Περιοδικό Γεωγραφίες_Τεύχος 22

Page 1

11:59 AM

Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ Για την ιδιωτικοποίηση του νερού ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ Υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη στην Ισπανία και την Ελλάδα. Η περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 - ΤΕΥΧΟΣ 22

10/24/13

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ

Η κρίση στον τομέα της κατοικίας στη Νότια Ευρώπη: Αιτίες, επιπτώσεις και κοινωνικοί αγώνες Το δικαίωμα στην κατοικία την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ GENTRIFICATION ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Housing crisis in Italy Housing bubble, crisis and social struggle in Spain Housing crisis in Portugal Το τοπικό ως πεδίο αναδυόμενων κινητοποιήσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης Against and beyond the crisis: The role of urban social movements Η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών υπό το πρίσμα της ένταξής τους στις τοπικές αγορές εργασίας Αναπλάσεις και «θεσμική» Gentrification στο Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 - ΤΕΥΧΟΣ 22 ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

cover:Layout 1


cover:Layout 1

10/24/13

11:59 AM

Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 22 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 150 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά και μέχρι 6 λέξεις-κλειδιά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας, σε ξεχωριστό αρχείο, εκτός του αρχείου word του κειμένου. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου. Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

N°22 - AUTUMN 2013 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 150 words in Greek and English or French and up to 6 key-words. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


000:Layout 1

10/24/13

Π

10:23 AM

Ε

Page 1

Ρ

Ι

Ε

Χ

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

3 7 10

14

30 31 43 45 49 52 67

73

Τάσος Χοβαρδάς Η Θεσσαλονίκη αγωνίζεται για τη δημοκρατία στο νερό

91

ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΘΑΛΗ

Φερενίκη Βαταβάλη, Πένυ Κουτρολίκου, Δημήτρης Μπαλπανίδης, Δήμητρα Σιατίτσα Εισαγωγή Mauro Castro, Beatriz Garcia, Φερενίκη Βαταβάλη, Μαρία Ζήφου Υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη στην Ισπανία και την Ελλάδα. Η περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα Η κρίση στον τομέα της κατοικίας στη Νότια Ευρώπη: Αιτίες, επιπτώσεις και κοινωνικοί αγώνες Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Έλενα Πατατούκα, Δήμητρα Σιατίτσα Το δικαίωμα στην κατοικία την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα Irene di Noto Housing crisis in Italy Marc Mart Housing bubble, crisis and social struggle in Spain Rita Silva Housing crisis in Portugal Πέννυ Κουτρολίκου, Δήμητρα Σπανού Το τοπικό ως πεδίο αναδυόμενων κινητοποιήσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης Magrit Mayer Against and beyond the crisis: The role of urban social movements

Μ

Ε

Ν

Α

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

David Hall Επανα-δημοτικοποίηση δημοτικών επιχειρήσεων

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙEΡΩΜΑ: ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

12

Ο

Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος, Λουκία-Μαρία Φρατσέα Η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών υπό το πρίσμα της ένταξής τους στις τοπικές αγορές εργασίας Άρης Καλαντίδης Αναπλάσεις και «θεσμική» gentrification στο Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

105 109 113

Βάσω Μακρυγιάννη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου, Ειρήνη Ωραιοπούλου Εργαστήριο: Συναντήσεις / συγκρούσεις στην πόλη Γιώργος Βελεγράκης, Θάνος Ανδρίτσος 1ο θερινό σχολείο του εκπαιδευτικού ερευνητικού προγράμματος Entitle: «Κοινά, συγκρούσεις και καταστροφές» Ντίνα Βαΐου Αρσενικό/θηλυκό. Διάλογοι στη γεωγραφία και πέρα από αυτήν

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

116 120

ΕΡΓΑ-

Ειρήνη Σωτηροπούλου Δίκτυα ανταλλαγής και παράλληλα νομίσματα: θεωρητικές προσεγγίσεις και το παράδειγμα της Ελλάδας Γιώργος Βλάχος, Παύλος Καρανικόλας Η μετάβαση προς τη βιωσιμότητα της γεωργίας: μια ερευνητική διαδικασία σε εξέλιξη

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

123 128

Βίβιαν Γλένη Ανιχνεύοντας την κρίση στην πόλη του Πειραιά Ίων-Σπυρίδων Μαλέας, Αλεξάνδρα Μούργου Περπατώντας τη Δραπετσώνα με τους κατοίκους


000:Layout 1

10/24/13

10:23 AM

Page 2

κυκλοφορούν από τις εκδόσεις νήσος

Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης

Ο χώρος στην αριστερή σκέψη Το βιβλίο εστιάζει στην αριστερή σκέψη για το χώρο επιχειρώντας ένα είδος συνθετικής («εσωτερικής» και «εξωτερικής») αριστερής ιστοριογραφίας. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαιτούσε εκτεταμένη διερεύνηση, την οποία το βιβλίο ανοίγει χωρίς να εξαντλεί. Αφετηρία για μια αριστερή προσέγγιση της έννοιας του χώρου και της υπόστασής του ως χωρικότητας είναι η αναγνώριση ότι ο χώρος δεν είναι κάτι έξω από την κοινωνία, κάτι που περιμένει κάπου εκεί έξω να ανακαλυφθεί, αλλά ότι ο χώρος παράγεται από την κοινωνία, εμπεριέχει τις, και εμπεριέχεται στις, κοινωνικές σχέσεις και γι’ αυτό είναι βαθύτατα πολιτικός.

Μάνος Σπυριδάκης (επιμέλεια)

Μετασχηματισμοί του χώρου Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις Σκοπός του τόμου είναι να αναδείξει τη διάσταση της έννοιας του χώρου ως διαδραστικής ολότητας, η οποία ενέχει κοινωνικές σχέσεις που, διαμεσολαβημένες καθώς είναι από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, με τη σειρά τους εκβάλλουν στον διαρκή ανασχηματισμό του διαμορφώνοντας επικράτειες τόσο κοινωνικών πρακτικών όσο και επιστημονικής έρευνας.

Νικόλαος Ίων Τερζόγλου

Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα Το βιβλίο επιχειρεί να διερευνήσει τους εννοιολογικούς μετασχηματισμούς της ιδέας του χώρου κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα, μέσα από ένα διεπιστημονικό πρίσμα μελέτης. Η διερεύνηση αυτή φανερώνει πως η κατανόηση, η ερμηνεία και η νοηματοδότηση της ιδέας του χώρου στον 20ό αιώνα από διακριτές επιστημονικές περιοχές ακολούθησε πολλαπλές πορείες, ρήξεις, συγκλίσεις και μεταμορφώσεις.


001:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 3

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Γ

Ε

Ω

-

Ε

Π

Ι

Κ

Α

Ι

Ρ

Ο

Τ

Η

Τ

Ε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ Ένα από τα βασικότερα γνωρίσματα του νεοφιλευθερισμού είναι οι ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων αγαθών. Η μετατροπή των δημόσιων αγαθών σε εμπορεύματα συνιστά μια μορφή «περίφραξης», δηλαδή απo-πλαισιοποίησης των δημόσιων αγαθών από το κοινωνικοϊστορικό συγκείμενο όπου είχε εγγραφεί η παραγωγή και αναπαραγωγή τους και ο εγκιβωτισμός τους σε νέα συγκείμενα που καθιστούν τα δημόσια αγαθά ανταλλάξιμα, τα ενσωματώνουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τα ανάγουν σε αντικείμενο κερδοφορίας των ατομικών κεφαλαίων. Επειδή τα δημόσια αγαθά, από τα δάση και την ενέργεια μέχρι τις αστικές συγκοινωνίες και το σιδηρόδρομο, αποτελούν συνήθως μονοπώλια, η κατοχή και η εκμετάλλευσή τους αποφέρει σταθερά κέρδη, ένα είδος μονοπωλιακού ενοικίου. Η περίπτωση της ιδιωτικοποίησης του νερού είναι ίσως από τις πλέον κραυγαλέες υφαρπαγές δημόσιου αγαθού με στόχο μονοπωλιακά κέρδη από την αναγκαστική αγορά του «προϊόντος» από σταθερούς πελάτες οι οποίοι δεν έχουν άλλες επιλογές. Στην Ελλάδα υπάρχει «καθυστέρηση» ως προς την εφαρμογή αυτών των συνταγών. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή εμπειρία είναι πολύ διδακτική, όπως περιγράφεται στο κείμενο του David Hall, όπου δεκάδες δήμοι σε όλες τις χώρες επανα-δημοτικοποιούν τις ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες ύδρευσης. Στο δεύτερο κείμενο, ο Τάσος Χοβαρδάς αναφέρεται στην περίπτωση της ΕΥΑΘ της Θεσσαλονίκης και αναλύει το μύθο των δήθεν κερδών από την ιδιωτικοποίηση, τους τοπικούς αγώνες εναντίον της και υπογραμμίζει το σημαντικό πρόβλημα δημοκρατίας που έχουν παρόμοιες ενέργειες.

ΕΠΑΝΑ-ΔΗΜΟΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ Του David Hall1 (Το κείμενο αποτελεί διευρυμένη περίληψη και μετάφραση της εισαγωγής του άρθρου «Re-municipalisisng municipal services in Europe» που δημοσιεύθηκε στην τελική του μορφή το Νοέμβριο του 2012 στην ιστοσελίδα της Διεθνούς Μονάδας Έρευνας για τις Δημόσιες Υπηρεσίες [Public Services International Unit – PSIRU] και είναι διαθέσιμο στο www.psiru.org). Από τη δεκαετία του 1980, με την ολοένα μεγαλύτερη κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, αναπτύχθηκε η ιδέα ότι οι αγορές είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διαχείριση των δημόσιων υπηρεσιών τόσο άμεσα (ιδιωτικοποίηση) όσο και έμμεσα (κριτήρια λειτουργίας με βάση την ανταγωνιστικότητα). Συνεπώς διαμορφώθηκε ένα οικονομικό, πολιτικό και νομοθετικό πλαίσιο εκχώρησης αυτών των υπηρεσιών στους ιδιώτες με καταστροφικά αποτελέσματα για την οικονομία

1 Ο David Hall διδάσκει οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Geenwich στο Λονδίνο και είναι ερευνητής και πρώην διευθυντής της Διεθνούς Μονάδας Έρευνας για τις Δημόσιες Υπηρεσίες (Public Services International Unit - PSIRU). Η επιλογή του κειμένου και η μετάφραση έγιναν από τον Γιώργο Βελεγράκη.

3

Σ


001:Layout 1

4

10/24/13

10:24 AM

Page 4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013

και την κοινωνία. Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι κυρίαρχη πρακτική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (είτε με την απευθείας πώληση μερών του δημόσιου τομέα είτε με τις εξωτερικές αναθέσεις) καθώς διευρύνει την αγορά και μειώνει το ρόλο του κράτους, που είναι βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ειδικά, η κοινοτική νομοθεσία έχει υπονομεύσει ακόμα περισσότερο τις δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες. Οι ευρωπαϊκές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, οι οποίες εισήχθησαν το 1993, και οι μετέπειτα αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έχουν ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στις δημοτικές αρχές να «βγάλουν τις υπηρεσίες τους στο σφυρί». Ταυτόχρονα η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και άλλων δημόσιων αγαθών έχουν οδηγήσει σε διάλυση τις δημόσιες εταιρείες κοινής ωφέλειας και επέτρεψαν την διεύρυνση των πολυεθνικών ομίλων. Η πίεση, εξάλλου, στα δημόσια οικονομικά έχει επίσης ενθαρρύνει την ευρεία ανάπτυξη των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), ως τρόπου διατήρησης μεγάλων κεφαλαιακών δαπανών εκτός των ισολογισμών των κυβερνήσεων. Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση των τελευταίων ετών έχει χρησιμοποιηθεί ως μέσο μεγαλύτερης δημοσιονομικής πίεσης και προσαρμογής (που σημαίνει περαιτέρω σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες), ενώ οι χώρες που έχουν εισέλθει σε προγράμματα οικονομικής στήριξης (από το ΔΝΤ, τη ΠΤ ή την ΕΕ) περικόπτουν ακόμα περισσότερο της δημόσιες δαπάνες ως ανάγκη των τιθέμενων στόχων για τη «σωτηρία» τους. Παρά τις δημοσιονομικές πιέσεις, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι οι δήμοι συνεχίζουν να κινούνται προς την κατεύθυνση επανα-δημοτικοποιήσεων και όχι ιδιωτικοποιήσεων σε μια σειρά από χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, που είναι και η πατρίδα των μεγαλύτερων ιδιωτικών εταιρειών ύδρευσης, ένας αυξανόμενος αριθμός δήμων και περιφερειών έχουν προχωρήσει σε εκτεταμένα προγράμματα επανα-δημοτικοποιήσεων του νερού και των δημόσιων συγκοινωνιών. Ακόμα και στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου η κεντρική κυβέρνηση εξακολουθεί να πιέζει για ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα της υγείας και των φυλακών και απαιτεί περικοπές στις δαπάνες της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι δήμοι επανακτούν τον έλεγχο υπηρεσιών (bring back «in-house») ως έναν τρόπο για την εξοικονόμηση χρημάτων. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει μερικά τέτοια παραδείγματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Οι παράγοντες που οδηγούν σε διαδικασίες επανα-δημοτικοποίησης είναι: Ι. Λήξη των συμβάσεων: Οι περισσότερες διαδικασίες επανα-δημοτικοποίησης έλαβαν χώρα όταν μια υπάρχουσα σύμβαση με ιδιωτική εταιρεία έληξε. Τα πολλά παραδείγματα επανα-δημοτικοποίησης εταιρειών ύδρευσης στη Γαλλία και ενέργειας στη Γερμανία κατέστησαν δυνατά όταν έληξαν οι μακροχρόνιες συμβάσεις (25 ή 30 χρόνων) με ιδιωτικές εταιρείες. Φυσικά, ρόλο έπαιξε και η θετική συλλογική, κοινωνική διάθεση εκείνη ακριβώς την περίοδο λήξης της σύμβασης. II. Αποτυχία του ιδιωτικού τομέα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του: Οι αποτυχίες λειτουργίας και τα πολλά, διαφορετικής φύσης, προβλήματα με τους ιδιώτες διαχειριστές των δημοτικών υπηρεσιών ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγος επανα-δημοτικοποίησης τα τελευταία χρόνια. Μερικές φορές οι αποτυχίες ήταν τέτοιου βαθμού που οδήγησαν σε απευθείας και άμεσες επανα-δημοτικοποιήσεις, όπως με την κατάρρευση των ΣΔΙΤ στις δημόσιες συγκοινωνίες του Λονδίνου, ενώ σε άλλες οι δημοτικές αρχές κατέφυγαν στη νομική οδό και κατήγγειλαν τη


001:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 5

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Πίνακας 1: Πρόσφατες επανα-δημοτικοποιήσεις σε επιλεγμένες ευρωπαϊκές χώρες Τομέας

Διαδικασία

Χώρα

Παράγοντες που οδήγησαν στην επανα-δημοτικοποίηση

Νερό

Δημοτικοποίηση των υπηρεσιών

Γαλλία, Ουγγαρία

Αποτυχία του ιδιωτικού τομέα, μείωση κόστους, ανάγκη ελέγχου των υπηρεσιών, λήξη σύμβασης με τον ιδιώτη

Ηλεκτρισμός

Επανα-δημοτικοποίηση, εξαγορά της ιδιωτικής εταιρείας

Γερμανία

Αποτυχία του ιδιωτικού τομέα, μείωση κόστους, ανάγκη ελέγχου των υπηρεσιών, λήξη σύμβασης με τον ιδιώτη

Δημόσιες συγκοινωνίες

Δημοτικοποίηση των συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

Η.Β., Γαλλία

Αποτυχία του ιδιωτικού τομέα, μείωση κόστους, ανάγκη ελέγχου των υπηρεσιών, δημόσιοι στόχοι

Διαχείριση απορριμμάτων

Διαδημοτικές συμβάσεις Γερμανία, και δράσεις, Η.Β., επανέλεγχος των Γαλλία κ.ά. συμβάσεων και επανάκτηση ελέγχου (bringing back «in-house»)

Μείωση κόστους, ανάγκη ελέγχου των υπηρεσιών, λήξη σύμβασης με τον ιδιώτη

Δημοτική καθαριότητα

Επανέλεγχος των συμβάσεων και επανάκτηση ελέγχου (bringing back «in-house»)

Ανάγκη καλύτερου αποτελέσματος, ζητήματα απασχόλησης εργατικού δυναμικού, μείωση του κόστους, λήξη σύμβασης με τον ιδιώτη

Κοινωνική στέγαση

Επανέλεγχος των Η.Β., συμβάσεων και Γερμανία επανάκτηση ελέγχου (bringing back «in-house»)

Η.Β., Φινλανδία

Ανάγκη καλύτερου αποτελέσματος, μείωση κόστους

σύμβαση όπως συνέβη στην περίπτωση των υπηρεσιών ύδατος στην Ουγγαρία, και στις περισσότερες περιπτώσεις στη Γερμανία. III. Αποδοτικότητα και κόστος: Ο πιο σημαντικός παράγοντας σε όλες τις περιπτώσεις επανα-δημοτικοποίησης ήταν η μείωση του κόστους και η αποδοτικότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Οι δημοτικές αρχές συνειδητοποίησαν ότι μπορούσαν να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος και οδηγήθηκαν στην επανάκτηση του ελέγχου συγκεκριμένων υπηρεσιών (bringing back «in-house»). Οι περισσότεροι δήμοι στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και τη Φινλανδία που ακολούθησαν διαδικασίες επανα-δημοτικοποίησης δήλωσαν ότι το έκαναν για λόγους μείωσης κόστους. Η επαναδημοτικοποίηση του νερού στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Γαλλίας εν μέρει καθοδηγήθηκε από την προσδοκία για μεγαλύτερη αποδοτικότητα και μείωση των τιμών. Αυτό μάλιστα επιτεύχθηκε στο Παρίσι, αφού οι τιμές του νερού μετά την επανα-δημοτικοποίηση μειώθηκαν κατά 8%.

5


001:Layout 1

6

10/24/13

10:24 AM

Page 6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013

IV. Επίτευξη των δημόσιων στόχων: Οι πιο σημαντικοί παράγοντες στις διαδικασίες επανα-δημοτικοποίησης σε πόλεις της Γερμανίας είχαν να κάνουν με την ανάγκη επίτευξης των στόχων παροχής υπηρεσιών κοινωνικής ωφέλειας. Οι δημοτικές αρχές διέκοψαν τις συμβάσεις με τις ιδιωτικές εταιρείες καθώς το κοινό αίσθημα ήταν ότι δεν λειτουργούσαν ως εταιρείες κοινής ωφέλειας αλλά ως ιδιωτικά μονοπώλια που δεν εξασφάλιζαν το δημόσιο συμφέρον. Αντίστοιχες ήταν και πολλές περιπτώσεις με τις εταιρείες ύδρευσης στη Γαλλία. Αυτός ήταν ίσως ο πιο σαφής πολιτικός παράγοντας που συνδυάστηκε με συγκεκριμένες (αναδιανομητικές) πολιτικές. V. Κόστος κεφαλαίου: Ορισμένες υπηρεσίες απαιτούσαν πολύ μεγάλο αρχικό κεφάλαιο, και οι δημοτικές αρχές μπορούσαν να δανείζονται χρήματα με χαμηλά επιτόκια και να παρέχουν το απαιτούμενο κεφάλαιο. Αυτή η δυνατότητα ήταν πολύ σημαντική για τη διαδικασία επανα-δημοτικοποίσης των δημόσιων συγκοινωνιών στο Λονδίνο και αποτελεί μοντέλο και για άλλους τομείς και υπηρεσιών του δήμου που αυτή τη στιγμή υπάγονται σε καθεστώς ΣΔΙΤ. VI. Έσοδα για το δήμο από τα κέρδη: Η επανα-δημοτικοποίηση μιας κερδοφόρας επιχείρησης νερού ή ηλεκτρισμού σήμαινε (και σημαίνει) εκτός των άλλων και επιπλέον έσοδα για τη δημοτική αρχή από τα μελλοντικά μερίσματα. Το δημοτικό συμβούλιο της Βουδαπέστης στην Ουγγαρία υπολόγισε ως πολύ σημαντικό αυτό τον παράγοντα για την επανα-δημοτικοποίηση της επιχείρησης ύδρευσης της πόλης. Οι αλλαγές που παρατηρούνται σε ένα πλαίσιο μεταξύ «κράτους και αγοράς» όσον αφορά τις δημόσιες/δημοτικές υπηρεσίες και τις διαδικασίες επανα-δημοτικοποιήσης μπορούν να παρουσιαστούν ως ένα εκκρεμές που ταλαντεύεται αποτυπώνοντας όμως συγκεκριμένους πολιτικούς αγώνες. Οι διαδικασίες επανα-δημοτικοποίησης δεν είναι το αποτέλεσμα μιας συντονισμένης θεσμικής πρωτοβουλία, αλλά μια αντανάκλαση των κοινών πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Εξάλλου αυτές οι διαδικασίες είναι στενά συνδεδεμένες και με ιστορικούςγεωγραφικούς παράγοντες που έχουν να κάνουν με τη δημόσια ιδιοκτησία κατά το 19ο και 20ό αιώνα. Ο δημόσιος τομέας έχει δείξει σημαντικά αξιοσημείωτη αντοχή παρά τις επιθετικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων τριών δεκαετιών. Οι διαδικασίες επανα-δημοτικοποιήσης εντάσσονται ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο προστασίας και ενίσχυσης του δημοσίου και των κοινών αγαθών.


001:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 7

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ Τάσος Χοβαρδάς1

Τον τελευταίο καιρό παρακολουθούμε μια σειρά από απόπειρες ιδιωτικοποίησης του νερού που συνοδεύονται από αντίστοιχα κινήματα αντίστασης. Έχουμε για παράδειγμα την περίπτωση της ΕΥΑΘ στη Θεσσαλονίκη. Θα επικεντρωθούμε στο παράδειγμα αυτό για να συζητήσουμε ορισμένες εκδοχές της ιδιωτικοποίησης του νερού. Με βάση τη μαρξιστική παράδοση, τα δημόσια αγαθά που δίνονται από τη φύση και εισέρχονται στην παραγωγή διαδικασία χωρίς να έχουν περάσει από προηγούμενη εργασία δεν συμβάλλουν στην ανταλλακτική αξία του τελικού προϊόντος. Ειδικά για το νερό, το ερώτημα εδώ είναι τι ακριβώς πληρώνουμε στους λογαριασμούς των εταιρειών ύδρευσης και αποχέτευσης; Πληρώνουμε τη λειτουργία και αποκατάσταση, όταν αυτό είναι απαραίτητο, των δικτύων μεταφοράς του νερού στους τελικούς χρήστες αλλά και του δικτύου που μεταφέρει το χρησιμοποιημένο νερό εκεί όπου θα γίνει η τελική διάθεσή του. Πληρώνουμε, ακόμη, την εξασφάλιση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται ώστε το νερό να καταναλωθεί για τις χρήσεις που προορίζεται, δηλαδή τα κριτήρια υγιεινής ώστε το νερό να είναι πόσιμο ή κατάλληλο για οικιακή χρήση. Τέλος, πολλές φορές στην τελική τιμή του νερού ενσωματώνεται και ένα κόστος επεξεργασίας του χρησιμοποιημένου νερού πριν την τελική διάθεσή του (βιολογικοί καθαρισμοί). Τι μας δείχνουν τα διεθνή παραδείγματα από την ιδιωτικοποίηση του νερού; Στην περίπτωση του νερού δεν έχουν εφαρμογή κλασικά νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα, όπως η μείωση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών μέσα από τον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων. Οι εταιρείες ύδρευσης και αποχέτευσης όπως η ΕΥΑΘ έχουν να διαχειριστούν ένα δίκτυο, μια λεκάνη απορροής, έναν κύκλο νερού. Η ιδιωτικοποίηση του νερού ισοδυναμεί με τη μετατροπή ενός δημοσίου αγαθού σε ιδιωτικό μονοπώλιο, με την τιμή του νερού να εκτοξεύεται όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία. Η αύξηση αυτή μπορεί να κυμαίνεται από 2 ως 7 φορές πάνω από την προηγούμενη τιμολόγηση. Ένα ακόμη νεοφιλελεύθερο επιχείρημα που δεν βρίσκει εφαρμογή στο νερό είναι η αντίστιξη ενός διαρκώς ανίκανου δημοσίου τομέα, από τη μια πλευρά, με έναν πάντα ικανό ιδιωτικό τομέα, από την άλλη. Η ΕΥΑΘ είναι κερδοφόρα επιχείρηση που ελέγχεται από το δημόσιο και εκποιείται σε τιμή σκανδαλώδη σε σχέση με την κερδοφορία της. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιδιωκόμενη τιμή πώλησης για την ΕΥΑΘ (περίπου 80 εκ. ευρώ) είναι αρκετά κάτω από τη χρηματιστηριακή τιμή της εταιρείας (το 51% της χρηματιστηριακής αξίας της ΕΥΑΘ αποτιμάται σε 124 εκ. ευρώ περίπου) και ανέρχεται στο αποτέλεσμα μόλις τεσσάρων ετήσιων χρήσεων (ετήσια κέρδη περίπου 20 εκ. ευρώ). Την ίδια στιγμή, η πλημμελής συντήρηση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης και η αδυναμία εξασφάλισης των κανόνων υγιεινής δείχνουν ότι οι ιδιωτικές εταιρείες που διαχειρίζονται το νερό πολλές φορές δεν ανταποκρίνονται σε

1 Επισκέπτης Λέκτορας Πανεπιστημίου Κύπρου, hovardas@ ucy.ac.cy.

7


001:Layout 1

8

10/24/13

10:24 AM

Page 8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013

εκείνα για τα οποία πληρώνονται αδρά από τους πολίτες. Εδώ ανατρέπεται ο μύθος ότι ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να κατανείμει τους διαθέσιμους πόρους αποτελεσματικότερα από τον δημόσιο τομέα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η συζήτηση για την κλίμακα χρόνου όπου θα κριθεί η αποτελεσματικότητα αυτή. Ενώ η λειτουργία και παρακολούθηση του δικτύου του νερού απαιτεί μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, η κερδοφορία για τις ιδιωτικές εταιρείες που διαχειρίζονται το νερό κρίνεται συνήθως σε συντομότερη κλίμακα χρόνου. Για το λόγο αυτό, οι ιδιωτικές εταιρείες συχνά δεν επιλέγουν να επενδύσουν στο δίκτυο του νερού. Η γενική εικόνα περιλαμβάνει πολλά εγχειρήματα ιδιωτικοποίησης του νερού που έχουν αποτύχει στους διακηρυγμένους στόχους τους, ενώ τα ευρωπαϊκά παραδείγματα ανάκτησης του δημοσίου ελέγχου στο νερό πληθαίνουν. Στη Θεσσαλονίκη το σωματείο εργαζόμενων στην ΕΥΑΘ κάλεσε όλους τους φορείς και τους πολίτες της πόλης σε μια ανοιχτή συνέλευση το Μάρτιο και στη συνέλευση αυτή συγκροτήθηκε το συντονιστικό πολιτών και φορέων ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού και την πώληση της ΕΥΑΘ (sostetonero. blogspot.gr). Άμεσοι στόχοι ήταν η συγκέντρωση υπογραφών στην Ευρωπαϊκή καμπάνια για το δικαίωμα στο νερό (καμπάνια «right2water»), η δικτύωση με επιτροπές κατοίκων και επιστημονικούς φορείς και η παρέμβαση στα δημοτικά συμβούλια για να στηρίξουν την υπεράσπιση του νερού ως δημόσιου αγαθού. Μετά από στοχευμένες παρεμβάσεις της Πρωτοβουλίας SOSτε το Νερό, όλα τα Δημοτικά Συμβούλια στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης έχουν ταχθεί με αποφάσεις τους κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού και ζητούν την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος για τη διεξαγωγή σχετικού δημοψηφίσματος. Αυτό εκκρεμεί από το 2006 και αφορά ρύθμιση του «Καλλικράτη». Σε μερικές περιπτώσεις έχει διαπιστωθεί η πρόθεση διενέργειας δημοψηφίσματος από τους ίδιους τους δήμους, αφού φαίνεται ότι η κυβέρνηση μάλλον δεν θα προχωρήσει στην έκδοση του Προεδρικού Διατάγματος. Ας σημειώσουμε ότι η Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας-Θράκης στις αρχές Ιουλίου έσπευσε να κάνει σαφές ότι τοπικά δημοψηφίσματα διενεργούνται μόνο για θέματα που υπάγονται στις αρμοδιότητες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ότι η απόφαση για την ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ δεν συνιστά τοπικό θέμα, αφού εντάσσεται στη γενικότερη οικονομική πολιτική του κράτους. Η τοποθέτηση αυτή μπορεί να αναγνωσθεί ως εξής: Το νερό ως εθνικό ζήτημα στη μνημονιακή συγκυρία παύει να είναι δημόσιο αγαθό. Στην περίπτωση, αυτή η μνημονιακή πολιτική έρχεται να αναιρέσει αυτό που ακριβώς υποτίθεται ότι εγγυάται, δηλαδή το δημόσιο συμφέρον. Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 1,6 εκατομμύριο υπογραφές στην Ευρώπη για την αναγνώριση του δικαιώματος πρόσβασης στο πόσιμο νερό και στα δίκτυα αποχέτευσης ως ανθρώπινου δικαιώματος με βάση την αντίστοιχη πρόβλεψη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (http://www.right2water.eu). Η κίνηση αυτή οδήγησε στην εξαίρεση των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης από την καινούργια ντιρεκτίβα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις συμβάσεις παραχώρησης. Η Πρωτοβουλία SOSτε το Νερό διεθνοποιεί τον αγώνα για το νερό. Περισσότερες από 130 οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εργατικά συνδικάτα και πολίτες από την Ελλάδα την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο έχουν ενώσει τη φωνή τους με 50 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στέλνοντας επιστολή στους υποψήφιους αγοραστές της δημόσιας επιχείρησης νερού της Θεσσαλονίκης


001:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 9

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

και ζητώντας τους να αποσύρουν την προσφορά τους. Στη Θεσσαλονίκη οργανώνονται εκδηλώσεις και συζητήσεις με ομιλητές από διάφορα μέρη του κόσμου που έχουν γίνει ή είναι σε εξέλιξη αγώνες για το νερό. Στις 6 Σεπτεμβρίου η πρωτοβουλία SOSτε το Νερό διοργάνωσε συζήτηση για την ιδιωτικοποίηση του νερού με τον Υπουργό Πολιτισμού της Βολιβίας Pablo Cesar Groux Canedo, ενώ προγραμματίζεται νέα εκδήλωση με συμμετοχή ομιλητών από το Παρίσι και άλλες πόλεις που έχουν ανακτήσει τον δημόσιο έλεγχο στο νερό. Η ιδιωτικοποίηση του νερού ενδέχεται να επηρεάσει δραματικά τις κοινωνικές σχέσεις και μπορεί να φτάσει στο σημείο να ανατρέψει μορφές κοινωνικού κεφαλαίου αλλά και μορφές συλλογικής δράσης εγκατεστημένες για πολλά χρόνια στις τοπικές κοινωνίες. Πέρα από την ΕΥΑΘ στη Θεσσαλονίκη, η ιδιωτικοποίηση του νερού μπορεί να προσλάβει και άλλες μορφές. Η τελευταία απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας σχετικά με την εκτροπή του Αχελώου και το Σχέδιο Διαχείρισης του Υδατικού Διαμερίσματος στη Θεσσαλία, για παράδειγμα, αναφέρονται στη χρήση του νερού στη γεωργία, που καταναλώνει τη συντριπτική πλειοψηφία των υδάτινων πόρων. Μια ενδεχόμενη ακύρωση της εκτροπής του Αχελώου και η χρήση του φράγματος στη Μεσοχώρα Τρικάλων για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνάρτηση με την επικείμενη ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, γεννούν μια σειρά από ερωτήματα. Θα κατακλυστεί τελικά η Μεσοχώρα; Το άνοιγμα της βρύσης για να τρέξει το νερό ή ενός διακόπτη για να περάσει το ρεύμα δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Κατασκευάζει χώρους, συνειδήσεις, σχέσεις. Αντιπαραθέτοντας την ομοιογένεια με την ετερογένεια, την υπακοή με την ανυπακοή, το νόμο με τη χειραφέτηση, ο Harvey στο τελευταίο του βιβλίο (Εξεγερμένες Πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα: 2012) συζητά τη λεφεβριανή διαλεκτική ισοτοπίας-ετεροτοπίας. Στους ομοιογενείς ισοτοπικούς χώρους εμπεδώνονται κατεστημένες πρακτικές βασισμένες σε μη επερωτήσιμα σχέδια και μέσα από διαδικασίες κλειστές. Η κυρίαρχη πολιτική επιχειρεί να οικοδομήσει την ισοτοπία μέσα την εξάλειψη της αντίστασης. Από την άλλη πλευρά, η ετεροτοπία παράγει και αναπαράγει την ετερογένεια ως αναγκαία συνθήκη ανάδυσης κάθε κοινωνικής συνθήκης, προωθεί την αυτονομία με ποικίλους πειραματισμούς και ανοιχτές διαδικασίες, που όχι μόνο επιζητούν αλλά προϋποθέτουν την επερώτηση κάθε θέσης. Ο αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού προϋποθέτει μεταξύ άλλων την αναγνώριση του νερού ως ανθρώπινου δικαιώματος και, στη βάση αυτή, συνδέεται και με διαδικασίες λήψης αποφάσεων αλλά και με μορφές διακυβέρνησης πολύ διαφορετικές από εκείνες που απορρέουν από την ιδιωτικοποίηση του νερού. Οι αντιστάσεις που αναπτύσσονται ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού είναι ελπιδοφόρες στο βαθμό που προεικονίζουν συναντήσεις ετεροτοπικές, στο βαθμό δηλαδή που προφυλάσσουν τη διαφορά και διατηρούν τη δυνατότητα αντιπαράθεσης μεταξύ σχεδίων εναλλακτικών. Ταυτόχρονα με τις αντιστάσεις, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την αναζήτηση του τρόπου δημόσιας διαχείρισης του νερού που θα είναι ορθολογικότερος. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις διάκρισης του «ιδιωτικού» από το «δημόσιο» και του «δημόσιου» από το «κρατικό». Ο αγώνας για το νερό είναι αγώνας για τη δημοκρατία.

9


001:Layout 1

10

10/24/13

10:24 AM

Page 10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013

ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ ΤΟΝ ΘΑΛΗ Tην Κυριακή 1η Σεπτεμβρίου 2013 έφυγε από τη ζωή ο ομότιμος καθηγητής της πολεοδομίας Θαλής-Ιωάννης Αργυρόπουλος, στο σπίτι του στο Λονδίνο. Iδρυτικό μέλος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ και πρώτος καθηγητής πολεοδομίας από τον Σεπτέμβριο του 1960, υπήρξε δάσκαλός μας αρχικά, συνεργάτης και αγαπημένος φίλος αργότερα. Από το 1990, οπότε πήρε σύνταξη, κατοικούσε στο Λονδίνο με τη γυναίκα του Μαίρη Σταύρου-Αργυροπούλου, επίσης αρχιτέκτονα. Το φιλόξενο σπίτι τους ήταν ανοιχτό σε όλους μας, όποτε και για όσο επιθυμούσαμε. Το καλοκαίρι βρισκόταν στο σπίτι τους στη Βουρβουρού. Ο Θαλής Αργυρόπουλος ξεκίνησε τη διδασκαλία της πολεοδομίας στη δεκαετία του 1960· εποχή παγίωσης των θεσμικών της μέσων αλλά και ωρίμανσης και εφαρμογής ιδεών νεωτερικών για τον σχεδιασμό: σχέδια προθέσεων, ρυθμιστικά ή σχέδια χρήσεων γης και σχέδια νέων μεγάλων συνόλων ήταν τα εργαλεία σε χρήση σε όλη την Ευρώπη, δυτική και ανατολική. Ανοιχτός σε νέες ιδέες, πολιτικοποιημένος, ανήσυχος και ενήμερος, ιδιαίτερα καλλιεργημένος και γνώστης της αρχιτεκτονικής της πόλης, επηρέασε τους μαθητές του με την άποψή του για τον κοινωνικό ρόλο της πολεοδομίας και τον σύνθετο τεχνοκρατικό, ανθρωπιστικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα της. Η εικόνα της πολεοδομίας που προωθούσε ο Θαλής Αργυρόπουλος με τους συνεργάτες του απηχούσε βέβαια την πρακτική στο δυτικό κόσμο, αλλά ήταν πιο συγγενική με τα οράματα, τις προτάσεις και τις διαμαρτυρίες των αρχιτεκτόνων στη χώρα μας, σε αντίθεση με την καθημερινή ντε φάκτο ελληνική πολεοδομία. Ήταν η εικόνα μιας παρεμβατικής πολεοδομίας, προς την κατεύθυνση της αναδιανομής του πλούτου και της βελτίωσης των όρων ζωής, με ευνοϊκά αποτελέσματα, κοινωνικά και χωρικά. Ο Θαλής (και εδώ η χρήση του μικρού ονόματος σημαίνει πολυετή φιλία) είχε πάντα οξυμένη αίσθηση των επιπτώσεων στη φυσική μορφή του αστικού χώρου διατηρώντας τη ματιά του αρχιτέκτονα πίσω από τη σκέψη του πολεοδόμου. Ο Θαλής είχε νηφάλια κρίση και εξίσου νηφάλια αντιμετώπιζε τους μαθητές του. Η συζήτηση επάνω στις φοιτητικές μας εργασίες γινόταν ως ήρεμη αντιπαράθεση ώστε το τελικό αποτέλεσμα να προκύπτει διαλεκτικά και όχι με επιβολή της καθηγητικής αυθεντίας. Δίδασκε ενθαρρύνοντας και όχι επιτιμώντας, κάτι που δεν ήταν ο κανόνας στην εποχή μας, δηλαδή πριν από την χούντα, όταν υπήρχαν αρκετά κρούσματα αυταρχικής συμπεριφοράς μέσα στην σχολή. Με τον ίδιο τρόπο ενεργούσαν οι τρεις συνεργάτες του, οι «βοηθοί», όπως ονομάζονται τότε Σεμτώβ Σαμουήλ (Σαμ), Νέλλη Τσόκου και Αντώνης Τσούκας, τους οποίους είχαμε την τύχη να έχουμε καθηγητές, αλλά και η Μαίρη Αργυροπούλου, για την οποία παλαιότεροι φοιτητές εκφράζονταν με μεγάλη εκτίμηση. Ήταν γι’ αυτό πολύ ευχάριστη η ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη στο εβδομαδιαίο οκτάωρο μάθημα της πολεοδομίας. Το μάθημα είχε χαρακτήρα στούντιο, καθώς για τον Θαλή η από καθέδρας διδασκαλία δεν ήταν η καταλληλότερη για το αντικείμενο. Οι διπλωματικές εργασίες θεωρούνταν πολύ δύσκολες διότι αντιμετωπίζονταν ως άσκηση σε πραγματική μελέτη. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους ήταν η μεγάλη ομάδα φοιτητών που συνεργάζονταν για το θέμα, το συλλογικό πνεύμα που καλ-


001:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 11

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

λιεργούνταν και η στενή σχέση με τον επιβλέποντα καθηγητή και την ομάδα των συνεργατών του. Ο Θαλής ήταν οπαδός του μοντερνισμού, της ουσίας του, χωρίς φανατισμούς. Ήταν ταυτόχρονα και μεγάλος γνώστης του παρελθόντος της πόλης· για την ακρίβεια, κάθε σημαντικής πόλης της Ευρώπης. Στις εκπαιδευτικές εκδρομές ήταν μεγάλη τύχη να τον εξασφαλίσεις ως συνοδό. Καταρχήν εφάρμοζε σε πιο πρόσφορο κλίμα τη γενική στάση του απέναντι στους φοιτητές: «Είμαι εδώ για σας, αν το θέλετε». Όποιος ήταν υποψιασμένος δεν τον άφηνε από κοντά. Οι περίπατοι στις παλιές πόλεις της Ευρώπης, τις οποίες ο Θαλής γνώριζε σαν την παλάμη του χεριού του, ήταν μια αλληλουχία αποκαλύψεων μπρος στα έκπληκτα μάτια μας. Όλο το παρελθόν της πόλης, αλλά και περιοχές με ενδιαφέρον για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και πολεοδομία, ήταν πάντα γνωστά στον Θαλή. Τον ξαναβρήκαμε στο Πολυτεχνείο μετά την πτώση της χούντας. Ως συνεργάτες του βιώσαμε την αξιοζήλευτη ελευθερία να λες την άποψή σου και να αντιμετωπίζεις τους φοιτητές όπως νομίζεις καλύτερα, αφού έχουν προηγηθεί συλλογικές συζητήσεις μεταξύ των συνεργατών, και αυτό παρά το εν ισχύ τότε αποπνικτικό πλαίσιο του καθεστώτος των εδρών. Ήταν πάντα δίπλα μας για να μας υποστηρίξει γενναιόδωρα σε κάθε καλή προσπάθεια, ουσιαστικά και τυπικά, χωρίς ποτέ να επιδιώξει την δημιουργία «αυλής». Ευγενής, διακριτικός, κύριος με την πιο ειλικρινή σημασία του όρου στις επαφές με όλους, φοιτητές και συνεργάτες· ευγενής μ’ ένα εντελώς δικό του στυλ, φιλικό και χαλαρό εκ πρώτης όψεως αλλά απόλυτα συγκροτημένο και κάποτε ιδιαίτερα αυστηρό. Ο Θαλής τηρούσε πάντα τους κανόνες της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής δεοντολογίας, ευελπιστώντας ότι και οι άλλοι θα ενεργούν με τον ίδιο τρόπο. Βεβαίως αυτό του στοίχισε ορισμένες φορές ακριβά, αλλά δεν τον επτόησε. Ως δάσκαλος και συνεργάτης ήταν πρώτα απ’ όλα άνθρωπος της πράξης. Ας μην θεωρηθεί αυτό ότι περιορίζει την συνεισφορά του στα όρια του «τεχνικού». Είχε ευρύτατη κουλτούρα και συχνά εικονοκλαστικές απόψεις για την πολιτική, την αρχιτεκτονική, την ζωγραφική, την μουσική, το θέατρο, και κάθε παρέμβασή του αντλούσε από την κουλτούρα αυτή. Από τα ενδιαφέροντά του δεν απουσίαζε η συμμετοχή στα τοπικά πολεοδομικά ζητήματα και είχε λόγο και άποψη πέραν της συμμετοχής σε καθαρά επαγγελματικούς χώρους για ζητήματα που θεωρούσε κρίσιμα. «Σπινθηροβόλο πνεύμα και ακέραιος άνθρωπος». Τα λόγια του συναδέλφου Γιώργου Συνεφάκη είναι πολύ εύστοχα. Ο Θαλής υπήρξε ένας ιδιαίτερος, πολύπλευρος άνθρωπος, που ξεχείλιζε από νεανικότητα, χιούμορ και ενδιαφέροντα μέχρι τα 90 του χρόνια. Το στυλ το κάνει ο άνθρωπος, λέει μια μικρή σοφή φράση. Θα μας λείψει πολύ το στυλ Θαλής. Αλέκα Γερόλυμπου Κική Καυκούλα Πρώην μέλη του Τομέα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ, νυν συνταξιούχοι πανεπιστημιακοί

11


002:Layout 1

12

10/24/13

10:24 AM

Page 12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 33-34

Θ

Ε

Μ

Α

Τ

Ι

Κ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Α

ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ, ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ Φερενίκη Βαταβάλη, Πέννυ Κουτρολίκου, Δημήτρης Μπαλαμπανίδης, Δήμητρα Σιατίτσα

CRISIS REGIMES AND EMERGING SOCIAL MOVEMENTS IN SOUTHERN EUROPE: URBAN DEVELOPMENT, HOUSING AND LOCAL STRUGGLES Fereniki Vatavali, Penny Koutrolikou, Dimitris Balabanidis, Dimitra Siatitsa

Η συγκριτική μελέτη και σε βάθος κατανόηση της συνθήκης της κρίσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης αποτελούν ένα πρώτο σημαντικό βήμα προς τη σύνθεση των τόσο κοντινών και ταυτόχρονα διαφορετικών εμπειριών στις χώρες αυτές, οι οποίες αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς κοινωνικούς, πολιτικούς και οικονομικούς μετασχηματισμούς ενώ καταγράφουν ραγδαία αύξηση των ποσοστών ανεργίας, φτώχειας και κοινωνικών ανισοτήτων. Στην προοπτική μίας από κοινού επεξεργασίας και συγκρότησης εναλλακτικών διεξόδων (που θα προέλθουν από τις περιοχές και τους ανθρώπους που πλήττονται περισσότερο), πληθαίνουν οι προσπάθειες να βρεθούν κοινά πλαίσια συζήτησης, αλληλοενημέρωσης και ανάπτυξης μιας κοινής γλώσσας σε διάφορα πεδία (πολιτικό, κοινωνικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό κ.ά.) ανάμεσα σε δρώντες των τεσσάρων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Το παρόν αφιέρωμα, που έχει στόχο να συμβάλει σε αυτήν την προσπάθεια, είναι ένα επόμενο βήμα μετά το τριήμερο Εργαστήριο «Καθεστώτα κρίσης και αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης», το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2013.1 Με δεδομένο ότι οι πόλεις αποτελούν πυκνωτές των επιπτώσεων της κρίσης αλλά και των αντιδράσεων σε αυτήν, το εργαστήριο είχε ως επίκεντρο την κριτική διερεύνηση και την από κοινού κατανόηση των επιπτώσεων της κρίσης στον αστικό χώρο, εστιάζοντας σε τρεις κομβικούς θεματικούς άξονες: την υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη, το ζήτημα της κατοικίας και τη σημασία του τοπικού για την ανάπτυξη κοινωνικών αντιστάσεων και εναλλακτικών. Οι παρουσιάσεις και οι συζητήσεις που αναπτύχθηκαν στο Εργαστήριο ανέδειξαν ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων που συναρτώνται άμεσα με τους χωρικούς μετασχηματισμούς που συντελούνται στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης και αξίζει να διερευνηθούν και να συζητηθούν σε μεγαλύτερο βάθος. Τα ζητήματα αυτά σχετίζονται με διαφορές και ομοιότητες γύρω από τη διαδρομή που ακολούθησε η κάθε χώρα προς την κρίση, τις επιπτώσεις στην οικονομία και το κοινωνικό πεδίο, τη διαχείριση της κρίσης από τις εγχώριες και διεθνείς ελίτ, καθώς και τις απαντήσεις των κοινωνικών κινημάτων στις προκλήσεις της περιόδου.

