Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου
Η ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Κοινωνία (Σπήλι - Πλακιάς 19-23 Οκτωβρίου 2008)
ΤΟΜΟΣ Α´
ΑΡΧΑΙΟΙ-ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΣΥΝΕΚΔΟΤΕΣ: ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» - ΑΤΤΙΚΗΣ ΣύΛΛΟΓΟΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΔΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ (Σ.Ε.ΔΗ.Λ.)
ΡΕΘΥΜΝΟ 2014
ΥΠΕΡΤΙΤΛΟΣ:
Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου Η Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα Περιβάλλον - Αρχαιολογία - Ιστορία - Κοινωνία (Σπήλι - Πλακιάς 19-23 Οκτωβρίου 2008)
ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ:
Αρχαίοι - Ελληνιστικοί - Ρωμαϊκοί Χρόνοι
Τόμος Α´ φΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ: Κωστής Ηλ. Παπαδάκης - Θεόδωρος Στυλ. Πελαντάκης ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΤΟΜΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ: Χαρίδημος Κακλαμάνος, Συν/χος ΕΛΤΑ, Μιξόρρουμα, Τηλ. 6982 477047 ΤΥΠΟΓΡΑφΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΚΤΥΠΩΣΗ
-
Μαρία Τρουλλινού
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ:
3ο χλμ. Ε.Ο. Ρεθύμνου - Χανίων Τηλ. 28310 22223, Fax: 28310 52519 e-mail: info@grafotehniki.gr www.grafotehniki.gr Έκδοση 2014 © Ομοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ»-Αττικής Σύλλογος Επιστημόνων Δήμου Λάμπης (Σ.Ε.ΔΗ.Λ.)
SET: 978-960-99783-5-4 ISBN: 978-960-99783-6-1
5
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
EΙΣΑΓΩΓΗ
Η διοργάνωση ενός ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου, τοπικού, για την περιοχή που περιελάµβανε η επαρχία Αγίου Βασιλείου, πιθανόν να υπήρχε ως ιδέα από πολλά χρόνια. Από τη σύλληψη, όµως, µιας ιδέας µέχρι την πραγµάτωσή της η απόσταση είναι µεγάλη. Το ίδιο συνέβη και µε την περίπτωση της ιδέας για διοργάνωση του δικού µας Συνεδρίου. Ως ιδέα υπήρχε από το 2003, αλλά οι πρώτες προσπάθειες σκόνταψαν σε σκοτεινές ατραπούς της αδιαφορίας και της παρέλκυσης. Έτσι, για πρώτη φορά, ανακοινώθηκε στους Αγιοβασιλειώτες κατά τη διάρκεια των εργασιών του αναπτυξιακού συνεδρίου της Ένωσης Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ», στον Άγιο Ιωάννη τον Καµένο, το έτος 2005. Η ιδέα απέσπασε τη γενική επιδοκιµασία των παρισταµένων στο συνέδριο. Η επιδοκιµασία και η οµόθυµη αποδοχή ήταν το βασικό κίνητρο για τις παραπέρα ενέργειες. Οι δισταγµοί, δικαιολογηµένοι ως ένα βαθµό λόγω απειρίας και άγνοιας σχετικά µε ένα τόσο µεγάλο έργο, η έλλειψη χρηµάτων και το µέγεθος του εγχειρήµατος, η δυστοκία στην εξεύρεση του «φορέα» που θα αναλάµβανε τη διοργάνωση, συντέλεσαν στο να σπαταληθούν τρία ολόκληρα χρόνια, πράγµα που δύσκολα γίνεται πιστευτό, αν και είναι πέρα για πέρα αληθινό. Χαρακτηριστική αυτής της δυστοκίας και διελκυστίνδας είναι η επιστολή που παρατίθεται αυτούσια:
6
ΑΡΧΑΙΟΙ - ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ - ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
7
Ούτε το περιεχόµενο αυτής της επιστολής ήταν αρκετό, αλλά τελικά η αρχή της αποδοχής έγινε από το τότε (2006) ∆.Σ. του «ΠΡΕΒΕΛΗ» µε πρώτο τον τότε πρόεδρο Αντώνη Παπαδοµιχελάκη. Ακολούθησε η αποδοχή από το «Σύλλογο Επιστηµών ∆ήµου Λάµπης» (Σ.Ε.∆Η.Λ.) µε πρώτο τον τότε πρόεδρο Νίκο Καλιτσουνάκη και το αγκάλιασµα της προσπάθειας από τους ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα. Τα υπόλοιπα είναι αποτυπωµένα στις έξι (Α΄-ΣΤ΄) εγκυκλίους της Οργανωτικής Επιτροπής, που δηµοσιεύονται στις σελίδες 29-39 του παρόντος τόµου και δείχνουν µε χρονολογική σειρά τα στάδια της προετοιµασίας µέχρι και την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, που ανέλαβαν ως συνδιοργανωτές οι παραπάνω Σύλλογοι, και το Συνέδριο τέθηκε υπό την αιγίδα της Γενικής Γραµµατείας Περιφέρειας Κρήτης, της τότε Νοµαρχίας Ρεθύµνου, και των τότε ∆ήµων Λάµπης και Φοίνικα. Οι εργασίες του Συνεδρίου (στο Σπήλι και στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ», κοντά στον Πλακιά) αποτυπώνονται στο πρόγραµµα που ακολουθεί (σελ. 4957). Οι Σύνεδροι είχαν την ευκαιρία, κοντά στην αλµύρα του Λιβυκού Πελάγους, να παρακολουθήσουν πολλές ανακοινώσεις και να ανταλλάξουν απόψεις σε θέµατα του επιστηµονικού ενδιαφέροντός τους. Αυτό ήταν συνέπεια της αποµόνωσης των Συνέδρων στο «ΚΑΛΥΨΩ» και της «αναγκαστικής» συνοίκησής τους, πράγµα που δεν συµβαίνει σε άλλα Συνέδρια. Συγχρόνως είχαν την ευκαιρία να δουν τις εκθέσεις έργων λαϊκής τέχνης ντόπιων δηµιουργών που λειτουργούσαν σε χώρους του ίδιου ξενοδοχείου, παράλληλα µε το Συνέδριο. Η οργανωτική επιτροπή µερίµνησε για τη φιλοξενία των Συνέδρων και την ψυχαγωγία τους κάθε βράδυ, πράγµα που τους ενθουσίασε, όπως το δήλωσαν οι ίδιοι και µας το υπενθυµίζουν σε κάθε επαφή - επικοινωνία µας. Στην επιτυχία του Συνεδρίου συντέλεσαν πολλοί, οι οποίοι αναγράφονται στις εγκυκλίους, στο πρόγραµµα και στον κατάλογο των χορηγών. Αναφέροµε ονοµαστικά µερικούς «αφανείς» εργάτες, από ηθική υποχρέωση: Κανδηλάκη Κατίνα (µετέφρασε στα Αγγλικά την Α΄ εγκύκλιο), Γιάννης Παπιοµύτογλου (διέθεσε την ιστοσελίδα της Βιβλιοθήκης για την προβολή του Συνεδρίου), Βασίλης Γουµενάκης (χειρίστηκε την ηλεκτρονική επικοινωνία µε τους Συνέδρους), Στέλα Λαγουδάκη Ταξάκη (βοήθησε στην επικοινωνία µε τους αγγλόφωνους Συνέδρους). Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην παρουσία του συνεπαρχιώτη µας Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου, κατά την τελευταία ηµέρα των εργασιών, επί πολλές ώρες στην αίθουσα των ανακοινώσεων και η δηµιουργική συµµε-
8
ΑΡΧΑΙΟΙ - ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ - ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
τοχή του στο διάλογο που αναπτύχθηκε στην καταληκτήρια συνεδρίαση. Στο µεταφραστικό έργο µάς βοήθησαν η Ασηµένια και o Φρεντ Φήταµ. Επίσης, οι εκπρόσωποι των Κέντρων Ξένων Γλωσσών Εύας Βιταλάκη και Στέλας Βαβουράκη. Ευχαριστούµε θερµά για τη βοήθειά τους.
Καρποί του Συνεδρίου Σε κάθε Συνέδριο σηµασία έχουν όσα αναφέρθηκαν στις προηγούµενες σειρές, µεγαλύτερη, όµως, σηµασία έχουν οι καρποί που αφήνει για το µέλλον, ως είδος παρακαταθήκης. Στον τοµέα αυτόν έκαµε ιδιαίτερη προσπάθεια η Οργανωτική Επιτροπή, σε συνεργασία µε τους επιµελητές της έκδοσης. Έτσι, στους τρεις τόµους, που περιέχουν τις ανακοινώσεις των Συνέδρων, προστέθηκαν άλλοι τρεις. Λίγες µόνο λέξεις για τον καθένα: Στον Α΄ τόµο, «Αρχαίοι - Ελληνιστικοί - Ρωµαϊκοί Χρόνοι», περιλαµβάνονται, εκτός από τις ανακοινώσεις των Συνέδρων της συγκεκριµένης περιόδου, οι εγκύκλιοι (Α΄-ΣΤ΄) της Οργανωτικής Επιτροπής, η Επιστηµονική Επιτροπή, η Τιµητική Επιτροπή, το πρόγραµµα του Συνεδρίου, οι Σύνεδροι, οι χορηγοί του Συνεδρίου, ο απολογισµός, τα συµπεράσµατα, τα ψηφίσµατα και οι προτάσεις που διατυπώθηκαν. Στον Β΄ τόµο, «Βυζαντινοί Χρόνοι - Βενετοκρατία», και στο Γ΄ τόµο (Γ΄1 και Γ΄2) «Τουρκοκρατία - Νεότεροι χρόνοι», περιλαµβάνονται οι ανακοινώσεις στο Συνέδριο, οι σχετικές µε αυτές τις δύο ιστορικές περιόδους. Στον ∆΄ τόµο, «Χωριά της επαρχίας Αγίου Βασιλείου», περιλαµβάνονται εργασίες που έγραψαν για τα χωριά της ίδιας επαρχίας, ύστερα από παράκληση της Οργανωτικής Επιτροπής, εθελοντικά, Αγιοβασιλειώτες που ανταποκρίθηκαν και τους ευχαριστούµε. Στοχεύαµε να καλυφθεί όλη η επαρχία µε αυτές τις συµπληρωµατικές εργασίες. ∆εν το πετύχαµε. Ευτυχώς ο Γραµµατέας της Οργανωτικής Επιτροπής, κ. Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, κάλυψε το κενό αυτό. Χαιρόµαστε, επειδή µε τη δηµοσιοποίηση αυτών των εργασιών παρουσιάστηκαν στο προσκήνιο ενδιαφέροντα στοιχεία για το σύνολο των χωριών και οικισµών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Θερµές ευχαριστίες οφείλει η Οργανωτική Επιτροπή στους τότε ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα για την ευγενική παραχώρηση µεγάλου µέρους των φωτογραφιών των χωριών του ∆´ τόµου. Ο τόµος εκδόθηκε το 2011 και περιλαµβάνει (σελ. 597-604) δύο αλφαβητικούς καταλόγους µε τους οικισµούς που κατοικούνται σήµερα και όσους δεν κατοικούνται πια.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
9
Στον Ε΄ τόµο, «Τοπωνυµικό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου», δηµοσιεύεται, για πρώτη φορά, ένας τεράστιος αριθµός τοπωνυµίων (8.000 περίπου) από το σύνολο των χωριών (των ∆ηµοτικών ∆ιαµερισµάτων) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Πρόκειται για τη συλλογή του φιλολόγου Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, ο οποίος ασχολήθηκε µε το πολύµοχθο αυτό έργο περισσότερα από δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες µας για την προσφορά του. Τα στοιχεία του τόµου αυτού θα είναι χρήσιµα όχι µόνο για τους φιλολόγους, γλωσσολόγους και άλλους ειδικούς, αλλά και σε καθένα Αγιοβασιλειώτη και φιλοµαθή, ο οποίος θα θελήσει να εντρυφήσει σ’ αυτά τα τοπωνύµια, που είναι µνηµεία της γλώσσας, της ιστορίας, της µυθολογίας, της λαογραφίας, της κοινωνίας, του περιβάλλοντος, της γεωµορφολογίας και της επαγγελµατικής ζωής των κατοίκων που έζησαν σε κάθε οικισµό. Αν αναλογιστούµε ότι αυτά τα τοπωνύµια, που ήταν σε καθηµερινή χρήση επί αιώνες, κινδυνεύουν, στις µέρες µας, να λησµονηθούν, λόγω αλλαγής της κοινωνίας και της ζωής, αντιλαµβανόµαστε τη σηµασία της απογραφής, κατάταξης, µελέτης και δηµοσιοποίησης αυτού του γλωσσικού θησαυρού. Πιστεύουµε ότι τα τοπωνύµια της περιοχής δένονται σε ένα αρµονικό σύνολο µε τα στοιχεία που παρουσιάζονται από τις ανακοινώσεις των Συνέδρων και βοηθούν τον αναγνώστη ως ιδιότυπη «γλωσσική ανασκαφή» να προσεγγίσει και την πιο απρόσιτη γωνιά του τόπου µας και κάθε πτυχή των ιστορικών περιπετειών της περιοχής µας διαχρονικά. Ο τόµος εκδόθηκε το 2011. Τέλος, στον Στ΄ τόµο, «Το πρωτόκολλο του νοτάριου Αντρέα Καλλέργη - Ρέθυµνο (1634 - 1646), ο φιλοµαθής αναγνώστης µπορεί να µελετήσει πολύτιµα στοιχεία, βασικές και αυθεντικές πηγές της ιστορίας, για πολλούς οικισµούς του 17ου αιώνα, για οικογένειες της τότε εποχής, για δικαιοπραξίες σχετικές µε την οικονοµική, κοινωνική και πολιτική κατάσταση των τελευταίων χρόνων της Βενετοκρατίας. Αυτά και πλήθος άλλων στοιχείων πολύτιµων για τη γνώση της κοινωνίας της περιοχής κατά την εποχή εκείνη περιλαµβάνονται στα έγγραφα που συνέταξε ο νοτάριος (συµβολαιογράφος) του Ρεθύµνου Αντρέας Καλλέργης. Τα έγγραφα αυτά, που φυλάσσονται στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας, τα µελέτησε, τα µετέφρασε ο δρ. ιστορικός Γιάννης Μιχ. Γρυντάκης και τα προσέφερε για να δηµοσιοποιηθούν µαζί µε τα πρακτικά του Συνεδρίου.
10
ΑΡΧΑΙΟΙ - ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ - ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Τον ευχαριστούµε θερµά για την προσφορά του, η οποία συνεισφέρει στην επιστηµονική πληρότητα των καρπών του Συνεδρίου µας. Όσο µελετά κανείς τις νοταριακές πηγές, τόσο διαπιστώνει ότι οι περιοχές που είναι µακριά από τα αστικά κέντρα, δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου. Έτσι, γίνεται δυσκολότερη η προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων που θα ανασύνθεταν την ιστορία και τη ζωή των κατοίκων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νοτάριου της πόλης του Ηρακλείου Μιχαήλ Μαρά, στις 30 χιλιάδες δικαιοπραξίες του οποίου δεν αναφέρεται ούτε µία φορά περίπτωση στο νότιο τµήµα του νοµού. Αλλά και σε νοτάριους του νοµού Ρεθύµνου παρατηρείται ότι δεν αναφέρονται σχεδόν καθόλου σε χωριά και σε κατοίκους του νότιου τµήµατός του. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του νοταρίου Αντρέα Καλλέργη, γι’ αυτό και τον συµπεριλάβαµε στην έκδοσή µας. Ο τόµος εκδόθηκε το 2010. Τέλος, κρίναµε απαραίτητο να υπάρχει σε όλους τους τόµους χάρτης της επαρχίας (και από 1/1/2011 ∆ήµου) Αγίου Βασιλείου, µε την προσδοκία να διευκολύνουµε τους αναγνώστες και να κάνουµε ουσιαστικό καλωσόρισµα στο νεοσύστατο µεγάλο ∆ήµο. Ο χάρτης: α) ∆εν έχει τα ορθογραφικά και πραγµατολογικά λάθη των χαρτών του εµπορίου. β) Έχει περί τις 250 νέες εγγραφές (οικισµοί που δεν κατοικούνται σήµερα, οι νέοι οικισµοί, παλιά και σύγχρονα µοναστήρια, χάραξη ρυακιών, τοπωνύµια ενδεικτικά σε όλα τα χωριά και όλα τα αρχαιολογικά σηµεία). γ) Έχει αναρτηθεί από τις αρχές του 2012 στην ιστοσελίδα του ∆ήµου Αγίου Βασιλείου. Την τελευταία τελειοποίησή του (2014) βλέπε www.agios-vasilios.gr. δ) Μπορεί να τροποποιηθεί µε βελτιωτικές παρεµβάσεις - εγγραφές, ώστε να έχει τη δυνατότητα από το διαδίκτυο κάθε ενδιαφερόµενος να δει κάθε λεπτοµέρεια της περιοχής (βουνά, µονοπάτια, φαράγγια, παραλίες, περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, αρχαιολογικές θέσεις, µνηµειακά κτίσµατα, δασώδεις περιοχές). Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Θεόδωρος Πελαντάκης, Αντώνης Μπαγιαρτάκης, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, Χαρίδηµος Κακλαµάνος, Στέλιος Βρυλλάκης, Μανόλης ∆ριδάκης Νικόλαος Παπαδάκης, Αντώνης Παπαδοµιχελάκης, Βασίλης Γουµενάκης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΩΝ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΤΗΣ ΕΚ∆ΟΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΙ ΤΟΜΩΝ
11
Ξεφύγαµε χρονικά από τον αρχικό σχεδιασµό της έκδοσης των Πρακτικών, λόγω, αρχικά, βραδυπορίας µερικών συνέδρων στην αποστολή του κειµένου των ανακοινώσεών τους (επί 12 µήνες). Μεσολάβησε, στη συνέχεια, και η οικονοµική δυσπραγία της Χώρας, µε αποτέλεσµα να υπάρξει νέα, περαιτέρω, σηµαντική καθυστέρηση. Ζητούµε, πάντως, συγγνώµη γι’ αυτό από τους συνέδρους εκείνους που ήταν συνεπείς ως προς τις προθεσµίες παράδοσης. Οι όποιες αλλαγές στον τίτλο µερικών ανακοινώσεων έγιναν από τους ίδιους τους Συνέδρους. Ύστερα από γενναία επιχορήγηση από την Περιφέρεια Κρήτης (το 2013), προχωρούµε, επιτέλους, στην έκδοση όλων των υπόλοιπων τόµων. Γι’ αυτό ευχαριστούµε θερµά τον Γ.Γ. Περιφέρειας Κρήτης κ. Σταύρο Αρναουτάκη. Η ανάδροµη πορεία έκδοσης των τόµων (Στ΄, Ε΄, ∆΄, Γ΄, Β΄, Α΄) οφείλεται στις συνθήκες µέσα στις οποίες κινηθήκαµε. Ως προς την ορθογραφία: α) Επιδιώξαµε την τήρηση της ετυµολογικά ορθής άποψης στις λέξεις: Καρήνες, Λαµπηνή, Μιξόρρουµα, ∆ρύµισκος, Αγαλλιανού, ∆αµνώνι, Φραττί, Κέδρος (αντί Κέντρος), ελέ, γρε. Εξαίρεση κάναµε στο Κεντροχώρι, επειδή από το 1925 κάποιοι «φρόντισαν» να δηµοσιευθεί σε Φ.Ε.Κ. η µετονοµασία του ∆ουµαεργειού σε Κεντροχώρι. Ήταν λάθος που κάποτε πρέπει να διορθωθεί. Επιβάλλεται, επίσης, να επικρατήσει στα επίσηµα έγγραφα, στους χάρτες και σε κάθε χρήση όλων των ονοµασιών των χωριών που προαναφέραµε, η σωστή γραφή. Με την ενέργειά µας αυτήν ελπίζοµε να καθιερωθεί και να επικρατήσει, επιτέλους, η επιστηµονικά ορθή άποψη µε σεβασµό στη γλώσσα µας, που είναι σηµαντικότατο στοιχείο της πνευµατικής και πολιτιστικής δηµιουργίας των προγόνων µας. β) ∆ιατηρήσαµε δύο µορφές γραφής στις λέξεις: σόχωρο (σώχωρο), Βροµονερό (Βρωµονερό), µητάτο (µιτάτο). Ως προς τη γραφή: Άγιος>Άις>Αϊ - και Άι (Αϊ-Γιώργης, Άι-∆ηµήτρης), διατηρήσαµε αυτήν τη γραφή παράλληλα µε την άλλη, που τείνει να επικρατήσει: Άγιος>Άης>Άη - (Άη-Γιώργης, Άη-∆ηµήτρης) (πβ. και Φεβρουάριος>Φλεβάρης, Μάρτιος>Μάρτης, Μάιος>Μάης). ΟΙ ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΚ∆ΟΣΗΣ
Θεόδωρος Πελαντάκης, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
12
∆ιοργανωτές Οrganizers
Οµοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» - Αττικής Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης (Σ.Ε.∆Η.Λ.) Υπό την αιγίδα:
• Γενικής Γραµµατείας Περιφέρειας Κρήτης • Νοµαρχίας Ρεθύµνου • ∆ήµου Λάµπης
• ∆ήµου Φοίνικα
Οργανωτική Επιτροπή Οrganizing Committee
13
Πρόεδρος Θεόδωρος Πελαντάκης Φιλόλογος, Επίτιµος Προϊστάµενος ∆/νσης ∆ευτ/θµιας Εκπ/σης Ν. Ρεθύµνης Αντιπρόεδρος Αντώνης Μπαγιαρτάκης Νοµαρχιακός Σύµβουλος, Αντιστράτηγος ΕΛ.ΑΣ. ε.α., τ. Αντινοµάρχης Ρεθύµνου Γραµµατέας Κωστής Hλ. Παπαδάκης Φιλόλογος, Πτυχιούχος Θεολογίας - Συγγραφέας
Υπεύθυνοι Οικονοµικού Χαρίδηµος Κακλαµάνος, Εκπρόσωπος του ΣΕ∆ΗΛ Νικόλαος Παπαδάκης, Εκπρόσωπος της Ένωσης Συλλόγων «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» Μέλη Μανόλης Βαβουράκης, Πρόεδρος ∆ηµ. Συµβουλίου ∆ήµου Φοίνικα Γιάννης Καράλης, Πρόεδρος ∆ηµοτικού Συµβουλίου ∆ήµου Λάµπης Ηλεκτρονική υποστήριξη Βασίλης Γουµενάκης, Καθηγητής Πληροφορικής
Γραµµατειακή υποστήριξη Αγγελογιαννάκης Γιώργος, Πολιτικός Μηχανικός Βαβουράκη Λία, Οικονοµολόγος Γεωργακάκη Ευαγγελία, Φιλόλογος ∆ουλγεράκης ∆ηµήτρης, Προγραµµατιστής Η/Υ Καράλη Αντωνία, Κοινωνιολόγος Κατσιπουλάκης Γιάννης, Γεωπόνος Κιµιωνή Βενετία, Πτυχιούχος Γερµανικής Φιλολογίας Λαγουδάκη Στέλα, Καθηγήτρια Αγγλικών Μαυροτσουπάκης Γεώργιος, Φιλόλογος Παπαδάκη Άννα, Φιλόλογος Πολυχρονάκη Χρυσούλα, Οικονοµολόγος Φραγκιουδάκης Σταύρος, Φιλόλογος
14
Επιστηµονική Επιτροπή Αcademic Committee
Βολανάκης Ιωάννης Προϊστάµενος Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ηρακλείου - Λασιθίου Γρυντάκης Ιωάννης ∆ρ. Ιστορίας, Επίτιµος Σχολικός Σύµβουλος Λιονής Χρήστος Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Πανεπιστηµίου Κρήτης Ξεξάκης Νικόλαος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών Σερντεδάκις Νικόλαος Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστηµίου Κρήτης Χαραλαµπάκης Χριστόφορος Καθηγητής Γλωσσολογίας Πανεπιστηµίου Αθηνών Χουρδάκης Αντώνιος Καθηγητής Παιδαγωγικής Πανεπιστηµίου Κρήτης
Τιµητική Επιτροπή Ηononary Committee
Σεβασµιότατος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ειρηναίος
Σεβασµιότατος Μητροπολίτης Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίος Σεραφείµ Τσόκας Γενικός Γραµµατέας Περιφέρειας Κρήτης
Μιχαήλ Μενελάου Παπαδάκις Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου Ε.Τ. - Πρόεδρος ΑΣΕΠ Ε.Τ. Γιώργης Παπαδάκης Νοµάρχης Ρεθύµνου
Γιάννης Ταταράκης ∆ήµαρχος ∆ήµου Λάµπης
Μανόλης Μαστορογιαννάκης ∆ήµαρχος ∆ήµου Φοίνικα Γεώργιος Μαρινάκης ∆ήµαρχος Ρεθύµνου
Γιάννης Παλλήκαρης Πρύτανης Πανεπιστηµίου Κρήτης Μιχάλης Νεονάκης τ. Βουλευτής Επικρατείας
15
16
ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Η Τιµητική Επιτροπή ολοκληρώνεται µε την αλφαβητική αναγραφή Πανεπιστηµιακών Καθηγητών που κατάγονται (οι ίδιοι ή οι σύζυγοί τους) από την περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Αλεβύζος Βασίλειος Καθηγητής Ψυχιατρικής Πανεπιστηµίου Αθηνών
Αποστολάκης Ευστράτιος, Επίκουρος Καθηγητής Καρδιοχειρουργικής Πανεπιστηµίου Πατρών Βαρδάκη Ζαµπία Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νοσηλευτικής ΤΕΙ Αθηνών Βασιλάκης Σοφοκλής Οµότιµος Καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστηµίου Κρήτης
Βιζιριανάκης Ιωάννης Αναπληρωτής Καθηγητής Μοριακής Φαρµακολογίας Παν/µίου Θεσ/νίκης Βουιδάσκης Βασίλειος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστηµίου Κρήτης
Γεωργιλάκης Μάρκος Λέκτορας Γλυπτικής Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών ΕΜΠ
∆ηµητρακάκης Κωνσταντίνος Λέκτορας Γυναικολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών ∆εληδάκης Χρήστος Καθηγητής Βιολογίας Πανεπιστηµίου Κρήτης
Εφεντάκης Εµµανουήλ Καθηγητής Φαρµακολογίας Πανεπιστηµίου Αθηνών
Κατσαραγάκης Στυλιανός Αναπληρωτής Καθηγητής Χειρουργικής Πανεπιστηµίου Αθηνών
Καφάτος Αντώνιος Οµότιµος Καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής και ∆ιατροφής Παν/µίου Κρήτης Μανουσάκης Γεώργιος Καθηγητής Χηµικού Τµήµατος Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης Ξεξάκης Νικόλαος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστηµίου Αθηνών
ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
17
Παλληκαράκης Νικόλαος Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστηµίου Πατρών Παντινάκης Απόστολος Επίκουρος Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης
Παπαδάκις Γιάννης Νικολάου τ. Καθηγητής και Πρύτανης Α.Σ.Κ. Τεχνών Αθηνών
Παπαδάκης Στεργίου Ιωάννης Αναπληρωτής Καθηγητής Μαθηµατικού Τµήµατος Παν/µίου Κρήτης Παπαδάκης Νικόλαος Καθηγητής Νευροχειρουργικής Πανεπιστηµίου Πατρών Παπαδογιαννάκης Νικόλαος Καθηγητής Παιδαγωγικής Πανεπιστηµίου Κρήτης
Πελαντάκης Μιχαήλ Αναπληρωτής Καθηγητής Βιολογίας Πανεπιστηµίου Λυών Γαλλίας
Ριτσάτου Κωνσταντίνα Λέκτορας Τµ. Θεάτρου Σχολής Καλών Τεχνών Παν/µίου Θεσσαλονίκης Σειραγάκης Εµµανουήλ Λέκτορας Θεατρολογίας Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστηµίου Κρήτης Σερντεδάκις Νίκος Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστηµίου Κρήτης Τζανουδάκης ∆ηµήτριος Καθηγητής Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών
Τσιτσιρίδης Σταύρος Αναπληρωτής Καθηγητής Φιλολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών
Τσουδερός Ιωάννης Καθηγητής Πολεοδοµίας Αρχιτεκτονικής Σχολής ΕΜΠ
Φαρσεδάκης Ιάκωβος Καθηγητής Εγκληµατολογίας Πάντειου Πανεπιστηµίου Αθηνών
Χλιαουτάκης Ιωάννης Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Εργασίας ΤΕΙ Ηρακλείου Κρήτης
18
Σύνεδροι Participants
Capdeville Gerard Professeur, University De Paris in Sorbone 12 rue Felicien David F-75016 Paris, Τel. +30 142888922 E-mail: gerard.capdeville@ paris-sorbonne.fr Mag. Mlinar Elisabeth Dr. Niedermayrgasse 18 A-3021 Pressbaum Ε-mail:elisabeth@mlinar.at
Martinez Angel Professor Angel Martinez Universidad La Laguna Facultad De Filologia Campus De Guajara Ε-38204 La Laguna (Tenerife) -Spain E-mail: amarfer@ull.es, Tel. 0034-922-631124
Scafa Enrico Primo Ricercatore, Iceno-CNR, E-mail: enricoscafa@tin.it Zlatomira Gerdjikova & Zdravka Mihaylova E-mail: zdramih@yahoo.com
Αγγελάκη Βάλια Αρχαιολόγος Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο, Tηλ. 28310 58842, 6974495783 E-mail: aggelakivalia@hotmail.com
Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη Μαρία Προϊστ. ΚΕ´ Εφορίας Προϊστ. - Κλασικών Αρχαιοτήτων Στοά Βαρδινογιάννη, 73134 ΧΑΝΙΑ E-mail: mvlazaki@otenet.gr
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
19
Ανδριανάκης Μιχάλης Προϊστάµενος 28 Ε.Β.Α. Ρέθυµνο E-mail: mixandrian@hotmail.com
Ανδρουλιδάκης Εµµανουήλ Γ. ∆ρ. Κλασικής Φιλ. - ∆ιδάσκων στην Ανωτ. Εκκλ. Ακαδηµίας Κρήτης Ανθέων 76, 71409 Ηράκλειο Τηλ. 2810 210211, 6973053616 E-mail: mandroul1959@yahoo.gr
Απανωµεριτάκης Αθανάσιος Συνταξιούχος ∆άσκαλος - ε. Αναπλ. Προϊσταµ. Α/θµιας Εκπ. Ρεθύµνου Ανδρουλιδάκη 5-7, Τηλ. 28310 26072
Απανωµεριτάκης Μιχάλης Οικονοµολόγος - Τραπεζικός Τηλ. 210 8063363, 6979336025 Ε-mail: vlr@otenet.gr
Αρακαδάκη Μαρία Επικ. Καθηγήτρια, Τµηµ. Αρχιτεκτονικής Α.Π.Θ Μεσολογγίτη 10, 54636 Θεσαλλονίκη Τηλ. 2310 218836, Ε-mail: kotzam@the.forthnet.gr Αρετάκη Κωνσταντίνα Αρχαιολόγος - Εκπαιδευτικός Εκπρ. Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Μιχ. Μαράκη 9, Ρέθυµνο E-mail: konstantinaa@hotmail.com
Βαρθαλίτου Πετρούλα Αρχαιολόγος στην 28η Ε.Β.Α Π. Γρηγορίου 90, 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 28310 58842 Ε-mail: varthalitou@gmail.com
Βολανάκης Ιωάννης Προϊστάµενος της 13ης Ε.Β.Α. ΚΡΗΤΗΣ Αρετής Νιώτη-Σκορδίλων 24, ΤΚ 71202, Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. 2810 34560, E-mail: i_volanakis@yahoo.gr
20
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Γαβριλάκη Ειρήνη ∆/ντρια Αρχαιολ. Μουσείου Ρεθύµνου Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύµνου, 74100, Ρέθυµνο Τηλ. 2831029975, E-mail: eirinigavrilaki@mail.gr
Γάσπαρης Χαράλαµπος Ιστορικός - ∆/ντης Ερευνών στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών Κ. Σχινά 3, 11473 Αθήνα, Τηλ. 210 6463618, E-mail: chgaspa@eie.gr Γιαπιτσόγλου Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος 28ης ΕΒΑ Ε-mail:kostasgiapi@yahoo.gr
Γρυντάκης Γιάννης ∆ρ. Ιστορίας, Επίτιµος Σχολικός Σύµβουλος Μοργκενταου 4, ΤΚ. 16232, Βύρωνας, Αθήνα Τηλ. 6945030274, Ε-mail: giangrint@yahoo.gr
∆αµιανάκη Χρύσα Αναπλ. Καθηγήτρια Ιστορίας Τέχνης Παν. Lecce Ιταλίας Università del Salento via dei Salesiani, 25, 73100 Lecce, Italia E-mail: chrysa.damianaki@ateneo.unile.it ∆εληγιαννάκης Μιχαήλ Αρχιτέκτονας Μηχανικός Ετεάρχου 2, Τ.Κ. 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 6973628403, E-mail: mdeligiannakis@gmail.com ∆ουλγεράκης Εµµανουήλ Συνταξιούχος ∆άσκαλος Μιξόρρουµα ∆ήµου Λάµπης, Τηλ. 2832022232
∆ριδάκης Εµµανουήλ Νοµικός - Οικονοµολόγος Καυκάσου 94, Νίκαια Τηλ. 210 5615586, 6944 62553, E-mail: edridakis@probank.gr
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Εκκεκάκης Γεώργιος Ερευνητής - Συλλέκτης έργων - βιβλίων για την Κρήτη Λάππας 3, 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 2831029448 Ε-mail: ekekakg@otenet.gr
Εµµανουήλ Μελίτα Αρχιτέκτων - Καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής Σχολής Ε.Μ.Π. Τηλ. 6932 426396, E-mail: marmelit@otenet.gr
Ζερβού Αλεξάνδρα Καθηγήτρια ΠΤ∆Ε Σχολή Επιστηµών Αγωγής Παν/µιο Κρήτης E-mail: zervoual@edc.uoc.gr Καραµαλίκη Παναγιώτα Αρχαιολόγος Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύµνου, 74100, Ρέθυµνο Τηλ. 2831029975, E-mail: karamalpan@students.phl.uoc.gr
Κουγλέρη Φωτεινή Αρχιτέκτων Μηχανικός 28η Ε.Β.Α, Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 28310 23653 E-mail: fkug@windowslive.com
Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου Μαρία Καθηγήτρια Φιλοσοφικής Πανεπιστηµίου Αθηνών E-mail: maconst@arch.uoa.gr
Λαγουδάκη - Χατήρη Ειρήνη Χηµικός -ε. ∆ιευθύντρια Γενικού Χηµείου του Κράτους Αργολίδος 32, 14564 Κηφισιά, Τηλ. 210 8071765 E-mail: ihatiri@yahoo.gr
Λαµπάκης Στυλιανός ∆ιευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών / ΕΙΕ Συρακουσών 62 Αθήνα, 11142, Τηλ. 210 2913258 Εmail: slambakis@eie.gr styl.lampakis@gmail.com
21
22
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Λαµπρινός Κώστας Ερευνητής Ακαδηµίας Αθηνών Φαλήρου 36, 11742 Αθήνα, Τηλ. 210 9212918 Εmail: klambrinos@academyofathens.gr Λεκάκης Σήφης Καθηγητής Πανεπιστηµίου Κρήτης Ε-mail: lekakisj@hotmail.com
Λιονής Χρήστος Αναπληρωτής Καθηγητής Ιατρικής Πανεπιστηµίου Κρήτης Τηλ. 6973 305933, Ε-mail: lionis@med.uoc.gr Μακρής Χρίστος Φιλόλογος, Συνταξιούχος Λυκειάρχης Χατζιµιχάλη Γιάνναρη 4, Τηλ. 28310 26646
Μανουράς Στέργιος Επίτ. ∆ικηγόρος Χατζηκωνσταντή 20 - Αθήνα (Παπάγος), Τ.Κ. 156 69 Τηλ. 210 6519240, E-mail: smanuras@otenet.gr
Μανωλιούδης Στέλιος Γεωλόγος - Μέλος ∆.Σ. Γεωλογικού Επιµελητηρίου Κρήτης E-mail: manolstel@gmail.com
Νανάκης Ανδρέας Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελλίυ και Βιάννου Αρκαλοχώρι, Ν. Ηρακλείου, Κρήτη Τηλ. 2891024611, E-mail: mitropolis_arkalohoriou@yahoo.gr
Νικολουδάκη - Σουρή Ελπινίκη Επίκ. Καθηγ. ΠΤ∆Ε Σχολή Επιστηµών Αγωγής Παν/µιο Κρήτης E-mail: enikoloudaki@edc.uoc.gr
Ξεξάκης Νικόλαος Καθηγ. Παν/µίου Αθηνών - Πρόεδρος Τµηµ. Θεολογικής Σχολής
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Παπαδάκη Ασπασία Προϊσταµένη των Γ.Α.Κ - Αρχείων Ν. Ρεθύµνης E-mail: archiret@otenet.gr Παπαδάκης Ηλ. Κωστής Φιλόλογος - Πτυχ. Θεολογίας Σκοπ. Καισαριανής 12, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 25889, E-mail: papadakk@yahoo.gr
Παπαδογιάννης Εµµανουήλ Τέως Πρόεδρος Κοιν. Μουρνές Αλεβυζάτου 49, 15669 Παπάγος, Τηλ. 6972220938 E-mail: aloni.sopata@gmail.com Παπαδογιαννάκης Νικόλαος Καθηγητής Πανεπιστηµίου Κρήτης E-mail: npapadogiannakis@yahoo.gr
Παπακωνσταντής Γεώργιος Ανωτ. Αξιωµ. ΕΛ.ΑΣ - Κοινωνιολόγος Ε-mail: gepapak@otenet.gr
Παπιοµύτογλου Γιάννης ∆/ντης ∆ηµόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύµνου Αγ. Βαρβάρας 26, ΤΚ 74100 Ρέθυµνο E-mail: papioan66@gmail.com
Πελαντάκης Θεόδωρος Φιλόλογος - ε. Προϊστάµενος ∆/νσης Β/θµιας Εκπ/σης Ρεθύµνου Τ.Θ. 29, 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 28310 28792, 6938851 690 E-mail: tpelandakis@gmail.com Πελεκανάκης Αιµίλιος Αρχιτέκτων Ασκούτση 4 - Ε-mail: mpelek@otenet.gr
23
24
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Περπιράκης Γεώργιος Επίτιµος Σχολικός Σύµβουλος Α/θµιας Εκπαίδευσης Ατσιπόπουλο, Τ.Θ. 334 Τηλ. 28310 31143, E-mail: atsusg@yahoo.gr Πύρρου Νικολέττα Αρχαιολόγος 28η Ε.Β.Α., Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 23653, 28310 58842, 69380 30 726 E-mail: pirnick@yahoo.gr
Ριτσάτου Κωνσταντίνα Λέκτορας Θεατρολογίας Α.Π.Θ. Φιλίππου - Πλούταρχου 9B, 55535 Πυλαία, Θεσσαλονίκη Τηλ. 2310 318516, 6944445905 E-mail: kritsato@thea.auth.gr
Σαρηγιάννης Μαρίνος Ερευνητής Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών /ΙΤΕ Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών,Τ.Θ. 119, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 56627 E-mail: marinos_sar@yahoo.com
Σιµιτζής Βασίλειος Γεωλόγος ΟΑ∆ΥΚ παράρτηµα Ρεθύµνου Γραφείο: Μ. Πορτάλιου 5-7, 74100 Ρέθυµνο, Τηλ.28310 27501 Οικία: Ψιλλάκη 6, ΤΚ 74100 Ρέθυµνο - Τηλ. 28310 25885 Ε-mail: vasim@oadyk.gr simvasigeos@yahoo.gr Σταµπολίδης Νικόλαος ∆ρ. Καθηγητής Αρχαιολογίας Πανεπιστηµίου Κρήτης Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Νεοφύτου ∆ούκα 4, ΤΚ 10674 Αθήνα Τηλ. 210 7239383
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Κάντα Αθανασία Επίτ. Καθηγήτρια Αρχαιολογίας, ∆ιευθύντρια Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου Μεραµβέλλου 54, Ηράκλειο, ΤΚ 71202 Τηλ. 2810 227237 Ε-mail: athanasiaka@gmail.com
Σταυριδάκης Κλεόνικος Υπεύθ. Περιβαλλοντικής Α/θµιας Εκπ/σης Ρεθύµνου Ντεχιοστάκ 10 Ρέθυµνο, 74100 Τηλ. 28310 53031, 6973806272 Ε-mail: kleonikos59@gmail.com Στεφανάκης Αλέξανδρος Κτηνίατρος - Ερευνητής Α. Ξηρουχάκη 6, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 214808, 2832022676, 6974091314 E-mail: stefanakisa@yahoo.gr
Στρατιδάκης Ζαχαρίας ∆άσκαλος ∆ρ. Πανεπιστηµίου Ιωαννίνων Εκπρ. Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας Καστρινάκη 5, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 55031, 6974 026196, E-mail: strharis@yahoo.gr
Τζανουδάκης ∆ηµήτριος Καθ. Παν/µίου Πάτρας, Τµηµ. Βιολογίας, Τοµέας Βιολογίας Φυτών 26500 Πάτρα, Τηλ. 2610 997279 E-mail: tzanoyd@upatras.gr Τζιάµπασης Κωνσταντίνος Αρχαιολόγος - Ερευνητής University of Naples 471 Stalida Malia Iraklion Crete Tηλ. +30 28970-32196, +30 694 4893798 E-mail: archeotziampasis@yahoo.gr
25
26
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Τζιράκης Μανόλης Ερευνητής Κρητικής Μουσικοχορευτικής Παράδοσης Τηλ. 28310 23640, E-mail: mantzir@otenet.gr Τζιφόπουλος Γιάννης Αναπληρωτής Καθηγητής Α.Π.Θ. Ματαπά 23, 60100 Κατερίνη Τηλ. 2310 997091, E-mail: tzif@lit.auth.gr
Tρούλης Μιχάλης Φιλόλογος - Πρόεδρος Ι.Λ.Ε.Ρ. Ντεχιοστάκ 9, ΤΚ 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 28457, Ε-mail: annatrouli@hotmail.gr
Τρουλλινός Μιχάλης Συντηρητής Έργων Τέχνης - Υπεύθυνος Εργαστηρίου Συντήρησης 28ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 588842, E-mail: 28eba@culture.gr
Τσακίρη Ροµίνα Υποψήφια ∆ρ. Ιστορίας Θερµοπυλών 17, Κηφισιά -14561 Αθήνα Τηλ. 210 8021957, E-mail: rtsakiri@yahoo.com
Τσιγδινός Γεώργιος ∆άσκαλος Ακροβατερή, Τ.Κ. 74100 Ρέθυµνο, Τηλ. 28310 25403
Τσικνάκης Κώστας Ιστορικός - Ερευνητής Ινστ. Βυζαντινών Ερευνών /Ε.Ι. Ερευνών Νίκαιας 61 Νέα Σµύρνη, ΤΚ. 17122 Αθήνα Τηλ. 210 9328097, E-mail: ktsikn@eie.gr Φαρσεδάκης Ιάκωβος Καθηγητής Παντείου Πανεπιστηµίου E-mail: jfarsed@panteion.gr
ΣΥΝΕ∆ΡΟΙ
Φασατάκης Νικόλαος Επίτ. Σχολ. Σύµβουλος Πρωτοβάθµιας Εκπαίδευσης Ελβετίας 7, Κτίριο Β’, 153142 Αγ. Παρασκευή, Αθήνα Τηλ. 210 6002859 Φιολιτάκη Αναστασία Αρχαιολόγος 28η Ε.Β.Α., Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 581842 E-mail: afiolitaki@gmail.com
Φραϊδάκη Αθηνά Αρχαιολόγος 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αρκαδίου 214, 74100 Ρέθυµνο Τηλ. 28310 58842, E-mail: afraidaki@gmail.com Φωτάκης Γεώργιος Ιεράς - ∆άσκαλος Κουρνάς Αποκορώνου 73007 Βρύσες - Χανιά Τηλ. 2825061429 E-mail: g.fotakis@hotmail.com
Χαλκιαδάκης Εµµανουήλ Φιλόλογος, Υποψήφιος ∆ιδάκτωρ Ιστορίας Ούλαφ Πάλµε 92, 71410 Ηράκλειο Κρήτης Τηλ. 69773 242314, E-mail: manoschalkiadakis@yahoo.gr
Χρηστίδης Γεώργιος & Ηλιάδου Χρυσούλα Εκπρόσωποι του Ελληνικού Ορειβατικού Συλλόγου Ρεθύµνου ∆ηµοκρατίας 12 Ρέθυµνο, 74100 Τηλ. 28310 57766, 6977589428, 6974329823 Ε-mail: hrysouli@otenet.gr
27
28
Χορηγοί Συνεδρίου Conferance Sponsors
- Ι. Μ. Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων - Περιφέρεια Κρήτης - Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ρεθύµνου - ∆ήµος Λάµπης - ∆ήµος Φοίνικα - ∆ήµος Aγίου Βασιλείου - ΤΕ∆Κ - Οµοσπονδία Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» - Αττικής - Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης (ΣΕ∆ΗΛ) - Πολιτιστικός Σύλλογος Αγίου Ιωάννου Καµένου - Πολιτιστικός Σύλλογος Μελάµπων - Επιµελητήριο Ρεθύµνης - Οικογένεια Τάκη (∆ηµήτρη) ∆ασκαλαντωνάκη - Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισµών Ρεθύµνου - MOTOR OIL - Μανόλης Μαστορογιαννάκης, τ. δήµαρχος ∆ήµου Φοίνικα - ANEK - 3E - Ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ» - Εφηµερίδα «ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ» - Εφηµερίδα «ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ» - Εφηµερίδα «ΡΕΘΕΜΝΟΣ» + Λεωνίδας Μακρής, δικηγόρος - Κέντρα Ξένων Γλωσσών «ΦΗΤΑΜ» - Κέντρα Ξένων Γλωσσών Στέλας Βαβουράκη - Κέντρο Ξένων Γλωσσών Εύας Βιταλάκη - Αετουδάκης ∆ηµήτριος, συγγραφέας - Πιπεράκης Σταύρος, επιχειρηµατίας - Αγγελιδάκης Γεώργιος, γιατρός - Μπιρλιράκης Εµµανουήλ, επιχειρηµατίας - Πελαντάκης Βασίλης, δικηγόρος - Ανώνυµοι δωρητές
Εγκύκλιοι Circulars
Α΄ Εγκύκλιος / Ρέθυµνο, 29 Ιουνίου 2007
29
Η περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου καταλαµβάνει ολόκληρο το νότιο τµήµα του Νοµού Ρεθύµνου. Οι ακτές της βρέχονται από το Λιβυκό πέλαγος και η επαφή της µε την ανοιχτή θάλασσα (Μεσόγειο) διαδραµάτισε καθοριστικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων κατά το πέρασµα των αιώνων. Ο βόρειος άνεµος (ο θρυλικός «βορές»), που, λόγω της διάταξης των ορεινών όγκων, πνέει συχνά ορµητικός προς το πέλαγος, επηρέαζε και επηρεάζει το µεγαλύτερο τµήµα της νότιας Κρήτης, καθόριζε και καθορίζει τα είδη καλλιεργειών, τον προσανατολισµό και τη δόµηση των οικιών, διαµόρφωνε και διαµορφώνει την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων που ανά τους αιώνες έζησαν σε αυτή τη γωνιά της γης. Έχει αποδειχθεί κατά τα τελευταία χρόνια από περιφερειακά επιστηµονικά συνέδρια (π.χ. Μεσαράς, Μυλοποτάµου) ότι συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον της διεθνούς επιστηµονικής κοινότητας και συνεισφέρουν ουσιαστικά στην πρόοδο της έρευνας για τη συγκεκριµένη γεωγραφική ενότητα. Γι’ αυτό ο Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης (ΣΕ∆ΗΛ), σε συνεργασία µε την Ένωση Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ», συνδιοργανώνουν ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο, το πρώτο στο είδος του, για την ανάδειξη θεµάτων σχετικών µε το Περιβάλλον, την Αρχαιολογία, την Ιστορία, την Κοινωνία της συγκεκριµένης περιοχής. Στόχος του Συνεδρίου είναι η παρουσίαση των συµπερασµάτων επιστηµονικής µελέτης ή έρευνας που θα προκύψουν από τη διεπιστηµονική αναδίφηση των πηγών της ιστορίας, της φύσης και της κοινωνίας της περιοχής της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ν. Ρεθύµνου (σήµερα περιοχή των ∆ήµων Λάµπης και Φοίνικα) στους παραπάνω τοµείς. Με σεβασµό στον τόπο, τη ζωή, τη δράση και τη δηµιουργία των ανθρώπων που «πέρασαν» από αυτόν, επιδιώκοµε να στρέψοµε εδώ τους προβολείς της επιστηµονικής µελέτης και έρευνας κατά τους επόµενους µήνες. Ελπίζοµε ότι µε τον τρόπο αυτόν θα ριφθεί περισσότερο φως στη ζωή και τα δηµιουργήµατα του ανθρώπου στον τόπο µας από τη µινωική εποχή µέχρι σήµερα. Ευελπιστούµε ότι το Συνέδριο θα αφήσει πλούσια
30
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
παρακαταθήκη τις έγκυρες και πρωτότυπες ανακοινώσεις πλειάδας ειδικών επιστηµόνων πάνω σε θέµατα του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και ότι θα συµβάλει ουσιαστικά στην παιδεία της γνώσης που είναι γενικό αίτηµα της εποχής µας. Παρακαλούµε όσους ενδιαφέρονται να µετάσχουν στο Συνέδριο µε ανακοίνωση να το δηλώσουν στην ηλεκτρονική ή ταχυδροµική διεύθυνση του Συνεδρίου σύντοµα, για ευνόητους οργανωτικούς λόγους. Επίσης, µέχρι 1-12-2007 να στείλουν στην Οργανωτική Επιτροπή σύντοµη (300 έως 400 λέξεις) περίληψη της ανακοίνωσής τους, για να τυπωθεί σε ειδικό φυλλάδιο προσυνεδριακά. Γλώσσες του Συνεδρίου ορίζονται η Ελληνική και η Αγγλική. Η διάρκεια κάθε ανακοίνωσης ορίζεται µέχρι δεκαπέντε λεπτά (15΄). Το συνηµµένο ∆ελτίο Συµµετοχής, συµπληρωµένο και απεσταλµένο σε µια από τις παρακάτω διευθύνσεις, αποτελεί δήλωση συµµετοχής στο επιστηµονικό Συνέδριο. Ηλεκτρονική διεύθυνση: www.libret.gr/desyab (σηµείωση: είναι η ιστοσελίδα της ∆ηµόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύµνου). Ταχυδροµική διεύθυνση: ∆ιεθνές επιστηµονικό συνέδριο Αγίου Βασιλείου, Τ.Θ. 29, 74100, Ρέθυµνο. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Συλλόγων Eπαρχίας Αγίου Βασιλείου «Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ» Αντώνης Παπαδοµιχελάκης
1st Circular / Rethymno, 29 June 2007
Ο Πρόεδρος του ∆.Σ. του Συλλόγου Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης Νίκος Καλιτσουνάκης
The former Eparhia Agiou Vassiliou occupies the southern part of the Prefecture of Rethymno in all its length. Its coast is washed by the Libyan Sea and the closeness to the open sea - the Mediterranean - has played a decicive role in the lives of the inhabitants through the centuries. The north wind (the legendary “vorés”) which, owing to the arrangement of the mountainous masses, blows impetuously towards the sea, has always influenced the most of southern Crete. It determined and still determines the type of cultivation, the orientation and construction of houses, moreover it formed and still forms the temperament of the people who for centuries inhabited this corner of the earth.
31
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
It has been proved that regional scientific congresses, such as the ones held recently on Messara and Mylopotamos, attract the interest of the international community of scholars and contribute substantially to the progress of research concerning the respective area. This is why the Society of Scientists of the Municipality of Lambis in collaboration with the Union of Societies of the Eparhia Agiou Vassiliou Rethymnou “O PREVELIS” organise an International Scientific Congress, the first of its kind, in order to bring to prominence issues related to the Environment, Archaeology, History and Society of this particular area. The aim of the Congress is to present reports following interdisciplinary research into the history and the natural and social environment as regards the former Eparhia Agiou Vassiliou of Rethymno – today Municipalities of Lambis and Phoinica. With respect to our native land and to the lives, activity and creation of people who “passed” over it, we aspire to point towards it the headlights of scientific study and research for the following months, hoping that thus more light will be thrown upon the presence of man in our place since minoan times. We are hopeful that the Congress will leave us with a rich heritage of original and reliable papers given by a group of specialists on issues concerning our natural and man–made environment. Also that it will substantially contribute to the education of learning which is a general question of our time. We request all interested to give a paper at the Congress, to register at the electronic address, as soon as possible and also, before 1–12–07, to send a short summary (300 – 400 words) of the paper for the bulletin to be published before the Congress. To register, simply fill in the Participation Form and send it to one of the addresses at the end. Greek and English are set as languages of the Congress The duration of each pesentation must not exceed fifteen minutes (15’). Electronic address: www.libret.gr/desyab (site of the Public Library of Rethymno) Postal address: International Scientific Congress of Agios Vassilios, P.B. 29, 741 00 Rethymno, Greece Antonis Papadomichelakis President Union of Societies of the Eparhia Agiou Vassiliou Rethymnou «O Prevelis»
Nikos Kalitsounakis President Society of Scientists of the Municipality of Lambis
32
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
Β’ Εγκύκλιος / Ρέθυµνο / Ιούλιος 2008
Είµαστε στην ευχάριστη θέση να σας γνωστοποιήσουµε ότι το ∆ιεθνές Συνέδριο για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου θα πραγµατοποιηθεί από 19 µέχρι 23 Οκτώβρη 2008. Η πανηγυρική έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου θα γίνει στο Σπήλι, στο ∆ηµαρχείο ∆ήµου Λάµπης, στις 12.00 το µεσηµέρι, της Κυριακής 19/10/2008. Η παρουσίαση των εβδοµήντα και πλέον ανακοινώσεων θα γίνει στο ριζικά ανακαινισµένο ξενοδοχείο ΚΑΛΥΨΩ, κοντά στον Πλακιά, του ∆ήµου Φοίνικα. Όσοι θα πραγµατοποιήσουν ανακοίνωση και έχουν, ήδη, αποστείλει τη σχετική περίληψη, έχουν τη δυνατότητα να εγκατασταθούν στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ» από το απόγευµα τού Σαββάτου, 18-10- 2008, στο οποίο µπορούν να µείνουν φιλοξενούµενοί µας όσες µέρες επιθυµούν µέχρι τη λήξη των εργασιών τού Συνεδρίου (µεσηµέρι τής 23- 102008). Σας πληροφορούµε ότι θα καλύψουµε τα έξοδα διαµονής και διατροφής των συνέδρων οι οποίοι θα κάµουν ανακοίνωση. Γι’ αυτό τους παρακαλούµε να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να καλυφθούν τα έξοδα µετακίνησής τους από τον φορέα στον οποίο εργάζονται (Πανεπιστήµιο, Ερευνητικό Κέντρο, Οργανισµό), επειδή οι οικονοµικές δυνατότητές µας είναι πολύ περιορισµένες. Η δαπάνη µετακίνησης και διαµονής των συνοδών των συνέδρων (που θα κάµουν ανακοίνωση) βαρύνει τους ίδιους. Ευτυχώς το µίσθωµα κάθε κλίνης στο ξενοδοχείο είναι πολύ προσιτό. Το πρόγραµµα τού Συνεδρίου θα ανακοινωθεί µε επόµενη εγκύκλιο στην ιστοσελίδα µας (www. libret.gr/desyab) και θα σταλεί στο e-mail των Συνέδρων.
Για την οριστικοποίηση του προγράµµατος παρακαλούµε να µας αποστείλετε συµπληρωµένο τον παρακάτω πίνακα: ΕΠΩΝΥΜΟ/ ΟΝΟΜΑ Ι∆ΙΟΤΗΤΑ (π.χ. Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστηµίου ή Ερευνητής Κέντρου ή Επίτιµος Σχολικός Σύµβουλος ή οτιδήποτε άλλο θα µας διευκολύνει στον ορισµό Προεδρείων των συνεδριών). ∆ΙΕΥΘΥΝΣΗ: (e-mail, τηλέφωνο, fax) Τυχόν αλλαγή του τίτλου της ανακοίνωσής σας
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
33
Τυχόν ηµεροµηνία στην οποία θα επιθυµούσατε να κάµετε την ανακοίνωσή σας, επειδή, ίσως, έχετε ανειληµµένες υποχρεώσεις. Παρακαλούµε η αποστολή των στοιχείων αυτών να γίνει στο e-mail: kostis.papadakis@yahoo.gr ή στη διεύθυνση: Πελαντάκης Θεόδωρος Τ.Θ. 29, 74100- Ρέθυµνο. Παρακαλούµε, επιπλέον, τους Συνέδρους που διαµένουν εκτός Κρήτης και εκτός Ελλάδος να µας γνωστοποιήσουν: • Ηµεροµηνία κατά την οποία επιθυµούν να ταξιδέψουν (προς αεροδρόµιο ή λιµάνι του Ηρακλείου), απ’ όπου δικός µας άνθρωπος θα τους παραλάβει, για να τους µεταφέρει στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ». Έτσι, µπορούµε να κλείσουµε από τώρα εισιτήρια. • Ηµεροµηνία αναχώρησης (µε αεροπλάνο ή µε πλοίο) από Ηράκλειο. Για την Οργανωτική Επιτροπή Ο Πρόεδρος Ο Γραµµατέας Θεόδωρος Πελαντάκης Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
2nd Circular
We are pleased to inform you that the International Congress about the former Eparhia Agiou Vassiliou will be held from 19th October until 23rd October 2008. The beginning of the proceedings will be in Spili , at the Town Hall of the Municipality of Lambis, at 12.00 on Sunday 19th October 2008. The presentation of the more than 70 reports will be in the renovated hotel KALYPSO near Plakias, in the Municipality of Finikas. The participants who have sent the summary of their report, will be able to settle down in the hotel KALYPSO on Saturday afternoon 18th October 2008, where they can stay as long as they wish until the end of the Congress proceedings. We inform you that we will cover the expenses of residence and nutrition for the participants who will read a paper in the Congress, but they should make an effort for the expenses of their transference to be covered by the organization they work for (university, Research center, organization etc.)
34
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
The expenses of the participants’ companions’ transference and accommodation will be paid by themselves. Fortunately the prices of the hotel rooms are quite reasonable. The program of the Congress will be announced in a new circular on our site (www.Libret.gr/desyab) and will be sent to the participants’ email. Please fill in and send the following, so that we can make out our final program. SURNAME NAME TITLE (e.g. Assistant Professor, Researcher in a Research Center, or Honorary School advisor or what else, will help us assign the persons who will preside at the meetings.) ADRESS(e-mail, Tel./fax number) Any change of the title of your presentation Date you would like to present your report in case you have other commitments. The above should be sent to the electronic address: kostis.papadakis@yahoo.gr or to the postal address : Pelandakis Theodoros T. Θ. 29, 74100 Rethymno, Greece. Furthermore we request the participants who live abroad and are going to read a paper to let us know: • Date and time you would like to travel by plane or by boat to Heraklion, where someone could come and take you to the hotel Kalypso and we could book your tickets as well. • Date of departure (by plane or by boat) from Heraklion. For the organizing committee The president The secretary Theodoros Pelandakis Kostis Papadakis
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
Γ΄ Εγκύκλιος / Ρέθυµνο, 1 Αυγούστου 2008
35
Αγαπητοί Σύνεδροι, Η Οργανωτική Επιτροπή του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου «Η Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου από την αρχαιότητα έως σήµερα», η «Ένωση Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου "Ο Πρέβελης"» και ο «Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης» επιθυµούν να σας εκφράσουν τις πιο θερµές ευχαριστίες, γιατί µε τη συµµετοχή σας και τις ανακοινώσεις σας θα συµβάλετε στο να αναδειχθεί το Συνέδριό µας σε µέγα επιστηµονικό γεγονός για την περιοχή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου και για όλη την Κρήτη. Στις φιλοδοξίες µας είναι τα Πεπραγµένα του Συνεδρίου µας να ολοκληρωθούν και εκδοθούν το συντοµότερο δυνατόν και να τεθούν στην υπηρεσία της Επιστήµης. Γι’ αυτό θέλουµε να έχουµε την πολύτιµη συνεργασία σας. Στόχος µας είναι να έχουµε συγκεντρώσει όλες τις συνεργασίες µέχρι το τέλος του έτους (31 ∆εκεµβρίου 2008). Ευχής έργο θα ήταν κάποιες συνεργασίες να µας παραδίδονταν στις µέρες του Συνεδρίου (19- 23/10/2008). Για τον σκοπό αυτόν, µε την παρούσα Γ΄ Εγκύκλιό µας σας επισυνάπτουµε ορισµένες οδηγίες και υποδείγµατα για την ολοκλήρωση των ανακοινώσεών σας, σύµφωνα µε τα ισχύοντα στα ∆ιεθνή Επιστηµονικά Συνέδρια: • Το οριστικό κείµενο της ανακοίνωσής σας- εάν δεν µας το παραδώσετε κατά τις ηµέρες του Συνεδρίου- παρακαλούµε να µας το αποστείλετε, µέχρι 31/12/2008, στη διεύθυνση: Θεόδωρος Πελαντάκης Τ.Θ. 29, 74100- Ρέθυµνο ή Κωστής Παπαδάκης, Σκοπ. Καισαριανής 12, 74100-Ρέθυµνο. Ηλεκτρονική διεύθυνση:kostis.papadakis@yahoo.gr, για οποιαδήποτε απορία σχετική µε τη Γ΄ Εγκύκλιο. • Το κείµενο παραδίδεται σε µία από τις δυο γλώσσες του Συνεδρίου. την Ελληνική ή την Αγγλική, σε ηλεκτρονική µορφή (δισκέτα, CD- Rom: Microsoft Word format) όσο και σε έντυπη µορφή (εκτυπωµένο, που θα αντιστοιχεί ακριβώς στην ηλεκτρονική). • Ως προς τη µορφή θα χρησιµοποιηθούν: Γραµµατοσειρά: Times New Roman, Χαρακτήρες: των 12΄ για το κείµενο και των 10΄ για τις υποσηµειώσεις, ∆ιάστηµα: 1,5. • Οι υποσηµειώσεις θα είναι υποσελίδιες, µε συνεχή αρίθµηση. • Σχέδια- Φωτογραφίες σε χωριστά αρχεία (Files) τύπου tiff και σε ανάλυση 600dpi. Παρακαλούνται όσοι χρησιµοποιούν σχέδια- φωτογραφίες
36
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
στην ανακοίνωσή τους να µας αποστείλουν οι ίδιοι πρόταση σελιδοποίησης, προβλέποντας ενσωµάτωση των σχεδίων- φωτογραφιών µέσα στη σελίδα που επιθυµούν. • Ως προς τη Βιβλιογραφία: Θα ακολουθηθεί το σύστηµα Harvard, σύµφωνα µε το οποίο η βιβλιογραφική παραποµπή, συντοµογραφηµένη, ενσωµατώνεται στο κείµενο µέσα σε παρένθεση. π.χ. (Σταµπολίδης 1993, 22). Άρα, η συντοµογραφία του κειµένου αποτελείται από το επώνυµο του συγγραφέα, τη χρονολογία δηµοσίευσης του έργου και τη σελίδα. Επίσης, στη Βιβλιογραφία ο τίτλος βιβλίου (µονογραφίας, συλλογικού τόµου, πρακτικών συνεδρίου ή περιοδικού) αναγράφεται µε πλάγια στοιχεία, ενώ ο τίτλος άρθρου (που περιλαµβάνεται σε συλλογικό τόµο, περιοδικό κ.λπ.) αναγράφεται µε όρθια στοιχεία, εντός εισαγωγικών. Παραθέτουµε µερικά υποδείγµατα: 1. Μονογραφία Σταµπολίδης 1993: Ν. Χ. Σταµπολίδης, Αρχαία Ελεύθερνα. Το γεωµετρικό αρχαϊκό νεκροταφείο τής Ορθής Πέτρας, Ρέθυµνο 1993. Πλουµίδης 1974: Γ. Σ. Πλουµίδης, Οι βενετοκρατούµενες ελληνικές χώρες µεταξύ τού δευτέρου και τού τρίτου τουρκοβενετικού πολέµου (1503-1537), Ιωάννινα 1974. Van Millingen 1974: Van A. Millingen, Byzantine Churches in Constantinople, Their History and Architecture, London 1974. 2. Άρθρο σε περιοδικό Μανούσακας 1949: Μ. Ι. Μανούσακας, «Η παρά Trivan απογραφή της Κρήτης (1644) και ο δήθεν κατάλογος των κρητικών οίκων Κερκύρας», Κρητικά Χρονικά 3 (1949), 35- 59. Todorov 1970: Tzvetan Todorov, “Synecdoques”, Communications 16, 26- 35. Manoussacas 1984: M. Manoussacas, “Le recueil de privileges de la famille juive Mavrogonato de Crete (1641- 1642)”, Byzantinische Forschungen 12 (1984), 345- 366. 3. Άρθρο σε συλλογικό τόµο (Σειρά, Κατάλογο Έκθεσης, Τιµητικό τόµο, Πεπραγµένα) Χατζηδάκη 1983: Ν. Χατζηδάκη, Εικόνες Κρητικής Σχολής, 15ος- 16ος αιώνας, Κατάλογος έκθεσης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 1983. Μέρτζιος 1968: Κ.∆. Μέρτζιος, «Η ναυτιλιακή κίνησις του Χάνδακος κατά τα έτη 1359-1360», Πεπραγµένα τού Β΄ Κρητολογικού Συνεδρίου 3, Αθήνα 1968, 173-176.
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
37
Pini 2000: I. Pini, “Eleven Early Cretan Scarabs”, στο Α. Καρέτσου (επιµ.), ΚΡΗΤΗ- ΑΙΓΥΠΤΟΣ. Πολιτισµικοί δεσµοί τριών χιλιετιών, Αθήνα χ.χ., 107- 113. Για την Οργανωτική Επιτροπή Ο Πρόεδρος Ο Γραµµατέας Θεόδωρος Πελαντάκης Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
∆΄ Εγκύκλιος/ Ρέθυµνο, 6 Οκτωβρίου 2008
Αγαπητοί Σύνεδροι, Παρακαλούµε µε τη λήψη της παρούσας ∆΄ Εγκυκλίου, και µέχρι τις 10 Οκτωβρίου, να µας γνωρίσετε: 1) την τυχόν παρουσία συνοδών κατά τις ηµέρες διαµονής σας στο ξενοδοχείο, προκειµένου να γίνουν εγκαίρως κρατήσεις δωµατίων και γι’ αυτούς. Σας υπενθυµίζουµε, και πάλι, ότι η δαπάνη µετακίνησης και διαµονής στο Ξενοδοχείο των συνοδών θα βαρύνει αποκλειστικά τους ίδιους. 2) ποιοι από τους Κρήτες συνέδρους προτίθενται να διαµείνουν, και πόσες από τις ηµέρες τού Συνεδρίου (19-23 Οκτωβρίου), στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ», προκειµένου να ρυθµίσουµε τα της διαµονής και κατανοµής τους στα δωµάτια. Η αποστολή των στοιχείων αυτών να γίνει στο e-mail: kostis.papadakis@yahoo.gr ή στη διεύθυνση: Πελαντάκης Θεόδωρος Τ.Θ. 29, 74100Ρέθυµνο. Οι Σύνεδροι που διαµένουν εκτός Κρήτης και εκτός Ελλάδος παρακαλούνται να επικοινωνήσουν µε το συµβεβληµένο Τουριστικό Γραφείο, για να δηλώσουν την ηµεροµηνία κατά την οποία επιθυµούν να ταξιδέψουν (προς αεροδρόµιο ή λιµάνι του Ηρακλείου), απ’ όπου το Γραφείο µας θα τους παραλάβει, για να τους µεταφέρει στο ξενοδοχείο ΚΑΛΥΨΩ. Η µεταφορά των Συνέδρων θα αρχίσει από το Σάββατο 18/10/2008. Σηµειώνουµε τη διεύθυνση του Γραφείου, για να επικοινωνείτε για κάθε πληροφορία: Γραφείο Γενικού Τουρισµού Odeon Travel Κωνστ. Παλαιολόγου 25, 74100- Ρέθυµνο Τηλ. 2831057610 και 2831053307 e-mail: odeontrv@otenet.gr Σας ενηµερώνουµε, επίσης, ότι κατά την προσέλευσή σας στο Συνέ-
38
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
δριο είναι απαραίτητο να προσκοµίσετε το απόκοµµα check in της αεροπορικής σας πτήσης ή το εισιτήριο του ατµόπλοιου προκειµένου να καλυφθεί η δαπάνη µετακίνησης. Παρακαλούµε, περαιτέρω, για τη γλωσσική οµοιογένεια των Πρακτικών του Συνεδρίου να χρησιµοποιηθεί στις ανακοινώσεις η Κοινή Νεοελληνική Γλώσσα (∆ηµοτική), ενώ η έκταση των ανακοινώσεων δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 40 σελίδες, συµπεριλαµβανοµένων φωτογραφιών, χαρτών και πινάκων. Επαναλαµβάνουµε ότι στις φιλοδοξίες µας είναι τα Πεπραγµένα του Συνεδρίου µας να ολοκληρωθούν και εκδοθούν το συντοµότερο δυνατόν. Στόχος µας είναι να έχουµε συγκεντρώσει όλες τις συνεργασίες µέχρι το τέλος του έτους (31 ∆εκεµβρίου 2008). Ευχής έργο θα ήταν κάποιες συνεργασίες να µας παραδίδονταν τις µέρες του Συνεδρίου, ενώ ένα αντίγραφο των 15λεπτων ανακοινώσεών σας θα διευκόλυνε σηµαντικά το έργο των Μεταφραστών, που εθελοντικά προσφέρονται να µεταφράσουν για ενηµέρωση των ξένων Συνέδρων. Για την Οργανωτική Επιτροπή Ο Πρόεδρος Ο Γραµµατέας Θεόδωρος Πελαντάκης Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
E΄ Εγκύκλιος/ Ρέθυµνο, 18 Οκτωβρίου 2008
Αγαπητοί Σύνεδροι, Στο πλαίσιο των φιλοδοξιών µας, τα Πεπραγµένα του Συνεδρίου µας να ολοκληρωθούν και εκδοθούν το συντοµότερο δυνατόν, παρακαλούµε τους κυρίους Συνέδρους που έχουν έτοιµη την τελική ανακοίνωσή τους να µας την παραδώσουν κατά τις ηµέρες διεξαγωγής του Συνεδρίου µας, διαφορετικά υπενθυµίζουµε ότι στόχος µας είναι να έχουµε συγκεντρώσει όλες τις συνεργασίες µέχρι το τέλος του έτους (31 ∆εκεµβρίου 2008). Για την πολύτιµη συµβολή σας στην επιτυχία του Συνεδρίου µας, για µια ακόµη φορά, Σας απευθύνουµε εκ µέρους της Οργανωτικής Επιτροπής ένα µεγάλο και θερµό «ευχαριστώ»! Για την Οργανωτική Επιτροπή Ο Πρόεδρος Ο Γραµµατέας Θεόδωρος Πελαντάκης Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ
ΣΤ΄ Εγκύκλιος (oνοµαστική, σε όσους δεν είχαν στείλει το κείµενο της ανακοίνωσής τους) / Ρέθυµνο, 10 Μαρτίου 2009
39
Αγαπητ... µας κ..............., Σε ευχαριστούµε, για µια ακόµη φορά, για τη συµµετοχή σου, µε ανακοίνωση, στο Συνέδριό µας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου µας, αλλά και µε τις Γ΄ και Ε΄ Εγκυκλίους µας, παρακαλέσαµε για την ολοκλήρωση των κειµένων των ανακοινώσεων και την παράδοσή τους µέχρι και 31/12/2008. Ήδη έχουµε στα χέρια µας και έχουµε προωθήσει στο Τυπογραφείο προς έκδοση περισσότερες από τις µισές ανακοινώσεις. Σε αυτές που υπολείπεται να λάβοµε είναι και η δική σου. Κατανοούµε τις αντικειµενικές δυσκολίες που σε εµπόδισαν να φανείς συνεπής στις ηµεροµηνίες που είχαµε ορίσει µε τις προηγούµενες Εγκυκλίους. Για τον λόγο αυτόν- και κατόπιν παράκλησης αρκετών Συνέδρων- παρατείνοµε την προθεσµία παράδοσης µέχρι και 30 Ιουνίου 2009 και παρακαλούµε µέχρι την ηµεροµηνία αυτή να µας έχεις στείλει το οριστικό κείµενο της ανακοίνωσής σου, σύµφωνα µε τις οδηγίες της Γ΄ Εγκυκλίου. Υπενθυµίζοµε ότι το οριστικό κείµενο της ανακοίνωσής σου µπορείς να το στείλεις σε µια από τις εξής διευθύνσεις: • Θεόδωρος Πελαντάκης, Τ.Θ. 29, 74100- Ρέθυµνο ή tpelantakis@gmail.com • Κωστής Παπαδάκης, Σκοπ. Καισαριανής 12, 74100- Ρέθυµνο ή kostis.papadakis@yahoo.gr. Αν επιλέξεις την ταχυδρόµηση της ανακοίνωσης µε τα ΕΛΤΑ, είναι απαραίτητο να µας τη στείλεις και σε ηλεκτρονική µορφή (δισκέτα, CDRom: Microsoft Word format). Για την Οργανωτική Επιτροπή Ο Πρόεδρος Ο Γραµµατέας Θεόδωρος Πελαντάκης Κωστής Ηλ. Παπαδάκης
40
Χαιρετισµοί Greetings
Θερµό πατρικό χαιρετισµό και την ευλογία του για την επιτυχία του Συνεδρίου απηύθυνε ο Σεβασµιότατος Μητροπολίτης Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων κ. Ειρηναίος, κατά το γεύµα που παρέθεσε στους συνέδρους στην έδρα της Μητρόπολης, στις 19-10-2008. Χαιρετισµός από την κ. Όλγα Κεφαλογιάννη, Βουλευτή Ρεθύµνης Ν.∆. Κυρίες και κύριοι, Με ιδιαίτερη χαρά χαιρετίζω την έναρξη των εργασιών του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου µε αντικείµενο το περιβάλλον, την αρχαιολογία, την ιστορία και την κοινωνία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Μιας περιοχής, που έχει να δείξει πολιτισµό από την αρχαιότητα, µιας κοινωνίας δηµιουργικής, η οποία συνεχίζει να πορεύεται µε φιλοπρόοδο και αναπτυξιακό προσανατολισµό. Άλλωστε η αγωνία όλων µας εστιάζεται στην προσπάθεια για ένα καλύτερο µέλλον. Εργαζόµαστε και λειτουργούµε µε γνώµονα την αντιµετώπιση των προβληµάτων του παρόντος και εξασφάλισης καλύτερων προοπτικών για τη νέα γενιά. Οφείλουµε, ωστόσο, να γνωρίζουµε ότι απαραίτητο εφόδιο, για να επιτύχουµε τους στόχους µας, είναι η γνώση του ιστορικού παρελθόντος και της εξελικτικής πορείας µιας κοινωνίας σε τοπικό αλλά και ευρύτερο επίπεδο. Συνέδρια, όπως αυτό που αρχίζει σήµερα, είναι, εποµένως, χρήσιµα και αναγκαία και οφείλουµε να συγχαρούµε την Ένωση Συλλόγων της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου «Ο Πρέβελης», καθώς και τον Σύλλογο Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης για την πρωτοβουλία διοργάνωσης αυτής της πολυήµερης επιστηµονικής συνάντησης. Συγχαίρουµε την Oργανωτική Eπιτροπή για τη δουλειά της, όσους εµπνεύστηκαν και όλους όσοι συνέβαλλαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διοργάνωση. Καλωσορίζουµε και συγχαίρουµε για τη συµµετοχή τους τους καταξιωµένους επιστήµονες και εισηγητές και ευχόµαστε το συνέδριο αυτό να δώσει συµπεράσµατα, τα οποία θα ξεπεράσουν τους στόχους των οργανωτών και θα αναδείξουν τα συγκριτικά πλεονεκτήµατα της περιοχής, καθώς και την συµβολή της τοπικής κοινωνίας στην ιστορία και
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
41
τον πολιτισµό από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα. Εµείς στηρίξαµε έµπρακτα την οργάνωση του συνεδρίου και θα υποστηρίξουµε και την έκδοση των πρακτικών. Ευχαριστώ Χαιρετισµός από τον κ. Ηλία Λαµπίρη, Βουλευτή Ρεθύµνου ΠΑΣΟΚ Σας ευχαριστώ θερµά για την πρόσκληση στο 1ο ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο µε θέµα: «Η ζωή στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα έως σήµερα». Λυπάµαι που η προγραµµατισµένη µου απουσία στο εξωτερικό, σε αποστολή της Βουλής, δεν µου επιτρέπει να βρίσκοµαι στο Συνέδριο αυτό, αν και θα το ήθελα πολύ. Θα ήθελα να συγχαρώ τους οργανωτικούς φορείς για την πραγµατοποίηση ενός τόσο σηµαντικού εγχειρήµατος, που προάγει τον πολιτισµό και την ιστορία της περιοχής και, βεβαίως, την Οργανωτική Επιτροπή που από τη σύνθεσή της καταδεικνύεται η βαρύτητα που εξ αρχής αποδόθηκε από τους διοργανωτές. Η καταγραφή και η οργάνωση της σπουδαίας κληρονοµιάς τής επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, αλλά και η αξιολόγηση ενός αγνώστου έως τώρα ιστορικού υλικού θα φωτίσουν τις πτυχές του ιδιαίτερου πολιτισµού τής περιοχής και, παράλληλα, θα αναδείξουν την τουριστική προβολή, τη διάσωση του φυσικού κάλλους, το περιβάλλον και τα πολιτιστικά δρώµενα. Εύχοµαι καλή επιτυχία στην αποστολή σας. Χαιρετισµός από τον Νοµάρχη Ρεθύµνου, κ. Γιώργη Παπαδάκη Θέλω να συγχαρώ όλους όσους είχαν την έµπνευση, την πρωτοβουλία και την ευθύνη της διοργάνωσης αυτής της σπουδαίας επιστηµονικής, αγιοβασιλειώτικης συνάντησης. Είµαι βέβαιος για την επιτυχία αυτού του συνέδριου, διότι η άρτια οργάνωση, η πλούσια και στοχευµένη θεµατολογία και η επιλογή διακεκριµένων εισηγητών αποτελούν εγγύηση. ∆ιότι θα φωτίσουν, όπως πιστεύω, κάθε πτυχή της ιστορίας και του πολιτισµού που αναπτύχθηκε από τα πανάρχαια χρόνια µέχρι σήµερα στον ιστορικό και όµορφο τούτο τόπο. Αυτά τα τοπικά επιστηµονικά συνέδρια ιχνηλατούν τις πηγές του πολιτισµού τού κάθε τόπου, ερευνούν τα ποικίλα φαινόµενα της γης, της φύσης, της ιστορίας. ∆ίδουν ώθηση στα µέλη της κοινωνίας να γνωρίσουν τα γνήσια στοιχεία της πολιτισµικής τους ταυτότητας. Συµβάλ-
42
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
λουν στη διάσωση, ανάδειξη της πολιτισµικής κληρονοµιάς, καθώς και στην αξιοποίησή τους προς όφελος της κοινωνίας. Έχει αποδειχθεί και επιβεβαιωθεί πόσο αυτά αξίζουν. Το αντίστοιχο του Μυλοποτάµου, που έγινε το 2003, αυτό µας επιβεβαίωσε. Ο Αϊ-Βασίλης ως γεωγραφική και πολιτισµική ενότητα είναι µια περιοχή ευνοηµένη από την φύση και την ιστορία. Είναι µια περιοχή µε ξεχωριστή ιστορική, κοινωνική και πολιτιστική διαδροµή µέσα στον χρόνο, που αξίζει όλοι να τη µάθουµε, αξίζει να προβληθεί και να γίνει ευρέως γνωστή. Ο τεράστιος µνηµειακός πλούτος αποτελεί µάρτυρα αδιάψευστο ενός λαµπρού παρελθόντος. Το ηρωικό φρόνηµα και οι αγώνες των κατοίκων της περιοχής για ελευθερία, δηµοκρατία και αξιοπρέπεια, το φιλότιµο και το φιλόξενο πνεύµα τους, δικαίως κάνουν τους Αγιοβασιλειώτες να νιώθουν υπερήφανοι για την καταγωγή τους. Ως Νοµαρχία Ρεθύµνου στηρίζουµε αυτές τις πρωτοβουλίες. Τις έχει ανάγκη ο τόπος ιδιαίτερα στην σηµερινή δύσκολη εποχή των κοσµογονικών αλλαγών και εξελίξεων, των µεγάλων ανακατατάξεων και του κινδύνου της πολιτιστικής αλλοτρίωσης. Πιστεύουµε στην ισόρροπη, βιώσιµη και ολοκληρωµένη ανάπτυξη. Στην ανάπτυξη που έχει επίκεντρο τον άνθρωπο, στηρίζεται στην ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισµό και σέβεται το περιβάλλον. Εύχοµαι καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου και θα αναµένουµε µε ενδιαφέρον τα συµπεράσµατά του και τα Πρακτικά του, τα οποία θα µας είναι χρήσιµα στον σχεδιασµό ανάπτυξης της περιοχής. Καλή διαµονή στους εκλεκτούς επισκέπτες µας. Σας ευχαριστώ. Θερµό χαιρετισµό και ευχές για επιτυχία του Συνεδρίου απηύθυνε και ο ∆ήµαρχος ∆ήµου Λάµπης κ. Γιάννης Ταταράκης. Χαιρετισµός από τον ∆ήµαρχο ∆ήµου Φοίνικα κ. Μανόλη Μαστορογιαννάκη Η ανάπτυξη µιας περιοχής δεν είναι απλά µια πρόταση ή µια ιδέα, αλλά είναι µελέτη και δουλειά µεθοδική, συνεχής, διεκδικητική, µε όραµα και στόχους. Πρέπει να σχεδιαστεί µε σεβασµό η υποδοµή της. Καλούµεθα σήµερα να συνεργαστούµε, να δηµιουργήσουµε και να µας γίνει κοινό βίωµα, κοινή συνείδηση, η ανάπτυξη της επαρχίας µας, µέσα σε ζώνη τουριστικοξενοδοχειακή.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
43
Είναι καιρός να µπούµε κι εµείς στο παιχνίδι και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, γιατί το συγκεντρωτικό κράτος δεν έδωσε αυτά που δικαιούται η επαρχία. Ιδιαίτερα εµάς εδώ, στο νότο, µας έχουν αρκετά παραγκωνίσει. Πρέπει να στηριζόµαστε στην απόλυτη αυτοπεποίθηση ότι εκπροσωπούµε ένα από τα πλέον χαρισµατικά διαµερίσµατα της πατρίδας µας. Είναι περιοχή φυσικού κάλλους. Συναντάµε όλες τις διαβαθµίσεις της φύσης. Οι δαντελωτές κλειστές παραλίες αγκαλιάζουν την όµορφη φύση και αποτελούν µοναδικό φαινόµενο στη Μεσόγειο. Τα επιβλητικά φαράγγια του Κοτσυφού και του Κουρταλιώτη είναι σπάνιας οµορφιάς. Η Μονή Πρέβελη και άλλα σηµαντικά αξιοθέατα αποτελούν δείγµα κρητικής λαϊκής αρχιτεκτονικής. Τα χωριά της ενδοχώρας µε την αυθεντικότητα, την παράδοση, τις σπάνιες εξάρσεις της φύσης. Τα χωριά της Γιαλιάς, µπαλκόνια µε θέα το γαλάζιο της θάλασσας του Λιβυκού. ∆εν έχει µόνο φυσικές οµορφιές ο τόπος µας, έχει και ιστορία. Οι Αγιοβασιλειώτες υπήρξαν µπροστάρηδες σε όλους τους αγώνες για τη Λευτεριά. Στον Μακεδονικό αγώνα, στον Ηπειρωτικό, στους Βαλκανικούς πολέµους, στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο έκαναν τους Ναζί να αντιληφθούν πως τα βουνά µας δεν χαµηλώνουν. Εκπληρώνει όλες τις προϋποθέσεις η επαρχία του Άη Βασίλη για το απαιτητικό αύριο, που αξιώνει να στηριχθεί σε στέρεες βάσεις. Το δικαιούµαστε, το αξίζουµε, το επιθυµούµε και είµαστε σε θέση να το κατορθώσουµε. Αυτός είναι και ο σκοπός τούτου του συνεδρίου. Οι αναφορές των εκλεκτών εισηγητών, θα υπεισέρχονται και θα προσεγγίζουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Θέλω να ευχαριστήσω τους οργανωτές του και να τους συγχαρώ. Ευχαριστώ Χαιρετισµός από τον Πρόεδρο Ένωσης Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου κ. Μάρκο Κατσουλάκη Σεβασµιότατε, κύριοι Βουλευτές, κύριε Νοµάρχη, κύριοι ∆ήµαρχοι, κύριοι Σύνεδροι, κύριοι εκπρόσωποι Φορέων και Συλλόγων, κυρίες και κύριοι, Πριν από τέσσερα χρόνια, και συγκεκριµένα στο 4ο συνέδριο της Ένωσης, που πραγµατοποιήθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Καµένο, ο κ. Πελαντάκης πρότεινε να διοργανωθεί Επιστηµονικό Συνέδριο που να αφορά στην επαρχία Αγίου Βασιλείου.
44
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Οι πρώτες αντιδράσεις και σκέψεις όλων µας ήταν πως η οργάνωση ενός τέτοιου συνεδρίου προϋποθέτει γνώση, εµπειρία, χρόνο, υλικούς πόρους και κυρίως ανθρώπους που θα αφιερωθούν κυριολεκτικά για την ολοκλήρωση της προσπάθειας αυτής. Πράγµα δύσκολο µε βάση τις επαγγελµατικές, οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις των περισσοτέρων µας. Στα χρόνια που ακολούθησαν και χάρη στην επιµονή των κ.κ. Θοδωρή Πελαντάκη και Κωστή Παπαδάκη, το ∆ιοικητικό συµβούλιο της Ένωσής µας, οµόφωνα, αποφάσισε να συνδιοργανώσει µε τον Σύλλογο Επιστηµόνων του ∆ήµου Λάµπης το 1ο Επιστηµονικό Συνέδριο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Στο σηµείο αυτό, θα πρέπει να αναφέρω ότι εκτός των δυο προαναφερθέντων κυρίων, αυτοί που πίστεψαν και µας ενέπνευσαν στην προσπάθεια αυτήν είναι ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης κ. Αντώνης Παπαδοµιχελάκης και ο πρώην αντιπρόεδρος κ. Νίκος Παπαδάκης. Θέλω πραγµατικά και µέσα από την ψυχή µου να τους ευχαριστήσω και να τους διαβεβαιώσω ότι, ως νέο ∆ιοικητικό Συµβούλιο, θα κάνουµε το παν για να ολοκληρώσουµε µε επιτυχία το συνέδριο αυτό, αλλά και να καταστήσουµε την Ένωση κυρίαρχη σε ανάλογες δραστηριότητες, που προβάλλουν την παράδοση, τον πολιτισµό, τα ήθη και τα έθιµα της επαρχίας µας αλλά και της Κρήτης γενικότερα. ∆εν χρειάζεται να αναφέρω πόσος χρόνος και πόση δουλειά χρειάστηκε, για να φτάσουµε στη σηµερινή ηµέρα. Θέλω να πω όµως ότι είµαι πάρα πολύ ευτυχής που έχω την τιµή, ως πρόεδρος της Ένωσης, να συµµετέχω στην ιστορική, θα τολµούσα να τη χαρακτηρίσω, στιγµή, να βρίσκοµαι σήµερα στο βήµα και να προλογίζω την έναρξη του συνεδρίου µας. Ενός συνεδρίου, οι εργασίες του οποίου θα αναδείξουν την ιστορία, την γεωµορφία και τον πολιτισµό της περιοχής µας και θα αφήσουν σαν παρακαταθήκη, για τις γενιές που θα ακολουθήσουν, το υλικό για περαιτέρω έρευνα. Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι εργάστηκαν (και είναι πολλοί), για να πραγµατοποιηθει το 1ο Επιστηµονικό συνέδριο της επαρχίας µας και βέβαια τους χορηγούς µας, που χωρίς την δική τους βοήθεια θα ήταν αδύνατον να ευοδωθεί το εγχείρηµα αυτό. Τελειώνοντας θέλω να καλωσορίσω και να ευχαριστήσω τους εισηγητές, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσµα µας και πιστεύω ότι µέσα απο τις εισηγήσεις τους θα µας διαφωτίσουν για την ιστορία αυτού του τόπου. Εύχοµαι καλές εργασίες στο συνέδριό µας. Σας ευχαριστώ πολύ
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
45
Χαιρετισµός του Προέδρου του Συλλόγου Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης (ΣΕ∆ΗΛ) κ. Νίκου Καλιτσουνάκη Σεβασµιότατε Μητροπολίτη Λάµπης Συβρίτου και Σφακίων κυρία Βουλευτή, κ. Νοµάρχη κ. πρόεδρε της ΤΕ∆Κ κύριοι ∆ήµαρχοι, κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι φορέων και αρχών Αγαπητοί συντοπίτες, φίλες και φίλοι Σας καλωσορίζουµε στη σηµερινή έναρξη του 1ου ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, µε θέµα: «Περιβάλλον, Αρχαιολογία, Ιστορία, Κοινωνία». Ο «Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης» - του οποίου έχω την τιµή να είµαι πρόεδρος - και η Ένωση Συλλόγων της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, "ο Πρέβελης"», είναι οι οργανωτικοί φορείς αυτού του συνεδρίου, αυτού του συνεδρίου που γίνεται για πρώτη φορά και το οποίο θέλουµε να αποτελέσει µία προσφορά, ένα αφιέρωµα για τον τόπο µας. Αισθανθήκαµε την ανάγκη να συµβάλουµε στην ανάδειξη και την καταγραφή του ιστορικού υλικού, του πολιτισµού και των παραδόσεων αυτού του τόπου σε µία Αγιοβασιλειώτικη «εγκυκλοπαίδεια», διότι, πέραν των άλλων, η διαφύλαξη του πολιτισµικού πλούτου και των παραδόσεών µας είναι προϋπόθεση για κάθε µελλοντικό σχεδιασµό. Γι’ αυτό η πρωτοβουλία µας αυτή δεν προσπαθεί απλά να καλύψει το έλλειµµα στον ιστορικό και επιστηµονικό λόγο και να προβάλει την ιστορική µας κληρονοµιά, αλλά και να αναδείξει τους στόχους που πρέπει να εκπληρωθούν στο πλαίσιο µιας δυναµικής παρέµβασης στις σηµερινές συγκυρίες. Μιλώντας κανείς για τον Αϊ-Βασίλη, µιλά για µια περιοχή µε µακρά πορεία στον χρόνο, µιλά για τον πολιτισµό, για τις τέχνες και τα γράµµατα, για το βυζαντινό χρώµα, για τους ανθρώπους, τις σχέσεις τους, την περηφάνια της ελεύθερης ψυχής και, βέβαια, για τις προοπτικές του µέλλοντος. Είναι γεγονός ότι η ανάπτυξη και η ανάλυση του φάσµατος όλων αυτών των πτυχών, στο πλαίσιο µιας συνεδριακής διαδικασίας, είναι δύσκολο πράγµα, γιατί χρειάζεται πολύς χρόνος. Μετά χαράς βλέπουµε, όµως, ότι στη διάρκεια των πέντε ηµερών που θα διαρκέσει το Συνέδριό µας, η Οργανωτική Επιτροπή έχει συγκαταλέξει εισηγήσεις που καλύπτουν τους βασικούς σταθµούς της µακραίωνης ιστορικής διαδροµής αυτού του τόπου, ξεκινώντας από τη µυκηναϊκή εποχή και φθάνοντας έως σήµερα.
