Άσπρο - Γκρίζο -
Μαύρο
Project: Βεγορίτιδα-Ο Παλιός (Βαγγέλης Παπαδημητρίου) Ελένη Κεσίσογλου
Επιμέλεια : Ελένη Κεσίσογλου Φωτογραφία: Ελένη Κεσίσογλου
-Μικρά φτιάχναμε μια καλύβα σε κάθε γειτονιά και έμπαινε σκοπός να τη φυλάει. Πρίν τα κάλαντα οργανώναμε σχέδιο εφόδου, για να μαζέψουμε τα κλίματα από τα ντουβάρια. Χρησιμοποιούσαν κλίματα για τα ντουβάρια της αυλής , τις αποθήκες... Φτιάχνανε δεμάτια με ξύλα και τα στηρίζανε.. Οι παππούδες μας κυνηγούσαν. Πήγαινανε στη φωτιά της γειτονιάς και τα έπαιρναν τα δεμάτια. Κόβαμε ξύλα, κέδρους, δεν απαγορευόταν. Μετά απαγορεύτηκε...
Δύο αδέλφια πολύ φτωχά είχαν ένα παλτό, που το φορούσαν εναλλάξ. Ο ένας το φορούσε το χειμώνα και ο άλλος το καλοκαίρι. Όταν ρώτησαν το δεύτερο: « Μα καλά μέσα στο καλοκάιρι φοράς παλτό;» Εκείνο απάντησε : «Τώρα είναι η σειρά μου».
Πριν την Επταετία οι χωροφύλακες έκαναν κουμάντο στα χωριά. Ένας Αγιώτης – φτωχόςδεν μπόρεσε να εκτρέψει γουρούνι για το χειμώνα. Στο χωριό Κέλλη ήταν κάποιος ευκατάστατος, που είχε αρκετά γουρούνια, Κρυφά-κρυφά ο Αγιώτης κατάφερε και έκλεψε ένα γουρούνι από τον πλούσιο, το έφερε στον Άγιο (κουβαλητό στην πλάτη) και έτσι κατάφερε η οικογένειά του να βγάλει το χειμώνα. Ο ιδιοκτήτης κινητοποίησε τους πάντες (χωροφύλακες, αγροφύλακες ) για να βρούνε τον κλέφτη. Πήγαν παντού να ανακαλύψουν ποιός έσφαξε γουρούνι εκείνο το διάστημα. Αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Ο ντόπιος την
Άνοιξη αγόρασε δύο γουρούνια και τα έκανε βαριά, όσο και εκείνο που είχε κλέψει. Πήρε το ένα από τα δύο, πήγε στην Κέλλη και το πήγε σε αυτόν από τον οποίο είχε κλέψει το γουρούνι. Τι είναι αυτό? τον ρώτησε εκείνος ‘’Είναι αυτό που σου πήρα πέρισυ’’ του απάντησε... Ο ιδιοκτήτης δεν πίστευε στα αυτιά του. «Πώς κατάφερες και δεν σε βρήκανε» το ρώτησε. «Είμαι πιο εξπέρ από εσένα» του απάντησε. «Κάτσε να πιούμε ένα τσιπουράκι» του είπε τότε ο ιδιοκτήτης.
.
Μιά φορά βρέθηκε μια σαρδέλα του γλυκού νερού. Είναι η γνωστή πέστροφα. Είχε γίνει 25 με 32 οκάδες αντί για 2 κιλά το πολύ γιατί βρήκε πολλή τροφή. Τη φέρανε οι ψαράδες στο χωριό. Έγινε μεγάλο τσιμπούσι.
Οι ψαράδες μόλις τελειώνανε τα παραγάδια βάζανε δυό πέτρες ανάβαν τη φωτιά και έξω στη λίμνη σουβλίζανε πλατίκες, γουλιανούς. Χρησιμοποιούσαν τουμπάνια (καλάθια). Μια δόση σε 35 νταούλια είχαν πιάσει 10 κομμάτια, 25 κιλά. Όταν πιάνανε ψάρια πολλά βάζανε αρκετά από αυτά στα κοφίνια και τα ρίχνανε μέσα στο νερό για να συνεχίσουν να ζούνε.
Οι ψαράδες μόλις τελειώνανε τα παραγάδια βάζανε δυό πέτρες ανάβαν τη φωτιά και έξω στη λίμνη σουβλίζανε πλατίκες, γουλιανούς. Χρησιμοποιούσαν τουμπάνια (καλάθια). Μια δόση σε 35 νταούλια είχαν πιάσει 10 κομμάτια, 25 κιλά. Όταν πιάνανε ψάρια πολλά βάζανε αρκετά από αυτά στα κοφίνια και τα ρίχνανε μέσα στο νερό για να συνεχίσουν να ζούνε. Ψαρεύαν με δίχτυα 30 χιλιοστά. Το πρωί βάζαμε πέτρες και ξέρανε που είναι το κοφίνι. Το καλύτερο ψάρι ήταν η πέστροφα, το οποίο χάθηκε. Τα αλατίζαμε για συντήρηση.
Ο μπάρμπα-Νικόλας ήταν παλαίμαχος ψαράς. Γεννήθηκε στη βάρκα. Ήταν δυό μέτρα ψηλός. Φόραγε 50 νούμερο παπούτσια. Έφτιαχνε δικά του πέδιλα από λαστιχα αυτοκινήτου. Έβαζε και ζωναράκια. Είχε έναν γάιδαρο. Φόρτωνε το γαιδουράκι στην βάρκα και ένα μικρό κάρο 2 μέτρα (σούστα) –το σήκωνε στα χέρια- πήγαινε απέναντι να πουλήσει τα ψάρια. Στο Μανιάκι. Ο γάιδαρος όταν πλησίαζαν στην ακτή γκάριζε. Ο μπαρμπά Νικόλας του έλεγε: « Άειντε, άειντε μη φωνάζεις φτάσαμε». Εκείνος γκάριζε πιο πολύ από τη χαρά του όταν φτάνανε.
Όταν είχε κανένα ψάρι που δεν τρωγόταν το καθάριζε, του έκοβε το κεφάλι, το αλάτιζε. Φώναζε τότε μια γιαγιά που ήταν τσιγγούνα και αγόραζε ότι ήταν φτηνό, της έδειχνε το ψάρι και της έλεγε: “Ελα σου έχω ένα καλό. Άντε πάρτο μισοτιμής. Βάλτο στο αλάτι κανά δυό μέρες και θα το φας πιο νόστιμο. Και εκείνη το έπαιρνε όλο χαρά. Μετά από χρόνια τον κατηγορούσαν για τόσα ψαρια που έφαγε και δεν ήταν καλά. Τότε εκείνος γελούσε και έλεγε: « Εδώ τη γιαγιά θα έπρεπε να έχει πάρει ο Αγιος Πέτρος με τόσα που είχε φάει, θα πάρει εμένα?»
Ο μπαρμπά Νικόλας ήταν μαχητικός , ο καλύτερος μάγειρας, φιλότιμος. Καλαμπουρτζής. Τολμηρός. Οταν ψάρευε έψηνε κανένα ψαράκι και έφτιαχνε σουπίτσα . Μιά μέρα, έπεσε στη σούπα από γριβάδι, ένας βάτραχος Το γριβάδι ήταν πολύ καλό, αλλά εκείνος ήταν τσιγκούνης. Ο άλλος ψαράς είπε να πετάξουν τη σούπα, αλλά ο μπαρμπά Νικόλας πήρε την κουτάλα και έβγαλε το βάτραχο. Έριξε λίγο αλάτι παραπάνω και η σούπα έγινε πιο νόστιμη.
