαδέχεται ο ηλιόφωτος ευαγ γελιστής της αντιστασιακής επο ποιίας. γ) 1944-1955, όπου η εμφύλια τραγωδία, οι συνεπακόλουθες διώ ξεις και βασανισμοί των αγωνι στών και η στοχαστική μνήμη κυ ριαρχούν. δ) 1956-1966, με την τεράστια παραγωγικότητα του ποιητή -τριανταπέντε ποιητικά έργα και εννέα μεταφράσεις- και με τον εξανθρωπισμό των «πραγμάτων», που για τον Ρίτσο δεν είναι φυσικά αντικείμενα αλλά προϊόντα του αν θρώπινου μόχθου και της ανθρώπι νης παρουσίας. Εδώ τοποθετείται και η «Τέταρτη Διάσταση», όπου η μέθοδος της ποιητικής έκφρασης είναι η ανάλυση-αυτοανάλυση και σκοπός η γνώση-αυτογνωσία. ε) 1967-1976, όπου διακρίνουμε μια επιταχυμένη ανακύκληση όλου του μέχρι τότε έργου του. Στο δεύτερο δοκίμιο «Αυτοβιο γραφία, μύθος και Ιστορία στο έρ γο του Γιάννη Ρίτσου» ο μελετητής δεν εξετάζει τους εκφραστικούς τρόπους του λυρικού Ρίτσου, αλλά τα υλικά-εξωτερικά «γεγονότα» του Ρίτσου που επηρεάζουν και διαρθρώνουν το έργο του, στο οποίο αξεδιάλυτα συνδέεται ο μύ θος με την αυτοβιογραφία και πα ραπέρα με το ιστορικό στοιχείο. Βασικό χαρακτηριστικό της χρήσης του μύθου από τον Ρίτσο είναι ο αναχρονισμός, δηλαδή επέμβαση του ποιητή στο μύθο, με αποτέλε σμα την παροντοποίησή του και κατ’ ακολουθία το συγχρονισμόανανέωσή του. Στον Ρίτσο, η Ιστο ρία ταυτίζεται με την ιστορική στιγμή που τη γεννάει, με τη βιω ματική ουσίωση της στιγμής αυτής και με την καταγραφή των βιωμά
των. Τέλος, ο Βελουδής παρατηρεί, ότι στον Ρίτσο το μυθικό ιστορικοποιείται, σε αντίθεση με τον Σεφέρη, που μυθοποιεί το ιστορικό. Η τρίτη μελέτη «Η “Γερμανία” του Γιάννη Ρίτσου» είναι μια ανί χνευση των ιδεολογικών καταβο λών του ποιητή, ο οποίος, λόγω της απόλυτης -σωματικής, πνευματι κής, ψυχικής- ένταξής του στην ιστορική εξελικτική διαδικασία, διακατέχεται από «καλλιτεχνική ανυπομονησία»· σ’ αντίθεση με τον Σεφέρη και παλαιότερα τον Καβάφη όπου η ποιητική έμπνευση φιλ τράρεται από την ιστορική μνήμη. Στην επόμενη μελέτη «Το δημοτι κό τραγούδι στην ποίηση του Ρί τσου», ο Βελουδής κεντρώνει την προσοχή μας στην άμεση, βιωματι κή -και όχι μόνο φιλολογική- επα φή του Ρίτσου με το δημοτικό τρα γούδι. Με πλήθος παραδειγμάτων από το έργο του ποιητή, ιδίως από τον «Επιτάφιο», σε αντιστοιχία με στίχους δημοτικών τραγουδιών, θεμελιώνεται ο πολλαπλός -σε με τρική, σε μορφικά σχήματα, σε γλώσσα- εκφραστικός επηρεασμός του Ρίτσου απ’ τη ζωντανή λαϊκή παράδοση, καθώς διαχέσνται μέσα του, από την τρυφερή του ακόμη ηλικία, τα δημοτικά άσματα και οι ορχήσεις. Στο τελευταίο, πέμπτο, δοκίμιο «Ο Καβαφικός Ρίτσος», εξετάζον ται οι -σε όποιο βαθμό- καβαφικές επιδράσεις στον Ρίτσο, όπως -στο μορφικό επίπεδο- η χρησιμοποίηση των παρενθέσεων που αποξενώ νουν τη θέση, που μόλις πριν έχει διατυπωθεί, οι ερωτήσεις που αί ρουν την προηγούμενη θέση και η νοηματική αμφισημία. Ακόμη, η χρήση της ιστορίας και της μυθολο γίας λειτουργεί και στους δύο ποιητές σαν ποιήτική μάσκα, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ιστορική-μυθολογική σφαίρα, αλλά και την προσωπική-ψυχολογική και τέ λος τη σφαίρα του επικαιρικούσύγχρονου. Βέβαια, από τον μελε τητή επισημαίνονται και οι σημαν τικές διαφορές του Ρίτσου από τον Καβάφη κι αυτό για να μην παρα συρθεί κάποιος και αποδώσει στον Ρίτσο περισσότερον «καβαφισμό» απ’ όσον ο ποιητής διαθέτει κι απ’ όσον, όχι πάντως μεγάλον, μαρτυ ρεί το έργο του. Τα πέντε δοκίμια του Βελουδή είναι αξιόλογα, καθόσον ο συγγρα φέας τους ξεκινάει με τον καθορι σμό κριτηρίων και με τον προσδιο
ρισμό των εννοιών, επιδεικνύοντας μεθοδικότητα αλλά και νηφαλιότη τα. Σ’ αυτά τον επικουρεί η γερή παιδεία του. Ας μη λησμονούμε τις αξιοπρόσεχτες φιλολογικές εργα σίες του πάνω στη Μεσαιωνική μας Λογοτεχνία. Όταν λοιπόν ένας φιλόλογος-ερευνητής αποφασίζει να ασχοληθεί με την κριτική ανάλυση, διαθέτει, κατά ευτυχή αναγκαιότη τα, και την ευχέρεια συνολικής σύλληψης του συγκεκριμένου λογο τεχνικού έργου και κατάλληλης έν ταξής του στον ευρύτερο λογοτε χνικό, αισθητικό, ιδεολογικό χώρο -λόγω του μεγάλου γνωστικού του υποστρώματος- και την ικανότητα επιστημονικής υλοποίησης των κρι τικών του προθέσεων βάσει της δοκιμιογραφικής πείρας του και της σύμφυτης μεθοδικότητάς του. Ό ταν, επιπλέον, τα παραπάνω συνδυάζονται με επιστημονικό ήθος, το αποτέλεσμα θα είναι οπωσδήποτε σημαντικό, όπως στην περίπτωση των πέντε μελετημάτων του Γ. Βελουδή. Βέβαια, ενστάσεις ίσως γίνουν πολλές, όπως για κάθε κείμενο που ταράζει κάποια λιμνάζοντα ύδατα, και στην περίπτωσή μας λιμνούλες ήσυχες είναι μερικές κριτικές εργα σίες λογοτεχνικών έργων: εργασίες χωρίς σύστημα, χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο, αδόκιμες, ασπόνδυλες, ιμπρεσιονιστικές, όπως τις αποκαλεί ο Βελουδής. Εδώ, τουναντίον, βρισκόμαστε μπροστά σε μια σημαντική συμβολή στη βαθύτερη διερεύνηση και σω στότερη αξιολόγηση του έργου του Ρίτσου -ο γενικός τίτλος του βι βλίου «Προσεγγίσεις στο έργο του Γιάννη Ρίτσου» βρίσκεται σε από λυτη αντιστοιχία με το περιεχόμε νο- και μπροστά σε ένα δείγμα σο βαρής επιστημονικής τεκμηρίωσης κριτικών δοκιμίων. Είμαστε πάντως υποχρεωμένοι να επισημάνουμε μερικά άστοχα παραδείγματα αντιστοιχίας στίχων του Ρίτσου με στίχους δημοτικών τραγουδιών. Επίσης, θα σημειώ σουμε την ίσως υπέρ το δέον ευνοϊ κή αντιμετώπιση, που ο Βελουδής έχει για κάθε ποιητική πλευρά του Γιάννη Ρίτσου. Μερικοί ίσως μιλή σουν για υπερβολική υποκειμενι κότητα του Βελουδή. Η απάντησή μας θα είναι το πασίγνωστο, βαθιά ανθρώπινο και υπερχρονικού κύ ρους «Ο αναμάρτητος υμών πρώ τος βαλέτω λίθον». ΤΑΣΟΣ ΜΑΚΡΑΤΟΣ
οδηγος/63
o v^
έργο αγάπης και μόχθου ΦΟΙΒΟΥ I. ΠΙΟΜΠΙΝΟΥ: Έλλη νες αγιογράφοι μέχρι το 1821. Β' έκδοση αναθεωρημένη και συμπλη ρωμένη. Αθήνα, Εταιρεία Ελληνι κού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, 1984. Σελ. 552.
Προκαταβολικά κρίνω αναγκαία μια εξήγηση: νιώθω αρκετά άβο λα για όσα ακολουθούν, μια και ο φίλος συγγραφέας θεώρησε κα θήκον του να με μνημονεύσει, με αρκετή δόση υπερβολής, για επι στημονική αρωγή. Εύχομαι να μη μου προσάψει ιδιοτέλεια ο ανα γνώστης. Παίρνω για παρήγορο σημάδι, πως μέσα σε πέντε χρόνια εξαντλήθηκε η πρώτη έκδοση* και κρατάμε στα χέρια μας τη δεύ τερη, διπλάσια σχεδόν σε όγκο και με ζηλευτή τυπογραφική εμφά νιση. Η πρώτη περιέλαβε γύρω στα 1200 ονόματα ζωγράφων, η τωρινή ξεπερνάει τα 1800 - και ακόμα, όπως διαβεβαιώνει και ο συντάκτης, δεν έχουμε μπροστά μας την οριστική μορφή του λεξι κού του. Προσεγγίζουμε λοιπόν αρκετά τον μέχρι σήμερα γνωστό αριθμό των επωνύμων ζωγράφων, που καλλιέργησαν την εκκλη σιαστική ζωγραφική στην «καθ’ ημάς Ορθόδοξη Ανατολή».2 Και μιλάμε μόνο για τους επώνυμους, γιατί μέγας είναι ο αριθμός των ανωνύμων, ιδιαίτερα φυσικά στη βυζαντινή περίοδο.3 Ανάλογα αυξημένη παρουσιάζεται και η έκταση της βιβλιογραφίας: ο συγγραφέας αποδελτίωσε τώρα 904 ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες μελέτες (456 στην α' έκδοση), καταφεύγοντας παράλληλα και σε ανέκδοτο υλικό. Στην τυχόν απο ρία του μη ειδικού αναγνώστη, σε ποιο βαθμό ο κ. Πιομπίνος έχει επεξεργαστεί κριτικά κι εξαντλητι κά το τεράστιο βιβλιογραφικό υλι κό, θυμίζω αυτό που ομολογεί και ο ίδιος: δεν είναι ειδικός ιστορικός της βυζαντινής τέχνης αλλά ερασι τέχνης - σπεύδω να συμπληρώσω: με ασυνήθιστη ευσυνειδησία και ζήλο! Με το σημερινό άλλωστε επί πεδο των γνώσεων μας η σύνταξη ενός πλήρους κριτικού καταλόγου θα παραμείνει για πολλές δεκαε τίες στόχος ανέφικτος της Βυζαντι νολογίας, μια και το ίδιο το υλικό, ιδιαίτερα το μεταβυζαντινό, παρα μένει στο μεγαλύτερο ποσοστό ανέκδοτο.4 Συνεπώς ο χρήστης του παρόντος έργου οφείλει να το αντι μετωπίσει κυρίως ως μια ευσύνο πτη συναγωγή βασικής βιβλιογρα φίας. Από την άποψη αυτή καλό
είναι επίσης να θυμόμαστε, ότι πα ρόμοια εγχειρήματα συνήθως ανα λαμβάνονται αλλού συλλογικά και με χρήση σύγχρονων μεθόδων πλη ροφορικής. Μόνο έτσι θα εκτιμή σουμε σε όλη την έκταση το μόχθο και το μέγεθος της προσφοράς του συγγραφέα. Άλλωστε η αναγνώρι ση της αξίας του έργου του είναι γεγονός από την πρώτη έκδοση.5 Ευπρόσδεκτη βελτίωση είναι και η χρήση ακριβέστερων παραπομ πών, που γλιτώνουν τον αναγνώστη-ερευνητή από το άσκοπο φυλ λομέτρημα δεκάδων εκατοντάδων σελίδων των βιβλιογραφικών πηΚαινοτομία σημαντική είναι η προσθήκη του πίνακα με τη γεω γραφική κατάταξη μνημείων ιστο ρημένων από επώνυμους αγιογράφους (σελ. 462-488). Σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους δύο (α': χρο νολογικός πίνακας ζωγράφων, β': κατάταξη αγιογράφων κατά τόπο καταγωγής) μπορεί να οδηγήσει σε πολύτιμα συμπεράσματα τον ερευ νητή. Αρκούμαι εδώ να σημειώσω ότι ο νέος αυτός πίνακας δείχνει
ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ: Ο τρομαγμένος σκαντζόχοιρος. Θεσσαλονίκη, Α .Ε .Ε .Χαρταετός, 1984. Σελ. 32. ΜΙΚΡΗ ιστορία, με κείμενο απλό, κατανοητό, χωρίς εξάρσεις. Σκοπός του η γνωριμία του παιδιού με το περιβάλλον. Στο κείμενο δεν λείπει κάποιος διδακτισμός, ο οποίος υποθάλπεται από «αναπάντεχες» ερωτήσεις. Εκείνο όμως που σώζει τό κείμενο είναι η εξαίρετη ζωγραφική δουλειά της Βάσως Ψαράκη, η οποία βοηθάει και στη δημιουργία γόνιμου διαλόγου γονιών-παιδιού για περιβαλλοντικά θέματα, αλλά και ανεβάζει αισθητικά το παιδί. ΛΟΤΗΣ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ: Στο τσιμεντένιο δάσος. Αθήνα, Πατάκης, 1984. Σελ. 150. Η καταξιωμένη συγγραφέας χειρίζεται στο μυθιστόρημα αυτό ένα επίκαιρο και καυτό πρόβλημα: τα ναρκωτικά· ένα φαινόμενο που σέρνεται ύπουλα ανάμεσα στη νεολαία και δημιουργεί κοινωνικό φαινόμενο. Πρωτότυπη η πλοκή, με κάποιο κοσμοπολίτικο χρώμα η δράση, με σασπένς και νεαρούς ήρωες που αντιμετωπίζουν σοβαρά το πρόβλημα, με μύθο που η ανέλιξή του είναι ενδιαφέρουσα και κυρίως χωρίς διδακτισμούς και συνθηματολογίες, δημιουργεί κιόλας ένα δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι συγγραφείς. ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΕΛΩΝΗΣ
64/οδηγος από μόνος του την ιστορία της με ταβυζαντινής τοιχογραφίας μέσα από τις ιστορικές περιπέτειες και τις κοσμοθεωρητικές διακυμάνσεις του υπόδουλου ελληνισμού. Έτσι μπορεί πια κανείς εύκολα να δια πιστώσει λ.χ. από πού ξεκινούν και πώς διακλαδίζονται στον Ορθόδο ξο χώρο οι συντεχνίες των ζωγρά φων, τι επιπτώσεις είχε για την τέ χνη η ολοκληρωτική πτώση της Κρήτης στους Τούρκους (1669), ποια ήταν κατά εποχές τα μεγάλα μοναστικά και αστικά κέντρα όπου ασκήθηκε εντατικά η ζωγραφική κλπ.6 Η κριτική οφείλει να επισημάνει και τις ελλείψεις μιας τέτοιας έκδο σης, ώστε να ληφθούν υπόψη σε προσεχή ανατύπωση. Ορισμένες που σημειώσαμε για την α' έκδοση έχουν ήδη απαλειφθεί- περιορίζο μαι εδώ μόνο στις εξής: α) Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η έλλειψη αρίθμησης των λημμάτων προκαλεί πρακτικές δυσκολίες στον αναγνώστη, αλλά και στον ίδιο το συγγραφέα, υποχρεωμένο έτσι συχνά να καταφεύγει σε σχοι νοτενείς παραπομπές για το ίδιο το κείμενό του. Σημειώνω ενδεικτικά τα λήμματα για τους ζωγράφους με το όνομα Ιωάννης (σελ. 144-160), όπου π.χ. το πρόβλημα του διαχω ρισμού των Καπεσοβιτών ζωγρά φων με το όνομα αυτό φαντάζει ακάμα πιο περίπλοκο εξαιτίας ακριβώς του τρόπου παραπομπής. β) Στην περίπτωση ζωγράφων με ονόματα περισσότερα από ένα θα πρόσφερε εξαιρετική βοήθεια η αλφαβητική παράθεση όλων των ονομάτων με παραπομπή στο κύριο λήμμα. Τούτο για δύο λόγους. Πρώτον διότι έως το 1830, αν όχι αργότερα, δεν είχε παγιωθεί ο ση μερινός σαφής τύπος ονοματεπω νύμου. Παράδειγμα κλασικό: ποιο είναι, για τον σύγχρονο αναγνώ στη, το πραγματικό επώνυμο του Θεοφάνη Στριλίτζα (Στρελίτζα) Μπαθά, του ονομαστότερου μετα βυζαντινού ζωγράφου; Ο συγγρα φέας το παραθέτει στο «Στριλίτζας» με παραπεμπτικό στο «Μπαθάς», αλλά στο λήμμα «Θεοφάνης» δεν υπάρχει καμιά ένδειξη! Ωστό σο λίγες πηγές και ακόμη λιγότεροι μη ειδικοί τον ξέρουν αλλιώς από σκέτο Θεοφάνη!7 Στην περίπτωση πάλι του Μαυρομιχάλη Κατσή Ιωάννη του Παναγιώτη (σελ. 243) τι σημαίνει το δεύτερο όνομα, που δεν καταχωρείται ως λήμμα; Τέ
τοιες περιπτώσεις είναι πάμπολλες. Δεύτερον, οι βυζαντινολόγοι αντι μετωπίζουν συχνότατα περιπτώ σεις, όπου σε ένα έργο ζωγραφικής διασώζεται μόνο το ένα από τα δύο ή περισσότερα συμπληρωματικά ονόματα του δημιουργού του. Πού θ’ ανατρέξει λοιπόν κανείς όταν λ.χ. βρίσκει εικόνα ανέκδοτη με το όνομα μόνο κάποιου Εμμανουήλ και εξαφανισμένα τα λοιπά στοι χεία, τη στιγμή που στο αντίστοιχο λήμμα (σελ. 113-114) δεν γίνεται παραπομπή στους (Εμμανουήλ) Λαμπάρδο, Σκορδίλη, Τζάνε, Τζανφουρνάρη και τόσους άλλους ομώνυμους; Το κόστος για την επανόρθωση των δύο παραλείψεων είναι θαρρώ μικρό, η ωφέλεια όμως που θα προκύψει αναμφισβή τητα σημαντική. γ) Χρήσιμη για κοινωνιολογι κούς λόγους θα ήταν η προσθήκη του επαγγέλματος στον χρονολογι κό πίνακα των ζωγράφων (σελ. 415-440). Είναι πολύ ενδιαφέρον να γνωρίζουμε σε τι ποσοστό και σε ποιες εποχές η ζωγραφική ασκή θηκε από ανθρώπους της Εκκλη σίας (ιερωμένους, μοναχούς, ψάλ τες, αναγνώστες κλπ.) ή από επαγγελματίες κοσμικούς ζωγράφους. Έτσι θ’ απαλλαχθούμε και από με ρικούς «μοντέρνους» ιδεοληπτικούς μύθους.8 Το λεξικό προσφέρει πολύτιμη ύλη για επεξεργασία, είναι μια ανοιχτή και συνεχής πρόσκληση και πρόκληση για τους ερευνητές. Περιορίζομαι να επισημάνω εδώ ό,τι μπορεί να γίνει μια πρώτη συ στηματική, φιλολογική-τεχνοϊστορική προσπάθεια για την κατάρτι ση «στεμμάτων» των συντεχνιών ζωγράφων. Ακόμη, παρόλη τη ση μερινή κατάσταση με το ανέκδοτο υλικό, ένας ειδικός μπορεί σε αρ κετό ποσοστό να καθορίσει πόσοι από τους ομώνυμους ζωγράφους, που παρατίθενται ως χωριστά λήμ ματα στο λεξικό, ταυτίζονται (βλ. ενδεικτικά τα ονόματα: Αναστά σιος, Γεώργιος, Δημήτριος, Ιωάν νης, Μιχαήλ, Νικόλαος κλπ.). Μπροστά μας ανοίγεται ένα τε ράστιο και συναρπαστικό πεδίο δουλειάς. Χρωστάμε και για τούτο το λόγο ευγνωμοσύνη στον κ. Πιομπίνο. Ό σο για τον ρέκτη εκ δότη και ψυχή του ΕΛΙΑ κ. Μ. Χαριτάτο και τη μερακλίδικη δου λειά του τυπογράφου κ. Χρ. Μανουσαοίδη (Τυπογραφείο «Μανού-
τιος») ο έπαινός μας είναι, ως συ νήθως για το έργο τους, αφειδώ λευτος. Μια τελευταία λέξη για τον τόπο μας, όπου οι συμβολικές επέτειοι καταντούν, τόσο συχνά δυστυχώς, σε κενές ρητορείες και χειρονομίες. Ο συγγραφέας πρωτοκυκλοφόρησε το έργο του το 1979, όταν γιορτα ζόταν το «Έτος Παράδοσης», την τωρινή έκδοση στα τέλη του 1984. Την ίδια χρονιά η Χριστιανική Αρ χαιολογική Εταιρεία, στην οποία η Ελλάδα οφείλει τις πρώτες συστη ματικές ενέργειες για τη διάσωση των χριστιανικών μνημείων και κειμηλίων, συμπλήρωνε αισίως τα εκατόχρονά της. Ο φιλάρχαιος - τι κακοπαθημένος τίτλος τιμής! - κ. Πιομπίνος μας πρόσφερε ένα έργο ζωής και πάθους, μέσα από το οποίο διαβλέπει κανένας τον τερά στιο όγκο δουλειάς που συντελέστηκε στη διάρκεια του αιώνα αυ τού. Τι αντιπρόσφερε όμως η ίδια η Εταιρεία, με όλους εμάς τους επαγγελματίες βυζαντινολόγους; Αρκέστηκε σε άσχετες διαλέξεις, εκδρομές, δεξιώσεις και σε μια περιστασιακή έκθεση!9 Έλαμψε δη λαδή παντού... η απουσία της ιστο ρίας της και του έργου της!1" Αβελ τηρία, εφησυχασμός, σύμπτωση ή απλώς δυσοίωνα σημεία των και ρών; Όσοι κατοικούμε εντός των τειχών της Αρχαιολογικής Υπηρε σίας διακατεχόμαστε από ολοένα εντεινόμενη αγωνία, ότι τα συμ πτώματα δεν είναι ούτε παροδικά ούτε επιφανειακά. Μακάρι να διαψευστούμε! Για να μην κλείσω με μεμψιμοιρίες: ας χαρούμε προς το παρόν το μοναδικό στη διεθνή βιβλιογραφία λεξικό και ας ευχηθούμε ολόψυχα να το δούμε γρήγορα στην τελική του μορφή! ΔΗΜΗΤΡΗΣ Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Σημειώσεις 1. Με τον ίδιο τίτλο, Αθήνα 1979, 8ο, σελ. 337- πρβλ. και τη βιβλιοκρισία: Δημ. Δ. Τριονταφυλλόπουλος, περιοδ. Ελληνικά, τόμ. 32 (θεσ/νίκη 1980), σελ: 206-216, όπου θίγονται και ειδικότερα επιστημονικά προ βλήματα. 2. Γύρω στους 2.000 επώνυμους ζω γράφους της Τουρκοκρατίας έχει προαναγγείλει εδώ και πολλά χρό νια ο βυζαντινό λόγος κ. Μ. Χατζηδάκης ότι θα περιλάβει σε λεξικό του. Για το σωστό μέτρο σύγκρισης
