G1 tomos 1

Page 1



Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου

Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Κοινωνία (Σπήλι - Πλακιάς 19-23 Οκτωβρίου 2008)

ΤΟΜΟΣ Γ1

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΣΥΝΕΚΔΟΤΕΣ: ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» - ΑΤΤΙΚΗΣ ΣύΛΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΔΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ (Σ.Ε.ΔΗ.Λ.)

ΡΕΘΥΜΝΟ 2014


ΥΠΕΡΤΙΤΛΟΣ:

Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Η Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Κοινωνία Σπήλι - Πλακιάς 19-23 Οκτωβρίου 2008

ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:

Τουρκοκρατία - Νεότεροι χρόνοι

Τόμος Γ1 φΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κωστής Ηλ. Παπαδάκης - Θεόδωρος Στυλ. Πελαντάκης ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΜΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ: Χαρίδημος Κακλαμάνος, Συν/χος ΕΛΤΑ, Μιξόρρουμα, Τηλ. 6982 477047 ΤΥΠΟΓΡΑφΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΚΤΥΠΩΣΗ

-

Μαρία Τρουλλινού

ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ:

3ο χλμ. Ε.Ο. Ρεθύμνου - Χανίων Τηλ. 28310 22223, Fax: 28310 52519 e-mail: info@grafotehniki.gr www.grafotehniki.gr Έκδοση 2014 © Ομοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ»-Αττικής Σύλλογος Επιστημόνων Δήμου Λάμπης (Σ.Ε.ΔΗ.Λ.)

SET: 978-960-99783-5-4 ISBN: 978-960-99783-3-0


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διοργάνωση ενός ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου, τοπικού, για την περιοχή που περιλάµβανε η επαρχία Αγίου Βασιλείου, πιθανόν να υπήρχε ως ιδέα από πολλά χρόνια. Από τη σύλληψη, όµως, µιας ιδέας µέχρι την πραγµάτωσή της, η απόσταση είναι µεγάλη. Το ίδιο συνέβη και µε την περίπτωση της ιδέας για διοργάνωση του δικού µας Συνεδρίου. Ως ιδέα υπήρχε από το 2003, αλλά οι πρώτες προσπάθειες σκόνταψαν στις σκοτεινές ατραπούς της αδιαφορίας και της παρέλκυσης. Έτσι, για πρώτη φορά ανακοινώθηκε στους Αγιοβασιλειώτες κατά τη διάρκεια των εργασιών του αναπτυξιακού συνεδρίου της Ένωσης Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ», στον Άγιο Ιωάννη τον Καµένο, το έτος 2005. Η ιδέα απέσπασε τη γενική επιδοκιµασία των παρισταµένων στο συνέδριο. Η επιδοκιµασία και η οµόθυµη αποδοχή ήταν το βασικό κίνητρο για τις παραπέρα ενέργειες. Οι δισταγµοί, δικαιολογηµένοι ως ένα βαθµό λόγω απειρίας και άγνοιας σχετικά µε ένα τόσο µεγάλο έργο, η έλλειψη χρηµάτων και το µέγεθος του εγχειρήµατος, η δυστοκία στην εξεύρεση του «φορέα» που θα αναλάµβανε τη διοργάνωση, συντέλεσαν στο να σπαταληθούν τρία ολόκληρα χρόνια, πράγµα που δύσκολα γίνεται πιστευτό, αν και είναι πέρα για πέρα αληθινό. Χαρακτηριστικό αυτής της δυστοκίας και διελκυστίνδας είναι το γράµµα που παρατίθεται αυτούσιο αµέσως παρακάτω:


6

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

7

Ούτε το περιεχόµενο αυτής της επιστολής ήταν αρκετό, αλλά, τελικά, η αρχή της αποδοχής έγινε από το τότε (2006) ∆.Σ. του «ΠΡΕΒΕΛΗ», µε πρώτο τον τότε πρόεδρο Αντώνη Παπαδοµιχελάκη. Ακολούθησε η αποδοχή από τον «Σύλλογο Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης» (Σ.Ε.∆Η.Λ.) µε πρώτο τον τότε πρόεδρο Νίκο Καλιτσουνάκη και το αγκάλιασµα της προσπάθειας από τους ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα. Τα υπόλοιπα είναι αποτυπωµένα στις έξι (Α΄-ΣΤ΄) εγκυκλίους της Οργανωτικής Επιτροπής, που δηµοσιεύονται στις σελίδες του Α΄ τόµου και δείχνουν µε χρονολογική σειρά τα στάδια της προετοιµασίας µέχρι και την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, που ανέλαβαν ως συνδιοργανωτές οι παραπάνω Σύλλογοι. Το Συνέδριο τέθηκε υπό την αιγίδα της Γενικής Γραµµατείας Περιφέρειας Κρήτης, της Νοµαρχίας Ρεθύµνου, του ∆ήµου Λάµπης και του ∆ήµου Φοίνικα. Οι εργασίες του Συνεδρίου (στο Σπήλι η πανηγυρική έναρξη και στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ», κοντά στον Πλακιά, όλες οι ανακοινώσεις) αποτυπώνονται στο πρόγραµµα. Οι Σύνεδροι είχαν την ευκαιρία κοντά στην αλµύρα του Λιβυκού Πελάγους να παρακολουθήσουν πολλές ανακοινώσεις και να ανταλλάξουν απόψεις σε θέµατα του επιστηµονικού ενδιαφέροντός τους. Αυτό ήταν συνέπεια της αποµόνωσης των Συνέδρων στο «ΚΑΛΥΨΩ» και της «αναγκαστικής» συνοίκησής τους, πράγµα που δεν συµβαίνει σε άλλα Συνέδρια. Συγχρόνως, είχαν την ευκαιρία να δουν τις εκθέσεις ντόπιων δηµιουργών, που λειτουργούσαν σε χώρους του ίδιου ξενοδοχείου, παράλληλα µε το Συνέδριο. Η οργανωτική επιτροπή µερίµνησε για τη φιλοξενία των Συνέδρων και την ψυχαγωγία τους κάθε βράδυ, πράγµα που τους ενθουσίασε, όπως το δήλωσαν οι ίδιοι και µας το υπενθυµίζουν σε κάθε επαφή - επικοινωνία µας. Στην επιτυχία του Συνεδρίου συντέλεσαν πολλοί, οι οποίοι αναγράφονται στις εγκυκλίους (Α΄-ΣΤ΄), στο πρόγραµµα του Συνεδρίου και στον κατάλογο των χορηγών. Αναφέροµε ονοµαστικά µερικούς «αφανείς», από ηθική υποχρέωση: Νίκος Φασατάκης (συνέταξε τον κατάλογο των Αγιοβασιλειωτών - Πανεπιστηµιακών), Κατίνα Κανδηλάκη (µετέφρασε στα Αγγλικά την Α΄ εγκύκλιο), Γιάννης Παπιοµύτογλου (διέθεσε την ιστοσελίδα της Βιβλιοθήκης για την προβολή του Συνεδρίου και διοργάνωσε έκθεση µε βιβλία Αγιοβασιλειωτών στον χώρο εργασιών του Συνεδρίου), Βασίλης Γουµενάκης (χειρίστηκε την ηλεκτρονική επικοινωνία µε τους Συνέδρους), Στέλα Λαγουδάκη - Ταξάκη (βοήθησε στην επικοινωνία µε τους αγγλόφω-


8

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

νους Συνέδρους), ∆ηµήτρης ∆ουλγεράκης (βοήθησε σηµαντικά στην αλληλογραφία µε τους Συνέδρους), Γιάννης Κατσιπουλάκης (επόπτευσε στη µεταφορά των Συνέδρων από και προς τα αεροδρόµια και λιµάνια του Ηρακλείου και των Χανίων, σε συνεργασία µε το πρακτορείο ODEON του Αγιοβασιλειώτη Μανόλη Χλιαουτάκη), Φράγκος Κανακάκης (οδηγός του αυτοκινήτου του ∆ήµου Λάµπης που µετέφερε τους Συνέδρους). Στο µεταφραστικό έργο µάς βοήθησαν η Ασηµένια και ο Φρεντ Φήταµ. Επίσης, οι εκπρόσωποι των Κέντρων Ξένων Γλωσσών Εύας Βιταλάκη και Στέλας Βαβουράκη. Ευχαριστούµε θερµά για τη βοήθειά τους. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην παρουσία του συνεπαρχιώτη µας Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, κατά την τελευταία ηµέρα των εργασιών, επί πολλές ώρες στην αίθουσα των ανακοινώσεων και η δηµιουργική συµµετοχή του στο διάλογο που αναπτύχθηκε στην καταληκτήρια συνεδρίαση.

Καρποί του Συνεδρίου Σε κάθε Συνέδριο σηµασία έχουν οι καρποί που αφήνει για το µέλλον, ως είδος παρακαταθήκης. Στον τοµέα αυτόν έκαµε ιδιαίτερη προσπάθεια η Οργανωτική Επιτροπή, σε συνεργασία µε τους επιµελητές της έκδοσης. Έτσι, στους τρεις τόµους, Α΄, Β΄, Γ΄, που περιέχουν τις ανακοινώσεις των Συνέδρων, προστέθηκαν άλλοι τρεις: οι ∆΄, Ε΄ και Στ΄, οι οποίοι εκδόθηκαν για τεχνικούς λόγους µε ανάστροφη σειρά. Ο Στ΄ τόµος, περιλαµβάνει το πρωτόκολλο του νοτάριου (συµβολαιογράφου) Αντρέα Καλλέργη. Οι δικαιοπραξίες (συµβόλαια, συµφωνητικά, εκτιµήσεις, διαθήκες, κληροδοτήσεις, ενοικιάσεις, πωλήσεις, αγορές, παραχωρήσεις, διανοµές κτηµάτων, προίκες, πληρεξούσια κ.α.) αναφέρονται σε πολλά χωριά της εποχής εκείνης στην περιοχή µας και αποτυπώνουν τη ζωή και τα καθηµερινά προβλήµατα, λίγες δεκαετίες πριν από την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους. Ο ∆΄ τόµος περιλαµβάνει εργασίες που έκαµαν είκοσι έξι Αγιοβασιλειώτες για όλα τα χωριά όλης της επαρχίας (και σηµερινού ∆ήµου) Αγίου Βασιλείου. Ο Ε΄ τόµος περιλαµβάνει συστηµατική καταγραφή, ταξινόµηση, αιτιολόγηση και ετυµολόγηση των τοπωνυµίων όλων των χωριών της επαρχίας (και σηµερινού ∆ήµου) Αγίου Βασιλείου. Το πολύµοχθο αυτό έργο έγραψε ο Γραµµατέας της Ο.Ε. του Συνεδρίου Κωστής Ηλ. Παπα-


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

9

δάκης και το προσέφερε στην Ο.Ε. για έκδοση. Τον ευχαριστούµε για την ανιδιοτελή προσφορά του. Στον παρόντα Γ΄ τόµο δηµοσιεύονται οι ανακοινώσεις που έγιναν στο Συνέδριό µας και αναφέρονται στην Τουρκοκρατία και τους Νεότερους Χρόνους. Λόγω του µεγέθους του διασπάστηκε σε τόµο Γ1 και Γ2 µε 500 σελίδες ο καθένας. Οι ανακοινώσεις των Συνέδρδων, σαράντα τον αριθµό, είναι τοποθετηµένες µε θεµατική, κατά το δυνατόν, οµοιογένεια. Θερµές ευχαριστίες οφείλει η Οργανωτική Επιτροπή στους Καποδιστριακούς ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα για την ευγενική παραχώρηση µεγάλου µέρους των φωτογραφιών των χωριών του παρόντος τόµου. Τέλος, κρίναµε απαραίτητο να υπάρχει σε όλους τους τόµους χάρτης της επαρχίας (και από 1/1/2011 ∆ήµου) Αγίου Βασιλείου, µε την προσδοκία να διευκολύνουµε τους αναγνώστες και να κάνουµε ουσιαστικό καλωσόρισµα στο νεοσύστατο µεγάλο ∆ήµο, του οποίου η έκταση ταυτίζεται µε αυτήν της επαρχίας. Ο Στ΄ τόµος εκδόθηκε για τεχνικούς λόγους πρώτος (2010), γι’ αυτό και ο χάρτης του έχει λίγες διορθώσεις - προσθήκες. Ο χάρτης των τόµων Α΄- Ε΄ έχει πολύ περισσότερες βελτιώσεις και ουσιαστικές προσθήκες. Τους οικισµούς τους εντάξαµε, µε αλφαβητική σειρά, όχι όπως ανήκαν στους Καποδιστριακούς ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα, αλλά όπως εντάσσονται στον (ενιαίο) Καλλικρατικό ∆ήµο Αγίου Βασιλείου ως τοπικές κοινότητες. Η έκδοση των τόµων του Συνεδρίου συνέπεσε µε τη µεταβατική πραγµατικότητα που προέκυψε κατά το πέρασµα από τον «Καποδίστρια» στον «Καλλικράτη» και µε την ανάδειξη νέων ∆ιοικητικών Συµβουλίων στον «ΠΡΕΒΕΛΗ» και τον «Σ.Ε.∆Η.Λ.». Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Θεόδωρος Πελαντάκης, Αντώνης Μπαγιαρτάκης, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Χαρίδηµος Κακλαµάνος, Στέλιος Βρυλλάκης, Μανόλης ∆ριδάκης, Αντώνης Παπαδοµιχελάκης, Νικόλαος Παπαδάκης, Βασίλης Γουµενάκης, Μανόλης Βαβουράκης, Γιάννης Καράλης


10

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ - ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚ∆ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΙ ΤΟΜΩΝ

Ξεφύγαµε χρονικά από τον αρχικό σχεδιασµό της έκδοσης των πρακτικών, λόγω, αρχικά, βραδυπορίας µερικών συνέδρων στην αποστολή του κειµένου των ανακοινώσεών τους (επί 12 µήνες). Μεσολάβησε, στη συνέχεια, και η οικονοµική δυσπραγία της Χώρας, µε αποτέλεσµα να υπάρξει νέα, περαιτέρω, σηµαντική καθυστέρηση. Ζητούµε, πάντως, συγγνώµη γι’ αυτό από τους συνέδρους εκείνους που ήταν συνεπείς ως προς τις προθεσµίες παράδοσης. Οι όποιες αλλαγές στον τίτλο µερικών ανακοινώσεων έγιναν από τους ίδιους τους Συνέδρους. Ύστερα από γενναία επιχορήγηση από την Περιφέρεια Κρήτης (το 2013), προχωρούµε, επιτέλους, στην έκδοση όλων των υπόλοιπων τόµων. Γι’ αυτό ευχαριστούµε θερµά τον Γ.Γ. Περιφέρειας Κρήτης κ. Σταύρο Αρναουτάκη. Η ανακοίνωση του Σεβασµιοτάτου ΜητροπολίτηΑρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα δεν δηµοσιεύτηκε, επειδή όπως µας γνωστοποίησε ο ίδιος, στις 5/2/2010, «το κείµενο της ανακοίνωσης έχει απολεσθεί (από τον Η/Υ) και είναι αδύνατη η αποστολή του για την έκδοση των πρακτικών». Έτσι, δηµοσιεύεται µόνο η περίληψη της ανακοίνωσης του Σεβασµιοτάτου, στον τόµο Γ΄, αφού, παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις - παρακλήσεις µας, δεν λάβαµε το κείµενο. Ως προς την ορθογραφία: α) Επιδιώξαµε την τήρηση της ετυµολογικά ορθής άποψης στις λέξεις: Καρήνες, Λαµπηνή, Μιξόρρουµα, ∆ρύµισκος, Αγαλλιανού, ∆αµνώνι, Φραττί, ελέ, γρε, Κέδρος (αντί Κέντρος). Εξαίρεση κάναµε στο Κεντροχώρι, επειδή από το 1925 κάποιοι «φρόντισαν» να δηµοσιευθεί σε Φ.Ε.Κ. η µετονοµασία του ∆ουµαεργειού σε Κεντροχώρι. Ήταν λάθος που κάποτε πρέπει να διορθωθεί. Επιβάλλεται, επίσης, να επικρατήσει στα επίσηµα έγγραφα, στους χάρτες και σε κάθε χρήση όλων των ονοµασιών των χωριών που προαναφέραµε, η σωστή γραφή. β) Ως προς τη γραφή: Άγιος>Άις>Αϊ - και Άι (Αϊ-Γιώργης, Άι-∆ηµήτρης), διατηρήσαµε αυτήν τη γραφή παράλληλα µε την άλλη, που τείνει να επικρατήσει: Άγιος>Άης>Άη - (Άη-Γιώργης, Άη-∆ηµήτρης) (πβ. και Φεβρουάριος>Φλεβάρης, Μάρτιος>Μάρτης, Μάιος>Μάης). ∆ιατηρήσαµε δύο µορφές γραφής στις λέξεις: σόχωρο (σώχωρο), Βροµονερό (Βρωµονερό), µιτάτο (µητάτο). Με την ενέργειά µας αυτήν ελπίζοµε να καθιερωθεί και να επικρατήσει, επιτέλους, η επιστηµονικά ορθή άποψη µε σεβασµό στη γλώσσα µας, που είναι σηµαντικότατο στοιχείο της πνευµατικής και πολιτιστικής δηµιουργίας των προγόνων µας. ΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚ∆ΟΣΗΣ

Θεόδωρος Πελαντάκης, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Γεώργιος Μαυροτσουπάκης, Άννα Παπαδάκη-Χαριτάκη, Ευαγγελία Γεωργακάκη-Κιµιωνή, Γεώργιος Πετρουλάκης


ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Ο ναχιγές Αγίου Βασιλείου µετά την Οθωµανική κατάκτηση

Η κατάκτηση της περιοχής του Αγίου Βασιλείου (1646-1647) Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου, το νότιο δηλαδή τµήµα του σηµερινού νοµού Ρεθύµνου, ανήκε κατά την ύστερη Βενετοκρατία ως καστελλανία στο διαµέρισµα (territorio) του Ρεθύµνου, µε πρωτεύουσα το οµώνυµο χωριό (Σπανάκης 1991, 28). Γνωρίζουµε ότι στα τέλη του 16ου αιώνα στον Άγιο Βασίλειο υπηρετούσαν 850 άνδρες στην πολιτοφυλακή, µε δικό τους διοικητή και έξι ντόπιους καπετάνιους· µέχρι την περίοδο των αρχών του Κρητικού Πολέµου ο αριθµός αυτός είχε παρουσιάσει µια µικρή αύξηση (Γρυντάκης 1998, 20-21). Η περιοχή φαίνεται να πέρασε στην οθωµανική κυριαρχία λίγο µετά την πτώση του Ρεθύµνου. Τα οθωµανικά στρατεύµατα, όπως είναι γνωστό, αποβιβάστηκαν στο τέλος Ιουνίου 1645 κοντά στα Χανιά, τα οποία και κατέλαβαν µετά από σύντοµη σχετικά πολιορκία. Κατόπιν προχώρησαν προς το Ρέθυµνο. Η ύπαιθρος της περιοχής δεν έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις επιχειρήσεις, αν εξαιρέσουµε προσπάθειες άµυνας στη διαδροµή Χανίων-Ρεθύµνου στη βόρεια ακτή του νησιού. Χαρακτηριστική για τις σχέσεις των κατοίκων µε τη βενετική διοίκηση είναι η οικειοθελής παράδοση των κατοίκων της Αργυρούπολης το καλοκαίρι του 1646, πράξη που κατεστάλη πάντως από τις βενετικές δυνάµεις (Γρυντάκης 1998, 104-107). Τα οθωµανικά στρατεύµατα έφτασαν στο Ρέθυµνο, το οποίο πολλοί φεουδάρχες είχαν µόλις εγκαταλείψει µε την πρόφαση ότι ήταν περίοδος συγκοµιδής· δεν είναι σαφές εάν παρέµειναν στην ύπαιθρο και υποτάχθηκαν στους Οθωµανούς ή κατέφυγαν µετά την πτώση του Ρεθύµνου στο Χάνδακα (Γρυντάκης 1998, 130-131). Πράγµατι, το φθινόπωρο του 1646 ξεκίνησε η πολιορκία της πόλης, η οποία έπεσε στις 20 Οκτωβρίου, ενώ η Φορτέτζα παραδόθηκε δύο εβδοµάδες µετά. Η πορεία των οθωµανικών δυνάµεων προς τα ανατολικά συνεχίστηκε µέχρι το τέλος του φθινοπώρου και µπορεί να υποθέσει κανείς ότι συνεχίστηκε µε την επισηµοποίηση της κατάκτησης του υπόλοιπου δια-


12

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

µερίσµατος. Συγκρούσεις, λεηλασίες ή και οποιαδήποτε άλλη αναφορά οικισµών κατά την πορεία των Οθωµανών προς τα ανατολικά αναφέρονται µόνο κατά µήκος του δρόµου Ρεθύµνου-Χάνδακα (πεδινός, ορεινός και Μέσα Μυλοπόταµος). Η µόνη γνωστή αναφορά στον υπόλοιπο νοµό Ρεθύµνου (από τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή) αφορά το Αµάρι, και συγκεκριµένα τη Σύβριτο και το Κέντρος, χωρίς όµως συγκεκριµένα στοιχεία για συγκρούσεις ή άλλα γεγονότα (Αλεξίου –Αποσκίτη 1995, 216· πρβ. και Gülsoy 2004, 51-54· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 328-31). Κατά τον Οθωµανό ιστορικό Ναϊµά, το Φεβρουάριο του 1647 οι «ραγιάδες του φρουρίου του Ρεθύµνου» δήλωσαν υποταγή, επέστρεφαν στα µέρη τους και ασχολούνταν µε τις βιοποριστικές τους εργασίες, ενώ και όσοι άπιστοι είχαν διαφύγει στο Χάνδακα έφευγαν από εκεί όποτε εύρισκαν ευκαιρία σε οµάδες των πέντε ή δέκα ατόµων και επέστρεφαν στους τόπους τους (Na’ima 1864/66, 4: 222· Σταυρινίδης 1970, 121· βλ. µια σχετική µαρτυρία για το Σέλλι Ρεθύµνου στο Oğuz 2002, 337= Adıyeke 2004, 23-24). Πάντως, έγγραφο του 1658 φαίνεται να υποδεικνύει ότι κάποιοι τουλάχιστον κάτοικοι των χωριών Μιξόρρουµα και Λαµπηνή ακολούθησαν την υποχώρηση των Βενετών «µη θελήσαντες να πληρώσουν κεφαλικόν φόρον», µε συνέπεια τα κτήµατά τους να πουληθούν από το κράτος σε µουσουλµάνους (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 27-28· Παπιοµύτογλου 1995, 53-55· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 346-47). ∆ιοικητική διαίρεση του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου ∆ηµογραφικά δεδοµένα Για τον τρόπο ένταξης της περιοχής στο οθωµανικό διοικητικό σύστηµα µας διαφωτίζουν κάποιες αρχειακές πηγές. ∆υστυχώς, τα ιεροδικαστικά κατάστιχα του Ρεθύµνου δεν σώζονται στην Κρήτη, µε εξαίρεση τον κώδικα 1 του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου, ο οποίος καλύπτει τα έτη 1657-1659, πάνω από δέκα χρόνια µετά την κατάκτηση της περιοχής (Σταυρινίδης 1975/87, 1: κβ΄). Μεταφράσεις από µια αρκετά µεγάλη σειρά από έγγραφα του ιεροδικείου Ρεθύµνου, πολλά από τα οποία σήµερα δεν σώζονται ή δεν µας είναι γνωστά, είχαν δηµοσιευθεί κατά το Μεσοπόλεµο από την τοπική εφηµερίδα Βήµα και εκδόθηκαν σχετικά πρόσφατα από τη ∆ηµόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύµνης µε την


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

13

επιµέλεια του Γιάννη Παπιοµύτογλου (Παπιοµύτογλου 1995). Ας σηµειωθεί ότι οι παραπάνω κώδικες περιλαµβάνουν και ειδικές καταστιχώσεις κεφαλικού φόρου για την περιοχή του Αγίου Βασιλείου, οι οποίες δεν σώζονται αλλού. Εξάλλου, από µια σειρά κωδίκων του Ρεθύµνου οι οποίοι εντοπίστηκαν πρόσφατα στην Κωνσταντινούπολη (Adıyeke – Adıyeke 2000), δύο έχουν µεταγραφεί σε ανέκδοτη διδακτορική διατριβή του Mustafa Oğuz και καλύπτουν (όχι πλήρως) την περίοδο 16471657 (Oğuz 2002). Στην Κωνσταντινούπολη σώζονται επίσης τα απογραφικά κατάστιχα που περιλαµβάνουν την περιοχή (Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 324-326 και 332 κ.ε.· Gülsoy 2008, xxi-xxiv). Πιο συγκεκριµένα, πρόκειται για τα κατάστιχα Tapu Tahrir (στο εξής ΤΤ) 820, αναλυτική απογραφή φορολογήσιµων νοικοκυριών του 1650 (στον Άγιο Βασίλειο αναφέρονται οι σελίδες 47-50, 94-95, 104-105 και 594-602)· ΤΤ 822, απογραφή γαιών της δυτικής Κρήτης του 1670 (οι σελ. 608-58)· και ΤΤ 980, κατάστιχο κεφαλικού φόρου του 1671/2 (οι σελ. 249-63). Τα κατάστιχα ΤΤ 785 και 801 είναι τα «συνοπτικά κατάστιχα» του 1650 και του 1670 αντίστοιχα, στα οποία αναφέρεται η κατανοµή των χωριών σε τιµάρια (βλ. σχετικά Gülsoy 2008, 298-310). ∆ύο ακόµα κατάστιχα κεφαλικού φόρου του 1666 και 1667 (Başbakanlık Osmanlı Arşivi, Istanbul: MAD 7412 και 15520. Βλ. Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 337 σηµ. 50· Price et al. 2008) δεν µας ήταν προσβάσιµα, ενώ γνωρίζουµε και την ύπαρξη µιας απογραφής του 1704/5 που σώζεται στην Άγκυρα (Tapu ve Kadastro Genel Müdürlügü, Ankara: Defter 1, Eski 489: Price et al. 2008· Greene 2005, 339, σηµ. 35). Από το υλικό αυτό, πολύ πρόσφατα εκδόθηκε από τους Ευαγγελία Μπαλτά και Mustafa Oğuz το οθωµανικό απογραφικό κατάστιχο του λιβά Ρεθύµνου (ΤΤ 822), το οποίο χρονολογείται αµέσως µετά την πτώση του Χάνδακα, το 1670 (Μπαλτά – Oğuz 2007· έχει υποστηριχθεί ότι πρέπει να χρονολογηθεί γύρω στο 1655 [Price et al. 2008], ενδεχοµένως αυτό όµως αφορά µόνο την περιοχή των Σφακίων). ∆εν είναι απολύτως σαφής η αρχική δικαστική διαίρεση της περιοχής Ρεθύµνου. Η πρώτη γνωστή αναφορά σε καδή (ιεροδίκη) Ρεθύµνου χρονολογείται το 1650 (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 28· Παπιοµύτογλου 1995, 12 και 54). Οπωσδήποτε, µετά την παράδοση του Χάνδακα (1669) το Ρέθυµνο αποτέλεσε ενιαίο καζά, δηλαδή περιφέρεια δικαιοδοσίας του καδή. Στον καζά αυτό περιλαµβάνονταν τέσσερις ναχιγέδες, υπο-


14

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

περιφέρειες δηλαδή στις οποίες έδρευε ένας ναΐπης (τοποτηρητής του καδή), οι ναχιγέδες Ρεθύµνου, Αµαρίου, Αγίου Βασιλείου, ενίοτε και Μυλοποτάµου (ο τελευταίος ναχιγές αποτελούσε αντικείµενο διεκδίκησης µεταξύ των καδήδων Ρεθύµνου και Χάνδακα· Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008, 29). Ωστόσο, σε διάφορα έγγραφα πριν από την χρονολογία αυτήν αναφέρεται καζάς και καδής Αγίου Βασιλείου.1 Μάλιστα, δύο έγγραφα του 1659 καταγράφουν τα χωριά του καζά Αγίου Βασιλείου µε τις εστίες τους (Σταυρινίδης 1970, 127-29· Σταυρινίδης 1975/87, 1: 116-17· Παπιοµύτογλου 1995, 72-73). Τα όρια του καζά και µετέπειτα ναχιγέ Αγίου Βασιλείου φαίνονται στο χάρτη 12 ας σηµειωθεί ότι χωριά των Σφακίων (Σκαλωτή, Καψοδάσος) περιλαµβάνονταν εκείνη την εποχή στη διοικητική περιφέρεια του Αγίου Βασιλείου.3 Η ύπαρξη ορισµένων εγκαταλελειµµένων χωριών ίσως στοιχειοθετεί φυγή των κατοίκων τους στον ακόµα βενετοκρατούµενο Χάνδακα (πρβ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 117-18· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 354)· σε σχέση µε την αντίστοιχη καταγραφή του Barozzi (Barozzi 2004, 282=337-38), για παράδειγµα, απουσιάζουν τα εξής χωριά: Μπεκιανά, Καλογεράδου µετόχι (ίσως πρόκειται για το Ταλιεράδω), Κεραχλάδα, Χριστός Σαλιβεράδω, Εξίποτα, Λάππα µετόχι, Λεντάκι, Μάρµαρα, Μαυρίκι, Μεσονήσι, Μύλοι Μεγαποτάµου, Παλαία, Πέτρα, Τριώδι. ∆ύο χωριά που αναφέρονται στον Barozzi, η Αγία Άννα και η Φτερέα/Φτεριά, φαίνεται το 1670 να έχουν συνενωθεί ως µετόχια µε τα Κού1. Π.χ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 21, 62, 67, 114· Oğuz 2002, 333. Ένας κατάλογος φορολογούµενων του καζά Ρεθύµνου, χρονολογούµενος γύρω στο 1657-58, δεν περιέχει χωριά των περιοχών Μυλοποτάµου, Αµαρίου ή Αγίου Βασιλείου: Σταυρινίδης 1975/87, 1: 71. Σε µεµονωµένες περιπτώσεις πάντως, υποθέσεις που αφορούν αποκλειστικά χωριά του Αγίου Βασιλείου εκδικάζονται στο ιεροδικείο Ρεθύµνου: βλ. π.χ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 81-82 (αφορά γάµο κατοίκων του χ. Κισσός, 1658). 2. Οι χάρτες σχεδιάστηκαν πάνω στον ψηφιακό άτλαντα που δηµιουργήθηκε στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών/Ι.Τ.Ε. στα πλαίσια του προγράµµατος «Ψηφιακή Κρήτη: Μεσογειακές Πολιτισµικές ∆ιαδροµές», µε χρήση των Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (GIS). Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον υπεύθυνο του Εργαστηρίου Γεωφυσικής-∆ορυφορικής Τηλεπισκόπησης και Αρχαιοπεριβάλλοντος του Ι.Μ.Σ. Απόστολο Σαρρή για την πολύπλευρη βοήθειά του. 3. Κατά τους Bonneval – Dumas 2000, 116 και 118, τα πραγµατικά όρια των Σφακίων ξεκινούν στο Φραγκοκάστελο, ενώ οι Σφακιανοί θεωρούν ότι η περιοχή δυτικά του Πλακιά τους ανήκει. Πρβ. Price et al. 2008.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

15

µια/Ακούµια και τα Νταριβιανά αντίστοιχα (Μπαλτά – Oğuz 2007, 484 και 476)· το ίδιο συµβαίνει µε το Σπήλι, το οποίο το 1577 αναφέρεται ως «Σπήλι επώδες» και «Σπήλι πέρα». Από τα 67 χωριά που αναφέρονται λοιπόν το 1577 στον Barozzi, 13 φαίνεται να έχουν εγκαταλειφθεί µε την οθωµανική κατάκτηση· από την άλλη, ωστόσο, πέντε οικισµοί (Αγία Πελαγία, Αγκουσελιανά [πρώτη αναφορά το 1699 (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 231-34)], Βερβελίδα, Κορέδο, Ταλιεράδω) φαίνεται να πρωτοεµφανίζονται την οθωµανική περίοδο. Από τους 63 οικισµούς που καταγράφονται σε οθωµανικά έγγραφα µέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, 13 (Βερβελίδα, Γέροντες, Επίζυγο, Καστανέ, Κάτω Κερά, Κλορό, Λόφια, Ξερορείτισσα, Παναγιά, Πετριανά, Ταλιεράδω, Φόνισσα, Χωριδάκι) δεν εµφανίζονται στη συνέχεια, ενώ 9 (Άγιος Ιωάννης Αβδού/Αλοτός, Άγιος Κωνσταντίνος [Κατσογρίδο], Κορέδο, Λάκκος, Λίγκρες, Νέο Χωριό, Ντιµπλοχώρι, Τσικαλαριά, Φοινικιάς) εγκαταλείφθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα. Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται τα χωριά του ναχιγέ σύµφωνα µε τις τέσσερις απογραφές που διαθέτουµε µέχρι το τέλος του 17ου αιώνα, καθώς και σύµφωνα µε τη βενετική απογραφή του Καστροφύλακα (1583· σύµφωνα µε τον Σπανάκη 1991). Σχετικά µε την τελευταία αυτή απογραφή, πρέπει να σηµειώσουµε ότι ο Καστροφύλακας καταγράφει συνήθως και τις οφειλόµενες αγγαρείες, οι οποίες δεν είναι γνωστό πώς υπολογίζονταν (κατά τον Σπανάκη 1991, 590 αντιστοιχούν στο ¼ του συνολικού πληθυσµού, αυτό όµως δεν επιβεβαιώνεται από το σύνολο των καταχωρήσεων).


16

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Πίνακας Ι. Χωριά του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου σύµφωνα µε τις βενετικές και οθωµανικές απογραφές


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

17

4. Ο Καστροφύλακας αναφέρει δύο οµώνυµα χωριά στο νοµό Ρεθύµνου, χωρίς να προσδιορίζει επαρχία. Το δεύτερο έχει 62 κατοίκους. Ο αριθµός των οφειλόµενων αγγαρειών, ωστόσο, αναφέρεται ρητά στην επαρχία Αγίου Βασιλείου.


18

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Ασφαλή δηµογραφικά συµπεράσµατα δεν µπορούµε βέβαια να εξαγάγουµε, λόγω της διαφορετικής φύσης των διαφόρων απογραφών, αφενός, και της απουσίας των µουσουλµάνων κατοίκων από τα κατάστιχα του κεφαλικού φόρου, αφετέρου. Ωστόσο, η ιεράρχηση των χωριών βάσει του µεγέθους τους παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον. Όσον αφορά τη συνέχεια µε τη βενετική περίοδο, διαθέτουµε δηµογραφικά στοιχεία µόνον από τον Καστροφύλακα, εβδοµήντα σχεδόν χρόνια πριν από την κατάκτηση και την πρώτη απογραφή (χάρτης 2). Μεγαλύτερα χωριά εκεί εµφανίζονται τα Κούµια, οι Μέλαµπες και ο ∆ρίµισκος στα ανατολικά, µε τον Κισσό, τον Κεραµέ και τα Σαχτούρια κατόπιν· στο κεντρικό τµήµα η οίκηση είναι περισσότερο διάσπαρτη, µε τους Ατσιπάδες και τα Σελλιά να κυριαρχούν. Η σύγκριση µε τις οθωµανικές απογραφές δείχνει όπως θα δούµε ορισµένες ανακατατάξεις, µε χωριά όπως ο Ασώµατος να αναδεικνύονται και άλλα όπως η ∆ρύµισκος να καταποντίζονται στη σειρά των οικισµών· όποιον δε από τους προταθέντες συντελεστές χρησιµοποιήσει κανείς, τα νοικοκυριά του 1650 δείχνουν σαφή µείωση του πληθυσµού σε όλα τα χωριά. Πρέπει να σηµειώσουµε ότι ανάλογες συγκρίσεις για την περιοχή του Μυλοποτάµου έδειξαν αξιοσηµείωτη συνέχεια στην ιεραρχία των οικισµών, που υποδηλώνει αντίστοιχα µια διαδικασία οµαλής µετάβασης από τη βενετική στην οθωµανική κυριαρχία (Κολοβός 2006, 161). Ωστόσο, η απουσία ενδιάµεσων απογραφών από το 1583 µέχρι το 1650 δεν µας επιτρέπει να δηλώσουµε εάν τόσο οι ανακατατάξεις στην ιεραρχία των πληθυσµών (µε εξαίρεση κεφαλοχώρια όπως τα Κούµια, οι Μέλαµπες ή τα Σελλιά) όσο και η δηµογραφική συρρίκνωση συνέβησαν κατά τη διάρκεια ακόµα της ενετικής περιόδου ή ήταν συνέπεια του πολέµου· γνωρίζουµε, για παράδειγµα, ότι η κρητική ύπαιθρος επηρεάστηκε σοβαρά από τη µεγάλη επιδηµία πανώλης του 1592 (Greene 2005, 107-8). Επίσης, όπως θα δούµε, δεν γνωρίζουµε µε σιγουριά την έκταση των εξισλαµισµών και το πόσο αυτοί επηρέασαν δηµογραφικά την οικιστική δοµή της περιοχής. Τέλος, ας σηµειωθεί ότι τα προβλήµατα ανάγνωσης και ταύτισης στους βενετικούς καταλόγους των χωριών δηµιουργούν κάποιες επιφυλάξεις όσον αφορά τα παραπάνω συµπεράσµατα.5 5. Βλ. την ανακοίνωση του κ. Γ. Εκκεκάκη, στο Β΄ τόµο.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

19

Η απογραφή του 1650 υποτίθεται ότι εµφανίζει όλους τους επικεφαλής εστιών (νοικοκυριών)· η πλήρης απουσία µουσουλµάνων από ολόκληρο το κατάστιχο γεννά ερωτηµατικά, αν και µπορεί να υποθέσει κανείς ότι τουλάχιστον στην αρχή οι εξισλαµισµένοι απαλλάχθηκαν στην Κρήτη από όλους τους έγγειους φόρους (πρβ. όµως Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 353-54), ενώ όσοι ενδεχοµένως στρατιωτικοί κατοίκησαν σε διάφορα χωριά ήταν ούτως ή άλλως απαλλαγµένοι από τη φορολογία. Σύµφωνα µε το κατάστιχο αυτό (χάρτης 3), µεγαλύτερα χωριά στην περιοχή εµφανίζονται τα Ακούµια (97 σπίτια µαζί µε τις Βρύσες), οι Μέλαµπες (50 σπίτια) και τα Σαχτούρια (40 σπίτια), όλα στο ανατολικό άκρο του ναχιγέ, όπου σηµαντικό µέγεθος έχει επίσης ο Κισσός (35 σπίτια), τα Ακτούντα (32 σπίτια) και το Σπήλι (30 σπίτια µαζί µε τα Νταριβιανά). Στην κεντρική περιοχή του ναχιγέ µεγαλύτερος οικισµός είναι ο Ασώµατος (37 σπίτια), ενώ ακολουθούν οι Ατσιπάδες (23 σπίτια οι Πάνω, 29 οι Κάτω) και η Κοξαρέ µε 21 σπίτια. Στο δυτικό τµήµα του ναχιγέ, το Καψοδάσος και τα Σελλιά καταγράφονται µε 23 σπίτια το καθένα. Η πρωτεύουσα του ναχιγέ, ο Άγιος Βασίλειος, καταγράφει µόλις 19 σπίτια.6 Στην απογραφή του κεφαλικού φόρου του 1659, η οποία ωστόσο εµφανίζει µόνο τους ενήλικες άρρενες µη µουσουλµάνους, δεν φαίνεται να έχουν προκύψει µεγάλες αλλαγές. Μεγαλύτερα χωριά εµφανίζονται οι Μέλαµπες (90 φορολογούµενοι) και τα Ακούµια (95 φορολογούµενοι), στο ανατολικό άκρο του ναχιγέ, όπου σηµαντικοί οικισµοί φαίνεται να ήταν επίσης τα Σαχτούρια (35 φορολογούµενοι), ο Πλατανές (30 φορολογούµενοι) και ο Κισσός (33 φορολογούµενοι)· στη δυτική πλευρά του ναχιγέ τα Σελλιά πρέπει να ήταν ο σηµαντικότερος οικισµός (53 φορολογούµενοι) και ακολουθούσε το Καψοδάσος (35 φορολογούµενοι), κοντά στα όρια µε τα Σφακιά, ενώ στην κεντρική περιοχή του ναχιγέ ο πληθυσµός φαίνεται περισσότερο διάσπαρτος σε µεσαίου µεγέθους 6. Οµοίως ούτε ο Νεφς Μυλοπόταµος (σηµ. Πάνορµο) ούτε το Νεφς Αµάρι, πρωτεύουσες των αντίστοιχων ναχιγέδων, αποτελούσαν τα µεγαλύτερα χωριά της περιοχής τους. Πρβ. Μπαλτά – Oğuz 2007, 243 και 320 σηµ. 110, 389. Το ίδιο συµβαίνει και σε άλλα σηµεία της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Το σαντζάκι του Ευρίπου, για παράδειγµα, είχε πρωτεύουσα την οµώνυµη πόλη της Χαλκίδας, παρά το γεγονός ότι η Αθήνα αποτελούσε µακράν το πολυπληθέστερο και σηµαντικότερο αστικό κέντρο.


20

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

χωριά, µε µεγαλύτερο τον Ασώµατο (30 φορολογούµενοι)· πρέπει να υποθέσουµε επίσης ότι η Κοξαρέ παρέµεινε µεγάλο χωριό, καθώς ξέρουµε ότι το 1658 ήδη ένα σηµαντικό τµήµα του πληθυσµού είχε εξισλαµισθεί (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 32-33) και άρα δεν φαίνεται στη συγκεκριµένη απογραφή. Η κατοίκηση φαίνεται λοιπόν να είχε γεωργικό κυρίως χαρακτήρα, καθώς απουσιάζουν οι παραθαλάσσιοι οικισµοί, µε εξαίρεση τις Λίγκρες (11 φορολογούµενοι) και τον Φοινικιά, κοντά στον Πλακιά (22 φορολογούµενοι). Ο Άγιος Βασίλειος έχει συρρικνωθεί σε µόλις 5 φορολογούµενους χριστιανούς, ενδεχοµένως διότι οι υπόλοιποι κάτοικοί του είχαν ήδη εξισλαµισθεί. Τέλος, στην αντίστοιχη καταγραφή του κεφαλικού φόρου του 1671/2 (ΤΤ 980) υπάρχουν µικρές διαφορές στην ιεράρχηση των οικισµών (χάρτης 4)· σε χωριά όπως οι Μέλαµπες, τα Κούµια, το Καψοδάσος ή ο Κισσός φαίνεται να έχουν µειωθεί ελαφρά οι χριστιανοί κάτοικοι, ενώ σε άλλα όπως τα Σαχτούρια, το Ροδάκινο, το Σπήλι ή η Σκαλωτή να έχουν αυξηθεί. ∆εν µπορούµε βέβαια να ξέρουµε κατά πόσο οι αυξοµειώσεις αυτές οφείλονται σε γενικότερες αυξοµειώσεις του πληθυσµού ή σε µεταβολές λόγω εξισλαµισµών. Εν γένει έχει παρατηρηθεί ότι στην απογραφή αυτή, σε σύγκριση µε τα δεδοµένα του 1650, ο αριθµός των φορολογούµενων ενήλικων ανδρών έχει µειωθεί κατά το ήµισυ (π.χ. στη Σητεία ή στο Μυλοπόταµο), ενδεχοµένως επειδή οι απογραφείς ελάφρυναν την αντίστοιχη φορολογική υποχρέωση·7 στην περίπτωση του Αγίου Βασιλείου, ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει συνεπής µαθηµατική σχέση µεταξύ των δύο απογραφών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει άλλωστε και η φορολογική απογραφή του 1670 (ΤΤ 822), η οποία όµως δύσκολα µπορεί να χρησιµοποιηθεί δηµογραφικά σε σύγκριση µε τα κατάστιχα του κεφαλικού φόρου, καθώς δεν παραθέτει κατοίκους αλλά ιδιοκτήτες γης, χριστιανούς και µουσουλµάνους (Kolovos 2007· Μπαλτά – Oğuz 2007), οι οποίοι µπορεί και να διαµένουν σε άλλα χωριά (συµπεριλαµβάνονται άλλωστε τιµαριούχοι, αλλά και µοναστήρια). Ας σηµειωθεί µόνο ότι η κατάταξη των οικισµών σύµφωνα µε τον ετήσιο φόρο που πληρώνουν κατά την απογραφή αυτή (χάρτης 5) ακολουθεί περίπου την ίδια ιεραρχία των οικισµών µε τις συγκαιρινές της 7. Πρβ. Gülsoy 2004, 278. Το 1667, στο Μυλοπόταµο, ένα κεφαλοχάρατζο αντιστοιχούσε σε δύο σπίτια (χανέ): Μπαλτά 2006, 112.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

21

απογραφές του κεφαλικού φόρου, µε κυριότερη διαφορά την υψηλή θέση των Ατσιπάδων (ο υψηλότερος φόρος του ναχιγέ, 26.157 άσπρα), κάτι που οφείλεται προφανώς στο µεγάλο ποσοστό µουσουλµάνων κατοίκων και ιδιοκτητών γης του χωριού, όπως θα δούµε και παρακάτω. Ολοκληρωµένα συµπεράσµατα για την δηµογραφία του ναχιγέ απαιτούν συστηµατική ανίχνευση και µελέτη των απογραφών, η οποία δεν µπορεί να γίνει εδώ. Ξέρουµε (Oğuz 2002, 437· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 336) ότι το 1652 οι υπόχρεοι κεφαλικού φόρου στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου έφταναν τους 1.099 (τα αντίστοιχα νοικοκυριά το 1650 ήταν 981· ένα «νοικοκυριό» ή «εστία» [hane] µπορούσε να περιλαµβάνει περισσότερους από έναν ενήλικα χριστιανό, άρα και υπόχρεο κεφαλικού φόρου). ∆εν µπορούµε να ξέρουµε αν οι 147 (και όχι 15 όπως σηµειώνονται στους Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 336) επιπλέον οικογένειες, σε σχέση µε την καταγραφή του 1659, εγκατέλειψαν τα χωριά τους ή εξισλαµίστηκαν (για παρόµοια προβλήµατα των καταστίχων κεφαλικού φόρου πρβλ. McGowan 1981, 80 κ.ε.· Kiel 1990, 76 κ.ε., 89-91). ∆εν µπορούµε επίσης να ξέρουµε γιατί ο ναχιγές Αγίου Βασιλείου είναι ο µόνος ναχιγές του λιβά στον οποίο δεν καταγράφονται νέοι εργένηδες (Gülsoy 2008, 272-73). Στο κατάστιχο του 1671/2 οι υπόχρεοι χαρατσιού ανέρχονται σε 907, εκ των οποίων 474 εύποροι, 329 µεσαίας κατηγορίας και 104 άποροι.8 Σε καταγραφή του 1691, εξάλλου, αναφέρονται 615 ενήλικες φόρου υποτελείς (υπόχρεοι κεφαλικού φόρου) για τον Άγιο Βασίλειο, από τους οποίους 136 εύποροι, 261 µεσαίας τάξης και 218 άποροι.9 Σε παρόµοια καταγραφή του 1694, οι αντίστοιχοι αριθµοί είναι 123 εύποροι, 369 µεσαίας τάξης και 123 άποροι (σύνολο πάλι 615).10 Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται σχηµατικά αυτά τα µεγέθη: 8. Συγκριτικά, οι άλλοι ναχιγέδες του λιβά Ρεθύµνου είχαν: το Ρέθυµνο 1416, 875 και 68 (σύνολο 2359), ο Μυλοπόταµος 1371, 492 και 87 (σύνολο 1950) και το Αµάρι 492, 301 και 157 (σύνολο 950) αντίστοιχα. 9. Σταυρινίδης 1975/87, 3: 106. Συγκριτικά, οι άλλοι ναχιγέδες του λιβά Ρεθύµνου είχαν: το Ρέθυµνο 436, 965 και 232 (σύνολο 1633), ο Μυλοπόταµος 332, 595 και 212 (σύνολο 1139) και το Αµάρι 146, 236 και 118 (σύνολο 500) αντίστοιχα. 10. Σταυρινίδης 1975/87, 3: 104. Συγκριτικά, οι άλλοι ναχιγέδες του λιβά Ρεθύµνου είχαν: το Ρέθυµνο 326, 981 και 326 (σύνολο 1633), ο Μυλοπόταµος 227, 685 και 227 (σύνολο 1139) και το Αµάρι 100, 300 και 100 (σύνολο 500) αντίστοιχα. Πρβ. και Σταυρινίδης 1975/87, 3: 116. Είναι προφανές ότι οι αριθµοί αυτοί είναι πλασµατικοί και παραπέµπουν σε πληρωµή του φόρου κατ’ αποκοπή µε συγκεκριµένες αναλογίες.


22

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Πίνακας ΙΙ. Υπόχρεοι κεφαλικού φόρου στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου, 1652-1694

Η συνεχής µείωση των αριθµών αυτών αντιστοιχεί πιθανότατα σε εξισλαµισµούς περισσότερο, παρά σε ερήµωση της υπαίθρου, ιδίως εφόσον η µεγαλύτερη µείωση παρατηρείται µετά την παράδοση του Χάνδακα. Εξάλλου, η µεταπήδηση πολλών ατόµων σε κατώτερη κατηγορία κατά την περίοδο 1671-91, όταν άρχισε η εφαρµογή της µεταρρύθµισης του κεφαλικού φόρου σύµφωνα µε την οικονοµική κατάσταση των φορολογούµενων (γνωρίζουµε ότι οι αριθµοί του 1694 είναι πλασµατικοί όσον αφορά την κατανοµή στις τρεις κατηγορίες: Σταυρινίδης 1975/87, 2: 447-49), θα µπορούσε να αντιστοιχεί σε απόκρυψη της πραγµατικής οικονοµικής κατάστασής τους προκειµένου να πληρώνουν µικρότερο φόρο, και όχι σε κάποια πραγµατική οικονοµική µεταβολή. Θα µπορούσε να υποθέσει κανείς άλλωστε ότι οι Οθωµανοί απογραφείς επανακαθόρισαν τα όρια µεταξύ των κατηγοριών προς µια ορθολογικότερη κατανοµή (σε όλη την Κρήτη ο αριθµός των ευπόρων το 1671/2 είναι υπερβολικός σε σχέση µε τη µεσαία τάξη· πρβλ. Σταυρινίδης 1975/87, 2: 113-38· Gülsoy 2004, 267-78. Για ορισµένες παρατηρήσεις σχετικά µε την κατηγοριοποίηση αυτή σε σχέση µε την έγγεια ιδιοκτησία βλ. Balta 1997, 105-109, 135-36). Ας σηµειωθεί, παρεµπιπτόντως, ότι για τον καθορισµό των ορίων των τριών κατηγοριών από τις οθωµανικές αρχές δεν γνωρίζουµε τίποτε· µια αναφορά µόνο του ιστορικού Fındıklılı Silahdar Mehmed Ağa (1658-1726/7) σε κάποιους, οι οποίοι «από µαταιοδοξία αρνήθηκαν να δεχθούν το χαρακτηρισµό του µέσου ή του φτωχού και ζήτησαν πιστοποιητικά ευπόρων, πράγµα που βεβαίως ωφέλησε το δηµόσιο ταµείο» (Silahdar 1928, 2: 559), πέρα από το ότι δίνει ενδεχοµένως µια εξήγηση στο πρόβληµα, υποδεικνύει πως στο


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

23

πρώτο στάδιο τουλάχιστον της εφαρµογής του µέτρου οι φορολογούµενοι δήλωναν κατά βούληση την οικονοµική τους κατάσταση. Μια άλλη ερµηνεία θα µπορούσε να είναι ο συστηµατικός εθελούσιος εξισλαµισµός των ευπορότερων, µε σκοπό να διατηρήσουν την οικονοµική θέση τους µέσω των φοροαπαλλαγών που τούς προσέφερε αυτή η επιλογή. Στους εξισλαµισµούς ωστόσο θα αναφερθούµε και παρακάτω. Ας σηµειωθεί, τέλος, ότι παρά τη συστηµατική καταγραφή των κατοίκων στις τρεις αυτές κατηγορίες, η τελική είσπραξη των φόρων το 1672, αλλά και το 1693, φαίνεται να έγινε µε βάση ενιαίο ποσό ανά φορολογούµενο (Σταυρινίδης 1975/87, 2: 67, 429· πρβ. και Καραντζίκου – Φωτεινού 2003, µη΄-νγ΄).11 Η σειρά των χωριών, όπως καταγράφονται στις οθωµανικές απογραφές, θα µπορούσε να µας διαφωτίσει κάπως για το οδικό δίκτυο της περιοχής. Αν κρίνουµε από την απογραφή του 1670, οι απογραφείς φαίνεται να δούλεψαν σε οµάδες, καθώς η σειρά των χωριών δεν επιβεβαιώνει ένα ενιαίο δροµολόγιο. Αν η υπόθεση αυτή ευσταθεί, η πρώτη (όχι αναγκαστικά χρονολογικά) οµάδα ακολούθησε τη διαδροµή Άγιος Βασίλειος, Καλή Συκιά, Άγιος Ιωάννης, Ατσιπάδες, Λαµπηνή, Σπήλι, Ακτούντα, Βάτος, Άδρακτος, Ακούµια, Πλατανές, Κισσός, Κρύα Βρύση, Ορνέ, ακολουθώντας περίπου την σηµερινή οδό Ρεθύµνου-Τυµπακίου· η δεύτερη, ξεκινώντας από την Κοξαρέ, συνέχισε προς Φραττί, Μουρνέ, Μιξόρρουµα, Κεραµέ, Αγαλλιανό, Λίγκρες, Σαχτούρια και Μέλαµπες, καλύπτοντας την παράκτια ζώνη· η τρίτη ακολούθησε το δροµολόγιο Ροδάκινο – Σελλιά – Μύρθιος – Μαριού, συµπεριλαµβάνοντας κατόπιν το Καψοδάσος και τη Σκαλωτή στα όρια των Σφακίων· τέλος, η τέταρτη διαδροµή ξεκίνησε από το ∆ρύµισκο και την Αγία Παρασκευή και συνέχισε προς Γιαννιού, Λευκόγεια και Ασώµατο. Κατά την ελάχιστα µεταγενέστερη απογραφή του κεφαλικού φόρου, ωστόσο, η διαδροµή των καταγραφέων φαίνεται να ήταν συνεχόµενη: αν και καταγράφουν πρώτα τον Άγιο Βασίλειο ως πρωτεύουσα, ξεκινούν από 11. Γνωρίζουµε ότι το ίδιο έγινε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία µετά τη φορολογική µεταρρύθµιση του 1691 που καθιέρωσε το τριµερές σύστηµα· σύµφωνα µε έναν ανώνυµο ιστοριογράφο της εποχής, τότε θεωρήθηκαν όλοι «µέσης κατάστασης» για τον δεύτερο χρόνο του µέτρου, µε το σκεπτικό ότι τον πρώτο χρόνο «προέκυψαν διαµάχες µεταξύ των ραγιάδων σε σχέση µε την ένταξή τους στις κατηγορίες»: Özcan 2000, 19. Για τη φορολογική µεταρρύθµιση του 1691 ετοιµάζω ειδική µελέτη.


24

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

τα δυτικά (Καψοδάσος) και προχωρούν ανατολικά κατά µήκος της ακτής (Ροδάκινο, Σελλιά, Λευκόγεια, Ασώµατος, ∆ρύµισκος, Λίγκρες, Σαχτούρια, Μέλαµπες)· κατόπιν στρέφονται δυτικά προς τα µεσόγεια χωριά (Κρύα Βρύση, Πλατανές, Ακούµια, Κισσός, Άδρακτος, Ακτούντα, Σπήλι, Μιξόρρουµα, Φραττί, Κοξαρέ, Ατσιπάδες, Παλιόλουτρα, Καλή Συκιά, Μύρθιος). Ας αναφέρουµε συγκριτικά ότι, όταν το 1783 οι Philippe de Bonneval και Mathieu Dumas περιηγήθηκαν την Κρήτη, ερχόµενοι από τη Μεσαρά ακολούθησαν το δροµολόγιο Κρύα Βρύση – Κούµια – Βάτος – Σπήλι – ∆ρύµισκος – Κεραµέ – Πρέβελη – Ασώµατος – Ροδάκινο – Σκαλωτή – Καψοδάσος (Bonneval – Dumas 2000, 109-19). ∆εν θα επιχειρήσουµε εδώ ανάλυση των οικονοµικών στοιχείων των καταστίχων, την οποία έχουν προαναγγείλει άλλοι ερευνητές (Μπαλτά – Oğuz 2007, 24· πρβ. Gülsoy 2008, 290-91). ∆ιοικητικές, φορολογικές και άλλες λειτουργίες του ναχιγέ Οι χριστιανοί κάτοικοι των ναχιγέδων της Κρήτης οργανώνονταν σε µια µορφή κοινότητας, µε επικεφαλής τον κεχαγιά, συνήθως κάποιον εύπορο ή µε κοινωνικό κύρος χριστιανό. Για τον Άγιο Βασίλειο, οι πρώτες αναφορές σε κεχαγιά χρονολογούνται µετά την πτώση του Χάνδακα, αν και σε ένα έγγραφο του 1654, µε το οποίο δικαιώνονται κάτοικοι των χ. Κούµια, Rişe (Βρύσες;) και Paltime (Πλατανές;) σε µια διαµάχη τους µε τον γραµµατικό των γενιτσάρων του Ρεθύµνου, αναφέρεται κάποιος καπετάν (kapudan) Νικόλας, ίσως παραπλήσιο αξίωµα (Oğuz 2002, 361). Το 1695 αναφέρεται ο πρώην κεχαγιάς του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου Λορέντζος γιος Τζώρτζη, ο οποίος µάλιστα µεταπήδησε κατόπιν στο αξίωµα του κεχαγιά του γειτονικού ναχιγέ Πυργιώτισσας (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 91)· η αναφορά αυτή υποδεικνύει ότι ο συγκεκριµένος τουλάχιστον κεχαγιάς θα έδρευε στα Ακούµια ή τις Μέλαµπες, τους δύο µεγαλύτερους οικισµούς του ναχιγέ και επίσης κοντινούς στην Πυργιώτισσα. Η κεντρική σηµασία ενός µεγάλου οικισµού όπως τα Ακούµια πιστοποιείται άλλωστε και από το ότι αναφέρονται πρώτα σε απαρίθµηση χωριών του ναχιγέ (Παπιοµύτογλου 1995, 200), τα οποία µε εκπροσώπους τους πιστοποιούν την ορθή και δίκαια συλλογή των φόρων το 1723 (η σειρά των υπόλοιπων χωριών είναι: Πλατανές, Σακτούρια, Άρδακτος, Κρύα Βρύση,


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

25

Βάτος, Κισσός, Λευκόγεια, Μύρθιος, Άι Γιάννης, Παληόλουτρα, Κοξαρέ, Σελλιά, Καψοδάσος, Σκαλωτή). Από διάφορα έγγραφα του ιεροδικείου Χάνδακα µαθαίνουµε ονόµατα των κεχαγιάδων του ναχιγέ: το 1684 ο κεχαγιάς ονοµαζόταν Τζανής γιος Αντώνη (Σταυρινίδης 1975/87, 2: 19394), ενώ το 1689 Μανιός (Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008, 527). Το 1699, πάλι, οι αντιπρόσωποι του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου αποτελούνται από τον κεχαγιά του καστελίου Αγ. Βασιλείου, Μιχαήλ γιο Γιώργη, καθώς και πρόκριτους των χωριών Βρύσες, Αξουλιά; (Αγκουσελιανά; Σελλιά;), Κούµια και Βάτος (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 233). Οι κεχαγιάδες, εκτός από το να εκπροσωπούν τους χριστιανούς κατοίκους ενώπιον της κεντρικής εξουσίας, φρόντιζαν για την επάνδρωση των βιγλών και ήταν υπεύθυνοι για τη δηµόσια τάξη στο ναχιγέ (βλ. π.χ. για την ανατολική Κρήτη Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008, 433-41, 525-28). Γενικότερα έπαιζαν όµως το ρόλο µεσολαβητών µεταξύ των τοπικών αξιωµατούχων και του ντόπιου πληθυσµού, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ήταν πάντοτε άµεµπτοι στα καθήκοντά τους (βλ. π.χ. Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008, 422). Το 1702, για παράδειγµα, οι ραγιάδες του Αγ. Βασιλείου κατηγορούν τον κεχαγιά τους Μανόλη Κουβάκη ότι εισέπραξε παράνοµα 1.913 γρόσια επιπλέον από όσα χρειάζονταν (2.800) «δια τας συµφώνως προς τα κεκανονισµένα υποθέσεις των»: πρόκειται για πεσκέσια βαϊραµίων, Πάσχα, αρχιθυρωρού, ..., κλητήρος, πύργων, αχύρων, και καυσοξύλων». Στο έγγραφο αναφέρονται τα χ. Σαχτούρια, Κούµια, Κτόρορρ (;), Βουϊδοµαγεργειό, Άδρακτος, Λαµπηνή, Σπήλι, Βαρσαγή (;), Ρέµγιο (;) και Ασώµατος (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 250, 257). Από την άποψη της γαιοκτησίας και της φορολογίας, µέχρι την πτώση του Χάνδακα και τη σύνταξη του νέου κανουναµέ το 1670, η Κρήτη οργανώθηκε µε βάση το κλασικό οθωµανικό σύστηµα της κρατικής (µιρί) γης, στην οποία οι χωρικοί είχαν δικαίωµα νοµής και µεταβίβασης, ενώ οι σπαχήδες διαθέτουν τιµάρια, δικαιούνται δηλαδή ορισµένες φορολογικές προσόδους ενός ή περισσότερων χωριών.12 12. Για τιµαριούχους σπαχήδες στην περιοχή τουΑγίου Βασιλείου βλ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 47 (Κοξαρέ, Λαµπηνή), 66-67 (Άρδακτος, Λευκόγεια, ∆ουµαεργειό, Λάκκος, Κάτω Ατσιπάδες)· Παπιοµύτογλου 1995, 76 (Βουδοµαγεργειό), 76-77 (Μαρή και Αγία Μαρίνα). Για τη φορολογία βλ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 21 για τους φόρους των κατοίκων των πόλεων, 23-24 και 107-8 για τους φόρους των χωρικών· επίσης Gülsoy 2008.


26

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο ειδικό κατάστιχο, το λεγόµενο συνοπτικό, κατέγραφε ακριβώς αυτήν την κατανοµή των τιµαρίων (στην περίπτωση της Κρήτης, τα κατάστιχα ΤΤ 785 [1650] και ΤΤ 801 [1670]). Σύµφωνα ωστόσο µε τον κανουναµέ του 1670, η γη αποτελούσε πλέον ιδιοκτησία των κατόχων της και οι πρόσοδοι δεν φαίνεται να ξαναµοιράστηκαν σε τιµάρια, παρόλο που τα υπάρχοντα τιµάρια φαίνεται να διατηρήθηκαν σε πολλές περιπτώσεις (Kolovos 2007· Kermeli 2008). Για τη συλλογή των φόρων συχνά οι Οθωµανοί αξιοποιούσαν και πάλι τους ντόπιους, αναθέτοντάς τους την είσπραξη διαφόρων δοσιµάτων, κατ’ αποκοπή ή ανάλογα µε την παραγωγή. Οι εργολαβικές αυτές αναθέσεις ποικίλλαν στο µέγεθός τους, καθώς άλλοτε γίνονταν σε επίπεδο σαντζακιού και άλλοτε σε επίπεδο ναχιγέ. Οι αναφορές σε συλλογή φόρων σε επίπεδο σαντζακιού είναι περισσότερες: το 1651/2, για παράδειγµα, ο εµίνης Μεχµέτ Τσελεµπής αναλάµβανε την είσπραξη του ίδιου φόρου για όλο το σαντζάκι (Oğuz 2002, 484), ενώ την ίδια περίπου εποχή (1652) ο İdez Miloto (Ανδρέας Μηλιώτης;) αναλαµβάνει την είσπραξη της δεκάτης των προβάτων για το σαντζάκι Ρεθύµνου (εκτός από τα χάσια, τα βακούφια και τα µούλκια· Oğuz 2002, 491). Την ίδια ωστόσο περίπου εποχή (το έγγραφο είναι αχρονολόγητο) αναφέρεται ότι ο παπαΤίτος έχει αναλάβει κατ’ αποκοπήν την είσπραξη της ίδιας δεκάτης για το σαντζάκι Ρεθύµνου (Oğuz 2002, 508). Εννοείται ότι τίποτε δεν εµπόδιζε την ύπαρξη «υπεργολάβων» της φοροσυλλογής σε επίπεδο ναχιγέ: λίγο αργότερα (1652; χ.χ.) προειδοποιείται ο υπεύθυνος για τη συλλογή της ίδιας δεκάτης για το ναχιγέ Αγ. Βασιλείου, παπα-Γιάννης, να µην εισπράττει πάνω από τα συµφωνηµένα, όπως καταγγέλθηκε ότι έκανε από έναν κάτοικο των Ατσιπάδων (Oğuz 2002, 510). Το 1652 πάλι εντέλλεται ο Άπρο, αγνώστων λοιπών στοιχείων, να συλλέξει τον κεφαλικό φόρο του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου (Oğuz 2002, 437)· λίγα χρόνια µετά, το 1659, η πληρωµή του φόρου άλατος θα γινόταν µε τη φροντίδα του βοεβόδα Αγίου Βασιλείου Μουσταφά Αγά (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 124). Ορισµένα (µη κατονοµαζόµενα) χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, τα οποία περιγράφονται σε έγγραφο του 1658 «κυβερνητικά» (κατά τη µετάφραση Σταυρινίδη: aklâm ta’bir olunan kariyeler), είχαν ήδη από το 1651 χριστιανό σούµπαση, εντεταλµένο δηλαδή για την είσπραξη των φόρων, ονόµατι Τζανή (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 42· Παπιοµύτογλου 1995, 55-56). Συχνά, τέλος, το ρόλο αυτό αναλάµβαναν οι κεχαγιάδες


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

27

των ναχιγέδων (Καραντζίκου – Φωτεινού 2003, νδ΄-νε΄). Όπως και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, η συλλογή των φόρων χρησιµοποιούσε κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα όλο και περισσότερο το σύστηµα των µουκατάδων, του υπολογισµού δηλαδή των φόρων κατ’ αποκοπή, και στη συνέχεια της ενοικίασής τους µε πλειστηριασµό σε δικαιούχους, οι οποίοι αναλάµβαναν κατόπιν την είσπραξη του φόρου για λογαριασµό τους. Συχνά δε οι τελευταίοι υπενοικίαζαν τους φόρους µικρότερων µονάδων σε µικρότερους ενοικιαστές· βλέπουµε έτσι το 1734 έναν χριστιανό και έναν µουσουλµάνο να συνεταιρίζονται προκειµένου να µισθώσουν τη δεκάτη του χ. Μέλαµπες (Παπιοµύτογλου 1995, 223-24). Η πρακτική αυτή εξασφάλιζε ρευστό για το κρατικό ταµείο, συχνά όµως οδηγούσε σε µείωση των εσόδων Σύµφωνα µε τη φορολογική απογραφή του 1670, το σύνολο του εγγείου φόρου του ναχιγέ ανερχόταν σε 483.500 άσπρα (όσο σχεδόν και για το Αµάρι, πολύ µικρότερο όµως από τους φόρους των ναχιγέδων Ρεθύµνου και Μυλοποτάµου· Μπαλτά – Oğuz 2007, 41-43). Οι µουκατάδες του 1691 για τον Άγιο Βασίλειο, ωστόσο, έφταναν µόνον τα 353.553 άσπρα, από τα οποία µάλιστα το 1694 είχε εισπραχθεί σχεδόν µόνο το ένα τρίτο (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 109). Ας σηµειωθεί εδώ ότι τρεις µουσουλµάνοι του Χάνδακα, οι οποίοι είχαν ενοικιάσει συνεταιρικά τους µουκατάδες και των τριών ναχιγέδων του λιβά Ρεθύµνου, καταστράφηκαν οικονοµικά έχοντας καταβάλει στο κράτος λιγότερα από 100.000 άσπρα, σύµφωνα µε έγγραφο του 1688 (Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008, 413-14· πρβλ. και Τ.Α.Η., κώδ. 4, σελ. 355). Το 18ο αιώνα, τέλος, και συγκεκριµένα από το 1719, πιθανότατα στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας εκείνη την εποχή (πρβ. Faroqhi 2008), εφαρµόστηκε και στην Κρήτη το σύστηµα του µαλικιανέ, της ισόβιας δηλαδή εκµίσθωσης φόρων· ξέρουµε ότι στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου µισθώθηκαν τότε οι φόροι ενός µοναστηριού (το όνοµά του δεν αναφέρεται στη δηµοσίευση) αξίας 208.306 άσπρων, µε την προκαταβολή την οποία έδωσαν οι τέσσερις συνέταιροι ενοικιαστές να ανέρχεται σε 6.850 γρόσια (986.400 άσπρα, σύµφωνα µε την ισοτιµία του 1725 [Pamuk 2000, 144])· γνωρίζουµε µάλιστα ότι ο ναΐπης του ναχιγέ, Ιµπραήµ Εφέντης, αποπέµφθηκε το 1735 από το αξίωµά του επειδή οι ενοικιαστές του µαλικιανέ παραπονέθηκαν για τις παρεµβάσεις του (Adıyeke 2008a).


28

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Όπως και τα περισσότερα χωριά του λιβά Ρεθύµνου, έτσι και η πλειονότητα των χωριών (όπως και τα µοναστήρια) του Αγίου Βασιλείου αποτελούσαν κρατική ιδιοκτησία, απέδιδαν δηλαδή τα έσοδά τους στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο. Το 1650, 14 χωριά (Καλή Συκιά, Ταλιεράδω, Λευκόγεια, Καψόδασος, Αργουλές, Σκαλωτή, Ροδάκινο, Φοινικιάς, Σελλιά, Κορέδο, Άγιος Ιωάννης Αβδού, Κεραµές, Λάκκος [;], Αγαλλιανός) προσδιορίζονται ως σουλτανικό χάσι (has-ı hümayun)· άλλα 35 όµως, σχεδόν δηλαδή όλα τα υπόλοιπα, δεν αναγράφουν ιδιοκτησιακό καθεστώς και προφανώς διαµοιράστηκαν ως τιµάρια. Σύµφωνα µε την ίδια απογραφή, τα χωριά Μέλαµπες, Σπήλι και ∆αριβιανά ανήκαν στο βακούφι του τζαµιού του σουλτάνου Ιµπραήµ στο Ρέθυµνο (πρβ. Σταυρινίδης 1975/87, 3: 91)· το Νιχώρι ανήκε στο βακούφι του Χουσεΐν Πασά (ένα τζαµί στο Ρέθυµνο και ένα στον Κίσαµο· Gülsoy 2008, 256-57)· τα χωριά Κισσός, Καψόδασος και Άγιος Βασίλειος αποτελούν χάσι του µπεηλέρµπεη Κρήτης (has-ı mîrimirân). Ειδικά για το Καψόδασος, πρέπει να παρατηρήσουµε πως καταγράφεται και στην κατηγορία των σουλτανικών χασιών· αν ερµηνεύουµε σωστά τις σχετικές καταγραφές (ΤΤ 820, σελ. 48 και 95), καθορισµένο τµήµα των προσόδων του προοριζόταν για το σουλτανικό ταµείο και άλλο τµήµα για τον µπεηλέρµπεη. Στο κατάστιχο του 1670, και µε δεδοµένη την καταρχήν κατάργηση του τιµαριωτικού συστήµατος στην Κρήτη για την οποία µιλήσαµε προηγουµένως, όλα σχεδόν τα χωριά ονοµάζονται σουλτανικό χάσι· στο σουλτανικό βακούφι έχει προστεθεί το Κλορό, ενώ και µια οµάδα χωριών και µετοχιών κοντά στο Σπήλι (Μουρνέ, Μιξόρρουµα, Επίζυγος, Βερβελίδα, Αγία Πελαγία) υπάγονταν στο βακούφι του Αµπντουλκαντίρ Γκεϊλανή [του τεκέ του Βελή Πασά στο Ρέθυµνο (σηµ. γνωστό ως τζαµί Μασταµπά)] (για την ταύτιση βλ. Μπαλτά – Oğuz 2007, 89 σηµ. 35, 168 σηµ. 199, όπου και βιβλιογραφία). Τέλος, τα χωριά Άγιος Βασίλειος, Κρύα Βρύση, Λίγκρες και Καψοδάσος ανήκαν στο χάσι του σαντζάκµπεη του Ρεθύµνου. Πράγµατι, έγγραφο του 1651 καταγράφει την αφιέρωση των προσόδων των χωριών Μουρνέ, Επίζυγος και Aya Yomri (;), τα οποία, όπως αναφέρεται, στο κατάστιχο δεν είχαν δοθεί σε κανέναν ως τιµάρια, στον τεκέ που ίδρυσε στο κάστρο του Ρεθύµνου ο Σεΐχης Μουσταφά, της αδελφότητας του Αµπντουλκαντίρ Γκεϊλανή (Oğuz 2002, 462-64· πρόκειται και πάλι για τον τεκέ του Βελή Πασά, ο οποίος ήταν τότε κεχαγιάς του Γαζή Χουσεΐν Πασά, πορθητή του Ρεθύµνου). Έγγραφο του 1652, εξάλλου,


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

29

αναφέρει ότι τα χωριά Πρασές και Χρωµοναστήρι Ρεθύµνου, Γέννα και Μέρωνας Αµαρίου, και Πλατανές και Aşiliyane (Αγαλλιανός;) Αγ. Βασιλείου ανήκουν στο βακούφι του Χουσεΐν Πασά (Oğuz 2002, 493). Ωστόσο, από τα χωριά αυτά, τα µεν του Αµαρίου το 1670 φέρονται να ανήκουν στο βακούφι του σουλτάνου Ιµπραήµ, τα δε του Αγίου Βασιλείου (αν έχουν διαβαστεί σωστά) να είναι σουλτανικά χάσια. Τα βακουφικά χωριά απολάµβαναν διάφορες ασυλίες και φοροαπαλλαγές. Έγγραφο (µουρασελέ) του Βελή Αγά [=Βελή Πασά] το 1656 (;) εφιστά την προσοχή στους καδήδες Ρεθύµνου και Αγίου Βασιλείου στο ότι διάφορα χωριά των περιοχών τους είναι βακούφια του Αµπντουλκαντίρ Γκεϊλανή (βλ. παραπάνω), και ως εκ τούτου δεν πρέπει να υπόκεινται σε φόρο αλατιού, βοεβόδα, καφτανιού και άλλα εθιµικά δοσίµατα εκτός του κεφαλικού τους φόρου (Oğuz 2002, 333). Πράγµατι, στην καταγραφή του 1659 η Μουρνέ και ο Επίζυγος, από όσα µπορέσαµε να ταυτίσουµε, πληρώνουν µεν κεφαλικό φόρο, όχι όµως φόρους βοεβόδα και καφτανιού. Η καθηµερινότητα µέσα από τις πηγές. Υιοθεσίες, εξισλαµισµοί, ποινικές υποθέσεις Σποραδικές είναι και οι πληροφορίες για τους κατοίκους της περιοχής του Αγίου Βασιλείου. Ξέρουµε ότι τόσο κάτοικοι του Ρεθύµνου διατηρούσαν ιδιοκτησίες στο ναχιγέ, όσο και Αγιοβασιλειώτες ζούσαν στο Ρέθυµνο. Σε έγγραφο του σερασκέρη (αρχιστράτηγου), που χρονολογείται στις 4 Μαΐου 1658 και απευθύνεται στον διοικητή Ρεθύµνου και τους καδήδες Ρεθύµνου και Αγίου Βασιλείου, αναφέρονται 18 κάτοικοι της πόλης του Ρεθύµνου οι οποίοι διατηρούν περιουσίες και τσιφλίκια (εδώ: αγροικίες) στην επαρχία Αγίου Βασιλείου (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 21-22). Την ίδια περίπου εποχή, εξάλλου, 33 παρακεντέδες (perâkende· κατά λέξη, «διάσπαρτοι») από τον Άγιο Βασίλειο καταγράφονται στον καζά Ρεθύµνου (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 71· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 342)· ο αριθµός µειώνεται σε 22 στην απογραφή του 1670 (Μπαλτά – Oğuz 2007, 73 σηµ. 1· Gülsoy 2008, 233). Μια αναλυτική εξέταση των ονοµάτων των ιδιοκτητών γης στην τελευταία αυτήν απογραφή θα µπορούσε να δώσει περισσότερα στοιχεία για τις σχέσεις Ρεθύµνου και Αγίου Βασιλείου.