1 Το Εργαστήριο πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του περιοδικού Antipode και της Antipode Foundation. Βλ. επίσης urbanrise.net· Γεωγραφίες 21, 2013· Σύγχρονα θέματα 120, 2013.


002:Layout 1

10/24/13

10:24 AM

Page 13

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

Τα άρθρα που ακολουθούν φωτίζουν επιμέρους όψεις ζητημάτων που συζητήθηκαν στο εργαστήριο, εμβαθύνοντας την κατανόηση των μηχανισμών που διαμορφώνουν την κρίση στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης, αλλά και τις κινητοποιήσεις και τις δημιουργικές αντιστάσεις των κοινωνιών. Επιπλέον, υλοποιώντας κάποιους από τους βασικούς στόχους του Εργαστηρίου, δηλαδή τη δικτύωση, τη δημιουργία δεσμών και την περαιτέρω συνεργασία μεταξύ των ερευνητών και των ακτιβιστών που συμμετείχαν, επιδιώξαμε, όπου ήταν δυνατό, μέσα από τα άρθρα αυτά να διασταυρωθούν και να συντεθούν εμπειρίες και προσεγγίσεις από διαφορετικούς τόπους. Πιο αναλυτικά, με το άρθρο «Υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη στην Ισπανία και την Ελλάδα. Η περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα» επιδιώκεται ο εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ Ισπανίας και Ελλάδας, προκειμένου να φωτιστούν όψεις του κυρίαρχου μοντέλου νεοφιλελεύθερης αστικής ανάπτυξης στη συγκυρία της σημερινής κρίσης. Συγκεκριμένα, μέσα από δύο εμβληματικής σημασίας παραδείγματα, εξετάζονται οι μεταβολές στις δομές εξουσίας και το θεσμικό πλαίσιο, η κυρίαρχη ρητορική που υποστηρίζει τις μεταβολές αυτές, καθώς και οι συνακόλουθες κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων, αναγνωρίζοντας παράλληλα συνέχειες και τομές στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης στην κάθε χώρα. Με τον γενικό τίτλο «Η κρίση στον τομέα της κατοικίας στη Νότια Ευρώπη: αιτίες, επιπτώσεις και κοινωνικοί αγώνες», τέσσερα κείμενα –ένα για κάθε χώρα της Νότιας Ευρώπης– διερευνούν τις επιπτώσεις της κρίσης στον κρίσιμο τομέα της κατοικίας καθώς και τις αντιδράσεις και τα αιτήματα που έχουν αναπτυχθεί για την υπεράσπιση και εξασφάλιση ενός βασικού δικαιώματος που βρίσκεται υπό αίρεση. Τα παράλληλα κείμενα αναδεικνύουν ομοιότητες, ιδιαίτερα σε σχέση με τις δραματικές συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας και στέρησης που βιώνουν όλο και περισσότεροι κάτοικοι των νοτιοευρωπαϊκών χωρών, και διαφορές, κυρίως σε σχέση με το ιστορικά διαμορφωμένο στεγαστικό σύστημα (πολιτικές, αγορά και κοινωνικές πρακτικές) και τις πρόσφατες πολιτικές διαχείρισης της στεγαστικής κρίσης στην κάθε χώρα. Μέσα από τις παρουσιάσεις και το λόγο των πρωτοβουλιών που συμμετείχαν στη σχετική με το τοπικό θεματική στο Εργαστήριο, και με τίτλο «Το τοπικό ως πεδίο αναδυόμενων κινητοποιήσεων και κοινωνικής αλ-

ληλεγγύης στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης», επιχειρείται η διερεύνηση της σημασίας του τοπικού, αλλά και των περιορισμών που θέτει, ως προνομιακό πεδίο συσπείρωσης και δράσης. Χωρίς να αποτελεί μια εξαντλητική σύγκριση της συνολικής δράσης των πρωτοβουλιών που παρουσιάστηκαν, παρατηρούνται κοινά ζητήματα, όπως η αύξηση της καταστολής, της επισφάλειας και των αποκλεισμών, αιτήματα, όπως το αίτημα για πιο αμεσοδημοκρατικές δομές λήψης αποφάσεων, και κοινοί τρόποι δράσης, όπως η διεκδίκηση χώρων ή η επιστράτευση της τέχνης, αλλά και διαφορές, όπως το εύρος των επιπτώσεων της κρίσης ή η σχέση των τοπικών κινημάτων με τους θεσμούς. Μέσα απο τα συγκεκριμένα παραδείγματα, επανεξετάζεται και το ζήτημα της δράσης σε πολλαπλά επίπεδα και η αναγκαιότητα της σύνδεσης του τοπικού τόσο με ευρύτερες κλίμακες όσο και διεκδικήσεις. Τέλος, δημοσιεύεται αυτούσια η εισήγηση της Margit Mayer, η οποία, μετά από μια επισκόπηση της θεωρίας της νεοφιλελευθεροποίησης ώστε να γίνουν κατανοητές οι αντιφάσεις της, εστιάζει στις επιπτώσεις αυτών των αντιφάσεων στις πόλεις, αναφέρεται στις συγκρούσεις και τις αντιδράσεις που σχετίζονται με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο αστικής ανάπτυξης και κλείνει επισημαίνοντας τη συμβολή της θεωρίας στην κινηματική πρακτική. Τα άρθρα αυτά σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούν την πληθώρα των θεμάτων που αναδείχθηκαν στο Εργαστήριο (για παράδειγμα, η πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση των «καθεστώτων κρίσης» ή επιμέρους ζητήματα της κινηματικής πρακτικής, όπως οι καταλήψεις στέγης, τα διλήμματα και οι αντιφάσεις των τοπικών κινημάτων και πολλά άλλα) αφήνοντας ανοιχτές προοπτικές για το μέλλον.

13


003:Layout 1

14

10/24/13

10:25 AM

Page 14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

ΥΠΕΡ-ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ PORT VELL ΣΤΗ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΑΕΡΟΔΡΟΜΙΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ1 Mauro Castro,2 Beatriz Garcia,3 Φερενίκη Βαταβάλη,4 Μαρία Ζήφου5 Περίληψη Στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σημειώνεται η επιθετική προώθηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος που επιβάλλει εκτεταμένες δομικές αναδιαρθρώσεις, με πρόσχημα τη μείωση του δημόσιου ελλείμματος. Υπό αυτούς τους όρους, οι πόλεις και γενικότερα ο χώρος αναδεικνύονται σε «προνομιακό πεδίο» εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων σε αυτές τις χώρες. Το αναπτυξιακό μοντέλο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ιδιωτικοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, των δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής κατοικίας, στην κατασκευή μεγάλης κλίμακας έργων αστικής ανάπτυξης και στην προώθηση κατά παρέκκλιση ρυθμίσεων που παρακάμπτουν θεσμοθετημένους σχεδιασμούς και πολιτικές για τις πόλεις. Στο παρόν άρθρο διερευνώνται οι μετασχηματισμοί των διαδικασιών αστικής ανάπτυξης στην Ισπανία και την Ελλάδα στη συγκυρία της τρέχουσας κρίσης, μέσα από την ανάλυση δύο μεγάλης κλίμακας έργων: την ανάπτυξη του Port Vell (του Παλιού Λιμανιού) στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα. Τέλος, επιδιώκεται ο εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ της ισπανικής και της ελληνικής περίπτωσης προκειμένου να φωτιστούν όψεις του κυρίαρχου μοντέλου νεοφιλελεύθερης αστικής ανάπτυξης στη συγκυρία της σημερινής κρίσης.

Ultra-neoliberal urban development in Spain and Greece. The case of Port Vell in Barcelona and Hellinikon Airport in Athens Mauro Castro, Beatriz Garcia, Fereniki Vatavali, Maria Zifou Abstract Ιn the context of the current crisis in Southern Europe, we can observe the aggressive promotion of neoliberal dogma that imposes extensive structural restructuring, in the name of reducing public deficit. Under these terms, cities and urban space become privileged terrains for implementing neoliberal restructuring in these countries. The promoted urban policies put great emphasis on the privatization of state owned real property, public services and social housing, on the construction of large-scale urban development projects and the adoption of exceptionality measures that overpass existing plans and regulations. The intention of this article is to examine the transformations in urban development processes in Spain and Greece in the context of the current crisis, by focusing on two large-scale urban development projects: the development of Port Vell (the old Port) in Barcelona and the privatization of the former airport of Hellinikon in Athens. An attempt is made to identify commonalities and differentiations between the Spanish and the Greek case, as a way to understand aspects of the multiple manifestations of the dominant neoliberal urban development pattern in the context of the current crisis. 1 Το κείμενο συντάχθηκε από τους συγγραφείς στα αγγλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Φερενίκη Βαταβάλη και τη Μαρία Ζήφου. 2 Υποψήφιος διδάκτορας, Universitat Autonoma de Barcelona, μέλος του Observatorio Metropolitano de Barcelona, maurocastro.com@gmail.com. 3 Μέλος του Observatorio Metropolitano de Madrid, babeuf96@gmail.com. 4 Δρ. αρχιτέκτων-πολεοδόμος, fereniki3@hotmail.com. 5 Εντεταλμένη διδασκαλίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, zifoum@gmail.com.


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 15

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

1. Εισαγωγή Στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, σημειώνεται η περαιτέρω προώθηση ενός ιδιαίτερα επιθετικού νεοφιλελεύθερου μοντέλου που επιβάλλει εκτεταμένες δομικές αναδιαρθρώσεις σε διαφορετικά πεδία. Ο αποκαλούμενος «καπιταλισμός της καταστροφής» (Klein 2010), στηριγμένος στην «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», ωθεί προς μέτρα που διαλύουν τα εργασιακά δικαιώματα, ιδιωτικοποιούν τη δημόσια περιουσία και τους κοινούς πόρους και τελικά επιβάλουν τους κανόνες της αγοράς σε όλα τα πεδία της ζωής. Συχνά, μέσα από διαδικασίες «θεραπείας-σοκ», υιοθετούνται μέτρα που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη ή χρονοβόρα η εφαρμογή τους. Είναι φανερό ότι στην περίπτωση των χωρών της Νότιας Ευρώπης η μείωση του δημόσιου ελλείμματος χρησιμοποιείται ως βασικό επιχείρημα για τη νομιμοποίηση μίας επιθετικής πολιτικής περικοπών και απόσυρσης του κράτους από κομβικούς κοινωνικούς τομείς που μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν εκτός αγοράς και που οδηγούνται σε ιδιωτικοποίηση, όπως η υγεία, η παιδεία και οι κοινωνικές υπηρεσίες, με σκοπό τη δημιουργία νέων ευκαιριών επένδυσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου (Mayer και Kunkel 2011, Χάρβεϊ 2007). Σε αυτό το πλαίσιο, οι πόλεις και γενικότερα ο χώρος αναδεικνύονται σε «προνομιακό πεδίο» για τις νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις που προωθούνται (Brenner και Theodore 2002: vii). Η σημασία που αποκτά ο χώρος στη συγκυρία της κρίσης συνδέεται με σοβαρές μεταλλαγές στις νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές της δεκαετίας του ’90, οι οποίες, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, ενίσχυσαν τον ανταγωνισμό των πόλεων και επέβαλαν δημοσιονομικούς περιορισμούς στην τοπική αυτοδιοίκηση, διαμορφώνοντας ένα πλαίσιο που έχει περιγραφεί ως «αστική επιχειρηματικότητα» (Harvey 1989). Στο νέο τοπίο της κρίσης, η εκμετάλλευση της αστικής γης δημιουργεί –για άλλη μία φορά– νέες ευκαιρίες για το υπερσυσσωρευμένο διεθνές κεφάλαιο (Χάρβεϊ 2007, Χάρβεϊ 2011). Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο που προωθείται δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ιδιωτικοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου, των δημόσιων υπηρεσιών και της κοινωνικής κατοικίας (Harvey 2007, Cumbers 2012), καθώς και στην κατασκευή μεγάλης κλίμακας έργων αστικής ανάπτυξης τα οποία επιβάλλουν, επεκτείνουν και καθιερώνουν εμπορευματοποιημένες μορφές κοινωνικής ζωής

(Brenner κ.ά. 2010) και μαζί προωθούν κατά παρέκκλιση ρυθμίσεις που παρακάμπτουν θεσμοθετημένους σχεδιασμούς και πολιτικές για τις πόλεις (Swyngedouw κ.ά. 2002). Αυτές οι πολιτικές επιλογές αποτελούν τμήμα μίας ευρύτερης ατζέντας για την αστική ανάπτυξη που παρουσιάζεται ως «η λύση» στην οικονομική κρίση, παρά το γεγονός ότι σε περιπτώσεις όπως η Ισπανία και η Ιρλανδία αντίστοιχες επιλογές έχουν αποτελέσει βασικές αιτίες της τρέχουσας κρίσης (Χάρβεϊ 2013). Στο παρόν άρθρο γίνεται μια προσπάθεια διερεύνησης του μετασχηματισμού των διαδικασιών αστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα και την Ισπανία στη συγκυρία της τρέχουσας κρίσης, μέσα από την ανάλυση δύο μεγάλης κλίμακας έργων: της ανάπτυξης του Port Vell (του Παλιού Λιμανιού) στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα. Ειδικότερα, εξετάζονται οι μεταβολές στις δομές εξουσίας και στο θεσμικό πλαίσιο, καθώς και η κυρίαρχη ρητορική που υποστηρίζει την προώθηση των δύο έργων. Επίσης, διερευνώνται οι συνέχειες και οι τομές στις διαδικασίες και στις μορφές αστικής ανάπτυξης πριν και μετά το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς και οι συνακόλουθες, υφιστάμενες ή αναμενόμενες, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων. Βασική υπόθεση εργασίας που διατρέχει το άρθρο είναι ότι η κρίση στην Ισπανία και την Ελλάδα, άμεσα συναρτημένη με την παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, αποτελεί το όχημα για την εδραίωση νεοφιλελεύθερων διαρθρωτικών αλλαγών στον αστικό χώρο και κατ’ επέκταση για την επιβολή της θεσμικής «εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού» (Brenner κ.ά. 2011). Η συγκριτική προσέγγιση που υιοθετείται βασίζεται στην παραδοχή ότι τα νεοφιλελεύθερα διαρθρωτικά προγράμματα λαμβάνουν πολλές διαφορετικές μορφές «καθώς εισάγονται πάντα σε ένα συγκεκριμένο πολιτικοθεσμικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό μέσα από παλιότερες θεσμικές ρυθμίσεις, θεσμοποιημένες πρακτικές και πολιτικούς συμβιβασμούς» (Brenner και Theodore 2002: 14). Με αυτή την έννοια, επιδιώκεται η αναγνώριση ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ της ισπανικής και της ελληνικής περίπτωσης, προκειμένου να φωτιστούν όψεις του κυρίαρχου μοντέλου νεοφιλελεύθερης αστικής ανάπτυξης που προωθείται στη συγκυρία της σημερινής κρίσης.

2. Η περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη

15


003:Layout 1

16

10/24/13

10:25 AM

Page 16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

2.1. Η κτηματομεσιτική/χρηματοοικονομική εξειδίκευση στην Ισπανία Από την κρίση του ’73 και την ένταξη της Ισπανίας στην ΕΕ το 1986, που οδήγησαν στην κατάρρευση της ισπανικής βιομηχανίας και γεωργίας, η εθνική οικονομία της χώρας στηρίχθηκε στον κτηματομεσιτικό και χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς και στον τουρισμό του τύπου «ήλιος και θάλασσα» που είχε έναν κομβικό ρόλο από την εποχή του Φράνκο. Οι πόροι από τα «Διαρθρωτικά Ταμεία» κατευθύνθηκαν σε μεγάλες υποδομές που μεγέθυναν τον κατασκευαστικό τομέα. Σε αυτό το πλαίσιο, μία πρώτη «φούσκα ακινήτων» σημειώνεται μεταξύ 1985 και 1995, που έσκασε όταν τα χρέη και το μεγάλο ξένο έλλειμμα διορθώθηκε με τρεις διαδοχικές υποτιμήσεις της πεσέτας και ένα σημαντικό διαρθρωτικό πρόγραμμα. Στη νέα φούσκα που εκδηλώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 οδήγησαν, πρώτον, η θεσμική και χρηματοδοτική υποστήριξη του κράτους στην κατασκευή κατοικιών και υποδομών και, δεύτερον, η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού τομέα στην παγκόσμια οικονομία που, μέσα από την τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων, βρήκε ένα νέο πεδίο επενδύσεων και κερδοσκοπίας (Observatorio Metropolitano 2010).

τεκμηρίωση για τη σκοπιμότητά τους (αεροδρόμια, σιδηρόδρομοι υψηλών ταχυτήτων). Ταυτόχρονα, κατασκευάστηκαν πολλά εμβληματικά κτίρια σε διάφορα μέρη για την προσέλκυση τουριστών και επενδύσεων, συχνά άμεσα συναρτημένα με μεγάλες διοργανώσεις κάθε είδους (αθλητικοί αγώνες, επιχειρηματικά συνέδρια, καλλιτεχνικές εκθέσεις, κ.λπ.), σύμφωνα με τις κυρίαρχες θεωρίες για το city branding και τη «δημιουργική πόλη» (Landry 2008). Το μοντέλο ανάπτυξης ακινήτων που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού μεταξύ πόλεων και περιφερειών της Ισπανίας (χαρακτηριστικό στοιχείο του νεοφιλελεύθερου «spatial fix», αλλά ευνοημένο από τις διοικητικές δομές) έδωσε τη δυνατότητα στην τοπική αυτοδιοίκηση, κυρίως σε επίπεδο Περιφέρειας, να εκπονεί τα δικά της πολεοδομικά σχέδια και να προγραμματίζει τα δικά της δημόσια έργα, τα εμβληματικά κτίρια και τις μεγάλες διοργανώσεις (Harvey 1981, Sassen 2001). Σε αυτή τη «μηχανή ανάπτυξης» (Molotch και Logan 1987) και το ελλειμματικό σε δημοκρατία καθεστώς (Rodriguez 2013) βρίσκονται οι ρίζες διαμόρφωσης του πελατειακού συστήματος και επέκτασης της διαφθοράς, που αποτέλεσαν εξάλλου βασικά χαρακτηριστικά της φούσκας. Η κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το ευρώ και ο «παράγοντας πλουτισμού

Ο ρόλος των δημόσιων αρχών Το 1998 ο νόμος για «πλήρη αστικοποίηση» («todo urbanizable») άνοιξε τις πόρτες για μαζικές αλλαγές στις χρήσεις γης και έδωσε τη δυνατότητα δόμησης παντού. Τα δημοτικά συμβούλια και οι περιφερειακές διοικήσεις ανακάλυψαν στην αγορά ακινήτων μία σημαντική πηγή εσόδων, αφενός χάρη στις αυξημένες πωλήσεις και τις αυξήσεις στις τιμές της γης, αφετέρου χάρη στις οικοδομικές άδειες και τους φόρους στην κατοικία, σε σημείο πλήρους εξάρτησης από την αστική ανάπτυξη. Έτσι, στο πλαίσιο της «αστικής επιχειρηματικότητας» (Harvey 1989), οι δημόσιες αυτές αρχές διαχειρίστηκαν το χώρο και ιδιαίτερα τις πόλεις σαν επιχειρήσεις που μπορούν να παράξουν εισοδήματα μέσα από τον τομέα των ακινήτων. Βασική πηγή χρηματοδότησης και εποπτείας των σχετικών έργων ήταν οι «περιφερειακές δημόσιες τράπεζες» (cajas de ahorros). Εκτεταμένες αστικές επεκτάσεις σχεδιάστηκαν σε πόλεις και οικισμούς και παράλληλα κατασκευάστηκαν υποδομές χωρίς καμία

Είναι ευρέως γνωστός ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην ανάπτυξη της φούσκας των ακινήτων και των στεγαστικών δανείων στην Ισπανία, αλλά και στις ΗΠΑ και την Ιρλανδία. Η τιτλοποίηση των δανείων και οι συναφείς αγορές άνοιξαν μία γιγαντιαία επιχείρηση συρροής τεράστιων επενδυτικών κεφαλαίων στον τομέα των ακινήτων (Brenner 2002, 2006). Στην ισπανική περίπτωση, η ένταξη στο ευρώ αύξησε την «εμπιστοσύνη», υποχρέωσε τη διατήρηση χαμηλών επιτοκίων και περιόρισε τις πιθανότητες για πάγωμα της οικονομίας, ενώ παράλληλα οι ευρωπαϊκές και οι διεθνείς τράπεζες κατηύθυναν τεράστια κεφάλαια στη χρηματοδότηση της κατοικίας και των υποδομών. Μέσα από τον αυξανόμενο δανεισμό και τη διαρκή άνοδο στις τιμές των κατοικιών, η αύξηση του οικογενειακού πλούτου επέτρεψε τη σύναψη περισσότερων δανείων, διαμορφώνοντας έναν «παράγοντα πλουτισμού» σε όλη τη χώρα, διατηρώντας έτσι σε υψηλά επίπεδα τη ζήτηση και διαμορφώνοντας τέτοια μακροοικονομικά μεγέθη ώστε οι


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 17

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

διεθνείς οίκοι αξιολόγησης να μιλάνε για «ισπανικό θαύμα». Οι οίκοι αυτοί και τα δάνεια, ακρογωνιαίοι λίθοι της φούσκας, μπήκαν στην αγορά κάτω από συνθήκες υψηλού ρίσκου και συχνά μέσα από παράνομες διαδρομές, όπως αποφάνθηκε πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Με τη μείωση της άφθονης και φθηνής διεθνούς ρευστότητας λόγω της έναρξης της παγκόσμιας κρίσης στις ΗΠΑ το 2008, κατέρρευσε και η ισπανική κερδοσκοπική πυραμίδα (Observatorio Metropolitano 2010). Η παράλυση του χρηματοπιστωτικού και κατασκευαστικού τομέα οδήγησε σε στασιμότητα την εθνική οικονομία, ακριβώς εξαιτίας της εξειδίκευσης της χώρας στην «αξιοποίηση ακινήτων και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες» σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο. Η πτώση της ζήτησης και η έλλειψη ρευστότητας επηρέασαν όλους του τομείς της οικονομίας και προκάλεσαν απολύσεις εκατομμυρίων εργαζομένων. Τελικά, μέσα σε ένα φαύλο κύκλο, η ζήτηση σημείωσε ακόμα μεγαλύτερη μείωση. Σε αυτό το πλαίσιο της οικονομικής στασιμότητας, η διάσωση των κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών προκάλεσε άνοδο του δημόσιου χρέους, το οποίο ήταν κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ πριν το ξέσπασμα της κρίσης. Η απουσία ευρωπαϊκών πολιτικών για τον έλεγχο της κερδοσκοπίας πάνω στο δημόσιο χρέος αναστάτωσε τη ροή των κρατικών χρηματοδοτήσεων. Τα αιτήματα της ΕΕ και της τρόικας για λιτότητα οδήγησαν σε επιλογές κάλυψης του αυξανόμενου δημόσιου ελλείμματος, με τίμημα τα κοινωνικά δικαιώματα ενός πληθυσμού που βρίσκεται ήδη σε πολύ δεινή κατάσταση λόγω της ανεργίας και των πλειστηριασμών των κατοικιών. Στον αστικό χώρο η παράλυση είναι σχεδόν πλήρης: χιλιάδες άδεια σπίτια και πλήθος ημιτελών έργων «διαφήμισης» είναι η πραγματική κατάσταση στη χώρα. Τα αναπτυξιακά σχέδια των περιφερειακών αρχών έχουν σταματήσει και μόνο λίγα δημόσια έργα συνεχίζουν να υλοποιούνται. Άδεια τρένα, υποχρησιμοποιημένες υπερταχείες και κλειστά αεροδρόμια συμπληρώνουν τη σημερινή εικόνα. Σε ένα πλαίσιο πλήρους έλλειψης μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και πολιτικών για την οικονομική ανασυγκρότηση, καθώς και απουσίας δημόσιων πόρων, οι συμμαχίες που προκύπτουν με τους ιδιώτες επενδυτές δίνουν συνέχεια σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στον τουρισμό και την κτηματαγορά. Σε αυτές τις συνθήκες, οι δημόσιες αρχές χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο τις χωρικές ρυθμίσεις προκειμένου να διευκολύνουν επενδύσεις και

δραστηριότητες που συνδέονται με τα κέντρα πόλης, τις μεγάλες διοργανώσεις και τα θεματικά πάρκα. H παράλυση του αστικού χώρου και η επανάληψη δοκιμασμένων συνταγών Οι κεντρικές περιοχές των ισπανικών πόλεων έχουν βιώσει μία δυναμική διαδικασία gentrification κατά τη διάρκεια της φούσκας, στο πλαίσιο εφαρμογής των θεωριών του city branding και των «δημιουργικών πόλεων» (που ήταν δημοφιλείς την περίοδο της οικονομικής άνθισης), όπως και μέσα από τον ανταγωνισμό των περιφερειών. Πραγματοποιήθηκαν αναπλάσεις γειτονιών που προσφέρονταν για την ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων για κατοικία, εμπόριο και ξενώνες με αναφορά σε τουρίστες και μεσοαστικά και μεγαλοαστικά στρώματα, εκτοπίζοντας τους αρχικούς κατοίκους, συχνά μέσα από διαδικασίες gentrification (Smith 1996). Με τον κορεσμό όμως της αγοράς νεόδμητων κτιρίων, οι επενδύσεις στις κεντρικές περιοχές στράφηκαν σε πολυτελείς κατοικίες και τουριστικά διαμερίσματα. Οι αστικές πολιτικές των μεγάλων διοργανώσεων που στόχευαν στην οικονομική αναζωογόνηση μέσω της προσέλκυσης επισκεπτών και επενδύσεων για αθλητικές διοργανώσεις (Ολυμπιακοί Αγώνες, Παγκόσμια Πρωταθλήματα) ή πολιτιστικές εκθέσεις («Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα», συνέδρια και θεματικές συναντήσεις) απέτυχαν να διαμορφώσουν ένα σταθερό και βιώσιμο οικονομικό μοντέλο ακριβώς εξαιτίας του εφήμερου χαρακτήρα τους και του μεγάλου κόστους για την παραγωγή καινοτομίας και θεάματος. Παρόλα αυτά, η ίδια πολιτική συνεχίζεται σήμερα, και για παράδειγμα η Μαδρίτη είναι ξανά υποψήφια για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020, ενώ το Σανταντέρ πρόκειται να φιλοξενήσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ιστιοπλοΐας το 2014, διοργανώσεις που απαιτούν τεράστιους πόρους για την κατασκευή των απαιτούμενων υποδομών, με αμφίβολη μελλοντική χρησιμότητα. Η πολιτική για τα θεματικά πάρκα αποβλέπει στην προσέλκυση τουρισμού μέσα από την κατασκευή ειδικών ζωνών αναψυχής. Πρόκειται για πολιτιστικούς χώρους όπως το Μουσείο Guggenheim, για εγκαταστάσεις δράσης-παιχνιδιού όπως το λιμάνι της Βαρκελώνης, ή για χώρους αμιγούς αναψυχής όπως η πόλη-καζίνο Eurovegas. Μερικοί από αυτούς τους χώρους εντάχθηκαν στον αστικό ιστό, συμβάλλοντας στο gentrification συγκεκριμένων περιοχών. Η πόλη-καζίνο Eurovegas στη

17


003:Layout 1

18

10/24/13

10:25 AM

Page 18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

Μαδρίτη είναι μία εξαίρεση που ενδεχομένως να γίνει στο μέλλον ο κανόνας. Χαρακτηρίζοντας την περιοχή ως «περιοχή ειδικού περιφερειακού ενδιαφέροντος», υιοθετήθηκαν σημαντικές θεσμικές αλλαγές προκειμένου να διασφαλιστούν η επιτυχία και τα έσοδα από την επένδυση. Αυτή η «ειδική οικονομική ζώνη» δίνει περαιτέρω ώθηση στο οικονομικό μοντέλο της περιόδου της φούσκας, καθώς κατασκευάζονται υποδομές με το επιχείρημα της ενίσχυσης του περιφερειακού ανταγωνισμού, παρακάμπτοντας όμως νόμους και δικαιώματα. 2.2. Το έργο της μαρίνας Port Vell: αστικοί θύλακες στη νεοφιλελεύθερη πόλη Τις τελευταίες δεκαετίες η Βαρκελώνη έχει χαρακτηριστεί από «πόλη υπηρεσιών» και ένα από τα βασικά κέντρα βιομηχανικής παραγωγής στη Νότια Ευρώπη έως και «παγκόσμια πόλη» με εξειδίκευση στην προσέλκυση διεθνών ροών που επηρεάζουν τον τουρισμό και τον κτηματομεσιτικό τομέα. Σε αυτή την εξειδίκευση ιδιαίτερο ρόλο έχουν παίξει τόσο οι δημόσιες πολιτικές όσο και η αστική επιχειρηματικότητα της Βαρκελώνης που, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτιστική βιομηχανία, τις αναπλάσεις και τις μεγάλες διοργανώσεις. Οι ριζικοί μετασχηματισμοί του αστικού τοπίου και οι διαδικασίες υλοποίησής τους ανέδειξαν το μοντέλο της Βαρκελώνης που θεωρείται ένα εξαιρετικά επιτυχημένο παράδειγμα σε παγκόσμιο επίπεδο και σημείο αναφοράς για πολλές πόλεις (Blanco 2009, Casellas 2006). Κεντρικός στόχος της στρατηγικής κοινωνικοοικονομικού μετασχηματισμού ήταν η αναδιαμόρφωση του θαλάσσιου μετώπου και το «άνοιγμα της Βαρκελώνης στη θάλασσα», μετατρέποντας, όπως συνέβη και με τις λαϊκές συνοικίες του ιστορικού κέντρου, έναν περιθωριακό και υποχρησιμοποιημένο αστικό χώρο, σε κόμβο της μεταβιομηχανικής ανασυγκρότησης της πόλης. Πρώτα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και στη συνέχεια το Φόρουμ των Πολιτισμών χρησιμοποιήθηκαν για να συντονίσουν μία ιδιαίτερα φιλόδοξη επιχείρηση διεθνούς προβολής της πόλης, την ίδια στιγμή που νομιμοποίησαν εκτεταμένες διαδικασίες αναπλάσεων στο θαλάσσιο μέτωπο και παραγωγής νέων αστικών χώρων (Monclús 2003, Moreno κ.ά. 1991). Ένας από αυτούς τους νέους αστικούς χώρους είναι το παλιό λιμάνι Port Vell της πόλης, έκτασης 550 στρ.

που αναδείχθηκε μέσα στη δεκαετία του ’90 σε μία «περιοχή νέας κεντρικότητας» (Ειδικό Σχέδιο για το Port Vell, 1989), με αναφορά στο Inner Harbour της Βαλτιμόρης και τα Docklands του Λονδίνου (Busquets 1999, Alemany 1998) (βλ. Εικόνα 1 και 2). Μαζί με τη δημιουργία ενός νέου δημόσιου χώρου και την ανάκτηση, μετά από δεκαετίες αποκλεισμού, της παραλίας ως τόπου συλλογικής κληρονομιάς, το Port Vell θεωρήθηκε προέκταση του κέντρου της πόλης. Νέες πολιτιστικές και αθλητικές εγκαταστάσεις, τουριστικά αξιοθέατα, ξενοδοχεία και κτίρια γραφείων με προορισμό τη διασκέδαση και την κατανάλωση κατασκευάστηκαν μετατρέποντάς το θαλάσσιο μέτωπο σε μία από τις πιο τουριστικές περιοχές στην πόλη. Παρά την οικονομική επιτυχία, η ακραία εμπορευματοποίησή της περιοχής έχει γίνει επίκεντρο σκληρής κριτικής και διαμάχης (Magrinya και Maza 2005, Monclús 2003, Font 1996). Στο πλαίσιο της κρίσης και με την ανάληψη της τοπικής αυτοδιοίκησης από μία νέα αρχή, μετά από δεκαετίες διοίκησης από μία αριστερή συμμαχία, το θαλάσ-

Εικόνα 1: Αεροφωτογραφία του Port Vell (Πηγή: Port 2000)

Εικόνα 2. Η μαρίνα Port Vell το 2012 (Πηγή: Turisme Barcelona)


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 19

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

σιο μέτωπο αναδείχθηκε και πάλι σε σημαντικό πεδίο σχεδιασμών για την ενίσχυση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της Βαρκελώνης και της εξειδίκευσής της στον τουρισμό και την αξιοποίηση των ακινήτων, πάνω στο σενάριο της ενδεχόμενης μελλοντικής ζήτησης για πολυτελείς χώρους και υπηρεσίες. Το 2011, η εταιρεία υψηλού ρίσκου Salamanca Investment, με έδρα το Λονδίνο, αγόρασε τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του Port Vell μέσω της διαδικασίας παραχώρησης. Η εταιρεία προγραμμάτισε να επενδύσει περισσότερα από 30 εκατ. ευρώ για τη μετατροπή της υφιστάμενης μαρίνας από χώρο ελλιμενισμού μικρών και μεσαίων σκαφών 10μ. έως 30μ., στην «πρώτη μαρίνα της Μεσογείου» για τον ελλιμενισμό μεγάλων υπερπολυτελών σκαφών, για την οποία μάλιστα προβάλλεται ως σοβαρό πλεονέκτημα η εγγύτητα στις «καλύτερες αστικές παραλίες του κόσμου» που υποστηρίζεται ότι υπερισχύουν παραλιών όπως η Copacabana στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Το έργο περιλαμβάνει την αναμόρφωση των υποδομών προκειμένου να εξυπηρετεί σκάφη μέχρι και 170μ. μήκος, τη δημιουργία μίας ζώνης υψηλής ασφάλειας που οριοθετείται για την εξασφάλιση ιδιωτικότητας, καθώς και την κατασκευή νέων υποδομών που προσφέρουν υπηρεσίες εξαιρετικής ποιότητας ανταποκρινόμενες σε πολυτελείς προδιαγραφές τις οποίες η υφιστάμενη μαρίνα δεν πληροί (βλ. Εικόνα 3 και 4). Στόχος είναι να καλυφθεί η πιθανή ζήτηση για «ελλιμενισμό μεγάλων σκαφών» της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ, μία «αναπτυσσόμενη επιχείρηση» που απευθύνεται σε μια πολύ ξεχωριστή ομάδα. Ο Martin Bellamy, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του επενδυτικού ομίλου, συνοψίζει σε μια παρουσίαση ότι: «…τα σκάφη γίνονται όλο και μεγαλύτερα, όλο και πιο λαμπερά και χρειάζονται ένα σπίτι και εμείς θέλουμε να τους παρέχουμε ένα κατάλληλο σπίτι», καθιστώντας έτσι τη Βαρκελώνη ανταγωνιστική απέναντι σε άλλα μέρη της Μεσογείου (Marina Port Vell, 2011). Το έργο, που σύμφωνα με εκτιμήσεις των επενδυτών αναμένεται να δημιουργήσει περίπου 400 θέσεις εργασίας και να φέρνει περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ ετησίως στην πόλη, είχε την άνευ όρων υποστήριξη των Λιμενικών Αρχών της Βαρκελώνης (Port de Barcelona) και του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης, το οποίο ενέκρινε την τροποποίηση της άδειας για τη «Marina Port Vell» και τη διεύρυνση των επιφανειών της μαρίνας και επέκτεινε τη σύμβαση παραχώρησης στην εταιρεία Salamanca Investments έως το έτος 2036, έτσι ώστε να μπο-

Εικόνες 3-4: Η πρόταση της Salamanca Investment για τη μαρίνα Port (Πηγή: http://www.marinaportvell.com)

ρέσει να αποσβήσει την επένδυση. Από την αρχή, το έργο προβλήθηκε από τους τοπικούς φορείς ως μία κίνηση στρατηγικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της πόλης, ανοίγοντας νέες ευκαιρίες επιχειρηματικής δραστηριότητας στον «πολυτελή τουρισμό». Ο τρίτος αντιδήμαρχος και υπεύθυνος για τα θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού στη Βαρκελώνη Antoni Vives επισκέφθηκε το 2012 το «Monaco Yacht Show» για να παρουσιάσει το έργο σε πιθανούς επενδυτές, λειτουργώντας σαν διαφημιστής ιδιωτικής επιχείρησης: «...μπορούμε να στοιχηματίσουμε ό,τι θέλετε, εάν ψάχνετε για ένα μέρος που συνυπάρχουν ο πλούτος του πολιτισμού και ο πολιτισμός του πλούτου. Θα είναι πολύ δύσκολο. Και αν θέλετε να συμμετέχετε στην ιδέα ενός σύγχρονου λιμανιού στην πόλη, στην ιδέα ενός λιμανιού μέσα στην πόλη, στην καρδιά της πόλης, όχι πλάι, όχι κοντά, όχι μερικά χιλιόμετρα από την πόλη, αλλά ένα λιμάνι στην καρδιά της πόλης… το μόνο μέρος που μπορείς να το έχεις είναι στη Βαρκελώνη» (Marina Port Vell, 2013). Η πρακτική αυτή σηματοδοτεί μία μετακίνηση προς ένα μοντέλο αστικής αναγέννησης που κατευθύνεται από τον

19


003:Layout 1

20

10/24/13

10:25 AM

Page 20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

ιδιωτικό τομέα αλλά υποστηρίζεται (αναγκαστικά) από το κράτος. Η τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου (Ειδικό Σχέδιο του Port Vell) εγκρίθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 2013, με διευκολύνσεις για την αλλαγή των χρήσεων γης και με αυξήσεις στη δόμηση, περιορίζοντας έτσι το ρόλο του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων. Το πρώτο σχέδιο του έργου, πριν βγει στη διαβούλευση, στηριζόταν αποκλειστικά σε μία μελέτη marketing «για την ανάλυση των υποδομών που προσφέρουν ανταγωνιστικές μαρίνες πρώτης κατηγορίας που αυτή τη στιγμή αποτελούν σημείο αναφοράς ως προς την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και ανέσεων», χωρίς να υπάρχει παράλληλα καμία ανάλυση κοινωνικών στοιχείων, καμία πρόβλεψη για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις (παρότι αποθηκεύονται επικίνδυνα απόβλητα) και καμία αναφορά στο ισχύον πολεοδομικό πλαίσιο. Παράλληλα, η πλήρης αδιαφάνεια και η αδυναμία απόδοσης ευθυνών κατά τη διαδικασία σχεδιασμού του έργου έχει βρεθεί στο επίκεντρο κοινωνικών αγώνων από διάφορες ομάδες και κατοίκους των γειτονιών κοντά στο λιμάνι, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι το έργο παρουσιάστηκε στους εκπροσώπους της βιομηχανίας πολυτελών σκαφών στο «Monaco Yacht Show» πριν να παρουσιαστεί στους κατοίκους της Βαρκελώνης. Παρά τα επίμονα αιτήματα προς τις λιμενικές και τις δημοτικές αρχές για πληροφόρηση, το έργο ξεκίνησε χωρίς καμία δημόσια ενημέρωση. Μάλιστα, η εταιρεία Salamanca Investments δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση των έργων, παρότι οι διοικητικές διαδικασίες ήταν σε πολύ αρχικό στάδιο και δεν υπήρχε επίσημη έγκριση από τις αρχές. Το έργο, βασισμένο σε αναπτυξιακές επιλογές του ιδιωτικού τομέα, στην καταστρατήγηση του χωρικού σχεδιασμού, στην παράκαμψη των συμμετοχικών διαδικασιών και την έλλειψη ενός συστήματος κατανομής ευθυνών, δέχτηκε τεράστια αμφισβήτηση. Κάτοικοι από τις γύρω λαϊκές γειτονιές εξέφρασαν την αντίθεσή τους στη δημιουργία μίας μαρίνας για μεγάλα σκάφη, που θα δίνει προτεραιότητα στα ιδιωτικά συμφέροντα, θα ιδιωτικοποιήσει ένα κεντρικό κομμάτι του λιμανιού της πόλης (Muelle de España) και θα καταργεί ένα δημόσιο χώρο που άνοιξε τη δεκαετία του ’90. Τα σχέδια για τη μαρίνα αναμένεται να συμβάλουν στην αποσύνδεση του αστικού ιστού της παλιάς πόλης (Ciutat Vella) από το θα-

λάσσιο μέτωπο, εξαιτίας της δημιουργίας ενός οπτικού ορίου που διαμορφώνεται από τα νέα κτίρια, τα μεγάλου μεγέθους σκάφη (όσο τριώροφα κτίρια) και τις περιφράξεις. Οι κάτοικοι της περιοχής υπερασπίζονται από τη μία το δημόσιο χαρακτήρα του λιμανιού, ενός κομβικού αστικού χώρου που αποτελεί κομμάτι του ιστορικού κέντρου και τόπο αναψυχής των κατοίκων της πόλης, και από την άλλη το δημόσιο χαρακτήρα του θαλάσσιου μετώπου, που ανήκει σε όλους και η πρόσβαση σε αυτόν πρέπει να εξασφαλιστεί ως στοιχείο της ναυτικής κουλτούρας, της τοπικής ιστορίας και της κοινωνικής κληρονομιάς (βλ. Εικόνα 5).