οδηγος/65 με το προχείμενο έργο του ερασιτέ χνη χ. Πιομπίνου πρέπει να νπομνηοθεί, ότι για την αποδελτίωση τον καταλόγου του ειδικού χ. Χατζηδάχη εργάστηκε για πολλά χρό νια και προσωπικό τον Βυζαντινού Μουσείου ■ο κ. Πιομπίνος κατέβαλε προσωπικό αποκλειστικά μόχθο, προσκρούοντας συχνά σε κλειστές πόρτες. 3. Για τα προβλήματα ανωνυμίας και επωνυμίας 6λ. Τριανταφυλλόπουλος, ό.π., σελ. 209 εξ. 4. Τούτο είναι ασφαλώς μια επιπλέον αιτία που δεν έχει δει ακόμη το φως το έργο του κ. Μ. Χατζηδάκη (υποσ. 2). Για ανάλογα παλαιότερα προδρομικά έργα 6λ. Τριανταφυλλόπουλος, ό. π., σελ. 207. 5. Για επιβεβαίωση αρκεί απλό φύλλομέτρημα των μετά το 1980 σχετικών δημοσιευμάτων. Στην ελληνική πάν τως βιβλιογραφία διαπιστώνεται μια ιδιότυπη, επιστημονικά και ηθι κά αξιοκατάκριτη «καταδίκη σε λή θη» από μια ορισμένη ομάδα μελε τητών. Ανάλογη μεταχείριση έχουν υποστεί από την ίδια μερίδα έργα επιστημόνων διεθνούς κύρους. 6. Νύξεις για άλλα τέτοια συγκεκριμέ να συμπεράσματα 6λ. στον Τριανταφυλλόπουλο, ό. π., σελ. 214 εξ. Για τον μη ειδικό, που επιθυμεί να εμβαθύνει στα σχετικά προβλήματα της Τουρκοκρατίας, κρίνω αναγκαίο να μνημονευθεί εδώ μια γόνιμη επιστημονική διαμάχη, πρώ τη ίσως στο είδος της στον τόπο μας, που για λόγους άσχετους με την επιστημονική δεοντολογία (πρβλ. υποσ. 5) παρέμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Τα κύρια δημοσιεύ ματα χρονολογικά είναι τα ακόλου θα: α. - Δ.Ι. Πάλλας, Μια εικόνα του Αγίου Ευσταθίου στη Σαλαμίνα, στο: Χαριστήριον εις Α.Κ. Ορλάνδον, τόμ. Γ', Αθήναι 1966, σελ. 328369. β. - Ο ίδιος, Η ζωγραφική στην Κωνσταντινούπολη μετά την Άλω ση, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμ. 26 (1971), Μέρος Α': Μελέται, σελ. 239-263. γ. - Μ. Χατζηδάκης, Περί Σχολής Κωνσταντινουπόλεως ολίγα, αυτό θι, τόμ. 27 (1974), Μέρος Α : Μελέται, σελ. 121-137. δ. - Δ.Ι. Πάλλας, Περί της ζωγρα φικής εις την Κωνσταντινούπολή και την Θεσσαλονίκην μετά την Άλωσιν (Μεθοδολογικά), Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. 42 (1975), σελ. 101-211 (με καί ρια, διαφωτιστική «Επίσημείωση» για τα κρατούντα εν Ελλάδι). Η συζήτηση εξακολούθησε σε μι κρότερο βαθμό με αυτοτελή ξενό γλωσσα δημοσιεύματα (Δ.Ι. Πάλ λας) ή με έμμεσες αναφορές στα πλαίσια άλλων έργων (Μ. Χατζηδάκης), που δεν ενδιαφέρουν άμεσα εδώ. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα
προσφέρει μεγάλη υπηρεσία στον τόπο μας ο γενναίος εκδότης, που θ' αναλάμβανε να συνεκδώσει απα ράλλακτα όλα τα άρθρα, ίσως υπό τον δανεικό αλλά κατάλληλο τίτλο « Ένας διάλογος για τη μεταβυζαν τινή ζωγραφική». Υποθέτω ότι λί γες αντιρρήσεις θα είχαν οι ίδιοι οι συγγραφείς τους. Μπορούμε να ελ πίζουμε σε ενόδωση της πρότασης; 7. Ο ανώνυμος λ.χ. συμπιλητής (β' μι σό 16ου at.), που χρησιμέυσε ως πηγή στον Διονύσιο εκ Φουρνά κι έζησε πολύ κοντά στην εποχή του Θεοφάνη (1559), τον ξέρει μόνο με το μικρό του όνομα (6λ. Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, εκδ. Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, εν Πετρουπόλει 1909, σελ. 237, 246). Ο ίδιος ο Διονύσιος (17ος!18ος οι.) δεν τον μνημονεύει, ρίχνοντας συ νειδητά το βάρος στον Πανσέληνο (13ος/14ος at.). 8. Σύμπτωμα επικίνδυνο: πληθαίνουν και στην περιοχή μας οι μελέτες, όπου ο συγγραφέας νοιάζεται μάλ λον να επιδείξει την ιδεολογική του τοποθέτηση, παρά να εμβαθύνει εξαντλητικά στα ίδια τα πράγματα! Προκαλεί έτσι δυσάρεστη εντύπωση η άγνοια των πραγμάτων, αλλά και η περισσή ευκολία με την οποία συ νάγονται ερήμην του βαρύγδουπα, δήθεν «προοδευτικά» συμπεράσμα τα. Αναίρεση ορισμένων βεβιασμέ νων αντιλήψεων και ερμηνευτικών μεθόδων γύρω από τη μεταβυζανινή ζωγραφική επιχειρώ αλλού- βλ. Demetrios D. Triantaphyllopulos, Die nachbyzantinische Wandmalerei auf Kerkyra und den iibrigen Ionischen Inseln. Untersuchungen zur Konfrontation der ostkirchlichen mit der
abendlandischen Kunst (15-18 Jahrhundert), Miinchen 1984 (υπό εκτύ πωση διδακτορική διατριβή). 9. Βλ. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών (εκδ.), Έκθεση για τα 100 χρόνια της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (18841984), Αθήνα 1984. Δεν εννοώ ότι τα έργα που εκτέθηκαν δεν ήααν αξιόλογα - κάθε άλλο! -, αλλά ότι τελικά δεν είχαν καμιά σχέση με τον τίτλο της Έκθεσης, συναντώντας ασπόνδυλο συνονθύλευμα. 10. Για το πνεύμα που σχεδιάζονται και οργανώνονται συχνά παρόμοιες εκ θέσεις, που αγνοούν τις επιταγές της σύγχρονης Μουσειολογίας και γι’ αυτό σπάνια εκπληρώνουν υψη λούς και σαφείς παιδευτικούς στό χους, είναι και τούτο χαρακτηριστι κό: δεν αφιερώθηκε επίσημα ούτε μια μελέτη στον Γεώργιο Λαμπάκη (1854-1914), ιδρυτή της ΧΑΕ και πατέρα της Βυζαντινής Αρχαιολο γίας και Τέχνης στην Ελλάδα! Εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του δεν διαθέτουμε καν στοιχειώδη εργοβιογραφία του! Για τη μορφή του παραπέμπω ενδεικτικά σε δύο πρόσφατα δημοσιεύματα, με διαφο ρετική το καθένα οπτική γωνία: βλ. Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και η τέχνη της ορθοδοξίας, στον τόμο: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος (επιμ.), Φώτα ολόφωτα. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, έκδοση ΕΛΙΑ, Αθήνα 1981, σελ. 177-196, και Δ.Ι. Πάλλας, δύο άρθρα στην εφημ. «Αυγή», 10 και 11 Οκτωβρίου 1984. Το χρέος και η συζήτηση παραμένουν οπωσδήποτε
— Εκδόσεις Στιγμή = = — ΖΩΟΔΟΧΟΤ Π Η Γ Η Σ 91-93, ΑΘΗΝΑ 114 73 τηλ. 36.44.064
Μανόλης Αναγνωστάκης
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1941-1971) 3η έκδοση
Κεντρική διάθεση ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ’Αθήνα — τηλ. 36.07.744
6 6 /σ υ νεν τευ ξη
Κώστας Μάντης: Μόνο με το αίσθημα μπορείς να διδάξεις Κ ’ η Ελλάδα τελευταίος θάμνος στο γκρεμνό να τον αρπάζη η λευτεριά να κρατιέται
Το περασμένο φθινόπωρο σε ξενοδοχείο της Λευκωσίας συναντήσαμε τον Κώστα Μόντη. Ο Μάντης, που θεωρείται ο μεγαλύτερος ποιητής της Κύπρου, έκλεισε πέρσι τα 70 του χρόνια και ταυτόχρονα τα 50 χρόνια προσφοράς του στην πνευματική μας παραγωγή. Κύριε Μάντη, ξεκινώντας την κουβέν τα μας θα θέλαμε να μας μιλήσετε για τα χρόνια εκείνα που πρωτογράψατε ποίηση ή πεζό. Ποιες ήταν οι συνθήκες οι κοινωνικοπολιτικές που επικρατού σαν, και κυρίως ποια ήταν η πνευματι κή ζωή, ο περίγυρος; ΤΟ 1934 δεν θα έλεγα ότι υπήρχε σημαντικός πνευματικός περίγυρος. Είχαμε μερικές περι πτώσεις καλής ποιήσεως αλλά και αυτή μας έφευγε, όπως ο Τεύκρος Ανθίας, που έμενε στην Ελλάδα, ο Νίκος Νικολαίδης και ο Γλαύκος Αλιθέρσης, που ήταν στην Αίγυπτο. Αλλά στην Κύπρο είχαμεν πολύ λίγα πράγματα και ο Λόυκής ο Ακρίτας, που έφυγε πολύ νωρίτερα από την Κύπρο, το ’29 ή το ’30, για ένα χρόνο ήταν και δάσκαλός μου. Εδώ ήταν πολύ πτωχή η πνευματική κίνησις. Είχαν αρχίσει τότε να εκδίδονται τα «Κυπριακά Γράμματα», λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής εκείνης. Πριν αρκετά χρό-
Την κουβέντα που κάναμε μαζί του απομαγνητοφωνήσαμε και σας τη μεταφέρουμε διατηρώντας, όσο είναι δυνατό, τον προφορικό του λόγο που ακόμα και στην καθημερινότητά του είναι ποιητικός. (Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργος Γαλάντης). νια υπήρχε η «Αυγή» του Αιμίλιου Χουρμούζιου, που έβγαινε στη Λεμεσό αλλά σταμάτησε γρήγορα. Τα «Κυπριακά Γράμματα» έδωσαν τό τε μια κάποια ώθηση στη λογοτεχνία της Κύ πρου. Εμείς ήμαστε τότε πολύ νέοι, εγώ ήμουν 20 χρονών. Εγώ βάσισα όλες μου τις επιδιώξεις στην ένωση. Φερειπείν πήγα να σπουδάσω νομι κά εν γνώσει μου ότι δεν θα μου επέτρεπαν να εξασκήσω επάγγελμα στην Κύπρο. Μετά τα Οκτωβριανά, το 1931, και επειδή συνέβη οι αρ χηγοί της επαναστάσεως - δεν ήταν ακριβώς επανάσταση, ήταν κάποια εξέγερση - επειδή λοι πόν ήταν δικηγόροι που σπούδασαν στην Αθή να, όπως ο Θεοδότου και ο Χατζηπαύλου, οι Εγγλέζοι εν τη αφελεία των πίστεψαν ότι οι ταραξίες, όπως τους αποκαλούσαν, ήσαν όσοι δι κηγόροι σπούδαζαν στην Αθήνα. Έτσι απηγόρευσαν στους δικηγόρους, που σπούδασαν στην Αθήνα, να εξασκήσουν το επάγγελμά τους. Εγώ τελείωσα τότε το γυμνάσιο - 1932 - δυστυχώς εί χα πάρει όλα τα βραβεία και είχα φουσκωμένα
σ υ ν εν τευ ξη /6 7 Μας είπατε πριν, ότι πρωτογράψατε το διάστημα που δουλεύατε στα μεταλ λεία. Ποια ήταν τα διαβάσματά σας;
τα μυαλά μου, όπως ήμουν ορφανός δεν είχα κα νένα να με συμβουλέψει, είπα θα πάω να σπου δάσω νομικά, που ήθελα, και ώσπου να γυρίσω θά ’ρθει η ένωση. Ήρθα εγώ πίσω, η ένωσις δεν ήρθε. Εν τω μεταξύ είχα σπαταλήσει όσα μου άφησε ο πατέρας μου, είχα πουλήσει όλα τα χτή ματα και αναγκάστηκα πλέον να κάνω διάφορες άλλες εργασίες. Πρώτη μου εργασία ήταν να διο ριστώ σ’ ένα μεταλλείο, δεν υπήρχαν δουλειές εκείνη την εποχή. Φαντάσου μετά από τόσα όνειρα στην Αθήνα να βρεθώ σ’ ένα μεταλλείο μαζί με εργάτες, που ενώ τους αγαπούσα, δεν είχαμε τίποτα να πούμε, τίποτα κοινό. Αλλά αυ τό με βοήθησε γιατί μ’ ανάγκασε να κλειστώ στον εαυτό μου και ν' αρχίσω να ψάχνω μέσα μου... Τότε ήταν που έγραψα και τα πρώτα μου διηγήματα. Ξέχασα να πω ότι ο πατέρας μου ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος και σαν πέθανε, εγώ ήμουνα 16 χρονών. Η κυβέρνησις μάς κάλεσε και μας ρώτησε σε τι θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Εμένα ως προστάτη οικογένειας, μου πρότεινε τότε ο υίοικητής Χάρτ Ντέιβις να φύγω από το γυμνάσιο και να πάω με δικά τους έξοδα στο Ήνγκλις Σκούλ και από κει μου υπησχνείτο, ότι θα με στέλναν στην Αγγλία αλλά μολονότι ο πατέρας μου έζησε πολλά χρόνια στην Αγγλία, μισούσε τους Εγγλέζους φοβερά και μου υπέβα λε αυτό το μίσος. Πριν πεθάνει, μια μέρα, με κά λεσε και μου λέει: «Κωστάκη μου, πρόσεξε εγώ πεθαίνω», είχε καρκίνο και τό ’ξερε, «πρόσεξε μην αφήσεις το σχολείο σου». Έμεινα κι εγώ, με τα φουσκωμένα μυαλά, στο γυμνάσιο και έγινα ό,τι έγινα.