30

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Από τους ελάχιστους ιεροδικαστικούς κώδικες του Ρεθύµνου που έχουν µελετηθεί, λίγα έγγραφα αφορούν το ναχιγέ του Αγίου Βασιλείου, ενδεχοµένως επειδή διέθετε αρχικά δικό του καδή. Μια σειρά εγγράφων αφορούν υιοθεσίες παιδιών, οι περισσότερες από τις οποίες είναι στην πραγµατικότητα αποπληρωµές χρεών µε άµισθη εργασία (πρβ. Πεπονάκης 1997, 33-34· Kermeli 2006· Κολοβός 2006, 169-70). Σε σχετική διαταγή του ο Γαζή Χουσεΐν Πασάς το 1654 εφιστά την προσοχή των αρχών του Ρεθύµνου σε αυτήν την πρακτική, την οποία εφαρµόζουν σπαχήδες, γενίτσαροι και άλλοι στρατιωτικοί δανείζοντας σε ραγιάδες έναντι της µέχρι και ισόβιας υπηρεσίας των παιδιών τους (Oğuz 2002, 161· πρβ. και λίγο µεταγενέστερη διαταγή του 1659: Σταυρινίδης 1975/87, 1: 101-2, Κολοβός 2006, 170). Συνήθως οι γονείς των παιδιών είναι χριστιανοί και παραδίδουν τα παιδιά τους σε µουσουλµάνους, ενίοτε όµως και σε χριστιανούς: ο παρακάτω πίνακας καταγράφει όσες τέτοιες περιπτώσεις εντοπίσαµε για το ναχιγέ Αγίου Βασιλείου, όλες από το κεντρικό τµήµα της περιοχής: Πίνακας ΙΙΙ. Υιοθεσίες παιδιών στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

31

Μόνο στην πρώτη περίπτωση δηλώνεται ρητά ότι ο γονέας, επειδή είναι φτωχός, δεν µπορεί να αναθρέψει την τρίχρονη κόρη του και έτσι την παραδίδει για υιοθεσία· όλες οι υπόλοιπες περιπτώσεις φαίνεται να είναι η παράνοµη πρακτική που περιγράφηκε παραπάνω. Μια παρόµοια πρακτική αποπληρωµής χρέους συνίστατο στο να «νοικιάζει» κανείς τον ίδιο τον εαυτό του στον δανειστή: έτσι, το 1655 ο Μανουήλος γιος Γιώργη από το ∆ρύµισκο µισθώνει τον εαυτό του για δέκα χρόνια στην υπηρεσία του Χαµζά Μπεσέ για δύο γρόσια το χρόνο· στην πραγµατικότητα πρόκειται για επαχθές είδος δανεισµού, καθώς εισπράττει προκαταβολικά το συνολικό ποσό των είκοσι γροσιών (Oğuz 2002, 220· για µια παρόµοια περίπτωση, βλ. Adıyeke 2004, 22). Ένα ζήτηµα για το οποίο έχει ήδη χυθεί πολύ µελάνι και το οποίο συνετέλεσε τα µέγιστα στη διαµόρφωση της πληθυσµιακής σύνθεσης της Κρήτης κατά την οθωµανική περίοδο είναι οι εξισλαµισµοί. ∆εν έχουµε αναφορές για υποχρεωτικούς εξισλαµισµούς στο νησί· αντίθετα, αυτοί φαίνεται να έγιναν εκουσίως ως αποτέλεσµα του µακρόχρονου πολέµου, των επιγαµιών και των (φορολογικών κυρίως) προνοµίων που συνόδευαν τη µεταστροφή στο ισλάµ (Greene 2005, 95-101· Πεπονάκης 1997, 33-37· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 350-55· Adıyeke 2008b). Μια ενδελεχής έρευνα στους ιεροδικαστικούς κώδικες της Κρήτης θα φώτιζε περισσότερο ενδεχοµένως τα κίνητρα των εξισλαµισµών· αυτό που µπορεί να πει κανείς προς το παρόν είναι ότι οι σχέσεις των εξισλαµισµένων µε τους χριστιανούς φαίνεται το 17ο αιώνα να ήταν πολύ καλύτερες από ότι στον ταραγµένο 19ο αιώνα. Πιθανόν σε βάθος χρόνου οι επιγαµίες να έπαιξαν πολύ µεγαλύτερο ρόλο στη δηµιουργία της µουσουλµανικής κοινότητας της Κρήτης, ιδίως αν σκεφτούµε ότι ένας µουσουλµάνος µπορούσε να παντρευτεί χριστιανή (που θα σήµαινε ότι τα παιδιά γίνονταν αυτόµατα µουσουλµάνοι), ενώ ένας χριστιανός έπρεπε να εξισλαµιστεί για να παντρευτεί µουσουλµάνα (πρβ. Καραντζίκου – Φωτεινού 2003, ξβ΄-ξστ΄· Kolovos 2008). Υπαινιχθήκαµε άλλωστε και παραπάνω ότι οι εξισλαµισµένοι, για κάποια χρόνια τουλάχιστον, απαλλάσσονταν ίσως και από το σύνολο των φόρων προς το κράτος (πόσο µάλλον που οι περισσότεροι, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εντάσσονταν στο σώµα των γενιτσάρων). Χαρακτηριστικά, το 1658 ο αρχιστράτηγος του οθωµανικού στρατού της Κρήτης ζητά να γίνει περιτοµή στους νεοφώτιστους µουσουλµάνους της περιοχής Ρε-


32

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

θύµνου, επειδή πολλοί χωρικοί µε την πρόφαση του εξισλαµισµού αποφεύγουν την πληρωµή φόρων χωρίς να έχουν προσχωρήσει πραγµατικά στο Ισλάµ (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 65· Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 352). Ενδεικτική είναι και µια διαταγή του διοικητή Κρήτης το 1707, σύµφωνα µε την οποία παιδιά εξισλαµισµένων, των οποίων οι µητέρες παρέµεναν χριστιανές, θα στέλνονταν για κάποιο διάστηµα στο Χάνδακα προκειµένου να λάβουν θρησκευτική εκπαίδευση· σώζεται µάλιστα ένα σχετικό κατάστιχο µε παιδιά από χωριά του Ρεθύµνου, του Αµαρίου και του Αγίου Βασιλείου (Adıyeke 2008b· πρβ. Pashley 1991, 1: 160-61). Ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι ο εξισλαµισµός δεν επέφερε πάντοτε θεαµατική µεταβολή στις συνθήκες διαβίωσης. Επανερχόµενοι στο ζήτηµα των υιοθεσιών που εξετάστηκαν παραπάνω, ας θυµίσουµε την περίπτωση του νεοφώτιστου µουσουλµάνου που αναγκάζεται να παραδώσει την κόρη του (Oğuz 2002, 415)· σε µια άλλη περίπτωση, το 1657, ένας χριστιανός από τα Λεχώρια (;) παραδίδει στον Χαλίλ Μπέη την δίχρονη εγγονή του, η οποία φέρει το µουσουλµανικό όνοµα Γκιουλιστάν (Oğuz 2002, 388). Στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου οι εξισλαµισµοί φαίνεται να έγιναν σποραδικά, µε λίγες εξαιρέσεις. Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφονται όλοι οι γνωστοί ατοµικοί εξισλαµισµοί εντός του ναχιγέ· οι πραγµατικοί αριθµοί ασφαλώς θα ήταν πολύ µεγαλύτεροι, αν και φαίνεται ότι η περιοχή του Αγίου Βασιλείου, µε εξαίρεση το βόρειο τµήµα της, διατήρησε σε µεγάλο βαθµό το χριστιανικό πληθυσµό της χωρίς να αποκτήσει συµπαγείς µουσουλµανικούς πληθυσµούς, όπως αντίθετα έγινε στο γειτονικό Αµάρι, στα χωριά κοντά στο Ρέθυµνο, τον Κάτω Μυλοπόταµο, το Μονοφάτσι, τη Μεσαρά, τη Σητεία ή το Σέλινο.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

33

Πίνακας IV. Μαρτυρούµενοι εξισλαµισµοί στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου, 1654-1747

Σε µερικά χωριά οι µεταβολές ήταν µαζικότερες: οι κάτοικοι της Κοξαρές, για παράδειγµα, δηλώνουν το 1658 ότι τελευταία εξισλαµίσθηκαν δώδεκα άτοµα, τα οποία αποτελούσαν τέσσερις φορολογήσιµες


34

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

εστίες, µε συνέπεια µόνο δέκα άτοµα να παραµείνουν ζιµµή (φόρου υποτελείς χριστιανοί) (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 32-33).13 Μια πρώτη ανάλυση του καταστίχου του 1670, που όπως είδαµε καταγράφει ιδιοκτήτες γης και όχι κατοίκους, δείχνει ότι σε σύνολο 1.753 ιδιοκτητών (πολλοί από τους οποίους ταυτίζονται µεταξύ τους, ενώ περιλαµβάνονται µοναστήρια και βακούφια) οι 240 είναι µουσουλµάνοι. Η µεγαλύτερη συγκέντρωση µουσουλµάνων ιδιοκτητών παρατηρείται στα χωριά Άγιος Βασίλειος (9/23), Ακτούντα (14/41), Ατσιπάδες (34/96), Καστανέ (8/18) και Κοξαρέ (14/33), αφενός δηλαδή στα κοντινότερα χωριά στο Ρέθυµνο αλλά και την πρωτεύουσα του ναχιγέ, αφετέρου γύρω από το Σπήλι (και κοντά στις µουσουλµανικές περιοχές του ναχιγέ Αµαρίου)· όλοι οι ιδιοκτήτες είναι χριστιανοί στα χωριά Αγία Πελαγία, Άγιος Βλάσης, Άγιος Ιωάννης Αβδού, Άγιος Κωνσταντίνος, Αργουλές, Γέροντες, Κάτω Κερά, Καψοδάσος, Κρύα Βρύση, Μαριού, Μύρθιος, Ορνέ, Ροδάκινο, Σαχτούρια, Σελλιά και Σκαλωτή. Εκτός από την Κοξαρέ, για την οποία είδαµε ότι µαρτυρούνται κάποιοι µαζικοί σχετικά εξισλαµισµοί, τα χωριά Λάκκος, Ντιµπλοχώρι και Ατσιπάδες ήταν γνωστά για τους πολλούς µουσουλµάνους τους (Σπανάκης 1991, 164, 455). Οι Ατσιπάδες µάλιστα υποτίθεται ότι εξισλαµίστηκαν µαζικά µετά το κίνηµα του ∆ασκαλογιάννη· ωστόσο, η σύγκριση του κεφαλικού και του έγγειου φόρου του χωριού το 1670-71, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δείχνει ότι έναν αιώνα νωρίτερα το χωριό διέθετε µεγάλη µουσουλµανική κοινότητα. Γνωρίζουµε άλλωστε ότι το 1876-77 το χωριό διέθετε και τζαµί (πηγή: βάση δεδοµένων «Ψηφιακή Κρήτη» του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών / Ι.Τ.Ε.). Σύµφωνα µε µια παράδοση, τα χωριά Ατσιπάδες και Λαµπηνή είχαν µεν εξισλαµισθεί, οι κάτοικοί τους όµως στην πραγµατικότητα ήταν κρυπτοχριστιανοί (Πεπονάκης 1997, 50). Σύµφωνα µε τα ελλιπή στοιχεία της απογραφής του 1834, όπως τα παραδίδει ο Pashley (1991, 2: 230-31), ο ∆ρύµισκος και ο Κισσός είχαν ίσο αριθµό χριστιανικών και µουσουλµανικών οικογενειών, ενώ συντριπτικά µουσουλµανικός ήταν ο πληθυσµός των Αγκουσελιανών (δεν αναφέρονται αριθµοί για όσα χωριά αναφέραµε παραπάνω). Τα σωζόµενα 13. Σε λίγο προγενέστερο έγγραφο οι αριθµοί παρουσιάζονται αντίστροφα (δέκα εξισλαµισµένες, τέσσερις χριστιανικές οικογένειες), ενώ αναφέρεται και ο κάτοικος του χωριού Μουσταφά, εκµισθωτής των φόρων: Παπιοµύτογλου 1995, 30.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

35

ιεροδικαστικά έγγραφα, εξάλλου, αναφέρουν συχνά µουσουλµάνους ιδιοκτήτες γης (όπως ένας γενίτσαρος δήµιος που το 1659 αγοράζει χωράφια στη Λαµπηνή [Παπιοµύτογλου 1995, 86-87]) αλλά και κατοίκους χωριών της περιοχής (όπως ο σιδηρουργός Μεχµέτ Αγάς από τους Ατσιπάδες το 1742 [Παπιοµύτογλου 1995, 250] ή ο Χατζή Αµπντουλλάχ, κάτοικος των Παλαιόλουτρων το 1743 (Παπιοµύτογλου 1995, 260]). Είναι γνωστό άλλωστε ότι η γειτονική περιοχή του δυτικού Αµαρίου είχε µουσουλµανικό κατά πλειονότητα πληθυσµό, αναφέρεται µάλιστα και η ύπαρξη τζαµιού στο Γερακάρι ήδη το 1783 (Παπιοµύτογλου 1995, 334· Πούλιος 2007, 49-51). Το 1743 µαρτυρείται η θανάτωση ενός µουσουλµάνου δεύτερης τουλάχιστον γενιάς (ο αδελφός του, Μεχµέτ Μουσαδάκις γιος Αλή, διέµενε στο Ρέθυµνο) από τα Ακτούντα, µε την κατηγορία ότι ήταν κρυπτοχριστιανός (Παπιοµύτογλου 1995, 268-69)· µη διαθέτοντας το πρωτότυπο έγγραφο δεν µπορούµε να επιβεβαιώσουµε αυτό το γεγονός. Πάντως, στο κατάστιχο που καταγράφει τις δηµεύσεις περιουσιών στο λιβά Ρεθύµνου µετά την επανάσταση του 1821 (ML.VRD.TMT 16198, Başbakanlık Osmanlı Arşivi), το αντίστοιχο δηλαδή του γνωστού «Κώδικα των Θυσιών» της ανατολικής Κρήτης, καταγράφονται οκτώ αποστάτες που µεταστράφηκαν στο χριστιανισµό, όλοι τους από τα Κούµια (Adıyeke – Adıyeke 2004, 38 πίν. 2· πρβ. [για το 1858] Πεπονάκης 1997, 124 σηµ. 161)· σε ιεροδικαστικά έγγραφα της ίδιας εποχής απαντώνται αποστάτες από τον Άγιο Βασίλειο, τις Μέλαµπες, ενδεχοµένως και από αλλού (Adıyeke – Adıyeke 2004, 38-39). Ας σηµειωθεί εδώ ότι το να θεωρήσουµε τόσο τους εξισλαµισµούς όσο και τις µεταστροφές στο χριστιανισµό ως εκούσιους ή µη είναι σχετικό, καθώς πάντα παίζει ρόλο το γενικότερο κλίµα στην ύπαιθρο, το οποίο µπορεί να εξαναγκάζει σε θρησκευτική µεταστροφή χωρίς την παρέµβαση κάποιας εξουσιαστικής αρχής (πρβλ. Πούλιος 2007, 39-40). Αξιοσηµείωτη εξάλλου είναι η περίπτωση ενός γιου εξισλαµισµένου από τους Ατσιπάδες, ο οποίος το 1706 ζήτησε και πέτυχε από το ιεροδικείο να επιστρέψει στον χριστιανισµό, επειδή είχε εξισλαµισθεί τρία χρόνια πριν όντας ανήλικος υπό την κηδεµονία του πατέρα του (Adıyeke 2008b). Τελειώνοντας, αξίζει να πούµε δυο λόγια για τις ελάχιστες γνωστές «δικαστικές» υποθέσεις που αφορούν το ναχιγέ. Προφανώς εάν σώζονταν τα κατάστιχα του τοπικού ναΐπη ή αν µας ήταν προσβάσιµα έστω τα


36

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

κατάστιχα του ιεροδικείου Ρεθύµνου, θα είχαµε µια πολύ καλύτερη εικόνα της καθηµερινότητας της περιοχής. ∆υστυχώς οι διαθέσιµες πηγές αυτή τη στιγµή είναι σχεδόν µηδαµινές. Ενδεικτικά, από τους δύο πρώτους κώδικες του ιεροδικείου Ρεθύµνου µόνο δύο «δικαστικές» υποθέσεις αφορούν την περιοχή του Αγίου Βασιλείου. Στην πρώτη, το 1651, µαθαίνουµε ότι ένας κάτοικος του Αγίου Βασιλείου ήρθε σε συµβιβασµό µε κάτοικο του χωριού Μιξόρρουµα για µια απροσδιόριστη αντιδικία σχετικά µε ενάµισυ µουζούρι κριθάρι (Oğuz 2002, 468). Η δεύτερη, όπου συλλαµβάνεται το 1657 ο Γιώργης από τα Σφακιά, επειδή µαζί µε πέντε συντρόφους του έκλεψαν 28 πρόβατα του Κιουτσούκ Αλή Μπεσέ από τον Άγιο Βασίλειο (Oğuz 2002, 388-89) µπορεί να παραλληλιστεί και µε άλλες αναφορές σχετικά µε τη δράση Σφακιανών στην επαρχία. Σύµφωνα µε ένα έγγραφο του 1722, δύο αδέλφια από τα Σφακιά µαχαίρωσαν διάφορους χριστιανούς στον Ασώµατο και τη Μύρθιο (Παπιοµύτογλου 1995, 179-81). Εν γένει η επαρχία Αγίου Βασιλείου φαίνεται να ήταν µάλλον ένας από τους «ηρεµότερους» ναχιγέδες της Κρήτης· σποραδικά ωστόσο βλέπουµε συµµετοχή κατοίκων του σε διάφορες ληστρικές ή επαναστατικές κινήσεις. Το 1702 ο τέως Γραµµατικός της Πόρτας κατηγορούσε έτσι κάτοικο του χωριού Σαχτούρια ότι υποθάλπει τους χαΐνηδες (Σταυρινίδης 1975/87, 3: 248), ενώ ο Βάτος φαίνεται να συµµετείχε στην εξέγερση του ∆ασκαλογιάννη το 1770 (Παπιοµύτογλου 1995, 330-31). Τα µοναστήρια Πρωταρχικό ρόλο στην οικονοµική και κοινωνική οργάνωση και ζωή της επαρχίας φαίνεται να έπαιξαν τα µοναστήρια. Σε γενικές γραµµές οι Οθωµανοί προστάτευσαν τα µοναστήρια της περιοχής, καθώς αποτελούσαν στοιχείο οµαλής λειτουργίας της οικονοµικής ζωής, ενώ απέφεραν και αµοιβαία νοµιµοποίηση µε την οθωµανική εξουσία (βλ. π.χ. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 126-27). Σύµφωνα µε έγγραφο του 1658 ο παπα-Νικόλαος από τα Λευκόγεια ενάγει τον µουτεβελή (διαχειριστή) του τζαµιού και τεκέ του Βελή Πασά, ζητώντας να αναγνωριστεί η αφιέρωση κτηµάτων στο Μιξόρρουµα και τη Λαµπηνή στη µονή ∆ισκούρι, τα οποία φέρεται να καταπατούσε το βακούφι του Βελή Πασά. Η αγωγή ωστόσο απορρίφθηκε, καθώς τα κτήµατα αυτά είχαν πουληθεί στο βα-


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

37

κούφι λόγω αυτοµόλησης των κατόχων τους στο εχθρικό στρατόπεδο (Σταυρινίδης 1975/87, 1: 27-28· Παπιοµύτογλου 1995, 53-55· πρβ. Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001, 347). Σε έγγραφο του ίδιου έτους αναφέρεται η µονή Αγίου Πνεύµατος, µε ηγούµενο τον παπα-Ακάκιο, η οποία κατείχε πρόβατα, µουριές και µεταξοσκώληκες και µετόχι µε το όνοµα Πυργιώτη.14 Στην απογραφή του 1650, όπου αναφέρονται όλα τα µοναστήρια της Κρήτης µαζί (ΤΤ 820, σελ. 63-64), καταγράφονται τρία µοναστήρια ως ανήκοντα στο ναχιγέ Αγίου Βασιλείου: ο Άγιος Θωµάς, ο Άγιος Ιωάννης Θεολόγος [;] και ο Άγιος Ιωάννης Θωδαράκη [;] µε το µετόχι Θεολόγου [;]. Οι κατ’ αποκοπή ετήσιοι φόροι τους είναι αντίστοιχα 15, 10 και 10 γρόσια. Στο απογραφικό κατάστιχο του 1670 καταγράφονται πάλι τρία µοναστήρια στο ναχιγέ του Αγίου Βασιλείου, µε διαφορετικές όµως ονοµασίες που πλέον µπορούν να ταυτιστούν µε γνωστά και υπάρχοντα σήµερα µοναστήρια (Μπαλτά – Oğuz 2007, 537-39). Η µονή του Αγίου Πνεύµατος, στον Κισσό, µε τρεις µοναχούς, είχε τα µεγαλύτερα κτήµατά της γύρω από το µοναστήρι (29 τζερίπια και 137 ελιές), στα χωριά Κούµια και Λίγκρες (30 τζερίπια) και στην Αγία Τριάδα Πυργιώτισσας (105 τζερίπια)· πλήρωνε ετησίως 8.000 άσπρα κατ’ αποκοπή στο σουλτανικό ταµείο, καθώς αποτελούσε (όπως και η συντριπτική πλειονότητα των χωριών του ναχιγέ) σουλτανικό χάσι. Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδροµος (Βεργή, Βούλγαρη), στις Μέλαµπες, µε τέσσερις µοναχούς, είχε κτήµατα κυρίως κοντά στο ίδιο χωριό και στο Βρωµόνερο Αµαρίου, πληρώνοντας ετησίως 2.600 άσπρα. Τέλος, ο «Άγιος Ιωάννης Θεολόγος Λαυρώτη», η Πίσω Μονή Πρέβελη δηλαδή, καταγράφεται µε τέσσερις µοναχούς και µικρή σχετικά περιουσία στα χωριά Γιαννού, Αγία Παρασκευή, Λευκόγεια, Ασώµατο, Ατσιπάδες και Καστανέ· πλήρωνε ετησίως 3.000 άσπρα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά της µονής στο κατάστιχο ως «ιδιοκτησίας του Θωµά, ηγουµένου της µονής Αρσανίου Ρεθύµνου» (der tasarruf-ı Toma). Ας σηµειωθεί εδώ ότι η παράδοση για τον Ακάκιο Πρέβελη, ο οποίος φέρεται να έχτισε πρώτος 14. Σταυρινίδης 1975/87, 1: 36 (διαβάζει το όνοµα του ηγουµένου ως «Ιφάκη (;)»)· Παπιοµύτογλου 1995, 51. Η µονή αναφέρεται και σε έγγραφο του 1720, µε ηγούµενο τον Πάµφιλο· σηµειώνεται δε και ο αδελφός και προκάτοχός του Νεκτάριος, εν ενεργεία έξι χρόνια πριν (Σταυρινίδης: 1975/87, 4: 58-59).


38

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

κτίσµατα στο Πίσω Μοναστήρι την ίδια περίοδο (Παπαδάκις 1978, 125), δεν επιβεβαιώνεται, καθώς τα ονόµατα των µοναχών που αναφέρονται είναι Φιλόθεος, Νικόδηµος και Παρθένιος. Ευνόητο είναι ότι η µελέτη των οθωµανικών αρχείων των µονών, όπου αυτά σώζονται, θα προσφέρει στην έρευνα πλούσιο υλικό για την οικονοµική και κοινωνική ιστορία της περιοχής.


Χάρτης 1. Όρια του ναχιγέ Αγίου Βασιλείου κατά τον 17ο αιώνα

Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

39


Χάρτης 2. Ιεράρχηση των οικισµών σύµφωνα µε την απογραφή Καστροφύλακα (1583). Πηγή: Σπανάκης 1991.

40 ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ


Χάρτης 3. Ιεράρχηση των οικισµών σύµφωνα µε την απογραφή του 1650. Πηγή: ΤΤ 820.

Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

41


Χάρτης 4. Ιεράρχηση των οικισµών σύµφωνα µε την απογραφή του κεφαλικού φόρου του 1671/2. Πηγή: ΤΤ 980.

42 ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ


Χάρτης 5. Ιεράρχηση των οικισµών σύµφωνα µε τους έγγειους φόρους του 1670.. Πηγή: ΤΤ 822, Μπαλτά - Oğuz 2007.

Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

43


44

ΠΗΓΕΣ

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Α. Αρχειακό υλικό Tapu Tahrir 820 (αναλυτικό φορολογικό κατάστιχο του 1650), Οθωµανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Başbakanlık Osmanlı Arşivi), Κωνσταντινούπολη. Tapu Tahrir 822 (φορολογικό κατάστιχο του 1670), Οθωµανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Başbakanlık Osmanlı Arşivi), Κωνσταντινούπολη. Tapu Tahrir 980 (κατάστιχο κεφαλικού φόρου, 1671/2), Οθωµανικό Αρχείο της Πρωθυπουργίας (Başbakanlık Osmanlı Arşivi), Κωνσταντινούπολη. Τουρκικό Αρχείο Ηρακλείου (Τ.Α.Η.), Βικελαία ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο. Β. Βιβλιογραφία Αλεξίου – Αποσκίτη 1995: Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη (επιµ.), Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή του Ρεθυµναίου. Ο Κρητικός Πόλεµος (1645-1669), Αθήνα 1995. Βαρούχα – Χαιρέτη – Σαρηγιάννης 2008: Μαρία Βαρούχα, Φωτεινή Χαιρέτη και Μαρίνος Σαρηγιάννης, Ιεροδικείο Ηρακλείου. Πέµπτος Κώδικας (1673-1675, 1688-1689), επιµ. Ε. Α. Ζαχαριάδου, Ηράκλειο 2008. Γρυντάκης 1998: Γιάννης Γρυντάκης, Η κατάκτηση της ∆υτικής Κρήτης από τους Τούρκους. Η στάση των κατοίκων του διαµερίσµατος Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 1998. Καραντζίκου – Φωτεινού 2003: Ελένη Καραντζίκου και Πηνελόπη Φωτεινού, Ιεροδικείο Ηρακλείου. Τρίτος Κώδικας (1669/73 – 1750/67), επιµ. Ε. Α. Ζαχαριάδου, Ηράκλειο 2003. Κολοβός 2006: Ηλίας Κολοβός, «Ο ναχιγιές του Μυλοποτάµου το 1671: τα νέα δεδοµένα της οθωµανικής κατάκτησης», Ε. Γαβριλάκη – Γ. Ζ. Τζιφόπουλος (επιµ.), Ο Μυλοπόταµος από την Αρχαιότητα ως σήµερα. Περιβάλλον – Αρχαιολογία – Ιστορία – Λαογραφία – Κοινωνιολογία. Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου, τ. VI: Βενετοκρατία – Τουρκοκρατία, Ρέθυµνο 2006, σελ. 151-73.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

45

Μπαλτά 2006: Ευαγγελία Μπαλτά, «Ο ναχιγιές Μυλοπόταµος στα χρόνια του Κρητικού Πολέµου», Ε. Γαβριλάκη – Γ. Ζ. Τζιφόπουλος (επιµ.), Ο Μυλοπόταµος από την Αρχαιότητα ως σήµερα. Περιβάλλον – Αρχαιολογία – Ιστορία – Λαογραφία – Κοινωνιολογία. Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου, τ. VI: Βενετοκρατία – Τουρκοκρατία, Ρέθυµνο 2006, σελ. 101-150. Μπαλτά – Oğuz 2007: Ευαγγελία Μπαλτά – Mustafa Oğuz, Το οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου. Tapu-tahrir 822, Ρέθυµνο 2007. Παπαδάκις 1978: Μιχ. Μ. Παπαδάκις, Το µοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978. Παπιοµύτογλου 1995: Γιάννης Ζ. Παπιοµύτογλου, Έγγραφα ιεροδικείου Ρεθύµνης, 17ος-18ος αι.: οι µεταφράσεις του «Βήµατος» Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1995. Πεπονάκης 1997: Μανόλης Γ. Πεπονάκης, Εξισλαµισµοί και επανεκχριστιανισµοί στην Κρήτη (1645-1899), [Νέα Χριστιανική Κρήτη: Παράρτηµα αρ. 2], Ρέθυµνο 1997. Πούλιος 2007: Στέφανος Πούλιος, «Το κίνηµα του 1889 στην Κρήτη και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους µουσουλµάνους: καταστροφές περιουσιών, κρατική αντίδραση και ιδεολογικές προεκτάσεις», αδηµοσίευτη τελική µεταπτυχιακή εργασία, Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας (Πανεπιστήµιο Κρήτης), Πρόγραµµα Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Τουρκολογία (σε συνεργασία µε ΙΜΣ/ΙΤΕ), Ρέθυµνο 2007. Σπανάκης 1991: Στέργιος Γ. Σπανάκης, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, 2 τόµοι (µε ενιαία σελιδαρίθµηση), Ηράκλειο 1991. Σταυρινίδης 1970: Νικόλαος Σταυρινίδης, «Απογραφικοί πίνακες της Κρήτης», Κρητικά Χρονικά 22 (1970), 119-132. Σταυρινίδης 1975/87: Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. Α΄Ε΄, Ηράκλειο 1975-1987. Adıyeke – Adıyeke 2000: Nükhet Adıyeke και Nuri Adıyeke, “Newly Discovered in Turkish Archives: Kadı Registers and other Documents on Crete”, Turcica 32 (2000), 447-463. Adıyeke – Adıyeke – Balta 2001: Α. Nükhet Adıyeke – Νuri Adıyeke – Εvangelia Balta, “The Poll Tax in the Years of the Cretan War: Symbol of Submission and Mechanisms of Avoidance”, Θησαυρίσµατα 31 (2001), 323-59.


46

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Adıyeke – Adıyeke 2004: A. Nükhet Adıyeke και Nuri Adıyeke, «Οι αποστασίες από το ισλάµ στην Κρήτη στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης», µετάφρ. Η. Κολοβός, Κρητολογικά Γράµµατα 19 (2004), 33-41. Adıyeke 2004: A. Nükhet Adıyeke, «Υποθέσεις αντιδικιών ανάµεσα σε µουσουλµάνους από τα ιεροδικαστικά κατάστιχα του Ρεθύµνου κατά τον 17ο αιώνα», µετάφρ. Μ. Βουγιουκαλάκη, ∆. Κάκος, Ε. Καλογεροπούλου, Π. Κροκίδας, Σ. Πούλιος, Κρητολογικά Γράµµατα 19 (2004), 9-32. Adıyeke 2008a: A. Nükhet Adıyeke, “Farming Out of Mukataas as Malikâne in the Eighteenth Century: the Rethymno Case”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Adıyeke 2008b: Nuri Adıyeke, “Multi-Dimensional Complications of Conversion to Islam in Ottoman Crete”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Balta 1997: Evangelia Balta, Problèmes et approches de l’histoire ottomane. Un itinéraire scientifique de Kayseri à Eğriboz, Κωνσταντινούπολη 1997. Barozzi 2004: Francesco Barozzi, Descrittione dell’Isola di Creta (Περιγραφή της Κρήτης) (1577/8). Μια γεωγραφική και αρχαιολογική περιγραφή της Κρήτης στα χρόνια της Αναγέννησης, επιµ. Σ. Κακλαµάνης, Ηράκλειο 2004. Bonneval – Dumas 2000: Philippe de Bonneval – Mathieu Dumas, Αναγνώριση της νήσου Κρήτης. Μια ανέκδοτη µυστική έκθεση του 1783, Γ. Β. Νικολάου – Μ. Γ. Πεπονάκης (επιµ.), Ρέθυµνο 2000. Faroqhi 2008: Suraiya Faroqhi, “Fifty Years After the Conquest: Eighteenth-Century Reforms in Ottoman Crete”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Greene 2005: Molly Greene, Κρήτη: ένας κοινός κόσµος. Χριστιανοί και Μουσουλµάνοι στη Μεσόγειο των Πρώιµων Νεότερων Χρόνων, µετάφραση στα ελληνικά Ελένης Γκαρά-Θέµιδας Γκέκου, Αθήνα 2005.


Ο ΝΑΧΙΓΕΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

47

Gülsoy 2004: Ersin Gülsoy, Girit’in fethi ve osmanlı idaresinin kurulması (1645-1670), Κωνσταντινούπολη 2004. Gülsoy 2008: Ersin Gülsoy, “The Legal and Economic Status of the Reaya of Crete During Ottoman Rule (1645-1670)”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Kermeli 2006: Eugenia Kermeli, “Children Treated as Commodity in Ottoman Crete”, E. Kermeli – O. Özel (επιµ.), The Ottoman Empire: Myths, Realities and ‘Black Holes’. Contributions in Honour of Colin Imber, Κωνσταντινούπολη 2006, σελ. 269-82. Kermeli 2008: Eugenia Kermeli, “Caught In Between Faith and Cash: The Ottoman Land System of Crete, 1645-1670” , υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Kiel 1990: Machiel Kiel, “Remarks on the Administration of the Poll Tax (cizye) in the Ottoman Balkans and Value of Poll Tax Registers (cizye defterleri) for Demographic Research”, Etudes Balkaniques 26/4 (1990), 70-104. Kolovos 2007: Elias Kolovos, “Beyond ‘Classical’ Ottoman Defterology: A Preliminary Assessment of the Tahrir Registers of 1670/71 Concerning Crete and the Aegean Islands”, στο E. Kolovos, Ph. Kotzageorgis, S. Laiou, M. Sariyannis (επιµ.), The Ottoman Empire, the Balkans, the Greek Lands: Toward a Social and Economic History (Studies in Honor of John C. Alexander), Κωνσταντινούπολη 2007, σελ. 201-35. Kolovos 2008: Elias Kolovos, “A Town for the Besiegers: Social Life and Marriage in Ottoman Candia Outside Candia (1650-1669)”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. McGowan 1981: Bruce McGowan, Economic Life in Ottoman Europe. Taxation, Trade and the Struggle for Land, 1600-1800, Καίµπριτζ και Παρίσι 1981.


48

ΜΑΡΙΝΟΣ ΣΑΡΗΓΙΑΝΝΗΣ

Na’ima 1864/66: Mustafâ Na’îmâ, Tarih-i Na’îmâ, 6 τόµοι, Κωνσταντινούπολη 1281-2 Εγίρας (1864-66). Oğuz 2002: Mustafa Oğuz, Girit (Resmo) Şer‘iye Sicil Defterleri (10611067), αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήµιο Μαρµαρά, Κωνσταντινούπολη 2002. Özcan 2000: Abdülkadir Özcan (επιµ.), Anonim Osmanlı Tarihi (1099/1116-1688-1704), Άγκυρα 2000. Pamuk 2000: Şevket Pamuk, A Monetary History of the Ottoman Empire, Καίµπριτζ 2000. Pashley 1991: Robert Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, µετάφρ.-επιµ. ∆. Γόντικα, 2 τόµοι, Ηράκλειο 1991. Price et al. 2008: Simon R. F. Price, Oliver Rackham, Machiel Kiel, Lucia Nixon, “Sphakia in Ottoman Census Records: A Vakıf and Its Agricultural Production”, υπό δηµοσίευση στο A. Anastasopoulos (επιµ.), The Eastern Mediterranean under Ottoman Rule: Crete, 1645-1840 (Halcyon Days in Crete VI, A Symposium Held in Rethymno, 13-15 January 2006), Ρέθυµνο 2008. Silahdar 1928: Ahmed Refik (επιµ.), Silâhdâr Fındıklılı Mehmed Ağa: Silâhdâr Tarihi (Türk Tarih Encümeni Külliyâti 10), 2 τόµοι, Κωνσταντινούπολη 1928.


ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ K. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

Το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής 20 Ιανουαρίου 1829

Σαν το σιτάρι σπέρνεται στον κόσµον η αλήθεια Κι’ απ’ τον καθάριο σπόρο της φυτρώνουν παραµύθια. Καλότυχος όποιος µπορεί τα στάχυα να θερίση Και το σιτάρι απ’ τ’ άχυρο καλά να ξεχωρίση. Για τον µικρό τον κόπο του µεγάλο κέρδος µένει: Όλη η αλήθεια που θα βρη στα ψέµατα κρυµµένη! Γεώργιος ∆ροσίνης

Εισαγωγή Η Λαµπηνή είναι χωριό της πρώην Επαρχίας Αγ. Βασιλείου, του Νοµού Ρεθύµνης και ∆ηµοτικό ∆ιαµέρισµα του ∆ήµου Λάµπης. Απέχει από το Ρέθυµνο 25 χιλιόµετρα και 1 χιλιόµετρο περίπου από την επαρχιακή οδό Ρεθύµνου - Αγίας Γαλήνης, µε την οποία συνδέεται µε διακλάδωση αριστερά, στο χωριό Μιξόρρουµα. Είναι χτισµένη σε υψόµετρο 460 µ., έχει θαυµάσιο κλίµα και κατά την απογραφή του 2001 είχε πληθυσµό 171 κατοίκους. Η πιθανότερη εκδοχή για την ονοµασία της είναι αυτή που υποστηρίζει ότι οφείλεται στην εκκλησία της «Παναγίας της Λαµπηνής». Πρόκειται για σταυροειδή βυζαντινό ναό, µε τρούλο, τοιχογραφηµένο, στην κόγχη του ιερού του οποίου αποκαλύφθηκε, τη δεκαετία του 1950, τοιχογραφία της Θεοτόκου, που φέρει την επιγραφή: «Η ΛΑΜΠΗΝΗ». Όπως σηµειώνει ο Προϊστάµενος της 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Μιχάλης Ανδριανάκης στην ανακοίνωσή του, η οποία δηµοσιεύεται στο 2ο τόµο των πρακτικών του παρόντος συνεδρίου, «το πρώτο στρώµα ζωγραφικής χρονολογείται περί τα τέλη του 12ου αιώνα. Τα επόµενα ένα ή δυο στρώµατα ζωγραφικής χρονολογούνται στον πρώιµο 14ο αιώνα και είναι έργο περισσότερων του ενός ζωγράφων». Η Λαµπηνή υπήρξε, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, έδρα της Επισκοπής Λάµπης, η οποία περιελάµβανε τις επαρχίες Αγίου Βασιλείου και Αµαρίου, στις οποίες αργότερα προστέθηκε και η Επαρχία Σφακίων1 (Καλοκύρης 1956, 310, 313, 315 και 316). 1 Καλοκύρης 1956: Κ. ∆. Καλοκύρης, «Η Επισκοπή Λάµπης και η Παναγία η Λαµπηνή», Κρητικά Χρονικά 10 (1956), 305-316.


50

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

Λάµπη ονοµαζόταν, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και η περιοχή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και οι κάτοικοι αυτής Λαµπαίοι2 (Κριτοβουλίδης 1859, 30, 31, 61 και 563).

O Ναός της Παναγίας «της Λαµπηνής»

Η Παναγία «η Λαµπηνή»

2 Κριτοβουλίδης 1859: Κ. Κριτοβουλίδης, Αποµνηµονεύµατα του περί της Αυτονοµίας της Ελλάδος Πολέµου των Κρητών, Εν Αθήναις 1859.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

51

Το Ολοκαύτωµα

Στην εκκλησία της «Παναγίας της Λαµπηνής» γράφτηκε, κατά το τελευταίο έτος της Ελληνικής Επανάστασης, δηλ. το 1829, µια τραγική σελίδα της ιστορίας. Στη Λαµπηνή κατοικούσε ένας φοβερός Τούρκος, απόγονος Ενετών φεουδαρχών, που είχαν αλλαξοπιστήσει µετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, ο Αλµπάνης. Ο Αλµπάνης, που ήταν µεγάλος γαιοκτήµονας, διατηρούσε αρχοντικό στη Λαµπηνή, το οποίο σώζεται και µεγάλη περιουσία όχι µόνο στη Λαµπηνή, αλλά και στο Πέραµα και στην Αγία Τριάδα και στην περιοχή, που σήµερα εξακολουθεί να φέρει το όνοµά του, «του Αλµπάνη το Μετόχι». Εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης, ο Αλµπάνης, όπως και πολλοί Τούρκοι της περιοχής, είχε εγκαταλείψει τη Λαµπηνή και κατοικούσε στο Ρέθυµνο, από το οποίο µε το ασκέρι του εξορµούσε εναντίον των ανυπότακτων χωριών. Μια από τις επιδροµές αυτές έγινε στις 20 Ιανουαρίου του 1829, ηµέρα Κυριακή, εορτή του Οσίου Ευθυµίου, εναντίον του χωριού της καταγωγής του, της Λαµπηνής. Αφορµή για την επιδροµή, σύµφωνα µε την παράδοση, αποτέλεσε το γεγονός ότι ο Φουρογιάννης, από τη Λαµπηνή, είχε πυροβολήσει κάποτε, χωρίς επιτυχία, τον Αλµπάνη. Λογικότερη όµως φαίνεται η εκδοχή ότι ο Αλµπάνης ήθελε να εκδικηθεί όλο το χωριό, επειδή, κατά το διάστηµα της απουσίας του, οι χωριανοί δεν είχαν σεβαστεί το σπίτι του και τα κτήµατά του3 (Απανωµεριτάκης 1978, 14). Ο Αλµπάνης φαίνεται ότι είχε κρυφτεί την προηγούµενη, µε την παρέα του, στο «Μετόχι Καλογεράδω» και, πριν ακόµη ξηµερώσει, έφτασε στο χωριό, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ο βιγλάτορας (φρουρός) εκείνης της βραδιάς, απ’ ό,τι και πάλι αναφέρει η παράδοση, που κατά σύµπτωση ήταν ο Φουρογιάννης, εγκατέλειψε τα καθήκοντά του, άφησε δηλαδή αφύλαχτα τα υψώµατα, απ’ όπου κανείς µπορούσε να ελέγχει τα 3 Απανωµεριτάκης 1978: Κ. Απανωµεριτάκης, Ύµνος και Θρήνος, Ανάτυπο από το περιοδικό Κρητική Εστία, Ρέθυµνο 1978: «Στη Λαµπινή οι γκιαούρηδες ζουν και καλοπερνούνε, κι’ αλίµπερτοι κι’ ασύδοτοι το βιος του καταλούνε. Κάθουνται στα κονάκια-ν-του, ρέµπουνται στις αυλές του, µαζώνου(ν) τζι βεντέµες του και τρώνε τσι σοδειές του. Κι’ α στέκεται, κι αν πορπατεί, έχει την ίδια σκέψη: ποιον τρόπο να µηχανευτή για να τσι ξολοθρέψει».


52

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

περάσµατα και, εξαιτίας ίσως της βαρυχειµωνιάς και του ότι έπιασε και ένα λαγό, κατηφόρισε προς τη Λαµπηνή. Πρώτη αντιλήφθηκε τους Τούρκους η γυναίκα του Φουρογιάννη, που βρισκόταν στο σπίτι της και έβαλε τις φωνές. Ο Φουρογιάννης και µερικοί άλλοι χωριανοί έφυγαν, για να σωθούν. Οι υπόλοιποι χωριανοί ήταν στην εκκλησία, έχοντας και µικρό αριθµό όπλων, άχρηστων στην ουσία, γιατί η εκκλησία δεν είχε τα σηµερινά παράθυρα και τα µοναδικά ανοίγµατα της ήταν η πόρτα και οι φεγγίτες του τρούλου. Παρ’ όλα αυτά, είναι µαρτυρηµένο ότι πρόβαλαν αντίσταση και ότι αντάλλαξαν πυροβολισµούς µε τους Τούρκους, από τους οποίους σκοτώθηκαν δυο-τρεις Τούρκοι. Οι Τούρκοι καλούσαν τους χριστιανούς να παραδοθούν, αλλά συναντούσαν την άρνησή τους. Και τότε µεταχειρίστηκαν τον εξής τρόπο, για να τους εξαναγκάσουν σε παράδοση. Βουτούσαν σε λάδι πανιά, τα άναβαν και τα έριχναν µέσα στην εκκλησία από τους φεγγίτες του τρούλου. Στη συνέχεια έβαλαν φωτιά και στην πόρτα της εκκλησίας. Οι κλεισµένοι υπέφεραν από τους καπνούς, τις φωτιές και την έλλειψη οξυγόνου. Μέσα στην αγωνία τους άκουσαν τη φωνή του Αλµπάνη, που τους καλούσε να παραδοθούν και τους διαβεβαίωνε ότι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Ο Περδικογιάννης, που πίστεψε τα λόγια του Τούρκου, άνοιξε την πόρτα και πέταξε έξω τα όπλα. Οι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία και µπήκαν µέσα στην εκκλησία και έσφαξαν όλους τους άντρες και στη συνέχεια τους έκαψαν. Στη Λαµπηνή έχουµε µια µισοτελειωµένη λειτουργία, όπως και στην Κωνσταντινούπολη. Τα γυναικόπαιδα, που ήταν µέσα στην εκκλησία και όσα άλλα είχαν βρεθεί στα σπίτια τους, τα οδήγησαν στο Ρέθυµνο και στη συνέχεια τα πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Τον παπα-Παναγιώτη δεν τον έσφαξαν, αλλά τον µετέφεραν και αυτόν στο Ρέθυµνο, όπου την άλλη µέρα ταλαιπωρηµένος, κακοποιηµένος και εξουθενωµένος πέθανε µέσα σ’ ένα Τζαµί, στη «Σοχώρα», στο οποίο τον έσυρε ένας Χότζας, ελευθερώνοντάς τον από το αγριεµένο πλήθος των αλλόθρησκων, γιατί τον λυπήθηκε. Είναι αξιοσηµείωτο ότι το γεγονός δεν ξεχάστηκε και ότι το µνηµόσυνο, για τους ολοκαυτωθέντες κατοίκους της Λαµπηνής, τελείται, από το επόµενο έτος της θυσίας τους, ανελλιπώς και µάλιστα, προτού πάρει επισηµότερο χαρακτήρα, µε τη συµµετοχή όλων των κατοίκων του χωριού, µε τη συµβολική προσφορά µιας φούχτας σταριού από κάθε σπίτι, για να φτιαχτούν τα κόλλυβα.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

Οι γραπτές µαρτυρίες

53

Οι γραπτές µαρτυρίες για το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής έµελλε να έλθουν στο φως εντελώς αντίστροφα από την καταγραφή τους. Το 1890 τυπώθηκε στο Ρέθυµνο η Γεωγραφία της Κρήτης του ∆ασκάλου Εµµανουήλ Σ. Λαµπρινάκη, εις την οποία σηµειώνεται: «Προς ΝΑ. κείται η Λαµπινή κώµη παραποτάµιος και κεντρική, έδρα του επισκόπου Λάµπης, αγορασθείσης της επισκοπής υπό του Θεοφ. Ευµενίου Ξερουδάκη τω 1888 (13 Μαρτίου). Η οικοδοµή αυτή είχε δηµευθή υπό των Γιαννιτσάρων τω 1770 µετά προηγουµένην σφαγήν του τότε επισκόπου. Τω δε 1827 (20 Ιανουαρίου) επυρπολήθη υπό των Τούρκων ο µεγαλοπρεπής Βυζαντιακός εν τη κώµη ναός της Κοιµήσεως µετά των εκκλησιαζοµένων χριστιανών. Ύπερθεν της κώµης ταύτης έκειτο η παλαιά Λάµπη, πόλις επισκοπική κατεδαφισθείσα υπό του Μετέλλου και ανακτισθείσα υπό του Αυγούστου. Εκ ταύτης ωνοµάσθησαν η κώµη, ο δήµος και όλη η επαρχία»4 (Λαµπρινάκης 1890, 65). ∆ιευκρινίζω ότι ο µνηµονευόµενος Επίσκοπος είναι ο Ευµένιος Ξηρουδάκης. Το 1970 ανατυπώθηκε στο Amsterdam, για πρώτη φορά, το βιβλίο του Άγγλου περιηγητή Pashley, µε τον τίτλο: «Travels in Crete», που είχε πρωτοεκδοθεί στο Λονδίνο, το 1837. Το 1989 ανατυπώθηκε στην Αθήνα, για δεύτερη φορά και το 1991 εκδόθηκε στο Ηράκλειο, για πρώτη φορά στα ελληνικά. Ο Pashley, ο οποίος ίσως είναι ο µόνος περιηγητής, που έχει καταγράψει το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής, ένα βράδυ Παρασκευής και συγκεκριµένα στις 21 Φεβρουαρίου του 1834, φιλοξενείται στο σπίτι του Σπύρου Παπαδάκη, που είναι προεστός της Πηγής. Μεταφέρω εδώ από την πρώτη ελληνική έκδοση, όσα αναφέρει ο Pashley, που έχουν σχέση µε τη Λαµπηνή. «Μετά το θάνατο του Χατζηµιχάλη οι Τούρκοι του Ρεθύµνου έκαναν συχνές νυχτερινές επιδροµές σε χωριά, καµιά φορά µάλιστα πολύ αποµακρυσµένα. Αιφνιδίαζαν τους ανθρώπους, ενώ συχνά κατόρθωναν να σκοτώσουν τους άντρες και να αιχµαλωτίσουν τις γυναίκες και τα παιδιά. Εκτός από τη γυναίκα – υπηρέτη στο σπίτι του οικοδεσπότη µου, υπάρχει ακόµα ένα θηλυκό που φαίνεται να είναι φίλη και βοηθός της γυναί4 Λαµπρινάκης 1890: Ε. Σ. Λαµπρινάκης, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυµνα 1890.


54

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

κας του, καθώς και ένα µικρό παιδί που απέκτησε µε τον ακόλουθο τρόπο. Είκοσι µέρες µετά τα Χριστούγεννα που ακολούθησαν το θάνατο του Χατζηµιχάλη, λίγο πριν από τα µεσάνυχτα ενός Σαββάτου, µια µεγάλη οµάδα οπλισµένων Τούρκων έφυγε από το Ρέθυµνο. Σε όλη τη διάρκεια του πολέµου οι Έλληνες εκτελούσαν πάντα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ωστόσο, πήγαιναν στην εκκλησία οπλισµένοι, γιατί αν συνέβαινε να τους επιτεθούν ξαφνικά, πού αλλού θα µπορούσαν να αµυνθούν καλύτερα απ’ ό,τι στο βωµό του Θεού; Το πρωί που ακολούθησε την έξοδο της οµάδας από το Ρέθυµνο, στη Λαµπηνή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου βρίσκονταν στην εκκλησία 8 χριστιανοί, εκ των οποίων οι έξι µε τις γυναίκες τους. Αυτό το χωριό απέχει δεκαοχτώ µίλια από το Ρέθυµνο και οι µωαµεθανοί ήταν σίγουροι πως στο χάραµα της ηµέρας του Κυρίου θα έβρισκαν τους χριστιανούς συγκεντρωµένους στην εκκλησία να προσεύχονται. Μόλις έφτασαν στο χωριό επετέθηκαν στα µοιραία θύµατα και προσπάθησαν να µπουν στην εκκλησία. Παρά το ότι δύο ή τρεις πλήρωσαν την αποκοτιά τους, οι άλλοι συνέχισαν επί τρεις περίπου ώρες να πυροβολούν αναποτελεσµατικά από τα παράθυρα και τα ανοίγµατα τους κλεισµένους χριστιανούς. Αργότερα υιοθέτησαν µια πιο δραστική µέθοδο επίθεσης. Σχηµάτισαν ένα σωρό από ξερά ξύλα και άλλα καύσιµα µπροστά στην είσοδο και αφού τα περιέχυσαν µε λάδι έβαλαν φωτιά. Η πόρτα κάηκε γρήγορα, οι χριστιανοί δεν µπορούσαν να διαφύγουν από τις φλόγες, η µάχη και η αντίσταση ήταν πλέον αδύνατη, ενώ η κατάσταση µέσα στην εκκλησία είχε γίνει ανυπόφορη. Οι άντρες αναγκάστηκαν τελικά να παραδοθούν και σφαγιάστηκαν όλοι. Μια από τις γυναίκες µισοπνιγµένη από τον καπνό είχε λιποθυµήσει, ενώ σίγουρα υπέφερε εξαιτίας της µοίρας που περίµενε την ίδια και τον άντρα της. Όταν συνήλθε από τη λιποθυµία βρέθηκε καλά δεµένη στη ράχη ενός µουλαριού και ήδη στα µισά του δρόµου προς το Ρέθυµνο. Τα µαλλιά της, ο σκούφος και τα ρούχα της ήταν ξερά από το πηχτό αίµα του δολοφονηµένου συζύγου της. Ωστόσο, ο άγριος που την είχε αιχµαλωτίσει δεκαπέντε µέρες τώρα δεν κατάφερε να την πουλήσει, και αυτή, όλο αυτό το διάστηµα, φορούσε τα ρούχα που είχαν µουλιάσει και βαφτεί από το αίµα του άντρα της. Τελικά εξαγοράστηκε από τον οικοδεσπότη µου, που έµενε τότε στο Ρέθυµνο, ο οποίος αγόρασε και το παιδάκι από τον τούρκο αφέντη του. Αν θυµάµαι καλά, το παιδί ήταν η κόρη της γυ-


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

55

ναίκας και η τιµή που πλήρωσε ήταν ογδόντα τουρκικές πιάστρες»5 (Pashley 1991, 107 και 108). ∆ιευκρινίζω ότι ο αναφερόµενος Χατζηµιχάλης είναι ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, από το Πωγώνι της Ηπείρου, που σκοτώθηκε στο Φραγκοκάστελλο, στις 18 Μαΐου του 1828. Θέλω να πιστεύω ότι, ο πρώτος που εντόπισε την καταγραφή του γεγονότος από τον Pashley, πρέπει να είναι ο αείµνηστος Νικόλαος Σταυρινίδης, ∆ιευθυντής της Βικελαίας ∆ηµοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου και γνωστός µεταφραστής των τουρκικών ιστορικών εγγράφων, που αφορούν την ιστορία της Κρήτης. Σ’ αυτόν άλλωστε είχε αποτανθεί ο δάσκαλος παπα-Βαγγέλης ∆ηµητρακάκης, όπως ο ίδιος αναφέρει στη µονογραφία του για τη Λαµπηνή και όταν οι προσπάθειές του ευδοκίµησαν, ο Σταυρινίδης περιχαρής τον κάλεσε στο γραφείο του στο Ηράκλειο, για να του ανακοινώσει τα αποτελέσµατα των ερευνών του και να του παραδώσει και γραπτά µεταφρασµένες τις αντίστοιχες σελίδες του Pashley, στις οποίες εξιστορεί το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής6 (∆ηµητρακάκης 1975, 30). Το γεγονός ότι είχε προκύψει µια καινούργια ιστορική πηγή, προκάλεσε ενθουσιασµό, αλλά κανείς δεν ασχολήθηκε παραπέρα. Ίσως αυτό µπορεί να αποδοθεί στο ότι ο Pashley τοποθετούσε το γεγονός είκοσι περίπου ηµέρες µετά τα Χριστούγεννα – το περίπου αναφέρεται στην αγγλική έκδοση7 (Pashley 1970, 120) – και µάλιστα ηµέρα Κυριακή, όπως είχε διασώσει η παράδοση, αλλά και στο ότι είχε ήδη παγιωθεί η πίστη και µάλιστα µετά την πάροδο ογδόντα ολόκληρων χρόνων, από την εκτύπωση της Γεωγραφίας του Λαµπρινάκη, ότι η ηµεροµηνία του Ολοκαυτώµατος ήταν η 20ή Ιανουαρίου 1827.

5 Pashley 1991: R. Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, Τόµος Α΄, Μετάφραση – Επιµέλεια: ∆. Γ. Γόντικα, Ηράκλειον Κρήτης 1991. 6 ∆ηµητρακάκης 1975: Ε. Γ. ∆ηµητρακάκης, Η Λαµπινή, Το Χωριό – Το Ολοκαύτωµα – Ο τοιχογραφηµένος Βυζαντινός Ναός της, Ανάτυπο εκ του περιοδικού Αµάλθεια, Άγιος Νικόλαος 1975. 7 Pashley 1970: R. Pashley, Travels in Crete, Τόµος Α΄, London 1837 (Ανατύπωση Amsterdam 1970): «About twenty days after the Christmas following the death of Khadji-Michali,…».


56

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

Η ακριβής χρονολόγηση του Ολοκαυτώµατος

Ο πρώτος ο οποίος αµφισβήτησε τη χρονολογία είναι ο γνωστός, επίτιµος τώρα, δικηγόρος, ακούραστος και πολυγραφότατος ερευνητής της ιστορίας και µάλιστα των γεγονότων της Κρητικής ιστορίας της περιόδου της Ελληνικής Επανάστασης, ο Στέργιος ο Μανουράς. Ο Μανουράς είναι εκείνος ο οποίος διαπίστωσε τη δυσαρµονία, µεταξύ της χρονολογίας και της ηµέρας του Ολοκαυτώµατος. ∆ιαπίστωσε δηλαδή ότι, το 1827, η 20ή Ιανουαρίου δεν ήταν Κυριακή. Στη διαπίστωση αυτή έχει στηριχθεί η αναθεώρηση της χρονολόγησης του γεγονότος, από τον αείµνηστο επίσης δικηγόρο και ερευνητή Μιχάλη Παπαδάκη, ο οποίος το καλοκαίρι του 1980 συγκέντρωσε στο τεύχος 20 του περιοδικού «Προµηθεύς ο Πυρφόρος» τα κείµενά του, από τις Ρεθεµνιώτικες εφηµερίδες και τα Κρητικά περιοδικά, για την ιστορία της Λαµπηνής, σε ενιαίο σύνολο. Στην εργασία του αυτή υποστηρίζει, για πρώτη φορά, ότι η ηµεροµηνία του Ολοκαυτώµατος είναι η 20ή Ιανουαρίου 1829. Στην άποψη αυτή κατέληξε, ύστερα από σχετική έρευνα, η οποία απέδειξε ότι η 20ή Ιανουαρίου 1829 ήταν Κυριακή ενώ η 20ή Ιανουαρίου 1827 ήταν Πέµπτη και όταν συνδύασε το γεγονός µε το θάνατο του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, στο Φραγκοκάστελλο, στις 18 Μαΐου του 18288 (Παπαδάκης 1980, 182 και 183). Στις αρχές του 2005 βρισκόµουν στην Αθήνα και επιδίωξα να συναντηθώ µε το Μανουρά, µε τον οποίο είχαµε και άλλες φορές ξανασυναντηθεί. Από τη συνάντησή µας αυτή προέκυψε η πληροφορία, ότι το γεγονός είναι δηµοσιευµένο στην Εφηµερίδα, η οποία εκδιδόταν από την Ελληνική Κυβέρνηση, πριν ακόµη ιδρυθεί το πρώτο Ελληνικό κράτος και ότι στην Εφηµερίδα αυτή υπάρχουν δηµοσιευµένες και ειδήσεις και µάλιστα ειδήσεις από την Κρήτη, µεταξύ των οποίων και το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής. Όταν επέστρεψα στην Κρήτη, η πρώτη µου φροντίδα ήταν να εντοπίσω τον τίτλο της Εφηµερίδας, ο οποίος είναι: «Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος», η οποία εκδιδόταν «εκ της Εθνικής Τυπογραφίας». Στη συνέχεια επισκέφθηκα τη ∆ηµόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύµνης, στην οποία, όπως διαπίστωσα, υπάρχει ολόκληρη η σειρά των τόµων της Γενικής Εφηµερίδος της Ελλά8 Παπαδάκης 1980: Μ. Παπαδάκης, «Λαµπηνή. Το χωριό της θυσίας», Προµηθεύς ο Πυρφόρος Β΄ (1980), 177-191.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

57

δος, των ετών 1825-1830, ανατυπωµένη στην Αθήνα, το 1993. Άρχισα να ξεφυλλίζω τα φύλλα της Εφηµερίδας. ∆εν άργησα να συναντήσω τα φύλλα µε αριθµό 31, του Έτους ∆΄ και ηµεροµηνία Τετάρτη, 24 Απριλίου 1829 και 33, του ίδιου έτους και ηµεροµηνία Τετάρτη, 1η Μαΐου 1829. Στα φύλλα αυτά δηµοσιεύονται, σε δυο συνέχειες, «Ειδήσεις εκ Κρήτης». Στα δηµοσιεύµατα αυτά περιγράφονται γεγονότα που συµβαίνουν στην Κρήτη, από τα µέσα Οκτωβρίου του 1828 µέχρι και τις 4 Μαρτίου του 1829. Μετά την 24η Ιανουαρίου, ηµεροµηνία η οποία έχει σχέση µε γεγονότα που συµβαίνουν στα Χανιά, ακολουθεί χωρίς ηµεροµηνία η παρακάτω παράγραφος: «Ταυτοχρόνως εξήλθον διά νυκτός και οι Τούρκοι της Ρεθύµνης και έφθασαν εξαίφνης εις τι χωρίον της Ρεθύµνης ονοµαζόµενον Λαµπινή, όπου προφθάσαντες τους χριστιανούς εις την εκκλησίαν, αφ’ ου τους επολιόρκησαν τριγύρω, επέπεσαν εις την εκκλησίαν και κατέσφαξαν ελεεινώς όσους και αν εύρον εκεί, καθώς και τον ιερουργούντα ιερέα»9 (Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος 1829, 129). Γίνεται σαφέστατο ότι το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής έγινε το έτος 1829, το µήνα Ιανουάριο και ηµέρα Κυριακή. Εκείνο το οποίο δεν αποσαφηνίζεται εντελώς, είναι η ηµεροµηνία. Η 20ή Ιανουαρίου, που είναι η καθιερωµένη ηµεροµηνία της επετείου του Ολοκαυτώµατος, φαίνεται ή ότι καταγράφηκε ως µνήµη των µεταγενέστερων ή ότι υιοθετήθηκε από το 1890 και µετά. Οι τρεις γυναίκες που συνδέονται µε το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής

Η γυναίκα την οποία συνάντησε ο Pashley στην Πηγή, του διηγήθηκε τα γεγονότα και τα κατέγραψε, έχει ταυτοποιηθεί. Πρόκειται για τη χήρα του Ιωάννη Μουζουράκη, που το όνοµά της ήταν Μηλιά (Αιµιλία) και την κόρη της, που ήταν µόλις δύο χρόνων, την έλεγαν Εργινούσα. H γυναίκα όµως αυτή κακώς έχει ταυτιστεί µε µια άλλη γυναίκα, που την έσωσε η αράπισσα στην Αρβανιτιά10 (Παπαδάκης 1980, 182, 184, 185 και 186). Ο Pashley είναι σαφής και µας πληροφορεί ότι, η γυναίκα που συ9 Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος 1829: Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος, Του 1829 έτους, Έτος ∆΄, Αριθ. 33 (Ανατύπωση Αθήνα 1993). 10 Παπαδάκης 1980: Μ. Παπαδάκης, «Λαµπηνή. Το χωριό της θυσίας», Προµηθεύς ο Πυρφόρος Β΄ (1980), 177-191.


58

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

νάντησε στην Πηγή, βρέθηκε µέσα στην εκκλησία ότι µέσα στην εκκλησία έσφαξαν τον άντρα της και ότι αγοράστηκε από τον προεστό της Πηγής Σπύρο Παπαδάκη, µαζί µε το παιδί της, δεκαπέντε µέρες µετά το Ολοκαύτωµα11 (Pashley 1991, 107 και 108). Με το Ολοκαύτωµα όµως τηςΛαµπηνής συνδέεται και µια άλλη γυναίκα, για την οποία θα µιλήσουµε στη συνέχεια. Την ώρα που η τραγική ποµπή µε τα γυναικόπαιδα της Λαµπηνής διέσχιζε την Αρβανιτιά (σηµερινή Πλατεία Ιερολοχιτών), µια αράπισσα την τράβηξε µέσα στο σπίτι της και την έσωσε. Στις 20 Ιανουαρίου του 2006 παραβρέθηκε στο µνηµόσυνο των σφαγιασθέντων και ολοκαυτωθέντων κατοίκων της Λαµπηνής ο Νικόλαος Στυλιανού Καραγιαννάκης, κάτοικος Παντάνασσας, καταγόµενος από τη Λαµπηνή. Μετά την καθιερωµένη οµιλία, αντιλήφθηκα ότι σε κάποιο σηµείο δε συµφωνούσε. Η διαφωνία του εντοπιζόταν στο ότι η γυναίκα που έσωσε η αράπισσα στην Αρβανιτιά είχε δυο παιδιά και όχι ένα, όπως µονότονα επαναλάµβαναν οι ορισµένοι ως οµιλητές ή είχαν γράψει, όσοι είχαν γράψει για τη Λαµπηνή. Τον επόµενο χρόνο, όπως του είχα υποσχεθεί, τον επισκέφθηκα στο σπίτι του στην Παντάνασσα, µια Παρασκευή βράδυ, στις 26 Ιανουαρίου του 2007. Από τη συνάντησή µας αυτή προέκυψαν οι παρακάτω πληροφορίες: Ο άντρας της γυναίκας που έσωσε η αράπισσα στην Αρβανιτιά ήταν ο Εµµανουήλ Καραγιαννάκης, τον οποίο οι Τούρκοι έσφαξαν µέσα στην εκκλησία. Η γυναίκα αυτή, που το βαφτιστικό της όνοµα και το γένος της παραµένουν άγνωστα, είχε δυο παιδιά: το Στέλιο που ήταν σχεδόν πέντε χρόνων και τη ∆έσποινα που ήταν περίπου δυόµισι χρόνων. Η αράπισσα–η οποία υποθέτουµε ότι ήταν σκλάβα κάποιου πλούσιου Τούρκου–όχι µόνο την έκρυψε, όχι µόνο τη βοήθησε να φύγει από το Ρέθυµνο, αλλά της έδωσε και κάποιο χρηµατικό ποσό. Στη διαδροµή που ακολούθησε, συνάντησε µια οµάδα επαναστατών, της οποίας αρχηγός ήταν ο Νικόλαος Πορτάλιος. Ο Πορτάλιος σκέφτηκε αρχικά να τη στείλει στο Όρος, αλλά φοβήθηκε µήπως πέσει στα χέρια των Τούρκων, γι’αυτό προτίµησε να τη στείλει στο σπίτι του στην Παντάνασσα. Ο Πορτάλιος ήταν χήρος και είχε και αυτός ένα κοριτσάκι, που πιθανολογείται ότι το έλεγαν και αυτό ∆έσποινα. Παντρεύτηκε τη γυναίκα από τη 11 Pashley 1991: R. Pashley, Ταξίδια στην Κρήτη, Τόµος Α΄, Μετάφραση – Επιµέλεια: ∆. Γ. Γόντικα, Ηράκλειον Κρήτης 1991.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

59

Λαµπηνή και απόχτησαν ακόµη ένα γιο, τον Εµµανουήλ Πορτάλιο (18301909), ο οποίος επολέµησε στο Αρκάδι µαζί µε τον Κορωναίο και τους συνεπαρχιώτες του και ο οποίος, µετά το θάνατο του ∆ιογένη Μοσχοβίτη (26 Απριλίου 1868), εκλέχτηκε παµψηφεί από την επαρχία Γενικός Αρχηγός Αµαρίου και µε την ιδιότητά του αυτή έλαβε µέρος στις µετέπειτα επαναστάσεις (1878, 1889, 1896, 1897)12 (Βενέρης 1938, 284 και 285). Με τα χρήµατα που της είχε δώσει η αράπισσα, η γυναίκα από τη Λαµπηνή αγόρασε ένα περιβόλι στην Παντάνασσα, που είχε µέσα και δυο ροδιές, από τις οποίες σήµερα σώζεται µόνο η µια. Τα ρόδια από τις ροδιές τα µοιράζονταν στα τρία οι Καραγιαννάκηδες, οι Παπαδογιωργάκηδες και οι Πορτάλιοι, οι απόγονοι δηλαδή του Στέλιου και της ∆έσποινας Καραγιαννάκη και του Εµµανουήλ Πορτάλιου. Οι πληροφορίες που µου έδωσε ο Νικόλαος Καραγιαννάκης στηρίζονται στις µαρτυρίες του πατέρα του Στυλιανού και της αδελφής του πατέρα του Μαρίας Καραγιαννάκη. Όταν τα πράγµατα ησύχασαν, επέστρεψε στη Λαµπηνή η χήρα του Θεοδώρου Θεοδωράκη, τον οποίο οι Τούρκοι έσφαξαν µέσα στην εκκλησία. Λανθασµένα και εδώ έχει καταγραφεί ότι «το δυστυχισµένο παιδί της πέθανε µόλις πάτησαν στο χωριό»13 (Παπαδάκης 1980, 186). Αντίθετα µάλιστα η Θεοδωράκη είχε τρία παιδιά: τη Μαρία, το Γεώργιο και το Νικόλαο Θεοδωράκη. Η Θεοδωράκη αυτή, που το βαφτιστικό της όνοµα παραµένει άγνωστο, καταγόταν από την Καρέ, ήταν το γένος Βαλέργα και παντρεύτηκε σε δεύτερο γάµο έναν ξένο, απ’ αυτούς που ήλθαν και κατοίκησαν και ανάστησαν το χωριό, µετά την καταστροφή, µε τον οποίο απόχτησαν δυο γιους, τον Εµµανουήλ και τον Ηλία, που ήταν δίδυµοι. Ο ξένος αυτός, που είχε πάει στο χωριό από τα «πάνω µέρη», από ψηλό, ριζίτικο χωριό, δηλαδή, ήταν Απανωµερίτης, πήρε το επίθετο Απανωµεριτάκης14 (Απανωµεριτάκης 1978, 23). Ο Απανωµεριτάκης αυτός, που το βαφτιστικό του όνοµα ήταν Ιωάννης, έδωσε το επίθετό του σ’ όλους τους Απανωµεριτάκηδες που κατάγονται από τη Λαµπηνή. 12 Βενέρης 1938: Τ. Βενέρης, Το Αρκάδι διά των αιώνων, Αθήναι 1938. 13 Παπαδάκης 1980: Μ. Παπαδάκης, «Λαµπηνή. Το χωριό της θυσίας», Προµηθεύς ο Πυρφόρος Β΄ (1980), 177-191. 14 Απανωµεριτάκης 1978: Κ. Απανωµεριτάκης, Ύµνος και Θρήνος, Ανάτυπο από το περιοδικό Κρητική Εστία, Ρέθυµνο 1978: «Κι’ ως ήρθε απ’ τα ψηλά χωριά, ριζίτης, µαδαρίτης, τ’ απόµεινεν και τ’ όνοµα ο Απανωµερίτης».


60

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

Ιστορική διάσταση του Ολοκαυτώµατος της Λαµπηνής

Το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής διαδραµατίζεται αµέσως µετά την αποτυχία των διαπραγµατεύσεων για ανακωχή, οι οποίες µαταιώθηκαν οριστικά στις 29 ∆εκεµβρίου του 182815 (Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος 1829, 128). Είναι εποµένως ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια του χωριού ή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, αλλά εντάσσεται στην αλυσίδα των γεγονότων, που συνθέτουν την επανάσταση της Κρήτης εναντίον των Τούρκων, από το 1821 µέχρι το 1830. Η επανάσταση αυτή αν και καταπνίγηκε στο αίµα της, το 1824, όχι µόνο δεν έσβησε, αλλά συνεχίζεται. Τώρα όµως έχει τα χαρακτηριστικά κλεφτοπολέµου. Οι Κρητικοί σχηµατίζουν ανταρτικές οµάδες, οι οποίες ενεργούν αιφνιδιαστικές επιθέσεις και δολιοφθορές. Είναι οι διαβόητοι «Καλησπέρηδες», που πήραν το όνοµά τους από το «Καλησπέρα», µε το οποίο αιφνιδίαζαν τους Τούρκους στις επιθέσεις ή στις ενέδρες που τους είχαν στήσει. Οι Τούρκοι επίσης οργανώνουν αντίστοιχες οµάδες, που τις ονοµάζουν «Ζουρίδες», γιατί ενεργούσαν ύπουλες επιδροµές, που πολλές φορές ήταν νυκτερινές16 (∆ετοράκης 1990, 341 και 342). «Ζουρίδες» λέγονται στην Κρήτη τα κουνάβια. Το 1825 τα πράγµατα αλλάζουν. Στις 9 Αυγούστου ένα σώµα 300400 Κρητικών, που είχαν καταφύγει στην Πελοπόννησο, αποβιβάζεται στη Γραµβούσα και κυριεύει το φρούριο. Τη ίδια ηµέρα άλλοι επαναστάτες κυριεύουν και το φρούριο της Κισάµου. Συγκροτείται τώρα µια επίσηµη επαναστατική αρχή, το «Κρητικόν Συµβούλιον». Από τις αρχές του 1826 µέχρι τα τέλη του 1827 και άλλοι Κρητικοί επανέρχονται στην Κρήτη και καταλήγουν στη Γραµβούσα, η οποία είναι το ορµητήριο των επαναστατών. Ο κλεφτοπόλεµος συνεχίζεται και φουντώνει περισσότερο και στις ανατολικές επαρχίες. Στις 6 Ιουλίου του 1827 υπογράφεται η Συνθήκη του Λονδίνου, µε την οποία οι τρεις Μεγάλες ∆υνάµεις Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συµφωνούν να µεσολαβήσουν στην Τουρκία για τη διακοπή των επιχειρήσεων. Πρόκειται για διπλωµατική επέµ15 Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος 1829: Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος, Του 1829 έτους, Έτος ∆΄, Αριθ. 33 (Ανατύπωση Αθήνα 1993). 16 ∆ετοράκης 1990: Θ. ∆ετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

61

βαση, η οποία υποστηρίζεται και στρατιωτικά, υπέρ του επαναστατηµένου ελληνικού λαού. Ο Τοµπάζης, ο οποίος έµεινε στην Κρήτη ως Αρµοστής, από τις 21 Μαΐου του 1823 ως τις 12 Απριλίου του 1824, γράφει στους Κρητικούς να αναζωπυρώσουν και επεκτείνουν µε κάθε θυσία την επανάσταση στο νησί, γιατί, κατά τις πληροφορίες και τις εκτιµήσεις του, µόνο οι επαναστατηµένες περιοχές θα εντάσσονταν στα όρια του µέλλοντος να ιδρυθεί ελληνικού κράτους. Η Κρήτη έπρεπε να βρίσκεται σε επανάσταση, για να ελπίζει ότι θα συµπεριληφθεί και αυτή στο νέο κράτος17 (∆ετοράκης 1990, 342, 343, 344 και 345). Στις 5 Ιανουαρίου του 1828 αποβιβάζεται στη Γραµβούσα ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης επικεφαλής στρατιωτικού σώµατος 600 πεζών και 100 ιππέων. Στις αρχές Μαρτίου καταλαµβάνει το Φραγκοκάστελλο και οχυρώνεται εκεί. Ακολουθούν η µάχη του Φραγκοκάστελλου, στις 18 Μαΐου του 1828, ο θάνατος του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη και η πανωλεθρία του Μουσταφά, στα Χάλαρα του Αγίου Αντωνίου, κατά την επιστροφή. Ο Καποδίστριας συστήνει στους Κρητικούς να καταπαύσουν τις εχθροπραξίες, επικαλούµενος ότι η στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων είναι δυσµενής. Η επανάσταση όµως συνεχίζεται και τα γεγονότα είναι ραγδαία18 (∆ετοράκης 1990, 345 και 346). Το «Κρητικόν Συµβούλιον» ανασυγκροτείται και διορίζει ∆ηµογέροντες και Οπλαρχηγούς σε όλες τις επαρχίες. Στο Ρέθυµνο έχοµε και πάλι έντονα γεγονότα. Στις 19 Αυγούστου οι Τούρκοι εξορµούν εναντίον χωριών του δυτικού Ρεθύµνου, µε αρχηγό και πάλι τον Αλµπάνη, σκοτώνουν και σφάζουν άοπλους και καταλήγουν στην Αρκούδαινα – τη σηµερινή Αρχοντική – όπου σφάζουν µαζί µε άλλους και τον ιερουργούντα ιερέα. Ακολουθεί η µάχη στον κάµπο των Αρµένων, η οποία συνάπτεται όταν 2.000 περίπου Τούρκοι εξέρχονται από το Ρέθυµνο µε σκοπό να συλλέξουν τροφές, τις οποίες στερούνται19 (Κριτοβουλίδης 1859, 429, 430, 431, 432, 433, 441, 442 και 443). Οι σφαγές των αµάχων στο Ηράκλειο, οι οποίες ακολούθησαν το θάνατο του φοβερού γενίτσαρου Αγριολίδη, τον Αύγουστο του 1828, και 17 ∆ετοράκης 1990: Θ. ∆ετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990. 18 Όπως παραπάνω. 19 Κριτοβουλίδης 1859: Κ. Κριτοβουλίδης, Αποµνηµονεύµατα του περί της Αυτονοµίας της Ελλάδος Πολέµου των Κρητών, Εν Αθήναις 1859.


