5 minute read

Η Yγεία στα χρόνια της κρίσης και η επόμενη μέρα

Finance First

Η Yγεία στα χρόνια της κρίσης και η επόμενη μέρα

Advertisement

Κωνσταντίνος Φίστας Φεβρουάριος 2020

Κατά τη διάρκεια της κρίσης, στην ελληνική οικονομία καταγράφηκαν αρνητικές συνέπειες σε διάφορους τομείς. Ένας από αυτούς είναι και ο κλάδος της υγείας, ο οποίος ήδη πριν την κρίση παρουσίαζε διάφορα λειτουργικά προβλήματα με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Η οργάνωση του εθνικού συστήματος υγείας ακολουθούσε ένα μοντέλο διοίκησης που στόχευε αποκλειστικά και μόνο στις νοσοκομειακές υπηρεσίες. Το συγκεκριμένο μοντέλο βασίστηκε στις θεωρίες του Beveridge και του Bismark, που ασχολήθηκαν με τη διαμόρφωση εθνικών ασφαλιστικών σχεδίων υγείας. Οι κύριοι πυλώνες του μοντέλου ήταν η χρηματοδότηση του συστήματος από ασφαλιστικές εισφορές και η διαχείριση αυτών των εισφορών από το κράτος.

“Για να υποστηριχθεί το σύστημα χρειάζονται τρία τμήματα αλληλένδετα μεταξύ τους. Το πρώτο τμήμα είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) που ελέγχει τις νοσοκομειακές μονάδες και τα κέντρα υγείας, το δεύτερο αφορά τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το τρίτο τμήμα αποτελείται από τους ιδιωτικούς παρόχους ιατρικών υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα τα διαγνωστικά κέντρα.”

Κατά την εφαρμογή του παραπάνω πρότυπου μοντέλου παρατηρήθηκε υψηλός βαθμός συγκέντρωσης στη λήψη αποφάσεων από τις κρατικές δομές, ελλιπείς μηχανισμοί και υποδομές υποστήριξης, καθώς και διοικητικά στελέχη χωρίς την απαιτούμενη κατάρτιση. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.), λόγω των παραπάνω δυσλειτουργιών, ήταν ραγδαίες και ξεκίνησαν να γίνονται ορατές από το 2009, όταν και έλαβαν χώρα περικοπές στους προϋπολογισμούς των νοσοκομειακών μονάδων της τάξης του 40%. Η συγκεκριμένη πολιτική των περικοπών, σε συνάρτηση με την αύξηση των επισκέψεων στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων κατά 24%, οδήγησε στην φθίνουσα πορεία της αποτελεσματικότητας του συστήματος. Απόρροια της πολιτικής αυτής, ήταν και η μείωση του στελεχιακού δυναμικού, με αποτέλεσμα το υπάρχον προσωπικό να υπερφορτωθεί με ευθύνες και υποχρεώσεις, καθιστώντας την κατάσταση

μη διαχειρίσιμη. Επιπρόσθετα, παρατηρήθηκε ανορθολογική κατανομή του εναπομείναντος προσωπικού, καθώς ιδιαίτερες νοσοκομειακές μονάδες, όπως για παράδειγμα οι Μ.Ε.Θ. (Μονάδα Εντατικής Θεραπείας), δε διέθεταν τον κατάλληλο αριθμό ανθρωπίνων πόρων για τη λειτουργία τους. Κομβικής σημασίας αποτέλεσε και η νέα πολιτική που υιοθετήθηκε στον τομέα της υγείας στη χώρα, δεδομένου ότι επηρέασε σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού. Η νέα πολιτική που εφαρμόστηκε, στόχευσε στον περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης και της δημόσιας ασφάλισης. Έτσι λοιπόν οι ασφαλισμένοι καλούνταν να συμμετέχουν με μεγαλύτερο ποσοστό δαπάνης για την κάλυψη των αναγκών περίθαλψης τους. Επιπλέον, το 2017 ενοποιήθηκαν οι προϋπάρχοντες φορείς κοινωνικής ασφάλισης με αποτέλεσμα την δημιουργία ενός ενιαίου ταμείου, του ΕΦΚΑ(Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης). Σκοπός της ενοποίησης τους ήταν η απλοποίηση και ο εκσυγχρονισμός των ασφαλιστικών διεργασιών. Ωστόσο, το 2019 το Ταμείο εμφάνισε έλλειμμα της τάξης των 48,6 εκατομμυρίων ευρώ, καθιστώντας