ΞΕΡΕΤΕ ότι πάντα κάτι μένει απ’ ό,τι διαβά σεις. Είναι αδύνατο να ιχνηλατήσεις αργότερα τις πραγματικές επιδράσεις. Διάβαζα όλους τους νεοέλληνες ποιητές της εποχής. Νομίζω όμως ότι μ’ επηρέασε περισσότερο ο Χατζόπουλος. Ό χι ο Παλαμάς ούτε ο Μαλακάσης ούτε ο Πορφύρας αλλά πάντοτε κάτι έμενε και απ’ αυτούς. Τους διάβαζα πολύ όμως. Μ’ επηρέασε η μελαγχολία του Χατζόπουλου, ο οποίος δυστυχώς έχει ξεχαστεί τώρα. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Εγώ ακόμα τον αγαπώ, όπως και τον Καρυωτάκη. Αργότερα με συγκίνησε πολύ ο Καβάφης. Ήμουνα και εί μαι θαυμαστής του. Νομίζω ότι είναι πάρα-πάρα πολύ μεγάλος ποιητής. Το Σεφέρη τον εύρισκα περισσότερο έναν εξαιρετικό πνευματικό άνθρω πο παρά ποιητή. Ο Ελύτης είναι ποιητής μεγά λος και ο Ρίτσος είναι ποιητής και ο Σεφέρης εί ναι, δεν το αμφισβητώ, αλλά είναι περισσότερο πνευματικός άνθρωπος. Δεν μ’ επηρέασαν αυ τοί. Δεν μπορώ να πω όμως το ίδιο για τον Έλιοτ, του οποίου η ποίηση επηρέασε και το Σε φέρη. Κάποιες φορές αντιγράφει τον Έλιοτ ακόμα και φράσεις του όπως, «Τα σαγόνια της θάλασσας» (The jowl of the sea) που είναι ακρι βώς μετάφραση φράσεως του Έλιοτ. Στους ξέ νους ποιητές πρέπει να προσθέσω τον Αραγκόν, τον Πωλ Ελυάρ και τον Σαιν Τζον Περς. Αυτοί! Μετά από τόσα έργα πού ’χετε γράψει, διακρίνετε ποια είναι τα θέματα που διατρέχουν την ποίησή σας από την πρώτη συλλογή ώς την πιο πρόσφατη; Κοινά χαρακτηριστικά, θα λέγαμε, από τότε που πρωτογράψατε. ΤΟ κοινό αρτίστικο, και της ποίησης και της πε ζογραφίας μου, είναι που ασχολείται με τα τα πεινά και τα μικρά. Άλλωστε είχα αποκλειθεί στις πρώτες μου δημοσιεύσεις «ο ποιητής των ταπεινών πραγμάτων». Τα μικρά και ταπεινά θα βρείτε. Τα μικρά παιδάκια και τα πεινασμένα, τα αδικημένα από τη φύση, τα σκυλιά... Αλλά πέρα απ’ αυτά, υπάρχουν και άλλα θέματα τα υπαρξιακά, τα οποία τελευταίως με την αναμονή του τέλους έχουν αυξηθεί. Υπάρχουν βλέπετε τα υπαρξιακά μου προβλήματα αλλά και τα παγκό σμια προβλήματα, τα οποία έρχονται και σου τα πετούν στο δωμάτιό σου. Δεν μπορείς να είσαι πια νησί, δεν σε χωρίζει, δεν σε απομονώνει η θάλασσα. Έρχονται από την τηλεόραση και σου πετούν τα μαυράκια τα πεινασμένα στο δωμάτιό σου και σε αναστατώνουν. Έρχονται και σου μι λάνε για τις επανάστασεις, για τους διωγμούς.
68/σ υ νεντευξη Ό λα αυτά τα πράγματα δεν σ’ αφήνουν να κλει στείς στο νησί σου, δεν υπάρχει νησί πλέον, δεν μπορεί να υπάρχει απομόνωση. Η οποία στην αρχή της καριέρας σας σας φάνηκε τόσο χρήσιμη. ΝΑΙ. Αλλά τότε δεν υπήρχαν τα νέα μέσα μαζι κής επικοινωνίας. Και έτσι τα θέματά μου διευρύνθηκαν. Και εδώ πρέπει να πω ότι είναι χαρα κτηριστικό στην ποίησή μου, που έχει επισημανθεί, ότι, ενώ ξεκινώ από την Κύπρο, πάω πολύ πέρα. Τα θέματά μου γίνονται παγκόσμια. Λέω κάπου στη συλλογή «Δεύτερο γράμμα στη μητέ ρα»: Δεν είμαστε πια κύριοι της Παναγίας μας. Τα χεράκια που ανάβεις στη Φανερωμένη ανάβουν στην άλλη άκρια της γης. Έχετε γράφει διηγήματα και θέατρο... ΘΕΑΤΡΟ; Αν εννοείτε το σοβαρό, έχω γράφει ένα μονόπρακτο με τίτλο «Απαγορεύεται η είσο δος στο άγχος», το οποίο δεν εξεδόθη σε βιβλίο αλλά περιελήφθη σε μια έκδοση της «Ευθύνης» με τίτλο «Δεσμός-Σύνδεσμος». Το αγαπώ πάρα πολύ. Ο Γιώργος Κεχαγιόγλου μου έλεγε ότι αυ τό μπορεί νά ’ναι σημαντικότερο από την ποίησή μου. Είναι πολύ πρωτοποριακό. Εδώ, δυσκολεύ-
Το κυπριακό ιδίωμα είναι μια ρίζα του κορμού της πανελλήνιας γλώσσας που δεν έδωσε ακόμα, στην πανελλήνια, τους χυμούς της. τήκε η τηλεόραση να το παρουσιάσει και το εγκατέλειψε. Πολύ θα χαιρόμουν αν παρουσιαζό ταν από ένα θέατρο στην Αθήνα, είναι και πολύ ανθρώπινο και πολύ πρωτότυπο. Στο μουσικό θέατρο έγραψα 40 επιθεωρήσεις. Μάλιστα ίδρυ σα το πρώτο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο το ’42, μαζί με τον Αχιλλέα Λυμπουρίδη, ο οποίος έχει μελοποιήσει και πολλά ποιήματά μου και τον επιχειρηματία Φοίβο Μουσουλίδη. Το θέατρό μας το ονομάσαμε «Λυρικό» και ήταν ένα γκαράζ, που το διαμορφώσαμε σε θεατρική αίθουσα. Όλοι μας έλεγαν ότι δεν θα μπορού σαμε να κρατήσουμε το θέατρο και ότι κάθε βδο μάδα θ’ αλλάζαμε επιθεώρηση. Τελικά, η πρώτη επιθεώρηση κράτησε δυο μήνες, ήταν μεγάλη επιτυχία γιατί δεν υπήρχαν τότε τα εξ Ελλάδος θέατρα. Έγραψα λοιπόν 40 επιθεωρήσεις με
αξιώσεις. Ό χ ι φτηνά πράγματα. Γιατί πιστεύω στην επιθεώρηση. Ο επιθεωρησιακός στίχος εί ναι τελείως διαφορετικός από τον σατιρικό στί χο. Και μπορεί ένας καλός σατιρικός ποιητής να μην είναι καλός επιθεωρησιογράφος. Και πρέπει να έχουν και στην Αθήνα το παράπονο οι επιθεωρησιογράφοι, ότι δεν έχει εκδοθεί μια ανθο λογία ελληνικής επιθεωρήσεως. Από την επιθεώ ρηση έχει περάσει η ζωή του έθνους. Ενενήντα χρόνια επιθεώρηση. Δεν είναι δημοσιογραφία, όπου δεν ξέρουμε αν επιδοκιμάζεται το άρθρο σας. Στην επιθεώρηση, όπου το έργο παρουσιά ζεται ζωντανό, το κοινό είτε το επιδοκιμάζει είτε το αποδοκιμάζει. Είναι κρίμα που δεν έχει εκδο θεί μια ανθολογία για την ελληνική επιθεώρηση. Μα έχει εκδοθεί μια μελέτη, που περι λαμβάνει και τις πρώτες επιθεωρήσεις που ανέβηκαν στην Αθήνα στις αρχές του αιώνα. ΕΓΩ, μια ανθολογία θα την έβλεπα να ανθολο γεί όλους τους επιθεωρησιογράφους και το έργο τους. Κρίμα γιατί θα χαθούν αν δεν έχουν ήδη χαθεί τόσα κείμενα. Τα δικά σας τα έχετε φυλάξει; ΔΥΣΤΥΧΩΣ όχι. Πολύ λίγα πράγματα έχω. Με την εισβολή βλέπετε πολλά χάθηκαν. Έχω γρά ψει 40 επιθεωρήσεις για το θέατρο, για το ραδιό φωνο και την τηλεόραση. Έχω δημοσιεύσει και ένα κείμενο το «Πώς θα γίνετε επιθεωρησιογράφος», σ’ ένα περιοδικό, το «Θέατρο», που το έβγαζα το ’44. Πόσα χρόνια κράτησε αυτή η περιοδι κή έκδοση; ΔΥΟ χρόνια, ’43 και ’44. Ήταν λογοτεχνικό και θεατρικό. Αλλά είχαμε πρόβλημα χάρτου. Ύστερα και ο πόλεμος μας ανάγκασε να διακόψουμε. Το κείμενο αυτό το «Πώς θα γίνετε επιθεωρησιογράφος» το αναδημοσίευσε πρόσφατα το θεατρικό περιοδικό «Μιμικά». Σημαντική με λέτη για την επιθεώρηση. Πού το βρήκανε μου λέτε; Εχετε γράψει έντεχνη ποίηση αλλά και διαλεκτική, όπως άκουσα να αποκαλούν εδώ τους στίχους, που είναι γραμ μένοι στο κυπριακό ιδίωμα. ΝΑΙ, ακούγεται αυτός ο όρος σαν να μιλάμε για τους διαλεκτικούς φιλοσόφους. Τι δυνατότητες σας προσφέρει το γρά-
σ υ ν εν τευ ξη /6 9 ψιμο στο κυπριακό ιδίωμα; Δυνατότη τες ή δυσκολίες; ΚΑΠΟΙΑ στιγμή αισθάνεσαι την ανάγκη να γράψεις στη γλώσσα που πρωτομίλησες (όπως ονομάζω και όπως είναι ο τίτλος της συλλογής των ποιημάτων μου που είναι γραμμένα στην ιδιωματική γλώσσα). Για μας είναι μια δεύτερη γλώσσα αυτή που μιλάμε τώρα. Και έρχονται στιγμές, που θες να τα πεις στη δική σου γλώσ σα. Μερικοί μου είπαν ότι μπορεί να είναι φυγή το γράψιμο στην ιδιωματική ποίηση, δηλαδή, κλείνω τη πόρτα και βγαίνω έξω να ξεκουραστώ. Αλλά δείτε, όπως σας είπα, τα ιδιωματικά μου ποιήματα έχουν θέματα παγκόσμια και υπαρξια κά, άσχετα με το ιδίωμα αλλά γραμμένα στο ιδίωμα. Αγαπώ πολύ την κυπριακή διάλεκτο και
μπορούσε να δώσει. Εάν την αποκόψουμε αυτή τη ρίζα, κάμνομεν ζημιά στην πανελλήνια. Πρέ πει ν’ αξιοποιηθεί η δομή της. Πρέπει οι σύγχρο νοι ποιητές να σκύψουν επάνω στη γλώσσα, επά νω στη λέξη για να βρουν τη δομή της, το δεύτε ρό της στρώμα, τα οποία είναι ακόμα κρυμμένα, και να τα δώσουν. Ο Βασίλης ο Μιχαηλίδης ήταν μεγάλος ποιητής και ο Λυμπέρτης, μικρότε ρος βέβαια, αλλά καλός. Δεν τελειώνει με δύο ποιητές, πρέπει ακόμα και οι σύγχρονοί μας, με άλλες ιδέες, να σκύψουνε πάνω στο ιδίωμα με άλλο θεωρητικό οπλισμό. Έχω επανειλημμένα εκφράσει αυτή μου την άποψη, ότι οι Κύπριοι ποιητές οφείλουν να γράφουν στην κυπριακή διάλεκτο. Δεν λέω να γράφουν όλα τους τα ποιήματα σ’ αυτήν, λίγα, όπως εγώ, που βάζω πάντα στο τέλος των συλλογών μου και δυο τρία
Μόνο με to αίσθημα μπορείς να διδάξεις. Αν καθήσεις στην έδρα, η ποίηση θα φύγει απ’ το παράθυρο. θα σας πω ένα ποίημα, που έχω γράψει για το πρώτο μου εγγονάκι: Τσ’ είν’ το στομαχειλονδι σον άμα χαμογελάσει ενάδρωσεν και ξίδρωσεν ο Πλάστης να το πλάσει Ενάδρωσεν και ξίδρωσεν να σον το καταφέρει λαλείν τον Μικελάτζελο δώσε και σν ένα χέρι. Αποπειράθηκα να μεταφράσω ορισμένα απ’ αυ τά στην πανελλήνια αλλά απέτυχα. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί το κυπριακό γλωσ σικό ιδίωμα. Ό ταν πρωτόγραψα σ’ αυτό, ένας κριτικός - όνομα και μη χωριό - είπε ότι είναι «αποκοπή από τον εθνικό κορμό». Κοντόφθαλ μοι άνθρωποι. Το αντίθετο συμβαίνει. «Έχουμε τα κυπριακά δημοτικά τραγούδια, έχουμε το Λυμπέρτη και το Μιχαηλίδη γιατί επομένως να γράφεις και συ στο κυπριακό ιδίωμα;». Μα το κυπριακό ιδίωμα είναι μια ρίζα του κορμού της πανελλήνιας γλώσσας και η ρίζα αυτή δεν έδωσε τους χυμούς, στην πανελλήνια γλώσσα, που θα
ποιήματα γραμμένα με το ιδίωμα. Έχω παρατηρήσει ότι δεν φτάνει κα νείς να γράφει στο ιδίωμα, πρέπει να ξέρει και να το διαβάζει. Η κυπριακή διάλεκτος έχει ένα δικό της τραγούδι σμα, μια δική της τονικότητα θα έλεγα, που είναι απαραίτητο να τη γνωρίζει ο αναγνώστης, γιατί κάπου τονίζονται περισσότερο τα σύμφωνα, κάπου ανοί γουν τα φωνήεντα. ΣΩΣΤΟ. Στη γραφή μου προσπαθώ να αποδώσω αυτή τη συγχώνευση των φωνηέντων ή την έμφα ση των συμφώνων. Επίσης έχω γλωσσάριο στο τέλος του βιβλίου μου, που θα βοηθήσει τον ελλαδίτη αναγνώστη. Αλλά οι διαφορές, νομίζω, είναι περισσότερο φθογγολογικές, και ίσως γι’ αυτό να αποκαλείται ιδίωμα και όχι διάλεκτος. Θά ’θελα τώρα να μου πείτε αν η κυ πριακή ποίηση έχει κοινά χαρακτηρι στικά, ή πού ξεφεύγει από την ποίηση του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου.
