Θεοδωροσ στυλ πελαντακησ g1 tomos

Page 1

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Κρύα Βρύση: Η περιοχή και οι παλιοί οικισµοί της Οι κάτοικοι, η ζωή τους διαχρονικά κοντά στο Κέδρος Το µετόχι Κουρµπάδος

Α΄ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΕ∆ΡΟΣ - ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Η Κρύα Βρύση είναι χτισµένη σε υψόµετρο 507 µ., από την επιφάνεια της θάλασσας και 1270 από την κορυφή του Κέδρους, εκεί όπου αρχίζει να υψώνεται απότοµα το όρος Κέδρος (ο Κέδρος, το Κέδρος). Απέχει 41 χιλιόµετρα από το Ρέθυµνο, 12 από την Αγία Γαλήνη, από τη θάλασσα των Σακτουρίων 15 χιλιόµετρα και από την Ακουµιανή Γιαλιά 18 χιλιόµετρα. Πιο µέσα από το πρόβαρµα που λέγεται Βίγλα1 υπάρχει ο πελώριος Χάρακας. Βόρεια του λόφου της Κεφάλας υπάρχει ένα επίπεδο µέρος, που λέγεται «Σοπάτα, η»2 (ίσος + πατώ) που φιλοξένησε τα πρώτα σπίτια. Τα υπόλοιπα βρίσκονται χαµηλότερα, κολληµένα µεταξύ τους. Για λόγους ασφάλειας και ως συνέπεια της πατριαρχικής οικογένειας, που ίσχυε σε παλαιότερες εποχές, είναι χτισµένα το ένα δίπλα στο άλλο, ώστε σχηµατίζουν µικρές γειτονιές (Βαβουριανά, Πελαδιανά, Μανουσανά...). Η ασφάλεια ανθρώπων και ζώων στις δύσκολες εποχές του οικισµού της Κρύας Βρύσης υπαγόρευε την κατασκευή – διαµόρφωση των σπιτιών µε µια είσοδο, κανένα παράθυρο στο µακρόστενο κτίσµα. Φως έµπαινε µόνο από φωταγωγούς στο δώµα. Στο βάθος φύλασαν τα άχερα και το λάδι. Πιο έξω, τα ζώα - Οι άνθρωποι διέµεναν κοντά στην είσοδο ή κάτω τα ζώα – πάνω (οντάς): µετά παρέλευση δεκαετιών και την οικοδόµηση ισόγειου (για τα ζώα) και ανώγειου (οντά) για τους ανθρώ1. Βίγλα (πολύ κοντά, δυτικά), Βιγλολίδι (νοτιοδυτικά, κατοπτεύει το Λιβυκό) και Βιγλί (νοτιοανατολικά) είναι τα τρία τοπωνύµια που υπενθυµίζουν ότι το χωριό φυλασσόταν από βιγλάτορες σε δύσκολους καιρούς της βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας. 2. Για συνεννόηση, ας ονοµάσοµε Σοπάτα όλο το επίπεδο µέρος από το σπίτι του Σπύρου µέχρι του Λαµπρή. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τη Σοπάτα του 1723 και 1742 υπάρχουν σε έγγραφα του ιεροδικείου Ρεθύµνου (Παπιοµύτογλου 1995, σελ. 248).


116

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Στη ρίζα του Κέδρους η Κρύα Βρύση και νοτιότερα η Νέα Κρύα Βρύση

πους. Άλλωστε, αυτά τα µακρόστενα σπίτια (τύπου κατούνας)3 ήταν κοινός τύπος σπιτιού στα χωριά. Μερικά από τα σπίτια του χωριού είναι τύπου φρουριακού (από του π. Ηλία µέχρι το Χάρακα), και όλα είναι σε µικρή σχετικά απόσταση από την πηγή µε το κρύο νερό, τη Βρύση. Αυτή η πηγή – βρύση, όχι µόνο έγινε πόλος έλξης για να κατοικήσουν µόνιµα άνθρωποι κοντά της και να τους ξεδιψάζει µε τα κρύα νερά της, αλλά και έδωσε το όνοµά της στον οικισµό. Ο Χάρακας είναι τεράστιος βράχος, που, σύµφωνα µε την τοπική παράδοση, «είναι στοιχειωµένος και όποιος επιχειρήσει να τονε σπάσει, θα βρει σύντοµα άσκηµο θάνατο». «Ένα στοιχειό – αράπη, που συχνάζει εκειά τη νύχτα, είχανε δει οι αγωγιάτες, όταν µετά τα µεσάνυχτα ξεκινούσανε µε φορτωµένα τα ζώα τους για πορεία δέκα ωρών µέχρι το Ρέθεµνος, τα παλαιότερα χρόνια» (Αγγελική Πελαντάκη, 1955).4 3. Κατούνα σηµαίνει κτίσµα για προσωρινή (στην αρχή) διαµονή. Αργότερα ο τύπος αυτός χρησιµοποιήθηκε και για µόνιµη διαµονή σε οικισµούς, χωριά, µερικά από τα οποία πήραν και διατηρούν αυτήν την ονοµασία (Κατούνα) στην υπόλοιπη Ελλάδα. «Να κάµοµε κατούνα» (= να µείνοµε, να ξωµείνοµε, να µείνοµε πρόχειρα, προσωρινά). Ήταν µονόσπιτα, δηλαδή είχαν µια είσοδο. 4. ∆ίπλα από το όνοµα κάθε πληροφορητή σηµειώνω το έτος που πήρα την πληροφορία.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Το όνοµα Κρύα Βρύση

117

Η πηγή (Βρύση) δυτικά από το Χάρακα εξασφαλίζει το απαραίτητο για τη ζωή νερό και νοµίζω ότι ήταν άλλο αίτιο που προσέλκυσε τον πρώτο οικιστή του χωριού. Στη σελίδα 6, παραποµπή 15 της ανακοίνωσης του Χαράλαµπου Γάσπαρη, (∆ιευθυντή στο Ινστιτούτο Ο τεράστιος Χάρακας, το στοιχειό της Κρύας Βρύσης Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.), στον Β΄ τόµο, αναφέρεται ότι «σε συµβόλαιο του 1282 αναφέρεται η Βρύση... και παρόλο που δεν έχει ακόµη ταυτιστεί, το όνοµα παραπέµπει είτε στην Κρύα Βρύση είτε στις Βρύσες κοντά στα Ακούµια». Εδώ θα επιχειρήσω να ταυτίσω τη Βρύση εκείνη του 1282 µε την Κρύα Βρύση και αναµένω από τα αρχεία της Βενετίας (τα οποία ερευνά ο Χαράλαµπος Γάσπαρης και άλλοι ερευνητές) και γραπτή επιβεβαίωση. Τα επιχειρήµατα είναι γλωσσικά (τοπωνυµιολογικά): α) Και σήµερα η τοποθεσία γύρω από την πηγή λέγεται Βρύση («έχω περβόλι στη Βρύση», «πότισα το φυτευτό στη Βρύση»). β) Άλλη πηγή που είναι χαµηλότερα, νοτιότερα, λέγεται Κάτω Βρύση («η στέρνα στην Κάτω Βρύση είναι γεµάτη». «Φύτεψα πατάτες στην Κάτω Βρύση»). Ποτέ δε λέγεται αντίστοιχα για τη Βρύση: Πάνω Βρύση, αλλά απλά Βρύση (χωρίς τοπικό προσδιορισµό). Αντίθετα, στον Κάτω Κέρα υπάρχει: Πάνω Βρύση (Πάνω Σόχωρα), Κάτω Βρύση (Κάτω Σόχωρα). γ) Ανάλογο συµβαίνει και µε το ρυάκι δυτικά αυτής της πηγής-Βρύσης του χωριού µου. Λέγεται µονολεκτικά Ρυάκι, ενώ όλα τα άλλα ρυάκια δεν έχουν µονολεκτικό όνοµα: Τω-ν Ρυακουλιών το ρυάκι, του Λερέ το ρυάκι, το ρυάκι τση Σεληνάρας (Σωληνάρας). (Για άλλο επιχείρηµα που πιθανόν βεβαιώνει ότι η Κρύα Βρύση υπάρχει κατά τον 13ο αιώνα, βλέπε στη σελ. 124).


118

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Το Κέδρος Το Κέδρος5 έχει πολλές κορφές ψηλότερες από τα 1.000 µέτρα. Η ψηλότερη έχει υψόµετρο 1777 µέτρα. Το βουνό ήταν εγγύηση για ασφάλεια ζωής στους κατοίκους των γύρω χωριών σε περίπτωση κινδύνου. Ολόκληρες οικογένειες πήγαιναν συχνά στα σπηλιάρια, για να αποφύγουν τους επιδροµείς. Αυτά δεν τα γράφει κανένα βιβλίο µέχρι τώρα, είναι όµως µαρτυρηµένο ότι ο γερο-Σκούληκας γεννήθηκε στο σπήλαιο του Κατουρητή. Στο ίδιο σπήλαιο είχαν εγκαταστήσει στην επανάσταση του 1866-69 ακόµη και αργαστήρι (αργαλειό) (Μαρτυρία Αντιόπης Πελαντάκη - Τσουρδαλάκη) και ο Μαυροµανόλης γεννήθηκε στο σπήλαιο του Ρέχτα (π. Γ. Φωτάκης). Ακόµη και στον τελευταίο παγκόσµιο πόλεµο το Κέδρος φιλοξένησε ξένους (συµµάχους) στρατιωτικούς µέχρι να φύγουν µε υποβρύχιο. Φιλοξένησε αντάρτικες οµάδες που τις τροφοδοτούσαν οι Κρυοβρυσανοί, έκρυψε ραδιόφωνο στα σπηλιάρια του

Το σπήλαιο του Κατουρητή, ψηλά στο Κέδρος

5. Ακούεται και το Κέντρος, του Κέντρους. Ο Κέδρος ή Αγριοκυπάρισσος: είναι το όνοµα του γνωστού δένδρου. Το βουνό είχε διαχρονικά τις ονοµασίες: Το Κίνδριον (όρος), το Κέδρος, το Κέδριον, το Κεδρισσόν, το Κύνδριον, τα Πάνακρα (Θ. Πελαντάκης, 1980, σελ. 60).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

119

(Γ. Μαυροτσουπάκης, 1984). Ακόµη, στους βοµβαρδισµούς, πριν και κατά τη Μάχη της Κρήτης, φιλοξένησε στα σπηλιάρια του ολόκληρες οικογένειες. Η δική µας οικογένεια φιλοξενήθηκε στο σπηλιάρι στα Ρυακούλια και µου λένε ότι έκλαιγα τη νύχτα και ζητούσα να είναι αναµµένος ο λύχνος, για να κοιµηθώ (όµως, ο αναµµένος λύχνος θα έκανε στόχο τον κρυψώνα µας για τα βοµβαρδιστικά αεροπλάνα). Χρησίµευσε το Κέδρος ως κρυψώνας για κατοίκους πολλών χωριών κατά τις επιδροµές, επισκέψεις κατακτητών για φορολόγηση ή απογραφή. Η απογραφή συνήθως σήµαινε υποχρέωση για υπηρεσία στα κάτεργα των πλοίων της βενετοκρατίας ή υποχρεωτική στράτευση από τους κατακτητές κατά τους πολύχρονους βενετοτουρκικούς πολέµους6. Το Κέδρος ήταν ακόµη και ζωοδότης – τροφοδότης, επειδή έδιδε τροφή σε κοπάδια ζώων και τα ζώα, µε τη σειρά τους, έδιδαν τροφή - ζωή στ’ αφεντικά τους, δηλαδή τους Κρυοβρυσανούς. «Ο Κέδρος7 (Κέδριον), έχων 101 πηγάς κατά κοινήν πίστιν» (Γενεράλις 1891, 12). Αναθεωρώ την άποψή µου για το όνοµα του βουνού (Κέντρος αντί του ορθού Κέδρος), που είχα χρησιµοποιήσει σε δηµοσιεύµατα. Το όνοµα προήλθε από το οµώνυµο δέντρο (ο Κέδρος) από το οποίο (και από Κυπαρίσσια) ήταν κατάφυτο το βουνό, όπως και όλα τα βουνά της Κρήτης, µέχρι τη Βενετοκρατία. Κατά τραγική ειρωνεία, σήµερα δεν υπάρχει ούτε ένας κέδρος σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του Κέδρους (Πελαντάκης 1980, σ. 60). Ευτυχώς, στην αναδάσωση που έγινε 21/11/10 φυτεύτηκαν και κέδροι. Από την ονοµασία του δέντρου (ο Κέδρος) έγινε: το Κέδρος (του Κέδρου) µε αλλαγή γένους (το φαινόµενο είναι συχνό, π.χ. ο ασκός, το ασκί, ο τύπος, το τουπί, η σούβλα, το σουβλί), αλλά και του Κέδρους. Το Κέδρος ήταν και «σχολείο»-εκπαιδευτήριο, πολύ πριν από τη δηµιουργία σχολείων για τους νέους της Κρύας Βρύσης. Από το Κέδρος τα νερά της βροχής και του χιονιού κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα σχηµατίζουν διαδροµές – ρυάκια, που µε την πάροδο των αιώνων διαβρώνουν τα πλάγια του. Το µεγαλύτερο, µε το όνοµα 6. Ιστορία Εκδοτ. Αθηνών, τόµ. ΙΑ΄, σελ. 19-38 7. Ήταν κατάφυτο το βουνό από κέδρους, κυπαρίσσια και άλλα δέντρα (Πελαντάκης, 1980, σελ. 64).


120

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ρυάκι είναι ένας ακόµη φυσικός φύλακας του χωριού, γιατί όταν τρέχει, είναι πολύ ορµητικό, αδιάβατο, επικίνδυνο. Γι’ αυτό και µε δυο γέφυρες, η µια κοντά στη Βρύση (η «Κάτω», επί Κρητικής Πολιτείας) και η άλλη (η «Πάνω» κατά το 1937) βορειότερα, έγινε δυνατή η ακίνδυνη προσπέλαση στο χωριό από δυτικά. Στο Κέδρος σώζονται (µισοερειπωµένα) τα µητάτα και οι µάντρες ως αδιάψευστοι µάρτυρες της ζωής των κατοίκων της Κρύας Βρύσης, επί πολλούς αιώνες µε τα κοπάδια τους πάνω στο φιλόξενο και ζωογόνο βουνό µέχρι το 1944. Τα σπήλαια περιµένουν υποµονετικά τους επισκέπτες για να τους χαρίσουν τη θαλπωρή τους. Τα µητάτα µισογκρεµισµένα, είναι µάρτυρες της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, που άλλοτε γέµιζε από ζωή και δηµιουργία το θρυλικό βουνό. Τα λεγόµενα «πυργάρια», που είναι σωροί πετρών σε θέσεις περίβλεπτες είναι αποµεινάρια της φύλαξης του βουνού από ανεπιθύµητους επισκέπτες (κατακτητές) ή ήταν σηµεία συνάντησης των βοσκόπουλων για συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και εµπειριών, διδαχή από τους µεγαλύτερους. Το Κέδρος, µε την ασφάλεια που παρείχε, προσέλκυσε τους πρώτους οικιστές κοντά στη Βρύση του. Το Κέδρος έδινε τροφή στα ζώα – κοπάδια,

Τµήµα του µητάτου στις Βανιάκες


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

121

Το Πυργάρι (ή Πυργάλι) στις Βανιάκες

από τα οποία έπαιρναν τροφή – ζωή οι βοσκοί και οι οικογένειές τους. Τώρα το Κέδρος, απογυµνωµένο από τα δάση του και τη χλωρίδα – πανίδα του ζητά, φωναχτά σχεδόν, την προστασία µας. Εµείς και οι µέλλουσες γενεές την οφείλουµε ως ηθικό χρέος προς το βουνό – ζωοδότη των προγόνων µας. Οι γενεές των ανθρώπων έρχονται και παρέρχονται, ενώ το Κέδρος κάθεται και «δικαιούται» να έχει ζωή. Το Κέδρος και τώρα χαµογελά για την Κρύα Βρύση. Είναι ικανοποιηµένο από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση το ενέταξε στα βουνά που προστατεύονται από το πρόγραµµα NATURA 2000. Γίνονται προτάσεις για την διάσωση και ανάδειξή του (Μαυροτσουπάκης Μ. 2007). Έκαµε νεύµα στους αναρριχητές – φυσιολάτρες. Εκείνοι ήρθαν και τοποθέτησαν στη Γρε ∆άφνη αναρριχητικές διαδροµές (πίστα αναρριχητών) και στη Ρεχτάρα (ή Ρέχτρα) καταρρηχητική διαδροµή. Και µάλιστα οι αναρριχητές, ξένοι και Έλληνες, υπογραµµίζουν ότι οι έτοιµες αυτές αναρριχητικές διαδροµές (βλ. φωτογραφία στη σελ. 174) είναι από τις καλύτερες που έχουν επισκεφθεί – δοκιµάσει. Τα µονοπάτια, τα µητάτα, τα πυργάρια, περιµένουν την ανοικοδόµηση και ανάδειξή τους.


122

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η θρυλική Αχλάδα, ύψους 8 µέτρων, στις Βανιάκες

Αυτό είναι το πιο πρόσφατο µήνυµα του Κέδρους ότι η Κρύα Βρύση, αν και έχει ολιγανθρωπία, θα έχει στο µέλλον συχνές επισκέψεις από τους ορειβάτες, αναρριχητές και φυσιολάτρες, που θα έρχονται για να απολαµβάνουν τις φυσικές – ανεπανάληπτες οµορφιές του. Φυσικά, οι απόγονοι των παλαιότερων Κρυοβρυσανών διψούν να γίνει και αναδάσωση τµηµάτων του βουνού, για να υπενθυµίζει το παλιό µεγαλείο. Από τους αρµόδιους (∆ήµο, ∆ασαρχείο, Νοµαρχία) χρειάζονται συντονισµένες ενέργειες, για να µη βόσκουν στο Κέδρος αίγες. Αν δεν µπουν περιορισµοί, δεν θα αφήσουν παρά µόνο τα βράχια. Για τα 254 τοπωνύµια του Κέδρους, µε φωτογραφική αποτύπωση και πολλά άλλα χρήσιµα στοιχεία, βλέπε στην πρωτότυπη ανακοίνωση του π. Γεωργίου Φωτάκη (σελ. 441-500 παρόντος τόµου). Για το µοναδικό θολωτό µητάτο του Κέδρους, βλέπε ανακοίνωση του Αρχιτέκτονα Αιµίλιου Πελεκανάκη (σελ. 323-332, τ. Γ2).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

123

Άλλοι οικισµοί της περιφέρειας Κρύας Βρύσης Στην περιφέρεια του ∆ηµοτικού ∆ιαµερίσµατος (δηλ. του χωριού της Κρύας Βρύσης, παλαιάς και νέας) υπάρχουν τα ερείπια των οικισµών: ο Κάτω Κέρας (δυτικά), οι Γέροντες (νότια), ο Άγιος Αντώνιος (νοτιοανατολικά)8, ο Κλαπατάς (νοτιοανατολικά, κοντά στην Ορνέ). Επίσης, ενδείξεις για οικισµό Περαχώρι, νότια και πολύ κοντά στο χωριό. Ο πεζόδροµος που ένωνε τη Μεσαρά µε το Ρέθυµνο περνούσε σε µικρή απόσταση από το (παλιό) χωριό. Περνούσε όµως και µέσα από το χωριό, όπου οι περαστικοί ή διανυκτέρευαν ή ξεκουράζονταν, µετάδιδαν ειδήσεις, πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η ξεκούραση ή διαµονή γινόταν πάντοτε στα σπίτια των κατοίκων του χωριού, που τα είχαν ανοιχτά για κάθε ξένο ή κουρασµένο οδοιπόρο ή κατατρεγµένο στις δύσκολες εποχές.

Η ευρύτερη περιοχή του Κάτω Κέρα, όπως φαίνεται από τον (Α)Σιδέρωτα.

8. ∆εν αναφέρεται σε καµιά απογραφή (Βενετών, Τούρκων, Ελλήνων). Μάρτυρες για την ύπαρξη του χωριού είναι: η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, το νεκροταφείο ανατολικά της εκκλησίας και υπολείµµατα σπιτιών βόρεια της πηγής και νότια της εκκλησίας.