Η κατάσταση που επικράτησε στην δημόσια υγεία κατηύθυνε πολλούς προς την ιδιωτική ασφάλιση υγείας. Οι φορείς της παροχής ιδιωτικής ασφάλισης διαθέτουν ασφαλιστικά προγράμματα που καλύπτουν την πρωτοβάθμια περίθαλψη, η οποία αφορά την πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων και οποιαδήποτε ιατρική πράξη δεν απαιτεί εισαγωγή σε νοσηλευτικό ίδρυμα για περισσότερο από 24 ώρες, είτε καλύπτουν την δευτεροβάθμια περίθαλψη που παραπέμπει στην εισαγωγή σε νοσηλευτικό ίδρυμα ή ένα ενιαίο πρόγραμμα με τις δύο παροχές. Τα συγκεκριμένα προγράμματα λοιπόν χαρακτηρίζονται από ευελιξία, καθώς προσαρμόζονται αναλόγως στις ιατρικές ανάγκες και το εισόδημα των άμεσα ενδιαφερόμενων. Όσον αφορά στις ιδιωτικές νοσοκομειακές μονάδες, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης παρατηρήθηκε σημαντική έλλειψη ρευστότητας. Για αυτόν το λόγο κρίθηκαν αναγκαίες οι λήψεις δανείων ούτως ώστε να καλυφθούν οι διάφορες υποχρεώσεις τους. Ο τρόπος άντλησης κεφαλαίων αποτελεί βασική διαφορά ανάμεσα στις δύο δομές παροχής νοσοκομειακής περίθαλψης, μιας και τα κεφάλαια που διοχετεύονται στα δημόσια νοσοκομεία προέρχονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το προαναφερθέν πρόβλημα ρευστότητας αποδείχθηκε αμελητέο, δεδομένου ότι επήλθε τελικά άνοδος του ιδιωτικού κλάδου περίθαλψης. Έτσι, καλύφθηκε η υπερβάλλουσα ζήτηση, καθώς όπως επισυμάνθηκε παραπάνω τα δημόσια νοσοκομεία δε μπορούσαν να καλύψουν την υπάρχουσα ζήτηση στο σύνολο της. x Η άνοδος του ιδιωτικού κλάδου υγείας συνδυάστηκε με την άνοδο των ιδιωτικών δαπανών. Οι ιδιωτικές δαπάνες αποτελούνται από δύο είδη επιμέρους δαπανών και είναι οι εξής : α) οι δαπάνες που προέρχονται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και β) αυτές που καταβάλλονται από το διαθέσιμο εισόδημα της εκάστοτε οικογένειας. Ενδεικτικά, το 2009 οι δαπάνες των οικογενειών ανήλθαν στο 28% των συνολικών δαπανών για την υγεία, ενώ το 2013 η συγκεκριμένη δαπάνη ανήλθε στο 31% του συνόλου.

Για να ανακάμψει το εθνικό σύστημα υγείας χρειάζονται δραστικά μέτρα και ο άμεσα αρμόδιος φορέας που πρέπει να λάβει αποφάσεις είναι το Υπουργείο Υγείας. Πρωταρχική τομή που συνίσταται είναι ο επαναπροσδιορισμός των στόχων και των αξιών του Ε.Σ.Υ. υπό την εποπτεία του Υπουργείου, έτσι ώστε να εφαρμόζονται οι καθορισμένοι στόχοι και αξίες. Επιπλέον, εφόσον το εθνικό σύστημα υγείας περιλαμβάνει τόσο δημόσιους όσο και ιδιωτικούς φορείς, είναι αναγκαίο το Υπουργείο να αναλάβει πρωτοβουλίες συνεργασίας μεταξύ των δύο φορέων, με σκοπό να επιτευχθεί η πλήρης κάλυψη της ζήτησης στον ευρύτερο κλάδο παροχής υπηρεσιών υγείας. Βέβαια ένα τέτοιο εγχείρημα θα πρέπει να εποπτεύεται καθώς είναι πιθανό να δημιουργηθεί κλίμα αθέμιτου ανταγωνισμού. Εξίσου σημαντικό μέτρο αποτελεί η ανάπτυξη της τηλεϊατρικής βάσει της γενικότερης τεχνολογικής εξέλιξης που διέπει την παγκόσμια κοινότητα. Έτσι, θα απλοποιηθούν διάφορες διαδικασίες με στόχο την αποδοτικότερη παροχή υπηρεσιών. Πέραν τούτου, θα πρέπει να διασπαστεί το επιχειρησιακό κομμάτι από τα καθήκοντα του εκάστοτε υπουργού και να κατανεμηθεί στα επιτελικά όργανα του Ε.Σ.Υ. σε κάθε περιφέρεια της χώρας, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία και αμεσότητα στη λήψη και εφαρμογή των απαραίτητων αποφάσεων. Ωστόσο, εκτός από τις οργανωτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις επιτάσσεται να δοθούν λύσεις και στον τρόπο χρηματοδότησης του υγειονομικού συστήματος. Για το λόγο αυτό, το 2012 ιδρύθηκε ο Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ), ο οποίος αποτελεί τον κύριο αγοραστή υπηρεσιών υγείας στην χώρα. Παρόλα αυτά, ο ΕΟΠΠΥ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ΕΣΥ. Αυτή η εξάρτηση έχει ως συνέπεια ένα μέρος της κρατικής χρηματοδότησης προς τον ΕΟΠΠΥ να

καταλήγει στο ΕΣΥ, στερώντας από τον πληρωτή την καθολική διαχείριση των διαθέσιμων πόρων. Για να αποκτήσει λοιπόν ο πληρωτής τον πλήρη έλεγχο, ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να διαχειρίζεται το σύνολο των εθνικών πόρων για την υγεία. Συμπληρωματικά, η αύξηση της χρηματοδότησης του οργανισμού δύναται να επιτευχθεί μέσω των ασφαλιστικών εισφορών και των ειδικών φόρων. Ο ανθρώπινος παράγοντας καθορίζει την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της παροχής ιατρικών υπηρεσιών, επομένως, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην εξέλιξη του ιατρικού δυναμικού της χώρας. Αυτή θα λάβει χώρα με την διενέργεια επιμορφωτικών συνεδρίων από εξειδικευμένους επιστήμονες της υγείας. Τέλος, είναι απαραίτητο να γίνουν αντιληπτές οι ανάγκες του κάθε νοσοκομειακού ιδρύματος σχετικά με τους ανθρώπινους πόρους, ώστε να δρομολογηθούν οι πρέπουσες ενέργειες για την κάλυψη τους. Το συμπέρασμα που απορρέει είναι πως ο τομέας της υγείας λόγω της οικονομικής κρίσης υπέστη σημαντική μείωση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, για το λόγο αυτό επιτάσσεται η ανοικοδόμησή του καθώς η υγεία αποτελεί την μεγαλύτερη κοινωνική ανάγκη.

This article is from: