ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΗΡΗΘΡΑ HONEYCOMB WOMAN 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή………………………………………………..4-23 Κηρηθροκελιά…………………………………..…….24-157 Αφηγήσεις Συνεντεύξεις κατοίκων Φλώρινας…….……..158-210 Κλειδιά........................................................211-258 Ανθολόγιο πεζογραφίας...............................259-310 Βιβλιογραφία…………………………………...…..311-317 Ευχαριστίες.................................................321-323 Επιμύθιο………………………………………………324
2
ΑΝ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ, ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΑΞΙΟΣ ΤΗΣ ΚΗΡΗΘΡΑΣ… (Σαίξπηρ)
3
Εισαγωγή 1……. Στην αυλή ροδοπέταλα κι ο ήλιος θαμπώνει. Χαράς επιφώνημα καρπός ξεφυτρώνει. Νανουρίζουν τα δέντρα στο ρυθμό των οργάνων της αδάμαστης φύσης.
2……. Απόκαμαν… Ολημερίς στους δρόμους παιχνίδι ατελείωτο. Καινούργια μέρα ξημερώνει. Φτιάχνουνε πύργους και οχυρά, με πέτρες ξύλα και ‘’φτερά’’… Κανείς μην τα μαλώνει
3……….
4…………
Ονειροφαντασίας στολίδι φορέσαν τα κορίτσια.. Πλανεύτηκαν τ΄ αγόρια. Ορμήσανε στους κάμπους. Τις σκέψεις να πλανέψουν φιλιά για να ξεκλέψουν.
Με κρατούσε απ’ το χέρι μη φύγω, στο παιχνίδι γυρίσω. Με μια κούκλα αφημένη στο δέντρο, -διαλυμένη ελπίδα. Και φορούσα στεφάνι και ρούχο με στολίδια του τόπου. Χαιρετώντας τους γνώριμους τόπους για μια νέα παρτίδα.
6………… Προγονοι, απόγονοι Πρόγονοι , απόγονοι όλοι γόνοι. Κι όμως μόνοι. Οπλίζω μιλάω, φωνάζω, Πάντα μόνη.
5………... Να είσαι εχέμυθος. Μιλιά! Στη μαύρη τρύπα δεξιά! Μη σκιάζεσαι. Σιωπή… Περπάτα! 4
Βουβά… σιγανά… Σαν σκιά… Ποιός είν’ αυτός; Γιατί ρωτάς; Μην ήλθ΄ ο φόβος και για μας; 7……….. Μήτρας ομοίωμα θνησιγενές. Αξιοπρέπεια εξατμισθείσα εις το yes. Απλά ξορκίζω το επαρκές, θρηνώντας την απώλεια του χθες. 8……………
9……………….
Πλάνητας σκοτεινών διαδρομών. Απολειφάδι νοσηρών επιθυμιών. Ευδαιμονίζοντος εις σκιάν καθήμενος. Σκεφτόμενος πως ειν΄ επίκαιρος.
Συνήψε σχέσεις γελοιωδώς οδυνηρές. Περιφερόμενος ως άδειος σάκος, εις τα σαλόνια της ντροπής και του καφέ. Στόχος σκωμμάτων. Και όλ΄ αυτά μέχρι το χθες. Σήμερα χαίρει αυλής εκ ποταπών κολάκων.
10……….. Λαθραία νόσος εισέβαλε στην πόλιν. Τι χρώμα έχει; ρωτήσαν όλοι Δεν είναι σκούρα! Μπορεί να μείνει. 5
11………..
13……….
Μία γυναίκα εκπάλγου καλλονής, ανήκουσα εις φυλήν Αρίαν, εισέβαλε σε μαύρων κατοικία, κρατώντας εις τας χείρας απειλές. Ώσπου αντίκρυσε είδωλο μαύρο της ιδίας.
Ασέληνη νύχτα. Κορμιά στοιβαγμένα στους δρόμους. ιδρώτας να τρέχει, ποτάμι να ρέει. -Τα μάτια, αδέλφια, τα μάτια θολώσαν. Κρατήσου…. Δεν ήλθε ακόμα η πτώση η μεγάλη. Τα φίδια τρυπώσαν, Γεννάνε τη νύχτα… Προσμένουν το χάος.
12……… Ατσαλένια καρφιά στο κεφάλι. Ιδρωμένες ρυτίδες. Μακρινές διαδρομές και επώδυνες. Με αγκάθια ντυμένες ελπίδες. Το φεγγάρι εγίνηκε κόκκινο κι ο ‘’σταυρός’’ του χεριού παρακλάδι. 14………..
16…………
Εν τω παρόντι διερευνήσαμε τα προτινά αρκούντως ειδεχθέντως τροχού που στάζει αίμα. Πιές λίγο! Δες χρώμα! Ειν΄ από τ΄ αδελφού το σώμα.
Γυναίκες ουρλιάζουν, περνούν στην οδύνη. Παγίδες στηθήκαν, ως πέρα στους λόφους. Σφραγίζουν το στόμα, Μαυλίζουν το σώμα.
6
15……………
17…………..
Διαλύθηκε το σίδερο στο χέρι, ξεφούσκωσε το σώμα. Κοιτάξτε, του φωνάξαν όλοι, φύσηξε λίβας και το λιώνει. Δεν ειν΄ ο αγέρας που σαρώνει. Είμαστ΄ εμείς σαν ένα βόλι.
Μαμάδες, γιαγιάδες Αλλάζουν τους ρόλους. Παιδιά αφημένα στις κούνιες. Φαντάροι γεμίζουν τους δρόμους. Γυναίκες στους νέους τους ρόλους.
18……………..
20…………
Συνήθισα να κρατώ σηκωμένα τα πόδια και το βλέμμα στ΄αστέρια. Το μυαλό ξεκομμένο απ΄ το σώμα, το αιδοίο ως λεία δοσμένο.
Εναπόθεσα σε μια κηρήθρα, Τη γύρη και το νέκταρ των κόπων μου. Κι όσο κι αν σας ενόχλησα, γιατί ασκούσα επάγγελμα, αρχαιοπρεπούς καταγωγής το μέλι μου σαν το γευτήκατε, όλοι παραδεχτήκατε, Πως ήταν ποιοτικά ανόθευτο και γευστικά ανώτερο.
19…………….. Με ρωτούσαν , αν απόλαυσα τη μεταξύ μας συνουσία, αφήνοντας πάνω στο τραπέζι την αποτίμηση του πόθου. Μετρούσα με το βλέμμα την αξία των αφημένων νομισμάτων, και απαντούσα: όσο αυτοί την εκτιμούσαν.
21……………… 23……………… 7
Η μέρα αμαύρωσε επήλθε κορεσμός. Το σώμα ολισθαίνει προς το γήρας. Οι ηδονές απόηχοι, κλείνουν τους κύκλους ενοχής. Κι εγώ γυρεύω ένα κλαδί, για να πιαστώ να συνεχίσω. -
Τα κεράσματα δίνουν και παίρνουν σαν διαβώ το κατώφλι της μνήμης. Δεν τους σκιάζομαι… ξέρουν… πως μπορώ στο κορμί τους να γράψω με μελάνι απ΄το σπέρμα που αφήσαν τα σκοτάδια στην άγρια φύση.
22………………… Κρατώ κλειδιά στα χέρια και κραδαίνω το κοντάρι. Μη με ξεχάσουν. Το μπορούν; Τι κι αν θυμούνται... Πόσο μπορούν ν΄ αναρωτιούνται για μια ζωή άμετρης πάλης με τα φαντάσματα μιας άλλης εποχής. 24……….. Αποσύρθηκα και σας άφησα κληρονόμους της ύστερης φήμης. Ο καθένας ορίζει κι ορίζεται, αναδεύοντας τις όποιες αλήθειες και ξοδεύεται, σ΄ έν΄ αγώνα ασύνειδης πάλης. Θα υπάρχω σε κάποιες σας σκέψεις στου ονείρου την ώρα σαν νύμφη.
8
-Αν δεν πήγες να κουβαλήσεις πρέγκες, αν δεν έκλεψες ξύλα -αν δεν κολύμπησες στην Μάτσκα {γεμάτο νερόφιδα (τώρα έχει ελάχιστο νερό)}-αν δεν πήγες στην Γκιούργκια , δεν είσαι Φλωρινιώτης!
Τα είχα κτίσει ένα προς ένα φροντίζοντας για την ομοιόμορφη εικόνα τους. Είτε μικρά είτε μεγάλα ήταν ακριβώς τα ίδια. Κι ενώ κάποιοι μουρμούριζαν –{«μην ντρέπεστε ελάτε στη γιαγιά (ή θεία) να μάθετε τα μυστικά» ] - ότι το αποτέλεσμα θα ήταν εξαιρετικά δύσμορφο, απόρησαν όταν η εικόνα που αντίκρυσαν, τη μέρα που τα αποκάλυψα, ήταν εξαιρετικής ομορφιάς!. … Ζώντας στη σκιά των γεγονότων τόσα χρόνια- μιας σκιάς που κάλυπτε όλες τις άλλεςπροσπάθησα, όταν τα πράγματα ήταν εξαιρετικά δύσκολα για μένα, -(«Το γατάκι κάνει πολλά παιχνίδια, θα έλθει η ώρα που θα τα μάθετε») - να δημιουργήσω τη ρωγμή, που θα επέτρεπε στο φως να περάσει προσαρμοσμένο στο σχήμα που του έδινε αυτή η ρωγμή. Με βάση αυτό το σχήμα έζησα τη δική μου ζωή. Όταν άρxισα να χτίζω τα κελιά είχα πάρει ήδη την απόφαση -(«Τι λέτε βρε μαλάκες εγώ περίμενα χρόνια») - για το ρόλο που θα έπρεπε να παίξω στο θέατρο του παραλόγου. 9
Ξεκαθαρίζοντας τη σχέση μου με το άλλο φύλο, άρχισα να μελετώ το λόγο της ύπαρξης ενός κηφήνα σε ένα μελίσσι .- («Μαθαίνω στα παιδιά, να ανοίξουν τα μάτια τους»). Αφαιρώντας το γεγονός της εξόντωσής του, στάθηκα κυρίως στο γεγονός της ουσιαστικής τους συμβολής στη διαιώνιση του είδους. Και αφού πείσθηκα για την αναγκαιότητά του(«Ποιός θα κεράσει μια λιμονάτα;»)- σκέφτηκα …πως τα δικά μου τα κελιά θα μπορούσαν να γεμίσουν με το μέλι της δικής μου ύπαρξης για να προσελκύσω τους κηφήνες του δικού μου είδους. Ως προς το θέμα της αναπαραγωγής- {«Αν με πιάσει η μήτρα μου πρέπει να πάω με άντρες»} τη συνέδεσα με την εξόντωση των κηφήνων από το μελίσσι- πριν τη συνεύρεσή τους με τη βασίλισσα- ως μια πράξη ακύρωσης ενός γεγονότος, από το οποίο δεν υπάρχουν άλλα προσδοκώμενα αποτελέσματα πέραν της καθ΄αυτό απόλαυσης της ηδονής. («Θυμάσαι που με γκαμούσες;»). Γι’ αυτό επέλεξα να λειτουργήσω σαν μια τεχνητή στείρα μήτρα. Το κενό που μεσολάβησε, μεταξύ της προηγούμενης ζωής μου και της επόμενης ,ήταν ένας χώρος όπου ο χρόνος είχε σταματήσει για μένα και η έννοια του τόπου ήταν η προσδιορίσιμη αξία. Ενέταξα το σώμα μου μέσα σε αυτό –{«Βι ναστάνβα κούρτσε;(σου σηκώνετai το πουλί;)}- και απαλλαγμένο από την έννοια της βαρύτητας αιωρήθηκε, δημιουργώντας έξωθεν δίνες οι οποίες προκάλεσαν σχηματικές συμπεριφορές στους άλλους , κι έτσι 10
επανήλθε η τάξη –(«Τι θέλω εγώ εδώ μέσα;»). Οι οποίες δίνες συνέκλιναν προς εμένα μετά το πέρας της ολοκλήρωσης του έργου τους. Το παρελθόν γαντζώθηκε επάνω μου. Έγινε ένα με το δέρμα μου. -(«Πάρτε ρε τούμκα»)Ποικίλα λαϊκά μοτίβα ζωγραφισμένα στο σώμα μου δεν επέτρεπαν την πλήρη αποκάλυψή του, προστατεύοντας τις μνήμες μου, εγκλωβίζοντας το παρελθόν μου ,στα απόκρυφα της σκέψης μου. Πορνεία μια λέξη που για κάποιες γυναίκες σημαίνει ετεροτοπία, για κάποιες άλλες είναι ο χώρος που κινούνται, ζουν, αναπνέουν. Είναι μια επιλογή- (« Ποιος είσαι εσύ, βρε πούστη, που μου κάνεις το βαρύ πεπόνι;»)- που την καθορίζουν τα γεγονότα. Για μένα αυτή ήταν η ‘’κυψέλη’’ που αναγκάστηκα να επιλέξω για να ζήσω. Σε αυτήν την κυψέλη έφτιαξα τα κελιά μου, μικρά, μεγάλα, ομοιόμορφα χτισμένα. Ήταν εκείνη η μυρωδιά του θυμαριού που ανέδυε το σώμα μου, καθώς ήτανε συνυφασμένο με τις μυρωδιές της λαϊκής γης , που λειτουργούσε- («οργκανισμό είναι τέλει»)- σαν ένα είδος φετίχ, προκαλώντας αίσθημα ευδαιμονίας, ηδονογέννας περιόδου. Κατάφερα να διεγείρω όλες τις αισθήσεις. Τη μυρωδιά τη γέννησε το σώμα μου, τη γεύση, το μέλι της επαφής με αυτό,-(«Αειντε ρε πούστη, τελείωνε με πέτανες!»)- το βλέμμα το διέγειραν τα μοτίβα, την αφή η απαλότητα του δέρματός μου , την ακοή τα τραγούδια μου .
11
Προσέφερα απλόχερα ένα συναισθησιακό περιβάλλον -(«Ελάτε τώρα που είναι ζεστό!»)που προσδιόρισε την υστεροφημία μου.. . Κι έτσι κινούμε στο σήμερα σαν ένα ολόγραμμα βγαλμένο μέσα από τις αφηγήσεις αυτών που με γνώρισαν.-(«Τώρα κάνεις πως δε με ξέρεις. Ήταν καλά όταν με γκαμούσες;»)- Υπάρχω με μια μετουσιωμένη υλικότητα. Υπάρχω σαν ένα περίγραμμα μέσα στο οποίο ο καθένας τοποθετεί την ιδέα καλύπτοντας τα κενά της όποιας ερμηνείας –(«Δε θα κεράσει κανείς την πουτάνα έναν καφέ;»)- μπορεί να δώσει στο φαινόμενο μιας γυναικείας παρουσίας σαν πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας ενός τόπου, που ασκούσε ένα από τα αρχαιότερα επαγγέλματα -(«Λαχεία,λαχεία, δε θα πάρει κανείς λαχεία;»)-και το οποίο δια χρονικά υπάρχει σε αντιδιαστολή με άλλα επαγγέλματα τα οποία εξέλειπαν Η πόλη που έζησα ως πόρνη ήταν ένα ρούχο που φόρεσα ποτισμένο από τα σπέρματα των ανδρών –(«Τώρα κάνετε πως δε με ξέρετε, κουτσίνα!»)- που μεταπήδησαν από την ηλικία της αναζήτησης της ταυτότητάς τους, στην σεξουαλική ωριμότητα. Σαν μια κηρήθρα περιστρέφομαι στους ήχους του μουσικού κουτιού. («Αειντε μωρέ Γκιούργκια, Γκιούργκια,Γκιούργκια, κι ο χορός φέρνει Τραγούδια!»)- Εδώ υψώνομαι με μια τοτε-μική διάθεση γεμίζοντας τα κελιά με τα γεννήματα του νου. 12
Προσφορά σε αυτούς πουτροφοδότησαν, διατηρώντας με στη μνήμη τους, με νέκταρ και γύρη τις εργάτριες αυτής της κυψέλης. Της κυψέλης της ηδονής.
…η γυναίκα αυτή, η Γκιούργκια, ως βασίλισσα μέλισσα, τη ζωή που επέλεξε να ακολουθήσει, που έμοιαζε με "κεντρί", έκανε να μοιάζει με την μεγαλοψυχία της και τον τρόπο της, με κηρήθρα. Που μαζεύονται εκεί οι δυνάμεις της για βάλσαμο, για μέλι, πίσω από τα ήθη της, τις αξιοπρέπειές της. (Βασιλική Σπύρου)
13
CONTENTS
Introduction.………………………………………………14-23 Honeycombs cells…………………………………..…...24-157 Narrations Interviews of residents of Florina………….……..158-210 Keys……………………………………………….….…….211-258 Fiction Antology…………………….………..………..259-310 Bibliography...………………………….…….………..311-317 Acknowledgments……………..………….………….321-323 Moral………………………………………………………324
14
HE IS NOT WORTHY OF THE HONEY-COMB. THAT SHUNS THE HIVES... (Shakespeare)
Introduction 1……. In the yard rosebuds and the sun is growing dim. Exclamation of joy A seed is springing The trees singing a lullaby in the rhythm of the instruments of the untamed nature.
2……. Fatigued … All day long in the streets endless game. A new day is dawning. They are building towers and fortresses, with rocks, wood and “feathers”… Nobody should scold them
3……….
4…………
An ornament of dream wore the girls.. The boys were seduced. Scattered in the fields. Thoughts to seduce kisses to steal.
He was holding me by the hand not to leave, no to return to the game. With a doll left on the tree, -shattered hope. And I was wearing a crown and a clothing With decorations of the region. Waving goodbye to the familiar places for a new batch. 15
5……… Ancestors, descendants All offsprings. But yet alone. I load I speak, I yell Always alone.
6………… Be discreet. Not even a word! Of the black hole on the left! Don't be afraid. Silence... Walk! Speechlessly...silently... Like a shadow... Who is he? Why are you asking? Did the fear come for us too?
7……….. Stillborn icon of a womb A dignity evaporated in the yes. I just exorcise the adequate, While mourning the loss of yesterday
8…………… Planets of dark routes. Remnant of morbid wishes. Blissful in a shadow seated Thinking that he is evergreen
9………………. Contracted relationships Ridiculously painful. Wandering Like an empty sack, in the saloons of shame and coffee Target for teasing 16
And all these, until yesterday. Today is enjoying the yard Of worthless flatterers
10……….. An illegal disease invaded the city. What color does it have? everybody asked It's not dark! It can stay. 11……….. A woman Of utmost beauty, Belonging to the Master race, intruded in a house of black people, Holding in her hands threats. Until she faced a black icon Of herself.
12……… Nails of steel in the head. Sweaty wrinkles. Long routes and painful. Hopes dressed with thorns. -The moon became red and the “cross”of the hand a branch.
13………. Moonless night. Bodies stacked up in the streets. Sweat is running, a river is flowing. The eyes, brothers, the eyes blurred Hold on... The big fall has yet to come. The snakes creeped in, They give birth at night... Anticipating chaos.
14………..
16………… 17
For now we investigated the prior events Hideous enough wheel that leaks blood. The eyes Drink some! Look at the color! It's from a brother's body.
Women howling, drenched in sorrow. Traps have been set, everywhere until the hills. Sealing the mouth, Corrupting the body.
15……………
17…………..
The iron got smashed in the hand, the body got deflated. Look, everyone yelled at him, The south wind has blown and it's melting. -It is not the wind that is sweeping -It's us that we are like a bullet
Mothers, grandmothers Shifting roles. Children left in the swings. Soldiers filling the streets. Women in their new roles.
18……………..
20…………
I got used to holding my feet up and my look at the stars. The mind detached from the body, the vulva as a prey.
I deposited in a honeycomb, The pollen and the nectar of my efforts. And no matter how much did I bother you, Because I was practicing a profession, of archaic origin when you tasted my honey you all admitted, That its quality was pure and of a higher taste.
19…………….. They were asking me, If I enjoyed our intercourse, while leaving on the table
18
the estimated value of lust. I was counting with the look the value of the coins left on the table, and responded: as much as they priced it.
21………………
23………………
The day blemished saturation occurred The body sliding towards old age. The pleasures, echoes now, are closing the circles of guilt. And I am looking for a branch, To hold on to and carry on. -
The treats become many once I pass the threshold of memory. I am not afraid of them...they know... that I can write in their body With ink from the sperm they left in the dark in the wild.
22………………… I hold keys in my hands and brandish the pole. Forget me not. Can they? So what if they remember. How much can they ponder on a life of unjust struggle with the ghosts of another era.
24……….. I retired
in a rally of unconscious struggle 19
and let you inheritors of the posthumous fame Each one defines and is being defined, by stirring the truths and by being wasted,
I will exist in some of your thoughts in your dream time like a nymph.
-If you haven't carried pregkes, if you haven't stolen wood – if you haven't swum in Matska { full of water snakes ( nowadays almost dried out) } - if you haven't visited Giourgia, then you're not a real man of Florina! I had them built one by one paying extra attention to make an overall even image. They were exactly the same, whether big or small. And while some were mumbling -[ “don't be shy, come to grandma (or aunt) to learn the secrets” ] - that the outcome would be extremely deformed, the day that I revealed it, everyone was amazed at the image of utmost beauty that was presented to them!. ... Having lived for so many years in the shadow of events, a shadow which covered all the others, I tried when things got extremely difficult for me- [ “ The kitten makes lots of games, the time will come when you will find it out” ] - to create a crack that would permit the light, adjusted to that crack , to come through. I lived my life according to this shape. When I stared making the cells I had already decided - [ “ What are you saying you 20
motherfuckers, I was waiting for years” ] -the part that I would play in the theater of the absurd. While making my relationship with the other sex clear, I begun studying the reason of having a drone in the hive.- [“I'm teaching the children how to open their eyes”] Not taking into account their extermination, I was mostly focused on their vital contribution to the perpetuation of their species. And, once I was convinced of their necessity - [ “Who is gonna buy me a lemonade?”] - I thought that ...my own private cells could be filled with the honey of my own existence in order to attract the drones of my species. As far as the subject of reproduction is concerned - [ “If my womb gets itchy I have to sleep with men” ] - I connected it with the extermination of the drones from the hive – before their intercourse with the queen- as an act of an annulment of an event from which nothing more is expected than the mere enjoyment of pleasure - ( “Remember when you were fucking me?”) That is why I chose to operate like an artificial inefficient womb. The gap that intervened, between my previous life and the next one, was a space in which time had stopped for me and the concept of place, was the value to be specified. I integrated my body inside it -[“Vi nastantha curche( do you get a hard on?)” ],- it got relieved from the concept of gravity, it floated , creating vortexes moving outwards which caused 21
schematic behaviors in others , and thus the order was restored. - ( “ What am I doing in here?” ) These vortexes , after the end of their work, were converging back to me. The past was clinged to me. It became one with my skin. -( “Take it” )- Various folk motifs painted on my body did not allow its full revelation, protecting my memories, caging my past in my esoteric thoughts. Prostitution, a word that for some women signifies heterotopia and for some others is the space in which they move, they live and breathe. It is a choice -( “Who are you, motherfucker, to despise me” ) - that is defined by the events. For me, it was the ' hive' which I was forced to choose in order to live. In this hive, I built my cells, big and small, all evenly constructed. It was that scent of thyme that my body was giving off, as it was interwoven with the scent of folk land, which worked as -(“It's a natural need for a flesh and blood body”) - a fetish causing a feeling of euphoria and pleasure. I managed to arouse all senses. The scent was born by my body, the taste by the touch of the honey, - (“Come on, motherfucker, come, you drained me!”) - the sight was aroused by the motifs, the touch by the softness of my body, the hearing by my songs. I offered with grand generosity a multi sensory environment -(“Come over, now that it's hot!)-that determined my posthumous fame. 22
And, thus, I move through the present like a hologram emerging from the narrations of those who met me. -(“Now you pretend you don't see me. Do you remember fucking me?”) -I exist with a converted materiality. I exist like an outline and inside this outline each one is placing the idea, while covering the gaps of whichever interpretation -(“Is anybody going to buy the whore a coffee?”) - they can account to a phenomenon like this. The phenomenon of a women's presence as a figure of folk culture of a region, exercising one of the oldest professions -( “Lotteries, lotteries, buy some lotteries!”) which still exists in comparison to many others that have been extinct. The town I lived in as a prostitute was a clothing that I wore soaked from the sperms of the men -(“Now you pretend you've never met me!”) - who jumped from the age of seeking their identity to their sexual maturity. Like a honeycomb, I am spinning along the sounds of the music box.-(“Com 'on Giourgia,Giourgia,Giourgia, along with the dance come the songs” )- Here I rise like a totem filling the cells with the creatures of the mind. An offer to those who, by keeping me in their memory, fed the workers of this hive with nectar and pollen. The hive of pleasure.
23
...this woman, Giourgia, as a queen bee, chose to follow a life which resembled a “ stinger”, but with her generosity and her way of living made it look like a honeycomb. A place where her powers gather for balm, for honey, behind her ethics, her dignities. (Vasiliki Spirou)
ΚΗΡΗΘΡΟΚΕΛΙΑ
24
Red Thyme Underground -Πήγα με μια γυναίκα που φορούσε ένα ρούχο… -Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι… (Κυριάκος Κατζουράκης)
Στη γυναίκα κηρήθρα. Ήταν η νύχτα που τα ροζιασμένα του χέρια σμιλεύαν την πρωτόγενη ύλη για να πλα α α σουν τη γυναίκα κηρήθρα. Καιπαλευαντηλασπητονεροκαιτοχωμακαιγινοταντρελοπανηγυριστουχωριο
25
Υτηνπλατειακουδουνιζοντεσηχοιτωνανθρωπωνπουσβηναντηδιψαστακε φαλιατωναλλωνκαιπαλευουννασπειρουνφονικοταχωραφια. Και τα χερια σμιλευουν την πρωτη υλη για να π λ α σ σο υ ν
τη γ υ ν α ι κ α κ η ρ η θ ρ α.
Κλαψουρίζουν τ’ αηδόνια στου χαμένου το σπίτι Ψιθυρίζουν απρόσμενα λόγια οι τραμπούκοι του χάους (!...) Και η σιωπη μαρτυρουσε
το δικιο
Μ ι α ς α π ρ ο σ μ ε ν η ς μ ε ρ α ς(!...) Και στη μέση των ομόκεντρων κύκλων η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΗΡΗΘΡΑ. ‘Εφτυσα κάτω στο χώμα και πήρα γύρες και νέκταρ. Κερί για να φτιάξω κελιά στου μυαλού τις κυψέλες. Αρχέγονη μάσκα αιθάλης και σκόνης, χρυσό δισκοπότηρο μνήμης.(παύση) Σημηνμορητοποκσιδοσυρχ σηνοκσιακσηλαθια ακσαμηνογεχρα σελεψυσι τυολαυμ υοτσαιλεκωξαιτφων ιρεκρατκτενιακσερυγ αρηπιακαμωχ ωτακα συτφε Σας ραίνω με μέλι ροδάνθης καμάρι. Κολλάω τις κηρήθρες με αίμα και αιθάλη
(Ελένη Κεσίσογλου) 26
Κόκκινο Θυμάρι (Red thyme) -Πήγα με μια γυναίκα που φορούσε ένα ρούχο… -Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι… Red thyme)
Το έργο αποτελεί το πορτραίτο μιας γυναίκας ως κοινωνική παραίσθηση, η οποία έζησε στην περιοχή της Φλώρινας την περίοδο 1932-1990, και ασκούσε το επάγγελμα της ιερόδουλης. Μια αρχέγονη μήτρα. Πολυδιάστατη. Πραγματώνεται μέσα από τη γέννα. Σπήλαιο καταφυγής και ενηλικίωσης. Σπερματοδόχος. Σαν μορφή αποτελεί πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας της περιοχής, ενδεδυμένη με τους ρόλους με τους οποίους ''ενδύεται'' η γυναίκα από την αρχή της δημιουργίας.
27
Η μήτρα, ως πηγή του κόσμου κατά Ντυσάμπ, τροφοδότησε τον πλανήτη με όλα αυτά τα γεννήματα, από τα οποία η μάνα γη- ως υπέρτατη μήτρα-
γονιμοποιεί το ωάριο του κύκλου
της ζωής. Η Γκιούργκια -η μήτρα μιάς συγκεκριμένης περιοχής - οδήγησε στις παρυφές του λόφου ως ιέρεια τους νεαρούς άνδρες για να τους μυήσει στη σεξουαλική ζωή. Η πορεία της ζωής της καθορίστηκε από τα ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου. Ως άλλη Βαυβώ περιέπαιζε τους άρρενες, που ανδρώθηκαν μέσω αυτής, αποδεικνύοντας τη διαχρονικότητα των μυθολογικών μορφών και πώς αυτές διασώζονται και αναγεννιούνται μέσα από πρόσωπα τα οποία διαθέτουν ένα άλλο βεληνεκές. Ηταν ,επίσης, αυτή της η συμπεριφορά ένας τρόπος απενοχοποίησης της σεξουαλικής πράξης. Απενοχοποίησης του σώματος και του ορμέμφυτου. Στο πρόσωπό της καθρεφτίζονταν οι άλλες γυναίκες. Καθώς μέσω αυτής οι νέοι φαντασιώθηκαν το αντικείμενο του πόθου τους. Οι γυναίκες τραγουδούν και θυμούνται. Καθαρίζουν τα ρόδια το σύμβολο της αφθονίας, του πλούτου, της γονιμότητας και του έρωτα. Σαν μια μικρή προσφορά σε έναν άλλο ρόλο που οι ίδιες ποτέ δεν έπαιξαν και τον οποίο επωμίστηκε μιa άλλη ομόφυλη. Το τραγούδι από το στόμα των ανδρών συνοδεύεται από τους χτύπους των χεριών, που ακούγεται σαν καλπασμός αλόγων, που οδεύουν στην ενηλικίωση.
28
Η Γκιούργκια κοινώνησε το σώμα της περιβεβλημένο με ότι πιο σημαντικό θεωρούσε-τις ρίζες της. Ζωγραφισμένες ως λαϊκά μοτίβα πάνω σε ένα ρούχο που δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Και αρωματισμένη με θυμάρι. Το άρωμα του ελληνικού καλοκαιριού. Στη μήτρα όλα τελειώνουν αι αρχίζουν με ένα σπασμό. Είναι το παιχνίδι της ζωής και του θανάτου. Είναι ο έρωτας στις πιο ακραίες του εκφάνσεις. Η Γκιούργκια τελικά ενέδωσε σε αυτόν το σπασμό.
29
HONEYCOMB CELLS
30
Red Thyme Underground -I slept with a woman that wore clothes... -I slept with a woman that smelt like thyme... (Kiriakos Katzourakis)
To the honeycomb woman. It was the night when his callous hands were shaping the primeval matter to crea a a te the honeycomb woman. Andtheywerefightingwiththemudthewaterandthedirtandacrazyfeastwastakingplace inthevillagesquareclingingsoundsofpeoplewhokilltheirthirstintheheadsof theothersandarestrivingtoplantmurderthefields And the
hands are shaping the primal matter 31
to
c r e a t e t h e h o n e y c o m b w o m a n.
The nightingales are whimpering in the house of the missing The bullies of chaos whispering unexpected words(!...) A n d t he s I l e n c e w a s g I v I n g a w a y t h e r I g h t e o u s O f a n u n e x p e c t e d d a y (!...) And in the center of the homo-centric circles the HONEYCOMB WOMAN. I spitted on the ground and got pollen and nectar Wax to make cells in the hives of the mind. Primal mask of soot and dust, golden holly grail of memory. -------------(pause)------------yromemfoliargyllohnedlog tsuddnatoosfo ksamlamirp dnimehtfosevih ehtnisllecekamot xawratcendnanellop togdnadnuorg ethnodettipsI I water you with rodanthe honey, pride. I stick the honeycombs together with blood and soot. (Eleni Kesisoglou)
32
RED THYME This work of art is the portrait of a woman as a social illusion, that lived in Florina the time between 1932 and 1990 and worked as prostitute. A primal womb. Multidimensional. Actualized through birth. Cave of refuge and adulthood. Seminal. The meeting of the soul with the form of a woman in Florina, a woman form that constitutes a person of folk culture of the region and is attributed all those roles a woman is “dressed up� since the beginning of the world. The womb, as the source of the world according to Dessamps, stoked the planet with all these offsprings from which mother nature, as the ultimate womb, inseminates the ovum of the circle of life. Giourgia the womb of a certain area, led the young men to the fringes of the hill as a priestess, to initiate them to sexual life. Her course of life was defined by the historical events of that time. As another Baubo was mocking males who became men through her, proving at the same time that mythical forms are timeless ,are preserved and regenerated through persons( entities) of an entirely different range. Her behavior was also a way of exonerating sexual intercourse. Exonerating of the body and the innate impulse. All the other women 33
were reflected in her. As long as young men fantasized their object of desire through her. Women sing and recall. They peel pomegranates, symbol of abundance, wealth, fertility and love. A little offer to another role, they themselves never played, but someone else of the same sex shouldered. The song that comes out of the men始s mouth is accompanied by the clapping of hands that sounds like horses始 galloping heading for coming of age. Giourgia let them receive communion of her body shrouded with what she considered mostly important. Her roots. Painted with folk patterns on the clothes she never separated from. Thyme scented, too. The fragrance of Greek summer. In the womb ,everything ends and starts with convulsion. It is the game of life and death. It is love in its most extreme manifestation. Giourgia, finally, yielded to that convulsion
34
Μάζεψα με τη μέλισσα του μυαλού μου τα συστατικά που θα έφερναν μέλι στις κηρήθρες του νου... ( Φαίδων Αλκίνοος ) 35
ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ -Όταν με ρωτάνε πού γεννήθηκα τους λέω: «Δε θυμάμαι ακριβώς». Η αλήθεια είναι πως το ξέρω, απλά πιστεύω πως έχω γεννηθεί πολλές φορές. -Κάτω Υδρούσα. Εκεί πρωτογεννήθηκα. Ένα χωριό της Φλώρινας: Ντόλντο Κότορι. Έτσι το λέγανε παλιά, έτσι το βρήκα. -Εκείνο που θαύμαζα, ήταν το ρούχο που φορούσαν οι μεγάλες γυναίκες. Έλεγα: «Δε θα μεγαλώσω, δε θα το βγάλω ποτέ από πάνω μου!». -Θέλεις να σου δείξω πώς ήταν; -Δεν είμαι όμορφη; Τήρησα την υπόσχεση που έδωσα στον εαυτό μου. Δεν το έβγαλα ποτέ. -Κότκα, κότκα, κότκα... 36
-Νομίζω πως θα τα καταφέρω καλύτερα την άλλη φορά. -Μια μέρα τον είδα. Παλληκάρι. Πλανεύτηκα και έφυγα μαζί του. Παντρεμένη ήμουνα, άλλο πως τα ‘φερε η ζωή. -Τα παραμύθια, αυτά που έφτιαχνα μόνη μου, τα άφησα πίσω. Έπρεπε να μεγαλώσω στα 14. Τότε το πρωτόβαλα και ένιωσα πως κανείς δε θα μπορούσε να μας χωρίσει. Εγώ κι αυτό μεγαλώσαμε μαζί. -Γκόρνο Κότορι. Το ξέρεις το χωριό; Άνω Υδρούσα. Σου λέει κάτι; Τα καλύτερά μου χρόνια. Φτώχια ξεφτώχια καλά περνούσαμε!. -Το φως, πού πήγε το φως; Ήταν πολλές οι σκιές’ τόσες πολλές που σκοτείνιασε. Το ρούχο μου, να κρύψω το ρούχο μου, να κρύψω το κορμί μου. -Καλοί οι γερμανοί, καλοί κι ιταλοί μα σαν του αντάρτη κανένα! -Δε θα πάρει κανείς λαχεία; δε θα κεράσει κανείς την πουτάνα έναν καφέ;
37
-Τα λουλούδια μου, τα λουλούδια μου, δεν τα ποτίζει κανείς; -Το αίμα που μας ένωνε ξεχύθηκε… Το ποτάμι βάφτηκε κόκκινο΄ ήταν η δεύτερη φορά που γεννήθηκα. Ο δρόμος μονόδρομος… δεν υπήρχε επιστροφή. -Αλήθεια, τί κάνω εγώ εδώ μέσα; Με περιμένει ο Μέλλιος στο σπίτι. Τόσο δα αντράκιτακτικός πελάτης ο καημένος- ένα ταληράκι τη φορά. Η φύση βλέπεις τον αδίκησε, του στέρησε μπόι, αλλά ήταν τόσο ευγενικός μαζί μου. Όχι σαν κάτι άλλους καθώς πρέπει. -Έλα, πλύσου να είσαι καθαρός και σε περιμένω. Μη βιάζεσαι! -Ούτε φως, ούτε νερό. Μια λάμπα και νερό από τη βρύση στο δρόμο. Αλλά το σπίτι είναι σε καλή περιοχή- στο αριστοκρατικό Βαρόσι. Καταλαβαίνεις! Ανάμεσά τους εγώ. Πάντως το ‘χω στολίσει με όλα τα κεντίδια του κόσμου. Κι από λουλούδια άλλο τίποτα. Μέχρι το ποτάμι! -Τι κι αν δε δέχτηκαν το εικόνισμα στη εκκλησία. Ήταν λέει αμαρτωλό σαν κι εμένα(!...) Μου το ‘ πε ο Χριστός στον ύπνο μου. Το κέντησα και το δώρισα σε μιαν άλλη εκκλησιά στη
38
Αθήνα’ βλέπεις βρέθηκα κι εκεί ένα διάστημα- κάπου εκεί στην Ομόνοια. Το ρούχο πάντως δεν το έβγαλα ούτε εκεί. -Θα σας πω ένα μυστικό. Το αγαπημένο μου άρωμα ήταν του θυμαριού. Τόσο πολύ το αγαπούσα που το σώμα θαρρείς και μύριζε θυμάρι. Έχω την εντύπωση πως κι αυτό ήταν κομμάτι του εαυτού μου, σαν το ρούχο. Σκέψου πού φυτρώνει και πόσο δυνατό άρωμα έχει!... -Aκούστηκε κι αυτό: «πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι». -Τί θέλω εγώ εδώ; γιατί με βάλανε πάλι μέσα; αφού το είπα στο δικαστή: «Κύριε Πρόεδρε τί να κάνει, οργκανισμό είναι τέλει». -Αχ, αυτά τα φανταράκια!... Το ζέσταινα πάνω από ένα μαγκάλι και φώναζα: «Ελάτε βρε, τώρα που είναι ζεστό». -Τι θα γίνει; θα με κεράσει κανείς εκείνον τον καφέ; Και το φλυτζάνι θα σας πω και ότι άλλο θέλετε!