70/συνεντευξη
Τα βιβλία του Κώστα Μόντη Γκαμήλες κι άλλα διηγήματα (Λευκωσία, 1939) Ταπεινή Ζωή (Διηγήματα-Λευκωσία, 1944) Minima (Ποιήματα-Λευκωσία, 1946) Τα τραγούδια της Ταπεινής Ζωής (ΠοιήματαΛευκωσία 1954) Στιγμές (Ποιήματα-Λευκωσία 1958) Συμπλήρωμα των στιγμών (Ποιήματα-Λευκωσία 1960) Ποίηση του Κώστα Μβντη (Λευκωσία, 1962) Κλειστές Πόρτες (Νουβέλα-Χρονικό Λευκωσία, 1964) «Moments» (Μετάφραση στ’ Αγγλικά στίχων του ποιητή απ’ την Amaranth Sitas και τον Charles Dodd) (Nicosia, 1965) Γράμμα στη Μητίοα κι άλλοι στίχοι (Λευκωσία, 1965) Σε συνεργασία με τον Ανδρέα Χριστοφίδη Ανθολογία Κυπριακής Ποιήσεως (Απ’ τ’ αρχαία χρόνια ώς σήμερα) (Αθήναι, 1965) Δεύτερη 'Εκδοση συμπληρωμένη έως το 1973 (Λευ κωσία, 1973) Σε συνεργασία με τον Gaston-Henry Aufrere και τον Ανδρέα Χριστοφίδη Anthologie de la Poesie Chypriote (Paris, 1972) Αγνώστω Ανθρώπω (Ποιήματα-Λευκωσία, 1968) Εξ ιμερτής Κύπρου (Ποιήματα-Λευκωσία, 1969) Ανθολογία Νέων Κυπρίων Ποιητών (Λευκωσία, 1969)
ΝΟΜΙΖΩ ξεφεύγει. Δεχτήκαμε επιδράσεις εδώ πέρα από την Αγγλία, που δεν είχατε δεχτεί εσείς. Ενώ εσείς δεχτήκατε από τη Γαλλία, - δεν μ’ αρέσει το εσείς και το εμείς, όλοι εμείς είμα στε. Οι εν Ελλάδι, στην ηπειρωτική Ελλάδα δη λαδή, δεχτήκανε επιδράσεις περισσότερο από τη γαλλική ποίηση, ενώ στην Κύπρο η γαλλική γλώσσα ήταν σχεδόν άγνωστος. Δεχτήκαμε όμως επιδράσεις από την αγγλική ποίηση. Αυτό έχει διαφοροποιήσει σε κάποιο βαθμό την ποιητική μας παραγωγή. Επίσης, ζούμε σ’ άλλον γεωγρα φικό περίγυρο. Στον ίδιο περίγυρο που έζησε ο Καβάφης. Γι’ αυτό θα βρείτε ομοιότητες της αιγυπτιώτικης ποίησης με την κυπριακή. Προσπά θησα να κάνω μια μελέτη, την οποία έχω εγκα ταλείψει προσωρινά, όπου θέλω να αποδείξω ότι, επειδή ζήσαμε στον ίδιο περίγυρο με τον Καβάφη και λόγω και της συναναστροφής του με Κυπρίους - γιατί υπήρχε μεγάλη κυπριακή παροικία στην Αλεξάνδρεια -, χρησιμοποιεί λέ ξεις και δομή γλώσσας, η οποία πλησιάζει πολύ τον τρόπο που μιλούμε εδώ στην Κύπρο. Ναι, νομίζω ότι είναι λίγο πιο μακριά από τη γλώσσα που ομιλείτε στην Ελλάδα.
Διηγήματα (Λευκωσία, 1970) Εν Λευκωσία τη... (Ποιήματα-Λευκωσία, 1970) Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια (επεξεργασμένα κριτικά) (Λευκωσία, 1971) Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα (Ποιητική σύνθεσηΛευκωσία, 1972) Αριστοφάνη «Λυσιστράτη». Μετάφραση στο κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα (Λευκωσία, 1972) Απαγορεύεται η είσοδος στο άγχος (ΜονόπρακτοΛευκωσία, 1973) Σε συνεργασία με τον Ανδρέα Χριστοφίδη και την Amy Mims: Cypriot Anthology (Nicosia, 1974) Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω (Ποιήματα-Λευκωσία, 1974) Πικραινόμενος εν εαυτώ (Ποιήματα-Λευκωσία, 1975) Κύπρος εν Αυλίδι (Ποιήματα-Λευκωσία, 1976) Ποιήματα για μικρά και μεγάλα παιδιά (Λευκω σία, 1976) Ανθολόγηση από τις «Στιγμές» (Κέδρος-Αθήνα, 1980) Στη γλώσσα που πρωτομίλησα (Ιδιωματικά ποιήματα-Λευκωσία, 1980) Ο αφέντης Μπατίστας και τ’ άλλα (ΜυθιστόρημαΑθήνα, Ερμής, 1980) Κύπρια Ειδώλια (Ποιήματα-Λευκωσία, 1980) Μετά φόβου ανθρώπου (Ποιήματα-Αθήνα, 1982) Αντίμαχα (Ποιήματα-Λευκωσία, 1983) Ως εν κατακλείδι (Ποιήματα-Λευκωσία 1984)
Τολμώ να πω ότι έχω διαπιστώσει και εγώ κάποιες ομοιότητες, μιας και κα τάγομαι από την Αίγυπτο. ΝΑΙ, υπάρχουν πολλοί αλληλοεπηρεασμοί, στο συντακτικό ιδιαίτερα - νομίζω ότι γίνομαι δα σκαλίστικος - η θέση του υποκειμένου και του ρήματος... Η συχνή χρήση της προσωπικής αντω νυμίας... ΜΠΡΑΒΟ Γιώργο μου. Να τα πεις στο Σαββίδη το Γιώργο αυτά. Γιατί του τό ’λεγα και μου λέει, τέλειωσε τη μελέτη για να με πείσεις. Βλέπετε ήταν και κοντά στην Κύπρο η Αλεξάνδρεια, και ήρχοντο συχνά οι Αιγυπτιώτες όπως πήγαιναν και συχνά οι Κύπριοι. Αλλά ας αφήσουμε τις αιγυπτιώτικες συγγένειες με την Κύπρο, για να μιλή σουμε για τις «Στιγμές». Μια μορφή ποίησής σας, που την ακολουθείτε συ στηματικά εδώ και αρκετό καιρό.
