7 minute read
Η «Πράσινη» Πλευρά της Οικονομίας
Παναγιώτα Γιαννακοπούλου Φεβρουάριος 2020
Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, οι επιχειρήσεις και το περιβάλλον βρίσκονται σε αυστηρή αντίθεση. Διότι, κύριος στόχος των επιχειρήσεων είναι η μεγιστοποίηση των και βιομηχανικής δραστηριότητας αποτελούν η Πετρελαιοκηλίδα στον κόλπο του Μεξικού (2010), καθώς και η μετακίνηση υπόγειων υδάτων, υψηλών σε διαλυτότητα, σε περιοχές στέγασης κοντά σε βιομηχανικές ζώνες της Silicon Valley.
Advertisement
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό η υπερθέρμανση του πλανήτη, με το ευρύ σύνολο των επιπτώσεών της, έχει αυξήσει την ευαισθητοποίηση σχετικά με τις περιβαλλοντικές ανησυχίες και έχει αρχίσει να επηρεάζει τις επιχειρηματικές πρακτικές, αφού επηρεάζει σημαντικά και τα κέρδη. Συνεπώς, το χρηματιστήριο ρύπων και οι πράσινες επενδύσεις, όπως είναι τα πράσινα ομόλογα, αναμένεται να ανθίσουν και να
κερδών τους, που περιλαμβάνει συνηθέστερα την εκμετάλλευση φυσικών πόρων και την παραγωγή καυσαερίων, ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης βιομηχανικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε ενέργειά τους προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος πραγματοποιείται µόνο και εφόσον έχει θετικό αντίκτυπο στην κερδοφορία τους. Το δηλητηριασμένο νερό, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η υπερθέρμανση του πλανήτη αποδίδονται κυρίως στις συνήθεις επιχειρηματικές πρακτικές. Ενδεικτικά παραδείγματα της άπληστης επιχειρηματικής παρουσιάσουν μεγάλη ανάπτυξη δεδομένου της ελκυστικότητάς τους στους επενδυτές στις μέρες μας.
Χρηματιστήριο Ρύπων
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η λήψη δραστικών μέτρων για την καταπολέμηση της αδιάλειπτης αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη, ως αποτέλεσμα του φαινομένου του θερμοκηπίου, κρίνεται αναγκαία και απαραίτητη, ενώ ένα τέτοιο μέτρο αποτελεί το Χρηματιστήριο Ρύπων.
Για να κατανοήσουμε όμως πλήρως το πώς λειτουργεί το Χρηματιστήριο Ρύπων σήμερα, είναι σημαντικό να αναλύσουμε την ιστορική εξέλιξη του, η οποία και του έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσταση και χαρακτηριστικά. Έτσι, αρχικά το 2003 η Ευρωπαϊκή Ένωση έκδωσε την οδηγία 2003/87/ΕΚ για το εμπόριο εκπομπών δικαιωμάτων ρύπανσης με στόχο τον έλεγχο και τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2), στα γεωγραφικά όρια των χωρών που την απαρτίζουν. Επίσης, θεσπίστηκαν οι βασικοί κανόνες και οδηγίες, παράλληλα με την υποχρέωση των κρατών-μελών να καταρτίσουν το Εθνικό Σχέδιο Κατανομής Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΚΔΕ). Αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου 2005 τέθηκε σε εφαρμογή πλέον το Πρωτόκολλο του Κιότο, το οποίο είχε θεσπιστεί στις 10 Δεκεμβρίου του 1997 στο Κιότο, στα πλαίσια μιας διεθνούς συμφωνίας των Ηνωμένων Εθνών. Το Πρωτόκολλο καθορίζει τα δικαιώματα των εκπομπών, τα αέρια που συμβάλλουν στο φαινόμενο του Θερμοκηπίου, καθώς επίσης περιλαμβάνει δεσμευτικούς και ποσοτικοποιημένους στόχους σχετικά με τη μείωση των αερίων αυτών. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το Πρωτόκολλο του Κιότο αποτελεί τον βασικό πυλώνα για τον έλεγχο των εκπομπών και για τη μετέπειτα δημιουργία ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού συστήματος εκπομπών ρύπων, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Ελλάδα ως κράτος μέλος της, κυρώνοντας το Πρωτόκολλο (Ν.3017/2002) συμφώνησαν να μειώσουν τις ανθρωπογενείς εκπομπές αερίων θερμοκηπίου και προέβησαν σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις για την εκπλήρωση των δεσμεύσεών τους. Τη θέσπιση της ισχύος του Πρωτοκόλλου του Κιότο ακολουθεί η δημιουργία του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας (EU-ETS), το οποίο ξεκίνησε το 2005 ως το πρώτο παγκοσμίως σύστημα για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε επίπεδο εταιρειών. Το γεγονός αυτό, το καθιστά ως ένα λειτουργικό πρότυπο συστήματος εμπορίας εκπομπών, διαρκώς ενισχυόμενο, που υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες. Σήμερα, διανύει την τρίτη φάση του, που καλύπτει τα έτη 2013 ως 2020, και χαρακτηριστικά της οποίας είναι η θέσπιση ανώτατου
ορίου εκπομπών σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η διενέργεια δημοπρασιών ως κύριο μέσο κατανομής δικαιωμάτων στους υπόχρεους. Επιπλέον, μέχρι το τέλος της τέταρτης περιόδου (2021-2030) έχει τεθεί ως στόχος η μείωση των εκπομπών άνθρακα κατά 43% με βάση το 2005. Ας σημειωθεί ακόμη, ότι οι στόχοι και οι δράσεις του ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας αναβαθμίζονται δυναμικά, καθώς χαρακτηριστικό παράδειγμα της εξέλιξής του αποτελεί το γεγονός ότι στο αρχικό του στάδιο η διάθεση των δικαιωμάτων γίνονταν δωρεάν, ενώ σήμερα δημοπρατούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά με την εισαγωγή των δικαιωμάτων στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Ωστόσο, η ιδέα του χρηματιστηρίου ρύπων είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη και δέχεται ποικίλες κριτικές. Από τη μία πλευρά υποστηρίζεται η υπόστασή του ως αποτελεσματική, δεδομένου ότι έχουν τεθεί ανώτατα όρια στις εκπομπές άνθρακα και οι εταιρείες που καλύπτονται από το σύστημα δεν είναι πλέον ελεύθερες να ρυπαίνουν ανεξέλεγκτα. Συμπληρωματικά, απότοκος της τιμολόγησης του άνθρακα μέσω του χρηματιστηρίου είναι η αύξηση του κόστους παραγωγής στις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις και κατ’ επέκταση και η αύξηση των τιμών των παραγόμενων προϊόντων, συνέπεια της οποίας είναι η πτώση στη ζήτηση για τα αγαθά αυτά, περιορίζοντας τα επιχειρηματικά κέρδη. Επομένως, οι επιχειρήσεις επιλέγουν να επενδύσουν σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ή σε άλλες μορφές ενέργειας, καταδεικνύοντας τη σημασία του χρηματιστηρίου ρύπων. Από την άλλη πλευρά όμως, αρκετοί κάνουν λόγο για στυγνή κερδοσκοπία, τονίζοντας ότι το περιβάλλον δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν “εμπόρευμα” και η ελεύθερη αγορά δεν είναι δυνατόν να δώσει λύση στην περιβαλλοντική καταστροφή. Γίνεται, εντούτοις, εύκολα αντιληπτό ότι η αρχή της πρόληψης της ρύπανσης, αντί της αποκατάστασης των περιβαλλοντικών ζημιών, είναι μία καλή προσπάθεια να βρεθεί µια ισορροπία μεταξύ κέρδους, περιβάλλοντος, και ανθρώπων, στην οποία συντελεί σημαντικά η επιχειρηματική δράση μέσα από τη λειτουργία του χρηματιστηρίου ρύπων.