124

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Υπόθεση για την ίδρυση του οικισµού Το µοναδικό κτίσµα που θα µπορούσε να βοηθήσει στον υπολογισµό της αρχής ύπαρξης του χωριού ήταν το πρώτο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου9, που το θεωρούσαν στοιχειωµένο. Αυτό όµως χαλάστηκε από τον Πέτρο Φωτάκη (γενάρχη την Πετρακάκηδων). Για να «σβήσει» (να συγχωρεθεί) αυτό το κρίµα, µια αδελφή του έκτισε το ναό του Αγίου Αντωνίου στον οµώνυµο οικισµό. ∆υστυχώς, σε παλαιότερες εποχές πρόσεχαν πολύ λιγότερο από τώρα τα αρχαιολογικά και θρησκευτικά µνηµεία. Όταν ήµουν δευτεροετής φοιτητής, έµαθα ότι για να κτισθεί ο καθεδρικός ναός των Αθηνών, ως «τάµα του Έθνους», χάλασαν – (για να πάρουν τις πέτρες, κολόνες, τόξα), 70 βυζαντινούς ή µη ναούς, σε κοντινή ή κάπως µακρινή απόσταση από τον ανεγειρόµενο ναό. Εκτιµώ λοιπόν ότι ο πρώτος ναός του Αγίου Νικολάου, που τον θεωρούσαν στοιχειωµένο, ήταν ο ζωγραφισµένος (αγιογραφηµένος) ναός της Βρύσης (υποστηρίζω: της Κρύας Βρύσης), που αναφέρεται στο συµβόλαιο το 1282 (Γάσπαρης, Χ., 1997, σελ. 3)10. Αυτό το πρώτο ναΐδριο υποστηρίζω ότι ήταν τοιχογραφηµένο (αγιογραφηµένο), όπως είναι τοιχογραφηµένες οι εκκλησίες εκείνης της εποχής (12ος-14ος αιώνας) όλων των χωριών της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Θ. Πελαντάκης, 1973). Ενώ στην περιφέρεια όλων των χωριών της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου σώζεται ένας ή περισσότεροι βυζαντινοί αγιογραφηµένοι ναοί, µόνο στην περιφέρεια Κρύας Βρύσης δεν σώζεται ναός µε αγιογραφίες στους τοίχους του. Αυτός είναι ένας ακόµη λόγος που εµποδίζει να καθοριστεί από πότε υπάρχει το χωριό µας. Τώρα µε το όνοµα Βρύση (σελ. 117) έχω ένα επιχείρηµα, εκτιµώ σοβαρό, ότι το χωριό υπήρχε τον 13ο αιώνα. Στη θέση του µικρού ναού χτίστηκε περί το 1870 ο µεγάλος δίκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου και του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, που ισοπεδώθηκε, µαζί µε τα σπίτια του χωριού, από τους Γερµανούς το 1944 (βλ. φωτογραφία αυτού του κτίσµατος στη σελ. 154). 9. Πιθανόν να ήταν άνθρωπος βασανισµένος στη θάλασσα (δηλαδή «κατεργάρης» επί Βενετοκρατίας) εκείνος που προτίµησε να κτίσει εκκλησία για τον προστάτη άγιο των θαλασσινών. 10. Βλέπε παραπάνω, σελ. 117.


125

ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Μαρτυρίες από ηλικιωµένους Κρυοβρυσανούς: Το πρώτο σχολείο του χωριού ήταν µια κάµερα. Τη χάλασαν και έχτισαν στο ίδιο µέρος το 1935, κοντά στην εκκλησία, το σχολείο που χάλασαν µε ανατίναξη οι Γερµανοί το 1944. Το θυµούµαι, αν και δεν επήγαινα ακόµη στο σχολείο, επειδή τον πολύ καιρό έµενα εκεί δίπλα, στο σπίτι µιας θείας µου (αδερφής του πατέρα µου).

Στελιανός Λαγουδάκης, 2007

Το πηγάδι που ήταν στην Πλατέα το είχε χτίσει ο Πετρακογιάννης, θείος του ∆ικηγόρου (Εµµ. Πετρακάκη) και του γυαλέµπορα (Πέτρου Πετρακάκη). Ήταν πολύ βαθύ και είχε σχεδόν όλο το χρόνο νερό. Ήταν νότια του σηµερινού Μνηµείου. Υπήρχε και µια χοντρολέ, πάνω στην οποία ήταν κρεµασµένη η καµπάνα (της Εκκλησίας και του Σχολείου). Στελιανός Λαγουδάκης, 2008

Το (πλαγιόκλαδο) κυπαρίσσι που βρίσκεται στην Πλατέα δεν θυµάται κανείς πότε ή ποιος το φύτεψε. Μας ελέγανε οι παλιοί ότι ούτε οι παππούδες των παππούδων τωνε θυµούντανε πότε και ποιος εφύτεψενε το κυπαρίσσι.

Κώστας Εµµ. Ασουµανάκης, 2008

Τα Γλυκορίζα (ο κρόκος) της Κρύας Βρύσης


126

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Β΄ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

Στον πίνακα αυτόν συνοψίζονται τα στοιχεία - µαρτυρίες από τις απογραφές που έκαµαν οι Βενετοί και οι Τούρκοι κατακτητές, στην Κρύα Βρύση, στα γύρω χωριά (και σ’ όλη την Κρήτη) κατά τον 16ο, 17ο και 19ο αι. Οι παλαιότερες αναφορές σε απογραφές για την Κρύα Βρύση και τα γύρω χωριά

11. Καταγράφει ονοµαστικά 1066 οικισµούς στην Κρήτη κατά Καστελλανία (επαρχία). Είναι ο πρώτος γνωστός µέχρι σήµερα κατάλογος των οικισµών της Κρήτης επί Βενετοκρατίας. Η απογραφή του Francesco Barozzi θεωρείται η πρώτη αρχαιολογική, ιστορική και γεωγραφική περιγραφή της Κρήτης και µάλιστα στα χρόνια της Κρητικής Αναγέννησης. 12. Ο Πέτρος Καστροφύλακας ίσως ήταν Κρητικός. Η απογραφή του, που έγινε µε επιτόπια επίσκεψη σε όλους τους οικισµούς της Κρήτης, περιέχει πλήθος πληροφοριών. 13. Για το Κέδρος και τα χωριά του γράφει ότι «είναι τριγυρισµένο από κάµποσα χωριά, πολλές πηγές και πολλούς κήπους καρποφόρους». 14. Ο Γοµαράς καταστράφηκε από τους Βενετούς και ξανακατοικήθηκε (Ψιλάκης). Καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1866-69 (Φασατάκης 2001, σ. 136). 15. Πρώτη απογραφή µετά την κατάκτηση της Κρήτης, πλην του Χάνδακα, από τους Τούρκους (ο Χάνδακας – Ηράκλειο κατακτήθηκε το 1669). 16. Βρωµόνερον: «φρούριον, χωρίον έχον 80 οσπήτια (=σπίτια) χριστιανών και 12 ιερείς…» (Πρακτικίδης 1818, σελ. 71). (Βλ. και Βολανάκης Ι., 1982, σελ. 57-58). Μόνο ως τοπωνύµια µαρτυρούνται σήµερα τα δυο ερειπωµένα χωριά.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

127

Κρύα Βρύση και πλησιόχωρα χωριά στις Τουρκικές απογραφές17

17. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το (λεγόµενο) Οθωµανικό κτηµατολόγιο Ρεθύµνου (Ευαγγελία Μπαλτά και Mustafa Oğuz, Ρέθυµνο, 2007) σελ. 491-495. 18. Ο φόρος πήγαινε στο διοικητή του Λιβά (νοµού) Ρέθυµνου. 19. «χωρίον Κρύα Βρύσις, 150 οσπήτια (=σπίτια) χριστιανών» (Πρακτικίδης 1818, σελ. 71). 20. Έντεκα ελαιόδεντρα της Κρύας Βρύσης και δυο του Κλαπατά ανήκαν στην Ιερά Μονή Αγίου Πνεύµατος (Κισσού).


128

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Κρύα Βρύση και πλησιόχωρα χωριά τον 20ο αιώνα

21. Πηγή: Στεργίου Σπανάκη: Πόλεις και χωριά της Κρήτης. Είναι η απογραφή της Κρητικής Πολιτείας (1900), πριν από την ένωση της Κρήτης (1-1-1913) µε την υπόλοιπη Ελλάδα. 22. Πηγή (για τις απογραφές 1920-2001) Ε.Σ.Υ.Ε. (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος). Σηµείωση για τους τρεις πίνακες (σελ. 126-128). Οι πίνακες µε την πληθυσµιακή εξέλιξη των χωριών είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί: α) ∆είχνουν όχι µόνο τη σταδιακή µείωση του πληθυσµού στην Κρύα Βρύση αλλά και στα πλησιόχωρα χωριά. β) Εµφανίζουν τη σταδιακή δηµιουργία νέων οικισµών (Νέα Κρύα Βρύση, Άγιος Γεώργιος Μελάµπων, Άγιος Παύλος Σακτουρίων, Τριόπετρα Ακουµίων, Κισσού Κάµπος, Ξηρόκαµπος Αγ. Γαλήνης). γ) ∆εν εµφανίζουν πια (επειδή από καταλύµατα έγιναν καταλείµµατα – ερείπια) τα χωριά: Κλαπατάς, Γέροντες, Κάτω Κέρας (στην Κρύα Βρύση), Γοµαράς (περιοχή Ορνές), Βρωµονερό και Γρε Μπαµπακιά (περιοχή Αποδούλου). Μόνο ερείπια υπάρχουν, που θυµίζουν την άλλοτε κατοίκηση και ακµή τους. Οι αριθµοί είναι αµείλικτοι και αψευδείς µάρτυρες της αυξοµείωσης του πληθυσµού καθενός χωριού στη διάρκεια της ζωής και της ιστορικής περιπέτειάς του στο χρόνο.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

129

Γ΄ ΕΤΗΣΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Ο κύκλος ζωής κάθε έτος ήταν απαράλλακτα ίδιος µε τον κύκλο ζωής των προηγούµενων ετών. Όλοι ασχολούνταν µε εργασίες αγροτικές και κτηνοτροφικές, για να εξοικονοµήσουν τον επιούσιο. Απαράλλακτη µονοτονία και επαναλαµβανόµενη χαρακτήριζε τη ζωή των κατοίκων του χωριού, όπως και όλων των χωριών. Ζούσαν κοντά στη φύση και µάθαιναν, µε την εργασία και την παρατηρητικότητά τους, να «διαβάζουν» τα µυστικά της και η φύση λειτουργούσε γι’ αυτούς ως ανοικτό σχολείο (µάθησης, καλαισθησίας, γνώσης των ευκολιών και δυσκολιών της ζωής). Ο ουρανός, το φεγγάρι, ο ήλιος, η φύση ήταν καθηµερινός δάσκαλος και σύµβουλος του χωρικού (βοσκού και γεωργού). Από την παρατήρηση αυτών υπολόγιζαν τον καιρό και την ώρα µε ακρίβεια. Από γενιά σε γενιά ήξεραν ότι µεγάλο µέρος του εισοδήµατός τους (ίσως το µισό ή περισσότερο) θα τους το έπαιρνε ο φεουδάρχης επί Βενετοκρατίας και ο αγάς της ευρύτερης περιοχής επί Τουρκοκρατίας. Η ζωή τους ήταν βασανισµένη και σε µόνιµη φτώχεια. Γι’ αυτό την πλούτιζαν οι ίδιοι µε γιορτές (πρώτιστα θρησκευτικές) και πανηγύρια, κατά την πανάρχαια διαπίστωση ότι: «Βίος ανεόρταστος µακρά οδός απανδόχευτος».23 Στα εξωκλήσια ξεκινούσαν τη διασκέδαση µετά το τέλος της λειτουργίας, αν φυσικά το επέτρεπε ο καιρός. Με τα στεγνά φαγητά που κρατούσαν στα βουργιαλάκια έκαναν το πρώτο φαγοπότι κοντά στην εκκλησία. Η συνέχεια δίδονταν σε σπίτια, στα καφενεία του χωριού το βράδυ της ίδιας ηµέρας µε λύρα, τραγούδι, χορούς. Τ’Άη Γιωργιού απαραίτητα, µετά τη λειτουργία στον οµώνυµο ναό του Κάτω Κέρα, διασκέδαζαν. Επίσης, στην εορτή του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Κυριακής, την αργία της οποίας τηρούσαν, αφού είναι διάχυτη η φήµη ότι «κάποιος αλώνευε την ηµέρα της χάρης Της και πήρε φωτιά το αλώνι του». Σιγανός πεντοζάλης στον Κάτω Κέρα (1970) 23. Ζωή χωρίς εορτές είναι µεγάλο ταξίδι χωρίς πανδοχείο (χάνι, για ξεκούραση).


130

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ξωκλήσια της Κρύας Βρύσης ήταν οι εκκλησίες των οικισµών που οι κάτοικοί τους µεταφέρθηκαν – µετοίκησαν24 στην Κρύα Βρύση (Άη Γιώργης στον Κάτω Κέρα, Αγία Κυριακή στους Γέροντες, Άγιος Αντώνιος στον οµώνυµο οικισµό και ο Άη Γιώργης στον Κλαπατά, Άγιος Ευµένιος στη Νέα Κρύα Βρύση). Η µόνη αλλαγή κάθε έτος στους ανθρώπους του χωριού ήταν η φυσική – φυσιολογική εξέλιξη: ανάπτυξη (µεγάλωµα) των νεογέννητων που επιζούσαν, από τη µεγάλη βρεφική και παιδική θνησιµότητα, λόγω ανυπαρξίας εµβολίων, φαρµάκων και λόγω των συνθηκών υγιεινής. Επίσης, η ωρίµανση των νέων, η γήρανση των µεσήλικων και η «αναχώρηση» των ηλικιωµένων ή κάποιου νέου, που πέθαινε «από βιστηρέ» (έτσι ονόµαζαν όλες τις µη γνωστές αιτίες θανάτου, τότε που δεν υπήρχαν γιατροί ή που δεν πήγαιναν ποτέ σε γιατρό,επειδή ήταν πραγµατικά υγιείς ή είχαν την άποψη ότι «δεν τονε θέλω το γιατρό στο-ν µπόρτσο µου ν’ αγγίξει, για (=γιατί, επειδή) θα γνωρίσει το σεβντά και θα τον µαρτυρήσει»25. Ίδιος, µονότονα επαναλαµβανόµενος, ήταν ο ετήσιος κύκλος ζωής. Αυτό ήταν αναπόφευκτη συνέπεια των οικονοµικών και κοινωνικών συνθηκών, των πιεστικών αναγκών του κλίµατος (του καιρού) σε ετήσια βάση, στη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας κατά τις οποίες ιδρύθηκε και άκµασε το χωριό. Οι επιδροµές των Βενετών φοροεισπρακτόρων και αργότερα των Τούρκων26, σπούσαν για λίγο τη µονοτονία της ζωής και για την οικονοµική αφαίµαξη που έκαναν, αλλά ιδίως αν στρατολογούσαν ή σκότωναν κάποιο χριστιανό ή πείραζαν γυναίκα ή άρπαζαν (οι Τούρκοι) παιδιά για να τα κάµουν γενίτσαρους. 24. Ίσως µετά από κάποια κουρσάρικη επιδροµή ή ύστερα από την καταστροφή από κάποιο σεισµό, όπως του 1856 (Γιανναράκης Α. 1876, σ. 83). 25. Πολλές φορές, όταν ήµουν µικρός αλλά και µέχρι τη δεκαετία του 1970, άκουσα αυτή τη µαντινάδα, που εξέφραζε το πιστεύω πολλών γερόντων, που έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να τους δει ποτέ γιατρός, παρά µόνο για να πιστοποιήσει το θάνατό τους (αν γινόταν και αυτό). 26. Εισπράττουν φόρους επί των καλλιεργούµενων γαιών για οτιδήποτε έσπερναν στη γη από το εισόδηµα των ελαιών, από τα φρούτα των δέντρων, από τα µποστάνια, από τα λινάρια, από τα αµπέλια, από τα αιγοπρόβατα. Και µάλιστα όχι το ένα δέκατο (φόρος δεκάτης), αλλά το ένα έβδοµο και µε το «δίκαιο του σπαθιού» έπαιρναν ακόµη περισσότερα. (Παπιοµύτογλου 1995, σελ. 200).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

131

Ασχολίες του βοσκού Βοσκοί εκτιµώ ότι ήταν οι περισσότεροι από τους πρώτους οικιστές του χωριού. Σε λίγες µόνο παραγράφους περιορίζοµαι για την παρουσίαση των ασχολιών και της ζωής τους κοντά στο Κέδρος. Λεπτοµερής περιγραφή χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο. ∆ιαρκής ήταν η παρουσία βοσκού κοντά στα ζώα του, στο κοπάδι. Ήταν απαραίτητο να τα «βλέπει» = να τα επιβλέπει, να τα φροντίζει όλες Του ∆ιγενή ο Μούτης τις µέρες του έτους. ΆλΒορειοδυτικά της Κρύας Βρύσης λωστε, η λέξη κοπάδι προέρχεται από τη λέξη κόπος<κοπιάζω και η ξενόφερτη ταυτόσηµη λέξη: κουράδι προέρχεται από τη βενετική λέξη cura = φροντίδα, κόπος. Η ζωή του βοσκού δεν είναι πολύ κουραστική, όσο του γεωργού. Γι’ αυτό και οι βοσκοί ήταν πιο καλοστεκούµενοι και πιο µακρόβιοι. Αλλά το να ζεις σχεδόν αδιάκοπα µακριά από το σπίτι – το χωριό και τους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο. Άλλωστε, δεν είχαν οι βοσκοί µεγάλα κοπάδια (γιατί -εκτός των άλλων- δεν τα «σήκωνε» η περιορισµένη έκταση του βουνού µας. Τα έσοδά τους ήταν λίγα και αυτός είναι ένας ακόµη λόγος, για τη βαθµιαία µείωση των βοσκών και ανάλογη αύξηση των γεωργών. Οι γεωργοί δεν ήταν πλούσιοι, αλλά τουλάχιστον ήταν κοντά στα σπίτια – οικογένεια – χωριό τους. ∆ύσκολη ήταν η ζωή του βοσκού, αφού ακόµη και την ηµέρα της Λαµπρής έπρεπε να είναι συνεχώς στο βουνό κοντά στα ζώα. Λίγος και κακός ύπνος, χωρίς γυναίκα, χωρίς στρώµα, πρόχειρα φαγητά (πβ. Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη). Κάθε δυο-τρεις µέρες του πήγαιναν φαγητό από το χωριό στο µητάτο, ή στο σπηλιάρι όπου ήταν η «κατοικία» του.


132

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

- Στάλιζαν τα ζώα (πρόβατα – αίγες) στα «Κοπρινά»27 τη µέρα. - Τη νύχτα στη µάντρα, ύστερα από το άρµεγµα. Το πρωί τα άρµεγαν και τα οδηγούσαν σε συγκεκριµένους τόπους για να βρουν τροφή (χόρτα, κλαδιά). - Στο βουνό (στο Μερά ή Κοινάτο, δηλαδή το κοινοτικό αόρι) έβοσκαν τα πρόβατα από το Μάρτη µέχρι το φθινόπωρο (ο καιρός τα ρύθµιζε αυτά). Τον υπόλοιπο καιρό κατέβαζαν τα κοπάδια χαµηλότερα σε ιδιωτικά χωράφια ή προς του Βούλγαρη (µοναστηριακά) ή στον Κουρµπάδο. Στα κοπάδια υπήρχαν συχνά, εκτός από τα πρόβατα του βοσκού και του αφεντικού, και πρόβατα άλλων χωριανών που τα έδιδαν στους βοσκούς για να τα «βλέπουνε». Σε ανταπόδοση, οι βοσκοί έβαζαν τα ζώα στα χωράφια τους. Όλοι πήγαιναν στην κουρά του κοπαδιού. Γινόταν ετοιµασίες, σφαχτά, ψήσιµο φαγητού, κρασί, διασκέδαση. ∆ιανοµή γάλακτος σε κάθε µητάτο: 1 µέρα για τα κουζινικά (καζάνι, κουτάλα, τσικάλι, σταµνί κ.ά), 1 µέρα ο αλατσάς, 1 µέρα ο µαντρατζής, 3 µέρες γάλα καθένας βοσκός (γκαλονόµος28, στειρονόµος, τυροκόµος) - Φροντίδα για το ζευγάρωµα των ζώων και την ξεγέννηση αιγών – προβατίνων Τυροκόµηση (πρωί-βράδυ): κεφαλοτύρι, γραβιέρα, µυζήθρα (ξυνόχοντρο στο χωριό). Σηµάδεµα-σταµπάρισµα του τυριού κάθε ιδιοκτήτη και τοποθέτησή του στην Τρυπητή (περίφηµο σπήλαιο, φυσικό ψυγείο του Κέδρους στην περιοχή Άνω Μέρους). Φύλαξη τυριού σε τρύπες του βουνού µέχρι να το µεταφέρουν τµηµατικά για κατανάλωση, ανταλλαγές, φιλοδωρήµατα στο χωριό. Χρειαζόταν για καθένα µητάτο: τρεις βοσκοί, ένας µαντρατζής, ένας αλατσάς και τα κουζινικά. Το αλάτι το προµηθεύονταν από φυσικής αλυκές στα νότια παράλια από τους ιδιοκτήτες των αλυκών, που µάζευαν το αλάτι και το αντάλλασσαν µε άλλα προϊόντα (π.χ. τυρί ή λάδι). Ορισµένοι κάτοικοι παρα27. Ήταν περιοχές που τα ίδια τα ζώα τις διάλεγαν. Συνήθως είχαν σκιά δέντρων ή ήταν µικρά υψώµατα, όπου φύσαγε δροσερό αεράκι. Από την άφθονη κοπριά που έκαναν εκεί τα ζώα, ονοµάστηκαν οι περιοχές: κοπρινό - κοπρινά. 28. γκαλονόµος < εγγαλονόµος, αυτός που νέµει / βλέπει όσα ζώα βγάζουν γάλα. Όποιος (επι)βλέπει τα στείρα λέγεται στειρονόµος. Τυροκόµος ήταν ο πιο έµπειρος για την πιο υπεύθυνη δουλειά. Επιγραµµατικά αναγράφονται οι εργασίες του βοσκού και του γεωργού για οικονοµία χώρου.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

133

Είσοδος της τυρότρυπας στον Απολούστη

λιακών χωριών µάζευαν το αυτόπηκτο αλάτσι από αυτοσχέδιες αλυκές της γιαλιάς. Το αντάλασσαν, στα χωριά που δεν είχαν παραλίες, µε είδος. Το πουλούσαν στα χωριά ή στη πόλη.29 Οι νοικοκυρές το ζέσταιναν – αποξέραιναν στο τηγάνι και το άλεθαν στο χειρόµυλο ή το έτριβαν µε µπουκάλι. Το Μοναστήρι του Πρέβελη συγκέντρωνε περίπου 2000 οκάδες αλάτι κάθε χρόνο από ιδιόκτητες φυσικές αλυκές, κείµενες στην ακτή του Λιβυκού πελάγους από την εκβολή του Μεγάλου ποταµού δυτικά µέχρι το ∆αµνώνι (Παπαδάκις Μ. 1978, σ. 194). «Τα ζώα είναι η ζωή µας». Το άκουσα άπειρες φορές. Το ίδιο άκουσα να λέει αρχηγός νοµάδων της Ασίας σε ντοκιµαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση. ∆εν είναι υπερβολή, αν λάβοµε υπόψη ότι µοναδική πηγή εισοδήµατος για τους βοσκούς ήταν τα ζώα και η φύση, όπως και για τους γεωργούς η φύση και η εργασία τους. Οι βοσκοί συχνά ανάτρεφαν γουρούνια στο µητάτο, όπου τρέφονταν µε χουµά, χόρτα – ρίζες. Ο βοσκός είχε το «πάνω χέρι» σε σχέση µε το γεωργό. Θεωρούσε ζηµιογόνο για τα συµφέροντά του την εκχέρσωση ηµιδασικών εκτάσεων προκειµένου αυτές να καλλιεργηθούν. Υπάρχουν µαρτυρίες ότι 29. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το αλάτι, τους αλατσάδες και το εµπόριο του αλατιού δίδει ο Α. Νενεδάκης στο ιστορικό µυθυστόρηµά του: Βουκέφαλοι, σελ. 31-36.