Εικόνα 5: Εκδήλωση διαμαρτυρίας στους σχεδιασμούς για το Port Vell (Πηγή: Plataforma Defensem el Port Vell)

Θεσμικό καθεστώς για το Λιμάνι: αυτονομία και εξαίρεση Τα λιμάνια είναι αυτοτελείς ενότητες από θεσμική, οικονομική και χωρική άποψη και βρίσκονται υπό τη διαχείριση δομών που δε συνδέονται με την τοπική αυτοδιοίκηση (Λιμενική Αρχή, Κρατική Υπηρεσία Οριοθέτησης των ακτών, Capitanía Marítima, Διοίκηση υπηρεσιών υγείας και τελωνείων). Οι λιμενικές αρχές έχουν διευρυμένες αρμοδιότητες σε σχέση με τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη της γης και είναι υπεύθυνες για την εκπόνηση κατευθυντήριων σχεδίων και την υλοποίηση των έργων στις περιοχές αρμοδιότητάς τους. Στην περίπτωση της Βαρκελώνης, ο Αυτόνομος Λιμένας της Βαρκελώνης συγκρότησε το «Συμβούλιο για τον Πολεοδομικό Σχεδιασμό του Λιμένα 2000» για την εκτέλεση, λειτουργία και διαχείριση των αναπλάσεων του Port Vell, στο οποίο συμμετέχουν εκπρόσωποι του δήμου. Επομένως, οι λιμενικές αρχές έχουν εξελιχθεί σε μια σημαντική δύναμη στην πόλη που, σε αντίθεση με άλλες δημόσιες αρχές, δεν υπόκεινται στον έλεγχο των πολιτών εφόσον δεν εκλέγονται από αυτούς, αλλά διορίζονται από τα πο-


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 21

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

λιτικά κόμματα, κάτι που ενισχύει την επιρροή των ιδιωτικών συμφερόντων στα ζητήματα της πόλης. Από τη μια πλευρά, οι λιμενικές αρχές, υπό την επίδραση των πολιτικών της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank Port Reform Toolkit), παύουν να λαμβάνουν χρηματοδότηση από δημόσιους πόρους και πρέπει να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους από την είσπραξη τελών. Σύμφωνα με τον Joan Alemany, τον «επίσημο» ιστοριογράφο του λιμανιού της Βαρκελώνης: «ο μεγάλος όγκος των επενδύσεων που απαιτούν τα νέα εμπορικά λιμάνια οδήγησε πολλές λιμενικές αρχές να εκμεταλλευτούν το κτηματομεσιτικό και τουριστικό δυναμικό που διαθέτουν τα ιστορικά λιμάνια» (Alemany 2013). Από την άλλη, το λιμάνι υπόκειται σε ίδιο καθεστώς, το Νόμο για τα Λιμάνια (Ν. 27/1992, τροποποιημένο με τον Ν. 62/1997), πολύ πιο ελαστικό σε θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής προστασίας από το «Νόμο για τις Ακτές» (Ley de Costas) που διασφαλίζει η δημόσια χρήση των ακτών, περιορίζοντας τις δυνατότητες δόμησης. Ο Νόμος για τα Λιμάνια έχει χρησιμοποιηθεί ως νομική λύση, μεταξύ άλλων, για την κατασκευή ξενοδοχείων στον αιγιαλό, καθώς η ελάχιστη απόσταση από τη γραμμή αιγιαλού μειώνεται από τα 100μ. στα 20μ. «με την προϋπόθεση ότι οι νέες κατασκευές παρέχουν υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση του λιμανιού». Με ειδικές ρυθμίσεις η Αρχή Λιμένος της Βαρκελώνης διεκπεραίωσε την κατασκευή σε έκταση που θεωρείται δημόσιο ακίνητο ακριβώς δίπλα στη θάλασσα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, ενός από τους ψηλότερους ουρανοξύστες της Βαρκελώνης (Hotel W), παρουσιάζοντάς το ως «εξοπλισμό» του λιμανιού. Όλα αυτά τα στοιχεία συνέβαλαν ώστε ένα από τα βασικά αιτήματα της συμμαχίας των γειτόνων, των κοινωνικών κινημάτων και των περιβαλλοντικών οργανώσεων που συγκρότησαν μία πλατφόρμα (Plataforma defensem el Port Vell) να είναι η απόδοση της διαχείρισης και του ελέγχου του λιμανιού στις δημοτικές αρχές και τους κατοίκους, αντί για τις λιμενικές αρχές που προωθούν ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας. «Σχέδια χρήσεων γης» ή η απορρύθμιση των πολεοδομικών περιορισμών Το έργο της μαρίνας Port Vell, όπως άλλωστε φαίνεται ότι θα συμβαίνει στο εξής και σε άλλα μεγάλα έργα στην Ισπανία, δεν στηρίζεται σε μεγάλες δημόσιες επενδύσεις

σε συνεργασία με τις ολιγαρχίες του ιδιωτικού τομέα, όπως συνηθιζόταν στην περίπτωση των μεγάλων έργων υποδομής την περίοδο της άνθισης της κτηματαγοράς, αλλά στην εκποίηση κοινών πόρων σε ιδιώτες επενδυτές και τελικά στην προσφορά τους σε κοινωνικές ομάδες με μεγάλη καταναλωτική δύναμη. Παρόλο που φαίνεται ότι τα έργα δεν έχουν κάποιο κόστος για το δημόσιο, στην πράξη πρόκειται για μία κατάσταση ακραίας εκμετάλλευσης δημόσιας γης και ιδιωτικοποίησης του δημόσιου χώρου. Από την άλλη, η τροπή αυτή οδήγησε στην αύξηση της ελκυστικότητας για τους επενδυτές μέσα από τη μείωση των απαιτήσεων, του δημόσιου ελέγχου και των ανελαστικών ρυθμίσεων και την άρση σχεδιαστικών περιορισμών που αποτρέπουν την αστική μεγέθυνση. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να προσεγγίσουμε τις τελευταίες τροποποιήσεις του «Σχεδίου χρήσεων γης» (Plan de usos), ενός εργαλείου για τη ρύθμιση της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας που υιοθετήθηκε από την τελευταία αριστερή δημοτική αρχή και το οποίο απέτρεπε την εγκατάσταση νέων ξενοδοχείων και κατοικιών στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Δεδομένου ότι το ιστορικό κέντρο συγκεντρώνει περισσότερα από τα μισά ξενοδοχεία της Βαρκελώνης, παρότι αντιστοιχεί στο 4,5% της έκτασής της και σε 6,8% του πληθυσμού της, βασικός στόχος του σχεδίου αυτού ήταν η αποφυγή του κορεσμού μιας περιοχής που βρισκόταν στο όριο της κατάρρευσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι σύλλογοι γειτονιάς έχουν ασκήσει σκληρή κριτική στο άνοιγμα της περιοχής σε νέες τουριστικές χρήσεις που θα επιβαρύνουν τους κατοίκους και το οποίο συνδέεται άμεσα και με τις εξελίξεις στο Port Vell. Ταυτόχρονα και ακολουθώντας την ίδια διαδικασία απορρύθμισης, η τοπική αυτοδιοίκηση αίρει το καθεστώς προστασίας ορισμένων κτιρίων ιδιαίτερης ιστορικής και πολιτιστικής αξίας που βρίσκονται στο άμεσο περιβάλλον της μαρίνας, επιτρέποντας την κατασκευή νέων ξενοδοχείων. Όπως έχει καταγγελθεί από τοπικούς συλλόγους, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ορισμένα κτίρια που αυτή τη στιγμή είναι δημόσια, όπως η ναυτική σχολή ή το Παλάτι της Θάλασσας (Palau de Mar), θα καταλήξουν ως ξενοδοχεία.

21


003:Layout 1

22

10/24/13

10:25 AM

Page 22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

3. Η περίπτωση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού 3.1. Ο ρόλος του σχεδιασμού και η χωρική ανάπτυξη: πρόσφατοι μετασχηματισμοί Την περίοδο ακριβώς πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, η Ελλάδα βρισκόταν σε μια «μεταβατική» φάση σε ό,τι αφορούσε τις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης, η οποία σηματοδοτούσε μια στροφή από το μέχρι τότε κυρίαρχο μεταπολεμικό αναπτυξιακό πρότυπο. Το μεταπολεμικό αυτό πρότυπο, που έχει περιγραφεί ως «απόκλιση» σε σχέση με το κυρίαρχο δυτικοευρωπαϊκό, χαρακτηριζόταν από τρία κυρίως βασικά στοιχεία: α) τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτιζε ο τομέας των κατασκευών στην ελληνική οικονομία, β) την περιορισμένη κρατική παρέμβαση στις διαδικασίες παραγωγής του χώρου και ιδιαίτερα στον τομέα της κατοικίας, ο οποίος αναπτύχθηκε κατεξοχήν από τον ιδιωτικό τομέα, συχνά μέσα από άτυπες, αυθαίρετες ή παράνομες διαδικασίες, και γ) τη μικρή ιδιοκτησία γης και το μικρό κατασκευαστικό κεφάλαιο, άμεσα συνδεδεμένα με τον κατακερματισμό της γης και τα υψηλά ποσοστά ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ο ρόλος του σχεδιασμού στη διαδικασία χωρικής ανάπτυξης ήταν σχετικά περιορισμένος, καθώς αφορούσε κυρίως στην –πλημμελή σε πολλές περιπτώσεις– εφαρμογή πολεοδομικών σχεδίων σε δομημένες περιοχές των πόλεων, ενισχύοντας έτσι την απρογραμμάτιστη –και συχνά αυθαίρετη– διάχυση οικιστικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων στον περιαστικό και εξωαστικό χώρο βάσει του καθεστώτος της εκτός σχεδίου δόμησης. Οι δυνατότητες πρόσβασης σε ιδιόκτητη κατοικία για τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, μέσα από νόμιμες ή άτυπες πρακτικές, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες κάρπωσης γαιοπρόσοδου και παραγόμενων υπεραξιών από την αξιοποίηση των ιδιοκτησιών τους (Mantouvalou 1980, Μαντουβάλου και Μαυρίδου 1993, Βαΐου κ.ά. 2000, Μαντουβάλου και Μπαλλά 2004) διαμόρφωσαν τις συνθήκες για μία ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από την απουσία ή την ευκαιριακή εφαρμογή του χωρικού σχεδιασμού και, κατ’ επέκταση, γύρω από το άρρητο περιεχόμενο του δημόσιου συμφέροντος. Τη δεκαετία του ’90 σημειώνεται μία σημαντική στροφή τόσο σε σχέση με τις διαδικασίες ανάπτυξης της γης, όσο και ως προς το κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο (Mantouvalou και Patrikios 2008, Ζήφου κ.ά. 2011, Balla κ.ά. 2008) που έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η αναγκαιότητα αντιμετώπισης

των σημαντικών συγκρούσεων χρήσεων γης και των προβλημάτων περιβαλλοντικής υποβάθμισης επέβαλε την ενίσχυση του χωρικού σχεδιασμού στη διαδικασία αστικοποίησης, μια δραστηριότητα που παραμένει στην αρμοδιότητα της κεντρικής εξουσίας. Το αίτημα αυτό ικανοποιήθηκε με την υιοθέτηση νέας νομοθεσίας για τη θεσμοθέτηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος χωρικού σχεδιασμού με προσανατολισμό στην «αειφόρο ανάπτυξη». Σε δεύτερο επίπεδο, καταγράφεται η αναδιάρθρωση του κατασκευαστικού και κτηματομεσιτικού κλάδου (Balla κ.ά. 2008), σε άμεση σύνδεση τόσο με την κατασκευή μεγάλων έργων υποδομής μέσα από κοινοτική χρηματοδότηση και την εισαγωγή νέων μηχανισμών υλοποίησης, όπως οι ΣΔΙΤ, όσο και την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη νέων μορφών εμπορίου, τουρισμού και μεταποίησης, συνδυάζεται με την ταχύτατη ανάπτυξη της αγοράς κατοικίας, χάρη στην αύξηση του αριθμού των ενυπόθηκων τραπεζικών δανείων και στη συνακόλουθη άνοδο των τιμών, με τους μικρούς και μεσαίους εργολάβους να αποτελούν τους βασικούς συντελεστές στη διαδικασία παραγωγής κατοικίας, την ίδια στιγμή που οι μεγάλες εταιρείες επικεντρώνονται στην παραγωγή τουριστικών και εμπορικών συγκροτημάτων. Παρά το γεγονός ότι δεν ολοκληρώθηκε ποτέ το προβλεπόμενο σύστημα χωρικού σχεδιασμού, η κινητικότητα που σημειώθηκε σε σχέση με τη θεσμοθέτηση χωροταξικών σχεδίων αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες αναβάθμισε σε σημαντικό βαθμό το ρόλο που διαδραμάτιζε μέχρι τότε ο χωρικός σχεδιασμός. Ωστόσο, τα σχέδια αυτά αποτέλεσαν το όχημα ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια που έβαζε το ΣτΕ στις ad hoc χωροθετήσεις και να διαμορφωθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την οργάνωση αναπτυξιακών δραστηριοτήτων με έμφαση στον τουρισμό και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που αποτελούσαν τους βασικούς πυλώνες του νέου αναπτυξιακού προτύπου της χώρας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού υπονομεύθηκε από τη σταδιακή εισαγωγή μιας σειράς νέων «ευέλικτων» πολιτικών που, μεταξύ άλλων, περιελάμβαναν την απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών για τις στρατηγικές επενδύσεις, καθώς και την ευρεία χρήση ειδικών ή κατά παρέκκλιση ρυθμίσεων, κυρίως σε συνάρτηση με την κατασκευή των ολυμπιακών εγκαταστάσεων τα οποία αντιμετωπίστηκαν ως μεγάλα έργα υποδομής που θα ενίσχυαν τον στρατηγικό ρόλο της Αθήνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 23

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

την Ισπανία αλλά και άλλες χώρες, στην Ελλάδα υπήρξε περιορισμένη εφαρμογή των στρατηγικών που συναρτώνται με την «αστική επιχειρηματικότητα» και τον ανταγωνισμό των πόλεων, η οποία συνδέθηκε μόνο με την υλοποίηση των ολυμπιακών έργων και τη ρητορεία που αναπτύχθηκε για τη νομιμοποίηση τους. Ωστόσο, παρά τις απόπειρες για φιλελευθεροποίηση της χωρικής πολιτικής και αναδιάρθρωση των ευρύτερων δυνάμεων που εμπλέκονται στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης, η περίοδος πριν από την κρίση μπορεί να χαρακτηριστεί από δύο βασικές παραμέτρους: α) την επικράτηση της μικρής κλίμακας ιδιοκτησίας και τη συνύπαρξή μικρού και μεσαίου κατασκευαστικού κεφαλαίου με το μεγάλο κεφάλαιο, και β) τη σταδιακή καθιέρωση του σχεδιασμού ως ένα πεδίο για την επίλυση συγκρούσεων στις χρήσεις γης, που παρότι έχει έναν καθαρά αναπτυξιακό προσανατολισμό, επιτρέπει την έκφραση εναλλακτικών λόγων που σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα επηρεάζουν τους στόχους και το περιεχόμενο της χωρικής πολιτικής. Η είσοδος της Ελλάδας στο «Μηχανισμό Στήριξης» το 2010 σηματοδοτεί τη δέσμευση της χώρας προς τους πιστωτές της για την υλοποίηση ενός εύρους πολιτικών αναδιάρθρωσης στο πλαίσιο των οποίων η διευκόλυνση των επενδύσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις και η ανάπτυξη της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου αποκτούν κεντρική προτεραιότητα. Ενώ λοιπόν η κρίση αποτυπώνεται στο εγκαταλελειμμένο κτιριακό απόθεμα και το δημόσιο χώρο, στις απαξιωμένες κοινωφελείς υπηρεσίες, στις εξώσεις, τις κατασχέσεις και τους αστέγους, ένας μεγάλος αριθμός θεσμικών αλλαγών κυρίως σε θέματα περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου και χωρικού σχεδιασμού έχει υιοθετηθεί τα τελευταία τρία χρόνια, αποβλέποντας στον ριζικό μετασχηματισμό των διαδικασιών αστικής ανάπτυξης. Οι θεσμικές αυτές αλλαγές που οδηγούν στη βίαιη διάλυση ενός –έτσι και αλλιώς– αρκετά ευέλικτου συστήματος σχεδιασμού στο όνομα της διευκόλυνσης των επενδύσεων, εισάγουν τα παρακάτω νέα στοιχεία (Ζήφου 2012). Πρώτον, επιβάλλονται νέα καθεστώτα ρύθμισης που λειτουργούν με όρους ιδιωτικής οικονομίας και συγκεντρώνουν όλες τις αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις, την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και την υλοποίηση «στρατηγικών» επενδύσεων. Εξέχοντα ρόλο στο αναμορφωμένο θεσμικό σύστημα παίζει το «Ταμείο για την

Αξιοποίηση της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» (ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.) (Ν. 3986/2011), το οποίο αποτελεί το όργανο εκείνο που έχει αναλάβει την εφαρμογή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων της χώρας, με αποκλειστικό σκοπό την αξιοποίηση των παραγόμενων εσόδων για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Το ΤΑΙΠΕΔ, στο οποίο μεταβιβάζεται η κυριότητα, νομή, κατοχή και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της υπό ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας, και το οποίο πλαισιώνεται από (συχνά ξένους) ειδικούς σε θέματα οικονομικά, τεχνικά, νομικά και πολεοδομικά, έχει το δικαίωμα να παρακάμψει τρέχουσες διαδικασίες, θεσμοθετημένα σχέδια και επίσημους φορείς. Δεύτερον, εισάγονται ρυθμίσεις που ευνοούν την εντατικοποίηση της δόμησης καθώς και νέες κατηγορίες σχεδίων χρήσεων γης για μεγάλης κλίμακας ανάπτυξη, που ούτε εντάσσονται στο σύστημα σχεδιασμού, ούτε υποχρεούνται να συμμορφωθούν στους υφιστάμενους περιορισμούς χρήσεων γης, με απώτερο στόχο την εξασφάλιση της υλοποίησης των επενδύσεων με μεγιστοποίηση των κερδών για τους επενδυτές 3.2. Η δημιουργία νέων σύνθετων αναπτύξεων στο Ελληνικό Το Ελληνικό, η έκταση των 6.200 στρ. που περιλαμβάνει το πρώην αεροδρόμιο και την παραλία του Αγ. Κοσμά (βλ. Εικόνα 6), αποτελεί την κορωνίδα του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων το οποίο υλοποιείται στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της Ελλάδας στους δανειστές. Η πρόσφατη ιστορία των σχεδιασμών για το Ελληνικό και οι πολιτικές εξαγγελίες για αυτό αποτυπώνουν τις παλινδρομήσεις του χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα κάτω από τη σύγκρουση κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων και συνοψίζουν τις νέες διαδικασίες νεοφιλελεύθερης αστικής ανάπτυξης που προωθούνται στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Η απόφαση για τη μετεγκατάσταση του διεθνούς αεροδρομίου της Αθήνας στη σημερινή του θέση στα Σπάτα λαμβάνεται το 1991 και λίγο αργότερα ορίζεται ως κύριος προορισμός της έκτασης η δημιουργία μητροπολιτικής ζώνης πρασίνου (Ν. 2338/1995). Η λειτουργία του αεροδρομίου αναστέλλεται το 2001 και, μέσα από μία σειρά ειδικές ρυθμίσεις που υιοθετούνται στο πλαίσιο της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται σύμφωνα με το οποίο το Ελληνικό θα αποτελέσει τον

23


003:Layout 1

24

10/24/13

10:25 AM

Page 24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

Εικόνα 7. Σχέδιο γενικής διάταξης για το Ελληνικό, ΥΠΕΧΩΔΕ 2007 (Πηγή: ΥΠΕΧΩΔΕ)

Εικόνα 6: Πανοραμική άποψη του Ελληνικού (Πηγή: www.hellinicon.com)

Από τη ρητορική της «αξιοποίησης» στο «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας

δεύτερο μεγαλύτερο Ολυμπιακό πόλο στην Αθήνα. Η έκταση υποδέχεται μία σειρά εγκαταστάσεις χωρίς καμία ουσιαστική πρόβλεψη για τη μεταολυμπιακή τους χρήση και παρά τις διαφωνίες που εκφράζονται από την τοπική κοινωνία, επαγγελματικούς φορείς και περιβαλλοντικές οργανώσεις. Μετά από την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, γίνονται αρκετές προσπάθειες να εισαχθούν οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις στην αγορά ακινήτων, που, παρά την αποτυχία τους, φαίνεται ότι προετοιμάζουν το έδαφος για τη μελλοντική ανάπτυξη της έκτασης. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΥΠΕΧΩΔΕ παρουσιάζει το 2007 ένα σχέδιο που μαζί με τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου προβλέπει την οικιστική ανάπτυξη ενός μεγάλου μέρους της έκτασης και την κατασκευή αυτοκινητοδρόμων που θα τη συνδέσουν με την υπόλοιπη πόλη (βλ. Εικόνα 7). Η υλοποίηση του σχεδίου αυτού αναχαιτίσθηκε από ένα κύμα αντιδράσεων που συνοδευόταν από το αίτημα δημιουργίας μητροπολιτικού πάρκου στο σύνολο της έκτασης το οποίο και συσπείρωσε την τοπική κοινωνία και το σύνολο των κομμάτων της τότε αντιπολίτευσης. Το ξέσπασμα της κρίσης οδήγησε σε επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων της κεντρικής εξουσίας σχετικά με το Ελληνικό, καθιστώντας την ιδιωτικοποίηση της έκτασης πρωταρχικό στόχο, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώθηκε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που προβλέπει την εντατική ανάπτυξής της. Παρακάτω συνοψίζονται ορισμένα βασικά σημεία της διαδικασίας που ακολουθείται και τα οποία αναδεικνύουν ευρύτερες όψεις των μεταλλαγών στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης των ελληνικών πόλεων.

Η διαδικασία ιδιωτικοποίησης της έκτασης του Ελληνικού πλαισιώνεται από ένα μεγάλο φάσμα οικονομικών, πολεοδομικών και κοινωνικών επιχειρημάτων που συνδιαμορφώνονται από την κυβέρνηση, το ΤΑΙΠΕΔ και τα ΜΜΕ. Εκτός από τη γενικότερη ρητορική για «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας», «αποπληρωμή του χρέους», «δημιουργία νέων θέσεων εργασίας» και «οικονομική ανάπτυξη», στην περίπτωση του Ελληνικού προβάλλονται επιχειρήματα σε σχέση με τη συμβολή του έργου στο ΑΕΠ της χώρας (ΕΛΙΑΜΕΠ 2012), υπογραμμίζεται η σημασία της έκτασης στην παγκόσμια κτηματαγορά ως «το μεγαλύτερο φιλέτο της Ευρώπης» ή «της Μεσογείου» και συγκρίνεται η έκταση με πόλεις και τόπους του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όπως το Μονακό, το Central Park στη Νέα Υόρκη (ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε. 2012) και η γαλλοϊταλική ριβιέρα (Σαμαράς 2012). Η ρητορική που υποστηρίζει το έργο περιλαμβάνει επίσης επιχειρήματα ενάντια στη δημιουργία του μητροπολιτικού πάρκου, καθώς «δεν υπάρχουν πόροι για ένα τέτοιο έργο», «το δημόσιο δεν μπορεί να διαχειριστεί ένα μεγάλο πάρκο», «δεν υπάρχει επαρκής πολεοδομική τεκμηρίωση» και «το πάρκο θα αναβαθμίσει περιοχές που είναι ήδη ευνοημένες». Εκτός από τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης με σκοπό τον έλεγχο των κοινωνικών αντιστάσεων έναντι των ιδιωτικοποιήσεων, τα επιχειρήματα αυτά χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιήσουν τις σοβαρές θεσμικές αλλαγές και τις ειδικές ρυθμίσεις που ευνοούν τους ιδιώτες επενδυτές, υποβαθμίζοντας παράλληλα τη δημόσια συζήτηση για τα αστικά θέματα. Δημιουργία νέων δομών λήψης αποφάσεων και αδειοδότησης


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 25

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

Το Σεπτέμβριο του 2011 η έκταση του Ελληνικού μεταβιβάστηκε (ΥΑ 187/6.9.2011, ΦΕΚ 2061/B’/16.9.2011) στο ΤΑΙΠΕΔ, το οποίο στη συνέχεια δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής εκδήλωσης ενδιαφέροντος με σκοπό την εκμετάλλευση του ακινήτου από ιδιώτες. Επιπλέον, η κυβέρνηση συνέστησε την ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε. (Αρ.42, Ν. 3943/2011), με σκοπό τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της έκτασης, δίνοντάς της τη δυνατότητα συμμετοχής στο επενδυτικό σχήμα που θα προκύψει, ενώ παράλληλα διαμορφώθηκε το πλαίσιο για τη σύσταση του «Γραφείου Ελληνικού» στο Υπουργείο Οικονομικών, μίας «υπηρεσίας μιας στάσης» αρμόδιας για την έγκριση όλων των απαιτούμενων αδειοδοτήσεων για την επένδυση (Αρ.6, Ν. 4062/2012). Πρακτικά, αυτές οι υπηρεσίες παρακάμπτουν και τελικά ακυρώνουν όλες τις δομές που μέχρι πρότινος είχαν αρμοδιότητες σχετικές με το σχεδιασμό και τη λήψη αποφάσεων για το Ελληνικό, όπως ο ΟΡΣΑ και η τοπική αυτοδιοίκηση. Οι αποφάσεις τους λαμβάνονται χωρίς καμία συμμετοχική διαδικασία ή διαφάνεια και πρακτικά λειτουργούν σαν «μηχανή ανάπτυξης» και με τη διαπλοκή πολιτικών, οικονομικών και τραπεζικών συμφερόντων προωθούν ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο για το Ελληνικό (και γενικότερα για τη χώρα). Οι νέες δομές λήψης αποφάσεων υποστηρίζονται άμεσα ή έμμεσα από ξένους ειδικούς που, με μία νεοαποικιακή λογική, μεταφέρουν στην Ελλάδα «συνταγές» που έχουν εφαρμοστεί στις αναπτυσσόμενες ή στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, αγνοώντας τις τοπικές ιδιαιτερότητες. Στην περίπτωση του Ελληνικού, η εμπλοκή ξένων ειδικών συναρτάται με τη συμμετοχή στο ΤΑΙΠΕΔ δύο παρατηρητών που εκπροσωπούν τις χώρεςμέλη της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι οποίοι παρακολουθούν τις διαδικασίες, καθώς και πέντε διεθνών ειδικών που γνωμοδοτούν για την έγκριση του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού-Αγίου Κοσμά. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η διαμόρφωση του νέου θεσμικού πλαισίου για το Ελληνικό στηρίχτηκε, μεταξύ άλλων, σε ένα ενδεικτικό σχέδιο γενικής διάταξης που εκπονήθηκε, μετά από πρόσκληση του έλληνα πρωθυπουργού, από τον Joseph Acebillo, τον ισπανό αρχιτέκτονα που συντόνισε τα μεγάλα έργα αναπλάσεων στη Βαρκελώνη (βλ. Εικόνα 8). Την ίδια στιγμή, μελέτες, σχέδια και προτάσεις που έχουν παραχθεί από κρατικές υπηρεσίες, τοπικές αρχές, ελληνικά πανεπιστημιακά ιδρύματα και επαγγελ-

Εικόνα 8: Σχέδιο γενικής διάταξης για το Ελληνικό, Josep Acebillo 2011. (Πηγή: Acebillo Josep (2011), Hellinikon Greece, Strategic Urban Model)

Εικόνα 9: Πρόταση Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ 2010 (Πηγή: Εργαστήριο Αστικού Περιβάλλοντος ΕΜΠ)

ματικούς φορείς σχετικά με την αξιοποίηση της έκτασης αγνοούνται επιδεικτικά (βλ. Εικόνα 9). Από την πλευρά τους, τοπικοί σύλλογοι και συλλογικότητες, περιβαλλοντικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες πολιτών, αποκλεισμένοι πλήρως από τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, ακολουθούν μία στρατηγική ανοιχτών συμμαχιών με την τοπική αυτοδιοίκηση, επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς, καθώς και πολιτικούς σχηματισμούς και δημιουργούν ένα συμπαγές μέτωπο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του Ελληνικού, χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά μέσα (αθλητικές, πολιτιστικές και περιβαλλοντικές δράσεις, συστηματική ενημέρωση της αντι-πρότασης, δικαστικές προσφυγές, καταλήψεις χώρων, κ.λπ.) (βλ. Εικόνα 10).

25


003:Layout 1

26

10/24/13

10:25 AM

Page 26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

Προς ένα νέο μοντέλο αστικής ανάπτυξης: κερδισμένοι και χαμένοι

Εικόνα 10: Εθελοντική δεντροφύτευση στο Ελληνικό 2012 (Πηγή: Δήμος Ελληνικού-Αργυρούπολης)

Κατά παρέκκλιση ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της «αναπτυξιακής ταυτότητας» της υπό ιδιωτικοποίηση ακίνητης περιουσίας του δημοσίου Στην περίπτωση του Ελληνικού, θεσμοθετήθηκε ένας ειδικός νόμος με τον οποίο ρυθμίζονται οι χρήσεις γης και οι όροι δόμησης για τη σύνταξη του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης του Μητροπολιτικού Πόλου Ελληνικού-Αγίου Κοσμά (Ν. 4062/2012). Σύμφωνα με το νόμο αυτό η έκταση προβλέπεται να αναπτυχθεί εντατικά, με μεγάλες πυκνότητες δόμησης και ένα μεγάλο φάσμα χρήσεων γης (κατοικία, εμπόριο, αναψυχή, τουρισμός, διοίκηση, υποδομές, κ.λπ.), μέσα από γρήγορες και ευέλικτες διαδικασίες. Επιπλέον, το θεσμικό πλαίσιο προβλέπει τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου, το οποίο όμως ούτε δημόσιο θα είναι ούτε κοινόχρηστο, ενώ η παραλία και ο αιγιαλός παύουν να είναι κοινόχρηστα και προσβάσιμα για όλους, όπως προβλεπόταν μέχρι τότε. Πρακτικά, το νέο θεσμικό πλαίσιο για το Ελληνικό, και κατ’ επέκταση το σχέδιο γενικής διάταξης που θα προκύψει με βάση αυτό: α) παρακάμπτει την περιβαλλοντική νομοθεσία και τις θεσμοθετημένες χρήσεις γης και όρους δόμησης, β) δεν λαμβάνει υπόψη τις προτάσεις του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας που εκείνη την εποχή βρισκόταν σε διαβούλευση (αλλά δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ), γ) αγνοεί τις προτάσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης και τον τοπικών κινημάτων για την έκταση και δ) ακυρώνει τον δημόσιο χαρακτήρα της παραλίας και του αιγιαλού, παραχωρώντας τα στους επενδυτές.

Παρότι η «αξιοποίηση του Ελληνικού» βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο και η περιγραφή των μελλοντικών επιπτώσεών της είναι παρακινδυνευμένη, είναι σαφές ότι οι όροι που έχουν διαμορφωθεί για αυτή προωθούν μεγάλης κλίμακας επενδύσεις και ευνοούν τις παγκόσμιες οικονομικές ελίτ, ενώ οι τοπικές κοινωνίες και οι τοπικές παραγωγικές δυνάμεις όχι απλά αποκλείονται από αυτή, αλλά θα επιβαρυνθούν με τεράστια οικονομικά βάρη και σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο, η «επιτυχία» των επενδύσεων διασφαλίζεται από το κράτος. Στην περίπτωση του Ελληνικού, το κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να καλύψει το κόστος μετεγκατάστασης των υπηρεσιών του δημοσίου που βρίσκονται σήμερα εντός της έκτασης, καθώς και το κόστος των απαιτούμενων συνοδών έργων (νέοι οδικοί άξονες, δίκτυα) τα οποία πρέπει να κατασκευαστούν κατά προτεραιότητα (Αρ.3, Ν. 4062/2012). Ταυτόχρονα, η πρακτική των «αντισταθμιστικών έργων» (π.χ. πάρκα και χώροι αναψυχής, κοινωνική κατοικία, τεχνικές υποδομές) ως αποζημίωση για τις επιπτώσεις από την κατασκευή μεγάλης κλίμακας έργων μετατρέπεται σε μία νέα ευκαιρία για τους επενδυτές, καθώς συναρτάται με επιπλέον προνόμια (Αρ.2, Ν. 4062/2012). Έτσι, σύμφωνα με το νέο θεσμικό πλαίσιο για το Ελληνικό, η απόδοση μέρους της παραγόμενης υπεραξίας στην τοπική κοινωνία συνοδεύεται από αύξηση στην επιτρεπόμενη δόμηση. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις μικρής και μεσαίας κλίμακας ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες που κυριαρχούσαν στην αγορά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οι οικονομικές προδιαγραφές της πρόσκλησης υποβολής εκδήλωσης ενδιαφέροντος του ΤΑΙΠΕΔ αναφέρονται σε επενδυτικούς ομίλους διεθνούς εμβέλειας, οι οποίοι στο εξής μοιάζει να γίνονται οι κύριοι παίκτες στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης με την υλοποίηση μεγάλης κλίμακας έργων κάτι που σε άλλες χώρες, π.χ. στην Ισπανία, ήταν ιδιαίτερα έντονο από προηγούμενες δεκαετίες. Επίσης, το έργο του Ελληνικού, καθώς και όλα τα άλλα μεγάλης κλίμακα έργα που προωθούνται στην Ελλάδα, απευθύνονται σε αγοραστές από το εξωτερικό, ιδιαίτερα σε πολίτες χωρών εκτός ΕΕ, όπως Κινέζους, Ρώσους και Άραβες, που στο εξής μπορούν να λαμβάνουν μακροχρόνια άδεια παραμονής στην Ελλάδα (Αρ.6, Ν. 4146/2013). Τέλος, η πρόσβαση στην παραλία


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 27

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

–ένα συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα– θα ελέγχεται στο μέλλον από τους επενδυτές και κατά συνέπεια οι κάτοικοι της Αθήνας θα αποκλείονται από το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης. Με άλλα λόγια, εκτός από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου, εκτιμάται ότι στο Ελληνικό θα δημιουργηθεί ένας ελεγχόμενος θύλακας υψηλών εισοδημάτων, με έμφαση στην κατανάλωση, γεννώντας σοβαρά ερωτήματα για την ενίσχυση του χωρικού διαχωρισμού και των κοινωνικών ανισοτήτων στην πόλη.

