Χρύσα Αλεξίου, Σωτήρης Παστάκας | Η ΜΠΑΡΑ

Page 1

ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ-ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

η Μπάqα

Θέατρο

ΕΞΙΤΗΡΙΟΝ





ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ-ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

η Μπάqα

ή η πιο μικqή ιστοqία του Κόσμου

ΕΞΙΤΗΡΙΟΝ



Η ΜΠΑqΑ

(Σκηνή

γυμνή

μ’

ένα

σιδερένιο

κρεβάτι

νοσοκομείου. Μια μπαλαρίνα χορεύει γύρω από το κρεβάτι υπό τους ήχους ενός καριγιον. Στο κρεβάτι ένα αντρικό κορμί σκεπασμένο από ένα λευκό σεντόνι. Ακούγεται η ηχογραφημένη φωνή του νεκρού να λέει):

«Ψήλωσα μάνα ή πέθανα; Πες μου, ποιος είμαι; Που είναι τα σκατά μου; Οι φίλοι μου; Ο ουρανός; Πόσο μπλε λείπει από έναν θάνατο; Θα σηκωθώ. Θα εξομολογηθώ σε μένα τον νεκρό. Ποιος είμαι; Δεν με γνώρισα ποτέ. Είμαι ελεύθερος μάνα, δεν μπορείς να με σκοτώσεις. Είμαι εγώ ένα μέτρο ύπαρξη, μισό γιαούρτι ξεχασμένο, λίγο μέλι και καρύδι μάνα. Σε θυμάμαι γλυκόξινη να με κοιτάς. Υπήρξα μόνος στην κοιλιά σου. Την έφερνες γύρα στα πέτρινα σοκάκια να με ξεχάσεις. Ήθελες να με σταυρώσεις στον κώλο σου, να με θυμώσεις και οι

-7-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

κραυγές για τον πατέρα -οι άντρες που σε λησμόνησαν, οι μικροί σου θάνατοι, η γέννα. Σε όλα τα παιχνίδια ήθελα να ήμουν βασιλιάς. Ο βασιλιάς

σου.

Σ’

έψαχνα

μάνα

σε

ήρωες

παραμυθιού. Από πεινασμένα σώματα λυτρώθηκα κι εγώ ο μικρός γιός. Άγνωστος. Άγνωστος παρέμεινα σε μένα. Ο δάσκαλος αγαπούσε τις ξυλιές, εγώ την κιμωλία. Έσβηνα κι έγραφα ιδρώτα. Τα μελλούμενα σε πίνακα ζωής. Αργότερα σκορπίσανε τα όνειρα. Στο περιβόλι στέγνωσε η συκιά. Ο γάτος σκοτώθηκε, δεν ήξερε τη γλώσσα τη δική μας. Μοναδικός επιζών το ξένο σώμα. Μεγάλωσα. Τα ίδια μάτια. Η καρδιά. Τα πόδια. Τα χέρια άδεια. Σηκωμένα στα σύννεφα. Όλα τα δάκτυλα ανοικτά. Τ’ αρχίδια μου χτυπούσαν την πόρτα από νωρίς να βγει το παράπονο να μ’ αγαπήσουν. Κι εγώ; Κι εγώ να αγαπήσω. Τη μοναξιά του άλλου. Να τη θρηνήσω στο ίδιο κρεβάτι.

-8-


Η ΜΠΑqΑ

Η ένεση πόσο πονούσε μάνα. Το εμβόλιο μικρός με τρόμαζε, αργότερα τα φιλιά απ’ τα ξανθά κορίτσια. Την αγάπησα μάνα πολύ. Την αγάπησα την γυναίκα αυτή που ποτέ δεν με είδε. Περνούσε κάθε μέρα από το βλέμμα μου ψηλή, γαλανομάτα, κυρία, με τα βυζιά της να χάνονται στα παιδικά μου μάτια. Ήξερε η κουφάλα για τον πόνο μου, κι όλο με βούλιαζε στο στέρνο της. Εγώ χωρίς εγώ, πώς να τη χάιδευα μάνα, δεν είχα τη φρίκη που ήθελε την πουτανιά τη θάλασσα. Αχ αυτή η θάλασσαέρωτας, έρωτας να τη φιλούσα μια φορά στο στόμα να τη λυγίσω. Λακ στα ψεύτικα μαλλιά. Κρασί της μεταμέλειας. Ξημέρωνε Δευτέρα. Πόσες μέρες έχασα. Δεν βρήκα το εγώ. Δεν με βρήκα. Έφυγα λύκος»

-9-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

(Σκοτάδι. Μουσικό χαλί από τους Pink Floyd, μια καρδιά που χτυπάει. Ο Βασίλης σηκώνεται απ’ το νεκροκρέβατο με αργές κινήσεις. Πατάει τα πόδια του στο δάπεδο. Είναι με την ποδιά του χειρουργείου δίπλα στο νεκροκρέβατο. Μιλάει.)

Η μεγαλύτερη επιτυχία μου ήταν και παραμένει που κατάφερα να βγω απ’ το μουνί της μάνας μου, τελικά. Σαράντα χρόνια δεν κατάφερα τίποτα

πιο

μεγαλειώδες,

πιο

λαμπρό,

πιο

τρομακτικό από τη γέννησή μου. Τίποτα, τίποτα πιο εκθαμβωτικό από τη στιγμή που κατάφερα να βρω το δρόμο μέσα απ’ τα άντερα της μάνας μου, να απαγκιστρωθώ από το λεπτό και παχύ έντερο, να

παρακάμψω

την

ουροδόχο

κύστη,

να

γλιστρήσω στο κανάλι. Ω! ιλιγγιώδη τσουλήθρα! Απ’ την πρωταρχική κραυγή μου άρχισαν να κινούνται οι γαλαξίες! Να μπαίνουν σε τροχιά οι πλανήτες! Το στερέωμα, τόσο φριχτά αληθινό -10-


Η ΜΠΑqΑ

σαν

πυρετός

αγάπης!

Δέκατα

ευδαιμονίας!

Έκσταση πλασμένη από χαρά κι ευτυχία! Έλαμπε πάνω μου ο Ήλιος της απόλυτης ομορφιάς! Το σύμπαν ολόκληρο με σφιχταγκάλιαζε τρυφερά και μου χτυπούσε την πλάτη! Το πρώτο μου κλάμα! Διέσχισε

ασύλληπτες

εκατομμύρια

και

τρισεκατομμύρια

έτη

αποστάσεις!

Έτρεξε

δισεκατομμύρια φωτός,

μέχρι

και να

το

καταπιούν οι μαύρες τρύπες!

(ηχογραφημένο κλάμα μωρού κι από πάνω η κραυγή του Βασίλη:) Ουάοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοο οοοοοοοοοοοοοοου! Χάραζε η πρώτη ημέρα του κόσμου. Τίναξα από πάνω μου τις πρώτες σταγόνες αίμα. Το αίμα έβαψε τη θλίψη κι εγώ αγάπησα τη θλίψη. Τη θλίψη και τον πόνο. Τη δυστυχία και την απελπισία. Άρχισα τα παραστρατήματα. Το

-11-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ξεστράτισμα. Γύριζα σπίτι λίγο πριν να φέξει. Λοξοδρομούσα. Ουράνια ρεύματα με παρέσυραν. Πετούσα με αόρατα μικρά φτερά μέσα στη λάσπη.

(ηχογραφημένα με ηχώ, σε γρήγορο ρυθμό:) Την ενοχή. Τη μοιχεία. Την ηδονή. Τη ζήλεια. Τη σκληρότητα. Τον εγωισμό. Την αμαρτία. Την ταπείνωση. Τα βάσανα. Τον πόλεμο. Την κακία. Την εξορία. Τη λύπη. Την προσβολή. Τη μανία. Την τρέλα. Τη λήθη. Το φόβο. Την έχθρα. Τα ψέματα. Την υγρασία. Την παγωνιά. Το κενό. Την απουσία. Τη μοναξιά. Την πλήξη. Την πίκρα. Τη μελαγχολία. Τη στενοχώρια. Τη θλίψη. Τη μεμψιμοιρία. Τη φιλία. Τον καημό. Τη λάμψη. Τη χαρά. Την ανάπαυση. Τη γαλήνη. Το φως. Τη διαφάνεια. Την αρμονία. Την πίστη. Την ελπίδα. Τη σοφία. Την αγάπη. Τον έρωτα».

(ζωντανή φωνή του Βασίλη, κρεσέντο:) Την απόλυτη ένωση και το τέλειο δέσιμο. -12-


Η ΜΠΑqΑ

Τη δραχμή την κρατούσα σφιχτά στο χέρι έπρεπε να αγοράσω το κουλούρι. Τη δύναμη μου. Με κοιτούσαν όλοι στο δρόμο ή έτσι νόμιζα. Δεν ξέρω. Ένιωθα τα πόδια μου αλλιώτικα. Δεν πατούσαν καλά στη γη, μισά στο χώμα, μισά στον ουρανό. Κυκλοφορούσα με το όνομα Βασίλης. Πόσα λάμδα έχει το Βασίλης; Για το μηδέν δεν έχω πει ακόμη. Ζούσε ελεύθερο μαζί μου. Καλύτερα ανέπνεα στην κοιλιά του, παρά σε ξένες παρέες. Μ’ έπνιξε με τη βραχνή του τη φωνή, με στόλισε ως το τέλος. Πόσο αγαπηθήκαμε μάνα; Γι αυτό δεν μπορώ να είμαι μόνο ένας άνθρωπος. Μπορώ να αισθάνομαι αμέτρητα πράγματα μονομιάς. Άκουσέ με τώρα, πρέπει να στα πω. Δεν ήθελα να γεννηθώ σε σώμα, τόσο λίγο χώρο να ’χω να περιπλανηθώ. Ήθελα νερό να με κοιμίζει στις πλάτες, στα πόδια να χώνεται η αλμύρα. Η καρδιά

-13-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

να φεύγει αχιβάδα, να κολλάει σε όλα τα ωραία. Το σάλιο μου να φτύνει την μιζέρια, τον άδικο κόσμο

σας.