134

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Το τυροκέλλι στις Βανιάκες

βοσκοί τη νύκτα ξεκουνούσαν (= αχρήστευαν) νεοφυτεµένες αγρουλίδες για να µην πιάσουν. Αψευδής µάρτυρας αυτής της αντιπαλότητας είναι τα παλιά δέντρα, που είναι εµβολιασµένα πολύ ψηλά (2 µ. και πάνω), για να µην τα φτάνουν τα ζώα να τρώνε τα µπόλια. Στο κοινοτικό τµήµα του βουνού φύτευαν – έσπερναν δηµητριακά (όποιος προλάβαινε): Στη Φακίστρα, στην Κουκιά, στις Σπορές. Οι βοσκοί ήταν υποχρεωµένοι να προστατεύουν µέρα – νύχτα και εκείνα τα σπαρτά µέχρι να θεριστούν. Γάιδαρος, σκύλος, βέργα (ειδική, συνήθως κατσούνι), µαχαίρι (µεγάλο, Κρητικό µαχαίρι), όπλο (στη µετακατοχική περίοδο), καπότο ή γαµπά (το χειµώνα): απαραίτητα για καθένα βοσκό. Είναι άξιο σηµείωσης το γεγονός ότι ο νοτάριος του Χάνδακα (Ηρακλείου) Μιχαήλ Μαράς (16ος αιώνας), που έγραψε περί τα 30.000 συµβόλαια (πράξεις) για µεν τους αστούς γράφει το επάγγελµά τους, ενώ για τους καταγόµενους από τα χωριά αναφέρει µόνο το χωριό καταγωγής τους (=επειδή ήταν γεωργοί ή βοσκοί) (Κων/νος Μέρτζιος, σελ. 229). Ξύλευση γινόταν από τους βοσκούς στο βουνό για τις ανάγκες του µητάτου και µε τα γαϊδουράκια µεταφερόταν (λίγα κάθε φορά) στο χωριό. Αυτό είχε ως συνέπεια τη συστηµατική φθορά των δέντρων του βουνού.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

135

Ασχολίες του γεωργού (ή αγρότη ή γεωργοβοσκού ή γεωργοκτηνοτρόφου): Χρησιµοποιώ αυτές τις ονοµασίες για τους µη βοσκούς, για να αποδοθούν όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς την πραγµατικότητα οι ασχολίες του. Οι δυο σύνθετες λέξεις προσεγγίζουν περισσότερο την πραγµατικότητα. Μαρτυρίες: Α΄) «Ούλη η ποταµίδα (δηλαδή δεξιά – αριστερά στο ρυάκι του Τζίγκουνα) δεν είχενε ούτε λιόφυλλο (ένα φύλλο ήµερης ελιάς). Μόνο µια ελέ υπήρχενε στου Καντήλη (κάηκε το 1964). Τη λέγανε τρυποκώλα, επειδή στον κορµό της, κοντά στη ρίζα της σχηµατιζότανε µια τρύπα. Από τις αρχές του χειµώνα µέχρι το Μάρτη τα κοπάδια τα βόσκανε χαµηλά, στην ποταµίδα. Όταν φύτεψαν ελές, τα ζώα εµπαίνανε στα λιόφυτα µετά το ελιοµάζωµα» (Στελιανός Λαγουδάκης, 2001) Β΄) «Αγναφόπετσο: Η ράχη του χοίρου χωρίς επεξεργασία γινόταν πετσί (άγναφο + πετσί). Το έβαζαν (µε τις τρίχες από κάτω) στα παπούτσια (στιβάνια) και τα φορούσαν µόνο όταν δεν έβρεχε (µε τη βροχή γλιστρούσαν επικίνδυνα). Με λουρί αίγας τ’ αναµπαλώνανε και πορεύγουντανε» (Στελιανός Λαγουδάκης, 2001). Το βράδυ τα οικόσιτα σταυλίζονταν στο σπίτι (ίδια πόρτα ή κάτω από τον οντά). Μουρίδες – µουστρουχίνες έβαζαν στα οικόσιτα ζώα για να µη µπορούν να φάνε χόρτα στο γύρο του δρόµου. Αυτό επέβαλε ο αγροφύλακας (που καθιερώθηκε από το 1900 και εξής), που συχνά γινόταν ο φόβος και ο τρόµος των αγροτών (= η προσωποποίηση της αµείλικτης κρατικής εξουσίας – αυθαιρεσίας), όχι µόνο για τα πρόστιµα που πιθανόν θα επέβαλε το δικαστήριο, αν γινόταν µήνυση - καταγγελία από τον αγροφύλακα για κάποια αγροτική ζηµιά (και φυσικά δεν είχαν χρήµατα για να πληρώσουν τα πρόστιµα). Και η κοινωνική κατακραυγή (ο απλός σχολιασµός θεωρούνταν κοινωνική κατακραυγή) ήταν εξίσου αβάσταχτη µέσα στη µικρή – κλειστή κοινωνία του χωριού. Εισοδήµατα είχαν µόνο από την εργασία τους κοντά στη φύση: Χόρτα, φρούτα, χοχλοί, οµανίτες, λαγοί και από τα ζώα: γάλα, κρέας, τυρί. Την εποχή της βενετοκρατίας οι ασχολίες ήταν γεωργία ή κτηνοτροφία ή γεωργοκτηνοτροφία. Στις πόλεις µε τη µικρή αστικοποίηση άρχισαν να δηµιουργούνται τα άλλα επαγγέλµατα. Στα χωριά, και ιδι-


136

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

αίτερα στα µακρινά από τα αστικά κέντρα, τα επαγγέλµατα διαµορφώθηκαν πολύ αργότερα. Τίποτε απ’ όσα έπαιρναν από τη γη ή από τα ζώα δεν πήγαινε χαµένο. Τα οικόσιτα ζώα: όρνιθες, κουνέλια, χοίρος, γουρούνια, πρόβατο, αίγα έδιδαν πολύτιµα πράγµατα. Έδιναν: αυγά, γάλα, τυρί, χουµά, κρέας, µαλλί, δέρµα, κοπριά. - Σιτάρι, κριθάρι, (ταγή, ρόβι30, λαθούρι, βίκος για τα ζώα), φακές, ρεβίθια, φάβα, µπιζέλια, κουκιά (λινάρι, µπαµπάκι) ήταν τα είδη που έσπερναν, όσα προλάβαιναν. - Οχτώβρης και δεν έσπειρες, οχτώ σωρούς δεν κάνεις. Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη είναι αδύνατο να κάµει οκτώ σωρούς ο γεωργός, επειδή Το ξυλάλετρο εκτός από την αστάθεια του καιρού είχε και άλλες δουλειές την εποχή της σποράς. Τα κουκιά και η φάβα απέδιδαν πιο πολύ καρπό, γι’ αυτό δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Μαζί µε τα χόρτα (λάχανα) λογίζονταν το συχνότερο φαΐ σε κάθε σπίτι. Με τα βόδια ή µε τα µουλάρια ή µε τους γαϊδάρους όργωναν31 τη γη και τους γαϊδάρους καβαλίκευαν, αλλά και µετέφεραν τα πάντα (κοπριά, ξύλα, άχερα, καρπό). Τα ζώα τα «έβλεπαν» (= επέβλεπαν) στην εξοχή για να µην πηγαίνουν στα ξένα χωράφια ή να ξεφύγουν. Η ιδιοκτησία των άλλων ήταν απαγορευµένη περιοχή. Από παιδιά πήγαιναν (φυσικά χωρίς παπούτσια) στην εξοχή µέχρι τη δεκαετία του 1930 και φύλασσαν – επέβλεπαν τα ζώα (µαρτάρικα32 –οικό30. Το ρόβι είναι µονοετές φυτό (ψυχανθές) που το καλλιεργούσαν για τα άχερα και τον καρπό του. Ο καρπός του είναι τόσο δυνατός σε περιεκτικότητα ουσιών, ώστε κανένα άλλο ζώο, εκτός από το βόδι, δεν µπορεί να επιζήσει, αν τον φάει. Σε καθένα βόδι έδιδαν πολύ λίγο (όσο χωρούσε η χούφτα), αφού το είχαν βάλει 2-3 µέρες στο νερό. Το έβαζαν στο νερό, επειδή ήταν πολύ σκληρό και για τα δόντια των βοδιών. Αυτή η παραµονή του καρπού στο νερό, έκανε το ρόβι φύτρο και τότε είχε τις περισσότερες βιταµίνες (όπως υπογραµµίζουν οι ειδικοί). 31. ∆ιαχρονικά χρησιµοποιούσαν: ξυλάλετρο, σιδερένιο αλέτρι (µονόυνο), περιστροφικό, τρακτέρ, σκαπτικό. 32. Ηµερωτάρικα (=εξηµερωµένα)>µερωτάρικα>µαρτάρικα (ζώα, αίγες ή πρόβατα εξηµερωµένα).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

137

σιτα): Πρόβατα, µεγάλα αρνιά, αίγες, (µεγάλα) ρίφια (τα µικρά τα κούµιαζαν), γουρούνα µε τα γουρούνια της. Με ένα κοµµάτι παξιµάδι για όλη την ηµέρα. Συχνά τα µικρότερα παιδιά ζητούσαν – έπαιρναν το µερίδιό τους πολύ νωρίς, µόλις έφευγαν για την εξοχή. Τις υπόλοιπες ώρες της ηµέρας στον κύκλο του έτους αναζητούσαν από τη φύση κάτι, για να ξεγελάσουν την πείνα τους: ελιές, αχλάδια, ραδίκια, σιταρίδες, γαλατσίδες, τσόχους, αχατζίκους, κιλιµιγκόνια, ξεστάχια χόρτων, στάχυα σταριού ή κριθαριού, πηγουνίτες, γεραντζούνια, σεβνταλίδες, αγγαραθόµελο, φασκόµηλα, αγριαγκινάρες, αγκαβάνους, αµπελοβλαστούς, ασφαράγγια, αυταύτους, αγριόσυκα, βάτσινα, γλυκορίζα, γλυστρίδες, γαλατσίδες, γερατζούνια, κολλότσουρα, λουµπίνους, µαντηλίδες, µολόχες, µάραθα, µούρνα, προβατσούλιδες, σεβνταλίδες, σταφυλινάκους, σιταρίδες, χαρούπια. Ούτε άνθρωποι «έµπαιναν» (=δεν πατούσαν) στα ξένα χωράφια, γιατί ήταν πιθανόν να κατηγορηθούν ως ύποπτοι-κλέφτες, να τους ασκηθεί αρνητική κοινωνική κριτική, πράγµα που φοβόταν στα χωριά (=µικρές κοινωνίες) όσο τίποτε άλλο. Η περίφραξη ήταν αδιανόητη και αδύνατη (δεν υπήρχαν πλέγµατα). Μόνο µε πετρόχτιστο περιτείχισµα (πετρογύρισµα) των ιδιοκτησιών και ταυτόχρονα ξεπέτρισµα των χωραφιών, µπορούσε να γίνει περίφραξη και να σχηµατιστούν οι «σοχώρες». «Φράχτης» = προστασία στα χωράφια ήταν η συχνή, καθηµερινή σχεδόν, παρουσία ή πέρασµα κάποιου γειτονικού ιδιοκτήτη από αυτά. Θεωρούνταν αµαρτία να µπεις σε ξένο χωράφι (έπρεπε να το πουν στον εξοµολόγο, αν τυχόν µπήκαν). Η φράση «µπήκα στα αµπελοχώραφά σου» ή «δεν µπαίνω στα χωράφια σου ή στ’ αµπελοχώραφά σου ή δεν θέλω να µπω στ’ αµπελοχώραφά σου ή στα χωράφια σου» ανάγεται σ’ αυτήν την πραγµατικότητα της αγροτικής ζωής. «Αν θες να ’χεις, κάθε χρόνο κέντριζε» (σοφή λαϊκή διαπίστωσηοδηγία) (= εµβολίαζε, µπόλιαζε): ελιές, αµυγδαλιές, απιδιές, ροδακινιές. (Μουσκλέ, µουσµουλέ: ό,τι φυτέψεις, βγαίνει). Όταν µοιραζόταν η περιουσία ανάµεσα στ’ αδέλφια, «στις θυγατέρες έδιδαν προίκα, συνήθως, κινητά (έπιπλα, ρουχισµό, λάδι, κοσµήµατα κ.ά.). Αν έδιδαν χωράφια, µπορούσαν να τα πάρουν πίσω (δίδοντας κινητά), γιατί η περιουσία έπρεπε να µείνει στα αγόρια, που συνέχιζαν το όνοµα της οικογένειας» (Γ. Γρυντάκη, 2009, σ. 33). Εξαιτίας αυτής της συνήθειας, σώζονται και σήµερα χωράφια Βαβουριανά, Μαυροτσουπιανά, Μανουσανά. Αναφέρω τα Πελαδιανά, που


138

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

τα έχω γράψει από παλιά: «στον Κουρµπάδο, στην Πλάκα (Άη Αντώνης), στα Γκρεµνάρια, στην Τζανόραινα, στα Μέγα Λιβάδια, στην Οξωλέ, στσι Τσισµένες ελές, στο Γρο Λιβάδι, στσοι Κολύµπους, στο Γαβαλάδο, στον Τζίγκουνα, στη Ράχη, στα Τρία Κεφάλια, στο Βατέ, στον Άη Γιώργη (Κλαπατά). Είχαµε και Πελαδιανές συκιές: Μια (µαύρη) στο Γαβαλάδο και µια άσπρη στον Κλαπατά».

Μιχάλης Πελαντάκης (Καπετάνιος) 1976

Τα χόρτα (τα λάχανα) Από τη χλωρίδα της περιοχής εξασφάλιζαν µεγάλο µέρος των ειδών διατροφής τους χειµερινούς ιδίως µήνες. Χόρτα33 άγρια (αυτοφυή), ραδίκια, (Α)σκορδουλάκοι, βρούβες, βρουβάσταχα, σιταρίδες, γαλατσίδες, τσόχοι (ζοχοί), πηγουνίτες, ελιές (κατάλληλα συντηρηµένες για όλο το έτος), αχλάδια, µανιτάρια (οµανίτες) (βλ. και ανακοίνωση του Κλεόν. Σταυριδάκη, σελ. 409-432, τόµου Γ2). Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και ’60 µε κοινή συνεννόηση, τα µαρτάρικα τα έβλεπαν (=έβοσκαν) µε τη σειρά οι χωριανοί όλα µαζί από 15 Αυγούστου µέχρι 15 Οκτώβρη περίπου. Τα πότιζαν, κατά το µεσηµέρι στον Ακουµιανό ποταµό και κατά το ηλιοβασίλεµα τα οδηγούσαν στο χωριό.

Οµανίτες

33. χόρτο > χορταίνω.

Χοχλιοί


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

139

Το ψωµί Η παραγωγή του ψωµιού ήταν δύσκολη, επισφαλής, κοπιαστική και είχε πολλά στάδια: [σπορά, ανάπτυξη (µικρή, µεγάλη), θέρισµα, αλώνισµα, λίχνισµα, πλύσιµο–στέγνωµα καρπού, καθάρισµα, άλεση (προζύµι)-ζύµωµα-φούρνισµα- ξεφούρνισµα-παξιµάδι]. Γι’ αυτό στο ψωµί ένιωθαν σεβασµό. Το ψωµί και γι’ αυτό το λόγο ήταν πολύτιµο – ιερό (άλλωστε και ευλογηµένο από την εκκλησία: «τον σίτον, τον οίνον, το έλαιον»). Ήταν αδιανόητο να πεταχθεί έστω και το πιο µικρό κοµµάτι ψωµιού. Κάτι τέτοιο θα ήταν αµαρτία, ιεροσυλία. Και τα ψίχουλα µάζευαν στη φούχτα και τα έτρωγαν. Όταν έπεφτε κάτω ένα µικρό κοµµάτι, το έπαιρναν, το φυσούσαν, για να φύγει το χώµα που του κόλλησε στο χωµάτινο δάπεδο, το σταύρωναν και το έτρωγαν. Το ψωµί ήταν η βασική τροφή µικρών και µεγάλων. Όλα τα λέει η θυµόσοφη φράση: ούλα ’ναι ’φάδια τση κοιλιάς, µα το ψωµί στηµόνι34. Όταν υπήρχε ψωµί στο σπίτι, υπήρχαν τα πάντα. Με ελιές ή µε λάδι, µε σταφύλια, µε καρπούς κάλυπτε την πείνα (αφαγία) κάθε µέλος της οικογένειας. Η ύπαρξη φούρνου στο σπίτι ήταν δείγµα νοικοκυροσύνης. Όταν έβγαινε το ψωµί από ένα φούρνο, ευωδίαζε όλο το χωριό. Τα παιδιά στέκονταν στη σειρά και η νοικοκερά τα «αποχέριζε» δίνοντάς τους ένα ντάγκο αχνιστό ψωµί, που µε ή χωρίς ελιές ήταν η νοστιµότερη λιχουδιά. Τα (ν)τακούλια, τα κουλουράκια, τα χριστόψωµα και τα αυγοκούλουρα ήταν η χαρά των παιδιών. Το ψωµί (σιταρένιο, µιγαδερό – από σιτάρι και κριθάρι – κρίθινο, φρέσκο ή παξιµάδι), το λάδι, οι ελιές, τα χόρτα (ή λάχανα), ο ξινόχοντρος και τα όσπρια ήταν η βάση της Κρητικής διατροφής επί πολλούς αιώνες. Ελιές και (ε)λιοµάζωµα Πρέπει να υπογραµµισθεί ότι κάθε εργασία γινόταν µε άνεση, χωρίς βιασύνη, φυσικά και αβίαστα. Eργαζόταν για να ζήσουν µε αξιοπρέπεια. Όταν ήταν «κακή χρονέ», λόγω των λίγων βροχών, ή των πολλών ασθενειών στα φυτά και στα ζώα, συµπίεζαν - ελαχιστοποιούσαν τις απαιτή-

34. ’φάδι=υφάδι<υφαίνω. Στηµόνι<στήµονας<ίστηµι. Λέξεις από το αργαστήρι (αργαλειό) υφάδι=η κλωστή [λεπτή ή χοντρή, βαµβακερή, µεταξένια ή µάλλινη, άβαφη ή βαµµένη (χρωµατιστή)]. Τυλίσσεται σε µασούρι και µε τη σαΐτα τοποθετείται (µε κατάλληλο πάτηµα των πέταλων του αργαστηριού) ενδιάµεσα του στηµονιού (βάση κάθε υφαντού) για να σχηµατισθεί το (αν)υφαντικό.