62

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ. ΑΠΑΝΩΜΕΡΙΤΑΚΗΣ

οι σφαγές στην ύπαιθρο του Ρεθύµνου προκάλεσαν την αγανάκτηση των Ευρωπαίων. Τον Οκτώβριο του 1828 φτάνει στη Σούδα αγγλικός και γαλλικός στόλος. Στόχος του είναι να εµποδίσει την απόβαση στην Κρήτη αιγυπτιακών δυνάµεων. Ο Καποδίστριας στέλνει στην Κρήτη τον Τοµπάζη, για να συνεννοηθεί µε τους οπλαρχηγούς και να τους παροτρύνει, να επιχειρήσουν να καταλάβουν τη Σητεία, τη µόνη επαρχία που εξακολουθούσε να παραµένει στα χέρια των Τούρκων. Η Σητεία απελευθερώνεται, αλλά πολύ σύντοµα οι Τούρκοι την ανακαταλαµβάνουν, µε όλα τα επακόλουθα20 (∆ετοράκης 1990, 347 και 348). Το 1829 έχει αρχίσει. Ένα από τα γεγονότα του 1829 είναι και το Ολοκαύτωµα της Λαµπηνής. Η ύπαιθρος εξακολουθεί να παραµένει στα χέρια των επαναστατών και οι Τούρκοι είναι αποµονωµένοι στα Χανιά, στο Ρέθυµνο και στο Ηράκλειο21 (∆ετοράκης 1990, 348 και 349). Ο Κριτοβουλίδης, επικαλούµενος και τον Pashley, σηµειώνει «ότι οι χριστιανοί εθέριζον το 1828 και 1829 ανενόχλητοι τα γεννήµατά των, κύριοι όντες όλης της Κρήτης, οι δε Τούρκοι ηττηµένοι ήσαν κατάκλειστοι εντός των τειχών των φρουρίων»22 (Κριτοβουλίδης 1859, 447). Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, µε ηµεροµηνία 22 Ιανουαρίου 1830, αφήνει την Κρήτη έξω από τα όρια του νέου ελληνικού κράτους. Πίσω από την απόφαση αυτή κρύβεται η αγγλική διπλωµατία. Οι Κρητικοί είναι πικραµένοι, απογοητευµένοι και οργισµένοι. ∆εν παραµένει στα χέρια τους πλέον ούτε η Γραµβούσα. Αντίθετα τον Ιούνιο του 1830 φτάνουν στον όρµο του Παλαίκαστρου, στο Ηράκλειο, τα πλοία των Μεγάλων ∆υνάµεων, για να επιβάλουν τα προαποφασισµένα23 (∆ετοράκης 1990, 349 και 350). Από το Φεβρουάριο του 1830 το «Κρητικόν Συµβούλιον», αφού τα όπλα εσίγησαν, παρότι οι Κρητικοί εξακολουθούν να είναι ένοπλοι, µάχεται πλέον µε την πένα. Απευθύνεται στους ηγεµόνες των Μεγάλων ∆υνάµεων και σε ορισµένους ισχυρούς άνδρες της Αγγλίας και της Γαλλίας, µεταξύ των οποίων είναι ο λόρδος Palmerston και ο Γάλλος στρατηγός Lafayette. Συντάσσει και απευθύνει προκήρυξη 20 ∆ετοράκης 1990: Θ. ∆ετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990. 21 Όπως παραπάνω. 22 Κριτοβουλίδης 1859: Κ. Κριτοβουλίδης, Αποµνηµονεύµατα του περί της Αυτονοµίας της Ελλάδος Πολέµου των Κρητών, Εν Αθήναις 1859. 23 ∆ετοράκης 1990: Θ. ∆ετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990.


ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΗΝΗΣ 20 Ιανουαρίου 1829

63

προς τους Έλληνες, από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάµου, µε ηµεροµηνία 22 Απριλίου 1830, αναφορά προς τον Κυβερνήτη της Ελλάδας, επιστολή προς το Γάλλο στρατηγό Lafayette, µε ηµεροµηνία 14 Οκτωβρίου 1830, την οποία συνυπογράφουν και οι πληρεξούσιοι των επαρχιών, διαµαρτυρία και ψήφισµα, µε ηµεροµηνία 23 Νοεµβρίου 1830. Τα κείµενα αυτά, τα οποία διέσωσε ο Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, «ο εγκυρότερος αποµνηµονευµατογράφος του κρητικού αγώνα», είναι αληθινά ιστορικά µνηµεία. Θα περάσουν πολλά χρόνια, µέχρι την 1η ∆εκεµβρίου του 1913, οπότε, µετά από συνεχείς επαναστάσεις και τη 15ετή περίοδο της Αυτονοµίας, η ελληνική σηµαία θα κυµατίσει επιτέλους στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων.



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

Ο νεότερος κώδικας της Μονής του Αγίου Πνεύµατος

Kώδικας στην εκκλησιαστική ορολογία σηµαίνει σύνολο χειρογράφων σε πάπυρο, περγαµηνή ή χαρτί συγκροτηµένων σε ένα σώµα ή συρραµµένων σε σχήµα βιβλίου. Στους µοναστηριακούς κώδικες καταχωρούσαν, κατά κανόνα, περιουσιακά στοιχεία, δραστηριότητες, δικαιοπραξίες ή άλλα στοιχεία σχέση έχοντα µε την αντίστοιχη Μονή. Ο όρος “νεότερος κώδικας” τον οποίο χρησιµοποίησα ως τίτλο, έχει να κάνει µε την ιστορική διαδροµή της Μονής Αγίου Πνεύµατος και τη βίαιη διακοπή της µακραίωνης ιστορίας της στις 15 Ιουνίου 1821, µε τη σφαγή των µοναχών και την πυρπόλησή της. Ο Επίσκοπος Λάµπης και Σφακίων και µετέπειτα Μητροπολίτης Κρήτης Ευµένιος Ξηρουδάκης (Ξηρουδάκης 1899, 21), αλλά και ο καθηγητής και Σχολάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης (Πρεβελάκης 1938, 287) αναφερόµενοι στο θέµα της ολοκαύτωσης της Μονής λένε: “ ...Αρχοµένου δε του 1821 η µεν κτηµατική περιουσία της Μονής Αγίου Πνεύµατος η αρχοµένη από των κορυφών του όρους Κέδρους και τελευτώσα εις τα µεσηµβρινά παράλια της Νήσου, εγένετο ανάρπαστος υπό των εσπέχιδων της κοιλάδος Αγίου Πνεύµατος οίτινες προσήρτησαν ταύτην εις τους εαυτών πύργους ως τιµάρια, οι µοναχοί εσφάγησαν απαξάπαντες και αυτή δε η Μονή µετά του Ι. Ναού εγένετο παρανάλωµα του πυρός. Η Μονή ούτω κατά το 1836 ήτο άµορφος σωρός ερειπίων και τέφρας. Ο τότε δ’ Επίσκοπος Λάµπης και Σφακίων Νικόδηµος, ανήρ φιλόµουσος και δραστήριος,επεχείρησε να αναστήση την Μονήν εκ της τέφρας αυτής και ίδρυσεν εν αυτή Σχολήν, την πρώτην και µόνην Σχολήν εν τη Επαρχία Αγίου Βασιλείου, την έκτοτε επικαλουµένην “Σχολήν Αγίου Πνεύµατος...” Η καταστροφή της Μονής στις 15 Ιουνίου 1821 (Παπαδάκης 1980, 11) από τον Ντελή Μουσταφά και τους συνοδούς του Αµπαδιώτες Τούρκους, γνωστούς ανά την Κρήτη για την αγριότητά τους, υπήρξε ολοκληρωτική. ∆ε σώθηκε τίποτα από τη µέχρι τότε λειτουργία της ενοριακής Μονής, εκτός από τους τοίχους του δίκλιτου ναού (Τσιγδινός 1998, 21), στους οποίους όµως αποτυπώθηκαν έντονα τα σηµάδια της καταστρο-


66

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

φικής µανίας των επιδροµέων. Από το σηµείο µηδέν στο οποίο βρέθηκε ο σεπτός αυτός χώρος, άρχισε να ανασυστήνεται το 1836 µε την ίδρυση της περιώνυµης Σχολής και έκτοτε καθιερώθηκε στη συνείδηση του Λαού της ευρύτερης περιοχής ως χώρος παιδείας και µάθησης. Το Άγιο Πνεύµα δεν λειτούργησε έκτοτε ως αυτοτελής Mονή, αλλά προσαρτήθηκε στο πλησιέστερο και ισχυρότερο τότε µοναστήρι του Πρέβελη. Η επαναλειτουργία του χώρου και οι ποικίλες δραστηριότητες οι οποίες αναπτύχθηκαν, είχαν σαν αποτέλεσµα τη δηµιουργία του λεγόµενου “νεότερου κώδικα”, ο οποίος άρχισε να συντάσσεται στις 11 Ιουνίου 1847 και στον οποίο καταχωρήθηκαν οικονοµικά στοιχεία µέχρι τους πρώτους µήνες του 1866. Σώθηκε και φυλάσσεται µέχρι σήµερα στο µουσείο κειµηλίων της Mονής Πρέβελη, χάρη στην ευαισθησία και τη διαίσθηση του Γεωργίου Μαυροµιχελάκη από τον Κισσό. Ο µακαριστός Νείλος Θεοδωράκης (1888 – 1982), ιεροµόναχος και µετέπειτα ηγούµενος της Mονής Πρέβελη σε συνάντηση που είχα µαζί του στις αρχές ∆εκεµβρίου 1979 στο Ρέθυµνο, όπου διέµενε τότε, µου αφηγήθηκε το παρακάτω περιστατικό: “Στα χρόνια πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή επισκεπτόµουν τακτικά τη γενέτειρά µου, το χωριό ∆ουµαργειό. Επιστρέφοντας για τον Πρέβελη περνούσα πάντοτε από το Άγιο Πνεύµα για προσκύνηση. Αγαπούσα πολύ το χώρο, γιατί είχα φοιτήσει εκεί στο Ελληνικό Σχολείο. ∆ιερχόµενος στη συνέχεια από τον Κισσό κι ενώ βρισκόµουν στο δυτικότερο σηµείο του χωριού, µε αντελήφθηκε ο Μιχελογιώργης, γνωστός σε µένα κάτοικος του χωριού, και µου φώναξε: Νείλο, περίµενέ µε να σου δώσω κάτι. Σε λίγο κατέβηκε στο δρόµο και κρατούσε ένα µεγάλο βιβλίο. Μου το έδωσε και µου είπε. Νείλο, τούτονέ το βιβλίο το φέρανε τα κοπέλια µου στο σπίτι από το Άγιο Πνεύµα. Εγώ δεν κατέχω γράµµατα, αλλά κάτι σηµαντικό θα γράφει. Πάρε το στου Πρέβελη να το φυλάξετε. Τότε µου έδωσε το νεότερο κώδικα, τον οποίο µετέφερα στον Πρέβελη κι έτσι το κειµήλιο αυτό σώθηκε.” Το περιστατικό αυτό δίνει µια εικόνα από την προχειρότητα µε την οποία αντιµετώπισαν τότε οι υπεύθυνοι της Μονής Πρέβελη και της Επισκοπής Λάµπης, αλλά και οι ντόπιοι προεστοί στον Κισσό τη σταδιακή εγκατάλειψη του χώρου. Γνωρίζοµε βέβαια ότι το 1900 αποχώρησε ο τελευταίος µοναχός, ο Μεθόδιος Παπαδάκης (Παπαδάκης 1978, 169), τοποτηρητής µέχρι τότε της Μονής Πρέβελη και το 1919 µετα-


Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΚΩ∆ΙΚΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

67

φέρθηκε η έδρα του ηµιγυµνασίου από το Άγιο Πνεύµα στο Σπήλι. Έκτοτε στο χώρο του Αγίου Πνεύµατος δεν έµενε κανείς µόνιµα. Στεγαζόταν εκεί µόνο το δηµοτικό σχολείο και φοιτούσαν τα παιδιά του Κισσού, του ∆ουµαργειού και του Πλατανέ. Κύριος οίδε πόσα έγγραφα, σκεύη και κειµήλια αφέθηκαν απροστάτευτα στην καταστροφική περιέργεια των ανήλικων µαθητών, όπως παρ’ ολίγο να συνέβαινε και µε τον κώδικα. Ο αναφερόµενος Κώδικας είναι στο σύνολό του λιτός και απέριττος, χωρίς εσωτερικό ή εξωτερικό διάκοσµο. Έχει διαστάσεις 31,5 Χ 22,3 εκ. ∆εν έχει εξώφυλλο, (προφανώς έχει καταστραφεί), ενώ στο σωζόµενο εσώφυλλο αναγράφεται µε καλλιγραφικά γράµµατα. “Κώδηξ του Ιερού Μοναστηρίου Αγίου Πνεύµατος εν έτει Σωτηρίω αώµζ εν µηνί Ιουνίω Ιά” Το περιεχόµενο του Κώδικα δύναται να χωριστεί στις παρακάτω τέσσερις ενότητες: 1. Περιγραφή της θέσης και του µοναστηριακού συγκροτήµατος “Περί του ιερού Μοναστηρίου και των εν αυτώ ευρισκοµένων οικηµάτων. Το ιερόν τούτο Μοναστήριον κείται µεταξύ των χωρίων Κισσού και ∆ουµαεργειού έρηµον όν, υπάρχει και η εν αυτώ ιερά εκκλησία έρηµος, τιµωµένη επ’ ονόµατι της Αγίας Τριάδος και του Αγίου Νικολάου. Απέναντι του Νάρθηκος είναι βρύσις, ήτις ρέει ακαταπαύστως ύδωρ γλυκύτατον. Πλησίον της βρύσεως είναι ονδάς και κατόγεον. Κάτωθεν εν κελλίον. Πλησίον αυτού έτερον όπου διαµένουν οι Μαθηταί του Σχολείου. Ένδον του Μοναστηρίου ευρίσκεται και ένας σταύλος των ζώων, οµού µε το οσπήτιον της αποθήκης των αχύρων. Εν ελαιοτριβείον µε την αποθήκην της πηρήνας. Έτερον οσπήτιον της αποθήκης των ελαιών. Όπισθεν του Ιερού Βήµατος κείται Σχολείον κατά την αλληλοδιδακτικήν µέθοδον και εν αυτώ σπουδάζουν οι παίδες των πλησίων χωρίων.”


68

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

Το Καθολικό της Μονής και το ανακαινισµένο επισκοπείο του Ευµενίου Ξηρουδάκη

Άποψη επισκοπείου και Μονής από ανατολικά


Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΚΩ∆ΙΚΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Το ανακαινισµένο επισκοπείο

Άποψη του καθολικού της Μονής από βορειοδυτικά

69


70

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

2. Κινητά περιουσιακά στοιχεία της Μονής Στην ενότητα αυτή καταγράφονται ιερά σκεύη και βιβλία, ιερατικές στολές, ένας σταυρός µαλαµατένιος µε µερτζάνια και γίνεται ειδική αναφορά για ένα τάσι αργυρούν εις δράµια ως έγγιστα 152 γεγραµµένον εντός µε το όνοµα του (ιεροµονάχου της µονής) Χατζή Νεοφύτου, κατασφετερισθέν δ’ υπό του Προηγουµένου Νείλου. Μάλλον πρόκειται για τον Ηγούµενο Νείλο Μοσχοβίτη (1823-1862). Καταγράφονται επίσης τα ζώα της Μονής, καθώς και το καζάνι ρακής, 1 βουτζή βαρέλιον, 12 πιθάρια, 5 κουρούπια και λοιπά σκεύη οικοσυσκευής. Απ’ αυτά δε σώθηκε τίποτα.

3. Καταγραφή της ακίνητης περιουσίας της Μονής Τα κτήµατα τα οποία αναγράφονται, βρίσκοταν στις κτηµατικές περιφέρειες του Κισσού και του ∆ουµαεργιού. Αναγράφεται η έκταση σε µουζούρια και τα δέντρα που έχει έκαστο κτήµα. Αναγράφονται όµως και τα τοπωνύµια, καθώς και µε ποιους συνόρευαν τότε. Για τους κατοίκους των δύο προαναφερόµενων χωριών ίσως έχει ενδιαφέρον η λεπτοµερής αναφορά. Εδώ θα αναφέρω µόνο το σύνολο, όπως ακριβώς αναφέρεται στον Κώδικα: “Σύνοψις των όλων ελαιοδένδρων, χωραφίων, αµπελίων και λοιπών διαφόρων δένδρων του Ιερού Μοναστηρίου. Ελαιόδενδρα άπαντα ........................................328 Χωράφια µουζουριών......................................49,2 5 Αµπέλια εις διάφορα µέρη εργατών ................76 Μουρνιές ρίζες ...................................................28 Απιδιές ρίζες.........................................................5 Συκιές ρίζες ..........................................................4 Καρυδιές Ρίζες......................................................3 ∆ρυάδες ρίζες .....................................................30 Πεύκοι ρίζες .........................................................2 1 Νερόµυλος (Σώζονται τα ερείπιά του στη θέση Καλαµιάρης Κεντροχωρίου). 2 Περιβόλια 1 Αγριάδα εις (θέσιν) Άγιον Γεώργιον 2 Εκκλησίαι. Άγιος Γεώργιος και Άγιος Αντώνιος.


Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΚΩ∆ΙΚΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

71

4. Το Άγιο Πνεύµα ως επιτελικό κέντρο εκπαίδευσης Αγ. Βασιλείου Τα στοιχεία τα οποία είναι καταχωρηµένα στην ενότητα αυτήν, αποτελούν σηµαντικότατες πληροφορίες για θέµατα εκπαίδευσης, σε µια εποχή κατά την οποία η Κρήτη βρισκόταν στο απόγειο των προσπαθειών της για την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού. ∆ικαιώµατα εκπαίδευσης µπορεί να είχαν οι υπόδουλοι µε τα προνόµοια που έδιναν κατά διαστήµατα οι δυνάστες, τουλάχιστον από τα χρόνια της Αιγυπτιακής κατοχής, δηλαδή το 1830 - 1840. Είναι όµως εξίσου γνωστό, ότι δεν έδιναν ούτε µία δεκάρα για την εκπαίδευση των ραγιάδων. Η εκπαίδευση ήταν υπόθεση κυρίως της Εκκλησίας, που επωµιζόταν το οικονοµικό κόστος και είχε την ευθύνη της οργάνωσης. ∆ευτερευόντως ήταν υπόθεση της τοπικής κοινωνίας, η οποία βοηθούσε όπως µπορούσε. Ωστόσο ο ταπεινός κώδικας του Αγίου Πνεύµατος αποτελεί τη µοναδική πηγή έγκυρης και λεπτοµερούς πληροφόρησης σε θέµατα εκπαίδευσης για το σύνολο της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου από το φθινόπωρο του 1863 ως την άνοιξη του 1866. Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν όµως και µιαν άλλη πτυχή του απελευθερωτικού αγώνα της Κρήτης. Καταγράφουν την καθηµερινή πάλη, και δείχνουν τους αγώνες και την αγωνία όσων είχαν την ευθύνη της περιοχής Αγίου Βασιλείου σε καιρούς χαλεπούς και χρόνους δίσεκτους, οι οποίοι µε υψηλό αίσθηµα ευθύνης ενεργούσαν προς το συµφέρον και µόνον του Έθνους, προσφέροντας στους υπόδουλους προγόνους µας παιδεία και γνώση, δηλαδή εθνική αφύπνιση. Φαίνεται, επίσης, καθαρά η οργανωµένη προσπάθεια, η οποία µε µικρά αλλά σταθερά βήµατα προωθούσε την κάλυψη των αναγκών της Επαρχίας σε θέµατα εκπαίδευσης. Έτσι από την ίδρυση της Σχολής Αγίου Πνεύµατος το 1836 και µάλιστα “της πρώτης και µόνης Σχολής” για ολόκληρη την Επαρχία, συναντούµε το 1863-66 επιπλέον άλλα τρία σχολεία, στα οποία αναφαίνεται και το στοιχείο του γεωγραφικού επιµερισµού (Μέλαµπες, Λευκόγεια, Σελλιά). Στο προαναφερόµενο διάστηµα, πριν δηλαδή από τη µεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 69, εκτός από τη Σχολή Αγίου Πνεύµατος, ο χώρος της Μονής λειτουργούσε και ως επιτελικό κέντρο εκπαίδευσης Αγίου Βασιλείου. Είχε συσταθεί κοινό ταµείο, “Η Εφορία των εν Λάµπη Κοινών Καταστηµάτων” σώζεται σε έγγραφα της Μονής Πρέβελη, σφραγγίδα µε την ένδειξη αυτή και τα ονόµατα της Επιτροπής. Στο Άγιο Πνεύµα υπήρχε ειδικός διαχειριστής, ονόµατι Χαράλαµπος Αστρίτης,


72

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

ο οποίος υπέγραφε και τις καταστάσεις εσόδων εξόδων. Στις καταστάσεις αυτές αναγράφονται οι εκπαιδευτικοί που δίδασκαν, το ποσό της αντιµισθίας τους, τα χωριά που λειτουργούσε σχολείο και τα έξοδα λειτουργίας ενός εκάστου. Η εικόνα που αποτυπώθηκε στον κώδικα από τη διαχείριση του προαναφερόµενου διαστήµατος είναι κατά πάντα αξιοπρόσεκτη. Στο ταµείο συγκεντρώθηκε από διάφορες πηγές το σηµαντικότατο για την εποχή εκείνη ποσό των 21.073 γροσίων. Αξίζει όµως να δούµε τις πηγές από τις οποίες προήλθαν τα χρήµατα αυτά: α. Κατάσταση εσόδων Από ενοικίαση κτηµάτων της Μονής Αγίου Πνεύµατος...............................................σύνολο γροσίων 9.925 Από πώληση βιβλίων στο Άγιο Πνεύµα ...........................γρόσια 94 Από δίσκο στο Άγιο Πνεύµα ............................................γρόσια 54 Συνδροµή από την Ι.Μ. Πρέβελη .....................................γρόσια 3.000 Συνδροµή από την Ι.Μ. Ασωµάτων..................................γρόσια 2.000 ∆άνειο εκ του Ρεθύµνης (προφανώς Επισκ. Καλλίνικου).....γρόσια 6.000 Σύνολο εσόδων γροσίων ............................................................21.073 β. Κατάσταση εξόδων. Πληρωµή µισθών Εµµανουήλ Γαβριγέλη (Σχολείου Αγ. Πνεύµατος)...........................................γρόσια 4.396,20 ∆ιάφορα έξοδα σχολείων, αναλώσιµα κλπ έξοδα .......γρόσια 2.443,30 Εις δάνειον εκ του Ρεθύµνης............................................γρόσια 3.733 Πηρωµή µισθών Ανδρέα Μ. Σαουνάτσου (Σχολείου Σελλίων) .....................................................γρόσια 3.470,20 Πληρωµή µισθών Μ. Μαρκουλάκη (Σχολείου Σελλίων) ..........................................................γρόσια 1.563 Έξοδα Σχολείου Σελλίων.....................................................γρόσια 513 Πληρωµή µισθών Ιωάννου Μ. Ψαρού (Σχολείου Λευκογείων).....................................................γρόσια 1.000 Έξοδα Σχολείου Λευκογείων..........................................γρόσια 288,30 Πληρωµή µισθών Α. Ιωάν. Γυπαράκη (Σχολείου Μελάµπων)......................................................γρόσια 1.600 Υπόλοιπο για το χρέος......................................................γρόσια 1.983 Σύνολο εξόδων ...............................................................γρόσια 20.991


Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΚΩ∆ΙΚΑΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

73

Στο τέλος αναγράφεται: “Συµποσούνται τα παραπάνω έξοδα εις είκοσι χιλιάδαις και εννεακόσια ενενήντα εν, επιφυλατόµενοι κάθε λάθους Χαράλαµπος Αστρίτης.”

Οι καταστάσεις εσόδων-εξόδων του κώδικα σταµατούν στις αρχές του 1866, άρα και οι πληροφορίες µας για την εκπαίδευση στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Προφανώς τα πράγµατα αγρίευαν κάθε µέρα και περισσότερο. Οι συγκεντρώσεις προκρίτων και καπεταναίων ξεκίνησαν από την άνοιξη του 1866 και την 21η Αυγούστου στη συνέλευση του Ασκύφου κηρύχθηκε επίσηµα η κατάργηση της τουρκικής κυριαρχίας και η ένωση της Κρήτης µετά της Ελλάδος. Η τρίχρονη Κρητική Επανάσταση 1866-69 αναθέρµανε τις ψυχές των Κρητικών για ελευθερία και ένωση µε τη µητέρα Ελλάδα κι έφερε τα θέµατα εκπαίδευσης σε δεύτερη µοίρα, µια και κατά τις επαναστατικές περιόδους σχολεία δεν λειτουργούσαν. Η δραστηριότητα σε θέµατα εκπαίδευσης θα ξεκινήσει πάλι το 1870, δηλαδή µετά το τέλος των πολεµικών επιχειρήσεων.

Η πρώτη σελίδα του «Κώδηκα» (sic)


74

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΙΓ∆ΙΝΟΣ

Ευµενίου Ξηρουδάκη, Επισκόπου, «Η εν τη κατά την Επισκοπή Λάµπης και Σφακίων Ιερά Μονή του Πανάγιου Πνεύµατος Σχολή, της Ιεράς και Σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πρέβελη», εν Ρεθύµνη 1899. Αναγέννησις εφ. 1899: Άρθρο Βασιλείου Μαρκάκη, Αρχιµανδρίτου «Η εν Αγίω Πνεύµατι Σχολή (Πρέβελη)», Ρέθυµνο 1899. Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκη, Το Μοναστήρι του Πρέβελη, Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόµος Α΄ Αθήνα 1938-41. Άρθρο του Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκη «Το Άγιον Πνεύµα Κέντρον Πνευµατικόν», εφ. Κρητική Επιθεώρηση, Ρέθυµνο 16 Απριλίου 1938. Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978. Μιχάλη Μ. Παπαδάκη, «Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος», περιοδικό «Προµηθεύς ο Πυρφόρος», τεύχος 18, Ιανουάριος - Φεβρουάριος 1980. Ρεθεµνιώτικα Νέα εφ. 1981: Άρθρα Γιάννη Β. Αλεξανδράκη, «Η ιστορία της Μονής και Σχολής του Αγίου Πνεύµατος», δηµοσίευση σε 36 συνέχειες, αρχής γενοµένης από το µε αριθ. φύλλο 2579 της 21ης Απριλίου 1981. Γιώργη Ν. Τσιγδινού, «Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος, στον Κισσό Αγίου Βασιλείου», Ρέθυµνο 1998. Νίκος Ψιλάκης, «Μοναστήρια και ερηµητήρια της Κρήτης», τόµος Β΄ Ηράκλειο 1992. Ευαγγελία Μπαλτά - Μustafa Oğuz, Το Οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2007. Γιάννη Μ. Γρυντάκη, «Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη Νοτάριου Τζώρτζη Πάντιµου» (1613 - 1642), Αθήνα 1990. Γιάννη Μ. Γρυντάκη, «Το πρωτόκολλο του Ρεθεµνιώτη Νοτάριου Αντρέα Καλλέργη», Αθήνα 1994. Νικόλαος Σταυρινίδης, Μεταφράσεις τούρκικων ιστορικών εγγράφων, Ηράκλειο 1975 - 1985. Γιάννη Παπιοµύτογλου «Έγγραφα Ιεριδικείου Ρεθύµνης», Ρέθυµνο 1995.


MANOΛΗΣ ∆ΕΤΟΡΑΚΗΣ

Τα θεραπευτήρια Ροδακίνου και Σελλίων Αγίου Βασιλείου στην επανάσταση του 1866-69 ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Μεταξύ των πέντε θεραπευτηρίων που ίδρυσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών κατά τη µεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866-69, µε την έννοια της παροχής υπηρεσιών και όχι της κτιριακής υποδοµής, ήταν και εκείνα του Ροδακίνου και των Σελλίων στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου. Το θεραπευτήριο των Σφακίων µε έδρα την Ανώπολη, µετακινήθηκε στην Αγία Ρουµέλη και στην Αράδαινα, λόγω των αναγκών του πολέµου. Ένα άλλο είχε έδρα τις Καλέθαινες ή την Ρετόντα Κισάµου, το δε σηµαντικότερο από πλευράς οργάνωσης και παροχής υπηρεσιών, σύµφωνα µε τα επίσηµα έγγραφα, ήταν το καλούµενο Κεντρικό Θεραπευτήριο στην περιοχή ευθύνης της Επιτροπής Μαλεβιζίου - Τεµένους - Μεσαράς. Έδρα του ήταν αρχικά τα Πλατάνια, αργότερα η Κράνα και τελευταία η Αξός. Το Θεραπευτήριο των Σελλίων ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1867 µε διευθυντή τον Ρεθύµνιο γιατρό Ιωάννη ∆άνδολο και βοηθό τον εµπειρικό γιατρό Λαµπρινό Λαµπράκη, πιθανώς καταγόµενο από την Κίσαµο. Σε επιστολή του προς τη Γενική Συνέλευση των Κρητών από Σελλιά Γιαλιάς, ο ∆άνδολος γράφει ότι έφτασε µε το τελευταίο ταξίδι του «Αρκαδίου», για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πολύπαθη πατρίδα. ∆ιαθέτουµε αρκετές πληροφορίες, κυρίως από το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, για µια πρώτη εικόνα των παρεχοµένων υπηρεσιών, αλλά και των προβληµάτων λειτουργίας του θεραπευτηρίου, κυρίως λόγω των ελλείψεων και των διαρπαγών του υλικού, των νοσηµάτων και των βαρέων τραυµατισµών των εντοπίων αλλά και των εθελοντών. Το Θεραπευτήριο του Ροδακίνου ιδρύθηκε στις αρχές του 1867 µε πρώτο διευθυντή το γιατρό Χρήστο Πολίτη, που φαίνεται ότι κάλυψε και τα πρώτα έξοδα, όπως γράφει σε επιστολή του: «... δι’ ἰδίων, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐξόδων μου συστηθέντος Θεραπευτηρίου ἐν Ροδακίνῳ Ἁγίου Βασιλείου...». Ως βοηθός του διορίστηκε ο φαρµακοποιός Εµµ.


76

ΜΑΝΟΛΗΣ ∆ΕΤΟΡΑΚΗΣ

Σπυριδάκης. Η συνεργασία του γιατρού µε τη Γενική Συνέλευση υπήρξε από την αρχή προβληµατική. Σε έγγραφό της προς την Κεντρική Επιτροπή τον κατηγορεί ότι ενώ του δόθηκαν όλα τα µέσα, εκείνος εφάνη «... ὑπέρ τινά ἀπαιτητικός μεθ’ ὅλας τάς περί οἰκονομίας παρατηρήσεις καί οἱ νοσηλευόμενοι δέν ἔμενον εὐχαριστημένοι, ἀλλ’ οὔτε οἱ ἐν τῇ κώμῃ Ροδάκινον...». Τον κατηγορεί επίσης ότι αναχώρησε αιφνιδίως από την Κρήτη, χωρίς καµιά προείδοποίηση, το Μάη του 1867. Επί του θέµατος έχει εντοπιστεί µακροσκελής απαντητική επιστολή του Χρήστου Πολίτη, όπου εκθέτει τη δική του εκδοχή. Η λειτουργία των Θεραπευτηρίων, ιδίως εκείνου των Σελλίων, παρατάθηκε µε προβλήµατα µέχρι το 1868, λόγω της αυξηµένης νοσηρότητας, αλλά και της συρροής µαχητών εθελοντών και εντοπίων εν αναµονή του σωτηρίου σκάφους, που συνήθως κατέπλεε στη Λίµνη του Πρέβελη. Ένα δραµατικό έγγραφο του καλού πατριώτη Λεωνίδα Ροδοκανάκη, από τα Σαχτούρια, µε ηµεροµηνία 19/10/1868 αναφέρει ότι «πολλοί τῶν ἐθελοντῶν ἀποθνήσκουσι καθημερινῶς ἕνεκα ἐλλείψεως φαρμάκων, δέν ἔχουσι μέρος νά στήσωσι νοσοκομεῖον οἱ δυστυχεῖς...». Από αυτό εξάγεται το συµπέρασµα ότι δεν λειτουργούσαν πια τα θεραπευτήρια. Τότε, βέβαια, η επανάσταση έπνεε τα λοίσθια.

Σηµείωση: Κατά τα µέσα του Αυγούστου 2008 πληροφορηθήκαµε ότι ο γιατρός Μανόλης Ε. ∆ετοράκης αναχώρησε για το χωρίς επιστροφή ταξίδι. Είναι απίστευτο, αλλά δυστυχώς αληθινό, ότι ο αεικίνητος γιατρός και ερευνητής της Κρητικής Iστορίας από τη σκοπιά της προσφοράς του γιατρού και της επιστήµης του Ιπποκράτη, δε θα συνεχίσει να προσφέρει. Επικοινωνήσαµε µε τους οικείους του, εκφράσαµε τα ειλικρινή συλλυπητήριά µας και παρακαλέσαµε, αν η ανακοίνωση του γιατρού βρίσκεται σε δηµοσιεύσιµη µορφή, να µας τη στείλουν, για να αναγνωσθεί στο Συνέδριο και να καταχωρηθεί στα πρακτικά ως ελάχιστος φόρος τιµής στη µνήµη του Μανόλη Ε. ∆ετοράκη. Αξίζει να προσεχθεί από την παραπάνω περίληψη πόσα πρόσφερε στην ιστορική έρευνα η µαρτυρία του ακαταπόνητου γιατρού - ερευνητή, ο οποίος από την οπτική γωνία του γιατρού εξέταζε το παρελθόν, για να δείξει την αντιµετώπιση του πόνου, των τραυµατισµών, των κακουχιών κατά τις δύσκολες ώρες των πολέµων αλλά και (των ελάχιστων) της ειρήνης. Η Οργανωτική Επιτροπή


ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

Ο Άγιος Βασίλειος στην επανάσταση του 1889

Από τη στιγµή που οι Κρητικοί, µε το χάρτη της Χαλέπας (1878), απέκτησαν το δικαίωµα να εκπροσωπούνται στη Γενική Συνέλευση, δηµιούργησαν δύο κόµµατα το συντηρητικό (Καραβανάδες) και το φιλελεύθερο (Ξυπόλυτοι), και άρχισαν να ερίζουν µεταξύ τους. Για δέκα χρόνια την πλειοψηφία έπαιρνε το συντηρητικό κόµµα. Όταν όµως την άνοιξη του 1888 νίκησαν οι φιλελεύθεροι, οι συντηρητικοί δεν δίστασαν να αµφισβητήσουν την εγκυρότητα των εκλογών και να ζητήσουν την αποµάκρυνση του διοικητή Σαρτίνσκη, τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο. Απειλούσαν µάλιστα ότι, αν η Υ. Πύλη δεν έκανε δεκτά τα αιτήµατά τους, θα κήρυσσαν την ένωση του νησιού µε την Ελλάδα και θα δηµιουργούσαν επαναστατικά επεισόδια. Όταν συγκλήθηκε η Γενική Συνέλευση, αποφασίστηκε να συσταθεί ανακριτική επιτροπή, για να εξετάσει τις περιπτώσεις εκλογικής νοθείας στο Ρέθυµνο. Και ενώ όλα έδειχναν ότι τα πράγµατα ηρεµούσαν, πέντε συντηρητικοί βουλευτές από τα Χανιά κατέθεσαν αιφνιδιαστικά ψήφισµα στο προεδρείο, στο οποίο υποστήριζαν ότι µόνο η ένωση του νησιού µε την Ελλάδα θα µπορούσε να βγάλει από τα πολιτικά αδιέξοδα. Όλες οι προσπάθειες που έγιναν από τις ελληνικές προξενικές αρχές και την τουρκική διοίκηση απέτυχαν. Σε πολλά σηµεία του νησιού άρχισαν να συγκεντρώνονται ένοπλοι και περίµεναν το σύνθηµα να αρχίσουν µια νέα επανάσταση. Η Υ. Πύλη, που δεν επιθυµούσε νέα εµπλοκή στο κρητικό ζήτηµα, έστειλε δύο ικανότατους πασάδες στο νησί (Μαχµούτ Τζελαλεδίν και Ρασίµπ). Η Γ. Συνέλευση πριν τελειώσει τις εργασίες της, έστειλε µια 7µελή επιτροπή για να ανακοινώσει στον Μαχµούτ ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για επανάσταση, αφού οι περισσότεροι Κρητικοί, µπορεί να συµφωνούσαν µε το ψήφισµα των πέντε βουλευτών, διαφωνούσαν όµως µε τη χρονική στιγµή που δόθηκε. Με άλλα λόγια όλοι ήθελαν την ένωση αλλά όχι µέσα στη συγκεκριµένη συγκυρία. Και πρόσθεταν ότι µόνο η άσχηµη οικονοµική κατάσταση θα µπορούσε να προκαλέσει εξεγέρσεις. Ο Μαχµούτ συµφώνησε να δεχθεί αντιπροσώπους και να συζητήσει τα προβλήµατα των κατοίκων. Επειδή στις επαναστατικές κινήσεις πρω-


78

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

ταγωνιστούσαν οι Ρεθεµνιώτες, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε εντολή στον υποπρόξενο Ρεθύµνου Πετυχάκη να τους πείσει να υποβάλουν τα αιτήµατά τους στον πασά. Αυτοί όµως ήταν ανένδοτοι: µοναδικό τους αίτηµα ήταν η Ένωση. Οι συγκεντρώσεις µεγάλωναν και επεκτείνονταν. Μια σπίθα χρειαζόταν για να ανάψει η φωτιά. Αυτή άναψε στις 21 Ιουλίου 1889, όταν 1.000 οπλισµένοι Τούρκοι βγήκαν από την πόλη του Ρεθύµνου και έφτασαν µέχρι το γειτονικό χωριό Αρµένοι. Εκεί συγκρούστηκαν µε τους επαναστάτες. Η συνέχεια ήταν οδυνηρή για την επαρχία Ρεθύµνου, που κυριολεκτικά καταστράφηκε. Στις αρχές Αυγούστου ο σουλτάνος έστειλε στο νησί στρατεύµατα και ο νέος στρατιωτικός διοικητής Σακίρ πασάς κήρυξε στρατιωτικό νόµο. Οι χριστιανοί των πόλεων πέρασαν εφιαλτικές µέρες. Πολλοί σκοτώθηκαν και οι άλλοι κινδύνευαν καθηµερινώς από το φανατισµένο µουσουλµανικό όχλο. Τα τουρκικά στρατεύµατα απλώθηκαν και στις επαρχίες, εκτός την επαρχία του Αγίου Βασιλείου, για να επιβάλουν την τάξη. Οι ντόπιοι µουσουλµάνοι ενθουσιασµένοι µε την εύκολη νίκη τους, σκέφτηκαν ότι ήταν ευκαιρία να εξοντώσουν ή να ταπεινώσουν τους ατίθασους Κρητικούς, ώστε να µην επιχειρήσουν νέα επανάσταση σύντοµα. Έτσι, άρχισαν να προβαίνουν σε κάθε είδους αυθαιρεσίες. Παράλληλα, το στρατοδικείο καταδίκαζε µε συνοπτικές διαδικασίες τους χριστιανούς που κατηγορούνταν από µουσουλµάνους για αδικήµατα, ενώ δήλωνε αναρµόδιο σε περίπτωση που χριστιανοί κατήγγειλαν µουσουλµάνους. Ο στρατός πάλι που, όπως αναφέραµε, είχε αναπτυχθεί στην ύπαιθρο, για να προστατέψει δήθεν τους κατοίκους της, συχνά δηµιουργούσε προβλήµατα µε τη στάση του απέναντι στους χριστιανούς. Επειδή ουσιαστικά η επανάσταση είχε τελειώσει, αλλά το σουλτανικό φιρµάνι, που πιθανότατα θα παραχωρούσε αµνηστία δεν έφτανε, πολλοί Κρητικοί, για να αποφύγουν τις άδικες ή δίκαιες σε βάρος τους διώξεις, αναγκάζονταν να βγαίνουν φυγόδικοι στα βουνά. Όσοι συµβιβάστηκαν ή διαµαρτυρήθηκαν κλείστηκαν στις φυλακές του Ρεθύµνου. Αυτοί υπολογίζονταν πάνω από 200. Φαινόταν δηλαδή ότι οι ίδιοι οι Τούρκοι ή κάποιες άλλες κρυφές δυνάµεις δεν ήθελαν να σταµατήσει τόσο γρήγορα η επανάσταση. Αντιδρώντας στις τουρκικές προκλήσεις, προς τα τέλη του Σεπτέµβρη, οι εναποµείναντες αγιοβασιλειώτες επαναστάτες κατέβηκαν στην πρωτεύουσα της επαρχίας τους, το Σπήλι, και


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

79

πυρπόλησαν το Ειρηνοδικείο και το Συµβολαιογραφείο. Η επαναστατική αυτή πράξη έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική διοίκηση να στείλει στρατό και στην επαρχία αυτή, την επόµενη κιόλας µέρα. Από το χρονικό σηµείο αυτό άρχιζε το δράµα των κατοίκων. Ο στρατός έκανε εφόδους στα σπίτια τους και έπαιρνε όσα όπλα έβρισκε. Παράλληλα οι ντόπιοι µουσουλµάνοι, που είχαν καταφύγει στο Ρέθυµνο, επέστρεφαν µε άγριες διαθέσεις απέναντι τους. Η στρατιωτική κάλυψη που είχαν τους επέτρεπε κάτι τέτοιο (Πετυχάκης 1889, 241, 22/9/1889). Τα βάσανα των Αγιοβασιλειωτών ήταν πολλά. Η τουρκική διοίκηση τοποθέτησε έπαρχο της περιοχής ένα σκληρό γενίτσαρο, τον Μαµένη. Αυτός προσπάθησε να βγάλει µε πολλούς τρόπους στην επιφάνεια όλο το µίσος που έτρεφε για τους χριστιανούς. Έστελνε αποσπάσµατα να κυνηγούν τους φυγόδικους αντάρτες και αυτοί, επειδή δεν τολµούσαν να βγουν στα βουνά, έδερναν, βασάνιζαν και συχνά σκότωναν φιλήσυχους κατοίκους των χωριών. Οι στρατιώτες πάλι που είχαν τα στρατόπεδά τους στα χωριά δεν παρέλειπαν καθηµερινά να υποτιµούν και να προσβάλλουν τους φτωχούς κατοίκους. Αλίµονο σ’ αυτόν που τολµούσε να διαµαρτυρηθεί κυρίως σε ξένες προξενικές αρχές. Όλοι οι χριστιανοί όφειλαν να δέχονται τις ταπεινώσεις αδιαµαρτύρητα. Έπρεπε να ξαναγίνουν ραγιάδες. ∆εν ήταν όµως οι Αγιοβασιλειώτες διατεθειµένοι να ανεχτούν τέτοιες συµπεριφορές. Οι κάτοικοι των χωριών Καλή Συκιά και Άγιος Ιωάννης φαίνεται ότι τραβούσαν δεινά µεγαλύτερα από τους κατοίκους άλλων χωριών της επαρχίας, ίσως γιατί πολλοί δικοί τους δρούσαν ακόµα ως φυγόδικοι ή επαναστάτες. Όφειλαν να βρουν τρόπο να αντιδράσουν. Αν έστελναν διαµαρτυρία µε τα ονόµατά τους στους προξένους των ∆υνάµεων, ο φανατικός Μαµένης θα τους κατηγορούσε για επαναστάτες και θα τους εξόντωνε. Να ξανάβγαιναν όλοι τους στα βουνά, για να αναζωπυρώσουν την επανάσταση ήταν µια λύση, αλλά έπρεπε να πείσουν και τους κατοίκους των άλλων περιοχών να τους ακολουθήσουν, πράγµα πολύ δύσκολο στη συγκεκριµένη συγκυρία. Από τη δύσκολη θέση τους ήρθαν να τους βγάλουν οι γυναίκες τους. Βλέποντας, δηλαδή, τους δισταγµούς τους, συνέταξαν µόνες τους επιστολή διαµαρτυρίας προς τις ελληνικές και ξένες προξενικές αρχές του Ρεθύµνου. Σ’ αυτήν διεκτραγωδούσαν τα δεινά τους και ζητούσαν την αµέριστη βοήθειά τους. Αν τελικά δεν την είχαν, απειλούσαν ότι θα έφευγαν µε τα παιδιά τους στα βουνά, γιατί εκεί τουλάχιστον δεν κινδύνευε η τιµή τους. Αξίζει νοµίζω να ακούσουµε τις ίδιες:


80

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

30 Νοεµβρίου 1889 Προς τους κυρίους προξένους Εις Ρέθυµνον Κύριοι πρόξενοι Ερχόµεθα από τα χωριά µας Καλήν Συκιάν και Άγιον Ιωάννην του Αγίου Βασιλείου, διά να είπωµεν ενώπιον της εκλαµπρότητάς σας τα βάσανά µας και να σας παρακαλέσωµεν να µας σπλαχνισθήτε και να κάµετε έλεος, διότι αν δεν προφθάσετε να µας βοηθήσετε, είµεθα χαµένες και αφανισµένες. Ήλθοµεν δε ηµείς οι γυναίκες, διότι οι άνδρες µας φοβούντε τον γιανίτσαρον που έστελεν η Κυβέρνησις εις την επαρχίαν µας να µας καταστρέψει, το θηρίον το ανήµερον, τον έπαρχον Μαµένη, και διά τούτο δεν τολµούν να παρουσιασθούν και να ανοίξουν το στόµα τους. Και ηµείς που ήλθοµεν εδώ ο θεός ξέρει την τροµάραν και τον φόβον µας, διότι εις τον δρόµον που ερχόµεθα µας απάντησεν ένας Σπηλιανός και µας είπεν όσα έκαµεν ο Μαµένης εκείνων των Σπηλιανών που παρουσιάσθηκαν εις τον πρόξενον της Αγγλίας ευθύς ως έφυγεν. Τα χωρία µας, εκλαµπρότατοι, δεν έχουν κανένα κακούργον ούτε φυγόδικον, ούτε επειράξανε κανένα. Και όµως ήλθαν οι εντόπιοι Τούρκοι και εµβαίνουνε καθ’ηµέραν εις τα σπίτια µας και µας απαγορεύουνε µαζί µε τον Μαµένη και τον µουλεζίµη Αλή εφέντη Πλανά και κινδυνεύουµε να µας αφήσουν χωρίς ρούχα, τσουκάλι, πιθάρι και λοιπά. Ό, τι εύρουν εις τα σπίτια µας όλα είναι ιδικά τους λέγουν και τα πέρνουν. Φωνάζοµεν οι δυστυχισµένες και αλλοίµονόν µας, αµέσως µας δείχνουν ο Μαµένης και ο µουλεζίµης τα καµουτσίκια και τους γρόνθους των και µας δέρνουν και άνδρες και γυναίκες και βλασφηµούν την πίστιν και τον σταυρόν µας και µάς φτύνουν και µας φωνάζουν σκρόφες και πουτάνες και άλλα άσχηµα λόγια που εντρεπόµεθα να τα είπωµεν. Α. Από εµένα την Ζαφείρα Τρανταλιδοπούλα που είµαι γυναίκα άνανδρη, φτωχιά και γριά κακοµοίρα µου πήραν µια κασέλα ξένη κατωµερίτικη µε ό,τι είχε µέσα και µου την έφεραν από τα Κούµια να τη φυλάξω και την έχουν εις του Κουλάγγαρη ακόµα. Την εζήτησα η δυστυχισµένη, αλλά µε έδιωξαν µε τις κλωτσιαίς. Μου πήραν ακόµα µίαν κνισάρα, που έκαµνα την προσφορά και µίαν βούργια καινούρια. Άλλα δεν είχα να µου πάρουν. Β. Από εµένα τη Μαρία Κουµεντοπούλα επήραν µίαν κουρούπαν ιδικήν µου, αφού έχυσαν το λάδι που εφύλασσα διά τα παιδιά µου και τώρα τα δυστυχισµένα πεινούνε.


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

81

Γ. Από εµένα την Ανεζίνα Κουφακοπούλα επήραν δύο τουφέκια, ένα τσιφτέ και ένα σισανέ, του άνδρα µου. ∆. Από εµένα την Κοκόλη Νικητάκι επήραν ένα σισανέ και ένα σπαθί ο ίδιος ο έπαρχος µε το χέρι και επιδή τον ηρώτησα την αιτίαν που µου τα πέρνει, µε έβαλεν εις την φυλακήν και έκαµα 11 ηµέρες και υπέφερα πράγµατα που δεν διηγούνται. Ε. Από ηµάς τη Ζαµπιά Φραγγιδοπούλα, Μαρίαν Χατζηδοπούλαν, Μαρίαν Ποθουλοπούλα επήραν οι νιζάµιδες 5 όρνιθες και τις έφαγαν φανερά µπρος τα µάτια µας. Στ. Της Ελένης Θεοδωροπούλας, Ευσεβίας Χριστοδουλοπούλας, Ελένης Φραγγουδοπούλας, οι Ατσιπαδιανοί Τούρκοι µαζί µε τους νιζάµιδες έσπασαν τρία πιθάρια. Ζ. ∆ιαφόρων χωριανών κατέστρεψαν τους κυπαρισσώνας και έχουν εκ τώρα κοµµένα τα κυπαρίσσια που µε τα χέρια µας εφυτεύσαµεν περισσότερα από 1.200. Αφήνοµεν τα άλλα άγρια δένδρα. Η. Της Μαργαρίτας Ποθουλοπούλας έκλεψαν νιζάµιδες ταις µέλισσαις. Θ. Από την εκκλησίαν του Αγίου Παντελεήµονα έκλεψαν ένα περιζώνιον ασηµένιον και πέταξαν κατά γης ευαγγέλιον και ό,τι ευρήκαν επάνω εις την Αγίαν Τράπεζαν. Ι. Από τον Άγιον Γεώργιον έκλεψαν τα κανδήλια οι νιζάµιδες και τα κρέµασαν εις τα τσαντήρια των, επήραν το κουρούπι της εκκλησίας µε το λάδι και τα ασηµένια αφιερώµατα της εικόνας. Ύστερα απ’ όλα αυτά εχάλασαν και την Αγίαν Τράπεζαν, όπου γυµνοί εξαπλώνοντο και εκάθηντο. Ια. Από τον Άγιον Αντώνιον της Καλής Συκιάς επήραν ένα κουρούπι λάδι. Ιβ. Του Αγίου Πέτρου έσπασαν την πλάκα της Αγίας τράπεζας, εκρήµνισαν την βάσιν και επήραν µίαν σανίδα, που την είχεν αφιερωµένην ο Ιωάννης Σταµατάκης διά να γίνει πόρτα. Ιγ. Τον Σωτήρα Χριστόν έσπασαν. Ιδ. Του Αγίου Νικολάου, µέσα στο φαράγγι του Κοτσιφού, οι νιζάµιδες έσπασαν την εικόνα, την εκατέβασαν, την εκατούρησαν και ύστερα βρεγµένην την έβαλαν πάλιν εις την θέσιν της. Όταν έκαµναν αυτήν την δουλειά τους είδεν ο ∆ηµήτρης ∆ουλγεράκης, σύζυγος εµένα της Μαρίας Θεοδωροπούλας. Εκτός όλων τούτων υποφέροµεν ακόµα και άλλα. Νερόν δεν έχοµεν να πίνοµεν, διότι όλα τα νερά τα εµαγάρισαν:


82

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

Α. Εγώ η Μαρία Θεοδωροπούλα επήγα να πάρω νερόν και είδα µέσα εις το πηγάδι ένα νιζάµι ολόγυµνο και κολυµβούσε και δύο τρεις επάνω εις το στόµιον και εγέλων. Επειδή δε εκάναµε άλλες πολλές γυναίκες παράπονα εις τον κολλαγαρή , εσήκωσε το χέρι του να µας κτυπήση. Β. Εγώ η Ερινιώ Τρανταλιδοπούλα και άλλες γυναίκες είδαµε τους νιζάµιδες να πλύνονται µέσα εις το χαζινέ της βρύσης και εφύγαµε τροµαγµένες. Και διά να µην πολυλογούµε όλα µας τα πηγάδια, όλα τα νερά τα εµαγάρισαν, διότι εµβαίνουν µέσα και λούονται και κολυµβούν. Πώς τώρα από τα τοιαύτα νερά να πάρουµε νερόν να πιούµε, να ζυµώσωµεν ή να µαγειρεύσωµεν; Αυτή είναι η προστασία που ήλθεν ο βασιλικός στρατός να µας δώση, να µη µας αφήνη ούτε νερό να πίωµεν. Ύστερα από το νερό µας επήραν και τα σπίτια µας και µας επέταξαν εις το δρόµον, διότι, αφ’ ου τα επαραχωρήσαµεν µόνοι µας τα σπίτια µας, δεν ευχαριστούνται αλλά καθ’ ηµέραν ζητούν να τα πουλήσουν και µας στενοχωρούνΕµένα της Μαριγώς Σταυρουλοπούλας από την Καλή Συκιιά ήρπασαν το σπίτι µου οι νιζάµηδες έξαφνα µίαν πρωινήν και επέταξαν ρούχα, πιθάρια µου και ό,τι και αν είχα εις τον δρόµον και εµένα την ίδια µε ένα σωρό παιδιά και µε µια γυναίκα της υπανδριάς και τώρα δεν έχω τι να γείνω και πού να ακουµβήσω, µόνον αλλού έχω τα ρούχα µου, αλλού τα παιδιά µου και αλλού κυλιούµαι η ίδια χωρίς άνδρα και χωρίς την παραµικράν προστασίαν και είµαι απελπισµένη και δεν ηξεύρω τι να κάνω. Εµένα την Αργυρώ Κατσουλοπούλα, χήρα, φτωχιά µε δύο παιδιά πολεµούν να µου πάρουν το σπίτι µου και θα χαθώ αν µε βγάλουν στο δρόµον. Αυτήν την ζωήν δεν την υποφέροµε πλέον. Οι νιζάµηδες δεν µπορούν να θέσουν εις τα τσαντήρια, διότι κρυώνουν και ήλθαν και εκάθισαν εις τα σπίτια µας, αλλά ας δώσουν εις ηµάς τα τσαντήρια τουλάχιστον να πάµε εις τα βουνά να καθίσωµεν, να έχωµεν τουλάχιστον παστρικόν νερό και να γλυτώσωµεν και από τον φόβον και τα άλλα βάσανα. Κοντά εις όλα τα άλλα κακά έχοµεν και τον φόβον, την τροµάραν διά την τιµήν µας,, διότι και αυτήν πολεµούν να µας την καταστρέψουν. Εµένα την Μαρίαν Τρανταλιδοπούλα εκεί που εµάζευα βελάνια µε είδε ένας νιζάµης και έτρεξε κατ’ επάνω µου. Έφυγα µε όλην µου την δύµαµιν και επειδή είδα ότι κινδύνευα, επέταξα το καλάθι µου και εκρύφτηκα µέσα εις ένα δέτην. Ο νιζάµης εκεί όπου έρριξα το καλάθι εστάθη και έκαµεν ωσάν τον λυσσασµένον και µε εζήτει δεξιά και αριστερά και ο θεός µε


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

83

εβοήθησε και δεν µε είδε και εγλύτωσα. Έκαµα όµως 15 ηµέρες εις το κρεββάτι άρρωστη από την τροµάρα και το καρδιοχτύπι µου. Εµένα την Αµαριώτισσα µε εµπλεχθήκανε µέσα εις το περιβόλι µου, ενώ εµάζευα κολοκάσια δύο νιζάµηδες και µου έδιδαν παράδες, διά να τους πουλήσω την τιµήν µου. Εγώ έπιασα πέτρες, πάτησα τας φωνάς και αν δεν επαρουσιάζετο έξαφνα ένας συγγενής µου θα ήµουν ατιµασµένη. Και τι να λέγωµεν τα πάντα; ∆εν ηµπορούµε να πορίσωµεν από το σπίτι µας. Ο ένας µας κάµνει νοήµατα, ο άλλος µας δεικνύει το σακκούλι του, άλλος κάµνει χειρονοµίας. Τι να γίνωµεν; Όλα µας κινδυνεύουν και η περιουσία µας και η ζωή µας και η τιµή µας. Ηµείς δεν είµεθα λαός, ηµείς είµεθα περιφρονηµένοι και διωγµένοι και δεν έχοµεν κανέναν προστάτην, αν δεν κοµίσετε το έλεος και την ευσπλαχνίαν σας εκλαµπρότατοι. Τώρα ήλθεν η Γεννιτσαριά, όπου µας το φωνάζει και το λέγει φανερά ο Μαµένης, ο µουλεζίµης των και όλη η Τουρκιά. Αυτή είναι εις κάθε µας αντίσταση η φοβέρα των: εκείνα που ηξεύρετε να τα ξεχάσετε τα βλοητός και σκατόσταυρος, τώρα είναι Τουρκοκρατία και γεννιτσαριά, τώρα µας εγύρισε και µας και θα κάµωµεν ό,τι θέλοµεν. Στόµα δεν ηµπορούµεν να ανοίξωµεν και να είπωµεν το δικόν µας, διότι είµεθα σκύλοι, γκιαούρηδες, σκατοθυµιασµένοι, σκατόσταυροι, όπως µας φωνάζουν κάθε ώραν και στιγµήν, διότι ηµείς πλέον όνοµα δεν έχοµεν άλλο εκτός αυτό το ανωτέρω και και άλλα χειρότερα ακόµα και µας τα λένε όχι παραµικροί άνθρωποι αλλά οι µεγάλοι, οι άνθρωποι που έστειλεν η κυβέρνησις να µας διοικήση και να προστατεύση και να µας δίδη τα δίκαιά µας. Αυτά και άλλα είναι αφορµή και πολλές φορές οι άνδρες µας αποφασίσανε να πιάσουν τα βουνά και να γίνουν φυγόδικοι, µόνον εµείς που είµεθα αδύνατα µέρη τους εµποδίσαµε και τώρα και κρεµιόµεθα στον λαιµό τους να µην το κάνουν διά τα παιδιά των. Αν δεν µας βοηθήση όµως και η εκλαµπρότητά σας, που είσθε το τελευταίον µας καταφύγιον και η υστερνή µας ελπίδα, δεν θα το βαστάξωµεν πλέον, µόνον ηµείς πρώται θα πιάσωµεν τα βουνά και ό,τι έλθη ας έλθη. Καλύτερα θάνατος παρά τέτοια ζωή δυστυχισµένη και ατιµασµένη. Και ας όψεται η κυβέρνησις που χωρίς να το θέλωµεν µας αναγκάζη να γενούµεν φυγόδικοι. Αν δεν κερδίσωµε τίποτα άλλο, τουλάχιστον την τιµήν µας θα γλυτώσωµεν, διότι τώρα κινδυνεύει η τιµή όχι µόνον των γυναικών µόνον και των αρσενικών παιδιών, όπως κινδύνευσε προ ηµερών ένα παιδί 15-16 χρονών που το κυνηγούσαν δυο φοβεροί νιζάµηδες εις το βουνό τρία µίλια δρόµον, έως ότου επρόφθασεν


84

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

το παιδί και εκρύφθηκε και εγλύτωσε. Ηµείς χωρίς άνδρα δεν ηµπορούµε να πορίσωµεν, τα παιδιά µας το ίδιον και αρσενικά και θηλυκά, λοιπόν δεν είναι καλλίτερα να φύγουµε εις το βουνό; Εκλαµπρότατοι Σας επαρουσιάσαµεν µε όλην µας την αµάθειαν και την γυναικίστικήν µας γλώσσαν το τι τραβούµεν και τι υποφέροµεν άδικα ο θεός το ηξεύρει, διότι ούτε όπλα έπιασαν οι άνδρες µας, ούτε έξω από το χωριό µας βγήκαν κατά το διάστηµα της ακαταστασίας, ούτε (από) άνθρωπον Τούρκον ή Χριστιανόν επήραν το παραµικρόν ή επείραξαν. Λοιπόν βοηθήσατέ µας, κάµετε διά το όνοµα του θεού, διά το αίµα του Χριστού, ό,τι σας φωτίσει ο θεός και σώσατέ µας από τους τυράννους που µας τυραννούν και µας ατιµάζουν. Λυπηθείτε µας, λυπηθείτε τα παιδιά µας και κάµετε το έλεός σας. Και σεις τον ίδιο Χριστό πιστεύετε και κάµετε διά το όνοµά του, όπου το βλασφηµούν και βεβηλώνουν τους ναούς και τας αγίας εικόνας του. Εις την εκλαµπρότητά σας κρεµούµεν τας τελευταίας ελπίδας µας. Εν Ρεθύµνω τη 30 Νοεµβρίου 1889 Αι κάτοικοι Αγίου Ιωάννου και Καλής Συκιάς της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Χρυσή Τρανταλιδοπούλα, Ζαµπιά Φραγκιαδοπούλα Ζαφείρα Τρανταλιδοπούλα, Στυλιανή Βαβυροπούλα Μαρία Σταυρουλοπούλα, Ειρήνη Κουµενταδοπούλα Μαργαρίτα Ποθουλοπούλα, Μαρία Χατζιδοπούλα Ελένη Θεοδωροπούλα, Ευσεβία Χριστοδουλοπούλα Ελένη Φραγκουδοπούλα, Ανεζίνα Κουφακοπούλα Όλαι αγράµµαται

Το γεγονός ότι η επιστολή διαµαρτυρίας γράφτηκε στις 30 Νοεµβρίου, ενώ ο υποπρόξενος την αναφέρει σε έγγραφό του προς το Υπουργείο Εξωτερικών από τις 20 Οκτωβρίου, οπότε και τον επισκέφτηκαν προσωπικά οι γυναίκες, υποδηλώνει ότι υπήρξε και µια προηγούµενη (Πετυχάκης 1889, 275, 20/10/1889). Φαίνεται δηλαδή ότι η διαµαρτυρία που του έδωσαν τον Οκτώβριο δεν τον ικανοποίησε και ζήτησε από τις γυναίκες να γράψουν µια άλλη πιθανότατα µε βάση κάποιες δικές του υποδείξεις. Να σηµειωθεί ακόµα ότι στις 25 Νοεµβρίου είχε φτάσει τελικά το σουλτανικό φιρµάνι, που έθετε επίσηµα τέλος στην επανάσταση, και στερούσε από τους χριστιανούς όλα τα προνόµια από το Χάρτη της Χαλέπας.


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

85

∆εν ήταν µόνο οι γυναίκες των δύο παραπάνω χωριών που διαµαρτυρήθηκαν, αλλά και οι γυναίκες από την Παντάνασα και το Σπήλι. Σύµφωνα µε τον υποπρόξενο, τον επισκέφτηκαν και αυτές τον Οκτώβριο και, αφού του εξέθεσαν τα βάσανά τους «απέλπιδες εζήτησαν την συνδροµήν και προστασίαν των προξενικών ενταύθα αρχών, δηλώσασαι ότι δεν έχουσι την τόλµην να επιστρέψουσι εις τας οικίας των καθώς εγκαταλελειµµέναι και ούσαι εις την διάκρισιν και την λύσσαν των Τούρκων και των στρατιωτών, καθόσον οι άνδρες αυτών προ πολλών ηµερών, άλλοι µεν ευρίσκονται εις τας φυλακάς, άλλοι δε εις τα όρη καταδιωκόµενοι». Το γεγονός ότι δήλωναν απερίφραστα πως οι άνδρες τους βρίσκονταν στα βουνά, χωρίς να τους χαρακτηρίζουν φυγόδικους, µπορεί να οδηγήσει στο συµπέρασµα ότι η επανάσταση στην περιοχή τους δεν είχε σβήσει. Μια απ’ αυτές τον επισκέφτηκε και προσωπικά και του διηγήθηκε τα πάθηµα του συζύγου της, που ήταν έλληνας πολίτης: µια µέρα του Οκτώβρη επέστρεφε αυτός από την πόλη στο χωριό του µεθυσµένος. Όταν κάποιοι τον ρώτησαν τα νέα του, αυτός απάντησε ότι µέσα σε µικρό διάστηµα η Κρήτη παραχωρείται στην Ελλάδα. Τι ήταν να το πει. Πιάστηκε, δάρθηκε αλύπητα και ρίχτηκε στη φυλακή. ∆υο µέρες µετά τον µετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύµνου. Πήγε ο υποπρόξενος στο διοικητή και του ζήτησε τους λόγους της φυλάκισής του. Ο διοικητής δεν ήξερε τίποτα και, όταν έµαθε τον έβγαλε από τη φυλακή και τον παρέδωσε στον υποπρόξενο. (Πετυχάκης 1889, 271, 13/10/1889). Το Νοέµβριο εντάθηκαν οι τουρκικές αγριότητες στην επαρχία. Συγκεκριµένα. - Οι µουσουλµάνοι κάτοικοι του χωριού Φραττί γυρνούσαν και έκλεβαν τα λάδια από τις χριστιανικές εκκλησίες της περιοχής τους. - Στην Κοξαρέ ο ίδιος ο έπαρχος πήρε το πιθάρι από την εκκλησία του χωριού και το έδωσε σε ένα µουσουλµάνο, που ισχυριζόταν ότι του το είχαν κλέψει. - Τούρκοι στρατιώτες µπήκαν βίαια στον ναό του Αγίου Ιωάννη Αλωτού στον Κεραµέ. Εκεί υπήρχαν δυο θαυµάσιες εικόνες του 1642, δηµιουργήµατα του αγιογράφου Αλοΐσιου της Μονής του Πρέβελη. Απ’ αυτές κατέστρεψαν τη µία. Τα ίδια έκαναν και στην εκκλησία της Αγίας Φωτεινής. - Στον ποταµό της Κοξαρές συνάντησαν ένα γέρο ζητιάνο. Αφού του πήραν τις εισπράξεις του, τον έγδυσαν εντελώς και τον άφησαν µέσα στο


86

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ

δριµύ κρύο. Χρειάστηκε σχεδόν είκοσι ώρες για να φτάσει στο χωριό του. - Κοντά στο χωριό Μουρνέ έπιασαν ένα γέρο που γυρνούσε στο χωριό του και του ξύρισαν το µισό µουστάκι και άλλα µέρη του σώµατος για να τον εξευτελίσουν (Πετυχάκης 1889, 291, 17/11/1889). Τα παραπάνω περιστατικά, που δείχνουν την ένταση και το πάθος που επικρατούσε στις σχέσεις χριστιανών και µουσουλµάνων, όπως και το γεγονός ότι τα τουρκικά στρατεύµατα δεν έφευγαν από την επαρχία του Αγίου Βασιλείου υποδηλώνουν ότι, παρά το σουλτανικό φιρµάνι, που έθετε επίσηµα τέρµα στην επανάσταση, αυτή συνεχιζόταν στην περιοχή. Με άλλα λόγια οι Αγιοβασιλειώτες δεν είχαν καταθέσει τα όπλα, όπως οι κάτοικοι των άλλων επαρχιών της Κρήτης. Έτσι ίσως ερµηνεύεται καλύτερα και η δυναµική συµπεριφορά των γυναικών τους, που χωρίς το δικό τους στήριγµα προσπαθούσαν να αµυνθούν. Πότε ακριβώς τέλειωσε ο οδύσσεια των κατοίκων της επαρχίας δεν ξέρουµε, ξέρουµε όµως ότι ήταν επίπονη και οδυνηρή. Γενικά, δυο χαρακτηριστικά γνωρίσµατα µπορεί να αποδώσει κανείς στους Αγιοβασιλειώτες, µελετώντας τη νεότερη ιστορία του τόπου τους. Το ένα είναι ότι , κατά κανόνα, ήταν άνθρωποι των άκρων. Πρώτοι, για παράδειγµα, ξεκίνησαν την επανάσταση του 1858 και τελευταίοι σταµάτησαν την επανάσταση του 1889. Και το άλλο είναι ότι είχαν γυναίκες µε καρδιά, που, όταν χρειαζόταν, σαν τις αρχαίες Σπαρτιάτισσες, αναλάµβαναν πρωτοβουλίες χωρίς να λογαριάζουν άµεσους κινδύνους και συνέπειες. Έγγραφα Πετυχάκης 1889: Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών, Ρέθυµνο, υποπρόξενος Ρεθύµνου Πετυχάκης προς το Ελληνικό Υπουργείο. Εξωτερικών.


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

87


88

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

89


90

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ


Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1889

91


92

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΡΥΝΤΑΚΗΣ


NANAKHΣ ΑΝ∆ΡΕΑΣ

Γένος, αυτοκρατορία, έθνος σε σχέση µε τους αρχιερείς της Μητροπόλεως Λάµπης και Σφακίων από το τέλος του 18ου αιώνα έως τον 20ο

Σηµείωση: Λόγω τεχνικού προβλήµατος, η ανακοίνωση του Σεβ. Μητροπολίτη κ. Ανδρέα, δεν κατέστη δυνατόν να µας αποσταλεί. Στη θέση της επαναδηµοσιεύουµε την περίληψη αυτής.

Από την αρχιερατεία του Λάµπης Μεθόδιου Σιλιγάρδου (1793), επί Πατριάρχου Νεόφυτου του Ζ´ (1789 - 1794), µέχρι την αρχιερατεία του Θεοδώρου Τζεδάκη (1975 - 1987), επί Πατριάρχου ∆ηµητρίου, αρχιερατεύουν οκτώ ιεράρχες. Οι Ιερεµίας (1795), Ιερόθεος (1821), Νικόδηµος (1831 - 1845), Παΐσιος (1863 - 1883), Ευµένιος (1886 - 1920), Αγαθάγγελος (1900 - 1928), Ευµένιος (1936 - 1956), Ισίδωρος (1956 1968), Θεόδωρος (1975 - 1987). Στο χρονικό διάστηµα από το 1793 έως το 1922, εν µέσω πολλών και ποικίλων µεταβολών και ανακατατάξεων της κοινωνίας, έχουµε την κρίση και διάλυση της αυτοκρατορίας και του «ρουµ µιλιέτ», των ορθοδόξων. Η εθνική ιδεολογία µε τα εθνικά κράτη και τις εκκλησίες διαµορφώνονται µέσα σε µια νέα πραγµατικότητα. Την πορεία αυτή θα τη µελετήσουµε σε σχέση µε τους αρχιερείς που εποίµαναν την εκκλησιαστική επαρχία Λάµπης και Σφακίων.