'Ήθελα

να

’μαι

μικρός

όπως

γεννήθηκα αθώος, να βλέπω χαμόγελα στο μαξιλάρι, μουσικές. Τη βροχή να την παίζω μαντολίνο. Το παραμύθι; Το παραμύθι να μου το λέει το κύμα στη γλώσσα των ψαριών. Να μη φοβάμαι τους ανθρώπους με τα κλειστά μάτια, τις μαύρες τις ψυχές. Ν’ απλώνω χέρι της καρδιάς και να σε βρίσκω αλώβητη μάνα απ’ την πείνα, την πείνα σου για τη ζωή, για το θαύμα (κρεσέντο). Ανεπάρκεια. Ανεπάρκεια όλα. Από λίγο τίποτα. Πολύ τίποτα. Καθαρό. (Παύση). Όλα ομίχλη, υγρασία στις φλέβες, στον κώλο, στο κεφάλι, αυτό έζησα. Μισό ψωμί, μισό τυρί να με χορτάσει. Ανάπηρος να πολεμάω με τους φόβους των άλλων. (γέλιο) Σαράντα χρόνια. Είμαι σαράντα χρονών τώρα και σαράντα χρόνια είναι όλη κι όλη η ζωή: τα γηρατειά είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί -14-


Η ΜΠΑqΑ

στη

ζωή.

Δεν

τα θέλω.

Να

ζήσει

κανείς

περισσότερο από σαράντα χρόνια είναι άσεμνο, εξευτελιστικό, ανήθικο. Ποιος είναι εκείνος που θα μπορούσε να ζήσει παραπάνω από σαράντα χρόνια; Μας ρωτάει ο Ντοστογιέφσκι. Απαντήστε μου ειλικρινά, τίμια. Θα σας το πω εγώ: οι ηλίθιοι και οι αχρείοι. Τα σαράντα είναι μια χαρά ηλικία για να πεθάνεις. Ο φίλος μου ο Θανάσης, όταν του έλεγαν πως κάποιος πέθανε, το πρώτο πράγμα που ρωτούσε ήταν «πόσο χρονών;». Είτε του λέγαν 17, είτε 77, η μόνιμη επωδός του ήταν «μια χαρά ηλικία για να πεθάνεις». Το ίδιο θα λέει, τώρα και για μένα.

(ακούγεται η ηχογραφημένη φωνή του Θανάση:) «Στα κωλόμπαρα αναγγέλλεται ο θάνατος». Σσσσσστττττ! Στα κωλόμπαρα ανακοινώνεται ο Θάνατος. Ο Θάνατος του καθενός μας. Ο Θάνατός μας.

-15-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

«Μπάρα» (αχνά) μου είπε ένας Ιταλός που συνάντησα σε μια μπάρα στον άη-Νικόλα της Κρήτης, «στα Ιταλικά σημαίνει φέρετρο». Ήταν ένα μακρόστενο μπαρ. Είχε μια μπάρα από ξύλο μαόνι καθόλο το μήκος της μακρόστενης σάλας. Φιλική επένδυση από ακριβό δέρμα από την πλευρά

των

αναπτύσσονταν

θαμώνων. επίσης

κατά

Τα

σκαμπό

μήκος,

δεν

μπορούσες να δεις τους άλλους παρά μόνο μέσα από τον τεράστιο καθρέφτη που έτρεχε στον τοίχο με τα αναρίθμητα μπουκάλια. Τα σκαμπό είχαν το κατάλληλο ύψος ακόμα και για τους κοντούς και για τις γυναίκες, να μην κρέμονται τα πόδια τους κάτω. Ψάχνω ακόμα τον εφευρέτη της μπάρας. Η μεγαλύτερη ανακάλυψη όλων των εποχών: η μπάρα. Το μοναδικό μέρος στον κόσμο, για φανταστείτε, όπου μπορείς να φας, να πιείς, να κοιμηθείς, να κάνεις έρωτα και να χορέψεις. Να πας μόνος και να γνωρίσεις κόσμο. Να μιλήσεις με άλλους και να ξαναγυρίσεις στη -16-


Η ΜΠΑqΑ

μοναξιά σου, εφόσον το επιθυμείς. Να πας με συντροφιά

και

να

ανταλλάξετε

από

εξομολογήσεις μέχρι βρισιές και απειλές. Να τσακωθείτε σαν άνθρωποι, βρε αδελφέ (γέλια). Να πας συνοδευόμενος και να φύγεις ασυνόδευτος ή να αλλάξεις συνοδό και να φύγεις με άλλη. Γνωρίζετε κάποιο άλλο μέρος το οποίο να προσφέρεται

ταυτόχρονα

για

τόσες

πολλές

χρήσεις; Γνωρίζετε πως λένε τον άνθρωπο που σκέφθηκε, σχεδίασε και έφτιαξε την πρώτη μπάρα στον κόσμο; Και γιατί τη λέμε μπάρα; Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης; Είναι παράγωγο της λέξης «μπαρ»; Προέρχεται από την Ιταλική λέξη «μπάρα» που σημαίνει φέρετρο;

(Ηχογραφημένη ατμόσφαιρα από μπαρ. Μπουμπουνητά, ήχος βροχής.) Δευτέρα βράδυ, ψιλοβρέχει στους ώμους η πλήξη, κρυώνω, δεν έχω ζέστη να χωθώ. Περπατώντας αργά κόκκινο φώς χτυπάει τα βλέφαρα. Το -17-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

μπαράκι του Πέρη. Διοχετεύτηκα κι απόψε. Χάθηκα. Σκόρπισα. Πρώτα έπεσε ο αγκώνας καρφί στο άδειο ξύλο ύστερα τα σάλια μου μες στο ποτήρι, καθαρό ποτήρι υποδοχής της μοναξιάς μου. Μέσα απ’ την μπάρα φωτογραφία ακίνητη από εφημερίδα. Δύο που γελάνε. Φωνή καμιά στο αυτί μου, μονάχα η ανάσα του απέναντι. Υποψιάζομαι κραγιόν και κόκκινο νύχι σε όποια κατά λάθος μπει εδώ απόψε. Μεγάλη εφεύρεση το μπαρ, ρε φίλε. Μεγάλη, φώναξα, για να ξυπνήσουν τα κρεμασμένα λάθη. Η τεκίλα άσπρη με λεμόνι καίει τα τελευταία στιχάκια μου. Εδώ χωνεύω την ποίηση αυτή που δεν έζησα, αυτή που δεν έγραψα... Το κελί μου, το κελί ποιός θα το σπάσει το κελί, απόψε. Σ΄ ένα σκαμπό ο κώλος άδειος, το παντελόνι φουσκωμένο από οργασμό. Για το γαμήσι χτίστηκαν τα μπαρ. Όλοι πιο όμορφοι. Το φώς το σκοταδίσιο πόσο ωραία πέφτει στο άδειο μας κεφάλι. Το κορμί γεμίζει θάλασσα από παντού. Τα κύματα σκάνε στη -18-


Η ΜΠΑqΑ

μπάρα. Εδώ αγάπησα εμένα, χα, το κορόιδο, εσένα που δεν μπορώ να φτάσω κι όλα τα δεκανίκια τα ήπια μονορούφι, φίλε μου. Κάθισε δίπλα μου άσπρη ελαφριά σαν πούπουλο. Με λένε Άννα ψεύδισε, και πόδια κάλυψαν το βλέμμα. Φέρε σφηνάκια κίτρινα τεκίλα στα ποδάρια να πατήσουμε κι απόψε τον θάνατο γαμώτο, ούρλιαξα. Ερχόταν η ηδονή με το καράβι. Με το καράβι στο στόμα γουλιά και βουτιά. Βουτιά στα σύνορα της ευτυχίας. Είμαι άντρας ορέ, άντρας. Έτσι μου είπε η μάνα μου από νωρίς. Δεν πρέπει να κλαίω, δεν πρέπει να πεινάω, να μην κρυώνω, να φυλάω την πατρίδα στα σύνορα μόνος με τους όρχεις στεγνούς. Να μην φοβάμαι τίποτα, κυρίως αυτό, να μην φοβάμαι. Να μην φοβάμαι, ποιος- εγώ! Αυτό το πλασματάκι, που γεννήθηκα άγνωστος σε λάθος σώμα με τη βροχή να καίει τα σωθικά.

-19-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Χωρίς αγάπη, χωρίς αγάπη, χωρίς την αγκαλιά, αυτή την πουτάνα την αγκαλιά που μοιάζεις με σκύλος όταν την έχεις. Βουβός, τυφλός από την ωραιότητα του ποταμού. Τη φυλακή αυτή ζητάω μάνα,

να

ζω

ελεύθερος

σε

ξένη

αγκαλιά,

μισοκοιμισμένος να ψέλνω... Ω! ευτυχία, ευτυχία… Βρέθηκε κι άλλος γυμνός, από λάσπη φτιαγμένος να με γνωρίσει στ’ αλήθεια, να μου τρυπήσει το κρεβάτι. Το κρεβάτι με περιμένει απόψε. Θα την πάρω τώρα, θα πάρω το πούπουλο τώρα, ναι θα κοιμηθούμε μαζί στο στρώμα. Θα εναποθέσω δύο γράμματα άλφα και ωμέγα.

(Παύση. Μουσικό χαλί) 'Έφυγα νωρίς αυτό το βράδυ, δεν είχε ξημερώσει. Πήρα την Άννα για τη θάλασσα, την πιο κοντινή σκέφτηκα, την πιο γαλανή αυτή που δεν έδωσα ποτέ σε καμία. Θα τη χάριζα απόψε στο κορίτσι μου, σ’ αυτή που περιμένει τον ήλιο. Ας ήταν βράδυ, ας ήταν σε λίγο θα ξημέρωνε κι ήθελα να -20-


Η ΜΠΑqΑ

με βρει ο γλάρος αγκαλιά με τη γυναίκα για μια βραδιά σωστός δικός της για μια βραδιά. Έτσι όπως περίμενα να πεθάνω στην άσφαλτο είδα τα μάτια

της

λίμνες,

λίμνες

στο

χώμα.