39
-Το χαμένο το γύφτο. Μου ζήτησε λεφτά, ήθελε να το παίξει αγαπητικός. Εννοια σου τον τακτοποίησε ο περιπτεράς. Εγώ έχω το δικό μου σπίτι΄ εκεί στο αριστοκρατικό Βαρόσι. Δεν ανήκω σε κανέναν. -Τί το' θελα να μιλήσω στο Νομάρχη; Να ‘μαι πάλι μέσα… -Τί του είπα; Ποιός είσαι εσύ, βρε πούστη, που μου κάνεις το βαρύ πεπόνι; Τον πέρασα για πελάτη. -Ποιός θα κεράσει μια λιμονάτα; Κανείς; Για δείξε μου κάποιον που να μην τον ξέρω. Ήμουνα καλή όταν μαθαίνατε. Τώρα κάνετε πως δε με ξέρετε, κουτσίνα. ,,, -Έφυγε εκείνη τη νύχτα και δεν τον ξαναείδα΄ οι δυο μου κόρες έπρεπε να ζήσουν΄ ο δρόμος ήταν μονόδρομος… Ο βιασμός καθόρισε την πορεία. Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι. Πήγα με μια γυναίκα που φορούσε ένα ρούχο... -Τα φύλαξα με ευλάβεια. Όπως και και το ρούχο…
40
(Ελένη Κεσίσογλου)
I gathered with the bee of my mind the ingredients that would bring honey to the honeycombs of the mind... ( Fedon Alkinoos) 41
MONOLOGUE -Whenever they ask me where I was born,I answer: I donʼt remember exactly! In fact, I know , but I just believe that Iʼve been born a lot of times. -Kato Ydrousa. Thatʼs where I was born for the first time. A village in Florina. Doldo Kotori. I found it by that old name. -What I admired most, were the clothes women used to wear. I used to say, when I grow up, I will never take them off! -Do you want me to show you, what it looked like? -Donʼt I look pretty? Iʼve kept the promise I gave myself. Iʼve never taken them off! -Kotka, kotka, kotka… -I think, Iʼll do better, next time. -I saw him, one day. Beautiful lad. Charmed, I left with him. I was already married, but life had different plans. -I left behind the stories I made myself. I had to grow up at 14. That was when I first put them on and felt that nobody could ever split us up. We both grew up together. 42
-Gorno Kotori. Do you know this village? Ano Ydrousa. Does it sound familiar to you? The best years I ever had. We were poor, but we were doing fine. -The light, whereʼs the light? The shadows were too many. So many that it really got dark. My clothes, to hide my clothes, to hide my body. -The Germanʼs is good, so is the Italianʼs, but nothing compared to the partisanʼs! -Is anybody going to buy lotteries? Is anybody going to buy the whore a coffee? -My flowers, my flowers, is anybody watering my flowers? -The blood that kept us united, is spilt all over the place. The river was painted red. That was the second time I was born. It was one- way road. There was no return. -Really, what am I doing here? Mellios is waiting for me at home. Poor little man, he was a regular customer. Five drachmas a time. You see, nature wasnʼt fair to him. He was really tiny, but so nice to me. Not like some others, fake aristocrats! -Come on, wash to be clean, Iʼm waiting for you. Donʼt rush! -No electric power, no water. A light bulb and tap water from the street. But the house is in a nice area. Classy Varossi. You see… Me, among Them. Anyway, Iʼve decorated it with all kinds of embroidery and a lot of flowers, too. So many, they can reach the river. -What if the church didnʼt accept the icon I offered. They said, it was sinful, like I was. Christ told me in my sleep, to do so. I embroidered it and gave it as a gift to another church 43
in Athens. You see, I lived there for some time, too. Somewhere near Omonia square. However, even then, I didnʼt take the clothes off. -Iʼll tell you a secret. My favorite fragrance was that of thyme. I loved it so much that my body seemed to smell like thyme. I believe that it was part of myself ,too. Like the clothes. Just think where it grows and how strong its scent is. -This, was also heard: I slept with a woman who smelt like thyme! -What am I doing here? Why am I caged once more? Iʼve already told the judge: Your Honour, things canʼt be done otherwise. Itʼs a natural need for a flesh and blood body. -Oh, those soldiers! I used to warm it up over a brazier and shouted: Come over, now that itʼs hot!! -What about that coffee? Is anybody going to buy it for me? Iʼll read the signs in your cup,too and whatever else you like. -What a jerk,… a loser!! He asked for money. He wanted to play my lover! My friend from the kiosk, took good care of him!! I have got my own house. There, in classy Varossi. I belong to nobody! -Why did I talk to the Prefect? Here I am, caged again! -What did I say to him?... Who are you, motherfucker, to despise me? I thought he was a customer. 44
-Whoʼs going to buy me a lemonade? Show me someone I donʼt know. I was good while you were learning… Now, you pretend youʼve never met me! -I was asked by other women, why I hadnʼt got married to an old man. This was my answer: Iʼm teaching young men to open their eyes. Men tell me so. You taught us. Who? Me,… the virgin? -Come on, motherfucker, come, you drained me! -You see, Iʼve got another name, too. Helen, the peasant girl. That was my name in the capital city of Athens. I had changed everything , but the clothes. -Him, Takos, he pretends he doesnʼt know me. Tako, Tako, hey there, Iʼm talking to you! Now, you pretend you donʼt see me. Do you remember fucking me? -Do you think Iʼm still pretty? They said so. Do you know whatʼs happening right now? Iʼm being born for a third time. Everything to me is present, past and future at the same time. -Lotteries, lotteries, buy some lotteries! -That night, he left. I never saw him, again. My two daughters had to make a living. It was one- way road. Rape determined the course. I slept with a woman that smelt like thyme. I slept with a woman that wore clothes…-I kept them with devotion. So did I with the clothes. 45
βλέννα δ. τανούδης | Αθήνα 2012 46
Όταν φεύγει ο τελευταίος πελάτης κι απομένει μόνο ο αχνός του σπέρματος στον αέρα του σπιτιού μου, το μοναδικό που μου ’ρχεται στο μυαλό είναι ν’ ανοίξω το κομπιούτερ και να βρω αυτές τις ταινίες, τις ατέλειωτα επαναλαμβανόμενες στάσεις, τις ατέλειωτες παραλλαγές προσώπων, ανθρώπους πάνω σε ανθρώπους, στολές, μάσκες, παιδιά, φωνές απ’ την άλλη πλευρά της Γης, κάποιοι που ούτε υπήρξαν ούτε θα υπάρξουν κοντά μου, αλλά μπορώ να τους φέρω εδώ, να τους έχω φίλους μου, να μαθαίνω πώς ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα μόλις φτάνουν το δευτερόλεπτο του οργασμού κι όλες τις μυστικές ιστορίες που κουβαλούνε στο σώμα, έστω κι αν αυτή είναι η δουλειά τους, όπως είναι κι η δική μου. Το κάνω γιατί δεν αντέχω να μένω εντελώς μόνη στην απουσία σου, ούτε στιγμή, έτσι που σ’ έχω πάνω απ’ όλα, σαν άγιο, να μυρίζεις πάντα θυμάρι, στην κορνίζα όπου κανείς δεν μπορεί να σ’ αγγίξει, αφού ποτέ δεν αφήνω κανείς να τη δει. Και το κάνω γιατί πρέπει, ακόμη και τότε, όταν τίποτα δεν μ’ αναγκάζει, ν’ ακούω τις βρισιές, έστω κι απ’ τις γλώσσες ξένων ανθρώπων, τα βογκητά, τα βρωμόλογα, το ωμό κρέας του στόματος, σαν ο ήχος αυτός, απ’ όποιον κι αν έρχεται, να ξαναφέρνει τη φυσιολογική ροή που πρέπει ν’ ακολουθούν τ’ αυτιά μου για να μπορώ να κόβω το ψωμί, να πλένω τα πιάτα, να γεμίζω τις σακούλες με τις τελευταίες μνήμες της
47
βλέννας, ξεραμένες όπως είναι στα δέρματα από λάστιχο που μ’ αφήνουνε πίσω όσοι ντρέπονται να μου κρατήσουν το χέρι όπως το κράτησες εσύ. Είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω καλύτερα την ψευτιά και να ξεχωρίζω τον κρυμμένο ήχο μιας αλήθειας. Η γυναίκα που βγαίνει από την πισίνα με τα μαλλιά της παραδεισένια και τα χείλη λαμπερά και τα νύχια της φρεσκοβαμμένα, καθώς δυο άντρες με φόρμες την πλησιάζουν γελώντας κι ο σύζυγος παρακολουθεί απ’ το μπαλκόνι, ενώ εκείνη χάνεται στη δική της ιστορία, μακριά από την ιστορία που της έχουν υπαγορέψει οι φαντασίες των άλλων. Φορούνε μαύρα πλαστικά. Φορούνε γόβες, στραφταλιστούς κύκλους από κοσμήματα στους αστραγάλους, ψάχνοντας μια έκφραση λαχανιασμένου πόνου όταν τις καβαλάνε από μπρος και πίσω δυο άντρες με τατουάζ στα μπράτσα, απομένοντας μ’ ένα χαμόγελο ευτυχίας σχολιοκόριτσου μόλις πασαλείψουν τα πρόσωπά τους μ’ αυτή την παχιά άσπρη γλίτσα που λιμνάζει και γυαλίζει όπως τα λευκά απόβλητα της στεριάς. Σηκώνουν τότε τα σουτιέν που δεν φορέθηκαν πριν απ’ αυτές κι αφήνουν τα δάχτυλα του άλλου χεριού να ταλαντευτούν, δίπλα από πρησμένες φλέβες που στάζουν ακόμα, αποχαιρετώντας γλυκά τους θεατές, ενώ το μόνο που θέλουν στ’ αλήθεια είναι να φτύσουν το σπέρμα στον κόσμο που χύνει το δικό του απ’ την άλλη πλευρά του φακού, σ’ όλα τα σπίτια που τα περονιάζει θλιβερά αυτός ο ήχος του κρύου μετά τη βροχή και δεν έχει τότε πού να κρυφτεί κανείς παρά μόνο στο κακόμοιρο μοναχικό παιδί μες στο κεφάλι μας. Έτσι είναι κι ο δικός μου κόσμος: πόσο πιο διαφορετικοί 48
οι ξένοι που μου χτυπούν το κουδούνι; Δεν θα ’θελε καθένας τους ν’ ακούσει το κατέβασμα της κλακέτας, να σβήσουν τα φώτα, να φύγουν τα συνεργεία, να με πάρει αγκαλιά και να δούμε μια ταινία μες απ’ την ταινία, κρατώντας δυο βαζάκια γλυκό απ’ αυτό που τρώγαμε μικροί; Μπορώ όμως να ξεχωρίσω, εκείνες τις ώρες, όταν στην οθόνη ενώνονται ιδρώτες και σωροί πλαστελίνης, έναν μυστικό ήχο, ανάμεσα στις ψεύτικες κραυγές, τον πόνο που δεν αφήνουν να βγει απ’ το σκέπασμα της ντροπής τους. Μελετάω τον ήχο αυτό και προσπαθώ να τον ξεπατικώσω βαθιά, μέσα στ’ αυτιά μου, ώστε να τον γνωρίζω κάθε φορά που έρχεται ένας ξένος και μπολιάζει σε μένα κάτι απ’ τον εαυτό του. Το άθροισμα αυτών των ήχων, των δικών μου και των δικών τους, όσων κανείς δεν μπορεί ν’ ακούσει, φτιάχνει ένα σκοινί που με δένει μαζί σου, όπου κι αν είσαι, σώμα δικό μου, καταδικό μου, που μυρίζεις όλο θυμάρι. Θα ’θελα να με σκέφτεσαι σαν μια αγγελική κηδεία από μυριάδες άντρες που για λίγο ξεψύχησαν πάνω μου. Θα ’θελα να το κάνεις: σκέψου τη γυναίκα που σ’ αγαπά σαν έναν λόφο από άντρες που άφησαν μέσα μου την πνοή τους για να ξαναγεννηθούν σε μια ζωή χωρίς αυτόν τον ενδιάμεσο ήχο της αγάπης που τόσο παλεύουμε να κρύψουμε κάτω απ’ τα βογκητά μας, ώσπου να περάσει όλη η ζωή μας και να μην έχουμε πού να τον δώσουμε, τι να τον κάνουμε, όπως το δηλητήριο που μένει να καταπιούν όσοι δεν καταδέχονται να τους λυπούνται. Θα ήθελα να δεις μέσα μου την ηρωίδα, πέρα απ’ αυτά που σου έμαθαν, εκείνη που μαζεύει ένα ξένο βάρος μαζί με το δικό της βάρος, αυτή που θυσιάζεται για να μαζέψει, 49
σαν ζωντανό δοχείο, όλη τη ζεστασιά των σπλάχνων που ψάχνουν το κατάλληλο υγρό, τη φωνή και τη μυρωδιά, τον ιδρώτα και το γάλα απ’ τις ρώγες ενός άλλου ανθρώπου, δικού τους, καταδικού τους. Διαβάζω, καμιά φορά, τα γράμματα που άφησε η μάνα μου, σίγουρη πως τα έγραφε για μένα, παρότι τότε δεν με είχε ακόμη στην κοιλιά της. Μου δίνει συμβουλές και με δασκαλεύει. Μου λέει, σαν να ψιθυρίζει στα κρυφά, πως οι άντρες χύνουν πιο γρήγορα όταν καίει το μέσα: «Ελάτε τώρα», φώναζε μ’ ανοιχτά σκέλια και το φουστάνι σηκωμένο, «ελάτε που το ’χω ζεστάνει στο τσουκάλι»· κι έβγαινε μπροστά απ’ την πόρτα με το κόκκινο φως, προσκαλώντας τους φαντάρους που είχαν περιπολία, μέχρι να παρατήσουν εκείνοι τα όπλα και να κρατήσουν τσίλιες ο ένας στον άλλον, κάτω από φανοστάτες που έλαμπαν τις νιφάδες του χιονιού, τρίζοντας τα δόντια τους περισσότερο από ανυπομονησία παρά από το κρύο. «Πρέπει να το κρυώνεις μ’ έναν πάγο τυλιγμένο σε βαμβάκι», μου γράφει, «και ν’ ανεβαίνεις ξανά στην καρέκλα, πάνω απ’ το τσουκάλι, για να το ζεσταίνεις κάθε φορά, το ίδιο κάθε φορά, να μαζεύεται το μέσα κι ύστερα να βγαίνει πάλι με τη ζέστη, όλο το μέσα να γίνεται έξω, όλο το μέσα να γίνεται ζέστη» μου γράφει σα να μου έγραφε τον καλύτερο τρόπο για να φτιάξω ένα παραδοσιακό γλυκό που της έμαθε η δική της μάνα ή να φερθώ σ’ έναν άντρα όταν τα παιδιά μας θα κοιμούνται σε νύχτες τόσο κρύες όσο οι νύχτες του χωριού που πέρασε στο πετσί μου. Αλλά υπάρχει, ακόμα και στα λόγια αυτά που οδήγησαν τη ζωή μου πριν από μένα, υπάρχει, 50
αν μπορείς να τ’ ακούσεις, πες μου ότι μπορείς!, η ενδιάμεση φωνή, μια μυρωδιά απ’ το δικό σου σώμα, το θυμάρι που κρατώ και φιλάω και το μυρίζω, τρίβοντας πάνω μου το βράδυ σου, το μόνο βράδυ που θυμάμαι ακόμα κι όταν όλο το μέσα δεν γίνεται ζέστη.
51
mucus d. tanoudis | Athens 2012 52
When the last client leaves, and the only thing that remains in the air of my house is the vapor of the sperm, the only thing that comes to my mind is to open my computer and look for these movies, the endlessly repetitive positions, the endless variations of faces, people on top of people, costumes, masks, children, voices from the other side of the Earth. People that never were, and will never be, next to me, but I can bring them here, make them my friends, learn how they blink their eyelids in the ultimate moment of orgasm, and all the other secret stories that they carry on their bodies. Even if that 's their work, just like it's my work too. I'm doing this because I cannot bare being completely alone in your absence, not even for a second. Cause, for me, you are above everything else, you are like a saint to me, always smelling like thyme, in the frame that nobody can touch, since I never let anybody see it. And I do it because I have to, even then, when nothing forces me to, I have to listen to the swearing, even from the mouth of strangers, the groans, the cursing, the raw meet of the mouth. It's like these sounds, from whoever they may come, bring back the natural flow that my ears should follow in order to continue to be able to slice the bread, wash the dishes, fill up the garbage bags with the last memories of mucus, spit out as they are in the rubber leathers that are left behind by those who are too ashamed to hold my hand like you did. 53
It is my way of better understanding a lie and telling apart the hidden sound of a truth. The woman who comes out of the swimming pool with her heavenly hair and the shiny lips and her freshly polished nails, while two men in uniform approach her laughing, and the husband is watching from the balcony, while she gets lost in her own story, far away from the story that has been dictated to her by the imagination of others. They wear black rubbers. They wear high-heels, sparkling circles of jewelers in their ankles, searching for a countenance of breathless pain while they are being humped from the front and the back by two men with tattoo on their upper arms, clinged to a schoolgirl' s smile of happiness as soon as they spatter their faces with this thick white slime that paddles and shines, like the white waste of the shore. Then, they lift their bras, that have never been worn before them, and let the fingers of the other hand to waver next to the swollen veins that still leak blood, saying sweet farewell to the viewer , while the only thing they truly want is to spit the sperm to the people that cum on their own from the other side of the glass, in all the houses that are sadly penetrated by this sound of cold after the rain, and there is nowhere to hide then, but in the poor lonely child inside our head. That is how my world is too; how different the strangers that ring my doorbell are? Wouldn't anybody want to hear the closing of the clapboard, to turn off the lights, wait for the crew to go away, to take me in his arms and watch a movie from within a movie, holding two jars of preserves, like the ones we 54
used to eat when we were young? But I can tell apart, in those hours, when sweat and play dough are united on the screen , a mystical sound, in-between the fake screams, the pain that they do not let come out of its covers of shame. I study this sound and try to copy it deep into my ears, so that I will recognize it every time a stranger comes and leaves ma a piece of himself. The sum of these sounds, mine and theirs, of the sounds that nobody can hear, create a rope that ties me up with you, wherever you are, my body, all mine, smelling like thyme. I would like you to think of me like an angelic funeral of myriads of men that died out, for a while, on top of me. I would like you to do this; think of the women you love like a hill of men that left inside of me their puff in order to be born again into a life without this inbetween sound of love, that we strive to hide under our groans, until our whole life passes and we have nowhere to give it to, nothing to do with it, like the poison that remains to be swallowed by those who do not tolerate to be pitied. I would like you to see inside of me, the heroine, beyond what has been taught to you , the one that collects a foreign burden together with her own , the one that sacrifices herself in order to collect, like a living can, all the warmth of the guts that are searching for the right liquid, the voice and the smell, the sweat and the milk from the nipples of another person, their own person, their utterly own. I sometimes read the letters that my mother left, certain that she was writing them for 55
me, even though she had yet to carry me in her belly. She advices and instructs me. She is telling me, like she is secretly whispering to me , that men cum faster when the inside is burning: “Come now”, she was shouting with her legs open and her dress lifted, “come now that I have warmed it up in the marmite”; and she was coming out in front of the door with the red light, inviting the soldiers that were at a patrol until they would dump the arms and keep an eye for each other, under the street light that made the snowflakes shine, grinding their teeth, mostly, from impatience rather that cold. “ You have to cool it with an ice cube wrapped up in a cotton” she is writing to me, “ and then climb again in the chair, on top of the marmite, to warm it up every time, the same every single time, to tuck it inside and then to bring it out again with the heat, all the inside becoming outside , all the inside becoming heat” she was writing to me as if she was writing the best way to make a traditional cake that her own mother had taught her or like telling me how to treat a man when our children will be sleeping at nights as cold as the nights in the village that are carved in my flesh. But still, there is even in these words that led my life even before me, there is , if you can hear itplease tell me you can!- the in-between voice, a smell from your body, the thyme that I hold and kiss and smell, while rubbing it on me in the night, your night, the only night that I remember still even when the whole inside didn't become heat. 56
Γυναίκα από θυμάρι Γιώτα Δημοπούλου γdimopoulou
57
(Ένα υπόγειο δωμάτιο, στη μία άκρη ένα κρεβάτι, στην άλλη ένα τραπέζι. Μια λάμπα κρεμιέται από το ταβάνι. Το παράθυρο ψηλά στον τοίχο, με τα παντζούρια κλειστά. Εκείνη φορώντας ένα άσπρο νυχτικό κάθεται όρθια με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Τα μαλλιά της αχτένιστα, άσπρες τούφες πετάγονται, πρόσωπο γεμάτο χαρακιές.) «Λαχεία κανείς;» Όλη μέρα φωνάζω. Είμαι σίγουρη ότι φωνάζω, ότι ακούγομαι ακόμα κι όταν οι άλλοι δε μου απαντούν. Ναι, φωνάζω κι όμως δε με πιστεύετε κι όμως σας λέω, φωνάζω και δεν πειράζει που δε με πιστεύετε, (παύση) είναι στιγμές που δε με πιστεύω ούτε εγώ η ίδια. (γρήγορα) «Λαχεία κανείς;» Το τυχερό 9. Τελευταίος λαχνός στο τυχερό 9. Λαχεία κανείς; Μ’ ακούει κανείς; Κάθε φορά κι ένα τυχερό νούμερο, 9,8,7,6,5,4,3,2,1,0. Τυχερό νούμερο ακόμα και το μηδέν. Το μηδέν από πότε; Κι όμως αριθμοί στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον και δημιουργούν άλλους αριθμούς, άλλους κι άλλους, περνούν μπροστά από τα μάτια μου, μέσα από τα χέρια μου, ναι. (παύση) Πέρασαν πολλοί αριθμοί από τα χέρια μου, πέρασαν χρόνια. (αργά) Πολλά χρόνια πέρασαν. Πολλά λαχεία πέρασαν. Λαχεία τα χρόνια που πέρασαν. (γρήγορα) Μ’ αρέσει να πουλάω. Λένε ότι όλα στη ζωή πωλούνται. Όχι όλα, λέω εγώ. Όσα θες εσύ. Εσύ είσαι αυτός που πουλά, ο άλλος είναι αυτός που αγοράζει και το βλέπεις στα μάτια του , το βλέπεις, θέλει πολύ να αγοράσει όπως ακριβώς εσύ θέλεις να πουλάς, ό,τι πουλάς, χρόνο, λαχεία, κορμί κι αυτός το θέλει, το βλέπεις ότι το θέλει και για όσο το θέλει, το θέλεις 58
κι εσύ, είπαμε εσύ είσαι αυτός που πουλά και ο άλλος είναι αυτός που αγοράζει μόνο που εσύ πουλάς μόνο αυτό που θέλεις άρα κι εκείνος αγοράζει μόνο αυτό που θέλεις εσύ. (αυστηρά) Όχι αυτό το λαχείο κύριε. Πάρ’τε αυτό που λήγει σε δύο. (το ίδιο) Όχι από τη μέση και πάνω κύριε. Από τη μέση και κάτω. Σαν τα λαχεία πωλούνται και τα κορμιά. Και οι πελάτες αριθμοί. Τι δεν καταλαβαίνετε; (γρήγορα) Από τη μέση και κάτω κάν’τε ό, τι θέλετε λέω, από τη μέση και πάνω κάνω ό,τι θέλω εγώ, δε με αγγίζει κανείς εκεί, δε με βλέπει κανείς, δεν πωλείται το πάνω, πωλείται το κάτω, πώς αλλιώς να το πω, αυτό έχω και σε όποιον αρέσει, και δεν έχω παράπονο, σε πολλούς άρεσε κι ήταν πολλοί που το αγόρασαν, χωριά ολόκληρα το αγόρασαν, για λίγο, για πολύ, για χρόνια, για λεφτά, για διασκέδαση, γιατί έτσι ήθελαν ή γιατί καλύτερα, γιατί έτσι ήθελα εγώ, πολλοί ήθελαν, όλοι τους ήθελαν και δεν κατάλαβαν ποτέ, ούτε μια στιγμή δεν τους πέρασε από το μυαλό, (γελώντας) φτωχό μυαλό, ήθελαν αυτό που ήθελα εγώ. (αργά) Δε βγάζω αυτή τη φορεσιά από πάνω μου. Το πάνω σώμα μου δεν το βγάζω. Δεν το δίνω πουθενά.
59
Με αυτό το φόρεμα κάποτε κυλιόμουν πάνω στα θυμάρια, δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να κυλιέσαι πάνω στα θυμάρια κι όταν οι άλλοι κυλιστούν πάνω σου, μέσα σου, να λένε: «Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι». Θυμάρι παντού, μέσα στο σπίτι, έξω από το σπίτι, να μυρίζουν αυτοί που έρχονταν κι έφευγαν, με το κεφάλι κάτω για να μη τους δει κανείς, με το κεφάλι κάτω με συναντούσαν στο δρόμο δίπλα στις γυναίκες και τις κόρες τους και γύριζαν το βλέμμα τους αλλού κι εγώ γελούσα, ακόμα θυμάμαι το κόκκινο βλέμμα τους και γελώ γιατί είχα το σπίτι μου μέσα στα δικά τους σπίτια και το γνώριζαν και το θυμάρι μου να μυρίζει θυμάρι επάνω σε ρούχα και σε σώματα, κάπου, κάποτε, σε ένα σπίτι που κάποιες φορές μέσα σε αυτήν την πόλη ξεχνώ όμως που κανείς τους δεν ξέχασε. «Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι». Έλεγαν κάποτε. Σύζυγοι, μαθητές, γεροντοπαλίκαρα, αντάρτες. Κι εκείνος. Εκείνος πριν και πάνω από όλους. Κανείς δε με είδε ολόγυμνη. Πέρα από εκείνον και πέρα από τον εαυτό μου. «Λαχεία κανείς;» 60
(Στέκεται όρθια, στη μέση του δωματίου, κάτω από τη λάμπα, η λάμπα κουνιέται) Κάποιες φορές κάτι βράδια σαν κι αυτό στέκομαι κάτω από τη λάμπα. Ανοίγω το παράθυρο, αέρας μπαίνει, η λάμπα κουνιέται και γεμίζουν θυμάρια οι τοίχοι, το πάτωμα, η οροφή, ο κόσμος όλος. Τότε ακόμα και ο αέρας είναι σαν να μιλά. «Πήγα με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι». «Λαχεία κανείς;» Από εμένα, μόνο από εμένα. Και για όσους δε με ξέρετε. Το όνομά μου. Ελένη. (Χαμογελά. Το φως σβήνει)
61
Woman from Thyme Giota Dimopoulou Îłdimopoulou 62
( A basement, in one side a bed, in the other side a table. A lamb is dangling from the ceiling. The window, high on the wall with the blinds closed. She is standing straight up with her back against the wall, wearing a white nightgown. Her hair uncombed, white wisps of hair all around her face, a face full of nicks. ) “Lotteries anyone?” All day long I shout. I am certain that I shout, that I am heard even when the others don't answer me. Yes, I shout and, yet, you don't believe me, but I do tell you, I shout and it doesn't matter that you don't believe me, (pause) there are times that I don't even believe myself. (Fast) “Lotteries anyone?” The lucky 9. The last lottery on lucky 9. Lotteries anyone? Does anybody hear me? Each time and a lucky number, 9,8,7,6,5,4,3,2,1,0. Even zero is a lucky number. Zero? Since when? Indeed, numbers stand one next to the other and create more numbers, more and more, they pass in front of my eyes, through my arms, yes . (pause) Many numbers have passed through my arms, many years. (slowly)Many years have passed. Many lotteries have passed. Lotteries the years that passed. (fast) I like to sell. They say that everything in life can be sold. Not everything, I say. As much as you want to sell. You are the one that sells, the other one is the one that buys, and you can see it in his eyes, you can see it, he is craving to buy like you are craving to sell, 63
whatever you sell, time, lotteries,body, and he wants it, you can see that he wants it , and, for as long as he does, you want it too. We have already said that you are the one who sells and the other one is the one who buys, only you sell what you want, so he buys only what you want. (strictly) Not this lottery sir. Take this one, which ends in two. (the same) No, not from the waist up, sir. Only from the waist down. Bodies are sold like lotteries. And the clients are numbers. What don' t you understand? (fast) From the waist down you do whatever you wanna do, from the waist up I do whatever I wanna do, nobody touches me there, nobody sees me, the top is not for sale, the bottom is. How else can I explain it to you, that's what I offer and whoever likes it. And I have no complaints, there were many who liked it and many who bough tit, whole villages bought it, for a while, for a longer time, for years, for money, for fun, because that's what they wanted, or better, because that's what I wanted. Many people wanted it, everybody wanted it and it never crossed their poor minds, (laughing) not even for a second, that they wanted what I wanted. (slowly) I don't take off these clothes. I don't reveal the top of my body. I don't give it anywhere. Once, with this dress I used to roll in the thymes, nothing can be compared to rolling in 64
the thymes and ,then, when the others will roll on top of you and inside of you , to say: “ I slept with a woman that smelt like thyme”. Thyme everywhere, inside the house , outside of the house, the ones coming and going smelling like thyme, with their heads lowered so that nobody would recognize them, they would meet me in the street ,like this , with their heads lowered walking next to their wifes and daughters and they would turn their sight elsewhere and I would laugh. I still remember their red sight and I laugh because I had my house inside their own houses and they knew that , and my thyme would smell on top of clothes and bodies, somewhere, once, in a house that sometimes I forget inside this city, but none of them ever forgot. “I slept with a woman that smelt like thyme”. People used to say. Husbands, students, stouthearted men, guerrillas. And him. Him before and above all others. No one saw me fully naked. Apart from him and myself. “Lotteries anyone?” (Stands still, in the middle of the room, under the lamp, the lamp moves) Sometimes, at nights like these, I stand underneath the lamp. I open the window, the air come inside, the lamp moves and the walls, the floor, the roof, the whole worlds is filled with thymes. Then, even the air seems to be talking. 65
“I went with a woman that smelt like thyme”. “Lotteries anyone?” From me, just from me. And for those of you that don't know me. My name . Eleni. (Smiles. The light goes out)
66
Για μια Ελένης της Φλώρινας Βασιλική Σπύρου
15/08/2012
67
Μικρό μου δέντρο, δέντρο μικρό, θυμά- θυμά- θυμαράκι μου πώς να σου δώσω στα χείλη νερό που όλο σε χάνω χαμογελάκι μου. Ελένη κι εμένα, Ελένη κι εκείνη. Της Τροίας.. Τροία πυρπολημένη μόνο εγώ έγινα. Πάρηδες, Πάρηδες, Πάρηδες. Εγώ είμαι ένα τόσο δα μικρό μικρό κορίτσι. Κορίτσι σαν τα’ άλλα. Ποια άλλα; Δεν υπάρχουν άλλα. Πού πήγαν; Τα είδε κανείς; Μικρό μου δέντρο Δέντρο μικρό που πήγαν οι άλλοι ποιους ψάχνω να βρώ; Ριμάδια ρούχα! Φτού σας ρε! Ηλίθιοι, ανίκανοι, άτιμοι. Φτού. 68
Σας μοιάζει ρε για σάπιο τούτο το μουνί; Ένα κορίτσι είμαι εγώ ρε! Κορίτσι, κοριτσάκι. Ούτε τη γεύση του σάλιου σου δεν ξέρεις ρε και μιλάς για μένα; Κρύβεσαι; Όταν γαμούσες με τα γαλόνια καλά ήτανε; Αααχ, μικρό μου δέντρο Δέντρο μικρό, Σκάλα θ’ ανέβω στον ουρανό. Ποιόν ουρανό; Πώς είν’ ο ουρανός; Εδώ είν’ ο ουρανός. Μέσα σ’ αυτό το ρούχο. Να σε σκίσω θέλω. Να σε βγάλω ουρανέ! Αυτό θέλω. Παλιόρουχο, παλιόπραμα. Να σε κολλήσω ουρανέ, με δυο πινέζες μάτια πίσω στον κότσο των μαλλιών μου Να σέρνεσαι πίσω μου Να μη σέρνεις εμένα Να σε σέρνω
Τι τα θέλω γω τα ντύματα; 69
Με το μουνί γυμνό γεννήθηκα. Έτσι με έκανε η μάνα μου. Φοβάμαι. Φοβάμαι να το κοιτώ κάποιες φορές. Ώρες ώρες το πιάνω για να σιγουρευτώ ότι είναι δω χάμω. Το μουνί Κατά κόσμον: Αιδοίο Σιχάματα, να το φοβάστε. Όταν έμενα σ’ αυτό το δέντρο, το δεντράκι, το θυμαράκι, Να, δες το! Όταν έμενα εκεί, τίποτα δε μου έλειπε. Ούτε θεός, ούτε διάολος. Είχα και κόλαση, είχα και παράδεισο. Τώρα, Ξεράθηκε, έσπασε και έπεσα. Στέκομαι χάμω με ανοιχτά τα μπούτια και σου μιλώ. Και εσύ, ούτε φτύσιμο δε ξέρεις τι σημαίνει. Δέντρο δεντράκι μικρό μου δέντρο 70
εγώ είμαι, η Ελένη, εκείνη η χωριάτισσα, που κρέμεται στο μάτι της το ένα η Υδρούσα και στο άλλο στάζεις δέντρο μου δεντράκι
71
For an Eleni of Florina Vasiliki Spirou
15/08/2012 72
My little tree, little tree, my sweet th-th-thyme how can I give water to your lips that I keep loosing you my dear smile. Eleni they call me , Eleni her too. Of Troy... A burned Troy, it's me that became one. Paris, Paris, Paris. I am a tiny tiny girl. A girl like the others. What others? There are no others. Where did they go? Did anybody see them? My little tree Little tree Where did the others go Who am I looking for? Damned clothes! Shame on you! Fools, impotents, dishonest Shame. 73
Does it look like to you that this pussy is rotten? Hey, I am a girl! Girl, little girl. You don't even recognize the taste of your own saliva and you're talking about me? Are you hiding? When you were fucking with the gallons was it nice? My little tree Little tree. I will climb a ladder to the sky. Which sky? How does the sky look like? The sky is here. Inside this clothing. I want to tear you apart. I want to remove you. sky! That's what I want. Shitty clothes, Shitty things. I want to stick you in the back in my bun with two pins, sky To make you crawl behind me Not to make me crawl I will make you crawl What do I need to dress for? I was born with my pussy naked. That's how my mother made me. 74
I am afraid. I am afraid to look at it sometimes. Now and then I touch it to make sure it is here. The pussy. According to the world: vulva. Disgusting, be afraid of it. When I was living in this little tree, the sweet little tree, the sweet little thyme, There, look at it! When I was living there , No God, no devil. I had hell, I had paradise too. Now, it withered, it broke, and I fell. I am standing in the ground with open thighs and I am talking to you. And you, you don't even know what spitting means. Tree, little tree, my little dear tree it's me, Eleni, that peasant girl, 75
that from one of her eyes Ydrousa dangles and in the other one, you leak, tree my little tree
76
Γκιούργκιa Μαρία Μανωλέλη 10/09/2012 77
Έτσι που λες κούκλα μου τα περνάγαμε εκεί στο Βρυσάκι ...Φασαρία από μανάβηδες και από τα πούλια που όλοι μέρα χτυπούσαν στο τάβλι οι καφενόβιοι. Χρόνια πάνε .Έβλεπα από το παράθυρο μου το δρόμο. Περαστικοί. Νέοι ,γέροι, φορτωμένοι οι πιο πολλοί με ψώνια από την αγορά κι άλλοι φορτωμένοι με παιδιά. Πολλά παιδιά κάνανε τότε.Εγώ αξιώθηκα δυο. Ανάμεσα τους και αυτοί που ξέκοβαν από τον δρόμο και με μια βιαστική κίνηση, σχεδόν γλίστρημα έπεφταν σα νερό σε χαραμάδα στην πόρτα του σπιτιού μου. Συναντούσα στην αγορά τις κυρίες τους, αν ήταν παντρεμένοι και τις μητέρες των αμούστακων αγοριών.Τ ο βλέμμα τους βουτηγμένο στην υπεροψία προς μια κοινή γυναίκα. Τι ειρωνεία! Εγώ θα έπρεπε να σε κοιτάζω υπεροπτικά κυρά μου, που ο άντρας σου αλλάζει φάτσα όταν είναι μαζί μου. Αχ και να το ‘ξερες να σου κοβόταν το τουπέ. Υπήρχαν όμως και γυναίκες που χωρίς να τους έχω μιλήσει ποτέ καταλάβαινα πόσο καλές ήταν. Τις συμπαθούσα και τους χαμογελούσα όπου τις έβλεπα. Μητέρες που μεγάλωναν τρυφερά αγόρια ,προσεχτικά και σεβαστικά. Σκέψου για να έχεις τρόπους μέχρι και σε μπουρδέλο τι ανατροφή θα έχεις πάρει. Πήγαινα συχνά στην αγορά και έπαιρνα τα χρειαζούμενα υλικά για το γλυκό του κουταλιού που είχα πάντα στο ράφι μου και τους φίλευα. Εμ πως; Θέλει γλύκα τ ’αντάμωμα. Μακάρι να το’ ξεραν αυτό οι ξινισμένες κυρίες. Και σιρόπι θέλει και παίνεμα. Οι άντρες είναι παιδιά. Τα ξεπεταρούδια που μου ερχόντουσαν για πρώτη φορά κι αν τα παίνευα. Μέρος της ανταλλαγής ήταν κι αυτό. Και ύστερα ,όταν έφευγαν, καθόμουν κι έκανα τις δουλειές μου χωρίς βάρος. Έτσι είναι τα πράγματα. Το τι κάνεις δεν έχει τόση σημασία από το πώς το κάνεις. Πολυλογάω πάλι μα κι εσύ μιαν ώρα κάνεις να μου τον ψήσεις τον 78
ρημαδοκαφέ. Να βάλε μου τον στο φλιτζανάκι αυτό να τον πάρω μαζί μου. Δεν το θέλω το πλαστικό. Βάλε τον εδώ και χρέωσε με και το φλιτζάνι και κράτα και τα ρέστα. Δε θέλω ρέστα. Αν ζητούσα και τα ρέστα θα ‘χα άλλο μπόι. Τεσσάρια θα ‘χα καμωμένα στη Φλώρινα. Ένα για την κάθε μου κόρη. Μα εγώ μπα, ρέστα δε ζήτησα ποτέ. Να ‘χεις την ευχή μου κούκλα μου και να θυμάσαι, σορόπια και μέλι έτσι; Το ξεροκόμματο βουτηγμένο στο μέλι τρώγεται, βουτηγμένο στο ξύδι δεν κατεβαίνει. Μοσχοβόλησε ο καφές βρε ,α που να σε χαίρεται! Γεια σου. Το όνομα μου δε σου ‘πα. Η Γκιούργια είμαι, η Γκιούργια από τη Φλώρινα.
79
Giourgia Maria Manoleli 10/09/2012 80
So that's how life used to be in Vrysaki my dear... A lot of hustle and bustle from the greengrocers and from the checkers of the people playing tavli in the kafenion. It's been years now. Through my window I could see the street. People passing by. Young, old, most of them carrying the groceries from the market and others carrying their children. Back then, people used to have many children. I only got two. In between the passersby were those who got away from the main street with a hasty movement, almost like creeping to the door of my house like water through a crack. In the market I would meet their wifes, if they were married, and the mothers of those who couldn't grow a mustache yet. Their look was full of disdain towards a common woman. How ironic! I should have been the one looking at you with disdain, that your own husband changes his face every time he is with me. Only if you knew, so that you would lose your pride. But there were also the women that without ever talking to them I could see how nice they were. I was fond of them and every time I would see them I smiled at them. Mothers who would raise their boys carefully, with tenderness and respect In order to have good manners even in a brothel, imagine how well you should have been raised. I was going to the market quite often to get the necessary ingredients for the fruit preserve that I always kept in my shelf to treat them. Well sure! There's always a need for something sweet in the get together. If only the sour women knew that. And syrup and compliments too. Men are children. The young ones that came for the first time, those needed compliments too. It was part of the exchange. And later, when they left, I would continue doing my housework with no burden. That's how things are. What you do does not matter, but how you do it. I am rambling again but it's taking ages to bake the damn coffee. There, put in in this cup to take it away. No, I don't want the plastic, I want it in here and charge me for the cup too. Keep the change. I don't 81
want the change. If I asked for the change I would have a different status by now. I would have houses in Florina, one for each of my daughters. But I never asked for the change. Fare well my dear and remember syrup and honey, right? The crust plunged in honey is eatable, but plunged in vinegar isn't. Ah, the coffee smelled really good, bless you! Goodbye. Oh I didn't tell you my name. I'm Giourgia, Giourgia from Florina.
82
Αγία ιερόδουλη Μαρία Ευφραιμίδου
10/09/2012 83
Πείνα σου λέω εκείνο τον καιρό. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. Πόσες φορές είδαν τα μάτια μου μάνες, τάχατις σεβαστικές και αρχόντισσες, να κρύβουνε ψωμί στο κόρφο τους, τα μωρούδια στα χέρια να κλαιν για τη μπουκιά και εκείνες το χαβά τους. Ανήξερες, λυπησιάρες και πάραυτα αρχοντικές. Ντροπής σκεφτόμουνα. Δεν ήθελα έτσι να καταγίνω. Δύο στομάχια είχα να θρέψω και κάπως έπρεπε να τα φέρω ζάφτι. Και δεν ομιλώ για στόματα, μη θαρρείς. Εκείνα απ’ τα μικράτα τους τα’ χα βουλώσει. Μην βρουν τρόπο ποτές και μου ζητούν. Δεν είχα. Κομμένη γλώσσα και λαρύγγια από τότες. Να μη ζητούν, να πεινούν μονάχα. Και ας φώναζε ο αχαΐρευτος πριν πάει με το τουφέκι στο μέτωπο να καταγίνει με τους χαφιέδες και τους πολεμιστές. «Άστα καλέ γυναίκα να μεγαλώσουν μοναχά τους. Σαν τη κλώσα τα ασφυκτάς. Ολημερίς πάνω τους, κοιμισμένα θα απογίνουν». Φαίνεται πως κάπου πέρασε ο λόγος του και τ’ άφησα μετέπειτα να κάνουν πως ποθούν. Παρ’ αυτά φενάκη μου σκάρωσαν τα διαβολεμένα. Και λαρύγγι φτιάξανε και γλώσσα σαν του φιδιού στρωμένη έκαμαν. Όχι, μη θαρρείς για να ζητούν ή να λεν σωστά, αυτά δεν μπορέσανε διόλου να τα μάθουν. Μα για να λεν τη μάνα τους, τα μπαστάρδικα, πουτάνα. 84
Εμένα, που όλο το χωρίο έχει να λέει για τη στάση μου, την αξιοπρεπή όπως διατυμπανίζει η κυρά του μανάβη, που τις καλύτερες ντομάτες βάζει στο σακούλι και δίχως λεφτά, τάχατις για τα παιδιά μου, και ξέρω πως δεν το κάνει για κανένα λόγο παρά να μη μαρτυρώ στους ντόπιους την ανημποριά του γιού της στο ζευγάρωμα με γυναίκα. Πόσες φορές η δύστυχη τον έστειλε κρυφά στη σπηλιά που ’βγαζα μεροκάματο να τον ανδρώσω. «Τρυφερά να του φερθείς. Δείξε του αγάπες, ρομαντζάδες Δώσε του και παραπάνω χρόνο να συνηθίσει. Διπλά θα σ’ αφήσω μη ανησυχείς». Δεν τα κατάφερνε τ’ άμοιρο ούτε κι εγώ να προσπαθώ συνέχεια να του δείχνω μπορούσα. Περίμεναν κι άλλοι σε σειρά και ο κόπος μάταιος με δαύτον. Και να παίρνω τζάμπα οβολό απ’ τη μητέρα του δεν πήγαινε με τον χαρακτήρα μου. Το γιαβρί εξάλλου νταχτιρντής ήταν, ελαφρύς, ονειροπαρμένος, ξέρεις από ’κείνους που αγαπούν και κρεβατώνονται με άντρες σαν τους ίδιους. Μωρέ, καλά μου τα ’λεγε η θεία, που ούτε ο πόλεμος δεν τη κούνησε απ’ το σπίτι, για να ’ρθουν τώρα οι σάρκες που ’κανε για παιδιά της, τα τσοχλάνια τα ξαδέλφια μου, να τείνε μαντρώσουν στο ζουρλάδικο και να της φαν το σπίτι. «Το νου σου» μου ’λεγε. «Λαφιάτες τώρα στη κούνια που τα βυζάνεις, οχιές στη ρούγα όταν δεν θα ’τρων απ’ τα δικά σου χέρια».
85
Και να τα λόγια της που στέριωσαν στην αλήθεια. Να λεν πουτάνα εμένα, τη μάνα τους, εμένα τη αγία. Που όταν περνώ από τη πλατεία με το πεζόδρομο και τα γύρω μαγαζιά, ένας, ένας στήνονται όλοι τους μη και χάσουν βλέμμα μου από τις χαιρετούρες. Μα την αλήθεια, δεν μπορώ να την εκαταπιώ τούτη τη βρισά. Μα πουτάνα εγώ; Που σ’ όσους συντροφιά έκανα έχουν να λεν για τη σεμνή μου στάση; Που ούτε μαστό δεν είδαν οι σβίγκοι, κρυμμένος κάθε φορά πίσω από τη φορεσά μου. Αυτή τη φορεσά μωρέ, που όλες οι γυναίκες φοράγαμε για καμάρι του τόπου· που πιότερο απ’ όλες τους πάνω μου είχα σα πέτσα. Όχι μονάχα σε πανηγύρια και γιορτές, αλλά και στις δουλειές και στο σπίτι και στο μπαξέ. Και ας χρεμέτιζαν οι φουκαράδες για λίγη εικόνα γυναικεία. Και ας απίθωναν στη πέτρα, δίπλα στη ψάθα που νταβραντίζονταν, κατιτίς παραπανίσιο μπας και με ’πειθαν να ξεγυμνωθώ. Αμ τα πιτσιρικάκια που τα πας; Τρεις γενεές μαστόρεψα με χάδια και μυστικά. Και ας μην έβγαιναν χρηματικώς, δεν τα εγκατέλειπα. Δρόμο τους έλεγα άλλη φορά. Και ας μη μου τα φέρνανε ποτές, εγώ τα ξεχνούσα. Και πως μ’ αγάπαγαν! Μέλι το στόμα τους όταν για μένα λέγαν και ο θαυμασμός στα μάτια τους κάθε φουρτούνα στέγνωνε σαν το λιοπύρι τη στεριά. Αγία ήμουν και φιλάνθρωπη. Μα πού να καταλάβουν τα κακομαθημένα; Πως τα φταίω εγώ για τον πατέρα τους νομίζουν. Πως τον έστειλα να πάει να σκοτωθεί για να τραβιέμαι
86
λεύτερα με άλλους άντρες. Εγώ, που σε ολόκληρη τη ζωή μου δεν έμαθα τι σημαίνουν γαμήσια κι έρωτες. Αγία και άμαθη στα πάντα. «Μωρή», λέω της κόρης, «πουτάνα είσαι όταν το φχαριστιέσαι το ζευγάρωμα, όχι όταν το κάνεις ψυχικό σα τίμια δουλευταρού.». Ξίνιζε τα μούτρα και τρύπωνε μέσα στο μπιντέ να μη με βλέπει η κατουρλού, η οχιά και άρχιζε να ολολύζει. Έπαιρνα τότες το τσουκάλι να ζεστάνω νερό και ανέβαινα στη καρέκλα από πάνω του, να μπουν οι υδρατμοί στα σπλάχνα μου, να λιώσουν σαν κερί τα μέσα μου για να μπορώ να φχαριστήσω πιότερους από τους προκόπηδες που μ’ επισκέπτονταν. Να βγάνω περίσσιο οβολό να μεγαλώνουν μακάρια τα τέκνα για να μου καμώνονται τάχατις τα αδικημένα τώρα και να με λεν πουτάνα, εμένα την αγνή. Αλλά έννοια σου και ξέρω πολύ καλά τι τα ’φταιξε. Η σουπιά, η πονήρω η δασκάλα που με κακολογούσε στις σπορές μου και τα έστρεψε εναντίον μου. Φοβήθηκε μη ξελογιάσω τον αρραβωνιάρη της και της βγήκε ζήλια στα γεννήματά μου. Λες και έφταιξα εγώ που δεν τη στεφανώθηκε τη μίζερη. Σαν να τη βλέπω μπροστά μου που έφτυνε το κόρφο της όταν περνούσα μπροστά της με το στητό μου το κορμί και το ξανθό μαλλί. Και άφριζε απ’ το κακό της όταν τύχαινε να περνά και κάνας άλλος εκείνη τη στιγμή και έκανε υπόκλιση για το αντάμωμά μας.
87
Τι τα θυμήθηκα τώρα και εγώ... Μα είναι αυτό το ρημάδι το παράπονο που σε πιάνει πολλές φορές και σφίγγει τα σωθικά σα μέγγενη. Είναι μωρέ, που τα χρόνια περάσανε και μέ ’πιασαν οι ευαισθησιές μου. Να κάθομαι εδώ μονάχη και να σκαλίζω τα περασμένα. Και να νιώθω φτωχιά που χόρτασα το σεβασμό των ξένων και όχι των παιδιών μου. Αλλά και πάλι, αν με ρώταγες, τίποτα δεν θα άλλαζα από τη ζωή μου. Τέτοια ενάρετη ζωή μακάρι να’ κάναν όλοι. Και τώρα που τα σκέφτομαι καλύτερα, ξύδι να πιούν όσοι θύμωσαν με τα καμώματά μου να στρώσουν γλώσσα και μυαλό· γιατί ο καθείς εφό ετάχθη όπως λέει συχνά και η κυρία παπαδιά.
88
89
Saint Hierodule 10/09/2012
Maria Efremidou
I'm telling you, back in those days there was a lot of hunger. The mother eats and the child suffers. How many times did I see mothers, supposedly honest ladies, hiding bread in their bosom without caring that their baby in their arms was crying for that bite. Unaware, pitiful but yet ladies. I was really ashamed. I didn't want to end up like them. I had two stomachs to feed and I had to manage somehow. And I'm not talking about mouths, no. Those, I had them shut since they were little. So that they wouldn't find a way to start asking. No I didn't have mouths. The tongues and throats I had them cut since then. Not to ask, only to get hungry. Even if the slob was yelling, before he went with the rifle in the front and got engaged with the rats and the warriors: “Let them grow on their own, woman. You're suffocating them. All day long next to them, you''ll make them dopey� . But it looks like he got his way and, later on, I let them do what they wanted. However, they tricked me. They got their throats open and their tongues became like the snake's. 90
No,they didn't use them to ask for something or to speak correctly, seems like they could never do those things. But to talk about their mother, the bastards. Me, that the whole village talks of nothing but my dignified behavior. Even the wife of the greengrocer always selects the best tomatoes for me , supposedly for my children , but I know the only reason she does it for, is to stop me from giving away to the locals the impotence of her son . How many times did the the poor woman secretly sent him to the cave where I was earning my living to make him a man. “Treat him gently. Show him love, romance. Give him some extra time to get used to it. I will give you the double, don't worry”. He couldn't do it the poor child and I couldn't try to show him all the time. There were others waiting in line and all the efforts with him were pointless. Neither could I get money for nothing, it didn't fit my character. Besides, the boy was a twink, a backgammon player, dreamy, you know one of those who love and sleep with men like themselves. My aunt was right to warn me. Not even the war managed to move her out of her house so that now , the flesh that she gave birth to, my savage cousins, would come to cage her in the madhouse and grab her house. “Be careful”, she was telling me. “Little harmless snakes now in the cradle when you breast feed them, adders in the street, later on, when they will stop feeding from your 91
hands�. And her words did become true. To call me a whore, their mother, me the saint. That when I walk through the square in the pavement with all the shops around, one by one, everybody stands in line not to miss my greetings. But really, I cannot swallow this indecency. But to call me a whore? That all of my companions have nothing to talk about but my modest behavior? Those stubby men didn't even see a breast, always hidden behind my clothing. This clothing that we were wearing out of pride for our region; that I wore much more than all the others , I had it like my skin. Not only in the feasts and the celebrations, but also while working in the house and in the garden. Even if the poor men were craving for a glance of the woman's image. Even if they were leaving in the rock, next to the matting where they were regrouping their strength, something extra to persuade me to get naked. And what about those nippers? I tampered three whole generations with cuddles and secrets. And even if they didn't have enough money, I didn't give up on them. Go now, another time I was telling them. And even if they never brought me what they owned me, I would forget. And how they loved me! When they were talking about me their mouth was full of honey and the admiration in their eyes would drain every storm like the heat dries the land. 92
I was a saint and a philanthropist. But how could they understand, those brats? They blame me for their father. They believe that I sent him to get killed so that I could freely fool around with other men. Me that in all my life I never learned what fucking and love is. I was a saint and ignorant in everything. “ You are a whore when you enjoy the mating, not when you do it like an honest workerâ€?, I was telling my daughter. She would get sore and hole up in the toilet the peegirl, the adder, so as not to see me. Then, I would take the marmite to boil water and I would climb in the chair on top of it, so that the steams would get inside my guts and make my insides melt like wax. In this way, I was able to please more of the men that visited me and I was able to get more money so that my children would be happy. And, now, they pretend they are unappreciated and call me a whore, me, that I am pure. But beware and I know very well who put them up to it. The devilish teacher gave me a bad name in front of my babies and turned them against me. She was afraid that I would seduce her fiancĂŠe and her jealousy came out on my daughters. Like it was my fault that he didn't marry that miserable woman. It's like I see her now in front of me, she would spit on herself to get rid of the bad luck when I was passing in front of her with my upright body and my blond hair. And she would froth at the mouth when someone else happened to pass 93
by and made a bow to salute me. Why did I remember all these now... But it's this damn complaint that gets to you many times, squeezes your guts and torments you. You see, the years passed by and I became more sensitive. So, I am sitting here all alone digging up the bygones. And I feel poor that I have sated the respect of strangers but not of my own children. But again, if you asked me, I wouldn't change anything from my life. I wish everyone would follow such a righteous life. And now that I think about it, those who got angry with my doings should drink vinegar to flatten their tongue and brains; cause each one should stick to his own department as the priest's wife often says.