140

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

σεις για φαγητό, είδη ένδυσης, υπόδησης και για άλλα έξοδα. Το άγχος απουσίαζε από τη ζωή των κατοίκων του χωριού. Συχνά ακουγόταν η φράση: «οι µέρες είναι σαν τα πιτταράκια». Επίσης «το ταµάκι (=η απληστία) βγάζει αµάτι». Παράλληλα όµως δεν εκτιµούσαν καθόλου όσους δεν ήταν εργατικοί και, γι’ αυτό, υποχρεωτικά πολύ φτωχοί και η οικογένειά τους περιφρονηµένη. Ένιωθαν ικανοποίηση και σιγουριά, όταν συγκέντρωναν τους κόπους της χρονιάς. «Εβγάλαµε πεντακόσιες οκάδες στάρι, χωρίς τ’ αποδέλοιπα». (Αγγελική Πελαντάκη, 1970)

Το ελιοκαθάρισµα ήταν η τελευταία δουλειά, πριν το ελιοµάζωµα: Καθάρισµα εδάφους ιδίως από τα χόρτα (ξερονόµια = ξερά χόρτα) που φύτρωναν και στην καλλουργιά κάτω από τις ελιές (ελαιόδενδρα). Επί αιώνες γινόταν το (ε)λιοµάζωµα µόνο µε τα χέρια (µάζεµα των κούκουδων, πρώτο άλεσµα). Πρώτα-πρώτα µάζευαν τις ψαρολές ή σταφιδολές ή αµπαδιώτικες ελές (η ελέ = 1. το δέντρο ελαία<ελαί<ελέ, 2. ο καρπός του).

Μία-µία µάζευαν από το χώµα τις ελιές (ελαιόκαρπο)


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

141

Αυτές ήταν συµπλήρωµα του φαγητού επί πολλές εβδοµάδες. Οι τσακιστές γινόταν από πράσινες ελιές. Οι αλατσολές ή κολυµπάδες φυλάγονταν στην άλµη – σε πιθάρι – και καταναλώνονταν όλο το έτος. Οι βρώσιµες ελ(ι)ές ήταν πάντα στο τραπέζι. Ήταν συµπλήρωµα του φαγητού. Η παραγωγή της Κρύας Βρύσης σε λάδι έφτασε τις 250.000 οκάδες35 (=320.500 κιλά). Το λάδι ήταν ο θησαυρός του χωριού µας και όλων των γύρω χωριών. Ήταν το βασικό για προίκισµα των θυγατέρων και αποκούµπι της οικογένειας για κάθε ανάγκη. Η αποθήκευση γινόταν σε πήλινα πιθάρια. Αργότερα και σε µεταλλικά δοχεία ή και σε βαρέλια. Για τη συλλογή του ελαιόκαρπου οι νοικοκύρηδες έπαιρναν µαζώχτρες, που δηµιουργούσαν άλλη ατµόσφαιρα στο χωριό επί µήνες, µε τους νέους και νέες του χωριού, τους µηνατόρους36 και τους µυλωνάδες. Αναµείγνυαν τους αγίους και τις εορτές τους µε τις αγροτικές και ποιµενικές ασχολίες τους:

Ο Κέδρος, το δέντρο που έδωσε το όνοµά του στο θρυλικό βουνό

35. Οκά = 400 δράµια. Κιλό = 312,5 δράµια, 1 οκά = 1.282 γραµµάρια, 1 κιλό = 1000 γραµµάρια. Το 1959 η οκά αντικατασταθηκε από το χιλιόγραµµο (κιλό). 36. µηνάτορας: εργάτης για ένα µήνα. Φαµέγιος, ειδικά στις πολύ παλιές εποχές ήταν εργάτης σε πλούσιο κτηµατία (Έλληνα, Τούρκο ή Βενετό) για ένα έτος. Συχνά παντρευόταν και έµενε ισόβια µε την οικογένειά του κοντά στο αφεντικό – προστάτη του.


142

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

20 Ιουλίου: Του Προφήτη Ηλία «Αµολέρνανε τσοι τρά(γ)ους και τσοι κρι(γ)ιούς» 20 Ιουλίου: Τ’ άη Λια βγαίνει το λάδι στην ελιά 3 Νοεµβρίου: Τ’ άη Γιώργη του Μεθυστή (µετάγγιση κρασιού) 21 Νοεµβρίου: Παναγία (Εισόδια): Παναγίας τση Μεσοσπορίτισσας γινόταν δεύτερο και τρίτο (ή και περισσότερα) µαζωχτό του ελαιοκάρπου, µε τα χέρια, φυσικά, µέχρι τη δεκαετία του ’70. Ανάλογα µε τις καιρικές συνθήκες (βροχές, κρύο, ηλιοφάνεια) ήταν δυνατόν να µαζεύουν ελιές (χοντρολιές ήταν το σύνολο των ελαιόδεντρων του χωριού) µέχρι και το Φλεβάρη. Κατά το 1975 εµφανίστηκαν τα πρώτα µηχανικά (υπο)βοηθήµατα για το ελιοµάζωµα: καροτσάκι µε κύλινδρο από τον οποίο προεξείχαν µικρά καρφιά, στα οποία καρφώνονταν οι ελιές και µε την περιστροφή του κυλίνδρου έπεφταν σε καλάθι. Άλεση στη φάµπρικα. Στην αρχή είχαν 1 µυλόπετρα37. Αργότερα, 3 πετράδια. Πρικόλαδο < πικρόλαδο (+ παξιµάδι = βρεχτό λάδι). Αλαιτρουγουδιό < αλαιτριβιδιό < ελαιοτριβείο38 (φάµπρικα) Αλαιτρουγουδιάρηδες < ελαιοτριβιδιάρηδες: µυλωνάδες.

Πετράδι της Βαβουριανής φάµπρικας

37. Για τη µυλόπετρα, τις 3 ή 4 µυλόπετρες και τον «µποζοργάτη» [= κατακόρυφο χοντρό άξονα για το σφίξιµο – πίεση των ντορµπαδιών της ελαιοζύµης και για το βίντσι βλέπε Σταυρουλάκης Α. 1983, σελ. 337-339. Περιγραφή και φωτογραφία – σχέδιο παλιού ελαιουργείου. Βλ. Γ. Π. Εκκεκάκη – Μ. Ασηµοµύτη, σ. 77-78. 38. Στην Κρύα Βρύση µνηµονεύεται το Βαβουριανό αλαιτρουγουδιό και υπάρχει κοµµάτι από ένα πετράδι του, εντοιχισµένο σε σπιτάκι του Ν. Φωτάκη (∆ασκαλούρη).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

143

Σόχωρα - Περβολικά Σόχωρο – σοχωράκι (ίσιος χώρος ή διαµορφωµένος µε χτίσιµο πέτρας = δεσάς, για να είναι ίσιος, σχεδόν αλφαδιασµένος, αλλιώς ήταν αδύνατον να ποτιστεί, ιδίως όταν φύτευαν σε αυλάκια). Ελάχιστα τα ίσια επίπεδα χωράφια του χωριού. Το µεγαλύτερο ποσοστό είναι επικλινή και πετρώδη. Παντού, όπου υπήρχε έστω λίγο νερό (τζιγκούνι), έκαναν στέρνα και διαµόρφωσαν - σοχωράκια - περιβολάκια, εκεί που ο αέρας (ο βορές) πείραζε λιγότερο. Γι’ αυτό δεν πρόκειται για το εσώχωρον < σώχωρο (Γιακουµάκη Ελ. 15), αλλά για ισόχωρον > σόχωρο. Περβολάκια µικρά αλλά παραγωγικά, λόγω της επίπονα φροντισµένης καλλιέργειας, αφού απ’ αυτά έπρεπε να πάρουν σηµαντικά είδη διατροφής: Πατάτες, φασόλια (ψιλά - χοντρά - γογγύλια αζογυροφάσουλα), ντοµάτες, κρεµµύδια, µπάµιες, κολοκύθια (ανθοί για γεµιστά), κολοκύθες (ξενικές), µαρούλια, σέφουκλα > «φυτευτό» τον Αύγουστο. Ένα ή µισό κεντινάρι (=εκατοστάρι) φύτρα, φρύα (τσιµούλια). Πότισµα του «φυτευτού» (κατά απόλυτη προτεραιότητα-εκτός σειράς), πιπερές, καρπουζές, πεπονές. Χαρούπια: Βασική τροφή των ζώων, το χειµώνα. Στήριγµα – ενίσχυση του εισοδήµατος. Τα πιο καλά χαρούπια τα έτρωγαν τα παιδιά (ήταν οι σοκολάτες των παιδιών προπολεµικά και στην κατοχή). Μαρτυρία: «Πατάτες πρωτόφερε στο χωριό ο γέρος Τίταρος (Τίτος Μανιεδάκης), παππούς του Ζαχαρία Σαρτζετάκη (πριν το 1900). Τσι πρωτοφύτεψενε στσι Μαύρες (στο Κνιθιανό)» (Μιχ. Πελαντάκης, Καπετάνιος, 1975). Αυτή η µαρτυρία δείχνει πόσο αργά εξαπλωνόταν τα καλά, αν θυµηθούµε ότι τις πατάτες έφερε στην Πελοπόννησο ο Ιω. Καποδίστριας το 1829. Λαζάνια: Από σταρένιο αλεύρι (πριν βγουν τα µακαρόνια): Ήτανε αναστεµός για κάθε πεινασµένο. Σχετική η µαντινάδα: Ποτέ µου στον αιώνα µου, δεν έφαγα λαζάνια κ’ όντε θα ψήσει η µάνα µου θα φάω δυο καζάνια. Λίγα, και από λίγα από τα παραπάνω είδη κατάφερναν να σοδειάσουν39, αν ιδίως ο καιρός (η χρονιά) δεν ήταν ευνοϊκός. Ήταν όµως ολι39. Όταν γινόταν, στο τέλος του λυχνίσµατος, ο σωρός στη µέση του αλωνιού, ο νοικοκύρης έκανε το σηµείο του σταυρού από πάνω, έπαιρνε στο χέρι του λίγο από το εισόδηµα και το φιλούσε. «Όταν το εισόδηµα – σωρός ήταν ελάχιστο, φιλούσε την παλάµη του χεριού του από µέσα» (πληρ. από Μανόλη Σκούληκα, 1963). Αυτό σηµαίνει µούτζωµα για την αποτυχία, αλλά και απύθµενο αυτοσαρκασµό, αυτοκριτική και αυτοπαρηγοριά.


144

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

γαρκείς και λιτοδίαιτοι, φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς. Ήταν ικανοποιηµένοι και ευτυχείς θα έλεγα, µε τα λίγα., ∆εν τους είχε χαλάσει η µανία του κέρδους, που κατά τον Ευριπίδη «το κέρδος πάντας διώλεσεν». Ορισµένα τα αποκτούσαν µε ανταλλαγή από συγγενείς ή άλλους χωριανούς (π.χ. έδιναν κουκιά για να πάρουν φάβα, µπιζέλια...). ∆εν λογάριαζαν πόσες µέρες δούλευαν και πόσες αργούσαν λόγω εορτών. Υπολόγιζαν µόνο και επιδίωκαν πώς να καλύψουν τις ανάγκες των µελών της οικογένειας, που συνήθως ήταν πολλές. ∆εν παραπονούνταν για την πολύωρη καθηµερινή, σχεδόν, δουλειά (από ήλιο σε ήλιο). Λιτή η διατροφή στα χωριά, γι’ αυτό και όσοι επιζούσαν από τη µεγάλη βρεφική – παιδική θνησιµότητα, υπήρχε η πιθανότητα να ζήσουν πολλά χρόνια µε καλή υγεία και καλά γεράµατα. Ακόµη και τις ράπες του σταριού αξιοποιούσαν οι επιδέξιες νοικοκυρές: έπλεκαν πανέρια, µαλαθούνια, διακοσµητικά για το σπίτι. Σκούπες έκαναν από τα βρούλα < βούρλα και τη φινοκαλέ40.

Μεταφορές Γαϊδάροι: Μεταφορές ανθρώπων σε όλες τις µετακινήσεις. Στους γάµους σε ξένο χωριό το σαµάρι ήταν στολισµένο µε κιλίµι. Μεταφορά φορτίων κάθε είδους: ξύλα, σακιά µε ελαιόκαρπο, σπαρτά, άχυρα, κοπριά, εισοδήµατα από το αλώνι στο σπίτι: δηµητριακά, όσπρια, αλεύρι από το µύλο, λάδι, κρασί σε ασκιά. «Πανηγύρι» όταν γκάριζαν οι γαϊδάροι και βάσανο, όταν σπούσαν το σχοινί ή αλυσίδα και χλιµιντρίζοντας έφευγαν για ερωτικές περιπτύξεις µε ετερόφυλο ζώο ή για... δική τους διασκέδαση. ∆υστυχώς είναι είδος υπό εξαφάνιση σ’ όλη την Κρήτη. Συνειρµικά µας υπενθυµίζουν: σοµάρι < σαµάρι, σκάλες, φόρτωµα (= σχοινί), χαλινάρι, πέταλα, ζυγός, χάµουρα, ζυγάλετρα, σποροσακούλα, σπορέ, ζευγαρέ, συζεψά, συΤο βασικό µεταφορικό ζευτής. εργαλείο επί αιώνες 40. Φινοκαλέ τη λέµε στην Κρύα Βρύση (θάµνος πρόσφορος για σκούπα – σκούπισµα). Κάλισµα γράφεται στην επιγραφή της Γόρτυνας (6ος αι. π.Χ.).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

145

Μουλάρια41 (Ουγγαρέζικα άλογα) ως πολεµική αποζηµίωση για τα ζώα που χάθηκαν από το 1941-1944 είχαµε στο χωριό. Το φόρτωµα – σχοινί ήταν έξυπνα και περίτεχνα στερεωµένο µε διπλό κόµπο στο σαµάρι. Ειδική «σκάλα» χρειαζόταν για τα ξύλα, άλλη για τις δεµατές ξύλων, άλλη για τα στάχια, άλλη για τα σακιά (τσουβάλια), άλλη για τα κοφίνια, άλλη για τα πιθάρια. Πιο δύσκολη απ’ όλες ήταν η φόρτωση ασκιών42. Μόνο µε την ειδική σε κάθε φορτίο «σκάλα» ήταν βέβαιο ότι δεν θα ξεσελούσε ο γάιδαρος ή ότι το φορτίο δεν θα έµενε στα µισά του δρόµου. Τα ασκιά γινόταν από δέρµα νεαρής αίγας ή τράγου, που το έγδερναν προσεκτικά για να µην τρυπήσει. Με επίστρωση αλατιού έφευγε το τρίχωµα και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, γινόταν χρήσιµο - πρακτικό µεταφορικό µέσον. Συνέπειες εγκατάλειψης (µη καλλιέργειας) Η σηµερινή εγκατάλειψη των περιουσιών έδωσε τροφή από τα χωράφια στα άχρηστα σε άλλες εποχές φυτά:

Ασπαλάθια, αχινοπόδοι ανθισµένοι στην τοποθεσία «στση Πέρδικας το νερό»

41. Μουλάρι: Νόθο γέννηµα της φύσης, από συνεύρεση γαϊδάρας µε άλογο ή φοράδας µε γάιδαρο. Είναι πολύ δυνατό ζώο, αλλά στείρο. 42. Τα πήλινα δοχεία και τα δερµάτινα (ασκιά) ήταν τα µοναδικά µέσα µεταφοράς των υγρών (λάδι, κρασί, ξύδι) από τη µινωική εποχή µέχρι το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο.


146

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

α) Βάτος (παλιότερα σπάνιζε, επειδή τον εξαφάνιζαν µε την καλλιέργεια) β) Άρτηκας γ) Ποντικιές δ) Ασκελετούρες ε) Ανεµόχορτα ή ανεµοχόρτοι (ήταν η καλύτερη τροφή των γαϊδάρων), µαζόχορτα στ) Ξυνίδα (τείνει να εξαφανίσει όλα τα βρώσιµα χόρτα) ζ) Σπάρτοι, αχινοπόδοι, ασπάλαθοι Η φύση καλύπτει µε τον δικό της τρόπο την απουσία του ανθρώπου. Οι συχνές πυρκαγιές οφείλονται στην έλλειψη καλλιέργειας (οργώµατος) και στα ξερόχορτα (ξερονόµια), που λαµπαδιάζουν από τις σπίθες που πέφτουν συχνά από τα ηλεκτροφόρα καλώδια. Η περιοχή του χωριού µας, και των γύρω χωριών, έχει δεινοπαθήσει απ’ αυτήν τη µάστιγα.

Αλώνια Τα αλώνια ήταν µεγάλη υπόθεση για κάθε γεωργό και καµάρι για κάθε νοικοκύρη. Μετά το θέρισµα των δηµητριακών, η ζωή του χωριού µεταφερόταν στ’ αλώνια. Κάτω από τον καφτό ήλιο µε τα πόδια των ζώων43 και το βωλόσυρο χρειαζόταν πολλή δουλειά στο αλώνι µέχρι να σωριαστούν το στάρι, κριθάρι, ταγή, όσπρια, δηλαδή τα απαραίτητα για το χειµώνα. Μικροί – µεγάλοι βοηθούσαν, για να τελειώσει αυτή η διαδικασία, πριν πιάσουν οι βοριάδες (µελτέµια του Ιουλίου – Αυγούστου). «Το 1936 βγήκε διαταγή να αποµακρυνθούν τα αλώνια από τα σπίτια του χωριού τουλάχιστον 200 µέτρα. Από τότε έπαψε να χρησιµοποιείται η Αλώνα (στην Τσουνολέ) και το Μπελιανό ή Λιονταριανό αλώνι (εκεί είναι σήµερα το υπόστεγο του Μανόλη Πελαντάκη). Τ’ αλώνια στο Σελλί δεν απέχουν 200 µέτρα από το χωριό, αλλά διατηρήθηκαν. Τα νεότερα έγιναν ανατολικότερα, ή νοτιότερα του χωριού». ∆εσποινιά Μπελάκη, 1961

43. Πριν το 1920 το αλώνισµα γινόταν µόνο µε το πάτηµα από τα ζώα. Τα έδεναν από το λαιµό, το ένα κοντά στο άλλο (αλυσίδι λέγεται αυτό το δέσιµο) και τα οδηγούσαν, για να ποδοπατήσουν στο αλώνι τα σπαρτά (Στελιανός Πελαντάκης, 1960).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Αλώνια υπήρχαν: στο Σελλί, στο Ασπρουγάκι, στο Λιµνί, στο Αρµί, στην εξοχή, διάσπαρτα κοντά στον τόπο παραγωγής, σε σηµεία που εξυπηρετούσαν τους ιδιοκτήτες και φυσούσε λίγο αεράκι, για να βοηθήσει στο διαχωρισµό του καρπού από τα άχερα, µε το λίχνισµα.

147

Έσοδα από τα ζώα (επιγραµµατικά) Οικόσιτα: γάιδαρος, πρόβατα, αίγες, βόδια, χοίρος, κουνέλια, όρνιθες. Στάβλισµα των οικόσιτων Τα αλώνια στο Σελλί (όπως διακρίνονται σε αεροφωτογραφία). Με βέλος σηµειώνεται ζώων: σε διπλανό (πιο µέσα δωτο αλώνι του Στελιανογιώργη µάτιο) ή κάτω από τον οντά (για λόγους ασφάλειας). Κότες: κοτόπουλα (κρέας, αυγά, πετεινούς για ξυπνητήρια), περιστέρια, φάσες. Πέρδικες: (κρέας, περδικάλια). Λαγοί: (κρέας, δέρµα, επίθεµα µε ρακή). Κουνέλια: Τα είχαν σε τρύπες – µίνες – που άνοιγαν τα ίδια στα χωµάτινα δάπεδα του στάβλου στο δάπεδο του σπιτιού: Από τα ζώα έπαιρναν: κρέας. δέρµα: ασκί, αραγός, παπούτσια, λουρί, αγναφόπετσο. Πρόβατο - αίγα: γάλα, (τυρί, ξινόχοντρο), αρνιά, κρέας, µαλλί = πλύσιµο γνέσιµο (ξάσιµο), κλώσιµο, βάψιµο, διάσιµο, ύφανση ή πλέξιµο. Ρούχα (ατοµικά ή του σπιτιού). Σκεπάσµατα. Πετσέτες (προσώψια), αγαστέρα (αρχαία: γαστήρ). Βόδια: όργωµα, κρέας, µοσχάρια, δέρµα για σόλες υποδηµάτων. Χοίρος (οικόσιτο, παµφάγο ζώο). Έτρωγε ό,τι περίσσευε από την κουζίνα (αποκαθάριδα χόρτων, φρούτων, καρπών). Έδιδε: γουρούνια, για ανταλλαγές. Ο χοίρος ήταν σερµαγιά – αναβάσταξη για κάθε νοικοκυριό: Τραπέζι Χριστουγέννων –Πρωτοχρονιάς, Φώτων. Σύγλινα, συντριµάς (συντηρηµένο) απάκια, λουκάνικα, οµατές, φαγώσιµα είδη, που διατηρούνται µε τις τότε τεχνικές συντήρησης για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Καθάριζε το χώρο γύρω από το σπίτι (εξαφάνιση περιττωµάτων ανθρώπων).