46
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Η ποιότητα του συνόλου των ανακοινώσεων είναι υψηλού επιπέδου και, θα έλεγα, αποτελούν προϊόντα µόχθου και σοβαρής ερευνητικής προσπάθειας. Άλλωστε, όπως είδατε στο πρόγραµµα εργασιών, το Συνέδριο αυτό τιµούν µε τη συµµετοχή τους διακεκριµένοι ερευνητές, επιστήµονες, πανεπιστηµιακοί δάσκαλοι από την χώρα µας και το εξωτερικό, και το γεγονός αυτό εξασφαλίζει, εκ των προτέρων, την επιτυχία του. Θα πρέπει, επίσης, να επισηµανθεί η µεγάλη συµβολή πολλών συντοπιτών µας Αγιοβασιλειωτών και όχι µόνο, που µε τις εισηγήσεις τους αποδεικνύουν την ευαισθησία, το ενδιαφέρον και την γνώση τους για την περιοχή. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν το εντόπιο επιστηµονικό δυναµικό και θα πρέπει να αξιοποιούνται από τους θεσµικούς, πολιτικούς και αυτοδιοικητικούς παράγοντες του τόπου. Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι το Συνέδριο αυτό θα βοηθήσει στο να προβληθεί τόσο στη χώρα µας όσο και στο εξωτερικό, όχι µόνο η περιοχή της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου, αλλά το Ρέθυµνο και η Κρήτη γενικότερα και µε αυτόν τον τρόπο να ικανοποιηθούν κάποιες από τις προσδοκίες µας αλλά και οι διεκδικήσεις να γίνουν δυναµικότερες και επιστηµονικά τεκµηριωµένες. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς που µας τιµάτε µε την παρουσία σας και ιδιαίτερα αυτούς που µας ενίσχυσαν οικονοµικά για την πραγµατοποίηση αυτού του κορυφαίου γεγονότος για την περιοχή µας, όπως την Περιφέρεια Κρήτης, τη Νοµαρχία Ρεθύµνου, την ΤΕ∆Κ Ρεθύµνου, τους ∆ήµους Λάµπης και Φοίνικα, τη Motor Oil, τα ΜΜΕ που παρακολουθούν το έργο µας και όλους όσοι στήριξαν και στηρίζουν την προσπάθειά µας. Βεβαίως, πολλές ευχαριστίες αξίζουν στα µέλη της Οργανωτικής Επιτροπής, που αθόρυβα και επίµονα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους για την πραγµατοποίηση του Συνεδρίου και που εύχοµαι να δεχτούν τις καλύτερες κριτικές για την άψογη οργάνωσή του. Χαιρετισµός από τον Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής του Συνεδρίου κ. Θεόδωρο Πελαντάκη Σεβασµιότατε Μητροπολίτη Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων, Σεβασµιότατε Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου, Πανοσιολογιότατε, Αιδεσιµολογιότατε, κ. Βουλευτές, κ. Νοµάρχα, κ. Πρόεδρε ΤΕ∆Κ, κ. ∆ήµαρχοι Λάµπης, Φοίνικα, Κουρητών και Συβρίτου, κύριοι Σύνεδροι, κυρίες και κύριοι. Αν κάθε ανθρώπινος χαιρετισµός είναι έκφραση του συναισθήµατος
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
47
της χαράς, ο δικός µου χαιρετισµός είναι διατύπωση - εξωτερίκευση του µύχιου συναισθήµατος της ανυπόκριτης χαράς, η οποία διακατέχει την Οργανωτική Επιτροπή του ∆ιεθνούς Επιστηµονικού Συνεδρίου για την επαρχία Αγίου Βασιλείου, που µε αυτήν την τελετή γίνεται η έναρξή του. Και η χαρά είναι ανυπόκριτη και ανείπωτη, επειδή διαπιστώνοµε ότι µία ιδέα γίνεται πραγµατικότητα. η ιδέα διοργάνωσης διεθνούς επιστηµονικού συνεδρίου για τη µελέτη σε βάθος ορισµένων πτυχών από τη ζωή και την κοινωνία των ανθρώπων της περιοχής µας, η οποία είναι ο γενέθλιος τόπος µας και ο τόπος στον οποίο έζησαν οι γενιές των προγόνων µας. Είναι απερίγραπτη η χαρά µας, γιατί κατορθώσαµε να πετύχοµε στην εποχή µας, που ευνοεί τον ατοµισµό και την ιδιώτευση, τη συλλογικότητα για υπηρέτηση του φιλόδοξου στόχου. Πετύχαµε τη συνεργασία και την αγαστή σύµπνοια των εκπροσώπων των µόνιµων κατοίκων της περιοχής µας µε τους απόδηµους, συγκεκριµένα τους οργανωµένους σε Συλλόγους Αγιοβασιλειωτών της Αθήνας, για να στηριχθεί αυτό το φιλόδοξο εγχείρηµα. Και αποδείχτηκε άλλη µια φορά ότι η νοσταλγία και η αγάπη των απόδηµων για τον τόπο τους είναι ισχυρότερη από την αγάπη όσων διαµένουν σ’ αυτόν. Είναι, νοµίζω, δικαιολογηµένη η χαρά µας, επειδή διαπιστώνοµε ότι την προσπάθειά µας την αγκάλιασαν και τη στηρίζουν και εκτιµώ ότι θα τη στηρίξει µέχρι την ολοκλήρωσή της (δηλαδή µέχρι την έκδοση σε τέσσερις τόµους των ανακοινώσεων που θα αρχίσουν από σήµερα το απόγευµα στον συνεδριακό χώρο) κάθε καλόπιστος και καλής πίστης Αγιοβασιλειώτης, αλλά και (αιρετός) εκπρόσωπος της τοπικής κοινωνίας της επαρχίας, του Νοµού και όλης της Κρήτης. Επιτρέψετέ µου, στο σηµείο αυτό, να επισηµάνω µερικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συνεδρίου µας, που το διαφοροποιούν από άλλα τοπικά συνέδρια: Α. Καλέσαµε (και µε χαρά διαπιστώνω ότι µερικοί ανταποκρίθηκαν και παρευρίσκονται) γι’ αυτό και χαιρετίζω-υπογραµµίζω την παρουσία τους, τους πανεπιστηµιακούς καθηγητές οι οποίοι κατάγονται από την επαρχία µας. Πιθανόν να µην τους επισηµάναµε όλους. Επιδίωξή µας, όµως, ήταν και είναι να βρεθούν κοντά µας, να γνωριστούν µεταξύ τους και µε µας και, από κοινού, να αναζητήσοµε – διαλεγόµενοι – τους τρόπους µε τους οποίους είναι δυνατόν να βοηθήσοµε τον τόπο µας, που όλοι αγαπούµε. Αναφέρω συγκεκριµένο παράδειγµα. το Κέντρο Υγείας Σπηλίου. Είναι, κατά τη γνώµη µου, η µεγαλύτερη επένδυση που έγινε ποτέ στην επαρχία µας.
48
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
∆ιερωτώµαι: το στηρίζοµε όσο και όπως πρέπει -όπως κάνουν στα Ανώγεια- ή το θυµόµαστε µόνο όταν αρρωσταίνοµε εµείς ή οι συγγενείς µας; Β. Κινήσαµε εκπροσώπους των 26 ∆.∆. των δύο ∆ήµων της περιοχής µας να συλλέξουν στοιχεία για το χωριό τους. Είµαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω ότι έχοµε ήδη στα χέρια µας σηµαντικές εργασίες, οι οποίες θα δηµοσιευθούν σε ιδιαίτερο τόµο. Είναι αµέτρητα τα ευχαριστώ που ακούσαµε από όσους εργάστηκαν στον τοµέα αυτόν, µόνο για το γεγονός ότι τους παρακινήσαµε να εργαστούν, να κάµουν έρευνα για το χωριό τους, στα πλαίσια του Συνεδρίου. Περιορίζοµαι σ’ αυτές τις δύο ιδιαιτερότητες του Συνεδρίου µας, για να επανέλθω στο θέµα του χαιρετισµού, που τώρα απευθύνεται σ’ εκείνους στους οποίους οφείλεται η επιτυχία του Συνεδρίου. Και δεν είναι άλλοι από τους επιστήµονες και τους ερευνητές, οι οποίοι πίστεψαν στην υλοποιούµενη ιδέα µας και ανέλαβαν να ετοιµάσουν ανακοίνωση, ύστερα από έρευνα και µελέτη. Και είναι συνολικά 75 οι ανακοινώσεις που θα γίνουν τις επόµενες ώρες και µέρες στο ξενοδοχείο ΚΑΛΥΨΩ του Πλακιά και όλες αναφέρονται στην περιοχή µας. Νοµίζω ότι διερµηνεύω τα αισθήµατα όχι µόνο της Οργανωτικής Επιτροπής, αλλά και όλων όσοι µας τιµούν σήµερα εδώ µε την παρουσία τους, και απευθύνω εκ µέρους όλων ένα από καρδιάς «ευχαριστώ» σε όλους µαζί (Έλληνες και φιλοξενούµενούς µας από χώρες του εξωτερικού) και στον καθένα/καθεµία Σύνεδρο ξεχωριστά. Η συµµετοχή σας, αγαπητοί Σύνεδροι, είναι τιµή σε µας, τιµή στον τόπο µας. Σας ευγνωµονούµε, επειδή η αθρόα συµµετοχή σας έχει αναδείξει και την ποιότητα και την επιτυχία του Συνεδρίου. Ελπίζοµε να περάσετε όµορφες ώρες στον τόπο µας, που ήταν και είναι φιλόξενος. Τελειώνοντας, προσκαλώ όλους εσάς τους παρευρισκόµενους να κλέψετε λίγο χρόνο από άλλες υποχρεώσεις σας, για να παρακολουθήσετε έστω ένα µέρος από τις ανακοινώσεις των εκλεκτών Συνέδρων µας. Ως Οργανωτική Επιτροπή έχοµε λάβει πρόγευση από το περιεχόµενο των ανακοινώσεων που θα γίνουν και σας διαβεβαιώνω ότι είναι και ουσιαστικές και σηµαντικές. Τέλος, ευχαριστώ όλους που παρευρίσκεσθε στην πανηγυρική αυτήν έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου, το οποίο ετοιµάζαµε µε πολύ κόπο δύο ολόκληρα χρόνια. Ιδιαίτερα ευχαριστώ όσους µας στήριξαν σε φάσεις δύσκολες, φαινοµενικά ανυπέρβλητες, της προετοιµασίας. Απέδειξαν ότι «οι καλοί φίλοι στα δύσκολα φαίνονται».
Πρόγραµµα Συνεδρίου Conferance Ρrogramme
49
ΣΑΒΒΑΤΟ 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 - Άφιξη των Συνέδρων στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ», στον Πλακιά ∆ήµου Φοίνικα -Εγγραφή των Συνέδρων και εγκατάσταση στο ξενοδοχείο 09.00 11.30 11.50
14.00 15.30
ΚΥΡΙΑΚΗ 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Αναχώρηση από το ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ» για επίσκεψη προσκύνηµα στην Ιερά Μονή Πρέβελη Άφιξη στο Σπήλι Πανηγυρική έναρξη του Συνεδρίου στην αίθουσα ∆ηµαρχείου. Καλωσόρισµα από τον Πρόεδρο του «Συλλόγου Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης» κ. Νίκο Καλιτσουνάκη και από τον Πρόεδρο της «Ένωσης Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου "Ο ΠΡΕΒΕΛΗΣ"» κ. Μάρκο Κατσουλάκη Προσφωνήσεις από: Αρχιεπίσκοπο Κρήτης, Μητροπολίτη Ι.Μ.Λ.Συβρίτου και Σφακίων, Γ.Γ. Περιφέρειας Κρήτης, Νοµάρχη Ρεθύµνου, ∆ηµάρχους Λάµπης και Φοίνικα Χαιρετισµός από τον Πρόεδρο της Οργανωτικής Επιτροπής κ. Θ. Πελαντάκη Γεύµα στην Τράπεζα του Πνευµατικού Κέντρου Ι.Μ.Λ.Σ. Σφακίων Αναχώρηση για το ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ» - Ανάπαυση των Συνέδρων
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ Προεδρείο: Νικόλαος Σταµπολίδης - Αθανασία Κάντα 18.00 - 18.15 Στέλιος Μανωλιούδης «Η γεωλογική εξέλιξη της Κρήτης και της επαρχίας Αγίου Βασιλείου» 18.15 - 18.45 Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη «Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου κατά την αρχαιότητα» 18.45 - 19.15 Μιχάλης Ανδριανάκης «Τα χριστιανικά µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου»
50
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
19.15 - 19.30 Ερωτήσεις - Συζήτηση Μετάβαση στο Ρέθυµνο - Ξενάγηση στην Παλιά Πόλη ∆είπνο 23.00 Επιστροφή στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ»
∆ΕΥΤΕΡΑ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο:Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη, Μιχάλης Ανδριανάκης 08.30 - 08.45 Νικόλαος Σταµπολίδης - Αθανασία Κάντα «Ακρόπολη του τέλους της εποχής του Χαλκού / Πρώιµης εποχής του Σιδήρου στην Ορνέ Αγίου Βασιλείου» 08.45 - 09.00 Enrico Scafa «Ο ιστορικός ρόλος της περιοχής της επαρχίας Αγίου Βασιλείου κατά τη Μυκηναϊκή εποχή» 09.00 - 09.15 Elizabeth Mlinar «Fortified settlements in the province of Agios Vasilios from Archaic through Hellenistic times» 09.15 - 09.30 Αναστασία Φιολιτάκη «Παρουσίαση του προγράµµατος ψηφιοποίησης των κειµηλίων της Ιερας Μονής Πρέβελη» 09.30 - 09.45 Μιχάλης Τρουλλινός «Συντήρηση τοιχογραφιών και κειµηλίων σε µνηµεία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Παθολογία - ∆ιάγνωση - Συντήρηση» 09.45 - 10.00 Κώστας Τσικνάκης «Στοιχεία από την καθηµερινή ζωή στις Μέλαµπες στα τέλη του 16ου αι.» 10.00 - 10.30 Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές
Προεδρείο: Στέργιος Μανουράς, Zlatomira Gerdjikova 10.30 - 10.45 Κώστας Λαµπρινός «Ο καστελλάνος, ο γραµµατικός και οι άνθρωποι της υπαίθρου. Η βενετική εξουσία στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου (τέλη 16ου αι.) 10.45 - 11.00 Γιάννης Γρυντάκης «Η επαρχία Αγίου Βασιλείου στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας»
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
51
11.00 - 11.15 Γιάννης Παπιοµύτογλου «Βιβλιογραφία για την επαρχία Αγίου Βασιλείου» 11.15 - 11.30 Μαρία Αρακαδάκη «Από τις Μέλαµπες στα Σελλιά. Στα βήµατα της αρχιτέκτονος Μαρίας Ζαγορησίου, 60 χρόνια µετά» 11.30 - 11.45 ∆ηµήτριος Τζανουδάκης «Προστασία Φυσικού Περιβάλλοντος - Βιώσιµη Ανάπτυξη - Ποιότητα Ζωής: Παρόν και Μέλλον» 11.45 - 12.00 Μητροπολίτης Ανδρέας Νανάκης «Γένος, αυτοκρατορία, έθνος σε σχέση µε τους αρχιερείς της Μητροπόλεως Λάµπης & Σφακίων από το τέλος του 18ου αι. έως τον 20ο αι.» 12.00 - 12.30 Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές Προεδρείο: 12.30 - 12.45 12.45 - 13.00 13.00 - 13.15 13.15 - 13.30
13.30 - 14.00 14.00 - 17.00
∆ΕΥΤΕΡΑ 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Στυλιανός Λαµπάκης, Gerard Capdeville Στέργιος Μανουράς «Επισκόπηση των διοικητικών, οικιστικών και πληθυσµιακών µεταβολών στην επαρχία Αγίου Βασιλείου από το 961 έως το 2001» Ελπινίκη Νικολουδάκη «Τ’ Άη Γιώργη» δυο παραλογές στην επαρχία Αγίου Βασιλείου Μαρίνος Σαριγιάννης «Η ένταξη της περιοχής του Αγίου Βασιλείου στο οθωµανικό διοικητικό και κοινωνικό πλαίσιο µετά την κατάκτησή της από τους Οθωµανούς (1646)» Μιχάλης ∆εληγιαννάκης «Τα σπίτια στη Γιαλιά Αγίου Βασιλείου» Ερωτήσεις - Συζήτηση Γεύµα - Ανάπαυση
Προεδρείο: Χαράλαµπος Γάσπαρης, Elisabeth Mlinar 17.00 - 17.15 Γεώργιος Περπιράκης «Το κίνηµα του Θερίσου και η επαρχία του Αγίου Βασιλείου»
52
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
17.15 - 17.30 Ιάκωβος Φαρσεδάκης «Η εγκληµατικότητα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου» 17.30 - 17.45 Γεώργιος Παπακωνσταντής «Η ∆ηµόσια ασφάλεια στην περιοχή Αγίου Βασιλείου» 17.45 - 18.00 Εµµανουήλ ∆ριδάκης «Η συµβολή των συλλόγων των απόδηµων επαρχιωτών µας στην ανάπτυξη της επαρχίας Αγίου Βασιλείου» 18.00 - 18.15 Κωνσταντίνα Ριτσάτου «Μια αθησαύριστη πηγή της ιστορίας του ελληνικού κινηµατογράφου στο αρχείο της Μητρόπολης Λάµπης, Συβρίτου και Σφακίων» 18.15 - 18.45 Ερωτήσεις - Συζήτηση Μετάβαση στις Μέλαµπες ∆είπνο - Μελαµπιανή παρέα 22.30 Επιστροφή στο ξενοδοχείο ΤΡΙΤΗ 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο:Νικόλαος Ξεξάκης, ∆ηµήτριος Τζανουδάκης 08.30 - 08.45Ειρήνη Γαβριλάκη «Η αρχαία Λάππα, η έξοδός της στη νότια ακτή της Κρήτης και η σύνδεσή της µε τη Γόρτυνα» 08.45 - 09.00Παναγιώτα Καραµαλίκη «Τάφοι της Ρωµαϊκής περιόδου από τη Μουρνέ Αγίου Βασιλείου» 09.00 - 09.15 Zlatomira Gerdjikova, Zdravka Mihaylova «Late antiquity bishopric of Lambi» 09.15 - 09.30Κώστας Γιαπιτζόγλου «Τεχνοτροπικές παρατηρήσεις στον τοιχογραφικό διάκοσµο του ναού της Αγίας Φωτεινής στην περιοχή Πρέβελη» 09.30 - 09.45 Γεώργιος Εκκεκάκης «Προβλήµατα ανάγνωσης, ετυµολογίας και ταύτισης στους βενετσιάνικους καταλόγους των αγιοβασιλιώτικων χωριών»
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
09.45 - 10.00 Εµµανουήλ Παπαδογιάννης «Ερειπωµένοι οικισµοί της Μουρνές και της ευρύτερης περιοχής» 10.00 - 10.30Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές
53
Προεδρείο:Ιωάννης Τζιφόπουλος, Angel Martinez 10.30 - 10.45Aσπασία Παπαδάκη «Εγκληµατικότητα στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου, στις αρχές του 17ου αι. Η δράση της οικογένειας των Παπαδόπουλων» 10.45 - 11.00 Κωνσταντίνος Τζιαµπάσης «Προσέγγιση επιλογής θέσεων κατοίκησης στον Άγιο Βασίλειο (προϊστορικοί - ιστορικοί χρόνοι) µε µαθηµατικά µοντέλα» 11.00 - 11.15 Νικόλαος Παπαδογιαννάκης «Του Προσφύρη»: ∆εκαπέντε καταγραφές ενός ακριτικού τραγουδιού από την Επαρχία Αγίου Βασιλείου» 11.15 - 11.30 Εµµανουήλ Ανδρουλιδάκης «Μεγεθυντικά τοπωνύµια στον Άγιο Βασίλειο Ρεθύµνης» 11.30 - 11.45 Μιχάλης Τρούλης «Ένας Αγιοβασιλειώτης αγωνιστής των κρητικών επαναστάσεων Στυλιανός Βαρδάκης, ο Ροδακινιώτης (1823; - 1918)» 11.45 - 12.00 Θεόδωρος Πελαντάκης «Κρύα Βρύση: Η περιοχή και οι παλιοί οικισµοί της. Οι κάτοικοι, η ζωή τους διαχρονικά κοντά στο Κέδρος. Το µετόχι Κουρµπάδος» 12.00 - 12.30Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές ΤΡΙΤΗ 21 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο:Μαρία Αρακαδάκη, Ασπασία Παπαδάκη 12.30 - 12.45 Νικόλαος Ξεξάκης «Θεολογική προσέγγιση του περιβάλλοντος» 12.45 - 13.00 Αλεξάνδρα Ζερβού «Αρχαίοι αντίλαλοι και οικουµενικά µοτίβα σε τοπικά παραµύθια»
54
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
13.00 - 13.15Γιάννης Γρυντάκης «Η επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά την επανάσταση του 1889» 13.15 - 13.30Εµµανουήλ Χαλκιαδάκης «Η Μάχη της Κρήτης στο Ρέθυµνο: η συµβολή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου στην ασφαλή αποχώρηση των βρετανικών στρατευµάτων» 13.30 - 14.00Ερωτήσεις - Συζήτηση 14.00 - 17.00Γεύµα - Ανάπαυση
Προεδρείο:Χρύσα ∆αµιανάκη, Zdravka Mihaylova 17.00 - 17.15 Στυλιανός Λαµπάκης «Σταχυολογήµατα για την περιοχή του Αγίου Βασιλείου κατά τον Μεσαίωνα» 17.15 - 17.30 Ροµίνα Τσακίρη «Με αφορµή µια δικογραφία των αρχών του 17ου αι.: εκδηλώσεις απειθαρχίας στο νόµο στην επαρχία Αγίου Βασιλείου» 17.30 - 17.45Αλέξανδρος Στεφανάκης «Ο ρόλος της κτηνοτροφίας στην ισόρροπη ανάπτυξη της περιοχής του Αγίου Βασιλείου» 17.45 - 18.00 π. Γεώργιος Φωτάκης «254 τοπωνύµια του Κέδρους µε φωτογραφική απεικόνιση» 18.00 - 18.15 Γεώργιος Χρηστίδης, Χρυσούλα Ηλιάδου «Η εναλλακτική ανάπτυξη της περιοχής Αγίου Βασιλείου» 18.15 - 18.45Ερωτήσεις - Συζήτηση Μετάβαση στις Καρήνες - ∆είπνο - Αγιοβασιλειώτικη µουσική βραδιά (Συγκρότηµα: Αλέξανδρου Παπαδάκη) 22.30 Επιστροφή στο ξενοδοχείο ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο:Νικόλαος Παπαδογιαννάκης, Γιάννης Γρυντάκης 08.30 - 08.45 Gerard Capdeville «Phoinix in Crete»
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
55
08.45 - 09.00 Ιωάννης Βολανάκης «Ο Ναός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόµου στον Ασώµατο Πρέβελη, της επαρχίας Αγίιου Βασιλείου Ρεθύµνης Κρητης» 09.00 - 09.15 Χαράλαµπος Γάσπαρης «Η τούρµα Κάτω Συβρίτου στα µεσαιωνικά χρόνια (13ος - 14ος αι.) 09.15 - 09.30 Φωτεινή Κουγλέρη «Η Ι.Μ. του Μιχαήλ Αρχαγγέλου στον Φοινικιά» 09.30 - 09.45Μελίτα Εµµανουήλ «Οι τοιχογραφίες του βυζαντινού ναού του Αγίου Γεωργίου στη Μουρνέ» 09.45 - 10.00Μαρία Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου «Παρατηρήσεις στις τοιχογραφίες του ναού του Σωτήρος στα Ακούµια Αγίου Βασιλείου» 10.00 - 10.30Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές Προεδρείο:Σήφης Λεκάκης, Γιάννης Παπιοµύτογλου 10.30 - 10.45 Χρύσα ∆αµιανάκη «Αναγεννησιακές επιδράσεις σε µερικές εικόνες από το βηµόθυρο του πίσω µοναστηριού και του καθολικού της Μονής Πρέβελη» 10.45 - 11.00 Βασίλειος Σιµιτζής «Γιαλιά, πύλη του νότου της Κρήτης. Γεωτοπωνυµικές αναφορές και µυθιστορία» 11.00 - 11.15 Νικόλαος Φασατάκης «Το Ηµιγυµνάσιο Σπηλίου 1920 - 1938» 11.15 - 11.30 Ζαχαρίας Στρατιδάκης «Επισκόπηση της εκπαιδευτικής ιστορίας του Αγίου Βασιλείου. Γέννηση και επέκταση του σχολικού δικτύου κατά την εκατονταετία 1836 - 1940» 11.30 - 11.45 Γεώργιος Τσιγδινός «Ο νεότερος κώδικας της Μονής του Αγίου Πνεύµατος» 11.45 - 12.00 Κωστής Παπαδάκης «Κυριώνυµα τοπωνύµια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (Οικογενειακά ονόµατα, Βαπτιστικά, Ανδρωνυµικά,
56
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
Γυναικεία, Πατρωνυµικά, Παρωνύµια, Εθνικά, Κοινωνικές οµάδες)» 12.00 - 12.30Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές
ΤΕΤΑΡΤΗ 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο: Μ. Κωνσταντουδάκη - Κιτροµηλίδου, Μελίτα Εµµανουήλ 12.30 - 12.45 Χρίστος Μακρής «Το ορεινό οδικό δίκτυο και οι Ερµαϊκές στήλες (Πετραθρώποι) της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Τα σπήλαια, οι ενδοσπήλαιοι και οι βραχοσκεπείς ναοί της» 12.45 - 13.00 Σήφης Λεκάκης «Ένα πλαίσιο για την ανάλυση ζωής και έργου του Θανάση Σκορδαλού» 13.00 - 13.15Ιωάννης Βολανάκης «Κοσµικά κτίρια των χρόνων της Ενετοκρατίας και τη Τουρκοκρατίας στην περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης Κρήτης» 13.15 - 13.30Μανόλης ∆ετοράκης «Τα θεραπευτήρια Ροδάκινου και Σελλίων Αγίου Βασιλείου στην επανάσταση του 1866-69» 13.30 - 14.00Ερωτήσεις - Συζήτηση 14.00 - 17.00Γεύµα - Ανάπαυση
Προεδρείο:Ιακ. Φαρσεδάκης, Ελπινίκη Νικολουδάκη 17.00 - 17.15 Μιχάλης Απανωµεριτάκης «Οι έλεγχοι στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Προτάσεις για την αποτελεσµατικότητα του συστήµατος» 17.15 - 17.30 Σπύρος Σασαρώλης «Η συµβολή του Κ.Υ. Σπηλίου στη διατήρηση και προαγωγή της κοινωνικής συνοχής στον πληθυσµό της π. επαρχίας Αγίου Βασιλείου» 17.30 - 17.45Αθανάσιος Απανωµεριτάκης «Το ολοκαύτωµα της Λαµπηνής, 20 Ιανουαρίου 1829» 17.45 - 18.00Ζαχαρίας Στρατιδάκης, Κωνσταντίνα Αρετάκη, Βασίλειος Σιµιτζής Τα σπήλαια του Αγίου Βασιλείου»
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕ∆ΡΙΟΥ
57
18.00 - 18.15 Κλεόνικος Σταυριδάκης «Η άγρια βρώσιµη χλωρίδα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου» 18.15 - 18.45Ερωτήσεις - Συζήτηση Μετά το δείπνο Κρητική βραδιά αποχαιρετισµού στο αµφιθέατρο του ξενοδοχείου «ΚΑΛΥΨΩ» µε τον Όµιλο Βρακοφόρων Κρήτης
ΠΕΜΠΤΗ 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 Προεδρείο:Ιωάννης Βολανάκης, Ειρήνη Γαβριλάκη 08.30 - 08.45 Angel Martinez «Οι επιγραφές της Σουλίας» 08.45 - 09.00Γιάννης Τζιφόπουλος «Το επιγραφικό σύνταγµα (corpus) της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου του Νοµού Ρεθύµνης» 09.00 - 09.15Αθηνά Φραϊδάκη «Παρουσίαση του τοιχογραφηµένου ναού της Παναγίας (Γενέσιον Θεοτόκου) στον Κισσό Αγίου Βασιλείου» 09.15 - 09.30Πετρούλα Βαρθαλίτου «Ο τοιχογραφικός διάκοσµος του ναού της Παναγίας στη ∆ρύµισκο Αγίου Βασιλείου» 09.30 - 09.45 Νικολέττα Πύρρου «Ο τοιχογραφικός διάκοσµος του Ι.Ν. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου στον Κισσό ∆ήµου Λάµπης» 09.45 - 10.00Βάλια Αγγελάκη «Απεικονίσεις των Κολασµένων σε τοιχογραφηµένους ναούς της επαρχίας Αγίου Βασιλείου» 10.00 - 10.30Ερωτήσεις - Συζήτηση - ∆ιάλειµµα - Καφές Προεδρείο:Αλεξάνδρα Ζερβού, Μιχάλης Τρούλης 10.30 - 10.45 Αιµίλιος Πελεκανάκης «To µοναδικό θολωτό µητάτο του Κέδρους» 10.45 - 11.00 Εµµανουήλ ∆ουλγεράκης «Καλαθοπλεκτική και καλαθοπλέκτες στο Μιξόρρουµα» 11.00 - 11.15 Μανόλης Τζιράκης «Σταµάτης Παπαδάκης (1902 - 1994) Ο Αγιοβασιλειώτης πρωτοχορευτής της Κρήτης»
58
Προεδρεία Conferance Chairs
Κυριακή 19/10/08 Νικόλαος Σταµπολίδης - Αθανασία Κάντα ∆ευτέρα 20/10/08 Α) Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη, Μιχ. Ανδριανάκης Β) Στέργιος Μανουράς, Zlatomira Gerdjikova Γ) Στυλιανός Λαµπάκης, Gerard Capdeville ∆) Χαράλαµπος Γάσπαρης, Elisabeth Mlinar Τρίτη 21/10/08 Α) Νικόλαος Ξεξάκης, ∆ηµήτριος Τζανουδάκης Β) Ιωάννης Τζιφόπουλος, Angel Martinez Γ) Μαρία Αρακαδάκη, Ασπασία Παπαδάκη ∆) Χρύσα ∆αµιανάκη, Zdravka Mihaylova Τετάρτη 22/10/08 Α) Νικόλαος Παπαδογιαννάκης, Γιάννης Γρυντάκης Β) Σήφης Λεκάκης, Γιάννης Παπιοµύτογλου Γ) Μ. Κωνσταντουδάκη-Κιτροµηλίδου, Μελίτα Εµµανουήλ ∆) Ιακ. Φαρσεδάκης, Ελπινίκη Νικολουδάκη - Σουρή Πέµπτη 23/10/08 Α) Ιωάννης Βολανάκης, Ειρήνη Γαβριλάκη Β) Αλεξάνδρα Ζερβού, Μιχάλης Τρούλης
Ψηφίσµατα Resolutions
59
Τα ακόλουθα ψηφίσµατα εξέδωσαν οι Σύνεδροι που συµµετείχαν στο 1ο ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο για την επαρχία Αγίου Βασιλείου, τα οποία εστάλησαν στα αρµόδια Υπουργεία, Υπηρεσίες και φορείς. ΛΙΜΑΝΙ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ∆εν συµφωνούµε µε τη µετατροπή της περιοχής µας, από τόπο ήπιου τουριστικού προορισµού, σε βιοµηχανική ζώνη. Ένας εξειδικευµένος λιµένας εµπορευµατικών µεταφορών (διαµετακοµιστικό λιµάνι) θα επιφέρει σηµαντικές επιπτώσεις στη ζωή, τη δραστηριότητα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής αλλά, κυρίως, στο περιβάλλον. Ένα τέτοιο λιµάνι θα δηµιουργήσει νέα χωροταξικά δεδοµένα, µε προοπτική µη αναστρέψιµη. Ζητάµε τη µαταίωση της δηµιουργίας διαµετακοµιστικού λιµανιού ανατολικά της Αγίας Γαλήνης. ΓΕΝΗ Αποδοκιµάζουµε τις προσπάθειες µετατροπής της Γενής σε χώρο εναπόθεσης και επεξεργασίας των απορριµµάτων της Κρήτης, επειδή τα τεχνικά ποιοτικά χαρακτηριστικά χωροθέτησης καταδεικνύουν τη συγκεκριµένη θέση ως επισφαλή για τους υδροφόρους ορίζοντες, όπως • Κόκκινης Ρίζας – Ποταµών • Ποταµού Πλατανιά • Ποταµού Κουρταλιώτη • Κούµων – ποταµού Πετρέ Επιπροσθέτως, γνωρίζοντας την αντίθετη άποψη του ΟΑ∆ΥΚ, που θεωρεί ακατάλληλη τη συγκεκριµένη θέση, της αρχαιολογικής υπηρεσίας που είναι αρνητική και την παραδοχή του µελετητή χωροθέτησης ότι τα στοιχεία, σχετικά µε τη Γενή, είναι ελλιπή, ΖΗΤΟΥΜΕ ΑΜΕΣΑ την απόσυρση της πρότασης που υποδεικνύει την περιοχή «Γενή» ως υποψήφιου χώρου κατασκευής µονάδας επεξεργασίας απορριµµάτων της Κρήτης.
60
ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ
ΝΟΤΙΟΣ Ο∆ΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Στο πρόσφατα ψηφισθέν Εθνικό Χωροταξικό Σχέδιο, δυστυχώς, ο Νότιος Οδικός Άξονας Κρήτης αφορά µόνο στους νοµούς Λασιθίου και Ηρακλείου, αφού σταµατά στο Τυµπάκι. Ζητούµε να συµπεριληφθεί και ο Νοµός Ρεθύµνου στη χάραξη του ΝΟΑΚ. ΦΡΑΓΜΑ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Η αξιοποίηση και η ορθολογική διαχείριση των νερών του Πλατύ Ποταµού αποτελεί προτεραιότητα για την περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Για την υλοποίηση του έργου «φράγµα του Πλατύ Ποταµού» θεωρούµε ότι θα πρέπει να προχωρήσουν παράλληλα η µελέτη και η κατασκευή του έργου, ως προς το σκέλος των αρδευτικών έργων περιοχών του Νοµού Ρεθύµνου, καθώς και ο αγωγός µεταφοράς του πλεονάζοντος ύδατος προς το φράγµα Φανερωµένης, προς την περιοχή Μεσαράς Νοµού Ηρακλείου.
ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ 2008 Τη φετινή θερινή περίοδο οι νότιες περιοχές της επαρχίας Αγίου Βασιλείου επλήγησαν από τις καταστροφικές φωτιές. Αρχικά η περιοχή Μελάµπων – Αγίας Γαλήνης και µετέπειτα οι περιοχές ∆ρυµίσκου - Κεραµέ παραδόθηκαν στις φλόγες και υπέστησαν ανυπολόγιστες ζηµιές. Ο αγροτοκτηνοτροφικός πληθυσµός των περιοχών αυτών είναι σε απόγνωση. Ζητούµε την κήρυξη των περιοχών της επαρχίας Αγίου Βασιλείου ως πυρόπληκτων, την άµεση οικονοµική στήριξη των πληγέντων και τη χρηµατοδότηση από την πολιτεία τόσο για την αποκατάσταση των καµένων, όσο και για έργα αντιπυρικής προστασίας (δρόµοι αντιπυρικής προστασίας, υδροαρδευτικά έργα, κατασκευή παρατηρητήριων κ.λπ.), προκειµένου να αντιµετωπιστούν ή και να αποτραπούν µελλοντικές πυρκαγιές.
ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ – ΑΣΦΑΛΕΙΑ Οι διαρρήξεις κατοικιών σε πολλά χωριά της Επαρχίας µας τους τελευταίους µήνες είναι φαινόµενο ανησυχητικό και πρωτάκουστο για την ήσυχη κοινωνία κάθε χωριού µας. Ζητούµε από την Αστυνοµία να προλάβουν την παραπέρα εξάπλωση του απαράδεκτου φαινοµένου και τασσόµαστε στο πλευρό τους για συνδροµή στην εξαφάνιση αυτής της προσβολής για τον τόπο µας.
ΨΗΦΙΣΜΑΤΑ
61
ΜΕΤΡΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΦΥΣΙΚΟΥ & ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ Το ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο για το Περιβάλλον, την αρχαιολογία, την ιστορία και την κοινωνία της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου αναγνωρίζει την αναγκαιότητα της προστασίας των αρχαιολογικών χώρων και µνηµείων της φύσης και του πολιτισµού, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την έκταση των ∆ήµων Λάµπης και Φοίνικα. Οι σηµαντικοί αρχαιολογικοί χώροι µε πρώτους τη Μονή του Πρέβελη, τον Πύργο Κεραµέ και το φρούριο Κοξαρές, οι ξακουστές ακρογιαλιές, τα εντυπωσιακά φαράγγια, οι πολυποίκιλοι βραχώδεις σχηµατισµοί, οι ζείδωροι ποταµοί, τα λιγοστά δάση, τα επιβλητικά όρη και η ιδιαίτερη πανίδα και χλωρίδα της επαρχίας συνθέτουν τη µοναδικότητα της φυσιογνωµίας της και την καθιστούν τόπο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Όλοι µας θα καταβάλλουµε κάθε προσπάθεια διατήρησης της κληρονοµιάς των προγόνων µας και µεταβίβασής της ως πολύτιµης παρακαταθήκης στους απογόνους µας. Όλοι µας θα αγωνιστούµε ενάντια στον κίνδυνο της καταστροφής του τοπίου και του αφανισµού της ιστορίας του τόπου από την αλόγιστη οικοδόµηση, την υπερβόσκηση, τον υπερβολικό τουρισµό και τον εύκολο πλουτισµό µε την εκποίηση της πατρώας γης. Ζητάµε από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους φορείς της επαρχίας να λάβουν άµεσα µέτρα προστασίας όλων των παραπάνω, για να προλάβουµε την καταστροφή που διαφαίνεται στο εγγύς µέλλον, όταν τα µέτρα καταστολής θα είναι ανίσχυρα.
ΑΠΟ∆ΟΣΗ ΜΙΑΣ ΕΚ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΙΕΡΩΝ ΚΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΣΤΟΝ Ι. Ν. ΜΕΛΑΜΠΩΝ Θεωρούµε ξεχωριστή τιµή και ευλογία το γεγονός ότι οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες γεννήθηκαν και έζησαν στην επαρχία µας και µάλιστα στην κωµόπολη Μέλαµπες. Στη θρησκευτική συνείδηση των Αγιοβασιλειωτών οι εν λόγω Άγιοι κατέχουν ιδιαίτερη θέση και τιµώνται µε ξεχωριστή ευλάβεια, η κατ’ έτος δε εορτή τους παρέχει την ευκαιρία ξεχωριστής και αθρόας συνάντησης αυτών στη γενέτειρά τους, µε πλούσια πνευµατικά και κοινωνικά οφέλη. Για τους παραπάνω λόγους και δεδοµένου ότι πάντα ο γενέθλιος τόπος Ηρώων και Αγίων δικαιούται ιδιαίτερης και µόνιµης Εθνικής και Εκκλησιαστικής τιµής, εκφράζουµε το δίκαιο και λογικό αίτηµα να αποδοθεί στην Επαρχία µας, για να εναποτεθεί στον Ι. Ν. τους στις Μέλαµπες, µία εκ των Τριών Ιερών Καρών τους, που φυλάσσονται στον οµώνυµο Ι. Ν. τους στο Ρέθυµνο. Είναι καιρός να λήξει η από 40 ετών
62
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
υπάρχουσα εκκρεµότητα. Η απόδοση αυτή θα αποτελεί επιστροφή των Αγίων στον τόπο που γεννήθηκαν, αγάπησαν, και, µαζί µε την πίστη τους στον Χριστό, υπερασπίστηκαν µέχρι θανάτου, κυρίως δε θα είναι ευλογία και πνευµατικό στήριγµα ολόκληρης της Επαρχίας µας και κάθε προσκυνητή της γενέτειράς τους.
Ι∆ΡΥΣΗ ΜΟΥΣΕΙΟΥ Η ίδρυση ενός Μουσείου στην περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, που αποτελεί την προβολή του παρελθόντος στο µέλλον, στηρίζει τις προσπάθειες του Συλλόγου ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑ∆ΟΣΗΣ και ζητεί από τον ∆ήµο Λάµπης, στη δικαιοδοσία του οποίου υπάγεται το Μνηµείο του κτιρίου του σχολείου της Νέας Κρύας Βρύσης, να κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την επισκευή και συντήρησή του, στα πλαίσια του 4ου κοινοτικού πλαισίου στήριξης.
ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ∆ΙΑΣΩΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΝΑΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου διασώζεται ένας µεγάλος αριθµός από τοιχογραφηµένους βυζαντινούς ναούς, που αποτελούν µια σηµαντική ενότητα από πλευράς θρησκευτικής, καλλιτεχνικής και ιστορικής. Πολλοί από τους ναούς αυτούς σώζονται σε ικανοποιητική κατάσταση και εξακολουθούν να χρησιµοποιούνται στη θρησκευτική λατρεία µέχρι σήµερα, συνεχίζοντας τη µακροχρόνια παράδοση για την οποία κατασκευάστηκαν. Πολλοί, ωστόσο, από αυτούς είναι ετοιµόρροποι ή ερειπωµένοι, κυρίως σε αποµακρυσµένες περιοχές. Σε ορισµένους έχουν γίνει και γίνονται προσπάθειες διάσωσης, σε συνεργασία των τοπικών ενοριών και της αρµόδιας 28ης ΕΒΑ. Πολλοί, κυρίως σε κατάσταση ερειπίου, χάνονται και ξεχνιούνται, καθώς η ύπαιθρος ερηµώνεται και οι άνθρωποι απαξιώνουν το παρελθόν τους. Άλλοι καταστρέφονται είτε από άστοχες ανακατασκευές και χάνουν τα στοιχεία της ιστορικής µνήµης που µεταφέρουν, είτε από τη χρήση χωµατουργικών µηχανηµάτων, είτε από ηθεληµένες καταστροφές για τη δηµιουργία «οικοπέδων» στη λογική της στρεβλής ανάπτυξης που ακολουθεί ο τόπος µας. • Το Συνέδριο επισηµαίνει τη σηµασία της οµάδας αυτής των µνηµείων και την αναγκαιότητα καταρχήν εντοπισµού και διάσωσής τους, έστω και σε κατάσταση ερειπίου.
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
63
• Προτρέπουµε τις ενορίες να χρησιµοποιούν τους εν λειτουργία βυζαντινούς ναούς µε τη δέουσα προσοχή και σεβασµό των κανόνων που επιβάλλει η διεθνής πρακτική για τα µνηµεία, σε στενή συνεργασία µε την 28η ΕΒΑ. • Προτρέπουµε τις ενορίες, τους Πολιτιστικούς Συλλόγους, τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης να συνειδητοποιήσουν ακόµη περισσότερο την ευθύνη τους στην προστασία των µνηµείων αυτών και να φροντίσουν για την εξεύρεση πόρων, ώστε οι ερειπωµένοι ναοί να καθαρισθούν (µε τη συνεργασία της 28ης ΕΒΑ), να περισυλλεγούν σπαράγµατα τοιχογραφιών και να προστατευθούν καταρχήν µε ένα απλό στέγαστρο προστασίας των ερειπίων, που δίνει και τη δυνατότητα λειτουργίας στη µνήµη του εορταζόµενου αγίου. • Προτρέπουµε τους φορείς της Επαρχίας να δώσουν µεγαλύτερο βάρος στην εξεύρεση πόρων, είτε από κοινοτικά προγράµµατα, ιδίως σε αυτά που αφορούν στην ανάπτυξη της υπαίθρου, είτε από εθνικούς πόρους. • Παρακαλούµε για την επέµβαση κάθε αρµοδίου, ώστε σε περιπτώσεις όπως ο Άγιος Γεώργιος (Φατρελιανά Κοξαρές) να αφαιρεθούν τα πλέγµατα περίφραξης, που κάνουν αδύνατη την πρόσβαση στο βυζαντινό µνηµείο, τόσο για τέλεση θείας λειτουργίας όσο και για επιστηµονική έρευνα. • Συνιστούµε τη στενότερη συνεργασία της 28ης ΕΒΑ µε τις τοπικές ενορίες και κοινωνίες, επειδή έτσι θα είναι δυνατή η εξεύρεση χορηγιών από ντόπιους κατοίκους. Ο καθαρισµός από θάµνους, η επισκευή – συντήρηση – προστασία των µνηµείων να γίνει µε επίβλεψη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και από εθελοντές των αντίστοιχων Πολιτιστικών Συλλόγων. • Είναι πρωταρχικής σηµασίας η τήρηση προτεραιότητας για Βυζαντινά ή Νεότερα Μνηµεία, ανάλογα µε το βαθµό κινδύνων που διατρέχουν και την αναγκαιότητα επέµβασης για σωτηρία τους, όπως ο Κουλές της Κοξαρές, που για πρώτη φορά αποτυπώθηκε και έγινε αντικείµενο µελέτης στο Συνέδριό µας. Ι∆ΡΥΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΣΤΗΡΙΞΗΣ Κ.Υ. ΣΠΗΛΙΟΥ Το Κέντρο Υγείας Σπηλίου προσφέρει πολλά στους µόνιµους και περιστασιακούς κατοίκους της περιοχής, στην προστασία της υγείας και της ζωής τους. Για τον λόγο αυτόν προτείνουµε την ίδρυση Οµάδας ή Σωµατείου Φίλων του Κ.Υ. Σπηλίου, µε στόχο και επιδίωξη την πολύπλευρη στήριξη του Κέντρου για την προάσπιση της υγείας των κατοίκων της περιοχής. Είναι καιρός να θεωρήσοµε όλοι οι Αγιοβασιλειώτες «δικό µας» το Κ.Υ. Σπηλίου.
64
Καταληκτήριες Οµιλίες Closing Speeches
Του Προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής κ. Θεόδωρου Πελαντάκη Σεβασµιότατε Αρχιεπίσκοπε Κρήτης, κύριε δήµαρχε δήµου Φοίνικα, κύριε δήµαρχε δήµου Λάµπης, κύριοι σύνεδροι, κυρίες και κύριοι. Οι εργασίες του συνεδρίου µας, που, επί πέντε µέρες, έγιναν εδώ στο ξενοδοχείο «ΚΑΛΥΨΩ», δίπλα στους αφρούς και την αλµύρα του Λιβυκού πελάγου, απέδειξαν και έκαµαν ευδιάκριτα και ολοφάνερα πολλά θέµατα, όπως τα εξής: - Η συλλογικότητα, βασικό χαρακτηριστικό της προσπάθειάς µας, έφερε άφθονους τους γλυκείς καρπούς της επιτυχίας - Το ποτάµι ξεκίνησε και δεν γυρίζει πίσω, αφού οι διοργανωτές έχουν αδιάψευστα και χειροπιαστά θετικά αποτελέσµατα - Η στόχευσή µας αποδείχθηκε από το αποτέλεσµα πετυχηµένη. Η βελτίωσή της από τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από τις εργασίες του Συνεδρίου είναι αυτονόητη - Το θετικό αποτέλεσµα είναι το µεγάλο πλεονέκτηµά µας και γίνεται η βάση για περισσότερη διεύρυνση και πιο µεγάλη αποτελεσµατικότητα - Οι λίγες δυνάµεις που κινήθηκαν για να διοργανωθεί και να έλθει σε πέρας το Συνέδριο αποτελούν τη µαγιά, που οφείλει να ζυµώσει τις δυνάµεις που είναι άφθονες τόσο στους επιστήµονες των δύο δήµων (οι οποίοι απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγµατα θα συγκροτήσουν σύντοµα έναν δήµο στην έκταση τής από αιώνων ενιαίας επαρχίας-περιοχής), όσο και στους απόδηµους τόσο της Αττικής όσο και της υπόλοιπης Ελλάδας, αλλά και της διασποράς. Και είναι γνωστό ότι σ’ όλο τον κόσµο υπάρχουν κρητικοί νοσταλγοί. Και είναι πασίγνωστο ότι έχουν θετική διάθεση, αρκεί να βρεθεί η κατάλληλη κινητήρια δύναµη να τους εµπνεύσει και να τους κινήσει. - Στόχοι βραχυπρόθεσµοι: - Γνωστοποίηση στην τοπική κοινωνία και στους αρµόδιους των προτεραιοτήτων που τέθηκαν: ευαισθητοποίηση και συναντίληψη για όσα ζητούµε µε τα ψηφίσµατά µας. Χρειάζεται συγκεκριµένος προγραµµατισµός, χωρίς τον οποίο τίποτε δεν µπορεί να γίνει - Μεσοπρόθεσµα: έκδοση σε τέσσερις τόµους των ανακοινώσεων
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
65
του συνεδρίου, αφού οριστικοποιηθεί το κείµενο από τους Συνέδρους και διάδοσή τους ως χειροπιαστού αποτελέσµατος του συνεδρίου. Απαίτηση, µε στοχευµένες κινήσεις και προσεκτικό σχεδιασµό, για διόρθωση πολλών από τα κακώς έχοντα στην επαρχία µας. Ήδη φάνηκε το πρώτο δείγµα από τα σχετικά ψηφίσµατα που αναγνώστηκαν. - Μακροπρόθεσµα: η επιδίωξη για επιλογή θεµατολογίου που θα αποτελέσει τη βάση για την πραγµατοποίηση άλλου συνεδρίου, αφού αυτό που τώρα κλείνει τις πύλες του δικαιωµατικά καταγράφεται ως το 1ο ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο για την επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα. Του Γραµµατέα της Οργανωτικής Επιτροπής κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη Το πενθήµερο ∆ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο µε θέµα: «Η επαρχία Αγίου Βασιλείου από την αρχαιότητα µέχρι σήµερα», που από κοινού διοργάνωσαν η «Ένωση Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου “Ο Πρέβελης”» και ο «Σύλλογος Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης» (Σ.Ε.∆Η.Λ.), από τις 19 µέχρι τις 23 Οκτωβρίου 2008, περάτωσε επιτυχώς τις εργασίες του µε την παρουσίαση εβδοµήντα πέντε (75) συνολικά επιστηµονικών ανακοινώσεων σχετικών µε τη συγκριµένη επαρχία. Είναι αλήθεια ότι η παρουσία ενός τόσο µεγάλου αριθµού Συνέδρων σ’ ένα περιφερειακό επιστηµονικό συνέδριο αποτέλεσε µια ξεχωριστή έκπληξη για όλους µας. Αυτό, αν µη τι άλλο, φανερώνει ότι η επαρχία Αγίου Βασιλείου, µε το εν πολλοίς «παρθένο» από ερευνητικής άποψης έδαφός της, το χρειαζόταν από καιρό ένα τέτοιο συνέδριο, που, οµολογουµένως, άφησε πλούσια παρακαταθήκη τις έγκυρες και πρωτότυπες ανακοινώσεις πολλών ειδικών επιστηµόνων πάνω σε θέµατα του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, συµβάλλοντας ουσιαστικά στην παιδεία της γνώσης που είναι γενικό αίτηµα της εποχής µας. Είναι, πιστεύω, γενική η διαπίστωση ότι οι εργασίες του Συνεδρίου, όλες αυτές τις ηµέρες, διεξάχθηκαν οµαλά, µε ικανοποιητική προσέλευση και συµµετοχή του κοινού σε όλες τις συνεδρίες, παρά το αποµακρυσµένο της περιοχής, και ότι οι ανακοινώσεις που παρουσιάστηκαν έχουν πολύ σηµαντικό επιστηµονικό ενδιαφέρον. Προκάλεσαν γόνιµες συζητήσεις και προήγαγαν τις γνώσεις µας για την επαρχία Αγίου Βασιλείου σε πάρα
66
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
πολλούς τοµείς. ∆εν είναι σήµερα εδώ η κατάλληλη στιγµή να αναλύσουµε λεπτοµερειακά και να αποτιµήσουµε τις ανακοινώσεις αυτές, επειδή ακριβώς και πολυάριθµες είναι, για να επαρκέσει ο χρόνος, αλλά και εξαιρετικά σηµαντικές, για να υποβληθούν σε σύντοµες διαδικασίες αξιολόγησης. Ελπίζουµε, πάντως, γρήγορα να γίνουν κτήµα της επιστηµονικής κοινότητας και να αξιοποιηθούν κατάλληλα µε τη δηµοσίευση των «Πεπραγµένων» του Συνεδρίου, που δεν θα καθυστερήσει. Πάντως, έστω και µια συντοµότατη αποτίµηση των εργασιών του Συνεδρίου δεν µπορεί πρώτα- πρώτα να µην εκτιµήσει το γεγονός ότι συζητήθηκαν σ’ αυτό, στις πέντε ηµέρες διεξαγωγής του, όλες οι περίοδοι ζωής και δράσης του ανθρώπου της επαρχίας Αγίου Βασιλείου από το τέλος της εποχής του χαλκού [Ακρόπολη στην περιοχή της Ορνές- (Νικ. Σταµπολίδης- Αθαν. Κάντα)] µέχρι και τα µυκηναϊκά και αρχαϊκά χρόνια. Μια περίοδο τής ιστορίας που, γενικά, οι πληροφορίες µας για τη συγκεκριµένη επαρχία κρίνονται πολύ λίγες έως και ανεπαρκείς. Ειδικότερα, για την περίοδο αυτήν, αναπτύχθηκαν και άλλα εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέµατα, όπως οι δυνατότητες επικοινωνίας που προσέφερε το ανάγλυφο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου µεταξύ Κρητικού και Λιβυκού πελάγους και οι οδικές συγκοινωνίες από τη Μεσαρά µέχρι το Μυκηναϊκό Ρέθυµνο, που περνούσαν µέσα από την επαρχία Αγίου Βασιλείου (Ειρ. Γαβριλάκη). Στην ίδια περίοδο, οι οχυρωµατικές εγκαταστάσεις του αρχαίου Κεραµέ και της Κοξαρές (Elis. Μlinar), των αρχαϊκών και ελληνιστικών χρόνων, µας συµπληρώνουν αποτελεσµατικότερα πλέον τις µέχρι σήµερα γνώσεις µας για την περιοχή, ενώ οι ανακάλυψη των πέντε τάφων στην Πιζανή Κεφάλα, στη Μουρνέ (Παν. Καραµαλίκη), και η µελέτη των ευρηµάτων τους προσθέτει νέα, επίσης, στοιχεία γύρω από τη ρωµαϊκή περίοδο, στην ενδοχώρα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Μελετήθηκαν, περαιτέρω, οι περίφηµες επιγραφές τής αρχαίας πόλεως Σουλίας (Ang. Μartinez) και κατατέθηκαν πολύτιµες πληροφορίες για τη θρησκεία της πόλης αυτής, καθώς και της άλλης αρχαίας πόλης, του Φοίνικα (Ger. Capdeville), που συνεχίζει και στις µέρες µας να είναι ευρέως γνωστή µέσω τού οµώνυµου ∆ήµου της επαρχίας µας, που διασώζει το όνοµά της. Αναδείχθηκε πολλαπλώς η αρχαία επισκοπή Λάµπης (Μητροπολίτης Ανδρέας Νανάκης) και προβληµατιστήκαµε σοβαρά γύρω από την ταύτιση των πόλεων Λάππας και Λάµπης (Zlat. Gerdjikova-Zdravka Mihaylova), ένα µεγάλο ζητούµενο της ιστορικής έρευνας στην περιοχή,
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
67
ενώ αναδείχθηκε και ένας µεγάλος αριθµός βυζαντινών ναών (Μιχ. Τρουλλινός, Αναστ. Φιολιτάκη, Κώστας Γιαπιτσόγλου, Φωτ. Κουγλέρη, Μελ. Εµµανουήλ, Μ. Κωνσταντουδάκη- Κιτροµηλίδου, Αθ. Φραϊδάκη, Πετρ. Βαρθαλίτου, Νικ. Πύρρου, Β. Αγγελάκη) από τους άφθονους που, κατεσπαρµένοι ανά την ύπαιθρο χώρα, κατακοσµούν την επαρχία µας, τα κοσµικά κτίρια της Ενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας (Ιω. Βολανάκης), τα σπίτια (Μαρ. Αρακαδάκη, Μιχ. ∆εληγιαννάκης) και τα µιτάτα (Αιµ. Πελεκανάκης) αψευδείς όλα µάρτυρες της αδιάλειπτης ανθρώπινης παρουσίας και επωφελούς δράσης στην περιοχή. Καταγράφηκε η καθηµερινή ζωή, όπως και οι δυνατότητες ατοµικής και συλλογικής έκφρασης των χωρικών στο πολιτικό πεδίο (Κώστας Λαµπρινός), οι άνθρωποι και η εγκληµατικότητα, που δεν απέλειπε και από την επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά τα χρόνια του µεσαίωνα και της Ενετοκρατίας (Στυλ. Λαµπάκης, Γιάννης Γρυντάκης, Κώστας Τσικνάκης, Ροµίνα Τσακίρη). Παρουσιάστηκαν, τέλος, τέσσερις τοπωνυµικές µελέτες (Γ. Εκκεκάκης, Μαν. Ανδρουλιδάκης, Κωστής Ηλ. Παπαδάκης, π. Γεώργιος Φωτάκης), αναγόµενες σε όλες σχεδόν τις περιόδους της Ιστορίας, επίσης η γεωλογική εξέλιξη του τόπου (Στ. Μανωλιούδης) και οι γεωτοπωνυµικές αναφορές σ’ αυτόν (Βασ. Σιµιτζής), ο σπηλαιολογικός (Χάρης Στρατιδάκης, Αρετάκη, Σιµιτζής), φυτωνυµικός (Σταυριδάκης, Τζανουδάκης), κτηνοτροφικός (Αλέξ. Στεφανάκης) και λαογραφικός (Αλεξ. Ζερβού, Νικόλ. Παπαδογιαννάκης, Ελπιν. Νικολουδάκη) πλούτος της επαρχίας. Η σκέψη µας στρέφεται σήµερα και στους δύο διαπρεπείς Συνέδρους (Enrico Scafa και Εµµ. ∆ετοράκη), που -στην πολύµηνη διάρκεια των προπαρασκευαστικών εργασιών του συνεδρίου µας και ενώ είχαν, ήδη, αποστείλει τις περιλήψεις των ανακοινώσεών τους µε εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέµατα-, τελικά εµποδίστηκε η συµµετοχή τους σε αυτό «επελθόντος του θανάτου τους». Στη ιερή µνήµη τους ευλαβώς θα καταχωριστούν στα «Πεπραγµένα» του Συνεδρίου οι ανακοινώσεις τους, που έχουν ζητηθεί από τις οικογένειές τους, αν, ασφαλώς, βρίσκονται σε δηµοσιεύσιµο στάδιο. Από τη σύνοψη των παραπάνω στοιχείων διαγράφεται, νοµίζουµε, σαφώς η επιτυχία του Συνεδρίου µας, που οφείλεται, πρωτίστως, στους εκλεκτούς Συνέδρους, Έλληνες και ξένους, που συγκεντρώθηκαν στην εν λόγω επαρχία, για να µας παρουσιάσουν τα πολύτιµα ευρήµατα και πορίσµατα των ερευνών τους, να τα συζητήσουν µε τους οµότεχνούς τους και να ενισχύσουν τους δεσµούς της γνωριµίας και συνεργασίας
68
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
τους µε όσους αγάπησαν τον τόπο µας και τον έθεσαν κάτω από το ευγενικό πεδίο τής επιστηµονικής και ερευνητικής τους προσπάθειας. Για την πολύτιµη αυτή συµβολή τους στην επιτυχία του Συνεδρίου µας τους απευθύνουµε, η Οργανωτική Επιτροπή, ένα µεγάλο και θερµό «ευχαριστώ». Ευχαριστίες οφείλουµε και στους προαναφερθέντες δύο Συλλόγους της επαρχίας µας που µε τόσο ζήλο και προθυµία ανέλαβαν τη διοργάνωσή του, αλλά και σε όλους τους λοιπούς φορείς που το έθεσαν υπό την αιγίδα τους, τους χορηγούς και όλους που µας στήριξαν ηθικά και υλικά στο βαρύ έργο που επωµισθήκαµε. Κύριοι Σύνεδροι, αγαπητοί φίλοι, για άλλη µια φορά σας ευχαριστούµε θερµά και σας ευχόµαστε µε το καλό να επιστρέψετε και πάλι στα σπίτια σας, στην Ελλάδα ή στο Εξωτερικό. Καλό σας ταξίδι! Νάστε καλά! Του Προέδρου της Ένωσης Συλλόγων Επαρχίας Αγίου Βασιλείου κ. Μάρκου Κατσουλάκη Όταν ξεκίνησε αυτή η προσπάθεια πριν από τέσσερα χρόνια για την πραγµατοποίηση αυτού του Συνεδρίου, είχαµε κάποιους ενδοιασµούς, κυρίως σε ότι αφορά στο θέµα της οργάνωσης. Τελικά, ενθουσιαστήκαµε µε αυτήν την ιδέα, δώσαµε την ψυχή µας και σήµερα είµαστε πολύ χαρούµενοι για το αποτέλεσµα. Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσοι εργάστηκαν για να πραγµατοποιηθεί αυτό το Συνέδριο, την Οργανωτική Επιτροπή και ιδιαίτερα τους εισηγητές, Έλληνες και ξένους, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησή µας και προσήλθαν εδώ, στον όµορφο αυτόν τόπο που µας φιλοξενεί, για να µας µεταγγίσουν τα φώτα της πολύχρονης έρευνάς τους για την ιστορία της επαρχίας µας.
ΚΑΤΑΛΗΚΤΗΡΙΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
69
Του Προέδρου του Συλλόγου Επιστηµόνων ∆ήµου Λάµπης κ. Νίκου Καλιτσουνάκη Κυρίες και κύριοι, Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω όλους όσοι συµµετείχαν στο 1ο διεθνές συνέδριο για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου, που πραγµατοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις του ξενοδοχειακού συγκροτήµατος «ΚΑΛΥΨΩ». Στις πέντε ηµέρες που διήρκησε, παρουσιάστηκαν πολλές και ενδιαφέρουσες εργασίες από σηµαντικούς Έλληνες και αλλοδαπούς εισηγητές, οι οποίες µας έκαναν, για µια φορά ακόµα, να αισθανθούµε υπερήφανοι για το πλούσιο πολιτισµικό µας παρελθόν, τα µνηµεία και τις άλλες κληρονοµιές που έχουµε από τους προγόνους µας. Παράλληλα, όµως, µας προβληµάτισαν και για το πώς θα διαχειριστούµε αυτόν τον πλούτο. Το βέβαιο είναι ότι κάναµε ένα µεγάλο βήµα – για την ακρίβεια βάλαµε σταθερά θεµέλια – για να αξιοποιήσουµε το καταγεγραµµένο πλέον ιστορικό υλικό του τόπου µας. Για την εξαγωγή των συµπερασµάτων θα προτιµούσα να µην αναφερθώ σε κάθε µια από τις ανακοινώσεις, απλώς να επισηµάνω ότι τα πορίσµατα των ερευνών που κατατέθηκαν, πυροδότησαν την εξέλιξη του επιστηµονικού διαλόγου για τα ιστορικά και αρχαιολογικά θέµατα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Το Συνέδριό µας, ωστόσο, δεν ήταν µόνο µια επιστηµονική εκδήλωση, είχαµε την ευκαιρία να γνωριστούµε καλύτερα µεταξύ µας και να προβάλουµε την Αγιοβασιλειώτικη φιλοξενία, την αγάπη και τη ζεστασιά των ανθρώπων αλλά και την ευαισθησία τους για τον πολιτισµό. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Οργανωτική Επιτροπή, καθώς και όσους φορείς, φυσικά πρόσωπα, συλλόγους και επιχειρήσεις συνέδραµαν, στηρίζοντας, ενισχύοντας και διευκολύνοντας αυτήν την προσπάθεια, γιατί χωρίς την πολύτιµη βοήθειά τους και την γενναιόδωρη συµβολή τους, ίσως δεν θα είχαµε καταφέρει να υλοποιήσουµε µε τέτοια επιτυχία αυτό το συνέδριο.
70
Aνακοινώσεις Συνέδρων
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Η γεωλογική εξέλιξη της Κρήτης και της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου
Εισαγωγή Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), στα κλασικά χρόνια, δίδασκε ότι «καθώς ο χρόνος δε σταµατάει ποτέ και το Σύµπαν µένει αιώνιο, οι κόσµοι γεννιούνται και πεθαίνουν, η θάλασσα προχωρεί ή υποχωρεί, αυτό που ήταν θάλασσα µπορεί να γίνει στεριά. Τα πάντα αλλάζουν µε το χρόνο» και ο Ηράκλειτος συµπύκνωνε πρώτος αυτήν την αλήθεια στο «πάντα ρε », δηλαδή τα πάντα αλλάζουν. Από τον 5ο αιώνα π. Χ. ο Ηρόδοτος (484-425 π. Χ.) αναγράφει πως είχαν παρατηρηθεί µεγάλες µορφές «νουµµουλιτών». Τα απολιθώµατα αυτά αναφέρονται και από το Στράβωνα (63 π. Χ. -19 µ.Χ.) αλλά και τον Πλίνιο (23-79 µ. Χ.), οι οποίοι νόµισαν πως ήταν απολιθωµένες φακές, αφού βρέθηκαν σε αφθονία στην περιοχή των πυραµίδων της Αιγύπτου και υπέθεσαν πως ήταν υπολείµµατα της τροφής των δούλων που τις έχτιζαν. Ο Στράβωνας διατύπωσε ακόµα την άποψη πως για να κατανοήσουµε τη γεωλογική εξέλιξη, πρέπει να στηριχθούµε «στα φαινόµενα που εξελίσσονται µπροστά στα µάτια µας».
Νουµµουλίτες από τα πετρώµατα Τριπόλεως (Στ. Μανωλιούδης)
72
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Νουµµουλίτες συνάντησα σήµερα το πρωί στα πετρώµατα του ξενοδοχείου που µένουµε («ΚΑΛΥΨΩ»), κάτω από την αίθουσα που γίνεται το συνέδριο. Χιλιάδες χρόνια µετά, το 1785, ο James Hutton παρουσίασε «τη θεωρία Νουµµουλίτες από τα πετρώµατα του ξενοδοχείου της γης» µε την οποία ¨ΚΑΛΥΨΩ¨ (Στ. Μανωλιούδης) τέθηκαν τα θεµέλια της σύγχρονης Γεωλογίας. Σύµφωνα µε την άποψη (αρχή του «οµοιοµορφισµού» η «ακτουαλισµού») που διατύπωσε, όλα τα φαινόµενα υπακούουν σε φυσικούς Νόµους και το παρόν αποτελεί το κλειδί, για να καταλάβουµε το παρελθόν. Πάνω σε αυτή τη θεωρία ο Darwin θεµελίωσε τη θεωρία της «καταγωγής των ειδών». Η επιστήµη της Γεωλογίας είναι σχετικά καινούρια, 200 χρόνων περίπου. Η ραγδαία εξέλιξή της, ιδιαίτερα µετά τη δεκαετία του 1960, οφείλεται στη συνδροµή πολλών επιστηµών και στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Η ανακύκλωση της ύλης διαρκεί δεκάδες και εκατοντάδες εκατοµµύρια χρόνια και πραγµατοποιείται στις γεωτεκτονικά ενεργές περιοχές της Γης και µάλιστα στις ορογενετικές ζώνες, στις ζώνες σύγκλισης και σύγκρουσης των λιθοσφαιρικών πλακών.
Ασυµφωνία σε νεογενή στρώµατα (Στ. Μανωλιούδης)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΑΙΩΝΕΣ
ΤΕΤΑΡΤΟΓΕΝΗΣ NEOΓΕΝΗΣ ΠΑΛΑΙΟΓΕΝΗΣ ΚΡΗΤΗΛΙΚΗ
ΙΟΥΡΑΣΙΚΗ
ΤΡΙΑ∆ΙΚΗ ΠΕΡΜΙΟΣ ΛΙΘΑΝΘΡΑΚΟΦΟΡΟΣ
73
74
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Γεωλογική δοµή και εξέλιξη της Κρήτης. Όπως αναφέρθηκε, το «παρόν αποτελεί το κλειδί για να καταλάβουµε το παρελθόν». Εποµένως, η µελέτη των σηµερινών γεωτεκτονικών δεδοµένων του νησιού θα µας βοηθήσει να κατανοήσουµε τη γεωλογική Ιστορία της Κρήτης. Η Κρήτη χαρακτηρίζεται από πολύπλοκη γεωλογική δοµή, η οποία είναι αποτέλεσµα της γεωτεκτονικής θέσης που κατέχει και αποτελεί µια από τις πιο σηµαντικές γεωλογικά περιοχές του κόσµου, γιατί: -χαρακτηριστικό γνώρισµα της δοµής της είναι η λεπιοειδής διάταξη διαδοχικών τεκτονικών καλυµµάτων, τα οποία συνωθούνται σε µικρό σχετικά χώρο του νησιού, µε γενική κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Τα πετρώµατα αυτά σχηµατίσθηκαν σε διαφορετικούς παλαιογεωγραφικούς χώρους. -βρίσκεται γεωγραφικά πάνω από τη ζώνη υποβύθισης της Αφρικάνικης πλάκας κάτω από την Ευρωπαϊκή. Στο τέλος του Παλαιοζωικού (230 εκ. χρόνια πριν) και στην αρχή του Μεσοζωικού υπήρχε η Παγγαία, µία δηλαδή ήπειρος µε την Πανθάλασσα γύρω της. Αργότερα άρχισε η ήπειρος αυτή να ανοίγει και να δηµιουργεί δύο τµήµατα – ηπείρους. Ένας µεγάλος κόλπος - ωκεανός, η Τηθύς, δηµι-
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
75
ουργήθηκε ανάµεσα στη Λαυρασία και την Γκοντβάνα. Ο χώρος της σηµερινής Ελλάδας και της Κρήτης τοποθετείται στον κόλπο – ωκεανό αυτό. Στο βυθό αυτού του κόλπου – ωκεανού άρχισαν να αποτίθενται τα Αλπικά ιζήµατα.
Ο ωκεανός αυτός είχε λεκάνες και οροσειρές, στις οποίες γινόταν απόθεση των υλικών της αποσάθρωσης των πετρωµάτων της γύρω χέρσου. Στο τέλος του Ιουρασικού (150 εκ. χρόνια) άρχισε να κλείνει η Τηθύς θάλασσα στο χώρο της κεντρικής Ευρώπης. Η πτύχωση που ακολούθησε, έδωσε τα ορεινά συγκροτήµατα των Άλπεων και των Καρπαθίων.
76
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Στο τέλος του Κρητιδικού (65 εκ. χρόνια) άρχισε να κλείνει η Τηθύς θάλασσα, στον χώρο των Βαλκανίων, µε αποτέλεσµα το σταδιακό κλείσιµο των λεκανών που υπήρχαν στον Ελλαδικό χώρο και τη συµπίεση των πετρωµάτων που υπήρχαν στον ενδιάµεσο χώρο. Οι γεωτεκτονικές ζώνες πτυχώθηκαν και τοποθετήθηκαν η µία πάνω στην άλλη σαν λέπια και δηµιουργήθηκαν οι Ελληνίδες οροσειρές (Πίνδος κλπ). Στην Κρήτη η λεπιοειδής αυτή τεκτονική (nappe tectonic) τοποθέτησε µε κατεύθυνση από βορρά προς νότο πάνω στους πλακώδεις ασβεστόλιθους (plattenkalk) τις ζώνες πετρωµάτων που καλύπτουν όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Ας δούµε τα στάδια που έδωσαν τη σηµερινή δοµή της Κρήτης. Στο Ηώκαινο, 45 εκ. χρόνια πριν, βόρεια του σηµερινού χώρου της Κρήτης, υπήρχε η µάζα των Κυκλάδων και η Κιµµερική ήπειρος ένα τέµαχος µεγάλο που είχε λεπτυνθεί από το Αν. Κρητιδικό.
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
77
Η ορογενετική διαδικασία στο Ολιγόκαινο-Μειόκαινο (30-23 εκ. χρόνια) δηµιούργησε τις οροσειρές της Κρήτης, που βγήκαν από τη θάλασσα και σχηµάτισαν την πρώτη ξηρά, η οποία ενώθηκε µε την ξηρά, που είχε σχηµατισθεί στον Ελλαδικό χώρο, την Αιγηίδα. Παράλληλα τα πετρώµατα που βρέθηκαν βαθιά (στα 15- 20 χιλιόµετρα βάθος), κοντά στο όριο σύγκλισης, µεταµορφώνονται σε συνθήκες υψηλής πίεσης - χαµηλής θερµοκρασίας.
Τα µεταµορφωµένα αυτά πετρώµατα της Κρήτης, που βυθίσθηκαν από το Μειόκαινο (23 εκ. χρόνια) και µετά, άρχισαν να ανυψώνονται και, καθώς το συγκρότηµα αυτό σηκωνόταν, τα στρώµατα άρχισαν να αποµακρύνονται βόρεια και νότια των ορεινών όγκωννησιών και να λεπταίνουν. Στα 13 εκατοµµύρια χρόνια πριν από σήµερα αρχίζει η σύγκρουση της Αραβικής πλάκας µε την Ευρασία.
Από τα τέλη του Μειόκαινου (11 εκ. χρόνια) και µετά, κανονικά ρήγµατα διαµόρφωσαν την Κρήτη. Οι ορεινοί όγκοι- νησιά, που βγήκαν από τη θάλασσα την εποχή αυτή (Τορτόνιο- Ελβέτιο), διαβρώνονταν και τροφοδότησαν τις λεκάνες (θαλάσσιες και λιµναίες), που δηµιουργήθηκαν, τις οποίες συναντούµε στα βόρεια του νησιού στη δυτική Κρήτη σε µεγάλο µέρος του νοµού Ηρακλείου, στο στενό Παχιάς Άµµου Ιεράπετρας και στα νότια της Σητείας, στον Πλακιά και τη ρηξιγενή ζώνη Σπήλι-Κρύα Βρύση.
78
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Υπήρχε παροδική επικοινωνία µε τη Μικρά Ασία και αυτό έδωσε τη δυνατότητα στα πρώτα ιππάρια και µεγάλα θηλαστικά να µεταναστεύσουν στο νησί. Επειδή υπήρχαν µικρά νησιά και δεν υπήρχε πολλή τροφή για τα ζώα, δεν αναπτύχθηκαν σηµαντικά. Αποτέλεσµα: τα απολιθωµένα οστά τους που βρίσκουµε να είναι µικρόσωµα ή νανώδεις µορφές (ιππάρια, νάνοι ελέφαντες, ελάφια και ιπποπόταµοι). Στο Μεσήνιο (6,5 εκατοµµύρια χρόνια πριν) η Μεσόγειος σχεδόν στέρεψε. Τότε αποτέθηκαν τα σηµαντικά κοιτάσµατα γύψου που συνανΝάνος Ελέφαντας από το οροπέδιο του Καθαρού τούµε στη Μεσαρά, Πανασσό, Λασιθίου (Παν/µιο Αθηνών) Αγία Βαρβάρα, Σητεία κ.α. Στο τέλος του Πλειόκαινου (3,5 εκ. χρόνια πριν) συνέβησαν οι µεγαλύτερες ανυψώσεις της τάξης των 1.000 και πλέον µέτρων. Για το λόγο αυτό συναντούµε θαλάσσια ιζήµατα του Μειόκαινου και του Πλειόκαινου στην περιοχή Πρινιά – Ασιτών, Αγίας Βαρβάρας, ορεινού Μυλοποτάµου κ.α. Την εποχή αυτή σχηµατίσθηκαν και τα πετρώµατα της ρηξιγενούς ζώνης Σπηλίου-Κρύας Βρύσης.
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
79
Η Κρήτη πήρε τη σχεδόν σηµερινή της µορφή στα τέλη του Πλειόκαινου (2 εκ. χρόνια πριν). Συµπερασµατικά, σήµερα η Κρήτη αποτελείται από αλλεπάλληλα τεκτονικά καλύµµατα, όπως φαίνονται παρακάτω.
Γεωλογική δοµή της Κρήτης (∆ηµ. Μουντράκης)
Σήµερα το Κρητικό πέλαγος έχει ένα πολύ λεπτό φλοιό πάχους 1618 Κm, που, λόγω εφελκυσµού από την αποµάκρυνση της Κρήτης από τον χώρο των Κυκλάδων, έχει απολεπτυνθεί τελείως, ενώ κανονικά ο φλοιός θα έπρεπε να έχει πάχος 30 Κm. Μπορούµε λοιπόν να µιλάµε για Κρήτη τα τελευταία 13 εκ. χρόνια. Χωρίζεται σε νησίδες µε τα Αλπικά ρηξιτεµάχη και τις µετααλπικές λεκάνες. Η στάθµη της Θάλασσας αλλάζει όχι µόνο στην Κρήτη αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Η ύπαρξη γύψων στο Τορτόνιο-Μεσσήνιο οφείλεται στην αποξήρανση της Μεσογείου. Υπάρχουν ασυµφωνίες (ανυψώσεις) στα ιζήµατα Άνω Μειόκαινου –Πλειόκαινου και µεταξύ Πλειόκαινου και Τεταρτογενούς. Ακόµα, τα τελευταία 2.000 -3.000 χρόνια στη ∆υτική Κρήτη 5-10 σεισµοί προκάλεσαν ανύψωση της περιοχής κατά 8-10 µέτρα.
80
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Παλιά στάθµη θάλασσας στη Φαλάσαρνα (φωτ. Στ. Μανωλιούδης)
Τέλος, πριν από 14.000 χρόνια (τελευταία παγετώδης περίοδος) η στάθµη της θάλασσας ήταν στο -110 και ακολούθησε επίκλυση από το λιώσιµο των πάγων. Γεωλογική εξέλιξη της επαρχίας Αγίου Βασιλείου
Η επαρχία όπως φαίνεται από την κορυφή του Ψηλορείτη (φώτο: Στ. Μανωλιούδης)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
81
Η επαρχία Αγίου Βασιλείου αποτελεί τµήµα βέβαια της Κρήτης και ασφαλώς ακολουθεί τη γεωλογική εξέλιξή της. Σύµφωνα µε τη σχηµατική στρωµατογραφική στήλη, στην επαρχία Αγίου Βασιλείου συναντούµε από κάτω προς τα πάνω: Ένα αυτόχθονο (ή σχετικά αυτόχθονο) σύστηµα, που είναι η ενότητα των πλακωδών ασβεστόλιθων (Plattenkalk ζώνη Ταλαίων ορέων ή ζώνη Ίδης ή Ιόνιος (∆ρ. Μ. Bonneau του Πανεπιστηµίου του ζώνη). Η ενότητα αυτή περιλαµΠαρισιού, ΙΓΜΕ χάρτης 1:50.000 φύλλο ΜΕΛΑΜΠΕΣ) βάνει κυρίως πλακώδεις ασβεστόλιθους έως µάρµαρα µε πυριτικές στρώσεις ή κερατολιθικούς κονδύλους (τα γνωστά στους ντόπιους ακόνια), αλλά επίσης και µαζώδεις ασβεστόλιθους, δολοµίτες, ασβεστολιθικά κροκαλοπαγή, και φυλλίτες, χαλαζίτες και ίσως µεταφλύσχη. Εµφανίζεται µε τη µορφή τεκτονικού παραθύρου στα ψηλότερα κυρίως σηµεία του νησιού, στους ορεινούς όγκους των Λευκών ορέων, στον Ψηλορείτη αλλά και στην περιοχή της Ελούντας Λασιθίου κ.α. Η ενότητα αυτή έχει ηλικία από το Πέρµιο (250 εκ.) έως το Ηώκαινο (45 εκ.). Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου δεν εµφανίζεται στην επιφάνεια.
Πάνω από την ενότητα των πλακωδών ασβεστόλιθων βρίσκεται η φυλλιτική χαλαζιτική σειρά, που αποτελείται από φυλλίτες χαλαζίτες, µετα- κροκαλοπαγή, µετα-λατυποπαγή αλλά και φακούς (σχηµατισµούς) µε µάρµαρα και µεταβασίτες. Είναι τα πιο παλιά πετρώµατα, που έχουν χρονολογηθεί στην Κρήτη, µε ηλικία πάνω από 300 εκατοµµύρια χρόνια. Τα µεταµορφωµένα πετρώµατα της Σητείας έχουν υποστεί µιαν πρώτη µεταµόρφωση στα 300 εκατοµµύρια χρόνια και µια δεύτερη (σε συνθήκες υψηλής πίεσης) στα 30 εκατοµµύρια χρόνια. Στην επαρχία Αγίου Βασιλείου καλύπτει σηµαντικό τµήµα στην περιοχή των χωριών Κεραµέ και ∆ρύµισκου, στη Μονή Πρέβελη και δυτικότερα, δυτικά από τα Σελλιά και τα Αγκουσελιανά κ.α.
82
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Απόσπασµα γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ 1:50.000 φύλλο ΣΕΛΛΙΑ ( Β. ΚΑΡΑΚΙΤΣΙΟΥ)
Φυλλίτες βόρεια του Αγίου Ιωάννη Αγίου Βασιλείου (Στ. Μανωλιούδης)
Ακολουθεί επωθηµένη στα προηγούµενα η ζώνη Γαβρόβου - Τριπόλεως. Αποτελείται από τρεις στρωµατογραφικές ενότητες, οι οποίες από κάτω προς τα πάνω είναι: 1. H αργιλοσχιστολιθική-ανθρακική σειρά «Ραβδούχα», που περιλαµβάνει από κάτω προς τα πάνω ιλυόλιθους, αργιλικούς σχιστόλιθους, λεπτοστρωµατώδεις δολοµίτες και ανακρυσταλλωµένους ασβεστόλιθους µε απολιθώµατα αµµωνιτών.
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
83
Αµµωνίτες που βρέθηκαν βόρεια της Μύρθιου, Kuss et al (1978)
Εµφανίζονται νοτιοδυτικά του Κουρταλιώτη και βόρεια της Μύρθιου (µέσα στα οποία βρέθηκαν αµµωνίτες από τον Kuss) και βορειοανατολικά των Σελλιών. Ηλικία Ανώτερο Τριαδικό (230-208 εκ.)
Πτυχωµένα στρώµατα «Ραβδούχων» ανατολικά των Σελλιών (Στ. Μανωλιούδης)
2. Η ανθρακική σειρά Τρίπολης µε µεγάλο πάχος που περιλαµβάνει µαύρους και γκρίζους ασβεστόλιθους και δολοµίτες µε απολιθώµατα (ρουδιστές, νουµµουλίτες κ.α.) ηλικία Τριαδικό –Κρητιδικό (245- 65 εκ.) Καλύπτει σηµαντικό τµήµα του νησιού στην κεντρική αλλά και στην ανατολική Κρήτη. Καλύπτει µεγάλο µέρος της Επαρχίας από το
84
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Aσβεστόλιθοι Τρίπολης µε απολιθώµατα (Ρουδιστές), (Στ. Μανωλιούδης)
«Μαύρο Μουρί», βόρεια, ανατολικά και δυτικά από το Σπήλι (οι πηγές του οφείλονται στη µεγάλη υδροπερατότητα του σχηµατισµού αυτού). Τη ζώνη αυτή συναντούµε δυτικά από τη ∆ρύµισκο. Το φαράγγι του Κουρταλιώτη κόβει πετρώµατα της ζώνης Τριπόλεως, τα οποία συνεχίζουν έως τον Κρυονερίτη προς τα δυτικά. Εµφανίζεται ακόµα στο ακρωτήρι Κακό Μουρί, νότια του Πλακιά. Ένα σηµαντικό καθρέφτη του ρήγµατος βλέπουµε νοτιοανατολικά του Πλακιά.
Εντυπωσιακός καθρέπτης ρήγµατος στον Πλακιά (φώτο Στ. Μανωλιούδης)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
3. Ο φλύσχης µε ηλικία Ολιγοκαίνου (23-35 εκ.). Η ζώνη Πίνδου (Εθιάς) ακολουθεί µε πελαγικά ιζήµατα πλακωδών ασβεστολίθων, κερατολίθων, ηφαιστειοϊζηµατογενή πετρώµατα και φλύσχη. Εµφανίζεται στον Άγιο Παύλο Σακτουρίων, από όπου και η εντυπωσιακή φωτογραφία.
85
Φώτο Απ. Τριχά (Χαρ. Φασουλά: «Οδηγός υπαίθρου για τη γεωλογία της Κρήτης»)
Νότια των Ακουµίων (Ασιδέρωτας) και βόρεια της Κρύας Βρύσης (όρος Κέδρος) εκτεταµένες περιοχές καλύπτονται από πλακώδεις ασβεστόλιθους της ζώνης Πίνδου. Επίσης, εκτεταµένες περιοχές γύρω Ζώνη Πίνδου (Κέδρος), Στ Μανωλιούδης από τις Μέλαµπες έως την Αγία Γαλήνη καλύπτονται από το φλύσχη της ζώνης αυτής. Ηλικία Κάρνιο - Ηώκαινο (230-35 εκ). Εκτός από τα τεκτονικά καλύµµατα των εξωτερικών ζωνών που αναφέρθηκαν, σε ανώτερη ακόµα θέση βρίσκονται και αλλόχθονα τεκτονικά λέπια των εσωτερικών ζωνών: Το κάλυµµα των Αστερουσίων µε γνεύσιους, αµφιφολίτες, χαλαζίτες, λευκά µάρµαρα και γρανίτες συναντούµε βόρεια των Μελάµπων ηλικίας 66-70 εκ. χρόνων (ηλικία ραδιοµετρική). Στη Μουρνέ και τον Άρδακτο εµφανίζονται οφιολιθικά πετρώµατα (pillow lavas).
86
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Απόσπασµα γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ 1:50.000 φύλλο ΜΕΛΑΜΠΕΣ ( ∆ρ. M. BONNEAU)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
87
Μάρµαρο Μελάµπων (Στ. Μανωλιούδης)
Υπάρχουν ακόµα οφιόλιθοι (περιδοτίτες, γάββροι, δολερίτες), οι οποίοι αποτελούν απόδειξη ότι η περιοχή ήταν κάποτε βυθός ωκεανού πριν από 150- 65 εκ. χρόνια. Κοντά στα χωριά Άρδακτος και Μουρνέ στα πετρώµατα αυτά εµφανίζονται µεταλλεύµατα αµιάντου. Ηλικία 7066 εκ. (ραδιοµετρική).
Οφιόλιθοι (Ακτούντα – Άρδακτος) Στ. Μανωλιούδης
88
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Η ζώνη Βάτου εµφανίζεται ανατολικά από τις Καρήνες µε σχιστόλιθους που αποτελούνται από εναλλαγές µαργών και ψαµµιτικών ασβεστολίθων µε απολιθώµατα κρινοειδών, κοραλλίων κ.λπ. Ανώτερο Ιουρασικό-Κατώτερο Κρητιδικό (163- 97 εκ.). Πάνω από τους αλπικούς σχηµατισµούς που αναφέρθηκαν κάθονται µε στρωµατογραφική ασυµφωνία ιζήµατα του νεογενούς (Μειόκαινου και Πλειόκαινου) αλλά και τεταρτογενή.
Απολίθωµα Μειόκαινου –Τορτόνιο (φώτο Στ. Μανωλιούδης)
Τα ιζήµατα του Μειόκαινου καλύπτουν τη λεκάνη Σπήλι – Κρύα Βρύση, ανατολικά της Αγίας Γαλήνης και βόρεια του Αγίου Παύλου µε κροκαλοπαγή, ψαµµίτες, άµµους, αργίλους, λιγνίτες και ασβεστόλιθους µε µαλάκια γλυκού νερού.
Στρώµατα Μειοκαίνου Λεκάνη Σπήλι-Κρύα Βρύση (φώτο Στ. Μανωλιούδης)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
89
Επίσης η λεκάνη Σελλιά – Πλακιάς – Λευκόγεια έως τη νότια έξοδο του φαραγγιού Κουρταλιώτης και η λεκάνη Άγιος Ιωάννης-ΚοξαρέΛαµπηνή καλύπτονται από πετρώµατα µειόκαινου (12 - 6 εκ).
Απεικόνιση του Pliohyrax από τις Μέλαµπες Kuss et al (1978)
Στη λεκάνη Σπήλι – Κρύα Βρύση εµφανίζεται χερσαία αναβαθµίδα Πλειόκαινου (3,5 – 1 εκ. χρόνια πριν) µε υλικά αποστρογγυλωµένα, συγκολληµένα µε ασβεστοψαµµιτικό συνδετικό υλικό. Τέλος, κορήµατα, αποθέσεις κλιτύων αλλά και παράκτιες αποθέσεις, εµφανίζονται στην επαρχία Αγίου Βασιλείου.
Τεταρτογενείς αποθέσεις στην επαρχία Αγίου Βασιλείου (φώτο Στ. Μανωλιούδης)
90
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Φαράγγια Τα φαράγγια είναι ενεργές δοµές, νεοτεκτονικές που έχουν προκύψει λόγω ανόδου της περιοχής και κατά βάθος διάβρωσης. Καθώς ανυψώθηκε η περιοχή, το νερό διάβρωσε σε βάθος τα πετρώµατα ακολουθώντας το βασικό επίπεδο (θάλασσα ή λεκάνη). Συνήθως το ρήγµα ανύψωσης «κόβει» κάθετα το φαράγγι.
Φαράγγι Κουρταλιώτη (Στ. Μανωλιούδης)
Φαράγγι Κοτσυφού (Στ. Μανωλιούδης)
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
91
Γεωλογικό µοντέλο εξέλιξης της επαρχίας
Η Αγία Γαλήνη από την κορυφή του Ψηλορείτη (φώτο: Στ. Μανωλιούδης)
Η επαρχία ακολούθησε την Κρήτη στη γεωλογική εξέλιξή της. Έτσι, µεγάλο µέρος της σηµερινής επαρχίας ήταν βυθός του ωκεανού της Τυθήος. Ασφαλώς, τα γεωλογικά γεγονότα που ακολούθησαν δεν µπορεί να τα δει κανείς στατικά, αφού ολόκληρος ο Ελλαδικός χώρος βρισκόταν σε συνεχή διαφοροποίηση. Για εκατοντάδες εκατοµµύρια χρόνια αποτίθεντο στον βυθό πελαγικά ιζήµατα (ζώνη Πίνδου) ή ιζήµατα υβωµάτων (υποθαλάσσιων υψωµάτων - ζώνη Γαβρόβου - Τριπόλεως). Ακόµα, υποθαλάσσιες εκχύσεις στα τµήµα του ωκεανού που άνοιγε, έδιναν τους οφιόλιθους, αφού το µάγµα στην επαφή µε το θαλασσινό νερό δίνει αυτά τα χαρακτηριστικά πετρώµατα. Καθώς άρχιζε να σχηµατίζεται η Κρήτη, στην αρχή του µειόκαινου, τµήµατα του φλοιού έφευγαν προς νοτιοδυτικά.
92
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Τµήµα της περιοχής αναδύθηκε πριν από 20, περίπου, εκατοµµύρια χρόνια και τα ρήγµατα Ανατολής-∆ύσης δηµιούργησαν τη λεκάνη Σελλιά-Πλακιά-Λευκόγεια, στην οποία αποτέθηκαν τα ιζήµατα του µειόκαινου. Η ρηξιγενής αυτή ζώνη δηµιουργήθηκε από τη δράση παράλληλων ρηγµάτων µε κατεύθυνση ανατολή-δύση, τµήµατα των οποίων φαίνονται µε εντυπωσιακούς καθρέπτες νότια του Πλακιά. Σχεδόν ταυτόχρονα, ή λίγο αργότερα, δηµιουργείται η λεκάνη ΣπήλιΚρύα Βρύση, στην οποία αποτίθενται τα υλικά που µεταφέρονται από διάβρωση των γύρω νησιών. Μετά την ανύψωση της περιοχής, άρχισε η κατακόρυφη διάβρωση µε τη δηµιουργία εντυπωσιακών φαραγγιών (Κουρταλιώτη, Φραττί, Κοτσυφού, Κισσού κ.λπ). Στο πλειόκαινο δηµιουργήθηκε η χερσαία αναβαθµίδα Κισσού-Κεντροχωρίου. Η αποσάθρωση και η διάβρωση δηµιούργησε τα κορήµατα (γωνιώδη κοµµάτια) στην Κρύα Βρύση-Ορνέ κλπ.
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
93
ΙΓΜΕ
Υδατικό δυναµικό επαρχίας.