Ήλθε ο ντόπιος -ξενιτεμένος σε Αμερική- και φορούσε ρολόι στο χέρι. Κάτι τέτοιο ήταν πρωτοφανές, γιατί τα ρολόγια που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε ήταν αυτά που τα είχαν κρεμασμένα στο θυλάκι της ζώνης. Όπου και να βρισκόταν επιδείκνυε συνέχεια το ρολόι με το να κρατά και να χρησιμοποιεί το χέρι, που το φορούσε, προτεταμένο.. Στον κουρέα, όταν έπαιζε χαρτιά... ΄Ωσπου δεν άντεξε ο Τάσκος και του είπε: «Μάζεψε το χέρι».
Μικρά μαζεύαμε σφαίρες, που είχαν απομείνει από τους Γερμανούς και το στρατό. Τα βάζαμε σε ντενεκέδες ( δοχεία σιδερένια) ανάβαμε τη φωτιά και σκάγανε. Εμείς είμασταν σε απόσταση 100 μέτρων και βάλε. Μαζεύαμε το χαλκό και τον δίναμε σε ένα παππού που τον αγόραζε. Βγάζαμε 2-3 δραχμές σαν πιτσιρικάδες.
Τα παλιά χρόνια πηγαίναμε προς την Άρνισσα και κουβαλούσαμε ξύλα . Τα βάζαμε στην βάρκα και τα φέρναμε. Τα κόβαμε για τον χειμώνα. Ήταν η μόνο πηγή για θέρμανση. Ολόκληρο το 24ωρο για να φέρουμε δύο δέματα ξύλα. Σχολεία πήγαμε μέχρι τη Δευτέρα δημοτικού. . Μετά πήρανε το γέρο μου φαντάρο και σκοτώθηκε. Είχε πέντε αδελφές. (Η μάνα μου φόραγε τα μαύρα τσεμπέρια. )
Εκείνο τον καιρό ξευγαρώναμε με προξενιό. Πριν πάει το παιδί φαντάρος παντρευόταν για να υπάρχουν χέρια. Επίσης υπήρχαν ζευγάρια που αγαπιόντουσαν αλλά ντρεπόντουσαν. Συναντιόντουσαν σε σκοτεινά σημεία και γυρνούσαν σπίτι νωρίς, γιατί έτσι και αργούσαν οι κοπελιές αλλοίμονό τους!. Τα αγόρια πηδούσαν τους μαντρότοιχους για να δούνε τις κοπέλες.
Κάθε σπίτι είχε ένα γουρούνι. Το σφάζανε τα Χριστούγεννα για να περάσουμε το χειμώνα. Φτιάχναμε τσιγαρίδες. Ο μπαμπάς μου είχε φοράδα. Ρεύμα δεν είχε. Εκεί που τρώγαμε χορεύαμε, τραγουδούσαμε αγκαλιασμένοι, κι ας μέναμε σε ένα δωμάτιο. Το χειμώνα κάναμε 250 οκάδες πέστροφα αλατισμένη. Πλατίκες μεγάλες ή γουλιανό ένα και μισό κιλό τα σουβλίζαμε στα κάρβουνα...
Είχε φτωχά παιδια που δεν είχαν να φάνε. Εμείς είμαστε 16 άτομα. Είχα 5 αδελφές και ήμουν ένα παιδί. Πρώτα έπρεπε να παντρευτούν αυτές και μετά εγώ. Ο μεγαλύτερος παντρευόταν πρώτα. Πρώτα η μεγαλύτερη και μετά εγώ. Όταν παντρευόταν μέναμε όλοι μαζί . Το καλοκαίρι κοιμόμασταν έξω στρωματσάδα. . Με δύο ώρες ύπνο χορταίναμε. Ο μπαμπάς μου πήγε δύο φορές εξορία. Εγώ με κοντά παντελονάκια έκανα δίχτυα. Τότε οι βάρκες είχαν μόνο κουπιά. Το ΄50-‘60 βάλανε μηχανή. Κουπί από εδώ μέχρι την Άρνισσα. Ήρθαν μετά οι Γερμανοί. Τα τρία αδέλφια είχαν καραμπίνα.
Ο πατέρας είχε προσφέρει. Είχε υπηρετήσει στη Μ. Ασία. Εγώ υπηρέτησα στην Κοζάνη. Μαυροσκούφης. Έμοιαζα με ηθοποιό. Ήμουνα όμορφος. Όταν ξεπροβοδούσανε κάποιον μαζευόντουσαν όλοι. Όταν ερχόταν κάποιος από Αμερική πήγαινε όλο το χωριό στο σταθμό να τον υποδεχτούνε. Μετανάστες πήγαν πολλοί στη Γερμανία. Υπήρχε ένα ξωκλήσσι του Αγίου Γεωργίου. Μαζευόντουσαν εκεί στην πλαγιά και γινόντουσαν πανηγύρια. Μετά έγινε το μοναστήρι του. Ο καθένας έφερνε το μεζέ του. Ψητό, ψωμιά, τυριά, αγγουράκια...
Εγώ μεγάλωσα με γιαγιά και παππού. Η μαμά ήταν στα χωράφια. Η γιαγιά μας έλεγε πολλά παραμύθια. Μας έλεγε για τη λίμνη. Υπήρχε ένα πηγάδι και ρίχναμε συνέχεια πέτρες κι έτσι ξεχείλισε το νερό. Ήταν στην Άρνισσα. Μια χρονιά έγινε μεγάλος σεισμός. Σκοτείνιασε για ένα δευτερόλεπτο. Βουή μεγάλη και μετά έγινε ο σεισμός.
Αυτός πέθανε στον Καναδά. Πριν το ‘64 πήγε στη Γερμανία. Το ‘55 μετά τον Ανταρτισμό. Με τις φωτιές όλη νύχτα ψήνανε με τη φωτιά. Τα παιδάκια ερχόντουσαν και λέγανε τσίρδι μίγδι..(Αρσενικά παιδιά να δώσει ο θεός και τα θηλυκά για να γεμίσει το σπίτι). Για διαβόλια λέγαμε τους καλικάντζαρους. Άλλος κοιμόταν τη νύχτα. Εμείς είχαμε ένα φάντασμα επτά μήνες. Την εβδομάδα έβγαινε δύο με τρεις φορές. Κατέβαινε τη σκάλα. Εμείς κρυβόμασταν. Έπεφταν και λίγοι σοβάδες. Έβγαινε 9-10 το βράδυ. Πήγαινε η γιαγιά μου και του έλεγε: « εμείς σε αγαπάμε τι θέλεις να σου δώσουμε;» Τα παιδιά φοβόντουσαν . Εγώ κοιμόμουνα στην γιαγιά και τον παππού. Σε μιά δόση άνοιξε τρία δάχτυλα την πόρτα. Αυτό έγινε άλλες τρεις με τέσσερις φορές. Το θείο τον τσίμπησε το φάντασμα και δύο μήνες δεν έφευγε το τσίμπιμα. Ο αδελφός του του είπε η γυναίκα σου σε τσίμπησε. Ο θείος μου είπε: « θα του ρίξουμε 2-3 σφαίρες». Μετά έριξε 2-3 σφαίρες και εκείνο έφυγε. Το ‘35 γεννήθηκα. Το ‘45-‘47 εμφανίστηκε το φάντασμα. Η γιαγιά μου είχε μια κλούβα πέτρες... Περνούσαμε τα δίχτυα με σαρδέλλα. Μια φορά που πήγαμε για ψάρεμα ο θείος είδε λάθος ώρα και πήγαμε στις 12μ.μ. αντί για 3-4 τα ξημερώματα. Είδαμε μια βάρκα. Φωνάξαμε: Εεε! ποιός είναι εκεί; Ήταν φάντασμα και άρχισε να χορεύει. Χόρευε ένα τέταρτο. Μετά σταμάτησε και ήλθε σε μένα. Ο θείος με παλούκια στη μέση της βάρκας τον έδιωξε. Ο ένας τρόμαζε τον άλλο. Εκείνο τον καιρό είχαν φαντάσματα. Μια φορά είδαμε ένα κατσίκι ίσαμε ένα γαιδούρι. Κι ένα βοσκό ίσαμε τρεις ανθρώπους. Με πανσέληνο φάνηκε και άρχισε να φωνάζει. Μόλις πήγαμε κοντά στη φωτιά χάθηκε το φάντασμα. Μια άλλη φορά είδαμε κατσίκια φαντάσματα εκατομμύρια.