Την

παντρεύτηκα νωρίς από φόβο στο άδειο δωμάτιο, από φόβο στο άδειο φαράσι, από φόβο, από φόβο ....Τη βέρα την έχασα μια μέρα στη θάλασσα καθώς έψαχνα στην άμμο. Τι έψαχνα δεν ξέρω. Ποτέ δεν ξέρω όταν ψάχνω. Τί ψάχνω; Ίσως μ ΄ αρέσει να χώνω τα δάχτυλα στο άπειρο σ’ αυτό που δεν βλέπω στο παρακάτω, στο σκοτάδι, πόσες φορές ψάχνω στο σκοτάδι με τα χέρια; Θα το πω στον γιατρό αν ζήσω ότι ψάχνω το σκοτάδι με τα χέρια από μικρός, δεν βρίσκω τίποτα κι έτσι μαλώνω με το φώς και φεύγω για το μπαρ του Πέρη. Πάντα έτσι φεύγω, μαλωμένος με την αλήθεια. Γουστάρω αυτό εδώ το μαγαζί. Μ’ αρέσει. Έρχομαι άδειος ουρανός και φεύγω με βροχή. -21-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Στην μπάρα ακουμπάω τα χέρια, τη μοναξιά μου, την κουβέντα. Εδώ ξεκουράζω τις πληγές μου. Εδώ και τα ορθογραφικά μου τα λάθη. Μια ζωή ανορθόγραφος: ήθελα να γράψω ζω κι έγραφα περίπου, ήθελα να γράψω τρέμω κι έγραφα μεθάω. Ήθελα να γράψω έρωτας κι έγραφα μου λείπεις. Ήθελα να γράψω τέλος κι έγραφα αρχή.

(μουσικό χαλί) Την έχασα νωρίς τη μάνα- ψήλωνα ακόμα- τα κόκαλα υμνούσαν τα άπλυτα ρούχα, το ξερό ψωμί, τα φύλλα που ξέχασε. Το σπίτι άδειο από τότε, ούτε το χώμα δεν μας ζήτησε ξανά, με τον πατέρα όλα γυμνά, οι στίχοι να κοιμούνται στο συρτάρι. Τι να γράψω για μια γυναίκα που την λένε μάνα. Παντρεύτηκα μια Άννα. Το κρασί, το κόκκινο κρασί μου στάθηκε σαν φίλος από την αρχή. Το αφήνω να ρέει στο στομάχι, στο λεπτό το έντερο και στο παχύ. Ύστερα ελεύθερο στο σύμπαν, ομολογεί τη ζωή- τη ζωή ενός άντρα που -22-


Η ΜΠΑqΑ

θρηνεί. Τα ταξίδια, αυτά τα γαλάζια ταξίδια με την Άννα που δεν έκανα, εδώ τα θυμάμαι στο μπαρ- εδώ καθώς ταξιδεύω μόνος. Κλείνω τα μάτια: κοιμάμαι μισός εδώ, μισός στο Αιγαίο. Βλέπω τα άσπρα σπίτια καρφωμένα στην άμμο, τις βουκαμβίλιες στα μακριά μαλλιά σου, εσένα γυμνή κάτω από τον ήλιο να περιμένεις θάλασσα στο σώμα από τον άντρα σου, απ’ αυτόν που εμπιστεύτηκες, εμένα. Τι ειρωνεία! Κι όμως αυτή η αλφαβήτα με ακολουθεί συνέχεια, άλφα και βήταΆννα Βασίλης. Το ψάρι του Βασίλη κάποιο βραδάκι θα σκάσει στα δίχτυα. Το μοναδικό λαυράκι χορτασμένο με βέρα από λευκόχρυσο, χορτασμένο από την απουσία μου. Θα το ανοίξω και τα μάτια μου θα ζήσουν ξανά αυτόν το γάμο Βασίλης-Αννα. Δύο άνθρωποι που επιτέλους βρέθηκαν κάπου μαζί. Στο τηγάνι θα μπει η θάλασσα, μόνο αυτή θα μαγειρέψω, αυτή που με πνίγει με την ομορφιά της, την ηρεμία της, την απεραντοσύνη. Το τέλειο φαγητό αυτό που δεν -23-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

έφτιαξε κανείς. Θάλασσα, θάλασσα στο στομάχι. Η ομορφιά του βυθού να ξεπλένει τα σωθικά, η αλμύρα να σκοτώνει τη θλίψη του σώματος, το κύμα, όλες οι πέτρες να σκάνε πάνω του. Το γαλάζιο είναι το χρώμα που κρατάει τη γη ακόμα στο χάρτη. Είναι το χρώμα που δεν φοβάμαι μη ξεφτίσει, είναι το χρώμα των θνητών στον ύπνο, στον έρωτα, στη φυλακή. Στο θάνατο. Όλα κυλούσαν έτσι σαν το κρασί ίσα προς τα κάτω, ίσα στο τίποτα, ίσα με ένα χέρι ανάποδα στον τοίχο. Ο τοίχος αγαπημένο σημείο στο σπίτι. Ο τοίχος κι εγώ. Ώρες περνούσα εκεί μαζί του, ήθελα να τον σπάσω, να γίνει κομμάτια, να ελευθερωθώ, να πετάξω, επιτέλους, να γίνω άνθρωπος χωρίς τοίχο, χωρίς τοίχο.

(ξερός ήχος γκαπ-γκάπ:) Πήρα μια μέρα τη βαριοπούλα σκληρή κι αυτή σαν το τσιμέντο. Μάχη στήθος με στήθος.

-24-


Η ΜΠΑqΑ

Χτυπούσα μια το τούβλο, μια εμένα, μια και στο σκοτάδι. Έπεφταν τα λόγια που δεν είπα τα μεγάλα. Σωρό στα πόδια μου, έπεφταν τα δάκρυα, λαμπερά στη σκόνη. Το κλάμα μαλακώνει τα μπάζα, γίνεται λάσπη, μπορείς να ξαναχτίσεις. Δεν κοιμήθηκα το βράδυ που έσπαγε ο τοίχος, μού άρεσε ο ήχος της βαριάς, η δύναμή μου, εγώ ο μικρός Βασίλης χτυπούσα για πρώτη φορά το πιο σκληρό καθρέφτη των μοναχικών, των μοναχών. Κι έσπαγε κι έσπαγε το πηχτό, το κατακάθι, πλημμύρα η ζωή στο πάτωμα οι απώλειες, οι προδοσίες, τα όνειρα, το θάρρος. Το θάρρος. Πόσο αγαπώ το θάρρος. Θέλει θάρρος η ζωή και τα κομμάτια τα ξένα, τα άρρωστα να τα πετάς έξω. Έξω, έξω από τη ζωή μου ο μικρός άνθρωπος που κουβαλάω. Απόψε γιορτάζω τη γέννα, τη γέννα ενός ασήμαντου που ανέβηκε στη στέγη αετός. Το είδα αμέσως στο πρώτο γκαπ (κίνηση), ήθελα να το σώσω, να το σώσω το Μυρμήγκι. Πόσο μεγάλο μου φάνηκε το μυρμηγκάκι. Μεγάλο -25-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

μέσα

στα

χαλάσματα

να

πηγαινοέρχεται

ακούραστο και βέβαιο πώς θα σωθεί. Ναι, το έσωσα, το έσωσα από εμένα, το άφησα να τρέξει στην τρύπα που μόνο του έφτιαξε. Τα ψίχουλα είναι το γεύμα των δυνατών. Θα τα μαζέψω όλα όσα έχω κι εγώ σαν το ζωάκι αυτό. Τί παραπάνω έχω εγώ, τί παραπάνω μονάχα τη βαριοπούλα και τα μπράτσα. Ο αγώνας, ο αγώνας είναι ο ίδιος ....(κουρνιάζει σε εμβρυακή στάση). Ξημερώνει.

(μουσικό χαλί) Είχα σπάσει τα παΐδια μου πριν από λίγα χρόνια, είχα βγει ζωντανός από μια μάζα λαμαρίνες στην εθνική Λάρισας-Βόλου… Χειμώνα, στις πέντε η ώρα τα χαράματα, με τον κάμπο να είναι τυλιγμένος

στην

ομίχλη…

Ατύχημα,

ήταν

ατύχημα. Άκουγα τις σειρήνες να χώνονται στα αυτιά μου. Ξαπλωμένος στο χώμα, αίμα, πόνος παντού. Το πούπουλο η Άννα λίγο πιο κάτω ένα με το χορτάρι πράσινη θλίψη να κλαίει, να -26-


Η ΜΠΑqΑ

φωνάζει: ήπιαμε πάλι πολύ γαμώτο. Περίμενα ακίνητος το ασθενοφόρο, μια ζωή ακίνητος, τραυματισμένος στα μπαρ, να ξοδεύω τα χνώτα μου, εκεί να ερωτεύομαι, εκεί να πεθαίνω. Αν μπορείς να μας βοηθήσεις Θεέ μου, βοήθησέ μας τώρα. Τώρα, που

όλα έγιναν λαμαρίνες:

τώρα, που η απώλεια της μνήμης, έχει το αντίτιμο: την εισαγωγή μας στο Νοσοκομείο. Μισή ώρα, περιμένουμε να έρθει το ασθενοφόρο. Γιατί ευλογείς το Μπλακ Λέιμπελ, ρε μαλάκα, αφού η νύχτα είναι μικρή και η ζωή αφόρητα μεγάλη. Αρκεί το ποτήρι να είναι γεμάτο, να ζευγαρώνει η φιάλη στο τραπέζι μας, μην είναι οι πότες αθλητές, μην είναι ταυρομάχοι; Τι σκατά είναι; Αγαπάς τη Λάρισα όταν βρέχει και φεύγεις απ’ το μπαρ. Άλτες του τριπλούν, οι πότες κάθε βράδυ, φίλοι εξ’ αγχιστείας, οι δύο-τρεις που ταίριαξαν τα χνώτα τους και συνεχίζουν μόνοι τους αυτοί, -27-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

απ’ την υπόλοιπη παρέα γιατί επιμένουν μόνον όσοι έχασαν τη μνήμη τους, όλοι όσοι έχασαν κάποτε τα μυαλά τους κι ενίοτε την ψυχή τους, μακάριοι άνθρωποι κι ευτυχισμένοι πού έτυχε να έχουν κάτι για να το χάσουν. Όταν

πεθαίνει

ένας

άντρας

γεννιέται

ένα

γουρούνι, κι όλοι εμείς, τα υπέροχα θύματα γρυλίζουμε απ’ το απέναντι τραπέζι σου, Κίρκη των πολλαπλών εναγκαλισμών,

των

ευτελών

εκμυστηρεύσεων και των ευγενών προκλήσεων, αβίαστα σε θυμόμαστε, και σε μνημονεύουμε μες’ από τα ψέματά σου. Χάρισες στον καθένα μας την ψευδαίσθηση

που

ζητούσε,

το

χάδι

που

αποζητούσε, τη λέξη που περίμενε σαν βότανο για να γλυκάνει τις μεταφυσικές του αγωνίες, το παραμύθι του.