94
BΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Bonneau, M 1972-1974: ΙΓΜΕ Γεωλογικός χάρτης 1:50.000 φύλλο «Μέλαµπες» Υπό ∆ρ. Bonneau, M 1972-1974. Καρακίτσιος 1977-78: ΙΓΜΕ Γεωλογικός χάρτης 1:50.000 φύλλο «Σελλιά», Υπό ∆ρ. Β. Καρακίτσιος 1977-78. Creutzburg κ.α. 1977: ΙΓΜΕ Γεωλογικός χάρτης 1:200.000 Νήσος Κρήτη, Υπό ∆ρ. ν. Creutzburg κ.α. ∆. Παπανικολάου, Χρ. Σιδέρης, 1995: ∆. Παπανικολάου, Χρ. Σιδέρης, «Γεωλογία» Α΄ Λυκείου, ΟΕ∆Β Μαράτος 1972: Γεωργίου Ν. Μαράτου, «Γεωλογία της Ελλάδος», τόµος πρώτος, ΓΕ. ΜΕΛ. ΕΡ., Μουντράκης 1985: ∆ηµοσθένης Μ. Μουντράκης, «ΓΓεωλογία της Ελλάδος» University Studio Press. Φυτρολάκης 1980: Νικολάου Λ. Φυτρολάκη, «Η Γεωλογική δοµή της Κρήτης», ∆ιατριβή επί Υφηγεσία (ΕΜΠ 1979), Χριστοδούλου 1963: Γεωργ. Χριστοδούλου, «Γεωλογικαί και µικροπαλαιοντλογικαί έρευναι επί του νεογενούς της νήσου Κρήτης», ∆ιατριβή επί υφηγεσία. Μανωλιούδης 2005: Σηµειώσεις: Στέλιος Μανωλιούδης , Γεωλογία Ελλάδας Γεωλογική ποικιλότητα Κρήτης. Γυµνάσιο Γέργερης κ.α. 1998: CD-ROM «Σύνδεση ανθρωπογενούς και φυσικού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη». Μανωλιούδης 1998: Παρουσίαση σε σεµινάριο στη Γέργερη µε θέµα «Ίδρυση µουσείου φυσικής Ιστορίας». Πειραµατικό Γυµνάσιο Ηρακλείου 2003-2004: Πειραµατικό Γυµνάσιο Ηρακλείου, Περιβαλλοντική οµάδα, «Ενδηµικά και απειλούµενα είδη της Κρήτης, ∆άσος και Βιοποικιλότητα». Γυµνάσιο Αγίου Μύρωνα 2004-2006: DVD Περιβαλλοντική οµάδα Γυµνασίου Αγίου Μύρωνα: «Περιβάλλον και βιώσιµη ανάπτυξη». Μανωλιούδης 2005: Παρουσίαση στο 1ο Συνέδριο Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, Κόρινθος «Σύνδεση του φυσικού περιβάλλοντος µε τη βιώσιµη ανάπτυξη». Μανωλιούδης 2006: Παρουσίαση στο 2ο Συνέδριο Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, Αθήνα, «Περιβάλλον και βιώσιµη ανάπτυξη».
Η ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
95
Βασίλη Παπαζάχου, Κατερίνας Παπαζάχου 1999: Βασίλη Παπαζάχου, Κατερίνας Παπαζάχου, Οι σεισµοί της Ελλάδας, Εκδόσεις ΖΗΤΗ, Φασουλάς Χ. 1998: Σηµειώσεις, 6-12 Ιούλη 1998 Ανώγεια, «Εµβάθυνση στη σύγχρονη γεωλογική γνώση», Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Πανεπιστηµίου Κρήτης, Φασουλάς 2001: Χαράλαµπος Γ. Φασουλάς, «Οδηγός υπαίθρου για τη γεωλογία της Κρήτης» Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Πανεπιστηµίου Κρήτης, Παυλίδης 2003: Σπύρος Παυλίδης, «Γεωλογία των σεισµών», University Studio Press. Siegfried E. Kuss und Wolfgang Miller: Siegfried E. Kuss und Wolfgang Miller, Freiburg «Obertriadische Mollusken Von Creta / Griechenland und Ihre Bcdeutung Fur Die Stratigraphische Clinderung der Tripolitza - Gruppe» Siegfried E. Kuss: Siegfried E. Kuss, Freiburg «Ein Erster Fund Von Pliohyrax aus dem Valesian Von Creta/Griechenland» Γερολυµάτος, Κοϊνάκης 1991: Ηλίας Γερολυµάτος, Ιωάννης Κοϊνάκης Παρουσίαση σε Επιστηµονική συνεδρία της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας 9-5-1991, Ξάνθη «∆ολοµίτες και µάρµαρα σε µεταµορφικά πεδία». Creutzburg, Παπασταµατίου 1966: Ν. Creutzburg και Ιωάννη Παπασταµατίου, «Νέα συµβολή εις την γεωλογία της νήσου Κρήτης». Krahl et.al. 1988: Jochen Krahl, Dieter Richter, Otto Forster, Heinz Kozur & Robert Hall, «Zur Stellung Der Talea Ori in bau des Kretischen Deckenstapels (Griechenland)» Walcher: URSULA WALCHER «Geologie der Westlichen Talea Ori / Kreta. ∆άβη 1967: Ακαδηµία Αθηνών, Συνεδρία της 1ης Ιουνίου 1967. Ανακοίνωση της Ε. Ν. ∆άβη, «Παρουσία γρανιτικών πετρωµάτων εντός του µεταµορφωµένου συστήµατος της περιοχής των Αστερουσίων ορέων της Νοτίου Κρήτης». Βιδάκη, Πατηνιώτη 1988: Ε. Βιδάκη, Ν. Πατηνιώτη: «τα χρησιµοποιούµενα στην Ελλάδα διακοσµητικά πετρώµατα».
96
ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΝΩΛΙΟΥ∆ΗΣ
Πατηνιώτης 2004: Από τις σηµειώσεις προγράµµατος κατάρτισης, Νίκος Πατηνιώτης, «Η γεωλογική δοµή της Κρήτης και τα κοιτάσµατα των µαρµάρων της». Φωτογραφίες - πηγές αναφέρονται στο κείµενο.
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου κατά την αρχαιότητα
Σε αντίθεση µε τον Μυλοπόταµο, όπου το υψηλό ανάγλυφο του τοπίου προκαλεί εξαρχής το δέος, η επίσης ορεινή περιοχή του Αγίου Βασιλείου, η περιοχή των δήµων Λάµπης και Φοίνικα, δηλαδή όλο το νότιο Ρέθυµνο, αποκαλύπτει απλόχερα τα µοναδικού κάλλους φυσικά τοπία του µόνο σε αυτόν που υποµονετικά την ακουµπά και την περιηγείται. Ένα σχετικά µαλακό ανάγλυφο, κατακαµένο πρόσφατα από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, όπου βραχώδη εξάρµατα ξεπροβάλλουν σκόρπια ανάµεσα σε εδάφη µε αραιή κατά κανόνα βλάστηση (εικ. 1), κρύβει τόπους εκπληκτικούς. Ποταµοί ρέουν σε εντυπωσιακά φαράγγια, µε πρώτα το Κουρταλιώτικο (εικ. 2) και του Κοτσυφού, και οδηγούν σε γιαλιές του Λιβυκού εκθαµβωτικές: Ροδάκινο, Πλακιάς, Πρέβελης, Λίγκρες, Τριόπετρα, Άγιος Παύλος, Άη Γιώργης Φινοκάλης (εικ. 3), που όµως οι ορεινές µάζες του Κρυονερίτη, της Κουρούπας, του Ξηρού Όρους, του Σιδέρωτα ή Ασιδέρωτα, της Βουβάλας και του Κέδρου (του
1. Μπαίνοντας στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου από βορρά.
98
2. Το Κουρταλιώτικο φαράγγι.
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
Κινδρίου όρους του Θεοφράστου) (Spratt 1865, 272) (εικ. 4) ως φύλακες τις αποκρύπτουν και προσπαθούν να τις προστατεύσουν από τους εισβολείς του βορρά. Και στα µεσόγεια, πάλι, οι ποταµοί διαµορφώνουν κοιλάδες κατάφυτες, µε χαρακτηριστικότερη την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου που σε µήκος 20 χλµ. διασχίζει το εσωτερικό της επαρχίας από τα Β∆ προς τα ΝΑ (Spratt 1865, 268). Το ύδωρ το ζείδωρον έρρεε πάντα άφθονο σε αυτόν τον τόπο και νωρίς προσέλκυσε τον πρώτο άνθρωπο (εικ. 5). Αυτή η πρώτη εµφάνιση
3. Ακουµιανή Γιαλιά. Στο βάθος το ακρωτήριο Μέλισσα, δυτικά του όρµου του Αγίου Παύλου Σακτουρίων
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
99
4. Το όρος Κέδρος από τα δυτικά, σε πρώτο πλάνο. Στα ανατολικά καταλήγει στο ύψωµα Κάστελλος (οικισµός-καταφύγιο) πάνω από το χωριό Ορνέ.
5. Η γέφυρα του Μέγα (Κουρταλιώτη) ποταµού στην περιοχή Πρέβελη.
100
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
του ανθρώπου στην Κρήτη µέχρι πρόσφατα τοποθετείτο περίπου στο 7000 π.Χ. στην ανώτερη νεολιθική εποχή. Με το χάραµα του 21ου αιώνα ανευρέσεις και ταυτίσεις πιθανών παλαιολιθικών εργαλείων στο Λουτρό Σφακίων (εικ. 6) από τον ∆ανό Peder Mortensen (ξέστρα, χειροπελέκεις και κοπείς), στη Γαύδο από την Κ. Κόπακα και τον Χρ. Ματζάνα (Ι΄ Κρητολ. Συνέδριο, Χανιά 2006, υπό έκδοση), καθώς 6. Πιθανά παλαιολιθικά εργαλεία και εντελώς πρόσφατων µεσολιθιαπό το Λουτρό Σφακίων. κών ευρηµάτων στις περιοχές του Αγίου Παύλου και του Πρέβελη από τον αµερικανό Tom Strasser, ανεβάζουν την εµφάνιση του ανθρώπου στο νησί πριν το 7.000 π.Χ. Όσα θα παραθέσουµε στη συνέχεια, προκύπτουν από µελέτες και πληροφορίες που, εκτός από τους παλαιότερους περιηγητές, κατέγραψαν στον 20ο αιώνα διάφοροι επιστήµονες που ασχολήθηκαν µε την ιστορία και αρχαιολογία της περιοχής: στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, οµάδες επιφανειακών ερευνών, αρχικά των S. Hood και P. Warren, στη δεκαετία του 1960, και των A. Peatfield, J. Moody και Στ. Μαρκουλάκη, στη δεκαετία του 1990 (Moody-Peatfield-Markoulaki 2000), η οµάδα που έχει συντάξει το σηµαντικό αρχείο για τις αρχαίες
7. Χάρτης της επαρχίας Αγίου Βασιλείου µε σηµειωµένες γνωστές προϊστορικές θέσεις.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
101
8. Κουρούπα όρος. Η κορυφή Κορακιάς Ατσιπάδων διακρίνεται δεξιά σε πρώτο πλάνο.
επιγραφές του νοµού Ρεθύµνης, σε συνεργασία µε την Εφορεία, µε επικεφαλής τον καθηγητή Γ. Τζιφόπουλο αλλά και µεµονωµένους ερευνητές. Ευχαριστώ πολύ τις συναδέλφους της Εφορείας Νότα Καραµαλίκη, Ειρήνη Γαβριλάκη και Εύα Τέγου για την πολύτιµη συνεργασία τους σε αυτό το πόνηµα. Ειδήσεις για τη µεταβατική νεολιθική εποχή (πριν το 3000 π.Χ.) έρχονται από την κορυφή Κορακιάς της Κουρούπας (εικ. 7 και 8), πάνω από το χωριό Ατσιπάδες, και στη θέση όπου το 1989 ανασκάφτηκε µινωικό ιερό κορυφής από τον A.Peatfield (Peatfield 1992 - Morris – Peatfield 1995 - Morris-Batten 2000). Περιορίζονται µόνο σε όστρακα από κύπελλα (εικ. 9), λοπάδες και πρόχους. Το γεγονός αυτό και το ότι τα
9. Κορυφή Κορακιάς Ατσιπάδων. Πήλινο µόνωτο κύπελλο της µεταβατικής νεολιθικής περιόδου.
102
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
µοναδικά δύο ολόκληρα κύπελλα που βρέθηκαν in situ ήταν τοποθετηµένα ανάποδα, προβληµάτισε τους ανασκαφείς για µια πιθανή τελετουργική χρήση του χώρου ήδη από τόσο παλιά. Άλλες θέσεις µε ίχνη κατοίκησης στα χρόνια αυτά προτείνονται από το συνάδελφο Krzysztof Nowicki, εκπληκτικό αναβάτη και ανιχνευτή των κορυφών, σε υψώµατα στην περιοχή των Σελλιών (εικ. 10), Γιαννιού και Κεραµέ (Nowicki 2000, 30, 209). Η εγκατάσταση σε τέτοιες δυσπρόσιτες ορεινές θέσεις στη µεταβατική νεολιθική περίοδο ερµηνεύεται ως φαινόµενο ανασφάλειας σε ταραγµένα χρόνια µετακινήσεων πληθυσµών και άλλων αναστατώσεων, όπως παρατηρείται ευρύτατα και προς το τέλος των µινωικών χρόνων. Ο χαρακτήρας του καταφυγίου, που υποδηλώνει η αγιοβασιλειώτικη γεωµορφολογία µε τις πολλές δυσπρόσιτες πλαγιές, τις υψηλές και οχυρές θέσεις και τα κρυµµένα σηµεία, προσφέρεται σε πρόσφυγες και ανθρώπους που θέλουν να αποφύγουν ληστρικές και πειρατικές επιδροµές ή εχθρικές επιθέσεις. Στα µεταβατικά νεολιθικά αλλά και τα πρωτοµινωικά χρόνια (π. 3000-2100 π.Χ.) ήταν κατοικηµένος και ο Κάστελλος των Σελλιών. Άφθονη κεραµική βρίσκεται διάσπαρτη στην επίπεδη βραχώδη κορυφή
10. Σελλιά. Με τόξο δηλώνεται το ύψωµα Καστρί.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
103
του λόφου. Η ανεύρεση λίθινου εργαλείου (εικ. 11) από τους Hood και Warren και η παρατήρηση πολλών απολεπισµάτων χαλαζία και ίασπι στον ίδιο χώρο ίσως υπονοούν επιτόπια επεξεργασία αυτών των υλικών (Hood-Warren 1966, 185). Στην πρώιµη πρωτοµινωική εποχή ενδείξεις κατοίκησης προσφέρει και η θέση Ελληνικό (εικ. 12-14), που αναγνωρίστηκε από την Ειρ. Γαβριλάκη βόρεια της Αγίας Γαλήνης, κοντά σε πηγές νερού και µε εξαιρετική θέα προς το Λιβυκό πέλαγος για έλεγχο διαβάσεων και κινήσεων. Λίγη πρωτοµινωική κεραµική έχει εν11. Κάστελλος Σελλιών. τοπιστεί και σε διάφορες θέσεις στο Σπήλι Λίθινο εργαλείο της (Κεφάλια), Κοξαρέ, Ατσιπάδες, Φραττί (Κεπρωτοµινωικής περιόδου. φάλα) και Λευκόγεια (Μόδι) (Hood-Warren 1966, 175, 179- Nowicki 2000, 32, 206). Μέχρι σήµερα, κανένα από τα σπήλαια της επαρχίας δεν έχει ερευνηθεί ανασκαφικά. Ο Faure αναφέ-
12. Αγία Γαλήνη. Θέση Ελληνικό (στον Ελλενικό Χάρακα ή στο Χάρακα του Λενικού)
104
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
13-14. Αγία Γαλήνη. Θέση Ελληνικό. Πρωτοµινωική Ι κεραµική.
ρει αρκετά, όπως: Γεροντόσπηλιος και Αχνότρυπα στην Κοξαρέ, Κατσοπρινές και Χοιρόλακκος στο Φραττί, Κλεφτόσπηλιος στον Άρδακτο και Φανταξοσπηλιάρα στον Πλατανέ (Faure 1965, 54 σηµ. 5). Τα µεσοµινωικά χρόνια (π. 2100-1600 π.Χ.) υπήρξαν εποχή ακµής για την Κρήτη. Τότε αναπτύχθηκε πολύ το εµπόριο και η ναυσιπλοΐα και ιδρύθηκαν τα πρώτα ανάκτορα. Η στροφή των οικισµών προς τη θάλασσα είναι φαινόµενο αναµενόµενο. Στη ΝΑ άκρη της επαρχίας, στον παράκτιο Κόρακα του Ροδάκινου (εικ. 15), είναι ορατά τα λείψανα
15. Ροδάκινο. Θέση Κόρακας. ∆ιακρίνονται τοίχοι της µεσοµινωικής Ι περιόδου.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
105
16. Άγιος Μάρκος Σακτουρίων. Υπολείµµατα µεσοµινωικών τοίχων σε πρώτο πλάνο.
ενός εκτεταµένου οικισµού των χρόνων αυτών, που εντοπίστηκε από τη Βάννα Νινιού-Κινδελή. Υπολείµµατα τοίχων από µικρούς λίθους και λάσπη ή από κοµµάτια φυσικού βράχου και όστρακα από πίθους, από διάφορα άλλα αποθηκευτικά αγγεία και τριποδικές χύτρες είναι διάσπαρτα σε µεγάλη έκταση. Παράκτια κατοίκηση υποδηλώνει λίγη κεραµική ανατολικά του Πλακιά, κεραµική από τον Πύργο Κεραµέ, στη θέση του σηµαντικού οικισµού των ιστορικών χρόνων, και κεραµική και υπολείµµατα κτισµάτων στις θέσεις Άγιος Ιωάννης και Άγιος Μάρκος Σακτουρίων, όπου η θάλασσα συνεχώς τα κατατρώγει (εικ. 16-17) (HoodWarren 1966, 172-174). Την ίδια 17. Άγιος Μάρκος Σακτουρίων. Μεσοµινωική κεραµική. εποχή φαίνεται να εγκαταλείπον-
106
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
ται τα µεγάλα υψώµατα για κατοίκηση και να προτιµώνται χαµηλοί λόφοι στις κοιλάδες και πεδιάδες, κάτι που παρατηρείται σε όλα τα χρόνια ακµής του µινωικού πολιτισµού. Η κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου υπήρξε ιδανικός χώρος για εγκατάσταση. Αξιόλογος οικισµός θα µπορούσε να είχε ιδρυθεί στο χαµηλό ύψωµα Κεφάλια στη δυτική άκρη του Σπηλίου (Hood-Warren 1966, 174-175). Η ελάχιστη κεραµική από µεγαλύτερα υψώµατα στο Φραττί και Ατσιπάδες (Nowicki 2000, 201-206) µπορεί απλώς να επιβεβαιώνει σηµεία ελέγχου της εύφορης κοιλάδας. Πολλές όµως είναι οι ενδείξεις κατοίκησης στην περιοχή της Κοξαρές και κυρίως στον χαµηλό λόφο του Κουλέ, που µπορεί να υπήρξε η κύρια θέση της περιοχής (Hood - Warren 1966, 180 - Peatfield - Moody-Markoulaki 2000, 365-366). Έχει άµεση πρόσβαση σε άφθονο νερό, κοντά του είναι πλούσια γη για άροση και βοσκή και ελέγχει όλη την κοιλάδα από τα Αγκουσελιανά µέχρι το Σπήλι. Αυτή φαίνεται να είναι και η θέση που είχε άµεση σχέση µε το ιερό κορυφής στον Κορακιά Ατσιπάδων, που προαναφέραµε και που κατοπτεύει όλη την αγιοβασιλειώτικη γη (εικ. 8 και 18). Η τέλεση λατρείας στα διάφορα ιερά κορυφής, διάσπαρτα σε ψηλά σηµεία σε όλο το νησί, εξαπλώνεται κατά τη µεσοµινωική εποχή και υποδηλώνει έναν ιδιαίτερο τρόπο θρησκευτικού και
18. Κουρούπα όρος. Κορυφή Κορακιάς Ατσιπάδων. Ιερό κορυφής.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
107
κοινωνικοπολιτικού ελέγχου από τα µεγάλα κέντρα στα χρόνια αυτά. Εκτός από τον Κορακιά, ένα δεύτερο ιερό κορυφής για τον Άγιο Βασίλειο τοποθετείται από τον Nowicki στην ψηλή κορυφή στου Βορίζη, πάνω ακριβώς από το Σπήλι (Nowicki 1994, 42-43 2000, 200) και ένα τρίτο από τον Faure στην κορυφή Καραβέλας των Αγκουσελιανών, όπου βρέθηκαν πήλινα ζωόµορφα ειδώλια (Faure 1967, 126-128). Kαι τα τρία ιερά κορυφής ήσαν σε άµεση συνάρτηση µε το µεγάλο ιερό κορυφής στο Βρύσινα. Η ανασκαφή του ιερού στον Κορακιά έφερε στο φως πλήθος αναθηµάτων στα δύο επίπεδα της κορυφής (εικ. 19 και 20): λατρευτικά σκεύη, ζωόµορφα και ανθρωπόµορφα ειδώλια, καθώς και µεµονωµένα µέλη του σώµατος (Peatfield 1992 και 2000). Η εποχή των νέων ανακτόρων (π. 1700-1450 π.Χ.) υπήρξε η περίοδος του απόγειου της µινωικής κυριαρχίας στον αιγαιακό χώρο και της κορύφωσης του µινωικού πολιτισµού σε όλες τις εκφάνσεις του. Η τέχνη της τοιχογραφίας εντυπωσιάζει µε παραδείγµατα που διασώθηκαν αποσπασµατικά µεν στα κρητικά κέντρα, αλλά εξαιρετικά στο Ακρωτήρι
19. Κορακιάς Ατσιπάδων. Ιερό κορυφής. Μεσοµινωικά πήλινα ανθρωπόµορφα ειδώλια.
20. Κορακιάς Ατσιπάδων. Ιερό κορυφής. Μεσοµινωικά πήλινα ζωόµορφα ειδώλια.
108
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
21. Ακρωτήρι Θήρας. ∆υτική οικία. ∆ωµάτιο 5. Τοιχογραφία µε ποτάµιο τοπίο (17ος-16ος αι. π.Χ.).
της Θήρας. Σε ένα από αυτά (εικ. 21), η απεικόνιση ενός ποτάµιου τοπίου µε φοίνικες και παπύρους, ζώα πραγµατικά και φανταστικά να τρέχουν και πουλιά να πετούν, θυµίζει πολύ κρητική τοπιογραφία, όπως τις εκβολές του Μεγάλου ποταµού στον Πρέβελη (Rethemiotakis 2008, 107) µε τους κρητικούς χαµηλούς και πυκνούς φοίνικες (Phoenix theophrasti Greuter), “τον παράδεισο της Κρήτης” κατά τον Spratt (Spratt 1865, 269-270) (εικ. 22). Σε θέση δυτικά των εκβολών του ποταµού, η επιφανειακή έρευνα των Hood και Warren ανίχνευσε κεραµική και ίχνη οικιστικής εγκατάστασης, ακριβώς της νεοανακτορικής εποχής (Hood -Warren 1966, 182). Περιοχή λίαν κατάλληλη για ανάπτυξη σε αυτή τη λαµπρή περίοδο είναι, ασφαλώς, η κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, όπου το 1960 στη θέση Κωστίλη (εικ. 23), στα δυτικά του Μιξορρούµατος, o Στ. Αλεξίου εντόπισε έπαυλη, χαρακτηριστικό αρχιτεκτόνηµα των χρόνων αυτών, κατοικία ενός τοπάρχη (Αλεξίου 1960, 272 Hood-Warren 1966, 175176). Το οικοδόµηµα περιείχε πίθους µε ανάγλυ22. Πρέβελης. Εκβολές του Μεγάλου ποταµού (φωτ. Χρ. Στεφανάκη).
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
109
23. Μιξόρρουµα. Αριστερά, η θέση στον Κωστίλη.
φη σχοινοειδή κόσµηση και το µοναδικό λύχνο µε ψηλό πόδι (0.55µ. ύψος) του Μουσείου Ρεθύµνου (εικ. 24). Είναι κατασκευασµένος από σερπεντίνη, πέτρωµα που αφθονεί στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου και που χρησιµοποιούσαν ευρύτατα οι Μινωίτες για λίθινα σκεύη. Από τη γειτονική Αγία Πελαγία προέρχονται πέντε µικρά πήλινα ειδώλια λατρευτών (Αλεξίου 1960, Hood – Warren 1966, 176). Ενδείξεις κατοίκησης εντοπίζονται και στην εύφορη γη της Κοξαρές, απέναντι από την είσοδο στο φαράγγι του Πρέβελη, στην περιοχή του Μαριού, σε θέση που ελέγχει την κοιλάδα από Πλακιά έως Λευκόγεια, καθώς και στα Σακτούρια (Hood-Warren 1966, 172-173, 177, 180, 182). Στην τελική ανακτορική περίοδο (π. 1450-1200 π.Χ.) τοποθετείται το 24. Μιξόρρουµα. Θέση Κωστίλη. πήλινο είδωλο από τον Άγιο Ιωάννη Νεοανακτορικός λίθινος λύχνος Σακτουρίων (ύψους 0.33 µ.) (εικ. 25) µε ψηλό πόδι.
110
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
25. Άγιος Ιωάννης Σακτουρίων. Πήλινο είδωλο της τελικής ανακτορικής περιόδου. Εικονίζει γυναικεία θεότητα µε υψωµένα χέρια.
που απεικονίζει θεά µε υψωµένα χέρια, αποτελώντας χαρακτηριστικό παράδειγµα του τύπου αυτού (Hood – Warren 1966, 172 Tzedakis 1967 Kanta 1980, 209). Η συγκεκριµένη θέση συνδέεται γεωγραφικά µε το λιµάνι του Κοµµού, ανατολικότερα και το κέντρο της Αγίας Τριάδας, που είχαν ιδιαίτερη ανάπτυξη την εποχή αυτή. Στην κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου ενδείξεις κατοίκησης παρέχουν οι περιοχές των Ατσιπάδων (Ατζέβιτος), της Αγίας Πελαγίας, όπου βρέθηκε ολόκληρος πίθος και τµήµατα άλλων πίθων και αγγείων (Τζεδάκις 1971), της Κοξαρές, των Παλαιόλουτρων και Αγκουσελιανών (Hood-Warren 1966, 177` Επιφανειακή έρευνα Peatfield-Moody-Μαρκουλάκη). Επειδή τα Αγιοβασιλειώτικα υψώµατα είναι πλούσια σε µεταλλοφόρα κοιτάσµατα, όπως χαλκού και σιδήρου και σε πετρώµατα, όπως σερπεντίνη, η ανασκαφική οµάδα του υστεροµινωικού νεκροταφείου και του οικισµού Αρµένων Ρεθύµνης, υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Τζεδάκι, ερευνά την περιοχή
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
111
και έχει εντοπίσει κοίτασµα χαλκού νότια από το Σπήλι, από όπου θα υπήρχε µία πιθανότητα να κατασκευάστηκε το πλήθος των χάλκινων αντικειµένων του νεκροταφείου. Υπολείπονται οι αναλύσεις, για να εξαχθούν σωστά συµπεράσµατα. Στα δύσκολα και περιπετειώδη µετανακτορικά χρόνια που ακολούθησαν την πτώση των µινωικών και µυκηναϊκών ανακτόρων (π. 1200 κ.ε.) προτιµήθηκαν τόποι ορεινοί, οχυροί και δυσπρόσιτοι, που να ελέγχουν περάσµατα και κοιλάδες και, ταυτόχρονα, να έχουν εύκολη πρόσβαση σε πηγές νερού. Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου, ως κατεξοχήν τόπος-καταφύγιο, φαίνεται ότι αγκάλιασε πολύ µετακινούµενο πληθυσµό (Nowicki 1987). Στην ορεινή θέση Φόνισσες της Κουρούπας (εικ. 26) (υψόµ. 450 µ.), κοντά στο χωριό Ατσιπάδες πάλι, ιδρύθηκε σηµαντικό κέντρο που επόπτευε όλη την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου και έλεγχε το δρόµο στα βόρεια προς Ρέθυµνο και στα νότια προς το φαράγγι του Κουρταλιώτη. Πρώτος εντόπισε τη θέση αυτήν ο John Craxton το 1964 (Hood-Warren 1966, 178 - Nowicki 2000, 204-206). Μέρος του νεκροταφείου της ανασκάφτηκε το 1912-13 από τον Ευστ. Πετρουλάκη, στη χαµηλότερη θέση «Πέζουλος» (Πετρουλάκης 1915, Hood-Warren 1966, 178-179, Μαυρι-
26. Κουρούπα όρος. Θέση Φόνισσες, Ατσιπάδων.
112
27. Ατσιπάδες. Θέση Πέζουλος. ΥΜ ΙΙΙΓ πήλινη πυξίδα.
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
28. Ατσιπάδες. Θέση Πέζουλος. ΥΜ ΙΙΙΓ πήλινος ασκός.
γιαννάκη 1975). Χρονολογείται στη µέση και ύστερη ΥΜ ΙΙΙΓ φάση (π. 1150-1100 π.Χ.). Περισυλλέχθηκαν εικοσιένα τεφροδόχα αγγεία, κυρίως αµφορείς και πυξίδες (εικ. 27-28), ορισµένα από τα οποία περιείχαν στο εσωτερικό τους ένα άλλο µικρό αγγείο ως κτέρισµα (αµφορίσκο, ψευδόστοµο αµφορίσκο, πρόχου ή ασκό) ή σπανιότερα ένα χάλκινο κόσµηµα µαζί µε την τέφρα και υπολείµµατα των καµένων οστών του νεκρού. Τα τεφροδόχα αγγεία είχαν τοποθετηθεί σε πυκνή διάταξη στο έδαφος, µε λίθους ολόγυρα και πλάκα στο στόµιο. Το 1991, η ανασκαφή τριών ακόµη τεφροδόχων αγγείων από την οµάδα της επιφανειακής έρευνας του Αγίου Βασιλείου και στη συνέχεια η µελέτη του υλικού από τους A. Αγγελαράκη, A. Κάντα και J. Moody επιβεβαίωσε την καύση νεκρών διαφορετικής ηλικίας (Agelarakis – Kanta – Moody 2001). Το έθιµο της καύσης έφτασε στην Κρήτη από την Ανατολή γύρω στα χρόνια αυτά. Η ύπαρξη οργανωµένου νεκροταφείου στον Πέζουλο ίσως θα µπορούσε να αποδοθεί σε επίδραση από πληθυσµιακές οµάδες που ήρθαν από την Ανατολή κατά την εποχή αυτή των µεγάλων αναταραχών και µεταναστεύσεων στην Α. Μεσόγειο, σε µια περιοχή, όµως, που κατοικείτο συνεχώς κατά τους προηγούµενους αιώνες. Στην ίδια εγκατάσταση φαίνεται ότι ανήκει και ο µικρός θολωτός τάφος στη θέση Καµίνι, όπου θα είχε ταφεί εξέχων νεκρός της κοινότητας. Στο κοντινό Φραττί έχουν πρόσφατα αναγνωριστεί από τον Nowicki δύο οικισµοί-καταφύγια (εικ. 29-30), που δεσπόζουν πάνω από τη µικρή τοπική κοιλάδα και ελέγχουν το πέρασµα του Κουρταλιώτικου φαραγ-
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
113
29. Φραττί. Υψώµατα Κεφάλι και Κεφάλα (K. Nowicki, Defensive Sites in Crete c. 1200800 B.C., Liege 200, εικ. 119).
γιού (Nowicki 2000, 201-204): η Κεφάλα στα βόρεια του χωριού (υψόµ. 587 µ.) και το Κεφάλι στα νότια (υψόµ. 600 µ.). Η κύρια εγκατάσταση φαίνεται ότι απλωνόταν στους δύο επιµέρους λόφους της Κεφάλας και ίσως επιβίωσε έως τα πρώιµα αρχαϊκά χρόνια, ενώ η εγκατάσταση στο Κεφάλι είχε υποστηρικτικό ρόλο ελέγχου και παρατηρητηρίου προς το Κουρταλιώτικο φαράγγι στα βόρεια και το Λιβυκό πέλαγος στα νότια.
114
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
30. Φραττί. Ύψωµα Κεφάλα, από τα νότια.
Θέση-καταφύγιο αναφέρεται και στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη του Καµένου, στη βόρεια είσοδο του φαραγγιού του Κοτσυφού. ∆υτικότερα, στην περιοχή της Μύρθιου, αναπτύχθηκε εκτεταµένη εγκατάσταση στο ύψωµα Κιριµιανού (υψόµ. 800 µ.) (εικ. 31), σε µια αποµονωµένη και οχυρή θέση που κατοπτεύει τόσο το Λιβυκό όσο και την κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου και Μύρθιου-Πλακιά (Nowicki 2000, 206-209). Το χαρακτηριστικό του οικισµού είναι ότι συγκροτήθηκε µόνο τον 12ο αι. π.Χ., εξαιτίας µιας συγκεκριµένης ανάγκης ή απειλής και εγκαταλείφθηκε
31. Μύρθιος, από νοτιοανατολικά. Με βέλος δηλώνεται το ύψωµα Κιριµιανού.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
32. Σπήλι. Στο κέντρο, το ύψωµα Βορίζης.
115
ευθύς ως αυτή εξέλιπε. Στα ανατολικά, σηµαντικός οικισµός ιδρύθηκε στο ύψωµα Βορίζης (εικ. 32), οχυρή θέση σε υψόµ. 550 µ. πάνω από τις πηγές του Σπηλίου, που κατοικήθηκε έως τα γεωµετρικά και πρώιµα αρχαϊκά χρόνια (Nowicki 1994, 42-44` 2000, 200-201). Στη ΝΑ. απόληξη του όρους Κέδρος, στο ύψωµα Κάστελλος (εικ. 4), ιδρύθηκε ο οικισµόςκαταφύγιο της Ορνές, µια οχυρή εγκατάσταση στο πέρασµα από το Αµάρι στον Άγιο Βασίλειο, που θα σας παρουσιάσουν λεπτοµερώς οι συνάδελφοι Α. Κάντα και Ν. Σταµπολίδης (Kanta-Stampolidis 2001). Τυχαίο εύρηµα στο Μουσείο Ρεθύµνου είναι ένας ΥΜ ΙΙΙΓ ψευδόστοµος αµφορίσκος από την περιοχή των Μελάµπων (Kanta 1980, 210). Όσον αφορά στην πρώτη χιλιετία π.Χ. (εικ. 33), βασικό χαρακτηρι-
33. Χάρτης της επαρχίας Αγίου Βασιλείου µε σηµειωµένες γνωστές θέσεις των ιστορικών χρόνων.
116
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
στικό είναι ότι στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου δεν αναπτύχθηκαν µεγάλες πόλεις-κράτη (Spratt 1865, 271-272). Οι ισχυρές µεσόγειες πόλεις της βόρειας πλευράς, η Λάππα στα δυτικά και η Σύβριτα στα ανατολικά, έλεγχαν και τις νότιες ακτές. Ανάµεσά τους η πόλη στην Ονιθέ, που συνήθως ταυτίζεται µε την Φάλαννα ή Φαλάννα που αναφέρεται στον δελφικό κατάλογο των θεωροδόκων (αρχές 2ου αι. π.Χ.) µεταξύ Λάππας και Σύβριτας (Guarducci 1939, 216-217), ή την Οσµιδα, ή τη µεσόγεια Ρίθυµνα κατ’ άλλους. Η Λάππα εύρισκε έξοδο στον όρµο της Σούδας και Πλακιά και η Σύβριτα στον ορµίσκο της Αγίας Γαλήνης. Στην εύφορη κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, όπου κανείς θα περίµενε µε µεγάλη πιθανότητα την ανάπτυξη µιας ανεξάρτητης πόλης, οι ενδείξεις κατοίκησης είναι διάσπαρτες. Μόνο στον Πύργο Κεραµέ τα στοιχεία για ανάπτυξη µεγαλύτερου κέντρου είναι ισχυρότερα. Εκτός από την κεραµική των γεωµετρικών και αρχαϊκών χρόνων, που έχει αναγνωριστεί σε ορισµένες θέσεις-καταφύγια που προαναφέραµε, τα παλαιότερα ευρήµατα προέρχονται πάλι από την περιοχή των Ατσιπάδων και είναι µια οµάδα µικρών αγγείων της αρχαϊκής περιόδου (τέλος 7ου αι. π.Χ.) που παραδόθηκαν το 1971 στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύµνου και πιθανότατα αποτελούσαν ταφικά κτερίσµατα (εικ. 34). Κλασική και ίσως αρχαϊκή εγκατάσταση (6ος-4ος αι. π.Χ.) τοποθετείται και στην κοντινή περιοχή της Κοξαρές (Hood-Warren 1966, 176). Στα ίδια χρόνια χρονολογείται η εγκατάσταση στην περιοχή του σύγχρονου νεκροταφείου (ναός Θεοτόκου) στην Αγία Γαλήνη, ακριβώς δυτικά του ποταµού Πλατύ (Ηλέκτρα, κατά την αρχαιότητα) (Hood-Warren 1966, 167-169). Πρόκειται για απλά κτίσµατα, κατα-
34. Ατσιπάδες. Οµάδα µικρών πήλινων αγγείων της αρχαϊκής περιόδου.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
117
36. Αγία Γαλήνη. Ναός Θεοτόκου. Τµήµατα αρχαϊκών πίθων µε ανάγλυφη διακόσµηση. 35. Αγία Γαλήνη. Ναός Θεοτόκου (σύγχρονο νεκροταφείο). Αρχαίος τοίχος.
σκευασµένα από ποταµίσιες πέτρες της περιοχής (εικ. 35). Λόγω της ανευρέσεως κεφαλής γυναικείου ειδωλίου από τους Hood και Warren πιθανολογείται η ύπαρξη αρχαίου ιερού στη θέση αυτή. Μέσα στον σηµερινό οικισµό σώζονται ενσωµατωµένοι στην περίφραξη του ναού των Τεσσάρων Μαρτύρων της Αγίας Γαλήνης δύο µονολιθικοί κίονες από αιγυπτιακό γρανίτη, ύψους 4.10 µ. (διάµ. 0.45) (εικ. 37). Από την ίδια περιοχή προέρχονται το ιωνικό κιονόκρανο και η
37. Αγία Γαλήνη. Ναός Τεσσάρων Μαρτύρων. ∆ύο αρχαίοι µονολιθικοί κίονες εντοιχισµένοι στην περίφραξη.
118
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
38. Αγία Γαλήνη. Μαρµάρινο ιωνικό κιονόκρανο.
39. Αγία Γαλήνη. Μαρµάρινη βάση κίονα.
βάση κίονα του Μουσείου Ρεθύµνου (εικ. 38-39). Σε αυτήν τη θέση ήταν ιδρυµένο ιερό της Αρτέµιδος, τα ερείπια του οποίου είχε δει το 1415 ο Buondelmonti, που σηµειώνει κίονες διαφόρων χρωµάτων και υδραγωγείο. Στους τοίχους του ιερού είχε χαραχτεί πλήθος ρωµαϊκών επιγραφών, αναθηµατικών στη θεά Άρτεµη, το οποίο ήρθε στο φως στα τέλη του 19ου αι., όταν καταστράφηκαν και τα εναποµείναντα ερείπια του ιερού από τους κατοίκους µε σκοπό τον πορισµό οικοδοµικού υλικού. Στη θέση του ιερού οι χριστιανοί, κατά τη συνήθεια, ίδρυσαν τον χριστιανικό ναό. Μέσα στο χωριό ανασκάφτηκαν δύο υστερορωµαϊκοί τάφοι και εντοιχισµένος ήταν ο βωµός µε την αναθηµατική επιγραφή στην Αθηνά Σαµωνία, του 2ου αι. π.Χ. (εικ. 40 α-β). Αλλά για τις επιγραφές της
40α-β. Αγία Γαλήνη. Βωµός µε αναθηµατική επιγραφή στην Αθηνά Σαµωνία (2ος αι. π.Χ.).
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Αγίας Γαλήνης θα σας µιλήσει αναλυτικά ο Angel Martinez, ενώ ο Γ. Τζιφόπουλος θα σας παραθέσει όλο το επιγραφικό σύνταγµα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Στην περιοχή του λιµενίσκου της Αγίας Γαλήνης, κατά τους περιηγητές Βuondelmonti, Pashley και Spratt τοποθετείται η αρχαία Σουλία (Guarducci 1939, 278279) που, σύµφωνα µε τον συγγραφέα του Σταδιασµού (324), απέχει από την πόλη Μάταλα 65 στάδια και έχει λιµάνι µε καλό νερό. Εντυπωσιακός θησαυρός χάλκινων ειδωλίων, αγαλµατίων και διαφόρων άλλων αντικειµένων του Μουσείου Ρεθύµνου (εικ. 41-42) προέρχεται από αρχαίο ναυάγιο που εντοπίστηκε το 1937 κοντά στο Ακρωτήριο Κακόσκαλο, στα ανατολικά της Αγίας Γαλήνης (Hood-Warren 1966, 169 µε τη σχετική βιβλιογραφία). Ανάµεσα σε αυτά βρέθηκαν και 259 νοµίσµατα ρωµαίων αυτοκρατόρων τριών αιώνων. Η περίεργη συνύπαρξη διαφορετικών αντικειµένων διαφόρων εποχών ερµηνεύεται καλύτερα ως φορτίο πειρατικού πλοίου, που ναυάγησε τον 3ο αι. µ.Χ. (Β. Θεοφανείδης), παρά ως ιδιοκτησία κάποιου χαλκουργού ή εµπόρου (Σπ. Μαρινάτος). Βορειότερα, από τη θέση Βούλγαρη Αρµοκάστελλα του χωριού Μέλαµπες, κοντά στη συµβολή του παραπόταµου Κουρκούσα (ή Ορνιανού ποταµού) µε τον Πλατύ ποταµό
119
41. Αρχαίο ναυάγιο Αγίας Γαλήνης. Χάλκινη προτοµή.
42. Αρχαίο ναυάγιο Αγίας Γαλήνης. Χάλκινο αγαλµάτιο.
120
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
43. Μέλαµπες. Θέση Αρµοκάστελλα. Λίθινη επιγραφή.
(Πλάτων 1959 Hood-Warren 1966, 169-170), προέρχονται τµήµα ενεπίγραφης πήλινης πλάκας, µε αναφορά στη θεά Αθηνά, και λίθινη επιγραφή (εικ. 43), η λανθασµένη ανάγνωση της οποίας είχε οδηγήσει στην αναγνώριση πόλεως Κορίου στη συγκεκριµένη θέση (βλ. Manganaro 1974, 41-44 και ανακοίνωση Γ. Τζιφόπουλου στο παρόν συνέδριο). Τα παραπάνω στοιχειοθετούν την ύπαρξη ιερού της θεάς Αθηνάς ίσως σχετιζοµένου µε τη Σουλία και το ιερό της Αθηνάς Σαµωνίας, καθώς και µε το γλυπτό της Αθηνάς Fαδίας του Μουσείου Ρεθύµνου, το οποίο βρέθηκε, κατά τους µελετητές, είτε στο Καστρί Αποδούλου είτε στη θέση Κουρµπάδος Μελάµπων. Ανάµεσα στα άλλα ευρήµατα, κυρίως κεραµικής, συγκαταλέγεται και πήλινο ειδώλιο του Ηρακλή (εικ. 44). Το ιερό στα Αρµοκάστελλα φαίνεται ότι άκµασε στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια αλλά και στην περίοδο της ρωµαιοκρατίας, όταν µε την επικράτηση της pax romana είχαν αναπτυχθεί πολύ οι πόλεις στις νότιες ακτές της Κρήτης, µε ισχυρότερη την κοντινή Γόρτυνα. Σύµφωνα µε το συγγραφέα του Σταδιασµού (325), δυτικά της Σουλίας και ανατολικά του Λάµωνος τοποθετείται ο θερινός λιµήν Ψυχεύς, που ταυτίζεται µε την κρητική πόλη Ψύχιον ή Ψυχείον, την οποία αναφέρουν ο Στέφανος Βυζάντιος (Ψύχιον τόπος Κρήτης ἐν ᾧ πόλις
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
121
ἦ̓ν ὁμώνυμος. τό ἐθνικόν Ψυχιεύς) και ο δελφικός κατάλογος των Θεωροδόκων (SEG 26 624). Ο Πτολεµαίος (Γεωγρ. Υφηγ. Γ΄ 15, 3-4) το τοποθετεί µεταξύ των ποταµών Μασσαλία στα δυτικά (που ταυτίζεται µε τον ποταµό Μέγα) και Ηλέκτρα στα ανατολικά (που ταυτίζεται µε τον Πλατύ) και µε την εξής σειρά από τα δυτικά: Φοῖνιξ πόλις Μασσαλία ποταμοῦ ἐκβολαί Ψύχιον - Ἠλέκτρα ποταμοῦ ἐκβολαί - Μάταλλα. Η µάλλον λανθασµένη απόσταση των µόλις 12 σταδίων από τη Σουλία οδήγησε 44. Μέλαµπες. Θέση Αρµοκάστελλα. τους µελετητές στην τοποθέτηση του Πήλινο ειδώλιο Ηρακλή της εποχής Ψυχίου κοντά στο ακρωτήριο Μέτης ρωµαιοκρατίας. λισσα (εικ. 3), αν και ακόµη και αυτή η απόσταση είναι κατά πολύ µεγαλύτερη των 12 σταδίων. Γενικά, δεν υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, που να στηρίζουν την παραπάνω υπόθεση. Στην περιοχή των Σακτουρίων, Αγίου Παύλου και Τριόπετρας, έχουν εντοπιστεί µόνο µεµονωµένες οικιστικές µονάδες, που χρονολογούνται στα χρόνια της ρωµαιοκρατίας και είναι δύσκολο να δεχτεί κανείς την ύπαρξη µεγάλης οργανωµένης πόλης στον τόπο αυτό (Hood-Warren 1966, 170-172). Αντίθετα, ο µοναδικός µεγάλος παράκτιος οικισµός των ιστορικών χρόνων της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, µια πράγµατι αρχαία πόλη, έχει εντοπιστεί δυτικότερα, στον παραλιακό Πύργο ή Κιόνια Κεραµέ (εικ. 33). Κρίνουµε ότι η θέση αυτή ταιριάζει περισσότερο µε την πόλη Ψύχιον ως προς τις αρχαίες αναφορές, εκτός από την απόσταση του Σταδιασµού, που, ούτως ή άλλως, παρουσιάζεται λανθασµένη. Στον Πύργο ο Ν. Παππαδάκις, παρά τους αρχικούς του συλλογισµούς υπέρ του Ψυχίου, τοποθετεί άλλη αρχαία πόλη, την Βίωννο (Παππαδάκις 1921, Guarducci 1939, 310-312, Hood-Warren 1966, 173-174, Παπαδάκης 1999-2000), που στον δελφικό κατάλογο αναγράφεται µπερδεµένα στα δυτικά της Φαιστού και του Ψυχίου αλλά ταυτόχρονα και στα ανατολικά της Ματάλης, ώστε οι περισσότεροι µελετητές να την ταυτί-
122
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
ζουν µε την Βιάννο του Ηρακλείου. Στο παράκτιο ύψωµα του Πύργου (εικ. 45-46) διακρίνονται σήµερα, µετά τη µεγάλη πυρκαγιά του καλοκαιριού, πάρα πολλά αναλήµµατα, λείψανα τοίχων από οικοδοµήµατα (εικ. 47), λαξεύµατα στο βράχο, αποσπασµατικά τµήµατα οχύρωσης και πάρα πολλή κεραµική, που τοποθετεί την ακµή της πόλης στα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια αλλά µε συνέχεια ζωής και στη ρωµαϊκή περίοδο. Κατά τη γνώµη µας, η ανάπτυξη της εγκατάστασης ίσως σχετί-
45. Κεραµέ, από τα δυτικά. Με βέλος δηλώνεται η θέση Πύργος.
46. Η θέα προς τα ανατολικά από το ύψωµα Πύργος Κεραµέ.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
123
47. Πύργος Κεραµέ. Αρχαίοι τοίχοι και αναλήµµατα µέσα στην καµένη βλάστηση.
ζεται µε την αφθονία µεταλλοφόρων στρωµάτων στην ευρύτερη περιοχή (Faure 1966, 65). Από τον Πύργο Κεραµέ προέρχονται το πήλινο έκτυπο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου µε παράσταση Ευρώπης και ταύρου (αρ. Μουσείου 14793) (Παππαδάκις 1941), δύο κεφάλια πήλινων ειδωλίων (Kirsten 1951, 125, πιν. 108.1-2) και η επιγραφή του 4ου αι. π.Χ. (εικ. 48α-β) που βρέθηκε το 1915 και δηµοσίευσε το 1921 ο Ν. Παππαδάκις (Παππαδάκις 1921). Το κείµενο αναφέρεται σε συνθήκη ή άλλου είδους δικαστικό διακανονισµό µεταξύ δύο πόλεων, όπου αναγράφεται καθαρά η λέξη Ψυχήιον. Η επιγραφή, από ό,τι γνωρίζουµε, δεν έχει εντοπιστεί µέχρι σήµερα, παρά τις πολλές προσπάθειες του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη (Παπαδάκης 2002, 35-40). Εγκατάσταση των ρωµαϊκών χρόνων εντοπίζεται και στην περιοχή του Πρέβελη (Hood-Warren 1966, 181) που, κατά τη γνώµη µας, ταιριάζει µε τη θέση της αρχαίας Απολλωνιάδος, την οποία ο συγγραφέας του Σταδιασµού τοποθετεί σε απόσταση τριάντα σταδίων δυτικά του Ψυχίου. Προς το εσωτερικό (εικ. 33), µικροί οικισµοί, πολίσµατα, αγρεπαύλεις και άλλες µεµονωµένες εγκαταστάσεις και τάφοι ήταν εγκατεσπαρµένοι σε όλες τις πεδινές εκτάσεις και κοιλάδες κυρίως στα χρόνια της ρωµαιοκρατίας αλλά και σε ορεινές τοποθεσίες, στις περιοχές της Κανέβου (πα-
124
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
48α-β. Πύργος Κεραµέ. Επιγραφή του 4ου αι. π.Χ.
ραδόσεις κεραµικής των ρωµαϊκών χρόνων), της Κοξαρές, της Λαµπηνής, της Αγίας Πελαγίας, της Μουρνές, του Αρδάκτου, του Κεντροχωρίου, της Ορνές (παράδοση κεραµικής των ελληνιστικών χρόνων) ((Pendlebury 1939, 369; Kirsten 1951, 126 Hood-Warren 1966, 176-177, 180-181 Faure 1990, 288). Για το ρωµαϊκό νεκροταφείο στη θέση Ποτιστήρια της Μουρνές θα µιλήσει αναλυτικά η Νότα Καραµαλίκη. Παρά την αφθονία των ενδείξεων στην κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου, δεν µπορεί να αναγνωριστεί ένα µεγάλο οικιστικό κέντρο των ιστορικών χρόνων, απορία που έχει διατυπώσει ο Spratt για την περιοχή του Αγίου Βασιλείου ήδη από τα µέσα του 19ου αι. Μας δίδεται η εντύπωση ότι στην κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου είχε αναπτυχθεί πολυκεντρικός οικισµός, που δεν µετασχηµατίστηκε σε µονοκεντρικό και ίσως το όνοµα της Φάλαννας να έχει σχέση µε αυτόν (βλ. και Φαράκλας κ.α. 1998, 69). Μπορεί, όµως, όλοι αυτοί οι διεσπαρµένοι οικισµοί να εξαρτώνται απευθείας από την πόλη στην Ονιθέ, που εκτείνεται ακριβώς στα βόρεια (Ψαρουδάκης 2004). Στη δυτική πλευρά του Αγίου Βασιλείου (εικ. 33), η κυριαρχία της Λάππας είναι εµφανής και αυτονόητη (Guarducci 1939, 191-192), όπως θα αναλύσει η Ει. Γαβριλάκη στην ανακοίνωσή της. Μέσω του φαραγγιού του Κοτσυφού προσέγγιζε το λιµάνι της στο Λιβυκό πέλαγος, το οποίο τοποθετείται στον όρµο Σούδας και Πλακιά. Η Σούδα είναι τόπος υπήνεµος, σε αντίθεση µε τον Πλακιά, που χαρακτηρίζεται από τον Spratt ως θερινό αγκυροβόλιο (1865, 269). Ας σηµειωθεί εδώ ότι, όπως και δυτικότερα, η µορφή της νότιας αρχαίας ακτογραµµής έχει διαφοροποιηθεί µε την ανύψωση της ξηράς, που π.χ. στην περιοχή του ακρω-
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
125
τηρίου Μέλισσα είναι κατά 1,5 µ. Ως λιµάνι της Λάππας, στο Λιβυκό, αναφέρεται από το Στράβωνα (X, 475) ο Φοίνιξ Λαµπαίων, ενώ ο συγγραφέας του Σταδιασµού τοποθετεί προς τα εδώ τον Λάµωνα, όµως σε µεγάλη απόσταση από το Ψύχιον. Στην ονοµασία Λάµων θεωρείται ότι υποκρύπτεται η λέξη Λιµήν και το σηµερινό τοπωνύµιο ∆αµνώνι συνηθίζεται να συνδέεται µε αυτήν. Στον όρµο της Σούδας, στη µεσόγεια τοποθεσία του Φοινικιά, αναπτύχθηκε εκτεταµένος οικισµός µε ίχνη κατοίκησης στην κλασική και ελληνιστική εποχή, αλλά µε άνθηση κυρίως στο τέλος της ρωµαιοκρατίας και στα χριστιανικά χρόνια, όπως θα εκθέσει η Φωτεινή Κουγλέρη (Hood-Warren 1966, 184). Η ονοµασία του οικισµού παραπέµπει στον Φοίνικα των Λαµπαίων, όπως και οι πολλοί φοίνικες που πάντα υπήρχαν στην περιοχή αυτή (εικ. 49) και που ο Θεόφραστος αναφέρει για την περιφέρεια της Λάππας. Για τη θέση Φοίνικα στην Κρήτη θα µιλήσει αναλυτικά ο G. Capdeville. Βορειότερα της Σούδας και κατά µήκος της κοίτης του ποταµού Φοινικιά έχει εντοπιστεί διάσπαρτη κεραµική των ρωµαϊκών και νεότερων χρόνων αλλά και της κλασικής - ελληνιστικής εποχής. Στη θέση Βουκελάρης, ανατολικότερα, υπήρχε αγροικία των ρωµαϊκών χρόνων. Υστερορωµαϊκή κεραµική εντοπίστηκε και στην Αγία Μαρίνα και στον Κάµπο Σελλιών (Hood – Warren 1966, 185). Τέλος, µέσα στον οικισµό του Πλακιά ανα-
49. Σούδα – Φοινικιάς.
126
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
σκάφτηκε το 1976 µικρό τµήµα βαλανείου της εποχής της ρωµαιοκρατίας (εικ. 50-51), ενώ στη γύρω περιοχή και στην περιοχή της Μύρθιου έχει εντοπιστεί κεραµική της ίδιας εποχής (Hood-Warren 1966, 183184). Η παραλιακή Απολλωνία, που αναφέρεται στον Σταδιασµό µετά το Λάµωνα, µπορεί να αναζητηθεί δυτικότερα (Ροδάκινο). Περιµένουµε κατά τη διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου άλλα από τα παραπάνω να επιβεβαιωθούν, άλλα να βελτιωθούν και άλλα να τροποποιηθούν ή και να απορριφθούν.
50-51. Πλακιάς. Τµήµατα βαλανείου της εποχής της ρωµαιοκρατίας.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
127
Agelarakis – Kanta – Moody 2001: A. Agelarakis, A. Kanta, J. Moody, “Cremation Burial in LM IIIC – Sub Minoan Crete and the Cemetery at Pezoulos Atsipadhes”, Πρακτικά του Συµποσίου Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την Πρώιµη Εποχή του Σιδήρου, Αθήνα 2001, 69-82. Αλεξίου 1960: Στ. Αλεξίου, Χρονικά, Α∆ 16 (1960), 272. Φαράκλας κ.α. 1998: Ν. Φαράκλας, Ε. Κατάκη, Α. Κόσσυβα, Ν. Ξιφαράς, Εµ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Τασούλας, Ν. Τσατσάκη, Μ. Χατζηπαναγιώτη, Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, Ρέθυµνο 1998. Faure 1965: P. Faure, “Recherches sur le peuplement des montagnes de Crète: sites, cavernes et cultes”, BCH 89 (1965), 27-63. Faure 1966: P. Faure, “Les minerais de la Crète antique”, Revue Archéologique 1966. 1, 45-78. Faure 1967: P. Faure, “Nouvelles recherches sur trois sortes de sanctuaires crétois”, BCH 91 (1967), 114-150. Faure 1990 : P. Faure, “Sanctuaires de sommets et cultes de cavernes dans la Crète de l’ouest”, Πεπραγµένα του ΣΤ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α1, Χανιά 1990, 281-297. Guarducci 1939: M. Guarducci, Inscriptiones Creticae, II, Roma 1939. Hood – Warren 1966: M.S.F. Hood, P. Warren, “Ancient Sites in the Province of Ayios Vasilios, Crete”, BSA 61 (1966), 163-191. Kanta 1980: A. Kanta, The Late Minoan III Period in Crete. A Survey of Sites, Pottery and their Distribution, Göteborg 1980. Kanta – Stampolidis 2001: A. Kanta, N. C. Stampolidis, “Orné (AIPY) in the Context of the Defensive Settlements of the End of the Bronze Age”, Defensive Settlements of the Aegean and the Eastern Mediterranean after 1200 B.C., Proceedings of an International Workshop held at Trinity College Dublin, 7th-9th May 7-9, 1999 (eds. V. Karageorgis and C. E. Morris), Nicosia 2001, 95-110. Kirsten 1951: E. Kirsten, “Siedlunggeschichtliche Forschungen in West-Kreta”, Forschungen auf Kreta (ed. F. Matz), Berlin 1951, 118-152. Manganaro 1974: G. Manganaro, “Epigrafia e istituzioni di Creta”, Antichita Cretesi, Studi in onore di Doro Levi, II, (1974), 43-50. Μαυριγιαννάκη 1975: Κ. Μαυριγιαννάκη, “Το νεκροταφείον των Ατσιπάδων Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης”, ΑΕ 1975, 41-58. Moody – Peatfield – Markoulaki 2000: J. Moody, A. Peatfield and S. Markoulaki, “Report from the Aghios Vasilios Valley Survey”, Πεπραγµένα του Η΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α2, Ηράκλειο 2000, 359-371. Morris – Batten 2000: C. E. Morris, V. Batten, “Final Neolithic Pottery from the
128
ΜΑΡΙΑ ΑΝ∆ΡΕΑ∆ΑΚΗ - ΒΛΑΖΑΚΗ
Atsipadhes Peak Sanctuary”, Πεπραγµένα του Η΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α2, Ηράκλειο 2000, 373-381. Morris – Peatfield 1995: C. E. Morris, A. A. D. Peatfield, “Pottery of the Peak Sanctuary of Atsipadhes Korakias, Ay. Vasiliou, Rethymnon”, Πεπραγµένα του Ζ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ρέθυµνο 1995, Α, 643-647. Nowicki 1987: K. Nowicki,”Topography of Refuge Settlement in Crete”, Jahrbuch des Rőmisch-Germanischen Zentralmuseums Mainz 34 (1987), 213-234. Nowicki 1994: K. Nowicki, “Some Remarks on the Pre- and Protopalatial Peak Sanctuaries in Crete”, Aegean Archaeology, 1, Warsaw 1994, 31-48. Nowicki 2000: K. Nowicki, Defensible Sites in Crete c.1200-800 B.C. (LM IIIB/IIIC through Early Geometric), AEGAEUM 21, Liege 2000. Παπαδάκης 1999-2000: Κ. Η. Παπαδάκης, “Βιώννος ή Κιονία: Μια άγνωστη αρχαία πόλη παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης”, Κρητολ. Γράµµατα 15/16 (1999-2000), 23-34. Παπαδάκης 2002: Κ. Η. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός. Κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο 2002. Παππαδάκις 1921: Ν. Γ. Παππαδάκις, “Κρητική επιγραφή από τον Κεραµέ νοτίας ακτής”, Αφιέρωµα εις Γ. Ν. Χατζηδάκην, Αθήναι 1921, 76. Παππαδάκις 1941: Ν. Γ. Παππαδάκις, “Εκτύπωµα πήλινον Ευρώπης εκ Κρήτης”, Επιτύµβιον Χρήστου Τσούντα, Αθήναι 1941, 452. Peatfield 1992: A.A.D. Peatfield, “Rural Ritual in Bronze Age Crete: Τhe Peak Sanctuary at Atsipadhes”, Cambridge Archaeological Journal 2.1(1992), 59-87. Peatfield 2000: A.A.D. Peatfield, “Minoan Religion for Ordinary People”, Πεπραγµένα του Η΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α3, Ηράκλειο 2000, 9-17. Πετρουλάκης 1915: Ε. Πετρουλάκης, “Κρητικής Ατσιπάδας τάφοι”, ΑΕ (1915), 48-50. Πλάτων 1959: Ν. Πλάτων, Χρονικά, Κρητ. Χρονικά 13 (1959), 391. Rethemiotakis 2008: G. Rethemiotakis, “Minoan Crete and the Aegean: A reciprocal Relationship”, From the Land of the Labyrinth. Minoan Crete, 30001100 B.C., Essay, (eds. M. Andreadaki-Vlazaki, G. Rethemiotakis and N. Dimopoulou-Rethemiotaki), Exhibition held at the Onassis Cultural Center, New York, March 13-September 13, 2008, 106-109. Spratt 1865: T.B.A. Spratt, Travels and Researches in Crete, Ι-ΙΙ (1865). Tzedakis 1967: Y. Tzedakis, “A Minoan ‘Goddess’ Idol from Sakhtouria”, BSA 62 (1967), 203-205). Τζεδάκις 1971: Γ. Τζεδάκις, Α∆ 26 (1971), Β2 Χρονικά, 517. Ψαρουδάκης 2004: Κ. Ψαρουδάκης, “Ονιθέ Γουλεδιανών: Νέα µατιά στα ίχνη µιας αρχαίας κρητικής πόλης”, Κρητ. Εστία, περ. ∆΄, τ. 10 (2004), 9-50.
GÉRARD CAPDEVILLE
Phoinix in Crete
....................................... καὶ τὸμ Φοίνικα καὶ τὰν Ἀμφι[ώ]ναν καὶ τὰγ Γᾶν .......................................
(ΙC, l, 9 Dreros, 1 A, lin. 30-31)
It is striking that, even today, there should still be, in the southern coastal area of western Crete1, several place names going back to the ancient greek Φοῖνιξ2. In spite of the uncertainties3 and the confusions
1. Most sure identifications of ancient sites in Crete, based on reconnaissances in the field, go back to R. PASHLEY, Travels in Crete, 2 vol., Cambridge - London, 1837 / reprint Amsterdam, 1970 [hereafter Travels], generally confirmed and specified by T.A.B. SPRATT, Travels and Researches in Crete, 2 vol., London, 1865 [hererafter Travels]. For the western part of the island, see also L. SAVIGNONI, G. DE SANCTIS, Esplorazione archeologica delle provincie occidentali di Creta, in MonAL, 11, 1901, 285-550 [hereafter Esplorazione]: I. Topografia e monumenti (L.S.), 285472; II. Iscrizioni (G.D.S.), 473-550; E. KIRSTEN, Siedlungsgeschichtliche Forschungen in Westkreta, in Forschungen auf Kreta 1942, hsg. v. F. MATZ, Berlin, 1951, 118-152 (pi. 105-122) [hereafter FK]; M.S.F. HOOD, Minoan sites in the Far West of Crete, in ABSA, 60, 1965, 99-113 (pl. 20-22) [hereafter Minoan sites]; S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites in the province of Ayios Vasilios, Crete, in ABSA, 61, 1966, 163-191 (pl. 35-41) [hereafter Ancient sites]. Let us quote lastly the own studies of different dates (1959-1984) collected by P. FAURE, Recherches de toponymie crétoise. Opera selecta, Amsterdam, 1989 [hereafter RTC]. - As regards the various cities one may consult,, in addition to the very uneven notices of the Real-Encyclopädie, those of J.-N. SVORONOS, Numismatique de la Crète ancienne, accompagnée de I’Histoire, la Géographice et la Mythologie de l’Ile. I. Description des monnaies. Histoire et Géographie [only published part], Mâcon, 1890 / Nachdruck, Bonn, 1972 [hereafter Numismatique]; and especially those of M. GUARDUCCI, Inscriptiones Creticae opera et consilio Friderici Halbherr collectae, 4 vol., Rome, 1935-1950 [hereafter ΙС]. 2. On the various meanings of this word and their connections, see e.g. N. GUILLEUX, L’étymologie de phénix: un état des lieux, in S. FABRIZIO-COSTA (ed.), Phénix: mythe(s) et signe(s). Actes du colloque international de Caen (12-14 Octobre 2000), Caen - Bern, 2001, 9-25 [hereafter Etymologie]. 3. As for the whole western part of the island, it is necessary to take into account the rise of the ground level, which considerably modified the appearance of the coast after the Roman
130
GÉRARD CAPDEVILLE
arising from these similarities in some of our sources4, it is possible to affirm, that in antiquity two ports of the south coast5 were given such names6, still recognizable under modern forms: period: see T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], who enumerates the results in various points of the shore (2, p. 22 [«amounting to as much as twenty-five feet»], 123124. 135-136. 195-196. 218. 230-233 [with a diagram for Phalasarna, p. 232; between 22 and 26 feet]. 237-238. 241-242. 245-246. 249-250. 251253 [Loutro]. 260. 271 [Plakias]) and finds a simultaneous subsiding of the eastern part, round a median north-south, axis, which would explain in particular the depression in Metallum. that is Μάταλα (2, p. 22), or further east, in Σπιναλόγκα or Ίστρο (1, p. 124. 140-141); see also in the same way E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 124 (1 m maximum); M.S.F, HOOD, Minoan sites [note 1], 1965, p. 101 and n. 12 (by over 5 m). However J. LEATHAM, S. HOOD, Sub-marine exploration in Crete, 1955, in ABSA, 53-54, 1958-1959, 263-280 (pl. 63-65), p. 265-266 (under the surprising title «Rise of the Sea-level»), contest that the motion occured round this axis, but give no other explanation. 4. So C. BUONDELMONTI, Descriptio insule Crete (édition critique [et traduction] par M.-A. VAN SPITAEL; commentaires de P. FAURE [Εκδόσεις Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, 2], Herakleion, 1981), who in a list of towns on the southern coast of the island gives this sequence (lin. 54): Sfichium, Polirenia, Penix, Phenix, Inachorium, Lissus, Pecilasium, Tarba; then he identifies (lin. 251): portum olim Penicis, hodie Lutro (cf. n. 48, p. 232-233 P. FAURE), and further (lin. 277-278): portum anti/que urbis desolatum Phenicis, hodie Roumelum Sanctum; but as P. FAURE observes (note 53, p. 234), Αγία Ρουµέλη corresponds to the old Τάρρα and «l’antique Phoinix se trouve au lieu-dit Foinikias de Sellia (Ag. Vasiliou)». - In the Greek translation, published under the title Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415, Χρ. ΜΠΟΥΟΝΤEΛΜΟΝΤΙ, Περιγραφή της νήσου Κρήτης. Μετάφραση και εισαγωγή Μ. ΑΠΟΣΚΙΤΗ (Εκδόσεις Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, 3), Herakleion, 1983, since the lines are not numbered, the references are respectively to the pages 29 (without the transcription of Penix). 40. 41 (without the transcription of Phenicis). 5. See P. FAURE, La Crète aux cent villes [hereafter Crète], in Kρ. Xρ. 13, 1959, 171217, p. 198, with commentary p. 203 [no. 98-99] / reprint in BAGB, 1960, 228-249, p. 239. 245, then in P.F., RTC, 1989, 1-47, p. 28. 33. 6. Some modern scholars express doubts about the real existence of two homonymous harbours in the same region (e.g. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites de Dreros, in BCH, 85, 1961, 544-568 [hereafter Pierres inscrites], p. 560, note 3 / reprint in H.V.E., Cretica selecta, Amsterdam, 1990 [hereafter Cretica], 516-540, p. 532, note 3); but the modern toponymy confirms this duality (see [L. SAVΙGNONΙ], G. DE SANCTIS, Esplorazione, 1901 [note 1], c. 522; ΙС, 2 (1939), 16 Lappa, p. 192 b; 20 Phoenix, p. 227 a). Both Phoinix are on the map of E. KIRSTEN, Kreta in griechischer Zeit, in Antike, 14, 1938, pl. 35, reprint ap. F. MATZ, FK, 1951 [note 1], pl. 105; and P. FAURE, Crète, 1959 [note 5], p. 203 [KρXρ] / 245 [BAGB] / 33 [RTC], observes that we know in Crete at least six, maybe eight other pairs of homonymous cities, in the Hellenistic period (note 69), and three more in the Roman period.
PHOINIX IN CRETE
131
- Φοῖνιξ7 or Φοινικοῦς8, settled on the isthmus of the peninsula now called Ακρωτήρι Μουρί9, where the ruins of a Turkish fort stand, in the early eparchia of Σφακιά (nomos of Χανιά)10, 4,8 km west from Χώρα 7. Form given by the Stadiasmus maris magni (328-329): Ἀπὸ Ἀπολλωνίας εἰς Φοίνικα στάδιοι ρ’· πόλις ἐστίν, ἔχει λιμένα καὶ νῆσον. Ἀπὸ δὲ Κλαυδίας εἰς Φοίνικα στάδιοι τ’· ἔχει πόλιν καὶ λιμένα. 329. Ἀπὸ Φοίνικος εἰς Τάρρον στάδιοι ξ’ ... - and in the Acts of the Apostles (27, 12 [quoted below, note 16]); see the notices of M. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 20 Phoenix, p. 226-227; E. KIRSTEN, s.u. Phoinix (Φοῖνιξ) 17, in RE, 20/1, 1941, 431-435; P.J. BLACKMAN, s.u. Phoinix, in The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, [ed. by] R. STILLWELL, W.L. MacDONALD, M.H. McALLΙSTER, Princeton [NJ], 1976 [hereafter Princeton Encyclopedia], p. 708. - The island mentioned in the Stadiasmus is probably the island Λυτρονήσι of the present day (E. KIRSTEN, Phoinix 17, 1941 [supra], c. 431, lin. 66) and not Arados (proposed by C. MÜLLER, ad loc. = GGM, 1, 508 [according to STEPH. BYZ., s.u. Ἄραδος, 108, 10 [11] Μ; and maybe PLIN., N.H., 4, 61, by correcting Ramnus, unknown, in Aradus: cf. M. GUARDUCCI, ΙС, 2, 4 Araden, p. 39]; contra, A. FICK, Vorgriechische Ortsnamen als Quelle für die Vorgeschichte Griechenlands, Göttingen, 1905 [hereafter V. Ortsnamen], p. 36; whereas for E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 129 and note 1, Arados could be Lutronisi or Gaudos - already proposed by [L. SAVIGNONΙ,] G. DE SANCTIS, Esplorazione [note 1], 521-522 [XII, Phoenix], c. 522 -, but they are too distant). 8. PTOLEMY (Geogr., 3. 15, 3) gives the following sequence for the southern coast, from west to east: Νοτίας πλευρᾶς περιγραφή· Λισσός, Τάρρα, Ποικιλάσιον, Ἑρμαῖα ἄκρα, Φοινικοῦς λιμήν, Φοῖνιξ πόλις, Μεσσαλία ποτ. ἐκβολαί, Ψύχιον, Ἠλέκτρα ποτ. ἐκβολαί, Ματαλία, Λέων ἄκρα (with inversion of the respective positions of Τάρρα and Ποικιλάσιον). As we can see, the geographer distinguishes Φοινικοῦς λιμήν and Φοῖνιξ πόλις, and he allots them rather distant - and doubtful -coordinates (53° [30’] - 34° 50’ for the harbour; 53° 35’ - 34° 45’ for the city, according to C. MÜLLER, ed., 1/2, Firmin-Didot, Paris. 1901 [the first number is for the longitude, referred to the meridian of the Fortunate Islands, that is the Canary Islands, some fifteen degrees west from the present zero meridian of Greenwich, and with an exaggeration of some teen degrees for the amplitude of the Mediterranean sea]); this however appears to be a mistake and does not justify identifying one of these two settlements as the other Φοῖνιξ. We may accept, with E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, 1941 [note 7], c, 432, that Φοινικοῦς corresponds to the present bay of Φοίνικα, and Φοῖνιξ to Λουτρό (whose exact coordinates are 35° 11,5’ N - 24° 5’ E). 9. Form given by the map Ανάβαση (Athens, ed. 2008); the map Ηarms- ΙС- Ver lag (Kandel [D], ed. 2004) gives Ακρ. Μούρος; Μ. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 20 Phoenix, p. 226 and E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, in RE, 20/1, 1941, c. 431, write Mùros. 10. See M.S.F. HOOD, Minoan sites, 1965 [note 1], p. 103 (map). 113 (§ Е.1.).
132
GÉRARD CAPDEVILLE
Σφακίων and 9,6 km east from Αγία Ρουµέλη, site of the old Τάρρα11. If the eastern bay is today called Λουτρό (“bath”), like the village on its shore, the western bay has retained the old name12: today it is still the Όρµος Φοίνικα13. Φοῖνιξ was apparently an independent city14, since the notices call it πόλις15, but it was probably used also as a harbour16 for two 11. The distance between Φοῖνιξ and Τάρρα (here Τάρρον) given by the Stadiasmus (329 [quoted note 7]), ξ΄ = 60 stadia = 10, 65 km is a little toο long (but the correction proposed by M. GUARDUCCI, ΙС, 2, 20 Phoenix, p. 226: ρξ΄ = 160 stadia = 28,42 km, is absurd); actually there are only 6 miles (as indicated by T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 249) = 9,6 km = 54 stadia, - The Ἑρμαῖα ἄκρα mentioned by PTOLEMY (Geogr., 3, 15, 3 [quoted note 8]) corresponds probably to the Ακρωτήρι Πλάκα, west of Λουτρό. 12. The identification goes back to R. PASHLEY, Travels, 1837 [note 1], 1, p. 47; 2, p. 257 - on the ground of the vicinity of Anopolis et Aradena (see infra, p. 4 and notes 17-18) -, followed by T.A.B. SPRATT, Travels [note 1], 2, 249-255 (who strangely writes «Anapolis»). See an engraving on the frontispiece of the second volume of R. PASHLEY (Lutro) and a photo in Mittelmeer-Handbuch4, Teil 4, Hamburg, 1935, p. 298. - M.S.F. HOOD, Minoan sites, 1965 [note 1], p. 113, § E.l Lourro, reports some Minoan sherds discovered in 1960 on the promontory, south of the Turkish fort (cf. M.S.F. HOOD, Archaeology in Greece 1960-1, in AR, 19601961, 3-35, p. 25). 13. Form given by the map Ανάβαση (Athens, 2008), which indicates also, in the back of the bay, a village named Φοίνικα; one reads Ὁρμος Φοῖνιξ, without any village, on the map Harms-IC-Verlag (Kandel [D], 2004). 14. Observe however that it has given no coins; see the discussion of J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], p. 266-267, on a coin bearing only а Φ, and the lack of coins among the sources recalled by P. FAURE, Crete, 1959 [note 5], p. 198 [KρXρ] / 239 [BAGB] / 28 [RTC]. 15. The name given ю the harbour by PTOLEMY (Geogr., 3. 15. 3 [quoted note 8]) allows to ascribe to it the beginning of a notice by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Φοινικοῦς, 669, 5 Meineke): Φοινικοῦς, πόλις Κρήτης. Ἔστι καὶ νῆσος πρὸς τῇ Λυκίᾳ. Ἔστι καὶ Φοινικοῦς λιμήν· Θουκυδίδης ὀγδῳη. Τό ἐθνικὸν Φοινικούντιος καὶ Φοινικούσιος, ὡς Σελινούντιος καὶ Σελινούσιος (the harbour quoted by THUCYDIDES, 8, 34, is in front of the island of Chios [see below, note 42]). 16. Λουτρό is still today the only almost secure harbour on this part of the coastline: cf the account of the journey of S. Paul, with in particular the plan to lie up for the winter in the harbour of Φοῖνιξ (LVC, Act. Αp., 27, 12): ... εἴ πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον - with the commentaries of Κ. HOECK, Kreta. Ein Versuch zur Aufhellung der Mythologie und Geschichte, der Religion und Verfassung dieser Insel, von den ältesten Zeiten bis auf die Römer-Herrschaft, 3 vol., Göttingen, 1823-1829, 1, p. 439-442; of James SMITH, The Voyage and Shipwreck of St. Paul,
PHOINIX IN CRETE
133
neighbouring cities in the mountainous hinterland, Ἀνώπολις17 and :Ἀραδήν18, hence further confusions: HlEROCLES (Synec, 651, la Honigmann [Bruxelles, 1939])19 and the Notitiae20 seem to identify with dissertations on the sources of the writing of St. Luke and the ships and navigations of the ancients, London, 1848 / 4th. ed. rev. and corr. by W.E. SMITH, London, 1880. p. XXX; and especially of T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, 1220, who explains in particular, p. 18, that the phrase of LUKE: βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον, that is «facing the lips (= lat. africus, wind from the south-west) and the caurus (transcription of the Latin word, wind from north-west)», doesn’t refer to the site (two bays open respectively to the south-east and to the south-west), but to two both directions to be followed successively, in accordance with the winds, in order to reach it leaving from the coast south of the Mεσαρά, precisely from Καλοί Λιµένες, near Λασάια, where the boat with the apostle is at this moment. - An accurate description of the place is given by A.B.R. TREVOR-BATTYE, Camping in Crete, with notes upon the animal and plant life of the island, including a description of certain caves and their ancient deposits by D.M.A. BATE, London, 1913, p. 210-213 (with a plate p. 210). However E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 129, stresses the lack of water in the present days. 17. The only literary attestation is an erroneous lemma of STEPHEN OF BYZANTIUM (108, 7 Μ [quoted note 22]). See the notices of J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Anopolis, p. 5; L. BURCHNER, s.u. Anopolis, in RE, S 1, 1903, 88; M. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 2 Anopolis, p. 6-7. - Anopolis overhangs the harbour of Phoinix-Loutro, over a nearly vertical rockface 2000 feet high (according to T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 255, following R. PASHLEY, Travels, 1837 [note 1], 2, p. 241-243 [with a drawing of «ancient walls near Anopolis», p. 235], who testifies, ibid., 2, p. 192-193, the use of Katopolis, «lower city» for Loutro, as opposed to Anopolis, «upper city»). 18. The only literary attestation is the same lemma of STEPHEN OF BYZANTIUM (108, 7 Μ [quoted note 22]). See the notice of M. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 4 Aradena, p. 39-40 [nothing by J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1]; for the RE, see note 22]. - Araden is 2 km westwards from Anopolis, beyond a gorge (cf. R. PASHLEY, Travels, 1837 [note 1], 2, p. 256-258; T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], p. 250; [F.]V. RAULΙN, Description physique de l’île de Crète, 2 vol., Paris, 1869, 1, p. 87; E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, 1941 [note 7], c. 432), nowaday spanned by the bridge Bαρδινογιάννης, which rises up 138 m above the bed of the valley. In both cases the communications are extremely difficult, even today. 19. In a list of dioceses: Φοινίκη ἤτοι Ἀράδαινα (ed. G. PARTHEY, Berlin, 1866); a variant (651, lb) gives only Ἀραδήν; but A. BURCKHARDT (Teubner, Leipzig, 1893) has only the long phrase. 20. In some lists of bishops given by the Notitiae episcopatum Ecclesiae Constantinopolitanae (2, 217 [ed. J. DARROUZES, Paris, 1981]), and by the
134
GÉRARD CAPDEVILLE
Φοῖνιξ with Ἀραδήν21, today represented by the village of Αράδαινα, while both inland cities are also sometimes confused - as by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Ἀραδήν, 108, 7 Μ)22 - when their sites were well separated23, and are still distinct, with two villages bearing the original names.
- Φοῖνιξ24, whose location should correspond to the present bay of Πλακιάς25 in the municipality of ∆ήµος Φοίνικα, in the early eparchia of Άγιος Βασίλειος (nomos of Ρέθυµνον), and which was one of the two
Notitiae Graecae episcopatum (8, 230; 9, 139 [ed. G. PARTHEY, Berlin, 1866]): Ὁ Φοινίκης ἤτοι Ἀραδένης (Φοινήκης dans la Notitia 9). 21. That is the interpretation given by most of the modern scholars to the aforesaid double phrases. But it is possible that the bishop was at the head of two ancient dioceses, now joined, and could be designated by either title, without confusing the two cities, or that the see passed from the inner to the coastal city, now more important (cf. E. KIRSTEN, KP, [1942] 1951 [note 1], p. 130). Modern Ἀράδαιυα (sic) could have used Φοίνικα as a port, but is today almost uninhabited. 22. Ἀραδήν, πόλις Κρήτης, ἥ καὶ Ἀνώπολις λέγεται διὰ τὸ ἄνω εἶναι. Ὁ πολίτης ἀπὸ τῆς γενικῆς Ἀραδήνιος, ὡς Ἀραφήνιος (it is the only testimony given by G. HIRSCHFELD, s.u. Araden, in RE, 2/1, 1895, 370). 23. Both communities appear separately, but one after the other (with an initial Η for Araden, “sonderbar” for A. FICK, V. Ortsnamen, 1905 [note 7], p. 36), in the treaty concluded in 183 B.C. by Eumenes II of Pergamon with various Cretan cities (ΙС, 4 [1950], Gortyna, 179, lin. 7-8: Ἀνω/[πο]λῖται, Ἠραδήννιοι [ethnics]), as well as in the list of the theorodoques of Delphi, probably of the first half of the II. cent. B.C. (A. PLASSART. Inscriptions de Delphes. La liste des théorodoques, in ВСΗ, 45, 1921, 1-85, p. 19, col. Ill, lin. 108-110): ἐν Ἠραδῆνι Λ . Κοι . Ω --- / ἐν Ἀνωπόλι Θαρσύτας / Στησᾶς. 24. That other Φοῖνιξ is mentioned by Ε. KIRSTEN inside the notice quoted s.u. Phoinix 17, in RE, 20/1, 1941, c. 432-433, as a site distinct from the previous one, following in particular [L. SAVIGNONI,] G. DE SANCTIS, Esplorazione, 1901 [note 1], c. 522, and F. BLASS, Die griechischen Inschriften, αρ. H. COLLITZ, F. BECHTEL, Sammlung der griechischen Dialekt-lnschriften [SGDΙ], 4 vol. in 6 books, Göttingen, 1884-1915, 3/2 (1905), 227-423, p. 417; also P.J. BLACKMAN, s.u. Phoinix, in Princeton Encyclopedia, 1976 [note 7], 708. 25. For the siting, see E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 126-127; S. HOOD, P. WARREN, Ancient Sites, 1966 [note 1], p. 183-184 (§ 25-27).
PHOINIX IN CRETE
135
harbours of Λάµπα/Λάππα26 - whose territory27 occupied the western isthmus28 - according to STRABO (10, 4, 3 / 475 С)29: 26. Both forms of the name of the city are attested by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Λάµπη, 410, 5 Μ): Λάμπη, πόλις Κρήτης, Ἀγαμέμνονος κτίσμα, ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου. Τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος ... Ξενίων* δὲ ἐν Κρητικοῖς διὰ δύο ππ γράφει τήν πόλιν τήν Κρητικήν, καὶ διὰ δύο αα καὶ διὰ τοῦ η (that means probably Λάππα or Λάππη, according to the suggestion made by M. GUARDUCCI, ΙС, 2 [1939], 16 Lappa, p. 192 a? [* XENION, Περί Κρήτης, FGH, 460 F 9 J]). The inscriptions, from the Hellenistic to the Roman period (M. GUARDUCCI, Iscrizioni inedite del Museo di Retimo, in RIA, 3, 1931,27-30, p. 29-30, no. 2; ΙС, 2, 16 Lappa, 2 [lin. 6]. 3. 5AB. 6AB. 7ABC. 8A. 14 [Λαππαίων], the coins (J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Lappa, p. 208-216, nos. 11-12. 20-21. 25. 28-36 [ΛАППАΙΩΝ]; cf. 22. 23. 27 [ΛАΠΠ]) and some ancient sources give the form with ππ (PTOL., 3, 15, 7 [quoted note 27: Λάππα]; DIO CASS., 36, 18, 2 [Λάππα; but Λαµπαίους in 51, 2, 3]; Tab. Peut., 7, 5 m [Lappa]), which seems older, whereas the form with µπ (POLYB., 4, 53, 6; 54, 5; 55, 1 [always Λαμπαῖοι, in spite of the correction of the editors]; Geogr. Rav., 5, 21 (10) Schnetz [Lappa]; HΙΕROCL., Synec, 650, 10 [Λάµπαι, pour Λάµπη?]; Not. Graec. episc, 3, 445; 10, 556; 13, 406 [ό Λάµπης]; 8, 236; 9, 145 [ό Λάµπων]; Not. episc. Eccl. Const., 2,223 [ὁ Λάμπων]; 3, 246; 10, 472; 13, 488 [ὁ Λάμπης]) would be, according to T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 118, a late alteration, which survives in Λάµπη, the name of the eparchia south of Rethymnon, now generaly supplanted by Άγιος Βασίλειος (T.A.B. SPRATT, ibid, p. 268 - but see note 29). 27. The indications on the localization of Λάππα are not very precise. So PTOLEMY (Geogr., 3, 15, 7) gives the following sequence, for the cities inland: Πολυρρηνία, Ἄπτερα, Ὑρτακίνα, Λάππα. Σούβριτα, Ἐλευθεραί, Γόρτυνα ... But Λάππα was identified by R. PASHLEY, Travels, 1837 [note 1], 1, p. 84-87, with the modern town of Πόλη, today Αργυρούπολη, south-west of Rethymnon, 8 km from the northern coastline, because it is between the sites of the two harbours of Ἀµφίµαλλα and Φοῖνιξ; see T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 116119; L. THENON, Fragments d’une description de l’île de Crète. II. Lappa, in RA. NS. 15. 1867, 265-272; and the notices of J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Lappa, 208-209; L. BÜRCHNER, s.u. Lappa 1 (ἡ Λάππα), in RE, 12/1, 1924, 787-788; L.B., s.u. Lappaia (ἡ Λαππαία), in RE, 12/1, 1924, 788. 28. [PS.-]SCYLLAX (Per., 47 Müller [48 Peretti, Pisa, 1979]), confirms that the territory of Λάππα extends to both opposed coastlines: Πρὸς βορέαν ἄνεμον ἡ Ἀπτεραία χώρα. Εἶτα ἡ Λαμπαία, καὶ διήκει αὕτη ἀμφοτέρωθεν . καὶ ποταμὸς Μεσάπος ἐν αὐτῇ ἐστι (cf. THEOPHR., Η.P., 2, 6, 9 [quoted note 76], who gives Λαπαία). 29. It seems that two municipalities share today the inheritance of Λάππα, the ∆ήµος Λαππαίων, whose capital is Επισκοπή, ca. 5 km north of Αργυρούπολη, near the location of the ancient city, and the ∆ήµος Λάµπης, whose capital is Σπήλι and whose name keeps the altered form of the city-name (which appears also probably
136
GÉRARD CAPDEVILLE
Tὸ δὲ ἔνθεν ἰσθμός ἐστιν ὡς ἑκατὸν σταδίων, ἔχων κατοικίαν πρὸς in the name of the village of Λαµπηνή, north-west of Σπήλι as well as in Λάππας, a place with geometric and medieval ruins south-east of Σπήλι, according to P. FAURE, Toponymes préhelléniques dans la Crète moderne, in Kadmos, 6, 1967, 41-79 [hereafter Toponymes], s.u. Λάππα (or Λάππη), p. 61 / RTC, 1989 [note 1], 85-142, p. 105-106). This would imply a broad eastward expansion of the territory of the ancient Λάππα and might explain probably the absence of any other city in the region, as already observed by T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p, 271: «It is a singular fact regarding the eparkia of Agios Vasiles (sic), that throughout its whole extent not any ancient city has been discovered; and yet there can be no doubt that in one or two of the most populous of these valleys there must have been a town of more or less importance.» - As a matter of fact a fortified town was discovered in 1915, near Κεραµέ, in the locality Κιονία, by Ν.Γ. ΠΑΠΠΑ∆ΑΚΙΣ, Κρητικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸν Κεραμὲ νότιας ἀκτῆς, in Ἀφιέρωμα εἰς Γ.Ν. Χατζιδάκιν, Athens, 1921, 72-77; cf. Κ. Ηλ. ΠΑΠΑ∆ΑΚΗΣ, Η αναγνώριση της αρχαίας πόλεως Κιονίας παρά τόν Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης - Η επιγραφή του Κεραµέ, in Amaltheia, 102-103, 1995, 61-68. Μ. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 30 Tituli locorum incertorum, p. 310, proposed to identify there the ancient Bιώννος, quoted in the list of the theorodokoi of Delphi (cf. note 23), between (col. IV, lin. 13) Φαιστός and Ψύχιον on the one hand, Μάταλα on the other (but Βίεννος in Stadiasmus, 335-336, is distinct, as situated on the western coast, between Κριού µέτωπον, today Ακρωτήρι Κριός and Φαλάσαρνα, on the Ακρωτήρι Κούτρη, cf. ТА.В. SPRATT, Travels, 1865, 2, p. 237-238; P. FAURE, Nouvelles localisations de villes cretoises [hereafter Nouvelles], in KρXρ, 17, 1963, 16-26, p. 24-25 / repr. in RTC, 1989, 59-69, p. 67-68, no. 6, s.u. Βίεννος; as well as eastern Βίεν(ν)ος [Stad., 320-321], today Βιάννος [Viano], in the south-east of the nomos of Ηράκλειο: T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 1, p. 237-238; ΙС, 1, 1935, 6 Biannos, p. 29). This identification, contested by E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 125 and note 5 (who considers the resemblance between Κιονία and Βίωννος unconvincing and suggets, p. 137, locating Βίωννος in Καστρί, about 5 km north of Αγία Γαλήνη), was repeated by S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966, p. 165. 173-174 [§ 8], but questioned again by A. CHANIOTIS, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit (Heidelberger Althistorische Beitrage und Epigraphische Studien, 24), Stuttgart, 1996, no. 63, 381-383, p. 382 (for the same reason), and recently accepted by K.H. ΠΑΠΑ∆ΑΚΗΣ, Βιώννος ή Κιονία: µια άγνωστη αρχαία πόλη παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης, in Κρητολογικά γράµµατα, 15-16, 1999-2000, 23-34 [hereafter Βιώννος ή Κιονία]. The site of the ancient Κόριον (STEPH. BYZ., s.u. Κόριον, 374, 12 Μ) was identified near Μέλαµπες (∆ήµος Αγ. Βασιλείου) by Ν. ΠΛΑΤΩΝ, Ἡ ἀρχαιολογική κίνησις ἐν Κρήτῃ κατά τό ἔτος 1959, in KρXρ, 13, 1959, 359-393, ρ. 391, after an inscription which gives the name of the community (cf. S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 165. 169 § 2; P. FAURE, Nouvelles, 1963 [above], p. 25 [KρXρ] / p. 68 [RTC], no. 11 bis, s.u. Κόριον); this would demolish the
PHOINIX IN CRETE
137
μὲν τῇ βορείῳ θαλάττῃ Ἀμφίμαλλαν30, πρὸς δὲ τῇ νοτίῳ Φοίνικα τὸν Λαμπαίον31. It is perhaps this last designation, or possibly *Λιμὴν τῶν Λαμπαίων, which has been corrupted into Λάµων32, given by the Stadiasmus (326-327): hypothesis put forward, probably on no other basis than a vague similitude of names, by M. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 16 Lappa, p. 192 b, who sites it near the lake Κουρνᾶς (unlikely in any case as situated between Λάππα and its harbour Ἀμφίμαλλα). In this instance we are in the easternmost part of the modern eparchia, a siting which does not call into question the authority of Λάππα over the rest of the terrritory. - According to R. PASHLEY, Travels, 1837, 1, p. 87, the bishop is called indifferently of Agios Vasilios or of Lampe; according to C. BURSIAN, Geographic von Griechenland, 2 vol., Leipzig, 1862-1872, 2 (1868-1872), p. 546, n. 1, the bishop of the three districts of Sphakia, Agios Vasilios et Amari bears officially the title of ὁ Λάμπης. 30. Ἀμφίμαλλα was on the northern coast, near the base of the Ακρωτήρι ∆ράπανο (∆ρέπανον in antiquity), north of the modern town of Γεωργιούπολη (cf. PLIN., N.H., 4, 59; STEPH. BYZ., s.u. Ἀμφιμάλιον, 90, 9 Μ [with one or two λ according to the manuscripts, and also Ἀμφίμαλα, as a variante]; PTOL., 3, 17, 7 [Ἀμφιμαλής κόλπος] and maybe Stad., 345-347 [Ἀμφιμάτριον]). See G. HIRSCHFELD, s.u. Amphimalla, in RE, 1/2, 1894, 1942; G.H., s.u. Amphimatrion (Ἀμφιμάτριον), in RE, 1/2, 1894, 1942. - M. GUARDUCCI, ΙС, 2 (1939), 14 Hydramia, p. 183, observes rightly that STRABON calls it κατοικίαν (“colony”) and not πόλιν. 31. Actually Ἀμφίμαλλα (near the modern Γεωργιούπολη) and Φοῖνιξ (today Πλακιάς) are not on the same longitude: Φραγκοκάστελο is almost directly below Ἀμφίμαλλα and corresponds to the narrowest part of the isthmus. But if we consider the situation of Λάππα itself, Πλακιάς is on the only practicable route to the south, through a gorge below Μύρθιος (with the river Κοτσυφός). That is the route followed and described by T.A.B. SPRATT, Travels, 1837 [note 1], p. 270 (cf. S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 165) - and not the one mentioned by E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 132, n. 3, through the pass of Κοξαρές, much further east, near the gorges of Πρέβελη or the Κουρταλιώτικο, which T.A.B.S. precisely avoids. 32. E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, 1941 [note 7], c. 433, 10; c. 434, 35, suggests that Λάµων can stand for Φοῖνιξ, arising from a conflation of Λιμὴν τῶν Λαμπέων = Φοῖνιξ (cf. S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 183, note 67). M. GUARDUCCI, ΙС, 2, 16 Lappa, p. 192,does not accept this identification, but on the map places Λάµων in Πλακιάς, and Φοῖνιξ near Φοινικιάς. The distances given by the Stadiasmus confirm this localization of Λάµων: 162 stadia from Σουλία (Αγία Γαλήνη) to Λάµων (Φοῖνιξ), 130 stadia from Λάµων to Λουτρό. - Ε. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 126 locates Φοῖνιξ “an der kleinen
138
GÉRARD CAPDEVILLE
Ἀπὸ Ψυχέως ἐπὶ τὸν Λάμωνα στάδιοι ρν´• λιμήν ἐστι. Καὶ πόλιν ἔχει καὶ ὕδωρ. 327. Ἀπὸ Λάμωνος ἐπὶ Ἀπολλωνιάδα στάδιοι λ´. The exact position of Φοῖνιξ in this bay is more difficult to fix. It has been thought to be Πλακιάς itself, to the east, which is the municipal capital and includes, on the eastern bank of the river Κοτσυφός, an enlargement which preserves the name Φοίνικας33; but only few ancient remains have been uncovered and the bay is very windy on this part. On the other side, the small creek of Σούδα is more hospitable and it is overlooked by a locality called Φοινικιάς, not far from a deserted homonymous monastery34; a river links these three sites, with the same name Φοινικιάς. Finally it has been supposed that the modern toponym of ∆αµνώνι, to the south-east on another creek, continues the old Λάµων35. Further east, the beach below Πρέβελη, near the Medieval Sudabucht”, but p. 132, note 3 “an der Plakiasbucht”, as moreover in his article in the RE, Phoinix 17, 1941, c. 433, 8 “in der Plakasbucht” (sic). 33. That name appears on the map Ανάβαση (2008), but not on the map HarmsΙC-Verlag (2004): it seems to correspond to the area around the church “Ayios Yioryios”, on the other bank of the river Κοτσυφός, according to S. HOOD, P. WARREN, Ancient Sites, 1966 [note 1], p. 183, § 25. It is probably this toponym which is taken into consideration by E. KIRSTEN, s.u. Φοῖνιξ 17, с. 433, 8 -under the form Φοινικιαῖς (! see below, note 34) - to locate “in der Plakasbucht” that other Φοῖνιξ. Cf. M. DEFFNER, Ὁδοιπορικαί ἐντυπώσεις ἀπό τήν Δυτικήν Κρήτην, Athens, n.d. [1928 ?], p. 63, who identifies the second Φοῖνιξ with Φοινικιαῖς τοῦ δήμου Φοίνικος. 34. There is on one hand, both with the name of Φοινικιάς and abandoned, a village and a monastery, with the church of Άγιος Αστράτηγος=Μιχαήλ Αρχάγγελος (S. HOOD, P. WARREN, Ancient Sites, 1966 [note 1], § 26, p. 184; the numerous palms in the valley could explain the name); on the other hand, about I km, further down near the shore, in the village of Σούδα (§27, p. 184), is a Greco-roman house described by E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951, p. 126-127 (+ pl. 108, 3), who locates here Φοῖνιξ of Λάππα.-Ρ. FAURE, Hydronymes cretois, in Κρητολογία, 18-19. 1984, 30-61. 200-202, p. 54 / repr, in RTC, 1989, 303334. 335-337, p. 327, mentions, according to documents of 1629 and 1651 στο Φοινικιά ή Βρυσίδα, in [he locality Βάι (“Palm-tree”), as a «source abondante a l’Ouest des ruines de I’antique Φοῖνιξ Λαμπαίων», and even a Finischia F(iume) in 1689 (without specifying). 35. P. FAURE, Toponymes, 1967 [note 29], p. 61 [Kadmos] / p. 105 [RTC], s.u. Λάµων, writes: «Nom d’un petit port antique, devenu le lieu-dit ∆αµνώνι (sic) ou ∆αµόνι a Myrthio, Agiou Vasiliou. Amnoni sur les cartes vénitiennes du XVIIе siècle). - P. FAURE, Crète, 1959 [note 5], p. 203-204 [KρXρ] / p. 245 [BAGB] / p.
PHOINIX IN CRETE
139
church of Άγιος Σάββας36, is shaded by palm trees and bears the name of Φοινικόδασος37.
Such names are found in many sites around the Mediterranean38: in Karpathos (Φοινίκη39), Cythera (Φοινικοῦς40), in Ios (Φοινίκη41), in front of
33-34 [RTC], § 2 bis, thinks that Απολλωνία isn’t a town, but a temple of Apollon, whose remains are visible in Αργουλές, Σφακιά. S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 184, § 27 (s.u.), suggest Soudha near Sellia for Απολλωνία, according to M. GUARDUCCI, ΙС, 2, p. 192 and map. E. KIRSTEN, FK, [1942] 1951 [note 1], p. 125-126, proposes Kionia / Kerame for Απολλωνία or Λάµων. 36. S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 181, § 21, s.u. Preveli: ‘Agios Savvas’. The church is near the mouth of the Μέγας Ποταµός, on the left bank; in the last part of the valley are many wild palm-trees. 37. There are also two similar place-names in the nomos of Ηράκλειο: Φοίνικας, on the coast, to the east, in the ∆ήµος Γουβών; Φοινικιά, in the ∆ήµος Ηρακλείου, southwestward of the city. However, because of a lack of information on the antiquity of these names (they don’t appear in the Studies of P. FAURE, RTC, 1989 [note 1 ]), we cannot examine them here. 38. For Phoenicia itself, we have Φοινίκη in HOMER (Od, 4, 83; 14, 291; Η. Dion. III [= 34], A 9 = ap. DIOD. SIC, 1, 15, 7; 3, 66, 3; 4, 2, 4), THEOCRITES (17, 86), XENOPHON (An., 7, 8, 25) ... and the Ἐπαρχία Φοινίκης in HIEROCLES (715, 5), distinct from the Ἐπαρχία Φοινίκης Λιβανησίας (717, 1; idem in Not, Gr. episc, 984 [cf. note 20]). - LACTANTΙUS (Phoen., 65-66) extends the name to Syria: Dirigit in Syriam celeres longaeua uolatus / Phoenice nomen cui dedit ipsa uetus. Cf. O. EIßFELDT, s.u. Phoiniker und Phoinikia, in RE, 20/1, 1941, 350-380, c. 350-355. 39. A harbour on the western coast of the island is called Φοινίκη, but we have no information about the antiquity of this name. 40. The best harbour of the island, in the south-east (XEN., Hell., 4, 8, 7). The eponym of Cythera should be Κύθηρος, son of Φοῖνιξ, but its ancient name would have been Πορφύρουσα on account of the beauty of its purples - the shellfish from which the purple is extracted -, according to STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Κύθηρα, 391, 12 Μ): Κύθερα, νῆσος πόλιν ὁμώνυμον ἔχουσα πρός τῇ Κρήτῃ, ἀπό Κυθήρου τοῦ Φοίνικος. Ἐκαλεῖτο δέ Πορφύρουσα διά τό κάλλος τῶν περί αὐτήν πορφυρῶν, ὡς Ἀριστοτέλης [Πολιτεῖαι, fr. 521 Rose / 88. Κύθηρα, fr. 527, 1 Gigon]; the same data are reproduced by EUSTATHES (in HOM., Il., 10, 268 / 804, 33 ed. Rom. [cf. in Il, 15 432 / 10214, 47, ed. R.]; in DION. PER., 498), and the old name given also by PLINIUS (N.H., 4, 56). See C. BURSIAN, Geographic [note 29], 2, 18681872, p. 141; O. MAULL, s.u. Kythera (τά Κύθηρα), in RE, 12/1, 1924, 207-215; Johanna SCHMIDT, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 1, in RE, 20/1, 1941, 383. The name of the port, the ascendant of the eponym, the ancient name of the island — and the exploitation of the purples, which it implicates -suggest a strong relationship with the Phoenicians (cf. A. F1CK, V. Ortsnamen, 1905 [note 7], p. 41). 41. Ancient name of the island of Ios (STEPH. BYZ., s.u. Ἴος, 334, 4 [10] M; PLIN.,
140
GÉRARD CAPDEVILLE
Chios (Φοινικοῦς42) and of Rhodos (Φοινίκη43), in Lycia (Φοίνιξ44, Φοινικοῦς45), N.H., 4, 69), which could explain the representation of palms on the coins (C. BURSIAN, Geographie [note 29], 2 [18681872], p. 507, note 2). See L. BURCHNER, s.u. Ios (ἡ Ἴος) 1, in RE, 912, 1916, 1930-1933, c. 1930, 23; Johanna SCHMIDT, s.u. Phoinike (Φοινίκη) 6, in RE, 20/1, 1941, 349-350. 42. THUCYDΙDES (8, 34): λιμένα Φοινικοῦντα καλούμενον («harbour called Phenician», quoted by STEPH. BYZ., s.u. Φοινικοῦς, 669, 5 Μ [see note 15]) indicates a harbour on the continent in front of Chios, on the territory of Erythrai (cf. LΙVY, 36, 45, 7: Phoenicuntem ... portum Erythrae <terrae>), under the mount Mimas. See J. KEIL, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 6, in RE, 20/1, 1941, 384-385; J.K., s.u Mimas 1, in RE, 15/2, 1932, 1713-1714. 43. STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Φοινίκη, 668, 19 [669, 4] Μ) mentions a locality (and a river) of that name in the vicinity of Rhodos; actually it is a settlement and an homonymous mountain in the Rhodian περαία in Caria (STRAB., 14, 2, 2 /651 C; 14, 2, 4/652 C; PTOL., 5, 2, 8. 10 [mountain]; NΙCEPHOR., Breu. hist., 50, lin. 2 Mango [Washington, D.C., 1990]. The location corresponds to the present village of Phiniki or Finikite in Turkey: see F. HILLER V. GAERTR1NGEN, Anhang über die Tloer, in Hermes, 37, 1902, 143-146, p. 144-145; W. RUGE, s.u. Phoinix 14, in RE, 20/1, 1941, 426- 428; P.M. FRASER, G.E. BEAN, The Rhodian Peraea and Islands, Oxford - London, 1954, p. 58 (notice), p. 34 (inscr. 20-22; cf. p. 33-34, inscr. 19), p. 95; G.E. BEAN, s.u. Phoinix (Fenaket) - Turkey, in PECS, 1976, 707. 44. Place in Lycia according to the Vita Nicolai Sionitae (37, lin. 4. 8; cf. G. ANRICH, Hagios Nicolaos. Der heilige Nikolaos in der griechischen Kirche. Texte una Untersuchungen, 2 vol., Teubner, Leipzig, 1913-1917, t. 2, p. 538-539, s.u. Φοῖνιξ), les Notitiae (Not. episc. Eccl. Const, 7, 344; 13, 279 [ὁ Φοίνικος or Φοινίκων depending to the manuscripts]; 9, 226; 10, 275 [ὁ Φοινίκων]; Not. Grace, episc, 10, 374; 13, 226 [ὁ Φοινίκων]); THEOPHANES (Chronogr., 332, 16; 345, 28; 385, 6. 14 de Boor [Teubner, 1883]); GREGORIUS [GEORGE] OF CYPRUS (Nova tactica, 1429 [ὁ Φοινίκων]); see W. RUGE, s.u. Phoinix 15, in RE, 20/1, 1941, 428-431: it is today Finike, on the Finike-Bai. According to CONSTANTINE PORPHYROGENITUS (Them., 1, 14 / 37, 17 Bekker [Φοῖνιξ]), a river bore the same name as the city (cf. STEPH. BYZ., s.u. Φοινίκη, 668, 19 [669,4] M); see W. RUGE, s.u. Phoinix 16, in RE, 20/1, 1941,431. 45. Harbour on the southern coast, not far from Patara (LIV, 37, 16, 6), probably the bay of Kalamaki: see W. RUGE, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 3, in RE, 20/1, 1941, 384. - Still in Lycia, the same name is given by STRABON (14, 3, 8 / 666 C) near the city of Olympos, for a mountain, called also Ὄλυμπος (cf. Stad, 228; Schol. in AP. RH., 1, 598); see W. RUGE, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 4, in RE, 20/1, 1941, 384; E. OBERHUMMER, s.u. Olympos ( Ὄλυμπος) 21, in RE, 18/1, 1939, 315320 [319, 57 for the mountain]. This toponym explains the use of Φοίνικος ἕδος by QUINTUS OF SMYRNA (8, 106) to designate the south part of the Lycia; cf.
PHOINIX IN CRETE
141
in Caria (Φοινίκη46, Φοῖνιξ47), in Syria (Φοινικοῦσσαι48), in Lebanon (Phoinike Libanesia49), in Messenia (Φοινικοῦς50), in Achaia (Φοῖνιξ51), in Beotia (Φοινίκιον52, Φοινικίς53), near Corinthos (Φοινίκαιον54), F. VΙAN, Recherches sur les Posthomerica de Quintus de Smyrne (Etudes et commentaires, 30), Paris, 1959. p. 139 et n. 8, who identifies the mountain with the Musa Dagh. 46. The Caria would have been also called Φοινίκη saccording to ATHENAEUS (4, 76 / 174 f), who refers to the testimonies of CORINNA (fr. 27 PLC, 3, 550 Bergk4 [Teubner, 1882] / 32 = 686 PMG Page [Oxford, 1962]) and BACCHIL1DES ( Ἐξ ἀδήλων εἴδων, fr. 40 Snell-Maehler [Teubner, 1970] / inc. sed. fr. 13 Irigoin [CUF, 1993]). See E. SCHWARTZ, Quaestiones Herodoteae, in Index lectionum in academia Rostochiensi semestri aestivo a. MDCCCXC habendarum, Rostock, 1890, 3-19, p. 10-11 / repr. in E.S., Gesammelte Schriften, 5 vol., Berlin, 19381963, 2 (1956), 63-92, p. 76-77; W. RUGE, s.u. Foinike (Φοινίκη 10, in RE, 20/1, 1941, 350; cf. E. ASSMANN, Fehlgriffe und neue Wege bei der Erforschung kleinasiatischer Eigennamen, in BPhW, 1919, 86-96, c. 91; L. BÜRCHNER, s.u. Karia (ἡ Καρία) 1, in RE, 10/2, 1919, 1943-1947, c. 33. 47. Mountainous peak, with homonymous fortress, according to STRABO (14, 2,4 / 652 C). 48. According to HECATAEUS (Περιήγησις, 2, FGH, 1 F 278), quoted by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Φοινικοῦσαι, 669, 9 [11] Μ). 49. Ε. HONIGMANN, s.u. Libanesia, Phoinike Libanesia, in RE, 12/2, 1924, 24842485. 50. Harbour mentioned by PAUSANIAS (4 Μεσσηνιακά, 34, 12), near Akritas, southern foreland of the Messenia; see C. BURSIAN, Geographie [note 29], 2, 1868-1872, p. 174; F. BÖLTE, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 2, in RE, 20/1, 1941, 383-384. 51. Name of a river west of Aigion according to PAUSANIAS (7 Ἀχαϊκά, 23, 5), today the Σαλµενικό (cf. C. BURSIAN, Geography [note 29], 2 [1868-1872], p. 313; J.G. FRAZER, Pausanias’s Description of Greece, translated with a commentary, 6 vol., London, 1898 [hereafter Pausanias], 4, p. 160-161, ad 23, 5, s.u. Phoenix — Miganitas; E. MEYER, s.u. Phoinix 19, in RE, 20/1, 1941, 435). 52. Φοινίκιον or Φοινικίς, mountain in Beotia, according to STRABON (10, 2, 26 / 410 C), See the notice of E. KIRSTEN, s.u. Phoinikion (Φοινίκιον), in RE, 20/1, 1941, 380-381. 53. Town in Beotia, under the mountain Φοινίκιον, according to STRABON (10, 2, 26 /410 C), See the notice of E. KIRSTEN, s.u. Phoinikis (Φοινικίς), in RE, 20/1, 1941, 1308-1309. 54. Name of a mountain, according to EPHOROS ( Ἱστορίαι, FGH, 70 F 75 J = ap. STEPH. BYZ., s.u. Φοινίκαιον, 668, 17 Μ). See Ε. MEYER, s.u. Φοινίκαιον, in RE, 20/1, 1941, 348.
142
GÉRARD CAPDEVILLE
in Epira (Φοινίκη55)...; further east, in the Sinaï (Φοινίκων κώμη56) or near Jericho (Φοινικών57), further south in Egypt (Phoinikon58, Φοινικοῦς λιµήν59), as well as further west, near Carthage (Φοινικοῦσσαι60), in 55. Φοινίκη, capital of Epirus at the end of the III. cent, and in the first half of the II. cent. B.C., now Finiki in Albania (STRAB., 7, 7, 5 / 324 C; PTOL., 3, 13, 5; POLYB., 2, 5, 3; 2, 6, 3; 2, 8, 2. 4; 16, 27, 4; 32, 6, 2; 32, 14, 1; LΙV., 29, 12, 11; PROCOP., de Aed, 4, 1, 37-38; HIEROCL., 652, 2: Φοινίκη [missing in the les Not. Graecae Episc.]). See the notices of E. POLASCHEK, s.u. Φοινίκη 9, in RE, 20/1, 1941, 1306-1308 and of P.C. SESTIERI, s.u. Phoinike (Finik) - S Albania, in PECS, 1976 [note 7], 708; and especially the publication of L.M. UGOLINI, Albania antica, 3 vol., Milan - Rome, 1927-1942. II. L’acropoli di Fenice, 1932. in particular p. 217-219 «Identificazione di Feniki con Fenice» and p. 219-220 «Il toponimico», which would not indicate a Phoenician foundation (contra V. BÉRARD, Les Phéniciens et l’Odyssée [second version], 2 vol., Paris, 1927 [hereafter Phéniciens], 2, p. 28), but be derived from the name of the palm, a branch of which appears on the reverse of the coins (represented fig. 94 [ca. 238-168 B.C.], 95 [epoch of Neron], p. 159-160). 56. “Palm-grove” oasis in Arabia (PTOL., Georg., 6, 7, 3; AGATHARCHIDES, Mar. Erythr., 85-88 = ap. PHOTIUS, Bibl, cod. 250, 86-87 + DIOD. SIC, 3, 42, 2. 5; 3, 43, 1; PROCOP., Bell. Pers., 1, 19, 8-13; NONNOSUS, FHG, 4, p. 179 Μ = αp. PHOT., Bibl, cod. 3, 2 b 21), probably the same as Elim in the Exodus (15, 27), with 12 springs and 70 palm-trees, and as mod. Tor in the south of the Sinaï peninsula. See F.M. ABEL, L’expédition des Grecs à Petra en 312 av. J.-C, in RBi, 46, 1937, 373-391, p. 382. 386; A, GROHMANN, s.u. Φοινίκων κώµη, in RE, 20/1, 1941, 382-383. 57. “Palm-grove” with other fruit-trees, near Jericho, according to STRABO (16, 2, 41 /763 C). 58. First Roman station on the road to the desert, between Koptos (at 24 km) and Berenikedd; today oasis of Bir-el-lakita, with palm trees (Itin. Ant., 172, 1 Wesseling ap. Cuntz, Teubner, 1929 [Poeniconon]; Geogr. Rav., 3, 4 (19) Schnetz, Teubner, 1940 [Phinica]; Not. Dign., 49 [Foenicionis]; Tab. Peut., 8, 2 [Phoenice]). See H. KEES, s.u. Phoinikon, in RE, 20/1, 1941, 382. 59. Φοινικοῦς λιμήν (PTOL., Geogr., 4, 5. 3; STRAB., 17. 1, 14 / 799 C: cf. Stadiasm., 12-13): harbour in Marmarica, between Alexandria and Libya. See F. WINDBERG, s.u. Phoinikus 9 (Φοινικοῦς λιμήν), in RE, 20/1, 1941, 385. 60. Name of two islands of the Lybian sea, mentioned by HECATAEUS (Περιήγησις, 2 / FGH, 1, F 342), quoted by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Φοινικοῦσσαι, 669, 9-10 Μ). See J. SCHMIDT, s.u. Foinikussai (Φοινικοῦσσαι), in RE, 20/1, 1941, 386. - The country of Carthage can itself be called Φοινίκη (EVR,, Tr., 221, according to the identification of the scholiast, ad loc. [220. 221]; cf. Phoen., 204, where Φοινίσσας ... νάσου can designate Carthage; POLYAEN., Strat., 5, 3, 6).
143
PHOINIX IN CRETE
Etruria (Punicum61), in Sicily (Φοῖνιξ62), in the Lipari islands (Φοινικοῦσσα or Φοινικώδης63), and even in Narbonnaise Gaul (Phoenice64). *
For every one of these toponyms we can ask whether its origin goes back to Φοῖνιξ, «Phoenician»65 - or maybe to Φοῖνιξ, «Phoenix»66, the 61. It is one of the harbours of Caere, whose name is given only in the Table of PEUTINGER (4, 3 m [sometimes read by mistake Pumeum], near Pyrgos = Pyrgi); today S. Marinella [RM]. 62. Town north of Tauromenium quoted by APPIAN (B. ciu., 5, 1 10, 460), probably identical to the station mentioned in the Itinerarium Antonini Augusti (87, 1 Cuntz [Teubner, Leipzig, 1929 / reprint, ibid., 1990]): Tamaricios siue Palmas, situated 20 Roman miltes from Messina, 15 from Tauromenium; see K. ZIEGLER, s.u. Phoinix 20, in RE, 20/1, 1941, 435-436. - A harbour situated near cape Pachynos is mentioned by PTOLEMY (3, 4, 4) with the name of Φοινικοῦς λιμήν; it may be identical with Φοινικοῦς, quoted by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Ἀκράγαντες, 62, 10 [13] Μ), among the cities of Sicily named after a river, according to DOURIS OF SAMOS (Τὰ περὶ Ἀγαθακλέα, FGH, 76 F 59 J); see K. ZIEGLER, s.u. Phoinikus (Φοινικοῦς) 7, in RE, 20/1, 1941, 385. 63. Φοινικοῦσσα is the name of one of the islands, according to STRABO (6, 2,11 / 276 C), who derives it from the name of the palm (quoted note 73), after ARTEMΙDORUS, whence the transcription Phoenicusa in PLINIUS (N.M., 3, 94) and POMPONΙUS MELA (2, 120). But the most frequent form is Φοινικώδης (ARSTT., Mir. ausc., 132 / 843 b 5; DIOD. SIC, 5, 7, 1; STRAB., 6, 2, 11 / 277 С [who gives as source AGRΙPPA, Commentarii, fr. 9 Riese, GLM, 1878 / fr. 14 A. Klotz, Die geographischen commentarii des Agrippa und ihre Überreste, in Klio, NF 6 = 24, 1931, 38-58. 386-470, p. 409-411]; PTOL, Geogr., 3, 4, 8; Schol. in DION. PERIEG., 465; Schol. in AP. RH., 3, 41-43 a; 4, 761-765 a [after correction of Φοινίκη in Φοινικώδης by G.H. SCHAEFER, ed.2, Leipzig, 1813]; NICEPHOR., Γεωγραφία συνοπτική, 447511 / GGM, 2, 462, 12 Müller [Didot, Paris, 1861], who calls Φοινίκη the Tyrrhenian see; EUSTATH., in HOM., Od., 10, 1 / 1644, 36), whence the modern name Filicudi comes. See K. ZlEGLER, s.u. Ρhoinikussa (Φοινικοῦσσα), in RE, 20/1, 1941, 385-386. 64. Given as the name of an island by PLINIUS (N.H., 3, 79). According to P. GOESSLER, s.u. Phoinike (Φοινίκη) 8, in RE, 20/1, 1941, 350, and more precisely to H. ZEHNACKER, in his commentary to Plinius (CUF, Paris, 1998), ad loc. (p. 190), it is one of the “Petites Stochades”, Pomegues, off Marseilles. 65. I. LÉVY, L’origine du пот de la Phénicie, in RPh, n,s, 29, 1905, 309-314; O, EIβFELDT, s.u. Phoiniker und Phoinikia, in RE, 20/1, 1941, 350-380, c. 354 (on the origin of the name); L. DEROY, L’origine préhellénique de quelques noms de peuples méditerranéens, in AlPh0, 13, 1953 [1955], 87121, p. 103-109 = Mélanges Isidore Lévy, Brussels, 1955 (on Phoenicia). 66. On Φοῖνιξ, father of Εὐρώπη and eponymous of the Phoenicians: G. TÜRK, s.u. Phoinix
144
GÉRARD CAPDEVILLE
eponym67-, or to φοῖνιξ68, «date palm-tree»69; in other words, if it is a 2, in LM, 3/2, 1903-1909, 2401-2403; E. WÜST, s.u. Phoinix 4, in RE, 20/1, 1941, 412-414; A. KAUFFMANN-SAMARAS, s.u. Phoinix I, in LIMC, 7, 1994, 1, 395 (no direct representation). - His genealogy is rather confused: usually he is called son of Agenor (PHERECYD., Ἱστορίαι, 4, FGH, 3 F 21 = ap. Schol. Laur. in AP. RH,, 3, 1186; ANT. LIB., Met., 40, 1; HYG., Fab., 178; PROBVS, in VERG., Вис, 10, 18; Schol. in EVR., Phoen., 5. 6 [quotes EVR., Φρίξος Β´, fr. 819, 6-9 Nauck2 / TGrF Kannicht]. 217; Rhes., 29 [Notae codicis С, 8]; Schol. in AP. RH, 2. 178-182а/140, 1-6 Wendel (< HES., Mul. cat., fr. 31 Rzach / 138 Merkelbach, West); 3, 1178; APD., 3, 2; STEPH. BYZ., s.u. Φοινίκη, 668, 19 [20] Μ ; EVST. in DION. PER., 905; IОANN. ANTIOCH., Ἱστορία χρονική, 1, fr. 6, 15 FHG, 4, 542 Müller = ap. Codex Parisinus 1630); PHOT., s.u. Φοινικήϊα γράµµατα, 2, 266 Naber [Leiden 1865]; Suda, s.u. Φοινικήϊα γράµµατα, Φ 787 Adler [Teubner, 1935]; STEPH. BYZ., s.u. Φοινίκη, 668, 19 [668, 20] Μ; s.u. Εὐρώπη, 287, 8 Μ), and father of Europa (НОМ., Il., 14, 321; Schol. Townl. in HOM., Il., 14, 321; EVST, ibid.; MOSCH., Id, 2 Εὐρώπη, 7; BACCHIL., Dith., 3, 31-32 [> fr. 10 Blass4-Suess, Teubner, Leipzig, 1912 / fr. 12 Irigoin, CUF, Paris, 1993 = ap. Schol. D = Schol. A+B in HOM., Ιl., 12, 292 <307 by mistake ap. Irigoin> 1, 427; 3, 506 Dindorf]; PAVS., 7, 4, 1; APD., Bibl., 3, 1, 1, 2 / 3, 2 Wagner [Teubner, Leipzig, 1894]; STEPH. BYZ., s.u. Εὐρώπη, 287, 8 Μ [without addition]; cf. P. Oxy. 1358, fr. 1,1 = P. Reinach 77, lin. 7); but he is sometimes presented as the brother of Agenor (NONN., Dion., 3, 295-299; Schol. in EVR., Phoen., 291) or as the brother of Europa (Schol. in EVR., Phoen., 217; IОANN. ANTIOCH., fr. 6, 15 [see supra]; APD., Bibl., 3, 1, 1, 2 / 3, 2 W; HYG., Fab., 178) and even as her son (ALEX. RH., ap. Schol. Vat. in DION. THRAC, Τέχνη γραµµατική, 6, / 782 b 24 [quoted note 85]; Schol. in LYK., Alex., 431)! 67. Φοῖνιξ gave his name to Phoenicia (cf. EVR., Φρῖξος B´, fr. 819, 8 Nauck2 / TGrF Kannicht = ap. Schol. in EVR., Phoen., 6/ 1, 248, 8 Schwartz [Berlin, 1887]; APOLLOD., Bibl., 3, 1, I; STEPH. BYZ., s.u. Φοινίκη, 668, 19 Μ [ἡ χώρα, ἀπὸ τῆς Φοίνικος γενικῆς]; EVST.. in DION. PER., 905). - The word isn’t Semitic: in the local language, the name of the country is Kinahhi, attested on the tablets of Amarna and in the forme of Χαναάν in the New Testament (cf. Souda, s.u. Χαναάν, X 79 Adler). This word is transcribed τὸ Χνᾶ by HECATAEUS OF M1LETOS (Γενεαλογίαι, 2 / FGH, 1 F 21 + 272 J = ap. HERODIAN., Περί µονήρους λέξεως, 7, 32, s.u. Ἀθηνᾶ, 2, 912, 23 Lentz [Leipzig, 1867]): ... τὸ Χνᾶ· οὕτω γὰρ πρότερον ἡ Φοινίκη ἐκαλεῖτο. And the ethnic ὁ Χνᾶς is identified to Φοῖνιξ: according to SANCHUNΙATON, translated by PHILON OF BYBLOS (Φοινικική Ἱστορία, FGH, 790 F 2, 39 J = ap. EUS. CAES., Pr. еu., 1, 10, 39), the father of Europa would have change his proper name: Χνᾶ τοῦ μετονομασθέντος Φοίνικος. See J. TAILLARDAT, s.u. Φοῖνιξ 2, in DELG, 4/2, 1980, 1219; O. MASSON, s.u. Χαναάν, ibid, 1245. 68. A. STEIER, s.u. Phoinix 1, in RE, 20/1, 1941, 386-403 [quoted Phoinix1]. 69. However there is another word to designate the «palm»: βαΐς (CHAEREMON, ap. PORPH., Abst., 4, 7, 8; SEPT, 1 Macch., 13, 37) or βάιον (SEPT., 1 Macch., 13, 51; Jn., 12, 13), ), originally “leaf or branch of palm”: cf. HESYCH., s.u. βαΐς, В 89
PHOINIX IN CRETE
145
Phoenician trading post or a place planted with palm-trees - bearing in mind that the name of the palm-tree70 derived probably from the ethnic name71 and that a Phoenician trading post can of course have palm-trees72. Latte [Copenhagen, 1953]: βαΐς, ῥάβδος φοίνικος και βαΐων (scr. βαΐον); derivative: βαϊνή (SPT, 1 Macch., 13, 37), “leaf of palm”; βαινός (SYMM., Gen., 40, 16 [F. FIELD, Origenis Hexapla, Oxford, 1875]: ... τρία κανᾶ βαϊνά), “of palm’s leaf. For G. NENCIONΙ, Innovazioni africane e lessico latino, in SΙFC, 16, 1939, 3-50, p. 22-23, βαΐς is a Coptic word quoted by JOHN (Gospel, 12, 13), which corresponds phonetically to the Egyptian ba, bai, bae (hieroglyphic b’j): “costola delle foglie di palma” (also βαΐον); in the same way P. CHANTRAINE, DELG, 1, 1968, s.u. βαΐς, 158 (probably borrowed from the Egyptian: cf. eg. bau, neo-eg. b’j, “branch of palm”, Coptic bai). In latin, only once by HΙERONYMUS (adu. louin., 2, 13: baia, -ae). - Besides φοῖνιξ, the modern Cretan dialect uses βαηά / βαιά and a word of Turkish origin, κουρµαδηά (A. STEIER, Phoinix 1, 1941 [note 66], c. 386). 70. Exists since the Mycenaean; ponike, date palm; ponikijo, Phoenician spice. Then either borrowing from an unknown language, or greek: “redskin”, “swarthy” (cf. EUST. in DION. PER., 912: ... ταὐτόν ὄν Φοίνικας εἰπεῖν καὶ ἐρυθρούς). The meaning is conserved for the tutor of Achilles (not Phoenician: H. MUHLESTEΙN, Redende Personennamen bei Homer, in SMEA, 9 (Incunabula, Graeca, 39), Rome, 1939, 66-94, p. 81-86 (6. Phoinix, Sohn des Amyntor und Enkel des Ormenos); the name was chosen by HOMER, we don’t know why; E. WÜST, s.u. Phoinix 3, in RE, 20/1, 1941, 404-412: “The Red”). 71. V. HEHN, Kulturpflanzen und Haustiere in ihrem Übergang aus Asien nach Griechenland und Italien sowie in das übrige Europa. Historisch-linguistische Skizzen2, Athens, 1874, s.u. Dattelpalme (phoenix dactylifera L), 229-241, p. 231 / Sechste Auflage neu hsg. v. O. SCHRADER, mit botanischen Beiträgen v. A. ENGLER, Berlin, 1894, s.u. Dattelpalme, 262-273 (with appendice 273-275), p. 264, understands φοίνιξ [sic ace] = “Phoenician”. No valid argument has been brought against this derivation, which is resumed in particular by Ο. SCHRADER, Reallexicon der indogermanischen Altertumskunde. Grundzüge einer Kultur- und Volkergeschichte Alteuropas, Strasburg, 1901, s.u. Dattelpalme, 126-128 / Zweite vermehrte und umgearbeitete Auflage hsg. v. A. NEHRING (2 vol.), Berlin-Leipzig, 1917-1929, 1, 184-186; R. STRÖMBERG, Griechische Pflanzennamen (Göteborgs Högskolas Årskrift, 46, 1), Göteborg, 1940, p. 123; A. STEIER, Phoinix I, 1941 [note 68], c. 386. - It was already the opinion of CALLISTHENES OF OLYNTHOS (inc. sed, FGH, 124 F 42 J), quoted by ARISTOTELES (Mir. ausc, 132 / 843 b 7), who refutes him explicitly, without any other proposal. LACTANTIUS (Phoen, 69-70) repeats the parallel (Tum legit aerio sublimem uertice palmam / quae Graium phoenix ex aue nomen habet), whereas ISIDORUS OF SEVILLA (Or., 17, 7, 1) gives an artificial argument (Hanc [sc. palmam] Graeci phoenicem dicunt, quod diu duret ex nomine auis illius Arabiae, quae multis annis uiuere perhibetur). 72. We shall consider later [notes 89-98] the emblematic case οf Ἴτανος and the palm grove of Βάι.
146
GÉRARD CAPDEVILLE
J. TAILLARDAT, one of the successors of P. CHANTRAINE for the Dictionnaire étymologique de la langue grecque, 4/2, Paris, 1980, s.u. φοῖνιξ 3, p. 1219, points out that the toponyms Φοινικοῦς, -οῦντος, fem. Φοινικοῦσσα are derived from the name of the palm-tree, because there are no derivative in -Fεντ- / -Fοντ-from proper names, including the ethnic names. And STRABO (6, 2, 11 / 276 C) states positively that the Aeolian island of Φοινικοῦσσα owes its name to the plant its bears73. As for other sites, we would favour the connection with the Phoenicians74. What is the situation for the two harbours of Crete? Most modern scholars75, probably influenced by the actual vegetation76, seem to prefer
73. Τῶν δέ λοιπῶν Ἐρικοῦσσα μέν καί Φοινικοῦσσα ἀπό τῶν φυτῶν κέκληνται, ἀνεῖνται δὲ εἰς νομάς. The name of Ἐρικοῦσσα comes from ἐρίκη, “heath” (Erica arborea); the doublet Ἐρικώδες gives mod. Alicudi. 74. Palm trees are really productive only as far as latitude 35° N: ancient writers observe that unlike in more oriental countries they don’t ripen their fruit does not ripen in Greece as against more oriental countries (THEOPHR., C.P., 2, 3, 7; HP., 2, 2, 8. 10; 3, 3, 5: ὁ δὲ φοῖνιξ περί τάν Βαβυλῶνα θαυμαστός, ἐν τῇ Ἑλλάδι δὲ οὐδέ πεπαίνει, παρ’ ἐνίοις δὲ ὅλως οὐδὲ προφαίνει καρπῶν), and are sterile in Italy (VARR., R.R., 2, 1, 27: Non scitis paimulas caryotas Syrias parere in ludaea, in Italia non possse. - PLIN., N.H., 13, 26: Sunt quidem [sc. palmae] et in Europa uolgoque Italia, sed steriles; ferunt in maritimis Hispaniae fructum, uerum inmitem). Crete with its territory between 34° 55 et 35° 42 N is at the limit of the zone, and a small-sized species is particularly abundant, there as well as in Sicily (see below note 76). 75. See e.g. A.[J.] EVANS, The Palace of Minos. A comparative account of the successive stages of the early Cretan Civilization as illustrated by the discoveries, 4 vol., London, 1921-1935 / reprint London, 1964 [quoted PM], 1 (1921), p. 254, note 1; 3 (1930), 177, note 1. 76. THEOPHRASTUS mentions the territory of Λάππα - which should include [Φοινικιάς [note 34] and Άγιος Σάββας [note 36] - as particularly favorable to the growth of the palm-trees (H.P., 2, 6, 9): Φασί δὲ καί τοὺς (sc. φοίνικες) ἐν Κρήτῃ πλείους εἶναι τοὺς διφυεῖς, ἐνίους δέ καί τριφυεῖς. ἐν δέ τῇ Λαπαίᾳ τινά καί πεντακέφαλον (it is the oldest literary mention of Λάππα, according to M. GUARDUCCI, ΙС, 1, 16 Lappa, p. 193). Moreover he describes as common in Crete and in Sicily the european «fan palm» (Chamaerops humilis L), native from Italy and Western Mediterranean (H.P., 2, 6, 11): Oἱ δέ χαμαιρριφεῖς καλούμενοι τῶν φοινίκων ἕτερόν τι γένος ἐστίν ὧσπερ ὁμώνυμον· ... πολλοί δέ καί ἐν τῇ Κρήτῃ γίνονται καί ἔτι μᾶλλον ἐν Σικελίᾳ. The first mention of a palmtree in the Greek world is in HOMER (Od, 6, 162-163), for a lonely specimen in Delos (on the Delian palm-tree, cf. THEOPHR., H.P., 4, 13, 2; PAVS., 8 Ἀρκαδικά, 48, 3; CIC, Leg., 1, 1,2; PLIN., N.H., 16, 240).
PHOINIX IN CRETE
147
the palmtree explanation77. The modern toponym Φοινικόδασος, «palm-grove», in Πρέβελη points of course in the same direction - and in fact the palm-trees are still present. But it does not necessarly mean that this explanation for the names of the harbours was originally the right one. We can see, that the double harbour of Φοῖνιξ-Λουτρό is the only roughly safe anchorage in all of the south-western coastline; during St Paul’s journey toward Rome, it was the only place where one could think of spending the bad season78. It was therefore a wellknown spot on the eastern shores of the Mediterranean, and could have attracted the Phoenicians79. Besides, the name of the neighbouring city of Ἀραδήν, which we mentioned earlier, would seem to have some affinity to a semitic language80. 77. The palm-tree (Phoenix dactylifera L) doesn’t belong to the native vegetation of the Aegean sea; it was probably introduced in Crete from Asia or Africa at the beginning of the Minoan period. It was cultivated in Egypt since the Middle kingdom (dyn, 11-12 [2052-1770 ?]), at the time where the first Minoan representations appear. The palm-tree is a common element of the landscape since the MM II b; stately jar from the palace of Κνωσός (A.J. EVANS, PM [note 75], 1, 1921, p. 253-254, fig, 190); one of the two Βαφείο cups ([LM I] e.g. J. CHARBONNEAUX, L’art égéen [Bibliotheque d’Histoire de l’Art, <14>, Paris 1929, p. 24, pl. XXVIII; Fr. SCHACHERMEYR, Die minoische Kulture des alten Kreta, Stuttgart, 1964, p. 196, pl. 49 bc), and numerous other representations on gems and vases (e.g. P. PELAGAT1, Osservazioni sui ceramisti del I Palazzo di Festos, in KpXp, 15-16, 1961-1962 = Πεπραγµένα του Α ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Herakleion, 1962-1963, 99-111, pl. Γ´-Ι∆´, p. 105-108 [Gruppo С о della palma]). Today it still grows wild near Cnosos and in various places on the island. 78. See above note 16. Cf. the Instructions nautiques. Bassin oriental de la Méditerranée, Paris, 1907, no. 778, p. 253: «C’est la seule baie de la côte Sud dans laquelle un bâtiment puisse mouiller pendant l’hiver». 79. For E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, 1941 [note 7], c. 432 (lin. 54); D.J. BLACKMAN, s.u. Phoinix - Greece, in PECS, 1976, 708, and R. SCHEER, s.u. Phoinix, Foinix (Chania), in Griechenland. Lexicon der historischen Stätten. Von den Anfängen bis zur Gegenwart, hsg. v. S. LAUFFER, Munich, 1989, 544-545, the name comes rather from the palm-trees - though they aren’t particularly abundant in the sector today. 80. A. FICK, V. Ortsnamen, 1905 [note 7], p. 35-36, compares Ἀραδήν with Arados = Arvad in Phoenicia (“Zuflucht”, “perfugium”), leaning on STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Ἄραδος, 108, 10 Μ): Ἄραδος, νῆσος Φοινίκης. Ἔστι καί ἑτέρα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τό ἐθνικον Ἀράδιος. Τρίτη Κρήτης. Τό ἐθνικον Ἀράδιος Ἀραδία. It would have been added a specifically Cretan ending in -ην (A. FICK, l.c., followed by M. GUARDUCCI, IС, 2, 4 Aradena, p. 39).
148
GÉRARD CAPDEVILLE
As for the harbour of Λάππα, it is still more difficult to decide81. Actually we have no archaeological trace of the presence of the Phoenicians in Φοίνικας - no more than in Φοῖνιξ -, but it must be said, no excavations have ever been made, even if the existence of a trading place is prouved by small artefacts rather than large monuments. In any case the influence of the Phoenicians in Crete is sufficiently certain to allow us to entertain the possibility of such an origin. * * * In fact, more general elements can be taken into consideration; for instance it has been conjectured that the Phoenician writing could have reached the Greek world82 by the way of Crete83, an hypothesis for 81. For S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 184, no. 26, the name comes from the palm trees, which are very abundant: «many wild palm trees, low and bush-like». These are abundant and primitive also at the end of the valley of the Μέγας Ποταµός, in the locality of Άγιος Σάββας, ca. 2 km east from the monastery Πρέβελη (ibid, p. 181, no. 21, with fig. 8). 82. The transmission of the alphabet to Greece by the Phoenicians, who came under the leadership of Cadmos to settle in Beotia is recalled by HERODOTUS (5, 5758), who explains in this way the use of φοινικήϊα alone by the Ionians of Beotia to designate the letters (however the most common expression includes γράµµατα, for example in DIOD. SIC, 5, 74, 1: Φοινίκεια (-ήια) γρ.; see also SOPH., Ποιµένες, fr. 471 Nauck2 / fr. 514 TGrF Radt = ap. AEL, DION., s.u. Φοινικίοις γράµµασι, Φ 16 Erbse [Berlin, 1950] = αρ. HESYCH., s.u. Φοινικίοις γράµµασι, Φ 688 Schmidt [Iena, 1862]; Schol. Vat. in DION. THR., Τεχνή γραµµατική, 6 / 783 b = 3, p. 183, lin. 4 Hilgard [quoting HECATEUS OF MILETUS, Γενεαλογίαι, FGH, 1 F 20 J, HDT., l.c. supra, and ARSTT., Πολιτεῖαι, fr. 501 Rose / 61. Θῆβαι, fr. 506, 2 Gigon, and ]; PHOTIUS, Lex., s.u. Φοινικήια γράµµατα, 2, 266 Naber [Leyde, 1865; first lines quoted below note 83]; EVST., in HOM., Od., 14, 289 / 1757, 35; cf. PLIN, N.H., 7, 192). In the following paragraph (5, 59), HERODOTUS uses the words Καδµήια γράµµατα for some archaic inscriptions of Thebes. - For various hypothesis, see J. FEVRIER, Histoire de I’ecriture, Paris, 1948, p. 396; L.H. JEFFERY, Ἀρχαῖα γράμματα: Some ancient Greek views, in Europa. Studien zur Geschichte und Epigraphik der frühen Aegeis, Festschrift für Ernst Grumach, Berlin, 1967, 152-166; L.H.J., The Local Scripts of Greece: a Study of the Origin of the Greek Alphabet and its Development from the Eighth to the Fifth Centuries B.C. (Oxford Monographs on Classical Archaeology), Oxford, 1961 / revised edition with a Supplement by A.W. JOHNSTON, Oxford, 1990, p. 1-42 (Part I. The Origin and Transmission of the Greek Alphabet). 83. That was already the meaning of F. HILLER VON GAERTRΙNGEN, IG, I2 (1924), p. 267, with the motive that the Cretans could write before the arrival of the
PHOINIX IN CRETE
149
which we have some evidences84, but also contrary85 Greeks. See afterwards M. GUARDUCCI, La culla dell’alfabeto greco, in Γέρας Αντωνίου Κεραµοπούλου (Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Ἐπιστημονικαί πραγματεῖαι. Σειρά φιλολογική καί θεολογική, 9) Athens, 1953, 342-354; approved by Α.Ε. RAUBITSCHEK, review of A. SCΗMITT, Der Buchstabe Η im Griechischen (Münster, 1952), in Gnomon, 26, 1954, 121-122, p. 122, The arguments are renewed by M. GUARDUCCI, Epigrafia Greca, 4 vol., Rome, 19671978. I. Caratteri e storia della disciplina. La scrittura greca dalle origini all’ età imperiale, 1 (1967), p. 69-70. 180, who stresses that in the IXth. cent. B.C., Crete, during the cultural development of the Dedalic period, has close contacts with the Orient as welle as continental Greece and that the first Cretan inscriptions use several characters identical with those of the Phoenicians (which will be modified afterwards) and none complementary letter («green» alphabet, without φ, χ, ψ). 84. Particularly important is the inscription with the contract of the scribe Σπενσίθιος, published by L.H. JEFFERY, A. MOPURGO-DAVIES, Ποινικαστάς and ποινικάζεν: BM 1969.4-2.1, a new archaic inscription from Crete, in Kadmos, 9, 1970, 118-154 [hereafter Ποινικαστάς], pl. 1-2 and fig. 1-2 [c. 500 a.C.]; cf. H. VAN EFFENTERRE, Le contrat de travail du scribe Spensithios, in BCH, 97, 1973, 31-46 / repr. in Cretica, 1990, 619-634; M. BILE, Le dialecte cretois ancien. Etude de la langue des inscriptions. Recueil des inscriptions posterieures aux IС (Ecole française d’Athènes. Etudes crétoises, 27), Athens - Paris, 1988 [hereafter Dialecte], no. 28, p. 37-40 (fig. p. 39); H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomima. Recueil d’inscriptions politiques et juridiques de I’archaïsme grec (Collection de I’Ecole francaise de Rome, 188), I, Rome, 1994 [hereafter Nomima], no. 22 [c. 550], p. 102-107 (with the complete intermediate bibliography p. 107), fig. p. 97. It is a «late archaic» inscription, where κ and π still take the place of χ and φ - when θ is in current use (L.H. JEFFERY, A. MOPURGO-DAV1ES, Ποινικαστάς, 1970, p. 120-122; cf. M. BILE, Dialecte, 1988 [above], p. 74). There are six occurrences of the substantive ποινικαστάς (lin. В 8-9; асc. ποινικαστάς, lin. В 1. 3-4. 5-6. 7; dat. ποινικαστᾶι, lin A 11-12) and two of the verb ποινικάζεν (lin. A 5 bis), which designates clearly the scribe and his activity (cf. G.P. EDWARDS, R.B. EDWARDS, The meaning and etymology of ποινικαστάς, in Kadmos, 16, 1977, 131-140): it is the oldest evidence of the connection between the radical φοινικ- and the idea of “writing”. - The precedence of Crete in this area seems to be confirmed by another archaic inscription, from Eleutherna, published by E.M. ΠΕΤΡΟΥΛΑΚΙΣ, Ἐλευθέρνης ἐπιγραφαί, in AE, 1914. 225-229, p. 225, no. 2 (→ ΙС, 2. 12 Eleutherna, 11 [boustrophedon; Museum of Rethymnon, no. inv. 42]), very damaged, where, on line 3, ποινικα[- - can now be completed in ποινικά [στᾶι] or ποινικά[ζοντας], with the same meaning as in the previous inscription: see H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomima, 1, 1994 [above], no. 14 [end Vlth c], p. 66-69 (with the complete intermediate bibliography p. 69). This reinforces the hypothesis that Crete may have been the path by which writing entered the Greek world. 85. It is interesting to note a truly Cretan tradition, which ascribed the invention of the
150
GÉRARD CAPDEVILLE
or ambiguous86 indications. Traces of contact have been noted in the alphabet to the Cretans themselves, according to DOSΙADAS (Κρητικά, FGH, 458 F 6 J = ap. Schol. Vat. in DION. THRAC, Τέχνη γραµµατική, 6 / 783 b 13 = 3, p. 183, lin. 12 Hilgard [Teubner, 1901]): Δοσιάδας δὲ ἐν Κρήτῃ φησίν εὑρεθεῆναι αὐτά (sc. τά στοιχεῖα) - and excluded any relationship between the Φοινικήϊα γράµµατα and the Poenicians or their eponym, by binding them to the palm tree (!), according to the indication conserved by PHOTIUS (Lex., s.u. Φοινικήια γράµµατα, 2, 266 Νaber): Λυδοὶ καὶ Ἴωνες τά γράμματα ἀπὸ Φοίνικος τοῦ Ἀγήνορος τοῦ εὑρόντος· τούτοις δὲ ἀντιλέγουσι Κρῆτες, ὡς εὑρέθη ἀπὸ τοῦ γράφειν ἐν φοινίκων πετάλοις, - ALEXANDER OF RHODES (αρ. Schol. Vat. in DION. THRAC, Τέχνη γραµµατική, 6 / 782 b 24 = 3, p. 184, lin. 20 [29] Hilgard) ascribes the invention of the letters to Φοῖνιξ (son of Europa!) but he places this discovery in Crete (and adds the murder of Phoenix by Rhadamanthus): Φοινίκεια δέ τά γράμματα ἐλέγοντο, ὥς φησιν ... Ἀλέξανδρος ὁ ‘Ρόδιος ἀπὸ Φοίνικος τοῦ Προνάπου καὶ Εὐρώπης, εὑρόντος αὐτά ἐν Κρήτῃ, ὅν ἀπέκτεινε ‘Ραδάμανθυς φθονήσας. 86. Two inscriptions of Teos, barely more recent, show words of the same family. The most anciently known, published by Ed. CH1SHULL, Antiquitates Asiaticae Christianam aeram antecedentes, ex primariis monumentis Graecis descriptae, latine versae, notis et commentariis illustratae. Accedit monumentum latinum Ancyranum, London, 1728, p. 96-97; then by R. MEIGGS, D. LEWIS, A selection of Greek historical inscriptions, to the end of the fifth century B.C., Oxford, 1969 / rev. ed., Oxford, 1988 (repr. 1992), no. 30, p. 62-66; afterwards by H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomima, 1, 1994 [note 84], no. 104, p. 366-370, provides the first evidence of φοιν/ικήια (В, lin. 37-38), used alone, with the meaning of “letters” [ca. 475 B.C.]. A complementary inscription, probably a little more recent [c. 470], published by P. HERRMANN, Teos und Abdera im 5. Jahrhundert v. Chr. Ein neues Fragment der Teiorum Dirae, in Chiron, 1 I, 1981, 1-30 + pl. I — III [quoted Teos], text p. 8 (d, lin. 19-21) gives the participle [φ]/οινικογρα/φέων, “exercising the office of secretary”; as the editor writes (p. 10); «der berühmte Terminus φοινικήια (В 37) erhält nun ein Pendant in der Person des φοινικογραφέων (d 19)». See now H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomima, 1, 1994, no. 105, p. 370-375 (with the intermediate bibliography p. 375). - Moreover two Hellenistic inscriptions of Mytilena (Lesbos) with lists of dedicants give the word φοινικόγραφος (ΙG, 12, 2, 96, lin. 10; 97, lin. 2), followed immediatly in the first one (lin. 11), further on the second one (lin. 10) by [γρα]µµ[ά]τευς, which implies two distinct functions: P. CHANTRAINE, A propos du пот des Phéniciens et des noms de la pourpre, in StudClas, 14, 1972, 7-15, p. 14-15, thinks that the φοινικόγραφος can be the man in charge of colouring the letters in red - but could be also the engraver -, and refers to L. ROBERT, Epigraphie et paléographie, in CRAΙ, 1955, 195-219[-222 for the discussion], p. 211, who explains that the red painting could serve to correct small mistakes in the engraving - but rather gives the impression of the work of two different specialists. On the contrary, G.P. EDWARDS, R.B. EDWARDS, Red letters and Phoenician writing, in Kadmos, 13, 1974, 48-57 [hereafter Red letters] defend the Phoenician origin against the meaning “‘red”.
PHOINIX IN CRETE
151
Ida cave, where in particular bronze shields87 and ivories88 from Phoenicia have been found. Moreover at least one Cretan city was thought to be a Phoenician foundation, Ἴτανος89, in the far east of the island90, whose eponym91,
87. Originally published by F. HALBHERR, Scavi e trovamenti nell’antro di Zeus sul monte Ida in Creta, in Muslt, 2, 1888, 689-766, c. 695-718, and P. ORSI, Studi illustrativi sui bronzi arcaici trovati nell’antro di Zeus Ideo, ibid., 769-904, c. 759854 (with an appendix c. 895-904 on «La coltura fenicia in Creta»); then by F. VON BISSΙG, Untersuchungen uber die “phoinikischen” Metallschalen, in JDAΙ, 38-39, 1923-1924 [1925]. 180-241 [hereafter Untersuchungen], p. 187. 212-213; E, KUNZE, Kretische Bronzereliefs (Sächsische Forschungsinstitute in Leipzig. Forschung Institut fur klassische Philologie und Archäologie), Stuttgart, 1931, passim. 88. For the Phoenician ivories found in the Ida cave, see also F. HALBHERR, ibid., c. 753-755; and specially: E. KUNZE, Orientalische Schnitzereien aus Kreta, in MDAIA, 60-61, 1935-1936, 218-233 (pl. 84-88); P. DEMARGNE, La Crète dédalique. Etudes sur les origines d’une Renaissance (Bibliothèque des Ecoles françaises d’Athènes et de Rome. 164). Paris, 1947, 208-214 (H. Ivoires phéniciens trouvés en Crete); D. LEVI, Arkades, una città cretese all’alba della civiltà ellenica, in ASAA, 10-12, 1927-1929 [1931], 5-710, p. 704. 89. Besides STEPHEN OF BYZANTIUM, quoted in the text, Itanos is mentioned by HERODOTUS (4, 151), PTOLEMY (Geogr., 3, 15, 3), and in the biggest inscription of the city (1С, 3 [1942], 4 Itanos, 9, lin. 37 and passim; but the name is given only for the promontory in PL1NIUS (N.H., 4, 61), PS.-SCYLAX (Per., 47 Müller / 48 Peretti [Pisa, 1979]), and it is completely missing in the Stadiasmus, in HIEROCLES and in the Notitiae, which can be the sign of a premature destruction. See the notices of J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890, s.u. Itanos, p. 200-201; L. BÜRCHNER, s.u. Itanos, in RE, 9/2, 1916, 2286-2288; M. GUARDUCCI, IС, 3 (1942), 4 Itanos, p. 75-78. 90. After various hypotheses (K. HOECK, Kreta [note 16], 1, 1823, p. 426 [Paleocastro]; C. BURSIAN, Geographie [note 29], 2, 1868-1872, p. 576-577 [Paläokastro]; T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 1, p. 234-238 [Ζάκρος]), the ancient site, surmised by J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note I] p. 200, was identified by F. HALBHERR, Researches in Crete. I. Itanos, in Antiquary, 24, 1891, 201-203. 241245, p. 203. 241-243, on two acropoles near Ερηµούπολη, the “deserted city”, on the eastern coast of the island, in the eparchia of Σητεία (nomos of the Λασίθι); its name is conserved in the name of the municipality, ∆ήµος Ιτάνου, whose capital is Παλαίκαστρο. - T.A.B. SPRATT, Travels, 1865, 1, 192-199, had identified the site of Ερεµούπολη with an alleged city Ετερα, even though he discovered there coins similar to those of Ἴτανος (p. 198-199) and in the neighbouring monastery of Τοπλού a conclusive inscription (p. 212-213. 236; cf. p. 191-192), already copied by R. PASHLEY, Travels, 1837 [note 1], 1, opposite p. 290 (= ΙС, 3 [1942], 4 Itanos, 9 A). 91. A. FICK, V. Ortsnamen, 1905, p. 35 is doubtful on the origin, Cretan or Phoenician; he compares Ἴτώανα, city in Caria (PTOL., Geogr,, 5, 2, 15); cf. J.B. HALEY, The ge-
152
GÉRARD CAPDEVILLE
according to STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u Ἴτανος, 341, 21 Μ), was a Phoenician92 or the son of the eponym of the Phoenician people, Φοῖνιξ93: Ἴτανος, πόλις ἐν Κρήτῃ ἀπὸ Ἰτάνου Φοίνικος, ἤ τῶν Κουρήτων ἑνὸς μιγάδος. Οἱ πολῖται Ἰτάνοι. Ἔστι καὶ ἄκρα94.
But is it there a mere accident that the only Cretan city, whose Phoenician origin95 is explicitly attested96 lies only 3 km north of the place, where the most beautyful palm grove of the island,
ographical distribution ofpre-greek place-names, in AJA, 32, 1928, 141-145, p. 144. 92. Many coins of Ἴτανος represent a male personage, whose body ends in a fishtail, which J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890, no. 1-23, p. 201-204, pl. XVIII, 21-37; XIX, 1-9 calls Triton; he is similar to the sea god on the coins of Arados in Phoenicia, from where the founder of the city: E. BABELON, Traité des monnaies grecques et romaines, 5 vol., Paris 1901-1914, 2/3, 1914, nos 1405-1423, c. 895900; Ch.[Th.] SELTMAN, Greek Coins. A history of metallic currency and coinage down to the fall of the Hellenistic kingdoms (Methuen’s handbooks of archaeology), London, 1933 (reprints 1955, 1960, 1965, 1977), p. 172. But M. GUARDUCCI, ΙС, 3 (1942), 4 Itanos, p. 78, thinks he is an ancient borrowing of the Cretans from the Phoenicians, rather than a god introduced specifically by the Phoenicians in Ἴτανος (cf. M.G., Comributi alla topografia della Creta orientale, in RFIC, NS 18, 1940, 99-107, p. 102, note 2). - On the motif in the greek world, see E. BUSCHOR, Meermänner (Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Wissenschaften. Philologisch-historische Abteilung, 1941, 2, 1), Munich, 1941, who however quotes for Crete only a plate from Prinias, p. 12-15, fig. 810). J.H. HOPKINSON, Note on the Fragment of a Painted Pinax from Praesos, in ABSA, 10, 1903-1904, 148-153 (+ pl. III) describes a sea monster with a fishtail on a plate from the Geometric period, found in Crete, but coming from elsewhere (Aegean ?). 93. This is the intepretation in particular of M. GUARDUCCI, IС, 3 (1942), 4 Itanos, p. 76. 78, and of H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites [note 6], p. 559 [BCH] /531 [Cretica], The lack of article before Φοίνικος could make it unlikely (cf. contra for Κύθηρος, s.u. Κύθηρα, 391, 12 [13] Μ [quoted note 37], but it is true that the text of STEPHEN isn’t a model of reliability. 94. It is doubtful whether this cape is the present cape Sideros, towards the north-east (C. MÜLLER, GGM, 1, p. 505, ad § 318), or rather, according to the most part of the scholars, the present cape Plaka, towards south east (cf. ΙС, 3, 4 Itanos, 9, for the borderline with Hierapytna): see the notices of J.-N. SVORONOS, Numismatique. 1890 [note 1], p. 200, L. BÜRCHNER. s.u. Itanos, 1916 [note 89], c. 2286, 52; M. GUARDUCCI, ΙС, 3 (1942), 4 Itanos, p. 76, all for Plaka. 95. V. BÉRARD, Phéniciens, 1927 [note 55], 2, p. 337, strengthens this information by comparing the poleonym with an Hebrew word, itan, which designates a permanent spring. 96. Is it only a coincidence that HERODOTUS (4, 151, lin. 8) mentions as an
153
PHOINIX IN CRETE
Φοινικόδασος97, is to be found, on the beach of Bάι98? *
However Ἴτανος is not the only place where Φοῖνιξ appears more or less directly. In Δρῆρος99, one of the few cities100 where Eteocretan
inhabitant of Ἴτανος a certain Κορώβιος, fisher of murex (ἀνδρί πορφυρέϊ), that is of the shellfish, whence the Phoenicians extract the purple (animal and dye are designated in Greek by the same word πορφύρα: e.g. HDT, 3, 22) ? 97. According to a local tradition, the palm trees would have come from date stones thrown by Roman soldiers returning from Egypt (cf. V. BÉRARD, Phéniciens, 1927 [note 55], p. 336-337); actually it is the only natural palm grove in Europe, with a variety of date palm peculiar to Crete, which received the name of Phoenix Theophrasti; besides this concentration and that of Πρέβελι (cf. supra, p. 8) there are only isolated specimens in various places of the island. The tree should have been more abundant in the antiquity on the whole eastern coast, since it is represented on the reverse of the most part of the coins of Ιεραπύτνα (J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Hierapytna, nos. 2-41, p. 188-193, pl. XVII, 7-27) and on some coins of Πριάνσος (ibid., s.u. Priansos, nos. 18-21, p. 297, pl. XVIII, 31 - XXIX, 2). 98. It is the same appellation as for the palm-grove of Πρέβελη, Φοινικόδασος, but the name Βάϊ is probably connected with the noun βαιά, local doublet of φοῖνιξ, in the meaning of “palm-tree” (already noted by F. HALBHERR, O.C. in Antiquary, 1891, p. 243, who transcribes Βάγι, Βάγιον “a palm”). 99. Curiously the name of the city is attested only by grammarians, as exemple for orthography or accentuation: so THEOGNOSTUS (Κανόνες, 382 = αρ. A.J. CRAMER, Anecdota Graeca e codicibus manuscriptis Bibliothecarum Oxoniensium, 4 vol., Oxford, 1835-1837, 2 (1835), p. 69, 27 [29]): Τά διά τοῦ -ηρος δισύλλαβα, κύριά τε καί προσηγορικά καί ἐπίθετα, ὁποίας ἄν εἴη τάσεως, διά τοῦ η γράφεται, οἷον Σῆρος, ὄνομα κύριον, Δρῆρος, πόλις Κρητική, ἀμφότερα βαρύνονται - and HERODIAN (Περί καθολικῆς προσωδίας, 7 / 1, ρ. 190, lin. 18-19 Lentz [Leipzig, 1867]): Τά εἰς -ηρος δισύλλαβα κύρια ὄντα βαρύνεται, Σῆρος, Τρῆρος χωρίον Θράκης, Δρῆρος πόλις Κρητική. 100. On the city, see the notices of L. BÜRCHNER, s.u. Dreros, in RE, 5/2, 1905, 1699; E. KIRSTEN, s.u. Dreros, in RE, S 7, 1940, 128-149; M. GUARDUCCI, ΙС, 1 (1939), 9 Dreros, p. 84. Its remains are between Άγιος Νικόλαος (25 km to the east) and Νεάπολη, capital of the ∆ήµος Νεάπολης (15 km to the west), in the eparchia of Μεραµπέλο (nomos of Λασίθι), on the hill Χῶραι or Άγιος Αντώνιος, whose two knolls were two acropoles (photo in H. VAN EFFENTERRE, Nécropoles du Mirabello [Etudes crétoises, 8], Paris, 1948 [hereafter Nécropoles], pl. XXVI). See C. BURSIAN, Geographic [note 29] 2, 1872, p. 572; F. HALBΗERR, Researches in
154
GÉRARD CAPDEVILLE
traditions are preserved101, the long list of gods in the oath102 taken by the city ephebs at their coming of age contains, immediately after the mention of the great gods and before the impersonal gods, the names of Φοῖνιξ and Ἀμφιώνα (ΙС, 1 [1935], 9 Dreros, 1A, 30-31103). The latter one is an ἅπαξ, but it is generally thought, that in this context it Crete. VI. From Hierapytna to Lyttos, in Antiquary, 27, 1893, 195-199, p. 199. 101. According to H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites [note 6] p. 563 [BCH] / 535 [Cretica], the population of the city, which practised for a long time a eteocretan/greek bilingualism, was composite - maybe with elements coming from the Mesara -, as indicated by various funerary customs (see H. VAN EFFENTERRE, Nécropoles, 1948 [note 100], p. 21-22). Y. DUHOUX, L’Etéocrétois. Les textes. La langue, Amsterdam, 1982, p. 34, writes on its subject: “Si l’étéocrétois perd du terrain et disparaît de l’epigraphie, il n’en va pas de meme de la tradition culturelle minoenne, qui reste vivace”. 102. The inscription, found on the hill Χῶραι (and transfered to the Çinili Kösk in Istanbul, Inv, Nr. 691), bears the text of the oath sworn by the ephebs of Dreros at the time of their admission to the corps of the citizens: this oath contains a long list of gods invoked as witnesses. Published by M. ΒΕΛΟΝΑΚΗΣ and Γ. ΠΑΠΑΣΛΙΟΤΗΣ, in Ἀθηνᾶ, 2234-2236, March 14th-18th. 1855 (cf. G.P., Kretische Inschrift, in Denkmäler, Forschungen und Berichte, 7 - ArchZeit, 13, 1855, 57-64 [quotes the proposal of K. Fr. HERMANN <below note 104> c. 62]; G.P., [Wichtige Steininschrift v. Herakleion auf Kreta], in Monatsberichte der königlichen preuβischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, Berlin, 1855, 260-264); see afterwards: A.R. RANGABÉ, Antiquités helléniques ou Répertoire d’inscriptions et d’autres antiquités découvertes depuis l’affranchissement de la Grèce, 2 vol., Athens, 1842-1855. 2 (1855), 1028-1035, n. 2477 (written 2478 by mistake); W. VISCHER, Eine kretische Inschrift, in RhM, NF 10, 1856, 393-404 / repr. in W.V., Kleine Schriften, hsg. v. H. GELZER, A. BURCKHARDT (2 vol.), Leipzig, 1877-1878, 2, 104-1 15 (+ pl. VIII); A. DETHIER, Dreros und kretische Studien, oder Stele mit inschrift dieser pelagisch-minoischen Stadt, enthaltend die Tripel-Allianz der Drerer, Gnosier und Milatier gegen die dorischen Lyttier, mit einer vorolympischen Zwölf-Götter-Tafel der Drerer (jetzt im türkischen Museum der Irenenkirche), in SAWW, 30, 1859, 431-468 + pl. I - VIII; F. HALBHERR, Iscrizioni cretesi, in Muslt, 3, 1890, 559-750, c. 657-668 (s.u. Dreros, inscr. no, 73). - H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomima I, 1994 [note 84], no. 48, p. 198-201 (= lin. 137-164). give only the end of the texte. which doesn’t interest us here, but provide a bibliographv, p. 201. 103. (IС, 1, 9 Dreros, 1 A, 14-36): Ὀμνύω /(15) τάν Ἑστίαν τάν / ἐμ πρυτανείωι / καί τόν Δῆνα τόν / Ἀγοραῖον καί τόν Δῆ/να τόν Ταλλαῖον / (20) καί τόν Ἀπέλλων(α) / καί τόν Δελφίνιον καί / τάν Ἀθαναίαν τάν / Πολιοῦχον καί τόν / Ἀπέλλωνα τόν Ποίτιον / (25) καί τάν Λατοῦν καί τάν /Ἄρτεμιν καί τόν Ἄρεα / καί τάν Ἀφορ(δ)ίταν καί τόν /Ἑρμᾶν καί τόν Ἅλιον / καί τάν Βριτόμαρ[πι]ν / (30) καί τόν
155
PHOINIX IN CRETE
represents the name of (one) of the wife(s) of Φοῖνιξ104. We can not but think, that an heroic cult pertaining to this couple survived in Δρῆρος105, into the middle of the hellenistic era106. *
But Φοῖνιξ is also connected with one of the most typical deity of Crete, Βριτόµαρτις107, whose grandfather he would have been. She
Φοίνικα καί τάν / Ἀμφι|ώ|ναν καί τάγ Γᾶν / καί τόν Οὐρανόν καί / ἥρωας καί ἡρωάσσας / καί κράνας καί ποτα/(35)μούς καί θεούς πάντας / καί πάσας. 104. For G. WiSSOWA, s.u. Amphiona, in RE, 1/2, 1894, 1948-1949, it is still the name of an unknown deity, maybe to be corrected in Ἀμφιτρίτα, according to K.Fr. HERMANN, Ein bürgereid des griechischen alierthums, in Philologus, 9, 1854, 694710, p. 698. 699. But the correct interpretation is already in the notice of G. TÜRK on Phoinix 1 in the Lexicon of W.H. ROSCHER (see below note 111), quoted without appreciation by M. GUARDUCCI, IС, 1 (1935), 9 Dreros, 1, comm. ad u. 31 (p. 87). 105. Hazy comparisons with oriental names are proposed by A. FICK, V. Ortsnamen, 1905 [note 7], p. 29; but there is an etymology by the greek too: Δρῆρος <*δρεF-ηρός or *δρεF-ερός, “boisé” (cf. δρῦς, *δέν-δρεFον), after V. GEORGIEV, Noms de lieux grecs prétendus pré-indoeuropéns, in Onomastica, 2, 1948, 77-78 (summary), p. 77. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 563 [ВСH] / 535 [Cretica], note 5, refers to both scholars, but doesn’t express personal opinion. 106. B. HAUSSOULIER, inscriptions de Crète, in BCH, 9, 1885, 1-28, no. 11, p. 13-17, publishes another inscription to be found at that time in the English consulate of Xανιά, reputed to come from Κάνδια = Ηράκλειο), which could originate from Δρῆρος, according to the names of the eponymous magistrates: it is a decree in honour of foreign judges, one from Κνωσός, two from Λύττος, thanked for having arbitrated internal disputes in the city and restaured peace probably in the last years of the II. cent. B.C. 107. On Britomartis: A. RAPP, s.u. Britomartis, in LM, 1/1, 1884-1886, 821-828; K. TÜMPEL, s.u. Britomartis, in RE, 3/1, 1897, 880-881: R. HOLLAND, Britomartis, in Hermes, 60, 1925, 59-65; M.P. NILSSON, The MinoanMycenaean Religion and its Survival in Greek Religion (Skrifter utgivna av. Kungl. Humanistiska Vetenskapssamfundet i Lund, 9), Lund, 1927 [hereafter ΜMR], p. 439-441 / Second, revised edition, Lund, 1950, p. 510-513: M.P., Geschichte der griechischen Religion3 (Handbuch der klassischen Altertumswissenschaft, 5, 2), 2 vol., Munich, 1967, 1, p. 311-312; R.F. WILLETTS, Cretan Cults and Festivals, London, 1962 [hereafter CCF], p. 179-193 (5. Britomartis and Dictynna); J.B. HARROD, The Tempering
156
GÉRARD CAPDEVILLE
would be in fact the daughter of Ζευς and Κάρµη108, herself the daughter of Φοῖνιξ and Κασσιέπεια109, according to a genealogy preserved by ANTONINUS LIBERALIS (Met, 40, 1-3)110, who also records her odyssey between her native Phoenicia and Crete: Κασσιεπείας τῆς Ἀραβίου καὶ Φοίνικος τοῦ Ἀγήνορος ἐγένετο Κάρμη· ταύτῃ μιγεὶς Ζεὺς ἐγέννησε Βριτόμαρτιν... 2. Καὶ παρεγένετο πρῶτα μὲν ἐπ’ Ἄργος ἐκ Φοινίκης, ἔπειτα δ’ ἐκ τοῦ Ἄργους εἰς Κεφαλλενίαν ἀνέβη ... 3. Ἔπειτα ἔρχεται εἰς Κρήτην. *
Now Φοῖνιξ111 is in the Greek tradition the father or the brother of Εὐρώπη112. And this heroine, abducted on the shore of Phoenicia113 by Goddess. A Phenomenological and Structural Analysis of the Britomartis Dictynna - Aphaia Mythologem, Ann Arbor [Mich.], 1981; H. VAN EFFENTERRE, s.u. Britomartis, in LIMC, 3, 1986, 1, 169-170; 2, 142. 108. H. VON GEISAU, s.u. Karme (Κάρµη), in RE, 10/2, 1919, 1956. The filiation of Carme is attestated by VIRGILE (Ciris, 220) also, but the poet doesn’t mention Britomartis. 109. W. BUBBE, s.u. Kassiopeia [sic], in RE, 10/2, 1919, 2315-2328. 110. Differing from his usual practice,, ANTONINUS LIBERALIS gives no source for the story of Britomartis. 111. G. TÜRK, s.u. Phoinix 1, in LM, 3/2, 1903-1909, 2401, distinguishes the man from Itanos from the father of Europa (= Phoinix 2, ibid., 2401-2403); however he recognizes to the first one a Phoenician origin and gives Ἀμφιώνα as the name of his wife. The common origin and the presence of Europa in Crete make the distinction unconvincing. 112. On Europa: W. HELBIG, s.u. Europa 10, in LM, 1, 1884-1890, 1410-1418; J. ΕSCHER, s.u. Europe 1, in RE, 6/2, 1909, 1287-1298; R. DUSSAUD, Les combats sanglants de ‘Anat et le pouvoir universel de El (V A В et VI AB), in RHR, 118, 1938, 129-169, p. 156-157 [Europe as Astarte in Sidon]; R.F. WILLETTS, CCF, 1962 [note 107], p. 152-168 (2. Europa); M. ROBERTSON, s.u. Europe I, in LIMC, 4, 1988, 1, 76-92 (with Bibliography p. 76); 2, 32-48. 113. According to HERODOTUS (1, 2), some Greeks, probably Cretans, capture Europa, daughter of the king of Tyr, to avenge the capture of Io, daughter of the king of Argos, by Phoenicians (HDT., 1,1); she does not reach the continent, only Crete, then leaves for Lycia (HDT., 4, 45). HERODOTUS and the myth agree in
PHOINIX IN CRETE
157
Ζεύς metamorphosed into a bull114, would have been led by him through the river Lethaeus to Γόρτυς115, and would have lain with him on the site116 of the evergreen planetree117, then taken a bath in the miraculous making Europa come from Phoenicia; this could perhaps derive from the Phoenician myth of the bull-god El and the mother-goddess Asherat (C.F.A. SCHAEFFER, Cuneiform Texts of Ras Shamra, London, 1939, p. 60-61; cf. A.W. PERSSON, The Religion of Greece in Prehistoric Times [Sather Classical Lectures, 17] Berkeley - Los Angeles, 1942 [hereafter RGPT], p. 132-136). - Europa is actually Phoenician, Tyrian, in the apostrophe to Minos in the Cretans of EURIPIDES (fr. 472, 1 Nauck2 [1888 / 1964] / TrGF Kannicht [2004]), quoted by PORPHYR (Abst., 4, 19 / 261, 5 Nauck [Teubner, 1886]): Φοινικογενοῦς παῖ τῆς Τυρίας τέκνον Εὐρώπης. 114. The rape of Europa is a favourite theme in art outside Creta; see: O. JAHN, Die Entführung der Europa auf antiquen Kunstwerken, in DAW, 19, 1870, 1-54 (+ pl. 1-Х) [hereafter Entführung]; W. TECHNAU, Die Göttin auf dem Stier, in JDAI, 52, 1937, 76-103; J. BABELON, Le voile d‘Europè, in RA, 20, 1942-1943 [1944], 125-140 (with Literatur p. 126, note 1) [hereafter Voile]; L. DE BRAUW, Europe en de stier, Amsterdam, 1940; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], nos 22-213, 1, 78-88; 2, 34-47. 115. SOLIN (11, 9): Gortynam amnis Lethaeus* praeterfluit, quo Europam tauri dorso Gortynii ferunt uectitatam [*the mss. have Lenaeus or similar forms, the correction was proposed by CI. SAUMAISE (ed., Paris, 1629), according to STRABO (10, 4, 11 / 478 C): Διαρρεῖ δ’ αὐτὴν ὅλην (sc. Γόρτυναν) ὁ Ληθαῖος ποταμός]. It was probably the Μητρόπολι ποταµός in the time of T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 1, 328, but it has recovered today its ancient name. 116. According to THEOPHRASTUS (H.P., 1, 9, 5), the intercourse took place on the plane-tree; Ἐv Κρήτῃ δέ λέγεται πλάτανόν τινα εἶναι ἐν τῇ Γορτυναίᾳ πρὸς πηγῇ τινι, ἥ οὐ φυλλοβολεῖ· μυθολογοῦσι δέ ὡς ἐπί ταύτη ἐμίγη τῇ Εὐρώπῃ ὁ Ζεύς· τὰς δὲ πλησίας πάσας φυλλοβολεῖν. But PLΙNIUS (Ν.Η., 12, 11) writes: Est Gortynae in insula Creta iuxta fontem platanus una insignis utriusque linguae monimentis, numquam folia dimittens, statimque ei Graeciae fabulositas superfuit, louem sub ea cum Europa concubuisse ... The coins of Γόρτυς show that ΤΗEOPΗRASTUS was right, with Zeus now in the shape of an eagle: J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Gortyne, nos 71-88, p. 166-168 (pl. XIV, 16 - XV, 8) - cf. nos 69. 70. 104; Ch.Th. SELTMAN, Greek Coins, London, 1933 [note 92], p. 170, pl. 37, 4; G.K. JENKINS, Ancient Greek Coins (The World of Numismatics), London - Freiburg [CH], 1972, no. 260, p. 109; G. LE RIDER, Monnaies crétoises du V е au 1er siècle av. J.-C. [Ecole francaise d’Athènes. Etudes crétoises, 15], Paris, 1966 [hereafter Monnaies], p. 14, n. 1). See A. SEVERYNS, Deux erreurs de Pline l’Ancien, in Mélanges Paul Thomas. Recueil de mémoires concernant la philologie classique, Brugge, 1930, 627-632, p. 627-630 (I. Les amours de Zeus et d’Europe). 117. On the Gortynian plane-tree; THEOPHRASTUS (H.P., 1, 9, 5; cf. 3, 3, 3);
158
GÉRARD CAPDEVILLE
fountain118. So we find in the plain of the Μεσαρά, which is actually one of the most important points of entry of the Phoenicians into Crete119, and which is not very distant from our starting point, a strong Phoenician involvement120, since from this hierogamy the Cretan monarchy would VARRO (R.R., 1, 7, 6); PLIN., N.H., 12, 11; cf. IС, 4, Gortyna, p. 34-35. - It is a species peculiar to Crete - and Cyprus (THEOPHR., H.P., 1, 9, 5; VARR., R.R., 1, 7, 6; PLIN., N.H., 12, 11) - the Platanus orientalis sempervirens L, of which several specimens were observed by T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 191, in the village of Loutraki, about ten miles from Chania, then in the same area by I. ΧΑΤΖ1∆ΑΚΗΣ, Περιήγησις εἰς Κρήτην, Hermopolis (Alexandria, Egypt), 1881, p. 31 - who mentions 23 - and were scientifically studied by Ε. ΠΛΑΤΑΚΙΣ, Ἀειθαλής πλάτανος ἐν Κρήτῃ, in Κρητική Ἑστία, 160-161, 1966, 169-172. 210-213. P. FAURE, La vie quotidienne en Crète au temps de Minos (1500 av. J.-C), Paris, 1973, p. 375, note 7, indicates that some ten such plane-trees were reported to himself, but gives no location. - In Gortyna, the plane-tree stands on the left bank of the Lethaios, near a rivulet which supplied a mill, probably linked with the spring mentionned by the Ancients; it is a relatively recent specimen, since it did not exist in the time of T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 40-42, who however heard of two others in a valley near Meres below Gortyna. 118. According to EUDOXOS OF CNIDOS (Γῆς περίοδος, fr. 366 Lasserre [Texte und Kommentare, 4, Berlin, 1966] = ap. CALLIM., θαυµάτων συναγωγή, fr. 407, 35 Pfetffer), quoted by ANTIGONUS OF CARISTΙA (Mir., 163 [179] Keller [Teubner, 1877]), who adds that the fountain protect the passers-by against the rain (cf. SOTION, Flum., 4 Westermann [Brunswick, 1839]. 119. Cf. e.g. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 563-564 [BCH ] / p. 535-536 [Cretica], On the southern coast near the Mesara, several toponyms, as Λεβήνα, Λασαία..., seem to have an oriental origin (H.V.E., Pierres inscrites, p. 560 [BCH] / 532 [Cretica], note 3). 120. S. BIRCH, Sculpturen aus Kreta, in AA, 20, 1862, 311-312, then T.A.B. SPRATT, Travels, 1865 [note 1], 2, p. 29-30, mention fragments of a marble sculpture - a bull with a part of a human hand still upon its shoulder and a torso of a sitting female figure -, which represented probably Europa on the bull, found in the ruins of the Roman theater of Gortyna (detailed description by L. ΤΗΕΝΟΝ, Fragments d’une description de l’île de Crète. Gortyne, in RA, NS 18, 1868, 126136, p. 130-134 [II. cent B.C.]) and now in the British Museum (no. inv. 1535): A.H. SMITH, A Catalogue of Sculpture in the Department of Greek and Roman Antiquities, British Museum, 3 vol., London, 1892-1904, 3, p. 89, no, 1535 (with Plate I); cf. O. JAHN, Entführung, 1870 [note 114], p. 12, pl. IV A; J. OVERBECK, Griechische Kunstmythologie, 3 vol., Leipzig, 1871-1887, 2 (1873-1878), p. 457-458; P. FROTIER DE LA COSTE-MESSELIÈRE, Au Musée de Delphes.
PHOINIX IN CRETE
159
ensue, personified by the sons of Ζεύς and Εὐρώπη121, ῾Ραδάμανθυς122 and Μίνως, would ensued.
But there is more. We have tried to establish in a previous study123 that the important city of Φαιστός, neighbour and frequently rival to Γόρτυς, was itself closely associated with the myth of Ζεύς and Εὐρώπη, of which it reveals some even more archaic elements. As Γόρτυς does124, Φαιστός125 Recherches sur quelques monuments archaïques et leur décor sculpté (Bibliothèque des Ecoles françaises d’Athènes et de Rome, 138), Paris, 1936 [hereafter Musée de Delphes], p. 160-161 and note 1; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 206, 1, p. 88; 2, p. 47 (1st - 2nd cent. A.D.). 121. Cf. PS.-CLEMENS (Recognitiones [RUFINO interprete], 10, 22, 1. 4 Rehm [Berlin, 1965]): ... nonnullas transformatus, utpote magus, uitiauit (sc. lupiter). 4.... Europen Foenicis mutatus in taurum; ex qua nascitur Minos, Rhadamantus, Sarpedon. The third son, Sarpedon, after a dispute with Minos, left Creta for Asia Minor, where he became the king of the Lycians (cf. O. IMMISCH, s.u. Sarpedon, in LM, 4, 1909-1915, 389-413, part. 401-403; J. ZWICKER. s.u. Sarpedon, in RE, 2 A 1, 1921, 35-47, part. 36-43). 122. On Rhadamanfhus: O. JESSEN, s.u. Rhadamanthys (‘Ραδάμανθυς), in LM, 4, 1909-1915, 77-86; Arthur STEIN, s.u. ‘Ραδάμανθυς, in RE, 1 A 1, 1914, 31-36; cf. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 565 [BCH] / p, 537 [Cretica], note 1: «Le rôle de Rhadamanthe comme juge des enfers doit indiquer qu’il fut l’aîné et mourut le premier, autrement dit que le palais de Phaistos est plus ancien et fut ruiné plus tôt que celui de Cnosos». 123. G. CAPDEVILLE, Volcanus. Recherches comparatistes sur les origines du culte de Vulcain (Bibliothèque des Ecoles françaises d’Athènes et de Rome, 288), Rome, 1995 [hereafter Volcanus], p. 159-177. 124. Γόρτυς coins (5th cent. B.C.) silver staters with Europa on the bull moving to the right: J.-N, SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Gortyna, no. 1-10. 25, p. 158-160, pt. XII, 21-26. 35; E. BABELON, Traité des monnaies grecques et romaines, 3 parts in 9 vol., Paris, 1901-1932 [hereafter Traité], 2/3, 1914, c. 961-964, nos, 1580-1583. pl. CCLII, 7-14; c. 965-966, no. 1591, pi. CCLII, 23; no. 1593, pi. CCLII, 24 (ca. 480-430 B.C.); M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 107, 1, p. 82; 2, p. 41. 125. In the same time, Φαιστός coins silver staters with Europa on the bull moving to the left, the right hand on the head of the bull, the left hand on its back: J.-N, SVORONOS, Numismatique, 1890, s.u. Phaestos, no. 1, p. 254, pl. XXII, 34; E. BABELON, Traité [note 124], 2/3, 1914, c. 979-982, nos. 1620-1622, pl. CCLV, 1-3 (c. 480-430 B.C.); M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 108, 1, p. 82. - As we can see, the designs of the two cities differ by the direction of
160
GÉRARD CAPDEVILLE
shows on its first coins126 the girl on the bull127, but there is afterwards a noteworthy distribution: if numerous coins from Γόρτυς128 the bull’s motion, to the right for Γόρτυς, to the left for Φαιστός but there are some late counter exemples (as Svoronos types 22 and 24 of Gortyna, p. 160, pl. XII, 34, and type Babelon 1623 of Phaestos, p. 982, pi. CCLV, 4): see J. LE RIDER, Monnaies, 1966 [note 116], p. 51-53. 126. Later (early 4th cent. B.C.), appear in Φαιστός silver staters with Europa seated on a rock, turned to the left, from where the bull comes: BMC, Crete, 61, 2; J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890, s.u. Phaestos, no. 2, p. 254-255, pl. XXII, 35-37; E. BABELON, Traité [note 124] 2/3, 1914, 981-982, no. 1624, pl. CCLV, 5-6 (c. 430-400 B.C.); M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 12, 1, p. 77; 2, p. 33. - The motif is to be found later on coins from the Phoenician city of Tyre, issued between 126-125 B.C. and 195-196 A.D.: B.V. HEAD, Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics. New and enlarged edition ... assisted by G.F. HILL, G. MACDONALD, W. WROTH, Oxford, 1911 [hereafter HN 2], p. 801. 127. Κνωσός in its turn, after 220 B.C., mints coins with Europa on the bull moving to the right, what emphasizes its rapprochement with Gortyna: J.-N. SVORONOS. Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Cnosos, no. 117-128, p. 80-82, pl. VII, 8-14. The same group appears again on a silver coin minted by the Cretan Κοινόν under the reign of the Roman emperor Trajan (98-117 A.D.): J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Monnaies de la province, no. 76, p. 346, pl. XXXIV, 14 (legend KOINON KPHTΩN). - The design of Europa on the bull - moving to the right - appears also on bronze coins (202-111 B.C.) from the Phoenician city of Sidon: A.B. COOK, Zeus. A Study in Ancient Religion, 3 vol. in 5 books, London, 1914-1940 / reprint New York, 1964-1965, 1, p. 539, fig. 411 [after ca. 174 B.C.]; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 110, 1, p. 82; 2, p. 41 = BMC Phoenicia, 156, 92-96; 166, 143-144, pl. 21, 910; 22, 12. [Sidon, c. 174-170. 72-71, 39-38 B.C.]; no. 204, 1, p. 88; 2, p. 46 = BMC Phoenicia, 166, 143-144; 169-170, 163-167, pi. 22, 12. 18.-The motif is to be found later on coins of Sidon, emitted between ca. 202 B.C. and ca. 217 A.D.: B.V. HEAD, HN 2 [note 126] p. 797. 798); M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988, no, 109, p. 82 [not represented]; cf. LVCIAN (Dea Syria, 4): ... τό νόμισμα τῷ Σιδόνιοι χρέωνται τὴν Εὐρώπην ἐφεζομένην ἔχει τῷ ταύρῳ τῷ Διί. 128. Γόρτυς later (4th. cent. B.C.) coins silver staters depicting Europa in a tree, with the bull on the reverse: BMC, Crète, p. 38-40, no. 6-26, pl. 9, 5-6; 10, 1-6; J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890, s.u Gortyna, no. 26-31. 34-38. 51-71. 86-88. 98-103. 109-112, p. 161. 162. 161-172 passim, pl. XIII, 1-5. 8-12. 22-25; XIV, 118; XV, 8. 15-17. 20; E. BABELON, Traité [note 124], 2/3, 1914, c. 967-970, nos. 1594-1598, pi. CCLIII, 1 - CCLIV, 1; c. 971-972, no 1604, pl. CCLIV, 7 (c. 430300 B.C.); the same, with eagle on the tree c. 969-970, nos. 1599-1600. pi. CCLIII,
PHOINIX IN CRETE
161
show a young girl129 seated pensively in the fork of a tree130, some contemporary coins from Φαιστός show a young man in the same context131. As the only hierogamy said to have occured in a tree is that of Ζεύς and Εὐρώπη, it is possible to identify both figures as the protagonists of the event132 and to consider their separation indicating a period of disagreement between the two cities. However the figure of Φαιστός is not identified as Ζεύς. but as Fελχάνος, in an inscription on the coins. We may be permitted to deduce, that in the «minoan» period the male partner was called Fελ 2-4; c. 971-972, no. 1605, pl. CCLIV, 8 G. LE RIDER, Monnaies, 1966 [note 116], pl. 11, 20-26; 12-17; 18, 1-18; 19, 3-10; CM. KRAAY, Greek Coins, Photographs by M. HIRMER, London, 1966 [hereafter Greek Coins], pl. 164, 539; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 13, 1, p. 77 [not represented], 129. Then Γόρτυς represents Europa in a tree, taken by Zeus in the guise of an eagle, with the bull on the reverse: BMC, Crète, p. 40, no. 27-30, pl. 10, 7-8; J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890, s.u. Gortyna, no. 72-78. p. 167, pl. XIV, 19-20; XV, 1-2, 5-6; E. BABELON, Traité [note 124], 2/3, 1914, c. 969-972, nos. 1601-1603, pl. CCLIV, 5-6; J. BABELON, Voile, 1942-1943 [note 114], p. 26-27; G. LE RIDER, Monnaies, 1966 [note 116], pl. 18, 19-24; 19, 1-2; CM. KRAAY, Greek Coins, 1966 [note 128], pl. 164, 540; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 14, 1, p. 77 [not represented]. 130. But the tree on the coins would be a willow according to some scholars (e.g. A.B. COOK, Zeus, 1, 527-532). PLINIUS (N.H., 16, 110) sets a willow in front of the entry of the Ida cave; the young Zeus is attended by a nymph Ἑλίκη, “willow” (Schol. Q in HOM., Od., 5, 272; HYG., Astr., 2, 2, 1; SERV, Georg., 1, 246; сf. Aen., 3, 516). See H. GÜNDEL, s.u. Helike (Ἑλίκη) 3, in RE, 7/2, 1912, 28582862, c. 2859-2860. 131. Φαιστός shows Velchanos in the tree, with the bull on the reverse: J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], s.u. Phaestos, no. 29-31, p. 259-260, pl. XXIII 24-26; E. BABELON, Traité [note 124], c. 987-990, nos. 1638-1639, pl. CCLVI, 1-3. 132. Only J.-N. SVORONOS, Numismatique, 1890 [note 1], no. 26, p. 161, has persisted in identifying the young woman with Britomartis; so, ad loc: «Contrairement à 1’usage général, je me garderai bien d’appeler cette figure Europe, pour des raisons que j’exposerai dans la seconde partie de ce travail.» As this second part was never published, we shall refer to J.[N.]S., Interprétation astronomique des types monétaires (Communications à 1’Institut de Correspondance Hellénique, janv. fév. 1894) in BCH, 17, 1893. 618-619. 621-622, p. 621-622, then J.[N.]S., Britomartis, la soi-disant Europe sur le platane de Gortyne, in RBN, 50, 1894, 113-147, where the scholar declares himself for the
162
GÉRARD CAPDEVILLE
χάvoς133, probably a Cretan god later identified with the Ζεύς of the Greeks134. It is noteworthy that the name of Fελχάνος was retained on these coins of the hellenistic era, even more noteworthy that a temple was consecrated to him during the same period, in a satellite town of Φαιστός, whose ancient name is unknown and which is called today Αγία Τριάδα135. It is possible to conclude that the myth of Εὐρώπη was widespread in the whole occidental Μεσαρά136, where it survived for a very long time: it was not unknown in the region of Άγιος Βασίλειος a clay model for the handle for a metal vase137, representing Εὐρώπη on Cretan nymph Britomartis. But there is no episode with a tree in her myth and nobody has followed J.-N. Svoronos. 133. At that time the female partner was probably called Ἑλλωτίς, attested as an ancient name of Europe by SELEUCOS OF ALEXANDRIE (Γλῶσσαι, FGH, 3, p. 500 Müller), quoted in ATHENAEUS (15, 22 / 678 ab), and by STEPHEN OF BYZANTIUM (s.u. Γόρτυν, 212, 2 Μ), which makes it an ancient name of Γόρτυς too, whereas the Etymologicum Magnum (s.u. Ἑλλωτία, 332, 40 Gaisford) ascribes to it a Phoenician origin (see our book G.C, Volcanus, 1995 [note 123], p. 174-175). However R.F. WILLETTS, CCF, 1962 [note 107], p. 160, remarks that in the ancient festival of the Hellotia, still celebrated in her honour in historical times (HESYCH., s.u. Ἑλλώτια, Ε, 2181 Latte), Hellotis-Europa has no male partner and the bull is absent: it arrived one went with the Kadmeans from Phoenicia. And the change from the bull to anthropomorphic Zeus would have occurred in Mycenaean time (confirmed by HOM., Il., 14, 321; cf. HES.. fr. 140 Merkelbach-West = ap. Schol. AB in HOM., Il., 12, 292 [and Schol. T, ibid ]). 134. H. VAN EFFENTERRE, Une copie grecque d’une fresque minoenne, in CRAI, 1960, 117-127, p. 125 / repr. in H.V.E., Cretica selecta, Amsterdam, 1990, 33-43 [hereafter Copie grecque], p. 41; and our book, G.C., Volcanus, 1995 [note 123], p. 166-167. 179-180. 135. On Velchanos in Phaestos, see our Volcanus, 1995 [note 123], p. 160-162. 136. H. VAN EFFENTERRE goes so far as to write in Copie grecque, I960 [note 134], p. 125 [CRAI] / p. 41 [Cretica]: «Les monnaies de Gortyne et Phaistos sont les seules de toute la Crète à porter 1’image d’Europe assise sur le taureau. Aucune autre cité, aucun autre canton de Crète ne semble avoir gardé le moindre souvenir d’elle.» And even more emphatically in H.V.E., Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 564-565 [BCH] / 536-537 [Cretica]: «Aucune autre cité, aucun autre canton de Crète ne semble avoir gardé le moindre souvenir de celle qui aurait pourtant été la mère de Minos et de Rhadamanthe.» That is not true, as we have seen with the coins of Κνωσός [note 127], and now with the imprint of Κιονία [note 137], the amphora of Φαλάσαρνα [note 138], and some other artifacts. 137. Actually it has been found in the village of Κεραµέ, locality of Κιονία, possible
PHOINIX IN CRETE
163
the bull rushed at full speed over a sea with leaping dolphins - nor further west, in Φαλάσαρνα - where we find the same motif 138 - and probably elsewhere139.
site of the ancient Βιώννος, in the eparchia of Άγιος Βασίλειος (cf. above note 29), a print on clay, which represents Europe holding the neck of the bull and floating beside the animal galopping right over the sea between dolphins [c. 370 B.C.], now in the National Archaeological Museum in Athens (no. inv. 14793), published by Ν.Γ. ΠΑΠΠΑ∆ΑΚΙΣ, Ἐκτύπωμα πήλινον Εὐρώπης ἐκ Κρήτης, in Ἐπιτύμβιον Χρήστου Τσούντα (Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. Επίμετρο 6), Athens. 1941, 452-457 [classical period]; see also S. HOOD, P. WARREN, Ancient sites, 1966 [note 1], p. 174; K. SCHEFOLD, Die Göttersage in der klassischen und hellenistischen Kunst, unter Mitarbeit von F. JUNG, Munich, 1981, p. 236, fig. 331 [Spätklassik]; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 99, 1, p. 82 [gives a false no. inv. 14973]; 2. p. 41 [about 370 B.C.]; K.H. ΠΑΠΑ∆ΑΚΗΣ, Βιώννος ή Κιονία, 1999-2000 [note 29], p. 30-31, fig. 7-8. 138. A similar representation appears on a relief medallion on an amphora from Φαλάσαρνα, a city in the nord-west of the island, now in the Museum of Χανιά (no. inv. XXX): here too Europa fastens on to the neck of the buli, with her whole body alongside its right flank. Reported by L. SAVIGNONI, [G. DE SANCTIS], Esplorazione, 1901, c. 385 (description) + fig. 69 (amphora) and 69 a (medallion), c. 381; cf. M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 95, 1, p. 81-82 [4th-3rd cent. B.C.; not represented]. 139. Europa seated on the bull may also be the subject depicted on a bronze helmet (VΙΙth s. B.C.), of Cretan origin, found in Delphes and now in the Museum of the city (no. inv. 8867). Published by J. MARCADÉ, Un casque crétois trouvé à Delphes, in BCH, 73, 1949, 421-436 (c. 675-650 B.C.); then J. BOARDMAN, The Cretan Collection in Oxford. The Dictaean Cave and Iron Age Crete, Oxford, 1961, p. 141 (without representation); K. FΙTTSCHEN, Untersuchungen zum Beginn der Sagendarstellungen bei den Griechen, Berlin, 1969 [hereafter Untersuchungen], p. 198 (apropos of the relief on an amphora cited below); H. HOFFMANN, Early Cretan Armorers, with the Collaboration of A.E. RAUBITSCHEK, Mainz, 1972, p. 22 (cf. p. 31. 39), pl. 18, 1-2. 4; P. BLOME, Die figürliche Bildwelt Kretas in der geometrischen und früharchaischen Periodc, Mainz, 1982, p. 75-76, fig. 12; M. ROBERTSON, s.u. Europe I, 1988 [note 112], no. 96, 1, p. 82 [design in A. DELIVORRIAS, in Zusammenarbeit mit G. BERGER-DOER, A. KOSSATZ-DEISSMANN, s.u. Aphrodite, in LIMC, 2, 1984, 1, 2-151; 2, 6-153, no. 899 a, 1, p. 95: identified as Aphrodite, seated side saddle on the bull, which is standing motionless]. - As a contrasting representation,
164
GÉRARD CAPDEVILLE
*
And Εὐρώπη seems to have been also accompanied by Φοῖνιξ. Indeed in Αγία Τριάδα a most remarquable object, a XV. century B.C. sarcophagus140, found near the so-called «royal villa»141, where the bull is in motion, P. BLOME, l.c., mentions a relief on a cycladic amphora in Paris (Bibliotheque Nationale, no. inv. 3003 [c. 650 B.C.]): see P. FROTIER DE LA COSTE-MESSÈLIERE, Musée de Delphes, 1936 [note 120], p. 161 & note 4, pl. X, 4; K. SCHEFOLD, Frühgriechische Sagenbilder, Munich, 1964, p. 29, pl. 11 b / engl. transl. by A. HICKS, Myth and Legend in Early Greek Art, London, 1966, p. 31-32, pl. 11 b; K. FITTSCHEN, Untersuchungen, 1969 [above], p. 197, no. SB 118. 140. Found in 1903, on the northern side of the hill τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, in a necropolis adjacent to the habitat, close to the palace, by an Italian mission conducted by F. HALBHERR, mentioned in the reports of R. PARIBENI, Lavori eseguiti dalla missione archeologica italiana nel palazzo e la necropoli di Haghia Triada dal 23 febbraio al 15 luglio 1903, in RAL, s. 5, 12,1903, 317-351, p. 343348; R.P., Ricerche nel sepolcreto di Haghia Triada presso Phaistos, in MonAL, 14, 1904, 677-756 (+ pl. XLI-XLIV), c. 713-719, and eventually published by the same R. PARIBENI, Il sarcofago dipinto di Haghia Triada, in MonAL, 19, 1908, 5-86 (+ pl. I-III) [hereafter Sarcofago], See also the monographs of F. VON DUHN, Sarkophag aus Hagia Triada (Kreta), in ARW, 7, 1904, 264-274; F.V.D., Der Sarkophag aus Hagia Triada, in ARW, 12, 1909, 161-185; R. DUSSAUD, Le sarcophage peint de Haghia Triada, in RHR, 58, 1908, 364-370; A.J. REINACH, Le sarcophage de Haghia Triada, in RA, 4e s., 12, 1908, 278-288; D. LEVI, The Sarcophagus of Haghia Triada Restored, in Archeology, 9, 1956, 192-199; C.R. LONG, The Ayia Triadha Sarcophagus. A study of the late Minoan and Micenaean funerary practices and beliefs (Studies in Mediterranean Archaeology, 41), Göterborg, 1974 [hereafter Sarcophagus]. 141. Others analyses, more or less detailed, are to be found in general works, especially: A.J. EVANS, PM [note 75], 1, 1921, p. 438; 4, 1, p. 43; R. DUSSAUD, Les civilisations préhelleniques dans le bassin de la mer Egée. Etude de protohistoire orientale, Paris, 1910, p. 261-273; M.P. NILSSON, MMR, 1927 [note 107], p. 368-381 / MMR2, 1950, p. 426-443 (XIII. The Sarcophagus from H. Triada): A.W. PERSSON, RGPT, 1942 [note 113], p. 41. 42-43. 61. 63; Ch. PICARD, Les religions prehelleniques (Crète et Mycènes) (Mana. Introduction à l’histoire des religions, 2. Les religions de l’Europe ancienne, [I]), Paris, 1948 [hereafter Religions prehelleniques], p. 168-174 (+ “Etat de la question” p. 217-218); F. MATZ, Göttererscheinung und Kultbild im minoischen Kreta (Akademie der Wissenschaften und der Literatur in Mainz. Abhandlungen der Geistes- und Sozialwissenschaftlichen Klasse, 1958, 7), Wiesbaden, 1958, p. 398-407 [= V], fig. 10-13; R.F. WILLETTS, CCF. 1962 [note 107], p. 72.