148

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Συνθήκες υγιεινής ∆εν µπορεί να γίνει λόγος για υγιεινές συνθήκες διαβίωσης, επειδή τις µηδένιζε η συστέγαση µε τα ζώα. Η διατροφή των κατοίκων (χωρίς αυτό να το επιδιώκουν ή επειδή ήταν η προγραµµατισµένη επιδίωξη τους), ήταν ιδιαίτερα υγιεινή (αυτή είναι η κρητική διατροφή. Υλικά – τρόφιµα: µόνο από τη φύση, προϊόντα κοπιαστικής – εξουθενωτικής εργασίας. Ήταν όµως απαρηγόρητοι44, όταν ο βορές κατέστρεφε µισοέτοιµα εισοδήµατα. Παιγνίδια «Όταν άρχισε το παιγνίδι, άρχισε και ο πολιτισµός». Ολόκληρο βιβλίο χρειάζεται για την παρουσίαση των παιγνιδιών, γι’ αυτό παραπέµπω στα παιγνίδια των Μελάµπων (Φασατάκης Ν. 1985).

Άτυπη κοινότητα Το «κοινόν» του χωριού ήταν αποκλειστικό προνόµιο των ανδρών (κατά τη Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία). Στα πλαίσια της πατριαρχικής οικογένειας, κάθε πρόβληµα των κατοίκων του χωριού µας (και κάθε χωριού) το συζητούσαν και αναζητούσαν λύσεις γι’ αυτό οι γέροντες (πεπειραµένοι) και κοινωνικά αποδεκτοί από όσους κατοικούσαν στο χωριό. Αυτοί, ως εκπρόσωποι (άτυποι αντιπρόσωποι) των οικογενειών (σογιών) απάρτιζαν ένα άτυπο όργανο, που αντιµετώπιζε τα δύσκολα προβλήµατα σε κάθε περίπτωση. Συχνά ήταν δύσκολη η θέση τους. Οι αποφάσεις τους ήταν σεβαστές. Για την επίλυση προβληµάτων, όπως αντιµετώπιση φοροεισπρακτόρων, αντίσταση κατά των κατακτητών συγκαλούνταν συµβούλια περιοχής (είδος επαρχιακών συµβουλίων) για να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο (Spratt – Ψιλάκης Ν., 2007, σελ. 56-57). Βρύση και δεξαµενή «Μέχρι το 1935 στη Βρύση δεν υπήρχε δεξαµενή νερού. Υπήρχαν δύο κουτσουνάρες. Μόνο µε το σταµνί µετέφεραν το νερό στο σπίτι οι 44. Λέγεται ότι ο πρώτος Ψυχαράκης που έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πατσό, αποφάσισε να φύγει από το χωριό µας, όταν διαπίστωσε ότι µισοσωριασµένο εισόδηµα στο αλώνι του το είχε διασκορπίσει (=εξαφανίσει) ο βορές µια νύχτα που ξαπλωµένος στ’ αλώνι φύλασσε το «µάλαµα» (Μαρία Πιτσιδιανάκη – Καµπουράκη 2008).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

149

γυναίκες (και τα παιδιά). Το νερό ήταν λίγο και τα σταµνιά πολλά. Συχνά αραδιαζόταν από τις γυναίκες τα σταµνιά για να πάρουν σειρά. Και 40 σταµνιά µαζευόταν στη σειρά. Αυτό είχε και τα καλά του, γιατί µας διδόταν η ευκαιρία να συζητούµε εµείς οι γυναίκες. Αυτό ήταν το καφενείο µας» (Αργυρώ Βαβουράκη, 20.8.08). Το σταµνί Υπήρχε και σώζεται λίγο σπασµένη µια τεράστια πετρόγουρνα, προπολεµική. Εκεί προφανώς εµούσκευαν - έπλυναν τα βαριά - χοντρά ρούχα (πατανίες, καπότα). Το 1935 κατασκεύασαν τη δεξαµενή µε τα δυο κλειδιά. Κατά την εκτέλεση του έργου έγινε ένα τροµερό ατύχηµα. Ο αέρας έριξε έναν τοίχο, ο οποίος σκότωσε: π. Πέτρο Βαβουράκη (πατέρα έξι παιδιών) και τον ∆ηµήτρη Πελαντάκη (πατέρα έξι παιδιών). Η δεξαµενή είχε ως αποτέλεσµα να µη µαζεύονται σταµνιά – γυναίκες για να περιµένουν στη σειρά για να γεµίσουν το σταµνί. Οι νεαροί, που ήθελαν να βλέπουν τσι κοπελιές, πήγαιναν στο καφενείο του Κάτη (Στυλιανού Βαβουράκη και αργότερα Γιώργη), για να συναντήσουν το βλέµµα τους – αυτό αρκούσε τότε – όταν κατηφόριζαν µε αδειανό το σταµνί, ή όταν ανηφόριζαν από το µονοπάτι της Βρύσης µέχρι τα σπίτια τους45.

Γούρνα λαξευµένη σε πέτρα (πετρόγουρνα), πριν χτιστεί η Βρύση

45. Το 1937 έχτισαν τη βρύση στο Συκονέρι ή Συκιάς το νερό. Το 1939 κατασκεύασαν βρύση και γούρνα (για τα ζώα) στο Κεφαλοβρύσι και στον Άη Άντωνη.


150

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η Βρύση του χωριού

Υπήρχαν και πολλά πηγάδια για άντληση νερού, ιδίως στην κάτω γειτονιά (Κάτω Ρούγα). Σώζονται µερικά.

Κυνήγι Το κυνήγι (λαγοί, πέρδικες και άλλα πουλιά) ήταν άφθονο στην περιοχή και γινόταν µε τα τόξα στις παλαιότατες εποχές, µε τους σκύλους πάντοτε, µε όπλα προπολεµικά και µεταπολεµικά. Πολλοί ήταν εξασκηµένοι και έβλεπαν το λαγό στην «κοιµητέ». Ήταν σηµαντικό για κάθε σπίτι το κυνήγι. Προπολεµικά γινόταν µε µέτρο. Μεταπολεµικά όπως χάλασαν όλα, χάλασε και η άποψη για το κυνήγι. Με κάθε µέσον, θεµιτό ή αθέµιτο και µε απληστία. Τα θηράµατα συνεχώς λιγοστεύουν επικίνδυνα. Υπάρχει κίνδυνος αφανισµού του λαγού και της πέρδικας από το Κέδρος και την περιφέρεια της Κρύας Βρύσης. Σε πρόσφατη ανάβαση – πορεία σε µεγάλη έκταση του Κέδρους δεν ακούσαµε κακάρισµα πέρδικας, ούτε είδαµε ίχνος λαγού. Αντίθετα, είδαµε αµέτρητες αίγες που κατατρώγουν κάθε ίχνος χλωρίδας...


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

151

Κοινό τραπέζι Από µια λεκανίδα46, για να δουν όλοι το φαγητό που έπρεπε όλοι µαζί να φάνε στη µέση της κουζίνας επάνω στο σοφρά-τραπέζι, έτρωγαν όλοι, κατά κανόνα µόνο το βράδυ, επειδή το µεσηµέρι οι µεγάλοι έλειπαν στην εξοχή για δουλειά. Τα παιδιά – γέροι έτρωγαν κάτι πρόχειρο το µεσηµέρι. Άποψη υπεροχής και αυτοπεποίθησης δηµιουργούσε η αυτάρκεια σε είδη κατανάλωσης στα σπίτια όσων δούλευαν συστηµατικά.

Θρησκευτική ζωή Αναφέρονται επιγραµµατικά ορισµένα στοιχεία: Σηµαντικό θέµα της χριστιανικής λατρείας είναι οι νηστείες. Απαρέγκλιτη τήρηση όσων υπαγορεύονταν από τη θρησκεία (την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση). Σύµµαχος στις πολύ δύσκολες στιγµές µόνο ο Θεός, η Παναγία και οι Άγιοι. Καταφύγιο όλων η (εκκλησία – ενορία) χριστιανική θρησκεία, ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές (κατοχή – καταστροφή χωριού – Τουρκοκρατία – Βενετοκρατία). Όλες οι νηστείες είναι περισσότερες από 100 µέρες κάθε έτος: 48 Μεγάλη Σαρακοστή - 40 Χριστούγεννα - 15 Αυγούστου - Των Αγίων Αποστόλων - Των Ψυχών. Αν υπολογιστεί και η νηστεία Τετάρτης και Παρασκευής, οι µέρες νηστείας είναι περισσότερες από τις µισές του έτους. Η νηστεία εξασφάλιζε ψυχική ικανοποίηση και (χωρίς να το επιδιώκουν) υγιεινή διατροφή, αυτήν που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισµός. Τασίµατα στο Χριστό, στην Παναγία και τους Αγίους (αρτοπλασίες, κηροδεσία, αρνιά, ρίφια, λιβάνι, λαµπάδες, κεριά, λειτουργίες, ξυπόλυτοι στο µακρυνό εκκλησάκι, ακόµη και στην Ανάληψη του Κέδρους ή την κορφή του Ψηλορείτη - Τίµιος Σταυρός). Αυτά γινόταν σύµφωνα µε την προτροπή: «Ζητείτε και ευρήσετε» (Κατά Λουκάν ιβ΄, 8). - Ψάλτες: Οι Ιωάννης Βαβουράκης (Αναγνώστης).47 Έτος γέννησης 46. Λεκάνη > λεκανίδα. Τα πήλινα δοχεία: πιάτα, τσικάλια, υδροδοχεία, ελαιοδοχεία (κουρούπες-πιθάρια) ήταν σε χρήση αδιάκοπα από τη µινωική εποχή µέχρι το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο. Από τα θραύσµατά τους οδηγούνται οι αρχαιολόγοι για εντοπισµό οικισµών ή ιχνών οίκησης. 47. Αναφέρεται στο Μητρώο Αρρένων (Κρύας Βρύσης) που φυλάσσεται στο Στρατολογικό Γραφείο Ρεθύµνου. Πρώτος σ’ αυτό το Μητρώο αναγράφεται: Τίτος Εµµαν. Μανουσάκης (έτος γέννησης 1845). Οι αναγνώστες γινόταν µε χειροθεσία από τον Επίσκοπο και µε ανάγνωση ειδικής ευχής.


152

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

1857. Αναγνώστης Α. Φωτάκης (Ακουγόταν: ∆ασκαλαναγνώστης). Μιχάλης Λαγουδάκης (και ∆άσκαλος) Αλέξης Λεβεντάκης, Γιώργης Φωτάκης, Γιώργης Πιτσιδιανάκης, ∆ιογένης Βαβουράκης. - Αφοσιωµένοι επίτροποι: Παντελής Ψυχαράκης – Λάµπρος Κανακάκης, επί µισό αιώνα, Νικόλαος Γ. Φωτάκης και Αντώνης Πελαντάκης. - Παπάδες στην Κρύα Βρύση ήταν κατά κανόνα Βαβουράκηδες. Ο Στελιανογιώργης µου είχε πει ότι όλοι οι παπάδες διαδοχικά µέχρι το 1935 ήταν Βαβουράκηδες (βλ. ηµερολόγιο 2009, Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης). Ήταν όµως και από άλλες οικογένειες (Φωτάκη) (Παπιοµύτογλου 1995, σ. 248). Άγιος Νικόλαος: Η µοναδική εκκλησία µέσα στο χωριό, που, πιθανόν, υποδηλώνει ότι ο πρώτος οικιστής του χωριού ήταν «ναυτικός» ή είχε σχέση µε τη θάλασσα. Ίσως να καταγόταν από παραθαλάσσιο χωριό ή έκτισε τον πρώτο ναό για χάρη κάποιου Νικολάου, προγόνου του (αλλά και σηµαντικού προσώπου, ατόµου µε ευρεία κοινωνική αναγνώριση). Πιθανόν να ήρθε από τους γύρω οικισµούς για µεγαλύτερη ασφάλεια που του έδιδε η δυνατότητα να καταφύγει στο βουνό σε ώρα κινδύνου. Πολύ πιθανότερο θεωρώ να ήταν «κατεργάρης» των πρώτων αιώνων της Βενετοκρατίας, που επέζησε και ως τάµα έκτισε ναό στον Αγ. Νικόλαο (πβ. και σελίδα 124). Ανατολικά από το ιερό της εκκλησίας, έθαβαν τους νεκρούς. Όταν χαµήλωσαν το έδαφος, για να επεκτείνουν την πλατεία (κατά το 1960), φάνηκαν τάφοι – οστά. Τα µετέφεραν στο κανονικό νεκροταφείο, στο Σελλί. Ο ναός του Αγίου Πνεύµατος και το νεκροταφείο χτίστηκαν το 1901. Μέχρι να ξαναχτισθεί ο ναός του Αγ. Νικολάου (δεκαετία του ’50) οι λειτουργίες γίνονταν στο ναό του νεκροταφείου. Οι γάµοι δεν γίνονταν στο ναό του Αγ. Πνεύµατος (στο νεκροταφείο) αλλά στα σπίτια. Ίσως από πρόληψη. Πριν από το 1944, οπότε χαλάστηκε (µε πολλούς δυναµίτες από τους Γερµανούς, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου) ήταν διµάρτυρη: Άγιος Νικόλαος και Ευαγγελισµός. Θυµούµαι σαν όνειρο ότι κάθιζα, ως µικρό παιδί, στα πόδια του πατέρα µου, ο οποίος στεκόταν όρθιος στο στασούδι (στασίσι) µας, που ήταν µπροστά από τον πεσό (χτιστό τετράπλευρο κίονα) του κυρίως ναού.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

153

Σιγανός πεντοζάλης στην Πλατέα (1972)

Εξαγνιστική – λυτρωτική ήταν η επίδραση της ορθόδοξης λατρείας (τελετές-λειτουργίες): Βάπτισµα, χρίσµα – εξοµολόγηση – ευχέλαιο – µετάληψη – ψαλµωδίες στους 8 ήχους – µνηµόσυνα – προσευχές – νηστείες. Η παρακολούθηση των Ακολουθιών δηµιουργούσε ανάπαυση για λίγο από τη µονότονη και βασανιστική εργασία στον ετήσιο κύκλο. Ψυχικό και σωµατικό αλάφρωµα (ελάφρυνση) από τα βάσανα της ζωής, την καθηµερινή εργασία – κόπωση ήταν η αργία της Κυριακής και των εορτών, καθώς και η παρακολούθηση των ακολουθιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας (λατρείας). Τις αργίες τις τηρούσαν απαρέγκλιτα και σχολίαζαν αρνητικά εκείνον που τυχόν δεν τις τηρούσε. Εξαίρεση, µε κοινωνική αποδοχή, η εργασία του βοσκού, που έπρεπε να είναι κοντά στο κοπάδι κάθε µέρα, ακόµη και την ηµέρα των Φώτων (του Μεγάλου Αγιασµού), που τη θεωρούσαν ως τη µεγαλύτερη εορτή του χρόνου. Τότε: «Μύλοι αργούνε, σκύλοι αργούνε κι οι γαϊδάροι σκόλην έχουνε». Τη µέρα εκείνη «παλεύουν οι καιροί µεταξύ τους για να δούνε ποιος θα επικρατήσει (για όλο το χρόνο)» (Τίτος Βαβουράκης, 1985).


154

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Aριστερά: Τµήµα του προπολεµικού σχολείου από τη µοναδική σωζόµενη φωτογραφία του. Κέντρο: Τµήµα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και Ευαγγελισµού

«Τρεις (= τρεις µέρες αργίας) τα Γέννα, τρεις τα Φώτα, κι έξε την Ανάσταση». Η τήρηση γινόταν από τις γυναίκες, τους ηλικιωµένους και τα παιδιά. Τήρηση των νηστειών γινόταν από όλους. Το αντίθετο θεωρούνταν αµαρτία και ο κοινωνικός σχολιασµός ήταν αδυσώπητος: «θα γενείς κατόλικος» (=καθολικός), όπως δηλαδή οι Βενετοί κατακτητές. «Θα γενείς Τούρκος» (αν δεν κάνεις όσα προβλέπει η ορθόδοξη θρησκεία). «Κατόλικος εγίνηκες ή κατόλικος να γενείς. Θα γενείς Τούρκος, Αλαµάνος» (Ελένη Μπελάκη, 1961) Eίναι φράσεις που σώζονταν µέχρι και τη δεκαετία του 1960 στο λεξιλόγιο των γερόντων. Τα οικόσιτα ζώα τα «έβγαζαν» = τα πήγαιναν στην εξοχή για βόσκηση, απολείτουργα (µετά τη λειτουργία). Για τα «ζωντανά» δεν ίσχυαν οι αργίες. Μέχρι το 1923 ίσχυε απαρέγκλιτα το ιουλιανό («παλιό») ηµερολόγιο. Ήταν αυστηρότερο (όπως βλέπουµε ακόµη και σήµερα στους παλαιοη-


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

155

µερολογίτες, που αφήνουν οπωσδήποτε µουστάκι48 ή και γένια και µακριά µαλλιά). Οι γυναίκες φορούσαν πάντοτε σεµνά φορέµατα. Ανάλογο συνέβαινε και µε τους άντρες και γυναίκες Οθωµανούς. Και σήµερα δεν νοείται (πιστός) µουσουλµάνος να µην έχει έστω υποτυπώδες µουστάκι. Το χτύπηµα καµπάνας Εκκλησίας ήταν ειδοποιΗ καµπάνα του Αγίου Νικολάου ητήριο για όλους: για εσπερινό, λειτουργία, χτύπηµα καµπάνας νεκρίκια. Σταµατούσε κάθε εργασία: εργόχειρο, υφαντό, εργασία στο χωράφι, στο περιβόλι (και επιστροφή στο χωριό). Νεκροί: όλοι (πλούσιοι - φτωχοί) µεταφέρονταν στο νεκροταφείο µε το ίδιο (κοινό) φέρετρο (καδελέττο). Για µακαρία του νεκρού µοίραζαν το «ζεστό» – φρεσκοψηµένο (ζεστό) ψωµί και κόλλυβα µέχρι τη δεκαετία του 1950. Επίσης, οι συγγενείς του τελευταίου πεθαµένου. Μνηµόσυνα: τριήµερο, εννιάµερο, σαρανταήµερο, τρίµηνο, εξάµηνο, εννιάµηνο, ετήσιο, συναπάντηµα (πολυετές). Κόλλυβα και το ψυχοσάββατο απαραίτητα. «Οποίος δεν είχε στάρι (για κόλλυβα), ας τόβρισκε από τις µελιτάκους» (Αντιόπη Στελ. Πελαντάκη, 1970). Κουλούρες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα για τους πρόσφατα αποθανόντες.

Μάθηση χωρίς σχολείο Σχολεία δεν υπήρχαν επί αιώνες. Το φυσιολογικό, το κανονικό, το κοινωνικά αποδεκτό ήταν να µην υπάρχουν σχολεία. Τα γράµµατα χρει-

48. Έτσι εξηγείται η πληροφορία από τον πατέρα µου, που, ταξιδεύοντας για µετανάστευση στην Αµερική το 1910, «είδε άντρα χωρίς µουστάκι» στο Γιβραλτάρ, όπου άραξε το πλοίο για ανεφοδιασµό.