(ξεσπάει σε γέλια)

-28-


Η ΜΠΑqΑ

Μόνη σου απολαμβάνεις τον πατσά, κυρά-Κίρκη. Μες’ από την ομίχλη θα μπουκάρουμε στο Κάπο Βέρντε, Λισσαβόνα,

στο να

Ρεσίφε, σμίξουμε

στην με

κοντινή τις

μας

θεσπέσιες

μουσικές, της Τιτίνας, της Καισαρείας Εβόρα ή του

Αγκοστίνο

Ντεπίνα,

γιατί

η

ακριβής

μετάφραση της λέξης saudade, στα ελληνικά είναι ο άνθρωπος που χάνεται από τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Λάρισας, μέσα στον Κάμπο, μέσα στην πρωινή ομίχλη.

(ακούγεται το σοντάτ. Ο Βασίλης σηκώνει τη μπαλαρίνα και κάνει δυο βήματα σε ρυθμό βαλς. Μουσική. Χορεύουν.) Τα μεγάλα μπαρ έχουν μικρές περιστρεφόμενες πόρτες. Στα λαϊκά, αντιθέτως μπαίνεις από παντού-κι

από

τις

τζαμαρίες.

Τώρα

που

σκορπιστήκαμε στην περιφέρεια και κατακτήσαμε κάθε γωνιά της Ελλάδας, άλλος στην Πάτρα και άλλος στη Λάρισα και στη Γλυφάδα, είμαι ο -29-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ερωτευμένος που ψάχνει τη δύναμη να μισήσει πάλι. Είμαι ο άντρας που διεκδικεί να πάρει πίσω τις τρίχες, που έχασε σαν όνειρα πάνω στο μαξιλάρι.

Είμαι

αυτός

που

κάθεται

και

παραγγέλνει ένα καλό πρωινό με σολομό και σαμπάνια. Που περιμένει να ξαναδεί την ανατολή σε

μια

ταράτσα

πάνω

από

το

Αιγαίο,

περιμένοντας να χαράξει πάνω στο μαόνι της μπάρας, εκεί στο δεύτερο πάντα σκαμπό εκ δεξιών του μπάρμαν. Είμαι αυτός που δεν θα αλλάξει θέση ώσπου να τον ρίξει κάτω κάποιο χέρι. Γιατί κάποτε ορκίστηκα πως δεν θα κάνω τίποτα παραπάνω απ’ το να πίνω, να καπνίζω και να σκέφτομαι. Την είδα πρώτη φορά από μακριά. Πάγωσε ο τόπος. Κοιτούσε πέρα μακριά με βλέμμα που περίμενε. Έρχεται-έρχεται η μπόρα, κι εσύ ακίνητος, ασάλευτος, θέλεις μόνο να την πιείς, να την καταπιείς.

-30-


Η ΜΠΑqΑ

(ο Βασίλης πλένεται με μια λεκάνη αίμα) Έκανα μπάνιο τρείς ώρες με καυτό νερό να φύγει η μιζέρια από πάνω μου, το αλκοόλ, η ίδια φάτσα που φοράω τόσα χρόνια. Ήθελα να είμαι όπως με ονειρεύτηκε κι εκείνη γεμάτος φώς, φώς και λόγια μαγεμένα. Να την αγκαλιάσω μια φορά κι όλα θα αλλάξουν, όλα. Ένα, δύο, τρία και πίσω. Ένα, δύο, τρία και πίσω τα βηματάκια που μου χάρισε στο πρώτο ραντεβού η γυναίκα. Αγέρωχη. Αγέρωχη γι’ αυτό την αγάπησα, σίγουρη για τον θάνατο, για τη ζωή, ρουφούσε κάθε στιγμή σαν μανιτάρι που δεν θα κοπεί από κανέναν. Κι εκείνα τα μάτια μεγάλα, θρησκεία στο πρόσωπο, να μοιάζουν με πυρωμένα κάρβουνα. Ξάπλωνα και πονούσα. Τα κόκκαλα είχαν όρεξη για

πόνο

πια,

ναι

πονούσα

καθώς

την

σκεφτόμουν, όλες οι κλειδώσεις, το κρανίο, τα

-31-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

μακριά μαλλιά μου και τα δόντια. Χαμογελούσα με οδοντοστοιχία από χιόνι, χιόνι παντού. Πρώτη φορά έκαιγε το χιόνι, πρώτη φορά. Αν τη φιλήσω στο στόμα, αν τη φιλήσω θα χαθώ μια για πάντα, θα χαθώ. Όχι, δεν θα της το πω. Θα το γράψω σ’ ένα χαρτί, θα χωρέσω τον έρωτα εκεί. «Θα σ’ αγαπώ πάντα λευκή, απάτητο χιόνι. Μια γραμμή στο χιόνι, μια γραμμή θέλω να γίνω, εκεί που πατάς» Το έριξα κάτω από την πόρτα χαράματα κι έτρεξα, έτρεξα γυμνός να κοιμηθώ. Ω! Ναι, ναι, αξίζει να ζω γι’ αυτό το χτυποκάρδι, το μούδιασμα του μυελού, και του μυαλού. «Ένα, δύο, τρία και πίσω», πάμε από την αρχή. Εδώ η αρχή, εδώ και το τέλος. Εδώ κάτω από τη φούστα της, την κόκκινη, εκεί θα φύγει ο έρωτας ταξίδι. Θα μεθάμε εκεί. Θα καταθέσω το ρίγος, ένα χαμόγελο, το ανθρώπινο μυστήριο του έρωτα.

-32-


Η ΜΠΑqΑ

Άγνωστος θα γράψω την ιστορία μου στα βρακιά της. Με κοιτούσε παράξενα κι αυτή, ναι ήταν έτοιμη για το ταξίδι, το βλέπεις αυτό, το βλέπεις στο τρέμουλο των χεριών, στο σοβαρό ύφος, στο γεμάτο εσώρουχο, στην ικανότητα να μη φοβάσαι το τώρα. Το τώρα, αυτή η μαγική λέξη στον έρωτα, μεταμορφώνεται και μιλάει, ναι μιλάει για όλα. Όταν θα σβήσουν τα φώτα, το τώρα θα μπει στο κορμί της κι όλες οι δονήσεις, τα τραύματα, θα αιμορραγούν σπέρμα. Σπέρμα και ησυχία η δόξα του έρωτα. Κανείς δεν ξέρει από θάνατο όσο ο έρωτας, κανείς... Κάθε βράδυ περνούσα

από το σπίτι της.

Στεκόμουν κάτω από τ’ αστέρια ώρες, μύριζα βασιλικό,

χαιρετούσα

τους

περαστικούς,

φλερτάριζα με το φώς που έβγαινε από την εξώπορτα. Ομορφιά. Ομορφιά η προσμονή να ’χεις κάτι να περιμένεις, να ελπίζεις στο απόλυτο, -33-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

στην ένωση. Όταν έσβηνε το φώς, έσβηνα κι εγώ. Έσβηνα το βλέμμα, την ανάσα και ξάπλωνα εκεί κοντά. Εκεί κοντά μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Άστεγος, ελεύθερος πια στον κήπο της. Στον κήπο ενός ανθρώπου που είδε πρώτη φορά το χρώμα των λουλουδιών. Το μενεξεδί, το μωβ, το κίτρινο, το θαλασσί, όλα τα κόλλησα πάνω μου. Ήμουν ουράνιο τόξο. Κοιταχτήκαμε πρώτη φορά σήμερα. Πιο μεγάλη σιωπή δεν έζησα ποτέ. Σιωπή σιωπή κάτω από τα πόδια, ανάμεσα στα δάχτυλα. Ερχόταν η θύελλα μεγάλη ίσα πάνω μου. Θα σε περιμένω το βράδυ. Ήταν παράξενο αυτό το βράδυ παράξενο, καθόμασταν απέναντι δύο άγνωστοι έτοιμοι για όλα. Να σε κοιτάζω θέλω μόνο, άκουσα να λες, να σε κοιτάζω κι εγώ, κι εγώ. Διηγήθηκες μια ιστορία που δεν άκουγα- δεν ήθελα να ξέρω. Δεν υπήρχες

-34-


Η ΜΠΑqΑ

πριν από εμένα. Δεν υπήρχες- δεν υπήρχα. Ας φύγουμε από εδώ, πάμε στον κήπο να σ’ αγκαλιάσω μια για πάντα κρυφά από την αλήθεια. Κρυφός ο έρωτας γεννιέται, κρυφός κι από μας. Τα μισά ρούχα βγάλε, τα μισά, τ’ άλλα άστα να κλαίνε πάνω μου. Φτάνει ένα χάδι, το βογγητό σου, η περίθαλψη μιας γυναίκας που μισούσε την ομορφιά μέχρι να έρθεις. Ξανά και ξανά έτσι ενώνονται οι μελλοθάνατοι, έτσι

αρπακτικά

του

τώρα

ερωτεύονται.

Ερωτεύονται τον καθρέφτη, τον καθρέφτη που τους κάνει να φαίνονται άνθρωποι τέλειοι. Τέλειοι εραστές του πόνου. Πονάει αυτό, σου βάζει μαχαίρι στην πλάτη. Όσο αγκαλιάζεις, τόσο βαθαίνει. Γνωρίζεις τις σάρκες σου, τους ιστούς και τους χόνδρους. Τα κύτταρα. Το μαχαίρι νησί. Το νησί κομμάτι της γης που δέχεται κορμιά σαν τα δικά μας: αφύλακτα, έρημα. Εκεί τα «σαγαπώ»εκεί

τα

«μαγαπάς».

