AΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
Παρουσίαση του προγράµµατος καταγραφής και ψηφιοποίησης των κειµηλίων της Ι. Μονής Πρέβελη
Το διάστηµα από τον Ιούλιο του 2007 έως και το ∆εκέµβριο του ίδιου έτους η 28η Ε.Β.Α. πραγµατοποίησε, σε συνεργασία µε το Εργαστήριο Σχεδιοµελέτης και Κατεργασιών του Κέντρου Τεχνολογίας και Έρευνας του Τ.Ε.Ι. Κρήτης, το πρόγραµµα καταγραφής και ψηφιοποίησης των κειµηλίων της Μονής Πρέβελη1. Το πρόγραµµα αποτελούσε ένα από τα τρία υποέργα ενός γενικότερου προγράµµατος καταγραφής και ψηφιοποίησης. Τα άλλα δυο υποέργα αφορούσαν στην καταγραφή και ψηφιοποίηση των κειµηλίων της Μονής Γωνιάς στα Χανιά και της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής κεραµικής του νοµού Χανίων. Το έργο εντάχθηκε µέσω της Περιφέρειας Κρήτης στην Κοινωνία της Πληροφορίας (Bαρουχάκης, Φιολιτάκη, Ψαράκης, 2010: 803-810). Ως αντικείµενο της καταγραφής επιλεγήσαν τα κειµήλια της Μονής Πρέβελη, καθώς αποτελούν µία από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες συλλογές εκκλησιαστικών κειµηλίων του νοµού. Στην παρούσα παρουσίαση του προγράµµατος καταγραφής και των κατηγοριών του υλικού που αποδελτιώθηκαν, θα κάνουµε παράλληλα και µια σύντοµη περιήγηση στα κειµήλια της µονής. Κατά το παρελθόν είχαν πραγµατοποιηθεί τρεις διαφορετικές καταγραφές των κειµηλίων. Η αρχική έγινε το 1981 από τους Ανδριανάκη και Καλοµοιράκη. Η καταγραφή αφορούσε κυρίως στην πλούσια συλλογή των εικόνων της Μονής, καθώς επίσης και των αµφίων και κειµηλίων, που βρισκόταν κυρίως στο Καθολικό. Την καταγραφή συνόδευαν ασπρόµαυρες φωτογραφίες πολύ καλής ποιότητας. Η δεύτερη πραγµατοποιήθηκε το 2005 από οµάδα αρχαιολόγων της 28ης Ε.Β.Α. στην οποία συµµετείχαν οι, Πύρρου Νικολέτα, Παπαναστασούλη Ματίνα, Φραϊδάκη Αθηνά και η γράφουσα. Η καταγραφή αυτή αφορούσε κυρίως στο 1 Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον προϊστάµενο της 28ης Ε.Β.Α. κ. Μιχ. Ανδριανάκη, που είχε την επιστηµονική επιµέλεια και εποπτεία της καταγραφής, καθώς και τον Ηγούµενο της Μονής Πρέβελη, π. Ιάκωβο και τους Μοναχούς για τη συνεργασία τους σε όλη τη διάρκεια της εκπόνησης του προγράµµατος.
350
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
υλικό που βρισκόταν στο µουσείο της Μονής και έγινε µέσα στα πλαίσια της προετοιµασίας για την επανέκθεση των κειµηλίων στο χώρο του νέου µουσείου. Η τρίτη καταγραφή εντάσσεται στη µελέτη συντήρησης του αρχειακού και βιβλιακού υλικού της Μονής, από τις συντηρήτριες Γκίνη Ζωϊτσα και Παπαναγιώτου Χρυσούλα και αφορά στα βιβλία και έγγραφα. Στη διάθεση, τέλος, της Υπηρεσίας βρισκόταν µία, ακόµα, καταγραφή εικόνων, που έγινε πρόσφατα από τους πατέρες της Μονής. Οι στόχοι του προγράµµατος της 28ης Ε.Β.Α. ήταν δυο. Ο πρώτος να ενοποιηθούν όλες οι προηγούµενες καταγραφές σε µια ηλεκτρονική και, παράλληλα, να ενσωµατωθούν σε αυτήν νέες εισαγωγές αντικειµένων που είχαν παραλειφθεί στις προηγούµενες. Με τον τρόπο αυτό να δοθεί µια ενιαία εικόνα για το χρονολογικό και ειδολογικό εύρος, που καλύπτουν τα κειµήλια. Ο δεύτερος στόχος ήταν να υπάρξει µία καλής ποιότητας φωτογράφηση, που θα χρησιµεύει όχι µόνο ως υλικό τεκµηρίωσης της συλλογής, αλλά και ως εργαλείο µελέτης. Για το σκοπό αυτό δηµιουργήθηκε από το Τ.Ε.Ι Κρήτης µια βάση δεδοµένων, σε περιβάλλον Microsoft Access, στην οποία µέχρι σήµερα έχουν καταγραφεί 564 εισαγωγές. Υπεύθυνοι για τη δηµιουργία της βάσης ήταν οι Μαραβελάκης Εµµ. και ∆ερµιτζάκης Ελ. Κάθε δελτίο καταγραφής συνοδεύεται από µια σύντοµη µετάφρασή του στα αγγλικά που έγινε από τη συνάδελφο Πύρρου Νικολέττα. Παράλληλα πραγµατοποιήθηκε από το Τ.Ε.Ι. Κρήτης η φωτογράφηση των περισσοτέρων αντικειµένων. Φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης, που επιτρέπουν τη µελέτη των λεπτοµερειών τού κάθε αντικειµένου, συνοδεύουν την καταγραφή. Η φωτογράφιση των αντικειµένων και η επεξεργασία του φωτογραφικού υλικού έγινε από τους Μπολανάκη Ν. και Τζατζάνη Γ. Στις λίγες περιπτώσεις, όπου δεν ήταν δυνατόν να γίνει φωτογράφηση των αντικειµένων, λόγω της επισφαλούς κατάστασης διατήρησής τους ή της αδυναµίας πρόσβασης σε αυτά, έγινε σάρωση σε ήδη υπάρχουσες φωτογραφίες, από τις προηγούµενες καταγραφές, και συµπλήρωση των φωτογραφιών αυτών στη βάση δεδοµένων. Στην περίπτωση αυτή δίδεται η σχετική πληροφορία καθώς και η καταγραφή, από την οποία προέρχεται η φωτογραφία στην καρτέλα καταγραφής του εκάστοτε αντικειµένου. Μετά την ολοκλήρωση του προγράµµατος, τα στοιχεία της καταγραφής φυλάσσονται σε ηλεκτρονική µορφή στη Βιβλιοθήκη της 28ης Ε.Β.Α. στο Ρέθυµνο και είναι διαθέσιµα σε όποιον επιθυµεί να
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
351
τα συµβουλευθεί. Παράλληλα ένα µεγάλο µέρος της καταγραφής είναι προσβάσιµο στο ευρύ κοινό µέσω της δικτυακής πύλης της περιφέρειας Κρήτης και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης: http://84.205.229.30/culturePortal_1_9_src_man_incl/cultureportalweb. Τα καταγεγραµµένα αντικείµενα εντάσσονται στις παρακάτω κατηγορίες: µικροτεχνία, βιβλία/έγγραφα, εικόνες, υφάσµατα, ξυλόγλυπτα, κεραµική, όπλα και λίθινα. Η κάθε κατηγορία διακρίνεται σε υποκατηγορίες, προκειµένου να γίνεται πιο συστηµατική η ταξινόµηση των αντικειµένων. Στη γενική κατηγορία των εικόνων, για παράδειγµα, διακρίνονται οι υποκατηγορίες φορητή εικόνα, εικόνα τέµπλου, κεντητή, χάρτινη και ανθίβολο. Εκτός από τα πεδία του είδους και της υποκατηγορίας, στην καρτέλα καταγραφής του κάθε αντικειµένου υπάρχουν ακόµα πεδία για το υλικό, την περιγραφή, τις διαστάσεις, τη θέση, τη χρονολογία, τον αφιερωτή και τον καλλιτέχνη. Την καταγραφή συµπληρώνουν πληροφορίες σχετικές µε τη συντήρηση ή όχι του αντικειµένου, τον κωδικό των προηγούµενων καταγραφών και βιβλιογραφικές παραποµπές. Η καρτέλα, τέλος, περιέχει και το πεδίο των παρατηρήσεων, όπου ο συντάκτης έχει τη δυνατότητα να συµπληρώσει οποιαδήποτε πληροφορία σχετική µε το αντικείµενο, που δεν υπάγεται σε κάποιο από τα παραπάνω πεδία. Μια από τις δυσκολίες που αντιµετωπίσαµε στη διάρκεια της καταγραφής σχετίζεται µε την κατηγοριοποίηση συγκεκριµένων οµάδων αντικειµένων, καθώς υπάρχουν οµάδες που µπορούν να τοποθετηθούν σε περισσότερες από µια κατηγορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι οι σταυροί αγιασµού. Λόγω του ξυλόγλυπτου πυρήνα τους θα µπορούσαν να τοποθετηθούν στην κατηγορία των ξυλόγλυπτων, επειδή όµως φέρουν περίτεχνα µεταλλικά πλαίσια τούς εντάξαµε στην κατηγορία της µικροτεχνίας, όπου έχουν τοποθετηθεί σχεδόν όλα τα µεταλλικά αντικείµενα. Οι πολυπληθέστερες κατηγορίες είναι τα αντικείµενα µικροτεχνίας, τα βιβλία και οι εικόνες. Θα ξεκινήσουµε την σύντοµη παρουσίαση των κατηγοριών των κειµηλίων από την τρίτη, τις εικόνες. Αν και αριθµητικά δεν είναι η µεγαλύτερη, είναι εντούτοις η σηµαντικότερη, καθώς εµπεριέχει έργα καλής τέχνης που πιστοποιούν την αίγλη της Μονής, κατά την περίοδο που δηµιουργήθηκαν. Στην κατηγορία αυτή µπορούµε να κάνουµε καταρχήν µια γενική διάκριση ανάµεσα σε αυτές που φέρουν την υπογραφή του αγιογράφου και σε αυτές που είναι ανυ-
352
Εικ. 1: Ο Χριστός Μέγας Αρχιερεύς. Μιχαήλ Πρέβελης
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
πόγραφες. Ακόµα όµως και στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν αρκετά έργα, που µπορούν να αποδοθούν βάσει τεχνοτροπικών παρατηρήσεων σε συγκεκριµένους ζωγράφους. Οι εικόνες της Μονής καλύπτουν ένα χρονολογικό φάσµα, που ξεκινά από τον 17ο αιώνα και φτάνει µέχρι τον 20ο αι. Τα περισσότερα παραδείγµατα εντοπίζονται στην εκατονταετία µεταξύ των µέσων του 18ου και των µέσων του 19ου αιώνα. Στα µέσα του 18ου αιώνα έχουµε την παραγωγή έργων ιδιαίτερα καλής ποιότητας από ζωγράφους όπως ο Μιχαήλ Πρέβελης (εικ. 1-3), ο ιερέας Εµµανουήλ και ο ιεροµόναχος Αθανάσιος, που συνεχίζουν την παράδοση της Κρητικής Σχολής (Ανδριανάκης, 1998: 87-105, Παπαδάκης, 1978: 59, Ρηγόπουλος, 1998: αρ. 11, σελ. 202-205, εικ. 129-131). Λίγο πριν από τα µέσα του 19ου αιώνα εργάζεται για τη Μονή ένας ζωγράφος, το όνοµα του οποίου µας είναι άγνωστο. Ο κ. Ανδριανάκης, που εντόπισε τα έργα του, τον ονόµασε συµβατικά ο «ζωγράφος των Σφακίων», καθώς έργα του εντοπίστηκαν, για πρώτη φορά, στη Μονή του Αγίου Χαραλάµπους στο Φραγκοκάστελλο. Η τέχνη του, αν και λαϊκότροπη,
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
Εικ. 2: Ο Χριστός στον Καϊάφα. Λεπτοµέρεια της εικόνας 1. Μιχαήλ Πρέβελης.
353
φαίνεται να ακολουθεί τις αρχές της όψιµης Κρητικής Σχολής δίνοντας ένα ικανοποιητικό αποτέλεσµα (Ανδριανάκης, 1998: 105-109) (εικ. 4). Στα µέσα του 19ου αιώνα εργάζεται για το µοναστήρι ο ζωγράφος Μερκούριος από τη Σαντορίνη, ο οποίος παράγει ένα µεγάλο αριθµό εικόνων όχι µόνο για τα τέµπλα των Καθολικών των δυο Μονών (Θεολόγου και Προδρόµου) αλλά και για αρκετά µετόχια (Ανδριανάκης, 1998:109). Η κατηγορία της µικροτεχνίας καλύπτει ένα ευρύ φάσµα αντικειµένων. Σε αυτήν περιλαµβάνονται τα λειτουργικά σκεύη, οι σταυροί ευλογίας και αγιασµού, πόρπες από τις ζώνες των αρχιερατικών στολών, οι σφραγίδες της µονής, σταχώσεις ευαγγελίων, φυλαχτά, κανδήλια, θυ-
354
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
Εικ. 3: Η µαστίγωση του Χριστού. Λεπτοµέρεια της εικόνας 1. Μιχαήλ Πρέβελης.
µιατά και σφραγίδες άρτου. Καθώς πρόκειται για µια µεγάλη κατηγορία, ενδεικτικά θα αναφέρουµε κάποια παραδείγµατα από συγκεκριµένες υποκατηγορίες. Τα λειτουργικά σκεύη, όπως είναι αναµενόµενο σε µια εκκλησιαστική συλλογή, αποτελούν τη µεγαλύτερη από τις υποκατηγορίες. Συγκροτείται από αντικείµενα κυρίως του 19ου αιώνα, αρκετά από τα οποία αποτελούν αφιερώµατα, όπως µαρτυρούν οι επιγραφές που φέρουν. Ορισµένα από τα λειτουργικά σκεύη είναι ιδιαίτερης τέχνης, όπως το ποτήριο και το δισκάριο, αφιερώµατα του επισκόπου Λάµπης Νικοδήµου, χρονολογούµενα το 1844. Οι πόρπες από τις ζώνες των αρχιερατικών στολών αποτελούν µια άλλη οµάδα. Πολλές από αυτές είναι πολύ καλά δείγµατα µικροτεχνίας,
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
Εικ. 4: Επί σοι χαίρει. «Ζωγράφος των Σφακίων».
355
356
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
κατασκευασµένες µε τις παραδοσιακές τεχνικές του σφυρήλατου ή τη συρµατερή. Ο διάκοσµός τους είναι συνήθως µε γεωµετρικά ή φυτικά κοσµήµατα, ενώ δε λείπουν και οι εικονιστικές παραστάσεις θρησκευτικού περιεχοµένου. Οι σφραγίδες αποτελούν µίαν ακόµα οµάδα αντικειµένων, που παρουσιάζει αρκετά µεγάλη ποικιλία, ως προς τα είδη που περιέχει. Στην οµάδα αυτή περιλαµβάνονται τόσο οι σφραγίδες της ίδιας της Μονής, όσο και προσωπικές σφραγίδες µοναχών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σφραγίδα που εικονίζει τον αετό, σύµβολο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και στην περιφέρεια φέρει την αρχική ονοµασία της Μονής: ΣΦΡΑΓΙΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΝΗΣΟΝ ΚΡΗΤΗ (Παπαδάκης, 1978:77-80). Οι σταυροί ευλογίας και αγιασµού, τέλος, αποτελούν µίαν ακόµα οµάδα. Σε αυτήν οι 6 σταυροί είναι αγιασµού και οι 4 ευλογίας. Οι περισσότεροι χρονολογούνται στον 19ο αιώνα. Στον ξύλινο πυρήνα τους φέρουν ξυλόγλυπτες παραστάσεις της Σταύρωσης και της Βάπτισης, που συνήθως περιβάλλονται από µορφές αγγέλων, ευαγγελιστών, προφητών ή αγίων. Τα µεταλλικά πλαίσιά τους φέρουν περίτεχνο διάκοσµο, που πολλές φορές εµπλουτίζεται µε ηµιπολύτιµους λίθους. Το σηµαντικότερο αντικείµενο σε αυτή την κατηγορία και από τα πιο σηµαντικά κειµήλια της Μονής είναι ο σταυρός ευλογίας του ηγουµένου Ιακώβου Πρέβελη, που χρονολογείται το 1708. Το περίτεχνο πλαίσιό του έχει διακοσµηθεί µε σµάλτο και µαργαριτάρια, ενώ οι παραστάσεις έχουν αποδοθεί µε ιδιαίτερη λεπτότητα και δεξιοτεχνία (Ανδριανάκης, 1998: 121). Προτού ολοκληρώσουµε την παρουσίαση της συγκεκριµένης κατηγορίας, θα θέλαµε να αναφερθούµε σε ένα από τα σπουδαιότερα αντικείµενα της οµάδας αυτής, που αποτελεί, παράλληλα, το αρχαιότερο κειµήλιο της µονής. Πρόκειται για τη χάλκινη καµπάνα, που φέρει στην περιφέρειά της µε λατινικούς αριθµούς τη χρονολογία 1593 και κατά πάσαν πιθανότητα προέρχεται από το Καθολικό της Μονής Τιµίου Προδρόµου (Παπαδάκης, 1978: 116) (εικ. 5-7). Η καµπάνα διακοσµείται µε έκτυπες παραστάσεις της Σταύρωσης, της Παναγίας Βρεφοκρατούσας και των αγίων Αντωνίου (εικ. 7) και Νικολάου (εικ. 6). Οι δυο άγιοι εικονίζονται κατά τα δυτικά πρότυπα. Συγκεκριµένα ο Άγιος Νικόλαος εικονίζεται µε επισκοπικά άµφια δυτικού τύπου και κρατά δίσκο µε τρία πουγκιά, χαρακτηριστκό σύµβολο της εικονογραφίας του. Ο Άγιος Αντώνιος φορά µοναστικό ένδυµα, επί-
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
357
Εικ. 5: Η καµπάνα της Μονής του Τιµίου Προδρόµου
Εικ. 6: Ο Άγιος Νικόλαος. Λεπτοµέρεια της εικόνας 5.
σης δυτικού τύπου, κρατά µια µικρή καµπάνα και συνοδεύεται από ένα ζώο, που πιθανότατα είναι χοίρος, ένα από τα σύµβολα του αγίου στη δυτική εικονογραφία (Gerola, 1993: 372, αρ. 12 εικ. 414). Αυτό που ίσως έχει περισσότερο ενδιαφέρον είναι το αντικείµενο, που κρατά στο αριστερό του χέρι. Θεωρούµε ότι πρόκειται για φλόγα, ένα επίσης σύµβολο του αγίου Αντωνίου, που συνδέεται µε την ασθένεια του εργοτισµού γνωστή στη ∆ύση και ως φωτιά του Αγίου Αντωνίου (DuchetSuchaux, Pastoureau, 1994: 37-38, Lexikon: 207, Farmer, 1979: 20, Réau, 1958: 103-105).
Εικ. 7: Ο Άγιος Αντώνιος. Λεπτοµέρεια της εικόνας 5.
358
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
Από τα βιβλία που φυλάσσονται στη Μονή, έχουν καταγραφεί 138 από τα οποία τα 7 είναι χειρόγραφα, όπως το ευχολόγιο του Γεωργίου Μοάτσου, χρονολογούµενο το 1807, και ένα ευχολόγιο µε δυσανάγνωστη υπογραφή, που φέρει ωστόσο την ηµεροµηνία 13 Αυγούστου 1744. Ένας ακόµα χειρόγραφος κώδικας του 18ου αιώνα είναι το «Πεντηκοστάριον», που φέρει το όνοµα του γραφέα και τη χρονολογία: ΧΕΙΡ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΓΚΙΟΥΖΕΛΑΚΗ ΧΙΟΥ 1761 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 31 (εικ. 8). Στα βιβλία περιλαµβάνονται και αρκετά παλαίτυπα (εικ. 9), όπως για παράδειγµα το κατηχητικό από το τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκή, στη Βενετία, χρονολογούµενο το 1676. Όπως είναι αναµενόµενο για µια µοναστηριακή βιβλιοθήκη, η πλειοψηφία των βιβλίων είναι εκκλησιαστικά κείµενα. Στην κατηγορία των εκκλησιαστικών βιβλίων ξεχωρίζουν αρκετά που περιέχουν µουσικά κείµενα. Μια ιδιαίτερη κατηγορία είναι τα βιβλία που θα τα χαρακτηρίζαµε ως σχολικά. Σε αυτά περιλαµβάνονται βιβλία για την εκµάθηση της γαλλικής γλώσσας, βιβλία ιστορίας, γεωγραφίας, γεωµετρίας και στοιχειώδους αριθµητικής κ.α. Τα περισσότερα από τα βιβλία φέρουν ιδιόχειρα σηµειώµατα, πολλές φορές πέραν του ενός. Σε αρκετά από αυτά κάποια ονόµατα επαναλαµβάνονται, γεγονός που µας επιτρέπει να σχηµατίσουµε µια ιδέα για την προσωπική βιβλιοθήκη ορισµένων µοναχών. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουµε ότι στην κατηγορία των βιβλίων έχουµε συµπεριλάβει και ορισµένα κατάστιχα µε τη µορφή τετραδίων, που αφορούν σε οικονοµικές καταγραφές της Μονής (κατάλογος αποθηκών κ.λ.π.). Στην υποκατηγορία των εγγράφων υπάρχουν 36 εισαγωγές. Από αυτά τα 26 είναι στην τουρκική γλώσσα, γραµµένα µε αραβικούς χαρακτήρες, ενώ 3 από αυτά φέρουν σουλτανικό µονόγραµµα. Είκοσι δύο από τα τουρκικά έγγραφα φέρουν ελληνική µετάφραση από το Νικόλαο Σταυρινίδη, που φυλάσσεται µαζί µε τα έγγραφα στη βιβλιοθήκη της Μονής. Στην κατηγορία των εγγράφων έχουν, επίσης, συµπεριληφθεί και εννέα φάκελοι µε λιτά έγγραφα. Στον ένα από αυτούς περιέχονται πατριαρχικά έγγραφα του 19ου αιώνα, όπως αναφέρεται στο εξωτερικό του φακέλου, ενώ σε ένα δεύτερο περιέχονται έγγραφα σχετικά µε τα επαναστατικά γεγονότα του 1866. Στους υπόλοιπους φακέλους περιέχονται αποδείξεις εισφορών για τη θεολογική σχολή της Χάλκης, για τη ναυαρχίδα του Βασιλέως Κωνσταντίνου, αποδείξεις ει-
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
Εικ. 8: Χειρόγραφο Πεντηκοστάριο.
359
360
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
σφορών υπέρ του έθνους και αποδείξεις σχετικές µε το πατριαρχικό τυπογραφείο, καθώς και διαφορά συµβολαιογραφικά έγγραφα (Παπαδάκης, 1978: 72-73)2. Το σηµαντικότερο ωστόσο έγγραφο της Μονής είναι το πατριαρχικό σιγίλλιο του Γρηγορίου Ε΄, µε χρονολογία 1798, µε το οποίο παραχωρήθηκε στη µονή το προνόµιο του σταυροπηγίου. Το έγγραφο, στο κάτω µέρος του, φέρει µολύβδινη σφραγίδα µε την απεικόνιση της Θεοτόκου (Ανδριανάκης, 1998: 16, Παπαδάκης, 1978: 118-124)3. Από το σύνολο των αµφίΕικ. 9: Έντυπη έκδοση της Εξαβίβλου ων της Μονής, που έχουν κααπό το τυπογραφείο του Θεοδοσίου ταγραφεί ξεχωρίζουν δυο στη Βενετία το 1777. επιτραχήλια του 18ου αιώνα προερχόµενα από το εργαστήριο της Μονής Αρκαδίου, καθώς και ένα σύνολο από 10 επιγονάτια, τα περισσότερα από τα οποία φέρουν εικονιστικές παραστάσεις του Χριστού ή της Ανάστασης. Ορισµένα από τα άµφια φέρουν την υπογραφή του κεντητή, όπως στην περίπτωση ενός πολύ καλού ζεύγους επιµάνικων, που εικονίζουν τη δηµιουργία του Αδάµ και τη ∆ιάβαση της Ερυθράς Θάλασσας, έργο του µοναχού Γερασίµου, χρονολογούµενα το 1709 και ένα επιγονάτιο µε την απεικόνιση της Ανάστασης, έργο του Μεθοδίου, ηγουµένου της Μονής Ασωµάτων στο Αµάρι και χρονολογείται το 1863 (Ανδριανάκης, 1998: 114-119, Παπαδάκης, 1978: 80-85). 2 Αναλυτικότερη καταγραφή των λιτών εγγράφων και των κατάστιχων της Μονής υπάρχει στα Γ.Α.Κ. στο Ρέθυµνο, βλ. σχετικά Παπαδάκη, 2001: 95-98 3 Παπαδάκης, 1978: 118-124 όπου υπάρχει µεταγραφή ολοκλήρου του κειµένου.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ ΤΗΣ Ι. ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ
361
Παράλληλα, µε την εκπόνηση του συγκεκριµένου προγράµµατος γινόταν και η συντήρηση των αµφίων της Μονής, ορισµένα από τα οποία αποµακρύνθηκαν, µετά τη φωτογράφησή τους, προκειµένου να συντηρηθούν περισσότερο, ενώ κάποια δεν φωτογραφήθηκαν, λόγω της πολύ κακής κατάστασης διατήρησής τους. Στην τελευταία περίπτωση, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ηλεκτρονική καταγραφή συµπληρώθηκε µε υπάρχουσες φωτογραφίες από τις προηγούµενες καταγραφές. Στις επόµενες τρεις κατηγορίες ο αριθµός των καταγεγραµµένων αντικειµένων είναι µικρός. Από αυτές ξεχωρίζουν τα ξυλόγλυπτα, στα οποία περιλαµβάνονται ο άµβωνας και ο επισκοπικός θρόνος τού Καθολικού, έργα και τα δυο του ∆ηµητρίου Ραγκουζή, χρονολογούµενα το 1863. Όπως αναφέρουν οι επιγραφές τους, χρυσώθηκαν από τον Αντώνιο Βεβελάκη και η δαπάνη έγινε από το µοναχό Θεοφύλακτο Ωρολογάκη, επί ηγουµενίας Καλλινίκου Σπιταδάκη (Ανδριανάκης, 1998: 67-69, Παπαδάκης, 1978: 54). Άλλο ένα ξυλόγλυπτο είναι το προσκυνητάρι του Καθολικού µε τις απεικονίσεις των αποστόλων, έργο του «Ζωγράφου των Σφακίων», και το ζωγραφιστό κουβούκλιο επιταφίου, έργο του Αντωνίου Βεβελάκη. Στα όπλα περιλαµβάνεται ένα σύνολο, το οποίο ανήκε στον ηγούµενο της Μονής Μελχισεδέκ Τσουδερό, που διαδραµάτισε σηµαντικό ρόλο στα επαναστατικά γεγονότα του 1821, ενώ από τα λίθινα ξεχωρίζει η µαρµάρινη οκταγωνική φιάλη αγιασµού, µε τις αναγλύφες παραστάσεις από το Χριστολογικό κύκλο, χρονολογούµενη στο 19ο αιώνα. Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση του προγράµµατος καταγραφής και ψηφιοποίησης των κειµηλίων της Μονής Πρέβελη και των κατηγοριών του υλικού που καταγράφηκε, θα θέλαµε να σηµειώσουµε ότι αν και µε την ολοκλήρωση του προγράµµατος έχει συµπεριληφθεί στη βάση δεδοµένων το µεγαλύτερο µέρος των κειµηλίων της Μονής, εντούτοις στόχος είναι να συνεχιστεί η καταγραφή, µε σκοπό να συµπεριληφθεί το σύνολο των αντικειµένων, ασχέτως µε την ιστορική ή καλλιτεχνική τους αξία. Ευελπιστούµε το πρόγραµµα αυτό να δώσει τη δυνατότητα για µια πιο διεξοδική µελέτη και δηµοσίευση των κειµηλίων της Μονής Πρέβελη, ορισµένα από τα οποία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
362
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΦΙΟΛΙΤΑΚΗ
Ανδριανάκης 1998: Ανδριανάκης Μ., Ιερά Μονή Πρέβελη, Ρέθυµνο 19982. Βαρουχάκης, Φιολιτάκη, Ψαράκης, 2010: Βαρουχάκης Βασίλης, Φιολιτάκη Αναστασία, Ψαράκης Κωνσταντίνος «Ψηφιοποίηση των εικόνων και κειµηλίων των Μονών Γωνιάς Χανίων και Πρέβελη Ρεθύµνου και της βυζαντινής και µεταβυζαντινής κεραµικής Νοµού Χανίων» στο Μ. Ανδριανάκης - Ίρις Τζαχίλη (επιµ.) Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 1. Πρακτικά της 1ης Συνάντησης Ρέθυµνο 28-30 Νοεµβρίου 2008. Ρέθυµνο: Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστηµίου Κρήτης, σ. 803-810. Παπαδάκη, 2001: Παπαδάκη Ασπασία, Κεφαλαιώδης καταγραφή αρχειακού υλικού των Γ.Α.Κ. – Αρχείων Νοµού Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 2001. Παπαδάκης 1978: Παπαδάκης Μ., Το µοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978. Ρηγόπουλος 1998: Ρηγόπουλος Γ., Φλαµανδικές επιδράσεις στη µεταβυζαντινή ζωγραφική. Προβλήµατα πολιτιστικού συγκρητισµού. Τόµος Α΄. Αθήνα 1998. Duchet-Suchaux, Pastoureau, 1994: Duchet-Suchaux G., Pastoureau M., The Bible and the Saints. Flammarion Iconographic guides. Paris – New York, 1994. Farmer, 1958: Hugh Farmer D., The Oxford dictionary of saints, Oxford, 1979. Gerola 1993: Gerola G., Βενετικά µνηµεία της Κρήτης (Εκκλησίες). Κρήτη 1993 (Μετάφραση Στ. Σπανάκη). Lexikon: Lexicon der christliche Iconographie,volume 5. Rom- Freiburg-Basel-Wien, 1973. Réau, 1958: Louis Réau, Iconographie de l’art Chrétien. Tome troisième iconographie de saints. Paris 1958.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Το µετόχι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά
1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Μονή του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά Σελλιών βρίσκεται στο νοτιοδυτικότερο τµήµα του Ν. Ρεθύµνου και αντίστοιχα στα νοτιοδυτικά της επαρχίας του Αγ. Βασιλείου, καθώς και του σηµερινού -υπό κατάργηση ήδη- ∆ήµου Φοίνικα (εικ. 1).
Εικ. 1. Η θέση της Μονής του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά
Η µετάβαση προς τη Μονή γίνεται µε δύο τρόπους. Η πιο µακρινή, αλλά βατή, διαδροµή είναι να κατευθυνθούµε µέσα από τον οικισµό των Σελλιών προς τα νοτιοδυτικά, µέσω ενός αγροτικού δρόµου σχετικά καλής βατότητας. Ο συντοµότερος τρόπος είναι να πάρουµε τον επαρχιακό δρόµο που οδηγεί από τα Σελλιά προς το Ροδάκινο και, σε κάποιο σηµείο της διαδροµής, να κατευθυνθούµε πάλι προς το νότο, µέσω ενός αγροτικού δρόµου, πολύ κακής βατότητας και µε µεγάλη κατωφέρεια. Η Μονή βρίσκεται εντός των ορίων του κηρυγµένου αρχαιολογικού χώρου της ευρύτερης περιοχής Σούδας - Βουκελάρη - Φοινικιά Σελ-
364
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
λιών, του ∆ήµου Φοίνικα, του Νοµού Ρεθύµνου1. Συγκεκριµένα, βρίσκεται εντός των ορίων της θεσµοθετηµένης αρχαιολογικής Ζώνης Α2 απολύτου προστασίας. «Εντός του αρχαιολογικού αυτού χώρου», όπως αναφέρει και η κήρυξή του, «έχει αποκαλυφθεί άφθονη κεραµική ελληνιστικών και ρωµαϊκών χρόνων, ενώ περικλείεται το ερειπωµένο µοναστήρι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου καθώς και τα κτίρια του εγκαταλελειµµένου οικισµού του Φοινικιά στα δυτικά του µοναστηριού2». Από την ίδια την κήρυξη, εποµένως, καταλαβαίνουµε ότι το µοναστήρι βρίσκεται σε περιοχή όπου υπάρχουν ίχνη κατοίκησης ήδη από την αρχαιότητα, δηλ. τουλάχιστον από τα ρωµαϊκά χρόνια. Εξάλλου και σε πρόσφατη αυτοψία που πραγµατοποιήθηκε στην περιοχή (2005) από αρχαιολόγους και των δύο συναρµόδιων Εφορειών, δηλ. τόσο της ΚΕ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων (στο εξής ΚΕ΄ ΕΠΚΑ) όσο και της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (στο εξής 28η Ε.Β.Α.)3, εντοπίστηκε νοτίως της Μονής συγκέντρωση οστράκων της ρωµαϊκής περιόδου4. Για την πιθανότητα ή όχι να ήταν εδώ η θέση του οικισµού ο οποίος ταυτίζεται µε την Ελληνορωµαϊκή πόλη «Φοίνιξ» έχουν αναφερθεί, στο πλαίσιο του παρόντος συνεδρίου, οι κ.κ. Ανδρεαδάκη και Γαβριλάκη (Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη 2008, Γαβριλάκη 1 Η οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου έχει γίνει µε την απόφαση µε αρ. πρωτ. ΥΠΠΟ/Γ∆ΑΠΚ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/59413/2821/27-6-2007. Σηµειώνεται ότι, εκ παραδροµής, στο σώµα του κειµένου της απόφασης, αναφέρεται αντί του νοµού Ρεθύµνου, ο νοµός Χανίων. 2 Στην περιοχή έχουν καθοριστεί Ζώνες Α΄ και Β΄ προστασίας, µε την απόφαση µε αρ. ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ25/65157/2863/21.12.1993. Η ζώνη Α΄ απολύτου προστασίας αποτελείται από τα τµήµατα Α1 και Α2. Εντός των ορίων του τελευταίου τµήµατος βρίσκονται τόσο το µοναστηριακό συγκρότηµα, όσο και ο εγκαταλελειµµένος οικισµός του Φοινικικά. H κήρυξη - οριοθέτηση του αρχαιολογικού χώρου και η θεσµοθέτηση των ζωνών προστασίας του έχουν γίνει µε πρωτοβουλία της ΚΕ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΚΕ΄ ΕΠΚΑ), προκειµένου να προστατευτούν και να αναδειχθούν «τα ορατά λείψανα ρωµαϊκής και βυζαντινής εποχής, πιθανώς ταυτιζόµενα στη µεν περιοχή Σούδα, µε την ελληνορωµαϊκή πόλη Απολλωνία, στη δε περιοχή Φοίνικας, µε την ελληνορωµαϊκή πόλη Φοίνιξ». Παρόλο που ήδη συζητείται από την αρµόδια Εφορεία η µείωση της έκτασης των θεσµοθετηµένων ζωνών, η περιοχή του Φοινικιά συµπεριλαµβάνεται και στη νέα προτεινόµενη ζώνη Α΄ απολύτου προστασίας. 3 Η αυτοψία πραγµατοποιήθηκε από τις αρχαιολόγους Π. Καραµαλίκη της ΚΕ΄ ΕΠΚΑ και Α. Φιολιτάκη της 28ης Ε.Β.Α. 4 Στο άρθρο των Hood & Warren (1966, 184-185), αναφέρεται η ύπαρξη κεραµικής στη θέση αυτή.
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
365
Εικ. 2. Γενική άποψη της Μονής του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και της ευρύτερης περιοχής.
2008)5. Πάντως, σχετικά µε την τοπογραφία της περιοχής, τόσο οι αρχαιότητες των ιστορικών χρόνων όσο και ο ερειπωµένος σήµερα οικισµός του Φοινικιά, µε το µοναστηριακό συγκρότηµα, βρίσκονται σε σηµείο που κατοπτεύει την κοιλάδα προς τα νοτιοανατολικά (εικ. 2). Το έδαφος γύρω από το µοναστήρι είναι διαµορφωµένο σε πεζούλες εύφορες (άνδηρα), σε ορισµένες από τις οποίες και σήµερα καλλιεργούνται ελιές. Η περιοχή, που απέχει περίπου 1000 µ. από την ακτή, προστατεύεται από τα βόρεια από µεγάλο και απότοµο βραχώδη σχηµατισµό, ενώ στα δυτικά της βρίσκεται ο ποταµός Φοινικιάς. Για τον εγκαταλελειµµένο οικισµό του Φοινικιά (εικ. 3) στα βορειοδυτικά του µοναστηριακού συγκροτήµατος έχουµε την πρώτη αναφορά από τον Fr. Barozzi το 1577 ως Finichia (Σπανάκης 1991, 798, Faure 1981, 236) και εν συνεχεία από τον Basilicata το 1630, ως Finichià (Σπανάκης 1969, 130). Στην τουρκική απογραφή (κατάστιχο κεφαλικού φόρου) του 1659 αναφέρεται ως Finikà µε 22 οικίες, (Σταυρινίδης 1970, 128) και αντίστοιχα στον ιεροδικαστικό κώδικα το 5 Βλ. και: Guarducci 1939, 192, 227, Kirsten 1951, 126.
366
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Εικ. 3. Ο εγκαταλελειµµένος οικισµός του Φοινικιά.
1659 εµφαίνεται ως Φοινικιά µε 22 οικίες (Σταυρινίδης, 116, 117, έγγρ. 163, 164), ενώ επίσης από 22 σπίτια εισπράττεται φόρος καφτανίου (Παπιοµύτογλου 1995, 73, έγγρ. 64). Το 1670-71 στο χωριό Finike 18 ιδιοκτήτες πληρώνουν έγγειο φόρο (Μπαλτά & Oğuz 2007, 519-520) και αντίστοιχα το 1671 - 72 το χωριό Φοινικιά πληρώνει 17 χαράτζια (Μπαλτά & Oğuz 2007, 519, υποσηµ. 84), ενώ συνεχίζει να αναφέρεται σε όλες τις µετέπειτα απογραφές. Το 1834, στην αιγυπτιακή απογραφή, αναφέρεται µε 6 χριστιανικές οικογένειες (Pashley 1994, 230) και καµία µουσουλµανική. Το 1842 αναφέρεται ως Φοινικιά, χωριό της επαρχίας του Αγ. Βασιλείου (Χουρµούζης 1842, 39). Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται ως Φοινικιάς, στο δήµο Φοίνικος µε 36 χριστιανούς κατοίκους, ενώ το 1900 αναφέρεται µεν πάλι στον ίδιο ∆ήµο µε 37 κατοίκους, αλλά πλέον ως Φοινικιάς, µετόχι. Το 1920 ανήκει στον αγροτικό δήµο Σελλιά µε 22 κατοίκους. Τέλος το 1928 έχει πια συρρικνωθεί και απογράφεται µόνο µε 7 κατοίκους, σαν οικισµός της κοινότητος Σελλιών (Σπανάκης 1991, 798). Από την απογραφή του 1940 και εξής δεν αναφέρεται πλέον. Το χωριό εγκαταλείπεται τελείως και οι κάτοικοί του µετοικούν στα Σελλιά. Από τα τελευταία 7 σπίτια του οικισµού, ένα κατεδαφίζεται πριν από περίπου 13 χρόνια και άλλο ένα πριν από 9 µόλις χρόνια, όµως οι ιδιοκτήτες τους µέχρι τουλάχιστον το 2000
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
367
είναι ακόµη εν ζωή. Σήµερα υπάρχουν µόνο πέντε διώροφα κτίρια, που διατηρούνται σε πολύ κακή, σε ερειπιώδη κατάσταση. Σύµφωνα µε τον κ. Χρίστο Μακρή, διακρίνονται ακόµη τα ερείπια των τοίχων ενός ελαιοτριβείου, καθώς και δύο σκήτες στην αυλή µιας από τις εκκλησίες του6. Για το ίδιο το µοναστήρι, οι πληροφορίες που έχουµε συγκεντρώσει µέχρι στιγµής από τις διαθέσιµες πηγές είναι πολύ λιγότερες. Υπάρχει µια αναφορά σε ανέκδοτο κώδικα του 1830, σύµφωνα µε την οποία, κατά την επανάσταση του 1821, ο δραστήριος ιερωµένος της ισχυρής Μονής του Προφήτη Ηλία Ρουστίκων Ρεθύµνου, Χατζή Ματθαίος Κιρµιζάκης, συγκεντρώνει όλα τα πολύτιµα αντικείµενα της Μονής και τα πηγαίνει αρχικά στην Φοινικιά (µετόχι της µονής), προκειµένου να τα µεταφέρει εκτός Κρήτης (Ψιλάκης 1993, Β΄, 167). Λίγα χρόνια αργότερα επαναλαµβάνεται και από τον Pashley ότι το 1834 ο Φοινικιάς είναι ένα µετόχι της Μονής του Προφήτη Ηλία στα Ρούστικα (Pashley 1994, Β΄, 230, υποσηµ. 31)7. Ακολούθως, στη διήγηση του Αρχιµανδρίτη Αγαθάγγελου Βερνάρδου προς τον Τιµόθεο Βενέρη (Βενέρης 1938, 203), επιβεβαιώνεται ότι το µετόχι της Φοινικιάς ήταν σε χρήση και το Νοέµβριο του 18668. Εν συνεχεία, υπάρχει µία ακόµη αναφορά, ότι το 1896, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη, για ένα διάστηµα που οι Τούρκοι ετοιµάζονται να πυρπολήσουν τη Μονή Προφήτη Ηλία Ρουστίκων, οι περισσότεροι καλόγεροί της καταφεύγουν στο µετόχι της Φοινικιάς (Ψιλάκης 1993, Β΄, 171). 6 Οι πληροφορίες αυτές, σχετικά µε τα εναποµείναντα σπίτια και τους τελευταίους κατοίκους του οικισµού, περιέχονται σε έκθεση που κατέθεσε το 2000 στην Εφορεία, ο τότε ∆ήµαρχος Φοίνικα Στ. Κλειδής, και του έχουν δοθεί από τον καθηγητή κ. Χρίστο Μακρή, καταγόµενο από το χωριό Σελλιά του ∆. Φοίνικα. Υπάρχουν ωστόσο κάποιες ασάφειες σ’ αυτές τις πληροφορίες. Επί παραδείγµατι, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, στην απογραφή του 1928 φαίνεται πως ο οικισµός έχει ακόµη 7 κατοίκους, στην έκθεση σηµειώνεται ότι µετά το τέλος του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου (δηλ. το 1918) εγκαταλείφθηκε τελείως (η έκθεση υπάρχει στο οικοδοµικό αρχείο της 28ης Ε.Β.Α.). 7 Ο Pashley δε διαχωρίζει τον οικισµό από το µοναστήρι. Αναφέρει µόνο ότι είναι µετόχι της Μονής του Προφήτη Ηλία, την οποία µάλιστα έχει ήδη επισκεφθεί (Pashley 1994, Α΄, 92-93), όµως τον ίδιο το Φοινικιά δεν τον επισκέφθηκε. 8 Λίγες µέρες πριν από το ολοκαύτωµα του Αρκαδίου, τις πρώτες µέρες του Νοεµβρίου του 1866, φιλοξενείται στην Μονή Ρουστίκων ο Μουσταφά Πασάς. Τον υποδέχεται - µεταξύ άλλων - ο αρχιµανδρίτης Ιωακείµ Κατσουλουδάκης, που αντιπροσωπεύει τον ηγούµενο Καλλίνικο Καζούρη, επειδή ο τελευταίος βρίσκεται στο µετόχι Φοινικιά, για τη συλλογή του ελαιοκάρπου. Βλ. και: Ψιλάκης (1993, Β΄, 170).
368
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Τέλος, γνωρίζουµε ότι µετά το 1952 γίνεται διανοµή των περιουσιών του µετοχιού και η εκκλησία µε το κτιριακό συγκρότηµα (εικ. 4, 25) παραχωρούνται πλέον στην κυριότητα της ενορίας Σελλιών9.
Εικ. 4. Μετόχι Φοινικιά, τοπογραφικό διάγραµµα (Ι. Συγγελάκης, 2004).
9 Σύµφωνα µε σχετικό έγγραφο του ∆ήµου Φοίνικα µε ηµεροµηνία 23-11-2004 (οικοδοµικό αρχείο 28ης Ε.Β.Α.), η διανοµή όλων των περιουσιών του Μετοχιού, που µέχρι τότε ανήκει στην Ι. Μ. Ρουστίκων, γίνεται στους κατοίκους των ∆ηµοτικών ∆ιαµερισµάτων, τόσο του Ροδάκινου όσο και των Σελλιών. Από όλη αυτή την περιουσία, στην ενορία Σελλιών δίδονται η εκκλησία των Ταξιαρχών (προφανώς πρόκειται για τον ναό του Μιχ. Αρχαγγέλου, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του συγκροτήµατος), καθώς και το κτίσµα Μύλοι (θεωρούµε ότι εννοεί όλο το µοναστηριακό κτιριακό συγκρότηµα, του οποίου η κύρια χρήση είναι ακριβώς αυτή του Μύλου, δηλ του ελαιοτριβείου).
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
369
2. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ
Ακολούθως θα αναφερθούµε στις πληροφορίες που µπορούµε να αντλήσουµε από τα ίδια τα κτίσµατα. Το συγκρότηµα, το µεγαλύτερο τµήµα του οποίου βρίσκεται ακόµη και σήµερα σε ερειπιώδη κατάσταση, είναι οργανωµένο, όπως βλέπουµε στο τοπογραφικό διάγραµµα10 (εικ. 4), γύρω από την αυλή µε το πηγάδι - υδατοδεξαµενή (εικ. 5). Αντίστοιχη κατασκευή, που µας παραπέµπει ίσως και πριν από τον 18ο αι., δηλ. στόµιο πηγαδιού στέρνας µε ανωδοµή, η οποία έχει άνοιγµα και στεγάζεται µε ηµισφαιρική ή µε πυραµιδοειδή κάλυψη, Εικ. 5. Το στόµιο της υδατοδεξαµενής συναντάµε από την εκκλησία του στο κέντρο του συγκροτήµατος. Αγίου Παντελεήµονος στο Χρωµοναστήρι Ρεθύµνου έως και τα Είκοσι Πηγάδια στην Καρέ Ρεθύµνου. Πιθανότατα η δεξαµενή - χωρίς βέβαια αυτό να έχει τεκµηριωθεί, διότι όλες οι στέγες του συγκροτήµατος είναι ολοσχερώς κατεστραµµένες - συγκέντρωνε τα νερά των δωµάτων, τουλάχιστον της ανατολικής πτέρυγας, πλησίον της οποίας είναι κατασκευασµένη. Αυτό, εξάλλου, είναι σύνηθες και σε άλλες Μονές. Ενδεικτικά αναφέρουµε τη Μονή Τιµίου Σταυρού Βωσάκου, όπου τα νερά της νότιας πτέρυγας συγκεντρώνονται επίσης σε στέρνα (Γιαπιτσόγλου 2008, 43-44)11. 10 Το τοπογραφικό διάγραµµα έχει συνταχθεί το 2004, από τον τοπογράφο µηχανικό Ιωσήφ Συγγελάκη, για λογαριασµό του ∆ήµου Φοίνικα (αρχείο 28ης Ε.Β.Α). 11 Εξαιρετικό σύστηµα συγκέντρωσης των οµβρίων υδάτων, το οποίο µάλιστα βρίσκεται και σήµερα σε πλήρη λειτουργία, συναντάµε στη Ιερά Μονή Αγκαράθου, της επαρχίας Πεδιάδος Ηρακλείου. Βλ. και: Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου (2007, 126-127), όπου γίνεται αναφορά σε λίθινο λαξευτό φρεατοστόµιο µιας υπόγειας υδατοδεξαµενής, στα πλαίσια συνολικότερης περιγραφής των γλυπτών της βενετικής περιόδου της Μονής.
370
Εικ. 6. Η εξωτερική πλευρά της τοξωτής εισόδου του µοναστηριού.
Εικ. 7. Ο εξωτερικός δυτικός σκαρπωτός τοίχος του συγκροτήµατος.
Εικ. 8. Λεπτοµέρεια: Χάραγµα σε εξωτερικό επίχρισµα.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Στο επίπεδο της αυλής και των κτισµάτων του συγκροτήµατος οδηγούµαστε µε λίθινη σκάλα - σήµερα κατεστραµµένη - µέσα από τοξωτό πυλώνα, που διανοίγεται πάνω σε σκαρπωτό τοίχο στο µέσον της δυτικής πλευράς του συγκροτήµατος, η οποία εφάπτεται στον αγροτικό δρόµο (εικ. 6, 7). Το ίδιο το θύρωµα φαίνεται να είναι σχετικά µεταγενέστερη κατασκευή ή πιθανόν και ανακατασκευή τού ύστερου 18ου αι. - πρώιµου 19ου αι., διότι είναι αρκετά απλό, σχετικά µεγάλου πλάτους, ενώ οι λαξευτοί του λίθοι δεν είναι όλοι µεγάλοι και ολόσωµοι, αλλά έχουν χρησιµοποιηθεί για την κατασκευή και πελέκια πολύ µικρού πάχους, σαν πλάκες. Στην ίδια περίοδο µας παραπέµπει και η σκαρπωτή κατασκευή του εξωτερικού τοίχου, καθώς και τµήµα σωζόµενου κονιάµατος, στο οποίο διακρίνονται τα χαρακτηριστικά πατήµατα από το µυστρί καθώς και ορισµένα χαράγµατα (ψάρια, ιστιοφόρα πλοία), που έχουν γίνει στο επίχρισµα (εικ. 8), αντίστοιχα των οποίων συναντούµε και στη Μονή του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου του Πρέβελη ή
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Πίσω Μοναστήρι (Ανδριανάκης 1998, 61-67). Κάτω όµως από αυτό το κονίαµα, υπάρχει ένα ακόµη παλαιότερο, επίσης χαρακτηριστικό, το οποίο αφήνει να διακρίνονται όχι µόνο ορισµένες πέτρες, αλλά και τα χαλικάκια της λιθοδοµής, το οποίο συναντάται ευρέως στην περιοχή του Ρεθύµνου από την ύστερη ενετοκρατία έως και το 18ο αι. Τέλος, ακριβώς γύρω από το θύρωµα (εικ. 9, 10), διακρίνουµε καθαρά τουλάχιστον µία ακόµη επισκευαστική φάση στο επίχρισµα, το οποίο είναι, επίσης, πολύ χαρακτηριστικό και η τεχνική του µας παραπέµπει στον ύστερο 19ο αι., αφού της ίδιας περιόδου κονιάµατα συναντούµε τόσο στο Βώσακο (Γιαπιτσόγλου & Βασιλάκη 2006, 201-202) όσο και στη Μονή Σωτ. Χριστού Χαλέπας (Ηλιάκης & Ηλιάκη 2006, 237-243, Φραϊδάκη, υπό έκδοση). Πρόκειται για ένα κονίαµα αρκετά χοντροδουλεµένο, που αφήνει ορατές και ακάλυπτες ορισµένες µεγάλες πέτρες. Παρατηρούµε ακόµη ότι πάνω από το θύρωµα έχει πιθανότατα αφαιρεθεί κάποια επιγραφή (εικ. 6, 10). Μέσα στην αυλή, στο νοτι-
371
Εικ. 9. Θύρωµα εισόδου, εσωτερική πλευρά.
Εικ. 10. Εξωτερική, δυτική πλευρά του συγκροτήµατος.
Εικ. 11. Ηγουµενείο, δυτική πλευρά.
372
Εικ. 12. Ηγουµενείο, δυτική όψη αποτύπωση.
Εικ. 13. Ηγουµενείο, νότια όψη, αποτύπωση.
Εικ. 14. Ηγουµενείο, τοµή ΑΑ, αποτύπωση εσωτερικής πλευράς ανατολικού τοίχου.
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
οανατολικότερο άκρο της, υπάρχει ένα διώροφο ασκεπές κτίριο ή, ορθότερα, τµήµα κτιρίου (εικ. 11, 12), που είναι και το σχετικά καλύτερα διατηρούµενο κτίσµα του συγκροτήµατος. Προφανώς, γι’ αυτό το λόγο στην προαναφερόµενη έκθεση του ∆ήµου Φοίνικα12 χαρακτηρίζεται ως «γουµενικό» και ακολούθως και στην εγκεκριµένη µελέτη, στην οποία στη συνέχεια θα αναφερθούµε, περιγράφεται ως Ηγουµενείο. Η πρόσβαση στον όροφό του, που είναι και ο κύριος χώρος του κτίσµατος, γίνεται µε εξωτερική λίθινη κλίµακα, που βρίσκεται στη νότια πλευρά (εικ. 13), ενώ το χαµηλωµένο ισόγειο έχει βοηθητική χρήση. Και σ΄ αυτό το κτίριο βλέπουµε µια κατασκευή απλή, µε στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής, µε αρκετές επισκευαστικές φάσεις, που µας οδηγούν µέχρι τον ύστερο 19ο αι., όπως είναι η πρόχειρη αντικατάσταση κάποιων αρχικά λίθινων στοιχείων µε ξύλινα (εικ. 14, 22). Σε επαφή, αλλά και σε επικοινωνία µε το ισόγειο της βόρειας πλευράς αυτού του κτιρίου, βρίσκεται το ερειπω12 Βλ. υποσηµ. 6.
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
373
µένο σήµερα ελαιοτριβείο. ∆ιακρίνουµε τη µυλόπετρα (εικ. 15), δηλ. µια µονολιθική βάση ή κάτω στρώση, όπως λέγεται. Ο τύπος του ελαιόµυλου µε τη µονή µυλόπετρα είναι σε χρήση από την ενετοκρατία έως και Εικ. 15. Μυλόπετρα. τον ύστερο 19ο αι. Επίσης, στον ανατολικό τοίχο του ελαιοτριβείου, κοντά στην βορειοανατολική γωνία του, υπάρχει ένα µοναδικό ίχνος, που µας παραπέµπει σε γένεση λίθινου τόξου και υποδηλώνει πιθανή στέγαση του χώρου - σε κάποια φάση - µε διαδοχικά Εικ. 16. Βορειοδυτικό τµήµα του µετοχιού. τόξα, υπόθεση που όµως θα διερευνηθεί κατά τον προσεκτικό καθαρισµό και την αποµάκρυνση των µπάζων από αυτόν το χώρο. Τέλος, το ελαιοτριβείο συνδέεται και από τη βόρεια πλευρά του, µέσω τοξωτής θύρας, µε έναν ακόµη µικρότερο βοηθητικό χώρο, στοιχείο συνηθισµένο σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Στα υπόλοιπα κτίσµατα του συγκροτήµατος δεν µπορούµε προς το παρόν να αναφερθούµε, αν δεν προηγηθεί ο προσεκτικός καθαρισµός τους. Από αυτά τα κτίσµατα διατηρούνται µόνο λίγοι ερειπωµένοι τοίχοι, καθώς και δύο κτιστοί κίονες για τοποθέτηση πέργκολας (εικ. 16).
374
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Εικ. 17. Ερειπωµένα κτίσµατα στη νοτιοδυτική πλευρά του συγκροτήµατος.
Στους σωζόµενους τοίχους διακρίνουµε επιχρίσµατα διαφόρων επισκευαστικών φάσεων (όπως και τα χαρακτηριστικά µυστρίσµατα των αρχών του 19ου αι.), ενώ φαίνεται πως έχουν αφαιρεθεί όλα τα λίθινα πλαίσια των ανοιγµάτων τους (εικ. 17). Το Καθολικό βρίσκεται έξω από το κυρίως κτιριακό συγκρότηµα, στα δυτικά του (εικ. 2, 4, 25). Πρόκειται για το ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, ο οποίος είναι µονόχωρος, καµαροσκέπαστος µε οξυκόρυφο θόλο. Σύµφωνα µε προφορικές µαρτυρίες, δεν υπάρχουν αναµνήσεις για ύπαρξη τοιχογραφιών, ούτε όµως έχει γίνει στο µνηµείο προς το παρόν κάποια σχετική διερεύνηση. Σήµερα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό του, υπάρχουν σύγχρονα κονιάµατα. ∆ιαπιστώνεται επίσης τουλάχιστον µία παλαιότερη επισκευαστική φάση, κατά την οποία κατασκευάστηκε η αντηρίδα στη νοτιοδυτική γωνία (εικ. 18), εργασία που ανήκει πιθανόν στον ύστερο 19ο αι., περίοδο που έχουν γίνει και οι επισκευαστικές εργασίες που είδαµε προηγουµένως στα κτίσµατα της Μονής. Έχουµε, επίσης, και µία πολύ πρόσφατη επισκευαστική φάση (πιθανόν της δεκαετίας του 1970), κατά την οποία προστίθεται νεωτε-
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
Εικ. 18. Ι. Ν. Μιχαήλ Αρχαγγέλου, νότια και ανατολική πλευρά.
375
ρική τσιµεντένια στέγη, καθώς και ένα χαµηλό περιµετρικό πεζούλι, στη νότια και τη δυτική πλευρά, που µας δείχνει ότι, παρά την κατασκευή της αντηρίδας, ο ναός χρειάστηκε ξανά αντιστήριξη (εικ. 19). Η χρονολόγηση του ναού µετά και τις επεµβάσεις και τις τροποποιήσεις που έχει δεχθεί, είναι δύσκολη. Μόνο η ενδελεχής έρευνα θα µας αποκαλύψει, αν αυτός ανήκει στην περίοδο της ύστερης Ενετοκρατίας, όπως µας προϊδεάζει η µορφή του, ή αν αποτελεί µεταγενέστερο κτίσµα. Τέλος, να αναφέρουµε ότι γύρω από το ναό εντοπίζονται ερείπια και άλλων κτιρίων, τα οποία πιθανόν αποτελούσαν, επίσης, ιδιοκτησίες της Μονής (εικ. 2). Συνοψίζοντας τα παραπάνω, µπορούµε να οδηγηθούµε σε ορισµένα συµπεράσµατα: Παρά το γεγονός ότι ο τρόπος κατασκευής των κτιρίων της Μονής, δηλ. µε απλή αργολιθοδοµή και λαξευτούς λίθους µόνο στα πλαίσια των ανοιγµάτων και στις κλίµακες, συναντάται ήδη από την περίοδο της Ενετοκρατίας, εν τούτοις, ορισµένα µορφολογικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά στοιχεία, που ήδη αναφέραµε, παραπέµπουν τουλάχιστον στο 18ο αιώνα. Πολλά στοιχεία, όµως, είναι ακόµη µεταγενέστερα και µας οδηγούν στο 19ο αιώνα. Η ίδρυσή της, εποµένως,
376
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
µπορεί να ανάγεται σε παλιότερες εποχές, δεν σώζονται όµως προς το παρόν αυτά τα στοιχεία, λόγω των διαδοχικών επισκευών και τροποποιήσεων, κάτι που εξάλλου συµβαίνει και σε όλα τα µοναστήρια, τα οποία είναι ζωντανοί οργανισµοί για πολλούς αιώνες. Ελπίζουµε ότι µε την ολοκλήρωση των καθαρισµών στο σύνολο του συγκροτήµατος, θα έχουµε µία πιο σαφή εικόνα των χώρων του και της περιόδου που αυτοί κατασκευάστηκαν. ∆εν γνωρίζουµε, επίσης, πότε το µοναστήρι ή πιθανότερα το «εξωµονάστηρο» (ΨιΕικ. 19. Ι. Ν. Μιχαήλ Αρχαγγέλου, δυτική πλευρά. λάκης 1993, 154) περιήλθε στην κυριότητα της Μονής Ρουστίκων. Παρόλο που «οι αφιερώσεις µικρών µονών σε µεγαλύτερες ήταν συνηθισµένο αντικείµενο συµφωνιών ήδη από την εποχή της Ενετοκρατίας» (Ψιλάκης 1993, 174), µε στόχο να εξασφαλίσουν οι µοναχοί ή οι µοναχές την συντήρησή τους δια βίου, αρκετά µικρά µοναστήρια περιήλθαν στην κυριότητα της Μονής Προφήτη Ηλία, κυρίως µετά την τουρκική κατάκτηση, µη µπορώντας να αντέξουν τη φορολογία που επέβαλλαν οι Οθωµανοί. Η προσάρτηση αυτή ήταν «σωτήρια, αφού έτσι απολάµβαναν κι εκείνα, ως µοναστηριακά µετόχια, την προστασία που τους παρείχε η σταυροπηγιακή ιδιότητα του Προφήτη Ηλία» (Ψιλάκης 1993, 173)13. Είναι όµως πιθανόν το 13 Ενδεικτικά παραδείγµατα µικρών µονών που περιήλθαν στην κυριότητα της µεγαλύτερης Μονής του Προφήτη Ηλία (συνήθως για τη διασφάλιση διαφόρων προνοµίων στον αφιερωτή τους) είναι οι µονές: της Υπεραγίας Θεοτόκου Κεράς Φανερωµένης Ρουστίκων, του Αγ. Πνεύµατος, που σήµερα υπάγεται στην ενορία Ροδάκινου, του Αγ. Αντωνίου Ρουστίκων, του Αγ. Γεωργίου στην περιοχή Πρινάρι
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
377
συγκρότηµα να δηµιουργήθηκε εξαρχής ως µετόχι της Μονής του Προφήτη Ηλία, ανάλογο µε τα µετόχια των µεγάλων µονών του νοµού. Στη σκέψη αυτή µάς οδηγεί το µικρό µέγεθος και ο αγροτικός χαρακτήρας της εγκατάστασης, µε το ελαιοτριβείο και µε το δικό της νερό, καθώς και το γεγονός ότι ο ναός βρίσκεται εκτός του συγκροτήµατος. Στην περίπτωση αυτή είναι λογικό να έχει προηγηθεί η κατασκευή του ναού κοντά στον οικισµό και να έχει ακολουθήσει, δίπλα σ΄ αυτόν, η δηµιουργία του µετοχιού. Ανάλογο παράδειγµα αποτελεί ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στο µετόχι της Μονής Βωσάκου, στις Σίσες, µε πυρήνα του 18ου αι. και µεταγενέστερες επεµβάσεις (Γιαπιτσόγλου 2008, 46-49).
Ρουστίκων, που σήµερα ανήκει στην ενορία Μούντρους, του Αγ. Ιωάννη του Μυρωδή Ρουστίκων, των Ασωµάτων Ρουστίκων, που σήµερα ανήκει στην ενορία Καλονύχτη κ.ά. (Ψιλάκης 1993, Β΄, 157, 168, 173 - 175, µε αναφορά σε προηγούµενη βιβλιογραφία). Έχει ενδιαφέρον να διερευνηθεί, αν η Μονή Ασωµάτων στον Καλονύχτη (Βουρδουµπάκης 1913, 351-353, 366-369, 393-395, Γρυντάκης 1990, 84, α.α. 196) ταυτίζεται µε την αναφερόµενη ως Μονή Αρχιστράτηγου (Γρυντάκης 1990, 17, α.α. 34, 25, α.α. 54) ή ως Μετόχι Ταξιαρχών, όπως αναφέρει ο Ψιλάκης (Ψιλάκης 1993, Β΄, 174), ή αν υπάρχει το ενδεχόµενο το τελευταίο να ταυτίζεται µε το Μετόχι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά.
378
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
3. ΧΡΟΝΙΚΟ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
Για την εκτέλεση εργασιών αποκατάστασης στο µετόχι του Φοινικιά, υπάρχει εκδηλωµένο ενδιαφέρον του ∆ήµου Φοίνικα, ήδη από το 2000 - 200114. Ακολουθούν διερευνητικές συνεννοήσεις µεταξύ του ∆ήµου Φοίνικα και της 28ης Ε.Β.Α15. Τον Ιούνιο του 2004 λαµβάνεται η πρώτη απόφαση του ∆ηµοτικού Συµβουλίου του ∆ήµου Φοίνικα για εκτέλεση έργου στο Μετόχι Φοινικιά και τον Αύγουστο του 2004 εγκρίνεται από την Περιφέρεια Κρήτης η διάθεση πίστωσης για το υποέργο «Μετόχι Φοινικιά Σελλιών», που εντάσσεται σε ένα γενικότερο έργο µε τίτλο «Ολοκληρωµένα Προγράµµατα Ανάπτυξης Αγροτικών Χώρων»16, ενώ ολοκληρώνεται και η σύνταξη, για λογαριασµό του ∆ήµου, τοπογραφικού διαγράµµατος17. Τον ∆εκέµβριο του 2004 υπογράφεται Προγραµµατική Σύµβαση µεταξύ ∆ήµου και Εφορείας για την εκπόνηση της µελέτης και την εκτέλεση των εργασιών. Η µελέτη ολοκληρώνεται το Μάιο του 200518 και στις 17-5-2005 εκδίδεται η εγκριτική απόφαση, η οποία αφορά κυρίως στην αποκατάσταση, καταρχάς, του διωρόφου κτιρίου του Ηγουµενείου, στο οποίο διασώζονται αρκετά στοιχεία που τεκµηριώνουν την αρχική του µορφή19. Αµέσως µετά, δηλ. τον Ιούνιο του 2005, ξεκινούν οι εργασίες που εκτελούνται µε αυτεπιστασία από την 28η Ε.Β.Α. και διαρκούν µέχρι το Μάιο του 200620. 14 Σ΄ αυτό πιστεύουµε πως έχει συµβάλλει σηµαντικά και το ενδιαφέρον του κ. Χρίστου Μακρή, που κατάγεται από τα Σελλιά (βλ. και υποσηµ. 6), καθώς και της ενορίας Σελλιών. 15 Οι συνεννοήσεις γίνονται µεταξύ των: Στ. Κλειδή, Εµµ. Τζανιδάκη (τότε ∆ηµάρχου και Αντιδηµάρχου αντίστοιχα του ∆ήµου Φοίνικα), και Μιχ. Ανδριανάκη, Προϊσταµένου της 28ης Ε.Β.Α. 16 Έργο: «Ολοκληρωµένα Προγράµµατα Ανάπτυξης Αγροτικών Χώρων» της ΣΑΕΠ 002. Υποέργο: «Αναπλάσεις οικισµών - σχολείων - κοινοχρήστων χώρων ∆ήµου Φοίνικα». Α υποέργο: «Μετόχι Φοινικιά Σελλιών» 17 Βλ. και υποσηµ. 10. 18 Η µελέτη εκπονείται από τους υπαλλήλους της 28ης Ε.Β.Α. Γ. Χατζηγρηγόρη αρχιτέκτονα & Αναστασία Φιολιτάκη αρχαιολόγο και σχεδιάζεται από την Παγώνα Γιαµπουδάκη (Χατζηγρηγόρης & Φιολιτάκη 2005). 19 Η µελέτη ολοκληρώνεται και εγκρίνεται σε σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα, δηλ. 11 µόλις µήνες µετά τη λήψη της πρώτης απόφασης του ∆ηµοτικού Συµβουλίου για εκτέλεση έργου στο Φοινικιά. 20 Η επίβλεψη των εργασιών γίνεται από τους προαναφερόµενους µελετητές, Γ. Χατζηγρηγόρη και Α. Φιολιτάκη µε εργοδηγό τον Ε. Νίνο.
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
379
Η εκτέλεση των εργασιών παρουσιάζει ορισµένα προβλήµατα, µε κυριότερο τη δυσκολία στη µετακίνηση, και λόγω αυτής, την ελλιπή στελέχωση του συνεργείου µε άτοµα που να διαθέτουν την απαιτούµενη εµπειρία σε ανάλογα έργα. Η δυσπρόσιτη θέση δηµιουργεί προβλήµατα και στη µεταφορά υλικών και εργαλείων, καθώς και στην αποµάκρυνση των µπάζων, ενώ ένα ακόµη σοβαρό θέµα δηµιουργείται µε τη µεγάλη καθυστέρηση στην εκταµίευση των χρηµάτων, που φτάνει µέχρι και τους oχτώ µήνες. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια, οι εργασίες να καθυστερούν και το αποτέλεσµα να µην είναι το αναµενόµενο. Επί πλέον, στο ίδιο το έργο ανακύπτουν ορισµένα απρόβλεπτα δεδοµένα, µε κυριότερο την κακή κατάσταση του κτίσµατος του Ηγουµενείου (εικ. 20, 21, 22), η οποία οδηγεί ουσιαστικά σχεδόν στην πλήρη ανακατασκευή του, γεγονός ιδιαίτερα δαπανηρό αλλά και χρονοβόρο, µε συνέπεια να µην µπορέσουν να ολοκληρωθούν όλες οι εργασίες που προτείνονταν αρχικά21.
Εικ. 20. Ηγουµενείο, εσωτερικό νοτιοδυτικής γωνίας.
21 Ένα ατύχηµα στο εργοτάξιο αναγκάζει το µηχανικό να διακόψει την επίβλεψη του έργου. Για το λόγο αυτό, προς το τελευταίο διάστηµα, αναλαµβάνει η γράφουσα την παρακολούθηση και την ολοκλήρωση ορισµένων εργασιών.
380
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Εικ. 21. Ηγουµενείο, τοµή ΒΒ, αποτύπωση εσωτερικής νότιας πλευράς.
Επιγραµµατικά οι εργασίες περιλαµβάνουν: α. Στο σύνολο του συγκροτήµατος: Αποξηλώσεις - αποχωµατώσεις διά χειρός, διαλογή λίθων, επισκευή καθώς και µερική ανακατασκευή του νότιου ξηρολιθικού τοίχου της περίφραξης. β. Στο διώροφο κτίριο του Ηγουµενείου (εικ. 22, 23, 24): Eνίσχυση ανακατασκευή τµήµατος θεµελίων, καθαιρέσεις - ανακτήσεις τµηµάτων των λιθοδοµών, δηλ. ανακατασκευή όλου του βόρειου τοίχου, συµπλήρωµα του δυτικού και ανακατασκευή του νότιου στο ύψος του ορόφου, κατασκευή θύρας στη βόρεια πλευρά, αντικατάσταση - συµπλήρωση κατεστραµµένων η φθαρµένων λίθινων στοιχείων στα πλαίσια των ανοιγµάτων και στα προστατευτικά γείσα. Ανακατασκευή της εξωτερικής λίθινης σκάλας στη νότια πλευρά, µε ολόσωµους λαξευτούς λίθους. Καθαιρέσεις φθαρµένων και κατασκευή νέων εξωτερικών επιχρισµάτων, τοποθέτηση δοκών µεσοπατώµατος, κατασκευή µονόριχτης ξύλινης κεραµοσκεπούς στέγης, προµήθεια, τοποθέτηση και βαφή ξύλινων κουφωµάτων. Ουσιαστικά δηλ. µε τις προαναφερόµενες εργασίες στεγάζεται µεν το
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
διώροφο κτίριο, είναι όµως πολλά αυτά που ακόµη χρειάζονται, µέχρι να γίνει λειτουργικό, χωρίς βέβαια να παραβλέπονται και οι απαιτούµενες εργασίες σε όλο το υπόλοιπο συγκρότηµα. Για την υλοποίηση των προαναφεροµένων θα απαιτηθεί και νέα χρηµατοδότηση, την οποία ο ∆ήµος Φοίνικα, όπως έχει αποδείξει µέχρι τώρα, διαθέτει την απαιτούµενη ευαισθησία ώστε, να την εξασφαλίσει, σε συνεργασία ίσως και µε την ενορία των Σελλιών, προκειµένου να αποκαταστήσει µελλοντικά, ένα µνηµείο που του έχει δανείσει το όνοµά του. Να αναφερθεί τέλος, ότι ο αρχικός και πολύ φιλόδοξος στόχος του ∆ήµου ήταν η τουριστική αξιοποίηση των κτισµάτων, όχι µόνο του µετοχιού αλλά και του οικισµού του Φοινικιά. Αυτό όµως θίγει ένα µεγάλο κεφάλαιο, που σχετίζεται µε το ζήτηµα της σωστής και ισορροπηµένης επανάχρησης των µνηµείων, λόγω των αλλοιώσεων που αναγκαστικά συνεπάγεται κάθε επέµβαση σ΄ αυτά (Κουγλέρη 2006, 1-11), κεφάλαιο που από µόνο του αποτελεί ένα ξεχωριστό θέµα για µελλοντική συζήτηση και προβληµατισµό.
381
Εικ. 22. Ηγουµενείο, εσωτερική νοτιοανατολική γωνία, κατά την έναρξη των εργασιών.
Εικ. 23. Ηγουµενείο, νότια πλευρά κατά την διάρκεια εκτέλεσης των εργασιών.
382
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Εικ. 24. Ηγουµενείο. Κάτοψη ισογείου - ορόφου, πρόταση.
Εικ. 25. Το Μετόχι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά, πριν από την έναρξη των εργασιών, το 2004.
ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΣΤΟ ΦΟΙΝΙΚΙΑ
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
383
Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη 2008: Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη, «Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου κατά την αρχαιότητα», Η πρώην Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα, 2008, πρακτικά υπό έκδοση. Ανδριανάκης 1998: Μ. Ανδριανάκης, Ιερά Μονή Πρέβελη, β΄ έκδ., Ρέθυµνο 1998. Βασιλάκη & Γιαπιτσόγλου 2006: Μαρία Βασιλάκη & Κ. Γιαπιτσόγλου, «Ιερά Μονή Βωσάκου: Εργασίες αποκατάστασης τα έτη 1998 2002», Ειρήνη Γαβριλάκη & Γ. Τζιφόπουλος (επιµ.), Ο Μυλοπόταµος από την Αρχαιότητα ως σήµερα. Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Λαογραφία - Κοινωνιολογία, Ρέθυµνο 2006, V, 197 - 211. Βενέρης 1938: Τιµόθεος Βενέρης, Το Αρκάδι δια των αιώνων, Αθήναι 1938. Βουρδουµπάκης 1913, Α. Βουρδουµπάκης, «Κρητικά Έγγραφα εκ της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας», Χριστιανική Κρήτη, Α΄, 1913, 339-424, Ν.Χ.Κ., 26, Ρέθυµνο 2007. Γαβριλάκη 2008: Ειρήνη Γαβριλάκη, «Η αρχαία Λάππα, η έξοδός της στη νότια ακτή της Κρήτης και η σύνδεσή της µε τη Γόρτυνα», Η πρώην Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα, 2008, πρακτικά υπό έκδοση. Γιαπιτσόγλου 2008: K. Γιαπιτσόγλου, Μονή Τιµίου Σταυρού Βωσάκου, Ρέθυµνο 2008. Γρυντάκης 1990, Γ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη νοταρίου Γιάννη Βλαστού, Ρούστικα (1599-1614), Αθήναι 1990. Ηλιάκης & Ηλιάκη 2006, Κ. Ηλιάκης & Μαρία Ηλιάκη, «Αποκατάσταση και επανάχρηση της Ιεράς Μονής Σωτήρα Χριστού Χαλέπας Μυλοποτάµου», Ειρήνη Γαβριλάκη - Γ. Τζιφόπουλος (επιµ.), Ο Μυλοπόταµος από την Αρχαιότητα ως σήµερα. Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Λαογραφία - Κοινωνιολογία, Ρέθυµνο 2006, V, 231 - 249. Κουγλέρη 2006: Φωτεινή Κουγλέρη, «Αναστήλωση στην Πράξη, διάσωση ή αλλοίωση;», Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Αναστηλώσεων (ψηφιακή µορφή), ΕΤΕΠΑΜ, Θεσσαλονίκη 2006, άρθρο 73, 1-11. Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου 2007: Μαρία Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου, «Άτλαντες, προσωπεία, λέοντες: Γλυπτά της βενετικής περιόδου από τη Μονή Αγκαράθου», Ό. Γκράτζιου (επιµ.), Γλυπτική και Λιθοξοϊκή στη Λατινική Ανατολή. 13ος - 17ος αιώνας, Ηράκλειο 2007, 114-137.
384
ΦΩΤΕΙΝΗ ΚΟΥΓΛΕΡΗ
Μπαλτά & Oğuz 2007, Ε. Μπαλτά & M. Oğuz (µετφ.), Το Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου, Tapu Taxrir 822, Ρέθυµνο 2007. Παπιοµύτογλου 1995, Γ. Παπιοµύτογλου (επιµ.), Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύµνης (17ος - 18ος αι.), Ρέθυµνο 1995. Σπανάκης 1969: Σ. Σπανάκης, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, V, Ηράκλειο 1969. Σπανάκης 1991: Σ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, Β, Ηράκλειο 1991. Σταυρινίδης 1970: Ν. Σταυρινίδης, «Απογραφικοί πίνακες της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά, 22, 1970, 119-132. Σταυρινίδης 1975: Ν. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, Α΄, Έγγραφα της περιόδου 1657 - 1672 (Εγίρας 1067 - 1082), Ηράκλειον 1975. Φραϊδάκη υπό έκδοση: Αθηνά Φραϊδάκη, «Μονή Μεταµορφώσεως Χριστού, στη Χαλέπα Μυλοποτάµου: το κτηριακό συγκρότηµα και οι κατασκευαστικές φάσεις του», Πεπραγµένα Ι΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Β΄, Χανιά 2006, υπό έκδοση. Χατζηγρηγόρης & Φιολιτάκη 2005: Γ. Χατζηγρηγόρης & Αναστασία Φιολιτάκη, Μετόχι Φοινικιά Σελλιών. Μελέτη Αποκατάστασης, Ρέθυµνο 2005, Αρχείο 28ης Ε.Β.Α. Χουρµούζης 1842: Μ. Χουρµούζης Βυζάντιος, Κρητικά. Συνταχθέντα και εκδοθέντα υπό Μ. Χουρµούζη Βυζαντίου, Αθήναι 1842. Ψιλάκης 1993: Ν. Ψιλάκης, Μοναστήρια και ερηµητήρια της Κρήτης, Β΄, Ηράκλειο 1993. Faure 1981: P. Faure, “Villes et villages du nome de Rhéthymnon. Listes inedites (1577-1629)”, Κρητολογία 12-13, 1981, 221-244. Guarducci 1939: Margherita Guarducci, (ed.) “Tituli Cretae occidentalis”, Inscriptions Creticae, II, Rome 1939. Hood - Warren 1966: M. S. F. Hood - P. M. Warren, “Ancient sites in the province of Agios Vasilios, Crete”, BSA 61, 1966, 163-191. Kirsten 1951: E. Kirsten, “Siedlungsgeschichtliche Forschungen in West-Kreta”, F. Matz (edit.), Forschungen auf Kreta 1942, Berlin 1951, 118-152. Pashley 1994: R. Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, Α΄- Β΄, Ηράκλειον 1994.
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Κοσµικά κτίρια των χρόνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στην περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γενικές παρατηρήσεις
Η Κρήτη, ως γνωστό, καταλήφθηκε το έτος 67 π.Χ. από τους Ρωµαίους και έγινε κτήση της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας. Η «Pax Romana» απέβη µακρόχρονη και βαριά για ολόκληρη την τότε γνωστή Οικουµένη και γιά την Κρήτη. Κατά το έτος 395 µ. Χ., όταν εχωρίσθηκε η Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία σε ανατολική και δυτική, η Κρήτη υπήχθη στο ανατολικό Ρωµαϊκό Κράτος, το οποίο είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Η Εκκλησία της Κρήτης ανήκε διοικητικά στο Βικαριάτο του Ιλλυρικού, το οποίο περιελάµβανε ολόκληρη την Βαλκανική Χερσόνησο πλην της Θράκης, είχε ως πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και υπήγετο στον Πάπα της Ρώµης. Κατά το έτος 733 µ.Χ. το Βικαριάτο του Ιλλυρικού απεσπάσθη από την Εκκλησία της Ρώµης και υπήχθη υπό την δικαιοδοσία του Οικουµενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, υπό την οποία παραµένει µέχρι σήµερα1. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο της Κρήτης (325-824 µ.Χ. περίπου) ανηγέρθησαν στην περιοχή πολυάριθµα χριστιανικά µνηµεία. Τα µέχρι σήµερα γνωστά παλαιοχριστιανικά µνηµεία της Κρήτης, τα περισσότερα από τα οποία είναι τρίκλιτες ξυλόστεγες βασιλικές, του απλού ελληνιστικού τύπου, ανέρχονται περίπου στα εκατό (Βολανάκης 1987, 235-261). Πολύ λίγα έχουν πλήρως ανασκαφεί, µελετηθεί και δηµοσιευθεί. Τα περισσότερα αναµένουν ακόµη να ανασκαφούν και να τύχουν συστηµατικής µελέτης και δηµοσίευσης. 1 Η ηµιαυτόνοµη Εκκλησία της Κρήτης υπάγεται µέχρι σήµερα απευθείας στο Οικουµενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως. Ανώτατο όργανο αυτής είναι η Ιερά Επαρχιακή Σύνοδος Κρήτης, η οποία συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Κρήτης και τους οκτώ εν ενεργεία Μητροπολίτες των Ιερών Μητροπόλεων Κρήτης.
386
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Από την εποχή της Αραβοκρατίας (824-961 µ.Χ.) διατηρούνται ελάχιστα λείψανα, κυρίως φρουριακών εγκαταστάσεων. Επίσης οι φιλολογικές πηγές που αναφέρονται στην περίοδο αυτή σπανίζουν. Ακολουθεί η δευτέρα βυζαντινή περίοδος της Κρήτης (961-1210 µ.Χ.), από την οποία διατηρούνται λίγα µνηµεία, κυρίως χριστιανικοί ναοί, Ιερές Μονές, φρούρια και άλλα. Ορισµένοι από τους ναούς αυτούς διασώζουν τοιχογραφίες ή λείψανα αυτών. Από την εποχή της Βενετοκρατίας (1210-1645/1669 µ.Χ.) διατηρείται µεγάλος αριθµός χριστιανικών ναών, πολλοί από τους οποίους φέρουν τοιχογραφίες, καθώς και ικανός αριθµός µνηµείων κοσµικού χαρακτήρα, όπως: οικισµοί, επαύλεις ευγενών, αγροικίες, ελαιοτριβεία, µύλοι, γέφυρες, υδραγωγεία, λιµάνια, κρήνες, φρέατα κλπ. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας (1645/1669-1898/1913 µ.Χ.) διατηρείται, επίσης, ικανός αριθµός οικοδοµηµάτων, τόσο θρησκευτικού, όσο και κοσµικού χαρακτήρα. Ο Νοµός Ρεθύµνης µέχρι την ψήφιση του Νόµου «Καποδίστριας», εχωρίζετο διοικητικά σε τέσσερις Επαρχίες, ήτοι: 1) Επαρχία Ρεθύµνης µε πρωτεύουσα το Ρέθυµνον. 2) Επαρχία Μυλοποτάµου µε πρωτεύουσα το Πέραµα. 3) Επαρχία Αγίου Βασιλείου µε πρωτεύουσα το Σπήλι και 4) Επαρχία Αµαρίου µε πρωτεύουσα το Νεφς Αµάρι. Η Επαρχία του Αγίου Βασιλείου οφείλει το όνοµά της στο χωριό «Άγιος Βασίλειος» (υψόµ. 310 µ., κάτοικοι 150 περίπου), το οποίο ευρίσκεται στο 23 χλµ. της αµαξιτής οδού Ρεθύµνου – Αρµένων –Πλακιά και είναι πνιγµένο µέσα σε κήπους, αµπέλια, οπωροφόρα δένδρα και ελαιώνες. Στην περιοχή του υπήρχε παλαιό βυζαντινό φρούριο, γνωστό µε το όνοµα «Κάτω Σύβριτος»2 και οι Βενετοί εγκατέστησαν εκεί την έδρα της Καστελλανίας (Επαρχίας), η οποία έλαβε το όνοµα του οικισµού και ονοµάσθηκε: «Castellania S. Basileio», ήτοι «Καστελλανία = Επαρχία Αγίου Βασιλείου», ονοµασία, την οποία διετήρησε η περιοχή µέχρι σήµερα (Σπανάκης Α΄, 1991, 58). Ο αρχαιότερος κατάλογος των οικισµών της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και Αµαρίου είναι εκείνος του έτους 1577 µ.Χ. του Fr. Barozzi, 2 Σε αντιδιαστολή προς την ονοµασία: «Επάνω Σύβριτος», ήτοι την Επαρχία Αµαρίου.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
387
του κώδικα 384, της σειράς Fonds Italien, fο 26v-27v, των χειρογράφων της Bibliotheque Nationale de Paris (Σπανάκης, Α΄, 1991, 58). Στον κατάλογο αυτόν περιλαµβάνονται εβδοµήντα (70) οικισµοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, οι περισσότεροι από τους οποίους διατηρούνται µέχρι σήµερα στην ίδια θέση και µε το ίδιο όνοµα. Μικρός αριθµός από αυτούς έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, διατηρούνται όµως τα ερείπια και η ονοµασία αυτών παραµένει ως τοπωνύµιο. Μεταξύ των οικισµών αυτών συγκαταλέγονται και οι ακόλουθοι, µε κοσµικά κτίρια, µε τα οποία σχετίζεται η παρούσα µελέτη: Assomato de Mega Potamo (Ασώµατος του Μέγα Ποταµού). Chisso (Κισσός). Coxarea (Κοξαρέ). Ornea (Ορνέ). Cumia (Κούµια ή Ακούµια). Vrisses de Cumia (Βρύσες παρά τα Κούµια). Spilipera (Σπήλι Πέρα). Spili Ephodes (Σπήλι Πώδε). Στον ίδιο κατάλογο αναφέρονται επίσης εξήντα (60) οικισµοί (Σπανάκης Α΄, 1991, 99), της Επαρχίας Αµαρίου, µεταξύ των οποίων και ο οκισµός «Gomara» (Γοµαράς), ο οποίος σήµερα ανήκει στην περιφέρεια του οικισµού της Ορνές και ως εκ τούτου υπάγεται στην περιοχή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Για κοσµικά κτίρια, τα οποία ευρίσκονται στους προαναφερθέντες οικισµούς και τα οποία προέρχονται από την εποχή της Βενετοκρατίας (1210-1645/1669 µ.Χ.) και της Τουρκοκρατίας (1645/1669-1898/1913 µ.Χ.) θα γίνει λόγος κατωτέρω.
388
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Γενικά Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι: «Το περιβάλλον, δοµηµένο και αδόµητο, αποτελεί συνέχεια του ψυχισµού των ανθρώπων που το κατοικούν». Στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου, πλην των θρησκευτικών κτισµάτων (Ιερών Μονών, ναών και προσκτισµάτων αυτών, κοιµητηρίων κλπ.), τα οποία είναι πολυάριθµα, διατηρούνται και ορισµένα κοσµικού χαρακτήρα κτίσµατα, όπως είναι: οικισµοί, αγροικίες, κρήνες, µύλοι, γέφυρες, ελαιοτριβεία, φρούρια κλπ. Τόσο τα θρησκευτικά, όσο και τα κοσµικά κτίρια, εµφανίζουν συνήθως περισσότερες της µίας οικοδοµικές φάσεις και έχουν διαχρονική παρουσία και ιστορική συνέχεια. Τα θρησκευτικά κτίσµατα συνήθως διατηρούνται σε καλύτερη κατάσταση από τα κοσµικά, επειδή είναι κατά κανόνα κτισµένα µε καλύτερης ποιότητας υλικά και διά της συνεχούς αυτών χρήσεως, ετύγχανον και τυγχάνουν συνεχούς φροντίδας και συντηρήσεως. Ο γράφων είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί πρόσφατα και να µελετήσει επί τόπου ορισµένα κοσµικού χαρακτήρα κτίρια των χρόνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας, τα οποία ευρίσκονται στην περιοχή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και να τα παρουσιάσει3. 3 Επιθυµώ να εκφράσω και από την θέση αυτή τις θερµές µου ευχαριστίες προς όλους εκείνους, οι οποίοι καθ’ οιονδήποτε τρόπον εβοήθησαν τον γράφοντα και συνέβαλαν ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της παρούσης µελέτης: Ειδικότερα ευχαριστώ τους εξής: α) Την Οργανωτική Επιτροπή τους ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου: «Η πρώην Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα: 19-23/10/2008», η οποία µου έκανε την τιµή να µε προσκαλέσει. Ανταποκρίθηκα θετικά και παρουσιάζω την παρούσα ανακοίνωση, µε θέµα τα κτίρια της πρώην Επαρχίας Αγίου Βασιλείου της εποχής της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. β) Τον εκλεκτό συνάδελφο και φίλο κ. Θεόδωρο Σ. Πελαντάκη, ο οποίος είχε την καλοσύνη να µε συνοδεύσει και να µου παράσχει αµέριστη τη βοήθειά του κατά την επίσκεψη και µελέτη των µνηµείων αυτών. γ) Τους ιερείς και τους κατοίκους της περιοχής, για τη φιλόφρονα υποδοχή, τις πολύτιµες πληροφορίες τους και την εν γένει βοήθειά τους. δ) Τη σύζυγο και συνεργάτιδα Ιατρό ∆ρ. Μαρία Gehlhoff - Βολανάκη και τα παιδιά µας Ηλία και Χριστίνα, για την κατανόηση, την αµέριστη ηθική συµπαράσταση και βοήθειά τους.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
389
ΓΟΜΑΡΑΣ, µεσαιωνικός οικισµός – ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Αστράτηγου)
Οικισµός Μεταξύ των σηµερινών οικισµών: Ορνέ –Χωρ(ι)δάκι -΄Αγιος Ιωάννης Χλιαρός –Αποδούλου –Αγία Παρασκευή, ΝΑ. του Κέδρους (υψόµ. 1777 µ.), στη ΝΑ. κλιτύ βραχώδους υψώµατος, σε θέση η οποία είναι σκόπιµα επιλεγµένη, προστατεύεται από τους Β∆. ανέµους και δεσπόζει στη γύρω περιοχή, δίπλα σε φυσική πηγή νερού, σε εύφορη περιοχή, κατάφυτη από ελαιόδενδρα και οπωροφόρα δένδρα, κείνται τα ερείπια τού από µακρού χρόνου εγκαταλελειµµένου οικισµού «Γοµαράς». Ο Γοµαράς αναφέρεται στην Επαρχία Αµαρίου το έτος 1577 µ. Χ. από τον Fr. Barozzi (fo 27r) «Gomara», από τον Καστροφύλακα (Κ 172) «Gomara» µε 66 κατοίκους το 1583 και από τον Βασιλικάτα «Gomara»το έτος 1630 µ. Χ. (Σπανάκης V, 1969, 128. Σπανάκης Α΄, 1991, 230). Στο «Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου» (Μπαλτά - Oguz 2007, 1 κ.ε.)4 αναφέρεται ο Γοµαράς ως Μετόχι, το οποίο ανήκει στον οικισµό του Άνω Μέρους και στην Επαρχία Αµαρίου (Μπαλτά – Oguz 2007, 398-399). Αναγράφονται οι εξής τρεις οικογένειες ιδιοκτητών και οι εκτάσεις γης, καθώς και τα ελαιόδενδρα, τα οποία είχαν στην κυριότητά τους και εφορολογούντο γι’ αυτό το λόγο: Μιχελής Κοβανάκης χωράφια έκτασης 70 cerib5 και 6 ελαιόδενδρα. Αντώνιος Βαρούχας, χωράφια έκτασης 35 cerib και 3 ελαιόδενδρα Μανόλης Γκόρβος, χωράφια έκτασης 35 cerib και 3 ελαιόδενδρα Σύνολο καλλιεργηµένων χωραφιών 140 cerib και 12 ελαιόδενδρα Όσον αφορά στην καταστροφή του οικισµού του Γοµαρά διατηρούνται µέχρι σήµερα στην γύρω περιοχή πολλές προφορικές παραδόσεις, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι εξής: Α) Ο Γοµαράς εκατοικείτο και ήκµαζε τόσο κατά τη βυζαντινή εποχή, όσο και κατά την εποχή της Βενετοκρατίας. Κατά τα τελευταία έτη της Βενετοκρατίας, και κατά τη διάρκεια µιας νύκτας, πειρατές απεβιβάσθησαν από τα κάτεργά τους επί της νοτίου παραλίας της Κρήτης και ειδικό4 Η απογραφή του πληθυσµού της Κρήτης διενεργήθηκε το έτος 1670 µ.Χ. 5 Cerib: Μέτρο επιφανείας, το οποίο βάσει του Κανουνναµέ (κανονισµού) της Κρήτης αντιστοιχούσε σε εξήντα τετραγωνικούς πήχεις.
390
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
τερα στις εκβολές του ποταµού «Πλατύ»6, ανατολικά του ΄Αη Γαλήνη7. Βλέποντας τα φώτα του Γοµαρά και ακολουθώντας την κοίτη του ποταµού Πλατύ, κατευθύνοντο προς τον οικισµόν αυτόν. Οι κάτοικοι του Γοµαρά αντελήφθησαν έγκαιρα τον επερχόµενο κίνδυνο. Οι άνδρες τού οικισµού συνεκέντρωσαν τα γυναικόπαιδα, µαζί µε όλους τους θησαυρούς τους σε ένα σπήλαιο, το οποίο έκειτο πλησίον του οικισµού και εκεί τους έβαλαν σε τόπο ασφαλή. Έκλεισαν την είσοδο της σπηλιάς µε έναν τεράστιο βράχο, µε την προοπτική µετά το πέρας του κινδύνου να έλθουν και να τους ελευθερώσουν. Όµως, για κακή τους τύχη, στη µάχη που επακολούθησε µεταξύ των ανδρών του Γοµαρά και των πειρατών, εφονεύθησαν όλοι οι άνδρες του Γοµαρά, µε αποτέλεσµα τα γυναικόπαιδα και οι θησαυροί τους να παραµείνουν µέσα στη σπηλιά. Οι άνθρωποι αβοήθητοι και χωρίς τα µέσα συντηρήσεως, µη δυνάµενοι να ανοίξουν την είσοδο του σπηλαίου, απεβίωσαν. Εκεί µέσα παραµένουν, όπως πιστεύεται µέχρι σήµερα, τα οστά των και οι θησαυροί του Γοµαρά8. Β΄) Σύµφωνα µε δεύτερη σχετική παράδοση, που αναφέρεται στην καταστροφή του Γοµαρά, τα πράγµατα εξελίχθησαν ως εξής: Κατά τα τελευταία έτη της Βενετοκρατίας πειρατές απεβιβάσθησαν επί της νο6 Πρόκειται για τον ποταµό, ο οποίος πηγάζει από την κοιλάδα του Αµαρίου, διασχίζει αυτήν, διέρχεται από τον «Ξιφέ» - θέση, κείµενη µεταξύ Αγίου Ιωάννου Χλιαρού και Πετροχωρίου (Αποσέτι), όπου και η γέφυρα του Μανουρά -, περνά ΝΑ. του Γοµαρά, διέρχεται µεταξύ Ορνές και Αγίας Παρασκευής Αµαρίου, όπου και η Κάτω καµάρα και εκβάλλει στο Λιβυκό Πέλαγος. Κατά την αρχαιότητα ο ποταµός αυτός έφερε την ονοµασία «Ηλέκτρας, ο», ήτοι «Χρυσοφόρος», επειδή επιστεύετο ότι στις εκβολές του ήτο δυνατόν να συλλέξει κανείς ψήγµατα χρυσού, παράδοση, η οποία επιβιώνει µέχρι και σήµερα. (Βολανάκης, 1982, 33). 7 Στην αρχαιότητα ο οικισµός εκαλείτο «Σουλία» ή «Σουλένα» και απετέλει το επίνειον αρχαίας πόλεως, τα ερείπια της οποίας διατηρούνται µέχρι σήµερα στο ύψωµα «Καστρί», Ν∆. του οικισµού Αποδούλου. Η πόλη αυτή ωνοµάζετο «Βίωνος, η», ή «Ψύχιον, το» ή «Κόριον, το». 8 Την παράδοση αυτή ήκουσε ο γράφων περί το 1950 από τον ∆ιδάσκαλό του στο ∆ηµοτικό Σχολείο του Αποδούλου, αείµνηστο Ευάγγελο Νικ. Ψαρουδάκη (1912 1987), ο οποίος την είχε ακούσει από παλαιότερους κατοίκους του Αποδούλου, φορείς µακραίωνης προφορικής παράδοσης. Την ίδια παράδοση ήκουσε ο γράφων και από τον πατέρα του Ηλία Νικ. Βολανάκη (1904 -1987), ο οποίος ως κυνηγός και άνθρωπος µε ευρύτερα ενδιαφέροντα, είχε επισκεφθεί το Γοµαρά και το ναό του Μιχαήλ Αρχαγγέλου (Αστράτηγου) και περιέγραφε αυτά, διηγούµενος και τους σχετικούς θρύλους. Η παράδοση αυτή παραµένει ζωντανή µέχρι σήµερα µαταξύ των κατοίκων των οικισµών, που ευρίσκονται κοντά στο Γοµαρά.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
391
τίου παραλίας της Κρήτης, πλησίον του Άη Γαλήνη. Στη συνέχεια κατέλαβαν τους οικισµούς: Γοµαρά, Βρωµονερό9, Ρίζικα10 και Συµπάλλουσα11. Οι Βενετοί συνέλαβαν τους πειρατές, τους επιβίβασαν στα κάτεργα και κατέστρεψαν τα παραπάνω χωριά, τα οποία κατοικούσαν οι πειρατές και γι’ αυτό οι οικισµοί αυτοί δεν αναφέρονται σε νεότερες απογραφές (Ψιλάκης 1909, 1331). Γ΄) Σύµφωνα µε άλλη τοπική παράδοση, την οποίαν ήκουσε ο καταγόµενος από το Βυζάρι Αµαρίου Λαογράφος Παύλος Βλαστός το έτος 1854, από τον Νικόλαο Φωτάκη, κάτοικο του Αποδούλου και την κατέγραψε, κάτοικος του οικισµού της Αγίας Παρασκευής Αµαρίου, ονοµαζόµενος Χαράλαµπος Τσέκος ή Τζέκος, βόσκωντας τα πρόβατά του στην περιοχή του Γοµαρά είδε επανειληµµένως νεράϊδες και τελικά έλαβε ως σύζυγο µία από αυτές. Η παράδοση αυτή, σύµφωνα µε την κατάγραφή του Παύλου Βλαστού, εδηµοσιεύθηκε πρόσφατα και επιγράφεται: «Η ορεστιάς νύµφη ή η Καλή των Ορέων» (Φωτάκης 2008, 363-367). Ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Αστράτηγος) (πίν. 1-3)
Στο κέντρο περίπου του οικισµού, ΒΑ. πηγής νερού και σε επίκαιρο σηµείο, υψώνεται ο ναός του «Αστράτηγου»12, ο οποίος είναι αφιερω-
9 Ο οικισµός «Βρωµονερό, το» έκειτο στη θέση Καστρί, Ν∆. του Αποδούλου Αµαρίου. Μέχρι σήµερα διατηρούνται στην περιοχή λείψανα οικιών, ναός του Αγίου Γεωργίου και πηγή νερού. Επίσης διατηρείται η ονοµασία του οικισµού ως τοπωνύµιο στην ευρύτερη περιοχή του Κουρµπάδες (βλ. ανακοίνωση Θ. Πελαντάκη, στο Γ´ τόµο). 10 Ν∆. του Αποδούλου και σε απόσταση 5 χλµ. περίπου από αυτό, αριστερά της αµαξιτής οδού Αποδούλου-Μάνδρες, κείται ο οικισµός «Ρίζικας, ο», όπου ο µεσαιωνικός ναός του Αγίου Παντελεήµονος και ο ερειπωµένος ναός της Αγίας Φωτεινής. 11 ΝΑ. του Τυµπακίου και σε µικρή απόσταση από αυτό, δεξιά της αµαξιτής οδού Τυµπακίου –Βώρων και σε απόσταση 150 µ. περίπου από αυτήν, εκεί όπου ευρίσκεται σήµερα ο ναός της Υπαπαντής, υπήρχε ο µεσαιωνικός οικισµός «Συµπάλλουσα, η». Ο οικισµός έχει καταστραφεί από µακρού χρόνου, η ονοµασία όµως αυτού διετηρήθη ως τοπωνύµιο. Ο ναός της Υπαπαντής είναι µικρών διαστάσεων µονόχωρο, καµαροσκέπαστο ναΰδριο, το οποίο επισκευάσθηκε από τους κατοίκους της περιοχής κατά τα έτη 1963-1964, σύµφωνα µε επιγραφή, η οποία διατηρείται στη δυτική εξωτερική πλευρά του ναού. 12 Η ονοµασία «Αστράτηγος, ο», αποτελεί προφανώς παραφθορά του «Αρχιστράτηγος, ο». Η ονοµασία αυτή δεν έχει καµία σχέση µε το «Άγιος Ευστράτιος», όπως από ορισµένους παραφιλολογούντες υποστηρίζεται.
392
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
µένος στον Αρχάγγελο Μιχαήλ (ανάµνηση του εν Χώναις θαύµατος, 6 Σεπτεµβρίου). Ο ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ είναι µικρών διαστάσεων µονόχωρο οικοδόµηµα, το οποίο εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη και καλύπτεται µε κτιστή καµάρα, η οποία εσωτερικά φέρει ένα ενισχυτικό τόξο (σφενδόνιο). Το σφενδόνιο αυτό κατασκευάσθηκε σε µια δεύτερη οικοδοµική περίοδο, όταν ο ναός ενεφάνισε στατικά προβλήµατα. Η οροφή εξωτερικά καλύπτεται µε κοίλα κεραµίδια (στρωτήρες –καλυπτήρες). Οι στρωτήρες είναι πλατύτεροι και οι καλυπτήρες στενότεροι. Η ανατολική πλευρά του ναού περατούται σε ηµικυκλική αψίδα, στο µέσον της οποίας ανοίγεται ένα δίλοβο παράθυρο. Καθένας λοβός του παραθύρου στέφεται µε οξυκόρυφο τόξο. Η αψίδα του ναού φέρει εξωτερικά διπλή οριζόντια, διακοσµητική ταινία, αποτελούµενη από οδοντωτό, κεραµοπλαστικό διάκοσµο. Στο ανατολικό τµήµα της νοτίας πλευράς τού κυρίως ναού ανοίγεται ένα παράθυρο. Στο δυτικό τµήµα της ιδίας πλευράς ανοίγεται η είσοδος. Στο µέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίχθηκε σε µεταγενέστερη εποχή ένα παράθυρο - φεγγίτης. Στη νότια και βόρεια εσωτερική πλευρά του κυρίως ναού και εντός του πάχους των τοίχων δηµιουργούνται ανά δύο τυφλά αψιδώµατα. Το Ιερό Βήµα χωρίζεται του κυρίως ναού µε απλό, νεότερο, ξύλινο τέµπλο, επί του οποίου έχουν τοποθετηθεί οι εξής, νεότερες δεσποτικές εικόνες: α) Ιησούς Χριστός Παντοκράτωρ. β) Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ. Στο µέσον του Ιερού Βήµατος ίσταται η Αγία Τράπεζα13. Πρόπυλο Στο δυτικό τµήµα της νότιας εξωτερικής πλευράς του ναού είναι προσκεκολληµένο ένα ορθογωνίου κατόψεως πρόσκτισµα, το οποίο επέχει την θέση Προπύλου. Ο κυρίως άξονας αυτού εκτείνεται από Β. προς Ν. Τούτο καλύπτεται µε ηµικυλινδρική οροφή και δεν ανήκει στην αρχική οικοδοµική φάση του ναού, αλλά πρόκειται για µεταγενέστερη προΕόρτιες µέρες για το ναό είναι: 6 Σεπτεµβρίου: το εν Χώναις θαύµα του Μιχαήλ Αρχαγγέλου, και 8 Νοεµβρίου: Των Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. 13 Οι κάτοικοι της περιοχής συνηθίζουν να λαµβάνουν χώµα από την βάση της Αγίας Τράπεζας και να το φυλάγουν στις οικίες των ως φυλακτό.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
393
σθήκη. Στην ανατολική αυτού πλευρά δηµιουργείται ευρύχωρο τοξωτό άνοιγµα, µέσω του οποίου επιτυγχάνεται η πρόσβαση σε αυτό και στη συνέχεια στο ναό, από το χώρο της αυλής, η οποία εκτείνεται ανατολικά, νότια και δυτικά του µνηµείου. Στη δυτική εσωτερική πλευρά του Προπύλου και εντός του πάχους του τοίχου δηµιουργείται τυφλό αψίδωµα. Το δάπεδο του Προπύλου καλύπτεται µε σκυρόδεµα. Στο νότιο τµήµα της ανατολικής πλευράς του Προπύλου υψώνεται παλαιό, κτιστό, µονόλοβο κωδωνοστάσιο, το άνοιγµα του οποίου εσωτερικά µεν είναι τοξωτό, ενώ εξωτερικά και προς τα άνω φέρει αετωµατική απόληξη14. Ο ναός είναι κτισµένος από αργολιθοδοµή και ισχυρό ασβεστοκονίαµα. Οι εσωτερικές και εξωτερικές επιφάνειες των τοίχων, τόσον του ναού, όσον και του Προπύλου αυτού, είναι επιχρισµένες. Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων του ναού καλύπτονται µε τοιχογραφίες, σε δύο επάλληλα στρώµατα, ήτοι: Πρώτο στρώµα (αρχαιότερο): Πρόκειται για πολύ καλής ποιότητας, αλλά όχι καλής διατηρήσεως έργα, πιθανώς του 14ου αι. ∆εύτερο στρώµα (νεότερο): Πρόκειται για µετρίας ποιότητας τοιχογραφίες, πιθανώς του τέλους του 15ου ή των αρχών του 16ου αι. Κρήνη Ν∆. του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και σε απόσταση 100 µ. περίπου από αυτόν, σε χαµηλότερο επίπεδο ευρίσκεται πηγή νερού, όπου είχε κτισθεί η παλαιά κρήνη, το νερό της οποίας εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων του Γοµαρά. Κατά την χρονική περίοδο 19671974 το νερό της πηγής αυτής µεταφέρθηκε στον οικισµό της Αγίας Παρασκευής Αµαρίου15, οι κάτοικοι του οποίου υπέφεραν από λειψυδρία, όµως αφέθηκε µία παροχή στο Γοµαρά, για την εξυπηρέτηση επισκεπτών και βοσκών της περιοχής. 14 Σύµφωνα µε υπάρχουσα παράδοση ο κώδωνας (η καµπάνα) του ναού αυτού ήτο από ατόφιο χρυσάφι και έχει αποκρυβεί στην περιοχή. Την παράδοση αυτή ήκουσε ο γράφων και από την κ. Σοφία Μιχελογιαννάκη, κατά την επίσκεψη του µνηµείου την 21-08-2008. Σηµειωτέον ότι η παράδοση για την ύπαρξη «χρυσής καµπάνας» σε ναούς και Μονές αποτελεί «κοινόν τόπον» για τις περισσότερες περιοχές της Κρήτης και της Eλλάδας γενικότερα. 15 Πρόκειται για τον οικισµό από όπου κατάγεται ο Στυλιανός Παττακός, Ταξίαρχος των Τεθωρακισµένων, πριν από το 1967 και Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως επί επταετίας (1967-1974).
394
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
2. ΚΟΞΑΡΕ, οικισµός - φρούριο - Κάστρο Βενετοκρατίας -Τουρκοκρατίας
Οικισµός Η Κοξαρέ είναι οικισµός της πρώην Επαρχίας Αγίου Βασιλείου (υψόµ. 270 µ., κάτοικοι περίπου 300). Ο οικισµός κείται στο 23 χλµ. της αµαξιτής οδού Ρεθύµνου –Μονής Πρέβελη, πριν από το Κουρταλιώτικο φαράγγι. Το όνοµα του οικισµού προέρχεται από τον πρώτο οικιστή «Κοξάρη», µαρτυρηµένο βυζαντινό επώνυµο (Ξανθουδίδης 1926, 52). Η Κοξαρέ αναφέρεται στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου (Κάτω Σύβριτος) το έτος 1577 µ.Χ. από τον Fr. Barozzi (fo 26 v) «Coxarea» και από τον Καστροφύλακα (Κ 176) «Coxarea» µε 42 κατοίκους. Επίσης αναφέρεται το έτος 1583 (Κ 184) µε 62 οφειλόµενες αγγαρείες. Επίσης, µνηµονεύεται στην απογραφή του Βασιλικάτα ως «Coxares» το έτος 1630 (Σπανάκης V, 1969, 130). Στην τουρκική απογραφή του πληθυσµού της Κρήτης του έτους 1659 αναφέρεται ως «Coxari» µε 14 σπίτια (Σταυρινίδης 1970, 127). Κατά το έτος 1670 µ.Χ. ο οικισµός αναφέρεται ως «Koksarya» µε 33 οικογένειες, ήτοι: 19 χριστιανικές και 14 µουσουλµανικές (Μπαλτά – Oguz 2007, 496-497). Στην αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 αναφέρεται ως «Koxare» (Pashley II, 1837, 313). Στην απογραφή του 1881 η Κοξαρέ είναι έδρα του ∆ήµου Λάµπης, µε 139 χριστιανούς και 73 µουσουλµάνους κατοίκους. Στην Κοξαρέ ευρίσκονται οι βυζαντινοί ναοί: Α) Παναγία, Ζωοδόχος Πηγή, στη θέση «Μπαλέ, η» (Gerola 1935, 175, αρ. µν. 310. Gerola -Λασσιθιωτάκης 1961, 58, αρ. µν. 310. Πελαντάκης 1973, 12, αρ. µν. 1). Β) Μεταµόρφωση του Σωτήρος ή Αγιά Σωτήρα, κοντά στην είσοδο του Κουρταλιώτικου φαραγγιού (Πελαντάκης 1973, 18, αρ. µν. 15). Γ) Άγιος Γεώργιος, στη θέση «Φατρελιανά» (Gerola II, 1908, 335. Gerola 1935, 175, αρ. µν. 309. Gerola – Λασσιθιωτάκης 1961, 58, αρ. µν. 309. Πελαντάκης 1973, 19-20, αρ. µν. 17). ∆) Άγιος ∆ηµήτριος (βλέπε σελ. 22-24).