4. Συμπεράσματα Από τη μελέτη των σχεδίων για το Port Vell στη Βαρκελώνη και το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού στην Αθήνα αναδεικνύεται η δυναμική προώθηση ενός νεοφιλελεύθερου προτύπου αστικής ανάπτυξης που ξεκινάει τη δεκαετία του ’90 και ακολουθεί μία κλιμακούμενη πορεία μετά το ξέσπασμα της κρίσης σε άμεση συνάρτηση με τη βαρύνουσα σημασία που αποδίδεται στη γη ως μοχλός εξόδου από αυτή. Όπως φαίνεται από τα δύο παραδείγματα που εξετάστηκαν, το πρότυπο αυτό εμφανίζει πολλά κοινά στις διαδικασίες, τη μορφή, τα εργαλεία, το λόγο και τις αναμενόμενες επιπτώσεις, παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που καταγράφονται μεταξύ των δύο χωρών κυρίως σε σχέση με τις αρμοδιότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης και το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη διαδικασία αστικής ανάπτυξης, αναδεικνύοντας την πολλαπλότητα των τοπικών εκφάνσεων του νεοφιλελευθερισμού. Βασικό στοιχείο του προωθούμενου προτύπου αστικής ανάπτυξης είναι η έμφαση σε μεγάλης κλίμακας αναπτύξεις, η υλοποίηση των οποίων έχει διευκολυνθεί λόγω της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που έχει διαμορφωθεί. Το αναπτυξιακό αυτό πρότυπο βασίζεται στην κινητοποίηση ενός νέου κύκλου εκμετάλλευσης της γης με έμφαση στην κατοικία, τον τουρισμό, την κατανάλωση και τις υποδομές και προτάσσεται ως απάντηση στην κρίση, παρότι στην περίπτωση της Ισπανίας το μοντέλο αυτό οδήγησε στη «φούσκα» των ακινήτων στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η σημερινή οικονομική κρίση. Αν και οι αναπτύξεις αυτές νομιμοποιούνται στη βάση επιχειρημάτων που τονίζουν τη διάχυση-προς-τακάτω των οικονομικών ωφελειών από τις επενδύσεις στην κοινωνία («trickle down effect») μέσα από την ενεργοποίηση της αστικής οικονομίας και τη δημιουργία νέων

θέσεων εργασίας, εντούτοις οι ευρύτερες δομικές αναδιαρθρώσεις που θεσμοθετούνται κυρίως σε σχέση με τα εργασιακά δικαιώματα και τον τρόπο εκμετάλλευσης της δημόσιας περιουσίας είναι σαφές ότι ακυρώνουν εξαρχής τα «αναμενόμενα» πολλαπλασιαστικά οφέλη τόσο για την τοπική ανάπτυξη όσο και την εθνική οικονομία. Η διασφάλιση της υλοποίησης των έργων αυτών στηρίζεται σε μία βίαιη και ταχύτατη διαδικασία αποδυνάμωσης του σχεδιασμού και απορρύθμισης και επαναρύθμισης του χώρου, που μέσα από την ακύρωση υφιστάμενων χωρικών και περιβαλλοντικών ρυθμίσεων προωθούν την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της γης και την κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα κοινόχρηστων και δημόσιων χώρων προς όφελος του μεγάλου επενδυτικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει το μετασχηματισμό του συνολικού συστήματος χωρικού σχεδιασμού, ενώ στην περίπτωση της Ισπανίας επικεντρώνεται σε επιμέρους, τοπικές ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών αναγκών, αντανακλώντας έτσι διαφοροποιήσεις στα δομικά χαρακτηριστικά των δύο συστημάτων. Οι σοβαρές συνέπειες από τη συνεχή απομείωση του ρόλου που διαδραματίζει το κράτος στις διαδικασίες αστικής ανάπτυξης δεν συναρτώνται μόνο με τις επιπτώσεις από τη μονομερή στόχευση στη διευκόλυνση των επενδύσεων. Η πολιτική αυτή συνεπάγεται επίσης ότι η συζήτηση που αφορά τόσο στη σκοπιμότητα των επενδύσεων όσο και στους όρους υλοποίησης τους μεταφέρεται από τη δημόσια σφαίρα σε κεντρικά (όσον αφορά στην Ελλάδα) και τοπικά (όσον αφορά στην Ισπανία) κέντρα εξουσίας που συνδιαλέγονται άμεσα με ομάδες επιχειρηματιών και ειδικών, αναστέλλοντας έτσι συμμετοχικές διαδικασίες και εγείροντας σημαντικά ζητήματα δημοκρατικού ελέγχου και διαφάνειας, καθώς και περιβαλλοντικής προστασίας και κυρίως κοινωνικής δικαιοσύνης. Η εντατικοποίηση της συγκέντρωσης εξουσίας σε αυτά τα κέντρα εγείρει σημαντικά ερωτήματα σε σχέση με τον ρόλο των αστικών κινημάτων και τοπικών συλλογικοτήτων στη διαμόρφωση της καθημερινότητας τους. Η ευελιξία στις χωρικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις δεν συνιστά τη μοναδική προϋπόθεση του νέου αυτού κύκλου εκμετάλλευσης της γης που παρουσιάζεται ως απάντηση στην κρίση και στις δύο χώρες. Στους όρους αυτούς προστίθεται, επίσης, η μεταφορά κοινών πόρων (η δημόσια γη και η κοινόχρηστη παραλία και ο αιγιαλός στο Ελληνικό, ο δημόσιος χαρακτήρας του λιμανιού στο Port Vell) στον ιδιωτικό τομέα που προωθεί-

27


003:Layout 1

28

10/24/13

10:25 AM

Page 28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 14-29

ται μέσα από νέα διαχειριστικά σχήματα, από ιδιωτικοποιήσεις, παραχωρήσεις και σύνθετες μορφές εκμετάλλευσης, ως μία επιθετική διαδικασία «συσσώρευσης μέσω της αποστέρησης πόρων από τους άλλους» (Χάρβεϊ 2006). Οι νέοι αυτοί μηχανισμοί και δομές εδραιώνουν τις νέες μορφές αστικής διακυβέρνησης που τείνουν να κυριαρχήσουν και οι οποίες επιβάλλουν τη λογική και τις αποφάσεις της αγοράς στη διαδικασία αστικοποίησης. Οι επιπτώσεις από την κυριαρχία αυτής της πολιτικής αστικής ανάπτυξης είναι πολλαπλές και σύνθετες. Στην περίπτωση της Ισπανίας, η επιβολή της ίδιας συνταγής που δοκιμάστηκε στην περίοδο της «φούσκας» αναμένεται να βαθύνει ακόμη περισσότερο το νεοφιλελεύθερο πρότυπο αστικής ανάπτυξης που είχε κυριαρχήσει στη χώρα με σοβαρές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής συνεπάγεται την εδραίωση των προϋποθέσεων για την είσοδο και δραστηριοποίηση του διεθνούς επενδυτικού κεφαλαίου στην ελληνική κτηματαγορά και την προώθηση νέων μεγάλης κλίμακας σύνθετων αστικών αναπτύξεων προκαλώντας σημαντικούς μετασχηματισμούς τόσο στη μορφή των ελληνικών πόλεων και του τοπίου, στους όρους και τους παίκτες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή του χώρου, όσο και στο σύστημα ιδιοκτησίας στο οποίο έχει σε μεγάλο βαθμό βασιστεί η συνοχή της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά. Συνολικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει συνέχεια και εμβάθυνση νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων που είχαν ξεκινήσει να υλοποιούνται –σε διαφορετικό βαθμό και ένταση μεταξύ των δύο χωρών– πριν από την κρίση, με μόνη διαφορά ότι οι επιπτώσεις των δομικών αυτών αναδιαρθρώσεων στις τοπικές κοινωνίες αναδύονται τώρα με πιο ξεκάθαρο τρόπο. Τα μεσοαστικά στρώματα που αποτέλεσαν το βασικό καταναλωτικό κοινό την περίοδο πριν την κρίση, όχι μόνο αποκλείονται από την πρόσβαση ή τη χρήση των δύο μεγάλων αστικών παρεμβάσεων όταν αυτές ολοκληρωθούν, αλλά γίνονται φθηνό εργατικό δυναμικό για την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας στις παγκόσμιες οικονομικές ελίτ που θα απολαύσουν νέες καταναλωτικές εμπειρίες είτε σε κλειστούς και απολύτως ελεγχόμενους θύλακες πολυτέλειας, όπως προδιαγράφεται το Ελληνικό, είτε σε μία εποικισμένη και πλήρως επιτηρούμενη ζώνη, όπως προβλέπεται για το τμήμα της Βαρκελώνης γύρω από το Port Vell. Σε αυτό το πλαίσιο, σοβαρά ερωτήματα ανακύπτουν

τόσο σε σχέση με τις νέες χωροκοινωνικές ανισότητες που αναμένεται να αναδυθούν στη Βαρκελώνη και την Αθήνα, όσο και με τη δυνατότητα διαμόρφωσης, έκφρασης και διεκδίκησης ενός εναλλακτικού οράματος για την πόλη που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και τα αιτήματα της κοινωνίας.

Βιβλιογραφία Alemany, Joan (1998), El Port de Barcelona, Βαρκελώνη: Lunwerg Editores. Alemany, Joan (2013), «Vecinos y académicos proponen un Port Vell marinero como alternativa a los Yates», La Vanguarida 15/02/2013. Balla, Evangelia, Mantouvalou, Maria, Vatavali, Fereniki (2007), «Housing production, ownership and globalization: social aspects of changes in Greece and Albania», στο proceedings of Seminars of the Aegean 2007: 33-43. Blanco, Ismael (2009), «Does the ‘Barcelona Model’ really exist? Periods, territories and actors in the process of urban transformation», Local Government Studies 35(3): 335-349. Brenner, Neil και Theodore, Nick (επιμ.) (2002), Spaces of neoliberalism. Urban restructuring in North America and Western Europe, Οξφόρδη: Blackwell Publishing. Brenner, Neil, Theodore, Nik και Peck Jamie (2011), «Towards Deep Neoliberalization?», στο Kunkel, Jenny και Mayer Margit (επιμ.) (2011), Neoliberal Urbanism and its Contestations: Crossing Theoretical Boundaries, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan: 27-45. Brenner, Robert (2002), The boom and the bubble: the US in the world economy, Νέα Υόρκη: Verso. Brenner, Robert (2006), The economics of global turbulence: the advanced capitalist economies from Long Boom to Long Downturn, 1945–2005, Νέα Υόρκη: Verso. Busquets, Joan (1999), Spanish Waterfronts, Aquapolis 3-4: 50-56. Casellas, Antònia (2006), «Las limitaciones del «modelo Barcelona». Una lectura desde Urban Regime Analysis», Documents d'anàlisi geogràfica 48: 61-81. Cumbers, Andrew (2012), Reclaiming public ownership: Making space for economic democracy, Λονδίνο: Zed Books. Font, Antonio (1996), «Reforma del Port Vell de Barcelona. La explotación parasitaria de la centralidad urbana», Urbanismo: revista oficial del Colegio de Arquitectos de Madrid 27: 3237. Harvey, David (1981), «The spatial fix - Hegel, Von Thunen, and Marx», στο Antipode 13(3): 1-12. Harvey, David (1989), «From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation in Urban Governance in Late Capitalism», Geografiska Annaler. Series B, Human Geography 71(1), «The Roots of Geographical Change: 1973 to the Present»: 3-17. Klein, Naomi (2010 [2008]), Το δόγμα του σοκ. Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Αθήνα: Λιβάνης-Νέα Σύνορα. Kunkel, Jenny και Mayer Margit (επιμ.) (2011), Neoliberal Urbanism and its Contestations: Crossing Theoretical Boundaries, Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.


003:Layout 1

10/24/13

10:25 AM

Page 29

MAURO CASTRO, BEATRIZ GARCIA, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΜΑΡΙΑ ΖΗΦΟΥ

Landry, Charles (2008), The Creative City: A Toolkit for Urban Innovators, Λονδίνο: Routledge. Logan, John και Molotch, Harvey (1987), Urban Fortunes. The political economy of place, University of California Press. López, Isidro και Rodríguez, Emmanuel (Observatorio Metropolitano) (2010), Fin de ciclo. Financiarización, territorio y sociedad de propietarios en la onda larga del capitalismo hispano (1959-2010), Μαδρίτη: Traficantes de Sueños. Magrinyà, Francesc και Maza Gaspar (2005), «Tinglados de Bar-celona: la incorporación de espacios del puerto a la ciudad (1981-2002)», Geo Crítica / Scripta Nova. Revista electrónica de geografía y ciencias sociales, Βαρκελώνη: Universidad de Barcelona, 15 de julio de 2005, http://www.ub. edu/geocrit/sn/sn-193.htm (τελευταία πρόσβαση: 20/7/2013). Mantouvalou, Maria (1980), Production de longments et rapports de pouvoir, Thèse de Doctorat, E.H.S.S.-Paris IV, Sorbonne. Mantouvalou, Maria και Patrikios, George (2008), Athens’ narrative of regulation processes and models of urban growth, paper presented in the 18th INURA meeting, Athens 3-10 October, http://inura08.files.wordpress.com/2008/10/ mantouvaloupatrikios-athens.pdf (τελευταία πρόσβαση: 24/11/2012). Marina Port Vell (2011), Marina Port Vell - Press Conference at Monaco Yacht Show 2011, http://www.youtube.com/ watch?v=9mir30M2x2w (τελευταία πρόσβαση: 20/7/2013). Marina Port Vell (2013), Antoni Vives speech during Barcelona Nautical Cluster Press Conference, http://www.youtube.com/ watch?v=yunAUSRYtqs&feature=player_embedded (τελευταία πρόσβαση: 20/7/2013). Monclús, Francisco Javier (2003), «El "modelo Barcelona"¿una fórmula original?.De la "reconstruccion» a los proyectos urbanos estratégicos (1979-2004)», Perspectivas urbanas 3: 399421. Moreno, Eduardo, Vázquez-Montalbán, Manuel και Garcia, Xavier (1991), Barcelona, cap a on vas? Diàlegs per a una altra Barcelona, Βαρκελώνη: Llibres de l’Índex. Rodríguez, Emmanuel (2013), Hipótesis Democracia. Quince tesis para la revolución anunciada, Μαδρίτη: Traficantes de Sueños. Sassen, Saskia (2001), The Global City: New York, London, Tokyo, Princeton University Press. Smith, Neil (1996), The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City, Λονδίνο: Routledge. Swyngedouw, Erik, Moulaert, Frank και Rodriguez, Arantxa (2002), «Neoliberal urbanization in Europe: Large-Scale Urban development Projects and the New Urban Policy», στο Brenner, N. και Theodore, N. (επιμ.), Spaces of neoliberalism.

Urban restructuring in North America and Western Europe, Οξφόρδη: Blackwell Publishing: 194-229.

Βαΐου, Ντίνα, Μαντουβάλου, Μαρία και Μαυρίδου, Μαρία (2000), «Η μεταπολεμική ελληνική πολεοδομία μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας», στα Πρακτικά 2ου Συνεδρίου Εταιρείας Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας «Η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949-1974», Βόλος, σελ. 25-37. ΕΛΙΑΜΕΠ (2012), http://www.eliamep.gr/events (τελευταία πρόσβαση: 17/7/2013) ΕΛΛΗΝΙΚΟ Α.Ε. (2012), http://www.hellinikon.com/en/thesite/studies-to-scale (τελευταία πρόσβαση: 17/7/2013) Ζήφου, Μαρία (2012), «Η πολιτική σχεδιασμού του χώρου στην Ελλάδα στη συγκυρία της κρίσης: Μια κριτική θεώρηση», Πρακτικά του 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Βόλος, 27-30 Σεπτεμβρίου 2012. Ζήφου, Μαρία, Καλαντζοπούλου, Μαρία, Σαμαρίνης, Πασχάλης και Χατζηκωνσταντίνου, Ευαγγελία (2011), Σχεδιασμοί για το κέντρο της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης, http:// encounterathens.files.wordpress.com/2011/05/encounter_sxe diasmos_teliko_14-5-2011.pdf (τελευταία πρόσβαση: 20/7/2013). Μαντουβάλου, Μαρία και Μαυρίδου, Μαρία (1993), «Αυθαίρετη δόμηση: μονόδρομος σε αδιέξοδο», στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 7, Απρίλιος-Ιούνιος: 58-71. Μαντουβάλου, Μαρία και Μπαλλά, Ευαγγελία (2004), «Μεταλλαγές στο σύστημα γης και οικοδομής και διακυβεύματα του σχεδιασμού στην Ελλάδα σήμερα», στο Πόλη και Χώρος από τον 20ό στον 21ο αιώνα, τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Αθανάσιο Αραβαντινό, ΕΜΠ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ΣΕΠΟΧ, Αθήνα: 313-330. Σαμαράς, Αντώνης (2012), Ομιλία Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, Προγραμματικές δηλώσεις της Νέας Κυβέρνησης, 6/7/2012 http://www.primeminister.gov.gr/2012/07/06/9541 (τελευταία πρόσβαση: 20/7/2013) Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2006 [2003]), Ο νέος ιμπεριαλισμός, Αθήνα: Καστανιώτης. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2007 [2005]), Νεοφιλελευθερισμός. Ιστορία και παρόν, Αθήνα: Καστανιώτης. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2011 [2010]), Το αίνιγμα του κεφαλαίου και οι κρίσεις του καπιταλισμού, Αθήνα: Καστανιώτης. Χάρβεϊ, Ντέϊβιντ (2013 [2012]), Εξεγερμένες πόλεις. Από το δικαίωμα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, Αθήνα: ΚΨΜ.

29


004:Layout 1

30

10/24/13

10:26 AM

Page 30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

Η ΚΡIΣΗ ΣΤΟΝ ΤΟΜEΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚIΑΣ ΣΤΗ ΝOΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ: ΑΙΤIΕΣ, ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟI ΑΓΩΝΕΣ Διαφορετικοί συγγραφείς ανά χώρα (βλ. παρακάτω)

Περίληψη Η παρούσα ενότητα αρθρώνεται γύρω από τέσσερα κείμενα για το ζήτημα της κατοικίας κατά την περίοδο της κρίσης, σε κάθε μία από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία). Η συγγραφή των κειμένων βασίστηκε σε μία σειρά από κοινά ερωτήματα, στα οποία οι συγγραφείς επιχείρησαν να απαντήσουν λαμβάνοντας υπόψη το ιδιαίτερο χωρο-κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της χώρας τους. Έτσι, τα κείμενα παρακολουθούν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το υπόβαθρο της εκδήλωσης της κρίσης στον τομέα της κατοικίας, με έμφαση στη σταδιακή εμπορευματοποίηση και χρηματιστικοποίησή του. Στη συνέχεια, περιγράφουν τις συνέπειες τόσο του παραπάνω μεταλλασσόμενου μοντέλου πρόσβασης στην κατοικία όσο και των σημερινών ασκούμενων αυταρχικών πολιτικών, καθώς επίσης τις κοινωνικές αντιστάσεις όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τα σχετικά τοπικά κινήματα. Στη βάση μιας κοινής μελέτης και κατανόησης των ομοιοτήτων αλλά και των κρίσιμων διαφοροποιήσεων στο ζήτημα της κατοικίας μεταξύ των χωρών της Νότιας Ευρώπης, στόχος είναι η σύνθεση ορισμένων κοινών απαντήσεων και εναλλακτικών για την αντιμετώπιση της κρίσης, απέναντι σε μέτρα και πολιτικές που συνεχίζουν να εφαρμόζονται ακόμη και μετά από την κοινή παραδοχή αποτυχίας τους.

Housing crisis in Southern Europe: causes, consequences and social struggles Different authors per country (see bellow) Abstract This section includes four contributions on the housing question during the current crisis in the countries of Southern Europe (Greece, Italy, Spain and Portugal). The authors attempt to answer to a series of common questions, taking into account the particular socio-spatial, political and cultural context of each country. They thus explore the causes, since the early 90s, of the outburst of the current crisis in the housing sector, highlighting the procedures of its gradual commodification and financialization. Furthermore, they describe the consequences of the previous model of access to housing, the effects of the recent 'crisis-management' policies and austerity measures, as well as the social struggles and demands which emerge from the relevant local movements. Aiming at a common understanding of both similarities and crucial differences in the housing sector amongst southern European countries, this section intends to contribute to the elaboration of common answers and alternatives against the persisting implementation of ultra-neoliberal policies and measures which admittedly fail to answer the problem.


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 31

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Δημήτρης Μπαλαμπανίδης,1 Έλενα Πατατούκα,2 Δήμητρα Σιατίτσα3 Οι πρόσφατες τάσεις στον τομέα της κατοικίας και «το νέο στεγαστικό ζήτημα», που αγγίζει όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες, αναδεικνύουν τα όρια του «παραδοσιακού ιδιότυπου συστήματος παραγωγής του χώρου και μοντέλου πρόσβασης στην κατοικία»4 υπό την πίεση των καθοριστικών επιδράσεων της παγκοσμιοποίησης και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της ΕΕ κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες και της διεθνούς οικονομικής κρίσης πιο πρόσφατα. Από τη μία πλευρά, η ιδιόκτητη κατοικία, και η ακίνητη περιουσία γενικότερα, που παραδοσιακά είχαν πολλαπλές λειτουργίες στο πλαίσιο της οικογενειακής οικονομίας (κάλυψη στεγαστικών αναγκών για τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας, επενδυτική στρατηγική, συμπληρωματικό εισόδημα από ενοίκια ανάμεσα σε άλλα), βρίσκεται εξαιρετικά ευάλωτη και από στρατηγικός πόρος μετατρέπεται σε βάρος. Από την άλλη, η μέχρι πρόσφατα εδραιωμένη άποψη ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν στεγαστικά προβλήματα (κάτι που στηριζόταν συστηματικά και από την επίσημη άποψη που συνέδεε τη διασφάλιση της στέγης με τη δραστηριότητα του οικοδομικού κλάδου) και η στρατηγική των έμμεσων κρατικών παρεμβάσεων και του laissezfaire διαμόρφωσαν την αντίληψη ότι η πρόσβαση στη στέγη είναι ατομικό ζήτημα, το οποίο επιλύεται στα πλαίσια της οικογένειας, και όχι αρμοδιότητα του κράτους, και σίγουρα συνετέλεσε στην απουσία διεκδικήσεων και πιέσεων για την ανάπτυξη μιας καθολικής πολιτικής κοινωνικής κατοικίας. Παράλληλα με τις «επιτυχίες» του ελληνικού οικιστικού συστήματος, που συνδέθηκε με το μηχανισμό της αντιπαροχής και της αυθαίρετης δόμησης, σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ ορατά τα προβλήματα και τα κενά λόγω της απουσίας τέτοιας πολιτικής. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές για νοικοκυριά ή άτομα που αντιμετωπίζουν οξύ στεγαστικό

ή οικονομικό πρόβλημα και μοιάζουν να μην απολαμβάνουν κανένα άτυπο «δίχτυ προστασίας» (Εμμανουήλ 2006). Στο παρόν άρθρο επιδιώκουμε να καταγράψουμε τις αλλαγές που συμβαίνουν και τις νέες τάσεις που διαφαίνονται στον τομέα της κατοικίας έχοντας σαν υπόβαθρο την πρόσφατη περίοδο «ανάπτυξης». Αναγνωρίζουμε, βεβαίως, ότι πρόκειται για μια πολύ ρευστή συγκυρία, κατά την οποία τα πράγματα αλλάζουν ραγδαία, και από την οποία δεν μπορούν να εξαχθούν ακόμη στέρεα συμπεράσματα. Μετά από μια επισκόπηση των εξελίξεων στον τομέα της κατοικίας την τελευταία δεκαπενταετία, με έμφαση στις διαδικασίες εμπορευματοποίησης και χρηματιστικοποίησής του, καταγράφουμε τις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης αλλά και των προωθούμενων πολιτικών στο δικαίωμα στην κατοικία και, τέλος, προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τον τρόπο με τον οποίο το ζήτημα της κατοικίας εισάγεται στον δημόσιο διάλογο, καταγράφοντας τις πρόσφατες κινητοποιήσεις και τα αιτήματα που έχουν διατυπωθεί.

Πώς φτάσαμε ως εδώ: η περίοδος της «ανάπτυξης» Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και μετά, η πρόσβαση στην κατοικία αρχίζει και συνδέεται όλο και περισσότερο με τους μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς. Στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης κατοικίας αρχίζουν να εμπλέκονται σημαντικά το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο (τοπικής έως εθνικής εμβέλειας και, μάλιστα, εισηγμένο στο χρηματιστήριο), τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εταιρείες διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και άλλοι ιδιωτικοί φορείς που συμπράττουν με τον δημόσιο τομέα (Μαντουβάλου και Μπάλλα 2004, Πατατούκα 2010). Πολλοί ερευνητές κάνουν λόγο για

1 Υπ. διδάκτορας Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, d.balabanidis@yahoo.com. 2 Υπ. διδάκτορας ΕΜΠ-Paris 8, elenart_@hotmai.com. 3 Υπ. διδάκτορας ΕΜΠ, dimisiat@gmail.com.

31


004:Layout 1

32

10/24/13

10:26 AM

Page 32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

ένα νέο πρότυπο αστικής ανάπτυξης, στο οποίο συμμετέχουν νέοι «παίκτες», μεγαλύτερης δυνατότητας κεφαλαιακής συσσώρευσης και με βασικό στόχο την κερδοσκοπία επί της γης και της οικοδομής (Δελλαδέτσιμας 2004). Οι παραπάνω αλλαγές λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της στροφής προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές (από τις οποίες επηρεάζεται προφανώς και η κατοικία), όπως η απελευθέρωση του τραπεζικού δανεισμού, η εμπορευματοποίηση του συστήματος γης και οικοδομής, η ιδιωτικοποίηση κρίσιμων δημόσιων οργανισμών και υπηρεσιών, η γενικότερη απορρύθμιση του δημόσιου τομέα κ.ά. Παράλληλα, οι τιμές γης και ακινήτων αυξάνονται δραματικά ενώ η ψαλίδα κόστους κατοικίας (ενοικιαζόμενης ή ιδιόκτητης) και εισοδημάτων ανοίγει διαρκώς. Έτσι, στη διάρκεια της εικοσαετίας, και βαδίζοντας προς την κρίση, οι όροι πρόσβασης στην κατοικία αλλάζουν δραστικά, αποκλείοντας συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες από το νέο μοντέλο παραγωγής και διάθεσης γης και οικοδομής (π.χ. νοικοκυριά πολύ χαμηλού εισοδήματος, ανέργους, μετανάστες, νέους, κ.ά.).5 Σημείο κλειδί για την κατανόηση των μηχανισμών της αγοράς κατοικίας στην Ελλάδα αποτελούν οι τιμές των κατοικιών, οι οποίες αυξήθηκαν θεαματικά κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, ακολουθώντας παρόμοιες τάσεις με πολλές άλλες «αναπτυγμένες» χώρες (Εμμανουήλ 2008). Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο 1993-2007 οι πραγματικές τιμές κατοικιών υπερδιπλασιάστηκαν, σημειώνοντας σωρευτική αύξηση κατά 105,3%, με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,9%. Την περίοδο 19992009, η εξέλιξη αυτή παρουσιάζει ορισμένες εντάσεις: σύμφωνα με το ρυθμό μεταβολής του ετήσιου δείκτη τιμών των κατοικιών στο παρακάτω διάγραμμα, εντοπίζονται δύο χαρακτηριστικές κορυφώσεις, την περίοδο 2000-2002 και 2004-2006 (Κανδήλα και Τριανταφυλλόπουλος 2009). Μάλιστα, η αύξηση των τιμών στην Αθήνα φαίνεται πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με αυτήν των υπόλοιπων αστικών κέντρων, αγγίζοντας το 30% στο διάστημα 1994-1999 έως το 34% στο διάστημα 1999-2004 (Εμμανουήλ 2008). Οι λόγοι που προκάλεσαν μία τόσο μεγάλη αύξηση των τιμών πρέπει να αναζητηθούν αφενός σε γενικότερες τάσεις της οικονομίας αφετέρου σε πιο συγκυριακούς παράγοντες (Εμμανουήλ 2008). Σε μακροοικονομικό επίπεδο, καθοριστικής σημασίας υπήρξε η απελευθέρωση της αγοράς κεφαλαίων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μετά την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ το

Σχήμα 2.1. Ρυθμός μεταβολής ετήσιου δείκτη των τιμών των κατοικιών (Κανδήλα, Τριανταφυλλόπουλος 2009)

2001, η οποία τροφοδότησε «τεχνητά» τη ζήτηση για κατασκευή και αγορά κατοικιών και προκάλεσε συνεχή άνοδο των τιμών (Χειμωνίτη-Τερροβίτη 2005). Η αγορά των στεγαστικών δανείων παρουσίασε τέτοια άνθηση που τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα αυξήθηκαν σε 77,7 δις ευρώ το 2008 από 11,3 δις ευρώ το 2000, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα. Η ανάπτυξη του τραπεζικού δανεισμού εφοδίασε τους καταναλωτές με μία πρωτοφανή αγοραστική δύναμη και αύξησε τόσο τις τιμές των ακινήτων ώστε η πρόσβαση στην ιδιόκτητη στέγη να είναι πια αδύνατη με βάση το εισόδημα (Εμμανουήλ 2006, Μαλούτας 2008). Έτσι, η πρόσβαση στην ιδιόκτητη κατοικία τις δεκαετίες αυτές γίνεται με όρους που δεν καθορίζει πλέον ο αγοραστής αλλά το τραπεζικό σύστημα. Στην ίδια κατεύθυνση συνετέλεσε και η άρση του περιορισμού στον τραπεζικό στεγαστικό δανεισμό, δηλαδή η κατάργηση του ορίου δανεισμού μέχρι το 70% της συνολικής αξίας του ακινήτου, καθώς επίσης η μείωση των επιτοκίων στεγαστικής

Σχήμα 2.2. Υπόλοιπα στεγαστικών δανείων στην Ελλάδα (Εμπορικές τράπεζες και Ειδικοί Πιστωτικοί Οργανισμοί) (Κανδήλα, Τριανταφυλλόπουλος 2009)


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 33

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

πίστης, ιδιαίτερα στο διάστημα 2004-2007, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα.

1993 έως το 2007, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα.

Σχήμα 2.4. Πραγματικές τιμές κατοικιών και ενοικίων (Συμιγιάννης και Χονδρογιάννης, 2009) Σχήμα 2.3.Μεταβολή βασικών τιμών επιτοκίων, ΔΤΚ και απόδοσης 10ετών ομολόγων του δημοσίου (Κανδήλα, Τριανταφυλλόπουλος 2009)

Όσον αφορά περισσότερο συγκυριακούς παράγοντες, πολλοί μελετητές αναδεικνύουν ως τέτοιους τις στρατηγικές που υιοθετούν οι αγοραστές κατοικίας μετά από πολιτικές εξαγγελίες ή ανακοινώσεις για την επιβολή δημοσιονομικών μέτρων, όπως η ανακοίνωση για μελλοντική επιβολή ΦΠΑ στην κατασκευή, που τόνωσε άμεσα τη ζήτηση και αύξησε δραστικά τις τιμές κατοικίας. Είναι χαρακτηριστικό πως, με τις τράπεζες να διαφημίζουν την αγορά κατοικίας μέσω δανεισμού ως μία συμφέρουσα επιλογή για όλα σχεδόν τα εισοδήματα και το κράτος να εξαγγέλλει άνοδο των φόρων και των τιμών, πολλά νοικοκυριά αποφάσιζαν να επισπεύσουν μια αγορά κατοικίας χωρίς απαραίτητα να υπάρχει επείγουσα ανάγκη (Κανδήλα και Τριανταφυλλόπουλος 2009). Εξαιτίας των παραπάνω εξελίξεων, από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα, ο τραπεζικός δανεισμός (στεγαστικός, καταναλωτικός, κ.ά) αποτέλεσε σταδιακά κοινή πρακτική για όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, συχνά χωρίς να διαθέτουν τις απαραίτητες εγγυήσεις, υποθηκεύοντας όμως άλλα περιουσιακά στοιχεία τους. Φυσικά, ένα μέρος των φτωχότερων κοινωνικών κατηγοριών παρέμεινε εκτός δανειοληπτικού συστήματος και ωθήθηκε στην ενοικίαση, καθώς η στεγαστική πίστη κατανεμήθηκε με ιδιαίτερα άνισο τρόπο, ανάλογα με το εισόδημα των νοικοκυριών (Εμμανουήλ 2006). Το καθεστώς ενοίκησης, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως οι στεγαστικές συνθήκες, σχετικοποιεί τη διαπίστωση περί μειωμένων σχετικά χωροκοινωνικών αντιθέσεων στην πόλη της Αθήνας (Μαλούτας 2003, Μαλούτας 2008). Η νέα, λοιπόν, πραγματικότητα συμπαρέσυρε όχι μόνο τις τιμές ακινήτων αλλά και τις τιμές ενοικίων, οι οποίες παρουσιάζουν σταθερή αύξηση από το

Εκρηκτική αύξηση παρατηρείται και στην οικοδομική δραστηριότητα, κυρίως στο διάστημα 2000-2002 και 2004-2006, με μία εντυπωσιακή κορύφωση το 2005, όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ για την παραγωγή νέων κατοικιών στη χώρα. Η εκρηκτική αυτή αύξηση στην οικοδομική δραστηριότητα συνδέεται με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως καθώς και με μία σημαντική αλλαγή στις στρατηγικές των μικρών εργολάβων: μέσω του διευρυμένου πια τραπεζικού δανεισμού, έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν οικόπεδα για μελλοντική ανοικοδόμηση, υπερβαίνοντας την καθιερωμένη σχέση ανταλλαγής με τον οικοπεδούχο μέσω της αντιπαροχής και, ως εκ τούτου, αυξάνοντας τα κέρδη τους. Οι μικροί εργολάβοι, αλλά και οι μεγαλύτεροι, από την ανέγερση οικοδομών μέχρι τα δημόσια έργα, και μέσω της διευρυμένης πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό, αλλάζουν τον τρόπο χρηματοδότησης της κατασκευής, η οποία δεν εξαρτάται πλέον από τη ζήτηση αλλά, κυρίως, από την προσφορά (Βαταβάλη 2011).

Σχήμα 2.5. Μεταβολή του όγκου νέων κατοικιών, με βάση τις εκδοθείσες άδειες οικοδομών (Κανδήλα, Τριανταφυλλόπουλος 2009)

33


004:Layout 1

34

10/24/13

10:26 AM

Page 34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

Τέλος, παράλληλα με τις μεταλλαγές στην οικοδομική δραστηριότητα στον τομέα της ιδιωτικής κατοικίας, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στον κατασκευαστικό τομέα δημόσιων ή ιδιωτικών έργων, οι οποίες επηρεάζουν με έντονο τρόπο την παραγωγή αλλά και την πρόσβαση στην κατοικία. Συγκεκριμένα, η κατασκευαστική δραστηριότητα μετατοπίζεται προς τα μεσαία και μεγάλα δημόσια έργα ενώ, παράλληλα, ενεργοποιείται το ενδιαφέρον μεγάλων τεχνικών εταιρειών εθνικής εμβέλειας για την ανέγερση κατοικιών (ΙΟΚ 2002). Κομβικής σημασίας για τις συγκεκριμένες αλλαγές υπήρξε η συγκυρία της Ολυμπιάδας με τα μεγάλα έργα, η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από τα διαρθρωτικά ταμεία (ΚΠΣ) και η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Την ίδια περίοδο, πραγματοποιούνται διαδικασίες συγχωνεύσεων κατασκευαστικών εταιρειών και συγκεντροποίησης κεφαλαίου, που άλλαξαν το τοπίο της παραγωγής του χώρου καθώς ενισχύονται οι μεγάλες εταιρείες (Ταρπάγκος 2004). Η μεγέθυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στηρίχτηκε στην αθρόα προσφορά φθηνού και ευέλικτου εργατικού δυναμικού από οικονομικούς μετανάστες, σε καθοριστικές αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις (σχέσεις υπεργολαβίας εξειδικευμένων συνεργείων, δυνατότητα αυτοαπασχόλησης κ.ά.), και στην παράκαμψη του ισχύοντος χωρικού ρυθμιστικού πλαισίου και των θεσμοθετημένων διαδικασιών στο όνομα στόχων εθνικής σημασίας και «έκτακτων περιστάσεων». Στην κατεύθυνση αυτή, το ενδιαφέρον στρέφεται σε θεματικά πάρκα, γήπεδα γκολφ σε συνδυασμό με ξενοδοχεία, συγκροτήματα εμπορίου και αναψυχής, συγκροτήματα πολυτελών κατοικιών, στην οικοδόμηση τουριστικών περιοχών, ακόμα και σε αποθήκες και γραφεία, δραστηριότητες που εγκαθίστανται στις παρυφές της πόλης και προκαλούν την περιβαλλοντική, πολεοδομική και αισθητική της υποβάθμιση. Η περίοδος της ανάπτυξης και της φαινομενικής ευμάρειας έδειξε τα όριά της ήδη από το 2007, οπότε άρχισαν να κάμπτονται τα μεγέθη που παρουσιάστηκαν παραπάνω, και έληξε οριστικά με την είσοδο της Ελλάδας στο Μηχανισμό Στήριξης υπό την εποπτεία της Τρόικα στις 23.04.2010. Ο κατασκευαστικός και κτηματομεσιτικός κλάδος παρουσίασαν πολύ σημαντικά ποσοστά ύφεσης (από 8,5% που ήταν η συμμετοχή του κλάδου στο ΑΕΠ στο μεταίχμιο του 2000, έπεσε στο 5,3% το 2009, και στο 3,9% το 2010 [Αυγή 7.12.2012, Κανελλόπουλος 2011]), με τεράστιες απώλειες σε θέσεις εργα-

σίας στην οικοδομή και στους οικονομικούς και παραγωγικούς κλάδους που σχετίζονται με αυτήν. Η συνολική (δημόσια6 και ιδιωτική) οικοδομική δραστηριότητα (με βάση την έκδοση οικοδομικών αδειών) πέφτει κατακόρυφα από το 2008 το λιγότερο κατά 20% το χρόνο, ενώ η πτώση μεταξύ 2010 και 2011 ήταν 35%-40% (ΕΛΣΤΑΤ 2012). Η αγορά ακινήτων τα τελευταία δύο χρόνια παραμένει σχεδόν στάσιμη, με μεγάλες πτώσεις στις τιμές των κατοικιών (40%-70%) και στον αριθμό αγοραπωλησιών. Οι απούλητες κατοικίες υπολογίζονται σε 250.000, ενώ πρόσφατα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για 150 έως 400 χιλιάδες ακίνητα που κινδυνεύουν να βγουν προς πώληση με τη σταδιακή απελευθέρωση των πλειστηριασμών. Σημαντικές μειώσεις σημειώθηκαν και στον ενοικιαζόμενο τομέα, μεγαλύτερες στα επαγγελματικά ακίνητα (28%-68% το 2013), αλλά και στις κατοικίες (30%-50%). Για να συνοψίσουμε, στο διάστημα των τελευταίων δύο δεκαετιών, πραγματοποιήθηκε μία σταδιακή διαδικασία εμπορευματοποίησης (commodification) και χρηματιστικοποίησης (finanialization) των μηχανισμών παραγωγής και διάθεσης κατοικίας, που μετέβαλε δραστικά τους όρους πρόσβασης σε αυτήν. Τελικά, οι μετασχηματισμοί που παρουσιάστηκαν παραπάνω συνιστούν το υπόβαθρο, σε βάθος εικοσαετίας, που ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της σημερινής κρίσης στον τομέα της κατοικίας και την ολοένα δυσκολότερη θέση στην οποία βρίσκονται σήμερα πολλά νοικοκυριά. Αυτήν τη διαλεκτική σύνδεση μεταξύ των μεταλλαγών του πρόσφατου παρελθόντος και των σημερινών όψεων της κρίσης στην κατοικία επιχειρούμε να φωτίσουμε στην επόμενη ενότητα, παρουσιάζοντας τις χαρακτηριστικότερες και ορατές πια συνέπειες ενός ολόκληρου προηγούμενου μοντέλου αστικής ανάπτυξης και όχι μιας συγκυριακής ύφεσης.

Το δικαίωμα στη στέγη: οι επιπτώσεις της κρίσης Από το ξέσπασμα της κρίσης, και όσο αυτή βαθαίνει, οι όροι πρόσβασης στην κατοικία και σε αξιοπρεπείς στεγαστικές συνθήκες ειδικότερα καθίστανται ολοένα και πιο δύσκολοι, για όλο και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες. Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια, παρακολουθούμε μια σειρά από μέτρα και πολιτικές που εντείνουν τις δραματικές συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας και την αύξηση


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 35

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

των αστέγων, χωρίς να διαφαίνεται καμία προοπτική κοινωνικής προστασίας και υπεράσπισης του δικαιώματος όλων σε επαρκή κατοικία. Στην παρούσα ενότητα, παρουσιάζουμε τις σημαντικότερες σχετικές εξελίξεις, κυρίως μέσα από συστηματική επισκόπηση της αρθρογραφίας στον Τύπο για το διάστημα Ιανουάριος 2011-Ιούλιος 2013. Μία από τις πιο δραματικές επιπτώσεις της κρίσης, σε άμεση σχέση με τους όρους πρόσβασης σε επαρκή κατοικία, αφορά τις διαρκείς περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και κοινωνικά επιδόματα καθώς επίσης την καλπάζουσα ανεργία. Ενδεικτικά, η Ετήσια Έκθεση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας για το 2012, καταγράφει μεσοσταθμιστικές μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα κατά 18,8% έως 28,8%, σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων καθώς επίσης αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και της ανασφάλιστης εργασίας (Ελευθεροτυπία 9.03.2013), ενώ μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών υπολογίζει τις μειώσεις στις συντάξεις του Δημοσίου μεταξύ 10% και 35% (Βήμα 26.08.2012). Παράλληλα, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2013, η ανεργία στην Ελλάδα ανέρχεται στο 27,4% (ΕΛΣΤΑΤ 2013), που σημαίνει περίπου 1.400.000 ανέργους, δηλαδή ένα εκατομμύριο περισσότερους σε σχέση με το 2008. Ειδικά για την ανεργία των νέων μεταξύ 15 και 24 ετών, η Eurostat κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των 27 της Ευρώπης, με ποσοστό 57,9% για το 2012 (Eurostat 2013). Παράλληλα με τις παραπάνω δραστικές μειώσεις στα εισοδήματα των νοικοκυριών, αυξάνεται διαρκώς και το κόστος των βασικών καταναλωτικών τους αναγκών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι τρεις διαδοχικές αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ (τον Ιανουάριο, Μάιο και Ιούλιο του 2013), με τελικό στόχο την πλήρη απελευθέρωση των τιμών, με μοναδικό ρυθμιστή τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και την κυβέρνηση να χάνει κάθε δικαίωμα παρέμβασης στη διαμόρφωσή τους (Αυγή 27.01.2013). Επιπλέον, ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο για αυξήσεις και στα τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ μέσα στο 2014, λόγω αυξημένων οφειλών του Δημοσίου και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης προς την εταιρεία (Έθνος 11.12.2012). Την ίδια στιγμή, η αύξηση της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης έχει ήδη οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στην αναζήτηση φθηνών εναλλακτικών λύσεων για θέρμανση, με εξαιρετικά επιβλαβείς συνέπειες για την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, όπως το φαινόμενο

αιθαλομίχλης που διαπιστώθηκε τον περασμένο χειμώνα στην Αθήνα. Τέλος, ανησυχίες για την περαιτέρω διεύρυνση της «ενεργειακής φτώχειας» γεννιούνται και από τη δρομολογούμενη πώληση της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) αλλά και του Διαχειριστή Ελληνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) σε ιδιωτικές εταιρείες. Το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των βασικών καταναλωτικών αναγκών των νοικοκυριών συμπληρώνεται και από τις διαρκώς αυξανόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις των ιδιοκτητών κατοικίας. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί το Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.), γνωστό ως «χαράτσι», το οποίο επιβλήθηκε αρχικά ως έκτακτος φόρος για το έτος 2012 (βάσει του νόμου 4021/2011), συνέχισε να εισπράττεται και το 2013 (ως Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ακινήτων [Ε.Ε.Τ.Α.]), ενώ προσφάτως ανακοινώθηκε η επέκταση της είσπραξής του και για το 2014, χωρίς αφορολόγητο όριο, μέχρι να ενταχθεί στον σχεδιαζόμενο ενιαίο φόρο ακινήτων (Βήμα 3.07.2013). Ο σχεδιασμός του ενιαίου φόρου ακινήτων, παρότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, προβλέπει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης (π.χ. ένταξη και των αγροτεμαχίων), με ελάχιστες εξαιρέσεις και χωρίς αφορολόγητο όριο (Καθημερινή 10.06.2013). Κατάργηση του αφορολόγητου ορίου εξετάζεται επίσης και για τις εισπράξεις από ενοίκια, οι οποίες θα φορολογούνται αυτοτελώς και από το πρώτο κιόλας ευρώ, μέχρι στιγμής με τρεις κλιμακωτούς συντελεστές (Βήμα 15.11.2012). Παράλληλα με όλες τις παραπάνω οικονομικές επιβαρύνσεις, πολλά νοικοκυριά βρίσκονται σήμερα υπερχρεωμένα, με τα οριστικά καθυστερούμενα στεγαστικά δάνεια συγκεκριμένα να φτάνουν τα 200.000, σε σύνολο 700.000 (Ημερησία 23.02.2013). Μοναδική άμυνα των δανειοληπτών αποτελεί η υπαγωγή στο «νόμο Κατσέλη» (Ν. 3869/2010) για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ο οποίος προστατεύει βέβαια μόνο την πρώτη κατοικία, ενώ δεν προστατεύει τους μικροεπιχειρηματίες, οι οποίοι εξαιρούνται από την υπαγωγή στο νόμο. Εν τω μεταξύ, μέχρι στιγμής, τα ελληνικά δικαστήρια και η πολιτεία δεν κάνουν αποδεκτό, βάσει του άρθρου 388 του αστικού κώδικα, ότι εφόσον υπάρχει ραγδαία μείωση των εισοδημάτων των οφειλετών χωρίς δική τους ευθύνη θα πρέπει αντιστοίχως να μειωθούν και οι απαιτήσεις των τραπεζών (LEFT.gr 28.11.2012). Ως τελευταία ελπίδα αναμένεται η εφαρμογή του «προγράμματος διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες», το οποίο κατατέθηκε

35


004:Layout 1

36

10/24/13

10:26 AM

Page 36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

πρόσφατα από το Υπουργείο Οικονομικών ως σχέδιο νόμου στη Βουλή και αφορά έναν αρκετά περιορισμένο αριθμό δανειοληπτών.7 Με δεδομένες τις παραπάνω εξελίξεις, είναι προφανές πως το φάσμα των νοικοκυριών που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις της στέγασης διαρκώς διευρύνεται, με πρώτες τις περισσότερο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, γυναίκες, ηλικιωμένους, ανέργους, κ.ά.). Συχνές είναι πλέον οι περιπτώσεις συνένωσης πολλών νοικοκυριών σε ένα διαμέρισμα (πολλές φορές χωρίς ρεύμα για μήνες), οι περιπτώσεις ιδιοκτητών που ενοικιάζουν τα διαμερίσματά τους χωρίς να ζητούν ενοίκιο αλλά την εξόφληση των λογαριασμών και των φόρων, εκείνων που δεν καταφέρνουν να νοικιάσουν τα διαμερίσματά τους (και υπολογίζονται σε 300.000) αλλά και εκείνων που αναγκάζονται να εκχωρήσουν το ενοίκιο στο Δημόσιο επειδή παραμένει ανεξόφλητο για μήνες.8 Την ίδια στιγμή, πλήθος νοικοκυριών απειλούνται με έξωση, σύμφωνα με τα στοιχεία για τον αριθμό των σχετικών αιτήσεων, οι οποίες έφτασαν τις 8.500 το 2010 και τις 4.000 το πρώτο δεκαήμερο του 2011 (Έθνος 26.02.2011). Εν τω μεταξύ, παρά τις αρχικές εξαγγελίες, η αναστολή των εξώσεων δεν ίσχυσε τελικά για καμία περίπτωση, ούτε ακόμα για τις οικίες ανέργων. Μέχρι το τέλος του 2013 ισχύει η αναστολή μόνο των πλειστηριασμών για όλα τα ακίνητα, εφόσον πρόκειται για οφειλές κάτω των 200.000 ευρώ και για κύρια ή μοναδική κατοικία ανεξάρτητα από το ποσό οφειλής,9 ενώ η τρόικα ασκεί πιέσεις για άρση της συγκεκριμένης ρύθμισης. Τέλος, την πιο ακραία έκφραση της κρίσης στον τομέα της κατοικίας αποκαλύπτουν τα στοιχεία για τους αστέγους στην Ελλάδα και, κυρίως, στην Αθήνα. Τα στοιχεία βασίζονται σε εκτιμήσεις και όχι σε μετρήσεις, δεδομένου ότι δεν υπάρχει μέχρι στιγμής επίσημη καταγραφή, ενώ ο ορισμός του αστέγου βάσει της εθνικής νομοθεσίας περιορίζει σημαντικά τις διαστάσεις του φαινομένου αποκλείοντας κατηγορίες που περιλαμβάνονται στην ευρωπαϊκή τυπολογία για την έλλειψη στέγης (Ν. 4052/ΦΕΚ Α’ 41/01.03.2012, FEANTSA 2005). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, λοιπόν, οι άστεγοι στην Ελλάδα υπολογίζονται από 8.000 (Υπουργείο Υγείας) έως 22.000 (Ηνωμένα Έθνη) ενώ για την Αθήνα περίπου στους 15.000 (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) (FEANTSA 2012). Με βάση πρόσφατη έρευνα της ΜΚΟ Κλίμακα, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 64,8% των αστέ-

γων στην Αθήνα βρίσκονται στο δρόμο για λιγότερο από δύο χρόνια, δηλαδή μετά το ξέσπασμα της κρίσης και έχοντας χάσει προσφάτως τη δουλειά τους (ΜΚΟ Κλίμακα 2012).