Εγώ πουλούσα ψάρια στο Μανιάκι. Οι Βεγορίτες μας πήραν χωράφια, που δεν δικαιούνταν. Ορίζανε τα σύνορα μεταξύ Α. Παντελεήμονα και Βεγόρας με άσπρες πέτρες.
Είμαι Έλληνας από κούνια. Δεν θέλω να ακούσω κακό για τους Αθηναίους. Θα ‘ρθείτε και σεις στη Μακεδονία. Έζησα 19-20 χρόνια στη Γερμανία. Τσαρούχια φοράγαμε . Κάποτε είπα στον παππού μου: «Παππού δεν έχω παπούτσια να παίξω με τα παιδάκια». Ο παππούς μου είπε: «Πήγαινε στο θείο Ιωσήφ να σου φτιάξει παπούτσια, που θα πάει στο Αμύνταιο». Ο Ναούμης ήταν ο καλύτερος τσαγκάρης από τη Φλώρινα. Ο θείος Ιωσήφ μου είπε: «Να στα φτιάξει ο πατέρας σου». Έτσι δεν μου πήρανε πσπούτσια και ο παππούς μου μου έκανε τσαρούχια.
Ο μπαρμπά-Νικόλας δεν άκουγε κανέναν. Μιά φορά στο Μανιάκι έπιασε πολύ ομίχλη. Του φώναξε ο πατέρας μου μην πας παραπέρα έχει ομίχλη. « Εγώ ξέρω» του απάντησε. Έκανε στροφή με τη βάρκα και αυτή βγήκε έξω στην παραλία. . Ο γάιδαρος άρχισε να γκαρίζει . Μπάχαλο έγινε. Ο μπαρμπα-Νικόλας έβριζε και έλεγε στον γάιδαρο: «Εγώ έχω όλα τα ζόρια και εσύ φωνάζεις;».
Εδώ , στο χωριό, να δεις πως πουλούσε. Με μικρο καροτσάκι με 4 τροχούς. Αυτά που βάζαν τα μωρά. Έβαζε επάνω την το κοφίνι (κάσα) με τα ψάρια και πουλούσε. Πέθανε 88-90. Όταν γέρασε. Θηρίο ήταν. Σε 2 μέρες πέθανε.
Ο μπάρμπα-Νικόλας ήταν παληκαράκι το 1940.. Μαζί με έναν άλλον σαν αυτόν. Ο ένας κουβαλούσε πολυβόλο και ο άλλος τις σφαίρες. Ούτε κάλτσες δεν φορούσαν. Μια νύχτα μπήκαν σε έναν μαντρί να ξαπλώσουν. Ο μπάρμπα-Νικόλας είπε: « Κάτι ακούω πάνω». Πάνω ήταν καμιά σαρανταριά Ιταλοί. Αυτοί ήταν πολύ οπλισμένοι. Οι δυό τους κρύφτηκαν και περίμεναν. Κάποια στιγμή φύγανε οι Ιταλοί. Και αμέσως πήγαν στο χώρο που άφησαν και βρήκαν γαλέτες και τρόφιμα.
Ο παππούς Παντελης και ο Γιώργος γερά ποτήρια δεν προλάβαιναν να πάνε σπίτι τσιπουράκι από το καζάνι. Κάμια φορά είπαν να κάνουν καμιά δυό καζανιές για το σπίτι. Ο παπούς πρότεινε να μπει το αμπέλι σε βαρέλι στην αυλή του γείτονα. Δεν ήξερε όμως τι θα πάθει που τον εμπιστεύτηκε. Μαζέψαν το αμπέλι και βάλαν ένα βαρέλι στην αυλή του. Ο γείτονας μόλις έβρασε το κρασί κάθε μέρα έπινε από ένα κιλό. Στο μήνα ανοίξανε το βαρέλι, αλλά κρασί μηδέν. Ο γείτονας προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας: «Υπάρχει πρόβλημα στο βαρέλι. Μάλλον τρύπησε και εξατμίστηκε». Ο παπούς Παντελής ρώτησε: « Και τι θα βράσουμε τώρα; Το πολύ να βγάλουμε 5 κιλά τσίπουρο.» Στο τέλος τους έδωσε ο ιδιοκτήτης του καζανιού 20-30 κιλά. (Χρειαζόταν κρασί για να βγει το τσίπουρο). Εκεί επί τόπου στο καζάνι μέχρι να τελειώσε το βράσιμο άρχισαν: «Γειά σου ξάδελφε ο ένας γειάσου ο άλλος». Κουδούνια γίνανε και στο σπίτι τσίπουρο ποτέ δεν πήγαν.
Ο παππούς Νίκος μετά το 40 συνέχισε το ψάρεμα. Τσάκωσαν ένα γουλιανό στο παραγάδι 5080 κιλά μαζί με έναν συνέταιρο κοντούλη. Ο παππούς δεν καταλάβαινε τη δύναμή του. Ούτε γάντια είχε ούτε μεγάλο αγκίστρι να το σιγουρέψει. . Χώνει το χέρι μέσα στο στόμα του ψαριού και το πιάνει από τα βράγχια. Τον τράβηξε το ψάρι στο νερό μέχρι τη μέση. Άρχισε να φωνάζει: «Βοήθεια θα με πνίξει το ψάρι».Τον τράβηξε τότε ο άλλος επάνω και του είπε άφησε το ψάρι να σωθούμε. « Βρε εγώ το αφήνω τώρα αυτό δεν με αφήνει». Στο τέλος έφυγε το ψάρι. . Από τον αγκώνα μέχρι τα δάχτυλα το χέρι του έγινε σαν ακτινογραφία. Με τον καιρό έθρεψε.
Όταν γύρισε μετά τον στρατό ο παππούς έφαγε και πολύ ξύλο. Όταν τελείωσε το ’40, 300 με 400 άτομα (όσα ήταν από τη Μακεδονία, μεταξύ αυτών και ο παππούς), τους φόρτωσαν σε ένα καράβι. Τους γυρνούσαν από νησί σε νησί και όταν φτάναν στην παραλία λέγαν ότι αυτοί ήταν οι προδότες και εξαιτίας τους χάσαμε τον πόλεμο. Τους προπηλάκιζε ο κόσμος. Κατέληξαν στον Πειραιά. Εκεί τους βάλαν σε αποθήκες σαν φυλακισμένους. Εκεί σκοτώθηκαν. Μόλις κατέρρευσε το Ιταλικό μέτωπο. Έκλαιγε ο παππούς όταν τα έλεγε. Ο στρατός το έκανε. Ο επικεφαλής. Βομβαρδίστηκαν και οι αποθήκες. Τους θεωρούσαν Βούλγαρους.