σ υν εν τευξη/7 Ί ΔΕΝ τις προγραμμάτισα τις «Στιγμές». Σπέρμα τα «Στιγμών» βλέπω τώρα, εκ των υστέρων, και σε προηγούμενες συλλογές μου και συγκεκριμένα στα «Τραγούδια της ταπεινής ζωής». Ακόμα και όταν εργάστηκα ως δημοσιογράφος, δημοσίευα στοχασμούς με το ψευδώνυμο Κώστας Άλκιμος, οι οποίοι τότε δεν ήταν ποίηση αλλά βλέπω ότι ήσαν κάποιοι πρόδρομοι των «Στιγμών». Στις «Στιγμές» φαίνεται, χωρίς να προγραμματίσω, με ώθησεν η πίεσις του χρόνου. Και τώρα θα πρέπει Va πούμε, ότι, για να λύσω τα οικογε νειακά μου προβλήματα, αναγκαζόμουν μιαν εποχή να κάνω τρεις δουλειές για να ζήσω. Ερ γαζόμουνα ως καθηγητής, εργαζόμουνα ως δη μοσιογράφος σε απογευματινή εφημερίδα και μετέφραζα κινηματογραφικά έργα. Έχω μετα φράσει περί τα 1500 κινηματογραφικά έργα, με λογοτεχνικούς υπότιτλους βέβαια. Ανάλωσα πολλά κύτταρα σ’ αυτό το πράγμα, γιατί για να ζήσω έπρεπε να παραδίδω 3 έργα τη βδομάδα. Δεν ξέρω αν έχετε υπόψιν σας τα σκριπς. Ολό κληρο βιβλίο πρέπει να μεταφράσεις, όχι όλο το έργο, αλλά να κάνεις ρεζουμέ. Κάποτε θυμάμαι υπαγόρευα στη γυναίκα μου τη μετάφραση, που θα παρέδιδα την επαύριο, ενώ εκείνη κρατούσε με το ένα της χέρι το μωρό και με το άλλο έγρα φε. Μετά, στις 1 η ώρα πήγαινα στην εφημερίδα, κι από εκεί έφευγα 8 η ώρα και πήγαινα στο σχολείο όπου δίδασκα Εμπορικό Δίκαιο, Πολι τική Οικονομία και Ελληνικά. Αναγκάστηκα να εργαστώ και ως καθηγητής. Και ο ύπνος μου κρατούσε λίγα δέκατα του δευτερολέπτου, μέχρις ότου απαντήσει ο μαθητής στην ερώτηση που του είχα υποβάλει. Τα πάντα έκανα για να ζήσω. Ευτυχώς η δουλειά μου στην εφημερίδα δεν κράτησε πολύ, όμως ώς τώρα έχουν μείνει τραύματα ψυχικά από κείνη την περίοδο. Ύστε ρα αφοσιώθηκα στον αγώνα της ΕΟΚΑ, όπου
Δεν μπορείς να είσαι πια νησί, δεν σε απομονώνει η θάλασσα, υπάρχουν τα παγκόσμια προβλήματα τα οποία έρχονται και σου τα πετούν στο δωμάτιό σου. είχα υπεύθυνη θέση. Σας λέω όλη αυτή την προϊ στορία για να φτάσω στις «Στιγμές». Το διήγημα το είχα εγκαταλείψει, αλλά και τα πολύστιχα ποιήματα, κι έπρεπε να βρω καιρό, μια στιγμούλα, ν’ αρπάξω την πένα, ν’ αρπάξω ένα χαρτί και να γράψω ένα στίχο. Μετά από καιρό αντιλήφθηκα ότι αυτοί οι στίχοι δεν ήθελαν ανάπτυ-
από κάποιο διυλιστήριο, που υπάρχει μέσα μου, που έλεγε ναι ή όχι στην έμπνευσή μου. Ακόμα και τώρα μπορεί να γράψω κάτι και να το κρα τήσω δέκα χρόνια, γιατί δεν έρχεται η έγκριση από μέσα μου, αλλιώς μπορώ να το δώσω αμέ σως. Για μένα αυτές οι «Στιγμές» ήταν πυρήνες ποίησης, που ανάλογα με τον αναγνώστη απαι τούσαν και διαφορετικές προεκτάσεις. Έβλεπα ότι μετουσίωνα τη φτωχή φιλοσοφική μου σκέ ψη, όση έχω, σε αίσθημα, και πάλι δεν λέγω ακριβώς αυτό που συμβαίνει. Προσπάθησα να μεταποιήσω μια φιλοσοφική σκέψη με αίσθημα σε ποίημα, για να μη γίνει εγκεφαλική ποίηση η οποία για μένα δεν είναι αποδεκτή. Μόνο με το αίσθημα μπορείς να διδάξεις. Αν καθήσεις στην έδρα, η ποίηση θα φύγει απ’ το παράθυρο. Δεν ξέρω αν έδωσα το ιστορικό των «Στιγμών», γιατί δεν ξέρω πώς μου ήρθαν αυτά τα πράγματα. Δεν είχα διαβάσει Χάϊ Κάϊ προηγουμένως. Δεν είχα διαβάσει, σας ομολογώ, προσωκρατικούς φιλο σόφους, γι’ αυτό αμφισβητώ αν είναι όπως λέει ο Γιώργος Σαββίδης προσπάθεια εκσυγχρονίσεως των προσωκρατικών φιλοσόφων, πράγμα που απεπειράθη να κάνει ο Παλαμάς με τα τε τράστιχό του και ο Σεφέρης με τα Χάϊ Κάϊ του. Έχω «Στιγμές» άτιτλες και έντιτλες αλλά στις έντιτλες μια καινοτομία είναι ότι ο τίτλος είναι ενσωματωμένος στο ποίημα. Δηλαδή χωρίς αυ τόν κάτι λείπει από το ποίημα. Θα σας φέρω ένα παράδειγμα, ενός ποιήματος, μιας «Στιγμής», που δημοσιεύτηκε πέρσι σ’ ένα περιοδικό. Ο τίτ λος λέει «Άθεος προ επικειμένου τέλους» και ο στίχος, που τον συμπληρώνει για να γίνει ποίημα είναι «έχει γούστο να υπάρχει». Μια και ανα φερθήκαμε στη συγκεκριμένη «Στιγμή», θα σας πω τι μου πρότεινε ένας φίλος να γράψω σε μια
72/σ υ νεν τευξη άλλη «Στιγμή»: «Ευσεβής προ επικειμένου τέ λους. - Έχει γούστο να μην υπάρχει». Πώς βλέπετε, κύριε Μάντη, τους νέους που γράφουν ποίηση, στην Κύπρο; ΕΧΟΥΜΕ μια νέα ποιητική γενιά καταπληκτι κή, μ’ όλη τη σημασία της λέξεως και για την οποία θα πρέπει να αισθανόμαστε πολύ άνετα, που θα τους παραδώσουμε τη σκυτάλη, εμείς οι παλιότεροι. Και ιδιαιτέρως πρέπει να τονίσω την εμφάνιση σημαντικής γυναικείας ποιήσεως. Στα χρόνια μου δεν υπήρχε γυναίκα που να γράφει στίχους. Σήμερα θα δείτε να γράφουν στίχους περισσότερες κοπέλες από άνδρες και ωραία ποίηση, πάρα πολύ ωραία. Το ξέρω αυτό γιατί κρατώ το «Λογοτεχνικό Βήμα» στο Ραδιο-
Ακόμα και αν επίκειται ο θάνατος, θέλεις να βρεις ένα κομμάτι χαρτί να γράψεις για κάτι, που δεν ήταν όπως το νόμισες. φωνικό Ίδρυμα Κύπρου από το ’64. 20 χρόνια τώρα στέλνουν συνεργασία τους πολύ νέα παι διά. Δεν έχουν εκδώσει όλοι αυτοί ποιήματα. Βλέπω τα χειρόγραφα και πολλά απ’ αυτά θα τα υπέγραφα ανενδοίαστα. Τόσο ωραία είναι. Η απάντησή σας μου προκάλεσε δύο ερωτήματα. Το πρώτο είναι, γιατί νο μίζετε ότι γράφουν τόσο νέα και τόσο πολλά παιδιά στην Κύπρο, χωρίς ν’ αγνοούμε ότι και στην Ελλάδα πολλοί νέοι άνθρωποι γράφουν ποίηση. Αλλά εσείς απ’ ό,τι καταλαβαίνω μιλάτε για μικρότερες ηλικίες. ΓΙΑΤΙ γράφουν τόσο νωρίς; Δεν το σκέφτηκα ποτέ. Δε νομίζω να ωριμάζουν νωρίτερα. Το κλίμα είναι περίπου το ίδιο. Οι συνθήκες ίσως, ο αγώνας, η εισβολή. Δεν είχατε πρόσφατα τραν ταχτά γεγονότα, που να τα έζησαν οι νέοι άν θρωποι;
οποία εσείς οι παλαιότεροι θα παρα δώσετε τη σκυτάλη. Μαζί με τη σκυτά λη, ποια συμβουλή θα δίνατε στους νέους; ΝΑ τρέξουν κι αυτοί... Μα δίνονται οδηγίες για την ποίηση; Δε ξέρω. Θά ’λεγα πως οι ποιητές είναι οι τελευταίοι που δέχονται εκ των έξω συμ βουλές. Και ούτε τις χρειάζονται. Άλλωστε ποιος είμαι εγώ που θα συμβουλέψω από καθέδρας; Εκείνο μονάχα, που εμείς οι παλιοί αναμέ νουμε από τους διαδόχους μας, είναι να παρα δώσουν τη σκυτάλη παρακάτω και νά ’ναι η σκυ τάλη τους καλύτερη απ’ αυτή που παίρνουν από εμάς. Θά ’θελα όμως να προσθέσω ότι η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία έχει να διαδραματί σει σημαντικότατο ρόλο στην ανακοπή του κατή φορου στον οποίο μας οδηγεί η επαπειλούμενη κακή χρήση των σύγχρονων τεχνικών επιτευγμά των. Κι αν λεχθεί ότι η ποίηση ιδιαίτερα δε φτά νει στο ευρύ κοινό για να επηρεάσει, θά ’λεγα πως θά ’ταν σε κάποιο βαθμό αρκετό να φτάσει τουλάχιστον στα αυτιά των κρατούντων. Κύριε Μόντη, τι θα θέλατε να γράψετε που δεν έχετε γράψει; ΑΚΟΜΑ αναμένει η αποστολή μας. Είναι φοβε ρό πράγμα η ποίηση. Νιώθεις ακόμα και στις πιο τραγικές σου στιγμές να θέλεις να επωφεληθείς. Ακόμα και αν επίκειται ο θάνατος, θέλεις να βρεις ένα κομμάτι χαρτί να γράψεις για κάτι, που δεν ήταν όπως το νόμισες, για την αποστο λή· Νιώθεις την ανάγκη πάνω απ’ όλα να γρά ψεις ό,τι δεν είδε άλλος. Έχω μια έγνοια. Δεν έγραψα, δεν έδωσα ό,τι έπρεπε να δώσω, στην ποίησή μου βέβαια, για την τουρκική εισβολή. Κι έχουν περάσει 12 χρόνια από τότε. Δεν ξέρω αν έχω άλλη έγνοια από αυτή. Οι έγνοιες έρχον ται ξαφνικά εκεί που δεν τις περιμένεις και ανη συχείς ότι απ’ αυτά, που άφησες πίσω σου, κάτι υπολείπεται ακόμα, κάτι δεν είπες. Είναι χρήσι μη αυτή η έγνοια, να νιώθεις ότι δεν έδωσες ό,τι μπορούσες να δώσεις. Θα ήθελα τώρα να σου διαβάσω κάποιους τελευταίους μου στίχους: Μην ακούτε. Δ ε μπορούμε να τραβήξουμε μια τόση δα ευθεία χωρίς να μας κρατά το χέρι ο χάρακας, δε μπορούμε να τραβήξουμε μια τάσή δα ευθεία χωρίς να μας κατευθύνει το χέρι ο χάρακας
Το Πολυτεχνείο; ΔΕΝ ήταν ξερίζωμα... Και ας έρθουμε στο δεύτερο ερώτημα. Είπατε ότι υπάρχει μια γενιά, στην
Και να που εκείνα που ανυπομονούσαμε να τελειώσουν, είν’ ακριβώς τα ίδια που ανυπομονούμε τώρα να τα ξανάχουμε.
ΔΕΛΤΙΟ β ι β λ ι ο γ ρ α φ ικ ό δ ε λ τ ίο α ρ ιθ . 123
iu ,Z t 7 m s
·
• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεταί με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
Χέγκελ. Φιλοσοφία. Μετ. Φωτεινή Πρεβεδούρου. Αθήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 168. Δρχ. 330.
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ I. Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού. Γ' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1985. Σελ. 302. Δρχ. 850.
ΝΕΟΤΕΡΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ I. Πηγές κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1985. Σελ. 84. Δρχ. 250.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ. Η φιλοσοφία σήμερα. Αθήνα. 1985. Σελ. 266. Δρχ. 700.
ΛΙΕΝΧΑΡΝΤ ΓΚ. Κοινωνική ανθρωπολογία. Μετ. Μ. Πετρονώτης. Επιμ. Δ.Γ. Τσαούσης. Αθήνα, Guten berg, 1985. Σελ. 241. Δρχ. 800.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Αγιολογία. Θεσ σαλονίκη, Πουρναράς, 1985. Σελ. 265. Δρχ. 850.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΑΚΕΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. Σύγχρονοι εθνικοί προβληματισμοί. Αθήναι, Σιδέρης. Σελ. 108. Δρχ. 250. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Το κράτος στον περι φερειακό καπιταλισμό. Αθήνα, Εξάντας, 1985. Σελ. 262. Δρχ. 600. ΒΟΥΛΤΕΨΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η πολιτική διαθήκη του
7 4/δελ τιο Γεωργίου Παπανδρέου και η αντίσταση του Ανδρέα. Αθήνα, Ισοκράτης, 1985. Σελ. 286. Δρχ. 600.
DEXTREIT R. Τέρμα στο έμφραγμα και τα πρόωρα γερατειά. Μετ.: Πολ. Φοιρός. Αθήνα. Σελ. 60.
ΜΑΡΞ Κ. - ΕΝΓΚΕΛΣ ΦΡ. Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ανατολικό Ζήτημα. Εισ.-μετ. Παναγιώτης Κονδύλης. Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη, αριθ. 9, Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 555. Δρχ. 1300.
ΤΕΧΝΕΣ
ΔΙΚΑΙΟ UNESCO. Το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος. Εκατό ερωτήσεις και απαντήσεις. Τόμος Γ'. Επιμ. Μιχάλης Μπεργαδής. Αθήνα, Μπεργαδής, 1985. Σελ. 415. Δρχ. 2 .200.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΑΡΦΑΡΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΕΜΜ. Το τζάκι. Β' έκδοση. Αθήνα, Ήβος, 1984. Σελ. 231.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΚΤΣΟΓΛΟΥ ΜΠΑΜΠΗΣ. Φράνσις Φορντ Κόππολα. Αθήνα, Αιγόκερως, 1985. Σελ. 126. Δρχ. 200.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΚΑΒΑΚΑΣ ΑΝΑΝΙΑΣ. Νέοι γονείς με χαρούμενα και υπάκουα παιδιά. Αθήνα, Κέρκουρος, 1985. Σελ. 176. Δρχ. 300.
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΒΙΟΛΟΓΊΑ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ε. Η αθέατη πλευρά μας. Αθήνα, Καπόπουλος, 1985. Σελ. 170. Δρχ. 400.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΙΑΤΡΙΚΗ
ΣΥΝΑΔΙΝΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Γ. Τένις για αρχάριους και προχωρημένους. Αθήνα, Ήβος. Σελ. 219.
ΓΛΩΣΣΑ
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ ΚΙΤΣΑΡΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Λ. Το έγκλημα του αιώνος. Αθήναι, 1985. Σελ. 549. Δρχ. 500.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
DEXTREIT R. Πώς θεραπεύεται η δυσκοιλιότητα. Μετ.: Πολύδωρος Φοιρός. Αθήνα, Ήβος, 1984. Σελ. 32.
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
DEXTREIT R. Τα 4 θαύματα. Το καρότο, το λεμόνι, το σκόρδο, το θυμάρι. Μετ.: Πολ. Φοιρός. Αθήνα, Ήβος. Σελ. 28.