PHOINIX IN CRETE
165
offers142 according to H. VAN EFFENTERRE’S brillant exegesis143 the proof of the memory of Φοῖνιξ. The french scholar noticed that the principal figure on the decoration of the sarcophagus, towards whom the procession advances devant la tombe, is standing before the tomb swathed like a mummy144, but the appearance of his face and some of the elements surrounding him give us clues as to on his identity: he has a swarthy complexion, he is a «redskin»145, a φοῖνιξ146; near him, also in front of the tomb147, stands a 142. Some scholars think that the sarcophagus was decorated by an indigenous painter for an Achaean conqueror: M.P. NILSSON, Ἡ μετανάστευσις τῶν Ἑλλήνων εἰς τήν Κρήτην, in KρXρ, 3, 1949, 7-15, p. 14; repr. in M.P.N., MMR2, 1950 [note 107], p. 441-442; T.B.L, WEBSTER, From Mycenae to Homer. A Study in Early Literature and Art, London, 1958 (repr. 1960), p. 35-36; S. DOW, [review of this book], in AJPh, 81, 1960, 422-434, p. 425-426. 143. H. VAN EFFENTERRE, Copie grecque, 1960 [note 134], p. 123 [CRAI] / 39 [Cretica]; H.V.E., Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 559 [BCH] / 531 [Cretica]. 144. The appearance of the dead man, the presence of the phoenix bird (see infra) remind Egypt; but there are oriental éléments as well. In fact the sarcophagus corresponds to the period when the influence of the Egypt on the coast of the Levant is the strongest. Moreover the Egyptians knew that the kings of Keftiou (= Crete) were embalmed with fir tar (P. MONTET, [Intervention], in CPAI, 1960, p. 127). On the relationship of the peoples of the Mediterranean islands with Egypt during the XVIIIth. dynasty, see e.g. the text from the tomb of Rekhmara translated by Ph. VIREY, Le Tombeau de Rekhmara, préfet de Thèbes sous la XVIIIe dynastie, in Mémoires publiés par les membres de la Mission Française du Caire, 5, Paris, 1894, 1-195 (pl. I - XLIV), p. 33. 145. However all the men represented on the sarcophagus have an ochre-coloured skin: that is the conventional colour in all Minoan-Mycenaean representations, whereas the women have a white skin. 146. Phoinix in linear B, prehellenic loan: M. VENTRYS, J. CHADWICK, Documents in Mycenaean Greek. Three hundred selected tablets from Knossos, Pylos and Mycenae, with commentary and vocabulary, Cambridge, 1956 / 2nd ed. by J. CHADWICK, Cambridge, 1973 [hereafter Documents2], p. 136: «the Greek use of the word Φοίνικες for the Canaanites was probably already current at the time of our tablets». 147. In Egypt too, the tomb of Osiris was shaded by a sacred tree, wich PLUTARCHUS (Is. Os., 20 / 359 b), calls in greek µηδική («persea-tree»), and on which the bird bennu, “Osiris’ soul”, is perched (cf. J.C. WILKINSON, Manners and Customs of the ancient Egyptians, London, 1878, 3, p. 349; A. ERMAN, Aegypten und Aegyptisches Leben im Altertum, Tübingen, 1885 / neu bearbeitet von H. RANKE, Tübingen, 1923, 2, p. 368).
166
GÉRARD CAPDEVILLE
date palm - tree with its leaves148, another φοῖνιξ149; at the other end stand two pillars, which are probably trunks of other date palm trees150, each one supporting a bird151, probably a phoenix, φοίνιξ152, 148. R. PARIBENI, Sarcofago, 1908 [note 140], c. 20, doesn’t identify the species of the tree and sees what could be an olive tree above the altar, c. 42. Likewise R. VALLOIS, Autels et culte de I’arbre sacré en Crète, in REA, 4e s. 28 [= 48], 1926, 121-132, writes at some length about the sarcophagus (p. 125-126), but identifies only the tree above the altar, as an olive tree (p. 129). Ch. PICARD, Religions préhelléniques, 1948 [note 141], p. 170 and note 2, thinks it indeed a «dattier». 149. Φοῖνιξ is the palm-tree since HOMER (Od., 6, 163; Hym. Apol., 117; cf. e.g. XEN., Cyr„ 7, 5, 4; HDT., 1, 193). The word can designate metonymically also the leaf of the palm-tree, the “palm” (ARSTT., M. тor., 1, 33, 36/ 1196 a 36), and it fruit, the “date” (HDT, 4, 172. 182). - The latin word phoenix is feminine as all names of tree. The French word phénix designatinga type of palm-tree, which includes the date-tree, comes directly from the Greek. 150. Identified by R. PARIBENI, Sarcofago, 1908 [note 140], c. 29 (Phoenix dactylifera), from the pattern left on the trunk by leaf scars - although the the trunks of the palm trees are almost cylindrical and not conical as the trees of the sarcophagus. Actually the palm tree can be used as a sacred tree; thus, on a large crater from a tomb of Ligortyno, near Phaistos (now in the Louvre Museum, no. inv. CA 883), two facing ibex flank a tree, which could be a palm (E. POTTIER, Documents céramiques du Musée du Louvre, in BCH, 31, 1907, 115-138, p. 117-118, fig. 1-2). 151. R. PARIBENI, Sarcofago, 1908 [note 140], c. 31, saw «forse corvi»; followed by A.J. EVANS, PM [note 70], 1, 1921, p. 440: «raven-like». - Some scholars have seen a phoenix on an ivory plaque from Palaikastro, published by R.M. DAWKINS, [C.H. DAWES, R.C. BOSANQUET], Excavations at Palaikastro. IV, in ABSA, 11, 1904-1905, 258-308, p. 284, fig. 14a (p. 285), whereas the editor interprets it as a relief of a flying peacock, MR I. 152. On the phoenix bird and its legends, see J. HUBAUX, M. LEROY, Le Mythe du phénix dans les littératures grecque et latine (Bibliothèque de la Faculté de Philosophie et Lettres de l’Université de Liège, 82), Liège - Paris, 1936 [quoted Mythe du phénix]; R. VAN DEN BROEK, The Myth of the Phoenix acording to Classical and Early Christian Tradition (Etudes préliminaires aux religions orientales dans l’Empire romain, 24), Leyden, 1972; and the commentary of A.B. LLOYD, Herodotus. Book II (Etudes préliminaires aux religions orientales dans l’empire romain, 43), Leyden, 3 vol., 1975-1988, 2 [1976], p. 317-322 (with the earlier bibliography). - On its connections with Egypt: A.P. NAGY, Le phénix et l’oiseau-benu sur les gemmes magiques. Trois notes sur le phénix greco-égyptien, in S. FABRIZIO-COSTA (ed.), Phénix, 2001 [note 1], 57-84. Some scholars think that the bennu can’t be the phoenix, because it looks like a heron (cf. J. TAILLARDAT, s.u. φοῖνιξ 3, in DELG, 4/2, 1980, 1219). But on a larnax from
PHOINIX IN CRETE
167
symbol of immortality153; the same word φοῖνιξ can indicate the griffons154, fantastic winged quadrupeds155, which draw the funerary chΜάλλια (LM ΙΙΙ) a bird perched on a double axe has been identified as a stork (Chronique des fouilles et découvertes archéologiques dans l’orient hellénique (Novembre 1922 -Novembre 1923), in BCH, 47. 1923, 498-544, p. 534 + fig. 9, p. 533) or a heron (R. JOLY, Deux larnakes trouvés à Mallia, in BCH, 52, 1928, 148-157 [+pl. VIII-IX], p. 150-153, 155-157, p. 156 [+ dessin fig. 1, p. 151; photos pl. IX]) because of its long legs. 153. HERODOTUS (2, 73) [notice on the phoenix bird]; for HESIODUS (inc. sed. fr. 171 Rzach3 [Teubner, 1908] / Praecepta Chironis, fr. 3 White [Loeb, 1919] / inc. sed. fr. 304 Merkelbach, West2 [Oxford, 1983], 3-5 = ap. PLVT., Def. orac, 11 / 415 cd), it has a very long life, but not the immortality: Ἐννέα τοι ζώει γενεὰς λακέρυζα κορώνη / ἀνδρῶν ἡβώντων. ἔλαφος δέ τε τετρακόρωνος. / τρεῖς δ’ ἐλάφους ὁ κόραξ γηράσκεται. αὔταρ ὁ φοῖνιξ / ἐννέα τοὺς κόρακας. δέκα δ’ ἡμεῖς τοὺς φοίνικας / νύμφαι εὐπλόκαμοι, κοῦραι Διός αἰγιόχοιο (also LUCIAN, Hermot., 53; LAСТ., Phoen, 59-62). 154. This interpretation comes from an analysis of tablets from Pylos, which describe pieces of furniture, with the forms ponike (PY Та 722, 1: instr.-dat. sing. = φοινίκει), ponikipi (PY Та 714, 2. 3: instr. pl. = φοίνικφι), where M. VENTRYS, Mycenaean furniture on the Pylos tablets, in Eranos, 53, 1955, 109-124, p. 121-123, debates, without coming to a conclusion, whether the word indicates here the palm tree or the griffin as suggested by an unidentified identified author with regard to HESIODUS, l.c. [note 153] = ap. PLVT., Def. orac, 11 /415 cd); the same analysis is textually reproduced in M. VENTRYS, J. CHADWICK, Documents1, 1956 / Documents2, 1973 [note 144], p. 344 (no. 244 = Та 714) and 345 (no. 246 = Та 722); cf. p. 136 («possibly means ‘griffin’»). But the «griffin» interpretation has been contested: A. DESSENNE, Le griffon créto-mycénien: inventaire et remarques, in BCH, 81, 1957, 203-215 [hereafter Griffon]-who cites the motif on the sarcophagus p. 206, no. A 47 - observes that the connection is a late one (p. 214, note3: cf. J. HUBAUX, M. LEROY, Mythe du phénix, 1936, [note 152], p. 173, 248 [the real name of the griffin γρύψ, p. 12-13: HDT., 3, 116; 4, 27; AESCHL., Prom., 804; ΑΕL., H.A., 4, 27]), when the palm tree is frequent in the creto-mycenaean art; similarly L.R. PALMER, A Mycenaean Tomb Inventory, in Minos, 5, 1957, 58-92, p. 64-65 (but doubtful in L.R.P., review of M. VENTRYS, J. CHADWICK, Documents1, in Gnomon, 29, 1957, 561-581, p. 578-579, apropos of poni(kiyo) in Sd 0401 [= no. 269, p. 366]); and also J. CHADWICK, L. BAUMBACH, The Mycenaean Greek Vocabulary, in Glotta, 41, 1963, 157271, p. 254-255; G.P. EDWARDS, R.B. EDWARDS, Red letters, 1974 [note 86], p. 50, note 4. Notice that D.H.F. GRAY, Linear В and Archaeology, in BICS, 6, 1959 [reprint 1969], 47-57 (+ pl. V-X), p. 54, suggests «palmette». 155. On the Creto-mycenaean griffin, see, besides the article of A. DESSENNE, Griffon, 1957, quoted in the previous note, Chr. DELPLACE, Le griffon
168
GÉRARD CAPDEVILLE
ariot156 on one of the short sides157. We could add to the list of H. VAN EFFENTERRE the lyre-shaped musical instrument158 played by one of the figures and which is maybe the Phoenician instrument called also φοῖνιξ159. We have here a kind of rebus160, where a character is designed créto-mycénien, in AC, 36, 1967, 49-86, who (p. 49) indentifies three types of griffins in antiquity: bird griffin, lion griffin, snake griffin - or which only the first one is known by the «Créto-mycéniens»-, and describes (p. 74-76) the motif on the sarcophagus. 156. The griffin is associated with the death; cf. larnax of Palaekastro: R.C. BOSANQUET, Excavations at Palaikastro [I], in ABSA, 8, 1901-1902, 286-316 [+ pl. VIII, 2. XV-XX], S. 297-302 (§ 3 The painted Larnax, and some other Larnax-burials) [+ pl. XVIII-XIX]; L. SAVIGNONI, Scavi e scoperte nelle necropoli di Phaestos, in MonAL, 14, 1904, 501-675 [+ pl. XXXVII-XL], c. 570-572 (+ fig. 48. 48 a [c. 571-574]); A. DESSENNE, Griffon, 1957 [note 154], p. 206, no. A 48; Chr. DELPLACE, Griffon, 1967 [note 155], p. 80, note 182. 157. Above the griffins flies a bird, representing the soul of the dead man; it can be another φοῖνιξ (R. PARΙBEΝΙ, Sarcofago, 1908 [note 140], p. 62). 158. It is an instrument with 7 strings, with arms like the neck of a swan. 159. According to HERODOTUS (4, 192), it was made from the horns of the oryx, an animal of «Libya»; it owed its name to its Phoenician origin, according to ΑΤΗENAEUS (14, 40 / 637 ab), who quotes successively NΙCOMEDES OF ACANTHOS (Περί Ὀρφέως, FGH, 772 F 3 Jacoby), EPHORUS OF CUMAE (Ἱστορίαι, FGH, 70 F 4 J), SCAMON OF MYTILENA (Περί Εὑρημάτων, FGH, 476 F 4 J), SEMUS OF DELOS (∆ηλιάς, 1, FHG, 4, 492 [the only one to conceive it with arms of palm wood from Delos]); also PHOTIUS (Lex., s.u. φοίνιξ, 2, 267 Naber [Leyden, 1865]); cf. ARISTOXENUS (Περί ὀργάνων, fr. 97 Wehrli [Basel, 1945 / 19672 = αp. ΑΤΗ., 4, 80/ 182 f); POLLUX (Onom., 4, 59). See J. TAILLARDAT, s.u, φοῖνιξ 4, in DELG, 4/2 (1980), 1219; N. GUILLEUX, Etymologie [note 2], p. 16, § 4. - Others musical instruments, probably from the same origin, are designated by derivatives or compounds: φοινίκιον (ARSTT., Probl., 19, 14 / 918 b 8 [invented by the Phoenicians]); λυροφοῖνιξ (ΙVBA, Θεατρική ἱστορία., 4 / FGH, 275 F 15 a J = αp. ΑΤΗ., 4, 77 / 175 d; [«ohne Buchtitel»] FGH, 275 F 84 J = αp. ΑΤΗ., 4, 81 / 183 с [Phoenician triangular lyre, called also τριγώνου or σαµβύκη]); λυροφοινίκιον (POLL., Onom., 4, 59). 160. The word φοῖνιξ has numerous others meanings. Thus, according to HESYCHIUS (s.u. φοίνικες, Φ 715 Schmidt); φοίνικες· γλυφαί, «chiselled motives», which is to be found in the Septuagint (Ezech, 41, 25) and would perhaps fit in with the word on of the Pylos tablets. - According to THEOPHRASTUS (Od., 6, 28), the word φοῖνιξ could designate a perfume made from (palm tree?) wood; according to DIOSCORIDES (4, 43), a plant, probably the darnel; according to AELIAN (Ν.Α., 12, 24), a kind of fish; according to ORΙBASIUS (Collect. Med., 49, 11, 2
PHOINIX IN CRETE
169
by several homonymous representations161. The «royal villa» of Αγία Tριάδα, built right at the end of the MMIII (c. 1580-1550)162 was perhaps the repository - or one of the repositories, in the territory of Φαιστός -, for the protagonists of the myth of Εὐρώπη163 and the sarcophagus shows, that her father was also known and worshipped164. There Bussemaker, Daremberg [Paris, 1862]), a kind of bandage; according to AETIUS (7, 116), an eye-salve; according to the Hippiatrica Berolinensia (10, 3 / 1, 57, 10; 100, 2 / 1, 344, 21 [Corpus hippiatricorum Graecorum, edd. C. ODER, О. HOPPE, Teubner, 1924-1927]), a disease of the hoof; according to AGATHEMERUS (Γεωγραφίας ὑποτύπωσις, 2, 7), the wind εὐρύνοτος, which blows above the Red Sea and Ethiopia. In all cases we must write φοῖνιξ (and not *φοίνιξ), according to HERODIAN (Gram., ap. CHOEROB., Schol. in THEOD. ALEX., Κανόνες εἰσαγωγικοί, 29 / Grammatici Graeci, 4/1, p. 292, lin. 5. [7]. 27 Hilgard [Teubner, 1894]). 161. Doubts about this identification of the principal figure are expressed by C.R. LONG, Sarcophagus, 1974 [note 140], p. 80-81, but the interpretation is accepted in particular by Y. DUHOUX, Etéocrétois [note 101], p. 34 and note 19. The offering if a model of boat can be an allusion to the travel of Phoenix towards Crete. - For A.J. EVANS, PM [note 75], 1, 438, the figure is a «Sea Captain» in front of his heroon, and he mentions the discovery of a small ivory boat in a tomb of the Zafer Papoura Cemetery near Kνωσός: cf. A.J.E., The Prehistoric Tombs of Knossos. Ι. The Cemetery of Zafer Papoura. II. The Royal Tomb of Isopata (Archaeologia. Miscellaneous Tracts relating to Antiquity published by the Society of Antiquaries of London, 59), London, 1906, p. 27, fig. 22. 162. This “villa” was destroyed before 1400 B.C., but new buildings were immediately erected on the same place (H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 562 [BCH] / 534 [Cretica]. R. PARIBENI, Sarcofago, 1908 [note 140], c. 71-75, observes that the sarcophagus dates at the earliest from the second half of the XV. cent, B.C. (end LM II - beg. LM III), because of the horses, arrived from Egypt in the middle of the XVIIIth dynasty, before Amenotep IV (the cartouche of Amenotep III and Thii [c. 1480-1450] appears in a tomb of Αγία Τριάδα near the site of the sarcophagus). 163. We may think that the priestess on one of the large sides of the sarcophagus, in front of the enclosure of the sacred tree, is Εὐρώπη herself. 164. Atymnios, son of Zeus (or Phoinix) and Kassiepeia (PHERECYD., Ἱστορίαι, 4/5 / FGH, 3 F 86 J = ap. Schol. in AP. RH., 2, 178; APOLLOD., Bibl, 3, 1, 2, 3 / 3, 6 Wagner [Teubner, 1894]; PS.-CLEM., Homil., 5, 13, 6 [Ἀγχίνος, corr. Cotelier]; Recogn., 10, 22, 6 [Anchinos, corr. Schwegler]) - therefore (half) brother of Europe according to one genealogy concerning her mother (Schol. Townl. in HOM., Il., 14, 321; EUST., in HOM., Il., 14, 321 / p. 989, 34) - was also honoured, at least in Γόρτυνα, according to SOLINUS (11, 9): lidem Gortynii et Adymnum*
170
GÉRARD CAPDEVILLE
was probably in this villa a fresco165, which inspired the decoration of the sarcophagus and many centuries later, in the middle of the VI. century B.C.166, the engraving on a stone showing a copy of the head of Φοῖνιξ and two columns167 flanking a libation vase168: and this was in ∆ρέρος, colunt Europae fratrem; ita enim memorant. Videtur et occurrit, sed die iam uesperato augustiore se facie uisendum offerens [*reading of all mss.]. According to NONNOS OF PANOPOLIS, he was a charioteer (Dion., 11, 130131) and an eromenos (Dion., 29, 28 [cf. PS.-CLEM., Homil., 5, 15, 2: Τυµναίου, corr. Cotelier]) of Apollon, and this god, after his death (Dion., 12, 217; 19, 183-184), took his name as epithet (Dion., 11, 258-259). See H.W. STOLL, S.U. Atymnos [sic], in LM, 1, 1884, 727-728; K. TÜMPEL, who distinguishes the eromenos of Apollo, s.u. Atymnios 3, in RE, 2/2, 1896, 2261, from the brother of Europe, s.u. Atymnios 4, ibid.; P. CHUVIN, Mythologie et géographic dionysiaques. Recherches sur l’œuvre de Nonnos de Panopolis (Vates, 2), Clermont-Ferrand, 1991, p. 57-58 (Appendice. Atymnios et la Crète). -According to the text of SOLIN (supra), M. GUARDUCCI, IС, 4 (1952), Gortyna, p. 33-34, considers him to be a solar divinity and connects him to an inscription of Γόρτυς (IС, 4, 65) attesting, in the beginning of the Vth. s. B.C., sacrifices to various divinities, including the Sun; however he is here designated by (lin. 7-8) Ἅλιος, without epithet. 165. Fragments of a fresco discovered near the palace of Αγία Τριάδα show some figures of the sarcophagus: see R. PARIBENI, Sarcofago, 1908 [note 140], c. 69-74, fig. 21-23. L. PERNIER, L. BANTI, Guida degli scavi italiani in Creta, Rome, 1947, p. 28-35, explain that the fresco was not painted on the walls of the villa, but on those of a more recent “megaron”, built in the LM III on remains of the villa and surrounded by annexes and porticos: under one of these porticoes were discovered bases of poles similar to those of the sarcophagus, which suggests the possible existence of a similar cult (cf. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 561 [BCH] / 533 [Cretica], n.2). 166. P. FROTIER DE LA COSTE-MESSELIÈRE, Musée de Delphes, 1936 [note 120], p. 166 (+ pl. X, 3), suggested that a mural fresco in Γόρτυς could have inspired a work like the rape of Europa on the “hydria Castellani” (Musée du Louvre, Inv. Nr, Ε 696). Η. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 561-562 [BCH ] / p. 533-534 [Cretica] sees there another argument for the influence of the fresco of Άγια Τριάδα. 167. For Η. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 558 [BCH] / 530 [Cretica]), they could represent the gates of the underworld. 168. According to H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 557 [BCH ] / 529 [Cretica], that could correspond to the transposition in ∆ρέρος of a cult coming from west; that is what in a city near ∆ρέρος, Λατώ, is called ἀφίδρυμα (ΙС, 1, 14 Istron, 2, lin, 2; see comm. ad loc. p. 103); cf. H. VAN EFFENTERRE, Documents édilitaires de Lato, in REA, 4e s. 45 = 65, 1943, 27-39,
171
PHOINIX IN CRETE
the only other city where Φοίνιξ was also known and worshipped169! *
* * We glimpse thus a tentative network wowen around Φοῖνιξ170 linking the two main cities of the Μεσαρά, Γόρτυς and Φαιστός, and two cities of eastern Crete, ∆ρέρος et Ἴτανος. On the other hand, the two sites which are to be found further west on the south coast can show us nothing more interesting than their names. We should welcome thorough extensive excavations, which might provide a clear answer to the question of the origin, whether or not Phoenician, of these settlements. Paris - Plakias October 2008 - December 2009
Gérard CAPDEVILLE Université de Paris IV - Sorbonne
p. 34 (and note 2), especially: «Le terme ἀφίδρυμα est un mot difficile qui paraît devoir se rapporter soit à l’introduction d’un culte venu d’ailleurs, soit plus précisément au renouvellement d’une statue de divinité et en particulier au remplacement par une statue véritable d’un ancien хоапоп.» A variant is in an inscription of Philippes which accompagnies a bas-relief representing Nike (published by F. CHAPOUTHIER, Némésis et Nike, in BCH, 48, 1924, 287-303, p. 289-292, inscr. A), where we read [lin. 5-8] ἀφυ/δρεύ/ματα τῶ/ν θεῶν, “effigies of the gods”, with a faulty form for ἀφειδρύματα, itself late form of the plural of ἀφίδρυμα; see also STRABO (8, 7, 2 / 385 C), who uses ἀφίδρυσις where DIODORUS OF SICILY (15, 49, 1-2) uses ἀφιδρύματα (“copy of a temple” / “copies of the altars” of Poseidon in Helike in Ionia; but in DIOD. SIC., 5, 55, 2; “statues”). 169. In Αγία Τριάδα there used to be a sanctuary built in the LM I and rebuilt in the LM III, with a rectangulary plan and a bench in the back (L. BANTI, Ι culti minoici e greci di Haghia Triada (Creta) [1942], in ASAA, 3-5, 1941-1943 [1948], 9-74, p, 28-40 [fig. 14-18]. 40-41, no. 2 [fig. 27, 4]), similar to the «geometric» temple Δρῆρος (S. MARINATOS, Le temple géométrique de Dréros, in BCH, 60, 1936, 214-XXX): another mysterious link between the two places (cf. H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites, 1961 [note 6], p. 562 [BCH] / 534 [Cretica]). 170. A man bearing the name of Φοῖνιξ is mentioned in an defaced inscription of Κνωσός, whose copy has been communicated to F. HALBHERR by a tradesman of Candia (Heraklion) and published by S. RΙCCI, Miscellenea epigraphica (Atene, Keos, Amorgos, Melos, Thera, Creta) con alcuni appunti in appendice relativi al Museo Nani di Venezia, in MonAL, 2, 1893, 253-316, c. 305, no. 14 [Creta], then by M. GUARDUCCI (IС, 1 [1935], 8 Cnosos, 32), who suggests hesitantly: Φοίνεικος υἱόν εἰσορα[ς] / ἐκγ(ο)να.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
F.M. ABEL, L’ expédition des Grecs à Petra en 312 αν., J.C., in RBi, 46, 1937, 373391 G. ANRICH, Hagios Nikolaos, Der heilige Nikolaos in der griechischen Kirche. Texte und Untrysuchungen - Il., Leipzing, 1913-1917. E. ASSMANN, Fehlgriffe und neue Wege bei der Erforschung kleinasiatischer Eigennamen, in BPhW, 39. 1919, 89-96 E. BABELON, Traité des monnaies grecques et romaines, 3 parts in 9 vol. Paris, 1901-1932/reprint Bologna, 1965-1976 E. BABELON, Le voile d’ Europé, in RA, 20, 1942-1943 {1944}, 125-140 L. BANTI, I culti minoici e greci di Haghia Triada (Creta) {1942}, in ASAA, NS 3-5=19-21, 1941-1943 {1948}, 9-74 I. BANTI, cf. L. PERNIER, 1947 L. BAUMBACH, cf. J. CHADWICK, 1963 M. BELONAKHS, G. PARASLIOTHS, in Αθηνά 2234-2236, March 14th.-18th., 1855 G.E. BEAN, cf. P.M. FRASER, 1954 G.E. BEAN, s.u. Phoinix (fenaker) - Turkey, in PECS, 1976, 708 V. BÉRARD, Les Phéniciens et l’ Odyssée [second version], I-II, Paris, 1927 G. BERGER-DOER, cf. A. DELIVORRIAS, 1984 M. BILE, Le diadecte crétois ancien, Etude de la langue des inscriptions, Recueil des inscriptions, Recueil des inscriptions postérieures aux IC (Ecole française d’ Athénes. Etudes crétoises, 27), Athens-Paris, 1988 S. BIRCH, Sculpturen aus Kreta, in AA, 20 (160), April 1862, 311-312 G. VON BISSIG, Untersuchungen über die “phoinikischen” Metallschalen, in JDAI, 38-39, 1923-1924 [1925], 180-241 P.J. BLACKMAN, s.u. Phoinix-Creece, in PECS, 1976, 708 F. BLASS, Die griechischen Inschriften, ap. H. COLLITZ, F. BECHTEL, Sammlung der griechischen Dialekt-Inschriften [SGDI], 4 vol. in 6 books, Göttingen, 1884-1915, 3/2 (1905), 227-423 P. BLOME, Die Figürliche Bildwelt Kretas in der geometrischen und früharchaischen Periode, Mainz, 1982 J. BOARDMAN, The Cretan Collection in Oxford. The Dictaean Cave and the Iron Age Crete, Oxford, 1961 F. BÖLTE, s.u. Phoinikus 2, in RE, 20/1, 1941, 383-384 R.C. BOSANQUET, Excavations at Palaikastro [I], in ABSA, 8, 1901-1902, 286316 (pl. VIII, 2. XV-XX) R.C. BOSANQUET, cf. R.M. DAWKINS, 1904-1905 W. BUBBE, s.u. Kassiopeia, in RE, 10/2, 1919, 2315-2328 L. BÜRCHNER, s.u. Anopolis, in RE, S 1, 1903, 88 L. BÜRCHNER, s.u. Dreros, in RE, 5/2, 1905, 1699 L. BÜRCHNER, s.u. Ios I, in RE, 9/2, 1916, 1930-1933 L. BÜRCHNER, s.u. Itanos, in RE, 9/2, 1916, 2286-2288
PHOINIX IN CRETE
173
L. BÜRCHNER, s.u. Karia I, in RE, 10/2, 1919, 1943-1947 L. BÜRCHNER, s.u. Lappa in RE, 12/1, 1924, 787-788 L. BÜRCHNER, s.u. Lappaia in RE, 12/1, 1924, 788 C. BUONDELMONTI, Descriptio insule Crete et Liber Insularum, cap. XI: Creta, édition critique [et traduction] par M.-A. VAN SPITAEL, [commentaires de P. FAURE], (Eκδόσεις Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου 2), Herakleion 1983. Modern Greek translation: Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415: C. Bouondelmonti, Περιγραφή της νήσου Κρήτης. Μετάφραση και εισαγωγή: M. Aποσκίτη, Έκδοση Συλλόγου Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου. C. BURSIAN, Geographie von Criechenland, I.-II Leipzig, 1862-1872 E. BUSCHOR, Meermänner (Sitzungsberichte der Bayerischen Akademie der Vissenschaften. Philologisch-historische Abteilung, 1941, 2/1), Munich, 1941 G. CAPDEVILLE, Volcanus, Recherches comparatistes sur les origines du culte de Volcain (Bibliothéque des Ecoles françaises de Rome et d’ Athénes, 288), Rome, 1995 J. CHADWICK, cf. M. VENTRIS, 1956, 1973 J. CHADWIC, L. BAUBMACH, The Mycenaean Greek Vocabulary, in Glotta, 41, 1963, 157-271 A. CHANIOTIS, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit (Heidelberger Althistorische Beditrâge und Epigraphische Studien, 24), Stuttgart 1996 P. CHANTRAINE, Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots [DELG], tomes I-IV-1, Paris, 1968-1977, terminé par O. MASSON, J.-L. PERPILLOU, J. TAILLARDAT, tome IV-2, Paris, 1980 P. CHANTRAINE, A propos du nom des Phéniciens et des noms de la pourpre, in StudClas, 14, 1972, 7-15 F. CHAPOUTHIER, Némésis et Niké, in BCH, 48, 1924, 287-303 J. CHARBONNEAUX, L’ art égéen (Bibliothéque d’ Histoire de l’ Art, {4}, Paris, 1929 Ed. CHISHULL, Antiquitates Asiaticae Christianam aeram antecedentex, ex primariis monumentis Craecis descriptae, latine versae, notis et commentariis illustratoe. Accedit monumentumn latinum Ancyranum, London, 1728 Chronique des fouilles et découvertes archéologiques dans l’ Orient hellénique (Novembre 1922-Novembre 1923), in BCH, 47, 1923, 498-544 A.B. COOK, Zeus. A Study in Ancieent Religion, 3 vol. in 5 books, London, 19141940/reprint New York, 1964-1965 J.A. CRAMER, Anecdota Graeca e codd, manuscriptis Bibliothecarum Oxoniensium, I-IV Oxford, 1835-1837 C.M. CRAY, Greek Coins, Photographs by M. HIRMER, London, 1996 C.H. DAWES, cf. R.M. DAWKINS, 1904-1905 R.M. DAWKINS, C.H. DAWES, R.C. BOSANQUET, Excavations at Palaikastro IV, in ABSA, 11, 1904-1905, 258-308 L. BE BRAUW, Europe en de stier, Amsterdam, 1940 G. DE SANCTIS, cf L. SAVIGNONI, 1901
174
GÉRARD CAPDEVILLE
M. DEFFNER, Οδοιπορικαί εντυπώσεις από τη δυτική Κρήτη, Athens, n.d. [1928]. A. DELIVORRIAS, in Zusammenarbeit mit G. BERGER-DOER, A. KOSSATZDEISSMANN, s.u. Aphrodite, in LIMC, 2, 1984, 1,2-251, 2, 6-153 Chr. DELPLACE, Le griffon créto-mycénien, in AC, 36, 1967, 49-86 P. DEMARGNE, La Créte dédalique. Etudes sur les origines d’ une Renaissance (Bibliothéque des Ecoles françaises d’ Athénes et de Rome, 164), Paris, 1947 L. DEROY, L’ origine préhellénique de quelques noms de peuples méditerranéens, in ALPhO, 13, 1953 [1955]=Mélanges Isidore Lévy, Brussels, 1955, 87-121 A. DESSENNE, Le griffon créto-mycénien: invantaire et remarques, in BCH, 81, 1957, 203-215 A. DETHIER, Dreros und kretische Studien, oder Stele mit Inschrift dieser pelagisch-minoischen Stadt, enthaltend die Tripel-Allianz der Drzyer, Gnosier und Milatier gegen die dorischen Lyttier, mit einer vorolympischen Zwölf-Götter-Tafel der Drecer (jetzi im türkischen Museum der Irenenkirche), in SAWW, 30, 1859, 431-468 (pl. I-VIII) S. DOW, review of T.B.L. WEBSTER, From Mycenae to Homer, A. Study in Early Literture and Art (London, 1958), in AJPh, 81, 1960, 422-434 Y. DUHOUX, L’ Etèocrètois. Les textes. La langue, Amsterdam, 1982 F. VON DUHN, Sarkophag aus Hagia Triada (Kreta), in ARW, 7, 1904, 264-274 F. VON DUHN, Der Sarkophag aus Hagia Triada in ARW, 12, 1909, 161-185 R. DUSSAUD, Le sarcophage peint de Haghia Triada, in RHR, 58, 1908, 364-370 R. DUSSAUD, Les civilisations préhelléniques dans le bassin de la mer Egée. Etude de protohistoire orientale, Paris, 1910 R. DUSSAUD, Les combats sanglants de 'Anat et le pouvoir universel de El (V AB et VI AB), in RHR, 118, 1938, 129-169 G.P. EDWARDS, R.B. EDWARDS, Red letters and Phoenician writing, in Kadmos, 13, 1974, 48-57 G.P. EDWARDS, R.B. EDWARDS, The meaning and etymology of poinikastavi, in Kadmos, 19, 1977, 131-140 R.B. EDWARDS, cf. G.P. EDWARDS, 1974-1977 O. EIBFELDT, s.u. Phoiniker und Phoinikia, in RE, 20/1, 1941, 350-380 A. ERMAN, Aegypten und Aegyptisches Leben im Altertum, Tübingen, 1885. Neu bearbeiter v. H. RANKE, Tübingen, 1923 J. ESCHER, s.u. Europe I, in RE, 6/2, 1909, 1287-1298 A.J. EVANS, The Prehistoric Tombs of Knossos: the Cemetery of Zafer Papoura the Royal Tomb of Isopata (Archaeologia, 59), London, 1906 A. (J) EVANS, The Palace of Minos, A comparative account of the successive stages of the early Cretan Civilization as illustrated by the discoveries at Knossos, 4 vol. in 6 books (+1 vol. Index, by Joan EVANS), London, 1921-1935 (1936)/reprint New York, 1964 P. FAURE, La Crète aux cent villes, in Kreta 13, 1959, 171-217=in BAGB, 1960, 228-249 P. FAURE, Nouvelles localisations de villes crètoises, in Kreta 17, 1963, 16-26 P. FAURE, Toponymes prèhellèniques dans la Crète moderne, in Kadmos, 6, 1967, 41-79
PHOINIX IN CRETE
175
P. FAURE, La vie quotidienne en Crète au temps de Minos (1500 αν. J.-C.), Paris, 1973 / 2e èdition mise à jour, Paris, 1987/3e edition mise à jour, Paris, 1997 P. FAURE, Hydronymes Crétois in Κρητολογία 18–19, 1984, 30–61, 200-202 P. FAURE, Recherches de toponymie crétoise. Opera selecta, Amsterdam, 1989 J. FÉVRIER, Histoire de l’ écriture, Paris, 1948 A. FICK, Vorgriechische Ortsnamen als Quelle für die Vorgeschichtre Criechenlands, Göttingen, 1905 F. FIELD, Origents Hexapla, Oxford, 1875 K. FITTSCHEN, Untersuchungen zum Beginn der Sagendarstellungen bei den Griechen, Berlin, 1969 P.M. FRASER, G.E. BEAN, The Rhodian Peraea and Islands, Oxford-London, 1954 J. G. FRAZER, Pausanias’s Description of Greece, translated with a commentary, I.-VI, London, 1898 P. FROTIER DE LA COSTE-MESSELIÉRE, Au Musée de Delphes, Recherches sur quelques monuments archaiques et leur décor sculpté (Bibliothéque des Ecoles françaises d’ Athénes et de Rome, 138), Paris 1936 H. VON GEISAU, s.u. Karme in RE, 10/2, 1919, 1956 V. GEORGIEV, Noms de lieux grecs prétendus pré-indoeuropéens, in Onomastica, 2, 1948, 77-78 (summary) P. GOESSLER, s.u. Phoinike in RE, 20/1, 1941, 350 D.H.F. GRAY, Linear B and Archaeology, in BICS, 6, 1969 (reprint 1969), 47-57 (ph. V-X) A. GROHMANN, s.u. Phoinikon Κώµη in RE, 20/1, 1941, 382-383 M. GUARDUCCI, Iscrizioni inedite del Museo di Retimno, in RIA, 3, 1931, 27-30 M. GUARDUCCI, Inscriptiones Creticae opera et consilio Friderici Halbherr collectae, I.-IV, Rome, 1935-1950 M. GUARDUCCI, Contributi alla topografia della Credta orientale, in RFIC, NS 18, 1940, 99-107 M. GUARDUCCI, La culla dell’ alfabeto greco, in Gevrai Αντωνίου Κεραµόπουλου (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Επιστηµονικαί Πραγµατείαι, Σειρά φιλολογική και γεωλογική, Αθήναι), Athens 1953, 342-354. Μ. GUARDUCCI, Epigrafia Greca, I-IV, Rome, 1967-1978 N. GUILLEUX, L’ étymologie de phénix: un état des lieux, in S. FABRIZIOCOSTA (ed.), Phénix: mythe(s) et signet(s). Actes du colloque international de Caen (12-14 October 2000), Caen-Bern, 2001, 9-25 H. GÜNDEL, s.u. Helike 3, in RE, 7/2, 1912, 2858-2862 F. HALBHERR, Scavi e trovamenti nell’ antro di Zeus sul monte Ida in Creta, in Muslt, 2, 1888, 689-766 F. HALBHERR, Iscrizioni cretesi, in Muslt, 3, 1890, 559-750 F. HALBHERR, Researches in Crete, I. Itanos, in Antiquary, 24, 1891, 201-203, 241-245 F. HALBHERR, Researches in Crete, VI. From Hierapytna to Lyttos, Antiquary, 27, 1893, 195-199 J.B. HALEY, The geographical distribution of pre-greek place-names, in AJA, 32, 1928, 141-145
176
GÉRARD CAPDEVILLE
H.R. HALL, The Oldest Civilization of Greece, Studies in the Mycenaean age, London-Philadelphia, 1901 J.B. HARROD. The Tempering Goddess. A Phenomenological and Structural Analysis of the Britomartis-Dictynna-Aphaia Mythologen, Ann Arbor (Michigan, USA), 1981 I. CATZIDAKIS, Περιήγησις εις Κρήτην, Hermopolis(=Alexandria, Egypt) 1881. B. HAUSSOULIER, Inscriptions de Créte, in BCH, 9, 1995, 1-28 B.V. HEAD, Historia Numorum. A Manual of Greek Numismatics, Oxford, 1887 New and enlarged edition by B.V. HEAD, assisted by G.F. HILL, G. MACDONALD, W. WROTH, Oxford, 1911 V. HEHN, Kulturpflanzen und Haustiere in ihrem Übergang aus Asien nach Griechenland und Italien sowie in das übrige Europa, Historisch-linguistische Skizzen2, Athens, 1874 Sechste Auflage neu hsg.v. O. SCHRADER, mit botanischen Beiträgen v. A. ENGLER, Berlin, 1894 W. HELBIG, s.u. Europa 10, in LM. 1, 1884-1890, 1410-1418 K. Fr. HERMANN, Ein bürgereid des griechischen alterhums, in Philologus, 9, 1854, 694-710 P. HERRMANN, Teos und Abdera in 5, Jahrhunder v. Chr. Ein neues Fragment der Teiorum Dirae, in Chiron, 11, 1981, 1-30 (pl. I-III) F. HILLER VON GAERTRINGEN, Anhang über die Tloer, in Hermes, 37, 1902, 143-146 M. HIRMER, cf. C.M. KRAAY, 1966 G. HIRSCHFELD, s.u. Amphimalla, in RE, 1/2, 1894, 1942 G. HIRSCHFELD, s.u. Amphimatrion, in RE, 1/2, 1894, 1942 G. HIRSCHFELD, s.u. Araden, in RE, 2/1, 1895, 370 K. HOECK, Kreta. Ein Versuch zur Aujhellung der Mythologie und Geschichre, der Religion und der Verfassung dieser Insel, von den ältesten Zeiten bis auf Römer-Herrschaft, I-III, Göttingen, 1823-1829 H. HOFFMANN, Ealry Greek Armorers, with the collaboration of A.A. RAUBITSCHEK, Mainz, 1972 R. HOLLAND, Britomartis, in Hermes, 60, 1925, 59-65 E. HONIGMAN, s.u. Libanesia, Phoinike Libanesia, in RE, 12/2, 1924, 2484-2485 M.S.F. HOOD, Archaeology in Greece 1960-1, in AR, 1960-1961, 3-35 M.S.F. HOOD, Minoan sites in the Far West of Crete, in ABSA, 60, 1965, 99-113 (pl. 20-22) S. HOOD, cf J. LETHAM, 1958-1959 S. HOOD P. WARREN, Ancient sites in the province of Agios Vasilios, Crete, in ABSA, 61, 1966, 163-191, (pl. 35-41) J. H. HOPKINSON, Note of the Fragment of a Painted Pinax from Praesos, in ABSA, 10, 1903-1904, 148-153 (pl. III) J. HUBAUX, M. LEROY, Le Mythe du phènix dans les littèratures grecque et latine (Bibliothèque de la Facultè de Philosophie et Lettres de l’ Universitè de Liège, 82), Liège-Paris, 1936 Instructions nautiques. Bassin oriental de la Mèditerranèe, par Ch. A. LE BERT, Paris, 1907
PHOINIX IN CRETE
177
O. JAHN, Die Entführung der Europa auf antiken Kunstverken, in DAW, 19, 1870, 1-54 (pl. I-X) L. H. JEFFERY, The Local Scripts of Greece: a Study of the origin of the Greek Alphante and its Development from the Eight to the Fifth Centuries B.C. (Oxford Monographs on Classical Archaelogy), Oxford, 1961 Revised edition with a Supplement by A.W. JOHNSTON, Oxford, 1990 L.H. JEFFERY, Some ancient Greek views, in Europa, Studien zur Geschichte uns Epigraphik der frühen Aegeis. Festschrift für Ernst Grumach, Berlin, 1967 L.H. JEFFERY, A. MOPURGO DAVIES, Poinikastavi and poinikavzen: BM 1969, 4-2-1, a new archaic insctription from Crete, in Kadmos, 9, 1970, 118-154 (pl. 1-2) G.K. JENKINS, Ancient Greek Coins (The World of Numismatics), London-Freibung (CH), 1972 O. JESSEN, s.u. Rhadamanthys in LM, 4, 1909-1915, 77-86 R. JOLY, Deux Lamakes trouvès à Mallia, in BCH, 52, 1928, 148-157 (pl. VIII-IX) F. JUNG, cf. K. SCHEFOLD, 1981 A. KAUFFMANN-SAMARAS, s.u. Phoinix I, in LIMC, 7, 1994, 1, 395 J. KEIL, s.u. Mimas I, in RE, 15/2, 1932, 1713-1714 J. KEIL, s.u. Phoinikus 6, in RE, 20/1, 1941, 384-385 H. KEES, s.u. Phoinikon, in RE, 20/1, 1941, 382 E. KIRSTEN, Die Insel Kreta in vier Jahrtausenden, in Antike, 14, 1938, 295-346 E. KIRSTEN, s.u. Dreros, in RE, S 7, 1940, 128-149 E. KIRSTEN, s.u. Phoinikion in RE, 20/1, 1941, 380-381 E. KIRSTEN, s.u. Phoinikis, in RE, 20/1, 1941, 1308-1309 E. KIRSTEN, s.u. Phoinix 17, in RE, 20/1, 1941, 431-435 E. KIRSTEN, Siedlungsgeschichtiche Forschungen in Westkreta, in Forschungen auf Kreta 1942, hsg. v. F. MATZ, Berlin, 1951, 118-152 A. KLOTZ, Die geographischen commentarii des Agrippa und ihre Überreste, in Klio, NF 6=24, 1931, 38-58, 386-470 A. KOSSATZ-DEISMANN, cf, A. DELIVORRIAS, 1984 E. KUNZE, Kretische Bronzereliefs (Sächsinche Forschungsinstitute in Leipzig. Forschung Institut für klassische Philologie und Arcäologie), Stuttgart, 1931 E. KUNZE, Orientalische Schnitzereien aus Kreta, in MDAIA, 60-61, 1935-1936, 218-233 G. LE RIDER, Monnaies crètoises de Ve au 1er siècle αν. J.C. (Ecole française d’ Athènes, Etudes crétoises, 15), Paris, 1966 M. LEROY, cf. J. HUBAUX, 1936 J. LETHAM, S. HOOD, Sub-marine exploration in Crete, 1955, in ABSA, 53-54, 1958-1959, 263-280 (pl. 63-65) D. LEVI, Arkades, una città cretese all’ alba della civiltà ellenica, in ASSA, 10-12, 1927-1929 [1931], 5-710 D. LEVI, The sarcophagus of Haghia Triada Restored, in Archeology, 9, 1956, 192199 Isidore LÉVY, L’ origine du nom de la Phènicie, in RPh, n.s. 29, 1905, 309-314 D. LEWIS, cf. R. MEIGGS, 1969
178
GÉRARD CAPDEVILLE
A.B. LLOYD, Herodotus, Book II (Etudes prèliminaires aux religions orientales dans l’ Empire romain, 43), I-III, Leyden, 1975-1882 C.R. LONG, The Agia Triadha Sarcophagus, A study of the late Minoan and Mycenaean funerary practices (Studies in mediterranean Archeology, 41), Göteborg, 1974 J. MARCADÉ, Un casque crètois trouvè á Delphes, in BCH, 73, 1949, 421-436 S. MARINATOS, Le temple géomètrique de Drèros, in BCH, 60, 1936, 214-256 (pl. XXVI-XXVII), 257-285 (pl. XXVIII-XXXI) O. MASSON, cf P. CHANTRAINE, 1968-1980 F. MATZ, Göttererscheinung und Kultbild im minoischen Kreta (Akademie der Wissenschaften und der Literatur in Mainz. Abhandlugen der Geistes -und Sozialwissenschaftlichen Klasse, 1958, 7) Wiesbaden, 1958 O. MAULL, s.u. Kythera, in RE, 12/1, 1924, 207-215 R. MEIGGS, D. LEWIS, A selection of Greek historical insctriptions to the end of the fifth century B.C., Oxford, 1969/revised edition, Oxford, 1988/reprint 1992 E. MEYER, s.u. Foinikaion, in RE, 20/1, 1941, 348 E. MEYER, s.u. Phoinix 19, in RE, 20/1, 1941, 435 Mittelmeer-Handbuch4, Teil 4, Hamburg, 1935 P. MONTET, (Intervention), in CRAI, 1960, 127 A. MOPURGO-DAVIES, cf. L.H. JEFFERY, 1970 H MÜHLESTEIN, Redende Personennamen bei Homer, in SMEA, 9 (Incunabula Graeca, 39), Rome, 1939, 66-94 A.P. NAGY, Le phènix et l’ oiseau-benu sur les gemmes magiques. Trois notes sur le phénix grèco-ègyptien, in S. FABRIZIO-COSTA, 2001 G. NENGIONI, Innovazioni africane e lessico latino, in SIFC, 16, 1939, 3-50 M.P. NILSSON, Η µετανάστευσις των Ελλήνων εις την Κρήτην, 3, 1949, 7-15 Μ.P. NILSON, The Minoan-Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion (Skrifter utgivna av kungl. Humanistiska Vetenkapssamfudet i Lund, 9) Lund 1927 / Second, revised edition, Lund, 1950 M.P. NILSSON, Geschichte der griechischen Religion (Handbuch der Altertumswissenschaft, 5, 2), I-II, Munich, 1941-1950 I. Die Religion Griechenlands bis auf die griechische Weltherrschaft, Dritte, durchgesebene und ergänzte Auflage, Munich, 1967 E. OBERHUMMER, s.u. Olympos 21, in RE, 18/1, 1939, 315-320 P. ORSI, Studi illustrativi sui Bronzi arcaici trovati nell’ antro di Zeus Ideo, in Muslt, 2, 1888, 769-904 J. [A] OVERBECK, Griechische Kunstmythologie, Besonderer, Theil, I-III, Leipzig, 1871-1887 L. P. PALMER, A Mycenaean Tomb Inventory, in Minos, 5, 1957, 58-92 L. R. PALMER, review of M. VENTRYS, J. CHADWICK, Documents in Mycenaean Greek... Cambridge, 1956, in Gnomon 29, 1957, 561-581 K. Η. Παπαδάκης, «Η αναγνώριση της αρχαίας πόλεως Κιονίας παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης-η επιγραφή του Κεραµέ», Αµάλθεια 102-103, 1995, 61-68 Κ. Η. Παπαδάκης, «Βιώννος ή Κιονία: µιά άγνωστη αρχαία πόλη παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνου», Κρητολογικά Γράµµατα 15-16, 1999-2000, 23-34 Κ. Η. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός, κοινή πορεία µέσα στον χρόνο, Ρέθυµνο 2002.
PHOINIX IN CRETE
179
Ν.G. Pappadaki, «Κρητική επιγραφή από τον Κεραµέ», στο αφιέρωµα στον Γεώργιο Ν. Χατζηδάκι, Αθήνα 1921, Εκτύπωµα πήλινον εκ Κρήτης, επιτύµβιον στον Χρήστο Τσούντα, Αθήναι, 1921, 452-457 Ν.G. Pappadaki, «Εκτύπωµα πήλινον εκ Κρήτης», επιτύµβιον εις τον Χρίστο Τσούντα, Athens, 1941, 452-457 G. PAPASLIOTHS, cf. M. BELONAKHS, 1855 G. PAPASLIOTIS, Kretische Inschrift, in Denkmäler und Forschungen [und Berichte], 7 {76-78 A}=ArchZeit, 13, April-Juni 1855, 57-64 G. PAPASLIOTIS, (Wichtige Steininschrift v. Herakleion auf Kreta), in Monarberichte der königlichen Preubischen Akademie der Wissenschaften zu Berlin, 1955, 260-264 R. PARIBENI, Lavori eseguiti dalla missione archeologica italiana nel palazzo e la necropoli di Haghia Triada dal 23 febbraio al 15 luglio 1903, in RAL, s. 5, 12, 1903, 317-351 R. PARIBENI, Ricerche nel sepolcreto di Haghia Triada presso Phaistos, in MonAL., 14, 1904, 677-756 (pl. XLI-XLIV) R. PARIBENI, Il sarcofago dipinto di Haghia Triada, in MonAL, 19, 1908, 5-86 (pl. I-III) R. PASHLEY, Travels in Crete, I-II Cambridge-London, 1837/reprint Amsterdam, 1970 E. PELAGATI, Osservazioni sui ceramisti del l pallazzo di Festós, in KrCR, 15-16, 1961-1962=Πεπραγµένα του ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ηράκλειον, 1962-1963, 99-111 L. PERNIER, L. BANTI, Guida degli scavi italian in Creta, Rome, 1947 A.W. PERSSON, The Religion of Greece in Prehistoric Times (Sather Classical Lectures, 17), Berkleley-Los Angeles, 1942 E.M. PETROULAKIS, Ελληνικές επιγραφές in AE, 1914, 225-229 Ch. PICARD, Les religions préhelléniques (Crète et Mycènes) (Mana. Introduction à l’ histoire des religions, 2. Les religions de l’ Europe ancienne {I}, Paris, 1948 A. PLASSART, Insctriptions de Delphes. La liste des théorodoques, in BCH, 45, 1921, 1-85 E. PLATAKIS, «Ο αειθαλής πλάτανος εις Κρήτην», 160-161, 1966, 169-172, 210213 N. PLATWN, «Η αρχαιολογική κίνηση εις Κρήτην κατά το έτος 1959», in KrCr, 13, 1959, 359-393 E. POLASCHEK, s.u. Phoinike 9, in RE, 20/1, 1941, 1306-1308 E. POTTIER, Documents céramiques du Musée du Loubre, in BCH, 31, 1907, 115138 A.R. RANGABÉ, Antiquités helléniques ou Répertoire d’ inscriptions et d’ autres antiquités découvertes depuis l’ affranchissement de la Gréce, I-II, Athens, 18421855 A. RAPP, s.u. Britomartis, in LM, 1/1, 1884-1886, 821-828 A.E. RAUBITSCHEK [review of] A. SCHMITT, Der Buchstabe H im Griechischen (Münster, 1952), in Gnomon, 26, 1954, 121-122 A.E. RAUBITSCHEK, cf. H. HOFFMANN, 1972
180
GÉRARD CAPDEVILLE
{F},V. RAULIN, Descriptions physique de l’ ile de Créte, I-II, Paris, 1869 A.J. REINACH, Le sarcophage de Haghia Triada, in RA, 4e s., 12, 1908, 278-288 S. RICCI. Miscellanea epigraphica (Atene, keos, Amorgos, Melos, Thera, Creta) con alcuni appunti in appendice relativi al Museo Nani di Venezia, in MonAL, 2, 1893, 253-316 L. ROBERT, Epigraphie et paléographie, in CRAI, 1955, 195-219 {-222 for the discussion) M. ROBERTSON, s.u. Europe I, in LIMC, 4, 1988, 76-92, 2, 32-48 W. RUGE, s.u. Phoinike 10, in RE, 20/1, 1941, 350 W. RUGE, s.u. Phoinikus 3, in RE, 20/1, 1941, 384 W. RUGE, s.u. Phoinikus 4, in RE, 20/1, 1941, 384 W. RUGE, s.u. Phoinix 14, in RE, 20/1, 1941, 426-428 W. RUGE, s.u. Phoinix 15, in RE, 20/1, 1941, 428-431 W. RUGE, s.u. Phoinix 16, in RE, 20/1, 1941, 431 F. RUZÉ cf H. VAN EFFENTERRE, 1994-1995 I. SAVIGNONI, G. DE SANCTIS, Esplorazione archeologica delle provincie occidentali di Creta, in MonAL, 11, 1901, 285-550 I. SAVIGNONI, Scavi e scoperte nelle necropoli di Phaestos, in MonAL, 14, 1904, 501-675 (pl. XXXVII-XL) Fr. SCHACHERMEYER, Die minoische Kultur des alten Kreta, Stuttgart, 1964/2. Unveränderte Auflage, mit einem Nachtrag zur 2. Auflage, Stuttgart-BerlinCologne-Mainz, 1979 C.F.A. SCHAEFFER, The Cuneiform Texts of Ras Shamra-Ugarit (The Schweich lectures on Biblical archaeology, 1936), Oxford, 1939 R. SCHEER, s.u. Phoinix, Foinix (Chania), in Griechenland, Lexicon der historischen Stätten. Von den Anfängen bis zur Gegenwart, hsg, v. S. LAUFER, Munich, 1989 K. SCHEFOLD, Frühgriechische Sagenbilder, Munich, 1964 English translation: Myth and Legend in Early Greek Art, by A. HICKS, London, 1966 K. SCHEFOLD, Die Göttersage in der klassischen und hellenistischen Kunst, unter Mitarbeit v. F. JUNG, Munich, 1981 Johanna SCHMIDT, s.u. Phoinike 6, in RE, 20/1, 1941, 349-350 Johanna SCHMIDT, s.u. Phoinikus 1, in RE, 20/1, 1941, 383 Johanna SCHMIDT, s.u. Phonikoussai 1, in RE, 20/1, 1941-386 O. SCHRADER, Reallexikon der indogermanischen Alterumskunde. Grundzüge einer Kultur -und Völkergeschichte Alteuropas, Strasburg, 1901) Zweite vermehrte und umgearbeitete Auflage hsg. v. A. NEHRING, 2 vol., BerlinLeipzig, 1917-1929 Eduard SCHWARTZ. Quaestiones Herodoteae, in Index Lectionum in Academia Rostochiensi semestri aestivo a. MDCCCXC habendarum, Rostock, 1890, 3-19 Eduard SCHWARTZ, Gesammelte Schriften, I-V, Berlin, 1938-1963 Gh {Th} SELTMAN, Greek Coints. A history of metallic currency and coinage down to the fall of the Hellenistic kingdoms (Methuen’s handbooks of archeology), London, 1933/reprint 1955, 1960, 1965, 1977 P.C. SESTIERI, s.u. Phoinike-S. Albania, in PECS, 1976-708
PHOINIX IN CRETE
181
A. SEVERYNS. Deux erreurs de Pline l’ Ancien, in Mélanges Paul Thomas, Recueil de mémoires concermant la philologie classique, Brugge, 1930 A.H. SMITH, A Catalogue of Sculpture in the Department of Greek and Roman Antiquities, British Museum, I-III, London, 1892-1904 James SMITH, The Voyage and Shipwreck of St. Paul, with dissertations on the sources of the writing of St. Luke and the ships and navigations of the ancients, London, 1848/21856/31866/Fourth edition, revised and corrected by W.E. SMITH, London, 1880 T.A.B. SPRATT, Travels and Researches in Crete, I-II London, 1865 A. STEIER, s.u. Phoinix I, in RE, 20/1, 1941, 386-403 Arthur STEIN, s.u. JRadavmanqui, in RE, 1 A 1, 1914, 31-36 R. STRÖMBERG, Griechische Pflanzennamen (Göteborgs Högskolas Ärskrift, 46, 1), Göteborg, 1940. J.-N. SVORONOS, Numismatique de la Crète ancienne, accompagnée de l’ Histoire, la Géographie et la Mythologie de l’ lle. I. Desctription des monnaies. Histoire et géographie, Macon (F), 1890 / Nachdruck mit Supplement aus Archéologiké Ephéméris 1889, Bonn, 1972 J. [-N] SVORONOS, Interprétation astronomique des types monétaires (Communications à l’ Institut de Correspondance Hellénique, janv.-fév. 1894), in BCH, 17, 1893, 618-619, 621-622 J. [-N] SVORONOS, Britomartis, la soi-disant Europe sur le platane de Gortyne, in RBN, 50, 1894, 113-147 J. TAILLARDAT, cf. P. CHANTRAINE, 1968-1980 W. TECHNAU, Die Göttin auf dem Stier, in JDAI, 52, 1937, 76-103 I. THENON, Fragments d’ une description de l’ ile de Crète. II, Lappa, in RA, NS 15, 1867, 265-272 I. THENON, Fragments d’ une description de l’ ile de Crète. Gortyne, in RA, NS 18, 1868, 126-136, 192-202 A.B.R. TREVOR-BATTYE, Camping in Crete. With notes upon the animal and plant life of the island: including a desctription of certain caves and their ancient deposits by D.M.A. BATE, London, 1913 K. TÜMPEL, s.u. Britomartis, in RE, 3/1, 1897, 880-881 G. TÜRK, s.u. Phoinix I, in LM, 3/2, 1903-1909, 2401 G. TÜRK, s.u. Phoinix 2, in LM, 3/2, 1903-1909, 2401-2403 L.M. UGOLINI, Albania antica, I-III, Milan-Rome, 1927-1942 R. VALLOIS, Autels et culte de l’ arbre sacré en Créte, in REA, 4e s.28=48, 1926, 121-132 R. VAN DEN BROEK. The Myth of the Phoenix according to Classical and early Christian Tradition (Etudes préliminaires aux religions orientales dans l’ Empire romain, 24), Leyden, 1972 H. VAN EFFENTERRE, Documents édilitaires de Lato, in REA, 4e s. 45=65, 1943, 27-39 H. VAN EFFENTERRE, Nécropoles du Mirabello (Ecole française d’ Athènes, Etudes, crétoises, 8), Paris 1948 H. VAN EFFENTERRE, Une copie grecque d’ une fresque minoenne, in CRAI, 1960, 117-127 H. VAN EFFENTERRE, Pierres inscrites de Dréros, in BCH, 85, 1961, 544-568
182
GÉRARD CAPDEVILLE
H. VAN EFFENTERRE, Le contrat de travail du scribe Spensithios, in BCH, 97, 1973, 31-46 H. VAN EFFENTERRE, s.u. Britomartis, in LIMC, 3, 1986, 1, 169-170, 2, 142 H. VAN EFFENTERRE, Cretica selecta, Amsterdam, 1990 H. VAN EFFENTERRE, F. RUZÉ, Nomina, Recueil d’ insctriptions politiques et juridiques de l’ arcahismee grec (Collection de l’ Ecole française de Rome, 188), I-II, Rome, 1994-1995 M. VENTRIS, J CHADWIC, Documents in Mycenaean Greek. Three hundred selected tablets from Knossos, Pylos and Mycenae, with commentary and vocabulary, Cambridge, 1956 Secon edition by J. CHADWICK, Cambridge, 1973 F. VIAN, Recherches sur les Posthomerica de Quintus de Smyne (Etudes et commentaires, 30), Paris, 1959 Ph. VIREY, Le Tompeau de Rekhmara, préfet de Thèbes sous la XVIII dynastie, in Mémoires publiés par les members de la Mission Française du Caire, 5, Paris, 1894, 1-195 (pl. I-XLIV) W. VISCHER, Eine kretische Inschrift, in RhM, NF 10, 1856, 393-404 W. VISHER, Kleine Schriften, hsg. v. H. GELZER, A. BURCKHARDT, I-II, Leipzig, 1877-1878 P. WARREN, cf S. HOOD, 1966 T.B.L. WEBSTER, From Mycenae to Homer, A Stucy in Early Literature and Art, London, 1958/reprint London, 1960 J.C. WILKINSON, Manners and Customs of the ancient Egyptians, London, 1878 F. WINDBERG, s.u. Phoinikus 9, in RE, 20/1, 1941, 385 R.F. WILLETTS, Cretan Cults and Festivals, London, 1962 G. WISSOWA, s.u. Amphiona in RE, 1/2, 1894, 1948-1949 E. WÜST, s.u. Phoinix 3, in RE, 20/1, 1941, 404-412 E. WÜST, s.u. Phoinix 4, in RE, 20/1, 1941, 412-414 K. ZIEGLER, s.u. Phoinikus 7, in RE, 20/1, 1941, 385 K. ZIEGLER, s.u. Phoinikus 7, in RE, 1941, 385-386 K. ZIEGLER, s.u. Phoinikus 20, in RE, 20/1, 1941, 435-436 LIMC, Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae, 8 vol. in 16 books (+2 vol. Indices), Zurich-Munich-Dusseldorf. 1981-1997 (1999) LM: Ausführliches Lexicon der griechschen und römischen Mythologie, bsg. v. W.H. ROSCHER, 6 vol. in 8 books )+4 suppl.), Leipzig, 1884-1937 PECS: The Princeton Encyclopedia of Classical Sites, {ed. by} R. STILLWELL, W.L. MacDONALD, M.H. McALLISTER, 1 vol., Princeton (NJ, USA), 1976 RE: Paulys Realencyclopädie der classischen Alterunswissenschaft. Neue Bearbeitung, unter Mitwirkung zahreicher Fachgenossen, hsg. v. G. WISSOWA, W. KROLL, K. MITTELHAUS, K. ZIEGLER, 47 vol. in 81 books (+1 vol. Gesantregister) Stuttgart-Munich, 1893-1978 (1997).
ΑΘΑΝΑΣΙΑ A. ΚΑΝΤΑ
Ο Κάστελλος της Ορνές
Μια οχυρωµένη ακρόπολη του τέλους της εποχής του χαλκού και των αρχών της εποχής του σιδήρου
Πάνω από το χωριό της Ορνές, στην πρώην επαρχία Αγίου Βασιλείου, στον δήµο Λάµπης, βρίσκεται το ύψωµα Κάστελλος, ύψους 530 µ., τµήµα της νοτιοανατολικής πλευράς του όρους Κέδρος. Στη θέση αυτήν υπάρχει ακρόπολη του τέλους της εποχής του Χαλκού και της πρώιµης εποχής του Σιδήρου (εικ. 1, 2). Τη θέση µας υπέδειξε ο κ. ∆ηµήτρης Αρχοντάκης, τέως ∆ήµαρχος Ρεθύµνου, τον οποίο ευχαριστούµε ιδιαίτερα γι’ αυτό. Μετά την υπόδειξη και επίσκεψή µας µε τον κ. Αρχοντάκη στον χώρο, αναγνωρίσαµε τον χαρακτήρα και χρονολογία της θέσης. Ο κ. Αρχοντάκης, ο οποίος είναι κλασικός φιλόλογος, µας έδωσε και ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το πιθανό αρχικό όνοµα της θέσης και γι’ αυτό, επίσης, τον ευχαριστούµε. Η ακρόπολη της Ορνές παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά σε διεθνές συνέδριο ειδικών στο ∆ουβλίνο της Ιρλανδίας για οχυρωµένες θέσεις στη Μεσόγειο (Κanta and Stampolidis 2001).
Εικ.1. Θέα από τον Κάστελλο της Ορνές προς τα δυτικά. Φαίνονται οι Μέλαµπες στα νοτιοδυτικά
184
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Εικ.2. Κάστελλος Ορνές. Τοίχοι κτιρίων.
Ο Κάστελλος παρουσιάζει τα τυπικά χαρακτηριστικά των κρητικών οικισµών καταφυγίων µε την πρόσθετη παρουσία οχυρωµατικού τείχους, το οποίο εµφανίζεται σε κάποιους από τους οικισµούς αυτούς, όπως π.χ. στην Καστροκεφάλα Αλµυρού Ηρακλείου (Kanta and Karetsou 2003) αλλά όχι σε όλους. Ο πιο γνωστός οικισµός-καταφύγιο στην Κρήτη στο Καρφί Λασιθίου π.χ. δεν περιβάλλεται από τείχος. Η νότια και δυτική πλευρά του Κάστελλου είναι εξαιρετικά απότοµες (εικ. 3), αλλά πρός τα ανατολικά δηµιουργείται ένα βατό διάσελο µε σχεδόν αµφιθεατρική διάταξη, όπου βρίσκεται και ο οικισµός. Για την προστασία του χώρου από αυτήν την πλευρά και προς τα βόρεια υπάρχει µεγάλο οχυρωµατικό τείχος, το οποίο, σε µερικά σηµεία, φαίνεται να έχει πάχος περίπου δύο µέτρα. Λόγω της πυκνής κάλυψης των θάµνων είναι δύσκολη η φωτογράφηση των αρχιτεκτονικών λειψάνων. Στο εσωτερικό της περιοχής που περιβάλλεται από το τείχος υπάρχουν καλά διατηρούµενα ίχνη κτισµάτων και άφθονη κεραµεική. Είσοδος στο τείχος φαίνεται να σχηµατίζεται στην κορυφή του υψώµατος. Σε χαµηλότερο σηµείο, προς τα νοτιοανατολικά, υπάρχει καλή φυσική πηγή νερού, ενώ ακόµη λίγο χαµηλότερα αρκετή καλλιεργήσιµη γη. Η κατ’ ευθείαν απόσταση από τη θάλασσα της Αγίας Γαλήνης (Λιβυκό Πέλαγος) είναι 5-6 χλµ. Η γεωγραφική θέση του Κάστελλου ελέγχει σειρά φυσικών δρόµων από τα βόρεια παράλια της Κρήτης προς τα νότια, αλλά και από την
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΝΕΣ
185
Εικ.3. Η κορυφή του Κάστελλου της Ορνές από τα δυτικά.
επαρχία Αµαρίου προς την επαρχία Αγίου Βασιλείου (Kanta 1994). Επίσης, από την κορυφή του υψώµατος υπάρχει άριστη οπτική επαφή µε τη θάλασσα. Αναµφίβολα η καίρια γεωγραφική θέση του Κάστελλου ήταν και ο λόγος επιλογής της θέσης ως οικισµού καταφυγίου (εικ. 4,5). Οι οικισµοί - καταφύγια της Κρήτης έχουν δύο βασικές γεωγραφικές παραµέτρους. Είτε πρόκειται για υψηλούς, απόκρηµνους λόφους κοντά στη θάλασσα, µε βασικό στοιχείο εκβολή µικρού ποταµού, η οποία δηµιουργεί ελώδη- αµµώδη πρόσβαση, κατάλληλη για τα πλοία της εποχής (Κarageorghis 2001), είτε επιλέγονται αντίστοιχες θέσεις στο εσωτερικό του νησιού, οι οποίες ελέγχουν τις φυσικές οδούς και έχουν θέαση της θάλασσας (Kanta 2001). Η Καστροκεφάλα Αλµυρού Ηρακλείου και το Παλαίκαστρο-Καστρί Σητείας αποτελούν παράδειγµα της πρώτης κατηγορίας θέσεων, ενώ το Καρφί Λασιθίου και η Ορνέ της δεύτερης. Κατά την προκαταρκτική έρευνά µας τυχαία προσδιορίσθηκε η θέση του νεκροταφείου της ακρόπολης, από τη µαρτυρία ενός τουλάχιστον τάφου, χαρακτηριστικού για την εποχή τύπου, ο οποίος εµφανίζεται όχι µεµονωµένα αλλά σε νεκροταφεία της εποχής, όπως π.χ. στο Καρφί Λασιθίου και στα Κρυά Σητείας (Pendlebury et al. 1937-8. Davaras 1984. Kanta and Davaras 2004). Νότια / νοτιοανατολικά της ακρόπολης, σε πιο ήπια κλιτύ του λόφου (εικ.5), βρίσκεται η θέση του νεκροταφείου. Θερµές ευχαριστίες οφείλονται στον κ. Μελιδονιώτη, ιδιοκτήτη του χώρου, ο
186
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Εικ.4. Χάρτης µε σηµαντικές θέσεις της εποχής. 1.Ελεύθερνα, 2. Σύβριτος, 3. Κνωσός, 4. Καρφί, 5. Παλαίκαστρο-Καστρί, 6. Καβούσι Σητείας-Πλάι του Κάστρου, 7. Βρόκαστρο, 8. Καστροκεφάλα, 9. Ατσιπάδες, 10. Άγιος Ιωάννης, 11. Γόρτυνα, 12. Πρινιάς, 13. Σπήλι- Βορίζης, 14. Ορνέ, 15. Φραγκοκάστελλο-Κολοκάσια.
Εικ.5. ∆ορυφορική φωτογραφία της περιοχής του οικισµού της Ορνές και του χώρου έρευνας (Google earth).
οποίος µάς υπέδειξε τον τάφο και διευκόλυνε την έρευνά µας. Κατά τον κ. Μελιδονιώτη, ο τάφος ανακαλύφθηκε τυχαία πριν από τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο, όταν ανοίχθηκε τοίχος θεµελίωσης αγροτικής αποθήκης. Ο τάφος δεν καταστράφηκε, αλλά διατηρήθηκε και ενσωµατώθηκε στο κτίριο, είναι δε προσβάσιµος από το εσωτερικό του οικίσκου (εικ. 6).
187
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΝΕΣ
Εικ.6. Κάτοψη του θολωτού τάφου.
Κατά τον κ. Μελιδονιώτη ο τάφος περιείχε αγγεία, τα οποία καταστράφηκαν κατά την διάρκεια του πολέµου, δεν αναφέρθηκε όµως ύπαρξη οστών. Η κάτοψη του τάφου είναι ακανόνιστη και οι διαστάσεις µικρές: 1.20µ. το σωζόµενο µήκος, 1µ. το µέγιστο πλάτος και 80-85 εκ. το ύψος. Ο τάφος είναι κτιστός µε αργούς πλακοειδείς λίθους. Ο δρόµος και η είσοδος δεν σώζονται, ενώ ο θόλος απολήγει άνω σε σειρά επιπέδων πλακών κατά µήκος του τάφου, το σχήµα του οποίου είναι περίπου ωοειδές (εικ. 7). Όπως προαναφέρθηκε, ο τάφος ανήκει σε διακριτή κατηγορία µικρών θολωτών τάφων του τέλους της Εποχής του Χαλκού, οι οποίοι συνεχίζονται και στους Πρώιµους Ιστορικούς Χρόνους. Τέτοιοι τάφοι εµφανίζονται σε διάφορες περιοχές της Κρήτης. Στη δυτική / νότια Κρήτη αυτού του γενικού τύπου είναι τα νεκροταφεία των Καµαρών και των Κουρτών (Halbherr 1901. Taramelli 1901. Kanta 1997). Στο πλαίσιο των µικρών κτιστών θολωτών τάφων, η παραλλαγή η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδη σειρά πλακών στην απόληξη του θόλου, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού του ιδίου τύπου αλλά κατά πολύ
188
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Εικ.7. Το εσωτερικό του θολωτού τάφου και η τοιχοδοµία του.
λαµπρότερος είναι ο γνωστός, και πρωιµότερος χρονολογικά, βασιλικός τάφος των Ισοπάτων. Του ιδίου τύπου επίσης είναι ο τάφος Ρ του ταφικού κύκλου Β των Μυκηνών. Ο τύπος συνεχίζεται και στους Πρώιµους Ελληνικούς Χρόνους, π.χ. στους Αρκάδες (Κοφινά το Κεφάλι), αλλά και σε κάπως µεταγενέστερους χρόνους στην Κύπρο, µάλλον ένα ακόµη δείγµα Κρητικών επιδράσεων (Kanta and Karetsou 1998. Kanta 2003. Christou 1996). Το ακανόνιστο σχήµα του τάφου της Ορνές εµφανίζεται, επίσης, σε τάφους από τον Ανάβλοχο της Ανατολικής Κρήτης (Demargne 1931) και φαίνεται ότι σηµατοδοτεί µια αρχικά ανατολική επίδραση (Μάρι - Ουγκαρίτ), που διατηρείται στην Κρήτη µέχρι το τέλος της εποχής του Χαλκού και την Πρωτογεωµετρική περίοδο κι από εδώ περνά στην Κύπρο, όπου συνεχίζεται στα Αρχαϊκά χρόνια.
189
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΝΕΣ
Η ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ
Η χρονολογία της ακρόπολης του Καστέλλου προσδιορίζεται από την άφθονη επιφανειακή κεραµεική, η οποία χρονολογείται στα τέλη της Εποχής του Χαλκού, στην Υστεροµινωική ΙΙΙ Γ περίοδο. Tυπικά είναι τα όστρακα πίθων µε ανάγλυφο σχοινί, καθώς και σωληνωτού σκεύους, το οποίο παραπέµπει σε θρησκευτικές τελετουργίες και προσφορές (εικ.8). Το κοινότερο σχήµα στους οικισµούς της εποχής είναι ο σκύφος µε δύο τοξοειδείς λαβές κάτω από το χείλος και δακτυλιόσχηµη ή ελαφρά κωνική βάση. Όστρακα τέτοιων αγγείων είναι διάσπαρτα στο χώρο. Η εικ. 9 δίδει χαρακτηριστικά δείγµατα.
Εικ.8. Όστρακα πίθων και όστρακο σωληνωτού σκεύους.
Εικ.9. Όστρακα σκύφων και βάση χονδρού αγγείου.
190
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Ένα έξαρµα κάτω από το χείλος χονδροειδών αγγείων, όπως είναι π.χ. οι λεκάνες, και κάδοι επίσης παραπέµπουν στην εποχή αυτή. Τυπικό σχήµα µεταφοράς υγρών, ο αµφορέας, είναι παρών όπως δείχνει σειρά οστράκων. Η τριποδική χύτρα, το κοινό µαγειρικό σκεύος της εποχής, παρουσιάζει βαθειές εγκοπές στο σηµείο ένωσης του ποδιού µε το σώµα. Τέτοια ενδεικτικά πόδια χυτρών είναι συχνά µεταξύ των επιφανειακών οστράκων, όπως είναι και βάσεις πιθοειδών αγγείων και µαγειρικών δίσκων, που ήταν ένα είδος ταψιού της εποχής (εικ. 10).
Εικ.10. Όστρακα πιθοειδών και µαγειρικών αγγείων.
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΝΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ
191
Η µνήµη οχυρωµένων οικισµών και ακροπόλεων, όπως είναι ο Κάστελλος της Ορνές, έχει επιζήσει στα Οµηρικά έπη. Κάποιες οχυρωµένες πόλεις αποκαλούνται αιπύ, ή αιπείνη, ή αίπεια, π.χ. η Τροία ή η Καλυδών. Υπάρχει επίσης αιπύ τείχος στον Οµηρικό Ύµνο στη ∆ήµητρα. Ακόµη και όρη φέρουν τον χαρακτηρισµό αυτό. Η λέξη σηµαίνει απότοµος, δύσβατος. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Όµηρος ανάφέρει ένα νησί στην Κρήτη νότια της Γόρτυνας που αποκαλείται Αίπεια. Μάλλον πρόκειται για τα σηµερινά Παξιµάδια («Λατῶαι νῆσοι»). Το αρχαίο όνοµα του Κάστελλου δεν είναι γνωστό. Ωστόσο, κατά τον κ. ∆ηµήτρη Αρχοντάκη, στα Τουρκικά αρχεία του Ρεθύµνου, µαζί µε την Ορνέ, αναφέρεται και οικισµός: Κάτω Άντισα. Βέβαίως, η Κάτω Άντισα προϋποθέτει και την ύπαρξη µιας Πάνω Άντισας. Θα µπορούσε λοιπόν να είναι αυτό το αρχαίο όνοµα του Κάστελλου της Ορνές, αφού, όπως ξέρουµε, στην Κρήτη διατηρούνται πάρα πολλά αρχαία τοπωνύµια. Άντισσα στην αρχαία Ελληνική γλώσσα σηµαίνει η ανεµόεσσα. Βεβαίως, ο χώρος της ακρόπολης είναι ιδιαίτερα εκτεθειµένος στους βόρειους ανέµους και το όνοµα αυτό θα ήταν εξαιρετικά κατάλληλο. Η περιοχή της επαρχίας Αγίου Βασιλείου περιέχει και άλλους οικισµούς καταφύγια, π.χ. Ατσιπάδες Φόνισσες, Άγιος Ιωάννης στο φαράγγι του Κοτσυφού, Σπήλι Βορίζης, Μύρθιος Απάνγκου (Novicki 2000). Η ακρόπολη της Ορνές, ωστόσο, φαίνεται να έχει µεγαλύτερη έκταση. Είναι πιθανό, λοιπόν, ότι η περιοχή της Κρήτης, η οποία περιλαµβάνει την επαρχία Αγίου Βασιλείου αλλά και δυτικότερα µέχρι τα νότια παράλια και το Φραγκοκάστελλο, όπου βρίσκονται τα Κολοκάσια, οχυρωµένη, εξαιρετικά δισπρόσιτη ακρόπολη της Εποχής του Σιδήρου, ήταν ιδιαίτερα ενεργή κατά το τέλος της εποχής του Χαλκού και κατά τους Πρώιµους Ελληνικούς Χρόνους. Ίσως το φαινόµενο των οικισµών - καταφυγίων στην περιοχή να αντανακλά την εισροή νέων οµάδων πληθυσµού, που φέρνουν µαζί τους νέα έθιµα, όπως π.χ. υποδεικνύουν οι καύσεις στους Ατσιπάδες (Agelarakis-Kanta and Moody 2001). Παρά τα στοιχεία που υπάρχουν για την εποχή, πολύ περισσότερη έρευνα είναι αναγκαία, για να υπάρξουν σαφείς απαντήσεις στα ιστορικά προβλήµατα που θέτουν οι οικισµοί αυτοί.
192
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Ευελπιστούµε ότι µε µια µελλοντική µας έρευνα στον Κάστελλο της Ορνές, υπό την αιγίδα του ∆ήµου Λάµπης και µε την έγκριση του Υπουργείου Πολιτισµού, θα απαντηθούν τα προβλήµατα αυτά και ότι η έρευνα θα οδηγήσει στην αξιοποίηση του χώρου και ότι θα βοηθήσει στην ανάπτυξη της οικονοµικά υποβαθµισµένης αυτής περιοχής, έτσι ώστε να µην ερηµωθούν παντελώς και εγκαταλειφθούν οριστικά τα παραδοσιακά χωριά της επαρχίας που αποτελούν την ψυχή της Κρήτης και της Ελλάδας.
ΥΓ. Μετά το Συνέδριο του Αγίου Βασιλείου, το 2009, µετά από άδεια του Υπουργείου Πολιτισµού και υπό την αιγίδα και χρηµατοδότηση του ∆ήµου Λάµπης άρχισε η έρευνα στην ακρόπολη της Ορνές. Θερµές ευχαριστίες εκφράζονται στον δήµαρχο Λάµπης κ. Ταταράκη, στην ∆ρα Μαρία Βλαζάκη, έφορο αρχαιοτήτων της ΚΓ´ ΕΠΚΑ και αν. Γενική ∆ιευθύντρια Αρχαιοτήτων του ΥΠΟΤ, καθώς και στον κ. ∆ηµήτρη Αρχοντάκη για τη βοήθειά τους στην έρευνα αυτή.
Ο ΚΑΣΤΕΛΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΝΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
193
Agelarakis, A.- Kanta, A. - Moody, J. 2001 “Cremation Burial in LM III C – Subminoan Crete”, Καύσεις στην Εποχή του Χαλκού και την Πρώιµη Εποχή του Σιδήρου. Ρόδος 29 Απριλίου-2 Μαΐου 1999, Επιµ Ν. Σταµπολίδης, Αθήνα, 69-83. Xρήστου, ∆. 1996: Κυπρο-Αρχαϊκή µνηµειακή Αρχιτεκτονική. Nicosia. Davaras, K. 1984 “Une tombe a voute en Crete orientale,” in Aux origines de l’Hellenisme, la Crete et la Grece, Hommage a Henri van Effenterre, Paris, 297-310. Demargne, P. 1931: “Recherches sur le site de 1’Anavlokhos”, BCH 55, 365-407. Halbherr, F. 1901: “Three Cretan Necropoleis: Report on the Researches at Erganos, Panaghia and Kourtes”, AJA 5, 290-1. Kanta, A. 1994: “The Post Palatial Period in the Area of Amari. Trade and Communication between the North and South Coast of Crete”, in L. Rocchetti (ed.), Sybrita e la valle di Amari fra Bronzo e Ferro. Rome, 67-74. -1997: “Late Bronze Age Tholos Tombs, Origin and Evolution. The Missing Links”, 229-47 in La Crete Mycenienne. -2001: “Cretan Refuge Settlements: Problems and Historical Implications within the Wider Context of the Eastern Mediterranean towards the End of the Bronze Age”, Defensive Settlements of the Aegean and the Eastern Mediterranean after c. 1200 B.C. Karageorghis V. και Morris Chr. Editors. Nicosia, 13-22
- 2003 “The Aegean World between East and West. Aspects of Common Cultural Elements from the 16th to the 11th cent, B.C.” Ploes, Sea Routes. From Sidon to Huelva, Interconnections in the Mediterranean, 16th – 6th cent. B.C. Stampolides, N. ed. Athens, 20-40.