156

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

άζονταν µόνο στους αναγνώστες, ψάλτες, ιερείς. Αυτά τα µάθαιναν από γενιά σε γενιά από τα εκκλησιαστικά βιβλία: Ψαλτήρι – Οκτώηχος µε τα προνόµια που πήρε το Οικουµενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάµεθ το 1453 και µε την τακτική παρακολούθηση των θρησκευτικών ακολουθιών. Άτυπο «σχολείο» εκµάθησης της ελληνικής γλώσσας ήταν τα εκκλησιαστικά βιβλία και η παρακολούθηση των θρησκευτικών ακολουθιών, παράλληλα µε την προφορική συνοµιλία. Υπήρχε οργάνωση κρατική, επί Βενετοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας στην Κρήτη, αλλά µόνο τέτοια που να εξυπηρετεί τα συµφέροντα των κατακτητών. Τυχόν ανάγκες της κρατικής εξουσίας (επί Βενετών) καλύπτονταν από τους Βενετούς, που µάθαιναν γράµµατα στη Βενετία και γίνονταν κρατικοί υπάλληλοι κοντά στη Βενετική αριστοκρατία. Κατά τη Βενετοκρατία επιτρεπόταν στους Έλληνες να γίνουν Νοτάριοι (συµβολαιογράφοι). Τους υπόδουλους τους είχαν για να δουλεύουν και να πληρώνουν φόρους. Η οικονοµία και η κοινωνία ήταν έτσι ώστε δεν είχε ανάγκη από γραµµατισµένους – υπαλλήλους. Aνάλογο συνέβαινε και σε όλη την Ευρώπη κατά την εποχή του µεσαίωνα. Οι ευγενείς άρχοντες θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να µαθαίνουν γράµµατα. Μόνο οι παρακατιανοί τα µάθαιναν, για να καλύπτουν τυχόν ανάγκες της κοινωνίας των ευγενών. Ο ιστορικός Β. Ψιλάκης σηµειώνει (Γ’, 146): «ονοµάζονταν «δάσκαλοι» οι Χριστιανοί γραµµατικοί που έπαιρναν για βοηθούς τους οι εποπτεύοντες (σουµπάσηδες) των αγάδων της Κρήτης, όπως ο Αλµπάνης στο Ρέθυµνο, ο Χάνιαλης και ο Αφεντακάκης στην ανατολική Κρήτη. Αυτοί (οι αγάδες) δεν εννοούσαν από γράµµατα και λογιστικήν αριθµητικήν ούτε εις την Ελληνικήν ούτε εις την Τουρκικήν, διότι δεν εθεωρούσαν άξιες για τους εαυτούς τους αυτές τις ασχολίες, όπως και οι ιππότες του Μεσαίωνα». Γι’ αυτό ο Φωτάκης (ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης στο Κακό Ρυάκι µαζί µε τον Ασουµανή από την Κρύα Βρύση και το συγχωριανό του Μπαγιαρτάκη, 12-13 Απρίλη 1822), ακουγόταν ως Φουτοδάσκαλος. Όσοι Έλληνες είχαν δυνατή µνήµη (η οποία µε την άσκηση γίνεται ισχυρότερη) κοντά ή όχι στο αναλόγιο, µάθαιναν τα πάντα (όλες τις ακολουθίες, και τη σειρά των τροπαρίων) απ’ έξω. «Γράµµατα οίδε, µή µεµαθηκώς» (Ιωάνν. 16, 26). Μάθαιναν και να ψάλουν στους οκτώ ήχους της ορθόδοξης λατρείας. Το πλησιέστερο στην Κρύα Βρύση σχολείο (προ του 1848) ήταν στις Μέλαµπες (µαρτυρία του Στελιανού Λαγουδάκη). Και το 1866 υπήρχε σχολείο στις Μέλαµπες. Το 1880 λειτούργησε ∆ηµοτικό Σχο-


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

157

λείο στην Κρύα Βρύση (Στρατιδάκης Χ., 2009). Σ’ αυτό φοιτούσαν και οι µαθητές από την Ορνέ µέχρι το 1920, επίσης από το 1945-1949. Όπως µάθαιναν απ’ έξω τα τροπάρια και όλη τη λειτουργία (µόνο ακούοντας), µε τον ίδιο τρόπο µάθαιναν: τραγούδια, παραµύθια, παροιµίες, γηθειές, µαντινάδες, ρίµες, ιστορικά και άλλα τραγούδια, διηγήσεις, ιστορίες από τις παλιές και πολύ πολύ παλιές εποχές. Όλα αυτά, µαζί µε τα ήθη, έθιµα, συνήθειες, είναι τα στοιχεία του άυλου λαϊκού πολιτισµού. Οι Πόντιοι που είναι εγκατεστηµένοι στην Ελλάδα, χωρίς να διδάσκονται σε σχολείο τα Ποντιακά, τα µαθαίνουν από το σπίτι τους ή σε συγκεντρώσεις (για εκµάθηση χορού, τραγουδιού) και πανηγύρια, βαπτίσεις, εορτές, ανταλλαγές επισκέψεων, διατήρηση συνταγών µαγειρικής, εθίµων, παραµυθιών. Με αυτά διατηρείται η πολιτιστική / η ποντιακή ταυτότητά τους. Νοµίζω ότι ένα σύγχρονο παράδειγµα επιβεβαιώνει την προσήλωση των προγόνων µας στα ζητήµατα γλώσσας, της θρησκείας, στα ήθη, τα έθιµα και τη διατήρηση κάθε πατροπαράδοτου, για να µη γίνει αλλοτρίωση είναι οι Έλληνες της διασποράς: αυτά, είναι - λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος. Όσοι ξεχνούν τη γλώσσα την ελληνική, δύσκολα διατηρούν την ελληνική συνείδηση. Οι πρώτοι (γνωστοί) «γραµµατισµένοι» «Πηγαίνεις στο Γυµνάσιο και δεν ξέρεις να ψάλεις;» Την ερώτηση µου την έκαµε ο επίτροπος Λάµπρος Κανακάκης στην Εκκλησία το 1953, όταν µου συνέστησε – πρότεινε να ψάλω και είπα ότι δεν ξέρω. Η ερώτηση φανερώνει αυτό που είχαν δεδοµένο για τα σχολεία παλαιότερων εποχών: Ήταν αδιανόητο να ξέρεις γράµµατα, χωρίς να έχεις µάθει παράλληλα τα «Ιερά Γράµµατα» και την ψαλτική τέχνη. Άλλωστε, από εκκλησιαστικά βιβλία (Οκτώηχο, Ψαλτήριο), εµάθαιναν τα ελληνόπουλα επί αιώνες τα γράµµατα (µέχρι και στη Σχολή Αγίου Πνεύµατος, Κισσού, όπου φοίτησαν µερικοί Κρυοβρυσανοί), κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, για εξυπηρέτηση των αναγκών της εκκλησίας (αναγνώστες, ψάλτες, µοναχοί, ιερείς). Από το απόσπασµα Γενικού Ελέγχου της Σχολής Αγίου Πνεύµατος Κισσού (των σχολικών ετών 1903-1904 µέχρι 1908-1909), το µόνο που σώζεται, παραθέτω τα ονόµατα όσων είναι γραµµένοι – µαθητές της Σχολής.


158

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Φοίτησαν στο «Ελληνικόν Σχολείον / εν Αγίω Πνεύµατι (Κισσού)». Σχολικό έτος: 1903 – 1904 µέχρι 1908 – 09:

Αναγράφονται ονοµαστικά για δύο λόγους: α) Για να τους µάθοµε οι σηµερινοί και µελλοντικοί αναγνώστες β) Γιατί είναι οι πρωτοπόροι στον τοµέα των Γραµµάτων, στον οποίο η Κρύα Βρύση διαπρέπει. Άλλοι Κρυοβρυσανοί που φοίτησαν στο ίδιο Σχολείο, δεν περιλαµβάνονται στο σωζόµενο τµήµα αρχείου της Σχολής, αλλά µας τους έδωσε η προφορική παράδοση: Γεώργιος Ιωάννου Γαβριλάκης (Ανώτατος Αξιωµατικός Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης). Υπηρέτησε ως δάσκαλος στα Σελλιά (Ανδρεαδάκης Κ., σελ. 132). Ιωάννης Κωνσταντίνου Βαβουράκης (Κωνσταντογιάννης) Μιχαήλ Γεωργίου Φωτάκης (Πάρεδρος) Γεώργιος Στυλιανού Βαβουράκης (Στελιανογιώργης) Εµµανουήλ Νικολάου Πετρακάκης (υπηρέτησε στα τρία ΤΤΤ, πρόδοµο του ΟΤΕ) ∆ηµόκριτος Ιωάννου Λαγουδάκης Γεώργιος Ιωάννου Λαγουδάκης (αδελφός του προηγούµενου και του Λαγουδόκωστα από αλλη µάνα) Στην εφηµερίδα «ΚΡΗΤΗ» (Μάρτιος 1862) γράφονται οι εξής Κρυοβρυσανοί που υπέβαλαν αίτηση για να επιλεγούν πάρεδροι Ειρηνοδικείου, πράγµα που υποδηλώνει ότι ίσως είχαν φοιτήσει στη Σχολή Αγίου Πνεύµατος: Πέτρος Πετρακάκης, 35 ετών, Ροδάµης Γεώργιος, 55 ετών, Βαβουράκης Μιχαήλ του Κ., 35 ετών και Βαβουράκης Στυλιανός.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

159

∆΄ Η ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 194449 Η ιστορία και η ζωή της Κρύας Βρύση µπορεί να χωριστεί σε δυο εποχές: α) Πριν από την καταστροφή της 22-8-1944. β) Μετά από την καταστροφή αυτή. Τόσο σηµαντικό και καθοριστικό είναι αυτό το γεγονός για το χωριό µου. Για τους νεκρούς και τις άλλες απώλειες βλέπε τον τόµο ∆΄ το άρθρο «Κρύα Βρύση», Γ. Μαυροτσουπάκη. Μετά το κάψιµο (1944), έξι ή και περισσότερους µήνες γίναµε πρόσφυγες φιλοξενούµενοι στα γύρω χωριά50. Η Ανάγκη, «θυγάτηρ του ∆ιός», συντέλεσε ώστε να επιστρέψουν οι επιζήσαντες σε καταστάσεις που σίγουρα θυµίζουν παλαιότερες εποχές και καταστάσεις, συνήθειες, δράσεις, παλαιότερων – φτωχότερων εποχών. Αυτές τις έζησα ως παιδί και ως έφηβος: µέσα στην ανέχεια, χωρίς σπίτι, χωρίς ζώα, έπρεπε να αντιµετωπίσουν το οµαδικό πένθος και να εντείνουν τον αγώνα της βιοπάλης. Ανέχεια, αλληλοβοήθεια, αιµατηρή οικονοµία. Ελάχιστη βοήθεια από το Κράτος: σφακιανότραβες, τάβλες, ρούχα από τον Ερυθρό Σταυρό, κονσέρβες, γλυκόζη, ζάχαρη, πλιγούρι, αλεύρι από UNRA. Στήριγµα – καταφυγή – ανακούφιση η προσήλωση στις ακολουθίες της εκκλησίας. Καµπάνα = σταµάτηµα κάθε εργασίας – εκκλησιασµός, ιδίως τα παιδιά (και στον εσπερινό: «Άλλον γαρ εκτός Σου βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχοµεν», υπογραµµίζει ο ψαλµωδός). Χωρίς ιερέα: Ακολουθία από το µοναδικό ραδιόφωνο (στου ∆ηµόκριτου Φωτάκη το καφενείο). Πετράκαινα (Αλεξάνδρα Πετρακάκη, Ροδαµνάκη το γένος): έχασε τέσσερα παιδιά, ένα στην Αλβανία και τρία στην Κρύα Βρύση. «Αν κλαίω συνέχεια, θα τροζαθώ και θα µε κοροϊδεύουνε. Προσπαθώ να παρηγορώ τη νύφη µου, τα εγγόνια µου και τσ’ άλλους» ( Πληροφ. Μιχ. Ευαγγ. Σκούληκα, 1980). 49. - Για την πατριωτική δράση των Κρυοβρυσανών στην Κατοχή και τις θυσίες το 1944 και σε παλαιότερες εποχές, βλέπε την εργασία του Γιώργη Μαυροτσουπάκη για την Κρύα Βρύση, στον τόµο ∆΄, σελ. 351-357. - Για τις οικογένειες – σόγια του χωριού, βλέπε ίδιο τόµο, σελ. 365-369. 50. Την πολυµελή οικογένειά µας φιλοξένησε στις Μέλαµπες ο ∆ηµήτρης Τσουρδαλάκης, στο σπίτι του Ηρακλή Μπαγιαρτάκη, που το είχε κληρονοµήσει. ∆εν ήταν ούτε συγγενής, αλλά απλά γνωστός, κοντοχωριανός. Όλοι οι ξεσπιτωµένοι Κρυοβρυσανοί θυµούµαστε µε ευγνωµοσύνη την ανθρώπινη συµπεριφορά – φιλοξενία των γύρω χωριών το φθινόπωρο – χειµώνα του 1944 και την άνοιξη του 1945. Μοιράστηκαν τη µετακατοχική φτώχεια τους µε τη δυστυχία των ξεσπιτωµένων Κρυοβρυσανών...


160

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Επιστροφή σε καταστάσεις άλλων εποχών Η ζωή µετά την κατοχή, ιδιαίτερα µετά το κάψιµο του χωριού 22 – 29 /8/44 και την εκτέλεση 35 χωριανών µας, άλλαξε ριζικά, αφού αναγκάστηκε να επιστρέψει σε πρωτόγονες καταστάσεις, αυτές που φέρει η φτώχεια, η ανέχεια, η συντριβή από τον άδικο χαµό τόσων αθώων από τους κατακτητές. ∆εν γινόταν όµως αλλιώς: έπρεπε να συνεχιστεί η ζωή. Η ζωή και η κοινωνία του χωριού συµπαρασύρθηκε ταυτόχρονα από τις σαρωτικές αλλαγές που επέφερε παγκόσµια στην κοινωνία, την τεχνολογία, την οικονοµία και τη ζωή ο Β΄ παγκόσµιος πόλεµος. Ήχος του µυστριού και του σφυριού των χτιστάδων ακουγόταν επί πολλά χρόνια, παράλληλα µε τις εκκαθαρίσεις της περιοχής του Τυµπακίου από τα ναρκοπέδια. Οι εκκωφαντικές εκρήξεις στο Τυµπάκι ακούγονταν και στο χωριό µας υπόκωφες. Καθένας προσπαθούσε, µετά το πρώτο δωµάτιο για στέγαση πρόχειρη, να χτίσει άλλα δωµάτια για να αποκτήσει τα απολύτως απαραίτητα. Όποιος ήταν για γάµο, τον βοηθούσαν πολλοί να ετοιµάσει το σπίτι του, να στήσει το νοικοκυριό τους. Στα παιδιά έλεγαν συνεχώς: «Αν θες να γενείς άνθρωπος, διάβαζε να µάθεις γράµµατα. Αν σ’ αρέσει η όχερη (του αλετριού) και η σκαλίδα και ο βορές, µη φύγεις, µόνο κάτσε επαδά να ανεµοδέρνεσαι». Μερικούς, που δεν πήγαν για γράµµατα, τους έστειλαν στη Γεωργική Σχολή Ασωµάτων, για να πάρουν γνώσεις για τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Ρήξη δεσµών Ρήξη του πατροπαράδοτου δεσµού του ανθρώπου µε τα ζώα του έγινε µε την καταστροφή του χωριού το 1944. Τα κοπάδια διαλύθηκαν από τους Γερµανούς, ίσως και κάποιους που επωφελήθηκαν από τις τότε ανώµαλες συνθήκες. Οι βοσκοί λιγόστεψαν (µερικοί εκτελέστηκαν, άλλοι έχασαν τα κοπάδια τους, άλλοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν νέα). Όλα τα παιδιά πήγαιναν στο ∆ηµοτικό Σχολείο. Εποµένως, έπαυσε να υπάρχει ανανέωση σε βοσκόπουλα. Αλληλοβοήθεια στα δύσκολα51: χτίσιµο σπιτιού, καλάµια, µεσοδόκια, (κόψιµο, κουβάληµα), χωµάτισµα, λεπίδιασµα, ηµίπλακα, τσιµεν51. Είχε βγει η φήµη κατά το 1949 ότι ένας σκύλος ήταν λυσσασµένος και οργανώθηκαν όλοι οι άντρες: ξύλα, βέργες, αποκλεισµός των δρόµων διαφυγής, κυνήγηµα του σκύλου, µέχρι που τον σκότωσαν.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

161

τόπλακα, τραπέζωµα – κρασί – διασκέδαση. Η πλησιέστερη αγορά ήταν το παζάρι των Μοιρών (κάθε Σάββατο). Εκεί πωλούσαν και ζώα, τυρί, χαϊµαλιά για το κακό µάτι και αγόραζαν τα βασικά χρειώδη για το σπίτι. Παλαιότερα το παζάρι των Μοιρών ήταν µεγάλο εµπορικό – οικονοµικό γεγονός αλλά και κοινωνικό, ιδίως για τα κοντινά χωριά της Μεσαράς.

Αλλαγές Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και µε τις βαθιές αλλαγές των µετά το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο χρόνων περάσαµε από την εποχή και χρήση του λύχνου (που επί αιώνες φώτιζε κάθε σπίτι και τους «µαθητές», όταν διάβαζαν) στη λάµπα πετρελαίου, στο λουξ, το ηλεκτρικό ρεύµα, που έφτασε στην Κρύα Βρύση το 1970. Νερό σε βρύσες µέσα σε ορισµένα σηµεία στο χωριό στην αρχή (1958) και µέσα σε κάθε σπίτι (1965). Οι ξυλόσοµπες υποκατέστησαν την παραθιά (πυρο-εστία). Το υγραέριο µε φιάλες και οι ηλεκτρικές κουζίνες και τα καλοριφέρ συντέλεσαν να µην κόβονται δέντρα για καυσόξυλα και να ανασάνει λίγο η χλωρίδα της περιοχής.

∆ρόµοι ∆ιανοίχθηκε δρόµος, αυτοκινητόδροµος, από την Κάτω Καµάρα µέχρι την Πλατέα και πολύ αργότερα από το Πάνω Αρµί – Πάνω Καµάρα52 - Πλατέα. Από εκεί ανέβαινε για ένα διάστηµα το λεωφορείο της γραµµής στην Κρύα Βρύση (δεκαετία 1960). Με την πάροδο των ετών χαράχτηκαν, από την Κοινότητα – Νοµαρχία, αγροτικοί δρόµοι, στα χνάρια των µονοπατιών (γαϊδουρόδροµων). Συγχρόνως αυξανόταν ο αριθµός των αγροτικών µηχανηµάτων – αυτοκινήτων και µειονόταν αντίστοιχα ο αριθµός των γαϊδάρων (πολύ νωρίτερα, η καταστροφή του 1944 είχε περιορίσει στο ελάχιστο τα βόδια). Η µείωση του αριθµού των βοσκών και γεωργών – κατοίκων του χωριού ήταν ανάλογα επιταχυνόµενη. Οι πολλοί αναζητήσαµε λύση στα γράµµατα ή σε αστικά επαγγέλµατα στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, ιδίως όµως στο Ρέθυµνο, στο οποίο έχει «µετακοµίσει» η Κρύα Βρύση, όπως και πολλά άλλα χωριά του Νοµού. 52. Χτίστηκε το 1937.


162

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Μετά τον πόλεµο αναγκαστικά έγιναν «συζεψές» 53, κυρίως λόγω έλλειψης ζώων (βοδιών ή γαϊδάρων). Αν τα δυο ζώα ήταν του ζευγολάτη, όργωνε τρεις µέρες τα δικά του χωράφια και ο σκάφτης µία.

Επαγγέλµατα Τόσο πριν από τον πόλεµο, όσο και µεταπολεµικά κάποιοι εκτός από γεωργοί ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελµα του κουρέα – καφετζή ή χτίστη, ή µαραγκού ή τσαγκάρη ή ράφτη, ή κυνηγού ή ζωέµπορου ή παντοπώλη (και καφετζή) ή λυρο-ποιού ή σοµαρά ή εµπόρου (λάδι-χαρούπια). Αντίστοιχα οι γυναίκες: µοδίστρα, κοµµώτρια, ράφτρα, ξοµπλιάστρα, ανυφαντού, διάστρα, µαµή.

Φάµπρικες – Συνεταιρικό ελαιουργείο Πολλές φάµπρικες λειτούργησαν στο χωριό (Βλέπε την εργασία του Γιώργ. Μαυροτσουπάκη). Το ελαιουργείο κτίστηκε στη δεκαετία του 1950 από τον Ελαιουργικό (Πιστωτικό) Συνεταιρισµό Κρύας Βρύσης στη Νέα Κρύα Βρύση, δίπλα στην πηγή του νερού (Συκονέρι), απαραίτητου για τη λειτουργία του. Η λειτουργία του είχε ως αποτέλεσµα να µειωθεί η πελατεία των παραδοσιακών ελαιουργείων (φάµπρικες) του χωριού και να παύσουν να λειτουργούν η µια µετά την άλλη. Για µεγάλο διάστηµα λειτούργησε παράλληλα και αλευρόµυλος. ∆υστυχώς δεν είχε διαφορετική τύχη από τους άλλους Πιεστήριο φάµπρικας Ευαγγ. Σκούληκα συνεταιρισµούς της Ελλάδας, επειδή το συνεταιρικό πνεύµα δεν έχει αναπτυχθεί στον τόπο µας. Σήµερα δίδεται, για ενοικίαση και εξυπηρετεί όλους τους ελαιοπαραγωγούς του χωριού. Επιτέλους, από το 2006 δεν έχει χρέος στην ΑΤΕ. 53. Συν+ζευγνύω. Συνένωση ζώων και δυνάµεων, ιδίως στην καλλιέργεια της γης για να βγει η βασική τροφή: το ψωµί.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

163

Συνέπειες των αλλαγών και της αστικοποίησης Μετά τις µεταπολεµικές σαρωτικές αλλαγές η ανάγκη για προσαρµογή και επιβίωση συντέλεσε ώστε από όλα τα χωριά οι νέοι να έχουν ως καταφύγιο ζωής τα γράµµατα ή κάποια τέχνη. Ειδικά στο νοµό Ρεθύµνου υπήρξε µαζική µετακίνηση του πληθυσµού προς την πόλη από όλα τα χωριά. Η Κρύα Βρύση, της οποίας ο οικονοµικός ιστός (ζώα – αγροτικά προϊόντα) διαλύθηκε το 1944, είχε παραπάνω λόγους ανάγκης να ακολουθήσει αυτό το συρµό. Γι’ αυτό και η µείωση του πληθυσµού ήρθε ως αναπόφευκτη συνέπεια, αφού η αναµέτρηση ανάµεσα στην αστικοποίηση και την παραµονή στο χωριό υπήρξε συντριπτική και για τα άλλα χωριά, που διαρκώς φθίνουν. Και µη λησµονούµε ότι τα χωριά ήταν το λίκνο του νεοελληνικού πολιτισµού.