94
95
Η ζωή μιας πόρνης 10/09/2012
Πηνελόπη Μουρουζίδου
Αυτή αίσθηση άδειου λεωφορείου, η στιγμή δηλαδή που αδειάζει -φτάνοντας στον τερματικό σταθμό- και περιμένει παρκαρισμένο, με σβηστή τη μηχανή και τα φώτα, απομακρυσμένο απ’ οδηγούς κι επιβάτες, να ‘ρθει η επόμενη μέρα που θ’ ανοίξει ξανά τις πόρτες του για ν’ αρχίσουν να μπαινοβγαίνουν μέσα του δίνοντάς του λίγη ζωτικότητα, δε θα φύγει ποτέ. Ένα τσιγάρο εδώ: στην είσοδο της σπηλιάς ∙ στο σήμερά μου: ιδρώτας, σπέρμα και αίμα απ’ τις πληγές μου: τα υλικά των «καλλιτεχνών». Τους παραχωρώ το σώμα μου για λίγες στιγμές παριστάνοντας τον καμβά, και τους αφήνω να εκφραστούν ματώνοντας πληγές όχι στο σώμα μου, αλλά εκεί που νιώθω τις ουλές σε κάθε μου ανάσα, και καταλαβαίνω πως είμαι ζωντανή. Εκεί απ’ όπου προτιμώ να φεύγω, ταξιδεύοντας σε μέρη που δεν βρέθηκα ποτέ, καθώς παρακολουθώ άβουλα και σιωπηλά, ικανοποιώντας κάθε τους επιθυμία, σαν την αρκούδα που ξεκινάει το χορό μόλις ακούσει ντέφι. Κι ένα τσιγάρο εκεί: πίσω απ’ το τούνελ, σε εποχές αλλοτινές. Εκεί που τα παιδιά ακόμα και σήμερα γνωρίζουν τον έρωτα όπως τον έμαθα από ‘κείνον: κάτω απ’ το φεγγάρι ∙ με τ’ 96
άρωμα της φλαμουριάς ∙ τη φωνή του γκιώνη και των τζιτζικιών που ‘διναν ρεσιτάλ μόνο για μας. Κάθε βράδυ βλέπω στο σκοτάδι ντροπαλά κι άβγαλτα αγόρια, αμούστακα ακόμα, πιασμένα χέρι χέρι με κοριτσάκια δεκαπεντάχρονα δήθεν να βολτάρουν, περιμένοντας ανυπόμονα να φύγω για να πάρουν σειρά. Τα κορίτσια με κοιτούν όλα με την ίδια αηδιασμένη έκφραση. Τ’ αγόρια με περιέργεια, λαγνεία και κάποια απ’ αυτά με φόβο, μήπως δείξω με κάποιο τρόπο πως τα γνωρίζω και καταλάβουν τα κορίτσια πως με πλήρωσαν για μια βόλτ’ ανάμεσα στα σκέλια μου. Κάποτε ερωτεύτηκα κι εγώ. Έφυγε στο βουνό με τους αντάρτες, όσο είχα στα σπλάγχνα μου τον γιο του ∙ θα μ’ έπαιρνε μαζί του μόλις σαραντάριζα. Δε γύρισε ∙ έπεσε σ’ ενέδρα. Τουλάχιστον, αν περίμενε να φύγουμε μαζί, θα ‘μασταν κι οι δυο ζωντανοί ή νεκροί ∙ τώρα έμεινα εδώ, ζωντανή – νεκρή να περιφέρομαι σαν φάντασμα στην πόλη, διάφανη σαν αερικό, παίρνοντας ζωή για λίγο απ’ τον καθένα που χρησιμοποιεί το σώμα μου. Τον γιο μου τον έδωσα στο ίδρυμα, δε ρώτησα ξανά γι’ αυτόν. Μπορεί να ‘χω κι εγγόνια, ποιός ξέρει; Φτάνουν τα λόγια. Μπορείς να ζητήσεις ό, τι θες, μόνο μην με κοιτάς στα μάτια! «Θα σε κοιτώ στα μάτια δίνοντάς σου ζωή για λίγα λεπτά, όπως με κοίταξες κι εσύ για λίγα λεπτά τη μέρα που μου ‘δωσες ζωή, κρατώντας με στην αγκαλιά σου, λίγο πριν με πετάξεις στο ίδρυμα».
97
98
The Life of a Whore 10/09/2012
Pinelopi Mourouzidou
This feeling of an empty buss, the moment that it empties – reaching its terminal- and waits there parked with the engine and the lights off, far away from drivers and passengers, waiting for the next day to come that it will open its doors again and people will start coming in and out , giving it some sense of vitality,will never leave. A cigarette here; in the entrance of the cave ∙ in my present; sweat, sperm and blood from my wounds; the materials of the “artists”. I grant them my body for a few moments while posing as a canvas, and I let them express themselves by making my wounds bleed, not the ones on my body, but the scars that I feel , in my every breath, and, thus, I understand that I am alive. That place from which I prefer to leave, traveling to places that I have never been to, while I passively and silently watch them, satisfying every one of their wishes like the bear that starts dancing as soon as the tambourine is heard. And one cigarette there; behind the tunnel, in times far gone. Where, even now, children still get to know love like I had known it from him; under the moon ∙ with the perfume of the ash ∙ the singing of the summer owl and of the cicadas that were giving a 99
recital just for us. Every night in the dark I see shy and innocent boys, moon-faced still, holding hands with little girls of fifteen years old, supposedly strolling around , waiting impatiently for me to leave so that they would take turn. The girls all look at me with the same disgusted expression. The boys with curiosity, lust and some of them with fear, dreading I will show in some way that I recognize them and the girls will understand that they payed me for a walk between my legs. Once, I fell in love too. He left in the mountain with the partisans while I was still carrying his son inside me ∙ he would have taken me with him as soon as I passed the forty first days of pregnancy. He did not come back ∙ he was ambushed. At least, if he waited to leave together, we would both be dead or alive ∙ now I stayed here, alive-dead to wander like a ghost in the city, transparent like a spirit, taking life , only for a while, from each one that uses my body. My son, I gave him to the institution, I never asked about him again. Maybe I even have grandsons, who knows? Enough with the talking. You can ask whatever you like, just don't look at me in the eyes! “I will look at you in the eyes giving you life for a few moments, like you looked at me for a few moments the day that you brought me to life, holding me in your arms, a little while before you dumped me in the institution”. 100
101
Όλα για τα παιδιά Αθηνά Δασκαλάκη
10/09/2012
Δε μ’ άρεσε να λέω το όνομά μου. Ο πελάτης δεν έχει μνήμη. Μπορούσα να του χαλάσω χατήρι; Η μνήμη είναι πολυτέλεια. Κι εγώ ήθελα ψωμί. Αν θέλει να σου πατήσει το πρόσωπο με την πατούσα και σε πληρώσει καλά δε θα κάτσεις; Θα κάτσεις και θα κουνάς την ουρά σου σαν το σκυλί από τη χαρά. Όλα για τα λεφτά. Χωρίς λεφτά είσαι ένα τίποτα για τους άλλους. Ψέμματα λέω; Μ’ αυτά πλήρωνα το φαϊ μου. Μ’ αυτά έχτισα σπίτι. Το δικό μου σπίτι. Μ’ αυτά μεγάλωσα δυο παιδιά. Τα δικά μου παιδιά. Κάθε τούβλο και μια κραυγή. Κάθε κλάμμα και μια φωνή. Κάθε σωλήνας και ένας οργασμός. Ένας πληρωμένος οργασμός. Ο-ΡΓΑΣΜΟΣ. Την έχετε ακούσει ξανά αυτή τη λέξη; Οι γυναίκες στο χωριό μου δεν την άκουσαν ποτέ. Πέρασαν από αυτό το κόσμο, από αυτό το τόπο, έκαναν παιδιά, σκυλιά, αλλά οργασμό δεν είχαν. Γιατί έμαθαν οι δύστυχες να κατεβάζουν το βρακί τους με χάρη; Μόνο με το βούρδουλα. Εγώ δεν έκανα διακρίσεις. Καμπούρης, φτωχός, άπλυτος αμούστακος, όλους τους είχα δικούς μου. Τι με ένοιαζε αν το πρωί έσφαζε ένα γουρούνι και το βράδυ τα ματωμένα χέρια του άγγιζαν εμένα; Εγώ είχα δυο παιδιά. Κι αυτοί ‘θέλαν μια αγκαλιά. Μια γυναικειά αγκαλιά. 102
Μια θαλπωρή. Μια γυναικεία θαλπωρή. Κι ένα χάδι. Ένα γυναικείο χάδι. Και μια μυρωδιά. Μια γυναικεία μυρωδιά. Εγώ μύριζα θυμάρι. Αυτό τους τρέλαινε. Το είχα μάθει από τη γιαγιά μου. Έβαζε πάντα ένα κλωναράκι στο στήθος της και μοσχοβόλαγε το σώμα της. Ο συχωρεμένος ο παππούς μου έφτασε ίσαμε τα εκατό. Κάτι ήξερε εκείνη... Θυμάρι λοιπόν. Το ακούτε; θυμάρι. Μεγάλωσα δυο παιδιά. Ξέρεις τι είναι να περιμένεις νύχτα μέρα τον άντρα σου να γυρίσει από τον πόλεμο και αυτός να είναι ήδη θαμμένος σε ξένα χώματα; Άκλαφτος. Κι αδιάβαστος. Δεν είχα τίποτα. Μόνο τα δάκρυά μου. Μα αυτά δε φτάναν για να μας θρέψουν. Ούτε κεραμίδι, ούτε κουβέρτα, ούτε ένα παλτό να φορώ και να σκεπάζω τα μωρά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Ξέρετε τι χειμώνα κάνει εδώ; Έχετε νιώσει ποτέ κρύο; Και υγρασία; Και χιόνι; Άμα το νιώσετε, μπορεί να το καταλάβετε. Όλα για τα παιδιά. Αυτά να μην υποφέρουν. Πήρα το πρώτο λεωφορείο για Αθήνα. Τη μεγάλη πόλη με τα σπίτια θηρία, τα κουτιά με τις ρόδες που έμαθα πως τα ‘λέγαν ‘‘αμάξια’’ και τους ανθρώπους δρομείς. Δεν περπατούσαν, δε σε κοιτούσαν στα μάτια. Μοναχά έτρεχαν. Έτρεχαν σαν δρομείς. Βρήκα ένα μικρό σπίτι στην πλατεία Ομονοίας. Ξέρετε... από αυτά που έμεναν και άλλες γυναίκες. Κάθισα κάμποσες μέρες. Ούτε που θυμάμαι πόσες. Έβγαλα ένα γερό κομπόδεμα και ύστερα γύρισα πίσω. Στα μέρη μου. Ξέρεις τι είναι να σου λείπει ο τόπος σου; Άμα δεν έχεις φύγει, δεν ξέρεις. Είναι και αυτό το θυμάρι βλέπετε. Μου έλειπε και ο βουνίσιος αέρας, οι κότες μου και το φλυτζάνι 103
του καφέ. Είχα μια φίλη από ‘κει δα πάνω που μου τον έλεγε πότε πότε και έτσι κοιμόμουν πιο ήσυχη. Όποτε τα έβρισκα σκούρα, τα μάζευα και να ‘σου πάλι στην Αθήνα. Δεν θα ξεχάσω μια μέρα τον ιδιοκτήτη του σπιτιού να μου λέει: «κυρία Γιωργία πού πάτε κάθε φορά και φεύγετε τόσο γρήγορα;» «Στις κότες μου πάω». Τον έβλεπα πως με κοίταζε. Με ορεγότανε. Με ήθελε για γυναίκα του. Μια μέρα μου έφερε και δαχτυλίδι. Όμως εγώ δεν ήμουν για τέτοια. «Μια φορά κάνεις γάμο» έλεγε η μαμά μου. Και εγώ αυτό το κράτησα. Άσε που πια σου βάζουν δαχτυλίδι και μετά σε φυλακίζουν μια ζωή. Αν είναι να πάω φυλακή ας πάω για κανένα σοβαρό λόγο. Όχι και από άντρα. Ακούς εκεί... εγώ η Γκιούρια με το όνομα να βάλω δαχτυλίδι. Ήταν βλέπεις κι αυτοί οι Ιταλοί... Παπά... τι άνδρες. Με τα λουλούδια τους, τα ποιήματά τους, να μου μυρίζουν τις πατούσες και το μουνί. Ναι. Tο μουνί. Γιατί παραπάνω δεν είχε δει κανείς ποτέ και τίποτα. Δεκατεσσάρων ετών ήμουν όταν έφυγα από το χωριό. Κοριτσούδι όταν παντρεύτηκα. Το αίμα δεν είχε βγει ακόμα από τα σπλάχνα μου. Το ρούχο μου δεν το ‘βγαλα ποτέ από πάνω μου. Στα στήθη μου ήθελα να έχω μόνο τη δική του μυρωδιά. Την κράτησα με το ρούχο. Το υπόλοιπο σώμα ήταν εργαλείο. Το χρησιμοποιείς όπως θες. Αν μπορείς να βγάλεις λεφτά από αυτό και να ζήσεις, βγάλε. Η μυρωδιά όμως είναι άλλο πράμα. Τη φυλάς στο κεφάλι σου για πάντα και δεν βγαίνει ποτέ. Τ’ ακούτε; Ποτέ. 104
Α, όλα κι όλα. Στο χωριό μου ήμουν σεβαστό πρόσωπο. Μέχρι και εικόνα έφτιαξα κι έστειλα να κοσμεί το εικονοστάσι της εκκλησίας. Μεγάλη η χάρη της. Πάντα φανταζόμουν εμένα στην εικόνα. Να ‘μαι η Παναγία. Γιατί... λίγα τράβηξα και εγώ; Τώρα τι τα θέλω και τα θυμάμαι αυτά; Είναι που λίγο πριν το θάνατο όλοι σκέφτονται το παρελθόν τους. Μια εικόνα. Αυτό θα ήθελα να γίνω. Εικόνα στο σπίτι. Να με βλέπουν οι άνδρες και να μου ανάβουν καντήλι και οι γυναίκες τους να σταυροκοπιούνται. Να με βλέπουν τα παιδιά μου και να μου ανάβουν ένα κεράκι. Είδες; άμα είναι να πεθάνεις μια έγνοια έχεις. Να σου ανάβουν κερί. Να το βλέπεις και να κοιμάσαι πιο ήσυχα. Να λες με θυμούνται αυτοί εκεί δα χάμω. Τι τα θέλω και τα σκέφτομαι αυτά τώρα; Στενάχωρα πράγματα. Τι τα θέλω; Με λένε Γκιούρια, Γιωργία, Ελένη ή ότι άλλο ο πελάτης ήθελε.
105
All for the Children Athina Daskalaki
10/09/2012 106
I didn't like telling my name. The client has no memory. Could I deny his wishes? Memory is a luxury. And I wanted bread. If he wants to step on your face with his feet and pay you a lot of money for it, won't you do it? You will and you will wag your tail like a happy dog. All for the money. Without money you're nothing to others. Am I lying? In this way, I was paying for my food. In this way, I built a house. My own house. In this way, I brought up two children. My own children. Each brick and a scream. Each tear and a cry. Each pipe and an orgasm. A payed orgasm. O-RGA-SM. Have you heard this word before? The women in my village never heard of it. They passed from this world, from this place, they made children, dogs, but never had an orgasm. Why did the poor women learn to take down their panties with grace? They only did it because of the lash. I didn't make any discriminations. Hunchback, poor, dirty, with or without a mustache, I had them all mine. Why would I care if in the morning he would butcher a pig and in the night his bloody hands would touch me?I had two children. And the men wanted a hug. A woman's hug. Some comfort. A woman's comfort. And a cuddle. A woman's cuddle. And a scent. A woman's scent. I was smelling like thyme. This was driving them crazy. I had learned it from my grandmother. She always put a branch in her breasts and her whole body was smelling heavenly. My forgiven grandpa almost reached the age of a hundred. She had something to do with it... Thyme then. Do you hear me? Thyme. 107
I raised two children. Do you know what it feels like to wait for your husband to come home day and night from the war while he's already buried in foreign land? Buried without any tears and prayers. I had nothing. Only my tears. But those weren't enough to feed us. Not a roof tile, not a blanket, not even a coat to wear and to cover the babies in the cold winter nights. Do you know how cold winter is here? Have you ever felt cold? And humidity? And snow? If you feel it, maybe you will understand. All for the children. Let them not suffer. I took the first buss to Athens. The big city with the immense houses, the boxes with wheels that I was told were called “cars” and the people-runners. They didn't walk, they didn't look at you in the eyes. They only run. Run like runners. I found a small place in Omonia square. You know... One like the ones other women lived in. I stayed there a couple of days. I don't even remember how many. I managed to collect a good hoard and, then, went back. In my region. Do you know what it feels like to miss your home? I f you have never left, you don't know. It's also this thyme, you see. I was missing the mountain , my chickens and my cup of coffee. I had a friend from up there that used to analyze and interpret my cup of coffee, once in a while, and I would sleep more peacefully. Whenever we would be out of money, I would pack up my things and go back to Athens. I wont forget the landlord telling me once: “miss Giourgia, where do you go every time and you leave in such 108
a hurry?”. “I'm going to feed my chickens”. I was seeing how he was looking at me. He fancied me. He wanted me to become his wife. One day, he even brought to me a ring. But I wasn't fit for these things. “You only marry once” my mother used to say. And I kept this custom. Let alone the fact that now they put a ring in your finger and enslave you for life. If I am to go to jail, at least let my go for something serious. Not from a man. Imagine...me, Giourgia, with my reputation, to get married. You see, It was those Italians too... what men... With their flowers, their poems, smelling my soles and my pussy. Yes. My pussy. Because more that that, no one had ever seen. When I left from my village, I was fourteen years old. When I got married, I was still a little girl. The blood still hadn't come out of my guts. I never took my clothing away from my body. I wanted to have only his smell in my breasts. I kept it with my clothing. The rest of the body was a tool. You use it as you wish. If you can get money out of using it and live , do it. But the smell is a different thing. You keep it in your mind and it never goes away. Do you hear it? Never. In my village I was a respectful person. I even made an image and sent it to decorate the church. Blessed holy mother. I always imagined myself in the image. Me being Holy Mary. Why... is my suffering not enough? But why do I remember all these now? It's because 109
before their death every one thinks of their past. An image. That's what I would want to become. An image in the house. The men would see me and would light a candle and their women would say theirs prayers. My children would see me and light a candle. See? If you're about to die you only have one worry. For people to light your candle. So you can see it and sleep calmer. To say that they, down there, remember me. Why am I thinking these now? Sad things. Why am I thinking of them? My name is Giourgia, Giorgia, Eleni or whatever else the client wanted.
110
Οι φάροι Μαρία Ρασσιά
14/09/2012 111
Τριγυρνώ ακόμη τις νύχτες στην κρύα πόλη. Οι στάσεις του τραίνου δεν έχουν όνομα. Θυμάμαι τη βροχή τότε ήταν διαφορετική
σαν τον ιδρώτα τους πάνω μου. Η βροχή ακόμη
στάζει σαν την μπόρα που ξεσπαει και οι περαστικοί περιμένουν να σταματήσει για να περάσουν απέναντι. Και μετά ο επόμενος μια σταγόνα σάλιου πάνω μου σαν την καταιγίδα που πονά τα δέντρα και ξεριζώνει τους μίσχους. Δεν μου αρέσει η βροχή, δεν μπορώ να ακούω τα λούκια να τρέχουν. Ούτε τα ηλιοβασιλέματα μου αρέσουν είναι θλιβερά για όσους ακούν φωνές μέσα από βαθιά πηγάδια με βρώμικο νερό. Τριγυρνώ ακόμη τις κρύες νύχτες και δεν βλέπω τα πρόσωπα τους. Είναι κρυμμένα στα παλτά τους με τους σηκωμένους γιακάδες. Σαν τους νεκρούς που φορούν τα κοστούμια τους . Προσπερνώ τα ζευγαράκια που φιλιούνται λες και δεν θα ξαναϊδωθούν ποτέ. Μυρίζω τον ιδρώτα τους και γεύομαι το σάλιο τους σαν τα ξεβρασμένα φύκια τις κρύες νύχτες . Κλείνω τη μύτη μου στη σκοτεινή θάλασσα και κατεβαίνω – αλλά οι μπουρμπουλήθρες με τραβούν, σα θηλιά, για να δω τ’ απόνερα μου. Η ζέστη του σπιτιού μου αφόρητη και οι τοίχοι υγροί σαν το σπέρμα τους που ακόμη και στα όνειρά μου γίνεται άμορφη μάζα, κλείνοντας τα ρουθούνια. Ούτε μέσα ούτε έξω είμαι λυτή. Κουβαλώ τους κόμπους παντού
ακόμη και όταν αποκοιμιέμαι γυρτή σε κάποιο
βαγόνι. Νιώθω τις παλάμες τους πάνω μου σαν κουπιά από καφέ ζάχαρη. 112
Τους θυμάμαι όλους, έναν έναν, με τα μάτια τους κόκκινα στο σκοτάδι. Βγάζουν ήχους ζώων κι εγώ μετρώ τους κόμπους του σεντονιού με τ’ ακροδάχτυλα μου. Βουτούσα βαθιά εκεί που ο ήλιος δεν φτάνει αλλά μπορούσα να δω το σχήμα τους πάνω μου. Τριγυρνώ ακόμη τις κρύες νύχτες δεν περιμένω κανέναν τους αλλά είναι όλοι εκεί στα βαγόνια, στα βρεγμένα παγκάκια, στις φωτεινές επιγραφές, στα φώτα των πλοίων και στους μοναχικούς μου φάρους.
113
The lighthouses Maria Rassia
14/09/2012 114
I still wander around in the cold city at nights. The train stops have no name. I remember the rain it was different back then like their sweat on me. The rain still drips like the storm that bursts and the passersby are waiting for it to stop so they can cross the street. And then the next one a drop of saliva on me like the storm that hurts the trees and uproots the stalks. i don't like rain, I hate hearing the water running int the drainage pipes. I don't like sunsets too they feel bleak to those who hear voices from within deep wells with dirty water. I still wander around in the cold nights and I cannot see their faces. They are hidden behind their coats with the lifted collars. I pass by the couples that are kissing like they are not going to see each other again. I smell their sweat and I taste their droolings like the washed up seaweed in the cold nights. I hold my nose and I descend in the dark sea – but the bubbles are pushing me , like a hitch, to see my wastewater. The heat of my house is insufferable and the walls are wet like their sperm that even in my dreams becomes a shapeless mass, closing my nostrils. Neither inside nor outside am I untangled. I carry the knots everywhere even when I fall asleep in some wagon. I feel their palms on me like paddles of brown sugar. 115
I remember each one of them, everyone, their eyes red in the dark. They make animal sounds and I count the knots on the sheets with my fingertips. I was diving somewhere deep, to a place where the sun could not reach, but I could see their shape on top of me. I still wander around in the cold nights I'm not expecting any of them but they are all there in the wagons, in the wet benches, in the neon signs, in the boat lights and in my lonely lighthouses.
116
Πτυελοδοχείο Κατερίνα Χανδρινού
14/09/2012 117
(Κάθεται σε πτυσσόμενο σκαμνί, μεταλλικό, με κόκκινο κάθισμα. Πόδια ανοιχτά, αγκώνες να στηρίζονται στα γόνατα, ξυπόλυτη στα πλακάκια). Δεν μπορώ εγώ μαρκούτσια. Γελάς, ε; Σου φαίνεται περίεργο. Αυτά τα μαρκούτσια δεν τα μπορώ. Κατέβασέ το άμα θέλεις να μιλήσουμε. Κλείσε και το κασετοφωνάκι κι ύστερα ό, τι θες. Αφού το βλέπω εγώ, ακόμα γράφει. Κλείσ’ το και θα πούμε ό, τι θες. Τσιγάρο; Μη θες. Εσύ χάνεις. Δεν υπάρχει συντροφιά σαν το τσιγάρο. Ούτε μιλάει, ούτε ζητάει, ούτε στην σπάει. Άντε να ζητήσει καμιά φορά φωτιά, αν τύχει και σβήσει. (Το βάζει στο στόμα, ανάμεσα στα δόντια, το δαγκώνει, το ανάβει). Και θυμάσαι και ξεχνάς με δαύτο, ό, τι πρέπει δηλαδή. Αλλά, δεν ήρθες εδώ ν’ ακούς για τσιγάρα, ε; Τι θες να μάθεις, λέγε. Αν και δεν την καταλαβαίνω αυτήν την περιέργεια αλλά λέγε, σε συμπάθησα εσένα, ρώτα ό, τι θες. Μια δουλειά είναι κι αυτή, γιατί δεν πας, ρε παιδί μου, να ρωτήσεις τον περιπτερά απέναντι για τη δουλειά του, για δε ρωτάς τον ταξιτζή; Έναν παπά; Χα! Αυτός κι αν θα ‘χε να σου πει! (Σκύβει λίγο προς τ’ αριστερά, φτύνει κάτω. Μια κι έξω κι ευθύβολα, σαν άντρας. Κάνει παύση). Εύκολη και ζόρικη δουλειά, αφού θες να τ’ ακούσεις. Εύκολη γιατί την κάνεις ξάπλα, ζόρικη για όλα τ’ άλλα. Πες μου τι δεν καταλαβαίνεις και κοιτάς έτσι. (Παύση).
118
Πρώτη φορά που το ‘κανα θυμάμαι για λεφτά, ήτανε καλοκαίρι. Μέσα στην κάμαρα μονάχα ένα κρεβάτι κι από πάνω μου ο χοντρός, καλός πελάτης αποδείχτηκε ετούτος, μπεσαλής. Υπήρχε κι ένας ανεμιστήρας οροφής, από κείνους με τους έλικες, ξέρεις. Ε, όλη την ώρα κοιτούσα τον ανεμιστήρα που γύριζε (μιμείται την κίνηση του ανεμιστήρα με το δείχτη του δεξιού χεριού της σχηματίζοντας κύκλους στον αέρα και κοιτώντας πουθενά). Νομίζω ότι αυτός με γλίτωσε απ’ την τρέλα. Ο χοντρός είχε τελειώσει, θα πρέπει να κουμπωνόταν, κι εγώ ακόμη κοίταζα τον ανεμιστήρα σαν υπνωτισμένη. Με σκούντηξε για να καταλάβω ότι έφευγε. Δεν μίλησα ούτε απάντησα στην ερώτηση περί επόμενης φοράς. Κοίταζα τον ανεμιστήρα. Έκτοτε, δεν μπορούσα να το κάνω αν δεν υπήρχε ανεμιστήρας. Τέτοιος, οροφής, να γυρίζει και να ακού+γεται το φρρρρρ. Όσο ήταν ακόμη καλοκαίρι, δεν υπήρχε πρόβλημα ούτε κάτι παράξενο σε όλο αυτό. Πήγαινα πάντα στην ίδια κάμαρα για δουλειά και το πρώτο πράγμα μπαίνοντας ήταν να πατήσω το διακόπτη που έβαζε σε λειτουργία τον ανεμιστήρα. Την παρέα μου. Το μουγγό μάρτυρα της ζωής μου. (Κουνάει πάνω κάτω το κεφάλι με αυτοσαρκασμό). Αχ, αν είχε φωνή εκείνος κει ο ανεμιστήρας! Θα ‘σκουζε από τα τόσα που θα ‘χε να διηγηθεί. Είδαν πολλά τα μάτια του. Χοντρούς, λεπτούς. Βλαμμένους. Τύπους με μεγάλα μάτια και λερά μαλλιά, τάχα μου συναισθηματικούς. Ποντικομούρηδες, τσιγκούνηδες,
119
μεγαλοαστούς που δεν μπορούσανε να χύσουν. Μαμάκηδες που κλείνουν τα κινητό, παντρεμένους που κλείνουν το κινητό. Άλλους που θέλαν συζητήσεις- άκουσον, άκουσον. Που βάζουν ξαφνικά τα κλάματα σα μπέμπες ή σνιφάρουνε μπροστά μου. (Σκύβει πάλι αριστερά, φτύνει με τον ίδιο τρόπο ακριβώς). Όλα αυτά μου τρώνε χρόνο. Δεν είμαι από κείνες που τους αρέσει να παριστάνουν τις ψυχολόγους. Τα βαριέμαι κάτι τέτοια εγώ. Τελοσπάντων: για τον ανεμιστήρα λέγαμε. Όταν άρχισε λοιπόν να χειμωνιάζει, οι πελάτες παραπονιόντουσαν, και με το δίκιο τους. Μερικοί, οι πιο πιστοί, το ‘χαν πάρει απόφαση και μου ‘ρχόντουσαν ντυμένοι λες και πήγαιναν για σκι. Τι γελάς; Έχουμε και μεις τους πιστούς μας. Με ρώταγαν γιατί, τους έλεγα ζεσταίνομαι ρε αληταριά με όλους εσάς επάνω μου, τι θέλετε δηλαδή, να με σκάσετε; να σκάσω θέλετε; Και το βουλώνανε. (Σκύβει, φτύνει, στο ίδιο σημείο ακριβώς). Κι έκαναν ό, τι έκαναν εκείνοι, κι εγώ, κόρτε ατελείωτο με τον ανεμιστήρα (το ‘ο’ στο ‘κόρτε’ παρατεταμένο). Ήταν ο φίλος μου, η αποχαύνωσή μου, το ελικόπτερό μου που θα με έπαιρνε μαζί του. Δούλευε και δούλευα κι εγώ, συνέχιζα τη ζωή μου χάρη σ’ εκείνον (με την παλάμη της και τα δάχτυλα ενωμένα, κάνει τη χαρακτηριστική επαναλαμβανόμενη 120
κίνηση που υποδηλώνει ότι κάτι συνεχίζεται).- Με τους πελάτες ήμουν απόμακρη, αφού ‘στα μάτια’ κοιτούσα μόνο τον ανεμιστήρα. Αλλά κατάλαβα νωρίς, πως στους άντρες άρεσε αυτό, τους άναβε το να νιώθουν ότι δεν σε έχουν ποτέ ολοκληρωτικά. Ότι κάπου αλλού τρέχει ο νους σου. Ότι κάτι άλλο κάνεις παράλληλα με το σεξ. Κι έτσι, ήμουν ανάρπαστη. Παρ’ όλη την ιδιαιτερότητα με τον ανεμιστήρα ή χάρη σ’ αυτόν. -Στο μεταξύ, τρένα μπαίναν, τρένα βγαίναν από μέσα μου. (το ‘ε’ στο ‘τρένα’ προφέρεται παρατεταμένα). Εγώ, ράγες, σταθμοί, τούνελ και πρακτορεία μαζί. Κουράστηκε η σάρκα μου να παίρνεται. Χάλασε κι ο ανεμιστήρας ένα πρωί. Εν ώρα εργασίας χάλασε. Ένα μαλακισμένο ήταν εκείνη την ώρα πάνω μου και χτυπιόταν σα χταπόδι. Για πότε τον έσπρωξα!, σηκώθηκα κι άρχισα να πατάω συνεχώς το διακοπτάκι του ανεμιστήρα, πρώτα απαλά κι ύστερα με λύσσα, ξανά και ξανά. Μέχρι να αγοράσω καινούριο και να μου τον τοποθετήσουν, ήμουν κλειστή. Τρεις μέρες. Τα νεύρα μου σε κακό χάλι. Ξανάρθε το μαλακισμένο, παρ’ όλα αυτά. -Ηρέμησα κάπως μόνο όταν μπήκε ο καινούριος ανεμιστήρας, αν και ποτέ πια δεν ήταν το ίδιο. Ο καινούριος ήταν ξύλινος, απ’ αυτούς τους κακόγουστους που βάζουν στα φωτιστικά οροφής, και σχεδόν δεν ακουγόταν τίποτα όταν λειτουργούσε. Τον παλιό δεν τον πέταξα, τον είχα δίπλα στο κρεβάτι μου, μέσα στην κούτα του καινούριου, κι ακόμα τον έχω. Του ρίχνω λοξές ματιές όταν το κάνω, σπάνια 121
δηλαδή, γιατί τώρα γέρασα. Γέρασα αλλά το χούι με τους ανεμιστήρες όταν πηδιέμαι θα βγει απ’ ό, τι φαίνεται μετά την ψυχή μου.
Όπως όλα τα χούγια, ολωνών (Σκύβει και φτύνει τον αόρατο στόχο της).
122
Spittoon Katerina Chandrinou
14/09/2012
123
(Sits in a folding steel stool, with a red seat. Her legs open, her elbows leaning on her knees, her bare feet on the tiles). I don't like weird things. You're laughing, right? It seems strange to you. But I really can't stand these weird things. Get it down if you wanna talk. Shut down the tape recorder too. But I can see it, it's still on. Shut it down and then we can talk about whatever you wish. Cigarette? Suit yourself. It's your loss. There is no better companion than the cigarette. It doesn't talk, it doesn't ask for anything, it doesn't bother you. Only every now and then when it's off it will ask for a light. ( She puts it in her mouth, in between her teeth, she bites it and lights it). With the cigarette you can remember and forget, the best. But you didn't come hear to talk about cigarettes, did you? Tell me, what do you wanna know? Even if I don't understand your curiosity, tell me, I like you so you can ask whatever you want. It's a job like any other job. Why don't you go to ask the man on the kiosk about his job? Why don't you go to the taxi man? Or to a priest? Ha! He will surely have a lot to tell you! (She bends a little to the left and spits to the ground. One-off, to the target, like a man. She pauses). 124
Well, it's a job both easy and tough. Easy because you do it lying down, tough because of everything else. Tell me, what don't you get and you look at me like that? (Pause). My first time for money, I remember, was in the summer. Inside the room only one bed and on top of me the fat guy. He turned out to be a good customer, a man of his word. There was a roof fan too, you know the one with the propellers. Well, the whole time I was looking at the fan that was turning ( she imitated the movement of the fan with her right hand, forming circles in the air while looking nowhere in specific). I think it was the fan that saved me from madness. The fat guy had finished, he must have been buttoning his trousers and I was still hypnotized by the fan. He poked me so that I would understand he was leaving. I didn't talk and didn't answer his question about a next time. I was still looking at the fan. Since then, I could not do it if there was no fan. A fan like that one, a roof fan, to turn around with its characteristic noise... Frrrrrrrr. While it was still summer there was nothing wrong with that. I was always going to the same room to work and the first thing I would do when I got in the room was to push the switch that would turn on the fan. My companion. The mute martyr of my life. ( Shakes her head up and down with self sarcasm). If only that fan could speak! It would shriek from all the things to narrate. I've seen a lot. Fat men, thin men, stupid men. Guys with big eyes and filthy hair, pretending to be sentimental. Rat-faced, stingy, upper class men who couldn't cum. 125
Mama's boys who turn off their mobiles, married men who turn off their mobiles. Others who want conversations – God help. Others who start crying like little babies out of the blue or are sniffing in front of me. (She bents again to the left, and spits with the exact same way). All these take time. I'm not one of those women who like to pretend to be a psychologists. I am bored of these things. Whatever; we were talking about the fan. So, when winter came, the customers stated to complain and I didn't blame them. Some of them, the most loyal, had accepted it and were coming to me dressed up like going for skiing. What are you laughing at? Yes, we have our loyal customers too When they were asking me why, I was telling them that I was feeling hot with of of them, tramps, on top of me. Would you like to suffocate me, I was telling them. And then they were shutting their mouths. ( She bends, spits in the exact same spot). And they were doing what they were doing, while I was endlessly flirting with the fan (the 'i' in 'flirting' prolonged ). He was my friend, my stupor, the helicopter that would take me away with it. When the fan was working, I was working too, thanks to it, I kept living ( with her palm and the fingers united she makes the characteristic repeated movement that suggests that something goes on). -I was distant with the clients, since 'I 126
was only looking “in the eyes� the fan. But I realized, quite early, that men liked that, it was turning them on to feel that they never have you completely. That your mind is traveling somewhere else. That you are doing something else in parallel to sex. And that's why I became quite a hit. Despite my little peculiarity with the fan, or because of it. Meanwhile, trains were coming in and out of me ( the 'ai' in 'trains' is drawn-out). Me, train tracks, stations and agencies together. My flesh was getting tired of being fucked. One morning the fan broke down as well. It happened while I was working. At that time, a piece of shit was on top of me
and was
squirming like an octopus. I pushed him away
immediately. I got up and I started pressing the switch of the fan, softly in the beginning and then fiercely,again and again. I was closed until I got a new one and had it installed. It was three days. It was really nerve-racking. However, that piece of shit came back. - I only calmed down when the new fan got installed, although it was never the same again. The new one was wooden, one of those ugly things they put in the roof lamps, and there was almost no sound at all while it was working. I didn't throw away the old one, I kept it in the box of the new one , next to my bed, and I still have it. I still look at it sideways when I'm fucking, that is rarely now cause I got old. I got old but the quirk with the fan when I 'm fucking will abandon me after my soul. Like every quirk of anybody. ( She bents and spits on her invisible target). 127
διάλεξα τίποτα 14/09/2012
νίκος ρουμπάκης 128
Ένα μικρό διαμέρισμα κάπου στο κέντρο της πόλης. Πρώτος όροφος. Το παράθυρο έβλεπε στο στενό δρόμο. Εκεί επέλεξε να ζει τα δέκα τελευταία χρόνια. Όχι μόνη της. Άλλες δυο κοπέλες μαζί. Τα βράδια έπεφταν και οι τρεις στα κρεβάτια, στο ένα απ’ τα δύο δωμάτια του διαμερίσματος. Μια κίτρινη λάμπα στα τελευταία της και το μοναδικό παράθυρο να κοιτάζει τον φωταγωγό. Ένα μονό κι ένα διπλό κρεβάτι. Οι τοίχοι βαμμένοι μ’ αυτό το βρώμικα πολυκαιρισμένο χρώμα. Το υπόλοιπο σπίτι ήταν ένα μικροσκοπικό μπάνιο, ένα σαλόνι, η αναγκαία κουζίνα. Στο δεύτερο δωμάτιο του σπιτιού ο επαγγελματικός χώρος. Το έλεγαν: «Παράδεισος». Ένας τεράστιος καθρέφτης. Αρώματα, πούδρες, μια μεγάλη συρταριέρα κι ένα υπέρδιπλο κρεβατι που συνήθως κάλυπτε το παλιό ξέθωρο σεντόνι. Βάρδιες δεν υπήρχαν. Ο πελάτης επέλεγε. Ποτέ δύο μαζί ή τρεις. Κανονισμοί του καταστήματος που ακολουθούσαν μια παράδοση για την οποία κανείς δεν ήξερε τίποτ’ άλλο. Σαράντα πέντε άτομα ανά ημέρα ο μέσος όρος των πελατών. Είχε πέραση. Την επέλεγε σχεδόν το εβδομήντα τοις εκατό της πελατείας. Τις ώρες λειτουργίας του Παραδείσου βρισκόταν εκεί και η Δασκάλα. Γύρω στα εβδομήντα. Τα τελευταία χρόνια, δήλωνε αυτή την ηλικία, εβδομήντα χρονών. Φορούσε μια ξανθιά περούκα που μύριζε μονίμως – οι τρίχες της πάντα κολλημένες κατά ομάδες. Φρύδια και βλέφαρα δεν είχε. Επέλεγε να δίνει σχήμα μ’ ένα καφέ χρώμα από κάποιο μολύβι που 129
άφηνε σχεδόν πάντα υπολείμματα μικρών σβόλων. Είχε χάσει την τριχοφυΐα της. Έκανε χημειοθεραπείες για χρόνια. Έλεγε πως έχει καρκίνο στο δεξί πνεύμονα. Και μόνιμα καιγόταν ένα τσιγάρο στα χείλη της. Η Δασκάλα κανόνιζε τα οικονομικά του καταστήματος και τις ιδιοτροπίες των πελατών. «Εδώ ο πελάτης δεν έχει πάντα δήκιο»: ανορθόγραφα τυπωμένη φράση πάνω σ’ ένα κιτρινισμένο χαρτί, λοξά κρεμασμένο. Οι κοπέλες τη συμπαθούσαν, κουβέντιαζαν ώρες μαζι της. Συχνά γινόταν ο ψυχολόγος κι ο εξομολογητής τους. Πολλά βράδια αναδουλειάς, συνήθως τις Κυριακές, τις καθήλωνε με τις ιστορίες που τους έλεγε, βγαλμένες απ’ τα ξεχασμένα νιάτα ενός παρελθόντος από ψεύτικη ομίχλη. Αυτοσχεδίαζε. Σε αντίθεση με τη Δασκάλα, εκείνες ένιωθαν έναν τρόμο για τον Τσιφ. Δε μιλούσε πολύ. Ένα «γεια», ένα «αντίο», περιορισμένο το λεξιλόγιο και οι επαφές μαζί του – ούτε καν τις δοκίμαζε. Εκτός από μερικούς φίλους, που έπρεπε να εξυπηρετήσει. Ήταν επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης αλυσίδας «Παραδείσων». Ερχόταν πάντα στο τέλος της εβδομάδας. Κλεινόταν στην αναγκαία κουζίνα μαζί με τη Δασκάλα και υπολόγιζαν τα έσοδα το εφταημέρου. Η διαδικασία αυτή κρατούσε μισή ώρα. Όσα περίσσευαν τα μοιράζονταν οι τρεις κοπέλες με τη Δασκάλα. Επιχείρηση αναγκαία και γι’ αυτό κερδοφόρα. Όπως η κουζίνα. Δεν φανταζόμουν... σ’ ένα μήνα κλείνω τα είκοσι έξι. Δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα έφτανα... όχι, όχι, είναι πολύ αστείο να το λέω αυτό. Όλες το ίδιο λένε. Έχω βαρεθεί να τ’ 130
ακούω. Δεν ξέρω. Ίσως τελικά και να το ήθελα. Δε λέω πως μου αρέσει. Είναι κι αυτή δουλειά, σαν όλες τις άλλες. Δηλαδή σ’ αυτούς... στους επισκέπτες, θέλετε να μου πείτε πως τους αρέσει η δουλειά τους; Στο γραφειάκι τους; Πίσω απ’ την αντλία της βενζίνης; Πάνω στο μηχανάκι της διανομής; Η κακοβαλμένη μίζερη γυναικούλα τους; Αλλά ίσως τελικά και να το ήθελαν. Έτσι κι εγώ. Σ’ ένα μήνα γίνομαι είκοσι έξι και νιώθω σαράντα. Όμως όλα είναι επιλογές. Το έγραφε κι αυτό το βιβλίο που ξέχασε ένας πελάτης. Πρέπει να ήταν γιατρός. Το διάβασα σχεδόν όλο. Δεν κατάλαβα και πολλά. Μόνο αυτή τη φράση – αυτή την κράτησα καλά. Με κάνει να νιώθω όμορφα. Με παρηγορεί. Ίσως. Ίσως και όχι τελικά. Γύρω στους τριάντα πέντε πελάτες τη μέρα. Τις Κυριακές λιγότερο. Πηγαίνουν τότε στις καφετέριες και στα εστιατόρια με τις οικογένειες ή με το κορίτσι τους. Κι από Δευτέρα πάλι εδώ... σε μένα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα πια. Δεν μπορώ. Είμαι μόνο είκοσι έξι – ανοίγω τα πόδια μου κι αυτό είναι όλο. Δέκα λεπτά. Επέλεξα το τίποτα και πήρα δέκα λεπτά απ’ τον καθένα τους. Αφήνουν πίσω υγρά που γίνονται κι αυτά τίποτα. Το ίδιο έκανε κι ο γιατρός – αυτός που ξέχασε το βιβλίο με τούτη τη σοφή συνταγή. Πριν δέκα χρόνια έφυγα από τ’ σπίτι μου. Ήμουν γύρω στα δεκαέξι. Δεν άντεχα άλλο. Τα παράτησα όλα πίσω. Από τότε δεν επικοινώνησα με κανέναν. Ούτε τους ξέρω, ούτε με 131
ζητούν. Ξέρετε, δεν με έδερνε ο πατέρας μου, ούτε η μητέρα μου, κανείς δεν με έδερνε ούτε με πίεζε σε τίποτα. Μια οικογένεια που ο κόσμος θα έλεγε φυσιολογική. Τουλάχιστον αυτό το πρόσωπο δείχναμε και έτσι αξίζαμε να μας πουν. Ο πατέρας μου δικηγόρος. Λιγομίλητος και σοβαρός. Έλειπε. Η μητέρα μου οικιακά, γηροκομούσε τη μάνα της, τη γιαγιά μου. Μου μίλαγε συνέχεια για αξιοπρέπεια και ηθική. Πότε δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Μου φαίνονταν βαριές λέξεις. Δηλαδή τι; Είναι ηθικό να είσαι όλη σου τη ζωή μέσα σε τέσσερις τοίχους; Είναι αξιοπρέπεια να εξαρτάσαι από έναν σοβαρό και λιγομίλητο άντρα που σου λέει μόνο καλημέρα και καληνύχτα. Αυτό το ζω κι εγώ – τουλάχιστον εγώ το φχαριστιέμαι κιόλας. Ναι. Μερικές φορές το φχαριστιέμαι. Βαριόμουν, υπέφερα, έκλαιγα. Ποτέ κανείς δε με ρώτησε τίποτα. Το μόνο που άκουγα από τη μητέρα μου ήταν «θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις». Έχω καταλάβει. Το να τρίβεις κατσαρόλες μέσα σε τέσσερις τοίχους είναι αξιοπρέπεια. Το να είσαι φυσιολογικός σημαίνει να δείχνεις έτσι στον κόσμο. Ο Παράδεισος είναι ένα μέρος όπου ανοίγεις τα πόδια τριάντα πέντε φορές τη μέρα. Το παρόν μου ήταν θέμα επιλογής. Το τίποτα είναι μια επιλογή απ’ αυτές που μπορείς να κάνεις. Ο πατέρας μου ήταν ένας δότης σπέρματος, όπως οι δικοί μας επισκέπτες, που όμως άφησε κάτι πίσω του. Όχι τίποτα. Άφησε εμένα. Κι εγώ θα γίνω κάποτε η Δασκάλα αυτού του σπιτιού. Και τότε θα μπορώ να λέω ιστορίες και να φτιάχνω το δικό μου παρελθόν. Και τότε θα μπορώ να φτιάχνω το παρελθόν λέγοντας τις δικές μου ιστορίες. Γεμάτες επιλογέ 132
i chose nothing 14/09/2012
nikos roumpakis
133
small apartment somewhere in the city center. First floor. The window was facing the steep street. That's where she chose to live for the last ten years. Not alone. Together with two other girls. At nights, all three of them would sleep in the beds, in one of the rooms of the apartment. A yellow lamp about to die and the only window facing the skylight. One single and one double bed. The walls painted with this dirty old color. The rest of the house included a tiny bathroom, a living room and the necessary kitchen. The second room of the house was the professional space. They called it: “Paradise”. A huge mirror. Perfumes, powders, a big dresser and a super sized bed, which was usually covered by the old faded sheets. There were no shifts. The client picked his preference. Sometimes two or three together. The rules of the shop that were following a tradition, for which no one knew more. The average number of clients was forty five persons a day. It was going well. Almost seventy percent of the customers were choosing her. The Teacher was there in the working hours of Paradise too. About seventy. She was declaring this age for the last years. She was wearing a blond wig that always smelled – her hair always stuck together, uncombed. She had no eyebrows and eyelashes. She chose to give her eyebrows a shape with a brown pencil that almost always left some small lump remains. She had lost her hair. She made chemotherapy for years. She was saying that she has cancer in the right lung. And she always had a cigarette burning in her lips. 134
The Teacher was in charge of the finance of the store and of the caprices of the clients. “Here, the client is not always right” : a typed phrase with bad spelling on a yellowish paper, crookedly hanged. The girls liked her and talked with her for hours. She often became their psychologist and their confessor. In many slow nights, usually on Sundays, she was stupefying them with the stories she told, all coming out of her forgotten youth of a a past from a a fake fog. She was improvising. In contrast, to the Teacher, they felt a terror for the Chief. He didn't talk a lot. Only a “hello”, a “goodbye”. A limited vocabulary and limited contacts with him – he didn't even try them out. Only some of his friends that he had to cater for. He was a businessman, owner of a chain of “Paradises”. He was always coming at the end of the week. He would stay together with the Teacher in the necessary kitchen and they would calculate the earnings of the week. This would take up to half an hour. The three girls and the Teacher shared the excess money. It was a necessary and , thus, a profitable business. Like the kitchen. In one month I will turn twenty six. I never imagined that I would reach... no, no it's too funny to say that. Everybody says the same thing. I'm tired of listening to it. I don't know. Maybe, finally, I wanted it. I'm not saying I like it. But it's a job , like any other job. Do 135
you wanna tell me that they...the visitors, do you wanna tell me that they like their job? In their little office? Behind the gas pump? On the delivery motorbike? Their unfit miserable women? But maybe they wanted it. The same goes for me too. In one month I turn twenty six and I feel like forty. But , everything is choices. This was written on the book that a client forgot. He must have been a doctor. I almost finished it. I didn't understand much. Only this phrase- I memorized it. It makes me feel good. It comforts me. Maybe. Maybe not. About thirty five clients a day. On Sundays less. Sunday is the day they go to the cafeterias and the restaurants with their families or with their girlfriend. And from Monday on here again... to me. I don't understand anything anymore. I can' t. I'm only twenty six – I just open my legs and that's all. Ten minutes. I chose nothing and got ten minutes out of each one of them. They leave behind fluids that become nothing as well. The doctor did the same- the one who forgot the book with the wise recipe. I left my house ten years ago. I was about sixteen years old. I couldn't take it anymore. I left everything behind. Since then, I never communicated with anyone. I don't even know them , they don't look for me. You know, my father didn't beat me, neither did my mother, nor anybody else was beating me or pressuring me on anything. We were a family that 136
people would call normal. At least that was what we showed and that was what we were worth to be called. My father was a lawyer. A man of few words and serious. He was gone most of the times. My mother was taking care of her old mother inside the house. She was always talking about dignity and ethic. I never understood what she meant. They seemed to me to be loaded words. So what? Is it ethical to spent your whole life between four walls?I s it dignity to depend on a serious man, a man of few words that only tells you good morning and goodnight?That is what I experience too – at least I enjoy it as well. Yes. Sometimes I enjoy it. I was bored, suffering , crying. Nobody ever asked me anything. The only thing I was hearing from my mother was “you will grow up and you will understand”. I have understood. To rub pots inside four walls is dignity. To be normal means to show it to the people. Paradise is a place where you open your legs thirty five times a day. My present was a matter of choice. Nothing, is a choice. My father was a sperm donor, like our visitors, who left something behind him. Not nothing. He left me. And I will be one day the Teacher of this house. And then I will be able to tell my stories and make my own past. And then I will be able to make the past by telling my own stories. Full of choices.
137
Καινούργια Μαριάννα Τσέκου
14/09/2012
138
«Σήμερα αγοράσαμε καινούργια πουτάνα». Σοκαρίστηκα όταν άκουσα τη φράση, με χτύπησε σα σφαίρα. Μάλλον γιατί έτσι νιώθω κι εγώ. Έτσι ένιωθα πάντα, δηλαδή. Όχι σαν καινούργια πουτάνα, αλλά παλιά, παμπάλαια, φθαρμένη, χρησιμοποιημένη. Και μου φαίνεται πως κάθε γυναίκα είναι τέτοια. Μόνο που οι πιο ειλικρινείς είναι αυτές που το κάνουν κιόλας. Οι υπόλοιπες κρύβονται πίσω από ένα στυλάκι δήθεν «τετιμημένης κυρίας». Αυτές είναι οι χειρότερες. Σας το λέω εν τιμή. Αυτές είναι οι μεγαλύτερες, οι τίμιες. Που παίρνουν το ψωμί από τις άτιμες. Σπιτάκι, αντρούλης και παιδάκια. Πρωινό μαγείρεμα -για να βρούνε φαί σα γυρίσουν- και μετά, δρόμο, όπου φύγει, φύγει. Κι ο άλλος, ο χαζός, να δουλεύει ή να σκυλοπνίγεται -ακόμα καλύτερααλλά, ναι, ευτυχώς, ο δικός μου δεν είναι ναυτικός. Ούτε κι άντρα έχω δηλαδή, αν και σαν μια τίμια πουτάνα θα ’πρεπε να ’χω έναν προστάτη, κάτι τέλος πάντων, να τον κάνω να νιώθει άντρας, δυνατός, να του δίνω τη χαρά πως με τραβάει απ’ το βούρκο, τη σαπίλα, τη βρωμιά, πως με φροντίζει, με ορίζει. Κουραφέξαλα. Παράξενο πολύ το πόσο παραμυθιάζονται οι άντρες. Για λύπηση. Μεγαλώνουνε από μια πουτάνα (από σεβασμό δεν τη λένε έτσι, ακόμα κι όταν το σκέφτονται, διαρκώς το σκέφτονται), παντρεύονται μια άλλη, φορτώνονται και μια μικρή, μια πουτανίτσα, που τους κάνει αλοιφή με τα νάζια της. Ξέρετε τι λέω; Για λύπηση, λέω. 139
«Σήμερα αγοράσαμε καινούργια πουτάνα». Από κει ξεκίνησα κι αναρωτιέμαι πώς του’ρθε να το πει. Υπάρχει άραγε καινούργια πουτάνα; Όλες παλιές μου φαίνονται. Ακόμα κι εγώ, παλιά είμαι και παλιά ήμουνα απ’όταν είχα γεννηθεί. Οι γυναίκες όλες, έτσι γεννιόμαστε. Με την πουτανιά στο μάτι και στο στόμα. Απ’ τον τρόπο που βυζαίνουμε, τα δάκρυα που χύνουμε, τα λόγια που μιλάμε, όλα, όλα: «Πήγαινε, Γιαννάκη, να φέρεις ψωμί», «πήγαινε, αγοράκι μου, ν’αγοράσεις τσιγάρα», «αχ, βρε παιδάκι μου, ξέχασα να σου πλύνω τη φανέλα για τον αγώνα! συγχώρα με!» Ξεχνιούνται αυτά, κυρά μου; Δεν ξεχνιούνται. Αθώες, τρυφερές. Τρυφερές κι αθώες. Πουτάνες. Ναι, τελικά, μάλλον η λέξη είναι που με χτύπησε. Ήρθε βαριά. Εμφανίστηκε. Χωρίς να επιτρέπει δεύτερες κουβέντες. Σαν την κρυφή, την ανομολόγητη, την απύθμενη κι αβυσσαλέα πουτανιά, αυτή που νιώθω βαθιά μες τα σωθικά μου και που δεν παραδέχομαι, δεν ομολογώ, δεν αναγνωρίζω πως, ναι ρε γαμώτο, να γαμηθώ θέλω κι εγώ. Τι θέλω; Χωρίς αιδώ και τύψεις. Πέρα για πέρα, μέσα για μέσα, εδώ κι εκεί κι ακόμα παραπέρα, μέχρι να νιώσω επιτέλους ελεύθερη. Ελεύθερη απ’ την πουτανιά μέσω της πουτανιάς σας. Καινούργια. Καινούργια.
mat/08/12
140
New Marianna Tsekou
14/09/2012
141
“Today we bought a new whore”. I was shocked when I heard this phrase, it hit me like a bullet. I guess it's because that's how I feel too. That is to say that's how I always felt. Not like a new whore, but like an old one, ancient, battered, used. And it seems to me like every woman is like that. But only the more honest ones are the ones who admit it as well. The others are hiding behind the title of a supposedly “honorary lady”. Those are the worst. I honestly believe that. Those are the worst, the honest women. That take their bread from the dishonest. Home sweet home, a husband and little children. Cooking in the morning- for the men to find food when they will come back- and then on the road, wherever that may lead. And the other one, the silly husband , to work or --even better to be drowning, but , thank God, mine is not a sailor. I don't have a husband either, although like an honest whore I should have had a protector, or something, to make him feel like a man, strong, to give him the pleasure that he's lifting me up from the gutter, the rot, the filth, to male him believe that he takes care of me, that he defines me. Fiddlesticks. It's really strange how much men fool themselves. I pity them. A whore nurtures them (they don't call her that out of respect, even when they think about it, they always think about it), they marry another one, and get stuck with a little one too, a little 142
whore that manipulates them with her fake play ups. You know what I think? Pathetic, I say. “Today we bought a new whore”. That's where I started from and I wonder how come he said that. Is there somewhere a new whore? To me, they all seem old. Even me, I'm old now and I was old since I was born. All women are, that's how we are born. With the attitude of a whore , it's in our eyes and it's in our mouths. From the way we suck, the tears we drop, the words we speak, everything, everything:”Go now, dear sweet Gianni, bring some bread”, “Go, my little boy, buy me some cigarettes”, “Oh, dear child, I forgot to wash your jersey for the game! Forgive me!” Can these things be forgotten? No, they can't. Innocent, tender. Tender and innocent. Whores. Indeed, finally, I believe it's the word that got stuck to me. It just appeared. Heavy. Without allowing any second thoughts. Like the secret, unspoken, bottomless, abysmal ploy of my whore, the one that I feel deep inside my guts and that I don't admit, don't confess, don't acknowledge that, fuck yes, I want to get laid too. What do I want? Without shame and remorse. Here and there and further on, until I feel free at last. Free .Free from the whore through your own whore. New. New.
mat/08/12 143
Μαρία, Θωμάς, Χάρης, Ανίτα, Δημήτρης, Βίκυ, Ανδρέας, Πόλυ, Νίκος, Αχιλλέας, Γιώτα, Στέλλα * 144
Τα γρήγορα φτηνά γαμήσια με τις όμορφες γυναίκες της ζωής μας θ’ απομείνουν σαν ηδονικά πυροτεχνήματα όταν θα είμαστε πενήντα και θα κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη της Κυριακής * Οι όμορφες γυναίκες είναι τα όμορφα και χρονοβόρα γαμήσια της ζωής όταν ο χρόνος κάνει άλματα και οι στιγμές δεν υπάρχουν, παρά μόνο η ανάμνηση πως ίσως, τελικά, και ποτέ να μη γαμήσαμε * Το μόνο που μένει είναι οι χοντρές γυναίκες που γνώρισες, ο τρόπος με τον οποίο ανέδειξαν τα πιο λεπτά σου συναισθήματα, ο κόπος που οικονομήθηκε κι ο χρόνος που χύθηκε στο κουλάντρισμα και η ενοχική πρωινή εμπειρία του «τι έκανα χτες ρε μαλάκα». Η ύλη είναι το βασικότερο αλλά καμιά φορά μαζεύεται πολλή. Οι χονδρές θα ’ναι το νόμισμα στην εκτός Ευρώπης Ελλάδα 145
* Οι γυναίκες της ζωής σας –χοντρές, αδύνατες, υγρές, με προσδοκίες– κρατούν αυτές τα κειμήλια της νεότητας, τα γρήγορα, μεθυσμένα γαμήσια, τις νύχτες του ιαγουάρου με οξυζενέ μαλλί, τσιγαρόβηχα, ξεπερασμένα κοκτέιλ και μάτια υγρά, μόνο αυτά υγρά πια, σ’ ένα φτηνό τσαντάκι χειρός με χρυσά γράμματα * Τικ – τακ – τικ – τακ Δεν Έχω Όνομα δυστυχώς επιστεύσατε πως ήμουνα άθραυστη – 146
* Τα γρήγορα φωτεινά γαμήσια με τους όμορφους ανθρώπους της ζωής μας θ’ απομείνουν σαν ηδονικά χειροτεχνήματα όταν θα είμαστε πενήντα και δεν θα βλέπουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη της Κυριακής * Στον καθρέφτη της Κυριακής: δεν αντέχω τα καλοκαίρια, είπα, ναι, τα καλοκαίρια είναι πάντα τόσο μοναχικά. Ιούλιος ήταν που σ’ έχασα και Ιούλιος που έχω να χάσω κάτι κάθε φορά· κι έτσι έρχεται πάντα η απώλεια, μαζί με τον ήλιο που καίει, ενώ δοκιμάζω να πίνω το φως, να βιώνω τ’ αστέρια μέσα στους πιο αναλλοίωτους ιριδισμούς της μέρας, της νύχτας, του χρόνου που διανύω αναζητώντας την αφετηρία ή τη συνέχεια ενός προσώπου που έπλασα να βηματίζει πάνω σε τοπία ανύπαρκτης ύλης για να μπορώ να υπάρχω, να υπάρξω, να παραμείνω κάπως υπαρκτή:
147
για να υπάρχω, να υπάρξω, να παραμείνω κάπως υπαρκτή αυτή την Κυριακή με μια χοντρή στο απέναντι παράθυρο του τοίχου που συνεχώς ανακαλεί ένας λιγνός με το μυαλό του στα πυροτεχνήματα απ’ τα πιο όμορφα γαμήσια της ζωής του * Αν πράγματι έσμιγαν αυτά που πυρωμένα ΉΘΕΛΑΝ
* Η ψυχή της γαλαρίας έχει τώρα φτάσει στο Λαιμό
*
148
Γρήγορα, πολύτιμα και πανάκριβα γαμήσια. Και σώμα που ξεδιψά απ’ το χυμό των ξένων· όλα τα υγρά μας όλα τα υγρά μας τσάκιση στο δέρμα μας επάνω· βίωμα και ζωή· αλλιώς είναι σα να μην. Γι’ αυτό σου λέω: όλο τον δρόμο, όλο τον δρόμο απ’ το βλέμμα ώς τον καταρράχτη που χύνεται ορμητικά και αφτιασίδωτα κάτω απ’ τον αφαλό μας
* Μακάρι όλοι αυτοί οι συνουσιασμοί να ήταν πηγαίοι και αυθόρμητοι. Να μη σκεφτόμασταν τι θα έλεγε τώρα ο μπαμπάς αν μας έβλεπε. Να έπαιρνα όποιον με πόθησε και τον πόθησα κι εγώ. Μακάρι να μην ήμουν τόσο καταπιεστικά προσκολλημένη στα ηλίθια διδάγματα θρησκειών που απέρριψα, ανθρώπων που δεν θαύμασα, θεωριών οικιακής οικονομίας. Τα 149
σώματα που με άγγιξαν πριν προλάβω να γράψω στο μυαλό μου πραγματεία για την επικείμενη ερωτική συνάντηση· αυτά πάντα θα θυμάμαι ως μόνη μου αλήθεια * Κουράστηκα να ομολογώ ήρθε η ώρα να μιλήσουν τα κενά. { Λαιμός Πρεσπών, Αύγουστος ’12, Πολύ αργά το βράδυ }
150
Maria, Thomas, Charis, Anita, Dimitris, Viky, Antreas, Poly, Nikos, Achileas, Giota, Stella * 151
The fast, cheap fucks with the beautiful women of our life will remain like hedonistic fireworks when we will be fifty and we will be looking ourselves in the mirror of Sunday. * The beautiful women are the pretty and time-consuming fucks of life when time leaps and moments don't exist, only the memory that maybe, in the end, we never actually fucked. * The only thing that remains is the fat women that you met, the way in which they exposed your most delicate feelings, the effort that was saved and the time spent on the preliminary turn-ons and the full of guilt morning experience of “what did I fucking do yesterday�. Matter is the most significant but sometimes there's too much of it. The fat women will be the coin in the out-of-Europe Greece * 152
The women of your life –fat, slim, moist, with expectations– they hold the relics of youth, the fast, drunken fucks, the nights of the jaguar with peroxide hair, cigarette cough, outdated cocktails and moist eyes, only the eyes moist now, in a cheap handbag with gold letters * Tik– tok – tik – tok I don't Have A Name unfortunately hasten that I was shatterproof – 153
* The fast, luminous fucks with the beautiful people of our life will remain like hedonistic handicrafts when we will be fifty and we won't see ourselves in the mirror of Sunday * In the mirror of Sunday: I cannot stand the summer, yes the summer, it's always so lonely. It was on July that I lost you and it's on July that I always have something to lose; and so the loss always comes together with the sun that burns, while I try to drink light, to experience the stars inside the most unalterable iridescences of the day, the night, the time that I traverse searching for the starting point or the continuance of a face that I created pacing on top of places of nonexistent matter so that I can exist, that I will exist , that I will remain somehow existent; so that I exist, that I will exist, that I will remain somehow existent this Sunday with a fat 154
lady in the window on the other side of the wall, that a lean man keeps recalling with his mind on the fireworks of the most beautiful fucks of his life * If indeed they would meet those that fervidly WANTED
* The soul of the gallery is about to overflow
* Fast, precious and extravagant fucks. And a body that is quenching its thirst from the juice of strangers; all our fluids 155
all our fluids crease on our skin路 experiences and living; or else it's like you didn't. That's why I 'm telling you ; all the way, all the way from the look until the waterfall that brashly and naturally pours under our bellybutton
* I wish all these fornications would be heartfelt and spontaneous. Not to think of what our dad would say if he could only see us. To be able to sleep with whomever desired me and I desired him back. I wish I wasn't so oppressively clinged to the stupid morals of the religions that I rejected, of people that I didn't admire, of theories of home economics. The bodies that touched me before I could even compose an essay in my mind of the impending erotic encounter; these I will always remember as my sole truth * I am tired 156
of confessing it's time for the gaps to talk. { Neck of Presps, August’12, Very Late at Night }
157
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ)
ΑΦΗΓΗΣΗ Αντικείμενο: η εξιστόρηση, με μιαν ορισμένη σειρά συμβάντων, που μεταβάλλουν μια αρχική κατάσταση πραγμάτων ή ενεργειών , πράξεων, που σκόπιμα διαπράττονται από τους "ήρωες" μιας ιστορίας। Είναι φανερό ότι η αφήγηση είναι "τέχνη" του χρόνου. Απαντά σε ερωτήματα του τύπου "πώς συνέβη το χ" ή "πώς συμβαίνει εκτυλίσσεται το χ". Μορφές της αφήγησης: Μυθώδης, ιστορική, και ρεαλιστική.
Η έρευνα για τη συλλογή πληροφοριών, που αφορούν στην Γιωργία, βασίστηκε σε συνεντεύξεις (αφηγήσεις) κατοίκων της Φλώρινας. 158
(Ελένη Κεσίσογλου)
18/05/2011 ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΦΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΕΛΛΙΟΣ Συμμετέχουν δύο ακόμη θαμώνες. ΛΑΖΑΡΟΣ ΜΕΛΛΙΟΣ: Κατά δήλωσή του, λόγω του επαγγέλματός του- το οποίο τον υποχρέωνε να λείπει για αρκετό χρονικό διάστημα από τη Φλώρινα- τα όσα γνωρίζει για την Γιωργία βασίζονται σε φήμες. -Καταγόταν από το χωριό Κ. Υδρούσα της Φλώρινας. Ήταν παντρεμένη και είχε δύο κόρες, τις οποίες καλοπάντρεψε. Ο ένας γαμπρός είχε υπηρετήσει ως φαντάρος στη Φλώρινα. Ο άντρας της είχε μπλέξει με το αντάρτικο και διέφυγε στη Βουλγαρία. Μάλλον έκανε το επάγγελμα της Αφροδίτης λόγω φτώχιας. Έστρωνε ένα χαλάκι στο βουνό κι εκεί πήγαινε με τους πελάτες. Λέγεται πως πολλοί στρατιώτες δεν την πλήρωναν. Έλεγε: «Άντε, φτωχαδάκι είσαι κι εσύ, να καλοπεράσεις». Δούλευε και στην Αθήνα. Ήταν ντυμένη πάντα χωριάτικα και τη θωρούσαν φρέσκο εξ επαρχίας ερχόμενο προϊόν. Λέγεται ότι κάποτε ορέχτηκε έναν εισαγγελέα. Τάχα του ρίχτηκε’ δικάστηκε, αλλά αθωώθηκε. Μάρτυρας υπήρξε ο ίδιος ο Κος Μέλλιος, σε ένα περιστατικό που συνέβη, όταν πήγε να αγοράσει τσιγάρα από ένα περίπτερο που υπήρχε 159
στην κεντρική πλατεία. Εκεί ήταν η Γιωργία , η οποία παραπονιόταν στον περιπτερά, ότι την είχε πλησιάσει ένας γύφτος και της ζητούσε λεφτά. Ήθελε να το παίξει προστάτης της. Ο περιπτεράς της είπε να τον διώξει και ότι θα βάζανε αστυνομικό να τον παρακολουθεί. Μετά από καιρό ο Κος Μέλλιος ρώτησε τον περιπτερά τί έγινε στη συνέχεια. Ο περιπτεράς του είπε ότι ή Γιωργία γλύτωσε και ο άνθρωπος εκείνος σταμάτησε να την ενοχλεί. Δεκάδες χρόνια εξασκούσε το επάγγελμα. Κάποτε γέρασε και μάλλον πήγε στην Κρήτη όπου ζούσε η μια της κόρη. Αυτό που γνωρίζει ο Κος Μέλλιος αφορά σε κάποιον γείτονα της Γιωργίας , ο οποίος παραπονιόταν συχνά στον τότε Δήμαρχο για εκείνη και ήθελε να την διώξει! Κάτι που δεν το κατάφερε. Οταν ο Δήμαρχος έχασε στις επόμενες εκλογές, ο γείτονας του έλεγε: «Θυμάσαι τί σου έλεγα; Γι’αυτό έχασες, γιατί σε καταψήφισα». Όταν σταμάτησε πουλούσε λαχεία. Κάποια μέρα μπήκε σε ένα καφενείο, όπου τα μεσημέρια μαζευόταν η ελίτ της Φλώρινας. Όλοι οι θαμώνες ήταν συνεννοημένοι και έκαναν πως δεν την είδαν και επίσης σταμάτησαν να μιλούν. Τότε εκείνη είπε: «Κοίταξε πού μπήκα. Σε νεκροταφείο. Αν πω σε όλους πόσοι από σας πήγαν μαζί μου τότε θα σας χωρίσουν οι γυναίκες σας». Ξέσπασαν αμέσως όλοι σε γέλια. Η έδρα της ήταν τα καταφύγια από την πρώτη ώρα. Στην πραγματικότητα δεν πήγαινε εκεί , αλλά στο Γαλλικό καφενείο, το καφενείο του Τέγου, είκοσι μέτρα πιό πέρα. Πήγαινε και στο δεύτερο Δημοτικό. Ορισμένοι πήγαιναν και στο σπίτι της. Εκεί πήγαινε και το γκαρσόν. Έχει πεθάνει. Της έλεγε: «πήγαινε πλύσου πρώτα». Εκείνη εξαφανιζόταν. Αυτός έμενε όλη τη νύχτα. 160
Καθώς έλεγε η ίδια την καλοπλήρωνε. Χρονολογικά ξεκίνησε το επάγγελμα περίπου το1955 και σταμάτησε το 1985. Πήγαινε και στην Αθήνα και στη Θεσ/κη. Στην Αθήνα μπορεί να πήγαινε για βιοπορισμό ή για να επισκεφθεί την κόρη της και παράλληλα να δουλέψει. Λέγεται ότι εκεί είχε πάει μαζί της κάποιος νομικός, ο οποίος στη συνέχεια έλεγε ότι πήγε με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι. Στο διπλανό σπίτι από το δικό της το 1912 ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατού. Λέγεται ότι όταν συνευρίσκετο με άνδρες φρόντιζε να τους διευκολύνει. Η ίδια ήταν πεντακάθαρη και απαιτούσε το ίδιο από τους πελάτες της. ‘Επαιρνε πάντα προφυλάξεις και δεν είχε ποτέ μεταδώσει ούτε κολλήσει και η ίδια κάποια ασθένεια. Ήταν πάντα εύχαρης. Πάντα τραγουδούσε. Λέγεται ότι κάποτε βρέθηκαν κάποιοι Φλωρινιώτες στη Βουλγαρία ως τουρίστες. Εκεί τους πλησίασε κάποιος και τους είπε πως ήταν ο άνδρας της Ελένης. Η ίδια δεν είχε πάει ποτέ στη Βουλγαρία και ουσιαστικά ήταν χωρισμένη. Οι Φλωρινιώτες προσπαθούσαν να μην περνάνε μπροστά από το σπίτι της γιατί το έβλεπαν σαν πορνείο. Κος Κώστας: θαμώνας που παρεμβαίνει στη συζήτηση. -Είχε μαγαζί απέναντι από το σπίτι της Ελένης. Αυτό που γνωρίζει εκείνος είναι πως, κατά τα λεγόμενα της ίδιας, τον άνδρα της τον είχαν σκοτώσει αφού πέρασε από στρατοδικείο. Λέγεται πως τον έδωσε ο Πρόεδρος του χωριού επειδή ήθελε την Ελένη. Ο πρώτος άνδρας με τον οποίο πήγε ήταν ένας υπολοχαγός 161
του στρατού. Πήρε τα πρώτα χρήματα από αυτόν και έτσι ξεκίνησε το επάγγελμα. Φορούσε πάντα τη χωριάτικη ενδυμασία και οι άντρες λέγανε πως πήγαν με μια γυναίκα που μύριζε θυμάρι. Σαν άνθρωπος είχε καλά στοιχεία. Δεν είχε σχέση με τις άλλες ιερόδουλες της Φλώρινας. Τα χρήματα που έβγαζε τα φύλαγε με ευλάβεια. Δεν τα σκορπούσε. Ήταν κυρία στις συναλλαγές της. Οι Φλωρινιώτες τη συμπαθούσαν .Ήταν πολύ θρήσκα. Λέγεται πως ο Δεσπότης δε δέχτηκα κάποια προσφορά της και ο κόσμος τότε ανέφερε το παράδειγμα της Μαγδαληνής. Εξασκούσε το επάγγελμα περίπου τριάντα χρόνια. Από το 1946, περίπου. Στο τέλος αρρώστησε και μάλλον πρέπει να πέθανε στην Κρήτη, όπου έμενε η μία της κόρη. 19/05/2011 ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΠΡΟΚΟΠΗ:Αφηγητές είναι τρία άτομα.Τη συζήτηση την ξεκίνησε ο Προκόπης: -Ήταν η "μητέρα" όλων μας. Όλους αυτή μας έμαθε. Ήταν η μοναδική. Έκανε ψυχικό. Τότε δεν υπήρχε ελευθερία. Όλοι οι άντρες και οι στρατιώτες. Λόγω εκκλησίας ήταν αυστηρό το καθεστώς. Ο Καντιώτης δεν άφηνε τις άλλες, ενοχλούσε και την Γιωργία, αλλά εκείνη ήταν γυναίκα του λαού. Καλοπροαίρετη. Γενικά πειραχτήρι. Φορούσε τοπική ενδυμασία. Ήταν από την Υδρούσα. Την ενδυμασία τη φορούσε για εντύπωση. Από την ώρα που τη γνωρίσαμε. Ήταν και εβδομήντα ετών. Την κοροϊδεύαμε σαν παιδάκια και μας κυνηγούσε.-Ήμασταν δέκα 162
χρονών. Όχι ότι ξέραμε κάτι. Έβγαινε στο παζάρι. Μιλούσε με όλους. Φράσεις που χρησιμοποιούσε -Κάνεις πως δε με ξέρεις! Μέχρι χθες με ήξερες! Ποιός θα κεράσει μια πορτοκαλάδα; -Εσένα άμα σε πάω στον μπαμπά σου। Εσένα ποιός είναι ο μπαμπάς σου, ο Νίκος; -Δώσε στο κορίτσι μια πορτοκαλάδα. -Ααα... Τώρα δώσε στο κορίτσι μια πορτοκαλάδα.... -Εμένα με συμπαθούσε. Έλεγε: μόνο ο Κωστάκης είναι καλό παιδί. έλεγαν : «Όλους μας έχεις ξεπαρθε νέψει». Απαντούσε: «ποιός καλέ, εγώ παρθένα είμαι». Στην περιοχή που είναι το Ελληνίς υπήρχαν λίγα ζαχαροπλαστεία. Εκεί έκανε βόλτες. Πάνω κάτω με το ταγάρι. Κανείς δε μιλούσε. Μια μέρα είχε έλθει ένας Νομάρχης από άλλο μέρος. Τον κοίταξε και του είπε: -Ποιός είσαι εσύ, ρε πούστη, που μου κάνεις το βαρύ πεπόνι; Την κλείσανε μέσα. Στη συζήτηση παρεμβαίνει Έμπαινε στο καφενείο κι όλοι είχαν σκυφτό το κεφάλι. Έλεγε: Όλους εγώ σας μεγάλωσα. Της και μία γυναίκα: -Σίγουρα ήταν καλή ψυχή. Κι ότι έκανε δεν το έκανε από κακία. Και ήταν και όμορφη. Συνεχίζουν οι άντρες: 163
-Είχε δύο κόρες. Τη μία τη σπούδασε. Ήταν στην Αθήνα ή στη Θεσσαλονίκη. Στο σπίτι αυτής πέθανε. Πέθανε πίνοντας καφέ. Πήγε επίσκεψη στην κόρη της. Κάθισε μια βδομάδα. Από βραδύς είχανε βγει βόλτα. Το πρωί κάθισε στο μπαλκόνι και της έφτιαξε η κόρη της καφέ. Την άφησε μόνη της κι μπήκε μέσα για δουλειές. Όταν βγήκε, δεν κατάλαβε ότι η Γιωργία είχε πεθάνει. Την είδε που είχε σκυμμένο το κεφάλι και της είπε: Α ρε μάνα κοιμήθηκες. Και την έσπρωξε ελαφριά και χύθηκε ο καφές. Μετά κατάλαβε ότι είχε "φύγει".Στα καταφύγια πήγαινε τις πρωινές ώρες. Κυρίως πήγαινε τα μικρά παιδιά, 14 με 15 χρόνων. Ένας από αυτούς ήμουνα κι εγώ. Μου είχε πει : «Θα μου δώσεις μια δραχμή να σε μάθω». Μπήκαμε στο καταφύγιο. Μου είπε: «Θα μου δώσεις άλλη μια δραχμή για να φάω φασόλια με κρέας». Στα καταφύγια πήγαινε τους φαντάρους και παντρεμένους. Καθόταν έξω από τα Δημοτικά Σχολεία. Καθόταν σε ένα σκαμνάκι κι έπλεκε με τέσσερεις βελόνες. Έπλεκε κάλτσες. Έτσι περίμενε τους πελάτες. Έπλεκε κάλτσες χωριάτικες.Ήταν καλοσυνάτη. Τους άντρες δεν τους έβλεπε σαν αντικείμενα, σαν πελάτες. -Μου έλεγε: «Θα την κεράσεις την πουτάνα έναν καφέ;» Της απαντούσα:» Αν μου πεις το φλυτζάνι». Κι εκείνη: «Και το φλυτζάνι και ότι θέλεις». -Στο παζάρι μαζευόμασταν και εκείνη φώναζε: « Για δείξε μου έναν που να μην τον ξέρω». Κάναμε αστεία. Στο Βασιλάκι που είχε το περίπτερο του έλεγε: «Δώσε μου ρε φαλακρέ ένα τσιγάρο». Έλειψε για πέντε χρόνια στην Αθήνα. Κάποτε ένας Φλωρινιώτης που είχε πάει στην 164
Αθήνα έλεγε: «Βρήκα μια χωριατοπούλα στην Αθήνα». Δεν ήξερε ποιά ήταν. Οι άλλοι του εξήγησαν ότι ήταν η Γιωργία. Στην Αθήνα όταν συναντούσε Φλωρινιώτη που φορούσε γυαλιά για να τον γνωρίσει ποιός είναι του έλεγε: «Για βγάλε τα γυαλιά να σε δω». - Δεν υπήρχε άλλη σαν κι αυτήν. Ερχόντουσαν κάποιες άλλα τις έδιωχνε ο Καντιώτης. Αρκετά παιδιά πηγαίναμε μαζί της στα καταφύγια. Έστρωνε ένα σεντόνι και ρώταγε ποιός είναι ο πρώτος. Μαζευόμαστε πέντε δέκα άτομα μαζί και λέγαμε έτσι λίγο να ακουμπήσουμε κι εμείς. Εκείνη γελούσε. -Αν είχε σχέση εμείς δεν ξέραμε. Από τη μάνα μου άκουσα πως της λέγανε οι άλλες γυναίκες: Γιατί δεν παντρεύεσαι κανένα γέρο. Μιλούσανε Μακεδονίτικα. Έλεγε στις γυναίκες: « Μάθημα κάνω στα παιδιά να ανοίξουν τα μάτια τους.» -‘Οταν πήγαινε κάποιο πελάτης έξω από το σπίτι της, σφυρούσε για να καταλάβει κι εκείνη τράβαγα την κουρτίνα από το παραθυράκι και του έκανε νόημα.
Ι8/Ο5/2Ο11 Επίσκεψη στο χωριό Α. Υδρούσα। μαζί με τον Γρηγόρη Χατζηλάμπρου।
165
Κατευθυνθήκαμε στο καφενείο του χωριού όπου συναντήσαμε κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι προθυμοποιήθηκαν να μας μιλήσουν για την Γιωργία. Συνολικά βρισκόντουσαν στο συγκεκριμένο χώρο πέντε άνδρες εκ των οποίων οι δύο ήταν ηλικίας, περίπου, εξήντα με εξήντα πέντε χρόνων. Ο ένας εξ αυτών ήταν ο κύριος αφηγητής. Δεν δέχτηκαν να βιντεοσκοπήσω τη συνέντευξη, καθώς και να αναφέρω τα ονόματά τους. Οι πληροφορίες που συνέλεξα έχουν ως εξής: Το επίθετό της (συζύγου) ήταν Σουλίδου. Είχε δύο κόρες. Ο σύζυγός της, λόγω του εμφυλίου πολέμου προσέφυγε στη Βουλγαρία. Μετά το ’49 χώρισαν. Τα παιδιά έμειναν μαζί της. Η καταγωγή της ήταν από την Κ. Υδρούσα. Θαμμένη είναι στην Α. Υδρούσα. Οι κόρες της ονομάζονται Τριανταφυλλιά.... (Φιλιώ...) και Μαρία. Από την Τριανταφυλλιά έχει έναν εγγονό τον Λάζαρο , ο οποίος είναι ο ιερέας του χωριού. Ήταν πολύ καλή. Οι γυναίκες του χωριού έκαναν παρέα μαζί της. Η ίδια δεν έμενε στο χωριό, αλλά το επισκεπτόταν συχνά διότι τα παιδιά της τα μεγάλωνε η γιαγιά τους (πεθερά). Ο εγγονός σπούδασε υδραυλικός, αλλά τελικά έγινε ιερέας. Δεν σύναψε σχέση ποτέ με κανέναν συγχωριανό της. Όταν πια γέρασε ζούσε με την κόρη της Μαρία στο Χαϊδάρι, στην Αθήνα, μαζί με τον γαμπρό της και τον εγγονό της. Σε μια θεία του αφηγητή είχε δανείσει λίρες για να φύγει στην Αυστραλία, τις οποίες ποτέ δεν πήρε πίσω. Ο ίδιος μου αποκάλυψε ότι ήταν ερωτευμένος με την κόρη της 166
Μαρία. Προς το τέλος μου ανέφερε ότι υπήρχαν φήμες ότι η πεθερά της τής υπέδειξε το δρόμο της πορνείας, λόγω φτώχιας, για να μπορεί να μεγαλώσει τα παιδιά.( Ο ίδιος όμως με κάποιο τρόπο προσπάθησε να αναιρέσει αυτήν την πληροφορία.)
Επιστρέφοντας με το Γρηγόρη στη Φλώρινα μου ανέφερε ότι όταν η Γιωργία συναντούσε τη γυναίκα του της έλεγε: «Δε σε χαιρετάω, γιατί έτσι πρέπει».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας συναντιέμαι με την Εύη Τσώτσου στο καφέ Ρόζα. Η Εύη μου εξιστορεί ένα περιστατικό το οποίο της ανέφερε ο φίλος της Πέτρος, σχετικά πάντα με την Γιωργία. Η μητέρα του κάποτε του είχε πει πως η Γιωργία είχε δει στον ύπνο της το Χριστόκανείς δεν ξέρει τι όνειρο είχε δει. Κάθισε και κέντησε ένα εικόνισμα και θέλησε να το προσφέρει στην εκκλησία. Ο παππάς όμως δεν το δέχτηκε λόγω του επαγγέλματός της. Η μητέρα του Πέτρου όταν το έμαθε θύμωσε πολύ και είπε στον παππά: «Εδώ ο ίδιος ο Χριστός δέχτηκε την Μαγδαληνή». Μια άλλη πληροφορία που μού έδωσε η Εύη ήταν το γεγονός ότι η Γιωργία δεν έπαιρνε χρήματα από όλους τους πελάτες. Κυρίως από παιδιά και από ορισμένους μεγάλους. Έκανε κάτι σαν ψυχικό. 167
20/05/2011 Συνταξιδεύω με τη Λίτσα για Θεσσαλονίκη. Η Λίτσα μου αναφέρει διάφορα περιστατικά που αφορούσαν στην Γιωργία. -Καθόταν στο πεζούλι κι έπινε καφέ. Όταν πέθανε ο άνδρας της τον θρήνησε. Στεκόταν στη γέφυρα όπου υπήρχε ένα αναμμένο μαγκάλι. Σήκωνε το φόρεμά της, στεκόταν όρθια πάνω από το μαγκάλι και φώναζε στους στρατιώτες: -Ελάτε βρε τώρα που είναι ζεστό. -Κάποτε στο δικαστήριο που είχε προσέλθει σαν κατηγορούμενη, είχε πει στον Πρόεδρο: «Κύριε Πρόεδρε τί να κάνω οργκανισμό είναι τέλει». Πιθανότατα ήταν Σλαβόφωνη κάτι που το συμπεραίνω από τον τρόπο με τον οποίο μιλούσε. (Ο Πέτρος ο φίλος της Εύης είχε εκφράσει την άποψη ότι ήταν Αλβανικής καταγωγής.) 24/05/2011 Συναντώ τον Κο Μεκάση. Με μεγάλη προθυμία μου αφηγείται αυτά τα οποία γνωρίζει για την Γιωργία. Ο ίδιος συνομιλούσε συχνά μαζί της, 168
όταν πια είχε γεράσει και δεν ασκούσε το επάγγελμα της ιερόδουλης. Για να ζήσει πουλούσε λαχεία. Κατά τα λεγόμενά του: -Ήταν από την Υδρούσα Φλώρινας. Ηταν Σλαβόφωνη. Είχε δύο κόρες. Ήταν ωραία γυναίκα. Ο άντρας της είχε μπλέξει στο αντάρτικο. Έφυγε στη Βουλγαρία μετά το 1949. Ήταν Σλαβόφωνος. Παντρεύτηκε με μία Βουλγάρα κι έκανε άλλη οικογένεια. Όταν το έμαθε η Γιωργία αποφάσισε να γίνει ιερόδουλη για να ζήσει τις κόρες της. Στάθηκε μπροστά στον πεθερό της, έβγαλε την κυλότα της την κούνησε μπροστά στα μάτια του και του είπε:«Εγώ θα γίνω πουτάνα». Τα παιδιά της τα είχε σε ίδρυμα (φήμες). Πέθανε πριν είκοσι χρόνια. Έμπαινε στο καφενείο του Κασκαμανίδη και έλεγε: «Κέρνα έναν καφέ». Μιλούσε συχνά με τον Κο Μεκάση. Πάντα έκλαιγε για τη ζωή της. Η ίδια του αφηγήθηκε το περιστατικό με το βρακί της. Μετά το 1950 βγήκε στο πεζοδρόμιο. Μέχρι το 1956 τα πορνεία στη Φλώρινα είχανε τη μαντάμα (Δ/ντρια πορνείου). και τις τσατσάδες (υπηρέτριες). Υπήρχε και ο αγαπητικός της μαντάμας. Ποτέ η Γιωργία δεν μπήκε σε πορνείο. Την κυνηγούσε η αστυνομία. Μπαινόβγαινε στην φυλακή όπου έμενε για πολύ λίγο.{ Η περιοχή Βαρόσι μετονομάστηκε σε Διαμάντη. Η ευρύτερη Γιάγη. (Αριστοτέλης -Σχολεία)}.Το 193-, επί Μεταξά- φτιάχτηκαν τα καταφύγια. ‘Εβαζε μουσαμά μέσα στο καταφύγιο. Έμπαινε σε βάθος το πολύ δύο έως τρία μέτρα. Περίμεναν οι πελάτες ο ένας πίσω από τον άλλο. Ίσως γιατί ήταν φτηνή. (Οδός Αφροδίτης -Ομόνοια169
Διεθνές). Στο σπίτι δεχόταν λίγους πελάτες. Προσεκτικά γιατί η γειτονιά αντιδρούσε. Από το εξήντα ήταν σε αυτό το σπίτι. Στο καφενείο του Τέγου (στο υπόγειο) επίσης πήγαινε τους πελάτες.Ιδρύθηκε ο Ορφέας (Ελληνική Οργάνωση Φλώρινας) επί Τουρκοκρατίας (Πρώτος Πολιτιστικός Σύλλογος Φλώρινας) 1908. Στέκι, Σύλλογος με αστική κουλτούρα. Όταν ήλθαν οι Γάλλοι έσκαψαν κερκίδες μπροστά από το καφενείο και είχαν φτιάξει θεατράκι όπου έπαιζε και η κομεντί φρανσέζ. Το 1960 έγινε ερείπιο. Εκεί δούλευε η Γιωργία. Τη μέρα στο υπόγειο του καφενείου, σε κάποιο δωμάτιο. Επίσης πήγαινε στο δάσος. Και με παιδιά και με μεγάλους. Το βράδυ στο καταφύγιο. Φόραγε την παραδοσιακή φορεσιά. (τοπική ενδυμασία). Το καλοκαίρι την έβγαζε και φορούσε ρούχα από την Αυστραλία. (κίτρινα, πράσινα με τούλια, φουρό, σαν καρναβάλι).Πάντα κρατούσε μια αλυσίδα με τα κλειδιά της. Πάντα τραγουδούσε στο δρόμο. Πείραζε τον καθένα. Έπλεκε καθισμένη στα παγκάκια. Μετά το εβδομήντα τέσσερα αλλάζει.Στις δώδεκα τη νύχτα ένας "τύπος" της Φλώρινας, ο Τσίλες, απήγγειλε ποιήματα και η Ελένη από κάτω τον χειροκροτούσε. Όταν οι ποδοσφαιρικές ομάδες Πτολεμαίδας Φλώρινας έπαιζαν μεταξύ τους, η βρισιά που ακουγόταν από τις κερκίδες ήταν "απόγονοι της Γκιούργκιας". Το 1967 ο Καντιώτης κλείνει τα πορνεία και εκτοπίζει την Ελένη στην Κρήτη. Εκείνη φεύγει και πάει στην Αθήνα και κάνει πεζοδρόμιο στην Αγ. Κωνσταντίνου. Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας βρίσκεται εκεί. Πάντα φοράει την τοπική ενδυμασία και είναι γνωστή 170
με το όνομα Ελένη από την επαρχία. Την εντόπισε ένας Εσατζής, που ήλεγχε τα πορνεία στην Ομόνοια. Το εβδομήντα τέσσερα γυρίζει στη Φλώρινα και πουλάει λαχεία. Μετά το εβδομήντα τέσσερα αλλάζει και σαν χαρακτήρας. 26/05/2011 Αφηγητής Κος Γιάννης Γαβριηλίδης Ο πρώτος Δήμαρχος της Φλώρινας λεγόταν Τέγος. Το καφενείο ήταν δικό του. Προ του σαράντα ή τριάντα σταμάτησε η λειτουργία του.Ο Κύριος Γιάννης δίνει πολλαπλή ερμηνεία στο όνομα Γιωργία. Κατά την άποψή του ήταν κάτι σαν μασκώτ. Χασκογελούσανε πίσω της. Κάναν λογοπαίγνιο. Όταν θέλαν να χαρακτηρίσουν κάποιον σαν βρώμικο χαρακτήρα, έλεγαν: «Αντε μωρέ Γκιούργκια (πόρνη)». Το οινομαγειρείο, που σύχναζε, ήταν του Μαρσέλου. Εκεί σύχναζε ο Ράσος που έπαιζε μπουζούκι. Ήταν παρέα του. Η ίδια ψευτόπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε με βραχνή φωνή μεταξύ φαγητού και κρασιού. Η ίδια δεν έπινε. Παρέμβαση αδελφού του κου Γιάννη, που ισχυρίζεται πως στο τέλος έπινε. Έμπαινε στο καφενείο σχεδόν τραγουδώντας και γυρίζοντας το κομπολόι στριφτά στο χέρι της. Στη συνέχεια ρώταγε: «Ποιός θα κεράσει μια λιμονάτα;» Κρατούσε το κομπολόι στο χέρι της και τραγουδούσε σκοπούς σλάβικους σε όλο το δρόμο πάντα. Τραγουδούσε και έκανε πειράγματα. Όταν ήταν στην Αθήνα είδε κάποιο γνωστό της από τη Φλώρινα. Άρχισε να του φωνάζει: «Τάκο, Τάκο, βρε εσένα σου λέω». Εκείνος έκανε 171
πως δεν τη βλέπει. Νευριασμένη επειδή δεν της μίλησε του φώναξε: «Τώρα κάνεις πως δε με βλέπεις. Θυμάσαι που με γκαμούσες;» Ηταν πολύ θερμή. Την ώρα που έκανε έρωτα έλεγε βρισιές. Έκανε μάλλον πως είχε οργασμό.: «΄Αιντε μωρέ πούστη τελείωνε με πέτανες». Δεν ερωτεύτηκε ποτέ κανέναν πάντως. Το ογδόντα τοις εκατό των Φλωρινιωτών πήγαν μαζί της. Ήταν κούκλα. Είχε δέρμα κοριτσιoύ. Ήταν φτηνή, έπαιρνε πέντε δραχμές. Σπίτι πήγαινε τους πελάτες σπάνια. Και σε μεγαλύτερη ηλικία κάποιους δεχόταν. Το ψάρεμα γινότανε στα κανόνια, στου Μαρσέλου. Ήταν καθαρή. Όταν συνευρίσκετο με τον πελάτη σήκωνε μόνο το φόρεμα. Ποτέ γυμνή. Ήταν όμορφη, ξανθωπή. Σλάβικο στοιχείο. Στην Αθήνα φορούσε τα παραδοσιακά ρούχα. Στο τέλος έχανε τον εαυτό της. Της άρεσαν και οι γυναίκες. (Ο αδελφός του Κου Γιάννη υπαινίσσεται κάτι τέτοιο.) Για παράδειγμα φέρνει την περίπτωση κάποιας γνωστής του για την οποία η Γιωργία έλεγε: «Αυτή η γυναίκα με πεθαίνει». Πήγαινε με γυναίκες αν ήταν πολύ όμορφες. Δεν είχε ενδοιασμό.