Kanta, A. – C. Davaras. 2004: “The Cemetery of Krya, District of Seteia. Developments at the End of the Late Bronze Age and the Beginning of the Early Iron Age in East Crete”, Πρακτικά του ∆ιεθνούς Συµποσίου «Το Αιγαίο στην Πρώιµη Εποχή του Σιδήρου (Ρόδος 1-4 Νοεµβρίου 2002). Επιµέλεια έκδοσης Ν. Σταµπολίδης – Α. Γιαννικουρή, Αθήνα 2004.
194
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΧΡ. ΣΤΑΜΠΟΛΙ∆ΗΣ - ΑΘΑΝΑΣΙΑ Α. ΚΑΝΤΑ
Kanta, A. - Karetsou, A. 1998: “From Arkadhes to Rytion. Interactions of an Isolated Area of Crete with the Aegean and the Eastern Mediterranean”, Acts of the International Symposium: Eastern Mediterranean Cyprus – Dodecanese – Crete 1500-500, Karageorghis, V. – Stampolides, N. eds. 158-173.
- 2003: “The Akropolis of Kastrokephala and its Pottery”, LH III C Chronology and Synchronisms. Proceedings of the International Workshop held at the Austrian Academy of Sciences at Vienna, May 7-8 2001, S Deger Jalkotzy and M. Zavadil eds, Vienna, 139-165.
Κanta, Α. - Stampolidis, N. 2001: “Orne ‘ΑΙΠΥ’ in the Context of the Defensive Settlements of the End of the Bronze Age”. Defensive Settlements of the Aegean and the Eastern Mediterranean after c. 1200 B.C. Karageorghis V. και Morris Chr. Editors. Nicosia. 95-113 Karageorghis, V. 2001: “ Patterns of Fortified Settlements in the Aegean and Cyprus c. 1200 B.C”, Defensive Settlements of the Aegean and the Eastern Mediterranean after c. 1200 B.C. Karageorghis V. και Morris Chr. Editors. Nicosia. 1-12
Nowicki, K. 2000: Defensible Sites In Crete C. 1200-800 BC (LM IIIB/IIIC Through Early Geometric). Liege.
Pendlebury, J.D.S. et al. 1937-38: “Excavations in the Plain of Lasithi, III: a City of Refuge of the Early Iron Age in Crete”, BSA 38, 57-148. Taramelli, A. 1901: “A Note on the Necropolis of Kourtes”, AJA 5, 294301.
ELISABETH MLINAR
Οχυρωµένοι οικισµοί στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου από την Αρχαϊκή µέχρι και την Ελληνιστική εποχή* Μετάφραση: Ασηµένια Φήταµ
«Ένα µοναδικό γεγονός, που αφορά στην επαρχία Αγίου Βασιλείου, είναι ότι σε ολόκληρη την έκτασή της δεν έχει ανακαλυφθεί καµία αρχαία πόλη. Όµως δεν πρέπει να υπάρχει η παραµικρή αµφιβολία ότι σε µια ή δύο από τις πιο πυκνοκατοικηµένες από αυτές τις κοιλάδες θα πρέπει να είχε υπάρξει µία πόλη κάποιας σηµασίας. Παρόλες τις αναζητήσεις µου όµως, στα δύο ταξίδια µου στο µεγαλύτερο µέρος της επαρχίας δεν µπόρεσα να µάθω για ερείπια ή για τοποθεσία ύπαρξης καµίας Ελληνικής πόλης...» ανέφερε ο Captain Spratt στον δεύτερο τόµο του βιβλίου του Ταξίδια και Εξερευνήσεις στην Κρήτη, που εκδόθηκε το 1865 (Spratt 1865/1984 , 271-272). Ακόµη και σήµερα, παρά τις εργασίες που έχουν γραφτεί από τους: J. Pendlebury (Pendlebury 1939), P. Faure (Faure 1965, 54, Faure 1988, 87-88, Faure 1990, 288), S. Hood και P. Warren (Hood - Warren 1966), και K. Nowicki 2000, 194-209), και τις έρευνες «Οι Ατσιπάδες » (Peatfield 1994) και «Η κοιλάδα του Αγίου Βασιλείου» (Moody et al. 2000), οι γνώσεις µας για οικισµούς και ειδικά οικισµούς µε τείχη από την Αρχαϊκή µέχρι την Ελληνιστική εποχή είναι λιγοστές. Μέχρι σήµερα δεν έχει καταγραφεί ανασκαφή χώρου της περιόδου αυτής στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Οι γνωστοί χώροι συµπεριλαµβάνουν οικισµούς διαφόρων µεγεθών, ένα ναό και λιµάνια ή άλλους χώρους πρόσδεσης πλοίων και είναι οι ακόλουθοι: (εικ. 1) Πρώτον, ένα πιθανότατα ανοχύρωτο µικρό χωριό ή µικρός οικισµός που χρονολογείται από την Αρχαϊκή περίοδο έως την πρώιµη Κλασική περίοδο, το οποίο έχει βρεθεί 1,5 χιλιόµετρο βορειοανατολικά του χωριού Κοξαρέ ( Hood - Warren 1966, 176 Nr 12, Sjögren 2003, 150). * Επιθυµώ να ευχαριστήσω τον Ν. Schlager, o οποίος διάβασε το χειρόγραφο και τον M. Pietrovito που έκανε τις διορθώσεις στα αγγλικά µου. Επίσης, είµαι ευγνώµων στον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, που µου έστειλε δύο άρθρα για την πόλη κοντά στα Κεραµέ και τα οποία δεν υπήρχαν στις βιβλιοθήκες στην Αυστρία.
εικ. 1 Χάρτης: Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, Νοµός Ρεθύµνης 40, 1:200.000, 1983).
196 ELISABETH MLINAR
ΟΧΥΡΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
197
∆εύτερον, ένα χιλιόµετρο νότια του χωριού Κοξαρέ µια µικρή « Έλληνο-Ρωµαϊκή πόλη» έχει εντοπισθεί πάνω σε µία επίπεδη ακρώρεια σχηµατίζοντας µία φυσική ακρόπολη πάνω από την είσοδο του Κουρταλιώτικου φαραγγιού (Hood - Warren 1966, 180 Nr.19, Sanders 1982, 164), και η οποία ταυτίζεται ίσως µε την αρχαία Κουρτωλία (Faure 1967, 226, Perlman 2004, 1146). Αυτή η τοποθεσία παρουσιάζει ίχνη από τείχη στη νότια πλευρά, τα οποία πιθανόν να είναι είτε ερείπια αµυντικού τείχους (Hood - Warren 1966, 180 Nr.19) ή ανθεκτικού τείχους αναβαθµίδας. Τρίτον, θραύσµατα σκόρπια σε µια µεγάλη περιοχή, στους ελαιώνες νοτιοανατολικά και κάτω από το χωριό Κεντροχώρι1 πιθανότατα υποδηλώνουν τη θέση ενός αρχαίου οικισµού χωρίς εµφανή οχύρωση. Τέταρτον, πάνω από το κοντινό χωριό Πλατανές ένας άλλος αρχαίος οικισµός έχει αναφερθεί (Faure 1996, 120), ο οποίος, επίσης, φαίνεται ανοχύρωτος. Πέµπτον, δύο χιλιόµετρα βορειοανατολικά και κάτω από το χωριό Μέλαµπες, στην επίπεδη κορυφή ενός βραχώδους υψώµατος στη θέση Βούλγαρη-Αρµοκάστελλα, µε διαστάσεις µόλις 20 µέτρα από άκρη σ’ άκρη. Ερείπια έχουν εντοπισθεί καθώς επίσης και ίχνη από αρχαία τείχη αντιστήριξης στη δυτική πλαγιά. Τα ερείπια αυτά, αρχικά, ταυτίστηκαν µε αυτά της πόλεως Κόριον (Platon 1959, 391, Hood - Warren 1966, 169 Nr. 2, Sanders 1982, 164, Faure 1988, 87). Θα έπρεπε, όµως, πιο πιθανόν να ερµηνευτούν ως θέση ενός ιερού εκτός πόλης (Kirsten 1978, 86-87, Sporn 2002, 253). Έκτον, τέσσερα λιµάνια ή χώροι πρόσδεσης πλοίων, πιθανότατα χρησιµοποιήθηκαν κατά την Κλασική και Ελληνιστική εποχή, µπορούν, ενδεχοµένως να ταυτιστούν µε τις αρχαίες πόλεις Σουλία, Ψύχιον, Λάµων και Φοίνιξ, και έχουν εντοπιστεί στην Αγία Γαλήνη, το Ακρωτήρι Μέλισσα ή στο ακρωτήριο το γνωστό ως Τριόπετρα και στην περιοχή του Πλακιά (Hood-Warren 1966, 167-169 Nr. 1. 170-171 Nr. 3.4.183 Nr.25.184 Nr. 26.27, Kirsten 1978, 85, Faure 1988, 88, Bennet - Reger 2000, 60). Σε όλες τις παραπάνω τοποθεσίες δεν έχουν αναφερθεί οχυρωµατικά έργα. Έβδοµον, ο πλέον εκτεταµένος παράκτιος οικισµός µε τον οποίο έχουµε ασχοληθεί εδώ, και πιθανότατα µια σχετικά σπουδαία πόλη, έχει 1. Προσωπική παρατήρηση.
198
ELISABETH MLINAR
εντοπισθεί δύο χιλιόµετρα νότια του χωριού Κεραµέ (Faure 1959, 195, Faure 1965, 54, Hood-Warren 1966, 173 Nr. 8, Saunders 1982, 165, Παπαδάκης 1995, 63, Perlman 1995, 132, Perlman 2004, 1154). Η πόλη βρίσκεται πάνω σε ένα λόφο ανάµεσα σε δύο ρυάκια και έχει θέα το Λυβικό Πέλαγος στα νότια. Στους πρόποδες αυτού του λόφου, στην άκρη της ανατολικής κοιλάδας µε το ποτάµι κοντά στην ακτή, προφανώς υπήρχε ένα σηµείο άφιξης πλοίων κατά τους αρχαίους χρόνους. Πάνω στην επιφάνεια του λόφου αυτού υπάρχουν άφθονα θραύσµατα και πέτρες από κτίσµατα τα οποία καλύπτουν µια έκταση περίπου 150 µέτρα από ανατολικά προς δυτικά, και 100 µέτρα από βορρά προς νότο. Τα λίγα θραύσµατα αγγείων από τη Μινωική εποχή πιθανότατα ΜΜ ΙΙ/ΙΙΙ-LM I, τη Γεωµετρική και Αρχαϊκή υποδηλώνουν πιθανόν πρώιµες οικιστικές φάσεις, αλλά τα δείγµατα από την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο υπερισχύουν (Pendlebury 1939, 293.340, Kirsten 1951, 125, Hood - Warren 1966, 174, Sanders 1982, 165, Συριόπουλος 1994, 727-728 Nr. 611, Sjögren 2003, 151). Άλλα ευρήµατα από την τοποθεσία αυτή συµπεριλαµβάνουν µία σφραγίδα από πηλό, που παριστάνει την αρπαγή της Ευρώπης από τον ταύρο και αποδίδεται στην Κλασική περίοδο (Παππαδάκης 1941, 452-453, Dunbabin, 1947, 192, Παπαδάκης 1999/2000, 30), και δύο όχι καλά διατηρηµένα κεφάλια πήλινων αγαλµατιδίων από την Ελληνιστική περίοδο (Kirsten 1951, 125. pl. 108, 1. 2, Hood-Warren 1966, 174). Στο δυτικό µέρος της περιοχής είναι καθαρά ορατός ένας σχηµατισµός σε τετράπλευρο σχήµα λαξευµένος στο βράχο2, πιθανότατα από την Ελληνιστική εποχή (Whitley et al. 1995, 425-427). Με το τέλος της Ελληνιστικής περιόδου η τοποθεσία φαίνεται να έχει εγκαταλειφθεί, αφού δεν υπάρχει καθόλου υλικό που να ανήκει σίγουρα στη Ρωµαϊκή εποχή (Hood - Warren 1966, 174, Sanders 1982, 165). Αυτός ο χώρος πρώτο-ανακαλύφθηκε από τον Ν. Pappadakis το 1915 και ταυτίστηκε µε την Κιονία (Pappadakis 1921, 72, Παπαδάκης 1995, 61-63), αλλά οι περισσότεροι µελετητές τώρα συµφωνούν ότι ίσως είναι η Βίωννος. Το όνοµα εµφανίζεται µόνο στον κατάλογο του 3ου αιώνα π.Χ. των Θεωροδόκων από τους ∆ελφούς, όπου τοποθετείται ανάµεσα στο Ψύχιον και τα Μάταλα, τους νότιους παράκτιους οικισµούς. Κοµµάτι από ένα 2. Συναντά κάποιος λαξευµένους σε βράχο σχηµατισµούς ή θεµέλια κτιρίων, που πιθανότατα όλα ανήκουν στην Ελληνιστική περίοδο σε πολλές Κρητικές τοποθεσίες, π.χ. Φαλάσαρνα, Πολυρρήνια, Ρόκκα, Αράδαινα, Ελεύθερνα, στη Φορτέτζα του Ρεθύµνου και την Πραισό.
ΟΧΥΡΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
199
διάταγµα του 4ου ή 3ου αιώνα π.Χ, που βρέθηκε στη Βίωννο και που, ίσως, είναι µια συνθήκη µε γειτονική πόλη, αναφέρει επίσης το Ψύχιον, αλλά, δυστυχώς, όχι τη Βίωννο (Plassart 1921, 21, Guarducci 1939, 310, Kirsten 1978, 86, Perlman 1995, 136, Chaniotis 1996, 381-383, Bennet - Reger 2000, 60). Οι οχυρώσεις της τοποθεσίας αυτής περιγράφηκαν για πρώτη φορά λεπτοµερώς από τους S. Hood και P. Warren το 1966. Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις τους, καλοδιατηρηµένα τµήµατα από τεράστια τείχη, κτισµένα κοντά στην ανατολική άκρη της τοποθεσίας, ίσως ήταν αµυντικά. Ένα από τα τείχη, κτισµένο µε ισοδοµική τοιχοποιία µε χοντροκοµµένες µεγάλες τετράγωνες πέτρες, ονοµάστηκε αναβαθµίδα από τον E. Kirsten, ο οποίος απέρριψε την ύπαρξη αµυντικών τειχών στην τοποθεσία αυτήν. Όµως, η γραµµή των αρχαίων οχυρώσεων είναι καθαρά ορατή κάτω από τους σύγχρονους τοίχους των αγρών, στη βορεινή πλευρά της πόλης. Το τείχος κτισµένο µε πολυγωνικές ακανόνιστες πέτρες, µε την τεχνοτροπία της ξερολιθιάς, βρίσκεται σε µίαν ευθεία, µε κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά, για πάνω από 100 µέτρα. Από το κεντρικό του τµήµα προεκτείνονται δύο ηµικυκλικοί πύργοι ή προµαχώνες, µε διάµετρο 6 έως 7 µέτρα και 40 µέτρα απόσταση µεταξύ τους. Στο ανατολικό άκρο του τείχους ένας πολύ κατεστραµµένος παραλληλεπίπεδος πυργίσκος, µε διαστάσεις 6 έως 7 µέτρα, κτισµένος µε τετραγωνισµένες µεγάλες πέτρες µε πελεκηµένες άκρες, βλέπει στην κοιλάδα που περικλείει την πόλη από αυτήν την πλευρά. Στο δυτικό άκρο του τείχους, που φαίνεται να έχει πάχος 3 µέτρα, υπήρχε ένας ογκώδης κυκλικός πύργος µε διάµετρο 12 µέτρα περίπου, ο οποίος ήταν επίσης κτισµένος µε ακανόνιστες πολυγωνικές πέτρες (Hood-Warren 1966, 173). Σήµερα, τα τείχη είναι ακόµη εν µέρει διατηρηµένα 1,5 µέτρo σε ύψος και µόνο ο µεγάλος κυκλικός πύργος δεν είναι πλέον ορατός3. Όσον αφορά στη χρονολόγηση των τειχών που περιγράφονται παραπάνω, διάφορα κριτήρια πρέπει να ληφθούν υπόψη (Maier 1961, 94), εφόσον τα θραύσµατα και τα άλλα µικρά ευρήµατα από την επιφάνεια µαρτυρούν µόνο την περίοδο κατοίκησης, αλλά όχι τη χρονολόγηση των οχυρωµατικών έργων. Επίσης, οι τεχνοτροπίες της λιθοδοµής που συχνά χρησιµοποιούσαν για αιώνες, δεν έχουν από µόνες τους βάσιµη χρονολογική αξία (Noack 1897, 190-192) - το πλέον εντυπωσιακό παράδειγµα τού πόσο παραπλανητικό µπορεί να αποβεί αυτό, είναι στη χρονολόγηση της πόλης Λατώ από τον A. Evans, που την τοποθέτησε 3. Προσωπική παρατήρηση.
200
ELISABETH MLINAR
στην Υστεροµινωική Εποχή (Evans 1895/ 96, 169.191, Demargne 1901, 306-307, Picard 1992, 154). Παρά ταύτα, πολυγωνική τοιχοποιία, όπως στην περίπτωση της Βιώννου δεν φαίνεται να υπήρχε στην Κρήτη πριν από την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο (Chaniotis 1987, 223.273). Στην πραγµατικότητα, το καλύτερο κριτήριο για τη χρονολόγηση τειχών είναι η βασική στρατιωτική ιδέα ενός αµυντικού συστήµατος µιας τοποθεσίας. Ενώ πριν από το δεύτερο µισό του 5ου αιώνα π.Χ. χρησιµοποιούσαν έναν µόνο πύργο σε ειδικά ευάλωτα σηµεία (Winter 1971, 154-155), στην περίµετρο της Βιώννου υπήρχαν πύργοι λίγο πολύ σε τακτά διαστήµατα, κάτι που τοποθετεί την κατασκευή του τείχους κατά την διάρκεια της Κλασικής και Ελληνιστικής περιόδου. Και πάλι πύργοι µε διαφορετικές κατόψεις που ανήκουν στην ίδια αµυντική κατασκευή, όπως συναντάται στα ίχνη της περιµέτρου της Βιώννου, δεν αποτελούν εξαίρεση, καθώς συγκρίσιµα παραδείγµατα εµφανίζονται επίσης στις σύγχρονες τοποθεσίες στα Φαλάσαρνα (Hatjidakis 2001, 156) και στη Χαλέ Βοιωτίας (Goldman 1940, 393-394). Στρογγυλοί και ηµικυκλικοί πύργοι αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγµα ειδικά δηµοφιλές στο Αιγαίο από τον 4ο έως τον 1ο αιώνα π.Χ. (Hood 1957, 224.226, McNicoll 1997, 9-10). Οι δύο ηµικυκλικοί πύργοι ή προµαχώνες της Βιώννου είναι ιδιαίτερα συγκρίσιµοι µε τα πολύ γνωστά παραδείγµατα αµυντικών έργων από την Πολυρρήνια, που κατασκευάστηκαν κατά την διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων (Markoulaki 1992). Το περιµετρικό τείχος της Βιώννου είναι ένα από τα πολλά αµυντικά έργα που κατασκευάστηκαν στην Κρήτη κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο, µία περίοδο σχεδόν αδιάκοπων τοπικών πολέµων µεταξύ των διαφόρων πόλεων, όπως έχει ήδη σηµειώσει ο Πολύβιος (24, 3, 1). Η τοποθεσία της Βιώννου φαίνεται να ήταν η µοναδική οχυρωµένη πόλη στην Επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά την περίοδο αυτή. Όµως και στην επαρχία του Αποκόρωνα, που βρίσκεται βορειoδυτικότερα, υπήρξε µόνο µία αλλά πολύ µεγαλύτερη πόλη, η Άπτερα (Drerup 1951), η οποία ήταν οχυρωµένη µε τείχη. Οι παρατηρήσεις εδώ παρέχουν µια γενική εικόνα από την παρούσα φάση των ερευνών και υποδεικνύουν µελλοντικές κατευθύνσεις για έρευνα. Περαιτέρω, επιτόπια έρευνα σίγουρα θα ρίξει περισσότερο φως στους οικισµούς µε οχυρωµατικά τείχη στην επαρχία Αγίου Βασιλείου κατά την εν λόγω περίοδο.
ΟΧΥΡΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
ELISABETH MLINAR
201
Fortified settlements in the province of Agios Vasilios from Archaic through Hellenistic times∗
«It is a singular fact regarding the eparkhia of Agios Vasiles, that throughout its whole extent not any ancient city has been discovered; and yet there can be no doubt that in one or two of the most populous of these valleys there must have been a town of more or less importance. To all my enquiries, however, in my two journeys through the greater part of the province, I could learn of no ruins or traditional site of any Hellenic city…», noted Captain Spratt in the second volume of his Travels and Researches in Crete, published in 1865 (Spratt 1865/1984, 271-272). Even today, despite the works of J. Pendlebury (Pendlebury 1939), P. Faure (Faure 1965, 54; Faure 1988, 87-88; Faure 1990, 288), S. Hood and P. Warren (Hood-Warren 1966), and K. Nowicki (Nowicki 2000, 194-209), the Atsipadhes (Peatfield 1994) and the Agios Vasilios Valley (Moody et al. 2000) surveys, our knowledge of settlements and especially of fortifications of Archaic through Hellenistic times in this area is still sparse. Up to now, no site recorded in the province of Agios Vasilios of that period has yet been excavated. The known sites include settlements of different sizes, a temple site and harbours or other landing places for ships, and are as follows: (Fig.1) First, a probably unfortified small village or hamlet of Archaic to early Classical times has been identified 1,5 kilometres northeast of Koxare (Hood-Warren 1966, 176 Nr. 12; Sjögren 2003, 150). Second, a kilometre south of Koxare a small ‘Greco-Roman city’ is located on a flat-topped ridge forming a natural acropolis above the entrance of the Kourtaliotiko gorge (Hood-Warren 1966, 180 Nr. 19; Sanders 1982, 164), identifiable perhaps as ancient Kourtolia (Faure 1967, 226; Perlman 1996, 247; Perlman 2004, 1146). This site exhibits traces of walls on its south side, which may either be the remains of a defensive wall (Hood-Warren 1966, 180 Nr. 19) or stout terrace wall. Third, sherds scattered over a large area in the olive groves to the so∗ I wish to thank N. Schlager for reading the manuscript and M. Pietrovito for correcting my English. I am also grateful to Κ. Papadakis for sending me two articles, not available in Austria, about the city near Kerame.
202
ELISABETH MLINAR
utheast and below the village of Kentrochori1 may indicate the site of an ancient settlement without apparent fortifications. Forth, above the nearby village of Platanes another ancient settlement has been noted (Faure 1996, 120), also apparently unfortified. Fifth, two kilometres to the northeast and below the village of Melambes, on the flat top of the rocky height of Voulgari Armokastello, measuring a mere 20 metres across, ruins of a building have been distinguished, as well as traces of ancient retaining walls on the west slope. These remains, at first identified as those of the city of Korion (Platon 1959, 391; Hood – Warren 1966, 169 Nr. 2; Sanders 1982, 164; Faure 1988, 87), should more likely be interpreted as the site of an extra-urban sanctuary (Kirsten 1978, 86–87; Sporn 2002, 253). Sixth, four harbours or landing places for ships, probably used in Classical and Hellenistic times, possibly identifiable as ancient Soulia, Psycheion, Lamon and Phoinix, have been located at Agia Galini, Cape Melissa or the headland known as Triopetra, and in the environs of Plakias (Hood – Warren 1966, 167–169 Nr. 1. 170–171 Nr. 3. 4. 183 Nr. 25. 184 Nr. 26.27; Kirsten 1978, 85; Faure 1988, 88; Bennet – Reger 2000, 60), all without any reported fortifications. Seventh, the most extensive coastal settlement dealt with here, and possibly a relatively important city, has been located 2 kilometres south of Kerame (Faure 1959, 195; Faure 1965, 54; Hood – Warren 1966, 173 Nr. 8; Sanders 1982, 165; Papadakis 1995, 63; Perlman 1995, 132; Perlman 2004, 1154). It is situated on a hill between two stream beds overlooking the Libyan sea to the south. At the foot of this hill, at the end of the eastern river valley by the shore, there presumably existed a landing-place for ships in ancient times. Upon the surface of the hill above there is an abundance of sherds and stones from buildings, which is spread over an area of about 150 metres from east to west, and 100 metres from north to south. The small amount of Minoan, likely MM II/III–LM I, Geometric and Archaic pottery hints at early settlement phases, but Classical and Hellenistic wares are predominant (Pendlebury 1939, 293. 340; Kirsten 1951, 125; Hood – Warren 1966, 174; Sanders 1982, 165; Syriopoulos 1994, 727–728 Nr. 611; Sjögren 2003, 151). Other finds from the site include a clay sealing depicting Europa and the bull, attributed to the Classical period (Papadakis 1941, 1. Personal observation.
Fig. 1: Map of Agios Vasilios showing location of sites mentioned in text.
ΟΧΥΡΩΜΕΝΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
203
204
ELISABETH MLINAR
452–453; Dunbabin, 1947, 192; Papadakis 1999/2000, 30), and two badly preserved heads of terracotta figurines, dated to the Hellenistic period (Kirsten 1951, 125. pl. 108, 1. 2; Hood – Warren 1966, 174). In the western part of the area a quadrangular rock-cut feature2, possibly from Hellenistic times (Whitley et al. 1995, 425–427), is clearly visible. By the end of the Hellenistic period the site seems to have been deserted, as there was no material of definite Roman date (HoodWarren 1966, 174; Sanders 1982, 165). This site was first discovered by N. Papadakis in 1915 and identified as Kionia (Pappadakis 1921, 72; Papadakis 1995, 61–63) but most scholars now agree that it may be Bionnos. The name only appears in the 3rd century B.C. catalogue of theorodokoi from Delphi, where it is listed between the south coast communities of Psycheion and Matala. A fragmentary decree of the 4th/3rd century B.C. found at the site of Bionnos, possibly a treaty with a neighbour, also mentions Psycheion but unfortunately not Bionnos (Plassart 1921, 21; Guarducci 1939, 310; Kirsten 1978, 86; Perlman 1995, 136; Chaniotis 1996, 381–383; Bennet – Reger 2000, 60). The fortifications of this site were first described in detail by S. Hood and P. Warren in 1966. According to them well-preserved stretches of massively built walls near the eastern edge of the site may have been defensive. One of these walls built in isodomic masonry with roughly squared blocks was called a terrace wall by E. Kirsten, who denied the existence of defence walls at the site. But the line of the ancient fortifications is clearly visible below modern field walls on the northern side of the city. The curtain wall, built of rough polygonal dry-stone masonry runs straight from east to west for a distance of more than 100 metres. From the central stretch of it project two semicircular towers or bastions with a 6 to 7 metres diameter and a gap of 40 metres between them. At the eastern end of the wall a much ruined rectangular tower measuring 6 or 7 metres across built of squared blocks with drafted edges overlooks the valley bounding the city on that side. At the western end of this wall, where it appeared to be 3 metres thick, was a massive circular tower about 12 metres in diameter, also built of rough polygonal masonry (Hood-Warren 1966, 173). Today, the fortifications are still partly 2. Rock-cut features or foundations of buildings, probably all of Hellenistic time occur at many Cretan sites, e. g. Phalasarna, Polyrrhenia, Rokka, Aradena, Eleutherna, Fortetsa of Rethymno, Praisos.
FORTIFIED SETTLEMENTS FROM ARCHAIC THROUGH HELLENISTIC TIMES
205
preserved 1,5 m high, only the large circular tower is no more visible3. As regards the dating of the above-described fortifications various criteria have to be taken into account (Maier 1961, 94), since sherds and other small finds from the surface only testifiy to the periods of habitation, but do not date the fortifications themselves. Also styles of masonry, which were often in use for centuries, are not by themselves of sound chronological value (Noack 1897, 190–192) – the most prominent example of how misleading this can be is the dating of the Archaic through Hellenistic town of Lato in Eastern Crete to Late Minoan times by A. Evans (Evans 1895/96, 169. 191; Demargne 1901, 306–307; Picard 1992, 154). However, polygonal masonry as in the case of Bionnos does not seem to exist on Crete before Classical and Hellenistic times (Chaniotis 1987, 223. 273). In actuality, the better criterion for the dating of fortifications is the underlying military concept of a sites defensive system. While before the second half of the 5th century B.C. only single towers were employed at specially vulnerable points (Winter 1971, 154–155), the circuit of Bionnos was provided with more or less regularly spaced towers thus indicating its construction during Classical and Hellenistic times. Again, towers with different ground plans within a single defensive structure as in the trace of the circuit of Bionnos are no exception, as comparable examples also appear at the contemporary sites of Phalasarna (Hadjidaki 2001, 156) and Halai in Boiotia (Goldman 1940, 393–394). Round and semicircular towers are a feature especially popular in the Aegean from the 4th to 1st centuries B.C. (Hood 1957, 224. 226; McNicoll 1997, 9–10). The two semicircular towers or bastions of Bionnos are particularily comparable with the well-known example from Polyrrhenia, dating to the Hellenistic period (Markoulaki 1992). The city circuit of Bionnos is one of the many defensive works on Crete constructed in the course of Classical and Hellenistic times, a period of nearly unceasing local wars between various poleis, as already stated by Polybios (24, 3, 1). The site of Bionnos seems to have been the only fortified city in the eparchy of Agios Vasilios during this period. However, also in the province of Apokoronas, farther to the north, only one but much larger town, Aptera (Drerup 1951), was fortified. The observations here provide an overview of the present state of research, and suggest future directions of inquiry. Further fieldwork will certainly shed more light on settlements with fortifications in the province of Agios Vasilios during the period in question. 3. Personal observation.
206
ΒIBLIOGRAPHY
ELISABETH MLINAR
Bennet – Reger 2000: J. Bennet and G. Reger, “Creta (1:500.000)”, in R. J. A. Talbert (ed.), Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Princeton 2000. Chaniotis 1987: A. Chaniotis, “Κλασική και ελληνιστική Κρήτη”, in Ν. Μ. Panagiotakis (επιµ.), Κρήτη. Ιστορία και πολιτισµός A´, Iraklio 1987, 173-284. Chaniotis 1996: A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit, Heidelberger Althistorische Beiträge und Epigraphische Schriften 24, Stuttgart 1996. Demargne 1901: J. Demargne, “Le ruines de Goulas ou l´ ancienne ville de Lato en Crète”, BCH 25 (1901), 282-307. Drerup 1951: H. Drerup, “Paläokastro-Aptara. Bericht über eine Untersuchung und Vermessung des Stadtgebietes”, in F. Matz (ed.), Forschungen auf Kreta 1942, Berlin 1951, 89-98. Dunbabin 1947: “Antiquities of Amari”, BSA 42 (1947), 184-193. Evans 1895/96: A. J. Evans, “Goulas: the City of Zeus”, BSA 2 (1895/96), 169-194. Faure 1959: P. Faure, “La Crète aux cent villes”, CretChron 13 (1959), 171-217. Faure 1965: P. Faure, “Recherches sur le peuplement des montagnes de Crète: Sites, cavernes et cultes”, BCH 89 (1965), 27-63. Faure 1967: P. Faure, “Sept nouvelles villes de la Crète antique”, CretChron 19, 1965 (1967) 222-230. Faure 1988: P. Faure, “Cités antiques de la Crète de l´Ouest”, Cretan Studies 1 (1988), 83-96. Faure 1990: P. Faure, “Sanctuaires de sommets et cultes de cavernes dans la Crète de l´ Ouest”, Πεπραγµένα του ΣΤ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου A1, Chania 1990, 281-297. Faure 1996: P. Faure, Ιέρα σπήλαια της Κρήτης, Iraklio 1996. Faure 1997: P. Faure, “Κρήτη Εκατόµπολις; Πόλεις, κώµαι και επίνεια που υπήρχαν προ της ρωµαïκής εποχής”, Amaltheia 28 (1997) 101-109. Goldman 1940: H. Goldman, “The Acropolis of Halae”, Hesperia 9 (1940), 381514. Guarducci 1939: M. Guarducci, Inscriptiones Creticae Opera et Consilio Friderici Halbherr Collectae II, Rome 1939. Hadjidaki 2001: E. Hadjidaki, “The Roman Destruction of Phalasarna”, in N. J. Higham (ed.), Archaeology of the Roman Empire. A tribute to the life and
FORTIFIED SETTLEMENTS FROM ARCHAIC THROUGH HELLENISTIC TIMES
207
works of Professor Barri Jones, BAR International Series 940, Oxford 2001, 155-166. Hood 1957: S. Hood, “A Hellenic Fortification Tower on the Kephala Ridge at Knossos”, BSA 52 (1957), 224-230. Hood – Warren 1966: S. Hood and P. Warren, “Ancient Sites in the Province of Ayios Vasilios, Crete”, BSA 61 (1966), 163-189. Kirsten 1951: E. Kirsten, “ Siedlungsgeschichtliche Forschungen in West-Kreta”, in F. Matz (ed.), Forschungen auf Kreta 1942, Berlin 1951, 118-152. Kirsten 1978: E. Kirsten, “Phaistos und Kydonia, Korion und Sybrita”, AntCr 2 (1978), 81-88. McNicoll 1997: A. McNicoll, Hellenistic fortifications from the Aegean to the Euphrates, Oxford 1997. Maier 1961: F. G. Maier, Griechische Mauerbauinschriften, Vestigia 2, Heidelberg 1961. Markoulaki 1992: S. Markoulaki, “Πολυρρήνια”, ArchDelt 42 (1992), Chron 563. Moody et al. 2000: J. Moody, A. Peatfield and S. Markoulaki, “Report from the Agios Vasilios Valley Survey”, Πεπραγµένα του H´ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου A2, Iraklio 2000, 359-371. Noack 1897: F. Noack, “Griechisch-etruskische Mauern. Studien zur Architektur II. Aus dem vorrömischen Perusia”, RM 12, 161-200. Nowicki 2000: K. Nowicki, Defensible Sites in Crete c. 1200-800 B. C. (LM IIIB/IIIC through Early Geometric), Aegaeum 21, Liège 2000. Pappadakis 1921: N. G. Pappadakis, “Κρητική επιγραφή (Από Κεραµέ της νοτ. ακτής)”, in Αφιέρωµα εις Γ. Ν. Χατζηδάκιν, Athens 1921, 72-77. Papadakis 1941: N. G. Papadakis, “Εκτύπωµα πήλινον Ευρώπης εκ Κρήτης”, in Επιτύµβιον Χρίστου Τσούντα, Athens 1941, 452-471. Παπαδάκης 1995: K. H. Παπαδάκης, “Η αναγνώριση της αρχαίας πόλεως Κιονίας παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης-Η επιγραφή του Κεραµέ”, Aµάλθεια 26 (1995), 61-68. Παπαδάκης 1999/2000: K. Η. Παπαδάκης, “Βιώννος ή Κιονία: Μια άγνωστη αρχαία πόλη παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης”, Κρητολογικά Γράµµατα 15/16 (1999/2000), 23-34. Peatfield 1994: A. Peatfield, “The Atsipadhes Korakias Peak Sanctuary Project”, Classics Ireland 1 (1994). http://www.ucd.ie/cai/classics-ireland/1994/ Peatfield94.html (17 September 2008).
208
ELISABETH MLINAR
Pendlebury 1939: J. D. S. Pendlebury, The Archaeology of Crete. An Introduction, London 1939. Perlman 1995: P. Perlman, “ΘΕΩΡΟ∆ΟΚΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΤΑΙΣ ΠΟΛΕΣΙΝ. Panhellenic Epangelia and Political Status”, in M. H. Hansen (ed.), Sources for the Ancient Greek City State, Symposion August, 24-27 1994, Acts of the Copenhagen Polis Centre 2, Kopenhagen 1995, 113-164. Perlman 1996: P. Perlman, “Πόλις Υπήκοος. The dependant Polis and Crete”, in M. H. Hansen (ed.), Introduction to an Inventory of Poleis. Symposion August, 23-26 1995. Acts of the Copenhagen Polis Centre, Historisk-filosofiske Meddelelser 74, Kopenhagen 1996, 233-287. Perlman 2004: P. Perlman, “Crete”, in M. H. Hansen and T. H. Nielsen (eds.), An Inventory of Archaic and Classical Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation, Oxford 2004, 1144-1195. Picard 1992: O. Picard, “Lato”, in J. W. Myers, E. E. Myers and G. Cadogan (eds.), The Aerial Atlas of Ancient Crete, Berkeley and Los Angeles 1992, 154-159. Plassart 1921: A. Plassart, “La liste delphique des théorodoques”, BCH 45 (1921), 1-85. Platon 1959: N. Platon, “Η αρχαιλογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1959”, CretChron 13 (1959), 359-393). Sanders 1982: I. F. Sanders, Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Byzantine Crete, Warminster 1982. Sjögren 2003: L. Sjögren, Cretan Locations. Discerning site variations in Iron Age and Archaic Crete (800-500 B.C.), BAR International Series 1185, Oxford 2003. Sporn 2002: K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer und hellenistischer Zeit, Studien zu antiken Heiligtümern 3, Heidelberg 2002. Spratt 1865/1984: T. A. B. Spratt, Travels and Researches in Crete II, London 1865; reprint Amsterdam 1984. Syriopoulos 1994: Κ. T. Syriopoulos, Η Προïστορική κατοίκησις της Ελλάδος και η γένεσις του Ελληνικού έθνους Α´, Αthens 1994. Whitley et al. 1995: J. Whitley, K. O´Conor and H. Mason, “Praisos III: A Report on the Architectural Survey undertaken in 1992”, BSA 90 (1995), 405-428. Winter 1971: F. E. Winter, Greek Fortifications, Toronto 1971.
ANGEL MARTINEZ
Οι επιγραφές της Σουλίας
1. Στη θέση του σηµερινού οικισµού της Αγίας Γαλήνης ή του Αγίου Γαλήνη (Άη Γαλήνη), επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, Νοµού Ρεθύµνης, βρισκόταν η αρχαία πόλη της Ρωµαϊκής περιόδου που ονοµαζόταν Σουλία. Αυτή η πόλη ήταν πιθανώς το λιµάνι της αρχαίας Συβρίτου, που υπήρχε στην περιοχή του σηµερινού χωριού Θρόνος Αµαρίου. Από τη Σύβριτο πηγάζει ο ποταµός Πλατύς, που έχει τις εκβολές του στον όρµο του Λυβικού πελάγους, ανατολικά της Αγίας Γαλήνης. Σωστά ο Bursian1 και ο Beloch2 ερµήνεψαν ότι αυτός ο ποταµός είναι ο ίδιος που ο Πτολεµαίος3 τον ονοµάζει Ηλέκτρα. Όσον αφορά στο όνοµα Ηλέκτρας, πρέπει να επισηµάνουµε ότι έχει αποδοθεί από τον Ελλάνικο4 (5ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Ιασίωνας ο Κρητικός γεννήθηκε από την Ηλέκτρα και τον ∆ία. Στη µέση του χωριού υπάρχει η κοίτη ενός ρυακιού σκεπασµένου που λέγεται Λαβρασός ή Κακό Ρυάκι. Κοντά στην εκβολή του (κοντά και στη σηµερινή εκκλησία του χωριού) βρισκόταν ο ναός της Αρτέµιδος. Στις εκβολές του ποταµού βρισκόταν ο ναός της Αρτέµιδος. Κατά µήκος της παραλίας, στη δεξιά όχθη του χειµάρρου, βρέθηκαν κίονες και άλλα ερείπια κάποιου αρχαίου κτηρίου. Ο Pashley εξ αρχής θεωρούσε ότι αυτά τα αρχαιολογικά ευρήµατα προέρχονταν από τη Σουλία5. Αυτά τα ερείπια αποδεικνύουν ότι εκεί υπήρχε ένας ναός, αυτός της Αρτέµιδος, στον οποίο αναφέρονται πολλές επιγραφές που βρέθηκαν στη Σουλία. Είναι φανερό ότι ούτε τα ερείπια του ναού ούτε οι επιγραφές που ανήκουν σε αυτόν είναι προγενέστερα από την αυτοκρατορική περίοδο. Ωστόσο, δεν είναι απίθανο ότι σε µιαν εποχή πιο παλιά ανθούσε στον τόπο, ήδη, η λατρεία της Αρτέµιδος. Πρέπει να σηµειωθεί επίσης ότι στην περιοχή της αρχαίας Σουλίας έχουν βρεθεί άλλα αρχαιολογικά ευρήµατα σε διαφόρους τόπους, καθώς και τα λείψανα ενός νεκροταφείου στη θέση «Μνήµατα», µέσα στο χωριό6. 1. Bursian 1872: 532, 568. 2. Beloch 1911: 449. 3. Geogr. III, 15, 3. 4. Σχόλιο στον Όµηρο, ε, 125. 5. Βλ. Pashley 1837: I, 303 κ.ε. 6. Βλ. Σπανάκης 1964: 355-356˙ Guarducci 1939: 278 • Βασιλάκης 2000: 145.
210
ANGEL MARTINEZ
Ο Stadiasmus ή Periplus Maris Magni (1ος αι. π.Χ. - 1ος αι. µ.Χ.) δείχνει την ύπαρξη δύο ονοµάτων γι’ αυτήν την αρχαία πόλη, Σουλία και Σούληνα (ή Σουλήνα). Ας δούµε, λοιπόν, τις συγκεκριµένες αναφορές: 324, ajpo; Matavlh" eij" Soulivan stavdioi xev: ajkrwthvriovn ejstin ajnevcon pro;" meshmbrivan: limhvn ejsti: kalo;n u{dwr e[cei -Και 325: ajpo; Soulhvna" eij" Yuceva stavdioi ib v, kteJ. Η Σουλία φαίνεται ότι δεν έκοψε δικό της νόµισµα, πράγµα το οποίο φαίνεται λογικό, αφού δεν ήταν ποτέ ελεύθερη πόλη. 2. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουµε µιαν έκδοση και παράλληλα µελέτη των επιγραφών, των µέχρι τώρα γνωστών, της αρχαίας πόλης Σουλίας. Πρέπει να υπογραµµίσουµε ότι η πλειονότητα των επιγραφών της Σουλίας έχουν χαθεί ή βρίσκονται σε άγνωστη τοποθεσία σήµερα7. Αυτό ουσιαστικά οφείλεται στο γεγονός ότι πρόκειται για πέτρες που βρέθηκαν εντοιχισµένες σε ιδιωτικά σπίτια στην Αγία Γαλήνη κατά το τέλος του 19ου αι. ή και στο πρώτο µισό του 20ου αι. Αυτή η κατάσταση δεν βοήθησε στο να συντηρηθούν, αφού δεν έγινε κανένας κατάλληλος έλεγχος, όπως θα γινόταν αν οι πέτρες µε τις επιγραφές ήταν σε αρχαιολογικό µουσείο. Για την έκδοση και µελέτη µας θα βασιστούµε στα δηµοσιευµένα δεδοµένα, στη σηµερινή βιβλιογραφία γι’ αυτές τις επιγραφές. Επιγραφή Αρ. 1 Κοµµάτι µαρµάρινης Στήλης που βρέθηκε στην Αγία Γαλήνη και αργότερα µεταφέρθηκε στο Ρέθυµνο. Το κοµµάτι είναι σπασµένο σε όλες τις πλευρές εκτός της δεξιάς, όπου συντηρείται µερικώς στην αρχική της κατάσταση. Αντέγραψε την επιγραφή ο Halbherr. Η στήλη είχε χαθεί από την εποχή της έκδοσης της Guarducci (1935-1950). Οι διαστάσεις της στήλης είναι 33,7 x 25,5 x 2,2 εκ. Το ύψος γραµµάτων είναι 1-2,2 εκ. Σύµφωνα µε τον τύπο των γραµµάτων, η επιγραφή µπορεί να χρονολογηθεί στον 3ο ή 4ο αι. µ.Χ. περίπου. 7. Μία µελέτη για τη σηµερινή τοποθέτηση των επιγραφών της Σουλίας πραγµατοποιείται από τον Γιάννη Τζιφόπουλο. Αναµένουµε σύντοµα τη δηµοσίευση των συµπερασµάτων της έρευνάς του, στα πρακτικά του παρόντος συνεδρίου.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
211
Το κείµενο της επιγραφής αναφέρει:
[— — — — — — — — — — — — — — — —] [— — — — — — — —]ν․․ω vac. σ̣[— — —] [— — — — — — — —]κ̣ω οὐ µόνο[ν — — —] [— — — —] κὲ τῶν ἀνωτέρων προ․[— —] [— — —]․αλε συµβέη̣ δὲ σχεδὸν πάντ<α>ς [— — —]Ι̣ωτων ἐνέχεσθε τούτοις [— — —]Ι̣µασιν ἐξελάσεων δέ τινων [— — —] δικαστήριον ἀνενεκκῖν [— — παν]τοί<α>ς ἀκοᾶς κὲ τὴν π․․ [— — — — —]νες ητ․․[— — — — —] [— — — — — — — — — — — — — —]
Apparatus criticus 1, Το τελευταίο γράµµα της γραµµής θα µπορούσε να είναι ένα e. 5, ․ωτων, Guarducci Ι ωτων, PHI 7. ∆εν είναι ξεκάθαρος ο λόγος για τον οποίο η λέξη «τούτοις» διαιρείται µε ένα κενό στη µέση. 6, ․µασιν, Guarducci Ι µασιν, PHI 7.
Σχόλια Από το κείµενο υπάρχει µόνο κάποιο απόσπασµα. Πιθανώς βρισκόµαστε µπροστά σε κάποιο κοµµάτι µιας επιστολής ενός αυτοκράτορα, στην οποία µιλάει για εξορίες (γραµµή 6) και για δίκες (γραµµή 7). Γραµµές 3 και 8, kev = kai;. Γραµµή 4, συµβέη̣ = sumbaivh. Γραµµή 5, ejnevcesqe µπορεί να σηµαίνει ejnevcesqai. Γραµµή 7, ἀνενεκκῖν φαίνεται ότι είναι ισοδύναµο µε τη µορφή ajnenegkeῖn. Πρόκειται εδώ για ανθρώπους που έχουν οδηγηθεί σε δίκη.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 599 κ.ε., Αρ. 88˙Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 279 Αρ. 1.
Επιγραφή Αρ. 2 Στήλη διακοσµηµένη επάνω και κάτω µε ένα κυµάτιο. Βρέθηκε εντοιχισµένη στο σπίτι του Γιώργου Μαµαλάκη στην Αγία Γαλήνη. Αντέ-
212
ANGEL MARTINEZ
γραψαν ο De Sanctis και ο Oliverio. Αναθεώρησε το έκτυπο η Guarducci. Σύµφωνα µε τον τύπο των γραµµάτων, η επιγραφή µπορεί να χρονολογηθεί στον 3ο-2ο αι. π.Χ. περίπου (Guarducci, 2ο αι. π.Χ.; Fraser, 3ο-2ο αι. π.Χ.). ∆ιαστάσεις: ύψος 33,5 εκ.˙ µήκος 70 εκ. Ύψος γραµµάτων: 1,2 εκ. Το κείµενο της επιγραφής λέει τα ακόλουθα: Θεάρεστος Νικοδάµου, Εὐρύµνιον Φείδωνος ὑπὲρ τῶν τέκνων Ἀθάναι Σαµωνίαι εὐχάν.
«Θεάρεστος γιος του Νικοδάµου και Ευρύµνιον κόρη του Φείδωνος, στην Αθηνά Σαµωνία το αφιέρωσαν υπέρ των τέκνων τους σαν ανάθηµα».
Σχόλια Οι γονείς έκαναν µίαν αφιέρωση στη θεά Αθηνά Σαµωνία υπέρ των τέκνων τους. Η Αθηνά λατρευόταν από παλιά µε το επίθετο Samwniva hv Salmwniva στο Κρητικό ακρωτήριο µε το ίδιο όνοµα που βρισκόταν στο πιο ανατολικό µέρος του νησιού (πρβλ. Απολλώνιο Ρόδιο, 4, 1688 κ.ε.˙ Periplus Maris Magni 318). Ο De Sanctis υποστηριζόµενος µεταγενέστερα από τον Blass, ερµηνεύει την αναφερθείσα µαρτυρία αυτής της επιγραφής σαν µία δοκιµή της επέκτασης της λατρείας της Σαµωνίας Αθηνάς σε όλη την Κρήτη από το ακρωτήριο Σαµώνιο. Μία ακόµα ερµηνεία είναι (M. Guarducci, Παπαδάκης) ότι η εµφάνιση της Σαµωνίας Αθηνάς στην επιγραφή της Σουλίας οφείλεται στο γεγονός ότι η στήλη µεταφέρθηκε από ναυτικούς από το Σαµώνιο ακρωτήριο έως και τον κόλπο της Σουλίας. Από µία άλλη άποψη, έχει υποτεθεί σωστά ότι η Σαµωνία Αθηνά, που απαντάται σε µια επιγραφή του δεύτερου µισού του 2ου αιώνα π.Χ. στην Ιεράπυτνα (Guarducci 1942: III, III, 5, 13), είναι η ίδια θεά που λατρεύεται στον ναό του Σαµωνίου ακρωτηρίου. Σε τούτη την επιγραφή οι άποικοι των Ιεραπυτνίων που πήγαν στα όρια της Κρητικής πόλης Αρκάδες (κεντρική Κρήτη) ορκίζονται στη Σαµώνια Αθηνά, το οποίο δεν φαίνεται να είναι
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
213
παράξενο, αφού οι άποικοι των Ιεραπυτνίων είχαν τις ίδιες θεότητες που οι ίδιοι οι Ιεραπύτνιοι λάτρευαν. Σηµειωτέον εδώ, όµως, ότι οι Ιεραπύτνιοι, µετά τον θάνατο του βασιλιά Πτολεµαίου Φιλοµήτωρα το 143 π.Χ., επιτέθηκαν και πήραν στην κατοχή τους την πόλη και τον χώρο της Πραισού, στην ανατολική Κρήτη, λόγος για τον οποίο σ’ αυτήν την εποχή ακριβώς άρχισαν να αναφέρονται στους όρκους των Ιεραπυτνίων οι θεότητες που λατρεύονταν στο άκρο µέρος της Ανατολικής Κρήτης. Σε ό,τι αφορά στο όνοµα της Σαµωνίας Αθηνάς, αυτό το επίθετο της θεάς προέρχεται από το όνοµα µε το όποιο ήταν γνωστό το Ακρωτήριο Σαµώνιο ή Σαλµώνιο στην Ανατολική άκρη της Κρήτης. Γραµµή 1, Το όνοµα Θεάρεστος έχει καταγραφεί στα Ελληνικά µέχρι τώρα, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε τούτη την επιγραφή (βλ. Fraser Matthews 1987-2005: I-IV). Το όνοµα Νικόδαµος ή Νικόδηµος, πολύ συχνό στα Ελληνικά, απαντά στην Κρήτη σε αυτήν την επιγραφή και σε µία άλλη ενός αγνώστου τόπου της Κρήτης (Milet: 1, 3, 38m, 5, 223/222 π.Χ.). Γραµµή 2, Το ανθρωπωνύµιο «Εὐρύµνιον» συναντάται στα Ελληνικά µέχρι τώρα, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV). Το όνοµα Feivdwn είναι συχνό σε επιγραφές της Κρήτης και της άλλης Ελλάδος. Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 536, Αρ. 82˙ Blass 1904: Αρ. 5145 a. Βλ. Halbherr 1899: 537˙ Muttelsee 1925: 66˙ Παπαδάκης 1938: 76, Αρ. 2.
Επιγραφή Αρ. 3 Στήλη κοινής πέτρας που έχει σπάσει σε δύο πλευρές και είχε περιθώρια αρκετά φθαρµένα. Είναι διακοσµηµένη µε κυµάτιο στο επάνω µέρος. Βρέθηκε στην Αγία Γαλήνη και αργότερα µεταφέρθηκε στις Μέλαµπες, όπου βρισκόταν στο σπίτι του ∆ηµήτριου Βεργαδή. Τα γράµµατα είναι χαραγµένα απρόσεκτα. Αντέγραψε ο Halbherr. Αναθεώρησε ο Oliverio. Η Guarducci χρησιµοποίησε το έκτυπο. Σύµφωνα µε τον τύπο των γραµµάτων, η επιγραφή µπορεί να χρονολογηθεί στον 1ο αι. π.Χ./ 1ο αι. µ.Χ. περίπου (Guarducci, 1ο αι. π.Χ.; Fraser, 1ο αι. π.Χ. /1ο αι. µ.Χ).
214
ANGEL MARTINEZ
∆ιαστάσεις: ύψος 64 εκ.˙ µήκος 17 εκ.˙ πλάτος 17 εκ. Ύψος γραµµάτων: 2,5-2,9 εκ. Το κείµενο της επιγραφής είναι το ακόλουθο: Πανάρης Ἱπποκλείδα [κ]αὶ Πορ[ί]Μα Ὀροιτίµω θ[υ]γάτηρ, ἐφ’ ἱαρέος Πανάριος Ἱπποκλε[ί]δα Τηνὶ Ὀλυνπίῳ καὶ Ἥρᾳ Ὀλυµπίαι.
«Ο Πανάρης γιος του Ιπποκλείδα, και η Πορίµα κόρη του Οροιτίµου, επί ιερέως Πανάρεως γιου του Ιπποκλείδα, αφιέρωσαν αυτήν τη στήλη στον Ολύµπιο ∆ία και στην Ολύµπια Ήρα.»
Apparatus criticus Γραµµές 5 κ.ε, Ο Halbherr δεν διάβασε τα γράµµατα ΜΑ, τα οποία χάθηκαν µεταγενέστερα λόγω φθοράς της πέτρας. Όσον αφορά το !Oροιτίµω, ο Blass αµφέβαλε και πρότεινε να διαβαστεί Qiotivmw hv Qrofivmw, η Guarducci διάβασε Θροτίµω και οι P. M. Fraser - E. Matthews διάβασαν !Oroitivmw (βλ. Fraser - Matthews 1987: I, λ.)
Σχόλια Ένας ιερέας του Ολυµπίου ∆ιός και της Ολυµπίας Ήρας µαζί µε τη σύζυγό του αφιέρωσαν αυτήν τη στήλη σε αυτές τις θεότητες. Γραµµές 1 κ.ε., Το όνοµα Panavrh" εµφανίζεται στα Ελληνικά µέχρι τώρα, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο στην Κρήτη. Αυτό το όνοµα απαντάται στην Κρήτη, εκτός από αυτή την επιγραφή, στη Γόρτυνα (Guarducci
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
215
1950: IV, 418, 1ος αι. µ.Χ.) και στην Πύλωρο (Guarducci 1935: I, XXV, Αρ. 4, 1ος αι. µ.Χ.˙ βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV). Γραµµές 2 κ.ε., Το όνοµα @Ippokleivda", σύνηθες στα Ελληνικά, συναντάται στην Κρήτη µόνο στη Γόρτυνα (Guarducci 1950: IV, 171.4, 3ος-2ος αι. π.Χ.) και σε αυτήν την επιγραφή της Σουλίας (βλ. Fraser Matthews 1987-2005: I-IV). Γραµµές 4-6, Το όνοµα Πορίµα έχει καταγραφεί στα Ελληνικά µέχρι τώρα, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε αυτήν την επιγραφή της Σουλίας (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV). Το ανθρωπωνύµιο !Oρoίτιµος απαντά στα Ελληνικά απ’ ό,τι ξέρουµε µόνο εδώ και σε µίαν επιγραφή αγνώστου τόπου της Κρήτης (Milet: 1, 3, 38i, 6˙ βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV). Γραµµές 12-15, Ο Ολύµπιος ∆ίας και η Ολύµπια Ήρα απαντώνται στην Κρήτη, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. PHI 7). Η µορφή Thn χρησιµοποιείται σε άλλα µέρη της Κρήτης, ιδιαιτέρως στη Γόρτυνα. Σηµειωτέον, επίσης, ότι στις δοτικές των Ὀλυνπίῳ, Ἥρᾳ, Ὀλυµπίαι, ο λιθογράφος καµιά φορά παραλείπει το ι και στην τελευταία λέξη το γράφει δίπλα.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1890: 740 Αρ. 195˙ Blass 1904: Αρ. 5145˙ Guarducci 1935: I, XXV, σελ. 280, Αρ. 3.
Επιγραφές Αρ. 4-24 Συµπεριλαµβάνονται εδώ πέτρες που ήταν εντοιχισµένες στα τείχη του ναού της Αρτέµιδος, στα οποία οι προσκυνητές που προσέρχονταν στο ναό για να λατρέψουν τη θεά, εγχάραζαν οι ίδιοι τα ονόµατά τους ή ζητούσαν από άλλους να τα χαράξουν γι’αυτούς. Στο όνοµα του προσκυνητή, γενικά, προσετίθετο η µνεία της θεάς και η λέξη «ευχήν». Κάτι παρόµοιο συµβαίνει στην Πολυρρήνια (Guarducci 1939: II, XXIII, 23-63) και σε άλλα µέρη. Πρέπει να επισηµάνουµε ότι οι επιγραφές της Σουλίας, όπως οι επιγραφές της Πολυρρήνιας, βρίσκονται χαραγµένες απρόσεκτα. Σύµφωνα µε τον τύπο των γραµµάτων και κάποιων Ρωµαϊκών ονοµάτων που βρέθηκαν χαραγµένα, οι επιγραφές πρέπει να χρονολογηθούν στη ρωµαϊκή εποχή και συγκεκριµένα στην αυτοκρατορική εποχή.
216
ANGEL MARTINEZ
Επιγραφή Αρ. 4 Τέσσερις επιγραφές που βρέθηκαν στην Αγία Γαλήνη στο σπίτι του Ιωάννη Βεργαδή. Αντέγραψε ο Doublet. A,
Ἀντίοχο[ς] Ἀντιφάτα εὐχήν. B,
[Ἑ]ρµίας Ἀπολλωνί[ου] Ἀρτέµι χα[ρι]στῆον. Γ,
Ἀχαιὸς Θεογείτονος. ∆,
Εἰσιδι̣[— —] [— — — —] Ἀρτέµιδι [χα]ριστῆον.
Apparatus criticus Β2, Ἀπόλλωνι, ο Doublet και ο Halbherr. Αλλά φαίνεται ότι πρόκειται για τον Ἑρµία, γιο του Ἀπολλωνίου, στον οποίο αναφέρεται και η επιγραφή 11. Άρα δικαίως ο Halbherr αρνείται ότι έχουµε µία και µόνο επιγραφή (βλ. επίσης Guarducci, ad loc.). ∆1, Ο Doublet θεωρεί ότι στη γραµµή 2 εξακολουθεί το όνοµα Όσι-
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
217
ρις ή Ανούβις (βλ. και Reinach 1911: 413, n.3). Αλλά πρέπει να αναφερθεί µάλλον όπως σηµειώνει η Guarducci στο όνοµα του πιστού, Eijsivdẉ[ro", Eijsidwv≥[ra ή Eijsivdoṿ[to", Eijsidọ[th. Στη γραµµή 2 φαίνεται ότι λείπει το όνοµα του πατρός. Βλ. την επιγραφή 7, όπου πρέπει να αναρωτηθούµε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.
Σχόλια Α) Το όνοµα Ἀντίοχος είναι πολύ συχνό στα Ελληνικά και στην Κρήτη. Το όνοµα Ἀντιφάτας, σύνηθες στην άλλη Ελλάδα, απαντά στην Κρήτη σε αυτήν την επιγραφή και συχνά στη Γόρτυνα. (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV˙ Guarducci 1950: IV, 259, 2ος αι. π.Χ. Guarducci 1950: IV, 235, 1, 168 π.Χ.˙ IG IV, 12, 244, 192 π.Χ. Πολύβιος 23, 16.1, 16.4, 154 π.Χ.). Σε ό,τι αφορά σε αυτό το τελευταίο όνοµα, στις πιο παλιές Κρητικές επιγραφές διαβάζουµε και Ἀντιπάτας, λόγω αµέλειας αποτύπωσης της δάσυνσης. Η µορφή Ἀντιπάτας εµφανίζεται στη Λατώ (Guarducci 1935: I, XVI, 26, 4, 116 π.Χ. Guarducci 1935: I, XIV, 2, 8, 2ος αι. π.Χ.) σε µία Κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου (Milet: 1, 3, 38 n, 10, 223/222 π.Χ.) και στη Γόρτυνα (Milet: 1, 3, 38 bb, 2, 223/222 π.Χ.). Β) Το πρόσωπο που λέγεται !Apollwvnio" @Ermiva tw÷ Swtavda, που απαντά σε µια πιο παλιά επιγραφή της Γόρτυνας (Guarducci 1950: IV,), φαίνεται ότι άνηκε στην ίδια οικογένεια (Βλ. Guarducci, ad loc.). Το όνοµα @Ermiva", πολύ συχνό στα Ελληνικά, απαντά στην Κρήτη σε µια Κρητική επιγραφή αγνώστου τόπου, στη Σουλία (εδώ και στη Guarducci 1939: II, XXV, 11), στις Αρκάδες, στη Λάππα, και συχνά στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV). Το όνοµα !Apollwvnio" είναι πολύ συχνό στα Ελληνικά και στην Κρήτη. ∆) Το όνοµα Θεογείτων, συχνό σε άλλες Ελληνικές περιοχές, απαντά στην Κρήτη µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 19872005: I-IV). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Doublet 1889: 74 κ.ε. Αρ. 10. Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 281 Αρ. 4. Βλ. Halbherr 1896: 598 (ad tit. b).
218
ANGEL MARTINEZ
Επιγραφή Αρ. 5 Πέτρα ολόκληρη σε όλες τις πλευρές της, αρκετά φθαρµένη στο επάνω µέρος της. Αντέγραψε ο Halbherr. ∆ιαστάσεις: ύψος 32 εκ.˙ µήκος 67 εκ.˙ πλάτος 18 εκ. A
Πετελλία Σολ[πι]κίου Ἀρτέµει εὐχάν. B
Ἀριστέα[ς] Ηλι[— —] [— —]υθ̣[— —] Γ
Ἰσόχρυ[σος] ∆
Ἀρτέ[µει] E
[Ἀρτέµ]ει
Apparatus criticus A) Πετελλίας ‘Ολκίου, Halbherr˙ Πετελλία Σολκίου, Blass˙ Σολπικίου, Guarducci. Γ) Ἰσόχρυ[σος], Guarducci.
Σχόλια A) Φαίνεται ότι πρόκειται για Ρωµαίους. Το όνοµα Πετελλία ισοδυναµεί µε το λατινικό όνοµα Petellia και Σολπίκιος µε το λατινικό όνοµα
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
219
Solpicius ή Sulpicius. Η Ελληνική µορφή Πετελλία απαντά στα Ελληνικά, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: IIV, λ.). Η Ελληνική µορφή Σολπίκιος εµφανίζεται στην Κρήτη µόνο και έξω από την Κρήτη έχει καταγραφεί σε κάποιες άλλες περιοχές (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). B) Το ανθρωπωνύµιο Ἀριστέας, πολύ συχνό σε άλλες Ελληνικές περιοχές, βρίσκεται στην Κρήτη, εκτός από αυτή την επιγραφή, στη Λάππα και στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Γ) Το ανθρωπωνύµιο Ἰσόχρυσος, σύνηθες στα Ελληνικά, απαντά στην Κρήτη µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 19872005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1890: 739 κ.ε. Αρ. 193˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 281 Αρ. 5. Βλ. Blass 1904: ad Αρ. 5145.
Επιγραφή Αρ. 6 Γωνιόλιθος ενός κτηρίου χαραγµένος και από τις δύο πλευρές. Αντέγραψε ο Halbherr. ∆ιαστάσεις: ύψος 2 εκ.˙ µήκος 53,5 εκ.˙ πλάτος 26 εκ. Ύψος γραµµάτων: 3-3,5 εκ. (Α), 4-5 εκ. (Β). A
Ποσί̣[διππ]ος Τύ̣χ̣ω̣νος Ἀρτέµιδι εὐχήν. B
Στέφανος Ἀρίστως Ἀρτέµιδι εὐ[χήν].
220
ANGEL MARTINEZ
Apparatus criticus B 2, Ο Halbherr πρότεινε ότι θα έπρεπε να συµπληρωθεί Ἀρίστω<νο>ς, αλλά η µορφή που βρίσκεται στην πέτρα είναι σωστή, βλ. Guarducci 1939: II, XXIII, 8, 2, Πολυρρηνία, 3ος αι. π.Χ., Καραίθως.
Σχόλια A) Το όνοµα Ποσίδιππος, σύνηθες σ’όλη την Ελλάδα, βρίσκεται στην Κρήτη µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: IIV, λ.). Το όνοµα Τύχων, σύνηθες στα Ελληνικά, απαντά στην Κρήτη, εκτός από αυτήν την επιγραφή, σε Κρητικές επιγραφές άγνωστου τόπου, στη Μάλλα και στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). B) Το όνοµα Στέφανος είναι πολύ συχνό στην άλλη Ελλάδα και στην Κρήτη. Το όνοµα Ἀριστεύς, πολύ συχνό στα Ελληνικά, απαντά στην Κρήτη σε µιαν επιγραφή αγνώστου τόπου και σε αυτήν την επιγραφή. Να σηµειωθεί η χρήση της γενικής σε –ως. (Βλ. Bile σελ. 132) Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1890: 739 κ.ε. Αρ. 194˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 282 Αρ. 6. Επιγραφή Αρ.7 Πέτρα που ήταν στην κατοχή του Γρηγορίου Σταυρουλάκη. ∆ιαστάσεις: ύψος 37,5 εκ.˙ µήκος 63,5 εκ.˙ πλάτος 20 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae} Α
[— —]․οσ․[— —] [Ἀρ]τ̣έµει B
Εἰσίδωρο[ς] Τροφίµου Ἀρτέµιδι εὐχήν.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
221
Γ
∆αµάρης Ἀρτέµι εὐχήν. ∆
Ματαΐς.
E.
Σεραπίων Ἀρτ(έµιδι) εὐχήν. ΣΤ
Ἰσιµένη[ς] Ζ
Σωτ[— —] H
[Ἀρτέµ]ει χαριστ̣ή̣[ριον].
Apparatus criticus H, ή caris≥t≥h÷ªon, Guarducci, ad loc. Βλ. Επιγραφή Αρ. 4, Β, 3 κ.ε., και ∆ 4.
Σχόλια B) Το όνοµα Εἰσίδωρος είναι πολύ συχνό στα Ελληνικά και στην Κρήτη (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Το όνοµα Τρόφιµος, πολύ συχνό στα Ελληνικά, βρίσκεται στην Κρήτη σε αυτήν την επιγραφή και στη Μάλλα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Γ) Το ανθρωπωνύµιο ∆αµάρης, που έχει καταγραφεί µερικές φορές έξω από την Κρήτη, βρίσκεται στην Κρήτη σ’ αυτή την επιγραφή και
222
ANGEL MARTINEZ
στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). ∆) Το όνοµα Ματαΐς απαντά στα Ελληνικά, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). E) Το όνοµα Σεραπίων είναι συχνό στην Κρήτη και στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη. ΣΤ) Το όνοµα Ἰσιµένης βρίσκεται στα Ελληνικά, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 595, Αρ. 78.
Επιγραφή Αρ. 8 Πέτρα η οποία ήταν στην κατοχή του Γρηγόριου Σταυρουλάκη. ∆ιαστάσεις: ύψος 35 εκ.˙ µήκος 64 εκ.˙ πλάτος 12,5 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:} Α
[— — —]θαιος Ἀρτ̣έ̣[µιδι]. B
Ἀρτέµι[δι] Γ
[Ἀρτέ]µιδι εὐχήν. ∆
[Μέ]νανδρ̣[ος]. E
Σκάρειφος.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
223
ΣΤ
Λ̣ούκι̣ο̣[ς]. Ζ
Γάστρις. H
Κλαυδί[α] Μυ[— —]
Apparatus criticus H, ΜΥ ή ΑΛΥ, Halbherr.
Σχόλια ∆) Το όνοµα Μένανδρος, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, είναι συχνό και στην Κρήτη, όπου απαντά, εκτός από αυτή την επιγραφή, στη Λύκτο και στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 19872005: I-IV, λ.). E) Το όνοµα Σκάρειφος, που έχει καταγραφεί στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη υπό την µορφή Σκάριφος στην Καµπανία στη Νότια Ιταλία (Ποµπηία, CIL IV, 1892, 1ος αι. π.Χ./ 1ος αι. µ.Χ., Lat. Scaripus), απαντά στην Κρήτη µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). ΣΤ) Το όνοµα Λ̣ούκιος είναι η µεταγραφή του λατινικού ονόµατος Lucius. Ζ) Το ανθρωπωνύµιο Γάστρις βρίσκεται στα Ελληνικά, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο στην Κρήτη: εδώ και στη Γόρτυνα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). H) Η Ελληνική µορφή του ονόµατος Κλαυδία είναι η µεταγραφή του λατινικού ονόµατος Claudia. Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 596, Αρ. 79˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 283, 8.
224
ANGEL MARTINEZ
Επιγραφή Αρ. 9 Πέτρα που βρέθηκε εντοιχισµένη στο σπίτι του Εµµανουήλ Μανολιτθάκη, σύµφωνα µε τον Ηalbherr. Αντέγραψαν οι Halbherr, Oliverio. Αναθεώρησε η Guarducci το έκτυπο. ∆ιαστάσεις: ύψος 36,5 εκ. µήκος 60 εκ.˙ πλάτος 24,5 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:} Α Ἀρτέµι[δι] B εὐχήν.
Γ Ἀρτέ̣µιτι εὐχήν. ∆ Ἀµείδιος Σελεύκου [Ἀρτέ]µει.
Σχόλια ∆) Το όνοµα Ἀµίδιος, γραµµένο Ἀµείδιος στην επιγραφή, απαντά στα Ελληνικά µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Το όνοµα Σέλευκος, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, βρίσκεται στην Κρήτη εδώ και στην Τάρρα (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 596, Αρ. 80˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 283 Αρ. 9.
Επιγραφή Αρ. 10 Πέτρα που βρέθηκε εντοιχισµένη στο σπίτι του Εµµανουήλ Μανολιτσάκη. ∆ιαστάσεις: ύψος 32,5 εκ. µήκος 63 εκ. πλάτος 22 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:}
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
225
Α [Ἀρτέµιδι ε]ὐχήν. B Ἀρτέµιδι εὐ[χήν].
Γ Γνώµων Ταύρου.
Apparatus criticus Γ, Ίσως στην αρχή της γραµµής θα µπορούσαµε να διαβάσουµε και [Εὐ]γνώµων, Guarducci, ad loc.
Σχόλια C, Το όνοµα Γνώµων, που έχει καταγραφεί αρκετά συχνά στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη (Αργολίδα, Σικελία), βρίσκεται στην Κρήτη µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Το όνοµα Ταύρος, σύνηθες στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, απαντά στην Κρήτη εδώ και σε µια Κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου (βλ. Fraser Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 597, Αρ. 81˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 10. Επιγραφή Αρ. 11 Πέτρα που βρέθηκε εντοιχισµένη στο σπίτι του Εµµανουήλ Μανολιτσάκη. ∆ιαστάσεις: ύψος 28,5 εκ. µήκος 42 εκ. Ύψος γραµµάτων: 3-4 εκ. {vestigia incerta a dextra parte} [Ἑ]ρµίας Ἀπολλωνίο[υ] Ἀρτέµι χα-
226
ANGEL MARTINEZ
[ριστή]ριον. Σχόλια Πρόκειται για τον ίδιο πιστό που απαντά στην επιγραφή αρ. 4Β.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 597 κ.ε., Αρ. 82˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 11. Επιγραφή Αρ. 12 Πέτρα εντοιχισµένη στο σπίτι του ∆ηµήτριου Βεργαδή. ∆ιαστάσεις: ύψος 14,5 εκ. µήκος 29 εκ. [— — —]Ι̣ΟΣ [— —]․ΑΙΑ̣ΟΗ [— —] θυ̣σίαν̣?
Apparatus criticus 3, ∆εν είναι φανερό, αν πρόκειται για θυ̣σίαν̣, Guarducci, ad loc.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 598 Αρ. 83˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 12. Επιγραφή Αρ. 13 Κοµµάτι πωρόλιθου που βρέθηκε εντοιχισµένο στο σπίτι του Εµµανουήλ Μανολιτσάκη. Αντέγραψε ο Halbherr. ∆ιαστάσεις: ύψος 16,5 εκ.˙ µήκος 49 εκ.˙ πλάτος 12 εκ. Θήρα? Κ․[— —]
Σχόλια Πιθανώς θα έπρεπε να αναγνωρίσουµε εδώ το θηλυκό όνοµα Θήρα (βλ. Guarducci, ad loc.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 598 Αρ.º 84˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 13.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
227
Επιγραφή Αρ. 14 Πωρόλιθος που κάποτε βρέθηκε µπροστά από το σπίτι του Ιωάννη Βεργαδή. Αντέγραψε ο Halbherr. ∆ιαστάσεις: ύψος 23 εκ.˙ µήκος 38 εκ. Ύψος γραµµάτων: 3 εκ. [— — — —]ος Γ<ρ>ανίου? [Ἀρτέµιδι εὐχ]ήν.
Apparatus criticus 1, Γανίου, Guarducci˙ Γ<ρ>ανίου, Guarducci, ad loc και P. M. Fraser and E. Matthews (βλ. Fraser - Matthews 1987: I, λ.). Σχόλια Για το όνοµα Γράνιος, βλ. Επιγραφή Αρ. 18,2.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 598 Αρ. 85˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 14. Επιγραφή Αρ. 15 Μικρή πέτρα πωρόλιθου εντοιχισµένη στο σπίτι του Μιχάλη Μαθιουδάκη. Αντέγραψε ο Halbherr. Ζώσιµος Ἄγωνος εὐχὴν ἀπέδωκε.
∆ιαστάσεις: ύψος 14,5 εκ.˙ µήκος 23 εκ. Ύψος γραµµάτων: 2-2,2 εκ.
Apparatus criticus Γραµµές 2-4, κάποια φθορά στην επιφάνεια της πέτρας διακόπτει την ακολουθία της κανονικής χάραξης σε αυτές τις γραµµές.
228
ANGEL MARTINEZ
Σχόλια Το όνοµα Ζώσιµος, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, χρησιµοποιείται συχνά και στην Κρήτη (εδώ και στη Γόρτυνα, Λάππα, Λατώ, Λύκτο, Πραισό, Πριανσό). Το όνοµα Ἄγων, σύνηθες στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, βρίσκεται στην Κρήτη, εκτός από αυτή την επιγραφή, στη Γόρτυνα και στην Ίτανο (βλ. Fraser - Matthews 19872005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 598 κ.ε. Αρ. 86˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 284 Αρ. 15.
Επιγραφή Αρ. 16 Πέτρα εντοιχισµένη στο σπίτι των αδελφών Μαµαλάκη. Αντέγραψε ο Halbherr. ∆ιαστάσεις: ύψος 23 εκ.˙ µήκος 32 εκ. Ύψος γραµµάτων: 4,5-5,5 εκ. Τ(ιβέριος) ∙ Κλαύ[διος] ∆άφνο[ς] εὐχ[ήν].
Apparatus criticus 2, ∆αφνο[φόρος, Halbherr˙ ∆αφνο[—-], Guarducci˙ ∆άφνο[ς], L. H. Jeffery, apud Fraser - Matthews 1987: I λ.
Σχόλια Το όνοµα ∆άφνος, συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, απαντά στην Κρήτη µόνο εδώ (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Halbherr 1896: 599 Ar. 87˙ Guarducci 1939: II, XXV, sel. 285 Aρ. 16.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
229
Επιγραφή Αρ. 17 Πέτρα εντοιχισµένη στο σπίτι του Ματθαίου Μαµαλάκη. Αντέγραψαν οι De Sanctis, Oliverio. Αναθεώρησε το έκτυπο η Guarducci. ∆ιαστάσεις: ύψος 32 εκ.˙ µήκος 44 εκ. A Τ̣ι(βεριος) Κλαύδιος ∆ηµήτριος νε(ώτερος). [— —]ΣΙ∆ΩΝ[— — — —] [— —]ΚΕΥΜΕΑΙΕΑ[— —] B Ἀγαθόπους Ἔρωτος δοῦ(λος).
Apparatus criticus Κάτω από την επιγραφή Α αναγνωρίζονται τα γράµµατα SIDWN, Guarducci, ad loc και PHI 7. Είναι σχεδόν απίθανο, όπως σηµειώνει η Guarducci, ότι πρόκειται εδώ για το όνοµα του θεού Ποσειδώνα, αφού περιµένουµε εδώ να χαράσσεται ένα ανθρωπωνύµιο (Guarducci, loc. cit.). Απ’ την άλλη, τα γράµµατα που συνεχίζονται από κάτω, έχουν διαβαστεί από τους προηγούµενους εκδότες της επιγραφής (ο De Sanctis, η Guarducci και PHI 7) ως ΚΕΥΜΕΑΙΕΑ, χαραγµένα από το ίδιο χέρι από το οποίο χαράχτηκαν οι επιγραφές Α και Β. Όσον αφορά αυτά τα γράµµατα, που δεν είναι δυνατόν να αναγνωσθούν, η Guarducci σηµειώνει: “quomodo intellegendae sint equidem non video“. Σχόλια A) Το όνοµα ∆ηµήτριος, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, είναι σύνηθες στην Κρήτη (Σουλία, Λάππα, Λύκτο και σε µία κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου). B) Το όνοµα Ἀγαθόπους, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.), βρίσκεται, εκτός από αυτή την επιγραφή, συχνά στην Κρήτη (Αξός, Γόρτυνα, Λύκτος και σε µια κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου). Το όνοµα Ἔρως, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, είναι πολύ συχνό και στην Κρήτη (εδώ, και στις Αρκάδες, στη Γόρτυνα, Υρτακίνα, Λύκτο, Πύλωρο).
230
ANGEL MARTINEZ
Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 537 κ.ε. Αρ. 83˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 285 Αρ. 17.
Επιγραφή Αρ. 18 Πέτρα εντοιχισµένη στο σπίτι του Γιώργου Μπαντινάκη, σπασµένη στα δεξιά. Αντέγραψαν οι De Sanctis, Oliverio. ∆ιαστάσεις: ύψος 29,5 εκ.˙ µήκος 39 εκ. Ύψος γραµµάτων: 8-4 εκ. Ἀλεξα̣[— — — —] Γράνιο[ς — — —] Ἀντίοχος Ε[— —]
Apparatus criticus 1, Ἀλέξα [νδρος, De Sanctis.
Σχόλια 2, Κάποιος Πόπλιος Γράνιος Ῥοῦφος (P. Granius Rufus) βρίσκεται σε δύο επιγραφές της Λεβήνας (Guarducci 1935: I, XVII, 17 και 18, 1ος αι. π.Χ.) και σε µία της Γόρτυνας (Guarducci 1950: IV, 216, 1 κ.ε., 1ος αι. π.Χ.). Ξέρουµε επίσης στην Κρήτη άλλον Γράνιο που βρίσκεται σε µίαν επιγραφή της Κνωσού, Π. Σ. Γράνιος (Guarducci 1935: I, VIII, 23, αρχές της αυτοκρατορικής εποχής). Αυτή είναι οι Γράνιοι που έχουν καταγραφεί στην Κρήτη κατά τη Ρωµαϊκή εποχή, στους οποίους θα έπρεπε να προσθέσουµε αυτόν της επιγραφής της Σουλίας.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 537 Αρ. 84˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 285 Αρ. 18.
Επιγραφή Αρ. 19 Πέτρα εντοιχισµένη επάνω στο παράθυρο του σπιτιού του Μηνά Μηναδάκη. Αντέγραψε ο De Sanctis. ∆ιαστάσεις: ύψος 31 εκ.˙ µήκος 81 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:}
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
231
Α Θερίννας Ἀρτέ]µει εὐχάν.
B Ἀρτέ(µει) εὐ(χάν). Γ Χρήσιµος.
∆ [— —] Θερίννας τᾶι Ἀ̣ρτέµει εὐχάν.
E [— — — — —]λω̣[— —] ος Ἀρτέµιδι εὐχήν.
Apparatus criticus A, ∆, Θερίννα, De Sanctis. A 2, eujcari[sthvrion, κατά λάθος o De Sanctis.
Σχόλια Το ανθρωπωνύµιο Θερίννας απαντά στα Ελληνικά, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Το όνοµα Χρήσιµος, συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, βρίσκεται στην Κρήτη, εκτός από αυτήν την επιγραφή, στην Κνωσό (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 537 κ.ε. Αρ. 85˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 286 Αρ. 19.
232
ANGEL MARTINEZ
Επιγραφή Αρ. 20 Βρέθηκε στην Αγία Γαλήνη στην κατοχή του Εµµανουήλ Νικηφοράκη. Αντέγραψε ο De Sanctis. ∆ιαστάσεις: ύψος 30 εκ.˙ µήκος 43 εκ. Ύψος γραµµάτων: 4,5-7 εκ. Πρεῖµο[ς — — —] [— —]ΡΟ̣[— — —] Ε[—]․ΜΗ․[— —] Ἀρτέµ̣[ι] (ή Ἀρτέµ̣[ει]?, Ἀρτέµ̣[ιδι]?, Ἀρτέµ̣[ιτι]?) Apparatus criticus 1, Πρεῖµος, PHI 7.
Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 539 Αρ. 86˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 286 Αρ. 20. Επιγραφή Αρ. 21 Η πέτρα βρέθηκε εντοιχισµένη στο παράθυρο του σπιτιού του Αντώνη Μαµαλάκη. Αντέγραψε ο De Sanctis. Ἀρτεµε․[— —].
∆ιαστάσεις: ύψος 13 εκ.˙ µήκος 49 εκ. Ύψος γραµµάτων: 4,5 εκ.
Apparatus criticus Η Guarducci απορρίπτει ότι το τελευταίο γράµµα, που απαντά στο αντίγραφο που έκανε ο De Sanctis, φαίνεται να είναι ένα Υ, αφού περιµένουµε ένα Ι (!Artevmei). Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 539 Αρ. 87; Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 286 Αρ. 21.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
233
Επιγραφή Αρ. 22 Η πέτρα βρέθηκε εντοιχισµένη στο παράθυρο του σπιτιού του Αντώνη Μαµαλάκη. Αντέγραψε ο De Sanctis. ∆ιαστάσεις: ύψος 32 εκ (ύψος στην επιφάνεια της επιγραφής, 11 εκ.) µήκος 46 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:} Α Καικιλία.
B Ἀνείκητ[ος].
Σχόλια B, Το όνοµα Ἀνίκητος, συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, συναντάται στην Κρήτη µόνο σε αυτήν την επιγραφή (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.).
Βιβλιογραφία της επιγραφής: De Sanctis 1901: 539 Αρ. 88˙ Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 286 Αρ. 22.
Επιγραφή Αρ. 23 Πέτρα που βρέθηκε κάποτε στην Αγία Γαλήνη και αργότερα µεταφέρθηκε στις Μέλαµπες, όπου ήταν εντοιχισµένη στο σπίτι του ∆ηµητρίου Βεργαδή. Αντέγραψε ο Oliverio. ∆ιαστάσεις: ύψος 15-21 εκ. µήκος˙ 70 εκ. πλάτος 18 εκ. {dedicationes promiscue incisae, haud omnes legendae:}
Α [— — Ἐπι]κτήτου [— — — —]νοις εὐχήν.
B Ἀριστίω[ν] Ζήνωνος.
234
ANGEL MARTINEZ
Γ Ὀνησιφόρος Θερ[․․]άρτη.
Apparatus criticus A 2, Εδώ πιθανώς θα έπρεπε να συµπληρωθεί su;n toi" tevk]noi", σύµφωνα µε τη Guarducci (ad loc.). Γ 2, Μετά από Qer, βρίσκονται τα ίχνη δύο γραµµάτων τόσο αµυδρά που δεν µπορούν να συµπληρωθούν, βλ. Guarducci, ad loc.
Σχόλια A) Το όνοµα Ἐπίκτητος, συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, εµφανίζεται στην Κρήτη, εκτός από αυτή την επιγραφή, στη Βίαννο (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). B) Το όνοµα Ἀριστίων, πολύ συχνό στα Ελληνικά έξω από την Κρήτη, χρησιµοποιείται πολύ συχνά και στην Κρήτη (εδώ και στη Γόρτυνα, Ιεράπυτνα, Ίτανο, Κνωσό, Λατώ, Ολούντα, Πολυρρήνια, Ρίθυµνα και σε µια Κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου). Το όνοµα Ζήνων, πολύ συχνό στα Ελληνικά, είναι πολύ συχνό και στην Κρήτη (εδώ και στη Λατώ, Λύκτο και σε µία Κρητική επιγραφή άγνωστου τόπου). Γ 2) Το όνοµα Ὀνησιφόρος, συχνό στα Ελληνικά, απαντάται στην Κρήτη, εκτός από αυτή την επιγραφή, στην Έλυρο (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Θα έπρεπε να επισηµάνουµε εδώ τη χρήση της γενικής σε –η στο πατρωνύµιο Θερ[․․]άρτη8. Βιβλιογραφία της επιγραφής: Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 286 Αρ. 23.
Επιγραφή Αρ. 24 Πέτρα που βρέθηκε στις Μέλαµπες, εντοιχισµένη κάποτε στο σπίτι του Μιχάλη Βεργαδάκη. Η Guarducci αντέγραψε το έκτυπο που έκανε ο Maiuri. 8. Για τη χρήση της γενικής σε -h στο πατρωνύµιο, βλ. Bile 1988: 198.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
235
∆ιαστάσεις: ύψος 33 εκ˙. µήκος 43 εκ. Ύψος γραµµάτων: 4-2 εκ. A Ἀ̣ρτέµι
B [— —]ε̣θ[․]ς Νικάδα Ἀρτέµι εὐχάν. Γ Ηλικης
∆ Στέφανος Σωτάδ[α].
Apparatus criticus A) Στο έκτυπο δεν διακρίνεται, αν κάτω από το όνοµα της θεάς ήταν η λέξη eujcavn (βλ. Guarduci, ad loc.). B) Στο τέλος της γραµµής θα µπορούσε να ερµηνευθεί και Nikavda[", αφού τα γράµµατα που προηγούνται είναι µικρότερου µεγέθους και πιθανώς είναι χαραγµένα από άλλο χέρι, βλ. Guarducci, ad loc. Γ) ∆εν είναι φανερό αν το πρώτο γράµµα του ονόµατος είναι Η, βλ. Guarducci, ad loc.
Σχόλια B, Το όνοµα Nikavda", συχνό σε άλλες Ελληνικές περιοχές, βρίσκεται στην Κρήτη εδώ και στην Πύρανθο (βλ. Fraser - Matthews 19872005: I-IV, λ.). Το όνοµα Sωtavda", πολύ συχνό στα Ελληνικά, είναι πολύ συχνό και στην Κρήτη (βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.). Βιβλιογραφία της επιγραφής: Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 287 Αρ. 24.
236
ANGEL MARTINEZ
Επιγραφή Αρ. 25 Πέτρα που βρέθηκε στη Αγία Γαλήνη εντοιχισµένη στο σπίτι του Γ. Μπαντινάκη. Αντέγραψε ο Oliverio. ∆ιαστάσεις: ύψος 21 εκ.˙ µήκος 45 εκ. Ύψος γραµµάτων: 4-5 εκ. [— —]․µης Πυνα [Ἀρ]τ̣έµει [ε]ὐχάν.
Apparatus criticus Γραµµή 1, Το όνοµα Πύνας βρίσκεται στα Ελληνικά µόνο εδώ, αν το αντίγραφο που έκανε ο Oliverio είναι σωστό. ∆εν φαίνεται απίθανο ότι θα έπρεπε να ερµηνευτεί εδώ Πύµας, όνοµα που στα Ελληνικά απαντά σε µια Κρητική επιγραφή από την πόλη Κεραία (Guarducci 1939: II, XXII, 6˙ SEG 23, 575, 2ος αι. π.Χ. βλ. Fraser - Matthews 1987-2005: I-IV, λ.) Βιβλιογραφία της επιγραφής: Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 287 Αρ. 25.
Επιγραφή Αρ. 26 Κοµµάτι πήλινης πινακίδας που βρέθηκε στην Αγία Γαλήνη στην κατοχή του Ιωάννη ∆ουκάκη. Αντέγραψε ο Oliverio. Σύµφωνα µε τον τύπο των γραµµάτων, η επιγραφή µπορεί να χρονολογηθεί στον 3ο αι. µ.Χ. περίπου. ∆ιαστάσεις: ύψος 30 εκ.˙ µήκος 18 εκ.˙ πλάτος 4 εκ. Ύψος γραµµάτων: 1,3-1,6 εκ. [—?—]µιεστης ἐνθάδε. ☩
Σχόλια Πρόκειται για µια επιτύµβια επιγραφή, αν και δεν µας είναι γνωστό, αν η επιγραφή διατηρείται ολόκληρη. Βιβλιογραφία της επιγραφής: Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 288 Αρ. 26˙ Bandy 1970˙ Αρ. 57.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
237
Επιγραφή Αρ. 27 Πέτρα που βρέθηκε στην Αγία Γαλήνη εντοιχισµένη στο σπίτι του Ιωάννη Βεργαδάκη. Αντέγραψε ο De Sanctis. ∆ιαστάσεις: ύψος 13 εκ.˙ µήκος 34 εκ. Ύψος γραµµάτων: 6,5 εκ. ∆Ι̣․[— —]
Βιβλιογραφία της επιγραφής: Guarducci 1939: II, XXV, σελ. 288 Αρ. 27.