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

Η επανάσταση του Θερίσου και η επαρχία Αγίου Βασιλείου

Στις 9 ∆εκεµβρίου 1898 αποβιβάστηκε στα Χανιά ο πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου, και ανέλαβε, ως εντολοδόχος των Ευρωπαϊκών ∆υνάµεων, Ύπατος Αρµοστής της νεοσύστατης Κρητικής Πολιτείας. Οι Κρήτες τον υποδέχθησαν µε ακράτητο ενθουσιασµό, γιατί θεώρησαν την παρουσία του στο πολύπαθο νησί ως ένα βήµα πριν από την ένωση (∆ετοράκης 1990, 438 και Κούνδουρος 1997, 183). Η αυτόνοµη Κρητική Πολιτεία υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου και την προστασία των τεσσάρων Μεγάλων ∆υνάµεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας) υπήρξε αποτέλεσµα συµβιβασµού. Ενός συµβιβασµού ανάµεσα στην ηττηµένη στον πόλεµο του 1897 Ελλάδα και τη νικήτρια στον πόλεµο αυτόν Οθωµανική Αυτοκρατορία, ακόµη και στη διχασµένη κρητική ηγεσία ανάµεσα στη λύση της αυτονοµίας και την ένωση. Κάθε πλευρά είχε τους δικούς της λόγους που την υποχρέωναν να επιδιώκει τη λύση αυτήν ή και να την αποποιηθεί. Η Ελλάδα µετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεµο του 1897 ήταν χρεοκοπηµένη και υπό διεθνή οικονοµικό έλεγχο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είχε τότε ελάχιστα περιθώρια για διπλωµατικές πρωτοβουλίες. Υποχρεωτικά ευθυγραµµιζόταν µε τις επιθυµίες των προστατίδων ∆υνάµεων. Για τους λόγους αυτούς η ελληνική µοναρχία τη λύση αυτή θεώρησε ως «θείο δώρο». Πίστευε ότι από εκεί και πέρα ο πρωταρχικός στόχος, η Ένωση, θα ήταν δυνατό να προωθηθεί πιο εύκολα µε διαβουλεύσεις µε τις δυναστείες των ευρωπαϊκών δυνάµεων. Η Οθωµανική Αυτοκρατορία, ήδη από την περίοδο της µεταπολιτευτικής επανάστασης (1896), είχε χάσει πια τον έλεγχο της Κρήτης. Το 1897 οι ευρωπαϊκές δυνάµεις επεµβαίνουν στο νησί (∆ετοράκης 1990, 396). Από τη στιγµή αυτή η Πύλη είναι βέβαιη ότι η λύση που θα δοθεί στο κρητικό ζήτηµα θα είναι υπέρ των χριστιανών. Βλέποντας όµως ότι και η Ευρώπη δεν ήταν διατεθειµένη να προωθήσει την Ένωση, αντιδρά µε σθένος για να την αποφύγει. Μια τέτοια λύση, πίστευε, θα έδινε το δι-


96

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

καίωµα στα άλλα βαλκανικά κράτη για ανάλογες διεκδικήσεις. Η εµπλοκή αυτή του κρητικού ζητήµατος στο γενικότερο ανατολικό ζήτηµα, τη διανοµή δηλαδή των εδαφών της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, απασχολούσε τις ευρωπαϊκές δυνάµεις, οι προσπάθειες των οποίων είχαν µία κύρια στόχευση, την παρεµπόδιση της Ρωσίας να εξέλθει στο Αιγαίο. Στο ξηµέρωµα του 20ου αιώνα το ανατολικό ζήτηµα βρισκόταν σε µια ιδιαίτερη φάση. Όλοι υποστήριζαν τη διατήρηση του status quo στα Βαλκάνια. Στη χρονική αυτή συγκυρία αρχίζει το βίο της η Κρητική Πολιτεία, τότε που καµιά ευρωπαϊκή δύναµη δεν επιθυµούσε την Ένωση, καθεµιά για τους δικούς της λόγους. Η Τσαρική Ρωσία πίστευε ότι, σε περίπτωση που η Κρήτη ενωνόταν µε την Ελλάδα, θα ήταν δύσκολο ή και αδύνατο να χρησιµοποιεί ο στόλος της το λιµάνι της Σούδας (Σβολόπουλος 1974, 28, 30). Για την Αγγλία η Κρήτη ήταν ένας απαραίτητος ενδιάµεσος σταθµός στη θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες (Σβολόπουλος 1974, 33). Η Γαλλία την περίοδο αυτή δεν υποστήριζε την Ένωση για το λόγο και µόνο ότι δεν επιθυµούσε να έλθει σε αντίθεση µε τη Ρωσία, µε την οποία προσπαθούσε να σφυρηλατήσει στενούς συµµαχικούς δεσµούς ενόψει του γερµανικού κινδύνου (Σβολόπουλος 1974, 31). Την ιταλική εξωτερική πολιτική προσδιόριζε τη χρονική αυτή στιγµή η προσπάθεια της Ρώµης να επεκταθεί στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου (Σβολόπουλος 1974, 32). Αλλά και οι δύο κεντρικές δυνάµεις, Γερµανία και Αυστρία, δεν επιθυµούσαν να δεχθούν να αποσπαστούν εδάφη από τη µεγάλη τους σύµµαχο, την Τουρκία. Η Αυστρία που είχε εµπλακεί στο βαλκανικό πρόβληµα, ήδη από το 1880, είχε κάθε συµφέρον τα βαλκανικά κράτη να µην εγείρουν αξιώσεις για αλύτρωτα εδάφη. Η ένωση, λοιπόν, της Κρήτης µε την Ελλάδα, πίστευε η Αυστρία ότι θα λειτουργούσε ως θρυαλλίδα, µε ανεξέλεγκτες συνέπειες στη βαλκανική χερσόνησο. Σε αυτήν την αδήριτη πραγµατικότητα η ηγεσία των Κρητών αναγκάστηκε να υποταχθεί, όταν στις 16 Οκτωβρίου 1897 στο Μελιδόνι Μυλοποτάµου η Επαναστατική Συνέλευση δέχθηκε τη λύση της αυτονοµίας (Κρήτη, Ιστορία και Πολιτισµός 1988, τόµος 2ος, 414). Η απόφαση αυτή στην ουσία επεβλήθη από τα πυροβόλα του συµµαχικού στόλου που βοµβάρδισαν το επαναστατικό στρατόπεδο στο Ακρωτήρι, λίγους µήνες νωρίτερα (∆ετοράκης 1990, 395).


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

97

Η αυτονοµία θεωρήθηκε ως ένα σκαλοπάτι για την Ένωση. Ο διορισµός του πρίγκιπα Γεωργίου ως υπάτου αρµοστή (18 Νοεµβρίου 1898), για τρία χρόνια ήλθε να ενισχύσει αυτήν την πεποίθηση του κρητικού λαού, για το λόγο ότι η Ένωση αποτελούσε για την ελληνική δυναστεία διακηρυγµένο στόχο. Η άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου στα Χανιά, στις 9 ∆εκεµβρίου 1898, χαιρετίστηκε ανεπιφύλακτα από το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας της Κρήτης (πλην του Ιωάννη Σφακιανάκη) αλλά και το λαό της Κρήτης. Το κύρος του πρίγκιπα συνετέλεσε ώστε να ψηφιστεί ένα πολύ συντηρητικό σύνταγµα που έδινε πολλές αρµοδιότητες στον Αρµοστή. Στη σύνταξη και ψήφιση αυτού του συντάγµατος πρωτοστάτησε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Οι πολιτικές ηγεσίες της Κρήτης προτίµησαν µια τέτοια λύση, ελπίζοντας ότι το κύρος της ελληνικής δυναστείας θα προωθούσε αποτελεσµατικότερα τον εθνικό σκοπό. Ο ίδιος ο Βενιζέλος θα γράψει αργότερα, το Φεβρουάριο του 1906 … όλοι είχοµεν πλανηθεί επιζητήσαντες … την υπέρµετρον ενίσχυσιν του ανευθύνου παράγοντος προς περιορισµόν του κοινοβουλευτισµού εις ον αποδίδοµεν … την εθνικήν γυµνότητα ην απεκάλυψε ο πόλεµος του 1897 (Μακράκη, 1992, 381). Τα πρώτα χρόνια της αρµοστείας κύλησαν οµαλά. Ενισχύθηκε η δηµόσια τάξη και ασφάλεια και οργανώθηκε η δηµόσια διοίκηση και δικαιοσύνη. Βεβαίως εξακολουθεί να παραµένει το προσωρινό καθεστώς, να ισχύει η προστασία των ∆υνάµεων και η επικυραρχία του Σουλτάνου και να παραµένουν στο νησί τα ευρωπαϊκά στρατεύµατα. Τον αρχικό ενθουσιασµό, ότι ο πρίγκιπας θα είχε τη δυνατότητα να προωθήσει τον εθνικό στόχο, άρχισε να αντικαθιστά ένας προβληµατισµός και µια απογοήτευση στο κατά πόσο ο πρίγκιπας είχε τέτοιες δυνατότητες. Το Σεπτέµβριο του 1900 ο πρίγκιπας σε συνεννόηση µε το βασιλιά της Ελλάδας Γεώργιο και την ελληνική κυβέρνηση πραγµατοποίησε ένα ταξίδι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειµένου να προωθήσει την επίτευξη του εθνικού στόχου (Παπαµανουσάκης 1985, 53, Σβολόπουλος 1974, 40). Ο Γεώργιος στην προσπάθεια του να πείσει τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις υποστηρίζει ότι η ένωση είναι η µόνη λύση για να ησυχάσει ο τόπος και να ξεπεράσει τα προβλήµατα που τον ταλαιπωρούσαν. Ο Πρίγκιπας στήριζε τις ελπίδες του στους συγγενικούς δεσµούς που είχε µε τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, αγνοώντας


98

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

όµως ότι η εξωτερική πολιτική των µεγάλων κρατών δεν χαράσσεται µε βάση το συναίσθηµα αλλά τα εθνικά συµφέροντα, όπως αυτά τα αντιλαµβάνεται κάθε κράτος. Το ταξίδι αυτό θα αποτύχει τελείως. Στις 25 Φεβρουαρίου 1901 οι Μεγάλες ∆υνάµεις επέδωσαν στον Ύπατο Αρµοστή ρηµατική διακοίνωση στην οποία δηλώνουν σαφώς ότι είναι αντίθετες … εις τας παρούσας περιστάσεις να συντελέσωσιν εις τροποποίησιν τινα της πολιτικής καταστάσεως, … παράλληλα δηλώνουν … ούσαι διατεθειµέναι να εξετάσουν µετά συµπαθείας πάσαν πρότασιν, ήτις θα εσκόπει την βελτίωσιν της καταστάσεως της νήσου… (Παπαµανουσάκης 1985, 57, Σβολόπουλος 1974, 42). Στηριζόµενος σε αυτήν τη δήλωση των ∆υνάµεων ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Σύµβουλος της ∆ικαιοσύνης στην κρητική κυβέρνηση, πρότεινε στον πρίγκιπα και το ηγεµονικό συµβούλιο αλλαγή στην εξωτερική πολιτική. Βασική ιδέα των προτάσεών του είναι ότι η άµεση επίτευξη της Ένωσης είναι αδύνατη. ∆υνατή, όµως, η προοδευτική πορεία προς αυτήν, όχι µε την παράταση της αρµοστείας, αλλά µε την ολοκλήρωση της αυτονοµίας. Αυτό θα οδηγούσε στην εξασφάλιση της αυτοδιοίκησης και την κατοχύρωση των κρητικών συµφερόντων στο εξωτερικό. Επιβαλλόταν συνεπώς να οργανωθεί πολιτοφυλακή και να αποµακρυνθούν προοδευτικά τα ξένα στρατεύµατα από το νησί και, τέλος, ο κρητικός λαός να εκλέγει αυτός ο ίδιος τον ανώτατο άρχοντά του (Σβολόπουλος 1974, 49, Παπαµανουσάκης 1985, 59, ∆ετοράκης 1990, 441, Κούνδουρος 1997, 189). Η πρόταση του Βενιζέλου απορρίφθηκε και στις 18 Μαρτίου 1901 ο Πρίγκιπας τον απέλυσε από την κυβέρνηση µε το αιτιολογικό ότι … υποστήριξε γνώµας επί σπουδαιοτάτου ζητήµατος του τόπου αντιθέτους προς το Ηµέτερον φρόνηµα και την εντολήν Ηµών… (Επίσηµη Εφηµερίς Κρητικής Πολιτείας, τεύχος Β΄, αριθµ. 17/ 19 – 3 – 1901). Το πρόγραµµα τού Βενιζέλου χαρακτηρίστηκε ως αυτονοµιστικό. Ο ίδιος πίστευε στην πλήρη αυτονοµία της Κρήτης και σε αυτήν διέβλεπε µια βραδεία και προοδευτική πορεία προς την Ένωση. Πίστευε ότι η Ένωση δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί µε αυτόµατο τρόπο αλλά µα σταθερά και µικρά βήµατα (Σβολόπουλος 1974, 50). Οι προτάσεις και οι απόψεις τού Βενιζέλου διαστρεβλώθηκαν και κατηγορήθηκε ως ανθενωτικός. Άρχισε τότε µια συστηµατική προσπάθεια κατασυκοφάντησής του από τον τύπο, τόσο στην Κρήτη όσο και


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

99

στην Ελλάδα µε σκοπό την πολιτική του εκµηδένιση (Παπαµανουσάκης 1985, 59). Ωστόσο το προσωρινό καθεστώς της αυτονοµίας µακροηµέρευε, ενώ ο Πρίγκιπας κυβερνούσε απολυταρχικά, στηριζόµενος στο συντηρητικό σύνταγµα του 1899 και εκµεταλλευόµενος τη θέση του ως εντολοδόχου των ∆υνάµεων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην αρχή σιώπησε στις συκοφαντίες και την πολεµική που ασκήθηκε εναντίον του. Το ∆εκέµβριο του 1901 εκδίδει στα Χανιά την εφηµερίδα Ο ΚΗΡΥΞ. Από τις στήλες της εφηµερίδας του θα απαντήσει στις κατηγορίες, αλλά και θα αρχίσει να στηλιτεύει την παράταση του προσωρινού αρµοστειακού καθεστώτος, αλλά και το δεσποτικό τρόπο διακυβέρνησης του Πρίγκιπα. Παράλληλα προσπαθεί µε τη δηµοσιογραφική του πένα να πείσει για την ορθότητα του εθνικού προγράµµατός του και την ανάγκη να αλλάξει η εξωτερική πολιτική. Έτσι ο Βενιζέλος θα γίνει σταδιακά ο πυρήνας µιας αντιπολίτευσης, στην οποία συσπειρώθησαν τα νέα αστικά στρώµατα, οι νέοι επιστήµονες, αλλά και παλαιοί αγωνιστές και οπλαρχηγοί. Όλες οι προσπάθειες της ενωµένης αντιπολίτευσης έπεσαν στο κενό. Με την πάροδο των ετών το κύρος του Πρίγκιπα άρχισε να δέχεται σοβαρά πλήγµατα, από το γεγονός ότι όλες οι προσπάθειές του να επιτύχει την ένωση αποτυγχάνουν (Σβολόπουλος 1974, 72). Έτσι στη σκέψη της αντιπολίτευσης άρχισε να ωριµάζει η ιδέα της ένοπλης ρήξης (Μητσοτάκης 1970, 18, Παπαµανουσάκης 1985, 121). Στις 10 Μαρτίου 1905 ο Ελευθέριος Βενιζέλος µε τους συναρχηγούς του Κωνσταντίνο Μάνο και Κωνσταντίνο Φούµη, επικεφαλής πολλών Κρητών, ενόπλων και αόπλων, ανέβηκε στο χωριό Θέρισο της Κυδωνίας, στα ριζά της Μαδάρας και διακηρύττει τη µαχητική του αντίδραση και τη ριζοσπαστική του ρήξη µε την πολιτική του Πρίγκιπα (Σβολόπουλος 1974, 91, Μητσοτάκης σελ. 20, Παπαµανουσάκης 1985, 124). Από το Θέρισο η επανάσταση διακήρυξε ότι στόχος της είναι η Ένωση και, αν αυτός ο στόχος δεν επιτευχθεί, η πολιτική προσέγγιση της Κρήτης µε την Ελλάδα, η ενίσχυση του αντιπροσωπευτικού βουλευτικού συστήµατος µε τον παράλληλο περιορισµό των εξουσιών του Πρίγκιπα και µε τελικό στόχο την απαλλαγή του τόπου από το δεσποτισµό (εφηµ. Χανιώτικα Νέα, 6 Ιουνίου 2000, Σβορώνος 1984, 110). Στο Θέρισο οι συγκεντρωµένοι κήρυξαν την ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα µε το παρακάτω ψήφισµα:


100

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

Ο κρητικός λαός συνελθών εις πάνδηµον συλλαλητήριον εν Θερίσω Κυδωνίας σήµερον την 10ην Μαρτίου 1905 κηρύττει ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ένωσιν µετά του βασιλείου της Ελλάδος εις µίαν αδιαίρετον, ελευθέραν συνταγµατική πολιτείαν. (Μητσοτάκης, σελ. 27) Το ψήφισµα αυτό διαβιβάστηκε στην ελληνική κυβέρνηση και τους Γενικούς Προξένους των Μεγάλων ∆υνάµεων στα Χανιά (Παπαµανουσάκης 1985, 139) µε τη δήλωση ότι η επανάσταση δεν στρέφεται κατά των ∆υνάµεων αλλά κατά της αρχής του Πρίγκιπα και ότι το ψήφισµα δεν αναφέρεται στις στρατιωτικές ζώνες, όπως αυτές καθορίσθησαν το 1897, και που κατέχονται από τα ευρωπαϊκά στρατεύµατα. Ακόµη η επανάσταση στόχο έχει να καταργήσει τις αρµοστειακές αρχές στην ύπαιθρο και να εγκαταστήσει επαναστατικές φρουρές (εφηµ. Χανιώτικα Νέα, 6 Ιουνίου 2000). Το επαναστατικό αρχηγείο κατέβαλε προσπάθεια, µε την ενεργό συµµετοχή των φίλων της επανάστασης, παρόµοια ψηφίσµατα να υπογραφούν σε όλους του ∆ήµους της Κρήτης προκειµένου να δείξει ότι η επανάσταση έχει λαϊκά ερείσµατα. Παράλληλα κάλεσε το λαό να εκλέξει τους αντιπροσώπους του για την επαναστατική συνέλευση στο Θέρισο (Ι. Α. Κ. Φ Θερίσου). Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, λειτουργούσαν τότε 4 ∆ήµοι: Ο ∆ήµος Λάµπης µε έδρα το Σπήλι, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της Επαρχίας. Ο ∆ήµος Μελάµπων µε έδρα τις Μέλαµπες. Ο ∆ήµος Φοίνικα µε έδρα τα Σελλιά και ο ∆ήµος Αγίου Πνεύµατος µε έδρα τον Άρδακτο (Σταυράκη 1890, µέρος δεύτερο, 27). Στις 27 Μαρτίου 1905 οργανώθηκε στις Μέλαµπες συλλαλητήριο, υπογράφηκε παρόµοιο ψήφισµα και στάλθηκε στο Θέρισο (Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου). Στις 25 Μαρτίου 1905 παρόµοιο συλλαλητήριο οργανώθηκε και στο Σπήλι, στο οποίο φαίνεται ότι συµµετείχαν κάτοικοι και από τους άλλους δήµους, διότι το σχετικό ψήφισµα αναφέρει: «ο λαός της επαρχίας Αγίου Βασιλείου συνελθών εις πάνδηµον συλλαλητήριον …» (Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου).


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

101

Η έρευνα στις ιστορικές πηγές αποκάλυψε ένα έγγραφο προς τους αρχηγούς της επανάστασης, που έφυγε από το Σπήλι στις 25 Μαρτίου 1905 µε υπογραφή του Κων/νου Γ. Παπαδάκη που υπογράφει ως εντεταλµένος προσωρινός γραµµατέας των φιλελεύθερων κατοίκων Αγ. Βασιλείου. Το έγγραφο αυτό έχει ως εξής: Εν Σπήλι τη 25η Μαρτίου 1905

Προς Τους κυρίους Ε. Βενιζέλον, Μάνον, Φούµην και λοιπούς συναθροισθέντας αρχηγούς της επαναστατικής των Κρητών Επιτροπής

Κύριοι Καλόν θεωρούµεν να γνωρίσωµεν υµίν δι ευνόητους λόγους τα λαβόντα σήµερον εδώ χώραν υπό των συναθροισθέντων κατοίκων των πέριξ χωρίων και προ πάντων των χωρίων Ακουµίων και Βρυσών. Σύσσωµοι περί την µεσηµβρίαν φθάσαντες προ του Ειρηνοδικείου κατεβίβασαν την Κρητικήν σηµαίαν και ύψωσαν την ελληνικήν, εζητωκραύγασαν υπέρ των αγωνιζοµένων ενόπλως υπέρ της ενώσεως και υπέγραψαν το κάτωθι ψήφισµα: Ο λαός της επαρχίας Αγ. Βασιλείου συνελθών εις πάνδηµον συλλαλητήριον εις Σπήλι σήµερον 25ην Μαρτίου κηρύττει ότι ολοψύχως ασπάζεται την εν απάση τη νήσω εκδηλωθείσαν επιθυµίαν υπέρ της τελείας ενώσεως της Κρήτης µετά της ελευθέρας Ελλάδος και ότι δεν θα παραµείνει απαθής θεατής εν περιπτώσει οι εν Θερίσω και αλλαχού συναθροισθέντες ένοπλοι αδελφοί αυτού υπέρ του ιερού τούτου σκοπού κατεδιώκοντο. Συνάµα δε γνωρίζοµεν υµίν ότι η πλειονότητα των κατοίκων της επαρχίας µας ευχαρίστως θα εξηγείροντο ενόπλως υπέρ της ενώσεως εις πρώτην πρόσκλησιν του υµετέρου αρχηγείου και ότι αναλαµβάνουν να διαθρέψωσιν τα αφισχθησόµενα επαναστατικά σώµατα και πάσαν άλλην δυνατήν ευκολίαν θα παράσχωσιν. Ότι στερούνται σχεδόν όπλων και ένεκα τούτου η βραδύτης της συµµετοχής εις το κίνηµα. Ορίζουσιν πρό-


102

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

σωπα επί του παρόντος µετά των οποίων ηδύνατο το υµέτερον αρχηγείον να έλθη εις συνεννοήσεις τους: Μιχαήλ Λαµπάρδον, Ιωάννην Μουλακάκην, εις Ακούµια, τους Στυλιανόν Καλόγερον, Κων/νο Γ. Παπαδάκην, εις Κουµόβρυσες, Ευστράτιον Φωτάκην εις Μέλαµπες. Παρεκλήθην να διαβιβάσω ταύτα εις υµάς δια του εγγράφου τούτου ελπίζουσιν δε ότι θα τύχωσιν υπό της ιστορίας της εν τω µέλλοντι χρόνω επιτυχίας.

Εν Σπήλι Αγ. Βασιλείου τη 25 Μαρτίου 1905

Ο εντεταλµένος προσωρ. γραµµατέας των φιλελευθέρων κατοίκων Αγ. Βασιλείου Κωνστ. Γ. Παππαδάκης

(Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου, δεσµίδα β΄). Σηµείωση: ∆ιατηρήθηκε η ορθογραφία του εγγράφου, άλλαξε ο τονισµός. Το ίδιο έγινε σε όλα τα έγγραφα που δηµοσιεύονται στις επόµενες σελίδες).

Στις 30 Μαρτίου 1905 οι αντιπρόσωποι των χωρίων Βρυσών και Ακουµίων έγραψαν προς τους αρχηγούς του κινήµατος στο Θέρισο τα παρακάτω: Κύριοι, Λαµβάνοµεν την τιµήν να γνωρίσωµεν εις υµάς ότι τα χωρία µας ων το φρόνηµα καθ’ ολοκληρίαν αντιπροσωπεύοµεν και εν ειρήνη ελάβοµεν την πρωτοβουλίαν εις το εν Σπήλι κατά την 25ην Μαρτίου συγκληθέν υπέρ υµών συλλαλητήριον, και είναι έτοιµοι να συµµετάσχωσιν και µάλιστα εµπράκτως υπέρ του εθνικού υµών κινήµατος. Αναµένοντες τας υµετέρας οδηγίας διατελούµεν µετά βαθείας προς υµάς υπολήψεως. Στυλιανός Καλόγερος Μιχ. Λαµπαρδάκης Ι. Α. Μαραγκάκης Εµµ. Γ. Μουλακάκης (Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου, δεσµίς β΄).


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

103

Για την επαναστατική συνέλευση στο Θέρισο εξελέγησαν οι παρακάτω: Νίκος Γ. Τρουλλινός, Παναγιώτης Γρ. Φωτάκης, Στυλιανός Καλόγερος, Μιχαήλ Λαµπαρδάκης, Μιχαήλ Μουλακάκης, Μιχαήλ Χριστοφοράκης, Νίκος Γ. Φωτάκης (Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου, αριθ. πρωτ. 286).

Από τα έγγραφα αυτά µπορούµε να συµπεράνουµε ότι υπήρχε στην επαρχία Αγ. Βασιλείου µια οργανωµένη οµάδα φιλοβενιζελική µε κέντρο τα χωριά Ακούµια, Βρύσες και το ∆ήµο Μελάµπων. Η οµάδα αυτή περιοριζόταν στην έκφραση θετικών στάσεων υπέρ της θερισιανής επανάστασης, αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε επαναστατικές πράξεις, όπως είχε συµβεί στο δυτικό τµήµα του Ρεθύµνου και την περιοχή του Μυλοποτάµου, είτε διότι δεν είχε τα µέσα, είτε διότι εµποδιζόταν από άλλες ισχυρές αντίπαλες φιλοκυβερνητικές οµάδες, είτε και διότι τα τότε πολιτικά πρόσωπα ασκούσαν µεγάλη επιρροή στο λαό, αλλά ίσως και επειδή η περιοχή δεν είχε υπηρεσίες αποφασιστικού χαρακτήρα. Στην επαρχία, λοιπόν, του Αγίου Βασιλείου δεν έγιναν άξιες λόγου επαναστατικές πράξεις στην προσπάθεια κατάλυσης των αρµοστειακών αρχών κυρίως στο διοικητικό κέντρο της επαρχίας, στο Σπήλι. Κάποιες προσπάθειες που έγιναν τους πρώτους µήνες της επανάστασης για την κατάληψη του ειρηνοδικείου απέτυχαν, γιατί συνάντησαν έντονη λαϊκή αντίδραση. Έτσι δεν είχαµε εδώ επέµβαση του ρωσικού στρατού, όπως συνέβη στις επαρχίες Ρεθύµνου και Μυλοποτάµου. Φαίνεται όµως ότι υπήρχε µια δυσλειτουργία των αρχών. Από την πρώτη στιγµή της επανάστασης το θερισιανό αρχηγείο διακήρυξε ότι θα υπερασπιστεί µε κάθε τρόπο τους Κρήτες µουσουλµάνους. Στις 6 Απριλίου 1905 κυκλοφόρησε την αριθµ. 76 εγκύκλιο του προς τους µουσουλµάνους της Κρήτης.Με την εγκύκλιο αυτή το αρχηγείο καλούσε τους Κρήτες µουσουλµάνους να συµπαρασταθούν στο πλευρό της επανάστασης, διότι... αυτό προ πάντων το συµφέρον των µουσουλµάνων συµπολιτών µας απαιτεί την ταχίστην ένωσιν της Νήσου µετά της Ελλάδος. Τους διαβεβαιώνει ακόµη... ότι η επανάσταση θεωρεί υµάς αδελφούς, την προς τους οποίους συµπάθειαν αυξάνει το συναίσθηµα της αδυναµίας αυτών... και... ότι τίποτε δεν έχετε να φοβήσθε εκ µέρους της επαναστάσεως... και τους καλεί... εξακολουθήσετε ασχολούµενοι µετ’εµπιστοσύνης εις στα έργα σας, βέβαιοι όντες,ότι εν ηµίν θέλετε εύρη εν


104

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

ανάγκη προστάτας και όχι εχθρούς (εφηµ.των Αθηνών ΕΜΠΡΟΣ 10 Απριλίου 1905) Παρά τις προσπάθειες όµως της επανάστασης για την ασφάλεια των µουσουλµάνων, σηµειώθηκαν πράξεις βίας, φόνοι και καταστροφές µουσουλµανικών περιουσιών σε πολλές περιοχές της Κρήτης. Ο αρχηγός των σφακιανών επαναστατών Γεώργιος Ζερβός, ιατρός, σε έκθεση του που έστειλε από το Ατσιπόπουλο στις 2 Ιουλίου 1905 προς το προεδρείο της επαναστατικής συνέλευσης στο Θέρισο (αυτήν την περίοδο βρισκόταν στο Ατσιπόπουλο, όπου µαζί µε τον αρχηγό Αποκορώνου Ανδρέα Κακούρη και όλους τους σωµατάρχες του δυτικού Ρεθύµνου είχαν εγκαταστήσει σε όλη την περιοχή του δυτικού Ρεθύµνου επαναστατικές φρουρές) µας πληροφορεί ότι στα περίχωρα του Ρεθύµνου είχαν γίνει δύο φόνοι οθωµανών. Στα πλαίσια της πολιτικής της επανάστασης, όσον αφορά τους µουσουλµάνους, ο Γεώργιος Ζερβός µεταβαίνει στις 30 Ιουνίου 1905 (Ι.Α.Κ. Φ. Θερίσου, δεσµίς Ε´, αριθµ. 575) µε τους άντρες του στην επαρχία Αγίου Βασιλείου και συγκεκριµένα στην Κοξαρέ-Ατσιπάδες όπου... άγνωστοι έρριξαν υπέρ τους πεντήκοντα πυροβολισµούς κατά των οθωµανικών οικιών του χωρίου των Ατσιπάδων. Οι µουσουλµάνοι των Ατσιπάδων τροµοκρατήθηκαν και άρχισαν να ετοιµάζονται για το Ρέθυµνο. Ο Γεώργιος Ζερβός τους διαβεβαιώνει ότι βρίσκεται εκεί για να τους προστατεύσει και αυτοί... εξέφρασαν µυρίας υπέρ των επαναστατών ευχαριστίας... και ότι... είναι τελείως πεπεισµένοι ότι αι κατ’αυτών γενόµεναι αδικίαι γίνονται υπό ανθρώπων οίτινες θέλουσιν να αντιδράσωσιν προς την επανάστασιν και ότι σκοπόν έχουν να διαρπάσωσιν τας εγκαταλειφθησοµένας περουσίας των. Τελικά ο Ζερβός τους βοήθησε να παραδώσουν την ακίνητη περιουσία τους στους χριστιανούς που είχαν εµπιστοσύνη και τους συνόδευσε ως έξω από το Ρέθυµνο, στη θέση Τρία Μοναστήρια. Στις αρχές Ιουλίου 1905 οι επαναστάτες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου έστειλαν στο θερισιανό επαναστατικό αρχηγείο τα παρακάτω έγγραφα:


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

105


106

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(πηγή : ΙΑΚ. Φ. Θερίσου)

107


108

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

Στις 15 Ιουλίου 1905 στην εφηµερίδα των Χανίων ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ (Ι.Α. Κρήτης) δηµοσιεύτηκε ότι µετά την κατάληψη του ειρηνοδικείου Σπηλίου οι αντίπαλοι αντέδρασαν, εξεδίωξαν τους ενόπλους, εξεδίωξαν τον ειρηνοδίκη Χαζηράκη και το Σύµβουλο Μ. Κασιµάτη και αποσφράγισαν τα γραφεία, τα οποία παρέδωσαν στο γραµµατέα Πορτάλιο µε την παράκληση να «ειρηνοδικεύει». Ο Χαζηράκης έφτασε στο Ρέθυµνο, και αν και έλαβε εντολή από τον εισαγγελέα να επιστρέψει στη θέση του, αυτός αναχώρησε για τα Χανιά. Στο ίδιο δηµοσίευµα αναφέρεται ότι ο Σύµβουλος Μ. Κασιµάτης πήγε στο Αµάρι καταµωλωπισµένος. Ο ∆ιοικητής του ρωσικού στρατού κατοχής στο Ρέθυµνο, Κονσταντίν Ουρµπάνοβιτς χρησιµοποίησε κάθε µέσον προκειµένου να πλήξει την επανάσταση και να στηρίξει το αρµοστειακό καθεστώς, η µακροηµέρευση του οποίου εξασφάλιζε στη τσαρική Ρωσία τη χρήση του λιµένα της Σούδας. Έτσι µε τη βοήθεια παραγόντων της αρµοστείας και πληρεξουσίων της πριγκιπικής παράταξης, ο ρωσικός παράγοντας κατόρθωσε να πείσει τους κατοίκους κάποιων περιοχών, κυρίως σε αυτές όπου η επανάσταση δεν είχε σοβαρή παρουσία και υπήρχε έντονη επιρροή των κυβερνητικών βουλευτών, να ζητήσουν επισήµως τη ρωσική βοήθεια για να προστατευθούν από τους επαναστάτες και τα κακοποιά εν γένει στοιχεία. Απώτερος σκοπός τους ήταν η οργάνωση αντεπαναστατικών σωµάτων, τα οποία θα χρησιµοποιούσαν εναντίον των επαναστατών. Στις 24 Ιουλίου 1905 στο Σπήλι οι κάτοικοι του χωρίου συνέταξαν το παρακάτω νοµοταγές ψήφισµα, όπως αυτό δηµοσιεύτηκε σε παράρτηµα της φιλοπριγκηπικής εφηµερίδας " ΝΕΟ ΚΕΝΤΡΟ" και αναδηµοσιεύτηκε σε αθηναϊκή εφηµερίδα. Συγκεκριµένα η αθηναϊκή εφηµερίδα ΣΚΡΙΠ, η οποία ας σηµειωθεί ότι από την αρχή καυτηρίαζε την επανάσταση του Θερίσου, στο φύλλο της 30ης Ιουλίου 1905 γράφει:


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

109

ΕΝ ΜΩΡOΝ ΨΉΦΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧIΑΣ ΑΓΊΟΥ ΒΑΣΙΛΕIΟΥ Η ΚΡHΤΗ ΥΠO ΤΗΝ ΡΩΣΣIΑΝ

Μόνον µωροί ήτο δυνατόν να συλλάβουν την ιδέαν όπως συντάξουν το κατωτερω δηµοσιευόµενον ψήφισµα. Οι κάτοικοι του χωρίου Σπήλι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του νοµού Ρεθύµνης συνήλθον την παρελθούσαν Κυριακήν 24 Ιουλίου ίνα διαδηλώσωσι την αγανάκτησίν των διά τα καθ’ εκάστην συµβαίνοντα αδικήµατα, ως λέγουν, παρά τινών ταραχοποιών προσώπων. Και διά να πείσουν φαίνεται τας διαφόρους αρχάς ότι είνε νοµοταγείς, ενόµισαν καλόν να δηλώσουν ότι τάσσονται προ παντός υπό το σκήπτρον της Α.Α.Μεγαλειότητος του Αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών και κατά δεύτερον λόγον της Υψηλότητος του Ηγεµόνος Πρίγκηπος της Ελλάδος. Ιδού πως έχει το πρωτότυπον αυτό ψήφισµα δηµοσιευθέν εν εκτάκτω παραρτήµατι της εφηµερίδος «Νέον Κέντρον» δι’ ου ψηφίσµατος ιδρύεται αντεπαναστατικόν καθεστώς µε αρχιφρουράρχους και υποφρουράρχους, εις τους οποίους κόβεται και µισθός από 40 - 20 δρ. κατά µήνα! ΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

Υπό το Σκήπτρον της Α.Μ. Μεγαλειότητος του αυτοκράτορος πασών των Ρωσσιών και της Α. Υψηλότητος του λατρευτού ηµών Ηγεµόνος πρίγκιπος της Ελλάδος Γεωργίου Υπάτου αρµοστού εν Κρήτη. Συνελθόντες άπαντες οι κάτοικοι του χωρίου Σπήλι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου του Νοµού Ρεθύµνης, σήµερον την 24 Ιουλίου 1905, ηµέραν Κυριακήν, συνεπεία των καθ’ εκάστην συµβαινόντων αδικηµάτων παρά τινών ταραχοποιών προσώπων εκ τε των πλησίον χώρων και ανωτέρων χωριών προερχόµενων, ως εκ του απ’ αρχης της παρούσης εκρύθµου καταστάσεως νοµοταγούς ηµών. Λαβόντες υπ’οψει, ότι ου µόνον το χωρίον, αλλά και σύµπασα η επαρχία ηµών εµµένοντες πιστοί και αφοσιωµένοι των λατρευτών ηµών Ηγεµόνι, τουθ’ όπερ εκδηλούµεν δια µυριαστήν φοράν, απέσχοµεν να συµµετάσχωµεν, έστω και πόρρωθεν, της στασιαστικής πορείας ενίων συµπατριωτών µας, ιδιοτελείς σκοπούς εξυπηρετούντων. Ότι, ως εκ της εκρύθµου καταστάσεως, λειτουργούσι µεν απροσκό-


110

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

πτως αι πολιτικαί Αρχαί του ∆ηµοσίου Κατήγορου και του γραµµατέως του Ειρηνοδικείου, δεν έχουσιν όµως την απαιτουµένην προς σύλληψιν των εγκληµατούντων και παράδοσιν αυτών εις τας εν ταις πόλεσιν Αρχάς δια την παραδειγµατικήν τιµωρίαν των Ότι τούτων ούτως εχόντων τα ταραχοποιά στοιχεία, τα οποία δυστυχώς δεν λείπουν από πάσαν κοινωνίαν, έστω και πεπολιτισµένην, ήγειρον θρασείαν την κεφαλήν και προβαίνουσιν ατιµωρητί εις την καταστροφήν της ζωής, τιµής και περιουσίας απάντων ηµών των φιλήσυχων κατοίκων και των συµπατριωτών µας Οθωµανών. Αποφασίζει οµοφώνως τα εξής: 1) Συνιστώµεν φρουράν αποτελουµένην εξ 23 προσώπων, ήτοι ενός αρχιφρουράρχου, δύο υποφρουράρχων και 20 φρουρών, ης κύριο µέληµα είναι: α) Η ενίσχυσις των ενταύθα λειτουργούντων ειρηνοδικείου & ∆ηµοσίου κατηγόρου δια την ακριβή εκπλήρωσιν των καθηκόντων αυτών. β) Η διαφύλαξις της ζωής, τιµής και περιουσίας των συγχωρίων µας οθωµανών από πάσης προσβολής. γ) Η σύλληψις δυνάµει εντάλµατος της οικείας αρχής ή απλώς διαταγής και εν ταις φυλακαίς Ρεθύµνης παράδοσης παντός εγκληµατούντος. δ) Η απαρεγκλίτως υπακοή εις τους νόµους της Πολιτείας και τας διαταγάς του συνταγµατάρχου των ρωσικών στρατευµάτων Ρεθύµνης κ. Κωνσταντίνου Ουρµπάνοβιτς καίτοι εκτός της υπ’αυτού ορισθείσης ζώνης ευρισκοµένων µέχρι της παρ’ αυτού αποστολής διεθνούς στρατού και χωροφυλακής. ε) Ορίζεται αµοιβή για τον αρχιφρούραρχον µηνιαίως δρχ. 40, δια τους υποφρουράρχους δρχ. 30 και δια τους φρουρούς δρχ. 20, αίτινες θα καταβάλλωνται αυτοίς κατά δεκαπενθηµερίαν εξ εκουσίων ιδιωτικών εισφορών. στ) Ταµίας δια την εκουσίαν ταύτην κατάθεσιν παντός βουλουµένου να εισφέρη ορίζεται ο Αλέξανδρος Καλογριδάκης. ζ) Ονοµάζοµεν αρχιφρούραρχον τον Ιωάννην Κ. Βαβουράκην εκ του χωρίου Κρύας Βρύσης ένεκα του κύρους και της επιβλητικότητας και υπολήψεως ήν κέκτηται παρά τω λαώ,


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

υποφρουράρχους δε τους κ.κ. Εµµαν. Γ. Πρεβελάκην και Στυλιανόν Προκοπάκην (Βιβλιοθήκη της Βουλής, εφηµ. Ακρόπολις, 30 – 7 – 1905). η) Ονοµάζοµεν φρουρούς επί του παρόντος τους Γεώργιον Κουµεντάκην, Εµµ. Ταταράκην, Κωνσταντ. Ταταράκην, Νικόλαον Παντινάκην, Εµµ. Γ. Λουλουδάκην, Χαράλαµπου Στεφανουδάκην, Εµµ. Καλογρίδην, Μύρωνα Βερναδάκην, Γεώργιον Μακριδάκην, Γεώργιον Προσκοπάκην, Γεωρ. Βαβουράκην, Εµµ. Ψιχαράκην, Α. Γενταδάκην, Μιχαήλ Φωτάκην, Α Τζουανόν, Γεωργ. Κουνουπάκην, Στυλ Φραγκάκην και Μιχ. Βλαχάκην. Ποιούµενοι δε έκκλησιν προς τε τας επιτόπιους ανώτερας Αρχάς του Νοµού µας και την Α. Εξοχότητα τον γενναίον συνταγµατάρχην των διεθνών εν Ρεθυµνη στρατευµάτων κ.κ. Κωνσταντίνου Ουρµπούνοβιτς, καθι κετεύοµεν αυτάς ίνα ενδοκίσωσιν αποβλέποντες, αν όχι εις ηµάς εκ τα αθώα τέκνα µας να περιβάλλωσι δια του κύρους αυτών προσωρινώς την παρούσαν απόφασιν µας, ίνα µη τυχόν, µετά την προσεχή αποκατάστασιν του νοµού µας, θεωρηθώµεν ως αντιποιηθέντες καθήκοντα δηµοσίου Αρχής ή άλλως πως υποπεσούντες εις πράξιν τιµωρουµένην υπό του Νοµού. Παρακαλούµεν επίσης βαθυσεβάστως τας αυτάς αρχάς, όπως ευρεστηθώσι να χορηγήσιν εις τους άνω φρουρούς το δικαίωµα και την αξίαν να µεταφέρωσι ένοπλοι και παραδιδώσι εις τας έξωθι της πόλεως φρουράςτους συλλαµβανοµένους εγκληµατίας. Ορίζοµεν αντιπροσώπους ηµών προς υποβολίν της παρούσης ευχής µας ενθα δει, τους κ.κ. Χαράλαµπον Κουµεντάκην, Αλέξανδρο καλογριδάκην, Μαν. Σαββάκην, Σταυρόν Κουµεντάκην, Χαράλαµπον Χαλκάν, Ζαχαρίαν Βουµβουλάκην και Γεώργιον Λουλούδην.

Υποσηµειούµεθα µετά βαθυτάτου σεβασµού Ταπεινότατα θεράποντες Οι Αντιπρόσωποι (έπονται αι υπογραφαί)

111


112

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

Στις 28 Ιουλίου 1905 ο Ελ. Βενιζέλος γράφοντας στον Κλέαρχο Μαρκαντωνάκη, εκπρόσωπο της επανάστασης στην Αθήνα σηµειώνει:

«Αλλά ως να µη ήρκουν πάντα ταύτα έρχεται ως κορύφωµα η εν Αγίω Βασιλείω ενέργεια των αρµοστειακών Τσουδερού – ∆ηµητρακάκη. Ανάγνωσε το πρακτικόν ούτινος σου εσωκλείω ακριβές αντίγραφον και φρίξε. Όλη η άβυσσος της αντεθνικής καταπτώσεως των αρµοστειακών διαφαίνεται εν αυτώ. Αυτοί πλέον εργάζονται δια τον αντιβασιλικόν θρόνον του αρµοστού υπό το σκήπτρον του αυτοκράτορος πασών των Ρωσιών. Απεφασίσθη να µεταβή εις Άγιον Βασίλειον ο κ. Κ. Μάνος µε σώµα εξ 150 ανδρών, θα ακολουθή και ο διευθυντής της Αστυνοµίας όπως ενεργηθούν ανακρίσεις και αποκαλυφθούν οι πρωτεργάται του προδοτικού τούτου διαβήµατος. Εάν δε αρνηθούν να το αποκηρύξουν θα συλληφθούν και θα προαχθούν δέσµιοι εις Θέρισον, όπου θα δικαστούν επί εγκλήµατι εσχάτης προδοσίας». (Βιβλιοθήκη της Βουλής, εφηµ. ΤΑ ΝΕΑ, 21 – 7 – 1949). Ο Μάνος ξεκίνησε από το Θέρισο στις 31 Ιουλίου 1905. ∆εν έφτασε όµως ποτέ στον Άγιο Βασίλειο, γιατί στις 2 Αυγούστου έδωσε σκληρή µάχη µε το ρωσικό στρατό στο Ατσιπόπουλο, όπου είχαµε 11 νεκρούς και τραυµατίες. Μετά τη µάχη αποσύρθηκε κατόπιν στα Ρούστικα και δεν µετέβη τελικά στο Σπήλι, γιατί όπως του έγραψαν από εκεί οι φίλοι της επανάστασης και συγκεκριµένα ο Ι. Γ. Βαβουράκης υπήρχε κίνδυνος εµφύλιας σύρραξης. Στις 16 Αυγούστου 1905 η Χανιώτικη εφηµερίδα ΝΕΑ ΕΡΕΥΝΑ (Ι. Α. Κ.) έγραψε: Η φρουρά Αγίου Βασιλείου ενισχύθη δια 10 έτι ανδρών, 500 ένοπλοι εισίν έτοιµοι να αποκρούσωσι την εις την επαρχίου εισβολήν του Μάνου… Εις Σπήλι εξήλθον προς διευθέτησιν την της επαρχίας ο Ι. Τσουδερός οι βουλευταί Βαβουράκης και Μαραγκουδάκης.

Τον Αύγουστο του 1905 οι Ρώσοι είχαν πλήρως εκκαθαρίσει το Ν. Ρεθύµνου από τους επαναστάτες. Η επανάσταση είχε κάποια δραστη-


H ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΡΙΣΟΥ ΚΑΙ Η ΕΠΑΡΧΙΑΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

113

ριότητα τους επόµενους µήνες µόνο στο Ν. Χανίων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άρχισε να σκέπτεται το τέλος της επανάστασης. Οι δυνάµεις µε τα αντικρουόµενα συµφέροντα τους ήλθαν σε διαπραγµατεύσεις µε το επαναστατικό αρχηγείο. Το Νοέµβριο του 1905 οι επαναστάτες συµφώνησαν να καταθέσουν τα όπλα. ∆όθηκε γενική αµνηστεία εκτός από τους άνδρες της κρητικής χωροφυλακής, οι οποίοι είχαν µεταπηδήσει στις τάξεις των επαναστατών (Παπαµανουσάκης 1985, 228, Σβολόπουλος 1974, 233, Βιβλιοθήκη της Βουλής, εφηµ. “ΤΑ ΝΕΑ”, 31 – 8 – 1949 και 1–9–1949).

Θερισιανοί επαναστάτες


114

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗΣ

1. Αλιγιζάκη 2003: Αλιγιζάκη, Στέλλα. Θέρισο 1905, Χανιά 2003.

2. Αλιγιζάκη 2007: Αλιγιζάκη, Στέλλα, «Θέρισο 1905: ένα αποφασιστικό βήµα για την ένωση», Πρακτικού συµποσίου 90 χρόνια από την ένωση της Κρήτης µε την ελεύθερη Ελλάδα, Ρέθυµνο 2007, 433 – 441. 3. Βιβλιοθήκη της Βουλής: Μανωλικάκης Ι., «Ο αετός ανοίγει τα φτερά του», αρχείο Κλέαρχου Μαρκαντωνάκη, εφηµ.: “ΤΑ ΝΕΑ”, 21 Ιουνίου 1949.

4. ∆ετοράκης 1990: ∆ετοράκη Θεοχάρη, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο Κρήτης 1990.

5. ∆ετοράκης 1988: ∆ετοράκη Θεοχάρη, «Η Τουρκοκρατία στην Κρήτη (1669 - 1898)», Κρήτη, Ιστορία και πολιτισµός, Σύνδεσµος τοπικών ενώσεων ∆ήµων και Κοινοτήτων Κρήτης, τόµος Β΄, 333, Κρήτη 1988. 6. Ι. Α. Κρήτης: Φ Θερίσου.

7. Μακράκη Λ: Μακράκη Λ., Ελευθέριος Βενιζέλος 1864 – 1910. Η ∆ιάπλασις ενός Ηγέτη, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992.

8. Κούνδουρος 1997: Κούνδουρος Μανούσος, Ιστορικαί και διπλωµατικαί αποκαλύψεις. Ιστορικά γεγονότα 1890 – 1923, Αθήνα 1997. 9. Μητσοτάκης 1970: Μητσοτάκης Κυριάκος, Ο επαναστάτης, Αθήνα 1970.

10. Παπαµανουσάκης 1985: Παπαµανουσάκης Στρατής, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το κίνηµα του Θερίσου, αρχείο Αντώνη Μαρή, ∆ηµοτική Βηβλιοθήκη Χανίων, Χανιά 1985.

11. Σβολόπουλος 1974: Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η πολιτική κρίσις εις την αυτόνοµον Κρήτην 1901 – 1906, Αθήνα 1974.

12. Σβορώνος 1984: Σβορώνος Νίκος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα, 184.

13. Σταυράκης Νίκος: Σταυράκης Νίκος, Στατιστική του πληθυσµού της Κρήτης, Αθήνα 1890, µέρος 2ον , 27.


ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Κρύα Βρύση: Η περιοχή και οι παλιοί οικισµοί της Οι κάτοικοι, η ζωή τους διαχρονικά κοντά στο Κέδρος Το µετόχι Κουρµπάδος

Α΄ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΟΝΟΜΑΣΙΑ - ΚΕ∆ΡΟΣ - ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Η Κρύα Βρύση είναι χτισµένη σε υψόµετρο 507 µ., από την επιφάνεια της θάλασσας και 1270 από την κορυφή του Κέδρους, εκεί όπου αρχίζει να υψώνεται απότοµα το όρος Κέδρος (ο Κέδρος, το Κέδρος). Απέχει 41 χιλιόµετρα από το Ρέθυµνο, 12 από την Αγία Γαλήνη, από τη θάλασσα των Σακτουρίων 15 χιλιόµετρα και από την Ακουµιανή Γιαλιά 18 χιλιόµετρα. Πιο µέσα από το πρόβαρµα που λέγεται Βίγλα1 υπάρχει ο πελώριος Χάρακας. Βόρεια του λόφου της Κεφάλας υπάρχει ένα επίπεδο µέρος, που λέγεται «Σοπάτα, η»2 (ίσος + πατώ) που φιλοξένησε τα πρώτα σπίτια. Τα υπόλοιπα βρίσκονται χαµηλότερα, κολληµένα µεταξύ τους. Για λόγους ασφάλειας και ως συνέπεια της πατριαρχικής οικογένειας, που ίσχυε σε παλαιότερες εποχές, είναι χτισµένα το ένα δίπλα στο άλλο, ώστε σχηµατίζουν µικρές γειτονιές (Βαβουριανά, Πελαδιανά, Μανουσανά...). Η ασφάλεια ανθρώπων και ζώων στις δύσκολες εποχές του οικισµού της Κρύας Βρύσης υπαγόρευε την κατασκευή – διαµόρφωση των σπιτιών µε µια είσοδο, κανένα παράθυρο στο µακρόστενο κτίσµα. Φως έµπαινε µόνο από φωταγωγούς στο δώµα. Στο βάθος φύλασαν τα άχερα και το λάδι. Πιο έξω, τα ζώα - Οι άνθρωποι διέµεναν κοντά στην είσοδο ή κάτω τα ζώα – πάνω (οντάς): µετά παρέλευση δεκαετιών και την οικοδόµηση ισόγειου (για τα ζώα) και ανώγειου (οντά) για τους ανθρώ1. Βίγλα (πολύ κοντά, δυτικά), Βιγλολίδι (νοτιοδυτικά, κατοπτεύει το Λιβυκό) και Βιγλί (νοτιοανατολικά) είναι τα τρία τοπωνύµια που υπενθυµίζουν ότι το χωριό φυλασσόταν από βιγλάτορες σε δύσκολους καιρούς της βενετοκρατίας και τουρκοκρατίας. 2. Για συνεννόηση, ας ονοµάσοµε Σοπάτα όλο το επίπεδο µέρος από το σπίτι του Σπύρου µέχρι του Λαµπρή. Ενδιαφέροντα στοιχεία για τη Σοπάτα του 1723 και 1742 υπάρχουν σε έγγραφα του ιεροδικείου Ρεθύµνου (Παπιοµύτογλου 1995, σελ. 248).


116

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Στη ρίζα του Κέδρους η Κρύα Βρύση και νοτιότερα η Νέα Κρύα Βρύση

πους. Άλλωστε, αυτά τα µακρόστενα σπίτια (τύπου κατούνας)3 ήταν κοινός τύπος σπιτιού στα χωριά. Μερικά από τα σπίτια του χωριού είναι τύπου φρουριακού (από του π. Ηλία µέχρι το Χάρακα), και όλα είναι σε µικρή σχετικά απόσταση από την πηγή µε το κρύο νερό, τη Βρύση. Αυτή η πηγή – βρύση, όχι µόνο έγινε πόλος έλξης για να κατοικήσουν µόνιµα άνθρωποι κοντά της και να τους ξεδιψάζει µε τα κρύα νερά της, αλλά και έδωσε το όνοµά της στον οικισµό. Ο Χάρακας είναι τεράστιος βράχος, που, σύµφωνα µε την τοπική παράδοση, «είναι στοιχειωµένος και όποιος επιχειρήσει να τονε σπάσει, θα βρει σύντοµα άσκηµο θάνατο». «Ένα στοιχειό – αράπη, που συχνάζει εκειά τη νύχτα, είχανε δει οι αγωγιάτες, όταν µετά τα µεσάνυχτα ξεκινούσανε µε φορτωµένα τα ζώα τους για πορεία δέκα ωρών µέχρι το Ρέθεµνος, τα παλαιότερα χρόνια» (Αγγελική Πελαντάκη, 1955).4 3. Κατούνα σηµαίνει κτίσµα για προσωρινή (στην αρχή) διαµονή. Αργότερα ο τύπος αυτός χρησιµοποιήθηκε και για µόνιµη διαµονή σε οικισµούς, χωριά, µερικά από τα οποία πήραν και διατηρούν αυτήν την ονοµασία (Κατούνα) στην υπόλοιπη Ελλάδα. «Να κάµοµε κατούνα» (= να µείνοµε, να ξωµείνοµε, να µείνοµε πρόχειρα, προσωρινά). Ήταν µονόσπιτα, δηλαδή είχαν µια είσοδο. 4. ∆ίπλα από το όνοµα κάθε πληροφορητή σηµειώνω το έτος που πήρα την πληροφορία.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Το όνοµα Κρύα Βρύση

117

Η πηγή (Βρύση) δυτικά από το Χάρακα εξασφαλίζει το απαραίτητο για τη ζωή νερό και νοµίζω ότι ήταν άλλο αίτιο που προσέλκυσε τον πρώτο οικιστή του χωριού. Στη σελίδα 6, παραποµπή 15 της ανακοίνωσης του Χαράλαµπου Γάσπαρη, (∆ιευθυντή στο Ινστιτούτο Ο τεράστιος Χάρακας, το στοιχειό της Κρύας Βρύσης Βυζαντινών Ερευνών του Ε.Ι.Ε.), στον Β΄ τόµο, αναφέρεται ότι «σε συµβόλαιο του 1282 αναφέρεται η Βρύση... και παρόλο που δεν έχει ακόµη ταυτιστεί, το όνοµα παραπέµπει είτε στην Κρύα Βρύση είτε στις Βρύσες κοντά στα Ακούµια». Εδώ θα επιχειρήσω να ταυτίσω τη Βρύση εκείνη του 1282 µε την Κρύα Βρύση και αναµένω από τα αρχεία της Βενετίας (τα οποία ερευνά ο Χαράλαµπος Γάσπαρης και άλλοι ερευνητές) και γραπτή επιβεβαίωση. Τα επιχειρήµατα είναι γλωσσικά (τοπωνυµιολογικά): α) Και σήµερα η τοποθεσία γύρω από την πηγή λέγεται Βρύση («έχω περβόλι στη Βρύση», «πότισα το φυτευτό στη Βρύση»). β) Άλλη πηγή που είναι χαµηλότερα, νοτιότερα, λέγεται Κάτω Βρύση («η στέρνα στην Κάτω Βρύση είναι γεµάτη». «Φύτεψα πατάτες στην Κάτω Βρύση»). Ποτέ δε λέγεται αντίστοιχα για τη Βρύση: Πάνω Βρύση, αλλά απλά Βρύση (χωρίς τοπικό προσδιορισµό). Αντίθετα, στον Κάτω Κέρα υπάρχει: Πάνω Βρύση (Πάνω Σόχωρα), Κάτω Βρύση (Κάτω Σόχωρα). γ) Ανάλογο συµβαίνει και µε το ρυάκι δυτικά αυτής της πηγής-Βρύσης του χωριού µου. Λέγεται µονολεκτικά Ρυάκι, ενώ όλα τα άλλα ρυάκια δεν έχουν µονολεκτικό όνοµα: Τω-ν Ρυακουλιών το ρυάκι, του Λερέ το ρυάκι, το ρυάκι τση Σεληνάρας (Σωληνάρας). (Για άλλο επιχείρηµα που πιθανόν βεβαιώνει ότι η Κρύα Βρύση υπάρχει κατά τον 13ο αιώνα, βλέπε στη σελ. 124).


118

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Το Κέδρος Το Κέδρος5 έχει πολλές κορφές ψηλότερες από τα 1.000 µέτρα. Η ψηλότερη έχει υψόµετρο 1777 µέτρα. Το βουνό ήταν εγγύηση για ασφάλεια ζωής στους κατοίκους των γύρω χωριών σε περίπτωση κινδύνου. Ολόκληρες οικογένειες πήγαιναν συχνά στα σπηλιάρια, για να αποφύγουν τους επιδροµείς. Αυτά δεν τα γράφει κανένα βιβλίο µέχρι τώρα, είναι όµως µαρτυρηµένο ότι ο γερο-Σκούληκας γεννήθηκε στο σπήλαιο του Κατουρητή. Στο ίδιο σπήλαιο είχαν εγκαταστήσει στην επανάσταση του 1866-69 ακόµη και αργαστήρι (αργαλειό) (Μαρτυρία Αντιόπης Πελαντάκη - Τσουρδαλάκη) και ο Μαυροµανόλης γεννήθηκε στο σπήλαιο του Ρέχτα (π. Γ. Φωτάκης). Ακόµη και στον τελευταίο παγκόσµιο πόλεµο το Κέδρος φιλοξένησε ξένους (συµµάχους) στρατιωτικούς µέχρι να φύγουν µε υποβρύχιο. Φιλοξένησε αντάρτικες οµάδες που τις τροφοδοτούσαν οι Κρυοβρυσανοί, έκρυψε ραδιόφωνο στα σπηλιάρια του

Το σπήλαιο του Κατουρητή, ψηλά στο Κέδρος

5. Ακούεται και το Κέντρος, του Κέντρους. Ο Κέδρος ή Αγριοκυπάρισσος: είναι το όνοµα του γνωστού δένδρου. Το βουνό είχε διαχρονικά τις ονοµασίες: Το Κίνδριον (όρος), το Κέδρος, το Κέδριον, το Κεδρισσόν, το Κύνδριον, τα Πάνακρα (Θ. Πελαντάκης, 1980, σελ. 60).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

119

(Γ. Μαυροτσουπάκης, 1984). Ακόµη, στους βοµβαρδισµούς, πριν και κατά τη Μάχη της Κρήτης, φιλοξένησε στα σπηλιάρια του ολόκληρες οικογένειες. Η δική µας οικογένεια φιλοξενήθηκε στο σπηλιάρι στα Ρυακούλια και µου λένε ότι έκλαιγα τη νύχτα και ζητούσα να είναι αναµµένος ο λύχνος, για να κοιµηθώ (όµως, ο αναµµένος λύχνος θα έκανε στόχο τον κρυψώνα µας για τα βοµβαρδιστικά αεροπλάνα). Χρησίµευσε το Κέδρος ως κρυψώνας για κατοίκους πολλών χωριών κατά τις επιδροµές, επισκέψεις κατακτητών για φορολόγηση ή απογραφή. Η απογραφή συνήθως σήµαινε υποχρέωση για υπηρεσία στα κάτεργα των πλοίων της βενετοκρατίας ή υποχρεωτική στράτευση από τους κατακτητές κατά τους πολύχρονους βενετοτουρκικούς πολέµους6. Το Κέδρος ήταν ακόµη και ζωοδότης – τροφοδότης, επειδή έδιδε τροφή σε κοπάδια ζώων και τα ζώα, µε τη σειρά τους, έδιδαν τροφή - ζωή στ’ αφεντικά τους, δηλαδή τους Κρυοβρυσανούς. «Ο Κέδρος7 (Κέδριον), έχων 101 πηγάς κατά κοινήν πίστιν» (Γενεράλις 1891, 12). Αναθεωρώ την άποψή µου για το όνοµα του βουνού (Κέντρος αντί του ορθού Κέδρος), που είχα χρησιµοποιήσει σε δηµοσιεύµατα. Το όνοµα προήλθε από το οµώνυµο δέντρο (ο Κέδρος) από το οποίο (και από Κυπαρίσσια) ήταν κατάφυτο το βουνό, όπως και όλα τα βουνά της Κρήτης, µέχρι τη Βενετοκρατία. Κατά τραγική ειρωνεία, σήµερα δεν υπάρχει ούτε ένας κέδρος σε ολόκληρο τον ορεινό όγκο του Κέδρους (Πελαντάκης 1980, σ. 60). Ευτυχώς, στην αναδάσωση που έγινε 21/11/10 φυτεύτηκαν και κέδροι. Από την ονοµασία του δέντρου (ο Κέδρος) έγινε: το Κέδρος (του Κέδρου) µε αλλαγή γένους (το φαινόµενο είναι συχνό, π.χ. ο ασκός, το ασκί, ο τύπος, το τουπί, η σούβλα, το σουβλί), αλλά και του Κέδρους. Το Κέδρος ήταν και «σχολείο»-εκπαιδευτήριο, πολύ πριν από τη δηµιουργία σχολείων για τους νέους της Κρύας Βρύσης. Από το Κέδρος τα νερά της βροχής και του χιονιού κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα σχηµατίζουν διαδροµές – ρυάκια, που µε την πάροδο των αιώνων διαβρώνουν τα πλάγια του. Το µεγαλύτερο, µε το όνοµα 6. Ιστορία Εκδοτ. Αθηνών, τόµ. ΙΑ΄, σελ. 19-38 7. Ήταν κατάφυτο το βουνό από κέδρους, κυπαρίσσια και άλλα δέντρα (Πελαντάκης, 1980, σελ. 64).


120

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ρυάκι είναι ένας ακόµη φυσικός φύλακας του χωριού, γιατί όταν τρέχει, είναι πολύ ορµητικό, αδιάβατο, επικίνδυνο. Γι’ αυτό και µε δυο γέφυρες, η µια κοντά στη Βρύση (η «Κάτω», επί Κρητικής Πολιτείας) και η άλλη (η «Πάνω» κατά το 1937) βορειότερα, έγινε δυνατή η ακίνδυνη προσπέλαση στο χωριό από δυτικά. Στο Κέδρος σώζονται (µισοερειπωµένα) τα µητάτα και οι µάντρες ως αδιάψευστοι µάρτυρες της ζωής των κατοίκων της Κρύας Βρύσης, επί πολλούς αιώνες µε τα κοπάδια τους πάνω στο φιλόξενο και ζωογόνο βουνό µέχρι το 1944. Τα σπήλαια περιµένουν υποµονετικά τους επισκέπτες για να τους χαρίσουν τη θαλπωρή τους. Τα µητάτα µισογκρεµισµένα, είναι µάρτυρες της κτηνοτροφικής δραστηριότητας, που άλλοτε γέµιζε από ζωή και δηµιουργία το θρυλικό βουνό. Τα λεγόµενα «πυργάρια», που είναι σωροί πετρών σε θέσεις περίβλεπτες είναι αποµεινάρια της φύλαξης του βουνού από ανεπιθύµητους επισκέπτες (κατακτητές) ή ήταν σηµεία συνάντησης των βοσκόπουλων για συζήτηση, ανταλλαγή απόψεων και εµπειριών, διδαχή από τους µεγαλύτερους. Το Κέδρος, µε την ασφάλεια που παρείχε, προσέλκυσε τους πρώτους οικιστές κοντά στη Βρύση του. Το Κέδρος έδινε τροφή στα ζώα – κοπάδια,

Τµήµα του µητάτου στις Βανιάκες


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

121

Το Πυργάρι (ή Πυργάλι) στις Βανιάκες

από τα οποία έπαιρναν τροφή – ζωή οι βοσκοί και οι οικογένειές τους. Τώρα το Κέδρος, απογυµνωµένο από τα δάση του και τη χλωρίδα – πανίδα του ζητά, φωναχτά σχεδόν, την προστασία µας. Εµείς και οι µέλλουσες γενεές την οφείλουµε ως ηθικό χρέος προς το βουνό – ζωοδότη των προγόνων µας. Οι γενεές των ανθρώπων έρχονται και παρέρχονται, ενώ το Κέδρος κάθεται και «δικαιούται» να έχει ζωή. Το Κέδρος και τώρα χαµογελά για την Κρύα Βρύση. Είναι ικανοποιηµένο από το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση το ενέταξε στα βουνά που προστατεύονται από το πρόγραµµα NATURA 2000. Γίνονται προτάσεις για την διάσωση και ανάδειξή του (Μαυροτσουπάκης Μ. 2007). Έκαµε νεύµα στους αναρριχητές – φυσιολάτρες. Εκείνοι ήρθαν και τοποθέτησαν στη Γρε ∆άφνη αναρριχητικές διαδροµές (πίστα αναρριχητών) και στη Ρεχτάρα (ή Ρέχτρα) καταρρηχητική διαδροµή. Και µάλιστα οι αναρριχητές, ξένοι και Έλληνες, υπογραµµίζουν ότι οι έτοιµες αυτές αναρριχητικές διαδροµές (βλ. φωτογραφία στη σελ. 174) είναι από τις καλύτερες που έχουν επισκεφθεί – δοκιµάσει. Τα µονοπάτια, τα µητάτα, τα πυργάρια, περιµένουν την ανοικοδόµηση και ανάδειξή τους.


122

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η θρυλική Αχλάδα, ύψους 8 µέτρων, στις Βανιάκες

Αυτό είναι το πιο πρόσφατο µήνυµα του Κέδρους ότι η Κρύα Βρύση, αν και έχει ολιγανθρωπία, θα έχει στο µέλλον συχνές επισκέψεις από τους ορειβάτες, αναρριχητές και φυσιολάτρες, που θα έρχονται για να απολαµβάνουν τις φυσικές – ανεπανάληπτες οµορφιές του. Φυσικά, οι απόγονοι των παλαιότερων Κρυοβρυσανών διψούν να γίνει και αναδάσωση τµηµάτων του βουνού, για να υπενθυµίζει το παλιό µεγαλείο. Από τους αρµόδιους (∆ήµο, ∆ασαρχείο, Νοµαρχία) χρειάζονται συντονισµένες ενέργειες, για να µη βόσκουν στο Κέδρος αίγες. Αν δεν µπουν περιορισµοί, δεν θα αφήσουν παρά µόνο τα βράχια. Για τα 254 τοπωνύµια του Κέδρους, µε φωτογραφική αποτύπωση και πολλά άλλα χρήσιµα στοιχεία, βλέπε στην πρωτότυπη ανακοίνωση του π. Γεωργίου Φωτάκη (σελ. 441-500 παρόντος τόµου). Για το µοναδικό θολωτό µητάτο του Κέδρους, βλέπε ανακοίνωση του Αρχιτέκτονα Αιµίλιου Πελεκανάκη (σελ. 323-332, τ. Γ2).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

123

Άλλοι οικισµοί της περιφέρειας Κρύας Βρύσης Στην περιφέρεια του ∆ηµοτικού ∆ιαµερίσµατος (δηλ. του χωριού της Κρύας Βρύσης, παλαιάς και νέας) υπάρχουν τα ερείπια των οικισµών: ο Κάτω Κέρας (δυτικά), οι Γέροντες (νότια), ο Άγιος Αντώνιος (νοτιοανατολικά)8, ο Κλαπατάς (νοτιοανατολικά, κοντά στην Ορνέ). Επίσης, ενδείξεις για οικισµό Περαχώρι, νότια και πολύ κοντά στο χωριό. Ο πεζόδροµος που ένωνε τη Μεσαρά µε το Ρέθυµνο περνούσε σε µικρή απόσταση από το (παλιό) χωριό. Περνούσε όµως και µέσα από το χωριό, όπου οι περαστικοί ή διανυκτέρευαν ή ξεκουράζονταν, µετάδιδαν ειδήσεις, πριν συνεχίσουν το ταξίδι τους. Η ξεκούραση ή διαµονή γινόταν πάντοτε στα σπίτια των κατοίκων του χωριού, που τα είχαν ανοιχτά για κάθε ξένο ή κουρασµένο οδοιπόρο ή κατατρεγµένο στις δύσκολες εποχές.

Η ευρύτερη περιοχή του Κάτω Κέρα, όπως φαίνεται από τον (Α)Σιδέρωτα.

8. ∆εν αναφέρεται σε καµιά απογραφή (Βενετών, Τούρκων, Ελλήνων). Μάρτυρες για την ύπαρξη του χωριού είναι: η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, το νεκροταφείο ανατολικά της εκκλησίας και υπολείµµατα σπιτιών βόρεια της πηγής και νότια της εκκλησίας.


124

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Υπόθεση για την ίδρυση του οικισµού Το µοναδικό κτίσµα που θα µπορούσε να βοηθήσει στον υπολογισµό της αρχής ύπαρξης του χωριού ήταν το πρώτο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου9, που το θεωρούσαν στοιχειωµένο. Αυτό όµως χαλάστηκε από τον Πέτρο Φωτάκη (γενάρχη την Πετρακάκηδων). Για να «σβήσει» (να συγχωρεθεί) αυτό το κρίµα, µια αδελφή του έκτισε το ναό του Αγίου Αντωνίου στον οµώνυµο οικισµό. ∆υστυχώς, σε παλαιότερες εποχές πρόσεχαν πολύ λιγότερο από τώρα τα αρχαιολογικά και θρησκευτικά µνηµεία. Όταν ήµουν δευτεροετής φοιτητής, έµαθα ότι για να κτισθεί ο καθεδρικός ναός των Αθηνών, ως «τάµα του Έθνους», χάλασαν – (για να πάρουν τις πέτρες, κολόνες, τόξα), 70 βυζαντινούς ή µη ναούς, σε κοντινή ή κάπως µακρινή απόσταση από τον ανεγειρόµενο ναό. Εκτιµώ λοιπόν ότι ο πρώτος ναός του Αγίου Νικολάου, που τον θεωρούσαν στοιχειωµένο, ήταν ο ζωγραφισµένος (αγιογραφηµένος) ναός της Βρύσης (υποστηρίζω: της Κρύας Βρύσης), που αναφέρεται στο συµβόλαιο το 1282 (Γάσπαρης, Χ., 1997, σελ. 3)10. Αυτό το πρώτο ναΐδριο υποστηρίζω ότι ήταν τοιχογραφηµένο (αγιογραφηµένο), όπως είναι τοιχογραφηµένες οι εκκλησίες εκείνης της εποχής (12ος-14ος αιώνας) όλων των χωριών της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Θ. Πελαντάκης, 1973). Ενώ στην περιφέρεια όλων των χωριών της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου σώζεται ένας ή περισσότεροι βυζαντινοί αγιογραφηµένοι ναοί, µόνο στην περιφέρεια Κρύας Βρύσης δεν σώζεται ναός µε αγιογραφίες στους τοίχους του. Αυτός είναι ένας ακόµη λόγος που εµποδίζει να καθοριστεί από πότε υπάρχει το χωριό µας. Τώρα µε το όνοµα Βρύση (σελ. 117) έχω ένα επιχείρηµα, εκτιµώ σοβαρό, ότι το χωριό υπήρχε τον 13ο αιώνα. Στη θέση του µικρού ναού χτίστηκε περί το 1870 ο µεγάλος δίκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου και του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, που ισοπεδώθηκε, µαζί µε τα σπίτια του χωριού, από τους Γερµανούς το 1944 (βλ. φωτογραφία αυτού του κτίσµατος στη σελ. 154). 9. Πιθανόν να ήταν άνθρωπος βασανισµένος στη θάλασσα (δηλαδή «κατεργάρης» επί Βενετοκρατίας) εκείνος που προτίµησε να κτίσει εκκλησία για τον προστάτη άγιο των θαλασσινών. 10. Βλέπε παραπάνω, σελ. 117.


125

ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Μαρτυρίες από ηλικιωµένους Κρυοβρυσανούς: Το πρώτο σχολείο του χωριού ήταν µια κάµερα. Τη χάλασαν και έχτισαν στο ίδιο µέρος το 1935, κοντά στην εκκλησία, το σχολείο που χάλασαν µε ανατίναξη οι Γερµανοί το 1944. Το θυµούµαι, αν και δεν επήγαινα ακόµη στο σχολείο, επειδή τον πολύ καιρό έµενα εκεί δίπλα, στο σπίτι µιας θείας µου (αδερφής του πατέρα µου).

Στελιανός Λαγουδάκης, 2007

Το πηγάδι που ήταν στην Πλατέα το είχε χτίσει ο Πετρακογιάννης, θείος του ∆ικηγόρου (Εµµ. Πετρακάκη) και του γυαλέµπορα (Πέτρου Πετρακάκη). Ήταν πολύ βαθύ και είχε σχεδόν όλο το χρόνο νερό. Ήταν νότια του σηµερινού Μνηµείου. Υπήρχε και µια χοντρολέ, πάνω στην οποία ήταν κρεµασµένη η καµπάνα (της Εκκλησίας και του Σχολείου). Στελιανός Λαγουδάκης, 2008

Το (πλαγιόκλαδο) κυπαρίσσι που βρίσκεται στην Πλατέα δεν θυµάται κανείς πότε ή ποιος το φύτεψε. Μας ελέγανε οι παλιοί ότι ούτε οι παππούδες των παππούδων τωνε θυµούντανε πότε και ποιος εφύτεψενε το κυπαρίσσι.

Κώστας Εµµ. Ασουµανάκης, 2008

Τα Γλυκορίζα (ο κρόκος) της Κρύας Βρύσης


126

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Β΄ ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ

Στον πίνακα αυτόν συνοψίζονται τα στοιχεία - µαρτυρίες από τις απογραφές που έκαµαν οι Βενετοί και οι Τούρκοι κατακτητές, στην Κρύα Βρύση, στα γύρω χωριά (και σ’ όλη την Κρήτη) κατά τον 16ο, 17ο και 19ο αι. Οι παλαιότερες αναφορές σε απογραφές για την Κρύα Βρύση και τα γύρω χωριά

11. Καταγράφει ονοµαστικά 1066 οικισµούς στην Κρήτη κατά Καστελλανία (επαρχία). Είναι ο πρώτος γνωστός µέχρι σήµερα κατάλογος των οικισµών της Κρήτης επί Βενετοκρατίας. Η απογραφή του Francesco Barozzi θεωρείται η πρώτη αρχαιολογική, ιστορική και γεωγραφική περιγραφή της Κρήτης και µάλιστα στα χρόνια της Κρητικής Αναγέννησης. 12. Ο Πέτρος Καστροφύλακας ίσως ήταν Κρητικός. Η απογραφή του, που έγινε µε επιτόπια επίσκεψη σε όλους τους οικισµούς της Κρήτης, περιέχει πλήθος πληροφοριών. 13. Για το Κέδρος και τα χωριά του γράφει ότι «είναι τριγυρισµένο από κάµποσα χωριά, πολλές πηγές και πολλούς κήπους καρποφόρους». 14. Ο Γοµαράς καταστράφηκε από τους Βενετούς και ξανακατοικήθηκε (Ψιλάκης). Καταστράφηκε από τους Τούρκους το 1866-69 (Φασατάκης 2001, σ. 136). 15. Πρώτη απογραφή µετά την κατάκτηση της Κρήτης, πλην του Χάνδακα, από τους Τούρκους (ο Χάνδακας – Ηράκλειο κατακτήθηκε το 1669). 16. Βρωµόνερον: «φρούριον, χωρίον έχον 80 οσπήτια (=σπίτια) χριστιανών και 12 ιερείς…» (Πρακτικίδης 1818, σελ. 71). (Βλ. και Βολανάκης Ι., 1982, σελ. 57-58). Μόνο ως τοπωνύµια µαρτυρούνται σήµερα τα δυο ερειπωµένα χωριά.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

127

Κρύα Βρύση και πλησιόχωρα χωριά στις Τουρκικές απογραφές17

17. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από το (λεγόµενο) Οθωµανικό κτηµατολόγιο Ρεθύµνου (Ευαγγελία Μπαλτά και Mustafa Oğuz, Ρέθυµνο, 2007) σελ. 491-495. 18. Ο φόρος πήγαινε στο διοικητή του Λιβά (νοµού) Ρέθυµνου. 19. «χωρίον Κρύα Βρύσις, 150 οσπήτια (=σπίτια) χριστιανών» (Πρακτικίδης 1818, σελ. 71). 20. Έντεκα ελαιόδεντρα της Κρύας Βρύσης και δυο του Κλαπατά ανήκαν στην Ιερά Μονή Αγίου Πνεύµατος (Κισσού).