28/05/2011 Α. Υδρούσα (Συνάντηση με εγγονό) 172
Μαζί με τον Πέτρο και την Εύη πήγαμε στη Α. Υδρούσα με αντικειμενικό σκοπό να βρω τα μέλη της οικογένειας της Γιωργίας, για να έχω τη σύμφωνη γνώμη τους για το έργο που πρόκειται να δημιουργήσω. Συναντώ τον εγγονό της, ο οποίος είναι κάθετα αντίθετος με αυτή την ιδέα. Χαρακτηριστικά μου είπε: «Αφήστε την να ησυχάσει εκεί που είναι. Αν ήταν μάνα σας τί θα κάνατε; Αυτή η ιστορία ακόμα μας πονάει». Δεν μου επέτρεψε επίσης να συναντήσω τη μητέρα του λέγοντας: « Η μητέρα μου θα κάνει αυτό που θα της πω εγώ». Στη συνέχεια με τον Πέτρο και την Εύη πήγαμε στο νεκροταφείο του χωριού όπου και βρήκαμε τον τάφο της.
28/06/2011 ΚΑΦΕ ΡΟΖΑ (Αφηγητής; Νίκος) Με τον Γρηγόρη Χατζηλάμπρου πίνουμε καφέ στη Ρόζα. Στο διπλανό τραπέζι κάθεται ο Νίκος. Η κουβέντα έρχεται στην Γιωργία. Ο Νίκος μου εξιστορεί το ακόλουθο περιστατικό: «Όταν την είδα στην Αθήνα ντυμένη με την παραδοσιακή φορεσιά, και μια αρμάδα κρεμμύδια περασμένη 173
στο λαιμό, τη ρώτησα: «Τί γυρεύεις εδώ Γιωργία;» Από πού με ξέρεις εσύ, με ρώτησε. Της απάντησα: «Από το Πέρασμα είμαι σε ξέρω». Η αντίδρασή της: «Φύγε-φύγε να μη μας πάρουν χαμπάρι εδώ» (Ομόνοια1974-75). Ήταν μαζί με την κόρη της για ψώνια στα μαγαζιά. Την ώρα που της μίλησα η κόρη της ήταν ήδη μέσα σ’ ένα μαγαζί. Εκείνο που ξέρω επίσης είναι ότι έχει και εγγονή στο Αμμοχώρι. Τη λένε Βαγγελιώ… Η μία της κόρη , τη λένε Μαρία... μένει στο Αιγάλεω, η άλλη στην Κοζάνη.
21/11/2011 Συνάντηση με Γρηγόρη Χατζηλάμπρου και Θανάση Νικολαίδη στο καφέ ''ΡΟΖΑ΄΄ Αφηγητής Χατζηλάμπρου. -Ένας αξιωματικός της αστυνομίας που πρωτοδιορίστηκε στη Φλώρινα κι έτυχε στο δρόμο να δει τη Γιωργία με τη στολή της, ενθουσιάστηκε από την ομορφιά της και την όλη εικόνα της και σαν άνδρας θέλησε να την κατακτήσει. Στην προσπάθειά του αυτή την πλησίασε και κατέφερε να την κατακτήσει. Όταν κάνανε έρωτα, μετά το τέλος της πράξης, αυτή του λέει: 174
«Άσε αυτό το ποσό», οπότε ο άλλος τρελάθηκε. Έφυγε όλη η μαγεία του έρωτα και προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. (1950).
Αφηγητής Νικολαίδης. Όλοι οι Φλωρινιώτες, γιατί όλοι είχαν πάει μαζί της, όταν τη συναντούσαν και ήταν μόνοι τους -χωρίς τις συζύγους- τη χαιρετούσανε επιδεικνύοντας ευγνωμοσύνη. Όταν τη συναντούσανε και ήταν μαζί με τη σύζυγό τους σκύβανε το κεφάλι και έκαναν πως δεν την έβλεπαν. Τότε εκείνη με το θράσος που είχε έκανε λεκτική επίθεση: «Ήμουνα καλή όταν μαθαίνατε, τώρα δε με ξέρετε, κουτσίνα (σκυλιά)». (Μπροστά στις γυναίκες τους βάζανε την ουρά κάτω από τα σκέλια).Από συνομιλία που είχε ο ίδιος με την Γιωργία έμαθε ότι η ίδια, όταν εξορίστηκε ο άνδρας της, βιάστηκε δύο φορές από το στρατό. Διευκρίνιση: από τους αξιωματικούς. Ενδεχόμενα και από χωροφύλακες, οι οποίοι ασκούσαν εξουσία και στα πλαίσια της παρότρυνσης που είχαν από τους ανωτέρους τους να ¨βαράνε" το μετέτρεπαν σε προσωπική ηδονή. Εξέφραζε πικρία όταν αναφερόταν στους "σοβαρούς κυρίους" της τοπικής κοινωνίας, διότι της καταλύσανε οποιοδήποτε ίχνος αξιοπρέπειας. Εκείνα τα χρόνια ο πρωκτικός και στοματικός έρωτας ήταν ένα φαινόμενο σχετικά απαγορευμένο. Οι κύριοι αυτή της το 175
επέβαλαν. Την ποδοπάτησαν πολύ εκείνη την περίοδο.Η μόνη Φλωρινιώτισσα ιερόδουλη εκείνη την χρονική περίοδο (εμφύλιος και μετά) ήταν η Γιωργία. Οι άλλες ήταν ξενόφερτες και εργάζονταν σε οίκους ανοχής. Ενδεχόμενα υπήρχαν κρυφές αλλά ποιός ξέρει. Ο Καντιώτης τις εκδίωξε από τη Φλώρινα επιβάλλοντας γενικότερα ένα μεσαιωνικό καθεστώς. Η Γιωργία ως πρόσωπο της λαϊκής κουλτούρας της περιοχής έπρεπε να απομακρυνθεί καθώς εκείνη την περίοδο υπήρξε σχέδιο εξαφάνισης της λαϊκής δημιουργίας και έκφρασης. Παραδειγματικά οι γάμοι γινόντουσαν μέχρι, το αργότερο στις 12π.μ. διότι με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν εφικτό να ακολουθήσει γλέντι. Άλλωστε είχαν απαγορευτεί τα λαϊκά πανηγύρια.
18/12/2011 ΚΑΤΩ ΥΔΡΟΥΣΑ Αφηγήτρια: κουμπάρα της Γιωργίας Συναντιέμαι με τη χ.... κουμπάρα της κόρης της Γιωργίας. Επιθυμεί να μείνει ανώνυμη λόγω της συγγένειάς της με την οικογένεια της Γιωργίας.. Μαθαίνω ότι η Γιωργία είχε γεννηθεί στην Κ. Υδρούσα και παντρεύτηκε στην Άνω Υδρούσα. Οταν ο άνδρας της διέφυγε στη Βουλγαρία η πεθερά της την έδιωξε από το σπίτι διότι λόγω 176
της φτώχειας δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τις γυναίκες που εγκαταλείφθηκαν από τους άνδρες τους. Ή έπρεπε να παντρευτούν άλλον ή να ακολουθήσουν άλλη πορεία. Όταν βρισκόταν στην Αθήνα η μικρότερη εγγονή της, η οποία είχε βιώσει ερωτική απογοήτευση ακολούθησε το επάγγελμά της το οποίο ασκούσαν μαζί στην πρωτεύουσα. Αργότερα η εγγονή παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία κάποιον στην Κοζάνη, ο οποίος είναι οικονομικά σε πολύ καλή μοίρα. Στα χέρια της κρατούσε πάντα κλειδιά και κομπολόγια μαζί. Δεν είχε συνευρεθεί ποτέ με κανένανσυγχωριανό της, είτα από την Κάτω είτε από την Άνω Υδρούσα και υπερηφανευόταν γι αυτό. Ο εγγονός της για να χειροτονηθεί ιερέας ταλαιπωρήθηκε πολύ διότι ο επίσκοπος της περιοχής αρνιόταν να τον χειροτονήσει λόγω του επαγγέλματος της Γιωργίας.. 10/01/12 Αφηγήτρια : Γεωργία -Γκιούργκια και Γκρεκού της Έδεσσας (φιλενάδα της). Ελέγετο πως κάποια στιγμή ήρθε σε επαφή με κάποιον και τον προσέβαλε σεξουαλικά. Ετούτος για να την τιμωρήσει ξαναζήτησε επαφή μαζί της αλλά με σβηστά φώτα. Και τότε αυτός την εκδικήθηκε και αντί να βάλει το πέος του έβαλε το ψάρι. Η Ελένη το ψάρι δεν μπόρεσε να το βγάλει έξω και έπρεπε να γίνει επέμβαση. Και τότε μυστικά έγινε η επέμβαση από κάποιον γιατρό Ασημακόπουλο, (λέγεται). Η 177
επέμβαση αυτή έμεινε πολλά χρόνια μυστική. Τελικά όμως κάποιος το διέδωσε κι έγινε γνωστό το περιστατικό. Η φίλη της η Γκρεκού λέγεται πως ήταν σύζυγος κάποιου Σ.Σ. (αστυνομικός χούντας), ο οποίος την παράτησε και τότε αυτή έπιασε δουλειά με τους φαντάρους. Σημείο αναφοράς της έγινε το καμπαναριό. Εκεί έκλεινε τις δουλειές της, σ΄ ένα ουζερί, χαμομάγαζο ΄΄βακούφκο΄΄ (της εκκλησίας που ήταν τούρκικο). 17/01/12 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΦΗΓΗΤΗ ΣΕ ΣΠΙΤΙ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΦΡΟΔΙΤΗ Ο αφηγητής είναι ηλικίας 59 ετών και υπήρξε πελάτης της Γιωργίας. (Αγγελος Δαμούσης). -Η μισή Φλώρινα για να μην πω όλη, σ’ αυτήν γίναμε άνδρες. Πηγαίναμε στο σπίτι της καθώς και στα καταφύγια και στο υπόγειο της αποθήκης. Έβαζε μια κουρελού κάτω στο χώμα κι εκεί γινόταν η επαφή. Αυτό συνέβαινε όταν τη συναντούσαμε εκτός σπιτιού. Το σπίτι της ήταν ένα απλό σπίτι, γεμάτο όμως από δικές της δημιουργίες. Κεντήματα και άλλα. Στην είσοδο του σπιτιού είχε κρεμασμένη μιa κουρτίνα, την οποία είχε επίσης κεντήσει. Νερό δεν είχε σπίτι της ούτε και ρεύμα. Το φως το εξασφάλιζε με μια λάμπα. Νερό κουβαλούσε απ’ έξω. 178
Έβαζε σε μιά λεκάνη και πριν τη συνεύρεση μας έβαζε να πλυθούμε. Ήταν πολύ καθαρή. Ήταν πολύ καλή γυναίκα. Τα λεφτά της τα μάζευε, τα έκανε λίρες. Λένε ότι έκανε μεγάλη περιουσία. Όταν γέρασε πούλαγε λαχεία. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Αυτή ήταν γεννημένη γι’ αυτό πού έκανε. Της άρεσε το επάγγελμά της. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Πέθανε όχι σε μεγάλη ηλικία. Πρέπει να ήταν γύρω στα 69 με 70. Πέθανε από στεναχώρια. Μάλλον πέθανε από καρκίνο. Τακτικός πελάτης της ήταν ο Πέτρος Μέλλιος. Ήταν νάνος. Μέρα παρά μέρα τον βρίσκαμε εκεί. Όλοι τον πειράζαμε. Πάλι εδώ είσαι;- του λέγαμε. Βλέπεις λόγω της ιδιαιτερότητάς του δεν μπορούσε να βρει γυναίκα. «Τι έγινε βρε Μέλλιο, του λέγαμε, πάλι εσύ εδώ;» Ήταν χωρισμένη. Ο άνδρας της ήταν συνταγματάρχης του στρατού. Πήγαιναν και μικρά παιδιά 17-18 χρόνων, τους έκανε άνδρες. Έπαιρνε λίγα λεφτά, πέντε δραχμές. Μας πρόσεχε. Έλεγε: «μη βιάζεστε. Να είστε καθαροί». Στο σπίτι είχε ένα ραδιόφωνο. Στην Αθήνα κάθισε πολύ λίγο. Ένα χρόνο κάθισε. Ήθελε τα δικά της λιμέρια. Ολη τη Φλώρινα την είχε στην ψυχή της. Ελεγε: «Όλους τους έκανα εγώ άντρες». Υπήρχαν κι άλλες ιερόδουλες, σαν την Γιωργία καμιά. Στην οδό Αφροδίτης υπήρχαν ''σπίτια''. Ήξερε πως βγαίνει το χρήμα. Όταν δεν είχε πελάτες έπαιρνε ένα σκαμνάκι καθόταν και τραγουδούσε. Είχε πολύ ωραία φωνή. Της άρεσε να πλέκει. Έπλεκε συνήθως καλτσούνια. 16/2/2012 179
Αφηγήτρια :Φρειδερίκη -Το παιχνίδι που παίζανε λεγόταν κότκα. Παιζόταν ανά δύο παιδιά. Το καθένα κρατούσε από ένα ντενεκεδάκι και προσπαθούσε με ένα ξύλο να το πετάξει όσο πιο μακριά γινόταν. Νικητής ήταν αυτός που το πετούσε μακρύτερα. Όταν δε δούλευαν στα χωράφια μαζευόντουσαν και χόρευαν παραδοσιακούς χορούς. Η μάνα της έλεγε οτι επειδή υπήρχε μία θεία ιερόδουλη ότι συνολικά στην οικογένεια θα γίνουν τρεις -Γιωργία και κόρη Μαρία . Ο μπαμπάς της μάλλον ήταν παππάς. Είχε ή δύο αδελφές ή μία αδελφή και έναν αδελφό που σκοτώθηκε. Άλλοι λένε ότι η Ελένη ήταν μοναχοκόρη. Η μάνα της ξαναπαντρεύτηκε και απόκτησε άλλα δύο παιδιά. 06/03/2012 Αφηγητής: Τηλέμαχος Αν δεν πήγες να κουβαλήσεις πρέγκες, αν δεν έκλεψες ξύλα ,αν δεν κολύμπησες στην Μάτσκα (γεμάτο νερόφιδα-τώρα έχει ελάχιστο νερό),αν δεν πήγες στην Γκιούργκια δεν είσαι Φλωρινιώτης.
180
-Ο άντρας της ήταν αντάρτης εκείνη ήταν αντίθετη. Τον συναντήσαμε το 1972 στη Σόφια σε ένα καφενείο.Κάθε τόπος έχει δική της τοπική ενδυμασία. Φορούσε πολύχρωμη ενδυμασία. Πάντα με το γαρύφαλο και το τριαντά-φυλλο. Η ηλικία που πήγαν μαζί της, μέσος όρος 14 ετών. Στο σπίτι έμπαινες μέσα ανέβαινες από μια ξύλινη σκάλα και αριστερά είχε το δωμάτιο. Εκεί είχε μια λεκανίτσα. Της άρεσε να παίζει με τον πελάτη και της άρεσε να της τραγουδήσεις το τραγούδι: « γιατί καλέ γειτόνισσα αφού σε τηλεφώνησα» και χτυπούσε παλαμάκια. Το 1967-68 είχε έλθει στη Φλώρινα η τελευταία τάξη γιατρών στρατιωτικής σχολής . Μεταξύ αυτών ήταν ένας Φλωρινιώτης, λεβέντης ,αρρενωπός. Στο φούρνο του Μπέτση τρέχει η Γιωργία τον αγκαλιάζει και του δίνει ένα φιλί. Υπάρχει αντίδραση από τους συμφοιτητές του Φλωρινιώτη. Τότε εκείνη λέει: «Τί λέτε ρε μαλάκες εγώ περίμενα χρόνια» . Ο Φλωρινιώτης απευθυνόμενος στους σοιμφοιτητές του τους λέει: «Αφήστε τη είναι σα να φυλακίζεται ολόκληρη Ακρόπολη».Κάποτε οι ομάδες “Φλώρινα” και “Εδεσσαϊκός” παίζανε. Έπρεπε να κερδίσουμε. Παντού ακουγότανε το τραγούδι: «Άντε μωρέ Γκιούργκια, Γκιούργκια και ο χορός θέλει τραγούδια».Στην Πλατεία Φλώρινας Κυριαζή τους περίμενε. Μπροστά η Γιωργία να έχει στήσει χορό και όλοι άρχισαν να χορεύουν. (Ετος 1965). Της δώσαμε ταλιάγκες-κάλπικα αντί για τάλιρα. Σπίτι είχε λάμπα. Μόλις τα είδε και πήγε στον Τιμολέοντα Λιάγκο-Γυμνασιάρχης δεν απείλησε- και έτσι έκαναν έρευνα και της τα δώσανε. Τα 2-3 τελευταία χρόνια ήταν οξύθυμη. Έλεγε: « Ελάτε βρε πούστηδες πάρτε λαχείο από μένα. Πάρτε σε τούμκα (ο)». « Άντε 181
ρε μαλάκα να μη πω πόσες φορές ερχόσουνα σε μένα.»Επί προεδρίας Μανίκα. σε Λάρισα πήγε η ομάδα. Το αγοράσαμε το αποτέλεσμα. Ηταν και η Γιωργία μαζί. Είχε ρίξει θυμάρι πάνω της . Κυκλοφόρησε ότι μαζί ήταν μια υπέροχη χωριατοπούλα και την κάνει τη δουλειά. Εκείνη έλεγε: «Τι λέτε, ρε μαλάκες, εδώ έχει δουλειά».-Πήγε στη Αθήνα αλλά εκεί ήταν δύσκολα. Εκεί την δείρανε άγρια γιατί τους χάλαγε την πιάτσα. Έτσι ξαναγύρισε. Κάθισε αρκετό καιρό. Είχε μια υπέροχη κόρη. Τα άφησε όλα τα λεφτά σε αυτήν. Ήταν γύρω στο 1 μέτρο και 64. Βέβαια δεν κοιτούσαμε το ύψος της.Την οδό που έμενε τη λέγανε Γκιούργκια στράσσε. Δεν είχε πρόβλημα με Καντιώτη. Είχε διώξει όλες τις ιέρειες, Είχε πολλές ιέρειες η Φλώρινα. Πρώτα η Πάτρα και μετά εμείς. Ήτανε του βουνού και του κάμπου. Πηγαίνανε και παντρεμένοι. Το σπίτι ήταν κέντρο απόκεντρο. Δεν υπήρχε άπλετος φωτισμός τότε. Το ποτάμι που διασχίζει το χωριό της ξεκινάει από Δροσπηγή και περνάει από Τριανταφυλλιά και μετά περνάει από το χωριό. Μετά πάει προς Αμμοχώρι.Σκοπός στο γήπεδο ...άντε μωρέ Γκιούργκια, Γκιούργκια, Γκιούργκια και ο χορός θέλει τραγούδια’ ποιός πεθερός ποιά πεθερά κι η νύφη δε μαλώνει. Ήτανε ξανθωπή. Στο κεφάλι φορούσε τσεμπέρι. Δεν είχε ιδιαίτερα μακριά μαλλιά. 14/05/2012 Αφηγητής: Βασίλης: (ιδιοκτήτης πιτσαρίας πεζόδρομος) 182
-Μην ντρέπεστε έλα στη γιαγιά ( ή θεία), να σου μάθω τα μυστικά. Κάποτε στην κεντρική πλατεία ακούμπησε έναν παππά και αυτός έφτυσε τον κόρφο του. Μόλις κατάλαβε γύρισε και του απάντησε αναλόγως. Παππά όταν σε έκανα άντρα ήταν καλά. Τώρα δε σου άρεσε το γεγονός. (Πόε κόα με σκοκάσε τι μπέσε ου μπα βο η σλάτκο.) -Βι ναστάνβα κούρτσε το (Σας σηκώνεται το πουλί -17). Μέχρι τα 17 (14) τη θώπευαν μετά τα 17 τους δεχόταν. -Καθόταν στην πλατεία. Έλεγε : «Αν με πιάσει η μήτρα μου πρέπει να πάω με άντρα». Από τα ανήμπορα δεν έπαιρνε λεφτά. -Το βλέπετε αυτό. Το γατάκι κάνει πολλά παιχνίδια, θα έλθει η ώρα που θα τα δοκιμάσετε. 12/06/2012 Αφηγήτρια:Εύη
183
Στο πεζοδρόμιο βγήκε γιατί ή είχε βιαστεί ή είχε μπλέξει με τον Κολάρη πρόεδρο του χωρίου. Ατιμάστηκε κι έτσι αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό και να βγει στο πεζοδρόμιο.
184
(NARRATIONS (INTERVIEWS)
NARRATION Objective: the recounting with a specific order of events, that alter the original state of things or acts, that are deliberately committed by the “heroes” of a story। It is obvious that narration is an “art” of time. It answers to questions such as “ how did x happen” or “ how is the x event unfolding”. Types of narrative: Fiction, historical, and realistic.
The survey for the collection of information on Giorgia was based on the interviews( narrations) from the residents of Florina. (Eleni Kesisoglou)
185
18/05/2011 KAFENION KACHRIMANI DIMITRI NARRATOR: LAZAROS MELLIOS Two more customers participate.
LAZAROS MELLIOS: According to his statement, due to his profession- which obligated him to be away from Florina for a long time- all he knows about Giorgia is based on rumors. -She came from the Lower Ydrousa village of Florina. She was married and had two daughters, which she managed to marry to rich husbands. One of the grooms had served military time in Florina. Her husband was involved with the partisans and escaped to Bulgaria. I guess she entered Aphrodite's profession due to poverty. She would put a rug in the ground somewhere in the mountain and would take the soldiers there. Rumors have it that many of the soldiers did not pay her. She was saying: “ Well, you're a poor guy too, come, at least have some fun�. She was also working in Athens. She was always dressed like a peasant girl and everybody thought of her as a fresh product from the province. It is said that she once liked a DA. Supposedly, she bolted on him; she was trialed but dismissed. Mr Menios witnessed another incident that happened when he went to buy cigarettes from a 186
kiosk in the main square. Giorgia was there, complaining that a gypsy had come to her asking for money. He wanted to be her protector. The kiosk man told her to get rid of him and that they would put a policeman to follow him. After a while, Mr. Menios asked the kiosk man what had finally happened and he said that the man stopped bothering Giorgia. She had been practicing this profession for decades. When she got old, she probably went to Crete where one of her daughters was living. Mr Menios also knew about one of Giorgia's neighbors that was often complaining to the mayor about her and wanted to get rid of her! Something that he did not manage to do. When the Mayor lost in the next elections, he was saying to him: “Remember what I told you? That's why you lost the elections, because I didn't vote for you”. When she stopped, she was selling lotteries. One day, she entered a kafenion, where early in the afternoon the elite of Florina was gathering. It was arranged so that when she came they would pretend not to see her and would stop talking . Then she said: “Look where I came. In a graveyard. If I tell to everybody how many of you slept with me then your wifes are going to divorce you”. Immediately everybody burst into laughter. From the first moment, her base were the shelters. In reality, she did not go there, but to the French cafeteria, Tego's cafeteria, twenty meters further away. She also went to the second primary school. Some of her clients went to her house.. That was where the waiter was going as well. He is dead now. He would say to her “ Firstly, go to take a shower”. She would 187
disappear. He was staying the whole night. As she herself was saying, he was paying her well. Chronologically, she begun her profession in about 1955 and stopped it in 1985. She was going to Athens and ThessalonĂki too. To Athens maybe she was going for a livelihood or to visit her daughter and work at the same time. Rumors have it that she slept with a lawyer there and he was later saying that he slept with a woman that smelt like thyme. In 1912, in the house next to her was living the Chief of the General Police Headquarters. It is said that she was smoothing the way for the men she slept with. She herself was always very clean and she expected the same from her clients. She always took precautions and she had never transmitted any illness or caught one herself. She was always graceful. She was always singing. It is said that, once, some people from Florina went to Bulgaria as tourists. There, someone approached them and told them he was the husband of Eleni. She herself had never been to Bulgaria and was practically divorced. The people of Florina avoided passing in front of her house because they thought of it as a brothel. Mr Kostas: a customer that intervenes in the conversation . -He had a shop opposite the house of Eleni. What he knows is that , according to her, her husband had been killed after passing from a court-martial. It is said that the President of the village gave him away because he wanted Eleni. The first man she slept with was an army lieutenant. She got her 188
first money from him and so, she begun the profession. She always wore the traditional attire and men were saying that they slept with a woman that smelt like thyme. She had a good character. She had nothing to do with the other prostitutes of Florina. The money she made, she saved it with deference. She did not waste it. She was a lady in her exchanges. The people of Florina were fond of her. She was very religious. It is said that the despot did not accept an offer from her and the people brought up the example of Magdalene. She practiced her profession for about thirty years. From 1946, more or less. In the end, she got sick and she probably died in Crete, where one of her daughters was living.
19/05/2011 PROKOPI'S KAFENION: Three people are narrating. Prokopis started the conversation: -She was the “mother� of all of us. She taught every one of us. She was unique. She was doing us a favor. Back then, there was no freedom. All men and soldiers. The regime was strict, because of the church. The bishop Kantiotis did not let the others prostitutes work, and was also bothering Giorgia, but she was a woman of the people. Benevolent. Generally, a teaser. She was wearing the local attire. She was from Ydrousa. She was wearing the attire to im189
press. From the moment we met her. She was already seventy years old. We were teasing her like little kids and she was chasing us. -We were ten years old. Not that we knew anything. She was coming in the marketplace. She would talk with everyone. Phrases she used: -You pretend you don't know me! You knew me until yesterday! Who is gonna buy me an orangeade? -You, beware, I will take you to your daddy। Who is your daddy, Nikos? -Give the girl an orangeade. -Aaa... Now give the girl an orangeade.... -She liked me. She was saying: only Kostakis is a nice boy. She would come in the kafenion and everybody had their heads bent down. She said: I raised all of you. They said: “You deflowered all of us”. She responded: “Who me, the virgin”. In the area where Ellinis is situated there used to be some pastries. She was strolling around there with her purse. No one was talking. One day, a prefect had come from another place. She looked at him and said: -Who are you, motherfucker, to despise me? They arrested her. 190
In the conversation intervenes a woman: -She definitely had a good soul. And she always meant no harm. And she was beautiful too. The men continue: -She had two daughters. One of them was at the university. She was either in Athens or Thessaloníki. It was in her place that she died. She died while drinking coffee. She was visiting her daughter. She stayed one week. The previous night they went out. In the morning, she sat in the balcony and her daughter made her coffee. She left her alone and went inside the house to do some housework. When she came out, she did not understand Giorgia was dead. She saw her with her head leaning down and told her: Oh mother, you slept. And she pushed her softly and the coffee got spilled. Then she realized she was “gone”. In the shelters, she used to go in the morning hours. She mostly took the young children, 14 to 15 years old. I was one of them. She had told me: “ You will give me one drachma to teach you. We entered the shelter. She told me: “Will you give me one more drachma to eat meat with beans”. In the shelters she was taking the soldiers and the married ones. She was sitting outside the primary schools. She was sitting in a stool and knitting with four needles. She was knitting socks. That is how she was waiting for her clients. She was knitting rustic socks. She was kind. She did not see men as objects, as clients. -She told me: “Will you buy the whore a coffee?” I answered; “If you tell me my fortune” 191
And she replied: “Everything you want” -We were gathering in the marketplace and she would yell:”Well, show me one person that I don't know”. We were joking around. To Vasilakis, who had the kiosk, she was telling him: “ Give me a cigarette, you bald guy”. She was gone for four years in Athens. Once, a guy from Florina that had been to Athens, told me: “I found a peasant girl in Athens”. He did not know who she was. The others explained to him that she was Giorgia. In Athens, when she met some one from Florina who wore glasses,in order to recognize him, she said: “ Take off your glasses, let me see you”. - There was no other woman like her. Some more would come but the bishop Kantiotis would force them out of the village. Many of the children would go together with her to the shelters. She put a sheet In the ground and asked who is first. We gathered five to ten children together and tried to touch, just a little bit. She was laughing. -If she had a relationship, we did not know about it. I head from my mother that the other women were telling her : Why don't you marry someone old. They were speaking in the Macedonian dialect. She was saying to the women: “I teach the children how to open their eyes”. -‘When one of the clients went outside her house, he whistled for her to understand, and she would draw the curtain from the window and signaled him. 192
Ι8/Ο5/2Ο11 Visit to the Upper Ydrousa village।together with Grigori Chatzilamprou। We headed towards the kafenion of the village where we met some of the villagers, which volunteered to talk to us about Giorgia. In total, there were five men, two of which were about sixty to sixty five years old. The main narrator was one of them. They did not accept to be filmed,or for their names to be mentioned. The information that I gathered is as such: Her last name (of the wife) was Soulidou. She had two daughters. Her husband escaped to Bulgaria because of the war. After '49, they got divorced. The children stayed with her. She came from Lower Ydrousa. She is buried in Upper Ydrousa. Her daughters are called Triantafyllia.... (Filio...) and Maria. From Triantafyllia she has one grandson, Lazaros, who is the priest of the village. She was really nice. The women of the village spent time with her. She herself did not live in the village, but she visited often because her children were being raised by their grandmother( her mother-in-law). Her grandson studied to be a plump, but 193
finally became a priest. She never had any affair with any of her co-villagers. When she aged, she was living with her daughter Maria in Haidari, in Athens, together with her son-in-law and her grandson. She had borrowed to one aunt of the narrator some pounds for her to leave in Australia, which she never got back. The narrator disclosed to me that he was in love with her daughter Maria. Towards the end, he mentioned that there were rumors that her motherin-law was the one that showed her the way towards prostitution, because of their poverty, so as to raise her children. ( He himself, in some way, tried to negate this information.) On our way back to Florina with Grigoris, he mentioned to me that when Giorgia would meet his wife , she told her: “I'm not saying hello to you because that's how it should be”. The same night I meet Evi Tsotsou In café Roza. Evi narrates to me an event that her friend Petros mentioned, about Giorgia . His mother told him once that Giorgia had seen Jesus in her sleep- no one knows what exactly she had dreamed. She then sat and knitted an icon and wanted to offer it to the church. However, the priest did not accept it because of her profession. When the mother of Petros found out, she got really angry and told the priest: “Even Jesus himself accepted Magdalene”. Another information Eva gave me was that Giorgia did not take money from all of her clients. 194
She did not take money mostly from children and from some older men. She was doing it out of the goodness of her heart. 20/05/2011 Traveling together with Litsa to Thessaloníki. Litsa mentions to me some incidences that concerned Giorgia. -We were sitting on the bench and she was drinking coffee. When her husband died, she mourned him. She was in the bridge, and there was a brazier was burning. She lifted her dress, stood on top of the brazier and yelled at the soldiers: -Come over,now that it's hot. -Once in the court, where she had come as a defendant, she told the Judge: “Your Honour, things can't be done otherwise. It's a natural need for a flesh and blood body”. She was probably a Slavic-language speaker, something I understood because of the way she was talking. (Petros, a friend of Evi, had expressed the opinion that she was of Albanian origin.)
24/05/2011 I meet Mr Mekasi. He narrated to me what he knew about Giorgia with great eagerness. He himself, would often talk with her when she had 195
aged and she did not exercise the profession. She sold lotteries to make a living. According to him: -She was from Ydrousa of Florina. She was a Slavic-language speaker. She had two daughters. She was a beautiful woman. Her husband was together with the partisans. He left to Bulgaria after 1949. He was a Slavic-language speaker too. He married another Bulgarian woman and had another family. When Giorgia found out, she decided to become a prostitute to raise her children. She stood in front of her father-in-law, took of her knickers, waved it in the air, and told him: “ I will become a whore”. She put her children in an institution( rumors). She died twenty years ago. She would enter in the kafenion of Kaskamanidis and said: “ Buy me a coffee”. She talked frequently with Mr Mekasi. She was always crying about her life. She herself told him about the incidence with her knickers. She stated her profession in the streets after 1950. Until 1956 all the brothels of Florina had the Madame ( the manager of the brothel) and the servants. There was also the Madame' s lover. Giorgia never went to a brothel. The police was chasing her. She was in and out of prison all the time , where she only stayed for a while.{ The Varosi area was renamed Diamanti. The wider area of Giagi. (Aristotle -Schools}. In 193-, during the dictatorship of Metaxa the shelters were built. She would put a tarpaulin inside the shelter. She would go as far as two or three meters deep, no more. The clients would wait in 196
line. Maybe because she was cheap. (Aphrodite's street – Omonia-International) In her house, she was accepting only a few customers. Carefully, always, because the neighborhood did not like it. She was in that house since 1960. She would also take the customers to Tego's kafenion (in the basement). In 1908, during the Turkish occupation, Orpheus ( Greek Organization of Florina) was founded, the First Cultural Club of Florina. A joint, a club with a bourgeois culture. When the French came , they dug bleachers in front of the kafenion and made a little theater, where French comedies were being performed. By 1960,the place was a ruin. That was where Giorgia was working. During the day, in one of the rooms in the basement of the kafenion. She would also go to the forest with the young people and the older ones. During the night, she would go to the shelter. She was wearing the traditional costume (local attire). In the summer, she was wearing clothes from Australia. ( yellow, green with tulles,like a carnival). She was always holding a chain with her keys. She was always singing in the street. She would tease everyone. She was sitting in the benches and knitted. When she became seventy four, she changed. Once, at twelve at night a guy from Florina, Tsiles, was reciting poems and Eleni was clapping from below. When there was a football game between the teams of Ptolemaida and Florina, the swear phrase that the people from the bleachers were shouting was “off springs of Giourgia”. In 1967, Kandiotis closes all the brothels and transports Eleni to Crete. She leaves and goes to Athens, to work as a street whore in Saint 197
Constaninos's street. She stays there during the dictatorship. She always wears the traditional costume, and becomes known as Eleni, the peasant girl. An officer of the military police, who was checking the brothels, locates her. In 1974 she returns to Florina ans sells lotteries. After '74 her character changes as well.
26/05/2011 Narrator Mr Giannis Gavriilidis The first Mayor of Flonina was called Tegos. The kafenion was his. It stopped working before the forties or thirties. Mr Giannis gives a multiple interpretation to the name Giorgia. According to him, it was something like a mascot. They were giggling behind her. Making a pun. When they wanted to characterize somebody as a filthy character they said : “Come on, Giourgia (whore)”.The tavern that she was frequently visiting, was Marcelo's. Rasos, who played bouzouki, was there too. There were hanging out a lot. She pretended to play bouzouki and sang with a rough voice between the eating and the drinking. She did not drink. The brother of Giannis intervenes and says that towards the end she was drinking. She would come into the kafenion almost singing, while playing with the komboloi in her hands. She was always asking: “Who is going to buy me a lemonade?”. She was always holding the komboloi 198
in her hands and singing Slavic songs on the streets. She was singing and teasing people. When she was in Athens, she saw in the street some one she knew from Florina. She started calling to him: “ Tako, Tako, hey there. I'm talking to you!”. He pretended he did not see her. Giourgia,got angry because he did not talk to her and shouted at him : “ Now you pretend you don't see me. Do you remember fucking me?” She was a very warm woman. When she would make love, she would swear a lot. I guess she pretended she had an orgasm.: “ Come on motherfucker, come, you drained me!”. She never fell in love with anyone though. The eighty percent of the people of Florina slept with her. She was a doll. She had the skin of a little girl. She was cheap, charging five drachmas. She rarely took the clients home. Even at an older age, she accepted some clients. The search of clients took place where the cannons were, in Marcello's place. She was clean. When she coupled with the client, she only lifted her dress. She never got naked. She was beautiful and blond. A Slavic characteristic. In Athens, she was wearing the traditional costume. Towards the end, she was loosing it. She liked women as well. ( The brother of Mr Gianni suggested this.) For example, he mentions an instance where Giorgia said about a woman he knew: “ I want this woman so much, it's killing me”. She slept with women too, if they were really beautiful. She did not hesitate.
199
28/05/2011 Upper Ydrousa (Meeting the grandson) We went in Upper Ydrousa together with Petros in order to find the members of the family of Giorgia and have their agreement regarding the project that I am about to create. I meet her grandson, who is strictly opposed to this idea. He characteristically told me: “Let her rest in peace, wherever she is. If she was your mother what would you do? This story is still painful to remember”. Moreover, he did not allow me to meet his mother telling me that: “My mother will do what I will tell her to do”. Later on, together with Petros and Evi, we went to the graveyard where we found her grave. ROZA CAFE ( Narrator Nikos) I am drinking coffee together with Grigoris Chatzilamprou at Roza. In the table next to us Nikos is sitting. The conversation topic becomes about Giorgia. Nikos narrates the following event: “When I saw her in Athens, dressed with the traditional costume and an onion necklace around her neck, I asked her: “What are you doing here, Giorgia?” From where do you know me, she asked. I answered: “I am from Perasma, I know you”. Her reaction: “Go, 200
go away quickly, they shouldn't see us here” ( Omonia 1974-75). She was together with her daughter shopping. When I talked to her, her daughter was already inside one store. The other thing that I know is that she also has a grand daughter in Ammohori. Her name is Vaggelio...One of her daughters is named Maria...She lives in Athens, in Egaleo, the other one is in Kozani.
21/11/2011 Meeting with Grigori Chatzilamprou and Thanasi Nikolaidi in café “ROZA” Narrator Chatzilamprou. -A police officer that was appointed in Florina and happened to see Giorgia in the street with her costume, was amazed by her beauty and her whole image, and as a man, wanted to conquer her. With his efforts, he managed to approach and seduce her. After they made love, in the end, she tells him: “Leave this amount of money”. The man got nuts. The whole magic of love got lost and he came down to earth (1950). Narrator Nikolaidis. All the men of Florina, because everyone had slept with her, when they met her and they were 201
alone -with no wifes- they were greeting her with gratitude. When they were together with their wife and met her, they would lower their heads and pretend not to see her. Then , with the nerve she had, she would attack them verbally: “I was good when you were learning and now you don't know me , you dogs”. (Dogs because in front of their wifes they were putting the tail between their legs). From a conversation Nikolaidis had with Giorgia, he found out that , when her husband got exiled- she was raped twice by the army. To clarify: from the officers. Maybe from the gendarmes as well, which exerted authority, on the grounds that they had been encouraged by their seniors to “beat', and they converted that to personal pleasure. When she referred to the “serious gentlemen” of the local community, she expressed bitterness because they destroyed every trace of dignity she had. Back in those times, anal and oral sex were rather forbidden. These gentlemen subjected her to that. She had a really hard time back then. The only prostitute from Florina back then (civil war and later on) was her. The others were from abroad and were working in brothels. Maybe there were some hidden ones, but who knows? Kantiotis expelled all of them and forced a medieval regime. Giorgia, as a figure of the folk culture of the area, has to disappear because there was a plan of extinction of the folk creation and expression. For instance, all weddings happened until, the latest , 12a.m., so that it would not be possible for a feast to follow. Besides, the folk festivals had been forbidden. 202
18/12/2011 ΚΑΤΟ YDROUSA Narrator: made of honor of Giorgia I meet X... ,maid of honor of the daughter of Giorgia. Wished to remain anonymous due to her relation with the family of Giorgia... I find out that Giorgia was born in Lower Ydrousa and got married in Upper Ydrousa. When her husband escaped to Bulgaria, her mother-in-law kicked her out of the house because there was no other solution for the women that had been abandoned by their husbands, due to poverty .They either had to marry someone else or follow another course. When she was in Athens,her grand daughter, who had suffered an erotic disappointment, followed her profession, which they practiced together in the capital. Later on, the grand daughter got married at an older age to somebody rich from Kozani. In her hands she was always holding keys and a kompoloi. She never hooked up with anyone from the village, neither from Lower nor Upper Ydrousa, and she was boasting about it. Her grandson, in order to be ordained as a priest was troubled a lot because the bishop of the region denied ordaining him due to the profession of Giorgia..
203
10/01/12 Narrator: Georgia -Giourgia and Grekou of Edessa ( Her friend). It is said that, once, she offended sexually somebody. Him in order to punish her, he asked to meet her again but with the lights closed. And then he avenged her by not putting his penis inside her, but by putting a fish insteaad. Eleni could not take the fish out and she had to do an operation. And then the operation happened in secrecy by a doctor named Asimakopoulos ( It is said). This operation remained a secret for many years. But, finally, somebody popularized it and the incident became known. Her friend, Grekou, it is said, that was the wife of an SS( police officer of the junta), who dumped her and then she started working with the soldiers. Her touchstone became the bell tower. That was where she was arranging her businesses, in an ouzo bar ( it belonged to the church, it used to be Turkish).
17/01/12 MEETING WITH THE NARRATOR AT A HOUSE IN APHRODITE' S STREET The narrator is 59 years old and used to be a customer of Giorgia. (Aggelos Damousis).
204
- Half of the men of Florina, not to say all, became men from Giorgia. We were going at her place, or at the shelters, and in the basement of the storehouse. She would put a rug in the ground, and that is where the intercourse happened. This was happening when we were meeting her outside of her house. Her house was a plain house, but decorated with her creations, embroideries and other stuff. In the entrance of her house , there was a curtain hanging ,knitted by her as well. In her house she did not have tap water neither electricity. For light, she used a light bulb. She carried the water from outside. She would put some water in a basin and asked us to wash up before the intercourse. She was very clean. And a very nice woman. She was saving her money, and exchanged it for pounds. People say she had a fortune. When she got older, she was selling lotteries, something she never really liked. She was born for her profession. She liked it. She was a very beautiful woman. She died not very old. She must have been around 69 or 70. She died from grief. Probably she died from cancer. One of her regulars was Petros Mellios. He was a dwarf. We would find him there every second day. We were all teasing him. Still here? - we were telling him. You see, because of his particularity, he could not find a woman. “ Hey Mellio, what's up, we were telling him, here again?”. She was divorced. Her husband was a Colonel. Even youngsters of 17-18 years old were visiting her. Giorgia would turn them into men. She only took few money, five drachmas. She would take care of us. She said: “ Come on, wash to be clean, I'm waiting for you. 205
Don't rush!”. In her house she had a radio. She only stayed in Athens for a very short time. One year. She wanted her own space. She cared deeply for all the people of Florina. She was saying: “ It was me that turned everyone into men”. There were other prostitutes as well, but none of them was like Giorgia. In Aphrodite' s street there were “houses”. She knew how to make money. When she did not have any customers, she would take a stool , sit and start singing. She had a very beautiful voice. She liked to knit. She usually knitted socks.
16/2/2012 Narrator :Freiderik -The game they used to play was named kotka. It was a game played by two. Each child held a can and tried, using a wood, to throw it as further away as possible. The winner was the one that threw it the furthest away. When they did not work in the fields, they gathered and danced traditional dances. Her mother told her,that because there was an aunt who was a prostitute, that in total in the family they will be three- Giorgia and the daughter Maria. Her 206
father was probably a priest. She had either two sisters or one sister and a brother who got killed. Some others say that Eleni was an only child. Her mother remarried and had two more children.
