14 minute read
Οι Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης
Finance First Οι Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης
Μαρία Κυροδήμου
Advertisement
Φεβρουάριος 2020
Η επιχειρηματικότητα ως έννοια προέρχεται από το ρήμα «επιχειρώ», που σημαίνει κάνω κάτι δημιουργικό και καινοτόμο. Βασίζεται στη σύλληψη μιας νέας ιδέας, ή ακόμη και στην εξέλιξη μιας ήδη υπάρχουσας, και περιλαμβάνει όλες τις διαδικασίες και ενέργειες που πρέπει να γίνουν ώστε να υλοποιηθεί και να καταστεί πραγματικότητα. Το πρώτο ζήτημα, που είναι και αρκετά σημαντικό, είναι η ιδέα του προϊόντος ή της υπηρεσίας που θα παρέχεται, καθώς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερη και ανταγωνιστική. Εφόσον λυθεί αυτό το θέμα, έπειτα προκύπτει το ζήτημα του κεφαλαίου που πρέπει να βρεθεί ώστε να ξεκινήσει η υλοποίηση της ιδέας. Ένα ζήτημα το οποίο είναι «βραχνάς» για κάθε νέο επιχειρηματία που επιθυμεί να ξεκινήσει το εγχείρημα του, τοποθετώντας αρκετά χρήματα, που πολλές φορές δε διαθέτει, χωρίς να ξέρει με βεβαιότητα τόσο τα αποτελέσματα αυτής της προσπάθειας όσο και τον κίνδυνο που υπάρχει για την επιχείρησή του. Λόγω λοιπόν της αβεβαιότητας που υπάρχει, λίγοι είναι οι «τολμηροί» οι οποίοι αποφασίζουν να πάρουν το ρίσκο και να υποστηρίξουν το εγχείρημα τους είτε με προσωπικά κεφάλαια, είτε με κάποια μορφή δανεισμού.
Αρχικά ας ορίσουμε την πρώτη γενική κατηγορία πηγής χρηματοδότησης, την εσωτερική, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η προσωπική περιουσία, η βοήθεια από οικογένεια και φίλους, καθώς και τα αδιανέμητα κέρδη (στην περίπτωση που η επιχείρηση υπάρχει ήδη και χρειάζονται κεφάλαια για νέα επένδυση). Aπό την άλλη πλευρά υπάρχουν οι εξωτερικές πηγές, στις οποίες ανήκουν τα κεφάλαια από τράπεζες, επενδυτικά κεφάλαια και ανεπίσημοι επενδυτές (επιχειρηματικοί άγγελοι), καθώς και το “crowdfunding”, αλλά και το “leasing”. Ορίζοντας ως δανεισμό την παραχώρηση ενός ποσού, συγκεκριμένο και ορισμένο από τον δανειολήπτη, για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα και με επιτόκιο ανάλογο του ποσού και της περιόδου, διαπιστώνουμε πως το δάνειο αποτελεί μεν βοήθεια για τον επιχειρηματία όμως ταυτόχρονα και άγχος για το εάν θα καταφέρει να ανταποκριθεί στα υψηλά επιτόκια που πολλές φορές επιβάλλουν οι τράπεζες. Πέρα όμως από
τον τραπεζικό δανεισμό σήμερα υπάρχουν και άλλοι τρόποι μέσω των οποίων μπορεί κάποιος να λάβει τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους και μάλιστα με ευνοϊκότερους πολλές φορές όρους. Τα τελευταία χρόνια οι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης έχουν καταφέρει να διευκολύνουν πολλούς νέους επιχειρηματίες και να καταστήσουν τη χρηματοδότηση στο μυαλό των ανθρώπων ως μια πιο εύκολη διαδικασία. Κάθε νέος λοιπόν επιχειρηματίας έχει τη δυνατότητα να ερευνήσει ποια μορφή του ταιριάζει περισσότερο, αλλά και την ελευθερία να επιλέξει την πιο κατάλληλη για την επιχείρησή του.
