Η ΠΕΤΡΑ ΜΕ ΤΟ ΚΡΥΜΜΕΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟ
Ελένη Κεσίσογλου
Οργανώνονταν, έτσι, σε συνεκτικές ομάδες με συγγενικό τις περισσότερες φορές βάθρο, (μπουλούκια, συνάφια, τσούρμο, ή νταϊφάδες) και με μια, συγχρόνως εξειδικευμένη βάση (χτίστες, ξυλουργοί, σιδεράδες, νταμαρτζήδες, κλπ) και ταξίδευαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και μετά έφταναν ως τα Βαλκάνια, την Περσία, την Ινδία και ως την Αφρική, ακόμη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. "Όλη τους η τέχνη ήταν μία λέξη: αργά. Όσο πιο αργά δούλευαν, τόσο πιο καλοί μάστοροι ήταν. Τραγουδούσαν και σφύριζαν στο πελέκημα για να ξεχνιούνται και να μη βιάζονται. Γλεντούσαν την αργάδα τους. Θυμάμαι τον πατέρα μου που 'λεγε: ``μια ζουρλοτσουκανιά, μια μέρα δουλειά``, μια άσχημη καλεμιά ήθελε παραπάνω ώρες δουλειά", διηγείται ο μάστορας Δήμος Φλίνδρης. Τα μπουλούκια των μαστόρων - οι συντεχνίες - στηρίζονταν λειτουργικά στο εθιμικό δίκαιο, σε άγραφους, αυστηρούς κανόνες και σε μια απαράβατη ιεραρχία: μαθητούδια, τσιράκια, καλφάδες, αρχικαλφάδες, μάστοροι. Στην κορυφή επικεφαλής του μπουλουκιού βρισκόταν ο πρωτομάστορας (αρχιμάστορας) ο οποίος έπρεπε να συγκεντρώνει συγκεκριμένες ικανότητες και δεξιότητες. Η αναχώρηση των μπουλουκιών γινόταν συνήθως την άνοιξη και η επιστροφή το φθινόπωρο. Την Τρίτη δεν ξεκινούσε κανένας γιατί το είχαν για γρουσουζιά. Ο τόπος του αποχωρισμού όπου γινόταν το ξεπροβόδισμα θύμιζε ατμόσφαιρα αρχαίας τραγωδίας. "Ντέρτι" και "μαντήλα" λεγόταν το σημείο του μισεμού. Γυναίκες που μοιρολογούσαν, άντρες που δάκρυζαν στη γωνία, μανάδες και πατεράδες - γέροι - με βαριά καρδιά, σχολιαρόπαιδα, συγγενείς και χωριανοί και ο παπάς που ευλογούσε το τελευταίο κολατσιό των ξενιτεμένων και το πολύμηνο ταξίδι, προσδοκούσαν όλοι και προσεύχονταν γοργά να περάσει ο καιρός, να γυρίσουν οι άντρες καλά και "καζαντισμένοι" (ματσωμένοι). Μαντήλια που ανέμιζαν και έπειτα οι γυναίκες γύριζαν στο σπίτι τοποθετώντας πάνω στις εξώπορτες μικρά κλαριά από κρανιές και κέρδους και σταυροκοπούμενες με ευχές για τους ταξιδεμένους.
http://www.agon.gr/news/121/ARTICLE/2963/2009-09-16.html
Την κοίταζε για αρκετή ώρα . Τόσα χρόνια αναζήτησης, αδημονίας, ελπίδας, απογοήτευσης. Την κρατούσε στα χέρια του αυτήν τη σκληρή και ατίθαση, έτοιμη να αντιπαραβληθεί μαζί του σε μια πάλη επιβολής, αντίθεσης, συνομιλίας , ισορροπίας , αρμονίας.
Σε αυτό το ορεινό χωριό το κυκλωμένο από δάσος το γεμάτο μυρωδιές λουλουδιών, τιτιβίσματα πουλιών, βρυχηθμούς λύκων, καταφύγιο αρκούδων... σε αυτό το χωριό ήταν καλά κρυμμένη η πέτρα, που έκρυβε το μεγάλο μυστικό
Μικρό παιδί ακόμη σηκωνόταν τις νύχτες κι έπαιρνε τα εργαλεία του πατέρα του -Αρχιμάστορα τεχνίτη της πέτρα- για να παίξει μαζί τους όταν άλλα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν παιχνίδια ανάλογα.