Εκεί -35-

το

πολυπλόκαμο


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

«πάντα». Να μένει εκεί η λέξη στην αλμύρα, να την κάψει ο ήλιος. Λέξη λιαστή. Λέξεις χταπόδια. Λέξεις πλοκάμια. Τα ταξίδια είναι για τους υπαλλήλους και τους τρομοκράτες. Εκεί ανάμεσα στο πλήθος βρίσκουν καταφύγιο οι άγνωστοι εραστές. Ένα καράβι επιβιβάζει δύο και μια βαλίτσα. Η βαλίτσα είναι άδεια. Άδεια από κανόνες, δεν έχει αριθμητικήμόνο ιστορία. Την κουβαλούσα χρόνια πάνωκάτω από τον Πειραιά σε όλο το Αιγαίο. Μια στάση εδώ-μια στάση εκεί. Μακρύ το πέλαγος. Σε λίγες ώρες θα πατήσουμε το χώμα που δεν μιλάει πολύ. Απλώς να φτάσουμε, θέλαμε. Άνοιγα το παράθυρο κάθε πρωί να δω την εικόνα ,αυτή η εικόνα θα με κρατούσε ζωντανό όταν θα τέλειωναν όλα. Το γαλάζιο ακίνητο σαν τη χαράχαρά μεγάλη. Το σούρουπο στον τόπο αυτό ερχόταν ήσυχα, αποφασισμένο να ζωγραφίσει τους γλάρους στα κεφάλια. Κι εγώ σιωπή, απέραντη σιωπή μην τυχόν και χαλάσω τη μαγεία. -36-


Η ΜΠΑqΑ

Μόνο

φωνήεντα

το

άλφα,

το

ωμέγα,

το

καθοριστικό γιώτα. Με γιώτα δεν γράφεται η ιστορία; Με γιώτα. Ένα μικρό γραμματάκι χώνεται στα πόδια και μας πάει. Σφηνώνεται ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών μας, σαν κόκκος άμμου, και πάμε. Πού πάμε; Τελειώνουν οι μέρες, τελειώνουν. Φτάνει η στιγμή του γυρισμού. Θα γυρίσουμε πίσω, πίσω στην ζωή που μας όρισε και τους δύο. Στη ζωή που έχει κατατροπώσει τον ύπνο από τις νύχτες της, δεν κοιμάται ποτέ τα βράδια, περιμένει το ξημέρωμα. Όρθιος περιμένω-μη με βρει το κακό, ενώ κοιμάμαι. Όρθιος πόνος. Όρθιος χρόνος, με τα μάτια να γυαλίζουν σαν την αλεπού στη νύχτα. Να καρφώνομαι στη νύχτα μόνος. Μόνος γεννήθηκα μόνος, μέχρι να σε κάνω δικιά μου κι ύστερα πάλι μόνος. Κι εσύ κοιμάσαι, εσύ

-37-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

πλαγιάζεις, δίπλα στον ξένο. Το ξένο σώμα. Μεγάλη καταδίκη το ξένο σώμα-νομίζεις πώς έχει δηλητήριο, και ρίχνει λίγο-λίγο στα κόκκαλα μέχρι που πεθαίνεις ζωντανός. Μαρμαρωμένος. Μην τον κοιτάξεις κατάματα. Μην τον δεις. Θα καταλάβει πως ζω κι εγώ στα μάτια σου, θα δει τη θάλασσα, τον ιδρώτα που έχυσα στο κορμί σου, θα δει πώς είσαι ζωντανή ακόμη. Θα λυπηθεί που έχασε τη νεκρή σύντροφο, τη σιγουριά που σου δίνει ο πεθαμένος την θέλει-την θέλουν όλοι. Με κάλεσε στα ξαφνικά, έτσι λίγο να βρεθούμε. Ανέβηκα ολομόναχος στο λεωφορείο, κάτι μου έσφιγγε

τα

σωθικά

σαν

σίδερο.

Υποψία

φαρμακερή. Περίμενε στη στάση του λεωφορείου κάτω από την κληματαριά, δίπλα σε μια μάνα με παιδί, αγέλαστη, χλωμή. Φτάσαμε σένα μικρό δωμάτιο σκοτεινό, άδειο από ελπίδα. Πρώτα κάναμε έρωτα τρελό, σχιζοφρενικό σχεδόν. Γίναμε αδελφοποιητοί. Σμίξαμε το αίμα μας ο ένας με του -38-


Η ΜΠΑqΑ

άλλου. Σου έκανα έρωτα λες κι έκοβα σε λεπτές φέτες τη σάρκα σου. Με μάτωσες κι εσύ, με νύχια και δόντια. Ξέραμε και οι δύο πώς ήταν ο τελευταίος ασπασμός. Με κοίταξες ακίνητη βαθιά στα μάτια. Δεν θα ξαναβρεθούμε, δεν γίνεται, δεν μπορώ.... Άνοιξα την πόρτα, έφυγα, θυμάμαι την ημέρα

αυτή

καλά,

ήταν

Παρασκευή,

μια

συνηθισμένη Παρασκευή. Περπατούσα ώρες στο δρόμο, ώρες δεν ήξερα που πήγαινα... Νύχτωνε σιγά-σιγά έπρεπε να γυρίσω, να φτάσω κάπου, να υπάρξω ξανά... Σκελετός παγωμένος, ήμουν χωρίς αίμα, χωρίς φωνή, χωρίς τα μάτια της. Θεέ μου, δεν έχω μάτια είμαι τυφλός. Μπήκα στο σπίτι αργά το βράδυ, χτυπούσα από τοίχο σε τοίχο, σαν τόπι σαν μπάλα του μπέιζμπολ , σαν χιονόμπαλα, γέμισε υγρασία το πάτωμα το κρεβάτι. Χωρίς να κλάψω, όχι δεν δάκρυσα. Περίεργο! Όσο περισσότερο πονάς -39-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

τόσο πιο λίγα δάκρυα βγαίνουν. Από φόβο, από φόβο μην πνιγείς και πεθάνεις, έτσι αβοήθητος κι από τον εαυτό σου τον ίδιο, ακόμη. Αυτή την απόφαση τη θεωρώ το τέλειο έγκλημα, το τέλειο ψέμα μπορώ να πω. Αποφάσισα να μην τρώω καθόλου από εδώ και πέρα, να μη μιλάω σε κανένα, να μη πηγαίνω στη δουλειά, και να μη πίνω τίποτε, σχεδόν να μην ανασαίνω. Με ενοχλούσε και η δική μου ανάσα. Τι να την κάνω την ανάσα όταν δεν έχω ζωή; Τι να την κάνω την ζωή όταν έχω θάνατο μέσα μου. Πες τε μου τι να την κάνω .......... Έβλεπα παντού το πρόσωπο της και στη γωνία που έστριψε το ξένο ποδήλατο, την είδα πάνω σε αυτό να γελάει μ’ ένα φόρεμα λευκό να ανεμίζει πίσω της. Θα ξεχάσω, θέλω να ξεχάσω.

-40-


Η ΜΠΑqΑ

Πώς να ξεχάσω τα λευκά της χέρια, το κόκκινο στόμα που ρουφούσε θάλασσα, την άλμη που έβγαζε το σώμα, την πίστη στην αγάπη, στη ζωή. Έστειλα γράμμα, το πρώτο γράμμα μού έκαιγε τα χέρια. Δεν μπορούσα να το ξαναδιαβάσω. Δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια λέξη από όσες είχα γράψει. Όλες οι λέξεις, κι όλα τα επόμενα γράμματα έκρυβαν μια λεπίδα. Ένα ξουράφι μπαρμπέρη. Έσφαζε τα όνειρα που ζήσαμε. Τα έσφαζε ένα-ένα στο κατώφλι, όλα τα μεγάλα λόγια, τα φιλιά, τους όρκους, σφαγμένα εκεί σε ένα χαρτί . Δεν ήθελα να ανοίξω την πόρτα σήμερα, αισθανόμουν ότι κάτι με περίμενε απ’ έξω, κάτι βαρύ, κάτι μεγάλο. Περίμενα όχι μια απάντηση, αλλά την Απάντηση. Ώρες αργότερα άνοιξα την πόρτα. Ένα τεράστιο κουτί σφραγισμένο καλά σαν να χει βουλοκέρι ή

-41-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

λίπος, από το περίσσευμα του έρωτα: Λίπος. Πρώτα το κλώτσησα να δω αν ζει, ύστερα το ξέσχισα μ’ ένα μαχαίρι, το κατακερμάτισα άπονα. Μέσα υπήρχαν όλα τα γράμματα μου κλειστά, ναι κλειστά, καλά ακούσατε όλα κλειστά με μια επιγραφή κολλημένη πρόχειρα ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ -ΠΡΟΣΟΧΗ -EΠΙΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΡΑΛΉΠΤΗΣ. Χλόμιασα, έγινα άσπρος ολόασπρος, πόνος ίδιος με το φεγγάρι που ζει μόνο του. Αυγουστιάτικος αποσπερίτης φωτεινός. Ωραία λοιπόν, ωραία, έπρεπε να ξέρω πως ο έρωτας είναι για λίγους, είναι για τους τρελούς, είναι για τους δυνατούς. Για όσους είναι έτοιμοι και για τη ζωή και για το θάνατο, δεν είναι για όλους ορέ, δεν είναι. Είναι το φάρμακο-το πίνεις μονοκοπανιά και βλέπεις το ξημέρωμα για πρώτη φορά όπως είναι -42-


Η ΜΠΑqΑ

θαλασσί που σκάει από το χώμα, τέλειο σου γνέφει ότι αξίζει να ζεις, γι’ αυτό το γαλάζιο που μπαίνει στα μάτια σου στα ξαφνικά. Για το γαλάζιο σ’ ερωτεύτηκα, που με πλημμύριζε την ώρα της ένωσης, το γαλάζιο από ξημέρωμα, όποιος δεν το είδε-δεν έχει ζήσει τίποτα-δεν έζησε ποτέ. Νύχτωνε πιο νωρίς τώρα έφτασε φθινόπωρο, λίγο-λίγο και οι ψιχάλες να σέρνονται στο δρόμο. Εγώ, περήφανος άνθρωπος, δεν ήξερα πια που είναι τι, όλα ίδια μου φαινόταν, ίδια απελπισία, αυτή η μαύρη απελπισία, που σε ντύνει κάθε μέρα από μέσα, σε μαχαιρώνει ύπουλα. Ξέρω που μένει σ’ ένα σπίτι χαμηλό δεκαετίας του εβδομήντα, μονοκατοικία, μαζί με το καθεστώς. Θα κάτσω εκεί απ’ έξω σαν βασιλικός, όρθιος καημός. Μόνο λίγο να τη δω να περνάει αδιάφορη από το δρόμο, σίγουρη για την επιλογή της. Σίγουρος είναι μόνο ο θάνατος λέει ένας σοφός μου φίλος, -43-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