Φρούριο (πίν. 4-5) Νότια του οικισµού της Κοξαρές και σε µικρή απόσταση από αυτόν, επάνω σε χαµηλό ύψωµα και µικρών σχετικά διαστάσεων πλάτωµα, κεί-
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
395
ται το φρούριο της Κοξαρές, γνωστό ως «Κουλές». Πρόκειται για φύσει οχυρή θέση, η οποία δεσπόζει στην ευρύτερη περιοχή και ευρίσκεται στο κέντρο περίπου της εύφορης κοιλάδας της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ο κάτοχος του φρουρίου αυτού ελέγχει ολόκληρη τη γύρω περιοχή, από τη ΝΑ άκρη του Αµπελακιώτικου κάµπου µέχρι τα (Aγ)Κουσελιανά και ανατολικά µέχρι το Σπήλι. Από το φρούριο της Κοξαρές είναι ορατοί οι ακόλουθοι οικισµοί της περιοχής (από Β. προς Ν. και από Ν. προς Β.):Αγκουσελιανά ή Κουσελιανά, Άγιος Ιωάννης, Παλαιόλουτρα, Άγιος Βασίλειος, Λαµπηνή, Σπήλι, Μιξόρρουµα, Αγία Πελαγία, Φραττί. Η προνοµιούχος αυτή θέση προσείλκυσε πιθανότατα το ενδιαφέρον των κατοίκων της περιοχής από την προϊστορική εποχή και το ύψωµα αυτό αποτελούσε κέντρο πολλαπλών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, όπως µαρτυρείται από την πλούσια, διάσπαρτη κεραµική, η οποία φανερώνει την επί αιώνες και χιλιετίες ανθρώπινη παρουσία και δράση στην περιοχή αυτή. Ως γνωστό, κατά τη βυζαντινή εποχή εγίνετο διάκριση µεταξύ «Επάνω Συβρίτου», όπως απεκαλείτο τότε η αργότερα ονοµασθείσα «Καστελλανία Αµαρίου» και από την οποία προέκυψε η «Επαρχία Αµαρίου» και «Κάτω Συβρίτου» (Cornelius II, 1755, 239-240), όπως απεκαλείτο, τότε, η αργότερα ονοµασθείσα «Καστελλανία Αγίου Βασιλείου», από την οποία προέκυψε η ονοµασία «Επαρχία Αγίου Βασιλείου». Στο έργο «Divisio Cretae» του έτους 1212 µ.Χ. αναφέρεται «Castrum Catosivriten», αν και υπάρχουν αµφιβολίες από ορισµένους µελετητές, εάν πράγµατι πρόκειται για τον όρο «Κάτω Σύβριτος» ή εάν το «Catosivriten» προήλθε εκ παραναγνώσεως του «Castellum Sivrito» (Gerola I, 1905, 193). Σε άλλη, ακριβέστερη πηγή της εποχής, η οποία προέρχεται από την εποχή του ∆όγη της Βενετίας Pietro Ziani (1205-1228 µ.Χ.), αναφέρεται: «Quando fuit laboratum castellum lo Miropotago et lo Catosivri» (V.A.S.Q: Ducali ed atti diplomatici, busta 7. Gerola I, 1905, 193). Υπό τον όρο «Miropotago» θα πρέπει να εννοήσουµε «Μυλοπόταµο» και υπό τον όρο «Catosivri» θα πρέπει να εννοήσουµε «Κάτω Σύβριτος». Συνεπώς στις αρχές του 13ου αι. µ.Χ. υπάρχει Κάστρο στην Κάτω Σύβριτο. Πιθανότατα αυτό έκειτο στη θέση του φρουρίου της Κοξαρές. Στην κορυφή του υψώµατος αυτού, το οποίο από τη βόρεια και δυ-
Κάτοψη φρουρίου Κοξαρές
Μέτρηση - Σχεδίαση Κατερίνα Μεσαριτάκη Αρχιτέκτων
ΚΛΙΜΑΚΑ: 1:250
398
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
τική αυτού πλευρά είναι απροσπέλαστο λόγω της διαµόρφωσής του. Από τη νότια και ανατολική πλευρά αυτού ήταν εύκολο να οχυρωθεί και υπάρχει εκτεταµένο οικοδοµικό φρουριακό συγκρότηµα, το οποίο, αν και έχει υποστεί φθορές και αλλοιώσεις από το χρόνο και τους ανθρώπους, διατηρείται σε καλή σχετικά κατάσταση. Ως προς την έκταση, είναι µικρότερο του φρουρίου, το οποίο διατηρείται στο Φραγκοκάστελλο Σφακίων (εµβαδού περίπου 2000 µ2), ενώ ως προς την εξωτερική µορφή και την όλη διάταξη οµοιάζει προς αυτό. Το φρούριο της Κοξαρές είναι µεγάλων διαστάσεων και καταλαµβάνει έκταση 1325,42 µ2. Πρόκειται για ένα ορθογωνίου κατόψεως οικοδοµικό συγκρότηµα (εξωτ. διαστ. 43,60 Χ 31,68 µ.), ο κυρίως άξονας του οποίου κείται από Β. προς Ν. Το φρούριο -Κουλές- Κάστρο της Κοξαρές είναι το µεγαλύτερο σε έκταση αρχαιολογικό κτίριο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ο βόρειος τοίχος του φαίνεται ολόκληρος -τεράστιος από τον επαρχιακό δρόµο Ρεθύµνου-Κοξαρές-Αγία Γαλήνης.
Ειδικότερα: Α) Νότια πλευρά του φρουρίου Αυτή έχει µήκος 43,60 . Στο µέσον περίπου αυτής κείται η Πύλη του φρουρίου. Αυτή αποτελείται από ένα ορθογωνίου κατόψεως κτίσµα (εξωτ. διαστ. 4,80 Χ 4,60 και εσωτ. διαστ. 3,95 Χ 3,50 µ.), το οποίο είναι σύγχρονο του αρχικού κτίσµατος του κάστρου και εξέχει του περιγράµµατος αυτού. Ο κυρίως άξονας του προσκτίσµατος τούτου εκτείνεται από Β. προς Ν. Τούτο εκαλύπτετο µε κτιστή καµάρα. Στην ανατολική και δυτική πλευρά του υπήρχαν πολεµίστρες. Η είσοδος ανοίγετο στο µέσον της νότιας πλευράς του κτίσµατος αυτού. Νότια του προσκτίσµατος τούτου υπάρχει κτιστό κεκλιµένο επίπεδο (ράµπα), το οποίο έχει πλάτος 4,80 και µήκος 10,00 µ. και χρησίµευε προφανώς για την είσοδο υποζυγίων, τα οποία µετέφεραν πολεµοφόδια, υλικά κλπ. Β) Ανατολική πλευρά του φρουρίου Αυτή έχει συνολικό µήκος 31,68 µ. Σε απόσταση 7,15 µ. από την Ν.Α. εξωτερική γωνία του φρουρίου προστέθηκε, σε µια µεταγενέστερη περίοδο, και σε επαφή προς την ανατολική εξωτερική πλευρά του κάστρου, µικρών διαστάσεων και ορθογωνίου κατόψεως πρόσκτισµα
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
399
(εξωτ. διαστ. 5,63 Χ 3,85 και εσωτ. διαστ. 4,47 Χ 3,35 µ.). Τούτο εκαλύπτετο µε επικλινή ξύλινη οροφή και κεραµίδια. ∆ιατηρείται η τοιχοποιία σε ολόκληρο το αρχικό αυτής ύψος. Στο µέσον της ανατολικής αυτού πλευράς ανοίγεται η είσοδος (πλάτους 1,45 µ.). Η πρόσβαση σε αυτό εγίνετο µόνο από τον έξω του κάστρου χώρο. Στη νότια και βόρεια αυτού πλευρά ανοίγονται πολεµίστρες. Η προσθήκη του προσκτίσµατος αυτού έγινε, προφανώς, για να ενισχυθεί η ανατολική πλευρά του φρουρίου, σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης.
Γ) Βόρεια πλευρά του φρουρίου Το µήκος αυτής είναι 43,45 µ. Στο µέσον της περίπου έχει κτισθεί από την αρχή µικρών διαστάσεων, ορθογωνίου κατόψεως, πρόσκτισµα (εξωτ. διαστ. 6,20 Χ 4,85 µ.). Ο κυρίως άξονας αυτού βαίνει από Β. προς Ν. και εκαλύπτετο µε κτιστή, ηµικυλινδρική οροφή. Το πρόσκτισµα αυτό εξέχει του κυρίως περιγράµµατος του κάστρου και ευρίσκεται σε άµεση επικοινωνία µε την εσωτερική αυλή του φρουρίου. Στην ανατολική εσωτερική πλευρά του ευρίσκονται τρεις µικρών διαστάσεων και ορθογωνίου κατόψεως χώροι, οι οποίοι φαίνεται να εχρησίµευαν ως παρατηρητήρια. Στην ανατολική και δυτική πλευρά του ανοίγονται πολεµίστρες.
∆) ∆υτική πλευρά του φρουρίου Το συνολικό µήκος της δυτικής εξωτερικής πλευράς του κάστρου ανέρχεται σε 31,00 µ. Αυτή έχει πολύ µεγάλο ύψος, είναι αφ’ εαυτής αρκούντως οχυρή, γι’ αυτό και δεν κρίθηκε σκόπιµο, ούτε από την αρχή, αλλά ούτε και αργότερα να ενισχυθεί µε πρόσθετο κτίσµα, όπως συµβαίνει µε τις υπόλοιπες τρεις πλευρές του φρουρίου.
Εσωτερική αυλή του φρουρίου Εντός του Κάστρου υπάρχει ευρύχωρη εσωτερική αυλή (διαστ. 30,20 Χ 25,60 µ.). Στο ανατολικό τµήµα της νότιας εσωτερικής πλευράς της και δεξιά, ως προς τον εισερχόµενο από την Πύλη του κάστρου, υπάρχει κτιστή κλίµακα (σκάλα), η οποία επιτρέπει την πρόσβαση στο δώµα των χώρων Α - ΣΤ, οι οποίοι ευρίσκονται στην βόρεια ανατολική πτέρυγα του Κάστρου. Στην αυλή του φρουρίου πιθανότατα υπήρχαν µεγάλες υπόγειες υδα-
400
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
τοδεξαµενές για τη συλλογή των οµβρίων υδάτων των στεγών και της αυλής. Επίσης είναι πιθανόν να υπήρχαν φρέατα. Ως γνωστόν, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα φρούριο είναι η ύπαρξη επαρκών ποσοτήτων ύδατος και αποθεµάτων τροφίµων. Ανατολική πτέρυγα του φρουρίου
Η ανατολική πτέρυγα του φρουρίου περιλαµβάνει έξι (6) συνολικά καµαροσκέπαστους χώρους, ήτοι (από Ν. προς Β.):
ΧΩΡΟΣ Α Αυτός εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 4,48 Χ 3,45 µ.) και φαίνεται να εχρησίµευε ως υδατοδεξαµενή. Σε αυτήν συνελέγοντο και αποθηκεύοντο τα όµβρια ύδατα των στεγών των χώρων της ανατολικής πτέρυγας του φρουρίου. Προς τούτο συνηγορούν, µεταξύ άλλων και τα εξής: 1) Η θέση και η όλη δοµή του χώρου Α και το ότι εσωτερικά φέρει επιχρίσµατα από υδραυλικό κονίαµα (κουρασάνι). 2) Σε ύψος 1,50 µ. από της επιφανείας του δαπέδου του και εντός του ανατολικού και βορείου τοίχου είναι εντοιχισµένοι λίθινοι (από σιτόχρου πωρόλιθο), κυλινδρικού σχήµατος σωλήνες.
ΧΩΡΟΣ Β Κείται βόρεια και σε επαφή µε το χώρο Α. Εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 4,75 Χ 3,45 µ.). Πρόκειται πιθανώς για αποθηκευτικό χώρο.
ΧΩΡΟΣ Γ Ο χώρος αυτός κείται δυτικά του προηγουµένου και σε επαφή µε αυτόν. Εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 3,45 Χ 2,75 µ.). Πρόκειται µάλλον για αποθηκευτικό χώρο.
ΧΩΡΟΣ ∆ Ευρίσκεται βόρεια του χώρου Γ και σε επαφή µε αυτόν. Πρόκειται για µεγάλων σχετικώς διαστάσεων χώρο, ο οποίος εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 5,15 Χ 3,45 µ. περίπου). Ο κυ-
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
401
ρίως άξονας αυτού βαίνει από Β. προς Ν. Ο χώρος αυτός καλύπτεται µε κτιστή, εσωτερικά ηµικυλινδρική και εξωτερικά οριζόντια οροφή. Στο βόρειο άκρο της ανατολικής πλευράς του και εντός του ανατολικού τοίχου του φρουρίου (πάχους 1,25 µ.) ανοίγεται µεγάλη, εσωτερικά ηµικυκλική αψίδα (χορδής 2,10 και βέλους 1,00 µ.). Πιθανότατα πρόκειται για την αψίδα Ιερού Βήµατος. Νότια της αψίδας ανοίγεται ένα παράθυρο (πλάτους 0,70 µ.). Στο βόρειο τµήµα της δυτικής πλευράς του χώρου ∆ ανοίγεται η είσοδος (πλάτους 1,20 µ.), η οποία επιτρέπει την είσοδο σε αυτόν από την εσωτερική αυλή του κάστρου. Βόρεια της εισόδου ανοίγεται ένα παράθυρο (πλάτους 0.70 µ.). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο χώρος ∆ ήταν διαµορφωµένος σε παρεκκλήσιο και εχρησίµευε για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών αναγκών των εντός του φρουρίου διαβιούντων. Και τούτο αποτελεί, µεταξύ άλλων, ένα επί πλέον ισχυρό επιχείρηµα ότι το κάστρο της Κοξαρές ανηγέρθη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας και εχρησιµοποιήθηκε αργότερα και επί Τουρκοκρατίας. ΧΩΡΟΣ Ε Βόρεια του χώρου ∆ ή Παρεκκλησίου του κάστρου είναι προσκεκολληµένος ο χώρος Ε. Αυτός εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 3,45 Χ 2,ο5 µ.) και φαίνεται να εχρησίµευε ως εστία, για την παρασκευή του συσσιτίου των ανδρών της φρουράς και του λοιπού προσωπικού του φρουρίου. ΧΩΡΟΣ ΣΤ Βόρεια του προηγουµένου υπάρχει ορθογωνίου κατόψεως χώρος (µήκους περίπου 5,00 και πλάτους 3,45 µ.), ο οποίος δε φαίνεται να επικοινωνεί µε θύρα µε το χώρο της αυλής του κάστρου. Ε. Πιθανότατα επεκοινώνει µε θύρα, η οποία θα έκειτο στο µέσον της δυτικής πλευράς του, µε την αυλή και θα εχρησίµευε ως αποθήκη16.
16 Ο χώρος ΣΤ καλύπτεται σήµερα µε άγριες συκιές και λοιπή άγρια βλάστηση και δεν είναι εύκολα προσπελάσιµος στο εσωτερικό του.
402
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
∆υτική πτέρυγα του φρουρίου Η πτέρυγα αυτή περιλαµβάνει ολόκληρο το δυτικό τµήµα του φρουρίου και κείται δυτικά της εσωτερικής αυλής αυτού. Αποτελείται από δύο µεγάλων διαστάσεων αίθουσες, ήτοι:
ΑΙΘΟΥΣΑ Α Η αίθουσα αυτή ευρίσκεται στη δυτική πλευρά της εσωτερικής αυλής του φρουρίου της Κοξαρές. Εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 29,75Χ4,00 µ.). Ο κυρίως άξονας αυτής βαίνει από Β. προς Ν. Το πάχος των τοίχων της αίθουσας αυτής είναι 1,50 µ. Η αίθουσα καλύπτεται µε κτιστή, εσωτερικά και εξωτερικά ηµικυλινδρική οροφή. Εξωτερικά η οροφή φέρει επίστρωση από υδραυλικό κονίαµα (κουρασάνι). Στο µέσον της ανατολικής πλευράς της αίθουσας Α ανοίγεται µια θύρα (πλάτους 1,75 µ.), η οποία έφερε λίθινο περιθύρωµα από σιτόχρου πωρόλιθο, επιµελώς λαξευµένο. Ατυχώς ολόκληρο το περιθύρωµα έχει αφαιρεθεί. ∆ιατηρούνται αρχιτεκτονικά µέλη και λιθόπλινθοι στο κέντρο της εσωτερικής αυλής του κάστρου και όλα αυτά «ατάκτως ερριµµένα», που προέρχονται από περιθυρώµατα και ακρογωνιαίους λίθους (καντωνάδες) του φρουρίου. Εάν διετηρούντο τα περιθυρώµατα και τα λοιπά αρχιτεκτονικά µέλη του κάστρου, θα ήτο δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συµπεράσµατα ως προς τη χρονολογία ανεγέρσεως του φρουρίου και τους κατασκευαστές του, τόσον από την τεχνική αυτών, όσον και από υπάρχουσες επιγραφές, οικόσηµα κ.λπ. Εκατέρωθεν της εισόδου της αίθουσας Α ανοίγονται ανά δύο ευρύχωρα παράθυρα (πλάτους 2,25µ.), σχήµατος ορθογωνίου, µε τοξωτή απόληξη προς τα επάνω. Η βόρεια και νότια εξωτερική πλευρά της αίθουσας Α φέρει αετωµατικές απολήξεις. Η κτιστή, ηµικυλινδρική οροφή διατηρείται κατά το µεγαλύτερο µέρος της. Η αίθουσα Α εχρησίµευε πιθανώς ως ∆ιοικητήριο και προφανώς έφερε διαχωριστικούς τοίχους από ξύλο ή άλλα ευτελή υλικά, που δεν διετηρήθησαν. ΑΙΘΟΥΣΑ Β ∆υτικά της προηγουµένης ευρίσκεται η αίθουσα Β, η οποία είναι όµοια µε την αίθουσα Α. Η αίθουσα Β εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 29,75Χ4,00µ.). Ο κυρίως άξονάς της εκτείνεται από Β. προς
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
403
Ν. Το πάχος των τοίχων είναι 1,50 µ. Η αίθουσα Β καλύπτεται µε κτιστή, εσωτερικά και εξωτερικά ηµικυλινδρική οροφή. Εξωτερικά η οροφή φέρει επίστρωση από υδραυλικό κονίαµα (κουρασάνι). Η βόρεια και η νότια εξωτερική πλευρά της αίθουσας Β περατούνται προς τα άνω σε αετώµατα. Η αίθουσα Β επικοινωνεί µε ανοίγµατα µε την αίθουσα Α. Θα εχωρίζετο πιθανώς µε ξύλινα χωρίσµατα και θα εσχηµατίζοντο µικρότεροι χώροι και θάλαµοι, οι οποίοι εχρησίµευαν για τη διαµονή της φρουράς και του εν γένει προσωπικού του κάστρου της Κοξαρές. Ανοίγµατα στη βόρεια, δυτική και ανατολική πλευρά της αίθουσας Β δεν υπήρχαν, προφανώς για λόγους ασφαλείας. Η οροφή της αίθουσας Β διατηρείται κατά το µεγαλύτερο µέρος της.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι Β∆. του οικισµού «Άγιος Βασίλειος», της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και σε απόσταση ενός χλµ. περίπου από αυτόν, στη θέση «Κυλιστρές, οι» ή «Κουκουναράς, ο», επάνω σε µικρό γήλοφο, σε θέση επίκαιρη, η οποία δεσπόζει στην περιοχή, σε αγρόκτηµα ιδιοκτησίας των κληρονόµων Βρανά (Ελευθερίου Μαρκουλάκη και Γεωργίου Κλειδή), διατηρούνται τα λείψανα παλαιού, µεγάλων διαστάσεων, οικοδοµήµατος και άφθονη κεραµική. Επίσης, στην περιοχή έχουν επισηµανθεί κατά το παρελθόν απλοί λακκοειδείς τάφοι. Ειδικότερα διακρίνεται ένας τοίχος µήκους εκατόν µ. περίπου και πάχους 1,90 µ., µε κατεύθυνση από Β∆. προς ΝΑ. Ο τοίχος αυτός φαίνεται να ανήκει σε µεγάλων διαστάσεων οικοδόµηµα, το οποίο έχει ερειπωθεί από µακρού χρόνου. Σχετικά µε το µέγεθος, τη µορφή, τη χρήση και τη χρονολόγηση αυτού δεν είναι δυνατόν επί του παρόντος να λεχθούν περισσότερα, εάν δεν προηγηθεί σχετικά ανασκαφική έρευνα. Σε απόσταση 300 µ. περίπου από τις Κυλιστρές ευρίσκεται η θέση «Μαγλαβάς, ο». Το τοπωνύµιο είναι µεσαιωνικό και προέρχεται από το ουσιαστικό «Μαγλαβάς, ο», το οποίο εσήµαινε εκείνον, ο οποίος ήτο εµπεπιστευµένος για να επιλύει διαφορές και να τιµωρεί όσους παρανοµούσαν ή οπωσδήποτε παρεκτρέποντο.
Συµπεράσµατα Η επιτόπια έρευνα και µελέτη του φρουρίου της Κοξαρές και της πέριξ αυτού περιοχής, των πλησίον κειµένων οικισµών και των µνηµείων τους, σε συνδυασµό µε τις φιλολογικές πηγές και την σχετική βι-
404
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
βλιογραφία, µας οδηγούν στα εξής συµπεράσµατα: 1) Το φρούριο - Κάστρο της Κοξαρές, λόγω της θέσεως στην οποία ευρίσκεται, του µεγέθους, της τεχνικής της κατασκευής του και της όλης µορφής την οποία εµφανίζει, σε συνδυασµό µε την ύπαρξη χριστιανικού παρεκκλησίου εντός αυτού και µεσαιωνικού ναού του Αγίου ∆ηµητρίου (δύο οικοδοµικές φάσεις) ΝΑ. αυτού και σε µικρή απόσταση από το κάστρο, µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι το φρούριο αυτό εκτίσθηκε επί Βενετοκρατίας (1210-1645/69 µ.Χ.) 2) Πιθανώς το φρούριο αυτό κτίστηκε κατά τον 15ο µ.Χ. και αργότερα επισκευάστηκε και επεκτάθηκε. 3) Επειδή ο οικισµός του Αγίου Βασιλείου απέχει περί τα τρία (3) χλµ. από το φρούριο της Κοξαρές και ο οποίος οικισµός φέρεται ως η έδρα της Καστελλανίας του Αγίου Βασιλείου επί Βενετοκρατίας, δεν υπάρχει δε φρούριο ή άλλο µεγάλο δηµοσίου χαρακτήρα κτίσµα, που να διατηρείται ακέραιο ή ερειπωµένο στην περιοχή ή έστω τοπωνύµιο, θα πρέπει να θεωρηθεί σχεδόν βέβαιο ότι η έδρα της Καστελλανίας του Αγίου Βασιλείου ήταν στο φρούριο - Κάστρο της Κοξαρές. 4) Επί Τουρκοκρατίας (1645/69-1898/1913 µ.Χ.), το φρούριο αυτό εχρησιµοποιήθηκε από τους Τούρκους, µε ελάχιστες εργασίες κυρίως συντηρήσεως, οι οποίες δεν αλλοίωσαν τον αρχικό του χαρακτήρα. 5) Μετά την ενσωµάτωση της Κρήτης µε την Ελλάδα (1913 µ.Χ.) άρχισε η σταδιακή σύληση του οικοδοµικού υλικού του κάστρου. Αφηρέθησαν λίθινα περιθυρώµατα, γωνιόλιθοι, αρχιτεκτονικά µέλη, λιθόπλινθοι κ.λπ., προκειµένου να χρησιµοποιηθούν ως οικοδοµικά υλικά από τους κατοίκους της περιοχής. Το φρούριο - Κάστρο της Κοξαρές κείται πιθανότατα στη θέση αρχαίου φρουρίου των προχριστιανικών χρόνων. Οι κάτοχοι του φρουρίου, που ήτο σε αυτήν την πολύ πλεονεκτική θέση, µπορούσαν να ελέγχουν ολόκληρη την περιοχή. Το φρούριο αυτό πιθανότατα ευρίσκετο σε οπτική επαφή µε άλλα σύγχρονα φρούρια, κείµενα στις κορυφές των γύρω υψωµάτων και έτσι εξησφαλίζετο η µεταξύ αυτών αναγκαία επικοινωνία17. Τούτο επετυγ17 Ένα εντοπίζεται εύκολα πάνω στην κορυφή «Σωρός», ΒΑ του Σπηλίου. ∆εύτερο στη θέση «Κουλές», η οποία ευρίσκεται βόρεια του οικισµού «Άγιος Βασίλειος», έπειτα ο «Καραβέλας» κορυφή µε ιερό από τη Μινωική εποχή, ενώ ένα τέταρτο στη θέση «Ονιθέ» Αµπελακίου.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
405
χάνετο µε το άναµµα πυράς κατά την ηµέρα και την νύκτα. Την ηµέραν ήτο ορατός από µακρυά ο καπνός και κατά τη διάρκεια της νύκτας οι φλόγες της πυράς18.
Ναοί Αγίου ∆ηµητρίου (πίν. 6) ΝΑ του Κάστρου της Κοξαρές και σε απόσταση 50,00 µ. περίπου από αυτό, κείται ο παλαιός και από µακρού χρόνου εγκαταλελειµµένος, ηµιερειπωµένος ναός του Αγίου ∆ηµητρίου. Ο ναός αυτός κτίσθηκε πιθανώς τον 14ον αι. µ.Χ. στη θέση παλαιότερου. Τα λείψανα του παλαιοτέρου ναού διατηρούνται κάτω και δίπλα από τον νεότερο.
Ναός Α: Άγιος ∆ηµήτριος Πρόκειται για µικρών διαστάσεων µονόχωρο οικοδόµηµα, το οποίο θα εκαλύπτετο µε κτιστή καµάρα. Τούτο εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη. Η ανατολική του πλευρά (εξωτ. πλάτους 5,30 µ.) επερατούτο προς Α. σε µίαν ηµικυκλική αψίδα (χορδής 2,20 και βέλους 1,00 µ. περίπου). Το εξωτερικό µήκος του ναού υπολογίζεται σε 9,00 µ. περίπου. Οι εσωτερικές διαστάσεις του ναού αυτού υπολογίζονται σε 8,70 Χ 4,00 µ. περίπου. Ο ναός αυτός οικοδοµήθηκε πιθανώς κατά την δεύτερη βυζαντινή περίοδο της Κρήτη (961-1210 µ.Χ.) και µετά την ερείπωσή του ιδρύθηκε στη ίδια θέση ο ναός Β, του Αγίου ∆ηµητρίου19.
Ναός Β: Άγιος ∆ηµήτριος Πρόκειται για µικρών διαστάσεων µονόχωρο οικοδόµηµα, το οποίο εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 6,33 Χ 3,45 µ.) και εκαλύπτετο µε κτιστή καµάρα και κοίλα κεραµίδια. Η οροφή εσω18 Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, σύµφωνα µε την Ιλιάδα του Οµήρου, γνωστοποιήθηκε στις Μυκήνες και τη Σπάρτη σε µια ηµέρα. Επίσης, κατά τη στέψη του Αυτοκράτορος του Βυζαντίου Ιουστινιανού (527 - 565 µ.Χ.) η είδηση της στέψεως και της ενθρονίσεώς του έγινε γνωστή σε ολόκληρη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία σε διάστηµα περίπου µιας ώρας. Τούτο κατέστη δυνατόν ακριβώς µέσω της επικοινωνίας που υπήρχε µεταξύ των φρουρίων και παρατηρητηρίων (Βίγλες, Μεροβίγλια και Νυχτοβίγλια) της Αυτοκρατορίας. 19 Είναι αξιοσηµείωτο ότι σε όλες σχεδόν τις θρησκείες, τόποι αφιερωµένοι στο θείον θεωρούνται ιεροί και ότι ανήκουν διά παντός σε αυτό.
406
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
τερικά έφερε δύο ενισχυτικά τόξα (σφενδόνια), οι βάσεις και τα κατώτερα τµήµατα των οποίων διατηρούνται µέχρι σήµερα και είναι κατασκευασµένα από καλώς λαξευµένους λιθοπλίνθους από σιτόχρου πωρόλιθο. Η τοιχοποιΐα, όσον αφορά στη νότια και βόρεια πλευρά του ναού, διατηρείται σε ολόκληρο το αρχικό αυτής ύψος, καθώς και η γένεση της καµάρας και τµήµα των παλαιών κεράµων της οροφής (στρωτήρες – καλυπτήρες). Ο ανατολικός και δυτικός τοίχος του ναού έχουν καταπέσει κατά το µεγαλύτερο µέρος τους. Ο ναός περατούται προς Α. σε µίαν ηµικυκλική αψίδα (χορδής 2,20 και βέλους 1,00 µ. περίπου), στο µέσον της οποίας θα ηνοίγετο ένα παράθυρο. Στο µέσον της δυτικής πλευράς του ναού ηνοίγετο η είσοδος (πλάτ. 1,00 µ. περίπου). Στο ανατολικό τµήµα της νοτίας πλευράς του κυρίως ναού ανοίγεται ένα παράθυρο (πλάτ. 0,80 µ.). Οι τοίχοι είναι κτισµένοι από αργολιθοδοµή και ισχυρό ασβεστοκονίαµα. Εσωτερικά οι επιφάνειες των τοίχων καλύπτονται µε επιχρίσµατα καλής ποιότητας, από τα οποία εικάζεται ότι ο ναός αρχικά πιθανότατα έφερε τοιχογραφίες, που δεν διετηρήθηκαν20. Οι τοίχοι εξωτερικά είναι αρµολογηµένοι. Ο ναός είναι από µακρού χρόνου ηµιερειπωµένος και εγκαταλελειµµένος, καλύπτεται δε εσωτερικά και εξωτερικά µε πλούσια, άγρια, θαµνώδη βλάστηση. Η οροφή έχει καταπέσει και έχει καλύψει το δάπεδο του ναού, το οποίο υπολογίζεται να κείται κατά 1,00/1,20 µ. χαµηλότερα της σηµερινής στάθµης της επιχώσεως. Ο ναός αυτός ανηγέρθη πιθανώς τον 14ον αι. µ.Χ. και ερειπώθηκε πιθανότατα στα µέσα ή στο β΄ µισό του 17ου αι. µ.Χ., όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την περιοχή και το φρούριο.
20 Ο ναός αυτός δεν συµπεριλαµβάνεται στον Κατάλογο των τοιχογραφηµένων ναών της Κρήτης του G. Gerola, ούτε σε εκείνον των G. Gerola - Κ. Λασσιθιωτάκη, ούτε στους βυζαντινούς ναούς του Θ. Πελαντάκη.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
ΚΟΞΑΡΕ, Μέγας Ποταµός, Παληοκαµάρα (πίν. 7-8)
407
Οι λίθινες γέφυρες αποτελούν αδιαµφισβήτητα ένα µέρος της τεχνικής και πολιτιστικής µας κληρονοµιάς. Ως τεχνικές κατασκευές ενσωµατώνουν την τεχνογνωσία των δηµιουργών τους και είναι µάρτυρες µιάς ολόκληρης τεχνικής παράδοσης, η οποία βασίζεται στην θολοδοµία. Αποτελούν κατ΄ εξοχήν έκφραση και κορυφαία δείγµατα αυτής της παράδοσης. Ως τµήµατα δρόµων και φορείς αποκατάστασης της επικοινωνίας ανάµεσα στις ανθρώπινες κοινότητες έχουν ασφαλώς και συµβολικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει αποτυπωθεί στις λαογραφικές παραδόσεις και τους θρύλους του ελληνικού λαού. Η θέση των γεφυρών είναι µάρτυρας της οργάνωσης του χώρου, που επέβαλε την κατασκευή τους, δρόµων, οι οποίοι σήµερα έχουν συχνά λησµονηθεί, ανταλλαγών και λειτουργιών, οι οποίες στο παρελθόν αποτελούσαν ουσιώδη στοιχεία της ζωής, παραγωγικής, οικονοµικής, κοινωνικής, πολιτιστικής κ.λπ., των τότε κατοίκων των περιοχών αυτών (Χατζηδάκης-Εύδου 2003, 9). Στο Νοµό Ρεθύµνης διατηρούνται µέχρι σήµερα πολυάριθµα λίθινα γεφύρια, τα οποία προέρχονται από διάφορες εποχές. Από την ελληνορρωµαϊκή εποχή προέρχεται η γέφυρα της Ελεύθερνας, η οποία είναι κτισµένη κατά το ισόδοµο σύστηµα και τον εκφορικό τρόπο. Από της εποχή της Βενετοκρατίας έχουµε τη γέφυρα στον ποταµό Πλατανιά, λίγο έξω από την πόλη του Ρεθύµνου. Από την εποχή της Τουρκοκρατίας και της Αιγυπτιοκρατίας έχουµε πολλά δείγµατα λιθίνων γεφυρών. Υπάρχουν επίσης αρκετές γέφυρες, οι οποίες κατεσκευάστηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αι. Σε µικρή απόσταση από τον οικισµό της Κοξαρές διέρχεται ο «Μέγας ποταµός». Ο ποταµός αυτός εκτός από τα νερά των βροχών δέχεται κατά τη διαδροµή του και πολλά πηγαία ύδατα. Κατά την περίοδο ισχυρών βροχοπτώσεων γίνεται αδιάβατος, πολύ ορµητικός και επικίνδυνος. Η γέφυρα είναι κτισµένη από αργολιθοδοµή και ισχυρό ασβεστοκονίαµα και στηρίζεται σε πολύ γερές βάσεις, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ενισχυµένες. Η γέφυρα έχει ένα µεγάλο τοξωτό άνοιγµα ή «φωθιά», όπως ονοµάζεται από τον απλό λαό. Υπάρχει χαµηλό στηθαίο στις δύο πλευρές της γέφυρας (µέσου ύψους 0,50 µ.), για την προστασία ανθρώπων και ζώων. Το οδόστρωµα της γέφυρας καλύπτεται µε ακανονίστου σχήµατος, µικρού µεγέθους, εγχώριους λίθους (καλντιρίµι). Η κατασκευή
408
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
της γέφυρας αυτής ένωνε τις δύο όχθες του Μεγάλου ποταµού και διευκόλυνε την επικοινωνία των κατοίκων των οικισµών της περιοχής. Η Παληοκαµάρα αυτή ανηγέρθη πιθανώς στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αι. µ. Χ. και διατηρείται µέχρι σήµερα σε άριστη κατάσταση. Η γύρω περιοχή είναι καταπράσινη και αποτελεί ένα πραγµατικό βιότοπο εξαιρετικού κάλλους. Κισσοί και άλλα αναρριχώµενα φυτά καλύπτουν σήµερα το µεγαλύτερο µέρος της γέφυρας της Κοξαρές. Κατά τη δεκαετία του 1990 ρίχθηκε στη βάση της, σε λάκκο που είχε δηµιουργήσει το ποτάµι, µεγάλη ποσότητα µπετόν για να στερεωθεί η βάση της. Αυτή η σωστική παρέµβαση τής τότε κοινότητας Κοξαρές, στερέωσε σηµαντικά τη βάση της Παληοκαµάρας, που είχε διαβρωθεί επικίνδυνα. 4. ΑΚΟΥΜΙΑ, οικισµός - Πύργος Τουρκοκρατίας
Οικισµός ΝΑ. της πόλεως του Ρεθύµνου και σε απόσταση 39 χλµ. από αυτήν, ΝΑ του οικισµού Σπήλι και σε απόσταση 9 χλµ. από αυτό, Β∆. του οικισµού «Κρύα Βρύση», στις βόρειες υπώρειες του όρους «Σιδέρωτας» ή «Ασιντέρωτα» (υψόµετρο 1177 µ.), ευρίσκεται ο οικισµός «Ακούµια, τα» ή «Κούµια, τα». Η ονοµασία «Κούµια, τα» προέρχεται από το βυζαντινό όνοµα «Κούµος, ο», που εσήµαινε τότε, όπως και τώρα, πρόχειρο οικίσκο, για την στέγαση των ορνίθων και άλλων κατοικιδίων ζώων, όπως: χοίρων κ.λπ. Επίσης, στις µάντρες της Κρήτης υπάρχει και σήµερα «ο κούµος», όπου κουµιάζουν τα µικρά ζώα, αρνάκια ή ερίφια, για να τα αποµονώσουν από τις µητέρες των και να «σακάσουν», ήτοι να τα αναγκάσουν να αποχωρισθούν το µητρικό γάλα («απογαλακτισµός») και να συνηθίσουν να τρώνε χορτάρι ή άλλη τροφή. Η λέξη κούµος έχει την καταγωγή της από την λέξη «κοµάς» του Ησυχίου, που είχε την ίδια σηµασία. Κάθε αγροτικό σπίτι είχε τον κούµο του για να κουµιάζει τα προς απογαλακτισµό ζώα του. Ο οικισµός Κούµια αναφέρεται στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου το έτος 1577 από τον Fr. Barozzi (fo 27 r) «Vrisses de Cumia» και από τον Καστροφύλακα (Κ 176) «Cumia» µε 30 οφειλόµενες αγγαρείες. Επίσης, αναφέρεται στην απογραφή του Βασιλικάτα «Cumgna»,
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
409
που αποδίδει την Κρητική προφορά «Κούµνια» και «Vrisses de Cumia» το έτος 1630 µ.Χ. (Σπανάκης V, 1969, 130). Στην Τουρκική απογραφή του έτους 1659 αναφέρεται «Κuma Vrisi» µε 95 σπίτια. (Σταυρινίδης 1970, 127). To έτος 1670 µ. Χ αναφέρεται ως «Kumna», µαζί µε το Μετόχι «Vrises» και το Μετόχι «Aya Ana», µε 106 οικογένειες συνολικά (ΜπαλτάΟguz 2007, 484-487). Στην αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 γράφεται λανθασµένα «Akumia», ακούγεται µέχρι σήµερα ως «Ακούµια, τα», όπως το άκουσαν οι απογραφείς, προσθέτοντας το α του άρθρου στο όνοµα του οικισµού (Pashley II, 1837, 313). Ο Χουρµούζης Βυζάντιος γράφει το όνοµα του οικισµού στα «Κρητικά» του σωστά «Κούµια», κατά το έτος 1842. Είναι όµως αξιοσηµείωτο, ότι επεκράτησε και σωστά «Κούµια», το έτος 1842 (Χουρµούζης – Βυζάντιος 1842, 39). Στην απογραφή του έτους 1881 γράφεται «Κούµια» και ανήκει στον ∆ήµο Αγίου Πνεύµατος, µε 660 χριστιανούς κατοίκους (Σπανάκης 1991, 427-428). Εντός του οικισµού υπάρχει ο παλαιός ναός της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγούστου), ο οποίος προέρχεται από δύο οικοδοµικές περιόδους και είναι κατάγραφος εσωτερικά (Gerola 1935, 178, αρ. µν. 341. Gerola – Λασσιθιωτάκης 1961, 61, αρ. µν. 341. Πελαντάκης 1973, 43-44, αρ. µν. 61).
Πύργος Τουρκοκρατίας (πίν. 9-10) Στο κέντρο του οικισµού διατηρείται διώροφο οικοδόµηµα, το οποίο αποτελεί Πύργο των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Στις αρχές του 20ου αι. ο Ιταλός Αρχαιολόγος και ερευνητής G. Gerola επισκέφθηκε και φωτογράφισε τον Πύργο αυτόν. Από τη φωτογραφία, την οποία εδηµοσίευσε (Gerola II, 1908, 287), φαίνεται ότι τότε ο Πύργος διετηρείτο σε καλή κατάσταση και ήτο σε χρήση. Απετελείτο από ισόγειο µε προσκτίσµατα, τα οποία έφεραν παράθυρα, ένα σε κάθε πλευρά, για φωτισµό και αερισµό και από όροφο, µε παράθυρα στις στενές πλευρές. Επίσης, υπήρχαν «καταχύστρες », για να είναι δυνατόν να χύνεται βραστό νερό ή λάδι, προς αποτροπή τυχόν επιτιθεµένων εχθρών. Στις γωνίες της οροφής του Πύργου υπήρχαν ηµικυκλικής κατόψεως Πυργίσκοι, οι οποίοι εχρησίµευαν ως παρατηρητήρια. Ο Πύργος αυτός διατηρείται µέχρι σήµερα και ανήκει σε ιδιώτη.
410
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Αυτός χρησιµοποιείται ως οικία και έχει τελευταία επισκευασθεί και εν µέρει αλλοιωθεί. Επίσης έχουν κτισθεί δίπλα στον Πύργο οικίες, ενώ παλαιότερα εστέκετο µόνος. Ο Πύργος είναι κτισµένος σε επίκαιρο σηµείο και ο κάτοχος αυτού ήλεγχε ολόκληρη την περιοχή. Το οικοδόµηµα αυτό ανηγέρθη πιθανώς κατά τον 18ον αι. ΒΡΥΣΕΣ, Οικισµός – Πύργος Βενετοκρατίας – Τουρκοκρατίας
Οικισµός ΝΑ. της πόλεως του Ρεθύµνου και σε απόσταση 39 χλµ. από αυτήν, δεξιά της αµαξιτής οδού Ρεθύµνου - Σπηλίου - Άη Γαλήνη, δυτικά των Ακουµίων, κείται ο οικισµός «Βρύσες, οι», της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου (υψόµ. 550 µ., κάτοικοι περίπου 200). Αναφέρεται στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου το έτος 1577 µ.Χ. από τον Fr. Barozzi (7 27 r) «Vrisses de Cumia», από τον Καστροφύλακα (Κ 173) «Vrisses de Cumia» µε 121 κατοίκους το 1583 και από τον Βασιλικάτα «Vrisses de Cumia» κατά το έτος 1630 (Σπανάκης V, 1969, 130). Το έτος 1670 αναφέρεται ως Μετόχι «Vrises» και υπάγεται στον οικισµό «Kumna» (Μπαλτά - Oguz 2007, 484-487). Στην αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 αναφέρεται ως «Vrysis» µαζί µε πολλά άλλα χωριά της περιοχής, τα οποία εκατοικούντο από Χριστιανούς (Pashley II, 1837, 313). Το έτος 1881 υπάγεται στο ∆ήµο του Αγίου Πνεύµατος µε 158 Χριστιανούς κατοίκους (Σπανάκης Α΄ 1991, 206). Εντός του οικισµού και επάνω σε µικρό, βραχώδες, φύσει οχυρό ύψωµα, το οποίο δεσπόζει στην περιοχή, υπάρχουν τα ερείπια Πύργου της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας21. Πύργος Βενετοκρατίας (πίν. 11-13) Στην κορυφή του υψώµατος ιδρύθηκε κατά την εποχή της Βενετοκρατίας Πύργος, λείψανα του οποίου διατηρούνται στη βόρεια πλευρά του Πύργου της Τουρκοκρατίας. Περιελάµβανε περισσότερους χώρους, οι οποίοι συνεδέοντο µεταξύ τους µε τοξωτά ανοίγµατα (Gerola III, 1917, 286). 21 Το ακίνητο ανήκει στους κληρονόµους του Φίλιππου Γρηγοριάδη. Τούτο είχε µετατραπεί σε οικία και διετηρείτο µέχρι περίπου το 1960, χρησιµοποιούµενο ως κατοικία.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
411
Πύργος Τουρκοκρατίας Επί Τουρκοκρατίας και επί των ερειπίων του παλαιοτέρου Πύργου ανηγέρθη νέος Πύργος, ο οποίος απετελείτο από ισόγειο και όροφο (Σπανάκης Α΄, 1991, 207, εικ. 103). Ολόκληρος διετηρείτο µέχρι περίπου το 1960. Μετά το 1922 είχε µετατραπεί σε οικία και εκατοικείτο τελευταία από την οικογένεια των αδελφών του Φίλιππου Γρηγοριάδη. Στη συνέχεια, επειδή εκρίθηκε ετοιµόρροπο το τµήµα του ορόφου, κατεδαφίσθηκε. Σήµερα διατηρείται το ισόγειο και µικρά τµήµατα από την τοιχοποΐα του ορόφου. Το ισόγειο απετελείτο από τρεις ορθογώνιους χώρους και από ισάριθµους χώρους ο όροφος. Οι χώροι αυτοί επικοινωνούσαν µεταξύ τους µε ανοίγµατα. Η πρόσβαση από το ισόγειο στον όροφο εγίνετο µε εσωτερική ξύλινη κλίµακα. Ο κυρίως άξονας του οικοδοµήµατος ήταν από ∆. προς Α. Κύρια όψη αυτού ήτο η νότια πλευρά. Το ισόγειο είχε στην πρόσοψη δύο θύρες, τοξωτές άνω και δύο ορθογώνιου σχήµατος µικρά παράθυρα. Ο όροφος έφερε στην πρόσοψη τρία, ορθογωνίου σχήµατος παράθυρα. Περιµετρικά του δώµατος υπήρχε υπερυψωµένος τοίχος, στη νότια πλευρά του οποίου υπήρχαν δύο, ηµικυκλικής κατόψεως, εξέχοντες πυργίσκοιπαρατηρητήρια. Παρόµοιος πυργίσκος-παρατηρητήριο υπήρχε στην Β∆. γωνία του δώµατος. Αφότου έπαυσε να χρησιµοποιείται ο Πύργος ως κατοικία, εγκαταλείφθηκε, κατέστη ετοιµόρροπος και µε αίτηση της οικογένειας, η οποία κατοικεί νότια του Πύργου, κατεδαφίσθηκε ο όροφος. Έκτοτε το οικοδόµηµα παραµένει σε ηµιερειπωµένη κατάσταση. ΚΙΣΣΟΣ, Οικισµός – Κρήνη Τουρκοκρατίας
Οικισµός ΝΑ. του Σπηλίου και σε απόσταση 6 χλµ. περίπου από αυτό, Ν∆ του όρους Κέδρος ή Κέντρος (υψόµ. 1777 µ.), κείται ο οικισµός «Κισσός, ο»22 (υψόµ. 630 µ., κάτοικοι περίπου 150). 22 Η ονοµασία του οικισµού οφείλεται προφανώς στο φυτό «Κισσός», το βοτανολογικόν όνοµα του οποίου είναι: «Χέδερα η έλιξ – Hedera helix», ονοµασία προφανώς
412
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Στον Κισσό υπάγεται και ο νέος οικισµός του ίδιου χωριού, ο οποίος φέρει την ονοµασία «Κάµπος Κισσού» (υψόµετρο 490 µ., κάτοικοι περίπου 50) και ο οποίος ευρίσκεται στο 35 χλµ. του δρόµου Ρεθύµνου – Σπηλίου –Κάµπου Κισσού – Άη Γαλήνη. Ο Κισσός αναφέρεται στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου το έτος 1577 από τον Fr. Barozzi (fo 26 v) «Chisso», από τον Καστροφύλακα (Κ 176) το έτος 1583 µ.Χ. αναφέρεται «Chisso» µε 22 κατοίκους και από τον Βασιλικάτα (Κ 184) ως «Chisso» το έτος 1638, µε 178 οφειλόµενες αγγαρείες (Σπανάκης V, 1969, 130). Στην τουρκική απογραφή του έτους 1653 αναφέρεται «Kiso» µε 33 σπίτια (Σταυρινίδης 1970, 128). Το έτος 1670 αναφέρεται ως «Kiso» µε 72 οικογένειες (Μπαλτά - Οguz 2007, 489-491). Στην αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 ο οικισµός αναφέται ως «Κissos» µε 15 χριστιανικές και 15 µουσουλµανικές οικογένειες (Pashley II, 1837, 313). Το έτος 1881 ο Κισσός ανήκει στο ∆ήµο του Αγίου Πνεύµατος µε 181 χριστιανούς και 22 µουσουλµάνους κατοίκους. Το 1900 υπάγεται στον ίδιο ∆ήµο µε 214 κατοίκους. Το έτος 1920 αναφέρεται στον αγροτικό ∆ήµο Βουϊδοµαγεργειού (∆ουµαεργιού γράφει η Στατιστική) µε 177 και ο Κάµπος Κισσού µε 37 κατοίκους (Σπανάκης Α΄, 1991, 403. Πελαντάκης 1980 α, 60). Στον οικισµό «Κισσός» διατηρούνται σε καλή σχετικά κατάσταση οι εξής µεσαιωνικοί ναοί, οι οποίοι φέρουν ενδιαφέρουσες τοιχογραφίες: α) Μεταµόρφωση του Σωτήρος (Gerola 1935, 177, αρ. µν. 328. Gerola - Λασσιθιωτάκης 1961, 60, αρ. µν. 328. Πελαντάκης 1973, 39, αρ. µν. 54). Βλ. ανακοίνωση Αθηνάς Φραϊδάκη σ’ αυτόν τον τόµο. β) Παναγία (Gerola 1935, 177, αρ. µν. 329. Gerola - Λασσιθιωτάκης 1961, 60, αρ. µν. 329. Πελαντάκης 1973, 40, αρ. µν. 55). γ) Άγιος Ιωάννης (Gerola 1935, 177, αρ. µν. 330. Gerola - Λασσιθιωτάκης 60, αρ. µν. 330. Πελαντάκης 1973, 41, αρ. µν. 56). Βλ. ανακοίνωση Νικολέττας Πύρρου σ’ αυτόν τον τόµο. Πλησίον του οικισµού του Κισσού διατηρούνται τα λείψανα των κτιρίων της Μονής του Αγίου Πνεύµατος, όπου ελειτούργησε η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος. προελληνική. Προελληνικά ονόµατα φυτών είναι µεταξύ άλλων και τα εξής: ασπάλανθος, ασπάραγγος, δίανθος, κάππαρις, κορίανδρον, κυπάρισσος, κύππερις, λάπαθον, νάρκισσος, όροβος, ρόδον, πράσσον, σκόλυµος, τερέβινθος, υάκινθος, κ.λπ.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
413
Κρήνη Τουρκοκρατίας (πίν. 14-15) Στο νότιο τµήµα του οικισµού «Κισσός» και στην Πλατεία, δίπλα σε αιωνόβια πλατάνια23, βρίσκεται παλαιά Κρήνη των χρόνων της Τουρκοκρατίας, το νερό της οποίας εξυπηρετούσε τις ανάγκες των κατοίκων του χωριού. Η κυρία όψη αυτής είναι κατασκευασµένη από σιτόχρου πωρόλιθο και φέρει πλούσιο ανάγλυφο διάκοσµο, σε ελαφρό ανάγλυφο (επιπεδόγλυφος τεχνική). Ειδικότερα ο διάκοσµος αυτός περιλαµβάνει τα εξής (από επάνω προς τα κάτω): Α) Ζώνη: Εικονίζονται ανάγλυφο κυµάτιο και σπείρες. Β) Ζώνη: Στο κέντρο αυτής παρίσταται ένας αµφορέας, µε άνθη, ισχυρώς σχηµατοποιηµένα και εκατέρωθεν αυτού εικονίζονται ρόδακες. Γ) Ζώνη: Παρίσταται ελικοειδής βλαστός κληµατίδας24, ισχυρώς σχηµατοποιηµένος, ο οποίος φέρει φύλλα και σταφύλια. ∆) Ζώνη: Στο κέντρο εικονίζεται ένα σχηµατοποιηµένο κυπαρίσσι25, εκατέρωθεν αυτού παρίστανται ελικοειδή κοσµήµατα και εκατέρωθεν αυτών εικονίζεται ανά ένα σχηµατοποιηµένο κυπαρίσσι, µε ρόδακα στην κορυφή του. Ε) Στο κέντρο παρίσταται ένας ρόδακας και εκατέρωθεν αυτού εικονίζεται επίσης ανά ένας ρόδακας. ΣΤ) Ζώνη: Παρίστανται σπείρες και κυµάτιον. Ζ) Ζώνη: Από δύο κρουνούς µε προχοή ρέει το νερό της κρήνης εντός ορθογωνίου κατόψεως δεξαµενής (γούρνας). Στο µέσον περίπου της κυρίας όψεως της Κρήνης και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται ορθογωνίου σχήµατος κόγχη, εντός της 23 Πρόκειται για το δένδρο µε την βοτανολογική ονοµασία: «Πλάτανος η ανατολική - Platanus orientalis». 24 Πρόκειται για το φυτόν «Άµπελος η οινοφόρος – Vitis vinifera», το οποίο από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα έχει συµβολικόν χαρακτήρα. Στην αρχαιότητα ήτο σύµβολον του θεού της αµπέλου, της σταφυλής και του οίνου, ήτοι του ∆ιονύσου. Στη χριστιανική λατρεία αποτελεί σύµβολο του Ιησού Χριστού και της Θείας Ευχαριστίας. 25 Πρόκειται για το φυτό: «Κυπάρισσος η αειθαλής – Cypressus sempervirens», το οποίο από των αρχαιοτάτων χρόνων µέχρι σήµερα έχει ιερό χαρακτήρα. Συνήθως φυτεύεται πλησίον Ιερών Μονών, Ναών και Κοιµητηρίων.
414
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
οποίας φαίνεται ότι υπήρχε πλάκα, µε κτητορική επιγραφή, η οποία δεν διατηρείται26. Αριστερά, ως προς το θεατή, κρέµαται από χάλκινη αλυσίδα ένα επίσης χάλκινο σκεύος (τάσι), για να πίνουν οι διαβάτες νερό από την Κρήνη αυτή. Πιθανώς η Κρήνη προέρχεται από το β΄ µισό του 18ου ή τις αρχές του 19ου αι. ∆ίπλα ακριβώς από την Κρήνη διατηρείται το Πλυσταριό, όπου οι γυναίκες του χωριού έπλεναν παλαιότερα τα ρούχα των οικογενειών τους. ΚΙΣΣΟΣ - ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ: Μονή - Σχολή Αγίου Πνεύµατος
ΒΑ. του οικισµού «Κισσός, ο» και σε µικρή απόσταση από αυτόν, στις Β∆. υπώρειες του όρους «Κέδρος, το» (υψόµ. 1777 µ.), διατηρούνται τα λείψανα των κτιρίων της παλαιάς και ιστορικής Μονής του Αγίου Πνεύµατος, όπου ελειτούργησε η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος. Η Μονή αυτή ιδρύθηκε πιθανώς κατά την εποχή της Βενετοκρατίας και εγνώρισε περιόδους ακµής, αλλά και ύφεσης, παρακµής, καταστροφών και πυρπολήσεων. Η Μονή του Αγίου Πνεύµατος είχε στην κατοχή της ελαιόδενδρα στα χωριά Κρύα Βρύση και Ορνέ. Ιεροδικαστικό έγγραφο του έτους 1658 αναφέρεται στο θάνατο του βοσκού της Μονής Μιχαήλ και Ηγούµενος της Μονής σηµειώνεται ο παπά Ιφάκης (διάβαζε Ακάκιος). Το έτος 1670 αναφέρεται «Manastir-i Ayo Pnevma Kisu» (Μπαλτά – Οguz 2007, 537). Κατά τη µεγάλη Ελληνική Επανάσταση του 1821 η Μονή του Αγίου Πνεύµατος καταστράφηκε, αλλά ανοικοδοµήθηκε το έτος 1836, από τον µορφωµένο και φιλόµουσο Επίσκοπον Λάµπης και Σφακίων Νικόδηµον, ο οποίος ίδρυσε τότε τη Σχολή του Αγίου Πνεύµατος, µοναδικό πνευµατικό κέντρο της εποχής εκείνης. Σε αυτήν εφοιτούσαν παιδιά από 26 Στις προσόψεις των Κρηνών της Τουρκοκρατίας υπήρχαν συνήθως εντοιχισµένες µαρµάρινες πλάκες, µε εγχάρακτες ή ανάγλυφες σύντοµες επιγραφές, γραµµένες στην αραβική, επισεσυρµένη, καλλιγραφική γραφή, οι οποίες περιελάµβαναν ενδιαφέροντα κείµενα. Σε αυτά αναφέρεται ότι ο διαβάτης θα πρέπει να ευχαριστεί τον Θεό, γιατί, µεταξύ άλλων, του προσφέρει τα αγαθά Του και το νερό, που τον δροσίζει και αποτελεί την πηγή της ζωής. Επίσης, γίνεται µνεία του χορηγού, για την ανέγερση της Κρήνης και αναγράφεται η χρονολογία της κατασκευής της.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
415
τους γύρω οικισµούς, αλλά και από πιο αποµεµακρυσµένες περιοχές (από τη Μεσαρά, την Επαρχία Αµαρίου και µέχρι τα Σφακιά)27 και εµάθαιναν εκκλησιαστικά κυρίως γράµµατα. Από το 1858 η διδασκαλία εγίνετο κατά τη λεγόµενη «αλληλοδιδακτική µέθοδο». Το έτος 1887 ανασυγκροτήθηκε η Σχολή αυτή από το Μητροπολίτη Κρήτης Ευµένιο Ξηρουδάκη και µετονοµάσθηκε σε «Ιερατική Σχολή », η οποία εµόρφωσε πολυάριθµους ιερείς και διδασκάλους. Ύστερα από την Επανάσταση του έτους 1889 η Σχολή διαλύθηκε και επανεσυστήθη το 1894, µε επιχορήγηση της Ιεράς Μονής Πρέβελη, για τη συντήρηση 30-70 µαθητών, οι οποίοι έµεναν σε ειδικά κατασκευασµένες αίθουσες και ελάµβαναν κοινό συσσίτιο, στο οποίο εισέφεραν και οι ίδιοι. Η Σχολή ελειτούργησε και το 1899 και µέχρι το έτος 1910 (Τσιγδινός 1998, 1 κ.ε.). Στη συνέχεια διελύθησαν, τόσο η Μονή, όσο και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος28. Σχετικά µε την ίδρυση της Μονής του Αγίου Πνεύµατος υπάρχει η εξής παράδοση: Κατά τη Βυζαντινή Εποχή η περιοχή ήτο φέουδο µίας πολύ πλούσιας Αρχόντισσας, η οποία ονοµάζετο Μαρία και εκατοικούσε εκεί όπου ευρίσκεται η Μονή. Το χωριό Βουϊδοµαγεργειό - ως «Vuidomagiergio» το αναφέρει ο Καστροφύλακας, µε 60 κατοίκους το έτος 1583, ήτο ο οικισµός των βουκόλων της, οι οποίοι εκαλλιεργούσαν τα κτήµατα της Αρχόντισσας Μαρίας. Αυτή δεν είχε οικογένεια, και, όταν έφθασε σε προχωρηµένη ηλικία, ανήγειρε δίκλιτο ή διµάρτυρο ναό, αφιερωµένο στο Άγιο Πνεύµα (Αγία Τριάδα) και στον Άγιο Νικόλαο. Εκεί εµόνασε και η ίδια. Ολόκληρη την απέραντη περιουσία της, η οποία εξετείνετο από τη δυτική πλευρά του όρους Κέδρος και έφθανε µέχρι την θάλασσα, την εδώρησε στη Μονή, την οποίαν η ίδια ίδρυσε. Αναφέρεται ότι παλαιότερα διετηρείτο χάραγµα επάνω στο επίχρι27 Στη Σχολή του Αγίου Πνεύµατος εφοίτησε και ο καταγόµενος από τον οικισµό Αποδούλου Αµαρίου Ρεθύµνης ιερεύς και δηµοδιδάσκαλος π. Μιχαήλ Ανδρέου Ψαρουδάκης (1869-1964). Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το έτος 1903 και εφηµέρευε στο Αποδούλου και σε άλλες ενορίες µέχρι το 1955. Επίσης υπηρέτησε ως δηµοδιδάσκαλος στο Αποδούλου και σε άλλα χωριά της περιοχής (Φωτάκης 2008, 401). 28 Τελευταία γίνονται αναστηλωτικές εργασίες στην Μονή και την Σχολή του Αγίου Πνεύµατος από την Ιερά Μητρόπολη Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων, µε την επίβλεψη της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.
416
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
σµα του ναού, µε την χρονολογία από κτίσεως κόσµου: «ΖΡΚ∆΄», ήτοι 7124, η οποία αντιστοιχεί προς το έτος 1616 µ. Χ. (Παπαδάκης 1980, 5). Θεωρείται βέβαιο ότι η Μονή του Αγίου Πνεύµατος υπήρχε στην Επαρχία του Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης κατά το έτος 1658 µ. Χ., επειδή αναφέρεται σε τουρκικό έγγραφο του έτους αυτού, στο οποίο µνηµονεύεται ο Ηγούµενος της Μονής παπά Ιφάκης (διάβαζε Ακάκιος), αναφέρονται Μοναχοί της Μονής, βοσκοί και ποίµνια αυτής (Σταυρινίδης Α΄, 1975, 36. Σπανάκης Α΄, 1991, 78-79). Καθολικό της Μονής (πίν. 16-17) Στο κέντρο περίπου του µοναστηριακού συγκροτήµατος υψώνεται το Καθολικό. Πρόκειται για δίκλιτο ή διµάρτυρο ναό, ήτοι:
Α) Βόρειο κλίτος: Άγιο Πνεύµα (Αγία Τριάς) Αρχικά κτίσθηκε στη θέση αυτήν ένα µετρίων διατάσεων µονόχωρο οικοδόµηµα, το οποίο εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη και καλύπτεται µε κτιστή καµάρα και κοίλα κεραµίδια εξωτερικά. Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται σε µίαν ηµικυκλική αψίδα, στο µέσον της οποίας ανοίγεται ένα µονόλοβο παράθυρο. Στο ανατολικό τµήµα της βορείας πλευράς του κυρίως ναού ανοίγεται ένα παράθυρο. Στο µέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος. Ο ναός είναι κτισµένος από αργολιθοδοµή και ισχυρό ασβεστοκονίαµα και είναι εσωτερικά και εξωτερικά επιχρισµένος29. Κατά την διάρκεια των τελευταίων εργασιών στερέωσης και αποκατάστασης του ναού αυτού, οι οποίες έγιναν αρχικά από την 13η και µετά από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, απεκαλύφθησαν στο δυτικό τµήµα της βορείας εσωτερικής πλευράς του κυρίως ναού λείψανα παλαιών τοιχογραφιών, πιθανώς του 14ου αι. µ.Χ.30 Β) Νότιο κλίτος: Άγιος Νικόλαος Σε µια δεύτερη οικοδοµική περίοδο ανηγέρθη το νότιο κλίτος, το 29 Η οροφή του ναού είχε καταπέσει και επί δεκαετίες το οικοδόµηµα ήτο ερείπιο. 30 Ο ναός αυτός δεν συµπεριλαµβάνεται στους γνωστούς καταλόγους των τοιχογραφηµένων ναών της Κρήτης του G. Gerola, των G. Gerola - Κ. Λασσιθιωτάκη και του Θ. Στ. Πελαντάκη.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
417
οποίον είναι αφιερωµένον στον ΄Αγιο Νικόλαο, Αρχιεπίσκοπον Μύρων της Λυκίας της Μικράς Ασίας. Πρόκειται, επίσης, για ορθογωνίου κατόψεως οικοδόµηµα, το οποίον καλύπτεται µε κτιστή καµάρα. Εξωτερικά η οροφή φέρει κοίλα κεραµίδια. Η ανατολική αυτού πλευρά περατούται σε µίαν ηµικυκλική αψίδα, στο µέσον της οποίας ανοίγεται ένα µονόλοβο παράθυρο. Στο ανατολικό τµήµα της νοτίας πλευράς του κυρίως ναού ανοίγεται ένα παράθυρο. Στο µέσον της δυτικής πλευράς του ναού ανοίγεται η είσοδος. Νάρθηκας ∆υτικά και των δύο κλιτών του ναού και σε µία τρίτη οικοδοµική περίοδο, προσετέθηκε κοινός και για τα δύο κλίτη νάρθηκας. Αυτός φέρει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη και καλύπτεται µε οριζόντια ξύλινη στέγη και πλάκα από οπλισµένο σκυρόδεµα, ενώ αρχικά έφερε δώµα από άργιλο. Στο µέσον της δυτικής αυτού πλευράς ανοίγεται η είσοδος και εκατέρωθεν αυτής ανά ένα παράθυρο.
Κρήνη Τουρκοκρατίας (πίν. 18) ∆υτικά του Καθολικού, και σε µικρή απόσταση από αυτό, κείται η Κρήνη της Μονής. Η κυρία όψη αυτής (ανατολική) είναι κτισµένη από λιθοπλίνθους από σιτόχρου πωρόλιθο και κατά το ισόδοµο σύστηµα. Η όλη όψη αυτής χαρακτηρίζεται από λιτότητα. Ως διάκοσµο φέρει άνω µεν εξέχον γείσον, κάτω δε κυµάτιον. Στο κάτω τµήµα αυτής από δύο κρουνούς, µε εξέχουσες προχοές, ρέει το ύδωρ σε ορθογωνίου σχήµατος δεξαµενή (γούρνα), κατασκευασµένη από εγχώριο ασβεστόλιθο. Στην κυρία όψη αυτής, και στο µέσον της, φέρει ισοσκελή, ανάγλυφο σταυρό. Η Κρήνη αυτή προέρχεται πιθανώς από το β΄ µισό του 18ου ή τις αρχές του 19ου αι. 8. ΣΠΗΛΙ, Οικισµός - Νερόµυλοι
Οικισµός ΝΑ. της πόλεως του Ρεθύµνου και σε απόσταση 30 χλµ. από αυτήν, στις δυτικές παρυφές του όρους Κέδρος (υψόµ. 1777 µ.) ευρίσκεται το
418
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Σπήλι (υψόµ. 430 µ., κάτοικοι περίπου 800). Ο Ρεθύµνιος ∆ηµοδιδάσκαλος Εµµανουήλ Λαµπρινάκης αναφέρει σχετικά µε τον οικισµό τα εξής: «Σπήλι: Κώµη κατάρρυτος επί λεκανοπεδίου καταφύτου εξ ελαιώνων, υπό τους πρόποδες του βουνού Βορίζει (Βορίζης, ο), διακλάδωση του Κεδρίου όρους. Γι’ αυτό η κωµόπολις παρουσιάζει θέαν σπηλαιώδη, όθεν και το όνοµα» (Λαµπρινάκης 1890, 64). Κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας ήσαν περισσότεροι οικισµοί στη θέση αυτή. Το έτος 1577 µ.Χ. αναφέρεται από τον Fr. Barozzi (7o 27 r) «Spili Epodhes» (=Πώδε Σπήλι) και «Spili Pera» (=Πέρα Σπήλι), από τον Καστροφύλακα (Κ 172) «Spili» µε 51 κατοίκους, (Κ 176) «Peraspili» µε 65 κατοίκους, το 1583, (Κ 184) «Spili di Muazzo» µε 103 οφειλόµενες αγγαρείες και «Spili Sanguinazzo» µε 33 οφειλόµενες αγγαρείες. Από τον Βασιλικάτα αναφέρεται «Spili Sangunosi» και «Spili di Mudazzo» το 1630 (Σπανάκης V, 1969, 130). Στην τουρκική απογραφή του έτους 1659 αναφέρεται «Ispili» µε 20 σπίτια (Σταυρινίδης 1970, 129). Το έτος 1670 αναφέρεται ως «Ispili» µε 62 οικογένειες (Mπαλτά - Oguz 2007, 477-479). Στην αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 αναφέρεται «Speli», µαζί µε τους οικισµούς της περιοχής µε 50 χριστιανικές και 188 τουρκικές οικογένειες. (Pashley II, 1837, 313). Το 1881 αναφέρεται «Σπήλι», έδρα του ∆ήµου Λάµπης µε 548 χριστιανούς και 54 µουσουλµάνους κατοίκους. Με φιρµάνι του έτους 1648 τα χωριά: Σπήλι, Μέλαµπες, Μέρωνας, Γενή και Καλογέρου είχαν κηρυχθεί βακουφικά και οι πρόσοδοι από αυτά εχρησίµευαν για τη συντήρηση του αυτοκρατορικού Τεµένους «Σουλτάν Ιµπραχίµ» στο Ρέθυµνο (Σταυρινίδης 1948,1948, 549. Σπανάκης Α΄, 1991, 732-733. Χαρακτηριστικό του Σπηλίου είναι το άφθονο νερό της Κεφαλόβρυσης, που από τη δεκαετία του 1960 τρέχει από στόµατα λιονταριών. Νερόµυλοι Οι άνθρωποι από πολύ ενωρίς εχρησιµοποίησαν τη δύναµη του ηλίου, του ανέµου και του νερού για την εξυπηρέτηση ορισµένων αναγκών των. Ο ήλιος εχρησιµοποιείτο για το στέγνωµα ρούχων και για την αποξήρανση και διατήρηση τροφίµων. Το ιστίο για τα πλοία είναι γνωστό από την προϊστορική εποχή. Η δύναµη του νερού και η αξιοποίησή της έγιναν, επίσης, γνωστά από πολύ ενωρίς.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
419
Φαίνεται ότι τουλάχιστον από τη Ρωµαϊκή Εποχή χρησιµοποιήθηκε η δύναµη του ανέµου και του νερού για την κίνηση ανεµόµυλων και νερόµυλων, προκειµένου να καταστεί δυνατή η άλεση δηµητριακών και η παρασκευή αλεύρου. Σε προγενέστερες εποχές τα δηµητριακά τα άλεθαν αρχικά σε τριβεία ή ιγδία και αργότερα σε χειρόµυλους31. Κατά τη Βυζαντινή εποχή, την περίοδο της Βενετοκρατίας32 και της Τουρκοκρατίας ήσαν ευρύτατα διαδεδοµένοι, τόσον οι ανεµόµυλοι, όσον και οι νερόµυλοι, για το άλεσµα δηµητριακών33, για το άλεσµα ελαιοκάρπου και για ρασοτριβή34. Μύλοι της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας διατηρούνται µέχρι σήµερα. Σε αυτούς δε αναφέρονται συχνά και φιλολογικές πηγές της εποχής εκείνης. Ν∆. του κέντρου του Σπηλίου, στη θέση «Καλόπαπας», υπάρχουν τέσσερεις νερόµυλοι (Μαραγκάκης 1996, 7 κ. ε.), διατεταγµένοι κατά σειράν και από επάνω προς τα κάτω, για να κινούνται µε το ίδιο νερό. Ειδικότερα (από Α. προς ∆.): 31 Ο χειρόµυλος ήτο σε ευρεία χρήση στα χωριά της Κρήτης µέχρι και τα µέσα του 20ου αι. Και σήµερα χρησιµοποιείται ο χειρόµυλος στην Κρήτη για το άλεσµα σιταριού, προκειµένου αυτό να χρησιµοποιηθεί για την παρασκευή ορισµένων εδεσµάτων. 32 Στο Μανδράκι της Ρόδου διατηρούνται τρεις ανεµόµυλοι, οι οποίοι προέρχονται από την εποχή των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου (1310-1522 µ.Χ.) και αποτελούν χαρακτηριστικά µεσαιωνικά µνηµεία της Ρόδου. Ένας από αυτούς επισκευάσθηκε τελευταία από την 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, αποκατεστάθηκε ο µηχανισµός του και λειτουργεί µέχρι σήµερα, αλέθοντας δηµητριακά. Ο ανεµόµυλος αυτός είναι επισκέψιµος ως αξιοθέατο µνηµείο. 33 Στο Αποδούλου Αµαρίου και Β∆. του οικισµού, σε απόσταση ένα χλµ. περίπου από αυτόν, στη θέση «Μύλοι, οι», διατηρούνται τα λείψανα τουλάχιστον δύο νερόµυλων. Αυτοί εκινούντο µε τα νερά της πηγής «Βρυσίδας», άλεθαν δηµητριακά και εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των οικισµών της περιοχής: Αποδούλου, Νίθαυρης, Αγίου Ιωάννου Χλιαρού και Αγίας Παρασκευής Αµαρίου. Οι µύλοι αυτοί φαίνεται να ευρίσκοντο σε λειτουργία επί Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας. Αργότερα και µέχρι το 1960 περίπου, οι κάτοικοι του Αποδούλου, προκειµένου να αλέσουν τα δηµητριακά τους, µετέβαιναν, είτε στο νερόµυλο που ευρίσκετο στον οικισµό Κλήµα (πλησίον του Τυµπακίου), είτε στον νερόµυλο του Μανουρά, ο οποίος ήταν µεταξύ Αγίου Ιωάννου Χλιαρού και του οικισµού Χωρ(ι)δάκι Αµαρίου και ο οποίος διατηρείται µέχρι σήµερα, αν και εγκαταλελειµµένος από πολλά χρόνια. 34 Λέγοντας ρασοτριβή εννοούµε την ύπαρξη ειδικών εργαστηρίων, τα οποία εκινούντο µε τη δύναµη του νερού και όπου εγίνετο η κατεργασία µαλλιών προβάτων και αιγών, τα οποία προορίζοντο για την κατασκευή ενδυµάτων διαφόρων τύπων και κλινοσκεπασµάτων. Συνήθως, από τις ρασές κατασκεύαζαν αλεξιβρόχια (κάπες ή καπότα, κατά την κρητική διάλεκτο), αλλά και άλλα ενδύµατα.
420
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Μύλος Α: Λουκάκη ∆ιατηρείται ακέραιος και ήτο σε χρήση µέχρι περίπου το 1970. Άλεθε δηµητριακά. Μύλος Β: Αυγενάκη Ι ∆ιατηρείται σε µέτρια σχετικά κατάσταση, µε όλο σχεδόν τον εξοπλισµό του. Άλεθε δηµητριακά και ελειτούργησε και ως ελαιοτριβείο. Μύλος Γ: Αυγενάκη ΙΙ Ο µύλος αυτός είναι σήµερα ερειπωµένος. ΄Οταν ήτο σε λειτουργία, άλεθε δηµητριακά. Μύλος ∆: ∆ουλγεράκη Ο µύλος αυτός άλεθε δηµητριακά και ελειτούργησε και για τη ρασοτριβή. Στη συνέχεια θα γίνει ειδικότερα λόγος για τον Μύλο Α, Λουκάκη και για τον Μύλο Β, Αυγενάκη Ι.
ΜΥΛΟΣ Α: ΛΟΥΚΑΚΗ (πίν. 19-21) Πρόκειται για τον πρώτο µύλο, ο οποίος ευρίσκεται στο υψηλότερο σηµείο. Όλοι οι µύλοι του Σπηλίου εκινούντο µε τη δύναµη του νερού, που ήρχετο µε φυσική ροή από την πηγή «Κεφαλοβρύση, η», που απέχει περί τα 200 µ. από αυτούς. Το νερό αυτό εκινούσε το Μύλο Α, στη συνέχεια τους Μύλους Β, Γ και ∆, οι οποίοι κείνται σε χαµηλότερα επίπεδα. Ακολούθως ήρχετο στα ∆αριβιανά, όπου εκινούσε έναν µύλο, κατόπιν στο Μιξόρρουµα (Πελαντάκης 1980 β, 52), όπου έθετε σε κίνηση τρεις µύλους και, τέλος, στο Φραττί35, όπου εκινούσε έναν µύλο, ο οποίος προορίζετο για ρασοτριβή36. Ο Μύλος Α κείται νότια του κέντρου του οικισµού του Σπηλίου και σε απόσταση 200 µ. περίπου από αυτό, ΝΑ. του ∆ηµαρχείου και κάτω από το ∆ηµοτικό Σχολείο, αριστερά του δρόµου ∆ηµαρχείου - Μύλων37.
35 Ευχαριστώ θερµά και από τη θέση αυτή τον κ. Αντώνιο Γεωργίου Λουκάκη (1926), ο οποίος υπήρξε ο τελευταίος µυλωνάς του µύλου Α και ο οποίος µε υπεδέχθη µε φιλόφρονα διάθεση και είχε την ευγενή καλοσύνη να µε ξεναγήσει την ∆ευτέρα, 30/6/2008 στο µύλο αυτόν και να µε κατατοπίσει λεπτοµερώς, σχετικά µε τα εξαρτήµατα και τη λειτουργία του µύλου. Μυλωνάς ήταν επίσης ο παππούς του Πέτρος Λουκάκης (1860-1940) και ο πατέρας του Γεώργιος Πέτρου Λουκάκης (1899-1983). 36 Οι πληροφορίες οφείλονται στον κ. Αντώνιο Γ. Λουκάκη. 37 Στο Σπήλι ελειτούργει στις αρχές του 20ου αι. Ηµιγυµνάσιο. Σε αυτό εφοιτούσαν µαθητές από χωριά της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και Αµαρίου. Μαθητής χωριού
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
421
Αποτελείται από µεγάλο ισόγειο χώρο, ο οποίος έχει το σχήµα Γ, πλάγια τοποθετηµένο. Στο βόρειο τµήµα της δυτικής πλευράς του οικοδοµήµατος ανοίγεται η είσοδος. Αρχικά το οικοδόµηµα εκαλύπτετο µε ξύλινη, οριζόντια στέγη (δοκάρια-πέτσωµα) και άργιλο (λεπίδα). Μετά το έτος 1950 η τοιχοποιία υπερυψώθηκε και η ξύλινη οροφή αντικαταστάθηκε µε πλάκα από οπλισµένο σκυρόδεµα. Στη ΒΑ. γωνία του µύλου ανοίγεται ένα µικρό παράθυρο. Στη θέση αυτή ευρίσκετο κτιστό θρανίο (πεζούλι), το οποίο εχρησίµευε ως κλίνη για να κοιµάται ο µυλωνάς και να αναπαύεται όταν ευκαιρούσε38. Ο µύλος άλεθε συνήθως επί εικοσιτετραώρου βάσεως και ο µυλωνάς εύρισκε ελάχιστο χρόνο για ανάπαυση και ύπνο, εάν δεν είχε κάποιο βοηθό, ο οποίος θα µπορούσε να τον αντικαταστήσει. Η απόδοση του µύλου ήτο περίπου εκατό (100) οκάδες δηµητριακά την ηµέρα. Ο µυλωνάς έπαιρνε ως «αξάϊ» ή «αξάγι» 5% (από είκοσι µία) για το άλεσµα39. Τα δηµητριακά προσεκοµίζοντο σε σακκιά ή φάρδους, εζυγίζοντο παρουσία του νοικοκύρη, αφαιρείτο το 5 % για τα αλεστικά και, στη συνέχεια, τα σακκιά ετοποθετούντο µε τη σειρά σε πεζούλα, η οποία ήταν σε επαφή µε την ανατολική εσωτερική πλευρά του µύλου και βόρεια της θέσεως, όπου ευρίσκοντο οι µυλόπετρες και η αλευροδόχη40. Το άλετης Επαρχίας Αµαρίου ο οποίος εφοίτησε στο Ηµιγυµνάσιο του Σπηλίου περί τα έτη 1916-1918 και ο οποίος δεν διεκρίνετο για την επιµέλειά του, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στο χωριό του. Τότε ένας οµοχώριός του, ο οποίος διεκρίνετο για το καυστικό χιούµορ του, συνέταξε γι’ αυτόν το εξής δίστιχο: «Και εις το Σπήλι µαθητής, εγύριζε στσοι Μύλους και εκράθειε και ένα ψάλιδο και εκούρευγε τσοι σκύλους!». Από το δίστιχο αυτό συµπεραίνεται ότι οι µύλοι του Σπηλίου απετέλουν τότε, µεταξύ άλλων, και χώρους όπου εσύχναζαν διάφοροι άνθρωποι και επικοινωνούσαν µεταξύ τους. 38 Ο Ευάγγελος Παπανούτσος, γνωστός στοχαστής, παιδαγωγός και συγγραφέας, αναφέρει ενδεικτικά για τις υποσυνείδητες διεργασίες της ψυχής του ανθρώπου, ότι ο µυλωνάς, από διαίσθηση εξυπνούσε αµέσως, µόλις κάτι δεν επήγαινε καλά στη λειτουργία του µύλου ή υπήρχε διαφοροποίηση στον ήχο που έβγαζαν γυρίζοντας οι µυλόπετρες και η φτερωτή (Μαραγκάκης, 1996, 72). 39 Η πληροφορία οφείλεται στον κ. Αντώνιο Γ. Λουκάκη, τελευταίο µυλωνά του Μύλου Α, Λουκάκη. Σύµφωνα µε άλλες πληροφορίες το ποσοστό, το οποίο ελάµβανε ο µύλος για το άλεσµα ανήρχετο στο 10% ή 15% (Μαραγκάκης, 1996, 82). 40 Υπάρχει η λαϊκή παροιµία: «Πέντε µποτικοί στην αλευροδόχη, όποιος πιαστεί θα πλερώσει».
422
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
σµα των δηµητριακών (σιτάρι, κριθάρι, µιγάδι, βρώµη), αλλά ενίοτε και οσπρίων (όροβος, ρόβι) γινόταν µε τη σειρά41. Εάν κάποιος ήτο πολύ βιαστικός και είχε σοβαρό λόγο42, ήτο δυνατόν να γίνει εξαίρεση και να αλέσει εκτός σειράς ή να σταλεί σε άλλον µύλον της περιοχής ή αλλού43. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσµίου πολέµου (1940-1944) τα ηλεκτροκίνητα ή πετρελαιοκίνητα εργοστάσια – αλευρόµυλοι του Νοµού Ρεθύµνης δεν εδούλευαν, λόγω ελλείψεως καυσίµων. Γι’ αυτό ο κόσµος κατέφευγε στους νερόµυλους, που εκινούντο µε νερό (δωρεάν ενέργεια και επί πλέον φιλική προς το περιβάλλον)44. Στον Μύλο Α, του Λουκάκη, στο Σπήλι, ο χρόνος αναµονής τότε, λόγω µεγάλης προσελεύσεως 41 Επίσης υπάρχει η γνωστή λαϊκή, έµµετρη παροιµία: «Αν είσαι και παπάς, µε την αράδα σου θα πας». 42 Όπως π.χ. στην περίπτωση θανάτου µέλους της οικογένειας του ενδιαφεροµένου, οπότε έπρεπε να αλεσθεί αµέσως το σιτάρι, προκειµένου να ετοιµασθεί εγκαίρως το ψωµί, το λεγόµενο «ζεστό», το οποίο εµοιράζετο µετά την ταφή του νεκρού στους παρευρισκοµένους. Το έθιµο αυτό είναι αρχαιότατο και συνεχίζεται µέχρι σήµερα, µόνο που τώρα το ψωµί δεν ζυµώνεται στο σπίτι και δεν ψήνεται στον ξυλόφουρνο, αλλά παραγγέλλεται στο Αρτοποιείο και έρχεται έτοιµο. 43 Γι’ αυτό ελέγετο και το εξής δίστιχο: «Αν έχεις ανάγκη από ψωµί, να πας στην ΄Αη Λευτέρα, µα επαέ δεν σ’ αλέθοµε, αν κάτσεις κι’ όλη µέρα». «Άη Λευτέρα» ήτο η «Αγιά Ελευθερώτρια», ήτοι η Παναγιά Ελευθερώτρια, Ζωοδόχος Πηγή, ναός και περιοχή, που είχε µύλο και µπορούσε να αλέσει κανείς δηµητριακά. 44 Ο γράφων, σε ηλικία πέντε ετών, καβάλα στα καπούλια του γαϊδάρου της οικογενείας του, ανεχώρησε από το χωριό του, το Αποδούλου – Αµαρίου, µαζί µε µια θεία του, από την πλευρά του πατέρα του, την Ανεζίνα ή Ζιζίνα Νικ. Βολανάκη (1895-1964), προκειµένου να µεταβούν στον πλησιέστερο νερόµυλο και να αλέσουν σιτάρι. Με ένα γαϊδούρι φορτωµένο δύο µιγόµια δηµητριακά µετέβησαν στο µύλο του Μανουρά, ο οποίος έκειτο πλησίον της καµάρας του Μανουρά, µεταξύ των οικισµών: Αγίου Ιωάννου Χλιαρού και Χωρ(ι)δάκι Αµαρίου, για να αλέσουν. Υπήρχε πολύς κόσµος εκεί και όλοι περίµεναν υποµονητικά να έλθει η σειρά τους. Ο γράφων ενθυµείται αµυδρά (επειδή του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση): 1) Τον ποταµό και την καµάρα του Μανουρά, 2) µια τεχνητή λίµνη, όπου συνεκεντρώνετο το νερό του ποταµού και µε το Λιγάτο ήρχετο στο µύλο, 3) τη φτερωτή που γύριζε µε τη δύναµη του νερού, 4 ) το µυλωνά, µέσης ηλικίας άτοµο, κατάλευκο από το αλεύρι, ο οποίος είχε την ευθύνη της λειτουργίας του µύλου. Ονοµάζετο Καπαρός και κατήγετο από τον οικισµό του Αγίου Ιωάννου Χλιαρού Αµαρίου. Το άλεσµα µας ολοκληρώθηκε το βράδυ και νύχτα επιστρέψαµε στο Αποδούλου υπό σιγανή, φθινοπωρινή βροχή. Ο νερόµυλος του Μανουρά, εγκαταλελειµµένος από δεκαετίες, διατηρείται µέχρι σήµερα.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
423
των ενδιαφεροµένων, έφθανε και τις οκτώ (8) ηµέρες45. Ως κινητήριος δύναµη του µύλου εχρησίµευε το νερό της πηγής Κεφαλοβρύση. Ήταν άφθονο, γι’ αυτό όλοι οι µύλοι του Σπηλίου άλεθαν «απ’ αύλακα», δηλαδή χωρίς να στερνιάζεται το νερό για να γίνει πολύ και µε την πτώση του στο «πηγάδι» να κινεί τη φτερωτή του µύλου. Τούτο ήρχετο µε αυλάκι ή καταπότη µέχρι την περιοχή η οποία ονοµάζεται «στου Καλόπαπα». Με οριζόντιο αυλάκι µήκους περίπου 20,00 µ., το οποίο ονοµάζετο και «Λιγάτο, το» έφθανε στο «πηγάδι» του µύλου. Πρόκειται για κυλινδρική κατασκευή, ύψους 10,00 µ., εσωτ. διαµ. 0,50 µ. περίπου, µε κάθετη κατεύθυνση και ελαφρά διαγώνια φορά46. Το «πηγάδι» εγέµιζε νερό και στο κάτω άκρο αυτού ευρίσκετο η σιφουνοµάνα, στην οποία εστερεώνετο το «σιφούνι», κατασκευασµένο από ξύλο πλατάνου, κυλινδρικού σχήµατος (εξωτ. διαµ. 0,15 και ύψους 0,12, εσωτερική διάµετρος: στην άνω επιφάνεια αυτού 0,12 και στην κάτω επιφάνεια 0,05 µ.). Το νερό περνούσε από το σιφούνι και εκινούσε τη φτερωτή του µύλου. Πρόκειται για το πλέον ευαίσθητο και πλέον σηµαντικό σηµείο του νερόµυλου, από την καλή ρύθµιση και λειτουργία του οποίου εξαρτάται η λειτουργία του νερόµυλου.
Α΄) Ζουριό, το Όλο το υπόγειο τµήµα του µύλου ονοµάζεται «Ζουριδιό» ή «Ζουριό, το». Ευρίσκεται κάτω από το δάπεδο του αλευρόµυλου και περιλαµβάνει διάφορα εξαρτήµατα και κατασκευές. ∆ιάδροµος υπόγειος, µε είσοδο από το µέσον περίπου της δυτικής εξωτερικής πλευράς του µύλου (µήκους περίπου 6,00, πλάτους περίπου 1,50 και ύψους 1,60µ.), οδηγεί στο Ζουριό ή Ζουριδιό. Εκεί ευρίσκονται τα εξής εξαρτήµατα του µύλου: 1) Φτερωτή, η: Η φτερωτή είναι κατασκευασµένη από µετάλλινο (σιδερένιο) σκελετό και φέρει ξύλινα φτερά σε κυκλικού σχήµατος, επίσης µετάλλινο, δίσκο (διαµ. 1,30 µ.), ο οποίος είναι οριζόντια τοποθε-
45 Πληροφορία Αντωνίου Γεωργίου Λουκάκη, µυλωνά µέχρι περίπου το 1970 στον µύλο Α, του Λουκάκη στο Σπήλι. 46 Ένα πηγάδι γεµάτο νερό, ανεξαρτήτως διαµέτρου, δίδει πίεση µιας ατµόσφαιρας. Μαραγκάκης 1996, 65.
424
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
τηµένος και περιστρέφεται µε τη δύναµη του νερού που έρχεται από το πηγάδι, διοχετεύεται µέσω του σιφουνιού και πέφτει µε δύναµη σε αυτήν. Η κίνηση της φτερωτής είναι αριστερόστροφη, ήτοι κινείται αντίθετα προς τη φορά των δεικτών του ωρολογίου. Ο άξονας της φτερωτής είναι κάθετος (ύψους περίπου 1,80 µ.) και µεταβιβάζει µε γρανάζια την κίνησή της στην επάνω µυλόπετρα ή πανωµύλι. Τα ξύλινα τµήµατα της φτερωτής είναι από δρυ, πρινάρι ή µουριά.
2) Τραπεζέ, η: Η τραπεζέ είναι ένα ξύλινο επίµηκες δοκάρι ορθογωνίου διατοµής (µήκους 2,00, πλάτους 0,30 και πάχους 0,20 µ. περίπου), από ξύλο δρυός ή πριναριού. Η τραπεζέ είναι τοποθετηµένη οριζοντίως κάτω από τη φτερωτή. Το ένα άκρο της τραπεζές είναι σταθερό και το άλλο όχι. Στο µέσον αυτής υπάρχει η πλάκα, στο κέντρο της οποίας στηρίζεται ο κάθετος άξονας της φτερωτής. 3) Πλάκα, η: Η πλάκα αποτελείται από ατσάλι και είναι σχήµατος τετραγώνου (διαστ. 0,20 Χ 0,20 και πάχους 0,01 µ. περίπου). Αυτή είναι στερεωµένη στο µέσον της τραπεζές και φέρει στο κέντρο κυκλικού σχήµατος εµβάθυνση, εντός της οποίας εισέρχεται το κάτω άκρο του µετάλλινου άξονα της φτερωτής του µύλου. 4) Βεργοσάνιδο, το: Πρόκειται για ξύλινο µοχλό, ο οποίος κείται βόρεια της φτερωτής και είναι στερεωµένος στο βόρειο τµήµα της τραπεζές. Χρησιµεύει για να θέτει σε κίνηση το µύλο ή να τον ακινητοποιεί.
5) Ανεβάτης, ο: Ο ανεβάτης είναι ένας ξύλινος µοχλός, στερεωµένος στη νότια πλευρά της τραπεζές, για να κανονίζει τις στροφές της µυλόπετρας (πανωµύλι) και την ποιότητα του αλεύρου (ψιλό-χοντρό).
Β΄) Ο κυρίως µύλος (ισόγειος χώρος του µύλου) Στο ισόγειο του µύλου και στο κέντρο της ανατολικής εσωτερικής πλευράς του οικοδοµήµατος ευρίσκονται τα εξής: 1) Κατωµύλι, το: Η κάτω µυλόπετρα ή κατωµύλι (διαµ. 1,05 και ύψους 0,20 µ.) κείται στο δάπεδο του ισογείου χώρου του µύλου. Στο κέντρο φέρει κυλινδρικού σχήµατος άνοιγµα, για να διέρχεται ο άξο-
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
425
νας, ο µεταφέρων την κίνηση από τη φτερωτή του µύλου στην άνω µυλόπετρα. Η κάτω µυλόπετρα παραµένει πάντοτε ακίνητος47.
2) Πανωµύλι, το: Η επάνω µυλόπετρα ή πανωµύλι (διαµ. 1,05 και πάχ. 0,20 µ.) φέρει στο µέσον µια κυλινδρική οπή (διαµ. 0,12 µ.) από την οποία διέρχεται ο άξονας, ο οποίος µεταφέρει σε αυτήν την κίνηση από τη φτερωτή. Στο άνω µέρος της οπής αυτής κείται η χελιδόνα.
3) Χελιδόνα, η: Πρόκειται για ορθογωνίου σχήµατος µεταλλικό εξάρτηµα (µήκους 0,10, πλάτ. 0,04 και πάχ. 0,01 µ. περίπου), το οποίο είναι οριζόντια τοποθετηµένο και ενώνεται µε την άνω απόληξη του άξονα της φτερωτής. Είναι στερεωµένο στο κέντρο της άνω επιφάνειας της επάνω µυλόπετρας και µεταδίδει την κίνηση της φτερωτής σε αυτήν. Οι µυλόπετρες - άνω και κάτω - είναι κατασκευασµένες από ειδικό σκληρό και πορώδες ηφαιστειακό πέτρωµα, προερχόµενο από την νήσο Μήλο των Κυκλάδων. Τούτο µετεφέρετο σε τεµάχια, αυτά συνεδέοντο µεταξύ τους, ενώνοντο, εστερεώνοντο µε µετάλλινες λάµες-στεφάνια και εχρησιµοποιούντο για το άλεσµα των δηµητριακών. Ανά εικοσιτετράωρο ο µυλωνάς µε ειδικό σφυρί µετάλλινο, «το µυλοκόπι» εκτυπούσε και εχάραζε την άνω επιφάνεια της κάτω µυλόπετρας και την κάτω επιφάνεια της άνω µυλόπετρας, για να µπορεί να αλέθει σωστά ο µύλος. 4) Κουβέρτα, η: Η κουβέρτα είναι ξύλινη, κυκλικού ή οκταγωνικού σχήµατος κατασκευή, µε την οποία καλύπτονται οι µυλόπετρες.
5) Κοφινίδα, η: Η κοφινίδα είναι µία ξύλινη κατασκευή σε σχήµα ανεστραµµένης, µε τετράγωνη βάση, κόλουρης πυραµίδας, στην οποία τοποθετούνται οι προς άλεση καρποί, συνήθως δηµητριακά (σιτάρι, κριθάρι, µιγάδι), αλλά και όσπρια και ζωοτροφές (όροβος, ρόβι). Από µικρή οπή, που βρίσκεται στο κάτω µέρος της κοφινίδας, χύνεται το άλεσµα στην οπή, η οποία βρίσκεται στο κέντρο τής άνω µυλόπετρας και αλέθεται, συνθλιβόµενο, µεταξύ της άνω και κάτω µυλόπετρας. 47 Γι’ αυτό επί ατόµων µειωµένης αντιληπτικής ικανότητας ή «βαρυνούσηδων» ελέγετο: «Αυτού ο νους γυρίζει σαν το κατωµύλι του µύλου», ήτοι στερείται ευστροφίας πνεύµατος.
426
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
6) Γούλα, η: Είναι ένα ξύλινο κουτί, προσαρµοσµένο κάτω από την κοφινίδα, το οποίο βοηθά τον καρπό να πέφτει στις δύο µυλόπετρες και να αλέθεται. Υπάρχει ένα µικρό ξύλινο ραβδί, το συρτάρι ή γαργαλιστήρι ή πνιγάρι, το οποίο κτυπά ρυθµικά καθώς ταλαντεύεται σε κάθε στροφή της επάνω µυλόπετρας (Μαραγκάκης 1996, 68).
7) Καυκί ή αξάϊ, το: Πρόκειται για ξύλινο, αβαθές σκεύος (εσωτ.διαµ. 0,15 και βάθ. 0,05 µ. περίπου), το οποίο φέρει µία λαβή στα πλάγια. Αυτό εχρησίµευε για το τράβηγµα του αλευριού από την αλευροδόχη.
8) Αλευροδόχη, η: Η αλευροδόχη είναι µία σκαφοειδής, κτιστή κατασκευή, η οποία σε κάτοψη εµφανίζει σχήµα τραπεζοειδές (διαστάσεις: µήκος 1,10, πλάτος 0,35 και βάθος 0,50 µ. περίπου). Η στενή πλευρά της ευρίσκεται σε επαφή µε την κουβέρτα του µύλου και η πλατειά πλευρά απέναντί της. Στη βάση της κουβέρτας υπάρχει άνοιγµα, από το οποίο εξέρχεται το αλεύρι. Ο µυλωνάς κατά διαστήµατα έσερνε προς τα έξω το αλεύρι, το οποίο ακολούθως ετίθετο στο σάκκο ή σακκί ή φάρδο48, προκειµένου, µετά το πέρας του αλέσµατος, να παραδοθεί στον ιδιοκτήτη του, να φορτωθεί στο υποζύγιο και να µεταφερθεί στο σπίτι49. 48 Οι σάκκοι αυτοί ήσαν συνήθως υφασµένοι στον αργαλειό, ήσαν στέρεοι και προορίζοντο ειδικά για τα σιτηρά και το αλεύρι. 49 Το αλεύρι αποτελούσε πολύτιµη πρώτη ύλη για το νοικοκυριό. Από αυτό, εκτός από το ψωµί, παρεσκευάζοντο µεταξύ άλλων και τα εξής: σπιτίσια µακαρόνια, λαζάνια, πίττες, χαλβάς, χυλός, θολόσταση, κουλουράκια, ξεροτήγανα, λουκουµάδες, τηγανίτες κ.λπ. Οι γονείς µας συνήθιζαν να µας λένε: «Όσα σπίτια έχουν αλεύρι και λάδι είναι πλούσια». Αυτά τα δύο βασικά είδη όταν υπήρχαν αποτελούσαν την στέρεη βάση του νοικοκυριού και εξασφάλιζαν τη διαβίωση των µελών της οικογένειας. Οι άνθρωποι παλαιότερα είχαν λιγότερες απαιτήσεις και ήταν ικανοποιηµένοι, όταν υπήρχαν τα στοιχειώδη, αρκούµενοι σε αυτά. Επίσης, βασικό είδος εθεωρείτο και το κρασί, όµως αυτό µπορούσε και να απουσιάζει από το τραπέζι. Απαραίτητο ήτο κατά τις εορτές και σε διάφορα σηµαντικά γεγονότα της οικογένειας, όπως ήσαν: η βάπτιση, ο γάµος κ.λπ., κατά τη ρήση: «Καί οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου, τοῦ ἱλαρῦναι πρόσωπον ἐν ἐλαίῳ καί ἄρτος καρδίαν ἀνθρώπου στηρίζει» (Ψαλμός 103ος, 15).
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
427
9) Καρέκλα, η: Πρόκειται για ξύλινη, µακρόστενη, σχετικά χαµηλή καρέκλα, µε ράχη (ερεισίνωτο) και χωρίς πλάγια στηρίγµατα για τα χέρια (ερεισίχειρα). Στο εµπρόσθιο τµήµα αυτής υπάρχει κυλινδρικού σχήµατος στέρεο ξύλο, κάθετα τοποθετηµένο, το οποίο στηρίζεται σταθερά στο δάπεδο. Ο µυλωνάς, ο οποίος συχνότατα ήτο υποχρεωµένος να επισκευάζει ξύλινα τµήµατα και εξαρτήµατα του µύλου, χρησιµοποιώντας διάφορα εργαλεία (σάρακας ή πριόνι, σκεπάρνι, τρυπάνι, σφυρί, πλάνια, ξυλοφάς κλπ.) καθόταν στην καρέκλα αυτή και επεσκεύαζε ό,τι ήτο ανάγκη ή κατεσκεύαζε από την αρχή ξύλινα εξαρτήµατα του µύλου. Ποτέ δεν έµενε χωρίς δουλειά ο µυλωνάς στη διάρκεια της άλεσης των καρπών. Αρχικά όλα σχεδόν τα εξαρτήµατα του µύλου ήσαν κατασκευασµένα από ξύλο, ακόµη και τα καρφιά (ξυλόκαρφα). Αργότερα, κατασκευάζονταν από µέταλλο τα εξής: ο άξονας και ο σκελετός της στεφάνης της φτερωτής, η πλάκα και η χελιδόνα. ΜΥΛΟΣ Β: ΑΥΓΕΝΑΚΗ Ι (πίν. 22-24) ∆υτικά του Μύλου Α , Λουκάκη, σε µικρή απόσταση από αυτόν και σε χαµηλότερο επίπεδο, σε περιοχή κατάφυτη από πλατάνια και άλλα δένδρα, αλλά και αναρριχώµενα φυτά, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και κισσός (Helix hedera), εν µέσω κήπων, σε καταπράσινη και πανέµορφη περιοχή, ευρίσκεται ο Μύλος Β, Αυγενάκη Ι, επειδή δυτικότερα και σε µικρή απόσταση από αυτόν κείται ο Μύλος Γ, Αυγενάκη ΙΙ. Πρόκειται για ισόγειο οικοδόµηµα, το οποίο, σε κάτοψη, εµφανίζει σχήµα Γ, πλάγια τοποθετηµένου. ∆ιατηρείται ολόκληρη η τοιχοποιϊα στο αρχικό της ύψος. Έχει καταπέσει µόνο η χωµάτινη οροφή. Επίσης, διατηρούνται τα περισσότερα εξαρτήµατα του µύλου στην αρχική θέση τους. Ο µύλος αποτελείται από το ισόγειο τµήµα αυτού και το υπόγειο ή Ζουργιό ή Ζουριδιό. Α΄) Ισόγειο τµήµα µύλου Πρόκειται για µετρίων διαστάσεων κτίσµα, το οποίο σε κάτοψη εµφανίζει σχήµα Γ (µέγιστο εσωτερικό µήκος 11,40 και µέγιστο εσωτερικό πλάτος 4,90 µ.). Το ισόγειο, αν και φαίνεται να είναι ενιαίο, όµως στην πραγµατικότητα αποτελείται από δύο επιµέρους χώρους, ήτοι:
428
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
ΧΩΡΟΣ Α Ο χώρος Α καταλαµβάνει το βόρειο τµήµα του οικοδοµήµατος. Αυτός εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 6,60Χ4,90 µ.). Στο νότιο τµήµα της δυτικής αυτού πλευράς, η οποία αποτελεί και την κυρία όψη (πρόσοψη) του µύλου, ανοίγεται η είσοδος (πλάτους 1,30 µ.). Στο δυτικό τµήµα της βόρειας αυτού πλευράς ανοίγεται ένα παράθυρο (πλάτους 1,10 µ.). Τούτο εχρησίµευε για να εισέρχεται φως και αέρας στο χώρο Α του µύλου. Στο ανατολικό τµήµα της βόρειας εσωτερικής πλευράς του χώρου αυτού και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται µία ορθογωνίου σχήµατος κόγχη (πλάτους 0,60 και βάθους 0,35 µ.), ώστε να σχηµατίζεται ένα ερµάριο. Σε αυτό ο µυλωνάς εφύλασσε διάφορα χρήσιµα σκεύη, µεταξύ των οποίων συµπεριελαµβάνετο απαραιτήτως µία φιάλη ρακή και ρακοπότηρα50. Στο ανατολικό τµήµα της βόρειας εσωτερικής πλευράς του χώρου Α υπήρχε κτιστό θρανίο (µήκους 2,00, πλάτους 1,20 και ύψους 0,40 µ.). Εχρησίµευε ως κλίνη του µυλωνά. Σε αυτήν µπορούσε να αναπαυτεί ή να κοιµηθεί ο µυλωνάς, αν είχε βοηθό ή αν εύρισκε λίγο χρόνο, πράγµα δύσκολο, επειδή η καλή λειτουργία του µύλου απαιτούσε τη διαρκή παρουσία του µυλωνά51. Στην ανατολική εσωτερική πλευρά του χώρου Α και σε επαφή µε αυτήν υπήρχε κτιστό θρανίο (µήκους 5,00, πλάτους 1,00 και ύψους 0,40 µ. περίπου), επί του οποίου ετοποθετούντο κατά σειρά προτεραιότητας, αριθµηµένα, τα σακιά, τα οποία περιείχαν τα προς άλεση δηµητριακά. Ο χώρος Α εχρησίµευε: για τη διαµονή του µυλωνά, την υποδοχή των επισκεπτών και σε περίπτωση βροχής ή καύσωνα τη διαµονή σε 50 Η καλή λειτουργία του µύλου εξηρτάτο από πολλούς παράγοντες, µεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι εξής: α) Η καλή ποιότητα του αλεύρου, β) Η προσωπικότητα του µυλωνά. Ο µυλωνάς έπρεπε να είναι προσηνής, ευγενής, τίµιος, οµιλητικός, εξυπηρετικός. γ) Η καλή φήµη του µύλου. Γι’ αυτό υπήρχε και η παροιµία: «Ο µύλος µε την ακοή (τον καλό λόγο, την καλή φήµη) αλέθει». 51 Σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στους µύλους του οικισµού Χρωµοναστήρι Ρεθύµνου, η ∆ευτέρα και η Τετάρτη κάθε εβδοµάδας ήσαν ηµέρες αργίας των µύλων, επειδή κατά τις ηµέρες αυτές το νερό διετίθετο για το πότισµα των κήπων και γενικά των αγροτικών καλλιεργειών. Επίσης, ετηρούντο οι µεγάλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Υπήρχε παράδοση ότι την ηµέρα της Υπαπαντής (2. Φεβρουαρίου) οι µύλοι από µόνοι τους εσταµατούσαν επί µίαν ώρα. «Μύλοι αργούνε, σκύλοι αργούνε κι οι γαϊδάροι σκόλην έχουνε».
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
429
αυτόν52, έως ότου αλεσθεί ο καρπός που είχαν φέρει για το ζύγισµα του αλέσµατος, για την προσωρινή αποθήκευση αυτού κ.λπ. Οι τοίχοι του χώρου Α και Β ήσαν κατασκευασµένοι από αργολιθοδοµή και ασβεστοκονίαµα (πάχους 0,60 µ.). Οι εσωτερικές επιφάνειες των τοίχων ήσαν επιχρισµένες, ενώ οι εξωτερικές ήσαν αρµολογηµένες. Εσωτερικά το καθαρό ύψος του ισογείου ήτο 3,30 µ. Τούτο εκαλύπτετο µε οριζόντια, ξύλινη στέγη (δοκάρια - πέτσωµα), καλάµια πλεγµένα, επάνω από τα οποία ήσαν τοποθετηµένοι θάµνοι (αστοιβίδες ή θύµοι) ή βρούλα και επάνω από αυτά υδατοστεγές στρώµα αργίλου. Η στέγη σήµερα δεν διατηρείται. Το δάπεδο αποτελείται από πατηµένο χώµα53.
ΧΩΡΟΣ Β Νότια του προηγουµένου και σε συνέχεια προς αυτόν είναι ο χώρος Β. Αυτός εµφανίζει ορθογωνίου σχήµατος κάτοψη (εσωτ. διαστ. 6,20
52 Οι ενδιαφερόµενοι, οι οποίοι έφεραν µε τα ζώα τα δηµητριακά προς άλεση, και ιδίως οι προερχόµενοι από αποµεµακρυσµένους οικισµούς, συνήθως έφεραν µαζί τους φαγώσιµα, τα οποία κατανάλωναν κατά τον χρόνο της αναµονής. Σε άλλες περιπτώσεις συνέτρωγαν µε το µυλωνά, παρασκευάζοντες από κοινού το γεύµα. Σχετικό είναι και το λαϊκό στιχούργηµα: «Και µιάν ηµέρα µου πενε (ο αφέντης µου) Μανόλη, και Μανόλη, έλα να συµφωνήσοµε σήµερο που ’ναι σκόλη. Εάν και συµφωνήσοµε και κάµοµε παζάρι, Όντε κι αν είναι συννεφιά, δεν πάω στο ζευγάρι. Και θέλω και τη δούλα σου στην πόρτα να ’ν στηµένη Και το µπουκάλι να κρατεί το δούλο ν’ ανηµένει. ……………………………………………….. Μωρέ, Μανόλη, διάβολε, στο µύλο θα σε πέψω κι αυτό το αγκιναρόδαυλο θα σου το µαγερέψω. ………………………………………………….. Βάνει ο µυλωνάς νερό, βάνω κι εγώ το αλεύρι και εκάµαµε ένα πίτταρο και εφάγαµε οι καηµένοι. Μα είχε ο µυλωνάς παιδιά κι εγώ ήµουν µοναχός µου κι ώστε να φάω µια µπουκιά εχάθηκε από µπρος µου. Και ξαναδευτερώνει τη, βάνει και µια στην πλάκα κι έφαγα κι εβοσκήθηκα κι έτρωγα και στη στράτα». Το στιχούργηµα αυτό σχετίζεται µε τη ζωή των ανθρώπων της Κρήτης της εποχής της Βενετοκρατίας, οπότε επεκράτει το φεουδαρχικό σύστηµα. Επίσης, µας δίδει στοιχεία σχετικά µε τη ζωή και τη δραστηριότητα, µε κέντρο τους µύλους, και µας µεταφέρει στην ατµόσφαιρα περασµένων εποχών. 53 Από το γεγονός αυτό προέρχεται και ο όρος «πάτωµα».
430
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Χ 2,80 µ.). Στο νότιο τµήµα της δυτικής αυτού πλευράς ανοίγεται η είσοδος (πλάτους 1,35µ.). Βόρεια αυτής ανοίγεται ένα ορθογωνίου σχήµατος παράθυρο (πλάτους 0,70 µ.). Στο µέσον περίπου της νότιας εσωτερικής πλευράς του χώρου Β και εντός του πάχους του τοίχου ανοίγεται µία ορθογωνίου σχήµατος κόγχη (πλάτους 0,40 και βάθους 0,30 µ.), η οποία εχρησίµευε ως ερµάριο. Το δάπεδο του χώρου αυτού αποτελείται από πατηµένο χώµα και κείται κατά 0,25 µ. περίπου υψηλότερα της στάθµης του δαπέδου του χώρου Α. Ο χώρος Β απετελούσε τον κυρίως χώρο του µύλου. Σε αυτόν ευρίσκοντο τα εξής: 1) Μυλοθεσά, η: Πρόκειται για λίθινο, υπερυψωµένο βάθρο. Περικλείει την κάτω µυλόπετρα, που την κρατεί σταθερά και ακίνητη. Επί της µυλοθεσάς στηρίζεται η κουβέρτα του µύλου. 2) Κατωµύλι, το: Η κάτω µυλόπετρα (διαµ. 1,05 και πάχους 0,20 µ.). 3) Ποδιά, η: Οριζόντια επιφάνεια γύρω από την κουβέρτα (πλάτους 0,25 µ.). 4) Πανωµύλι,το: Η επάνω µυλόπετρα (διαµ. 1,05 και πάχους 0,20 µ.). 5) Κουβέρτα, η: Ξύλινη, κυλινδρική κατασκευή, η οποία καλύπτει τις δύο µυλόπετρες. 6) Κοφινίδα, η: Ξύλινη κατασκευή, σε σχήµα ανεστραµµένης, κολούρου, τετραγωνικής βάσης πυραµίδας, για να δέχεται τον προς άλεση καρπό. 7) Αλευροδόχη, η: Κατασκευή τραπεζοειδούς κατόψεως, κείµενη βόρεια της κουβέρτας (εσωτ. διαστ. 0,50Χ0,40 και βάθους 0,60 µ.), για να δέχεται το αλεύρι. Β) Υπόγειος χώρος του µύλου ή Ζουριό Κάτω από το χώρο Β του µύλου κείται το Ζουριό. Αποτελείται από υπόγειο διάδροµο (µήκους 5,00, πλάτους 1,30 και ύψους 1,70 µ. περίπου), µε κατεύθυνση από ∆. προς Α. και οδηγεί στο χώρο, όπου ευρίσκονται τα εξής: 1) Η τραπεζέ, 2) η φτερωτή (διαµ. δίσκου 1,25µ.), 3) ο ανεβάτης, 4) το βεργοσάνιδο. Ανατολικά της φτερωτής έκειτο: 1) Η σιφουµάνα, 2) το σιφούνι, 3) το πηγάδι µε το νερό, το οποίο διερχόµενο από το σιφούνι έπιπτε µε δύναµη στη φτερωτή και εκινούσε το µύλο.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
431
Ο Μύλος Β, Αυγενάκη Ι., λειτουργούσε για µεγάλο χρονικό διάστηµα, πιθανώς για αιώνες και διέκοψε τη λειτουργία του περί το 197054. Προτελευταίος µυλωνάς ήταν ο Χαράλαµπος Ευαγγέλου Αυγενάκης (19141994) και τελευταίος ο υιός του Γεώργιος Χαρ. Αυγενάκης (1935-) ή «Ράφτης»55. Ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των µύλων, αυτοί ανήκαν είτε σε ένα άτοµο, είτε σε περισσότερα (οικογενειακοί µύλοι). Κατά τους µέσους χρόνους µύλους κατείχαν φεουδάρχες, τους οποίους συνήθως εκµίσθωναν σε άλλους. Πολλές φορές µύλοι ανήκαν σε Μονές ή ναούς56. Σε περίπτωση εκµισθώσεως του µύλου, ο µισθωτής, ο οποίος ήτο κατά κανόνα ο µυλωνάς, διεχειρίζετο αυτόν, πληρώνοντας ένα ορισµένο εκ των προτέρων ποσό σε χρήµα ή σε είδος στον εκµισθωτή. Σε περίπτωση που ο µύλος ανήκε σε πολλούς ιδιοκτήτες, τα καθαρά κέρδη εµοιράζοντο µεταξύ των ιδιοκτητών, ανάλογα µε το ποσοστό ιδιοκτησίας57.
54 Η διακοπή της λειτουργίας των νερόµυλων στην Κρήτη, και σ’ όλη την Ελλάδα γενικότερα, σχετίζεται µε τη λειτουργία των κυλινδρόµυλων και την αλλαγή γενικώς που επήλθε στην παραγωγή και την διάθεση του αλεύρου. Επίσης µε τη µαζική παραγωγή και την διάθεση του άρτου. Οι παλαιοί, παραδοσιακοί τρόποι και στον τοµέα αυτόν µε την πάροδο του χρόνου εγκατελείφθησαν. Και ενώ παλαιότερα κάθε οικογένεια στα χωριά είχε τον ξυλόφουρνό της και εζύµωνε το ψωµί, το οποίο κατανάλωνε, σήµερα το προµηθεύεται από το αρτοποιείο. 55 Θερµότατες ευχαριστίες εκφράζει και από τη θέση αυτή ο γράφων προς τον κ. Γεώργιο Χαρ. Αυγενάκη, για τη φιλόφρονα υποδοχή και την επιτόπια ξενάγηση στο µύλο. Οι σχετικές προς το µύλο, τα εξαρτήµατα αυτού και την όλη λειτουργία του πληροφορίες ήσαν πολύτιµες. Ο κ. Γεώργιος Χαρ. Αυγενάκης έχει σήµερα καφενείο, στο κέντρο του Σπηλίου, κάτω από τη Κεφαλοβρύση. 56 Ιερές Μονές και ενοριακοί ναοί εκτός από νερόµυλους ή ανεµόµυλους είχαν συχνά στην ιδιοκτησία τους και ελαιόµυλους («Φάµπρικες» κατά την λαϊκή ονοµασία), για το άλεσµα του ελαιοκάρπου και την εξαγωγή ελαιολάδου, τόσο για ιδία χρήση, όσο και για την εξυπηρέτηση άλλων παραγωγών, ώστε να αποκοµίζουν και από τη δραστηριότητα αυτήν ένα επιπλέον εισόδηµα. 57 Ο µύλος Α, Λουκάκη, στο Σπήλι, ανήκε παλαιότερα σε δεκατέσσερεις (14) ιδιοκτήτες. Υπολογίζεται ότι αυτός σήµερα θα ανήκει σε περισσότερους, επειδή οι παλαιοί ιδιοκτήτες απεβίωσαν και ο µύλος περιήλθε δικαιωµατικά στους νόµιµους κληρονόµους τους.