128

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Κρύα Βρύση και πλησιόχωρα χωριά τον 20ο αιώνα

21. Πηγή: Στεργίου Σπανάκη: Πόλεις και χωριά της Κρήτης. Είναι η απογραφή της Κρητικής Πολιτείας (1900), πριν από την ένωση της Κρήτης (1-1-1913) µε την υπόλοιπη Ελλάδα. 22. Πηγή (για τις απογραφές 1920-2001) Ε.Σ.Υ.Ε. (Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος). Σηµείωση για τους τρεις πίνακες (σελ. 126-128). Οι πίνακες µε την πληθυσµιακή εξέλιξη των χωριών είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί: α) ∆είχνουν όχι µόνο τη σταδιακή µείωση του πληθυσµού στην Κρύα Βρύση αλλά και στα πλησιόχωρα χωριά. β) Εµφανίζουν τη σταδιακή δηµιουργία νέων οικισµών (Νέα Κρύα Βρύση, Άγιος Γεώργιος Μελάµπων, Άγιος Παύλος Σακτουρίων, Τριόπετρα Ακουµίων, Κισσού Κάµπος, Ξηρόκαµπος Αγ. Γαλήνης). γ) ∆εν εµφανίζουν πια (επειδή από καταλύµατα έγιναν καταλείµµατα – ερείπια) τα χωριά: Κλαπατάς, Γέροντες, Κάτω Κέρας (στην Κρύα Βρύση), Γοµαράς (περιοχή Ορνές), Βρωµονερό και Γρε Μπαµπακιά (περιοχή Αποδούλου). Μόνο ερείπια υπάρχουν, που θυµίζουν την άλλοτε κατοίκηση και ακµή τους. Οι αριθµοί είναι αµείλικτοι και αψευδείς µάρτυρες της αυξοµείωσης του πληθυσµού καθενός χωριού στη διάρκεια της ζωής και της ιστορικής περιπέτειάς του στο χρόνο.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

129

Γ΄ ΕΤΗΣΙΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Ο κύκλος ζωής κάθε έτος ήταν απαράλλακτα ίδιος µε τον κύκλο ζωής των προηγούµενων ετών. Όλοι ασχολούνταν µε εργασίες αγροτικές και κτηνοτροφικές, για να εξοικονοµήσουν τον επιούσιο. Απαράλλακτη µονοτονία και επαναλαµβανόµενη χαρακτήριζε τη ζωή των κατοίκων του χωριού, όπως και όλων των χωριών. Ζούσαν κοντά στη φύση και µάθαιναν, µε την εργασία και την παρατηρητικότητά τους, να «διαβάζουν» τα µυστικά της και η φύση λειτουργούσε γι’ αυτούς ως ανοικτό σχολείο (µάθησης, καλαισθησίας, γνώσης των ευκολιών και δυσκολιών της ζωής). Ο ουρανός, το φεγγάρι, ο ήλιος, η φύση ήταν καθηµερινός δάσκαλος και σύµβουλος του χωρικού (βοσκού και γεωργού). Από την παρατήρηση αυτών υπολόγιζαν τον καιρό και την ώρα µε ακρίβεια. Από γενιά σε γενιά ήξεραν ότι µεγάλο µέρος του εισοδήµατός τους (ίσως το µισό ή περισσότερο) θα τους το έπαιρνε ο φεουδάρχης επί Βενετοκρατίας και ο αγάς της ευρύτερης περιοχής επί Τουρκοκρατίας. Η ζωή τους ήταν βασανισµένη και σε µόνιµη φτώχεια. Γι’ αυτό την πλούτιζαν οι ίδιοι µε γιορτές (πρώτιστα θρησκευτικές) και πανηγύρια, κατά την πανάρχαια διαπίστωση ότι: «Βίος ανεόρταστος µακρά οδός απανδόχευτος».23 Στα εξωκλήσια ξεκινούσαν τη διασκέδαση µετά το τέλος της λειτουργίας, αν φυσικά το επέτρεπε ο καιρός. Με τα στεγνά φαγητά που κρατούσαν στα βουργιαλάκια έκαναν το πρώτο φαγοπότι κοντά στην εκκλησία. Η συνέχεια δίδονταν σε σπίτια, στα καφενεία του χωριού το βράδυ της ίδιας ηµέρας µε λύρα, τραγούδι, χορούς. Τ’Άη Γιωργιού απαραίτητα, µετά τη λειτουργία στον οµώνυµο ναό του Κάτω Κέρα, διασκέδαζαν. Επίσης, στην εορτή του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Κυριακής, την αργία της οποίας τηρούσαν, αφού είναι διάχυτη η φήµη ότι «κάποιος αλώνευε την ηµέρα της χάρης Της και πήρε φωτιά το αλώνι του». Σιγανός πεντοζάλης στον Κάτω Κέρα (1970) 23. Ζωή χωρίς εορτές είναι µεγάλο ταξίδι χωρίς πανδοχείο (χάνι, για ξεκούραση).


130

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ξωκλήσια της Κρύας Βρύσης ήταν οι εκκλησίες των οικισµών που οι κάτοικοί τους µεταφέρθηκαν – µετοίκησαν24 στην Κρύα Βρύση (Άη Γιώργης στον Κάτω Κέρα, Αγία Κυριακή στους Γέροντες, Άγιος Αντώνιος στον οµώνυµο οικισµό και ο Άη Γιώργης στον Κλαπατά, Άγιος Ευµένιος στη Νέα Κρύα Βρύση). Η µόνη αλλαγή κάθε έτος στους ανθρώπους του χωριού ήταν η φυσική – φυσιολογική εξέλιξη: ανάπτυξη (µεγάλωµα) των νεογέννητων που επιζούσαν, από τη µεγάλη βρεφική και παιδική θνησιµότητα, λόγω ανυπαρξίας εµβολίων, φαρµάκων και λόγω των συνθηκών υγιεινής. Επίσης, η ωρίµανση των νέων, η γήρανση των µεσήλικων και η «αναχώρηση» των ηλικιωµένων ή κάποιου νέου, που πέθαινε «από βιστηρέ» (έτσι ονόµαζαν όλες τις µη γνωστές αιτίες θανάτου, τότε που δεν υπήρχαν γιατροί ή που δεν πήγαιναν ποτέ σε γιατρό,επειδή ήταν πραγµατικά υγιείς ή είχαν την άποψη ότι «δεν τονε θέλω το γιατρό στο-ν µπόρτσο µου ν’ αγγίξει, για (=γιατί, επειδή) θα γνωρίσει το σεβντά και θα τον µαρτυρήσει»25. Ίδιος, µονότονα επαναλαµβανόµενος, ήταν ο ετήσιος κύκλος ζωής. Αυτό ήταν αναπόφευκτη συνέπεια των οικονοµικών και κοινωνικών συνθηκών, των πιεστικών αναγκών του κλίµατος (του καιρού) σε ετήσια βάση, στη διάρκεια της Βενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας κατά τις οποίες ιδρύθηκε και άκµασε το χωριό. Οι επιδροµές των Βενετών φοροεισπρακτόρων και αργότερα των Τούρκων26, σπούσαν για λίγο τη µονοτονία της ζωής και για την οικονοµική αφαίµαξη που έκαναν, αλλά ιδίως αν στρατολογούσαν ή σκότωναν κάποιο χριστιανό ή πείραζαν γυναίκα ή άρπαζαν (οι Τούρκοι) παιδιά για να τα κάµουν γενίτσαρους. 24. Ίσως µετά από κάποια κουρσάρικη επιδροµή ή ύστερα από την καταστροφή από κάποιο σεισµό, όπως του 1856 (Γιανναράκης Α. 1876, σ. 83). 25. Πολλές φορές, όταν ήµουν µικρός αλλά και µέχρι τη δεκαετία του 1970, άκουσα αυτή τη µαντινάδα, που εξέφραζε το πιστεύω πολλών γερόντων, που έφυγαν από τη ζωή, χωρίς να τους δει ποτέ γιατρός, παρά µόνο για να πιστοποιήσει το θάνατό τους (αν γινόταν και αυτό). 26. Εισπράττουν φόρους επί των καλλιεργούµενων γαιών για οτιδήποτε έσπερναν στη γη από το εισόδηµα των ελαιών, από τα φρούτα των δέντρων, από τα µποστάνια, από τα λινάρια, από τα αµπέλια, από τα αιγοπρόβατα. Και µάλιστα όχι το ένα δέκατο (φόρος δεκάτης), αλλά το ένα έβδοµο και µε το «δίκαιο του σπαθιού» έπαιρναν ακόµη περισσότερα. (Παπιοµύτογλου 1995, σελ. 200).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

131

Ασχολίες του βοσκού Βοσκοί εκτιµώ ότι ήταν οι περισσότεροι από τους πρώτους οικιστές του χωριού. Σε λίγες µόνο παραγράφους περιορίζοµαι για την παρουσίαση των ασχολιών και της ζωής τους κοντά στο Κέδρος. Λεπτοµερής περιγραφή χρειάζεται ολόκληρο βιβλίο. ∆ιαρκής ήταν η παρουσία βοσκού κοντά στα ζώα του, στο κοπάδι. Ήταν απαραίτητο να τα «βλέπει» = να τα επιβλέπει, να τα φροντίζει όλες Του ∆ιγενή ο Μούτης τις µέρες του έτους. ΆλΒορειοδυτικά της Κρύας Βρύσης λωστε, η λέξη κοπάδι προέρχεται από τη λέξη κόπος<κοπιάζω και η ξενόφερτη ταυτόσηµη λέξη: κουράδι προέρχεται από τη βενετική λέξη cura = φροντίδα, κόπος. Η ζωή του βοσκού δεν είναι πολύ κουραστική, όσο του γεωργού. Γι’ αυτό και οι βοσκοί ήταν πιο καλοστεκούµενοι και πιο µακρόβιοι. Αλλά το να ζεις σχεδόν αδιάκοπα µακριά από το σπίτι – το χωριό και τους ανθρώπους είναι πολύ δύσκολο. Άλλωστε, δεν είχαν οι βοσκοί µεγάλα κοπάδια (γιατί -εκτός των άλλων- δεν τα «σήκωνε» η περιορισµένη έκταση του βουνού µας. Τα έσοδά τους ήταν λίγα και αυτός είναι ένας ακόµη λόγος, για τη βαθµιαία µείωση των βοσκών και ανάλογη αύξηση των γεωργών. Οι γεωργοί δεν ήταν πλούσιοι, αλλά τουλάχιστον ήταν κοντά στα σπίτια – οικογένεια – χωριό τους. ∆ύσκολη ήταν η ζωή του βοσκού, αφού ακόµη και την ηµέρα της Λαµπρής έπρεπε να είναι συνεχώς στο βουνό κοντά στα ζώα. Λίγος και κακός ύπνος, χωρίς γυναίκα, χωρίς στρώµα, πρόχειρα φαγητά (πβ. Πατούχας του Ιωάννη Κονδυλάκη). Κάθε δυο-τρεις µέρες του πήγαιναν φαγητό από το χωριό στο µητάτο, ή στο σπηλιάρι όπου ήταν η «κατοικία» του.


132

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

- Στάλιζαν τα ζώα (πρόβατα – αίγες) στα «Κοπρινά»27 τη µέρα. - Τη νύχτα στη µάντρα, ύστερα από το άρµεγµα. Το πρωί τα άρµεγαν και τα οδηγούσαν σε συγκεκριµένους τόπους για να βρουν τροφή (χόρτα, κλαδιά). - Στο βουνό (στο Μερά ή Κοινάτο, δηλαδή το κοινοτικό αόρι) έβοσκαν τα πρόβατα από το Μάρτη µέχρι το φθινόπωρο (ο καιρός τα ρύθµιζε αυτά). Τον υπόλοιπο καιρό κατέβαζαν τα κοπάδια χαµηλότερα σε ιδιωτικά χωράφια ή προς του Βούλγαρη (µοναστηριακά) ή στον Κουρµπάδο. Στα κοπάδια υπήρχαν συχνά, εκτός από τα πρόβατα του βοσκού και του αφεντικού, και πρόβατα άλλων χωριανών που τα έδιδαν στους βοσκούς για να τα «βλέπουνε». Σε ανταπόδοση, οι βοσκοί έβαζαν τα ζώα στα χωράφια τους. Όλοι πήγαιναν στην κουρά του κοπαδιού. Γινόταν ετοιµασίες, σφαχτά, ψήσιµο φαγητού, κρασί, διασκέδαση. ∆ιανοµή γάλακτος σε κάθε µητάτο: 1 µέρα για τα κουζινικά (καζάνι, κουτάλα, τσικάλι, σταµνί κ.ά), 1 µέρα ο αλατσάς, 1 µέρα ο µαντρατζής, 3 µέρες γάλα καθένας βοσκός (γκαλονόµος28, στειρονόµος, τυροκόµος) - Φροντίδα για το ζευγάρωµα των ζώων και την ξεγέννηση αιγών – προβατίνων Τυροκόµηση (πρωί-βράδυ): κεφαλοτύρι, γραβιέρα, µυζήθρα (ξυνόχοντρο στο χωριό). Σηµάδεµα-σταµπάρισµα του τυριού κάθε ιδιοκτήτη και τοποθέτησή του στην Τρυπητή (περίφηµο σπήλαιο, φυσικό ψυγείο του Κέδρους στην περιοχή Άνω Μέρους). Φύλαξη τυριού σε τρύπες του βουνού µέχρι να το µεταφέρουν τµηµατικά για κατανάλωση, ανταλλαγές, φιλοδωρήµατα στο χωριό. Χρειαζόταν για καθένα µητάτο: τρεις βοσκοί, ένας µαντρατζής, ένας αλατσάς και τα κουζινικά. Το αλάτι το προµηθεύονταν από φυσικής αλυκές στα νότια παράλια από τους ιδιοκτήτες των αλυκών, που µάζευαν το αλάτι και το αντάλλασσαν µε άλλα προϊόντα (π.χ. τυρί ή λάδι). Ορισµένοι κάτοικοι παρα27. Ήταν περιοχές που τα ίδια τα ζώα τις διάλεγαν. Συνήθως είχαν σκιά δέντρων ή ήταν µικρά υψώµατα, όπου φύσαγε δροσερό αεράκι. Από την άφθονη κοπριά που έκαναν εκεί τα ζώα, ονοµάστηκαν οι περιοχές: κοπρινό - κοπρινά. 28. γκαλονόµος < εγγαλονόµος, αυτός που νέµει / βλέπει όσα ζώα βγάζουν γάλα. Όποιος (επι)βλέπει τα στείρα λέγεται στειρονόµος. Τυροκόµος ήταν ο πιο έµπειρος για την πιο υπεύθυνη δουλειά. Επιγραµµατικά αναγράφονται οι εργασίες του βοσκού και του γεωργού για οικονοµία χώρου.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

133

Είσοδος της τυρότρυπας στον Απολούστη

λιακών χωριών µάζευαν το αυτόπηκτο αλάτσι από αυτοσχέδιες αλυκές της γιαλιάς. Το αντάλασσαν, στα χωριά που δεν είχαν παραλίες, µε είδος. Το πουλούσαν στα χωριά ή στη πόλη.29 Οι νοικοκυρές το ζέσταιναν – αποξέραιναν στο τηγάνι και το άλεθαν στο χειρόµυλο ή το έτριβαν µε µπουκάλι. Το Μοναστήρι του Πρέβελη συγκέντρωνε περίπου 2000 οκάδες αλάτι κάθε χρόνο από ιδιόκτητες φυσικές αλυκές, κείµενες στην ακτή του Λιβυκού πελάγους από την εκβολή του Μεγάλου ποταµού δυτικά µέχρι το ∆αµνώνι (Παπαδάκις Μ. 1978, σ. 194). «Τα ζώα είναι η ζωή µας». Το άκουσα άπειρες φορές. Το ίδιο άκουσα να λέει αρχηγός νοµάδων της Ασίας σε ντοκιµαντέρ που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση. ∆εν είναι υπερβολή, αν λάβοµε υπόψη ότι µοναδική πηγή εισοδήµατος για τους βοσκούς ήταν τα ζώα και η φύση, όπως και για τους γεωργούς η φύση και η εργασία τους. Οι βοσκοί συχνά ανάτρεφαν γουρούνια στο µητάτο, όπου τρέφονταν µε χουµά, χόρτα – ρίζες. Ο βοσκός είχε το «πάνω χέρι» σε σχέση µε το γεωργό. Θεωρούσε ζηµιογόνο για τα συµφέροντά του την εκχέρσωση ηµιδασικών εκτάσεων προκειµένου αυτές να καλλιεργηθούν. Υπάρχουν µαρτυρίες ότι 29. Πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για το αλάτι, τους αλατσάδες και το εµπόριο του αλατιού δίδει ο Α. Νενεδάκης στο ιστορικό µυθυστόρηµά του: Βουκέφαλοι, σελ. 31-36.


134

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Το τυροκέλλι στις Βανιάκες

βοσκοί τη νύκτα ξεκουνούσαν (= αχρήστευαν) νεοφυτεµένες αγρουλίδες για να µην πιάσουν. Αψευδής µάρτυρας αυτής της αντιπαλότητας είναι τα παλιά δέντρα, που είναι εµβολιασµένα πολύ ψηλά (2 µ. και πάνω), για να µην τα φτάνουν τα ζώα να τρώνε τα µπόλια. Στο κοινοτικό τµήµα του βουνού φύτευαν – έσπερναν δηµητριακά (όποιος προλάβαινε): Στη Φακίστρα, στην Κουκιά, στις Σπορές. Οι βοσκοί ήταν υποχρεωµένοι να προστατεύουν µέρα – νύχτα και εκείνα τα σπαρτά µέχρι να θεριστούν. Γάιδαρος, σκύλος, βέργα (ειδική, συνήθως κατσούνι), µαχαίρι (µεγάλο, Κρητικό µαχαίρι), όπλο (στη µετακατοχική περίοδο), καπότο ή γαµπά (το χειµώνα): απαραίτητα για καθένα βοσκό. Είναι άξιο σηµείωσης το γεγονός ότι ο νοτάριος του Χάνδακα (Ηρακλείου) Μιχαήλ Μαράς (16ος αιώνας), που έγραψε περί τα 30.000 συµβόλαια (πράξεις) για µεν τους αστούς γράφει το επάγγελµά τους, ενώ για τους καταγόµενους από τα χωριά αναφέρει µόνο το χωριό καταγωγής τους (=επειδή ήταν γεωργοί ή βοσκοί) (Κων/νος Μέρτζιος, σελ. 229). Ξύλευση γινόταν από τους βοσκούς στο βουνό για τις ανάγκες του µητάτου και µε τα γαϊδουράκια µεταφερόταν (λίγα κάθε φορά) στο χωριό. Αυτό είχε ως συνέπεια τη συστηµατική φθορά των δέντρων του βουνού.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

135

Ασχολίες του γεωργού (ή αγρότη ή γεωργοβοσκού ή γεωργοκτηνοτρόφου): Χρησιµοποιώ αυτές τις ονοµασίες για τους µη βοσκούς, για να αποδοθούν όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς την πραγµατικότητα οι ασχολίες του. Οι δυο σύνθετες λέξεις προσεγγίζουν περισσότερο την πραγµατικότητα. Μαρτυρίες: Α΄) «Ούλη η ποταµίδα (δηλαδή δεξιά – αριστερά στο ρυάκι του Τζίγκουνα) δεν είχενε ούτε λιόφυλλο (ένα φύλλο ήµερης ελιάς). Μόνο µια ελέ υπήρχενε στου Καντήλη (κάηκε το 1964). Τη λέγανε τρυποκώλα, επειδή στον κορµό της, κοντά στη ρίζα της σχηµατιζότανε µια τρύπα. Από τις αρχές του χειµώνα µέχρι το Μάρτη τα κοπάδια τα βόσκανε χαµηλά, στην ποταµίδα. Όταν φύτεψαν ελές, τα ζώα εµπαίνανε στα λιόφυτα µετά το ελιοµάζωµα» (Στελιανός Λαγουδάκης, 2001) Β΄) «Αγναφόπετσο: Η ράχη του χοίρου χωρίς επεξεργασία γινόταν πετσί (άγναφο + πετσί). Το έβαζαν (µε τις τρίχες από κάτω) στα παπούτσια (στιβάνια) και τα φορούσαν µόνο όταν δεν έβρεχε (µε τη βροχή γλιστρούσαν επικίνδυνα). Με λουρί αίγας τ’ αναµπαλώνανε και πορεύγουντανε» (Στελιανός Λαγουδάκης, 2001). Το βράδυ τα οικόσιτα σταυλίζονταν στο σπίτι (ίδια πόρτα ή κάτω από τον οντά). Μουρίδες – µουστρουχίνες έβαζαν στα οικόσιτα ζώα για να µη µπορούν να φάνε χόρτα στο γύρο του δρόµου. Αυτό επέβαλε ο αγροφύλακας (που καθιερώθηκε από το 1900 και εξής), που συχνά γινόταν ο φόβος και ο τρόµος των αγροτών (= η προσωποποίηση της αµείλικτης κρατικής εξουσίας – αυθαιρεσίας), όχι µόνο για τα πρόστιµα που πιθανόν θα επέβαλε το δικαστήριο, αν γινόταν µήνυση - καταγγελία από τον αγροφύλακα για κάποια αγροτική ζηµιά (και φυσικά δεν είχαν χρήµατα για να πληρώσουν τα πρόστιµα). Και η κοινωνική κατακραυγή (ο απλός σχολιασµός θεωρούνταν κοινωνική κατακραυγή) ήταν εξίσου αβάσταχτη µέσα στη µικρή – κλειστή κοινωνία του χωριού. Εισοδήµατα είχαν µόνο από την εργασία τους κοντά στη φύση: Χόρτα, φρούτα, χοχλοί, οµανίτες, λαγοί και από τα ζώα: γάλα, κρέας, τυρί. Την εποχή της βενετοκρατίας οι ασχολίες ήταν γεωργία ή κτηνοτροφία ή γεωργοκτηνοτροφία. Στις πόλεις µε τη µικρή αστικοποίηση άρχισαν να δηµιουργούνται τα άλλα επαγγέλµατα. Στα χωριά, και ιδι-


136

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

αίτερα στα µακρινά από τα αστικά κέντρα, τα επαγγέλµατα διαµορφώθηκαν πολύ αργότερα. Τίποτε απ’ όσα έπαιρναν από τη γη ή από τα ζώα δεν πήγαινε χαµένο. Τα οικόσιτα ζώα: όρνιθες, κουνέλια, χοίρος, γουρούνια, πρόβατο, αίγα έδιδαν πολύτιµα πράγµατα. Έδιναν: αυγά, γάλα, τυρί, χουµά, κρέας, µαλλί, δέρµα, κοπριά. - Σιτάρι, κριθάρι, (ταγή, ρόβι30, λαθούρι, βίκος για τα ζώα), φακές, ρεβίθια, φάβα, µπιζέλια, κουκιά (λινάρι, µπαµπάκι) ήταν τα είδη που έσπερναν, όσα προλάβαιναν. - Οχτώβρης και δεν έσπειρες, οχτώ σωρούς δεν κάνεις. Η αλήθεια είναι ότι στην πράξη είναι αδύνατο να κάµει οκτώ σωρούς ο γεωργός, επειδή Το ξυλάλετρο εκτός από την αστάθεια του καιρού είχε και άλλες δουλειές την εποχή της σποράς. Τα κουκιά και η φάβα απέδιδαν πιο πολύ καρπό, γι’ αυτό δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Μαζί µε τα χόρτα (λάχανα) λογίζονταν το συχνότερο φαΐ σε κάθε σπίτι. Με τα βόδια ή µε τα µουλάρια ή µε τους γαϊδάρους όργωναν31 τη γη και τους γαϊδάρους καβαλίκευαν, αλλά και µετέφεραν τα πάντα (κοπριά, ξύλα, άχερα, καρπό). Τα ζώα τα «έβλεπαν» (= επέβλεπαν) στην εξοχή για να µην πηγαίνουν στα ξένα χωράφια ή να ξεφύγουν. Η ιδιοκτησία των άλλων ήταν απαγορευµένη περιοχή. Από παιδιά πήγαιναν (φυσικά χωρίς παπούτσια) στην εξοχή µέχρι τη δεκαετία του 1930 και φύλασσαν – επέβλεπαν τα ζώα (µαρτάρικα32 –οικό30. Το ρόβι είναι µονοετές φυτό (ψυχανθές) που το καλλιεργούσαν για τα άχερα και τον καρπό του. Ο καρπός του είναι τόσο δυνατός σε περιεκτικότητα ουσιών, ώστε κανένα άλλο ζώο, εκτός από το βόδι, δεν µπορεί να επιζήσει, αν τον φάει. Σε καθένα βόδι έδιδαν πολύ λίγο (όσο χωρούσε η χούφτα), αφού το είχαν βάλει 2-3 µέρες στο νερό. Το έβαζαν στο νερό, επειδή ήταν πολύ σκληρό και για τα δόντια των βοδιών. Αυτή η παραµονή του καρπού στο νερό, έκανε το ρόβι φύτρο και τότε είχε τις περισσότερες βιταµίνες (όπως υπογραµµίζουν οι ειδικοί). 31. ∆ιαχρονικά χρησιµοποιούσαν: ξυλάλετρο, σιδερένιο αλέτρι (µονόυνο), περιστροφικό, τρακτέρ, σκαπτικό. 32. Ηµερωτάρικα (=εξηµερωµένα)>µερωτάρικα>µαρτάρικα (ζώα, αίγες ή πρόβατα εξηµερωµένα).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

137

σιτα): Πρόβατα, µεγάλα αρνιά, αίγες, (µεγάλα) ρίφια (τα µικρά τα κούµιαζαν), γουρούνα µε τα γουρούνια της. Με ένα κοµµάτι παξιµάδι για όλη την ηµέρα. Συχνά τα µικρότερα παιδιά ζητούσαν – έπαιρναν το µερίδιό τους πολύ νωρίς, µόλις έφευγαν για την εξοχή. Τις υπόλοιπες ώρες της ηµέρας στον κύκλο του έτους αναζητούσαν από τη φύση κάτι, για να ξεγελάσουν την πείνα τους: ελιές, αχλάδια, ραδίκια, σιταρίδες, γαλατσίδες, τσόχους, αχατζίκους, κιλιµιγκόνια, ξεστάχια χόρτων, στάχυα σταριού ή κριθαριού, πηγουνίτες, γεραντζούνια, σεβνταλίδες, αγγαραθόµελο, φασκόµηλα, αγριαγκινάρες, αγκαβάνους, αµπελοβλαστούς, ασφαράγγια, αυταύτους, αγριόσυκα, βάτσινα, γλυκορίζα, γλυστρίδες, γαλατσίδες, γερατζούνια, κολλότσουρα, λουµπίνους, µαντηλίδες, µολόχες, µάραθα, µούρνα, προβατσούλιδες, σεβνταλίδες, σταφυλινάκους, σιταρίδες, χαρούπια. Ούτε άνθρωποι «έµπαιναν» (=δεν πατούσαν) στα ξένα χωράφια, γιατί ήταν πιθανόν να κατηγορηθούν ως ύποπτοι-κλέφτες, να τους ασκηθεί αρνητική κοινωνική κριτική, πράγµα που φοβόταν στα χωριά (=µικρές κοινωνίες) όσο τίποτε άλλο. Η περίφραξη ήταν αδιανόητη και αδύνατη (δεν υπήρχαν πλέγµατα). Μόνο µε πετρόχτιστο περιτείχισµα (πετρογύρισµα) των ιδιοκτησιών και ταυτόχρονα ξεπέτρισµα των χωραφιών, µπορούσε να γίνει περίφραξη και να σχηµατιστούν οι «σοχώρες». «Φράχτης» = προστασία στα χωράφια ήταν η συχνή, καθηµερινή σχεδόν, παρουσία ή πέρασµα κάποιου γειτονικού ιδιοκτήτη από αυτά. Θεωρούνταν αµαρτία να µπεις σε ξένο χωράφι (έπρεπε να το πουν στον εξοµολόγο, αν τυχόν µπήκαν). Η φράση «µπήκα στα αµπελοχώραφά σου» ή «δεν µπαίνω στα χωράφια σου ή στ’ αµπελοχώραφά σου ή δεν θέλω να µπω στ’ αµπελοχώραφά σου ή στα χωράφια σου» ανάγεται σ’ αυτήν την πραγµατικότητα της αγροτικής ζωής. «Αν θες να ’χεις, κάθε χρόνο κέντριζε» (σοφή λαϊκή διαπίστωσηοδηγία) (= εµβολίαζε, µπόλιαζε): ελιές, αµυγδαλιές, απιδιές, ροδακινιές. (Μουσκλέ, µουσµουλέ: ό,τι φυτέψεις, βγαίνει). Όταν µοιραζόταν η περιουσία ανάµεσα στ’ αδέλφια, «στις θυγατέρες έδιδαν προίκα, συνήθως, κινητά (έπιπλα, ρουχισµό, λάδι, κοσµήµατα κ.ά.). Αν έδιδαν χωράφια, µπορούσαν να τα πάρουν πίσω (δίδοντας κινητά), γιατί η περιουσία έπρεπε να µείνει στα αγόρια, που συνέχιζαν το όνοµα της οικογένειας» (Γ. Γρυντάκη, 2009, σ. 33). Εξαιτίας αυτής της συνήθειας, σώζονται και σήµερα χωράφια Βαβουριανά, Μαυροτσουπιανά, Μανουσανά. Αναφέρω τα Πελαδιανά, που


138

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

τα έχω γράψει από παλιά: «στον Κουρµπάδο, στην Πλάκα (Άη Αντώνης), στα Γκρεµνάρια, στην Τζανόραινα, στα Μέγα Λιβάδια, στην Οξωλέ, στσι Τσισµένες ελές, στο Γρο Λιβάδι, στσοι Κολύµπους, στο Γαβαλάδο, στον Τζίγκουνα, στη Ράχη, στα Τρία Κεφάλια, στο Βατέ, στον Άη Γιώργη (Κλαπατά). Είχαµε και Πελαδιανές συκιές: Μια (µαύρη) στο Γαβαλάδο και µια άσπρη στον Κλαπατά».

Μιχάλης Πελαντάκης (Καπετάνιος) 1976

Τα χόρτα (τα λάχανα) Από τη χλωρίδα της περιοχής εξασφάλιζαν µεγάλο µέρος των ειδών διατροφής τους χειµερινούς ιδίως µήνες. Χόρτα33 άγρια (αυτοφυή), ραδίκια, (Α)σκορδουλάκοι, βρούβες, βρουβάσταχα, σιταρίδες, γαλατσίδες, τσόχοι (ζοχοί), πηγουνίτες, ελιές (κατάλληλα συντηρηµένες για όλο το έτος), αχλάδια, µανιτάρια (οµανίτες) (βλ. και ανακοίνωση του Κλεόν. Σταυριδάκη, σελ. 409-432, τόµου Γ2). Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και ’60 µε κοινή συνεννόηση, τα µαρτάρικα τα έβλεπαν (=έβοσκαν) µε τη σειρά οι χωριανοί όλα µαζί από 15 Αυγούστου µέχρι 15 Οκτώβρη περίπου. Τα πότιζαν, κατά το µεσηµέρι στον Ακουµιανό ποταµό και κατά το ηλιοβασίλεµα τα οδηγούσαν στο χωριό.

Οµανίτες

33. χόρτο > χορταίνω.

Χοχλιοί


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

139

Το ψωµί Η παραγωγή του ψωµιού ήταν δύσκολη, επισφαλής, κοπιαστική και είχε πολλά στάδια: [σπορά, ανάπτυξη (µικρή, µεγάλη), θέρισµα, αλώνισµα, λίχνισµα, πλύσιµο–στέγνωµα καρπού, καθάρισµα, άλεση (προζύµι)-ζύµωµα-φούρνισµα- ξεφούρνισµα-παξιµάδι]. Γι’ αυτό στο ψωµί ένιωθαν σεβασµό. Το ψωµί και γι’ αυτό το λόγο ήταν πολύτιµο – ιερό (άλλωστε και ευλογηµένο από την εκκλησία: «τον σίτον, τον οίνον, το έλαιον»). Ήταν αδιανόητο να πεταχθεί έστω και το πιο µικρό κοµµάτι ψωµιού. Κάτι τέτοιο θα ήταν αµαρτία, ιεροσυλία. Και τα ψίχουλα µάζευαν στη φούχτα και τα έτρωγαν. Όταν έπεφτε κάτω ένα µικρό κοµµάτι, το έπαιρναν, το φυσούσαν, για να φύγει το χώµα που του κόλλησε στο χωµάτινο δάπεδο, το σταύρωναν και το έτρωγαν. Το ψωµί ήταν η βασική τροφή µικρών και µεγάλων. Όλα τα λέει η θυµόσοφη φράση: ούλα ’ναι ’φάδια τση κοιλιάς, µα το ψωµί στηµόνι34. Όταν υπήρχε ψωµί στο σπίτι, υπήρχαν τα πάντα. Με ελιές ή µε λάδι, µε σταφύλια, µε καρπούς κάλυπτε την πείνα (αφαγία) κάθε µέλος της οικογένειας. Η ύπαρξη φούρνου στο σπίτι ήταν δείγµα νοικοκυροσύνης. Όταν έβγαινε το ψωµί από ένα φούρνο, ευωδίαζε όλο το χωριό. Τα παιδιά στέκονταν στη σειρά και η νοικοκερά τα «αποχέριζε» δίνοντάς τους ένα ντάγκο αχνιστό ψωµί, που µε ή χωρίς ελιές ήταν η νοστιµότερη λιχουδιά. Τα (ν)τακούλια, τα κουλουράκια, τα χριστόψωµα και τα αυγοκούλουρα ήταν η χαρά των παιδιών. Το ψωµί (σιταρένιο, µιγαδερό – από σιτάρι και κριθάρι – κρίθινο, φρέσκο ή παξιµάδι), το λάδι, οι ελιές, τα χόρτα (ή λάχανα), ο ξινόχοντρος και τα όσπρια ήταν η βάση της Κρητικής διατροφής επί πολλούς αιώνες. Ελιές και (ε)λιοµάζωµα Πρέπει να υπογραµµισθεί ότι κάθε εργασία γινόταν µε άνεση, χωρίς βιασύνη, φυσικά και αβίαστα. Eργαζόταν για να ζήσουν µε αξιοπρέπεια. Όταν ήταν «κακή χρονέ», λόγω των λίγων βροχών, ή των πολλών ασθενειών στα φυτά και στα ζώα, συµπίεζαν - ελαχιστοποιούσαν τις απαιτή-

34. ’φάδι=υφάδι<υφαίνω. Στηµόνι<στήµονας<ίστηµι. Λέξεις από το αργαστήρι (αργαλειό) υφάδι=η κλωστή [λεπτή ή χοντρή, βαµβακερή, µεταξένια ή µάλλινη, άβαφη ή βαµµένη (χρωµατιστή)]. Τυλίσσεται σε µασούρι και µε τη σαΐτα τοποθετείται (µε κατάλληλο πάτηµα των πέταλων του αργαστηριού) ενδιάµεσα του στηµονιού (βάση κάθε υφαντού) για να σχηµατισθεί το (αν)υφαντικό.


140

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

σεις για φαγητό, είδη ένδυσης, υπόδησης και για άλλα έξοδα. Το άγχος απουσίαζε από τη ζωή των κατοίκων του χωριού. Συχνά ακουγόταν η φράση: «οι µέρες είναι σαν τα πιτταράκια». Επίσης «το ταµάκι (=η απληστία) βγάζει αµάτι». Παράλληλα όµως δεν εκτιµούσαν καθόλου όσους δεν ήταν εργατικοί και, γι’ αυτό, υποχρεωτικά πολύ φτωχοί και η οικογένειά τους περιφρονηµένη. Ένιωθαν ικανοποίηση και σιγουριά, όταν συγκέντρωναν τους κόπους της χρονιάς. «Εβγάλαµε πεντακόσιες οκάδες στάρι, χωρίς τ’ αποδέλοιπα». (Αγγελική Πελαντάκη, 1970)

Το ελιοκαθάρισµα ήταν η τελευταία δουλειά, πριν το ελιοµάζωµα: Καθάρισµα εδάφους ιδίως από τα χόρτα (ξερονόµια = ξερά χόρτα) που φύτρωναν και στην καλλουργιά κάτω από τις ελιές (ελαιόδενδρα). Επί αιώνες γινόταν το (ε)λιοµάζωµα µόνο µε τα χέρια (µάζεµα των κούκουδων, πρώτο άλεσµα). Πρώτα-πρώτα µάζευαν τις ψαρολές ή σταφιδολές ή αµπαδιώτικες ελές (η ελέ = 1. το δέντρο ελαία<ελαί<ελέ, 2. ο καρπός του).

Μία-µία µάζευαν από το χώµα τις ελιές (ελαιόκαρπο)


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

141

Αυτές ήταν συµπλήρωµα του φαγητού επί πολλές εβδοµάδες. Οι τσακιστές γινόταν από πράσινες ελιές. Οι αλατσολές ή κολυµπάδες φυλάγονταν στην άλµη – σε πιθάρι – και καταναλώνονταν όλο το έτος. Οι βρώσιµες ελ(ι)ές ήταν πάντα στο τραπέζι. Ήταν συµπλήρωµα του φαγητού. Η παραγωγή της Κρύας Βρύσης σε λάδι έφτασε τις 250.000 οκάδες35 (=320.500 κιλά). Το λάδι ήταν ο θησαυρός του χωριού µας και όλων των γύρω χωριών. Ήταν το βασικό για προίκισµα των θυγατέρων και αποκούµπι της οικογένειας για κάθε ανάγκη. Η αποθήκευση γινόταν σε πήλινα πιθάρια. Αργότερα και σε µεταλλικά δοχεία ή και σε βαρέλια. Για τη συλλογή του ελαιόκαρπου οι νοικοκύρηδες έπαιρναν µαζώχτρες, που δηµιουργούσαν άλλη ατµόσφαιρα στο χωριό επί µήνες, µε τους νέους και νέες του χωριού, τους µηνατόρους36 και τους µυλωνάδες. Αναµείγνυαν τους αγίους και τις εορτές τους µε τις αγροτικές και ποιµενικές ασχολίες τους:

Ο Κέδρος, το δέντρο που έδωσε το όνοµά του στο θρυλικό βουνό

35. Οκά = 400 δράµια. Κιλό = 312,5 δράµια, 1 οκά = 1.282 γραµµάρια, 1 κιλό = 1000 γραµµάρια. Το 1959 η οκά αντικατασταθηκε από το χιλιόγραµµο (κιλό). 36. µηνάτορας: εργάτης για ένα µήνα. Φαµέγιος, ειδικά στις πολύ παλιές εποχές ήταν εργάτης σε πλούσιο κτηµατία (Έλληνα, Τούρκο ή Βενετό) για ένα έτος. Συχνά παντρευόταν και έµενε ισόβια µε την οικογένειά του κοντά στο αφεντικό – προστάτη του.


142

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

20 Ιουλίου: Του Προφήτη Ηλία «Αµολέρνανε τσοι τρά(γ)ους και τσοι κρι(γ)ιούς» 20 Ιουλίου: Τ’ άη Λια βγαίνει το λάδι στην ελιά 3 Νοεµβρίου: Τ’ άη Γιώργη του Μεθυστή (µετάγγιση κρασιού) 21 Νοεµβρίου: Παναγία (Εισόδια): Παναγίας τση Μεσοσπορίτισσας γινόταν δεύτερο και τρίτο (ή και περισσότερα) µαζωχτό του ελαιοκάρπου, µε τα χέρια, φυσικά, µέχρι τη δεκαετία του ’70. Ανάλογα µε τις καιρικές συνθήκες (βροχές, κρύο, ηλιοφάνεια) ήταν δυνατόν να µαζεύουν ελιές (χοντρολιές ήταν το σύνολο των ελαιόδεντρων του χωριού) µέχρι και το Φλεβάρη. Κατά το 1975 εµφανίστηκαν τα πρώτα µηχανικά (υπο)βοηθήµατα για το ελιοµάζωµα: καροτσάκι µε κύλινδρο από τον οποίο προεξείχαν µικρά καρφιά, στα οποία καρφώνονταν οι ελιές και µε την περιστροφή του κυλίνδρου έπεφταν σε καλάθι. Άλεση στη φάµπρικα. Στην αρχή είχαν 1 µυλόπετρα37. Αργότερα, 3 πετράδια. Πρικόλαδο < πικρόλαδο (+ παξιµάδι = βρεχτό λάδι). Αλαιτρουγουδιό < αλαιτριβιδιό < ελαιοτριβείο38 (φάµπρικα) Αλαιτρουγουδιάρηδες < ελαιοτριβιδιάρηδες: µυλωνάδες.

Πετράδι της Βαβουριανής φάµπρικας

37. Για τη µυλόπετρα, τις 3 ή 4 µυλόπετρες και τον «µποζοργάτη» [= κατακόρυφο χοντρό άξονα για το σφίξιµο – πίεση των ντορµπαδιών της ελαιοζύµης και για το βίντσι βλέπε Σταυρουλάκης Α. 1983, σελ. 337-339. Περιγραφή και φωτογραφία – σχέδιο παλιού ελαιουργείου. Βλ. Γ. Π. Εκκεκάκη – Μ. Ασηµοµύτη, σ. 77-78. 38. Στην Κρύα Βρύση µνηµονεύεται το Βαβουριανό αλαιτρουγουδιό και υπάρχει κοµµάτι από ένα πετράδι του, εντοιχισµένο σε σπιτάκι του Ν. Φωτάκη (∆ασκαλούρη).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

143

Σόχωρα - Περβολικά Σόχωρο – σοχωράκι (ίσιος χώρος ή διαµορφωµένος µε χτίσιµο πέτρας = δεσάς, για να είναι ίσιος, σχεδόν αλφαδιασµένος, αλλιώς ήταν αδύνατον να ποτιστεί, ιδίως όταν φύτευαν σε αυλάκια). Ελάχιστα τα ίσια επίπεδα χωράφια του χωριού. Το µεγαλύτερο ποσοστό είναι επικλινή και πετρώδη. Παντού, όπου υπήρχε έστω λίγο νερό (τζιγκούνι), έκαναν στέρνα και διαµόρφωσαν - σοχωράκια - περιβολάκια, εκεί που ο αέρας (ο βορές) πείραζε λιγότερο. Γι’ αυτό δεν πρόκειται για το εσώχωρον < σώχωρο (Γιακουµάκη Ελ. 15), αλλά για ισόχωρον > σόχωρο. Περβολάκια µικρά αλλά παραγωγικά, λόγω της επίπονα φροντισµένης καλλιέργειας, αφού απ’ αυτά έπρεπε να πάρουν σηµαντικά είδη διατροφής: Πατάτες, φασόλια (ψιλά - χοντρά - γογγύλια αζογυροφάσουλα), ντοµάτες, κρεµµύδια, µπάµιες, κολοκύθια (ανθοί για γεµιστά), κολοκύθες (ξενικές), µαρούλια, σέφουκλα > «φυτευτό» τον Αύγουστο. Ένα ή µισό κεντινάρι (=εκατοστάρι) φύτρα, φρύα (τσιµούλια). Πότισµα του «φυτευτού» (κατά απόλυτη προτεραιότητα-εκτός σειράς), πιπερές, καρπουζές, πεπονές. Χαρούπια: Βασική τροφή των ζώων, το χειµώνα. Στήριγµα – ενίσχυση του εισοδήµατος. Τα πιο καλά χαρούπια τα έτρωγαν τα παιδιά (ήταν οι σοκολάτες των παιδιών προπολεµικά και στην κατοχή). Μαρτυρία: «Πατάτες πρωτόφερε στο χωριό ο γέρος Τίταρος (Τίτος Μανιεδάκης), παππούς του Ζαχαρία Σαρτζετάκη (πριν το 1900). Τσι πρωτοφύτεψενε στσι Μαύρες (στο Κνιθιανό)» (Μιχ. Πελαντάκης, Καπετάνιος, 1975). Αυτή η µαρτυρία δείχνει πόσο αργά εξαπλωνόταν τα καλά, αν θυµηθούµε ότι τις πατάτες έφερε στην Πελοπόννησο ο Ιω. Καποδίστριας το 1829. Λαζάνια: Από σταρένιο αλεύρι (πριν βγουν τα µακαρόνια): Ήτανε αναστεµός για κάθε πεινασµένο. Σχετική η µαντινάδα: Ποτέ µου στον αιώνα µου, δεν έφαγα λαζάνια κ’ όντε θα ψήσει η µάνα µου θα φάω δυο καζάνια. Λίγα, και από λίγα από τα παραπάνω είδη κατάφερναν να σοδειάσουν39, αν ιδίως ο καιρός (η χρονιά) δεν ήταν ευνοϊκός. Ήταν όµως ολι39. Όταν γινόταν, στο τέλος του λυχνίσµατος, ο σωρός στη µέση του αλωνιού, ο νοικοκύρης έκανε το σηµείο του σταυρού από πάνω, έπαιρνε στο χέρι του λίγο από το εισόδηµα και το φιλούσε. «Όταν το εισόδηµα – σωρός ήταν ελάχιστο, φιλούσε την παλάµη του χεριού του από µέσα» (πληρ. από Μανόλη Σκούληκα, 1963). Αυτό σηµαίνει µούτζωµα για την αποτυχία, αλλά και απύθµενο αυτοσαρκασµό, αυτοκριτική και αυτοπαρηγοριά.


144

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

γαρκείς και λιτοδίαιτοι, φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς. Ήταν ικανοποιηµένοι και ευτυχείς θα έλεγα, µε τα λίγα., ∆εν τους είχε χαλάσει η µανία του κέρδους, που κατά τον Ευριπίδη «το κέρδος πάντας διώλεσεν». Ορισµένα τα αποκτούσαν µε ανταλλαγή από συγγενείς ή άλλους χωριανούς (π.χ. έδιναν κουκιά για να πάρουν φάβα, µπιζέλια...). ∆εν λογάριαζαν πόσες µέρες δούλευαν και πόσες αργούσαν λόγω εορτών. Υπολόγιζαν µόνο και επιδίωκαν πώς να καλύψουν τις ανάγκες των µελών της οικογένειας, που συνήθως ήταν πολλές. ∆εν παραπονούνταν για την πολύωρη καθηµερινή, σχεδόν, δουλειά (από ήλιο σε ήλιο). Λιτή η διατροφή στα χωριά, γι’ αυτό και όσοι επιζούσαν από τη µεγάλη βρεφική – παιδική θνησιµότητα, υπήρχε η πιθανότητα να ζήσουν πολλά χρόνια µε καλή υγεία και καλά γεράµατα. Ακόµη και τις ράπες του σταριού αξιοποιούσαν οι επιδέξιες νοικοκυρές: έπλεκαν πανέρια, µαλαθούνια, διακοσµητικά για το σπίτι. Σκούπες έκαναν από τα βρούλα < βούρλα και τη φινοκαλέ40.

Μεταφορές Γαϊδάροι: Μεταφορές ανθρώπων σε όλες τις µετακινήσεις. Στους γάµους σε ξένο χωριό το σαµάρι ήταν στολισµένο µε κιλίµι. Μεταφορά φορτίων κάθε είδους: ξύλα, σακιά µε ελαιόκαρπο, σπαρτά, άχυρα, κοπριά, εισοδήµατα από το αλώνι στο σπίτι: δηµητριακά, όσπρια, αλεύρι από το µύλο, λάδι, κρασί σε ασκιά. «Πανηγύρι» όταν γκάριζαν οι γαϊδάροι και βάσανο, όταν σπούσαν το σχοινί ή αλυσίδα και χλιµιντρίζοντας έφευγαν για ερωτικές περιπτύξεις µε ετερόφυλο ζώο ή για... δική τους διασκέδαση. ∆υστυχώς είναι είδος υπό εξαφάνιση σ’ όλη την Κρήτη. Συνειρµικά µας υπενθυµίζουν: σοµάρι < σαµάρι, σκάλες, φόρτωµα (= σχοινί), χαλινάρι, πέταλα, ζυγός, χάµουρα, ζυγάλετρα, σποροσακούλα, σπορέ, ζευγαρέ, συζεψά, συΤο βασικό µεταφορικό ζευτής. εργαλείο επί αιώνες 40. Φινοκαλέ τη λέµε στην Κρύα Βρύση (θάµνος πρόσφορος για σκούπα – σκούπισµα). Κάλισµα γράφεται στην επιγραφή της Γόρτυνας (6ος αι. π.Χ.).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

145

Μουλάρια41 (Ουγγαρέζικα άλογα) ως πολεµική αποζηµίωση για τα ζώα που χάθηκαν από το 1941-1944 είχαµε στο χωριό. Το φόρτωµα – σχοινί ήταν έξυπνα και περίτεχνα στερεωµένο µε διπλό κόµπο στο σαµάρι. Ειδική «σκάλα» χρειαζόταν για τα ξύλα, άλλη για τις δεµατές ξύλων, άλλη για τα στάχια, άλλη για τα σακιά (τσουβάλια), άλλη για τα κοφίνια, άλλη για τα πιθάρια. Πιο δύσκολη απ’ όλες ήταν η φόρτωση ασκιών42. Μόνο µε την ειδική σε κάθε φορτίο «σκάλα» ήταν βέβαιο ότι δεν θα ξεσελούσε ο γάιδαρος ή ότι το φορτίο δεν θα έµενε στα µισά του δρόµου. Τα ασκιά γινόταν από δέρµα νεαρής αίγας ή τράγου, που το έγδερναν προσεκτικά για να µην τρυπήσει. Με επίστρωση αλατιού έφευγε το τρίχωµα και, ύστερα από ειδική επεξεργασία, γινόταν χρήσιµο - πρακτικό µεταφορικό µέσον. Συνέπειες εγκατάλειψης (µη καλλιέργειας) Η σηµερινή εγκατάλειψη των περιουσιών έδωσε τροφή από τα χωράφια στα άχρηστα σε άλλες εποχές φυτά:

Ασπαλάθια, αχινοπόδοι ανθισµένοι στην τοποθεσία «στση Πέρδικας το νερό»

41. Μουλάρι: Νόθο γέννηµα της φύσης, από συνεύρεση γαϊδάρας µε άλογο ή φοράδας µε γάιδαρο. Είναι πολύ δυνατό ζώο, αλλά στείρο. 42. Τα πήλινα δοχεία και τα δερµάτινα (ασκιά) ήταν τα µοναδικά µέσα µεταφοράς των υγρών (λάδι, κρασί, ξύδι) από τη µινωική εποχή µέχρι το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο.


146

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

α) Βάτος (παλιότερα σπάνιζε, επειδή τον εξαφάνιζαν µε την καλλιέργεια) β) Άρτηκας γ) Ποντικιές δ) Ασκελετούρες ε) Ανεµόχορτα ή ανεµοχόρτοι (ήταν η καλύτερη τροφή των γαϊδάρων), µαζόχορτα στ) Ξυνίδα (τείνει να εξαφανίσει όλα τα βρώσιµα χόρτα) ζ) Σπάρτοι, αχινοπόδοι, ασπάλαθοι Η φύση καλύπτει µε τον δικό της τρόπο την απουσία του ανθρώπου. Οι συχνές πυρκαγιές οφείλονται στην έλλειψη καλλιέργειας (οργώµατος) και στα ξερόχορτα (ξερονόµια), που λαµπαδιάζουν από τις σπίθες που πέφτουν συχνά από τα ηλεκτροφόρα καλώδια. Η περιοχή του χωριού µας, και των γύρω χωριών, έχει δεινοπαθήσει απ’ αυτήν τη µάστιγα.

Αλώνια Τα αλώνια ήταν µεγάλη υπόθεση για κάθε γεωργό και καµάρι για κάθε νοικοκύρη. Μετά το θέρισµα των δηµητριακών, η ζωή του χωριού µεταφερόταν στ’ αλώνια. Κάτω από τον καφτό ήλιο µε τα πόδια των ζώων43 και το βωλόσυρο χρειαζόταν πολλή δουλειά στο αλώνι µέχρι να σωριαστούν το στάρι, κριθάρι, ταγή, όσπρια, δηλαδή τα απαραίτητα για το χειµώνα. Μικροί – µεγάλοι βοηθούσαν, για να τελειώσει αυτή η διαδικασία, πριν πιάσουν οι βοριάδες (µελτέµια του Ιουλίου – Αυγούστου). «Το 1936 βγήκε διαταγή να αποµακρυνθούν τα αλώνια από τα σπίτια του χωριού τουλάχιστον 200 µέτρα. Από τότε έπαψε να χρησιµοποιείται η Αλώνα (στην Τσουνολέ) και το Μπελιανό ή Λιονταριανό αλώνι (εκεί είναι σήµερα το υπόστεγο του Μανόλη Πελαντάκη). Τ’ αλώνια στο Σελλί δεν απέχουν 200 µέτρα από το χωριό, αλλά διατηρήθηκαν. Τα νεότερα έγιναν ανατολικότερα, ή νοτιότερα του χωριού». ∆εσποινιά Μπελάκη, 1961

43. Πριν το 1920 το αλώνισµα γινόταν µόνο µε το πάτηµα από τα ζώα. Τα έδεναν από το λαιµό, το ένα κοντά στο άλλο (αλυσίδι λέγεται αυτό το δέσιµο) και τα οδηγούσαν, για να ποδοπατήσουν στο αλώνι τα σπαρτά (Στελιανός Πελαντάκης, 1960).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Αλώνια υπήρχαν: στο Σελλί, στο Ασπρουγάκι, στο Λιµνί, στο Αρµί, στην εξοχή, διάσπαρτα κοντά στον τόπο παραγωγής, σε σηµεία που εξυπηρετούσαν τους ιδιοκτήτες και φυσούσε λίγο αεράκι, για να βοηθήσει στο διαχωρισµό του καρπού από τα άχερα, µε το λίχνισµα.

147

Έσοδα από τα ζώα (επιγραµµατικά) Οικόσιτα: γάιδαρος, πρόβατα, αίγες, βόδια, χοίρος, κουνέλια, όρνιθες. Στάβλισµα των οικόσιτων Τα αλώνια στο Σελλί (όπως διακρίνονται σε αεροφωτογραφία). Με βέλος σηµειώνεται ζώων: σε διπλανό (πιο µέσα δωτο αλώνι του Στελιανογιώργη µάτιο) ή κάτω από τον οντά (για λόγους ασφάλειας). Κότες: κοτόπουλα (κρέας, αυγά, πετεινούς για ξυπνητήρια), περιστέρια, φάσες. Πέρδικες: (κρέας, περδικάλια). Λαγοί: (κρέας, δέρµα, επίθεµα µε ρακή). Κουνέλια: Τα είχαν σε τρύπες – µίνες – που άνοιγαν τα ίδια στα χωµάτινα δάπεδα του στάβλου στο δάπεδο του σπιτιού: Από τα ζώα έπαιρναν: κρέας. δέρµα: ασκί, αραγός, παπούτσια, λουρί, αγναφόπετσο. Πρόβατο - αίγα: γάλα, (τυρί, ξινόχοντρο), αρνιά, κρέας, µαλλί = πλύσιµο γνέσιµο (ξάσιµο), κλώσιµο, βάψιµο, διάσιµο, ύφανση ή πλέξιµο. Ρούχα (ατοµικά ή του σπιτιού). Σκεπάσµατα. Πετσέτες (προσώψια), αγαστέρα (αρχαία: γαστήρ). Βόδια: όργωµα, κρέας, µοσχάρια, δέρµα για σόλες υποδηµάτων. Χοίρος (οικόσιτο, παµφάγο ζώο). Έτρωγε ό,τι περίσσευε από την κουζίνα (αποκαθάριδα χόρτων, φρούτων, καρπών). Έδιδε: γουρούνια, για ανταλλαγές. Ο χοίρος ήταν σερµαγιά – αναβάσταξη για κάθε νοικοκυριό: Τραπέζι Χριστουγέννων –Πρωτοχρονιάς, Φώτων. Σύγλινα, συντριµάς (συντηρηµένο) απάκια, λουκάνικα, οµατές, φαγώσιµα είδη, που διατηρούνται µε τις τότε τεχνικές συντήρησης για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Καθάριζε το χώρο γύρω από το σπίτι (εξαφάνιση περιττωµάτων ανθρώπων).


148

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Συνθήκες υγιεινής ∆εν µπορεί να γίνει λόγος για υγιεινές συνθήκες διαβίωσης, επειδή τις µηδένιζε η συστέγαση µε τα ζώα. Η διατροφή των κατοίκων (χωρίς αυτό να το επιδιώκουν ή επειδή ήταν η προγραµµατισµένη επιδίωξη τους), ήταν ιδιαίτερα υγιεινή (αυτή είναι η κρητική διατροφή. Υλικά – τρόφιµα: µόνο από τη φύση, προϊόντα κοπιαστικής – εξουθενωτικής εργασίας. Ήταν όµως απαρηγόρητοι44, όταν ο βορές κατέστρεφε µισοέτοιµα εισοδήµατα. Παιγνίδια «Όταν άρχισε το παιγνίδι, άρχισε και ο πολιτισµός». Ολόκληρο βιβλίο χρειάζεται για την παρουσίαση των παιγνιδιών, γι’ αυτό παραπέµπω στα παιγνίδια των Μελάµπων (Φασατάκης Ν. 1985).

Άτυπη κοινότητα Το «κοινόν» του χωριού ήταν αποκλειστικό προνόµιο των ανδρών (κατά τη Βενετοκρατία και Τουρκοκρατία). Στα πλαίσια της πατριαρχικής οικογένειας, κάθε πρόβληµα των κατοίκων του χωριού µας (και κάθε χωριού) το συζητούσαν και αναζητούσαν λύσεις γι’ αυτό οι γέροντες (πεπειραµένοι) και κοινωνικά αποδεκτοί από όσους κατοικούσαν στο χωριό. Αυτοί, ως εκπρόσωποι (άτυποι αντιπρόσωποι) των οικογενειών (σογιών) απάρτιζαν ένα άτυπο όργανο, που αντιµετώπιζε τα δύσκολα προβλήµατα σε κάθε περίπτωση. Συχνά ήταν δύσκολη η θέση τους. Οι αποφάσεις τους ήταν σεβαστές. Για την επίλυση προβληµάτων, όπως αντιµετώπιση φοροεισπρακτόρων, αντίσταση κατά των κατακτητών συγκαλούνταν συµβούλια περιοχής (είδος επαρχιακών συµβουλίων) για να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο (Spratt – Ψιλάκης Ν., 2007, σελ. 56-57). Βρύση και δεξαµενή «Μέχρι το 1935 στη Βρύση δεν υπήρχε δεξαµενή νερού. Υπήρχαν δύο κουτσουνάρες. Μόνο µε το σταµνί µετέφεραν το νερό στο σπίτι οι 44. Λέγεται ότι ο πρώτος Ψυχαράκης που έφυγε και εγκαταστάθηκε στην Πατσό, αποφάσισε να φύγει από το χωριό µας, όταν διαπίστωσε ότι µισοσωριασµένο εισόδηµα στο αλώνι του το είχε διασκορπίσει (=εξαφανίσει) ο βορές µια νύχτα που ξαπλωµένος στ’ αλώνι φύλασσε το «µάλαµα» (Μαρία Πιτσιδιανάκη – Καµπουράκη 2008).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

149

γυναίκες (και τα παιδιά). Το νερό ήταν λίγο και τα σταµνιά πολλά. Συχνά αραδιαζόταν από τις γυναίκες τα σταµνιά για να πάρουν σειρά. Και 40 σταµνιά µαζευόταν στη σειρά. Αυτό είχε και τα καλά του, γιατί µας διδόταν η ευκαιρία να συζητούµε εµείς οι γυναίκες. Αυτό ήταν το καφενείο µας» (Αργυρώ Βαβουράκη, 20.8.08). Το σταµνί Υπήρχε και σώζεται λίγο σπασµένη µια τεράστια πετρόγουρνα, προπολεµική. Εκεί προφανώς εµούσκευαν - έπλυναν τα βαριά - χοντρά ρούχα (πατανίες, καπότα). Το 1935 κατασκεύασαν τη δεξαµενή µε τα δυο κλειδιά. Κατά την εκτέλεση του έργου έγινε ένα τροµερό ατύχηµα. Ο αέρας έριξε έναν τοίχο, ο οποίος σκότωσε: π. Πέτρο Βαβουράκη (πατέρα έξι παιδιών) και τον ∆ηµήτρη Πελαντάκη (πατέρα έξι παιδιών). Η δεξαµενή είχε ως αποτέλεσµα να µη µαζεύονται σταµνιά – γυναίκες για να περιµένουν στη σειρά για να γεµίσουν το σταµνί. Οι νεαροί, που ήθελαν να βλέπουν τσι κοπελιές, πήγαιναν στο καφενείο του Κάτη (Στυλιανού Βαβουράκη και αργότερα Γιώργη), για να συναντήσουν το βλέµµα τους – αυτό αρκούσε τότε – όταν κατηφόριζαν µε αδειανό το σταµνί, ή όταν ανηφόριζαν από το µονοπάτι της Βρύσης µέχρι τα σπίτια τους45.

Γούρνα λαξευµένη σε πέτρα (πετρόγουρνα), πριν χτιστεί η Βρύση

45. Το 1937 έχτισαν τη βρύση στο Συκονέρι ή Συκιάς το νερό. Το 1939 κατασκεύασαν βρύση και γούρνα (για τα ζώα) στο Κεφαλοβρύσι και στον Άη Άντωνη.


150

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η Βρύση του χωριού

Υπήρχαν και πολλά πηγάδια για άντληση νερού, ιδίως στην κάτω γειτονιά (Κάτω Ρούγα). Σώζονται µερικά.

Κυνήγι Το κυνήγι (λαγοί, πέρδικες και άλλα πουλιά) ήταν άφθονο στην περιοχή και γινόταν µε τα τόξα στις παλαιότατες εποχές, µε τους σκύλους πάντοτε, µε όπλα προπολεµικά και µεταπολεµικά. Πολλοί ήταν εξασκηµένοι και έβλεπαν το λαγό στην «κοιµητέ». Ήταν σηµαντικό για κάθε σπίτι το κυνήγι. Προπολεµικά γινόταν µε µέτρο. Μεταπολεµικά όπως χάλασαν όλα, χάλασε και η άποψη για το κυνήγι. Με κάθε µέσον, θεµιτό ή αθέµιτο και µε απληστία. Τα θηράµατα συνεχώς λιγοστεύουν επικίνδυνα. Υπάρχει κίνδυνος αφανισµού του λαγού και της πέρδικας από το Κέδρος και την περιφέρεια της Κρύας Βρύσης. Σε πρόσφατη ανάβαση – πορεία σε µεγάλη έκταση του Κέδρους δεν ακούσαµε κακάρισµα πέρδικας, ούτε είδαµε ίχνος λαγού. Αντίθετα, είδαµε αµέτρητες αίγες που κατατρώγουν κάθε ίχνος χλωρίδας...


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

151

Κοινό τραπέζι Από µια λεκανίδα46, για να δουν όλοι το φαγητό που έπρεπε όλοι µαζί να φάνε στη µέση της κουζίνας επάνω στο σοφρά-τραπέζι, έτρωγαν όλοι, κατά κανόνα µόνο το βράδυ, επειδή το µεσηµέρι οι µεγάλοι έλειπαν στην εξοχή για δουλειά. Τα παιδιά – γέροι έτρωγαν κάτι πρόχειρο το µεσηµέρι. Άποψη υπεροχής και αυτοπεποίθησης δηµιουργούσε η αυτάρκεια σε είδη κατανάλωσης στα σπίτια όσων δούλευαν συστηµατικά.

Θρησκευτική ζωή Αναφέρονται επιγραµµατικά ορισµένα στοιχεία: Σηµαντικό θέµα της χριστιανικής λατρείας είναι οι νηστείες. Απαρέγκλιτη τήρηση όσων υπαγορεύονταν από τη θρησκεία (την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση). Σύµµαχος στις πολύ δύσκολες στιγµές µόνο ο Θεός, η Παναγία και οι Άγιοι. Καταφύγιο όλων η (εκκλησία – ενορία) χριστιανική θρησκεία, ιδιαίτερα στις δύσκολες εποχές (κατοχή – καταστροφή χωριού – Τουρκοκρατία – Βενετοκρατία). Όλες οι νηστείες είναι περισσότερες από 100 µέρες κάθε έτος: 48 Μεγάλη Σαρακοστή - 40 Χριστούγεννα - 15 Αυγούστου - Των Αγίων Αποστόλων - Των Ψυχών. Αν υπολογιστεί και η νηστεία Τετάρτης και Παρασκευής, οι µέρες νηστείας είναι περισσότερες από τις µισές του έτους. Η νηστεία εξασφάλιζε ψυχική ικανοποίηση και (χωρίς να το επιδιώκουν) υγιεινή διατροφή, αυτήν που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισµός. Τασίµατα στο Χριστό, στην Παναγία και τους Αγίους (αρτοπλασίες, κηροδεσία, αρνιά, ρίφια, λιβάνι, λαµπάδες, κεριά, λειτουργίες, ξυπόλυτοι στο µακρυνό εκκλησάκι, ακόµη και στην Ανάληψη του Κέδρους ή την κορφή του Ψηλορείτη - Τίµιος Σταυρός). Αυτά γινόταν σύµφωνα µε την προτροπή: «Ζητείτε και ευρήσετε» (Κατά Λουκάν ιβ΄, 8). - Ψάλτες: Οι Ιωάννης Βαβουράκης (Αναγνώστης).47 Έτος γέννησης 46. Λεκάνη > λεκανίδα. Τα πήλινα δοχεία: πιάτα, τσικάλια, υδροδοχεία, ελαιοδοχεία (κουρούπες-πιθάρια) ήταν σε χρήση αδιάκοπα από τη µινωική εποχή µέχρι το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο. Από τα θραύσµατά τους οδηγούνται οι αρχαιολόγοι για εντοπισµό οικισµών ή ιχνών οίκησης. 47. Αναφέρεται στο Μητρώο Αρρένων (Κρύας Βρύσης) που φυλάσσεται στο Στρατολογικό Γραφείο Ρεθύµνου. Πρώτος σ’ αυτό το Μητρώο αναγράφεται: Τίτος Εµµαν. Μανουσάκης (έτος γέννησης 1845). Οι αναγνώστες γινόταν µε χειροθεσία από τον Επίσκοπο και µε ανάγνωση ειδικής ευχής.


152

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

1857. Αναγνώστης Α. Φωτάκης (Ακουγόταν: ∆ασκαλαναγνώστης). Μιχάλης Λαγουδάκης (και ∆άσκαλος) Αλέξης Λεβεντάκης, Γιώργης Φωτάκης, Γιώργης Πιτσιδιανάκης, ∆ιογένης Βαβουράκης. - Αφοσιωµένοι επίτροποι: Παντελής Ψυχαράκης – Λάµπρος Κανακάκης, επί µισό αιώνα, Νικόλαος Γ. Φωτάκης και Αντώνης Πελαντάκης. - Παπάδες στην Κρύα Βρύση ήταν κατά κανόνα Βαβουράκηδες. Ο Στελιανογιώργης µου είχε πει ότι όλοι οι παπάδες διαδοχικά µέχρι το 1935 ήταν Βαβουράκηδες (βλ. ηµερολόγιο 2009, Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης). Ήταν όµως και από άλλες οικογένειες (Φωτάκη) (Παπιοµύτογλου 1995, σ. 248). Άγιος Νικόλαος: Η µοναδική εκκλησία µέσα στο χωριό, που, πιθανόν, υποδηλώνει ότι ο πρώτος οικιστής του χωριού ήταν «ναυτικός» ή είχε σχέση µε τη θάλασσα. Ίσως να καταγόταν από παραθαλάσσιο χωριό ή έκτισε τον πρώτο ναό για χάρη κάποιου Νικολάου, προγόνου του (αλλά και σηµαντικού προσώπου, ατόµου µε ευρεία κοινωνική αναγνώριση). Πιθανόν να ήρθε από τους γύρω οικισµούς για µεγαλύτερη ασφάλεια που του έδιδε η δυνατότητα να καταφύγει στο βουνό σε ώρα κινδύνου. Πολύ πιθανότερο θεωρώ να ήταν «κατεργάρης» των πρώτων αιώνων της Βενετοκρατίας, που επέζησε και ως τάµα έκτισε ναό στον Αγ. Νικόλαο (πβ. και σελίδα 124). Ανατολικά από το ιερό της εκκλησίας, έθαβαν τους νεκρούς. Όταν χαµήλωσαν το έδαφος, για να επεκτείνουν την πλατεία (κατά το 1960), φάνηκαν τάφοι – οστά. Τα µετέφεραν στο κανονικό νεκροταφείο, στο Σελλί. Ο ναός του Αγίου Πνεύµατος και το νεκροταφείο χτίστηκαν το 1901. Μέχρι να ξαναχτισθεί ο ναός του Αγ. Νικολάου (δεκαετία του ’50) οι λειτουργίες γίνονταν στο ναό του νεκροταφείου. Οι γάµοι δεν γίνονταν στο ναό του Αγ. Πνεύµατος (στο νεκροταφείο) αλλά στα σπίτια. Ίσως από πρόληψη. Πριν από το 1944, οπότε χαλάστηκε (µε πολλούς δυναµίτες από τους Γερµανούς, η εκκλησία του Αγίου Νικολάου) ήταν διµάρτυρη: Άγιος Νικόλαος και Ευαγγελισµός. Θυµούµαι σαν όνειρο ότι κάθιζα, ως µικρό παιδί, στα πόδια του πατέρα µου, ο οποίος στεκόταν όρθιος στο στασούδι (στασίσι) µας, που ήταν µπροστά από τον πεσό (χτιστό τετράπλευρο κίονα) του κυρίως ναού.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

153

Σιγανός πεντοζάλης στην Πλατέα (1972)

Εξαγνιστική – λυτρωτική ήταν η επίδραση της ορθόδοξης λατρείας (τελετές-λειτουργίες): Βάπτισµα, χρίσµα – εξοµολόγηση – ευχέλαιο – µετάληψη – ψαλµωδίες στους 8 ήχους – µνηµόσυνα – προσευχές – νηστείες. Η παρακολούθηση των Ακολουθιών δηµιουργούσε ανάπαυση για λίγο από τη µονότονη και βασανιστική εργασία στον ετήσιο κύκλο. Ψυχικό και σωµατικό αλάφρωµα (ελάφρυνση) από τα βάσανα της ζωής, την καθηµερινή εργασία – κόπωση ήταν η αργία της Κυριακής και των εορτών, καθώς και η παρακολούθηση των ακολουθιών της Ορθόδοξης Εκκλησίας (λατρείας). Τις αργίες τις τηρούσαν απαρέγκλιτα και σχολίαζαν αρνητικά εκείνον που τυχόν δεν τις τηρούσε. Εξαίρεση, µε κοινωνική αποδοχή, η εργασία του βοσκού, που έπρεπε να είναι κοντά στο κοπάδι κάθε µέρα, ακόµη και την ηµέρα των Φώτων (του Μεγάλου Αγιασµού), που τη θεωρούσαν ως τη µεγαλύτερη εορτή του χρόνου. Τότε: «Μύλοι αργούνε, σκύλοι αργούνε κι οι γαϊδάροι σκόλην έχουνε». Τη µέρα εκείνη «παλεύουν οι καιροί µεταξύ τους για να δούνε ποιος θα επικρατήσει (για όλο το χρόνο)» (Τίτος Βαβουράκης, 1985).


154

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Aριστερά: Τµήµα του προπολεµικού σχολείου από τη µοναδική σωζόµενη φωτογραφία του. Κέντρο: Τµήµα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου και Ευαγγελισµού

«Τρεις (= τρεις µέρες αργίας) τα Γέννα, τρεις τα Φώτα, κι έξε την Ανάσταση». Η τήρηση γινόταν από τις γυναίκες, τους ηλικιωµένους και τα παιδιά. Τήρηση των νηστειών γινόταν από όλους. Το αντίθετο θεωρούνταν αµαρτία και ο κοινωνικός σχολιασµός ήταν αδυσώπητος: «θα γενείς κατόλικος» (=καθολικός), όπως δηλαδή οι Βενετοί κατακτητές. «Θα γενείς Τούρκος» (αν δεν κάνεις όσα προβλέπει η ορθόδοξη θρησκεία). «Κατόλικος εγίνηκες ή κατόλικος να γενείς. Θα γενείς Τούρκος, Αλαµάνος» (Ελένη Μπελάκη, 1961) Eίναι φράσεις που σώζονταν µέχρι και τη δεκαετία του 1960 στο λεξιλόγιο των γερόντων. Τα οικόσιτα ζώα τα «έβγαζαν» = τα πήγαιναν στην εξοχή για βόσκηση, απολείτουργα (µετά τη λειτουργία). Για τα «ζωντανά» δεν ίσχυαν οι αργίες. Μέχρι το 1923 ίσχυε απαρέγκλιτα το ιουλιανό («παλιό») ηµερολόγιο. Ήταν αυστηρότερο (όπως βλέπουµε ακόµη και σήµερα στους παλαιοη-


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

155

µερολογίτες, που αφήνουν οπωσδήποτε µουστάκι48 ή και γένια και µακριά µαλλιά). Οι γυναίκες φορούσαν πάντοτε σεµνά φορέµατα. Ανάλογο συνέβαινε και µε τους άντρες και γυναίκες Οθωµανούς. Και σήµερα δεν νοείται (πιστός) µουσουλµάνος να µην έχει έστω υποτυπώδες µουστάκι. Το χτύπηµα καµπάνας Εκκλησίας ήταν ειδοποιΗ καµπάνα του Αγίου Νικολάου ητήριο για όλους: για εσπερινό, λειτουργία, χτύπηµα καµπάνας νεκρίκια. Σταµατούσε κάθε εργασία: εργόχειρο, υφαντό, εργασία στο χωράφι, στο περιβόλι (και επιστροφή στο χωριό). Νεκροί: όλοι (πλούσιοι - φτωχοί) µεταφέρονταν στο νεκροταφείο µε το ίδιο (κοινό) φέρετρο (καδελέττο). Για µακαρία του νεκρού µοίραζαν το «ζεστό» – φρεσκοψηµένο (ζεστό) ψωµί και κόλλυβα µέχρι τη δεκαετία του 1950. Επίσης, οι συγγενείς του τελευταίου πεθαµένου. Μνηµόσυνα: τριήµερο, εννιάµερο, σαρανταήµερο, τρίµηνο, εξάµηνο, εννιάµηνο, ετήσιο, συναπάντηµα (πολυετές). Κόλλυβα και το ψυχοσάββατο απαραίτητα. «Οποίος δεν είχε στάρι (για κόλλυβα), ας τόβρισκε από τις µελιτάκους» (Αντιόπη Στελ. Πελαντάκη, 1970). Κουλούρες τα Χριστούγεννα και το Πάσχα για τους πρόσφατα αποθανόντες.

Μάθηση χωρίς σχολείο Σχολεία δεν υπήρχαν επί αιώνες. Το φυσιολογικό, το κανονικό, το κοινωνικά αποδεκτό ήταν να µην υπάρχουν σχολεία. Τα γράµµατα χρει-

48. Έτσι εξηγείται η πληροφορία από τον πατέρα µου, που, ταξιδεύοντας για µετανάστευση στην Αµερική το 1910, «είδε άντρα χωρίς µουστάκι» στο Γιβραλτάρ, όπου άραξε το πλοίο για ανεφοδιασµό.