Πράσινα Ομόλογα
Για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης σχεδιάστηκε ένα ακόμη χρηματοδοτικό εργαλείο, τα πράσινα ομόλογα ή όπως αλλιώς ήταν ευρύτερα γνωστά στις αρχές της χιλιετίας, τα κλιματικά ομόλογα. Πρόκειται ουσιαστικά, για ένα επενδυτικό εργαλείο με σκοπό την άντληση κεφαλαίων για επενδύσεις σε έργα και υποδομές περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και χρησιμότητας. Ειδικότερα, τα ομόλογα αυτά χρηματοδοτούν έργα που αποσκοπούν στην ενεργειακή αποδοτικότητα, την πρόληψη της ρύπανσης, τη βιώσιμη γεωργία, αλιεία και δασοκομία, την προστασία των υδάτινων και χερσαίων οικοσυστημάτων και την ορθολογική διαχείριση των υδάτων. Χρηματοδοτούν επίσης την καλλιέργεια φιλικών προς το περιβάλλον τεχνολογιών και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου ένα ομόλογο να χαρακτηριστεί επίσημα ως πράσινο, είναι αναγκαίο να πιστοποιηθεί από το Climate Bond Standard Board, το οποίο γνωμοδοτεί ότι το ομόλογο θα χρηματοδοτήσει έργα που περιλαμβάνουν οφέλη για το περιβάλλον. Εξετάζοντας τα κλιματικά ομόλογα σε βάθος χρόνου, η αγορά τους ξεκίνησε το 2007 με την έκδοση πράσινου ομολόγου (ΑΑΑ-rated) από φορείς της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Σε επίπεδο κρατών, η Γαλλική κυβέρνηση υπήρξε η πρώτη χώρα που εξέδωσε πράσινο ομόλογο (sovereign green bond) τον Ιανουάριο του 2017, ύψους 7 δισεκατομμυρίων ευρώ, και έπειτα ακολούθησαν το παράδειγμα της και άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιρλανδία, το Βέλγιο, η Πολωνία και η Λιθουανία. Παράλληλα, σε εταιρικό επίπεδο, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Apple με την έκδοση ενός πράσινου ομολόγου ύψους 1 δισεκατομμυρίου τον Ιούνιο του 2017. Ας σημειωθεί ακόμη, πως η έκδοση των πράσινων εταιρικών ομολόγων μπορεί να συνδέεται και με συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς στόχους, όπως στην περίπτωση της Qualcomm για μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων κατά 30% έως το 2025 ή της Anheuser-Busch που επικεντρώνεται στην εξασφάλιση του 100% της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας μόνο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), επίσης έως το 2025. Θα αποτελούσε παράλειψη αν δε δινόταν έμφαση και στην περίπτωση της World Bank, η οποία 15
αποτελεί παγκοσμίως τον μεγαλύτερο εκδότη πράσινου ομολογιακού χρέους σήμερα, με ένα από τα παλαιότερα και πιο αξιομνημόνευτα εγχειρήματα της τράπεζας να είναι το έργο υδροηλεκτρικής ενέργειας Rampur, το οποίο στοχεύει στην παροχή υδροηλεκτρικής ενέργειας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα στο ηλεκτρικό δίκτυο της Βόρειας Ινδίας και συμβάλλει στην εξοικονόμηση 1.407.700 τόνων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ετησίως. Αναμένεται λοιπόν, οι εξελίξεις σχετικά με τα πράσινα ομόλογα να είναι ραγδαίες τα επόμενα έτη, αφού σύμφωνα με έκθεση της Climate Bonds Initiative το 2019 η έκδοση πράσινων ομολόγων κατέρριψε νέο ρεκόρ φτάνοντας τα 255 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι νέες προβλέψεις της για το 2020 αναφέρουν το ποσό των 350-400 δισεκατομμύρια δολαρίων στην παγκόσμια ετήσια έκδοση πράσινων ομολόγων / δανείων. Στην Ελλάδα η κατηγορία των πράσινων ομολόγων είναι ακόμα σε πρώιμα επίπεδα και χρήζει περαιτέρω επένδυσης, καθώς προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλουν και πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται από την πλευρά της Ε.Ε.
Εν κατακλείδι, κρίνεται πιο επιτακτική από ποτέ η δράση μας για την επίτευξη μιας βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία θα εξασφαλίζει τη διαχρονικότητα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, με παράλληλο σεβασμό προς το περιβάλλον και χωρίς την υποθήκευση των φυσικών πόρων που είναι απαραίτητοι για τον άνθρωπο. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενσωμάτωση των θεμάτων του περιβάλλοντος στην οικονομική πολιτική των διαφόρων χωρών και μέσω των κατάλληλων οικολογικών επενδύσεων. Ωστόσο, όσον αφορά τα επιχειρηματικά μέτρα που απορρέουν από τις διάφορες οικονομικές πολιτικές, έχει καταστεί σαφές ότι οι επιχειρήσεις έχουν ως οδηγό τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους και αυτό ισχύει και για τις περιβαλλοντικές τους πολιτικές. Δηλαδή, αν τα οικονομικά συμφέροντά τους είναι «πράσινα», θα πράξουν αναλόγως, αλλά μόνο στο βαθμό που τους το επιτρέπουν οι ανησυχίες των μετόχων για την κερδοφορία τους.