432
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
9. ΜΟΝΗ ΠΡΕΒΕΛΗ, Μέγας Ποταµός, Καµάρα (πίν. 25)
Ο Μέγας Ποταµός, που δέχεται τα νερά της κοιλάδας του Αγίου Βασιλείου, µε τα νερά των βροχών, τα οποία δέχεται στη διαδροµή του και µε εκείνα των πηγών του Κουρταλιώτη, που τον εµπλουτίζουν, γινόταν το χειµώνα αδιάβατος. Για το λόγο αυτόν η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Πρέβελη έλαβε την απόφαση να ζεύξει µε γέφυρα το Μεγάλο Ποταµό. ∆ύο εντοιχισµένες πλάκες στην κυρία όψη της γέφυρας (νότια όψη) αναφέρουν, µεταξύ άλλων, ότι το έργο ανέλαβε και έφερε σε πέρας µέσα σε δύο χρόνια ο εµπειροτέχνης Μανουήλ ∆. ∆ρανδάκης ή Τραντάκης, από τον οικισµό Ζουρίδι Ρεθύµνης. Η οικοδοµή άρχισε την 1η Απριλίου 1850 και ετελείωσε το έτος 1852. Οι διαστάσεις της γέφυρας είναι οι εξής: Το µέγιστο ύψος το τόξου της είναι 7,60 µ. , ενώ το µέγιστο άνοιγµα του είναι 13,30 µ. Το στηθαίο της στις βάσεις της γέφυρας είναι υψηλότερο. Το µέσο ύψος αυτού φθάνει τα 0,80 µ. Η γέφυρα έχει επιστρωθεί µε εγχώριους, ακανόνιστους λίθους. Η γέφυρα εστοίχισε στη Μονή Πρέβελη γρόσια πενήντα πέντε χιλιάδες, πεντακόσια είκοσι επτά και παράδες είκοσι επτά, ήτοι «55.527,27» (Χατζηδάκης-Εύδου 2003, 51-57). Επάνω στη γέφυρα ευρίσκονται δύο κτητορικές επιγραφές, ήτοι:
Επιγραφή Α Στο δυτικό τµήµα της νότιας όψης της γέφυρας είναι εντοιχισµένη µία λίθινη πλάκα. Στο άνω τµήµα αυτής υπάρχει ανάγλυφος σταυρός και εκατέρωθεν αυτού η αποτροπαϊκή επιγραφή: «Ι(ΗΣΟΥ)Σ Χ(ΡΙΣΤΟ)Σ / ΝΙ ΚΑ ». Κάτωθεν αυτής υπάρχει η επιγραφή: «ΕΝΤΑΥΘΑ ΦΑΙΝΟΝ / ΤΑΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΚΑΤ Ο / ΝΟΜΑ ΟΣΟΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ Σ / ΗΝΟ∆ΙΑΣ ΕΚΟΠΙΑΣΑΝ / ΚΑΙ Ε∆ΟΥΛΕΥΣΑΝ ΕΝ ΤΗ ΟΙ / ΚΟ∆ΟΜΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΗΣ ΓΕΦΥΡΟΥ. ΠΟΙΗΜΑ Μ. ∆. ∆. / 1850 Α.Α. / ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΘΦΛ ΠΡΣΚ».
Επιγραφή Β Στη νότια όψη της γέφυρας και στο ανατολικό τµήµα της είναι εντοιχισµένη µία λίθινη πλάκα. Στο άνω τµήµα υπάρχει σταυρός και εκατέρωθεν αυτού η αποτροπαϊκή επίκληση:
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
433
«Ι(ΗΣΟΥ)Σ Χ(ΡΙΣΤΟ)Σ / ΝΙ ΚΑ». Κάτωθεν αυτών υπάρχει η επιγραφή: «ΑΩΝ ΑΠ. Α. / ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕ / ΝΕΙΑΣ ΝΙΛΟΥ ΙΕΡΟ / ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΛΗ / ΠΩΝ ΣΥΝΡΟΜΗΤΩΝ / ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΚΑΙ ΣΤΑΥΡΟΠΗ / ΓΙΑΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΠΡΕΒΕΛΗ/ ΙΩΑ. ΑΓΑΛ. ΜΛΧ∆Κ. ΜΕΘ. / ΤΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΙΣΦ / ΣΤΛΝ. ΘΦΛΤ. ΚΑΤΣΟΥ. ΜΑΡΤΙΝ. / ΙΕΡΜ. ΑΘΝ. ΧΡΘ. ΙΩΝΑ, ΠΡΝΗΙΣ. / ΜΑΡΤΙΝ. ΧΣΡΦ. ΜΑΘΙΟ. ΚΩΝ. / ΝΗ∆. ΜΞΙΙΜ. ΣΝΜ. ΜΑΥΘ.»58.
Ήτοι σε µεταγραφή: « αων´ (=1850) Απ(ριλίου) α´. Επί της Ηγουµενείας Ν(ε)ίλου Ιερο´ µονάχου και λοιπών συνδροµητών της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής Πρέβελη: Ιωα(κείµ), Ι(ωά)σ(α)φ, Στ(υ)λ(ια)ν(ού), Θ(εο)φ(υ)λ(άκ)τ(ου) Κάτσου, Μαρτιν(ιανού), Ιερ(ε)µ(ίου), Αθ(α)ν(ασίου), Χρ(υσάν)θ(ου), Ιωνά, Πρ(οπερτη)νι(ανού) (;), Μαρτίν(ου), Χ(ρι)σ(το)φ(ό)ρ(ου), Μα(τ)θ(α)ίο(υ), Κων(σταντίνου), Ν(ικο)δήµου, Σ(υ)µ(εώ)ν, Ματθ(αίου)» Η γέφυρα αυτή διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι σε χρήση µέχρι σήµερα.
58 Μ. Παπαδάκης, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, σ. 16-22.
434
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ
Αρακαδάκη 2003: Μ. Αρακαδάκη,Το «Territorio di Rettimo» προς τα µέσα του 17ου αιώνα. Πληροφορίες από την ΄Εκθεση του Nicola Gualdo (1633). Ανάτυπο από τα Πρακτικά του Συµποσίου «Της Βενετιάς το Ρέθυµνο», Ρέθυµνο 1-2. Νοεµβρίου 2002 (Βενετία 2003), 229-316, εικ. 1-6γ. Bissinger 1995: M. Bissinger, Kreta. Byzantinische Wandmalerei (Muenchen 1995). Boλανάκης 1976: Ι. Βολανάκης, Ο εις Αποδούλου Αµαρίου Βυζαντινός ναός του Αγίου Γεωργίου Ξιφηφόρου. Ανάτυπον από το Β΄ τόµο των Πεπραγµένων του ∆΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ηράκλειον 29/08 – 3/09/1976), τ. Β΄ (Αθήνα 1981), 23-66, πίν. 12-48. Βολανάκης 1982: Ι. Βολανάκης, Το Αποδούλου Αµαρίου Ρεθύµνης και η Ιστορία του (Αθήνα 1982). Βολανάκης 1987: Ι. Βολανάκης, Τα παλαιοχριστιανικά µνηµεία της Κρήτης, περιοδικό «Κρητικά Χρονικά», τ. 27 (Ηράκλειον 1987), 235-261. Cornelius II,1755: Cornelius Flaminius, Creta sacra, έκδοσις J. Baptista Pasquali, Venetiis 1755. Gallas 1983: K. Gallas – K. Wessel – M. Borboudakis, Byzantinisches Kreta (Muenchen 1983). Gerola 1935: G. Gerola, Elenco topografico delle chiese affrescate di Greta (Venezia 1935). Gerola I ,1 1905, - I, 2 1906, - II, 1908, - III,1917, - IV, 1932: G. Gerola, Monumenti Veneti dell’ isola di Creta, τ. I, 1 (Venezia 1905), τ. Ι, 2 (Venezia 1906), τ. II (Venezia 1908), τ. III (Venezia 1917), τ. IV (Venezia 1932). Gerola- Λασσιθιωτάκης 1961: G. Gerola-K. Λασσιθιωτάκης, Τοπογραφικός κατάλογος των τοιχογραφηµένων εκκλησιών της Κρήτης (Ηράκλειον 1961). Μαραγκάκης 1996: Μ. Μαραγκάκης, Οι νερόµυλοι του Ρεθύµνου. Μια ιστορική προσέγγιση της ακµής και παρακµής του προβιοµηχανικού οικισµού. Σε συνεργασία µε τους µαθητές της οµάδας «Τεχνοµάθεια – Μυλοµάθεια», του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου Ρεθύµνου (Ρέθυµνο 1996).
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
435
Λαµπρινάκης 1890: Εµµ. Λαµπρινάκης, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυµνον 1890. Μέλαινα 2008: Ε. Μέλαινα, Περιηγήσεις στην Κρήτη: 1866-1870. Μετάφραση- Εισαγωγή-Σχόλια Ιωάννα Μυλωνάκη, Πανεπιστηµιακές εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειον 2008). Μπαλτά – Oguz: Ευ. Μπαλτά-M.Oguz, Το Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου (Ρέθυµνο 2007). Ξανθουδίδης 1903: Στ. Ξανθουδίδης, Χριστιανικαί Επιγραφαί Κρήτης, περιοδικόν «Αθηνά», τ. 15 (Αθήναι 1903), 49-163. Ξανθουδίδης 1926: Στ. Ξανθουδίδης, Επαρχίαι και πόλεις της Κρήτης, ΕΕΒΣ, τ. Γ΄ (Αθήναι 1926), 34-66. Ξηρουδάκης 1899: Ευ. Ξηρουδάκης, Η κατά την Επισκοπήν Λάµπης και Σφακίων Ιερά Μονή του Αγίου Πνεύµατος Σχολή της Ιεράς Μονής Πρέβελη (Ρέθυµνον 1899). Παπαδάκης 1978: Μιχ. Μ. Παπαδάκης, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη (Αθήνα 1978). Παπαδάκης 1980: Μιχ. Μ. Παπαδάκης, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος, περιοδικό «Προµηθεύς ο Πυρφόρος», τεύχ. 18 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1980), σ. 5 κ.ε. Πελαντάκης 1973: Θ. Στ. Πελαντάκης, Βυζαντινοί ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Νοµού Ρεθύµνης (Ρέθυµνον 1973). Πελαντάκης 1980 α: Θ. Στ. Πελαντάκης, Το Κέντρος και η Κρύα Βρύση. Ανάτυπο από το περιοδικό «Κρητική Εστία», τεύχη 256-259 (Αθήνα 1980), 59-80. Πελαντάκης 1980 β: Θ. Στ. Πελαντάκης, Το όνοµα των χωριών Μιξόρρουµα και Καρήνες, περιοδικό «Ονόµατα», τ. 5 (Αθήναι 1980), σ. 52. Σπανάκης 1958: Στ. Σπανάκης, Στατιστικές ειδήσεις περί Κρήτης του τέλους του 16ου αιώνα, περιοδικό «Κρητικά Χρονικά», ΙΒ΄(Ηράκλειον 1958), 321 κ.ε. Σπανάκης V, 1969: Στ. Σπανάκης, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, περιοδική έκδοση, τ. Ι- VI. Εκθέσεις Γενικών Προβλεπτών των ετών 1589, 1594, 1602, 1629, 1639, 1667.Relazione Franc. Basilicatra (163), τ. V (Ηράκλειο 1969). Σπανάκης Α΄, 1991 –Β΄, 1993 - Στ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, τ. Α΄ (Ηράκλειον 1991), - Β΄ (Ηράκλειο 1993).
436
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Σταυρινίδης 1948: Ν. Σταυρινίδης, Ανδρέας Μηλιώτης, πρώτος «Γραµµατικός της Πόρτας» εν Κρήτη, περιοδικόν «Κρητικά Χρονικά», Β΄ (Ηράκλειον 1948), 546-568. Σταυρινίδης 1970: Ν. Σταυρινίδης, Απογραφικοί πίνακες, περιοδικόν «Κρητικά Χρονικά», ΚΒ΄(Ηράκλειον 1970), 119-132. Σταυρινίδης Α΄, 1975- Β΄, 1976, Γ΄, 1978 –∆΄, 1984 –Ε΄, 1985: Ν. Σ. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων, αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, έκδοση Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, τ. Α΄: 1657-1672 (Ηράκλειον 1975), τ. Β΄: 1672-1694 (Ηράκλειον 1976), τ. Γ ΄: 1694-1715 (Ηράκλειον 1978), τ. ∆΄: 17151752 (Ηράκλειον 1984), τ. Ε΄: 1752-1765 (Ηράκλειον 1985). Στεφανίδης 1959: Β. Στεφανίδης, Εκκλησιαστική Ιστορία απ΄ αρχής µέχρι σήµερον (Αθήναι 1959). Σωτηρίου 1942: Γ. Σωτηρίου, Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία, τ. Α΄ (Αθήναι 1942). Τσιγδινός 1998: Γ. Τσιγδινός, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος στον Κισσό Αγίου Βασιλείου (Ρέθυµνο 1998). Φωτάκης 2008: Γ. Κ. Φωτάκης, Αποδούλου (Ρέθυµνο 2008). Χατζηδάκης –Εύδου 2003: Αρ. Λ. Χατζηδάκης - Ζ. Ι. Εύδου, Τα λίθινα γεφύρια του Νοµού Ρεθύµνου. Αναδροµή στην ιστορία τους και την ιστορία των λίθινων κατασκευών. Έκδοση του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος –Τµήµα δυτικής Κρήτης (Ρέθυµνο 2003). Χουρµούζης –Βυζάντιος 1842: Μ. Χουρµούζης –Βυζάντιος, Κρητικά, Αθήναι 1842. Ψιλάκης 1909: Β. Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης από της απωτάτης αρχαιότητος µέχρι των καθ’ ηµάς χρόνων, τ. 1-3 (Χανιά 1909), Νέα έκδοση.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 1: Γοµαράς, Αστράτηγος, Ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, εξωτερική άποψη από Ν.Α. προς Β.∆.
Εικ. 2: Οµοίως, εξωτερική άποψη από Ν. προς Β.
437
438
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 3: Ναός Αστράτηγου (Γοµαρά) Ιερό Βήµα-Κόγχη: Συλλειτουργών ιεράρχης: Γρηγόριος Θεολόγος
Εικ. 4: Κοξαρέ, «Κουλές», φρούριο Βενετοκρατίας-Τουρκοκρατίας, εσωτερική αυλή, γενική άποψη από Ν.Α. προς Β.∆.
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 5: Κουλές ή φρούριο της Κοξαρές, νότια πτέρυγα, άποψη από Β. προς Ν.
Εικ. 6: Κοξαρέ, Κουλές φρούριο, ναός Αγίου ∆ηµητρίου, νότια εξωτερική όψη
439
440
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 7: Κοξαρέ, Μέγας Ποταµός, Παληοκαµάρα, γενική άποψη
Εικ. 8: Κοξαρέ, Μέγας Ποταµός, Παληοκαµάρα, οδόστρωµα (καλντιρίµι)
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 9: Ακούµια, Πύργος Τουρκοκρατίας, γενική εξωτερική άποψη
Εικ. 10: Οµοίως, γενική εξωτερική άποψη του Πύργου Ακουµίων
441
442
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 11: Βρύσες, Πύργος Βενετοκρατίας-Τουρκοκρατίας, εξωτερική όψη
Εικ. 12: Οµοίως, εξωτερική όψη
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 13: Οµοίως, εσωτερική όψη
Εικ. 14: Κισσός, Κρήνη Τουρκοκρατίας, γενική άποψη
443
444
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 15: Οµοίως, πρόσοψη
Εικ. 16: Κισσός, Άγιον Πνεύµα, Ιερά Μονή: Καθολικό, άποψη από ΝΑ προς Β∆
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 17: Οµοίως, άποψη από Ν∆ προς ΒΑ
Εικ. 18: Οµοίως, Κρήνη, γενική άποψη
445
446
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 19: Σπήλι, Νερόµυλοι, Μύλος Α: Λουκάκη, γενική εξωτερική άποψη
Εικ. 20: Οµοίως, εσωτερική άποψη: Κοφινίδα-Αλευροδόχη
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 21: Οµοίως, Ζουριό: Φτερωτή
Εικ. 22: Σπήλι, Νερόµυλοι, Μύλος Β: Αυγενάκη Ι, εξωτερική άποψη
447
448
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 23: Οµοίως, Μυλόπετρες
Εικ. 24: Οµοίως, Μυλόπετρες
ΚΟΣΜΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΊΟΥ
Εικ. 25: Ιερά Μονή Πρέβελη, Μέγας Ποταµός, Καµάρα, γενική άποψη
Εικ. 26: Φρούριο Κοξαρές (φώτο Κ. Μεσαριτάκη)
449
450
∆Ρ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΗΛ. ΒΟΛΑΝΑΚΗΣ
Εικ. 27: Φρούριο Κοξαρές, βορειοανατολική πλευρά (φώτο Κ. Μεσαριτάκη)
Εικ. 28: Φρούριο Κοξαρές, εσωτερική άποψη (φώτο Κ. Μεσαριτάκη)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
Συντήρηση τοιχογραφιών και κειµηλίων σε µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου
Από το 1981 έως και σήµερα πραγµατοποιούνται από την 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (πρώην 13η) εργασίες συντήρησης σε µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Μ. Ανδριανάκης 1998, σελ. 67-111). Οι εργασίες αυτές αφορούν σωστικές επεµβάσεις και αποκαταστάσεις καµπαναριών (Ροδάκινο, Κισσός και ∆αριβιανά), συντήρηση εικόνων από όλες, σχεδόν, τις ενορίες της επαρχίας, συντήρηση τέµπλων (∆αριβιανά, Μαριού, Λευκόγια, Μύρθιος, Ι. Μ. Πρέβελη), συντήρηση κειµηλίων και οργάνωση µουσείων (όπως αυτά της συλλογής της Ι. Μ. Πρέβελη) και συντήρηση τοιχογραφιών σε διάφορους ναούς (Παναγία στη Λαµπινή, Χριστός στο Σαλβαράδο, Παναγία στη ∆ρύµισκο, Παναγία στο Ντιµπλοχώρι, Αγ. Παρασκευή στις Μέλαµπες, Αγ. Γεώργιο στο Ξυλοµαχαίρι, κ.α.).
Εικόνα Αβραάµ-Μελχισεδέκ από το τέµπλο της Ι. Μ. Πρέβελη (πριν και µετά τη συντήρηση)
Στο κείµενο που ακολουθεί γίνεται σύντοµη αναφορά στις αιτίες διάβρωσης και τους µηχανισµούς της φθοράς και αναφέρονται επιγραµµατικά οι µέθοδοι των επεµβάσεων, που είναι διαφορετικές για κάθε κατηγορία. Προκειµένου τα γραφόµενα να είναι κατανοητά από τους µη ειδικούς, αποφεύγονται -όσο αυτό είναι δυνατόν- οι λεπτοµέρειες
452
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
και οι τεχνικοί όροι και οµαδοποιούνται οι επεµβάσεις σε δύο κατηγορίες, τη συντήρηση των εικόνων, που περιλαµβάνει τον ξύλινο φορέα τους και είναι αντίστοιχη µε αυτή των τέµπλων, και τη συντήρηση των τοιχογραφιών, που είναι παρόµοια µε αυτή των κονιαµάτων. 1) ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ
1.1 Συνδετικά κονιάµατα Ο άνθρωπος προκειµένου να συνδέσει µεταξύ τους διάφορα οικοδοµικά υλικά (Ορλάνδος 1958, τ. Β, σελ. 46-66) και για να προστατέψει, στη συνέχεια ή να διακοσµήσει την επιφάνειά τους, ακολουθώντας τη διαδικασία της ιζηµατογένεσης, δηµιούργησε και τα κονιάµατα. Ο ασβέστης, αυτούσιος ή µε µικρή προσθήκη λεπτόκοκκων αδρανών, σβηµένος πριν αρκετό καιρό, χρησιµοποιήθηκε στη σύνδεση όµορων επιφανειών σε όγκους που εφάρµοζαν απόλυτα µεταξύ τους. Η ιδιότητά του να παραµένει νωπός και εύκαµπτος, όπου απουσιάζει το διοξείδιο του άνθρακα, τον κατέστησε ιδανικό για χρήσεις αντίστοιχες µε αυτές των σηµερινών ελαστοµερών. Για τη µείωση του κόστους των κατασκευών και για πρακτικούς, ωστόσο, λόγους, συνυφασµένους µε τις ιδιότητες των κονιαµάτων στην περίοδο της ενετοκρατίας, επικράτησε η συνήθεια προσθήκης ασβεστιτικών, κυρίως, αδρανών από τοπική ποταµίσια άµµο (Μπακόλας 2002.). Ακόµη πρωιµότερη είναι η χρήση έγχυσης φρεσκοσβησµένου ασβέστη (την ίδια στιγµή) στο γέµισµα κενών, πληρουµένων µε χονδρόκοκκα αδρανή και πέτρες πίσω από αναλειµµατικούς τοίχους ή στο εσωτερικό πεσσών µεγάλης διατοµής (όπως τοιχοδοµές στην Ι.Μ. Πρέβελη αλλά και σε πρωιµότερα µνηµεία της Κρήτης, όπως στην Επισκοπή Μυλοποτάµου (Μ. Τρουλλινός 2002, σελ. 216-218), στη Φορτέτζα Ρεθύµνου, στο µιναρέ της Σπλάντζιας στα Χανιά και στο καµπαναριό της Ι. Μ. Αρκαδίου). Το απλούστερο, καθώς και αρχαιότερο, συνδετικό κονίαµα παραµένει στα λαϊκότερα και τα επαρχιακά κτίσµατα ο πηλός από τοπικά αργιλοχώµατα, υποτυπωδώς κοσκινισµένα, για την επίτευξη της ανάλογης κοκκοδιαβάθµισης (προκειµένου να γίνει η απαιτούµενη πρόσφυση) µε προσθήκη νερού (Ταλιεράδο -Ασκητήρια Μονής Πρέβελη). Κάποιες φορές προστίθεται στο νερό ασβεστόνερο ή µικροποσότητα
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
453
ασβεστοπολτού, ενώ, όπου απαιτείται υδραυλικότητα, το σβήσιµο του ασβέστη γίνεται µέσα σε λάκκους που έχουν πληρωθεί µε διαδοχικές εναλλασσόµενες στρώσεις πάχους 10-15 εκατοστών, άσβεστου ασβέστη και κόκκινου αργιλοχώµατος. Η εκλυόµενη κατά τη σβέση θερµότητα µετατρέπει κάποια από τα αργιλοπυριτικά συστατικά του κοκκινοχώµατος σε ποζολανικά στοιχεία. Παρόµοια περίπτωση είναι η χρήση των λεγοµένων απασβέστων, δηλαδή των αργιλοπιριτικών χωµάτων που γειτνιάζουν σε ασβεστοκάµινο ή αποτελούν παρειές αβεστόλακκου. Τα προηγούµενα κονιάµατα χρησιµοποιούνται, επίσης, στην επικάλυψη του εσωτερικού των δεξαµενών, στις στέρνες, κοίτες και παρειές υδρορροών. Το επίθετο, σε ορισµένους ναούς, «Γαλατάς» υπονοεί τη χρήση γάλακτος ως πρόσµικτου στο ασβεστοκονίαµα για να επιτευχθούν ισχυρές συγκολλήσεις µε τη δηµιουργία καζεϊνούχων ενώσεων. Ακόµη και σήµερα είναι γνωστή η κατασκευή µυζηθρόλασπης µε ασβεστοπολτό και µυζήθρα σε αναλογία 4/1. 1.2 Επικαλυπτικά – διακοσµητικά κονιάµατα Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό των ναών αποτελούνται από ασβεστοκονίαµα σε τρεις επάλληλες στρώσεις και η ζωγραφική γινόταν κατευθείαν πάνω στη νωπή επιφάνεια του τελευταίου στρώµατος, όσο ο σοβάς ήταν ακόµα νωπός, και ακριβώς γι’ αυτό ονοµάστηκε νωπογρα-
Μακροφωτογραφία τµήµατος κονιάµατος τοιχογραφίας µε πρόσµιξη άχυρου
454
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
φία (Πλακωτάρης 1995, σελ. 112-120). Σε πολλές περιπτώσεις το ενδιάµεσο στρώµα που αποτελούταν από αβεστοπολτό και αδρανή, σε αναλογία 1/2 και µε πάχος από 1 έως 2,5 εκατοστά, για λόγους συνεκτικότητας περιείχε και κοµµάτια άχυρου ή λιναριού. Η τεχνική της νωπογραφίας είναι δεσµευτική στη χρήση χρωστικών (C. Cennini, Το βιβλίο της Τέχνης, σελ. 37-55), οι οποίες πρέπει να είναι συµβατές µε την αλκαλικότητα του ασβέστη, γι’ αυτό χρησιµοποιούνται, κυρίως, ορυκτές σκόνες (ώχρες) νωπές ή ψηµένες, ασβέστης για το λευκό και κάρβουνο για το µάυρο. Στη νωπογραφία ρόλο συνδετικού αποτελεί το ασβεστόνερο, το οποίο διαλύει τα χρώµατα και τα ενσωµατώνει µε το νωπό υπόβαθρο, και, όταν στεγνώσει, παράλληλα και µε την πρόσληψη διοξειδίου του άνθρακα από την ατµόσφαιρα, αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του. Ένας άλλος τύπος επικαλυπτικού κονιάµατος σε κτήρια και σε εκκλησίες της ενετοκρατίας είναι µια παραλλαγή του µαρµορίνο, που ονοµάζεται και «πατητό», και το συναντούµε σε λαϊκότερη απλουστευµένη εκδοχή µονού στρώµατος στη βόρεια πτέρυγα της Ι.Μ. Πρέβελη. Αποτελείται από ασβεστοπολτό και µαρµαρόσκονη ή αλεσµένη πέτρα σε αναλογίες 1/3 ή 1/2, ανάλογα µε την ποιότητα του ασβέστη, και, αφού απλωθεί σε λεπτή στρώση, πατιέται µε ειδικά µυστριά, µε ή χωρίς χρήση σαπουνόνερου. Παραλλαγή του προηγούµενου τύπου χρησιµοποιείται και κατά την τουρκοκρατία -πριν από την συνθήκη της Χαλέπας- στην παράνοµη επισκευή του εσωτερικού των ναών, όπου το αδρανές είναι άµµος ποταµού και περιέχει χονδρόκοκκα στοιχεία σε µια και µονή στρώση. Το εξωτερικό των κτηρίων, προκειµένου να προστατέψει τη λιθοδοµή, επικαλύπτεται µε την περίσσεια του συνδετικού ασβεστοκονιάµατος που χρησιµοποιείται, θυσιαζόµενο µε τη µετατροπή του σε στρώµα χλωριούχου ασβεστίου από τη δράση της θάλασσας. Εκεί όπου η δόµηση γίνεται µε πηλό, οι εξωτερικοί τοίχοι προστατεύονται µε µία και µονή στρώση ασβεστοκονιάµατος, που ακολουθεί απόλυτα τις διακυµάνσεις της επιφάνειας και χαράσσεται ή πατιέται για να µη δηµιουργήσει σκασίµατα και ρωγµές. Κονιάµατα -παραλλαγές των στούκων- είναι οι ζωγραφισµένες οροφές πάνω από ασβεστοκονίαµα διπλού στρώµατος, ενισχυµένου µε τρίχες αλόγου ή αίγας, σε φορέα από ξύλινα πηχάκια (µπαγδατί).
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
455
1.3 Φθορές Μηχανικές δράσεις από µετακινήσεις του εδάφους έχουν ως αποτέλεσµα τη διασάλευση των τοίχων του µνηµείου και την παρουσία ρηγµατώσεων στο υπόστρωµα και την επιφάνεια της ζωγραφικής, µε συνέπεια, αρκετές φορές, ακόµα και την αποκόλληση και καταστροφή της. Το φαινόµενο αυτό είναι καθολικό στους τοιχογραφηµένους ναούς της επαρχίας του Αγ. Βασιλείου (Λαµπηνή, Αγ. Παρασκευή, Μέλαµπες) µε αποκορύφωµα τον Αγ. Γεώργιο στο Φινοκάλη, όπου όλος ο ναός έχει έντονη κλίση προς το νότο.
Ρηγµάτωση στην κόγχη ιερού στο Σαλβαράδο
Η δράση του νερού επιφέρει σειρά καταστροφικών δράσεων στα κονιάµατα των µνηµείων από όπου και αν προέρχεται, είτε από τη βροχή µέσω αστοχιών της τοιχοδοµής, είτε ανερχόµενο µέσω των τριχοειδών φαινόµενων, είτε συµπυκνούµενο από παρουσία υδρατµών. Η κυκλοφορία των διαλυτών αλάτων µε την επίδραση της υγρασίας -κυρίως θειικών και χλωριούχων- στο εσωτερικό των τοίχων και των κονιαµάτων και η κρυστάλλωσή τους στους πόρους ή στην επιφάνεια του κονιάµατος, αποτελεί το βασικότερο παράγοντα φθοράς (Lasarini 1986, σελ. 46-47).
456
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
Οι εσωτερικές πιέσεις που ασκούνται στο σώµα του κονιάµατος κατά την ενυδάτωση και την κρυστάλλωση των αλάτων στους πόρους, καθώς και η εµφάνιση οσµωτικών πιέσεων, έχουν ως αποτέλεσµα την καταστροφή της συνοχής του κονιάµατος, εµφάνιση απολεπίσεων και αποφλοιώσεις της ζωγραφικής επιφάνειας. Μηχανισµοί από τη ρόφηση του νερού σε διαπλεγµατικές ή εξωτερικές θέσεις του πλέγµατος των αργίλων, καθώς και φαινόµενα θιξοτροπίας, οδηγούν στη διόγκωση ή εξαλλοίωση των αργίλων και την κατάρρευση του αργιλικού υλικού που περιέχει το κονίαµα (Τρουλλινός, Άγκυρα, σελ. 40-42). Επιπλέον, το νερό της βροχής περιέχει διαλυµένο διοξείδιο του άνθρακα, που διαλύει τα αλκαλικά στοιχεία από τα δοµικά υλικά που συναντά, εναποθέτοντας µετά την εξάτµισή του στρώσεις αραγωνίτη ή ασβεστίτη σε άλλες επιφάνειες (Σκουλικίδης 2000, σελ. 156-157). Ειδικά ο αραγωνίτης πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια εµφανίζει όψη σαθρού ζαχαρωµένου στρώµατος και αποκολλάται µαζί µε την όµορη ζωγραφική επιφάνεια, εµφανίζοντας καρστικές διαβρώσεις (ο όρος προέρχεται από την κοιλάδα Carso της ∆αλµατίας). Η υπερβολική χρήση του τσιµέντου τα τελευταία χρόνια, κύριας πηγής θειικού νατρίου επέτεινε περισσότερο τη διάβρωση (Μπελογιάννης 1983, 14-15). Η επικάλυψη των επιφανειών µε στρώµα ασβεστοχρώµατος δεν είναι απόλυτα σίγουρο αν τις προστατεύει ή τις φθείρει. Καταστροφές από καπνό, φωτιά ή υπερβολικές θερµοκρασίες, όπου δεν προκάλεσαν την απόλυτη καταστροφή, άφησαν ανεξίτηλα το σηµάδι της παρουσίας τους. Συνδυασµοί επικαθίσεων, αιωρουµένων σωµατιδίων, κάπνας από κεριά
Λεπτοµέρειες κρυστάλλωσης αλάτων (Ι. Ν. Γέννησης της Θεοτόκου στη ∆ρύµισκο)
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
457
∆ιάβρωση από µεταγενέστερα επιχρίσµατα τσιµέντου
και θυµίες της βενζόης (λιβάνι) µε παρουσία υγρασίας εµφανίζουν φαινόµενα θείωσης – γυψοποίησης. «Σωτήριες» επεµβάσεις από ειδικούς µε κριτήρια µόνο αισθητικά (π.χ. το χρώµα), αν δεν προκάλεσαν φθορές, ήταν σίγουρα σπατάλη χρηµάτων και άσκοπη έκθεση του µνηµείου σε κίνδυνο. Αστοχίες από τη χρήση ακατάλληλων αδρανών, όπως χώµατα από αγρούς που είχαν λιπανθεί µε φωσφορικά λιπάσµατα ή, ακόµα χειρότερα, κεραµάλευρα από αλεσµένα περισσεύµατα οστράκων ανασκαφών πλυµένων (τότε) µε υδροχλωρικό οξύ, προκάλεσαν ολέθριες καταστροφές. Όπου υπάρχει υγρασία ή εισαγωγή όµβριων από κτιριακές αστοχίες, βιολογικά προϊόντα από µούχλα, βρύα και λειχήνες κάλυψαν τις επιφάνειες (Κουζέλη, σελ. 13-14), ενώ τα περιττώµατα από πουλιά αλλά κυρίως από ποντικούς ή νυχτερίδες τροφοδοτούν τους τοίχους µε επιζήµια νιτρίδια και διαβρωτικές φωσφορικές ενώσεις. Η εγκατάλειψη των λατρευτικών χώρων µετά την κατάρρευσή τους, τους παρέδωσε πλήρως στη µαµά φύση, για να συνεχίσει ελεύθερα το
458
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
έργο της όπως στον Αγ. Γεώργιο στις Καρήνες. Οι παρεµβάσεις µε σκυρόδεµα για την ενίσχυση του πυρήνα των κατασκευών προξένησαν φθορές όµοιες µε αυτές του τσιµέντου και η οξείδωση των σιδερένιων οπλισµών και στηρίξεων οδήγησε σε διασάλευση δόµων, θραύσεις και µηχανικές καταπονήσεις. Οι µεγαλύτερες φθορές προ∆ιαδικασία αφαίρεσης στρωµάτων αιθάλης κλήθηκαν από επεµβάσεις που υποτίθεται ότι θα επιβράδυναν την φθορά αλλά σε συνδυασµό µε το περιβάλλον, αντίθετα, την επιτάχυναν και σε ορισµένες περιπτώσεις τα αποτελέσµατα δεν είναι πλέον αντιστρέψιµα.
Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου στις Καρήνες (τοιχογραφία πριν από την απόσπαση)
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
459
1.4 Επεµβάσεις Η συντήρηση των τοιχογραφιών και εν γένει των κονιαµάτων συνδέεται άµεσα µε το υπόλοιπο µνηµείο και, πριν από την εφαρµογή των διαφόρων σταδίων της, επιβάλλεται η διερεύνηση όλων των παραµέτρων που αφορούν ή σχετίζονται µε το µνηµείο, για να µην προκύψουν στο µέλλον προβλήµατα όπως τα προηγούµενα. Οι εµπλεκόµενες ειδικότητες, µετά τη λεπτοµερή καταγραφή των µικροκλιµατικών συνθηκών και την κατάρτιση διαγραµµάτων µε τις διακυµάνσεις θερµοκρασίας – υγρασίας, την ταυτοποίηση των υλικών της δοµής και των προϊόντων της φθοράς, υποβάλλουν µελέτες µε τις προτάσεις των που περιλαµβάνουν τα γενικά στάδια της συντήρησης (απολύµανση, καθαρισµός και στερέωση), ανάλογα µε το αντικείµενο, το είδος και την έκταση της φθοράς, και όποιες άλλες παραµέτρους σχετικές µε τις µεθόδους και τα υλικά που θα χρησιµοποιηθούν. Οι µελέτες αυτές είναι σύµφωνες µε τους διεθνείς κανόνες ηθικής που διέπουν τις επεµβάσεις (Χάρτης των Αθηνών, Carta di Venezia και Κανόνες της Ηθικής του American Institute for Conservation). Οι επεµβάσεις σε κονιάµατα που έγιναν από τους συντηρητές της Υπηρεσίας αφορούν κυρίως απολυµάνσεις βιολογικών, καθαρισµούς, συγκρατήσεις και στερεώσεις µε ενέµατα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στο Ξυλοµαχαίρι, πραγµατοποιήθηκαν αποτοιχίσεις (µετά και από την έγκριση του Κ.Α.Σ), ως έσχατη λύση προστασίας. Πρώτο στάδιο στη συντήρηση των κονιαµάτων είναι, συνήθως, η περιµετρική συγκράτηση της επιφάνειας µετά το ξάκρισµά της, ενώ είναι σύνηθες, λόγω των συνθηκών, να πραγµατοποιούνται ταυτόχρονα αναστηλωτικές εργασίες. Οι περιµετρικές συγκρατήσεις γίνονται µε ασβεστοκονίαµα και κάποιες φορές είναι πιθανό να απαιτηθεί και οπλισµός της επιφάνειας µε γάζα για την προστασία της ζωγραφικής. Για την εξουδετέρωση των βιολογικών προϊόντων στην απολύµανση χρησιµοποιείται ευρύτατα το διάλυµα του τεταρτοταγούς αµµωνίου και σπανιότερα, όπου δεν υπάρχει ζωγραφική, το υπεροξείδιο του υδρογόνου (Λαµπρόπουλος 1992, σελ. 67). Για τους καθαρισµούς συνηθίζεται η χρήση ξηρών µηχανικών µεθόδων ή εναποθέσεις απορροφητικών αργίλων, χαρτοπολτού µε προσθήκη µεθυλοκυταρίνης ή και πλύσεις µε ειδικά ουδέτερα τασιενεργά.
460
Ι. Ν. Παναγίας στη Λαµπηνή (σχέδια αποτύπωσης από τη µελέτη συντήρησης)
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
Πριν από την εφαρµογή κάθε µεθόδου προηγούνται τα δοκιµαστικά, και η αρχή γίνεται πάντα από τα ηπιότερα. Σε ορισµένες περιπτώσεις εκλεκτικά έχουν γίνει χηµικοί ή σύνθετοι καθαρισµοί, χρήση υπερηχητικών ξέστρων και σε συνεργασία µε το Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας δοκιµάζονται τελευταία µέθοδοι µε laser. H συµπλήρωση των κενών στις περιοχές απώλειας του αρχικού κονιάµατος γίνεται µε ασβεστοκονίαµα, όσο γίνεται πλησιέστερης και παρόµοιας συστάσεως µε το αρχικό, µε το ίδιο κονίαµα γίνεται και η φραγή των αρµών. Η στερέωση µεταξύ κονιάµατος και τοίχου γίνεται µε ενέσεις ασβεστόκολλας και µε χρήση ειδικών διατάξεων στήριξης. Στερέωση του χρώµατος µε την όµορη επιφάνεια σε περιπτώσεις γίνεται µε διάλυµα ακρυλικών ρητινών και παροχέτευση, µέσω ορών, διαλύµατος υδροξειδίου του ασβεστίου.
Μετρήσεις υγρασίας στο σώµα του τοίχου και στο περιβάλλον µε όργανα ακριβείας
461
462
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
463
Συµπλήρωση µε κονίαµα στο ανώφλιο της εισόδου του Ι. Ν. της Παναγίας στη ∆ρύµισκο
Εργασίες εµποτισµού και στερέωσης
464
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
∆ιάφοροι µέθοδοι µηχανικού καθαρισµού στον Ι. Ν. Αγίου Γεωργίου στο Ξυλοµαχαίρι
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
2) ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
465
Η Συντήρηση µίας εικόνας αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν επιβράδυνση της φθοράς της. Για την επιλογή των µεθόδων και των υλικών που θα χρησιµοποιηθούν κατά την εφαρµογή των διαδικασιών της συντήρησης είναι απαραίτητη η γνώση τόσο της τεχνικής και των επιµέρους υλικών που συνθέτουν την εικόνα, καθώς επίσης και των µηχανισµών και των παραγόντων της φθοράς, ούτως ώστε να κατανοηθούν οι αιτίες που την προξένησαν. Κάθε εικόνα αποτελείται από το ξύλινο σανίδι (φορέα της ζωγραφικής) την προετοιµασία, το φύλλο του χρυσού, το ζωγραφικό στρώµα και το βερνίκι που επικαλύπτει και Εικόνα Κοίµησης του Μωυσή προστατεύει τη ζωγραφική (πριν και µετά από τη συντήρηση) επιφάνεια. Το σανίδι είναι συνήθως από κυπαρίσσι ενισχυµένο µε ξύλινες τρέσες στην πίσω πλευρά του, στερεωµένες µε χειροποίητα καρφιά και ζωική κόλλα ή (σπάνια) καζεΐνη. Μετά την εξοµάλυνση της επιφάνειας, εφαρµόζεται ένα χέρι διαλύµατος ζωικής κόλλας (ζελατίνη ή δερµατόκολλα λιωµένη σε µπεν-µαρί) και τοποθετείται πάνω το ύφασµα (συνήθως λινό), που αποτελεί και τη βάση της προετοιµασίας. Η επόµενη στρώση της προετοιµασίας αποτελείται από την ίδια κόλλα που χρησιµοποιήθηκε στο προηγούµενο στάδιο µε προσθήκη «νεκρού» γύψου ή κιµωλίας ή µίγµατος σκόνης ψευδαργύρου και ανθρακικού ασβεστίου, που επαναλαµβάνεται σε 4-5 διαδοχικές στρώσεις
466
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
µετά το στέγνωµα της προηγούµενης (Κόντογλου 1993, σελ. 3-4). Μετά την εξοµάλυνση της προετοιµασίας, χαράσσεται το σχέδιο (µε αθίβολο) και ακολουθεί η τοποθέτηση του χρυσού ελάσµατος στον ειδικά γι’ αυτό ετοιµασµένο χώρο, πάνω σε διαδοχικά στρώµατα µονωτικού από ρητίνη γοµαλάκας και µιξιόν ή αµπόλ (αν αυτό πρόκειται να στιλβωθεί). Το χρυσό προστατεύεται µε ένα στρώµα γοµαλάκας και ακολουθεί το ζωγράφισµα (D. Thompson 1997, σελ. 168 κ.ε.), µε ορυκτές κυρίως χρωστικές και συνδετικό από κρόκο αυγού, και µε προσθήκη 1-2 σταγόνων ξιδιού (για λόγους συντήρησης του µίγµατος). Μετά το στέγνωµα της ζωγραφικής η εικόνα προστατεύεται από ένα στρώµα βερνικιού, από φυσικές ρητίνες διαλυµένες σε ένα οργανικό διαλύτη. Με την επίδραση του περιβάλλοντος και τις επεµβάσεις του ανθρώπου εµφανίζονται διάφορες φθορές που επιτείνονται µε το πέρασµα του χρόνου και αναφέρονται γενικά παρακάτω:
Φθορές του ξύλινου φορέα 1. Μηχανικές κακώσεις από φορτίσεις, κατασκευαστικές αστοχίες, οξειδώσεις καρφιών, φωτιά, αντιαισθητικές και άστοχες επεµβάσεις καθώς και µικροκλιµατικούς παράγοντες (θερµοκρασίας-υγρασίας). 2. Χηµικές εξαλλοιώσεις µε τη δράση κυρίως της υγρασίας και των επικαθίσεων 3. Βιολογικές φθορές από ξυλοφάγα έντοµα και µύκητες: Ο συνηθέστερος ξυλοφάγος µύκητας είναι ο µερούλιος ή µύκητας των σπιτιών. Εµφανίζεται όπου η υγρασία υπερβαίνει το 20% και προκαλεί αφυδάτωση που δίνει στο ξύλο χρώµα στακτοκίτρινο µε σκάσιµο σε παραλληλόγραµµα. Η σήψη που προκαλεί ο µερούλιος ονοµάζεται κυβική κιτρινόφαιη σήψη. Σε περίπτωση που η υγρασία είναι στο περιβάλλον και όχι στο ίδιο ξύλο, ο µερούλιος αναπτύσσει λεπτά κορδόνια πάχους από 8-10 χιλ .Τα κορδόνια αυτά είναι ικανά να διαπεράσουν τοίχους και να προσβάλουν τα διπλανά δωµάτια. Ο µύκητας των υπογείων απαιτεί περισσότερη υγρασία 40-60% και δηµιουργεί λεπτότερα κορδόνια από το µερούλιο. Ο µύκητας της δρυός προσβάλλει τα δρύινα ξύλα, και, σε αντίθεση µε τους άλλους µύκητες, σαπίζει πιο γρήγορα το εγκάρδιο ξύλο από ό,τι το σοµφό.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
467
Ξυλοφάγα έντοµα Από τα ξυλοφάγα έντοµα οι συνηθέστεροι τύποι που καταστρέφουν τα ξύλα των τέµπλων και των εικόνων στην Κρήτη είναι τα ανόβια και οι τερµίτες. - Το Anobium Punctatum είναι σκουροκάστανο και προσβάλλει ξερά ξύλα, που συνήθως έχουν προσβληθεί προηγουµένως από µύκητες. Η κάµπια του ζει από ένα ή περισσότερα χρόνια και δηµιουργεί στοές µε τρύπα διαµέτρου 1,5 χιλιοστά γεµάτη µε χονδρό ξυλάλευρο, ενώ σε περίπτωση µεγάλης προσβολής, όλο το εσωτερικό ξύλο γίνεται σκόνη. Ο βιολογικός κύκλος του εντόµου είναι 2 χρόνια, αλλά στη βιβλιογραφία αναφέρονται και περιπτώσεις µε διάρκεια 10 ή και περισσότερα χρόνια. - Οι Τερµίτες Από τα 5000 είδη τους στη χώρα µας ευτυχώς εντοπίζονται µόνο τα δύο, από τα οποία ο συνηθέστερος τύπος είναι ο υπόγειος ή φυγόφωτος τερµίτης. Αυτός δεν ανοίγει στοές, αλλά καταστρέφει όλο το εσωτερικό του ξύλου αφήνοντας µόνο ένα λεπτό εξωτερικό περίβληµα. Ο τερµίτης είναι οργανωµένο έντοµο, όπως οι µέλισσες και αν δεν αντιµετωπιστεί έγκαιρα, προξενεί τεράστιες καταστροφές. Φθορές στην «προετοιµασία»1, το ζωγραφικό στρώµα και το βερνίκι Ο βασικότερος παράγοντας φθοράς στα παραπάνω στρώµατα προέρχεται από τις συνθήκες του περιβάλλοντος καθώς και τη δράση του ανθρώπου. Η υγρασία απορροφηµένη από την υγροσκοπική προετοιµασία, καθώς και από τις επίσης υγροσκοπικές ζωικές κόλλες που έχει ως συνδετικό, αποδοµεί και την εξωθεί σε κονιορτοποίηση, αποκολλήσεις και απολεπίσεις της ζωγραφικής. Το φαινόµενο επιτείνεται µε τις κινήσεις τού επίσης υγροσκοπικού, λόγω της κυτταρίνης που το αποτελεί, ξύλινου σανιδιού. Οι επικαθίσεις σκόνης και αναθυµιάσεων από θυµιάµατα κεριά και καρβουνάκια αγκιστρώνουν πάνω στο βερνίκι επιδεινώντας την οξείδωση του βερνικιού και την φθορά ενώ η ταυτόχρονη επίδραση της υγρασίας ολοκληρώνει το καταστροφικό αποτέλεσµα. 1. «Προετοιµασία» είναι στρώµα από σκόνη «νεκρού» γύψου, αναµειγµένη µε ψευδάργυρο ή µόλυβδο πάνω στο ξύλο, υπόβαθρο της ζωγραφικής.
468
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
Η πάσης µορφής ακτινοβολία του φωτός επιδρά αρνητικά στο βερνίκι και τις χρωστικές και η επέµβαση των µη ειδικών επιφέρει πολλές φορές, αν όχι καταστροφικά, τουλάχιστον αντιαισθητικά αποτελέσµατα.
Εικόνα Θεοτόκου – Ρίζα του Ιεσαί (κατά και µετά τη συντήρηση)
Συντήρηση Πριν από κάθε επέµβαση προηγείται η µελέτη της συντήρησης που προτείνει τις µεθόδους και τα υλικά που θα χρησιµοποιηθούν καθώς και τη διαδικασία που θα εφαρµοστεί σε κάθε στάδιο της συντήρησης. Απαραίτητα στοιχεία για την εκπόνηση της µελέτης είναι η ταυτοποίηση των υλικών που αποτελούν την εικόνα και των προϊόντων της διάβρωσης, προκειµένου να τεκµηριωθούν οι περιγραφόµενες προτάσεις. Η ταυτοποίηση των υλικών και των προϊόντων της φθοράς επιτυγχάνεται µε την καταγραφή και διερεύνηση των παραγόντων της φθοράς και την έρευνα των υλικών της εικόνας, µε απλές ή σύνθετες µεθόδους, από οµάδα επιστηµόνων διαφόρων ειδικοτήτων ανάλογα µε το είδος και την φύση της φθοράς και της ύλης της εικόνας. Μετά την έγκριση της µελέτης ακολουθεί η συντήρηση, που συνήθως περιλαµβάνει τα παρακάτω στάδια:
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
469
Απολύµανση Αποσκοπεί στην εξάλειψη των βιολογικών παραγόντων φθοράς και για την επιλογή των µεθόδων και του βιοκτόνου. Λαµβάνονται υπ’όψη οι παρακάτω παράµετροι (N. Knut, σελ. 33-34): • Προστασία της ζωγραφικής επιφάνειας - ανοχή του βιοκτόνου από τα υλικά που συνθέτουν την εικόνα. • Τοξικότητα του βιοκτόνου. • Τόπος εργασίας (συνήθως καθορίζει και τον τρόπο - µέθοδο εργασίας). • Τρόπος διείσδυσης του βιοκτόνου. Οι µέθοδοι που προτείνονται είναι οι έξεις: • Απεντόµωση µε υγρό απολυµαντικό. • Απεντόµωση µε άζωτο ή τοξικά αέρια. • Απεντόµωση µε ακτίνες γ. Παρά το ότι η µέθοδος απεντόµωσης µε ακτινοβολία γ (cobalt 60) προσφέρει ασφάλεια, συντοµία και ευκολία, συνήθως χρησιµοποιούνται οι απολυµάνσεις µε υγρά και αέρια απολυµαντικά. Από τα υγρά έχουν χρησιµοποιηθεί κατά κόρον τα XYLAMON C, FONGIX, και διάφορες πυρεθρίνες, η τοξικότητα των οποίων είναι µεγάλη. Τελευταία γίνεται χρήση ξυλόξιδου µε βόρακα και εγκλωβισµό τους στο ξύλο µε πέρασµα Paraloid Β72 σε 4% τολουόλιο. Πριν αρχίσουν οι εργασίες σε διάφορες φάσεις της συντήρησης, είναι απαραίτητο να προστατευθεί η ζωγραφική επιφάνεια. Αυτό επιτυγχάνεται µε την εφαρµογή ειδικού χαρτιού Ιαπωνίας µε διάλυµα κολλέτας, που αφαιρείται µετά το τέλος των εργασιών.
Ξυλουργικές εργασίες – Αποκατάσταση του σανιδιού της εικόνας Αντικατάσταση των οξιδωµένων καρφιών (όπου αυτό κριθεί αναγκαίο και σκόπιµο), επειδή προκαλούν ρηγµατώσεις µε τα διογκούµενα προϊόντα της οξίδωσης (Ν. Knut 1999, σελ. 45-46, 241). Η αποκατάσταση του ξύλινου υπόβαθρου, όπου είναι σαθρό και επιβάλλεται, γίνεται µε προσθήκη µαλακού ξύλου BALSA. Η αποκατάσταση των τρεσσών, αν κριθεί σκόπιµη, γίνεται µε ουδέτερα νεκρά ξύλα και εντορµίες που επιτρέπουν να κινείται ανεξάρτητα από το σανίδι της εικόνας. Στις συγκολήσεις χρησιµοποιούνται αντιστρέψιµες κόλλες (Ν. Κnut 1999, σελ. 45-46, 241). Όλες οι εικόνες από την επαρχία του Αγ. Βασιλείου που έχουν συντηρηθεί στο εργαστήριο είχαν ανάγκη ξυλουργικών επεµβάσεων.
470
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
Καθαρισµός Αποσκοπεί στην αποµάκρυνση από τη ζωγραφική επιφάνεια κάθε ξένου προς αυτήν στοιχείου που την αλλοιώνει και τη διαφοροποιεί αισθητά. Ο καθαρισµός µπορεί να γίνει µηχανικά, µε τη χρήση χειρουργικών και µικροχειρουργικών νυστεριών, αλλά και χηµικά µε την εφαρµογή διαφόρων διαλυτών ή µε την εφαρµογή τασιενεργών ενώσεων, καθώς και µε σύνθετες µεθόδους. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο απόλυτος έλεγχος του συντηρητή σε όλες τις φάσεις της εφαρµογής του καθαρισµού. Ο έλεγχος αυτός επιτυγχάνεται µε τη χρήση στερεοµικροσκοπίου ή άλλων οπτικών συστηµάτων συµπαρατήρησης. Για την επιλογή των διαλυτών, σηµαντικό ρόλο παίζει το περιβόητο τρίγωνο του J. P. Teas και του Test, που προτείνει ο R. Feller. Στο τρίγωνο αυτό είναι τοποθετηµένοι οι οργανικοί διαλύτες ανάλογα µε τις ιδιότητες τους (Στασινόπουλος 1999, σελ. 92-102). Το συνδετικό υλικό του αυγού ευτυχώς είναι ανθεκτικό µε σηµείο διαλυτότητας γύρω στο 40, που µας δίνει περιθώρια επιλογής διαλυτών µε χαµηλή τοξικότητα (ακετόνη – αιθανόλη ή συνδυασµός και των δύο). Ήπια τασιενεργά χρησιµοποιούνται επίσης (αν και σπάνια), αλλά ο συνηθέστερος τρόπος καθαρισµού είναι ο µηχανικός µε τη χρήση νυστεριού. Ο καθαρισµός αφορά επίσης και τις µεταγενέστερες επιζωγραφίσεις, που αφαιρούνται µε σύνθετους καθαρισµούς. Σε σπάνιες περιπτώσεις (βλ. ∆αριβιανά) οι εικόνες επικαλύφθηκαν µε βερνίκι ξύλου, το οποίο αφαιρέθηκε σταδιακά και µε µεγάλη δυσκολία.
Αφαίρεση επίστρωσης ξυλοβέρνικου (εικόνα από το τέµπλο του Ι. Ναού Αγίου Παντελεήµονα στα ∆αριβιανά)
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
471
Λεπτοµέρεια πριν και µετά τον καθαρισµό από την εικόνα της ρίζας του Ιεσαί
Λεπτοµέρεια πριν και µετά τον καθαρισµό από την εικόνα του Αγ. Γεωργίου Φινοκάλη (Μέλαµπες)
472
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
Στερέωση Για την ενίσχυση του συνδετικού υλικού των χρωστικών και της προετοιµασίας, οι παραδοσιακές µέθοδοι, τεχνικές και υλικά, είναι η προτιµότερη επιλογή αντί των προηγµένων συνθετικών υλικών. Για την επιλογή της µεθόδου και των υλικών που θα χρησιµοποιηθούν, λαµβάνουµε υπόψη µας τις παρακάτω παραµέτρους: • Αναλλοίωτο αισθητικό αποτέλεσµα µετά την επέµβαση • Αντιστρεψιµότητα • Αναπνοή και εφίδρωση του υλικού • Συντελεστής διαστολής • Ελαστικότητα
Η χρήση κεροµάστιχου µέσω ηλεκτρικά θερµαινόµενης σπάτουλας προσφέρει καλά αποτελέσµατα στην φραγή αρµών και ρηγµατώσεων, καθώς και στα στεφανώµατα του περιγράµµατος των φθορών (Κασσής 1999, σελ. 73-91). Μπορεί, επίσης, να χρησιµοποιηθούν διαλύµατα των ακριλικών ρητινών Paraloid B72 ή Primal AC33. Στις εικόνες του τέµπλου της Ι. Μ. Πρέβελη χρησιµοποιήθηκε διάλυµα Primal, ενώ στο τέµπλο έγινε χρήση κεροµάστιχου.
Αισθητική αποκατάσταση στο πορτρέτο του επισκόπου Λάµπης Νικοδήµου
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΚΕΙΜΗΛΙΩΝ
473
Αισθητική αποκατάσταση Είναι το τελευταίο πρόβληµα που ολοκληρώνει την συντήρηση µίας εικόνας (Κ. Μιλάνου, σελ. 103-107). Γίνεται από καλλιτέχνες Συντηρητές σε συνεργασία µε Αρχαιολόγους και Βυζαντινολόγους, µε αντιστρεπτά συνδετικά και χρωστικές.
Συντήρηση σταυρού αγιασµού από το µουσείο της Ι. Μ. Πρέβελη
Λεπτοµέρεια παράστασης της έγερσης του Λαζάρου από σταυρό αγιασµού του µουσείου της Ι. Μονής Πρέβελη
474
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανδριανάκης, Μ. Ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Πρέβελη. Ρέθυµνο: 1998. Κάσσης Λ. «Η συντήρηση της φορητής εικόνας στο σκευοφυλάκιο της Ι. Μ. Ιβήρων του Αγίου Όρους» στο: Η συντήρηση των εικόνων. Μια προσέγγιση στην προβληµατική, τις µεθόδους και τα υλικά που χρησιµοποιούνται στα εργαστήρια συντήρησης σε όλο τον κόσµο. Πρακτικά. ∆ιεθνής συνάντηση της οµάδας εργασίας συντήρησης των εικόνων. (εκδ.) ICOM. Αθήνα 1999. Κόντογλου, Φ. Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας. Τόµος Α΄, εκδ. Αστήρ. Αθήνα: 1993. Κουζέλη, Κ. «Στρώµατα στις επιφάνειες των ασβεστιτικής φύσης λίθινων µνηµείων και γλυπτών. Προσέγγιση θεµάτων καθαρισµού» στο: Λίθος. Ηµερίδα συντήρησης ΑΜΘ 2007. (επιµ.) Π. Αδάµ-Βελένη, ∆. Ιγνατιάδου. εκδ. Ζήτη. Θεσσαλονίκη: 2008. Λαµπρόπουλος, Β. ∆ιάβρωση και συντήρηση της πέτρας. Αθήνα: 1992. Μιλάνου, Κ. «Η αισθητική αποκατάσταση των εικόνων του µουσείου Μπενάκη» στο: Η συντήρηση των εικόνων. Μια προσέγγιση στην προβληµατική, τις µεθόδους και τα υλικά που χρησιµοποιούνται στα εργαστήρια συντήρησης σε όλο τον κόσµο. Πρακτικά. ∆ιεθνής συνάντηση της οµάδας εργασίας συντήρησης των εικόνων. εκδ. ICOM. Αθήνα 1999. Πλακωτάρης, Κ. Υλικά και τεχνική στη ζωγραφική και διακοσµητική. εκδ. Φιλιππότης. Αθήνα: 1995. Μπακόλας-Καραγιάννης, Α. Κριτήρια και µέθοδοι χαρακτηρισµού ιστορικών κονιαµάτων. ∆ιδακτορική διατριβή. εκδ. Ε.Μ.Π. Αθήνα: 2002. Μπελογιάννης, Ν. Αντιστροφή της γυψοποίησης του µαρµάρου. ∆ιδακτορική διατριβή. εκδ. Ε.Μ.Π. Αθήνα: 1983. Ορλάνδος, Α. Τα υλικά δοµής των αρχαίων Ελλήνων κατά τους συγγραφείς, τας επιγραφάς και τα µνηµεία. εκδ. Αρχαιολογική Εταιρία. Αθήναι: 1955-56. Σκουλικίδης, Θ.Ν. ∆ιάβρωση και συντήρηση των δοµικών υλικών των µνηµείων. (επιµ.) Ν. Κουµπιάς. εκδ. Π.Ε.Κ. Ηράκλειο: 2000. Στασινόπουλος, Σ. «Προβληµατισµοί σχετικά µε τη συντήρηση εικόνων που έχουν υποστεί επεµβάσεις στο παρελθόν» στο: Η συντήρηση των εικόνων. Μια προσέγγιση στην προβληµατική, τις µεθόδους και τα υλικά που χρησιµοποιούνται στα εργαστήρια συντήρησης σε όλο τον κόσµο. Πρακτικά. ∆ιεθνής συνάντηση της οµάδας εργασίας συντήρησης των εικόνων. εκδ. ICOM. Αθήνα 1999. Τρουλλινός, Μ. «Καµπαναριά της Ιεράπετρας (παθολογία - διάγνωση - συντήρηση). Άγκυρα Ελπίδος, ∆ιµηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, Νοέµβριος - ∆εκέµβριος 2002. Τρουλλινός, Μ. «Ο ναός του Αγίου Ιωάννη στην Επισκοπή Μυλοποτάµου» στο: Ο Μυλοπόταµος από την αρχαιότητα ως σήµερα. Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου. Τόµος V: Βυζαντινοί χρόνοι. (επιµ.) Ε. Γαβριλάκη, Γ. Τζιφόπουλος. εκδ. Καλαϊτζάκης. Ι.Λ.Ε.Ρ. Ρέθυµνο: 2006. Cennini, C. Το βιβλίο της Τέχνης. (µτφρ.) Π. Τέτσης. εκδ. Artigraf. χ.τ.: 1990. Κnut, N. The restoration of paintings. (επιµ.) C. Westphal. εκδ. Könemann. Cologne: 1999. Lazzarini, L-Tabasso, M.L. Il restauro della pietra. εκδ. Sedam-Padova. Padova: 1986. Thompson, D. Οι τεχνικές και τα υλικά της Μεσαιωνικής ζωγραφικής. Αρµός. Αθήνα 1998. Thompson, D. Αυγοτέµπερα. Θεωρία και πρακτική. (µτφρ.) Α. Σπανός. εκδ. Αρµός. Αθήνα: 1997.
ZLATOMIRA GERDJIKOVA ZDRAVKA MIHAYLOVA
Η Επισκοπή Λάµπης της νήσου Κρήτης στην ύστερη αρχαιότητα
Κάθε µελέτη εκκλησιαστικής ιστορίας της Ύστερης Αρχαιότητας, ενός οικισµού της σπουδαιότητας της Λάµπης, µιας όχι µεγάλης πόλης της νήσου Κρήτης, η οποία διατηρεί την ανάµνηση της οικονοµικής και πολιτικής επιρροής που ασκούσε, ως µεγάλο εµπορικό κέντρο, στις περισσότερες περιπτώσεις ορίζεται ως πρόβληµα τοπικής σηµασίας. Η συλλογή, ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων της εκκλησιαστικής ιστορίας των «µικρών» επισκοπικών κέντρων που έχουν φτάσει ως εµάς, µας προσφέρουν τη δυνατότητα συµπλήρωσης της γνωστής µας, εδώ και χρόνια, εικόνας του Χριστιανισµού στην Ύστερη Αρχαιότητα. Τα θρησκευτικά και κοσµικά προβλήµατα, τα οποία απασχολούσαν τους Επισκόπους των µη-Μητροπολιτικών επαρχιών, οι στόχοι που έθεταν ως θρησκευτικοί ηγέτες, τα προβλήµατα τα οποία αντιµετώπιζαν στις σχέσεις τους µε γειτονικές επαρχίες και άλλα, είναι σηµαντικά για τη συµπλήρωση της ιστορικής και κοινωνικής εικόνας του Χριστιανισµού κατά τους πρώτους µετά Χριστόν αιώνες. Οι µεταβολές -κύριο χαρακτηριστικό της Ύστερης Αρχαιότητας- βρίσκουν έκφραση και στη δυναµική των αλλαγών στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Το να παρακολουθήσουµε τις αλλαγές που επέρχονται στη θέση (αξίωµα και κύρος) του Επισκόπου µιας επαρχίας στην εκκλησιαστική ιεραρχία µιας Μητρόπολης, για την οποία διαθέτουµε µόνο πενιχρές γραπτές µαρτυρίες από τις πηγές, προσφέρει τη δυνατότητα εξερεύνησης των σχέσεων εντός αυτής, ανίχνευσης των προσωπικών φιλοδοξιών που παρακινούσαν ορισµένους από τους επισκόπους, τις πολιτικές πράξεις που αναλάµβαναν, τους τρόπους που αξιοποιούσαν ή όχι τους οικονοµικούς πόρους της επαρχίας. Σκοπός της παρουσίασής µας είναι, ερευνώντας και χρησιµοποιώντας την Επισκοπή της Λάµπης ως case study, να αναζητήσουµε βασικούς παράγοντες, που δίνουν τη δυνατότητα σε µιαν Επισκοπή να µετέχει στη διαµόρφωση της θρησκευτικής και οικονοµικής πολιτικής της Μητρό-
476
ΖΛΑΤΟΜΙΡΑ ΓΚΕΡΤΖΙΚΟΒΑ - ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΪΛΟΒΑ
πολης. Στη συγκεκριµένη περίπτωση, θα σταθούµε στον Επίσκοπο της Λάµπης και στη θέση που καταλαµβάνει στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Μητρόπολης της Κρήτης. Θα αξιοποιήσουµε µόνο τα ελάχιστα στοιχεία από τις γραπτές πηγές, ελπίζοντας να κινήσουµε το ενδιαφέρον των ειδικών Ιστορικών, Θεολόγων, Αρχαιολόγων, Κοινωνιολόγων και άλλων, ώστε να συµπληρώσουν ο καθένας αντίστοιχα µε πληροφορίες του ερευνητικού του πεδίου την περιορισµένη φύση της έρευνας µε συγκεκριµένα στοιχεία-αποτέλεσµα χρησιµοποίησης της µεθοδολογίας του δικού τους τοµέα έρευνας. Οι πρώιµες πηγές, στις οποίες εντοπίζουµε πληροφορίες σχετικά µε τη Λάµπη ως επισκοπική έδρα είναι τα Πρακτικά των Οικουµενικών Συνόδων [ACO] και οι επιστολές του πάπα Βιταλιανού [Mansi 11:16-17; Hefele-Leclerq 1942, vol. III]. Στις πηγές αυτές αναφέρονται όχι µόνο Επίσκοποι της Λάµπης αλλά και άλλοι Επίσκοποι της Κρήτης, γεγονός το οποίο µας προσφέρει τη δυνατότητα να επιχειρήσουµε να κάνουµε µίαν «αναπαράσταση» της θέσης της Λάµπης στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Κρήτης. Η πηγή που περιγράφει όλες τις αναφορές Επισκόπων της Λάµπης στις γραπτές αφηγήσεις και τα επιγραφικά µνηµεία είναι το κείµενο του Flaminius Cornelius σχετικά µε την ιστορία των Επισκόπων της Κρήτης, δηµοσιευµένο τον 18ο αιώνα, υπό τον τίτλο «Creta Sacra». Εκεί αναφέρονται χρονολογικά πέντε Επίσκοποι της Λάµπης από τους οποίους µόνο τρεις απαντώνται στις πηγές που επικαλούµαστε. Κατά την ανάλυση των πηγών θα επιδιώξουµε να απαντηθούν τα ακόλουθα ερωτήµατα: πώς αλλάζει η θέση (το κύρος) του Επισκόπου της Λάµπης στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Μητρόπολης Κρήτης και ποια είναι τα ενδεχόµενα αίτια για τις αλλαγές αυτές. Απαραίτητη διευκρίνιση, που θα θέλαµε να κάνουµε, είναι ότι, λόγω των ελάχιστων πληροφοριών που διαθέτουµε από τις πηγές, η ανάλυση δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως απολύτως αξιόπιστη. Μάλλον πρόκειται για θεωρητικές υποθέσεις, οι οποίες µπορούν να επιβεβαιωθούν ή να απορριφθούν µέσω της εξέτασης των αρχαιολογικών ευρηµάτων, των µνηµειακών µαρτυριών και των επιπρόσθετων γραπτών µαρτυριών. Στις πηγές της Ύστερης Αρχαιότητας, η Λάµπη εµφανίζεται µε δύο διαφορετικές ονοµασίες, ως «Λάππα» ή ως «Λάµπη». Αρκετά συχνά το γεγονός αυτό θέτει το ερώτηµα, αν πρόκειται για δύο διαφορετικές πόλεις ή αν πρόκειται για δύο εκδοχές της ονοµασίας της ίδιας πόλης. Λαµ-
Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΛΑΜΠΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
477
βάνοντας υπόψη τις έρευνες των τελευταίων δεκαετιών αποδεχόµαστε τη θεωρία ότι πρόκειται για την ίδια πόλη, την οποία παρακάτω στο κείµενο θα αποκαλούµε Λάµπη. Οι πρώτες γραπτές πληροφορίες για την ύπαρξη της Επισκοπής της Λάµπης προέρχονται από τα µέσα του 5ου αιώνα µ.Χ. ∆ύο από τους Επισκόπους της πόλης λαµβάνουν µέρος στις Οικουµενικές Συνόδους (Oecumenical Councils), που έλαβαν χώρα το 431 στην Έφεσο (Γ΄ Οικουµενική Σύνοδος ) και το 451 στη Χαλκηδόνα (∆΄ Οικουµενική Σύνοδος), ειδικότερα πρόκειται για τον Επίσκοπο της Λάππας Παύλο και τον Επίσκοπο της Λάµπης ∆ηµήτριο, αντίστοιχα. «Αναφορές» θα ήταν ο πιο ακριβής όρος, ο οποίος χαρακτηρίζει τις πληροφορίες που αντλούµε για τους Επισκόπους της Λάµπης από τα πρωτόκολλα των Οικουµενικών Συνόδων της Εφέσου και της Χαλκηδόνας. Και στις δύο Συνόδους, οι Επίσκοποι είναι παρόντες στους καταλόγους µε τους συµµετέχοντες στις επιµέρους συνεδριάσεις και, ανάµεσα στους υπογράφοντες, µετά από την αποδοχή των αποφάσεων (το όνοµα του Παύλου απαντάται συνολικά έξι φορές, του ∆ηµητρίου πέντε φορές). Εκτός από τους καταλόγους της Συνόδου της Εφέσου, το όνοµα του Παύλου απαντάται στις συζητήσεις της πρώτης συνεδρίασης, στις 22 Ιουνίου, όπου παίρνει το λόγο δύο φορές (ACO 1.1.2 – 38.4, 45.107). Όσον αφορά στους Επισκόπους της Λάµπης, οι πληροφορίες που λαµβάνουµε από τα Πρακτικά (acts) των Συνόδων είναι εξαιρετικά περιορισµένες. Αν όµως τις συσχετίσουµε µε τη γενική εικόνα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας από τις αρχές έως τα µέσα του 5ου αιώνα, µας προσφέρεται η δυνατότητα να δούµε από µια νέα οπτική γωνία τις αλλαγές, οι οποίες επέρχονται στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ενδιαφέρον των ερευνητών στρέφεται προς τις εναλλασσόµενες θέσεις των πέντε πρώτων Επισκοπών, ενώ οι ανακατατάξεις τις οποίες επιφέρουν οι σχέσεις µεταξύ των µικρότερων και όχι τόσο σηµαντικών και µε επιρροή Μητροπόλεων δεν περιλαµβάνονται στις έρευνες που παρακολουθούν τα τεκταινόµενα στο σύνολο της Εκκλησίας ως θεσµού. Η ανάλυση των καταλόγων των συµµετεχόντων βασίζεται στην εικασία ότι έχουν καταγραφεί κατά σπουδαιότητα. Παρά τον ισχυρισµό του Ευσεβίου ότι η κατάταξη των συµµετεχόντων στη σύνοδο αντιστοιχούσε στην ιερότητά τους, και αυτό γίνεται και σήµερα αποδεκτό ως
478
ΖΛΑΤΟΜΙΡΑ ΓΚΕΡΤΖΙΚΟΒΑ - ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΪΛΟΒΑ
µέτρο στην ανάλυση των καταλόγων, οι πληροφορίες από τις πηγές µάς οδηγούν σε άλλη κατεύθυνση. ∆εν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι σε µας έχουν φτάσει αντίγραφα των καταλόγων, κάτι που µπορεί να επηρέασε την αρχική τους αυθεντικότητα.
Γ΄ Οικουµενική Σύνοδος (Εφέσου) Απαντάµε τους εκπροσώπους της Μητρόπολης Κρήτης στους καταλόγους των συµµετεχόντων και στις δύο συνεδριάσεις, στις 22 Ιουνίου και 22 Ιουλίου του 431, αφού όλοι τους έχουν υπογράψει και τις αποφάσεις, που υιοθετήθηκαν στις συνεδριάσεις αυτές. Πίνακας 1. Σύνοδος της Εφέσου
Από τον Πίνακα 1 φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι θέσεις των εκπροσώπων της Κρήτης βρίσκονται υψηλά στη γενική ιεραρχία των συµµετεχόντων. Ο Επίσκοπος της Λάµπης έρχεται δεύτερος µεταξύ των τριών συνολικά Επισκόπων, µετά τον Επίσκοπο της Χερσονήσου και πριν από εκείνον της Κνωσού. Όπως έγινε προφανές, αυτές καθαυτές οι πληροφορίες σχετικά µε τη θέση του Επισκόπου της Λάµπης στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Κρήτης δεν µας προσφέρουν δυνατότητα ερµηνείας. Παρά το γεγονός ότι δεν κατατάσσεται πρώτος µετά τον Μητροπολίτη, ο Επίσκοπος της Λάµπης περιλαµβάνεται ανάµεσα στους εκπροσώπους στη Σύνοδο. Σαφώς, οι τέσσερις εκπρόσωποι της Κρήτης δεν εξαντλούν τον συνολικό αριθµό των Επισκόπων στο νησί. Κατά πάσα πιθανότητα
Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΛΑΜΠΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
479
εκείνοι είναι οι Επίσκοποι µεγαλύτερης επιρροής, αρχηγοί επαρχιών, που καθορίζουν τη θρησκευτική πολιτική της Μητρόπολης. Υπό την έννοια αυτή, η θέση του Επισκόπου της Λάµπης µας δείχνει, ότι υπάρχουν οικονοµικοί και θρησκευτικοί λόγοι, οι οποίοι στηρίζουν το κύρος και την εξουσία του. Εκτός από τους καταλόγους των µετεχόντων στις Συνόδους, ο Επίσκοπος της Λάµπης αναφέρεται και στα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων. Μαζί µε τον Επίσκοπο της Χερσονήσου, Ανδήριον, µετέχουν στις πρεσβείες της Συνόδου προς τον Νεστόριο (ACO 1.1.3.89), που έχουν ως σκοπό να του απευθύνουν έκκληση να προσχωρήσει στη Σύνοδο. Ο Παύλος µετέχει στην πρώτη από τις πρεσβείες αυτές (ACO 1.1.3.89.12). Η επιλογή Επισκόπων της Κρήτης αποτελεί µόνιµη απόδειξη για την επιρροή του Μητροπολίτη στη ζωή του χριστιανικού κόσµου. Η επιλογή του Παύλου επιβεβαιώνει τη θέση του στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Κρήτης, µε την τοποθέτησή του και πάλι µετά τον Ανδήριον. ∆΄ Οικουµενική Σύνοδος (Χαλκηδόνος) Κατά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος η κατάσταση έχει κάπως αλλάξει. Έχουµε επτά Επισκόπους της Εκκλησίας της Κρήτης, οι οποίοι µετέχουν στη Σύνοδο, ήτοι: Μαρτύριος Γορτύνης, Κύριλλος Συβρίτου, Γεννάδιος Κνωσσού, Ευσέβιος Απολλωνίας, ∆ηµήτριος Λάππης, Ευφρατάς Ελευθέρνης και Παύλος Επίσκοπος Καντάνου. Εξετάζοντας τα στοιχεία αυτά διαπιστώνουµε ότι αυτή τη φορά ο Επίσκοπος της Γόρτυνας καταλαµβάνει 39η έως 48η θέση ανάµεσα στους Επισκόπους των Μητροπόλεων, ενώ οι υπόλοιποι εκπρόσωποι της Κρήτης κατατάσσονται από 279η έως 317η θέση, σύµφωνα µε τον αριθµό των µετεχόντων στην αντίστοιχη συνεδρίαση. Η θέση του Επισκόπου της Λάµπης έχει, επίσης, αλλάξει. Εκείνος έχει χάσει τη θέση κύρους που είχε στη Σύνοδο της Εφέσου και ήδη καταλαµβάνει τέταρτη θέση, αφού προηγούνται οι Επίσκοποι της Συβρίτου, Κνωσού και Απολλωνίας, εκ του οποίου συνάγεται ότι η θέση του Επισκόπου της Κνωσού έχει αναβαθµισθεί, ενώ µετά απ’ αυτόν ακολουθούν οι Επίσκοποι της Ελεύθερνας και ο εκπρόσωπος του Επισκόπου της Καντάνου. Η αιτία για την υποβάθµιση αυτή δεν είναι εφικτό να εντοπιστεί στις πληροφορίες για τις Συνόδους. Λείπουν πληροφορίες σχετικά µε τις σχέσεις µε-
480
ΖΛΑΤΟΜΙΡΑ ΓΚΕΡΤΖΙΚΟΒΑ - ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΪΛΟΒΑ
ταξύ των Επισκόπων της Κρήτης, οι οποίες να µας κατευθύνουν προς τις ενδεχόµενες αιτίες για µια παρόµοια υποβάθµιση από την εκκλησιαστική ιεραρχία. Η εικοσάχρονη περίοδος που χωρίζει τη διεξαγωγή των Συνόδων, αποτελεί πολύ µικρό χρονικό διάστηµα για δραστικές αλλαγές στις τοπικές εκκλησιαστικές σχέσεις. Ποιες θα µπορούσαν να είναι οι ενδεχόµενες αιτίες για µια τέτοια υποβίβαση της ιεραρχικής θέσης και από εκεί αναµφισβήτητα και της επιρροής του πάνω στη θρησκευτική ζωή της Κρήτης; Αναµφίβολα µία από τις αιτίες µπορεί να είναι η προσωπικότητα του Επισκόπου της Λάµπης και οι σχέσεις του µε τους υπόλοιπους Επισκόπους. Αυτός ο υποκειµενικός όµως παράγοντας δεν είναι µετρήσιµος και δεν θα αποδειχθεί χωρίς την ύπαρξη επιπλέον στοιχείων από τις πηγές. Άλλη µία ενδεχόµενη αιτία είναι η οικονοµική και διοικητική θέση της πόλης. Παρά την επιθυµία των θεολόγων να επιβάλουν τη θέση ότι η ιεραρχική εξάρτηση µεταξύ των επαρχιών επηρεάζεται από την αγιοσύνη των αρχηγών τους και τη χριστιανική ιστορία του οικισµού, τα γεγονότα (facts) δείχνουν ότι οι «πλούσιες» και «µε επιρροή» πόλεις, οι οποίες διαθέτουν την οικονοµική και διοικητική ισχύ να επιβάλουν µελλοντικές πράξεις στην τοπική χριστιανική εκκλησία, προηγούνται στην ιεραρχία των φτωχών κοινοτήτων. Με την έννοια αυτή, η υποβίβαση του Επισκόπου της Λάµπης στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Κρήτης µπορεί να συσχετιστεί µε την οικονοµική κατάσταση της πόλης από τα µέσα του 5ου αιώνα, µε την πτώση του εµπορίου, τους σεισµούς που ακολούθησαν και µε άλλους φυσικούς παράγοντες, που µπορούν να οδηγήσουν σε οικονοµική στασιµότητα και, κατά συνέπεια, σε απώλεια επιρροής. Το όνοµα του ∆ηµητρίου δεν απαντάται στα πρωτόκολλα των συνεδριάσεων, όπως του Παύλου. ∆εν θα έπρεπε, όµως, να εξάγουµε βιαστικά συµπεράσµατα. Παρόµοια απουσία µπορεί να οφείλεται σε διαφορετικά αίτια και ούτε ένα από αυτά να µη σχετίζεται µε τη θέση του Επισκόπου της Λάµπης στην ιεραρχία της Κρήτης.
Πίνακας 2. Σύνοδος της Χαλκηδόνας
Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΛΑΜΠΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
481
482
ΖΛΑΤΟΜΙΡΑ ΓΚΕΡΤΖΙΚΟΒΑ - ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΪΛΟΒΑ
Ιωάννης Επίσκοπος Λάµπης Ας δούµε στη συνέχεια πώς άλλαξε η κατάσταση έως την επόµενη αναφορά του Επισκόπου της Λάµπης. Κατά τον έβδοµο αιώνα ο Ιωάννης, Επίσκοπος της Λάµπης, απετέλεσε θέµα δύο επιστολών του Πάπα Βιταλιανού προς τον Αρχιεπίσκοπο της Κρήτης (Mansi 11:16-17) και µιας προς τον Βαϊανόν (Vaanus) [Mansi 11: 16], Κουβικουλάριο και αυτοκρατορικό Χαρτουλάριο στη Σιδινία (Σαρδηνία;) και προς τον Μητροπολίτη Γεώργιο. Αφορµή για τις επιστολές στάθηκε το γεγονός ότι ο Επίσκοπος Λάµπης Ιωάννης έκανε έφεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως και της καθαίρεσής του από τον επισκοπικό θρόνο, οι οποίες του επιβλήθηκαν από τη Μητροπολιτική Σύνοδο της Κρήτης. Σηµειωτέον ότι έως τα µέσα περίπου του 8ου µ.Χ. αι., η Αρχιεπισκοπή της Κρήτης ανήκει στο Βικαριάτο του Ιλλυρικού, µε έδρα τη Θεσσαλονίκη, το οποίο υπάγεται στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώµης. Ο Πάπας αποτελεί την ανώτατη αρχή, αµέσως µετά την Οικουµενική Σύνοδο, µε τη δυνατότητα να εφεσιβάλλονται ενώπιόν του οι αποφάσεις των Τοπικών Συνόδων. Παρά το γεγονός ότι από νοµική άποψη είχε δίκαιο, ο Επίσκοπος Λάµπης Ιωάννης φυλακίστηκε, λόγω του ότι έκανε έφεση και αναγκάστηκε να δραπετεύσει από τη φυλακή, προκειµένου να δυνηθεί να παρουσιάσει αυτοπροσώπως ενώπιον του Επισκόπου της Ρώµης το αίτηµά του. Η αιτία ή οι αιτίες για την καταδίκη του Επισκόπου Λάµπης Ιωάννου από Σύνοδο στην Κρήτη, παραµένουν άγνωστες. Οι επιπτώσεις όµως αυτής της καταδίκης είναι ενδεικτικές σχετικά µε ορισµένα πράγµατα. δείχνουν ότι ο Επίσκοπος της Λάµπης κατέχει αρκετά υψηλή θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία, επειδή ασκεί επιρροή στη ζωή όλης της Μητρόπολης. Εάν η θέση του Επισκόπου της Λάµπης ήταν ασήµαντη, τότε ο Επίσκοπος της Ρώµης δεν θα είχε τη δυνατότητα να εκµεταλλευτεί τη διαµαρτυρία του Ιωάννη προς ίδιον όφελος. Το περιστατικό αυτό εξετάστηκε µε υπερβολική προσοχή, αν και πρόκειται για ένα ασαφές ως προς τα αίτιά του παράπονο ενός τοπικού επισκόπου. Το εν λόγω περιστατικό, αναµφίβολα, αποτελεί προσπάθεια του Επισκόπου της Ρώµης να επωφεληθεί της ευκαιρίας, η οποία του προσφέρθηκε, για να αυξήσει την επιρροή του σε µια στιγµή εσωτερικής διαµάχης µε τη Ραβέννα. Όσον αφορά στη θέση ενός Επισκόπου απέναντι στους υπόλοιπους στην εκκλησιαστική ιεραρχία, καθοριστικής σηµασίας είναι η θέση που καταλαµβάνει η πόλη του στην πολιτική δοµή της αντίστοιχης διοικητικής περιοχής και η οικονοµική επιρροή που αυτή ασκεί. Για να εξετάσουµε αυτούς τους παράγοντες σχετικά µε τη Λάµπη, ας επανέλθουµε στην ιστορία της πόλης της Λάµπης.
Η ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΛΑΜΠΗΣ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
483
Η Λάµπη είναι ένας από τους παλαιότερους οικισµούς στην Κρήτη. Την ιστορία αυτής είναι δυνατόν να παρακολουθήσουµε περίπου από τον 8ο αιώνα π.Χ. Η πόλη εξακολουθεί να υφίσταται, µε περιόδους ακµής και παρακµής, έως το τέλος του Ύστερου Μεσαίωνα, όπου συµβατικά θα µπορούσαµε να τοποθετήσουµε το τέλος της ιστορίας αυτής. Κατά την ύστερη περίοδο της Ενετοκρατίας, ο οικισµός µετονοµάστηκε και, µετά από διάφορες ονοµασίες, εξακολουθεί να υπάρχει µέχρι και σήµερα γνωστός ως Αργυρούπολη. Σύµφωνα µε µερικούς Ιστορικούς και Αρχαιολόγους η αρχαία πόλη της Λάµπης των προχριστιανικών χρόνων, ήταν αποδεδειγµένης οικονοµικής σηµασίας οικισµός, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τη Ρώµη. Τον 8ο αι. π.Χ. ήταν µια από τις πιο σηµαντικές πόλεις στη ∆υτική Κρήτη και χάρη στη γεωγραφική της θέση είχε κάτω από τον έλεγχό της όλα τα εδάφη, τα οποία εκτείνονταν από τη βόρεια ως τη νότια ακτή της νήσου. Οι αρχαιολογικές πληροφορίες συνηγορούν για την ύπαρξη έντονης εµπορικής δραστηριότητας. Ακόµη και µετά την καταστροφή της από τους Ρωµαίους, το 67 µ.Χ., η πόλη αποκαταστάθηκε µε αυτοκρατορική διαταγή, αφού εικάζεται ότι µία από τις κύριες αιτίες γι’ αυτό ήταν η ύπαρξη αργυρορυχείου στην περιοχή. ∆εν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η σύγχρονη ονοµασία του οικισµού είναι Αργυρούπολη. Αλλεπάλληλοι σεισµοί καταστρέφουν την πόλη, όµως εκείνη αναβιώνει και υπάρχει χωρίς µεγάλα χάσµατα στο χρόνο, έως το τέλος της Ενετοκρατίας, όταν µετονοµάζεται σε Αργυρούπολη. Οι αρχαιολογικές και επιγραφικές πηγές µαρτυρούν την ύπαρξη ενεργού θρησκευτικής ζωής στους ναούς της πόλης. Εάν συγκρίνουµε τις πληροφορίες, από την εξαιρετικά συµπυκνωµένη ιστορία της πόλης που παρουσιάσαµε, µε τις πληροφορίες για τη θέση του Επισκόπου της Λάµπης στην εκκλησιαστική ιεραρχία της Κρήτης, µπορούµε να οδηγηθούµε στο ακόλουθο συµπέρασµα: ένα οικονοµικό και γεωπολιτικό κέντρο, όπως η Λάµπη, θα έπρεπε να καταλαµβάνει δεύτερη θέση µετά τη Μητρόπολη της νήσου Κρήτης. Επειδή, όµως, αυτό δεν προκύπτει από τις πληροφορίες των Συνόδων, πρέπει να υποθέσουµε ότι, κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, η πόλη δεν γνώρισε τη µεγαλύτερη άνθησή της και ήδη είχε χάσει µεγάλο µέρος της επιρροής που είχε κατά την Αρχαιότητα. Απόδειξη γι’ αυτό είναι η πληροφορία ότι η πόλη υπέστη σοβαρές καταστροφές από σεισµούς κατά την διάρκεια του 3ου και του 4ου αι. µ.Χ., γεγονός το οποίο µε βεβαιότητα µπορούµε να ισχυριστούµε ότι επηρέασε γενικότερα και την οικονοµική της ισχύ και επιρροή. Σηµείωση: Το κείµενο επιµελήθηκε φιλολογικά ο ∆ρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης, Προϊστάµενος της 13ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης.
484
ΖΛΑΤΟΜΙΡΑ ΓΚΕΡΤΖΙΚΟΒΑ - ΖΝΤΡΑΒΚΑ ΜΙΧΑΪΛΟΒΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ACO: Acta Conciliorum Oecumenicorum, ed. Ed. Schwartz. Tom I: Cc. Ephesinum (431), vols. 1-5. Tom II: Cc. Chalcedonense (451), vols. 1-6. Berolini 1907-1949. Creta Sacra: Cornelius, Flaminius Creta Sacra sive de episcopis utriusque ritus graeci at latini in insula Cretae. Venetiis 1755.
Mansi: Sanctorum conciliorum et decretorum collectio nova et amplissima col., J. D. Mansi, ed., 31 vols. Florence and Venice, 17591798. Pope Vitalian epistles
Ep. Paul.: Epistula Vitaliani papae ad Paulum Archiepiscopum Cretensem.
Ep. Vaanum: Epistula Vitaliani papae ad Vaanum cubicularium imperatoris.
Hefele-Leclerq: Hefele, C. Histoire des conciles d’ après les documents originaux, trans. and augmented by Henri Leclercq 11 vols., Paris, 1907-1949.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
Η τούρµα Κάτω Συβρίτου στα µεσαιωνικά χρόνια (13ος - 14ος αι.)
Η επαρχία Αγίου Βασιλείου καλύπτει µια γεωγραφική ζώνη, η οποία ταυτίζεται µε αυτήν που στα βυζαντινά χρόνια οριζόταν ως τούρµα Κάτω Συβρίτου, σε αντιδιαστολή προς την τούρµα Απάνω Συβρίτου στην περιοχή της τέως επαρχίας Αµαρίου (Τσουγκαράκης 1988, 137, 189, 326, 328-330). Οι πληροφορίες για την Κάτω Σύβριτο είναι πολύ περιορισµένες, όπως εξάλλου συµβαίνει για ολόκληρο το δυτικό τµήµα της Κρήτης, και δεν αποτελούν παρά ψηφίδες µόνο µιας εικόνας που µας διαφεύγει κατά το µεγαλύτερο µέρος της. Ταυτόχρονα όµως θα πρέπει να επισηµάνουµε ότι το πολιτικό, κοινωνικό και οικονοµικό πλαίσιο της περιοχής, και βέβαια τα φαινόµενα που το συνοδεύουν, δεν ήταν διαφορετικό από εκείνο που ίσχυε και στις υπόλοιπες περιοχές του νησιού, εκτός από συγκεκριµένες συνθήκες και γεγονότα που αναδεικνύουν ίσως κάποια ιδιαίτερα κατά καιρούς χαρακτηριστικά. Αξίζει λοιπόν για το λόγο αυτό να δούµε από πιο κοντά όσες πληροφορίες διαθέτουµε, αναδεικνύοντας έτσι κάποιες όψεις της ιστορίας της Κάτω Συβρίτου. Θα περιοριστούµε σε δύο κυρίως θέµατα: στη διοικητική και αµυντική ταυτότητα της περιοχής, καθώς και στη γαιοκτησία και στους φεουδάρχες που κατείχαν εδώ γη. Οι Βενετοί, αν και το αµιγώς διοικητικό τους σύστηµα δεν συµπεριέλαβε τελικά τις µικρές µονάδες που οι βυζαντινοί είχαν ορίσει ως τούρµες (turma), ωστόσο διατήρησαν τον βυζαντινό αυτόν όρο και έτσι όρισαν γεωγραφικά και εκείνοι την συγκεκριµένη περιοχή ως τούρµα Κάτω Συβρίτου (Cato Sivrito) (Γάσπαρης 2001, 167-228). Στις βενετικές πηγές της περιόδου συναντούµε παράλληλα τον γενικότερο γεωγραφικό όρο Σύβριτος, ο οποίος κάλυπτε και τη µία και την άλλη Σύβριτο, ενώ εξίσου συχνά χρησιµοποιείται στις πηγές και ο όρος Σύβριτοι (Sivriti) στον πληθυντικό, δυσκολεύοντας και στις περιπτώσεις αυτές την ακριβή ταύτιση της περιοχής στην οποία η πηγή αναφέρεται1. 1. Σύµφωνα µε µαρτυρία του 1248, για παράδειγµα, το µοναστήρι της Σφάκας κατείχε γη εκτός των άλλων και στη Σύβριτο χωρίς να διευκρινίζεται σε ποια από τις δύο: Item habet terram laboratoriam de pasculo in Sivrito multam (Τσιρπανλής 1985, 194). Το 1314, επίσης, παραχωρήθηκαν στον Γαβριήλ Cataldo δύο σερβενταρίες, positas ad Malemas, ad Gaynam et in Sivritis, χωρίς να διευκρινίζεται σε ποιο χωριό ή άλλο σηµείο βρισκόταν η γη (Γάσπαρης 2008, αρ. 13).
486
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
Οι γενικοί αυτοί προσδιορισµοί οφείλονται κυρίως στην άγνοια της περιοχής από τους συντάκτες των εγγράφων και βέβαια στην άγνοιά τους αν ένα χωριό ή ένα τοπωνύµιο ανήκε στη µία ή στην άλλη τούρµα, αφού δεν υπήρχε, ή τουλάχιστον δεν έχει διασωθεί, σαφής και καθορισµένος προσδιορισµός των συνόρων τους, όπως υπήρχε για τα διαµερίσµατα της Κρήτης (territorii) ή τα «σεξτέρια» (sexteria) της περιοχής Ηρακλείου2. Κατά συνέπεια, τα σύνορα κάθε τούρµας µπορούν να ανιχνευτούν µόνο κατά προσέγγιση και µε βάση τα χωριά που αυτές γνωρίζουµε ρητά ότι περιλάµβαναν. Παρόλο που οι βυζαντινές τούρµες αποτέλεσαν τη βάση για τη συγκρότηση του βενετικού αµυντικού συστήµατος των καστελανιών, ωστόσο φαίνεται ότι τουλάχιστον µέχρι και τον 14ο αιώνα ούτε η Απάνω ούτε η Κάτω Σύβριτος δεν είχαν αποτελέσει καστελανίες, ίσως γιατί και οι δύο καλύπτονταν αµυντικά από τα υπάρχοντα τότε κάστρα, έδρες των καστελάνων και της φρουράς τους, στο βόρειο τµήµα του διαµερίσµατος του Ρεθύµνου, το κάστρο δηλαδή Μυλοποτάµου και το κάστρο του Bonriparo (στο σηµερινό Μονοπάρι) (Γάσπαρης 2001, 178-179)3. Η ύπαρξη ή όχι κάστρου, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι καστελανίας, στην τούρµα της Κάτω Συβρίτου έχει γίνει ήδη αντικείµενο προβληµατισµού από παλαιότερους ερευνητές, αλλά δεν έχουν συναχθεί οριστικά συµπεράσµατα4. Ακόµη και οι αναφορές σε κάστρο Κάτω Συβρίτου σε έγγραφα του πρώτου µισού του 13ου αι. είναι αµφίβολες και δεν δίνουν σαφή απάντηση. Στο έγγραφο του 1212, µε το οποίο οι Βενετοί είχαν σχεδιάσει αρχικά τη διοικητική διαίρεση της Κρήτης, αναφέρεται castrum Cato Sivrite (Tafel - Thomas 1856, 144)5. ∆έκα χρόνια αργότερα, το 1222, στο έγγραφο του δεύτερου αποικισµού, µε τον οποίο µοιράστηκε η περιοχή 2. Βλ. για παράδειγµα τα σύνορα που χώριζαν το σεξτέριο του Dorsoduro από αυτό του Αγίου Παύλου, καθώς και εκείνα του Dorsoduro µε το Castello στο σηµερινό νοµό Ηρακλείου (Γάσπαρης 2004, 93-94). Καθώς οι τούρµες αποτελούσαν το αντίστοιχο των σεξτερίων στα υπόλοιπα διαµερίσµατα της Κρήτης, εκτός του Χάνδακα, δεν αποκλείεται να υπήρχαν και για τις τούρµες ανάλογοι καθορισµοί συνόρων, αλλά δεν το γνωρίζουµε, αφού δεν έχουν διασωθεί τα Κατάστιχα των διαµερισµάτων αυτών. 3. Για το αµυντικό-στρατιωτικό σύστηµα που είχε εφαρµοστεί στην Κρήτη από τους Βε. νετούς βλ. Γάσπαρης 1998, 171-214, και ειδικά 186-188 O’Connell 2003, 161-177. 4. Ο προβληµατισµός είχε ξεκινήσει ήδη από τις επιτόπιες έρευνες του Giuseppe Gerola στις αρχές του 20ου αιώνα. Βλ. Gerola 1905, 193-194. 5. Στην ιταλική απόδοση του λατινικού κειµένου το castrum Cato Sivrite γίνεται απλώς castel Sivrito.
Η ΤΟΥΡΜΑ ΚΑΤΩ ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (13ος - 14ος αι.)
487
του Ρεθύµνου σε βενετούς αποίκους, καταγράφονται τα δύο κάστρα που προαναφέραµε, Μυλοποτάµου δηλαδή και Bonriparo, και πέντε τούρµες µεταξύ αυτών και η Κάτω Σύβριτος, αλλά όχι κάστρο Κάτω Συβρίτου (Tafel - Thomas 1856, 236). Σε ένα άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά δυσνόητο έγγραφο, το οποίο µπορεί να χρονολογηθεί περίπου στην δεκαετία του 1220, µε το οποίο οι Κρητικοί απευθύνονται στον δόγη Πέτρο Ziani, εκφράζοντας τα παράπονά τους για τις παρανοµίες και την καταπίεση του βενετού καπιτάνου Παύλου Quirino, αναφέρονται µεταξύ άλλων και «στην εποχή που είχαν ανεγερθεί τα κάστρα του Μυλοποτάµου και της Κάτω Συβρίτου»6. Στη γνωστή, τέλος, συνθήκη του 1234, τη λεγόµενη και των ∆ύο Συβρίτων, αναφέρονται και πάλι µόνο οι περιοχές (ούτε τούρµες ούτε κάστρα) Απάνω και Κάτω Συβρίτου7. Τέλος, ο γενικός όρος κάστρο Συβρίτου, τον οποίο συναντούµε ορισµένες φορές στις πηγές8, αφορά συνήθως στο κάστρο της Απάνω Συβρίτου, το οποίο έχει ταυτιστεί µε τη θέση Κάστελλος κοντά στο σηµερινό χωριό Καλογέρου της επαρχίας Αµαρίου (Gerola 1905, 191-193)9. Από τα παραπάνω γίνεται φανερή η ασάφεια των πηγών σχετικά µε την ύπαρξη ή όχι ενός κάστρου στην περιοχή και πολύ περισσότερο βέβαια σχετικά µε τη θέση του. ∆εν αποκλείεται να υπήρχε πράγµατι κάστρο ή υπολείµµατα κάστρου της βυζαντινής εποχής, τα οποία ωστόσο δεν αποτελούσαν ή δεν µπορούσαν να αποτελέσουν µέρος του αµυντικού µηχανισµού τουλάχιστον κατά το πρώτο µισό του 13ου αιώνα. Στο σηµείο αυτό πρέπει να επισηµάνουµε επίσης ότι πολλά χωριά της Κρή6. Tunc erant quando fuit laboratum castellum lo Miropotago et lo Catosivri (Scaffini 1907, appendice, 7). 7. Πρόκειται για την κατάληξη της επανάστασης που είχε ξεσπάσει το 1230 µε υποκίνηση του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Επικεφαλής της επανάστασης είχαν τεθεί µέλη των οικογενειών Σκορδίλη, Μελισσηνού και ∆ρακοντόπουλου. Βλ. Ξανθουδίδης 1939, 37-43. Βλ. επίσης το κείµενο της συνθήκης, Tafel - Thomas 1856, 322-326. 8. Βλ., για παράδειγµα, συµβόλαιο του 1271, στο οποίο γίνεται αναφορά για φέουδα που βρίσκονταν in castro Sivrito, στην περιοχή δηλαδή που έλεγχε το εν λόγω κάστρο, χωρίς όµως προσδιοριστικό Επάνω ή Κάτω (Lombardo 1942, αρ. 11). 9. O βενετός χρονογράφος Lorenzo de Monacis, ο οποίος γράφει κατά το πρώτο µισό του 15ου αι., σηµειώνει σχετικά µε την επανάσταση του 1212-1213 και τον Μάρκο Σανούδο: Movit a Themeno et quemdam fortissimum et natura munitissimum locum, vocatum Apano Sivrite, occupavit, ibique cum exercitu se firmavit, et castrum quoddam edificavit… (Gerola 1905, 191).
488
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
της ήταν είτε ελαφρά τειχισµένα είτε µε πολεοδοµικό ιστό που αντικαθιστούσε τα τείχη, και έφεραν τον προσδιοριστικό όρο κάστρο (castrum), χωρίς απαραίτητα αυτό να σηµαίνει ότι επρόκειτο για κάστρο µε τη στρατιωτική-αµυντική έννοια10. Γι’ αυτό και στην περίπτωση ακόµη που διαθέταµε κάποια αναφορά σε κάστρο, θα πρέπει να εξετάζαµε µε προσοχή αν πρόκειται για αµυντικό φρούριο ή απλώς τειχισµένο χωριό. Ανεξάρτητα όµως εντέλει αν υπήρχε ή όχι κάστρο στην περιοχή της Κάτω Συβρίτου, όπως εξάλλου και στην Απάνω Σύβριτο, κατά τον 13ο και 14ο αι., η κατάστασή του ή θέση του δεν θα ήταν τέτοια που να αναχθεί σε έδρα καστελάνου. Το γεγονός επιβεβαιώνεται επίσης και από την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς σε διορισµό καστελάνου στην περιοχή µέχρι και τα τέλη τουλάχιστον του 14ου αιώνα. Ωστόσο, επειδή σε καµιά περιοχή δεν έλειπαν τα προβλήµατα και παντού υπήρχε ανάγκη αξιωµατούχου που θα έλυνε σε πρώτο βαθµό κάποια από αυτά, οι δύο Σύβριτοι αποτέλεσαν µια µικρή και χαρακτηριστική εξαίρεση. Αντί για την ύπαρξη καστελάνου, ο οποίος στην περιφέρεια του κάστρου του είχε διοικητικές και δικαστικές αρµοδιότητες, θεσµοθετήθηκε ο δικαστής Συβρίτων (iudex Sivritorum), υπό την αρµοδιότητα του οποίου ενοποιήθηκαν οι δύο περιοχές, οι οποίες έφεραν εξάλλου ένα κοινό όνοµα. Το γεγονός ότι οι βενετικές αρχές έβλεπαν τον δικαστή Συβρίτων περίπου όπως τον καστελάνο σε διοικητικό επίπεδο αποδεικνύεται σε πολλές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Το 1340, για παράδειγµα, σε έγγραφο όπου καταγράφονται οι αξιωµατούχοι της Κρήτης περιλαµβάνονται οι 15 καστελάνοι και τα κάστρα τους και µαζί τους ο δικαστής Συβρίτων ή Αµαρίου, όπως αποκαλείται στη συγκεκριµένη µαρτυρία (Thomas 1880, 254). Ανάλογη εικόνα παρέχει και διαταγή των βενετικών αρχών το 1349 σχετικά µε τον έλεγχο των ξένων στα χωριά της Κρήτης, η οποία απευθύνεται omnibus castellanis Insule et iudici Sivritorum (Ratti-Vidulich 1976, αρ. 130). ∆εν γνωρίζουµε πότε ακριβώς θεσµοθετήθηκε η θέση του δικαστή Σιβρύτων, ωστόσο αυτό πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα. Ο εν λόγω αξιωµατούχος διοριζόταν από τον ρέκτορα Ρεθύµνου µε διετή θητεία και έδρα το Αµάρι. Τη θέση καταλάµβαναν αρχικά Βενετοί από όλη την Κρήτη. Το 1333 για πρώτη φορά οι φεουδάρχες Ρε10. Στις βενετικές πηγές του 13ου και 14ου αι. χρησιµοποιούνται δύο διαφορετικοί όροι για τη λέξη κάστρο: το castrum, όρος που προσδιορίζει κατά κανόνα ένα καστροχωριό, και το castellum, όρος που προσδιορίζει το κάστρο-φρούριο µε την στρατιωτική έννοια (χωρίς να αποκλείεται ταυτόχρονα και η χρήση του όρου castrum). Ως καστροχωριά χαρακτηρίζονταν αρκετά χωριά της Κρήτης την εποχή αυτή (Βλ. Γάσπαρης 2009).
Η ΤΟΥΡΜΑ ΚΑΤΩ ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (13ος - 14ος αι.)
489
θύµνου ζήτησαν από τις µητροπολιτικές αρχές να καταλαµβάνουν αυτοί και µόνο τις δύο σηµαντικότερες θέσεις του διαµερίσµατός τους, δηλαδή εκείνες του καστελάνου Μυλοποτάµου και του δικαστή Συβρίτων. Η Βενετία τους παραχώρησε το δικαίωµα διεκδίκησης της µίας µόνο από τις δύο. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1356, η Βενετία υποχώρησε τελικά και έδωσε το αποκλειστικό δικαίωµα διεκδίκησης και των δύο θέσεων στους φεουδάρχες του Ρεθύµνου. Με τις αποφάσεις αυτές τέθηκαν και τα κριτήρια εντοπιότητας των φεουδαρχών Ρεθύµνου, καθώς και της ελάχιστης ηλικίας του υποψήφιου, ο οποίος θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 25 ετών (Γάσπαρης 2003, 52-54). Οι ακριβείς αρµοδιότητες του δικαστή Συβρίτων δεν διασώζονται, αλλά πρέπει να ήταν ανάλογες εκείνων του καστελάνου σε διοικητικό και όχι στρατιωτικό επίπεδο. Έλυνε σε πρώτο βαθµό διαφωνίες µεταξύ των κατοίκων της περιοχής του, συνελάµβανε τους παρανοµούντες και επέβλεπε την τάξη. Προσπαθούσε µε λίγα λόγια να επιλύει, όσο του επιτρεπόταν, τα προβλήµατα που αντιµετώπιζε η περιοχή του ή να ενηµερώνει τις αρµόδιες αρχές προς επίλυσή τους. Αναφερόταν στον ρέκτορα Ρεθύµνου, ο οποίος µε τη σειρά του, ανάλογα µε την υπόθεση, απευθυνόταν στην κεντρική κυβέρνηση της Κρήτης ή κατευθείαν στις µητροπολιτικές αρχές. Παράλληλα, όπως όλοι οι αξιωµατούχοι, ο δικαστής Συβρίτων αναλάµβανε έκτακτες υπηρεσίες, όπως εκείνη του 1349, σύµφωνα µε την οποία όφειλε να ελέγχει µέσω καθορισµένων εκπροσώπων (iurati) σε κάθε χωριό την κίνηση ξένων που έφθαναν στην περιοχή του και να εξετάζει αν πρόκειται για βιλάνους ή σκλάβους που είχαν δραπετεύσει και αναζητούνταν (Ratti-Vidulich 1976, αρ. 130). Πλάι στο δικαστή Συβρίτων διοριζόταν, δεν γνωρίζουµε και πάλι από πότε ακριβώς, ένας γραφέας (scriba), που ασκούσε χρέη γραµµατέα και βοηθού του δικαστή στις γραφειοκρατικές υποχρεώσεις του. Και η θέση αυτή, διετούς θητείας, προοριζόταν για τους φεουδάρχες Ρεθύµνου11. ∆εν γνωρίζουµε, όπως προαναφέρθηκε, τα όρια της τούρµας Κάτω Συβρίτου, ωστόσο γνωρίζουµε τα χωριά που ανήκαν στην τούρµα αυτή, σύµφωνα µε τις βενετικές απογραφές του 16ου και 17ου αιώνα (Faure 11. Κατά τη δεκαετία του 1340, για παράδειγµα, διορίστηκαν ως γραφείς του δικαστή Συβρίτων (scribania iudicatus de Syvritis) οι παρακάτω: το 1340 ο Μάρκος Barozzi, το 1344 ο Ανδρέας Vicentino, το 1345 ο Ανδρέας Zane, το 1346 ο Πέτρος Venerio, το 1347 ο Ιάκωβος Petraca και το 1350 ο Φίλιππος Mengolo (Archivio di
490
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
1989, 417-421). Για τους δύο πρώτους αιώνες της βενετικής κυριαρχίας, τον 13ο και 14ο δηλαδή, τα στοιχεία είναι πολύ λιγότερα, αλλά η εικόνα δεν πρέπει να ήταν πολύ διαφορετική. Από τα µέχρι τώρα στοιχεία που διαθέτουµε, έχουν εντοπιστεί σε έγγραφα µέχρι και τα τέλη του 14ου αι. 19 χωριά, τα οποία ανήκαν στην τούρµα Κάτω Συβρίτου. Πρόκειται για τα: Ακούµια, Βουιδοµαγερειό12 (σηµ. Κεντροχώρι), Κεραµές, Μουρνές, Μιξόρρουµα, Μύρθιος, Παλέ, Ροδάκινο, Σπήλι, Χωριδάκι (εγκαταλελειµµένος οικισµός κοντά στην Παλέ), πιθανόν Χουρδάκι (της επαρχίας Αµαρίου), καθώς και τα αταύτιστα ακόµη ή απλά τοπωνύµια σήµερα Grota13, Κάστελλος, Γούβα, Ορθές14, Αρµός, Πλακωτή, Βάτος και Βρύση15. Το 1222 πραγµατοποιήθηκε η δεύτερη αποστολή αποίκων από τη Βενετία στην περιοχή του σηµερινού νοµού Ρεθύµνου16. ∆εν γνωρίζουµε λεπτοµέρειες σχετικά µε τη διανοµή της γης σε όσους είχαν λάβει µέρος στη συγκεκριµένη αποστολή και έτσι παραµένει άγνωστο µέχρι ποιο σηµείο του σηµερινού νοµού Ρεθύµνης διείσδυσε η οµάδα αυτή αποίκων ή αν πήραν και πόσοι από αυτούς φέουδα στην τούρµα Κάτω Stato di Venezia, Duca di Candia, b. 29, reg. 5, 131r· reg. 7, 31r, 37r· reg. 8, 99v, 103v· reg. 10, 6v). Η θητεία για διάφορους λόγους µπορεί να ήταν µικρότερη και σπανιότερα µεγαλύτερη των δύο χρόνων. Όπως διακρίνεται επίσης, σχεδόν όλοι οι παραπάνω που διορίστηκαν ως γραµµατείς προέρχονται από γνωστές βενετικές οικογένειες της Κρήτης. 12. Πρόκειται για µία µόνο αναφορά σε σύντοµο συµβόλαιο εξουσιοδότησης, στο οποίο ο εξουσιοδοτών Γεώργιος από τον Sancto Chesila (Άγιο Σύλα ;) δηλώνεται ως κάτοικος στο χωριό Vudomaierio (Morozzo della Rocca 1950, αρ. 443). 13. Επειδή η λέξη grotta στα ιταλικά σηµαίνει σπηλιά, ίσως να υπονοείται το Σπήλι, το οποίο ο γραφέας, γνωρίζοντας ελληνικά, το µετέφρασε. 14. Επειδή τόσο ο ∆ηµήτριος de Gribia, όσο και ο Μάρκος Bellono, οι οποίοι κατείχαν γη στην Ορθέ, κατείχαν επίσης γη και στο Χωριδάκι και στην Παλέ, δεν αποκλείεται η Ορθέ να ήταν είτε µικροτοπωνύµιο είτε οικισµός στην περιοχή των δύο αυτών χωριών. Για τις ιδιοκτησίες αυτές βλ. Γάσπαρης 2008, αρ. 7, 120. 15. Αν και η θέση Βρύση, η οποία αναφέρεται σε συµβόλαιο του 1282, δεν φέρει το προσδιοριστικό casale (δηλ. χωριό) αλλά locus, ωστόσο το γεγονός ότι εντάσσεται γεωγραφικά σε τούρµα και όχι σε κάποιο χωριό µάς κάνει να υποθέσουµε ότι επρόκειτο µάλλον για οικισµό. Παρόλο που δεν έχει ακόµη ταυτιστεί, το όνοµα παραπέµπει είτε στην Κρύα Βρύση είτε στις Βρύσες κοντά στα Ακούµια. 16. Το έγγραφο του δεύτερου αποικισµού στην περιοχή Ρεθύµνου είναι δηµοσιευµένο στο: Tafel – Thomas 1856, 234-249.