τι θα πει σίγουρη, τίποτα δεν είναι ακριβώς στη ζωή τίποτε. Τα πόδια έτρεμαν, σαν καλαμιά αισθανόμουν στην έρημο, σαν καλαμιά. Φωνή καμιά, ούτε μια σκιά να παίξει στο παράθυρο, με παρατήρησαν μόνο περαστικοί και οι τσιγγάνοι που

πουλούσαν

όσο-όσο

τα

αργυρά

τους

εικονίσματα. Ερχόταν και κρύο από τα δρομάκια, αυτό το αγιάζι μου ξύριζε την υπομονή, το θάρρος, αλλά εγώ εδώ, να περιμένω. Τι περίμενα δεν ήξερα, απλώς περίμενα, είχα προσδιορίσει αυτή την διεύθυνση σαν κάτι ζωντανό στη ζωή μου. Ζούσε τώρα μια διεύθυνση μόνο, όλα τ’ άλλα είχαν πεθάνει. Βγήκε ναι, βγήκε επιτέλους από τον πύργο η βασίλισσα, με μια λοξή ματιά επιθεώρησε τον τοίχο κι εμένα δίπλα στο δέντρο το ψηλό, δίπλα σε μια ιτιά είχα κολλήσει τον πόνο και την αγωνία. Μύριζε αίμα, παντού αίμα, το αίμα το δικό

μου

μοσχομύριζε

στη

γειτονιά,

ένας

πληγωμένος άνθρωπος πάντα μυρίζει, κι όλα τα λουλούδια κλαίνε μαζί του και σκύβουν τα -44-


Η ΜΠΑqΑ

ξερόκλαδα στο κεφάλι για παρηγοριά, έτσι δεν είμαι μόνος. Έχω τη βροχούλα και τους στήμονες μαζί, να αντέξουμε τις αλλαγές μαζί. Ο έρωτας είναι απουσία. «Απουσία ο έρωτας! Παιδί!». «Παιδί! Ούζο!» Άρχισα λοιπόν, να κοπανάω ούζα απανωτά στους χωριάτικους καφενέδες, αλλά και μόνος μου: κλινόμουν

στην

κάμαρά

μου

και

διάβαζα

Καραγάτση κουτσοπίνοντας από μια μπουκάλα ούζου ξεροσφύρι, ώσπου ν’ αδειάσει η μποτίλια. Κάθε Τετάρτη πρωί πήγαινα στο βδομαδιάτικο παζάρι

της

ραψανιώτικο,

Λάρισας φτηνό

κι και

αγόραζα δυνατό,

τσίπουρο σωστό

ακουαφόρτε, που χρειάζεται ηρωισμός για να το πιείς.

-45-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Σιγά-σιγά άρχισα να πίνω άγρια, ακαταλόγιστα, ανακατεύοντας κρασιά, ούζα και κονιάκ κι έτσι δίπλα μου είχα πάντα μια μπουκάλα τσίπουρο για να συνεχίζω τη μπέβα ακόμη κι όταν οι άλλοι έπεφταν κάτω ξεροί. Τα καλοκαίρια με έβρισκαν πάλι μεθυσμένο από ελονοσία, κινίνο και ούζο. Συνήθισα πλέον το ραψανιώτικο τσίπουρο κι ήμουν ευτυχισμένος. Προτιμούσα να σωπαίνω και να πίνω. Όλοι θαύμαζαν την απορροφητική δύναμή μου. Στεκόμασταν ορθοί, εγώ κι οι φίλοι μου,

μπροστά

χειρονομίες

στη

μπάρα

σιγανές,

και

πίναμε

ιεροτελεστικές.

με Τα

κοπανούσαμε συγκεντρωμένοι στον εαυτό μας. Οι μισθοί μας, καλοί-κακοί, περνούσαν ολόκληροι στα ουζάδικα και στα κορίτσια των παλιόσπιτων. Το πρωί, ύστερα από μια νύχτα μπέβας και κάθε λογής ακολασίας, ξυπνούσα φρέσκος, ευδιάθετος. Γεμάτος όρεξη για εργασία. Ουκέτι καιρός διά μετάνοιαν.

-46-


Η ΜΠΑqΑ

Μεθυσμένος από πυρετό και τσίπουρο και σαν καλός

μέθυσος

που

είμαι

αποφεύγω

τους

ανθρώπους της τάξης μου. Έγινα λοιπόν, ένας κοινός αλκοολικός, με παρεπόμενα ψυχολογικά φαινόμενα. Υπολόγιζα πόσα ποτηράκια έπρεπε να πιω για ν’ αντιδράσω αποτελεσματικά στην παγωνιά. -Παιδί! Θα ’ρθει καμιά φορά αυτό το καραφάκι; Στα ουζάδικα δεν πατούσα πια, ούτε είχα ύποπτες παρέες. Ζούσα ζωή ολότελα σπιτική. Το πιοτό ήταν δύσκολο να το κόψω. Κάθε βράδυ πριν το δείπνο, έπινα ως εκατό δραμάκια ούζο, κι άλλα πενήντα δράμια κονιάκ μετά, μα δεν μεθούσα όπως πρώτα. Άρχισα πάλι να πίνω στα ουζάδικα, όπως πρώτα, να πίνω το καταπέτασμα, παρέα με τους φίλους μου. Αρχίζαμε με μπύρες και συνεχίζαμε με ούζο

-47-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

τυρναβίτικο, γινόμασταν τύφλα. Μπεκρούλιαζα συστηματικά με τους συμπατριώτες μου. Τις

ώρες

που

ήμουν

μεθυσμένος

γινόμουν

σκληρός, βίαιος, ακαταλόγιστος. Το πιοτό άρχισε ν’ αλλάζει το χαρακτήρα μου, ακόμα και τις ώρες που δεν ήμουν πιωμένος. Το βράδυ, δηλαδή μετά τα μεσάνυχτα, γύριζα σκνίπα, μάτι πνιγμένο σε κακή θολούρα. Εξαγριωμένος μέθυσος. Όσο πιο πολύ έπινα και γύριζα αργά, τύφλα στο μεθύσι, ήμουν έτοιμος για καυγά, βρισίδι και ξυλοδαρμό. Τώρα ένοιωθα γέρος, σαραντάρης, σακατεμένος απ’

το

πιοτό.

Μάτια

θολά,

προγούλια

κρεμασμένα, μαλλιά και μουστάκια κάτασπρα, ώμοι γερτοί.

-48-


Η ΜΠΑqΑ

Τρύπωνα με τρόπο στην κουζίνα, έβρισκα την μπουκάλα με το κονιάκ και τράβαγα πεντέξι γερές γουλιές. Έπινα σιωπηλός κι ανέκφραστος. Όταν το πρωί ξυπνούσα νηφάλιος και θυμόταν τις αποβραδινές κτηνωδίες

μου,

ντρεπόταν

για

λογαριασμό μου. «Είναι το πιοτό που με κάνει άλλον άνθρωπο», έλεγα. «Σαν μεθύσω νοιώθω την ανάγκη κάποιον να τυραννώ. Ο πόνος και τα δάκρυα μου γεννάν σαδική ευφροσύνη…» Ήμουν νύχτα-μέρα μεθυσμένος από πυρετό, κινίνο και ούζο. Η αποδοτικότητά μου στη δουλειά έπεσε. Έκανα μια πρόσκαιρη προσπάθεια ν’ αντιδράσω, να ελαττώσω το ούζο και να συμμαζευθώ στη γαλήνη του σπιτιού μου. Μα η ανία με έπνιξε. Ξαναγύρισα στα ουζάδικα, κοντά στους φίλους μου, και βούλιαξα οριστικά στην κτηνωδία του αλκοόλ. -Πρέπει να κόψεις το πιοτό, μου είπε ο γιατρός Χλωρός. -49-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Του έριξα σκοτεινή ματιά. -Σας ζήτησα φάρμακο κι όχι διαιτολογικές συμβουλές. Ούτε στιγμή δεν σταμάτησα το πιοτό, κι έκανα καλά, γιατί η απότομη αποτοξίνωση μπορεί να ήταν μοιραία για τον εθισμένο οργανισμό μου. Τώρα η μπέβα με έπιανε πολύ πιο εύκολα, με εξουθένωνε περισσότερες ώρες. Ξυπνούσα βαρύς, αχόρταστος από ύπνο, άκεφος κι άρρωστος, με στόμα φαρμάκι και στομάχι αναποδογυρισμένο. Η απόδοσή μου στη δουλειά έπεσε, κουραζόμουν με το τίποτα και τυραγνιόμουν σκληρά για να κρύψω την κούρασή μου. Ύστερα από μιας μέρας πυρετό, δουλειά σκληρή και πυρωμένο ήλιο, ένοιωθα όλο τον ουρανό να πέφτει επάνω μου και να με πλακώνει, κι έπινα το καταπέτασμα για να συνέρθω. Φαύλος κύκλος…

-50-


Η ΜΠΑqΑ

Το πρόσωπό μου είχε μείνει όλο κόκαλο και πετσί ρυτιδωμένο. Το μουστάκι μου είχε ασπρίσει, το στήθος μου βούλιαξε, οι ώμοι μου έγειραν προς τα μπρος. Πάλι προσπάθησα να ελαττώσω το ούζο, δίχως να το κατορθώσω. Τα χρόνια, το πιοτό, η αρτηριοσκλήρωση. Φαύλος κύκλος… Μια