Στην κατοχή τα χρήματα έχασαν την αξία τους και για να αγοράσεις ένα αυγό έδινες για παράδειγμα 60.000 δρχ. Το δάνειο του Στράτου για το κτίσιμο του σπιτιού, πριν αυτές τις εξελίξεις, ήταν 60.000 δρχ. Στην κατοχή πήρε ένα αυγό από τις κότες του πήγε στην Τράπεζα και ζήτησε να εξοφληθεί το δάνειό του με την καταβολή του αυγού. Όταν αντέδρασε ο υπάλληλος εκείνος του είπε: “ Tόσο αξίζει για να το αγοράσεις. Αντί να κουβαλάω ένα μπαούλο χρήματα σας το δίνω και εξοφλώ” . Πράγματι έτσι και έγινε.
Χωριό Βεύη. Κλέβαν τον γάιδαρο ο ένας από τον άλλο. Κάποιος τον έβαψε τον γάιδαρο και πήγε να τον πουλήσει στο παζάρι. Προσπάθησε να τον πουλήσει σε αυτόν από τον οποίο τον έκλεψε. Έπιασε όμως βροχή και ξέβαψε. « Σε μένα βρε πήγες να πουλήσεις το γάιδαρό μου;» φώναξε ο ιδιοκτήτης και έγινε μεγάλος σαματάς.
Δυο τρεις παππούδες που βράζαν τσίπουρο βάλαν καζανιές . Φέραν τα στέμφυλα με τον γάιδαρο. Τον δέσαν στην αυλή. Όταν τελείωνε το βράσιμο βγάζαν τον κουβά με το τσίπουρο στην αυλή.. Το σχοινί με τον οποίο ήταν δεμένος ο γάιδαρος ήταν δύο τρία μέτρα και έτσι έφτασε ο γάιδαρος τον κουβά. Νόμιζε πως ήταν νερό και άρχισε να πίνει. Αυτοί μπήκαν μέσα να συνεχίσουν. Μέθυσε ο γάιδαρος και άρχισε μετά κλωτσιές, να σπάει ότι υπήρχε κοντά του, να πηγαίνει γύρω-γύρω μέχρι που έπεσε στα γόνατα και δεν μπορούσαν να τον συμμαζέψουν. Τρεις μέρες έκανε να συνέλθει.
Ήμασταν με τον Βαγγέλη και ήταν ένας παππούς που μας πείραζε. Του λέγαμε και εμείς κουβέντες. Σκεφτήκαμε να δέσουμε ένα σχοίνι να σκοντάψει. Ήταν αρκετά ψηλός και έπιασε όλον τον δρόμο. Στην αρχή βάλαμε τον σπάγγο ψηλα μετά το βάλαμε πιο χαμηλά. Τελικά βάλαμε σύρμα 20-30 εκατοστά από το έδαφος το σούρουπο. Το στερεώσαμε στο κάσωμα μιας πόρτας και σε μια αποθήκη. Μας ανακάλυψε και φάγαμε ένα χέρι ξύλο.
Κουρτουλία. –Κουτσό- Μήλα- Ρίσκα- μπίσκα Παίζαμε με κονσερβοκούτια και τα χτυπούσαμε με βέργες. Γειτονιά με γειτονιά σκοτωνόμασταν. Κάθε γειτονιά είχε την ονομασία της και κάναμε και αγώνες. Το όνομα κάποιας γειτονιάς το δίναμε από κάποιο παρατσούκλι βάζοντας την κατάληξη ρτσκα. Όπως για παράδειγμα Κανάρτσκα από το παρατσούκλι Κανάρης. Βάζαμε και όρια στη γειτονιά. Παίρναμε βέργες με ξύλο. Κάναμε τρύπα περιμετρικά και βάζαμε ξύλο στο χώμα. Ο ένας ήταν ο χαμένος. Έπρεπε να έχεις το ξύλο συνέχεια μέσα. Αυτός που περιφερόταν κρατούσε κονσερβοκούτι και ξύλο. Χτύπαγε με δύναμη το κονσερβοκούτι. Ερχόταν κοντά σου και έπρεπε να χτυπήσεις το κονσερβοκούτι του με τη βέργα σου, αλλά και να προλάβεις να βάλεις το ξύλο στην τρύπα σου, πριν προλάβει να το βάλει αυτός. Κλαδιά από δέντρα χρησιμοποιούσαμε για τα ξύλα. Βάζαμε ένα κομμάτι ξύλο και ένα από πάνω και λειτουργούσε σαν μοχλός και πετάγαμε τα κονσερβοκούτια, όποιος το πήγαινε πιο μακριά. Επικίνδυνα παιχνίδια παίζαμε. Παίζαμε και μπίλιες, κουτσό, μήλα. Σε κάθε γειτονιά φτιάχναμε καλυβάκια με ξύλα και κλαδιά και αφήναμε και σκοπό. Όταν την γκρέμιζαν οι αντίπαλοι έπεφτε ξύλο.
Ο παππούς του πήγε στη Θεσσαλονίκη σε Εβραίικο μαγαζί. Οι Εβραίοι ήταν αρχηγοί στο εμπόριο. Οι Εβραίοι δεν άφηναν ποτέ να φύγει πελάτης που έμπαινε στο μαγαζί για να ψωνίσει. Ο παππούς για να πάρει μισοτιμής το σακκάκι έκανε το εξής. Είπε στον μαγαζάτορα: « Δεν έχεις αυτό που θέλω. Θέλω σακκάκι με 42 κουμπιά. Σαράντα δύο κουμπιά σαν τον Κανάρη». Ο Εβραίος του απάντησε ότι δεν έχει αυτό που ζητούσε. Τότε ο παπούς έκανε να φύγει και ο Εβραίος του είπε: «Αποκλείεται να φύγεις χωρίς να ψωνίσεις». Και του έδωσε ένα άλλο μισοτιμής. Με τα παπούτσια για να τα πάρει μισοτιμής άρχισε να λέει πως έχει ένα αδελφάκι με κομμένο πόδι.Ο Εβραίος τον ρώτησε : «Τώρα τι θα ζητήσεις που δεν το έχω;». Αρχισε ο παππούς το κλάμμα και ζήτησε να του δώσει το ένα παπούτσι. Εδωσε 5 δρχ. Πήρε το ένα και πάει να φύγει. Έλα του λέει ο Εβραίος πάρε και το δεύτερο τσάμπα.
Παίζαμε στην αυλή. Ακούσαμε φασαρία έξω. Κοπάνισε ένα άλογο μια πιτσιρίκα. Με το που βγαίνω από την πόρτα βρέθηκα φάτσα με άλογο. Πάω να το ακουμπήσω σηκώνει τα πόδια και με πατάει στα γόνατα πάλι και πάλι.. Μου έβαλαν κρεμμύδια στα γόνατα για δύο 24ωρα. Χρησιμοποιούσαν τότε διάφορα γιατροσόφια. Έβαζαν αλογίσια κόπρανα για το κάψιμο. Κάτι είχε πάθει κάποτε ο παππούς. Δερματικά. Τον είχε ντυμένο με δέρμα προβάτου χωρίς ρούχα με διάφορα βότανα για 2-3 μήνες και έγινε καλά. Στα μωρά δίνανε τσιπουράκι, χασισάκι για να κοιμηθούν . Κάσσα το λέγανε, ήτανε από παπαρούνα. Το φτιάχνανε με αλευράκι για να κοιμηθούν να μην κλαίνε.