Η ΤΟΥΡΜΑ ΚΑΤΩ ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (13ος - 14ος αι.)
491
Συβρίτου. Υποθέτουµε όµως ότι ένα µέρος από αυτούς προωθήθηκε και στην περιοχή της Κάτω Συβρίτου. Το γεγονός ότι κατά το δεύτερο µισό του 13ου αι. κάποιοι από τους φεουδάρχες που αποίκισαν το διαµέρισµα των Χανίων έλαβαν φέουδο στην Κάτω Σύβριτο, µας κάνει να υποθέτουµε ότι εκεί υπήρχε ακόµη διαθέσιµη γη, η οποία µάλλον δεν είχε καταληφθεί µε τον αποικισµό του 1222 (Γάσπαρης 2008, 35-37). Η περιοχή λοιπόν της Κάτω Συβρίτου υποδέχθηκε βενετούς φεουδάρχες, τόσο κατά τον αποικισµό του Ρεθύµνου το 1222, όσο και κατά τον αποικισµό των Χανίων το 1252. Πλάι σ’ αυτούς πρέπει να προστεθούν και κάποιοι έλληνες φεουδάρχες, τον αριθµό των οποίων δεν µπορούµε να υπολογίσουµε και οι οποίοι είτε διατήρησαν την παλαιά, από τα βυζαντινά, δηλαδή, χρόνια, περιουσία τους είτε απόκτησαν γη µετά την άφιξη των Βενετών και στη διάρκεια του 13ου και του 14ου αιώνα. Γνωρίζουµε, ακόµη, από µαρτυρία του 1282 ότι σε κάποια από τα χωριά της περιοχής κατείχε γη και το τιτλούχο λατινικό πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, γεγονός που σηµαίνει ότι η γη αυτή ανήκε παλαιότερα στο ορθόδοξο πατριαρχείο17. ∆ύο ακόµη µαρτυρίες από τον εξαιρετικά φτωχό σε πληροφορίες 13ο αι. διαθέτουµε για τη γαιοκτησία στην περιοχή. Το 1282 ο Ραφαήλ Faletro, κάτοικος Χανίων, νοίκιασε για δύο χρόνια στον Λέο Cornaro, κάτοικο Χάνδακα, όλη τη γη και τα αµπέλια που κατείχε και ανήκαν στο φέουδό του (φορολογικής αξίας µιας σερβενταρίας) στη θέση Βρύση της Κάτω Συβρίτου (Archivio di Stato di Venezia, Notai di Candia, b. 115 notaio Crescenzio Alessandrino, 12v). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1285, ο Ιωάννης Navaglaro, του ποτέ Πέτρου και η Novella, χήρα του Μάρκου Κούρκουλου, κάτοικοι και αυτοί Χανίων, νοίκιασαν για 20 χρόνια και έναντι συνολικού ενοικίου 24 υπερπύρων στον Ιωάννη Πενταµοδίτη, κάτοικο στο βούργο του Χάνδακα, το βιλάνο τους Νικόλαο Λούµπη, ο οποίος ανήκε σε φέουδό τους (φορολογικής αξίας µιας σερβενταρίας) στο Σπήλι18. 17. Σε συµβολαιογραφική πράξη της 29ης ∆εκεµβρίου 1282 ο λατίνος ιερέας της επισκοπής Χερσονήσου, ∆ιονύσιος, παραχωρεί γη σε χωριά της τούρµας Κάτω Συβρίτου, τα οποία όπως σηµειώνεται ανήκαν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης (Archivio di Stato di Venezia, Notai di Candia, b. 115 notaio Crescenzio Alessandrino, 53v). 18. Ο βιλάνος ανήκε κατά τα 2/3 στον Navaglaro και κατά 1/3 στην Novella (Archivio di Stato di Venezia, Notai di Candia, b. 115 notaio Crescenzio Alessandrino, 62r).
492
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
Ο 14ος αι. είναι σχετικά πιο πλούσιος σε πληροφορίες. Η κύρια, πλάι σε µεµονωµένες άλλες, πηγή πληροφόρησης για τους φεουδάρχες της περιοχής Κάτω Συβρίτου είναι το Κατάστιχο των φέουδων, το κτηµατολόγιο, δηλαδή, των Χανίων, το οποίο καλύπτει το µεγαλύτερο µέρος των αγοραπωλησιών γης των φεουδαρχών Χανίων του 14ου αιώνα. Μόνο η πηγή αυτή µας δίνει ονόµατα από 23 διαφορετικές οικογένειες Βενετών ή άλλων Ιταλών που κατείχαν γη στην Κάτω Σύβριτο για κάποια διαστήµατα του 14ου αιώνα. Μεταξύ αυτών πολύ γνωστές και ισχυρές οικογένειες, όπως των Gradonico, de Molino, Quirino, de Canale, Mudacio, Zane, Zancarolo, Baroci και Mauroceno19. Από τις παλαιότερες οικογένειες στην περιοχή είναι οι οικογένεις Faletro και Navaglaro, οι οποίες, όπως είδαµε, κατείχαν σίγουρα γη κατά το δεύτερο µισό του 13ου αι., και οι οικογένειες Gradonico, de Canale και de Gribia, οι οποίες κατείχαν γη στις αρχές του 14ου αιώνα, αν και πιθανότατα η ιδιοκτησία τους αυτή ανάγεται τουλάχιστον στα τέλη του προηγούµενου αιώνα20. Η οικογένεια Navaglaro, η οποία όπως είδαµε παραπάνω κατείχε το 1285 φέουδο αξίας µιας σερβενταρίας στο Σπήλι, διατήρησε τη γη αυτή µέχρι το 1326, οπότε και την πούλησε στον Λαυρέντιο Massulo (Γάσπαρης 2008, αρ. 79). Αντίθετα, η οικογένεια Faletro δεν εµφανίζεται κατά τον 14ο αι., γεγονός που σηµαίνει ότι η γη που κατείχε είτε είχε πουληθεί είτε είχε περάσει σε χέρια γαµπρού από άλλη οικογένεια. Ενδιαφέρουσες µαρτυρίες διαθέτουµε ωστόσο και για τους έλληνες φεουδάρχες στην Κάτω Σύβριτο. Ήδη στη συνθήκη των ∆ύο Συβρίτων το 1234 αναφέρεται ότι στην ευρύτερη περιοχή, στην Απάνω δηλαδή 19. Εκτός από τις παραπάνω οικογένειες, στο Κατάστιχο Χανίων καταγράφονται ακόµη και µέλη των εξής οικογενειών: Armario, Griti, de Gribia, Bellono, Vicemano, Pagano, de Urbino, Paulino, Barbo, Navaglaro, Massulo, Christiano, Mauro και Aposaciis. Βλ. Συνοπτικό πίνακα των ιδιοκτησιών στην τούρµα Κάτω Συβρίτου, Γάσπαρης 2008, 210. 20. Τον Ιούνιο του 1314 παραχωρήθηκε στον Guido de Canale µια καβαλαρία, µέρος της οποίας βρισκόταν στο χωριό Κεραµές Κάτω Συβρίτου και την οποία κατείχε από παλαιότερα (Γάσπαρης 2008, αρ. 2). Τον Ιούλιο του 1314 παραχωρήθηκε στον ∆ηµήτριο de Gribia, ύστερα από αίτηση του ίδιου, µισή καβαλαρία στην τούρµα Κάτω Συβρίτου στις θέσεις Παλέ και Χωριδάκι (Γάσπαρης 2008, αρ. 7). Τον Ιούλιο, τέλος, του 1315 παραχωρήθηκαν στον Φίλιππο de Molino και τον Rigazino Gradonico φυσικό γιο του ποτέ Μάρκου Gradonico επτά σερβενταρίες, οι οποίες ανήκαν στον εν λόγω Μάρκο Gradonico, µέρος των οποίων βρισκόταν στη θέση Αρµός της Κάτω Συβρίτου (Γάσπαρης 2008, αρ. 45-46).
Η ΤΟΥΡΜΑ ΚΑΤΩ ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (13ος - 14ος αι.)
493
και την Κάτω Σύβριτο, είχε αναγνωριστεί από το δούκα Βαρθολοµαίο Gradonico, στα χρόνια δηλαδή 1233-1234, αλλά και από το διάδοχό του, Άγγελο Gradonico, που υπογράφει και τη συνθήκη, ως φέουδο η γη που κατείχαν κάποιοι Έλληνες εκεί, χωρίς όµως να κατονοµάζονται και χωρίς να διακρίνεται η έκταση της γης αυτής21. Μεταξύ των Ελλήνων που κατείχαν γη στην περιοχή συγκαταλέγεται και ο Θεόδωρος Μελισσηνός, χωρίς όµως να ξέρουµε αν ταυτόχρονα κατοικούσε εκεί ή όχι. Η γη του ήταν φορολογικής αξίας µισής σερβενταρίας και βρισκόταν στο χωριό Παλέ22. Η συµµετοχή του Θεόδωρου στην επανάσταση του 13331334, ξεσηκώνοντας σύµφωνα µε την πηγή µας τους κατοίκους του Ψυχρού και της Καλαµώνας (τις περιοχές δηλαδή της σηµερινής επαρχίας Αποκορώνου και του δυτικού τµήµατος της επαρχίας Ρεθύµνου), υπήρξε καθοριστική23. Ο Θεόδωρος επικηρύχθηκε και στη συνέχεια συνελήφθη και παραδόθηκε στις βενετικές αρχές από τον Λέο Καλλέργη του Ιωάννη. Το φέουδό του, όπως συνέβαινε στις περιπτώσεις αυτές, κατασχέθηκε και στη συνέχεια παραχωρήθηκε, τον Ιανουάριο του 1334, έναντι των υπηρεσιών του προς τη Βενετία στον παραπάνω Λέο Καλλέργη που τον είχε συλλάβει (Γάσπαρης 2008, αρ. 130). Η ευρύτερη οικογένεια Μελισσηνού κατάφερε, τρία χρόνια αργότερα, να επαναφέρει το φέουδο αυτό και πάλι στα χέρια της. Το 1337, 21. …et feudum, quod datum fuit Grecis dictarum terrarum liberarum, qui fuerunt franchati in dicto tempore domini Bartholomei Gradonici, Ducis Crete, vel nos Duca cum nostro consilio de cetero dabimus in pheudum vel fecerimus liberos, sit firmum in perpetuum et suis heredibus. Βλ. Tafel – Thomas 1856, 324. 22. Το φέουδο του Θεόδωρου Μελισσηνού εκτός από τη µισή σερβενταρία στην Παλέ περιλάµβανε και µιάµιση σερβενταρία στο χωριό Κουρνάς της τούρµας Καλαµώνας. Γνωρίζουµε ακόµη ότι το 1300 τα αδέλφια Κωνσταντίνος, Γεώργιος και Ιωάννης Μελισσηνοί του ποτέ Θεόδωρου κατοικούσαν στο χωριό Κουρνάς (Carbone 1978, αρ. 229, 230, 231). Πιθανότατα µάλιστα ο εν λόγω Θεόδωρος να είναι γιος κάποιου από τα τρία παραπάνω αδέλφια και οµώνυµος εγγονός του ποτέ Θεόδωρου. Κατά συνέπεια, και καθώς το µεγαλύτερο µέρος του φέουδού του βρισκόταν στον Κουρνά, µάλλον κατοικούσε και ο ίδιος εκεί. 23. Πρόκειται για την επανάσταση που υποκίνησε αρχικά ο Βάρδας Καλλέργης στο χωριό Μαργαρίτες Μυλοποτάµου και στην οποία, εκτός από τον Θεόδωρο Μελισσηνό, συµµετείχαν επίσης ο Νικόλαος Πρικοσιρίδης και τα αδέλφια Σήφης, Μιχαήλ και Λέος Σηφόπουλοι. Η επανάσταση εξαπλώθηκε σε όλη τη δυτική Κρήτη και οι κάτοικοι της περιοχής Συβρίτων βοήθησαν τις βενετικές αρχές στην καταστολή της. Για την επανάσταση βλ. Ξανθουδίδης 1939, 74-76.
494
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
ο Λέος Καλλέργης ζήτησε να πουληθεί ολόκληρο το φέουδο που είχε αποκτήσει και ανήκε παλαιότερα στον Θεόδωρο Μελισσηνό (µαζί δηλαδή και η µισή σερβενταρία στην Παλέ) σε δηµόσιο πλειστηριασµό. Την αγορά, ως ενδιάµεσος, έκανε ο Γεώργιος Γοργοράπτης, ο οποίος ζήτησε αµέσως να καταχωριστεί το φέουδο στο όνοµα του Ιωάννη Μελισσηνού, γιου του Γεωργίου, η ακριβής συγγενική σχέση του οποίου µε τον επαναστάτη Θεόδωρο παραµένει άγνωστη (Γάσπαρης 2008, αρ. 149)24. Μετά το θάνατο του παραπάνω Ιωάννη η γη πέρασε στην αδελφή του Ελένη, σύζυγο του Νικόλαου Mauroceno, και µετά το θάνατο και της Ελένης στον εν λόγω σύζυγό της, σύµφωνα µε τη διαθήκη της. Ο Νικόλαος Mauroceno, τέλος, το 1347 πούλησε µεταξύ των άλλων και το ένα όγδοο της µισής σερβενταρίας στην Παλέ στον Ιάκωβο Pagano, ενώ η υπόλοιπη γη παρέµεινε, προφανώς, στα χέρια του (Γάσπαρης 2008, αρ. 202). Στα µέσα, λοιπόν, περίπου του 14ου αι. η ιδιοκτησία του Θεόδωρου Μελισσηνού στην Παλέ, η οποία πιθανότατα ανάγεται σε πολύ παλαιότερες εποχές, ίσως ακόµη και στα βυζαντινά χρόνια, είχε περιέλθει σε βενετικά χέρια, σε εκπροσώπους δηλαδή των οικογενειών Mauroceno και Pagano, έστω κι αν τα παιδιά του Mauroceno ήταν στην πραγµατικότητα εγγόνια Μελισσηνού. Για την τύχη µικρού µέρους της ίδιας ιδιοκτησίας διαθέτουµε µία ακόµη πληροφορία. Το µισό από το τµήµα της γης που είχε αγοράσει ο Ιωάννης Pagano (1/16 δηλαδή µισής σερβενταρίας στην Παλέ) είχε περιέλθει, άγνωστο µε ποιον ακριβώς τρόπο, στον Cola de Urbino, ο οποίος, το ∆εκέµβριο του 1380, το πούλησε µε τη σειρά του στον Αντώνιο Paulino (Γάσπαρης 2008, αρ. 347). Η ιστορία της µισής σερβενταρίας του Θεόδωρου Μελισσηνού στην Παλέ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα της εξέλιξης του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της γης, ελληνικής ή όχι, στην Κρήτη. Μια άλλη µαρτυρία µάς δίνει έµµεσα το όνοµα και ενός άλλου έλληνα ιδιοκτήτη γης στην Κάτω Σύβριτο, χωρίς να γνωρίζουµε το µέγεθός της. Πρόκειται για τον Θεοδόση Τρουλινό, κάτοικο, όπως αναφέρεται, στην Κάτω Σύβριτο, ο οποίος το 1300 απελευθέρωσε για 29 24. ∆εν αποκλείεται ο Γεώργιος, πατέρας του Ιωάννη, να είναι ο ένας από τα τρία αδέλφια που είδαµε ότι το 1300 κατοικούσαν στον Κουρνά (βλ. σηµ. 22). Αν είναι πράγµατι έτσι, ο Ιωάννης Μελισσηνός του Γεωργίου είναι αδελφός ή πρώτος εξάδελφος του επαναστάτη Θεόδωρου Μελισσηνού, το πατρώνυµο του οποίου παραµένει άγνωστο.
Η ΤΟΥΡΜΑ ΚΑΤΩ ΣΥΒΡΙΤΟΥ ΣΤΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (13ος - 14ος αι.)
495
χρόνια το βιλάνο του Γεώργιο Ροδάκινο κάτοικο του χωριού Γούβα (Carbone 1978, αρ. 127). Αν και δεν αναφέρεται ρητά η κατοχή γης, ωστόσο η ύπαρξη βιλάνου την προϋποθέτει. Όπως σηµειώνεται στο σχετικό συµβόλαιο, ο Τρουλινός απελευθέρωσε το βιλάνο για τη σωτηρία της ψυχής του (µια συνηθισµένη δικαιολογία που προβάλλεται σε τέτοιου είδους πράξεις), αλλά και για έναν επιπλέον συγκεκριµένο λόγο. Ο Γεώργιος Ροδάκινος επρόκειτο να αναθρέψει, ως πατριός, τους νόθους γιους του Τρουλινού. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1305, ένας άλλος Τρουλινός, πιθανότατα συγγενής του προηγούµενου, ο Θεοχάρης, κάτοικος του χωριού Κεραµές, συµφώνησε να εξοφλήσει εντός δύο µηνών 4 υπέρπυρα και 2 γρόσια που είχαν αποµείνει χρέος για ένα «πανωφόρι» από σκαρλάτο ύφασµα που είχε αγοράσει στον Χάνδακα (Stahl 2000, αρ. 234). Η αγορά αυτή στον Χάνδακα υποδηλώνει, αν όχι φεουδάρχη, έναν τουλάχιστον καλοστεκούµενο αγρότη. Το 1367, τέλος, κατά τη διάρκεια της επανάστασης του Αγίου Τίτου και λίγο µετά την ανάκτηση της πρωτεύουσας από τις επίσηµες αρχές, εκδόθηκε διάταγµα, σύµφωνα µε το οποίο δηµευόταν η περιουσία όσων αρχοντόπουλων, όπως αναφέρονται, και άλλων Ελλήνων είχαν λάβει µέρος σε αυτήν και είχαν σκοτωθεί στις µάχες. Στον κατάλογο των αρχοντόπουλων της περιοχής Ρεθύµνου περιλαµβάνονται και ο Νικολέτος Βλαστός του Αλεξίου και ο Γεώργιος Καπαδόκας κάτοικοι Σπηλίου. (Archivio di Stato di Venezia, Duca di Candia, b. 15, 137r-v ). Αν και δεν διακρίνεται ποια µπορεί να ήταν η περιουσία τους, είναι βέβαιο ότι επρόκειτο κατά κύριο λόγο για γη. Όπως µπορεί κανείς εύκολα να διαπιστώσει από τις παραπάνω περιορισµένες και αποσπασµατικές πληροφορίες, η Κάτω Σύβριτος, µε εξαίρεση το καθαρά «διοικητικό» της καθεστώς, δεν παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση µε όλες τις υπόλοιπες περιοχές της Κρήτης. Στη διάρκεια, λοιπόν, του 13ου αι. δέχτηκε τους νέους βενετούς και άλλους ιταλούς φεουδάρχες, κάποιοι τουλάχιστον από τους τοπικούς έλληνες γαιοκτήµονες διατήρησαν την κτηµατική τους περιουσία, οι κάτοικοι της περιοχής έλαβαν µέρος σε πολλές από τις επαναστάσεις του ίδιου αιώνα, ενώ κατά τη διάρκεια του 14ου αι. φαίνεται ότι πέρασε και η περιοχή αυτή, όπως και ολόκληρη η Κρήτη, σε µάλλον οµαλή πολιτική περίοδο, µε αποτέλεσµα κοινωνική ισορροπία και οικονοµική ανάπτυξη.
496
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΓΑΣΠΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Carbone 1978: Carbone S. (έκδ.), Pietro Pizolo. Notaio in Candia, τ. 1, 1300, Bενετία 1978. Carbone 1985: Carbone S. (έκδ.), Pietro Pizolo. Notaio in Candia, τ. 2, 13041305, Bενετία 1985. Γάσπαρης 1998: Χ. Γάσπαρης, «Mητροπολιτική εξουσία και αξιωµατούχοι των αποικιών. O καπιτάνος Kρήτης», Σύµµεικτα 12 (1998), 171-214. Γάσπαρης 2001: Χ. Γάσπαρης, «Από τη βυζαντινή στη βενετική τούρµα. Κρήτη, 13ος-14ος αι.», Σύµµεικτα 14 (2001), 167-228. Γάσπαρης 2003: Χ. Γάσπαρης, «Το διαµέρισµα και η πόλη του Ρεθύµνου (13ος15ος αι.). Ιστορικό σχεδίασµα», στο Χρύσα Μαλτέζου – Ασπασία Παπαδάκη (επιµ.), Της Βενετιάς το Ρέθυµνο, Πρακτικά Συµποσίου, Ρέθυµνο 1-2 Νοεµβρίου 2002, Βενετία 2003. Γάσπαρης 2004: Χ. Γάσπαρης, Catastici Feudorum Crete. Catasticum Sexterii Dorsoduri. 1227-1418, τ. 1-2, Αθήνα 2004. Γάσπαρης 2008: Χ. Γάσπαρης, Catastici Feudorum Crete. Catasticum Chanee. 1314-1396, Αθήνα 2008. Γάσπαρης 2009: Χ. Γάσπαρης, «Ένα καστροχωριό στη µεσαιωνική Κρήτη. Βιτσιλιά.1387», στο: Ψηφίδες. Μελέτες Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Τέχνης - Στη µνήµη της Στέλλας Παπαδάκη-Oekland, Ηράκλειο 2009. Gerola 1905: G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. Α1, Βενετία 1905. Lombardo 1942: A. Lombardo (έκδ.), Pietro Scardon. Imbreviature (1271). Documenti della colonia veneziana di Creta, Tορίνο 1942. Morozzo della Rocca 1950: R. Morozzo della Rocca (έκδ.), Benvenuto de Brixano. Notaio in Candia. 1301-1302, Bενετία 1950. Ξανθουδίδης 1939: Σ. Ξανθουδίδης, H Eνετοκρατία εν Kρήτη και οι κατά των Eνετών αγώνες των Kρητών, Aθήνα 1939. O’Connell 2003: Monique O’Connell, «The castellan in local administration in fifteenth century Venetian Crete», Θησαυρίσµατα 33 (2003), 161-177. Ratti-Vidulich 1976: Paola Ratti-Vidulich (έκδ.), Duca di Candia. Quaternus Consiliorum (1340-1350), Bενετία 1976. Scaffini 1907: G. Scaffini, Notizie intorno ai primi cento anni della dominazione veneta in Creta, Alessandria 1907. Stahl 2000: A. M. Stahl (έκδ.), The documents of Angelo de Cartura and Donato Fontanella Venetian notaries in fourteenth-century Crete, Ουάσιγκτον 2000. Tafel - Thomas 1856: G. L. Fr. Tafel - G. M. Thomas, Urkunden zur älteren Handelsund Staatsgeschichte der Republik Venedig, τ. 2, Bιέννη 1856 (ανατύπωση Άµστερνταµ 1964). Thomas 1880: G. M. Thomas (έκδ.), Diplomatarium Veneto-Levantinum sive acta et diplomata res venetas, graecas atque Levantis illustrantia, τ. 1, 13001350, Βενετία 1880 (ανατύπωση Νέα Υόρκη χ.χ.). Τσιρπανλής 1985: Ζ. Ν. Τσιρπανλής, «Kατάστιχο εκκλησιών και µοναστηριών του Kοινού» (1248-1548), Iωάννινα 1985. Τσουγκαράκης 1988: ∆. Τσουγκαράκης, Byzantine Crete. From the 5th century to the Venetian Conquest, Aθήνα 1988. Faure 1989: P. Faure, «Villes et villages du nome de Rhéthymnon. Listes inédites (1577-1629)», στο: P. Faure, Recherches de toponymie crètoise. Opera selecta, Άµστερνταµ 1989, 403-426.
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
Ο καστελλάνος, ο γραµµατικός και οι άνθρωποι της υπαίθρου
Πολιτικές εξουσίες και κοινωνική δυσαρέσκεια στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου (τέλη 16ου αι.)
Ευρύ ερευνητικό πεδίο, η κοινωνία της υπαίθρου στις κτήσεις της ελληνοβενετικής Ανατολής, µολονότι, σε σχέση µε εκείνη των πόλεων, δεν είχε απασχολήσει συστηµατικά την ιστοριογραφία, τα τελευταία κυρίως χρόνια έχει αποτελέσει αντικείµενο δυναµικότερης επιστηµονικής προσέγγισης, µε έµφαση στη δοµική της συγκρότηση, τη διαµόρφωση των ιεραρχιών της και τις λειτουργίες των µορφωµάτων της. Περίπτωση που παρουσιάζει σηµαντικό ενδιαφέρον, ο κοινωνικός χώρος της κρητικής ενδοχώρας κατά την ύστερη βενετική περίοδο (16ος-17ος αι.), µε την πολυεπίπεδη διάρθρωσή του και τις ποικιλόµορφες εσωτερικές του δυναµικές, έχει ενταχθεί, περισσότερο ίσως από άλλες αγροτικές περιφέρειες, στη σφαίρα των ιστοριογραφικών αναζητήσεων. Μέσα από τις έρευνες στην εκτενή αρχειακή ύλη της Βενετίας έχει ήδη επιχειρηθεί η προσέγγιση βασικών θεµατικών ενοτήτων, όπως η πολιτική οργάνωση του αγροτικού πληθυσµού και ο πολύπτυχος κοινωνικοπολιτικός ρόλος των σωµάτων εκπροσώπησής του (Λαµπρινός 2002, 97-152). Επίσης, στον τοµέα των κοινωνικών ιεραρχήσεων το ενδιαφέρον έχει εστιαστεί σε ένα χρόνιο αιτούµενο, το καθεστώς και την πορεία των προνοµιούχων στοιχείων του αγροτικού χώρου έως την ανάδειξή τους σε τοπική στρατιωτική αριστοκρατία και την αναβάθµισή τους στο βενετοκρητικό κοινωνικό οικοδόµηµα (Λαµπρινός 2008, 9-59)1. Η ανίχνευση βέβαια των κοινωνικών εξελίξεων της υπαίθρου έρχεται συχνά αντιµέτωπη µε τα γνώριµα προβλήµατα που ανακύπτουν από τις πηγές για τα χαµηλότερα, µη προνοµιούχα, κοινωνικά στρώµατα. Σε αντίθεση µε την αφθονία των εγγράφων που αφορούν την ηγετική τάξη των ευγενών και τη θωράκιση των εξουσιών της, η επίσηµη αρχειακή ύλη που αναφέρεται στις υποδεέστερες κοινωνικές κατηγορίες χαρα1. Για την οργάνωση της υπαίθρου σε άλλες βενετικές περιοχές του ελλαδικού χώρου βλ. την περίπτωση της Κέρκυρας: Kαραπιδάκης 1998, 179-190 και Καραπιδάκης 2004, 417-433.
498
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
κτηρίζεται από ελλειπτικότητα, ασάφεια ή ακόµη και σιωπές. Οι πληροφορίες για τους ταπεινούς της εποχής, που δεν είχαν τη δυνατότητα άρθρωσης αυτοτελούς πολιτικοκοινωνικού λόγου, συνήθως µας παραδίδονται έµµεσα, από τους εκπροσώπους της κυρίαρχης τάξης ή τους εκφραστές της κεντρικής πολιτικής εξουσίας. Βαρύνουσας σηµασίας, οι δυσχέρειες αυτές ενέχουν, εύλογα, τον κίνδυνο µιας στρεβλής ανάγνωσης της ιστορικής πραγµατικότητας, εµποδίζοντας, όχι σπάνια, την πλήρη κατανόηση σηµαντικών της εκφάνσεων, όπως οι σχέσεις των αδυνάτων της υπαίθρου µε τις εξουσίες της πόλης και της αγροτικής περιφέρειας, η οπτική τους για τους ευγενείς - φεουδάρχες, τους ντόπιους άρχοντες και τους πολυάριθµους αξιωµατούχους ή τους υπαλλήλους του αστικού χώρου, οι φόβοι και οι προσδοκίες τους, οι αντιδράσεις τους σε κάθε µορφή καταχρηστικής συµπεριφοράς. Συναφής µε τις ανωτέρω θεµατικές, η ενότητα των τεκµηρίων που θα προσεγγίσουµε από τη θέση αυτήν έχει ως συνδηλώσεις της τον τρόπο άσκησης της εξουσίας στον αγροτικό χώρο και τη βίωση αυτής από το τοπικό, µη προνοµιούχο, στοιχείο. Πρόκειται για µια δικογραφία από την καστελλανία Αγίου Βασιλείου κατά τη δύση του 16ου αιώνα2, όταν στην περιοχή του Ρεθύµνου βρίσκονταν οι βενετοί σύνδικοι και ανακριτές της Ανατολής Zuanne Gritti και Giulio Garzoni, για να συµβάλουν, όπως και οι προγενέστεροι οµόλογοί τους που επισκέπτονταν τις βενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου, στην πάταξη κάθε έκνοµης πράξης και, εποµένως, τη διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής σταθερότητας. Επιφορτισµένο µε υπερεξουσίες από την κεντρική πολιτική αρχή, το νοµοθετικό και δικαστικό αυτό σώµα µπορούσε να απονείµει άµεσα δικαιοσύνη, παρακάµπτοντας τις τοπικές διοικητικές και δικαστικές δοµές και τις δυσλειτουργίες τους (Πλουµίδης 1974, σσ. 26-27˙ Πανοπούλου 1993, 287-288). Ενώπιον, λοιπόν, της αρχής αυτής εµφανίστηκε τον ∆εκέµβριο του 1582 ένας ευγενής, ο Ιάκωβος Καλλέργης του Μιχαήλ, καταγγέλλοντας ότι ο καστελλάνος Αγίου Βασιλείου Μαρίνος Επισκοπόπουλος, λεγόµενος Λατίνος, καθώς και ο κρατικός γραµµατέας (scrivano) της ίδιας διοικητικής περιφέρειας Τζαννής ∆οξαράς είχαν προβεί σε αυθαιρεσίες σε βάρος των χωρικών. Οι κατηγορίες δεν αποτελούν έκπληξη, αφού, όπως έχουν δείξει οι έρευνες, η καστελλανία, διοικητική και γεωγραφική υποδιαίρεση του νησιού, αποτελούσε όχι µόνο πεδίο άσκησης επίσηµων εξουσιών αλλά 2. H δικογραφία απόκειται στο Αrchivio di Stato di Venezia (στο εξής ASV), Avogaria di Comun, Miscellanea Penal, b. 496 (4656), fasc. 40.
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΑΝΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
499
και εξωθεσµικής δράσης των κρατικών αξιωµατούχων και υπαλλήλων. Προερχόµενοι από την πόλη, το πολιτικό, κοινωνικό και οικονοµικό κέντρο κάθε περιοχής, ο καστελλάνος και ο γραµµατέας µετά την εκλογή τους µετέβαιναν στην ύπαιθρο, όπου, µε βάση το φρούριο, την έδρα της καστελλανίας, µεριµνούσαν για την εφαρµογή της βενετικής πολιτικής στην αγροτική περιφέρεια. Περιστασιακά, όπως όλοι σχεδόν οι αξιωµατούχοι, υπάλληλοι και γαιοκτήµονες που για την προαγωγή των συµφερόντων τους µοίραζαν το χρόνο τους µεταξύ πόλης-ενδοχώρας, επέστρεφαν στον αστικό χώρο, προφανώς για να ρυθµίσουν οικογενειακές ή παράλληλες επαγγελµατικές υποθέσεις τους (Λαµπρινός, 2010, υπό έκδοση). Όπως προκύπτει από την εξεταζόµενη αρχειακή ενότητα, ο Επισκοπόπουλος πήγαινε στο Ρέθυµνο τρεις µε τέσσερις φορές ετησίως, όπου και διέµενε οκτώ ηµέρες µε άδεια του ρέκτορα. Συνυφασµένος µε ένα ευρύ πλέγµα εξουσιών, κυρίως διοικητικών, δικαστικών και στρατιωτικών, ο ρόλος του καστελλάνου ως ενδιαµέσου µεταξύ της τοπικής βενετικής διοίκησης και της υπαίθρου ήταν πρωταρχικός για τη λειτουργία του µηχανισµού άσκησης ελέγχου επί της ενδοχώρας και των αγροτικών πληθυσµών3. Υπό την έννοια αυτή, η θέση του φρουράρχου, µολονότι περιφερειακή γεωγραφικά, ως προς την πολιτική της σηµασία απέβαινε άµεσα κεντρική. Ο κάτοχός της αναλάµβανε την εκτέλεση των αποφάσεων υπέρτερων οργάνων των αστικών κέντρων, τη φύλαξη του κάστρου και την εποπτεία της είσπραξης εισφορών. Μοναδικός, επίσης, εκπρόσωπος της βενετικής δικαιοσύνης στην ύπαιθρο της ύστερης περιόδου, ήταν µεταξύ άλλων επιφορτισµένος µε την εκδίκαση αδικηµάτων, τη διενέργεια ανακρίσεων σε περιπτώσεις εγκληµάτων και την παραποµπή των υποθέσεων δικαστικά όργανα της πόλης, ενώ είχε και το δικαίωµα επιβολής προστίµων αλλά και κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων. Εκτός όµως από την υπεροχή στο οργανωτικό σχήµα διακυβέρνησης της υπαίθρου, το αξίωµα παρείχε στον κάτοχό του δυνατότητες οικονοµικής ανέλιξης, αφού πέραν των σηµαντικών αποδοχών του από το δηµόσιο, ο διοικητής της καστελλανίας µπορούσε να αποκοµίσει νόµιµα έσοδα από επιπρόσθετες οικονοµικές πηγές, όπως η εκδίκαση αδι3. Για µια συζήτηση σχετικά µε την πολιτικοκοινωνική διάσταση της καστελλανίας, το ρόλο και τις αρµοδιότητες των καστελλάνων, τις υπερβάσεις εξουσίας τους αλλά και τις κοινωνικές αντιθέσεις αναφορικά µε τις εκλογές τους βλ. ενδεικτικά Thiriet 1959, 239, 252-253˙ Karapidakis 1983, 214-218˙ Παπαδάκη 1986, 109-110˙ Λαµπρινός 1999, 244-250˙ Λαµπρινός 2002, 110, 112, 120-125˙ Ο’Connell 2003, 161177˙ Παπαδία-Λάλα 2004, 117-121˙ Λαµπρινός 2009α, υπό έκδοση.
500
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
κηµάτων και η εκλογή των οµοτών ή κοντόσταβλων, εκπροσώπων των χωριών, ενώ δεν έλειπαν και κρούσµατα αισχροκέρδειας από την πλευρά του ως εκλεκτορικής αρχής. Την άντληση παράνοµων κερδών ευνοούσαν γενικά οι ευρείες αρµοδιότητες και συχνά οι διαπλεκόµενες σχέσεις του µε τους λιγοστούς ισχυρούς της υπαίθρου, µε αποτέλεσµα την πολλαπλή εκµετάλλευση των πολυάριθµων αδυνάτων, τη διεύρυνση των κοινωνικοοικονοµικών ανισοτήτων στην αγροτική περιφέρεια και την ενδυνάµωση της λαϊκής δυσαρέσκειας (Karapidakis 1983, 216˙ Λαµπρινός 1999, 244-248˙ Λαµπρινός 2002, 120-125), την οποία αντανακλούν και τα παράπονα χωρικών του Αγίου Βασιλείου εναντίον του Μαρίνου Επισκοπόπουλου στην παρούσα δικογραφία. Η συγκέντρωση εξουσιών, οι ευκαιρίες πλουτισµού και η κοινωνική επιρροή καθιστούσαν το αξίωµα του καστελλάνου περιζήτητο και, εποµένως, για την ανάληψή του δεν έλειπαν οι ανταγωνισµοί µεταξύ των µελών της κυρίαρχης τάξης, βενετών και κρητικών ευγενών, που κατά βάση είχαν το δικαίωµα της νοµής του στην όψιµη βενετική περίοδο (Karapidakis 1983, 214˙ Λαµπρινός 1999, 244-246). Την πολυδιάστατη σηµασία του αξιώµατος και τις κοινωνικοοικονοµικές και πολιτικές δυναµικές που αναπτύσσονταν για την απόκτησή του απηχεί η εκλογή του Μαρίνου Επισκοπόπουλου ως καστελλάνου στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Με καταβολές από το µεσαίο κοινωνικό χώρο του Ρεθύµνου, η οικογένειά του ανήκε στο οικονοµικά πιο εύρωστο τµήµα της τοπικής κοινωνίας, µε σηµαντικές επιδόσεις σε επικερδείς δραστηριότητες, όπως η υπερπόντια διακίνηση κρασιού και η µίσθωση δασµών του δηµοσίου (Λαµπρινός 1999, 116, 123-128). Ακολουθώντας τη στρατηγική των ευκατάστατων στοιχείων της εποχής, τα µέλη της αξιοποίησαν ένα µέρος του πλούτου τους για να προσφέρουν υπηρεσίες στο βενετικό δηµόσιο, διεκδικώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την άνοδό τους στην κοινωνική ιεραρχία αλλά και τη διεύρυνση της οικονοµικής τους επιφάνειας. Κατ’ αρχάς, ο πατέρας του Μαρίνου Γεώργιος προσφέρθηκε το 1561 να καλύψει τη δαπάνη χιλίων ηµεροµισθίων για τις οχυρωµατικές εργασίες στην πόλη, µε αίτηµα να απονεµηθεί ο τίτλος της κρητικής ευγένειας σ’ αυτόν και τους γιους του. Πράγµατι, το 1573 η οικογένεια πέτυχε την εισδοχή της στην τοπική αριστοκρατία και ο Mαρίνος, αφού πλέον µπορούσε να νέµεται τα προνόµια που του προσέφερε η νέα του κοινωνική υπόσταση, επεδίωξε να αποκτήσει τη θέση του διοικητή της καστελλανίας Αγίου Βασιλείου. Για την εξασφάλισή της, εφάρµοσε µια εµπεδωµένη πρακτική, επωφελή για τους φιλόδοξους ευγενείς αλλά και για τη βενετική Πολιτεία, που επεδίωκε την εξεύρεση οικονοµικών πόρων για
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΑΝΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
501
τον τοµέα της άµυνας. ∆ραστήριος νους, ο Μαρίνος πρότεινε στο βενετικό δηµόσιο να χρηµατοδοτήσει την αναστύλωση του φρουρίου και της οικίας του καστελλάνου4, µέσα σε ένα εξάµηνο από τη µελλοντική εκλογή του, αποβλέποντας ουσιαστικά σε µια οικονοµική επένδυση στον αγροτικό χώρο. Γνωρίζοντας τα πολλαπλά οφέλη από µια ενδεχόµενη τοποθέτησή του στη διοίκηση της καστελλανίας, διεκδίκησε µάλιστα, ως ανταµοιβή για την προσφορά του, τη «χαριστική» ανάληψη του αξιώµατος µε το προνόµιο της κατοχής του για µια δεκαετία. Επρόκειτο για θητεία πολύ µεγαλύτερη από την κανονική, αφού, θεωρητικά, από την κείµενη νοµολογία οριζόταν η εξάµηνη παραµονή των αξιωµατούχων στις θέσεις τους, ώστε, για την τήρηση των κοινωνικών ισορροπιών, να έχει πρόσβαση σ’ αυτές µεγάλος αριθµός δικαιούχων (Πλουµίδης 1974, 47, 148-151˙ Λαµπρινός 1999, 218-220, 245-250). Με το ίδιο πνεύµα τα αδέλφια του Μαρίνου, Αντώνιος και Μάρκος, ενίσχυσαν οικονοµικά την πρότασή του, προσφέροντας στο δηµόσιο, ως εγγυητές για την υλοποίησή της, το υψηλό χρηµατικό ποσό των 200 δουκάτων. Εύλογα, µε τα δεδοµένα αυτά και υπό τις πιεστικές οικονοµικές και στρατιωτικές ανάγκες, που είχαν ανακύψει µετά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεµο (15701573), τα µέλη της τοπικής βενετικής διοίκησης προχώρησαν το 1575 στην εκλογή του Μαρίνου αλλά και στην απόρριψη της παράλληλης υποψηφιότητας ενός συντοπίτη του, του Zorzi Gritti, προηγούµενου καστελλάνου, που δεν είχε καταθέσει µια ανάλογα ελκυστική πρόταση5. Σηµαντικά, αν και σαφώς µικρότερης κλίµακας, οφέλη προσδοκούσε από τη θητεία του και ο δηµόσιος γραµµατέας κάθε καστελλανίας, που παρείχε υπαλληλική πλαισίωση στο έργο του φρουράρχου και συµµετείχε στη διαχείριση της εξουσίας. Χωρίς αριστοκρατικές περγαµηνές, ακολουθούσε 4. Πρέπει να επισηµανθεί ότι από την υφιστάµενη βιβλιογραφία η έδρα της καστελλανίας δεν προκύπτει µε σαφήνεια (Gerola 1905, 193-194). Ωστόσο, δεν αποκλείεται στα τέλη του 16oυ αιώνα να βρισκόταν στο οµώνυµο της καστελλανίας χωριό Άγιος Βασίλειος, όπως τουλάχιστον συνάγεται από ενδείξεις που περιέχονται στην υπό εξέταση δικογραφία. Σύµφωνα µε αυτές, στο εν λόγω χωριό βρισκόταν ο χώρος, βαρύνουσας διοικητικής και οικονοµικής σηµασίας, στον οποίο παρακρατούνταν από τη διοίκηση της περιοχής τα ενέχυρα των χωρικών. Η εποπτεία της φύλαξή τους είχε ανατεθεί στον γραµµατέα, βασικό στέλεχος της καστελλανίας, που βοηθούσε τον διοικητή της στο έργο του. ΑSV, ό.π., φύλλο χωρίς αρίθµηση (φ. χ. αρ.), κατάθεση του Μιχάλη Αρκολέου από το χωριό Άγιος Βασίλειος (Μάρτιος 1583). 5. ΑSV, ό. π., φ. χ. αρ., αντίγραφο της πράξης εκλογής του Επισκοπόπουλου από τον ρέκτορα Ρεθύµνου Lodovico Memo και τους συµβούλους Francesco Molin και Alessandro Gradonigo (15 Φεβρουαρίου 1575).
502
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
µια σταδιοδροµία βασισµένη στην ειδική κατάρτιση, τις γνώσεις του στη γραφή, την ανάγνωση, την αριθµητική, την τήρηση διοικητικών και λογιστικών βιβλίων και ενδεχοµένως σε κάποια υπηρεσιακή εµπειρία. Συνδεµένες µε το κοινωνικό σώµα των cittadini, οι θέσεις της δηµόσιας µέσης υπαλληλίας, όπως αυτές των γραµµατέων, ήταν επίσης αξιοζήλευτες, αφού µπορούσαν, µέσα από την παροχή µισθών αλλά και ενδεχόµενων αθέµιτων κερδών, να εξασφαλίσουν µια πιο άνετη ζωή στους φτωχότερους δικαιούχους ή µια περαιτέρω οικονοµική άνοδο στους ευκατάστατους (Karapidakis 1983, 46-48, 73-85, 217-218˙ Lambrinos 2009, 189-190). Άλλωστε το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, ο Τζαννής ∆οξαράς υπηρετούσε στην καστελλανία αντί του κανονικού γραµµατέα, του αδελφού του, αντανακλά ότι η θέση ήταν αρκετά προσοδοφόρα, ώστε να δικαιολογείται η τοποθέτηση αντικαταστάτη, µολονότι η διαδεδοµένη αυτή πρακτική ήταν, τυπικά τουλάχιστον, απαγορευµένη από την κεντρική πολιτική αρχή, µε σκοπό τον περιορισµό των αυθαιρεσιών και την αποτροπή των ενδοκοινωνικών εντάσεων (Karapidakis 1983, 81˙ Πλουµίδης 1986, 94). Κατόπιν, λοιπόν, της ανωτέρω καταγγελίας για τη διάπραξη αδικηµάτων από τον Επισκοπόπουλο και τον ∆οξαρά, η δικαστική αρχή των συνδίκων και ανακριτών, θορυβηµένη, καθώς οποιαδήποτε ατασθαλία µπορούσε να έχει συνέπειες στην κοινωνική σταθερότητα, προχώρησε στη διεξαγωγή δίκης, που έµελλε να διαρκέσει τέσσερις µήνες, µε συµµετοχή στις διαδικασίες της όχι µόνο των κατηγορουµένων, αλλά και ικανού αριθµού ατόµων από το εγχώριο στοιχείο. Κοινωνικά και πολιτικά υποβαθµισµένοι, όπως όλοι οι αγροτικοί πληθυσµοί του νησιού, οι χωρικοί της καστελλανίας Αγίου Βασιλείου δεν διέθεταν επίσηµη συλλογική οργάνωση για τη συστηµατική υποβολή των αιτηµάτων τους και τη βελτίωση της κοινωνικοοικονοµικής θέσης τους (Λαµπρινός 2002, 131-144˙ Λαµπρινός 2010, υπό έκδοση). Υπό τους δυσµενείς αυτούς όρους, η παρουσία των συνδίκων και ανακριτών στην περιοχή του Ρεθύµνου τούς προσέφερε, έστω συγκυριακά, τη δυνατότητα να προσφύγουν σε ένα δικαστικό σώµα που δεν είχε ισχυρούς δεσµούς µε τις τοπικές εξουσίες, για να εκφράσουν τα παράπονά τους και να ζητήσουν προστασία από τις παρανοµίες των επιφανών της υπαίθρου. Ο λόγος των χωρικών στη δικογραφία δεν παραδίδεται στο τοπικό ιδίωµα, αλλά διαθλάται µέσα από την επίσηµη γλώσσα της διοίκησης, την ιταλική, γεγονός που θα µπορούσε να προξενήσει δυσχέρειες στην πληρέστερη προσέγγιση της ιστορικής πραγµατικότητας. Παρά ταύτα, µέσα από τις καταθέσεις τους µπορεί να σχηµατιστεί, έστω σε αδρές γραµµές, µια εικόνα για τις συνθήκες ζωής στην ύπαιθρο, την έντονη οι-
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΑΝΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
503
κονοµική δυσπραγία των ασθενέστερων µελών του κοινωνικού συνόλου και τις ανυπέρβλητες δυσχέρειές τους να ανταποκριθούν στις φορολογικές ή άλλες οικονοµικές τους υποχρεώσεις. Επόµενο είναι ότι από τον κειµενικό λόγο αναδύεται η δυσαρέσκεια του αγροτικού κόσµου για τις καταχρήσεις, οι οποίες αποδίδονταν κατά βάση στον καστελλάνο και, δευτερευόντως, στο γραµµατέα. Οι καταγγελίες εστιάζονταν στην αυθαίρετη επιβολή ποινών και την ιδιοποίηση αντικειµένων που παρακρατούνταν ως ενέχυρα από τους χωρικούς. Μεταξύ άλλων µια γυναίκα από το χωριό Λάκκος, η Εργίνα Βλαστοπούλα, κατήγγειλε στους ανακριτές ότι πριν από δύο χρόνια, καθώς η φτώχεια δεν της επέτρεπε να καταβάλει την εισφορά της, µια κότα, υπέρ του βενετού διοικητή του Ρεθύµνου, αναγκάστηκε να παραδώσει ως ενέχυρα στον καστελλάνο ένα φόρεµα (fustagno) και ένα ζευγάρι παπούτσια. Το ρούχο όµως δεν της επιστράφηκε ποτέ, ούτε αποζηµιώθηκε για τη µη απόδοσή του6. Μια άλλη κατάθεση απηχεί την αυθαίρετη επιβολή ποινών από τον επικεφαλής της καστελλανίας µέσα από σχέσεις διαπλοκής. Η Ανέζα από τον οικισµό Παλέ(α) (Palea) κρίθηκε ένοχη ερήµην της, αφού ο καστελλάνος, την ηµέρα που είχε οριστεί η απολογία της, απουσίαζε σε φαγοπότι (mangiando e bevendo) και µάλιστα στο σπίτι του µηνυτή της, του Ματθαίου Ασπρέα, στο χωριό Κοξαρέ. Παρά ταύτα, της επιβλήθηκε η ποινή παράδοσης ενός χιτώνα7. Για ιδιοποίηση περιουσιακών του στοιχείων κατηγόρησε τον Επισκοπόπουλο και ο Γιώργης Κουφαλόδρυς από το χωριό Ατσιπάδες, που υποχρεώθηκε να παραδώσει τρία δέρµατα, ένα κατσικίσιο, ένα χοιρινό και µισό µοσχαρίσιο, µε την αιτιολογία ότι είχε κλέψει σύκα, χωρίς όµως να έχει προηγηθεί κάποια καταγγελία εναντίον του8. Επιπλέον, σύµφωνα µε τη Μαρία Παπαδοπούλα από την Παλέ(α), κατά την επίσκεψη του βενετού διοικητή Ρεθύµνης στην περιοχή, της αποσπάστηκε ποσότητα βρώµης, αλλά δεν της καταβλήθηκε το αντίτιµο9. Άλλες, πάλι, κατηγορίες αναφέρονταν στις ατασθαλίες του εκπροσώπου της βενετικής εξουσίας στην εκδίκαση υποθέσεων, που αφορούσαν τη διάπραξη κλοπών ή την πρόκληση φθορών σε ξένη περιουσία. «Για ζηµιές, που δεν τις προκάλεσα εγώ, µου κατέσχεσε ένα τόπι ύφασµα, το οποίο έπειτα το πούλησε», κατέθεσε για το φρούραρχο 6. ASV, ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση της Βλαστοπούλας (26 ∆εκεµβρίου 1582). 7. ASV, ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση του συζύγου της Ανέζας, Λέου Πατερµού (1 Ιανουαρίου 1583). 8. Ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση της 1ης Ιανουαρίου 1583. 9. Ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση της 3ης Ιανουαρίου 1583.
504
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
ο Κωνσταντίνος Αρκολέος, εκπρόσωπος του χωριού Άρδακτος10, ενώ, όπως ανέφεραν οι οµόλογοί του από τον οικισµό Ατσιπάδες, ο καστελλάνος ήταν η καταστροφή των χωρικών, αφού προχωρούσε σε κατασχέσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί η εκτίµηση των ζηµιών11. Είναι προφανές ότι για τους χωρικούς ο διοικητής της περιοχής τους, αντί να µεριµνά για την προστασία τους, ως αρµόδιος µάλιστα για την απονοµή της δικαιοσύνης στο χώρο ευθύνης του, µε τις ενέργειές του, καταστρατηγώντας το νόµο, συνέβαλε στην επιδείνωση της δυσµενούς θέσης τους, όπως δηλαδή έπρατταν και οι γαιοκτητικές και κοινωνικές εξουσίες της υπαίθρου. Εκείνος όµως, από την πλευρά του, κατά την παρεπόµενη ανάκρισή του στις 26 Ιανουαρίου 1583 παρουσιάστηκε εκφραστής και φύλακας της νοµιµότητας. Χαρακτηρίζοντας συκοφαντίες τις κατηγορίες, υποστήριξε ότι ποτέ δεν είχαν διατυπωθεί παράπονα για την άσκηση των καθηκόντων του. Ο ισχυρισµός του, βέβαια, προξενεί αµφιβολίες, αφού οι κατηγορίες ανάγονταν στη διάρκεια της θητείας του. Εποµένως, δεν αποκλείεται να αποσιωπάται ένα τµήµα της πραγµατικότητας. Με δεδοµένη την ατελή ταξική κατοχύρωση των χωρικών, τα παράπονά τους στο παρελθόν µπορεί να µην είχαν φθάσει ποτέ στις διοικητικές και δικαστικές αρχές του Ρεθύµνου ή, αν είχαν διαβιβαστεί, δεν αποκλείεται να έµεναν ατελέσφορα, προφανώς εξαιτίας της εδραίας πολιτικής θέσης του Επισκοπόπουλου στην καστελλανία και της εύνοιας που απολάµβανε από την υπέρτερη τοπική αρχή για τη σηµαντική οικονοµική του συµβολή στη βελτίωση του φρουρίου της περιοχής. Εκτός των άλλων, από την ανάκριση του καστελλάνου αναδύονται στοιχεία για τη θεσµική πλαισίωση του αξιώµατος και κυρίως τις σοβαρές της ελλείψεις. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του δεν του είχε επιδοθεί κάποια comissione, ένας ειδικός κώδικας µε κανόνες για την άσκηση της εξουσίας, γεγονός που, λογικά, άφηνε µεγάλα περιθώρια για την αυθαίρετη διαχείρισή της. Όπως κατέθεσε, η βενετική διοίκηση του Ρεθύµνου τον είχε προµηθεύσει µόνο µε δύο διατάξεις, µία για το χειρισµό ζητηµάτων σχετικών µε την πρόκληση ζηµιών και άλλη µία για τις εκτιµήσεις περιουσιακών στοιχείων. Στο λόγο του καστελλάνου, επιπλέον, εντοπίζονται πληροφορίες για την οικονοµική οργάνωση της υπαίθρου, την υπόσταση του χωριού ως 10. Ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση της 27ης ∆εκεµβρίου 1582. 11. Οµότες του χωριού Ατσιπάδες αναφέρονται ο παπάς Νικολός Ασπρέας, ο Λέος Κουδουµνής, ο Ανδρέας Ασπρέας του ποτέ παπά Κωνσταντίνου και ο Ανδρέας Παπαδόπουλος. ΑSV, ό.π., φ. χ. αρ., κατάθεση στις 29 ∆εκεµβρίου 1582.
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΑΝΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
505
οικιστικής και φορολογικής ενότητας, τις άτυπες συλλογικές διεργασίες στο πλαίσιο κάθε οικισµού και το ρόλο των οµοτών, των εκπροσώπων των χωριών. Επιχειρώντας να αντικρούσει τις άνωθεν κατηγορίες της Εργίνας Βλαστοπούλας, ανέφερε ότι µε διάταγµα του βενετού διοικητή του Ρεθύµνου κάθε χωριό της περιοχής ήταν υποχρεωµένο να καταβάλει ετήσια εισφορά σε πουλερικά, έξι κότες, που οι χωρικοί είχαν µεταξύ τους συµφωνήσει να παραδίδονται εκ περιτροπής από τους κατοίκους της κάθε συνοικίας (contrada). Στο σπίτι της χωρικής, συµπλήρωσε ο καστελλάνος, τον είχε οδηγήσει ο οµότης, «που γνώριζε τι έπρεπε να πληρώσει» καθένας, ενώ το ρούχο που της παρακρατήθηκε ως ενέχυρο, παραδόθηκε επίσης στον εκπρόσωπο και εκείνος έπειτα το κατέθεσε στον υπηρέτη του ρέκτορα. Η πληροφορία αναδεικνύει τον πολυεπίπεδο ρόλο των οµοτών ως ενδιαµέσων µεταξύ βενετικής Πολιτείας και αγροτικών πληθυσµών. Με βαθιά γνώση του χώρου και των ανθρώπων, οι εκπρόσωποι έπρεπε, πέραν των άλλων καθηκόντων τους για την κάλυψη κοινωνικοπολιτικών και στρατιωτικών αναγκών, να µεριµνούν για την εκπλήρωση των οικονοµικών υποχρεώσεων των συντοπιτών τους υπέρ της βενετικής Πολιτείας ή των αξιωµατούχων της, συχνά εκτελώντας εντολές του καστελλάνου, του άµεσου πολιτικού τους προϊσταµένου (Λαµπρινός 2002, 101-131˙ Λαµπρινός 2010, υπό έκδοση). Με βάση την ανάκριση του Επισκοπόπουλου, οι χωρικοί που δεν ήταν σε θέση να καταβάλουν τις εισφορές τους ή να πληρώσουν τις χρηµατικές τους ποινές παρέδιδαν ως ενέχυρα διάφορα αντικείµενα, ενώ την ευθύνη της φύλαξής τους την είχε ο γραµµατέας της καστελλανίας. Απαγορευµένη, ωστόσο, ήταν η ενεχυρίαση γεωργικών εργαλείων, απαραίτητων για τις καλλιέργειες12, προφανώς για την αποτροπή όξυνσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Κατά τον καστελλάνο, επίσης, οι κατηγορίες των χωρικών ήταν αβάσιµες, αφού η παρακράτηση των αντικειµένων είχε γίνει νόµιµα, βάσει καταδικαστικών αποφάσεων. Ορισµένα όµως ενέχυρα χάθηκαν, καθώς άγνωστοι διαρρήκτες τα είχαν κλέψει από το χώρο φύλαξής τους, αλλά εκείνος προχώρησε, ως όφειλε, στην αποζηµίωση των κατόχων τους. Ειδικά ως προς τα δέρµατα, αποδόθηκαν όλα στον κάτοχό τους, ενώ η ποσότητα βρώµης, που ανήκε στη Μαρία Παπαδοπούλα, παραδόθηκε στον οµότη του χωριού της και µέσω αυτού στον Νικολό Σκλάβο, χαµηλόβαθµο διοικητικό υπάλληλο (official), για τη διατροφή του αλόγου του βενετού διοικητή. 12. Για την τυπολογία των ενεχύρων, τη φύλαξη και τις διαδικασίες εκποίησής τους βλ. Χατζάκης 2007, 180-203.
506
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
Όπως και ο φρούραρχος, τη διάπραξη αδικηµάτων σε βάρος των χωρικών αρνήθηκε και ο γραµµατέας Τζαννής ∆οξαράς. Κατά την ανάκρισή του στις 27 Ιανουαρίου 1583 κατέθεσε ότι εκτελούσε καθήκοντα αναπληρωτή επί ένα έτος, αµέσως µετά την εκλογή του αδελφού του, του Μανόλη, στη θέση του scrivano από τον τότε γενικό προνοητή Κρήτης Giacomo Foscarini (1574-1577), και ότι υπηρετούσε ξανά ως αντικαταστάτης του τον τελευταίο περίπου χρόνο, διαµένοντας µόνιµα στην ύπαιθρο, µε σποραδικές µόνο επισκέψεις στην πόλη. Για την ενδεχόµενη εµπλοκή του στο φλέγον ζήτηµα των ενεχύρων δήλωσε ότι ποτέ δεν υπεξαίρεσε αντικείµενα που ανήκαν στους χωρικούς, ούτε καθυστέρησε την απόδοσή τους στους κατόχους τους13. Τελικά, η απόφαση των ανακριτών έναν και πλέον µήνα αργότερα, στις 7 Μαρτίου, ήταν απαλλακτική για τα στελέχη της καστελλανίας, χωρίς όµως να δηλώνεται το σκεπτικό της. Αν, πράγµατι, οι κατηγορίες ήταν ανυπόστατες, τότε θέση - κλειδί στην υπόθεση πρέπει να κατείχε ο αρχικός καταγγελιοδότης, ο ευγενής Ιάκωβος Καλλέργης, µε προέλευση από τις παλαιές πολύκλαδες αρχοντικές οικογένειες, καθώς και µια ενδεχόµενη αντιπαλότητά του µε το Μαρίνο Επισκοπόπουλο, έναν νέο αριστοκράτη, που είχε αξιοποιήσει δυναµικά τις ευκαιρίες για την ανέλιξή του στην κοινωνική κλίµακα και την αύξηση του πλούτου του. Από την άλλη πλευρά, αν οι καταγγελίες για τον καστελλάνο ήταν βάσιµες, η αθωωτική απόφαση θα µπορούσε και πάλι να αποδοθεί στην αναγνώριση της οικονοµικής του προσφοράς για τις επισκευές του φρουρίου. Ανεξάρτητα, πάντως, από την ετυµηγορία, οι µαρτυρίες της δικογραφίας, ψηφίδες από το κοινωνικό τοπίο της κρητικής περιφέρειας, αντανακλούν τα αντικρουόµενα κοινωνικοοικονοµικά συµφέροντα αλλά και, στο πολιτικό πεδίο, τη διάσταση µεταξύ του αγροτικού στοιχείου και των φορέων εξουσίας, αποτελώντας άλλη µια απόδειξη της αβέβαιης κοινωνικής σταθερότητας στον αγροτικό χώρο, την οποία η κεντρική βενετική ηγεσία επιχειρούσε επί µακρόν να εδραιώσει, µε σκοπό τη διατήρηση της κυριαρχίας της στο νησί.
13. ASV, ό.π., φ. χ. αρ.
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΑΝΟΣ, Ο ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΥΠΑΙΘΡΟΥ
ΕΝ∆ΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
507
Gerola 1905: G. Gerola, Monumenti veneti nell’isola di Creta, τ. 1/1, Venezia 1905. Κarapidakis 1983: N. Karapidakis, Administration et milieux administratifs en Crète vénitienne (XVI siècle), thèse pour l’obtention du diplôme de l’archiviste-paléographe, [Paris 1983]. Καραπιδάκης 1998: Ν. Ε. Καραπιδάκης, «Οι σχέσεις διοικούντα και διοικούµενου στη βενετοκρατούµενη Κέρκυρα», Κέρκυρα, µια µεσογειακή σύνθεση: νησιωτισµός, διασυνδέσεις, ανθρώπινα περιβάλλοντα, 16oς-19ος αι. – Πρακτικά ∆ιεθνούς Συµποσίου, Κέρκυρα, 22-25 Μαΐου 1996, επιµ. Αλίκη Νικηφόρου, Κέρκυρα 1998, σσ. 179-190. Καραπιδάκης 2004: Ν. Ε. Καραπιδάκης, «Από τις αδελφότητες των καλλιεργητών στο χωρίον», Πρακτικά Ζ΄ Πανιόνιου Συνεδρίου (Λευκάδα, 26-30 Μαΐου 2002), τ. Β΄, δεύτερο τµήµα, Αθήνα 2004, σσ. 417-433. Λαµπρινός 1999: Κ. Λαµπρινός, Κοινωνία και διοίκηση στο βενετοκρατούµενο Ρέθυµνο: το ανώτερο κοινωνικό στρώµα των ευγενών (15711646), αδηµοσ. διδακτ. διατριβή, Κέρκυρα 1999. Λαµπρινός 2002: Κ. Λαµπρινός, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Κοινωνικο-πολιτικά γνωρίσµατα και πρακτικές εκπροσώπησης», Θησαυρίσµατα 32 (2002), 97-152. Λαµπρινός 2008: K. Λαµπρινός, «Τα προνόµια και τα σπαθιά. Κοινωνικές µεταβολές και στρατολόγηση στη βενετοκρητική ύπαιθρο (16oς-17ος αι.)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 9 (2008), 9-59. Lambrinos 2009: K. Lambrinos 2009, "Il vocabolario sociale nella Creta veneziana e i problemi del censimento di Triv(is)an. Approcci interpretativi e desiderata di ricerca", Atti del Convegno Internazionale di Studi I Greci durante la venetocrazia: uomini, spazio, idee (XIIIXVIII sec.), Venezia, 3-7 dicembre 2007, επιµ. Chryssa Maltezou Angeliki Tzavara - Despina Vlassi, Venezia 2009, σσ. 183-197. Λαµπρινός 2010: K. Λαµπρινός,"Koινωνική συγκρότηση στην ύπαιθρο", στον τόµο Βενετοκρατούµενη Ελλάδα. Προσεγγίζοντας την ιστορία της [Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας], υπό έκδοση.
508
ΚΩΣΤΑΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ
Ξηρουχάκης 1934: A. Ξηρουχάκης, Η βενετοκρατουµένη Ανατολή. Κρήτη και Eπτάνησος, Αθήνα. 1934. Ο’Connell 2003: M. O’Connell, «The Castellan in Local Administration in Fifteenth Century Venetian Crete », Θησαυρίσµατα 33 (2003), 161-177. Πανοπούλου 1993: Α. Πανοπούλου, «Οι Βενετοί και η ελληνική πραγµατικότητα. ∆ιοικητική, εκκλησιαστική, οικονοµική οργάνωση», Όψεις της ιστορίας του βενετοκρατούµενου ελληνισµού. Αρχειακά τεκµήρια, επιστηµονική διεύθυνση Χ. Α. Μαλτέζου, Αθήνα 1993, σσ. 281-406. Παπαδάκη 1986: A. Παπαδάκη, «Αξιώµατα στη βενετοκρατούµενη Κρήτη κατά το 16ο και 17ο αιώνα», Κρητικά Χρονικά 26 (1986), 99136. Παπαδία-Λάλα 2004: Α. Παπαδία-Λάλα, Ο θεσµός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 2004. Πλουµίδης 1974: Γ. Σ. Πλουµίδης, Οι βενετοκρατούµενες ελληνικές χώρες µεταξύ του δευτέρου και του τρίτου τουρκοβενετικού πολέµου(1503-1537), Ιωάννινα 1974. Πλουµίδης 1986: Γ. Σ. Πλουµίδης, Πρεσβείες Κρητών προς τη Βενετία (1487-1558), Ιωάννινα 1986. Thiriet 1959: F. Thiriet, La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le dévellopement et l’exploitation du domaine colonial vénitien (XIIe-XVe siècles), Paris 1959. Χατζάκης 2007: Γ. Χατζάκης, «Η διαφορετική λειτουργία των αντικειµένων. Το ενέχυρο στη νοταριακή πρακτική της βενετοκρατούµενης Κρήτης», Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Ελληνικού ∆ικαίου 40 (2007), 147-235.
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Σταχυολογήµατα από την ιστορία της περιοχής του Αγίου Βασιλείου κατά το µεσαίωνα
Πάρα πολλά είναι τα χριστιανικά µνηµεία της περιοχής του Αγίου Βασιλείου1, αλλά, αντιθέτως, ελάχιστες είναι οι γραπτές µαρτυρίες σε ιστορικές και άλλες πηγές για το διάστηµα από τα τελευταία χρόνια της ρωµαϊκής κυριαρχίας ως τα πρώτα χρόνια της βενετοκρατίας (οπότε οι πηγές πολλαπλασιάζονται) διαθέτουµε πολύ λίγα στοιχεία για την αγιοβασιλειώτικη περιοχή, κάτι που βέβαια ισχύει για όλη την Κρήτη, αλλά στην περίπτωσή µας είναι ιδιαίτερα αισθητό. Στο βιβλίο π. χ. του κ. ∆. Τσουγκαράκη για την βυζαντινή Κρήτη, στο χάρτη µε τα τοπωνύµια που συναντώνται σε αφηγηµατικές πηγές2, το τµήµα που αντιστοιχεί στην επαρχία του Αγ. Βασιλείου είναι τελείως λευκό, και το νοτιότερο σηµείο του σηµερινού νοµού Ρεθύµνου που σηµειώνεται αντιστοιχεί στα Μυριοκέφαλα3, αρκετά κοντά, αλλά εκτός των σηµερινών διοικητικών ορίων της περιοχής. ∆εν είναι εύκολη, λοιπόν, η απάντηση σε ερωτήµατα, όπως ποια ήταν η εξέλιξη των οικισµών µεταξύ των τελευταίων χρόνων της ρωµαιοκρατίας και των πρώτων της βενετοκρατίας, ποια ήταν τα ενδιάµεσα στάδια και πώς γεφυρώνονται αυτά τα δύο χρονολογικά όρια: τις περισσότερες φορές διατυπώνουµε µόνο υποθέσεις. Και όπως είναι ευνόητο, και η αγιοβασιλειώτικη προσωπογραφία για τα βυζαντινά χρόνια είναι πενιχρότατη. Αν εξαιρέσουµε τους 22 συνολικά4 επισκόπους Λάµπης και Συβρίτου (5 και 17 αντιστοίχως), τους οποίους γνωρίζουµε από τα πρακτικά των Οικουµενικών Συνόδων και από το καλούµενο Συνοδικόν της Συβρίτου (θέµατα στα οποία θα επανέλθουµε), για το διάστηµα από τα πρώιµα βυζαντινά χρόνια έως την αρχή της βενετοκρατίας καταγράφεται ένα µόνο πρόσωπο: είναι ο αινιγµατικός Μιέστης σε επιγραφή της Σουλίας (4ος - 6ος αι.)5. 1. Για την κατάστασή τους σήµερα βλ. την αναλυτικότατη παρουσίαση του Μ. Ανδριανάκη στα πρακτικά του συνεδρίου αυτού. 2. Tsougarakis 1988, 384 (σε συνδυασµό µε τους χάρτες των σσ. 401 και 409, όπου σηµειώνονται οι αντίστοιχες θέσεις µε αρχαιολογικά ευρήµατα, λίγες σχετικά). 3. Οπως είναι ευνόητο, λόγω της µνείας τους στα κείµενα για τον Άγιο Ιωάννη τον Ξένο, για τα οποία βλ. Τωµαδάκης 1948 και Τωµαδάκης 1983/1986. 4. Βλ. καταγραφή τους, µε τις αντίστοιχες παραποµπές, στον Tsougarakis 1988, 393-394. 5. Bandy 1970, 85, αρ. 57. Πβ. Tsougarakis 1988, 373, αρ. 322. Για την προσωπογραφία της υστεροβυζαντινής εποχής βλ. παρακάτω.
510
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Αφού ξεκινήσαµε από τη Σουλία, θα µείνουµε στα παράλια, καθώς το άγριο αλλά υπέροχο τοπίο που φιλοξενεί το συνέδριό µας, µε τη θέα στο Λιβυκό (όχι πάντα τόσο ήρεµο, όπως συνέπεσε να είναι κατά τις ηµέρες των συνεδριάσεων), µας παρακινεί να προσπαθήσουµε να αντιληφθούµε τα συναισθήµατα εκείνου του άγνωστου θαλασσοπόρου, που έβλεπε αυτά τα απόκρηµνα βράχια από την πλευρά της θάλασσας, πραγµατοποιώντας τον περίπλου της Κρήτης, εδώ και 17 αιώνες πάνω κάτω, και καταγράφοντας την πορεία και τις εµπειρίες του στο ανώνυµο ναυτικό εγχειρίδιο το γνωστό ως Σταδιασµός της µεγάλης θαλάσσης6. Στον οδηγό αυτόν, µε πρακτικές πληροφορίες για το ναυτιλλόµενο, ανευρίσκεται ως γνωστόν µία από τις πρώτες χρονολογικά µνείες για την παραλία της περιοχής του Αγ. Βασιλείου, που συµπεριλαµβάνει µάλιστα και τα τρία κυριότερα αραξοβόλια του χώρου. Χωρίς να υπεισέλθουµε στις συζητήσεις ως προς την ορθότητα ή όχι του προσδιορισµού των αποστάσεων µεταξύ της Σουλίας (ο Αη Γαλήνης), του Ψυχέως / Ψυχίου (το ακρωτήριο Μέλισσα), και του Λάµωνος (το ∆αµνόνι, ή ο Πλακιάς;7) νοµίζω ότι αξίζει να προσέξουµε και τα σχόλια που τις συνοδεύουν µε την κλιµάκωσή τους: λιμήν ἐστι· καλὸν ὕδωρ ἔχει για το λιµάνι του Αη Γαλήνη (που καταιγίδα και βορράς ποτέ του δεν το πιάνει, λένε οι σύγχρονοι8), λιμὴν θερινός (µε άλλα λόγια ακατάλληλος για ελλιµενισµό το χειµώνα) ο Ψυχεύς, ο Λάµων διαθέτει νερό, είναι και κατοικηµένο λιµάνι: φράσεις απλές, που αφήνουν ωστόσο να φανεί ο προβληµατισµός εκείνου που παραπλέει τα αλίµενα παράλια της νότιας Κρήτης9, και η µέριµνά του να πληροφορηθούν όσοι θα ταξιδέψουν στα ίδια νερά πού θα βρουν σίγουρο αραξοβόλι και καθαρό νερό και πού θα ανεφοδιασθούν. 6. Το εγχειρίδιο ανάγεται πιθανώς στα υστερορωµαϊκά χρόνια, αλλά έχει διασωθεί σε βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου/11ου αι., συγκεκριµένα τον κώδικα 4701 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Μαδρίτης (βλ. De Αndres 1987, 264-265) και είναι προσιτό στην έκδοση του K. Müller 1855, 427-514. Γενικά για τον Σταδιασµό βλ. Λυκούδης 1957, 265. 7. Βεβαίως και το θέµα της ακριβούς θέσης τους, και κυρίως του τελευταίου, έχει προκαλέσει συζητήσεις. Ενδεικτικά: ο Νουχάκης 1903, 181 τοποθετεί τον Άη Γαλήνη στην αρχαία πόλη «Ψύχιον», πιο κοντά στην οποία πάντως βρισκόταν η Βιώννος/ Κιονία: βλ. Παπαδάκης 2002, 41-42. Για το αν ο σηµερινός Πλακιάς ταυτίζεται µε τον Λάµωνα ή µε τον Φοίνικα Λαµπαίων βλ. Μακρής 1997, καθώς και στον δικτυακό τόπο http://agonigrammi.wordpress.com/2008/06/30/η -αρχαία-πόλη-λάµων. 8. Αυγουστάκης 1983, 19. 9. Και µάλιστα µε κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά: καθώς ο Σταδιασµός έχει ως αφετηρία την Αλεξάνδρεια, µεταφέρει την οπτική εκείνου που κινείται από την ανατολή προς τη δύση.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
511
Θα παραµείνουµε στην περιοχή του Αη Γαλήνη, για να αναφερθούµε στη συνέχεια στη (µεταγενέστερη) παράδοση, που επίσης έχει σχέση µε τις δύσκολες συνθήκες ναυσιπλοΐας στο Λιβυκό, και σύµφωνα µε την οποία το τοπωνύµιο, στην µορφή Αγία Γαλήνη10, προήλθε από ναό που αφιέρωσε στην Παναγία η αυτοκράτειρα Ευδοκία (περ. 402-460), η σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄ (408-450), όταν το πλοίο της σώθηκε µε θαυµατουργή επέµβαση της Θεοτόκου µετά από θαλασσοταραχή και προσάραξε στον όρµο της Σουλίας εκεί γύρω στο 450. Κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται βέβαια στις βυζαντινές πηγές, στην πρώτη πάντως καταγραφή της παράδοσης από προφορική αφήγηση, µε την οποία εγκαινιάσθηκε το περιοδικό του τοπικού συλλόγου Αγία Γαλήνη το 198011, οι λεπτοµέρειες ώς ένα σηµείο ανταποκρίνονται ακριβέστατα στα περιστατικά του βίου της Ευδοκίας, όπως εξιστορούνται από τους βυζαντινούς ιστοριογράφους και χρονογράφους, που ήδη είχαν δώσει µία ροµαντική-παραµυθική χροιά στην υπόθεση: πρόκειται για το περιστατικό µε το φρυγιατικόν μῆλον. Το είχε δώσει ο Θεοδόσιος στη σύζυγό του, αλλά κατόπιν βρέθηκε στα χέρια του ανώτατου αυλικού αξιωµατούχου Παυλίνου, γεγονός που προκάλεσε τις υποψίες του αυτοκράτορα για ερωτικό του δεσµό µε την Ευδοκία, κατηγορία που δεν αποδείχθηκε, ωστόσο είχε ως συνέπεια την εξορία της τελευταίας12. Το ίδιο ισχύει και για την απλουστευµένη εκδοχή που παραθέτει, από άλλη προφορική αφήγηση, ο Εµµανουήλ Αυγουστάκης13. Αλλά από ένα σηµείο και πέρα και οι δύο εκδοχές αποµακρύνονται από τα βυζαντινά κείµενα τα σχετικά µε την εξορία της Ευδοκίας στην Αφρική και µε την προσάραξη στις ακτές της Κρήτης δεν υπάρχουν εκεί. Σε µία τρίτη εκδοχή, που είχε καταγράψει ο Στ. Σπανάκης στον οδηγό της Κρήτης14, αναφέρεται βυζαντινή αυτοκράτειρα (χωρίς να κατονοµάζεται), που κατευθυνόταν στους 10. Η ονοµασία καθιερώθηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αι., βλ. Μανουράς 1999/2002, 295. Πάντως µεταξύ των παλαιοτέρων του χωριού πολλές φορές ακούγεται και σήµερα αυθόρµητα το «ο Αη Γαλήνης». 11. Μηναδάκης 1980, 2-5 [=Μηναδάκης 1984, 29-31], από αφήγηση του Αρίστου Βουλγαράκη. 12. Για το ιστορικό πλαίσιο βλ. Χριστοφιλοπούλου 1992, 194 και σηµ. 5 και για το παραµυθικό µοτίβο (αντίστοιχη ιστορία υπάρχει και στις Χίλιες και µια νύχτες) Οικονοµίδης 1960/1961, 35-37. 13. Αυγουστάκης 1983, 26. 14. Σπανάκης 1983α, 93. Στο αντίστοιχο λήµµα για την Αγία Γαλήνη ο Σπανάκης 1991, 42-43 δεν αναφέρει την σχετική παράδοση.
512
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Αγίους Τόπους να προσκυνήσει και διασώθηκε στην περιοχή, εκδοχή που ανταποκρίνεται κάπως περισσότερο στα περιστατικά, ως προς το ότι η Ευδοκία είχε αποµακρυνθεί «οικειοθελώς» στα Ιεροσόλυµα. Ως προς τη δεύτερη εκδοχή, η πηγή του Αυγουστάκη, ο αείµνηστος πλέον Ευάγγελος Βεργαδής, για πολλά χρόνια γραµµατέας της κοινότητας του Αη Γαλήνη, αναφέρει αορίστως ότι η αφήγησή του βασίζεται σε ένα παλαιό βιβλίο που χάθηκε15. Είναι δύσκολο να διακρίνουµε πώς παρουσιάζονταν τα στοιχεία της ιστορίας στη λανθάνουσα αυτή πηγή -προφανώς κάποια από τις λαϊκές χρονογραφίες της τουρκοκρατίας, στις οποίες η παράδοση θα ήταν γνωστή διαµέσου του ∆ωροθέου Μονεµβασίας16- πολύ περισσότερο καθώς έχουν τροποποιηθεί µε τις συνεχείς αναδιηγήσεις. Σε κάποιο σηµείο φαίνεται ότι εµπλουτίσθηκαν µε στοιχεία από τις παραδόσεις για ίδρυση ναού από θαλασσοπόρους που κινδύνεψαν και διασώθηκαν µετά από επέµβαση της Θεοτόκου17. Αλλά το θέµα χρειάζεται περαιτέρω έρευνα. ∆εν θα επιµείνουµε, λοιπόν, περισσότερο, αλλά θα συνεχίσουµε τα σταχυολογήµατα αφήνοντας τα παράλια «για να βγούµε στη Σύβριτο», όπως έλεγαν παλιότερα οι κάτοικοι της Ακουµιανής Γιαλιάς18, και να αναφέρουµε κάποια πράγµατα περί Συβρίτου. Στον Συνέκδηµο του Ιεροκλή, το διοικητικό αυτόν οδηγό της εποχής του Ιουστινιανού19, του πρώτου µισού του 6ου αι., το πλησιέστερο σηµείο στην περιοχή µας που σηµειώνεται είναι η Σούβριτος, χωρίς άλλη 15. Αυγουστάκης 1983, 25. 16. Βλ. Οικονοµίδης 1960/1961, 35-37. 17. Βλ. ανάλογα περιστατικά στη βιβλιογραφία που παραθέτει ο Μανουράς 1999/2002, 305, σηµ. 84. 18. Βέβαια η έξοδος - ή καλύτερα η άνοδος- αυτή προς την «Σύβριτο» δηλώνει ειδικότερα τη µετακίνηση των κατοίκων προς «τὰ ὑψηλότερον κείμενα χωρία τῆς Ρίζας, ἤτοι Ἀχτούντα, Βάτος, Ἄρδαχτος, Κισσός, Σπήλι, Κούμια, Βρύσες, Πλατανές, Δουμαεργιό, Κοξαρέ, Ἁγ. Ἰωάννην» (Ξανθουδίδης, 1926, 52, πβ. Σπανάκης 1983β, 356) όταν άρχιζαν οι ζέστες του καλοκαιριού. Γύρω στον Οκτώβριο, µε τα πρωτοβρόχια, οι κάτοικοι κατέβαιναν πάλι στις παραλίες (βλ. και όσα αναπτύσσει στην ανακοίνωσή του ο κ. Μ. ∆εληγιαννάκης, Τα σπίτια στη Γιαλιά Αγ. Βασιλείου). Με τις κλιµατικές αλλαγές και τις καιρικές συνθήκες των τελευταίων ετών [ας σηµειωθεί ότι κατά την διάρκεια του συνεδρίου αυτού (19-23 Οκτωβρίου 2008) οι θερµοκρασίες την ηµέρα ήταν σταθερά κοντά στους 25ο C και η υγρασία αποπνικτική], αν συνεχιζόταν η συνήθεια αυτή, µάλλον θα χρειαζόταν οι κάτοικοι να παρατείνουν την παραµονή τους «σε µέρη σύβριτα». 19. Βλ. την έκδοση του Honigmann 1939 και γενικά για το εγχειρίδιο Χριστοφιλοπούλου 1992, 75. Πβλ. Τωµαδάκης 1954, 92-93.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
513
πληροφορία, και βεβαίως εννοείται το αντίστοιχο της αρχαίας πόλης, στο Θρόνο Αµαρίου. ∆υστυχώς στην περίπτωση της Κρήτης το εγχειρίδιο δεν επεκτείνεται σε πληροφορίες για κώµες και άλλους οικισµούς, ώστε το µόνο που συνάγεται µε επιφύλαξη είναι ότι εκεί κοντά δεν φαίνεται να υπήρχε άλλος τόσο µεγάλος οικισµός, που να συγκεντρώνει τα κριτήρια να συµπεριληφθεί στον κατάλογο, δηλαδή της πόλης-κράτους, όπως είχε διαµορφωθεί στο µεταίχµιο µεταξύ αρχαιότητας και πρωτοβυζαντινής εποχής20. Σταδιακά βέβαια η ονοµασία Σύβριτος καταλήγει να προσδιορίζει την ευρύτερη περιοχή, αλλά δεν υπάρχουν στα βυζαντινά κείµενα στοιχεία που να µας επιτρέπουν να καθορίσουµε τα όριά της µε τα σηµερινά γεωγραφικά κριτήρια. ∆εν είναι σαφές επίσης πότε εµφανίζεται η διαίρεση Άνω και Κάτω Σύβριτος (Αµάρι και Άγιος Βασίλειος αντιστοίχως). Είναι εύλογο να υποθέσουµε ότι οι οµώνυµες τούρµες, που αναφέρονται στα βενετικά έγγραφα ήδη από τα πρώτα χρόνια της βενετοκρατίας21, ανάγονται στην εποχή της ίδρυσης του θέµατος Κρήτης, αλλά δεν µπορούµε να πούµε τίποτε περισσότερο συγκεκριµένο και είναι γνωστή και η διχογνωµία για το αν το θέµα προϋπήρχε ή όχι της αραβικής κατάκτησης22. Παρόµοιες δυσκολίες υπάρχουν και ως προς τον προσδιορισµό της δικαιοδοσίας των επισκοπών Λάµπης23 και Συβρίτου (όπως εξ άλλου και όλων των επισκοπών της βυζαντινής Κρήτης, καθώς τα στοιχεία είναι ελάχιστα24). Οι µνείες περιορίζονται στην αναγραφή τους στα εκκλησιαστικά τακτικά (από τα οποία το µόνο που συνάγεται είναι η τάξις πρωτοκαθεδρίας), ενώ η αναφορά των προκαθηµένων των αντιστοίχων επισκοπών στα πρακτικά των Οικουµενικών Συνόδων απλώς τεκµηριώνει την παρουσία τους στην αντίστοιχη Σύνοδο, άρα εκτός Κρήτης, συνεπώς και από εκεί δεν προκύπτουν στοιχεία σχετικά µε τις διοικητικές τους αρµοδιότητες και την έκταση της δικαιοδοσίας τους. Μόνο σε 20. Για το πρόβληµα του χαρακτήρα των οικισµών της Βυζαντινής Κρήτης βλ. Τσουγκαράκης 1991. Πβ. Γιαννόπουλος 1995, 176. 21. Όπως αναλυτικότερα πραγµατεύεται στην ανακοίνωσή του ο συνάδελφος κ. Χ. Γάσπαρης. 22. Βλ. Σπυριδάκης 1951. ∆ετοράκης 1990, 129-130. Γιαννόπουλος 1995, 187-188. 23. Για την επισκοπή Λάµπης βλ. κυρίως Κονιδάρης 1953 και Τωµαδάκης 1956 και πβ. Αντουράκης 2001, καθώς και δύο σχετικές ανακοινώσεις στο συνέδριο, πρώτον του Σεβασµιοτάτου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Α. Νανάκη και δεύτερον των κυριών Ζ.Gerdjikova και Ζ. Mihailova. 24. Βλ. Τωµαδάκης 1954 και συνοπτικά ∆ετοράκης 1990, 135-139 και 158-162.
514
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
µεταγενέστερα έγγραφα, του τελευταίου αιώνα της Τουρκοκρατίας25, ανιχνεύονται ορισµένα κάπως περισσότερο συγκεκριµένα στοιχεία ως προς την επισκοπή Λάµπης. Ειδικότερα στο Συνοδικόν Γράµµα του πατριάρχη Ιωακείµ Β΄ (Μάϊος 186326, µε το οποίο αποκαθίσταται η επισκοπή Λάµπης, η οποία προσωρινά το 1845 είχε περιέλθει στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Κρήτης27), γίνεται λόγος περί «τῶν συγκροτούντων τὴν πάλαι ἐπισκοπὴν ταύτην μερῶν, ἤτοι τοῦ Ἀμαρίου λεγομένου καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», και «συγκεκροτημένη δὲ μεθ’ ὧν τε ἀπ’ ἀρχῆς κέκτηται ἐπαρχιῶν Ἀμαρίου τε καὶ Ἁγίου Βασιλείου», φράσεις που υποδεικνύουν ότι η επισκοπή Λάµπης περιλαµβάνει πλέον τις περιοχές που διοικητικά και εκκλησιαστικά υπάγονταν προηγουµένως στην Σύβριτο28, αλλά πόσο παλαιότερη είναι η χωροθέτηση αυτή και πώς εννοείται το ἀπ’ ἀρχῆς δεν είναι σαφές29. Επίσης δεν έχει αιτιολογηθεί επαρκώς τι δηλώνει µία ακόµα µεµονωµένη µνεία της επισκοπής Συβρίτου τρεις αιώνες περίπου µετά από την τελευταία αναγραφή της στα εκκλησιαστικά τακτικά της βυζαντινής περιόδου30, µε την πολυσυζητηµένη µορφή Σουαρέτ (στο καλούµενο Συνοδικόν της Συβρίτου31): παλαιότερα είχε υποστηριχθεί ότι είναι παρεφθαρµένη αραβική απόδοση του Σύβριτος32, ίσως όµως να αποτελεί παρόµοια περίπτωση µε τον τύπο Σουάριτος, όπως αποδίδεται, πιθανότατα από εσφαλµένη µεταγραφή λατινικού χειρογράφου33, το Σύβριτος σε ένα από τα εκκλησιαστικά τακτικά, γνωστό ως τακτικό του Λέοντος Γ΄-Κωνσταντίνου Ε΄ 25. Βλ. Τωµαδάκης 1974, 396-402. 26. Βλ. Τωµαδάκης 1974, 399-402. 27. Βλ. επίσης Τωµαδάκης 1956, 342-343 και Τωµαδάκης 1974, 396-397. 28. Υπό την έννοια αυτή, η πρόσφατη (βάσει του νόµου 2943/2001, άρθρο 3) µετονοµασία της (έως το 2001) µητροπόλεως Λάµπης και Σφακίων σε «Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων» αποδίδει σαφέστερα την ιστορική εξέλιξη. 29. Θυµίζουµε ότι ο πρώτος γνωστός µητροπολίτης Λάµπης των νεωτέρων χρόνων (1729) είναι ο Νεκτάριος (βλ. Τωµαδάκης 1956, 346). 30. Η τελευταία µνεία επισκοπής Συβρίτου συναντάται σε Τακτικόν των αρχών του 9ου αι. (βλ. τους πίνακες Α΄ και Β΄ στον Κονιδάρη 1953. Πβλ. και Tsougarakis 1988, 386-387 και πίν. 4-5.- Αντουράκης 2001, 456-7), Εκτοτε δεν είναι σαφής η εξέλιξη. 31. Όπως επικράτησε να αποκαλείται από τον πρώτο εκδότη του, τον V. Laurent 1933. 32. Laurent 1933, 392. 33. Κουντούρα – Γαλάκη 1996, 50. Στις λατινικές µεταφράσεις των πρακτικών των οικουµενικών συνόδων παρατηρούνται δυσκολίες απόδοσης του τύπου: συναντάµε τις µορφές subriti, subritorum, subredanus, subtuus : Laurent 1933, 392 σηµ. 4.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
515
(731-746)34. Πέραν των προβληµατισµών για το όνοµα πάντως, το κείµενο αυτό παρέχει ορισµένα αρκετά ενδιαφέροντα στοιχεία για την τοπική ιστορία, και για το λόγο αυτόν θα επιµείνουµε λίγο περισσότερο στα σχετικά. Το συγκεκριµένο Συνοδικόν διασώζεται σε ένα καλλιγραφηµένο και ιδιαίτερα προσεγµένο χειρόγραφο του τέλους του 12ου-αρχών του 13ου αι., που σήµερα φυλάσσεται στην Βιβλιοθήκη του Escorial (Escorialensis Gr. y.III.10)35 και περιλαµβάνει το κείµενο που καθιερώθηκε να διαβάζεται στις εκκλησίες την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Πρόκειται για χειρόγραφο προφανέστατα αντιγραµµένο για καθαρά λειτουργική χρήση στην ίδια την επισκοπή της «Συβρίτου» και είναι ένα από τα ελάχιστα αντίστοιχα δείγµατα που διαθέτουµε από τοπικές επισκοπές36. Σύµφωνα µε το καθιερωµένο τυπικό, αναγράφει, πέραν των συνοδικών αποφάσεων και των επισκόπων Συβρίτου37, και τα ονόµατα ζώντων και τεθνεώτων αυτοκρατόρων, µητροπολιτών κ.λπ. Οι τελευταίοι αυτοκράτορες που ευφηµούνται είναι ο Αλέξιος Γ΄ Αγγελος (στο θρόνο ώς τις 17 Ιουλίου 1203, ένα χρόνο περίπου δηλαδή πριν από την πρώτη άλωση) και η σύζυγός του Ευφροσύνη38. Τελευταίος ἐν ζωῇ µητροπολίτης Κρήτης που µνηµονεύεται είναι ο Νικόλαος39, ο οποίος µετά την παραχώρηση του νησιού στους Ενετούς αναγκάσθηκε να καταφύγει στην αυτοκρατορία της Νικαίας40. Με βάση τις εγγραφές αυτές το χειρόγραφο χρονολογείται στα τέλη του 12ου ή τις αρχές του 13ου αι. Περισσότερο ενδιαφέρουσες, πάντως, είναι οι µεταγενέστερες προσθήκες στα διάστιχα και στα περιθώρια, µε εµφανή την τάση ενηµέρωσης ως προς την επικαιρότητα της εποχής41. Η πιο σηµαντική για την περίπτωσή µας είναι η προσθήκη, µε άλλη γραφή του 14ου αι., του µακαρισµού δύο 34. Βλ. Κονιδάρης 1953, πίν. Β΄. Πβ. και Αντουράκης 2001, 456-7. 35. De Andres 1965, 229. 36. Εκτός από την παλαιά µελέτη του Laurent 1933 βλ. και την πιο πρόσφατη του Gouillard 1967, 24-25, 110, 273. 37. 15 από τους 17 συνολικά γνωστούς (οι δύο πρώτοι αναφέρονται στα πρακτικά των οικουµενικών συνόδων του 451 και του 787). Βλ. και Τωµαδάκης 1954, 76-77 και πβλ. παραπάνω σηµ. 4. 38. Laurent 1933, 395-396. 39. Laurent 1933, 388, 397-398. 40. Τωµαδάκης 1954, 79-80. Tsougarakis 1988, 215. ∆ετοράκης 1990, 161. 41. Σηµειώνεται π. χ. η χρονολογία θανάτου (1254) του αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, βλ. Gouillard 1967, 24.
516
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
ακόµα µητροπολιτών Κρήτης, του Μακαρίου και του Ανθίµου42: είναι ακριβώς οι δύο ιεράρχες που δεν κατείχαν τον τίτλο «ψιλῷ ὀνόματι», αλλά όντως ευρίσκονταν στην Κρήτη στα µέσα του 14ου αι., και για το λόγο αυτόν συµπεριελήφθη η µνεία τους στο Συνοδικόν. Η δράση του Μακαρίου τοποθετείται γύρω στο 135743, χωρίς να είναι γνωστές πολλές λεπτοµέρειες, του Ανθίµου µία δεκαετία περίπου αργότερα, και διαθέτουµε περισσότερα στοιχεία44: είχε γεννηθεί στην Κρήτη (περ. 1325), µόνασε πιθανότατα στη Μονή Βλατάδων45, είχε αναλάβει τη µητρόπολη Αθηνών (έως το 1366), και τον έστειλε ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος στην Κρήτη, όταν του ζήτησαν βοήθεια να υποστηρίξει το κίνηµά τους οι αδελφοί Ιωάννης, Γεώργιος και Αλέξιος Καλλέργης (1364-1367)46, στα γεγονότα δηλαδή που ακολούθησαν τη γνωστή ως αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-1364)47. Η επανάσταση των αδελφών Καλλέργη είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Κρήτη και ασφαλώς, όσο και αν δεν υπάρχει σαφής µνεία, πολλά από τα επεισόδιά της διαδραµατίσθηκαν και στην περιοχή της Συβρίτου, µε άδοξη κατάληξη το 1367 στην Ανώπολη των Σφακίων. Επειδή ο Άνθιµος ξεσήκωνε τον τοπικό πληθυσµό εναντίον των Ενετών, συνελήφθη, φυλακίσθηκε και πέθανε στην φυλακή, εξ ου και νέος οµολογητής, όπως χαρακτηρίζεται και στη βιογραφία του, την οποία συνέταξε ο ιεροµόναχος Νείλος48, µετέπειτα πατριάρχης Κων42. Laurent 1933, 404-405. Αλλά και στο κάτω περιθώριο του φ. 37v υπάρχει η µισοσβησµένη εγγραφή «Αλεξ... του Κ[..]λιεργ...»: ο Laurent δίστασε αν πρέπει να διαβάσει «Αλεξίου Καλλέργη», και τελικά προτίµησε να συµπληρώσει ως Αλεξάνδρου Καλλεργηπόλεως, και να ταυτίσει την άγνωστη από αλλού επισκοπή Καλλεργηπόλεως µε το Ηράκλειο. Κατά τον Τωµαδάκη (1948, 69 και 1983/86, 15-16) πρόκειται για την έως τότε αποκαλούµενη επισκοπή Αρίου. Πβλ. ∆ετοράκης 1990, 182, 201. Για τον Αλέξανδρο βλ. και Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [στο εξής: PLP], Wien 2001, αρ. 10362. 43. Βλ. Gerola 1915, 314. Laurent 1933, 412. Πβλ. PLP, αρ. 16260. 44. Τωµαδάκης 1947, 84-87. Τωµαδάκης 1954, 83. Βλ. PLP, αρ. 993. 45. Απωτέρας κρητικής καταγωγής, και πιο συγκεκριµένα από τις Λίγκρες Αγίου Βασιλείου, ήταν, όπως φαίνεται, οι ιδρυτές της, οι αδελφοί Μάρκος και ∆ωρόθεος οι Βλατάδες: βλ. συνολική παρουσίαση του θέµατος από τον Παπαδάκη 2002, 45-63, µε την προγενέστερη βιβλιογραφία. 46. Από την άφθονη βιβλιογραφία βλ. κυρίως Ξανθουδίδης 1939, 99-108. -Ζουδιανός 1960, 147-118.- ∆ετοράκης 1990, 190-193. 47. Η πληρέστερη έκθεση των γεγονότων εξακολουθεί να παραµένει η παλαιά µελέτη του Jegerlehner 1903. Νεότερη προσέγγιση: McKee 1995. 48. Βλ. την έκδοση του κειµένου από τον ∆υοβουνιώτη 1932, 36-70.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
517
σταντινουπόλεως (1379-1387). Και ένα δεύτερο σχετικό κείµενο είχε γράψει και ο γνωστός ανθενωτικός ιεροµόναχος Ιωσήφ Φιλάγρης49: διασώζεται σε έναν αυτόγραφο ογκωδέστατο (400 περίπου φύλλα) κώδικα του Φιλάγρη, ο οποίος µεταξύ άλλων περιέχει διάφορα σχόλια του στον Αριστοτέλη, πραγµατείες περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύµατος και άλλα συναφή. Σήµερα φυλάσσεται στην Biblioteca Angelica της Ρώµης50. Εκτός από το κείµενο σχετικά µε τη φυλάκιση του Ανθίµου, που ήδη αναφέρθηκε, περιλαµβάνεται στα πρώτα φύλλα του χειρογράφου και άλλο ένα κείµενο, πιθανώς και αυτό έργο του Φιλάγρη, του οποίου η αρχή έχει εκπέσει ήταν γενικά γνωστό, αλλά έως πριν τρία χρόνια παρέµενε ανέκδοτο. Η πρόσφατη δηµοσίευσή του, µε πλουσιότατο σχολιασµό, από τον Γ. Παπάζογλου51, έδειξε ότι πέρα από κάθε αµφιβολία αναφέρεται στην προαναφερθείσα επανάσταση των αδελφών Καλλέργη, και ιδιαιτέρως στον Αλέξιο: ουσιαστικά, και όσο και αν επιµελώς δεν αναφέρονται τόποι και πρόσωπα, θα µπορούσε να χαρακτηρισθεί µία επιτόπια ανταπόκριση µε τα µέτρα εκείνης της εποχής, µεταφέρει τον παλµό των γεγονότων, απηχεί το κλίµα τους και καθιστά σαφές ότι ο Καλλέργης στα µάτια των απλών ανθρώπων είχε σχεδόν αγιοποιηθεί. Χαρακτηριστική η φράση του κειµένου τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον52. Προκύπτει λοιπόν σαφής σχέση Ιωσήφ Φιλάγρη, Ανθίµου και Αλεξίου Καλλέργη53. Ας επανέλθουµε τώρα στο χειρόγραφο του Φιλάγρη, καθώς πέραν των προαναφερθέντων κειµένων, από µία χρονολογική του εγγραφή προκύπτει άµεση σχέση του µε την περιοχή µας: ένα τµήµα του, συγκεκριµένα τα φφ. 99-13854, γράφτηκε ή ολοκληρώθηκε στα νότια παράλια της Κρήτης, όπως πληροφορεί ο ίδιος ο συγγραφέας µε ιδιόχειρα σηµειώµατά του. Η αντιγραφή των φφ. 99-117, µε σχόλια στις Κατηγορίες του Αριστοτέλη, είχε τελειώσει το 1393 ἐν τῷ Κοφινίῳ ὄρει ἐν τῇ 49. Γενικά για την δράση του βλ. Παπάζογλου 1981 και PLP, αρ. 29370. 50. Angelicus Gr. 30, βλ. Samberger 1968, 64-76 (όπου αναδηµοσιεύεται ο κατάλογος των P. Franchi de’ Cavalieri και G. Muccio, του 1896). 51. Παπάζογλου 2006, 27-34. 52. Παπαζογλου 2006, 33, στ. 25. Η φράση χρησιµοποιήθηκε και αντί του ελλείποντος τίτλου. 53. Παπάζογλου 2006, 24, σηµ. 27. 54. Βλ. αναλυτικά για το τµήµα αυτό του χειρογράφου Παπάζογλου 1981β, 293-294 και τις αντίστοιχες σηµειώσεις. Επίσης, Παπάζογλου 1981α, 406.
518
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
μονῇ τῶν τριῶν μεγάλων ἱεραρχῶν (της οποίας ήταν και κτήτωρ), και των φφ. 117v-138v, µε την «ερµηνεία ευσύνοπτη» στο περί ερµηνείας αριστοτελικό κείµενο, ολοκληρώθηκε στις 24 Μαρτίου 1394 ἐν τῇ Ἐρημοπόλει πλησίον τοῦ Γαληνίου Χριστού, στον σηµερινό Αη Γαλήνη55, δηλαδή, και κοντά στο µοναστήρι που 20 περίπου χρόνια αργότερα επισκέφθηκε και ο Buondelmonti56. Τους νεότερους ίσως τους ξενίζει η αναφορά σε χειρόγραφα βιβλία στη σηµερινή εποχή των υπολογιστών και της ψηφιοποίησης των πάντων, αλλά αρκεί να θυµίσουµε όσα έγραφε ο αείµνηστος Ν. Μ. Παναγιωτάκης προλογίζοντας την µεταφρασµένη από τον ίδιο «Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία» του Elpidio Mioni, ότι δηλαδή «τα χειρόγραφα δεν είναι στατικοί φορείς κειµένων, αλλά καίριες µαρτυρίες του πνευµατικού πολιτισµού και δυναµικά µέσα της διάδοσης και της εξέλιξής του»57. Και από την άποψη αυτήν, έστω και µόνο το ότι ένα τµήµα χειρογράφου µε αριστοτελικά σχόλια αντιγράφτηκε στην νοτιοανατολική παρυφή της περιοχής µας είναι κάτι σηµαντικό. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρουσίασης αυτής, οι πηγές και τα στοιχεία πολλαπλασιάζονται για τα χρόνια της βενετοκρατίας. Το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο εξετάσθηκε σε άλλες ανακοινώσεις στο συνέδριο αυτό58, οπότε απλώς στη συνέχεια θα αναφερθούν κάποια προσωπογραφικά κυρίως δεδοµένα, που πλαισιώνουν τις αναφορές στους επωνύµους που προαναφέρθηκαν και αποκαλύπτουν δραστηριότητες των απλών ανθρώπων, όπως προκύπτουν κυρίως από διάφορα νοταριακά έγγραφα, έστω και αν για τα πρώτα χρόνια της βενετοκρατίας 55. Η ονοµασία Ερηµόπολις για τον Αη Γαλήνη εχρησιµοποιείτο τουλάχιστον έως την τελευταία δεκαετία του 19ου αι.: βλ. Μανουράς 1999/2002, 302-303, όπου επισηµαίνεται ότι στη δεύτερη έκδοση της Γεωγραφίας του Ε. Γενεράλι (1894) εγκαταλείπεται ο τύπος Ερηµόπολις της πρώτης έκδοσης (1891) και αντικαθίσταται από το Αγιος Γαλήνης. 56. Το χωρίο είναι γνωστότατο, καθώς αναφέρεται συχνότατα στην βιβλιογραφία και δεν παρατίθεται εδώ, απλώς κρίνεται σκόπιµο να σηµειωθεί ότι όπως υποδεικνύει ο Μανουράς 1999/2002, 298, 305 (και σηµ. 18-20 και 82-84 αντιστοίχως), εσφαλµένα ταυτίζεται µε τον ναό της Παναγίας του νεκροταφείου του χωριού, στη θέση Ποταµίδα, καθώς η περιγραφή του Buondelmonti ανταποκρίνεται καλύτερα στη θέση που βρίσκεται το εξωκλήσι του Αγ. Αντωνίου, στην τοποθεσία Μέσα Λαγκούφα. 57. Mioni 1977, 9. 58. Βλ. τις συµβολές των συναδέλφων κκ. Χ. Γάσπαρη, Γ. Γρυντάκη, Κ. Λαµπρινού, Ρ. Τσακίρη, Κ. Τσικνάκη.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
519
τα στοιχεία δεν είναι τόσο πλούσια. Η παλαιότερη µνεία χωριού της περιοχής (1260-1262) φαίνεται ότι αναφέρεται στις Καρήνες59, µε τη µορφή Corinο (στο έγγραφο του δούκα της Κρήτης Jacopo Delfino περί διανοµής του φεούδου της Γέννας Αµαρίου)60, αλλά δεν συνοδεύεται από αντίστοιχη µνεία προσώπου. Εχουν καταγραφεί, επίσης, αρκετά πρόσωπα µε το επίθετο Συβριταίος61, που δηλώνει βεβαίως την απώτερη καταγωγή από την περιοχή. Στις 10 Μαρτίου 1279 αναφέρεται ένας Φωκάς Βαρούχας, που κατοικεί στη «Σύβριτο» χωρίς άλλο προσδιορισµό62. Στις 29 Φεβρουαρίου του 1300 αναφέρεται ο βιλλάνος Γιώργης Ροδάκινος από ένα χωριό Γούβα: τον απελευθερώνει ο αφέντης του Theodosi Reulino, που επίσης κατοικεί στην Κάτω Σύβριτο, χωρίς και πάλι να προσδιορίζεται ακριβέστερα πού63. Το 1301 (5 Νοεµβρίου) αναφέρεται ένας Γεώργιος (χωρίς προσδιορισµό επωνύµου), που κατοικεί στο Βουιδοµαγεργειό (το σηµερινό Κεντροχώρι). Παραθέτουµε αυτούσιο το απόσπασµα, γιατί επιδέχεται ορισµένες παρατηρήσεις: Die VI Georgius a Sancto Chesila habitator in Vudomaierio de Catofuniti facit commissionem I et plures Iohanni Burgundione sicut voluerit ordinare64. Το τοπωνύµιο Sancto Chesila (που δηλώνει προφανώς τον τόπο καταγωγής του Γεωργίου αυτού), όπως υπέδειξαν και οι παρευρισκόµενοι κατά την παρουσίαση της ανακοίνωσης σύνεδροι, πρέπει να είναι ο Αγιος Σύλλας Μυλοποτάµου. Επίσης το catofuniti δεν είναι παρά εσφαλµένη µεταγραφή του Κάτω Σύβριτος, που προέρχεται από εµφανή σύγχυση του f και του s65. Στις 3 Οκτωβρίου 1305 αναφέρεται ο Θεοχάρης Τρουλλινός, που κατοικεί στον Κεραµέ (in casale nomine Kera59. Για την ορθογραφία Καρήνες αντί Καρίνες βλ. Πελαντάκης 1980, 52. 60. Βλ. Gerland 1905: 124. 61. Κόντη 1989, 186-187. 62. Από τον νοτάριο Leonardo Marcello (έκδ. Chiaudano-Lombardo 1960, 28, αρ. 65). 63. Από τον νοτάριο Pietro Pizolo (έκδ. Carbone 1985, 61, αρ. 127). 64. Βλ. τα συµβόλαια του νοταρίου Benvenuto Brixano (έκδ. Morozzo della Rocca 1950, 160, αρ. 443). 65. Η µεταγραφή του τοπωνυµιίου πάντα δυσκόλευε τους αντιγραφείς, βλ. παραπάνω σηµ. 33 και όσα σηµειώθηκαν µε αφορµή την επισκοπή Συβρίτου. Χαρακτηριστική είναι και η εξεζητηµένη απόδοση του Buondelmonti, Sciverti inferior και superior, εξεζητηµένη βεβαίως όχι ως προς το Sciverti [Σίβερτος εξ άλλου συναντάται και στα κατάστιχα του Μαρά (κατάστιχο 148, έκδ. Μαυροµάτης 2006, 321, αρ. 406): ἐν χωρίῳ Ἀποδούλου, μέρος τῆς Σίβερτου], αλλά ως προς την εκλατίνιση του Άνω και Κάτω.
520
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
mea in Turma Catosiverte) και οφείλει τρία υπέρπυρα και 3 γρόσια για την αγορά ενός πανωφοριού66. Το 1389 καταγράφεται ο Νικόλαος Σγουρός, το επίκλην Σέργης, γιος του ποτέ Κώστα Σέργη, επονοµαζοµένου και Κουδουµνή, από το χωριό Ipisipo, προφανέστατα Επίζυγος, που είχε εµπλακεί σε δικαστική διαµάχη για να αποδείξει ότι ο µακαρίτης πατέρας του, και συνεπώς και ο ίδιος, δεν ήταν βιλλάνοι67. Αλλά και ο γνωστός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης εµµέσως αναφέρεται σε σχέση µε το Μιξόρρουµα68, καθώς από έγγραφο της 19.12.1391 προκύπτει ότι ορίζεται ως πληρεξούσιος του Μarcus de Anapolim για την διευθέτηση της διαφωνίας τού τελευταίου µε τους παροίκους του στο παραπάνω χωριό69. Υπάρχει και ο Λεοντάκις Τρουλινός, που εµφανίζεται στα έγγραφα τα σχετικά µε την συνωµοσία του Σήφη Βλαστού (1453/54) και κατά τον Μανούσακα70 πρέπει να είναι ο ίδιος µε τον Λεοντάκι Τρουλλινό71 που αναγράφεται ως ανακαινιστής (1417) του ναού της Θεοτόκου στο Ντιµπλοχώρι72. Αλλά εκ παραδροµής εκεί η χρονολογική διαφορά είχε υπολογισθεί σε 26 έτη, αντί του σωστού 3673, οπότε πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και το ενδεχόµενο να πρόκειται για παππού και εγγονό. Τα στοιχεία είναι πολύ περισσότερα ειδικά για ένα διάστηµα 60 περίπου ετών, από το 1585 έως την πτώση του Ρεθύµνου, για το οποίο διαθέτουµε χάρη στην υποµονή και επιµονή του κ. Γρυντάκη74 όλα (πλην ενός) τα διασωθέντα κατάστιχα των νοταρίων του Ρεθύµνου. Με πρόχειρους υπολογισµούς, και συµπεριλαµβάνοντας και τα στοιχεία από τα κατάστιχα του Μανόλη Βαρούχα75 µπορούν να καταγραφούν πάνω από 200 άτοµα καταγόµενα από την περιοχή του Αγίου Βασιλείου, και όχι µόνο από το κεντρικό Σπήλι, αλλά και από πολλά χωριά της ευρύτερης περιφέρειας76. Θα µπορούσε, λοιπόν, να αρχίσει να συντάσσεται και µία αγιο66. Από τα κατάστιχα του νοταρίου Angelo De Cartura (έκδ. Stahl 2000, 91, αρ. 234). 67. Santshi, Regestes, 291. 68. Για την ορθή γραφή επίσης Πελαντάκης 1980, 52. 69. Van Gemert 1980, 111-112. 70. Μανούσακας 1960, 29-32. 71. Βλ. PLP, αρ. 29364, χωρίς συσχετισµό µε τον οµώνυµο του 1453/1454. 72. Πελαντάκης 1973, 33-34. 73. Οπως επισηµαίνει ο Παπαδογιάννης 2008, 100-101. 74. Βλ. Γρυντάκης 1990α, β, γ, 1994, 2003 και 2006. Βλ. και Γρυντάκης 1995. 75. Εκδ. Bakker-van Gemert 1987. 76. Βλ. και συγκεντρωτική καταγραφή από τον Φασατάκη 2003, 45-56. Οι µαρτυρίες για την περιοχή της Μουρνέ απαριθµούνται και στον Παπαδογιάννη 2008, 102-144.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
521
βασιλειώτικη προσωπογραφία, σίγουρα όχι πλήρης, αλλά σε σχέση µε το τι πηγές έχουν χαθεί, αρκετά αντιπροσωπευτική, και σύνδεσµος, κατά κάποιον τρόπο, προς τους 1753 ιδιοκτήτες γης των χωριών της περιοχής του Αγίου Βασιλείου (συµπεριλαµβανοµένων πάντως και των οθωµανών) που καταγράφονται στο οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου77. Μετά την περιδιάβαση αυτή, µε τη βοήθεια των πηγών, στα ενδότερα της περιοχής, µία ακόµα επίσκεψη στα παράλια. Θα ήταν παράλειψη να µην αναφέρουµε ότι η τοποθεσία που βρισκόµαστε είναι πάνω στη νοητή ευθεία που συνδέει τη σειρά φρουρών από τον άγιο Νικήτα, το Φραγκοκάστελλο, ώς την Τουρλωτή, πάνω από τον Αη Γαλήνη78, τις οποίες έπρεπε να επανδρώνουν οι κάτοικοι της περιοχής, ώστε να µεταδίδεται εγκαίρως η πληροφορία εµφάνισης πειρατών ή εχθρών, και να προλαβαίνουν να λάβουν τα µέτρα τους. Καταλήγοντας, µία τελευταία αναφορά στην περιοχή του Αη Γαλήνη, από την έκθεση του Gualdo πάντα. Όπως γράφει, εκεί βρίσκονταν δύο σκοπιές, µία σε κάθε πλευρά του ποταµού, οι οποίες υπάγονταν στη δικαιοδοσία των καπιτάνων του Αγίου Βασιλείου και του Αµαρίου αντίστοιχα. Ο βενετός αξιωµατούχος έκρινε πως αρκούσε µία φρουρά, την οποία ανέλαβε ο καπιτάνος του Αµαρίου, επειδή όµως ήταν χαµηλά, λάβαινε το σήµα κινδύνου από το ύψωµα Τουρλωτή, ανάµεσα στον Αη Γαλήνη και τον Κόκκινο Πύργο. Σηµειώνει, επιπλέον, ότι ο χώρος είναι ιδανικό αραξοβόλιο για τα µικρά µονοκάταρτα ιστιοφόρα της εποχής, τις fuste79. Αν είχε τα τεχνικά µέσα, θα oραµατιζόταν άραγε και αυτός, όπως οι σύγχρονοι τεχνοκράτες, τη δηµιουργία τεραστίου λιµανιού µεταφόρτωσης; Είναι βέβαια µία ερώτηση ρητορική, ως έµµεση συµβολή στον προβληµατισµό για τις επιπτώσεις από τα σχεδιαζόµενα έργα ανάπτυξης στο νοτιοανατολικό άκρο της περιοχής.