06/03/2012 Narrator: Tilemachos If you haven't carried pregkes, if you haven't stolen wood – if you haven't swum in Matska { full of water snakes ( nowadays almost dried out) } - if you haven't visited Giourgia, then you're not a real man of Florina! -Her husband was a partisan but she was opposed to it. We met him in 1972 in Sofia in a café. Each region has its own costume. She was wearing a colorful costume. She always had a carnation and a rose on her. The average age of the people that slept with her was 14 years old. Entering her house , you went up the wooden staircase and the room was on the left . There she had a small basin too. She liked to play games with the customer. She also liked you to sing to her the folk song; “ Why dear neighbor, since I called you” and she would 207
clap. In 1967-68 the senior class of military doctors came to Florina. Between them , was a macho man from Florina. Giorgia run to the bakery of Mpetsi, hugged him and gave him a kiss. There was a reaction from the classmates of the man . Then, Giorgia said: “What are you looking at, you motherfuckers, I was waiting for years” . The guy, addressing his classmates said: “ Leave her alone, it's like the whole Acropolis is being trapped”. Once, the teams of “Florina” and “Edessaikos” were playing in a match. We had to win. All over the stadium a single song was heard: “ Come on , Giourgia, Giourgia, along with the dance come the songs”. She was waiting for them in the Florina Kyriazi square. In the front row, Giorgia had started to dance and then everyone followed her. ( Year 1965). Instead of paying her five drachmas, we gave her false coins. In her house she had a lamp. When she realized it, she went to Timoleonta Liagko- the Headmaster- she did not threaten us- and they made a research and payed her back the money. The last 2-3 years she had a bad temper. She was saying: “ Come on you fagots, buy a lottery from me”. “Come on you motherfucker, you don't want me to say how many time you've been with me”. During the presidency of Manikas, they went to Larisa. We bought the result. Giorgia was with us too. She had poured on herself thyme. It became known that there was a wonderful peasant girl together with us and that she did the work. She was saying: “ What the fuck are you talking about, there's a lot of business here”. -She went to Athens but it was hard over there. They beat her up 208
because she was spoiling their spot. So, she came back. She stayed for a long time. She had a beautiful daughter. She left all her money to her. Her height was 1,64 meters. However, we did not look at her height. The street on which she was living was called Giourgia Strauss. She did not have any problems with Kantiotis. He had chased away all the prostitutes. Florina had lots of them. Patra was first, and then us. Prostitutes were people of the mountains and the fields. Married men went to her as well. The house was far away. There was not enough lighting . The river that crosses her village, starts from Drogopigi, crosses Triantafyllia and her village, then travels towards Ammohori. The tune in the stadium...come on Giourgia, Giourgia, Giourgia along with the dance come the songs' She was blond. She was wearing a kerchief in her head. She did not have particularly long hair.
14/05/2012 Narrator:Vasilis: (owner of a pizza place Pezodromos) -Don't be shy, come to grandma ( or auntie), I will teach you the secrets. Once in the main square she touched a priest and he immediately spat on his chest, When she realized it, she turned and responded accordingly. Priest, when I made you a man it was nice. Now you don't like it. (Poe koa me skokase ti mpese ou mpa vo I slatko.) 209
-Vi nastanva kourtse to( Do you get a hard on -17). Until 17 (14) years old, they were fondling her, after 17, she was accepting them. -She would sit in the square. She was saying: “ If my womb starts craving, I have to sleep with a man�. She didn't accept money from the impotent. -Do you see this? This pussy makes a lot of tricks, the time will come when you will try it. 12/06/2012 Narrator :Evi She followed her profession either because she had been raped or because she had an affair with the president of the village, Kolaris. She got disgraced and had to leave the village and work in the streets.
210
(Οδυσσέας Ελύτης «Ρήμα το Σκοτεινόν») Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια• τίποτε. A Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά καιρούς Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη.
211
ΚΛΕΙΔΙΑ
212
Ελκυστής από τη θεωρία του χάους। Ο ελκυστής δημιουργεί το χάος αλλά επαναφέρει την τάξη। ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΑΝ "ΧΑΟΤΙΚΑ p://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/03/blog-post_5584.html
Το 1947 ο Pollok, δοκιμάζει την action painting, περπατά πάνω από τον πίνακα, απλώνει τα χρώματα που χύνονται από τρύπες ανοιγμένες στον πάτο ενός κουτιού (dripping). Μ’ αυτόν τον τρόπο ο πραγματικός δημιουργός είναι το τυχαίο. Εκείνο που έχει σημασία, δεν είναι το τελειωμένο έργο, αλλά το έργο στη διάρκεια της δημιουργίας που καθορίζεται από το τυχαίο και το στιγμιαίο. 7 Αυτό που έπρεπε να εμφανιστεί στον πίνακα δεν ήταν μια εικόνα, αλλά ένα γεγονός μια δράση. “ 8“ 9 Ο Francis Bacon, πετώντας τυχαία χρώμα στο τελάρο, σε ένα προβληματικό σημείο του έργου, θεωρεί ότι το αποτέλεσμα που επιτυγχάνει το χρώμα από μόνο του είναι πολύ καλύτερο απ’ αυτό που θα μπορούσε ο ίδιος να το οδηγήσει να κάνει. «Αυτό που σου δίνει το τυχαίο είναι τελείως διαφορετικό απ’ αυτό που σου δίνει η συνειδητή επεξεργασία του χρώματος. Πολύ συχνά εμπεριέχεται στο τυχαίο ένα στοιχείο αναπόφευκτου, που δεν μπορεί να σου δώσει ο
213
συνειδητός χειρισμός Το τυχαίο και ο έλεγχός του αλληλοσυμπληρώνονται, όντας τελείως διαφορετικές διεργασίες η μία από την άλλη. 10 Σημαντικότατο έργο στο οποίο το τυχαίο παίζει ρόλο είναι του Μαρσέλ Ντυσάν. Μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού, ο οποίος στήριξε το πνεύμα του Dada και αργότερα του σουρεαλισμού, αρνούμενος κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης, και το έργο του οποίου χαρακτηρίζεται, όπως λέει και ο ίδιος, από την άρνηση της «οπτικής του αμφιβληστροειδούς». Με τις πράξεις του ως δημιουργός δεν θέλησε να επιβάλει μια νέα επαναστατική γλώσσα, αλλά να προτείνει μια πνευματική στάση. Ο Ντυσάν χρησιμοποιεί το τυχαίο για λόγους καθαρά φιλοσοφικά ειρωνικούς, το χρησιμοποιεί σαν μέσον για να υπονομεύσει έναν λογικά κρατούμενο κόσμο. Κοροϊδεύει τον κόσμο στηριγμένο στη λογική, αρνούμενος την παντοδυναμία του καλλιτέχνη αποδέχεται το ρόλο της τύχης στη δημιουργία του έργου. Στο Μεγάλο γυαλί, ο Ντυσάν άφησε τη σκόνη της Νέας Υόρκης να κατακαθίσει σ’ ένα μέρος της κατασκευής. Στη συνέχεια ο Ντυσάν κόλλησε με ειδική ουσία τη σκόνη στη θέση της. Μ’ αυτόν τον τρόπο ορισμένα μέρη του έργου πήραν μια κιτρινωπή απόχρωση, υπολογισμένη να 214
τα ξεχωρίζει από το υπόλοιπο της σύνθεσης. Όταν το Μεγάλο γυαλί ράγισε δεν το επιδιόρθωσε, αντίθετα δέχτηκε αυτά τα σημάδια της τύχης που είχαν ενσωματωθεί στο έργο του σαν ένα τελικό φινίρισμα, που καθόρισε την αποπεράτωση του έργου (1923). Ένας ακόμη πολύ σημαντικός καλλιτέχνης, φυσικός επιστήμονας και τελετουργός Σαμάνος που θέτει το ερώτημα των σχέσης επιστήμης, τέχνης, θρησκείας και επιχειρεί να αναπροσδιορίσει τις σχέσεις τους με στόχο την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας είναι ο Beuys. Ποια θα μπορούσε να είναι η σκέψη του Beuys για την ιδέα του χάους; Στο διαδίκτυο στον χώρο του Walker Art Center θα βρεί κανείς τα εξής: “Η εμμονή του Beuys για τα φαινόμενα μεταστοιχείωσης της ύλης και του πνεύματος και της μετουσίωσης ως Χριστιανικό περιεχόμενο επηρεάσθηκε από την επαφή του με τα γραπτά του ιδρυτή της ανθρωποσοφίας Rudolf Steiner. Ο Beuys είχε διαβάσει τα γραπτά του Steiner σε νεαρή ηλικία αλλά μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο απορροφήθηκε πλήρως σε βαθιά μελέτη τους. Οι θεωρίες του Steiner σχετικά με τις κοινωνικές σχέσεις, την εκπαίδευση και τον Χριστιανισμό αναμείχθηκαν με το μεγάλο ενδιαφέρον του Beuys για τις θετικές επιστήμες και το αμείωτο ενδιαφέρον του για την πνευματική και κοινωνική οργάνωση.” 11 215
Ο ιστορικός τέχνης John Moffitt ισχυρίζεται ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος η δουλειά του Beuys και η προβολή του ως σαμάνου είναι πλήρως εμπνευσμένη από τις θεωρίες του R. Steiner. 12 Είναι διαφωτιστικό να συγκρίνει κανείς δύο κείμενα, ένα γραμμένο από τον Steiner to 1909 και ένα άλλο από τον Beuys το 1978. Steiner: “Στην παρούσα εποχή της υλιστικής σκέψης, η εισροή πνευματικής γνώσης στον πολιτισμό μας είναι απαραίτητη για την ανθρωπότητα που διψάει για την γνώση αυτή… Ο μοντέρνος τρόπος σκέψης είναι απλώς αδύνατον να διαχειριστεί και να αντιληφθεί το χάος των εξωτερικών συνθηκών… Η ίδια η σκέψη θα γίνει άκαμπτή και σύντομα θα χάσει την ρευστότητα και την ευελιξία της ώστε να συλλάβει την πολυπλοκότητα των συνθηκών της ζωής και να μεταμορφωθεί μαζί τους… Το βαθύτερο νόημα του ρητού ΓΝΩΘΙΣΑΥΤΟ είναι η ικανότητά μας να ακολουθήσουμε την εξέλιξη του Κόσμου. Ο εαυτός είναι γεννημένος από το σύμπαν και η ίδια μας η εξέλιξη, μας οδηγεί να ενωθούμε τελικά με το όλον. Ο στόχος της αυτογνωσίας είναι να δώσει στον άνθρωπο την θέση στον Κόσμο, από όπου θα του αποκαλύψει την πραγματική έννοια του ρητού ΓΝΩΘΙΣΑΥΤΟ.” 13 Beuys: Όταν εκλαμβάνουμε την ίδια μας την υλιστική κατάστασή και τα βιώματα μας στην 216
παρούσα κρίση ως αρνητικά, πρέπει συνάμα να λάβουμε υπόψη ότι αυτή η κατάσταση είναι επίσης και μια ιστορική αναγκαιότητα. Το βίωσα στον πόλεμο και το νιώθω και τώρα καθημερινά: Αυτή η παρακμή συνοδεύει την μονόθωρη κατανόηση του υλισμού. Όταν οι άνθρωποι λένε ότι η σαμανιστική πρακτική είναι μη ορθολογιστική και αταβιστική θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι η στάση των σύγχρονων επιστημόνων είναι εξίσου παλιομοδίτικη και αταβιστική επειδή θα έπρεπε ήδη να βρισκόμαστε σε ένα άλλο στάδιο εξέλιξης στην σχέση μας με την ύλη. Έτσι όταν εμφανίζομαι ως μια σαμανιστική μορφή το κάνω για να τονίσω την πίστη μου σε άλλες προτεραιότητες και την ανάγκη να επανέλθουμε με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Για παράδειγμα σε μέρη όπως τα πανεπιστήμια, όπου όλοι μιλούν τόσο ορθολογιστικά, είναι απαραίτητο να εμφανιστεί κάποιο είδος μαγείας. 13 “Ο J. Cage προβληματίζεται σχετικά με τις έννοιες του τυχαίου και του ακαθόριστου, που τα θεωρεί σαν τους πραγματικούς δημιουργούς ενός έργου, που θα ’ναι πάντα καινούριο. Συνδέεται άμεσα με την ιδέα της Αλεατορικής μουσικής (aleatory music, από το λατινικό alea = κύβος, ζάρι), μια από τις τάσεις της μουσικής πρωτοπορίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όπου ο συνθέτης εισάγει στοιχεία τυχαία ή απρόβλεπτα – στη σύνθεση καθ’ εαυτή, στην εκτέλεση, ή και στα δύο. 217
Στην «Μουσική των Αλλαγών» του Cage, για πιάνο, (1951) τα τονικά ύψη ορίζονται με ακρίβεια, οι διάρκειες όμως και η συχνότητα με την οποία επανέρχονται, υπαγορεύονται από το i-ching. 14 Στις ΗΠΑ συνδεμένοι με το κίνημα Fluxus 15 οι George Brecht και Jackson Mac Low διερευνούν τις διαφορετικές δυνατότητες του ακαθόριστου. Όπως ο Cage έτσι και ο Brecht πραγματοποιεί την «μουσικολογική έρευνα» του,θεωρώντας ότι όλες οι τυχαίες ακουστικές και οπτικές στιγμές κατά τη διάρκεια της συναυλίας ανήκουν στην υλοποίηση της παρτιτούρας. To “Zen for film” (1962-64) του Nam June Paik, μια πρότυπη ταινία fluxus, παρουσιάστηκε στο fluxhall. 16 Η ταινία δεν ήταν παρά 1000 πόδια άγραφου φιλμ που προβαλλόταν ανεπεξέργαστο στην οθόνη για 30 λεπτά. Η ταινία του Paik είναι χωρίς εικόνα ή ήχο και σε κάθε προβολή, γρατσουνιές, σκόνη και άλλα τυχαία συμβάντα εμφανίζονται αναπόφευκτα, το φιλμ είναι κατά κάποιο τρόπο κάθε φορά καινούριο.
218
O Andy Goldsworthy εργάζεται στην φύση. Τα έργα του “land art” έχουν μικρή διάρκεια ζωής. Μόλις τα ολοκληρώσει τα φωτογραφίζει και αμέσως αφήνει την φύση να τα ξαναπάρει πίσω στην αταξία. Ο στόχος του είναι να κατανοήσει την φύση παίρνοντας μέρος στις διαδικασίες της. Σχεδόν σαν βουδιστής μοναχός που φτιάχνει μαντάλες και αφήνει κατόπιν τον χρόνο να σκορπίσει την χρωματιστή σκόνη στα σημεία του ορίζοντα. Παρόλο που ο ίδιος δεν αναφέρεται στην θεωρία του χάους, αν προσέξει κανείς τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν και τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει καταλαβαίνει ότι όλο του το έργο έχει συνάφεια με την λειτουργία της φύσης την εντροπία και τις μορφοκλασματικές δομές. Επιπλέον ο τρόπος που αντιμετωπίζει το προϊόν έργο και η διαδικασία εργασίας του σημαίνει σαφώς την ανίχνευση και τη σύμπλευσή του με τη ροή των πραγμάτων. «Παίρνω τις ευκαιρίες που η κάθε μέρα μου προσφέρει. Όταν χιονίζει εργάζομαι με το χιόνι. Το φθινόπωρο, υλικό μου γίνονται τα φύλλα που πέφτουν. Σταματώ σε ένα μέρος ή σηκώνω ένα υλικό επειδή νιώθω ότι υπάρχει εκεί κάτι για να ανακαλυφθεί. Εκεί είναι που αρχίζω να μαθαίνω. Όταν εργάζομαι με ένα φύλλο, πέτρα ή ραβδί δεν είναι απλά ένα υλικό αλλά ένα άνοιγμα στις διαδικασίες ζωής εντός και γύρω του. Εκεί που το αφήνω, αυτές οι διαδικασίες συνεχίζονται. Η κίνηση, η αλλαγή, το φως, η δημιουργία και η διάλυση είναι το ρευστό της ζωής, το αίμα της φύσης. Είναι οι ενέργειες που προσπαθώ να διαχειριστώ με την δουλειά μου. 219
Η φύση είναι σε κατάσταση διαρκούς αλλαγής και αυτή η αλλαγή είναι το κλειδί για την κατανόησή της. Ζητώ η τέχνη μου να είναι ευαίσθητη και εναργής σε αυτές τις αλλαγές των υλικών, των εποχών, του καιρού. Κάθε έργο αναπτύσσεται στέκει και κατόπιν διαλύεται. Η διαδικασία δημιουργίας και διάλυσης είναι αντίστοιχες.» 17 Οι μαντάλες είναι σχέδια κυκλικής δομής. Οι θιβετανοί βουδιστές μοναχοί τα φτιάχνουν με χρωμτιστές σκόνες. Μόλις τελειώσουν αφήνουν τον άνεμο να σκορπίσει τις σκόνες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι μια τελετή που από το χάος του κόσμου που συμβολίζεται από τις σκόνες, δημιουργείται μια τάξη με πρόθεση. Αυτή η πρόθεση διοχετεύεται στην μαντάλα καθώς οι μοναχοί κατά την δημιουργία της ψέλνουν σκοπό. Όλη η μορφή της μαντάλα έχει συμβολικό χαρακτήρα όπως έχει το γεγονός ότι δεν χρησιμοποιείται κάποιο υλικό στερέωσης αλλά οι σκόνες αφήνονται στο τέλος να διαχυθούν στον κόσμο μεταφέροντας παντού όλη αυτή την πρόθεση με την οποία υλοποιήθηκαν. Η θυσία της μορφής της μαντάλα ουσιαστικά προσφέρει στον Κόσμο την καλή ευχη.
ΠΗΓΗ: Η θεωρία του χάους http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/03/blog-post_5584.html#ixzz20ldgeSSd
220
Αφήγηση: Είναι ένα ενδιαφέρον κομμάτι της έρευνας διότι προέκυψε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων που έκανα για να συλλέξω πληροφορίες για τη Γιωργία. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΣΤΗΚΑΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ Κώστα - Ηρακλή Γεωργίου: γι' αυτήν ακριβώς τη διάσταση της δουλειάς ενός εικαστικού καλλιτέχνη, το έργο του οποίου κινήθηκε και κινείται με κοινό άξονα το σχέδιο και την αφήγηση. Γιώργος Ηλιάδης: Καλαποδιών αφηγήσεις… MiniMaxiMum improVision: αρχιτέκτονες και εικαστικοί καλλιτέχνες, αυτοσχεδιάζουν πάνω σε μουσικά-αφηγηματικά concepts χρησιμοποιώντας ακουστικά και ηλεκτρικά όργανα, λόγο, φωνές, προηχογραφημένους ήχους, αντικείμενα και εικόνες.
Πορνεία: Ιστορικό πλαίσιο, καθώς και ερμηνείες, που μπορούν να δοθούν γι’ αυτό το φαινόμενο. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΝΕΙΑ
221
Ο Γάλλος καλλιτέχνης Ζαν-Λεόν Ζερόμ εμπνεύστηκε το 1861 από τη δικαστική περιπέτεια της Φρύνης το έργο «Phryné devant l'Areopage» (Η Φρύνη μπροστά στον Άρειο Πάγο). Ο Κάρολος Μπωντλαίρ στα ποιήματά του «Lesbos» και «La beauté», καθώς και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε στο ποίημά του «Die Flamingos» αναφέρονται στη μυθική ομορφιά της Φρύνης. .Τέλος, ο Δημήτρης Βάρος, σύγχρονος Έλληνας ποιητής και συγγραφέας, έχει συγγράψει ένα βιβλίο με τον τίτλο «Φρύνη». Ο Τουλούζ Λωτρέκ
Γυναίκα. Ο ρόλος της στην κοινωνία. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΕΜΠΝΕΥΣΤΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ Στα δημοφιλέστερα έργα του Γκόγια ανήκει ο πίνακας Η γυμνή μάχα (La maja desnuda), που φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1800 και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γυμνά στην ιστορία της ισπανικής τέχνης. Απεικονίζει μία γυμνή γυναίκα που σε αντίθεση με ανάλογους παλαιότερους πίνακες (όπου ακολουθείται συνήθως η «αιδήμονα» στάση), δεν επιχειρεί να 222
καλύψει τα επίμαχα σημεία του σώματός της αλλά στρέφει προκλητικά το βλέμμα προς το θεατή. Ο Dante Gabriel Rossetti ζωγράφισε τη Lady Lilith.Ο Tiziano,o Gustave Moreau και πολλοί άλλοι ζωγράφισαν τη Σαλώμη.Ο Oscar Wilde μάλιστα έγραψε ένα θεατρικό με θέμα τον ιστορικό χορό της.Ο Rembrandt και ο Rubens είναι κάποιοι από αυτούς που απεικόνισαν τη Δαλιδά.Ο Tiepolo προτίμησε την Κλεοπάτρα,που ενέπνευσε και τον Shakespeare στο θεατρικό έργο Αντώνιος και Κλεοπάτρα.Ο Waterhouse ζωγράφισε την Κίρκη.Ατέλειωτος ο κατάλογος των ανδρών που η ιδέα της μοιραίας γυναίκας είτε προσωποποιημένη είτε στην αφηρημένη της μορφή έγινε η σπίθα για τον δημιουργικό τους οίστρο.Ο Keats έβαλε στους στίχους του τη La Belle Dame sans Merci: I met a lady in the meads-Full beautiful, a faery’s child; -Her hair was long, her foot was light, And her eyes were wild. Και οι Velvet Underground τραγούδησαν: 223
Here she comes; you better watch your step. She’s going to break your heart in two, it’s true ‘Cause everybody knows. She’s femme fatale. Άνδρας: Η συμμετοχή του και τοποθέτησή του στο φαινόμενο πορνεία. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΡΙΚΟ ΦΥΛΟ ΓΚΟΓΙΑ : Αρκετά προσχέδια του αποτύπωσαν επίσης τους άνδρες (majos) των λαϊκών συνοικιών, που διακρίνονταν για την προκλητική τους συμπεριφορά και την ιδιαίτερη ενδυμασία τους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ Σκιές: Οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΚΙΕΣ:
ΕΛΕΝ ΜΠΛΑΝΚ: η έκθεση έχει τίτλο <<The substance of shadows>>. Ποιητικός, αν μη τι άλλο. Ο τίτλος αυτής της έκθεσης αναφέρεται στις συνήθως παραμελημένες, αλλά πάντοτε
224
παρούσες σκιές των αντικειμένων και των φυσικών πραγμάτων. Είναι ένα σχόλιο για τις πραγματικές και μεταφορικές σκιές. Γεννήθηκα σ' έναν τόπο γεμάτον επίμονες σκιές. Μεγάλωσα σε μια εποχή γεμάτη επίμονες σκιές. Αυτές οι σκιές δεν σταμάτησαν ποτέ να με ακολουθούν, μέχρι που έγιναν μέρος της ψυχοσύνθεσής μου» αναφέρει ο Μιχάλης Αρφαράς σχετικά με την ενασχόλησή του με τη χαρακτική στον κατάλογο που συνοδεύει τη νέα του έκθεση. Εκεί ακριβώς βρίσκονται οι ρίζες της συστηματικής ενασχόλησής του με τη χαρακτική, «την κατ' εξοχήν τέχνη των σκιών», όπως λέει ο ίδιος. Χώρος-χρόνος-τόπος-σώμα:. Πώς το σώμα ορίζει και ορίζεται με βάση τα τρία δεδομένα. ΕΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΧΩΡΟ,ΧΡΟΝΟ,ΤΟΠΟ,ΣΩΜΑ <<Entropy in Transit>> είναι ο τίτλος που επέλεξαν για να χρηματοδοτήσουν την κοινή τους έκθεση στην artbeatgallery των Βρυξελλών, η εικαστικός Εφη Χαλυβοπούλου και η
225
συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου. Πηγή έμπνευσης και δημιουργίας το ανθρώπινο σώμα σε όλες τις εκφάνσεις και λειτουργίες του. Αγγελική Αυγητίδου: Σώμα και Τοπίο/Αφηγήσεις για τη φύση Σε αυτή τη διάλεξη θα παρουσιάσω τη δουλειά φοιτητών και φοιτητριών που εκπονήθηκε τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο του μαθήματος επιλογής <<χώρος/χρόνος/σώμα>>, το οποίο διδάσκω στο Τ.Ε.Ε.Τ. Φλώρινας . Τα έργα σχετίζονται με τα θέματα <<Σώμα και Τοπίο>> και <<Αφηγήσεις για τη Φύση>> τα οποία αποτέλεσαν και αντίστοιχες ασκήσεις των δυο τελευταίων χρόνων. Τα έργα διερευνούν τη φύση ως τον τόπο του μυθικού και του υπερφυσικού και τη φύση ως παράδεισο, σχολιάζουν την εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο και τη διερεύνηση του εαυτού μέσα στη φύση και παρατηρούν τη σχέση σώματος και τοπίου. Πόλη-Ελένη: Μεταμόρφωση. Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΠΗΓΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ομαδική Εικαστική Έκθεση Δημιουργών Δήμου Ελευσίνας - Μαγούλας. Εικοσι επτά δημιουργοί που ζουν και εμπνέονται από τον τόπο, ως ευαίσθητοι δέκτες, συλλαμβάνουν τη 226
λεπτομέρεια μέσα στο χώρο και την ανάγουν σε συγκινησιακό γεγονός. Ο τόπος, με την ιδιότητα του να συνθέτει στοιχεία της αρχαιότητας πλάι σε σύγχρονα βιομηχανικά κελύφη, σε μια εικονοποιητική μυθοπλασία χωρίς προφανή συνοχή, μας προκαλεί να ανιχνεύσουμε τις ακατάλυτες σχέσεις, τα αδιόρατα νήματα που τον διατρέχουν και συνδέουν κάθε κομμάτι του παρόντος με στοιχεία που υποβάλλουν αφηγήσεις από το παρελθόν: Βούλα Ανδρώνη, Βασίλης Βασιλείου, Εύη Βρυττιά, Γιώργος Γιαννακάκης, Χρυσή Γιωτάκη, Σμαραγδή Δαλιέτου, Κωνσταντίνος Θέος, Κωνσταντίνος Καραδενιζλής, Γιάννης Κληρονόμος, Λέτα Κουτσοχέρα, Ειρήνη Κρούση, Πέτρος Λαζάρου, Μελέτης Λάσκος, Μελέτης Λιάσκος, Χριστόφορος Μαβίδης, Ναταλία Μαντικού, Γιώργος Λαμπαθάκης, Ευτυχία Μαράνη, Πηνελόπη Μαρούγκα, Αγλαΐα Μαυράκη, Χαράλαμπος Μυτιληναίος, Hannie Radstaak, Ζωή Πολυχρόνου, Μαρίνα Τερζή, Ντίνα Τετράδη – Τασογιαννοπούλου, Ιωάννα Τσαχτσιρλή, Κατερίνα Φάνη.
Κενό: Η αναίρεση της αντίληψης κενό=μηδέν ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΕΝΑ «… Τώρα, η Σπιναλόγκα. Μια ακόμη ευκαιρία για δημιουργία σε μια κακή όμως ιστορική στιγμή και κάτω από τη συντριπτική σκιά της τεχνολογίας, του μεγάλου νικητή της εποχής 227
μας, που οδήγησε τους κατασκευαστές εικόνων σε αδιέξοδο» γράφει ο Κώστας Τσόκλης στον κατάλογο της έκθεσης «Ας θεωρήσουμε όμως αυτό το αδιέξοδο, αυτό το κενό σαν μια πηγή έμπνευσης, κι ας ευχόμαστε
αδιέξοδα, όσο και αν αυτά μας κάνουν να ασφυκτιούμε.
‘ Εκθεση φωτογραφίας του Πάρι Πετρίδη με τίτλο ΄΄Το Κενό και η Χώρα΄΄
Αρχή-Τέλος: Δημιουργία ορίων,αίσθημα ασφάλειας. ΕΝ ΑΡΧΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ -ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ Το Κουτί του Β΄ Εργαστηρίου της ΑΣΚΤ Αθήνας Τριάντα νέοι δημιουργοί-σπουδαστές του Β΄ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ με καθηγητή τον Γιώργο Λαζόγκα εκθέτουν το έργο τους στο BIOS από τις 13 μέχρι τις 23 Ιουνίου. Την΄έκθεση επιμελείται η Χάρις Κανελλοπούλου. Το κουτί, σύμβολο αρχής και τέλους της ζωής, εγκλεισμού και απελευθέρωσης, στάθηκε πηγή έμπνευσης για τους σπουδαστές της Σχολής Καλών Τεχνών.
228
Συναισθησία: Το φαινόμενο και πώς μπορεί εικαστικά να αναπαραχθεί. ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΙΑΚΕΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ Η έννοια της συναισθησίας συναντάται αρκετά συχνά στην τέχνη τόσο από καλλιτέχνες που ήταν συναισθητικοί όσο και από καλλιτέχνες που δεν είχαν αυτή την ιδιότητα. Το φαινόμενο της συναισθησίας απασχόλησε και το θεατρικό σκηνοθέτη Πίτερ Μπρουκ χωρίς ο ίδιος να είναι πάσχων. Μεταξύ άλλων, συναντάται στην ποίηση του Αρθούρου Ρεμπώ και του Σαρλ Μπωντλαίρ, στη ζωγραφική του Βασίλι Καντίνσκι, σε μυθιστορήματα του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και στη μουσική του Αλεξάντερ Σκριάμπιν και Ολιβιέ Μεσιάν. Ολογράμματα: Η τεχνολογία σαν μέσο απόδοσης εικαστικού έργου ΟΛΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ Το δίχτυ του θεού Ιντρα είναι μια όμορφη μεταφορική εικόνα της ινδουιστικής κοσμολογίας που περιγράφει την πραγματικότητα σαν ένα απεριόριστο στο χώρο δικτυωτό πλέγμα από άπειρα πετράδια όπου το καθένα αντανακλά όλα τα υπόλοιπα. Αυτόν τον ευρηματικό τίτλο (A Jewewled Net: Views of Contemporary Holography) διάλεξε το Μουσείο του ΜΙΤ στη Βοστώνη για τη έκθεση ολογραμμάτων που εγκαινίασε στις 26 Ιουνίου και θα διαρκέσει μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 2013. Και ο ‘’Επιτάφιος της Χίου’’, η συμμετοχή του ΕΙΟ, ήδη
229
αποδεικνύεται ένα ιδιαίτερα δημοφιλές έκθεμα ανάμεσα στις 20 περίπου επιλογές από όλο τον κόσμο που διάλεξε η διεθνής οργανωτική επιτροπή της έκθεσης. ‘’Το να εκτίθεται στο Μουσείο του ΜΙΤ ένα τόσο παράξενο αντικείμενο με έντονο θρησκευτικό περιεχόμενο είναι κάτι το ιδιαίτερα ασυνήθιστο για μας’’ λέει ο Seth Riskin, υπεύθυνος του Μουσείου για τις Αναδυόμενες Τεχνολογίες και Ολογραφία. ‘’Κρίναμε όμως ότι-πέραν από την ολογραφική του αρτιότητα-αυτός ίσως να είναι και ένας πρόσθετος λόγος για να το εκθέσουμε στους χώρους μας. Φετιχισμός: το αντικείμενο ως μέσο διέγερσης ΦΕΤΙΧΙΣΤΙΚΕΣ ΕΙΚΑΣΙΕΣ Τα ερωτικά θέλγητρα, τα φετιχιστικά στοιχεία, τα γυμνά σώματα που συμπλέκονται, τα ακάλυπτα γεννητικά όργανα ανδρών και γυναικών, η έμφαση στη βία, ο λανθάνων σαδισμός και η ερωτική υποταγή υπάρχουν στο έργο του Φιούζελι με τρόπο απροκάλυπτο. Τα πιο γνωστά, μυθολογικής προέλευσης και με έκδηλο ερωτικό περιεχόμενο, είναι τα έργα του που τιτλοφορούνται «Incubus» και «Succubus». Πρόκειται για τους μεσαιωνικούς δαίμονες, αφενός τον αρσενικό «Incubus», που εμφανίζεται με τη μορφή άνδρα ή αλόγου, ξαπλώνει
230
πάνω σε κοιμισμένες γυναίκες και συνουσιάζεται μαζί τους, αφετέρου τον «Succubus», που με μορφή γυναίκας αποπλανά τους άντρες. Βασίλης Καρακατσάνης: μέσω του προσωπικού του υφολογικού ιδιώματος τα στοιχεία ή τη συμβολική της σύγχρονης αστικής κουλτούρας, ο καλλιτέχνης έρχεται σε ένα είδος φετιχιστικής επαφής με τα αντικείμενο-μοντέλο του. Τα λιτά, μονοχρωματικά, λευκά ή ουδέτερα, φόντα των έργων, αναδεικνύουν τη φόρμα.Βασίλης Καρακατσάνης: Αρπάζοντας και αναπαράγοντας, μέσω της φωτεινότητας και την πολυχρωμία των “‘objects”’, που κυριαρχούν στο κέντρο της κάθε εικόνας με τις έντονες φλου αποχρώσεις τους.
Περίγραμμα: Το κάθε τι ορίζεται και ορίζει. ΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΗ ΤΕΧΝΗ Τα προσχέδια ενός ζωγράφου είναι οι πρώτες απόπειρες να μορφοποιήσει τις ιδέες του. Πολλές φορές είναι πιο ενδιαφέροντα από τους ολοκληρωμένους πίνακες ζωγραφικής. Τα περιγράμματα αχνοφαίνονται και οι γραμμές δεν είναι ακόμα σίγουρες. Ο ζωγράφος πειραματίζεται με τα χρώματα και τα υλικά. Τα 225 προσχέδια του Μόραλη -παρουσιάζονται στο Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας-μας δείχνουν τη δουλειά και την προεργασία που απαιτείται για την απόδοση οριστικής μορφής σε έναν ολοκληρωμένο πίνακα του συγκεκριμένου ζωγράφου. 231
Μάκης Θεοφυλακτόπουλος: κατέχει εμφατικά το χώρο ή σβήνει μέσα σε αυτόν, γίνεται περισσότερο ή λιγότερο αναπαραστατική-αφού συχνά τα θολά, διάφανα περιγράμματα υπονομεύουν τη καθαρότητα των μορφών-περνάει από την ακινησία στη δράση, μόλις διαφαίνεται ή χαράσεται με βαθιά περιγράμματα πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια σε πίνακες που θυμίζουν βραχογραφίες. Τοτέμ: Σύμβολο ΤΟΤΕΜ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ Δέντρα τοτέμ κάποιοι πρόγονοι και μερικοί CityDwellers, συνοδεύουν τον διεθνούς φήμης εικαστικό Μαρκ Χατζηπατέρα στη νέα του κάθοδο στο κέντρο της πρωτεύουσας. Ο φωτογράφος Βαγγέλης Ρασσιάς παρουσιάζει την έκθεση φωτογραφίας <<Πόδια ΤοτέμTotem legs>>, στο MCF Bar-Resto και στον αίθριο χώρο του 3ου ορόφου του ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης, από τις 5 Μαίου έως τις 31 Οκτωβρίου 2012. Μουσικό κουτί: στοιχείο του έργου ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΚΟΥΤΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
232
Το έργο του Κώστα Ντάφλου (cipo_09) είναι ένα δρώμενο βασισμένο σε τρία διαδραστικά αντικείμενα τα οποία μεταπλάθουν την ιδέα της παλιάς λατέρνας και των μουσικών κουτιών. Τα παραδοσιακά μουσικά κουτιά αναπαρήγαγαν οργανικούς ήχους δημοφιλών ακουσμάτων από προγραμματισμένες εκτελέσεις που έθεταν σε λειτουργία οι ακροατές. Φορείς με κωδικοποιημένα ψηφία (στιγματισμένοι μεταλλικοί δίσκοι ή κύλινδροι, προ-τρυπημένοι χάρτινοι δίσκοι ή ταινίες), εσωκλείονταν στην κατασκευή των ξύλινων μικρών αυτών υποδοχέων με υποτυπώδη κρουστά (καμπάνες, μινιατούρες μουσικών οργάνων0 και με μικρουλικά μηχανικά μέρη (γλωσσίδια, ελάσματα, μεμβράνες, ή στήλες αέρα) που συνάρμοζαν συχνά με ωρολογιακούς μηχανισμούς οι οποίοι προσέδιδαν αυτόματη λειτουργία. Η λατέρνα αντίθετα ήταν μια αρκετά μεγάλη κατασκευή η οποία δανειζόταν πολλά μηχανικά στοιχεία από το πιάνο.
Ρούχο- θυμάρι: πορτραίτο ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟΠΟΙΗΣΗ Τα πορτρέτα Φαγιούμ ονομάστηκαν έτσι γιατί ανακαλύφθηκαν από αρχαιολόγους στη νεκρόπολη της περιοχής Φαγιούμ της Αιγύπτου το 1880. Ωστόσο, γνωστά μ’ αυτό το όνομα είναι και τα πορτρέτα που προέρχονται από άλλες νεκροπόλεις της Αιγύπτου (Μέμφις, 233
Χαουάρα κ.ά.). Δημιουργήθηκαν τους τρεις πρώτους μετά Χριστόν αιώνες από Έλληνες ζωγράφους και ήταν νεκρικά πορτρέτα, τα οποία τοποθετούνταν πάνω στη μούμια στη θέση του προσώπου.
Τοπική ενδυμασία: σημασιολογία ΤΟΠΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΜΑΤΙΑ
Παράδοση είναι..το μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού, τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες, τα έθιμα, οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά, οι ενδυμασίες, τα κεντήματα, τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας, αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές. Ετσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης.
Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε 234
ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα(ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης δυνατότερης ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο (άστυ-ύπαιθρος, κατακτητές-υπόδουλοι)
Λαϊκά μοτίβα: σημασιολογία. ΛΑΙΚΑ ΜΟΤΙΒΑ -ΛΑΙΚΗ ΤΕΧΝΗ
Η σχέση του λαΪκού ανθρώπου με όλα τα πράγματα, μ’ αυτά που ο ίδιος κατασκευάζει, αλλά και με την ύλη αυτή καθαυτή, δεν είναι μόνο σχέση πρακτική είναι και σχέση ψυχική, που για το λαίκό άνθρωπο σημαίνει κυρίως σχέση μαγική. Η κλωστή που γνέθει η γυναίκα στη ρόκα της 235
δεν είναι μονάχα η πρώτη ύλη του υφαντού της απεικονίζει συμβολικά και την τύχη της κλώστριας. <<Κόβονται οι μέρες της>>, έλεγαν για τη γυναίκα που της κοβόταν συχνά η κλωστή πάνω στο κλώσιμο.Κι ο αργαλειός, το απαραίτητο εξάρτημα κάθε λαϊκού σπιτιού παλαιότερα, είναι κι αυτός στενά δεμένος με τις δοξασίες του λαού. Από τον αργαλειό βγήκαν από το τέλος του ΙΗ΄ ως τις αρχές του Κ΄ αιώνα, έργα υψηλής καλλιτεχνικής πνοής. Τόσο τα σχέδια, όσο και η διαύγει και αρμονία των χρωμάτων, έδωσαν στα έργα αυτά της υφαντικής μια ξεχωριστή θέση στη μεταβυζαντινή λαϊκή τέχνη. Η παράδοση δεν επέτρεπε νεωτερισμούς και επιδράσεις στα μοτίβα. Τα σχέδια περνούσαν από τη μάνα στην κόρη.
(Odysseus Elytis “ Verb the dark”) As indeed happened. But for years now hovering in midair I got tired And have need of earth which stays closed and locked 236
Latches doors eavesdroppings doorbells; nothing. O Believable things, speak to me! Korai who sometimes appeared From within my breast and you old farmhouses Spigots left running by mistake in sleeping gardens Speak to me! I have need of earth Which stays closed and locked.
237
KEYS Attractor from the chaos theoryред The attractor creates chaos but also restores the order. VISUAL ARTISTS THAT EXPRESSED THEMSELVES IN A CHAOTIC WAY p://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/03/blog-post_5584.html In 1947, Pollock experiments with action painting. He walks on top of the painting, while 238
laying the colors that poured out of the open holes in the bottom of a box (dripping). In this way, the real creator is the random. What truly matters, is not the the finished work, but the work in progress that is determined by the random and the instant. 7 What was supposed to appear in the painting was not an image, but an event, an action. “ 8“ 9 Francis Bacon , by randomly throwing color in the canvas, in a problematic area of the work, considers that the result achieved by the color itself is by far better that whatever he could lead the color to do. “What the random offers you is completely different than what the conscious processing of color can offer. Very often, the random encapsulates an element of inevitability , that the conscious handling cannot permit. The random and its control complement each other, by being completely distinct processes of one another. 10 Another essential area where random plays a vital role, is the work of Marcel Duchamp. A special case of creator, who supported the spirit of Dada and, later on, of surrealism, denying every form of artistic expression. His work is characterized, as he himself also notes, by a denial of the “ perspective of the retina”. His efforts as a creator was not to impose a new revolutionary language, but to propose a spiritual stance. Duchamp employs the random for purely philosophically ironic reasons. He uses it as a 239
means to undermine a world ruled by logic. He mocks the world that is based on logic, renouncing the omnipotence of the artist while accepting the role of chance in the creation of the artwork. In The Large Glass, Duchamp, let the dust of New York to settle on one part of the construction. Later on, he glued the dust in its place with a special substance. In this way, some parts of the artwork adopted a yellowish shade, estimated to separate them from the rest of the composition. When The Large Glass broke, he did not repair it. On the contrary, he accepted these marks of chance, that had been integrated in the artwork, as an ultimate finishing, that defined the completion of the artwork (1923). Another major artist, physicist and Shaman ritual performer, that poses a question regarding the relation between science, art and religion, and attempts to redefine their relation to one another by having as a goal the evolution of modern society, is Beuys. What could Beuys' s thoughts on the idea of chaos be? On the Internet on the website of Walker Art Center, one can find the following: â&#x20AC;&#x153; Beuys' s obsession with the phenomena of transmutation of matter 240
and spirit and of metamorphosis in a Christian content, was influenced by his contact with the writings of the founder of anthroposophy, Rudolf Steiner. Beuys had read Steiner's papers at a young age, but after the 2nd World War he became utterly absorbed in a profound study of them. Steiner's theories about social relations, education, and Christianity were mingled with Beuys's great interest in science and his continuous interest in the spiritual and social organization. â&#x20AC;? 11 The art historian John Moffitt claims that the largest part of Beuys' s work and his projection as a shaman is entirely inspired by R. Steiner's theories. 12 It is very enlightening to compare two texts, one written by Steiner in 1909 and the other by Beuys in 1978. Steiner: â&#x20AC;&#x153; In the present time of materialistic thought, in our culture is necessary the inflow of spiritual knowledge for the humankind that hungers for it ... For the modern way of thinking, it is simply impossible to manage and to grasp the chaos of the external circumstances... The thought itself will become stiff and will soon loose its fluidity and flexibility, in capturing the complexity of life's occurrences and transforming with them... The deeper meaning of SELF-AWARENESS is our ability to follow the evolution of Cosmos. 241
The self is born from the universe and our own evolution leads us to the final union with the whole. The aim of self-awareness is to give to the man his position in Cosmos, from where the true meaning of the word SELF-AWARENESS will be revealed to him.” 13 Beuys: “ When we perceive our own materialistic state and our experiences in the current crisis as negative, we have to take into account that this situation is a historical necessity as well. I experienced it in the war and I feel it now on a daily basis: This decay accompanies the one-sided understanding of materialism. When people argue that the shamanic practice is irrational and atavistic , someone could respond that the stance of the modern scientists is, to the same extent, old-fashioned and atavistic because we should have already been in another evolutionary stage regarding our relation with the matter. So, when I appear as a kind of shamanistic figure, or allude to it, I do it to stress my belief in other priorities and the need to come up with a completely different plan for working with substances. For instance, in places like universities, where everyone speaks so rationally, it is necessary for a kind of enchanter to appear.” 13 “ J . Cage troubles himself with the concept of the random and the unstated, which he perceives as the real creators of an artwork, that will always be new. He is directly linked 242
with the idea of the aleatory music( From the Latin alea=cube, dice), one of the revolutionary music trends after the 2nd World War, where the composer inserts random or unpredictable elements -in the composition itself, in the execution or in both. In the “ Music of Changes” by Cage, for piano, (1951) the tonic heights re defined with accuracy, but the duration and the frequency with which they come back, are dictated by the i- ching. 14 In the USA, George Brecht and Jackson Mac Low, connected to the Fluxus movement 15, investigate the different possibilities of the undefinable. Like Cage, Brecht too actualizes his “ musical investigation” , considering that all the random audible and visual moments during the concert belong to the realization of the sheet music. The “Zen for film” (1962-64) by Nam June Paik, an original fluxus film, was presented in fluxhall. 16 The film was nothing more than 1000 feet of blank film that was screened unedited in the screen for 30 minutes. Paik' s film is without image or sound and in every screening, scratches, dust and other 243
random incidences unavoidably appear, the film is, in some way, every time new. Andy Goldsworthy works in nature. His works â&#x20AC;&#x153;land artâ&#x20AC;? have a short life span. As soon as he completes them, he photographs them and immediately lets nature take them back to entropy. His goal is to understand nature by taking part in its procedures. Almost like a Buddhist monk that builds mandala and then lets time disperse the colorful dust to all four points of the horizon. Although he himself does not make any references to the chaos theory, if somebody notices those elements that interest him and the way in which he works, he will realize that his whole work is highly related to the operations of nature, the entropy and the fractal structures. Moreover, the way that he handles the work product and his work process clearly depicts the detection and his collaboration with the flow of things. â&#x20AC;&#x153; I take the opportunity each day offers: if it is snowing , I work in snow, at leaf-fall it will be leaves. I stop at one place or lift a material because I feel there is something there to be discovered. That is where I begin to learn. When I work with a leaf, rock, stick, it is not just that material itself, it is an opening into the processes of life within and around it. When I leave it, these processes continue. Movement, change, light growth and decay are the lifeblood of nature, the energies that I try to tap through my work. I have become aware of raw nature is in a state of change and how that change is the key to understanding. I want my art to be 244
sensitive and alert to changes in material, season and weather. Each work develops, stands and then falls apart. The processes of creation and destruction are counterparts.â&#x20AC;? 17 Mandalas are drawings of a circular structure. Tibetan Buddhists make them with colored sand. When they finish, they let the wind scatter the sand in all four points of the horizon. It is a ritual in which, from the chaos of the world, which is depicted by the sand, an intentional order is created. This intention is channeled to mandala through monks' chant during its creation. The whole form of the mandala and the fact that they do not use a material to secure it but the sand is left, in the end, to scatter in the world carrying everywhere the intention with which it was created, has a symbolic character. The sacrifice of the form of the mandala basically offers to the world the positive energy.. SOURCE. The Chaos Theory http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/03/blog-post_5584.html#ixzz20ldgeSSd
Narration: An interesting part of the research that came up during the interviews that I made in order to collect information on Giorgia. VISUAL ARTISTS THAT EXPRESSED THEMELVES WITH A NARRATIVE
245
Kosta – Irakli Georgiou: for this exactly dimension of the work of a visual artist, whose work moved and moves with a common axis the design and the narration. Giorgos Iliadis: Shoe tree narratives... MiniMaxiMum improVision: architects and visual artists, improvise on musical-narrative concepts using acoustic and electric instruments, speech, voices, prerecorded sounds, objects and images.