Πριν τα 15 στο Δημοτικό κυνηγούσαμε κοριτσάκια. Διακόσια ογδόντα πιτσιρίκια είχε το Δημοτικό πριν το 1970. Ήταν 6θέσιο. Μας έδιναν συσσίτιο. Ζητάγαμε φαγητό από τους γονείς μας και μας κυνηγούσαν . «Φάγατε θα φάτε πάλι;» Δίναμε ένα συμβολικό ποσό στο σχολείο για να φάμε και όταν δεν δίναμε μας έδερνε ο δάσκαλος. Άμα χαιρετούσαμε στα ντόπια μας έδινε 20 βεργιές στο κάθε χέρι. Όταν έβγαινε ο δάσκαλος στο δρόμο τον περιμέναμε με την σφεντόνα για να τον εκδικηθούμε, που μας έδερνε με την βέργα. Οποιαδήποτε αταξία και αν κάναμε οι καλές μαθήτριες μας κάρφωναν. Αυτές την παθαίνανε. Τις τραβούσαμε από τα μαλλιά.Οι γονείς είχανε αγροτικές δουλειές και δεν είχαν χρόνο για τα παιδιά. Και οι καλοί μαθητές μόνο όσοι είχαν χρήματα σπουδάσανε.
Όταν τσακωνόμασταν σπάγαμε τα κεφάλια μας με τις πέτρες. Πηγαίναμε στη γιαγιά και μας έβαζε κόκκινο πιπέρι. Έβλεπες κοκκινωπά κεφάλια παντού. Όλα τα κεφάλια ήταν γουλί λόγω ψείρας.
Το Καλοκαίρι οι ψαράδες κοιμόνουσαν μέσα στη βάρκα. Δεν είχαν μηχανάκι. Δύο-τρεις συνεταίροι δούλευαν μαζί. Μια βραδιά ένας πιο ξύπνιος σκέφτηκε: «τώρα που κοιμούνται θα κάνω έφοδο». Ξύπησε το γιό του και πιάσανε μια σημαδούρα και άρχισαν να μαζεύουν τα ψάρια σε μια σειρά δίχτυα. Σε μισή με μία ώρα ξυπνήσαν και οι άλλοι. Είχαν φαναράκια μαζί τους. Οι δύο βγήκαν στην ίδια σειρά κατά τύχη του αδελφό του. Γάιδαρε, κλέφτη άρχισε αυτός να φωνάζει. Τότε ο ξύπνιος φώναζε στον γιο του γιατί δεν τον ειδοποίησε για τα ξένα δίχτυα. Οι άλλοι τον ρωτούσανε γιατί δεν τους ξύπνησε. Από τότε βάζανε ξυπνητήρια να ξυπνάνε όλοι μαζί. Υπήρχε ένα ψάρι μπριάδα ή μυλωνάς. Μεγάλωνε μέχρι 2-3 κιλά. Σε μας γινόταν μισό κιλό. Το είδος δεν το έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια.
Αφού δεν είχαμε να φάμε ούτε τυρόπιττα. Όταν οι κότες γεννούσανε εκτός αυλής η νεολαία έκανε έφοδο, παίρναμε αυγά τα τρυπούσαμε και τα ρουφούσαμε. Η νεολαία ηταν αυξημένη εκείνες τις εποχές. Πιο πολύ στη βάρκα είμασταν παρά στο σχολείο. Η μάνα μου έλεγε στον πατέρα μου ( είχε τελειώσει τέσσερεις τάξεις): «Εγώ το πήρα το αποδεικτικό με 7». Ο πατέρας μου είχε βγάλει δύο τάξεις μόνον αλλά τα γνώριζε τα γράμματα σαν καθηγητής.
Μετά του Σταυρού γύρναγε ο παππάς με το σταυρό στα σπίτια.. Στον καρνάβαλο ήταν 20-30 ομάδες με διάφορες παραστάσεις. Οι μεγάλοι ντυμένοι μωρά με το σκούφο κρατούσαν μπιμπερό με τσίπουρο ή κρασί και δήθεν κλαίγανε γιατί δεν είχανε γάλα. Για να μην κλαίνε τους γεμίζανε τα μπουκάλια με τσίπουρο. Μέχρι το βράδυ γινόντουσαν ντίρλα. Στο τέλος καίγανε τον βασιλιά Καρνάβαλο για να γεννηθεί ο καινούργιος.
Οι ψαράδες πιο πολύ στην βάρκα ήτανε παρά στο σπίτι. Όταν αργούσαμε να βγούμε οι μανάδες βγαίνανε με το φανάρι στην παραλία και μας περιμένανε. Είχανε αγωνία. Ειδικά όταν έπιανε φουρτούνα αργούσαμε να βγούμε. Το 1960 ο Λαζαρίδης έπιασε έναν γουλιανό 150 οκάδες . Η λίμνη ήταν μέχρι τη Βεγόρα. Το έφερε και το χαζέψαμε όλοι. Εγώ στον Περαία έπιασα έναν γουλιανό 50 κιλά. Βγήκε το μηνιάτικο. Είχε πολύ χαβιάρι. Οκτώ κιλά και 8 κιλά κεφάλι. Ο έμπορος μας άφησε το κεφάλι και το χαβιάρι και αγόρασε το υπόλοιπο. Φτιάξαμε σούπα, τηγανιά.
Απλώναμε τα δίχτυα σε πασσάλους δίμετρους, 10 μέτρα το ένα από το άλλο. Κάποιος αγρότης έφερε ένα μοσχάρι να το καθαρίσει στη λίμνη. Αυτό αμολήθηκε προς τη λίμνη και πήγε απευθείας στα δίχτυα. Φωνές από τον μπάρμπα-Νικόλα. Δίχτυ κα μοσχάρι μπλέχτηκαν. Το βγάλανε με δυσκολία.
Όταν ευνοούσε ο καιρός μέναμε πολλές μέρες εκτός σπιτιού. Όταν επιανε μεγάλη φουρτούνα τα δίχτυα γέμιζαν μύδια και χόρτα. Ο μπάρμπα-Νικόλας ρώταγε: « Τι πάθατε;». Χαμογελούσε. «Εγώ σε 10 επτά τα καθαρίζω». Τα αράδιαζε στις πέτρες και άρχιζε να χροπηδάει. Έκανε γρήγορα αλλά το μισό δίχτυ χάλαγε. Τα μύδια είναι κοφτερά. Καραβίδες χορτάρια τα έκανε θρύψαλα. Με γυμνά πόδια. «Θα φτιάξουμε άλλα» έλεγε.
Δύο ψαράδες πήγανε νύχτα για ψάρεμα. Κοιμηθηκανε. Ανάψανε φαναράκι. Κάποια στιγμή σκουντάει ο ένας τον άλλο να σηκωθεί. «. Ξαδελφε γρήγορα» . Εκείνος δεν σηκωνόταν με τίποτα. Μια βδέλλα είχε κολλήσει στο σβέρκο του. Έπεσε σε αναισθησία ο ψαράς για 1-2 ώρες. Όταν ξαπλώνεις να προσέχεις. Τις βδέλλες τις χρησιμοποιούν για δόλωμα. Βρίσκονται άκρη-άκρη στα χαλίκια από κάτω. Στις καλαμιές.
Ο μπαρμπα- Στεφης ήταν καλος κατασκευαστής βάρκας, αλλά δεν έκανε χωρίς τσιγάρο. Μια μέρα πήγε να βγάλει ένα κοφίνι με ψάρια από τη λίμνη για να το παραδώσει. Ζαλίστηκε και φούνταρε στο νερό. Βγήκε μούσκεμα αλλά είχανε βραχεί και τα τσιγάρα του. Ήλθε κοντά στους άλλους βρεγμένος, παγωμένος και αντί να αλλάξει ρούχα το πρώτο που είπε ήταν: «Αμάν ρε παιδιά κανα τσιγάρο να καπνίσω».