3. Οι επιγραφές αυτής της αρχαίας πόλης µάς παρέχουν, µεταξύ των άλλων, χρήσιµες πληροφορίες για τη θρησκεία της. Στη Σουλία τιµώνται η Αθηνά Σαµωνία (Guarducci 1939: II, XXV, αρ. 2), ο Ζευς Ολύµπιος και η Ήρα Ολύµπια (ibid., αρ. 3), αλλά και η Άρτεµις (ibid., αρ. 4-24). Το όνοµα της Αρτέµιδος χαράσσεται συχνά στους τοίχους του ναού της θεάς στα πλαίσια της θρησκευτικής λατρείας, όπως αναφέρεται και στα παραπάνω. Οι προσκυνητές που προσέφευγαν στο ναό της Αρτέµιδος χάρασσαν στους τοίχους του ναού, επάνω ή δίπλα στο όνοµα κάποιου άλλου, τα ονόµατά τους, στα οποία γενικά προστίθετο η µνεία της θεάς και η λέξη «ευχήν». Παρόµοιες επιγραφές συναντώνται στην κοντινή Κρητική πόλη Πολυρρήνια. Από τα ανθρωπωνύµια που χρησιµοποιούνται στις επιγραφές του ναού της Αρτέµιδος συµπεραίνουµε την ύπαρξη πολυάριθµων ονοµάτων που ήταν συνηθισµένα στην ονοµαστική της Γόρτυνας: Αντιφάτας (Επ. 4), Αριστέας (Επ. 5), Τύχων (Επ. 6), ∆αµάρης (Επ. 7), Μένανδρος (Επ. 8), Γάστρις (Επ. 8), Ερµίας (Επ. 4), Απολλώνιος (Επ. 4), Ζώσιµος (Επ. 15), Άγων (Επ. 15), Αγαθόπους (Επ. 17), Έρως (Επ. 17), Αντίοχος (Επ. 18), Αριστίων (Επ. 23). Σε κάποιες περιπτώσεις βρισκόµαστε µπροστά σε ονόµατα, που στην Κρήτη απαντούν µόνο στις επιγραφές του ναού της Αρτέµιδος της Σουλίας και στη Γόρτυνα: ∆αµάρης στην επιγραφή 7, Γάστρις στην επιγραφή 8 (όνοµα που έχει καταγραφεί µόνο στην Κρήτη). Σε αρκετές περιπτώσεις τα ανθρωπωνύµια που βρίσκονται στο ιερό της Αρτέµιδος είναι ονόµατα που έχουν καταγραφεί µέχρι τώρα, απ’ ό,τι ξέρουµε, µόνο στην Κρήτη: Ματαΐς στην επιγραφή 7 (µόνο στη Σουλία), Ισιµένης στην επιγραφή 7
238
ANGEL MARTINEZ
(µόνο στη Σουλία), Γάστρις στην επιγραφή 8 (Σουλία και Γόρτυνα). Στην ονοµαστική των υπόλοιπων επιγραφών της Σουλίας που δεν ανήκουν στο ιερό της Αρτέµιδος βρισκόµαστε µπροστά σε ουκ ολίγα ανθρωπωνύµια που δεν έχουν καταγραφεί έως τώρα πουθενά αλλού, όπως τα: Θεάρεστος και Ευρύµνιον (Επ. 2), Πορίµα και Οροίτιµος (Επ. 3). Σε άλλες περιπτώσεις πρόκειται για ονόµατα που έχουν καταγραφεί µόνο στην Κρήτη, όπως στην επιγραφή 3 Πανάρης (Σουλία, Γόρτυνα και Πύλωρος) και Ιπποκλείδας (Σουλία και Γόρτυνα). Η ύπαρξη στις επιγραφές του ναού της Αρτέµιδος πολυάριθµων ονοµάτων γνωστών στην ονοµαστική της Γόρτυνας οφείλεται πιθανώς στην αφθονία των προσκυνητών σε αυτόν τον ναό της Σουλίας, που προερχόταν από την πόλη Γόρτυνα, πρωτεύουσα της Κρήτης κατά τη Ρωµαϊκή εποχή. Η σχετικά κοντινή απόσταση της Σουλίας µε τη Γόρτυνα ευνοούσε βέβαια την παρουσία στο ιερό της θεάς Αρτέµιδος Γορτυνίων προσκυνητών, για να λατρέψουν τη θεά και να αφήσουν χαραγµένα τα ονόµατά τους στα τείχη του ναού σαν µαρτυρία της λατρείας τους για τη θεά. Η παρουσία προσκυνητών από τη Γόρτυνα δείχνει κάποια φήµη αυτού του ναού στην υπόλοιπη Κρήτη κατά την αυτοκρατορική εποχή. Ο απρόσεκτος και πρόχειρος τρόπος εγχάραξης των επιγραφών υποδεικνύει το δηµοτικό χαρακτήρα της λατρείας σε αυτό το ιερό. Σε άλλα ιερά της Κρήτης, στα οποία πραγµατοποιήθηκε παρόµοια λατρεία, όπως είναι το ιερό της Πολυρρηνίας, ενίοτε επιδεικνυόταν σαφώς η προέλευση του προσκυνητή που είχε προσέλθει στον ναό. Έτσι, π.χ. σε µιαν επιγραφή της Πολυρρηνίας, χαραγµένη στα τείχη ενός ναού από τους ίδιους τους πιστούς, λέγεται το εξής: Κρύτων, Τεῦφρις Ῥιθύ[µνιοι] (Guarducci 1939: II, XXIII, Αρ. 36, Α, 5, 2ος αι. π.Χ.). 4. Άλλο στοιχείο άξιο µνείας είναι αυτό που αφορά στη γλώσσα που χρησιµοποιείται στις επιγραφές της Σουλίας. Οι επιγραφές αυτής της πόλης χρονολογούνται στην αυτοκρατορική εποχή, µιαν εποχή κατά την οποία γενικά στην Κρήτη έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος της Κρητικής διαλέκτου. Ωστόσο, σ’ αυτές τις επιγραφές µπορούν να αναγνωρισθούν κάποια δωρικά χαρακτηριστικά, που θυµίζουν ακόµα την Κρητική τοπική διάλεκτο. Ας δούµε λοιπόν στη συνέχεια κάποια απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά που απαντούν στις επιγραφές: Α) Ως χαρακτηριστικά της κοινής δωρικής καταγράφονται: η συντήρηση του a- αντί της Ιωνικής-Αττικής h (eujcavn, στις Επ. 2, 5Α, 19Α,
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
239
19D, 24Β, 25 Aqavnaiστην Επ. 2), η γενική ενικού -w της θεµατικής κλίσης σε -w (!Oroitivmw στην Επ. 3, γραµµές 5-6), η γενική ενικού των αρσενικών θεµάτων της πρώτης κλίσης σε -a (@Ippokleivda στην Επ. 3 . στίχοι 2-3 και 10-12 Nikavda στην επιγραφή 24Β), η λέξη σε δωρική µορφή iJarov" (iJarevo" γενική στην Επ. 3, γραµµές 8-9). Β) Ως χαρακτηριστικά της Κρητικής διαλέκτου µπορούµε να επισηµάνουµε τη γενική ενικού του ονόµατος Panavrio" στην επιγραφή 3 (γραµµές 9-10), όπου παρουσιάζεται το φαινόµενο της µετατροπής του ε . > ι, γλωσσικό φαινόµενο σύνηθες στην κρητική διάλεκτο9 και τη γενική σε -w" στο ανθρωπωνύµιο !Arivstw" στην Επ. 6, Β, 2 (βλ. Guarducci . . 1939: II, 23, 8, 2, Καραίθως) µορφή της δοτικής Thniv10 στην Επ. 3 γενική ενικού σε -h11 στα ανθρωπωνύµια σε –s στην Επ. 23Γ Ὀνησιφόρος. Γ) Σαν χαρακτηριστικά της Κοινής διαλέκτου µπορούµε να σηµειώσουµε, µεταξύ των άλλων, την απώλεια του -ι στους µακρούς λήγοντες διφθόγγους -αi, -wi (Επ. 3, γραµµές 13-14, Ὀλυνπίῳ καὶ Ἥρᾳ)˙ την ανώµαλη χρήση της γραφής -ei για να σηµειώσουµε -i (Eijsivdwro" Eπ. 7, B, !Aneivkhto" Eπ. 22, B, κλπ.), η οποία οφείλεται στη σύγχυση µεταξύ -ει και -ι που βασίζεται στην εξέλιξη ei > e > i, που αποτελεί συχνό φαινόµενο σε όλες τις διαλέκτους σε όψιµη εποχή. Πρέπει να επισηµάνουµε ότι το όνοµα της Αρτέµιδος παρουσιάστηκε στις επιγραφές σε διάφορες µορφές της δοτικής: !Artevmi, !Artevmei, !Artevmiti, !Artevmidi. Η συντήρηση χαρακτηριστικών της Κρητικής διαλέκτου σε αυτές τις µεταγενέστερες επιγραφές ανταποκρίνεται στη διατήρηση στην Ονοµαστική της Σουλίας κάποιων ονοµάτων που δεν έχουν καταγραφεί πουθενά αλλού στην Ελλάδα. Από αυτό µπορεί να συναχθεί κάποιος συντηρητισµός, που είναι χαρακτηριστικό του χώρου της θρησκείας, στον οποίο ανήκουν οι προαναφερθείσες επιγραφές. Κάτι παρόµοιο συµβαίνει σε µια επιγραφή, δηµοσιευµένη πρόσφατα, από το Χαµαλεύρι Ρεθύµνης, όπου βρισκόµαστε ενώπιον µιας δηµόσιας επιγραφής, στην οποία γίνεται µνεία για την ανακαίνιση ενός ιερού αφιερωµένου σε µια θεότητα που δεν κατονοµάζεται12. .
9. Bile 1988: 83 και Buck 1968: 21-22. 10. Bλ. Bile 1988: 203. 11. Βλ. Bile 1988: 198. 12. Martinez-Tsatsaki-Kapranos 2006: 87-94.
240
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ANGEL MARTINEZ
Bandy 1970: A.C. Bandy, Χριστιανικαί Επιγραφαί της Ελλάδος I, The Greek Christian Inscriptions of Creta, Atenas 1970. Βασιλάκης 2000: Α. Θ. Βασιλάκης, Οι 147 πόλεις της αρχαίας Κρήτης, Ηράκλειο 2000. Bile 1988: M. Bile, Le dialecte crétois ancien. Étude de la langue des inscriptions. Recueil des inscriptions postérieures aux IC, Paris 1988. Beloch 1911: Karl Julius Beloch, «Zur Karte von Griechenland», Klio 11, 1911, 431-449. Blass 1904: F. Blass, «Die kretischen Inschriften», στο: Sammlung der griechischen Dialektinschriften, herausgegeben von Collitz-Bechtel, III, 2, 3, Göttingen 1904, σελ. 227-432. Buck 1968: C.D. Buck, The Greek Dialects, Chicago-London 1968. Bursian 1862-72: Conrad Bursian, Geographie von Griechenland, I. Das Nördliche Griechenland. II. Peloponnesos und Inseln [Geography of Greece]. Leipzig, 1862-72 De Sanctis 1901: G. De Sanctis, «Esplorazione archeologica delle provincie occidentali di Creta: Parte seconda. Iscrizioni», Mon. Ant. 11, 1901, pp. 473-550. Doublet 1889: G. Doublet, «Inscriptions de Crète», BCH 13, 1889, pp. 47-77. Fraser - Matthews 1987-2005: P. M. Fraser and E. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names. I: The Aegean Islands, Cyprus, Cyrenaica, P. M. Fraser and E. Matthews (eds.). II: Attica, M. J. Osborne and S. Byrne (eds.). III.A: The Peloponnese, Western Greece, Sicily and Magna Graecia, P. M. Fraser and E. Matthews (eds.). III.B: Central Greece from the Megarid to Thessaly, P. M. Fraser and E. Matthews (eds.). IV: Macedonia, Thrace, Northern Regions of the Black Sea, M. Fraser and E. Matthews (eds.). Oxford: Oxford University Press, 1987, 1994, 1997, 2000, 2005. http://www.lgpn.ox.ac.uk/ Guarducci 1935-1950: M. Guarducci 1935, 1939, 1942, 1950. Inscriptiones Creticae. I. Tituli Cretae Mediae praeter Gortynios. II. Tituli Cretae Occidentalis. III. Tituli Cretae Orientalis. IV. Tituli Gortynii. Roma: La libreria dello Stato.
ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΣΟΥΛΙΑΣ
241
Halbherr 1890: F. Halbherr, «Iscrizioni cretesi», Mus. It. 3, 1890, σελ. 559-748. Halbherr 1896: F. Halbherr, «Cretan expedition. I, Inscriptions from various Cretan cities. II, Christian inscriptions», Amer. Journal Arch.11, 1896, σελ. 539-613. Halbherr 1899: F. Halbherr, «Lavori eseguiti in Creta dalla Missione archeologica italiana, dal 9 Giugno al 9 Novembre 1899», Rend. Linc. 8, 1899, 525-540. IG: Inscriptiones Graecae. Editio maior, Vols. I-XIV, Berlin: Academia litterarum regiae Borussicae, 1873-1927. Editio minor, Vols. I, II/III, IV, IX, X, XII, Berlin: Academia litterarum Borussicae, 1913-. Editio tertia, I.1-2, Berlin: Academia litterarum Borussicae, 1981. http://www.bbaw.de/forschung/ig/ Martinez-Tsatsaki-Kapranos 2006: Ángel Martinez Fernandez, Niki Tsatsaki, Nontas Kapranos, “Una inscripción inédita de Chamalevri, Creta“, ZPE 157, 2006, 87-94. Milet: Milet. Ergebnisse der Ausgrabungen und Untersuchungen seit dem Jahre 1899, Berlin 1906-1935. Muttelsee 1925: M. Muttelsee, Zur Verfassungsgeschichte Kretas im Zeitalter des Hellenismus, Glückstadt und Hamburg 1925. Παπαδάκης 1938: Ν. Παπαδάκης, Η Αρχαία Ανατολική Κρήτη, Χανιά 1938. Pashley 1837: R. Pashley, Travels in Crete, Cambridge-London 1837, reimpr.1970. PHI 7: Packard Humanities Institute, CD-ROM #7: Greek Documentary Texts: (1) Inscriptions, (2) Papyri, Los Altos, California, 19911996. Reinach 1911: A. J. Reinach, «Inscriptions d´Itanos», REG 24, 1911, σελ. 377-425. SEG: Supplementum Epigraphicum Graecum. Vols. 1-11, ed. J. E. Hondius, Leiden 1923-1954. Vols. 12-25, ed. A. G. Woodhead, Leiden 1965-1971. Vols. 26-41, eds. H. W. Pleket, R. S. Stroud, Amsterdam 1979-1991. Vols. 42-44, eds. H. W. Pleket, R. S. Stroud, J. H. M. Strubbe, Amsterdam 1992-1994. Vols. 45-50, eds. H. W. Pleket, R. S.
242
ANGEL MARTINEZ
Stroud, A. Chaniotis, J. H. M. Strubbe, Amsterdam 1995-2000. Vol. 51, eds. A. Chaniotis, T. Corsten, R. S. Stroud, R. A. Tybout, Amsterdam 2001. Vols. 52, 53-1, 53-2 και 54, eds. A. Chaniotis, T. Corsten, R. S. Stroud, R. A. Tybout, Leiden-Boston 2002-2004. Σπανάκης 1964:, Στ. Γ. Σπανάκης, Η Κρήτη. Τουριστικός, Ιστορικός, Αρχαιολογικός οδηγός, A΄ Κεντρική και Ανατολική. Β΄∆υτική, Ηράκλειον 1964.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Το επιγραφικό σύνταγµα (corpus) της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου του Νοµού Ρεθύµνης
Το Εργαστήριο Παπυρολογίας και Επιγραφικής του Τµήµατος Φιλολογίας του Πανεπιστηµίου Κρήτης, σε συνεργασία µε την ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων στο Ρέθυµνο, εκπόνησε από το 1998 έως το 2001 επιγραφική έρευνα του Νοµού Ρεθύµνης µε στόχο τη σύνταξη Καταλόγου των Επιγραφών του Μουσείου Ρεθύµνου και τη συγκρότηση Αρχείου των Επιγραφών του Νοµού Ρεθύµνης1. Το επιγραφικό σύνταγµα της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου (εικ. 1), το οποίο συνέταξε και δηµοσίευσε το 1939 η Margherita Guarducci στον δεύτερο τόµο των κρητικών επιγραφών (Inscriptiones Creticae), περιλάµβανε 29 συνολικά επιγραφές:
27 από τη Σουλία από τις οποίες εντοπίστηκαν µέχρι τώρα µόνον δύο2: µία στο Μουσείο Ρεθύµνου (εικ. 2) και µία εντοιχισµένη στη ΝΑ γωνία 1. Θερµές ευχαριστίες οφείλω στην Μαρία Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη, προϊσταµένη της ΚΕ΄ Εφορείας Προϊστορικών και ΚλασσικώνΑρχαιοτήτων, και στις αρχαιολόγους Ειρήνη Γαβριλάκη, Νότα Καραµαλίκη και Εύα Τέγου για τη συνεργασία τους στο πρόγραµµα, στις Σταυρούλα Οικονόµου και Νίκη Σπανού για τις αποτελεσµατικές µας έρευνες στην Αποθήκη του Μουσείου και κατά χώραν, και στο προσωπικό του Μουσείου Ρεθύµνου για τις διευκολύνσεις τους (για τα αποτελέσµατα του ερευνητικού προγράµµατος βλ. Τζιφόπουλος 2006α και 2009 σηµ. 2). Για τις ιδιαίτερα χρήσιµες και ουσιαστικές παρατηρήσεις και υποδείξεις είµαι ευγνώµων στον Άγγελο Χανιώτη και τον Σταύρο Φραγκουλίδη. 2. Η Σουλία, η θέση της οποίας ταυτίζεται (µάλλον σίγουρα) µε την ευρύτερη περιοχή της Αγίας Γαλήνης, επειδή δεν είχε νοµίσµατα δικά της, ήταν υποτελής πόλη-επίνειο κατ’ άλλους της Συβρίτου, κατ’ άλλους της Λάππας, κατ’ άλλους µιας πόλης στα Β∆ στην ευρύτερη περιοχή των Μελάµπων (όπου µερικοί τοποθετούν το Κόριον) ή δυτικότερα ή ανατολικότερα, δηλαδή Ν του Αποδούλου (όπου η Βίωννος), ή ακόµα πιο Β∆ (όπου η Κουρτωλία)· βλ. τη βιβλιογραφία στη σηµ. 7.
244
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Εικ. 1: Χάρτης Barrington Atlas pl. 60
Εικ. 2: IC II.xxvi.2
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
245
της οικίας Μιχ. Βεργαδή στις Μέλαµπες (εικ. 3)· και δύο ακόµη από άγνωστες αρχαίες θέσεις, µία από τη θέση Πυργί/Κιόνια στον Κεραµέ (εικ. 4), η οποία δεν έχει εντοπιστεί3 και µία από τη θέση Καστρί, νότια του Αποδούλου, σήµερα στο Μουσείο Ρεθύµνου (εικ. 5)4. Μετά το 1939 προστέθηκαν στο επιγραφικό σύνταγµα της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου τρία ακόµη επιγραφικά κείµενα: δύο επιγραφές από τη θέση Βούλγαρη/Αρµοκάστελλα στις Μέλαµπες, οι οποίες και θα παρουσιαστούν εδώ· και η επιτύµβια στήλη της Κωτιλοῦς από τη θέση Ξερόκαµπος, Ν του Αποδούλου, την οποία παρέδωσε το 1962 στον αρχαιολόγο Κωστή ∆αβάρα ο Ηλίας Βολανάκης (εικ. 6)5. Από το σύνολο των 32 αυτών επιγραφών, οι οποίες απαρτίζουν το επιγραφικό σύνταγµα της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, οι πέντε επιγραφές από τον Κεραµέ, τις Μέλαµπες και την περιοχή Ν του Αποδούλου παραµένουν ακόµα ως άγνωστης προέλευσης, γιατί οι θέσεις αυτές δεν µπορούν µε βεβαιότητα να ταυτιστούν µε κάποια από τις αρχαίες πόλεις, κώµες ή πολίσµατα, γνωστές από τις αρχαίες πηγές, λογοτεχνικές και επιγραφικές: τον Φοίνικα (δεν είναι βέβαιον αν ο Φοινικοῦς είναι 3. Στην αποσπασµατική αυτή συνθήκη από τον Κεραµέ το Ψυχήιον εµφανίζεται µάλλον ως σταθερό τοπογραφικό σηµείο, δηλαδή το ακρωτήριο Μέλισσα και η ευρύτερη περιοχή, στην οποία ίσως υπήρχε και οικισµός (Χανιώτης 1996, 381-383 no. 63 µε προγενέστερη βιβλιογραφία), αφού το Ψύχ(ε)ιον περιλαµβάνεται και στον δελφικό κατάλογο των θεωρών (ἐν Ψυχείωι Κρίος Ἀριστ[- - -], βλ. Perlman 1995, 128-135, 139 και Παπαδάκης 2002, 25-44). Η αποσπασµατική κατάσταση της συνθήκης αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόµενα ως προς το ποιες πόλεις την συνυπέγραψαν, αν το Ψυχήιον ήταν µια από αυτές ή αν ήταν εξαρτηµένη πόλη ή οικισµός, επίνειο κάποιας άλλης· και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Λεσχανόριος απαντά σε ένα µόνον άλλο κείµενο ως µήνας της Γόρτυνας (και µάλιστα πάλι κατά την νεμονηία, την πρωτοµηνιά) στη συνθήκη Γορτυνίων και Κνωσίων του 168 περίπου π.Χ. (IC IV.181 και Χανιώτης 1996, 289-296 no. 43)· βλ. και τη βιβλιογραφία στη σηµ. 7. 4. Αρ. Ευρ. Μουσείου Ρεθύµνου Λ80· BE 1938.326· SEG 28.754. Η ανάγνωση της επιγραφής στο επιστύλιο και τη βάση οικίσκου, στο εσωτερικό του οποίου ανάγλυφο θεάς και του Αιγύπτιου Bes πάνω σε κίονα, ως ανάθεση στην Ἀθάνα Fαδία / Ἡδεῖα από την Guarducci (IC II.xxx.2), τον Manganaro (1973-74, 48-49) και την Καραµαλίκη (2000) είναι πιθανή αλλά όχι βέβαιη (πρβλ. Sporn 2002, 252). Η φθορά στο επιστύλιο και στη βάση δεν είναι εκτεταµένη αλλά εµφανίζεται µόνο όπου είχαν χαραχθεί γράµµατα, τα οποία και σβήνονται σε µεταγενέστερη της χάραξης εποχή, είτε γιατί άλλαξε η χρήση είτε για να αποσυνδεθεί η επιγραφή από την παράσταση. 5. ∆αβάρας 1963, 152· BE 1966.348· ∆αβάρας 1980, 13 σηµ. 2· Bile 1988, 68 no. 113.
246
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Εικ. 3: IC II.xxvi.24
Εικ. 4: IC II.xxx [Loci incerti].1
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
Εικ. 5: IC II.xxx [Loci incerti].2
247
Εικ. 6: SEG 23.578
άλλο όνοµα του Φοίνικος ή όνοµα άλλου πολίσµατος), τον Λάµωνα, την Ἀπολλωνία, το Ψύχ(ε)ιον, το Κόριον, την Βίωννο, την Κουρτωλία6. Το πρόβληµα της ταύτισης των τοπωνυµίων αυτών µε συγκεκριµένες θέσεις παραµένει άλυτο, παρά τις φιλότιµες προσπάθειες πολλών ερευνητών, κυρίως επειδή οι ενδείξεις -τοπογραφικές, αρχαιολογι6. Για το ότι η Βίωννος ήταν ανεξάρτητη πόλη τουλάχιστον κατά το δεύτερο µισό του 3ου αι. π.Χ. (230-220 π.Χ.) συνηγορεί η εµφάνιση του Θευτίµου ως θεωροδόκου στη Βίωννο στον κατάλογο των δελφικών θεωρών, όπου αναφέρονται οι στάσεις των θεωρών από του ∆ελφούς και τα ονόµατα αυτών οι οποίοι τους υποδέχονται στις κατά τόπους πόλεις (ἐν Βιώννωι Θεύτιμος Θε[- - -], Perlman 1995, 128-136, µε προγενέστερη βιβλιογραφία). Παρόµοια, η Κουρτωλία ήταν ανεξάρτητη πόλη τουλάχιστον κατά το δεύτερο µισό του 3ου αι. π.Χ. (246-221 π.Χ.) σύµφωνα µε το χάραγµα/τάµα του µισθοφόρου Ακεστίµου (OGIS 71 και Bernand 1972, αρ. 13), ο οποίος διασχίζει την έρηµο των Τρωγοδυτών, φτάνει σώος στα σύνορα Νουβίας Αιγύπτου και χαράζει στον τοίχο του ναού του Πάνα ευχαριστήρια ευχή στον Πάνα για τη σωτηρία του, υπογράφοντας ως Κρὴς Κουρτωλιαῖος (OGIS: Κουρτωλῖαος, Bernand: Κουρτωλιάος) σύµφωνα µε τη συνήθη πρακτική των Κρητών εκτός Κρήτης να σηµειώνουν µαζί µε το εθνικό και το εθνικό της πόλης τους· βλ. Perlman 1996, 247-248· Χανιώτης 2000, 210· και τη βιβλιογραφία στη σηµ. 7.
248
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
κές, επιγραφικές, λογοτεχνικές- είναι αποσπασµατικές και καθόλου διαφωτιστικές. Για ολόκληρη την περιοχή της επαρχίας του Αγίου Βασιλείου, από την Ίδη και δυτικά το Κέδρος και τον Ασιδέρωτα µέχρι και τις παρυφές των Λευκών Ορέων, µε τους ποταµούς Ηλέκτρα (σήµερα Πλατύ ποταµό ή Αµαριώτικο) και Μασσαλία (σήµερα Μεγαπόταµο) και τον Ακουµιανό ανάµεσά τους, έχει προταθεί: είτε το µοίρασµα της περιοχής αυτής µεταξύ της Συβρίτου, της Γόρτυνας, της Λάππας, της Ρίθυµνας µε τα σύνορα ανάµεσα στις πόλεις αυτές ασταθή από αιώνα σε αιώνα, και, κατά συνέπεια, µε όλες τις πόλεις, κώµες, πολίσµατα της περιοχής εξαρτηµένες ή υπό την επιρροή των πόλεων αυτών· είτε η ύπαρξη κάποιας ανεξάρτητης πόλης, της οποίας η επικράτεια καταλάµβανε το µεγαλύτερο τµήµα της περιοχής αυτής7. Στην παρούσα ανακοίνωση σχολιάζονται οι δύο από τις πέντε επιγραφές άγνωστης προέλευσης, για να διερευνηθεί το µέγεθος του προβλήµατος και η καθοριστική συµβολή των κειµένων αυτών υπέρ της µιας ή της άλλης τοποθέτησης στο χάρτη τού ενός ή του άλλου τοπωνυµίου. Στη θέση Βούλγαρη/Αρµοκάστελλα, ανατολικά των Μελάµπων, ήρθαν στο φως το 1959 δύο επιγραφές, τις οποίες παρουσίασε ο τότε επιµελητής αρχαιοτήτων Χρίστος Μακρής, στο Βήµα Ρεθύµνου, τον Νοέµβριο του 1960 και δηµοσίευσε το 1973-74 ο Giacomo Manganaro ως προερχόµενες από την αρχαία Ρίθυµνα8. Η πρώτη είναι χαραγµένη πάνω σε δύο συγκολλώµενα κοµµάτια πήλινης πλάκας, σπασµένης δεξιά, και 7. Όποια πάντως και αν ήταν η κυρίαρχη πόλη -η Σύβριτος, η Λάππα, το Κόριον, η Βίωννος, η Κουρτωλία- δεν είναι καθόλου βέβαιο αν η κυριαρχία αυτή ήταν συνεχής καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαϊκής, κλασσικής και ελληνιστικής περιόδου, ή, αν δεν ήταν συνεχής, όπως είναι και το πιθανότερο λόγω των ενδοκρητικών διενέξεων από το τέλος της κλασσικής εποχής και καθ’ όλη την ελληνιστική περίοδο, για πόσο και ποιο χρονικό διάστηµα κυριαρχούσε ή ασκούσε επιρροή η µία ή άλλη πόλη, και κυρίως αν το Κόριον, η Βίωννος, η Κουρτωλία παρέµειναν ανεξάρτητες πόλεις, όπως η Σύβριτος και η Λάππα ή κάποια χρονική στιγµή µετατράπηκαν σε πόλεις εξαρτηµένες. Βλ. Guarducci, IC II.xvi [Lappa], σελ. 192· Hood and Warren 1966· Kirsten 1951, 124-126· Kirsten 1973-74· Sanders 1982, 164-165· Faure 1988, 87-88· Χανιώτης 1996, 160-168 και Tafel 2-3· Φαράκλας κ.ά. 1998, 57-76· Χανιώτης 2001· Perlman 2004, 1146-1147. 8. Η εσφαλµένη προέλευση των δύο επιγραφών από τη Ρίθυµνα αντιγράφηκε στο SEG 28.753, 755 και στο BE 1978.389 και επικράτησε.
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
249
χρονολογείται, από το σχήµα των γραµµάτων, στον 2ο-1ο αι. π.Χ. (εικ. 7). ∆ιαστάσεις Υ. 0,113 µ., Πλ. 0,148 µ., Πάχ. 0,016 µ., Υγρ. 0,021-0,025 µ.). Ο Μακρής πρότεινε την ανάγνωση µιας αναθηµατικής στην Αθηνά επιγραφής: Σόαρχ[ος – πατρώνυµο –] Ἀθάνα[ι ἀνέθηκε?] (Ἀθανα[ίαι ἀνέθηκε?]).
Εικ. 7: Αρ. Ευρ. Μουσείου Ρεθύµνου E235 = SEG 28.755
Ο Manganaro (1973-74, 43· SEG 28.755· BE 1978.389) όµως αντιπρότεινε την ανάγνωση µιας επιτύµβιας επιγραφής, προτιµώντας στον δεύτερο στίχο τη συµπλήρωση του πατρωνύµου του Σοάρχου: Σόαρχ[ος] Ἀθανα[γόρα]. Εκ πρώτης όψεως ευσταθούν και οι δύο αναγνώσεις. Εντούτοις, ούτε η θέση εύρεσης (στην περιοχή δεν υπάρχουν τάφοι), ούτε ο φορέας του κειµένου (οι πήλινες επιτύµβιες πλάκες έχουν µεγαλύτερο πάχος και σπάνια είναι ενεπίγραφες), ούτε το σπάνιο στην Κρήτη πατρώνυµο (απαντά µόνον άλλη µια φορά στην Ολούντα) συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι πρόκειται για επιτύµβια ενεπίγραφη πλάκα (βλ. και Sporn 2002, 253). Το αντίθετο, µάλιστα, ιδιαίτερα αν η επιγραφή αυτή συσχετιστεί µε τη δεύτερη επιγραφή από την ίδια θέση.
250
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Μαζί µε την αναθηµατική επιγραφή του Σοάρχου ήρθε στο φως και µια δεύτερη επιγραφή χαραγµένη απρόσεκτα πάνω στην επιφάνεια ορθογώνιας ασβεστολιθικής πλάκας µε έξεργο πλαίσιο (πάνω και κάτω Υ. 0,025µ., Πλ. 0,025 µ., δεξιά και αριστερά 0,05 µ.), όπου διακρίνονται οδηγοί (από τον τρίτο στίχο κ.ε. Υ. 0,025-0,03 µ.) για τη χάραξη του κειµένου (εικ. 8). ∆ιαστάσεις: Υ. 0,285 µ., Πλ. 0,385 µ., Πάχ. 0,13 µ., Υγρ. 0,012-0,026 µ.· η ενεπίγραφη επιφάνεια Υ. 0,235 µ., Πλ. 0,29 µ.).
Εικ. 8: Αρ. Ευρ. Μουσείου Ρεθύµνου E100 = SEG 28.753
Από το σχήµα των γραµµάτων η επιγραφή χρονολογείται στον 3ο-2ο αι. π.Χ. Ο Μακρής (1960) πρότεινε το παρακάτω κείµενο, του οποίου τους στίχους 5 και 7 σωστά διάβασε διαφορετικά ο Manganaro, επειδή ο χαράκτης επιχείρησε να σβήσει χωρίς επιτυχία και να διορθώσει το αρχικό κείµενο, (Manganaro 1973-74, 43-50, οι αναγνώσεις του µέσα σε παρένθεση· SEG 28.753· BE 1978.389· Bile 1988, 52-53 no. 49): πρειγιστεύσας Σόαρχος Παιθε3 μίδα Τριβαλις (Manganaro: Τριβάλις) καὶ ἁ πεντηκοστύς ἁ πόλιος Κωρίων, (Manganaro: ἀπὸ Διοσκώρων) 6 ἑταιρήια ἁ Στρυφίδα καὶ Κυρταίω, (Manganaro: καὶ Ὑρταίω) τῶ ναῶ ἐπεμελή9 θεν. vacat
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
251
Στον στίχο 5 η ακολουθία των γραµµάτων (εικ. 9): ΣΑΠΟ Λ ∆ Ι Ο Σ Κ Ω Ρ Ι ΩΝ υποδηλώνει ότι αρχικά χαράχθηκε η φράση: ἁπόλιος Κωρίων, η οποία στη συνέχεια διορθώθηκε: ἀπὸ Διοσκώρων ή ∆ιοσκωρίων ή ∆ιοσκουρίων. Παρόµοια, στον στίχο 7 η ακολουθία των γραµµάτων (εικ. 10): Φ Ι Λ ∆ Α Κ Α Ι Ι Τ Κ Λ Υ Ρ ΤΑΙΩ υποδηλώνει ότι αρχικά χαράχθηκε η φράση: Στρυ|φίλδα καὶ Κλυρτηαίω, η οποία στη συνέχεια διορθώθηκε: Στρυ|φίδα καὶ Ὑρταίω (ή Τυρταίω ή Κυρταίω).
Πάνω: Εικ. 9: στίχος 5 της Εικ. 8
Κάτω: Εικ. 10: στίχος 7 της Εικ. 8
Το κείµενο αναφέρει µια συνηθισµένη πρακτική κατά την αρχαιότητα, την ανάθεση της επιµελητείας για την κατασκευή ή ανακατασκευή ή επισκευή ενός ναού σε κάποιον επικεφαλής, ο οποίος, σε µερικές περιπτώσεις, όπως εδώ, συνεπικουρείται από µιαν οµάδα. Στο κείµενο δεν αναφέρεται η θεότητα ως αυτονόητα και εύκολα εννοούµενη. Αν όµως η προηγούµενη επιγραφή συµπληρωθεί στον στ. 2 ως ανάθεση στην Αθηνά και τα δύο κείµενα συσχετισθούν9, τότε κατά πάσα πιθανότητα και τα δύο αναφέρονται σε ναό της Αθηνάς. Επιπλέον, οι δύο αυτές επιγραφές συνδυάστηκαν µε την αναθηµατική επιγραφή από τη Σουλία στην Ἀθάνα Σαμωνία (εικ. 2) και µε την επιγραφή από το Καστρί Αποδούλου, όπου η Guarducci πρότεινε την αβέβαιη ανάγνωση Ἀθάνα Fαδία / Ἡδεῖα (εικ. 5)10, τεκµήρια τα οποία οδηγούν στο συµπέρασµα ότι στην ευρύτερη περιοχή είναι µαρτυρηµένη, αν και όχι πέραν πάσης αµφιβολίας, λατρεία της Αθηνάς µε τον περί ου ο λόγος ναό αφιερωµένο στη θεά, στη θέση Βούλγαρη-Αρµοκάστελλα των Μελάµπων. 9. Sporn 2002, 252-253 µε προγενέστερη βιβλιογραφία· για τη λατρεία της Αθηνάς στην Κρήτη βλ. και Guarducci 1937-38. 10. Σηµειώνω ότι όταν ανακαλύφθηκε το αντικείµενο αυτό µεταφέρθηκε στις Μέλαµπες και όχι στην Αγία Γαλήνη ή στη Σύβριτο και από εκεί στο Μουσείο Ρεθύµνου.
252
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Το ονοµαστικό των δύο επιγραφών παρουσιάζει ορισµένες ιδιαιτερότητες. Το όνοµα Σόαρχος και το πατρώνυµό του Παιθεµίδας στη δεύτερη επιγραφή µπορούν να χαρακτηριστούν κρητικά ονόµατα, αφού τα φέρουν µέχρι στιγµής µόνο Κρήτες: το Σόαρχος εµφανίζεται επίσης στην Αξό, την Κνωσό, την Πριανσό, και τη Γόρτυνα (LGPN I, II, IIIA, IIIB, IV, s.v.), ενώ η µορφή του ονόµατος Παιθεµίδας, άλλη γραφή του Πασίθεµις και του πατρωνυµικού του Πασιθεµίδας, απαντά µόνον εδώ και στη Γόρτυνα11. Το δεύτερο όνοµα του Σοάρχου Τριβαλις και τα ονόµατα Στρυφίδας και Ὑρταῖος, αν είναι ορθή η ανάγνωσή τους, είναι αµάρτυρα αλλού12. Στο κείµενο της δεύτερης επιγραφής, η ἑταιρήια της οποίας προΐστανται οι Στρυφίδας και Υρταίος (συνήθως µόνον ένας τίθεται επικεφαλής) δεν είναι τίποτα άλλο από τον γνωστό από τον ∆ωσιάδα και άλλες πηγές χωρισµό σε οµάδες των πολιτών µιας πόλης, η οποία, στη συγκεκριµένη περίπτωση, είναι άγνωστη. Παραµένει προς διερεύνηση η πεντηκοστὺς ἀπὸ Διοσκώρων ή Διοσκωρίων (Διοσκουρίων), η οµάδα αυτή των πενήντα, και η σχέση της, αν υπάρχει, µε την ἑταιρήια. Ο Giacomo Manganaro σχολίασε και συζήτησε µε λεπτοµερή τρόπο τον θεσµό της πεντηκοστύος, ο οποίος στον ελληνικό χώρο εµφανίζεται µόνο ως στρατιωτική µονάδα του σπαρτιατικού στρατού13. ∆ιαιρέσεις, όµως, των πολιτών µιας πόλης σε πολιτικές-θρησκευτικές οµάδες µαρ11. Για τις ονοµατολογικές παρατηρήσεις εδώ και στη σηµ. που ακολουθεί ευχαριστώ τον Άγγελο Χανιώτη. Για τη αποβολή του σίγµα µεταξύ φωνηέντων στη δωρική διάλεκτο της Κρήτης, βλ. Bile 1988, 109 µε τις σηµ. 143 και 145, και 130 µε τη σηµ. 231 (στην Αργολική και Λακωνική διάλεκτο το µεταξύ φωνηέντων σίγµα είτε αποβάλλεται είτε µετατρέπεται σε -h-). Για τα ονόµατα βλ. Bechtel 1919, 361 και LGPN I, s.vv. µε την προσθήκη του Χανιώτη (1989, 77)· το όνοµα δεν ανήκει στο ονοµαστικό της Ρίθυµνας, αλλά σε αυτό άγνωστης πόλης στα Ν του Νοµού Ρεθύµνης. 12. LGPN I, II, IIIA, IIIB, IV, s.vv. Το Ὑρταῖος φαίνεται να δηµιουργήθηκε από εθνικό όνοµα άγνωστης προς το παρόν πόλης (*Ὕρτα, *Hyrta), όπως τα Κνῶσος, Λαππαῖος, Πετραῖος, Πραίσιος, Φαῖστος, Ὑρτακίνας, Συβρίτας (για τα οποία βλ. Χανιώτης 2002, 55, SEG 52.862 και Χανιώτης υπό εκτύπωση), οι κάτοικοι της οποίας αποκαλούνται Ὑρταῖοι στη συνθήκη Γόρτυνας και Μιλήτου (IC IV.161 στ. 13 και Χανιώτης 1996, αρ. 78b· για µια πιθανή τοπογραφική θέση της πόλης αυτής Perlman 2004, 1147 µε προγενέστερη βιβλιογραφία). 13. Θουκ. 5.68.3· Ξεν. Ανάβ. 3.4.22. Σε λήµµατα λεξικογράφων και λεξικών (Αρποκρατίων, λ. µόρα· Ἐτυμολογικὸν Μέγα λ. στρατός· Σούδα, λ. μορῶν, 1259· Φώτ. Λεξ., λ. μωρῶν) η πεντηκοστύς µε τον πεντηκοστῆρα επί κεφαλής (Ξεν. Λακ. Πολ.
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
253
τυρούνται, όπως οι θεσµοί της τριακάδος, της ἑκατοστύος, της χιλιαστύος, οµάδες δηλαδή των 30, 100 και 1000 πολιτών. Η πεντηκοστύς της επιγραφής, κατά τον Manganaro, µάλλον υπαινίσσεται κάποια τέτοιου είδους πολιτική αναδιάρθρωση της ευρύτερης περιοχής και της επικράτειας της Ρίθυµνας, κάποιου είδους συνοικισµό ή διοικισµό, όπως τον αποκαλεί, η οποία συνέβη κατά την ελληνιστική περίοδο εξαιτίας της επιρροής την οποία δέχθηκε η Ρίθυµνα από την αντίστοιχη πολιτική αναδιάρθρωση στο νησί της Κω, επιρροή η οποία ενισχύθηκε κατά τη διάρκεια της παρουσίας των Πτολεµαίων στην Κρήτη, όταν και ιδρύουν την Αρσινόη στη Ρίθυµνα και στη Λύκτο και εισάγουν τη λατρεία των ∆ιοσκούρων ως ακολούθων της Ίσιδος. Κατά συνέπεια, σύµφωνα πάντα µε την πρόταση του Manganaro, η ἑταιρήια στις Μέλαµπες την περίοδο αυτήν αναδοµείται και µετατρέπεται σε πεντηκοστύν της ευρύτερης περιοχής, η οποία καταλάµβανε σε έκταση περίπου τον σηµερινό νοµό Ρεθύµνου. Η πρόταση αυτή για την κατανόηση του κειµένου από τις Μέλαµπες δεν φαίνεται ιδιαίτερα πειστική14. Η διατύπωση, στο ίδιο το κείµενο, δεν υποστηρίζει τη µετατροπή της ἑταιρήιας σε πεντηκοστύν και την ταύτιση των δύο, αφού ως επικεφαλής των δύο σωµάτων αναφέρονται διαφορετικά άτοµα. Παράλληλα, δεν είναι κατ’ ανάγκη υποχρεωτικός ο πολιτικός και µόνον χαρακτήρας των δύο σωµάτων και συνεπώς αναγκαστική η ταύτιση των δύο µέσω κάποιας, αµάρτυρης από άλλες πηγές, πολιτικής αναδιάρθρωσης, συνοικισµού ή διοικισµού της ευρύτερης περιοχής. Επίσης, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η επικράτεια της Ρίθυµνας εκτεινόταν µέχρι το νότιο τµήµα του σηµερινού Νοµού Ρεθύµνης, του οποίου όλες τις κώµες και πόλεις είχε υπό την επιρροή της. Τέλος, η παρουσία των ∆ιοσκούρων στην Κρήτη, παρά την έντονη και τεκµηριωµένη παρουσία των Πτολεµαίων, είναι ασαφής, εάν δεν απουσιάζει 11.4, βλ. και το σχόλιο του Lipka 2002, 86, 194-195) αναφέρεται ως υποδιαίρεση του λόχου του σπαρτιατικού στρατού (1 µόρα = 4 λόχοι = 8 πεντηκοστύες = 16 ενωµοτίες)· για τα προβλήµατα τα οποία θέτουν τα παραπάνω λήµµατα βλ. Rance 2007, 216-217 και σηµ. 39 µε προγενέστερη βιβλιογραφία. 14. Ο Jones (1987, 222) συζητά το κείµενο της επιγραφής ως προερχόµενο από την αρχαία Ρίθυµνα και αναφερόµενο σε θεσµούς της, για τους οποίους όµως ορθά επισηµαίνει ότι το κείµενο της επιγραφής παρέχει αβέβαιες πληροφορίες.
254
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
πλήρως, και πάντως εµφανίζεται κατά τη ρωµαϊκή και την αυτοκρατορική εποχή15, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δίδυµοι της Λήδας θα συγχέονταν µε τους Κουρήτες του ∆ιός. Εάν δεν κρύβεται κάποιο τοπωνύµιο στη φράση ἁ πεντηκοστὺς ἀπὸ Διοσκώρων (Διοσκωρίων/Διοσκουρίων), όπως υποθέτουν οι περισσότεροι ότι κρύβεται η αρχαία πόλη Κόριον, παρά το ότι απορρίπτουν την ανάγνωση του Μακρή (ἁ πόλιος Κωρίων) και δέχονται την ανάγνωση του Manganaro (ἀπὸ Διοσκώρων)16, τότε ο Σόαρχος γιος του Παιθεµίδα τίθεται επικεφαλής (πρείγιστος) της οµάδας των πενήντα, η οποία µάλλον υποδηλώνει κάποιον θρησκευτικό όµιλο σχετιζόµενο µε τους Κουρήτες του ∆ιός, ενώ η ἑταιρήια, άγνωστο ποιας πόλης, είναι το πολιτικό σώµα κατά τη θητεία του οποίου ο Σόαρχος και οι πενήντα επιµελούνται του ναού. Οι δύο αυτές επιγραφές από τη θέση Βούλγαρη Αρµοκάστελλα των Μελάµπων αποτελούν σηµαντικά τεκµήρια για τις πολιτικές και θρησκευτικές λειτουργίες κάποιας, αταύτιστης ακόµα πόλης, αλλά δεν είναι καθόλου διαφωτιστικά για τα τοπωνυµικά ζητήµατα της περιοχής, και κυρίως για το αν η αρχαία πόλη Κόριον µπορεί να τοποθετηθεί µε βεβαιότητα στην ευρύτερη περιοχή εύρεσης των δύο επιγραφών.
15. Sporn 2002, passim· Willetts 1962, passim. 16. Βλ. τη βιβλιογραφία στη σηµ. 7. Η σύγχυση δηµιουργείται µε το λήµµα του Στέφανου Βυζάντιου για την ύπαρξη στην Κρήτη τοπωνυµίου Κόριον (Ἐθνικά 374: Κόριον, τόπος ἐν Κρήτῃ ἀπὸ κόρης τινός. ὁ πολίτης Κορήσιος. καὶ λίμνη Κορησία. καὶ Ἀθηνᾶς ἱερὸν Κορησίας. ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν. ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς) και την ανάγνωση του στ. 5 της επιγραφής από τις Μέλαµπες (Μακρής: ἁ πόλιος Κωρίων, Manganaro: ἀπὸ Διοσκώρων). Σύµφωνα µε το λήµµα του Στέφανου Βυζάντιου στο Κόριον υπήρχε λίµνη Κορησία και ναός Αθηνάς Κορησίας· αν υιοθετηθεί η ανάγνωση του Μακρή σε συνδυασµό µε την ανάγνωση της επιγραφής του Σοάρχου ως αναθηµατικής στην Αθηνά (παραβλέποντας ότι στη γειτονική Σουλία η Αθηνά φέρει το επίθετο Σαµωνία), τότε πρέπει να αναζητηθεί στην ευρύτερη περιοχή των Μελάµπων και η λίµνη Κορησία· η ορθότερη όµως ανάγνωση του στ. 5 από τον Manganaro οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µάλλον αλλού πρέπει να αναζητηθεί ο τόπος Κόριον και το Ἀθηνᾶς ἱερὸν Κορησίας, στην ευρύτερη περιοχή της µόνης λίµνης στην Κρήτη, της λίµνης του Κουρνά στην επαρχία του Αποκόρωνα.
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
255
∆αβάρας 1963: Κ. ∆αβάρας, «Ἐπιγραφαὶ ἐκ Κρήτης II», Α∆ 18 Μελέται, 141-160.
∆αβάρας 1980: Κ. ∆αβάρας, «Κρητικὲς ἐπιγραφὲς III», ΑΕ 1980, 1-42.
Καραµαλίκη 2000: Ν. Καραµαλίκη, «Αναθηµατικό ανάγλυφο», στο:
Α. Καρέτσου, Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη (επιστηµονική επιµ.) µε τη συνεργασία του Ν. Παπαδάκη, Κρήτη – Αίγυπτος, Πολιτισµικοί
δεσµοί τριών χιλιετιών, Κατάλογος, Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρα-
κλείου, 21 Νοεµβρίου 1999 – 21 Σεπτεµβρίου 2000, Ηράκλειο, 434-435 αρ. 504.
Μακρής 1960. Χρῖστος Μακρῆς, «Ἱστορικὰ ἀρχαιολογικὰ νέα», Βήµα Ρεθύµνου 16-17-18 Νοεµβρίου 1960.
Παπαδάκης 2002: Κ. Ηλ. Παπαδάκης, Κεραµές και Αγαλλιανός, κοινή πορεία µέσα στο χρόνο, Ρέθυµνο.
Τζιφόπουλος 2006: Y. Z. Tzifopoulos, “The Archive of Inscriptions
of the Rethymno Prefecture: Results and Prospects”, στο: Πε-
πραγµένα Θ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Ελούντα 1-7 Οκτωβρίου 2001, τόµ. Α5, Ηράκλειο 2006, 207-214.
Τζιφόπουλος 2009: Y. Z. Tzifopoulos, “Two Unpublished Inscriptions
from the Rethymno Prefecture”, στο: Á. Martínez Fernández (ed.), Studies on Greek Epigraphy, υπό εκτύπωση.
Φαράκλας κ.ά. 1998. Ν. Φαράκλας, Έ. Κατάκη, Α. Κόσσυβα, Ν. Ξιφαράς, Ε. Παναγιωτόπουλος, Γ. Τασούλας, Ν. Τσατσάκη, Μ. Χα-
τζηπαναγιώτη, Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, Σειρά Ρίθυμνα 6, Ρέθυμνο.
Χανιώτης 1989: A. Chaniotis, “Some More Cretan Names”, Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 77, 67-81.
256
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
Χανιώτης 1996: A. Chaniotis, Die Verträge zwischen kretischen Poleis in der hellenistischen Zeit, HABES 24, Stuttgart.
Χανιώτης 2000: Άγγ. Χανιώτης, «Ὀνειροκρίτες, ἀρεταλόγοι καὶ προσκυνητές. Θρησκευτικὲς δραστηριότητες Κρητῶν στὴν ἑλληνιστικὴ
Αἴγυπτο», στο: Αλ. Καρέτσου (επιµ.), Κρήτη - Αἴγυπτος. Πολιτιστικοὶ δεσμοὶ τριῶν χιλιετιῶν, Αθήνα, 208-214.
Χανιώτης 2001: A. Chaniotis, “Heiligtum und Stadtgemeinde im klassischen und hellenistischen Kreta”, στο: A. Kyriatsoulis (ed.),
Kreta und Zypern: Religion und Schrift, Altenburg, 319-328.
Χανιώτης 2002: A. Chaniotis, “Some Cretan Bastards”, Cretan Studies 7, 51-57.
Χανιώτης υπό εκτύπωση: A. Chaniotis, “Phaistos Sybritas. An Unpublished Inscription from the Idaean Cave and Personal Names
Deriving from Ethnics”, forthcoming.
Barrington Atlas: R.J.A. Talbert (ed.), Barrington Atlas of the Greek and Roman World, Princeton, NJ 2000.
BE: “Bulletin épigraphique 1938-2004”, Revue des Études Grecques 51-117 (1938-2004).
Bechtel 1917: F. Bechtel, Die historischen Personennamen des Griechischen bis zur Kaiserzeit, Halle.
Bernand 1972: A. Bernand, Le Paneion d’El-Kanais. Les inscriptions grecques, Leiden.
Bile 1988: M. Bile, Le dialecte cretois ancien, Études crétoises 27, Paris.
Faure 1988: P. Faure, “Cités antiques de la Crète de l’ouest”, Cretan Studies 1, 83–96.
Guarducci 1937-38: M. Guarducci, “Due aspetti di Athena nella religione cretese”, Rivista del Reale Istituto d’Archeologia e Storia
dell’Arte 6, 7-19.
ΤΟ ΕΠΙΓΡΑΦΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (CORPUS) ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Ν. ΡΕΘΥΜΝΗΣ
257
Hood and Warren 1966: S. Hood and P.M. Warren, “Ancient Sites in the Province of Agios Vasilios, Crete”, Annual of the British Sch-
ool at Athens 61, 163-191.
IC: M. Guarducci (ed.), Inscriptiones Creticae, opera et consilio Friderici Halbherr collectae, vol. I-IV, Roma 1935-1950.
Jones 1987: N.F. Jones, Public Organization in Ancient Greece: A Documentary Study, Memoirs of the American Philosophical Society 176, Philadelphia.
Kirsten 1951: E. Kirsten, “Siedlungsgeschichtliche Forschungen in West-Kreta”, στο: F. Matz (ed.), Forschungen auf Kreta 1942, Ber-
lin, 118-152.
Kirsten 1973-74: E. Kirsten, “Phaistos und Kydonia, Korion und Sybrita, στο: Antichità Cretesi, Studi in Onore di Doro Levi, II, Cata-
nia, 81-88.
LGPN: A Lexicon of Greek Personal Names, P.M. Fraser and E. Matthews (eds), vol. I: The Aegean Islands, Cyprus, Cyrenaica; M.J.
Osborne and S.G. Byrne (eds), vol. II: Attica; P.M. Fraser and E. Matthews (eds), vol. IIIA: The Peloponnese, Western Greece, Si-
cily and Magna Graecia; P.M. Fraser and E. Matthews (eds), vol. IIIB: Central Greece: from the Megarid to Thessaly; P.M. Fraser
and E. Matthews (eds), R.W.V. Catling (assistant ed.), vol. IV: Ma-
cedonia, Thrace, Northern Regions of the Black Sea, Oxford 1987, 1994, 1997, 2000, 2005.
Lipka 2002: M. Lipka, Xenophon’s Spartan Constitution. Introduction, Text, Commentary, Texte und Kommentare 24, Berlin.
Manganaro 1973-74: G. Manganaro, “Epigrafia e Istituzioni di
Creta”, Antichità Cretesi, Studi in Onore di Doro Levi, II, Catania, 39-58.
258
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΙΦΟΠΟΥΛΟΣ
ΟGIS: Orientis Graecis Inscriptiones Selectae, vol. 1-2, ed. W. Dittenberger, Leipzigc1903 - 1905.
Perlman 1995: P.J. Perlman, “ΘΕΩΡΟ∆ΟΚΟΥΝΤΕΣ ΕΝ ΤΑΙΣ ΠΟ-
ΛΕΣΙΝ. Panhellenic Epangelia and Political Status”, στο: M.H. Hansen (ed.) Sources for the Greek City-State. Symposium August
24-27, 1994, Acts of the Copenhagen Polis Centre 2, Det Kongelige Danske Videnskabernes Selskab, Historisk-filosofiske Med-
delelser 72, Copenhagen, 113-164.
Perlman 1996: P.J. Perlman, “Πόλις ῾Υπήκοος. The Dependent Polis
and Crete,”στο: M.H. Hansen (ed.), Introduction to an Inventory
of Poleis. Symposium August 23-26, 1995, Acts of the Copenhagen
Polis Centre 3, Det Kongelige Danske Videnskabernes Selskab, Historisk-filosofiske Meddelelser 74, Copenhagen, 233-287.
Perlman 2004: P.J. Perlman, “Crete,” στο: M.H. Hansen, T.H. Niel-
sen (eds), An Inventory of Archaic and Greek Poleis. An Investigation Conducted by the Copenhagen Polis Centre for the Danish National Research Foundation, Oxford, 1144-1195.
Rance 2007: Ph. Rance, “The Etymologicum Magnum and the "Fragment of Urbicius"”, GRBS 47, 193–224.
Sanders 1982: I.F. Sanders, Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine
Crete, Warminster.
SEG: Supplementum Epigraphicum Graecum 1-52 (1923-2002).
Sporn 2002: K. Sporn, Heiligtümer und Kulte Kretas in klassischer
und hellenistischer Zeit, Studien zur Antiken Heiligtümern 3, Heidelberg.
Willetts 1962: R.F. Willetts, Cretan Cults and Festivals, New York.
ENRICO SCAFA
Ο ιστορικός ρόλος της περιοχής της επαρχίας Αγίου Βασιλείου κατά τη Μυκηναϊκή εποχή
Σηµείωση: Το κείµενο αυτό, του Enrico Scafa, στάλθηκε σε µας όχι στα Αγγλικά, αλλά στα Ελληνικά, µε λατινικούς χαρακτήρες. Το δηµοσιεύουµε για δύο λόγους: 1. Είναι χαρακτηριστικό της οξύνοιας και της διεισδυτικής σκέψης τού µεγάλου αρχαιολόγου και ελληνολάτρη επιστήµονα. 2. Είναι, ίσως, το τελευταίο κείµενο που άφησε, πριν αναχωρήσει για το χωρίς επιστροφή ταξίδι. Το δυσάρεστο, το συγκλονιστικό γεγονός του θανάτου του, το πληροφορηθήκαµε από τη σύζυγό του τον Αύγουστο. Της στείλαµε αµέσως τα ειλικρινή συλλυπητήριά µας και την παρακαλέσαµε, αν το κείµενο της ανακοίνωσής του είναι σε δηµοσιεύσιµη µορφή, να µας το στείλει για να αναγνωσθεί στο Συνέδριό µας και να καταχωρηθεί στα πρακτικά, ως ελάχιστος φόρος τιµής στον σύζυγό της, Enrico Scafa. Αυτό δεν στάθηκε δυνατόν και έτσι δηµοσιεύουµε, αµέσως παρακάτω, την περίληψη της ανακοίνωσής του. Θεωρούµε ότι η παράγραφος 3 της παρακάνω περίληψης, είναι ένα είδος υποθήκης προς τους Αρχαιολόγους για την επαρχία Αγίου Βασιλείου.
Η Οργανωτική Επιτροπή
Περίληψη Ανακοίνωσης Στις Μυκηναϊκές πινακίδες του αρχείου του Βασιλικού Ανακτόρου της Κνωσού δεν εµφανίζονται ονόµατα τοποθεσιών, που µπορεί να τοποθετούνται µέσα στην επαρχία Αγίου Βασιλείου. Αλλά το Βόρειο τµήµα του νοµού Ρεθύµνου είναι βεβαίως πλήρες σηµαντικών Μυκηναϊκών κέντρων. Αυτή η περιοχή επιδεικνύει πολλές σχέσεις µε τη Μεσαρά. Οι χερσαίοι δρόµοι µεταξύ των δύο περιοχών -πολύ σηµαντικών κατά τη Μυκηναϊκή εποχή- περνούν όχι µόνο καθ’ όλη την έκταση της κοιλάδας Αµαρίου,
260
ENRICO SCAFA
(βλ. E. Scafa - L. Rocchetti, N. Procopiou, M.R. Belgiorno, L. Sportiello, Contributo (pp. 345 - 347) alla voce del Notiziario: «Ricognizione a Sybrita» di, SMEA XXV pp. 340 - 347 E. Scafa, «About the Mycenaean Centres of the Mylopotamos Area: The Philological Data», Panormos, International Conference for Mylopotamos Ottobre 2003, in E. Gabrilaki - Y.Z. Tsiphopoulos (edd)). Ο Μυλοπόταµος από την αρχαιότητα έως σήµερα, Ρέθυµνο 2006, σελ. 35-46), αλλά και καθ’ όλη την έκταση της κοιλάδας Αγίου Βασιλείου. Πέραν τούτου, η επαρχία Αγίου Βασιλείου είναι σηµαντική για τις οδικές συγκοινωνίες µεταξύ των δυο πελάγων, του Κρητικού και του Λιβυκού. Αυτά τα θέµατα είναι πάρα πολύ σπουδαία. Το Μυκηναϊκό κέντρο που ονοµάζεται si-ra-ro, µπορεί να ταυτίζεται πραγµατικά µε τη Λάππα (τώρα Αργυρούπολη), που ιδρύθηκε από τον Αγαµέµνονα. Αυτή η πόλη έχει δυο λιµάνια (Υδραµία τώρα ∆ράµια) στη βόρεια περιοχή, που µπορεί να ταυτίζεται µε το Μυκηναϊκό κέντρο wa-to. Και στο νότιο Πέλαγος ένα δεύτερο λιµάνι τοποθετήσιµο κοντά στον όρµο Πλακιά (βλ. M. Guarducci, Inscriptiones Creticae, Tituli Cretae Occidentalis, Roma 1939). Πρέπει να εξετάσουµε: 1. Ο δρόµος που οδηγεί από τη Μεσαρά µέχρι το Μυκηναϊκό Ρέθυµνο (τότε ku-ta-to) περνάει κοντά από το Μιξόρρουµα, όπου υπήρχε Μινωικός οικισµός και τους Αρµένους, Μινωικό Οικισµό προς το Ρέθυµνο, διαβαίνοντας όλη την κοιλάδα Αγίου Βασιλείου. Όλα αυτά σηµαίνουν ότι ο χερσαίος δρόµος µέσα στην κοιλάδα Αγίου Βασιλείου βρίσκεται σε δραστηριότητα κατά τη Μυκηναϊκή εποχή. 2. Ο δρόµος που περνάει από το Κρητικό Πέλαγος (δηλαδή από το Μυκηναϊκό wato, ∆ράµια) και το Μυκηναϊκό si-ra-ro (Λάππα, η σηµερινή Αργυρούπολη) µέχρι το Λιβυκό Πέλαγος (που πρέπει να τοποθετούµε το αρχαίο νότιο λιµάνι της Λάππας), δείχνει σχέσεις που εµφανίζονται σηµαντικές και για τη Μυκηναϊκή εποχή. 3. Βάσει αυτών των δεδοµένων είναι λογικό να υποβάλουµε σε ανάλυση το ρόλο της επαρχίας Αγίου Βασιλείου εν σχέσει προς τις βορειοδυτικές και µεσονότιες περιοχές του Μυκηναϊκού Βασιλείου της Κνωσού.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Η αρχαία πόλη Λάππα: η έξοδός της στη νότια ακτή της Κρήτης και η σύνδεσή της µε τη Γόρτυνα
Στην ενδοχώρα του νοµού Ρεθύµνης, στη θέση του σηµερινού χωριού Αργυρούπολη, εντοπίζεται η αρχαία πόλη Λάππα1, στα σύνορα των πρώην επαρχιών Ρεθύµνου και Αποκόρωνα και σε απόσταση 12 χιλιοµέτρων από τη βόρεια ακτή (εικ. 1).
Εικ. 1: Χάρτης της ∆υτικής Κρήτης, στον οποίο σηµειώνονται οι αρχαίες θέσεις: (Barrington…)
1. Το όνοµα Λάππα ή Λάµπαι παραδίδεται από τους αρχαίους συγγραφείς. Ο Πτολεµαίος, ο Σκύλαξ και ο Στράβων την αναφέρουν ως Λάππα και Λαµπαία. Ο Ιεροκλής τη γνωρίζει ως Λάµπαι. Οι Επισκοπικοί Κατάλογοι και άλλα χριστιανικά κείµενα αναφέρουν Επισκόπους Λάµπης, Λάππης, Λάµπων ή Λάππας. Στα νοµίσµατα του 400-300 πΧ, το όνοµα της πόλης απαντά συγκοπτόµενο ως Λ ή ΛΑ. Στις κοπές της περιόδου 200-67 πΧ, προκύπτει από τη γενική του εθνικού ΛΑΠΠΑΙΩΝ ή της συγκοπτόµενης εκδοχής του ΛΑΠΠΑΙ. Τα χρόνια της ρωµαιοκρατίας, ο Αύγουστος κόβει νοµίσµατα µε την επιγραφή ΛΑΠΠΑΙΩΝ ΘΕΩΙ ΚΑΙΣΑΡΙ ΣΕΒΑΣΤΩΙ. Το επίθετο επαναλαµβάνεται στα νοµίσµατα που κόβουν ο Τιβέριος, ο ∆οµητιανός και η ∆οµητία. Το εθνικό ΛΑΠΠΑΙΩΝ εµφανίζεται σε επιγραφές που σώζουν ψηφίσµατα της πόλης.
262
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Καταλαµβάνει το λόφο που περιτρέχουν οι ποταµοί Πετρές στα ανατολικά και Μουσέλλας, ο αρχαίος Μεσάπιος, στα δυτικά2 (εικ. 2). Ο ευρύτερος χώρος, στον οποίο αναπτύσσεται η πόλη, εκτείνεται ανατολικά και βόρεια των παρυφών των Λευκών Ορέων, στους χαµηλούς λόφους βόρεια του Κρυονερίτη και της Κουρούπας (εικ. 3). Τα φυσικά της όρια φτάνουν στα βορειοανατολικά µέχρι το όρος Βίγλα ή και µέχρι το Γεράνι. Ως νότιο όριο της περιοχής της ΑργυΕικ. 2: Η Αργυρούπολη, όπου εντοπίζεται ρούπολης θεωρούνται οι κορυφές η αρχαία Λάππα, και οι δύο ποταµοί του Αζώνα3. Ο Στέφανος Βυζάντιος συνδέει την οίκηση της Λάππας µε την Αργολίδα των Μυκηναϊκών χρόνων4 και ο αείµνηστος Enrico Scafa θεωρούσε ότι το µυκηναϊκό κέντρο si-ra-ro ταυτιζόταν µε τη Λάππα5. Οι κάτοικοί της, ωστόσο, θα µπορούσαν να θεωρηθούν αυτόχθονες, όπως, σύµφωνα µε τον Στράβωνα6, και οι υπόλοιποι κάτοικοι του δυτικού τµήµατος του νησιού, αφού οι ανασκαφές στο λόφο της Αργυρούπολης δεν έχουν φέρει στο φως τέτοιες ενδείξεις µέχρι σήµερα7. 2. Sanders 1982, 83-84, πίν. 39. Η δηµιουργία οικισµών σε λόφους συζητείται από τη Νινιού-Κινδελή µε αφορµή τη κατοίκηση του Ν∆ τµήµατος της Κρήτης, σε σχέση µε τη φυσική οχύρωση, την εκµετάλλευση των γειτονικών εύφορων κάµπων και τη χρήση των λιµανιών της νότιας ακτής για την επικοινωνία: Νινιού-Κινδελή 1990, 49. 3. Φαράκλας 1998, 66, όπου περιγράφονται τα φυσικά όρια της ευρύτερης περιοχής Αργυρούπολης, σε συνάρτηση µε τις λεκάνες απορροής. Ξιφαράς 2009, 201. 4. Λάµπη. Πόλις Κρήτης, Αγαµέµνονος κτίσµα ή από Λάµπου του Ταρραίου. Το εθνικόν Λαµπαίος. Κλαύδιος δε Ιούλιος Λαµπέας αυτούς φησίν…. Ξενίων δε εν Κρητικοίς διά δύο π γράφει την πόλιν την κρητικήν: Στέφανος Βυζάντιος, Λάµπη 5. Περιλήψεις ανακοινώσεων αυτού του Συνεδρίου, σελ. 40, και στον παρόντα τόµο, σελ. 259 - 260. 6. Στράβωνος Γεωγραφικά Ι. 4.6. Σκύλακος, Περίπλους, 47:10-15 από Muller, K., Geographi Graeci minores, I, Ρaris 1855 (repr. Hildesheim: Olms, 1965). 7. Τα παλαιότερα ευρήµατα τοποθετούνται στην Ύστερη Γεωµετρική περίοδο και πρόκειται να µελετηθούν από τη συνάδελφο Νίκη Τσατσάκη.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
263
Εικ. 3: Ο λάφος της Αργυρούπολης από τα ΒΑ.
Οι σωστικές ανασκαφές8 στον οικισµό φωτίζουν, παρά την αποσπασµατικότητά τους, την ιστορία της πόλης. Οι απαρχές της τοποθετούνται στους Γεωµετρικούς Χρόνους, βάσει των πενιχρών ευρηµάτων στα οικόπεδο Ιωάννη Βουγιουκαλάκη και Εκκλησιαστικού Συµβουλίου9. Σε πολλά σηµεία αποκαλύφτηκαν αρχαιολογικά στρώµατα που δείχνουν ότι η έλευση των Ρωµαίων διέκοψε σηµαντική πορεία δύο τουλάχιστον αιώνων, στη διάρκεια των οποίων η Λάππα έπαιξε σοβαρό ρόλο στα πολιτικά πράγµατα της ευρύτερης περιοχής10. Η ευηµερία της πόλης, κατά τη ελληνιστική περίοδο, επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρή8. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή έχουν πραγµατοποιηθεί τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η εντατική, ωστόσο, ανοικοδόµηση στην περιοχή κατά τη δεκαετία του 1980 είχε ως αποτέλεσµα την πραγµατοποίηση δεκάδων ερευνών σωστικού χαρακτήρα, ενώ, το 1997 έγιναν καθαρισµοί στο ρωµαϊκό νεκροταφείο της πόλης Α του σηµερινού οικισµού: Τζεδάκις 1969 και 1970,. Γαβριλάκη 1990, 1991/1993. Για στρωµατογραφικές παρατηρήσεις και παρουσιάσεις συνόλων: Γαβριλάκη-Νικολουδάκη 1988, Γαβριλάκη 2004, Γαβριλάκη-Νικολουδάκη και Καραµαλίκη 1989/1990. 9. Γαβριλάκη 1988β και 1990. 10. Για παράδειγµα, προσέφεραν ασυλία στους Τήνιους, συµµετείχαν µαζί µε τους κατοίκους της Πολυρρήνειας σε αποστολή βοήθειας προς το βασιλέα Φίλιππο και τους Αχαιούς και ανέπτυξαν σχέσεις µε τη Μίλητο, την Τέω και άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας: IC, ΙΙ, 191-209.
264 Εικ. 4: Σχέδιο λυχναριού των µέσων του 2ου αιώνα π.Χ.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Εικ. 5: Ενσφράγιστο όστρακο αγγείου από terra sigilata, το οποίο χρονολογείται στο α’ µισό του 1ου / αρχές του 2ου αιώνα µ.Χ.
µατα του 2ου αιώνα π.Χ.11 (εικ. 4). Τα ευρήµατα του τέλους του 1ου αιώνα π.Χ. συνδέονται µε την κατάκτηση της Λάππας από το Μέτελλο, ενώ αναγνωρίζονται στρώµατα του α΄ µισού του 1ου / αρχές 2ου αιώνα µ.Χ. (εικ. 5). Στην περίοδο αυτή χρονολογείται το νεκροταφείο της πόλης στη θέση Πέντε Παρθένες, όπως προέκυψε από τη µελέτη του υλικού κάποιων από τους πολυάριθµους θαλαµωτούς λαξευτούς τάφους του12 (εικ. 6). Η στάση των Λαππαίων κατά τη διάρκεια του ρωµαϊκού εµφυλίου πολέµου εξασφάλισε στην πόλη ευνοϊκή αντιµετώπιση κατά τη ρωµαιοκρατία. Η ευηµερία της µετά το 31 π.Χ. αντικατοπτρίζεται στα
Εικ. 6: Συστάδα τάφων στη θέση Πέντε Παρθένες.
11. Σχετικά µε ένα ελληνιστικό σύνολο που προέρχεται από σωστικές ανασκαφές στην αρχαία Λάππα, Γαβριλάκη 2009, όπου συζητείται και η άσκηση υφαντικής σε µεγάλη κλίµακα τέχνης κατά την ελληνιστική περίοδο. Για το ίδιο θέµα βλ. και Τζαχίλη 2006, 219-238. Παρεµπιπτόντως για πιθανή άσκηση άλλης εργαστηριακής δραστηριότητας στη Λάππα: Γαβριλάκη-Νικολουδάκη και Καραµαλίκη, 1989/1990. Για χρονολόγηση δαπέδου στο 2ο αιώνα π.Χ.: Bowski - Gavrilaki (forthcoming). 12. Γαβριλάκη, 2004.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα έργα γλυπτικής13 (εικ. 7) και τα µικρά ευρήµατα των σωστικών ανασκαφών, αλλά και στην κοπή νοµισµάτων. Η Λάππα επέζησε σεισµού που σηµειώθηκε στα µέσα του 3ου αιώνα µ.Χ.14, αλλά καταστράφηκε ολοσχερώς στα µέσα του 4ου αιώνα µ.Χ., επίσης από σεισµό15. Η αρχαία Λάππα αναφέρεται, όπως είδαµε, από τους αρχαίους συγγραφείς16. Κατατάσσεται από τον Πτολεµαίο στις µεσόγειες πόλεις17. Ο Σκύλαξ την τοποθετεί στο Βορρά, διευκρινίζοντας ότι είχε τον έλεγχο και των δύο ακτών του νησιού, εξαιτίας της θέσης της18. Πιο διαφωτιστικός ο Στράβων εξηγεί ότι ο αµφιµέτωπος έλεγχος του νησιού ήταν δυνατός εξαιτίας του µικρού πλάτους του στο σηµείο αυτό19.
265
Εικ. 7: Άγαλµα Αφροδίτης του 1ου αι. µ.Χ.
13. Παπαστάµου-Staehler 1972. 14. Γαβριλάκη-Νικολουδάκη 1988. 15. Κατά την Α΄ Βυζαντινή περίοδο, η πόλη απετέλεσε έδρα Επισκοπής και επίσκοποί της έλαβαν µέρος στις Οικουµενικές Συνόδους του 431 και 541, στην Έφεσο και τη Χαλκηδόνα αντίστοιχα. Σ’ αυτήν την περίοδο ανήκουν τµήµατα ψηφιδωτού και επιτύµβιες πλάκες (β΄ µισό 5ου αιώνα). Κατά τη Β’ Βυζαντινή περίοδο, µετά τη κατάκτηση της Κρήτης από το Νικηφόρο Φωκά, το 961, ο οικισµός παρακµάζει, χωρίς να εγκαταλειφθεί, και αργότερα, µε τη Συνθήκη του 1299, προσφέρεται ως φέουδο στον Αλέξιο Καλλέργη (Γρυντάκης 1999/2000). Από την περίοδο αυτήν ή και λίγο αργότερα, δηλαδή το 13ο/14ο αιώνα, εντοπίστηκαν εργαστηριακοί χώροι στα οικόπεδα Εκκλησιαστικού Συµβουλίου και Νουχάκη, εντός οικισµού, κατά τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές της Εφορείας. 16. Φαράκλας 1998, 194:106, 201:193, 200:189, 194:105, 186:17 όπου σηµειώνονται οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σχετικά µε τη Λάππα, το Ψύχειον, το Φοίνικα, το Λάµωνα και την Απολλωνιάδα. 17. Κλαυδίου Πτολεµαίου Γεωγραφική Υφήγησις ή Γεωγραφία ΙΙΙ, 15, 5. Χρυσοχόου 1999/2000, 51-72, για τις χαρτογραφήσεις της νήσου. 18. Στράβωνος Γεωγραφικά Ι. 4.13, όπου συζητείται η απόσταση πόλεων της Κρήτης µεταξύ τους. 19. Στράβωνος Γεωγραφικά Ι. 4.7.
266
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Πράγµατι, η έξοδος της πόλης προς τη βόρεια ακτή ήταν δυνατή µέσω των κοιλάδων των ποταµών Μουσέλλα και Πετρέ, ενώ προς τη νότια, µέσω του φαραγγιού του Κοτσυφού ή µέσω της λεκάνης απορροής που σχηµαΕικ. 8. Άποψη της σηµερινής Γεωργιούπολης, όπου η αρχαία τίζεται στην περιοχή Αµφιµάλλα ή Αµφιµάλλιον, από ΝΑ. των οικισµών Ασή Γωνιάς και Καλλικράτη. Στη σύντοµη αναφορά του ο Στράβων, φωτίζοντας αρκετά το ζήτηµα της σφαίρας επιρροής της Λάππας, ονοµάζει τα δύο λιµάνια της αρχαίας πόλης: την Αµφιµάλλα ή Αµφιµάλιον20 στη βόρεια (εικ. 8), εκεί που βρίσκεται σήµερα η Γεωργιούπολη, και το Φοίνικα των Λαµπαίων στη νότια ακτή του νησιού21. Μέσα σε αυτήν φαίνεται ότι εντάσσονταν ακόµη ο Λάµων, η Απολλωνία και το Ψύχιον στη νότια ακτή, καθώς και η Υδραµία22 στη βόρεια. Η Κορησία λίµνη (σήµερα λίµνη 20. Πρόσφατες αναφορές σε εργασίες της Εφορείας στην περιοχή: Χατζηδάκη 1988 και 1989/1990, Γαβριλάκη 1992, 1994 και 1994/1996. 21. Αρχαιολογικά ευρήµατα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες θέσεις του σηµερινού ∆ήµου Λαππαίων, τα οποία επίσης εντάσσονται στη σφαίρα επιρροής της αρχαίας Λάππας: το 1944 παραδόθηκε βωµίσκος µε επιγραφή από τον Κάτω Πόρο, όπου εντοπίζεται και το νεκροταφείο της αρχαίας πόλης (Γαβριλάκη 2004), ενώ στον οικισµό Νησί παρατηρήθηκαν οικιστικά κατάλοιπα και αρχιτεκτονικά µέλη εντοιχισµένα σε εγκαταλελειµµένη εκκλησία ή άλλα ιδιωτικά κτίρια. Στο παράλιο τµήµα της Επισκοπής υπάρχουν λαξευτός θαλαµωτός τάφος, αλλά και οικιστικά κατάλοιπα των µινωικών και ρωµαϊκών χρόνων στο παράλιο τµήµα, τα οποία πρόσφατα ανασκάφηκαν σωστικά (Γαβριλάκη-Καραµαλίκη 1995). Εξάλλου, από την περιοχή Μουσέλλα Επισκοπής αναφέρεται λατινική επιγραφή (Tzifopoulos 2007, 114 κ.ε.). Στην Καρωτή είχαν εντοπιστεί ρωµαϊκοί τάφοι, στο πλαίσιο της διάνοιξης αγροτικού δρόµου. Από την Κούφη, εκτός από µία χάλκινη υδρία των µινωικών χρόνων (Mavriyannaki 1972) που παραδόθηκε, εντοπίστηκαν τάφος και δεξαµενή των ρωµαϊκών χρόνων. Στην Αρχοντική βρέθηκαν οικιστικά κατάλοιπα. 22. IC, 183, όπου συζητείται το όνοµα και η γεωγραφική θέση του οικισµού. Καραµαλίκη 2002 για πρόσφατες σωστικές ανασκαφές στην περιοχή.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
267
του Κουρνά) ίσως ενέπιπτε και αυτή στη δικαιοδοσία της πόλης23. Ο Φοίνιξ,24 ο οποίος, όπως µαρτυρεί το όνοµά του, αντανακλά πιθανόν την παρουσία Φοινίκων στην περιοχή, εντοπίζεται εντός των ορίων της πρώην επαρχίας Σφακίων και Ν∆ της Λάππας. Ως λιµάνι, προστατεύεται από τα Λευκά Όρη προς Β και είναι φιλόξενο όλο το χρόνο, όπως αναφέρει ο πλοίαρχος Spratt (Spratt II, 249), συµφωνώντας µε τον αλεξανδρινό συνάδελφό του, όταν αυτός υπογραµµίζει τη σηµασία του σε επιγραφή των αρχών του 2ου αιώνα25. Ταυτίζεται από ορισµένους µε το σηµερινό Λουτρό, στο οποίο σώζονται, εκτός από τη βασιλική που αποτύπωσε ο Gerola, και διάφορα ρωµαϊκά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα26. Άλλοι πάλι µελετητές τοποθετούν εκεί το Φοινικούντα Λιµένα, ενώ το Φοίνικα Λαµπαίων, των αρχαίων πηγών, µε επιφύλαξη τοποθετούν στον Πλακιά27. Την ένταξη του Φοίνικος στη σφαίρα επιρροής της Λάππας, κατά την κλασική, ελληνιστική και ρωµαϊκή περίοδο, δικαιολογεί, εκτός από το ανάγλυφο της περιοχής που εξασφαλίζει πρόσβαση στην περιοχή, και ο εντοπισµός ενός προξενικού κειµένου που είναι εντοιχισµένο στο ναΐσκο της Αγίας ∆ύναµης Αργυρούπολης, στο οποίο αναφέρεται κάποιος Καρτίας από την Ανώπολη ως πρόξενος των Λαππαίων εκεί28. Ας σηµειωθεί εδώ ότι το εύφορο οροπέδιο της Ανώπολης απέχει 3-4 χιλιόµετρα από το Φοίνικα, αν αυτός τοποθετείται στο σηµερινό Λουτρό29. 23. Προκειµένου µία κοινότητα να αναδειχθεί σε πολιτικό οργανισµό µε κάποιο βαθµό αυτονοµίας και ανεξαρτησίας, θα έπρεπε να διαθέτει έναν συγκεκριµένο παραγωγικό χώρο. Εποµένως τα πολιτικά και γεωγραφικά όρια κάθε τέτοιας µονάδας θα έτειναν να συµπίπτουν µε τα φυσικά όρια µιας συγκεκριµένης περιοχής. Αποφασιστικά κριτήρια θα ήταν το έδαφος να επιδέχεται παραγωγική αξιοποίηση και να υπάρχει αρκετό νερό. Εποµένως, τα φυσικά όρια µιας περιοχής συγκροτούνται και από φυσικά εµπόδια: Φαράκλας 1998, 7. 24. Ο Gerard Capdeville συνδέει το όνοµα µε την παρουσία Φοινίκων στην περιοχή. Περιλήψεις ανακοινώσεων αυτού του Συνεδρίου, σελ. 36. 25. IC II, 228.7 26. Sanders 1982, 165: 16/5. 27. Faure, 198. Η Sporn , αν και στο χάρτη 4 του βιβλίου της αποδίδει στη θέση του σηµερινού Λουτρού τον αρχαίο Φοίνικα, δε θεωρεί ότι πρόκειται για λιµάνι της Λάππας: Sporn 2002, 255. Σχετικά µε τη θέση του Φοίνικος έχουν διατυπωθεί πολλές αντιφατικές απόψεις, ενίοτε εξαιτίας της σύγχυσης ως προς τα τοπωνύµια: για παράδειγµα ο Ιεροκλής αναφέρει Φοινίκη ήτοι Αραδένη, οι Επισκοπικοί Κατάλογοι αναφέρουν Φοινίκης ήτοι Αραδένης: IC II, 226-229. 28. Tzifopoulos 2007. 29. Sanders 1982, 165: 16/6.Επίσης Talbert 2000, 927, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
268
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Εξάλλου, οι πόλεις δυτικότερα, η Τάρρα, η Έλυρος, η Υρτακίνα και η Λισός, λόγω του ανάγλυφου του εδάφους, αντιµετώπισαν από κοινού µεν, αλλά αποµονωµένες τα εσωτερικά και εξωτερικά πράγµατα, µέσω της Οµοσπονδίας των Ορείων που δηµιουργήθηκε στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ30. Σηµαντική βοήθεια για την ταύτιση των αρχαίων παράκτιων θέσεων από Α προς ∆ παρέχει ο Σταδιασµός31: αµεσότερα προσβάσιµη από τη Λάππα, µέσα από τους λόφους32 ή το φαράγγι του Κοτσυφού πιο δυτικά, βρισκόταν η Απολλωνία33, που βρίσκεται είτε Ν / ΝΑ της Λάππας, σε απόσταση 12 χιλιοµέτρων από αυτήν, στη σηµερινή περιοχή της Σούδας του Πλακιά (Kirsten34 και Sanders35), είτε στο ακρωτήριο Καλόγε30. Νινιού-Κινδελή 1990, 52. 31. Periplus Maris Magni: Stadiasmus sive periplus Maris Magni, 324-329: […Από Ματάλης εις Σουλίαν στάδιοι ξε΄ Ακρωτήριον εστιν ανέχον προς µεσηµβρίαν. Λιµήν εστι. Καλόν ύδωρ έχει. Από Σουλήνας εις Ψυχέα στάδιοι ιβ΄. Από δε Πύδνης επί τον Ψυχέα στάδιοι τω΄. Λιµήν θερινός. Και ύδωρ έχει. Από Ψυχέως επί τον Λάµωνα στάδιοι ρν΄. Λιµήν έστι. Και πόλιν έχει και ύδωρ. Από Λάµωνος (Ψυχέως, διορθώνει ό Μύλλερ) επί Απολωνιάδα στάδιοι λ΄. Από Απολλωνίας εις Φοίνικα στάδιοι ρ΄. Πόλις έστιν. Έχει λιµένα και νήσον. Από δε Κλαυδίας εις Φοίνικα στάδιοι τα΄. Έχει πόλιν και λιµένα. Από Φοίνικος εις Τάρρον στάδιοι ξ΄. πόλις µικρά έστιν. Έχει όρµον…]. 32. Στο ενδιάµεσα ευρισκόµενο Βιλανδρέδο, σύµφωνα µε πληροφορίες των κατοίκων, είχαν εντοπιστεί τάφοι και κεραµική των ρωµαϊκών χρόνων. Η ύπαρξη αρχαιοτήτων στη περιοχή αυτήν ενισχύεται και από παλαιότερες παραδόσεις αντικειµένων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύµνου. Στις Αλώνες, εξάλλου, εντοπίστηκαν τάφοι των ιστορικών χρόνων (IC II, 192, Hood και Warren) 33. Φαράκλας et al. 1998. 34. Ο Kirsten ταυτίζει τη τοποθεσία στον Πλακιά µε το Φοίνικα της Λάππας, αλλά η θέση της µάλλον ταιριάζει µε την Απολλωνία της Guarduccι. O Kirsten συµφωνεί ότι θα ήταν αδύνατο δύο οικισµοί που χρειάζονταν καλλιεργήσιµη γη να βρίσκονται τόσο κοντά. Φαίνεται πράγµατι ότι υπήρχαν δύο οικισµοί: ένας µικρότερος στην ακτή και ένας κάτω από το Φοινικιά. Πάντως, πρόσφατες δοκιµαστικές τοµές σε ιδιοκτησία της περιοχής, τις οποίες πραγµατοποίησε η συνάδελφος Νότα Καραµαλίκη, δεν ήλθαν στο φως αρχαιολογικά ευρήµατα που να δικαιολογούν την τοποθέτηση πόλης στο σηµείο αυτό. Η διατήρηση του ονόµατος Απολλωνία πρέπει να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν µία από τις φιλόξενες θέσεις στη βραχώδη ακτή, σύµφωνα µε τους Hood -Warren. O Faure, εξάλλου, θεωρεί ότι Απολλωνία λεγόταν όχι η πόλη, αλλά ένα ιερό του Απόλλωνα που ερείπιά του εντοπίζονται στον Αργουλέ, επαρχίας Σφακίων. Η Sporn φαίνεται ότι συµφωνεί µε τον Kirsten: Sporn 2002, 259. 35. Sanders 1982, εικ. 3 µε τη θέση των ανεξάρτητων ελληνιστικών πόλεων. Επίσης, Talbert 2000, 927 (Απολλωνία;), όπου και σχετική βιβλιογραφία.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
269
Εικ. 9: Άποψη του Πλακιά από τον Νότο
ρος, δυτικά του όρµου του Πλακιά, στο ύψος του Αργουλέ36. Ας σηµειωθεί ότι ο τελευταίος διαφοροποιεί την Απολλωνία από την Απολλωνιάδα, που την τοποθετεί στην παραλία του Ροδάκινου, δεχόµενος τις αποστάσεις Απολλωνίας - Φοίνικος και Απολλωνιάδος - Λάµωνος του χειρογράφου των Σταδιασµών. Στην παραλία του Πλακιά, ίσως στην περιοχή ∆αµνόνι, τοποθετείται και ο Λάµων37, που αναφέρεται ως πόλη κατά τη ρωµαϊκή περίοδο (εικ. 9). Στην ευρύτερη περιοχή Σελλιών / Πλακιά εντοπίζονται διάσπαρτες αρχαιολογικές ενδείξεις, που δηλώνουν την ύπαρξη κωµών, µάλλον, παρά µεγαλύτερων πόλεων: ας αναφέρουµε εδώ τις εντός οικισµού Σελλίων θέσεις, αυτήν κοντά στο σηµερινό Φοινικιά, στην Αγία Μαρίνα 36. Faure, 203-204. 37. Φαράκλας 1998, 58. Επίσης Talbert 2000, 925 για την τοποθέτηση του Λάµωνα στη θέση Άγιος Γεώργιος του Πλακιά, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Εξάλλου, σε σύντοµη αναφορά του σχετικά µε τον εντοπισµό τµήµατος βαλανείου των ρωµαϊκών χρόνων εντός οικισµού Πλακιά, ο Γ. Τζεδάκις, λαµβάνοντας υπόψη τις πηγές, συζητά την τοποθέτηση του Λάµωνος στην περιοχή Πλακιά: Τζεδάκις 1976, 372.
270
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Εικ. 10: Η περιοχή ∆ του σηµερινού οικισµού Πλακιά.
και στον Κάµπο, δυτικότερα του Πλακιά, όπου εντοπίζονται ίχνη ρωµαϊκής αγροικίας, στο Βουκελάρη, ανατολικά της Σούδας (εικ. 10), στον Άγιο Γεώργιο και εντός οικισµού Πλακιά38. Ανατολικά της περιοχής Πλακιά και µε κατεύθυνση προς Γόρτυνα, εντοπίζεται πιθανόν η πόλη Βίωννος στον Κεραµέ 39, σε απόσταση 25 χιλιοµέτρων από τη Λάππα. Στη θέση Πύργος έχουν εντοπιστεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κεραµική. Νοτιοανατολικότερα, στο ακρωτήριο Μέλισσα, σε απόσταση 30 περίπου χιλιοµέτρων ΝΑ της Λάππας, εντοπίζεται από κάποιους το Ψύχιον, βάσει του κειµένου των Σταδιασµών σε σχέση µε τη θέση της Σουλίας. Εδώ παρατηρήθηκαν ρωµαϊκά όστρακα και λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα που δηλώνουν περιορισµένη εγκατάσταση40. 38. Sanders 1982, 164: 15/1-6. Hood. and. Warren 1966, 163- 191 και ειδικά 182-187. 39. Παπαδάκης 1999/2000. Faure, 184. 40. Sanders 1982, 164: 15/13. Hood. And Warren 1966, 163- 191 και ειδικά 170. Για τις επιγραφικές µαρτυρίες σχετικά µε το Ψύχιον, 184. Επίσης Talbert 2000, 927, όπου και σχετική βιβλιογραφία. Ακόµα Sporn 2002, 248, 252.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
271
Προχωρώντας επί της ακτής προς Α συναντούµε την Αγία Γαλήνη, στο σηµείο όπου εκβάλλει ο ποταµός Ηλέκτρας, σήµερα Πλατύς, στο µέσον του κόλπου. Στην Αγία Γαλήνη εντοπίζεται η αρχαία Σουλία41, προφανώς επίνειο του Κορίου των ελληνιστικών χρόνων, αν η επιγραφή που βρέθηκε στις Μέλαµπες αποδίδει το όνοµα της πόλης42 (το θέµα προσεγγίζει ο Γιάννης Τζιφόπουλος σε αυτό το Συνέδριο). Περνώντας τη Σουλία θα έφτανε κανείς στη Γόρτυνα είτε ακολουθώντας την ακτογραµµή και συναντώντας τις παράκτιες πόλεις Λασαία και Λεβήνα, είτε µέσα από την πεδιάδα της Μεσαράς. Λαµβάνοντας υπόψη όλα αυτά, φαίνεται ότι ο Φοίνιξ, ίσως στο Λουτρό, η Απολλωνία και ο Λάµων στην περιοχή Πλακιά και πιθανόν το Ψύχειον στο ακρωτήριο Μέλισσα, του οποίου η απόσταση από τη Λάππα είναι ανάλογη της απόστασης Λάππας - Φοίνικος, θα µπορούσαν να αποτελούν επίνεια της σηµαντικής αυτής πόλης στη νότια ακτή του νησιού. Το Ψύχιον, βέβαια, θα µπορούσε να αποτελεί ένα δεύτερο επίνειο του Κορίου, της αρχαιολογικής θέσης στην περιοχή Μελάµπων, αφού απέχει από αυτό µόνον 10 χιλιόµετρα, διπλή, µόλις, απόσταση από την απόσταση Κορίου-Σουλίας. Η µελέτη της επιφανειακής κεραµικής τοποθετεί τις αρχαιολογικές ενδείξεις στην περιοχή Πλακιά στα ρωµαϊκά χρόνια, όπως και εκείνες στο ακρωτήριο Μέλισσα. Ο Φοίνιξ αναφέρεται ως θέση κλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Οι αρχαιότητες στον Κεραµέ43, όπου πιθανόν η Βίωννος, τοποθετούνται στα κλασικά / ελληνιστικά χρόνια, στα οποία χρονολογείται και το Κόριον κοντά στις Μέλαµπες. Στην εκτεταµένη αυτή συζήτηση, αν και δεν έχουν ανασκαφεί συστηµατικά οι αναφερόµενες αρχαιολογικές θέσεις, η Αρχαιολογική Υπηρεσία µπορεί να είναι διαφωτιστική ως προς τη χρονολόγηση του ευρύτερου ιστορικού πλαισίου της περιοχής, αξιοποιώντας αφενός τις πληροφορίες που προέρχονται από χρονολογηµένα στρώµατα των ανασκαφών της Λάππας και αφετέρου τη σωρευµένη εµπειρία από τον επιφανειακό έλεγχο της περιοχής για υπηρεσιακούς λόγους. 41. Hood. And Warren 1966, 163- 191 και ειδικά 167-170. 42. Κρητικά Χρονικά 13 1959, 391, Επιγραφές Αθηνάς, Στέφανος Βυζάντιος, Byzantine Studies 11, 1970, 53. 43. Περιλήψεις αυτού του Συνεδρίου, σελ. 39.