77. Βλ. Μπαλτά-Οguz 2007, 41-43 και 465-539. 78. Βλ. Αρακαδάκη 1995, 57-59 και κυρίως Αρακαδάκη 2003, 306-307 και εικ. 6α. Βλ. και Φασατάκης 2003, 13, 42-43. 79. Βλ. και Λαµπάκης 1984, 23-24.
522
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Αντουράκης 2001: Γ. Β. Αντουράκης, «Ἡ ἀρχαία πόλις Λάμπη ὡς ἕδρα τῆς ὁμωνύμου παλαιοχριστιανικῆς ἐπισκοπῆς καὶ ὁ βυζαντινὸς ναὸς τῆς Παναγίας Ρουστίκων Ρεθύμνης», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίοι Ἀθηνῶν 36 (2001), 443-501. Αρακαδάκη 1997: Μ. Αρακαδάκη, «∆ιάγραµµα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633), Κρητολογικά Γράµµατα 13 (1997), 49-80. Αρακαδάκη 2003: Μ. Αρακαδάκη, «Το territorio di Rettimo προς τα µέσα του 17ου αιώνα. Πληροφορίες από την έκθεση του Nicola Gualdo (1633)», Της Βενετιάς το Ρέθυµνο. Πρακτικά Συµποσίου, Ρέθυµνο 1-2 Νοεµβρίου 2002, επιµέλεια Χ. Μαλτέζου-Α. Παπαδάκη, Βενετία 2003, 229-315. Αυγουστάκης 1983: Ε. Χ. Αυγουστάκης, Η Αγία Γαλήνη, Αθήνα 1983. Bakker-van Gemert 1987: W. Bakker-A. F. van Gemert, Μανόλης Βαρούχας. Νοταριακές πράξεις, Μοναστηράκι Αµαρίου 1597-1613, Ρέθυµνο 1987. Bandy 1970: Α. C. Bandy, The Greek Christian Inscriptions of Crete, Athens 1970. Γιαννόπουλος 1995: Π. Γιαννόπουλος, «Ὁρισμένα προβλήματα ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς Μεσοβυζαντινῆς Κρήτης πρὸ τῆς ἀραβικῆς κατοχῆς», Πεπραγμένα τοῦ Ζ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τόμ. Β/1 =Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχη 11-14 (1994-1995), Ρέθυµνο 1995, 175-192. Γρυντάκης 1990α: Γ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του ρεθεµνιώτη νοτάριου Τζώρτζη Τρωίλου, 1585-1600, Αθήνα 1990 (βλ. και Γρυντάκης 2006). Γρυντάκης 1990β: Γ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του ρεθεµνιώτη νοτάριου Ιωάννη Βλαστού. Ρούστικα 1599-1614, Αθήνα 1990. Γρυντάκης 1990γ: Γ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του ρεθεµνιώτη νοτάριου Τζώρτζη Πάντιµου 1613-1642, Αθήνα 1990. Γρυντάκης 1994: Γ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του ρεθεµνιώτη νοτάριου Αντρέα Καλλέργη,1643-1646, Αθήνα 1994. Γρυντάκης 1995: Γ. Γρυντάκης, «Ρεθεµνιώτες νοτάριοι και διαθήκες (1586-1646)», Πεπραγμένα τοῦ Ζ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τόμ. Β/1 =Νέα Χριστιανική Κρήτη, τεύχη 11-14 (1994-1995), Ρέθυµνο 1995, 239-255.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
523
Γρυντάκης 2003: Γ. Γρυντάκης, Μαρίνος Αρκολέος, ο τελευταίος νοτάριος της ∆υτικής Κρήτης, Ρέθυµνο 2003. Γρυντάκης 2006: Γ. Γρυντάκης, Zorzi Troilo, Rettimo 1585, 21 Novembre-1600, 30 Dicembre [=ΤΑΛΩΣ: περιοδική έκδοση Ινστιτούτου Κρητικού ∆ικαίου 14 (2006)]. Carbone 1978: S. Carbone (εκδ.), Pietro Pizolo, notaio in Candia, vol. I (1300), Venezia 1978. Chiaudano-Lombardo 1960: M. Chiaudano-A. Lombardo (εκδ.), Leonardo Marcello, notaio in Candia 1278-1281, Venezia 1960. ∆ετοράκης 1990: Θ. Δετοράκης, Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 21990. ∆υοβουνιώτης 1932: Κ. ∆υοβουνιώτης, «Ὁ Ἀθηνῶν Ἄνθιμος καὶ πρόεδρος Κρήτης ὁ ὁμολογητής», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 9 (1932), 36-70. De Andres 1965: G. de Andres, Catalogo de los codices griegos de la Real Biblioteca del Escorial, vol. 2, Madrid 1965. De Andres 1987: G. de Andres, Catalogo de los codices griegos de la Biblioteca nacional, Madrid 1987. Gerland 1905: E. Gerland, “Histoire de la noblesse cretoise au Moyen Age”, Revue de l’Orient latin 11 (1905), 7-144. Gerola 1915: G. Gerola, «Οἱ ἕλληνες ἐπίσκοποι ἐν Κρήτῃ ἐπὶ ἐνετοκρατίας» (μετάφρ. Σ. Ξανθουδίδου), Χριστιανικὴ Κρήτη 2 (1915), 301-316 [και σε ανατύπωση: Νέα Χριστιανικὴ Κρήτη 27, 2007]. Gouillard 1967: J. Gouillard, “Le Synodikon de l’Orthodoxie. Edition et Commentaire”, Travaux et memoires 2 (1967), 1-316. Honigmann 1939: E. Honigmann, Le Synekdèmos d’Hiérokles et l’opuscule géographique de Georges de Chypre, Bruxelles 1939. Jegerlehner 1903: J. Jegerlehner, Der Aufstand der kandiotischen Ritterschaft gegen das Mutterland Venedig, 1363-1365, Byzantinische Zeitschrift 12 (1903), 78-125. Ζουδιανός 1960: Ν. Ζουδιανός, Ἱστορία τῆς Κρήτης ἐπὶ ἐνετοκρατίας, τ. Α΄, Αθήνα 1960. Κονιδάρης 1953: Γ. Κονιδάρης, «Αἱ ἐπισκοπαὶ τῆς Κρήτης μέχρι καὶ τοῦ Ι΄ αἰῶνος», Κρητικὰ Χρονικὰ 7 (1953), 462-478.
524
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Κόντη 1989: Β. Κόντη, «Τὰ ἐθνικὰ οἰκογενειακὰ ὀνόματα στὴν Κρήτη κατά τὴν Βενετοκρατία (13ος-17ος αἰ.)», Σύµµεικτα 8 (1989), 143-317. Κουντούρα - Γαλάκη 1996: Ε. Κουντούρα - Γαλάκη, «Ἡ «εἰκονοκλαστικὴ» Notitia 3 καὶ τὸ λατινικὸ πρότυπό της», Σύµµεικτα 10 (1996), 45-73. Λαµπάκης 1984: Σ. Λαµπάκης, «Ἡ περιοχὴ τῆς Ἁγίας Γαλήνης τὸ 1633», Ἁγία Γαλήνη τεῦχ. 11 (1984), 23-24. Laurent 1933: V. Laurent, «Le Synodicon de Sybrita et les métropolites de Crète aux Xe-XΙΙΙe siècles», Echos d’Οrient 32 (1933), 385-412. Λυκούδης 1957: Σταδιασµός, λ. στην Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. 22, Αθήνα 21957, 265. McKee 1995: S. McKee, “The revolt of St Tito in fourteenth century Venetian Crete”, Mediterranean Historical Review 9/2 (1995), 173-204. Μακρής 1997: Χ. Μακρής, Τὸ νεοελληνικὸ τοπωνύμιο Πλακιὰς καὶ ἡ ὑπ’ αὐτοῦ ὑποκατάστασις τοῦ ἀρχαίου Λάμων (ή διαδοχὴ τῶν τοπωνυμίων), Φιλερήμου Ἀγάπησις. Τιμητικὸς τόμος Ἀ. Τσοπανάκη, Ρόδος 1997. Μαλτέζου 1983: Χ. Μαλτέζου, «Ἡ φρούρηση τῶν παραλίων τοῦ διαμερίσματος Ρεθύμνου. Κατάλογος σκοπιῶν (1633)», Ἀριάδνη 1 (1983), 139-167. Μανουράς 1999/2002: Σ. Μ. Μανουράς, «Τὸ ὄνομα Ἁγία Γαλήνη στὴν Κρήτη», Ὀνόματα 16 (1999/2002), 295-307. Μανούσακας 1960: Μ. Ι. Μανούσακας, Ἡ ἐν Κρήτῃ συνωμοσία τοῦ Σήφη Βλαστοῦ (1453-1454) καὶ ἡ νέα συνωμοτικὴ κίνησις τοῦ 14621463, Αθήνα 1960. Μαυροµάτης 2006: Γ. Κ. Μαυροµάτης (εκδ.), Μιχαὴλ Μαρᾶς, νοτάριος Χάνδακα. Κατάστιχο 148, τόμ. Β, [2/3-31/8 1538], Ηράκλειο 2006. Μηναδάκης 1980: Ι. Μηναδάκης, Ιστορικές παραδόσεις, περ. Αγία Γαλήνη, τεύχ. 1 (1980), 3-6 [και αναδηµοσίευση στο τεύχ. 11 (1984), 29-31] Mioni 1977: E. Mioni, Εἰσαγωγὴ στὴν ἑλληνικὴ παλαιογραφία. Μετάφραση Ν. Μ. Παναγιωτάκη, μὲ συμπληρώσεις τοῦ συγγραφέα καὶ τοῦ μεταφραστῆ, Αθήνα 1977. Morozzo della Rocca 1950: Benvenuto Brixano, notaio in Candia 13011302, Venezia 1950. Μπαλτά-Οguz 1987: Ε. Μπαλτά-Μ. Οguz, Το οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου. Εκδοση-µετάφραση-σχολιασµός, Ρέθυµνο 2007. Müller 1855: K. Müller, Geographi Graeci minores, τόµ. 1, Paris 1855. Νουχάκης 1903: Ι. Ε. Νουχάκης, Κρητικὴ Χωρογραφία, Εν Αθήναις 1903.
ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΗΜΑΤΑΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
525
Ξανθουδίδης 1926: Σ. Ξανθουδίδης, «Ἐπαρχίαι καὶ πόλεις Κρήτης. Ἐκ τοῦ τοπωνυμικοῦ Κρήτης», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 3 (1926), 34-66. Ξανθουδίδης 1939: Σ. Ξανθουδίδης, Ἡ Ἐνετοκρατία ἐν Κρήτῃ καὶ οἱ κατὰ τῶν Ἐνετῶν ἀγῶνες τῶν Κρητῶν, [Texte und Forschungen zur Byzantinisch-Neugriechischen Philologie, Nr. 34], Athen 1939. Οικονοµίδης 1960/1961: Δ. Οικονομίδης, «Χρονογράφου τοῦ Δωροθέου τὰ λαογραφικά», Λαογραφία 19 (1960-1961), 3-90. Παπαδάκης 2002: Κ. Η. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός. Κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο 2002. Παπαδογιάννης 2008: Μ. Παπαδογιάννης, Μουρνέ. Κεφαλοχώρι του Ρεθέµνους, Αθήνα 2008. Παπάζογλου 1981α: Γ. Παπάζογλου, «Τὰ χειρόγραφα τῶν ἔργων τοῦ Ἰωσὴφ Φιλάγρη», Πεπραγμένα τοῦ Δ΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ Συνεδρίου, τόµ. Β΄, Αθήνα 1981, 404-411. Παπάζογλου 1981β: Γ. Παπάζογλου, «Ἀνέκδοτες ἑρμηνεῖες τοῦ Ἰωσὴφ Φιλάγρη στὶς ι΄ Κατηγορίες καὶ στὸ περὶ ἑρμηνείας τοῦ Ἀριστοτέλη», Πρακτικὰ Παγκοσμίου Συνεδρίου «’Αριστοτέλης», Θεσσαλονίκη 7-14 Αυγούστου 1978, τόµ. 2, Αθήνα 1981, 291-298. Παπάζογλου 1983: Γ. Παπάζογλου, Ἰωσὴφ Φιλάγρης ἤ Φιλάγριος. Διδακτορικὴ διατριβή, Ιωάννινα 1983. Παπάζογλου 2006: Γ. Παπάζογλου, «Ὅς τὸν τοῦ μαρτυρίου δέχεται στέφανον. Ὁ Ἀλέξιος Καλλέργης καὶ μία ἄγνωστη διήγηση τῶν κρητικῶν ἐπαναστάσεων τοῦ 1365-1367», Θησαυρίσµατα 36 (2006), 9-36. Πελαντάκης 1973: «Βυζαντινοί ναοί της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, 1973». Πελαντάκης 1980: Θ. Πελαντάκης, «Τὸ ὄνομα τῶν χωριῶν Μιξόρρουμα καὶ Καρῆνες Ρεθύμνου», Ονόματα 5 (1980), 52 [=Προμηθεὺς Πυρφόρος 23 (1981), 33]. Samberger 1968: C. Samberger, Catalogi codicum graecorum qui in minoribus bibliothecis italicis asservantur, τόµ. 2, Leipzig 1968, 64- 76. Santschi 1976: E. Santschi, Régestes des arrêts civils et des memoriaux (1363-1369) des archives du duc de Créte, Venise 1976. Σπανάκης 1983α, β: Σ. Σπανάκης, Κρήτη. Α΄και Β΄ τόµος. Τουρισµός, ιστορία, αρχαιολογία, Ηράκλειο 31983.
526
ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΛΑΜΠΑΚΗΣ
Σπανάκης 1991: Σ. Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων (Μητρωον των οικισµών), τόµ. Α΄, Ηράκλειο 1991. Σπυριδάκης 1951: Γ. Κ. Σπυριδάκης, «Τὸ θέμα Κρήτης πρὸ τῆς κατακτήσεως τῆς νήσου ὑπὸ τῶν Ἀράβων», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 21 (1951), 59-68. Stahl 2000: A. Stahl, The Documents of Angelo de Cartura and Donato Fontanella, venetian notaries in Fourteenth-century Crete, Washington, D. C. 2000. Tsougarakis 1988: D. Tsougarakis, Byzantine Crete. From the 5th century to the Venetian Conquest, Athens 1988. Τσουγκαράκης 1991: ∆. Τσουγκαράκης, «Παρατηρήσεις στο χαρακτήρα των οικισµών της Βυζαντινής Κρήτης», Πεπραγμένα τοῦ ς΄ Διεθνοῦς Κρητολογικοῦ συνεδρίου τόµ. Β΄, Χανιά 1991, 591- 619. Τωµαδάκης 1947: Ν. Β. Τωµαδάκης, Ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος καὶ ἡ Κρήτη κατὰ τὸ 1400, Αθήνα 1947. Τωµαδάκης 1948: Ν. Β. Τωµαδάκης, «Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ξένος καὶ ἡ διαθήκη αὐτοῦ», Κρητικὰ Χρονικὰ 2 (1948), 47-72. Τωµαδάκης 1954: Ν. Β. Τωµαδάκης, «Ἡ ἀποστολικὴ ἐκκλησία τῆς Κρήτης κατὰ τοὺς αἰ. Η΄-ΙΓ΄ καὶ ὁ τίτλος τοῦ προκαθημένου αὐτῆς», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 24 (1954), 67-107. Τωµαδάκης 1956: Ν. Β. Τωµαδάκης, «Περὶ τῆς ἐπισκοπῆς Λάμπης καὶ τῶν ἐπισκόπων αὐτῆς (ίδίᾳ κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν)», Ἐπιστημονικὴ Ἐπετηρὶς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν 6 (1956), 339-353. Τωµαδάκης 1974: Ν. Β. Τωµαδάκης, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἐπὶ Τουρκοκρατίας (1645-1898). Τόμος πρῶτος. Αἱ πηγαί, Ἐν Ἀθήναις 1974. Τωµαδάκης 1983-86: Ν. Β. Τωµαδάκης, «Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ξένος καὶ ἐρημίτης ἐν Κρήτῃ. 10ος-11ος αἰών», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν 46 (1983-86), 1-117. Φασατάκης 2003: Ν. Φασατάκης, Ἡ τ. ἐπαρχία Ἁγίου Βασιλείου Ν. Ρεθύμνης. Ἱστορία-πολιτισμὸς-ἐκπαίδευση, Αθήνα 2003. Χριστοφιλοπούλου 1992: Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινὴ Ἱστορία Α΄. 324-610, Θεσσαλονίκη 21992. Van Gemert 1980: A. van Gemert, «Ὁ Στέφανος Σαχλίκης καὶ ἡ ἐποχή του», Θησαυρίσµατα 17 (1980), 36-130.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Ο Άγιος Βασίλειος στα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας
Όταν οι Βενετοί, µετά την τέταρτη σταυροφορία (1204), κατέκτησαν την Κρήτη, τη χώρισαν σε 479 φέουδα από τα οποία έδωσαν τα 394 σε βενετούς αποίκους. Μερικά από τα υπόλοιπα έδωσαν και σε ντόπιους άρχοντες. Κάθε φέουδο χωριζόταν σε 4-6 σερβενταρίες και κάθε σερβενταρία σε 6-24 καράτια. Τα φέουδα αυτά µε τον καιρό διασπάστηκαν, αφού οι γονείς φεουδάρχες πουλούσαν τµήµατά τους ή τα µοίραζαν στα παιδιά τους ή γενικά στους κληρονόµους τους. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, κατά καιρούς, από τη διοίκηση, ποτέ τα φέουδα δεν επέστρεψαν στην αρχική τους µορφή. Κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, όπως και στις άλλες περιοχές του νησιού, υπήρχαν πολλοί µικροί φεουδάρχες, που είχαν τις περιουσίες τους σε διάφορα χωριά, χωρίς τις περισσότερες φορές, να τα ελέγχουν αποκλειστικά. Με έναν από αυτούς τους νεοφεουδάρχες και τη γυναίκα του αδελφού του, που όλη τους τη ζωή προσπαθούσαν να αυξάνουν τις περιουσίες τους, εκµεταλλευόµενοι τις ανάγκες ή τις αδυναµίες των χωρικών, θα ασχοληθούµε σήµερα, και θα προσπαθήσουµε να διακρίνουµε, µέσα στις κάθε είδους οικονοµικές δοσοληψίες τους, τον τρόπο ζωής, σκέψης και νοοτροπίας των λίγων πλούσιων και των πολλών φτωχών της συγκεκριµένης επαρχίας. Ο πρωταγωνιστής µας ονοµαζόταν Νικολό Μουδάτσος του Φραγκίσκου και ήταν ο καλύτερος πελάτης του νοτάριου Καλλέργη (Γρυντάκης 1994), αφού εµφανίζεται σε 59 πράξεις ως συµβαλλόµενος και σε 9 ως µάρτυρας. Ανήκε στην οικογένεια των ευγενών βενετών Μουδάτσων, που ήταν από παλιά φεουδάρχες στον Άγιο Βασίλειο. Ένας από αυτούς ήταν ευγενής ∆οµίνικος Μουδάτσος του ενδοξότατου Φραγκίσκου, που είχε φέουδο στη Μουρνέ και τα γύρω χωριά (Γρυντάκης 2006, πράξη 12). Γιος του πρέπει να ήταν ο Φραγκίσκος, πατέρας του Νικολό, που κάποια στιγµή εγκατέλειψε τα πατρικά σπίτια στη Μουρνέ και εγκαταστάθηκε στην πόλη του Ρεθύµνου. ∆ιατήρησε όµως τις περιουσίες του και συχνά πήγαινε στην επαρχία, για να αγοράσει καινούριες. Ποτέ δεν
528
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
πουλούσε, ούτε αυτός ούτε τα παιδιά του, γιατί ποτέ δεν είχαν ανάγκη. Ανάγκες είχαν µόνο οι φτωχοί οι χωρικοί, όχι οι πλούσιοι φεουδάρχες. Η πρωταγωνίστριά µας λεγόταν Αντριάνα και ήταν γυναίκα του ετεροθαλούς αδελφού του παραπάνω Νικολό, που λεγόταν επίσης Νικολό, και κόρη του Ιάκωβου Κονταρίνη και της Ρεγγίνας Καλλέργη (Γρυντάκης 1994, πράξη 208). Μετά το θάνατο του άντρα της ακολούθησε, κατά κάποιο τρόπο, το δρόµο του ανδράδελφού της και πρωταγωνιστή µας. Έτσι, βλέπουµε στο πρωτόκολλο του ίδιου νοταρίου να φιγουράρουν 14 πράξεις στο όνοµά της (Γρυντάκης 1994, 208-403). Πεδίο δράσης και αυτής η Καστελλανία του Αγίου Βασιλείου. Ας ξεκινήσουµε τη ζωή του Νικολό. Τα συµβόλαια που σώζονται δείχνουν ότι ξεκίνησε τις οικονοµικές δραστηριότητές του από τον ετεροθαλή αδελφό του Νικολό, του µακαρίτη Λορέντζου, που δεν ήταν τόσο πλούσιος όσο αυτός. Οι δυο τους είχαν εξ αδιαιρέτου κάποιες περιουσίες, προφανώς από τη µητέρα τους, στο χωριό Λαµπηνή. Ο πρωταγωνιστής µας θέλησε να αγοράσει το µερίδιο του αδελφού του. Εκτίµησαν τις περιουσίες και συµφώνησαν να του δώσει 400 υπέρπυρα. Του χρωστούσε όµως περισσότερα και έτσι έµεινε χρέος 192 υπέρπυρα. Αν σ’ αυτά προστεθούν και τα έξοδα της µεταγραφής της περιουσίας, που συµφώνησαν να τα πληρώσει όλα ο πωλητής, το χρέος έφτασε στα 232 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 12). Του πήρε, δηλαδή, την περιουσία και τον άφησε ακόµα αρκετά χρεωµένο. Ήδη έχει διαφανεί ότι ο πρωταγωνιστής µας πάνω απ’ όλα έβαζε το χρήµα, αφού ακόµα και τον αδελφό του εξαπάτησε. Το λέω αυτό, γιατί τα έξοδα της µεταγραφής, συνήθως τα πλήρωναν µισά-µισά και όχι όλα ο πωλητής. Λίγα χρόνια µετά µοίρασαν και κάποιες άλλες περιουσίες στο ίδιο χωριό στις περιοχές Σωτήρα, Φαρσιανά, Καλύβια, Ξερολίµνη, Χαρκιδιό, Κεφάλι του Μιξορρούµατος (Γρυντάκης 1994, 94). Οι ίδιοι διέθεταν και ένα οικογενειακό µοναστήρι, µαζί µε τα πρώτα τους ξαδέλφια Τζώρτζη και Ιάκωβο, στον Κεραµέ, στην περιοχή Συριάτη, του Αφέντη Χριστού. Το µοναστήρι αυτό αποφάσισαν να παραχωρήσουν στον καλόγερο Ιωαννίκιο Κονίδη από τα Αµπελάκια, για να µείνει µαζί µε τον ανιψιό του Παρθένιο. Οι δύο καλόγεροι, σύµφωνα µε το συµβόλαιο παραχώρησης, όφειλαν να δουλεύουν τις περιουσίες του µοναστηριού και µε τα έσοδά τους να τρέφονται και να τις αυξάνουν. Όφειλαν, επίσης, να ζουν ηθικά και να φέρονται σύµφωνα µε τους θρησκευτικούς κανόνες. Αν παρέβαιναν τα καθήκοντά τους αυτά, οι
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
529
ιδιοκτήτες είχαν το δικαίωµα να τους διώξουν και να το παραχωρήσουν σε άλλους (Γρυντάκης 1994, 43). Τα ιδιωτικά µοναστήρια ήταν τότε πολλά και διέθεταν αξιόλογες περιουσίες. Είπαµε πώς φέρθηκε στον αδελφό του. Τα ίδια έκανε και στην αδελφή του Αντριάνα, την οποία είχε παντρέψει µε τον επίσης ευγενή Ιερώνυµο Λίµα. Στο συµβόλαιο του γάµου της, µαζί µε τις περιουσίες που της παραχωρούσε, είχε βάλει τον όρο ότι µπορούσε να τις ανακτήσει, πληρώνοντας τα 2/3 σε χρήµα και το 1/3 σε εκτίµηση. Όταν πέθανε η αδελφή του, όπως και ο άντρας της, θέλησε να πάρει, µε βάση τον όρο αυτόν, την περιουσία από τα ανήλικα παιδιά τους και δικά του ανίψια. ∆εν του το επέτρεψε όµως η αδελφή τού Λίµα, η Ελένη, που ήταν επίτροπος των ορφανών ανιψιών της. Έτσι, άρχισαν δικαστικές διαµάχες. Τελικά, η καλή θεία πείστηκε ή εξαναγκάστηκε να σταµατήσει τα δικαστήρια και να υπογράψει συµβόλαιο, µε βάση το οποίο, δεχόταν να γίνει η ανάκτηση των περιουσιών. Συµφώνησαν, µάλιστα, να ορίσουν τρεις εκτιµητές. Ο καθένας τους θα έκανε και µια εκτίµηση. Αν οι εκτιµήσεις συµφωνούσαν στο ποσό, καλώς. Αν διέφεραν, θα δέχονταν ως τελικό ποσό ανάκτησης το µέσο όρο τους. Συµφώνησαν ακόµα να κρατά τα χρήµατα που θα έδινε ο Νικολό, όχι η θεία και επίτροπος, αλλά κάποια άλλα πρόσωπα, κοινής εµπιστοσύνης, που θα τα παρέδιδαν στα ανήλικα παιδιά, όταν ενηλικιώνονταν. Με το ίδιο συµβόλαιο η θεία δέχτηκε ότι τα παιδιά χρωστούσαν στο θείο τους 1.680 υπέρπυρα και συµφώνησε να κρατήσει το ποσό από τα χρήµατα τής ανάκτησης (Γρυντάκης 1994, 90). Τελικά, οι περιουσίες εκτιµήθηκαν σε 12.000 υπέρπυρα. Επειδή καθυστερούσε να καταβάλει το µεγάλο αυτό χρηµατικό ποσό, η Έλενα ζήτησε αποζηµίωση ή καλύτερα τους νόµιµους τόκους, δηλαδή το 1/20 του ποσού ή το 5% ετησίως για το χρόνο καθυστέρησης. ∆εν της το αρνήθηκε και κατέληξαν στο νοτάριο, όπου υπέγραψαν σχετικό συµβόλαιο. Ο Νικολό έδωσε τις 12.000 σε τρεις ευυπόληπτους πολίτες, µε την προϋπόθεση να δίνουν ετησίως στην Έλενα 90 µουζούρια στάρι. Το στάρι αυτό αντιστοιχούσε σε αξία στο 1/20 του ποσού µε βάση 150 υπέρπυρα το µουζούρι (Γρυντάκης 1994, 99). Να υπολογίσει κανείς ότι αυτό το έκανε γιατί δεν είχε εµπιστοσύνη στην Έλενα και θέλησε να επενδύσει µε ασφάλεια τα χρήµατα των ανήλικων ανιψιών του, είναι δύσκολο. Κάτι άλλο είχε στο µυαλό του. Είχε και ένα κανονικό αδελφό, τον Πέτρο, µε τον οποίο είχαν εξ αδιαιρέτου κάποιες πατρικές περιουσίες. Ο Πέτρος, πριν πεθάνει, άφησε µε
530
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
τη διαθήκη του το µερίδιό του στα παιδιά της αδελφής τους, Αντριάνας. Συµφώνησαν, λοιπόν, µε το ίδιο συµβόλαιο να χωρίσουν οι ίδιοι εκτιµητές τις περιουσίες σε δύο µερίδια και να πάρει το ένα αυτός και τα άλλα τα ανήλικα παιδιά, αφού όµως θα είχαν εξοφλήσει το παραπάνω χρέος τους, δηλαδή τα 1.680 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 90). Ήξερε ότι δεν είχαν µετρητά και δεν τους έδινε, όπως όφειλε, ούτε έκανε συµψηφισµό, όπως ήταν λογικό, µόνο και µόνο για να εκβιάζει καταστάσεις. Αφού φερόταν µε τέτοιο τρόπο στους συγγενείς του, σκεφτείτε πώς θα φερόταν στους άλλους. Αλίµονο σ’ αυτόν που θα πήγαινε κόντρα στα συµφέροντά του και ήταν του χεριού του. Είχε τους τρόπους να τον εξοντώνει ολοκληρωτικά. Ο παπά Μιχελής Αποστόλης, για παράδειγµα, είχε την ατυχία να έχει σπίτι δίπλα στο δικό του, στη συνοικία του Αγίου Ελευθερίου, και ένα ακάλυπτο χώρο, στον οποίο ο ευγενής αυθαίρετα είχε ανοίξει ένα παράθυρο. Έκανε, λοιπόν, µήνυση και ζητούσε να το κλείσει. Ήταν τέτοια η αντίδρασή του σε βάρος του φτωχού παπά, που δυο µήνες µετά όχι µόνο τον ανάγκασε να αποσύρει τη µήνυση, αλλά και τον έβαλε να δηλώσει γραπτώς σε σχετικό συµβόλαιο ότι παραχωρούσε σ’ αυτόν το δικαίωµα να ανοίξει όσα παράθυρα ήθελε και να ρίχνει τα νερά από το σπίτι του µε σωλήνες στο συγκεκριµένο ακάλυπτο χώρο. Στο ίδιο συµβόλαιο υπήρχε και ο όρος ότι ο παπάς και οι κληρονόµοι του δεν είχαν το δικαίωµα να χτίσουν ποτέ σπίτι στο χώρο αυτό και, αν ποτέ έχτιζαν κάποιο τοίχο, θα απείχε αρκετά από τον τοίχο του σπιτιού του ευγενή, για να µην κόβει το φως του παραθύρου ή των παραθύρων του (Γρυντάκης 1994, 58). Με άλλα λόγια, ο παπάς έκανε ό,τι ακριβώς ήθελε ο ευγενής. Αν αυτό το έκανε αυτοβούλως ή αν απειλήθηκε για να το κάνει, δε νοµίζω ότι χρειάζεται πολλή σκέψη. Τα δύσκολα αυτά χρόνια, το «δίκιο» πήγαινε πάντα µε το µέρος του ισχυρού. Συχνά έβρισκε φτωχούς αγιοβασιλειώτες χωρικούς που είχαν ανάγκη κάποιων χρηµάτων και έκλεινε µαζί τους πανοµοιότυπες συµφωνίας. Τους έδινε τα χρήµατα, αγόραζε τις µικρές ιδιοκτησίες τους, τους άφηνε να τις δουλεύουν και να πληρώνουν κάθε χρόνο µια ποσότητα στάρι. Κανονικά σε τέτοιες περιπτώσεις όριζαν τρεις εκτιµητές και, αν δεν συµφωνούσαν σε καµιά εκτίµηση, τότε έπαιρναν το µέσο όρο τους. Ο Νικολό όµως τις περισσότερες φορές έστελνε δικό του εκτιµητή και έβαζε τους χωρικούς να δηλώνουν στο σχετικό συµβόλαιο ότι έφτανε µια µόνο εκτίµηση, δηλαδή η δική του. Βρίσκονταν, όπως είπαµε, σε ανάγκη και
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
531
δεν είχαν περιθώρια να απαιτούν. Είχαν πάντως το δικαίωµα µέσα σε τρία ή τέσσερα χρόνια να επιστρέψουν τα χρήµατα και να ανακτήσουν τις περιουσίες τους. Αν περνούσε το χρονικό διάστηµα αυτό, οι περιουσίες τους έµεναν σ’ αυτόν οριστικά. Συνήθως, για κάθε 150 υπέρπυρα που έδινε ήθελε ένα µουζούρι στάρι (Γρυντάκης 1994, 13). Τοποθετούσε, δηλαδή, τα χρήµατά του σε χωράφια και το στάρι που έπαιρνε ήταν ο τόκος τους. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι τότε το µουζούρι το στάρι στοίχιζε γύρω στα 8- 10 υπέρπυρα, ο τόκος ήταν γύρω στο 6 %. Ο επίσηµος τόκος ήταν 5%, όπως αναφέραµε, δηλαδή το 1/20 της αξίας του ακινήτου ή των δανειζοµένων χρηµάτων. Μερικές φορές δεν τον αρκούσε να αγοράζει συγκεκριµένα κτήµατα, για να εισπράττει ως σταθερό έσοδο κάποια µουζούρια στάρι, αλλά ταυτόχρονα υποθήκευε και το υπόλοιπο της περιουσίας του πωλητή ή και των συγγενών του για πλήρη εξασφάλιση. Αυτό έκανε µε το Γιάννη Βιδάλη που κατοικούσε στο χωριό Καρήνες και αγόρασε τα χωράφια του στις τοποθεσίες «Μερµήγκι», «Αλώνι» και «Καψούλη» για 1 ½ µουζούρι, αφού η πρώτη και µοναδική εκτίµηση τα έβγαλε ότι άξιζαν 250 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 95). Η ενέργειά του αυτή υποδηλώνει το πόσο προσεκτικός ήταν και το πόσο απέφευγε τις επισφαλείς αγορές. Με τις συνεχείς αγορές και υποθηκεύσεις είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία σε πολλά χωριά. ∆εν χάριζε το παραµικρό. Ήθελε να βγάζει και «από τη µύγα ξύγκι», που λέει ο λαός µας. Είχε κάποια σπίτια στο Μούντρος και έναν ακάλυπτο χώρο δίπλα. Τον νοίκιασε µε διαρκή λιβέλο σε κάποιο φουκαρά γείτονα για 1 ½ κουάρτο στάρι (Γρυντάκης 1994, 98). Να σηµειωθεί ότι το µουζούρι χωριζόταν σε τέσσερα κουάρτα. Το 1 ½ κουάτρο, δηλαδή, ήταν 6 σηµερινά κιλά στάρι Χ 7,5= 45 υπέρπυρα το χρόνο. Την ίδια αρπακτική τάση υποδηλώνει και το εξής συµβόλαιο: πλήρωνε σε κάποιο χωρικό στο χωριό Άη Γιάννη Καµένο, για τις περιουσίες του που κρατούσε στο χωριό Λαµπηνή, ως ενοίκιο 1 µουζούρι και 3 κουάρτα στάρι. Τώρα αγοράζει από τον ιδιοκτήτη του εισοδήµατος τα τρία κουάρτα και δίνει 112 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 129). Του πήρε και µισό υπέρπυρο παραπάνω, µε βάση το 150 υπέρπυρα το µουζούρι! Και αυτό το έκανε, ενώ έπαιζε συνέχεια µε πολύ µεγάλα ποσά. Σκεφτείτε ότι λίγο µετά εξόπλισε µια γαλέρα, δηλαδή πολεµικό πλοίο, για τον φόβο των πειρατών, και τη φόρτωσε διάφορα προϊόντα για εξαγωγή. Εδώ µιλάµε για πολλές δεκάδες χιλιάδες υπέρπυρα. Υπεύθυνο της µεταφοράς
532
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
όρισε τον καπετάνιο του πλοίου Σταµάτη Ροδίτη. Επειδή, όµως, υπήρχε ο κίνδυνος να πέσει το πλοίο µε το φορτίο σε πειρατές ή να βουλιάξει ή για οποιοδήποτε λόγο να µη φτάσει στον προορισµό του, ανάγκασε τον πατέρα και τον πεθερό του καπετάνιου να εγγυηθούν ότι σε τέτοια περίπτωση θα πλήρωναν αυτοί ως εγγυητές τις ζηµιές του (Γρυντάκης 1994, 128). ∆εν είναι γνωστό, αν, τελικά, τα αγιοβασιλειώτικα προϊόντα έφτασαν στον ευρωπαϊκό προορισµό τους. Μάλλον βέβαια θα έφτασαν, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα χαλούσε τον κόσµο ο ευγενής µας. Είχε νυµφευθεί τη Μανταλένα, κόρη της ευγενούς Όρσας Καλλέργη και είχε αποκτήσει µαζί της δυο γιους. Ο πρωτότοκος ονοµαζόταν Φραγκίσκος. Όταν η Μανταλένα πέθανε, ο Φραγκίσκος προτίµησε να µένει µε τη γιαγιά Όρσα. Η στοργική µα και δυναµική γιαγιά υποχρέωσε το Νικολό µε συµβόλαιο να διευθετήσει κάποιες εκκρεµείς υποθέσεις στο κοµµάτι που της είχε µείνει από το φέουδο στο χωριό Φλακί. Συγκεκριµένα της είχαν µείνει 2 καράτια και φαίνεται ότι οι αρχές απαιτούσαν απ’ αυτήν να πληρώσει το µερτικό που της αναλογούσε για τη «µόστρα», δηλαδή την ιππική επίδειξη που γινόταν κατά καιρούς. ∆έχτηκε ο Νικολό την υποχρέωση (Γρυντάκης 1994, 133) και προφανώς την απάλλαξε µε τις γνωριµίες και τον πλούτο του. Τώρα αν ενήργησε ως καλός γαµπρός ή υπολόγισε ότι κάτι θα αποκόµιζε και από εκεί, δεν το ξέρουµε, αλλά το υπολογίζουµε. Κτήµατα είχε και στο χωριό Κούµια και ως φεουδάρχης εισέπραττε το καβαλαρατικό, όπως το έλεγαν, δηλαδή το φεουδαρχικό φόρο, από πολλούς κατοίκους (Γρυντάκης 1994, 159). Αγόρασε από τον Γληγορόπουλο, που κατοικούσε στο χωριό Κουτούντα, δηλαδή τα σηµερινά Αχτούντα, έσοδο 6 µουζουριών για 820 υπέρπυρα. Κανονικά έπρεπε να του δώσει 900, αλλά φαίνεται τον βρήκε σε ανάγκη. Το αστείο είναι ότι στο σχετικό συµβόλαιο, αφού χρησιµοποίησε κάποια υπόσχεση που είχε δώσει κάποτε ο παππούς του και πολλά συµβόλαια, δικαιολόγησε και µισό ακόµα µουζούρι (Γρυντάκης 1994, 160). ∆εν είχε το θεό του ο «ψιλικατζής» εκατοµµυριούχος. Έχουµε, βέβαια, και τις εξαιρέσεις από τον κανόνα. Ο Παπαδόπουλος, που τον φώναζαν Σκληρίδη, από τον Άη Γιάννη Καµένο, του πούλησε έσοδο 1 ½ µουζούρι στάρι από προικώες περιουσίες (στη Σωτήρα, στ’ Αρµιά και στο Καταµπέλικο) στο χωριό Φτερέα. Συµφώνησαν µε 160 το µουζούρι (Γρυντάκης 1994, 204). Ο Νικολό εδώ δεν «πέρασε» το δικό του. Πλήρωσε κανονικά. Υπολόγιζε ότι γρήγορα θα αποκτούσε τις περιουσίες, όπως και έγινε αργότερα.
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
533
Πρέπει να είχε ανθρώπους δικούς του και τον πληροφορούσαν ποιος στην Καστελλανία του Αγίου Βασιλείου είχε ανάγκη από χρήµατα, γιατί, αλλιώς δεν εξηγείται το γεγονός ότι πάντοτε παρουσιαζόταν ως σωτήρας, µε το αζηµίωτο. Έµαθε ότι κάποιος Βλαστός από το χωριό Κουτούντα είχε παραχωρήσει, από χρέη, στον παπά Γιώργη Μελισσινό ένα χωράφι στη Βέρβερη, και ένα άλλο στα Σκαλιά στο Γιώργη Πελεκάνο από το Βάτο. Τα ετήσια έσοδά τους ήταν 10 ½ µουζούρια. ∆ιατήρησε, πάντως, το δικαίωµα της ανάκτησης. Βρήκε, λοιπόν, το Βλαστό, του έδωσε 1.500 υπέρπυρα, ανέκτησε τις περιουσίες του και µεταβίβασε σ’ αυτόν το έσοδο, υποθηκεύοντας και τα άλλα κτήµατά του. Κάτι κέρδισε και πάλι σε µετρητό, αφού αντί για 1.575 έδωσε 1.500. Το µεγάλο κέρδος του όµως ήταν άλλο. Έβαλε στο συµβόλαιο τον όρο ότι, αν σε τρία χρόνια δεν του επέστρεφε ο Βλαστός τα χρήµατα, το έσοδο θα ήταν διαρκές και τα υποθηκευµένα κτήµατα θα µεταβιβάζονταν νόµιµα σ’ αυτόν (Γρυντάκης 1994, 226). Σαν καλός και γνήσιος ευγενής που ήταν είχε και τα νόθα του. Θέλησε λοιπόν να παντρέψει τη νόθα κόρη του Ρεγγίνα µε τον ευγενή Τζουάννε Καλλέργη. Κάλεσε τον πατέρα του γαµπρού στο σπίτι του και αποφάσισαν το γάµο και τα σχετικά. Υποσχέθηκε για προίκα 25.000 υπέρπυρα. Από αυτά οι 10.000 θα ήταν σε µετρητά, µε τον όρο ότι µε αυτά ο γαµπρός θα ανακτούσε τις περιουσίες που είχε χάσει, θα τις εκτιµούσαν κοινοί φίλοι και θα µετατρέπονταν σε προικώες. Τις υπόλοιπες 15.000 θα έδινε σε εκτίµηση ρούχων τις 10.000 και χρυσών τις 5.000. Η ίδια η Ρεγγίνα υποσχέθηκε και 5.000 ακόµα σε ρούχα. Από το σύνολο των 30.000 οι 3.000 θα ήταν τα δώρα του γαµπρού και οι υπόλοιπες τα προικιά της νύφης. Το αστείο είναι ότι ο Νικολό ανάγκασε και τον συµπέθερό του µε το ίδιο συµβόλαιο να παραχωρήσει στο γιο του περιουσίες στα χωριά Σωµατάς, έσοδο 34 µουζουριών και άλλες στα Κούµια και το µετόχι Αµουργελέ ή Αµουργέλα, που απέδιδαν έσοδο 20 µουζουριών, όπως και το 1/3 των περιουσιών που διέθετε στο χωριό Λίγκρες, αλλά µετά το θάνατό του (Γρυντάκης 1994, 244). Αξίζει, νοµίζω, να δούµε, µια και υπάρχει το σχετικό συµβόλαιο, την εκτίµηση των προικιών της πολύφερνης νύφης Ρεγγίνας. Την έκαναν οι καλύτεροι ρεθεµιώτες χρυσοχόοι (Λεονταρίτης και Κουνούπης) και ραφτάδες (Αντώνης Βλαστός και Λέο Ρανούτσιος) Να ξεκινήσουµε από τα πολύτιµα µέταλλα: ασηµένια κύπελλα, πιρούνια, κουτάλια, λύχνοι και βρα-
534
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
χιόλια πάνε κοντά στις 2.000 υπέρπυρα. Χρυσά κοσµήµατα (βραχιόλια, σκουλαρίκια, δακτυλίδια) και µαργαριταρένια κολιέ πάνε γύρω στις 3.500 υπέρπυρα. Ο ρουχισµός καλύπτει τα υπόλοιπα. Να σηµειωθεί ότι µόνο ένα ζευγάρι χρυσά βραχιόλια εκτιµήθηκε 1.326 υπέρπυρα, µια φορεσιά της νύφης 1.711 και ένα ζευγάρι σεντόνια κεντητά 1.200 (Γρυντάκης 1994, 255). Να σηµειωθεί ακόµα ότι µια συνηθισµένη προίκα ήταν γύρω στις 3.000 υπέρπυρα. Εποµένως, στην περίπτωση της κόρης του δε σκέφτηκε τα λεφτά, αφού την προίκισε στο δεκαπλάσιο, αν τελικά τα έδωσε. Αφού, λοιπόν, πάντρεψε την κόρη του, σαν καλός µπαµπάς, επέστρεψε στις δουλειές του. Έµαθε ότι τρία παπαδοπαίδια είχαν το δικαίωµα να ανακτήσουν κάποια κτήµατα που είχαν πουλήσει σε πρωτοξαδέλφια τους. Τους έδωσε τα χρήµατα (500 υπέρπυρα) και τα ανέκτησαν µε τον όρο να του πληρώνουν 4 µουζούρια τη χρονιά και, αν σε δύο χρόνια δεν του τα επέστρεφαν, θα πήγαιναν οι περιουσίες σ’ αυτόν. Πέρασαν τα χρόνια, είδαν ότι δεν µπορούσαν να του τα επιστρέψουν και έτσι συµφώνησαν µε συµβόλαιο να του µεταβιβάσουν τις περιουσίες που ανέκτησαν, µε τα έξοδα µεταβίβασης µισά-µισά (Γρυντάκης 1994, 267). ∆ε χαρίστηκε ούτε στο συµπέθερό του Τζώρτζη Καλλέργη. Αγόρασε απ’ αυτόν περιουσίες στο χωριό Λίγκρες που απέδιδαν 14,5 µουζούρια στάρι. Εκτιµήθηκαν σε 2.088 υπέρπυρα. Του έδωσε τις 2.000 και τα υπόλοιπα τα κράτησε για τη συµµετοχή στα έξοδα µεταγραφής (Γρυντάκης 1994, 274). Με βάση τα 150 υπέρπυρα το µουζούρι, οι περιουσίες έφταναν τις 2.175 υπέρπυρα. Έδωσε 2.000 και κέρδισε 175 υπέρπυρα. Ο αδελφός του Πέτρος, άφησε, όπως είπαµε, µε τη διαθήκη του το µερίδιό του από τις αµοίραστες περιουσίες που είχαν στα παιδιά της αδελφής τους Τζώρτζη και Νικολό Λίµα. Οι περιουσίες αυτές ήταν πολλές. Τα έσοδά τους έφταναν τα 160 µουζούρια τη χρονιά. Συµφώνησαν να βάλουν µοιραστές και να τις χωρίσουν σε δύο µερίδια και µε κλήρο να έπαιρνε η κάθε πλευρά το δικό της. Έτσι και έγινε. Το πρώτο µερίδιο πήρε ο Νικολό µε περιουσίες στα χωριά Λαµπηνή, Επίσιγκο (Επίζυγο) και Μιξόρρουµα, όπως και το µοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Τα αδέλφια Λίµα πήραν περιουσίες στα χωριά Λαµπηνή, Φτερέα και Μιξόρρουµα (Γρυντάκης 1994, 313). ∆υο µέρες µετά οι ίδιοι συµφώνησαν να βάλουν εκτιµητές, για να εκτιµήσουν και να χωρίσουν τις περιουσίες που άφησε η Κορνερόλα Καλλέργη, µητέρα του Νικολό και γιαγιά των αδελφών Λίµα. Το µερίδιο των δύο αδελφών ήταν µεγαλύτερο, γιατί και ο θείος τους Πιέτρο και η για-
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
535
γιά τους, είχαν φροντίσει γι’ αυτό. Ο Νικολό ζήτησε, αφού γίνει ο χωρισµός, να ανακτήσει, όπως είχε δικαίωµα, τις περιουσίες. Έγιναν πάλι δύο µερίδια µε περιουσίες στα χωριά Μουρνέ, Επίσιγκο, Σπήλι, ∆ρύµισκο, Κεραµέ, Κουτούντα, Βερβελίδα, Λάκκο, Ντεµπλοχώρι, Φτερέα, Κούµια (Γρυντάκης 1994, 314). Λίγο µετά αγόρασε από τους ανιψιούς του τις περιουσίες που πήραν στο χωριό Λαµπινή, για 4.000 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 329). Στη συνέχεια, αγόρασε και αυτές στο χωριό Φτερέα από τους ίδιους, για 1.000 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 344). Έπαιζε, όπως διαπιστώνετε, µε τα µεγάλα ποσά, έπαιζε όµως και µε τα µικρά. Αγόρασε έσοδο 1 µουζουριού από κάποιο δύστυχο Τρουλινό, κάτοικο του χωριού Καστανέα, µε 170 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 349), και ένα άλλο στο µετόχι «Κουµεδιανά» επίσης για 170 (Γρυντάκης 1994, 356). ∆ανείζει κιόλας. Έδωσε δάνειο 2.000 υπέρπυρα στον ευγενή Κονταρίνη, µε υποθήκη όλες τις περιουσίες του και τόκο 12 µουζούρια στάρι το χρόνο. Αν του επέστρεφε τα χρήµατα, θα του ελευθέρωνε τις περιουσίες, αν όχι, θα τις πουλούσε (Γρυντάκης 1994, 377). ∆εχόταν µε προθυµία ως γονίκαρούς του τους χωρικούς που είχαν ανάγκη. Μια φτωχιά χήρα από το µετόχι Κουµεδιανά του παραχώρησε το σπίτι της και έγινε, αυτή και τα παιδιά της, γονίκαροι. Ανέλαβε έτσι την υποχρέωση να πληρώνει κάθε χρονιά τα ρεγάλα, δηλαδή κότα, γουρουνόπουλο, αγγαρεία, χοιροµέρι κ.ά. Και όλα αυτά για 130 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 357). Τα ίδια έκανε και µε ένα δυστυχισµένο από την Λαµπηνή, το Νικολό Φούδαλο (Γρυντάκης 1994, 378). Αγόρασε ακόµα και µισό µουζούρι έσοδο, για 85 υπέρπυρα, από δυο φτωχά αδέλφια στο χωριό Καστανέα, µε υποθήκη τα χωράφια τους (Γρυντάκης 1994, 365). Από το ίδιο χωριό αγόρασε ακόµα 1 ½, από τον Γιάννη Βλαστό, για 170 το µουζούρι (Γρυντάκης 1994, 366) και άλλα τόσα από δύο Βαρούχες για τα ίδια χρήµατα (Γρυντάκης 1994, 367), από µισό µουζούρι από τον Μανόλη Τρουλινό (Γρυντάκης 1994, 369) και άλλο µισό από τη χήρα Ανέζα Φαρσοπούλα (Γρυντάκης 1994, 370). Με τις αρχές και τους οικονοµικά ισχυρούς δεν πρέπει να τα πήγαινε καλά. Φαίνεται ότι, για διάφορους λόγους, ίσως καταγγελίες για αισχροκέρδεια, είχε προβλήµατα µε τη διοίκηση και έτσι όρισε ως αντιπρόσωπό του τον διδάκτορα Τζουάννε Γρίττη, για να τον υπερασπιστεί (Γρυντάκης 1994, 373). Είχε προβλήµατα και µε τον ευγενή Ζαν Μιχέλ Καλλέργη για την είσπραξη των δεκατιών του χωριού Αυδανίτες. Τε-
536
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
λικά παραιτήθηκε και επήλθε ειρήνη (Γρυντάκης 1994, 374). Φάνηκε δηλαδή ότι ήξερε και να υποχωρεί, σαν καλός επιχειρηµατίας, όπου δεν µπορούσε να προχωρήσει. Στις διαφορές που είχε µε τον πλούσιο Σαγκουινάτσο όρισε πληρεξούσιό του τον ισχυρό άνδρα της περιοχής Κονταράτο (Γρυντάκης 1994, 393). Μετά από τόσα που είπαµε για το άτοµό του, νοµίζω ότι παρουσιάζει ενδιαφέρον η διαθήκη του. ∆εν έχουµε την αρχική αλλά τη συµπληρωµατική, που έγραψε το καλοκαίρι του 1644. Ακούστε την: αν τον βρει ο θάνατος στην πόλη, να τον θάψουν στο µοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου, αν έξω από την πόλη, να τον θάψουν στην Παναγία της Λαµπηνής, όπου και αφήνει 500 υπέρπυρα, για βελτιώσεις. Φαίνεται ότι στη Λαµπηνή είχε τα σπίτια του, ήταν δηλαδή η βάση του φέουδού του. Αφήνει ένα κληροδότηµα σε µια γυναίκα που είχε στο σπίτι του, µάλλον ως υπηρέτρια, την Εργίνα. Αφού απέκτησε µαζί της ένα νόθο, την είχε παντρέψει. Για να πάρει όµως το κληροδότηµα, όφειλε να ζει τίµια και να κάνει παιδιά µε τον άντρα της. Αν δε συνέβαινε αυτό, το κληροδότηµα πήγαινε απευθείας στο νόθο παιδί τους. Αφήνει από 20.000 υπέρπυρα σε κάθε ένα από τα δύο νόθα που είχε, δηλαδή τον Λορέντζο και τον Αντώνιο. Οι 10.000 θα ήταν σε µετρητά, που θα επενδύονταν σε ακίνητα µέχρι την ενηλικίωσή τους και τα υπόλοιπα σε περιουσίες. Οι περιουσίες που άφησε στον Αντώνιο βρίσκονταν στα χωριά Μιξόρρουµα, Καρήνες και Ντεµπλοχώρι. Αναφέρονται λεπτοµερώς οι τοποθεσίες και οι ενοικιαστές. Αυτές που άφησε στο Λορέντζο βρίσκονταν στη Λαµπηνή και τις Καρήνες. Οι υπόλοιπες περιουσίες του πήγαιναν στα νόµιµα παιδιά του. Αξίζει να δούµε και τους όρους που θέτει στο τέλος της διαθήκης: οι περιουσίες των νόθων του, αν πεθάνουν χωρίς νόµιµα παιδιά, πηγαίνουν στα δικά του τα νόµιµα. Αν πεθάνει το ένα νόµιµο παιδί του χωρίς νόµιµα παιδιά, η περιουσία του πάει στο άλλο νόµιµο. Αν πεθάνουν και τα δύο χωρίς νόµιµα παιδιά, οι περιουσίες τους πάνε στα δικά του τα νόθα. ∆εν ήθελε, δηλαδή, να ακολουθήσουν οι γιοι του τα δικά του σφάλµατα (Γρυντάκης 1994, 381). ∆ε σταµάτησε, βέβαια, τη δουλειά του. Αγόρασε έσοδο ενός µουζουριού από ένα µυλωνά στο µετόχι Κουµεδιανά και τον έκανε γονίκαρό του. Και όλα αυτά για 395 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 387). Αγόρασε και 2 µουζούρια από ένα χωρικό από το Ντεµπλοχώρι για 300 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 391).
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
537
∆ιεκδικούσε µέχρι τέλους, όσα του ανήκαν. Έτσι, απαίτησε και πήρε από τον πληρεξούσιο τής πεθεράς τού Καλλέργη τα τελευταία 700 υπέρπυρα από την προίκα που του είχε υποσχεθεί, µε µια φορεσιά και µια κουβέρτα (Γρυντάκης 1994, 397). Την τελευταία του πράξη την έκανε λίγο πριν καταλάβουν οι Τούρκοι το Ρέθυµνο και ήταν για λίγα υπέρπυρα από ένα φτωχό χωρικό (Γρυντάκης 1994, 413). Με φεουδάρχες σαν το Νικολό, οι φτωχοί Αγιοβασιλειώτες δεν πρέπει να ένιωσαν και πολύ πιο σκληρή την τουρκική κατάκτηση και τυραννία. Λίγα λόγια τώρα για την πρωταγωνίστριά µας Αντριάνα: ξεκίνησε τη δράση της αµέσως µετά το θάνατο του άντρα της, Νικολό Μουδάτσου του Λορέντζου, ετεροθαλούς αδελφού του πρωταγωνιστή µας. Ο άντρας της ήταν φεουδάρχης στην περιοχή του Σπηλίου. Οι Μουδάτσοι, όπως είπαµε, είχαν απλωθεί σε ολόκληρο τον Άγιο Βασίλειο. Έφερε στην επιφάνεια αρχικά ένα χρέος 2.000 υπέρπυρα, που κρατούσε 27 χρόνια. Το γεγονός ότι ανάγκασε τους χρεώστες να καταβάλουν αµέσως ένα µέρος του ποσού και ότι τους έδεσε µε υποθήκες για το υπόλοιπο, δείχνει ότι τη βοηθούσε ο «δικός µας» Νικολό ή ότι η ίδια είχε µάθει καλά τις µεθόδους του (Γρυντάκης 1994, 208). Ο άντρας της είχε µια νόθα κόρη, την Εργίνα. Η Αντριάνα τής βρήκε έναν καλό γαµπρό από την ευγενική οικογένεια των Φορλάνων. Αναγκάστηκε, βέβαια, αφού ήθελε ευγενή, να δώσει καλή προίκα. Ο άντρας της Νικολό µε τη διαθήκη του της είχε αφήσει για το σκοπό αυτό 15.000 υπέρπυρα. Η ίδια πρόσθεσε από τα δικά της ακόµα 5.000. Από το σύνολο των 20.000 υπερπύρων θα έδινε τις 7.000 σε µετρητά, τις 3.000 σε χρυσάφι και τις 10.000 σε ρουχισµό (Γρυντάκης 1994, 210). Μια µόνο ενδυµασία εκτιµήθηκε 1.200 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 215). Μετά τους γάµους, άρχισε να τακτοποιεί τις εκκρεµείς υποθέσεις της. Πλήρωσε κάποια χρέη του άνδρα της στο Σπήλι (Γρυντάκης 1994, 273) και εισέπραξε οφειλές (Γρυντάκης 1994, 286). Μετά άρχισε τις αγορές. Από τρεις Σκορδίληδες, κατοίκους του Άη Γιάννη του Καµένου, που πρέπει να ήταν ξεπεσµένοι φεουδάρχες, αγόρασε τις περιουσίες τους στο χωριό Φτερέα, για 1.350 υπέρπυρα (ήταν η υψηλότερη από τις τρεις εκτιµήσεις) και για τριάντα χρόνια να µην την ενοχλήσει κανείς (Γρυντάκης 1994, 335). Την ίδια µέρα οι ίδιοι, ως αντιπρόσωποι άλλων Σκορδίληδων, συγγενών τους προφανώς, της πούλησαν και άλλες περιουσίες που είχαν στο ίδιο χωριό. Τις εκτίµησαν οι ίδιοι εκτιµητές και συµφώ-
538
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
νησαν και τα δύο µέρη στις 4.075 υπέρπυρα. Στο σχετικό συµβόλαιο αναφέρονται πολλά τοπωνύµια και ονοµατεπώνυµα (Γρυντάκης 1994, 336). Στο χωριό Κουτούντα ο άντρας της είχε δώσει προκαταβολή για την αγορά κάποιων περιουσιών. Τώρα αυτή έδωσε τα υπόλοιπα και εξασφάλισε ως διαρκές έσοδο 4 µουζούρια στάρι τη χρονιά. Το συνολικό ποσό που έδωσε ήταν 800 υπέρπυρα (Γρυντάκης 1994, 342). Πάντρεψε και τη νόµιµη κόρη της µε ένα ευγενή τον Τζώρτζη Μανολέσο και της έδωσε προίκα 26.000 υπέρπυρα σε ρουχισµό και κοσµήµατα. Να σηµειωθεί ότι µόνο ένα χρυσό περιδέραιο εκτιµήθηκε 2.400, δυο βραχιόλια µε χρυσό και µαργαριτάρια σε 1.970 και µια φορεσιά 5.250! (Γρυντάκης 1994, 376). Αν σ’ αυτά προστεθούν 7. 000 υπέρπυρα σε µετρητά και, ίσως, κάποια ακίνητα, φτάνουµε σε πολύ µεγάλα ποσά. Είχε φαίνεται και έδινε η ευγενής χήρα. Κόρη της εξάλλου ήταν. Η τελευταία της πράξη ήταν να εισπράξει από τον αδελφό της ευγενή Μάρκο Κονταρίνη το υπόλοιπο της προίκας, που της είχε υποσχεθεί πριν από 18 χρόνια. Και δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο το ποσό, αφού έφτανε τις 11.000 υπέρπυρα. Φαίνεται ότι είχε ξοδευτεί µε το γάµο της κόρης και ζήτησε τα µετρητά που της χρωστούσαν (Γρυντάκης 1994, 403). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο άνδρας της δεν είχε ενδιαφερθεί ποτέ ούτε για την είσπραξη αυτών που του χρωστούσαν, ούτε καν για την καταβολή της προίκας που του υποσχέθηκαν. Ήταν, φαίνεται, εκ διαµέτρου αντίθετος χαρακτήρας από τον ετεροθαλή αδελφό του. Από τη ζωή και τη δράση των δύο πρωταγωνιστών µας µπορούµε να βγάλουµε µερικά συµπεράσµατα σχετικά µε την κοινωνική και οικονοµική κατάσταση που επικρατούσε στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου: Σκεφτείτε την ανέχεια των χωρικών αυτών που αναγκάζονταν να πουλούν την ελευθερία τους για 130 υπέρπυρα ή να πουλούν στους πλούσιους φεουδάρχες το µεγαλύτερο µέρος από την παραγωγή τους σε στάρι, προκειµένου να εξοικονοµήσουν λίγα υπέρπυρα, για να καλύψουν τις καθηµερινές τους ανάγκες. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχαναν τελικά τις περιουσίες τους, αφού δεν µπορούσαν να επιστρέψουν τα χρήµατα της αγοράς και συνέχιζαν να πληρώνουν το επαχθές ενοίκιο. Η ψαλίδα ανάµεσα στους µεγάλους γαιοκτήµονες και το φτωχό λαό συνεχώς µεγάλωνε και είναι άγνωστη η κατάληξή της, αν δεν σταµατούσε κάθε εξέλιξη του φαινοµένου η τουρκική κατάληψη.
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
539
Βιβλιογραφία Γρυντάκης 2006: Γιάννης Γρυντάκης, Zorzi Troilo, Rettimo 15851600, Χανιά 2006 Γρυντάκης 1994: Γιάννης Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του ρεθεµνιώτη νοτάριου Αντρέα Καλλέργη, Αθήνα 1994 (δακτυλογραφηµένη έκδοση). **************
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Μεταφέρουµε από το πρωτόκολλο του νοταρίου Αντρέα Καλλέργη, σε ελληνική µετάφραση, τρεις πράξεις (381,255,314) σχετικές µε τα παραπάνω, όπως και µία στο πρωτότυπο (ιταλικά, βενετική διάλεκτος) Πράξη 381 ∆ΙΑΘΗΚΗ συµπληρωµατική Νικολό Μουδάτσος ΡΕΘΥΜΝΟ 27/7/1644 (σ. 158)
Στο καθιστικό του σπιτιού µου. Ο ευγενής, εντιµότατος Νικολό Μουδάτσος του ευγενή, εντιµότατου Φραγκίσκου, έχοντας γράψει µόνος του και σφραγίσει τη διαθήκη του, µε είχε παρακαλέσει να την περάσω στις πράξεις µου. Τώρα, θέλοντας να κάνει συµπληρωµατική διαθήκη, υγιής στο σώµα και στο µυαλό, επιθυµεί και δηλώνει ότι: - Αν τον βρει ο θάνατος έξω, στο χωριό Λαµπηνή, να ταφεί στην εκκλησία της Παναγίας στο χωριό αυτό, στο δικό του τάφο, και στην περίπτωση αυτή να πάνε στην εκκλησία της Παναγιάς 500 από τα 1.000 υπέρπυρα που άφησε µε τη διαθήκη του στο µοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. - Αν ο θάνατος τον βρει στη πόλη και ταφεί στο µοναστήρι αυτό, να διατεθούν τα άλλα 500 σ’ αυτό το µοναστήρι, για να γίνουν βελτιώσεις και στη µια και στην άλλη εκκλησία και µνηµόσυνα για την ψυχή του. - Επίσης, θέλει και αφήνει στον Ιούλιο Κονταράτο π. Μιχέλ 12 µουζούρια στάρι κάθε χρόνο και για πέντε χρόνια, µε την υποχρέωση να φροντίζει τα συµφέροντα των σπιτιών των παιδιών του (διαθέτη). Όταν περάσουν τα πέντε χρόνια, το εισόδηµα επιστρέφει στα παιδιά του. - Επίσης, αφήνει στην Εργίνα Ασπροπούλα, εκτός από το κληροδότηµα της διαθήκης, όλα τα ρούχα και ό,τι άλλο θα κάνει δικό της, όσο ζει στο σπίτι του. Επίσης, της αυξάνει το στάρι του λιβέλλου που της
540
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
αφήνει σε 10 µουζουρια στάρι και 15 µίστατα κρασί. Αυτά, βέβαια, θα τα έχει όσο ζει µόνο, και µπορεί να διαθέσει µέχρι 2.000 ως προίκα της, όπως αυτή θέλει. Και αυτά όλα, µόνο αν ζει τίµια, ειδάλλως τα χάνει όλα. Και αν δεν κάνει παιδιά µε τον άντρα της, η προίκα της αυτή να πάει στο Λορέντζο, το γιο που είχε κάνει πριν µε τον παραπάνω ευγενή. - Επίσης, θέλει να αυξηθούν όσα αφήνει στα δύο νόθα παιδιά του Αντώνιο και Λορέντζο µε τη διαθήκη του ως εξής: Στον Αντώνιο αφήνει µόνο 6 µουζούρια κόλµα, που του πληρώνει ο σεβαστός παπάς Νικολό Βατιανός από το χωριό Μιξόρρουµα για τα σόχωρά του «στα Φαρσιανά», «στο Λιβάδι» και «τσι Κατσάρες». Επίσης, 6 µουζούρια κόλµα που πληρώνει ο Κωνσταντίνος Τρουλινός από το χωριό Καρήνες για το σόχωρο και το αµπέλι « στο Σταυρό» και το χωράφι «στην Κεφάλα» «στη Μαυραγκάθα» και τα «Βαθολάκια» «στο Χορταριανό,Λιµιανό και Καψουλιό» «στο Κιελιό και Λιµιό (τη) Σοχώρα» και στον «Πύργο». Επίσης το στάρι ένα µουζούρι και 2 κουάρτα που πληρώνει κάθε χρόνο ο Μανόλης και Γιώργης Βιδάλης από το ίδιο χωριό για το σόχωρο και το αµπέλι «στου Μερµίγκη το Αλώνι» και «στου Καψούλη». Επίσης ένα και µισό µουζούρι στάρι κόλµο που πληρώνει ο Μαθιός ∆αρίβας από το χωριό Φτερέα για το σόχωρό του «στου Τζελεµή αποκάτω». Ακόµα ένα και µισό µουζούρι στάρι που πληρώνει λιβέλλο ο παπά Μιχελίν Αρκολέος από το χωριό Ντεµπλοχώρι για τα σόχωρα «τση Μουρνές το Χωράφι» και «στα Λιµιά». Ακόµα, 2 µουζούρια που πληρώνουν οι κληρονόµοι του µακαρίτη Τζώρτζο από το χωριό Λάκκος για το αµπέλι και το σόχωρο µπροστά στο σπίτι τους. Επίσης, ενάµισι µουζούρι στάρι που πληρώνει σε λιβέλλο ο Φραγκιάς Βαρούχας και ο ανιψιός του Μανόλης από το χωριό Καστανέα για το χωράφι «στου Πουλά το γυράµπελο», το σόχωρο «στη Σαρακήνα» και το χωράφι «στην Κοπράνα στη Κεφάλα». Επίσης, στάρι ενάµισι µουζούρι που πληρώνει ο καλόγερος Γιάννης Βλαστός από το ίδιο χωριό για το σόχωρο «στα Γαβριλιανά». Επιπλέον, στάρι ενάµισι µουζούρι που πληρώνουν ο Μανόλης και ο Γιώργης Τρουλινοί, αδέλφια, από το ίδιο χωριό µε λιβέλλο για τα τα χωράφια τους «στα Πηγάδια». Επίσης µισό µουζούρι που πληρώνει σε λιβέλλο η Ανέζα Καπιτσαλοπούλα από το ίδιο χωριό για το σόχωρο «στον Κλερονόµο». Ακόµα, στάρι µισό µουζούρι που πληρώνουν µε λιβέλλο οι αδελφοί Φραγκιάς και Μανόλης Βαρούχας από το ίδιο χωριό για τα σόχωρα «στα Καταλείµµατα». Επίσης, µισό µουζούρι που
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
541
πλήρωνε ο µακαρίτης Γιάννης Καπιτσαλάς και τώρα πληρώνει ο κουνιάδος του Αθανάσιος για το σόχωρο «στον Κλερονόµο» σ’ αυτό το χωριό. Επίσης του αφήνει το µισό αµπέλι µε όλα τα δικαιώµατά του «στην Ξερολίµνη, στη Γρα Λιγιά» και 10.000 υπέρπυρα µετρητά.
- Στον άλλο νόθο γιο του, το Λορέντζο, αφήνει: 10 µουζούρια κόλµα στάρι, που πλήρωνε ο µακαρίτης Φραγκιάς Φουριαλός λεγόµενος Σακούλης από το χωριό Λαµπινή σε λιβέλλο για τα σόχωρα «στην Κουρκουτή από κάτω» και «στα Κάτω Καλύβια» και τα χωράφια «στα Πλακάκια» και σήµερα τα πληρώνουν τα παιδιά του. Από τα 10 αυτά µουζούρια πρέπει να δίνονται τα 4 στους κληρονόµους του µακαρίτη Φραγκίσκου Σαγκουϊνάτσου. 4 µουζούρια στάρι και ένα τέταρτο, που πληρώνουν λιβέλλο οι κληρονόµοι του µακαρίτη Μανόλη Βεργή και ο Νικολό ∆ιακονόπουλος από το χωριό Λαµπηνή για τα αµπέλια και τα δέντρα «στο Βατέα». 5 µουζούρια που πληρώνουν οι κληρονόµοι του µακαρίτη Γιώργη Λίτινου για το λιόφυτο «στσοι Αγρολάκκους»,τα χωράφια «στο Βρυσίδι» και «στον Κάµπο του Σκορδίλη» και το αµπέλι στον ίδιο τόπο. 1 µουζούρι που πληρώνουν σε λιβέλλο οι κληρονόµοι του µακαρίτη Μανόλη Μελισσιώτη για το µύλο. 1 µουζούρι που πληρώνει ο Μανόλης Κουµεντάκης από τα Κουµεδιανά για τους δυο µύλους και το σοχωράκι µε τα δέντρα του. 3 ½ µουζούρια που πληρώνουν οι κληρονόµοι του µακαρίτη Μαθιού Καφάτου από το χωριό Φτερέα για το αµπέλι τους και για το σόχωρο «στον Πήγαδο». 2 ½ µουζούρια που πληρώνει ο σεβαστός παπάς Μανολίτσης Βλαστός Λαµπίδης από το χωριό Καρήνες σε λιβέλλο για το σόχωρο «στο Αλώνι». Επίσης του δίνει τα χωράφια «τσι Αγριοσταφυλές», «στο Λενικό» και «στου Κεράµου το Χάρακα». Επίσης, του δίνει το άλλο µισό αµπέλι µε όλα τα δικαιώµατά του «στη Γρα Λιγιά, στην Ξερολίµνη». Επίσης, σε µετρητά 10.000 υπέρπυρα, που κάνουν µαζί µε τα παραπάνω 20.000. - Τα µετρητά των γιων του πρέπει να επενδυθούν σε ακίνητα και να έχει ο καθένας το µερίδιό του. Αν δε βρεθούν ακίνητα να επενδυθούν, να δοθούν αυτά σε σίγουρα χέρια και να έχει ο καθένας τα µισά. Για να παραµείνουν αυτά στα χέρια των δυο αυτών γιων του, υποθηκεύονται όλες οι περιουσίες των κληρονόµων του. Αν πεθάνει κάποιος από τους δυο αυτούς χωρίς παιδιά, µπορεί να κληροδοτήσει το µερίδιό του σε όποιο από τα νόµιµα παιδιά του διαθέτη επιθυµεί ή στους κληρονόµους
542
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
τους ή στον αδελφό του και τους κληρονόµους του. Αν πεθάνει χωρίς διαθήκη, το µερίδιό του πάει στα νόµιµα παιδιά του διαθέτη και τους κληρονόµους τους. Αν πεθάνουν και οι δύο χωρίς παιδιά και διαθήκη, πάλι τα µερίδιά τους πάνε στα νόµιµα παιδιά του διαθέτη. Και αν πεθάνει το ένα από τα νόµιµα παιδιά του χωρίς νόµιµα παιδιά, όσα του αφήνει µε τη διαθήκη του πάνε στον άλλο του αδελφό ή στους κληρονόµους του, που θα είναι ζωντανοί. Αν, πάλι, πεθάνουν και οι δύο χωρίς νόµιµα παιδιά, οι περιουσίες τους πάνε στα δυο δικά του νόθα παιδιά Αντώνιο και Λορέντζο ή στους διαδόχους τους, αν αυτά δεν είναι ζωντανά. Και όλα αυτά µε τον όρο ότι τα νόµιµα παιδιά του οφείλουν να νυµφευθούν µόνο ευγενή και τίµια γυναίκα. Αν κάποιο κάνει το αντίθετο, το µερίδιό του πηγαίνει στον άλλο του αδελφό και τους κληρονόµους του. Μάρτυρες: Εγώ ο Νικολό Μουδάτσος υπογράφω τα παραπάνω. Εγώ ο Νικολό Γρίττης του Φραγκίσκου µαρτυρώ τα παραπάνω. Εγώ ο παπά Μάρκος Σαράζης του παπά Σταµάτη µαρτυρώ τα παραπάνω.
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
543
Πράξη 255 ΠΑΡΑ∆ΟΣΗ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ προίκας Νικολό Μουδάτσος - Τζουάννε Καλλέργης, Τζώρτζης ΚουνούπηςΜιχελίν Λεονταρίτης, Αντώνιος Βλαστός - Λέο Ρανούτσιος. ΡΕΘΥΜΝΟ 22/4/1642 (σ. 104)
Στο σπίτι του ευγενή, εντιµότατου Νικολό Μουδάτσου του ευγενή, εντιµότατου Φραγκίσκου. Εκεί, ο παραπάνω ευγενής παραδίδει στον ένδοξο Τζουάννε Καλλέργη ένδοξο Τζώρτζη, γαµπρό του, την παρακάτω εκτίµηση χρυσού, ασηµιού και µαργαριταριών για λογαριασµό της προίκας που του είχε υποσχεθεί. Την εκτίµηση έκαναν οι πρωτοχρυσοχόοι Τζώρτζης Κουνούπης και Μιχελίν Λεονταρίτης ως εξής: Είδος Υπέρπυρα 3 µεγάλα ασηµένια κύπελλα, ζυγίζουν 32 ουγγιές και εκτιµούνται 960 3 άλλα µικρά ασηµένια κύπελλα,12 ½ ουγγιές µε 34 η ουγγιά 425 Ένα ζευγάρι ασηµένιες αλυσιδίτσες (βραχιόλια), ζυγίζουν 4 σάτζα µε 34 υπέρπυρα το σάτζο 136 6 ασηµένια πιρούνια, 8 ουγγιές µε 28 η ουγγιά 224 31 ασηµένια κουτάλια µε 18 ½ λίρες κάνουν 43,14 Ασηµένιος λύχνος 14,2 Ένα ζευγάρι χρυσές αλυσιδίτσες, 11 σάτζα, 1.326 Ένα ζευγάρι χρυσά σκουλαρίκια, 3 σάτζα και 6 καράτια 456 Ένα άλλο µε µαργαριτάρια και βάρος 20 καράτια 70 Μια χρυσή βέρα, 5 ½ σάτζα 441 Τρία δακτυλίδια χρυσά, 4 σάτζα, 370 12 χρυσά κουµπιά, βάρος 2 σάτζα 198 Κολιέ µε τρεις σειρές µαργαριτάρια και 11 χρυσά κουµπιά 400 Ένα άλλο µαργαριταρένιο κολιέ 70
Επίσης, οι πρωτοράφτες µάστρο Αντώνης Βλαστός και µάστρο Λέο Ρανούτσιος εκτίµησαν τα παρακάτω:
544
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Είδος Υπέρπυρα 2 στρώµατα και ένα κάλυµµα 500 6 φοδραρισµένα µαξιλάρια µε κεντηµένες θήκες 300 Ένα ζευγάρι σεντόνια µε κέντηµα 250 Ένα άλλο µε λίγο κέντηµα 160 Ένα άλλο 130 12 πουκάµισα γυναικεία 1.200 6 φουστάνια 700 5 ποδιές µε κέντηµα 80 Μια άλλη µε λεπτό ύφασµα 60 3 άλλες µε ελληνική ροκέτα 280 5 µαντίλια κεντηµένα µπροστά 175 Ένα κεφαλοµάντιλο µε κέντηµα 180 Μια φορεσιά σε ασηµί χρώµα, µε 3 χρυσά κορδόνια και µανίκια 1.171 Μια άλλη κίτρινο κόκκινη µε 3 ασηµένια κορδόνια και µανίκια φοδραρισµένα 820 Μια άλλη µε κιτρινοκόκκινη ορµεζίνη, 3 µεταξωτά κορδόνια και µανίκια 250 Μια άλλη µε µαυρο/ κόκκινη ορµεζίνη και 2 µεταξωτά σιρίτια 130 Μια άλλη µε µετάξι και κίτρινο ύφασµα 140 Μια άλλη µε κόκκινο λουλουδάκι και τρία µεταξωτά κορδόνια 300 2 µεταξωτές κουβέρτες κιτρινοπράσινες συριακού τύπου 600 2 σάλια φαντά µε χρυσό και ασήµι 175 2 πέπλα και ένα ζευγάρι µικρά µανίκια 100 Ένα χαλί 140 2 τραπεζοµάντιλα και 20 πετσέτες 204 Μια ενδυµασία µε πράσινο µετάξι, 3 κορδόνια και τα µανίκια της 280 Ένα κάλυµµα κούνιας µε ασηµί φόντο και πολλά χρώµατα, µε ένα κορδόνι χρυσό γύρω, γύρω και φοδραρισµένο µε ορµεζίνα κίτρινη 250 Ένα άλλο ζευγάρι σεντόνια µε κέντηµα 130 3 άλλα πουκάµισα γυναικεία µε κέντηµα 260 2 άλλα φουστάνια 130 Σύνολο 15.028
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
545
Την εκτίµηση αυτή των 15.028 υπερπύρων, µπροστά σε µένα και τους µάρτυρες, παρέλαβε ο Τζουάννε, έναντι της προίκας, και εξασφαλίζει τον πεθερό του και τους κληρονόµους του.
Μάρτυρες: σεβαστός παπάς Ιάκωβος Καλογερέας του σεβαστού παπά Σταµάτη, σεβαστός παπάς Μιχελίν Αποστόλης του σεβαστού παπά Γιώργη.
Πράξη 314 ΣΥΜΦΩΝΙΑ Νικολό Μουδάτσος - Τζώρτζης και Νικολό Λίµα ΡΕΘΥΜΝΟ 18/6/1643 (σ.128)
Στο καθιστικό του σπιτιού µου. Ο ευγενής, εντιµότατος Νικολό Μουδάτσος του ευγενή, εντιµότατου Φραγκίσκου, από το ένα, και οι έχοντες Κρητική ευγένεια Τζώρτζης και Νικολό Λίµα του έχοντα Κρητική ευγένεια Ιερώνυµου, από την άλλη, είχαν συµφωνήσει µε δικό µου συµβόλαιο (22/4/1643 ) να κάνουν πρώτα τη διανοµή των περιουσιών που αναγράφονται σ’ αυτό, για να εκτιµήσουν οι εκλεγµένοι τα υπόλοιπα, ώστε να ικανοποιηθούν οι αδελφοί Λίµα από την ανάκτηση που κάνει ο Μουδάτσος. Με το παρόν συµφωνούν να χωριστούν στα δύο οι περιουσίες της µακαρίτισσας ευγενούς Κορναρόλας Καλλέργη, µητέρας του Νικολό και γιαγιάς των αδελφών Λίµα, σε δύο ίσα µερίδια, το πρώτο και το δεύτερο. Αυτό που θα πέσει στον Νικολό, θα διαιρεθεί πάλι σε δύο ίσα µερίδια από τα οποία το ένα θα πάρει ο Νικολό και το άλλο τα δύο αδέλφια από τα δικαιώµατα του θείου τους και αδελφού του Νικολό µακαρίτη Πιέτρου. Το άλλο µερίδιο που µένει και είναι το µισό της συνολικής περιουσίας θα το εκτιµήσουν οι εκλεγµένοι µε το παραπάνω συµβόλαιο. Η κλήρωση γίνεται, µπροστά σε µένα και στους µάρτυρες, και έπεσε το δεύτερο στο Νικολό, ενώ το πρώτο είναι αυτό που θα εκτιµηθεί από τους εκλεγµένους. Από τα µερίδια του δεύτερου, το πρώτο έπεσε στα αδέλφια Λίµα και το δεύτερο στο Νικολό. Επειδή λείπει ο Νικολό Λίµας, αναλαµβάνει την ευθύνη να τον πείσει να συµφωνήσει ο αδελφός του Τζώρτζης. Μάρτυρες: Μανολίτσης Τρωίλος Αντρέα, µάστρο Μαρίνος Αρκολέος Αντώνιου.
546
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Πρώτη κατάσταση µε τις περιουσίες της µακαρίτισσας Κορνερόλας Καλλέργη, που πρέπει να εκτιµηθούν, όπως παραπάνω.
Χωριό Μουρνέα Ο γονίκαρος Μιχάλης Kορνιαχτός Μουζούρια Πουλαδάκης πληρώνει για το σόχωρο «στα Καµινάκια» για το σόχωρο «στα Χαλίκια» για την κροµµυδέα «στο Λιβάδι» για το αµπέλι «στο Σασάδι» 1 για το σόχωρο «τση Βελανούς» 2 για το σόχωρο «στη Γραµπέλα» 1 για τα χωράφια «στον Κληµατερό ∆ρυ» 2 για τα χωράφια «στη Κουτσοµύτα» 1 για τα µισά χωράφια «στα Λαγκά τα Καφατιανά» 2 για τα χωράφια «στη Χλωρή Κεφάλα» 1 Ο γονίκαρος Βασίλης Κορνιαχτός πληρώνει για το σόχωρο του Γιάννη Νικίτου και την κροµµυδέα 3 για τα χωράφια «στον Πόδε Λάγκο, στην Αλατόπετρα» 1
Ο γονίκαρος Γιανούλης Σκορδίλης πληρώνει για το σόχωρο έξω από το σπίτι του για το σόχωρο «στη Κερά» 1 για το σόχωρο «τση Φυτές» 1 για τα χωράφια «στο Κορναρόλιγο» 5 για τα χωράφια «στη Χλωρή Κεφάλα» 1
Ο γονίκαρος Γιώργης Σκορδίλης πληρώνει για το σόχωρο µπροστά στο σπίτι του, για την κροµµυδέα, για το σόχωρο «στην Κοπανίστρα» και για το αµπέλι του µακαρίτη Μάρκου Νικίζου 1
Κουάρτα 3 1 1
2
2 2
Σάτζα 2
1½ 2½ 1½
3 1 1 2 1 2
2
1½ 2 1½
547
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
για τα µισά χωράφια «στο Κουτσοµύτη» για τα µισά χωράφια «στα Λαγκιά»
1 1
Ο γονίκαρος Κων/νος Νικίζος π. Μάρκου ;
Χωριό Επίσιγκο Ο γονίκαρος Κωνσταντίνος Λιµογιάννης πληρώνει για το σόχωρο «στο Σελλί» 1 για τα µισό «στο Ξεριζάµπελο στην Κουλουρίδα» 1 για τα χωράφια «τσι Αρκαλές» 2 για τα χωράφια «στη Χλωρή Κεφάλα στα Καφατιανά 5 Χωριό Σπήλι Τα αδέλφια Νταρίνη πληρώνουν για τα χωράφια «τσι Τρεις Ελιές
4
Ο γονίκαρος Μπαντινοµανολάνης πληρώνει για το σόχωρο «στου Μποντικού» 3 Ο Μιχελίν Κουµεντάς πληρώνει για τους δυο µύλους του
Η χήρα Μελισσόταινα πληρώνει για το σόχωρο «τση Μαµάλαινας» για τα χωράφια «τσι Πλακούρες»
Ο Νικολό Μαυραλής πληρώνει για το µύλο που κρατούσε ο Κακάβελας
3
2
2 1½
4 4 3
2
2
2
Ο Γιώργης Καλοκύρης Κακάβελας πληρώνει για το αµπέλι του 1 για τα χωράφια « στο Αχλάδι» 3
1½
1
1
548
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Χωριό ∆ρύµισκος Ο γονίκαρος Φραγκίσκος Καλλέργης πληρώνει για το σόχωρό του «στη Μουρνέα» 1 για το σόχωρο «στη Ροβέ» 1 για τα χωράφια «στη Σελινοκεφάλα» 2 για το χωράφι «στο Φαράγκι, στα Περιβόλια» 4 Ο καπιτάνος Μιχελίν Φίλινος πληρώνει για τρία µερίδια του σοχώρου «Βλαστιανά» 2 για το σόχωρο «στον Απάνω Μυρταρέ» 1 για το χωράφι «στα Λαγκά,στα Περιβόλια» 3 Ο Μιχελίνος Νόηµος πληρώνει για το µερίδιό του στο σόχωρο «στα Βλαστιανά» για τα δύο σοχωράκια «στου Νώµου τη Κερατέ» για τα χωράφια «στα Ανεµοδουριστά»
Ο Νίκος Φίλινος Αλιφιέρης πληρώνει για τα χωράφια «στη Σοχώρα»
3
2 2 3
1
3 3
1
1
2
Χωριό Κεραµέα Ο γονίκαρος Μιχάλης Μαυροµέ(ά)ρης πληρώνει για τα χωράφια «στο Ανατολικό» 3 για το σόχωρο «στο Πηγαδάκι» για τα χωράφια «στη Μεγάλη Κερατέ» 6 για τα χωράφια «στο Αλωνάκι 4 για τα χωράφια «τση(ι) Χειρο(ό)µυλούς» 4 για τα χωράφια «στο Βονοµιό» 4 για το σόχωρο «στο Αλώνι» 3
Ο γονίκαρος Μανόλης Μαυροµάρης πληρώνει για το σόχωρο µπροστά στο σπίτι του Κώστα Αδουλίνου και τα άλλα σόχωρά του 3
3 2 2 2 1 2 1 3
2
1
1½
549
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
για τα χωράφια «στον Αγιο Νικόλαο για τα χωράφια «στο Ανατολικό, στο Τζίγκουνα» για το σόχωρο «στο Πηγαδάκι» για τα χωράφια «στου Σγουρογιάννη» για τα χωράφια «στου Λαζάρου για τα χωράφια «στη Σοπάτα» Ο Πέρος Στας πληρώνει για τα χωράφια «στο Μπατέλο»
4
5 1 6 4 5
3 2 2
4
1
Χωριό Κουτούντα Ο Μιχελής Μαυροµάρης Μπέτης πληρώνει για το αµπέλι «στου Μαλαχά» 1 για τα χωράφια «στο Παλιοµήτατο» 2 για τα χωράφια «στο Βρυσίδι»
2
Ο γονίκαρος Γιώργης Κουτρούλης πληρώνει για το σόχωρο « στο Αλώνι» 1 για το αµπέλι «στο Μαλαχά» για τα µισά χωράφια « στα Σκαφιόλια 2 για τα χωράφια «τση Αχλάδας το Σελλί στο Καλοκάµπι» 2
Ο γονίκαρος Μανόλης Μακρυγιώργης Ατσιγκάνης για το αµπέλι « στου Τσίβου» 2 για τα χωράφια «στην Κεφάλα» 6 για τα χωράφια « τσοι Χαράκους» 2 Ο Κωνσταντίνος Γαυράς πληρώνει για το σόχωρο «στη Βρύση» για τα χωράφια «στο Χάρακα»
1 1
1
1
2
2
2 2 2
2 2
550
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Ο Μαθιός Λουπάσος πληρώνει για τα χωράφια «στου Τσιχλογιάννη» ή «Καψοχείλα»
Ο δάσκαλος Πέρος Κουτρουν(β)έσης για το αµπέλι «στου Κλιµούση»
5 2
2
Εγώ ο Νικολό Μουδάτσος υπογράφω τα παραπάνω Εγώ ο Τζώρτζης Λίµας, για µένα και τον αδελφό µου Νικολό, υπογράφω.....
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
Πράξη 93
551
552
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ
553
554
ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Στοιχεία από την καθηµερινή ζωή στις Μέλαµπες στα τέλη του 16ου αιώνα
Οι Μέλαµπες, στα τέλη του 16ου αιώνα, ανήκαν διοικητικά στην περιφέρεια του Αγίου Βασιλείου (castello San Baseglio), η οποία υπαγόταν στο διαµέρισµα του Ρεθέµνου (territorio di Rettimo)1. Το χωριό αναφέρεται στην Descrittione dell’isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) που συντάχθηκε το 1577 από τον Francesco Barozzi2. Αναλυτικότερα στοιχεία για τον πληθυσµό του υπάρχουν στην απογραφή που διενήργησε το 1583 για λογαριασµό της Bενετίας ο λογιστής Πέτρος Kαστροφύλακας, ώστε να χρησιµοποιηθεί για φορολογικούς λόγους3. Σύµφωνα µε την πολύτιµη για τη σηµερινή έρευνα απογραφή είχε 338 κατοίκους. Aπό αυτούς 95 ήταν οι άνδρες που µπορούσαν να στρατευτούν (huomini da fatti), 170 ήταν οι γυναίκες (donne), 60 ήταν τα µικρά αγόρια ώς 14 ετών (putti) και 13 ήταν οι ηλικιωµένοι, που ήταν πάνω από 60 ετών (vecchi)4. Με βάση τα διαθέσιµα αρχειακά τεκµήρια της εποχής, αποτελούσαν από τα πολυπληθέστερα χωριά του διαµερίσµατος. Για την κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό εκείνη την περίοδο τα στοιχεία που έχουµε στη διάθεσή µας είναι λίγα. Απαιτείται η πραγµατοποίηση µιας επισταµένης έρευνας για τον εντοπισµό διάσπαρτων πληροφοριών και την ανασύνθεσή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί το σύντοµο άρθρο µου. Στηρίζεται στη µελέτη µιας υπόθεσης που απασχόλησε τις βενετικές αρχές της Κρήτης το 1575. Χάρη σε αυτήν ανασυγκροτείται σε ικανοποιητικό βαθµό η καθηµερινή ζωή των Μελάµπων τη συγκεκριµένη περίοδο5. 1. Για το χωριό βλ. γενικά Σπανάκης 1993, 521. Αναλυτικότερα, Φασατάκης 2000. 2. Κακλαµάνης 2004, 282 και 338. 3. Περισσότερα, για τις συνθήκες σύνταξης του έργου, βλ. Ξηρουχάκης 1934. Σχετικά µε τα χειρόγραφα και τα προβλήµατα έκδοσής τους βλ. Μαλτέζου 1974. 4. Biblioteca Nazionale Marciana di Venezia, Mss. It. Cl. VII, 1190, coll. 8880, φ. 113v (παλαιά αρίθµηση σ. 124). Πρβλ. Σπανάκης 1993, 521. 5. Για την κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη την περίοδο εκείνη βλ. Γιαννόπουλος 1978.
556
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Οι καταγγελίες Στις 25 Απριλίου 1575 παρουσιάστηκε στο Ρέθεµνος ο Κωνσταντής Μοσχονάς (Constantin Mosconà) του ποτέ Γιώργη από τις Μέλαµπες και υπέβαλε, ως εκπρόσωπος και άλλων κατοίκων του χωριού, έγγραφη καταγγελία. Σε αυτήν κατηγορούνταν οι αδελφοί Τζουάνε και Νικολός Σαγκουινάτσοι (Zuanne et Nicolò Sanguinazzi) από το Ρέθεµνος, γιοι του ποτέ Μαθιού, για διάφορες έκνοµες πράξεις που είχαν διαπράξει σε βάρος κατοίκων των Μελάµπων κατά τα τελευταία χρόνια. Πιο συγκεκριµένα6: Ο Τζουάνε Σαγκουινάτσος καταγγέλθηκε πως ξυλοκόπησε το 1571, χωρίς λόγο, επτά γυναίκες του χωριού: την Καλή Μπιβίλαινα (Cali Bivilena), χήρα του Γιώργη Ανάπλη (Giorgi Anapli)· την Καλή (Cali), χήρα του ποτέ Θεοχάρη Γκλάµπε (Thocari Glambe)· την Παρασκή Ρουπανιδοπούλα (Paraschi Rupanidopula)· την Ειρήνη Τζαγκαρογιάνναινα (Erini Zangarogiannena)· την Ιακωβίνα (Giacomina), χήρα του Νικόλα Βούλγαρη (Nicola Vurgari)· τη Σοφία (Sofia), γυναίκα του Γιάννη Παγιάρτη (Gianni Pagiarti) και την Ειρήνη Σολιντούδαινα (Erini Solidudhena). Μιας άλλης γυναίκας, της Ελισάβετ Σπανοπούλας (Isabetta Spagnopula), της είχε σπάσει το κεφάλι µε το γυµνό ξίφος (pugnal nudo) και στη συνέχεια την εξόρισε από το χωριό. Είχε επισκεφτεί στο σπίτι του τον Μιχάλη Βούλγαρη (Michali Vurgari) και του έχυσε όλο το κρασί, επειδή είχε αρνηθεί να αγοράσει από το δικό του. Με ένα µεγάλο µαχαίρι είχε κόψει τα ρούχα της γυναίκας του Κωνσταντή Μοσχονά (Constantin Mosconà) και µαζί µε ένα κεφαλόδεσµο (facciol da testa) τα έκαψε πάνω σε µια ταράτσα. Θέλοντας να αρπάξει τα ενέχυρα (pegni), αν και δεν ήταν πιστωτής, και χωρίς δικαστική απόφαση, είχε ξυλοκοπήσει µε το γυµνό ξίφος την Καλή Λιτινοπούλα (Cali Litinopula), σύζυγο του Μανόλη Σκλάβου (Manoli Sclavo), η οποία ήταν έγκυος και από το φόβο της απέβαλε. Είχε µεταβεί στο σπίτι του Μανόλη Βούλγαρη (Manoli Vurgari) για να τον ξυλοκοπήσει µε γυµνό µαχαίρι και στάθηκε αφορµή ώστε η έγκυος γυναίκα του, η οποία ήταν παρούσα, να αποβάλει. Από τον Κωνσταντή Τζαραγάνη (Constantin Zaraghani) είχε αρπάξει παράνοµα ένα 6. Το σχετικό υλικό βρίσκεται στο Archivio di Stato di Venezia (= A.S.V.), Archivio del Duca di Candia, b. 65bis, quaderno 7, φφ. 122v-125v. ∆ιευκρινίζεται ότι, στην περιγραφή που ακολουθεί, τα ονόµατα των κατοίκων των Μελάµπων δίνονται στην ελληνική εκδοχή τους, και, µέσα σε παρένθεση, όπως σηµειώνονται στην αρχειακή πηγή.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
557
µοσχάρι, αξίας τριών τσεκινιών, ένα µίστατο λάδι και εννιά υπέρπυρα σε µετρητά, απειλώντας τον να µη διαµαρτυρηθεί, γιατί θα τον έστελνε να υπηρετήσει στη γαλέρα. Είχε τραυµατίσει µε το γυµνό ξίφος, αναιτιολόγητα, στο ένα χέρι τον Μανόλη Παγιάρτη Σκαρµωτή (Manoli Pagiarti Scarmoti). Είχε αρπάξει δεκαπέντε πρόβατα από τον Κωνσταντή Βλαστό (Constantin Vlastò), λέγοντάς του ότι είχε κληρωθεί να πάει να υπηρετήσει στη γαλέρα, χωρίς όµως να του δώσει µετά το σχετικό δελτίο. Για τον ίδιο λόγο, είχε αποσπάσει ζώα αξίας δέκα τσεκινιών από τον Νικόλα Παγιάρτη (Nicola Pagiarti). Είχε αρπάξει µε τη βία δύο πρόβατα από τον Μανόλη Πετράλιο (Manoli Petraglio), αν και δεν ήταν πιστωτής του, δύο άλλα πρόβατα από τον Βασίλη Ψαχνό (Vassili Psaghnò) και πέντε πρόβατα, ένα µαξιλάρι (cussin) και ένα γκρίζο γαµπά (gabban di griso) από τον Κωνσταντή Μοσχονά (Constantin Mosconà). Είχε υπολογίσει κατά τρόπο αυθαίρετο την παραγωγή του ελαιοκάρπου, χωρίς την παρουσία των υπευθύνων (senza intervento delli deputati), και απαίτησε το ένα τρίτο της παραγωγής, σύµφωνα µε τη δική του εκτίµηση. Επίσης, παρά την παλιά συνήθεια, άρπαξε για όφελός του από τους ιδιοκτήτες τους δύο αρνιά ως δώρο, από εκείνα που του άρεσαν, αν και έπρεπε να έχει µόνο ένα7. Τόσο ο Τζουάνε όσο και ο Νικολός Σαγκουινάτσος κατηγορήθηκαν πως το 1571 εισέπραξαν από τους άνδρες των Μελάµπων χρηµατικό ποσό, προκειµένου να πληρώσουν αντικαταστάτες (antiscari), ισχυριζόµενοι ότι δέκα από αυτούς είχαν κληρωθεί να πάνε να υπηρετήσουν στη γαλέρα. ∆εν τους είχαν προσκοµίσει όµως τα σχετικά δελτία. Τελευταία, είχαν αφήσει δύο από εκείνους που είχαν κληρωθεί να υπηρετήσουν, και τους είχαν συλλάβει. Από τον ένα, τον Γιώργη Μαυράλη Μπρούνορο (Giorgi Mavrali Brunoro), άρπαξαν ένα βόδι, και από τον άλλο, τον Γιάννη Μπαγιάρτη Τσικνίδη (Gianni Bagiarti Cicnidi), ένα πρόβατο και δύο όρνιθες. Τον πρώτο µάλιστα από τους παραπάνω, τον υποχρέωσαν να δουλεύει στα κτήµατά τους για ένα µήνα, χωρίς να τον πληρώσουν8. Μια νύχτα, οι δύο αδελφοί, οπλισµένοι µε σπαθιά (spade), ασπίδες (targhe) και τόξα (archi con frezze), πήγαν στο σπίτι του Βασίλη Ψαχνού (Vassili Psaghnò). Αφού έσπασαν βίαια την πόρτα, προσπάθησαν 7. Ό.π., φφ. 123r-124r. 8. Ό.π., φ. 124r.
558
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
να τον σκοτώσουν, επειδή είχαν πληροφορηθεί πως τραγουδούσε όταν πενθούσαν για το θάνατο του αδελφού τους9. Κάποια άλλη φορά, κάλεσαν τον Κωνσταντή Γκλάµπε (Constantin Glambe) και τον ξυλοκόπησαν στο σπίτι τους. Αφού του έσπασαν τη µύτη, τον άφησαν αιµόφυρτο10. Το προηγούµενο έτος είχαν κερδίσει σε δίκη, σχετικά µε την κυριότητα των Μελάµπων, τον ποτέ Ματθαίο Καλλέργη (Mathio Calergi). Μόλις επανήλθε στη δικαιοδοσία τους το χωριό, εισέπραξαν για λογαριασµό τους από τους κατοίκους του διακόσια πενήντα υπέρπυρα, προκειµένου, δήθεν, να ειρηνεύσουν µε αυτούς, επειδή είχαν ευνοήσει τον ποτέ Γιωργιλά Καλλέργη (Giorgilà Calergi), φονιά του αδελφού τους, όπως πιο αναλυτικά αποκαλύφθηκε από τη δικογραφία που σχηµατίστηκε11. Οι ανακρίσεις Οι καταγγελίες των κατοίκων των Μελάµπων σε βάρος των αδελφών Τζουάνε και Νικολού Σαγκουινάτσων ήταν αρκετές και ιδιαίτερα σοβαρές. Έτσι, το αµέσως επόµενο χρονικό διάστηµα, οι δύο αδελφοί κλήθηκαν από τις δικαστικές αρχές να απολογηθούν για την παράνοµη συµπεριφορά που φέρονταν να είχαν αναπτύξει τα προηγούµενα χρόνια12. Αυτοί, αφού παρουσιάστηκαν οικειοθελώς ενώπιον της δικαιοσύνης, απολογήθηκαν. Το διάστηµα των ανακρίσεων και µέχρι την έκδοση της απόφασης φυλακίστηκαν13. Όπως απέδειξαν, προσάγοντας και το σχετικό έγγραφο, µε απόφαση που είχε λάβει στις 25 Ιανουαρίου 1572 (βεν. έτος 1571) ο τότε γενικός προνοητής Κρήτης Marino Cavalli, είχαν αθωωθεί από τις κατηγορίες ότι είχαν αποσπάσει χρήµατα, για να τοποθετήσουν ως αντικαταστάτες στις γαλέρες ορισµένους χωρικούς από τα χωριά Μέλαµπες, Κρύα Βρύση και Κισσός14. 9. Ό.π., φ. 124r. 10. Ό.π., φ. 124r-v. 11. Ό.π., φ. 124v. 12. Ό.π., φ. 124v. 13. Ό.π., φ. 124v. 14. Ό.π., φ. 124v.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
559
Η δικογραφία που σχηµατίστηκε, µε όλα τα έγγραφα καταγγελίας και υπεράσπισης, τέθηκε υπόψη του τότε γενικού προνοητή και ανακριτή της Κρήτης Giacomo Foscarini, ο οποίος βρισκόταν στα Χανιά. Εκείνος, στις 2 Νοεµβρίου 1575, αφού µελέτησε προσεκτικά το υλικό που είχε συγκεντρωθεί, εξέδωσε την απόφασή του σχετικά µε το ζήτηµα που είχε ανακύψει15.
Η καταδικαστική απόφαση Οι δύο αδελφοί, Νικολός και Τζουάνε Σαγκουινάτσοι, απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες των κωπηλατών και των αντισκάρων της περιοχής των Μελάµπων πως εισέπραξαν για λογαριασµό τους µε παράνοµο τρόπο χρήµατα, ώστε να τους απαλλάξουν από την υπηρεσία στη γαλέρα. Κρίθηκε ότι είχε βασιµότητα η απολογία τους, καθώς µάλιστα είχε ληφθεί αθωωτική απόφαση για το θέµα από τον Marino Cavalli16. Οι δυο αδελφοί απαλλάχτηκαν επίσης από τις κατηγορίες πως είχαν ζητήσει και είχαν εισπράξει χρήµατα από τους κατοίκους του χωριού για να επικρατήσει κλίµα ηρεµίας στην περιοχή17. Τέλος, απαλλάχτηκαν από την κατηγορία πως υπολόγισαν µε αυθαίρετο τρόπο τις ελιές στα δέντρα και πως, µε βάση αυτόν τον υπολογισµό, ήθελαν το ένα τρίτο της παραγωγής λαδιού18. Ο Τζουάνε Σαγκουινάτσος, όµως, κρίθηκε ένοχος για τις κλοπές που είχε διαπράξει σε βάρος κατοίκων του χωριού. Έτσι, υποχρεώθηκε να τους επιστρέψει τα ζώα και τα προϊόντα που τους είχε αφαιρέσει ή να τους αποζηµιώσει, καταβάλλοντάς τους το νόµιµο αντίτιµο. Πιο συγκεκριµένα, προτού βγει από τη φυλακή, έπρεπε να δώσει: στον Κωνσταντή Τζαραγάνη ένα µοσχάρι αξίας τριών τσεκινιών, ένα µίστατο λάδι και εννιά υπέρπυρα σε µετρητά· στον Μανόλη Πετράλιο δύο αρνιά· στον Κωνσταντή Λάσκαρη Βούλγαρη δύο αρνιά· στον Κωνσταντή Ψαχνό του ποτέ Βασίλη δύο πρόβατα· στον Κωνσταντή Παγιαρτόπουλο δύο αρνιά· στον Βασίλη Ψαχνό ένα πρόβατο· στον Μανόλη Μπραγκαντίν δύο αρνιά· στον Μανόλη Παγιάρτη ένα αρνί· στον Γιώργη Πα15. Ό.π., φ. 125r-v. 16. Ό.π., φ. 125r. 17. Ό.π. , φ. 125r. 18. Ό.π., φ. 125r.
560
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
γιάρτη ένα αρνί· στον Μιχάλη Ψαχνό δύο αρνιά19. Η απόφαση που εξέδωσε ο Giacomo Foscarini φρόντισε ώστε να γίνει αµέσως γνωστή. Έτσι, την ίδια κιόλας µέρα έκδοσής της, τοιχοκολλήθηκε από τον υπάλληλο της δουκικής γραµµατείας Γιώργη Αβονάλ (Giorgi Avonal) στη συνήθη σκάλα της πόλης, όπου τοιχοκολλούνταν οι ανάλογες αποφάσεις. Ο δουκικός νοτάριος Νικολός Καψάς (Nicolò Capsà) τη διάβασε µεγαλόφωνα, ενώπιον πλήθους κόσµου, και ενώ ηχούσαν τα τύµπανα20.
Το κλίµα της εποχής Ένα ανάλογο κλίµα, µε αυτό που µόλις περιγράφηκε, κυριαρχούσε σε όλη την Κρήτη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο κίνδυνος να γενικευθεί η αντίδραση από την πλευρά των κατοίκων και να αµφισβητηθεί η βενετική παρουσία στο νησί ήταν υπαρκτός. Το αποδείκνυε η περίπτωση των χωρικών του διαµερίσµατος του Ρεθύµνου, οι οποίοι το καλοκαίρι του 1571 εξεγέρθηκαν κατά της βενετικής διοίκησης και αντιµετωπίστηκαν µε πολύ µεγάλη δυσκολία21. Η Βενετία, ανήσυχη από όλες τις πληροφορίες που κατέφθαναν από την Κρήτη, αποφάσισε τελικά να αντιδράσει. Ύστερα από πολλές συζητήσεις που έγιναν στη Σύγκλητο, ενδεικτικές των απόψεων που επικρατούσαν στους κόλπους της, αποφασίστηκε η αποστολή στο νησί κάποιου αξιωµατούχου µε διευρυµένες αρµοδιότητες. Τη θέση κατέλαβε ο Giacomo Foscarini (1523-1603)22. Τα χρόνια 1574-1577 διετέλεσε γενικός προνοητής και ανακριτής της Κρήτης (provveditore generale et inquisitor di Candia)23. Στις έγγραφες εντολές που του επέδωσε η Σύγκλητος στις 14 Aυγούστου 1574, πριν την αναχώρησή του για τον χώρο ευθύνης του, του συνιστούσε να πατάξει κάθε φαινόµενο καταπίεσης σε βάρος του πληθυσµού. Τις δικογραφίες που θα σχηµάτιζε έπρεπε να τις στείλει στη Βενετία, προκειµένου να ενηµερωθούν τα αρµόδια όργανα. 19. Ό.π., φ. 125r-v. 20. Ό.π., φ. 125v. 21. Βλ., αναλυτικότερα, Γιαννόπουλος 1978, 131-139. 22. Περισσότερα βιογραφικά στοιχεία γι’ αυτόν, βλ. Zago 1997. 23. Για την πολιτική του Giacomo Foscarini στην Κρήτη βλ. Θεοτόκης 1938. Ακόµη, Τσικνάκης 2001.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
561
Φτάνοντας ο Giacomo Foscarini στον Χάνδακα, µε γενική διακήρυξη, που εξέδωσε στις 14 Οκτωβρίου 1574, έκανε γνωστό ότι η απονοµή δικαιοσύνης αποτελούσε γι’ αυτόν πρώτη προτεραιότητα. Για το λόγο αυτό ζητούσε από όσους είχαν να αναφέρουν περιπτώσεις καταπιέσεων από βενετούς υπαλλήλους, να έλθουν χωρίς φόβο να τις καταθέσουν24. Το επόµενο χρονικό διάστηµα υπήρξαν από την πλευρά δεκάδων ατόµων καταγγελίες για παράνοµες δραστηριότητες κρατικών αξιωµατούχων και ντόπιων ευγενών. Τηρώντας την υπόσχεσή του ο βενετός αξιωµατούχος, αφού προηγουµένως εξακρίβωσε τη βασιµότητα των καταγγελιών, προχώρησε στην παραδειγµατική τιµωρία των ενόχων. Κατά τον τρόπο αυτό, πολύ γρήγορα, κατάφερε να επιτύχει την κοινωνική συνοχή του νησιού25. Ο τρόπος µε τον οποίο εργάστηκε ο Giacomo Foscarini κατά την τρίχρονη παραµονή του στο νησί είναι ενδεικτικός της µεθόδου δουλειάς του. ∆εν παρέµεινε στον Χάνδακα ασκώντας από εκεί την εξουσία του. Ούτε περιορίστηκε, όπως ορισµένοι άλλοι αξιωµατούχοι, στις κατά διαστήµατα επισκέψεις στις πρωτεύουσες των διαµερισµάτων του νησιού. Συχνότατα επιχειρούσε περιοδείες στην ύπαιθρο, για να σχηµατίζει ακριβή εικόνα των προβληµάτων των κατοίκων της και να µπορεί να τα αντιµετωπίζει αποτελεσµατικότερα. Σε µια τέτοια περιοδεία του βρέθηκε στις Μέλαµπες και ενηµερώθηκε για τις διαµαρτυρίες των κατοίκων της. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες συνέβη αυτό, µπορούν να αναπαρισταθούν εύκολα, χάρη στο διασωζόµενο αρχειακό υλικό. Στις 14 Απριλίου 1575 ο Giacomo Foscarini ξεκίνησε την πρώτη µεγάλη περιοδεία 24. A.S.V., Senato - Provveditori da Terra e da Mar, filza 739: Terminazioni ed Ordini di ser Giacomo Foscarini proveditor general et inquisitor nel Regno di Candia, φ. 1r-v: Suffraggio Universale (Xάνδακας, 14 Oκτωβρίου 1574). Πρβλ. Zουδιανός 1960, 254-255, όπου δηµοσιεύονται µεταφρασµένα στα ελληνικά αποσπάσµατα της διακήρυξης. 25. Οι καταδικαστικές αποφάσεις που εξέδωσε ο Giacomo Foscarini εναντίον όσων είχαν παρανοµήσει διασώζονται σε ειδικό βιβλίο που τηρούσε: Archivio di Stato di Venezia (= A.S.V.), Archivio del Duca di Candia, b. 65bis, quaderno 7: Libro delle sententie criminali fatte dall’eccellentissimo signor Giacomo Foscarini kavallier, proveditor general, et inquisitor nel Regno di Candia (1574 2 Novembre1577 17 Agosto e 15 Ottobre). Η σχολιασµένη έκδοση αυτού του χειρογράφου, που προσφέρει πολύτιµες πληροφορίες για την Κρήτη εκείνη την περίοδο, πρόκειται σύντοµα να δηµοσιευτεί από τον υποφαινόµενο.