Prostitution: Historical framework as well as interpretations that can be given for this phenomenon. VISUAL ARTISTS THAT WERE INSPIRED BY PROSTITUTION The French artist Jean-Léon Gérôme in 1961 was inspired by the trial of Phryne and created the painting “Phryné devant l 'Areopage” (The Phryne before Areopagus). Both Voltaire in his poems “Lesbos” and “ La beauté” ,and Ryan Maria Rilke in his poem “ Die Flamingos” , refer to Phryne's mythical beauty. Lastly, Dimitris Varos, a modern Greek poet and writer, has written a book entitled 246
“Phryne”. And Toulouse-Lautrec. Woman. Her role in society. VISUAL ARTISTS THAT WERE INSPIRED BY THE WOMAN
One of Goya's most famous works is the painting “The Nude Maja” (Las maja desnuda), created in about 1800 and is considered one of the most important nudes in the history of Spanish art. It depicts a nude woman that, in comparison with the other similar older paintings ( in which the “shy” posture is usually preferred), it does not attempt to conceal the contentious parts of her body and the woman is provocatively turning her sight towards the viewer.
Dante Gabriel Rossetti painted Lady Lilith.Tiziano, Gustave Moreau and many more painted Salome.Oscar Wilde actually wrote a play for her historical dance. Rembrandt and Rubens are some of those who depicted Delilah.Tiepolo preferred Cleopatra,who also inspired Shakespeare in his theatrical play Antonio and Cleopatra. Waterhouse painted Circe.The list 247
of men,who were creatively inspired bythe idea of the femme fatale either personified or in a more abstract sense,is endless. Keats wrote about La Belle Dame sans Merci: I met a lady in the meads-Full beautiful, a faery’s child; -Her hair was long, her foot was light, And her eyes were wild. And Velvet Underground sung: Here she comes; you better watch your step. She’s going to break your heart in two, it’s true ‘Cause everybody knows. She’s femme fatale.
Man: His participation and his positioning in the phenomenon of prostitution. VISUAL ARTISTS AND THE MALE GENDER GOYA : Many of his drafts also illustrate the men (majos) of the folk districts, who were distinguished for their provocative behavior and their special attire. GIANNIS CHAROUHIS Shadows: The definitions that can be given. VISUAL ARTISTS AND SHADOWS : 248
ELEN BLANK: The exhibition is entitled “ The substance of shadows “ . Most of all, a poetic title. It refers to the usually neglected , but always present, shadows of the objects and the natural elements. It is a comment on real and metaphorical shadows. “ I was born in a place full of persistent shadows. These shadows never stopped following me, until they became part of my psyche” states Michalis Arfaras regarding his preoccupation with engraving, in the catalog that accompanies his new exhibition. There, exactly, lie the roots of his systematical preoccupation with engraving, “ the, above all, art of shadows”, as he claims.
Space-time-place-body:. In which way does the body determine and is being determined based on these three elements. VISUAL ARTISTS AND THEIR RELATION TO SPACE, TIME, PLACE, BODY “ Entropy in Transit “ is the title that the visual artist Efi Halyvopoulou and the writer Soti Triantafyllou chose for funding their common exhibition in artbeatgallery in Brussels. The source of inspiration and creation was the human body in all its aspects and functions.
249
Aggeliki Avgitidou: Body and Landscape/ Narratives on nature In this lecture, I will present the artwork of the students that was created in the past years within the course “time//body”, which I teach in the Department of Visual and Applied Arts of Florina. The works are related to the topics “ Body and Landscape” and “Narratives about Nature”, which were also the topics of the workshops of the last two years. These artworks investigate nature as the place of the mythical and the supernatural and nature as paradise. At the same time, they comment on its exploitation by humans, the widening of the human self through nature and observe the relation of body and landscape.
City- Eleni: Metamorphosis. THE CITY AS A SOURCE OF VISUAL INSPIRATION The Visual group exhibition of Creators of the Prefecture of Elefsina- Magoulas. Twenty seven creators that live and get inspired by their place, as sensitive receptors, capture the detail inside a place and transform it into a emotional event. The landscape with its ability to make the elements of antiquity coexist with the industrial shells, in a fiction that creates images with no obvious consistency, provokes us to detect the unbreakable relations, the invisible strings that exist all around us and connect every part of the present with elements 250
that subject narratives from the past: Voula Androni, Vasilis Vasiliou, Evi Vryttia, Giorgos Giannakakis, Chrysi Giotaki, Smaragdi Dalietou, Konstantinos Theos, Konstantinos Karadenizlis, Giannis Klironomos, Leta Koutsochera, Eirini Krousi, Petros Lazarou, Meletis Liaskos, Meletis Liaskos, Christoforos Mavidis, Natalia Mantikou, Giorgos Lampathakis, Eftychia Marani, Pinelopi Marougka, Aglaia Mavraki, Charalampos Mytilinaios, Hannie Radstaak, Zoi Polychronou, Marina Terzi, Ntina Tetradi – Tasogiannopoulou, Ioanna Tsachtsirli, Katerina Fani. Gap: The reversal of the perception gap= zero VISUAL GAPS “ … Now, Spinalonga. Another chance for creation but in a bad historical time and under the overwhelming shadow of technology, the great winner of our time, that led the constructors of images into a dead-end” notes Kostas Tsoklis in the catalog of the exhibition. wish for
“ But let us consider this dead-end, this gap as a source of inspiration, and let us dead-ends, no matter how much they suffocate us .
‘ Photography exhibition of Paris Petridis with the title “ The Gap and the Country”
251
Beginning- End: Creation of limits, sense of security. IN THE BEGINNING THERE IS THE END-VISUAL INTERPRETATIONS The Box of Workshop B of the School of Fine Arts of Athens Thirty new creators- students of the Painting Workshop B of the School of Fine Arts of Athens with professor Giorgo Lazogka, exhibit their artwork in BIOS from 13 to 23 of June. The exhibition is being edited by Charis Kanellopoulou. The box, symbol of the beginning and the end of life, of confinement and liberation, was the source of inspiration for the students of the School of Fine Arts.
Synesthesia: The phenomenon and how it can be visually reproduced. SYNAESTHETIC VISUAL ROUTES
The term of synesthesia occurs very ofter in art both from artists that were synesthetes and from artists that did not have this ability. The phenomenon of synesthesia also concerned the theatrical director Peter Brooke,without him being a synesthete. It is also encountered, among others, in the poetry of Arthur Rimbaud and Charles Baudelaire, in the painting of Wassili Kandinsky, in the novels of Vladimir Nabokov and in the music of Alexander 252
Scriabin and Olivier Messiaen. Holograms: Technology as means of communicating visual artworks HOLOGRAMS, A CHALLENGE FOR VISUAL ART The net of God Indra is a beautiful metaphorical image of the Hindu cosmology that describes reality as a infinite in space lattice netting of infinite jewels that each one reflects all the others. The MIT Museum in Boston chose this imaginative title (A Jewewled Net: Views of Contemporary Holography) for the exhibition of holograms that started in the 26th of June and will last until the end of September 2013. The “ Epitaph of Chios” , the participation of the Greek Institute of Holography, is already proven to be a particularly popular exhibit between the other, about 20, choices form all around the world of the organizing committee of the exhibition. “The fact that such a bizarre object with such a religious content is being exhibited in the MIT Museum is something quite unusual for us” notes Seth Riskin, the head of the department of Upcoming Technologies and Holography of the Museum. “ However, we realized that -apart from its holographic adequacy- this may be an extra reason to exhibit it in our space.” 253
Fetishism: the object as a means of arousal FETISHISTIC SPECULATIONS The erotic allure, the fetishistic elements, the naked bodies tangled together, the revealed genitals of men and women, the emphasis on violence, the latent sadism and the erotic submission blatantly prevail in Fuseli's work. “Incubus” and “Succubus” are among his most popular works of mythological origin with distinct erotic content. They depict the medieval demons “incubus”, which is portrayed with the figure of a man or a horse that lies on top of sleeping women and fornicates with them, and “Succubus”, portrayed with a female figure that seduces men. Vasilis Karakatsanis: through his personal stylistic idiom, the elements or the symbolic modern bourgeois culture, the artist accomplishes a kind of fetishistic contact with his objectmodels. The simple, one-colored, white or neutral backgrounds of the artworks highlight the form. Vasilis Karakatsanis: Grabbing and reproducing, through the brightness and the colors of the “ objects” that rule in the middle of every image with their obscure shades.
Outlines: Every little thing defines and is being defined. OUTLINED ART 254
The drafts of a painter are the first attempts to shape his ideas. Sometimes they are more interesting that the complete paintings. The outlines are barely visible and the lines are not so certain yet. The painter experiments with the colors and the materials. The 225 drafts of Morali – exhibited in the Educational Institute of the National Bank- reveal the work and the preparation needed for reaching the final form of a complete painting of the particular artist. Makis Theofylaktopoulos: owns emphatically the space or is erased in it, becomes more or less representative- since the blurry, see-through outlines often undermine the clarity of the shapes- moves from stillness to action, barely visible or engraved with deep outlines on the painting surface in canvases that resemble rock paintings.
Totem: Symbol TOTEMS OF VISUAL ARTISTS Totem trees, some ancestors and some CityDwelers accompany the wold famous visual artist Mark Chatzipatera in his new descent in the center of the capital city. The photographer Vaggelis Rassias presents the photographic exhibition “ Totem Legs” in MCF Bar-Resto and in the outdoor space of the 3rd floor of the Michalis Kakogiannis 255
institute, from the 5th of May to the 31st of October 2012. Music Box: part of the work MUSIC BOXES IN ART The work of Kosta Ntaflou (cipo_09) is an act based on three interactive objects that reshape the idea of the old lantern and the music boxes. The traditional music boxes reproduced organic sounds of popular themes of programmed performances that the audience was setting in motion. Coded digits ( metal disks or cylinders, pre-pierced paper disks or tapes), were included in the construction of these small wooden receptors with rudimentary percussions( bells, miniatures of music instruments with micro mechanical parts (clappers, shapes, membranes or air columns) that were usually connected to clock mechanisms which made them work automatically. In contrast, the lantern was quite a big construction that borrowed many mechanical elements from the piano. Clothing- thyme: portrait VISUAL REPRESENTATION OF PORTRAITS
256
The Fayum portraits ( Fayum mummy portraits) were named and discovered by archaeologists in the necropolis of the Fayum area in 1880. However, this term is also used for portraits that come from other necropoles of Egypt ( Memphis, Haouara and so on). They were created in the first three centuries after Christ from Greek painters and were mummy portraits, which covered the faces of the mummies.
Local attire: semantics LOCAL ATTIRE
A VISUAL VEW
Tradition is... the melodic lullaby of the mother, grandpa's legends, the carols, the songs of the swallows, the limericks, the customs, the dances and the tunes that accompany us in every joy, the attire, the embroideries, the nursery rhymes, the games and everything else that is part of the life of our community. Keep this treasure proudly in your heart, unscathed and deliver it to the next generations. In this way, we will hear the heartbeats of our region clearly and nothing will be forgotten in the horn of globalization. Every Greek attire or better Greek local attire is a sum of clothing, that characterizes a group of people that live in Greece. It works as every other attire: it dresses and decorates the 257
body, and depicts the image that the person who wears it wishes to give to others, providing to himself security and comfort. Inside the conservative and austere society of the village and of the small town, the security and comfort is achieved through the uniformity that a costume offers. The costume is based on tradition and on prudishness, and it rigidly differs from fashion that depends on change. The prudishness of the attire creates forbidden taboos , but also taboos that give magical capacities to certain parts ( legs, girdle, headbands etc). The attire of a conservative group is shaped, at times, by the influence of another stronger human force. However, it is always dependent on the local materials and commerce (citycountry,conquerorsâ&#x20AC;&#x201C;slaves).
Folk patterns: semantics. FOLK PATTERNS â&#x20AC;&#x201C; FOLK ART
The relationship of the folk person with all the surrounding objects, with the ones that he constructs but also with matter itself, is not just a practical relationship but a mental one as well, which for the folk person resembles a magical relationship. The thread with which the traditional woman spins is not just the raw material of her work but it symbolically depicts 258
her destiny. People used to say â&#x20AC;&#x153; Her days are cutâ&#x20AC;? when the thread was repeatedly cut during the twining of a woman. The loom too, once the necessary equipment of every folk house, is closely connected to the beliefs of the people. From the end of the 18th century until the beginning of the 20th century , there were many artworks created from the loom of a higher artistic aura. The patterns, as well as the clarity and the harmony of the colors, gave these woven artworks a special place in the post-byzantine folk art. The tradition did not allow any innovations or alterations in the patterns. The prints were passing on from mother to daughter.
259
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. (Σάββας ΠατσαλίδηςΕλληνικά Γράμματα)
Η υπέρβαση λειτουργεί ως αίρεση της πραγματικότητας και των συνθετικών στοιχείων της. Είναι μια φυγόκεντρη πορεία που ερωτροπεί με το άγνωστο και τις εξίσου άγνωστες προοπτικές του. Παρεκκλίνοντας από την ουδέτερη ζώνη, εκεί όπου επιτελείται η σύγκλιση του πομπού και 260
του δέκτη, του σημαίνοντος και του σημαινόμενου, η υπέρβαση ως αισθητική ή ιδεολογική κατάθεση ανασυντάσσεται κάπου αλλού, στα άκρα ίσως,εκεί όπου ο παγιωμένος λόγος της καθημερινότητας αποκτά μιά πρωτόγνωρη ρευστότητα. Ολες οι στιχομυθίες τους υπογραμμίζουν αυτή την αλληλοσυμπληρωματική λειτουργία που βγαίνει μέσα από τη θέση και την αντίθεση, οδηγώντας στη σύνθεση. τίποτα δεν κινείται γραμμικά στον κόσμο του Muller. Υπάρχει μια έντονη αίσθηση ρευστότητας που διαλύει όλα τα σταθερά περιγράμματα. Διαβάζουμε πώς περιγράφει την τραυματική εμπειρία του βιασμού… Ενα άλλο σημείο που δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις ως προς το τραγικό ποιόν του κεντρικού ήρωα είναι εκεί όπου πορεύεται το δρόμο της αυτοθυσίας τραγουδώντας και χορεύοντας. Το οικείο και το αλλότριο, τα εντός και τα εκτός, τη δυτική λογική και τον αφρικανικό αυθορμητισμό, το πρόσωπο και το προσωπείο, την πολιτική και τη μεταφυσική, την εξουσία και την αντιεξουσία, τη δράση και την αντίδραση, τη σύνθεση και την αποσύνθεση, την εαυτότητα 261
και την υπέρβασή της, το πραγματικό και το ομοίωμάτου, τον τόπο και τον μη τόπο, τον ιθαγενισμό και το διαπολιτισμό, το <<εγώ>> και το <<εμείς>>, το <<εκεί και τότε>> της μυθιστορίας και το <<εδώ και τώρα>> του θεάματος. Ogun ....θεός των επτά μονοπατιών..-εκεί αναφέρει και το λάδι, το κρασί, το αίμα, το νερό της πηγής, τη βροχή, το χυμό δέντρου και το σπέρμα... Ενα σώμα χωρίς κεφάλι είναι ένας όγκος χωρίς ταυτότητα, χωρίς όνομα και χωρίς ιστορία..... Ο θάνατός του σηματοδοτεί το τέλος μιας αφήγησης και την απαρχή μιας άλλης που αντλεί από το (τελετουργικό) παρελθόν για να δείξει προς το μέλλον Τα πραγματικά σώματα που κατά καιρούς κλήθηκαν να μεταμορφωθούν σε μυθικά έγιναν (και) μη σώματα και έπαιξαν το ολισθηρό παιχνίδι των αποστάσεων των σημείων, ορατών και αοράτων, οριακών και μη. Φορείς αναπαράστασης και παράλληλα και ο ίδιος ο εαυτός τους. Το πραγματικό σώμα δεν παύει να είναι ο εαυτός του. Σε καμιά περίπτωση δεν εξαερώνεται ούτε εξαυλώνεται. Ό,τι και να πράξει, ό,τι και να υποδυθεί, δεν είναι σε θέση να διαγράψει τα ίχνη της εαυτότητάς του, δηλ. τη διπλή κωδικοποίησή του (Korper/Leib) που το θέλει να λειτουργεί 262
ως επιφάνεια επάνω στην οποία αφενός η παράσταση εγγράφει τους κώδικές της και αφετέρου δηλώνει το <<παρών>> της η κοινωνία, η οποία μάλιστα 'εχει (προ)γράψει και (προ)ορίσει το σώμα πολύ πριν από την παράσταση-μέσα από την ιατρική, τους νόμους του κράτους, τα Μ.Μ.Ε., τη διατροφή, την παιδεία κ.λ.π., εν ολίγοις μέσα από τους δικούς της κώδικες αναπαράστασης. . ...έναν ηθοποιό σταθμευμένο σε μιά ουδέτερη κατάσταση, σχεδόν <<αποπροσωποποιημένη>> κατάσταση, ικανή να αυτονομήσει το σώμα, με την έννοια να το αποσπάσει από τους κοινωνικούς μηχανισμούς και να του επιτρέψει να μιλήσει την (ιδιό)γλωσσά του. ) ...ο ηθοποιός αποστασιοποιείται και πάλι απο το χαρακτήρα, τον επανεξετάζει από μια απομακρυσμένη θέση, από μια κοινωνική θέση, την οποία και ενσωματώνει στον τρόπο που τον επιδεικνύει. (gestus)... ...μία από τις αποστολές του κοινωνικού λόγου και της κοινωνικής πρακτικής είναι να πειθαρχήσουν το ανθρώπινο σώμα, να το ελέγξουν, εν τέλει να το απαλλάξουν από την υλικότητά του και τις όποιες εγγενείς παραστατικές του δυνατότητες ή τάσεις και να το υποτάξουν σε κάποιο άλλο κείμενο με προσδιορισμένους κώδικες αναπαράστασεις. 263
...η ανθρώπινη υποκειμενικότητα δεν είναι κάτι ξεκάρφωτο και αυτόφωτο αλλά μιά μάζα που εν πολλοίς δομείται και αναδομείται διαρκώς και με βάση τους κανόνες του μέσου της αναπαράστασης. Μιά μάζα που είναι αναγκασμένη να βιώνει τα συχνά αλλοπρόσαλλα συμπτώματα ενός κόσμου που δεν κουράζεται να επιδεικνύει τη δύναμη και την εξουσία του, που δεν κουράζεται να αποικίζει σώματα και ιδέες. ...το
σώμα
και
(παρα)μορφώνεται,
ο
τρόπος
είναι
εν
που
περιφέρεται,
πολλοίς
αναπαριστάνει,
συμπτώματα
μιας
αναπαριστάνεται
συγκεκριμένης
και
κοινωνικής
πραγματικότητας που για να εξυπηρετηθεί, και φυσικά εν μέρει να εξυπηρετήσει, επιβάλλει τους δικούς της όρους και τις δικές της μεθοδεύσεις. . .. κάθε εποχή ντύνει με το δικό της βλέμμα τα σώματα που την κατοικούν. ....μιά παράσταση- performance στο στίβο της ζωής.
264
...έχουμε για την ώρα δύο είδη performance: τη μία που απαιτεί δεξιότητες και την επίδειξή τους και την άλλη που απαιτεί επίσης επίδειξη όχι δεξιοτήτων αλλά αναγνωρίσιμων τρόπων συμπεριφοράς.... Μιλάμε λόγου χάρη, για γλωσσική παράσταση (language performance), για ερωτική παράσταση (sexual performance), πολιτική κ.λ.π.. . Α, ρε φιλενάδα, έκανα αυτή την ολική αφαίρεση και βρήκα την υγειά μου. Σου φαίνεται παράξενο, ε; Εγώ όμως νιώθω καλά. Σαν να καθάρισα, το καταλαβαίνεις; Τα βγάλανε 'ολα από μέσα μου, όλα. Μήτρα, ωοθήκες, σάλπιγγες, όλα πεταχτήκανε. Σαν σκουπίδια όλα. Το μουνί μου, η αιτία του κακού, στα σκουπίδια. Και ησύχασα. Θα ησυχάσω.
(θάνατος Ελένης-δική
μου σημείωση). Μια πορεία από ταυτότητες χωρίς σταθερό κέντρο-κόρη -καλλιτέχνιδα-γυναίκα πόρνη. Ταυτότητες που μοιάζουν με μια σειρά από <<στολές>> που κάποιος φορά κατά περίσταση.. Στη Finley έχουμε την εικόνα ενός σώματος που πετά στην άκρη όλα τα κείμενα, που το ίδιο γίνεταi το κείμενο και το διακείμενο. 265
Ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΜΑΓΙΣΣΑ (ΣΥΛΒΙΑ ΦΕΝΤΕΡΙΤΣΙ-Εκδόσεις των ξένων). Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα δείχνει ότι το σώμα για τις γυναίκες στην καπιταλιστική κοινωνία έχει γίνει ό,τι το εργαστάσιο για τους άρρενες μισθωτούς εργάτες: το κύριο πεδίο της εκμετάλλευσής τους και της αντίστασης, καθώς το γυναικείο σώμα έγινε αντικείμενο οικειοποίησης από το κράτος και τους άνδρες και υποχρεώθηκε να λειτουργεί ως μέσο αναπαραγωγής και συσσώρευσης εργασίας. … βασίστηκε στην οικονομική εξάρτηση των γυναικών από τους άνδρες, ως επακόλουθο του αποκλεισμού των γυναικών από τις μισθωτές θέσεις εργασίας. Για άλλη μια φορά, η βία που έχει εξαπολυθεί στρέφεται εναντίον των γυναικών, αφού στην εποχή των υπολογιστών, η κατάκτηση του γυναικείου σώμτος συνεχίζει να αποτελεί προυπόθεση της συσσώρευσης εργασίας και πλούτου, όπως αποδεικνύεται και από τις θεσμικές επενδύσεις στην ανάπτυξη αναπαραγωγικών τεχνολογιών, οι οποίες περισσότερο από ποτέ, υποβιβάζουν τις γυναίκες σε μήτρες. 266
Ο κλήρος απέκλεισε τις γυναίκες από τη θεία λειτουργία και την τέλεση των μυστηρίων, προσπάθησε να φετεριστεί τη μαγική, ζωοδότρα γυναικεία δύναμη υιοθετώντας ένα γυναικείο ΄ενδυμα, μετέτρεψε τη σεξουαλικότητα σε αντικείμενο αιδούς. Μέσω όλων αυτών, μια πατριαρχική κάστα προσπαθούσε να κάμψει τη δύναμη των γυναικών. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας <<η σεξουαλικότητα ενδύθηκε μια νέα σημασία... έγινε αντικείμενο εξομολόγησης κατά την οποία οι παραμικρές λεπτομέρειες των πιο προσωπικών σωματικών λειτουργιών αποτέλεσαν θέμα συζήτησης>> και <<οι διαφορετκές όψεις του σεξ κατακερματίστηκαν σε σκέψη, λέξη, πρόθεση, ακούσια παρόρμηση και πραγματικό γεγονός του σεξ, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί μια επιστήμη της σεξουαλικότητας. (Κοντρέν΄)…. …την τρίτη παπική σύνοδο του, η Εκκλησία εντατικοποίηση την επίθεσή της στο <<σοδομισμό>> , βάζοντας στο στόχαστρο συγχρόνως τους ομοφυλόφιλους και το μη αναπαραγωγικό σεξ (Μπόσγουελ) και για πρώτη φορά καταδίκασε την ομοφυλοφιλία («την ακολασία που είναι ενάντια στη φύση»). (Σπένσερ 1995α). ως έχει δείξει ο Ζακ Ροσιό ....... (Η πορνεία κατά τον Μεσαίωνα,) στη Γαλλία οι τοπικές αρχές στην πραγματικότητα αποποινικοποίησαν το βιασμό, με τον όρο ότι τα θύματα ήταν γυναίκες της κατώτερης τάξης. Στη Βενετία του 140υ αιώνα ο βιασμός μιας ανύπαντρης προλετάριας 267
σπανίωςεπέφερε κάτι περισσότερο α περιπτώσεις ομαδικού βιασμού। (Ρουγκιέρο 1989¨91)
Για τις προλετάριες, που με τόση περιφρόνηση τις θυσίαζαν τόσο οι αφέντες όσο και οι δούλοι, το τίμημα ήταν ανυπολόγιστο. Εφόσον είχαν βιαστεί ήταν δύσκολο να επανακτήσουν την κοινωνική τους θέση. Με την υπόληψή τουs να έχει καταστραφεί, έπρεπε να εγκαταλείψουν την πόλη ή να στραφούν στην πορνεία. Ακόμη και η εκκλησία έφτασε να αναγνωρίζει την πορνεία ως θεμιτή δραστηριότητα. Το κρατικό πορνείο θεωρείτο ότι πρόσφερε αντίδοτο στις οργιαστικές σεξουαλικές πρακτικές των αιρετικών, ότι θεράπευε το πρόβλημα του σοδομισμού, καθώς και ότι αποτελούσε μέσο προστασίας της οικογενειακής ζωής. Γι΄αυτόν δεν ήταν παρά ένα κατακερματισμένο εμπόρευμα, του οποίου τα συναισθήματα και οι επιλογές δεν λαμβάνονταν ποτέ υπόψη: το κεφάλι και η καρδιά της ήταν διαχωρισμένα από την πλάτη και τα χέρια της, και ξεχωριστά από τη μήτρα και τον κόλπο της. Η πλάτη και οι μύες της δούλευαν στο χωράφι...τα χέρια της έπρεπε να φροντίζουν και να αναθρέφουν τον λευκό άνδρα....Ο κόλπος της, που χρησιμοποιούνταν για τη σεξουαλική του ευχαρίστηση, ήταν η 268
είσοδος στη μήτρα, η οποία αποτελούσε τόπο της δικής του επένδυσης κεφαλαίου-με τη σεξουαλική πράξη να είναι το επενδυτικό κεφάλαιο, και το παιδί που θα προέκυπτε η συσσωρευμένη υπεραξία. (Η καρδιά του σκότους) Εν μέρει αυτό συνέβαινε διότι ήταν πολύ δυσκολότερο για εκείνες να γίνουν πλάνητες ή μετανάστριες εργάτριες, επειδή η νομαδική ζωή τις εξέθετε στην ανδρική βία, ειδικά σε μια περίοδο αυξανόμενου μισογυνισμού ...Ούτε μπορούσαν οι γυναίκες να γίνουν μισθοφόροι, αν και κάποιες ακολουθούσαν το στρατό ως μαγείρισσες, πλύστρες, πόρνες και σύζυγοι από ένα ράπισμα στον καρπό του χεριού, ακόμη και στις συχνές….. ΡΩΓΜΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ (ΤΖΩΝ ΧΟΛΟΓΟΥΕΗ-Εκδόσεις Σαββάλας) -Διαμαρτυρόμαστε για τον πόλεμο, για την αυξανόμενη χρήση των βασανιστηρίων σε όλον τονκόσμο, για τη μετατροπή κάθε μορφής ζωής σε εμπόρευμα προς αγορά και πώληση, διαμαρτυρόμαστε για την απάνθρωπη μεταχείριση των μεταναστών και την καταστροφή του κόσμου εν ονόματι του κέρδους.
269
. -Το πράττειν μού είναι πλέον εντελώς αδιάφορο ως προς το περιεχόμενό του, έχει συντελεστεί μιά απόλυτη αφαίρεση από τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο που παράγω έχει πλέον τόσο απόλυτα αποξενωθεί από εμένα που δεν με νοιάζει αν είναι τούρτα ή ποντικοφάρμακο, αρκεί να πουλάει.....Το πράττειν μου είναι αλλοτριωμένο ή αφηρημένο, και αυτή η αλλοτρίωση ή αφαίρεση το μετατρέπει σε εργασία: το το πράττειν μετατρέπεται σε αλλοτριωμένη ή αφηρημένη εργασία. -...εδώ υπάρχει μία βαθμιαία διαδικασία αφαίρεσης, ένας σταδιακός μετασχηματισμός της απόλαυστικής δραστηριότητας ......σε μιά εργασία τελείως αδιάφορη ως προς το περιεχόμενό της, σε μιά δραστηριότητα που διαμορφώνεται από το κυνήγι του χρήματος… ΤΟ ΣΩΜΑ (ΠΕΠΗ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ-Εκδόσεις Πλέθρον)
Το σώμα, οι παραστάσεις του σώματος, οι αξίες που συνδέονται μ' αυτό, χαράζουν τα πλαίσια, χωρίζουν τον κόσμο. Ο χάρτης όμως του πολιτισμού που γράφεται στη γλώσσα του σώματος δεν είναι ένας, αλλά πολλοί, διαφορετικοί και υπερκείμενοι σαν τα γεωλογικά στρώματα.
270
Οι πολιτισμοί μπορούν να κριθούν, και κατά συνέπεια να συγκριθούν, μόνο από μιά επαρκώς εσωτερική συμμετοχική ματιά, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για το σώμα, αντικείμενο αποσιωπήσεων, απαγορεύσεων, υπαινιγμών ή αναφορών, όπου δύσκολα ξεχωρίζει το μεταφορικό και το κυριολεκτικό. . Το σώμα είναι πάντα και η εικόνα του, εικόνα στην οποία παίζει από μιά ο πολιτιστικός επικαθορισμός, οι παραδεδομένοι κώδικες και από την άλλη το πανταχού παρόν στοιχείο της εύρεσης, το ότι η κάθε εικόνα του σώματος είναι το εύρημα αυτού που την βιώνει, την φαντασιώνεται, την κρίνει, την μεταδίδει. . Το σώμα δεν είναι απλώς η γύμνια του ή όχι. Ντυμένο ή γυμνό, το σώμα υποβόσκει σε κάθε πράξη επικοινωνίας, αποκαλύπτοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού ή μιας ομάδας. Ενας πολιτισμός, ακόμα κι αν δεν ντύνει με μιά συγκεκριμένη στολή τα σώματα, τα σφραγίζει. Πολιτισμικά καθορισμένο και κάποτε υπερκαθορισμένο το σώμα του άλλου, κινείται στον ρευστό χώρο που ορίζει η δική του πραγματικότητα και η δική μας φαντασίωση γι΄αυτό. . Ετσι στην πατριαρχική κουλτούρα η γυναίκα στέκει ως ένα σημαίνον της αρσενικής ετερότητας, δεσμώτης μιας συμβολικής τάξης, στην οποία ο άντρας μπορεί να εμπιστευτεί τις 271
φαντασιώσεις και τις εμμονές του μέσω της κυριαρχίας του στο επίπεδο του λόγου, επιβάλλοντάς τες στην σιωπηλή εικόνα της γυναίκας που είναι ακόμα δεμένη στη θέση της ως φορέας και όχι ως δημιουργός νοήματος. <<Η συνείδηση του σώματος >>, θέτουν το ερώτημα της κιναισθησίας, της εσωτερικής δηλαδή αντίληψης του σώματος, η οποία συνδέεται και με το δράμα του πόνου και της ηδονής, και διά της οποίας το άτομο συνειδητοποιεί την κίνηση, την στάση, την ισορροπία του. . Η ηδονή είναι η σαρκική αναζήτηση του αγνώστου, όπως η εγκεφαλικότητα είναι η πνευματική του αναζήτηση. Η ηδονή είναι η χειρονομία του δημιουργείν και η ίδια η Δημιουργία. Η σάρκα δημιουργεί όπως και το πνεύμα. Η δημιουργία τους μπροστά στο σύμπαν είναι ίση. Η μία δεν είναι ανώτερη της άλλης και η πνευματική δημιουργία εξαρτάται από την σαρκική. . Ο ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ (ΝΙΚΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ--Εκδόσεις Μεταίχμιο) Ο χώρος του ερωτισμού είναι ο χώρος της εικόνας του σώματος-ο χώρος του ερωτισμού είναι ο χώρος των φαντασιώσεων. 272
Γιατί ο ερωτισμός στην ουσία του είναι στην υπηρεσία ενός ευγενέστερου κοινού, πανανθρώπινου στοιχείου που υπάρχει στον κόσμο: Και είναι ο Έρωτας, δηλαδή ό,τι δίνει πνοή και ενότητα στη ζωή μας όλη. Μ΄αυτήν την έννοια, η αποσιώπηση και η περιθωριοποίηση και η καταδίκη και η ανομία στην οποία κηρύσσεται ο ερωτισμός, είτε με τη μετατροπή του σε εμπορεύσιμο είδος, είτε με την κύρωσή του υπό τη σκέπη της παρενόχλησης, δεν μπορούν να παράγουν τέχνη, γιατί δεν μπορούν να παράγουν αλήθεια. Η αλήθεια είναι τελικώς κάτι που πρέπει να εμπεριέχει και την ενόρμηση. . ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΕΙΣ-Κείμενα Βαίου, Βρυχέα, Καλλιπολίτη, Λαδά, Λυκογιάννη, Τεντοκάλη, Τσάμης, Τροβά, Χατζησάββα, Χριστοδούλου, Χρονάκη, Boys, Rendell. (Εκδόσεις Futura).
Ετσι, όπως και ο υλικός πολιτισμός, ο χώρος δεν είναι δοσμένος από τη <<φύση>>, φύσει υπάρχων, και αδρανής, που αρκεί να τον μετρήσεις γεωμετρικά για να τον κατανοήσεις, αλλά ένα εσωτερικό σύμφυτο και μετασχηματιζόμενο κομμάτι της καθημερινής ζωής, στενά συνδεδεμένο με τις κοινωνικές και προσωπικές τελετουργίες και δραστηριότητες. 273
Ο Lefebvre προτείνει ότι η κοινωνική παραγωγή του παραγωγή του χώρου πραγματοποιείται μέσω τριών διαφορετικών άλλα αλληλοεπηρρεαζόμενων διαδικασιών: α. <<χωρική πρακτική>> ( ο υλικός ή λειτουργικός χώρος), β) <<αναπαραστάσεις του χώρου>>(ο χώρος ως κωδικοποιημένη γλώσσα) και γ. <<ο χώρος όπως αναπαρίσταται>> μέσω της βιωμένης καθημερινής εμπειρίας του (representational space). . ....οι <<κυρίες>> φιγουράρουν στα πάρκα και στα θέατρα, οι <<έκπτωτες γυναίκες>> ανακαλ τονται στα παρασκήνια των θεάτρων, στα καφέ, στα folies και στα πορνεία. . Η bell hooks (1989) εξετάζει το ρόλο του χώρου, τόσο πραγματικού, όσο και μεταφορικού, στη διαμόρφωσή μας σε ανθρώπινα όντα μέσω της βιωμένης εμπειρίας και των επιδιώξεων. Αντίθετα το θηλυκό συσχετίζεται με το χαοτικό και σε πλήρη αταξία χώρο, ενώ ο λογοκεντρικός χώρος παραμένει αρσενικός. Προτείνεται, λοιπόν, η <<αποδόμηση>> του τρόπου με τον οποίο ο μεν άνδρας δομείται ως η θεμελιακή αρχή της κοινωνίας, η δε γυναίκα ως το αποκλεισμένο <<άλλο>> αυτής της αρχής.. Τα άτομα άνδρες και γυναίκες , οι οικογένειες, οι ομάδες που βρίσκονται σε διαδικασία 274
ανασφάλειας και περιθωριοποίησης έχουν δικαίωμα για μια κατοικία με ποιότητα που σέβεται την ιστορία τους και τον τρόπο ζωής τους σε μια ευρύτερη γειτονιά που ζει σαν σύνολο, σαν κοινότητα.. Ετσι ο έλεγχος της σεξουαλικότητας των γυναικών γίνεται εφικτός, με την παγίδευσή τους μέσω
του ίδιου του σώματός τους. .
Αυτό που υποστηρίζεται είναι ότι η Δυτική σκέψη (ανα)παράγει σχέσεις εξουσίας μεταξύ των φύλων, καθώς κατασκευάζει ομοιογενείς αναλυτικές κατηγορίες και σταθερά υποκείμενα. (σελ. 131). Εδώ αναγνωρίζεται η σημασία του σώματος στη διαμόρφωση της υποκειμενικότητας΄και το σώμα νοείται ως τόπος διασταύρωσης υλικών και συμβολικών δυνάμεων, ως η <<πρωταρχική μας θέση στον κόσμο, η πρωταρχική μας τοποθέτηση στην πραγματικότητα>>..
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ (Ιουλία Στεφάνου-Ιωσήφ Στεφάνου) Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π. Κάθε μορφή, για να γίνει κατανοητή και να ερμηνευθεί πρέπει να περιγραφεί, να συγκεκριμενοποιηθεί, να καθορισθεί, να μπει σε κάποια όρια, δηλαδή περιγράμματα οπτικά,
275
ψυχολογικά ή νοητά, ανάλογα με το αν πρόκειται για μορφή φυσική ή ιδιότητα ηθική ή αντιληπτική. Υπάρχουν πολλά είδη περιγραφής; Διαθέτουμε τόσες περιγραφές μιας μορφής όσες και δυνατότητες έκφρασης. Έχουμε περιγραφές οπτικές, ακουστικές, αφής, γεύσης, όσφρησης, κίνησης και ομιλίας. Η ομιλία, ο λόγος, ως ήχος φωνής ή οργάνου, φυσικός ή αποτυπωμένος (εικόνα ή γράμμα), είναι η ανώτερη μορφή περιγραφής, γιατί περιγράφει μια μορφή με βάση την επίδραση που έχουν στον κάθε δέκτη τα ιδιαίτερα γνωρίσματα (οπτικά, ακουστικά, αφής γεύσης, όσφρησης). Η επίδραση αυτή εμφανίζει μια ιδιαίτερη ψυχική λειτουργία, η οποία περιγράφεται στο νοητικό επίπεδο του δέκτη με τον προσφορότερο τρόπο που ο ίδιος διαθέτει για να κατανοήσει τι του συμβαίνει και να το μεταδώσει στους άλλους. Αυτό που ο λόγος ως "ομιλία", με τη γενικότερη έννοια, προσφέρει είναι ένα περίγραμμα, η γραμμή του οποίου περικλείει αισθήσεις, εντυπώσεις νοήματα που δεχθήκαμε και επιζητούμε να ερμηνεύσουμε για να κατανοήσουμε και να επικοινωνήσουμε. Μιά μορφή είναι ένα σύνολο πολλών ιδιοτήτων, το οποίο προσπαθώ πρωταρχική ιδιότητα, η οποία έχει τη δυνατότητα να περικλείει όλες τις άλλες. Το περίγραμμα μιας μορφής περικλείει και ανάγει σε όλες τις ιδιότητές της και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα.
276
Ερμηνεία είναι η αναζήτηση του νοήματος της μορφής. Αυτό το νόημα όμως έχει πολλά επίπεδα, όπως π.χ. αυτό του φαίνεσθαι της μορφής, της λειτουργίας της ή της βαθύτερης ύπαρξής της. Δηλαδή, ο τρόπος σκέψης που χωρίζει πρέπει να συμπληρωθεί με τον τρόπο σκέψης που συνδέει. ΄Ηδη "η πολύπλοκη σκέψη", η συνυφασμένη, η διαπλεγμένη σκέψη, είναι μιά νέα μορφή σκέψης (E. MORIN, 1990) που χρησιμοποιείται, ώστε να έχουμε περισσότερες πληροφορίες γι' αυτό που μελετάμε και να μπορούμε να τις συναρμολογήσουμε με το ευρύτερο και να τις οργανώνουμε. Οι ανάγκες των ανθρώπων καλύπτονται μέσα από την οργάνωση μορφών κάθε ουσίας, αντικειμένων κάθε κλίμακας, υλικών μορφών, μορφών δράσης (ενέργειες, συμπεριφορές) και πνευματικών μορφών (γνώσεις, αυτογνωσία, αυτοκαλλιέργεια). Όλες αυτές οι μορφές δομούν έναν ανθρώπινο κόσμο και συμβάλλουν στο "κατοικείν" του ανθρώπου με την ευρύτερη έννοια του όρου, αυτήν που επιτρέπει στον άνθρωπο να " κατοικεί ανάμεσα στον ουρανό και στη γη" (HEIDEGGER, 1986), σ' έναν κόσμο όπου το ζητούμενο είναι η " τάξη" η οποία αναδύεται από την "αταξία". Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να οργανώσει την αταξία, να κυριαρχήσει στο τυχαίο, να προβλέψει το απρόβλεπτο. 277
Η νέα μορφή σκέψης μέσα από την τάξη και την αταξία εξάγει πληροφορίες που χρησιμοποιούνται ως στοιχεία οργάνωσης, διαλύουν μιά αβεβαιότητα και δημιουργούν νέα στοιχεία σε μια κατάσταση. Τα σχήματα είναι, λοιπόν, μορφές τάξης, αφού ως μικρο-σχήματα σχηματίζουν περιγράφουν, ανήκουν στο όλον και ταυτόχρονα περιέχονται στα μεγα-σχήματα, οργανώνοντας ένα ενιαίο και ταυτόχρονα ποικίλο σύστημα μορφής. Τα επί μέρους σχήματα που συνθέτουν τη μορφή αυτή εναρμονίζονται με το δικό της ρυθμό, τη δική της κίνηση και τάξη. Φαίνεται-Τα περιγράμματα, τα οποία η αρχική διάνοια προκάλεσε, δεν ήταν ποτέ "κλειστά". Η σύγχρονη ερμηνεία συνδέει τη δική μας διάνοια με πρόθεση και σκοπό επανασύνδεσης. Ετσιη χρήση των δημιουργημάτων αυτών σήμερα μπορεί να αλλάζει, αλλά η μνήμη υπάρχει μέσα από το κάλλος, την αρμονία και την ακρίβεια που εμφανίζονται διαχρονικά σε μιά άλλη πραγματικότητα. Η ερμηνία μας διευρύνεται συνεχώς μέσα από τη γνώση, την αντίληψη και τη διάνοια, και συνέχει με αλήθεια τη γραφή του κτισμένου από τον άνθρωπο Τόπου. Τι είναι το περίγραμμα της μορφής; Είναι το όριό της, είναι αυτό που την ορίζει, την καθορίζει, την περιέχει, τη δημιουργεί πολλές φορές και κατά κύριο λόγο την κάνει αντιληπτή, της δίνει 278
την ταυτότητά της, σφραγίζει τη φυσιογνωμία της, τη διαχωρίζει, αλλά και την συνδέει με το περιβάλλον της. Ο συνδυασμός όλων αυτών των εικόνων (επίπεδο αισθήσεων, επίπεδο συναισθημάτων, επίπεδο νοημάτων), η γνωριμία του ατόμου μαζί τους και η συναλλαγή του μ' αυτές οδηγούν στη βιωματική γνώση του χώρου, ενός χώρου όπου ο άνθρωπος έχει δώσει τα δικά του προσωπικά αισθήματα, συναισθήματα και νοήματα και έτσι μετέχει σ' αυτόν, υπάρχει σ' αυτόν όχι ως αντικείμενο αλλά ως μέρος του. Δημιουργεί τον εαυτό του αλλά και το περιβάλλον του, μέσα από τις διάφορες απ-εικονίσεις του, δηλαδή τις εντυπώσεις του, δηλαδή τις εντυπώσεις στις αισθήσεις και στον εγκέφαλό του ή στα υλικά μέσα που ο ίδιος αποτυπώνει ως εικόνες, με όλες τις μορφές έκφρασης της τέχνης ή του λόγου που διαθέτει, για να τις κάνει φανερές και να επικοινωνήσει ανταλλάσσοντας τες. Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να γίνει "οικείος", να είναι φίλος με "πληροφορίες", αλλά μόνο μέσα από "ποιότητες" συνδέεται με το "φυσικό και ανθρωποποιητό" "χαρακτήρα" των πραγμάτων.