νύχτα

περιπλανήθηκα

στα

χωράφια

μεθυσμένος, τρελός. Πήρα την μπουκάλα με το ούζο κι ήπια, ήπια, ήπια, με δέκα γουλιές την έφερα στη μέση. Μετά τη γέμισα από την νταμιτζάνα, την έβαλα στην τσέπη μου, βγήκα στον κήπο και τράβηξα για την ξώπορτα. Το μυαλό μου νεκρώθηκε. Δεν ήταν μυαλό τρελού ανθρώπου, ήταν μυαλό πεθαμένου, που άρχισε να σήπεται και να λιώνει, να χύνει τις φαρμακερές πτωμαΐνες του στον άλλον οργανισμό. Ήταν κι οι άλλες τοξίνες, εκείνες που τόσες και τόσες οκάδες

-51-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

σπίρτο συσσώρεψαν, σαράντα χρόνια τώρα, στους ιστούς και στο αίμα μου. Στάθηκα λαχανιασμένος, έβγαλα τη μποτίλια με το ούζο από την τσέπη μου κι ήπια, ήπια. Αναστέναξα με αγαλλίαση. Αυτό ήταν, αυτό… Μονάχα το πιοτό μου έδινε κουράγιο και ζωή. Έπιασα την μπουκάλα και τη βύζαξα με βουλιμία. Πήγα και κάθισα κάτω από την κληματαριά. Είχα πάρει, από την κουζίνα, μια μποτίλια ούζο. Ήπια πεντέξι γερές γουλιές, ένοιωσα καλύτερα. Άρπαξα την μποτίλια και την άδειασα μονορούφι. Γέμισα ένα νεροπότηρο ούζο απ’ τη νταμιτζάνα και το ρούφηξα με διψασμένες γουλιές. Με μιας μια καυτερή φλόγα τριγύρισε τις αρτηρίες μου, τα πόδια μου στυλώθηκαν, δυνάμωσε η ψυχή μου. Πάνω στο κρεβάτι σιγοπερπατούσε μια πελώρια αράχνη, μαύρη και χνουδωτή. Γέμισε το σπίτι ζωύφια: κατσαρίδες, αράχνες, ίσως και σκόρους.

-52-


Η ΜΠΑqΑ

Ποντίκια.

Πάνω

από

τριάντα

ποντικοί

αναπήδησαν σαν διάολοι και λάκισαν πέρα-δώθε. Πήγα στην κουζίνα να πιώ λίγο ούζο. Το χέρι μου έτρεμε σπασμωδικά, πήγαινε πέρα-δώθε. Χύθηκε ένα σωρό ούζο στο τραπέζι. Αδύνατο να φέρω το ποτήρι στο στόμα μου, το μισό ούζο χύθηκε πάνω μου. Το σπίτι γέμισε ένα σωρό μικρά ζώα. Απ’ το νταβάνι κατέβαιναν στους τοίχους της κουζίνας αμέτρητες κατσαρίδες. Κατέβαιναν, κατέβαιναν… Ήσαν τεράστιες πέντε πόντους μάκρος , με ξανθωπό κορμί και πράσινα φωτερά μάτια. Γέμισαν

οι

τοίχοι

κατσαρίδες.

Κι

έξαφνα

διαπίστωσα, πολύ παραξενεμένος, πως είχα γένια: μια μακριά κατάμαυρη γενειάδα, ως τη μέση του στήθους. -Τρελάθηκα! Βλέπω πράγματα που δεν υπάρχουν. Είμαι νεκρός. (δυνατά)

-53-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

Βλέπω τη μάνα ψηλή αχτένιστη με τον ιδρώτα να κρέμεται στα χείλη να με φιλάει στον ποπό, να πλένει τα κουσούρια μου, να αντέχει τον πατέρα, τη φτώχεια που είχαμε, τον φίλο μου τον Μανώλη ξυπόλητο με τη μύξα να γλείφει τα μουστάκια. «Κυρά Ελένη, φέρε λουκούμι», να λέει στην αρχόντισσα την μάνα, «και κανένα κεφτέ» να χορτάσουμε την πείνα, να παίξουμε κρυφτό και μπίλιες να μεγαλώσουμε την αρίδα

σαν παιδιά

της φύσης, κανονικά. Βλέπω όλα τα παιδιά της τάξης έτσι μικρά τρυφερά αγγουράκια πώς ξεκινήσαμε, αγνά, αθώα περιστεράκια,

να

δακρύζουμε

κρυφά

στις

ελληνικές ταινίες, να ντύνομαι στρατιώτης την Αποκριά εγώ με τα ρούχα του μπαμπά κι εσύ Μαντόνα

με

τα

ρούχα

της

μαμάς

να

κρυφοχαιδεύω τα βυζάκια της Μαρίας, ευκαιρία να νιώσω άντρας ήταν ευκαιρία. Βλέπω την πληγή μου τη μικρή να μεγαλώνει στο σώβρακο, να γίνεται θηρίο μέσα μου, να με τραβάει από τη -54-


Η ΜΠΑqΑ

μύτη μια ζωή η καύλα. Για την καύλα πέθανα, το βλέπω τώρα πέθανα από τον έρωτα στη ζωή την γαμημένη τη ζωή που λάτρεψα …..Βλέπω τον πρώτο έρωτα, τον μεγάλο, να μου καρφώνεται στο φέρετρο σαν επικεφαλίδα. Έζησες (αχνά). Έζησα, ναι έζησα, αλίμονο το πάθος για έναν άγνωστο άνθρωπο το είδα να κυλάει στις φλέβες δηλητήριο, να μουσκεύει το μαξιλάρι η αγωνία αν θα τη δω, αν θα την αγγίξω, θα τη γαμίσω, αν, αν, αν. Βλέπω τη θεία τη Βάγια από τη Θεσσαλονίκη να πηδιέται με όλους τους φίλους του καημένου του θείου. Γιατί, άραγε τόση μοναξιά; Γιατί; Βλέπω εκείνο το ταξίδι που δεν έκανα ποτέ, το ονειρεύτηκα όμως, σαν μωρό το ονειρεύτηκα. Η βαλίτσα χοντρή να κυλάει στην άμμο, να γελάει με μας κάτω από τη Γη, να ζω ερωτευμένος με δυο μεγάλα μάτια θαλασσί, να μην έχω προορισμό μονάχα αποβάθρα. Το καράβι να είναι άδειο, ναι καλά ακούσατε, άδειο από μιζέρια-μονάχα εγώ και η αγάπη φτάνει, αυτό φτάνει. Το κορίτσι να μη -55-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

μιλάει πολύ, μόνο να βυθίζεται μέσα μου. Να πώς είμαι το φεγγάρι ολόγιομο στον ώμο της. Το στρώμα του ύπνου στην άκρη της θάλασσας, της πιο μικρής θάλασσας του κόσμου, της δικής μου γαλανής αμαρτίας. Απέναντι να έχω ένα βουνό κι άλλο ένα σαν τα στήθη σου, τέλεια γυαλιά στα μάτια, οι λόφοι το πράσινο, το μοναδικό πράσινο της πατρίδας μου πόσο ομορφαίνει τον θάνατο, ακόμη κι αυτόν. Βλέπω τα βιολιά, τα καλοκαιρινά μου φάρμακα, το Ναύπλιο, το Μπούρτζι, το Τολό, τη Ζάκυνθο, τα μαντολίνα, τους ψαράδες της Κεφαλονιάς. Βλέπω το κύμα να σκάει στην πλάτη μου, ηλιοκαμένος να δροσίζω τη γλώσσα στο κορμί σου, ένα κεράκι το βράδυ στην άμμο, ένα κοχύλι, ένα ψαροσκώλικο παρέα με μας τους ερημίτες, τους εραστές των τετραδίων, έτσι γεμίζει το τετράδιο με ήλιο, έτσι, με τα ταξίδια τα μακρινά. Βλέπω τον Πόρο μικρό νησάκι με τα κουκλόσπιτα να περιμένουν αιώνες τον κόσμο, στο σούρουπο -56-


Η ΜΠΑqΑ

του Πόρου λιώνουν τα γράμματα ετούτα από το θεό που στέλνω …..Λιώνουν. Βλέπω την κυρά Μαρίκα από τη θάλασσα να βγαίνει με το ψωμί στη μασχάλη για μας τα παιδιά που αγαπήθηκαν. Βλέπω εσάς όλους στο μπαρ που πήγαινα ένανέναν τους φίλους μου τον Πέτρο, την Κατερίνα, τη Σταυρούλα, τον ράφτη τον Χρήστο, τον Γιώργο, την Κωνσταντίνα, την Άντα, την Έφη ……..όλοι

εκεί

καμένοι

από

το

αλκοόλ

παραδομένοι στη μοίρα …….περιμένουν το θαύμα σε ένα ποτήρι. Χωράει σε ένα ποτήρι το θαύμα, ορέ; Δεν χωράει αδέλφια, ακούστε εμένα που πέθανα- όλος κι όλος ένα ποτήρι έγινα, ένα σφηνάκι τεκίλα άσπρη καθαρή, την έβαλα φωτιά και

κάηκα μια δευτέρα που ήταν κλειστά τα

μαγαζιά, ανώνυμος έφυγα μέσα σε ένα ποτήρι, τα είπα όλα και σας χαιρέτησα όλους. Βλέπω την μυρτιά στην αυλή μου στο χωριό ανθισμένη, τις -57-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ντοματιές, όλα τα παλιά εργαλεία του πατέρατου δυνατού πατέρα. Τι άλλο θα έπαιρνα μαζί μου από αυτόν τη δύναμή του, την αντοχή του, στην κατοχή, στη πείνα στην αξιοπρέπεια, τη γραβάτα που φορούσε στις γιορτές, την αυστηρότητα του, τα πιστεύω του, που ήταν πιο μεγάλα από εκείνον, πιο ψηλά, τον ξεπερνούσαν, για μια ιδέα ζούσε ο πατέρας, για μια αξία. Έφτανε αυτό για να μη θέλει γκόμενα άλλη από τη μάνα, να μη θέλει για νύφη αγέμιστο όπλο, ήθελε μια γυναίκα για μένα ολόκληρη,

πίστη ολόκληρη, φωνή

ψυχή. Βλέπω τον έρωτα που κάναμε φρέσκο ροδάκινο να κυλλάει στα σεντόνια, κεράσια ζουμερά τα φιλιά μας, το πάθος στο πάτωμα καρφωμένο σπαθί να μας ματώνει, να μη μας βοηθάει τίποτατίποτα εμάς που δώσαμε το κορμί στην προσευχή της καψούρας. Όλη τη νύχτα να σου κλείνω το στόμα με το κορμί μου, όλη τη νύχτα να περιμένω να ξημερώσει μια στάλα έλεος για μένα τον -58-


Η ΜΠΑqΑ

αδύναμο, τον εξαρτημένο άνθρωπο. Τι άλλο ήμουνα εκτός απ αυτό, τι άλλο; Ένα φτερό που κολλούσε πότε στο ποτήρι, πότε στο κορμί σου, πότε στο παρελθόν, πότε στο τίποτα. Μεγάλη λέξη το τίποτα, τη βλέπω τώρα από εδώ να κρυφογελάει μαζί μου, δίπλα μου κοιμάται τρυφερή σαν μεγάλη αδελφή, σαν ερωμένη. Είμαι αυτό που κέρδισες Βασίλη, εγώ είμαι το περίφημο τίποτα που αγάπησες με πάθος σε όλη σου τη ζωή.