562
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
του στα χωριά της κεντρικής Κρήτης. Από τον Χάνδακα, µέσω της πεδιάδας της Μεσαράς, έφθασε στις 26 Απριλίου 1575 στο Ρέθεµνος. Κατά το χρονικό αυτό διάστηµα είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει από κοντά τα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν οι κάτοικοι της περιοχής. Για τη βελτίωση της θέσης τους προχώρησε αµέσως µετά στην έκδοση σχετικών διατάξεων (ordini)26. Κατά τη διέλευσή του από τις Μέλαµπες, αρκετοί κάτοικοι του χωριού φαίνεται ότι περιέγραψαν µε µελανά χρώµατα τις καταπιέσεις που είχαν υποστεί τα προηγούµενα χρόνια. Σε αυτές ενέχονταν οι αδελφοί Τζουάνε και Νικολός Σαγκουινάτσοι27. Η οικογένειά τους ήταν από τις γνωστότερες φεουδαρχικές οικογένειες του διαµερίσµατος28. Επειδή οι καταγγελίες ήταν πολύ σοβαρές, ο βενετός αξιωµατούχος προέτρεψε τους συνοµιλητές του να τις καταθέσουν και εγγράφως στις αρµόδιες υπηρεσίες της πρωτεύουσας του διαµερίσµατος. Αυτό και έγινε µε την άφιξη του Κωνσταντή Μοσχονά στο Ρέθεµνος, στις 25 Απριλίου 1575. Οι Μέλαµπες στα τέλη του 16ου αιώνα Με βάση την υπόθεση που µόλις περιγράφηκε, αλλά και την υπάρχουσα βιβλιογραφία, ας προσπαθήσουµε, όσο το δυνατό πιο σύντοµα, να προσεγγίσουµε την εικόνα που εµφάνιζε η περιοχή των Μελάµπων εκείνη την περίοδο29. Ο πληθυσµός των Μελάµπων, όπως συνέβαινε και στην υπόλοιπη Κρήτη, ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία του ορθόδοξος. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πίστευαν στο καθολικό δόγµα. 26. Για την περιοδεία του Giacomo Foscarini και για τις νοµοθετικές διατάξεις που εξέδωσε για την αντιµετώπιση της ιδιαίτερα επιβαρυµένης κατάστασης της κρητικής υπαίθρου, βλ. Τσικνάκης 1998, 247-251. 27. Και οι δύο αναφέρονται µεταξύ των κρητικών ευγενών του Ρεθέµνου εκείνη την περίοδο. Βλ. σχετικά Ξηρουχάκης 1934, 48. 28. Η οικογένεια των Σαγκουινάτσων (Sanguinazzo) του Ρεθέµνου ανήκε µεταξύ εκείνων που έφεραν την κρητική ευγένεια. Βλ. Ξηρουχάκης 1934, 47-48· Μανούσακας 1949, 56 στίχ. 8· Μοάτσος 1974, 217 αρ. 50· Τσικριτσή-Κατσιανάκη 1999, 333-335· Λαµπρινός 1999, 28-29· Ραµουτσάκη 2002-2003. 29. Για την κατάσταση στην κρητική ύπαιθρο την τελευταία περίοδο της Βενετοκρατίας, βλ. Γιαννόπουλος 1978, 49-68. Αναλυτικότερα, Λαµπρινός 2000· Λαµπρινός 2002· Λαµπρινός 2008· Τσικνάκης 2009.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
563
H καθηµερινή ζωή στο χωριό, όπως συνάγεται και από την υπόθεση που αναλύθηκε, παρουσίαζε ελάχιστες διαφορές από την αντίστοιχη των υπολοίπων χωριών του νησιού. Oι κάτοικοί του καταγίνονταν, κατά κύριο λόγο, µε τη γεωργία. Στα χωράφια τους, ως τις πρώτες δεκαετίες του 16ου αιώνα, έσπερναν σιτάρι30. Σταδιακά, άρχισαν να επιδίδονται στην αµπελοκαλλιέργεια, αποκοµίζοντας αξιόλογα κέρδη31. Η καλλιέργεια της ελιάς ήταν ιδιαίτερα διαδεδοµένη32. Η φύση της ευρύτερης περιοχής ευνοούσε την ενασχόληση των κατοίκων και µε την κτηνοτροφία. Σε καθηµερινή σχεδόν βάση οι κάτοικοι βρίσκονταν ανυπεράσπιστοι απέναντι στις καταπιέσεις των κρατικών υπαλλήλων αλλά και των ντόπιων φεουδαρχών. Έτσι, υποχρεώνονταν να τους παρέχουν κάθε είδους εκδουλεύσεις. Πολύ συχνά τους κατακρατούνταν παράνοµα ένα τµήµα της αγροτικής παραγωγής τους, γεγονός που επιβάρυνε την ήδη άσχηµη οικονοµική θέση τους33. Ορισµένες τέτοιες περιπτώσεις, µε πρωταγωνιστές τον Νικολό και τον Τζουάνε Σαγκουινάτσο, είχαµε την ευκαιρία να παρακολουθήσουµε πιο πάνω. O ανδρικός πληθυσµός του χωριού, σε γενικές γραµµές, ήταν χωρισµένος σε δύο κατηγορίες. Την πρώτη συγκροτούσαν εκείνοι που ήταν υποχρεωµένοι να προσφέρουν υπηρεσία στις γαλέρες ως κωπηλάτες (huomini da remo ή galeotti), να κάνουν προσωπικές αγγαρείες στους φεουδάρχες της περιοχής και να εργάζονται στα δηµόσια έργα (fabbriche). Την δεύτερη, που ήταν και η ολιγαριθµότερη, αποτελούσαν όσοι ήταν απαλλαγµένοι από τις παραπάνω υποχρεώσεις. Oι άνδρες του χωριού, όπως προαναφέρθηκε, ήταν υποχρεωµένοι να παρέχουν κάθε είδους υπηρεσίες προς το Βενετικό Κράτος. Ανάµεσα στις υποχρεώσεις τους, τον 17ο αιώνα, ήταν να διατηρούν φρουρά σε κοντινά υψώµατα, όπως στο «Μαυροµούρι» ή «Μαυροσκούρι» (Mavromuri, Mavroscuri)34, η οποία θα προειδοποιούσε τους κατοίκους σε 30. Τσουγκαράκης 1990). 31. Tucci 1994· Tucci 1998· Μπαρούτσος 2001. Αναλυτικότερα, Τσικνάκης 2008. 32. Για την παραγωγή λαδιού εκείνη την περίοδο, βλ. Γιαννόπουλος 1978, 76. Ακόµη, Ντούρου-Ηλιοπούλου 1991, 52 και Καραπιδάκης 2004, 170-171. 33. Περισσότερα για το θέµα, βλ. Γιαννόπουλος 1978, 49-68. 34. Μαλτέζου 1983, 148 αρ. 148 και 155 αρ. 22. Βλ. και Αρακαδάκη 1997, 59 αρ. 22 και σηµ. 73.
564
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
περίπτωση κινδύνου35. Από τις επαχθέστερες υπηρεσίες του αγροτικού πληθυσµού της Κρήτης εκείνη την περίοδο ήταν της γαλέρας36. Κάθε άνδρας, ηλικίας 14-60 ετών, ήταν υποχρεωµένος, κατά τακτά χρονικά διαστήµατα, να υπηρετεί ως κωπηλάτης στις βενετικές γαλέρες που εξοπλίζονταν κάθε χρόνο στην Κρήτη. Οι γαλέρες περιπολούσαν στη θάλασσα της Ανατολής για την απόκρουση τυχόν εχθρικής επίθεσης37. Προκειµένου να εξασφαλίσει άνδρες για τον στόλο, κατά καιρούς, η βενετική διοίκηση της Κρήτης συγκροτούσε καταλόγους των υπόχρεων για ναυτολόγηση χωρικών (ruodolo). Για τον σκοπό αυτόν περιόδευαν το νησί ειδικοί απογραφείς. Σε ειδικό βιβλίο κατέγραφαν, σε κάθε χωριό που επισκέπτονταν, το όνοµα, το επώνυµο, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και το χρώµα των µαλλιών των αντρών, που ήταν κατάλληλοι να υπηρετήσουν ως κωπηλάτες. Από τον συγκεκριµένο κατάλογο επιλέγονταν, όταν παρίστατο ανάγκη, οι κωπηλάτες. Τα χωριά κάθε διαµερίσµατος, σε αυτές τις περιπτώσεις, επισκέπτονταν τότε κρατικοί υπάλληλοι. Αφού συγκέντρωναν τους άνδρες που είχαν επιλεγεί, τους οδηγούσαν στο λιµάνι, όπου εξοπλίζονταν οι γαλέρες38. Κατά το διάστηµα αυτό πραγµατοποιούνταν µεγάλες αυθαιρεσίες. Κρατικοί υπάλληλοι και ντόπιοι ευγενείς συχνά εκβίαζαν χωρικούς, από τους οποίους αποσπούσαν χρηµατικό ποσό, ώστε να µην τους συµπεριλάβουν στον κατάλογο των κωπηλατών39. Κατά ανάλογο τρόπο, στην υπόθεση που µας απασχόλησε, φέρονται να κινούνται οι αδελφοί Σαγκουινάτσοι. Έτσι, κατηγορούνται, άσχετα αν δεν αποδείχτηκε, να κι35. Η Αρακαδάκη 1997, 59 αρ. 22, 24 εικάζει ότι πρόκειται για την κορυφή (ύψους 712 µέτρων), που βρισκόταν προς τον νότο του χωριού Άνω Σαχτούρια. Σε νεότερο δηµοσίευµά της, όπου και εκµεταλλεύεται άρθρα που είχαν στο µεταξύ δηµοσιευτεί, εντοπίζει το «Μαύρο Σκουρί» στις νότιες παρυφές του ορεινού όγκου Βουβάλα, στο κέντρο της Μελαµπιανής Γιαλιάς. Βλ. σχετικά Αρακαδάκη 2003, 264 αρ. 22 και σηµ. 122 και 307 αρ. 22. 36. Για την υποχρέωση των χωρικών της Κρήτης να κωπηλατούν στις βενετικές γαλέρες, βλ. Γιαννόπουλος 1978, 105-113. Επίσης, ∆ετοράκης 1984· ∆ετοράκης 1996, σσ. 71-98 αρ. 4· Ντούρου-Ηλιοπούλου 1991, 15-18· Τσικνάκης 2009, 166167. 37. Για το ζήτηµα των πληρωµάτων των γαλερών βλ. Aymard 1974. 38. Γιαννόπουλος 1978, 105-106. 39. Γιαννόπουλος 1978, 106.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
565
νούνται ανεξέλεγκτα και να καταρτίζουν καταλόγους υπόχρεων για τις γαλέρες ανδρών από τις Μέλαµπες, τον Κισσό και την Κρύα Βρύση40. Οι συνθήκες εργασίας όσων υπηρετούσαν στις γαλέρες ήταν απάνθρωπες. Κάτω από τον ήλιο κωπηλατούσαν ασταµάτητα. Το ίδιο, πολλές φορές, έκαναν και τη νύχτα. Τρέφονταν µε λίγα καρβέλια αµφίβολης ποιότητας παξιµάδι. Τα κουρελιασµένα ρούχα τους µόλις έκρυβαν τη γύµνια τους. Κατά τον αφοπλισµό των γαλερών, πάντα υπήρχαν ανθρώπινες απώλειες41. Ορισµένοι χωρικοί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αρρώσταιναν και πέθαιναν. Άλλοι, µόλις άραζαν οι γαλέρες σε κάποιο λιµάνι, δραπέτευαν, γνωρίζοντας πως δύσκολα θα ξανάβλεπαν πλέον τον τόπο τους. Άµεσα συνδεδεµένη µε την παραπάνω εικόνα είναι η απογραφή πληθυσµού που διενεργήθηκε στην Κρήτη το 1583 από τον Πέτρο Καστροφύλακα. Ο βενετοτουρκικός πόλεµος των ετών 15701573 και οι αυξανόµενες ανάγκες της ναυτικής δύναµης τα επόµενα χρόνια είχαν οδηγήσει στη µείωση του ανδρικού πληθυσµού του νησιού42. Με βάση τα παραπάνω, εύκολα εξηγείται ο µικρός αριθµός των στρατεύσιµων ανδρών των Μελάµπων. Ήταν µόλις 95, σε συνολικό πληθυσµό 338 κατοίκων του χωριού. Οι χωρικοί της Κρήτης, γνωρίζοντας όλα τα παραπάνω, αναζητούσαν τρόπους ώστε να αποφύγουν τη ναυτολόγησή τους. Πολύ συχνά έβρισκαν αντικαταστάτες, που τους αναπλήρωναν νόµιµα, καταβάλλοντάς τους µεγάλο χρηµατικό ποσό43. Άλλες φορές, την περίοδο της ναυτολόγησης πληρωµάτων για τις γαλέρες, έφευγαν από τα χωριά τους και κατέφευγαν σε απρόσιτα µέρη, όπου δύσκολα θα µπορούσαν να εντοπιστούν44. Όταν συνέβαινε αυτό, ο εντεταλµένος µε τη ναυτολόγηση κρατικός υπάλληλος εξέδιδε διαταγή, µε την οποία έδινε χρονική διορία στους απείθαρχους χωρικούς να εµφανιστούν. Όσοι δεν υπάκουαν, επικηρύσσονταν45. Σε περίπτωση που συλλαµβάνονταν, πέρα 40. Για τα χωριά Κισσός και Κρύα Βρύση της περιφέρειας του Αγίου Βασιλείου, βλ., Σπανάκης 1991, 403 και Σπανάκης 1993, 445 αντίστοιχα. 41. Γιαννόπουλος 1978, 110. 42. Για την υψηλή θνησιµότητα της εποχής, βλ. Ανδριώτης 2006, 277. 43. Για το θεσµό των αντισκάρων, βλ. Γιαννόπουλος 1978, 45, 59-69, 107· ∆ετοράκης 1984, 106-107· ∆ετοράκης 1996, 73-74· Ντούρου-Ηλιοπούλου 1991, 16-17. 44. Βλ. Τσικνάκης 1998, 253-254. 45. Για την επικήρυξη (bando), βλ. Πλουµίδης 1974), 56-57.
566
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
από την άµεση ναυτολόγησή τους, ήταν υποχρεωµένοι να δώσουν ένα πολύ µεγάλο χρηµατικό ποσό. Η αντίδραση των ανδρών της περιοχής των Μελάµπων δε διέφερε από την αντίστοιχη των υπόλοιπων χωρικών της Κρήτης. Στο αρχειακό υλικό της περιόδου συχνά εντοπίζονται πληροφορίες για αρνήσεις χωρικών να υπηρετήσουν στις γαλέρες. Για να µη συλληφθούν, κατέφευγαν στα βουνά, όπου και κρύβονταν για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Οι προσπάθειες των βενετικών αρχών για τον εντοπισµό τους συνήθως αποτύγχαναν. Το ψηλό και δύσβατο βουνό Κέδρος (υψόµετρο 1777 µ.) φαίνεται ότι αποτελούσε συχνά τον ιδεωδέστερο τόπο απόκρυψης. Συλλαµβάνονταν µόνο αν τους κατέδιδε κάποιος συντοπίτης τους, προκειµένου να εισπράξει τα χρήµατα που είχαν προβλεφθεί για την επικήρυξή τους.
Ας επιστρέψουµε όµως στην υπόθεση που µας απασχόλησε. Ανάµεσα στις καταγγελίες που διατυπώνουν οι κάτοικοι των Μελάµπων εναντίον του Νικολού και Τζουάνε Σαγκουινάτσων ήταν ότι απαίτησαν από αυτούς χρήµατα, αµέσως µόλις επανέκτησαν µε δίκη την κυριότητα του χωριού από την οικογένεια Καλλέργη. Με τον κίνδυνο της σχηµατοποίησης, καθώς δεν έχουµε στη διάθεσή µας καθόλου στοιχεία, ας προσπαθήσουµε να προσεγγίσουµε το σοβαρό ζήτηµα της αλλαγής κυριότητας του χωριού. Αυτό αποτέλεσε, κατά πάσα πιθανότητα, τη θρυαλίδα των όσων επακολούθησαν. Οι Μέλαµπες αποτελούσαν, άγνωστο από πότε, φέουδο της οικογένειας των Σαγκουινάτσων. Κάποια χρονική στιγµή, εικάζεται πριν από το 1570, το χωριό πέρασε στην κυριότητα της οικογένειας Καλλέργη. Ήταν η περίοδος που ο βενετοκρητικός ευγενής Ματθαίος Καλλέργης, επιφανές µέλος της γνωστής ελληνορθόδοξης οικογένειας, έπαιζε ρυθµιστικό ρόλο στις υποθέσεις του νησιού. Η κτηµατική περιουσία που διέθετε, κυρίως στο διαµέρισµα του Ρεθέµνου, ήταν τεράστια46. Την αλλαγή που επήλθε, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, αµφισβήτησε έντονα η οικογένεια των Σαγκουινάτσων. Η αντιπαλότητα για την κυριότητα του χωριού, ανάµεσα στις δύο οικογένειες φεουδαρχών, φαίνεται ότι κάποια 46. Βλ. γι’ αυτόν Παναγιωτάκης 1968, 55-57· Παναγιωτάκης 1989, αρ. 2 σσ. 61-63· Παναγιωτάκης 2002, αρ. 1 σσ. 27-30). Περισσότερα, στο βιβλίο του Γιαννόπουλου 1978, 131-139.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
567
στιγµή έλαβε οξύτατη µορφή. Ο Γιωργιλάς Καλλέργης σκότωσε τον αδελφό των Νικολού και Τζουάνε Σαγκουινάτσων. Στη διαµάχη που προκλήθηκε οι κάτοικοι του χωριού, πάντα σύµφωνα µε το έγγραφο, συντάχθηκαν µε την πλευρά της οικογένειας Καλλέργη. Οι Σαγκουινάτσοι δεν έµειναν απαθείς, αλλά κινήθηκαν δικαστικά για την απόκτηση της κυριότητας των Μελάµπων. Τον δικαστικό αγώνα τους συνέχισαν και µετά τον θάνατο, το 1572, του Ματθαίου Καλλέργη. Την επόµενη χρονιά πέτυχαν τον στόχο τους και έτσι το χωριό επανήλθε στην κυριότητά τους. Η ευνοϊκή διάθεση των κατοίκων των Μελάµπων απέναντι στην οικογένεια Καλλέργη δεν έµεινε αναπάντητη από τους Σαγκουινάτσους. Έτσι, µόλις επανέκτησαν την κυριότητα του χωριού, φέρεται ότι απαίτησαν ένα σεβαστό χρηµατικό ποσό από τους κατοίκους του χωριού (250 υπέρπυρα), προκειµένου να ειρηνεύσουν µε αυτούς. Λεπτοµερέστερα στοιχεία για τη σοβαρή αυτήν υπόθεση, της διεκδίκησης δηλαδή της κυριότητας των Μελάµπων ανάµεσα στις οικογένειες Καλλέργη – Σαγκουινάτσων, θα γνωρίζαµε, αν εντοπιζόταν η δικογραφία για την οποία γίνεται λόγος ότι σχηµατίστηκε. Οπωσδήποτε, όµως, συνδέεται µε τις µεγάλες ανακατατάξεις που παρατηρούνται στην ύπαιθρο της Κρήτης στα τέλη του 16ου αιώνα. Οι ανακατατάξεις αυτές, στο διαµέρισµα κυρίως του Ρεθύµνου, κορυφώνονται κατά τη διάρκεια του τέταρτου Βενετοτουρκικού Πολέµου (1570-1573). Εντείνονται µετά τον θάνατο του Ματθαίου Καλλέργη, όταν η δεύτερη σύζυγός του Μαρίνα Έµο, µαζί µε τον ανήλικο γιο τους Βίκτωρα, εγκατέλειψαν την Κρήτη και εγκαταστάθηκαν στη Βενετία. Τα επόµενα χρόνια µεγάλο τµήµα των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειας κατασχέθηκε ή άλλαξε κυριότητα47. Στην εξέλιξη αυτή κάποιο ρόλο έπαιξε, όπως όλα δείχνουν, και ο τότε γενικός προνοητής της Κρήτης Marino Cavalli48. Ευρισκόµενος σε διαρκή αντιπαλότητα µε τον Ματθαίο Καλλέργη, για τον τρόπο άσκησης της εξουσίας στο νησί, αναζητούσε τρόπους, ώστε να περιορίσει τη δύναµή 47. Μια ανάλογη περίπτωση αποτελεί το χωριό Μελιδόνι του ίδιου διαµερίσµατος. Βλ. σχετικά Λαµπρινός 2000, 380-382. 48. O Marino Cavalli του Sigismondo (1500-1573) διετέλεσε γενικός προνοητής Κρήτης από τον Μάρτιο του 1571 ώς τον Απρίλιο του 1572. Βλ. σχετικά, Τσικνάκης 2006, 198 σηµ. 9. Για τη σταδιοδροµία του γενικότερα, βλ. Olivieri 1979, 749-754 (στη σ. 752 αναφορά στη θητεία του στην Κρήτη).
568
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
του. Ο ευνοϊκός τρόπος αντιµετώπισης του αιτήµατος των Σαγκουινάτσων, ενδεχοµένως, σχετίζεται µε αυτή την προσπάθειά του. Η οικογένεια των Σαγκουινάτσων, µε το να βρίσκεται σε αντιπαράθεση µε την οικογένεια των Καλλέργηδων, ήταν φυσιολογικά σύµµαχός του. Έτσι µπορούν να δικαιολογηθούν οι ευνοϊκές αποφάσεις, που έλαβε για αυτήν ο βενετός αξιωµατούχος. Ο Νικολός και ο Τζουάνε Σαγκουινάτσος απαλλάχτηκαν από την κατηγορία ότι απαίτησαν χρήµατα από τους κατοίκους, µόλις επανέκτησαν την κυριότητα των Μελάµπων, καθώς και από πολλές άλλες καταγγελίες που διατυπώθηκαν σε βάρος τους. Οι κάτοικοι των Μελάµπων, όπως ήταν φυσικό, κάθε άλλο παρά ικανοποιήθηκαν από την απόφαση που ελήφθη. Η επιστροφή, σε ορισµένους, των ζώων και των προϊόντων που τους είχαν κλαπεί από τους δύο αδελφούς Σαγκουινάτσους, δεν µπορούσε να αποκαταστήσει τις κάθε είδους ζηµιές που είχαν υποστεί λίγα χρόνια πριν. Για µία ακόµη φορά ένιωσαν ανυπεράσπιστοι απέναντι στην αυθαιρεσία των κρατικών αξιωµατούχων και των φεουδαρχών. Θεώρησαν, όπως ήταν φυσικό, πως οι κατηγορούµενοι στηρίχτηκαν στην οικονοµική επιφάνειά τους, προκειµένου να επιτύχουν την αθώωσή τους. Μια τέτοια συµπεριφορά, ωστόσο, δε χαρακτήριζε τον Giacomo Foscarini. Ο βενετός αξιωµατούχος, όπως συνάγεται από διάφορες αποφάσεις που εξέδωσε την ίδια περίοδο49, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε ζητήµατα καταπίεσης του ντόπιου πληθυσµού. Η στάση του απέναντι σε όσους αποδεικνύονταν παραβάτες υπήρξε πολύ αυστηρή. Με τη συµπεριφορά του αυτήν κέρδισε την εµπιστοσύνη των κατοίκων. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η θητεία του στην Κρήτη αποτελούσε σηµείο αναφοράς για τον πληθυσµό του νησιού κατά τις επόµενες δεκαετίες. ∆εν είχε κανένα λόγο, εποµένως, να αποκρύψει υποθέσεις καταπίεσης κατοίκων των Μελάµπων από ντόπιους ευγενείς. Σε όσες περιπτώσεις αποδείχτηκε ότι πραγµατοποιήθηκαν, ελήφθησαν µέτρα. Για την άσκηση σωµατικής βίας από τους κατηγορούµενους εναντίον συγκεκριµένων κατοίκων (ανδρών και γυναικών) του χωριού, καθώς ήταν δύσκολο να αποδειχτεί αυτή, δεν ελήφθησαν µέτρα. Όπως προκύπτει από τη µελέτη της απόφασης, καθοριστικό ρόλο στην απαλλαγή των δύο αδελφών Σαγ49. Για την κατάληξη ανάλογων υποθέσεων στην Κρήτη, που κλήθηκε να διερευνήσει το ίδιο περίπου χρονικό διάστηµα, βλ. Τσικνάκης 2003· Τσικνάκης 2004, 243-256.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
569
κουινάτσων από την πιο σοβαρή καταγγελία που αντιµετώπιζαν, την παράνοµη δηλαδή είσπραξη χρηµάτων από χωρικούς για την απαλλαγή από την υπηρεσία στη γαλέρα, έπαιξε η αθωωτική απόφαση που είχε εκδώσει στις 25 Ιανουαρίου 1572 (βεν. έτος 1571) ο Marino Cavalli. Και στην περίπτωση ακόµη που η κατηγορία είχε βασιµότητα, δεν µπορούσε ο Giacomo Foscarini να ανατρέψει την απόφαση που είχε λάβει ο προκάτοχός του, επειδή, µια τέτοια κίνηση, θα δηµιουργούσε άλλου είδους προβλήµατα. Άσχετα µε την κατάληξη της υπόθεσης, οι πληροφορίες της δικογραφίας αποδείχτηκαν πολύτιµες για τη σηµερινή έρευνα. Κατ’ αρχάς, µας πρόσφεραν χρήσιµο προσωπογραφικό υλικό. Αρκετά ονόµατα κατοίκων του χωριού εκείνων των χρόνων έγιναν γνωστά. Οι πληροφορίες της δικογραφίας µάς βοήθησαν, όµως, να ανασυγκροτήσουµε σε ικανοποιητικό βαθµό χαρακτηριστικές πτυχές της καθηµερινής ζωής των Μελάµπων τα χρόνια 1571-1575. Κατά το διάστηµα αυτό, εξαιτίας του τέταρτου Βενετοτουρκικού Πολέµου, είχε επιβαρυνθεί η κατάσταση στην περιοχή. Εκµεταλλευόµενοι την ευνοϊκή για αυτούς συγκυρία οι ντόπιοι φεουδάρχες Σαγκουινάτσοι πολλαπλασίασαν τις καταπιέσεις τους σε βάρος των κατοίκων του χωριού. Οι καταπιέσεις αυτές συνεχίστηκαν και το επόµενο χρονικό διάστηµα. Η υπόθεση που εξετάζεται δεν είναι η µοναδική περίπτωση αυθαιρεσίας από την πλευρά των ισχυρών. Ένα ανάλογο σκηνικό επικρατεί σε όλη την ύπαιθρο της Κρήτης.
570
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Ανδριώτης 2006: Ν. Ανδριώτης, Πληθυσµός και οικισµοί της ανατολικής Κρήτης (16ος-19ος αι.), Ηράκλειο 2006. Aymard 1974: M. Aymard, «Chiourmes et galères dans la seconde moitié du XVIe siècle», Il Mediterraneo nella seconda metà del ’500 alla luce di Lepanto, επιµέλεια G. Benzoni, Φλωρεντία 1974, 71-94. Αρακαδάκη 1997: Μαρία Αρακαδάκη, «∆ιάγραµµα του δικτύου ακτοφρουρών της Κρήτης από την έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati (1633)», Κρητολογικά Γράµµατα 13 (1997), 49-80. Αρακαδάκη 2003: Μαρία Αρακαδάκη, «Το “Territorio di Rettimo” προς τα µέσα του 17ου αιώνα. Πληροφορίες από την έκθεση του Nicola Gualdo (1633)», Πρακτικά Συµποσίου: Της Βενετιάς το Ρέθυµνο. Ρέθυµνο, 1-2 Νοεµβρίου 2002, επιµ. Χρύσα Μαλτέζου – Ασπασία Παπαδάκη, Βενετία 2003, 229-315. Γιαννόπουλος 1978: Ι. Γ. Γιαννόπουλος, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεµο (1570-1571), Αθήνα 1978. ∆ετοράκης 1984: Θ. Ε. ∆ετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη Βενετοκρατούµενη Κρήτη», Κρητολογία 16-19 (1984), σσ. 103-139. ∆ετοράκης 1996: Θ. Ε. ∆ετοράκης, Βενετοκρητικά Μελετήµατα (1971-1994), Ηράκλειο 1996. Ζουδιανός 1960: N. Zουδιανός, Iστορία της Kρήτης επί Eνετοκρατίας, τόµ. 1, Aθήνα 1960. Θεοτόκης 1938: Σπ. Θεοτόκης, «Ιάκωβος Φωσκαρίνης ή η Κρήτη το 1570», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών 1 (1938), σσ. 186-206. Κακλαµάνης 2004: Francesco Barozzi, Descrittione dell’isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) (1577/8). Μία γεωγραφική και αρχαιολογική περιγραφή της Κρήτης στα χρόνια της Αναγέννησης, εισαγωγή, έκδοση κειµένου, σχόλια και απόδοση στα ελληνικά Στ. Κακλαµάνης, Ηράκλειο 2004. Καραπιδάκης 2004: Ν. Ε. Καραπιδάκης, «Καθυστερήσεις στην ανάπτυξη και πολιτικές ανάπτυξης στην καλλιέργεια της ελιάς την περίοδο της βενετοκρατίας στην Κρήτη», Ελαιοσοδεία. Μελέτες για τον πολιτισµό της ελιάς, επιµ. Αικατερίνη Πολυµέρου-Καµηλάκη, Αθήνα 2004, 161-171. Λαµπρινός 1999: Κ. Ε. Λαµπρινός, Κοινωνία και διοίκηση στο βενετοκρατούµενο Ρέθυµνο: το ανώτερο κοινωνικό στρώµα των ευγενών (1571-1646), Ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Κέρκυρα 1999. Λαµπρινός 2000: Κ. Ε. Λαµπρινός, «Κοινωνικές και οικονοµικές αντιθέσεις σε ένα χωριό της Κρητικής υπαίθρου (τέλη 16ου αι.)», Ενθύµησις Νικολάου Μ. Παναγιωτάκη, επιµ. Στ. Κακλαµάνης – Α. Μαρκόπουλος – Γ. Μαυροµάτης, Ηράκλειο 2000, 379-396. Λαµπρινός 2002: Κ. Ε. Λαµπρινός, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Κοινωνικο-πολιτικά γνωρίσµατα και πρακτικές εκπροσώπησης», Θησαυρίσµατα 32 (2002), 97-152.
ΣΤΟΙΧΕΙΑΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΙΣ ΜΕΛΑΜΠΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 16ου ΑΙΩΝΑ
571
Λαµπρινός 2008: Κ. Ε. Λαµπρινός, «Τα προνόµια και τα σπαθιά. Κοινωνικές µεταβολές και στρατολόγηση στη βενετοκρατική ύπαιθρο (16ος-17ος αι.)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 9 (2008), 9-59. Μαλτέζου 1974: Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Νέο άγνωστο χειρόγραφο της “Περιγραφής της Κρήτης” του Πέτρου Καστροφύλακα (1583) και το πρόβληµα της κριτικής εκδόσεώς της», Πεπραγµένα του Γ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυµνον, 18-23 Σεπτεµβρίου 1971), τόµ. 2 Βυζαντινοί και Μέσοι Χρόνοι, Αθήνα 1974, 176-183. Μαλτέζου 1983: Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου. Κατάλογος σκοπιών (1633)», Αριάδνη 1 (1983): Αφιέρωµα στον Μανούσο Ι. Μανούσακα, 139-167. Μανούσακας 1949: Μ. Ι. Μανούσακας, «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν Κατάλογος των κρητικών οίκων Κερκύρας», Κρητικά Χρονικά 3 (1949), 35-59. Μοάτσος 1974: Ερρ. Μοάτσος, «Αι αρχοντικαί οικογένειαι του Ρεθύµνου επί Βενετοκρατίας», Πεπραγµένα του Γ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυµνον, 18-23 Σεπτεµβρίου 1971), τόµ. 2 Βυζαντινοί και Μέσοι Χρόνοι, Αθήνα 1974, 207-221. Μπαρούτσος 2001: Φ. Μπαρούτσος, «Per il viaggio de ponente. Το κρητικό κρασί πέρα από το Γιβραλτάρ (16ος αι.)», Επικοινωνίες και µεταφορές στην προβιοµηχανική περίοδο. ΙΑ΄ Συµπόσιο Ιστορίας και Τέχνης. Κάστρο Μονεµβασίας, 23-26 Ιουλίου 1998, Αθήνα 2001, 105-123. Ντούρου-Ηλιοπούλου 1991: Μαρία Ντούρου-Ηλιοπούλου, «Ο Χάνδακας στο δεύτερο µισό του 16ου αιώνα», Παρουσία 7 (1991), 7-60. Ξηρουχάκης 1934: Αγ. Ξηρουχάκης, Η Βενετοκρατουµένη Ανατολή. Κρήτη και Επτάνησος, Πρόλογος Γ. Ν. Χατζηδάκις, Κριτικό σηµείωµα Ν. Βέης, Αθήνα 1934. Olivieri 1979: A. Olivieri, «Cavalli, Marino», Dizionario Biografico degli Italiani, τόµ. 22, Ρώµη 1979, 749-754. Παναγιωτάκης 1968: Ν. Μ. Παναγιωτάκης, «Έρευναι εν Βενετία», Θησαυρίσµατα 5 (1968), 45-118. Παναγιωτάκης 1989: Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Ο ποιητής του «Ερωτοκρίτου» και άλλα βενετοκρητικά µελετήµατα, Ηράκλειο 1989. Παναγιωτάκης 2002: Ν. Μ. Παναγιωτάκης, Κρητική Αναγέννηση. Μελετήµατα για τον Βιτσέντζο Κορνάρο, επιµ. Στ. Κακλαµάνης – Γ. Μαυροµάτης, Αθήνα 2002. Πλουµίδης 1974: Γ. Σ. Πλουµίδης, «Banditi. Έλληνες επικηρυγµένοι από τις βενετικές αρχές (1678-1794)», ∆ωδώνη 3 (1974), 51-68. Ραµουτσάκη 2002-2003: Ιωάννα Αγγ. Ραµουτσάκη, «Ο ρεθύµνιος ιατρός Γεώργιος Σανγινάτιος ή Giorgio Sanguinazzo και η ανέκδοτη ιατρική πραγµατεία του», Κρητολογικά Γράµµατα 18 (2002-2003), 127-145. Σπανάκης 1991-1993: Στ. Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, τόµ. 1-2, Ηράκλειο 1991-1993.
572
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ
Tucci 1994: U. Tucci, «Le commerce vénitien du vin de Crète», Maritime Food Transport, επιµ. K. Friedland, Κολωνία 1994, 199-211. Tucci 1998: «Il commercio del vino nell’economia cretese», Venezia e Creta. Atti del Convegno Internazionale di Studi. Iraklion-Chanià, 30 settembre-5 ottobre 1997, επιµ. G. Ortalli, Βενετία 1998, 183-206. Τσικνάκης 1998: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Περιθωριακά στοιχεία στην Kρήτη στα τέλη του 16ου αι.», ∆ιεθνές Συµπόσιο: Πλούσιοι και φτωχοί στην κοινωνία της Eλληνολατινικής Aνατολής, επιµ. Xρύσα A. Mαλτέζου, Bενετία 1998, 245-261. Τσικνάκης 2001: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Οι Ordini του Giacomo Foscarini, γενικού προνοητή και ανακριτή της Κρήτης (1574-1577). Ερευνητικά και εκδοτικά προβλήµατα», Σεµινάριο Εργασίας: Μεθοδολογία έκδοσης, κατάσταση και προοπτικές της έρευνας των µεταβυζαντινών αρχείων, τόµ. 1 Προβλήµατα έκδοσης πηγών (Βενετία, 3-4 Νοεµβρίου 2000), Βενετία 2001, 33-52. Τσικνάκης 2003: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Ένα επεισόδιο από τη ζωή του Francesco Barozzi», Πρακτικά Συµποσίου: Της Βενετιάς το Ρέθυµνο (Ρέθυµνο, 1-2 Νοεµβρίου 2002), επιµ. Χρύσα Μαλτέζου – Ασπασία Παπαδάκη, Βενετία 2003, 337-369. Τσικνάκης 2004: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Ατασθαλίες βενετών αξιωµατούχων στο διαµέρισµα της Σητείας στα τέλη του 16ου αιώνα. Η περίπτωση του ρέκτορα Zuan Antonio Diedo», Πεπραγµένα Θ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Ελούντα, 16 Οκτωβρίου 2001, τόµ. 2/1 Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Περίοδος. Ιστορία, Γλώσσα και Λογοτεχνία, Ηράκλειο 2004, 243-256. Τσικνάκης 2006: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Το σπήλαιο του Μελιδονίου και οι επισκέπτες του το 16ο αιώνα», Πρακτικά ∆ιεθνούς Συµποσίου: Ο Μυλοπόταµος από την αρχαιότητα ώς σήµερα. Περιβάλλον – Αρχαιολογία – Ιστορία – Λαογραφία – Κοινωνιολογία, τόµ. 6 Βενετοκρατία – Τουρκοκρατία, επιµ. Ειρήνη Γαβριλάκη – Γ. Ζ. Τζιφόπουλος, Ρέθυµνο 2006, 197-216. Τσικνάκης 2008: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Όψεις της αµπελοκαλλιέργειας στην Κρήτη στα τέλη του 16ου αιώνα», Μονεµβάσιος οίνος – Μονοβασ(ι)ά – Malvasia, επιµ. Ηλίας Αναγνωστάκης, Αθήνα 2008, 159-176. Τσικνάκης 2009: Κ. Γ. Τσικνάκης, «Η περιοχή της Γέργερης τους τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας», Πρακτικά του Επιστηµονικού Συνεδρίου: Ρούβας... Ιστορία, Πολιτισµός (Γέργερη, 10-11-Αυγούστου 2007), επιµ. Κ. Γ. Τσικνάκης, Γέργερη 2009, 161-176. Τσικριτσή-Κατσιανάκη 1999: Χρυσούλα Τσικριτσή-Κατσιανάκη, Κρητικά επώνυµα ενετικής προελεύσεως, Πρόλογος Ακαδηµαϊκού κ. Μ. Μανούσακα, Αθήνα 1999. Τσουγκαράκης 1990: ∆. Τσουγκαράκης, «Η σιτική πολιτική της Βενετίας στην Κρήτη τον 13ο-14ο αιώνα. Παραγωγή, διακίνηση και τιµές του σιταριού», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 3 (1990), 333-385. Φασατάκης 2000: Ν. Φασατάκης, Οι Μέλαµπες Ρεθύµνης. Ιστορία-Πολιτισµός, Αθήνα 2000. Zago 1997: R. Zago, «Foscarini, Giacomo (Jacopo)», Dizionario Biografico degli Italiani, τόµ. 49, Ρώµη 1997, 365-370.
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Με αφορµή µία δικογραφία των αρχών του 17ου αιώνα: τάσεις απειθαρχίας στον νόµο στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου (τέλη 16ου - αρχές 17ου αιώνα). Μία συµβολή στην ιστορία των ορεινών πληθυσµών της περιοχής
Αφορµή για την ανακοίνωση και µελέτη αυτή στάθηκε δικογραφία του 1610, η οποία σχηµατίστηκε µετά από έρευνα που διενήργησε ο γενικός προνοητής και ανακριτής Gieronimo Capello, µε την εξουσιόδηση και εποπτεία του Συµβουλίου των ∆έκα της Βενετίας. Πρωταγωνιστικά πρόσωπα είναι µέλη της Σφακιανής οικογένειας Παπαδόπουλων, εγκατεστηµένοι στο διαµέρισµα του Ρεθύµνου, κάτοικοι χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, καταδικασθέντες για ειδεχθή εγκλήµατα τόσο κατά των εντοπίων όσο και κατά των αρχών1. Τα στοιχεία που προκύπτουν δίνουν το κίνητρο για έρευνα σχετικά µε τους πληθυσµούς της επαρχίας, τους οικισµούς τους, τoυς µεταξύ τους δεσµούς και τις σχέσεις τους µε την τοπική κοινωνία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση τους µε τις βενετικές αρχές, πολύπλοκη και µεταβαλλόµενη, καθώς πολλοί από αυτούς απολάµβαναν Ευχαριστώ θερµά την επιστηµονική και οργανωτική επιτροπή του Συνεδρίου για την επαρχία του Αγίου Βασιλείου για την πρόσκληση και τη ζεστή φιλοξενία. Ιδιαίτερη µνεία κάνω στους κ.κ. Γιάννη Γρυντάκη, Κωστή Ηλ. Παπαδάκη και Θεόδωρο Πελαντάκη. Σηµαντική υπήρξε η βοήθεια του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη σε µια προσπάθεια ταύτισης χωριών που αναφέρονται σε έγγραφο που εκδίδω. Ευχαριστώ, επίσης, τον κοινωνιολόγο Βαγγέλη Τζούκα, που πολύ ευγενικά µου διέθεσε το κείµενο της ανακοίνωσης µε τίτλο: «“Social Banditry” in a post-modern society. From Retzaioi to Palaiokostaioi», την οποία είχε από κοινού µε τον συνάδελφό του Θεοδωρή Σπύρου στο διεθνές συνέδριο Crime, Violence and the Modern State - Historical Perspectives (Ρέθυµνο, 9-11 Mαρτίου 2007), που διοργάνωσαν το Πανεπιστήµιο της Κρήτης - Τµήµα Ιστορίας καιΑρχαιολογίας και ο SOLON. Ευχαριστώ τόσο τον ίδιο, καθώς και τους καθηγητές κ.κ. Ν. Καραπιδάκη και Ά. Τσαντηρόπουλο, για τη γόνιµη επιστηµονική συζήτηση και τις βιβλιογραφικές τους επισηµάνσεις.
1 Archivio di Stato di Venezia (στο εξής A.S.V.), Capi del Consiglio di Dieci, b. 1 (Processi e Carte Criminali), Candia: Processo 1610-Provveditor Generale di Candia. Πρόκειται για δικογραφία 19 φύλλων (π.α.), στην οποία περιλαµβάνονται αντίγραφα καταδικαστικών αποφάσεων πολλών µελών της οικογένειας των Παπαδόπουλων του Ρεθύµνου των ετών 1595-1610 (στο εξής Processo 1610). Τη δικογραφία έχω εξετάσει στο πλαίσιο της διδακτορικής µου διατριβής Ποινές και κοινωνία στη βενετοκρατούµενη Κρήτη (16ος αιώνας), Αθήνα 2008 (αδηµοσίευτη).
574
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
προνοµιακό καθεστώς από τη Βενετία, µε αντάλλαγµα την υπακοή -πραγµατική ή φαινοµενική αποτελεί αντικείµενο περαιτέρω συζήτησης- και τις παρεχόµενες υπηρεσίες τους. Αυτοί εντοπίζονται εγκατεστηµένοι σε χωριά της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου εκείνης της περιόδου, όπως Αργουλές (Agrulea), Καψοδάσος (Capsodasso), Ροδάκινο (Rodakino), Σελλιά (Seglià), Σκαλωτή (Skalotì), Φοινικιάς (Finichià), στο χωριό Μυριοκέφαλα (Miriochieffala) της επαρχίας Ρεθύµνου και στα συνορεύοντα Μέσα ή Ασή Γωνιά (Mesa Gognà) και Πατσ(ι)ανός (Pazzanò), που, όµως, κατά την εξεταζόµενη περίοδο αναφέρονται από τις πηγές ως ανήκοντα διοικητικά στο διαµέρισµα των Χανίων2. Έχοντας ως βάση το κοινό οικογενειακό όνοµα Παπαδόπουλοι, οι πληθυσµοί αυτοί ήταν συγκροτηµένοι σε µικρότερες συγγενειακές οµάδες (υπογένη) µε διαφορετικά επώνυµα (αρκετά προερχόµενα από κάποιο παρωνύµιο) (Τσαντηρόπουλος 2004, 161-178˙ Γρυντάκης 1990a)3. Το 1597 υπολογίζονταν από τις βενετικές αρχές περίπου στους 400 και περιγράφονταν ως ικανοί στο σπαθί, µε πάθη από τη φύση τους, αδάµαστη πε2 Για τα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου της εξεταζόµενης περιόδου βλ. αντίστοιχα Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 133, 388-389 και τ. Β΄, 684, 700, 718, 798. Για το χωριό Μυριοκέφαλα βλ. ό.π., τ. Β΄, 574, ενώ για τα χωριά Μέσα Γωνιά της επαρχίας Αποκορώνου και Πατσ(ι)ανός της επαρχίας Σφακίων βλ. αντίστοιχα ό.π., τ. Α΄, 152-153 και τ. Β΄, 616. Πρβλ. και τις µελέτες του P. Faure αντίστοιχα για τα ονόµατα των χωριών του Ρεθύµνου και εκείνων της ∆υτικής Κρήτης, στις οποίες χρησιµοποιεί επίσης πηγές της περιόδου 1577-1630 και πηγές των 19ου και 20ού αιώνων (Faure 1981, 229, 231, 235238˙ ο ίδιος 1982, 80, 83). Ενδεικτικά, επίσης, για τα χωριά και τους οικισµούς που αναφέρονται στην παρούσα µελέτη βλ. απ’ευθείας τις εξής εκδεδοµένες πηγές της εξεταζόµενης περιόδου: 1. την περιγραφή της Κρήτης από τον Francesco Barozzi το 15771578 (Κακλαµάνης 2004, 337-340 και στο ίδιο, Κατάλογος χωριών-οικισµών, 431-503), 2. την έκθεση του µηχανικού Francesco Basilicata το 1630 (Σπανάκης 1969, 112-138). Η συναλλαγή των κατοίκων των χωριών Μέσα Γωνιά και Πατσ(ι)ανός γινόταν πιθανόν κάποιες φορές µε τις αρχές Ρεθύµνου προς διευκόλυνση του πληθυσµού. Το 1584 ο γενικός προνοητής Alvise Grimani αναφέρει πως οι κάτοικοι του οικισµού Πατσ(ι)ανός ζήτησαν να παρουσιαστούν στις αρχές του Ρεθύµνου και όχι των Χανίων, αφενός γιατί το χωριό τους βρισκόταν πιο κοντά στο Ρέθυµνο και αφετέρου για να αποφύγουν τη διέλευση από τα χωριά των εχθρών τους Πάτερων, A.S.V., Senato, Dispacci dei Provveditori da Terra e da Mar e altre cariche (στο εξής PTM), b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1. 3 Για παράδειγµα, ένα από τα πρόσωπα που κατέχουν βασικό ρόλο σε όσα διαδραµατίζονται στην περιοχή κατά τη διάρκεια της ανάκρισης αναφέρει πως ονοµάζεται Μανόλης Παπαδόπουλος του Γιώργη, ωστόσο αποκαλείται και ως Ruba (Ρουµπάς [;]) Παπαδόπουλος του Κουρά, Processo 1610, φ. 1v (πρακτικό ανάκρισης: Χάνδακας, 11 Μαΐου 1610). Ίσως το παρωνύµιο Ruba σχετίζεται µε τη λ. ρουµπάς ή ρουβάς που στο γλωσσικό
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
575
ρηφάνεια, ανυπάκουοι, «σχεδόν επαναστάτες» (poco meno rebelli). Μάλιστα, σύµφωνα µε τις αναφορές των βενετών αξιωµατούχων προς τη µητρόπολη, αυτοί δεν κατέβαλλαν τους φόρους ούτε ανταποκρίνονταν στις αγγαρείες και στην υπηρεσία στις γαλέρες. Οι οικισµοί τους συνόρευαν µε τα Σφακιά, από τους κατοίκους των οποίων, πάντα σύµφωνα µε τους βενετούς αξιωµατούχους, «δεν υστερούσαν σε µανία». Εξάλλου, είχαν κοινή καταγωγή µε τα γένη των Σφακίων, όµως έτρεφαν παλαιό και αµοιβαίο µίσος για το γένος των Πάτερων. Πληθυσµοί από τη φύση τους απείθαρχοι, ενδεχοµένως και λόγω της καταγωγής τους από βυζαντινές οικογένειες κατά τους ισχυρισµούς τους (σε πηγές της περιόδου οι Σφακιανοί αναφέρονται ως «αρχοντορωµαίοι»4), ενθαρρυµένοι από την απόσταση από τα κέντρα εξουσίας και από το δυσπρόσιτο των τόπων τους, παράγοντες που καθιστούσαν προβληµατική τη βενετική παρουσία εκεί, επιδίδονταν σε παραβατική δραστηριότητα (κλοπές και κυρίως ζωοκλοπές, ανθρωποκτονίες και άλλα αδικήµατα), που, αρκετές φορές, δηµιουργούσε προβλήµατα στην οµαλή λειτουργία της διοίκησης και εγκυµονούσε κινδύνους για τη σταθερότητα της βενετικής παρουσίας στην περιοχή5. Aπό την αρχειακή έρευνα την οποία διεξήγαγα στο Κρατικό Αρχείο ιδίωµα της ∆. Κρήτης σηµαίνει ο κλέφτης, από το ιταλικό rubare= κλέβω (Πάγκαλος 1961, τ. 3, 356-357˙ Ξανθινάκης 2001², 452). Το παρωνύµιο Κουράς (Curà) σχετίζεται πιθανότατα µε τη λ. κουράδι=το ποίµνιο των προβάτων και τη λ. κουραδάρης=κτηνοτρόφος, βοσκός (Πάγκαλος 1960, τ. 2, 506 και ο ίδιος 1971, τ. 6/1, 60˙ Ξανθινάκης 2001², 151, 258). Με παρωνύµια απαντούν αρκετοί κατηγορούµενοι στη δικογραφία. 4 Για τη βυζαντινή καταγωγή των Σφακιανών και τον χαρακτηρισµό τους από τους βενετούς αξιωµατούχους ως «προνοµιούχων αρχοντορωµαίων» (privilegiati Arcondoromei), «οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έλκουν την καταγωγή των εκ των αρχοντικών Βυζαντινών οικογενειών», βλ. ενδεικτικά µόνο Σπανάκης 1940, 9˙ Ασδραχάς 2009, ενώ για τον όρο privilegiati γενικότερα βλ. Λαµπρινός 2008, 12-16, όπου και βιβλιογραφία. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φ. [6]v, όπου αναφέρει πως οι Σφακιανές οικογένειες (ανάµεσά τους και οι Παπαδόπουλοι του Ρεθύµνου) κατάγονται από τις 12 οικογένειες που οι βυζαντινοί αυτοκράτορες έστειλαν στο νησί από την Κωνσταντινούπολη, ερµηνεύοντας το αρχοντορωµαίοι ως nobeli Romani. 5 Είναι χαρακτηριστικό πως οι ίδιοι οι αρχηγοί των οικογενειών των Παπαδόπουλων οµολογούν πως πολλοί αξιωµατούχοι, ακριβώς επειδή δεν ήταν εύκολη η πρόσβαση στους τόπους εκείνους, τους άφηναν να δρουν ανενόχλητοι, ισχυρισµός που από τις αρχές χαρακτηρίζεται ως «αλλαζονικός» (arroganti parole), A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597. Πολυάριθµες είναι οι αναφορές στις εκθέσεις των βενετών αξιωµατούχων για τους πληθυσµούς των Σφακίων, την καταγωγή τους, το µίσος µεταξύ των γενών, την παραβατική τους δράση αλλά και την ανικανότητα των βενετών
576
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
της Βενετίας διαπίστωσα έντονη παράνοµη δραστηριότητα στα προαναφερθέντα χωριά της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου και των γειτονικών επαρχιών στα τέλη του 16ου αιώνα. Η αναστάτωση αυτή τις δύο τελευταίες δεκαετίες του αιώνα τροφοδοτούνταν από τη χαλάρωση της αστυνόµευσης στην περιοχή, οφειλόµενη στην κινητοποίηση των Βενετών µπροστά στο ενδεχόµενο επίθεσης του τουρκικού στόλου, αλλά και στη δοκιµασία του νησιού εξαιτίας επιδηµιών και σιτοδειών. Την ίδια περίοδο οι Βενετοί λάµβαναν συνεχείς πληροφορίες για τις ετοιµασίες του τουρκικού στόλου και για επικείµενες λεηλασίες στο νησί, µε τις φήµες για διεξαγωγή πολέµου µε την Τουρκία, η οποία απέβλεπε στην κατάληψη της Κρήτης, να αυξάνονται κατά το διάστηµα 1591-1592. Από την άλλη, το νησί ταλαιπωρούσαν οι επιδηµίες: τη δεκαετία του 1580 τα Χανιά δοκιµάστηκαν από την πανούκλα, ενώ ο Χάνδακας από χολέρα και σιτοδεία. Τελικά, ο κίνδυνος για το νησί παρουσιάστηκε µε τη µορφή της πανώλης, που ταλαιπώρησε την Κρήτη κατά την περίοδο 1592-1595, αν και έως τα τέλη του αιώνα εµφανίζονταν ακόµη κρούσµατα στον Χάνδακα. Το τέλος της πανώλης συνέπεσε µε την έναρξη του πολέµου Γερµανίας και Τούρκων, ενώ, στη συνέχεια, σεισµός και σιτοδεία αντίστοιχα αξιωµατούχων και την ανεπάρκεια του διοικητικού συστήµατος, ενδεικτικά αναφέρω µόνο την έκθεση του γενικού προνοητή Zuanne Mocenigo το 1589 (Σπανάκης 1940, 8-12). Πρβλ. και αναφορά των Σφακιανών το 1593 προς τον ίδιο γενικό προνοητή, µε την οποία ζητούν τον διορισµό προνοητή µε υπέρτατες εξουσίες και διαµονή στα Σφακιά ή στο Φραγκοκάστελλο. Ανάµεσά τους αναφέρονται και οι Παπαδόπουλοι της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου που ζητούν να υπάγονται στο εξής στον προνοητή Σφακίων, όπως τα χωριά Μέσα Γωνιά και Πατσ(ι)ανός, για άµεση και καλύτερη λειτουργία της δικαιοσύνης. Με δεύτερη επιστολή τους το 1594 οι Σφακιανοί ζητούν την αποστολή βενετού ευγενή αξιωµατούχου µε αυξηµένες εξουσίες (Σπανάκης 1947, 435-444). Για την ιστορία, τον πληθυσµό, τους οικισµούς και την παραβατική δράση των Σφακιανών βλ. ενδεικτικά Παπαδοπετράκης 1888˙ Ξανθουδίδης 1939, 142-149˙ Σταυρινίδης 1955˙ Γιαννόπουλος 1978, 140-147˙ ΠαπαδίαΛάλα 1983, 31-55, 155-165. Για το µίσος µεταξύ των γενών, που συχνά εκδηλωνόταν µε τη µορφή βεντέτας, πρβλ. Τσακίρη 2007, 162-163. Βλ. επίσης παραπάνω σηµείωση 2. Για τις αγγαρείες, δηλαδή τις στρατιωτικές και άλλες υποχρεώσεις του πληθυσµού, βλ. Ξηρουχάκης 1934, 67-70˙ Ξανθουδίδης 1939, 118-119. Για τους χρεώστες του δηµοσίου του διαµερίσµατος Ρεθύµνου, όσον αφορά τις προσωπικές αγγαρείες την περίοδο 1573-1582, σύµφωνα µε τον Πέτρο Καστροφύλακα βλ. Ξηρουχάκης 1934, 69. Για την αγγαρεία της γαλέρας βλ. ∆ετοράκης 1996b. Όσο για τη ληστεία πρβλ. τα αίτια -αρκετά κοινά µε την περίπτωσή µας- που ωθούν σε αυτή στην ορεινή κεντρική Ελλάδα του 19ου αιώνα. Εξάλλου, η ληστεία των νεότερων περιόδων είναι φυσική συνέχεια εκείνης προηγούµενων αιώνων (Κολιόπουλος 2005, 217-223, 232-235, 290, 341-342˙ ∆αµιανάκος 2005, 53).
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
577
έπληξαν εκ νέου το διοικητικό κέντρο του νησιού (Ζουδιανός 1960, 258268). Στο πλαίσιο της ανάγκης αντιµετώπισης των κρίσεων και της επιφυλακής για τον τουρκικό κίνδυνο είναι κατανοητό πως η αστυνόµευση και η απονοµή δικαιοσύνης, κυρίως στην ύπαιθρο, χαλαρώνουν, µε αποτέλεσµα να σηµειώνεται κακοδιοίκηση από τους τοπικούς αξιωµατούχους και εκµετάλλευση από τους φεουδάρχες, να ενισχύονται οι τοπικοί ανταγωνισµοί και να αυξάνονται τα κρούσµατα παραβατικότητας. Μολονότι η πανώλη δεν έπληξε το Ρέθυµνο, η ακόλουθη αναστάτωση και η µείωση των ενετικών φρουρών εξαιτίας της επιδηµίας αλλά και εξαιτίας της τοποθέτησής τους στις οχυρές τοποθεσίες για τον τουρκικό κίνδυνο πιθανότατα είχαν ως συνέπεια την πληµµελή αστυνόµευση του διαµερίσµατος µε επακόλουθη αύξηση της εγκληµατικότητας6. ∆εν παραβλέπει, εξάλλου, κανείς πως τόσο οι αντιπαραθέσεις µεταξύ της εκκλησιαστικής και της πολιτικής ηγεσίας του Ρεθύµνου κατά τη δεκαετία του 1580 (Λαµπρινός 1995) όσο και οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις και τα γεγονότα που διαδραµατίστηκαν στην πόλη το 1593 και οδήγησαν στην υπονόµευση του ρέκτορα Luca Falier (Γιαλαµά 1991) συνέβαλαν στη γενικότερη αποδιοργάνωση και αταξία στο διαµέρισµα. Πράγµατι, οι πηγές, τόσο στα τέλη του 16ου όσο και στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές: οι φάρες Ρεθύµνου δρούσαν στα χωριά απροκάλυπτα, ακόµα και κατά τη διάρκεια της ηµέρας, έκλεβαν τα ζώα και σκότωναν τους ιδιοκτήτες που θα τολµούσαν να τους αντισταθούν και να υπερασπίσουν την περιουσία τους, παραβίαζαν τις εισόδους των σπιτιών και οικειοποιούνταν την περιουσία των φτωχών χωρικών, ασελγούσαν στις γυναίκες και κόρες τους, προέβαιναν σε εµπρησµούς και απαγωγές. ∆ιέπρατταν κάθε αδίκηµα µε απίστευτη βαρβαρότητα και σκληρότητα, µε αποτέλεσµα την ερήµωση της τοποθεσίας, κυρίως µετοχίων και µύλων, µε ζηµία για την περιοχή και τη Βενετία. Επιπρoσθέτως, αποτελούσαν κακό πρότυπο, καθώς πολλοί, που είχαν οποιαδήποτε µορφή εξάρτησης από τις Σφακιανές οικογένειες, συγχωριανοί τους και κάτοικοι γειτονικών χωριών, ακολουθώντας το παράδειγµά τους, έπρατταν ανάλογα ή συσπειρώνονταν 6 Για τους σεισµούς που πλήττουν το νησί την περίοδο αυτή, βλ. Πλατάκης 1950. Κοµίνης 1968. Για την πανώλη της περιόδου 1592-1595, βλ. Σπανάκης 1953, 64-114˙ Μαρµαρέλη-∆ρακάκη 1995˙ ∆ετοράκης 1996a, 23-26˙ Παπαδία-Λάλα 1996, σε πολλά σηµεία.
578
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
µαζί τους. Από την άλλη, τα θύµατα δεν προέβαιναν σε καταγγελίες από τον φόβο της αντεκδίκησης εκ µέρους των ορεσίβιων οικογενειών, µε αποτέλεσµα οι ένοχοι να µένουν ατιµώρητοι και ελεύθεροι7. Η ανεξέλεγκτη δράση τους σύντοµα θα προκαλέσει την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας: οι πρόεδροι των τοπικών συµβουλίων των ευγενών και φεουδαρχών Ρεθύµνου (Proveditori ad Utilia), µεταφέροντας και τα παράπονα των χωρικών, θα απευθύνουν κατά διαστήµατα έκκληση στις βενετικές αρχές ζητώντας βοήθεια8. Οι εκπρόσωποι της βενετικής εξουσίας στο νησί προβληµατίζονται ιδιαίτερα σχετικά µε τη στάση που οφείλουν να ακολουθήσουν˙ οι προσπάθειες των βενετικών αρχών στη δύση του 16ου αιώνα εστιάζουν περισσότερο στη διπλωµατική οδό και στη συνεννόηση µε τους αρχηγούς των οικογενειών, υιοθετώντας µάλλον την πολιτική συµβιβασµού του γενικού προνοητή και ανακριτή Κρήτης Giacomo Foscarini (1574-1578) παρά τα µέτρα καταστολής προηγούµενων περιόδων, όπως ήταν η δίωξη από τον γενικό προνοητή Κρήτης Marin de Cavalli το 1571 στο πλαίσιο της εξέγερσης των χωρικών του Ρεθύµνου9. Μία σηµαντική προσπάθεια ήταν αυτή του γενικού προνοητή Κρήτης Alvise Grimani το 1584, όταν 7 A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1 και b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597. Η αναφορά του προνοητή Donado κάνει λόγο για «ατελείωτο» (infinito) αριθµό µηνύσεων, προερχόµενες κυρίως από χωρικούς. Βλ. επίσης ό.π., b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 12 Μαΐου 1609, µε συνηµµένη επιστολή των Proveditori ad Utilia του Ρεθύµνου στον ίδιο, χ.χ., βλ. έγγρ. αρ. 4. Για τη δράση των Παπαδόπουλων και τις καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους βλ. Processo 1610 και κυρίως τη χαρακτηριστική περιγραφή της επίθεσης στον ∆ηµήτρη Λίτινο από γειτονικό χωριό από µέλη της φάρας, επίθεση στην οποία συµµετείχαν και άλλοι από γειτονικά χωριά, ό.π., φφ. 11r-12v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φφ. [5]r, [6]v-[7]r. Για την παραβατική δραστηριότητα γενικότερα των Σφακιανών στα τέλη του 16ου αιώνα βλ. και Σπανάκης 1940, 9-10˙ ο ίδιος 1947, 431-444. 8 A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597 και b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 12 Μαΐου 1609, µε συνηµµένη επιστολή των Proveditori ad Utilia του Ρεθύµνου στον ίδιο, χ.χ., βλ. έγγρ. αρ. 4. Για τους Provveditori ad Utilia του Ρεθύµνου βλ. Παπαδία-Λάλα 2004, 97-98, 102, 106. 9 A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπα-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
579
κάλεσε τους αρχηγούς των γενών από τα παραπάνω χωριά στον Άγιο Κωνσταντίνο (πιθανότατα πρόκειται για το οµώνυµο χωριό της επαρχίας Ρεθύµνου), όπου και θα υπέγραφαν συνθήκη µε τις βενετικές αρχές. Οι αρχηγοί ζήτησαν συγχώρεση για τα προηγούµενα αδικήµατά τους και εγγυήθηκαν πως θα σταµατήσουν οι κλοπές και οι συγκρούσεις στο διαµέρισµα του Ρεθύµνου τόσο µε τους υπόλοιπους κατοίκους όσο και µεταξύ τους, µε αυστηρές ποινές για τους παραβάτες. Έχοντας ως υποχρέωση να παρουσιάζονται κάθε έξι µήνες στις αρχές του Ρεθύµνου (Reggimento), ως εγγυητές των µελών του γένους τους, υποσχέθηκαν ως πιστοί υπήκοοι να µην προβάλουν αντίσταση στους αξιωµατούχους, αλλά να τους διευκολύνουν, κάθε φορά που αυτοί θα µετέβαιναν στην περιοχή τους µε σκοπό την εκτέλεση συγκεκριµένου έργου ή για να καταδιώξουν κάποιον από τη φάρα τους. Επιπλέον, αναλάµβαναν την υποχρέωση να παραδίδουν οι ίδιοι στις αρχές εκείνον που θα διέπραττε κάποιο αδίκηµα, συνδράµοντας, µε τον τρόπο αυτόν στην απόδοση της δικαιοσύνης, µολονότι µία τέτοια συµφωνία για παράδοση των διωκόµενων µελών της φάρας αντέβαινε στους κανόνες αλληλεγγύης των Σφακιανών πληθυσµών, όπως αυτοί περιγράφονται και από τους ίδιους τους βενετούς αξιωµατούχους (βλ. ενδεικτικά την έκθεση του γενικού προνοητή Κρήτης Zuanne Mocenigo το 1589, Σπανάκης 1940, 9-10), κάτι για το οποίο θα γίνει εκτενής λόγος παρακάτω. Σε περίπτωση αποµάκρυνσής τους από τον τόπο διαµονής τους όφειλαν να συντάξουν πιστοποιητικό στον ιερέα του χωριού τους, στο οποίο θα ανέφεραν τον λόγο µετακίνησής τους και το οποίο θα έφεδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1. Ο γενικός προνοητής Zuanne Mocenigo στην έκθεσή του, το 1589, τονίζει την επιτακτική ανάγκη να υπάρξει διοικητής στην περιοχή των Σφακίων, ο οποίος θα εµπνέει σεβασµό, ενώ θεωρεί τα επιβαλλόµενα αυστηρά µέτρα του παρελθόντος αναποτελεσµατικά (Σπανάκης 1940, 10-12). Για την αντιµετώπιση των Σφακιανών οικογενειών από τους βενετούς αξιωµατούχους κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ανάµεσα στις οποίες και οι Παπαδόπουλοι του διαµερίσµατος Ρεθύµνου, βλ. Ξανθουδίδης 1939, 142149˙ Γιαννόπουλος 1978, 140-147˙ Παπαδία-Λάλα 1983, 31-55, 155-165. Ιδιαίτερα για την αντιµετώπισή τους από Cavalli και Foscarini, βλ. Ζουδιανός 1960, 239-248, 254257˙ Γιαννόπουλος 1978, 131-139. Για την προτίµηση των βενετών αξιωµατούχων στην πολιτική Foscarini, βλ. Ζουδιανός 1960, 260. Για τις συµφωνίες του Foscarini και των Σφακιανών οικογενειών Πάτερων και Παπαδόπουλων, βλ. Biblioteca del Museo Civico Correr di Venezia (στο εξής B.M.C.C.), Collegio, Relazioni, Candia, τ. ΙΙ, Misc. Correr LXXXII 2704-2712, Ordini Candia 2708, φφ. 321r-322v (1575)˙ B.M.C.C., Archivio Morosini-Grimani, ms. 380, φφ. 128v, 133r-135r (22 Σεπτεµβρίου 1575).
580
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ραν µαζί τους, διαφορετικά υπόλογοι θα ήταν οι αρχηγοί τους µε την απειλή της επέµβασης του ιταλικού στρατού. Υποσχέθηκαν, τέλος, να ανταποκρίνονται στις αγγαρείες τους και να καταβάλουν τους φόρους τους, έτσι όπως είχαν οριστεί επί Foscarini, στους εισπράκτορες των φόρων «επί του αλατιού» και «επί των σφαγείων» (Datiari del Sale και della Becaria). Ως αντάλλαγµα οι αρχές ανέστειλαν τις καταδίκες για συγκεκριµένο διάστηµα µε προϋπόθεση την τήρηση των συµφωνηµένων10. Ωστόσο, τα προβλήµατα συνεχίστηκαν, όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος µελών της οικογένειας Παπαδόπουλων κατά την περίοδο 1590-1610. Ιδιαίτερη δραστηριότητα παρουσιάζεται στην περιοχή του χωριού Ροδάκινο, καθώς µέλη των Παπαδόπουλων, κάτοικοι του χωριού, επιδίδονται το διάστηµα αυτό σε έντονη παραβατική δράση. Οι Βενετοί επικεντρώνονται κυρίως σε δύο φυσιογνωµίες: τον Θεοδόσιο (ή Cacanigo: Κακανίγος) Παπαδόπουλο και τον Μανόλη (ή Ruba: Ρουµπάς [;]) Παπαδόπουλο. Παρά τις µηνύσεις και τις καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον τους, οι ίδιοι περιφρονούσαν τις αρχές και εξακολουθούσαν να εµφανίζονται στο χωριό Ροδάκινο, από όπου είχαν καταδικαστεί ερήµην τους σε εξορία και επικηρυχθεί, να διαµένουν στις οικίες τους και να συγχρωτίζονται δηµόσια αδιαφορώντας για τους νόµους, τη δικαιοσύνη και τους υπηκόους11. Είναι χαρακτηριστική η στάση του Κακανίγου. περιφρονούσε τις αρχές, λέγοντας πως δεν 10 A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1. Πιθανότατα πρόκειται για το χωριό Άγ. Κωνσταντίνος της επαρχίας Ρεθύµνου, φέουδο της βενετικής οικογένειας Barozzi (Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 71˙ Faure 1981, 229), καθώς τη συµφωνία υπογράφουν και µέλη της. Για τον φόρο «επί των σφαγείων» στην Κρήτη και τη σύγχυσή του µε άλλους φόρους της περιόδου εξαιτίας της πολυσήµαντης χρήσης του όρου βλ. Παπαδία-Λάλα 1992, 25-51. Για την ιταλική φρουρά στο νησί (militia) στα τέλη του 16ου αιώνα βλ. Ξηρουχάκης 1934, 55-57, 65-67. 11 Processo 1610, φφ. 3v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 11r12v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2), 13r-14r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Πρβλ. A.S.V., Capi Consiglio de Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r, όπου οι κάτοικοι του Ροδάκινου παρουσιάζονται όλοι ως φυγόδικοι και εξόριστοι µε αρχηγό τον Cacanigo.Το παρωνύµιο Cacanigo (απόδοση στα ελληνικά: Κακανίγος) ίσως σχετίζεται µε το ρήµα του γλωσσικού ιδιώµατος της ∆. Κρήτης κακανίζω=γελώ δυνατά, από το
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
581
ήταν δυνατό να συλληφθεί, χλεύαζε τους Βενετούς αποκαλώντας τους «γελασµένη Αφεντιά», καυχιόταν πως κανείς δεν µπορούσε να τον εξαναγκάσει σε ειρήνη, καθώς, σύµφωνα µε τον ίδιο, «εκεί που πετούν οι πέρδικες δεν πατούν τα λιοντάρια»12. Μαζί µε άλλα µέλη οικογενειών της φάρας και συντοπίτες τους αλλά και κατοίκους γειτονικών χωριών, όπως ήταν ο Μιχάλης Καλλέργης από το χωριό Ασώµατος, επιτέθηκαν µε λύσσα στον επικεφαλής των πολιτοφυλακών του Αγίου Βασιλείου (Deputato alla disciplina delle cernide di Santo Basegio), ∆ράκο Mocenigo, που µε ικανό αριθµό στρατιωτών και αρχηγούς των «προνοµιούχων» (capi di prevelegiati) (δηλαδή όσους απολάµβαναν διάφορα προνόµια από τη Βενετία, όπως απαλλαγή από προσωπικές αγγαρείες και υπηρεσία στις γαλέρες, και αξιοποιούνταν ως επίλεκτη στρατιωτική δύναµη στο νησί) µετέβη το 1605 στο Ροδάκινο για να συλλάβει τους εξορίστους. Η επίθεση έγινε µε ιδιαίτερη βία και ποικιλία όπλων (σπαθιά, τόξα, πυροβόλα όπλα: αρκοβούζια) µε θύµατα τον ίδιο τον Mocenigo και έναν από τους αρχηγούς των «προνοµιούχων», τον καπιτάνο Μαρκουλάκη Filimo. Θέλοντας να κάνουν επίδειξη δυνάµεων στις αρχές, οι δράστες θα καταδιώξουν µε µανία το απόσπασµα «σαν αγρίµια, προκαλώντας θόρυβο και ουρλιάζοντας σαν λυσσασµένα σκυλιά», ενώ θα κακοποιήσουν, σκυλεύσουν και διαποµπεύσουν τα πτώµατα των θυµάτων τους13. ουσιαστικό κάκανο, λέξη που σχηµατίστηκε κατά ηχοποιία από τον ήχο του γέλιου. Πρβλ. και το συνώνυµο ρ. χαχαρίζω=καγχάζω, γελώ και το µεσαιωνικό χαχανίζω (Πάγκαλος 1964, τ. 4/1, 322˙ Ξανθινάκης 2001², 204, 562). Το όνοµα Κακανίγος Παπαδόπουλος απαντά και σε συµβολαιογραφική πράξη του 1643 του ρεθυµνιώτη νοταρίου Αντρέα Καλλέργη, στην οποία οι συµβαλλόµενοι είναι κάτοικοι χωριών της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου. Πρόκειται για ανάκληση µήνυσης εναντίον µελών της οικογένειας Παπαδόπουλων για ζωοκλοπή (Γρυντάκης 1994, 237, αρ. πρ. 325: χωριό Αγία Μαρίνα, 8 Οκτωβρίου 1643). Το Κακανίγος απαντά ευρέως ως επίθετο στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου τον 19ο αιώνα (Φασατάκης 1994). 12 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r, όπου αναφέρεται πως ο Cacanigo άλλοτε συµπεριφερόταν χλευαστικά και άλλοτε ήθελε να κάνει ειρήνη µε τις αρχές. Η περιφρόνηση προς τους εκπροσώπους της εξουσίας είναι συνήθης στο πλαίσιο της ληστρικής δραστηριότητας και της παραµονής στην παρανοµία (Κολιόπουλος 2005, 331-332). 13 Processo 1610, φφ. 2v-6r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). Οι παρεκτροπές των ληστών στην ωµή βία αποδίδονται συνήθως είτε σε στοιχεία του χαρακτήρα τους είτε σε εκδικητική µανία εναντίον της οργανωµένης κοινωνίας (Κολιό-
582
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Η Βενετία θα αναλάβει αποτελεσµατική δράση εναντίον τους κατά τη θητεία του γενικού προνοητή Κρήτης Gieronimo Capello (1608-1610). Αυτός προτίµησε να επαναφέρει τους ατίθασους πληθυσµούς του διαµερίσµατος Ρεθύµνου στην υπηρεσία της Βενετίας, µεταχειριζόµενος περισσότερο τη συγχώρεση και την επιείκεια παρά την αυστηρότητα πνίγοντας στο αίµα την περιοχή (βλ. αντίστοιχα την πρόθεση του Capello στην αντιµετώπιση των Σφακιανών, παρά τις αρχικές του σκέψεις για ανάγκη βίαιης αντιµετώπισής τους, Vincent 2001, 228-232). Σκοπός του ήταν να κάµψει το φρόνηµα των φατριών, ώστε και άλλοι παρανοµούντες να οδηγηθούν στις αρχές. Ωστόσο, και οι ίδιοι οι πληθυσµοί αναζητούσαν τον συµβιβασµό˙ κατά καιρούς καπιτάνοι από τα χωριά παρουσιάζονταν στις αρχές, «µε ταπεινοφροσύνη και φόβο» (con humiltà e timor), ζητώντας συγγνώµη και χάρη, όπως συνέβη στο χωριό Γωνιά τον Ιούλιο του 1609. Στους Παπαδόπουλους της Γωνιάς δόθηκε άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας (δηλαδή σύντοµη περίοδος χάριτος: Ferro 1843², 239-240 και 1847², 644-645), ώστε να παρουσιαστούν ενώπιον των αρχών και να κάνουν την απολογία τους, ενώ υπεύθυνοι για τη συγκέντρωση των µηνύσεων και την αποκατάσταση των κλοπιµαίων -όπου ήταν δυνατό- τέθηκαν τρεις ευγενείς της πόλης του Ρεθύµνου, µε σκοπό να ικανοποιηθεί, έστω και µερικώς, ο φτωχός πληθυσµός. Μάλιστα, ορισµένοι από τους αρχηγούς των οικογενειών δεσµεύτηκαν (αφήνοντας πίσω ως εγγύηση οµήρους γιους ή αδελφούς) να οδηγήσουν στις αρχές ο καθένας τους από τέσσερις, έξι, οκτώ ή και περισσότερους εξόριστους Παπαδόπουλους, ώστε πουλος 2005, 314-315). O καπιτάνος Μάρκος Filimo αναφέρεται στην απογραφή του Πέτρου Καστροφύλακα το 1583 ως ένας από τους καπιτάνους της ελληνικής στρατιάς της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Ξηρουχάκης 1934, 64-65). Για την ελληνική στρατιά του διαµερίσµατος Ρεθύµνου την ίδια περίοδο βλ. ό.π., 63-65 και ειδικότερα για την επαρχία Αγίου Βασιλείου ό.π., 64-65. Για τους privilegiati βλ. Ξηρουχάκης 1934, 3031, 55-56 σηµείωση 2, όπου και αναφορά στα επίλεκτα σώµατα φρουρών (cernide, privilegiati) τα οποία στελέχωνε ο ντόπιος πληθυσµός˙ Ξανθουδίδης 1939, 130-131˙ Λαµπρινός 2008, ιδιαίτερα 18-20. Το χωριό Aσώµατος πιθανότατα ταυτίζεται µε το οµώνυµο χωριό της επαρχίας Αγ. Βασιλείου (Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 161-162˙ Faure 1981, 235). Ο Μιχάλης Καλλέργης από το χωριό Ασώµατος µάλλον δεν ταυτίζεται µε το γνωστό µέλος της οικογένειας που κατείχε τη βενετική ευγένεια και διετέλεσε µε επιτυχία προνοητής των Σφακίων στα τέλη του 16ου αιώνα, παρέχοντας πιστή υπηρεσία στη Βενετία. τον δεύτερο ο A. Vincent ταυτίζει µε το ίδιο πρόσωπο που επέλεξε µαζί µε άλλους ο Capello το 1608 ως διαµεσολαβητές των αρχών και του πληθυσµού των Σφακίων (Ξανθουδίδης 1939, 148˙ Vincent 2001, 217-218, 228-229). Αναφέρω χαρακτηριστικά την αναφορά στις υπηρεσίες του magnifico miser Michiel Calergi, µε τη συνδροµή του οποίου οι Σφακιανοί παρέµεναν ήσυχοι, A.S.V, PTM, b. 762, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 6 Οκτωβρίου 1595.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
583
να αποδείξουν έµπρακτα τη µεταστροφή και υπακοή τους14. Σύντοµα, τον ίδιο µήνα, το παράδειγµα της Γωνιάς θα ακολουθούσαν οι καπιτάνοι από τα υπόλοιπα χωριά: τα Σελλιά, τον Αργουλέ, τη Σκαλωτή, το Ροδάκινο και τον Φοινικιά. Οι αρχηγοί των οικογενειών των Παπαδόπουλων παρουσιάστηκαν στον ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, όπου και απολογήθηκαν για τις καταγγελίες σχετικά µε όσα είχαν κλαπεί από τους χωρικούς -ζώα και άλλα- και εγγυήθηκαν για την απόδοση των φόρων των χωριών τους προς τους εισπράκτορες του φόρου «επί των σφαγείων» (Datiari di Beccaria). Σε αυτούς δόθηκε προθεσµία τριών µηνών να φροντίσουν για όσα υποσχέθηκαν, απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση των προνοµίων τους15. Είναι χαρακτηριστικό πως, σύµφωνα µε αναφορά του ίδιου του Capello, τον Αύγουστο του 1609 όλοι οι αρχηγοί των γενών και των χωριών των Παπαδόπουλων έχουν παρουσιαστεί στο Ρέθυµνο υπακούοντας στις διαταγές του προνοητή. Εκεί απολογήθηκαν για όλες τις µηνύσεις εναντίον τους, οι οποίες είχαν κατατεθεί στους εξουσιοδοτηµένους δικαστές (giudici delegati), και εγγυήθηκαν για τα χωριά τους και όσους συνδέονταν µε αυτούς16. Τον Capello απασχόλησαν, εκτός από τον κλάδο των Παπαδόπουλων που κατοικούσε στο Ρέθυµνο, ο κλάδος της οικογένειας που κατοικούσε στο διαµέρισµα των Χανίων, καθώς και οι Πάτεροι, αλλά και οι πιο δυνατές από τις υπόλοιπες φάρες, µε τους καπιτάνους των οποίων θα συνδιαλ14 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Ρέθυµνο, 7 Ιουλίου 1609. Πρβλ. και ό.π., επιστολές του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 12 Μαρτίου 1609 και 16 Αυγούστου 1609. Για την παράνοµη δραστηριότητα του πληθυσµού του χωριού Γωνιά και την καταστροφή του από τις αρχές βλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r-v. Ανάλογη τακτική οµηρείας των συζύγων και των παιδιών των Σφακιανών, ανάµεσά τους και του Κακανίγου, θα ακολουθηθεί και στην προσπάθεια εξόντωσης των εξορίστων του Ροδάκινου, στο ίδιο, φ. [6]r-v. Για την άδεια ελεύθερης κυκλοφορίας (salvocondotto), ως πρακτικής ενταγµένης στο ποινικό σύστηµα της Κρήτης τον 16ο αιώνα, βλ. αναλυτικά Τσακίρη 2008, 218-220 (κείµενο µε διορθώσεις και βελτιώσεις). Γενικότερα για το salvocondotto κατά τους 12ο-15ο αιώνες βλ. Μαλτέζου 1994a, 177-178. 15 A.S.V., PTM, b. 774, συµφωνία του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος: Ρέθυµνο, 24 και 27 Ιουλίου 1609. 16 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 16 Aυγούστου 1609. Για την ανάθεση των υποθέσεων σε συγκεκριµένα δικαστήρια (giudizi delegati), κεντρικά ή περιφερειακά, µέσω της πρακτικής της «εξουσιοδότησης» (delegazione) όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεων, υπό την επίβλεψη των ανώτατων οργάνων του βενετικού κράτους, βλ. Povolo 1980 και ειδικότερα 237-256.
584
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
λαγεί. Τα άρθρα µε τις διατάξεις του γενικού προνοητή και τις υποχρεώσεις των καπιτάνων θα καταγράφονταν στο εξής σε βιβλίο µαζί µε τις σχετικές διατάξεις του Foscarini για τις υποχρεώσεις Πάτερων και Παπαδόπουλων, ενώ µελλοντικά σε αυτό θα προστίθεντο ανάλογες διατάξεις των διαδόχων βενετών αξιωµατούχων. Κυρίως, όµως, θα αποτελούσε υποχρέωση των τριών αξιωµατούχων, βενετών και κρητικών ευγενών, προνοητών της κοινότητας Ρεθύµνου (Proveditori della Comunità), επιφορτισµένων µε υποθέσεις της περιοχής (ανάµεσά τους και υποθέσεις ποινικού περιεχοµένου), να υπενθυµίζουν το έργο στους αξιωµατούχους και να φροντίζουν για την αποκατάσταση των πληθυσµών, τόσο των ενδιαφερόµενων όσο, και κυρίως, των χωρικών και των αδύναµων οµάδων17. Η πολιτική αυτή εκ µέρους της Βενετίας δεν είναι πρωτόγνωρη˙ µέσα από συµφωνίες µε τους ατίθασους ορεινούς πληθυσµούς του νησιού οι βενετοί αξιωµατούχοι οδηγήθηκαν, αρκετές φορές, στην εκτόνωση της έντασης -οφειλόµενη σε διαφορετικούς λόγους κατά περίστασηικανοποιώντας, παράλληλα, το αίτηµα των εντοπίων για ασφαλή διαβίωση. Στο πλαίσιο αυτό παραχωρούσαν σχετική αυτονοµία στους πληθυσµούς, απαιτώντας, ωστόσο, εγγυήσεις για την ασφάλεια της περιοχής και την οµαλή συνέχεια της οικονοµικής δραστηριότητας. Με τον τρόπο αυτόν εξασφάλιζαν τη θητεία των προνοµιούχων αρχηγών των οικογενειών στις πολιτοφυλακές και τη στρατιωτική συνδροµή τους σε επερχόµενο πόλεµο (Ζουδιανός 1960, 254-257, 260, 267-271˙ Παπαδία 1983, 31-55, 155-165). Στο έργο ελέγχου και καταστολής της παραβατικής δράσης και ανυποταξίας των πληθυσµών της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου οι αρχές θα έβρισκαν αρωγούς σε έναν πολύπλοκο µηχανισµό. αρχικά, στις συνήθεις πρακτικές του ποινικού συστήµατος της Βενετίας: τη συνδροµή καταγγελιοδοτών (Ferro 1843², 26-31˙ Preto 2003) αλλά και την ενεργή βοήθεια από εκείνους που θα συλλάµβαναν ή θα σκότωναν τους επικηρυγµένους. Σε αυτούς η µητρόπολη υποσχόταν σηµαντικές αµοιβές και άλλα προνόµια, όπως τη δυνατότητα απελευθέρωσης άλλου εξορίστου (Ferro 1843², 235239˙ Basaglia 1979-1980, 1-16˙ Povolo 1980, 225-232˙ Basaglia 1985)18. 17 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 19 Νοεµβρίου 1609. Για τους Provveditori di Comun του Ρεθύµνου βλ. Παπαδία 2004, 112, 120, όπου και συγκεντρωµένη βιβλιογραφία. Για την τακτική του Capello έναντι των Σφακιανών οικογενειών στα Χανιά βλ. Ξανθουδίδης 1939, 147-149˙ Ζουδιανός 1960, 270-271˙ Vincent 2001, 228-234. 18 Processo 1610, φφ. 6r-v, 7r, 8r, 9r, 10r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιου-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
585
Προσπαθώντας να πλήξουν τη συνοχή των παράνοµων οµάδων οι βενετικές αρχές έδωσαν την ευκαιρία στους εξόριστους Παπαδόπουλους, όσους τουλάχιστον διώκονταν για µικρότερα αδικήµατα, να αποκτήσουν την ελευθερία τους και τα ορισµένα προνόµια και αµοιβές, φονεύοντας ή παραδίδοντας κάποιον συνεργό τους και ιδιαίτερα τους κύριους δράστες19. Κατά δεύτερο λόγο, την οµαλή λειτουργία διοίκησης και δικαιοσύνης διασφάλιζε η ικανότητα και συνεργασία των δηµόσιων αρχών. Σηµαντική ήταν η συµβολή προσώπων σε καίριες θέσεις, που είτε αποδεικνύονταν ικανοί και αποτελεσµατικοί στα καθήκοντά τους, εκτελώντας πιστά τις διαταγές των αξιωµατούχων, είτε έχαιραν της εκτίµησης των πληθυσµών αυτών. Για παράδειγµα, ο Capello βασιζόταν τόσο στην αποτελεσµατική βοήθεια του ιταλού στρατιωτικού διοικητή (colonello) Mario Gazzi (για τον οποίο αναφέρει πως είχε καλή επικοινωνία µε τις αρχές Ρεθύµνου και Χανίων) και των υπευθύνων των πολιτοφυλακών (cernide) του Ρεθύµνου όσο και στη χαρισµατικότητα των βενετών αξιωµατούχων, όπως του ρέκτορα Ρεθύµνου Οttavian Falier (για τον οποίο ο προνοητής, παρά τις διαφορές τους στην αντιµετώπιση σχετικών µε την υπόθεση ζητηµάτων, δηλώνει πως είχε την αγάπη και εκτίµηση των πληθυσµών)20. νίου 1605), 12r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2), 15r-v, 16r-v, 18r-v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Οι αρχές αναζητούσαν τη συνδροµή καταγγελιοδοτών και για εκείνους που παρείχαν βοήθεια στους καταζητούµενους, ό.π., φφ. 10v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 16r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610), ενώ θέσπιζαν ποινές για όσους δεν προέβαιναν στην καταγγελία αυτών, ό.π., φ. 7r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). Βλ. και A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1. Αναλυτικά για την καταγγελία στην Κρήτη τον 16ο αιώνα βλ. Τσακίρη 2008, 93-111. Αντίστοιχα για τη δυνατότητα απελευθέρωσης εξορίστου και την απόδοση αµοιβών σε εκείνον που θα συνεργαζόταν µε τις αρχές για την καταγγελία, τη σύλληψη ή τη θανάτωση των επικηρυγµένων βλ. ό.π. και ό.π., 190-201, 204-209. Για την πρακτική της καταγγελίας στο νησί την ύστερη µεσαιωνική περίοδο βλ. Μαλτέζου 1994b. 19 Processo 1610, φφ. 15r, 17r, 18r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [6]v. 20 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολές του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Ρέθυµνο, 7 Ιουλίου 1609˙ Χάνδακας, 16 Αυγούστου 1609 και 7 Σεπτεµβρίου 1609˙ A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni,
586
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Εξίσου, όµως, σηµαντικός ήταν και ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας, καθώς πρόσωπα της περιοχής, µε κύρος στον πληθυσµό, αναλάµβαναν τον ρόλο του µεσάζοντα µεταξύ της διοίκησης και των ανυπότακτων οµάδων του πληθυσµού. Για παράδειγµα, η συµφωνία µεταξύ των βενετικών αρχών και των αρχηγών των οικογενειών, το 1584, θα υπογραφεί στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος, θέρετρο θερινής διαµονής των Barozzi, βενετικής οικογένειας του Ρεθύµνου (Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 71)21, ενώ µάρτυρες και εγγυητές σε αρκετές από τις συµφωνίες αυτές θα τεθούν βενετοί ευγενείς και σηµαντικά πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας, ανάµεσά τους και µέλη της οικογένειας Barozzi22. Από την άλλη, η Βενετία στηριζόταν ιδιαίτερα στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις των τοπικών αξιωµατούχων (capitani, officiali), των καπιτάνων των επίλεκτων φρουρών εντοπίων (capi di privilegiati) και στη δέσµευση των κοινοτήτων και υπόλοιπων εκπροσώπων των χωριών (comuni delle ville, contestabili, giurati, prevelegiati et altri capi delle ville), κυρίως όσων απολάµβαναν προνόµια, όπως απαλλαγή από τις αγγαρείες -ιδιωτικές ή δηµόσιες- και απαλλαγή από την υπηρεσία στις γαλέρες, µε αντάλλαγµα την προσφορά των υπηρεσιών τους. Κυρίως, όµως, βασιζόταν στους ίδιους τους καπιτάνους των οικογενειών των Παπαδόπουλων (capi delle prole), επίσης προνοµιούχους, που, κατά τις συµφωνίες, ήταν υπόλογοι για τα µέλη τους23. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του καπιτάνου Γεωργάκη Παπαδόπουλου, που θα σκοτώσει τον Θεοδόσιο Παπαδόπουλο ή Κακανίγο, αν και κουνιάδος του, όπως είχε υποσχεθεί στις βενετικές αρχές, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r-v, όπου αναφέρεται πως στην επιχείρηση εξόντωσης των παρανόµων στο Ροδάκινο έλαβαν µέρος οι καλύτεροι στρατιώτες υπό την αρχηγία του signor Belloni και του collonel Mario Gazzi µαζί µε µία οµάδα Σφακιανών. Για τη συµβολή του colonello Mario Gazzi στις επιχειρήσεις στα Σφακιά την ίδια περίοδο βλ. Vincent 2001, 222-234. Ο Gazzi είχε διατελέσει ως ένας από τους διοικητές των στρατευµάτων της υπαίθρου, έχοντας υπό τη διοίκησή του 12 λόχους του Χάνδακα και των περιχώρων του, σύµφωνα µε την έκθεση του γενικού καπιτάνου του πεζικού (capitano generale delle Fanterie) Giovanni Battista dal Monte το 1589 (Σπανάκης 1948, 245-247). 21 A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1. Για το χωριό Άγιος Κωνσταντίνος βλ. και παραπάνω σηµείωση 10. 22 A.S.V., PTM, b. 774, συµφωνία του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος: Ρέθυµνο, 24 και 27 Ιουλίου 1609. 23 Processo 1610, φφ. 7v, 8v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 15v-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
587
από τις οποίες χαρακτηρίζεται «ικανός και συνεργάσιµος»˙ για τον λόγο αυτό θα λάβει τα υποσχόµενα προνόµια και αµοιβές24. Η πολύπλευρη αυτή αντιµετώπιση είχε αποτελέσµατα: στις αρχές του 17ου αιώνα οι εξόριστοι από το Ροδάκινο τείνουν να εξαλειφθούν. Σταδιακά, οι «φηµισµένοι» (famosi) εξόριστοι της οικογένειας των Παπαδόπουλων αλλά και άλλοι παράνοµοι, περιήλθαν στον ρέκτορα Ρεθύµνου25. Πράγµατι, τον Μάιο του 1610, ο Ruba Παπαδόπουλος συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε, ενώ ως τελευταίοι επικηρυγµένοι που παρέµεναν ακόµη φυγόδικοι αναφέρονται ο Κακανίγος, ο αδελφός του και ένας θείος τους. Σύντοµα, τον Αύγουστο του 1610, το κεφάλι του Κακανίγου, του «πιο διάσηµου επικηρυγµένου της περιόδου, υπόλογου σοβαρών αδικηµάτων, θρασύ καταφρονητή της δηµόσιας αρχής και µε τους περισσότερους συντρόφους», θα µεταφερθεί στο Ρέθυµνο (το γεγονός προβάλλεται ως επιτυχία των Βενετών και η είδηση διαδίδεται σε όλο το νησί), ενώ και ο αδελφός του θα παραδοθεί στις φυλακές του Ρεθύµνου για να τιµωρηθεί26. Σε όλο το διάστηµα της εξεταζόµενης περιόδου πολλά από τα µέλη της οικογένειας των Παπαδόπουλων και γενικότερα των πληθυσµών της επαρχίας καταδικάστηκαν ερήµην τους σε εξορία (συνήθως µε δυνατότητα παραµονής σε συγκεκριµένο τόπο του νησιού), αφού φυγοδίκησαν, µε αυστηρές ποινές σε περίπτωση σύλληψής τους (αποκεφαλισµός και διαπόµπευση, γαλέρα, δήµευση των περιουσιών τους και στέρηση από 16r, 17r-18v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610)˙ A.S.V., PTM, b. 774, επιστολές του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Ρέθυµνο, 7 Ιουλίου 1609˙ Χάνδακας, 16 Αυγούστου 1609. Για την εκπροσώπηση των χωριών της Κρήτης και τις υποχρεώσεις των επικεφαλής των χωριών στις βενετικές αρχές κατά τους 16ο και 17ο αιώνες βλ. Λαµπρινός 2002, 97-152. Για την έννοια της κοινότητας (comune) βλ. κυρίως ό.π., 143-144. Για τους privilegiati βλ. παραπάνω σηµείωση 13. 24 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. 25 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 4 ∆εκεµβρίου 1609. 26 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φφ. [5]v-[6]v, όπου σχετική αναφορά στη δίωξη του Cacanigo και των άλλων εξορίστων του Ροδάκινου. Ο ρέκτορας τιµώρησε τον αδελφό του Cacanigo µε απαγχονισµό. Για τη σύλληψη του Ρουµπά Παπαδόπουλου βλ. A.S.V., Capi Consiglio di Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610.
588
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
τα προνόµιά τους)27. Παραδειγµατική προβλεπόταν η τιµωρία των πιο κακούργων από αυτούς: απαγχονισµός στα δέντρα και στην αγχόνη ή αποκεφαλισµός µε διαπόµπευση. Η εκτέλεση της ποινής ήταν σχεδόν τελετουργική (οι Βενετοί αξιωµατούχοι τη χαρακτηρίζουν δηµόσιο θέαµα: spettacolo), «ώστε να προκαλέσει φρίκη, σύγχυση και φόβο στον υπόλοιπο πληθυσµό». Τα σώµατα παρέµεναν κρεµασµένα στα σηµεία όπου απαγχονίστηκαν οι δράστες, σε κοινή θέα, σε τοποθεσίες µε καλή προοπτική, στα σύνορα των χωριών. Για άλλους προβλεπόταν ο αποκεφαλισµός και στη συνέχεια ο τεµαχισµός του σώµατος σε τέσσερα κοµµάτια˙ τα µέλη εκτίθενται σε ικριώµατα, σε νευραλγικά σηµεία, έως την αποσύνθεσή τους28. Για παράδειγµα, οι καταδικαστικές αποφάσεις εναντίον του Κακανίγου προέβλεπαν ακρωτηριασµό του δεξιού χεριού, σύρσιµο από την ουρά του αλόγου στον κεντρικό δρόµο του Χάνδακα και τέσσερις συσφίξεις µε τανάλια, ενώ ένας τελάλης θα διαλαλούσε τα αδικήµατά του˙ έπειτα θα οδηγούνταν στο ικρίωµα, όπου θα αποκεφαλιζόταν. Το κεφάλι του θα καρφωνόταν σε µια λόγχη και θα µεταφερόταν εκτός της πόλης στην οποία εκτελέστηκε, το πτώµα του θα τεµαχιζόταν και θα εκτίθετο σε τέσσερα ικριώµατα στους συνήθεις δρόµους, ενώ όλα 27 Processo 1610, φφ. 1v, 3v (πρακτικό ανάκρισης: Χάνδακας, 11 Μαΐου 1610), 6r, 8r-v, 9r-10r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 12r-v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2), 13r-v, 14v-15r, 16v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r-v. 28 A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597˙A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 7 Σεπτεµβρίου 1609˙ Processo 1610, φφ. 1v, 3v (πρακτικό ανάκρισης: Χάνδακας, 11 Μαΐου 1610), 6r, 8r-v, 9r-10r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 12r-v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2), 13r-v, 14v-15r, 16v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610), 19r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 18 Μαΐου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r-v, όπου ανάλογη περιγραφή της τιµωρίας των Παπαδόπουλων της Γωνιάς. Η δηµόσια εκτέλεση για τη Βενετία της περιόδου ήταν µια τελετουργία πλήρης συµβολισµών. Για τις δηµόσιες εκτελέσεις στη Βενετία και σε άλλα κράτη της ∆υτικής Ευρώπης και τη σηµασία τους κατά τη µεσαιωνική και την πρώιµη νεότερη περίοδο, βλ. ενδεικτικά µόνο Φουκώ 1976˙ Puppi 1988˙ Merback 1999˙ Μπενβενίστε 1992˙ Muir 1997. Για τη διαπόµπευση και τις δηµόσιες εκτελέσεις στην Κρήτη τον 16ο αιώνα, βλ. αντίστοιχα Τσακίρη 2008, 151-154, 242-256.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
589
τα µέλη του θα παρέµεναν εκτεθειµένα έως την αποσύνθεσή τους29. Πολλοί ήταν εκείνοι που θα αποστέλλονταν στις γαλέρες των καταδικασµένων να υπηρετήσουν σιδηροδέσµιοι για αρκετά χρόνια, ενώ, αν κρίνονταν ανεπαρκείς για τη γαλέρα, θα υπόκεινταν σε ακρωτηριασµό του πιο λειτουργικού χεριού ή θα αποστέλλονταν στη φυλακή30. Μάλιστα, σε καταγραφή, πιθανότατα του 1608, αναφέρονται 138 Παπαδόπουλοι, από το διαµέρισµα του Ρεθύµνου, καταδικασµένοι σε θανατική ποινή και γαλέρα, προερχόµενοι από τα προαναφερθέντα χωριά αλλά και από τα χωριά Ρίζικας (Risikas) και Angarathea31. Άλλοι θα παρέµεναν κλεισµένοι στη σκοτεινή φυλακή, «ζωντανά και διαρκή παραδείγµατα»32. Για άλλους, τέλος, προβλεπόταν ο εκτοπισµός σε διαφορετικές περιοχές της Κρήτης (πόλη και επαρχία Σητείας και καστέλλια Μεραµπέλου, Πεδιάδας, Μπελβεντέρε) σε µια προσπάθεια αποµόνωσής τους και αποµάκρυνσης του ενός από τον άλλο33. Εξάλλου, όπως αποδεικνύουν παραδείγµατα από τη νεότερη ελληνική ιστορία, γενικότερα η ποινή του εκτοπισµού έπληττε καίρια τα νοµαδικά συγγενικά δίκτυα των ληστών (Θεοτοκάς - Κοταρίδης 2006, 173-174). Για τους πιο απεχθείς εγκληµατίες προβλεπόταν επιπρόσθετα στέρηση των προνοµίων για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, δήµευση της περιουσίας και κατεδάφιση των οικιών τους χωρίς τη δυνατότητα ανοικοδόµησης34. Συχνά, τέλος, αποσπούνταν επαρκής ποσότητα ζώων 29 Processo 1610, φφ. 6r-v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 14v-15r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). 30 A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597. Πρβλ. Processo 1610, φφ. 10r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605) και 12v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2). 31 A.S.V., PTM, b. 773, καταγραφή των καταδικασµένων Παπαδόπουλων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου και των Πάτερων του διαµερίσµατος Χανίων στη θανατική ποινή και στη γαλέρα [1608], βλ. έγγρ. αρ. 3. Για το χωριό Ρίζικας της επαρχίας Αµαρίου του διαµερίσµατος Ρεθύµνου βλ. Σπανάκης 2006³, τ. Β΄, 682. Το χωριό Αγκαραθέα(ς;) δεν εντοπίστηκε, ωστόσο το τοπωνύµιο Αγκάραθος, Αγκαραθές κτλ. είναι κοινότατο στην Κρήτη (Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 80). Η τοπωνυµία «στον Αγκαραθέα» απαντά σε διαθήκη του 1645, την οποία συνέταξε ο ρεθυµνιώτης νοτάριος Αντρέας Καλλέργης (Γρυντάκης 1994, 260, αρ. πρ. 355, διαθήκη Μάρκου Καλλέργη: Ρέθυµνο, 1(2)9 [sic] Φεβρουαρίου 1644). 32 A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado προς τη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597. 33 Processo 1610, φφ. 9v-10r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). 34 Processo 1610, φφ. 6v, 7v-9r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 14v, 16v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610).
590
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
των δραστών, µέρος των οποίων θα διετίθετο στην άµεση αποζηµίωση των θυµάτων ή θα κατέληγε σε δηµόσιο πλειστηριασµό, ώστε να αποδοθεί στο δηµόσιο ο φόρος της δεκατείας (=δεκάτη), φόρος επί του αριθµού των ζώων µιας περιοχής35. Με αυστηρές ποινές, όπως αποκεφαλισµό, εξορία και δήµευση, θα τιµωρούνταν και εκείνοι που θα παρείχαν στους επικηρυγµένους βοήθεια, καταφύγιο, υπόθαλψη, θα συγχρωτίζονταν µαζί τους -ακόµη και αν είχαν συγγένεια εξ αίµατος ή εξ αγχιστείας µε αυτούς- ή θα τους φυγάδευαν εκτός Κρήτης36. Ιδιαίτερα αυστηρές ποινές προβλέπονταν για τους επικεφαλής των κοινοτήτων και των χωριών, τους καπιτάνους των προνοµιούχων (capi di privilegiati) και κυρίως των οικογενειών των Παπαδόπουλων, αν αµελούσαν τα καθήκοντά τους προς τις αρχές (όπως φυλακή, γαλέρα, εξορία, δήµευση της περιουσίας τους αλλά και απώλεια των προνοµίων για τους ίδιους και τους απογόνους τους, καθώς και εγγραφή στους καταλόγους αγγαρειών και υπηρεσίας στη γαλέρα)37. Όµως και για το χωριό Ροδάκινο, που από τους Bενετούς αξιωµατούχους αναφέρεται ως «άσυλο των παρανόµων» (ricetacolo albergo), σε καταδικαστική απόφαση, τον Μάρτιο του 1610, εναντίον των πρωτεργατών Παπαδόπουλων, κατοίκων του συγκεκριµένου χωριού, προβλεπόταν ολοσχερής καταστροφή, σύµφωνα µε την πολιτική της Βενετίας που στόχευε στην ερήµωση των πολύ οχυρών τόπων, µε ρητή την απαγόρευση ανοικοδόµησης, ενώ οι πληθυσµοί του θα µεταφέρονταν σε διάφορα µακρινά χωριά38. Πράγµατι, τον Οκτώβριο του 1610 το 35 A.S.V., PTM, b. 764, επιστολή του γενικού προνοητή Nicolò Donado στη Βενετία: Χάνδακας, 10 Σεπτεµβρίου 1597. Για τον φόρο της δεκατείας στην Κρήτη βλ. ενδεικτικά Παπαδία-Λάλα 1992, 32-33˙ Γάσπαρης 1997, 185-186. 36 Processo 1610, φφ. 6v-7r, 8v, 10v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 15r, 17r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Για παράδειγµα, οι αρχές αποφάσισαν να κατεδαφιστεί το σπίτι του Μιχάλη Καλλέργη στο χωριό Ασώµατος για τη βοήθεια που παρέσχε στους Παπαδόπουλους, ό.π., φ. 9r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]v, όπου αναφέρεται πως προβλέπονταν αυστηρές ποινές για όσους είχαν δώσει καταφύγιο στον Cacanigo. 37 Processo 1610, φφ. 7v, 8v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 15v-16r, 17r-v, 18r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). 38 Processo 1610, φ. 16r-v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni,
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
591
Ροδάκινο έχει καεί, οι πληθυσµοί έχουν µεταφερθεί σε άλλους οικισµούς και επαναλαµβάνεται η απαγόρευση ανοικοδόµησής του39. Ωστόσο, το χωριό πιθανότατα κατοικήθηκε εκ νέου και τα προβλήµατα δεν σταµάτησαν, αφού αρκετά χρόνια µετά, σε έκθεση του έτους 1633 του βενετού αξιωµατούχου Nicola Gualdo de Priorati, επιθεωρητή της πολιτοφυλακής της Κρήτης, αναφέρεται πως, αν και το Ροδάκινο έχει πυρποληθεί (πιθανότατα λίγο πριν από τη σύνταξη της έκθεσης, χωρίς ωστόσο να αναφέρονται περισσότερα), πολλοί κάτοικοι ήταν εγκατεστηµένοι στα περίχωρα40. Ακόµη και στην τιµωρία, όµως, σκοπός του Capello ήταν να τιµωρηθούν κάποιοι µε επιείκεια (pietà) ως παράδειγµα, ώστε και δράστες από άλλα γένη, µε τη συνδροµή των αρχηγών τους, να παρουσιαστούν αυτοβούλως στις αρχές. Αρκετοί, µάλιστα, ελευθερώθηκαν˙ άλλοι, καταδικασµένοι στη γαλέρα, έλαβαν χάρη, µε αποτέλεσµα η πολύχρονη υπηρεσία τους σε αυτή να µετατραπεί σε συγκεκριµένο αριθµό ταξιδιών. Με την ίδια ηπιότητα θα αντιµετωπίζονταν και κάποιοι που είχαν καταδικαστεί σε θανατική ποινή. Κάποιοι άλλοι, τέλος, τιµωρήθηκαν επιεικώς b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23∆εκεµβρίου 1611), φφ. [5]v, [6]v. Βλ. ανάλογα και την καταστροφή της Γωνιάς, στο ίδιο, [5]r. To Ροδάκινο αναφέρεται ως «άσυλο των παρανόµων» και σε άλλες επιστολές του Capello προς τη Βενετία, βλ. A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 4 ∆εκεµβρίου 1609 και παρακάτω σηµείωση 39. 39 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 20 Οκτωβρίου 1610. Η καταστροφή του χωριού, σύµφωνα µε έγγραφο του Ιουνίου του 1610, πρέπει να ήταν άµεση µε πυρκαγιά και συθέµελη ισοπέδωση των σπιτιών «ώστε να καταργηθεί η φωλιά και το ασφαλέστατο καταφύγιο, ισχυρό οχυρό εξαιτίας της τοποθεσίας, τόσο για τους πιο δυνατούς επικηρυγµένους όσο και για τους χειρότερους πληθυσµούς της Κρήτης» (Però fatto da me assalire alla sprovista il casal Rodachino, fuggiti questi alle montagne, lo fecci abbrucciare et spianare sino dalle fondamenta per levar il nido et sicurissimo ricettacolo, per rispetto del sito che è fortissimo, alli maggior banditi et alla più pessima gente del Regno...), A.S.V., Capi Consiglio di Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610. 40 Η έκθεση του Nicola Gualdo de Priorati αναφέρει πως το χωριό πυρπολήθηκε µε διαταγή του Eccellentissimo Molino (Μαλτέζου 1983, 141). Η Μαρία Αρακαδάκη τον ταυτίζει µε τον γενικό προνοητή Francesco da Molin (1628-1631) (Αρακαδάκη 2003, 240 σηµ. 22). Για τις περιπέτειες του χωριού Ροδάκινο κατά την περίοδο της βενετοκρατίας πρβλ. Μαµαλάκης 1965. Σύµφωνα µε την τουρκική απογραφή του 1659 ο οικισµός αποτελούνταν από 26 σπίτια (Σταυρινίδης 1970, 128).
592
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
µε φυλάκιση41. Πράγµατι, αρκετοί ήταν εκείνοι που παρουσιάστηκαν εκούσια στις αρχές ελπίζοντας επιείκεια και χάρη (για παράδειγµα, µετά την εκτέλεση του Κακανίγου, προσήλθαν στις αρχές και άλλοι εξόριστοι, από τη Γωνιά, φηµισµένοι για την απεχθή τους δράση)42. Μέσω της αµνηστείας το κράτος εκτόνωνε την ένταση, αποδυνάµωνε τους συντρόφους και παράλληλα αναλάµβανε τη διαχείριση της βίας, θέτοντας τα όρια ανάµεσα στη νοµιµότητα και στην παρανοµία. Η δυνατότητα αυτόβουλης παρουσίασης στις αρχές και η δήλωση µετάνοιας συχνά λειτουργούσαν ως διαδικασία απεγκλωβισµού από καταστάσεις στις οποίες η σύγκρουση δεν θα είχε θετική έκβαση για καµµία από τις δύο πλευρές (βλ. αντίστοιχα την Οθωνική περίοδο της Ελλάδας του 19ου αιώνα, Θεοτοκάς – Κοταρίδης 2006, 90, 97-98, 107). Κυρίως, όταν το βενετικό κράτος διανύει µια περίοδο (α΄ δεκαετία του 17ου αιώνα) κατά την οποία αντιµετωπίζει εσωτερικά προβλήµατα, εξαιτίας των συγκρούσεων οικογενειών βενετών και κρητικών ευγενών, στις οποίες εµπλέκονται Σφακιανές οικογένειες, µε αποτέλεσµα τη γενικότερη ανυποταξία στη γείτονα περιοχή (Ζουδιανός 1960, 267-268). Από την πλευρά τους οι καπιτάνοι, µέσω της δήλωσης µετάνοιας, επεδίωκαν την παύση της δίωξης και την εξασφάλιση των προνοµίων, µε απώτερο στόχο τη συνέχεια της κοινωνικής τους δύναµης σε τοπικό επίπεδο (βλ. ανάλογα στη νεότερη ελληνική ιστορία, Θεοτοκάς – Κοταρίδης 2006, 100), ενώ παρόµοια συνεργασία µε τις αρχές των παρανόµων που θα πρόδιδαν τους συντρόφους τους -αντίθετα µε τους κανόνες αλληλεγγύης των κτηνοτροφικών και ληστρικών οµάδων43- σήµαινε πιθανόν συνέχεια της ανενόχλητης παραβατικής δράσης των ιδίων, αλλά και δυνατότητα επιστροφής τους στη νοµιµότητα, µέσω της αµνηστείας 41 A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 16 Αυγούστου 1609˙ A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 14 Ιουλίου 1610. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φφ. [5]v-[6]r. Για τις απονοµές χάριτος στην Κρήτη τον 16ο αιώνα βλ. Τσακίρη 2003˙ η ίδια 2008, 271-283. 42 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. 43 Βλ., για παράδειγµα, όσα αναφέρονται στην έκθεση του γενικού προνοητή Zuanne Mocenigo το 1589, πως κανείς από τις Σφακιανές οικογένειες, χάριν αµνηστείας, δεν ήταν διατεθειµένος να σκοτώσει ή να συλλάβει και να παραδώσει στις αρχές µέλος της φάρας, ακόµη και αν αυτός ήταν αντίπαλός του (Σπανάκης 1940, 9-10).