Παλατινή ανθολογία. Στράτωνος Μούσα Παιδική. Μετ. Γιώργος Ιωάννου. Β' έκδοση. Αθήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 249.
δελ τιο /7 5
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
1843-44. Δοκίμια για τον Μαρξισμό. Αθήνα, Guten berg, 1985. Σελ. 136. Δρχ. 400.
ΠΟΙΗΣΗ
ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΒΥΡΩΝ. Δοκίμια για την ποίηση. Αθήνα, Έρασμος, 1985. Σελ. 62. Δρχ. 170.
ΚΑΣΣΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Παραλογοτεχνία στην Ελλάδα 1830-1980. Αθήνα, Ιχώρ, 1985. Σελ. 175. Δρχ. 600.
ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Π. Κατόψεις. Ποιήματα. Αθήνα, Διογένης, 1985. Σελ. 46. ΖΩΗΣ ΙΩΑΝ. Τότε. Ποιήματα. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 63.
ΠΟΛΙΤΗΣ ΦΩΤΟΣ. Επιλογή κριτικών άρθρων. Αθή να, Ίκαρος, 1985. Σελ. 407. Δρχ. 1000.
ΘΕΑΤΡΟ
ΚΡΑΝΙΩΊΉΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Αλίτις μοίρα. Αθήνα, Ά γρα, 1985. Σελ. 78. ΜΙΣΤΡΙΩΤΗ ΜΑΡΙΑ. Προσεγγίσεις. Ποίηση. Αθήνα, Κάκτος, 1985. Σελ. 55. ΜΙΧΑΛΑΚΑΚΟΥ-ΜΑΡΑΓΚΟΖΟΓΛΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΤΣΑ. Θροίσματα της ψυχής. Αθήνα, 1985. Σελ. 60.
ΕΡΓΑ
ΡΑΠΤΗ ΑΜΑΛΙΑ. Φυγάδευση. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 52. ΤΡΕΝΤΛΑ ΣΥΛΒΙΑ. Έ να κανάτι τρέλας. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 76. ΤΣΟΥΝΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Πορείες παράλληλες. Αθή να, Δωδώνη, 1985. Σελ. 56.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΔΑΛΑΜΗΤΡΑ ΑΝΝΑ. Διαλέγετε και παίρνετε. Αθή να, Ιωλκός, 1985. Σελ. 125. Δρχ. 400. ΚΟΝΤΟΜΕΡΚΟΥ ΒΑΝΑ. Αύριο, ίσως... Μυθιστόρη μα. Αθήνα, Δωδώνη, 1984. Σελ. 302.
ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Άννα, Πατρίτσια, Μάγκυ. (Η άλλη όψη). Κοινωνικό δράμα σε δυο πράξεις. Αθή να, Δωδώνη, 1985. Σελ. 110. ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Εγκαίνια. Σατιρική κωμω δία σε δύο πράξεις. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 88. ΚΕΧΑΓΙΑΣ-ΝΑΙΘΩΝΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Ευάνδρου Καλύμνου οι ανένταχτοι. Αθήνα, 1985. Σελ. 135. Δρχ. 300.
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. 1984+1. Αθήνα, Ελληνι κή Ευρωεκδοτική, 1985. Σελ. 149. Δρχ. 400.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Ο κριτικός Μαρξ
ΠΑΣΧΟΥ Π.Β. Κοσμάς ο Αιτωλός. Αθήνα, Ακρίτας, 1985. Σελ. 214. Δρχ. 400.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΑΜΠΑΒΙΛΑ
άνθρωποι στη θαλασσα!
76/δελτιο
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΒΟΓΑΣΑΡΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ. Αναφορά στον Μπόμπυ Σαντς που πέθανε στις φυλακές του Μαίηζ πολεμών τας για τον ΙΡΑ. Αθήνα, Δωδώνη, 1984. Σελ. 46.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 293. Δρχ. 70.
ΝΑΡ ΑΛΜΠΕΡΤΟΣ. Οι συναγωγές της Θεσσαλονί κης. Τα τραγούδια μας. Θεσσαλονίκη, Ισραηλίτικη Κοινότητα Θεσσαλονίκης, 1985. Σελ. 317.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ Μ. Η ιστορία των ελλήνων. Τόμος Α'. Ο αρχαίος κόσμος. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 523. Δρχ. 850. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ ΑΠΟΣΤ. Π. Ο αυτονομιακός αγώνας της Βορείου Ηπείρου 1914. Αθήνα, 1985. Σελ. 124. SKENE JAMES. Μνημεία και τοπία της Ελλάδος. 1938-1845. Αθήνα, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος, 1985.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχη 10-12, 13-14. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 922. Δρχ. 100. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 42. Δρχ. 120. ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ. Τεύχος 44. Δρχ. 100. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 121. Δρχ. 150. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. Μηνιαία εφημερίδα για την αυτοδιοίκηση. Φύλλο 12. Δρχ. 30. ΔΙΑΛΟΓΟΣ. Φύλλο 46/1985 Α'. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 64. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ. Περιοδικό της χριστιανι κής αλήθειας. Τεύχος 3. Δρχ. 100. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 203. Δρχ. 200.
ΚΑΜΕΙΡΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό του ελλαδικού χώ ρου. Τεύχη 54-56, 57-59.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΜΑΡΑΣΛΕΙΑΚΟ ΒΗΜΑ. Τεύχος 10-11. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ. Φύλλο 28. Δρχ. 30.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΑΡΘΑΙΟΥ PENA - ΜΑΝΟΥ-ΠΑΣΣΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Χαρούμενες διακοπές. Αθήνα, Πατάκης, 1985. Σελ. 201. ' BLYTON ENID. Οι πέντε φίλοι σε διακοπές. Μετ. Μ. Αυγέρου. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 174. Δρχ. 300. BLYTON ENID. Οι πέντε φίλοι πέφτουν σε περιπέ τεια. Μετ. Μ. Αυγέρου. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 183. Δρχ. 300.
Η ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τόμος Α'. Τεύχη 1-6 (δεμένα μαζί). Δρχ. 800. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 831. Δρχ. 100. ΠΑΡΟΥΣΙΑ. Περιοδική έκδοση λαϊκής επιμόρφωσης νομού Πιερίας. Τεύχος 7. Δρχ. 100. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ. Τεύχος 19. Δρχ. 200. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ. Τεύχος 7. Δρχ. 250. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ ΔΑΣ. Τεύχος 162.
BLYTON ENID. Οι πέντε φίλοι σε κατασκήνωση. Μετ. Μ. Αυγέρου. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 175. Δρχ. 300.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΟΣ. Τεύχος 289-292. ΣΑΜΙΑΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τρίμηνη έκδοση σαμια κών γραμμάτων. Τεύχος 31/32. Δρχ. 250.
BLYTON ENID. Οι πέντε φίλοι σε φασαρίες. Μετ. Μ. Αυγέρου. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 167. Δρχ. 300. BLYTON ENID. Οι πέντε φίλοι φεύγουν μ’ ένα τρο χόσπιτο. Μετ. Μ. Αυγέρου. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 190. Δρχ. 300.
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ. Μηνιαία έκδοση. Τεύχος 2. Δρχ. 20.
ΝΕΣΤΛΙΝΓΚΕΡ ΚΡΙΣΤΙΝΕ. Γιούχα στον κολοκυθοβασιλιά. Μετ. Μαρία Κάσση. Αθήνα, Τεκμήριο, 1985. Σελ. 158. Δρχ. 350. PERRAULT CHARLES. Τα παραμύθια. Μετ. Δέ σποινα Καμπάνη-Δετζώρτζη. Αθήνα, Άγρα, 1985. Σελ. 184. Δρχ. 650.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχος 22. Δρχ. 200.
ΣΥΝ. Θέματα εικαστικών τεχνών. Τεύχος 23. Δρχ. 150. ΣΥΝΑΞΗ. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδο ξία. Τεύχος 14. Δρχ. 150. ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ. Μηνιαία έκδοση του ΤΕΕ. Τεύχος 36. ΦΙΛΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ. Τεύχος 1.
δελ τιο /7 7 29 Μαίου11 Ιουνίου 1985
κριτικογραφία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊ κό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμένες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
- Υ π ό μ ν η μ α -------ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμποΰκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου
ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παισνίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΓ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΙ: Εικόνες Ε θ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδομη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
Βιβλιογραφίες
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
θρησκεία
Τα ελληνικά προεπαναστατικά περιοδικά (ΔΠ, ΒΙ, 120)
Κόντσγλου Φ.: Μυστικά άνθη (Κ.Π. Μιχαηλίδης, Ευθύνη, 161)
Φιλοσοφία
Κοινωνιολογία
Δεληβοριάς Σ.: Τυχαίο ή αναγκαιότητα (ΕΠ, Ξενόπουλος, ΡΙ, 9/6) Δήμου Ν.: Το απόλυτο και το τάβλι (ΠΑ, ΕΟ, 102) Πάις I.: Η ελληνική φιλοσοφία (Π. Σιωπής, ΡΙ, 9/6)
Καββαδίας Γ.: Μαρξ: Κοινωνιολογικά κείμενα. (Τ.Β., ΑΥ, 7/ 6) Κατάκη X.: Οι τρεις ταυτότητες της ελληνικής οικογένειας (Α. Φραγκουδάκη, ΑΝ, 289)
Ψυχολογία Ολιβιέ Κ.: Τα παιδιά της Ιοκάστης (Α. Βόρνινγκ, Δ1, 120)
Πολιτική Άτλας βουλευτικών εκλογών 18ης Οκτωβρίου 1981 (ΚΣ, ΝΕ, 1/6)
78/δελτιο Δημοκρατία-πρόοδος-μεταρρύθμιση (Π. Δρακόπουλος, ΕΟ, 102) Ελληνική εταιρία πολιτικής επιστήμης. Οι εκλογές 1981 (ΚΣ, ΝΕ. 1/6) Κατζουράκος Γ.: Η σφυγμομέτρηση (ΚΣ, ΝΕ, 1/6) Κωστόπουλος Σ.: Αυτός είναι ο φασισμός (ΓΣ, AM, 4/6) Νικολακόπουλος Μ.: Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964 (ΚΣ, ΝΕ, 1/6)