Αντί στεγαστικής πολιτικής: Σώζοντας τις τράπεζες και τους επενδυτές Στις παραπάνω συνθήκες εντεινόμενης στεγαστικής επισφάλειας για όλο και ευρύτερες κοινωνικές κατηγορίες και ενώ ο αριθμός των αστέγων διαρκώς αυξάνεται, η πολιτεία όχι απλώς αποφεύγει να συγκροτήσει ένα στοιχειώδες δίχτυ κοινωνικής προστασίας αλλά, επιπλέον, καταργεί και τις ελάχιστες δομές στεγαστικής πρόνοιας, όπως ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας.10 Στη θέση μιας επιτακτικά αναγκαίας πολιτικής κοινωνικής προστασίας και υπεράσπισης του δικαιώματος πρόσβασης σε επαρκή κατοικία για όλους (Βαταβάλη και Σιατίτσα 2011), παρακολουθούμε μία σειρά από εξαγγελίες και νέα μέτρα, ακόμη πιο επώδυνα για όσους πλήττονται στεγαστικά, με αποκλειστικό σκοπό την αναθέρμανση της κτηματαγοράς και τη συγκέντρωση της ακίνητης περιουσίας σε λίγους μόνο μεγάλους ιδιοκτήτες. Ενδεικτικά, άμεσα αναμένεται η σταδιακή κατάργηση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και, μάλιστα, με σταδιακή μείωση του ορίου της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου για το οποίο ισχύει σήμερα η προστασία, έως ότου μηδενιστεί και απελευθερωθεί πλήρως η αγορών ακινήτων (Καθημερινή 9.06.2013). Εν τω μεταξύ, οι εξωδικαστικές ρυθμίσεις δανείων που πραγματοποιούνται μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών είναι αρκετά περιορισμένες και, όταν συμβαίνουν, συνοδεύονται από επαχθείς όρους. Συμπληρώνονται δε από επιθετικές στρατηγικές των τραπεζών, όπως οι μηνύσεις για εξαπάτηση κατά τη σύναψη των δανείων.11 Στην προοπτική των πλειστηριασμών και της απώλειας ακίνητης περιουσίας πολλών μικρών ιδιοκτητών, οι μεγάλοι ιδιώτες επενδυτές οργανώνονται ενώ το θεσμικό πλαίσιο προσαρμόζεται αναλόγως για την καλύτερη εξυπηρέτησή τους.12 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σχέδιο νόμου για τον νέο τρόπο λειτουργίας των Εταιρειών Επένδυσης σε Ακίνητη Περιουσία (ΑΕΕΑΠ), οι οποίες εφεξής θα μπορούν επιπλέον να επενδύουν σε κατοικίες (κύριες και εξοχικές), σε ακίνητα του Δημοσίου και σε υπό ανάπτυξη οικοπεδικές


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 37

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

εκτάσεις, ενώ θα συνεχίσουν να διέπονται από εξαιρετικά ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς13 (Καθημερινή 18.01.2013). Επιπλέον, προς ακόμη μεγαλύτερη διευκόλυνσή τους, το Υπουργείο Οικονομικών εξαγγέλλει μέτρα τόνωσης της κτηματαγοράς, όπως μείωση του φόρου μεταβίβασης ακινήτων στο μισό, μείωση του κόστους σύνταξης των συμβολαίων (π.χ. μέσω της πλήρους κατάργησης των αμοιβών δικηγόρων) κ.ά. (Ημερησία 5.05.2013). Σε ανάλογο κυνήγι ευκαιριών έχουν επιδοθεί όχι μόνο οι ντόπιοι επενδυτές αλλά και γνωστά hedge funds από το εξωτερικό, τα οποία στοχεύουν στη μαζική αγορά ελληνικών κτηματικών ομολόγων, τιτλοποιημένων ακινήτων του δημοσίου, καθώς επίσης τιτλοποιημένων «κόκκινων» δανείων, είτε από ιδιωτικές τράπεζες είτε από το Ταμείο Παρακαταθηκών (RE+D Magazine 17.05.2013). Στο παραπάνω πλαίσιο, σχεδιάζεται και η δημιουργία μίας και μοναδικής «bad bank», η οποία θα αναλάβει τη διαχείριση των «κόκκινων δανείων» όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων, ουσιαστικά τη διαχείριση αγοραπωλησιών των μη εξυπηρετούμενων δανείων (RE+D Magazine 05.02.2013). Τέλος, ειδικά για την προσέλκυση ξένων επενδυτών στην εγχώρια αγορά ακινήτων, σχεδιάζεται μέχρι και η χορήγηση πενταετούς άδειας διαμονής σε πολίτες από τρίτες χώρες, οι οποίοι θα διαθέτουν ακίνητη περιουσία άνω των 250.000 ευρώ (Καθημερινή 23.04.2013).

Κοινωνικοί αγώνες και διεκδικήσεις Παρότι η κατοικία αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα στο πλαίσιο της παρούσας κρίσης, ωστόσο, μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει ένα διευρυμένο κοινωνικό κίνημα διεκδίκησης, ούτε έχουν ξεκινήσει ευρείες διαδικασίες δημοσίου διαλόγου γύρω από πιθανές απαντήσεις και εναλλακτικές στα αναδυόμενα προβλήματα. Η ιστορική απουσία κινημάτων κατοικίας (Πορτάλιου 2006), η προσδοκία ότι όλα θα γίνουν όπως πριν, αλλά κυρίως τα μεγάλα ποσοστά ιδιοκατοίκησης χωρίς βάρη, οι εναπομείναντες οικογενειακοί πόροι και η κοινωνική αλληλεγγύη που ακόμη παρέχουν ένα δίχτυ προστασίας για μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, παράλληλα με τη σχετική προστασία που παρέχεται ακόμη στην πρώτη κατοικία, έχουν αποτρέψει εκρηκτικές ή πολύ ορατές καταστάσεις.

Από την άλλη, μετά από αρκετές δεκαετίες, το ζήτημα της κατοικίας απασχολεί όλο και περισσότερους ανθρώπους, ενώ μια σειρά από διαφορετικούς δρώντες διατυπώνουν τις προτάσεις τους και διεκδικούν, από τη σκοπιά τους, την προστασία του δικαιώματος στην κατοικία: σύλλογοι πολιτών, τοπικές ή θεματικές συλλογικότητες και πρωτοβουλίες, κοινωνικές οργανώσεις, σύλλογοι που εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα (μικροί ιδιοκτήτες, κατασκευαστές, κτηματομεσίτες, ενοικιαστές, δανειολήπτες και καταναλωτές, εργαζόμενοι στην οικοδομή, συνδικάτα), πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, ομάδες ειδικών, επιμελητήρια κ.λπ. Στη συνέχεια του άρθρου επιχειρούμε να χαρτογραφήσουμε τις κινητοποιήσεις, τους αγώνες και τα αιτήματα που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία τρία χρόνια, με στόχο να δώσουμε μία σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα του τρόπου με τον οποίο το ζήτημα της κατοικίας εισάγεται στο δημόσιο πεδίο. Οι πιο μαζικές κινητοποιήσεις που σχετίζονται με το δικαίωμα σε αξιοπρεπή κατοικία την πρόσφατη περίοδο συγκροτούνται ως αντίδραση στην επιλογή της κυβέρνησης για την επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ. Αν και η μεταρρύθμιση της φορολόγησης των ακινήτων αποτελεί ζητούμενο, μια και διαχρονικά η φορολογία στα ακίνητα είναι χαμηλή,14 η οριζόντια επιβολή του φόρου χωρίς προβλέψεις για χαμηλά εισοδήματα, ανέργους ή άλλες ειδικές κατηγορίες καθώς, και η ποινή διακοπής του ρεύματος σε περίπτωση μη πληρωμής σε μια περίοδο που πολλά νοικοκυριά δυσκολεύονται ούτως ή άλλως να πληρώσουν τα τιμολόγια της ΔΕΗ,15 πυροδότησε έντονα συναισθήματα αδικίας. Ενάντια στο «χαράτσι» αναπτύχθηκαν μια σειρά από συμμαχίες και δράσεις, με κεντρικό σύνθημα «κανένα σπίτι χωρίς ρεύμα». Πέρα από τις πολυάριθμες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε διάφορες πόλεις, υπήρξε ένα αρκετά οργανωμένο κίνημα φορολογικής ανυπακοής16 (που στηρίχθηκε συχνά και από φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης),17 ενώ τοπικά αναπτύχθηκαν δίκτυα αλληλεγγύης για την παρεμπόδιση της διακοπής του ρεύματος σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής και ομάδες επανασύνδεσης ρεύματος από ειδικούς (Ελευθεροτυπία 27.01.2013), κάτι που στηρίχθηκε και από το συνδικάτο των εργαζομένων στη ΔΕΗ (energypress.gr 5.12.2012). Η ασάφεια ως προς τη συνέχιση επιβολής του φόρου μέσω της ΔΕΗ, η γενικότερη συζήτηση για τον ενιαίο φόρο ακινήτων, οι επιμέρους διευθετήσεις που έγιναν (δυνατότητα πληρωμής χαρατσιού στις ΔΟΥ, απαλλαγές για ανέργους, πολύτεκνους

37


004:Layout 1

38

10/24/13

10:26 AM

Page 38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

και ειδικές κατηγορίες, μείωση συντελεστών κ.ά.), αλλά κυρίως η γενικευμένη αδυναμία πληρωμής λογαριασμών και φόρων και η συνεχιζόμενη πολιτική του «δόγματος του σοκ», που προκαλεί αλλεπάλληλα πλήγματα σε όλο και περισσότερα νοικοκυριά, περιόρισε τις αντιδράσεις για το χαράτσι τον τελευταίο χρόνο.18 Πάντως, καθώς βαθαίνει η κρίση, η πολιτική της κυβέρνησης για αύξηση της φορολογίας γίνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη. Ιδιαίτερα η υπερφορολόγηση των ακινήτων, που θεωρείται από τους διαχειριστές του ελληνικού χρέους ως ιδιαίτερα προνομιακό πεδίο αύξησης των δημοσίων εσόδων, έχει προκαλέσει και αντιδράσεις φορέων που σχετίζονται με την κτηματαγορά (ΠΟΜΙΔΑ [Ημερησία 30.01.2012], Σύλλογος κατά της αυθαιρεσίας των τραπεζών και της δημόσιας διοίκησης κ.ά.), καθώς αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα των μικρο-ιδιοκτητών που αδυνατούν να πληρώσουν τα αυξημένα κόστη κατοικίας και κινδυνεύουν να χάσουν την κατοικία τους, ενώ ταυτόχρονα θεωρείται εμπόδιο στην ανάκαμψη της αγοράς. Οι πλειστηριασμοί ακινήτων, κυρίως της πρώτης κατοικίας, είναι ένα ζήτημα που απασχολεί έντονα την κοινή γνώμη και τις τοπικές συλλογικότητες και οργανώσεις. Αν και αρχικά αφορούσε ένα μικρό σχετικά ποσοστό των ιδιοκτητών με δάνειο που αδυνατούν να το αποπληρώσουν, η δυνατότητα κατάσχεσης ακίνητης και κινητής περιουσίας για χρέη προς το δημόσιο ή δημόσιους οργανισμούς (ακόμη και για μικρά ποσά) πιέζει πλέον την πλειοψηφία των ιδιοκτητών ακινήτων. Με το σύνθημα «κανένα σπίτι σε χέρια τραπεζίτη», ήδη από τις αρχές του 2011, οι επιτροπές «Δεν Πληρώνω», ανοιχτές συνελεύσεις και άλλες συλλογικότητες διεκδικούν την προστασία της κατοικίας ενάντια στις απαιτήσεις των τραπεζών. Χωρίς να έχουν πάρει ακόμη μαζικές διαστάσεις, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές επιτυχημένες δράσεις παρεμπόδισης πλειστηριασμών σε ειρηνοδικεία (π.χ. Μαρούσι, Ηράκλειο Κρήτης) ή παραστάσεις σε δημόσιους οργανισμούς ενάντια στην εκτέλεση των εντολών κατάσχεσης (π.χ. ΕΥΔΑΠ στο Πέραμα) (βλ. π.χ. Ελευθεροτυπία 2.10.2011). Παράλληλα, έχει αυξηθεί η νομική και συμβουλευτική υποστήριξη για υπερχρεωμένα νοικοκυριά ή οφειλέτες του δημοσίου από ομάδες δικηγόρων, συλλόγους και καταναλωτικές οργανώσεις (ΕΚΠΟΙΖΩ, συνήγορος καταναλωτή, σύλλογοι δανειοληπτών, δικηγόροι επιτροπών «Δεν Πληρώνω», κ.ά.). Επιπλέον, πραγματοποιούνται συχνά εκδηλώσεις-συζητήσεις σε όλη την Ελλάδα από τοπικές συλλογικότητες και ομάδες γειτονιάς

που αναδεικνύουν την κρισιμότητα του ζητήματος, καλούν σε δικτύωση και διεκδικούν το δικαίωμα σε αξιοπρεπή κατοικία.19 Με μια σχετική συχνότητα επανέρχεται και το θέμα των αστέγων. Η αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που μένουν στο δρόμο ή σε πολύ κακές συνθήκες, καθώς και η αύξηση των ατόμων και των οικογενειών που ζητούν βοήθεια από τις λίγες διαθέσιμες υπηρεσίες προς αστέγους (δήμοι, ενορίες και ΜΚΟ), δημιουργούν πιεστικές ανάγκες για περισσότερες παροχές, την ίδια στιγμή που πραγματοποιούνται σημαντικές περικοπές στο κράτος πρόνοιας. Η πίεση για απαντήσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι άστεγοι εξακολουθεί να γίνεται κυρίως από λίγες εξειδικευμένες οργανώσεις οι οποίες έχουν αναλάβει και το ρόλο της ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, ενώ από την άλλη γίνονται προσπάθειες από τοπικά δίκτυα αλληλεγγύης να δοθούν άμεσες απαντήσεις. Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε, με την υποστήριξη της οργάνωσης ΜΚΟ Κλίμακα, μια απόπειρα πιο δυναμικής δράσης, με μια πορεία αστέγων προς τη βουλή (TVXS 13.04.2013), ενώ ενδιαφέρον έχει και η ίδρυση του πρώτου συλλόγου αστέγων τον Απρίλιο του 2013. Το ζήτημα των δημόσιων πολιτικών για τη στήριξη της πρόσβασης στην κατοικία ήρθε στη δημοσιότητα στις αρχές του 2012, με αφορμή τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και των δικαιούχων του ΟΕΚ ενάντια στην κατάργηση του οργανισμού. Τόσο ο σύλλογος εργαζομένων20 όσο και οι σύλλογοι δικαιούχων ΟΕΚ21 εξακολουθούν να διεκδικούν την αξιοποίηση της περιουσίας αλλά και της τεχνογνωσίας του οργανισμού για την επανέναρξη ενός ανεξάρτητου φορέα στεγαστικής πολιτικής στην Ελλάδα. Τέλος, το κύμα καταστολής πολιτικών καταλήψεων στο κέντρο της Αθήνας στα τέλη του 2012 πυροδότησε μια σειρά από συζητήσεις σε σχέση με το ρόλο που έχουν παίξει μέχρι σήμερα οι καταλήψεις αυτές, την ανάγκη της επανάχρησης κενών και εγκαταλελειμμένων κτιρίων, αλλά και για την πρακτική της κατάληψης στέγης ως μια απάντηση σε οξυμένα στεγαστικά προβλήματα η οποία είναι ιδιαίτερα νομιμοποιημένη στην παρούσα συγκυρία.22 Μια πρώτη διαπίστωση, μετά τη συνοπτική επισκόπηση που προηγήθηκε, είναι ότι η εικόνα των διαφορετικών δρώντων που κινητοποιούνται και που διαμορφώνουν το πεδίο διεκδίκησης της στέγης είναι αρκετά διασπασμένη τόσο όσον αφορά τα υποκείμενα, όσο και τα


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 39

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

αιτήματά τους που παραμένουν ακόμη αρκετά επιμέρους, αν και περισσότερο από ποτέ γίνονται προσπάθειες διεύρυνσης των διεκδικήσεων πέρα από τα στενά συμφέροντα της κάθε ομάδας. Αναμφισβήτητα, η πολλαπλότητα των υποκειμένων που μιλούν ή δρουν για την κατοικία αντανακλά την πολυπλοκότητα του ζητήματος και την εξάρτηση από το ιστορικά διαμορφωμένο στεγαστικό σύστημα. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουν αντιφάσεις και διλήμματα που υπάρχουν ακόμη και μέσα στην ευρύτερη αριστερά και τις επεξεργασίες του ζητήματος του δικαιώματος στη στέγη από προοδευτική σκοπιά σε μια οικονομία όπου μέχρι πρόσφατα το αγαθό της κατοικίας ήταν ταυτόχρονα σημαντικός μηχανισμός οικονομικής ανάπτυξης, τομέας εξασφάλισης θέσεων εργασίας, αλλά και μέσο σχετικά οριζόντιας (αν και άνισης) αναδιανομής προσόδων και εισοδήματος. Απέναντι στη διαφοροποίηση και τον κατακερματισμό των αναδυόμενων αιτημάτων και δράσεων για το δικαίωμα στην κατοικία, ο Stuart Hodkinson αναφέρει την ανάγκη δημιουργίας ενός κοινού κινήματος κατοικίας, που θα ενώσει τους ιδιοκτήτες ακινήτων, με ή χωρίς δάνειο, τους ενοικιαστές, τους δικαιούχους κοινωνικής κατοικίας, τους καταληψίες, τους άστεγους και τους μετανάστες γύρω από μια πολιτική ατζέντα που θα διεκδικεί την παραγωγή και διαχείριση της κατοικίας έξω από το πλαίσιο των αγοραίων σχέσεων της ιδιωτικής περιουσίας, με τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η προσβάσιμη, ασφαλής, συλλογικά ελεγχόμενη κατοικία για όλους (Hodkinson 2012).

Κάποια συμπεράσματα και προοπτικές Το μοντέλο πρόσβασης στη στέγη, που στηρίχθηκε μέχρι πρόσφατα σε πολιτικές υπέρ της μικρής ιδιοκτησίας και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στην επέκταση της στεγαστικής πίστης, μοιάζει να καταρρέει ταχύτατα, καθώς αλλάζει ο ρόλος του κράτους και του χρηματοπιστωτικού τομέα στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ενώ τα μέτρα λιτότητας αναπαράγουν την ύφεση και επιβάλουν την ταχύτατη φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού αλλάζοντας καταναλωτικά πρότυπα και προσδοκίες. Άμεσες επιπτώσεις είναι η αδυναμία συντήρησης αξιοπρεπών συνθηκών στέγασης, ο αποκλεισμός όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού από το αγαθό της κατοικίας, ο εγκλωβισμός σε ένα διαρκές χρέος, που

αναγκάζει σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και οδηγεί ακόμη και στην απώλεια κατοικίας. Πρόκειται για μια νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται ταυτόχρονα με σημαντικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και με διαδικασίες περιορισμού της κρατικής μηχανής, οι οποίες διαλύουν και τα ελάχιστα εργαλεία κρατικής/δημόσιας παρέμβασης που υπήρχαν στον στεγαστικό τομέα (ΟΕΚ, επιδοτούμενος δανεισμός για δημόσιους υπαλλήλους και άλλες ομάδες, κρατικές τράπεζες, περιορισμός ειδικών προγραμμάτων). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, διαμορφώνονται οι βάσεις για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που αλλάζει στρατηγικά το προηγούμενο παράδειγμα παραγωγής και πρόσβασης στην κατοικία. Φαίνεται ότι στη συγκυρία της κρίσης αίρεται το απαράβατο μέχρι σήμερα μετεμφυλιακό/μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο της προώθησης και προστασίας της μικρο-ιδιοκτησίας και της μικρο-επιχειρηματικότητας. Η σταδιακή άρση της προστασίας προς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, η φορολογική πίεση στη μικρή ακίνητη περιουσία, η ποινικοποίηση των χρεών προς το δημόσιο και η θεσμική θωράκιση των διαδικασιών κατάσχεσης κινητής και ακίνητης περιουσίας, που δημιουργούν μια τεράστια κατηγορία εν δυνάμει αστέγων, είναι οι πρώτες ενδείξεις. Παράλληλα, δημιουργούνται οι όροι για την συγκεντροποίηση της ακίνητης περιουσία και την εισχώρηση μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων στην ελληνική αγορά κατοικίας, κυρίως μέσω της τιτλοποίησης των στεγαστικών δανείων, των κατασχέσεων και των επενδυτικών εργαλείων διαχείρισης χαρτοφυλακίων ακινήτων, αλλά και μέσω επενδυτικών πρακτικών συσσώρευσης ακίνητης περιουσίας (κυρίως από μικρότερους εγχώριους παίκτες). Στόχος είναι η εμπορευσιμότητα του στάσιμου και διάχυτου επενδεδυμένου κεφαλαίου των ελληνικών νοικοκυριών σε ακίνητα. Είναι πολύ νωρίς προκειμένου να εξάγουμε συμπεράσματα για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες των παραπάνω αλλαγών. Προς το παρόν, από τη μία λειτουργούν ως εργαλεία εκφοβισμού, πειθάρχησης και ελέγχου της κοινωνίας, στην προσπάθεια εξασφάλισης εσόδων για το δημόσιο χρέος, από την άλλη διαμορφώνουν αναμφισβήτητα ένα διαφορετικό καθεστώς γύρω από την ιδιοκτησία, τη σχέση των νοικοκυριών με την οικογενειακή περιουσία, τη διευρυμένη επένδυση σε γη και κατοικία, αλλά και τις καθιερωμένες αντιλήψεις και προσδοκίες για την πρόσβαση στη στέγη. Σε αυτό το πλαίσιο, η στεγαστική ανέχεια, επισφάλεια ή και απώλεια εξακολουθούν να βιώνονται σε μεγάλο βαθμό ατομικά (φορτισμένες με

39


004:Layout 1

40

10/24/13

10:26 AM

Page 40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

συναισθήματα άγχους, ντροπής ή φόβου) ενώ πολύ συχνά δεν υπάρχει πλέον ούτε η δυνατότητα στήριξης από το ευρύτερο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον. Παράλληλα, όμως, με το διαμορφούμενο «καθεστώς κρίσης», τις πολιτικές λιτότητας, την περικοπή των δικαιωμάτων και τη μόνιμη κατάσταση χρέους και εκφοβισμού, διαμορφώνονται και οι όροι για την από κοινού επεξεργασία νέων αντιλήψεων γύρω από το δικαίωμα στην κατοικία και την κατοίκηση. Οι παρόμοιες συνθήκες στεγαστικής επισφάλειας, στην οποία βρίσκονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, μπορούν να ανατρέψουν την απουσία κοινωνικού προβληματισμού και τη συναίνεση που επικρατούσε μέχρι πρότινος σε σχέση με το ζήτημα της κατοικίας. Νέα αιτήματα και πρακτικές μπορούν να αναδυθούν, που θα διαμορφώσουν διαφορετικούς όρους πρόσβασης σε συλλογική βάση. Όπως επισημαίνει και η Μάγκριτ Μάγερ (βλ. κείμενο στο παρόν αφιέρωμα), το στοίχημα είναι πώς θα έρθουν σε επαφή οι πολλαπλές και πολύ διαφορετικές εμπειρίες των υποκειμένων που πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών (και εξακολουθούν να εφαρμόζονται ως απάντηση στην κρίση), ώστε να συμπαραταχθούν και να συμμαχήσουν για την ανάπτυξη εναλλακτικών οικο-σοσιαλιστικών και αλληλέγγυων μοντέλων ρύθμισης της κοινής τους ζωής. Οι συναντήσεις, οι συζητήσεις και οι καθημερινές πρακτικές αντίστασης και αλληλεγγύης που αναπτύσσονται στις γειτονιές μάς δείχνουν το δρόμο.

Σημειώσεις 4. Κυρίαρχες διαδικασίες του ιδιότυπου συστήματος παραγωγής του χώρου των ελληνικών πόλεων υπήρξαν αρχικά η αυτοστέγαση (κυρίως μέσω της αυθαίρετης εκτός σχεδίου δόμησης) και αργότερα το σύστημα της αντιπαροχής. Βασικά χαρακτηριστικά της παραγωγής κατοικίας υπήρξαν η κατακερματισμένη ιδιοκτησία, η στενότητα κεφαλαίων, η έλλειψη κεντρικού ελέγχου και σχεδιασμού, τα νομοθετικά κενά και η διοικητική ανοχή. Το συγκεκριμένο σύστημα γης και οικοδομής από τη μία προκάλεσε μια σειρά από πολεοδομικά προβλήματα, όπως η άναρχη πυκνή δόμηση, η υπερεκμετάλλευση της αστικής γης, η έλλειψη πρασίνου, η υποβάθμιση του δημόσιου χώρου, η απαξίωση της λειτουργίας των θεσμικών εργαλείων σχεδιασμού κ.ά. (Μαντουβάλου και Μαυρίδου 1993, Δελλαδέτσιμας 2004), από την άλλη, όμως, επέτρεψε την πρόσβαση στην κατοικία σε ευρύτερα κομμάτια του πληθυσμού (μέχρι και πρόσφατα με την εγκατάσταση των μεταναστών) (Μαντουβάλου και Μαυρίδου 2007, Μπαλαμπανίδης 2011), χωρίς ιδιαίτερα οξυμένες χωροκοινωνικές αντιθέσεις (Μαλούτας 2008).

5. Στοιχεία για αυτή την περίοδο αντλούνται και από τον τύπο. Ενδεικτικά: Καθημερινή (4.1.2006, 11.1.2006, 29.3.2006 και 29.11.2006), Βήμα (17.4.2007). 6. Η συμμετοχή της δημόσιας οικοδομικής δραστηριότητας είναι κάτω από 4,5%-5%. 7. Το πρόγραμμα προβλέπει 48μηνη περίοδο με χαμηλή μηνιαία δόση στο 30% του εισοδήματος για νοικοκυριά με καθαρό οικογενειακό εισόδημα ίσο ή κάτω των 30.000 ευρώ, μηδενικές δόσεις επί έξι μήνες για ανέργους ή επιτόκιο 1,25% επί 48 μήνες για ακόμη χαμηλότερα εισοδήματα (Έθνος 2.06.2013). 8. Υπολογίζονται 150.000 εκχωρήσεις, σε σύνολο 1 εκατομμυρίου ιδιοκτητών με εισόδημα από ενοίκιο (RE+D Magazine 10.12.2012). 9. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν προχωρούν εν τω μεταξύ οι διαδικασίες κατάσχεσης. Ενδεικτικά, το πρώτο τρίμηνο του 2012, εκδόθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 25.000 διαταγές πληρωμής (TVXS.gr 31.03.2012). 10. Ο ΟΕΚ καταργήθηκε βάσει του N. 4046/2012 όπως προβλέφθηκε στο 2ο Μνημόνιο Συνεννόησης για «μικρούς φορείς ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες οι οποίες δεν αποτελούν προτεραιότητα (ΟΕΚ, ΟΕΕ)» (Ν. 4046/2012, ΦΕΚ 28/Α’/142-2012, Παράρτημα V_1, σ. 713). Μετέπειτα νομοθετικές ρυθμίσεις κατάργησαν τις εισφορές των εργοδοτών υπέρ ΟΕΚ αλλά όχι και των εργαζομένων και όρισαν ειδική επιτροπή για την εκκαθάριση του οργανισμού. Σε εκκρεμότητα βρίσκεται τόσο η ακίνητη περιουσία του (140 περίπου οικόπεδα προς αξιοποίηση), όσο και τα μεγάλα αποθεματικά του. Ταυτόχρονα, σε ασαφές πλαίσιο βρίσκονται πλέον περίπου 100.000 δανειολήπτες με εκκρεμή δάνεια, 200 διαμερίσματα έμειναν χωρίς δικαιούχους, ενώ δεν προχώρησαν 15 περίπου προγραμματισμένοι νέοι οικισμοί. 11. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Ινστιτούτου Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), οι τράπεζες προβαίνουν σε επανεκτιμήσεις της αξίας των ακινήτων και μηνύουν για απάτη τους καταναλωτές. Παράλληλα, εκδίδουν διαταγές πληρωμής και, σε περίπτωση που οι καταναλωτές δεν αντιδρούν, προχωρούν σε εγγραφές προσημείωσης και τις μετατρέπουν σε υποθήκες, οι οποίες έχουν προτεραιότητα στους πλειστηριασμούς (LEFT.gr 28.11.2012). 12. Για τις διαπραγματεύσεις τους με την πολιτεία, οι επενδυτές στον κλάδο των ακινήτων, μεταξύ τους και οι ΑΕΕΑΠ, εκπροσωπούνται πια και θεσμικά, μετά την πρόσφατη ίδρυση του Συνδέσμου Επενδυτών Ακινήτων. 13. Ενδεικτικά, ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής ανέρχεται σε 2‰ ετησίως επί του ενεργητικού τους, οι μεταβιβάσεις ακινήτων προς αυτές απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, ενώ καταβάλλεται φόρος μεταβίβασης μόνο κατά την πώληση ακινήτων από την πλευρά τους. 14. Για μια σχετική ανάλυση βλ. Ιωαννίδης 2013. 15. Μεταξύ 30.01.11 έως 30.09.2012 αυξήθηκαν κατά 175.000 οι διακοπές του ρεύματος (Αυγή 23.01.2013), ενώ έκκληση προς τη ΔΕΗ για ρύθμιση χρεών και αποκατάσταση της ηλεκτροδότησης στους ευάλωτους καταναλωτές και όσους αντιμετωπίζουν οικονομική αδυναμία απηύθυνε πρόσφατα ο Συνήγορος του Καταναλωτή (2013). 16. Στα τέλη του 2012 υπολογίζονταν περίπου 500.000 νοικοκυριά που δεν πλήρωσαν το χαράτσι μέσω της ΔΕΗ (Αυγή 19.08.2012). Βεβαίως, ο αριθμός των πολιτών που κινητοποιήθηκε ενεργά ενάντια στο χαράτσι είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό όσων δεν πλήρωσαν. Αν και το κίνημα φορολογικής ανυπακοής (fiscal disobedience) ασκεί συνολικά κριτική στην αύξηση της φορολογίας εν μέσω κρίσης, το


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 41

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ, ΕΛΕΝΑ ΠΑΤΑΤΟΥΚΑ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΙΑΤΙΤΣΑ

βασικό επιχείρημα ήταν η μετατροπή του λογαριασμού ρεύματος σε φοροεισπρακτικό μηχανισμό, κάτι που χαρακτηρίστηκε από πολλούς και ως αντισυνταγματικό. 17. Αρκετοί δήμοι κατέθεσαν ομαδικά εξώδικα ή ασφαλιστικά μέτρα κατά της ΔΕΗ με τη συμμετοχή πολιτών που πλήρωσαν μόνο το ποσό του λογαριασμού και όχι το φόρο (Αυγή 20.11.2012). 18. Μέχρι σήμερα το κίνημα φορολογικής/οικονομικής ανυπακοής δεν απέκτησε τη μαζικότητα εκείνη που θα ανάγκαζε την κυβέρνηση να αλλάξει ριζικά τη λογική της υπερφορολόγισης για την εξασφάλιση εσόδων και ταυτόχρονα θα παρείχε την αναγκαία πολιτική και ουσιαστική κάλυψη απέναντι στο ρίσκο που καλείται να αναλάβει το κάθε νοικοκυριό ατομικά. Δεν πήρε επομένως τις διαστάσεις μιας γενικευμένης λαϊκής στάσης πληρωμών (όπως καλούν κάποιες επιτροπές και οργανώσεις), σίγουρα όμως οι όποιες κινητοποιήσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να ληφθούν υπόψη κοινωνικά κριτήρια στις πιο πρόσφατες εκδοχές του φόρου. 19. Για παράδειγμα: «Ανοικτή εκδήλωση για τη Στέγη (κατασχέσεις-εξώσεις)», ΔΙΚΑΕΞ, 08.12.2012, «Μπροστά στη λαίλαπα των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών. Τι κάνουμε;», ΔΙΚΑΕΞ, 19.06.2013, «Αξιοπρεπής κατοικία για όλους», ΚΑΤΟΙΚΙΑ SOS, 15.11.2012. 20. Πορεία διαμαρτυρίας από τους εργαζόμενους του ΟΕΚ (16.02.2012, 28.02.2012), Δελτίο τύπου του Συλλόγου Εργαζομένων ΟΕΚ 02.07.2013 για την άμεση επανέναρξη των προγραμμάτων του ΟΕΚ (http://www.syoek.siteline.gr/images/pdf/deltiotypou1.pdf). 21. Ψήφισμα 2ης Πανελλαδικής συνδιάσκεψης δικαιούχων ΟΕΚ 04.11.2012 (proslipsis.gr) και πορεία της Πανελλαδικής συντονιστικής επιτροπής δικαιούχων ΟΕΚ (Ριζοσπάστης 29.11.2012). Τα αιτήματα των δικαιούχων σχετίζονται με τους όρους παραχώρησης των κατοικιών και ρύθμισης των δανείων που είναι σε εκκρεμότητα, με τη διεκδίκηση των αποθεματικών και των εσόδων υπέρ ΟΕΚ που εξακολουθούν να καταβάλλονται από τους εργαζόμενους αλλά και με την άμεση ανασυγκρότηση του ΟΕΚ με σκοπό την παροχή φθηνής λαϊκής στέγης στους εργαζόμενους. Το αίτημα αυτό υποστηρίζεται και από το συνδικάτο οικοδόμων (ΚΚΕ) που βλέπει στο πρόγραμμα κατασκευών του ΟΕΚ ένα εργαλείο για την τόνωση του κλάδου της οικοδομής. 22. Αν και η συζήτηση αυτή αφορά κυρίως έναν σχετικά στενό κύκλο συμμετεχόντων και συμπαθούντων, όπως έδειξε και η πρόσφατη εμπειρία στην Ισπανία με τη συμμαχία των καταληψιών με λαϊκές συνελεύσεις γειτονιάς μετά το κίνημα των πλατειών 15Μ το 2011, αποτελούν ένα σημαντικό υπόβαθρο τόσο σε επίπεδο πρακτικής και τεχνογνωσίας όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας διαφορετικών αντιλήψεων για την πρόσβαση στην κατοικία, αλλά και για την οργάνωση της καθημερινότητας και της συλλογικής ζωής.

Βιβλιογραφία Eurostat (2013), διαθέσιμο στο: <URL: ttp://epp.eurostat.ec. europa.eu/statistics_explained/index.php/Unemployment_stat istics#Youth_unemployment_trends>. FEANTSA (2005), «ETHOS. Typology on homelessness and housing exclusion», διαθέσιμο στο: <URL: http://www.feantsa. org/spip.php?article120&lang=en>. FEANTSA (2012), «Greece. FEANTSA Country Fiche», διαθέσιμο στο: <URL: http://www.feantsa.org/spip.php?article853& lang=en>.