Τµήµα κτιρίου του συνεταιρικού ελαιουργείου στη Νέα Κρύα Βρύση


164

Ε΄ Η ΝΕΑ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ο οικισµός κτίστηκε µε αρχιτεκτονικό σχέδιο οικισµού από το τότε Υπουργείο Ανοικοδοµήσεως, από το 1946-1948. Προϋπήρχαν τρία σπίτια (Λαγουδάκη Χαράλαµπου, Βαβουράκη Μιχάλη, Βαβουράκη Κώστα, Λαµπάκη Γιώργη). Η βρύση µε τις δυο σκαλιστές πέτρινες υδρορροές (κουτσουνάρες) χτίστηκε το 1937, στην πηγή που λεγόταν: Τση Συκιάς το νερό, ή Συκονέρι Συκιάς νερό ή Συκονέρι και ήταν σταθµός για τους αγωγιάτες προς – από τη Μεσαρά. Οι τεχνίτες ήρθαν από το Ρέθυµνο. Εργάστηκαν και ντόπιοι. Πρώτη φορά ήρθε στο χωριό (από το Ρέθυµνο) κάρο µε καραγωγέα. Ήταν αξιοπερίεργο για µεγάλους και µικρούς ιδιαίτερα. Η ανωµαλία του εδάφους δεν επέτρεπε τη χρήση κάρων Το κτίριο του ∆ηµ. Σχολείου Νέας Κρύας Βρύσης (και τη διάνοιξη καρόδροµων) στην Κρύα Βρύση, όπως γινόταν στη Μεσαρά ή στα «Κάτω Μέρια» του Ρεθύµνου. Τα σπίτια (πυρήνες) που κτίστηκαν από το κράτος ήταν µακριά το ένα από το άλλο. Ήταν σπίτια για να ζουν µόνο άνθρωποι, όχι άνθρωποι µε τα ζώα τους. Ήταν δηλαδή κάτι ξένο, άσχετο µε την αγροτική οικονοµία και κοινωνία της εποχής. Μερικά δεν κατοικήθηκαν ποτέ. Όσοι κατοίκησαν «αναγκάστηκαν» να προσθέσουν δωµάτια για ζώα, αχυρώνα, αποθήκη. Ως ιδιαίτερος οικισµός αναφέρεται η Νέα Κρύα Βρύση το 1961 (απογραφή). Στοιχεία για τον οικισµό βλέπε στην ανακοίνωση της ΛαγουδάκηΧατήρη Ειρήνης στις σελ. 895-902. Από το αρχιτεκτονικό σχέδιο προβλεπόταν ναός, αλλά δεν χτίστηκε. Η ενορία έκτισε το ναό του Αγίου Ευµενίου. Εορτάζει 18 Σεπτεµβρίου.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

165

ΣΤ΄ ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ: Ο ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ Η αναφορά στον Κουρµπάδο είναι και χρέος τιµής προς τους προγόνους µου, που µε το υστέρηµά τους αγόρασαν την έκταση αυτήν από τους µουσουλµάνους, όπως έκαµαν και πολλοί άλλοι Κρητικοί µετά το 1870. Στις επαναστάσεις τα σπαθιά, τα όπλα και η ανδρεία. Τώρα και η εξαγορά της γης. Κάποτε τονίστηκε σε διεθνές συνέδριο για την τύχη της Κρήτης «Τι λέτε για Τούρκους στην Κρήτη; Η Κρήτη όλη είναι αγορασµένη από τους Κρητικούς». Ο Κουρµπάδος βρίσκεται ανατολικά της Κρύας Βρύσης σε απόσταση τριών ωρών µε το γάιδαρο. Η ονοµασία ίσως προέρχεται από την κούρµπα (καµπή) του δρόµου από τη Μεσαρά προς την Κρύα Βρύση και προς τις Μέλαµπες και να µην έχει σχέση «µε την προσφερόµενη εργασία από τους χωρικούς στους κυρίους»54. Η περιοχή ανήκει στην περιφέρεια Μελάµπων. Την έκταση αγόρασαν από κάποιον Τούρκο, τον Μεχµέτ Αλή Αγά κατά το 1875 (Ίσως ήταν από την Αµπαδιά, Αποδούλου) µε δεκατρία σακούλια ριάλια55. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Κρητικοί αξιοποιώντας τις διατάξεις του Οργανικού Νοµού, που έβαζε κάποιους φραγµούς στην αυθαιρεσία των Τούρκων, εξοικονοµούσαν χρήµατα, µε τα οποία αγόραζαν γη, χωράφια, από τους µουσουλµάνους. Σε τέτοιο βαθµό προχώρησε αυτή η εξαγορά εκτάσεων γης από τους χριστιανούς – Κρητικούς, ώστε το µεγαλύτερο µέρος της Κρητικής γης είχε περάσει στα χέρια τους, στην ιδιοκτησία τους κατά τη δεκαετία του 1880. Με τη συστηµατική εκχέρσωση και καλλιέργεια αυτής της γης, τα έσοδα ήταν σηµαντικά, τόσο στη γεωργική, όσο και στη κτηνοτροφική παραγωγή. ∆ρόµος – µονοπάτι υπήρχε, άγνωστο από πότε, και γι’ αυτό χτίστηκε επί Βενετών γέφυρα στον Πλατύ ποταµό. Λίγα µέτρα βορειότερα κατασκευάστηκε (µε τσιµέντο) άλλη γέφυρα, για εξυπηρέτηση των αγροτών56. Αυτό το µονοπάτι πέρασαν, και στον Πλατύ ποταµό βράχηκαν οι 54. Το όνοµα Κουρµπάδος ως όνοµα χωριού - µετοχιού υπάρχει στην Τήνο. Συνήθως το µετόχι έπαιρνε το όνοµα εκείνου που πρώτος κατοικούσε σ’αυτό ή από το όνοµα του αγίου, του οποίου εκκλησία υπήρχε ή κτιζόταν εκεί. Πολλά µετόχια εξελίχθηκαν σε χωριά. Ο Κουρµπάδος δεν µετεξελίχθηκε σε χωριό, εκτιµώ λόγω ανυπαρξίας νερού, αλλά και λόγω των αλλαγών που έφερε η ζωή, κατά το 1950 κ.ε., παντού και στην Κρύα Βρύση. Ευχαριστώ τον ερευνητή του ΕΙΕ κ. Στ. Λαµπάκη για τα στοιχεία που µου παραχώρησε. Ίσως το όνοµα Κουρµπάδος οφείλεται στο επώνυµο: Κουρµπάς ή Κουρµπάδος. 55. Ριάλια (ρεάλια). ∆εν είναι δυνατό να ευρεθεί – υπολογιστεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ένα σακούλι ριάλια. 56. Χατζηδάκης Α. σελ. 41.


166

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Γάλλοι κατάσκοποι που πήγαν από το Τυµπάκι στο Σπήλι (BonneralDumas 2000, σελ. 110) όπως βράχηκαν πολλές φορές οι καλλιεργητές του Κουρµπάδου στη θέση: Κολύµπα του Βαράνη. Προτιµούσαν όσοι πήγαιναν στον Κουρµπάδο να βραχούν στου Βαράνη παρά να πάνε από τη γέφυρα για δυο λόγους: ήταν πολύ πιο σύντοµη διαδροµή, αλλά και

Στο σχεδιάγραµµα – σκαρίφηµα αυτό αποτυπώνεται η περιοχή του Κουρµπάδου, τα τοπωνύµια, τα σύνορα µε όµορες περιοχές και οι δρόµοι, που σήµερα είναι και για αγροτικά αυτοκίνητα.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

167

υπήρχε κίνδυνος να «καρφώσουν» τα ζώα σε µια τοποθεσία, ανατολικά της γέφυρας, που τη λένε «στσοι Γλυτσώνους». Ο Κουρµπάδος αποδείχτηκε για τους Κρυοβρυσανούς που τον αγόρασαν ζωτικός χώρος, επειδή η περιφέρεια του χωριού τους ήταν µικρή, ασφυκτικά λίγη, σε σχέση µε τον συνεχώς αυξανόµενο µετά την επανάσταση 1866 – 69 πληθυσµό του χωριού. Σύµφωνα µε µαρτυρίες που είχα συλλέξει κατά το 1960 από ηλικιωµένους, το µεγαλύτερο µέρος της περιοχής του Κουρµπάδου ήταν δασωµένο, επειδή ο Τούρκος ιδιοκτήτης του (ίσως ήταν µικρό φέουδο επί Ενετοκρατίας) το χρησιµοποιούσε για κτηνοτροφική κυρίως εκµετάλλευση (πρόβατα, αίγες). Υπάρχει χαρακτηριστική µαρτυρία ότι οι τρεις ήταν οι αγοραστές του Κουρµπάδου: οι Κρυοβρυσανοί: Νικόλαος και Χαράλαµπος Πελαντής (αδέρφια), θείος ή ξάδερφος των προηγούµενων Ιωάννης Ασουµανής57 και ο Μελαµπιανός γέρο Τρουλινός, που πήρε µέρος στην αγορά της έκτασης, «επειδή ήταν σουφαλής = γείτονας»58. Έβαλαν παιδιά να κρατούν µεγάλα καλάµια, σε όρθια – κατακόρυφη θέση για να καταφέρουν να βρουν τις ευθείες και σκάβοντας να βάλουν σταλίκια – σύνορα. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ο ∆ιακοµανόλης (Εµµ. Γ. Ασουµανάκης), έξι χρονών τότε, όπως µε βεβαίωσε ο γιος του Κωστής (του ∆ιακοµανόλη). Τόσο πολύ ήταν δασωµένη η περιοχή του Κουρµπάδου. Την περιοχή τη χώρισαν σε µεγάλα κοµµάτια, άλλα επίπεδα – ψαχνά, άλλα πετρώδη, άλλα επικλινή. Έπειτα έπαιρνε καθένας (από τους τρεις αγοραστές) κοµµάτια όλων των κατηγοριών. Έτσι δεν αδικήθηκε κανείς στη µοιρασιά. Αµέσως άρχισαν να εκχερσώνουν τα χωράφια τους (τον «κλήρο» τους) µε σκληρή εργασία όλων των µελών κάθε οικογένειας. Άφηναν αγρουλίδες και άλλα άγρια δέντρα που ήταν δυνατόν να κεντριστούν (εξηµερωθούν) ή µεταφύτευαν σε µεγάλους λάκκους αγρουλίδες για να γίνουν ήµερες. Με την παρέλευση των ετών και τη διανοµή στους απογόνους, οι αρχικά τρεις ιδιοκτήτες αυξήθηκαν τουλάχιστο σε 200, µε αντίστοιχη µείωση του κλήρου που κατέχουν σήµερα. 57. Αυτός σκότωσε το Χάνιαλη στο Κακό Ρυάκι στις 12 Απριλίου 1822 (Πελαντάκης, 2004). 58. «Το δίκαιον του πλησιαστού» σύµφωνα µε το Βυζαντινό δίκαιο. Αυτό όριζε µια Νεαρά του Βυζαντίου = νέος νόµος. Οι Τούρκοι οικειοποιήθηκαν αυτόν το νόµο, όπως και όλα τα σπουδαία που βρήκαν έτοιµα στο Βυζαντινό κράτος.


168

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Φωτογραφίες και αποτύπωση σπιτιών Κουρµπάδου: Στέλιος Θ. Πελαντάκης Πολιτικός Μηχανικός (∆ευτέρα Πάσχα 2008)

Σιγά σιγά έκτισαν καταλύµατα, που τώρα είναι καταλείµµατα. Όλα ήταν ισόγεια, τύπου κατούνας (βλέπε σελ. 115) και κτίστηκαν µε χρονολογική σειρά που δηλώνεται µε την αρίθµηση. Υλικά χρησιµοποίησαν από τη γύρω περιοχή, που είναι υπερυψωµένη και κοντά στη µοναδική πηγή νερού (στη Σαΐτα). Αξιοσηµείωτος είναι ο προσανατολισµός των σπιτιών (µε την πλάτη στο βορέ – Ψηλορείτη).

Ιδιοκτησίες σπιτιών (καταλυµάτων) στον Κουρµπάδο: 1. Νικολάου (Κοκόλιαρου), Στυλιανού και Μιχαήλ (Καπετάνιου) Πελαντάκη. 2. Νικολάου Φωτάκη (∆ασκαλοκοκόλη) 3. Αναστασίου (Ανάστο) και Νικόλαου (Σιγούρο) Πελαντάκη 4. Εµµανουήλ (Ασουµανοµανόλη) και Μιχαήλ Ασουµανάκη 5. Ασουµανιακό, Λεβεδιανό 6. Εµµανουήλ Ασουµανάκη (∆ιακοµανόλη) 7. Περογιάννηδων 8. Του Πετράκη (Πέτρου Περογιαννάκη)


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

Με υλικά από τη γύρω περιοχή έχτισαν και σκέπασαν τα σπίτια του Κουρµπάδου

Υπολείµµατα από τα σπίτια στον Κουρµπάδο. Τα καταλύµατα έγιναν καταλείµµατα

169


170

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η ζωή στο Μετόχι Τα σπίτια χτίστηκαν από τους ίδιους µε υλικά που συγκέντρωναν επιτόπια. ∆εν τα έχτισαν για να εξυπηρετήσουν µόνιµη εγκατάσταση, αλλά για πρόχειρη διαµονή που θα εξυπηρετούσε εποχιακές ανάγκες. Πρόκειται για κατούνα (βλέπε και σελ. 115). Το σχεδιάγραµµα δείχνει ότι χτίστηκαν όλα πολύ κοντά για λόγους ασφάλειας και οι φωτογραφίες δείχνουν ότι αξιοποιήθηκαν υλικά (πέτρες-ξύλα) από τη γύρω περιοχή. Φαίνεται ότι χτίστηκαν µε χρονολογική σειρά της αρίθµησης. Στην κοινή αυλή γινόταν ο απολογισµός της ηµέρας και οι συζητήσεις. Το Μετόχι δεν µετεξελίχθηκε σε χωριό, όπως συνέβη σε µερικά Μετόχια στην Κρήτη και σ’ όλη την Ελλάδα. Στον Κουρµπάδο οι ιδιοκτήτες59 –όλοι συγγενείς ή απλά γειτόνοι, µε καθορισµένα σύνορα, δούλευαν σε εποχιακές εργασίες, από ήλιο σε ήλιο, για ένα αιώνα περίπου (1875-1970). Φθινόπωρο: Στην Κρύα Βρύση φόρτωναν στα ζώα τα ζυγάλετρα, σπορί, τρόφιµα (όσπρια, κουκιά, φάβα κυρίως, πατάτες, κρεµµύδια, ψωµί φρέσκο, παξιµάδι, λάδι, κρασί, ξύδι, αλάτι, σταµνί για το νερό), στοιχειώδη είδη κουζίνας (σιδεροτσίκαλο, πηλοτσίκαλο, λεκάνη – γαβάθα, κουτάλια) και όδευαν συνήθως πολλοί µαζί, προς το Μετόχι. Έκαναν διαδροµή τριών ωρών, όλοι πεζοί, επειδή τα γαϊδούρια ήταν φορτωµένα µε τα εφόδια. Μόλις έφταναν στα Σπίτια, τακτοποιούσαν τα εφόδια σε ασφαλές µέρος του σπιτιού (θυρίδα ή κρεµαστά στα µεσοδόκια). Όριζαν ποιο µέλος της συνοδείας (άνδρας ή γυναίκα) θα έµενε στο σπίτι για ετοιµασία του φαγητού, έστρωναν τις χτιστές πεζούλες µε αστοιβίδες, αχινοπόδους, αγουδούρους για κοιµητές. Οι υπόλοιποι επέλεγαν τα χωράφια στα οποία θα φύτευαν τους κατάλληλους σπόρους (σιτάρι, κριθάρι, µιγάδι, ταγή, ρόβι, όσπρια) και έκαναν αρχή της σποράς, µε τις οδηγίες του εµπειρότερου. Πριν από το όργωµα, µάζευαν κάτω από κάθε ελαιόδεντρο τα κούκουδα, δηλαδή τις ξεραµένες – πεσµένες ελιές και τις περίφηµες σταφιδολές (αµπαδιώτικες ελιές), αφού η περιοχή του Κουρµπάδου ανήκει στην Αµπαδιά, και οι ιδιοκτήτες του εκτιµώ ότι ήσαν από το πλησιέστερο χωριό, το Αποδούλου). Το ίδιο γινόταν σε κάθε χωράφι. ∆εν είχαν 59. Τηρούσαν µε ευλάβεια τη σοφή ρήση: «το γείτονά σου πρόσεξε, για να φανεί καλιά σου».


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

171

την πολυτέλεια να αχρηστεύουν οτιδήποτε έδιδε η ελιά και κάθε δένδρο. Το δεύτερο, τρίτο και τα υπόλοιπα µαζωχτά του ελαιόκαρπου γινόταν από το οργωµένο χωράφι. Η σπορά γινόταν τον Οκτώβρη και το Νοέµβρη, ίσως και το ∆εκέµβρη, γιατί «όποιος σπέρνει το Γενάρη, σπέρνει στην ανεµοζάλη…». Κριθάρι, ταγή, στάρι ή µιγάδι ή τρικούκι. Λαθούρι για χοίρους, ρόβι60 για βόδια. Μετά τη διαδικασία της σποράς άρχιζαν οι καλλουργιές και το «κάµωµα» (=όργωµα) των ελιοχώραφων. Η καλλουργιά< καλλιέργεια ήταν η βασική προετοιµασία για σπορά του συγκεκριµένου χωραφιού, µε σιτάρι, το επόµενο φθινόπωρου. Ο ελαιόκαρπος που ήταν σωριασµένος στ’ αλώνια, µεταφερόταν από τους κουβαλέδες στο χωριό για άλεση στη φάµπρικα. Οι κουβαλέδες, επιστρέφοντας στον Κουρµπάδο, µετέφεραν νέα εφόδια στο Μετόχι. Έτσι, µε πολύ κόπο έβγαινε το ευλογηµένο λάδι και µαζευόταν οι περίφηµες ελιές, οι οποίες είτε ως σταφιδολιές, είτε ως τσακιστές, είτε ως αλατσολές, είτε ως κολυµπάδες, µε φροντισµένη συντήρηση, συνόδευαν τα γεύµατα της οικογένειας όλη τη διάρκεια του έτους. Όταν τελείωνε η σπορά και το λιοµάζωµα, όλοι επέστρεφαν στο χωριό για να ασχοληθούν µε άλλες δουλειές (ετοιµασία – φύτεµα περιβολιών, περιποίηση των ζώων...). Τα οικόσιτα ζώα που είχαν µεταφερθεί στο Μετόχι, όπου υπήρχε άφθονη τροφή, τα οδηγούσαν πίσω στο χωριό, µε πιο αργούς ρυθµούς από ό,τι τα βόδια – γαϊδούρια. Τα πρόβατα και οι αίγες ήδη είχαν γεννήσει και η µετακίνησή τους έπρεπε να γίνει µε ιδιαίτερη φροντίδα. Στο Μετόχι επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες την εποχή του θερισµού και της συγκοµιδής. Πρώτα θέριζαν – µάζευαν τα όσπρια, τα οποία ωριµάζουν νωρίτερα από τα δηµητριακά. Σειρά έπαιρνε το ρόβι, το κριθάρι, το µιγάδι, η ταγή, το στάρι. Το θέρισµα, ιδιαίτερα όµως το αλώνισµα και το λίχνισµα έφερνε κοντά όλους τους δουλευτές, που ήταν στενοί συγγενείς ή αγαπηµένοι γείτονες. Εκεί η εργασία συνοδευόταν από πολλά αστεία, πειράγµατα, σχολιασµούς, συζητήσεις, που οµόρφαιναν την ατµόσφαιρα και έδιναν ευχάριστο τόνο στη ζωή τους. Τα αλώνια ήταν πολύ κοντά στα σπίτια. 60. Βλέπε σελ. 136, σηµ. 30.


