ΤΙΤΛΟΣ: ΠΑΥΣΗ
Το ψάρι ανοιγόκλεινε το στόμα σε μια απελπισμένη προσπάθεια για ζωή. Καθισμένη στη βάρκα με τ΄αστέρια να σβήνουν το ξημέρωμα, συμμετέχοντας στην αιώνια πάλη των ειδών για επιβίωση, γευόταν την άγρια πλευρά του εαυτού της, αυτή που ανήκει στην πρωτόγονη εικόνα της, και ανάλγητα περίμενε να γευτεί το αλίευμα. Τα βατράχια τραγουδούσαν και στ΄αυτιά της ηχούσαν οι φωνές τους σαν επιθανάτιος ρόγχος. Είναι η στιγμή που οι εισπνοές και εκπνοές είναι, τραχείς, υγρές κοφτές και ακανόνιστες. Μια δυνατή βαθιά εισπνοή ακολουθείται από μία παύση (δεν αναπνέει) για διάστημα πέντε δευτερολέπτων, έως ένα ολόκληρο λεπτό, πριν πάρει ξανά μια δυνατή, βαθιά αναπνοή που θα συνεχίσει και πάλι να υποχωρεί αργά.
ΠΑΥΣΗ
Μπορείς; νομίζω πως όχι. Προκύπτει απ΄την ανάγκη. Έπρεπε να φύγει, να βρεθεί εκεί που δεν πάνε άλλοι. Και το βρήκε: στη λίμνη. Βούτηξε στα παγωμένα νερά. Φοβόταν το γλυκό νερό. Δεινή κολυμβήτρια στην αλμύρα. Τα κατάφερε τελικά. Πάντα τολμούσε κι έπνιγε τον φόβο. Το νερό βγαλμένο απ΄της μήτρας την πρώτη ανάμνηση. Της χάϊδεψε το κορμί με κείνη την υπόκρυφη ηδονική λαχτάρα. Ήταν μόνη. Πάντα την προσέλκυε η μοναχικότητα των αισθήσεων. Αντιδρούσε στα προφανή και ερευνούσε τα αφανή. Στο βάθος η ψιλόλιγνη φιγούρα αναδύθηκε από το υγρό στοιχείο. Από τη λίμνη. Πλησίασε στην άκρη της εκεί που διεισδύει το κορμί της στο νερό για να δροσίσει τους στεναγμούς της. Τον πλησίασε δειλά-δειλά και με περισυλλογή. -Γειά σου, τι κάνεις εδώ; -Συνομιλώ με το θάνατο που γίνεται επιβίωση. -Σε γνωρίζουν; -Τα γνωρίζω. -Μπορώ να αγοράσω μερικά;