Ξεκινώντας με το “crowdfunding”, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες
και στη συνέχεια υιοθετήθηκε και στην Ευρώπη, καταφέρνοντας το 2011 να χρηματοδοτηθούν επιχειρήσεις με $1,5 δισεκατομμύρια συνολικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε την αλλαγή που φέρνουν αυτές οι νέες μορφές. Το “crowdfunding” δίνει την δυνατότητα σε έναν εν δυνάμει επιχειρηματία να δημοσιεύσει την ιδέα του με κάθε λεπτομέρεια σε μια ειδική πλατφόρμα, την οποία επισκέπτονται άνθρωποι που επιθυμούν να επενδύσουν τα χρήματα τους. Είναι λοιπόν ένας εναλλακτικός τρόπος εύρεσης χρημάτων, όχι από λίγους επενδυτές αλλά από ένα μεγάλο σύνολο, από το οποίο ο κάθε ένας συνεισφέρει το ποσό που επιθυμεί και το οποίο συχνά είναι αντιπροσωπευτικό του βαθμού εμπιστοσύνης στην ιδέα. Αυτός ο τρόπος αποδίδει και άλλα οφέλη στον επιχειρηματία, καθώς μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία πετυχαίνει αφενός διαφήμιση και αναγνωρισιμότητα, και αφετέρου αντλεί απόψεις για το προϊόν/υπηρεσία του, έχοντας τη δυνατότητα να προβεί σε αλλαγές και βελτιώσεις προκειμένου να το φέρει στην καλύτερη μορφή μέχρι να το παρουσιάσει στην αγορά. Στην Ευρώπη τα ποσοστά επενδύσεων crowdfunding το 2017 καταμερίζονταν ως εξής στα διάφορα κράτη. Πρώτες ήταν η Γαλλία η οποία κατείχε το 19,7% της αγοράς και η Γερμανία με ποσοστό 17,8%, έπειτα οι Σκανδιναβικές Χώρες (Δανία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία, Ισλανδία) με 13,4% και οι Κάτω Χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο) με 11,1%, ενώ άλλα κράτη ακολουθούσαν με μικρότερα ποσοστά. Μάλιστα σε όλα τα παραπάνω κράτη η ανάπτυξη του όγκου του “crowdfunding”, σε σύγκριση με το 2016, ήταν σημαντική και κυμαίνονταν από 39,1% στις Σκανδιναβικές Χώρες έως 85% στην Γερμανία. Οι επιχειρηματικοί άγγελοι αποτελούν μια άλλη μορφή χρηματοδότησης που χρησιμοποιείται σήμερα, και οι οποίοι είναι τις περισσότερες φορές ιδιώτες με μεγάλη περιουσία. Αυτοί συνήθως επιλέγουν νεοσύστατες, μη εισηγμένες επιχειρήσεις με τις οποίες δεν έχουν καμία προσωπική σχέση. Χαρακτηριστικό αυτών των επενδυτών είναι ότι και οι ίδιοι ήταν επιχειρηματίες ή ακόμη και στελέχη σε επιχειρήσεις, και πλέον επιθυμούν να μεταδώσουν τη γνώση, την εμπειρία και τις δεξιότητες τους στους νέους επιχειρηματίες. Οι επιχειρηματικοί άγγελοι είναι επιλεκτικοί και προσεκτικοί στις επενδύσεις τους καθώς αυτό που τους ενδιαφέρει είναι κυρίως το κέρδος. Οι ίδιοι έχουν ενεργό ρόλο στον τρόπο διοίκησης της εταιρείας, παρέχοντας τις στρατηγικές τους ώστε να επιτύχουν την οργάνωση που επιθυμούν και να εκπληρώσουν τους στόχους που έχουν θέσει. Ακόμη, ένα άλλο στοιχείο που χαρακτηρίζει τους “business angels” είναι ότι επιδιώκουν την ανωνυμία τους. Μάλιστα, σε μια προσπάθεια που έγινε το 2012 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να γίνει γνωστό το μέγεθος της αγοράς των επιχειρηματικών αγγέλων, και αφού μετρήθηκαν όσοι ήταν μέλη του δικτύου βρέθηκαν σε σύνολο λίγο λιγότεροι από 30.000. Σήμερα, το δίκτυο Business Angels Europe απαρτίζεται από 13 μέλη κάθ’ ένα από τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικά κράτη της Ευρώπης και σε αυτό συμμετέχουν περισσότεροι από 40.000 μεμονωμένοι επιχειρηματικοί άγγελοι. Τα ποσά που επενδύονται κάθε χρόνο μέσω αυτού του δικτύου είναι αξιοσημείωτα. Συγκεκριμένα, στη Γερμανία μέσω του BAND(Business Angels Netzwerk Deutschland), το οποίο αποτελεί μέλος του συγκεκριμένου δικτύου, επενδύονται 650 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Στην Ολλανδία από τα 150-200