Οικολογία
Μαυρίδου Ε.: 1) Σελάγισμα (ΦΤ, ΒΟ, 42) 2) Εντρυφήματα (G.H. Aulrere, ΒΟ, 42) Μπαρμπαγιάννης-Προσήλιος Γ.: Βουκολικά (ΑΦ, ΑΚ, 8/6) Νικορέτσος Δ.: Στοχασμοί στο ημίφως (Ε. Trouvere, ΒΟ, 42) Πλαχούρης Γ.: Παράθυρα στο φως (ΚΚ, ΠΛ, 19) Πόθος Β.: Ψυχής βίος (ΑΦ, ΑΚ, 1/6) Σινόπουλος Τ.: Μεταίχμιο (ΚΚ, ΠΛ, 19) Σκανδάμη X.: Αναπαλαίωση σε αττικά (ΚΕ, ΠΛ, 19) Σπεντζής Π.: Ιουλιανός εσπερινός (Ε. Αλεξίου, ΡΙ, 9/6) Στεργιόπουλος Κ.: Αλλαγή φωτισμού (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 120) Τασούλης Θ.: Σε μωβ ελάσσονα (ΑΦ, ΑΚ, 8/6) Τζερμιαδανός Ν.: Τραγούδια σ’ ένα ηλιοτρόπιο (Μ. Γιαλουράκης, Ταχυδρόμος Αιγυπτιωτών, 105) Τζόκας Λ.: Στα στενορύμια του χωριού μου (Α. ΜπουρατζήΘώδα, Πανηπειρωτική, 87) Τσάγγος Β.: Εμβατήριο από ατσάλι (Α. Μπουρατζή-θώδα, Πανηπειρωτική, 87) Τσίκουλα-Γαϊταντζή Μ.: Ποιητικός λόγος 1971-1980 (ΦΤ, ΒΟ, 42) Φίλντιση Σ.: Ελένη (ΚΚ, ΠΛ, 19) Φωτεινάκης Β.: Έμπορος μοναξιάς (Λ. Πετρίτση, ΚΑ, 6/6) Χριστόπουλος θ.: Έλα τώρα... (ΑΦ, ΑΚ, 1/6) Γκίνσμπεργκ Α.: Η Πλουτώνια ωδή (ΕΑ, ΕΛ, 6/6) Layton I.: Εδώ αγάπησε φλεγομένη η Σαπφώ (Μ.Β. Ραίζης, ΚΑ, 6/6)
Γκρουλ X.: Ένας πλανήτης λεηλατείται (Κ. Πλασσαρά, ΓΤ, 40)
Πεζογραφία
Οικονομία Αγγελόπουλος Α.: Ένα παγκόσμιο σχέδιο για την απασχόλη ση (ΒΠ, ΔΙ, 120) Γιαννακούρης Π.-Κουκουβίνης Β.: Ο φόρος κύκλου έργασιών στην Ελλάδα (ΠΚ, ΟΤ, 6/6) Ματσούκης θ.: Γεγονότα, επιχειρήσεις, πρόσωπα στην οικο νομία του 1984 (W, ΟΤ, 6/6) Οικονομικός οδηγός ICAP (W, ΟΤ, 6/6) Τζαμτζής !>.: Τα λίμπερτυ και οι έλληνες (Γ.Κ. ΟΤ, 6/6)
Λαογραφία Χατζόπουλος Γ.: Λαογραφικά Κρυονερίου Ανατολικής Θρά κης (ΦΤ, ΒΟ, 42)
Η Οικολογία για αρχάριους (Κ. Πλασσαρά, ΓΤ, 40)
Εκπαίδευση-παιδαγωγική Ματσανιώτης Ν.: Εμείς και το παιδί μας (ΘΥ, ΕΙ, 29/5) Παπαναούμ-Τζίκα Ζ.: Ο εκπαιδευτικός και το έργο του από τη σκοπιά των μαθητών (Δ. Αλεξόπουλος, Νέα Παιδεία, 34)
Τέχνες Βρετός Μ.: Αι νέαι Αθήναι (Α. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 30/5) Γέρος (ΘΥ, ΕΙ, 5/6) Ζορμπαλάς Σ.: Τέχνη και κοινωνία (X. Σακελλαρίου, ΠΛ, 20) Πανουτσόπουλος Γ.: Μινιατούρες-Μονοτυπίες (ΘΥ, ΕΙ, 5/6) Παστρικαλάκις Φ.: 1) Ιστορία της σκηνογραφίας (Μ. Τίγκιλης, Εκκύκλημα, 6), 2) Ταξιδεύοντας ζωγραφικά (ΘΥ, ΕΙ, 5/6) Πετρόπουλος Η.: Η αυλή στην Ελλάδα (ΘΥ, ΕΙ, 5/6) Σκουλάς Η.: Βοήθεια! (ΒΠ, ΔΙ, 120)
Αθλητισμός Ρερλ Ν.-Μέσμαν Κ.: Αυτή είναι η οδήγηση (ΓΣ, ΑΗ, 4/6)
Κλασική φιλολογία Ελύτης Ο.: Σαπφώ (ΚΚ, ΠΛ, 19)
Ποίηση Αγγελάκη-Ρουκ Κ.: Ενάντιος έρωτας (ΘΠ, ΕΣ, 31/5 και 7/6) Ανθολογία ποιημάτων μεγαρέων ποιητών 1960-1980 (ΦΤ, ΒΟ, 42) Ασλανίδης Ε.Γ.: Βαβυλών (ΚΤ, Ε θ, 29/5) Ελύτης Ο.: Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (Α. Αργυρίου, ΝΕ, 5/6) Ζευγώλη-Γλέζου Δ.: Φθινοπωρινό φως (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 161) Κατσιγιάννης X.: Μαθητεία στη μοναξιά (ΦΤ, ΒΟ, 42) Κάλλια Σ.: Υπαρξιακός λόγος (ΑΦ, ΑΚ, 1/6) Κόρφης Τ.: (επιμ.) 54 φωνές (Π. Δρακόπουλος, ΕΟ, 102) Κοφίνης Γ.: Ο θρήνος των ζώων (ΚΚ, ΠΛ, 19) Λιοντάκης X.: Ο Μινώταυρος μετακομίζει (NY, CO, Ιούν. ’85) Λομπιάνκο Μ ■Με ολόφωτα νήματα (Δ. Νικορέτσος, ΚΑ, 30/
5)
Δρακονταειδής Φ.: Το άγαλμα (ΚΤ, Ε θ, 9/6) Καρακατσάνης Μ.: Black out (ΕΛ, ΓΥ, 29/5) Κοντολέων Μ.: Με στοιχεία προσωπικών συνεντεύξεων (ΝΥ, CO, Ιούν. ’85) Κουμανταρέας Μ.: Η κυρία Κούλα (Ε. Κοτζιά, ΓΤ, 40) Κυριαζής Κ.: Ερρίκος του Αινώ (ΜΚ, ΒΙ, 120) Κυριακίδης Α.: Ο πληθυντικός μονόλογος (ΑΦ, ΑΚ, 8/6) Μάρβα Λ.: Θύμα βιασμού (Μ. Γιαλουράκης, Ταχυδρόμος Αι γυπτιακών, 105) Μούλιος Φ.: Η φαμίλια των Λιστινών (ΚΤ, Ε θ, 5/6) Ροζάνης Σ.: Αποσπάσματα από ένα τοπίο (ΒΧ, ΑΥ, 11/6) Ρόζου Ε.: Σαχάρα η μοίρα (Μ. Γιαλουράκης, Ταχυδρόμος Αι γυπτιακών, 105) Τσακίρη Σ.: Κλειστή στροφή (ΕΛ, ΓΥ, 29/5) Φακίνος Α.: Ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια (NY, CO, Ιούν. ’85) Φώτος Ν.: Έρως σωμάτων (NY, CO, Ιούν. ’85) Χατζημιχάλη Ε.: Ο μικρός γιαλός. Η Απού (ΕΛ, ΓΥ, 29/5) Γιουρσενάρ Μ.: Άννα, Soror (NY, CO, Ιούν. 85) Γουεστ Μ.: Οι γελωτοποιοί του θεάτρου (ΓΣ, ΑΗ, 4/6) Έκο Ο.: Το όνομα του ρόδου (Δ. Τζιόβας, ΑΝ, 292), (ΚΣ, ΝΕ, 8/6) Κινγκ Σ.: Κριστίν (ΓΣ, ΑΗ, 4/6) Ουναμούνο Μ.: Καταχνιά (Ε. Κοροντζή, ΔΙ, 120) Ουσμάνε Σ.: Χορματιάν (ΠΜ, ΠΑ, 4/6) Τέβις Γ.: Ο τζογαδόρος (ΓΣ, ΑΗ, 4/6)
Μελέτες Δημητρακόπουλος Φ.Α.: Ο νεοελληνισμός στη λογοτεχνία (ΚΤ, ΕΘ, 29/5) Μακράκης Μ.: Ο σοσιαλισμός του Ντοστογιέφσκι (ΘΥ, ΕΙ, 29/
5)
Παππά Ε.: Σπουδή στο θέμα της ελευθερίας (ΚΤ, Ε θ, 29/5) Μαρκήσιος Ντε Σαντ.: Απόψεις για το μυθιστόρημα (ΒΧ, ΑΥ, 4/6) Ροντάρι Τ.: Η γραμματική της φαντασίας (X. Σακελλαρίου, ΠΛ, 20)
Δοκίμια Λογοθέτης Η.: Παραληρηματική ελεγεία για το κόκκινο και το μαύρο (Α. Χριστινίδης, ΕΟ, 102)
δελτιο/79 Αλληλογραφία
Skene S.: Μνημεία και τοπία της Ελλάδας (ΚΤ, ΕΘ, 516)
Παλαμάς Κ.: Γράμματα στη Ραχήλ (ΘΥ, ΕΙ, 29/5)'
Βιογραφίες-Μαρτυρίες
Παιδικά Παραμύθια του Αισώπου (ΓΣ, ΑΗ, 4/6)
Ιστορία Ιουλιάνα 1965 (ΘΥ, ΕΙ, 29/5) Παπακωνσταντίνου Μ.: Η Μακεδονία μετά το μακεδονικό αγώνα (I. Κίννιας, ΟΤ, 30/5) Χαραλάμπης Β.: Στρατός και πολιτική εξουσία στην Ελλάδα (ΚΣ, ΝΕ, 1/6) Glogg R.: Σύντομη ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας (Ι.Μ. Χατζηφώτης, ΕΟ, 102)
Αποστόλου Α.: Μνήμες (Μ.Χ.Π., ΝΕ, 1/6) Ζάππας Τ.: Ευβοϊκά Γ'. (ΜΠ, ΝΕ, 8/6) Πανταξής Π.Δ.: Μίλτος Κουντουράς (Μ. Γιαλουράκης, Ταχυ δρόμος Αιγυπτιωτών, 105) Άλλεν/Μπρουκς (ΣΚ, ΕΛ, 6/6) Μονσέλ Τ.: Οδοιπορικό του 1843 (ΣΤ, ΕΛ, 30/5) Hope Τ.: Εικόνες από την Ελλάδα του 18ου αιώνα (ΣΤ, ΕΛ,
Ταξιδιωτικά Μανουσάκης Γ.: Οδοιπορικό των Σφακίων (Α. Ζήρας, ΓΤ, 40)
ΓΥΜΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ Βίκτωρα Θ . Κυπραίου ΤΟ ΤΡΥΦΕΡΟ-ΡΩΜΑΛΕΟ-ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΟ-ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ-ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΠΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΟΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΠΡΟΚΑΛΕΙ
ΕΛΒΙΡΑ
ΜΑΓΓΥ
ΛΟΤΤΑ
ΤΡΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΟΛΟΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΟΥΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΓΕΡΜ. ΚΑΤΟΧΗ 1940-44 - 2000
SCIENCE FICTION Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΤΙΜΩΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΕΤΑΙ ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΛΜΗ ΑΠΟ ΤΗ ΔΥΝΑΤΗ ΠΕΝΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΕ ΣΗΜΕΙΟ ΝΑ ΕΞΟΡΓΙΖΕΙ... Η τριλο γία π ρ ο σ φ έ ρ ετα ι σ ε τιμή κό σ το υ ς σ ’ όλα τα βιβλιοπω λεία Γ εν. Π ρ ά κτω ρ Χ Ρ ΥΣΗ ΠΕΝΝΑ Σ τ ο ά Κ ο ρ α ή κ α ι Σ τ α δ ίο υ 3 0 Τηλ. 32.34.321 κ ' 32.34.710
80/μικρες αγγελίες
μικρές αγγελίες ΑΝ αγαπάς το βιβλίο και όλα τα συναφή σε αυτό και αν έχεις κέφι και όρεξη για σχετική επι χείρηση, έλα να συνεργαστού με. Τηλ.: 57.20.784-28.22.017. ΤΟ «ΔΙΑΒΑΖΩ» ζητά επειγόν τως να στεγαστεί σε καινούρια γραφεία ή τριάρι διαμέρισμα, στο κέντρο, περιοχή Ομήρου Σόλωνος - Ιπποκράτους. Τηλ.: 36.26.910 - 36.40.488 - 36.40.487 - 36.03.011. ★
ΜΠΟΡΕΙΣ να επιστρέφεις «Το Κρατίδιο του Αλξένη» του Γιώργου Καραμαλάκη αν νομί ζεις πως δεν ανήκεις σ’ αυτό. Κυκλοφορεί. Τηλ.: 90.19.437. ΤΟ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «Το Πα ράθυρο» διαθέτει το μυθιστό ρημα «Το Κρατίδιο του Αλξέ νη». Αν σ’ αρέσει επιστρέφεται. Κρατήστε όμως.... «Το Παράθυρο» 3ης Σεπτεμβρίου 66, 104.33. Τηλ.: 82.10.663.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ ζητά για κα τοικία της δυάρι ή τριάρι στην περιοχή κέντρου: Κολωνάκι, Λυκαβηττός, λόφος Στρέφη, Εξάρχεια. Τηλ.: 36.16.301.
ΟΠΟΙΟΣ ενδιαφέρεται για την κλασική μουσική πωλούνται δίσκοι εισαγωγής (Δ. Γερμα νία, Γαλλία, Αγγλία, Ολλαν δία) σε άριστη κατάσταση. Τηλ.: 8825681.
«ΠΟΡΕΙΑ ΟΛΕΘΡΟΥ» Α. Αθανασίου. Κεντρική διάθεση τηλ. 86.76.065. Έτσι προδόθηκε η Κύπρος... συγκλονιστικά ντοκουμέντα... αποκαλυπτικά στοιχεία... φως στα παρασκήνια... Ξένες επεμβάσεις & ντόπιες δολιεύσεις... Εθνικό ξεπούλημα για τη σω τηρία δικτατορικών καθεστώ των... Αίμα και ατίμωση για την απο κατάσταση της Δημοκρατίας. Γροθιά στα είδωλα... Τέρμα στους μύθους...
(Κάθε λέξη στις «μικρές αγγελίες» στοιχίζει 10 μόνο δραχμές)
Μ ε νέο πρόσωπο σ ’όλη τη ν Ελλάδα.
Ενα
MICHEL DEON
Ταξί
Mwp
Ι Ω Α Ν Ν Α Σ A. Χ Α Τ Ζ Η Ν ΙΚ Ο Α Η
Χατζηνικολή