Στο μυαλό του την ώρα που κρατούσε το αλφάδι, το μυστρί, το σαούλι, το καλέμι, το βελόνι γεννιόταν η εικόνα εκείνης της σκληρής άκαμπτης φιγούρας, που για χρόνια μετά την αναζητούσε. Πάλευε μες το σκοτάδι μαζί της στο κόσμο της φαντασίας, για να μπορέσει να ξεκλειδώσει το μυστικό της.
Η σκλαβιά θολώνει τη σκέψη, το συναίσθημα, τη φαντασία, την ελπίδα. Έτσι ήταν τα πράγματα τον καιρό της νιότης. ‘Οταν αποφάσισε να αντιδράσει, διωγμένος έφυγε από τον τόπο του, για να αναζητήσει άλλη γη για να στεριώσει.
Διάβηκε ποτάμια και βουνά, λίμνες και θάλασσες , κουβαλώντας πάντα τα εργαλεία του. Κάποτε έφτασε σε τούτον τον άγονο τόπο, τον κυκλωμένο από το δάσος . Κάθισε να ξαποστάσει κάτω από ένα δέντρο, δίπλα σε μια πηγή, που ανάβλυζε κρύο νερό και άρχισε να οραματίζεται το μέλλον. Τότε σαν κάτι να του ψιθύρισε, πως εδώ ήταν κρυμμένο αυτό που αναζητούσε.
Τα έμπειρα χέρια του ξερίζωσαν τις πέτρες και έφτιαξε, βάζοντας όλη την τέχνη και το μεράκι, το σπίτι που θα του πρόσφερε προστασία από τους καιρούς και τα άγρια ζώα του δάσους.
Και στέριωσε για τα καλά σε τούτο το μέρος .
Έναν τόπο τον αγαπάμε όταν καταφέρουμε να τον γνωρίσουμε μέσα από μια διαρκή προσπάθεια εξερεύνησης των δυνατοτήτων που μας παρέχει, για την καλύτερη διαβίωσή μας. Ανήσυχο μυαλό, καθώς ήταν, επιδόθηκε σε μια διαρκή προσπάθεια ΄΄ανάγνωσης ‘’ του φυσικού περιβάλλοντος, γνωρίζοντας την πλήρη εξάρτηση για επιβίωσή του από αυτό.
Είχε όμως πάντα έναν κανόνα: το σεβασμό προς αυτό και την οικονομική διαχείριση των φυσικών πόρων , για να μπορεί να υπάρχει στο μέλλον.
Στο περιβάλλον αυτού του τόπου βρίσκονταν όλα τα είδη του ηπειρώτικου κλίματος. Δάση οξιάς, βελανιδιάς, μαύρης πεύκης, γκι σε δενδρώδη μορφή, ρίγανη, σαλέπι, μελισσοβότανο, πολλα είδη βοτάνων και αγριολούλουδων. Λύκοι, ασβοί, αλεπούδες, αρκούδες, ζαρκάδια, ελάφια ζουσαν ελεύθερα σε αυτή την παρθένα φύση.
Έτσι ελεύθερος ένιωθε και εκείνος.
Η μυρωδιά της πέτρας πάντα τον μάγευε. Έλεγε πάντα, πως αυτή η μυρωδιά τον καθοδηγούσε κάθε φορά , που σμίλευε μια πέτρα. Ήταν κάτι σαν δαχτυλικό αποτύπωμα , σαν οδηγός για το πως έπρεπε να της φερθεί.
Γι΄ αυτό η κάθε πέτρινη κατασκευή λες και είχε τη δική της ταυτότητα. Έναν διαφορετικό κώδικα επικοινωνίας με όσους την θωρούσαν
Σε τούτο το μέρος οι πέτρες μύριζαν μπαρούτι και αίμα. Έκρυβαν μέσα τους πόνο, πίκρα. αποχωρισμό, αλλά και λεβεντιά. Θαρρούσε πως του εξιστορούσαν ιστορίες , βγαλμένες από χρόνους σκοτεινούς χρόνους από το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Δεν ήξερε να το εξηγήσει. Η πίστη του στα θεία τον οδήγησε σε εκείνο το ξέφωτο να χτίσει το εκκλησάκι του Αγίου Πανελεήμονα , προστάτη των χτιστάδων.