εκατομμύρια ευρώ που επενδύονται κάθε χρόνο γενικά από επιχειρηματικούς αγγέλους το 30% κατέχεται από το μέλος BANN (Business Angels Netwerken Nederland)
Μια διαφορετική από τις υπόλοιπες σύγχρονες μορφές χρηματοδότησης, είναι η μίσθωση ή αλλιώς γνωστή σε όλους ως “leasing”. Η λέξη “leasing” προέρχεται από το ρήμα “lease” που σημαίνει ενοικιάζω - εκμισθώνω. Με αυτή τη μέθοδο η βοήθεια που δίνεται στον επιχειρηματία δεν είναι χρηματική αλλά είναι πιο συγκεκριμένη, καθώς ο εκμισθωτής προσφέρει στον μισθωτή το αντικείμενο που θέλει να αποκτήσει. Αυτό το αντικείμενο μπορεί να είναι μηχάνημα, κτίριο, αυτοκίνητο ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο χρειάζεται ο επιχειρηματίας για να στελεχώσει την επιχείρησή του. Στην ουσία η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: ο ενδιαφερόμενος επιχειρηματίας ζητάει από την εταιρεία μισθώσεων το περιουσιακό στοιχείο που θέλει να αποκτήσει, με τα ακριβή χαρακτηριστικά που θέλει να έχει. Έπειτα, η εταιρεία το αγοράζει και του το μισθώνει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα έναντι κάποιου συγκεκριμένου ποσού που θα καταβάλλεται περιοδικά. Οπότε στον επιχειρηματία δίνεται το δικαίωμα χρήσης χωρίς να διαθέσει εκείνη τη χρονική στιγμή μεγάλο ποσό, αλλά πληρώνοντας σταδιακά το ποσό που έχει συμφωνήσει με τον εκμισθωτή. Η μίσθωση όμως διακρίνεται σε δύο είδη, τη χρηματοδοτική (finance lease) και τη λειτουργική (operational lease), όπου κάθε μια από αυτές δίνει διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις στον μισθωτή. Ενώ η χρηματοδοτική μεταφέρει στον μισθωτή όλους τους κινδύνους, αλλά και τα οφέλη που σχετίζονται με την κυριότητα του εκμισθόμενου στοιχείου, η λειτουργική δεν μεταφέρει αυτές τις ιδιότητες αλλά περιορίζεται στην παροχή της άδειας για χρήση του περιουσιακού στοιχείου. Μάλιστα, εάν περάσει το χρονικό διάστημα για το οποίο έχει συμφωνηθεί η σύμβαση τότε αυτή μπορεί να ανανεωθεί, να λήξει χωρίς ο μισθωτής να εξαγοράσει το περιουσιακό στοιχείο, ή να λήξει και ο μισθωτής να αγοράσει το περιουσιακό στοιχείο σε καλύτερη τιμή από ότι αν το αγόραζε την περίοδο που το χρειαζόταν, λόγω της επίδρασης των αποσβέσεων. Οι Lasfer & Levis (1998) απέδειξαν πως η απόφαση των μικρών επιχειρήσεων για τη χρήση του “leasing”, επηρεάζεται περισσότερο από τις δυνατότητες ανάπτυξης που τους δίνεται μέσω αυτής της μεθόδου και λιγότερο από τις σκέψεις για τη φορολογία οι οποίες επηρεάζουν θετικά τις μεγάλες επιχειρήσεις. Γενικά, η μέθοδος της μίσθωσης θεωρείται μια μέσομακροπρόθεσμη μορφή δανεισμού. Η αδυναμία πρόσβασης των μικρό-μεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση σε περιόδους κρίσης και ύφεσης ίσως να ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την συγκεκριμένη μέθοδο. Έρευνες που έχουν γίνει στην Ελλάδα έχουν δείξει πως οι εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης και οι δυνατότητες πρόσβασης σε αυτές, είναι γνωστές στους Έλληνες. Ακόμη, φαίνεται πως, μεταξύ των τριών, είμαστε κυρίως εξοικειωμένοι με τη μορφή του “leasing”, ενώ αυτή των “business angels” είναι η λιγότερο διαδεδομένη. Σίγουρα αυτές οι μορφές πρέπει να αναπτυχθούν περαιτέρω στη χώρα μας ώστε να φανούν τα οφέλη τους, αλλά και τα αποτελέσματα που μπορούν να έχουν στον επιχειρηματικό τομέα. Επομένως, δε μπορούμε παρά να ελπίζουμε να δοθούν ευκαιρίες στις εναλλακτικές μορφές χρηματοδότησης, έτσι ώστε μέσα από τη χρήση τους και με τις κατάλληλες συνθήκες να επιτευχθεί το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα.
Συνέντευξη :Κωνσταντίνος Σαρμαδάκης Φεβρουάριος 2020
Ο Κωνσταντίνος Σαρμαδάκης σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών το 2001, ενώ στην συνέχεια πραγματοποίησε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο πανεπιστήμιο του Κάρντιφ, της Ουαλίας στο τμήμα των Χρηματοοικονομικών Οικονομικών. Ύστερα άρχισε να εργάζεται στην εταιρεία ΚΡΙ ΚΡΙ Α.Ε. από το 2004 ενώ από το 2009 είναι επικεφαλής της οικονομικής διεύθυνσης της εταιρείας. τη γενικότερη προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ωστόσο, οι προσπάθειες που έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, με αφετηρία είτε τον κρατικό οικονομικό σχεδιασμό είτε την ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία, δεν απέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Θα πρέπει όλοι μας να διδαχθούμε από τις αποτυχίες μας και να προσαρμόσουμε τις δράσεις μας στα νέα δεδομένα της εποχής. Το κρίσιμο, κατά τη γνώμη μου, είναι να προσεγγίσουμε τη μεταποίηση όχι ανεξάρτητα, αλλά ως απαραίτητο κρίκο σε μία ευρύτερη αλυσίδα αξίας. Με την προσέγγιση αυτή θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν και οι υπόλοιποι τομείς της οικονομίας, δηλαδή ο τομέας της πρωτογενούς παραγωγής και ο τομέας της παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, εστίαση χρειάζεται να δοθεί στους κλάδους εκείνους που η χώρα μας εμφανίζει συγκριτικό πλεονέκτημα. Τέτοιος είναι, μεταξύ άλλων, και η μεταποίηση αγροτικών προϊόντων. Η ανάπτυξη, βέβαια, της βιομηχανίας προϋποθέτει υψηλή ανταγωνιστικότητα, η οποία επιτυγχάνεται από την υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας. Και καθώς στη χώρα μας το εργατικό κόστος δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλό, είναι απαραίτητη η ενίσχυση της παραγωγικότητας εργασίας με την υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων και τεχνολογιών. Αν πετύχουμε, λοιπόν, τη διάχυση της καινοτομίας σε όλα τα στάδια της αλυσίδας παραγωγής θα καταφέρουμε να παράγουμε προϊόντα με ανταγωνιστικό κόστος, τα οποία να απευθύνουμε στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, είναι σημαντική η ανάπτυξη οικοσυστημάτων (clusters) επιχειρήσεων που θα
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε Μάρτιο του 2020
παρέχουν τις αναγκαίες υπηρεσίες υποστήριξης. Θεωρώ ότι το παράδειγμα της ανάπτυξης του τουριστικού προϊόντος της χώρας μας μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την ανάπτυξη και άλλων κλάδων. Αποτελεί σπουδαία περίπτωση αξιοποίησης υφιστάμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος (δηλ. καιρός, φυσική ομορφιά, πολιτισμός) με την ανάπτυξη επιχειρήσεων που λειτουργούν ως τοπικά clusters και προσφέρουν υπηρεσίες διαμονής, εστίασης, μετακινήσεων κ.ο.κ.