279
Ενα περί-γραμμα δεν είναι απλά το σχήμα ενός πράγματος, είναι κάτι που περιγράφει, που μπορεί να ονομάσει και έτσι να εκλογικεύσει το 'χώρο" , που ορίζει τη "χώρα" του, με την πλατωνική σημασία του όρου. Είναι ο μύθος που οδηγεί στο λόγο, ώστε ο χώρος να γίνει τόπος. ι σαν η γραμμή που περιγράφει να είναι-Ο άνθρωπος, αναπτυσσόμενος, γνωρίζει όλο και καλύτερα το χώρο του. Ζητά τη σχέση του, τη σύνδεσή του, με όλο και ευρύτερα συστήματα του χώρου, γίνεται όλο και πιο συνειδητός για το χώρο του. Αναγνωρίζει το χώρο και τις ιδιότητές του, τον οικειοποιείται, και στη σχέση μ' αυτόν βρίσκει τον προσανατολισμό του, την ταυτότητά του και τις εξαρτήσεις του. Ετσι ο άνθρωπος γίνεται φίλος με το χώρο. Και ο χώρος τότε γίνεται γι' αυτόν ένας συγκεκριμένος τόπος. Κατανόηση-Αναπαράσταση(παρουσίαση)-Πραγματοποίηση. Το περίγραμμα ως "όριο"΄ ενός "άλλου" του δίνει μορφή , και αυτή η μορφή ξυπνά τη σχέση του εαυτού μας με το "άλλο" ως "συμφωνία" μέσα από τη "διαφορά" των "αντιθέσεων". Οι ιδεολογικού κώδικες ερμηνεύουν και αξιολογούν τα περιγράμματα με βάση το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό ή θρησκευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και υπάρχει ένας τόπος. Θα πρέπει, βέβαια, να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα στα περιγράμματα που τονίζουν 280
την ιδεολογική προέλευση ή λειτουργία μιας μορφής, από το ίδιο το ιδεολογικό της περίγραμμα, δηλαδή το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίστηκε η μορφή. Το ιδεολογικό περίγραμμα εννοείται ως ιστορικό, πολιτιστικό και ταυτόχρονα περιβαλλοντικό με την έννοια του φυσικού περιβάλλοντος. Ο εθνικός χαρακτήρας, π.χ. , οριοθετεί ένα περίγραμμα ιδεολογικό, μη υλικό, μη υλικό, που δίνει το αφηρημένο περίγραμμα μιας χώρας. Το ιδεατό περίγραμμα, το νοητικό. Π.Χ. η πόλη έχει έκταση 30 χλμ. από το κέντρο. Δημιουργούμε νοητικά ένα περίγραμμα και την περικλείουμε. Το ίδιο περίγραμμα, η νοητική οριοθέτηση, είδαμε ότι υπάρχει στη λογοτεχνία στο θέατρο, στη μουσική ή στη ζωγραφική. Είναι το αφηρημένο περίγραμμα που δίνουμε νοητικά ή και συναισθηματικά, που ανήκει σε ένα επίπεδο ιδεατό φαντασίας ή μνήμης και δημιουργεί ένα πλαίσιο που δεν αποτυπώνεται άμεσα αλλά έμμεσα στη μορφή. Η αρχή του "ολογράμματος" Εδώ τονίζεται το παράδοξο ορισμένων συστημάτων, όπου όχι μόνο το μέρος υπάρχει στο σύνολο, αλλά και το σύνολο υπάρχει στο μέρος. Το σύνολο της γενετικής κληρονομιάς υπάρχει σε κάθε μεμονωμένο κύτταρο. Έτσι, το άτομο είναι μέρος της κοινωνίας, αλλά και η κοινωνία είναι παρούσα σε κάθε άτομο, μέσω της γλώσσας, του πολιτισμού και των προτύπων του. 281
Κατά το μέτρο που ο κυματισμός διαδίδεται προς τη δυτική πλευρά του τοπίου γίνεται πιό συμπαγής, πιο ακατάστατος, ακριβώς όπως συμβαίνει στο θαλάσσιο κύμα που πλησιάζει στην ακτή. Δεν μπορεί πιά να διατηρήσει την εσωτερική έντασή του και αρχίζει να αναπτύσσεται γεννώντας νέα σχήματα, τείνοντας έτσι προς έναν ελκυστή που βρίσκεται τοποθετημένος πιο κάτω στο σύστημα. Οταν το κύμα σπάει, δημιουργεί τέλματα που κρυσταλλοποιούνται για να δημιουργήσουν έτσι πιο στέρεες μορφές. Ο άνθρωπος μπορεί να νιώσει τον ουρανό ως κάλυψη και να εκφράσει την κάλυψη αυτή με ένα όλο ή μπορεί να τον νιώσει ως ανάταση και να εκφράσει την κατανόησή του αυτή με τις οξύκορφες στέγες που σαν βέλη επιθυμεί να τον ενώσουν με το σύμπαν. Ετσι εξηγείται κάπως το φαινόμενο των μορφών που "αντέχουν" περισσότερο στο χρόνο ή ακόμα η επαναφορά, επαναβίωση, η μόδα κάποιων μορφών που η μνήμη μας τους δίνει το προβάδισμα, επειδή θεωρεί ίσως ότι "ανοίγουν" άλλους ορίζοντες αποκαλύπτουν νέες αλήθειες. Γενικά, όταν νιώθουμε "μέρος" της εικόνας, τότε βλέπουμε τμήμα της μόνο.
282
Ο αστικός χώρος περιλαμβάνει την "κατοικία" ως στοιχείο ανάμεσα στους αντιθετικούς πόλους "εντός-εκτός", "επάνω-κάτω", "εδώ-εκεί" κ.ά. και εξασφαλίζει την ανάγκη της επικοινωνίας του ανθρώπου σε πρακτικό, σε συναισθηματικό αλλά και σε ιδεολογικό επίπεδο, καθώς και την ανάγκη του "κατοικείν" σε ένα χώρο τον οποίο ο άνθρωπ ολοκληρώσει την ύπαρξή του να διασυνδέσει να βελτιώσει το άτομό του και να το διευρύνει ως οντότητα διαχρονική. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι η διαπίστωση της φυσιογνωμίας ως συγκεκριμένης οντότητας, συγκεκριμένης ιδιαιτερότητας με ορισμένη ταυτότητα, γίνεται πάντα μέσα από την αντίληψηκατανόηση όλων των μορφών έκφρασης της πόλης και τελικά όλων των στοιχείων εκείνων που θεωρούμε σημαντικά για τη σχέση μας, τη διασύνδεσή μας με τον τόπο, την πόλη. Ετσι οντοποιούμε την πόλη, αφού της προσδίδουμε σημασίες, αλλά και μας οντοποιεί, αφού ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας συνδιαλεγόμενοι μαζί της. Ο τόπος δε μας είναι λοιπόν αδιάφορος, αλλά αποτελεί στοιχείο με το οποίο είμαστε συνδεδεμένοι μέσα από τις γνώμες μας, τις κρίσεις μας, τα συναισθήματά μας και τις πράξεις μας. Μήπως ο σημερινός άνθρωπος έχει χάσει και αυτός το ιδιαίτερο, το ατομικό του πρόσωπο, έχει υποδουλώσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του σε μια ομοιόμορφη ανθρώπινη διεθνή φυσιογνωμία, την 283
οποία εύκολα αντέγραψε χάνοντας όμως τις ιδιαιτερότητες, τις δικές του ποιοτικές αξίες που δε διευκολύνθηκε να εκφράσει. Υπάρχει, και σε ποιο βαθμό, ένα νοηματικό υπόβαθρο που μαζί με το συναισθηματικό φόρτο επηρεάζουν τον κώδικα με βάση τον οποίο ερμηνεύει, αναγνωρίζει και συνδέεται τελικά με τον αστικό χώρο; Χώρο σημαντικό στον οποίο ο άνθρωπος μπορεί ελεύθερα να ολοκληρώνεται δίνοντας τα νοήματά του σ' αυτόν και ανταλλάσσοντας τα με μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη δράση, ώστε να προσδιορίζει αφενός την ταυτότητα, την ξεχωριστή φυσιογνωμία του συγκεκριμένου χώρου μιας πόλης. ο χώρος αυτός δεν είναι ουδέτερος, αδιάφορος και συγκεχυμένος, αλλά εκφράζει την ιδιομορφία του "κατοικείν" , έχει γίνει πραγματικά " τόπος" των κατοίκων του. Τόπος που συνδέει με το παρελθόν και προβάλλει στο μέλλον την ίδια μας την ύπαρξη, το "εγώ" και τους "άλλους", το "εδώ" και το "εκεί", το "τώρα" και το "τότε" ή το "τώρα" και το "μετά", ώστε το άτομο να εντάσσεται στο κείμενο της πόλης και να επικοινωνεί με τα "άλλα". οποιος έχει στη διάθεσή του για να εκφράσει τις ικανότητές του και ν-Νοήματα που μπορούν να εμφανίζονται μόνο αφού ορίζονται, αφού κατακτώνται, συνδέοντάς μας μαζί τους και ορίζοντας
284
έτσι τη δική μας οντότητα, το προσωπικό μας "τώρα" δίνοντας συνοχή στο νόημα μιας ιστορίας. Είναι περίεργο και θαυμαστό ότι για να αποτελέσει η κάθε μορφή οργανικό μέρος ενός ευρύτερου όλου πρέπει να έχει ολοκληρώσει το διάλογό της μέσα από τα ανοίγματα που η ίδια έχει δημιουργήσει με το περιβάλλον της, μέσα από τη συναλλαγή της και μέσα από τη δημιουργία και την πληρότητα. του ατομικού ορίου της, μέσα από την ίδια την ταυτότητά της, τη φυσιογνωμία της. Φαίνεται ότι μόνο με τον τρόπο αυτό, τη μετατροπή της ατομικότητας σε οριοθετημένη ταυτότητα, κάθε μορφικό σύστημα μπορεί να οργανωθεί σε ένα ευρύτερο σύστημα. Ο χώρος, όπως και ο χρόνος, αποτελεί μια αφηρημένη συνθήκη. Είναι ένα απλό περιέχον και η αξία του στηρίζεται στην περιεκτικότητά του. Μια σίγουρη εικόνα ενός τόπου δίνει το πρώτο υλικό από σύμβολα και συλλογικές μνήμες που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την κοινωνική επικοινωνία με τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του και αυξάνει τη δυνατότητα για μια ισχυρή ανθρώπινη εμπειρία.
285
Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του και τα συναισθήματά του, ώστε τελικά να δώσει τελικά νοήματα, να ερμηνεύσει, να καταλάβει τριπλά (αισθητικά, συναισθηματικά και νοητικά) τον κόσμο γύρω του με σκοπό να εν-εργοποιήσει δεσμούς αλήθειας με αυτόν.
286
FICTION ANTHOLOGY FROM THE REPRESENTATION Patsalidis -Greek Letters)
TO
THE
PRESENTATION.
(Savas
The transcendence functions as a heresy of reality and of its synthetic elements. It is a centrifuge route that flirts with the unknown and its unknown potentials. Deviating from the neutral zone, where the convergence of the transmitter and the receiver, of the signifier and the signified, is taking place, the transcendence as an aesthetic or an ideological statement regroups somewhere else, maybe in the edge, where the established speech of everyday life 287
obtains an unprecedented liquidity. All their crosstalk underlines this complementary function that is derived from one point of view and its antithesis, leading to the composition nothing moves in a linear way in Muller's world. There is a strong sense of liquidity that shatters all stable outlines. We read how he describes the traumatic experience of rape... Another instance that creates false impressions for the tragic character of the main hero is the point where he moves towards the road of self sacrifice while singing and dancing. The familiar and the alien, the inner and the outer, the western logic and the African spontaneity, the face and the mask, the politics and the supernatural, the power and the counter-power, the action and the reaction, the composition and the discomposition, the selfness and its transcendence, the real and the simulacrum, the place and the non-place, the nativism and the cross-cultural, the << I >> and the <<us>>, the << there and then >> of fiction and the <<here and now>> of the spectacle. 288
Ogun ....god of the seven paths. - there it refers to the oil, the wine, the blood, the water of the fountain, of the rain, the juice of the tree and the sperm.. A body without a head is a mass without an identity, without a name and history..... His death signals the end of a narrative and the beginning of another one that derives from the (ritualistic) past to move towards the future The real bodies that, form time to time, were called on to transform to mythical beings (also) became non bodies and played the slithery game of the distances between points, visible and invisible, borderline and not. Means of representation and, at the same time, themselves as well. The real body does not stop being itself. By no means can it evaporate or dematerialize. No matter what it may do, or may pretend to be, it is in no place to erase its own traces of selfhood, meaning its double encoding (Korper/Leib) that wants it to operate as a surface in which on the one side the show inscribes tis codes and on the other side the society declares its <<presence>>, who has actually (pre)written and (pre)defined the body long before the show289
through medicine, laws of the state, Mass Media, nutrition, education etc., in short, through its own codes of representation. . ...an actor stopped in a neutral state, in an almost â&#x20AC;&#x153; de-personalizedâ&#x20AC;? state, able to make the body autonomous, meaning to detach it from the social mechanisms and allow it to talk in his own idiolect. ...the actor is dissociated again from the character, he re-examines him from a distant place , from a social position which he incorporates in the way in which he displays him. (gestus)... ...one of the missions of the social speech and the social practice is to discipline the human body,to control it and, in the end, to relieve it from its materiality and its innate vivid capacities or tendencies, and to submit it to another text with specified codes of representations. ...the human subjectivity is not something irrelevant and original, but a mass that is constantly structured and re-structured according to the rules of the medium of reproduction. A mass that is forced to experience the often wayward symptoms of a world 290
that never gets tired of displaying its strength and power, that never gets tired of colonizing bodies and ideas. ...the body and the way it wanders, it reenacts, is being reenacted and is being disfigured, is one of the many symptoms of a certain social reality that in order to be served and, of course, in many ways to serve, imposes its own rules and manipulations. .. each era dresses with it own sight the bodies that inhabit it. ....a performance in the track of life. ...for now, we have two kinds of performance: one that demands skills and their display, and the one that also demands display, though not of skills but of recognizable ways of conduct... We are referring, for instance, to language performance, sexual performance, political etc. My dear friend, I made this total removal and I regained my health. Seems odd to you, right? But I feel good. It's like I am cleansed, do you get it? They removed everything from inside of 291
me, everything. Womb, ovaries, fallopian tupe, everything. They threw them away, everything to the garbage. My cunt, the reason of all the evil, to the garbage too. And I found peace. I will find peace ( Death of Eleni- my note). A route of identities without any stable center- daughter-artist-woman-whore. Identities that resemble a series of “costumes” that somebody wears according to each occasion.. In Finley appears the image of a body that discards all the texts, that it becomes itself the text , the object and the subject simultaneously. CALIBAN AND THE WITCH (Silvia Federici- Foreign Publications). Caliban and the witch exhibits that the body for women in the capitalist society has become what the factory is for the male workers: the main field of their exploitation and their resistance, as the female body became an object that was familiarized by the state and by men and was obliged to function as a medium of reproduction and accumulated labor. …it was based on the economic dependence of women on men, as an outcome of their 292
exclusion from the salaried job positions. Once more, the violence that has been launched is targeted against women, since in the era of computers, the conquest of the female body continues to be a requirement for the accumulated labor and wealth. This is also proven from the institutional investments on the development of reproductive technologies, which, now more than ever, reduce women to wombs. The clergy has ostracized women from the Divine Liturgy and the celebration of religious mysteries, tried to usurp the magical, life-giving female power by adopting a female attire, and converted sexuality into an object of disgrace. Through all these, a patriarchal caste was attempting to bend the female power. During this process “sexuality was attired with a new meaning...it became an object of confession, in which the smallest details of the most intimate bodily functions became a topic of discussion” and “the different facets of sex were dismantled according to the thought, the purpose, the unwittingly impulse and the real sex event, in order to establish a science of sexuality. (Kodren) ... …In its third papal council, the Church has intensified its attack against “sodomy”, having as a target homosexuals and non-reproductive sex as well (Boswell), and, for the fist time, 293
condemned homosexuality ( “the lechery that goes against nature”) (Spenser 1995α). as Jacque Rosio has noted ....... (Prostitution during the Middle Ages) the local authorities in France had in reality decriminalized rape, under the condition that the victims were women of the lower class. In Venice of the 14th century, the rape of a single proletarian woman would rarely have any consequences to the offender, as in cases of a group rape\ (Ruggiero 1989¨91) For the proletarian women, that were so scornfully sacrificed both by their masters and by the slaves, the price they had to pay was enormous. Since they had been raped, is was difficult to regain their social status. Having their reputation completely destroyed, they had to abandon the city or turn to prostitution. Even the church came to recognize prostitution as a rightful activity. The state's brothel was considered to offer an antidote to the orgiastic sexual practices of the heretics, that it was curing the problem of sodomy , while at the same time was a means of protecting the family life. For him it was nothing more than a fragmented merchandise, whose feelings and choices were 294
never been taken into account: her head and her heart were separated from her back and and her arms, also separate from her womb and her vagina. Her back and her muscles were working in the field... her arms had to breed and tent for the white man... Her vagina, that was used for his sexual pleasure, was the entrance to the womb, which constituted the place of his own capital investment, and the child that would occur, the accumulated surplus. ( The heart of darkness) This was occurring partly because it was harder for them to become wanderers or immigrant workers, because the nomad life was exposing them to the male violence, especially in a time of a growing misogyny... Neither could women become mercenaries, even though some of them were following the army as cooks, prostitutes and wifes from a smack in the wrist of the arm, even in the often....
CRACK CAPITALISM (JOHN HOLLOWAY- Savvalas Publications)
-We are protesting against war, against the growing use of tortures all around the world, 295
against the transformation of every form of life into a merchandise to buy and sell, we are protesting against the inhuman treatment of the immigrants and the destruction of the world for the sake of profit. My actions are now completely indifferent towards their content, a complete deduction of its particular characteristics has occurred. The object that I produce has now become so alienated from me that I do not care if it is a cake or rat poison as long as it is sold... My actions are alienated or abstract and this alienation or abstraction transforms it into work: My actions are transformed into an alienated or abstract work. -...here there is a gradual removal process, a gradual transformation of the enjoyable activity... into a completely indifferent, towards its content, work, into an activity that is being shaped by the hunt for money...
THE BODY (PEPI RIGOPOULOU- Plethron Publications)
296
The body, the presentations of the body, the values that are connected to it, all these shape the framework, divide the world. However, the map of civilization that is written on the body is not just one, but many, different and transcendent like the geological layers. Cultures can be judged, and consequently can be compared, only with a constant inner participatory look, especially when it comes to the body, an object of suppressions, prohibitions, hints or references, where the distinction between the metaphorical and the literal is blurred. The body is always at the same time its image too, an image which is entangled, on the one hand, with the cultural agreements, the specified codes, and, on the other hand, with the always present element of discovery, meaning that every image of the body is the discovery of the one who experiences it , who fantasizes about it, who judges it, transmits it. . The body's importance does not only lie on its nudity or not. Dressed or not dressed, the body is underneath every act of communication, revealing the particular characteristics of a culture or a group. A culture, even if it does not dress the bodies with a specific costume, it seals them. The body of the person next to us, which is culturally predetermined and, 297
sometimes, extravagantly predetermined, moves through the liquid space that his own reality and our own fantasy determine. Thus, in the patriarchal culture the women stands as a signifier of the male difference, captive of a symbolic social class, in which man can entrust his fantasies and obsessions through his verbal dominance, enforcing them to the silent figure of the woman who is still bound to her position as a carrier and not as a creator of meaning. “ The conscience of the body”
poses the question of kinesthesis, meaning the internal
perception of the body, which is connected with the drama of pain and of pleasure, from which each person comprehends his movement, his position, his balance. . Pleasure is the carnal pursuit of the unknown, as is the use of the brain its spiritual pursuit. Pleasure is the gesture of creating and Creation itself. The flesh creates as the spirit does too. Their creation is equal to the universe. Neither of them is superior to the other and the spiritual creation is dependent on the carnal creation. . EROTICISM IN ART (NIKOS SIDERIS—Metechmio Publications) 298
The space of eroticism is the space of the image- The space of eroticism is the space of the fantasies. Because eroticism is essentially serving a more noble, common, universal element that exists in the world: And this is love, meaning everything that provides breath and unity in our whole life. In this sense, the suppression, marginalization, conviction and the anomie in which eroticism is being sentenced to, either with its conversion to a merchandise or with its sanction as a harassment, does not allow it to produce art, because it cannot produce truth. And truth is , after all, something that must include a rushing urge. SHIFTINGS -Texts of Veou, Vrychea, Kallipoliti, Lada, Lykogianni, Tentokali, Tsamis, Trova, Chatzisavva, Christodoulou, Chronaki, Boys, Rendell. (Futura Publications).
Thus, like material culture, space is not something given from â&#x20AC;&#x153;natureâ&#x20AC;?, pre-existant and passive that in order to understand it you just need to count it geometrically, but it is an 299
innate and a mobile part of the everyday life, closely related with the social and personal rituals and activities. Lefebvre suggests that the social production of space occurs through three different but interrelated procedures: a. the “space practice” ( the materialistic or functional space), b. the “representations of space” (space as an encoded language) and c. the “representational space” through the everyday experiences that it experiences. . ....”ladies” stroll about in parks and in theaters, while the “fallen women” are discovered in the backstage of the theaters, in the cafés, in the follies and in the brothels. . Bell hooks (1989) examines the role of space, of the real one as much as the metaphorical one , in our formation as human beings though the lived experiences and the goals. To the contrary, the female is associated with the chaotic and is considered to be in complete disorder with space, as the logical space remains male. So, what is suggested is the “deconstruction” of the way in which men are perceived to be the 300
fundamental authority of the society, while women are the excluded “other”of this authority. . People, men and women, families, groups that experience insecurity and marginalization, have the right to a habitation with quality, that respects their history and their way of living, in a broader neighborhood that co-exists as a whole, as a community. . Thus, the control of the sexuality of women is achieved, with their entrapment through their own body. . What is being claimed is the fact that Western thought (re)produces power relations between the two sexes, as it constructs homogeneous extensive categories and stable subjects.( page 131). So,in this point the importance of the body in the molding of subjectivity is being recognized, and, at the same time, the body is considered a crossroad of materials and symbolic powers, as “our primary place in the world, our primary positioning in reality”.. DESCRIPTION OF THE IMAGE OF THE CITY (Ioulia Stefanou-Iosif Stefanou) University Publications N.T.U.A.
301
Each shape, in order to become understood and interpreted has to be described, specified, determined, put inside some boundaries, meaning outlines, visual,psychological or invisible, depending on whether it is a natural shape or if it refers to an ethical or perceptual ability. There are many kinds of description. We have as many descriptions of a shape as many possibilities of expression. Vision, hearing, touch, taste, smell, movement and speech. All these expressions correspond to different kinds of description. The speech, the talk, as a sound of a voice or of an instrument, natural or imprinted, ( image or letter), is the highest form of description, because it describes a shape based on the influence that the particular features (visual, auditory, touch taste, smell ) have on each receiver. This influence exposes a particular mental function, which is described on the mental level of the receiver with the most profitable way in which he can understand what is happening to him and transmit it to the others. What the talk, as a “speech” offers, in a broader sense, is an outline, whose line contains senses and impressions. EROTICISM IN ART (NIKOS SIDERIS—Metechmio publications) meanings that we accepted and strive to interpret in order to understand and communicate. 302
A shape is a sum of many abilities, with the primary ability including all the others. The outline of a shape encloses and transforms in all its abilities, its characteristic traits. Interpretation is the search of the meaning of shape. But this meaning has many levels, for instance, the one of the appearance of the shape, of its function or its deeper existence. So, the way of thinking that divides must be accompanied by the way of thinking that connects. Already, the “sophisticated thought”, the united, entangled thought, is a new form of thought (E. MORIN, 1990) that is being used in order to accumulate more information regarding the subject that we study ,organize it, and be able to piece them together the wider context. People's needs are met through the organization of shapes of every essence, of objects of every scale, of material shapes, action shapes (energies, behaviors) and mental shapes ( knowledge, self-awareness, self-cultivation). All these shapes construct a human world and contribute to the “living” of the human with the broader sense of the term, the one that allows the human to “dwell between the sky and the earth” (HEIDEGGER, 1986), in a world where what is crucial is the “order” which is rising through the “disorder”. People feel the need to organize 303
disorder, rule the random and predict the unpredictable. The new form of thought, through the order and disorder, exports information that is used as organizational elements, destroy an uncertainty and create new elements in a situation. Thus, shapes are forms of order, since as micro-shapes shape, describe and belong to the whole, while simultaneously are part of the mega-shapes by organizing a united and, at the same time, diverse shape system. The individual shapes that compose this shape are harmonized with its own rhythm, its own movement and order. It appears- The outlines, which were caused by the original genius, were never â&#x20AC;&#x153;closedâ&#x20AC;?. The modern interpretation connects our own genius, having as its intention and goal the reconnection. Thus, the usage of these creations can nowadays be altering, but memory exists through the great beauty, the harmony and the precision that appear diachronically in another reality. Our interpretation is constantly broadened through knowledge, perception and genius, and it truthfully co-owns the wittings of the man-built Place. What is the outline of the shape? It is its limit, it is the thing that defines it , determines it, 304
encloses it, creates it and, mostly, makes it perceptible, that gives the object its identity, seals its figure, separates it, but also connects it with its environment. The combination of all these images ( level of senses, level of sentiments, level of meanings), the acquaintance of the person with them and his exchanging, lead to the experiential knowledge of space, a space where each person has given its own personal sentiments, emotions and meanings and, thus, is engaged in it , exists in it, not only as an object but as its part. He creates himself but also the environment, through his various imagings, meaning the impressions, that is to say the impressions made on his senses and his brain or the ones made on the material means with which he himself depicts images, through the usage of all the aspects of art or speech that he possesses, having as a goal to bring them to the surface and to communicate by exchanging them. However, a person cannot become “familiar”, a friend with “information”, but only through “qualities” does he connects to the “natural and man-made” “character” of things. An out-line is not just the shape of an object, it is something that describes, that can name and, thus, rationalize “space”, that defines its “land” in the platonic sense. It is the myth that leads to speech, so that space becomes place. -The person, while developing, becomes more acquainted with his space. He seeks his relation, 305
his connection with even wider systems of space and becomes even more conscious about his space. He recognizes the space and its abilities, he familiarizes with it, and through his relation with it, he discovers his orientation, his identity and his addictions. In doing so, the person becomes a friend of space. And then, space becomes for him a particular place. Comprehension- Representation(presentation)- Realization. The outline as a “limit” of the“other”, gives it shape, and this shape awakens the relation of ourself with the “other”, as an “ agreement” that comes through the “difference” of the “contrasts”. The ideological codes interpret and evaluate the outlines based on the social, political, cultural or religious frame in which a place was developed and in which it exists. Certainly though, there has to be a clear distinction between the outlines that underline the ideological origin or function of a shape, and its ideological outline itself, meaning the ideological frame in which the shape appeared. The ideological outline is counted as historical, cultural and, at the same time, environmental in the sense of the natural environment. The national character, for instance, defines an ideological outline, non material, that gives the abstract outline of a 306
country. The virtual outline, the mental one. For example, the city occupies an area of 30 km counting from the center. We mentally create an outline and we enclose the city. The same outline, the mental bounding, also appears in literature, in theater, in music or painting. It is the abstract outline that we mentally or even sentimentally give, that belongs to a level of fantasy or memory and creates a frame that is not imprinted in the form directly but indirectly. The beginning of the â&#x20AC;&#x153;hologramâ&#x20AC;? Here is being stressed the paradox of certain systems, in which not only the part exists in the whole, but the whole exists in the part as well. The total of the genetic heritage exists in every cell. Thus, the person is part of the society, but the society is present in every person too, through his language, his culture and his models. According to the measure with which the ripple is spread towards the west side of the scenery, it becomes more concrete, more messy, exactly like what happens to the sea wave as it reaches the coast. It can no longer maintain its inner intensity and begins to evolve by creating new shapes, and extending to an attractor that is placed lower in the system. When 307
the wave breaks, it creates mire that is crystallized in order to create more solid shapes. The person can feel the sky as a coverage and express this coverage with a whole or can feel it as an uplift and express this understanding with sharp roofs like arrows with which he wishes to be united with the universe. This offers an explanation to the phenomenon of shapes that “last” longer in time or even the rewinding, the revival of the fashion of some shapes that our memory gives them a leap, because it believes that it may “open” other horizons , and reveal new truths. In general, when we feel “part” of the image, then we only see a part of it. The urban space includes the “habitation” as an element in-between the antithetical poles “inside-outside”, “up-down”, “here-there” and so on, and it insures the need of humans for communication in a practical, sentimental, but also ideological level, as also the need of “dwelling” in a place where the person can complete his existence, can interconnect and ameliorate his self and can broaden himself as a timeless being. So, it is certain that the realization that the figure is a specific entity, a specific particularity 308
with a certain identity, always comes through the perception-understanding of all the forms of expression of the city, and, finally, of all those elements that we consider essential for our relationship and our connectivity with our place and our city. Thus, we transform the city into an entity, since we project to it interpretations, but it also transforms us in to entities, since we discover ourselves by dialogging with it. So the place is no longer indifferent, but constitutes an element which which we are connected through our opinions, our judgments, our sentiments and our actions. Has the modern man lost his special, individual face, has he enslaved his special figure to a uniform universal human figure, which he copied easily , but he lost his own qualitative values that was not facilitated to express? Is there, and to what extent, a mental background that together with the sentimental burdain influence the code with which he interprets, recognizes and, finally, connects with the urban space? An important place in which man can freely be completed by giving his meanings to him and by exchanging them with the most finished action, so that it would define, on the one hand, the identity, the special figure of a specific space of the city, a space which is not neutral, indifferent and confused, but expressing the idiosyncrasy of â&#x20AC;&#x153;dwellingâ&#x20AC;?, it has truly 309
become a “place” of its residents. A place that connects with the past and projects in the future our own existence, the “I” and the “others”, the “here” and “there”, the “now” and “never” or the “later, so that the person will be part of the text of the city and communicate with the “others”. Whoever has in its disposal the means to express his abilities and the Meanings that can appear only if they are defined and conquered, connected us with them and, thus, defining our own entity, our own personal “now” by offering cohesion in the meaning of a story. It is odd as well as admirable that in order for each form to become part of a wider whole, it has to have completed its dialogue through the openings, that it has created, with the environment , through its transaction and through the creation and the complement of its personal limit, through its own identity, its own figure. It seems that only in that way, the transformation of individuality to a fringed identity, can every morphic system be organized in a wider system. Space, like time, constitutes an abstract circumstance. It is a simple content and its value lies on its conciseness. 310
A confident image of a place offers the raw material from symbols and collective memories that can be used for the social communication with itself and the world around it, while increasing its possibility for a powerful human experience. The person perceives with its senses and sentiments, so as in the end to give final meanings, to interpret, to understand in three levels ( aesthetically, sentimentally and mentally) the world around him in order to activate links of truth with it.
311
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
312
Ανθρωπολογικό Ινστιτούτο Vol. LXIV 1934
Lubell, Winifred Milius. «Η Μεταμόρφωση του Baubo." Νάσβιλ: Vanderbilt University Press, 1994Margaret Murray . "Γυναίκα Γονιμότητα Στοιχεία" Εφημερίδα της Royal
Τα ακόλουθα δύο βιβλία είναι ως επί το πλείστον για σεξουαλική μεσαιωνική γλυπτική, αλλά και οι δύο έχουν τμήματα Για Baubo. Anthony James Weir & Jerman, Εικόνες του Lust: Σεξουαλική γλυπτά σε μεσαιωνικές εκκλησίες 1986 Ο Δρ Jørgen Andersen, Η Μάγισσα στον τοίχο: Μεσαιωνική Ερωτικά Γλυπτική στις Βρετανικές Νήσους 1977 Miriam Robbins Dexter και Victor H. Mair, "Ιερή Οθόνη:. Θεία και Magical γυναικείες μορφές της Ευρασίας" Amherst, Νέα Υόρκη: Cambria Press, 2010
Ελληνική Μυθολογία Δείκτης: Baubo στο mythindex.com Baubo σε Κλήμης της Αλεξάνδρειας Προτροπή στους Έλληνες Η ιστορία του Babuo ως σχετιζόμενες με Κλήμης ο ΑλεξανδρεύςBaubo ειδώλια από το ιερό της Δήμητρας στην Πριήνη Τουρκία προσώπου σε ειδώλια τύπου σώμα Baubo. Παραδείγματα Baubo ειδώλια σελίδα Anthony Weir για το Baubo Βαυβώ το μυθικό αιδοίο. Ζωρζ Ντεβερέ. Εκδόσεις Ολκός
Βιβλίο - Τάσος Κωστόπουλος: Η απαγορευμένη γλώσσα - Κρατική Καταστολή των Σλαβικών Διαλέκτων στην Ελληνική Μακεδονία, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Δ' Έκδοση, Αθήνα 2008, ISBN 978-960-8087-73-6.
Γιάννης Κολιόπουλος: Λεηλασία Φρονημάτων,Τόμος Β', Εκδόσεις Βάνιας, Α' Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1995, ISBN 960-288-040-6. Σοφία Ηλιάδου-Τάχου, Εξελλήνησις Ξενόφωνων: Όψεις της εκπαιδευτικής πολιτικής στη Μακεδονία του 1912-1936. Το παράδειγμα του νομού της Φλώρινας, Κλειώ-περιοδική έκδοση για τη νεότερη ιστορία, τ/χ2, (άνοιξη 2006),σελ.113-146 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ, Public Records Office (PRO), HS 5/216 και HS 5/221 και HS 5/227
313
Από τη Βάρκιζα στο Λιτόχωρο, 3 Λευκές Βίβλοι του ΕΑΜ, η καταγγελία του ΕΑΜ στον ΟΗΕ και η ομιλία του Μιχ. Κύρκου (1998) Αθήνα: Ποντίκι ΑΣΚΙ (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας [Αθήνα]), Περιφερειακή Επιτροπή Φλώρινας (ΠΕΦ), Φ.415 – ΓΑΚΦ, (Γενικά Αρχεία του Κράτους, παράρτημα Φλώρινας) ΑΒΧ 15 και ΒΣΠΦ, 27/Φ.1, 1946 – ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, Αρχείο Φ. Δραγούμη Φ88: πολιτικά Μακεδονίας (1947 -1949) – ΔΗΜΟΣ ΦΛΩΡΙΝΑΣ, Βιβλίον αποφάσεων Διοικούσης Επιτροπής Δήμου Φλωρίνης από 533/1940 έως 174/1941 – 10.45 ΙΑΜ (Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας), ΑΥΕΜ, ΙΑΜ, Φ.120 – Καταστραφείσαι πόλεις και χωριά συνέπεια του πολέμου 1940 -1945 (1946) Αθήνα: Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοiας – Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης (1981) Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή – Αι θυσίαι της Ελλάδας στο Δεύτερο παγκόσμιο Πόλεμο (1946) Αθήναι: Υφυπουργείο Ανοικοδομήσεως – ΒΕΡΒΕΝΙΩΤΗ ΤΑΣΟΥΛΑ (1994) Η γυναίκα της Αντίστασης: η είσοδος των γυναικών στην πολιτική, – ΓΙΑΓΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΤΣΟΣ (1990) Σκιαγράφηση της Εθνικής Αντίστασης στη Φλώρινα, Αθήνα – ΔΑΛΙΑΝΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ (2000) Η Εθνική Αντίσταση στης ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία (1940 -1944) ΚΑΛΛΙΑΝΙΩΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (2000) Οι αρχές της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, Θεσσαλονίκη: πρωτεύουσα μεταπτυχιακή εργασία στο τμήμα Ιστορίας του ΑΠΘ
Ian Stewart, Παίζει ο Θεός ζάρια; Η επιστήμη του Χάους, Εκδ. Τραυλός, 1998 James Gleick, Χάος: μια νέα επιστήμη, Εκδ. Κάτοπτρο, 199 David Ruelle, Τύχη και Χάος, Εκδ. Τραυλός, 1994 ON DEVANEY’S DEFINITION OF CHAOS, J. Banks, J. Brooks, G. Cairns, G. Davis and P. Stacey Μπουρδελολογίες. Γιώργος Κουρμούσης . Εκδόσεις Οδυσσέας Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα. Γρηγόρης Λάζος. Εκδόσεις Καστανιώτης, Εμπορία και σεξουαλική εκμετάλλευση της γυναίκας. Αγγελος Α. Τσιγκρής. Εκδόσεις Σάκκουλας Αντ. Ν. 314
Η Αθήνα δαγκώνει. Ειρήνη Χειρδάρη. Εκδόσεις Πύλη Σεξ τράφικιν. SIDDHARTH KARA. Εκδόσεις Ασβος Το μπουρδέλο. Ηλίας Πετρόπουλος. Εκδόσεις Νεφέλη Ποτό για παρέα. Λιόπη Αμπατζη. Εκδόσεις Κέδρος Ο έρωτας στην Αρχαία Ελλάδα 3 : Η πορνεία. Ανδρέας Λεντάκης. Εκδόσεις Καστανιώτη Ο έρως σκέπει την πόλη. Χρίστος Ν. Ζαφείρης. Εκδόσεις Εξάντας. Πουλώντας την Ολγα. : Louisa Waugh. Εκδόσεις Λιβάνη Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα. Γρηγόρης Λάζος. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αγόρια στην πορνεία. Κώστας Τσαρούχας. Εκδόσεις Δωδώνη. Ιερά πορνεία. Ανδρέας Λεντάκης. Εκδόσεις Δωρικός Εμπόριο γυναικών. Paola Monzini. Εκδόσεις Μελάνι. Η πορνεία στην Ελλάδα και τη Ρώμη. Violaine Vanoyeke. Εκδόσεις Παπαδήμας Δημ. Ν. Λίζα Τσαλίκη, Δέσποινα Χρονάκη, Ιωάννα Βωβού, Διονύσης Πάνος, Clare Bale,Μαρία Κομνηνού, Ορσαλία Κασσαβέτη, Ιωάννα Αθανασάτου, Ασπασία Κούντρια,Stephen Maddison, Aashika N. Damodar, Tiantian Zheng, Βερόνικα Σαμαρά,Μελιτίνη Χριστοδουλάκη, Κατερίνα Σαρικάκη επιμέλεια: Κατερίνα Σαρικάκη, Λίζα Τσαλίκη επιμέλεια σειράς: Μαρία Κομνηνού Εκδόσεις Παπαζήση, 2012 Τα άγρια ζώα της πόλης. Πέτρος Αργυρίου .Εκδόσεις ΟΧΥ 1. Μετάφραση από τα γαλλικά: J.C. Mardus (επιµ.), Le Livre des Mille Nuits et Une Nuit, Traduction littérale et complète des textes arabes (Paris: Charpentier et Fasquelle, 1904): XV, 173. 2. Μετάφραση από τα αγγλικά: Karl von Frisch, The Dance Language and Orientation of Bees, µετάφραση Leigh E. Chadwick (Cambridge: The Bellknap Press of Harvard University Press; London: Oxford University Press; 1967): 478. 3. Μετάφραση από τα αγγλικά: José Ortega y Gasset, «On Point of View of the Arts», µετάφραση Paul Snodgrass και Joseph Frank, στο The Dehumanization of Art and Other Essays on Art, Culture, and Literature (Princeton, NJ: Princeton University Press, 1968): 107. 4. Αγγελόπουλος, σε συνοµιλία µε τον Michel Ciment («Positif», τχ. 250, Μάιος 1982). 5. Αγγελόπουλος, σε συνοµιλία µε τον Michel Ciment («Positif», τχ. 315, Ιανουάριος 1987):4. 315
6. Peter Pappas, «Culture, History and Cinema: A Review of The Travelling Players», «Cinéaste» 7: 4, Χειµώνας 1976/77. 7. Από συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Θεµελή, «Ένας δηµιουργός δεν έχει βιογραφία – Βιογραφία είναι το έργο του» («Περιοδικό», τχ. 39, Αύγουστος 1989). 8. D’Arcy Wentworth Thompson, On Growth and Form, επιµ. John Tyler Bonner (Cambridge; New York: Cambridge University Press, 1961): 88. 9. ό.π.: 108-109.10. Αµετάφραστο (δυστυχώς) λογοπαίγνιο µε τη δισηµία της λέξης reflect (αντικατοπτρίζω, αντανακλώ, αλλά και στοχάζοµαι, εξετάζω). Παραθέτουµε την πρωτότυπη φράση: «Angelopoulos’ many angles of incidence reflect more and more light at each successive moment of his films, and even more and more enlightenment when one reflects upon them». (Σ.τ.Μ.) Κρόσια, Χιτώνες, ντουλμάδες, βελάδες. Συλλογικό έργο. Εκδόσεις Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμο 4000 χρόνια ελληνικής φορεσιά. Η ιστορία της ελληνικής φορεσιάς με αυτοκόλλητα. Συλλογικό έργο. Εκδόσεις Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Το ένδυμα στην Αθήνα στο γύρισμα του 19ου αιώνα. Διονύσης Φωτόπουλος. Εκδόσεις Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.) (1999). Η Ελληνική ενδυμασία. Από την Αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ιωάννα Παπαντωνίου. Εκδόσεις Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Τα ενδύματα στην Αρχαία Ελλάδα. Χριστιάνα Στριντζη, Εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη. Ιστορία της ενδυμασίας. Συλλογικό έργο. Εκδόσεις Ευρωπαϊκές Τεχνολογικές Εκδόσεις. Ενδυματολογία. Blance Payne. Εκδόσεις Ιων Η Ελληνική ενδυμασίαν. Νίκος Οικονομίδης. Εκδόσεις Δωδώνη
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΥΛΕΣ
http://www.theoangelopoulos.gr/keimeva/melissokomos-2.pdf http://www.sakketosaggelos.gr/Article/1575/ HTTP://TRELOGIANNIS. BLOGSPOT.GR/2012/08/ BLOG-POST_1989.HTML http://www.melissocosmos.com/2011/04/blog-post_8473.html 316
http://kykeon.ning.com/forum/topics/2937592:Topic:107303 http://peri-planomenos.blogspot.gr/2012/01/blog-post_5958.html#axzz25m4gDYJq http://mathmosxos.blogspot.gr/ http://www.theoangelopoulos.gr/keimeva/melissokomos-2.pdf http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%BF%CF%81%CE%BD%CE%B5%CE%AF%CE%B1_%CF %83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%B1%CE%AF%CE%B1_%CE%95%C E%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1 http://www.troktikaras.com/2010/09/o_11.html http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE% B7:%CE%92%CF%85%CE%B6%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BD%CF%8C_%CE%B4%CE %AF%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CE%BF http://panusis.blogspot.gr/2011/07/blog-post_29.html http://panosz.wordpress.com/2008/07/17/sex_and_prostitution/ http://www.erepublik.com/en/article/-1-842431/1/20 http://www.tovima.gr/world/article/?aid=434237 http://www.koutouzis.gr/troumpa.htm http://www.koutouzis.gr/vourla-pornes.htm http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CE%AC%CE%B6%CE%B9_(%CF%83%CF%85%CE %BD%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%AF%CE%B1) http://www.sigmalive.com/simerini/politismos/interviews/29846 http://pisostapalia.blogspot.gr/2010/04/14.html http://www.florina.gr/en/%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC %CF%8C%CF%82/%CE%9F%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82%CE%B5%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B5%CF%82 http://tab.ionio.gr/culture/activities/projects/apparels.htm http://gym-n-souliou.ser.sch.gr/ergasies/endimasia.htm http://dressandcivilization.wikispaces.com/%CE%97+%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD %CE%B9%CE%BA%CE%AE+%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B4%CE%BF%CF%83%CE%B 9%CE%B1%CE%BA%CE%AE+%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%B5%CF%83%CE%B9%CE%AC+%CE %BA%CE%B1%CE%B9+%CE%B7+%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1+ %CF%84%CE%B7%CF%82 317
http://www.psyhealth.gr/portal/Articles/sex-articles/SEXUALITY:%CE%95%CE%BD%CE%B4%CF%85%CE%BC%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%83%CE%B5%CE%BE%CE%BF%CF%85%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84 %CE%B7%CF%84%CE%B1%20psyhealth%2020120301960.php3 http://www.anarxeio.gr/files/pdf/Ek-fyles_Swma_fulo_sexoualikothta_2006_BR.pdf www.la-presse-anarchiste.net http://www.yeskid.gr/kosmos-paidioy/dora/paixnidia/moysika-koytia-melodies-allonepoxon?page=2
318
Επιμέλεια: Ελένη Κεσίσογλου Γλωσσική επιμέλεια-διόρθωση κειμένων : Ελένη Κεσίσογλου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Red Thyme Σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης ( Red Thyme underground) Σκηνοθεσία: sasa ( Red Thyme) Φλαόυτο: Ελένη Κυρμιζάκη Performer: Γιώτα Μακρή Λογοτεχνικά κείμενα: Δημήτρης Τανούδης, Βασιλική Σπύρου, Μαρία Ρασσιά, Μαρία Μανωλέλη, Μαρία Ευφραιμίδου, Πηνελόπη Μουρουζίδου, Αθηνά Δασκαλάκη, Κατερίνα Χανδρινού, Νίκος Ρουμπάκης, Μαριάννα Τσέκου. (Μαρία-Θωμάς-Χάρης-Ανίτα-Δημήτρης-Βίκυ-Ανδρέας-Πόλυ-Νίκος-ΑχιλλέαςΓιώτα-Στέλλα) Φωτογραφία: Ελένη Κεσίσογλου Μετάφραση: Σοφία Λιάσκου Μαρία Σαλαλίδου
319
Editing: Eleni Kesisoglou Linguistic editing- text correction : Eleni Kesisoglou Art Editor: Red Thyme Director: Kyriakos Katzourakis ( Red Thyme underground) Director: sasa ( Red Thyme) Flute: Eleni Kirmizaki Literary texts: Dimitris Tanoudis, Vasiliki Spyrou, Maria Rassia, Maria Manoleli, Maria Eyfremidou, Pinelopi Mourouzidou, Athina Daskalaki, Katerina Chandrinou, Nikos Roumpakis, Marianna Tsekou. (Maria-Thomas- Charis- Anita-DImitris-Viki-Andreas- Poly-Nikos-Achileas-Giota-Stella) Photography: Eleni Kesisoglou Translation: Sophia Liaskou Maria Salalidou 320
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
321
Ευχαριστώ τους:
Xάρη Κοντοσφύρη Γρηγόρη Χατζηλάμπρου (κάτοικος Φλώρινας) Δημήτρη Μεκάση (Λαογράφος-Φλώρινα) Λάζαρο Μέλλιο (Λαογράφος-Φλώρινα)) Εύη Τσώτσου (κάτοικος Φλώρινας) Τους κατοίκους της Φλώρινας οι οποίοι μου παραχώρησαν τις συνεντεύξεις Τα μέλη του συλλόγου ‘’Αχτύπητες’’ Φλώρινας για τη συμβολή τους στην ταινία Red Thyme Παύλο Πάλτογλου (Α.Σ.Κ.Τ.)
322
ACKNOWLEDGMENTS Special thanks to: Harris Kondosphyris Grigoris Chatzilamprou (resident of Florina) Dimitris Mekasis (Folklore researcher -Florina) Lazaro Mellio (Folklore researcher -Florina) Evi Tsotsou (resident of Florina) 323
The residents of Florina which I interviewed. The members of the club “ The Unbeatable” of Florina for their contribution to the film. Red Thyme. Pavlo Paltoglou(Α.S.F.A.)
«Ε Π Ι Μ Υ Θ Ι Ο»
324
Morals
325
326
327