Στον εμφύλιο έναν μπάρμπα τον είχανε μεταφορέα. Ένας υπεύθυνος του χωριού-Ηταν Καπετάνιος στο Βέρμιο- του άφησε λεφτά να πάρει ρουχισμό για τους αντάρτες. Εκείνος ότι είχε για πέταμα το πήγε στους αντάρτες. Οταν άνοιξαν και είδαν τα παλιά στείλανε διμοιρία να τον εκτελέσει. Εκείνος έκανε τον πολύ άρρωστο για ένα μήνα και δεν έβγαινε από το σπίτι. Έτσι γλύτωσε.
Ήλθε ο συγχωριανός από την Αυστραλία –έλειπε κοντά 40 χρόνια- και πήγε στην πλατεία όπου κάθονταν οι γέροντες. Άρχισε με ύφος να λέει: πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πράγματα στο χωριό. Τώρα έχετε πλατεία, πάρκο δέντρα... όταν έφυγα εγώ υπήρχαν μόνο γαιδούρια, άλογα, κάρα. Και τότε του απαντά ο γέροντας: Ναι είχαμε γαιδούρια αλλά τα στείλαμε στην Αυστραλία.
Η στάθμη της λίμνης κατά καιρούς είτε ανεβαίνει είτε κατεβαίνει κάθε 50 με 60 χρόνια.. Οι παλιοί πίστευαν πως κάθε φορά που η στάθμη ανεβαίνει τότε συμβαίνουν εμπόλεμες καταστάσεις
Δυό παππούδες φίλοι (Φλωρινιώτες) έμπλεξαν στο καφενείο και κατέβασαν καμιά 30 τσίπουρα ο καθένας. Κάποια στιγμή σηκώθηκαν να φύγουν. Στη διασταύρωση της Μελίτης η αστυνομία σταμάτησε τον ένα από τους δύο για να του κάνει αλκοτέστ. Ήταν το 1990 όταν πρωτοάρχισε να εφαρμόζεται το μέτρο. Κατέβηκε ο παππούς τρικλίζοντας από το αυτοκίνητο και απευθύνθηκε στους αστυνομικούς λέγοντας: «Δεν έχω ούτε χαρτιά ούτε δίπλωμα τα έχω σπίτι. Μη με καθυστερείτε γιατί έχω δουλειά με τα ζώα». « Κατέβα παππού να δούμε πόσο έχεις πιεί» του απάντησαν. «Σιγά μη με καταλάβετε» τους απάντησε. Δεν ήξερε τι ακριβώς θα ακολουθούσε. Τον έβαλαν και φύσσηξε τη φούσκα και εκείνη χτύπησε κόκκινο. « Παππού έχεις πιεί πολύ» του λένε. «Ποιός εγώ; Εγώ πλήρωσα και ήπια μόνο ένα τσιπουράκι. Τα υπόλοιπα ήταν κερασμένα».
Όταν οι γέροντες αργούσαν να γυρίσουν στο σπίτι από το καφενείο οι γυναίκες τους γέμιζαν τα γκιούμια με καυτό νερό και τους περίμεναν. Ο γέρος μου μαζί με έναν φίλο του τρώγοντας τέσσερεις ελιές κατέβασαν μια νταμιτζάνα τσίπουρο καθισμένοι στο καφενείο. Τελειώνοντας ξεκίνησαν να πάνε στο σπίτι του φίλου πρώτα. Όταν έφτασαν ο γέρος μου άνοιξε την πόρτα, που είχε κάτι μεντεσέδες τεράστιους και τρίζανε πολύ , έσπρωξε στα γρήγορα το φίλο του μέσα και όπου φύγει-φύγει. Ο φίλος του με το που μπήκε έφαγε όλο το καυτό νερό πάνω του και άρχισε να φωνάζει: «Κακούργα με έφαγες». Βλέπεις οι γυναίκες πετούσαν όλο το νερό και όχι σταγόνα-σταγόνα. Την άλλη μέρα παραπονέθηκε στον γέρο μου και κείνος του απάντησε: «Οχι θα καθόμουν να φάω το γκιούμι για σένα.»
Ερχόντουσαν οι οργανοπαίχτες στο χωριό σε γιορτή. Κρατούσαν μια γκάιντα και ένα τουμπερλέκι. Οι γέροι τρελαινόντουσαν. Όση ώρα έπαιζαν οι θαμώνες τους έδιναν δεκαρίτσες. Ο παππούς κρατούσε τρεις δεκάρες στο χέρι του και όλη την ώρα έκανε πως πήγαινε να τα ρίξει στους οργανοπαίχτες. Αυτός που είχε την γκάιντα,μόλις ο παππούς άπλωνε το χέρι του φυσσούσε όλο και πιο δυνατά. Ο παππούς έπαναλάμβανε την κίνηση για να τον έχει σε εγρήγορση. Ώσπου στο τέλος έριχνε τις δεκάρες. Οι οργανοπαίχτες τότε έλεγαν: «ένα διάλειμμα να κάνουμε κι εμείς να πιούμε κανένα ποτήρι». Το έκαναν για να μπορέσουν να μαζέψουν τα ψιλά.
Εκείνα τα χρόνια που λεφτά για τυρόπιτα. Η γιαγιάδες βγάζαν το μαντήλι από τη τσέπη και μετά το φαγητό μάζευε τα υπολείμματα από τα ψωμιά τα ανακάτευε με μυτζήθρα τα έκανε μικρές μπαλίτσες και μας τα έδινε να τα φάμε.
Γεννήθηκα το 1929. Οι γονείς μου ήταν γέροι όταν γεννήθηκα. Η μάνα μου ήταν 43. Είχα δύο αδελφές: η μία ήταν 20 η άλλη 15. Ο μπαμπάς μου ήταν στη Ρουμανία. Έφυγε το ‘22 και γύρισε το ‘28. Τον είχαν πάρει οι Βούλγαροι..
Το 1940 ήλθαν οι Γερμανοί. Μετά ο καιρός ήταν άσχημος. Οι νέοι πήγαιναν στα Μπίτολα για δουλειά για να τρώμε. Οταν ήλθαν οι Γερμανοί από το χωριό φύγανε και πήγανε στο Μοναστήρ για δουλειά. Είχαμε μεγάλη φτώχια. Στη Βεγόρα είχαν χωράφια και καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι. Εδώ δεν υπήρχαν τέτοια μόνο ψάρια από τη λίμνη. Όταν θερίζανε στη Βεγόρα πηγαίνανε οι γέροι μας και μαζεύανε ότι είχε μείνει στη γη και το φέρνανε στο σπίτι. Οι γυναίκες με αυτό φτιάχνανε μπουγάτσα. Όταν το αλεύρι ήταν μόνος 5-6 κιλά τότε φτιάχνανε την μπουγάτσα, όταν ήταν περισσότερο -10- 15 κιλά- τότε φτιάχνανε 5-6 καρβέλια ψωμί. Εγώ πήγα και έμεινα για 2 χρόνια στην Άρνισσα στον θείο μου. Πήγα 11 χρόνων και γύρισα 13. Γύρισα με τον θείο μου στο σπίτι μαζί με ένα άλογο και μια φοράδα. Ο θείος μου είχε φορτώσει τα ζώα με τσουβάλια γεμάτα σιτάρι, καλαμπόκι και κριθάρι. Μόλις κατάλαβαν οι συγχωριανοί ότι είχαμε αρκετές προμήθειες, παρακαλούσαν τη μάνα μου και τον πατέρα μου να τους δώσει λίγο αλεύρι, να κάνουν μπουγάτσα, γιατί πεινούσαν τα παιδιά τους. «Αμάν μωρέ δώστε να κάνουμε μπουγάτσα. Εφέντιμ τα παιδιά πεθαίνουν».