156

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

άζονταν µόνο στους αναγνώστες, ψάλτες, ιερείς. Αυτά τα µάθαιναν από γενιά σε γενιά από τα εκκλησιαστικά βιβλία: Ψαλτήρι – Οκτώηχος µε τα προνόµια που πήρε το Οικουµενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάµεθ το 1453 και µε την τακτική παρακολούθηση των θρησκευτικών ακολουθιών. Άτυπο «σχολείο» εκµάθησης της ελληνικής γλώσσας ήταν τα εκκλησιαστικά βιβλία και η παρακολούθηση των θρησκευτικών ακολουθιών, παράλληλα µε την προφορική συνοµιλία. Υπήρχε οργάνωση κρατική, επί Βενετοκρατίας και επί Τουρκοκρατίας στην Κρήτη, αλλά µόνο τέτοια που να εξυπηρετεί τα συµφέροντα των κατακτητών. Τυχόν ανάγκες της κρατικής εξουσίας (επί Βενετών) καλύπτονταν από τους Βενετούς, που µάθαιναν γράµµατα στη Βενετία και γίνονταν κρατικοί υπάλληλοι κοντά στη Βενετική αριστοκρατία. Κατά τη Βενετοκρατία επιτρεπόταν στους Έλληνες να γίνουν Νοτάριοι (συµβολαιογράφοι). Τους υπόδουλους τους είχαν για να δουλεύουν και να πληρώνουν φόρους. Η οικονοµία και η κοινωνία ήταν έτσι ώστε δεν είχε ανάγκη από γραµµατισµένους – υπαλλήλους. Aνάλογο συνέβαινε και σε όλη την Ευρώπη κατά την εποχή του µεσαίωνα. Οι ευγενείς άρχοντες θεωρούσαν ότι δεν έπρεπε να µαθαίνουν γράµµατα. Μόνο οι παρακατιανοί τα µάθαιναν, για να καλύπτουν τυχόν ανάγκες της κοινωνίας των ευγενών. Ο ιστορικός Β. Ψιλάκης σηµειώνει (Γ’, 146): «ονοµάζονταν «δάσκαλοι» οι Χριστιανοί γραµµατικοί που έπαιρναν για βοηθούς τους οι εποπτεύοντες (σουµπάσηδες) των αγάδων της Κρήτης, όπως ο Αλµπάνης στο Ρέθυµνο, ο Χάνιαλης και ο Αφεντακάκης στην ανατολική Κρήτη. Αυτοί (οι αγάδες) δεν εννοούσαν από γράµµατα και λογιστικήν αριθµητικήν ούτε εις την Ελληνικήν ούτε εις την Τουρκικήν, διότι δεν εθεωρούσαν άξιες για τους εαυτούς τους αυτές τις ασχολίες, όπως και οι ιππότες του Μεσαίωνα». Γι’ αυτό ο Φωτάκης (ένας από τους πρωτεργάτες της νίκης στο Κακό Ρυάκι µαζί µε τον Ασουµανή από την Κρύα Βρύση και το συγχωριανό του Μπαγιαρτάκη, 12-13 Απρίλη 1822), ακουγόταν ως Φουτοδάσκαλος. Όσοι Έλληνες είχαν δυνατή µνήµη (η οποία µε την άσκηση γίνεται ισχυρότερη) κοντά ή όχι στο αναλόγιο, µάθαιναν τα πάντα (όλες τις ακολουθίες, και τη σειρά των τροπαρίων) απ’ έξω. «Γράµµατα οίδε, µή µεµαθηκώς» (Ιωάνν. 16, 26). Μάθαιναν και να ψάλουν στους οκτώ ήχους της ορθόδοξης λατρείας. Το πλησιέστερο στην Κρύα Βρύση σχολείο (προ του 1848) ήταν στις Μέλαµπες (µαρτυρία του Στελιανού Λαγουδάκη). Και το 1866 υπήρχε σχολείο στις Μέλαµπες. Το 1880 λειτούργησε ∆ηµοτικό Σχο-


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

157

λείο στην Κρύα Βρύση (Στρατιδάκης Χ., 2009). Σ’ αυτό φοιτούσαν και οι µαθητές από την Ορνέ µέχρι το 1920, επίσης από το 1945-1949. Όπως µάθαιναν απ’ έξω τα τροπάρια και όλη τη λειτουργία (µόνο ακούοντας), µε τον ίδιο τρόπο µάθαιναν: τραγούδια, παραµύθια, παροιµίες, γηθειές, µαντινάδες, ρίµες, ιστορικά και άλλα τραγούδια, διηγήσεις, ιστορίες από τις παλιές και πολύ πολύ παλιές εποχές. Όλα αυτά, µαζί µε τα ήθη, έθιµα, συνήθειες, είναι τα στοιχεία του άυλου λαϊκού πολιτισµού. Οι Πόντιοι που είναι εγκατεστηµένοι στην Ελλάδα, χωρίς να διδάσκονται σε σχολείο τα Ποντιακά, τα µαθαίνουν από το σπίτι τους ή σε συγκεντρώσεις (για εκµάθηση χορού, τραγουδιού) και πανηγύρια, βαπτίσεις, εορτές, ανταλλαγές επισκέψεων, διατήρηση συνταγών µαγειρικής, εθίµων, παραµυθιών. Με αυτά διατηρείται η πολιτιστική / η ποντιακή ταυτότητά τους. Νοµίζω ότι ένα σύγχρονο παράδειγµα επιβεβαιώνει την προσήλωση των προγόνων µας στα ζητήµατα γλώσσας, της θρησκείας, στα ήθη, τα έθιµα και τη διατήρηση κάθε πατροπαράδοτου, για να µη γίνει αλλοτρίωση είναι οι Έλληνες της διασποράς: αυτά, είναι - λειτουργούν ως συνδετικός κρίκος. Όσοι ξεχνούν τη γλώσσα την ελληνική, δύσκολα διατηρούν την ελληνική συνείδηση. Οι πρώτοι (γνωστοί) «γραµµατισµένοι» «Πηγαίνεις στο Γυµνάσιο και δεν ξέρεις να ψάλεις;» Την ερώτηση µου την έκαµε ο επίτροπος Λάµπρος Κανακάκης στην Εκκλησία το 1953, όταν µου συνέστησε – πρότεινε να ψάλω και είπα ότι δεν ξέρω. Η ερώτηση φανερώνει αυτό που είχαν δεδοµένο για τα σχολεία παλαιότερων εποχών: Ήταν αδιανόητο να ξέρεις γράµµατα, χωρίς να έχεις µάθει παράλληλα τα «Ιερά Γράµµατα» και την ψαλτική τέχνη. Άλλωστε, από εκκλησιαστικά βιβλία (Οκτώηχο, Ψαλτήριο), εµάθαιναν τα ελληνόπουλα επί αιώνες τα γράµµατα (µέχρι και στη Σχολή Αγίου Πνεύµατος, Κισσού, όπου φοίτησαν µερικοί Κρυοβρυσανοί), κατά το τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, για εξυπηρέτηση των αναγκών της εκκλησίας (αναγνώστες, ψάλτες, µοναχοί, ιερείς). Από το απόσπασµα Γενικού Ελέγχου της Σχολής Αγίου Πνεύµατος Κισσού (των σχολικών ετών 1903-1904 µέχρι 1908-1909), το µόνο που σώζεται, παραθέτω τα ονόµατα όσων είναι γραµµένοι – µαθητές της Σχολής.


158

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Φοίτησαν στο «Ελληνικόν Σχολείον / εν Αγίω Πνεύµατι (Κισσού)». Σχολικό έτος: 1903 – 1904 µέχρι 1908 – 09:

Αναγράφονται ονοµαστικά για δύο λόγους: α) Για να τους µάθοµε οι σηµερινοί και µελλοντικοί αναγνώστες β) Γιατί είναι οι πρωτοπόροι στον τοµέα των Γραµµάτων, στον οποίο η Κρύα Βρύση διαπρέπει. Άλλοι Κρυοβρυσανοί που φοίτησαν στο ίδιο Σχολείο, δεν περιλαµβάνονται στο σωζόµενο τµήµα αρχείου της Σχολής, αλλά µας τους έδωσε η προφορική παράδοση: Γεώργιος Ιωάννου Γαβριλάκης (Ανώτατος Αξιωµατικός Χωροφυλακής Θεσσαλονίκης). Υπηρέτησε ως δάσκαλος στα Σελλιά (Ανδρεαδάκης Κ., σελ. 132). Ιωάννης Κωνσταντίνου Βαβουράκης (Κωνσταντογιάννης) Μιχαήλ Γεωργίου Φωτάκης (Πάρεδρος) Γεώργιος Στυλιανού Βαβουράκης (Στελιανογιώργης) Εµµανουήλ Νικολάου Πετρακάκης (υπηρέτησε στα τρία ΤΤΤ, πρόδοµο του ΟΤΕ) ∆ηµόκριτος Ιωάννου Λαγουδάκης Γεώργιος Ιωάννου Λαγουδάκης (αδελφός του προηγούµενου και του Λαγουδόκωστα από αλλη µάνα) Στην εφηµερίδα «ΚΡΗΤΗ» (Μάρτιος 1862) γράφονται οι εξής Κρυοβρυσανοί που υπέβαλαν αίτηση για να επιλεγούν πάρεδροι Ειρηνοδικείου, πράγµα που υποδηλώνει ότι ίσως είχαν φοιτήσει στη Σχολή Αγίου Πνεύµατος: Πέτρος Πετρακάκης, 35 ετών, Ροδάµης Γεώργιος, 55 ετών, Βαβουράκης Μιχαήλ του Κ., 35 ετών και Βαβουράκης Στυλιανός.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

159

∆΄ Η ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ 194449 Η ιστορία και η ζωή της Κρύας Βρύση µπορεί να χωριστεί σε δυο εποχές: α) Πριν από την καταστροφή της 22-8-1944. β) Μετά από την καταστροφή αυτή. Τόσο σηµαντικό και καθοριστικό είναι αυτό το γεγονός για το χωριό µου. Για τους νεκρούς και τις άλλες απώλειες βλέπε τον τόµο ∆΄ το άρθρο «Κρύα Βρύση», Γ. Μαυροτσουπάκη. Μετά το κάψιµο (1944), έξι ή και περισσότερους µήνες γίναµε πρόσφυγες φιλοξενούµενοι στα γύρω χωριά50. Η Ανάγκη, «θυγάτηρ του ∆ιός», συντέλεσε ώστε να επιστρέψουν οι επιζήσαντες σε καταστάσεις που σίγουρα θυµίζουν παλαιότερες εποχές και καταστάσεις, συνήθειες, δράσεις, παλαιότερων – φτωχότερων εποχών. Αυτές τις έζησα ως παιδί και ως έφηβος: µέσα στην ανέχεια, χωρίς σπίτι, χωρίς ζώα, έπρεπε να αντιµετωπίσουν το οµαδικό πένθος και να εντείνουν τον αγώνα της βιοπάλης. Ανέχεια, αλληλοβοήθεια, αιµατηρή οικονοµία. Ελάχιστη βοήθεια από το Κράτος: σφακιανότραβες, τάβλες, ρούχα από τον Ερυθρό Σταυρό, κονσέρβες, γλυκόζη, ζάχαρη, πλιγούρι, αλεύρι από UNRA. Στήριγµα – καταφυγή – ανακούφιση η προσήλωση στις ακολουθίες της εκκλησίας. Καµπάνα = σταµάτηµα κάθε εργασίας – εκκλησιασµός, ιδίως τα παιδιά (και στον εσπερινό: «Άλλον γαρ εκτός Σου βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχοµεν», υπογραµµίζει ο ψαλµωδός). Χωρίς ιερέα: Ακολουθία από το µοναδικό ραδιόφωνο (στου ∆ηµόκριτου Φωτάκη το καφενείο). Πετράκαινα (Αλεξάνδρα Πετρακάκη, Ροδαµνάκη το γένος): έχασε τέσσερα παιδιά, ένα στην Αλβανία και τρία στην Κρύα Βρύση. «Αν κλαίω συνέχεια, θα τροζαθώ και θα µε κοροϊδεύουνε. Προσπαθώ να παρηγορώ τη νύφη µου, τα εγγόνια µου και τσ’ άλλους» ( Πληροφ. Μιχ. Ευαγγ. Σκούληκα, 1980). 49. - Για την πατριωτική δράση των Κρυοβρυσανών στην Κατοχή και τις θυσίες το 1944 και σε παλαιότερες εποχές, βλέπε την εργασία του Γιώργη Μαυροτσουπάκη για την Κρύα Βρύση, στον τόµο ∆΄, σελ. 351-357. - Για τις οικογένειες – σόγια του χωριού, βλέπε ίδιο τόµο, σελ. 365-369. 50. Την πολυµελή οικογένειά µας φιλοξένησε στις Μέλαµπες ο ∆ηµήτρης Τσουρδαλάκης, στο σπίτι του Ηρακλή Μπαγιαρτάκη, που το είχε κληρονοµήσει. ∆εν ήταν ούτε συγγενής, αλλά απλά γνωστός, κοντοχωριανός. Όλοι οι ξεσπιτωµένοι Κρυοβρυσανοί θυµούµαστε µε ευγνωµοσύνη την ανθρώπινη συµπεριφορά – φιλοξενία των γύρω χωριών το φθινόπωρο – χειµώνα του 1944 και την άνοιξη του 1945. Μοιράστηκαν τη µετακατοχική φτώχεια τους µε τη δυστυχία των ξεσπιτωµένων Κρυοβρυσανών...


160

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Επιστροφή σε καταστάσεις άλλων εποχών Η ζωή µετά την κατοχή, ιδιαίτερα µετά το κάψιµο του χωριού 22 – 29 /8/44 και την εκτέλεση 35 χωριανών µας, άλλαξε ριζικά, αφού αναγκάστηκε να επιστρέψει σε πρωτόγονες καταστάσεις, αυτές που φέρει η φτώχεια, η ανέχεια, η συντριβή από τον άδικο χαµό τόσων αθώων από τους κατακτητές. ∆εν γινόταν όµως αλλιώς: έπρεπε να συνεχιστεί η ζωή. Η ζωή και η κοινωνία του χωριού συµπαρασύρθηκε ταυτόχρονα από τις σαρωτικές αλλαγές που επέφερε παγκόσµια στην κοινωνία, την τεχνολογία, την οικονοµία και τη ζωή ο Β΄ παγκόσµιος πόλεµος. Ήχος του µυστριού και του σφυριού των χτιστάδων ακουγόταν επί πολλά χρόνια, παράλληλα µε τις εκκαθαρίσεις της περιοχής του Τυµπακίου από τα ναρκοπέδια. Οι εκκωφαντικές εκρήξεις στο Τυµπάκι ακούγονταν και στο χωριό µας υπόκωφες. Καθένας προσπαθούσε, µετά το πρώτο δωµάτιο για στέγαση πρόχειρη, να χτίσει άλλα δωµάτια για να αποκτήσει τα απολύτως απαραίτητα. Όποιος ήταν για γάµο, τον βοηθούσαν πολλοί να ετοιµάσει το σπίτι του, να στήσει το νοικοκυριό τους. Στα παιδιά έλεγαν συνεχώς: «Αν θες να γενείς άνθρωπος, διάβαζε να µάθεις γράµµατα. Αν σ’ αρέσει η όχερη (του αλετριού) και η σκαλίδα και ο βορές, µη φύγεις, µόνο κάτσε επαδά να ανεµοδέρνεσαι». Μερικούς, που δεν πήγαν για γράµµατα, τους έστειλαν στη Γεωργική Σχολή Ασωµάτων, για να πάρουν γνώσεις για τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Ρήξη δεσµών Ρήξη του πατροπαράδοτου δεσµού του ανθρώπου µε τα ζώα του έγινε µε την καταστροφή του χωριού το 1944. Τα κοπάδια διαλύθηκαν από τους Γερµανούς, ίσως και κάποιους που επωφελήθηκαν από τις τότε ανώµαλες συνθήκες. Οι βοσκοί λιγόστεψαν (µερικοί εκτελέστηκαν, άλλοι έχασαν τα κοπάδια τους, άλλοι δεν είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν νέα). Όλα τα παιδιά πήγαιναν στο ∆ηµοτικό Σχολείο. Εποµένως, έπαυσε να υπάρχει ανανέωση σε βοσκόπουλα. Αλληλοβοήθεια στα δύσκολα51: χτίσιµο σπιτιού, καλάµια, µεσοδόκια, (κόψιµο, κουβάληµα), χωµάτισµα, λεπίδιασµα, ηµίπλακα, τσιµεν51. Είχε βγει η φήµη κατά το 1949 ότι ένας σκύλος ήταν λυσσασµένος και οργανώθηκαν όλοι οι άντρες: ξύλα, βέργες, αποκλεισµός των δρόµων διαφυγής, κυνήγηµα του σκύλου, µέχρι που τον σκότωσαν.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

161

τόπλακα, τραπέζωµα – κρασί – διασκέδαση. Η πλησιέστερη αγορά ήταν το παζάρι των Μοιρών (κάθε Σάββατο). Εκεί πωλούσαν και ζώα, τυρί, χαϊµαλιά για το κακό µάτι και αγόραζαν τα βασικά χρειώδη για το σπίτι. Παλαιότερα το παζάρι των Μοιρών ήταν µεγάλο εµπορικό – οικονοµικό γεγονός αλλά και κοινωνικό, ιδίως για τα κοντινά χωριά της Μεσαράς.

Αλλαγές Έτσι πέρναγαν τα χρόνια και µε τις βαθιές αλλαγές των µετά το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο χρόνων περάσαµε από την εποχή και χρήση του λύχνου (που επί αιώνες φώτιζε κάθε σπίτι και τους «µαθητές», όταν διάβαζαν) στη λάµπα πετρελαίου, στο λουξ, το ηλεκτρικό ρεύµα, που έφτασε στην Κρύα Βρύση το 1970. Νερό σε βρύσες µέσα σε ορισµένα σηµεία στο χωριό στην αρχή (1958) και µέσα σε κάθε σπίτι (1965). Οι ξυλόσοµπες υποκατέστησαν την παραθιά (πυρο-εστία). Το υγραέριο µε φιάλες και οι ηλεκτρικές κουζίνες και τα καλοριφέρ συντέλεσαν να µην κόβονται δέντρα για καυσόξυλα και να ανασάνει λίγο η χλωρίδα της περιοχής.

∆ρόµοι ∆ιανοίχθηκε δρόµος, αυτοκινητόδροµος, από την Κάτω Καµάρα µέχρι την Πλατέα και πολύ αργότερα από το Πάνω Αρµί – Πάνω Καµάρα52 - Πλατέα. Από εκεί ανέβαινε για ένα διάστηµα το λεωφορείο της γραµµής στην Κρύα Βρύση (δεκαετία 1960). Με την πάροδο των ετών χαράχτηκαν, από την Κοινότητα – Νοµαρχία, αγροτικοί δρόµοι, στα χνάρια των µονοπατιών (γαϊδουρόδροµων). Συγχρόνως αυξανόταν ο αριθµός των αγροτικών µηχανηµάτων – αυτοκινήτων και µειονόταν αντίστοιχα ο αριθµός των γαϊδάρων (πολύ νωρίτερα, η καταστροφή του 1944 είχε περιορίσει στο ελάχιστο τα βόδια). Η µείωση του αριθµού των βοσκών και γεωργών – κατοίκων του χωριού ήταν ανάλογα επιταχυνόµενη. Οι πολλοί αναζητήσαµε λύση στα γράµµατα ή σε αστικά επαγγέλµατα στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, ιδίως όµως στο Ρέθυµνο, στο οποίο έχει «µετακοµίσει» η Κρύα Βρύση, όπως και πολλά άλλα χωριά του Νοµού. 52. Χτίστηκε το 1937.


162

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Μετά τον πόλεµο αναγκαστικά έγιναν «συζεψές» 53, κυρίως λόγω έλλειψης ζώων (βοδιών ή γαϊδάρων). Αν τα δυο ζώα ήταν του ζευγολάτη, όργωνε τρεις µέρες τα δικά του χωράφια και ο σκάφτης µία.

Επαγγέλµατα Τόσο πριν από τον πόλεµο, όσο και µεταπολεµικά κάποιοι εκτός από γεωργοί ασκούσαν παράλληλα και το επάγγελµα του κουρέα – καφετζή ή χτίστη, ή µαραγκού ή τσαγκάρη ή ράφτη, ή κυνηγού ή ζωέµπορου ή παντοπώλη (και καφετζή) ή λυρο-ποιού ή σοµαρά ή εµπόρου (λάδι-χαρούπια). Αντίστοιχα οι γυναίκες: µοδίστρα, κοµµώτρια, ράφτρα, ξοµπλιάστρα, ανυφαντού, διάστρα, µαµή.

Φάµπρικες – Συνεταιρικό ελαιουργείο Πολλές φάµπρικες λειτούργησαν στο χωριό (Βλέπε την εργασία του Γιώργ. Μαυροτσουπάκη). Το ελαιουργείο κτίστηκε στη δεκαετία του 1950 από τον Ελαιουργικό (Πιστωτικό) Συνεταιρισµό Κρύας Βρύσης στη Νέα Κρύα Βρύση, δίπλα στην πηγή του νερού (Συκονέρι), απαραίτητου για τη λειτουργία του. Η λειτουργία του είχε ως αποτέλεσµα να µειωθεί η πελατεία των παραδοσιακών ελαιουργείων (φάµπρικες) του χωριού και να παύσουν να λειτουργούν η µια µετά την άλλη. Για µεγάλο διάστηµα λειτούργησε παράλληλα και αλευρόµυλος. ∆υστυχώς δεν είχε διαφορετική τύχη από τους άλλους Πιεστήριο φάµπρικας Ευαγγ. Σκούληκα συνεταιρισµούς της Ελλάδας, επειδή το συνεταιρικό πνεύµα δεν έχει αναπτυχθεί στον τόπο µας. Σήµερα δίδεται, για ενοικίαση και εξυπηρετεί όλους τους ελαιοπαραγωγούς του χωριού. Επιτέλους, από το 2006 δεν έχει χρέος στην ΑΤΕ. 53. Συν+ζευγνύω. Συνένωση ζώων και δυνάµεων, ιδίως στην καλλιέργεια της γης για να βγει η βασική τροφή: το ψωµί.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

163

Συνέπειες των αλλαγών και της αστικοποίησης Μετά τις µεταπολεµικές σαρωτικές αλλαγές η ανάγκη για προσαρµογή και επιβίωση συντέλεσε ώστε από όλα τα χωριά οι νέοι να έχουν ως καταφύγιο ζωής τα γράµµατα ή κάποια τέχνη. Ειδικά στο νοµό Ρεθύµνου υπήρξε µαζική µετακίνηση του πληθυσµού προς την πόλη από όλα τα χωριά. Η Κρύα Βρύση, της οποίας ο οικονοµικός ιστός (ζώα – αγροτικά προϊόντα) διαλύθηκε το 1944, είχε παραπάνω λόγους ανάγκης να ακολουθήσει αυτό το συρµό. Γι’ αυτό και η µείωση του πληθυσµού ήρθε ως αναπόφευκτη συνέπεια, αφού η αναµέτρηση ανάµεσα στην αστικοποίηση και την παραµονή στο χωριό υπήρξε συντριπτική και για τα άλλα χωριά, που διαρκώς φθίνουν. Και µη λησµονούµε ότι τα χωριά ήταν το λίκνο του νεοελληνικού πολιτισµού.

Τµήµα κτιρίου του συνεταιρικού ελαιουργείου στη Νέα Κρύα Βρύση


164

Ε΄ Η ΝΕΑ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Ο οικισµός κτίστηκε µε αρχιτεκτονικό σχέδιο οικισµού από το τότε Υπουργείο Ανοικοδοµήσεως, από το 1946-1948. Προϋπήρχαν τρία σπίτια (Λαγουδάκη Χαράλαµπου, Βαβουράκη Μιχάλη, Βαβουράκη Κώστα, Λαµπάκη Γιώργη). Η βρύση µε τις δυο σκαλιστές πέτρινες υδρορροές (κουτσουνάρες) χτίστηκε το 1937, στην πηγή που λεγόταν: Τση Συκιάς το νερό, ή Συκονέρι Συκιάς νερό ή Συκονέρι και ήταν σταθµός για τους αγωγιάτες προς – από τη Μεσαρά. Οι τεχνίτες ήρθαν από το Ρέθυµνο. Εργάστηκαν και ντόπιοι. Πρώτη φορά ήρθε στο χωριό (από το Ρέθυµνο) κάρο µε καραγωγέα. Ήταν αξιοπερίεργο για µεγάλους και µικρούς ιδιαίτερα. Η ανωµαλία του εδάφους δεν επέτρεπε τη χρήση κάρων Το κτίριο του ∆ηµ. Σχολείου Νέας Κρύας Βρύσης (και τη διάνοιξη καρόδροµων) στην Κρύα Βρύση, όπως γινόταν στη Μεσαρά ή στα «Κάτω Μέρια» του Ρεθύµνου. Τα σπίτια (πυρήνες) που κτίστηκαν από το κράτος ήταν µακριά το ένα από το άλλο. Ήταν σπίτια για να ζουν µόνο άνθρωποι, όχι άνθρωποι µε τα ζώα τους. Ήταν δηλαδή κάτι ξένο, άσχετο µε την αγροτική οικονοµία και κοινωνία της εποχής. Μερικά δεν κατοικήθηκαν ποτέ. Όσοι κατοίκησαν «αναγκάστηκαν» να προσθέσουν δωµάτια για ζώα, αχυρώνα, αποθήκη. Ως ιδιαίτερος οικισµός αναφέρεται η Νέα Κρύα Βρύση το 1961 (απογραφή). Στοιχεία για τον οικισµό βλέπε στην ανακοίνωση της ΛαγουδάκηΧατήρη Ειρήνης στις σελ. 895-902. Από το αρχιτεκτονικό σχέδιο προβλεπόταν ναός, αλλά δεν χτίστηκε. Η ενορία έκτισε το ναό του Αγίου Ευµενίου. Εορτάζει 18 Σεπτεµβρίου.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

165

ΣΤ΄ ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ: Ο ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ Η αναφορά στον Κουρµπάδο είναι και χρέος τιµής προς τους προγόνους µου, που µε το υστέρηµά τους αγόρασαν την έκταση αυτήν από τους µουσουλµάνους, όπως έκαµαν και πολλοί άλλοι Κρητικοί µετά το 1870. Στις επαναστάσεις τα σπαθιά, τα όπλα και η ανδρεία. Τώρα και η εξαγορά της γης. Κάποτε τονίστηκε σε διεθνές συνέδριο για την τύχη της Κρήτης «Τι λέτε για Τούρκους στην Κρήτη; Η Κρήτη όλη είναι αγορασµένη από τους Κρητικούς». Ο Κουρµπάδος βρίσκεται ανατολικά της Κρύας Βρύσης σε απόσταση τριών ωρών µε το γάιδαρο. Η ονοµασία ίσως προέρχεται από την κούρµπα (καµπή) του δρόµου από τη Μεσαρά προς την Κρύα Βρύση και προς τις Μέλαµπες και να µην έχει σχέση «µε την προσφερόµενη εργασία από τους χωρικούς στους κυρίους»54. Η περιοχή ανήκει στην περιφέρεια Μελάµπων. Την έκταση αγόρασαν από κάποιον Τούρκο, τον Μεχµέτ Αλή Αγά κατά το 1875 (Ίσως ήταν από την Αµπαδιά, Αποδούλου) µε δεκατρία σακούλια ριάλια55. Ήταν η εποχή κατά την οποία οι Κρητικοί αξιοποιώντας τις διατάξεις του Οργανικού Νοµού, που έβαζε κάποιους φραγµούς στην αυθαιρεσία των Τούρκων, εξοικονοµούσαν χρήµατα, µε τα οποία αγόραζαν γη, χωράφια, από τους µουσουλµάνους. Σε τέτοιο βαθµό προχώρησε αυτή η εξαγορά εκτάσεων γης από τους χριστιανούς – Κρητικούς, ώστε το µεγαλύτερο µέρος της Κρητικής γης είχε περάσει στα χέρια τους, στην ιδιοκτησία τους κατά τη δεκαετία του 1880. Με τη συστηµατική εκχέρσωση και καλλιέργεια αυτής της γης, τα έσοδα ήταν σηµαντικά, τόσο στη γεωργική, όσο και στη κτηνοτροφική παραγωγή. ∆ρόµος – µονοπάτι υπήρχε, άγνωστο από πότε, και γι’ αυτό χτίστηκε επί Βενετών γέφυρα στον Πλατύ ποταµό. Λίγα µέτρα βορειότερα κατασκευάστηκε (µε τσιµέντο) άλλη γέφυρα, για εξυπηρέτηση των αγροτών56. Αυτό το µονοπάτι πέρασαν, και στον Πλατύ ποταµό βράχηκαν οι 54. Το όνοµα Κουρµπάδος ως όνοµα χωριού - µετοχιού υπάρχει στην Τήνο. Συνήθως το µετόχι έπαιρνε το όνοµα εκείνου που πρώτος κατοικούσε σ’αυτό ή από το όνοµα του αγίου, του οποίου εκκλησία υπήρχε ή κτιζόταν εκεί. Πολλά µετόχια εξελίχθηκαν σε χωριά. Ο Κουρµπάδος δεν µετεξελίχθηκε σε χωριό, εκτιµώ λόγω ανυπαρξίας νερού, αλλά και λόγω των αλλαγών που έφερε η ζωή, κατά το 1950 κ.ε., παντού και στην Κρύα Βρύση. Ευχαριστώ τον ερευνητή του ΕΙΕ κ. Στ. Λαµπάκη για τα στοιχεία που µου παραχώρησε. Ίσως το όνοµα Κουρµπάδος οφείλεται στο επώνυµο: Κουρµπάς ή Κουρµπάδος. 55. Ριάλια (ρεάλια). ∆εν είναι δυνατό να ευρεθεί – υπολογιστεί το ποσό που αντιστοιχεί στο ένα σακούλι ριάλια. 56. Χατζηδάκης Α. σελ. 41.


166

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Γάλλοι κατάσκοποι που πήγαν από το Τυµπάκι στο Σπήλι (BonneralDumas 2000, σελ. 110) όπως βράχηκαν πολλές φορές οι καλλιεργητές του Κουρµπάδου στη θέση: Κολύµπα του Βαράνη. Προτιµούσαν όσοι πήγαιναν στον Κουρµπάδο να βραχούν στου Βαράνη παρά να πάνε από τη γέφυρα για δυο λόγους: ήταν πολύ πιο σύντοµη διαδροµή, αλλά και

Στο σχεδιάγραµµα – σκαρίφηµα αυτό αποτυπώνεται η περιοχή του Κουρµπάδου, τα τοπωνύµια, τα σύνορα µε όµορες περιοχές και οι δρόµοι, που σήµερα είναι και για αγροτικά αυτοκίνητα.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

167

υπήρχε κίνδυνος να «καρφώσουν» τα ζώα σε µια τοποθεσία, ανατολικά της γέφυρας, που τη λένε «στσοι Γλυτσώνους». Ο Κουρµπάδος αποδείχτηκε για τους Κρυοβρυσανούς που τον αγόρασαν ζωτικός χώρος, επειδή η περιφέρεια του χωριού τους ήταν µικρή, ασφυκτικά λίγη, σε σχέση µε τον συνεχώς αυξανόµενο µετά την επανάσταση 1866 – 69 πληθυσµό του χωριού. Σύµφωνα µε µαρτυρίες που είχα συλλέξει κατά το 1960 από ηλικιωµένους, το µεγαλύτερο µέρος της περιοχής του Κουρµπάδου ήταν δασωµένο, επειδή ο Τούρκος ιδιοκτήτης του (ίσως ήταν µικρό φέουδο επί Ενετοκρατίας) το χρησιµοποιούσε για κτηνοτροφική κυρίως εκµετάλλευση (πρόβατα, αίγες). Υπάρχει χαρακτηριστική µαρτυρία ότι οι τρεις ήταν οι αγοραστές του Κουρµπάδου: οι Κρυοβρυσανοί: Νικόλαος και Χαράλαµπος Πελαντής (αδέρφια), θείος ή ξάδερφος των προηγούµενων Ιωάννης Ασουµανής57 και ο Μελαµπιανός γέρο Τρουλινός, που πήρε µέρος στην αγορά της έκτασης, «επειδή ήταν σουφαλής = γείτονας»58. Έβαλαν παιδιά να κρατούν µεγάλα καλάµια, σε όρθια – κατακόρυφη θέση για να καταφέρουν να βρουν τις ευθείες και σκάβοντας να βάλουν σταλίκια – σύνορα. Ένα από τα παιδιά αυτά ήταν ο ∆ιακοµανόλης (Εµµ. Γ. Ασουµανάκης), έξι χρονών τότε, όπως µε βεβαίωσε ο γιος του Κωστής (του ∆ιακοµανόλη). Τόσο πολύ ήταν δασωµένη η περιοχή του Κουρµπάδου. Την περιοχή τη χώρισαν σε µεγάλα κοµµάτια, άλλα επίπεδα – ψαχνά, άλλα πετρώδη, άλλα επικλινή. Έπειτα έπαιρνε καθένας (από τους τρεις αγοραστές) κοµµάτια όλων των κατηγοριών. Έτσι δεν αδικήθηκε κανείς στη µοιρασιά. Αµέσως άρχισαν να εκχερσώνουν τα χωράφια τους (τον «κλήρο» τους) µε σκληρή εργασία όλων των µελών κάθε οικογένειας. Άφηναν αγρουλίδες και άλλα άγρια δέντρα που ήταν δυνατόν να κεντριστούν (εξηµερωθούν) ή µεταφύτευαν σε µεγάλους λάκκους αγρουλίδες για να γίνουν ήµερες. Με την παρέλευση των ετών και τη διανοµή στους απογόνους, οι αρχικά τρεις ιδιοκτήτες αυξήθηκαν τουλάχιστο σε 200, µε αντίστοιχη µείωση του κλήρου που κατέχουν σήµερα. 57. Αυτός σκότωσε το Χάνιαλη στο Κακό Ρυάκι στις 12 Απριλίου 1822 (Πελαντάκης, 2004). 58. «Το δίκαιον του πλησιαστού» σύµφωνα µε το Βυζαντινό δίκαιο. Αυτό όριζε µια Νεαρά του Βυζαντίου = νέος νόµος. Οι Τούρκοι οικειοποιήθηκαν αυτόν το νόµο, όπως και όλα τα σπουδαία που βρήκαν έτοιµα στο Βυζαντινό κράτος.


168

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Φωτογραφίες και αποτύπωση σπιτιών Κουρµπάδου: Στέλιος Θ. Πελαντάκης Πολιτικός Μηχανικός (∆ευτέρα Πάσχα 2008)

Σιγά σιγά έκτισαν καταλύµατα, που τώρα είναι καταλείµµατα. Όλα ήταν ισόγεια, τύπου κατούνας (βλέπε σελ. 115) και κτίστηκαν µε χρονολογική σειρά που δηλώνεται µε την αρίθµηση. Υλικά χρησιµοποίησαν από τη γύρω περιοχή, που είναι υπερυψωµένη και κοντά στη µοναδική πηγή νερού (στη Σαΐτα). Αξιοσηµείωτος είναι ο προσανατολισµός των σπιτιών (µε την πλάτη στο βορέ – Ψηλορείτη).

Ιδιοκτησίες σπιτιών (καταλυµάτων) στον Κουρµπάδο: 1. Νικολάου (Κοκόλιαρου), Στυλιανού και Μιχαήλ (Καπετάνιου) Πελαντάκη. 2. Νικολάου Φωτάκη (∆ασκαλοκοκόλη) 3. Αναστασίου (Ανάστο) και Νικόλαου (Σιγούρο) Πελαντάκη 4. Εµµανουήλ (Ασουµανοµανόλη) και Μιχαήλ Ασουµανάκη 5. Ασουµανιακό, Λεβεδιανό 6. Εµµανουήλ Ασουµανάκη (∆ιακοµανόλη) 7. Περογιάννηδων 8. Του Πετράκη (Πέτρου Περογιαννάκη)


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

Με υλικά από τη γύρω περιοχή έχτισαν και σκέπασαν τα σπίτια του Κουρµπάδου

Υπολείµµατα από τα σπίτια στον Κουρµπάδο. Τα καταλύµατα έγιναν καταλείµµατα

169


170

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Η ζωή στο Μετόχι Τα σπίτια χτίστηκαν από τους ίδιους µε υλικά που συγκέντρωναν επιτόπια. ∆εν τα έχτισαν για να εξυπηρετήσουν µόνιµη εγκατάσταση, αλλά για πρόχειρη διαµονή που θα εξυπηρετούσε εποχιακές ανάγκες. Πρόκειται για κατούνα (βλέπε και σελ. 115). Το σχεδιάγραµµα δείχνει ότι χτίστηκαν όλα πολύ κοντά για λόγους ασφάλειας και οι φωτογραφίες δείχνουν ότι αξιοποιήθηκαν υλικά (πέτρες-ξύλα) από τη γύρω περιοχή. Φαίνεται ότι χτίστηκαν µε χρονολογική σειρά της αρίθµησης. Στην κοινή αυλή γινόταν ο απολογισµός της ηµέρας και οι συζητήσεις. Το Μετόχι δεν µετεξελίχθηκε σε χωριό, όπως συνέβη σε µερικά Μετόχια στην Κρήτη και σ’ όλη την Ελλάδα. Στον Κουρµπάδο οι ιδιοκτήτες59 –όλοι συγγενείς ή απλά γειτόνοι, µε καθορισµένα σύνορα, δούλευαν σε εποχιακές εργασίες, από ήλιο σε ήλιο, για ένα αιώνα περίπου (1875-1970). Φθινόπωρο: Στην Κρύα Βρύση φόρτωναν στα ζώα τα ζυγάλετρα, σπορί, τρόφιµα (όσπρια, κουκιά, φάβα κυρίως, πατάτες, κρεµµύδια, ψωµί φρέσκο, παξιµάδι, λάδι, κρασί, ξύδι, αλάτι, σταµνί για το νερό), στοιχειώδη είδη κουζίνας (σιδεροτσίκαλο, πηλοτσίκαλο, λεκάνη – γαβάθα, κουτάλια) και όδευαν συνήθως πολλοί µαζί, προς το Μετόχι. Έκαναν διαδροµή τριών ωρών, όλοι πεζοί, επειδή τα γαϊδούρια ήταν φορτωµένα µε τα εφόδια. Μόλις έφταναν στα Σπίτια, τακτοποιούσαν τα εφόδια σε ασφαλές µέρος του σπιτιού (θυρίδα ή κρεµαστά στα µεσοδόκια). Όριζαν ποιο µέλος της συνοδείας (άνδρας ή γυναίκα) θα έµενε στο σπίτι για ετοιµασία του φαγητού, έστρωναν τις χτιστές πεζούλες µε αστοιβίδες, αχινοπόδους, αγουδούρους για κοιµητές. Οι υπόλοιποι επέλεγαν τα χωράφια στα οποία θα φύτευαν τους κατάλληλους σπόρους (σιτάρι, κριθάρι, µιγάδι, ταγή, ρόβι, όσπρια) και έκαναν αρχή της σποράς, µε τις οδηγίες του εµπειρότερου. Πριν από το όργωµα, µάζευαν κάτω από κάθε ελαιόδεντρο τα κούκουδα, δηλαδή τις ξεραµένες – πεσµένες ελιές και τις περίφηµες σταφιδολές (αµπαδιώτικες ελιές), αφού η περιοχή του Κουρµπάδου ανήκει στην Αµπαδιά, και οι ιδιοκτήτες του εκτιµώ ότι ήσαν από το πλησιέστερο χωριό, το Αποδούλου). Το ίδιο γινόταν σε κάθε χωράφι. ∆εν είχαν 59. Τηρούσαν µε ευλάβεια τη σοφή ρήση: «το γείτονά σου πρόσεξε, για να φανεί καλιά σου».


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ - ΤΟ ΜΕΤΟΧΙ ΚΟΥΡΜΠΑ∆ΟΣ

171

την πολυτέλεια να αχρηστεύουν οτιδήποτε έδιδε η ελιά και κάθε δένδρο. Το δεύτερο, τρίτο και τα υπόλοιπα µαζωχτά του ελαιόκαρπου γινόταν από το οργωµένο χωράφι. Η σπορά γινόταν τον Οκτώβρη και το Νοέµβρη, ίσως και το ∆εκέµβρη, γιατί «όποιος σπέρνει το Γενάρη, σπέρνει στην ανεµοζάλη…». Κριθάρι, ταγή, στάρι ή µιγάδι ή τρικούκι. Λαθούρι για χοίρους, ρόβι60 για βόδια. Μετά τη διαδικασία της σποράς άρχιζαν οι καλλουργιές και το «κάµωµα» (=όργωµα) των ελιοχώραφων. Η καλλουργιά< καλλιέργεια ήταν η βασική προετοιµασία για σπορά του συγκεκριµένου χωραφιού, µε σιτάρι, το επόµενο φθινόπωρου. Ο ελαιόκαρπος που ήταν σωριασµένος στ’ αλώνια, µεταφερόταν από τους κουβαλέδες στο χωριό για άλεση στη φάµπρικα. Οι κουβαλέδες, επιστρέφοντας στον Κουρµπάδο, µετέφεραν νέα εφόδια στο Μετόχι. Έτσι, µε πολύ κόπο έβγαινε το ευλογηµένο λάδι και µαζευόταν οι περίφηµες ελιές, οι οποίες είτε ως σταφιδολιές, είτε ως τσακιστές, είτε ως αλατσολές, είτε ως κολυµπάδες, µε φροντισµένη συντήρηση, συνόδευαν τα γεύµατα της οικογένειας όλη τη διάρκεια του έτους. Όταν τελείωνε η σπορά και το λιοµάζωµα, όλοι επέστρεφαν στο χωριό για να ασχοληθούν µε άλλες δουλειές (ετοιµασία – φύτεµα περιβολιών, περιποίηση των ζώων...). Τα οικόσιτα ζώα που είχαν µεταφερθεί στο Μετόχι, όπου υπήρχε άφθονη τροφή, τα οδηγούσαν πίσω στο χωριό, µε πιο αργούς ρυθµούς από ό,τι τα βόδια – γαϊδούρια. Τα πρόβατα και οι αίγες ήδη είχαν γεννήσει και η µετακίνησή τους έπρεπε να γίνει µε ιδιαίτερη φροντίδα. Στο Μετόχι επέστρεφαν οι ιδιοκτήτες την εποχή του θερισµού και της συγκοµιδής. Πρώτα θέριζαν – µάζευαν τα όσπρια, τα οποία ωριµάζουν νωρίτερα από τα δηµητριακά. Σειρά έπαιρνε το ρόβι, το κριθάρι, το µιγάδι, η ταγή, το στάρι. Το θέρισµα, ιδιαίτερα όµως το αλώνισµα και το λίχνισµα έφερνε κοντά όλους τους δουλευτές, που ήταν στενοί συγγενείς ή αγαπηµένοι γείτονες. Εκεί η εργασία συνοδευόταν από πολλά αστεία, πειράγµατα, σχολιασµούς, συζητήσεις, που οµόρφαιναν την ατµόσφαιρα και έδιναν ευχάριστο τόνο στη ζωή τους. Τα αλώνια ήταν πολύ κοντά στα σπίτια. 60. Βλέπε σελ. 136, σηµ. 30.


172

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Αν κατά τη διάρκεια του αλωνίσµατος – λιχνίσµατος ήταν τυχεροί και δεν τους έπιαναν οι βοριάδες του Ιουλίου, τα πράγµατα πήγαιναν πολύ καλά. Υπήρξε όµως και περίπτωση που οι βοριάδες (µελτέµια) εµπόδισαν το λίχνισµα επί σαράντα ολόκληρες µέρες και οι παθόντες είχαν να διηγούνται το πάθηµά τους. Όταν τελείωνε η εργασία καθεµιάς ηµέρας, οι δουλευτές έτρωγαν ό,τι είχε ετοιµάσει ο «µάγειρας» της ηµέρας. Από µια λεκάνη, µε ξύλινα (αργότερα µεταλλικά) κουτάλια, µοιράζονταν το συσσίτιο της ηµέρας συνήθως στην αυλή ανάµεσα στα σπίτια. Για ύπνο χρησιµοποιούσαν τις χτιστές πεζούλες, που είχαν στρωθεί µε αγουδούρους, αστοιβίδες και άλλα µαλακά κλαδιά. Ήταν σε απόσταση αναπνοής από τα δεµένα ζώα, µε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κατά το θερισµό και το αλώνισµα οι περισσότεροι έµεναν στ’ αλώνια, κάτω από τα άστρα τ’ ουρανού και µε καθαρό αέρα. Από πολλούς πήρα πληροφορίες για τον Κουρµπάδο. Τις περισσότερες µου έδωσαν: Αντιόπη Τσουρδαλάκη πρωτοξαδέλφη, κόρη του Μιχάλη Πελαντάκη (Καπετάνιου), τ’ αδέλφια µου Αγησίλαος και Μανόλης, και ο Κωστής Ε. Ασουµανάκης (ξάδερφος).

Τµήµα του εσωτερικού ενός από τα 8 σπίτια στον Κουρµπάδο «Σαν δεν διαβούν νοικοκυροί, πράµατα δε ρηµάσουν...»


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

Ζ΄ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

173

Στα πλαίσια της κλειστής κοινωνίας των περασµένων χρόνων, σε κάθε χωριό, οι κάτοικοί του θεωρούσαν (εξ ανάγκης και νόµου) ότι ο τόπος τους είναι ο «οµφαλός της γης» και ότι γύρω από αυτόν περιστρέφεται όλος ο κόσµος. Στην παράθεση των στοιχείων για το χωριό µου κινήθηκα σ’ αυτό το πλαίσιο, αναγκαστικά, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι το θεωρώ κέντρο του κόσµου. Μπορώ όµως να επαναλάβω όσα σηµειώνει στο «Χρονικό µιας Πολιτείας» ο Παντελής Πρεβελάκης: «Με το που µιλώ για τις τέχνες και τα σύνεργα των αλλοτινών, µου φαίνεται πως γυρίζω πίσω και τους πετυχαίνω πάνω στη ζωή τους και µπαίνω µέσα στη ψυχή τους…». Αναπόφευκτο ήταν να υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Το ότι µέχρι και σήµερα υπάρχουν βοσκοί που «γνωρίζουν την κουτάλα των ζώων τους (ωµοπλατοσκοπία των αρχαίων Ελλήνων) το ότι παρακολουθούν το πέταγµα των πουλιών για να «διαβάσουν» τα µελλούµενα (οιωνοσκοπία των αρχαίων) και δεν ξεχάστηκαν ποτέ πανάρχαια Ελληνικά παιχνίδια: ο στουρµπάς ή ο βεζίρης (αρχαίο: αστράγαλος), και το δωδεκάπετρο (ζατρίκιο των αρχαίων) κι ακόµη: το ότι ο Σπύρος Φωτάκης, ως Εισαγγελέας, κατάφερνε να δηµιουργεί παρέα και διασκέδαση στην Κρύα Βρύση (παρά την ολιγανθρωπία), είναι παρήγορο σηµάδι ότι και στο χωριό µου πάµε καλά σε σχέση µε την αναπόφευκτη φθορά και αλλοίωση που φέρνει ο χρόνος. Πεποίθησή µου είναι ότι η Κρύα Βρύση, το χωριό µου, συνεισέφερε και συνεισφέρει, µε το µέτρο των δυνατοτήτων της, στη δηµιουργία του νεοελληνικού πολιτισµού. Νοµίζω ότι αυτό το µικρό χωριό, µαζί µε τα άλλα χωριά, συνεισφέρει σε κάθε τοµέα, στο παιχνίδι (ή όπως αλλιώς το ονοµάζοµε) που λέγεται ζωή. Ανάλογη θεωρώ τη συνεισφορά των µικρών και µεγάλων κρατών στη ζωή – ιστορία της ανθρωπότητας. Η εργασία αυτή ήταν πολύ κοπιαστική, επειδή προσπάθησα να περιλάβω διαχρονικά τη ζωή ενός χωριού, πράγµα που µοιάζει µε το να επιδιώκει κάποιος να βάλει το Λιβυκό Πέλαγος σ’ ένα µπουκάλι. Γι’ αυτό ελπίζω να µου συγχωρηθεί το ότι σε πολλά κεφάλαια έχω χαλαρή σύνδεση – απλή παράθεση των στοιχείων επιγραµµατικά. Θεωρώ πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα αποκαλυπτικό το να ασχολείται κάποιος, µε έρευνα σε βάθος, µε τη µικρή κοινωνία του γενέθλιου


174

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

τόπου του. Η αποζηµίωσή του είναι σηµαντική και οι γνώσεις που αποκοµίζει µε τη µελέτη και την έρευνα τον κάνουν να τον αγαπά ακόµη πιο πολύ και να γνοιάζεται γι’ αυτόν. Προσωπικά θεωρώ ευτυχή συγκυρία, την ευκαιρία που µου έδωσε η διοργάνωση του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου να κάµω αυτήν την ανακοίνωση για το χωριό µου, την Κρύα Βρύση. Στοιχεία, λαογραφικό υλικό και πληροφορίες για τους παλιούς και για τα παλιά, που είχα συλλέξει από τη δεκαετία του 1960, περιλήφθηκαν σ’ ένα µέρος σ’ αυτή την ανακοίνωση και άνοιξε ο δρόµος για τη δηµοσιοποίηση των υπόλοιπων. Ειδικά για τη συνεισφορά του χωριού µου στους πολέµους για την πατρίδα, υπάρχει ειδικό κεφάλαιο στην παράλληλη εργασία του φιλόλογου Γιώργη Μαυροτσουπάκη στον τόµο ∆΄ Χωριά της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου, στις σελ. 351-357.

Το Κέδρος ανοίγει νέες προοπτικές για την Κρύα Βρύση. Αυτό προσέλκυσε τους πρώτους οικιστές στην Κρύα Βρύση. Αυτό τους έδωσε ζωή ελεύθερη. Αυτό τους υπόσχεται για το µέλλον...

Φωτογραφία ∆ηµήτρη Τιτόπουλου από το περιοδικό του βουνού «ΚΟΡΦΕΣ». Αναρριχητικές διαδροµές στη Γρε-∆άφνη του Κέδρους


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

175

Αικατερινίδης Γ. 1965: Αικατερινίδης Γεώργιος, Ηχητικά αντικείµενα από την Κρύα Βρύση Ρεθύµνου. Περιοδικό: ΚΡΗΤΙΚΟ ΠΑΝΑΝΟΡΑΜΑ τ. 20 / Μάρτιος – Απρίλιος 2007. Αικατερινίδης Γ. 1965: Χειρόγραφη συλλογή για την Κρύα Βρύση Ρεθύµνου. Φυλάσσεται στο Κέντρο Λαογραφίας Ακαδηµίας Αθηνών µε αριθµό: 2955/1965. Θα δηµοσιευθεί σύντοµα σε βιβλίο για την Κρύα Βρύση. Ανδρεδάκης Κ. 2003: Ανδρεδάκης Κώστας, οι Σελλιανοί των Σελλίων του ∆ήµου Φοίνικα Ρεθύµνης. Ρέθυµνο, 2003. Βολανάκης Ι. 1983: Βολανάκης Ιωάννης, Το χωριό Αποδούλου Αµαρίου Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1983. Βολανάκης Ι. 1998: Βολανάκης Ιωάννης, Τοπωνύµια της κοινότητας Αποδούλου Αµαρίου. Τα Κρητικά Τοπωνύµια. ∆ιήµερο Επιστηµονικό Συνέδριο, Ρέθυµνο 1998, τοµ. Α΄ 159 – 187. Bonneral – Dumas 2000: Philippe de Bonnerala – Mathien Dumas: Αναγνώριση της νήσου Κρήτης. Μια ανέκδοτη µυστική έκθεση του 1783. Γ. Β. Νικολάου – Μ. Γ. Πεπονάκης (επιµέλεια) Ρέθυµνο 2000. Γάσπαρης Χ. 1997: Γάσπαρης Χαράλαµπος, Η γη και οι αγρότες στη Μεσαιωνική Κρήτη 13ος – 14ος αιώνας, Αθήνα 1997, Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών. Γιακουµάκη Ελ. 1986: Γιακουµάκη Ελευθερία: Το Μικρο-Τοπωνυµικό της επαρχίας Κισάµου Κρήτης: Ανάτυπο από το «Λεξικογραφικόν ∆ελτίον» της Ακαδηµίας Αθηνών, τόµ. ΙΣΤ, Αθήνα 1986. Γιανναράκης Α. 1876:Γιανναράκης Αντώνιος, Άσµατα Κρητικά µετά διστίχων και παροιµιών, Λειψία 1876. (Φωτοµηχανική ανατύπωση 2006). Γρυντάκης Γ. 2009: Γρυντάκης Γιάννης: Ο νοτάριος Αντρέας Καλλέργης, Ρέθυµνο 2010, έκδοση του Συνεδρίου µας. Εκκεκάκη-Ασηµοµύτη 2008: Γ. Π. Εκκεκάκης – Μαριέττα Ασηµοµύτη: Πληροφορίες και βιώµατα του M. J. Tancoigne από την Κρήτη του 1811 – 1814, Ρέθυµνο 2008. Greene 2005: Molly Greene, Κρήτη: Ένας κοινός κόσµος. Χριστιανοί και Μουσουλµάνοι στη Μεσόγειο των Πρώιµων Νεότερων Χρόνων. Μετάφραση από τα Αγγλικά: Ελένη Γκαρά – Θέµιδα Γκέκου, Αθήνα 2005.


176

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Γυµν. Μελάµπων 2001: Γυµνάσιο Μελάµπων. Πρόγραµµα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. «Οι πηγές της περιοχής µας» - Μέλαµπες 2001 (εκδ. στον Η/Υ). Κοντοσόπουλος 1988: Κοντοσόπουλος Νικόλαος: Γλωσσικός άτλας Κρήτης. Ηράκλειο Π.Ε.Κ. 1988. Κρήτη: Ιστορία – Πολιτισµός 1988: Κρήτη: Ιστορία – Πολιτισµός, τόµοι 2, 1988, έκδοση Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου. Λαγουδάκη-Χατήρη 2009: Λαγουδάκη-Χατήρη Ειρήνη: Ο οικισµός της Νέας Κρύας Βρύσης και η ίδρυση µουσείου. Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας. Λαµπάκης Σ. 2003: Λαµπάκης Στέλιος – Κακλαµάνης Στέφανος: Γρηγορόπουλος Μανούηλ, Νοτάριος Χάνδακας (1506 – 1532). ∆ιαθήκες – Απογραφές – Εκτιµήσεις. Εκδ. Βικελαία ∆ηµοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2003. Μαυροτσουπάκης Γ. Το ραδιόφωνο της Κρύας Βρύσης. Περιοδ. ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ, 1984, του Συνδ. Φιλολ. Ρεθύµνου, τ. Μαυροτσουπάκης Γ. 2008: Μαυροτσουπάκης Γεώργιος, Φιλόλογος, Κρύα Βρύση [∆ηµοσιεύεται στον τόµο ∆΄ του Συνεδρίου µας]. Μαυροτσουπάκης Μ.2007: Μαυροτσουπάκης Μιχάλης: Κέδρος: Πρόταση για την ανάδειξη-αναδάσωση-οριοθέτηση. Εφηµερίδα Ρεθεµνιώτικα Νέα 8-8-07. Μέγας Γ.: Μέγας Γεώργιος, καθηγ. Λαογραφίας Πανεπ. Αθηνών, Το παραµύθι του Φιορεντίνου–Φιορεντίνα και Τζωρτζέτης. Το συνέλεξε ο φοιτητής Θεόδωρος Πελαντάκης από την αγράµµατη θεία του Ελένη Μπελάκη. Περιοδικό: ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ, δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόµος ΚΑ, 1960, σελ. 510-512. Μέρτζιος Κ. Μέρτζιος Κων/νος: ο νοτάριος του Χάνδακα Μιχαήλ Μαράς, Κρητικά Χρονικά, τ. 15-16. Μητρώο Αρρένων: Μητρώο Αρρένων Κρύας Βρύσης – Φυλάσσεται στο ∆ήµο Λάµπης. Μπαλτά Ε.: Μπαλτά Ευαγγελία – Mustafa Oğuz, Το Οθωµανικό κτηµατολόγιο του Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2007. Νενεδάκης Α.: Νενεδάκης Ανδρέας: Οι Βουκέφαλοι, 1922, µυθιστόρηµα, Αθήνα χ.χ. Πάγκαλος Γ.: Πάγκαλος Γεώργιος: Περί του γλωσσικού ιδιώµατος της Κρήτης, τόµοι 6, Αθήνα, 1955-1970.


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

177

Παπαδάκης Κ.: Παπαδάκης Ηλ. Κωστής: Τοπωνυµικό της επαρχίας Αγ. Βασιλείου. Συνεκδίδεται µε τα πρακτικά του Συνεδρίου µας. Παπαδάκις Μ. 1978: Παπαδάκις Μιχάλης ∆ικηγόρος: Το Μοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα, 1978. Παπιοµύτογλου 1995: Γιάννης Ζ. Παπιοµύτογλου. Έγγραφα Ιεροδικείου Ρεθύµνης, 17ος-18ος αιώνας. Οι µεταφράσεις του «Βήµατος» Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1995. Πελαντάκης 1973: Θεόδωρος Πελαντάκης, Κρητική Επιθεώρησις, 6-11973, Νεκρολογία για τον Γεώργ. Ι. Γαβριλάκη. Πελαντάκης 1980: Θεόδωρος Στ. Πελαντάκης, Το Κέντρος και η Κρύα Βρύση, (σελίδες 59 – 80) στο συλλογικό τόµο: Τα ολοκαυτωµένα χωριά του Κέδρους. Ιστορία και παράδοση (Ανάτυπο από το περιοδικό Κρητική Εστία, τεύχη 256 – 259). Πελαντάκης 1985: Το ολοκαύτωµα του Κέντρους, Εφηµερίδα ΚΕΝΤΡΟΣ / Αυγ. – Σεπτ. 1985. Πελαντάκης Θ.: -Λαογραφικά τ’Άη Βασίλη: Του∆ιγενή η αµάδα (στ’Ακούµια) Του ∆ιγενή ο µούτης (Κρύα Βρύση). (Εφηµ. Κέντρος/Αυγ. 1994 - Με τον ορειβατικό στο Κέδρος. (Ρ.Ν./10-5-05). - Κέδρος S.O.S. /Ρ.Ν. 20-21/8/2005 Ανάγκη ανακαίνισης εκκλησίας και µητάτου. - Κέδρος Natura 2000/Ρ.Ν. 19-10-2007: (Ανάγκη προστασίας Κέδρους). - Παράδειγµα προς µίµηση (Άη Γιώργη Κλαπατά, ανακαίνιση). Ρ.Ν./1511-08. Πελαντάκης 1998: Τοπωνύµια του Κέδρους: Ανακοίνωση στο Συµπόσιο: ΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ (1998) τόµ. Β΄, σελ. 155 – 206. Πελαντάκης 2002: Πελαντάκης Θ. Στην εφηµερίδα Ρεθ. Νέα/17-4-2002. Επικήδειος λόγος στον Γεώργιο Ιω. Παπαδάκη. Πελαντάκης 2004: Η µάχη στο Κακό Ρυάκι. Σειρά άρθρων στην εφηµερίδα Ρεθυµνιώτικα Νέα (Αύγουστος 2004). Πελαντάκης 2004: Μαρτυρία για τους Τέσσερις Μάρτυρες. 30-10-04 (Πετρακάκης Μανόλης: Πήγαινε φαγητό στους Τέσσερις Μάρτυρες ένα έτος). Πελαντάκης 2005: Ερωτόκριτος. Θεατρική παράσταση του έργου το 1956 µε διδασκαλία και ευθύνη του Μιχ. Εµµ. Σκούληκα, Ρεθεµνιώτικα Νέα 27/8/2005. Πελαντάκης 2006: Η µάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάµπων (Ανακοίνωση στο ΙΑ΄ Κρητολογικό Συνέδριο Χανίων).


178

ΘΕΟ∆ΩΡΟΣ ΣΤΥΛ. ΠΕΛΑΝΤΑΚΗΣ

Πελαντάκης 2010: Αναδάσωση στο Κέδρος, εφηµ. Ρεθεµνιώτικα Νέα, 24/11/2010. Πελεκανάκης 2009: Πελεκανάκης Αιµίλιος, Αρχιτέκτονας: Το θολιαστό µητάτο του Κέδρους (Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας). Πεπονάκης Μ. 1997: Μανόλης Γ. Πεπονάκης, Εξισλαµισµοί και επανεχριστιανισµοί στην Κρήτη (1645 – 1899). Νέα Χριστιανική Κρήτη, παράρτηµα αρ. 2, Ρέθυµνο 1997. Πλουµίδης, 1985: Πλουµίδης Γεώργιος. Αιτήµατα και πραγµατικότητα των Ελλήνων της Βενετοκρατίας (1554-1600). Πολιτιστ. Σύλλογος Ηµερολόγιο 2004 (κείµενα: Θ. Πελαντάκης) Κρύας Βρύσης Ηµερολόγιο 2008 (κείµενα: Γ. Μαυροτσουπάκης) Ηµερολόγιο 2007 - Ηµερολόγιο 2009 (κείµενα: Γ. Μαυροτσουπάκης). Σαρηγιάννης 2000: Σαρηγιάννης Μαρίνος, Ιεροδικείο Ηρακλείου, πέµπτος κώδικας (1673 - 1675, 1688 - 1689), επιµ. Ε. Α. Ζαχαριάδου, Ηράκλειο 2008. Σκούληκας 1980: Μιχαήλ Εµµ. Σκούληκας: Το όρος Κέδρος (1999). Γέροντες, Κάτω Κέρας, Κρύα Βρύση, 2001 Σπανάκης 1991: Σπανάκης Στέργιος Γ., Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασµα των αιώνων, τόµοι 2 µε ενιαία σελιδαρίθµηση. Ηράκλειο 1991. Σταυράκης 1881: Σταυράκης Νικόλαος: Στατιστική του Πληθυσµού της Κρήτης, 1881. Σταυριδάκης Κλ. (2009): Σταυριδάκης Κλεόνικος: Η βρώσιµη χλωρίδα της επαρχίας Αγ. Βασιλείου. (Ανακοίνωση στο Συνέδριό µας, τόµος Γ΄). Σταυρινίδης Ν. 1975: Σταυρινίδης Νικόλαος, Μεταφράσεις τουρκικών ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης, τ. Α΄Ε΄, Ηράκλειο 1975 – 1987. Σταυρινίδης Ν. 1987: Σταυρινίδης Νικόλαος, Απογραφικοί Πίνακες της Κρήτης, (του Στ. Σταυράκη) Κρητικά Χρονικά 22 (1970) 119 – 132. Σταυρουλάκης Α., 1983: Σταυρουλάκης Ανδρέας: Ο «Μποζοργάτης», Προµηθεύς ο Πυρφόρος τ. 36 (1983) σελ. 337-340. Στρατιδάκης 2009: Στρατιδάκης Ζαχαρίας: ∆ιδακτορική διατριβή, Ρέθυµνο 2009. Στρατολογικό µητρώο: Στρατολογικό Γραφείο Ρεθύµνου. Τιτόπουλος ∆ηµήτρης: Κρύα Βρύση. αναρριχητικά νέα. Περιοδικό του βουνού - Κορφές, τεύχος 201 (Ιαν. - Φεβρ. 2010, σελ. 16-17).


ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

179

Τσιγδινός Γ. 1998: Γεώργιος Ν. Τσιγδινού, ∆άσκαλος, Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος (στον Κισσό Αγ. Βασιλείου), Ρέθυµνο 1998. Τωµαδάκης 1947: Νικόλαος Β. Τωµαδάκης. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος και η Κρήτη κατά το 1400. Αθήναι 1947. Φασατάκης Ν. 1985: Φασατάκης Νικόλαος, Η Λαογραφία των Μελάµπων Ρεθύµνης, κοινωνική ζωή, Αθήνα 1985. Φασατάκης Ν. 2001: Φασατάκης Νικόλαος, Αγωνιστές και θύµατα της τ. επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης (1866 – 1897), Αθήνα 2001. Φασατάκης Ν. 2003: Φασατάκης Νικόλαος, Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης. Ιστορία – Πολιτισµός – Εκπαίδευση, Αθήνα 2003. Φωτάκης Γ. 2009: π. Φωτάκης Γεώργιος, 254 τοπωνύµια του Κέδρους µε φωτογραφική απεικόνιση. Ανακοίνωση στο Συνέδριο για την π. επαρχία Αγίου Βασιλείου, τόµος Γ΄. Χατζηδάκης Α. 2003: Χατζηδάκης Αριστόδηµος. Τα λίθινα γεφύρια του Ν. Ρεθύµνου, Ρέθυµνο 2003. Ψιλάκης Β. 1909: Ψιλάκης Βασίλειος: Ιστορία της Κρήτης. Α΄ έκδοση 1909. Μεταγλωττισµένη x.x. Ψιλάκης Ν. 2007: Τ.Α.Β. Spratt: Ταξίδια και έρευνες στην Κρήτη του 1850 (µετάφραση Μαρία Ψιλάκη, τόµοι 2, Ηράκλειο 2007). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών) Βενετοτουρκικές συγκρούσεις (1684 – 1698), τόµ. ΙΑ΄, 19 – 38.



ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

Επισκόπηση της εκπαιδευτικής ιστορίας του Αγίου Βασιλείου Γέννηση και επέκταση του σχολικού δικτύου κατά την εκατονταετία 1836 - 1940

Η γέννηση της εκπαίδευσης στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου υπήρξε εξαιρετικά πρόωρο γεγονός για τα δεδοµένα της Κρητικής υπαίθρου, αφού το Άγιο Πνεύµα λειτούργησε ως σχολείο των κοινών γραµµάτων ήδη από το έτος 1836 και από το 1841 ως αλληλοδιδακτικό1. Ήταν το τέταρτο χρονολογικά σχολείο που λειτούργησε στο διαµέρισµα Ρεθύµνου, µετά από εκείνα της πόλης του Ρεθύµνου το 17952, της Πηγής, που ξεκίνησε τα λειτουργία του το 18343, και του Βιζαρίου, που λειτούργησε µόνο κατά το σχολικό έτος 1835-364. Σε παγκρήτιο επίπεδο το σχολείο του Αγίου Πνεύµατος ήταν το όγδοο κατά σειρά ίδρυσης5. Για την προσφορά του Αγίου Πνεύµατος στην εκπαίδευση, στοιχειώδη, µέση και εκκλησιαστική, έχουν γραφτεί πολλά, από έγκριτους ερευνητές, όπως ο επίσκοπος Ευµένιος, ο Μιχαήλ Πρεβελάκις, ο Μιχάλης Παπαδάκης, ο Γιώργος Τσιγδινός, ο Νίκος Φασατάκης και δεν χρειάζεται ν’ αναφερθώ ειδικότερα σ’ αυτήν. Το σχολείο του Αγίου Πνεύµατος εισήγαγε την αλληλοδιδακτική µέθοδο στην ύπαιθρο του Ρεθύµνου6 και επέκτεινε την εκπαίδευση της επαρχίας Αγίου Βασιλείου σε έξι χωριά, 1. Για τα σχολεία της µονής Αγίου Πνεύµατος (κοινό, αλληλοδιδακτικό, ελληνικό και ιεροδιδασκαλείο), βλ. Ιωάννου 1871, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, 25, 34-35, Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 2, Ε. Ε. Κ. Π., φ. 47 (3-9-1905), Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 5-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 112, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923A, 29, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 833834, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 133-134, Κρητική Επιθεώρησις, φ. 9-4-1940, Κρητική Επιθεώρησις, φ. 19-4-1940, Κασσιµάτης 1953, 128, Παπαδάκης Μ. 1980, 3, 169, 180, Τσιγδινός 1998, 28, Φασατάκης 2003, 349, Στρατιδάκης 2006A, 245-246 κ.α. 2. Ευαγγελίδης 1936, 167. 3. Pashley 1991, 108, Γενεράλις 1931, 62, Στρατιδάκης 2006A, 224-225. 4. Πρεβελάκης Μ., 1939, 192. 5. Στρατιδάκης 2006A, 393-404. 6. Στρατιδάκης 2006Β (υπό εκτύπωση).


182

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

στα Σελλιά, στη Μύρθιο, στις Μέλαµπες, στο Σπήλι, στα Λευκόγεια και στον Νεφς Άγιο Βασίλειο. Τα σχολεία των Σελλιών7 και της Μύρθιου8 πρωτολειτούργησαν το 1840, των Μελάµπων9 τουλάχιστον το 1848 και του Σπηλίου10, των Λευκογείων11 και του Αγίου Βασιλείου12 το 1858. Κατά την περίοδο της Ηµιαυτονοµίας η επέκταση του σχολικού δικτύου του Αγίου Βασιλείου ακολούθησε ταχείς ρυθµούς. Μέχρι το τέλος της ιδρύθηκαν 16 σχολεία, στο Ροδάκινο13, στον Κεραµέ14 και στο 7. Για τα σχολεία των Σελλιών (δηµοτικό, παρθεναγωγείο και αναλφαβήτων), βλ. Ραδάµανθυς, φ. 6 (7-3-1863), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Βυβιλάκης 1879, 75, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, Κασσιµάτης 1953, 127, Παπαδάκης Μ. 1978, 154, Φασατάκης 2003, 381, Ανδρεδάκης 2003, 126-171, Στρατιδάκης 2006Α, 254 κ.α. 8. Για τα σχολεία της Μύρθιου (δηµοτικό, ελληνικό και παρθεναγωγείο), βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 1, Παπαδάκης Μ. 1978, 276, Γενεράλις 1931, Κρήτη, φ. 1039 (7-61889), Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Κασσιµάτης 1953, 125, Στρατιδάκης 2006Α, 254-255 κ.α. 9. Για τα σχολεία των Μελάµπων (δηµοτικό, παρθεναγωγείο και γυµνασιακό παράρτηµα), βλ. Ιωάννου 1871, Βυβιλάκης 1879, 29, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Γενεράλις 1941, 68, 75-76, Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Ψιλάκης Ν. 1993-94, 432-434, Μέλαµπες 1992, 5, Φασατάκης 2003, 329-332, Στρατιδάκης 2006Α, 258 κ.α. 10. Για τα σχολεία του Σπηλίου (κοινοτικό, δηµοτικό, γραµµατοδιδασκαλείο, ελληνικό, παρθεναγωγείο και γυµνασιακό παράρτηµα) βλ. Ευµένιος Λάµπης 1899, 23, Γενεράλις 1931, 9, Κρήτη φ. 603 (27-6-1881), Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Ε. Ε. Κ. Π., φ. 47 (3-9-1905), Κασσιµάτης 1953, 127, Μανουράς Στ. 1983, 302, Στρατιδάκης 2006Α, 248 κ.α. 11. Για το σχολείο των Λευκογείων, βλ. Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Κασσιµάτης 1953, 124, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Στρατιδάκης 2006Α, 255-256 κ.α. 12. Για το σχολείο του Νεφς Αγίου Βασιλείου, βλ. Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 125, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Σταυρουλάκης 1993, 195-200, Στρατιδάκης 2006Α, 251 κ.α. 13. Για τα σχολεία του Ροδάκινου, Πάνω και Κάτω (δηµοτικά και παρθεναγωγείο), βλ. Ιωάννου 1871, Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Κασσιµάτης 1953, 126, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Φασατάκης 2003, 374-375, Στρατιδάκης 2006Α, 253 κ.α. 14. Για το σχολείο του Κεραµέ, βλ. Ιωάννου 1871, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Μαλαµατάκης 1939, 171, Κασσιµάτης 1953, 124, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Παπαδάκης Κ. 1997, 149-159, Φασατάκης 2003, 361, Στρατιδάκης 2006Α, 256-257 κ.α.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

183

Βάτο15 το 1870, στον Ασώµατο16 το 1872, στο Μιξόρρουµα17 και στη Λαµπηνή18 το 1875, στα Αγκουσελιανά19 (τότε Κουσελιανά), στον Άγιο Ιωάννη τον Καµένο20, στο Κεντροχώρι21 (τότε ∆ουµαεργιό), στην Κρύα Βρύση22, στη Μουρνέ23, στα Σακτούρια24 και στα Ακούµια25 το 1880, στου Μαριού26 και στην Κοξαρέ27 το 1884 και στις Καρήνες28 το 1889. 15. Για το σχολείο του Βάτου, βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Κασσιµάτης 1953, 122, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Παπαδάκης Μ. 1996, 35-37, Φασατάκης 2003, 353, Στρατιδάκης 2006Α, 260 κ.α. 16. Για το σχολείο του Ασώµατου, βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 121, Παπαδάκης Μ. 1978, Στρατιδάκης 2006Α, 256 κ.α. 17. Για τα σχολεία του Μιξορρούµατος (γραµµατοδισκαλείο και δηµοτικό), βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 125, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 249 κ.α. 18. Για το σχολείο της Λαµπηνής, βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 249-250 κ.α. 19. Για τα σχολεία των (Αγ)κουσελιανών (γραµµατοδιδασκαλείο και δηµοτικό), βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Κασσιµάτης 1953, 120, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Στρατιδάκης 2006Α, 251 κ.α. 20. Για το σχολείο του Αγίου Ιωάννη, βλ. Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 120, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Φασατάκης 2003, 347, Στρατιδάκης 2006Α, 252 κ.α. 21. Για το σχολείο του Κεντροχωριού, βλ. Ιωάννου 1871, Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, ένθετα φύλλα, Ευµένιος Λάµπης 1899, Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης Μ. 1980, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 246-247 κ.α. 22. Για τα σχολεία της Κρύας Βρύσης (γραµµατοδιδασκαλείο και δηµοτικό), βλ. Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Φασατάκης 2003, 369, Στρατιδάκης 2006Α, 247 κ.α., Α.∆.Σ. Κρύας Βρύσης Ιστορία. 23. Για το σχολείο της Μουρνές, βλ. Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 125, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Α.∆.Σ. Μουρνές Ιστορία, 1, Παπαδογιάννης 1984, 36-37, Στρατιδάκης 2006Α, 253 κ.α. 24. Για το σχολείο των Σακτουρίων, βλ. Κρήτη, φ. 1039 (7-6-1889), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 127, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 257 κ.α. 25. Για τα σχολεία των Ακουµίων (δηµοτικό και παρθεναγωγείο), βλ. Κρήτη, φ. 1039 (7-61889), Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Κασσιµάτης 1953, 120, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Πατεράκης Μ. 1985, 38-39, 90-91, Στρατιδάκης 2006Α, 259 κ.α. 26. Για τα σχολεία του Μαριού (γραµµατοδιδασκαλείο και δηµοτικό), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ. 1901-1905, αίτηση µε ηµεροµηνία 3-10-1901, Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης 1978, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 255 κ.α. 27. Για τα σχολεία της Κοξαρές (γραµµατοδιδασκαλείο, δηµοτικό και ελληνικό), βλ. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899-1900, Κασσιµάτης 1953, 124, Παπαδάκης Μ. 1978, 157, Στρατιδάκης 2006Α, 250 κ.α. 28. Για τα σχολεία των Καρηνών (γραµµατοδιδασκαλείο και δηµοτικό), βλ. Κρήτη, φ.