Και άμα τελείωσε έκαμνε το σταυρό του και προσευχήθηκε για τα μελλούμενα.
Το γάργαρο νερό της πηγής τον ξεδιψούσε, όταν αποκαμωμένος , μετά από μια κουραστική μέρα, καθόταν δίπλα της να ξαποστάσει. Σιγοτραγουδούσε μαζί της, στο ρυθμό που η ροή του νερού δημιουργούσε, σαν τραγούδι βγαλμένο από στόμα νεράιδας του δάσους.
Μια μέρα αποφάσισε και την έντυσε με πέτρα, δημιουργώντας ξεχωριστή κρήνη με τέσσερις χάλκινους κρουνούς και δυο όμορφες τοξωτές πύλες. Πιό δίπλα την εικόνα συμπλήρωσε ένα πέτρινο συντριβάνι.
Κάθε σημείο του τόπου του γεννούσε την επιθυμία της συνεχούς δημιουργίας. Κάθε πέτρα γινόταν το κύτταρο μιάς πέτρινης ύπαρξης που συνομιλούσε αρμονικά με το περιβάλλον. Έτσι χτίστηκε ένα ολόκληρο χωριό που η φήμη του σιγά-σιγά εξαπλώθηκε και κατατρεγμένοι από διάφορες περιοχές άρχισαν να προσφεύγουν για να μπορέσουν να ζήσουν χωρίς φόβο.
Τα πέτρινα σπίτια γέμισαν φωνούλες παιδιών, που ξεχύνονταν τ΄απογεύματα στα πλακόστρωτα σοκκάκια για να παίξουν: κρυφτό, γουρούνα, τζαμί…
Οι μεγάλοι έφεραν μαζί τους ήθη και έθιμα, που θέλησαν να αναστήσουν στον καινούργιο τόπο. Επιλεγμένα σημείο του χωριού χρησίμευαν στην αναγέννηση του εθίμου.
Πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι στην πλατεία του χωριού. Η ‘’Μπουμπούνα’’ πυρά το βράδυ της Τυρινής στο ελεύθερο χώρο δίπλα στον Άγιο Μηνά. Τα Κούλουμα με την παραδοσιακή φασολάδα της Καθαρής Δευτέρας στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Θερινές εκδηλώσεις την εβδομάδα του Προφήτη Ηλί α στην πλατεία κι στο λόφο του Προφήτη Ηλία. Η γιορτή της πίτας το Σάββατο της εβδομάδας του Αγίου Δημητρίου.
Από το πιο ψηλό σημείο του χωριού καθημερινά ‘’οσμιζόταν’’ την ανατολή του ήλιου και καθώς οι πρώτες αχτίδες έγλυφαν τους πέτρινους τοίχους , ανάγλυφες μορφές σχηματίζονταν με στραμμένο θαρρείς το βλέμμα στον αρχιμάστορα. Σαν κάτι να’ θελαν να του πουν. Εκείνες τις ώρες αναρωτιόταν αν προσπαθούσαν να του αποκαλύψουν την πέτρα με τα κρυμμένα μυστικά.
Παρατηρούσε αυτές τις μορφές για πολύ καιρό προσπαθώντας να εκπληρώσει το παιδικό του όνειρο.
Ένα από αυτά τα πρωινά ο μικρός καλλιτέχνης του χωριού τον πλησίασε κρατώντας μια πέτρα στα χέρια. << Τί κοιτάς αρχιμάστορα>> τον ρώτησε. << Προσπαθώ να ανακαλύψω πού βρίσκεται η πέτρα με το κρυμμένο μυστικό>>.
<<Κοίτα αυτήν που κρατώ>> , του είπε ο μικρός, << μπορεί να είναι αυτή που ζητάς>> . <<Κοίτα και όλες αυτές που μια-μια τις μεταμόρφωσες σε αυτήν την πέτρινη ομορφιά, που απλώνεται σε όλο το χωριό. Η κάθε μία κρύβει αυτήν που αναζητάς. Η κάθε μία ήταν ο δικος σου κρυμμένος εαυτός που σιγά-σιγά ανακάλυπτες και μετουσίωσες σε θαυμαστά έργα χρήσιμα στους συνανθρώπους μας. Η κάθε μία είσαι εσύ>>.