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
593
(Κολιόπουλος 2005, 332). Ωστόσο, οι κύριοι δράστες, φυγόδικοι και, κατά συνέπεια, επικηρυγµένοι από τις βενετικές αρχές, δεν µπορούσαν να ζητήσουν χάρη παρά µόνο µετά την παρέλευση 15-20 ετών. Η διαβίωση σε καθεστώς φυγοδικίας, εξορίας ή εκτοπισµού συνεπαγόταν την αποµόνωσή τους, οικονοµική και πολιτική, από την κοινότητα (Ferro 1843², 234-240). Η περίπτωση των Σφακιανών οικογενειών που διαβιούσαν στο διαµέρισµα του Ρεθύµνου, σε χωριά της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, οπωσδήποτε δεν µπορεί να περιοριστεί στη συγκεκριµένη µελέτη. Σε αυτή παρουσιάζω µερικές µόνο διαστάσεις του θέµατος, όπως αυτό εκδηλώνεται στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, περίοδος που, όπως διαπιστώνεται, σηµατοδοτεί ιδιαίτερη κρίση στην περιοχή, την οποία καλούνται να αντιµετωπίσουν οι Βενετοί µε έκτακτα δικαστικά µέτρα και την επιστράτευση του γενικού προνοητή και ανακριτή Capello, η θητεία του οποίου στην αντιµετώπιση γενικότερα των Σφακιανών Χανίων και Ρεθύµνου αποδεικνύεται ιδιαίτερα σηµαντική. Μάλιστα, για τη βαρύτητα της κατάστασης, έτσι όπως αυτή διαµορφώνεται στις αρχές του 17ου αιώνα, είναι ενδεικτικά τα εξής: η δικογραφία εναντίον των πρωταγωνιστών σχηµατίστηκε µε «εντολή» (rito) του Συµβουλίου των ∆έκα της Βενετίας, αρµόδιου για θέµατα ασφάλειας του κράτους. Μια τέτοια εντολή σήµαινε την παραχώρηση στα τοπικά δικαστήρια ή σε άλλους βενετούς αξιωµατούχους (στην περίπτωσή µας πρόκειται για τις αρχές του Ρεθύµνου και τον γενικό προνοητή – ανακριτή) της πλήρους εξουσίας όσον αφορά στην έρευνα, στη διεξαγωγή της δίκης, στα βασανιστήρια και στην καταδίκη στις πιο αυστηρές ποινές, ωστόσο µε την εποπτεία του υπέρτατου δικαστικού οργάνου της βενετικής επικράτειας (Povolo 1980, 237-256˙ Buganza 1991, 126-129˙ Povolo 1991, 140-142). Στο πλαίσιο αυτό η ποινική διαδικασία βασίστηκε στην ανακριτική πρακτική, µε παραχώρηση διευρυµένων αρµοδιοτήτων στον «δικαστή-ανακριτή» (ex officio) (Buganza 1991, 128-131˙ Sbriccoli 1991, 19-23˙ Scarabello 2002, 167-172), ενώ επικεφαλής του έργου συγκέντρωσης των µηνύσεων και των καταγγελιών εναντίον των δραστών τέθηκαν δικαστές επίσης εξουσιοδοτηµένοι (giudici delegati) από το Συµβούλιο των ∆έκα44. 44 Processo 1610, φφ. 3r, 6v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605), 12r (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 21 Ιουνίου 1595, βλ. έγγρ. αρ. 2), 13v (καταδικαστική απόφαση: Ρέθυµνο, 7 Μαρτίου 1610), 19r (καταδικαστική απόφαση:
594
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Μέσα από την έρευνα αναδύονται σηµαντικά στοιχεία για τη διαβίωση και το ιδιαίτερο προνοµιακό καθεστώς των πληθυσµών αυτών όπως και για την πολιτική της Βενετίας απέναντί τους, που βασιζόταν σε ένα διαρκές δούναι λαβείν, το οποίο φρόντιζε να κατοχυρώνει µε γραπτές συµφωνίες. Για την κατανόηση της δοµής των κοινωνιών αυτών και την οργάνωση των γενών σηµαντικά στοιχεία άντλησα από µελέτες που αφορούν οικογένειες της ορεινής ∆υτικής Κρήτης σε νεότερη περίοδο. Όσο για το θεωρητικό πλαίσιο ερµηνείας της παραβατικής συµπεριφοράς των ορεσίβιων πληθυσµών της περιοχής του Αγίου Βασιλείου και της αντίδρασης του βενετικού κράτους, εκτός από την υπόλοιπη βασική βιβλιογραφία της περιόδου, χρησιµοποίησα εξαιρετικά ενδιαφέροντα σχήµατα για το ληστρικό φαινόµενο, που, αν και αφορούν σε νεότερη ιστορική περίοδο και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού -και όχι µόνο- χώρου, θεωρώ πως µου δίνουν απαντήσεις σε αρκετά ζητήµατα που µου έθεσαν οι πηγές. Ωστόσο, το πεδίο έρευνας είναι πάντα ανοιχτό σε νέα δεδοµένα, ερωτήµατα και υποθέσεις45. Χάνδακας, 18 Μαΐου 1610) και A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 16 Αυγούστου 1609. 45 Θεµελιακά υπήρξαν τα έργα του E. J. Hobsbawm, Primitive Rebels, Μάντσεστερ 1959 και Bandits, Λονδίνο 1969 (χρησιµοποίησα την ιταλική έκδοση I Βanditi. Il banditismo sociale nell’età moderna, Τορίνο 1971²), που προκάλεσαν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις στην επιστηµονική κοινότητα σχετικά µε το τι ορίζεται ως «κοινωνική ληστεία» και ποια τα χαρακτηριστικά της, αλλά και για τη δυνατότητα ή µη -εν τέλει- διάκρισης του «κοινωνικού» από τον «κοινό» ληστή. Ο Hobsbawm ορίζει το ληστρικό φαινόµενο ως κοινωνικό που αφορά παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες, προκαπιταλιστικές στη δοµή τους ή σε µεταβατικό στάδιο, σε κοινωνική και οικονοµική κρίση. Σε αυτές τις κοινωνίες η ληστεία αποτελεί µια πρώιµη µορφή κοινωνικής διαµαρτυρίας («πρωτόγονη επανάσταση»), όπου οι ληστές αντιµετωπίζονται ως εγκληµατίες από την εξουσία και ως ήρωες, εκδικητές ή απελευθερωτές από τους αγρότες (Hobsbawm 1971², 11-23, 123-129). Σύµφωνα, ωστόσο, µε τη διεθνή βιβλιογραφία τα όρια ανάµεσα στην «κοινωνική» και την «κοινή» ληστεία είναι ρευστά και αυθαίρετα˙ αντίθετα, πολλαπλές παρουσιάζονται οι λειτουργίες του ληστρικού φαινοµένου (βλ. ενδεικτικά µόνο Carr 1959-1960˙ Blok 1972˙ Κολιόπουλος 1980, 422-423˙ ∆αµιανάκος 2003², 87-95). Σε µια προσπάθεια ερµηνείας των γεγονότων και των συµπεριφορών χρησιµοποίησα κυρίως µελέτες περί ληστείας στη νεότερη Ελλάδα του 19ου αιώνα: Ν. Γ. Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και εικοσιένα, Αθήνα 1993˙ Στ. ∆αµιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισµός, Αθήνα 2003²˙ Στ. ∆αµιανάκος, Ήθος και πολιτισµός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005˙ Ιω. Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελ-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
595
Από αυτή, λοιπόν, τη συνεχώς διαµορφούµενη σχέση των Παπαδόπουλων µε το βενετικό κράτος αναδεικνύονται παράµετροι σχετικές µε την οργάνωση των ορεινών πληθυσµών της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου στη βάση συγγενειακών οµάδων και την ιδιαίτερη θέση σε αυτές του αρχηγού της οικογένειας. Η συσπείρωση ατόµων γύρω από συγκεκριµένα πρόσωπα στις ορεινές περιοχές είναι ενδεικτική των πελατειακών σχέσεων που απέρρεαν από την κοινωνική δύναµη (κόζι στη νεότερη εποχή) του αρχηγού της οικογένειας, ανάλογη µε την αριθµητική δύναµη του γένους του, την προσωπικότητά του, τις προσωπικές δεξιότητες και ικανότητες, το «κύρος» του (την αποδοχή του δηλαδή από τον κοινωνικό περίγυρο), το εύρος των ατόµων στα οποία ασκούσε επιρροή και εκείνων που του είχαν κάποια υποχρέωση -συγγενών ή µη-, στα όρια του ίδιου ή γειτονικού οικισµού (Τσαντηρόπουλος 2004, 86, 179-190). Αυτό εξηγεί τη συσπείρωση γύρω από τους καπιτάνους -αλλά και γύρω από τους παρανόµους και ληστές- τόσο αιµατοσυγγενών όσο και ατόµων που συνδέονταν µε αυτούς αλλά και γειτονικών πληθυσµών46. Ένα δεύτερο, σηµαντικό και ανοιχτό προς έρευνα ζήτηµα είναι η σύνδεση των πληθυσµών αυτών µε τη ληστεία. Ας µην ξεχνάµε πως οι ένοπλοι κατείχαν πάντα ιδιαίτερη θέση στην τοπική κοινωνία, κυρίως στα ανασφαλή κτηνοτροφικά περιβάλλοντα, αφού αυτά συνδέονταν άρρηκτα µε τη ληστεία και κυρίως µε τη ζωοκλοπή. Στην κτηνοτροφική κοινωνία ο κίνδυνος λεηλασίας από άλλα συγγενικά δίκτυα ήταν εµφανής, γεγονός που έκανε αναγκαίο τον εξοπλισµό και τις συµµαχίες µε λάδα (19ος αι.). «Περί λύχνων αφάς», Θεσσαλονίκη 2005 (πρόκειται για βελτιωµένη επανέκδοση της παλαιότερης µελέτης του ιδίου: Ληστές, Η Κεντρική Ελλάδα στα µέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα 1979)˙ Ν. Θεοτοκάς – Ν. Κοταρίδης, Η οικονοµία της βίας. «Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», Αθήνα 2006. Για τη δοµή, την οργάνωση και τα χαρακτηριστικά των ορεσίβιων πληθυσµών της ορεινής ∆υτικής Κρήτης σηµαντική πηγή αποτέλεσαν µελέτες που αφορούν σε νεότερη ιστορική περίοδο (19ος και 20ός αιώνες): Ουρανία Αστρινάκη, Ο άντρας κάνει τη γενιά ή η γενιά τον άντρα; Ταυτότητες, βία, ιστορία στην ορεινή ∆υτική Κρήτη, Αθήνα 2003 (αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή) και Ά. Τσαντηρόπουλος, Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή Κεντρική Κρήτη, Αθήνα 2004, όπου και η σχετική διεθνής βιβλιογραφία. 46 Processo 1610, φ. 3v (πρακτικό ανάκρισης: Χάνδακας, 11 Μαΐου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φ. [5]r.
596
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ένοπλες οµάδες, ενώ και η οικονοµία του χώρου συµπλήρωνε τους πόρους της από τις ληστρικές δραστηριότητες (Hobsbawm 1971², 24-29˙ ∆αµιανάκος 2003², 65-97˙ Κολιόπουλος 2005, 290, 342˙ Θεοτοκάς – Κοταρίδης 2006, 66-67, 170-174). Αναφέρω ενδεικτικά πως ο Ruba Παπαδόπουλος περιφερόταν στη γείτονα περιοχή προσπαθώντας να προσκοµίσει τα προς το ζην, παρέχοντας τις υπηρεσίες του σε διάφορα χωριά και βρίσκοντας εργασία ως βοσκός, ενώ εκκρεµούσε εναντίον του τουλάχιστον µία καταδίκη για παράνοµη δραστηριότητα47. Τα κοινά χαρακτηριστικά του ποιµενικού και ληστρικού κόσµου είναι αδιαµφισβήτητα και εντοπίζονται σε ποικίλους τοµείς, όπως στον τρόπο ζωής των ορεσίβιων πληθυσµών και στη σχέση τους µε τον περιβάλλοντα χώρο: η γνώση των απρόσιτων ορεινών περιοχών, η αντοχή τους, ο ρυθµός ζωής και οι συνήθειές τους, η άσκηση στον χειρισµό των όπλων και η κατοχή αυτών, οι ικανότητές τους αλλά και η ανάπτυξη ενός ισχυρού αισθήµατος υπεροχής ήταν απόρροια του βίου στα βουνά. Έπειτα, και στους δύο κόσµους απαντούν κοινές παραδόσεις και πρακτικές, όπως η ζωοκλοπή και η αδελφοποιΐα, ένα σύνολο κανόνων συµπεριφοράς και αξιών, όπως η επιθετικότητα, η εκδίκηση, η αλληλεγγύη κτλ., και αρετές, όπως το θάρρος, το γόητρο, η τιµή, η ντροπή, η παλληκαριά. Ένα τρίτο κοινό σηµείο είναι οι αρχές της κοινωνικής οργάνωσής τους, µε εξέχουσα θέση σε αυτήν της συγγένειας και της πελατείας. Οι συγγενειακές και πελατειακές σχέσεις, οι σχέσεις συνεργασίας και συντροφικότητας εντός της οµάδας, η εσωτερική ιεραρχία και η άσκηση εξουσίας οδηγούσαν τόσο στην εσωτερική συνοχή όσο και σε ένα δίκτυο πολλαπλών διασυνδέσεων µε το περιβάλλον. Τα προαναφερθέντα στοιχεία, λοιπόν, είναι ενδεικτικά της µετάβασης από την κτηνοτροφία στη ληστεία και το αντίστροφο (Campbell 1964˙ Koliopoulos 1981˙ ∆αµιανάκος 2003², 72-87˙ Τσαντηρόπουλος 2004˙ ∆αµιανάκος 2005, 86-87˙ Κολιόπουλος 2005, 290, 297-307)48. 47 Processo 1610, φφ. 1r-2v (πρακτικό ανάκρισης: Χάνδακας, 11 Μαΐου 1610). Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (1563-1628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φ. [6]v, όπου αναφορά στην κτηνοτροφική και ληστρική δραστηριότητα των Σφακιανών. 48 Για τους ορεινούς πληθυσµούς της Κρήτης και την τάση τους στη ζωοκλοπή βλ. τα αντίστοιχα ριζίτικα τραγούδια (Παπαγρηγοράκης 1956-1957). Πρβλ. ενδεικτικά δύο συµ-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
597
Ένα άλλο θέµα, το οποίο αναδεικνύεται συναφές µε τα παραπάνω, είναι οι εκδηλώσεις ανυποταγής, οι οποίες συνδέονταν άµεσα µε τους αγροποιµενικούς πληθυσµούς, που, σε σχέση µε την υπόλοιπη κοινωνία, παρουσίαζαν ιδιαίτερη αυτονοµία, µε αποτέλεσµα τις συχνές εκφράσεις αντιπαράθεσης µε την εξουσία. Η πρόθεση της συγκεντρωτικής εξουσίας (στην περίπτωσή µας του αυστηρά συγκεντρωτικού βενετικού κράτους) να επιβληθεί στις περιοχές αυτές, αποδιαρθρώνοντας τις παλαιές ισορροπίες της ποιµενικής ζωής, είχε ως αποτέλεσµα την άρνηση υποταγής σε µια εξουσία, που ο ορεσίβιος δεν αναγνώριζε και την επίδοση στην παραβατική συµπεριφορά και ληστεία (∆αµιανάκος 2003², 68, 8889). Οι Παπαδόπουλοι εναντιώνονταν στους εκπροσώπους της βενετικής εξουσίας όχι µόνο αποφεύγοντας την καταβολή των φόρων και την παροχή αγγαρειών αλλά και µε τη ληστεία, τον παράνοµο βίο και την αιµατηρή αντιπαράθεση µε τις αρχές. Μέσω της ληστείας και των πράξεων βίας οι οµάδες των αιµατοσυγγενών επιβεβαίωναν την τοπική τους ισχύ, συχνά εις βάρος του κύρους των εκπροσώπων της νόµιµης εξουσίας, εδραιώνοντας την αυθεντία τους και διασφαλίζοντας τη θέση τους και την αυτονοµία των ιδίων και των χωριών τους (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Θεοτοκάς – Κοταρίδης 2006, 66-68). Βέβαια, σχετικά στοιχεία που προκύπτουν από την έρευνα φωτίζουν τη δράση των αρχηγών των οικογενειών όχι µόνο ως φορέων βίας αλλά και ως διαµεσολαβητών των αρχών και του πληθυσµού. Τονίζεται έτσι η σηµασία της διατήρησης -µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο- των κεκτηµένων προνοµίων για τους προνοµιούχους και το γένος τους, δηλαδή η εξυπηρέτηση του συµφέροντος (προσωπικού και οµάδας)49, η διατήρηση, σε τελική ανάλυση, του ιδιαίτερου καθεστώτος της περιοχής, ώστε οι πληθυσµοί αυτοί να διαβιούν ανενόχλητοι από τις βενετικές αρχές σε ένα ιδιότυπο πλέγµα σχέσεων. Μία άλλη πτυχή, άξια µελέτης, για τη διαµόρφωση των σχέσεων της Βενετίας και των ορεσίβιων πληθυσµών υπηκόων αποτελεί η δραστηβολαιογραφικές πράξεις - ανακλήσεις µηνύσεων εναντίον µελών της οικογένειας Παπαδόπουλων για ζωοκλοπή στη επαρχία του Αγίου Βασιλείου το 1643. Οι κατηγορούµενοι της πράξης 326 συµφωνούν να πληρώσουν τα ζώα και τα έξοδα της δίκης (Γρυντάκης 1994, 237-238, αρ. πρ. 325 και 326: χωριό Αγία Μαρίνα, 8 Οκτωβρίου 1643). 49 Για την έννοια του συµφέροντος (τόσο του γένους όσο και του προσωπικού) στους ορεινούς πληθυσµούς της Κρήτης κατά τους 19ο και 20ό αιώνες βλ. σχετικά Τσαντηρόπουλος 2004, 186-190.
598
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ριότητα των τοπικών φεουδαρχών και ισχυρών µελών της τοπικής κοινωνίας εξαιτίας της µεγάλης επιρροής τους στους πληθυσµούς. Θα είναι διαφωτιστικός για όσα εκτυλίσσονται στην περιοχή ο ρόλος τους στην άσκηση της τοπικής εξουσίας και η διερεύνηση των µεταξύ τους ανταγωνισµών µε την εµπλοκή σε αυτούς των τοπικών οικογενειών. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του, ενδεχοµένως ισχυρού παράγοντα της τοπικής κοινωνίας, Μιχάλη Καλλέργη από το χωριό Ασώµατος, για τον οποίο οι αρχές αναφέρουν πως «πάντα έδινε βοήθεια και καταφύγιο στους Παπαδόπουλους»50. Είναι σηµαντικό, επίσης, να διερευνηθεί κατά πόσο φεουδάρχες και ευγενείς της περιοχής χρησιµοποιούσαν τις οικογένειες αυτές για την προστασία της περιουσίας τους και την ασφάλεια των χωρικών τους, εκµεταλλευόµενοι παράλληλα τη ληστρική δράση των ορεσίβιων πληθυσµών στις αντιθέσεις τους µε άλλους φεουδάρχες και ευγενείς, ώστε όχι µόνο να αυξήσουν το κύρος τους στην τοπική κοινωνία αλλά και να δηµιουργήσουν αναστάτωση, ασκώντας µε τον τρόπο αυτόν πίεση στις βενετικές αρχές για την επίτευξη των στόχων τους (όπως ήταν η συµµετοχή στα αξιώµατα και στα τοπικά συµβούλια) ή γενικότερα για να προβάλουν µια συµπεριφορά ηγεµονίας απέναντι στην εξουσία (Καραπιδάκης 1998˙ ο ίδιος 2003˙ ο ίδιος 2005˙ ο ίδιος 2009˙ Κολιόπουλος 2005, 344-348).51 Όταν, έτσι, η κοινότητα των ευγενών Ρεθύµνου υποβάλλει παράπονα στις αρχές εναντίον των Παπαδόπουλων, υπερασπιζόµενη τους χωρικούς, το κάνει πιθανότατα όχι µόνο γιατί πλήττονται 50 Για τις κατηγορίες εναντίον του Μιχάλη Καλλέργη από το χωριό Ασώµατος, τον οποίο όµως δεν στάθηκε δυνατόν να ταυτίσω (πρβλ. και παραπάνω σηµείωση13) βλ. Processo 1610, φφ. 4r, 5r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). 51 Για τις σχέσεις φεουδαρχών και πληθυσµών εξαρτηµένων από αυτούς στην Κρήτη, όπως οι Σφακιανοί, βλ. Κarapidakis 1998˙ Viggiano 1998. Είναι χαρακτηριστικές οι σχέσεις µελών της οικογένειας Καλλέργη µε τους πληθυσµούς (ανάµεσά τους και οι κάτοικοι των Σφακίων) και η επιρροή που ασκούσαν σε αυτούς, µε αποτέλεσµα τη µεσολάβηση των πρώτων ανάµεσα στις αρχές και στους υπηκόους (βλ. ενδεικτικά Ξανθουδίδης 1939, 147-148˙ Γιαννόπουλος 1978, 131-139˙ Vincent 2001, 222-234). Πιθανότατα οι πληθυσµοί αυτοί χρησιµοποιούνταν στις διαµάχες µεταξύ των βενετών και κρητικών ευγενών και των τοπικών φεουδαρχών (Vincent 2001, κυρίως 226), όπως συνέβαινε µε τους χωρικούς και τους υπηρέτες τους (Kαραπιδάκης 2005, 641-643˙ Τσακίρη 2005). Πρβλ. αντίστοιχα για τον ίδιο λόγο την εκµίσθωση µπράβων από τα ανώτερα κοινωνικοοικονοµικά στρώµατα του νησιού
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
599
οι περιουσίες τους, αλλά και εξαιτίας αντιθέσεων µε άλλες οικογένειες του χώρου, που χρησιµοποιούσαν προς όφελός τους τη ληστρική δραστηριότητα. Κάτι ανάλογο συµβαίνει µε τους Σφακιανούς, τους οποίους οι ευγενείς των Χανίων κατηγορούσαν κατά διαστήµατα για τη ληστρική τους δράση εξαιτίας και της σχέσης των πρώτων µε την οικογένεια Καλλέργη, µε την οποία οι υπόλοιποι βενετοί ευγενείς βρίσκονταν σε ρήξη (Ζουδιανός 1960, 268˙ Vincent 2001, 226). Από τα παραπάνω, λοιπόν, είναι κατανοητό πως η παραβατική δραστηριότητα που σηµειώνεται στην περιοχή, και κυρίως η ληστεία, µπορεί να συνδεθεί µε τη διαµάχη για τον έλεγχο των τοπικών κέντρων εξουσίας (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Koταρίδης 1993, 244, 286-298). Ιδιαίτερος προβάλλει ο ρόλος της τοπικής κοινωνίας που ταλαντευόταν ανάµεσα στην παρανοµία και στη νοµιµότητα, υποστηρίζοντας και παρέχοντας βοήθεια πότε στους δράστες και πότε στην εξουσία. Μέσα από τις αυστηρές ποινές που προέβλεπαν οι αρχές για εκείνους που θα παρείχαν βοήθεια στους επικηρυγµένους (είτε επρόκειτο για τα χωριά και τις κοινότητες είτε για ιδιώτες είτε για τους ίδιους τους αρχηγούς των οικογενειών και των προνοµιούχων) καταλαβαίνει κανείς πως η υπόθαλψη ήταν µάλλον συνήθης. Εξάλλου, οι παράνοµοι, όπως φαίνεται από τις καταδίκες, συνέχιζαν για αρκετό καιρό να κυκλοφορούν µε άνεση και να εργάζονται στους τόπους τους. Για να κατανοήσει κανείς την ανοχή του πληθυσµού, χρειάζεται να αναλογιστεί την οργάνωση των κοινωνιών αυτών στη βάση ισχυρών συγγενειακών δεσµών και πελατειακών σχέσεων που εξασφάλιζαν προστασία και αλληλεγγύη στα µέλη των οικογενειών (αυτό δεν παραγνωρίζεται από τις βενετικές αρχές, που απαγορεύουν την παροχή βοήθειας στον φυγόδικο, τονίζοντας: «ακόµη και αν αυτός είναι συγγενής τους»52). Στη συνέχεια, στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, Ροµίνα Ν. Τσακίρη, «Παράνοµοι στην υπηρεσία ατόµων και οικογενειών στην Κρήτη (16ος-17ος αι.): περιπτώσεις (αυτο)κατάλυσης του βενετικού κρατικού µηχανισµού. Μια πρώτη προσέγγιση» (υπό δηµοσίευση). 52 Processo 1610, φ. 6v (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605). Είναι χαρακτηριστικά όσα αναφέρει ο ο γενικός προνοητής Zuanne Mocenigo στην έκθεσή του το 1589: σε περίπτωση δίωξης µελών των Σφακιανών οικογενειών -κακοποιών και φυγόδικων- οι υπόλοιποι υπεράσπιζαν και υπέθαλπαν αυτούς ενωµένοι σαν να ανήκαν σε µία φάρα (Σπανάκης 1940, 9-10).
600
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
δεν πρέπει να παραβλεφθούν οι ιδιαίτεροι κανόνες µε τους οποίους οι ορεινοί πληθυσµοί της Κρήτης διαβιούσαν και συνυπήρχαν (για παράδειγµα, η ζωοκλοπή στους νεότερους χρόνους ήταν ανεκτή, όσο υπήρχε και η δυνατότητα για το ξεκαθάρισµα: δηλαδή την επιστροφή των ζώων), κανόνες που, όµως, ήταν θεµιτό να αλλάξουν, όταν η παράνοµη δράση στρεφόταν ανεξέλεγκτα εις βάρος της τοπικής κοινωνίας (Tσαντηρόπουλος 2004, 80-81, 210-211)53. Έπειτα, η συµβίωση των ορεσίβιων κτηνοτροφικών πληθυσµών µε τους ληστές ως πτυχή της καθηµερινότητας συνέβαλλε στη διατήρηση των δεύτερων, ωθώντας και άλλους στην παρανοµία, αφού, ζώντας έξω από τα όρια της οργανωµένης κοινωνίας και µακριά από τον έλεγχο των αρχών, οι πληθυσµοί αυτοί συνδέονταν µε τους ληστές και επιδίδονταν και οι ίδιοι στη ληστεία (Κολιόπουλος 2005, 227, 232-233). Από την άλλη, βέβαια, η αγροτική-ορεινή κοινότητα διατηρούσε πάντα σχέσεις ισορροπίας µε τους ληστές για να αποφύγει την εκδίκηση και τη λεηλασία (Κοταρίδης 1993, 270-271). Είναι ενδεικτικό στην περίπτωσή µας πως οι χωρικοί δεν προσέρχονταν να καταγγείλουν τις παρανοµίες των ληστών εις βάρος τους, φοβούµενοι τα χειρότερα από τους ορεινούς πληθυσµούς της επαρχίας. ∆εν αποκλείεται, τέλος, η ανοχή της τοπικής κοινωνίας να ήταν αποτέλεσµα και του γεγονότος πως οι οµάδες αυτές αρνούνταν την καταβολή των φόρων και την παροχή των αγγαρειών εξασφαλίζοντας, µέσω της αντιπαράθεσης µε τις αρχές και της αποµάκρυνσης των φοροεισπρακτόρων, το ίδιο για τα γειτονικά χωριά (Κολιόπουλος 2005, 343). Στην περίπτωση αυτή ο ένοπλος του ορεινού χώρου επιβαλλόταν κυρίως µε τα πολιτικά χαρακτηριστικά του, αφού ερχόταν αντιµέτωπος µε την εξουσία, και, κατά συνέπεια, αναγνωριζόταν από την κοινωνία στην οποία ενσωµατωνόταν, ως ηγέτης (βλ. ανάλογα τη νεότερη ελληνική ιστορία, ∆αµιανάκος 2003², 90-93). Γενικότερα, λοιπόν, η στάση ανοχής της κοινωνίας, αν και µεταφραζόταν ως υπόθαλψη από τις αρχές και επέφερε την τιµωρία, ήταν, όπως 53 Για παράδειγµα, ο Zuanne Mocenigo στην έκθεσή του αναφέρει πως οι κάτοικοι των Σφακίων -ελλείψει των εκπροσώπων της δικαιοσύνης- διευθετούσαν τις κλοπές µεταξύ τους µε την κατά αναλογία επανόρθωση του αδικήµατος (Σπανάκης 1940, 11).
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
601
είδαµε, συχνά προϊόν ισχυρών κοινωνικών δεσµών και συστηµάτων αλληλεγγύης και αµοιβαιότητας. Παρ’όλα αυτά, οι κοινωνικές οµάδες, όταν αντιλαµβάνονταν πως διακυβεύονταν τα συµφέροντά τους, ανακαλούσαν την πρότερη σταθερότητα. Αν, δηλαδή, όσοι προβάλλονταν ως ισχυροί αρχηγοί των οµάδων αποδεικνύονταν στυγνοί ληστές και αναξιόπιστοι διεκδικητές της τοπικής εξουσίας, καταδικάζονταν από την κοινότητα, αφού η τοπική κοινωνία, στο δίληµµα καταδίωξης ή διαπραγµάτευσης, λάµβανε πάντα υπόψη της όχι µόνο τη διαφύλαξη της σχετικής αυτονοµίας της, όσον αφορά στις σχέσεις της µε την κεντρική εξουσία και τους ενόπλους, αλλά πρωτίστως την περιφρούρηση της οικονοµίας των αγαθών και των ανθρώπων στο εσωτερικό της κοινότητας (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Κοταρίδης 1993, 244-271). Έτσι, στην περίπτωσή µας, αρκετοί αρχηγοί των οικογενειών, των χωριών και των κοινοτήτων, παρά τους ισχυρούς δεσµούς της οµάδας και τους κανόνες αλληλεγγύης και διαβίωσης των ορεινών πληθυσµών, µεσολαβούσαν ανάµεσα στους πληθυσµούς που εξουσίαζαν και στις αρχές, γίνονταν υπόλογοι για τα µέλη τους και δεσµεύονταν να παραδώσουν τους παραβάτες. Για παράδειγµα, τον Ruba Παπαδόπουλο θα συλλάβει η κοινότητα του χωριού Παράνυφοι, τον Κακανίγο θα σκοτώσει ο καπιτάνος Γεωργάκης Παπαδόπουλος, ενώ έναν από τους υπόλοιπους δράστες θα συλλάβει ο καπιτάνος Μανόλης Παπαδόπουλος Candilachi54. Όσον αφορά, λοιπόν, στην αποκατάσταση της τάξης, η εξουσία επένδυε σε εντοπίους και στην κοινότητα, που, µε βάση τη συλλογική ευθύνη και αλληλεγγυότητα, αναλάµβαναν την ευθύνη της δηµόσιας 54 A.S.V., Capi Consiglio di Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610 και A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5. Πρβλ. και την αναφορά του ρέκτορα Ρεθύµνου Ottavian Falier, A.S.V., Collegio, Relazioni, b. 87, Rettimo (15631628), αρ. 9 (23 ∆εκεµβρίου 1611), φ. [6]r-v, όπου αναφορά στη συµµετοχή των αρχηγών των Σφακιανών οικογενειών στη σύλληψη του Cacanigo και των άλλων εξορίστων. Την ίδια στιγµή γυναίκες και παιδιά των οικογενειών (ανάµεσά τους και των υπαιτίων, όπως του Cacanigo) τελούν υπό καθεστώς οµηρείας από τις βενετικές αρχές. Για το ορεινό χωριό Παράνυφοι (ή Παρανύµφοι κατά τους Van Spitael - Faure) της επαρχίας Μονοφατσίου του διαµερίσµατος του Χάνδακα βλ. Van Spitael – Faure 1977, 79˙ Σπανάκης 2006³, τ. Β΄, 612-613.
602
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ασφάλειας. Κατά τη διαδικασία αυτή παραδοσιακές πρακτικές, όπως η ληστεία, ποινικοποιούνταν, µε αποτέλεσµα να περιθωριοποιούνται οι φορείς του παραδοσιακού πολιτισµού, που έχαναν παράλληλα τον έλεγχο των τοπικών κέντρων εξουσίας, ενώ το κράτος έβρισκε ευκαιρία να ανατρέψει τις τοπικές ισορροπίες, ώστε να διεισδύσει σε αυτά. Όσο και αν και από την πλευρά της η τοπική κοινωνία θα προσπαθούσε να αποµακρύνει την ενοχλητική κεντρική εξουσία, τηρώντας τις κοινωνικές ισορροπίες και τους τοπικούς συσχετισµούς της δύναµης και της κινητικότητας των ενόπλων, δεν αποφευγόταν η ενίσχυση των ανταγωνισµών και ο κλονισµός των ισορροπιών. Άλλωστε, και µόνο η πρόθεση του κράτους για εξαφάνιση της ληστείας κατέλυε επιπλέον την ισορροπία ανάµεσα σε κοινότητες και ληστές, αυξάνοντας την ανασφάλεια των πρώτων και τις ανελαστικότητες των δεύτερων (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Κοταρίδης 1993, 244-269, 271, 290-291). Στο πλαίσιο της αναζήτησης ασφάλειας της οικογένειας µέσα στην κοινότητα συσφίγγονταν οι συγγενικοί δεσµοί και ενισχυόταν η συσσωµάτωση των ατόµων, αύξαινε, όµως, παράλληλα και η ανασφάλεια σε µία ενδεχόµενη δίωξη του γένους (Κολιόπουλος 2005, 298-299). Η υποχρέωση των καπιτάνων των οικογενειών να συµβιβαστούν µε τις αρχές είναι στην περίπτωσή µας ενδεικτική της συγκρότησης του γένους σε κοινωνική οµάδα, η οποία προέτασσε τα συµφέροντα του γένους, προσανατολίζοντας όλα τα µέλη της στον ίδιο σκοπό. Στην περίπτωση αυτήν η οµάδα των αιµατοσυγγενών λειτουργούσε επιπλέον µε όλα τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την πολιτική οργάνωση: το νοµοθετικό (υιοθέτηση και ερµηνεία κανόνων και κοινών οικογενειακών αξιών), το δικαστικό (κοινωνική αποµόνωση των παραβατών αιµατοσυγγενών) και το εκτελεστικό (ενιαία δράση των µελών του γένους). Βέβαια, το άτοµο ενισχύει ή χαλαρώνει τους δεσµούς συγγένειας όχι µόνο εξαιτίας των επιρροών που έχει δεχθεί αλλά και µε βάση το προσωπικό του συµφέρον (Τσαντηρόπουλος 2004, 186-190, 196). Ανάλογα, ενδεχοµένως, δηλαδή µε κίνητρο είτε το οµαδικό είτε το προσωπικό συµφέρον, εξηγείται η βοήθεια που θα δώσουν κάποιοι από τους Παπαδόπουλους στους διωκόµενους βενετούς αξιωµατούχους το 1605 στο Ροδάκινο55. 55 Processo 1610, φ. 5r (καταδικαστική απόφαση: Χάνδακας, 12 Ιουνίου 1605).
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
603
Η ταλάντευση αυτή ανάµεσα σε συµπεριφορές διαρκούς ανυποταγής, από τη µία, και παροχής υπηρεσιών σε τοπικούς προύχοντες ή αξιωµατούχους, από την άλλη, ήταν συνήθης στους αγροποιµενικούς πληθυσµούς (∆αµιανάκος 2003², 70-71). Άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, η τακτική σύνταξης καπιτάνων µε τα καταδιωκτικά αποσπάσµατα και τις αρχές σήµαινε όχι µόνο άρση ή αναστολή της δίωξής τους αλλά και διασφάλιση των προνοµίων των ιδίων και του γένους τους. Επιπλέον, µία συµφωνία των καπιτάνων και των χωριών µε τις αρχές και η αποδοχή των όρων που θα έθετε το κράτος –εκτός από την περιφρούρηση αγαθών και ανθρώπων, τη διασφάλιση της αυτονοµίας και την ισχυροποίηση της θέσης τους απέναντι στην εξουσία– σήµαινε ενδεχοµένως και την ισχυροποίησή τους στο πλαίσιο των τοπικών ανταγωνισµών, αφού δεν πρέπει να ξεχνά κανείς πως η τοπική κοινωνία καθορίζει τη στάση της και ρυθµίζει τα συµφέροντά της ανάλογα µε τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες και συγκυρίες, ενώ ερµηνεύει τις πρωτοβουλίες του κράτους πάντα στο πλαίσιο των τοπικών δικτύων (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Θεοτοκάς – Κοταρίδης 66-68, 96-98, 100, 168, 172174, 190-193). Τόσο ο καπιτάνος Μανόλης Παπαδόπουλος όσο και η κοινότητα του χωριού Παράνυφοι θα αναζητήσουν τα προνόµια που οι αρχές έχουν υποσχεθεί, ανάµεσα στα οποία και την απελευθέρωση δύο εξορίστων. Η επιλογή δύο βενετών ευγενών εξορίστων, των Zorzi Barbarigo και Paolo Querini αντίστοιχα, είναι ενδεικτική, ενδεχοµένως, της πολυεπίπεδης σχέσης των ορεινών πληθυσµών µε τους ευγενείς, µιας σχέσης από την οποία θα ωφελούνταν εξίσου οι ορεσίβιοι56. Χαρακτη56 A.S.V., Capi Consiglio di Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610. Για τις οικογένειες που κατείχαν τη βενετική ευγένεια στην Κρήτη κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, ανάµεσα στις οποίες και οι δύο µεγάλες οικογένειες βενετών ευγενών Barbarigo και Querini, βλ. Ξηρουχάκης 1934, 38-44˙ Μανούσακας 1949, 4546˙ Μοάτσος 1974, 210-213. Ο nobile homo ser Zorzi Barbarigo αναφέρεται στο έγγραφο ως γιος του ποτέ Bertuci. Πιθανότατα ο πατέρας του είναι ο Bertuccio Barbarigo, fo de miser Zorzi, που καταγράφεται στους στατιστικούς πίνακες του Καστροφύλακα το 1583 ανάµεσα στους κατέχοντες τη βενετική ευγένεια στο διαµέρισµα του Χάνδακα (Ξηρουχάκης 1934, 38). Τον Paulo Querini, fo de ser Marco, δεν κατόρθωσα να ταυτίσω. Στους καταλόγους που παραθέτει ο Καστροφύλακας απαντούν τρία πρόσωπα µε το όνοµα Μάρκος Querini ανάµεσα στους κατέχοντες τη βενετική ευγένεια στο διαµέρισµα του Χάνδακα (Ξηρουχάκης 1934, 39, 42).
604
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ριστική, εξάλλου, περίπτωση αποτελεί και ο καπιτάνος Γεωργάκης Παπαδόπουλος, ο οποίος θα συνταχθεί µε τις αρχές, θα αφοσιωθεί στην υπηρεσία, εξυπηρετώντας τόσο το προσωπικό συµφέρον όσο και εκείνο του γένους του, και κατ’επέκταση θα διεκδικήσει τη συµµετοχή του στην εξουσία (παραµένει καπιτάνος της περιοχής)57. Εξαιτίας της κοινωνικής του ισχύος ο ένοπλος -ή εκείνος ο τοπικός άρχοντας που διέθετε ενόπλους στη δούλεψή του- στη συναλλαγή του µε το κράτος εκδήλωνε ηγεµονική τάση στη συµπεριφορά του, παζαρεύοντας συχνά την αµνηστεία και τα προνόµια, την προστασία στο χωριό ή την περιοχή του, ενώ εγγυόταν τη δυνατότητα συγκέντρωσης στρατού µε τον οποίο θα τροφοδοτούσε το κράτος σε περιόδους πολέµου (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, ∆αµιανάκος 2003², 90-91), όπως συνέβη αρκετές φορές στις κινητοποιήσεις της Βενετίας µπροστά στην απειλή των Τούρκων, στις οποίες στρατολογήθηκαν και οι Σφακιανοί (βλ. ενδεικτικά µόνο Γιαννόπουλος 1978, 89-93, 101-130, 142-145˙ Vincent 2001˙ Καραπιδάκης 2005, 641-643˙ Τσακίρη 2005, 188-189, 195-202). Από την πλευρά της η τοπική κοινωνία αναγνώριζε στο πρόσωπο εκείνου που τασσόταν µε τις αρχές τον ένοπλο που θα συνέδραµε στην αποκατάσταση της τάξης και θα γινόταν διαµεσολαβητής στην επικοινωνία µε τις αρχές, και, ίσως και στην περίπτωσή µας, αυτό είχε ως αποτέλεσµα την ευρεία αποδοχή του από την κοινότητα (βλ. τη νεότερη ελληνική ιστορία, Κοταρίδης 1993, 248-253). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, σε κοινωνιολογικό επίπεδο, παρουσιάζει για µία µελλοντική έρευνα, όσο οι πηγές θα το επιτρέψουν, η προσωπογραφία των αρχηγών των οικογενειών, καθώς πρόκειται για ενόπλους του αγροτικούκτηνοτροφικού χώρου µε µεγάλη κυριαρχική ικανότητα, οι οποίοι ενδέχεται να µυθοποιούνται από τον κοινωνικό περίγυρο. Η ηρωοποίησή τους ενισχυόταν από την ορεινή γεωµορφία του τόπου και την αίσθηση ηµιαυτονοµίας που έδινε αυτή στους κατοίκους, από το προνοµιακό καθεστώς, έτσι όπως αυτό είχε εδραιωθεί στους αιώνες, από το «κύρος» και την «αντρειά» των προσώπων αυτών, από την αντιπαράθεσή τους µε τις αρχές, ενώ ακόµη και η ληστεία στα περιβάλλοντα αυτά θεωρούνταν ως «παλληκαριά» (Αsdrachas 1972˙ Κολιόπουλος 2005, 288, 328, 343-344˙ Αστρινάκη 2003, 57 A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610, βλ. έγγρ. αρ. 5.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
605
313-374˙ Spiros – Tzoukas 2007). Η αποδοχή της βίαιης πλευράς των αρχηγών και των συµπεριφορών «παλληκαριάς» αποτελούσε επικύρωση του ανδρισµού τους και προκαλούσε τον θαυµασµό της οµάδας και την αναγνώριση από τους υπόλοιπους συντρόφους (Bourdieu 2007, 103-108), ενώ το σύνολο των χαρακτηριστικών που τους αποδίδονταν στη σύγκρουσή τους µε την εξουσία πιθανότατα τους νοµιµοποιούσε στη συλλογική αγροποιµενική συνείδηση απέναντι στην καταπίεση του κυριάρχου (Hobsbawm 1971², 123-129˙ ∆αµιανάκος 2003², 92-93˙ ∆αµιανάκος 2005, 59-67)58. Ιδιαίτερη βαρύτητα, όσον αφορά στις κοινωνικές αντιθέσεις, θα έχει η µελέτη της διακυµαινόµενης σχέσης των ορεσίβιων πληθυσµών µε τους ευγενείς και τους χωρικούς. Οι Παπαδόπουλοι του Ροδάκινου, σύµφωνα µε τον Capello, ξεσπούσαν τη λύσσα τους ιδιαίτερα έναντι των ευγενών, τους οποίους σκότωναν και διαπόµπευαν µε κάθε ευκαιρία59. Οι «αρχοντορωµαίοι» αντιπαρατίθενται σε µία ξένη για αυτούς αυθεντία, εκείνη των λατίνων, µα και τόσο κοντά στον κόσµο τους, αυτόν των αρχόντων. Η αυθεντία αποτελεί και το κοινό σηµείο αναφοράς των υπερήφανων ορεσίβιων πληθυσµών και των ταπεινών χωρικών, αν και οι δύο οµάδες εκφράζονται ως προς αυτή µε διαφορετικούς τρόπους (Ασδραχάς 2009) και ενδεχοµένως µε διαφορετικά κίνητρα (αξιώνοντας οι πρώτοι -ως έλκοντες οι ίδιοι την καταγωγή τους από βυζαντινές αρχοντικές οικογένειεςτη συµµετοχή τους στην τοπική εξουσία και κυριαρχία του χώρου). Από την άλλη, οι επιθέσεις των ορεσίβιων εναντίον των χωρικών υποδηλώνουν διαφορετικές αξίες και µεγάλες κοινωνικοοικονοµικές αντιθέσεις60. Σηµαντική είναι η περαιτέρω εξέταση των πολλαπλών ρόλων της ληστρικής οµάδας (πολιτικός – οικονοµικός – πολιτισµικός – κοινωνικός 58 Για την αντανάκλαση οικονοµικών, κοινωνικών και πολιτικών δοµών στη συνείδηση του λαού είναι ενδεικτικά τα κλέφτικα δηµοτικά τραγούδια. Σχετικά µε τη µορφοποίηση της ιστορικής πραγµατικότητας από τον λαϊκό δηµιουργό και την αποτύπωση του ενόπλου, καπιτάνου ή ληστή, στη λαϊκή αφήγηση και τέχνη βλ. ενδεικτικά µόνο Πολίτης (επιµ.) 1973˙ Ασδραχάς 1973˙ Κοντογιώργης 1979˙ Van Boeschoten 1991˙ ∆αµιανάκος 2003², 21-97 . Πρβλ. την απεικόνιση του ενόπλου, Πολίτης 1987, 24-31. 59 A.S.V., Capi Consiglio di Dieci, Lettere di Rettori e di altre Cariche, b. 286, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 8 Ιουνίου 1610. 60 Για τις αντιθέσεις ορεινών πληθυσµών και αγροτών στη νεότερη Ελλάδα βλ. ενδεικτικά µόνο Κολιόπουλος 1980˙ Van Boeschoten 1991, 18-22˙ ∆αµιανάκος 2003², 87-95.
606
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
– ιδεολογικός) στη συγκεκριµένη περιοχή και ιστορική περίοδο, η παραδοσιακή και η επίσηµη νοµιµότητα και οι σχετικές αντιλήψεις περί δικαίου, η αντιπαράθεση των δύο νοµιµοτήτων, η στάση των ληστών απέναντι στην τοπική κοινωνία και στο βενετικό κράτος και αντίστροφα, ο ρόλος τους, τέλος, στην εξασφάλιση αυτονοµίας στην τοπική κοινωνία στην οποία εντάσσονταν (όχι µόνο µέσω της βίαιης αντιπαράθεσης µε τις αρχές µα και µέσω της άρνησης καταβολής φόρων και παροχής αγγαρειών, ενθαρρύνοντας ανάλογα τους εντοπίους61). Η διερεύνηση, βέβαια, των ποικίλων πτυχών του φαινοµένου της κοινωνικής ληστείας στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου -και γενικότερα των ορεινών περιοχών της Κρήτης- τους 16ο και 17ο αιώνες, όπως και σε κάθε άλλη γεωγραφική περιοχή και χρονική περίοδο, µόνο εξατοµικευµένα µπορεί να ειδωθεί, αφού η σχετική µε το ληστρικό φαινόµενο βιβλιογραφία αφορά ποικιλία περιπτώσεων µε αδυναµία εφαρµογής ενός γενικότερου σχήµατος (∆αµιανάκος 2003², 87-95˙ ∆αµιανάκος 2005, 43-58, 82-94). Εξίσου σηµαντική θα είναι η µελέτη της θεώρησης της τιµής στους πληθυσµούς αυτούς, που υπαγόρευε, σε κάποιες περιπτώσεις, συµπεριφορές και κίνητρα (Τσαντηρόπουλος 2004, 188-190˙ Κολιόπουλος 2005, 288) αλλά και η εξέταση των άγραφων κανόνων που ρύθµιζαν τις εσωτερικές σχέσεις των οικογενειών και των παράνοµων οµάδων και της ελαστικότητάς τους (για παράδειγµα, όσον αφορά την προδοσία συντρόφου στις αρχές από µέλος της οµάδας). Οι έννοιες αυτές θα φωτίσουν καλύτερα τις σχέσεις των οµάδων αυτών τόσο µε την κοινωνία όσο και µε το βενετικό κράτος (βλ. αντίστοιχα τη νεότερη ελληνική ιστορία, Κολιόπουλος 2005, 307-327). Η αντιµετώπιση των Παπαδόπουλων του Ρεθύµνου πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί µέσα στον χρόνο, όχι µόνο στο πλαίσιο της γενικότερης αντιµετώπισης των «ανυπότακτων» Σφακιανών οικογενειών από τις βενετικές αρχές, αλλά, κυρίως, σε συνάρτηση µε τις ιδιαιτερότητες της περιόδου και του χώρου. Οπωσδήποτε, η παραβατική δραστηριότητα των πληθυσµών της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου δεν φαίνεται να υπολείπεται σε κάτι έναντι των όµορων κατοίκων των Σφακίων, σηµατοδοτώντας ένα νέο πεδίο έρευνας. 61 A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ., βλ. έγγρ. αρ. 1.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
607
ΕΚ∆ΟΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Στην έκδοση των εγγράφων χρησιµοποιήθηκαν τα εξής κριτικά σηµεία: Με το σηµείο < > συµπληρώνονται γράµµατα που λείπουν. Μέσα σε \ / και / \ σηµειώνονται λέξεις που έχουν συµπληρωθεί από τον γραφέα στα διάστιχα. Με το σηµείο [[ ]] δηλώνονται οι διπλοεγγραφές και µε { } οι διαγραφές. Η τελεία κάτω από το γράµµα σηµαίνει πως αυτό δεν µπορεί να διαβαστεί µε βεβαιότητα, ενώ µε τα σηµεία […] και [;] δηλώνονται λέξεις δυσανάγνωστες ή συντοµογραφηµένες, για τις οποίες εκφράζω τον προβληµατισµό µου στην ανάπτυξη της συντοµογραφίας. Επεµβάσεις έχουν γίνει στην κεφαλαιογράφηση, στην παραγραφοποίηση και στη στίξη. 1.
1584 (1583 β.έ.), 10 Φεβρουαρίου
Ο γενικός προνοητής Alvise Grimani ενηµερώθηκε πως µέλη της οικογένειας των Παπαδόπουλων, κάτοικοι τόσο των χωριών του διαµερίσµατος Ρεθύµνου όσο και των χωριών Πατσιανός (Pazzanò) και Μέσα Γωνιά (Messa Gognà) του διαµερίσµατος Χανίων, επιδίδονταν σε κλοπές εναντίον των κατοίκων της περιοχής, σκοτώνοντας εκείνους που θα τους αντιστέκονταν. Από την άλλη, οι χωρικοί δεν προέβαιναν σε καταγγελίες από φόβο για τα χειρότερα, µε αποτέλεσµα οι δράστες να µένουν ατιµώρητοι. Για τον λόγο αυτό ο προνοητής ζητά τη συνδροµή των κοινοτήτων και των κατοίκων των χωριών στη σύλληψη των δραστών και στην παράδοσή τους στις αρχές. Καλεί τους αρχηγούς των Παπαδόπουλων στο χωριό του Αγίου Κωνσταντίνου της επαρχίας Ρεθύµνου µε τους οποίους συνάπτει σχετική συµφωνία. Οι υποχρεώσεις των καπιτάνων των οικογενειών, µε αυστηρές ποινές σε περίπτωση αµέλειάς τους, είναι οι εξής: 1. παρουσία κάθε έξι µήνες στις αρχές (Reggimento) του Ρεθύµνου, 2. συνδροµή στην απόδοση της δικαιοσύνης και αποχή από κάθε παραβατική δράση, 3. εγγύηση για τα µέλη του γένους τους, 4. βοήθεια στους βενετούς αξιωµατούχους που θα µεταβούν στους τόπους τους για έρευνα, 5. σύνταξη πιστοποιητικού για κάθε αποµάκρυνσή τους από τον τόπο διαµονής τους, 6. συνέπεια στις αγγαρείες και στην απόδοση των φόρων «επί του αλατιού» και «επί των σφαγείων». Οι αρχές αναστέλλουν τις καταδίκες για συγκεκριµένο διάστηµα, το οποίο θα ανανεώνεται µε την τήρηση της συµφωνίας.
608
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
A.S.V., PTM, b. 749, συµφωνία του γενικού προνοητή Alvise Grimani µε τους Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος Ρεθύµνου: Άγιος Κωνσταντίνος, 10 Φεβρουαρίου 1583 β.έ.
|φ. [1] r Havendo l’Illustrissimo et Eccellentissimo signor Alvise Grimani, per la Serenissima Signoria di Venetia etc. [;] Proveditor General nel Regno di Candia, pressentito che la fameglia di Papadopulli, habitenti nel territorio di Rettimo et al casal Pazzanò, territorio della Canea, si è solevata da poco tempo in qua facendosi lecita, senza rispetto della Giusticia, far molti latrocinii et robamenti, così di animali pecorini come anco bovini, che apportano grandissimo danno ai particolari et con molto mal essempio che altri facino il simile, et che da questo ne possa nascer mali et importanti effetti, come vien detto, esser stato amazzato delli huomini che a diffesa delli loro animali et robbe facevano ressistencia, et, quel che è peggio, che li offesi, per timor di non esser peggio trattati da questa prolle, non vanno alla Giusticia di acusar li malfatori et dar le sue querelle, restando però essi malfatori impuniti dalla Giusticia, come di ciò si ha havuto informacione. Et, però, per remediar quanto si possa a questi inconvenienti et che li huomini vivano liberi et sicuri alle case loro, con il vitto et con le persone, si fa intender a tutti li communi et homini habitenti nelli casali che ogni volta che sentiranno rumori et che sul fatto de robamenti facendosi il furto possono mettersi insieme essi communi, uno et più de loro, et prender questi tristi che haverano robbato et quelli condur alle forze della Giusticia per esser castigati, perché guadagnarano ducati vinticinque venetiani dalli suoi beni, se ne saranno, se non, di quelli della |φ. [1] v Serenissima Signoria. Et habbino facoltà di poter liberar uno bandito per homicidio puro a loro richiesta per il benefficio della captura, da essergli dato da quel Reggimento sotto del quale sarà corso l’eccesso, dovendo restar impune se nella captura occoresse scandolo domentre che sul fato et in fragrante nel far il furto sucedesse. La qual antedetta deliberacione sia publicata a Rettimo et per tutto il territorio. Et, per poter con ogni via et mezo proveder et remediar, Sua Signoria Eccellentissima ha fatto chiamar alla presentia Sua li sottoscritti capi della soprascritta fameglia Papadopulli, con molta parte delli loro huomini, al casal San Constantino, et fattogli alla presentia loro quelle debbite ammo-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
609
nicioni che se convenivano, havendo prima tolto in notta li capi della fattion di cad’un casale, li ha fatto intendere et intimato che ogni uno de loro habbia cura che non sia fatto furti né homicidii né altri delitti. Che altramente facendo si mandarà una copia de soldati a prendergli et se gli darà il debito castigo de forca et di galea castigandoli severissimamente, come fu fatto alli Pateri nel tempo dell’Eccellentissimo Cavalli, obligandoli a dover venir ogni sei mesi a presentarsi avanti il Clarissimo Reggimento di Rettimo, dovendo loro restar piezi et obbligate le persone loro a quel tanto che farà la Giusticia. Et, mancando, se darà la debita essecucione a quanto da Sua Signoria Illustrissima è sta intimato et |φ. [2] r dechiarito. Li quali tutti suplichevolmente promessero de obedir pregando Sua Signoria Illustrissima a volerli perdonar alli delitti passati, come fo anco fatto nel tempo dell’Eccellentissimo General Foscarini, suspendendo le sententie et querelle che fussero sta fatte contra de loro, promettendo che non solamente loro se appresentarano ogni sei mesi al Clarissimo Reggimento di Rettimo ma che anco operarano con ogni debito modo de proveder che non sarà fatto furti né offesa alli vicini del territorio di Rettimo né a cad’un altro luoco di questo Regno né tra loro medesimi da alcuno della loro fameglia, dicendo appresso che, essendo molti della fameglia loro habitenti nel sudetto casal Pazzanò, sotto il territorio della Canea, et dovendo quelli per questo obligo andar a presentarsi alla Canea per esser sottoposti a quella città, gli convienne passar [[li convienne passar]] per altri casali della prolle di Pateri, con quali hanno antique difficoltà et dispareri, però ricercorono che in luoco della Canea possino venir a presentarsi a Rettimo. Le qual cose uditte da Sua Signoria Illustrissima, et principalmente la promissione de star alla obediencia, et per proveder che per l’avvenir non succedano delitti, Sua Signoria Illustrissima termina et |φ. [2] v statuisce, per virtù della presente con l’auttorità del Generalato Suo, che li sudetti capi siano tenuti insieme con tutta la loro prolle a capo per capo, così delli habitenti del territorio di Rettimo come quelli della Canea, andar alla città di Rettimo due volte all’anno, ogni sei mesi una volta. Li quali non possano partire da essa città se prima non saranno riscegnati alla presentia del Clarissimo Rettor dal Deputato di Roli, stando alla obediencia della Giusticia di quanto saranno ricercati, dovendo esser obligati essi capi prendere et condur alla Giusticia quelli che facessero qualche ec-
610
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
cesso o commeteranno qualche furto, homicidio o assassinamento. Et, de più, che a tutti li ministri che saranno mandati dalli Clarissimi Reggimenti di Rettimo o da qualche altro magistrato per far alcuna essecucione, o contra essi Papadopulli o in altri casali, non solamente non sia dato da loro impedimento alcuno ma che siano obligati et tenuti, con ogni loro potere, prestar ogni agiuto et favore a essi ministri come se convienne a fidelli suditti affine che possino dar essecucione a quanto li serà sta commesso. |φ. [3] r Et, per poter con più facilittà et modo remediar alli latrocinii che vengono fatti et che a questi tali sia ovviato {de} la commodità di andar a robar o di commetter qualche delitto, Sua Signoria Illustrissima ordina et espressamente comanda che alcuno della sopradetta fameglia Papadopulli non possa partirse dal casale dove stanciasse per andar in altro luoco, ancorché fosse per suoi negocii, se prima non si farà far una fede dal prette di esso casal con {de} ordine del capo di esso, decchiarando nella fede il negocio che haverà di andar a fare. Et, trovando alcuno che fosse partito dal suo casale senza questa fede, se sarà preso et conduto alle forze della Giusticia sia condannato mesi disdotto in galia a vogar il remo con li feri alli piedi, et il captor guadagni dalli suoi beni cechini cinque, se ne haverà, se non, di quelli della Illustrissima Signoria da esser scontati per il condannato in tanti servicii de galea. Et, per gratifficacione loro, Sua Signoria Illustrissima decchiarisse che per anno uno sia suspeso ogni bando et querella che fusse fatta contra cadauno |φ. [3] v di essi Papadopulli, quando però che li patroni offesi siano satisfatti. La qual sospensione se intendi a esser prorogata di anno in anno domentre che fra questo tempo non succeda furti né altri eccessi, li quali occorendo, contra la promessa loro, Sua Signoria Illustrissima vuole et ordina che la presente proroga resti nulla et de niun valor. Et che non solamente habbino da caminar le querelle et la Giusticia habbia il suo luogo contra li transgressori ma anco dar essecucione alle sententie contra de loro fatte, castigando li capi loro che qui sotto saranno descritti et decchiaritti. Et sia mandato milicia italiana per prendergli per dargli il condegno castigo, sotto pena alli capi che non anderanno apresentarsi insieme con la loro prolle et di mantener quanto di sopra hanno promesso et obligato di forca o al meno di galia et di quelle altre pene corporali che alla Giusticia parerà di dargli per la innobediencia loro.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
611
Item [;] che alcuno della sudetta prolle Papadopulli privilleggiati non ardisca né possa spallegiar |φ. [4] r né favorir quelli che non fussero privileggiati per non andar a far le loro engarie et ogni altro servicio che fusse obligato, ma siano obligati dar ogni agiuto et favore a cad’uno ministro che andasse per questo negocio, affine che essi contadini vadino a servire quanto è obliga{to} loro, sotto pena, essendo accusato alcuno haver favorito et spallegiato simil persone, di mesi 18 de galia. Che alli Daciari del Sale li sudeti Papadopulli debbano dar ogni anno quel danaro che sono obligati pagare a essi Daciari per la consumacione del sale giusta gli ordeni dell’Eccellentissimo Foscarini. Et similmente debbano contribuir alli Daciari della Becaria la ordinaria decatia et ogni altro dacio che li pervenisse, giusta gli sudetti ordeni, sotto pena de galia et \ad’/ altre pene che parerà alla Giusticia di dargli. Datum nel casal San Constantin. Adì 10 febraro 1583. Li nomi delli capi sono questi: casal Seglià: Giorgi Papadopullo, capitano Andrea Papadopullo, quondam Janulo
casal Rodachino: Giorgi Papadopullo Curà Veloni Papadopullo Ruba, suo fratello segue
|φ. [4] v casal Rodachino: Janni Papadopullo, fratello del contrascritto [;] Leandro Papadopullo Condogiani
casal Finichià: Manoli Papadopullo Zingropullo Nicola Papadopullo Giab. udopulo
casal Scallottì: Varda Papadopullo Zanidopullo Dimitri Papadopullo Cuter mi . [Maistro] Leo Papadopullo Andradopullo
612
Mi .cali Papadopullo Am . ira Varda Papadopullo il vecchio Manusso Papadopulo, {con} quondam Μarco [;] Janni Papadopullo Gianucari Stamati Papadopullo Giorgiopullo Giorgi Papadopullo Macriza casal Agrulea: Alexi Papadopullo Costandalexi Giorgi Papadopullo Giorgiocosta Manoli [;] Papadopullo Fariso Manolopullo
casal Capsodasso: Janni Papadopullo, quondam Manoli Maurachi Janni Papadopullo Papagianopullo Pero Papadopullo Zurere segue |φ. [5] r casal Pazzanò: Candili Papadopullo, capitano Giorgilà Papadopullo Sclavo Janni Papadopullo Linogiani Costa Papadopullo Gnau. ra Candili Papadopullo Francescopullo Nicola Papadopullo Samaritti Janni Papadopullo Melà casal Miriochieffala: Micali Papadopullo de Manoli Nichitta Papadopullo Senichitta
casal Messa Gognà: Thodossi Papadopullo Cirmiri [;] Manoli Papadopullo Copanopullo Zanin Papadopullo Furopullo, quondam Giorgi Leo Papadopulo Thodossoleo
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
613
Zanin, suo fratello Leo Suropullo, quondam Giorgilà Pero Papadopullo de Thodossi.
Adì 10 febraro dato al casal San Constantin. La soprascritta terminacion fu letta alli sopradetti capi et a molti altri della prolle loro in greco, alla presentia dell’Eccellentissimo Signor Alvise Grimani, Dignissimo Proveditor General nel Regno.
|φ. [5] v Li quali, uditta, hanno ringraciato Sua Signoria Illustrissima di questo buon ordine, promettendo di osservar et essequir quanto in essa si contienne. A queli fu data una copia simile traduta in greco affine che la facino publicar a cad’un altro della loro fameglia. Et per dargli per la debita essecucione et immediate fu mandato un’altra copia al Clarissimo Rettor di Rettimo acciò la faccia publicar in quella città et per tutto il territorio ad inteligencia universale. Gabriel Gabrielli, segretario. 2.
1595, 21 Ιουνίου
Καταδικαστική απόφαση εναντίον τριών µελών της οικογένειας Παπαδόπουλων από το χωριό Ροδάκινο -µε πρωτεργάτη τον Μανόλη (ή Ruba) Παπαδόπουλο- και άλλων από γειτονικά χωριά για την αιµατηρή επίθεση και ζωοκλοπή εις βάρος της οικογένειας και της περιουσίας του ∆ηµήτρη Λίτινου, από το χωριό Sactures. Οι άνδρες, επτά βασικοί δράστες µα συνοδευόµενοι και από άλλους, επιτέθηκαν στην οικία του Λίτινου, ενώ ο ίδιος απουσίαζε. Ο αδελφός του, Γιάννης, και φύλακας των προβάτων του, προσπάθησε να αµυνθεί, δέχτηκε όµως τα χτυπήµατα της ληστρικής οµάδας στα οποία τελικά υπέκυψε, ενώ οι δράστες κατόρθωσαν να κλέψουν 56 ζώα.
A.S.V., Capi del Consiglio di Dieci, b. 1 (Processi e Carte Criminali), Candia: Processo 1610-Provveditor Generale di Candia, φφ. 11r-12v. | φ. 11r Copia dalla Raspa di banditi et condannati in galia della città di Rettimo.
614
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Adì 21 zugno 1595. Ruba Papadopulo, figliolo de Curà, Giani Papadopulo, detto Sersogiani, et Giorgio, detto Curà Papadopulo, quondam Theodosio, padre del sudetto Ruba, dal casal Rodhachino, absenti et contumaci sed legittime cittati, anzi il predetto Curà essendo | φ. 11v stato rettento se ne fuggì, il qual fu sotto li 16 dell’instante cittato per via di proclama acciò ritornasse all’luoco donde se ne fugite et lui non se ne ha incurato di venir. Nec non contra Micali Sacorafo, detto Bicopulo, Theodosio et Paulo, frattelli, detti Mal.ufidhes, et Theodosio Papadopulo, detto Tirocomo, tutti dalli casali Potamia et Santo Steffano62, apresentati volontariamente alle forze della Giustitia sotto li 24 luglio prossimo passato, per quello: che tutti li predetti seleratissimi huomini, scordevoli della salute et vitta eterna, poca stima tenendo della Giustitia, et molto meno li predetti Papadopuli, la perfidia et scelerittà di quali è hoggi di in modo acresciuta che dà nausa alla Giustitia et disperatione alli sudditti, havendo fra loro concluso et determinato di rapir et condur via al solito et costume loro il gregio di animalli peccorini, raggion de Dimitrio Littino, detto Ginopullo, dal casal Sactures63 ma da pochi anni andato 62 ∆εν είµαι απόλυτα βέβαιη για την ταύτιση των χωριών και τοπωνυµίων που αναφέρονται στο έγγραφο. Ευχαριστώ τον κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη που πολύ πρόθυµα µου απέστειλε πληροφορίες για το χωριό Σακτούρια και τον οικισµό Σαλιβαράδω (βλ. σηµειώσεις 63 και 64 παρακάτω) από την εργασία του: «Τοπωνυµικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου» [χωριά Σακτούρια (στον Αϊ-Στέφανο, 559) και Άγιος Ιωάννης Καµένος (στω Σαλιβαράδω, 89)] Ρέθυµνο 2011, τ. Ε΄ των Πρακτικών του παρόντος Συνεδρίου. Για τα κρητικά τοπωνύµια βλ. και τα πρακτικά του συνεδρίου Τα Κρητικά Τοπωνύµια. ∆ιήµερο Επιστηµονικό Συνέδριο (Ρέθυµνο, 6-7 Νοεµβρίου 1998), Πρακτικά, τ. Α΄ και Β΄, Ρέθυµνο 2000. ∆εν στάθηκε δυνατόν να ταυτίσω το χωριό Potamia. Για δύο χωριά που αναφέρονται ως Polcimo (ίσως πιο σωστά Poleimo, Εκκεκάκης 1994, 243) e Santo Stefano από τον Francesco Basilicata το 1630 (Σπανάκης 1969, 128) έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις: από τον P. Faure τοποθετούνται µεταξύ Μαρουλά και Πρασσών, ενώ από τον Γ. Εκκεκάκη στην περιοχή του χωριού Παλαίλιµνος, το οποίο υπάγεται σήµερα στην κοινότητα των Ρουστίκων. Η δεύτερη αυτή εκδοχή συµφωνεί µε την ταύτιση των λοιπών τοπωνυµίων που αναφέρονται στο έγγραφο, βλ. παρακάτω σηµειώσεις 63 και 64 (Faure 1981, 229˙ Εκκεκάκης 1994, 243-244˙ Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 80: Άγιος Στέφανος και τ. Β΄, 600-601: Παλαίλιµνος, 646: Πόλκιµο και Άγιος Στέφανος). 63 ∆εν µπορώ να πω µε βεβαιότητα αν πρόκειται για το χωριό Σακτούρια (ή Σαχτούρια) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Faure 1981, 237˙ Σπανάκης 2006³, τ. Β΄, 698) ή για το χωριό Σαϊτούρες της επαρχίας Ρεθύµνου (Faure 1981, 229˙ Σπανάκης 2006³, τ. Β΄, 693-694). Στο χωριό Σακτούρια, όπως µε ενηµέρωσε ο κ. Παπαδάκης, υπάρχει οικι-
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
615
ad habitare nel metochio Sta Livadhia sta Saghlichiana64 pur guida. Et origine d’ogni male li predetti dal casal Potamia et Santo Steffano, come prattichi et vicini del luoco, et dalli qualli essi altri havevano ogni particolar aviso, acompagnati il mese di avosto 1593 con altri, delli quali fin’hora la Giustitia né hebbe |φ. 12r cognitione, sono stati a tempo di σµός Άγιος Στέφανος, ο οποίος χρονολογείται από την περίοδο της βενετοκρατίας. Ωστόσο, τα στοιχεία που αναφέρονται στο κείµενο, σε συνδυασµό µε τις βιβλιογραφικές αναφορές και µε στοιχεία από άλλες δηµοσιευµένες πηγές, µε οδηγούν στην υπόθεση πως πρόκειται για το χωριό Σαϊτούρες, βλ. και την επόµενη σηµείωση. 64 Το µετόχι sta Livadhia sta Saghlichiana δεν εντοπίστηκε, πιθανότατα όµως βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή του χωριού Sactures. Τα µετόχια ήταν µικρότεροι οικισµοί στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, συνδεδεµένοι µε τον κύριο οικισµό. Κατά τους τελευταίους αιώνες της βενετοκρατίας στο νησί αρκετά από αυτά είχαν πληθυσµό ανάλογο µε τα χωριά (Λαµπρινός 2002, 99). Τοπωνύµια «στα Λιβάδια» και «στα Σαχλικιανά» αναφέρονται από τον συµβολαιογράφο Γιάννη Βλαστό σε πράξεις που έχουν συνταχθεί στα Ρούστικα της επαρχίας Ρεθύµνου (Faure 1981, 229˙ Σπανάκης 2006³, τ. Β΄, 691-692), που βρίσκονται κοντά στο χωριό Σαϊτούρες, γεγονός που µε οδήγησε στην άνω ταύτιση του χωριού, βλ. αντίστοιχα Γρυντάκης 1990b, 56, αρ. πρ. 132, εκτίµηση και παράδοση προίκας: Ρούστικα, 27 Ιουλίου 1601 και ο ίδιος, 115, αρ. πρ. 264, ενοικίαση χωραφιών: Ρούστικα, 23 Μαρτίου 1610. Για θέση «Λιβάδι» στα Ρούστικα κάνει λόγο και ο Σπανάκης χ.χ., 327-328. Είναι πολύ πιθανό, λοιπόν, τα χωριά Potamia και Άγιος Στέφανος να βρίσκονται στη γειτονική περιοχή, αφού στο έγγραφο αναφέρεται πως οι κατηγορούµενοι από αυτά τα δύο χωριά βρίσκονταν πιο κοντά, σε σχέση µε τους κατηγορούµενους από το Ροδάκινο, στον τόπο όπου κατοικούσε το θύµα. Ακόµη και αν ο Άγιος Στέφανος τοποθετείται στην ευρύτερη περιοχή Μαρουλά και Πρασσών, τότε πιθανότατα το χωριό Sactures ταυτίζεται µε το χωριό Σαϊτούρες, που βρίσκεται πιο κοντά του σε σχέση µε τα Σακτούρια. Σε δηµοσιευµένες πηγές και στη βιβλιογραφία καταγράφεται πληθώρα χωριών και τοπωνυµίων ως «Λιβάδι», «Λιβάδια», «Λιβαδάκι(α)». Αναφέρω έτσι και τις εξής υποθέσεις, ίσως λιγότερο πιθανές, έχοντας εντοπίσει στο χάρτη τις τοποθεσίες σε κοντινές σχετικά αποστάσεις από το χωριό Σαϊτούρες: οικισµός Salivadia καταγράφεται το 1630 από τον Francesco Basilicata, στην έκθεσή του, στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου. Ο Σπανάκης τον αναφέρει ως οικισµό Σαλιβάρδω. Ο P. Faure τον συνδέει µε το τοπωνύµιο Σαλιβεράδω στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη. Ο κ. Παπαδάκης µου υπέδειξε πως πρόκειται για την τοποθεσία Σαλιβαράδω του χωριού Άγιος Ιωάννης Καµένος, στα νοτιοανατολικά του χωριού Σαϊτούρες (Σπανάκης 1969, 130˙ Faure 1981, 235˙ Σπανάκης 2006³, τ. Α΄ 65: Άγιος Ιωάννης, τ. Β΄, 694: Σαλιβαράδω. στω˙ Παπαδάκης, 2011, 89). Οικισµός Λιβαδάκια εντοπίζεται και στην επαρχία Ρεθύµνου. Ο Σπανάκης τον ταυτίζει µε εκείνον που καταγράφεται ως Livadia από τον Basilicata. Ο Faure τοποθετεί τα Λιβαδάκια στην περιοχή της Αργυρούπολης, δυτικά του χωριού Σαϊτούρες (Σπανάκης 1969, 128˙ Faure 1981, 228˙ Σπανάκης 2006³, τ. Α΄, 134-135: Αργυρούπολη, τ. Β΄, 477: Λιβαδάκια).
616
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
notte a dar l’assalto di casa d’esso povero Demetrio, dove, con impeto et furore grande, havendo con ogni violenza rotto et fatto impezzi le porte, entrorno per condur via essi animali. Ma come subito videro l’infelice Giani, frattello di lui Demetrio et custode di essi animalli, levarsi su credendo potterli impedire -ma si ingannava contra tanti malandrinisi missero inhumanamente a descargargli molte frezze, una delle quali cogliendolo in la panza cascò subbito in terra et all’hora essi commodamente hanno possuto condur via essi animalli, li quali in tutto erano cinquantasie. Per causa della qual botta egli infelice de lì a quattro giorni passò dalla presente vitta et come nel processo formato ex officio sopra la relation de maistro Stamati Rodhiti, ceroico, furono per il Clarissimo Reggimento sententiati ut infra, cioè: Li predetti Ruba Papadopulo, Curì, suo padre, et Giani Papadopullo, detto Sersogiani, absenti, siino et s’intendino banditti da questa città di Rettimo, suo territorio et da tutto il Regno di Candia imperpetuo, riservandogli il luoco de Selino et per miglio uno d’intorno per loro confine. Et, rompendo il confine et essendo presi, o alcuno di | φ. 12v loro, gli sia all’hora solita sopra un emminente sollaro al luoco solito per il mi<ni>stro della Giustitia, tagliata la testa via dal busto siché morino, con taglia alli captori de perperi mille dalli suoi benni, se non, la taglia ordinaria da questa camera fiscale. Theodosio et Paulo Sacorafo, Malo. fidhes, et Theodosio Papadopullo, Tirocomo, siino rilasciati per hora dalle preggioni. Micali Sacorafo, detto Bidhopullo, veramente sii posto avogar il remo sopra una galia di condannati con li ferri ai piedi per anni tre continui per homo da remo. Et, non essendo habile, stii in una preggion serrato per mesi sei continui et poi resti bandito da questa città, territorio et 15 miglia oltra li confini per anni vinti. Et, rompendo li confini et essendo preso, stii in preggion come di sopra et poi ritorni al bando, qual all’hora gli habbia da principiare, et questo tante volte quante contrafarà, con taglia alli captori de perperi cinquecento dalli suoi benni, se ne saranno, se non, la taglia solita dalla camera predetta etc. Georgius Episcopopulus, coadiutor ad criminalia.
617
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
3.
[1608]
Στο έγγραφο γίνεται αναφορά στους καταδικασµένους στη θανατική ποινή και στη γαλέρα Παπαδόπουλους του διαµερίσµατος του Ρεθύµνου, στο σύνολό τους 138 (προερχόµενοι από χωριά της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου και γειτονικά χωριά). Αναφέρονται επίσης 509 Πάτεροι, καταδικασµένοι σε εξορία και γαλέρα, αλλά και υπόδικοι από την περιοχή των Σφακίων του διαµερίσµατος των Χανίων.
A.S.V., PTM, b. 773, καταγραφή των καταδικασµένων Παπαδόπουλων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου και των Πάτερων του διαµερίσµατος Χανίων στη θανατική ποινή και στη γαλέρα, χ.χ. |φ. v-r Sfacchioti di Prole |φ. v Papadopuli, territorio di Rettimo, et casal Rodacchino: Banditi con pena capital: nο 18 Banditi con pena di galea: nο 19 Assomato: Banditi con pena capital: nο 2 Gognà: Banditi con pena di galea: nο 1 Banditi con pena di galea: nο 20 Scalotì: Banditi con pena capital: nο 2 Banditi con pena di galea: nο 5 Pazzanò Banditi con pena capital: nο 16 Capsodhasso: Banditi con pena di galia: nο 27 Risica: Bandito con pena capital: nο 1 Miriochiefala:Banditi con pena di galea: nο 4 Seglià: Banditi con pena capital: nο 7 Banditi con pena di galea: nο 9 Finichià: Bandito con pena capital: nο 1 Banditi con pena di galea: nο 2 Agrulea: Banditi con pena di galea: nο 2 Angarathea: Banditi con pena capital: nο 2
Summano li banditi delli Sfacchioti sul territorio di Rettimo: nο 138
618
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
| φ. r Pateri, territorio della Canea Sfachia proprio: Banditi con pena capital: nο 32 Banditi con pena di galea: nο 26 Condennati in galea senza bando: nο 26
Et più querelati, processati et parte proclamati per diversi casi, homicidii, furti et altri delitti come nelli processi, in tutto Sfacchioti Pateri: nο 425 = nο 509 + 138 Papadopuli banditi con pena capital: 647
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
4.
619
[1609]
Οι Proveditori ad Utilia του Ρεθύµνου, σε επιστολή τους προς τον γενικό προνοητή Gieronimo Capello, διαµαρτύρονται για την παραβατική δραστηριότητα των Παπαδόπουλων στις περιοχές του διαµερίσµατος εις βάρος των χωρικών ζητώντας τη δραστική παρέµβασή του. A.S.V., PTM, b. 774, επιστολή των Proveditori ad Utilia του Ρεθύµνου στον γενικό προνοητή Gieronimo Capello, χ.χ. (συνηµµένη σε επιστολή του γενικού προνοητή Gieronomo Capello προς τη Βενετία: Χανιά, 12 Μαΐου 1609).
|φ. [1] r Illustrissimo et Eccellentissimo signor Proveditor General et Inquisitor nel Regno, Le continue scelleratezze et gli enormi delitti che alla giornata si sentono commettere dalli Papadopulli, con notabilissimo danno et rovina di questo territorio, oltra che apportano grandissimo dolore a tutti noi di questa città, per vedere ogni giorno depredarsi da loro, senza niun rispetto, li nostri casali, ci dano anco occasione di riccorrer a Vostra Eccellenza Illustrissima acciò con la Sua Prudenza et Supprema Auttorità porga oportuno rimedio a tante afflittioni et calamità, le quali tanto più si rendono gravi quanto che le cose nostre non sono esposte a un solo genere di violenza, perciò che eglino, non si curando punto del timore del Signor Iddio né portando rispetto alla Giustitia, hanno rotto in tutto li argini dell’obedienza et impetuosamente si lasciano trasportare dalla loro natural libidine et indomita fierezza a cui non è prescritto alcun termine della ragione. Essi, non più di notte, come solevano, ma di giorno, non più nei luoghi solitarii, ma nelle ville istesse, vanno rubbando ogni sorte di animali con ammazzar |φ. [1] v li patroni se per sorte osassero di contraporsi per difesa delle cose proprie, conducendovi publicamente li chiapi intieri, senza che si possa resistere alla loro forza. Et, per dar più facil strada a questa scellerità, portano seco delle manare et rompono le porte delle case facendosi a questo modo violenti et illegitimi \possessori/ dell’haver di questi miseri contadini, alli quali, oltra la perdita della robba et spesso della vita, vengono di più violate su’gli occhi suoi da questi scellerati le proprie mogli et figliole con
620
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
estrema, anzi indicibile, sua disperatione. Non è maniera di barbara crudeltà che non si usi da loro con furti, rapine, adulterii, incendii, homicidii et assissinamenti, siché di breve restarà desolato il territorio, si come fin hora si vedono dishabitati molti mettochi, molini et altro con importantissima consequenza di cose maggiori, che la Prudenza di Vostra Eccellenza Illustrissima può considerare et che sommamente dispiacciono al Serenissimo nostro Prencipe, né occorre che qui si scrivino particolarmente tutti li loro delitti, perché essendo notorii è |φ. [2] r pieno tutto questo Regno delle loro detestande et impie operationi, siché avanti che le cose vadino più oltre con universal scandalo. {che} Recorriamo noi, Proveditori ad Utilia di questa magnifica Communità, all’auttorità di Vostra Eccellenza Illustrissima per giusto rimedio di tali pernetiose scellerità, si come l’Eccellentissimo Preccessor Suo si preparava di fare, ma per il felice arrivo di Vostra Eccellenza Illustrissima fu interrotto il progresso, sperando noi parimente da Lei, per la Sua ottima mente di solevar li poveri, l’istesso effetto della Sua Giustitia et alla Sua Gratia humilmente ci raccomandiamo. Io, Bernardo Manolesso, Proveditor ad Utilia, supplico. Io, Giacomo \Sanguinazzo/, Proveditor ad Utilia, supplico. Io, Zorzi Lombardo, Dottor, Proveditor ad Utilia, supplico. 5.
1610, 20 Aυγούστου
Στην επιστολή του προς τη Βενετία ο γενικός προνοητής Gieronimo Capello αναφέρεται στη σύλληψη του Θεοδόσιου (ή Κακανίγου) Παπαδόπουλου και του αδελφού του. Στις 10 Αυγούστου 1610 το κεφάλι του πρώτου µεταφέρθηκε στο Ρέθυµνο, γεγονός που προκάλεσε γενική ευχαρίστηση αλλά και έκπληξη στον πληθυσµό, καθώς η σύλληψή του φαινόταν «έξω από κάθε προσδοκία», µα και φόβο στους παρανόµους. Γίνεται αναφορά στην παραβατική δράση του Κακανίγου, στη βίαιη στάση του εναντίον των βενετών αξιωµατούχων και ειδικότερα στην επίθεση εναντίον του καπιτάνου ∆ράκου Mocenigo κατά την επίσκεψή του στο χωριό Ροδάκινο το 1605, αλλά και στην περιφρονητική και χλευαστική του συµπεριφορά απέναντι στις αρχές. Ο αδελφός του παραδόθηκε στις φυλακές του Ρεθύµνου. Το έργο της σύλληψης των δύο
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
621
αδελφών ανέλαβε ο καπιτάνος Γεωργάκης Παπαδόπουλος, κουνιάδος τους, σύµφωνα µε την υπόσχεση που είχε δώσει στις αρχές. Μετά τη θανάτωση του Κακανίγου δύο ακόµα «φηµισµένοι» εξόριστοι, ο Θεοδόσης και ο Μανόλης Παπαδόπουλοι από το χωριό Γωνιά, παραδόθηκαν αυτοβούλως στις αρχές. Ο γενικός προνοητής µαζί µε τον ρέκτορα Ρεθύµνου, Ottavian Falier, επιβράβευσαν τον Γεωργάκη Παπαδόπουλο µε τις υποσχόµενες αµοιβές και προνόµια. A.S.V., PTM, b. 775, επιστολή του γενικού προνοητή Gieronimo Capello προς τη Βενετία: Χάνδακας, 20 Αυγούστου 1610.
|φ. [1] r seconda / tripplicata Serenissimo Prencipe, Il Cacanigo, famosissimo bandito et temerario sprezzatore della publica dignità, ha finalmente, insieme col fratello, che soli restavano de tutti i scelerati di Rodachino, pagato il debito dei loro demeriti, perché a 10 del presente fu portata a Rettimo la sua testa et presentato vivo in quelle carceri il fratello, che sarà punito: essecutione fatta dal capitan Giorgachi Papadopulo, loro cognato, il quale ha effettuato quanto mi haveva promesso. Questo successo et spettacolo, com’è stato da tutto il Regno sentito con gran piacere et meraviglia, essendo riuscito fuori della credenza d’ogni uno, così tenirà in gran timore i tristi, perché non sarà chi ardisca di sperare di esser libero dalle mani et forze della Giustitia, quando questo, che era capo di seguito, il più sagace de tutti et che mostrava di non temere il mondo, sia stato depresso et estinto. Era costui bandito per gravissimi casi et divenuto insolentissimo per gli affronti da lui fatti molte volte ai publici ministri, et particolarmente l’anno 1605 al capitan Draco Mocenigo, che, espedito con molta gente dall’Illustrissimo Rettor \di Rettimo/ di all’hora per reprimere l’audatia de banditi di Rodachino, fu da esso Cacanigo |φ. [1] v preso vivo et poi trucidato, insieme col capitan Marculacchi Filimo et con altri che erano seco, onde egli si presummeva di non poter in nessun tempo capitare in mano della Giustitia, la quale sprezzava anco con parole indegne, perché egli era solito di dire con voce greca: «Gelasmeni Affendia», che vuol dire «sprezzata Signoria». Aggiongeva anco che si maravigliava che alcuno non s’interponesse nel fargli far pace con Vostra Se-
622
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
renità. Εt finalmente, fidandosi delle proprie forze et della conditione de siti alpestri et inaccessibili, diceva che: «dove vanno le pernici non possono andar i leoni», di maniera che per ogni verso dimostrava il sprezzo della publica dignità et la sua scelerata natura. Rengratio, dunque, Dio di haver veduto costui castigato et ne resto con grand’obligo all’Illustrissimo Rettor Faliero, che, non havendo lasciato a dietro nessuna delle cose concertate fra noi in questo proposito, ha tenuto in ufficio il capitan Giorgachi, che, finalmente, con ogni cauta maniera, ha sodisfatto la sua promessa, alla quale havendo egli con li suoi atteso, per la speranza anco che io gli ho dato del benefficio delle taglie. Supplico riverentemente la Serenità Vostra che, quando questi compariranno |φ. [2] r per riceverne la gratia, E . lla si degni coll’Eccelso Consiglio di Dieci di comandare la presta loro espeditione per i benefficii che doveranno havere, perché, come questo sarà atto di benigna Giustitia, così servirà a porre freno ai scelerati, che in questo modo non vederanno scampo ai casi loro, essendo questo il più certo et sicuro mezo che si possa usare per tenire purgato il Regno da mali humori et da gente scelerata. Non voglio restar di dire alla Serenità Vostra che, dopo morte del Cacanigo, Todossi et Manoli Papadopuli dal casal Gognà, banditi per gravissimi casi et con pena capitale, sbigotiti et intimoriti mi hanno fatto ricercar salvo condotto di venir a presentarsi liberamente nelle forze, perché io facci di loro quello mi piace. Io le ho concesso il salvo senza haver dato né anco minima parola di speranza di usar verso di loro alcuna clementia, il che ho voluto rappresentare alla Serenità Vostra, perché Ella veda a che termine di obbedenza sono hora ridotte queste genti. Gratie etc. Di Candia, a 20 di agosto 1610. Di Vostra Serenità. Gironimo Capello, Proveditor General. |φ. [2] v Al Serenissimo Prencipe di Venetia etc., Signor Collendissimo. seconda / tripplicata 20 agosto 1610. Ricevuta primo ottobre. Provedittor General di Candia, seconde. Cacanigo, famoso bandito, è stato amazzato. Eυχαριστώ τους ερευνητές Α. Πάρδο και Κ. Λαµπρινό για τη συµβολή τους σε ζητήµατα έκδοσης των εγγράφων.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
EΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
623
Αρακαδάκη 2003: Μαρία Αρακαδάκη, «Το “Territorio di Rettimo” προς τα µέσα του 17ου αιώνα. Πληροφορίες από την έκθεση του Nicola Gualdo (1633)», Tης Βενετιάς το Ρέθυµνο. Πρακτικά Συµποσίου. Ρέθυµνο, 1-2 Νοεµβρίου 2002, Βενετία 2003, 229-315. Ασδραχάς 1973: Σπ. Ασδραχάς, «Βιβλιοκρισία στο: Το δηµοτικό τραγούδι. Κλέφτικα (επιµ. Αλ. Πολίτης), Αθήνα 1973», Ελληνικά 27 (1974), 427-431. Ασδραχάς 2009: Σπ. Ι. Ασδραχάς, «Σφακιανοί, οι άρχοντες του βουνού. Τα γένη, οι συνήθειες και ο τρόπος διοίκησης, σύµφωνα µε έκθεση του Γενικού Προβλεπτή του Βασιλείου της Κρήτης, το 1589», εφηµερίδα Η Καθηµερινή. Ένθετο: Tέχνες και Γράµµατα, 9 (φύλλο της Κυριακής, 6 Σεπτεµβρίου 2009). Αστρινάκη 2003: Ουρανία Αστρινάκη, Ο άντρας κάνει τη γενιά ή η γενιά τον άντρα; Ταυτότητες, βία, ιστορία στην ορεινή ∆υτική Κρήτη, Αθήνα 2003 (αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή). Bourdieu 2007: P. Bourdieu, Η ανδρική κυριαρχία, Αθήνα 2007 (µετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου από το γαλλικό πρωτότυπο: La domination masculine, Παρίσι 2002). Γάσπαρης 1997: Χ. Γάσπαρης, Η γη και οι αγρότες στη µεσαιωνική Κρήτη, 13ος - 14ος αι., Αθήνα 1997. Γιαλαµά 1991: ∆ιονυσία Γ. Γιαλαµά, «Εκκλησιαστικές και κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις στο Ρέθυµνο στα τελευταία χρόνια του ΙΣΤ΄ αιώνα», Πεπραγµένα του Στ΄ Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. 2, Χανιά 1991, 103-115. Γιαννόπουλος 1978: Ι. Γ. Γιαννόπουλος, Η Κρήτη κατά τον τέταρτο βενετοτουρκικό πόλεµο (1570-1571), Αθήνα 1978. Γρυντάκης 1990a: Γ. Μ. Γρυντάκης, «Παρωνύµια στο Ρέθυµνο κατά το 16ο και 17ο αιώνα», Κρητολογικά Γράµµατα, τχ. 2 (Ρέθυµνο, Σεπτέµβριος 1990), 81-87. Γρυντάκης 1990b: Γ. Μ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη Νοταρίου Γιάννη Βλαστού. Ρούστικα (1599-1614), Αθήνα 1990 (δακτυλογραφηµένη έκδοση).
624
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Γρυντάκης 1994: Γ. Μ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη Νοταρίου Αντρέα Καλέργη (1634-1646), Αθήνα 1994 (δακτυλογραφηµένη έκδοση). ∆αµιανάκος 2003²: Στ. ∆αµιανάκος, Παράδοση Ανταρσίας και λαϊκός πολιτισµός, Αθήνα 2003². ∆αµιανάκος 2005: Στ. ∆ιαµανάκος, Ήθος και πολιτισµός των επικίνδυνων τάξεων στην Ελλάδα, Αθήνα 2005. ∆ετοράκης 1996a: Θ. Ε. ∆ετοράκης, «Η πανώλης εν Κρήτη. Συµβολή εις την ιστορίαν των επιδηµιών της νήσου», Βενετοκρητικά Μελετήµατα (1971-1994), Ηράκλειο 1996, 13-36, αρ. 1 [=Επιστηµονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Αθηνών 21 (1970-1971), 118-136]. ∆ετοράκης 1996b: Θ. Ε. ∆ετοράκης, «Η αγγαρεία της θάλασσας στη βενετοκρατούµενη Κρήτη», Βενετοκρητικά Μελετήµατα (1971-1994), Ηράκλειο 1996, 71-98, αρ. 4 [=Κρητολογία 16-19 (1984), 103-139]. Εκκεκάκης 1994: Γ. Π. Εκκεκάκης, «Τα ονόµατα των Ρεθεµνιώτικων χωριών κατά Coronelli», Κρητολογικά Γράµµατα, τχ. 9/10 (Ρέθυµνο, φθινόπωρο 1994), 241-257. Ζουδιανός 1960: N. ∆. Ζουδιανός, Ιστορία της Κρήτης επί Ενετοκρατίας, τ. 1, Αθήνα 1960. Θεοτοκάς 1992: Ν. Θεοτοκάς, «Παράδοση και νεοτερικότητα: Σχόλια για το “Εικοσιένα”», Τα Ιστορικά, τ. 9, τχ. 17 (∆εκέµβριος 1992), 345-370. Θεοτοκάς – Κοταρίδης 2006: Ν. Θεοτοκάς – Ν. Κοταρίδης, Η οικονοµία της βίας. Παραδοσιακές και νεωτερικές εξουσίες στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Αθήνα 2006. Κακλαµάνης 2004: Francesco Barozzi, Descrizione dell’isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) (1577/8). Μία γεωγραφική και αρχαιολογική περιγραφή της Κρήτης στα χρόνια της Αναγέννησης, Εισαγωγή, έκδοση κειµένου, σχόλια και απόδοση στα ελληνικά Στέφανος Κακλαµάνης, Ηράκλειο 2004. Καραπιδάκης 1998: Ν. Ε. Καραπιδάκης, «Η προσωπογραφία ως προϋπόθεση για τη διερεύνηση της διαµόρφωσης των κοινωνικών οµάδων της Ελληνολατινικής Ανατολής», Πλούσιοι και Φτωχοί στην κοινωνία της Ελληνολατινικής Ανατολής. ∆ιεθνές Συµπόσιο, επιµ.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
625
Χρύσα Α. Μαλτέζου, Βενετία 1998, 73-89. Καραπιδάκης 2003: N. E. Kαραπιδάκης, «Πολιτικός πολιτισµός στα Επτάνησα κατά την περίοδο της ενετοκρατίας», ∆ελτίο Αναγνωστικής Εταιρίας Κερκύρας 25 (2003), 35-47. Καραπιδάκης 2005: N. Ε. Καραπιδάκης, «Θετικοί και αρνητικοί ήρωες ΙΙ», Νέα Εστία, τ. 158, τχ. 1782 (Οκτώβριος 2005), 641-643. Κολιόπουλος 1980: Γ. Κολιόπουλος, «Περί “κοινωνικών” και άλλων ληστών στη Νεώτερη Ελλάδα», ∆ελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 23 (1980), 422-436. Κολιόπουλος 2005: Ιω. Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα (19ος αι.). «Περί λύχνων αφάς», Θεσσαλονίκη 2005 (= βελτιωµένη επανέκδοση του ίδιου, Ληστές, Η Κεντρική Ελλάδα στα µέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα 1979). Κοµίνης 1968: Αθ. ∆. Κοµίνης, «Νέα µαρτυρία περί του εν έτει 1595 σεισµού του Χάνδακος (οφειλοµένη εις τον Κρήτα ιερέα Ιωάννην Μορζήνον)», Πεπραγµένα του Β΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, τ. 3, Αθήνα 1968, 96-101. Κοντογιώργης 1979: Γ. ∆. Κοντογιώργης, Η ελλαδική λαϊκή ιδεολογία. Πολιτικοκοινωνική µελέτη του δηµοτικού τραγουδιού, Αθήνα 1979. Κοταρίδης 1993: Ν. Γ. Κοταρίδης, Παραδοσιακή επανάσταση και εικοσιένα, Αθήνα 1993. Λαµπρινός 1995: Κ. Ε. Λαµπρινός, «Καθολικοί και ορθόδοξοι στο Ρέθυµνο στα χρόνια της αρχιερατείας του επισκόπου Giulio Carrara (1582-1589)», Θησαυρίσµατα 25 (1995), 239-273. Λαµπρινός 2002: Κ. Ε. Λαµπρινός, «Οι κάτοικοι της κρητικής υπαίθρου κατά το 16ο και 17ο αιώνα. Κοινωνικο-πολιτικά γνωρίσµατα και πρακτικές εκπροσώπησης», Θησαυρίσµατα 32 (2002) 97-152. Λαµπρινός 2008: Κ. Λαµπρινός, «Τα προνόµια και τα σπαθιά. Κοινωνικές µεταβολές και στρατολόγηση στη βενετοκρητική ύπαιθρο (16ος -17ος αι.)», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 9 (2008), 9-59. Μαλτέζου 1983: Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Η φρούρηση των παραλίων του ∆ιαµερίσµατος Ρεθύµνου», Αριάδνη, τ. 1: Αφιέρωµα στον Μανούσο Ι. Μανούσακα, Ρέθυµνο 1983, 139-172.
626
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Μαλτέζου 1994a : Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Άδειες ελεύθερης κυκλοφορίας (12ος-15ος αι.). Συµβολή στην έρευνα του θεσµού των διαβατηρίων εγγράφων», Θυµίαµα στη µνήµη της Λασκαρίνας Μπούρα, τ. 1, Αθήνα 1994, 173-179. Μαλτέζου 1994b: Χρύσα Α. Μαλτέζου, «Καταγγελιοδότες στη Βενετοκρατούµενη Κρήτη τον 14ο αι. Μια άλλη όψη της καθηµερινής ζωής», Ροδωνιά-Τιµή στον Μ. Ι. Μανούσακα, τ. 2, Ρέθυµνο 1994, 299-313. Μαµαλάκης 1965: Ι. Μαµαλάκης, «Το τελευταίο ξερρίζωµα του Ροδάκινου», Κρητική Πρωτοχρονιά, έτος πέµπτο, Αθήνα 1965, 177-179. Μανούσακας 1949: Μ. Ι. Μανούσακας, «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν κατάλογος των Κρητικών οίκων Κερκύρας», Κρητικά Χρονικά 3 (1949), 35-59. Μαρµαρέλη-∆ρακάκη 1995: Αντωνία Μαρµαρέλη-∆ρακάκη, «Ο λοιµός του 1592-1595 στο Χάνδακα», Πεπραγµένα του Ζ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυµνο, 25-31 Αυγούστου 1991), τ. 2/2, Ρέθυµνο 1995, 549-564. Moάτσος 1974: Ε. Μοάτσος, «Αι αρχοντικαί οικογένειαι του Ρεθύµνου επί Βενετοκρατίας», Πεπραγµένα του Γ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ρέθυµνον, 18-23 Σεπτεµβρίου 1971), τ. 2, Αθήνα 1974, 207-221. Μπενβενίστε 1992: Ρίκα Μπενβενίστε, «Νεκρό σώµα, δηµόσιο σώµα: σηµειώσεις για τη θανατική εκτέλεση στο Μεσαίωνα. Συµβολή στην ιστορία του θανάτου», Τα Ιστορικά, τ. 9, τχ. 17 (∆εκέµβριος 1992), 327-344. Πάγκαλος 1960: Γ. Εµµ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τ. 2 (Εισαγωγή – Γλωσσάριον Α-Κ), Αθήνα 1960. Πάγκαλος 1961: Γ. Εµµ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τ. 3 (Γλωσσάριον Λ-Σ), Αθήνα 1961. Πάγκαλος 1964: Γ. Εµµ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τ. 4/1 (Εισαγωγή – Γλωσσάριον Τ-Ω – Συµπλήρωµα Γλωσσαρίου – Λαογραφικά Σύµµεικτα – Λαογραφικά Κείµενα), Αθήνα 1964. Πάγκαλος 1971: Γ. Εµµ. Πάγκαλος, Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τ. 6/1 (Συµπλήρωµα Γλωσσαρίου: κόλου-κόλου – ρακηδειό), Αθήνα 1971. Παπαγρηγοράκης 1956-1957: Ιδ. Ι. Παπαγρηγοράκης, Τα κρητικά ριζίτικα τραγούδια, Χανιά 1956-1957.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
627
Παπαδάκης 2011: Κ. Ηλ. Παπαδάκης, Τοπωνυµικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2011 (εκδίδεται ως 5ος τόµος των «Πρακτικών» του παρόντος συνεδρίου). Παπαδία-Λάλα 1983: Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Αγροτικές ταραχές και εξεγέρσεις στη βενετοκρατούµενη Κρήτη (1509-1528). Η «Επανάσταση» του Γεωργίου Γαδανολέου-Λυσσογιώργη, Αθήνα 1983 (διδακτορική διατριβή). Παπαδία-Λάλα 1992: Αναστασία Παπαδία-Λάλα, «Ενοικιάσεις φόρων στη βενετοκρατούµενη Κρήτη (16ος αιώνας). Ο “φόρος επί των σφαγείων” (“Dacio della Beccheria”)», Αφιέρωµα στον πανεπιστηµιακό δάσκαλο Βασ. Βλ. Σφυρόερα από τους µαθητές του, Αθήνα 1992, 25-51. Παπαδία-Λάλα 1996: Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ευαγή και Νοσοκοµειακά Ιδρύµατα στη Βενετοκρατούµενη Κρήτη, Ελληνολατινική Ανατολή-Oriens Graecolatinus, Βενετία 1996. Παπαδία-Λάλα 2004: Αναστασία Παπαδία-Λάλα, Ο θεσµός των αστικών κοινοτήτων στον Ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.). Μια συνθετική προσέγγιση, Βενετία 2004. Παπαδοπετράκης 1888: Γ. Παπαδοπετράκης, Ιστορία των Σφακίων, ήτοι µέρος της Κρητικής Ιστορίας, Αθήνα 1888 (φωτοτυπική επανέκδοση, Αθήνα 1971). Πλατάκης 1950: Ελ. Κ. Πλατάκης, «Οι σεισµοί της Κρήτης από των αρχαιοτάτων µέχρι των καθ’ηµάς χρόνων», Κρητικά Χρονικά 4 (1950), 463-526. Πολίτης 1973 (επιµ.): Το δηµοτικό τραγούδι. Κλέφτικα, επιµ. Αλ. Πολίτης, Αθήνα 1973. Πολίτης 1987: Αλ. Πολίτης, «Η “µορφή” του καπετάν Μπασδέκη», Μνήµων 11 (1987), 1-31. Ξανθινάκης 2001²: Α.Β. Ξανθινάκης, Λεξικό Ερµηνευτικό και Ετυµολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώµατος, επιµ. Χρ. Χαραλαµπάκης, Ηράκλειο 2001². Ξανθουδίδης 1939: Στ. Ξανθουδίδης, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη και οι κατά των Ενετών αγώνες των Κρητών, Αθήνα 1939. Ξηρουχάκης 1934: Α. Ξηρουχάκης, Η Βενετοκρατούµενη Ανατολή. Κρήτη και Επτάνησος, Αθήνα 1934.
628
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Σπανάκης 1940: Στ. Γ. Σπανάκης, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. 1 (έκθεση του γενικού προνοητή Κρήτης Zuanne Mocenigo, 1589), Ηράκλειο 1940. Σπανάκης 1947: Στ. Γ. Σπανάκης, «∆ύο αναφορές των Σφακιανών προς βενετούς προβλεπτές (1593 και 1594)», Κρητικά Χρονικά 1 (1947), 431-444. Σπανάκης 1948: Στ. Γ. Σπανάκης, «Έκθεση για τη στρατιωτική κατάσταση της Κρήτης (1589)», Κρητικά Χρονικά 2 (1948), 235-252. Σπανάκης 1953: Στ. Γ. Σπανάκης, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. 3 (έκθεση του καπιτάνου του Χάνδακα και προνοητή των Χανίων Filippo Pasqualigo, 1594), Ηράκλειο 1953. Σπανάκης 1969: Στ. Γ. Σπανάκης, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, τ. 5 (έκθεση του µηχανικού Francesco Basilicata στον γενικό καπιτάνο Κρήτης Pietro Giustiniano, 1630), Ηράκλειο 1969. Σπανάκης 2006³: Στ. Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, τ. Α΄ και Β΄, Ηράκλειο 2006³. Σπανάκης χ.χ.: Στ. Γ. Σπανάκης, Κρήτη, τ. Β΄: ∆υτική Κρήτη. Τουρισµός – Ιστορία – Αρχαιολογία, Ηράκλειο χχ. Σταυρινίδης 1955: Ν. Σταυρινίδης, «Συµβολή εις την Ιστορία των Σφακίων (1645-1770)», Κρητικά Χρονικά 9 (1955), 213-333. Σταυρινίδης 1970: Ν. Σταυρινίδης, «Απογραφικοί πίνακες της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 22 (1970), 119-132. Τα Κρητικά Τοπωνύµια. ∆ιήµερο Επιστηµονικό Συνέδριο (Ρέθυµνο, 6-7 Νοεµβρίου 1998), Πρακτικά, τ. Α΄ και Β΄, Οργάνωση: Ιστορική-Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύµνης – Γ.Α.Κ.-Αρχεία Ν. Ρεθύµνης – ∆ηµόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 2000. Τσακίρη 2003: Ροµίνα Ν. Τσακίρη, «“Mossi a compassione della povertà et miseria sua....”. Απονοµές χάριτος στη Βενετοκρατούµενη Κρήτη (Μορφή και περιεχόµενο)», Θησαυρίσµατα 33 (2003), 215-240. Τσακίρη 2005: Ροµίνα Ν. Τσακίρη, «“Gradenigo” εναντίον “Calergi”: Μοιχεία, διαπλοκή και δικαιοσύνη στη βενετοκρατούµενη Κρήτη», Θησαυρίσµατα 35 (2005), 185-212. Τσακίρη 2007: Ροµίνα Ν. Τσακίρη, «“Vendetta del sangue innocente”:
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
629
Πράξεις αντεκδίκησης στη βενετοκρατούµενη Κρήτη τον 16ο αι.», Θησαυρίσµατα 37 (2007), 155-191. Τσακίρη 2008: Ροµίνα Ν. Τσακίρη, Ποινές και κοινωνία στη βενετοκρατούµενη Κρήτη (16ος αιώνας), Αθήνα 2008 (αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή - κείµενο µε διορθώσεις και βελτιώσεις). Τσακίρη (υπό δηµοσίευση): Ροµίνα Ν. Τσακίρη, «Παράνοµοι στην υπηρεσία ατόµων και οικογενειών στην Κρήτη (16ος-17ος αι.): περιπτώσεις αυτοκατάλυσης του βενετικού κρατικού µηχανισµού. Μια πρώτη προσέγγιση» (υπό δηµοσίευση). Τσαντηρόπουλος 2004: Ά. Τσαντηρόπουλος, Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή Κεντρική Κρήτη, Αθήνα 2004. Φασατάκης 1994: Ν. Φασατάκης, «Ονοµατικός και αριθµητικός κατάλογος αγωνιστών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου το 1867-68», Κρητολογικά Γράµµατα, τχ. 9/10 (Ρέθυµνο, φθινόπωρο1994), 205-218. Φουκώ 1976: Μ. Φουκώ, Επιτήρηση και Τιµωρία. Η γέννηση της φυλακής. Προβλήµατα του καιρού µας, Αθήνα 1976 (µετάφραση των Καίτη Χατζηδήµου – Ιουλιέττα Ράλλη από το γαλλικό πρωτότυπο: Surveiller et punir. Naissance de la prison, Παρίσι 1976). Van Boeschoten 1991: Riki Van Boeschoten, «Κλεφταρµατολοί, Ληστές και Κοινωνική ληστεία», Μνήµων 13 (1991), 9-24.
630
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Asdrachas 1972: Sp. Asdrachas, «Quelques aspects du banditisme social en Grèce au XVIIIe siècle», Études Balkaniques, 1972, τχ. 4, 97-112. Basaglia 1979-1980: E. Basaglia, «Aspetti della Giustizia Penale nel’700: Una Critica alla concessione dell’impunità agli uccisori dei Banditi», Atti dell’Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti 138 (1979-1980), 1-16. Basaglia 1985: E. Basaglia, «Giustizia criminale e organizzazione dell’autorità centrale. La repubblica di Venezia e la questione delle taglie in denaro. Secoli XVI-XVII», Stato, Società e Giustizia nella Repubblica Veneta (sec. XV-XVIII)», επιµ. G. Cozzi, τ. 2, Ρώµη 1985, 193-220. Blok 1972: A. Blok, «The Peasant and the Brigand. Social Banditry Reconsidered», Comparative Studies in Society and History 14 (1972), 494-503. Buganza 1986-1987: G. Buganza, «Il teste e la testimonianza tra magistratura secolare e magistratura ecclesiastica», Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti 145 (1986-1987), 257-280. Buganza 1991: G. Buganza, «Il potere della parola. La forza e le responsabilità della deposizione testimoniale nel processo penale veneziano (secoli XVI-XVII)», La parola all’accusato, επιµ. J.C. Maire Vigueur – A. Paravicini Bagliani, Παλέρµο 1991. Campbell 1964: J. K. Campbell, Honour, Family and Patronage: A study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community, Οξφόρδη 1964. Carr 1959-1960: R. Carr, «Review of Hobsbawm, Primitive Rebels», Economic History Review 2/12 (1959-1960), 348-350. Faure 1981: P. Faure, «Villes et villages du nome de Rhéthymnon. Listes inédites (1577-1629)», Κρητολογία, τχ. 12-13 (Ιανουάριος-∆εκέµβριος 1981), 221-244. Faure 1982: P. Faure, «Villes et villages de la Crète Occidentale. Listes inédites (1577-1644)», Κρητολογία, τχ. 14-15 (Ιανουάριος-∆εκέµβριος 1982), 77-104. Ferro 1843² και 1847²: M. Ferro, Dizionario del diritto comune e veneto, τ. 1, Βενετία 1843² και τ. 2, Βενετία 1847².
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
631
Hobsbawm 1959: E. J. Hobsbawm, Primitive Rebels, Μάντσεστερ 1959. Hobsbawm 1971²: E. J. Hobsbawm, I Banditi. Il banditismo sociale nell’età moderna, Τορίνο 1971² (µετάφραση από το αγγλικό πρωτότυπο: Bandits, Λονδίνο 1969). Κarapidakis 1998: Ν. Ε. Κarapidakis, «I rapporti fra “governanti e governati” nella Creta veneziana: Una questione che può essere riaperta», Venezia e Creta. Atti del Convegno Internazionale di Studi, Iraklion-Chanià, 30 settembre-5 ottobre 1997, επιµ. Gh. Ortalli, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 1998, 233-244. Karapidakis 2009: «Îles Ioniennes politiques (XVIe – XVIIIe s.)», I Greci durante la venetocrazia: Uomini, spazio, idee (XIII-XVIII sec.). Atti del Convegno Internazionale di Studi. Venezia, 3-7 dicembre 2007, επιµ. Cryssa Maltezou – Angeliki Tzavara – Despina Vlassi, Βενετία 2009, 441-453. Koliopoulos 1981: J. S. Koliopoulos, «Shepherds, Brigands, and Irregulars in Nineteenth Century Greece», Journal of the Hellenic Diaspora 8/4 (1981), 41-53. Merback 1999: B. M. Merback, The Thief, the Cross and the Wheel. Pain and the Spectacle of Punishment in Medieval and Renaissance Europe, Λονδίνο 1999. Muir 1997: E. Muir, Ritual in Early Modern Europe, Καίµπριτζ 1997. Povolo 1980: C. Povolo, «Aspetti e problemi dell’amministrazione della giustizia penale nella repubblica di Venezia. Secoli XVI-XVII», Stato, Società e Giustizia nella Repubblica Veneta (sec. XV-XVIII), επιµ. G. Gozzi, τ. 1, Ρώµη 1980, 153-258. Povolo 1991: C. Povolo, «L’interrogatorio di un imputato in un processo penale degli inizi del’600», La parola all’accusato, επιµ. J.C. Maire Vigueur – A. Paravicini Bagliani, Παλέρµο 1991, 139-153. Preto 2003: P. Preto, «Persona per hora secreta». Accusa e delazione nella Repubblica di Venezia, Mιλάνο 2003. Puppi 1988: L. Puppi, «Il mito e la trasgressione. Liturgia urbana delle esecuzioni capitali a Venezia tra XIV e XVIII secolo», Studi Veneziani, n.s., 15 (1988), 107-130.
632
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
Sbriccoli 1991: M. Sbriccoli, «“Tormentum idest torquere mentem”. Processo inquisitorio e interragatorio per tortura nell’Italia comunale», La parola all’accusato, J.C. Maire Vigueur – A. Paravicini Bagliani, Παλέρµο 1991, 17-32. Scarabello 2002: G. Scarabello, «Giustizia Criminale», Lo stato moderno in Europa. Istituzioni e diritto, επιµ. M. Fioravanti, Ρώµη 2002, 167-172. Spiros - Τzoukas 2007: Τh. Spiros - V. Τzoukas, «“Social Banditry” in a post-modern society. From Retzaioi to Palaiokostaioi». Ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο Crime, Violence and the Modern State Historical Perspectives (9-11 March 2007), που οργάνωσαν οι φορείς Department of History and Archaeology, University of Crete / SOLON. Van Spitael - Faure 1977: M. A. Van Spitael - P. Faure, «Villes et villages de la Crète Centrale. Listes inédites de l’époque vénitienne comparées aux tablettes de Knosos», Κρητολογία, τχ. 5 (Ιούλιος-∆εκέµβριος 1977), 45-98. Viggiano 1998: A. Viggiano, «Tra Venezia e Creta. Conflittualità giudiziarie, identità sociali e memorie famigliari nello stato da mar del Quattrocento», Venezia e Creta. Atti del Convegno Internazionale di Studi, Iraklion-Chanià, 30 settembre-5 ottobre 1997, επιµ. Gh. Ortalli, Istituto Veneto di Scienze, Lettere ed Arti, Βενετία 1998, 107149. Vincent 2001: Α. L. Vincent, «The Calergi Case. Crime and Politics in Western Crete under Venetian Rule, Θησαυρίσµατα 31 (2001)», 211-292.