Hodkinson, S. (2012) «The return of the housing question», ehpemera.org 12(4): 423-444, διαθέσιμο στο: <URL: http:// www.ephemerajournal.org/contribution/return-housingquestion>. Mayer, M. (2013), «Against and beyond the crisis: the role of urban social movements», κείμενο παρουσίασης στη δημόσια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του τριήμερου εργαστηρίου «Καθεστώτα κρίσης και αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης», 8 Φεβρουαρίου 2013, δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος. Βαταβάλη, Φ. (2009), Νέες γεωγραφίες στην ελληνοαλβανική μεθόριο και διαδικασίες παραγωγής κατοικίας, διδακτορική διατριβή, ΕΜΠ. Βαταβάλη, Φ. και Σιατίτσα Δ. (2011), «Η ‘κρίση’ της κατοικίας και η ανάγκη για μια νέα στεγαστική πολιτική», κείμενο εργασίας, διαθέσιμο στο: encounterathens.wordpress.com. Δελλαδέτσιμας, Π.Μ. (2004), «Η τρέχουσα δυναμική της ανάπτυξης της Αθήνας: Συμβατικό νέο πρότυπο και έργα υποδομής», Γεωγραφίες 7: 48-64. ΕΛΣΤΑΤ (2012), «Έρευνα οικοδομικής δραστηριότητας», Νοέμβριος 2012, διαθέσιμο στο: <URL: http://www.statistics.gr/portal/ page/portal/ESYE/BUCKET/A1302/PressReleases/A1302_S OP03_DT_MM_11_2012_01_P_GR.pdf >. ΕΛΣΤΑΤ (2013), διαθέσιμο στο: <URL: http://www.statistics.gr/ portal/page/portal/ESYE>. Εμμανουήλ, Δ. (2006), «Η κοινωνική πολιτική κατοικίας στην Ελλάδα: Οι διαστάσεις μιας απουσίας», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 120: 3-35. Εμμανουήλ, Δ. (2008), Πολεοδομικός χώρος, κατοικία και τιμές στην Αθήνα (1984 - 2004), Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Ιωαννίδης, Γ. (2013), «Ο ιδιότυπος διανεμητικός χαρακτήρας του ελληνικού φορολογικού συστήματος (1995-2008) και η αναγκαία μεταρρύθμιση που δεν έγινε ποτέ», Σύγχρονα Θέματα 120, περίοδος Β’: 61-68. ΙΟΚ (2002), «Εξελίξεις στη διάρθρωση του εγχώριου κατασκευαστικού κλάδου (Ν. 2940/2001) - συγκέντρωση αγοράς», Ενημερωτικό Δελτίο ΤΕΕ 2210. Κανδήλα, Θ. και Τριανταφυλλόπουλος, Ν. (2009), «Ψυχολογικοί Παράγοντες της Αγοράς Κατοικίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2004-2007», Σειρά Ερευνητικών Εργασιών 15(13): 237-258. Κανελλόπουλος, Κ. (επιμ.) (2011) «Συνθήκες αγοράς και ανταγωνισμός στην Ελληνική οικονομία», Σειρά εκθέσεων ΚΕΠΕ 67. Μαλούτας, Θ. (2003) «Προβλήματα κοινωνικά βιώσιμης ανάπτυξης στην Αθηνα: Οι μεταβολές της τελευταίας εικοσαετίας στην κοινωνική γεωγραφία της πόλης και η κρίση της κοινωνικής συνοχής», Εθνικό Κέντρο Ερευνών, κείμενα εργασίας 2003/4. Μαλούτας, Θ. (2008), «Κοινωνική κινητικότητα και στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα: Μορφές διαχωρισμού σε συνθήκες περιορισμένης στεγαστικής κινητικότητας», στο Κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα, Αθήνα: ΕΚΚΕ. Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ. (1993), «Αυθαίρετη δόμηση: Μονόδρομος σε αδιέξοδο», Δελτίο του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, τ.7, σ.78-108. Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ. (2007), «Δημιουργικές από-τακάτω κοινωνικές στρατηγικές για την υπέρβαση του απο-

41


004:Layout 1

42

10/24/13

10:26 AM

Page 42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

κλεισμού στο πεδίο της κατοικίας και της γειτονιάς στην Ελλάδα», αδημοσίευτο άρθρο για το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα KATARSIS. Μαντουβάλου, Μ. και Μπαλλά, Ε. (2004), «Μεταλλαγές στο σύστημα γης και οικοδομής και διακυβεύματα του σχεδιασμού στην Ελλάδα σήμερα», στο Η Ελληνική Πόλη προς τον 21ο αιώνα, Αθήνα: ΕΜΠ, σ. 316-330. ΜΚΟ Κλίμακα (2012), «Η έλλειψη στέγης στην Ελλάδα του 2012». διαθέσιμο στο: <URL: http://www.klimaka.org.gr/newsite/ downloads/Research%202012_Homelessness.pdf>. Μπαλαμπανίδης, Δ. (2011), «Συνθήκες στέγασης των μεταναστών στο Δήμο Αθηναίων», κείμενο εργασίας, διαθέσιμο στο: encounterathens.wordpress.com. Ν. 3869/2010, ΦΕΚ 130/Α’/3-8-2010, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις. Ν. 4021/2011, ΦΕΚ 218/Α’/3-10-2011, Άρθρο 53, «Έκτατο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών (Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε.)». Ν. 4046/2012, ΦΕΚ 28/Α’/14-2-2012, Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας. Ν. 4052/2012, ΦΕΚ 41/Α’/1-03-2012, Άρθρο 29, «Ορισμός Αστέγου» Ν.4055/2012, ΦΕΚ 51/Α’/12-3-2012, Άρθρο 15 «Ειδικές διαδικασίες-Συζήτηση», Άρθρο 19, «Αναγκαστική Εκτέλεση». Ν. 4161/2013, ΦΕΚ 143/Α’/14-6-2013, Πρόγραμμα διευκόλυνσης για ενήμερους δανειολήπτες, Τροποποιήσεις στο Ν.3869/2010 και άλλες διατάξεις. Παττούκα, Έ. (2010), «Μεταλλαγές στο σύστημα παραγωγής κατοικίας στην ελληνική πόλη: Real estate στο Μεταξουργείο της Αθήνας και στη Μενεμένη Θεσσαλονίκης», 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Πορτάλιου, Ε. (2006), «Η κατοικία στην Ελλάδα σήμερα και τα προβλήματά της», εφημερίδα Εποχή 18.06.2006, διαθέσιμο στο: <URL:http://epohi.gr/1862006_issues_portaliou.htm>. Συμιγιάννης, Γ. και Χονδρογιάννης, Γ. (2009), «Τιμές Κατοικιών: Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία», ημερίδα «Αγορά Ακινήτων: Πρόσφατες εξελίξεις και προοπτικές», Τράπεζα της Ελλάδος.

Συνήγορος του Καταναλωτή (2013), Δελτίο τύπου: Ρυθμίσεις ληξιπρόθεσμων οφειλών και διακοπές ηλεκτροδότησης από την εταιρεία ΔΕΗ Α.Ε., 16.07.2013, διαθέσιμο στο: <URL: http://www.synigoroskatanaloti.gr/docs/press/2013-0713.ΔΤ-ΔΕΗ-ΟΦΕΙΛΕΣ.pdf >. Ταρπάγκος, Α. (2004), «Η οργανική διαπλοκή αστικού κράτους και κατασκευαστικού κεφαλαίου», Θέσεις 89, Οκτώβριος-Δεκέμβριος. Χειμωνίτη-Τερροβίτη, Σ. (2005), Πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά κατοικίας, Σειρά Εκθέσεων ΚΕΠΕ.

Διαδίκτυο ENERGYPRESS.gr (5.12.2012), «Συνδικαλιστές ΔΕΗ: Να καταργηθεί τώρα το χαράτσι», διαθέσιμο στο: <URL: http://www.energypress.gr/news/deh/SPARTAKOS:-Nakatarghthei-twra-to-haratsi-ths-DEH>. LEFT.gr (28.11.2012), «ΚΑΤΟΙΚΙΑ SOS: Ένα νέο δυναμικό κίνημα γεννιέται σε όλη τη χώρα», διαθέσιμο στο: <URL: http://left.gr/news/katoikia-sos-ena-neo-dynamiko-kinimagennietai-se-oli-ti-hora>. RE+D Magazine (10.12.2012), «150.000 ανείσπρακτα ενοίκια έχουν εκχωρηθεί στο δημόσιο», διαθέσιμο στο: <URL: http://www.ered.gr/gr/articlesInside.php?art=25912>. RE+D Magazine (05.02.2013), «Δημιουργείται μια bad bank για όλα τα κόκκινα δάνεια», διαθέσιμο στο: <URL: http://www. ered.gr/gr/articlesInside.php?art=26359>. RE+D Magazine (17.05.2013), «Επώνυμα κεφάλαια στο κατώφλι της αγοράς ακινήτων», διαθέσιμο στο: <URL: http://www.ered. gr/gr/articlesInside.php?art=27272>. TVXS (31.03.2012), «Σε οριακό σημείο οι δανειολήπτες: Αύξηση 600% στις διαταγές πληρωμής», διαθέσιμο στο: <URL: http://tvxs.gr/news/ellada/se-oriako-simeio-oi-daneioliptesayksisi-600-stis-diatages-pliromis>. TVXS (13.04.2013), Σοβόλου, Ε. και Μίχου, Ν., «Άστεγοι: δεν έχουμε συνθήματα, έχουμε αιτήματα», διαθέσιμο στο: <URL:http://tvxs.gr/news/ελλάδα/άστεγοι-δεν-έχουμεσυνθήματα-έχουμε-αιτήματα>. proslipsis.gr (23.11.2012), «Το ψήφισμα της συνδιάσκεψης δικαιούχων παροχών ΟΕΚ», διαθέσιμο στο: <URL: http://www. proslipsis.gr/cmCat_treePrd.php?&cm_catid=69&cm_prdid= 17506>.


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 43

IRENE DI NOTO

HOUSING CRISIS IN ITALY Irene di Noto1 The neoliberal approaches and tools of real estate finance were introduced in Italy in the second half of the '90s, when, after a period of political instability that brought to the end of the “First Republic” and the beginning of the bipolarism of the “Second Republic”, banks facilitated access to credit, and the law 431 of December 1998 liberalized the rental housing market, both contributing to the increase of rents, prices and the consequent profitability of housing. Apart from the restructuring of large industrial enterprises, banks and insurance companies, these changes were supported by the introduction of Italy to the Euro and were structured by significant financial policy decisions (such as the sale and securitization processes of public assets) that have placed on the market large real estate players, liberated from regulations and constraints. On the demand side, these restructurings included the liberalization of the banking sector, the creation of pension funds and, above all, the birth of real estate investment funds. Financial tools, such as the securitization of loans, were also introduced and were purchased by pension funds, hedge funds, insurance companies, large corporations, local governments and states, social security funds and so on. What has happened is a real paradigm shift in the model of wealth production. As a consequence,2 in the last decade rents have increased by 130% for renewed contracts and 150% for new contracts, while the costs of real estate have soared by 50% to more than 100% in large cities. In Italy families on rent are 16.9% (compared to 18,0% in 2011), while among households living in owned dwellings (72,4%), 16,7% (3 million households) pay a mortgage. More than 60.000 families find it difficult to pay the rent, mostly due to the loss of jobs. Evictions for rent arrears have increased by 100% and concern the 87% of evictions issued, for a total of 240.000, over the past 5 years.3 The situation is equally dramatic when looking at mortgages. An outburst of foreclosures and real estate executions of about 22.8% took place in 2012, with more than 46.000 families (8.512 more

compared to 2011) forced to leave their homes because they can no longer pay the loan. This emergency situation involves people who are suffering from a progressive impoverishment, particularly young people under the age of 35 (21% of evicted households), migrants (26%), elderly people (38%), but also the middle class, in a context where the unemployment rate reached 12,2% (38,3% young people) and the percentage of temporary contracts among young people under 25 reached 52,9% at the end of 2012 (OECD 2013). The growing gap between the housing costs and wages affects 5 million households and nearly 15 million people. Since the beginning of the current economic crisis, access to credit has become increasingly difficult. Three out of ten banks give a mortgage only to those who have a pay check of at least 2.000 euro per month, while four out of ten families that live in a house with outstanding mortgage are worried about not being able to pay. Furthermore, due to recent increases in property taxes4 many have stopped paying the instalments. The “defaulted” owners grew by 36% in less than two years and the Italian Banking Association was forced to launch a “moratorium” allowing those in trouble to suspend their instalment up to 18 months for very serious reasons (i.e. very low income or loss of job) and still 91.000 people have joined. As regards the housing market, since the beginning of the crisis a lot of households resort to selling their homes, so there is an avalanche of apartments suddenly available in the market, including an 18% increase in auctions of foreclosed homes from banks. Although prices have collapsed, buyers have disappeared, with real estate market activity receding to similar levels as 28 years ago. The general lack of housing policies for the lower-middle classes and of affordable housing for rent, the value enhancement and divestment of public real estate properties, the disposal of social housing assets and the substantial “block” in the construction of low cost rental social housing are some of the most critical fac-

1 Αctivist, member of Blocci Precari Metropolitani, Rome, irene.dinoto@email.it.

43


004:Layout 1

44

10/24/13

10:26 AM

Page 44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

tors behind the housing problem in Italy and especially in large urban areas like Rome, Milan and Turin. In these cities, infrastructure projects and big events like TAV and Expo 2015 have also contributed to the increase of housing prices by attributing new centrality in targeted areas. In Italy there are 650.000 pending applications for public housing, with social housing representing about 6% of the housing market against a European average of 20%. In 2008 the Berlusconi government tried to launch a programme of “social housing” to be implemented through a combination of public and private capital with the aim of reviving the economy rather than dealing with the acute housing crisis. For this purpose, local governments are required to contribute more in terms of availability of areas, properties to redevelop, modification of building regulations (ie. to permit more volume) and also money in order to stimulate private investment (mainly Banking Foundations, Pension Funds and Insurance). From July 2010 to March 2012, the Fondo Investimenti per l'Abitare (FIA)5 obtained 2 billion and 28 million euro (of which 1 billion underwritten by Cassa, 140 million by the Ministry of Infrastructure and Transport and 888 million by banking and insurance groups and private pension funds). The FIA operates throughout the country “by investing in local initiatives to build homes at an affordable cost for households unable to afford the market” as mentioned on its website,6 and at the moment 18 real estate funds have subscribed. This type of social housing is expected to reduce costs by 30% but it is not clear in the midst of this crisis who will be the potential subjects that can afford this rent (regulated but in any case of about 800 euro per month). Struggles and alternatives The Italian network of housing organisations and local movements Abitare nella crisi was formed in 2009. Since then it is carrying out campaigns, demonstrations and actions for the reappropriation of public and private empty buildings, and against evictions, foreclosures and the disposal of public assets. Through conflict and confrontational actions, such as coordinated squatting of tens of unoccupied or abandoned buildings with the participation of thousands of people, movements have recently succeeded to enforce a public debate on the housing question. As a result local governments are now considering the necessity of a general block of evictions. At the

same time, metropolitan cities such as Rome and Milan request to be attributed with central government resources in order to develop a special plan for public housing for unemployed or low income people. Of course it is still an announcement and it is not clear if the central government will adopt any measures at all, nor how the powerful lobby of the brick will react. In any case, we need to challenge and refute the illusion that the only way out of the crisis is by cementing more and more, considering there are almost 700.000 apartments built and unsold in Italy, ready to be inhabited. To keep on the pressure Abitare nella crisi, together with movements defending territories against the aggression of big events and big infrastructure like No TAV, students, workers and migrants, has announced a national demonstration for the right to housing and basic income that will take place in Rome next October in order to declare that this model of development has failed and that the only “major projects” we need is basic income. Reclaiming these basic rights against precarity, putting pressure to governments at a local, regional, national and European level and coordinating actions against those who are responsible for the precarious conditions of millions of people, needs to become a struggle with a European perspective against the Troika's austerity, privatisation recipes and the destruction of the Welfare State.

Notes 2. Most data are drawn from the Ministry of Interior and reports of tenants associations. 3. In 2012 eviction notices issued increased by 5,18% and the arrears by 8,27% compared to 2011. 4. Taxes increased on average by 107% in a year, with peaks of more than 204% in Aosta and about 140% in Bologna, Rome, Genoa, Florence and Milan, after the introduction of IMU (Imposta Municipale Unitaria), a municipal tax on real estate, in 2012, which does not take into account the progressivity of taxation in relation to the citizen's ability to pay. 5. Fund for Investment in Housing is a closed-end real estate fund managed by Cassa Depositi e Prestiti - Capital SGR, a joint stock company under public control that is the largest banking group of insurance and private pension funds. 6. http://www.cdpisgr.it/caratteristiche_fondo/index.html.

References OECD (2013), “Employment Outlook 2013”, available at: <URL: h t t p : / / w w w. o e c d . o rg / e l s / e m p / C o u n t r y % 2 0 N o t e s ITALY.pdf>.


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 45

MARC MART

HOUSING BUBBLE, CRISIS AND SOCIAL STRUGGLE IN SPAIN Marc Mart1 The current crisis in Spain is clearly related with the production of housing and the urbanization of the country which occurred from 1998 to 2008 in an intensive way. Nevertheless, the origins of this model of growth, highly dependent on the construction and the tourism sector, can be found a long time before. The antecedents of the last Spanish economic boom can be divided into three periods: a period of Fordist crisis (1970-1986), a period of growth (1986 to 1992) and the first real estate property crisis (1992-1994).

ing money. The alternative, the rental housing market, was scarce and expensive. In 2001, 85% of Spaniards lived in an owned house, the highest rate in Europe. In this context, a period of intensive growth of the housing prices began. It was fuelled by: a) The boost of land prices as a consequence of the liberalization promoted by the new Land Law that established that all the empty land was susceptible of being urbanized.

The Spanish way of growth The integration of Spain in the European Economic Community in 1986 contributed decisively to the overcoming of the Spanish Fordist crisis. On one hand, the European Structural and Cohesion Funds permitted the expansion of infrastructures (like highways) and opened up vast quantities of land for development. On the other hand, it fuelled the closure of the less competitive manufacturers and changed the most competitive ones from national to international companies. Only the big companies of two economic sectors, which relied on the state, became stronger and remained in the hands of national elites: Banks and Building Companies. At the same time, new rules in the field of housing and land use were approved to liberalize the housing market (against renting) and the land market (Decreto Boyer 1985; Ley del Suelo 1998). The conversion of Spanish families to a “society of owners” (Rodriguez and Lopez, 2010), is the key process to understanding the subsequent bubble. It enabled Spanish families to make money through the housing market and gain access to private debt for personal consumption. Housing was a basic necessity to cover, but it was also a way of saving money, a way of investing money and a way of borrow-

Figure 4.1. Increase in housing prices (2000- 2013). Source: Ministry of Public Works.

b) The increase in potential demand for housing (new and previously owned from: i) The “baby boomer generation” who were in the age of emancipation from the parental home; ii) Immigrants attracted by the cheap housing market, and iii) wealthy Spaniards and foreigners looking for holiday homes. d) The public policies gave absolute priority to owning over renting. Firstly, giving important tax reductions for the people who bought a house. Secondly, almost all the new public housing was for sale and the old rental social housing was progressively sold to their renters. c) The facilities for financing mortgages by the banks. At the end of the 90s Spanish Banks obtained cheap money from European Central Bank and other European banks, predominantly from French and German banks. Regional Saving Banks concentrated the most part of their

1 Researcher at Institut de Govern i Polítiques Públiques at Universitat Autònoma de Barcelona, Marc.Marti@uab.cat

45


004:Layout 1

46

10/24/13

10:26 AM

Page 46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

investments in the real estate sector, not only lending the money to the promoters, builders and buyers but even becoming promoters themselves. But when these loans stopped coming (because of the housing overproduction, the housing crisis in the United States and the growing mistrust in the Spanish banking system), the bubble burst.

Housing policies in crisis The main social consequence of the crisis was the rise of unemployment; firstly in the construction sector, then to all economic sectors. Currently, the average rate of unemployment is 27,2% the highest rate of the UE and the percentage of households with all of its members unemployed is 11%. At the same time, the average salary has gone down and inequalities have grown. Without a regular income many people have started to have problems paying their mortgages. Quickly, people have discovered the severity of our “Mortgage Law” (the debt is not cancelled with the loss of the house) and the abusive clauses in mortgage contracts.2 Nevertheless, the percentage of mortgages with delay is still relatively low (although growing): 4% in the first trimester of 2013.3 Only family support and the dangers of the default can explain this.

Figure 4.3. Evolution of unemployment (2001 - 2013). Source: EPA

Housing Plan (2013-2013) tries to promote renting instead owning and a new Law of Rent (Law 4/2013, of 4th of June) has been approved giving more privileges to owners who rent their houses. At the same time, this law looks to increase international investment by improving the benefits of the Spanish REITS. Related to this, SAREB (a public-private company for the Management of Assets proceeding from Restructuring of the Banking System) was created. The main objective of SAREB is to clean “real-state toxic assets” from the banks in trouble and make a profit with them selling packages of assets in the international financial market over the next 15 years.

La PAH: from the Spanish bubble to the right to housing

Figure 4.2. Evolution of housing mortgages and evolution of interest rates (1994 - 2011). Source: INE. * In 2003 there is a change of methodology in the data series of houses with mortgages.

In the area of housing policies, the central government has been quite inactive until recent times in spite of the difficulties guaranteeing the right of housing.4 The construction of new social housing has now stopped due to cuts and the change of policy direction. There are problems finding owners for housing already built because of the reduction in prices in the free market and the difficulties obtaining and paying mortgages. The new

Fortunately, there have been more reactions to the current housing emergency situation. The social movement so called La PAH (Mortgages Affected people Platform) was born in 2009 in Barcelona. The antecedents of the movement were the mobilization of young people protesting against the difficulties of leaving their parent’s home (so called V de Vivienda movement) from 2005 to 2007. After the eruption of 15M movement PAH was reinforced, new groups were created5 and fresh activists joined up. Currently, the PAH movement has spread to more than 70 cities in the country and has successfully resisted over 725 evictions.6 Four ways of action are highlighted: a. In order to confront evictions, the first thing that PAH’s activists did was create and consolidate a space of trust, a meeting point where those in danger of eviction could experience the fact that (i) their problem was not


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 47

MARC MART

individual but collective and that the causes of their situation were structural, (ii) that they shouldn't feel guilty or ashamed, and (iii) that collective action can transform reality and make possible what seems impossible. PAH campaigners organize weekly meetings in their cities and advice and guidance are provided on issues, such as how to deal with a foreclosure. At the same time, networks of solidarity and support among mortgage holders have been created in order to negotiate together with the banks (for some people such negotiations are very stressful and difficult) and organize action. b. The first important campaign was the Stop Eviction campaign (still running): before an eviction occurs activists try to use institutional mechanisms to delay the eviction, for example by liaising with social services, the court and so on. A delay can also be achieved by putting pressure on the bank in question (for example organizing protests outside the bank, informing the public and customers about its abusive practices, putting up posters and stickers, temporarily occupying their offices, etc). Media pressure has been quite effective because banks are concerned about negative publicity. If none of these things are successful supporters resist the evictions by making a public call to turn up on the day to block the legal authority and police.

Retroactive dation in payment, which refers to a situation in which outstanding mortgage debt is cancelled upon handover of the property. Moratorium on evictions: no family evictions from a house because of economic reasons. Social renting: transform the homes in hands of financial institutions or the government (such us SAREB housing stock) into social housing. 1.4 million signatures were collected (only 500.000 were needed). After a harsh campaign to “seduce” all the members of the parliament to vote in favor, the government approved a new rule (Law 1/2013, of 14th of May) incorporating some ideas from the original demand but in a more restricted way: a moratorium of evictions for two years for specific “vulnerable” groups; a promotion of the dation in payment as a “good practice”7 by the banks, limits to the delay of interest, etc. Some months before the creation of a limited stock of renting social housing was announced. d. Last but not least, Obra Social campaign: it emerged from the immediate need of the PAH activists and others who find themselves homeless and faced with outstanding mortgage debt. After the partial failure of the People’s Legislative Initiative the occupation of empty houses held by the banks or the government to accommodate families has intensified. Once inside the building, activists start negotiations with the bank and the city council (which is called in as a mediator) to allow families to stay on the basis of a social rent. Currently 625 persons are living in a houses re-appropriated by the movement.

Conclusions

Figure 4.4. Figure 4. Evolution of foreclosure and evictions (2008 2012). Source: Colau and Alemany, 2012. Data from Consejo General del Poder Judicial. The authors used a “correction factor” to estimate the real evolution of eviction orders based on the latest data available. The data includes foreclosures and evictions. *The year 2012 only includes the first three trimesters.

c. In conjunction with other organizations, PAH promoted a People’s Legislative Initiative which allows for legislation to be proposed by popular petition. The proposal included the three main demands of the PAH with regards to the right of housing:

It is clear that the current crisis in Spain is a consequence of a model of growth based on urban development, the concept of housing as a good investment (not as a right) and the process of financialization of the economy on a European and international scale. The boom in available housing has not improved access to it. Young people still have difficulties to leaving the parental home and many house owners have got into a disproportionate amount of debt. The housing cost overburden rate8 went from 14.8% in 2004 to 25.5% in 2008 and then 44.4% in 2011. The availability of cheap credit made the dream of owning a house possible in a country where the right to hous-

47


004:Layout 1

48

10/24/13

10:26 AM

Page 48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

ing was synonymous with the right to own. Housing policies have reinforced this situation with the marginalization of the rental market until recent times. Currently, mortgages are a very heavy load for a growing number of people and a nightmare for those who have lost their home due to unemployment and low salaries. Despite the lack of action of public institutions, people affected by the mortgage crises have organized themselves for the purpose of solving individual situations, empowering families to face their banks, changing abusive regulation and improving housing policies by enlarging the housing stock for social renting. Many house owners have reduced their debt with banks and have found alternative places to live with the PAH support. Although some legal victories have been achieved by the movement, the interests of the banks still prevaile.9

Notes 2. In March 2013 the Luxembourg UE Court ruled that some sections of the Mortgage Spanish Law were not compatible with the European Law on consumer’s rights. That opened the door to the revision in courts of many mortgages with clauses considered abusive. 3. Data from Spanish Central Bank. 4. In the meantime, charity organizations such Caritas and local administrations have been dealing with a growing number of people without housing. 5. New nodes of La PAH were organized but also new local groups dealing with housing problems related with 15M were created

in some neighborhoods of Madrid and Barcelona. They were more or less coordinated with La PAH. 6. Data form the movement (www.afectadosporlahipoteca.com, accessed 15/07/2013). “Resisted” doesn’t meant stopped forever, it means, in the most cases, postponed. This extra-time is important for negotiate and pressure the bank to find a reasonable solution. 7. A similar rule was already approved in 2012 by the government (Real Decreto-ley 6/2012, 9th March) with very limited effects (see, for instance: http://politica.elpais.com/politica/2013/04/27/actualidad/1367089628_784294.html accessed: 15/07/2013). 8. Source: EUROSTAT, SILC. 9. SAREB will be the biggest real estate agency in the country but its housing stock, that was obtained through the bank restructuration programme, is about to be sold in the international financial markets instead of being used to cover the housing needs of the population.

References Alemany, Adria and Colau, Ada (2013), “2007-2012: Retrospectiva sobre desahucios y ejecucioens hipotecarias en España. Estadísticas oficiales e indicadores. Plataforma de Afectados por la hipoteca”, available at: < http://afectadosporlahipoteca. com/wp-content/uploads/2013/02/RETROSPECTIVAS O B R E - D E S A H U C I O S - Y- E J E C U C I O N E S H I P O T E C A R I A S - E N - E S PA % C 3 % 9 1 A COLAUALEMANY1.pdf > (last accesed 15/07/13) López, Isidro y Rodriguez, Emmanuel (2010), Fin de ciclo. Financiarización, Territorio y sociedad de propietarios en la onda larga del capitalismo hispano (1959-2010). Traficantes de Sueños: Madrid.


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 49

RITA SILVA

HOUSING CRISIS IN PORTUGAL Rita Silva1

Over the last few decades, Portugal has not developed a sustainable, coherent and constant housing policy. Despite its constitutional recognition, in practice housing is not regarded as a fundamental human right, but it is treated as a merchandise and a way of investment. During last twenty years, we have witnessed an explosive growth of the real estate speculation. Specifically, since the 90s, housing costs and household indebtedness increased parallel to the increase of the available credit, as it is depicted at the diagrams below.

Figure 5.1. Evolution of housing credit (Bingre do Amaral 2011)

Figure 5.2. Bank valuation of housing prices (€/m2) (Contributos para o plano estratégico de habitação 2008)

In 2010, almost 40% of households were indebted, while around 25% of them had mortgages on their primary residence. For all indebted households, the median value of the ratio of debt service and monthly cash income is 16%. The percentage of households with this ratio higher than 40%, generally considered in critical situation, is about 13%. This ratio is decreasing according to the level of income, being especially high for lower income indebted households, for which the value is clearly exceeding 40%. Availability of credit and overindebtedness contributed to an excessive increase of construction activity, as well as the progressive abandonment and degradation of historical city centres. Today, there are almost 735.000 empty houses in Portugal (35% more than ten years ago), according to the final results of the 2011 Census, released by the National Institute of Statistics (INE) (EXPRESSO 24.11.2012). This promoted the preoccupying loss of the vitality of cities and the rise of the real estate bubble. These processes lead to the unorganized suburban growth, which contributed in a decisive way to the deterioration of the quality of life, the reduction of access to infrastructure and services, and the restriction of mobility for many social groups. The persistent lack of an integrated policy that would defend the right to housing made it, as well as the rest of the urbanization processes, hostage of speculative interests related to the real estate and construction sectors. This lead to a rapid growth of the construction sector and the deliberate promotion of home-ownership through lending, at the detriment of rehabilitation and rented housing. Today 76% of Portuguese are homeowners (IHRU 2009), while a great percentage of them are indebted to banks (34% of owners have an outstanding mortgage loan [EUROSTAT 2013] and 68% of the total private Portuguese debt was a result of real estate loans to families and enterprises). Families have many difficulties in repaying the loans (often lasting 40 and 50

1 Αctivist, member of Habita – Collective for housing and city rights, Lisbon, email: daritasilva@gmail.com.

49


004:Layout 1

50

10/24/13

10:26 AM

Page 50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 30-51

years) and thus have limited potentials to build autonomous and independent life projects. Rental housing (18% of the total housing market [IHRU 2009]) is limited, expensive, selective and is not seen as an alternative to ownership, since it does not seem financially worthy and since ownership is related to upward social mobility and is considered as an indicator of family welfare and personal achievement. Most importantly, public housing represents only the 6% of the total housing stock (IHRU 2009: 48). As the current recession, strongly rooted in speculation processes, is exacerbated, the right to housing becomes even more susceptible. Due to increase of unemployment (17,7% according to INE) and substantial income decreases (about 35%) a growing number of households fail to comply with the contracts with the banks. According to data from the Bank of Portugal (BDP), defaulted housing loans registered a record high in April 2013, reaching 2286 million euro. Αs an answer to this situation, the government has chosen one option: to protect the banks, eternalizing the spiral of debt without ensuring any dignified alternative to people who lose their houses. Portuguese law foresees that the execution of mortgage and seizure does not imply the cancellation of the remaining debt. The new rental law (January 2013) – that was agreed with troika (IMF, ECB, EU) and provided in the memorandum – deregulated the entire market, facilitated evictions of people unable to pay the rent and enabled the cancelation of old contracts and the increase of rents, something which mostly affects pensioners. This change of the rental law is in line with the neoliberal perspective: the market regulates everything. However, the housing market is a false market because: those who have houses may retain them and impose high prices, while, for consumers, there is no alternative, so the market does not work. Otherwise, the existence of almost one million empty houses, would have already lead to a drop of prices. On the contrary, in the metropolitan area of Lisbon renting a flat in most cases costs more than the minimum wage (485 euro/month). On the other hand, the available social housing is totally insufficient to answer the growing housing needs. The number of applications for housing has increased in every city (in Porto by 35%, in Setúbal there have been 2.5 times more applications in August 2012 than in the entire 2011, and in Sintra 3500 families have already ap-

plied for the allocation of municipal housing (SICNOTICIAS 29.10.2012), however local administrations have no capacity to answer those needs. Finally, the systematic demolition of self-constructed houses continues in peripheral neighbourhoods affecting thousands of families without having secured the resettlement of all the people who live there, many of them for more than 10 to 20 years. Migrant and Roma communities, but also the poor and unemployed, are those who are mostly affected by demolitions and those who face more difficulties to have access to the free market and to pay their rents. In this context, there are some groups which are being organised and trying to create a mass movement for the defence of housing and city rights. Some crucial demands are: - To stop all eviction processes, that happen without a guarantee of dignified alternatives or sufficient means of livelihood. Each case should be carefully examined and granted with all necessary support in order to stay put in case of insolvency. - To attribute all necessary mechanisms and public investment in order to promote programmes supporting access to housing and urban rehabilitation. - To enforce the reinsertion of vacant houses in the market, effectively penalising the abandonment of buildings on speculative purposes. - To create a plan for the rehabilitation of housing stock, prioritising the availability of previously abandoned houses on affordable prices back in the market, over the construction of new houses. - To review the new rental law in order to safeguard the right of tenants to housing. - To give the local authorities and central State effective means to combat land speculation and urban corruption, by simplifying and making more transparent the legislation in the field of planning and urban design, as well as making the cities less dependent on granting urbanisation and construction permits in order to finance themselves (which in the medium and the long terms implies reviewing the law on local finances). - In cases of families that cannot afford to pay their mortgage loans due to unemployment or due to a considerable reduction of their available income, handing over the house should mean the end of any engagement with the bank. At the same time these families should be stim-


004:Layout 1

10/24/13

10:26 AM

Page 51

RITA SILVA

ulated to become tenants in the same houses, with a rent adequate to their income. - To promote the creation of a Basic Law on Housing able to regulate and materialize the principles implied in the constitutional right to housing. In conclusion, the field of housing is one of the spheres of public social policy which suffers from a profound disregard for human dignity. At the same time, individuals are blamed for not being able to access housing or bear its costs. The problem is, nevertheless, not individual but social and political.

References Bingre do Amaral, P. (2011), “Análise das relações da política dos Solos com o sistema económico”, available at: <URL:

http://novaleidosolo.dgotdu.pt/DocsRef/Documents/An%C3 %A1lise%20das%20rela%C3%A7%C3%B5es%20da%20po l%C3%ADtica%20de%20solos%20com%20o%20sistema%20econ%C3%B3mico.pdf>. Contributos para o plano estratégico de habitação (2008), “Diagnóstico e Proposta para uma Estratégia de Habitação 20082013”, available at: <URL: http://www.portaldahabitacao.pt /pt/portal/docs/Sumario_Executivo.pdf>. EXPRESSO (24.11.2012), “Há mais de 735 mil casas vazias em Portugal”, available at: <URL: http://expresso.sapo.pt/ha-maisde-735-mil-casas-vazias-em-portugal=f769205#ixzz2Z bHF0zsJ>. IHRU - Instituto da Habitação e da Reabilitação Urbana (2009), “Relatório Dinâmica do Mercado”, available at: <URL: http://www.portaldahabitacao.pt/opencms/export/sites/ohru /pt/ohru/documentacao/anexos/ohru/Dinamica_do_Mercado.pdf>. SICNOTICIAS (29.12.2012), “Pedidos de habitação social aumentam”, available at: <URL: http://sicnoticias.sapo.pt/economia/2012/10/29/pedidos-de-habitacao-social-aumentam>.

51


005:Layout 1

52

10/24/13

10:27 AM

Page 52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

ΤΟ ΤΟΠΙΚΟ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΩΝ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Πέννυ Κουτρολίκου1, Δήμητρα Σπανού2 Περίληψη Ο κυρίαρχος διάλογος για τη σημερινή κρίση στην Ευρώπη εστιάζει κυρίως στις εθνικές και διεθνείς οικονομικές διαστάσεις και στο ζήτημα του χρέους. Όμως, η εμπειρία της κρίσης γίνεται κυρίως αισθητή στο τοπικό επίπεδο, στην καθημερινή ζωή όσων πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες τόσο της κρίσης όσο και των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων λιτότητας. Η εστίαση στην κλίμακα του τοπικού δεν είναι κάτι καινούριο. Ειδικά σε σχέση με αστικά ζητήματα, το τοπικό έχει συχνά θεωρηθεί ως ένα προνομιακό πεδίο για κοινωνικές κινητοποίησεις. Όμως και οι περιορισμοί του τοπικού έχουν εξίσου συζητηθεί, και ειδικά περιορισμοί που αφορούν στη δυνατότητά των τοπικά-εστιασμένων δράσεων να επιφέρουν ευρύτερες αλλαγές. Tο άρθρο αυτό συζητάει τις δυνατότητες και τις προκλήσεις του τοπικού ως κοινωνικοπολιτική αρένα στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης στις πόλεις της νότιας Ευρώπης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ομοιότητες όσο και τις διαφορές τους.

The local as an arena for emerging mobilizations and solidarity in the context of the current crisis Penny Koutrolikou, Dimitra Spanou Abstract Dominant debates concerning the current crisis in Europe focused primarily on its national and international economic dimensions and on the issue of debt. Yet, the experience of the crisis is also strongly felt at the local level, on the everyday lives of all those who must cope with the effects of both crisis and implemented austerity measures. The focus on the local scale is not something novel; rather the local has often been considered as privileged terrain for socio-political mobilizations. Nevertheless, limitations of the local scale were also debated especially regarding its potential for broader transformations and its limitations. This paper discusses potentialities and challenges of the local as a socio-political arena in the context of the current crisis in Southern European cities, considering both their similarities and their differences regarding the current crisis.

1. Εισαγωγή Ο κυρίαρχος διάλογος για τη σημερινή κρίση στην Ευρώπη εστιάζει κυρίως στις εθνικές και διεθνείς οικονομικές διαστάσεις και στο ζήτημα του χρέους. Παρόλη την κυριαρχία της χρηματοοικονομικής αιτιολόγησης, ολοένα και περισσότερο έρχονται στη συζήτηση οι πολλαπλές διαπλεκόμενες διαστάσεις της κρίσης (πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική), καθώς και η συσχέτισή της με τα τοπικά και διεθνή πλαίσια στα οποία εκδηλώνεται. Πέρα από τις εθνικές αφηγήσεις που άρχισαν να εκφράζονται από την αρχή της ευρωπαϊκής κρίσης, πλέον οι αναλύσεις αναφέρονται εξίσου και στη συνεχώς αυξανόμενη αυταρχική διακυβέρνηση που επιβάλλεται μέσω εκφοβισμών, της ρητορικής περί «έκτακτης 1 Δρ. Πολεοδομίας, pennykk@gmail.com. 2 Αρχιτέκτων, Μεταπτυχιακό Πολεοδομία-Χωροταξία ΕΜΠ, dimitraspanou@hotmail.com.


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 53

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

ανάγκης» και εκβιασμών, με νεοαποικιοκρατικές μορφές αλλά και στην ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα όμως, και πέρα από την κυριαρχία των αριθμών και προϋπολογισμών, οι επιπτώσεις της κρίσης και των συσχετιζόμενων μέτρων είναι ριζωμένες και σε χωροκοινωνικές πραγματικότητες. Έτσι, η εμπειρία της κρίσης γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην καθημερινή ζωή όσων πρέπει να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες τόσο της κρίσης όσο και των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων λιτότητας. Οι πόλεις και οι γειτονιές μετατρέπονται σε πεδία δημιουργίας συλλογικοτήτων, αλληλεγγύης αλλά και αντίστασης ενάντια στις επιβαλλόμενες πολιτικές ή/και αναζήτησης διαφορετικών μορφών κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Όπως και η διακυβέρνηση της κρίσης λαμβάνει χώρα σε πολλαπλά επίπεδα (τοπικό, εθνικό, διεθνές), έτσι και οι αντιστάσεις στις επιβαλλόμενες πολιτικές εκφράζονται εξίσου σε πολλαπλά επίπεδα, που συχνά αλληλοδιαπλέκονται. Επειδή οι τόποι στους οποίους αφορά και εκδηλώνεται η κρίση υπάρχουν εντός ιστορικών, πολιτικών και κοινωνικών αφηγήσεων και δράσεων, υπάρχουσες συλλογικότητες και κινήματα ενσωματώνουν στις διεκδικήσεις τους τα ζητήματα που σχετίζονται με την κρίση, ενώ παράλληλα άλλες συλλογικότητες εμφανίζονται και διεκδικούν. Σε αυτό το πλαίσιο και σε ό,τι αφορά τις αναδυόμενες κοινωνικές κινητοποιήσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε δύο τάσεις. Πρώτον, την ανάδυση «τοπικών-παγκόσμιων» κινημάτων ενάντια στην κρίση (όπως τα Occupy και οι Πλατείες) που έχουν παγκόσμια απήχηση και συχνά φτάνουν μέχρι και το τοπικό επίπεδο. Δεύτερον, την παράλληλη ανάδυση και αύξηση δράσεων και δικτυώσεων αλληλεγγύης που λειτουργούν μόνο στο τοπικό επίπεδο της γειτονιάς και επιχειρούν να διαχειριστούν τόσο τις άμεσες ανάγκες όσων υποφέρουν από την κρίση όσο και να συσπειρώσουν ένα κρίσιμο αριθμό ανθρώπων για να εκφράσουν/απαιτήσουν αλλαγές. Η εστίαση στην κλίμακα του τοπικού δεν είναι κάτι καινούριο. Αντίθετα, ειδικά σε σχέση με αστικά ζητήματα, το τοπικό έχει συχνά θεωρηθεί ως ένα προνομιακό πεδίο για κοινωνικοοικονομική κινητοποίηση. Την ίδια στιγμή όμως, οι περιορισμοί του τοπικού έχουν εξίσου συζητηθεί, και ειδικά περιορισμοί που αφορούν στη δυνατότητά των τοπικών/τοπικά-εστιασμένων δράσεων να επιφέρουν ευρύτερες αλλαγές.