Σίγουρα υπάρχουν πολλά ελληνικά προϊόντα που μπορούν επάξια να σταθούν στις αγορές του εξωτερικού. Ωστόσο, πολλές φορές οι ελληνικές επιχειρήσεις προσεγγίζουν με λάθος τρόπο τις αγορές αυτές, με αποτέλεσμα οι εξαγωγικές τους προσπάθειες να αποτυγχάνουν. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να προηγηθεί λεπτομερής σχεδιασμός της εξαγωγικής πολιτικής και να διαμορφωθεί υπό το πρίσμα της διαφορετικότητας της κάθε αγοράς προορισμού. Το τελευταίο περιλαμβάνει, συχνά, την προσαρμογή των προϊόντων της επιχείρησης ώστε να ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες καταναλωτικές προτιμήσεις των αγορών του εξωτερικού, που βέβαια ενισχύει τη διαχειριστική πολυπλοκότητα.
Στην ΚΡΙ-ΚΡΙ, ασχοληθήκαμε από νωρίς με τις εξαγωγές, έχοντας διαπιστώσει την τεράστια δυναμική τους. Φυσικά, μας βοήθησε και η παγκόσμια καταναλωτική τάση για υγιεινά τρόφιμα με υψηλή διατροφική αξία, από την οποία το ελληνικό γιαούρτι γνώρισε σπουδαία ανταπόκριση. Οι εξαγωγές συνέβαλαν, καθοριστικά, στη δυναμική που παρουσίασε η ανάπτυξη της ΚΡΙ-ΚΡΙ τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα, οι μεγάλοι όγκοι πωλήσεων που επέφεραν βοήθησαν στην επίτευξη πιο ανταγωνιστικών κοστολογίων, ενώ αποτέλεσαν τον στυλοβάτη των χρηματοοικονομικών μας αποτελεσμάτων κατά τη διάρκεια της κρίσης και των capital controls. Πλέον, περισσότερο από 40% των πωλήσεων μας κατευθύνεται στις αγορές του εξωτερικού.
Τελευταία, ο ρόλος του οικονομικού διευθυντή συνεχώς διευρύνεται και διαφοροποιείται από το παραδοσιακό μοντέλο. Με άλλα λόγια, προκύπτει μεγαλύτερη εμπλοκή σε ζητήματα στρατηγικού χαρακτήρα, μακροχρόνιου σχεδιασμού και θέσπισης στόχων, πολιτικών διαχείρισης ρίσκου και συμμόρφωσης με αναβαθμισμένους κώδικες εταιρικής διακυβέρνησης. Πιο συγκεκριμένα, θα διέκρινα το ρόλο σε 3 τομείς. Ο πρώτος αφορά την επίβλεψη της εκτέλεσης των λειτουργιών που αφορούν στο οικονομικό τμήμα της επιχείρησης. Τέτοιες λειτουργίες αποτελούν οι παραδοσιακά λογιστικές εργασίες, δηλαδή έκδοση και καταχώριση παραστατικών, συμπλήρωση δηλώσεων φόρων, λογιστικές εγγραφές τακτοποιήσεων, έλεγχος χρεώσεων και πληρωμές προμηθευτών, πιστωτικός έλεγχος πελατών κ.α. Παράλληλα, σημαντική είναι και η κατάρτιση χρηματοοικονομικών αναφορών, είτε απευθύνονται
στη διοίκηση της εταιρείας είτε σε τρίτα μέρη. Οι τελευταίες, δηλαδή οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις που δημοσιεύονται, απαιτούν και τον έλεγχο από ορκωτούς λογιστές ότι παρουσιάζουν εύλογα την οικονομική θέση και τις επιδόσεις της εταιρείας. Έτσι, ο οικονομικός διευθυντής αποτελεί τον διαχειριστή και συντονιστή, από τη μεριά της εταιρείας, του έργου της διεκπεραίωσης του ελέγχου. Σημαντική εργασία λειτουργικού χαρακτήρα αποτελεί και η διαχείριση του κεφαλαίου κίνησης, η οποία συνδέεται και με τις χρηματοδοτήσεις και την καλλιέργεια σχέσης εμπιστοσύνης με τις τράπεζες. Επίσης, δεδομένου ότι οι μετοχές της ΚΡΙ-ΚΡΙ είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο Αθηνών, είναι απαραίτητη η ενασχόληση με τις επενδυτικές σχέσεις, την ενημέρωση μετόχων και αναλυτών, όπως και η συμμετοχή σε επενδυτικά roadshows. Τέλος, το οικονομικό