ΤΑΣΕΙΣ ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (16ος - 17ος αι.)
Abstract: Romina N. Tsakiri
633
«Taking initiative from a brief of the early 17th century: tendencies of disobedience to the law in the province of Aghios Vasileios (late 16th-early 17th cent.). A contribution to the history of the mountainous populations of the area».
The evidence that ensued from our research in the State Archive of Venice is particularly enlightening when it comes to the highlander population of Sfakia (clan of Papadopoulos) in the province of Aghios Vasileios, in the area of Rethymnon in Crete, their settlements and the relations among themselves and with the local society during the Venetian rule. Particularly important is their complicated and changeable relationship with the Venetian authorities as many of them enjoyed preferential treatment by Venice (e.g. exemption from fatigues and service in the galleys) in exchange for obedience and services offered and their collaboration with the authorities. Because of an increase in delinquent behaviour and a broader insubordination to state power of both these families and many other locals, the period in question signifies a particular crisis in the area, which the Venetians have to counter with special legal measures and the summoning up of the general provider and interrogator (proveditor et inquisitor) Gieronimo Capello (16081610), whose term was very important in countering the people of Sfakia in the areas of Chania and Rethymnon. Various issues emerge from the constantly changing relation of the clans with the Venetian state and the agreements among them. To start with, there is evidence concerning the oganisation of the mountainous population of the region on the basis of family groups and the rallying of individuals around particular figures (family leaders, capitani and capitani di privileggiati, robbers) on the assumption that these people, who enjoyed high social power in a relationship of interdependence, would provide protection. A further issue is the connection of these populations to delinquency and robbery –mainly cattle-stealing–, which was tighly
634
ΡΟΜΙΝΑ Ν. ΤΣΑΚΙΡΗ
linked to the insecure cattle-breeding environment, as well as the manifestations of insubordination displayed by the pastoral and farming populations who, in comparison with the rest of society, enjoyed particular autonomy, often resulting in disputes with the authorities, which posed a threat to the Venetian rule in the region. Another aspect worth studying is the activities of the local feudalists, noblemen and powerful members of the local society, the rivalries among them -with the involvement of local families and their utilisation in putting pressure on the Venetian authorities-, but also their mediation between the locals and the authorities, as they exercised great influence on the population of the region. The role of the local society is also important, as it oscillated between lawlessness and law-abiding behaviour, on some occasions providing support and aid to the outlaws and on others to the authorities. Tolerance, regarded by the authorities as harbouring criminals and therefore entailing punishment, was often the result of powerful social ties, solidarity and mutuality, coexistance with the outlaws, respect for but also fear of them. However, when the social groups realised that their interests were at stake, they recalled the stability of previous times and sought the intervention of the state. The state, in turn, invested in the locals and the community who, on the basis of collective responsibility and solidarity, undertook the responsibility of public security. The heads of communities and villages, the leaders of families and the capitani of the region, especially those who enjoyed privileges, played an outstanding role in the mediation between the locals and the Venetian state. Through this procedure we can deduce mentalities and behaviours typical of the complicated relations among families, robbers and outlaws, the local society and the Venetian state. Future research will be significant in further studying these relations, the multiple roles of the bandit group (political, economic, cultural, social, ideological) in the particular period and region, the view of armed people as heroes, the consideration of honour, the unwritten rules that regulated the relations of the families and the outlaws. In this way we will gain insight into the relationships of the mountainous populations of the region both with society and with the Venetian state.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
Προβλήµατα ανάγνωσης, ετυµολογίας και ταύτισης στους βενετσιάνικους καταλόγους των χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου
Τα προβλήµατα που αναφέρονται στον τίτλο µας αφορούν, βεβαίως, σε όλες τις επαρχίες της Κρήτης και οφείλονται πρωτίστως στις τερατώδεις αλλοιώσεις που επέφεραν στα ονόµατα των χωριών µας οι άσχετοι µε την ελληνική γλώσσα Ενετοί γραφειοκράτες και τυπογράφοι1. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα ονόµατα που σήµερα χρησιµοποιούνται, προέκυψαν από την ακουστική εικόνα τους, όπως αυτή είχε αποτυπωθεί µε στοιχεία λατινικά στους απογραφικούς καταλόγους της εποχής. Είναι ενδεικτικό ότι υπάρχουν ακόµα ονόµατα εκείνων των καταλόγων που δεν έχουν ταυτιστεί, ενώ περισσότερα είναι αυτά των οποίων η ετυµολογική προσέγγιση παρουσιάζει αξεπέραστες δυσκολίες. Το ότι, ακόµα και σήµερα, χρησιµοποιούνται διαφορετικές γραφές για ονόµατα που βρίσκονται σε καθηµερινή χρήση2, δείχνει τη σύγχυση που επικρατεί. Με την ευκαιρία του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου για την π. Επαρχία Αγίου Βασιλείου, διατυπώνονται µερικές παρατηρήσεις για ορισµένα χωριά της Επαρχίας, καθώς και κάποιες γενικές σκέψεις για την αντιµετώπιση του όλου θέµατος3. 1. ∆ευτερευόντως στο όλο πρόβληµα συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες. Γνωστή είναι, για παράδειγµα, η διαχρονική τάση των κατοίκων να «εξωραΐζουν» τα ονόµατα των δικών τους χωριών και να απλοποιούν τα ονόµατα άλλων χωριών, πέρα από την τάση-ανάγκη για συντόµευση των πολυσύλλαβων και σύνθετων ονοµάτων. Μεταξύ των παραγόντων θα πρέπει να σηµειωθεί και η κακή αντιµετώπιση του θέµατος από αρµόδιους φορείς, όπως θα φανεί σε σχόλια που ακολουθούν. 2. Αγαλιανός - Αγαλλιανός, ∆αριβιανά - Νταριβιανά, Σελλιά - Σελιά, ∆ρίµισκος-∆ρύµισκος κ.λπ. Ενδεικτικό είναι και το εξής γεγονός: Παρότι κρίθηκε επιτυχής η αποκατάσταση της ορθογραφίας των ονοµάτων για τα χωριά Μιξόρρουµα και Καρήνες, υπάρχουν ακόµη υπηρεσίες που επιµένουν στην απαράδεκτη γραφή «Μυξόρρουµα». Βλ. Θεόδ. Σ. Πελαντάκης, «Το όνοµα των χωριών Μιξόρρουµα και Καρήνες», Προµηθεύς ο Πυρφόρος, 23/1981, 33. 3. Πριν από αρκετά χρόνια, ο γράφων θέλησε να παρουσιάσει τους καταλόγους των ρεθεµνιώτικων χωριών που υπάρχουν στο Isolario του Coronelli. Υποχρεώθηκε τότε εκ των πραγµάτων να καταρτίσει ένα πρόχειρο µνηµόνιο-µητρώο των χωριών που υπάγονται στο Νοµό του Ρεθύµνου, προκειµένου να έχει πανεποπτεία των δεδοµένων της βιβλιογραφίας.
636
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
Α) Επιµέρους παρατηρήσεις: -Αγία Άννα: Ο οικισµός Santa Anna αναφέρεται από τον Francesco Barozzi το 1577, ενώ στην Έκθεση Gualdo (1633) η διατύπωση είναι Santa Anna detto le Tres Petres. Υπάρχει ένα ανακαινισµένο εκκλησάκι (προφανώς στη θέση του κάποτε οικισµού;) και σε κάποια απόσταση, παραλιακά, ο σύγχρονος οικισµός Τριόπετρα4. Είναι ένας από τους 16 οικισµούς της π. Επαρχίας που δεν έχει περιληφθεί στο γνωστό έργο του Στέργιου Σπανάκη5. Να σηµειωθεί ότι το πολύµοχθο αυτό έργο είναι µοναδικό και έχει γίνει, εκ των πραγµάτων, σηµείο αναφοράς. Καλό θα ήταν, εποµένως, να υπάρξει ένα χρηστικό βοήθηµα συµπληρωµατικό.
-Αγία Παρασκευή: Αναφέρεται στους περισσότερους παλαιούς και νέους απογραφικούς καταλόγους και πιστεύεται ότι πρόκειται για τον υπαρκτό και σήµερα οµώνυµο οικισµό της π. κοινότητας Αρδάκτου. Όµως υπάρχουν και ερωτηµατικά. Για παράδειγµα, προκαλεί απορία η γραφή Coronelli: Reticara e Molini di S. Veneranda. Το όνοµα «Reticara»[;] δεν µπορεί προς το παρόν να ταυτιστεί µε κάποιο χωριό. Εξεταστέο είναι και το αν ο οικισµός Αγία Παρασκευή (Santa Veneranda) ταυτίζεται ή όχι µε τους Μύλους της Αγίας Παρασκευής (Molini di S. Veneranda) στις Λίγκρες.
Στην πραγµατικότητα, ανοίχτηκαν 4 φάκελοι (όσες και οι επαρχίες του Νοµού), όπου υπήρχε ξεχωριστό φύλλο (µερίδα) για καθένα από τα χωριά. Να σηµειωθεί ότι στο φάκελο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου υπήρχαν µερίδες για 100 ιστορικά χωριά, υπαρκτά και µη, ενώ δεν υπήρχε µερίδα για οικισµούς που δηµιουργήθηκαν µεταπολεµικά. Οι φάκελοι εκείνοι συνέχισαν να ενηµερώνονται υποτυπωδώς και µετά το 1994, τη χρονολογία δηλαδή δηµοσίευσης των καταλόγων του Isolario. Βλ. Γ.Π. Εκκεκάκης, «Τα ονόµατα των ρεθεµνιώτικων χωριών κατά Coronelli», Κρητολογικά Γράµµατα, τ. 9-10/1994, 241 κ.ε. 4. Βλ. Χρύσα Α. Μαλτέζου, Η φρούρηση των παραλίων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου, Αριάδνη, τόµος πρώτος, 1983, 155. Πβ. Μαρία Αρακαδάκη, Το “Territorio di Rettimo” προς τα µέσα του 17ου αι., Της Βενετιάς το Ρέθυµνο-Πρακτικά Συµποσίου, Βενετία 2003, 245. 5. Στέργιος Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων [Α΄τόµος] Ηράκλειο 1991 – Β΄ τόµος Ηράκλειο 1993. Να σηµειωθεί ότι δεν υπάρχει δηµοσιευµένος κατάλογος των σηµερινών υπαρκτών οικισµών του νησιού, κάτι που υπήρχε το 1890 (βλ. Αλφαβητικός Πίναξ των πόλεων και χωρίων της Κρήτης, Ηµερολόγιον του τουρκικού σεληνιακού έτους 1309=1891/1892 … εν Χανίοις 1891, 22 κ.ε.).
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΣΗΣ
637
-Άγιος Κωνσταντίνος: Αναφέρεται τόσο στους βενετσιάνικους καταλόγους όσο και στην τουρκική απογραφή του 1659. Πιστεύεται ότι ο οικισµός µετονοµάστηκε κάποτε (και, πάντως, πριν από το 1830) σε Κατσογρίδω6 (ίσως από το οικογενειακό Κατσογρίδης - Κατσογριδάκης). Yπάρχει πάντα ο κατάγραφος ναός του οικισµού, στο όνοµα του Αγίου Κωνσταντίνου. Ο τρόπος, πάντως, που αναφέρεται από τον Basilicata (Sta Veneranda e S Costantin de drimipsi) δηµιουργεί ερωτηµατικά. α) Ενώ δείχνει άµεση γειτνίαση των δύο οικισµών, τα τοπογραφικά δεδοµένα δεν την δικαιολογούν απολύτως. β) Το περίεργο «de drimipsi», σε συνδυασµό µε το Drimipigsi του Coronelli, µας οδηγούν στην υπόθεση πως ίσως το δεύτερο συνθετικό σηµαίνει … του ∆ρύµη (∆ρυµάκη;) η Πηγή.
-Άγιος Ιωάννης ο Αλωτός: Για το περίεργο προσωνύµιο – που εµφανίστηκε για πρώτη φορά στην απογραφή του 1881 - έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις7. Υπενθυµίζεται ότι κατά τον 16ο αιώνα αναφέρεται οικισµός Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος (S. Zuanne Theologo). Ήταν άραγε το Μοναστήρι του Πρέβελη, όπως σηµειώνει ο Πωλ Φωρ, ή µήπως ο οικισµός ταυτίζεται µε τον Άγιο Ιωάννη τον Αλοτό ή Αλωτό όπως πιθανολογεί ο Στέργιος Σπανάκης; Οι Θ. Πελαντάκης και Κ.Η. Παπαδάκης υποστηρίζουν τη δεύτερη (και πιθανότερη) εκδοχή. Αξιοσηµείωτο είναι, πάντως, ότι κατά τον 17ο αιώνα οι γραφές που έχοµε αρχίζουν όλες από Α: «Acatho», «Agotto» και «Aυtu» (sic, το τελευταίο της τουρκικής απογραφής του 1659). Το βέβαιο είναι ότι η περίπτωση δικαιολογεί απολύτως τον τίτλο µας. -Αγκουσελιανά: Το χωριό (χωρίς το αρχικό Α στο όνοµα) µοιάζει να εµφανίζεται µόλις τον 19ο αιώνα (Χουρµούζης8, αιγυπτιακή απογραφή κ.λπ.). Λογικά, πρέπει το όνοµα να αντικατέστησε κάποιο άλλο [;].
6. Τις σχετικές πληροφορίες αντλούµε από τη γνωστή και χρησιµότατη εργασία του Θεοδ. Στυλ. Πελαντάκη, Βυζαντινοί ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, Ρέθυµνον 1973, 37. Σηµειωτέον ότι η Κατσογρίδα, κοντά στην Κοξαρέ είναι άλλος οικισµός. 7. Θεόδ. Στυλ. Πελαντάκης, ό.π., 38. Πβ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός, Ρέθυµνο 2002, 116 κ.ε. (όπου και σχετικές παραποµπές). Πβ. Μαρία Αρακαδάκη, ό.π., 244 (§ 36). 8. Χουρµούζης Βυζάντιος Μ., Κρητικά, Εν Αθήναις 1842. Στη σελίδα 39 του σηµαντικού αυτού βιβλίου υπάρχει ένας κατάλογος µε 54 ονόµατα χωριών της π. Επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Αν και το βιβλίο τυπώθηκε αργότερα, η καταγραφή και η σύνταξη του καταλόγου έγινε τη δεκαετία του 1820. Αυτό σηµαίνει ότι ο κατάλογος
638
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
-Βουλγάρω: Το αναζητούµενο αυτό χωριό του π. ∆ήµου Αγίου Πνεύµατος της π. Επαρχίας Αγίου Βασιλείου αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη από τις περιπτώσεις που δείχνουν το µέγεθος της άγνοιάς µας, αφού κανείς από τους σηµερινούς κατοίκους της περιοχής δε γνωρίζει το παραµικρό. Το χωριό αναφέρεται, εντούτοις, στις πριν από το 1900 σχολικές Γεωγραφίες της Κρήτης, αναγράφεται στο χάρτη του Spratt κλπ9. Ο Νικόστρατος Καλοµενόπουλος, στο κλασικό βιβλίο του «Κρητικά», µας δίνει σαφέστατα στοιχεία για τη θέση και τον πληθυσµό του. Γράφει, κατά λέξη (σ. 231): … Επί δε των προς την θάλασσαν αποκρήµνων κλιτύων του Σιδέροντα κείνται τα χωρία Βουλγάρω, κατοικούµενον υπό 15 ελληνικών οικογενειών και Κεραµέ … Το συγκεκριµένο όνοµα δεν αναφέρεται στους βενετσιάνικους καταλόγους ούτε στην τουρκική απογραφή του 1659. Η ξαφνική εµφάνιση του χωριού στη βιβλιογραφία είναι, βεβαίως, τόσο περίεργη όσο και η απότοµη εξαφάνισή του. Ακόµα όµως πιο ανεξήγητη είναι η απώλειά του από τη µνήµη των κατοίκων. Να σηµειωθεί ότι υπάρχουν σήµερα δύο οικισµοί µε το όνοµα Βουλγάρω (στις επαρχίες Κισάµου και Πεδιάδας).
(Σηµείωση επιµελητή έκδοσης: Σήµερα στο χωριό ∆ρύµισκος υπάρχει (µεγάλο) τοπωνύµιο στου Βούλγαρη, όπου φαίνονται ίχνη ερειπίων οικισµού. Το τοπωνύµιο λέγεται και: στου Βούλγαρη στ’Αµπέλια. Στο τοπωνύµιο αυτό περιέχεται το: στο Μελισσηνιάκο, όπου βρίσκεται ο ναός της Παναγίας (βλ. ανακοίνωση Π. Βαρθαλίτου, Β΄ τόµο) και όπου µεταφέρθηκε από το 1969 το νεκροταφείο ∆ρυµίσκου. Εκεί υπάρχει και το τοπωνύµιο «Ελληνικός τοίχος», που υποδηλώνει ύπαρξη παλιών κτισµάτων (πληροφ.: Κώστας Σταυριανάκης, ∆/ντης Λυκείου Σπηλίου). είναι κατά τι αρχαιότερος απ’ αυτόν που µας διέσωσε ο Pashley µε τη λεγόµενη αιγυπτιακή απογραφή, ενώ είναι κατά 11 ονόµατα πλουσιότερος (51 έναντι 40, αφαιρουµένων και στις δυο περιπτώσεις τριών ονοµάτων χωριών που αργότερα εντάχθηκαν στην Επαρχία Σφακίων). Εκείνο που έχει σηµασία είναι ότι ο κατάλογος Χουρµούζη µεταγράφηκε αυτούσιος (µε τα λάθη του) στη σχολική Γεωγραφία της Κρήτης του Ευάγγελου Φουρναράκη (έκδ. 1875), η οποία επηρέασε µε τη σειρά της στη διαµόρφωση των ονοµάτων. 9. Στον σχετικά αξιόπιστο (ως προς την τοποθέτηση των παραλιακών χωριών) χάρτη του Βρετανικού Ναυτικού (γνωστό ως χάρτη του Spratt) το χωριό Βουλγάρω (Bulgaros) τοποθετείται σε µικρή σχετικά απόσταση Ν∆ του Κεραµέ, εκεί περίπου που βρισκόταν ο Άγιος Κωνσταντίνος-Κατσογρίδω.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΣΗΣ
639
- Γιαννιού: Η γενική του υποκοριστικού αυτού ονόµατος ίσως δείχνει κτήτορα. Κάτι ανάλογο πρέπει να υποθέσοµε και για το γειτονικό χωριό Μαριού. Και για τις δυο περιπτώσεις η παράδοση κάνει λόγο για βοσκό και βοσκοπούλα, αντίστοιχα. Για την πρώτη περίπτωση πιθανολογούµε πως το αρχικό τοπωνύµιο ήταν: στου … Γιαννιού την Πηγή. Ίσως, δηλαδή, το παραµορφωµένο όνοµα Giacubigni που το βρίσκοµε στον κατάλογο του Isolario, σηµαίνει αυτό ακριβώς. Αν έτσι έχει το πράγµα, φαίνεται πως κάποτε έφυγε από την περίφραση το δεύτερο συνθετικό, (ακολουθώντας τον κανόνα-ανάγκη της συντόµευσης) και έµεινε το όνοµα που είναι σήµερα σε χρήση.
- ∆ρίµισκος: Παλαιότερα γραφόταν µε ύψιλον, που παρέπεµπε σε δρυµώνα. Άγνωστο γιατί επικράτησε η γραφή µε γιώτα. Το όνοµα τού χωριού ίσως ήταν ∆ρόµιξο, όπως ακριβώς το γράφει ο Basilicata, που θα πρέπει να σηµαίνει υδάτων µίξη10 (κάτι ανάλογο µε το Μιξόρρουµα). Να σηµειωθεί ότι σε δυο γραφές των παλιών καταλόγων η πρώτη συλλαβή είναι «∆ρο» και όχι «∆ρι». Γεγονός είναι ότι δεν υπάρχουν τα τεκµήρια που µπορούν να δώσουν ασφαλώς την ετυµολογία.
- Κεραµές: Για το συγκεκριµένο χωριό υπάρχει το βιβλίο του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, Κεραµές και Αγαλλιανός (Ρέθυµνο, 2002), προϊόν διεξοδικής και ενδελεχούς έρευνας. Ενδιαφέρον έχει εν προκειµένω η επιλογή της γραφής των ονοµάτων (αρσενικά στην ονοµαστική), αν και η ακουστική εικόνα που έχουν οι παλαιότεροι είναι άλλη. Το σωστό είναι να υπάρξει άνωθεν µία φόρµουλα, η οποία και θα τηρείται απ’ όλους. - Κουµνέ: Αναφέρεται (Cumnea) µόνο στο Isolario του Coronelli.
- Μπαλέ: Προφανώς πρόκειται για την Παλαία ή Παλιά των βενετσιάνικων καταλόγων. Φαίνεται πως ήταν επίθετο κάποιου θηλυκού ονόµατος. Ίσως την απάντηση δίνει η γραφή Basilicata που είναι Παλιά Φοινικιά (για την ακρίβεια Palta Finichia). Επειδή υπήρχε ο Φοινικιάς στα Σελλιά, ήταν ίσως πρακτικότερο να φύγει το όνοµα και όχι το επίθετο, προς αποφυγή σύγχυσης. Απορία προκαλούν οι γραφές Ozotopatea και Ozole palea της έκθεσης Gualdo, βλ. Αρακαδάκη, ό.π., πίν. σ. 290, αρ. 25. 10. Γ.Π. Εκκεκάκης, ∆ρόµιξο – ∆ρύµισκος, π. Αναζητήσεις, 1/1993, 75.
640
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
- Σακτούρια: Ενδιαφέρον κρίνεται δηµοσίευµα του Αντώνη Ε. Στιβακτάκη, σχετικό µε την ονοµασία του χωριού11.
- Φτερέ: Όλες οι ενδείξεις τείνουν να επιβεβαιώσουν ότι το σηµερινό αγροτικό µικροτοπωνύµιο «Φτερέ» (στον), ανατολικά της Λαµπηνής, δείχνει τη θέση του κάποτε χωριού Φτερέ (η). Θεωρείται µάλιστα πιθανό ο κοιµητηριακός ναός του νεκροταφείου των ∆αριβιανών (αφιερωµένος στο Σωτήρα Χριστό) να ήταν κάποτε εκκλησία του εξαφανισµένου οικισµού. Να σηµειωθεί ότι, σε αντίθεση µε τη σηµερινή εκφορά του τοπωνυµίου, κάποτε το χωριό πρέπει να ακουγόταν σε θηλυκό γένος, όπως δείχνει η γραφή Faterea12.
- Χωριδάκι του Τζάνε: Είναι µάλλον βέβαιο πως η γενική, το δεύτερο συνθετικό, παραπέµπει στη γνωστή ρεθεµνιώτικη οικογένεια των Τζάνε-Μπουνιαλήδων. Όµως, το Ρέθυµνο δεν είχε µόνο τους Τζάνε, αλλά και τους Κλαρο-Τζάνε, για τους οποίους η πόλη καµάρωνε, αφού είχαν βγάλει και Πατριάρχη13. Εύλογα µπορεί να αναρωτηθεί κανείς για το ενδεχόµενο µήπως το αταύτιστο χωριό Κλορό, του Castrofilaca, Γκλορό του Basilicata ή Κλαρό του Coronelli παραπέµπουν σε συντοµευµένη εκδοχή του επωνύµου Κλαροτζάνε, συνηθέστατου στις νοταριακές πράξεις. Αξιοσηµείωτη είναι η αναφορά του Νίκου Φασατάκη, ο οποίος κάνει λόγο για ερείπια στη θέση «Χλωρός», ανατολικά των Μελάµπων, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωµένη στον Άγιο Βασίλειο14.
11. Αντώνης Ε. Στιβακτάκης, Μια άλλη άποψη για την ονοµασία των Σακτουρίων Ρεθύµνου, εφηµ. Κρητικά Νέα, φ. 415/Σεπτέµβριος 2004, 34 (όπου και βιβλιογραφία). 12. Σε χειρόγραφο των καταλόγων Castrofilaca (φωτοαντίγραφο του οποίου υπάρχει στη Βιβλιοθήκη του Ρεθύµνου) η γραφή είναι Nerea [sic]. Πρβ. Μαρία Αρακαδάκη, ό.π., 242, λήµµα 20. Πρβ. Paul Faure, Villes et villages du nome de Rhéthymnon, Κρητολογία, τ.12-13/1981, 236. Τις δικές µου πληροφορίες (οι οποίες διασταυρώνονται απολύτως µε εκείνες της M. Αρακαδάκη) τις οφείλω στην Κα Σταυρούλα Τζουρµπάκη-Ρουσσάκη, οικογενειακό κτήµα της οποίας υπάρχει στον Φτερέ. 13. Να θυµηθούµε το στίχο του Μαρίνου Μπουνιαλή: Και για την Αλεξάνδρεια πάντα στο νου σου βάνε πως πατριάρχη τς’ Αίγυπτος είχαν τον Κλαροτζάνε. Ο λόγος για τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας (1639 – 1645) Νικηφόρο Κλαροτζάνε. 14. Νίκος Φασατάκης, Η τ. Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης, Αθήνα 2003, 26.
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΣΗΣ
641
Ανάλογη υπόνοια έχοµε εκφράσει και για το προσωνύµιο «Χλιαρός» του χωριού Άγιος Ιωάννης Αµαρίου15.
Β) Γενικές σκέψεις: - Παρά τις πολύµοχθες προσπάθειες σπουδαίων ερευνητών, ενδέχεται να υπάρχουν σήµερα σε χρήση ονοµασίες χωριών που καµιά σχέση δεν έχουν µε την πραγµατικότητα. Η δυσκολία στην ετυµολογική προσέγγιση των ονοµάτων δεν δικαιολογεί, πάντως, την πολυµορφία στη γραφή των ονοµάτων. - Επιβάλλεται, πρωτίστως, καταγραφή και χαρτογράφηση16 των ερειπωµένων οικισµών της Κρήτης. Η σχετική εργασία µπορεί και πρέπει να γίνει κατά τόπους και από ντόπιους. Τότε µόνο θα έχει πληρότητα. Η γνώση της βιβλιογραφίας είναι, οπωσδήποτε, απαραίτητη, αλλά δεν αρκεί.
15. Παραπέµποµε σε διατύπωση του ελληνόγλωσσου νοτάριου Εµµανουήλ Βαρούχα, σε µια αναφορά του για …τον Άγιο Ιωάννη του Χλαρού [sic]. Επισηµαίνεται η εκφορά του προσωνυµίου σε γενική πτώση, η οποία µάλλον παραπέµπει σε κτήτορα. Βλ. [W. Bakker & A. Van Gement εκδ.], Μανόλης Βαρούχας Νοταριακές Πράξεις (1597 – 1613), Ρέθυµνο 1987, 419. 16. Ως προς τη χαρτογράφηση, παραπέµποµε στον χάρτη της Μ. Αρακαδάκη, ό.π., εικ. 4.
642
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
Από το άγνωστο στους ερευνητές αντίγραφο της γνωστής Έκθεσης Basilicata (ιδιωτ. συλλογή Burkhard Traeger)
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑΑΝΑΓΝΩΣΗΣ, ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΣΗΣ
Η σελίδα του τίτλου - Η σχετική µε τα χωριά της Επαρχίας Αγ. Βασιλείου σελίδα.
643
644
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΕΚΚΕΚΑΚΗΣ
-Αρακαδάκη = Μαρία Αρακαδάκη, Το “Territorio di Rettimo” προς τα µέσα του 17ου αιώνα, Της Βενετιάς το Ρέθυµνο-Πρακτικά Συµποσίου, Βενετία 2003, 245. -Βαρούχας = W. Bakker & A. Van Gement [εκδ.], Μανόλης Βαρούχας Νοταριακές Πράξεις (1597 – 1613), Ρέθυµνο 1987. Εκκεκάκης1 = Γ.Π. Εκκεκάκης, ∆ρόµιξο – ∆ρύµισκος, π. Αναζητήσεις, 1/1993, 75. -Εκκεκάκης2 = Γ.Π. Εκκεκάκης, Τα ονόµατα των ρεθεµνιώτικων χωριών κατά Coronelli, Κρητολογικά Γράµµατα, τ. 9-10/1994, 241 κ.ε. -Ηµερολόγιο = Ηµερολόγιον του τουρκικού σεληνιακού έτους 1309=1891/1892... εν Χανίοις 1891 (όπου κατάλογος των χωριών της Κρήτης, από σελ. 22 κ.ε. -Καλοµενόπουλος = Κρητικά ήτοι τοπογραφία και οδοιπορικά της νήσου Κρήτης - Επιτόπιος µελέτη υπό Νικοστράτου Θ. Καλοµενοπούλου... Εν Αθήναις 1894. -Κ.Ε.∆.Κ.Ε. = Στοιχεία συστάσεως και εξελίξεως των ∆ήµων και Κοινοτήτων 40 Νοµός Ρεθύµνης... Αθύναι, Αύγουστος 1962. -Λαµπρινάκης = Γεωγραφία της Κρήτης υπό Εµµ. Σ. Λαµπρινάκη... Ρέθυµνα 1890. -Μαλτέζου = Χρύσα Α. Μαλτέζου, Η φρούρηση των παραλίων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου, Αριάδνη, τόµος πρώτος, 1983, 155. -Νουχάκης = Κρητική Χωρογραφία... υπό Ιωάννου Εµµ. Νουχάκη... Εν Αθήναις 1903. -Παπαδάκης Κ. = Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός, Ρέθυµνο 2002. -Πελαντάκης1 Θεοδ. Στυλ. Πελαντάκη, Βυζαντινοί ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, Ρέθυµνον 1973 -Πελαντάκης2 = Θεόδ. Σ. Πελαντάκης, Το όνοµα των χωριών Μιξόρρουµα και Καρήνες, Προµηθεύς ο Πυρφόρος, 23/1981, 33. -Σπανάκης = Στέργιος Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων [Α΄τόµος] Ηράκλειο 1991 – Β΄ τόµος Ηράκλειο 1993. -Σταυράκης = Στατιστική του πληθυσµού της Κρήτης... υπό Νικολάου Σταυράκη... Αθήνησι 1890. -Στιβακτάκης = Αντώνης Ε. Στιβακτάκης, Μια άλλη άποψη για την ονοµασία των Σακτουρίων Ρεθύµνου, εφηµ. Κρητικά Νέα, φ. 415/Σεπτέµβριος 2004, 34 (όπου και βιβλιογραφία). -Φασατάκης = Νίκος Φασατάκης, Η τ. Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης, Αθήνα 2003. -Φουρναράκης = Ευαγγέλου Γ. Φουρναράκη, Στοιχειώδης Γεωγραφία της Κρήτης προς χρήσιν των ∆ηµοτικών Σχολείων, Ερµούπολις 1875. -Χουρµούζης = Χουρµούζης Βυζάντιος Μ., Κρητικά, Εν Αθήναις 1842. -Coronelli = Vicenzo Maria Coronelli, Isolario... [έκδ. 1688, τόµ. Ι, σσ. 213-214, όπου το κεφάλαιο Provincia di Rettimo]. - Faure = Paul Faure, Villes et villages du nome de Rhéthymnon, Κρητολογία, τ.1213/1981, 236. -Pashley = Robert Pashley ESQ, Ταξίδια στην Κρήτη Τόµος Α΄(Τόµος Β΄) Μετάφραση – Επιµέλεια: ∆άφνη Γ. Γόντικα, Ηράκλειον Κρήτης 1991.
ΜΑΝOΛΗΣ Γ. ΠΑΠΑ∆ΟΓΙAΝΝΗΣ
Ερειπωµένοι οικισµοί στο ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα της Μουρνές και στα όµορα ∆ηµοτικά ∆ιαµερίσµατα.
Είναι ήδη γνωστό ότι κατά την τελευταία χιλιετία σε όλη την έκταση της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, υπήρχαν περισσότεροι οικισµοί από αυτούς που κατοικούνται σήµερα. Μερικούς από τους ερειπωµένους και εξαφανισµένους σήµερα οικισµούς γνωρίζουµε από γραπτές πηγές, ενώ άλλους µόνο από τις τοπικές προφορικές παραδόσεις και τις µαρτυρίες κατοίκων της περιοχής τους. Σε πολλές περιπτώσεις, η θέση και η τοπογραφική ταύτιση γνωστών από γραπτές πηγές οικισµών, που σήµερα έχουν ερειπωθεί ή και εξαφανιστεί, ήταν ευρύτερα άγνωστη. Στους οικισµούς αυτούς περιλαµβάνονται χωριά, (µικρο)συνοικισµοί (µετόχια) που κατοικήθηκαν µονίµως σε ορισµένες χρονικές περιόδους, τουλάχιστον από δύο ή τρεις οικογένειες, µε δέκα περίπου κατοίκους, καθώς και τα µοναστήρια ή εξαρτήµατα (µετόχια) µοναστηριών που είχαν έως δέκα κατοίκους, µοναχούς ή και λαϊκούς. Πριν από δυόµισι δεκαετίες περίπου, οδηγούµενος από γραπτές πηγές καθώς και από ερείπια κατοικιών και από βυζαντινούς ναούς, µπόρεσα να ταυτίσω και να προσδιορίσω τοπογραφικά, επτά οικισµούς1 στην κοινοτική περιφέρεια της Μουρνές. Σε µεταγενέστερες έρευνές µου εντόπισα και ταύτισα τοπογραφικά άλλους δύο ερειπωµένους οικισµούς2, στην ίδια κοινοτική περιφέρεια. Στην εργασία αυτή παραθέτω τους εννέα αυτούς οικισµούς και προσθέτω τις τοπογραφικές θέσεις άλλων δεκατεσσάρων οικισµών, στα έξι όµορα του δηµοτικού διαµερίσµατος της Μουρνές δηµοτικά διαµερίσµατα, ήτοι: Σπηλίου, Αρδάκτου, ∆ρυµίσκου, Λευκογείων, Μιξορρούµατος και Λαµπηνής, για τις τοπογραφικές θέσεις των οποίων έχω 1. Μ. Γ. Παπαδογιάννης, Ερειπωµένοι Οικισµοί στη Μουρνέ, Προµηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 24, Μάρτιος-Απρίλιος 1984, σ. 115-125 και ανάτυπο, και Η Ερειπωµένη Μονή του Μαλαθρέ στη Μουρνέ, Προµηθεύς..., τ. 31, Σεπτέµβριος – Οκτώβριος 1982, σ. 269-271. 2. Μ. Γ. Παπαδογιάννης, Μουρνέ, Κεφαλοχώρι του Ρεθέµνους, Αθήνα 2008, σ. 128, 129 & 139.
646
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
προσωπική αντίληψη από τα παιδικά µου χρόνια, και αναφέρω τις απαραίτητες σχετικές βιβλιογραφικές παραποµπές. Οι ερειπωµένοι αυτοί οικισµοί που αναφέρονται εδώ µε αλφαβητική τάξη κατά δηµοτικό διαµέρισµα είναι οι ακόλουθοι:
I. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα της Μουρνές: 1. Βερβελίδα: Τοποθεσία σε απόσταση 2,7 χιλιοµέτρων περίπου νότια της Μουρνές. ∆εν υπάρχει ναός ή ερείπιά του. Υπάρχουν εµφανή ίχνη ερειπίων κατοικιών σε αναληµµατικούς τοίχους (δεσιές). Το όνοµα του οικισµού χρησιµοποιείται σήµερα ως τοπωνύµιο από τους κατοίκους της Μουρνές, και αναφέρεται σε χώρο ευρύτερο από εκείνον που κάλυπτε ο οικισµός. Η λέξη βερβελίδα στο δυτικοκρητικό γλωσσικό ιδίωµα σηµαίνει την κόπρο των αιγοπροβάτων και του λαγού. Προέρχεται από τη λατινική λέξη βερβέλλα (vervella) που σηµαίνει προβατάκι3. Είναι γνωστό ακόµη και στους σηµερινούς Μουρνιανούς ότι η γύρω από τον οικισµό περιοχή χρησίµευε, ως και τη δεκαετία του 1970, ως τόπος σταλίσµατος (στάλισµα = µεσηµβρινή ανάπαυση σε χώρο σκιερό) των αιγοπροβάτων τους καλοκαιρινούς µήνες. Η Βερβελίδα αναφέρεται ως χωριό στην έκθεση Gualdo του 16334, σε νοταριακό έγγραφο του Αντρέα Καλέργη του 16435, στους Απογραφικούς Πίνακες του 16596, και ως µετόχι στο Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του 16717. 3. Α. Ξανθινάκης, Λεξικό Ερµηνευτικό & Ετυµολογικό του δυτικοκρητικού γλωσσικού ιδιώµατος, Πρόλογος – Επιµέλεια Χριστόφορος Χαραλαµπάκης, Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ενώσεως Αµερικής, Ηράκλειο 2000, σ. 129. 4. Μ. Αρακαδάκη, ΤΟ “TERRITORIO DI RETTIMO” προς τα µέσα του 17ου αιώνα, πληροφορίες από την έκθεση NICOLA GUALDO (1633), Πρακτικά Συµποσίου, Της Βενετιάς το Ρέθυµνο, Ρέθυµνο 1-2 Νοεµβρίου 2002, Βενετία 2003, σ. 244, 291, 307 και ανάτυπο. 5. Γ. Μ. Γρυντάκης, Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη νοτάριου Αντρέα Καλλέργη, (16341646), Ρέθυµνο 2010, πράξη 314, σ. 267 και 270. 6. Ν. Σταυρινίδης, Απογραφικοί Πίνακες, Κρητικά Χρονικά, Τ. ΚΒ’ σ. 127, όπου µεταγράφηκε ως Περιβόλια. 7. Ευαγγελία Μπαλτά-Mustafa Oguz (έκδοση-µετάφραση-σχολιασµός), Το Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου, Tapu-Tahrir 822, έκδοση Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών (ΕΙΕ) – 98 και Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2007, σ. 508-509.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
647
2. Βρωµόνερο: Τοποθεσία σε απόσταση 3 χιλιοµέτρων περίπου νότια της Μουρνές. Σώζονται τα ερείπια της κατάγραφης εκκλησίας τ’ Άη Γιάννη του Θεολόγου. Ως τα µέσα της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν ερείπια µικρών κατοικιών, για τα Ερείπια του ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου οποία οι παλαιότεροι (κόγχη του ιερού). Μουρνιανοί έλεγαν ότι ήταν αποµεινάρια κελιών Μονής. Υπήρχε και πηγή ύδρευσης µε την ονοµασία Βρωµόνερο, λόγω του χλιαρού και µη καθαρού νερού της, από την οποία πήρε το όνοµά του ο οικισµός. Την περίοδο εκείνη ο χώρος ισοπεδώθηκε, µε αποτέλεσµα να Στους τοίχους του ερειπωµένου ναού διακρίνονται ακόµη αγιογραφίες. εξαφανιστούν τα αποµεινάρια των ερειπίων. Η πηγή του νερού καταπλακώθηκε από τόνους χωµάτων και ο χώρος σήµερα είναι απροσπέλαστος, καλυµµένος από ακρεβάτους (ακρέβατος = είδος αναρριχητικού φυτού). Το τοπωνύµιο Βρωµόνερο αναφέρεται ως χωριό σε νοταριακό έγγραφο του Αντρέα Καλλέργη του έτους 16468. 8. Γρυντάκης, ... , ο.π. σηµ. 5, πράξη 412, σ. 299.
648
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
∆έντρα ανάµεσα στα ερείπια του αγιογραφηµένου ναού.
Στον τοίχο του ερειπωµένου ναού φαίνονται ακόµα οι αγιογραφίες.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
649
3. Επίζυγος: Τοποθεσία σε απόσταση 1 χιλιοµέτρου περίπου νοτιοδυτικά της Μουρνές. Σώζονται οι κατάγραφες εκκλησίες: α) της Αγίας Μαρίνας, εντός του οικισµού, µε κτητορική επιγραφή στο εσωτερικό υπέρθυρο, της οποίας το µεγαλύτερο τµήµα έχει διασωθεί από τον Gerola9 και β) της Αγίας Παρασκευής (σωρός ερειπίων), 200 µέτρα περίπου νοτιοδυτικά του οικισµού. Κατά την τοπική προφορική παράδοση, η Αγιά Μαρίνα ήταν πολιούχος του χωριού, ενώ η Αγία Παρασκευή, στον αυλόγυρο της οποίας, ως και τη δεκαετία του 1960, κατά το όργωµα ανασκάπτονταν αρκετοί τάφοι, ήταν το νεκροταφείο του. Σώζεται επίσης το υδραγωγείο του χωριού. Το όνοµα του χωριού χρησιµοποιείται σήµερα ως τοπωνύµιο από τους κατοίκους της Μουρνές, µε τους λεκτικούς τύπους Επίζυγος ή Υπίζυγος, Πόδε Ε(Υ)πίζυγος και Πέρα Ε(Υ)πίζυγος και αναφέρεται σε έκταση αρκετά µεγαλύτερη από το χώρο που κάλυπτε ο παλαιός οικισµός. Η Επίζυγος οφείλει την ονοµασία της στο γεγονός ότι ήταν χτισµένη στον αυχένα µιας πλαγιάς που µοιάζει µε ζυγό. Μετά τον αυχένα,
Ο ναός της Αγίας Μαρίνας.
9. G. Gerola, Monumenti Veneti Dell’ Isola Di Creta, T. IV, σ. 490, η 3.
650
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
Τµήµα του αυλόγυρου του ναού της Αγίας Μαρίνας.
όπου ήταν το χωριό, η πλαγιά συνεχίζει την ανωφέρεια και καταλήγει σε καµπύλη κορυφή που ονοµάζεται Πιζανή (πιθανόν από το Επιζυγιανή) Κεφάλα, που από µακριά µοιάζει επίσης µε ζυγό. Όποια εκδοχή και αν υιοθετήσει κανείς, δηλαδή είτε Επίζυγος (επί του ζυγού) είτε Υπίζυγος (υπό το ζυγό), φαίνεται λογική. Άλλωστε στη Μουρνέ χρησιµοποιούνται διαχρονικά και οι δυο τύποι10. Η Επίζυγος µνηµονεύεται ως χωριό στις απογραφές του Barozzi του 157711 και του Castrofilaca του 158312, σε νοταριακά έγγραφα του Τζώρτζη Τρωίλου του 158913 και του 159014, στην απογραφή του Basilicata του 10. Παπαδογιάννης, ... , ο. π. σηµ. 2, σ. 170-171 υποσηµ. 20. 11. Francesco Barozzi, Descrittione dell’ Isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης), (1577/8), Μία Γεωγραφική και Αρχαιολογική Περιγραφή της Κρήτης στα χρόνια της Αναγέννησης, εισαγωγή, έκδοση κειµένου, σχόλια & απόδοση στα ελληνικά, Στέφανος Κακλαµάνης, Βικελαία ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2004, σ 337. 12. Pietro Castrofilaca, απογραφή 1583, σ. 5. 13. Γ. Μ. Γρυντάκης, Το Πρωτόκολλο του Ρεθυµνίου Νοτάριου Τζώρτζη Τρωίλου, (1585-1600), Αθήνα 1990, πράξη 14, σ. 34 και πράξη 23, σ. 43. 14. Γρυντάκης, ... , ο.π. σηµ.13, πράξη 23, σ. 43 και πράξη 25 σ.44.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
651
Σωζόµενο τµήµα της κτητορικής επιγραφής στο υπέρθυρο του ναού της Αγίας Μαρίνας.
163015, στην έκθεση του N. Gualdo του 163316, σε νοταριακό έγγραφο του Αντρέα Καλλέργη του 164317, στους Απογραφικούς Πίνακες του 165918, και ως βακουφικό µετόχι στο Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του 167119. Ερείπια του κοιµητηριακού ναού της Αγίας Παρασκευής.
15. Francesco Basilicata, Relazione, 1630, Στέργιου Γ. Σπανάκη, Μνηµεία της Κρητικής Ιστορίας, Τ. V, σ. 130. 16. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ. 4, σ. 243 & 307. 17. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξεις 313 σ. 259 & 314 σ. 263, 266, 267, & 269. 18. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 6, σ. 127, όπου µεταγράφηκε ως Abezgat. 19. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7, σ. 506.
652
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
4. Λαγκά ή Άης Σπυρίδωνας: Οικισµός σε απόσταση 2,5 χιλιοµέτρων περίπου νότια της Μουρνές. Υπάρχουν ερείπια κατοικιών καθώς και η εκκλησία τ’Άη Σπυρίδωνα, σε καλή σχετικά κατάσταση, που βρίσκεται στο κέντρο των ερειπίων του οικισµού. Ήταν ο πολιούχος άγιος του χωριού, µέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, που ο οικισµός κατοικούνταν από λιγοστούς κατοίκους. Σύµφωνα µε µαρτυρίες κατοίκων της Μουρνές, η εκκλησία ήταν κατάγραφη, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1970, για να προστατευθεί από τη φθορά του χρόνου, οι τοίχοι της, εσωτερικοί και εξωτερικοί, καλύφθηκαν µε ασβεστοκονίαµα. Σώζεται επίσης το κατάγραφο εκκλησάκι τ’ Άη Γιώργη στην τοποθεσία Ποτιστήρια, σε απόσταση 250 µέτρων περίπου νότια του οικισµού, όπου είναι το νεκροταφείο του χωριού. Το τοπωνύµιο Λαγκά αρχίζει από τις παρυφές του ερειπωµένου οικισµού Άης Σπυρίδωνας και αναφέρεται σε µεγάλη έκταση βοσκοτόπων που το µεγαλύτερο τµήµα τους ανήκει στην Μουρνέ (Μουρνιανά Λαγκά), και το υπόλοιπο στα χωριά ∆ρύµισκος (∆ρυµισκιανά Λαγκά) και Ακτούντα (Ακτουδιανά Λαγκά). Η έκταση που καλύπτει το τοπωνύµιο αποτελείται από αµέτρητα χωµατοβούνια, λαγκαδιές, πλαγιές και ρυάκια (χείµαρροι) στα οποία ρέει νερό µόνο κατά τη διάρκεια έντονων βροχοπτώσεων (ξερόρυακα). Η περιοχή γύρω από την εκκλησία
Άποψη του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα και των ερειπίων του οικισµού.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
653
Στην φωτογραφία διακρίνεται η ΒΑ πλαγιά του Ξερού Όρους.
και τα ερείπια των κατοικιών καλείται από τους σύγχρονους Μουρνιανούς Άης Σπυρίδωνας, από το όνοµα του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωµένος ο ναός. Ο οικισµός Λαγκά απαντά ως χωριό στην εργασία του Μ. Μανούσακα για τη συνωµοσία του Σ. Βλαστού το 145320, στην απογραφή του Castrofilaca του 158321, και σε νοταριακό έγγραφο του Α. Καλλέργη του 164622.
Ο κοιµητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου στη θέση Ποτιστήρια.
20. Μ. Ι. Μανούσακα, Η εν Κρήτη συνωµοσία του Σήφη Βλαστού, (1453-1454) και η νέα συνωµοτική κίνησις του 1460-1462, Αθήναι 1960, σ. 43. 21. Castrofilaca, ... , ο. π. σηµ. 12, σ. 10. 22. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 412, σ. 344.
654
Ερείπια σπιτιών του χωριού Λάκκος.
Ερείπια του ναού του Άη Βλάση.
Ο νεότερος ναός του Άη Βλάση.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
5. Λάκκος: Χωριό σε απόσταση 3,5 περίπου χιλιοµέτρων νοτιοδυτικά της Μουρνές. ∆ιατηρούνται ερείπια οικιών καθώς και της κατάγραφης εκκλησίας τ’ Άη Βλάση. Ο οικισµός είναι χτισµένος σε χαµηλό επίπεδο χώρο µε πυκνή, δενδρώδη κυρίως, βλάστηση γύρω του. Από τη µορφολογία του εδάφους πήρε και το όνοµά του (λάκκος = µεγάλων σχετικά διαστάσεων επίπεδο χωράφι). Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο Λάκκος εξελίχθηκε σε χωριό µε αµιγή µουσουλµανικό πληθυσµό. Εποικίσθηκε από χριστιανούς στα τέλη της δεκαετίας του 1890, µετά την αποχώρηση των Τούρκων. Τότε οι χριστιανοί κάτοικοί του έχτισαν νέα εκκλησία, σε απόσταση 20 µέτρων περίπου από την γκρεµισµένη παλιά, αφιερωµένη στον ίδιο Άγιο (Βλάσιο), που ήταν ο πολιούχος του χωριού ως το 1947. Το έτος αυτό, οι τελευταίοι κάτοικοί του µετοίκησαν στη Μουρνέ. Υπάρχει επίσης και η κατάγραφη µισογκρεµισµένη εκκλησία τ’ Άη Αστράτηγου (Αρχαγγέλου Μιχαήλ) στο νεκροταφείο του χωριού, 300
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
µέτρα περίπου ανατολικά του οικισµού. Το χωριό Λάκκος αναφέρεται στις απογραφές του Barozzi του 157723, και του Castofilaca του 158324, σε νοταριακό έγγραφο του Τζ. Τρωίλου του 159025, στην απογραφή του Basilicata του 163026, σε νοταριακά έγγραφα του Α. Καλλέργη του 164327, και του 164428, σε τουρκικά έγγραφα του 165829, και του 165930, στο Οθωµανικό Κτηµατολόγιο του 167131, σε τουρκικό έγγραφο του 170332, καθώς και στις απογραφές των ετών 1834, 1881, 1894, 1900, 1911, 1920 και 1928.
655
Ο κοιµητηριακός ναός του Άη Αστράτηγου (Μιχαήλ Αρχαγγέλου).
Εσωτερική άποψη του ναού τ’ Άη Αστράτηγου µε εµφανή τα υπολείµµατα αγιογραφιών.
23. Barozzi, ... , ο. π. σηµ. 11, σ. 337. 24. Castrofilaca, ... , ο. π. σηµ. 12, σ. 5. 25. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 13, πράξη 23, σ. 43. 26. Basilicata, .... , ο.π. σηµ. 15, σ. 130. 27. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 314, σ. 267. 28. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 381, σ. 321. 29. Ν. Σταυρινίδης, Μεταφράσεις Τουρκικών Ιστορικών Εγγράφων, Τ. Α’, Ηράκλειον 1975, αριθ. µετάφρ, 92, σ. 66. 30. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, αριθ. µετάφρ. 163, σ. 116 όπου αναφέρεται ως Πάτου, και µετάφρ. 164, σ.116-117. 31. Μπαλτά-Oguz, ... , ο.π. σηµ. 7, σ. 503-504. 32. Γ. Ζ. Παπιοµύτογλου (Επιµέλεια),Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύµνης, 17ος-18ος αι., Οι µεταφράσεις του Βήµατος Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1995, σ. 139.
656
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
6. Μαλαθρές: Ήταν Μονή κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, ίσως και κατά τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Βρίσκεται σε απόσταση 4,5 χιλιοµέτρων, περίπου, νοτιοδυτικά του χωριού Μουρνέ. Χρησιµοποιείται ως τοπωνύµιο από τους κατοίκους της, καθώς και από τους κατοίκους των πλησιόχωρων χωριών Φραττί και Μιξόρρουµα. Σώζονται ερείπια του ναού του Αγίου Γεωργίου µε τοιχογραφίες τριών εποχών33. Ο ναός είναι κατεστραµµένος εδώ και πολλά χρόνια, ίσως από ή και πριν το 1897. Κατά την επίσκεψή µου στο χώρο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, υπήρχαν ακόµη ερείπια µικρών οικοδοµηµάτων (κελιών), 50 µέτρα περίπου ανατολικά από τα ερείπια του ναού. Το τοπωνύµιο είναι ανθρωπωνυµικό (κυριώνυµο) και προέρχεται από το βυζαντινό επίθετο Μαλαθράς, και αναφέρεται στο δηµιουργό (κτήτορα) της Μονής. Επίθετο Μαλαθράς αναφέρεται στην Ανατολή Ιε-
Ερείπια του ναού του Άη Γιώργη στο Μαλαθρέ (δυτική πλευρά)
33. Θ. Πελαντάκης, Βυζαντινοί Ναοί της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ν. Ρεθύµνης, Ρέθυµνον 1973, σ. 34-35, καθώς και Μ. Γ. Παπαδογιάννη, Η Ερειπωµένη Μονή του Μαλαθρέ στη Μουρνέ, Προµηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 31, Σεπτέµβριος –Οκτώβριος 1982, σ. 269-271 και Μουρνέ, κεφαλοχώρι του Ρεθέµνους, Αθήνα 2008, σ. 147-152.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
657
ράπετρας από το 156734. Τοπωνύµιο Μαλαθρές απαντά και στην περιφέρεια του χωριού Επισκοπή της επαρχίας Πεδιάδος35. Κατά τη Β’ Βυζαντινή περίοδο αναφέρεται µε τον τύπο Malacrea ως χωριό, ίσως λόγω του µεγάλου αριθµού µοναχών36.
Βόρεια πλευρά: είναι εµφανές ότι υπήρχαν κι άλλες αίθουσες.
Εσωτερικός τοίχος µε ξεθωριασµένες αγιογραφίες.
34. Θ. Ε. ∆ετοράκης, Κρητολογία, τ. 10-11/1980, σ. 244, ο Παπα-Γιώργης Μαλαθράς από την Ανατολή Ιεράπετρας, όπου και σήµερα υπάρχει επώνυµο Μαλαθράκης στην ίδια περιοχή. 35. Στέργιος Σπανάκης, Χωριά και Οικισµοί του Νοµού Ηρακλείου, στο συλλογικό έργο, Το Ηράκλειο και ο Νοµός του, Ηράκλειο 1971, σ. 541. 36. Χ. Γάσπαρης, Από τη Βυζαντινή στην Βενετική Τούρµα, Κρήτη 13ος-14ος αιώνας, Σύµµεικτα, περιοδική έκδοση Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών-Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών, Τ. 14, Αθήνα 2001, σ.192.
658
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
7. Μαυρίκης: Τοποθεσία σε απόσταση 2,5 χιλιοµέτρων περίπου ανατολικά της Μουρνές. Το όνοµα του οικισµού λέγεται και σήµερα από τους κατοίκους της Μουρνές και των πλησιόχωρων χωριών ως τοπωνύµιο της ευρύτερης περιοχής. Ως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960 διακρίνονταν ίχνη ερειπίων. Τότε ο χώρος ισοπεδώθηκε και στη θέση τους χτίστηκε αποθήκη. Υπάρχει σε καλή κατάσταση το εκκλησάκι του Αγίου Πνεύµατος, 50 µέτρα περίπου βόρεια των ερειπίων του οικισµού. Ο τοίχοι του ναού είναι καλυµµένοι µε ασβεστοκονίαµα εσωτερικά και εξωτερικά, και ως εκ τούτου δεν διακρίνονται αγιογραφίες. Σύµφωνα µε γεροντότερους από εµένα Μουρνιανούς, ο ναός ήταν κατάγραφος. Μάλιστα ο Στυλιανός Νικολάου Σπυριδάκης (Σπανός) θυµάται ότι οι αγιογραφίες ήταν αρκετά καθαρές, και αριστερά της εισόδου απεικονίζονταν εικόνες από την κόλαση, όπως δαίµονες να ξύνουν την πλάτη των κολασµένων µε καρφιά στερεωµένα σε ξύλο σε σχήµα παλάµης µε χειρολαβή (χειρόκτενο), και να τους βάζουν σε βαρέλια γεµάτα µε βραστή πίσσα, κ.λπ. Η ονοµασία του οικισµού οφείλεται πιθανότατα στο Βενετό φεου-
Ο ναός του Αγίου Πνεύµατος.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
659
δάρχη της περιοχής (Maurizio, Maurici ή Mavrichi). Στη βιβλιοθήκη του Ερρίκου Μοάτσου, η οποία φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστηµίου της Κρήτης, υπάρχει οικόσηµο της οικογένειας Μαυρίκη µε σηµείωση που αντλείται από τον Gerola37, στην οποία αναφέρεται ότι η οικογένεια Μαυρίκη ήλθε στην Κρήτη από την Κωνσταντινούπολη το 1453 και εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα. Ο οικισµός του Μαυρίκη απαντά στις απογραφές του Barozzi του 157738 και του Castrofilaca του 158339.
Εσωτερική άποψη του ναού.
37. G. Gerola, Gli stemmi cretesi dell’ Universita di Padova, 25.11.1928, σ. 260. 38. Barozzi, ... , ο. π. σηµ. 11, σ. 338. 39. Castrofilaca, ... , αγγαρείες. Αναφέρεται µαζί µε το Χαντάκι που σηµαίνει ότι αποτελούσαν κοινή καβαλαρία ή φέουδο.
660
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
8. Ντιµπλοχώρι: Χωριό σε απόσταση 4 χιλιοµέτρων περίπου νότια της Μουρνές. ∆ιατηρούνται ερείπια αρκετών οικιών, παρά την καταστροφή που κατά καιρούς έχει προξενηθεί µε σκοπό την αύξηση της καλλιεργήσιµης γης. Στον οικισµό υπάρχουν τρεις εκκλησίες: α) της Ζωοδόχου Πηγής, κατάγραφη, µε πρόναο, κυρίως ναό, και ιερό. ∆ίπλα από το αριστερό (βόρειο) τµήµα της αψίδας που χωρίζει τον κυρίως ναό από τον πρόναο, σε ύψος 1,70 µέτρων περίπου, υπάρχει, σε πολύ καλή κατάσταση, κτητορική επιγραφή40. Ήταν πολιούχος του χωριού µέχρι και το 1947, και ο αύλειος χώρος του ναού εχρησιµοποιείτο ως κοιµητήριο του (χωριού) ως την ίδια χρονιά (1947), β) του Άη Λευτέρη (γκρεµισµένη), επίσης κατάγραφη, και γ) η χωρίς αγιογραφίες τ’Άη Γιώργη. Στο υπέρθυρο της εκκλησίας αυτής υπήρχε ίσως το οικόσηµο στο οποίο αναφέρεται ο Gerola41. Σήµερα φαίνεται, ένα βαθούλωµα στο εξωτερικό υπέρθυρο, µε σηµάδια από οικόσηµο. ∆ιατηρείται επίσης το υδραγωγείο του χωριού. Η ονοµασία του οφείλεται πιθανόν στο γεγονός ότι ήταν µεγάλο για τα δεδοµένα της εποχής εκείνης χωριό και αποτελούνταν από δύο κοντινές συνοικίες που τις χώριζε ένα ρυάκι. Γι’ αυτό ονοµάστηκε ∆ιπλο-
Ερείπια κατοικιών.
40. G. Gerola, … , ο. π. σηµ. 9, T. IV, σ. 492 η 6. 41. G. Gerola, … , ο. π. σηµ. 9, Τ. IV, σ. 250, υποσ. 1.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
χώρι, δηλαδή διπλό χωριό. Ο λεκτικός τύπος Ντιµπλοχώρι οφείλεται πιθανόν στους Βενετούς που στη γλώσσα τους το γράµµα ∆ προφέρεται D. Το Ντιµπλοχώρι, όπως και ο Λάκκος, κατά την Τουρκοκρατία εξελίχθηκε σε χωριό µε αµιγή µουσουλµανικό πληθυσµό. Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, στα τέλη της δεκαετίας του 1890, εποικίστηκε από χριστιανούς, που έµειναν εκεί ως το 1947. Τη χρονιά αυτή µετοίκησαν στη Μουρνέ οι τελευταίοι κάτοικοί του. Αναφέρεται ως χωριό στην εργασία του Μ. Μανούσακα για τη συνωµοσία του Σ. Βλαστού το 145342, στις απογραφές του Barozzi του 157743, του Castrofilaca του 158344, και του Basilicata του 163045, στην έκθεση του N. Gualdo του 163346, σε νοταριακά έγγραφα των Ρεθεµνιωτών νοταρίων Τζώρτζη Πάντιµου το έτος 163847, και του Α. Καλλέργη των ετών 164348,
661
Η κτητορική επιγραφή στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
Η είσοδος του ναού του Αγίου Γεωργίου.
42. Μανούσακας, ... , ο.π. σηµ. 20, σ. 26-45 &52-53. 43. Barozzi, ... , ο. π. σηµ. 11, σ. 337. 44. Castrofilaca, ... , ο. π. σηµ. 12, σ. 7. 45. Basilicata, ο.π. σηµ. 15, σ. 130. 46. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ. 4, σ. 307. 47. Γ. Μ. Γρυντάκης, Το Πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη Νοτάριου Τζώρτζη Πάντιµου, (1613-1642), Αθήνα 1990, πράξη 140, σ. 81.
662
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
Ο ναός της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου.
Ερείπια του ναού του Αγίου Ελευθερίου.
164449, και 164550, σε τουρκικά έγγραφα των ετών 165851 και 165952, στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167153, καθώς και στις απογραφές των ετών 1834, 1881, 1894, 1900, 1911, 1920 και 1928. 48. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 314, σ. 267 & 271. 49. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 381, σ. 321. 50. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 391, σ. 329. 51. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, αριθ. µετάφρ. 92, σ. 66, όπου µεταγράφηκε ως ∆ιλαβέρ. 52. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, αριθ. µετάφρ. 163, σ.116, & αριθ. µετάφρ. 164, σ. 117 & Παπιοµύτογλου, ... , ο. π. σηµ. 32, αριθ. µετάφρ. 64, σ. 73, όπου µεταγράφηκε ως Ντελαντόρε. 53. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7, σ. 502 .
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
663
9. Χαντάκι ή Λεντάκι ή ∆εντρικά: Τοποθεσία σε απόσταση 2 χιλιοµέτρων περίπου ανατολικά της Μουρνές.. Σώζεται ο κατάγραφος ναός της Κοιµήσεως της Θεοτόκου, µε τοιχογραφίες δύο εποχών54. Στην εξωτερική πλευρά του υπέρθυρου υπάρχει θυρεός (οικόσηµο). Εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει καταγραφεί ως σήµερα. Όταν τον εντόπισα, τον Αύγουστο του 2008, απευθύνθηκα στο Πανεπιστήµιο Κρήτης, όπου ο κ. Κωστής Παπαδάκης µου έδειξε όλη τη συλλογή οικοσήµων που διαθέτει το Πανεπιστήµιο (Βιβλιοθήκη Ερρίκου Μοάτσου), αλλά το συγκεκριµένο σχήµα δεν ταυτίζεται µε κανένα από αυτά της συλλογής του Πανεπιστηµίου. Ο κ. Παπαδάκης µου συνέστησε να απευθυνθώ στον ειδήµονα κ. Μάριο Μπλέτα στην Αθήνα. Επικοινώνησα µε τον κ Μπλέτα ο οποίος, αφού µελέτησε τις φωτογραφίες που του έστειλα, αποφάνθηκε ότι πρόκειται, πιθανότατα, για τον θυρεό της Κοµµούνας της Φλωρεντίας. Η επιφύλαξή του έγκειται στο γεγονός ότι δεν είναι γνωστό πότε και πώς εγκαταστάθηκαν Φλωρεντίνοι στην Κρήτη και µάλιστα στη συγκεκριµένη περιοχή. Μου επεσήµανε επίσης ότι η πλάκα πάνω στην οποία είναι σκαλισµένος ο θυρεός έχει τοποθετηθεί ανάποδα. Αν παρατηρήσει κανείς
Ο ναός της Κοίµησης της Θεοτόκου.
54. Πελαντάκης, ... , ο. π., σηµ. 33, σ. 29.
664
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
Τµήµα των σωζόµενων αγιογραφιών του ναού.
Η είσοδος του ναού µε τον θυρεό στο υπέρθυρο.
τον θυρεό όπως είναι τοποθετηµένη η πλάκα σήµερα, µοιάζει µε περίεργο πτηνό, ενώ παρατηρώντας τον όπως έπρεπε να είναι τοποθετηµένη, φαίνεται καθαρά το φυτό κρίνος, ο θυρεός της Φλωρεντίας. Όπως µαρτυρούν κάτοικοι του χωριού που είχαν απασχοληθεί ως εργάτες κατά τις εργασίες συντήρησης του ναού, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η πλάκα του υπέρθυρου του ναού είχε πέσει από τη θέση της. Μια γωνία της είχε σπάσει από την πτώση και έτσι είχε µικρύνει το µήκος της κάτω της πλευράς.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
665
Οι άνθρωποι που την επανατοποθέτησαν, µη γνωρίζοντας την έννοια και τη σηµασία του σχήµατος, έβαλαν προς τα κάτω το πλήρες τµήµα της πλάκας και προς τα πάνω εκείνο µε τη σπασµένη γωνία, δηλαδή ανάποδα, και έτσι έχουµε τη σηµερινή εικόνα. Το θέµα χρήζει πε- Η πλάκα του θυρεού όπως είναι τοποθετηµένη σήµερα. ραιτέρω έρευνας από τους ειδικούς. Μέχρι και τη δεκαετία του 1950 σώζονταν γύρω από την εκκλησία ίχνη ερειπίων κατοικιών. ∆ιατηρείται επίσης το υδραγωγείο του οικισµού. Οι σύγχρονοι Μουρνιανοί αποκαλούν ∆εντρικά την ευρύτερη περιοχή. Η πλάκα του θυρεού αντεστραµµένη Ο οικισµός Χαντάκι (στη σωστή οπτική). οφείλει πιθανόν την ονοµασία του στο µεγάλο ρυάκι, στο οποίο ρέει νερό µόνο τους βροχερούς χειµωνιάτικους µήνες (ξερόρρυακο - χείµαρρος), που βρίσκεται στις παρυφές του και µοιάζει µε µεγάλο αύλακα (χαντάκι). Ο οικισµός Χαντάκι ή Λεντάκι απαντά στις απογραφές του Barozzi του 157755 και του Castrofilaca του 158356, όπου σε έγγραφο για τις αγγαρείες αναφέρεται µαζί µε τον Μαυρίκη, γιατί πιθανόν αποτελούσαν ενιαία καβαλαρία ή φέουδο.
55. Barozzi, ...., ο. π. σηµ. 11, σ. 337, όπου αναγράφεται ως Λεντάκι. 56. Castrofilaca, ... , αγγαρείες, όπου αναγράφεται ως Χαντάκι.
666
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
II. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα Σπηλίου: 1. Κουµεδιανά: Σύµφωνα µε µαρτυρίες κατοίκων του Σπηλίου, ο οικισµός τοποθετείται σε απόσταση 700 περίπου µέτρων δυτικά του κέντρου του Σπηλίου, όπου το τοπωνύµιο Ροπού, στου.-. στο οποίο υπήρχαν ερείπια κατοικιών µέχρι και τη δεκαετία του 196057. ∆εν υπάρχει ναός στην τοποθεσία αυτή, ούτε ίχνη ερειπίων ναού ή άλλων κτισµάτων του οικισµού, ούτε αναφέρεται σήµερα ως τοπωνύµιο. Η ονοµασία του οφείλεται πιθανόν στο γεγονός ότι ήταν τόπος κατοικίας αποκλειστικά της οικογένειας των Κουµεντάδων, όπως προκύπτει από τα νοταριακά έγγραφα του Α. Καλλέργη του 163858 και του 164459. 2. Λάπας: Τοποθεσία σε απόσταση 1,5 χιλιοµέτρου περίπου πάνω (βορειοανατολικά) από το Σπήλι, δεξιά του δρόµου προς το χωριό Γερακάρι. Ακούγεται και σήµερα ως τοπωνύµιο. Σώζονται ίχνη ερειπίων κατοικιών, καθώς και ο ναός του Αγίου Πνεύµατος. Ο ναός έχει υποστεί πολλές επεµβάσεις (ανακαινίσεις - επισκευές), γι’ αυτό δεν γνωρίζουµε αν ήταν κατάγραφος και οι αγιογραφίες του έχουν καλυφθεί από το ασβεστοκονίαµα. Η ονοµασία του οικισµού προέρχεται πιθανότατα από το επώνυµο του οικιστή (ανθρωπωνυµικό κυριώνυµο τοπωνύµιο). Απαντά ως µετόχι στην απογραφή του Barozzi του 157760, στην έκθεση Gualdo του 163361 και σε νοταριακό έγγραφο του Α. Καλλέργη του 163862.
Ερείπια σπιτιών στη θέση Λάπας.
Ο ναός του Αγίου Πνεύµατος.
57. Πληροφορίες από τον Μιχάλη Ι. Θεοδωράκη. Τον ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση. 58. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 93, σ. 89. 59. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 381, σ. 321. 60. Barozzi, ... ,ο. π. σηµ. 11, σ. .337, όπου αναγράφεται Λάππα µετόχι. 61. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ. 4, σ. 290 & 307. 62. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5 πράξη 93, σ. 68, όπου αναγράφεται ως, στο µετόχι στου Λάπα.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
667
3. Φτερές: Τοποθεσία σε απόσταση 500 περίπου µέτρων βορειοανατολικά του χωριού Νταριβιανά, δεξιά του αµαξιτού δρόµου που ενώνει τα χωριό αυτό µε τη Λαµπηνή. Αριστερά του εν λόγω δρόµου, σε απόσταση 600µ. από τα Νταριβιανά, βρίσκεται ο Ο ναός του Σωτήρος Χριστού στο Φτερέ ναός του Σωτήρος. Ο αυ(κοιµητηριακός ναός των Νταριβιανών). λόγυρός του χρησιµοποιείται εδώ και έναν αιώνα περίπου ως κοιµητήριο του χωριού Νταριβιανά. Ο ναός φαίνεται πολύ παλιός και, από το πάχος των τοίχων του, εικάζεται ότι ενδεχοµένως να ήταν κατάγραφος και το ασβεστοκονίαµα να έχει καλύψει τις αγιογραφίες. Σε απόσταση εκατό µέΟ ναός του Τιµίου Σταυρού πάνω τρων περίπου πάνω (βόαπό τη θέση Τζιλεµιανά. ρεια) από το ναό του Σωτήρα, δεξιά του δρόµου όπως ανεβαίνουµε, υπάρχει η τοποθεσία Τζιλεµνιανά, όπου φαίνονται ίχνη ερειπίων. Σύµφωνα µε µαρτυρίες κατοίκων από το χωριό Νταριβιανά, στα Τζιλεµνιανά υπήρχαν χαλάσµατα µικρών κατοικιών. Οι πέτρες των χαλασµάτων αυτών χρησιµοποιήθηκαν σε σύγχρονη κατοικία που χτίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, πενήντα µέτρα παρακάτω (νότια) από τα χαλάσµατα. Σε απόσταση διακοσίων µέτρων περίπου ανατολικά από το ναό του Σωτήρα, στη βορειοανατολική άκρη της τοποθεσίας Φτερές, υπάρχει πηγή νερού που ρέει όλο το χρόνο. Άλλη πηγή, µε αρκετά µεγαλύτερη ποσότητα νερού, που ονοµάζεται Βρυσίδα, βρίσκεται διακόσια πενήντα µέτρα περίπου
668
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
δυτικά από τα ίχνη των ερειπίων των Τζιλεµνιανών63. Πάνω (βόρεια) από την τοποθεσία Τζιλεµνιανά, σε απόσταση διακοσίων περίπου µέτρων, βρίσκεται ο ναός του Τιµίου Σταυρού. Είναι άγνωστο αν ο ναός είχε αγιογραφίες, λόγω της ριζικής ανακαίνισης-επισκευής που υπέστη τις τελευταίες δεκαετίες. Είκοσι µέτρα, περίπου, ανατολικά από το ναό υπάρχουν δυο κελιά µε γκρεµισµένη σκεπή, κατοικία πιθανόν κάποιου µοναχού (ασκητή). Ακούγεται και σήµερα ως τοπωνύµιο. Ο οικισµός οφείλει την ονοµασία του στις πολλές φτέρες που υπήρχαν στην περιοχή. Αναφέρεται Φτερέας στην απογραφή του Barozzi του 157764, στην έκθεση Gualdo του 163365 και σε νοταριακά έγγραφα του Α. Καλλέργη του 164366 και του 164467.
Ο σταυρός στο υπέρθυρο του ναού του Τιµίου Σταυρού.
63. Πληροφορίες από τον Νταριβιανό Ηλία Τσικουράκη, που µε ξενάγησε στο χώρο. Τον ευχαριστώ και από αυτήν τη θέση. 64. Barozzi, ... , ο. π. σηµ. 11, σ.337. 65. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ. 4, σ.242. 66. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 313, σ. 261 & πράξη 314 σ. 267, 271. 67. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 381, σ. 322.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
669
4. Χάσικα: Τοποθεσία που καλύπτει µεγάλη έκταση της κοινοτικής περιφέρειας Σπηλίου. Σε απόσταση 4,5 χιλιοµέτρων περίπου βόρεια από το χωριό Σπήλι, στο δρόµο Σπήλι - Πατσός, αρχίζει η περιοχή µε την ονοµασία αυτή (Χάσικα) και φτάνει ως τα δηµοτικά διαµερίσµατα της Πατσού προς τα βορειοανατολικά και των Καρηνών προς τα βορειοδυτικά. Σε απόσταση 5,5 χιλιόµετρα από το Σπήλι, στο δρόµο προς την Πατσό, υπάρχει το τοπωνύµιο Αγιοµατικά, όπου στην πάνω (ανατολική) πλευρά του δρόµου υπάρχει πηγή µε άφθονο νερό και στέρνα, από όπου ποτίζονταν τα περιβόλια που βρίσκονται κάτω (δυτικά) από το δρόµο. Σήµερα, στα περιβόλια αυτά υπάρχουν πολλά υδροχαρή δέντρα, όπως καρυδιές, κερασιές, µηλιές, βερυκοκές κ.λπ. ∆ιακόσια µέτρα πιο πέρα από τα Αγιοµατικά, πάνω (ανατολικά) από το δρόµο, υπάρχουν ερείπια κατοικιών. Σε απόσταση διακοσίων µέτρων περίπου από τα ερείπια αυτά, στην πάνω (ανατολική) πλευρά του δρόµου, υπάρχει πηγή νερού και στέρνα από όπου ποτίζονταν τα περιβόλια που βρίσκονται κάτω (δυτικά) από το δρόµο. Σήµερα τα περιβόλια αυτά είναι γεµάτα από κερασιές, καρυδιές και πλατάνους. ∆ίπλα στα περιβόλια, υπάρχει ναός αφιερωµένος
Ερείπια σπιτιών ανάµεσα στα Αγιοµατικά και στον Άη ∆ηµήτρη.
670
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
στον Άγιο ∆ηµήτριο, εξ ου το τοπωνύµιο Άη ∆ηµήτρης. Ο ναός έχει επισκευαστεί πριν από µερικές δεκαετίες και έχει καλυφθεί µε ασβεστοκονίαµα, γι αυτό δεν γνωρίζουµε αν είχε αγιογραφίες, όπως ισχυρίζονται ορισµένοι Σπηλιανοί. Από το πάχος των τοίχων του και ορισµένα στοιχεία, όπως οι κάθετες (πελεκηµένες) πέτρες στην πόρτα και στο παράθυρο, καθώς και µια µόλις διακρινόµενη, καθότι ασβεστωµένη, βυζαντινού τύπου χρονολόγηση σε µια εσοχή πάνω από την εξωτερική πλευρά του υπέρθυρου, εικάζεται ότι ο ναός είχε αγιογραφίες, οι οποίες έχουν καλυφθεί από το παχύ στρώµα του ασβεστοκονιάµατος. Ένα χιλιόµετρο περίπου βόρεια από τον Άη ∆ηµήτρη, προς την κοινοτική περιφέρεια των Καρηνών, στην ανατολική πλαγιά µιας κοιλάδας, εκατό µέτρα περίπου (ανατολικά) πάνω από το ρυάκι της κοιλάδας αυτής, υπάρχει ναός αφιερωµένος στον Άγιο Γεώργιο, εξ ου το τοπωνύµιο Άη Γιώργης. Ο ναός είναι ετοιµόρροπος µε ρωγµές κατά µήκος της οροφής και στους τοίχους. Οι εσωτερικοί του τοίχοι είναι καλυµµένοι µε λεπτό στρώµα ασβέστη. Σε πολλά σηµεία ο ασβέστης έχει πέσει και φαίνονται οι θαυµάσιες αγιογραφίες. Στη βόρεια πλευρά του ναού υπάρχουν κατα-
Ο ναός του Αγίου ∆ηµητρίου στα Χάσικα.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
671
λείµµατα (ερείπια) σπιτιών. Στο κέντρο ενός από αυτά, δίπλα από το βόρειο τοίχο του ναού, υπάρχει µια µυλόπετρα ελαιοτριβείου. Σύµφωνα µε ηλικιωµένους Σπηλιανούς, η µυλόπετρα πελεκήθηκε πάνω στη δυτική πλαγιά του Σωρού και την µετέφεραν στο σηµείο αυτό (γύρω στα δύο χιλιόµετρα απόσταση) πάνω σε ξύλινο τελάρο που το έσερναν µε σχοινιά. Σύµφωνα µε τις διηγήσεις τους, τη µυλόπετρα γύριζαν άνθρωποι σπρώχνοντας µε τους ώµους τους και άλεθαν τις ελιές. Ογδόντα µέτρα περίπου πάνω (νότια) από το ναό, υπάρχει πηγή νερού και µια πολύ µεγάλη στέρνα από την οποία πότιζαν τα περιβόλια που βρίσκονται κάτω από την πηγή και φτάνουν ως τον αυλόγυρο του ναού. Σήµερα στα περιβόλια υπάρχουν καρυδιές, καθώς και µια µουριά και µια πορτοκαλιά. Πρόσβαση στο ναό µε αγροτικό αυτοκίνητο είναι δυνατή από αγροτικό δρόµο µόνο από την πλευρά των Καρηνών, δεξιά του δρόµου ΚαρήνεςΠατσός. Από την κοινοτική περιφέρεια του Σπηλίου προσέγγιση στον Άη Γιώργη µπορεί να γίνει µε αγροτικό αυτοκίνητο ως ένα σηµείο, από ένα κακοτράχαλο αγροτικό δρόµο που ξεκινά αριστερά (βόρεια) από το δρόµο Σπήλι - Πατσός, λίγο πριν φτάσουµε στα Αγιοµατικά. Τριακόσια
Το παράθυρο του ναού τ’ Άη ∆ηµήτρη, ένδειξη της παλαιότητάς του.
672
Ίχνη επιγραφής, καλυµµένης µε ασβέστη, σε εσοχή πάνω από το υπέρθυρο του ναού τ’ Άη ∆ηµήτρη
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μεγέθυνση της επιγραφής.
µέτρα περίπου πριν τον Άη Γιώργη η πρόσβαση γίνεται µόνο πεζή68. Σε διάφορα σηµεία της περιοχής Χάσικα υπάρχουν σκόρπια σπιτάκια, που κτίστηκαν σε µεταγενέστερη εποχή, ίσως από τις αρχές του 20ου αιώνα και χρησιµοποιούνταν από τους κατοίκους του Σπηλίου ως τόπος διαµονής κατά την περίοδο της καλλιέργειας και της συγκοµιδής (κυρίως αµπελοκαλλιέργειες αλλά και ελαιοκαλλιέργειες). ∆εν εντόπισα αναφορά οικισµού(ών) µε το όνοµα Αγιοµατικά, Άγιος Γεώργιος, Άγιος ∆ηµήτριος ή Χάσικα σε κανένα έγγραφο τόσο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας, όσο και εκείνη της Τουρκοκρατίας. Τα ερείπια σπιτιών ανάµεσα στα Αγιοµατικά και στην εκκλησία του ’Αη ∆ηµήτρη, οι πιθανές αγιογραφίες του ναού και οι πηγές µε το άφθονο και δροσερό νερό στα παραπάνω σηµεία (Αγιοµατικά και Άη ∆ηµήτρη), καθώς και ο κατάγραφος ναός του Άη Γιώργη, τα ερείπια σπιτιών στον περίγυρό του και η πηγή µε το άφθονο νερό σε πολύ κοντινή απόσταση, 68. Ο Μιχάλης Ι. Θεοδωράκης από το Σπήλι µε ξενάγησε στο χώρο των Αγιοµατικών και του Άη ∆ηµήτρη και µου υπέδειξε από µακριά τη θέση του Άη Γιώργη και τον τρόπο πρόσβασης στην τοποθεσία και το χώρο του ναού. Τον ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
µαρτυρούν ότι στις δυο αυτές τοποθεσίες (Άη Γιώργης και Άη ∆ηµήτρης) υπήρχαν οικισµοί, των οποίων τη χρονική περίοδο κατοίκησης δεν µπόρεσα να προσδιορίσω. Πιθανόν οι οικισµοί να είχαν άλλη ονοµασία, η οποία µε την εγκατάλειψή τους και το πέρασµα του χρόνου, ξεχάστηκε. Το όνοµα των Αγίων στους οποίους είναι αφιερωµένοι οι ναοί παρέµεινε ως σηµείο αναφοράς και µετατράπηκε σε (µικρο) τοπωνύµιο, Άη Γιώργης και Άη ∆ηµήτρης.
673
Ερείπια κτιρίων στην περίµετρο του ναού και µια ξεχασµένη µυλόπετρα.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου στα Κάτω Χάσικα.
Εσωτερικό του ναού µε τµήµατα αγιογραφιών και εµφανείς ρωγµές.
674
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
III. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα Αρδάκτου: Υπήρχε ο οικισµός Αγία Παρασκευή, κοντά στις ακτές του Λιβυκού Πελάγους, βορειοανατολικά από την τοποθεσία Λίγκρες. Ο οικισµός είχε εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί, ίσως πριν από τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα λειτούργησε ως τόπος ανδρικής µοναστικής ζωής, ενώ στα µέσα του 20ου αιώνα λειτούργησε ως γυναικεία Μονή69. Σύµφωνα µε τον τελευταίο πρόεδρο της κοινότητας Αρδάκτου Γιώργη Χαριτάκη, στη µονή αυτή µόνασε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, για δυο χρόνια περίπου και η µοναχή Σωφρονία, µετά το τέλος των δικαστικών περιπετειών της για την εµπλοκή της στα πανελληνίως γνωστά την εποχή εκείνη γεγονότα που διαδραµατίσθηκαν το 1955 στη Μονή Οδηγήτριας στη Μεσαρά Ηρακλείου. Γι’ αυτό στην απογραφή του πληθυσµού το 1961 η Αγία Παρασκευή φέρεται να κατοικείται από 4, ενώ σε εκείνες του 1971 και του 1981 από 3 κατοίκους70. Τη δεκαετία του 1990 ξανακτίσθηκαν παραδοσιακές (µε πέτρα) παραθεριστικές κατοικίες, και έχει µετατραπεί σε τουριστική περιοχή. Το τοπωνύµιο Αγία Παρασκευή, που οφείλεται στον οµώνυµο ναό του οικισµού (αγιώνυµο ή αγιωνυµικό τοπωνύµιο), απαντά στις απογραφές του Barozzi του 157771 και του Basilicata του 163072, στην έκθεση Gualdo του 163373, σε τουρκικά έγγραφα του 165974 και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167175. IV. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα ∆ρυµίσκου: Υπάρχει ο ερειπωµένος οικισµός Άγιος Κωνσταντίνος ή Στων Κατσογρίδω. ∆ιατηρείται ο επισκευασµένος κατάγραφος ναός του Αγίου Κωνσταντίνου, σε καλή σχετικά κατάσταση, καθώς και ερείπια κατοικιών. Άλλη τοποθεσία µε
69. Μ. Γ. Παπαδογιάννης, Ο Όσιος Γεράσιµος από τη Μουρνέ, Προµηθεύς ο Πυρφόρος, τ. 22, Νοέµβριος –∆εκέµβριος 1980, σ. 369-371 και Μουρνέ, κεφαλοχώρι του Ρεθέµνους, Αθήνα 2008, σ. 153-162 . 70. Σ. Γ. Σπανάκης, Πόλεις και Χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, Τ. Α’, Ηράκλειο 1991, σ. 46. 71. Barozzi, ... , ο. π. σηµ. 11, σ. 338. 72. Basilicata, ... , ο.π. σηµ. 15. σ. 129. 73. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ. 4, σ. 244, 291 & 303. 74. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 6, σ.128 & Παπιοµύτογλου, ... , ο. π. σηµ. 32, αριθ. µετάφρ. 64, σ. 73. 75. Μπαλτά-Oguz, … , o. π. σηµ. 7, σ. 532.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
Η είσοδος και το υπέρθυρο του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου.
675
Σωζόµενο τµήµα του κεντρικού δρόµου του οικισµού.
παρόµοια ονοµασία, Κατσογρίδα, στην, είναι γνωστή στην κτηµατική περιφέρεια της Κοξαρές, νότια από το χωριό. Ο οικισµός Άγιος Κωνσταντίνος (αγιωνυµικό τοπωνύµιο από τον οµώνυµο ναό) ή Κατσογρίδω, στων-, µετόχι, (ανθρωπωνυµικό, κυριώνυµο τοπωνύµιο, από το επώνυµο της οιΆποψη τµήµατος του εσωτερικού του ναού. κογένειας Κατσογριδάκη), αναφέρεται στις απογραφές του Barozzi του 157776 και του Basilicata του 163077, στην έκθεση Gualdo του 163378, σε τουρκικά έγγραφα του 165979, και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167180. 76. Barozzi, … , ο.π. σηµ. 11, σ.338. 77. Basilicata, … , ο. π. σηµ.15, σ. 129. 78. Αρακαδάκη, ... , ο. π. σηµ.4, σ. 291, 303 & 307. 79. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, µετάφρ. 163, σ. 116, µετάφρ. 164, σ. 117, & Παπιοµύτογλου, ... , ο. π. σηµ. 32, µετάφρ. 64, σ. 73. 80. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ.7, σ. 530.
676
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
V. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα Λευκογείων: 1. Ξερορείτισσα: Οικισµός στις νότιες υπώρειες του Ξερού Όρους, στις κτηµατικές περιουσίες της Μονής Πρέβελη. Ακούγεται και σήµερα ως τοπωνύµιο. Η προσπέλαση στο χώρο του οικισµού για φωτογράφιση, δεν κατέστη δυνατή. Οι ενοικιαστές της µοναστηριακής περιουσίας, έχουν περιφράξει το χώρο µε ψηλό χοντρό πλέγµα, και στον αγροτικό δρόµο που οδηγεί στον οικισµό έχουν τοποθετήσει µεγάλη δίφυλλη σιδερόπορτα ασφαλισµένη µε χοντρή αλυσίδα και λουκέτο. Γι αυτό θα περιοριστούµε εδώ στα όσα έγραψε ο αείµνηστος Μ. Μ. Παπαδάκις81. Υπάρχει ο ηµιερειπωµένος κατάγραφος ναός της Κοιµήσεως της Θεοτόκου µε ίχνη αγιογραφιών και ερείπια µικρών σπιτιών καθώς και η βρύσις µε το πεντακάθαρο και κρύο νερό της. Η ονοµασία του οικισµού προέρχεται από το Ξερόν Όρος, στις υπώρειες του οποίου είναι κτισµένος. Απαντά στις απογραφές του Barozzi του 157782 και του Basilicata του 163083 και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167184. 2. Ταλιεράδω, Στων. Ακούγεται και σήµερα ως τοπωνύµιο της κτηµατικής περιφέρειας της Μονής Πρέβελη. Η πρόσβαση στο χώρο αυτό δεν είναι εύκολη για τον ίδιο λόγο που αναφέρουµε και στον παραπάνω οικισµό (Ξερορείτισσα). ∆ανειζόµαστε και εδώ από τον Μ. Μ. Παπαδάκι85: Ήταν στο κέντρο των ελαιώνων της Μονής, όπου υπάρχει ο ναός της Μεταµορφώσεως του Σωτήρος. ∆ίπλα στην εκκλησία υπάρχουν ερείπια κελιών. Κατά την παράδοση υπήρχε πολύ παλιός οµώνυµος ναός βυζαντινού ρυθµού µε τρούλλο που καταστράφηκε. Το έτος 1896 κτίσθηκε νέος µε έξοδα του Ιεροµόναχου Μελετίου Τζιριτάκη, ο οποίος εδαπάνησε γρόσια 13.000. Ο νέος ναός κτίσθηκε και αυτός µε τρούλλο. Η ονοµασία του οικισµού πρέπει να προέρχεται, σύµφωνα µε τον Παπαδάκι, από το όνοµα του Βενετού φεουδάρχη Dalyarado ή Talyerado. Αναφέρεται σε τουρκικά έγγραφα του 165986 και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167187.
81. Μ. Μ. Παπαδάκις, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, σ. 104-105. 82. Barozzi, … , ο. π. σηµ. 11, σ. 338. 83. Basilicata, … , ο. π. σηµ. 15, σ. 130. 84. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7, σ. 530. Επίσης Paul Faure 238 και Σπανάκης Β’ 590-591. 85. Παπαδάκις, ... , ο. π. σηµ. 81, σ. 107-108. 86. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, µετάφρ. 163 σ. 116, όπου µεταγράφηκε ως Χαλιαντέντολο και µετάφρ. 164 σ. 117, όπου µετγράφηκε ως Νταλερούτο. 87. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7, σ. 531.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
677
VI. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα Μιξορρούµατος: 1. Καστανέ: Οικισµός σε απόσταση 1 χιλιοµέτρου περίπου νοτιοδυτικά του χωριού Αγιά Πελαγιά, δεξιά του αγροτικού δρόµου Αγιά Πελαγιά Φραττί. Το τοπωνύµιο ακούγεται και λέγεται και στις µέρες µας. Σύµφωνα µε την τοπική προφορική παράδοση, ο οικισµός εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του που µετοίκησαν στην Αγιά Πελαγιά, η οποία αποτελούσε Μετόχι της Μονής Μαλαθρέ. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα λειτούργησε ως τόπος µοναστικής ζωής88. ∆ιατηρείται, σε καλή σχετικά κατάσταση, ο κατάγραφος σπηλαιώδης ναός Η είσοδος του σπηλαιώδους ναού του Αγίου Αντωνίου. του Αγίου Αντωνίου. Ως και τη δεκαετία του 1980, που επισκέφθηκα την περιοχή, σώζονταν τα ερείπια τεσσάρων κελιών νότια του ναού. Σήµερα, δυστυχώς, ο χώρος που υπήρχαν τα κελιά έχει ισοπεδωθεί και έχουν κοπεί τα κυπαρίσσια που οµόρφαιναν το τοπίο. Στη θέση τους έχουν φυτευθεί αφρικάνικοι φοίνικες και έχει κτισθεί µια αποθήκη µε τσιµεντόλιθους. Πέτρινος σταυρός δεξιά της εισόδου του ναού. Ο οικισµός οφείλει την ονο88. Παπαδογιάννης, ... , ο. π. σηµ. 69.
678
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
µασία του στις καστανιές που σύµφωνα µε τις µαρτυρίες των κατοίκων των πλησιόχωρων χωριών, υπήρχαν στο χώρο µέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Το χωριό αναφέρεται ως Καστανέα στις απογραφές του Barozzi του 157789, του Castrofilaca του 158390 και του Basilicata του 163091, σε νοταριακό έγγραφο του Α. Καλλέργη του 164492, σε τουρκικό έγγραφο του 165993 και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 167194.
2. Λιθαρή: Τοποθεσία σε απόσταση 1,5 χιλιοµέτρου περίπου νότια του χωριού, αριστερά του παράλληλου προς το Γέρο Ποταµό αγροτικού δρόµου Μιξόρρουµα - Φραττί, απέναντι από το ερειπωµένο χωριό Λάκκος. Σώζεται ο κατάγραφος ναός του Άη Γιάννη του Προδρόµου. Σε πολύ µικρή απόσταση από το εκκλησάκι φαίνονται τοίχοι σπιτιών. Εκατό
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου.
89. Barozzi, … , ο. π. σηµ. 11, σ. 337. 90. Castrogilaca, ... , ο π. σηµ. 12, σ. 3. 91. Basiliacata, … , ο. π. σηµ. 15, σ. 130. 92. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 381, σ. 322. 93. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 6, σ. 129. 94. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7, σ. 499-500.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
µέτρα περίπου νοτιότερα κτίσθηκε το έτος 1967 νέος ναός, αφιερωµένος στην Παναγία, Ζωοδόχο Πηγή95. Σύµφωνα µε µαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, στον ίδιο χώρο υπήρχαν τα ερείπια του παλαιού, κατάγραφου ναού της Ζωοδόχου Πηγής, τα οποία καθαρίστηκαν και στη θέση τους κτίσθηκε ο νέος ναός. Οι κάτοικοι αυτοί λένε επίσης ότι αρκετά ερείπια σπιτιών βρίσκονταν ανάµεσα και γύρω από τις δύο εκκλησίες, αλλά καταστράφηκαν κατά τη διάνοιξη του αγροτικού αµαξιτού δρόµου που διέρχεται πιο πάνω από τις δυο εκκλησίες. Η ονοµασία του οικισµού, όπως είναι φανερό, προέρχεται από το βραχώδες της περιοχής. Χωριό µε την ονοµασία Λιθαρή δεν εντόπισα σε κανένα έγγραφο. Ίσως σε παλαιότερες εποχές (Βενοτοκρατία, Τουρκοκρατία) να είχε άλλο όνοµα.
Άποψη του ναού και ερειπίων σπιτιών.
Άποψη τµήµατος του εσωτερικού του ναού µε εµφανή ίχνη αγιογραφιών.
Ο νεόδµητος ναός της Ζωοδόχου Πηγής.
95. Ο νέος ναός κτίσθηκε από το ζεύγος Πέτρο και Θεανώ ∆ουλγεράκη.
679
680
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
3. Μοναστήρι του Αγίου Ηλία: Στο Μιξόρρουµα. Αναφέρεται σε νοταριακά έγγραφα: α) του Τζώρτζη Τρωίλου του 158996, όπου στη διαθήκη του ∆οµήνικου Μουδάτσου, που συντάχθηκε στα σπίτια του στη Μουρνέ, ανάµεσα σε άλλους µάρτυρες υπογράφει ο παπα Μανώλης Βατιανός π. Νικόλα, από το Μοναστήρι του Αγίου Ηλία, και β) του Α. Καλλέργη του 164397. Από τα έγγραφα αυτά προκύπτει ότι γύρω από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία, κοιµητηρίου του Μιξορρούµατος και από τη δεκαετία του 1970 και πολιούχου του χωριού, υπήρχε οικισµός. 4. Μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα: Αναφέρεται σε νοταριακό έγγραφο του Τζώρτζη Τρωίλου του 158998, όπου στην παραπάνω αναφερθείσα διαθήκη, ανάµεσα σε άλλους µάρτυρες, υπογράφει ο ιεροµόναχος Μητροφάνης Βατιανός π. καλόγερου Κάλλιστου από το Μοναστήρι του Αγίου Σωτήρα. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σωτήρα (Αγιά Σωτήρα, όπως ακούγεται σήµερα) υπήρχε Μονή, όπου µόναζε ο ιεροµόναχος Μητροφάνης Βατιανός. VII. ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα της Λαµπηνής: Υπάρχει ο ερειπωµένος οικισµός Λοφιά, τρία χιλιόµετρα περίπου βόρεια από το χωριό Λαµπηνή.
Ο ναός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και γύρω του ίχνη ερειπίων κατοικιών.
96. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 13, πράξη 12, σ. 32. 97. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 5, πράξη 313, σ.259 όπου αναφέρεται ως χωριό Άγιος Ηλίας. 98. Γρυντάκης, ... , ο. π. σηµ. 13, πράξη 12, σ. 32.
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
Το τοπωνύµιο ακούγεται και σήµερα και καλύπτει περιοχή πολύ µεγαλύτερη από το χώρο που υπήρχε ο οικισµός. Σώζονται οι εκκλησίες: α) του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, κατάγραφη, µε τις αγιογραφίες σε κακή κατάσταση, και β) του Αγίου Γεωργίου, στην οποία δεν κατάφερα να εισέλθω, γιατί η καινούργια πόρτα που έχουν τοποθετήσει (σιδερόπορτα), ήταν κλειδωµένη. Σύµφωνα µε µαρτυρίες κατοίκων της Λαµπηνής, ήταν κατάγραφη και οι αγιογραφίες έχουν καλυφθεί από το ασβεστοκονίαµα. Στην εξωτερική πλευρά του υπέρθυρου της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου υπάρχει ελάχιστα διακρινόµενο οικόσηµο, φθαρµένο από την πολυκαιρία. Η ονοµασία του οικισµού προέρχεται από τους χωµατόλοφους που υπάρχουν γύρω από τον οικισµό. Το χωριό Λοφιά απαντά στις απογραφές του Barozzi του 157799, του Castrofilaca του 1583100 και του Basilicata του 1630101, σε τουρκικά έγγραφα του 1659102 και στο Οθωµανικό κτηµατολόγιο του 1671103.
681
Το κωδωνοστάσιο του ναού του Αγίου Ιωάννου.
Το υπέρθυρο του ναού του Αγίου Γεωργίου και η πλάκα µε το οικόσηµο.
99. Barozzi, … , ο.π. σηµ. 11, σ. 337. 100. Castrofilaca, … , ο. π. σηµ. 12, σ. 8. 101. Basilicata, … , ο. π. σηµ. 15, σ. 130. 102. Σταυρινίδης, ... , ο. π. σηµ. 29, µετάφρ. 163, σ. 116 & µετάφρ. 164, σ. 117, & Παπιοµύτογλου, ... , ο. π. σηµ. 32, µετάφρ. 64, σ. 73. 103. Μπαλτά-Oguz, ... , ο. π. σηµ. 7. σ. 495.
682
Ε ΠΙΜΕΤΡΟ
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
Κατά την περιήγησή µου στους παραπάνω οικισµούς τον Αύγουστο του 2008, µε σκοπό τη φωτογράφιση των όποιων ερειπίων τους (ναών ή και κατοικιών), βρέθηκα αντιµέτωπος µε δυο καταστάσεις που νοιώθω την ανάγκη και την υποχρέωση να τις επισηµάνω. 1. Η κακή κατάσταση στην οποία βρίσκεται το αγροτικό οδικό δίκτυο της περιοχής. Τους ερειπωµένους οικισµούς που βρίσκονται στο ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα της Μουρνές τους επισκέφθηκα πεζός, αν και σε ορισµένες περιπτώσεις η εξαφάνιση των παλαιών ηµιονικών δρόµων λόγω µετατροπής τους σε καλλιεργήσιµη γη, καθώς και οι περιφράξεις, δηµιουργούν πρόβληµα πρόσβασης. Τους ερειπωµένους οικισµούς των άλλων ∆ηµοτικών ∆ιαµερισµάτων δεν ήταν δυνατόν να τους επισκεφθώ πεζή, λόγω απόστασης. Αρχικά επιχείρησα να τους επισκεφθώ µε το αυτοκίνητό µου, αλλά διαπίστωσα πως ήταν αδύνατο για ορισµένους από αυτούς. Έτσι αναγκάστηκα να νοικιάσω αγροτικό αυτοκίνητο µαζί µε τον οδηγό του. Ακόµα όµως και µε το αγροτικό, σε ορισµένες περιπτώσεις, δυσκολευτήκαµε αρκετά για να φτάσουµε στον προορισµό µας, λόγω περιφράξεων και άθλιας κατάστασης του οδοστρώµατος, ενώ σε δύο οικισµούς, συγκεκριµένα στην Ξερορείτισσα και στων Ταλιεράδω, δεν καταφέραµε να έχουµε πρόσβαση, όπως αναφέρω παραπάνω στην περιγραφή των οικισµών αυτών. Η έλλειψη χρηµάτων δεν µπορεί να προβάλλεται ως άλλοθι για την κακή συντήρηση του αγροτικού οδικού δικτύου, γιατί είναι εµφανής η προκλητική σπατάλη σε έργα βιτρίνας και εκδηλώσεων, που η σκοπιµότητά τους δεν είναι κατανοητή. Φρονώ ότι τα χρήµατα αυτών των σπάταλων έργων θα ήταν πολύ πιο χρήσιµα αν χρησιµοποιούνταν για τη βελτίωση των αγροτικών δρόµων, που αποτελούν κεφάλαιο για τους αγρότες και θα διευκόλυναν τη ζωή τους. Θα ήταν πολύ χρήσιµο στους δηµοτικούς µας άρχοντες να ενηµερωθούν για τον τρόπο αντιµετώπισης της οικονοµικής κρίσης από τους δηµοτικούς άρχοντες της πλούσιας Γερµανίας, οι οποίοι απέδειξαν για µια ακόµη φορά πως δεν είναι θιασώτες της ρωµαϊκης αυτοκρατορικής αντίληψης «άρτον και θεάµατα»,
ΕΡΕΙΠΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟ ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΜΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΟΡΑ∆ΗΜΟΤΙΚΑ∆ΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ
683
και περιόρισαν στο ελάχιστο το δηµοτικό φωτισµό των πόλεών τους, µειώνοντας έτσι τα έξοδα, εξοικονοµώντας έσοδα για χρήσιµα και παραγωγικά έργα, και σε καµιά περίπτωση δεν προβαίνουν σε άσκοπο και αµφίβολης αισθητικής νυχτερινό φωτισµό λόφων και γκρεµνών, που, εκτός από σπατάλη, προξενεί βλάβη στην άγρια πανίδα. 2. Η πλήρης εγκατάλειψη των βυζαντινών ναών. Υπάρχουν βυζαντινοί ναοί, που, από όσο ξέρω, δεν έχουν λειτουργηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες, ορισµένοι µάλιστα πάνω από αιώνα. Παραθέτω τους ναούς του ∆ηµοτικού ∆ιαµερίσµατος της Μουρνές που έχω προσωπική γνώση: α) του Άη Αστράτηγου (Μιχαήλ Αρχαγγέλου), κοιµητηριακού ναού του χωριού Λάκκος, β) του Άη Γιώργη στο Μαλαθρέ, γ) του Άη Γιώργη στο Ντιµπλοχώρι, δ) του Άη Γιάννη του Θεολόγου στο Βρωµόνερο, ε) του Άη Λευτέρη στο Ντιµπλοχώρι και στ) της Αγιάς Παρασκής (Αγίας Παρασκευής) στην Επίζυγο. Η νέα εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που κτίσθηκε από ιδιώτες τις αρχές της δεκαετίας του 1960, απέναντι από την παλαιά, λειτουργείται από τότε κανονικά. Ο παλαιός ναός όµως είχε να λειτουργηθεί από πολλές δεκαετίες, ίσως και αιώνες, δηλαδή από την εγκατάλειψη της Επίζυγου από τους κατοίκους της. Επειδή πίστευα πάντα και εξακολουθώ να πιστεύω πως οι ναοί αυτοί αποτελούν µέρος της ιστορίας µας και της πολιτιστικής µας κληρονοµιάς, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, που ο ναός του Άη Αστράτηγου δεν είχε γκρεµισθεί ακόµη αλλά ήταν ετοιµόρροπος, απευθύνθηκα στον τότε ιερέα του χωριού και του περιέγραψα την κατάσταση. Του είπα ότι κινδύνευε να γκρεµιστεί και να καταστραφούν οι αγιογραφίες του. Μου απάντησε έκπληκτος πως δεν ήξερε ότι ο ναός είχε αγιογραφίες. Σηµειωτέον ότι ο ιερέας είχε γεννηθεί και µεγαλώσει στη Μουρνέ και είχε χειροτονηθεί το 1933. Τον παρακάλεσα να ρωτήσει τον τότε Επίσκοπο αν η διοίκηση της εκκλησίας ήταν διατεθειµένη να προβεί στην επισκευή του ναού, ήτοι κλείσιµο µε τσιµέντο των ρωγµών, κυρίως της οροφής, κάλυψή της µε κεραµοσκεπή, καθαρισµό και περίφραξη του αυλόγυρου και τοποθέτηση πόρτας, για να µη γίνεται χώρος διαµονής νυχτερίδων το καλοκαίρι και αιγοπροβάτων το χειµώνα. Του δήλωσα πως αν γίνει επισκευή θα συµµετείχα και εγώ συµβολικά στη δαπάνη, σύµφωνα µε τις οι-
684
ΜΑΝΟΛΗΣ ΠΑΠΑ∆ΟΓΙΑΝΝΗΣ
κονοµικές µου δυνατότητες. Μετά παρέλευση µερικών ηµερών µου είπε πως συζήτησε το θέµα µε τον Επίσκοπο, ο οποίος του δήλωσε πως η εκκλησία δεν έχει χρήµατα για να διαθέσει σε επισκευές παλαιών ναών. Μη δυνάµενος να κάνω τίποτε περισσότερο, εγκατέλειψα την προσπάθεια. Σήµερα ο ναός είναι µισογκρεµισµένος και είναι θέµα χρόνου η ολοκληρωτική καταστροφή του. Κατά την άποψή µου, οι παρακάτω ενέργειες από τους φορείς στους οποίους ανήκει η αρµοδιότητα για τη συντήρηση των ναών αυτών (Αρχαιολογική Υπηρεσία, ∆ιοίκηση της Εκκλησίας ή Τοπική Αυτοδιοίκηση), θα βοηθούσαν στην επιβράδυνση της φθοράς τους. α) Καταγραφή των βυζαντινών ναών από τους αρµόδιους φορείς και αξιολόγησή τους, τόσο ως προς την αρχαιότητα και αγιογραφική σπουδαιότητά τους, όσο και ως προς τις δυνατότητες επισκευής τους. Οδηγό για την καταγραφή των βυζαντινών ναών της επαρχίας µπορεί να αποτελέσει το βιβλίο του Θοδωρή Πελαντάκη που εξέδωσε το 1973104. Ακόµη και σήµερα που γράφονται αυτές οι γραµµές, αµφιβάλλω αν έχει γίνει προσπάθεια καταγραφής των βυζαντινών ναών της επαρχίας από τους αρµόδιους φορείς. Θα χαρώ πολύ να διαψευσθώ. β) Καθαρισµός και περίφραξη του γύρω χώρου και τοποθέτηση ενός απλού στεγάστρου πάνω από τους ναούς αυτούς, που θα τους προστατεύει από τις καιρικές συνθήκες, βροχές, χιόνια κ.λπ.. Έτσι θα µπορεί να τελείται λειτουργία κατά την επετειακή εορτή του Αγίου στον οποίο είναι αφιερωµένος ο ναός, ακόµη και στον προαύλειο χώρο του ναού ή των ερειπίων του. Ιδιαίτερα του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και του Αγίου Ελευθερίου, που, απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπάρχουν πολλοί ναοί στην περιοχή αφιερωµένοι στους παραπάνω Αγίους. Θεωρώ σηµαντικότερη τη συντήρηση των βυζαντινών ναών της επαρχίας από την οικοδόµηση δαπανηρών µεγαλοπρεπών οικοδοµηµάτων, που πολλοί άνθρωποι, µεταξύ τους και εγώ, δεν αντιλαµβάνονται τη χρησιµότητά τους. 104. Θ. Πελαντάκη, ... , ο.π. σηµ. 33.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή ........................................................................................
5
Σηµείωµα των επιµελητών της έκδοσης των έξι τόµων ................. 11
Μιχάλης Ανδριανάκης Τα χριστιανικά µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου .................... 13
Μαρία Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου Παρατηρήσεις στις τοιχογραφίες του ναού του Σωτήρος στα Ακούµια Ρεθύµνης: Εικονογραφία και νοήµατα ....................... 51 Νικολέττα Πύρρου Οι τοιχογραφίες του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στον Κισσό Αγίου Βασιλείου ............................................................ 111
Αθηνά Φραϊδάκη Οι τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας στον Κισσό Αγίου Βασιλείου ............................................................................... 153 Πετρούλα Βαρθαλίτου Παρατηρήσεις στον τοιχογραφικό διάκοσµο του ναού της Γέννησης της Θεοτόκου στη ∆ρύµισκο Αγίου Βασιλείου ............ 185
∆ρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης Ο Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου στον Ασώµατο Πρέβελη, της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης Κρήτης ............. 217 Μελίτα Εµµανουήλ Οι τοιχογραφίες του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου στη Μουρνέ ..................................................... 263 Κωνσταντίνος Γιαπιτσόγλου Οι τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Φωτεινής στην περιοχή Πρέβελη ..................................................................... 305
Βάλια Αγγελάκη Η παράσταση της ∆ευτέρας Παρουσίας από το ναό της Ζωοδόχου Πηγής στο Ντιµπλοχώρι ∆. Λάµπης .......................... 335
Αναστασία Φιολιτάκη Παρουσίαση του προγράµµατος καταγραφής και ψηφιοποίησης των κειµηλίων της Ι. Μονής Πρέβελη .............................................. 349 Φωτεινή Κουγλέρη Το µετόχι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στο Φοινικιά .............................. 363
686
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ - ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
∆ρ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης Κοσµικά κτίρια των χρόνων της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας στην περιοχή της επαρχίας Αγ. Βασιλείου ............... 385 Μιχάλης Τρουλλινός Συντήρηση τοιχογραφιών και κειµηλίων σε µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου ......................................................... 451 Zlatomira Gerdjikova - Zdravka Mihaylova Η Επισκοπή Λάµπης της νήσου Κρήτης στην ύστερη αρχαιότητα ................................................................... 475
Χαράλαµπος Γάσπαρης Η τούρµα Κάτω Συβρίτου στα µεσαιωνικά χρόνια (13ος-14ος αι.) ......... 485
Κώστας Λαµπρινός Ο καστελλάνος, ο γραµµατικός και οι άνθρωποι της υπαίρθου. Πολιτικές εξουσίες και κοινωνική δυσαρέσκεια στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου (τέλη 16ου αι.) .................................................. 497 Στυλιανός Λαµπάκης Σταχυολογήµατα από την ιστορία της περιοχής του Αγίου Βασιλείου κατά το µεσαίωνα ........................................... 509
Γιάννης Γρυντάκης Ο Άγιος Βασίλειος στα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας ........... 527 Κώστας Γ. Τσικνάκης Στοιχεία από την καθηµερινή ζωή στις Μέλαµπες στα τέλη του 16ου αιώνα ................................................................... 555
Ροµίνα Ν. Τσακίρη Με αφορµή µία δικογραφία των αρχών του 17ου αι.: τάσεις απειθαρχίας στον νόµο στην επαρχία Αγ. Βασιλείου (τέλη 16ου - αρχές 17ου αι.). Μία συµβολή στην ιστορία των ορεινών πληθυσµών της περιοχής ............................................. 573
Γεώργιος Π. Εκκεκάκης Προβλήµατα ανάγνωσης, ετυµολογίας και ταύτισης στους βενετσιάνικους καταλόγους των χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου ................................................................ 635 Μανόλης Γ. Παπαδογιάννης Ερειπωµένοι οικισµοί στο ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα της Μουρνές και στα όµορα ∆ηµοτικά ∆ιαµερίσµατα ........................................... 645
Χορηγοί Συνεδρίου
- Ι. Μ. Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων - Περιφέρεια Κρήτης - Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύµνου - ∆ήµος Λάµπης - ∆ήµος Φοίνικα - ΤΕ∆Κ - Οµοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» - Αττικής - Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης (ΣΕ∆ΗΛ) - Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Ιωάννου Καµένου - Πολιτιστικός Σύλλογος Μελάµπων - Επιµελητήριο Ρεθύµνης - Οικογένεια Τάκη (∆ηµήτρη) ∆ασκαλαντωνάκη - Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισµών Ρεθύµνου - MOTOR OIL - Μανόλης Μαστορογιαννάκης, τ. δήµαρχος ∆ήµου Φοίνικα - ANEK - 3E - Ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ» - Εφηµερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» - Εφηµερίδα «ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» - Εφηµερίδα «ΡΕΘΕΜΝΟΣ» + Λεωνίδας Μακρής, δικηγόρος - Κέντρα Ξένων Γλωσσών «ΦΗΤΑΜ» - Κέντρα Ξένων Γλωσσών Στέλας Βαβουράκη - Κέντρο Ξένων Γλωσσών Εύας Βιταλάκη - Αετουδάκης ∆ηµήτριος, συγγραφέας - Πιπεράκης Σταύρος, επιχειρηµατίας - Αγγελιδάκης Γεώργιος, γιατρός - Μπιρλιράκης Εµµανουήλ, επιχειρηµατίας - Πελαντάκης Βασίλης, δικηγόρος - Ανώνυµοι δωρητές