184

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

Το σχολείο του Κεντροχωριού (τότε Βουιδοµαγεριό) έκλεισε το 1904, λίγο µετά την επαναλειτουργία σχολείου στοιχειώδους εκπαίδευσης στο Άγιο Πνεύµα. Επί Αυτονοµίας λειτούργησαν 4 ακόµη σχολεία, στον Άη Γαλήνη29 και στη ∆ρύµισκο30 το 1899, στο Άγιο Πνεύµα την περίοδο 1900-1932 (επαναλειτουργία) και στου Γιαννιού31 το 1910. Μετά την Ένωση και µέχρι τις παραµονές του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου προστέθηκαν 11 σχολεία, στους οικισµούς Άρδακτος32 το 1917, Άγιος Βασίλειος (επαναλειτουργία), Ατσιπάδες33 και Καλή Συκιά34 το 1918, Ορνέ35 το 1919, ∆αριβιανά36 το 1922, Φραττί37 το 1928, Κεντροχώρι το 1929 (επαναλειτουργία), Ακτούντα38 το 1931, Κισσός39 το 1932 (παράλληλα µε την οριστική κατάργηση του σχολείου στο Άγιο Πνεύµα) και Πλατανές40 το 1935. Στις παραµονές του Πολέµου το σχολικό δίκτυο του Αγίου Βασιλείου απαρτιζόταν από 34 στοιχειώδη σχολεία, ποσοστό 20% του συνόλου του 1039 (7-6-1889), Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 16, Κασσιµάτης 1953, 123, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Φασατάκης 2003, 358, Στρατιδάκης 2006Α, 251 κ.α. 29. Για το σχολείο του Αγίου Γαλήνη, βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899-1900, Κασσιµάτης 1953, 120, Αυγουστάκης 1983, Φασατάκης 2003, 317-318, Στρατιδάκης 2006Α, 259 κ.α. 30. Για τα σχολεία της ∆ρυµίσκου (γραµµατοδιδασκαλείο και δηµοτικό), βλ. Κασσιµάτης 1953, 123, Στρατιδάκης 2006Α, 257 κ.α. 31. Για το σχολείο του Γιαννιού, βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Β, Μαλαµατάκης 1939, 171, Κασσιµάτης 1953, 123, Στρατιδάκης 2006Α, 256 κ.α. 32. Για το σχολείο του Αρδάκτου, βλ. Μαλαµατάκης 1939, 170, Κασσιµάτης 1953, 121, Φασατάκης 2003, 351, Στρατιδάκης 2006Α, 260 κ.α. 33. Για το σχολείο των Ατσιπάδων, βλ. Κασσιµάτης 1953, 121, Στρατιδάκης 2006Α, 252 κ.α. 34. Για το σχολείο της Καλής Συκιάς, βλ. Κασσιµάτης 1953, 123, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 192324, 41, Στρατιδάκης 2006Α, 253 κ.α 35. Για το σχολείο της Ορνές, βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 30, Κασσιµάτης 1953, 126, Στρατιδάκης 2006Α, 248 κ.α. 36. Για το σχολείο των ∆αριβιανών, βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 26, Κασσιµάτης 1953, 123, Στρατιδάκης 2006Α, 249 κ.α. 37. Για το σχολείο του Φρατί, βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 139, Κασσιµάτης 1953, 127, Στρατιδάκης 2006Α, 250 κ.α. 38. Για το σχολείο των Ακτούντων, βλ. Κασσιµάτης 1953, 121, Στρατιδάκης 2006Α, 260 κ.α. 39. Για το σχολείο του Κισσού, βλ. Α.∆.Σ. Κισσού, Μαθητολόγιον 1929-, Κασσιµάτης 1953, 123, Φασατάκης 2003, 349, 367, Στρατιδάκης 2006Α, 247 κ.α. 40. Για το σχολείο του Πλατανέ, βλ. Κασσιµάτης 1953, 126, Στρατιδάκης 2006Α, 247 κ.α.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

185

νοµού Ρεθύµνης, στον οποίο λειτουργούσαν 178 συνολικά σχολεία41. Τα σχολεία του Αγίου Βασιλείου συγκροτούσαν ένα επιµέρους σχολικό δίκτυο, µε ένα σχολικό κέντρο δεύτερης τάξης (Άγιο Πνεύµα), ένα σχολικό κέντρο τρίτης τάξης (Μέλαµπες), δύο τέταρτης τάξης (Σπήλι και Μύρθιος), δύο πέµπτης τάξης (Σελλιά και Μιξόρρουµα), οκτώ έκτης τάξης και 18 σχολικά κέντρα έβδοµης τάξης42. Η κατάταξη αυτή των σχολείων αντιπροσωπεύει αυστηρά την ανάπτυξη του σχολικού δικτύου, σε πόσα δηλαδή επίπεδα επέκτεινε κάθε σχολείο την εκπαίδευση, και δεν έχει αξιολογική χροιά. Στα παραπάνω σχολεία θα πρέπει να προστεθούν και έξι παρθεναγωγεία, που λειτούργησαν για σύντοµο χρονικό διάστηµα: στο Σπήλι το σχολικό έτος 1899-1900 και την περίοδο 1901-1915, στις Μέλαµπες από το 1899 µέχρι το 1911, στη Μύρθιο από το 1899 µέχρι το 1909, στα Ακούµια από το 1901 µέχρι το 1924, στα Σελλιά από το 1903 µέχρι το 1905 και από το 1908 µέχρι το 1911 και στο Ροδάκινο µόνο κατά το σχολικό έτος 1910-191143. Η µικρή διάρκεια λειτουργίας των παρθεναγωγείων, ιδιαίτερα στα κτηνοτροφικά χωριά, οφείλεται στο φαινόµενο των επιφυλάξεων για τη φοίτηση των κοριτσιών από τις οικογένειές τους. Οι επιφυλάξεις αυτές είχαν να κάνουν µε τη διακοπή της συµµετοχής των κοριτσιών στην πρωτογενή παραγωγική διαδικασία, µε την πρώιµη εγχρήµατη εργασία των κοριτσιών των φτωχών οικισµών ως υπηρετριών στο Σπήλι και στο Ρέθυµνο, µε την αδυναµία καταβολής των εκπαιδευτικών τελών, µε την αντίληψη ότι τα γράµµατα βλάπτουν τα κορίτσια, δίνοντάς τους τη δυνατότητα ερωτικής αλληλογραφίας, µε την αντίληψη των κτηνοτροφικών κοινωνιών ότι τα κορίτσια βρίσκονται σε ηλικία γάµου ήδη από τα 13 µε 14 τους χρόνια, µε την αύξηση του κινδύνου απαγωγής τους, αφού ξέφευγαν από την οικογενειακή εποπτεία και µε την αντίσταση των τοπικών κοινωνιών (οι οποίες κοινωνικοποιούσαν τα παιδιά µε παραδοσιακούς τρόπους) στη σχολική κοινωνικοποίηση, η οποία επιβαλλόταν από την εκάστοτε εξουσία. Ο τελευταίος λόγος ίσχυε και σε ότι αφορούσε τη φοίτηση των αγοριών, σε µικρότερη οπωσδήποτε κλίµακα44. ∆εν λειτούργησαν, όµως, µόνο στοιχειώδη σχολεία στον Άη Βασίλη κατά την εκατονταετία 1836-1940. Στο Άγιο Πνεύµα ελληνικό σχολείο λειτούργησε από το 1870. Ήταν το δεύτερο δευτεροβάθµιο ίδρυµα (ταυ41. Στρατιδάκης 2006Α, 396-398. 42. Στρατιδάκης 2006Α, 279. 43. Στρατιδάκης 2006Α, 428. 44. Στρατιδάκης 2006Α, 293-301.


186

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

τόχρονα µε εκείνο του Μοναστηρακιού Αµαρίου45), που λειτούργησε στο διαµέρισµα Ρεθύµνου, µετά από εκείνο της πόλης του Ρεθύµνου46, που είχε ξεκινήσει να λειτουργεί το 1805. Στη σχολή Αγίου Πνεύµατος κατά τα σχολικά έτη 1887-88 και 1888-89 λειτούργησε και ανώτερο τµήµα, αντίστοιχο του Γυµνασίου, η λειτουργία του οποίου διακόπηκε από τα επαναστατικά γεγονότα του 1889 και επαναλήφθηκε το 1894. Μετά το 1881 και τον Πρώτο περί Παιδείας Νόµο της Ηµιαυτονοµίας, τάξεις ελληνικού σχολείου άρχισαν να λειτουργούν στη Μύρθιο, στο Σπήλι, στις Μέλαµπες και στην Κοξαρέ47. Το ελληνικό σχολείο της Μύρθιου λειτουργούσε ως πλήρες τριτάξιο και τα υπόλοιπα ως µονοτάξια. Και τα πέντε ελληνικά σχολεία του Αγίου Βασιλείου καταργήθηκαν το έτος 1909, στα πλαίσια της συνολικής κατάργησής τους από την Κρητική Πολιτεία. Μια δεκαετία αργότερα έγινε έναρξη λειτουργίας γυµνασιακών τάξεων στο Σπήλι, για τις οποίες µελέτη έχει εκπονήσει ο Ν. Φασατάκης. Στα παραπάνω σχολικά ιδρύµατα θα πρέπει να προστεθούν τα γραµµατοδιδασκαλεία, ιδιοσυντήρητα και δηµόσια, που λειτούργησαν κατά περιόδους, στα Αγκουσελιανά, στην Κοξαρέ, στο Μιξόρρουµα, στα Ακτούντα, στο Βάτο, στο Άγιο Πνεύµα, στις Καρήνες, στην Κρύα Βρύση, στη ∆ρύµισκο, στου Μαριού και στη Λαµπηνή. Το γραµµατοδιδασκαλείο της Λαµπηνής ήταν το τελευταίο που έκλεισε στο νοµό Ρεθύµνης, το έτος 1918. Ανακεφαλαιώνοντας, στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου λειτούργησαν κατά την εξεταζόµενη περίοδο 57 σχολεία στοιχειώδους και µέσης εκπαίδευσης. Σ’ αυτά θα µπορούσαν να προστεθούν τα σχολεία αναλφαβήτων που λειτούργησαν κατά καιρούς από ιδιωτικούς φορείς, όπως η Νυκτερινή Σχολή Αναλφαβήτων στα Σελλιά, που ιδρύθηκε το 1910 από τον σύλλογο «Ο Φοίνιξ»48. Ως προς τους χώρους διεξαγωγής της µαθησιακής διαδικασίας, τα σχολεία του Αγίου Βασιλείου στεγάστηκαν αρχικά σε ιδιωτικούς και εκκλησιαστικούς χώρους και σε εγκαταλειφθέντα µουσουλµανικά τεµένη. 45. Για το ελληνικό σχολείο Μοναστηρακιού, βλ. κυρίως Ευµένιος Λάµπης 1899, 22, 79, Ανδρουλάκης 1990, 94-101, Γενεράλις 1931, Γενεράλις 1941, 78-80, Παπαδάκης Μ. 1978, 276, Μανουράς 1980, 221, Στρατιδάκης 2006Α, 234. 46. Για το ελληνικό σχολείο της πόλης του Ρεθύµνου, βλ. κυρίως Κριτοβουλίδης 1859, 312, ∆ρανδάκης 1950, 17-18, Μανουράς 1988, 7-28, Μανουράς 2001, 201-244. 47. Στρατιδάκης 2006Α, 278. 48. Ανδρεδάκης 2003, 126-171.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

187

Το πρώτο κτήριο που ανεγέρθηκε για να λειτουργήσει ως διδακτήριο ήταν του Αγίου Πνεύµατος το 1836. Οι εγκαταστάσεις της µονής είχαν πυρποληθεί τον Ιούνιο του 1821 και χρειάστηκε να ανοικοδοµηθούν, προκειµένου να στεγάσουν τις νέες, εκπαιδευτικές, ανάγκες. Ακολούθησαν κοινοτικά διδακτήρια στα Σελλιά το 184049, στη Μύρθιο50 (εκκλησιαστικό) το 1860, στον Κεραµέ51 το 1870, στο Μιξόρρουµα52 το 1875, στη Μουρνέ53 προ του 1882, στον Άγιο Βασίλειο54 περί το 1890 (πυρπολήθηκε κατά την επανάσταση του 1897-98) και στου Μαριού55 προ του 1899. Προ του 1900 ανεγέρθηκε εκκλησιαστικό διδακτήριο 49. Για τα τρία διδακτήρια των Σελλιών (κοινοτικό και δύο δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1369/21-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 75, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 822-823, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 114, Α.∆.Σ. Σελλιών Ιστορία, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 183-185, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 84, Στρατιδάκης 2006Α, 254. 50. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Μύρθιου (κοινοτικά και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ. 1900-1901, 4, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1045/7-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 88, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 39, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 850, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 115, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 141, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 65, Στρατιδάκης 2006Α, 254. 51. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Κεραµέ (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2036/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 101-102, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 85, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 36, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 828, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 121, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1949-50, 149, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 97, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 48, Παπαδάκης Κ. 1997, 149-159, Στρατιδάκης 2006Α, 256-257 κ.α. 52. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Μιξορρούµατος (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 5-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 97-98, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 24, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 856, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 139, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 63, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, 66, Στρατιδάκης 2006Α, 249 κ.α. 53. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Μουρνές (κοινοτικά και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 26-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 98-99, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 27, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 857-858, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 192829, 137, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 144, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, 65, Στρατιδάκης 2006Α, 253 κ.α. 54. Για το διδακτήριο του Νεφς Αγίου Βασιλείου, βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 93, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 819, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 150, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 3, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Μητρώον 1973Α, 2, Στρατιδάκης 2006Α, 250-251 κ.α. 55. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Μαριού (κοινοτικό, ιδιωτικές οικίες και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1031/7-41911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 56, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 55, Στρατιδάκης 2006Α, 255 κ.α.


188

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

στην Κοξαρέ56. Το 1900 ανεγέρθηκαν κοινοτικά διδακτήρια στον Άγιο Ιωάννη57, στα Αγκουσελιανά58 (το µόνο στον Άγιο Βασίλειο µε βοήθεια της Κρητικής Πολιτείας) και στη ∆ρύµισκο59, εκκλησιαστικό το τελευταίο. Προ του 1901 ανεγέρθηκαν κοινοτικά διδακτήρια στις Καρήνες60, στην Κρύα Βρύση61, στο Ροδάκινο62, στα Σακτούρια63 και εκκλησια56. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Κοξαρές (εκκλησιαστικό και δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 5-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 79, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 22, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 845-846, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 138, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 103-104, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 50, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 49, Στρατιδάκης 2006Α, 250 κ.α. 57. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Αγίου Ιωάννη (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899-1900, Γ.Α.Κ.-Ι. Α. Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2004/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 72, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 41, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 848, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 111, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 5Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 4, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, Στρατιδάκης 2006Α, 252-253 κ.α. 58. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των (Αγ)κουσελιανών (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899-1900, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 11, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1432/26-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 70-71, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 98, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 21, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 818, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 150, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 9, Στρατιδάκης 2006Α, 251. 59. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της ∆ρυµίσκου (εκκλησιαστικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2006/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 99, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 86, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 830, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 192829, 119, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 69, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 121, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 104, Στρατιδάκης 2006Α, 257 κ.α. 60. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Καρηνών (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Φάκελος 1910Α, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 5-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 115, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 860, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 85, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 43, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 42, Στρατιδάκης 2006Α, 251. 61. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Κρύας Βρύσης, Πάνω και Κάτω (κοινοτικό και δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ Ν. Ρεθύµνης 3, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 6, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1293/20-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 191516, 111, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 82, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 29, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 192728, 821, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 132, Στρατιδάκης 2006Α, 247 κ.α. 62. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Ροδάκινου, Πάνω και Κάτω (ιδιωτικό, κοινοτικό και δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 2, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2010/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 73-74, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 113, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 175, , Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, 82, Στρατιδάκης 2006Α, 253-254 κ.α. 63. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Σακτουρίων (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 5, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2007/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 106, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

189

στικό στα Λευκόγεια64. Στο Βάτο65 κοινοτικό διδακτήριο ανεγέρθηκε το 1908. Προ του 1910 ανεγέρθηκαν κοινοτικά διδακτήρια στον Ασώµατο66, στις Μέλαµπες67 και στο Σπήλι68. Στη Λαµπηνή69 κοινοτικό διδακτήριο ανεγέρθηκε προ του 1911, στις Ατσιπάδες70 (µε επισκευή του 1916-19, 82, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 33, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 837, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 126, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 181-182, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 83, Στρατιδάκης 2006Α, 257-258. 64. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Λευκογείων (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 4, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Ε, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2015/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 86, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 37, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 827, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 117, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, Στρατιδάκης 2006Α, 254-255 κ.α. 65. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Βάτου (ιδιωτικές οικίες, κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1119/13-41911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 103, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 85, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 34, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 831, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 45-46, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 101, Στρατιδάκης 2006, 260 κ.α. 66. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Ασώµατου (κοινοτικό, ναός και δηµόσιο), βλ. 157, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Β, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 2023/2-6-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 87, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 38, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 824-825, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 117, Στρατιδάκης 2006Α, 256 κ.α. 67. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Μελάµπων (ιδιωτικές οικίες, κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Β, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 6-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 108-109, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 82, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 32, Α.∆.Σ. Μελάµπων φ. Στατιστικής, Α.∆.Τ.Υ. ΥΠΕΠΘ, Φάκελος 237, χωρίς χρονολογία, 6/τάξιον Μελάµπων Ρεθύµνης, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 839, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 128, Προµηθεύς Πυρφόρος, τ. 295 (1937), Προµηθεύς Πυρφόρος, τ. 299 (1937), Προµηθεύς Πυρφόρος, τ. 335 (1940), Μαλαµατάκης 1939, 126, 170, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. 1950-51, 129-130, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 56, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 57, Α.∆.Τ.Υ. ΥΠΕΠΘ, φάκελος 237 Στρατιδάκης 2006Α, 258-259 κ.α. 68. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Σπηλίου (ιδιωτικές κατοικίες, κοινοτικό και δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Γ, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1048/7-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 113-114, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 191619, 100, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 842, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 134-137, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 185, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 472, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 84, Στρατιδάκης 2006Α, 248-249 κ.α. 69. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Λαµπηνής (κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.Ι. Α. Κ. 1911Α, έγγραφο µε αριθµ. πρωτ. εισαγωγής 1306/20-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1918-19, 43, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 25, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 855, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 140, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 115, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 53, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 52, Στρατιδάκης 2006Α, 250 κ.α. 70. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Ατσιπάδων (ιδιωτικές οικίες, τέµενος και δηµόσια), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923-24, 23, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 844, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 151, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 41-42, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 24, Στρατιδάκης 2006Α, 252.


190

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

µουσουλµανικού τεµένους) το 1922, στον Άγιο Γαλήνη71 (διασκευασµένο, προερχόµενο από αγορά) το 1924, στα ∆αριβιανά72 το 1925 και στην Ορνέ73 το 1926. ∆ηµόσια σχολεία ανεγέρθηκαν στις Καρήνες το 1926, στου Μαριού και στην Καλή Συκιά74 το 1927, στου Γιαννιού75, στην Κοξαρέ και στον Ασώµατο (δεύτερο) το 1929, στο Φραττί76, στο Ροδάκινο (προσθήκη ορόφου), στα Σελλιά, στον Άη Γαλήνη (δεύτερο) και στα Λευκόγεια το 1930, στο Κεντροχώρι77 το 1931, στα Αγκουσελιανά και στις Ατσιπάδες το 1932, στα Ακούµια78 και στα Ακτούντα79 το 1937, στο Σπήλι το 1938, 71. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Αγίας Γαλήνης (ιδιωτικές οικίες, εκκλησιαστικό, κοινοτικό και δηµόσια), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911, έγγραφο µε ηµεροµηνία αριθµ. πρωτ. εισαγ. 8-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 107, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916, 81, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923, 31, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927, 840-841, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928, 130, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 130, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 3, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 4, Στρατιδάκης 2006Α, 259 κ.α. 72. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των ∆αριβιανών (ναός, κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 853, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 138, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 67, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 38, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 37, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, 40, Στρατιδάκης 2006Α, 249 κ.α. 73. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Ορνές (ναός, κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 820, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 131, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 153, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 132, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. 1973Α, 115, Στρατιδάκης 2006Α, 248 κ.α. 74. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια της Καλής Συκιάς (ναός και δηµόσιο), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 847, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 112, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 79, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 124, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 107, Στρατιδάκης 2006Α, 253 κ.α. 75. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Γιαννιού (ιδιωτικές οικίες και δηµόσιο), βλ. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 63, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 120, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β, 103, Στρατιδάκης 2006Α, 256 κ.α. 76. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Φρατί (ιδιωτική οικία και δηµόσιο), βλ. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 191-192, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 87, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 86, Στρατιδάκης 2006Α, 250 κ.α. 77. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Κεντροχωριού (ιδιωτικές οικίες, Άγιο Πνεύµα και δηµόσιο), βλ. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 99, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 47, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 46, Στρατιδάκης 2006Α, 246-247). 78. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Ακουµίων (ιδιωτικές οικίες, ναός, κοινοτικό και δηµόσιο), βλ. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901, 7, Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α, έγγραφο µε ηµεροµηνία 19-4-1911, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16, 104, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 83-84, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28, 835, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 124, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 13, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 10, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 9, Στρατιδάκης 2006Α, 259 κ.α. 79. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια των Ακτούντων (ιδιωτικές οικίες και δηµόσιο), βλ.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

191

στον Άρδακτο80 και στον Πλατανέ81 το 1939 και στον Κισσό82 το 1940. Οι παραπάνω χρονολογίες αναφέρονται στην αποπεράτωση των διδακτηρίων και όχι στην έναρξη των εργασιών οικοδόµησής τους. Έτσι, το δεύτερο σχολείο του Κεραµέ άρχισε να οικοδοµείται το 1927 και αποπερατώθηκε το 1954, ενώ οι αντίστοιχες χρονολογίες για τις Μέλαµπες είναι 1940 και 1953. Αλλά και οι χρονολογίες αποπεράτωσης είναι σχετικές, αφού πολλά σχολεία στεγάστηκαν στα ηµιτελή διδακτήρια κατά την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Πόλεµο (Κισσός κ.α.), όταν έγινε φανερό ότι οι πολεµικές συνθήκες αποµάκρυνε την ολοκλήρωση των διδακτηρίων στο απώτερο µέλλον. Τα διδακτήρια αυτά αποπερατώθηκαν ουσιαστικά κατά τη δεκαετία του 1960, µαζί µε άλλα που καταστράφηκαν από τους κατακτητές και οικοδοµήθηκαν από το µηδέν (Ροδάκινο, Κρύα Βρύση, Σακτούρια και Κοξαρέ). Άρα, το απόγειο του σχολικού δικτύου του Αγίου Βασιλείου τοποθετείται στις παραµονές του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, αφού από εκεί και πέρα άρχισε ουσιαστικά η συρρίκνωσή του. Ένα µεταγενέστερο σηµείο αιχµής παρουσιάστηκε µεταξύ των ετών 1969-70, σηµείο όµως που θα πρέπει να θεωρηθεί πλασµατικό, αφού η αύξηση των σχολείων υπήρξε βραχύβια και οφείλεται αποκλειστικά στην προσπάθεια προσεταιρισµού των αγροτικών κοινωνιών από το δικτατορικό καθεστώς. Το σχολικό δίκτυο του Αγίου Βασιλείου ήταν ευρύ και οµοιογενές και υποστηριζόταν από ένα αντίστοιχο διδακτηριακό δίκτυο, που συγκροτούνταν από ικανά σε αριθµό, ικανοποιητικά από άποψη υγιεινής Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1799 (9-3-1951), Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1800 (10-31951), Κρητική Εστία, τ. 105 (1961), Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 15-16, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 11, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 10, Στρατιδάκης 2006Α, 260 κ.α. 80. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Αρδάκτου (ιδιωτικές οικίες και δηµόσιο), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19, 84, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 124, Προµηθεύς Πυρφόρος, τ. 295 (30-6-1937), Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 31-32, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 20, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α, 19, Στρατιδάκης 2006Α, 260 κ.α. 81. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Πλατανέ (ιδιωτικές οικίες και δηµόσιο), βλ. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29, 134, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 163, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, 73, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. 1973Α, 72, Στρατιδάκης 2006Α, 247. 82. Για τα κατά καιρούς διδακτήρια του Κισσού (Άγιο Πνεύµα και δηµόσιο), βλ. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950, 101-102, Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972, Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. 1973Α, 48, Στρατιδάκης 2006Α, 247.


192

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

και επιφανή για τα τοπικά κτηριοδοµικά δεδοµένα σχολικά κτήρια. Οι θετικοί παράγοντες που οδήγησαν στο αποτέλεσµα αυτό ήταν οι προσδοκίες της τοπικής κοινωνίας από την εκπαίδευση, που δεν περιορίζονταν στην προοπτική επίλυσης του εθνικού ζητήµατος, αλλά αφορούσαν και στην προοπτική ταξικής ανόδου µέσω της εκπαίδευσης, η βοήθεια της µονής Πρέβελη και των ενοριακών επιτροπών, η σχετικά περιορισµένη και εντοπισµένη σηµειακά κατοίκηση από µουσουλµανικό πληθυσµό, οι κατά καιρούς διοικητικές διαιρέσεις, που οδήγησαν βαθµιαία στη δηµιουργία πολύ µικρών διοικητικών ενοτήτων, των κοινοτήτων, και οι κατά περιόδους ευνοϊκές εκπαιδευτικές πολιτικές (ιδιαίτερα κατά τις περιόδους της Ηµιαυτονοµίας και της Αυτονοµίας). Χωρίς να παραγνωρίζουµε τη συνεισφορά της Τµηµατικής Εφορείας Σφακίων, η προσφορά της Μονής Πρέβελη στην εκπαίδευση του Αγίου Βασιλείου αλλά και του διαµερίσµατος Ρεθύµνου συνολικά υπήρξε εξαιρετικά σηµαντική. Ήδη από το έτος 1808 το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης απένειµε έπαινο σε µονές του Ρεθύµνου, µεταξύ των οποίων και του Πρέβελη, για τις εισφορές τους στα σχολεία. Ένας πρόχειρος υπολογισµός που επιχειρήσαµε, µε βάση το αρχείο της µονής, προσδιόρισε το ύψος των καταβληθέντων ποσών σε µισθούς δασκάλων κατά τη δεκαετία 1889-1899 σε 518.000 γρόσια. Με βάση τους ισολογισµούς, στο χρονικό διάστηµα 1843-1870 πραγµατοποιήθηκαν εισφορές 25.460 γροσίων και στο χρονικό διάστηµα 1872-1900 220.813, συνολικά δηλαδή 764.273 γρόσια σε διάρκεια 57 χρόνων, περίπου 13.500 γρόσια ανά έτος83. Για την προσφορά της µονής Πρέβελη αλλά και για τις ενοριακές επιτροπές αργότερα, κατά την οικοδόµηση των διδακτηρίων, ισχύουν τα λεχθέντα από τον πρόεδρο της Κρητικής Βουλής Αντώνιο Μιχελιδάκη: «Ας είναι, κύριοι βουλευταί, ευλογηµένη η µνήµη όλων εκείνων οι οποίοι επροικοδότησαν τας µονάς της Κρήτης µε τα κτήµατα, τα οποία τώρα έχουσιν. Ας είναι ευλογηµένοι οι µοναχοί εκείνοι, οι οποίοι µε θυσίαν της ζωής των και µε τόσας κακουχίας ηύξησαν τας ιδιοκτησίας των µοναστηρίων. ∆ιότι τα κεφάλαια, που εποριζόµεθα εκ των Μονών τότε, εχρησίµευσαν ως πρώτη αφετηρία της δηµιουργίας σχολείων εις όλας τας επαρχίας της Κρήτης»84. 83. Στρατιδάκης 2006Α, 83. 84. Ε.Ε.Κ.Π. 1901, 1066-1067.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

193

Επίµετρο: Τα µεταπολεµικά διδακτήρια της πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου Μεταπολεµικά και µέχρι την µεταπολίτευση του 1974 στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου ανεγέρθηκαν 20 συνολικά διδακτήρια και έγινε µία προσθήκη αίθουσας. Νέα διδακτήρια ανεγέρθηκαν το 1946 στο Ροδάκινο, το 1948 στη Νέα Κρύα Βρύση, το 1952 στην Κοξαρέ, το 1953 στην Λαµπηνή, το 1954 στον Κεραµέ, στη Μύρθιο και στα Σακτούρια, το 1956 στο Κάτω Ροδάκινο, το 1957 στον Βάτο, το 1958 στο Μιξόρρουµα, το 1959 στη ∆ρύµισκο, το 1961 στα ∆αριβιανά και στις Καρήνες (επέκταση), το 1962 στον Άγιο Ιωάννη Καµένο και στο Ροδάκινο, το 1965 στα Σελλιά, το 1968 στις Βρύσες, στην Παλιά Κρύα Βρύση και στη Μουρνέ, το 1970 στον Ασώµατο και το 1971 στις Ατσιπάδες. Τα τελευταία σχολεία που ιδρύθηκαν στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά τον 20ο αιώνα υπήρξαν τα Γυµνάσια Μελάµπων και Κοξαρές και το Λύκειο Σπηλίου. Το Γυµνασιακό Παράρτηµα και αργότερα Γυµνάσιο Μελάµπων στεγάστηκε το 1972 σε υπάρχουσες αίθουσες του ∆ηµοτικού Σχολείου του χωριού αυτού, που είχε ολοκληρωθεί το έτος 1953. Για τη στέγαση του Γυµνασίου Κοξαρές το 1980 χρησιµοποιήθηκε τόσο το κτήριο του εκεί ∆ηµοτικού Σχολείου όσο και µια επέκτασή του. Τέλος, το Λύκειο Σπηλίου από την ίδρυσή του το 1976 στεγάστηκε στο υπάρχον κτήριο του Γυµνασίου85. Η από την δεκαετία του 1960 πληθυσµιακή κατάρρευση του Αγίου Βασιλείου, όπως άλλωστε και ολόκληρης σχεδόν της κρητικής υπαίθρου, συνοδεύτηκε από αντίστοιχη -µικρότερης πάντως έκτασης- γιγάντωση του αστικού κέντρου του Ρεθύµνου και του ηµιαστικού κέντρου του Σπηλίου, αλλά και των παραθαλάσσιων οικισµών του νότου (κυρίως του Πλακιά και του Αγίου Γαλήνη). ∆εν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι τα µοναδικά διδακτήρια που ανεγέρθηκαν στη συνέχεια ήταν στο Σπήλι και στον Πλακιά, ενώ εξαίρεση στον κανόνα αποτέλεσε η οικοδόµηση διδακτηρίου στα Αγκουσελιανά, όπου έχει συγκεντρωθεί ο µαθητικός πληθυσµός µιας ευρείας περιοχής του Αγίου Βασιλείου.

85. Στρατιδάκης (υπό έκδοση).


194

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

∆ιδακτήριο Αγίου Πνεύµατος (1836-τροποποιηµένο)

∆ιδακτήριο Σπηλίου (1938)

∆ιδακτήριο Φραττιού (1930)

∆ιδακτήριο Αγίας Γαλήνης (1930)

∆ιδακτήριο Νεφς Αγ. Βασιλείου (προ 1897-τροποποιηµένο)


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

∆ιδακτήριο Αγίου Ιωάννη Καµένου (1900)

∆ιδακτήριο Αγκουσελιανών (1932-µε προσθήκη)

∆ιδακτήριο Ακουµίων (1930)

∆ιδακτήριο Ακτούντων (1937)

∆ιδακτήριο Αρδάκτου (1939)

∆ιδακτήριο Γιαννιού (1929)

∆ιδακτήριο ∆αριβιανών (1924)

∆ιδακτήριο Καλής Συκιάς (1927)

195


196

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

∆ιδακτήριο Καρηνών (προ 1901)

∆ιδακτήριο Καρηνών (1926-µε προσθήκη)

∆ιδακτήριο Κεντροχωριού (1931)

∆ιδακτήριο Κεραµέ (1870)

∆ιδακτήριο Κεραµέ (1927-1954)

∆ιδακτήριο Κισσού (1940)

∆ιδακτήριο Λαµπηνής (προ 1911)

∆ιδακτήριο Λευκογείων (1930)


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

197

∆ιδακτήριο Μαριού (1927)

∆ιδακτήριο Μελάµπων (1928-1953)

∆ιδακτήριο Μιξορρούµατος (1875)

∆ιδακτήριο Μουρνές (1929)

∆ιδακτήριο Ορνές (1926)

∆ιδακτήριο Πλατανέ Αγ. Βασιλείου (1939)

∆ιδακτήριο Σελλιών (1930)

∆ιδακτήριο Σπηλίου (προ 1910)


198

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

Γ.Α.Κ. Ν. ΧΑΝΙΩΝ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899Α: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος Πρόχειρος 1899, Έκθεσις Περί των Σχολείων (και λοιπών σχετικών) της Επαρχίας Μυλοποτάµου υπό Ν.Ε.Γ. Στεφανάκι, εν Χανίοις 20 Αυγούστου 1899. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899Β: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1899-Έγγραφα διάφορα. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1899-1900: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας κα Θρησκευµάτων, Φάκελος 1899-1900, Έκθεσις Νοµαρχιακού Επιθεωρητού Ρεθύµνης Ν.Ε.Γ. Στεφανάκι. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1900-1901: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1900-1901, Έκθεσις περί των εν τω Νοµώ Ρεθύµνης σχηµατισθησοµένων σχολικών περιφερειών υπό Ν.Ε.Γ. Στεφανάκι, εν Χανίοις 13/1/1901. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1909: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1909, Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον επί των Εκκλησιαστικών και της ∆ηµοσίας Εκπαιδεύσεως, Εισηγητική Έκθεσις και Σχέδιον Νόµου περί ∆ιδακτηρίων των ∆ηµοτικών Σχολείων. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Α: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1910. Έκθεσις Επιθεωρήσεως σχολείων µε αριθµ. πρωτ. 331/25-1-1910. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1910Β: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1910, Έκθεσις Επιθεωρήσεως σχολείων µε αριθµ. πρωτ. 807/16-6-1910. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Α: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος 1911, Εκθέσεις περί των διαστάσεων των ∆ηµοτικών Σχολείων. Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ. 1911Β: Γ.Α.Κ.-Ι.Α.Κ., Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις Παιδείας και Θρησκευµάτων, Φάκελος Σχολικαί περιφέρειαι 1911. Γ.Α.Κ. ΑΡΧΕΙΑ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 1: Γ.Α.Κ. Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ, Α.Ι.Μ.Πρέβελη (σε µικροταινίες), Κώδηξ του Ιερού Μοναστηρίου Αγίου Πνεύµατος, εν έτει σωτηρίω αωµζ΄ εν µηνί Ιουνίω. Μικροταινία µε αύξοντα αριθµό 1.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

199

Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 2: Γ.Α.Κ. Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ, Α.Ι.Μ.Πρέβελη (σε µικροταινίες), Κτηµατολόγιο Ιεράς Μονής Αγίου Πνεύµατος. Μικροταινία µε αύξοντα αριθµό 2. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης 3: Γ.Α.Κ. Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ, Α.Ι.Μ.Πρέβελη (σε µικροταινίες), Κώδηξ των τε Εσόδων και Εξόδων της Ιεράς Μονής Πρέβελη (1843-1870), ΑΩ∆Γ΄. Μικροταινία µε αύξοντα αριθµό 2. Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης Μέλαµπες: Γ.Α.Κ. Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ, Αρχείο ∆ηµοτικού Σχολείου Μελάµπων, Εγκύκλιοι ετών 1899-. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1915-16: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Εκθέσεις του επιθεωρητού των δηµ. σχολείων της εκπαιδ. περιφερείας Ρεθύµνης, έτος 1915-16. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1916-19: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Εκθέσεις επιθεωρήσεων σχολείων εκπαιδευτικής περιφερείας Ρεθύµνης σχολ. Έτους 1916-1917, 1917-1819 υπό των επιθεωρητών Ευαγγ. Παπαβασιλείου και Γεωργ. ∆αφέρµου. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923Α: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον εκθέσεων επιθεωρητού, αρχόµενον από 11 ∆ε/βρίου 1923 και λήγον την … Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1923Β: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον Εκθέσεων Επιθεωρητού, αρχόµενον από 1 Σβρίου 1923 και λήγον 11 ∆/βρίου 1923. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1927-28: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον επιθεωρήσεως των δηµοτικών σχολείων Ρεθύµνης, έτους 1927-28. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. 1928-29: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον εκθέσεων σχολ. έτους 1928-29 εκπαιδ. περιφερείας Ρεθύµνης. Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον: Α.∆.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον µητρώου διδακτηρίων της Α΄ Εκπαιδευτικής Περιφερείας ∆ηµοτικής Εκπαιδεύσεως Ρεθύµνης, 1-12-1972. ΑΡΧΕΙΟ ΠΡΩΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1950: Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον Μητρώου Σχολείων Β΄ Εκπαιδευτικής Περιφερείας Ρεθύµνης, 1950-1964. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972: Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον Μητρώου ∆ιδακτηρίων της Β΄ Εκπαιδευτικής Περιφερείας ∆ηµοτικής Εκπαιδεύσεως Ρεθύµνης, 1972. Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1972-77: Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Μητρώον Σχολείων ∆ηµόσιων και Ιδιωτικών Β΄ Περιφερείας Ρεθύµνης, 19721977.


200

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Α: Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Μητρώον (ιβ) Σχολείων (δηµόσιων, επί µισθώσει, δωρεάν) Α΄ Γραφείο, χ.χ. (1973). Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ. Μητρώον 1973Β: Α.Α΄.Γ.Π.Ε.Ν.Ρ., Βιβλίον (ιδ) ακινήτου περιουσίας Σχολικών Ταµείων και υλικού αυτών µη αναλωσίµου, Α΄ Γραφείο, χ.χ. (1973). ΑΡΧΕΙΟ ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΠ.Ε.Π.Θ. Α.∆.Τ.Υ. ΥΠ.Ε.Π.Θ. φ. 237: Α.∆.Τ.Υ. ΥΠ.Ε.Π.Θ., Φάκελος 237, χωρίς χρονολογία, 6/τάξιον Μελάµπων Ρεθύµνης. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΚΙΣΣΟΥ Α.∆.Σ. Κισσού Μαθητολόγιον: Α.∆.Σ. Κισσού, Μαθητολόγιον 1929. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΕΛΑΜΠΩΝ (σήµερα στα Γ.Α.Κ. Ν. Ρεθύµνης) Α.∆.Σ. Μελάµπων φ. Στατιστικής: Α.∆.Σ. Μελάµπων, Φάκελος Στατιστικής, ∆ελτίον Στατιστικής Σχολικού Έτους 1928-29. Α.∆.Σ. Μελάµπων Μαθητολόγιον: Α.∆.Σ. Μελάµπων, Μαθητολόγιον 1899-. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΜΟΥΡΝΕΣ Α.∆.Σ. Μουρνές Ιστορία: Α.∆.Σ. Μουρνές, Ιστορική Έκθεσις ∆ηµοτικού Σχολείου Μουρνές. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΗΜ. ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΡΥΑΣ ΒΡΥΣΗΣ Α.∆.Σ. Κρύας Βρύσης Ιστορία: Α.∆.Σ. Παλαιάς Κρύας Βρύσης, Βιβλίον Ιστορίας ∆ηµοτικού Σχολείου Παλαιάς Κρύας Βρύσης. ΑΡΧΕΙΟ ∆ΗΜΟΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΣΕΛΛΙΩΝ Α.∆.Σ. Σελλιών Ιστορία: Α.∆.Σ. Σελλιών, Έκθεσις λειτουργίας ∆ηµοτικού Σχολείου Σελλιών.

∆ΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΕΣ ΠΗΓΕΣ

Pashley 1991: Pashley, R., Ταξίδια στην Κρήτη, µετ. Γόντικα ∆., τ. Β΄, Ηράκλειον. Sieber 1994: Sieber, F., Reise nach der Insel Kreta im griechischen Archipelagus im Jahre 1817, τ. 1, Leipzig-Sorau 1823, αποσπάσµατα στο Sieber, F., Ταξιδεύοντας στη νήσο Κρήτη το 1817, επιµ. Γ. Γρυντάκης, Αθήνα. Βυβιλάκης 1879: Βυβιλάκης, Ε., Έκθεσις της επί των σχολείων της Κρήτης Επιτροπής του 1844, εν Αθήναις.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

201

∆ρανδάκης 1950: ∆ρανδάκης, Ν., «Ειδήσεις περί των σχολείων Ρεθύµνης κατά το δεύτερον τέταρτον του 19ου αιώνος», περιοδικό Κρητικά Χρονικά, τ. ∆΄, 21-61. Ε.Ε.Κ.Π.: Επίσηµος Εφηµερίς Κρητικής Πολιτείας, φ. 1901, 1066-1067, φ. 47 (3-9-1905). Ευµένιος Λάµπης 1899: Ευµένιος, Επίσκοπος Λάµπης, Η εν κατά την επισκοπήν Λάµπης και Σφακίων Ιερά Μονή του Παναγίου Πνεύµατος Σχολή της ιεράς και σταυροπηγιακής Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Πρέβελη, εν Ρεθύµνη. Ιωάννου 1871: Ιωάννου, Φ., Λόγος Ολυµπιακός, συνταχθείς και εκφωνηθείς εν τη β΄ εορτή των ιδρυθέντων Ολυµπίων υπό του αειµνήστου Ευαγγέλου Ζάππα, χ.χ. και τ.ε. (Αθήνα 1871). Κρήτη: Εφηµ. Ηρακλείου Κρήτη, φ. 603 (27-6-1881), φ. 1039 (7-6-1889). Κρητική Επιθεώρησις: Εφηµερίδα Ρεθύµνου Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1799 (9-3-1951), φ. 1800 (10-3-1951), φ. 2736 (9-4-1940), φ. 2743 (19-4-1940). Κρητική Πολιτεία 1904Α: Κρητική Πολιτεία, Ανωτέρα ∆ιεύθυνσις της Παιδείας και της ∆ικαιοσύνης, Η εν Κρήτη εκπαίδευσις, εν Χανίοις. Πρεβελάκης Μ. 1934: Πρεβελάκης, Μ., «Γενικαί γραµµαί από την ζωήν του Ρεθύµνου κατά την τελευταίαν 40/ετίαν (1893-1932), Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1410 (3-12-1934), φ. 1411 (5-12-1934), φ. 1412 (612-1934), φ. 1413 (8-12-1934). Πρεβελάκης Μ. 1936: Πρεβελάκης, Μ., «Περί ιδρύσεως, λειτουργίας και διοικήσεως των κοινών της πόλεως Ρεθύµνης Καταστηµάτων κατά την από του 1843-1892 πεντηκονταετίαν», Κρητική Επιθεώρησις, φ. 4-12-1935 –φ. 9-1-1936. Προµηθεύς Πυρφόρος: Περιοδικό Ρεθύµνου Προµηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Α΄, τ. 295 (30-6-1937). Ραδάµανθυς: ΕφηµερίδαΑθηνών Ραδάµανθυς, περίοδος Β΄, φ. 6 (7-3-1863). Σταυράκης 1890: Σταυράκης, Ν., Στατιστική του πληθυσµού της Κρήτης, µετά διαφόρων γεωγραφικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών κτλ. ειδήσεων περί της νήσου, Αθήνησι.

∆ΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

Ανδρεδάκης 2003: Ανδρεδάκης, Κ., Οι Σελλιανοί, Ρέθυµνο.


202

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

Ανδρουλάκης 1990: Ανδρουλάκης, Γ., Η εκπαίδευση στην Κρήτη κατά το α΄ τέταρτο του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 20ου, Χανιά. Ανδρουλάκης 2000: Ανδρουλάκης, Γ., «Η εκπαίδευση στην Κρήτη επί Κρητικής Πολιτείας (1898-1913)», αφιέρωµα «Κρητική Πολιτεία» της εφηµερίδας Χανιώτικα Νέα, , τ. 5, 2-20. Αυγουστάκης 1983: Αυγουστάκης, Εµµ., Η Αγία Γαλήνη, Αθήνα. Γενεράλις 1931: Γενεράλις, Ε., «Η παιδεία εν τω Τµήµατι Ρεθύµνης επί Τουρκοκρατίας», Βήµα, φ. 287-294 (1931), αναδηµοσίευση στο Στρατιδάκης Χ. (επιµ), Η εκπαίδευση στο Ρέθυµνο κατά τον 19ο αιώνα. Ιστορικά τεκµήρια, Ρέθυµνο 1997, 45-63. Γενεράλις 1941: Γενεράλις, Ε., «Η Ιερά Μονή των Ασωµάτων Αµαρίου Κρήτης», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. ∆΄ (1941), 1-87. Ευαγγελίδης 1932: Ευαγγελίδης, Τ., «Σχολεία Κρήτης», Μύσων, τ. 1 (1932), 41-48. Ευαγγελίδης 1936: Ευαγγελίδης, Τ., Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας. Ελληνικά Σχολεία από της Αλώσεως µέχρι Καποδιστρίου, τ. 2, εν Αθήναις. Καλαφάτη 1998: Καλαφάτη, Ε., Τα σχολικά κτήρια της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης (1821-1929), Αθήνα. Καµηλάκης Χ. 1999: Καµηλάκης, Χ., Ο µητροπολιτικός ιερός ναός Τα Εισόδια της Θεοτόκου Ρεθύµνου και τα περί αυτόν κτίσµατα και παρεκκλήσια, Ρέθυµνο. Κασσιµάτης 1953: Κασσιµάτης, Π., Ιστορική επισκόπησις της εν Κρήτη εκπαιδεύσεως, Αθήναι. Κριτοβουλίδης 1859: Κριτοβουλίδης, Κ., Αποµνηµονεύµατα του περί Αυτονοµίας της Ελλάδος πολέµου των Κρητών, εν Αθήναις. Μαλαµατάκης 1939: Μαλαµατάκης, Β., Η Μεταυγουστιανή διοίκησις εν Κρήτη 1936-1939, Ηράκλειον. Μανουράς 1983: Μανουράς, Σ., «Οι ελληνοδιδάσκαλοι στην Κρήτη», Προµηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Β΄, τ. 36 (1983), 291-308. Μανουράς 1988: Μανουράς, Σ., «Ο επίσκοπος Ρηθύµνης Ιωαννίκιος», ∆ελτίο Φίλων ∆ηµόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύµνης, τ. 1 (1988), 7-28. Μανουράς 2001: Μανουράς, Σ., «Βιογραφικά του επισκόπου Ρηθύµνης Ιωαννικίου, του µετέπειτα µητροπολίτου Ιωαννίνων», Νέα Χριστιανική Κρήτη, περίοδος Β΄, τ. 20 (2001), 201-244. Παπαδάκης Κ. 1997: Παπαδάκης, Κ., «Το ∆ηµοτικό Σχολείο Κεραµέ», Αναζητήσεις, τ. 5 (1997), 149-159.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙ∆ΕΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

203

Παπαδάκης Κ. 2002: Παπαδάκης, Κ., Κεραµές και Αγαλλιανός. Κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο. Παπαδάκης Μ. 1978: Παπαδάκης, Μ., Το µοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα. Παπαδάκης Μ. 1980: Παπαδάκης, Μ., «Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης», Προµηθεύς ο Πυρφόρος, περίοδος Β΄, τ. 18 (1980), 3-32. Παπαδάκης Μ. 1996: Παπαδάκης, Μ., Το χωριό µου ο Βάτος, Ρέθυµνο. Παπιοµύτογλου 1988: Παπιοµύτογλου, Γ., «Τα κατάλοιπα της βιβλιοθήκης του επισκόπου Ιωαννικίου», ∆ελτίο Φίλων ∆ηµόσιας Βιβλιοθήκης Ρεθύµνης, τ. 1 (1988), 29-34. Πατεράκης Μ. 1985: Πατεράκης, Μ., Αναστορήµατα. Κρητικά λαογραφικά κείµενα, Αθήνα. Πρεβελάκης Μ. 1938: Πρεβελάκης, Μ., «Η Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, η επιλεγοµένη Πρέβελη», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. 1 (1938), 261-292. Πρεβελάκης Μ. 1939: Πρεβελάκης, Μ., «Οι εν Αυστρία ζήσαντες Κρήτες Κ. Τσιριγώτης και Ι. Φραγκάκης», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. Β΄(1939). Πρεβελάκης Μ. 1997: Πρεβελάκης, Μ., «Περί ιδρύσεως και διοικήσεως των Κοινών της πόλεως Ρεθύµνης Καταστηµάτων κατά την από του 1834-1892 πεντηκονταετίαν», Κρητική Επιθεώρησις, φ. 4-12-1935 µέχρι φ. 9-1-1936, αναδηµοσίευση στο Στρατιδάκης Χ. (επιµ.), Η εκπαίδευση στο Ρέθυµνο κατά τον 19ο αιώνα. Ιστορικά τεκµήρια, Ρέθυµνο 1997, 12-33. Σταυρουλάκης Α. 1993: Σταυρουλάκης, Α., Συµπληγάδες, Αθήνα. Στρατιδάκης 1997: Στρατιδάκης, Χ. (επιµ.), Η εκπαίδευση στο Ρέθυµνο κατά τον 19ο αιώνα. Ιστορικά τεκµήρια, Τµήµα Περιβαλλοντικής Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης ν. Ρεθύµνης, Ρέθυµνο. Στρατιδάκης 1998: Στρατιδάκης, Χ., «Η εκπαίδευση στο Ρέθυµνο κατά την περίοδο της αυτονοµίας» στον κατάλογο της έκθεσης του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύµνης, Ρέθυµνο 1898, Από την Αυτονοµία στην Ένωση, Ρέθυµνο, 47-51. Στρατιδάκης 1999: Στρατιδάκης, Χ., Απέσβετο και λάλον ύδωρ. Τα 130 κλειστά σχολεία του Νοµού Ρεθύµνης, Τµήµα περιβαλλοντικής Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης, Ρέθυµνο.


204

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΡΑΤΙ∆ΑΚΗΣ

Στρατιδάκης 2006Α: Στρατιδάκης, Ζ., Η διαµόρφωση του σχολικού και διδακτηριακού δικτύου της στοιχειώδους εκπαίδευσης στον Μυλοπόταµο Ρεθύµνου (1840-1940), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα. Στρατιδάκης 2006Β: Στρατιδάκης, Ζ., «Η αλληλοδιδακτική µέθοδος στην Κρήτη τον 19ο αιώνα», εισήγηση στο Ι΄ ∆ιεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Χανιά, Οκτώβριος 2006 (υπό δηµοσίευση στα Πεπραγµένα). Στρατιδάκης (υπό έκδοση): Στρατιδάκης, Ζ., Η εκπαίδευση στο Ρέθυµνο (1795-1940). Σχολικό και διδακτηριακό δίκτυο. Επίµετρο: η περίοδος 1940-1974. Σχολείο Μελάµπων 1992: ∆ηµοτικό Σχολείο Μελάµπων, ΜέλαµπεςΣακτούρια-Κρύα Βρύση. Παράδοση, ιστορία, έθιµα, Μέλαµπες. Τσιγδινός 1998: Τσιγδινός, Γ., Η Μονή και η Σχολή του Αγίου Πνεύµατος στον Κισσό Αγίου Βασιλείου, Ρέθυµνο. Φασατάκης 2003: Φασατάκης, Ν., Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου. Ιστορία- Πολιτισµός- Εκπαίδευση, Αθήνα. Χουρδάκης 2002: Χουρδάκης, Α., Η παιδεία στην Κρητική Πολιτεία, Αθήνα.

∆ιδακτήριο Σπηλίου (1938). Εδώ στεγάστηκε το ηµιγυµνάσιο Σπηλίου (1920-1938). Εδώ στεγάζεται σήµερα το µοναδικό δηµοτικό σχολείο του νότιου και ανατολικού τµήµατος του ∆ήµου Αγίου Βασιλείου.


ΝΙΚΟΣ ΦΑΣΑΤΑΚΗΣ

Το Ηµιγυµνάσιο Σπηλίου 1920-38*

Το κεφάλαιο ∆ευτεροβάθµια Εκπαίδευση του βιβλίου µου «Η τ. επαρχία Αγίου Βασιλείου…», Αθήνα 2003, έχει χρονικά κενά, γιατί δεν είχα στοιχεία για όλη τη διαδροµή της. Όµως το καλοκαίρι του 2003 βρήκα το Γενικό Έλεγχο του ηµιγυµνασίου Σπηλίου, ο οποίος καλύπτει την περίοδο 1920-38. Έτσι, συµπληρώνεται, έστω µερικώς, το ένα [κενό]. Παρακάτω παραθέτω ό,τι παρατήρησα σ’ αυτόν.1 Το βιβλίο γράφει πως καλύπτει την περίοδο 1920-38 και έχει τρεις σφραγίδες. Η πρώτη γράφει «Ηµιγυµνάσιον Αγίου Πνεύµατος – Σπήλι» και έχει το περιστέρι στο κέντρο. Η δεύτερη αρχίζει από το 1925 και γράφει περιφερειακά «Ηµιγυµνάσιον Σπήλι – 1920» και στο κέντρο Ελληνική ∆ηµοκρατία. Στην τρίτη, το 1935-36, µε την παλινόρθωση της βασιλείας, τροποποιήθηκε σε «Βασίλειον της Ελλάδος – Ηµιγυµνάσιον Σπήλι» και έχει στη µέση το βασιλικό εθνόσηµο. Από τα παραπάνω βγαίνουν τα εξής συµπεράσµατα: α) Το Ηµιγυµνάσιο αποτέλεσε συνέχεια της Σχολής του Αγίου Πνεύµατος. β) Ιδρύθηκε το 1920, όπως φαίνεται από τη σφραγίδα, γιατί, αν και το γράφει και ο Έλεγχος, δεν συµπεραίνεται µε βεβαιότητα, αφού θα µπορούσε να είναι δεύτερο βιβλίο. Έκλεισε το 1938, αφού το συγκεκριµένο έτος σταµατούν οι αναφορές και έχει µόνο Β΄ τάξη. γ) Οι πολιτειακές αλλαγές αποτυπώνονται και στις σφραγίδες των υπηρεσιών. * Φωτογραφία του διδακτηρίου βλ. στη σελ. 194 και 197 (ανακοίνωση Ζαχαρία Στρατιδάκη. 1. Ευχαριστώ: τον Προϊστάµενο ∆ιεύθυνσης ∆ευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης Ρεθύµνης κ. Ζήνωνα Ζανέτο, το ∆ιευθυντή του 2ου Λυκείου Ρεθύµνου κ. Κώστα Αγαπάκη και τον κ. Γιάννη Τζιρίτα, για την εξυπηρέτηση που είχα στην έρευνά µου.


206

ΝΙΚΟΣ ΦΑΣΑΤΑΚΗΣ

Οι µαθητές Έτος Τάξη Γράφτηκαν 1920-21

1921-22

1922-23

1923-24 1924-25

1925-26 1926-27 1927-28 1928-29 1929-30 1930-31 1931-32 1932-33 1933-34 1934-35 1935-36

Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄ Α΄ Β΄

Α Κ Σ 36 - 36 40 - 40 36 - 36 25 - 25 32 - 32 ; 31 - 31 24 - 24 41 3 44 32 - 32 54 6 60 26 1 27 40 4 44 25 3 28 36 11 47 20 1 21 34 1 35 17 4 21 33 3 36 14 0 14 25 2 27 24 2 26 15 0 15 21 2 23 22 1 23 17 2 19 24 0 24 12 1 13 22 2 24 9 1 10 14 4 18 7 0 7

Εξετάστηκαν Α Κ Σ 35 - 35 38 - 38 ; - ; ; - ; 30 - 30 ; ; ; 34 3 37 30 - 30 47 4 51 22 1 23 32 3 35 22 3 25 29 9 38 20 1 21 24 0 24 16 4 20 27 2 29 14 0 14 25 2 27 23 2 25 15 0 15 21 2 23 20 1 21 15 2 17 23 0 23 12 1 13 20 2 22 9 1 10 13 4 17 7 0 7

Προβιβάστηκαν Α Κ Σ 30 - 30 35 - 35

Απορρί- Παραπέφθηκαν µθηκαν Α Κ Σ ΑΚΣ 5 - 5 - - 2 - 2 1 - 1

19 - 19 5 - 5 6 - 6 ; ; ; ; ; 21 1 22 6 1 7 ; ; ; 14 - 14 6 - 6 10 - 10 22 3 25 13 1 14 12 - 12 17 1 18 2 - 2 3 - 3 22 0 22 7 1 8 3 2 5 13 3 16 3 0 3 6 0 6 14 8 22 7 0 7 8 1 9 15 1 16 0 0 0 5 0 5 14 0 14 8 0 8 2 0 2 7 4 11 3 0 3 6 0 6 16 1 17 2 0 2 9 1 10 10 0 10 1 0 1 3 0 3 14 0 14 7 1 8 4 1 5 13 0 13 4 1 5 6 1 7 7 0 7 5 0 5 3 0 3 10 0 10 5 1 6 6 1 7 7 1 8 10 0 10 3 0 3 6 0 6 4 1 5 5 1 6 9 0 9 5 0 5 9 0 9 6 1 7 2 0 2 4 0 4 9 0 9 5 2 7 6 0 6 3 1 4 0 0 0 6 0 6 5 4 9 6 0 6 2 0 2 7 0 7 0 0 0 0 0 0


207

ΤΟ ΗΜΙΓΥΜΝΑΣΙΟ ΣΠΗΛΙΟΥ 1920-38

Έτος 1936-37

1937-38

Τάξη Γράφτηκαν Α΄ Β΄ Α΄ Β΄

Εξετάστηκαν Α Κ Σ Α Κ Σ 17 5 22 14 4 18 9 4 13 9 4 13 ∆Ε ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ 10 3 13 9 3 12

Προβιβά- Απορρί- Παραπέστηκαν φθηκαν µθηκαν Α Κ Σ Α Κ Σ ΑΚΣ 6 3 9 4 1 5 4 0 0 3 2 5 5 1 6 1 1 2 6 3

9 1 0 1

2 0 2

Οι ∆ιευθυντές και οι καθηγητές Πολλά σχολικά έτη οι καθηγητές ίσως ήταν και ∆ιευθυντές. Συνήθως δηλαδή υπογράφει ένας, που αυτοχαρακτηρίζεται και ∆ιευθυντής. Σε κάποια έχει και τη λέξη καθηγητές, αλλά σπάνια είναι ευκρινές το όνοµα, όπως και κάποιων ∆ιευθυντών. ∆υο σχολικά έτη, τέλος, το βιβλίο κλείστηκε στο Ρέθυµνο, του Γυµνασίου του οποίου θα ήταν παράρτηµα. Έτσι δεν έχοµε τα ονόµατα όλων όσων υπηρέτησαν. ∆ιευθυντές: Ιωάννης Τσουδερός [1920-21], Ιωάννης Μαµαλάκης [1922-23], Α. Βλασσάκης [1924-27], ; Στυλιωτάκης ; [1928-29], Π. Ζαφειράκος [1929-30]; Παρεγωτάκης; [1930-31 και 1934-35]; [;]Ευλαδάκης [1931-34], Μ. Τυράκης [1935- 38]. Καθηγητές: Ιωάννης Τσουδερός [1929-30], ; Παρεγωτάκης ; [193133]. Ο Θ. Απανωµεριτάκης µου είπε, τέλος, πως, ο πατέρας του, Κώστας, είχε έναν καλό νεοελληνιστή Μοτάκη από τα Χανιά γύρω στο 1930, αλλά δεν τον βρήκα.

Στοιχεία από τη λειτουργία του Ο Γενικός Έλεγχος µας δίδει τα παρακάτω στοιχεία από τη λειτουργία του σχολείου. α) Οι µαθητές διδάσκονταν Αρχαία, Νέα, Μαθηµατικά, Θρησκευτικά, Ιστορία, Γεωγραφία, Φυσική και ορισµένες φορές, Γαλλικά, Καλλιγραφία και Γυµναστική. Συνολικά έκαναν εφτά ή οχτώ µαθήµατα. β) Βαθµολογούνταν από 1-10 και µόνο το τελευταίο έτος από 1-20. γ) Παραπέµπονταν αν έµεναν σε τρία δευτερεύοντα µαθήµατα ή ένα πρωτεύον [Αρχαία, Νέα , Μαθηµατικά] και δύο δευτερεύοντα. δ) Οι µαθήτριες φοίτησαν για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1924-25, ήταν πάντα λίγες, κάποια έτη µάλιστα έλειπαν σε µια από τις δυο τάξεις.


208

ΝΙΚΟΣ ΦΑΣΑΤΑΚΗΣ

ε) Το Ηµιγυµνάσιο είχε µόνο δυο τάξεις και µαθητές από διάφορα χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου και λίγα του Αµαρίου. Από προσωπικό σηµείωµα του δασκάλου Μελάµπων Παπαδοµιχελάκη Αντώνη, τέλος, συµπεραίνοµε πως το 1936 οι εισιτήριες εξετάσεις για την Α΄ τάξη έγιναν στις 29 και 30 Σεπτεµβρίου.

Η επαναλειτουργία του Το Ηµιγυµνάσιο Σπηλίου επαναλειτούργησε τουλάχιστο για τα έτη 1947-50, όπως µε πληροφόρησαν µαθητές που φοίτησαν εκεί. Έµπαιναν µε εξετάσεις και είχαν καθηγητή το Γεώργιο Μαθιουδάκη, από τη Μύρθιο, για όλα τα µαθήµατα και για τις δυο τάξεις. Η µία έκανε µάθηµα ως τις 11 και η άλλη µετά. Αρχείο πάντως δε βρήκα, αν και το αναζήτησα στο Σπήλι και το Ρέθυµνο.

Πώς περνούσαν οι µαθητές2 Νοµίζω πως έχει ενδιαφέρον, πέρα από τη ζωή στο σχολείο, και ο τρόπος που ζούσαν στα σπίτια τους οι µαθητές, τις πολύ δύσκολες αυτές εποχές. Σ’ αυτό µας βοηθούν µαρτυρίες και το σηµείωµα του Παπαδοµιχελάκη, το οποίο προανέφερα. Στην περίοδο 1947-50, όσοι ήταν από τα κοντινά χωριά πήγαιναν κι έρχονταν καθηµερινά µε τα πόδια. Εκείνοι οι οποίοι κατάγονταν από µακριά, είχαν δυο επιλογές. Να είναι οικότροφοι ή να µαγειρεύουν µόνοι τους. Στους δεύτερους οι γονείς έφερναν τις τροφές και τα χοντρά ξύλα µε τα ζώα, ακόµη κι από τις Μέλαµπες, και οι ίδιοι µάζευαν τα «φουντερά» και τους θύµους από την περιοχή του Σπηλίου. Έτσι άναβαν φωτιά και ετοίµαζαν το φαγητό. Κάτι ανάλογο πρέπει να συνέβαινε και την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του. Ο Παπαδοµιχελάκης µάς ενηµερώνει πως είχε το γιο του Μιχάλη οικότροφο [δωµάτιο, φαγητό και πλύσιµο των ρούχων] µε 400 δρχ. το µήνα το 1936. Το Φεβρουάριο του 1937 έδωσε 12 οκάδες και 200 δράµια λάδι προς 36 δρχ την οκά, που άξιζε 450 δρχ. Τα ίδια χρήµατα έδωσε και τους υπόλοιπους µήνες του σχολικού έτους. 2. Ευχαριστώ τους συναδέλφους Μανόλη Βουλγαράκη και Μανόλη ∆ουλγεράκη, οι οποίοι µε πληροφόρησαν για τα έτη 1947-50 που φοίτησαν στο Ηµιγυµνάσιο και την Ελένη Μ. Παπαδοµιχελάκη, που έθεσε υπόψη µου το σηµειωµατάριο του πεθερού της.


MΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

Ένας Αγιοβασιλειώτης αγωνιστής των κρητικών επαναστάσεων: Στυλιανός Βαρδάκης, ο Ροδακινιώτης (1827-1918)

Ο Στυλιανός Βαρδάκης ο Ροδακινιώτης είχε την καταγωγή από την οικογένεια των Βάρδακων ή Βαρδάκων του Ασφέντου Σφακίων, οι οποίοι, µετά την επανάσταση του ∆ασκαλογιάννη, το 1770, κατέφυγαν στο Ροδάκινο Αγίου Βασιλείου, σήµερα δηµοτικό διαµέρισµα του ∆ήµου Φοίνικα, και ονοµάστηκαν Βαρδάκηδες1. Από το νέο τόπο διαµονής της οικογένειας, ο Στυλιανός Βαρδάκης πήρε και την προσωνυµία του «Ροδακινιώτη», την οποία είχε και ο πατέρας του. Πιστοποιητικό του ∆ήµου Βρυσιναίων αναφέρει ως έτος της γέννησής του το 18272. Αµέσως µετά την ενηλικίωσή του διαδέχθηκε τον πατέρα του, Βαρδή, στην αρχηγία του Τµήµατος Βρυσιναίων Ρεθύµνου. Έπειτα πρωτοστάτησε σε όλες τις επαναστατικές κινήσεις, από το 1858 έως το 1898, και αναδείχθηκε µεταξύ των κορυφαίων επαναστατών. Μετείχε συνέχεια και χωρίς καµιά διακοπή σε όλη τη διάρκεια κάθε επανάστασης. Εργάστηκε µε αφοσίωση, τιµιότητα και αυταπάρνηση τον καλό, ιερό και ευγενικό αγώνα, και ως στρατιωτικός και ως πολιτικός, από 1. Οι Βάρδακοι (ή Βαρδάκοι) αναφέρονται µεταξύ των αντρειωµένων οικογενειών, που συνέδραµαν τον ξακουστό ∆ασκαλογιάννη κατά την επανάστασή του εναντίον των Τούρκων. Παύλος Φαφουτάκης (εκδότης), Συλλογή ηρωικών κρητικών ασµάτων, Αθήνα 1889, 37, 941. –Παντζελιός, Το τραγούδι του ∆ασκαλογιάννη (επιµέλεια: Νίκος Μαµαγκάκης), Αθήνα 2008, 49 και 58. Ο ποιητής (ποιητάρης) µπαρµπα – Παντζελιός (Παντελής) ήταν θείος του ∆ασκαλογιάννη από τη µητέρα του. 2. Την προσωνυµία «Ροδακινιώτης» χρησιµοποίησε πρώτος ο πατέρας του Στυλιανού Βαρδάκη, Βαρδής ο Ροδακινιώτης, συµπολεµιστής του Γεωργίου Τσουδερού, πρεσβύτερου αδελφού του Μιχαήλ – Μελχισεδέκ Τσουδερού, ηγουµένου της Μ. Πρέβελη και αρχηγού των Αγιοβασιλειωτών... Ιωάννης ∆. Μουρέλλος, «Πολεµική δράσις εν Κρήτη», Γενική Εφηµερίς της Ελλάδος, Ναύπλιο, 7 Νοεµβρίου 1828.- Ο ίδιος, Κρητικαί Βιογραφία. Συµβολή εις την ιστορία των επαναστάσεων 1821 – 1866 – 1878 – 1897, Αθήνα 1931, 83- Ως έτη της γέννησής του αναφέρονται και τα 1823 και 1825. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Πιστοποιητικό ∆ήµου Βρυσιναίων, µε ηµεροµηνία αποστολής 6 Μαρτίου 1902 και επικυρώσεως 10 Μαρτίου 1902.


210

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

υψηλότατες θέσεις, και θυσίασε υπέρ του εθνικού ιδεώδους ακόµη και τη µικρή περιουσία του, αξίας άνω των δύο χιλιάδων εικοσάφραγκων. Γι’ αυτό αναγνωρίστηκε και καθιερώθηκε ως ο κατ’ εξοχήν αγιοβασιλειώτης αγωνιστής των Κρητικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα3. Στην επανάσταση του 1858, ο Στυλιανός Βαρδάκης ο Ροδακινιώτης, ως πληρεξούσιος των συγκεντρωθέντων στη Μονή Αρκαδίου και ως αντιπρόσωπος της επαρχίας του, έσπευσε από τους πρώτους στα Μπουτσουνάρια, έξω από τα Χανιά, κοντά στα Περιβόλια. Εκεί συγκροτήθηκε Συνέλευση, η οποία διαµαρτυρήθηκε προς τους Προξένους των ∆υνάµεων κατά των αυθαιρεσιών και καταπιεστικών µέτρων (νέοι φόροι, απαγόρευση κυκλοφορίας κ.λπ.) του Βελή πασά και ζήτησε όχι µόνο την αποµάκρυνσή του, αλλά και πολιτικές µεταρρυθµίσεις. Τα περισσότερα αιτήµατα των επαναστατών ικανοποιήθηκαν4. Στη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση, από τον Αύγουστο του 1866, οι καπεταναίοι, οπλαρχηγοί και λοιποί κάτοικοι του µεσηµβρινού τµήµα3. Μόνο για την «καταστροφή» του Αγίου Γεωργίου Ρεθύµνου, το 1889, καταδικάστηκε σε πρόστιµο χιλίων πεντακοσίων (1.500) εικοσάφραγκων. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης. «Αίτησις» του ίδιου «ενώπιον της επί των αγωνιστών Νοµού Ρεθύµνης Επιτροπείας», 1 Μαρτίου 1902.-Μιχάλης Τρούλης, Επιτροπεία αγωνιστών Νοµού Ρεθύµνης. Αποφάσεις για τους βαθµοφόρους αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων (21 Μαρτίου – 29 Απριλίου 1902), Κρητολογικά Γράµµατα 11 (1995), 130, 131, 138, 184, 185 και σηµ. 4β, 8 και 27.-Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης, Ο ∆ανιήλ Κουφάκης και η επανάσταση του 1866 – 1869. Πέντε ανέκδοτες επιστολές, Κρητολογικά Γράµµατα 12 (1996), 238, 241, 242, 243, 244.-Γιάννης Γρυντάκης, Το Ρέθυµνο µεταξύ δύο επαναστάσεων 1890 – 1894, Αθήνα 2001, 21-22. 4. Αυτή η κίνηση – διαµαρτυρία προς τους Προξένους των ∆υνάµεων, µε βάση τα υπάρχοντα στοιχεία ήταν µια επανάσταση, που ξεκίνησε εντελώς συµπτωµατικά από το διαµέρισµα Ρεθύµνου, οργανώθηκε στο διαµέρισµα των Χανίων και επεκτάθηκε άµεσα στο διαµέρισµα του Ηρακλείου. Στην πραγµατικότητα επρόκειτο για µία αναίµακτη αλλά επιτυχηµένη επανάσταση, που σταµάτησε πριν ακόµα αρχίσει, αφού πραγµατοποιήθηκαν τουλάχιστον οι φαινοµενικοί στόχοι της (αποµάκρυνση ∆ιοικητή, και αντικατάστασή του από τον Σαµή πασά, αµνηστία, φορολογικές ελαφρύνσεις, αναγνώριση ∆ηµογεροντιών κ. λπ.). ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. -Ιω. Βαλεργάκις, «Λόγος εκφωνηθείς εις τον νεκρόν του αρχηγού Στυλ. Βαρδή», εφηµ. Κρητική Επιθεώρησις Ρεθύµνου 17. 2. 1918.- Θεοχ. ∆ετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, 1986, 358-359.-Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, Τόµος Β΄, Ηράκλειο 1988, 391-392. -Γιώργος Μανουσάκης, Κρητικές Επαναστάσεις 1821 – 1905, Χανιά 2001, 15. -Γιάννης Μιχ. Γρυντάκης, Σφάζετε... σφάζουµε. Η Κρητική επανάσταση του 1858. Γεγονότα και ∆ιπλωµατία, Αθήνα 2007.


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

211

τος της επαρχίας Ρεθύµνου σε πάνδηµη Συνέλευση και µε οµόφωνη εκλογή τον ανέδειξαν Αρχηγό τους. Από τη Συνέλευση του Ρεθύµνου έλαβε και επίσηµα αυτόν τον διορισµό, ως Αρχηγός του νοτίου τµήµατος της επαρχίας Ρεθύµνου. Αυτό το τµήµα, ευρισκόµενο πάνω από την πόλη, ήταν άµεσα εκτεθειµένο στις επιθέσεις των Τούρκων, και εποµένως πιο επικίνδυνο. Όσοι το προστάτευαν όφειλαν να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνιση και εγρήγορση. Οι κατά τόπους κρητικές Συνελεύσεις εκτιµούσαν όλα τα δεδοµένα και έπειτα διόριζαν τους Αρχηγούς, οι οποίοι σε συνεννόηση µε τη Γενική Συνέλευση ελάµβαναν τα απαιτούµενα µέτρα για τη διεξαγωγή του αγώνα. Ο Στυλιανός Βαρδάκης διατήρησε τον τίτλο του Αρχηγού σε όλες τις επαναστάσεις, που ακολούθησαν στην Κρήτη5. Από αυτήν τη θέση αναδείχθηκαν όλες οι αρετές του, κυρίως όµως η ανδρεία και η φρόνησή του. Στις αιµατηρές µάχες που έγιναν στα Ακόνια και στο Πέταλο του Βρύσινα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι εξορµούσαν από την πόλη του Ρεθύµνου, δοκιµάστηκε και ως αρχηγός ενόπλων στη «φωτιά» του πολέµου. Η προσφορά του υπήρξε συνεχής. Μάλιστα, επεκτάθηκε και πέρα του τµήµατος, που του είχε ανατεθεί να υπερασπίζεται. Οδηγώντας το σώµα των ενόπλων, που είχε υπό τις διαταγές του, κατέφθανε «ως αετός» και έδινε αποφασιστική βοήθεια στα µέρη που κινδύνευαν, στον Πλατανιά, στον Μαρουλά, στο Αρκάδι, στα φαράγγια των Σφακιών, στο Κέντρος και στον Τράχηλα6. Με ανάλογη ετοιµότητα και διάθεση δήλωνε παρών και σε όλες σχεδόν τις µάχες των τµηµάτων Σφακίων και Χανίων, από την αρχή του 1866 µέχρι τον ∆εκέµβριο του 1868, οπότε, συνοδεύοντας τον ∆. Πετροπουλάκη στα Σφακιά, µε λίγους ακόµη οπλαρχηγούς, και συνεχίζοντας τον αγώνα, αιχµαλωτίσθηκε αλλά σώθηκε µε την επέµβαση της Γαλλικής Κυβέρνησης. Στη συνέχεια, ως επικίνδυνος, εξορίστηκε µε «οθωµανικό κουρβέτο» στη Σύρο. Από εκεί µεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου παρέµεινε τρία χρόνια. Στην Κρήτη επανήλθε, µε παρέµβαση των Μεγάλων 5. Ιω. Βαλεργάκις, ό. π.- ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. -Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 392-404. -Γιώργος Μανουσάκης, ό.π., 15-21. 6. Ο.π.- Ο Τράχηλας, στις νοτιοδυτικές υπώρειες του Κέδρους, πάνω από τα χωριά Πλατανές, Κεντροχώρι και Κισσός, κοντά στη Μονή του Αγίου Πνεύµατος, ήταν πάντα το πέρασµα από την επαρχία Αµαρίου προς την επαρχία Αγίου Βασιλείου και αντιστοίχως. Το τοπωνύµιο δηλώνει πέρασµα, διάσελο, που µοιάζει µε τον τράχηλο του ανθρώπου.