Αυτά τα ζητήματα αναδείχτηκαν στο εργαστήρι URBANRISE (Crisis regimes and emerging social movements in cities in Southern Europe), που διοργανώθηκε στις αρχές Φλεβάρη στην Αθήνα με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών για τις επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσης και των πρωτοβουλιών που αναπτύσσονται από τα κάτω για να ανταπεξέλθουν ή/και να εναντιωθούν σε αυτή, στις πόλεις της Ελλάδας, Ιταλίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας. Αντλώντας από τα παραδείγματα που συζητήθηκαν κατά τη διαδικασία του εργαστηρίου, το άρθρο αυτό συζητάει τις δυνατότητες αλλά και τις προκλήσεις του τοπικού ως κοινωνικο-πολιτική αρένα στα πλαίσια της σημερινής κρίσης. Λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές αλλά και τις ομοιότητες στις εκφάνσεις της κρίσης, στις πόλεις της νότιας Ευρώπης, τα διαφορετικά τοπικά πλαίσια και πρωτοβουλίες που διαμορφώνουν το πεδίο της πολιτικής καθώς και τις συγκεκριμένες απαντήσεις στους περιορισμούς που το ίδιο το τοπικό επίπεδο έχει, στοχεύουμε να διερευνήσουμε τον προκλητικό ρόλο του τοπικού πεδίου και των δράσεων στη σημερινή συγκυρία. Μέσα από τις εμπειρίες που συζητήθηκαν, δίνεται η δυνατότητα να σκιαγραφηθούν οι επιπτώσεις τις κρίσης στην καθημερινότητα και να ψηλαφιστούν οι τρόποι με τους οποίους διαφορετικές συλλογικότητες προσπαθούν να απαντήσουν στα ζητήματα που προκύπτουν. Αν και τα παραδείγματα που παρατίθενται δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση το σύνολο των διαδικασιών που διεξάγονται σε τοπικό επίπεδο ούτε και φιλοδοξούν να το εκπροσωπήσουν, μπορούν να λειτουργήσουν ως αφετηρίες για να προσεγγιστεί αυτός ο αστερισμός κινημάτων, δράσεων και πρωτοβουλιών που ξεπηδάει στις γειτονιές και τις πόλεις της Νότιας Ευρώπης. Ο λόγος τους, τόσο μέσα από τις παρουσιάσεις κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου όσο και μέσα από τα υλικά τους (ιστοσελίδες), χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να προσεγγιστούν κοινά σημεία και διαφορές της δράσης σε τοπικό επίπεδο, που εξαρτώνται από τα εκάστοτε χωρικά πλαίσια καθώς και τα υποκείμενα που συσπειρώνονται και κινητοποιούνται, τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους. 2. Δικαίωμα στην πόλη και δικαίωμα διαμέσου της πόλης: διεκδικήσεις στην αυγή της κρίσης «Η πόλη είναι ένας χώρος που γεννάει κινητοποιήσεις, και γι’ αυτό αποτελεί και την πρώτη γραμμή όπου οι θεσμοί (κράτη, εξουσίες κ.λπ.) δημιουργούν συνεχώς νέες

53


005:Layout 1

54

10/24/13

10:27 AM

Page 54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

μεθόδους διακυβέρνησης για να προστατεύσουν και να παράξουν κοινωνικοπολιτική ευταξία» Bollens Η χρηματοοικονομική οπτική της σημερινής κρίσης έχει κυριαρχήσει τόσο στις αναλύσεις για τις αιτίες της κρίσης αυτής όσο και για τις επιπτώσεις της, ενώ η συζήτηση εστιάζεται κυρίως στο εθνικό επίπεδο και περιστρέφεται γύρω από τις επιπτώσεις της κρίσης στις εθνικές οικονομίες, τις διεθνείς αγορές και τα μέτρα και τις πολιτικές που οφείλουν να υιοθετηθούν για το ξεπέρασμά της. Κατά συνέπεια, άλλες διαστάσεις της κρίσης, όπως η πολιτική, η κοινωνική και η πολιτισμική, λαμβάνουν πολύ μικρότερη προσοχή, ενώ παράλληλα οι χωρικές συγκεντρώσεις των επιπτώσεών της έρχονται στο προσκήνιο κυρίως μέσω δραματικών εικόνων που δεν συνοδεύονται από ουσιαστικές πολιτικές λύσεις. Σε αυτή τη συγκυρία, οι πόλεις αποτελούν κρίσιμους τόπους στους οποίους οι επιπτώσεις της κρίσης και των συναφών πολιτικών γίνονται ιδιαίτερα αισθητές αλλά και όπου οι αντιδράσεις και αντιστάσεις βρίσκουν «χώρο» έκφρασης. Αντίθετα, μέσω μιας προσέγγισης «από τα κάτω» που εστιάζει σε πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις αναδεικνύονται διαφορετικές αιχμές, ανάγκες και επιθυμίες, αυτές των διαφορετικών ομάδων που είτε αντιστέκονται είτε προσπαθούν να επιβιώσουν στο μεταβαλλόμενο τοπίο. Σε αυτό το επίπεδο η κρίση γίνεται αντιληπτή ως μία συνέχιση εφαρμογής του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, με μεγαλύτερη ένταση και επιθετικότητα. Ή, στο επίπεδο της πόλης, μιας ακόμη πιο άγριας επιβολής της νεοφιλελεύθερης αστικοποίησης (Peck κ.ά. 2009: 2013) και ενός ακόμη πιο «άγριου ξεκαθαρίσματος ανάμεσα σε κερδισμένους και χαμένους» (Sassen 2010). Ήδη από τη δεκαετία του 1980, οι επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών γίνονται εμφανείς σε διάφορες περιοχές του πλανήτη. Κινήματα και πρωτοβουλίες συγκροτούνται ως άμυνες για την υπεράσπιση κεκτημένων δικαιωμάτων και προνομίων απέναντι στις πολιτικές που στοχεύουν αφενός στην ελαστικοποίηση της εργασίας και τη μείωση του κράτους πρόνοιας και αφετέρου στην προώθηση της επιχειρηματικής λειτουργίας και της ιδιωτικοποίησης χώρων και υπηρεσιών των πόλεων και την ανάδειξη του διεθνούς ανταγωνισμού μεταξύ τους για την προσέλκυση κεφαλαίων (Brenner και Theodore 2002, Peck και Tickell 2002). Μέχρι την αυγή του νέου αιώνα, πολλές από αυτές τις νεοφιλελεύθερες

πολιτικές εξακολουθούν να υλοποιούνται, αν και με γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και ιδιαιτερότητες, σε μια συνεχή πορεία νεοφιλελευθεροποίησης. Παράλληλα, συγκροτούνται και υπερ-τοπικά κινήματα τα οποία φέρνουν στο προσκήνιο το θέμα του χρέους (κρατών) και τη σχέση του με τις προωθούμενες πολιτικές διεθνών οργανισμών (πχ του ΔΝΤ). Οι κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα σε ένα περιβάλλον έντασης των ανισοτήτων και των αποκλεισμών και εμπέδωσης της νεοφιλελεύθερης ατζέντας (Brenner κ.ά. 2009, Mayer 2000, Mayer 2009). Παίρνουν μορφή αντίστασης στο εφαρμοζόμενο οικονομικό σύστημα και τις πολιτικές χρέους και εξάρτησης, στα εφαρμοζόμενα μοντέλα εργασίας και κοινωνικής ασφάλισης που δημιουργούν επισφάλεια και αβεβαιότητα, διεκδίκησης δικαιωμάτων για ομάδες που βιώνουν τους αποκλεισμούς (όπως μετανάστες/μετανάστριες) και ενάντια στις επιπτώσεις της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Η πόλη γίνεται ουσιαστικό πεδίο αγώνων ενάντια στα κυρίαρχα πρότυπα οικονομικής μεγέθυνσης που πλέον γίνονται εμφανή στον αστικό χώρο, στην ανισομερή ανάπτυξη/ανάπλαση γειτονιών ή πόλεων, στον επιχειρηματικό τους χαρακτήρα, στην εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου, στην αύξηση της επιτήρησης καθώς και στην ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών, συχνά υπερασπίζοντας «τοπικότητες» της γειτονιάς ή της πόλης όπου οι επιπτώσεις των πολιτικών γίνονται απτές. Οι κοινές μορφές των νεοφιλελεύθερων πολιτικών συνενώνουν κινήματα από διαφορετικά σημεία του πλανήτη απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, που εκλαμβάνεται ως συμπύκνωση των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα την ίδια περίοδο. Έτσι, από τη δεκαετία 1980 και μετά, και ιδιαίτερα με την εμφάνιση του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση κατά τη δεκαετία 1990, άρχισε μια συζήτηση για αυτό που ονομάστηκε «Νέα κοινωνικά κινήματα» και για τα διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά τους σε σχέση με παλαιότερες μορφές κινητοποιήσεων (Pickvance 2003, Koehler και Wissen 2003, Buechler 1995, Escobar 2000). Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν: – Τη συσπείρωση πολλών και διαφορετικών συλλογικοτήτων και κινημάτων υπό μία γενική διεκδίκηση χωρίς όμως να χάνονται και οι διαφορετικές διεκδικήσεις. – Τη δράση και δικτύωση σε πολλαπλές κλίμακες – από το τοπικό, στο κρατικό στο διεθνές– και μεταφορά πρακτικών δράσεων αλλά και γνώσης.


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 55

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

– Τον αυξημένο ρόλο τη τεχνολογίας. – Πιο οριζόντιες και συμμετοχικές οργανωτικές δομές και δομές λήψης αποφάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα έχουν γίνει και πιο πρόσφατες αναλύσεις σε σχέση με το κίνημα Occupy, για τους Anonymous αλλά και για το κίνημα των Πλατειών. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που σχετίζεται και με την προηγούμενη συζήτηση αποτελεί το θέμα της πολλαπλότητας της κλίμακας δράσης τους, της δικτύωσής τους και συμμαχίας τους με άλλες κινητοποιήσεις (σε άλλες χώρες, πόλεις ή με κινητοποιήσεις που έχουν διαφορετικές διεκδικήσεις) καθώς και η –σχετικά– οριζόντια δομή λήψης αποφάσεων. Αυτά τα χαρακτηριστικά (των κοινωνικών κινημάτων) είναι εμφανή και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις στη Νότια Ευρώπη οι οποίες έχουν αναδυθεί με αφορμή την κρίση και τις πολιτικές που έχουν διαμορφωθεί με αυτήν ως πρόσχημα. Τα τελευταία χρόνια η Νότια Ευρώπη (αλλά όχι μόνο) έχει αποτελέσει τόπο ανάδειξης ενός μεγάλου αριθμού κινητοποιήσεων και κινημάτων η δράση των οποίων λαμβάνει χώρα τόσο σε τοπικό αλλά και σε υπερτοπικό επίπεδο, ενίοτε και σε διεθνές. Κάποια από τα κινήματα αυτά αποτελούν αντίδραση στην κρίση και στις πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί με το πρόσχημα της κρίσης ή/και έκφραση διεκδίκησης για δημοκρατικότερη διακυβέρνηση ή ακόμη και για αλλαγή συστήματος. Από την άλλη, κάποια άλλα κινήματα έχουν αναφορά σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις, συνήθως τοπικά προσδιορισμένες, οι οποίες υπήρχαν και προ κρίσης αλλά επιδεινώνονται υπό την κρίση. Επειδή όμως τα όρια δεν είναι πάντα αυστηρά, συχνά τα διαφορετικά κινήματα συνυπάρχουν ή ενίοτε και συνεργάζονται σε ευρύτερες διεκδικήσεις. Αυτός ο αυξημένος αριθμός κινητοποιήσεων, συχνά έχει οδηγήσει σε «κυβερνητικούς τριγμούς» και καθώς σε κάποιες «νίκες» ενάντια στις εφαρμοζόμενες πολιτικές (όπως για παράδειγμα η κινητοποίηση PAH στην Ισπανία), αλλά και σε απογοητεύσεις λόγω της προσωρινότητας των επιτυχιών αλλά και λόγω της συχνά περιορισμένης δυνατότητας επίτευξης ουσιαστικής αλλαγής σε ευρύτερο επίπεδο. Επίσης, τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την εμπειρία είναι πολλά. Για παράδειγμα, πώς μπορούν να κινητοποιηθούν περισσότεροι άνθρωποι, ποιοι είναι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι δράσης, πώς μπορεί να ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση ή πώς μπορούν να εγκαθιδρυθούν συμμαχίες ανάμεσα στις διαφορετικές συλλο-

γικότητες και άτομα. Επιπλέον, ένα ερώτημα που παραμένει αφορά το ποια είναι η καλύτερη κλίμακα δράσης και για ποιες διεκδικήσεις (σε σχέση με την έκβαση των διεκδικήσεων). Πολλές από αυτές τις διεκδικήσεις θα λέγαμε ότι αντανακλούν το αίτημα για «Δικαίωμα στην πόλη» (Lefebvre 1996) ως δικαίωμα συμμετοχής και οικειοποίησης, ως κάλεσμα για μετασχηματισμό του τρόπου ζωής ή ακόμη και ολόκληρης της κοινωνίας και όχι ως μια σειρά θεσμικών αλλαγών (Marcuze 2009, Harvey 2008). Ταυτόχρονα το Δικαίωμα στην πόλη αποτελεί και έκφραση διεκδικήσεων χώρων και γειτονιών της πόλης από την νεοφιλελεύθερη αστικοποίηση, τον εξευγενισμό ή την εγκατάλειψη και απόδοσή τους στους χρήστες (αξία χρήσης). Από τη άλλη όμως, πολλές από τις διεκδικήσεις και τα αιτήματα δεν έχουν την πόλη ως διακύβευμα, αλλά αποτελούν διεκδικήσεις που εκφράζονται διαμέσου της πόλης (Nicholls κ.ά. 2012, Nicholls και Vermeulen 2012, Arampatzi και Nicholls 2012). Έτσι, ο αστικός χώρος, εκτός από πεδίο έκφρασης των διεκδικήσεων αποτελεί και ένα πεδίο δυνατοτήτων για την διαπραγμάτευση της εξουσίας και για την ανάπτυξη δικτυώσεων και δεσμών μεταξύ διαφορετικών υποκειμένων, ζητημάτων, περιοχών και κλιμάκων. Ειδικότερα στη σημερινή συγκυρία, τόσο το δικαίωμα στην πόλη όσο και το δικαίωμα διαμέσου της πόλης ενσωματώνουν και αιτήματα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με την κρίση – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Επίσης όμως θέτουν και ερωτήματα σχετικά με τα διακυβεύματα των κινητοποιήσεων αυτών, με τις συνεργασίες ή μη μεταξύ διαφορετικών συλλογικοτήτων υπό το «επείγον» της κρίσης, αλλά και σχετικά με τον τόπο δράσης τους. Με άλλα λόγια, επαναφέρουν ερωτήματα περί κλίμακας δράσης, στόχων και αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο τοπικό, το υπερ-τοπικό, το κρατικό και το διεθνές. 3. Τοπικό, εθνικό, παγκόσμιο: ερωτήματα κλίμακας και πολιτικών Η συζήτηση για τις χωρικές κλίμακες και τις μεταξύ τους σχέσεις έχει μεγάλη ιστορία στο πεδίο της γεωγραφίας, και αφορά πολλαπλά θέματα όπως αυτό της ταυτότητας και του «ανήκειν», των ορίων και ροών, των κοινωνικών σχέσεων, της διακυβέρνησης κ.ά. (Appadurai 1995, Tommaney 2013). Μέσα σε αυτή τη συζήτηση, το επί-

55


005:Layout 1

56

10/24/13

10:27 AM

Page 56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

πεδο του τοπικού έχει αποτελέσει κεντρικό σημείο αναφοράς για πολλαπλά ζητήματα και από διαφορετικές οπτικές. Ειδικότερα σε σχέση με την κοινωνικοπολιτική δράση και τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει, το επίπεδο του τοπικού (γειτονιάς ή/και πόλης) έχει αποτελέσει κεντρικό θέμα ανάλυσης. Ιδιαίτερα επηρεασμένη από τη θεωρία αλλά και την πρακτική οικειοποίηση του «δικαιώματος στην πόλη» (Lefebvre 1996), τις τελευταίες δεκαετίες το τοπικό έχει αναδειχθεί σε βασικό χώρο αλλά ταυτόχρονα και σε υποκείμενο διεκδικήσεων από πολλαπλά και διαφορετικά κοινωνικά κινήματα και συλλογικότητες. Από κινητοποιήσεις ενάντια στον εξευγενισμό περιοχών (Deutsche 1996, Smith 1996, Pell 2012), πρωτοβουλίες διεκδίκησης δημόσιων χώρων και επανάχρησης κτιρίων (Mitchell 2003), μέχρι αγώνες ενάντια σε ιδιωτικοποιήσεις και αναπλάσεις (Lopez de Sousa 2006, Cresswell 1996), το τοπικό έχει αποτελέσει κεντρικό επίδικο αγώνων αλλά πεδίο τοπικής οργάνωσης (υπό το πρίσμα του διαμέσου της πόλης). Αυτές οι κινητοποιήσεις, οι οποίες έχουν ως βασικό σημείο αναφοράς το αστικό πεδίο, την πόλη, έχουν να επιδείξουν αρκετές «επιτυχίες» καθώς και αρκετές «αποτυχίες» σε σχέση με τα επίδικά τους καθώς και αποτελέσματα που κρίνονται τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα Παρόλα αυτά, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο το τοπικό επίπεδο μπορεί να αποτελέσει από μόνο του ικανό αλλά και αποτελεσματικό πλαίσιο διεκδικήσεων. Με άλλα λόγια, αν η κλίμακα του τοπικού είναι από μόνη της αρκετή για την έκφραση αλλά και επιτυχή έκβαση κοινωνικοπολιτικών διεκδικήσεων – ειδικότερα στη σημερινή συγκυρία μιας πολύπλευρης κρίσης. Όπως ήδη αναφέρθηκε, συχνά το τοπικό αποτελεί ένα πεδίο συνεύρεσης, υποστήριξης και διαμόρφωσης κοινωνικών σχέσεων, συλλογικοτήτων και πιθανά διεκδικήσεων. Ως τόπος οικειότητας, δύναται να παρέχει περισσότερες δυνατότητες οργάνωσης και συσπείρωσης ανάμεσα στους κατοίκους μέσω των καθημερινών τους εμπειριών και σχέσεων (Diani 2005, Escobar 2001, Harvey 2009). Έτσι, οι τοπικές ταυτότητες μπορούν να λειτουργήσουν ως «χωρικά πλαίσια» (Martin 2003) για συλλογική δράση μέσω των κοινών εμπειριών και συμφερόντων. Υπό αυτό το πρίσμα, το τοπικό επίπεδο μπορεί να λειτουργήσει ως πρώτο ή ενδιάμεσο βήμα μέσω του οποίου οι συμμετέχοντες δύναται να συνδεθούν και με ευρύτερους αγώνες και διεκδικήσεις (Diani 2005)

Επίσης, η ολοένα αυξανόμενη αποξένωση των πολιτών από την κεντρική διακυβέρνηση και τη λήψη αποφάσεων (Newman 2005), σε συνάρτηση με την έλλειψη εμπιστοσύνης σε κυβερνώντες και σε θεσμούς –φαινόμενα τα οποία έχουν ενταθεί ιδιαίτερα στις «υπό κρίση» περιοχές– ενισχύουν τη στροφή προς το τοπικό και την θεώρησή του ως προνομιακό πεδίο συλλογικότητας, κοινωνικοπολιτικής δράσης και οργάνωσης διαφορετικών/εναλλακτικών θεσμών. Πιθανά, η απόσταση από το προσκήνιο της κεντρικής εξουσίας και κατά συνέπεια και από τους κεντρικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, να αποτελεί ακόμη έναν παράγοντα ενίσχυσης της εστίασης στο τοπικό. Από την άλλη, συχνά οι «εντοπισμένες» διεκδικήσεις εκφράζονται από συλλογικότητες διαμορφωμένες αποκλειστικά στη βάση τοπικών προβλημάτων και διεκδικήσεων, και χωρίς συναίνεση ή συζήτηση για ευρύτερα κοινωνικοπολιτικά θέματα και απόψεις. Έτσι, το ίδιο το τοπικό δύναται να παραμένει αυτοαναφορικό ή με ελάχιστη διασύνδεση με ευρύτερες κοινωνικές διεκδικήσεις – ιδιαίτερα σε κρατικό επίπεδο (Featherstone 2005). Όπως αναφέρει ο Purcell (2002, 2008), συζητώντας για την «παγίδα της τοπικότητας» (the local trap) στη διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη, υπάρχει μια τάση θεώρησης του τοπικού ως κάτι εξ ορισμού «θετικού» και της αποκέντρωσης ως απαραίτητου συστατικού για την εμβάθυνση της δημοκρατίας. Όπως συχνά έχει αναδειχθεί, τόσο η αποκέντρωση όσο και η εστίαση στο τοπικό επίπεδο δεν αποτελούν προνόμιο προοδευτικών προσεγγίσεων, αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί εξίσου και από συντηρητικά, νεοφιλελεύθερα ή ακόμη και ακροδεξιά οράματα και πολιτικές (Brenner και Theodore 2002, Fyfe 2005, MacKinnon κ.ά. 2010) εκφράζοντας – σε ιδιαίτερες καταστάσεις– ένα εκδικητικό (revanchist) «δικαίωμα στην πόλη» αποκλειστικά για κάποιες κοινωνικές ομάδες (Vradis 2012). Όπως λοιπόν ισχυρίζεται ο Purcell (2006): «…καθώς ανακαλύπτουμε, διηγούμαστε και δημιουργούμε νέες ιδέες για τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη στις πόλεις, είναι σημαντικό να αποφύγουμε (...) την παγίδα της τοπικότητας, κατά την οποία η τοπική κλίμακα θεωρείται ουσιαστικά πιο δημοκρατική, δίκαια ή βιώσιμη από μεγαλύτερες κλίμακες». Και συνεχίζει προτείνοντας ότι «η αποφυγή της τοπικής παγίδας σημαίνει ότι πρέπει να πάμε πέρα από ένα δικαίωμα στην πόλη και να σκεφτούμε περισσότερο με όρους ενός δικαιώματος κατοίκησης [οικειοποίησης] του χώρου».


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 57

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

Όπως αναφέρουν οι Uitermark, Nicholls και Loopmans (2013) μια άλλη προβληματική διάσταση της εστίασης στο τοπικό επίπεδο είναι ότι «εφόσον υιοθετηθεί το πλαίσιο του δικαιώματος στην πόλη, οι διεκδικήσεις για τοπική δημοκρατία και δικαιώματα έρχονται στο προσκήνιο, ενώ οι διεκδικήσεις που αφορούν σε ένα ευρύτερο επίπεδο υποχωρούν». Ανάλογες απόψεις εκφράζουν ο Castells (1983) και ο Harvey (2001), οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι κινητοποιήσεις στην πόλη έχουν δυσκολίες διασύνδεσης με ευρύτερα κοινωνικά κινήματα και κινδυνεύουν να μείνουν απομονωμένες στις ιδιαίτερες (ή ακόμη και αποσπασματικές) διεκδικήσεις τους (Uitermark κ.ά. 2013). Από την άλλη, ο χώρος μπορεί να θεωρηθεί ως ένα ρευστό παράγωγο σχέσεων και ροών που εμπεριέχει και διαμορφώνεται από διαφορετικά συμφέρονται και δρώντα υποκείμενα (Massey 2005) και από ευρύτερα δίκτυα και συνδέσεις (Allen και Cochrane 2010). Υπό αυτή την οπτική, το τοπικό επίπεδο είναι αλληλένδετο με τις υπόλοιπες γεωγραφικές κλίμακες, δίκτυα, υποκείμενα και αιτήματα. Όπως παρατηρεί ο Swyngedouw (2004: 18) περιγράφοντας τις διαδικασίες «glocalization» «οι χώροι διακίνησης του κεφαλαίου έχουν μεταφερθεί σε μεγαλύτερες γεωγραφικές κλίμακες, ενώ η θεσμοθέτηση (regulating) του nexus παραγωγής/κατανάλωσης έχει μεταφερθεί σε μικρότερες – μετατρέποντας κατά αυτό τον τρόπο τις ισορροπίες ισχύος σε πιο πολωμένες ή αποκλειστικές. Διαφοροποιούμενοι από τις προειδοποιήσεις σχετικά με τους περιορισμούς του τοπικού, αρκετοί ερευνητές έχουν μελετήσει και αναδείξει τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες σε ό,τι αφορά κοινωνικά κινήματα και δράσεις, καθώς και τη σημασία της τοπικά «ριζωμένης» δράσης για τη δικτύωση και τη συνεργασία πρωτοβουλιών στο επίπεδο της πόλης, του κράτους ή διεθνώς (Uitermark, Nicholls και Loopmans 2013, Armstrong 2005, Arampatzi και Nicholls 2013). Όπως αναφέρουν και οι Arampatzi και Nicholls (2013: 3) «οι αστικοί αγώνες σίγουρα αφορούν συγκεκριμένα ζητήματα που σχετίζονται με την πόλη, αλλά συχνά συνομιλούν και επηρεάζουν και άλλα ζητήματα που υπερβαίνουν το επίπεδο της πόλης. Προτείνουν η πόλη να θεωρηθεί περισσότερο ως χώρος που διευκολύνει σχεσιακές διαδικασίες παρά αυτοσκοπός/επίδικο συγκεκριμένων αγώνων. Και όπως ισχυρίζεται ο Swyngedouw (1997: 140), «η ουσία δεν είναι εάν το τοπικό ή το παγκόσμιο έχει θεω-

ρητική και εμπειρική προτεραιότητα στη διαμόρφωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής, αλλά το πώς το τοπικό, το παγκόσμιο και άλλες σχετικές γεωγραφικές κλίμακες είναι το αποτέλεσμα, το παράγωγο διαδικασιών χωρικοκοινωνικής αλλαγής». Αυτές οι θεωρητικές αναζητήσεις και συζητήσεις είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για την κατανόηση των σχέσεων και επιρροών ανάμεσα σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες, για τις ευκαιρίες που παρουσιάζουν καθώς και τους περιορισμούς που εμπεριέχει καθεμία από αυτές. Για το συγκεκριμένο άρθρο, είναι ιδιαίτερα σημαντική η ανάλυση αυτών των περιορισμών και δυνατοτήτων των διαφορετικών χωρο-κοινωνικών κλιμάκων (και ιδιαίτερα του τοπικού) υπό το πρίσμα της κοινωνικοπολιτικής δράσης. Για τον λόγο αυτό, και συμπληρωματικά με τις προηγούμενες συζητήσεις περί κλίμακας, είναι εξίσου χρήσιμο να ενταχθούν και παρατηρήσεις που προέρχονται από την έρευνα των «νέων κοινωνικών κινημάτων» καθώς και της εξουσίας. Το ζήτημα της επιλογής της κατάλληλης κλίμακας δράσης το θέτουν τόσο ο David Harvey όσο και ο Boaventura De Sousa Santos (2013). Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια του εργαστηρίου URBANRISE, ο Harvey ανέφερε ότι η αστική τάξη έχει υπάρξει έξυπνη καθότι λαμβάνει αποφάσεις στην κλίμακα στην οποία έχει μεγαλύτερη εξουσία στη λήψη αποφάσεων (για παράδειγμα αυτή τη στιγμή στο τοπικό επίπεδο στις ΗΠΑ) και για αυτό τα ερωτήματα σχετικά με το χώρο και την κλίμακα είναι ιδιαίτερα κρίσιμα, καθώς είναι απαραίτητο να σκεφτόμαστε και να δρούμε στις διαφορετικές κλίμακες στις οποίες λαμβάνονται οι αποφάσεις ή να επιλέγει κανείς την κλίμακα στην οποία θέλει να κερδίσει/να κυριαρχήσει. Παρόμοια, ο Sousa Santos ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι δεν επιλέγουν την κλίμακα στην οποία διαδραματίζεται ο αγώνας και συχνά επιλέγουν ως πεδίο δράσης το τοπικό. Και όπως ανέφερε, κι αυτό είναι σημαντικό αλλά ο «εχθρός» είναι μεγαλύτερος οπότε χρειάζεται να αρχίζουμε να σκεφτόμαστε σε πεδία δράσης μεγαλύτερα από το τοπικό. Σε αυτή τη λογική, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η κατανόηση των μηχανισμών μέσω των οποίων ασκείται η εξουσία και διαμορφώνονται τα πλαίσια λήψης αποφάσεων μέσω εμφανούς, αόρατης ή κρυμμένης άσκησης εξουσίας (Lukes 2005, Veneklasen και Miller 2007) τα οποία δύναται να εντάσσουν ή να αποκλείουν θέματα από τη συζήτηση ή ακόμη και από τη διατύπωση αιτημάτων και διεκδικήσεων. Επίσης σημαντικές είναι και

57


005:Layout 1

58

10/24/13

10:27 AM

Page 58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

τακτικές όπως η ενσωμάτωση (Mayer 2009), η διαστρέβλωση αλλά και ο αποκλεισμός ζητημάτων ή/και συλλογικοτήτων και δράσεων από τις εκάστοτε εξουσίες. Το πώς οι διάφορες συλλογικότητες σχετίζονται με τις τοπικές ή υπερτοπικές δομές άσκησης εξουσίας και τι αυτό σημαίνει τόσο για τις διεκδικήσεις τους όσο και για τις ίδιες τις συλλογικότητες, είναι κάτι που θα αναλυθεί περισσότερο μέσω της εμπειρίας του εργαστηρίου URBANRISE. 4. Αναδυόμενες κινητοποιήσεις στη Νότια Ευρώπη και ο ρόλος του τοπικού στις δράσεις τους: παρατηρήσεις από το εργαστήριο URBANRISE Ένα από τα σημαντικά θέματα που απασχόλησαν το εργαστήριο URBANRISE ήταν το επίπεδο του τοπικού, μέσα από τη θεματική «Το τοπικό ως αναφορά για νέες κινητοποιήσεις, δίκτυα αλληλεγγύης και δράσεις» κατά τη διάρκεια της οποίας εννέα πρωτοβουλίες από διαφορετικές πόλεις τις Νότιας Ευρώπης παρουσίασαν τις δράσεις, τους προβληματισμούς και τα αιτήματά τους. Από την Αθήνα παρουσιάστηκαν οι εμπειρίες της Επιτροπής Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων και της Επιτροπής Κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος. Από τη Βαρκελώνη συμμετείχε η πρωτοβουλία Plataforma Recuperem Can Batlló (Πλατφόρμα για την ανάκτηση του Can Batllo) και από τη Μαδρίτη η Análisis 15-M (Ανάλυση του 15-Μ). Από τη Λισαβόνα η οργάνωση Associação para a Valorização Ambiental da Alta de Lisboa AVAAL (Σύλλογος για την περιβαλλοντική αναβάθμιση των γειτονιών της Άνω Λισαβόνας), η Plataforma Gueto και η πρωτοβουλία Movimento Sem Emprego (Κίνημα των Ανέργων). Από το Μιλάνο η οργάνωση temporiuso.net και τέλος, από το Παλέρμο η πρωτοβουλία I Cantieri che vogliamo (ο κήπος που θέλουμε). Αντλώντας από αυτά τα παραδείγματα δίνεται η δυνατότητα να διατυπωθούν ορισμένα ερωτήματα για τον ρόλο του τοπικού στις κινητοποιήσεις και να αναδειχθούν οι πολλαπλές σημασίες που αποκτά στην καθημερινή (και όχι μόνο) δράση στην πόλη. (α) To έλλειμμα δημοκρατίας στο περιεχόμενο των προωθούμενων πολιτικών Το ξέσπασμα της κρίσης έφερε στην επιφάνεια τις αρνητικές επιπτώσεις της διαδικασίας παραγωγής αποκλεισμών που συνέβαινε σε όλη τη διάρκεια νεοφιλελευθεροποίησης. Σε αυτό το περιβάλλον η οικονομική

κρίση παίρνει τη μορφή πολιτικής κρίσης και κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η κυρίαρχη ρητορική που υιοθετείται μέσα στην κρίση για να πείσει για την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας κάνει αναφορά σε «δυνάμεις» και «κερδοσκόπους», σε μια αφηρημένη παγκόσμια κλίμακα. Το σύνθημα «είμαστε το 99%», που κυριάρχησε στα κινήματα occupy, εκφράζει ευσύνοπτα την κραυγή των δυσαρεστημένων απέναντι στις κυρίαρχες ελίτ. Στη Νότια Ευρώπη οι διεκδικήσεις εκφράστηκαν με το σύνθημα «Δεν θα πληρώσουμε την κρίση σας», που πήρε τη μορφή αντίστασης εν μέσω κρίσης απέναντι στα μέτρα λιτότητας που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις σε κάθε χώρα αλλά και στους υπερεθνικούς οργανισμούς που τα προωθούν, όπως την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση που κορυφώθηκαν στα κινήματα των πλατειών, αλλά και σε άλλες μαζικές κινητοποιήσεις, πηγάζουν από το διαρκές αίσθημα αποκλεισμού που βιώνουν μεγάλες μερίδες πληθυσμού και αντανακλούν τη διάρρηξη της κοινωνικού συμβολαίου. Οι προωθούμενες πολιτικές ευνοούν όλο και λιγότερους, ενώ οι ανάγκες και οι επιθυμίες ολοένα μεγαλύτερων και περισσότερων ομάδων δεν λαμβάνονται υπόψη. «Η ανεργία είναι μέρος του οικονομικού συστήματος και η αύξησή της είναι μέρος των κυβερνητικών προσπαθειών για αύξηση της παραγωγικότητας. Οπότε είναι προβλεπόμενη με τα μέτρα που εφαρμόζονται. Όμως δεν ήταν μόνο προβλεπόμενη από οικονομική σκοπιά, είχε κιόλας προβλεφτεί στα μνημόνια. Αυτό όμως δεν το λένε στις ειδήσεις. Εκεί λένε "συγγνώμη, θα προσπαθήσουμε καλύτερα"» Movimento Sem Emprego (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Η οργή και η αγανάκτηση στρέφονται ενάντια στις κεντρικές και τοπικές κυβερνήσεις που επί σειρά ετών εφάρμοσαν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και σε εκείνες που εξακολουθούν σήμερα να εφαρμόζουν τα μέτρα λιτότητας. Παράλληλα, αυξάνεται η δυσπιστία απέναντι στα συνδικάτα και στην αριστερά λόγω της αδυναμίας ή ανεπάρκειας να υπερασπιστούν επαρκώς τα κεκτημένα και να προωθήσουν εναλλακτικές. Η δυσαρέσκεια στρέφεται όχι μόνο στο πολιτικό προσωπικό που υπηρέτησε –και υπηρετεί– στις διάφορες θέσεις εξουσίας, αλλά και στις ίδιες τις δομές ως τέτοιες και παίρνει τη μορφή κρίσης του συστήματος αντιπροσώπευσης συνολικά.


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 59

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

«Η ανεργία ανεβαίνει δραστικά στην Πορτογαλία και την ίδια στιγμή τα συνδικάτα που ιστορικά έχουν εκπροσωπήσει την εργασία ως πολιτική δύναμη δεν εκπροσωπούν τους ανέργους επαρκώς. Ο λόγος είναι ότι δεν έχουν μισθό. Επιβιώνουν, ας πούμε για το μεγαλύτερο συνδικάτο της Πορτογαλίας, από μια εισφορά 1% για κάθε μισθό. Έτσι, παρά τον ισχυρισμό ότι τα συνδικάτα είναι το φανταστικό και ηρωικό κίνημα για την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, το γεγονός είναι ότι η ενσωμάτωσή τους στους θεσμούς και η εξάρτησή τους από τους μισθούς σημαίνει ότι υπάρχει ένα τεράστιο κενό στην εκπροσώπηση». Movimento Sem Emprego (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

φταίνε οι εκάστοτε λαοί, που είναι τεμπέληδες και αρνούνται τις αλλαγές, για αυτό και πρέπει να πληρώσουν.

Στις πλατείες και στις τοπικές συνελεύσεις λειτουργούν πειράματα άμεσης δημοκρατίας, στη βάση της αυτοοργάνωσης και της προσωπικής συμμετοχής, που προβάλλονται ως εναλλακτικές μορφές διακυβέρνησης. Τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών κάποιες φορές παραμένουν στο τοπικό επίπεδο γειτονιάς (όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Αθήνας) ή εντάσσονται και μεταβάλλουν παρεμφερείς θεσμούς διακυβέρνησης (όπως π.χ. στη Βαρκελώνη), κάτι που φαίνεται να σχετίζεται με τις δομές και παραδόσεις που υπάρχουν στα συγκεκριμένα πλαίσια.

«Τώρα αυτό που συμβαίνει είναι ότι ένα κομμάτι της πορτογαλικής κοινωνίας κατηγορεί τους μετανάστες, ειδικά τους αφρικανούς μετανάστες, για την κρίση». Plataforma Gueto (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

(β) Ενάντια στον αυταρχισμό και στην καταπάτηση δικαιωμάτων Οι κυβερνήσεις και οι εκάστοτε αρχές υιοθετούν μια ρητορική που κάνει λόγο για «κράτος σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» για να επιβάλλουν πολιτικές που παρουσιάζονται ως η μόνη λύση. Τα μέτρα υιοθετούνται με τον χαρακτήρα «κατεπείγοντως», παραβλέποντας ή και παραβιάζοντας συχνά τα κεκτημένα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, ενώ δικαιώματα και ελευθερίες που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν δεδομένα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Στον κυρίαρχο λόγο στοχοποιούνται κοινωνικές ομάδες ως υπαίτιοι για την κρίση, είτε επειδή μπορούν να «κατασκευαστούν» ως Άλλο (π.χ. μετανάστες και ιδιαίτερα χωρίς χαρτιά) ή επειδή αντιστέκονται στις μεταρρυθμίσεις (οι οποίοι και παρουσιάζονται ως υπέρμαχοι ενός παλιού και διεφθαρμένου συστήματος που τους βολεύει ή ως προνομιούχοι που δεν θέλουν να χάσουν την ιδιαίτερη μεταχείρισή τους). Άλλωστε, μία από τις παρουσιαζόμενες αιτίες της κρίσης που κυριάρχησε στα διεθνή και κρατικά ΜΜΕ ήταν ότι για την κρίση

«Σε κείμενά τους οι οργανισμοί [ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα] μιλούν για τη δομική ανεργία. Και τι εννοούν; Η «δομική» ανεργία οφείλεται στην ανεπαρκή σχέση μεταξύ των προσόντων των ανθρώπων και των προσόντων που χρειάζονται στην αγορά. Είναι ένα παράδειγμα για το πώς επιχειρούν να ρίξουν τις ευθύνες στους ανθρώπους αντί για το σύστημα. Μας λένε ότι είμαστε τεμπέληδες, ότι μας αρέσει να ζούμε με επιδόματα και στα σπίτια των γονιών μας. Δεν είναι αλήθεια». Movimento Sem Emprego (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Παράλληλα, αυξάνεται η άμεση καταστολή απέναντι σε όσους διαμαρτύρονται, ειδικά σε μαζικές κινητοποιήσεις. Οι στοχοποιούμενες κοινωνικές ομάδες γίνονται αποδέκτες βίαιων αστυνομικών πρακτικών, ενώ στο πλαίσιο της αυξημένης καταστολής, πολιτικοί ή αυτοοργανωμένοι χώροι (όπως κοινωνικά στέκια, καταλήψεις ή αστικοί κήποι) αλλά ακόμη και ολόκληρες γειτονιές χαρακτηρίζονται ως «χώροι ανομίας» και «παραβατικότητας». Για παράδειγμα, στη Λισαβόνα, σε κάποιες από τις γειτονιές όπου διαμένουν μετανάστες και πορτογάλοι αφρικανικής καταγωγής, οι αστυνομικές επεμβάσεις που περιλαμβάνουν εξακριβώσεις και συλλήψεις είναι ένα συχνό φαινόμενο (ήδη πριν την εκδήλωση της κρίσης) και αναδεικνύεται από την Plataforma Gueto, στο πλαίσιο της αντιρατσιστικής της δράσης. «Σήμερα είναι Παρασκευή. Ορίστε τι θα γίνει εκεί που μένω: στις 9-10 η ώρα αστυνομικοί θα έρθουν και θα σου πούνε να πας σπίτι. Αν δεν πας σπίτι ξέρεις τι θα γίνει...». Plataforma Gueto (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Παρόμοια, η Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων έχει πολύ συχνά αναλάβει δράσεις για τη μείωση της παρουσίας αστυνομικών δυνάμεων, την εκτεταμένη χρήση χημικών κ.λπ., καθώς και τον χαρακτηρισμό της γειτονιάς ως «άβατο για την αστυνομία».

59


005:Layout 1

60

10/24/13

10:27 AM

Page 60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

«Τα Εξάρχεια με κάθε ευκαιρία χρησιμοποιούνται ως πεδίο για την άσκηση της κρατικής τρομοκρατίας. Διμοιρίες ΜΑΤ επιβάλλουν τον αυταρχισμό, κλείνοντας δρόμους, πετώντας χημικά σε μια κατά μεγάλο μέρος περιοχή κατοικίας, κυνηγώντας μετανάστες, διώκοντας παράνομους μικροπωλητές αντί για τους ισχυρούς ανθρώπους πίσω τους και εντέλει διώκοντας αδικαιολόγητα και παρενοχλώντας κατοίκους και επισκέπτες της γειτονιάς». Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Στο Παλέρμο, κάτοικοι κατέλαβαν ένα παλιό εργοστάσιο, που αποτελεί πλέον περιουσία του δήμου, το οποίο προοριζόταν να λειτουργήσει ως κινηματογράφος και χώρος για καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Ο Δήμος αμέσως μετά την κατασκευή και τον εξοπλισμό της κινηματογραφικής αίθουσας κράτησε κλειστούς τους χώρους, στερώντας τον χώρο από τους πολίτες και δημιουργώντας χρέη. Το 2011 αποφάσισε την παραχώρησή του σε ιδιώτες και τη λειτουργία του με επιχειρηματικά κριτήρια.