Τίποτα

από τους

φίλους,

από

τους

συγγενείς, από δουλειά, από τα παραμύθια που διάβασα μικρός, τίποτα δεν υπήρχε ούτε η βασιλοπούλα, ούτε τα πλούτη τα ξαφνικά, ούτε γενναίος έγινα, ούτε ξανθός πρίγκιπας. Το τίποτα το δόξασα μόνο με τον έρωτα, έτσι το αφόρισα, έτσι το ξόρκισα, έτσι το πήρα μαζί μου φλεγόμενο στα χέρια μου, να πεθάνουμε μαζί αδέλφια. Βλέπω την πούτσα μου να κρέμεται τώρα αφιλοκερδώς πάνω σε ένα μισολιωμένο κορμί και γίνομαι σιγά-σιγά το λίπασμα για ένα μόνο -59-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ζωύφιο, φτάνει αυτό φτάνει, αρκεί να θυμάμαι πως υπήρξα ύλη. Υλη. Τρία γράμματα μόνο: υ, λ, η. Όλη η ανθρωπότητα βασίστηκε σε τρία γράμματα, απίστευτο μου φαίνεται τώρα που πέθανα, απίστευτο ……….Εγώ νόμιζα ότι ήμουν διαφορετικός, ήθελα όλη την αλφαβήτα πάνω μου να τρέχει για μένα…

-60-


Η ΜΠΑqΑ

(Ψευδής χαιρετισμός του Βασίλη προς το κοινό. Σκοτάδι. Οι θεατές έχουν την εντύπωση πως ο μονόλογος τελείωσε. Κάποιοι χειροκροτούν. Φως προβολέα, μπλε φως ψυχρό, απομονώνει τον Βασίλη στη σκηνή):

Χάρη δεν έκανα στο μπλε. Δεν μου χαρίστηκε το γαλάζιο στην άκρη των δακτύλων μου, να συνεχίζει ουρανό πάνω απ’ την Κρανώνος. Ανάμνηση ψευδή το δεξί μου χέρι να σηκώνω ψηλά, να ψάχνω για ταξί μέσα στη λεωφόρο, να κινδυνεύω απ’ το μπλε, παρά απ’ το μαύρο της ασφάλτου. Το χέρι σηκωμένο ψηλά. Πρώτη φορά χάρηκα τον αέρα, τον είδα να γίνεται μπλε, όλος ξαφνικά σε μια στιγμή, εκεί που γύρευα ταξί: «Μην

αντιστέκεσαι,

παρτάλι».

«Μην

αντιστέκεσαι». Τη σφαίρα ας’ την να περάσει απ’ το σώμα σου. Μια φορά σε σκοτώνουν, καθίκι, «μην αντιστέκεσαι». Χόρευε σαν το βαρύ μέταλλο -61-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

της γέφυρας, η ομίχλη βλέπεις είναι πιο βαριά κι από τη γέφυρα του Πηνειού: στοργικά πέφτει πάνω

του

και

τον

σκεπάζει.

Τα

παιδιά

χοροπηδάνε στη χαρά, όπου κι αν σηκώσεις το βλέμμα

σου,

πάνω

σε

υδρόγειους

σφαίρες

χορεύουν Αφροδίτες. Ο Γκάντι χορεύει νηστικός στον Πηνειό, ο Θανάσης είδε λευκές παρθένες με κεριά να κάνουν βόλτα κάτω απ’ το σπίτι του, κατακαλόκαιρο. Στις 26 Ιουλίου γιορτάζουν την Αγία Παρασκευή οι αόμματοι όλου του κόσμου.

(black-out) (Λόγια στο σκοτάδι): «Μην εμπιστεύεσαι αυτά που βλέπεις, κουδούνι». «Μην

αντιστέκεσαι,

λοιπόν,

παραδώσου».

Παράδωσε το κορμί σου στις σφαίρες, τη ψυχή σου στον εργοδότη σου, τ’ αχαμνά σου στις συμβίες, τη γραφή σου στους κόλακες, τα νύχια σου να ’ναι πιο σκληρά κι απ’ την ομίχλη, έτσι

-62-


Η ΜΠΑqΑ

όπως αδράχνει τα μέταλλα της γέφυρας και τη σηκώνει λίγο πιο ψηλά πάντα, απ’ το γαλάζιο. Όσο ψηλά ν’ ανεβείς θα βλέπεις θάλασσα παντού τριγύρω. Σήκωσε το ποτήρι σου ψηλά κόντρα στον ήλιο: το πρώτο παγάκι μες στο ούζο γίνεται υποκύανο, το δεύτερο γαλακτερό παίρνει τη φόρμα και το χρώμα που έχουν τα σύννεφα Ιούλιο μήνα, έτσι όπως δεν μπορείς να τα δεις στην ηλικία που έφτασες, τα γεράματα δεν σηκώνουν κεφάλι. Δεν μπορείς να δεις πια τα σύννεφα Βασίλη, μες στο ποτήρι σου μόνο, κατάπιε κουδούνι τα υπολείμματα του πρότερου έντιμου βίου, δώσε και τα εφτά χρώματα στα ποτά σου ρεμάλι. Μην αντιστέκεσαι στη γαλάζια διαδοχή των ημερών, στα μπλε κιλοτάκια των κορασίδων στις μπλε νεράιδες που έχουν χτυπήσει τατού στα σφυρά τους. Παραδέξου το μπεκρούλιακα, πως μπλε μουνί δεν γάμησες ακόμα. Τυλιγμένος στους μπλε -63-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

καπνούς των άπειρων σιγαρέτων σου, στο υποκύανο που αφήνει πίσω της η σφαίρα. Μην αντιστέκεσαι στο μπλε του ούζου σου, στις μπλε βλεφαρίδες, στον ουρανό που παρεισφρύει με το τρίτο παγάκι στο ποτήρι του ούζου, μια φορά σε σκότωσε η πρώτη γαλάζια σφαίρα. Δεν κινδυνεύεις από τις επόμενες. Πόσες φορές μπορούν να σε σκοτώσουν, Βασίλη; Θα περπατήσεις ακόμη και νεκρός με άξονα το σώμα. Παραδώσου κουφιοκεφαλάκη, ανίκανε, εγωιστή,

πρωτάκι,

υπερόπτη

που

σήκωσες

κεφάλι, τσόγλανε επειδή κόπηκες κι έβγαλες λίγο γαλάζιο

αίμα,

εγωίσταρε,

κακομαθημένε,

μπεκρούλιακα, χασισοπότη, μουνάκια, άραξε στη ψάθινη καρέκλα, ρεμάλι μπλε στη βάψαμε, μαζί κι άλλες τέσσερις γι αυτό το καλοκαίρι η μια δίπλα στην άλλη, γύρω απ’ το τσίγκινο θαλασσί τραπεζάκι. Έχεις τη θάλασσα στο ύψος των ματιών σου, δεν χρειάζεται σακάτη ούτε καν το -64-


Η ΜΠΑqΑ

βλέμμα σου να σηκώσεις, την πιατέλα με τα χόρτα, τα σαυρίδια, έρχονται όπου να ’ναι κι οι σαρδέλες στα κάρβουνα, κάθισε, ξεκουράσου, στη μπλε βαμμένη καρέκλα. Μην σκέφτεσαι, αφήσου στη μπλε σκιά της συκιάς,

πιάσε

το

καραφάκι

δεν

έχει

υπερατλαντικά ταξίδια για φέτος, γαλάζιες νύχτες πλεγμένες άσπρο μετάξι, ισημερίες, ηλιοστάσια. Ξέχνατα

όλα

παρτάλι,

κάθισε,

αφήσου,

παραδώσου, κλείσε το τεφτέρι με τα λογιστικά, στέρεψε το μπλε στο μπικ σου, στη φλόγα του πετρογκάζ το σαγανάκι με τις γαρίδες. Άπλωσε τις αρίδες σου, κάπνισε τα τσιγάρα σου, πιες το ουζάκι σου, εδώ στον κήπο κάτω απ’ την πελώρια συκιά.

(ο Βασίλης πάνω από το πτώμα του: ) Τη νύχτα θα αποκοιμηθείς σε γαλανά σεντόνια: γαλάζιο και το μάρμαρο στο μνήμα σου παρτάλι,

-65-


ΧΡΥΣΑ ΑΛΕΞΙΟΥ – ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

όπως γίνεται υποκύανο στο ψήσιμο το χταποδάκι, παραδώσου στο υπερμπλέ του τόπου μας και σκύψε το κεφάλι.

(ο Βασίλης πλησιάζει το νεκροκρέβατο, σηκώνει το σεντόνι και λέει): Τώρα, θα σας πω την πιο μικρή ιστορία του κόσμου: μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος, ύστερα πέθανε.

(Σκοτάδι.)

ΤΕΛΟΣ

-66-


Η 2η έκδοση του βιβλίου η Μπάqα της Χρύσας Αλεξίου και του Σωτήρη Παστάκα διατίθεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ebook 1η έκδοση, Θράκα 2013 (εξαντλημένο)




Κουβέντες του μπαρ με συμπότες τον Φιόντορ Μιχάηλοβιτς Ντοστογιέφσκι και τον Μ. Καραγάτση.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.