212

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

∆υνάµεων προς την Πύλη7. Με το άκουσµα της επανάστασης στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη (1875), ο Στυλιανός Βαρδάκης, αψηφώντας κάθε προσωπικό κίνδυνο, συσκεπτόταν καθηµερινά µε τη ∆ηµογεροντία Ρεθύµνου και συνπρωτοστατούσε µε τον Ιωάννη Α. Τσουδερό, τον Λεωνίδα Βαρούχα, τον Χαρίλαο Ασκούτση, τον Εµµανουήλ Πορτάλιο και άλλους γενναίους άνδρες, στις διαβουλεύσεις µε τους υπόλοιπους Αρχηγούς και τους Κρήτες, που διέµεναν στην ελεύθερη Ελλάδα για την προετοιµασία της επανάστασης του 1878. Οι συνεννοήσεις γίνονταν µε κάθε µυστικότητα µέχρι που δόθηκε το σύνθηµα του νέου ξεσηκωµού. Ο ίδιος, ως πληρεξούσιος της πόλης του Ρεθύµνου, µαζί µε τους επίσης πληρεξούσιους συναδέλφους του Ιωάννη Α. Τσουδερό, Χαρίλαο Ασκούτση και άλλους έφθασαν στην Επισκοπή Ρεθύµνου και άρχισαν τον νέο αγώνα. Από εκεί, αφού συνεννοήθηκαν µε τους πληρεξούσιους Χανίων, Σφακίων και του υπόλοιπου Ρεθύµνου, έφθασαν στο Φρε Αποκορώνου και προχώρησαν στην αποκήρυξη της Σουλτανικής Κυριαρχίας. Μετά από αυτήν την πράξη του, προσκλήθηκε από τους οπλαρχηγούς και κατοίκους της επαρχίας του, οι οποίοι ήδη του είχαν ανανεώσει την εµπιστοσύνη τους στη θέση του Αρχηγού µέχρι το τέλος της επανάστασης και ώς τη Σύµβαση της Χαλέπας, ένα σηµαντικό βήµα προόδου της λύσης του Κρητικού Ζητήµατος. Στην υπογραφή της παρευρέθηκε και ο ίδιος µε τους εκλεκτούς του Κρητικού λαού και τους αντιπροσώπους της Πύλης8. Από τη σύµβαση της Χαλέπας (1878), ακολούθησε µια δεκαετία έντονων πολιτικών και κοµµατικών αντιθέσεων, που οφείλονταν και στο εκλογικό σύστηµα. ∆ηµιουργήθηκαν δύο κόµµατα: των Συντηρητικών ή Καραβανάδων και των Φιλελεύθερων ή Ξυπόλυτων, στα οποία συµ7. Ο.π.- ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π., Ιω. Βαλεργάκις, ό.π. Ο Στυλιανός Βαρδάκης δεν ήταν µόνο στις µάχες ανδρείος άνδρας και γενναίος Αρχηγός, ήταν ικανός και στη διοίκηση. Αυτήν την ικανότητα την απέδειξε κατά την υπηρεσία του επί 5ετία ως ταγµατάρχης Χωροφυλακής, επί 2ετία ως έπαρχος Μυλοποτάµου και Αγίου Βασιλείου και επί 2ετία ως Γενικός ∆ιοικητικός Σύµβουλος στα Χανιά. Τα αξιώµατα αυτά δεν τον εµπόδισαν και κατά την επανάσταση του 1878 να ανταλλάξει το «φέσι» του υπαλλήλου µε το «µαύρο µαντίλι» του επαναστάτη. Ιω. Βαλεργάκις, ό.π. 8. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π.- Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 407-409.Γιώργος Μανουσάκης, ό.π., 21-22.-Γεωργίου Κ. Μυλωνογιάννη, Η επανάσταση του 1878 στην Κρήτη και η Σύµβαση της Χαλέπας. Ανέκδοτα στοιχεία που αποκαθιστούν την ιστορική αλήθεια, Χανιά 2007.


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

213

µετείχαν και οι Μουσουλµάνοι. Στις εκλογές του 1888 κέρδισε το κόµµα των Ξυπόλυτων. Οι Καραβανάδες κατήγγειλαν τους αντιπάλους τους για νοθεία και παρανοµίες και για να τους φέρουν σε δύσκολη θέση κατέθεσαν στις 6 Μαΐου 1889 ψήφισµα στη Γενική Συνέλευση, που κήρυσσε την Ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα, πράξη καθαρά επαναστατική. Ο τότε Γενικός ∆ιοικητής Ν. Σαρντίνσκη διέλυσε τη Συνέλευση και διέταξε τη σύλληψη των αρχηγών των Συντηρητικών, οι οποίοι κατέφυγαν στα βουνά, καλώντας τον λαό σε Επανάσταση... Ο Στυλιανός Βαρδάκης έσπευσε από τους πρώτους, αλλά η κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη κατεδίκασε τις ενέργειες των Καραβανάδων και η Τουρκία µε την αιτιολογία ότι οι Κρήτες ήταν «ανώριµοι να αυτοδιοικηθούν» αντικατέστησε τον Γενικό ∆ιοικητή του νησιού µε τον στρατιωτικό Σακήρ πασά, ο οποίος επέβαλε τον στρατιωτικό νόµο και κατήργησε τις σπουδαιότερες διατάξεις της Σύµβασης της Χαλέπας. Τουρκικός στρατός κατέλαβε τα επίκαιρα σηµεία της Κρήτης. Άρχισε έτσι µια περίοδος τροµοκρατίας και διώξεων των Χριστιανών. Τα στρατοδικεία εξέδιδαν καθηµερινά καταδικαστικές αποφάσεις και γίνονταν συχνές εκτελέσεις. Στο πλαίσιο αυτών των διώξεων συνελήφθη και ο Στυλιανός Βαρδάκης, ο οποίος φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Αφρική για 15 χρόνια, αφού δικάστηκε και καταδικάστηκε σε χρηµατική αποζηµίωση 15.000 εικοσάφραγκων. Ευτυχώς, δραπέτευσε, χωρίς να τον αντιληφθούν, και σώθηκε από θαύµα. Επέστρεψε στην Κρήτη, όταν δόθηκε αµνηστία9. Το χρονικό διάστηµα 1890 – 1895 ήταν από τις πιο ζοφερές περιόδους της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Αναβίωσαν πάλι τα παλαιά πάθη και µίση και οι βιαιοπραγίες ήταν φαινόµενο καθηµερινό. Σεβασµός δεν υπήρχε ούτε µπροστά στην αρρώστια. Σε αναφορά του Ιωάννου Μαρουλιανού, γιατρού και γιου του ήρωα της επανάστασης του 1866 παπα – Μαρουλιανού, προς τον Γεώργιο Χατζηγρηγοράκη, υποπρόξενο της Ρωσίας στο Ρέθυµνο, σηµειώνεται πως «κλήθηκε επειγόντως το απόγευµα της 4ης 9. Ο ίδιος υποστήριζε πως η επανάσταση του 1889, η λεγόµενη «άτυχη», προκλήθηκε εξαιτίας της απαξίωσης των προνοµίων της Σύµβασης της Χαλέπας από τους Τούρκους και της αυθαίρετης συµπεριφοράς τους. Πίστευε, επίσης, πως απέτυχε, γιατί δεν υποστηρίχθηκε από µερίδα Κρητικών, ούτε από την Ελληνική Κυβέρνηση, επειδή θεωρήθηκε κοµµατική. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. και παραπάνω σηµ. 3.- Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 411.- Γιώργος Μανουσάκης, ό.π., 22.Γιάννης Γρυντάκης, Το Ρέθυµνο µεταξύ δύο επαναστάσεων, ό.π.


214

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

∆εκεµβρίου 1893 να πάει στο χωριό Όρος για να εξετάσει τον ασθενή Στυλιανό Βαρδάκη, ο οποίος βρισκόταν σε άσχηµη κατάσταση, και όταν επέστρεφε δέχθηκε δολοφονική απόπειρα στη θέση Κουµάρη, µεταξύ της Βρύσης και του Καλωσυνά...». Ο δράστης ήταν Μουσουλµάνος από το χωριό Σωµατά ή τα Καπεδιανά και προσπάθησε να σκοτώσει τον γιατρό για να εκδικηθεί τον φόνο οµοεθνούς του στους γειτονικούς Αρµένους». Ανάλογα γεγονότα, κατά την ίδια περίοδο, αναφέρονται πολλά10. Ο Στυλιανός Βαρδάκης ανάρρωσε και συνέχισε τον ιερό αγώνα. Από τους πρώτους συντάχθηκε µε τη µεταπολιτευτική ιδέα11 και εργάστηκε από τη θέση του Αντιπροέδρου της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής για την ευόδωση του σκοπού της, δηλαδή τη δηµιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την ένωση της Κρήτης µε την ελεύθερη Ελλάδα. Αυτή ενέργεια των Μεταπολιτευτικών προκάλεσε νέα επανάσταση, η οποία έληξε µε επιτυχία τον Αύγουστο του 1896 και έµεινε στη µνήµη του λαού ως «τυχερή» επανάσταση. Η συµµετοχή του Στυλιανού Βαρδάκη υπήρξε αποφασιστική12. Η επαναλειτουργία της Γενικής Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών και της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ των Κρητών στην Αθήνα ήταν και δικό του έργο. Ανάλογη ήταν η προσφορά του και στην επανάσταση του 1897 – 1898 από τη θέση του µέλους της Επαναστατικής Συνέλευσης των Κρητών στις Πλακούρες Ακρωτηρίου, καθώς και στη Συντακτική Συνέλευση του 1899, η οποία «κατέστρωσε» το Α΄ Σύνταγµα της Κρήτης13. Μετά τα Κρητικά Ελευθέρια, ο Στυλιανός Βαρδάκης τιµήθηκε από τον 10. Γιάννης Γρυντάκης, ό.π., 280, 282, 283 και αλλού. 11. Οι εξελίξεις των ετών 1890-1895 έπεισαν τους ηγέτες των Κρητικών ότι η λύση της ένωσης µε την Ελλάδα δεν θα µπορούσε να επιτευχθεί µε τοπικές επαναστάσεις, παρά µόνο µέσα στα πλαίσια ευρύτερης κρίσης στον βαλκανικό χώρο. Έτσι άρχισε να δηµιουργείται και να προβάλλεται η µεταπολιτευτική ιδέα, δηλαδή η ίδρυση µιας αυτόνοµης ή ηµιαυτόνοµης ηγεµονίας στην Κρήτη, υπό την προστασία των Μ. ∆υνάµεων, και να µετατίθεται στο µέλλον και υπό συνθήκες ευνοϊκότερες ο στόχος της ένωσης. Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 411-412. 12. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. και έγγραφον της Γενικής Επαναστατικής των Κρητών Συνελεύσεως της 31ης Αυγούστου 1896, που υπογράφουν ο Πρόεδρος Μ. Ρ. Κούνδουρος και οι Αντιπρόεδροι: Ν. Λιονάκης, Ι. Καλογερής και Ιω. Γενεράλις Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 412-414. 13. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π.- Κρήτη: Ιστορία και Πολιτισµός, ό.π., 414-417. - ∆ηµήτρης Ξυριτάκης, Η Συνταγµατική Ιστορία της Κρήτης. Τα γεγονότα, τα κείµενα, οι πρωταγωνιστές, Ηράκλειο 2007.


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

215

Πρίγκιπα Γεώργιο µε την επιλογή και εκλογή του στη θέση του ∆ηµάρχου Βρυσιναίων. Πιστός και αµερόληπτος στην εκτέλεση και αυτού του καθήκοντος, απέδειξε και τις µοναδικές διοικητικές ικανότητές του. Γνώριζε να συνδυάζει τη δικαιοσύνη µε την καλοσύνη και να αποσπά συνεχώς την εκτίµηση των συνδηµοτών και συνεπαρχιωτών του14. Και όταν η Κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας αποφάσισε να ανταµείψει τους αγωνιστές µε µικρό επίδοµα, ο καπεταν – Βαρδής αναγνωρίστηκε αγωνιστής Α΄ Τάξεως και διορίστηκε Πρόεδρος της επί των Αγωνιστών Επιτροπείας του Νοµού Ρεθύµνης, η οποία δέχτηκε όλες τις αιτήσεις των αγωνιστών και τους κατέταξε, ανάλογα µε τη δράση τους, σε διάφορες τάξεις15. Ο Στυλιανός Βαρδάκης διακρινόταν για την ευφυΐα και την ισχυρή θέλησή του, αλλά και την επίκαιρη και καυστική ετοιµότητά του… Όταν βρέθηκε στην Αθήνα, προσκλήθηκε µαζί µε άλλους οπλαρχηγούς του Νοµού Ρεθύµνου σε γιορτινό γεύµα από κάποιο Κρητικό, που είχε εγκατασταθεί εκεί. Ο οικοδεσπότης ζήτησε από τους φιλοξενούµενους να του υπογράψουν ένα δίπλωµα, στο οποίο θα φαινόταν ότι ήταν αντιπρόσωπος του νοµού Ρεθύµνου στην Αθήνα. Όλοι απόρησαν και έβλεπαν µε αµηχανία ο ένας τον άλλο. Πρώτος ο Στυλιανός Βαρδάκης αντιλήφθηκε το τέχνασµα της υφαρπαγής του τίτλου και είπε στον «εορτάζοντα» σε κρητική διάλεκτο: «τάξε για τουτονά µας έκαµες το τραπέζι; Έχασες, καηµένε, το φαγητό σου». Και τότε όλοι σηκώθηκαν και έφυγαν16. Οι λύπες και οι στενοχώριες δεν κατέβαλαν τη γενναία ψυχή του, ούτε τις τελευταίες ηµέρες της ζωής του. Πολύ νωρίς, και εν µέσω της ευτυχίας του, εθόλωσε της οικογενειακής γαλήνης την ατµόσφαιρα ο θάνατος της µοναχοθυγατέρας του και αργότερα η θυσία στο βωµό της αναγεννηθείσας Ελλάδας του µοναχογιού του, του πολύκλαυστου Μανώλη, ο οποίος σε ηλικία 45 ετών κατετάγη εθελοντής το 1912 και µε το αίµα του πότισε το δέντρο της ελευθερίας στη Μυτιλήνη17. 14. ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. 15. Μιχάλης Τρούλης, Επιτροπεία αγωνιστών νοµού Ρεθύµνης, ό.π. - ΓΑΚ-Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π., Έγγραφον της 16 Μαΐου 1900 και Αίτησις του ίδιου της 19ης Νοεµβρίου 1908. 16. Ι. Βαλεργάκις, ό.π. 17. «Κρητικόν Ηρώον», Εφηµ. Ανεξάρτητος Χανίων 1913. – Μητροπολίτου Μηθύµνης Ιακώβου, Εθνικοί Τόποι. Το τυραννίδιον και ο οικίσκος παραδόσεως, Καλλονή 1984.


216

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

Ακολούθησε ο θάνατος της συζύγου του, ο οποίος συµπλήρωσε τα αλλεπάλληλα πικρά ποτήρια, που επεφύλαξε η τύχη στον ήσυχο κι ατάραχο γέροντα µε την Ιώβειο υποµονή. Μόνος πλέον, αν και έβλεπε το τέλος της ζωής του, συζητούσε µε ενδιαφέρον για την τύχη της Πατρίδας και έδειχνε πολύ αισιόδοξος για την τελική αποκατάστασή της, µέσα από την παγκόσµια πάλη των εθνών. Γαλήνιος, ως άλλος Σωκράτης, έλεγε κατά την τελευταία ηµέρα της ζωής του ότι «Το τέλος είναι πλησίον». Και έφυγε από αυτόν τον κόσµο µε τη συναίσθηση ότι επετέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του18.

18. Γ.Α.Κ. – Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ό.π. Λίγα νεότερα στοιχεία µπορεί να βρει ο ερευνητής στο βιβλίο του Μιχαλη Τρούλη, Στυλιανός και Στυλιανός Μανιουδάκης. ∆ύο ρεθεµνιώτες αγωνιστές από τη Γραµβούσα ώς τη Μάχη της Κρήτης. Πρόσωπα µε ιστορία, Ρέθυµνο 2009, 9-56.


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

217

Αἴτησις ΣτυλιανοÜ Βαρδάκη κατοίκου ‰Oρους τÉς âπαρχίας Ρεθύμνης \Eνώπιον τÉς âπd τ΅ν àγωνιστ΅ν τοÜ νομοÜ Ρεθύμνης \Eπιτροπείας Κε \Aντιπρόεδρε \Aφ’ wς ™μέρας âγνώσθη âν τÉ πατρίδι ™μ΅ν öναρξις âπαναστατικ΅ν κινημάτων κατa τÉς ΣουλτανικÉς Δυναστείας àπe τοÜ 1858 μέχρι τÉς âλεύσεως τοÜ λατρευτοÜ ™μ΅ν ^Hγεμόνος κàγg μεταξf τ΅ν κορυφαίων καd πρωτοστατησάντων καθ’ ¬λας τaς àπe τοÜ öτους τούτου âπαναστάσεις τοÜ 1858, 1866, 1867, 1868 καd 1869, 1878, 1889, 1896 καd 1897 καd κατa διηνεκÉ καd ôνευ διακοπÉς κατa τe διάστημα ëκάστης âξ αéτ΅ν ε¨ργάσθην μετ’ àφοσιώσεως, τιμιότητος καd αéταπαρνήσεως τeν καλeν καd îερeν ëκάστοτε εéγενÉ àγ΅να καd ½ς στρατιώτης τÉς àνωτάτης àρχÉς καd ½ς πολιτικeς ε¨ς τa àνώτατα àξιώματα θυσιάσας àπέναντι τοÜ âθνικοÜ ¨δεώδους καd τcν μικράν μου περιουσίαν àξίας ôνω τ΅ν δύο χιλιάδων ε¨κοσαφράγκων, διότι μόνον διa τcν καταστροφcν τοÜ ^Aγίου Γεωργίου Pεθύμνης âν öτει 1889 ε¨ς χιλία πεντακόσια ε¨κοσάφραγκα κατεδικάσθην. O≈τω κατa μbν τcν âπανάστασιν τοÜ 1858 öλαβον âκ τ΅ν πρώτων μέρος ½ς πληρεξούσιος âν \Aρκαδί ω μεταξf τ΅ν πρώτων τÉς âποχÉς âκείνης \Aποστόλου ΠαττακοÜ âξ \Aμαρίου, Δασκαλάκιδων, Δεληγιαννάκιδων κ.λπ. âργασθεdς μετ’ αéτ΅ν τeν îερeν âκεÖνον àγ΅να. Kατa τcν âπανάστασιν τοÜ 1866 καd κατa Aûγουστον μÉνα τFÉ πανδήμ ω καd ïμοφών ω âκλογFÉ τοÜ μεσημβρινοανατολικοÜ τμήματος τÉς âπαρχίας μου âξελέγην \Aρχηγeς •πe τ΅ν τότε ïπλαρχηγ΅ν καπεταναίων καd λοιπ΅ν κατοίκων τοÜ τμήματος τούτου ||συνεχίσας τe öργον τe îερeν ôνευ διακοπÉς ½ς àρχηγeς τυχgν ε¨ς êπάσας σχεδeν τaς μάχας τοÜ τμήματος Σφακίων καd Xανίων μέχρι τέλους τÉς âπαναστάσεως, ¬τε τελευταÖος μετa τοÜ Πετροπουλάκι äχμαλωτίσθην, âσώθην δb ½ς âκ θαύματος τFÉ âπεμβάσει τÉς ΓαλλικÉς Kυβερνήσεως âξορισθεdς ½ς âπικίνδυνος ε¨ς τaς τυραννικaς πράξεις τÉς ΣουλτανικÉς Kυβερνήσεως ε¨ς ΣÜρον διa \OθωμανικοÜ Kουρβέτου. Kατa τe 1876, ¬τε τe \Eρζεγοβινικeν ζήτημα συνεζητεÖτο μεταξύ


218

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ

τ΅ν ¨σχυρ΅ν τÉς γÉς, âν τFÉ Δημογεροντί÷α Pεθύμνης àψηφ΅ν πάντα κίνδυνου περd τÉς •πάρξεώς μου καd μόνον τe îερeν καd κατa παράδοσιν καθÉκον περd μεγαλύνσεως τοÜ öθνους σκεπτόμενος μετa τ΅ν πρωτοστατησάντων âν τFÉ âποχFÉ ταύτη κ.κ. \Iωάννου A. TσουδεροÜ, Λεωνίδου Bαρούχα, Xαριλάου \Aσκούτση, \Eμμ. Πορτάλιου κ.λπ. κρύφα μb κίνδυνον τÉς ζωÉς μου âπέμεινα ε¨ς τaς συνεννοήσεις καd συμβουλaς τ΅ν âν ^Eλλάδι Kρητ΅ν καd \Aρχηγ΅ν τοÜ öθνους προπαρασκευάσαμεν καd καλλιεργήσαμεν τcν âπανάστασιν τοÜ 1878 âργαζόμενοι λίαν μυστικa μετa τ΅ν âν ταÖς âπαρχίαις συναδέλφων μας μέχρι σου δοθέντος τοÜ συνθήματος âξελέγην πληρεξούσιος âκ τÉς πόλεως Pεθύμνης καd μεταβaς ε¨ς \Eπισκοπcν μετa τ΅ν λοιπ΅ν συναδέλφων μου πληρεξουσίων I. A. TσουδεροÜ, Xαρ. \Aσκούτση κ.λπ. äρξάμεθα τοÜ îεροÜ αéτοÜ àγ΅νος. \EκεÖθεν δb μεταβάντες ε¨ς Φρb \Aποκορώνου âκ συνεννοήσεως μετa τ΅ν λοιπ΅ν πληρεξουσίων τ΅ν τμημάτων Xανίων, Σφακίων καd Pεθύμνης προέβημεν ε¨ς τcν àποκήρυξιν τÉς ΣουλτανικÉς Kυριαρχίας, μετa ταÜτα ||μεταβaς âν τFÉ âπαρχί÷α μου, τFÉ προσκλήσει καd âκλογFÉ τ΅ν ïπλαρχηγ΅ν καd κατοίκων αéτÉς àνέλαβον τcν \Aρχηγίαν καd διετέλεσα ½ς \Aρχηγeς τÉς âπαρχίας μου μέχρι τοÜ πέρατος τÉς âπαναστάσεως καd τÉς Συμβάσεως τÉς Xαλέπας δι’ wς âδίδετο ε¨ς τcν Kρήτην οîονεd Aéτονομία καd àνεκτeν τρόπον τινa πολίτευμα καd ε¨ς mν σύμβασιν τÉς Xαλέπας öλαβον μέρος μετa τ΅ν λοιπ΅ν âκλεκτ΅ν τοÜ λαοÜ. \Aπe τÉς συμβάσεως τÉς Xαλέπας μέχρι τοÜ 1888 ™ Kρήτη âδιοικεÖτο τρόπον τινa àναλόγως τ΅ν δοθεισ΅ν διa τÉς συμβάσεως τÉς Xαλέπας προνομίων, àλλ’ âκτροχιασθείσης αsθις τÉς ΣουλτανικÉς Kυριαρχίας κατa τρόπον âπιβεβλημένον καd αéθαίρετον πρeς τa δοθέντα προνόμια καλλιεργήθη ™ âπανάστασις τοÜ 1889, ε¨ς mν λαβgν πάλιν μέρος âκ τ΅ν πρώτων, àλλa μc •ποστηριχθείσης τÉς âπαναστάσεως ταύτης •πό τινων Kρητ΅ν καd τÉς μητρeς ^Eλλάδος καd θεωρηθείσης κομματικÉς συνελήφθην, âτέθην ε¨ς φυλακaς καd âξωρίσθην ε¨ς \Aφρικcν διa δεκαπέντε öτη καταδικασθεdς ½ς ερηται ε¨ς χρηματικcν àποζημίωσιν 1500 ε¨κοσαφράγκων, âσώθην δb φυγgν λάθρα ½ς âκ θαύματος καd κατόπιν δοθείσης àμνηστίας âπανÉλθον ε¨ς τcν πατρίδα μου. \Aλλa καd κατa τcν âπανάστασιν τcν àπελευθερωτικcν τοÜ 1896-


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

219

1897 ε¨ργάσθην καd ½ς στρατιώτης \Aρχηγeς πάλιν καd ½ς πολιτικeς ½ς εrναι γνωστόν, διότι καd \Aντιπρόεδρος τÉς μεταπολιτευτικÉς âπιτροπÉς éπÉρξα διηνεκ΅ς καd πολλαχ΅ς καd ποικιλοτρόπως •πηρέτησα τcν πατρίδα μου καd κατa τcν öνδοξον ταύτην âπανάστασιν. \Eπίσης κατa τe 1898 âξελέγην μέλος τÉς âν ΠλακοÜρες ΓενικÉς τ΅ν Kρητ΅ν Συνελεύσεως καd κατa τe 1899 âξελέγην μέλος τÉς ΣυντακτικÉς Συνελεύσεως, ≥τις κατέστρωσε τeν Συνταγματικeν Xάρτην τÉς Kρήτης. Διa τοfς àνωτέρω λόγους A¨τοÜμαι ||≠Oπως καταταχθ΅ ε¨ς τcν πρώτην τάξιν τ΅ν àγωνιστ΅ν τοÜ NομοÜ \Eν PεθύμνFη τFÉ 1η Mαρτίου 1902 ^O A¨τ΅ν Στυλ. Bαρδάκης

\Aναγνωρίζεται ½ς εxς âκ τ΅ν κορυφαίων àρχηγ΅ν καd κατατάσσεται âν τFÉ πρώτFη τάξει τοÜ νομοÜ τÉς Pεθύμνης ï àναφερόμενος. \Eν PεθύμνFη τFÉ 3/4/1902 Σ. Γ. Δημητρακάκης, \Iωάννης ΣκουλÄς \Aναγν. Kατσαντώνης, Γ. M. Kαλλέργης \Iω. Tσουπάκης, N. Σπηλιανάκης \I. Δεληγιαννάκης, Στυλ. Περισάκης


220

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

221


222

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΡΟΥΛΗΣ


ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΒΑΣΙΛΕΙΩΤΗΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΚΡΗΤΙΚΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ

223



ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ*

Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο: η συµβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου και της Μονής Πρέβελη στην ασφαλή αποχώρηση των βρετανικών στρατευµάτων**

Με την κατάρρευση του ελληνικού µετώπου τον Απρίλιο του 1941 η Κρήτη απέµεινε το µοναδικό ελεύθερο ελληνικό έδαφος. Από εκεί συνεχίστηκε η αντίσταση κατά των Γερµανών εισβολέων το τελευταίο δεκαήµερο του Μαΐου του ίδιου έτους. Ελληνικές και βρετανικές δυνάµεις (µε τον όρο βρετανικές δυνάµεις εννοούµε τα στρατεύµατα της Μεγάλης Βρετανίας και των χωρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, όπως της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας) υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μπέρναρντ Φράιµπεργκ (Bernard Freiberg) ανέλαβαν το δύσκολο έργο της υπεράσπισης της νήσου1. Κατά τον Ηλία Φιλιππίδη, οι Βρετανοί έδωσαν τη µάχη για την «τιµή των όπλων» και δεν επιθυµούσαν να κρατήσουν το νησί. Αυτό µπορεί, κατά τον ίδιο, να στηριχτεί και στο γεγονός ότι οι ίδιοι δεν κατέστρεψαν τα αεροδρόµια της νήσου και κυρίως αυτό του Μάλεµε και επέτρεψαν µε τον τρόπο αυτό την προσγείωση των αεροµεταφερόµενων Γερµανών στρατιωτών2. Στο αντίποδα της παραπάνω άποψης, ο ίδιος ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσόρτσιλ (Winston Churchill) επέµενε ότι έπρεπε η Κρήτη να * Ο Εµµ. Χαλκιαδάκης είναι υπότροφος του Ιδρύµατος Ωνάση (η ιδιότητα του υποτρόφου αναγράφεται υποχρεωτικά σε κάθε δηµοσίευση, σύµφωνα µε τον Κανονισµό Υποτροφιών του ιδρύµατος / ειδικές διατάξεις, παράγρ. 15) **Ευχαριστώ θερµά τη φιλόλογο Ζωή Φωτάκη-Παπαδάκη, το φιλόλογο και θεολόγο Κωστή Ηλ. Παπαδάκη και τον ηγούµενο της Ιεράς Μονής Πρέβελη για τη βοήθειά τους στη σύνταξη αυτής της εργασίας. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στην οικογένεια Λαγουβάρδου για την άδεια που µου έδωσε να αξιοποιήσω την έκθεση του ιεροµόναχου ∆ιονυσίου Σταφυλάκη που απόκειται στην Ιδιωτική Συλλογή Χαρίδηµου Λαγουβάρδου, καθώς και στους εργαζοµένους στα Εθνικά Αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας (National Archives). 1. Γενικόν Επιτελείον Στρατού-∆ιεύθυνσις Ιστορίας Στρατού (στο εξής ΓΕΣ-∆ΙΣ), Η µάχη της Κρήτης, Αθήνα 1967, σ. 31. 2. Ηλίας Φιλιππίδης, Κρήτη 1941. Η «παράδοσή» της από τον Τσόρτσιλ στον Χίτλερ, Αθήνα (Ιολκός) 2008.


226

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

παραµείνει στα χέρια των Συµµάχων πάση θυσία, µολονότι οι Βρετανοί στρατιωτικοί παράγοντες στο Κάιρο δε συµµερίζονταν την αισιοδοξία των πολιτικών για την τελική έκβαση της µάχης3. Ο ίδιος µε απόρρητο τηλεγράφηµά του που έστειλε προς τον αρχιστράτηγο της Μέσης Ανατολής Γουέιβελ (A. Wavell) ανέφερε χαρακτηριστικά: «[…] Η νίκη στην Κρήτη κρίνεται απαραίτητη [essential] σε αυτή τη φάση του πολέµου. Συνεχίστε τα πυρά µε όλη την ισχύ που διαθέτετε[…]»4. Κατά τον Norman Davies, τα βρετανικά στρατεύµατα στην Κρήτη, κατέχοντας µεγάλη ναυτική υποστήριξη, αισθάνονταν ασφαλή5. Από την άλλη, ο ίδιος ο Φράιµπεργκ ανέφερε χαρακτηριστικά: «[…] χωρίς [συνδυασµένη] βοήθεια από ναυτικό και αεροπορία δε µπορούµε να ελπίζουµε στην απόκρουση της γερµανικής εισβολής […]»6. Πράγµατι, οι βρετανικές δυνάµεις συνετρίβησαν γρήγορα από την γερµανική αεροπορία, παρά τις αµυντικές προσπάθειες του γηγενή πληθυσµού και των τµηµάτων του ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής. Άκρως απόρρητο έγγραφο του Υπουργείου Πολέµου της Μεγάλης Βρετανίας που απόκειται στα Εθνικά Αρχεία (National Archives) της χώρας, αναφέρει, µεταξύ άλλων: «[…] Η αποτυχία της άµυνας της νήσου οφείλεται στην απόλυτη υπεροχή του εχθρού στον αέρα και στην επιµονή του στη συνέχιση των προσγειώσεων, παρά τις απώλειες[…]»7 Αποτέλεσµα της γερµανικής υπεροχής ήταν το βρετανικό ναυτικό να υποστεί µεγάλες καταστροφές προσπαθώντας να οργανώσει την εκκένωση της νήσου, χωρίς αεροπορική κάλυψη8. Συγκεκριµένα στις 27 Μαΐου-την ηµέρα που ο Τσόρτσιλ έδινε εντολή στον Γουέιβελ να συνεχίσει την άµυνα στην Κρήτη-ο Βρετανός αρχιστράτηγος, ύστερα από την κατάληψη της πόλης των Χανίων από 3. ΓΕΣ-∆ΙΣ, ό.π., 2-3. 4. National Archives (Kew, Richmond, Surrey) -War Office (στο εξής W.O.) 106/3244, Most Secret Cipher Telegram. From The War Office to C. in C. (=Commander in Chief) Middle East, 27 Μαΐου 1941. 5. Norman Davies, Europe at War 1939-1945. No Simple Victory, Λονδίνο (Macmillan) 2006, σ. 91. 6. ΓΕΣ-∆ΙΣ, ό.π., σ. 31 7. W.O., 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle East to the war Office, 3 Ιουνίου 1941. 8. Davies, ό.π., σ. 91-92.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

227

τους Γερµανούς, ειδοποίησε τον Φράιµπεργκ ότι οι βρετανικές δυνάµεις έπρεπε να αποχωρήσουν από το νησί και ότι για το σκοπό αυτό θα έστελνε πλοία για τη µεταφορά τους. Τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαΐου τα βρετανικά στρατεύµατα που βρίσκονταν στο Ηράκλειο, χωρίς να ενηµερώσουν τις ελληνικές αρχές, επιβιβάστηκαν σε πλοία που είχαν φτάσει στο λιµάνι της πόλης. Παράλληλα, ιταλικές δυνάµεις αποβιβάστηκαν από τη µεριά του Λασιθίου και ενώθηκαν µε τις αντίστοιχες γερµανικές στην περιοχή της Ιεράπετρας9. Οι περισσότερες συµµαχικές δυνάµεις αποχώρησαν από το εσωτερικό10, ενώ συνελήφθησαν αρκετοί αιχµάλωτοι11. Τα υπόλοιπα βρετανικά στρατεύµατα επιχείρησαν την κάθοδό τους από τα Σφακιά, µε σχετική, όµως, επιτυχία, καθώς αρκετοί στρατιώτες δεν κατόρθωσαν να φτάσουν εγκαίρως και αιχµαλωτίστηκαν από τους Γερµανούς12. Το Ρέθυµνο, που το υπερασπίζονταν κυρίως άνδρες της Σχολής Χωροφυλακής, ήταν το τελευταίο ανάχωµα στη γερµανική εισβολή. Εντούτοις, µετά την κατάρρευση των τοµέων των Χανίων και του Ηρακλείου, δεν υπήρχε κανένας λόγος για συνέχιση της άµυνας, αφού η µάχη είχε ουσιαστικά κριθεί13. Την τελευταία µάχη στον τοµέα του Ρεθύµνου έδωσε ο 3ος λόχος του 2/11 αυστραλιανού τάγµατος που πολεµούσε µέχρι το πρωί της 30ηςΜαΐου του 1941. Αρκετοί Αυστραλοί συµπτύχθηκαν και υποχώρησαν οργανωµένα και προσεκτικά καλύπτοντας τους στρατιώτες τους. Ο αντι9. Εφ. Βραδυνή, Αθήνα, 2 Ιουνίου 1941. 10. Εφ. Ακρόπολις, Αθήνα 27 Μάη 1941. 11. Εφ. Καθηµερινή, Αθήνα 1 Ιουνίου 1941. 12. Πρβλ. έγγραφο του Υπουργείου Πολέµου της Βρετανίας, στο οποίο αναφέρεται µεταξύ άλλων, ότι τη στιγµή που αναχωρούσαν από τα Σφακιά 500 Βρετανοί στρατιώτες τα γερµανικά στρατεύµατα βρίσκονταν σε απόσταση 5 µιλίων από το σηµείο της αναχώρησης. Βλ. σχετικά W.O., 106/3244, The C. in C. Middle East to the war Office, 12 Ιουνίου 1941. 13. Για τη αποχώρηση των συµµαχικών στρατευµάτων και την κατάρρευση των τοµέων των Χανίων, του Ηρακλείου και του Ρεθύµνου βλ. και ΓΕΣ-∆ΙΣ, ό.π., σ. 126130.- Μ. Γ. Πολιουδάκης, Η µάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο, τ. Α΄ Ρέθυµνο2 1993, σ. 31 και 381. - Για τη Μάχη της Κρήτης βλ. και το έργο του Ι. ∆. Μουρέλλου, Η Μάχη της Κρήτης, Ηράκλειο 21950. – Για τη συµβολή της Χωροφυλακής κατά τη Μάχη της Κρήτης βλ. και Εµµανουήλ Γ. Χαλκιαδάκης, Αστυνοµική Σχολή Ρεθύµνου: Ιστορία, Εκπαίδευση, Λειτουργία, Ρέθυµνο (Τµήµα ∆οκίµων Αστυφυλάκων Ρεθύµνου) 2006, σ. 28-37.


228

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

συνταγµατάρχης Ίαν Κάµπελ (I.R. Campell) ανέφερε χαρακτηριστικά για την αποχώρηση των δικών του στρατιωτικών δυνάµεων: «[…] Είχαµε τροφή µόνο για αυτή τη µέρα (30η Μαΐου) κι αν φεύγαµε για τα βουνά έπρεπε να βασιστούµε στους Κρητικούς. Μου φαινόταν άδικο να ζητήσω αυτό από αυτούς τους γενναίους, καθώς οι Γερµανοί κατά τη διάρκεια των τελευταίων ηµερών είχαν ρίξει προκηρύξεις απειλώντας να φονεύσουν οποιονδήποτε Κρητικό, που θα βοηθούσε Βρετανό. Σηµείο επιβιβάσεως δεν είχε γνωστοποιηθεί σε µένα και ήταν αδύνατο να οργανώσω µία αποχώρηση µε τους Γερµανούς τριγύρω µας. Θεώρησα ότι το χάσιµο πολλών γενναίων ανδρών και οι κίνδυνοι και οι τιµωρίες, στις οποίες θα έπρεπε να εκθέσουµε τους Κρήτες πολίτες, δεν εγγυώνταν (sic) την εκκένωσή µας από τη νότια παραλία. Γι’ αυτό και αποφάσισα και παραδόθηκα[…]»14. Το Συµµαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής ανησυχούσε για την τύχη των εναποµενουσών δυνάµεων. Με απανωτές αναφορές του στο Υπουργείο Πολέµου της Μεγάλης Βρετανίας περιέγραφε την κατάσταση για τους Βρετανούς στρατιώτες που είχαν παραµείνει στο νησί και αναφερόταν στις απόπειρές τους να αποχωρήσουν µε ασφάλεια [βλ. Παράρτηµα Εγγράφων, αριθ. εγγρ. 1]. Χαρακτηριστικό είναι το άκρως απόρρητο τηλεγράφηµα που απέστειλε στο βρετανικό Υπουργείο Πολέµου στις 11 Ιουνίου του 1941: «[…] Μικρές οµάδες στρατιωτών έχουν επιστρέψει από την Κρήτη. ∆ύο αξιωµατικοί και 68 οπλίτες έφτασαν στο Matruh [στη βόρειο Αφρική]…έχοντας φύγει από τον κόλπο της Αγίας Γαλήνης, 3 µίλια Β.∆. του Τυµπακίου […] 9 αξιωµατικοί συνελήφθησαν από ιταλικό υποβρύχιο κατά τη διαδροµή […] Οµάδα 500 Βρετανών στρατιωτικών από την πεδιάδα της Μεσαράς και Αυστραλών από τα νότια του Ρεθύµνου, καθώς και Έλληνες βρίσκονταν στην περιοχή του Τυµπακίου [νότια του Νοµού Ηρακλείου]. Συχνές προσπάθειες αεροσκαφών να έρθουν σε επαφή µαζί τους απέτυχαν και υποθέτουµε ότι η οµάδα βρίσκεται στα χέρια των εχθρών, καθώς η τελευταία προσπάθεια […] οδήγησε σε πυροβολισµούς […] πολλές άλλες οµάδες έχουν µείνει πίσω […]»15. Μέσα σε αυτό το κλίµα πολλοί Βρετανοί στρατιώτες κατέφυγαν στο εσωτερικό του Ρεθύµνου και ιδιαίτερα στην επαρχία του Αγίου Βασι14. Πολιουδάκης, ό.π., σ. 402 και 55, 58. 15. W. O., 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle east to the War Office, 11 Ιουνίου 1941.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

229

λείου, στα νότια του νοµού. Πρόκειται για ορεινή ως επί το πλείστον περιοχή, γεγονός που διευκόλυνε την ασφαλή φυγή των Βρετανών, ενώ η παραθαλάσσια νότια περιοχή της επαρχίας προσφερόταν για τη µεταφορά των στρατιωτών στην Αφρική16. Μεταξύ Πλακιά και Αγίας Γαλήνης, στην ίδια επαρχία, βρίσκεται το µοναστήρι του Πρέβελη που πρόσφερε σηµαντικές υπηρεσίες στους εθνικούς αγώνες17. Κατά τη Μάχη της Κρήτης, η εν λόγω Μονή φρόντισε για την τροφοδοσία του στρατού και των ντόπιων στη Μάχη των Περιβολίων. Με την επικράτηση των Γερµανών και την αποχώρηση των βρετανικών στρατευµάτων, η επαρχία Αγίου Βασιλείου µε επίκεντρο το µοναστήρι του Πρέβελη αποτέλεσε ασφαλές προσωρινό καταφύγιο και σηµείο διαφυγής του βρετανικού στρατού, παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις της γερµανικής διοίκησης και την απειλή αντιποίνων για όσους έκρυβαν τους στρατιώτες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Οι Κρητικοί µε διάφορους τρόπους βοήθησαν τους Βρετανούς που είχαν αποµείνει στο νησί επιστρατεύοντας ακόµα και παιδιά, που ήταν υπεράνω πάσης υποψίας, και µετέφεραν τρόφιµα και προµήθειες στα εναποµείναντα βρετανικά στρατεύµατα που κρύβονταν στα κρητικά βουνά, ενώ και οι κτηνοτρόφοι µε τα συνθηµατικά τους σφυρίγµατα ειδοποιούσαν τους φυγάδες για τον κίνδυνο που πλησίαζε18. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών µαζί µε τους µοναχούς οργάνωσαν οµάδες για την περιφρούρηση και τη περίθαλψη των ξένων στρατιωτών. Οι πρώτοι είχαν κρύψει καλά τους δεύτερους, µε αποτέλεσµα να µην καταστεί εφικτός ο εντοπισµός τους. Τα χωριά του Αγίου Βασιλείου και ιδιαίτερα οι οικισµοί Σελλί, Σελλιά, Κοξαρέ, Αγκουσελιανά, Φραττί, Σπήλι, Κεραµέ, Σαχτούρια, σε συνεργασία µε το µοναστήρι του Πρέβελη βοήθησαν µε κάθε µέσο τους Αυστραλούς πολεµιστές και συνέβαλαν στη ασφαλή αποχώρησή τους19. Μια οµάδα Αυστραλών 16. Για την επαρχία Αγίου Βασιλείου και την ιστορία της βλ. και Ν. Φασατάκης, Η τ. επαρχία Αγ. Βασιλείου Ρεθύµνης. Ιστορία - Πολιτισµός - Εκπαίδευση, Αθήνα (έκδοση της Ένωσης Συλλόγων Αγίου Βασιλείου «Ο Πρέβελης» και των ∆ήµων Λάµπης και Φοίνικα) 2003. 17. Πρβλ. Α. Νενεδάκης, Ρέθεµνος, Τριάντα αιώνες Πολιτεία, Αθήνα 1983, σ. 133-134. 18. Γ. Ι. Παναγιωτάκης, Ντοκουµέντα από τη Μάχη και την Αντίσταση της Κρήτης, Ηράκλειο 2000, σ. 310. 19. Πρβλ. Πολιουδάκης, ό.π., σ. 425.


230

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

κατάφερε να έρθει σε επαφή µε βρετανικό υποβρύχιο και από το σηµείο αυτό άρχισε η επιχείρηση διάσωσης στη Μέση Ανατολή20. Συγκεκριµένα, τον Ιούνιο του 1941 έφτασαν στην επαρχία του Αγ. Βασιλείου αρκετοί Βρετανοί στρατιώτες που δεν κατόρθωσαν να διαφύγουν µετά τη Μάχη της Κρήτης. Το σύνολο των ανδρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας που φαίνεται να είχε παραµείνει στο νησί υπολογίζεται ότι ξεπερνούσε τους χίλιους άνδρες, οι οποίοι και κρύβονταν στα βουνά της νότιας Κρήτης21. Τον επόµενο µήνα η Ανώτατη Επιτροπή Αγώνος Κρήτης (Α.Ε.Α.Κ.) σε σύσκεψη που πραγµατοποίησε στην Ασή Γωνιά γνωστοποίησε έναν από τους στόχους της που ήταν η περίθαλψη των Βρετανών στρατιωτών που είχαν µείνει στο νησί µετά τη Μάχη. Αργότερα, στην επαρχία Αγίου Βασιλείου συγκροτήθηκαν οι ακόλουθες κοινοτικές επιτροπές στα παρακάτω χωριά: «στον Άγιο Ιωάννη Καµένο µε επικεφαλής τους Μύρωνα Παυλάκη και Εµµανουήλ Θεοδωράκη, στα Αγκουσελιανά µε τον Ηλία Κουρµούλη, στη ∆ρύµισκο µε το Χαράλαµπο Παπαδάκη, στην Καλή Συκιά µε τον Μιχαήλ Γρυντάκη, στον Κεραµέ µε τους Ελευθέριο Αντωνιουδάκη και Γεώργιο Παπαδάκη, στην Κοξαρέ µε τον Εµµανουήλ Βασιλάκη και στο Ροδάκινο µε τον Εµµανουήλ Γιαννά ή Γιανναδάκη»22. Αναλυτικά, οι Βρετανοί στρατιώτες κατέφυγαν στα χωριά της περιοχής και στο µοναστήρι του Πρέβελη. Αρχικά, οι κάτοικοι των γύρω περιοχών φρόντισαν για την ασφαλή φιλοξενία τους και για τη σίτισή τους. Τους Βρετανούς φυγάδες παρελάµβαναν χωρικοί, κυρίως βοσκοί, και τους οδηγούσαν σε ασφαλή σηµεία. Ωστόσο, ο αριθµός τους αυξάνονταν δραµατικά και κρινόταν επιτακτική η ανάγκη για µία οργανωµένη προσπάθεια. Οι κάτοικοι των χωριών της επαρχίας, και µάλιστα όσοι φιλοξενούσαν Βρετανούς στρατιώτες, αποφάσισαν να λειτουργήσουν συλλογικά και συντονισµένα. Ως εκ τούτου, συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι του Πρεβέλη, όπου και ήρθαν σε σύσκεψη µε τον ηγούµενο της Μονής Αγαθάγγελο Λαγουβάρδο. 20. Μιχ. Γ. Ανδριανάκης, Ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Πρέβελη, Ρέθυµνο 21998, σ. 33-34. 21. Νικ. Αλ. Κοκονάς, Κρήτη 1941-1945. Αντίσταση. Συµµαχικές Αποστολές. Η Βρετανική Έκθεση, Ρέθυµνο 1993, σ. 42-43. 22. Σπ. Α. Μαρνιέρος, Η Αντίσταση στο Αµάρι. Ενθυµήµατα Αλέξανδρου Κοκόνα, Αθήνα 1984, σ. 19-20.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

231

Στη συνάντηση αυτή αποφασίστηκε να συνεισφέρουν όσοι επιθυµούσαν από κάθε χωριό στα έξοδα για τη σίτιση των στρατιωτών. Επίσης, να οριστούν άτοµα που θα παρακολουθούσαν τις κινήσεις των γερµανικών στρατευµάτων, προκειµένου να είναι σε θέση να ειδοποιήσουν τους Βρετανούς φυγάδες να αλλάξουν καταφύγιο, αν υπήρχε ανάγκη. Παράλληλα, συγκροτήθηκε συντονιστική επιτροπή µε τον Αγαθάγγελο ως πρόεδρο και ως µέλη τους εκπροσώπους των οικισµών Φραττί και Αρδάκτου-Βάτου, που είχαν τους περισσότερους φυγάδες. Η επιτροπή αυτή µε απόλυτη µυστικότητα φρόντισε για τον ανεφοδιασµό και την κάλυψη των Βρετανών στρατιωτών. Η δράση των κατοίκων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου επεκτάθηκε και στην επαρχία Αµαρίου µε τη συγκρότηση της «Ανεξάρτητης Οργάνωσης ∆ιαφυγής και Πληροφοριών Αγίου Βασιλείου και Αµαρίου» που διευκόλυνε τη φυγή των Βρετανών στρατιωτών στην Αφρική23. Επικεφαλής της οργάνωσης στην επαρχία Αγίου Βασιλείου είχαν τεθεί ο δικηγόρος Μιχαήλ Παπαδάκης και ο ηγούµενος Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος24. Πολλοί κάτοικοι των χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου περιέθαλψαν Βρετανούς στρατιώτες και στη συνέχεια τους προώθησαν στη Μονή Πρέβελη. Αναλυτικά, από τη Μύρθιο Αγίου Βασιλείου µε φροντίδα του Χαράλαµπου Βιταλάκη στάλθηκαν 13 Βρετανοί, από το χωριό Φραττί έξι, άλλοι τόσοι από τη ∆ρύµισκο, 10 από τον Κεραµέ και 15 από το Βάτο που είχαν σταλεί από χωριά του Αµαρίου- και φρόντισε ο δικηγόρος Μιχαήλ Παπαδάκις-, ενώ το Ροδάκινο περιέθαλψε και προώθησε Νεοζηλανδούς. Η Μονή Πρέβελη έκρυψε περισσότερους από 500 Βρετανούς στρατιώτες υπό την καθοδήγηση του Αγαθάγγελου Λαγουβάρδου, ο οποίος είχε οργανώσει µυστική υπηρεσία για το σκοπό αυτό παρά τις ρητές εντολές της γερµανικής διοίκησης που ανέφεραν κατηγορηµατικά: «[…]όποιος φι23. Πρβλ. Μανόλης Παντινάκης, Η επαρχία Αγίου Βασιλείου αφηγείται: «Η Κατοχή δεν µας λύγισε», Ρέθυµνο 22006, σ. 86-87.- Μιχ. Μ. Παπαδάκης, Το µοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978, σ. 387, σηµ. 19. -Ζωή Φωτάκη - Παπαδάκη, «Η συµβολή της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πρέβελη στη Μάχη της Κρήτης. Αρχιµ. Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος», Ορθόδοξο Μήνυµα (διµηνιαίο ορθόδοξο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Λάµπης και Σφακίων) 11 (Μάιος - Ιούνιος 2000), σ. 3. 24. Μαρνιέρος, ό.π., σ. 46.


232

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

λοξενούσε Άγγλο στρατιώτη ή γνώριζε το κρησφύγετό του και δεν το µαρτυρούσε στις αρχές κατοχής θα ετουφεκίζετο χωρίς διαδικασία ο ίδιος και το σπίτι του και το χωριό του θα ισοπεδωνόταν […]»25. Αποκαλυπτική ως προς το ρόλο της Μονής αλλά και των κατοίκων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου στην προστασία και στη φυγάδευση των Βρετανών στρατιωτών είναι αδηµοσίευτη έκθεση του ιεροµόναχου ∆ιονύσιου Σταφυλάκη, µοναχού του µοναστηρίου που διέφυγε της σύλληψης από το γερµανικό στρατό. Ο ∆ιονύσιος µε γραπτή έκθεσή του µε τίτλο «Η. Ι. ΜΟΝΗ ΠΡΕΒΕΛΗ. Μία έκθεσις πολεµικής δράσεως», που απόκειται στην ιδιωτική συλλογή του Χαρίδηµου Λαγουβάρδου, αναφέρεται αναλυτικά στη δράση του µοναστηρίου και γενικότερα των χωριών της ευρύτερης περιοχής [βλ. Παράρτηµα Εγγράφων, αριθ. εγγρ. 2]. Συγκεκριµένα, ο µοναχός ∆ιόνυσος αναφέρει µέσα από την έκθεσή του: «[…] Ὅταν οἱ Γερμανοὶ κατέλαβον τὴν Κρήτη, ὅσοι ἐκ τῶν ἀνδρῶν τῶν Συμμαχικῶν στρατευμάτων δὲν κατόρθωσαν νὰ φύγουν εἰς Αἴγυπτον παρέμειναν φιλοξενούμενοι παρά πολλῶν δικῶν μας σὲ διάφορα μέρη καὶ κρυψώνας τῆς Κρήτης. Τότε κατέφυγον καὶ στὴ δική μας Μονὴ τοῦ Πρέβελη περὶ τούς 22 Ἄξ/κοὶ καὶ ὀπλίται. Ἐτοποθετήθησαν μερίμνη τοῦ Ἡγουμένου αὐτῆς Ἀγαθαγγέλου Λαγουβάρδου σὲ διάφορες τοποθεσίες τῆς περιφερείας της. Μερικοὶ στὸν Ἅγιον Ὀνούφριον, ἄλλοι στὴ Λίμνη, στὴν Ἁγία Φωτεινή, στὸ Ταλιεράδο, στὸν ΑΓΙΟ Ἰωάννη καὶ στὴν Ξηρορρήτησα, ἔμειναν δὲ μονάχα ἑπτὰ ἄξ/κοὶ στὴν ΜΟΝΗ. Στὰ μέρη αὐτὰ ἐτροφοδοτοῦντο ὅλοι μερίμνη τοῦ προσωπικοῦ της Μονῆς μὲ μεγάλον κίνδυνον καὶ γι’αὐτοὺς καὶ γιά μας […]»26. Ένα βρετανικό υποβρύχιο έλαβε τα σήµατα που κάθε νύχτα έστελνε η υπηρεσία που είχε οργανώσει ο ηγούµενος Αγαθάγγελος. Τον Ιούλιο του 1941 αποβιβάστηκε στη Λίµνη, την περιοχή δηλαδή που εκβάλλει το ποτάµι του Πρεβέλη, ο πλωτάρχης του Βρετανικού ναυτικού Πουλ (Commander Philip Pool27) που µαζί µε τον ηγούµενο του µοναστηρίου οργάνωσε τη φυγάδευση των Βρετανών στρατιωτών. Η πρώτη αποστολή 25. Φωτάκη - Παπαδάκη, ό.π., σ. 4. -Πρβλ. Μαρνιέρος, ό.π., σ. 48. - Για τη συµβολή του µοναστηρίου του Πρέβελη στην περίθαλψη των Βρετανών βλ. και Παντινάκης, ό.π., σ. 129-148. 26. Ιδιωτική Αρχειακή Συλλογή Χαρίδηµου Λαγουβάρδου (στο εξής Α.Χ.Λ.= Αρχείο Χαρίδηµου Λαγουβάρδου), «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 5. 27. Παντινάκης, ό.π., σ. 87.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

233

έγινε στις 27 Ιουλίου του 1941. Φυγαδεύτηκαν µε το υποβρύχιο “Thrasher” 80 Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί [73 κατά την έκθεση του Σταφυλάκη και 78 κατά τον Πολιουδάκη28 - οι αριθµοί έχουν µία µικρή διαφοροποίηση, ανάλογα µε τις πηγές] και 28 Έλληνες29. Κατά τον ιεροµόναχο Σταφυλάκη, ο Αγαθάγγελος σε συνεργασία µε τον Βρετανό αξιωµατικό µετέβη στους Αποστόλους και συγκέντρωσε από τη γύρω περιοχή τους Βρετανούς στρατιώτες, για να τους αποστείλει στο µοναστήρι του Πρεβέλη. Οι συνήθεις τόποι στους οποίους κατέφευγαν οι Βρετανοί στρατιώτες ήταν οι παλιοί κρυψώνες των χωριών Φραττί, Βάτου, Αρδάκτου, Βρυσών και Κεραµέ30. Στην αποκαλυπτική έκθεσή του ο ιεροµόναχος δίνει στοιχεία για τα χωριά στα οποία κατέφυγαν οι Βρετανοί και για τα πρόσωπα που είχαν αναλάβει την προστασία τους. Συγκεκριµένα, µεταξύ άλλων, επισηµαίνει: «[…] στὸ Φραττὶ […] ἔμενε μιὰ ὁμάδα Ἄγγλων ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Παύλου Περαντωνάκη, τοῦ Ἐμμ. Βασιλάκη, τὸν ὁποῖον ἀργότερα ἐτυφέκισαν οἱ Γερμανοὶ καὶ τοὺς ἐπεριποιοῦντο ὅλοι οἱ χωρικοί. Ἄλλη ὁμάδα στὴ Δρύμισκο ὑπὸ τοὺς Ἀλέξανδρον Κυριακάκην,Ἔμμ. Σερτεδάκην, Παῦλον Κατσογριδάκην, καὶ Ἰωάννην Μαρκάκην, αὐτοὶ δὲ ἔλαβον τρόφιμα ἀπὸ τὴ Μονήν, ἐπίσης στὰ Κεραμὲ καὶ τοὺς τροφοδοτοῦσαν οἱ Ἀντώνιος Ἀντωνουδάκης, Παντελὴς Βιβιλάκης, Μιχαὴλ Μαρκάκης. Ἐπίσης στὸ Βάτο ἄλλη ὁμάδα, τὴν ὁποίαν ἔστειλαν ἀπὸ τὸ Ἀμάρι, τοὺς ὁποίους παρέλαβεν ὁ Δικηγόρος Μιχαὴλ Παπαδάκης, στὸν ὁποῖον ἔστειλα σχετικὸν σημείωμα μὲ τὸν ὁδηγὸ τῶν Ἄγγλων αὐτῶν, ὅστις ἀφοῦ τοὺς ἄφισε (sic) στὸ Σιδέρωτα, ἦλθε στὸ Μοναστήρι νὰ μὲ ἀνταμώσει. Γιὰ νὰ μὴ γίνη ἀντιληπτὸς ἔκανε ὅτι ζητοῦσε σφάγια καὶ ἐπειδὴ ἡ Μονὴ δὲν εἶχε, τὸν κάλεσα ὡς ξένον στὸ κελί μου νὰ τοῦ δώσω νὰ φάγη. Μόλις κλείσαμε τὴν θύρα μου λέγει: “Ἐγὼ δὲν εἶμαι ζωέμπορος, ἀλλὰ ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸν Ἡγούμενον καὶ ἔφερα 18 Ἄγγλους, τοὺς ὁποίους ἄφησα στὸ Σιδέρωταν. Τότε ἐγὼ τὸν ἔστειλα στὸν κ. Παπαδάκη στὸ Βάτο νὰ τοὺς κρατήσει οὕτω μακράν της Μονῆς γιὰ λόγους ἀσφαλείας. Ὠνομάζετο Ἀντώνιος Κρυοβρυσανάκης ἀπὸ τὴ Λοχριὰ Ἁμαρίου. Στὶς Βρύσες ποὺ ἔμεναν τρεῖς καὶ στ’ Ἀκούμια ἕνας, εἰδοποίησα καὶ τοὺς 28. Πολιουδάκης, ό.π., σ. 425. 29. Φωτάκη-Παπαδάκη, ό.π., σ. 5.- Πολιουδάκης, ό.π., σ. 425. - Για το υποβρύχιο Thresher βλ. και Παντινάκης, ό.π., σ. 163-167. 30. Παντινάκης, ό.π., σ. 27.


234

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

ἔφεραν στὸν Κεραμέ, γιὰ νὰ πλησιάσουν πρὸς τὰ ἐδῶ[…]»31. Εκτός από την πρώτη αποστολή διαφυγής Βρετανών στρατιωτών, οργανώθηκε τον Αύγουστο του 1941 και δεύτερη µε το υποβρύχιο “Torbay” από τον κόλπο της Λίµνης. Στην αποστολή αυτή φυγαδεύτηκαν 120 Βρετανοί στρατιώτες32 (τον ίδιο αριθµό δίνει και ο Πολιουδάκης33, ενώ ο ιεροµόναχος Σταφυλάκης τον κατεβάζει σε 9834). Οι υπεύθυνοι της Οργάνωσης ∆ιαφυγής καθάρισαν τον όρµο από οτιδήποτε είχαν αφήσει οι Βρετανοί κατά την αποχώρησή τους, ενώ την επόµενη µέρα οι βοσκοί έβαλαν τα πρόβατά τους στην άµµο, προκειµένου να σβήσουν τα αποτυπώµατα των στρατιωτών35. Μαζί µε τη δεύτερη αποστολή αναχώρησε και ο αξιωµατικός του Βρετανικού Ναυτικού Πουλ, ζητώντας από τους µοναχούς και τους κατοίκους να φροντίσουν τους Βρετανούς που δεν είχαν ακόµα διαφύγει και να ενηµερώσουν τους συµµάχους µε τον ακόλουθο συνθηµατικό τρόπο. Στο Ρουσόλακο (µέρος πάνω από τη Λίµνη και κάτω από το Μοναστήρι) υπήρχαν δύο αλώνια. Αν ο αριθµός των φυγάδων Άγγλων που θα παρουσιάζονταν στο µοναστήρι από τη γύρω περιοχή έφτανε τα 50 άτοµα, η Οργάνωση ∆ιαφυγής θα ειδοποιούσε το µοναστήρι σχηµατίζοντας µε ασβέστη ένα τρίγωνο στην άκρη του αλωνιού. Στην περίπτωση που ο αριθµός τους ήταν µεγαλύτερος από 50 και µικρότερος από 100, θα σχηµάτιζε ένα τετράγωνο και, αν ξεπερνούσε τους 150, θα ασπριζόταν όλη η βάση του δεξιού αλωνιού. Το αριστερό αλώνι απεικόνιζε τη Λίµνη. Αν υπήρχαν Γερµανοί στο φυλάκιο της Λίµνης, έπρεπε να ασβεστώσουν ολόκληρη τη βάση του. ∆ιαφορετικά θα έµενε ως έχει. Κάθε απόγευµα θα περνούσε συµµαχικό αεροπλάνο που θα φωτογράφιζε τα αλώνια, προκειµένου συµµαχικές 31. Α.Χ.Λ., «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 12-13. 32. Ανδριανάκης, ό.π., σ. 16. -Πολιουδάκης, ό.π., σ. 425 - Πρβλ. Μ. Γ. Πολιουδάκης, Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο. Τα µετά τη Μάχη, τ. Γ΄, Ρέθυµνο 1997, σ. 115, όπου αναφέρεται στα υποβρύχια Torbay και Thrasher που µετέφεραν Βρετανούς στρατιώτες, και όχι µόνο, στην Αίγυπτο. 33. Πολιουδάκης, ό.π., σ. 402. 34. Α.Χ.Λ., «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 16. - Να σηµειωθεί ότι ο συνολικός αριθµός των Βρετανών που φυγαδεύτηκαν ξεπερνούσε τους 200. Βλ. σχετικά Παντινάκης, ό.π., σ. 96. 35. Φωτάκη-Παπαδάκη, ό.π., σ. 5.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

235

δυνάµεις να ενεργήσουν ανάλογα µε τα αποτελέσµατα των αεροφωτογραφιών. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο Πουλ ενηµέρωσε τα µέλη της Οργάνωσης ∆ιαφυγής ότι σύντοµα αεροσκάφος θα περνούσε πάνω από το µοναστήρι, προκειµένου να ρίξει από χαµηλό ύψος εµπιστευτικά έγγραφα και ανταλλακτικά ενός ραδιοποµπού. Ωστόσο, έµειναν πίσω κι άλλα άτοµα που περίµεναν την άφιξη νέου υποβρυχίου36. Για τη συµβολή τους στην ασφαλή αποχώρηση των βρετανικών στρατευµάτων παρασηµοφορήθηκαν τόσο ο Πουλ όσο κι ο Λαγουβάρδος37. Μέσα σε αυτή την αναστάτωση, οι Γερµανοί πληροφορήθηκαν την επιχείρηση και περικύκλωσαν τη Μονή συλλαµβάνοντας σχεδόν όλους τους µοναχούς [βλ. Παράρτηµα Εγγράφων, αριθ. εγγρ. 3], εκτός από το ∆ιόνυσο Σταφυλάκη που απουσίαζε στο Ρέθυµνο για υποθέσεις της Μονής και τον Αγάθαγγελο Λαγουβάρδο που διέφυγε στην επαρχία Αµαρίου και στη συνέχεια από εκεί στη Μέση Ανατολή. Οι Γερµανοί λεηλάτησαν το µοναστήρι και οι µοναχοί και οι εργαζόµενοι σε αυτό οδηγήθηκαν στις φυλακές του Φιρκά µε την κατηγορία για «παράνοµη κατοχή όπλων και ραδιοφώνου, περίθαλψη Άγγλων φυγάδων και Ελλήνων καταδιωκοµένων από τας αρχάς κατοχής». Αργότερα, αφέθηκαν ελεύθεροι µε προσωπική παρέµβαση του επισκόπου Κυδωνίας και Αποκορώνου Αγαθαγγέλου Ξηρουχάκη. Το ραδιόφωνο που βρέθηκε άνηκε στον Ευστάθιο Θεοδωράκη, πρόεδρο του χωριού Κοξαρέ38. Μετά τις επιχειρήσεις των Γερµανών στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, τη λεηλασία του µοναστηρίου και την εγκατάσταση γερµανικού φυλακίου στην περιοχή39, ο επικεφαλής της οργάνωσης στο Ρέθυµνο Μιχαήλ Παπαδάκης -καθώς ο Αγαθάγγελος ήταν επικηρυγµένος- σε συνεργασία µε το ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης στο Αµάρι έφεδρο λοχαγό Αλέξανδρο Κοκονά, συµφώνησαν να µεταφερθούν για λόγους ασφαλείας στην επαρχία Αµαρίου οι Βρετανοί που κρύβονταν στην επαρχία Αγίου Βασιλείου40. Το µοναστήρι ανασυγκροτήθηκε µε τη βοήθεια των κατοίκων των 36. Α.Χ.Λ., «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 16. 37. Παντινάκης, ό.π., σ. 96. 38. Α.Χ.Λ., «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 17-18. - Φωτάκη - Παπαδάκη, ό.π., - Ανδριανάκης, ό.π., σ. 34. 39. Παντινάκης, ό.π., σ. 96. 40. Μαρνιέρος, ό.π., σ. 48.


236

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

γύρω χωριών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου και προσέφερε σηµαντικές υπηρεσίες στην περίθαλψη των ξένων στρατιωτών και, αργότερα, στην ενίσχυση των ανδρών της Εθνικής Αντίστασης και οι υπηρεσίες του αναγνωρίστηκαν από ξένες κυβερνήσεις, αξιωµατικούς και απλούς στρατιώτες που είχαν βρει καταφύγιο σε αυτό41. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών συνέχισαν να προσφέρουν καταφύγιο στους Βρετανούς που είχαν αποµείνει και κατά τη διάρκεια της γερµανικής κατοχής, κρύβοντάς τους σε σπηλιές, µέχρις ότου µεταφερθούν µε ασφάλεια στην Αίγυπτο42. Εκτός από τη «Λίµνη» του Πρέβελη, πολλοί Βρετανοί φυγαδεύτηκαν µέσω της Αγίας Γαλήνης, άλλοι µε επιτυχία και άλλοι όχι43. Οι εναποµείναντες Βρετανοί στρατιώτες µετέβησαν στην Αίγυπτο το 1943, αφού πρώτα µετακινήθηκαν δυτικά στην παραλία της Σούγιας και από εκεί µε πλωτά µέσα στην Αφρική44. Σε όλο αυτό το διάστηµα ο πληθυσµός της επαρχίας Αγίου Βασιλείου φρόντιζε τους Βρετανούς στρατιώτες και τους προωθούσε στη Λίµνη του Πρέβελη, για να διαφύγουν από το νησί, ενώ άνδρες της Χωροφυλακής και κοινοτικοί υπάλληλοι τους εφοδίαζαν µε πλαστές ταυτότητες45. Άλλωστε δεν είναι τυχαία η υπόµνηση της έκθεσης των Καλιτσουνάκη, Κακριδή, Καζαντζάκη και Κουτουλάκη «Πλείστοι Κρή41. Ανδριανάκης, ό.π., σ. 35. - Πολιουδάκης, ό.π., σ. 425. - Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του Βρετανού της Μάχης της Κρήτης Geoff Edwards που έχτισε µία ορθόδοξη εκκλησία στο όνοµα του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου σε ένα τουριστικό χωρίο της Αυστραλίας, που ονόµασε “Prevelly Park”. Ο ίδιος έγραψε και ένα βιβλίο µε τίτλο “The road to Prevelly” (1989). Για την αναγνώριση του ρόλου της Ι. Μονής Πρέβελη και του ηγουµένου της Αγαθαγγέλου Λαγουβάρδου βλ. σχετικά Πολιουδάκης, ό.π., τ. Γ΄. σ. 11, 69, 182, 186, 187, 220, 221, 244 και 245. - Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι και κατά τη γερµανική κατοχή πολλοί Άγγλοι, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες βρήκαν καταφύγιο στο µοναστήρι του Πρέβελη, στον Κεραµέ, στον Αγαλλιανό και στα γύρω χωριά. Πρβλ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός. Κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο 2002, σ. 73. 42. Παπαδάκης, ό.π., σ. 76-77. 43. Πρβλ. Παντινάκης, ό.π., σ. 91.- W. O., 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle east to the War Office, 11 Ιουνίου 1941. 44. Μαρνιέρος, ό.π., σ. 66. 45. Παντινάκης, ό.π., σ. 99. - Πβ. Χαλκιαδάκης, ό.π, σ. 38-39. - Βλ. και Γιώργης Βαγιάκης (παρουσίαση), Από το Αρχείο της Γκεστάπο (Λίστα καταδιωκόµενων - στην περίοδο της κατοχής – από τη µυστική χιτλερική Αστυνοµία), Αθήνα (∆ωρικός) 2000, σ. 15-16.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

237

τες ετυφεκίσθησαν µεµονοµένως επί περιθάλψει Άγγλων»46. Συµπερασµατικά, η απόκρυψη και η ασφαλής αποχώρηση των Βρετανών στρατιωτών από το Ρέθυµνο και όχι µόνο, υπήρξε το αποτέλεσµα συλλογικής προσπάθειας, καθώς αφορούσε στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής του Ρεθύµνου και, στην περίπτωσή µας, στους κατοίκους της επαρχίας Αγίου Βασιλείου και βασιζόταν στην εχεµύθεια, στη σωστή οργάνωση, στη συνεργασία µε τις συµµαχικές δυνάµεις και κυρίως στην πίστη τους στα ιδανικά της Ελευθερίας. Οι κάτοικοι της επαρχίας Αγίου Βασιλείου υπηρέτησαν µε το δικό τους τρόπο την παραπάνω ιδέα, προστάτευσαν και φυγάδευσαν τους συµµάχους, προσφέροντας πολύτιµες υπηρεσίες στον αγώνα εναντίον των δυνάµεων του Άξονα.

46. Παντινάκης, ό.π., σ. 100.


238

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ

Αρ. εγγρ. 1 (µεταγραµµένο έγγραφο) Από Αρχιστράτηγο Μέσης Ανατολής στο Υπουργείο Πολέµου της Μεγάλης Βρετανίας (11/6/1941). Αναφέρεται στους Βρετανούς στρατιώτες που είχαν αποµείνει στην Κρήτη. Πηγή: War Office, 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle east to the War Office, 11 Ιουνίου 1941.

MOST IMMEDIATE. O/72114 cipher 11/6 Sitrep No 278. Crete. Small parties have arrived back from Crete. Two Officers and Sixty – Eight O.R’s. reached Matruch in M.L.C. 5 June having left Al. Galene three miles N.W. Tymbaki on 2 June. Nine Officers were removed by Italian submarine en route. Party stated five hundred British and Imperial troops (mainly A. and S.H. from Messaea [Messara] Plain and Australians from Retimo as well as Greeks were in Tymbaki Area. Frequent attemps by aircraft to make contact failed and now presumed Party in enemy hands as last effort by Sunderland produced fire from reaches. Food situation Known to have been bad. Five Officers and one hundred and forty – eight O.R.’s. mostly Australians reached Matruh 2200 hours/ [ηµεροµηνία δυσανάγν.] June. No other details received. Party of thirty – four landed in M.L.C. on Coast between Sidi Barrani and Matruh 1100 hours 10 June having left Sphakia 1800 hours 1[;] June. Many others left behind but no craft available. At least two other small parties believed en route but not yet located by sea or air recce which continue.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

239

Αρ. εγγρ. 2 Το πρώτο φύλλο της έκθεσης του ιεροµόναχου της Μονής Πρέβελη ∆ιονυσίου Σταφυλάκη σχετικά µε τη συµβολή της Μονής στην περίθαλψη και φυγάδευση των βρετανικών στρατευµάτων και γενικότερα στον αγώνα εναντίον των δυνάµεων του Άξονα. Πηγή: Ιδιωτική Αρχειακή Συλλογή Χαρίδηµου Λαγουβάρδου, «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 3.


240

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

Αρ. εγγρ. 3 Αναφέρεται στη σύλληψη των µοναχών από τους Γερµανούς

Πηγή: Ιδιωτική Αρχειακή Συλλογή Χαρίδηµου Λαγουβάρδου, «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 23.


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

ΠΗΓΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

241

Αρχειακό Υλικό - National Archives (Kew, Richmond, Surrey) -War Office (στο εξής W.O.) 106/3244, Most Secret Cipher Telegram. From The War Office to C. in C. (=Commander in Chief) Middle East, 27 Μαΐου 1941. - W.O., 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle East to the war Office, 3 Ιουνίου 1941. - W.O., 106/3244, Most Secret Cipher Telegram, The C. in C. Middle east to the War Office, 11 Ιουνίου 1941. - W.O., 106/3244, The C. in C. Middle East to the war Office, 12 Ιουνίου 1941. - Ιδιωτική Αρχειακή Συλλογή Χαρίδηµου Λαγουβάρδου, «Έκθεσις ∆ιονυσίου Σταφυλάκη ιεροµονάχου», σ. 1-38.

Εφηµερίδες της εποχής - Εφ. Ακρόπολις, Αθήνα, 27 Μάη 1941. - Εφ. Βραδυνή, Αθήνα, 2 Ιουνίου 1941. - Εφ. Καθηµερινή, Αθήνα, 1 Ιουνίου 1941.

Βοηθήµατα - Μιχ. Γ. Ανδριανάκης, Ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Πρέβελη, Ρέθυµνο 19982. - Γιώργης Βαγιάκης (παρουσίαση), Από το Αρχείο της Γκεστάπο (Λίστα καταδιωκόµενων - στην περίοδο της κατοχής – από τη µυστική χιτλερική Αστυνοµία), Αθήνα (∆ωρικός) 2000. - Γενικόν Επιτελείον Στρατού-∆ιεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Η µάχη της Κρήτης, Αθήνα 1967. - Norman Davies, Europe at War 1939-1945. No Simple Victory, Λονδίνο (Macmillan) 2006. - Νικ. Αλ. Κοκονάς, Κρήτη 1941-1945. Αντίσταση. Συµµαχικές Αποστολές. Η Βρετανική Έκθεση, Ρέθυµνο 1993. - Σπ. Α. Μαρνιέρος, Η Αντίσταση στο Αµάρι. Ενθυµήµατα Αλέξανδρου Κοκόνα, Αθήνα 1984. - Ι.∆. Μουρέλλος, Η Μάχη της Κρήτης, Ηράκλειο 21950. - Α. Νενεδάκης, Ρέθεµνος, Τριάντα αιώνες Πολιτεία, Αθήνα 1983.


242

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Γ. ΧΑΛΚΙΑ∆ΑΚΗΣ

- Γ. Ι. Παναγιωτάκης, Ντοκουµέντα από τη Μάχη και την Αντίσταση της Κρήτης, Ηράκλειο 2000. - Μανόλης Παντινάκης, Η επαρχία Αγίου Βασιλείου αφηγείται: «Η Κατοχή δεν µας λύγισε», Ρέθυµνο 20062. - Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός. Κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο 2002. - Μιχ. Μ. Παπαδάκις, Το µοναστήρι του Πρέβελη στην Κρήτη, Αθήνα 1978. - Μ. Γ. Πολιουδάκης, Η µάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο, τ. Α΄ Ρέθυµνο 19932. - Του ιδίου, Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο. Τα µετά τη Μάχη, τ. Γ΄, Ρέθυµνο 1997. - Ν. Φασατάκης, Η τ. επαρχία Αγ. Βασιλείου Ρεθύµνης. Ιστορία - Πολιτισµός - Εκπαίδευση, Αθήνα (έκδοση της Ένωσης Συλλόγων Αγίου Βασιλείου «Ο Πρέβελης» και των ∆ήµων Λάµπης και Φοίνικα) 2003. - Ηλ. Φιλιππίδης, Κρήτη 1941. Η «παράδοσή» της από τον Τσόρτσιλ στον Χίτλερ, Αθήνα (Ιολκός) 2008. - Εµµ. Γ. Χαλκιαδάκης, Αστυνοµική Σχολή Ρεθύµνου: Ιστορία, Εκπαίδευση, Λειτουργία, Ρέθυµνο (Τµήµα ∆οκίµων Αστυφυλάκων Ρεθύµνου) 2006. - Ζωή Φωτάκη - Παπαδάκη, «Η συµβολή της Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Ιωάννου Θεολόγου Πρέβελη στη Μάχη της Κρήτης. Αρχιµ. Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος», Ορθόδοξο Μήνυµα (διµηνιαίο ορθόδοξο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Λάµπης και Σφακίων) 11 (Μάιος - Ιούνιος 2000), σ. 3-6.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.