272
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Οι αρχαιολογικές θέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω44 εντάσσονται σε ένα δευτερεύον, πιθανόν, οδικό δίκτυο45, που συνέδεε τα βόρεια επίνεια της Λάππας - την ελληνιστική / ρωµαϊκή Αµφιµάλλα και τη ρωµαϊκή Υδραµία - µε την πρωτεύουσα της ρωµαϊκής επαρχίας Γόρτυνα, µε αξιοποίηση των φυσικών περασµάτων στο ανάγλυφο της περιοχής και τις παράκτιες θέσεις46. Το δίκτυο αυτό, προφανώς, εντασσόταν σε ένα ευρύτερο έργο οδοποιίας που συνέδεε το Β∆ τµήµα του νησιού µε τη Γόρτυνα, µέσω Λάππας, οροπεδίου του Αρκαδίου, Ελεύθερνας, Συβρίτου και, µέσω Σουλίας στη νότια ακτή, µε τη Γόρτυνα47. Στο τµήµα του δικτύου που µας απασχολεί εδώ, πάντως, οι εξαρτηµένες πόλεις, οι κώµες ή οι µεµονωµένες αγροικίες48, τα µικρά αραξοβόλια και τα σηµεία ελέγχου στα ακρωτήρια ή τις εισόδους των κόλπων αποτελούσαν πολύτιµους χερσαίους και παράκτιους σταθµούς (ας µην ξεχνάµε ότι οι δυνατοί άνεµοι που πνέουν στην περιοχή καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εξεύρεσης εναλλακτικών λύσεων στη ναυσιπλοΐα). Η αύξηση των ρωµαϊκών θέσεων στην περιοχή49 προφανώς συνδέεται µε αυξηµένες εµπορικές σχέσεις ή µε µετακινήσεις προς και από τη Γόρτυνα για λόγους σχετικούς µε τη διοίκηση50, όπως αποδεικνύει το επιγραφικό υλικό του 1ου αιώνα µ.Χ.51. Μέσω των εδαφών της Λάππας συνδέονταν οι σηµαντικές πόλεις Κυδωνίας και Απτέρας, στη ∆υτική Κρήτη, που δε µπορούσαν, λόγω του 44. Με αυτές ασχολείται η Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη σε αυτό το Συνέδριο 45. Νινιού-Κινδελή 1990, 52, σχετικά µε τη µορφή του δρόµου που συνέδεε τη Λισό µε την Υρτακίνα στα ελληνιστικά χρόνια. 46. Για τα µοντέλα ανάπτυξης των πόλεων είτε σταδιακά είτε σκόπιµα, καθώς και για τους τρόπους ένταξής τους σε ευρύτερα δίκτυα επικοινωνίας, ενδεικτικά Tomlinson 2005, 58 47. Baldwin Bowski 2006, 428-431. Τζιφόπουλος 2004. Baldwin Bowski 2001, 270 και 271. Επίσης, Martinez 2004, 91, όπου µεταξύ άλλων συζητείται το ίδιο έργο οδοποιίας. 48. Sanders 1982, 31. Νινιού-Κινδελή 1990, 53 σχετικά µε τον εντοπισµό παρατηρητηρίου στο δρόµο Λισού-Υρτακίνας. 49. Σχετικά µε τις αυξοµειώσεις του αριθµού των θέσεων κατά περιόδους, AchestonDavis 2005, 39. 50. Νινιού-Κινδελή 1990, 49. 51. Baldwin Bowski 2006, 428-431. Τζιφόπουλος 2004 και 2007b. Baldwin Bowski 2001, 270 και 271. Επίσης Martinez 2004, 91.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
273
µεγάλου πλάτους του νησιού και του όγκου των Λευκών Ορέων, να έχουν εύκολη πρόσβαση προς τη νότια ακτή και τη Γόρτυνα. Εξάλλου, η µελέτη της εισαγµένης terra sigilata αφενός από τη Λάππα και αφετέρου από την Ελεύθερνα, την Απτέρα και την Κνωσό βεβαιώνουν ότι, αν και η Κρήτη δεν ενέπιπτε άµεσα σε κάποιον θαλάσσιο δρόµο, εξυπηρετούσε την εµπορική κίνηση: οι εµπορικοί δρόµοι, ξεκινώντας από τη σηµερινή Πίζα και την Όστρια, κατέληγαν είτε στην περιοχή της Πάτρας, την Κόρινθο, την Μικρά Ασία, είτε στην Αλεξάνδρεια και την Καρχηδόνα, περνώντας νότια της Κρήτης. Η Κνωσός ή η Γόρτυνα αποτελούσαν κέντρα αναδιανοµής της κεραµικής, από τα οποία αυτή διοχετευόταν από λιµάνι σε λιµάνι ή µέσω των χερσαίων οδών Κνωσού, Γόρτυνας ή Γόρτυνας, Συβρίτου, Ελεύθερνας και Λάππας, σε ολόκληρο το νησί52. Όλα αυτά, ωστόσο, παραµένουν απλές υποθέσεις εργασίας, δεδοµένου ότι παρόµοια θέµατα µπορούν να φωτιστούν επαρκώς µόνον αν πραγµατοποιηθούν συστηµατικές επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες53 στην ευρύτερη περιοχή Αγίου Βασιλείου. Μέχρι τότε, κάθε προσέγγιση θα εξακολουθήσει να είναι εν πολλοίς αυθαίρετη και θα κινδυνεύει να αποδειχθεί αίολη. Πάντως, µε ταυτισµένες ή αταύτιστες τις πόλεις, το ίδιο το τοπίο παραµένει ελκυστικό και χρήζει απόλυτης προστασίας και φροντίδας από όλους µας.
52. Baldwin Bowski and Gavrilakis (forthcoming) 53. Για να κατανοήσουµε την ανθρώπινη δραστηριότητα του παρελθόντος σε µια περιοχή, είναι απαραίτητο να ξέρουµε, όχι µόνο σε ποιο σηµείο εξαφανίστηκαν οι θέσεις από τα αρχαιολογικά αρχεία, αλλά και σε ποιο σηµείο το σύγχρονο φυσικό τοπίο αποκλίνει από αυτό του παρελθόντος, το οποίο αποτέλεσε ένα ισχυρό κριτήριο για να επιλεγεί µια τοποθεσία ως οικιστικός χώρος: Acheson-Davis 2005, 37.
274
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γαβριλάκη 2009: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Ένα ελληνιστικό σύνολο από την αρχαία Λάππα, στην ενδοχώρα του Νοµού Ρεθύµνης, Πρακτικά της Η΄ Επιστηµονικής Συνάντησης για την Ελληνιστική Κεραµική (Ιωάννινα 2009), (υπό εκτύπωση). -2004: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Από το ρωµαϊκό νεκροταφείο της αρχαίας Λάππας στη θέση Πέντε Παρθένες. A. di Vita (ed.),. Atti Del Convegno Internazionale organizato dalla Scuola Archeologica Italiana di Atene ‘Creta romana e protobizantina” (Iraklion, 23-30 settembre 2000). II. Padova: Bottegad’Erasmo 2004, 301-312. -1994-1996: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Γεωργιούπολη: οικόπεδο Ξ. Γρυλάκη, Κρητική Εστία 1994/1996, Αρχαιολογικές Ειδήσεις 1992-1994, 212-214. -1994: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Γεωργιούπολη: οικόπεδο Ι. Συγγελάκη. Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 49 (1994), Β’2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 1999, 721-722. -1992: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Γεωργιούπολη: οικόπεδο Ξ. Γρυλάκη, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 47 (1992), Β΄2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 1997, 578-579. -1991/1992: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Αργυρούπολη, Κρητική Εστία 4 (1991/1993), Αρχαιολογικές Ειδήσεις 1989-1991, 237-239. -1990: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Αργυρούπολη. Οικόπεδο Βουγιουκαλάκη, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 45 (1990), Β΄2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 1995, 443-445. -1988: Γαβριλάκη-Νικολουδάκη, Ειρήνη, Κεραµεική του 3ου αι. µ.Χ. από την Αργυρούπολη Ρεθύµνης, Κρητική Εστία 2 (1988), 30-74.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
275
-1988β: Γαβριλάκη, Ειρήνη, Αργυρούπολη Ρεθύµνου: Οικόπεδο Εκκλησιαστικού Συµβουλίου, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 43 (1988). Β’2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 1993, 558-559. -και Καραµαλίκη 1995: Γαβριλάκη Ειρήνη και Νότα Καραµαλίκη, Επισκοπή. Οικόπεδο Τριπολιτάκη, Αρχαιολογικό ∆ελτίον 50 (1995), Β’2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 2002, 739-741. Γαβριλάκη-Νικολουδάκη και Καραµαλίκη 1989/1990: ΓαβριλάκηΝικολουδάκη Ειρήνη και Νότα Καραµαλίκη, Οστέινα αντικείµενα των ύστερων ρωµαϊκών χρόνων από την Αργυρούπολη Ρεθύµνης, Κρητική Εστία 3 (1989/1990), 119-154. Γρυντάκης 1999-2000: Γρυντάκης, Γ., Η συνθήκη του Αλεξίου Καλλέργη, Κρητολογικά Γράµµατα 15/16 (1999/2000), 35-50. Παπαδάκης 1999-2000: Παπαδάκης Κωστής Ηλ., Βιώννος ή Κιονία: Μια άγνωστη αρχαία πόλη παρά τον Κεραµέ Αγίου Βασιλείου Ρεθύµνης, Κρητολογικά Γράµµατα 15/16 (1999/2000), 23-34 Καραµαλίκη 2002: Καραµαλίκη Νότα, Νέος Κουρνάς: οικόπεδο αδελφών Τραϊτοράκη, Κρητική Εστία 9 (2002), Αρχαιολογικές Ειδήσεις, 259-261. Νινιού-Κινδελή 1990: Νινιού-Κινδελή, Βάννα, Στοιχεία για την οδική σύνδεση της Λισού µε την Υρτακίνα και την Έλυρο, Πεπραγµένα του ΣΤ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α΄2, Χανιά 1990, 45-75. Ξιφαράς 2009: Ξιφαράς Ν., «Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης». Συµβολή στη µελέτη της οικιστικής του νησιού, Λούκος, Χ., Ν. Ξιφαράς και Κλεάνθη Πατεράκη (επιµ.), Ubi Bubium ibi Libertas, Τιµητικός τόµος για τον καθηγητή Νικόλα Φαράκλα, Ρέθυµνο 2009, 197-212. Παπαστάµου – Staehler 1972: Παπαστάµου, ∆. και Κ. Staehler, Άγαλµα Αφροδίτης ρωµαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων¸ Κρητικά Χρονικά XXIV (1972), 93-106.
276
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
Τζαχίλη 2006: Τζαχίλη, Ίρις, Η υφαντική στην περιοχή Πανόρµου κατά την ελληνιστική περίοδο, Ειρήνη Γαβριλάκη και Γιάννης Ζ. Τζιφόπουλος (επιµ.), Πρακτικά ∆ιεθνούς Συνεδρίου “Ο Μυλοπόταµος από την Αρχαιότητα ως Σήµερα. Περιβάλλον – Αρχαιολογία – Ιστορία – Λαογραφία - Κοινωνιολογία” (Πάνορµο, 24-30 Οκτωβρίου 2003). ΙΙ: Αρχαίοι Χρόνοι. Ρέθυµνο: Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύµνου 2006, 219-238. Τζεδάκις 1969: Τζεδάκις, Γ., Αρχαιότητες και Μνηµεία της ∆υτικής Κρήτης. Β΄ Νοµός Ρεθύµνης. ΙΙ. Τυχαία ευρήµατα, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 24 (1969). Β΄2: Χρονικά, Αθήνα: Υπουργείον Πολιτισµού και Επιστηµών. Γενική ∆ιεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως 1970, 436. -1970: Τζεδάκις, Γ., Αρχαιότητες και Μνηµεία της ∆υτικής Κρήτης. Νοµός Ρεθύµνης. Αρχαιολογικαί έρευναι: Ανασκαφή εις Αργυρούπολιν Ρεθύµνης, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 25 (1970). Β΄2: Χρονικά, Αθήνα: Υπουργείον Πολιτισµού και Επιστηµών. Γενική ∆ιεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως 1973, 476. -1976: Τζεδάκις, Γ., Αρχαιότητες και Μνηµεία της ∆υτικής Κρήτης. Νοµός Ρεθύµνης. Αρχαιολογικές έρευνες: Πλακιάς, Αρχαιολογικόν ∆ελτίον 31 (1976). Β΄2: Χρονικά, Αθήνα: Υπουργείον Πολιτισµού και Επιστηµών. Γενική ∆ιεύθυνσις Αρχαιοτήτων και Αναστηλώσεως 1976, 372. Τζιφόπουλος 2004: Τζιφόπουλος, Γ.Ζ., Pecunia sacra deae Dictynnae: τα µιλιάρια από τη Βιράν Επισκοπή και το Ροδωπού και άλλες επιγραφικές µαρτυρίες, Atti del Congresso Internazionale “Creta Romana e protobizantina” (Iraklion, 23-30 settebre 2000), I, Roma 2004, 95-108. Φαράκλας 1998: Φαράκλας, Ν. et alii, Οι επικράτειες των αρχαίων πόλεων της Κρήτης, Τµήµα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τοµέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης. Θέµατα Κλασικής Αρχαιολογίας: Ρίθυµνα 6, Ρέθυµνο 1998, 194:106, 201:193, 200:189, 194:105, 186:17
Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΑΠΠΑ, Η ΕΞΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΝ∆ΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΓΟΡΤΥΝΑ
277
όπου σηµειώνονται οι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σχετικά µε τη Λάππα, το Ψύχειον, το Φοίνικα, το Λάµωνα και την Απολλωνιάδα. Χατζηδάκη 1989/1990: Χατζηδάκη. Ελπίδα, Γεωργιούπολη Αποκορώνου, Κρητική Εστία 3 (1989/1990), Αρχαιολογικές Ειδήσεις 1988, 251-252. -1988: Χατζηδάκη, Ελπίδα, Γεωργιούπολη, Αρχαιολογικό ∆ελτίο 43 (1988). Β’2: Χρονικά. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισµού. Ταµείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων 1993, 555. Χρυσοχόου 1999-2000: Χρυσοχόου, Στέλα, Α., Η χαρτογράφηση της Κρήτης από τα βυζαντινά χειρόγραφα της πτολεµαϊκής γεωγραφίας έως τους έντυπους χάρτες του 18ου αιώνα, Κρητολογικά Γράµµατα 15/16 (1999/2000), 51-72, για τις χαρτογραφήσεις της νήσου. Acheson-Davis 2005: Acheson, Ph. E. and Davis, J.L., Περιφερειακές µελέτες και αρχαιολογία του τοπίου στην Ελλάδα, στο ∆ουκέλλης, Π.Ν. (επιµ.), Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, Αθήνα: βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005, 33-58. Baldwin Bowski 2001: Baldwin Bowski M. W., A Temple of Hermes at Sybritos: on the Road from Gortyn to the Diktynnaion (Crete), Annuario della Scuola Archeologica di Atene e delle Missioni Itakliane in Oriente LXXIX (2001), 263-275. -and Niniou-Kindeli 2006: Baldwin Bowski M. W. and V. Niniou-Kindeli, On the Road again. A Trajanic Milestone and the Road Connections of Aptera, Crete, Hesperia 75. 3 (2006), 406-433. -and Gavrilakis (forthcoming): Baldwin Bowski, M. W. and Ι. Gavrilakis, Inscribed Ceramics found in Stratified Context of Argyroupoli (Lappa), Acts of 13th International Congress of Greek and Latin Epigraphy at the University of Oxford (2-7 September 2007) (forthcoming). -and Gavrilakis (forthocoming): Baldwin Bowski, M. W. and Ι. Gavrilakis, Inscribed Instrumenta Domestica from Lappa (Crete). Faure 1959: Faure, P., La Crete aux cent villes, Κρητικά Χρονικά ΧΙΙΙ (1959), 171-217.
278
ΕΙΡΗΝΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ
IC: Guarducci, Margarita, Inscriptiones Creticae. Opera et Consilio Friderici Halbherr Collectae. II: Tituli Cretae Occidentalis, Roma: La Libreria Dello Stato 1939 Martinez 2004: Martinez, A., Η ∆υτική Κρήτη κατά τη ρωµαϊκή εποχή µέσα από τις επιγραφικές µαρτυρίες, Atti del Congresso Internazionale “Creta Romana e protobizantina” (Iraklion, 23-30 settebre 2000), I, Roma 2004, 89-93. Mavriyannaki 1972: Mavriyannaki, C., Recherches sur les larnakes minoennes de la Crete Occidentale, Incunabula Graeca LIV, Roma 1972. Sanders 1982: Sanders, I. F., Roman Crete. An Archaeological Survey and Gazetteer of Late Hellenistic, Roman and Early Byzantine Crete, Warminster 1982, 165: 16/5. Sporn 2002: Sporn, Katjia, Heiligtumer und Kulte kretas in klassischer und hellenistisscher Zeit, Holscher, T. (ed.), Studien zu Antiken heiligtumen.3, Heidelberg 2002. Tomlinson 2005: Tomlinson, R., Το τοπίο της αρχαίας ελληνικής πόλης, στο ∆ουκέλλης, Π.Ν. (επιµ.), Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου, Αθήνα: βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2005, 59-78. Tzifoloulos 2007: Tzifopoulos, Y. Z., The Αrchive of Inscriptions of the Rethymno Prefecture: Results, Prospects and new Discoveries in Lappa, Crete, Acta XII Congressus Intenationalis Epigraphiae Graecae et Latinae, (Barcelona, 3-8 September 2002), Barcelona 2007, 1461-1466. - 2007b: Tzifopoulos, Y.Z., Latin Inscriptions of Crete. Two Unpublished Texts from Rethymno Prefecture, Minima Epigrafica et Papyrologica 12 (2007), 111-120. - 2005: Two Unpublished Latin Inscriptions from the Rethymno Prefecture, Crete (paper, Athens 2005)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Τάφοι της Ρωµαϊκής Περιόδου στη Μουρνέ ∆ήµου Λάµπης
Την άνοιξη του 1997 και για σύντοµο χρονικό διάστηµα, ανασκάφηκαν από την ΚΕ΄ ΕΠΚΑ τάφοι της ρωµαϊκής περιόδου, στη θέση Ποτιστήρια, της κτηµατικής περιφέρειας Μουρνές. Αφορµή για την έρευνα στάθηκε η παράδοση στο Μουσείο Ρεθύµνου αρχαίων αντικειµένων1, που εντοπίστηκαν κατά τις εργασίες διάνοιξης αγροτικού δρόµου. Στην αυτοψία που ακολούθησε, διαπιστώθηκε η ύπαρξη τάφων, εν µέρει κατεστραµµένων από το εκσκαφικό µηχάνηµα. Η ανασκαφική έρευνα που πραγµατοποιήθηκε στη συνέχεια αποκάλυψε την ύπαρξη δύο συστάδων τάφων2. Η θέση εντοπισµού των τάφων, αποµακρυσµένη από το σύγχρονο οικισµό, βρίσκεται σε ορεινή περιοχή στα Ν∆ του (εικ. 1). Από τη θέση
Εικ. 1: Χάρτης ΓΥΣ 1:5000 µε σηµειωµένη τη θέση των τάφων στην περιοχή της Μουρνές
1. Τα ευρήµατα παραδόθηκαν στο Μουσείο από τον ιδιοκτήτη του αγρού κ. Κακλαµάνο µε προτροπή του τότε προέδρου της Μουρνέ κ. Εµµ. Παπαδογιάννη. 2. Ευχαριστίες οφείλονται στο συνεργείο της ανασκαφής που δούλεψε υπό δύσκολες συνθήκες και στους σχεδιαστές Στ. Ζουλάκη (σχεδιασµός κτερισµάτων) και Γ. Ανδρουλιδάκη (χάρτες και σκαναρίσµατα). Η ταύτιση των νοµισµάτων έγινε από το συνάδελφο κ. Κλ. Σιδηρόπουλο, ενώ οι φωτογραφίες των κτερισµάτων πραγµατοποιήθηκαν από τον κ. Ηλιάδη.
280
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
των τάφων η θέα προς το δυτικό τµήµα της κοιλάδας του Αγίου Βασιλείου είναι εξαιρετική: διακρίνονται οι σύγχρονοι οικισµοί αλλά και οι τα δύο µεγάλα φαράγγια, τα τόσο χαρακτηριστικά για το τοπίο, το Κουρταλιώτικο και το Φραττιανό. Εικ.2: Τάφος 1, κάλυψη Την πρώτη συστάδα αποτελούσαν τρεις τάφοι: δύο κεραµοσκεπείς καλυβίτες και ένας κτιστός κιβωτιόσχηµος. Ο τάφος 1, στον τύπο του καλυβίτη, πολύ διαταραγµένος, διέσωζε τµήµα της κάλυψης και είχε προσανατολισµό ΒΑ-Ν∆ (εικ. 2). Για την κατασκευή του είχε σκαφτεί λάκκος Εικ.3: Τάφος 1, µετά τον καθαρισµό στο φυσικό έδαφος, στη συνέχεια βράχου, ο οποίος όντας ορατός τότε, όπως και σήµερα, φαίνεται ότι σηµατοδοτούσε το χώρο. Στο λάκκο αυτό είχε εναποτεθεί το σώµα του νεκρού, το οποίο κατόπιν καλύφθηκε από τις κεραµίδες που στερεώθηκαν στο όρυγµα µε λίθους. Η βόρεια στενή πλευρά έκλεινε µε κεραµίδα, όπως φαίνεται από τη ΒΑ γωνία που διασώθηκε, ενώ η νότια από ακατέργαστους λίθους, δύο από τους οποίους βρέθηκαν «κατά χώραν». Στο εσωτερικό του τάφου εντοπίστηκαν λίγα θραύσµατα σκευών από πηλό και γυαλί στη ΝΑ γωνία (εικ. 3). Συγκεκριµένα, βρέθηκε τµήµα ενός πήλινου λυχναριού (ΑΚΜ Ρεθύµνου 22847) διακοσµηµένου στον ώµο µε κυµατοειδή ανάγλυφη γραµµή, που πλαισιώνεται από γλωσσωτές σπείρες εκατέρωθεν
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
281
(εικ. 4) και ένα γυάλινο αγγείο τόσο διαλυµένο, ώστε να µην αναγνωρίζεται το σχήµα του. Έξω από την κάλυψη του τάφου, αλλά µέσα στο όρυγµά του, εντοπίστηκαν δυο ακόµη αγγεία, µια µικρή λεκανίδα (ΑΚΜ Ρεθύµνου 22841) (εικ. 5) και ένα λυχνάρι (ΑΚΜ Ρεθύµνου 22848), που κοσµείται µε 14φυλλο ρόδακα στο δίσκο και ιωνικό κυµάτιο στον ώµο (εικ. 6). Από τον τάφο προέρχεται επίσης χάλκινο δισκάριο µε κεντρικό κοίλο τµήµα και οπή στο κέντρο. Ένα όµοιο δισκάριο είχε παραδοθεί από τον ιδιοκτήτη, µε υπόδειξη χώρου εύ- Εικ.4: Λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου ρεσης ακριβώς τη θέση του τάφου: Π 22847 πρόκειται πιθανότατα για κύµβαλα, µουσικό όργανο που συνόδευσε το νεκρό (εικ. 7). Ο τάφος χρονολογείται στο 2ο αι. µ.Χ., ίσως στο δεύτερο µισό του. Η χρονολόγηση δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί µε µεγαλύτερη ακρίβεια, καθώς βασίζεται κυρίως στα δύο λυχνάρια, τα οποία είναι κοινοί τύποι µε µεγάλο χρονικό εύρος χρήσης.
Εικ.6: Λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22848
Εικ.5: Λεκανίδα ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22841
282
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Εικ.7: Κύµβαλα ΑΚΜ Ρεθύµνου Μ 3109 και 3110
Εικ.8: Τάφος 3, κάλυψη
Εικ.9: Τάφος 3, µετά τον καθαρισµό
Σε απόσταση σχεδόν 2,5µ. δυτικά του τάφου 1, εντοπίστηκε ένας ακόµη κεραµοσκεπής, όµοιας κατασκευής και προσανατολισµού, ο τάφος 3, που βρέθηκε πολύ κατεστραµµένος (εικ. 8). Στο καλύτερα διατηρηµένο βόρειο τµήµα του, κάτω από την κάλυψη, αποκαλύφθηκε τµήµα του κρανίου και µέρος των άνω άκρων σκελετού (εικ. 9). Στο ίδιο τµήµα εντοπίστηκαν κτερίσµατα που συνόδευαν την ταφή: δύο µη συγκολλούµενα τµήµατα γυάλινου µυροδοχείου (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 476 α,β) και ένα ασηµένιο νόµισµα (ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1298), που βρέθηκε πολύ κοντά στο κρανίο και είχε χρησιµοποιηθεί ως «χαρόντειος οβολός». Από τον τάφο πιθανότατα προέρχεται πή-
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
283
λινο κύπελλο (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22844) (εικ. 10) και δύο γυάλινα µυροδοχεία (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 461 και 462), που είχε παραδώσει ο ιδιοκτήτης του αγρού, υποδεικνύοντας τη θέση του τάφου ως ακριβή τόπο εύρεσής τους, υπόθεση που ενισχύεται από την οµοιότητα του µυροδοχείου που βρέθηκε «κατά χώραν» µε τα δύο παραδοθέντα. Τα µυροδοχεία, φτιαγµένα από λεπτό φυσητό γυαλί, πρασινωπής Εικ.10: Κύπελο ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22844 απόχρωσης, ανήκουν σε έναν εξαιρετικά διαδεδοµένο τύπο µε χαµηλό, κωνικό σώµα και µακρύ, σωληνωτό λαιµό, που εµφανίστηκε στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. και επιβίωσε µέχρι τον 4ο αι. µ.Χ. (εικ. 11). Κατώτερο όριο για τη χρονολόγηση του τάφου παρέχει το νόµισµα, ένα δηνάριο του νοµισµατοκοπείου της Ρώµης, που χρονολογείται στα 119-122 µ.Χ., κοπή στο όνοµα του αυ-
Εικ.11: Μυροδοχεία ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 461, 462 και 474
284
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Εικ.12: Ασηµένιο Νόµισµα ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν 1298
τοκράτορα Αδριανού (εικ. 12). Στον εµπροσθότυπο εικονίζεται ο αυτοκράτορας στεφανωµένος και στον οπισθότυπο Νίκη που πετάει προς τα δεξιά κρατώντας τρόπαιο. Η εξαιρετική κατάσταση διατήρησης του νοµίσµατος, συνέπεια της λιγόχρονης κυκλοφορίας του, χρονολογεί τον τάφο στα µέσα του 2ου αι. µ.Χ. Στο ίδιο χρονικό πλαίσιο ανήκει και το βαθύ πήλινο κύπελλο, συγκρινόµενο µε ανάλογα προερχόµενα από την Κρήτη και την κυρίως Ελλάδα. Ο κιβωτιόσχηµος τάφος 2 (εικ.13) εντοπίστηκε νότια του τάφου 1 και είχε προσανατολισµό όµοιο µε αυτόν των κεραµοσκεπών (ΒΑ-Ν∆).
Εικ.13: Τάφος 2, µετά τον καθαρισµό
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
285
Εικ.14: Λεκανίδα και λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22842 και 22845
Η βόρεια στενή πλευρά του είχε παρασυρθεί από τον εκσκαφέα. Μολονότι δεν διατηρούνταν κανένα στοιχείο από την κάλυψη του, το περιεχόµενο του τάφου βρέθηκε αδιατάρακτο, διαφυλαγµένο από την επίχωση του. Οι πλευρές του ήταν χτισµένες µε ακατέργαστες πέτρες, µε τρόπο ώστε οι µεγαλύτερες να σχηµατίζουν το εσωτερικό µέτωπο των πλευρών και οι µικρότερες να τις συγκρατούν µέσα στο όρυγµα που είχε διανοιχτεί στο φυσικό έδαφος, για να δεχτεί την όλη κατασκευή. Περιείχε δύο ταφές ενηλίκων: οι νεκροί είχαν τοποθετηθεί σε εκτεταµένη στάση, µε το κεφάλι ΒΑ, ο ένας δίπλα στον άλλο, µε το νεκρό στα ανατολικά να καλύπτει ελαφρά τον άλλο. Το εάν πρόκειται για ταυτόχρονη ταφή ή για χρησιµοποίηση του τάφου σε σύντοµο χρονικό διάστηµα χωρίς να διαταραχτεί η πρώτη (δυτικότερη) ταφή, δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί. Τα κτερίσµατα είχαν τοποθετηθεί κατά µήκος της δυτικής πλευράς. Βρέθηκαν ένα πήλινο λυχνάρι (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22845) που κοσµείται στο δίσκο µε έξι οµόκεντρους εγχάρακτους κύκλους και χρονολογείται στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ., συγκρινόµενο µε παρόµοια αγγεία από την κυρίως Ελλάδα και τη Μικρασιατική ακτή. Επίσης, µια µικρή, πήλινη λεκανίδα (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22842) στο ύψος των κνηµών (εικ. 14), όµοια µε εκείνην που βρέθηκε έξω από τον τάφο 1. Ακόµη τρία γυάλινα µυροδοχεία (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 463-5), ένα στο ύψος των πελµάτων και δυο στο βόρειο τµήµα του τάφου, στο ύψος του βραχίονα και κοντά στο κρανίο τού δυτικότερου σκελετού. Είναι κατασκευασµένα από φυσητό, µάλλον χονδρό, πρασινογάλανο γυαλί και κατατάσσονται στο λεγόµενο τύπο του
286
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Εικ.15: Μυροδοχεία ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 464, 465 και 463
«κηροπηγίου» Τα δύο µικρότερα έχουν σώµα πολύ περιορισµένης χωρητικότητας (εικ. 15). Η ακριβής χρονολόγησή τους είναι δύσκολη, καθώς µυροδοχεία αυτού του τύπου εµφανίζονται στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. και συνεχίζουν να παράγονται µε την ίδια µορφή µέχρι και τον 4ο αι. µ.Χ. Το σύνολο περιλαµβάνει ακόµη δύο γυάλινα κύπελλα (εικ.16 και 17). Το ένα (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 474 α,β) βρέθηκε στο ύψος των γονάτων και έχει τοιχώµατα από λεπτό ανοιχτοπράσινο γυαλί. Σώζεται η βάση και το στόµιό του, και µε βάση την τυπολογία του τοποθετείται χρονολογικά στον 1ο ή, κατ’ άλλους, στο 2ο αι. µ.Χ., συγκρινόµενο µε
Εικ.16: Κύπελλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 474 α και β Εικ.17: Κύπελλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 475 α και β
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
287
αντίστοιχα αγγεία από τον ελλαδικό χώρο και την ανατολική Μεσόγειο γενικότερα. Σε χρονολόγηση στο β΄ µισό του 1ου αι. µ.Χ., οδηγεί η εξέταση του δεύτερου κύπελλου (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 475 α,β), επίσης από λεπτό ανοιχτοπράσινο γυαλί, που βρέθηκε κοντά στα δύο κρανία σε πολλά θραύσµατα. Ακριβέστερη χρονολόγηση του τάφου µετά το β΄ µισό του 1ου αι. δίνουν τα δύο πολύ φθαρµένα χάλκινα νοµίσµατα (ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1296-7) που είχαν τοποθετηθεί στο στόµα των νεκρών ως «χαρόντειοι οβολοί». Το Εικ.18: Τάφος 4, µετά τον καθαρισµό ένα (Ν. 1296) που βρέθηκε κάτω από το κρανίο του νεκρού, στα δυτικά, είναι χάλκινος άσος της Κνωσού ως ρωµαϊκής αποικίας, των ετών 41-48 µ.Χ, κοπή στο όνοµα του Κλαύδιου. Το δεύτερο (Ν. 1297) είναι χάλκινος δουπόντιος του Κοινού των Κρητών, πιθανόν από το νοµισµατοκοπείο της Γόρτυνας, των ετών 41-43 µ.Χ., κοπή επίσης στο όνοµα του Κλαυδίου. Αναφέρεται τέλος η παρουσία ενός απλού γυάλινου δαχτυλιδιού, από κιτρινωπό γυαλί, (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 477), που βρέθηκε στον αριστερό παράµεσο του σκελετού στα ανατολικά. Η δεύτερη συστάδα τάφων βρίσκεται σε απόσταση περίπου 50µ. ΒΑ της πρώτης. Ανασκάφηκαν δύο κιβωτιόσχηµοι τάφοι, που διακρίνονταν µε δυσκολία ανάµεσα στην πυκνή θαµνώδη βλάστηση και τα ορατά τµήµατα του φυσικού βράχου της πλαγιάς. Ο τάφος 4, προσανατολισµού όµοιου µε εκείνου των τάφων της πρώτης συστάδας, (ΒΑ-Ν∆), ήταν κατασκευασµένος από µεγάλους, πλακοειδείς, ακατέργαστους λίθους, τοποθετηµένους κάθετα µέσα σε όρυγµα που είχε διανοιχτεί στο φυσικό έδαφος. Βρέθηκε κατεστραµµένος εν µέρει (εικ. 18) και, πιθανότατα, είχε συληθεί σε άγνωστη χρονική στιγµή στο παρελθόν. Εντο-
288
Εικ.19: Πρόχους ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22843
Εικ.20: Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 466
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
πίστηκαν λίγα οστά διάσπαρτα στο εσωτερικό του, ενώ από τα κτερίσµατα σωζόταν µια πήλινη πρόχους (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22843) (εικ. 19) και ένα γυάλινο µυροδοχείο (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 466), συγκολληµένο από πολλά θραύσµατα (εικ. 20). Τα αντικείµενα εντοπίστηκαν κατά µήκος του ανατολικού τοιχώµατος, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι πρόκειται για την αρχική τους θέση λόγω της διατάραξης του τάφου. Η εύρεση ενός χάλκινου νοµίσµατος, κοντά στη µέση της βόρειας στενής πλευράς του τάφου, αποτελεί ίσως ένδειξη για την εναπόθεση του νεκρού µε το κεφάλι προς τα βόρεια, σε αντιστοιχία µε τους τάφους της πρώτης συστάδας. Τα κτερισµάτα τοποθετούν χρονολογικά τον τάφο στο 2ο αι. µ.Χ. και ειδικότερα προς τα µέσα του. Χρονολογικό όριο για την ταφή παρέχει το νόµισµα. Παρά την κακή κατάσταση διατήρησής του διακρίνεται ότι πρόκειται για κοπή του Κοινού των Κρητών, στο όνοµα του Αδριανού (117-138 µ.Χ.). Ο τάφος 5, ο δεύτερος της συστάδας, εντοπίζεται 70 εκατοστά βόρεια του τάφου 4, και έχει προσανατολισµό Β-Ν, ελαφρά διαφορετικό από εκείνον των
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
289
υπόλοιπων. Οµοιάζει κατασκευαστικά µε τον τάφο 4, µε µεγάλους πλακοειδείς λίθους τοποθετηµένους κάθετα σε όρυγµα στο φυσικό έδαφος. Βρέθηκε διαταραγµένος, µε κατεστραµµένο κυρίως το βόρειο τµήµα του, πιθανόν από σύληση στο παρελθόν. Ενδιαφέρον κατασκευαστικό στοιχείο του αποτελεί η καλυπτήρια πλάκα που βρέθηκε πεσµένη πλάγια στο εσωτερικό του τάφου, στο καλύτερα σωζόµενο νότιο τµήµα του (εικ. 21). Κάτω απ΄ αυτήν είχαν διασωθεί λίγα από τα κτερίσµατα του Εικ.21: Τάφος 5 τάφου, ενώ πάνω της εντοπίστηκε τµήµα πήλινου λυχναριού (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22846 α) (εικ. 22).
Εικ.22: Τάφος 5, µετά τον καθαρισµό
290
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Εικ.23: Λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου Π 22846 α
Οι συνθήκες εύρεσης δεν επιτρέπουν να αποσαφηνισθεί εάν το αγγείο είχε εναποτεθεί µέσα στον τάφο και µετά την κατάρρευση της κάλυψης και µε τη διατάραξη που προκλήθηκε, έσπασε και βρέθηκε έξω από τον τάφο ή είχε εξ αρχής τοποθετηθεί έξω απ’ αυτόν. Πρόκειται για χαρακτηριστικό δείγµα λυχναριού του λεγόµενου «κρητικού τύπου». Στον ώµο φέρει διακόσµηση από πλαστικά κοµβία, που εναλλάσσονται µε ανάγλυφα καρδιόσχηµα µοτίβα, χωριζόµενα µε διπλές και τριπλές εγχαράξεις. Ο µυκτήρας κοσµείται µε εγχάρακτη ιχθυάκανθα, ενώ κυµατοειδές επίθετο κόσµηµα τονίζει το σηµείο ένωσης των δύο µερών του (εικ. 23). Λυχνάρια αυτού του τύπου είναι πολύ συνηθισµένα σε ανασκαφικά σύνολα απ’ όλη την Κρήτη, χωρίς ωστόσο να προσφέρουν στοιχεία για ακριβή χρονολόγηση, καθώς εµφανίζονται στα τέλη του 1ου αι. και συνεχίζονται έως και τον 4ο αι. µ.Χ. Μικρό θραύσµα ενός ακόµα λυχναριού αυτού του τύπου περισυλλέχθηκε από το εσωτερικό του τάφου (ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22846 β). Τα κτερίσµατα βρέθηκαν «κατά χώραν» στο καλά σωζόµενο νότιο τµήµα του τάφου. Πρόκειται για πέντε γυάλινα µυροδοχεία (εικ. 24) και δύο κύπελλα. Τα Εικ.24: Μυροδοχεία ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 471, 469, 473, 468 και 470
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
Εικ.25: Κύπελλα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ 472 και 467
291
τρία µυροδοχεία είναι σχεδόν όµοια (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 468, 469 και 473) και κατατάσσονται στον τύπου του σωληνοειδούς. Είναι κατασκευασµένα από φυσητό, λεπτό γυαλί, παχύτερο προς τη βάση, χρώµατος ανοιχτού έως σκούρου πράσινου. Χρονολογικά δεν αποτελούν ακριβές κριτήριο, καθώς εµφανίζονται στον 1ο αι. και συνεχίζουν να κατασκευάζονται έως και τον 4ο αι. µ.Χ. Το τέταρτο µυροδοχείο (Υ. 470), από ανοιχτοπράσινο φυσητό γυαλί, που σώζεται σε δυο µη συγκολλούµενα τµήµατα, ανήκει σε µια παραλλαγή του τύπου των τριών προαναφερόµενων, στο λεγόµενο του δοκιµαστικού σωλήνα και χρονολογείται στον 1ο ή 2ο αι. µ.Χ. Με µεγαλύτερη ακρίβεια µπορεί να χρονολογηθεί το πέµπτο από τα µυροδοχεία (Υ. 471) από βαθυπράσινο, χονδρό γυαλί. Παράλληλα του είδους µε απιόσχηµο σώµα και σωληνωτό λαιµό έχουν χρονολογηθεί στον 1ο αι., ενώ ένα πανοµοιότυπο βρέθηκε σε θαλαµωτό τάφο της Κνωσού και χρονολογείται στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. Στα κτερίσµατα του τάφου συγκαταλέγονται, επίσης, δύο όµοια γυάλινα κύπελλα (ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 467 και 472) (εικ. 25), τα οποία συγκολλήθηκαν από πολλά µικρά θραύσµατα. Είναι κατασκευαµένα από φυσητό γυαλί, λεπτό, πρασινωπών αποχρώσεων. Τα αγγεία αυτού του τύπου καλούνται συµβατικά κύπελλα, καθώς το χείλος τους δεν είναι λειασµένο, ώστε να διευκολύνει την πόση. Έχει προταθεί η ερµηνεία τους ως σκευών για καλλωπιστικές ουσίες, ενώ έχει υποστηριχθεί ότι είναι κυπριακής προέλευσης. Παρόλο που κανένα από τα κτερίσµατα δεν µπορεί να χρονολογηθεί µε µεγάλη ακρίβεια, ο τάφος εντάσσεται χρονολογικά στο ίδιο πλαίσιο µε τους υπόλοιπους, δηλαδή στα τέλη του 1ου ή στο 2ο αι. µ.Χ.
292
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Τα ανασκαφικά δεδοµένα και η µελέτη των ευρηµάτων οδηγούν στη συµπέρασµα ότι οι τάφοι που εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν στην θέση Ποτιστήρια, στη Μουρνέ ∆ήµου Λάµπης ανάγονται σε µικρή σχετικά χρονική περίοδο από τα τέλη του 1ου αι. µέχρι τα τέλη του 2ου αι. µ.Χ. Είναι πιθανόν οι τάφοι που παρουσιάστηκαν να αποτελούν τµήµα ενός µεγαλύτερου νεκροταφείου, το οποίο όµως δεν διασώθηκε λόγω της φθοράς που προκλήθηκε στο χώρο από τη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η θέση του οικισµού που θα εξυπηρετούσε το νεκροταφείο αυτό παραµένει άγνωστη προς το παρόν και θα πρέπει ασφαλώς να αναζητηθεί σε κάποια από τις κοντινές πλαγιές. Ο αριθµός των ανασκαµµένων τάφων είναι µικρός, ωστόσο παρατηρείται µια ενδιαφέρουσα κατασκευαστική ποικιλία, καθώς συνυπάρχουν κεραµοσκεπείς καλυβίτες µε δύο τύπους κιβωτιόσχηµων. Η ποικιλία αυτή δεν µπορεί να αποδοθεί σε µακρά χρονική διάρκεια χρήσης του νεκροταφείου, αφού όλοι οι τάφοι χρονολογούνται στον ίδιο αιώνα και δεν αποκαλύπτει ταξική διαφοροποίηση, αφού κάτι τέτοιο δεν αντανακλάται στο περιεχόµενο τους. Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι κεραµοσκεπείς και οι κιβωτιόσχηµοι είναι οι συνηθέστεροι τύποι τάφων για τη λεγόµενη µεσαία τάξη στη ρωµαϊκή περίοδο (Toynbee 1971, Prieur 1986), αν και η εµφάνισή τους ξεκινά από πολύ πιο παλιά (Ναλπάντης 2003, 102-103). Κυρίαρχη πρακτική ταφής στο νεκροταφείο της Μουρνές ήταν ο ενταφιασµός, όπως έχει διαπιστωθεί και σε άλλα νεκροταφεία της περιόδου και όπως ισχύει καθολικά για το ανατολικό τµήµα της αυτοκρατορίας (Morris 1997, 67-69). Οι τάφοι εµφανίζουν σχετικά οµοιόµορφο προσανατολισµό ΒΑ-Ν∆, ενώ οι νεκροί είχαν εναποτεθεί σε εκτεταµένη στάση µε την κεφαλή προς τα βόρεια. Οι περισσότεροι συνοδεύονταν από νόµισµα που είχε τοποθετηθεί στο στόµα τους και αποτελούσε την πληρωµή του βαρκάρη Χάροντα για το πέρασµα προς τον Κάτω Κόσµο: πρόκειται για γνωστό ελληνικό έθιµο που διατηρήθηκε και κατά τη ρωµαϊκή περίοδο (Kurtz-Boardman 1971, 211, Toynbee, 1971, 49). Ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η εύρεση της λεκανίδας και του λύχνου στο εξωτερικό του τάφου 1, καθώς πιθανότατα σχετίζονται µε την τελετουργία της ταφής: σύµφωνα µε τον Λουκιανό, στο έργο του «Περί Πένθους», οι ταφές γίνονταν πριν την αυγή, οπότε το λυχνάρι ίσως χρησίµευσε ως φωτιστικό µέσο, που, στη συνέχεια, αφέθηκε στον χώρο.
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
293
Από τον ίδιο συγγραφέα µαθαίνουµε για τις χοές που αποτελούν την τροφή των νεκρών. Η µικρή λεκανίδα µπορεί να περιείχε µια τέτοια προσφορά. Βέβαια δεν µπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα το λυχνάρι να είχε χρησιµοποιηθεί ως κτέρισµα, υποδηλώνοντας την πίστη για ανάγκη φωτισµού του δρόµου του νεκρού προς τον Κάτω Κόσµο (Kurtz-Boardman, 1971, 211). Για λόγους συµβολισµού είναι πιθανό να έγινε η εναπόθεση των χάλκινων κυµβάλων ως κτερισµάτων στον ίδιο τάφο. Η εύρεση µουσικών οργάνων δεν είναι ασυνήθιστη σε τάφους: από ρωµαϊκό µαυσωλείο στην Πάτρα προέρχεται µια ασηµένια πλαταγή, την οποία ο ανασκαφέας θεωρεί όργανο µε χθόνια σηµασία (Παπαποστόλου 1983, 18-19). Ειδικότερα, τα κύµβαλα συνδέονται µε τη λατρεία µυστηριακών θεοτήτων της Ανατολής, του διονυσιακού κύκλου, αλλά και της ∆ήµητρας και της Κόρης, της οποίας είναι γνωστή η άµεση σχέση µε τον Κάτω Κόσµο. ∆εν είναι τυχαίο ότι έχουν βρεθεί ενεπίγραφα κύµβαλα µε αφιέρωση στην Κόρη (Daremberg-Saglio, cymbalum, Μπόνιας 1998, 211-212, 99). Η συγκριτική µελέτη του νεκροταφείου της Μουρνές µε άλλα σύγχρονα από την Ανατολική και Κεντρική Κρήτη (Άγιος Νικόλαος-∆αβάρας 1985, Κνωσός - Hood & Smyth 1981, 22-26, Γραµµατικάκη 1999, 133, Μάταλα - Χατζή-Βαλλιάνου 1995, 1030-1031) υποδεικνύει µια σχετική «ένδεια» κτερισµάτων, αποτέλεσµα ίσως του αγροτικού χαρακτήρα της οικονοµίας της περιοχής, σε αντίθεση µε τα εµπορικά αναπτυγµένα, πλούσια λιµάνια της Λατούς προς Καµάρα, των Ματάλων και µε τη ρωµαϊκή αποικία της Κνωσού. Ωστόσο, η εντύπωση αυτή µετριάζεται από την παρουσία του ασηµένιου νοµίσµατος του Αδριανού, που είναι αρκετά σπάνιο και µεγάλης σχετικά αξίας, αλλά και από το γεγονός ότι διαπιστώνονται σχέσεις µε τον ευρύτερο µεσογειακό κόσµο, όπως αποδεικνύεται από τις εισαγωγές των γυάλινων αγγείων. Τέλος, σηµειώνεται ότι οι θέσεις ρωµαϊκής περιόδου στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Βασιλείου είναι σχετικά λίγες και αποσπασµατικά γνωστές, ενώ ελάχιστες είναι οι ανασκαφές που έχουν πραγµατοποιηθεί (Sanders 1982, 24, 164-165, Hood-Warren 1966, 163-191). Το γεγονός αυτό καθιστά εξαιρετικά σηµαντικές τις πληροφορίες από το νεκροταφείο στη Μουρνέ, κυρίως στην προσπάθειά µας να κατανοήσουµε την ιστορία του τόπου και να ανασυνθέσουµε την καθηµερινότητα των κατοίκων του στη συγκεκριµένη χρονική περίοδο.
294
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
ΤΑΦΟΣ 1 Λεκανίδα ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22841 ∆ιάµετρος βάσης: 4,5 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 11,4 εκ. Ύψος: 5,6 εκ. Ακέραιη. Πηλός πορτοκαλόχρωµος, καθαρός. Γάνωµα καστανέρυθρο εσωτερικά και εξωτερικά, κατά τόπους σκουρότερο από άνιση όπτηση. Βάση δακτυλιόσχηµη, σώµα σχεδόν ηµισφαιρικό, χείλος έντονα έξω νεύον, στρεφόµενο προς τα κάτω. Παράλληλα: Από τη Γόρτυνα, µε χρονολόγηση στο β΄ µισό του 2ου αι. µ. Χ.(Gortina V,3 430, tipo VI2.6.2. και 432, tipo IX11.1). Επίσης από την Κνωσό, από διαταραγµένο στρώµα που χρονολογείται µετά την τελική καταστροφή του χώρου επί Σεβήρων, το οποίο όµως περιέχει και πρωιµότερα ευρήµατα (Unexplored Mansion II,253, πιν 195). Παρόµοια λεκανίδα, µεγαλύτερων διαστάσεων (διαµ. χείλους 0,32 εκ), έχει βρεθεί στη Σπάρτη µε χρονολόγηση στα µέσα του 2ου αι. ή λίγο αργότερα (Bailey 1993, 226-7 G.4113, αρ. 350). Όµοια σε σχήµα λεκανίδα, αν και µεγαλύτερη σε µέγεθος (ασυνήθιστα µεγάλη κατά τους ανασκαφείς), από τάφο στους Στόβους µε χρονολόγηση στο β΄ µισό του 1ου αι. µ.Χ. (Stobi 1, 110, αρ. 827). Λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22848 ∆ιάµ. βάσης: 4,2 εκ. ∆ιάµ. δίσκου: 5,9 εκ. Ύψος: 4,9 εκ. Συγκολληµένο, συµπληρωµένο µε γύψο. Πηλός πορτοκαλόχρωµος καθαρός. Γάνωµα ερυθρό, εξίτηλο εξωτερικά. Βάση σχεδόν επίπεδη µε διπλή οµόκεντρη εγχάραξη στην περιφέρεια. Στον δίσκο διακόσµηση από ανάγλυφο µοτίβο 14φυλλου ρόδακα. Οπή πλήρωσης στο κέντρο και µικρή οπή εξαερισµού στην περιφέρεια του ανάγλυφου χείλους του δίσκου. Στην περιφέρεια του δίσκου, κόσµηµα ιωνικού κυµατίου µε “ωά”. Λαβή κάθετη, µε διπλή εγχάραξη στη ράχη. Μυκτήρας µε οπή κυκλική, διακοσµηµένη µε καρδιόσχηµο ανάγλυφο στην περιφέρεια. Παράλληλα: Όµοιο από την Κνωσό µε χρονολόγηση στα µέσα-τέλη του 2ου αι. µ.Χ. (Unexplored Mansion II, 293, αρ. 484, πιν.266). Τµήµα Λυχναριού ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22847 ∆ιάµ. βάσης: 4,5 εκ. ∆ιάµ. δίσκου: 5 εκ. Συγκολληµένο, συµπληρωµένο µε γύψο. Πηλός ρόδινος-πορτοκα-
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
295
λόχρωµος, καθαρός. Γάνωµα καστανό, εσωτερικά και εξωτερικά. Βάση επίπεδη, µε εγχάρακτο δακτύλιο στην περιφέρεια. ∆ίσκος κοίλος απλός. Οπή εξαερισµού στον άξονα του µυκτήρα µε την κυκλική οπή. ∆ιακόσµηση στον ώµο: κυµατοειδής ανάγλυφη γραµµή µε ανάγλυφες “γλωσσωτές” σπείρες εκατέρωθεν. Παράλληλα: Όµοιο λυχνάρι από την Κνωσό µε χρονολόγηση στον πρώιµο 2ο αι. µ.Χ. (Unexplored Mansion II, 297, αρ.549, πιν.243 και 268). Επίσης από τη Μίλητο λυχνάρι µε ανάλογο κόσµηµα στον ώµο, χωρίς λαβή και µε δίσκο κοσµηµένο µε τρεις εγχάρακτους κύκλους (Menzel 1969, αρ. 273,σ.51,πιν. 31,18). Ο τύπος χρονολογείται από το 1ο τρίτο του 1ου αι. µ.Χ. µέχρι και το 2ο αι. µ.Χ.
Κύµβαλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Μ, 3109 ∆ιάµ.: 3,6 εκ. Χάλκινο κύµβαλο από λεπτό σφυρηλατηµένο έλασµα, σε σχήµα µικρής ασπίδας. Ακέραιο. Άντυγα µε ακανόνιστο περίγραµµα, κεντρικό κοίλο τµήµα µε οπή στο κέντρο του.
Κύµβαλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Μ, 3110 ∆ιάµ.: 3,4 εκ. Όµοιο µε το 3109 Παράλληλα: Αντίστοιχα αντικείµενα από αγροτικό ιερό στη Λακωνία, σε χαλκό (λίγο µεγαλύτερο) και µόλυβδο (οµοίων διαστάσεων µε τα Μ. 3109 και 3110) έχουν ερµηνευτεί ως κύµβαλα, (Μπόνιας 1998, 211212, 217 αρ. 547, 581 και 582, µε βιβλιογραφία). Επίσης, κύµβαλο στην Κόρινθο από βυζαντινά µεν στρώµατα, που, όµως, θεωρείται όµοιο µε τα αντίστοιχα αρχαία (Corinth XII, 197, nr. 1504).
ΤΑΦΟΣ 2 Λεκανίδα ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22842 ∆ιάµ. βάσης: 4,5 εκ. ∆ιάµ. Χείλους: 11,4 εκ. Ύψος: 6,5εκ. Ακέραιη. Πηλός πορτοκαλόχρωµος, καθαρός. Γάνωµα καστανέρυθρο εσωτερικά και εξωτερικά, κατά τόπους σκουρότερο από άνιση όπτηση. Όµοια µε την Π. 22841 Λυχνάρι ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22845 ∆ιάµ. βάσης: 4,4 εκ. ∆ιάµ. δίσκου: 5,9 εκ. Ύψος: 5,1 εκ.
296
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Ακέραιο. Πηλός κιτρινωπός. Γάνωµα καστανοµέλανο, εξίτηλο εξωτερικά. Βάση επίπεδη µε εγχάραξη στην περιφέρεια. Στο δίσκο διακόσµηση από έξι οµόκεντρους εγχάρακτους κύκλους, σε άνισες αποστάσεις. Ελαφρά έκκεντρη οπή πλήρωσης. Οπή εξαερισµού στον άξονα του µυκτήρα. Μυκτήρας µε οπή κυκλική, διακοσµηµένη µε καρδιόσχηµο ανάγλυφο στην περιφέρεια. Λαβή κάθετη, µε διπλή εγχάραξη στη ράχη. Παράλληλα: Παρόµοιο λυχνάρι από την Κόρινθο, µε διακόσµηση στον δίσκο από λιγότερους εγχάρακτους κύκλους, (Broneer τύπος ΧΧV). Πρόκειται για προϊόν τοπικής παραγωγής, που µιµείται ιταλικό τύπο και χρονολογείται στον 1ο αι. µ.Χ. (Corinth IV,II, 182 πιν. Χ αρ.507). Επίσης παρόµοιο, µε δυο µόνο εγχάρακτους κύκλους στην περιφέρεια του δίσκου και οριζόντια εγχάραξη στην ένωση µυκτήρα - σώµατος, από την Αγορά της Αθήνας. Θεωρείται εισαγωγή από την Ιταλία και χρονολογείται στον 1ο αι. µ.Χ. (Agora VII, 83, αρ. 126, πιν.5). Ανάλογο λυχνάρι χωρίς λαβή από τη Μίλητο, µε την εµφάνιση του τύπου να ανάγεται από το 1ο τρίτο του 1ου αι. µ.Χ. µέχρι και το 2ο αι. µ.Χ. (Menzel 1969, 57, αρ. 317, πιν.47,6). Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 463 ∆ιάµ. βάσης: 2,7 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 2,7 εκ. Ύψος: 10,9 εκ. Ακέραιο. Γυαλί φυσητό, µάλλον χονδρό, πρασινογάλανο, µε φυσαλίδες. Ίζηµα κατά τόπους, εσωτερικά. Λίγοι ιριδισµοί στην επιφάνεια. Πυθµένας σχεδόν επίπεδος, ελάχιστα κοίλος στο κέντρο. Σώµα υποτυπώδες, κωνικό. Ψηλός, σωληνωτός λαιµός, που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος επίπεδο, αναδιπλούµενο προς τα έξω και κάτω. Παράλληλα: Το µυροδοχείο ανήκει στον τύπο του κηροπηγίου (Isings 1957, Candlestick unguentarium form 82 B1, 99) µε χαµηλότερο όµως σώµα και χρονολόγηση στο 2ο αι. µ. Χ. Κατ΄ άλλους µπορεί να ταξινοµηθεί ανάµεσα στους τύπους Candlestick unguentarium IV, µε χρονολόγηση στα τέλη 3ου αι. µ.Χ. και Τubular unguentarium, µε ανάλογη χρονολόγηση, αν και το Υ. 463 έχει µικρότερο σώµα (Vessberg 1956, 164, 204 εικ. 50, 165, 205-6 εικ. 50,19, 3) Επίσης αντίστοιχα µε χρονολόγηση από τα τέλη του 1ου έως τον 4ο αι. µ. Χ. (Whitehouse 1997, 156, αρ. 267)
Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 464 ∆ιάµ. βάσης: 6,2 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 3,6 εκ. Ύψος: 13,4 εκ. Ακέραιο. Γυαλί φυσητό, µάλλον χονδρό, πρασινογάλανο, µε λίγες φυσαλίδες. Ελάχιστο ίζηµα κατά τόπους, εσωτερικά. Λίγοι ιριδισµοί στην
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
297
επιφάνεια. Πυθµένας επίπεδος, ελάχιστα κοίλος στο κέντρο. Σώµα σχεδόν ηµισφαιρικό. Έντονη άρθρωση µε το σωληνωτό λαιµό που συσφίγγεται κάτω από το οριζόντιο, αναδιπλούµενο προς τα έξω και κάτω χείλος. Παράλληλα: Ανήκει στα µυροδοχεία τύπου “κηροπηγίου”, form 82 B2 της Isings. Ο τύπος εµφανίζεται στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ., τα περισσότερα ωστόσο παραδείγµατα χρονολογούνται στο 2ο και 3ο αι. µ.Χ. (Isings 1957, 99). Σύµφωνα µε άλλο µελετητή κατατάσσεται στον τύπο Candlestick unguentarium I, µε χρονολόγηση από τα µέσα του 2ου έως τα τέλη του 3ου αι. µ.Χ. (Vessberg 1956,163,204 εικ. 49,13). Επίσης Whitehouse 1997, 158-159, αρ. 272, τέλη 1ου -3ος αι. µ.Χ.
Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 465 ∆ιάµ. βάσης: 3,4 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 2,5 εκ. Ύψος: 11,8 εκ. Ακέραιο. Γυαλί φυσητό, µάλλον χονδρό, πρασινογάλανο, µε λίγες φυσαλίδες και ακανόνιστες ανάγλυφες γραµµές στην επιφάνειά του. Καστανό ίζηµα εσωτερικά. Λίγοι ιριδισµοί. Πυθµένας σχεδόν επίπεδος, ελάχιστα κοίλος στο κέντρο. Σώµα κωδωνόσχηµο. Λαιµός ψηλός σωληνωτός που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος έξω νεύον, αναδιπλούµενο προς τα έξω και πάνω, ελαφρά ακανόνιστο. Παράλληλα: Ανήκει και αυτό στα µυροδοχεία τύπου “κηροπηγίου” της Isings Candlestick unguentarium, form 82 A1 και χρονολογείται στο 2ο αι. µ.Χ. (Isings 1957, 97-8). Σύµφωνα µε τον Vessberg (Candlestick unguentarium IV), πρόκειται για ύστερο τύπο, χρονολογούµενο στα τέλη του 3ου αι. µ.Χ. (Vessberg 1956, 164,204 εικ. 50,3). Κατ΄ άλλους χρονολογείται από τον 1ο αι. µ.Χ. µέχρι τον 3ο αι. µ. Χ. (Whitehouse 1997, 150, αρ. 253 και 254) ή µεταξύ 2ου και 3ου αι. µ.Χ. (Matheson 1980,64 αρ.157, που ακολουθεί την κατάταξη της Isings form 82A1). Κύπελλο σε δύο µη συγκολλούµενα τµήµατα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 474 α,β ∆ιάµ. βάσης: 3,5 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 7,2 εκ. Χείλος και µικρό τµήµα σώµατος, βάση. Γυαλί φυσητό, λεπτό, ανοιχτοπράσινο µε φυσαλίδες. Βάση δακτυλιόσχηµη. Πυθµένας κοίλος µε κωνική απόληξη στο εσωτερικό του αγγείου. Χείλος αποστρογγυλεµένο στο τελείωµα, φερόµενο προς τα έξω και άνω. Παράλληλα: Κατατάσσεται στον τύπο ΒΙΙβ του Vessberg που χρονολογείται στα τέλη του 2ου -αρχές 3ου αι. µ.Χ. (Vessberg 1956, 144, 199, εικ. 45,7). Κύπελλο µε παρόµοιο σχήµα, όχι όµως και βάση, µε χρονολόγηση στον 1ο αι.
298
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
µ.Χ. (Ζαφειροπούλου 1975, 54-55 αρ.3(257). Ανάλογα κύπελλα µε διακόσµηση µε “εσοχές” ανάγονται για το χώρο της Μεσογείου στον 1ο αι µ.Χ. (Ιsings 1957, 49-50, form 35 Indented beaker on foot). Ίδιος τύπος κυπέλλου από την Κόρινθο, µε χρονολόγηση στο 2ο αι. µ. X. (Corinth XII, 103 αρ. 648).
Κύπελλο σε δύο µη συγκολλούµενα τµήµατα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 475 α,β ∆ιάµ. βάσης: 4,6 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 7 εκ. Τµήµα σώµατος και βάση, συγκολληµένα από πολλά θραύσµατα. Τµήµα χείλους. Γυαλί φυσητό, λεπτό, καθαρό µε ανοιχτοπράσινη απόχρωση. Πυθµένας έντονα κοίλος. Κάθετα τοιχώµατα σώµατος. Χείλος αποστρογγυλεµένο στο τελείωµα, φερόµενο προς τα άνω και έξω. Παράλληλα: Το πλησιέστερο παράλληλο, που όµως διαφοροποιείται ως προς το χείλος, χρονολογείται στο β΄ µισό του 1ου αι. µ.Χ. (Ιsings 1957, 45 form 30 Βeaker). Το Υ. 475 δεν παρουσιάζει τη διακόσµηση µε εγχάρακτες γραµµές, που εµφανίζεται συχνά στον τύπο αυτό του κυπέλλου. Αντίστοιχο από την Κόρινθο µε µη λειασµένο χείλος, αντίθετα από το Υ 475 και µε χρονολόγηση στον 1ο αι. µ. Χ. (Corinth XII, 103 αρ. 651). ∆αχτυλίδι ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 477 ∆ιάµ.: 1,2 εκ. Πάχος : 0,35 εκ. ∆αχτυλίδι από υαλόµαζα, χρώµατος υπόλευκου-κιτρινωπού, σε τρία θραύσµατα. Κρίκος απλός, κυλινδρικής διατοµής. Στεφάνη σχήµατος ατρακτοειδούς.
Νόµισµα ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1296 ∆ιάµ.: 0,2-0,22 εκ. Βάρος: 4,2 γρ. Χαλκός. Κακή κατάσταση διατήρησης. Στον εµπροσθότυπο ασκεπής κεφαλή αυτοκράτορα αριστερά, επιγραφή φθαρµένη. Στον οπισθότυπο κεφαλή Μεσσαλίνας δεξιά, επιγραφή φθαρµένη. Χάλκινος άσος Κνωσού ως ρωµαϊκής αποικίας των ετών 41-48 µ.Χ. στο όνοµα του Κλαύδιου (41-54 µ.Χ.) Παράλληλα Svoronos 1890, 92, 212-4 π.VIII,23=RPC I,1001-1002 (απ΄ όπου και η χρονολόγηση). Νόµισµα ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1297 ∆ιάµ.: 0,24εκ. Βάρος: 6,2 γρ. Χαλκός. Κακή κατάσταση διατήρησης.
Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
299
Στον εµπροσθότυπο κεφαλή αυτοκράτορα στεφανωµένου δεξιά, επιγραφή φθαρµένη. Στον οπισθότυπο αντωπές κεφαλές της Αντωνίας (αρ.) και του Νέρωνα ∆ρούσου (δεξ.), επιγραφή φθαρµένη. ∆ουπόντιος του Κοινού των Κρητών νοµισµατοκοπείου Γόρτυνας (;) των ετών 41-43 µ. Χ. στο όνοµα του Κλαύδιου (41-54 µ.Χ.) Παράλληλα: Svoronos 1890, 337-8,21-3 π.XII,20=RPC I,1031 (απ΄ όπου και η χρονολόγηση). Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
ΤΑΦΟΣ 3 Μυροδοχείο σε δυο µη συγκολλούµενα τµήµατα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 476 α,β ∆ιαµ. Βάσης: 6,3 εκ. ∆ιαµ. Χείλους: 3,5 εκ. Τµήµα σώµατος και βάσης, τµήµα λαιµού και χείλος. Γυαλί φυσητό, ανοιχτοπράσινο, λεπτό, µε λίγες φυσαλίδες. Πυθµένας ελαφρά κοίλος. Σώµα χαµηλό, κωνικό. Λαιµός ψηλός, σωληνωτός που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος αποστρογγυλεµένο, φερόµενο προς τα έξω. Παράλληλα: Ανήκει σε κοινότατο τύπο που εµφανίζεται στα τέλη του 1 ου αι. µ.Χ. Τα περισσότερα ωστόσο παραδείγµατα χρονολογούνται στο β΄ µισό του 2ου αι. µ. Χ. (Candlestick unguentarium form 82 A2, Isings 1957, 98). Κατ΄ άλλους χρονολογείται στο 2ο αι. µ.Χ. (Candlestick unguentarium II, Vessberg 1956, 163, 204, εικ. 49, 19). Όµοια χρονολόγηση, στο 2ο αι. µ.Χ., προτείνεται για αντίστοιχα µυροδοχεία της αρχαιολογικής συλλογής του Γαλαξειδίου (Ζαφειροπούλου 1975, 55, 57-58, αρ.15). Νόµισµα ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1298 ∆ιάµ.: 0,17-0,19 εκ. Βάρος: 2,6 γρ. Άργυρος. Καλή κατάσταση διατήρησης. Στον εµπροσθότυπο προτοµή αυτοκράτορα στεφανωµένου, µε µανδύα δεξιά. Επιγραφή IMP CAESAR TRAIAN HADRIANUS AUG. Στον οπισθότυπο Νίκη κρατώντας τρόπαιο πετάει προς τα δεξιά. Επιγραφή P M T –[R]-P COS III. ∆ηνάριο νοµισµατοκοπείου Ρώµης των ετών 119-122 µ.Χ. στο όνοµα του Αδριανού (117-138 µ.Χ.) Παράλληλα: RIC II, 352, 101 Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
300
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 461 ∆ιάµ. βάσης: 6,3 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 3,2 εκ. Ύψος: 17,6 εκ. Ακέραιο. Γυαλί φυσητό, ανοιχτοπράσινο, λεπτό, µε ‘’γραµµές’’ εντονότερου πράσινου στο χείλος. Ίζηµα κατά τόπους. Πυθµένας ελαφρά κοίλος. Σώµα χαµηλό κωνικό. Έντονη άρθρωση µε το σωληνωτό, ψηλό λαιµό που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος οριζόντιο, αναδιπλούµενο προς τα έξω και πάνω. Όµοιο µε το Υ. 476 α,β. Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 462 ∆ιάµ. βάσης: 6,2 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 3,4 εκ. Ύψος: 14,7 εκ. Ακέραιο . Γυαλί φυσητό, πρασινογάλανο, λεπτό, µε ‘’γραµµές’’ εντονότερου πράσινου στο χείλος. Καστανό ίζηµα κατά τόπους, εσωτερικά. Λίγοι ιριδισµοί στην επιφάνεια. Πυθµένας ελαφρά κοίλος. Σώµα χαµηλό σχεδόν ηµισφαιρικό, πεπιεσµένο. Έντονη άρθρωση µε το σωληνωτό, ψηλό λαιµό που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος λεπτό, µε ελαφρά κλίση προς τα έξω. Όµοιο µε τα Υ. 476 α,β. και Υ. 461
Βαθύ µόνωτο κύπελλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Π.22844 ∆ιάµ. βάσης: 4 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 6,8 εκ. Ύψος: 8,2 εκ. Ακέραιο. Πηλός πορτοκαλόχρωµος µε λίγα εγκλείσµατα άµµου. Γάνωµα καστανέρυθρο, εξίτηλο, εξωτερικά. Βάση επίπεδη. Σώµα ελλειψοειδές µε τη µέγιστη διάµετρο χαµηλά. Χείλος ψηλό, φερόµενο προς τα άνω και έξω. Λαβή ελλειψοειδούς διατοµής, απλή, κατακόρυφη από τη βάση του χείλους µέχρι το µέσον του σώµατος. Παράλληλα: Παρόµοιο αγγείο στη Γόρτυνα, σε στρώµα αναµοχλευµένο, µε ευρήµατα από τα τέλη του 1ου µέχρι τον 7ο αι. µ.Χ. (Gortina II, 320, αρ. 227, πιν. XCV αρ. 7). Στην Κνωσό αντίστοιχα κύπελλα χρονολογούνται στο α΄ µισό του 2ου αι. µ.Χ. (Hayes 1983, 128, αρ.118, Unexplored Mansion II, 222, 225, F2, 30, T1, 18). Ανάλογο κύπελλο από την Κόρινθο θεωρείται τοπική παραγωγή, που µιµείται ιταλικό τύπο και χρονολογείται τον πρώιµο 2ο αι. µ.Χ. (Corinth XVIII,II 1990, 96, αρ. 203). Στην Αγορά της Αθήνας παρόµοιο αγγείο χρονολογείται στον 1ο αι. µ. Χ. (Agora V, 32, 32G, πιν.7, 42). ΤΑΦΟΣ 4 Πρόχους ΑΚΜ Ρεθύµνου Π.22843
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
301
∆ιάµ. βάσης: 6 εκ. ∆ιάµ. χείλους :6,7 εκ. Ύψος: 15,8 εκ. Σχεδόν ακέραιη. Πηλός πορτοκαλόχρωµος µε λίγα εγκλείσµατα άµµου. Γάνωµα ερυθρό εξίτηλο στη λαβή, εσωτερικά στο χείλος, στη βάση του στοµίου και στο άνω µέρος του σώµατος. Βάση δακτυλιόσχηµη, σώµα ελλειψοειδές µε τη µέγιστη διάµετρο χαµηλά. Στόµιο χωνοειδές, χωρίς ιδιαίτερο χείλος. Λαβή διπλή κάθετη µε πρόσφυση στο στόµιο κάτω από το χείλος και στο άνω µέρος του σώµατος. Στο σηµείο της πρόσφυσης πιεσµένο το περίγραµµα του αγγείου. Παράλληλα: Παρόµοια πρόχους µε ευρύτερη όµως µετάβαση από το λαιµό στο σώµα έχει βρεθεί στην Κνωσό, τοπικής παραγωγής µε χρονολόγηση στα µέσα του 2ου αι. µ.Χ. (Hayes 1983, 109, 128, 167, αρ.140, εικ. 11). Ανάλογη πρόχους µε λίγο διαφορετική βάση προέρχεται από κιβωτιόσχηµο τάφο στο Επανοχώρι Σελίνου, που χρονολογείται επίσης στα µέσα του 2ου αι. (Νινιού-Κινδελή 1987, 31).
Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 466 ∆ιάµ. βάσης: 5,5 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 3,3 εκ. Ύψος: 16,9 εκ. Συγκολληµένο από πολλά θραύσµατα. Λείπει τµήµα του λαιµού και περίπου το µισό σώµα. Γυαλί φυσητό, λεπτό πρασινογάλανο, µε λίγες φυσαλίδες και γραµµές έντονου χρώµατος στο χείλος. Ελάχιστοι ιριδισµοί και ιζήµατα. Πυθµένας επίπεδος. Σώµα σχεδόν ηµισφαιρικό. Ελαφρά σύσφιγξη στη βάση του σωληνωτού λαιµού που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος λεπτό, έξω νεύον. Παράλληλα: Το Υ 466 βρίσκεται ανάµεσα στους τύπους της φλάσκης σύµφωνα µε την τυπολογία της Isings και του µυροδοχείου βάσει της δηµοσίευσης του Vessberg (Isings 1957 form 16, 34-35, Vessberg 1956, Candlestick unguentarium I, 97-98). Στην πραγµατικότητα διατηρεί το σώµα της φλάσκης -τύπου που χρονολογείται µέχρι τα τέλη του 1ου αι. µ.Χ.- και υιοθετεί τον λαιµό του τύπου του µυροδοχείου που κυριαρχεί στον 2ο αι. µ. Χ. Νόµισµα ΑΚΜ Ρεθύµνου Ν. 1299 ∆ιάµ.: 0,17 εκ. Βάρος: 2,3 γρ. Χαλκός. Κακή κατάσταση διατήρησης Στον εµπροσθότυπο κεφαλή αυτοκράτορα στεφανωµένου, δεξιά. Επιγραφή φθαρµένη. Στον οπισθότυπο όρθια Τύχη, αριστερά. Κρατά κέρας και πηδάλιο. Επιγραφή φθαρµένη.
302
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Χάλκινη κοπή του Κοινού των Κρητών στο όνοµα του Αδριανού (117-138µ.Χ) Παράλληλα: Svoronos 1890, 352, 115. π.XXXV, 24.
Κλεάνθης Σιδηρόπουλος
ΤΑΦΟΣ 5 Τµήµα Λυχναριού ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22846 α ∆ιάµ. βάσης: 4,9 εκ. Μέγιστο σωζόµενο µήκος: 12,1 εκ. Τµήµα του σώµατος του µυκτήρα και της βάσης. Πηλός ανοιχτοκίτρινος, καθαρός. Γάνωµα καστανέρυθρο σ’ όλη την επιφάνεια εξωτερικά, κατά τόπους εσωτερικά. Βάση µάλλον ελλειψοειδής, δακτυλιόσχηµη. Σώµα αµφικωνικό, µε κυµατοειδές επίθετο κόσµηµα στο σηµείο ένωσης των δύο τµηµάτων της µήτρας, εν είδει πτερυγίων. Μυκτήρας επιµήκης, µε κυκλική οπή και ταινιωτό υπερυψωµένο περιχείλωµα. ∆ιακόσµηση στον ώµο από εναλλασσόµενα πλαστικά κοµβία και ανάγλυφα καρδιόσχηµα µε εµπίεστους κυκλίσκους, που διαχωρίζονται από διπλές και τριπλές εγχάρακτες γραµµές. Η ράχη του µυκτήρα κοσµείται µε χαρακτή ιχθυάκανθα. Παράλληλα: Το 22846 α είναι χαρακτηριστικό δείγµα του λεγόµενου «λυχναριού κρητικού τύπου». Όµοιας µορφής, ως προς τη διακόσµηση και το σχήµα, είναι το Π. 97, άγνωστης προέλευσης, στο Μουσείο Ρεθύµνου (Παπαδοπούλου 1989/9, 104-5). Ανάλογης µορφής, χωρίς τα πτερύγια, είναι τα Π. 12094 από το Μουσείο Αγ. Νικολάου (Αποστολάκου 1987, 37), το L.6 από τάφο της Κνωσού (Wardle 1972, 276) καθώς και το L.135 από τάφο στη Μοναστηριακή Κεφάλα στην Κνωσό (Carrington-Smith 1982, 291, εικ. 7, πιν. 449). Υπάρχει επίσης η παραλλαγή των λυχναριών µε πτερύγια στα οποία η ιχθυάκανθα στη ράχη του µυκτήρα έχει αντικατασταθεί µε καρδιόσχηµο κόσµηµα, όπως σε λυχνάρια από την Κνωσό (Unexplored Mansion II, αρ. 886, πιν. 228, 250). Η ακριβής χρονολόγηση του τύπου δεν είναι δυνατή, καθώς κατασκευάζονται χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις, σε διάφορες παραλλαγές από τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. µέχρι τον 3ο αι. µ.Χ. στην Κνωσό, όταν προκύπτει η τελική καταστροφή του χώρου (Unexplored Mansion II, 307), αλλά αλλού εµφανίζονται ακόµα και τον 4ο αι. µ. Χ. (Παπαδοπούλου 1989/9, 101). Τµήµα Λυχναριού ΑΚΜ Ρεθύµνου Π. 22846 β ∆ιάµ. ∆ίσκου: 4,1 εκ. Μέγιστο σωζόµενο µήκος: 6,8 εκ. Θραύσµα άνω µέρους σώµατος. Σώζεται η πρόσφυση της λαβής.
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
303
Πηλός ροδόχρωµος, καθαρός. Ίχνη καστανού γανώµατος εξωτερικά και κατά τόπους εσωτερικά. Κόσµηση από πλαστικά κοµβία ,από τα οποία σώζεται ένα, χωριζόµενα από διπλές εγχάρακτες γραµµές. ∆ίσκος κοίλος µε πλαστικό δακτύλιο στην περιφέρεια, κοσµηµένος µε εγχάρακτους οµόκεντρους κύκλους. Όµοιο µε Π. 22846 α
Μυροδοχείο σε δυο µη συγκολλούµενα τµήµατα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 468 α,β ∆ιάµ. βάσης: 0,7 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 1,9 εκ. Βάση και τµήµα του σώµατος, λαιµός και τµήµα του χείλους. Γυαλί φυσητό, λεπτό άχρωµο, που παχαίνει στη βάση και αποκτά πρασινωπή απόχρωση µε γραµµή πoρφυρού χρώµατος. Ίχνη ιριδίζοντος ιζήµατος. Πυθµένας επίπεδος, απιόσχηµο σώµα. Λαιµός σωληνωτός, µε ελαφρά σύσφιγξη στην ένωση µε το σώµα, που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος λεπτό φερόµενο προς τα έξω και άνω. Παράλληλα: Ανήκει στον τύπο του σωληνοειδούς µυροδοχείου της Isings, ο οποίος εµφανίζεται στο β΄ µισό του 1ου αι. µ.Χ. (Isings 1957, 24, form 8 Τubular unguentarium). Κατά τον Vessberg ο τύπος εµφανίζεται ήδη τον 1ο αι. και η παραγωγή του συνεχίζεται µέχρι και τον 4ο αι. µ.Χ. (Vessberg 1956, 166, 205-6 εικ. 50, 28). Παρόµοια αγγεία από νεκροταφείο του Αγ. Νικολάου έχουν χρονολογηθεί στο β΄ µισό 1ου αι. µ.Χ. (∆αβάρας 1985, 1689, εικ. 18 αρ.6/6, 6/7) και από τάφο της περιοχής Ηρακλείου στο 2ο αι. µ.Χ. (Σακελλαράκης, Α∆ 20(1965)Β3 Χρονικά, 562 πιν.709) Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 469 ∆ιάµ. βάσης: 0,9 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 1,6 εκ. Ύψος: 9,7 εκ. Σχεδόν ακέραιο µυροδοχείο. Γυαλί φυσητό, πράσινο, λεπτό, παχύτερο στη βάση. Έντονες φυσαλίδες, ίζηµα εσωτερικά. Πυθµένας επίπεδος, απιόσχηµο σώµα, ελαφρά σύσφιγξη στην ένωση µε το σωληνωτό λαιµό. Χείλος επίπεδο, αναδιπλούµενο προς τα πάνω. Παράλληλα: Ανήκει και αυτό στον τύπο του σωληνοειδούς µυροδοχείου της Isings όπως το Υ. 468 α,β. Όµοιο µε το Υ. 469 είναι το αρ. 232 του καταλόγου του Corning Museum of Glass (Whitehouse 1997, 140), το οποίο χρονολογείται στα µέσα 1ου/πρώιµο 2ο αι. µ.Χ. Επίσης όµοιο µυροδοχείο προέρχεται από το νεκροταφείο του Αγ. Νικολάου, µε χρονολόγηση στο β΄ µισό του 1ου αι. (∆αβάρας 1985, 158, εικ. 14β αρ.3/3) καθώς και από τον τάφο της Μοναστηριακής Κεφάλας στην Κνωσό, µε χρονο-
304
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
λόγηση στον 1ο αι. µ.Χ. (Carrington-Smith 1982, 277, αρ. 37, εικ. 5). Τέλος ανάλογο αγγείο από την αρχαιολογική συλλογή Γαλαξειδίου χρονολογείται στον 1ο αι. µ.Χ. (Ζαφειροπούλου 1975, 55, 57 αρ, 11, πιν. 5).
Μυροδοχείο σε δυο µη συγκολλούµενα τµήµατα ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 470 α,β ∆ιάµ. βάσης: 1,1 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 1,7 εκ. Βάση και τµήµα του σώµατος, λαιµός και τµήµα του χείλους. Γυαλί φυσητό, ανοιχτοπράσινο λεπτό στο λαιµό, παχύτερο στη βάση, µε πολλές φυσαλίδες. Ίζηµα. Πυθµένας επίπεδος, απιόσχηµο σώµα. Λαιµός σωληνωτός που καταλήγει σε χοανοειδές στόµιο. Χείλος λεπτό φερόµενο προς τα έξω και άνω. Παράλληλα: Συγκαταλέγεται στα µυροδοχεία τύπου “δοκιµαστικού σωλήνα” της Isings, µια παραλλαγή του βασικού τύπου του σωληνοειδούς µυροδοχείου (form 8) µε χρονολόγηση από τον 1ο αι. κ.ε. (Isings 1957, 41, form 27). Πανοµοιότυπο βρέθηκε στον τάφο της Μοναστηριακής Κεφάλας, µε χρονολόγηση στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. (Carrington-Smith 1982, 277 αρ.43). Όµοια χρονολόγηση για τον τύπο προτείνεται από τον Vessberg (Vessberg 1956, 165, 205, εικ. 50, 20). Ανάλογο αγγείο έχει χρονολογηθεί στα µέσα 1ου /αρχές 2ου αι. µ.Χ. (Whitehouse 1997, 139, αρ. 228) Αντίστοιχο έχει βρεθεί σε τάφο της περιοχής Ηρακλείου µε χρονολόγηση στο 2ο αι. µ.Χ. (Σακελλαράκης Α∆ 20 (1965) Β3 Χρονικά, 562 πιν. 709).
Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 471 ∆ιάµ. Βάσης: 2,1 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 2,4 εκ. Ύψος: 12,9 εκ. Ακέραιο. Γυαλί φυσητό, βαθυπράσινο, χονδρό, µε φυσαλίδες, παχύτερο στη βάση. Ίζηµα. Πυθµένας επίπεδος, ελάχιστα κοίλος στο κέντρο, µε σηµάδι από τη ράβδο στην οποία είχε στερεωθεί το αγγείο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας (pontil mark). Απιόσχηµο σώµα. Λαιµός σωληνωτός µε ελαφρά σύσφιγξη στη βάση του. Χείλος επίπεδο, αναδιπλούµενο προς τα έξω και πάνω. Παράλληλα: Πανοµοιότυπο, φτιαγµένο από όµοιο, παχύ, βαθυπράσινο γυαλί βρέθηκε στον τάφο της Μοναστηριακής Κεφάλας και χρονολογείται στα τέλη του 1ου αι. µ.Χ. (Carrington-Smith 1982, 277, αρ.50 εικ.5). Σύµφωνα µε την τυπολογική κατάταξη της Isings ανήκει στον τύπο 28 α και χρονολογείται στο β΄ µισό του 1ου αι. (Isings 1957, 42). Πιο πρόσφατη µελέτη έδειξε ότι ο τύπος εµφανίζεται ήδη από τις αρχές του 1ου αι. µ.Χ. και είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένος στο α΄ µισό του (Czurda-
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
305
Ruth 1979, 121-3). Παρόµοια αγγεία έχουν βρεθεί στην Κύπρο (Vessberg 1952, 141, πιν.ΙΧ 20, ΧΙΧ 5) και στον Ωρωπό ΜΩ 324 και 325 (Πωλογιώργη 1998, 41, 115, πιν. 12 γ, πιν. 54 α, µε εκτενή βιβλιογραφία). Μυροδοχείο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 473 ∆ιάµ. βάσης: 1 εκ. Ύψος: 7,2 εκ. Σχεδόν ακέραιο, λείπει το πάνω µέρος του λαιµού µε το χείλος. Γυαλί φυσητό, σκουροπράσινο, παχύτερο στη βάση. Πυθµένας επίπεδος, απιόσχηµο σώµα. Ελαφρά σύσφιγξη στην ένωση µε το σωληνωτό λαιµό. Όµοιο µε το Υ. 469.
Κύπελλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 467 ∆ιάµ. βάσης: 4 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 6,9 εκ. Ύψος: 6,9 εκ. Σωζόµενο εν µέρει, συγκολληµένο. Γυαλί φυσητό, λεπτό ανοιχτοπράσινο, µε λίγες φυσαλίδες και γραµµές έντονου κίτρινου χρώµατος. Ίζηµα στο εσωτερικό. Πυθµένας κυρτός, σώµα αµφικωνικό, µε τοιχώµατα που στενεύουν στη βάση του χείλους. Χείλος λεπτό, φερόµενο έντονα προς τα άνω και έξω, χωρίς λείανση στο τελείωµα. Παράλληλα: Τα αγγεία αυτού του τύπου καλούνται συµβατικά κύπελλα καθώς σύµφωνα µε τον Vessberg πρόκειται για δοχεία καλλωπιστικών ουσιών, που κατά το µελετητή έχουν κυπριακή προέλευση (Vessberg 1956, Beaker τύπος ΑΙΙα, 139,198-9, εικ. 44,11). Όµοια αγγεία από το Γαλαξείδι χρονολογήθηκαν στον 1ο αι. µ.Χ. (Ζαφειροπούλου 1975, σ.54-55,αρ. 2). Επίσης από τη ∆ήλο µε χρονολόγηση στον 1ο – 2ο αι. µ.Χ. (Délos XXXVII, 117, D11 µε σχετική βιβλιογραφία).
Κύπελλο ΑΚΜ Ρεθύµνου Υ. 472 ∆ιάµ. βάσης: 4 εκ. ∆ιάµ. χείλους: 7,4 εκ. Ύψος: 7,4 εκ. Ελλιπές στο χείλος, το σώµα και τη βάση, συγκολληµένο. Γυαλί φυσητό, γαλαζοπράσινο, καθαρό, λεπτό. Ίχνη ιζήµατος εσωτερικά και εξωτερικά. Πυθµένας κυρτός, αµφικωνικό σώµα µε τοιχώµατα που στενεύουν στη βάση του χείλους. Χείλος λεπτό, φερόµενο έντονα προς τα άνω και έξω, χωρίς λείανση στο τελείωµα. Όµοιο µε το Υ. 467.
306
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
Agora V: H. Robinson, The Athenian Agora V, Pottery of the Roman Period, Princeton 1959 Agora VII: J. Perlzweig, The Athenian Agora VII, Lamps of the Roman Period, New Jersey 1961 Bailey 1993: D. M. Bailey, Sparta the Roman Stoa: Hellenistic and Roman Pottery, BSA 88 (1993), 221-249 Carrington-Smith 1982: Carrington-Smith J., A roman chamber tomb on Mοnasteriaki Kephala, BSA 77 (1982), 256-293 Corinth IV,II: O. Bronner , Corinth IV,II, Terracotta Lamps, Cambridge Mass.1930 Corinth XII: Gl. Davidson, Corinth XII, The Minor Objects, Princeton 1952 Corinth XVIII,II: K. Warner-Slane, Corinth XVIII,II, The Sanctuary of Dememter and Kore: The roman pottery and lamps, Princeton 1990 Czurda-Ruth 1979: B. Czurda-Ruth, Die Römische Gläser vom Magdalensburg, Klagenfurt 1979 Daremberg-Saglio: Ch. Daremberg, Ed. Saglio, Pottier, Dictionnaire des antiquites grecques et romaines, Graz 1969 Délos XXXVII: M. D. Nenna, Délos XXXVII, Les Verres, 1999 Gortina ΙΙ: A. Di Vita- Α. Martin, Gotina ΙΙ, Pretorio, Il Materiale degli Scavi 197077, Padova 1997 Gortina V3: A. Di Vita, Gotina V3, Lo scavo del Pretorio (1989-1995), Padova 2001 Hayes 1983: J. Hayes, The Villa Diοnysos excavations, Knossos, BSA 78 (1983), 97-169 Hood-Smith 1981: M. S. F. Hood – D. Smith, Archaeological Survey of the Knossos Area, London (BSA Suppl. 12) 1981 Hood-Warren 1966: S. Hood- P. Warren, Ancient sites in the province of Ayios Vasilios, Crete, BSA 61 (1966), 163-191 Isings 1957: C. Isings, Roman Glass from dated finds, Croningen-Djakarta 1957 Kurtz-Boardman 1971: D. C. Kurtz-J. Boardman, Greek Burial Customs, London 1971 Matheson 1980: S. Matheson, Ancient Glass in the Yale University Art Gallery, New Haven 1980 Menzel 1969: H. Menzel, Antike Lampen in römisch-germanischen Zentralmuseum zu Mainz, Mainz 1969 Morris 1997: I. Morris, Ταφικά Τελετουργικά Έθιµα και Κοινωνική ∆οµή στην Κλασική Αρχαιότητα, (µετάφραση Κ. Μαντέλη), Ηράκλειο 1997 Prieur 1986: J. Prieur, La mort dans l’ antiquite romaine, 1986 RIC II: Mattingly H., Sydenham E., The Roman Imperial Coinage, vol. II, London 1968 RPC I: Amandry M., Burnett A., Ripollès P., Roman Provincial Coinage, vol. I, London-Paris 1992
TΑΦΟΙ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΠΕΡΙΟ∆ΟΥ ΣΤΗ ΜΟΥΡΝΕ ∆ΗΜΟΥ ΛΑΜΠΗΣ
307
Sanders 1982: I.F. Sanders, Roman Crete,Warminster 1982 Stobi 1: V. R. Anderson-Stoianović, Stobi, The Hellenistic and Roman Pottery, Princeton,1992 Svoronos 1890: Svoronos J.N., Numismatique de la Crete Ancienne, Macon 1890 Toynbee 1971: J.M.C. Toynbee, Death and Burial in the Roman World, Baltimore and London 1971 Unexplored Mansion II: L.H. Sackett ed., Knossos, From Greek City to Roman Colony, Excavations at the Unexplored Mansion II, London 1992 Vessberg 1952: O. Vessberg, Roman Glass in Cyprus, Op. Arch. VII (1952), 109-165 Vessberg 1956: O. Vessberg-A. Westholm, The Swedish Cyprus Expedition, IV, Stockholm 1956 Wardle 1972: Wardle, K., Τwo notes from Knossos, BSA 67 (1972), 271-284 Whitehouse 1997: D. Whitehouse, Roman Glass in the Corning Museum of Glass, 1, The Corning Museum of Glass, New York 1997 Αποστολάκου 1987: Β. Αποσταλάκου, Λύχνοι «Κρητικού Τύπου», Ειλαπίνη, Τόµος Τιµητικός για τον καθηγητή Ν. Πλάτωνα, Ηράκλειο 1987, 35-44 Αποστολάκου 1995: Β. Αποστολάκου, Ελληνιστικό-Πρώιµο Ρωµαϊκό νεκροταφείο Αγ. Νικολάου, Πεπραγµένα Ζ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α2, Ρέθυµνο 1995, 33-40 Γραµµατικάκη 1999: Ευ. Γραµµατικάκη, Μινωική και Ελληνορωµαϊκή Κνωσός: Η νέα ανασκαφική έρευνα στο Βενιζέλειο, στο Α. Καρέτσου (εκδ.), Κρήτες Θαλασσοδρόµοι, Ηράκλειο 1999 ∆αβάρας 1985: Κ. ∆αβάρας, Ρωµαϊκό νεκροταφείο Αγ. Νικολάου, ΑΕ 1985, 130-216 Ζαφειροπούλου 1975: Φ. Ζαφειροπούλου, Υάλινα αγγεία και πήλινοι λύχνοι εκ της αρχαιολογικής συλλογής Γαλαξειδίου, ΑΕ 1975, Αρχ. Χρον., 54-66 Μπόνιας 1998: Ζ. Μπόνιας, Ένα αγροτικό ιερό στις Αιγιές Λακωνίας, Αθήνα 1998 Ναλπάντης 2003: ∆. Ναλπάντης, Ανασκαφή στο οικόπεδο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισµού στη Θεσσαλονίκη, Αθήνα 2003 Νινιού-Κινδελή 1987: Β. Νινιού-Κινδελή, Κιβωτιόσχηµος τάφος της ρωµαιοκρατίας στο Επανοχώρι Σελίνου, Κρητική Εστία ∆΄1 (1987), 16-32 Παπαδοπούλου 1989/90: Ε. Παπαδοπούλου, Λύχνοι «κρητικού τύπου» στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ρεθύµνου, Κρητική Εστία ∆΄3 (1989/90), 95-118 Παπαποστόλου 1983: Ι. Παπαποστόλου, Κτερίσµατα ταφής σε ρωµαϊκό µαυσωλείο στην Πάτρα, ΑΕ 1983, 1-34 Πωλογιώργη 1998: Μ. Πωλογιώργη, Μνηµεία του ∆υτικού Νεκροταφείου του Ωρωπού, Αθήνα 1998 Χατζή-Βαλλιάνου 1995: ∆. Χατζή-Βαλλιάνου, Λαξευτοί τάφοι στην επαρχία Πυργιωτίσσης, Πεπραγµένα Ζ΄ ∆ιεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Α2, 1007- 1034, Ρέθυµνο 1995
308
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΡΑΜΑΛΙΚΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή ........................................................................................
5
Σηµείωµα των επιµελητών της έκδοσης των έξι τόµων ................. 11
∆ιοργανωτές .................................................................................... 12 Οργανωτική Επιτροπή .................................................................... 13
Επιστηµονική Επιτροπή .................................................................. 14 Τιµητική Επιτροπή .......................................................................... 15
Σύνεδροι .......................................................................................... 18 Χορηγοί Συνεδρίου ......................................................................... 28 Εγκύκλιοι ........................................................................................ 29 Χαιρετισµοί ..................................................................................... 40 Πρόγραµµα Συνεδρίου ................................................................... 49
Προεδρεία ....................................................................................... 58
Ψηφίσµατα ...................................................................................... 59
Καταληκτήριες Οµιλίες .................................................................. 64
Στέλιος Μανωλιούδης Η γεωλογική εξέλιξη της Κρήτης και της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου ............................................................................... 71
Μαρία Ανδρεαδάκη - Βλαζάκη Η περιοχή του Αγίου Βασιλείου κατά την αρχαιότητα....................... 97 Gerard Capdeville Phoinix in Crete .............................................................................. 129
Αθανασία Α. Κάντα Ο Κάστελλος της Ορνές. Μια οχυρωµένη ακρόπολη του τέλους της εποχής του χαλκού και των αρχών της εποχής του σιδήρου ................................................................... 183
310
ΑΡΧΑΙΟΙ - ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ - ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Elizabeth Mlinar Οχυρωµένοι οικισµοί στην επαρχία Αγίου Βασιλείου από την Αρχαϊκή µέχρι και την Ελληνιστική εποχή .......................... 195 Angel Martinez Οι επιγραφές της Σουλίας ................................................................ 209 Γιάννης Τσιφόπουλος Το επιγραφικό σύνταγµα (corpus) της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου του Νοµού Ρεθύµνης ............................................. 243
Enrico Scafa Ο ιστορικός ρόλος της περιοχής της επαρχίας Αγίου Βασιλείου κατά τη Μυκηναϊκή εποχή .................................... 259 Ειρήνη Γαβριλάκη Η αρχαία πόλη Λάππα: η έξοδός της στη νότια ακτή της Κρήτης και η σύνδεσή της µε τη Γόρτυνα .................................. 261 Παναγιώτα Καραµαλίκη Τάφοι της Ρωµαϊκής Περιόδου στη Μουρνέ ∆ήµου Λάµπης ............ 279 Περιεχόµενα .................................................................................... 309
311
312
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ - ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