τμήμα επωμίζεται και την εκπόνηση και παρακολούθηση του ετήσιου προϋπολογισμού και ενδεχόμενων αναθεωρήσεων αυτού. Το δεύτερο σκέλος του ρόλου του οικονομικού διευθυντή αφορά στην εμπλοκή του σε projects. Η υλοποίηση projects αποτελεί την κατεξοχήν μέθοδο για την οργανωσιακή αναβάθμιση των επιχειρήσεων και την υιοθέτηση καινοτομιών στη λειτουργία τους. Όλο και περισσότερα projects πλέον αφορούν στην εφαρμογή ψηφιακών τεχνολογιών (digitalization) για την αποδοτικότερη εκτέλεση των επιχειρησιακών διαδικασιών. Τέλος, το τρίτο σκέλος αναφέρεται στη συμμετοχή του οικονομικού διευθυντή σε ομάδες που διαμορφώνουν την ευρύτερη εταιρική στρατηγική. Στο πλαίσιο αυτό, συζητούνται και διαμορφώνονται κρίσιμες πολιτικές όπως η εμπορική, η πιστωτική, η πολιτική προμηθειών κ.α. Επίσης, καθορίζονται οι αρχές για τη διαχείριση ρίσκου και οι πολιτικές που απαιτείται να εφαρμοστούν για το μετριασμό του. Και φυσικά, στην περίπτωση που προκύπτει ενδιαφέρον για την εξαγορά κάποιας εταιρείας, προχωρούμε σε λεπτομερή αξιολόγηση της επενδυτικής πρότασης.
Με τις σπουδές στο εξωτερικό μπορεί κάποιος να πετύχει πρόσβαση σε σπουδαία ακαδημαϊκά ιδρύματα, γνωρίζοντας παράλληλα ανθρώπους με πολύ διαφορετικές κουλτούρες. Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά και αποτελούν χρήσιμα εφόδια για τη μετέπειτα επαγγελματική του σταδιοδρομία. Η απόφαση μου να επιστρέψω στην Ελλάδα, μετά από την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών μου σπουδών στη Βρετανία, συνδέεται με την πεποίθηση μου ότι η χώρα μας δεν στερείται επαγγελματικών ευκαιριών, ενώ αντίθετα διαθέτει το πλεονέκτημα της κουλτούρας με την οποία έχουμε εξοικειωθεί. Η εικόνα της υψηλής ανεργίας, όπως παρουσιάζεται από τους στατιστικούς δείκτες, είναι εν μέρει παραπλανητική. Κι αυτό καταδεικνύεται από τη δυσκολία που έχουν οι εργοδότες να καλύψουν εξειδικευμένες κενές θέσεις εργασίας. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η δυσλειτουργία της αγοράς εργασίας δεν αφορά στην έλλειψη ευκαιριών εν γένει, όσο στην ανεπάρκεια υποψηφίων με τις απαραίτητες δεξιότητες. Κι αυτοί που τις διαθέτουν, γίνονται δυσεύρετοι.
Όπως είπα και πριν, δεν πιστεύω ότι η μετανάστευση αποτελεί την πρώτη λύση στο πρόβλημα της εύρεσης εργασίας. Το σπουδαιότερο εφόδιο είναι η απόκτηση και καλλιέργεια των δεξιοτήτων εκείνων που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά δύσκολο για έναν φοιτητή να αφουγκραστεί τις εξελίξεις και να προβλέψει τη μελλοντική τροπή που θα έχουν τα πράγματα στην αγορά εργασίας. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, καθότι βρίσκεται σε ακαδημαϊκό περιβάλλον, αποκομμένος από την πραγματική λειτουργία των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα, το επάγγελμα του οικονομολόγου δεν είναι, δυστυχώς, και από τα πλέον καταξιωμένα. Για να αποκτήσει το επάγγελμα του οικονομολόγου ευοίωνες προοπτικές, χρειάζεται συστηματική προσπάθεια για την ανατροπή αυτής της κοινωνικής αντιμετώπισης. Η οικονομία μας έχει ανάγκη από περισσότερο καταρτισμένους επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αναζητούν την εξειδικευμένη συμβουλή των οικονομολόγων επιστημόνων.