Από το Μοναστήρι ήλθε κόσμος. Η αδελφή μου δούλευε εκεί αλλά δεν θέλησε να γυρίσει πίσω. Αρρώστησε και πέθανε. Αν γύρναγε ίσως να ζούσε. Το ‘46-‘47 οι αντάρτες παίρνανε τα παιδιά. Τον άντρα μου τον πήρανε στο βουνό, αλλά κατάφερε και έφυγε. Μετά την λήξη όταν παραδινόντουσαν οι χαμένοι υπήρχαν κάποιοι φαντάροι που ήταν καλοί και δεν τους πείραζαν. Υπήρχαν όμως άλλοι που τους σκοτώνανε. Αλλους τους φυλακίζανε, άλλους τους στέλνανε εξορία. Άσχημα χρόνια.
Το ‘47 είχανε φύγει όλοι οι άντρες και είχανε μείνει μόνο γυναίκες. Εγώ, όχι να το παινευτώ, ήμουνα 17 χρόνων τότε, φόρτωνα ένα γαιδουράκι με δύο κάσσες ντομάτες και πήγαινα στην Κέλλη 5-6 χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια και τις πουλούσα. Δεν έπαιρνα λεφτά αλλά τις αντάλλασσα με τυρί, γάλα, σιτάρι, καλαμπόκι, κριθάρι και με ότι δεν είχαμε. Μετά από κανά δυό τρεις μέρες μάζευα πάλι ντομάτες και ξανά η ίδια διαδρομή. Ήμουν ανύπαντρη. Στο σπίτι είχαμε ένα αμπάρι μεγάλο. Το είχα γεμίσει με όλα τα σιτηρά. Όταν ήλθε ο αδελφός μου από τη Θεσσαλονίκη έμεινε έκπληκτος μόλις το αντίκρυσε. «Ποιός έμασε αυτά;» ρώτησε τη μάνα μου. Η Κατίνκα του απάντησε.
Μια δόση εγώ και η αδελφή μου πήγαμε με τα γαιδουράκια να πουλήσουμε σταφύλια. Αλλά υπήρχαν πολλοί που πουλούσαν σταφύλια και δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε. Ενας μπακάλης τότε μας είπε να φύγουμε από την Κέλλη και να πάμε στον κάμπο, όπου υπήρχε ένα χωριουδάκι το Νεόκαστρο, όπου είχαν πολλούς μπαξέδες, αλλά δεν είχαν καθόλου σταφύλια. Πήγαμε και πραγματικά εγώ και η αδελφή μου πουλήσαμε αμέσως τα σταφύλια. Τα ανταλλάξαμε με πατάτες, φασόλια... Παιρνόντας από Κέλλη βρήκαμε την ξαδέλφη μας, που δεν μπορούσε να πουλήσει τα σταφύλια της. Εγώ ήμουν έξυπνη. Της είπα να πάει στο Νεόκαστρο και να ανταλλάξει τα σταφύλια με πιπεριές. Επειδή χρειαζόταν χρήματα της είπα να περάσει στη συνέχεια από τον μπακάλη, ο οποίος αγόραζε πιπεριές και να του τις πουλήσει. Έτσι και έγινε και εκείνη ήταν πολύ ευχαριστημένη.
Το ‘ 52 αρραβωνιάστηκα το ‘ 54 παντρεύτηκα. Έμεινα μαζί με τα πεθερικά μου. Ο αδελφός μου φρόντισε τους γονείς μας. Είχαμε φτώχια. Με τον άντρα μου είχαμε αλέτρι με άλογο. Εκείνος δούλευε το αλέτρι, εγώ την τσάπα. Οργώναμε τα δικά μας χωράφια, αλλά και αλλονών. Ο άντρας μου δούλευε και σαν εργάτης στον ΟΣΕ. Σπάγανε μεγάλες πέτρες σε χαλίκια, τα φορτώνανε σε βαγόνια και τα δίνανε στον ΟΣΕ. Είχαμε ένα τζάκι στο σπίτι μέσα για μαγειριό (φασολάδα) και έξω είχαμε μια κουζίνα με μια σόμπα όπου και μαγειρεύαμε επίσης. Δεν είχαμε ηλεκτρικό. Είχαμε λάμπες. Δεν γυρνάγαμε αργά έξω. Πλέκαμε, κεντούσαμε το πρωί με το φως της μέρας και το βράδυ με την λάμπα. Το νερό της λίμνης το πίναμε. Από τη μια πλέναμε κουβέρτες από την άλλη πίναμε. Μας πήγαιναν με τις βάρκες πιο μέσα και πέρναμε πιο καθαρό νερό.
Ο θείος μου από την Άρνισσα μας έφερνε ένα γουρουνάκι για τα Χριστούγεννα και εμείς του δίναμε έναν τενεκέ πετιμέζι. Όταν σφάζαμε το γουρούνι το κρέας και τα κόκκαλα το φυλάγαμε χωριστά από το λίπος. Φτιάχναμε λουκάνικα και τα φυλάγαμε σε μια κάσσα από ξύλο. Φτιάχναμε και κατσομάκι από καλαμπόκι. Τρώγαμε σε σοφρά. Δεν είχαμε τραπέζι όπως τώρα. Τα χρόνια ήταν καλύτερα μετά το 1970.
Το ΄70-΄75 δυό αδέλφια ο Χρυσόστομος και ο Γιώργος, περίπου 60 χρόνων, είχανε ένα κουτουκάκι. Μια μέρα κάποιοι τουρίστες αφού είχανε κάνει μπάνιο στη λίμνη ήλθαν στο κουτούκι για να φάνε. Ο ένας από αυτούς ζήτησε να πάει στην τουαλέτα. Ο Χρυσόστομος δεν κατάλαβε τι του ζητήσανε και πήγε τρέχοντας στον Γιώργο να του το πει. Εκείνος σκέφτηκε για λίγη ώρα και του απάντησε: «Τουαλέτα θέλουν; Πες τους ότι μας τελείωσε».
Ο Τσιτσάνγκας μόνο νυχτερινό σχολείο πήγε. Πήγε μια μέρα στην Κοινότητα για να κάνει μιά αίτηση. Ο υπάλληλος του είπε να πάει να φέρει μια κόλλα αναφοράς για να συντάξουν την αίτηση. Εκείνος ήξερε πως ΄΄κόλα΄΄ στα ντόπια σημαίναι κάρο. Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και πήγε στο σπίτι και κουβάλησε ένα κάρο έξω από την κοινότητα. Μπήκε μέσα κι ο υπάλληλος του είπε: «Μιά ώρα λείπεις, πού είναι η κόλλα;» «Εξω την έχω» του απάντησε. «Τότε φέρτη μέσα» του είπε ο υπάλληλος. «Μα δεν χωράει να μπει μέσα» απάντησε ο Τσιτσάνγκας.
Μέχρι το ’67, ’68 δεν υπήρχε νερό στο χωριό. Οι γυναίκες είχανε φτιάξει μια πάνινη κουλούρα στο κεφάλι και έβαζαν επάνω έναν τενεκέ 20-25 κιλά , κρατούσαν και δύο στα χέρια. Κουβέρτες κιλίμια τα έπλεναν στο ποτάμι. Το νερό της λίμνης το πίναμε. Κρύσταλλο ήταν. Ποτέ δεν είχαμε αρρωστήσει. Στο σπίτι το βράζανε για να αποφεύγουμε τις ασθένειες.
Στα ντόπια ιμα όγα σημαίνει μεγάλη φωτιά (πυρετός). Ο Τάσος ο Τζάνος δεν ήξερε την ελληνική λέξη και επειδή δεν επιτρεπόταν να χρησιμοποιούνται τα ντόπια, όταν χρειάστηκε να πει για κάποιον συνάδελφό του εργάτη ότι έχει πυρετό απαντούσε σε αυτούς που τον ρωτούσανε: « Άσε δεν θα έλθει έχει μεγάλη φωτιά». «Τί έγινε πήρε φωτιά το σπίτι;» τον ρωτούσανε. «Όχι, ο ίδιος έχει μεγάλη φωτιά» απαντούσε.
Το χωριό μας το λέγανε Πάτελε. Από εδώ ήταν ο δρόμος που περνούσανε με τα καραβάνια από άλλες περιοχές , Φλώρινα, Καστοριά, Μοναστήρι. και πηγαίνανε Θεσσαλονίκη. Πάτελε σημαίνει δόμος. Βενετία λεγόταν αυτός ο δρόμος. Αυτό ινόταν πριν 200 χρόνια. Για ξύλα πηγαίναμε με τα γαιδουράκια. Για τις σόμπες. Δεν είχαμε πετρέλαιο. Με τα γαιδουράκια, με τα κάρα, γυρνούσαμε τα χωριά και πουλούσαμε διάφορα. Τα ψάρια τα πέρνανε οι έμπροι. Φτάνανε μέχρι Θεσσαλονίκη.
Επί Τουρκοκρατίας στην πλατεία γινότανε παζάρι. Ερχόντουσαν από διάφορα χωιά. Εδώ οι Τούρκοι είχανε ένα κτίριο όπου μαζεύανε το χαράτσι. Στ υπόγειο είχανε ένα μεγάλο κελάρι. Οταν ήτανε να φύγουνε βάλανε εκρηκτικά και το κτίριο εξεράγη. Το κρασί ήταν τόσο πολύ που κύλισε και έφτασε μέχρι τη λίμνη. Εδώ οι Τούρκοι κάνανε μεγάλη ζημιά. Γινότανε ένας γάμος; Έπρεπε η γυναίκα να κοιμηθεί πρώτα με τον Τούρκο και μετά να παντρευτεί.
Νέοι παίζαμε με τις σφεντόνες. Το χειμώνα κουβαλούσαμε όλοι οι μαθητές από ένα ξύλο και το πηγαίναμε στο σχολείο για να ανάψουμε τη σόμπα. Σε πλάκα γράφαμε τα γράμματα η Πρώτη και η Δευτέρα. Μετά παίρναμε τετράδια. Δεν είχαμε βιβλία. Γράφαμε μόνο στα τετράδια. Οι σάκκες του σχολείου ήταν ντορβάδες. Πάνινες. Η κυρά-Κατίνα είχε σανίδα για να μας δέρνει επειδή δεν ξέραμε να διαβάσουμε. Εμείς της παίρναμε τη σανίδα. Οι γονείς δεν ξέρανε γράμματα. Οι γυναίκες πηγαίνανε και στο αμπέλι. Δύο τρεις ώρες πριν βγει ο ήλιος και πριν πάνε στα ζώα πηγαίνανε στη λίμνη να φέρουν νερό. Εδώ καλά περνούσαν σε άλλα χωριά μόνον αυτές δουλεύανε. Πάνω από τη λίμνη φτιάχναμε τους μπαχτσέδες. Η στάθμη της λίμνης έφτανε πολύ πιο πάνω.
Το μεροκάματο του εργάτη ήτανε 12 δραχμές. Το λάδι έκανε 17-18 δραχμές το κιλό. Με το λίπος γινότανε νόστιμο το φαγητό. Τηγανίζαμε το χοιρινό και μοσχομύριζε ο τόπος. Φτιάχναμε τσιγαρίδες. Κάθε σπίτι είχε μία αγελάδα. Κρέας τρώγαμε κάθε Κυριακή. Τρώγαμε όσπρια, τραχανά, φτιάχναμε πολλές πίτες με μυζήθρα, ρεβύθια, πετιμέζι, κατσαμάκια από καλαμποκάλευρο. Φτιάχναμε ψωμί από βρίζα.
Ανάμεσα στα καλαμπόκια φυτεύαμε χασίς. Στης Φλωρίνης τα χωριά το πουλάγανε για σχοινί. Φτιάχνανε μπουγάτσα και βάζανε και χασίς μέσα. Μεγάλα παιδιά το βρίσκαμε στα χωράφια και το τρώγαμε. Τρώγαμε τους σπόρους σαν πασατέμπο. Οι σπόροι ήταν μικροί σαν φακή. Δεν το ξέραμε ότι από αυτό γινόταν το χασίς. Την καρδιά την δίναμε και την κάναμε σχοινιά. Δακκιά κάνανε από αυτό το φυτό. Είχαμε απ΄ όλα τα επαγγέλματα. Γιατρούς και φαρμακεία είχε το Αμύνταιο.
Συγκέντρωσαν οι Γερμανοί όλους τους άντρες στο σχολείο για να κάνουν έρευνα στα σπίτια για όπλα. Εμείς είχαμε δύο όπλα στο σπίτι. Αν τα έβρισκαν θα τους σκότωναν όλους. Ο αδελφός μου ήταν 6 χρόνων εγώ 8. Παίρνει η μάνα μου δυό δεμάτια, τα χώνει ανάμεσα και τα δένει πάνω στο γαιδουράκι. Στέλνει εμένα και τον αδελφό μου με το γαιδουράκι στον κάμπο. Στη γέφυρα υπήρχαν δύο Γερμανοί. Μόλις μας βλέπουν με το γαιδουράκι βάζουν τα γέλια. Μας αφήσαν να περάσουμε. Πήγαμε στην Μπόδα Ντούκα. Εκεί είχαμε ένα αμπέλι τα κρύψαμε και βάλαμε σημάδια να τα θυμόμαστε. Μαζέψαμε χόρτα και γυρίσαμε το βράδυ στο σπίτι. Το χωριό Πυργί το κάψανε και σκοτώσανε όλον τον κόσμο. Από 8 χρόνων παιδάκια μέχρι και ηλικιωμένους 80 χρόνων.
Μετά τον εμφύλιο ο Μεταξάς έβγαλε νόμο να καταργηθούν τα ντόπια.. Οι γριές που να μάθουνε τα Ελληνικά. Όποιος μίλαγε ντόπια έπινε ένα ποτήρι ρετσινόλαδο και έτρωγε μια ρέγγα. Μετά γίνεσαι τέζα. Μίλαγε ο Αναστάσης τα ντόπια και του λέει ο ΜπάρμπαΑποστόλης μίλα πιο σιγανά. Ο χωροφύλακας τον άκουσε. « Αναστάση τι γλώσσα είναι αυτή;”. Βρε Κύριε Μήτσι δεν ξέρει ο γέρος Ελληνικά. Όχι να του μιλάς Ελληνικά. Του δώσανε ρετσινόλαδο και ρέγγα και καταλαβαίνεις τι έγινε..
.----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------..
.
.
.
.
.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------