172

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Αν κατά τη διάρκεια του αλωνίσµατος – λιχνίσµατος ήταν τυχεροί και δεν τους έπιαναν οι βοριάδες του Ιουλίου, τα πράγµατα πήγαιναν πολύ καλά. Υπήρξε όµως και περίπτωση που οι βοριάδες (µελτέµια) εµπόδισαν το λίχνισµα επί σαράντα ολόκληρες µέρες και οι παθόντες είχαν να διηγούνται το πάθηµά τους. Όταν τελείωνε η εργασία καθεµιάς ηµέρας, οι δουλευτές έτρωγαν ό,τι είχε ετοιµάσει ο «µάγειρας» της ηµέρας. Από µια λεκάνη, µε ξύλινα (αργότερα µεταλλικά) κουτάλια, µοιράζονταν το συσσίτιο της ηµέρας συνήθως στην αυλή ανάµεσα στα σπίτια. Για ύπνο χρησιµοποιούσαν τις χτιστές πεζούλες, που είχαν στρωθεί µε αγουδούρους, αστοιβίδες και άλλα µαλακά κλαδιά. Ήταν σε απόσταση αναπνοής από τα δεµένα ζώα, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κατά το θερισµό και το αλώνισµα οι περισσότεροι έµεναν στ’ αλώνια, κάτω από τα άστρα τ’ ουρανού και µε καθαρό αέρα. Από πολλούς πήρα πληροφορίες για τον Κουρµπάδο. Τις περισσότερες µου έδωσαν: Αντιόπη Τσουρδαλάκη πρωτοξαδέλφη, κόρη του Μιχάλη Πελαντάκη (Καπετάνιου), τ’ αδέλφια µου Αγησίλαος και Μανόλης, και ο Κωστής Ε. Ασουµανάκης (ξάδερφος).

Τµήµα του εσωτερικού ενός από τα 8 σπίτια στον Κουρµπάδο «Σαν δεν διαβούν νοικοκυροί, πράµατα δε ρηµάσουν...»


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Ζ΄ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

173

Στα πλαίσια της κλειστής κοινωνίας των περασµένων χρόνων, σε κάθε χωριό, οι κάτοικοί του θεωρούσαν (εξ ανάγκης και νόµου) ότι ο τόπος τους είναι ο «οµφαλός της γης» και ότι γύρω από αυτόν περιστρέφεται όλος ο κόσµος. Στην παράθεση των στοιχείων για το χωριό µου κινήθηκα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναγκαστικά, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το θεωρώ κέντρο του κόσµου. Μπορώ όµως να επαναλάβω όσα σηµειώνει στο «Χρονικό µιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης: «Με το που µιλώ για τις τέχνες και τα σύνεργα των αλλοτινών, µου φαίνεται πως γυρίζω πίσω και τους πετυχαίνω πάνω στη ζωή τους και µπαίνω µέσα στη ψυχή τους…». Αναπόφευκτο ήταν να υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το ότι µέχρι και σήµερα υπάρχουν βοσκοί που «γνωρίζουν την κουτάλα των ζώων τους (ωµοπλατοσκοπία των αρχαίων Ελλήνων) το ότι παρακολουθούν το πέταγµα των πουλιών για να «διαβάσουν» τα µελλούµενα (οιωνοσκοπία των αρχαίων) και δεν ξεχάστηκαν ποτέ πανάρχαια Ελληνικά παιχνίδια: ο στουρµπάς ή ο βεζίρης (αρχαίο: αστράγαλος), και το δωδεκάπετρο (ζατρίκιο των αρχαίων) κι ακόµη: το ότι ο Σπύρος Φωτάκης, ως Εισαγγελέας, κατάφερνε να δηµιουργεί παρέα και διασκέδαση στην Κρύα Βρύση (παρά την ολιγανθρωπία), είναι παρήγορο σηµάδι ότι και στο χωριό µου πάµε καλά σε σχέση µε την αναπόφευκτη φθορά και αλλοίωση που φέρνει ο χρόνος. Πεποίθησή µου είναι ότι η Κρύα Βρύση, το χωριό µου, συνεισέφερε και συνεισφέρει, µε το µέτρο των δυνατοτήτων της, στη δηµιουργία του νεοελληνικού πολιτισµού. Νοµίζω ότι αυτό το µικρό χωριό, µαζί µε τα άλλα χωριά, συνεισφέρει σε κάθε τοµέα, στο παιχνίδι (ή όπως αλλιώς το ονοµάζοµε) που λέγεται ζωή. Ανάλογη θεωρώ τη συνεισφορά των µικρών και µεγάλων κρατών στη ζωή – ιστορία της ανθρωπότητας. Η εργασία αυτή ήταν πολύ κοπιαστική, επειδή προσπάθησα να περιλάβω διαχρονικά τη ζωή ενός χωριού, πράγµα που µοιάζει µε το να επιδιώκει κάποιος να βάλει το Λιβυκό Πέλαγος σ’ ένα µπουκάλι. Γι’ αυτό ελπίζω να µου συγχωρηθεί το ότι σε πολλά κεφάλαια έχω χαλαρή σύνδεση – απλή παράθεση των στοιχείων επιγραµµατικά. Θεωρώ πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το να ασχολείται κάποιος, µε έρευνα σε βάθος, µε τη µικρή κοινωνία του γενέθλιου


174

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

τόπου του. Η αποζηµίωσή του είναι σηµαντική και οι γνώσεις που αποκοµίζει µε τη µελέτη και την έρευνα τον κάνουν να τον αγαπά ακόµη πιο πολύ και να γνοιάζεται γι’ αυτόν. Προσωπικά θεωρώ ευτυχή συγκυρία, την ευκαιρία που µου έδωσε η διοργάνωση του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου να κάµω αυτήν την ανακοίνωση για το χωριό µου, την Κρύα Βρύση. Στοιχεία, λαογραφικό υλικό και πληροφορίες για τους παλιούς και για τα παλιά, που είχα συλλέξει από τη δεκαετία του 1960, περιλήφθηκαν σ’ ένα µέρος σ’ αυτή την ανακοίνωση και άνοιξε ο δρόµος για τη δηµοσιοποίηση των υπόλοιπων. Ειδικά για τη συνεισφορά του χωριού µου στους πολέµους για την πατρίδα, υπάρχει ειδικό κεφάλαιο στην παράλληλη εργασία του φιλόλογου Γιώργη Μαυροτσουπάκη στον τόµο ∆΄ Χωριά της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου, στις σελ. 351-357.

Το Κέδρος ανοίγει νέες προοπτικές για την Κρύα Βρύση. Αυτό προσέλκυσε τους πρώτους οικιστές στην Κρύα Βρύση. Αυτό τους έδωσε ζωή ελεύθερη. Αυτό τους υπόσχεται για το µέλλον...

Φωτογραφία ∆ηµήτρη Τιτόπουλου από το περιοδικό του βουνού «ΚΟΡΦΕΣ». Αναρριχητικές διαδροµές στη Γρε-∆άφνη του Κέδρους


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

175

Αικατερινίδης Γ. 1965: Αικατερινίδης Γεώργιος, Ηχητικά αντικείµενα από την Κρύα Βρύση Ρεθύµνου. Περιοδικό: ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΑΝΟΡΑΜΑ τ. 20 / Μάρτιος – Απρίλιος 2007. Αικατερινίδης Γ. 1965: Χειρόγραφη συλλογή για την Κρύα Βρύση Ρεθύµνου. Φυλάσσεται στο Κέντρο Λαογραφίας Ακαδηµίας Αθηνών µε αριθµό: 2955/1965. Θα δηµοσιευθεί σύντοµα σε βιβλίο για την Κρύα Βρύση. Ανδρεδάκης Κ. 2003: Ανδρεδάκης Κώστας, οι Σελλιανοί των Σελλίων του ∆ήµου Φοίνικα Ρεθύµνης. Ρέθυµνο, 2003. Βολανάκης Ι. 1983: Βολανάκης Ιωάννης, Το χωριό Αποδούλου Αµαρίου Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1983. Βολανάκης Ι. 1998: Βολανάκης Ιωάννης, Τοπωνύµια της κοινότητας Αποδούλου Αµαρίου. Τα Κρητικά Τοπωνύµια. ∆ιήµερο Επιστηµονικό Συνέδριο, Ρέθυµνο 1998, τοµ. Α΄ 159 – 187. Bonneral – Dumas 2000: Philippe de Bonnerala – Mathien Dumas: Αναγνώριση της νήσου Κρήτης. Μια ανέκδοτη µυστική έκθεση του 1783. Γ. Β. Νικολάου – Μ. Γ. Πεπονάκης (επιµέλεια) Ρέθυµνο 2000. Γάσπαρης Χ. 1997: Γάσπαρης Χαράλαµπος, Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη 13ος – 14ος αιώνας, Αθήνα 1997, Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών. Γιακουµάκη Ελ. 1986: Γιακουµάκη Ελευθερία: Το Μικρο-Τοπωνυµικό της επαρχίας Κισάµου Κρήτης: Ανάτυπο από το «Λεξικογραφικόν ∆ελτίον» της Ακαδηµίας Αθηνών, τόµ. ΙΣΤ, Αθήνα 1986. Γιανναράκης Α. 1876:Γιανναράκης Αντώνιος, Άσµατα Κρητικά µετά διστίχων και παροιµιών, Λειψία 1876. (Φωτοµηχανική ανατύπωση 2006). Γρυντάκης Γ. 2009: Γρυντάκης Γιάννης: Ο νοτάριος Αντρέας Καλλέργης, Ρέθυµνο 2010, έκδοση του Συνεδρίου µας. Εκκεκάκη-Ασηµοµύτη 2008: Γ. Π. Εκκεκάκης – Μαριέττα Ασηµοµύτη: Πληροφορίες και βιώµατα του M. J. Tancoigne από την Κρήτη του 1811 – 1814, Ρέθυµνο 2008. Greene 2005: Molly Greene, Κρήτη: Ένας κοινός κόσµος. Χριστιανοί και Μουσουλµάνοι στη Μεσόγειο των Πρώιµων Νεότερων Χρόνων. Μετάφραση από τα Αγγλικά: Ελένη Γκαρά – Θέµιδα Γκέκου, Αθήνα 2005.


176

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Γυµν. Μελάµπων 2001: Γυµνάσιο Μελάµπων. Πρόγραµµα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. «Οι πηγές της περιοχής µας» - Μέλαµπες 2001 (εκδ. στον Η/Υ). Κοντοσόπουλος 1988: Κοντοσόπουλος Νικόλαος: Γλωσσικός άτλας Κρήτης. Ηράκλειο Π.Ε.Κ. 1988. Κρήτη: Ιστορία – Πολιτισµός 1988: Κρήτη: Ιστορία – Πολιτισµός, τόµοι 2, 1988, έκδοση Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Λαγουδάκη-Χατήρη 2009: Λαγουδάκη-Χατήρη Ειρήνη: Ο οικισµός της Νέας Κρύας Βρύσης και η ίδρυση µουσείου. Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας. Λαµπάκης Σ. 2003: Λαµπάκης Στέλιος – Κακλαµάνης Στέφανος: Γρηγορόπουλος Μανούηλ, Νοτάριος Χάνδακας (1506 – 1532). ∆ιαθήκες – Απογραφές – Εκτιµήσεις. Εκδ. Βικελαία ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2003. Μαυροτσουπάκης Γ. Το ραδιόφωνο της Κρύας Βρύσης. Περιοδ. ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ, 1984, του Συνδ. Φιλολ. Ρεθύµνου, τ. Μαυροτσουπάκης Γ. 2008: Μαυροτσουπάκης Γεώργιος, Φιλόλογος, Κρύα Βρύση [∆ηµοσιεύεται στον τόµο ∆΄ του Συνεδρίου µας]. Μαυροτσουπάκης Μ.2007: Μαυροτσουπάκης Μιχάλης: Κέδρος: Πρόταση για την ανάδειξη-αναδάσωση-οριοθέτηση. Εφηµερίδα Ρεθεµνιώτικα Νέα 8-8-07. Μέγας Γ.: Μέγας Γεώργιος, καθηγ. Λαογραφίας Πανεπ. Αθηνών, Το παραµύθι του Φιορεντίνου–Φιορεντίνα και Τζωρτζέτης. Το συνέλεξε ο φοιτητής Θεόδωρος Πελαντάκης από την αγράµµατη θεία του Ελένη Μπελάκη. Περιοδικό: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόµος ΚΑ, 1960, σελ. 510-512. Μέρτζιος Κ. Μέρτζιος Κων/νος: ο νοτάριος του Χάνδακα Μιχαήλ Μαράς, Κρητικά Χρονικά, τ. 15-16. Μητρώο Αρρένων: Μητρώο Αρρένων Κρύας Βρύσης – Φυλάσσεται στο ∆ήµο Λάµπης. Μπαλτά Ε.: Μπαλτά Ευαγγελία – Mustafa Oğuz, Το Οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2007. Νενεδάκης Α.: Νενεδάκης Ανδρέας: Οι Βουκέφαλοι, 1922, µυθιστόρηµα, Αθήνα χ.χ. Πάγκαλος Γ.: Πάγκαλος Γεώργιος: Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τόµοι 6, Αθήνα, 1955-1970.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

177

Παπαδάκης Κ.: Παπαδάκης Ηλ. Κωστής: Τοπωνυµικό της επαρχίας Αγ. Βασιλείου. Συνεκδίδεται µε τα πρακτικά του Συνεδρίου µας. Παπαδάκις Μ. 1978: Παπαδάκις Μιχάλης ∆ικηγόρος: Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα, 1978. Παπιοµύτογλου 1995: Γιάννης Ζ. Παπιοµύτογλου. Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύµνης, 17ος-18ος αιώνας. Οι µεταφράσεις του «Βήµατος» Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1995. Πελαντάκης 1973: Θεόδωρος Πελαντάκης, Κρητική Επιθεώρησις, 6-11973, Νεκρολογία για τον Γεώργ. Ι. Γαβριλάκη. Πελαντάκης 1980: Θεόδωρος Στ. Πελαντάκης, Το Κέντρος και η Κρύα Βρύση, (σελίδες 59 – 80) στο συλλογικό τόµο: Τα ολοκαυτωµένα χωριά του Κέδρους. Ιστορία και παράδοση (Ανάτυπο από το περιοδικό Κρητική Εστία, τεύχη 256 – 259). Πελαντάκης 1985: Το ολοκαύτωµα του Κέντρους, Εφηµερίδα ΚΕΝΤΡΟΣ / Αυγ. – Σεπτ. 1985. Πελαντάκης Θ.: -Λαογραφικά τ’Άη Βασίλη: Του∆ιγενή η αµάδα (στ’Ακούµια) Του ∆ιγενή ο µούτης (Κρύα Βρύση). (Εφηµ. Κέντρος/Αυγ. 1994 - Με τον ορειβατικό στο Κέδρος. (Ρ.Ν./10-5-05). - Κέδρος S.O.S. /Ρ.Ν. 20-21/8/2005 Ανάγκη ανακαίνισης εκκλησίας και µητάτου. - Κέδρος Natura 2000/Ρ.Ν. 19-10-2007: (Ανάγκη προστασίας Κέδρους). - Παράδειγµα προς µίµηση (Άη Γιώργη Κλαπατά, ανακαίνιση). Ρ.Ν./1511-08. Πελαντάκης 1998: Τοπωνύµια του Κέδρους: Ανακοίνωση στο Συµπόσιο: ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (1998) τόµ. Β΄, σελ. 155 – 206. Πελαντάκης 2002: Πελαντάκης Θ. Στην εφηµερίδα Ρεθ. Νέα/17-4-2002. Επικήδειος λόγος στον Γεώργιο Ιω. Παπαδάκη. Πελαντάκης 2004: Η µάχη στο Κακό Ρυάκι. Σειρά άρθρων στην εφηµερίδα Ρεθυµνιώτικα Νέα (Αύγουστος 2004). Πελαντάκης 2004: Μαρτυρία για τους Τέσσερις Μάρτυρες. 30-10-04 (Πετρακάκης Μανόλης: Πήγαινε φαγητό στους Τέσσερις Μάρτυρες ένα έτος). Πελαντάκης 2005: Ερωτόκριτος. Θεατρική παράσταση του έργου το 1956 µε διδασκαλία και ευθύνη του Μιχ. Εµµ. Σκούληκα, Ρεθεµνιώτικα Νέα 27/8/2005. Πελαντάκης 2006: Η µάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάµπων (Ανακοίνωση στο ΙΑ΄ Κρητολογικό Συνέδριο Χανίων).


178

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Πελαντάκης 2010: Αναδάσωση στο Κέδρος, εφηµ. Ρεθεµνιώτικα Νέα, 24/11/2010. Πελεκανάκης 2009: Πελεκανάκης Αιµίλιος, Αρχιτέκτονας: Το θολιαστό µητάτο του Κέδρους (Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας). Πεπονάκης Μ. 1997: Μανόλης Γ. Πεπονάκης, Εξισλαµισµοί και επανεχριστιανισµοί στην Κρήτη (1645 – 1899). Νέα Χριστιανική Κρήτη, παράρτηµα αρ. 2, Ρέθυµνο 1997. Πλουµίδης, 1985: Πλουµίδης Γεώργιος. Αιτήµατα και πραγµατικότητα των Ελλήνων της Βενετοκρατίας (1554-1600). Πολιτιστ. Σύλλογος Ηµερολόγιο 2004 (κείµενα: Θ. Πελαντάκης) Κρύας Βρύσης Ηµερολόγιο 2008 (κείµενα: Γ. Μαυροτσουπάκης) Ηµερολόγιο 2007 - Ηµερολόγιο 2009 (κείµενα: Γ. Μαυροτσουπάκης). Σαρηγιάννης 2000: Σαρηγιάννης Μαρίνος, Ιεροδικείο Ηρακλείου, πέµπτος κώδικας (1673 - 1675, 1688 - 1689), επιµ. Ε. Α. Ζαχαριάδου, Ηράκλειο 2008. Σκούληκας 1980: Μιχαήλ Εµµ. Σκούληκας: Το όρος Κέδρος (1999). Γέροντες, Κάτω Κέρας, Κρύα Βρύση, 2001 Σπανάκης 1991: Σπανάκης Στέργιος Γ., Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, τόµοι 2 µε ενιαία σελιδαρίθµηση. Ηράκλειο 1991. Σταυράκης 1881: Σταυράκης Νικόλαος: Στατιστική του Πληθυσµού της Κρήτης, 1881. Σταυριδάκης Κλ. (2009): Σταυριδάκης Κλεόνικος: Η βρώσιµη χλωρίδα της επαρχίας Αγ. Βασιλείου. (Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας, τόµος Γ΄). Σταυρινίδης Ν. 1975: Σταυρινίδης Νικόλαος, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. Α΄Ε΄, Ηράκλειο 1975 – 1987. Σταυρινίδης Ν. 1987: Σταυρινίδης Νικόλαος, Απογραφικοί Πίνακες της Κρήτης, (του Στ. Σταυράκη) Κρητικά Χρονικά 22 (1970) 119 – 132. Σταυρουλάκης Α., 1983: Σταυρουλάκης Ανδρέας: Ο «Μποζοργάτης», Προµηθεύς ο Πυρφόρος τ. 36 (1983) σελ. 337-340. Στρατιδάκης 2009: Στρατιδάκης Ζαχαρίας: ∆ιδακτορική διατριβή, Ρέθυµνο 2009. Στρατολογικό µητρώο: Στρατολογικό Γραφείο Ρεθύµνου. Τιτόπουλος ∆ηµήτρης: Κρύα Βρύση. αναρριχητικά νέα. Περιοδικό του βουνού - Κορφές, τεύχος 201 (Ιαν. - Φεβρ. 2010, σελ. 16-17).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

179

Τσιγδινός Γ. 1998: Γεώργιος Ν. Τσιγδινού, ∆άσκαλος, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος (στον Κισσό Αγ. Βασιλείου), Ρέθυµνο 1998. Τωµαδάκης 1947: Νικόλαος Β. Τωµαδάκης. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος και η Κρήτη κατά το 1400. Αθήναι 1947. Φασατάκης Ν. 1985: Φασατάκης Νικόλαος, Η Λαογραφία των Μελάµπων Ρεθύµνης, κοινωνική ζωή, Αθήνα 1985. Φασατάκης Ν. 2001: Φασατάκης Νικόλαος, Αγωνιστές και θύµατα της τ. επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης (1866 – 1897), Αθήνα 2001. Φασατάκης Ν. 2003: Φασατάκης Νικόλαος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης. Ιστορία – Πολιτισµός – Εκπαίδευση, Αθήνα 2003. Φωτάκης Γ. 2009: π. Φωτάκης Γεώργιος, 254 τοπωνύµια του Κέδρους µε φωτογραφική απεικόνιση. Ανακοίνωση στο Συνέδριο για την π. επαρχία Αγίου Βασιλείου, τόµος Γ΄. Χατζηδάκης Α. 2003: Χατζηδάκης Αριστόδηµος. Τα λίθινα γεφύρια του Ν. Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2003. Ψιλάκης Β. 1909: Ψιλάκης Βασίλειος: Ιστορία της Κρήτης. Α΄ έκδοση 1909. Μεταγλωττισµένη x.x. Ψιλάκης Ν. 2007: Τ.Α.Β. Spratt: Ταξίδια και έρευνες στην Κρήτη του 1850 (µετάφραση Μαρία Ψιλάκη, τόµοι 2, Ηράκλειο 2007). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών) Βενετοτουρκικές συγκρούσεις (1684 – 1698), τόµ. ΙΑ΄, 19 – 38.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.