(γ) Το τοπικό ως κλίμακα δράσης και ως πεδίο διεκδίκησης Η συλλογική δράση σε τοπικό επίπεδο αναπτύσσεται με αφορμή συγκεκριμένους σχεδιασμούς ή πολιτικές είτε του τοπικού είτε του κεντρικού κράτους, με επιπτώσεις άμεσα αντιληπτές στην κλίμακα της γειτονιάς. Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων χώρων και αγαθών, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της νεοφιλελεύθερης αστικοποίησης στις γειτονιές των χαμηλότερων στρωμάτων, τα σχέδια αναπλάσεων που συχνά οδηγούν σε εκτοπισμούς και αυξήσεις τιμών, πολιτικές που περιορίζουν ή στερούν το δικαίωμα στην κατοικία αποτελούν μερικές από τις πιο βασικές νεοφιλελεύθερες στρατηγικές που εφαρμόζονται στις πόλεις με συνέπειες άμεσα αισθητές στις ζωές των κατοίκων. Παράλληλα, η ύπαρξη άδειων ή εγκαταλειμμένων χώρων συχνά αποτελεί έναυσμα για κινητοποιήσεις διεκδίκησής τους (ως χώρους αλλά και ως χρήσεις) ενάντια στην απαξίωση ή την μελλοντική εκμετάλλευση. Παρόλο που ανάλογες κινητοποιήσεις στις πόλεις ήταν συχνές και πριν την κρίση, η μεγέθυνση των αναγκών μαζί με την ταυτόχρονη μείωση των πόρων τις ανάγει σε κεντρικό επίδικο γύρω από το οποίο εκφράζεται και μια σειρά άλλων διεκδικήσεων και επιθυμιών. Στο παράδειγμα της πρωτοβουλίας Plataforma Recuperem Can Batlló (Βαρκελώνη), η γειτονιά συσπειρώνεται γύρω από ένα παλιό εργοστάσιο υφαντουργίας που ήταν στο στόχαστρο αστικών αναπλάσεων του Δήμου με έμφαση στην προσέλκυση τουριστών. Σε αντίθεση με τα προτεινόμενα σχέδια, η πρωτοβουλία προτείνει και δημιουργεί:

«Περισσότερες από 70 ενώσεις, καλλιτέχνες, ερευνητές/τριες, επαγγελματίες και απλοί πολίτες που ενδιαφέρονταν για τον χώρο άρχισαν να τον φροντίζουν και να συζητούν τι θα κάνουν». I Cantieri che vogliamo (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

«Το 2009 η περιοχή με το παλιό εργοστάσιο εγκαταλείφθηκε τελείως. Αυτό έδωσε ώθηση στη δημιουργία σε μια καμπάνια με σύνθημα "θέλουμε το Can Batlló για την κοινότητα"». Plataforma Recuperem Can Batlló (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Αυτές οι πρωτοβουλίες συμπλέκονται σε τοπικό επίπεδο με τις επιπτώσεις των πολιτικών διάλυσης του κοινωνικού κράτους και των δομών πρόνοιας, τις αναδιαρθρώσεις στην εργασία και άλλες ευρύτερες πολιτικές. «Το να είσαι άνεργος/η είναι ντροπή κοινωνικά, σημαίνει φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό». Movimento Sem Emprego (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Οι πρωτοβουλίες που συγκροτούνται στοχεύουν στη συσπείρωση των κατοίκων γύρω από τις κοινές εμπειρίες διαβίωσης στις γειτονιές. Στο περιβάλλον της κρίσης, αυτές οι εμπειρίες διαφοροποιούνται σε σχέση με το παρελθόν, με αποτέλεσμα ακόμα και παλαιότερες πρωτοβουλίες να αποκτούν νέες διεκδικήσεις και προτεραιότητες. Για ορισμένες ομάδες που βιώνουν αποκλεισμούς, είναι περιθωριοποιημένες και δεν έχουν πρόσβαση στον δημόσιο λόγο, οι δικτυώσεις που δημιουργούνται ή διευκολύνονται μέσω του τοπικού αποδεικνύονται καθοριστικής σημασίας ακόμα και για την επιβίωσή τους μέσα στην κρίση. Ολοένα περισσότερη έμφαση δίνεται στην αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια που έχει σκοπό να διευκολύνει την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες όσων δεν μπορούν πια να ανταπεξέλθουν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων λειτουργεί τράπεζα χρόνου, ενώ είτε οργανώνει είτε προωθεί χαριστικά παζάρια και το εμπόριο χωρίς μεσάζοντες στους ελεύθερους δημόσιους χώρους. Παρόμοια, στην Ακαδημία Πλάτωνος η Επιτροπή Κατοίκων λειτουργεί στέκι και καφενείο στη βάση της


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 61

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

κοινωνικής αλληλεγγύης, που προωθούν το αλληλέγγυο εμπόριο και άλλες δραστηριότητες αλληλεγγύης. «Κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, με την οικονομική κρίση, τα μεσαία στρώματα δέχτηκαν ένα ισχυρό χτύπημα και τα χαμηλότερα οδηγούνται στην απόλυτη φτώχεια. Η κατάσταση αντανακλάται πλήρως στη γειτονιά και κάνει αναγκαία τη δημιουργία αντιστάσεων και δικτύων αλληλεγγύης». Επιτροπή Κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Σε κάποιες περιπτώσεις το τοπικό επίπεδο δίνει τη δυνατότητα πειραματισμού πάνω σε ευρύτερες ιδέες και αντιλήψεις για τη διαχείριση του χώρου. Για την οργάνωση AVVAL είναι η κλίμακα στην οποία οι ίδιοι οι πολίτες μπορούν να ξεκινήσουν να εφαρμόζουν τις ιδέες της κοινωνικής οικολογίας και να σπάσουν τη διάκριση μεταξύ πόλης και υπαίθρου. «Χρησιμοποιούμε αγροτικές δραστηριότητες για τη δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ένταξης, δραστηριοτήτων ενσωμάτωσης, συμμετοχής στην κοινότητα και τοπική οικονομική ανάπτυξη». AVAAL (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Στο Μιλάνο, η πρωτοβουλία temporiuso.net επιχειρεί να εφαρμόσει έναν διαφορετικό τρόπο διαχείρισης του αστικού χώρου, επικεντρώνοντας στο κτηριακό απόθεμα που απαξιώνεται και στις ανάγκες που μπορεί να φιλοξενήσει άμεσα. «Οι κενοί χώροι μπορούν να γίνουν κατανοητοί ως αστικές δεξαμενές για τη δοκιμασία συλλογικών οραμάτων». temporiuso.net (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Εκτός από αφετηρία, το τοπικό επίπεδο μπορεί να αποτελεί και μια στρατηγική επιλογή ευρύτερων κινημάτων για τη διεύρυνση της δράσης και της απεύθυνσής τους. Τα Κινήματα των Πλατειών που ξέσπασαν το 2011 σε κεντρικές πλατείες των πόλεων ως μια μορφή εναντίωσης στις κεντρικές πολιτικές επέλεξαν να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέσα από λαϊκές συνελεύσεις και νέες δομές σε γειτονιές. Σύμφωνα με την πρωτοβουλία «Analisis 15-M», στην Ισπανία σήμερα κάνουν λόγο για τα «κινήματα» 15Μ, προβάλλοντας την ποικιλία που χαρακτηρίζει αυτές τις μορφές αντίστασης, αλλά και την εξέλιξή τους στις πολλές τοπικές δομές. Αυτές αναπτύσσουν πλέον τη δική τους αυτόνομη δράση στις γειτονιές και ταυτόχρονα αναφέρονται στην κοινή εμπειρία

και τα κεκτημένα των πλατειών τόσο ως προς την εσωτερική οργάνωση όσο και ως προς τον πολιτικό τους λόγο, ενώ συνεχίζουν να διατηρούν επαφές μεταξύ τους. Τα μέσα και οι τρόποι δράσης Οι δράσεις που αναπτύσσονται στο χώρο της πόλης για να ανταποκριθούν στις διαφορετικές ανάγκες που γεννιούνται όσο η κρίση βαθαίνει επιστρατεύουν την φαντασία και τη δημιουργικότητα όσων εμπλέκονται. Σύμφωνα με αυτή τη λειτουργία τους οι διάφορες πρωτοβουλίες αποτελούν ταυτόχρονα και χώρους έκφρασης τόσο των επιθυμιών όσο και των δεξιοτήτων του κάθε ατόμου. Έτσι, δεν αποτελούν απλώς εργαλεία, ούτε και κρίνονται από την επιτυχία των στοχεύσεων. Γίνονται αντιληπτές ως διαδικασίες και κατά αυτόν τον τρόπο είναι και οι ίδιες στόχος. «Οι συνθήκες της κρίσης έχουν επηρεάσει την επιτροπή μας με πολλαπλούς τρόπους. Το σίγουρο είναι ότι μας ανάγκασαν να γίνουμε δυνατότεροι και πιο δυναμικοί. Οι ευκαιρίες μας για ελεύθερη έκφραση διαρκώς περιορίζονται οπότε η επιτροπή δημιουργεί μια τέτοια πλατφόρμα έκφρασης». Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Πολλές δράσεις στοχεύουν είτε στην επανάχρηση είτε στην οικειοποίηση χώρων της πόλης που έχουν απαξιωθεί ή εγκαταλειφθεί από τις τοπικές αρχές. Στην περίπτωση της πρωτοβουλίας Plataforma Recuperem Can Batlló με σύνθημα «για μια συνεργατική γειτονιά» («cooperative neighborhood») οι ίδιοι οι κάτοικοι προχωράνε σε σταδιακή ανακαίνιση των χώρων, δημιουργώντας εναλλακτικούς χώρους κοινωνικοποίησης που φιλοξενούν δραστηριότητες ψυχαγωγίας, συναντήσεις, συλλογικές κουζίνες, καθώς και μια μεγάλη αυτοδιαχειριζόμενη βιβλιοθήκη, ενταγμένη σε δίκτυο με ανάλογα εγχειρήματα και στοχεύει στη διάδοση ενός εναλλακτικού λόγου. Στα σχέδιά τους για τη συνέχιση πλέον πολύ σημαντικό βάρος αποκτά και η κατοικία. Σύμφωνα με την πρωτοβουλία I Cantieri che vogliamo στο Παλέρμο, με το σύνθημα «ο πολιτισμός είναι κοινό αγαθό», οι κάτοικοι δεν πίεσαν απλώς τη δημοτική αρχή να αναθεωρήσει τους σχεδιασμούς της, αλλά οργάνωσαν τη λειτουργία αυτού του χώρου στη βάση των δικών τους επιθυμιών και αναγκών για ψυχαγωγία και κοινωνικοποίηση. Οι αυτοδιαχειριζόμενοι συλλογικοί χώροι αποτελούν ένα κοινό χαρακτηριστικό που συναντάται σε πολλές

61


005:Layout 1

62

10/24/13

10:27 AM

Page 62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

πρωτοβουλίες και αρκετά συχνά παίρνει τη μορφή καφενείων, στεκιών και χώρων για τη λειτουργία συλλογικών κουζινών. Άλλα παρόμοια εγχειρήματα έχουν λειτουργήσει στα Εξάρχεια, την Ακαδημία Πλάτωνος, το Παλέρμο, στις ισπανικές πόλεις και σε γειτονιές της Λισαβόνας. Σε αρκετές περιπτώσεις, η τέχνη μετατρέπεται σε βασικό εργαλείο που παρέχει ταυτόχρονα τη δυνατότητα συσπείρωσης και χτισίματος δεσμών στον χώρο, εναλλακτικής ψυχαγωγίας και έκφρασης καθώς και διάδοσης των ιδεών. Έτσι, αρκετά κοινή είναι η διοργάνωση εκδηλώσεων, εργαστηρίων, προβολών και άλλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων σε ελεύθερους/δημόσιους ή αυτοδιαχειριζόμενους χώρους (για παράδειγμα από την πρωτοβουλία I Cantieri che vogliamo στο Παλέρμο και την ομάδα temporiuso.net στο Μιλάνο). Για την πρωτοβουλία Plataforma Gueto, η πολιτικοποιημένη ραπ μουσική είναι βασικό εργαλείο, μέσω της οποίας διαδίδονται οι ιδέες, ενώ οι συναυλίες διαμορφώνουν έναν προνομιακό χώρο πολιτικοποίησης και παρέμβασης. «Βλέπουμε την κουλτούρα χιπ χοπ και ιδιαίτερα την ραπ μουσική ως μουσική διαμαρτυρίας, ένα εργαλείο για την αφύπνιση συνειδήσεων και αντίστασης. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε καπιταλιστική χρήση αυτής της κουλτούρας». Plataforma Gueto (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Παράλληλα με τις δράσεις στον χώρο, για τη διάδοση όσων επιχειρούνται βασικό εργαλείο αποτελεί το διαδίκτυο. Όλες οι πρωτοβουλίες διατηρούν ιστοσελίδες, ενώ ολοένα περισσότερο ανοίγονται στα social media. Κατά αυτόν τον τρόπο παρέχεται η δυνατότητα ανοίγματος και δικτύωσης πέρα από τα γεωγραφικά όρια της περιοχής άμεσης παρέμβασης και επικοινωνίας με ευρύτερες ομάδες. Το διαδίκτυο αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για το ξεπέρασμα της κλίμακας του τοπικού, την ενημέρωση ευρύτερων ομάδων και τη δημιουργία δικτυώσεων. (δ) Εσωτερική οργάνωση και «εξωτερικές σχέσεις» Τρόπος οργάνωσης και λήψης αποφάσεων Καθώς το τοπικό γίνεται αντιληπτό ως το πεδίο δυνατοτήτων εφαρμογής της «πραγματικής» ή της «άμεσης» δημοκρατίας, στις πλατείες και στις τοπικές συνελεύσεις λειτουργούν ανάλογα πειράματα, στη βάση της αυτοοργάνωσης, της προσωπικής συμμετοχής και της αντι-ιεραρχικότητας: «Είμαστε ένα κίνημα αυτοοργάνωσης των ανέργων» (Movimento Sem Emprego).

Αυτές οι ιδέες πηγάζουν από την ανάγκη επανακαθορισμού της έννοιας της δημοκρατίας, καθώς και από τις δυνατότητες που δίνει το τοπικό για την ανάπτυξη άλλων μορφών κοινωνικοποίησης και διαχείρισης της καθημερινής ζωής. «Η Επιτροπή λειτουργεί αντι-ιεραρχικά, χωρίς προκαθορισμένους ρόλους, με μια ανοιχτή συνέλευση όπου καθένας μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα και οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά». Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Τόσο οι εσωτερικές διαδικασίες όσο και οι τρόποι με τους οποίους χτίζονται οι δικτυώσεις χαρακτηρίζονται από την βασανιστική προσπάθεια διαφύλαξης της δημοκρατικότητας, μετατρέποντας τη δημοκρατία ταυτόχρονα σε διακύβευμα και διαδικασία. Η προσπάθεια προβολής, σύμφωνα με τις ίδιες τις πρωτοβουλίες, μιας εναλλακτικής κουλτούρας με τη λειτουργία χώρων με αντι-εμπορευματικό χαρακτήρα, συναυλίες και δρώμενα καλλιτεχνών (Ακαδημία Πλάτωνος, Εξάρχεια, Can Batlo, I cantieri che vogliamo, Plataforma Gueto, temporiuso.net), το εναλλακτικό εμπόριο (Εξάρχεια, Ακαδημία Πλάτωνος, Can Batlo), καθώς και άλλα συνεργατικά εγχειρήματα βασίζονται στην οριζοντιότητα και την από κοινού λήψη αποφάσεων. Τέτοιου είδους δομές προβάλλονται όχι μόνο ως μέσα, αλλά και ως αυτοσκοπός, ως πρότυπα εφαρμογής της δημοκρατίας στην πράξη. Ταυτόχρονα, προβάλλονται ως εναλλακτικές μορφές διακυβέρνησης, ως δυνατότητες που κυοφορούν ένα διαφορετικό μέλλον για την κοινωνία. Συνθήματα όπως «για μια συνεργατική γειτονιά» (Plataforma Recuperem Can Batlló) και «ένα κοινωνικό πείραμα» (I Cantieri che vogliamo), αντανακλούν τα διάφορα συλλογικά οράματα για τον αστικό χώρο. Εντέλει αποτελούν εκφράσεις του αιτήματος για το δικαίωμα στην πόλη, ως δικαίωμα συμμετοχής και οικειοποίησης: «Το να διεκδικήσουμε μια καλύτερη γειτονιά είναι περισσότερο μια αφετηρία και στην πραγματικότητα δεν είναι πάντα το ζήτημα. Ίσως θα ήταν πιο σωστό να λέμε ότι γνωριζόμαστε και δημιουργούμε δεσμούς. Ζώντας σε ένα αστικό περιβάλλον με σχεδόν ανύπαρκτες κοινωνικές σχέσεις, χειροτέρευση των ηθών, απομόνωση και καταναλωτική λογική, αυτό που η επιτροπή προσφέρει δεν είναι απλά υποστήριξη, όπως θα περιμέναμε αρχικά. Συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούμε να ανοίξουμε τον


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 63

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

δρόμο για να ζήσουμε όπως θέλουμε και αρχίσαμε να υπάρχουμε με έναν τρόπο που μας ταιριάζει καλύτερα». Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων (στο πλαίσιο του εργαστηρίου URBANRISE)

Συμμαχίες / συνεργασίες Οι δικτυώσεις αποτελούν θεμελιώδες ζήτημα για όλες αυτές τις πρωτοβουλίες. Οι συμμαχίες χτίζονται με βάση είτε τα επίδικα σε τοπικό επίπεδο και βασίζονται σε κοινές διεκδικήσεις στη γειτονιά είτε το τοπικό επίπεδο αλλά με ευρύτερη απεύθυνση σε παρόμοιες ή μη πρωτοβουλίες και σε διάφορες κλίμακες ή εδράζονται μεν σε τοπικό επίπεδο αλλά αποτελούν μέρος ευρύτερων πρωτοβουλιών. Επίσης, κάθε πρωτοβουλία μπορεί ανάλογα με τη συγκυρία να αξιοποιεί διαφορετικές συμμαχίες που προέρχονται από όλες τις κλίμακες. Σημαντικός είναι ο ρόλος των μελών, που συχνά λειτουργούν ως ενδιάμεσοι τόσο ανάμεσα στις διάφορες πρωτοβουλίες όσο και στις κλίμακες με τις γνωριμίες, τις σχέσεις και την εμπειρία τους (Arampatzi και Nicholls 2012). Στη γειτονιά Alta de Lisboa, σύμφωνα με την πρωτοβουλία AVAAL, λειτουργούν πάνω από 30 οργανώσεις και συλλογικότητες που συμμετέχουν σε δράσεις σε τοπικό επίπεδο. Με όλες αυτές υπάρχει κάποιου είδους συνεργασία ή σχέση, κυρίως μέσω των κοινών δράσεων ή αξιοποίησης πόρων από κοινού, κάτι που ενισχύει την κοινωνική σύνδεση και συνοχή της κοινότητας. Στα Εξάρχεια, συλλογικότητες και στέκια της γειτονιάς έχουν κατά καιρούς αναλάβει δράσεις από κοινού ενάντια στο εμπόριο ναρκωτικών και την απαξίωση δημόσιων χώρων. Στην Ακαδημία Πλάτωνος, δημιουργήθηκε μια πλατφόρμα δικτύωσης σε συνεργασία με άλλες επιτροπές σε γειτονιές όπως τα Εξάρχεια και το Περιστέρι για την επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων και των παραγωγών στα εγχειρήματα εμπορίου χωρίς μεσάζοντες. Στο Παλέρμο, σε ένα παράδειγμα ιδιαίτερα εντοπισμένης δράσης, η πρωτοβουλία I cantieri che vogliamo συσπειρώνει περισσότερες από 70 οργανώσεις, καλλιτέχνες, ερευνητές, επαγγελματίες και απλούς κατοίκους. Στον χώρο που διαχειρίζονται, φιλοξενούνται ή προβάλλονται δραστηριότητες άλλων κινημάτων, π.χ. κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού. Από την άλλη, η πρωτοβουλία Plataforma Recuperem Can Batlló αναζητά συμμαχίες προνομιακά στις όμορες γειτονιές, ενώ ακόμα και η ιστοσελίδα της είναι μόνο στα καταλανικά. Αυτό βέβαια δεν τους εμποδίζει να εντάξουν την αυτοδιαχειριζόμενη βι-

βλιοθήκη σε ένα ηλεκτρονικό δίκτυο με αντίστοιχα εγχειρήματα σε διάφορες πόλεις. Η πρωτοβουλία Μovimento Sem Εmprego, ως μια πρωτοβουλία που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ανεργίας, αναζητεί πρωτίστως συμμαχίες σε συνδικάτα και εργατικές οργανώσεις. Επιπλέον, καθώς η ανεργία αποτελεί ένα εξαιρετικά ευρύ και πολυδιάστατο θέμα, απευθύνει έκκληση για διεθνείς συνεργασίες. Το αντίστροφο παρατηρείται στην περίπτωση των κινημάτων 15-Μ, που ξεπήδησαν από τις πλατείες και την πολιτικοποίηση γύρω από κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Σύμφωνα με την ομάδα Analysis 15M, αυτό που επιχειρείται πλέον είναι η ανάδειξη αυτών των ζητημάτων μέσα από τις τοπικές συνελεύσεις και τις καθημερινές εμπειρίες. Σχέσεις τους θεσμούς Εκτός από την ανάπτυξη δικτυώσεων, ένα σημαντικό στοιχείο για τις δράσεις σε τοπικό επίπεδο είναι η στάση απέναντι στους φορείς, τις κεντρικές και τοπικές κυβερνήσεις και τους τρόπους με τους οποίους ασκούνται πιέσεις. Η απεύθυνση προς τους αρμόδιους φορείς μπορεί να λαμβάνει πολλές μορφές, από την πλήρη άρνηση διαλόγου μέχρι το lobbying ή ακόμα και τη συνεργασία. Καθεμία από αυτές τις επιλογές επίσης αποκτά τις δικές της αποχρώσεις, ανάλογα με τη δομή, τη λειτουργία και την τοποθέτηση των αρχών απέναντι στις διεκδικήσεις. Έτσι, σε βάθος χρόνου τα μέσα που χρησιμοποιούνται αποτιμούνται και μπορεί να αλλάζουν ή να επαναπροσδιορίζονται, ανάλογα με τις συνθήκες και το στόχο. Κάποιες πρωτοβουλίες εξαρχής επιδιώκουν τη συνδιαλλαγή με τις αρχές, είτε γιατί αυτό τις καθιστά προνομιακότερους συνομιλητές είτε γιατί αυτό αποτελεί κομμάτι της δράσης τους. Στο παράδειγμα του temporiuso.net, η στήριξη του Δήμου είναι απαραίτητη για την υλοποίηση ενός προγράμματος προσωρινής εγκατάστασης σε κενά και αχρησιμοποίητα κτήρια. Όμως για άλλες πρωτοβουλίες, οι αρχές μπορεί να είναι ακόμα και εχθρικές (Plataforma Gueto) ή έστω ανεπιθύμητες (Plataforma Recuperem Can Batlló, Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων, Επιτροπή Κατοίκων Ακαδημίας Πλάτωνος) και δεν προχωρούν σε συνδιαλλαγές, αλλά προτιμούν την άσκηση πιέσεων. Στα Εξάρχεια, η μοναδική προσπάθεια συνεργασίας με τον δήμο τορπιλίστηκε αρκετά σύντομα και αποτιμήθηκε ως αρνητική:

63


005:Layout 1

64

10/24/13

10:27 AM

Page 64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

«Υπήρξε μια προσπάθεια για το σχεδιασμό και τη δοκιμαστική λειτουργία ενός συστήματος ανακύκλωσης σε συνεργασία με τον Δήμο, αλλά αποδείχτηκε άκαρπη εξαιτίας της αδιαφορίας του δημοτικού συμβουλίου».

Στα παραδείγματα από την Βαρκελώνη και το Παλέρμο, οι κάτοικοι πρώτα προσπάθησαν να πιέσουν τις δημοτικές αρχές να προχωρήσουν στην αξιοποίηση των κενών χώρων προς όφελος της γειτονιάς. Όταν αυτό δεν απέδωσε, στην πρώτη περίπτωση προχώρησαν σε κατάληψη ενώ στη δεύτερη υιοθετήθηκε ένα πιο ευέλικτο σχήμα, κατά το οποίο ο Δήμος ουσιαστικά αναγκάστηκε να παραχωρεί τον χώρο για τις εκδηλώσεις. Κάποιες πρωτοβουλίες επιλέγουν να αποκτήσουν μια νομική μορφή καθώς κρίνουν ότι κάτι τέτοιο θα βοηθήσει τόσο στην ευρύτερη απεύθυνση όσο και στην απεύθυνση προς τις αρχές. Σύμφωνα με την πρωτοβουλία AVAAL, «Ξεκινήσαμε ως μια άτυπη ομάδα πολιτών αλλά αναγκαστήκαμε να προχωρήσουμε σε μια πιο επίσημη μορφή γιατί κάθε φορά που πηγαίναμε να μιλήσουμε με κάποιον μας έλεγε “ποιοι είστε;”, “δεν μας νοιάζει”, κ.λπ. Έπρεπε να συγκροτηθούμε ως οργάνωση».

Για το temporiuso.net, η νομική μορφή είναι επιβεβλημένη, καθώς η δράση τους εξαρτάται από τη συνεργασία με τον Δήμο και τους ιδιώτες: «εργαζόμαστε ως ενδιάμεσοι ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα». Παρά την επιφυλακτικότητα προς τις αρχές και την αποτελεσματικότητά τους, σε διάφορες περιπτώσεις επιστρατεύονται και νομικά μέσα. Η Επιτροπή Πρωτοβουλίας Κατοίκων Εξαρχείων είχε προχωρήσει σε μηνύσεις για τις παράνομες κεραίες κινητής τηλεφωνίας, που κατοχύρωσαν και νομικά την αυτενέργεια των πολιτών, ενώ έχει διερευνήσει τις δυνατότητες για κάτι ανάλογο για το ζήτημα της εκτεταμένης χρήσης χημικών από τις δυνάμεις καταστολής.

5. Συμπεράσματα Εδώ και δεκαετίες το τοπικό έχει αναδειχθεί σε ιδιαίτερης σημασίας πεδίο διεκδικήσεων και αγώνων, ανά τον κόσμο. Αυτές οι εμπειρίες έχουν αναδείξει κάποια κοινά ζητήματα που προκύπτουν από την ολοένα και σκληρότερη νεοφιλελεύθερη αστικοποίηση, καθώς και μια ευρεία γκάμα πρακτικών που επικοινωνούνται μέσω υπερ-

τοπικών δικτύων. Παράλληλα έχει θέσει και ερωτήματα σχετικά με τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς που εμπεριέχει το τοπικό ως κλίμακα δράσης. Ανάλογες πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα σε πολλές πόλεις της Νότιας Ευρώπης οι οποίες βιώνουν (σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό) τις συνέπειες της πρόσφατης κρίσης. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τις πρωτοβουλίες που συμμετείχαν στο εργαστήριο URBANRISE, προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε τις επιλογές τόπων και τρόπων δράσης στη Νότια Ευρώπη της κρίσης. Πολλές από αυτές τις κινητοποιήσεις εστιάζουν τη δράση τους στο τοπικό επίπεδο, είτε έχοντας το τοπικό ως διακύβευμα ή χρησιμοποιώντας το τοπικό ως οργανωτική βάση για διεκδικήσεις. Το ζήτημα της δικτύωσης με άλλες πρωτοβουλίες και ευρύτερες διεκδικήσεις παραμένει σημαντικό, καθώς είναι εμφανής η πιθανότητα απομόνωσης λόγω της παγίδας της τοπικότητας. Από την άλλη, η επιλογή του τοπικού συμβάλλει στη συσπείρωση των κατοίκων και στην άμεση πραγμάτωση κάποιων δράσεων. Οι πρωτοβουλίες που μελετήσαμε επιδεικνύουν και τις δύο τάσεις, αν και οι περισσότερες αναγνωρίζουν τη σημασία των δικτυώσεων πέρα από το τοπικό. Τόσο τα αιτήματα όσο και οι δράσεις αυτών των πρωτοβουλιών εκφράζουν τις διαφορές ανάμεσα στα τοπικά πλαίσια (πχ στους τρόπους διακυβέρνησης ή στις σχέσεις με τις εκάστοτε αρχές), αλλά και ομοιότητες που προκύπτουν κυρίως από τις «επείγουσες» πολιτικές που εφαρμόζονται με πρόσχημα την κρίση και το εφαρμοζόμενο μοντέλο αστικής (και όχι μόνο) ανάπτυξης. Ο χώρος αποτελεί τόσο το επίδικο (π.χ. ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις ή υπέρ νέων τρόπων χρήσης του) όσο και το εργαλείο συνεύρεσης. Παρόλο που προϋπήρχε της κρίσης, το δημοκρατικό έλλειμμα αποτελεί συχνή αναφορά από τις διάφορες πρωτοβουλίες – ακόμη και αν δεν τίθεται ως κεντρικό τους διακύβευμα. Παράλληλα, η αύξηση της καταστολής, της καταπίεσης και των αποκλεισμών αναδεικνύεται ως κοινή εμπειρία. Από την άλλη, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αιτήματα για έναν άλλο τρόπο ζωής και οργάνωσης καθώς και για πιο οριζόντιες, συμμετοχικές και αμεσοδημοκρατικές δομές λήψης αποφάσεων διατρέχουν τις δράσεις και τις διεκδικήσεις των περισσότερων συλλογικοτήτων. Επαναφέροντας το ερώτημα της επιλογής κλίμακας οργάνωσης και δράσης, οι απαντήσεις που προκύπτουν από τις παρατηρήσεις και τις συζητήσεις αναδεικνύουν


005:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 65

ΠΕΝΝΥ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΠΑΝΟΥ

τόσο τη σημασία του τοπικού όσο και την ανάγκη δράσης πέρα από αυτό, σε ευρύτερα επίπεδα και για ευρύτερα αιτήματα. Ή, όπως αναφέρθηκε, την επιλογή του τόπου και τρόπου δράσης ανάλογα με τις δυνατότητες επιτυχημένης έκβασης των διεκδικήσεων.

Βιβλιογραφία Allen, J και Cochrane, A. (2007), «Beyond the territorial fix: Regional assemblages, politics and power», Regional Studies 41(9): 1161–1151. Appadurai, A. (1995), «The production of locality», στο Fardon, R. (επιμ.), Counterworks, Λονδίνο: Routledge: 204-225. Arampatzi, A. και Nicholls, W. (2012), «The urban roots of antineoliberal social movements», Environment and Planning A 44: 2591-2610. Armstrong, E. (2005), «From struggle to settlement: the crystallization of a field of lesbian / gay organizations in San Francisco, 1969-1973», στο Davis, G., McAdam, D., Scott, R., και Zald M. (επιμ.) Social Movements and Organization Theory, Κέμπριτζ: Cambridge University Press: 161-187. Brenner, N. και Theodore, N. (2002), «Cities and the geographies of "actual existing neoliberalism"», Antipode: 349-379. Brenner, N. και Theodore, N. (2005), «Neoliberalism and the urban condition», City 1: 101-107. Buechler Steven, M. (1995), «New social movement theories», The Sociological Quarterly 36(3): 441-464. Castells, M. (1983), The City and the Grass-roots: A Cross-cultural Theory of Urban Social Movements, Λονδίνο: Edward Arnold. Cresswell, T. (1996), In place/out of place: Geography, ideology, and transgression, Μινεάπολη: University of Minnesota Press. Deutsche, R. (1996), Evictions: Art and spatial politics, Μασαχουσέτη: MIT Press. Diani, M. (2004), «Networks and social movements: A research programme», στο Diani, M. και McAdam, D. (επιμ.), Social Movements and Networks: Relational Approaches to Collective Actio, Οξφόρδη: Oxford University Press: 299-319. Diani, M. (2005). Cities in the world: local civil society and global issues in Britain. Στο Della Porta, D., Tarrow, S. Transnational Protest and Global Activism. Boulder CO: Rowman and Littlefield) pp 45-67 Escobar, A. (2000), Notes on networks and anti-globalization social movements, paper presented to the AAA Annual Meeting, San Francisco, US, November, διαθέσιμο στο www.unc.edu/~aescobar/. Escobar, A. (2001), «Culture sits in places: Reflections on globalism and subaltern strategies of localization», Political Geography 20: 139-174. Featherstone, D. (2005), «Towards the Relational Construction of Militant Particularisms: Or Why the Geographies of Past Struggles Matter for Resistance to Neoliberal Globalisation», Antipode. Fyfe, N.R. (2005), «Making space for "neo-communitarianism"? The third sector, state and civil society in the UK», Antipode: 536557.

Harvey, D. (2001), «Militant particularism and global ambition: the conceptual politics of place, space, and environment in the work of Raymond Williams», στο Harvey, D. (επιμ.), Spaces of Capital: Towards a Critical Geography, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. Harvey, D. (2008), «The right to the city», New Left Review 53: 2340. Koehler, B. και Wissen, M. (2003), «Glocalizing Protest: Urban Conflicts and Global Social Movements», International Journal of Urban and Regional Research 27(4): 942-951. Lefebvre, H. (1996 [1968]), «The right to the city», στο Kofman, Τ. Ε. και Lebas, E. (επιμ.), H. Lefebvre, Writings on Cities, Κέμπριτζ Μασαχουσέτης: Blackwell: 63-184. Lopez de Sousa, M. (2006), «Social movements as critical urban planning agents», City: analysis of urban trends, culture, theory, policy, action 10(3). Lukes, (2005), Power: A Radical View, δεύτερη έκδοση, Λονδίνο: Palgrave, Macmillan. MacKinnon, D., Featherstone, D., Cumbers, A. και Strauss, K. (2010), «Rethinking Local – Central Relations: Progressive Localism, Decentralisation and Place», Paper for the Inaugural Conference of the Sheffield Political Economy Research Institute, University of Sheffield, 16-18 July 2010. Martin, D. (2003), «‘Place-Framing’ as Place-Making: Constituting a Neighborhood for Organizing and Activism», Annals of the Association of American Geographers 93(3): 730-750. Marcuze, P. (2009), «From critical urban theory to the right to the city», City 13(2-3): 185-197. Massey, D. (2005), For Space, Λονδίνο: SAGE. Mayer, M. (2000), «Social movements in European cities: transitions from the 1970s to the 1990s», στο Bagnasco, A. και Le Galès P. (επιμ.), Cities in Contemporary Europe, Κέμπριτζ: Cambridge University Press: 131-152. Mayer, M. (2009), «The ‘Right to the City’ in the context of shifting mottos of urban social movements», City 13(2-3): 362-374. Mitchell, D. (2003), The Right to the City: Social Justice and the Fight for Public Space, Νέα Υόρκη: The Guilford Press. Newman (επιμ.) (2005), Remaking governance: Peoples, politics and the public sphere, Μπρίστολ: Polity Press. Nicholls, W. και Vermeulen, F. (2012), «Rights through the city: The urban basis of immigrant rights struggles in Amsterdam and Paris», στο M. P. Smith και M. McQuarrie (επιμ.), Remaking urban citizanship: organizations, institutions and the right to the city, Νιου Τζέρσι: Transactions Publishers. Nicholls, W., Uitermark, J. και Loopmans, M. (2012), «Cities and social movements: theorizing beyond the right to the city», Environment and Planning A 44: 2546-2554. Peck, J. και Tickell, A. (2002), «Neoliberalizing Space», Antipode: 380-404. Peck, J., Theodore, N. και Brenner, N. (2009), «Neoliberal Urbanism: Models, moments, mutations», SAIS Review of International Affairs 29(1), Winter-Spring: 49-66 Peck, J., Theodore, N. και Brenner, N. (2013), «Neoliberal Urbanism Redux?», International Journal of Urban and Regional Research 37: 1091-1099. Pell, S. (2012), Mobilising urban publics, imagining democratic possibilities, Cultural Studies Pickvance, C. (2003), «From urban social movements to urban movements: a review and introduction to a symposium on urban

65


005:Layout 1

66

10/24/13

10:27 AM

Page 66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 52-66

movements», International journal of urban and regional research 27(1): 102-109. Purcell, M. (2002), «Excavating Lefebvre: The right to the city and its urban politics of the inhabitant», GeoJournal 58: 99-108. Purcell, M (2006), «Urban democracy and the local trap», Urban Studies 43(11): 1921-1941. Purcell, M, (2008), Recapturing Democracy: Neoliberalization and the Struggle for Alternative Urban Futures, Νέα Υόρκη: Routledge. Sassen, S. (2010), «A savage sorting of winners and losers: Contemporary versions of primitive accumulations», Globalisations 7: 23-50. Smith, N. (1996), The New Urban Frontier Νέα Υορκη: Routledge. Swyngedouw, E. (1997), «Neither global nor local. ‘Glocalization’ and the politics of scale», στο Cox, K.R. (επιμ.), Spaces of

globalization. Reasserting the power of the local, Νέα Υόρκη/Λονδίνο: The Guilford Press Swyngedouw, E. (2004), «Globalisation or ‘Glocalisation’? Networks, Territories and Rescaling», Cambridge Review of International Affairs 17(1). Tommaney, J. (2013), «Parochialism – a defence», Progress in Human Geography: 1-15. Veneklasen και Miller (2007), «A new weave of power, people and politics: The action guide for citizen participation», Just Associates, διαθέσιμο στο: http://www.justassociates.org/en/resources/new-weave-power-people-politics-action-guideadvocacy-and-citizen-participation. Vradis, A. (2012), «The right against the city», Antipode, διαθέσιμο στο http://antipodefoundation.org/2012/10/01/interventionthe-right-against-the-city/.


006:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 67

MAGRIT MAYER

AGAINST AND BEYOND THE CRISIS: THE ROLE OF URBAN SOCIAL MOVEMENTS1 Margit Mayer2 Abstract In this paper, Margit Mayer provides critical and theoretical reflections on “cities for people”, neoliberalism, and social movements, in the context of the current crisis. In contrast to the more monolithic and homogeneous conception of the world-wide neoliberalism, and, also, in contrast to poststructuralist positions, which have emphasized on the unique particularities of specific neoliberal formations, the author prefers to speak of neoliberalization instead of neoliberalism as an open-ended process of market-oriented regulatory restructuring. Following the conceptualization suggested by Jamie Peck, Neil Brenner, and Nik Theodore, she distinguishes between neoliberal ideology and practice, since neoliberal ideology aspires to a utopia of free markets, but in practice the neoliberal project has entailed the intensification of state intervention in order to manage the consequences and contradictions of such marketization. The contradictions of these neoliberalization processes of the urban space are mirrored in the arena of social movements. Thus, the field of struggle, even if it is enormously heterogeneous and fragmented in terms of locality and context-specificity, is important to move towards a more networked, and transnationally orchestrated formation which will be able eventually to dismantle the neoliberal rule regime.

Ενάντια και πέρα από την κρίση: ο ρόλος των κοινωνικών κινημάτων πόλης Περίληψη Στο κείμενο αυτό η Margit Mayer διερευνά την έννοια του νεοφιλελευθερισμού σε σχέση με συνθήκες άνισης γεωγραφικά ανάπτυξης που λαμβάνουν χώρα στον αστικό χώρο, και αναδεικνύει το ρόλο των κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο της τρέχουσας οικονομικής κρίσης. Σε αντίθεση με κυρίαρχες ερμηνείες του νεοφιλελευθερισμού που βασίζονται σε ολιστικές/γενικευτικές προσεγγίσεις ή αποτελούν εμπειρικές αναλύσεις αυθύπαρκτων ιδιαιτεροτήτων, εδώ η συγγραφέας πραγματεύεται την έννοια της νεοφιλελευθεροποίησης, ορίζοντάς την ως τη διαδικασία που εντείνει την εμπορευματικοποίηση κάθε πτυχής της δημόσιας ζωής και επιδιώκει την ενεργοποίηση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων με στόχο τη συνεχή κερδοφορία του κεφαλαίου. Αρχικά, ακολουθώντας το θεωρητικό σχήμα των Jamie Peck, Neil Brenner και Nik Theodore, θέτει ένα διαχωρισμό μεταξύ νεοφιλελεύθερης θεωρίας και πρακτικής, καθώς, ενώ η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία προσβλέπει στην ουτοπία της ελεύθερης αγοράς αγνοώντας το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, στην πραγματικότητα το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα έχει οδηγήσει σε εντατικοποίηση της κρατικής παρέμβασης για τη διαχείριση των επιπτώσεων και αντιθέσεων που προκαλεί η εμπορευματοποίηση. Οι αντιφάσεις που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη ατζέντα αντικατοπτρίζονται και στην αρένα των κοινωνικών κινημάτων, η οποία παρά την ετερογένεια και τον κατακερματισμό που την χαρακτηρίζει, μπορεί μέσα από δια-εθνικά δίκτυα και κοινές στρατηγικές να ανατρέψει το νεοφιλελεύθερο καθεστώς.

The organizers of the workshop “Crises regimes and emerging urban social movements in cities of Southern Europe” asked me to provide some critical and theoretical reflections on “cities for people”, neoliberalism, and social movements – because I've done some work on these issues, though most of it based on my own experience in Germany and comparative work I've done in North America. 1. Το κείμενο αυτό παρουσιάστηκε στη δημόσια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του τριήμερου εργαστηρίου «Καθεστώτα κρίσης και αναδυόμενα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις της Νότιας Ευρώπης», ΕΜΠ 8 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα. 2. Καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, mayer@zedat.fu-berlin.de.

67


006:Layout 1

68

10/24/13

10:27 AM

Page 68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 67-72

We all know that neoliberalization processes of the past decades have played out very unevenly and the effects of the 2008 crisis have created even sharper differences among regions and countries and cities. So one really needs to know the specifics of each country, each region and we cannot generalize from one experience to the next. Still, there may be two reasons why my perspective might matter also in this context of Southern Europe, where the fallout from the crisis has been so much more drastic than in Northern Europe. First, in order to understand the trajectory of the current crisis, we want to make use of some analytic work around neoliberalization as a global dynamic, for which cities have become staging grounds – both for ultraneoliberal policies such as austerity and fiscal revanchism and for alternatives and counter-politics. Second, it is also the case that smaller versions of the extreme catastrophe countries like Greece, Spain and Italy are going through, play out in cities of the global North: especially the US cities teetering on the verge of bankruptcy and frequently under so-called emergency management; but even within wealthy cities there are everywhere enclaves of decaying, blighted neighborhoods that are drained of all resources. Uneven development – between Southern and Northern Europe, between the global South and North – is essential to neoliberalization, but much of this unevenness, many of these differences, are reproduced within cities as well. So there are patterns to these uneven developments, and the research on the neoliberalization of the urban can provide a helpful analytical perspective possibly for here, too. What I'll do then in this talk is, first, present a conceptualization of neoliberalization that allows getting a handle on its contradictions, and then, explore these contradictions specifically for cities. Finally, thirdly, I want to look at conflicts and contestations around the neoliberalization of the urban – something you all know much more about from hands-on experience, but there also seem to be some implications of the theoretical analysis for movement practice.

1. The concept of neoliberalization In contrast to the more monolithic conception of neoliberalism (as put forth by people like Wallerstein, Altvater,3 Stiglitz) that tends to equate neoliberalism with a worldwide homogenization of regulatory systems, and also in

contrast to poststructuralist positions, which have emphasized the unique particularities of specific neoliberal formations and practices (Ong4), I find the conceptualization suggested by Jamie Peck, Neil Brenner, and Nik Theodore more useful. So I use this and push it a bit further, because I think it provides the best angle for bringing the neoliberalization of the urban into view and for getting a handle on its contradictions and the prospects of strategies of transformation. Importantly, they distinguish between neoliberal ideology and practice: While neoliberalism (neoliberal ideology) aspires to a utopia of free markets, liberated from all forms of state interference, in practice the neoliberal project has entailed the intensification of state intervention in order to impose versions of market rule and manage the consequences and contradictions of such marketization. Based on this distinction, they see neoliberalization as one among several tendencies of regulatory change that have been unleashed across the global capitalist system since the 1970s. In this regard, neoliberalization prioritizes market-based, market-oriented or market-disciplinary responses to regulatory problems, strives to intensify commodification in all realms of social life and often mobilizes financial instruments to open up new arenas for capitalist profit-making. Therefore they prefer to speak of neoliberalization instead of neoliberalism – signaling that we are not dealing with a fixed state or condition, but rather with an open-ended process of market-oriented regulatory restructuring. This process entails no "convergence" of regulatory outcomes. Rather, neoliberalization projects assume contextually specific forms as they collide with very diverse regulatory landscapes inherited from earlier rounds (Fordism, national-developmentalism, state socialism). And it also imagines no limits, it pushes endlessly for marketization/privatization, having no sense of where to stop, there is never an equilibrium, it keeps failing forward, neoliberalism is ultimately unrealizable. They also view cities and urban regions as key arenas, in and through which such processes of regulatory creative destruction occur.5 Because cities played a central role in Fordist-Keynesian systems of production and reproduction, they became key arenas for neoliberal rollback strategies. But their strategic significance as sites for innovation and growth, and as zones of devolved governance, has positioned them at the forefront of neoliberal rollout programs.6 It is in this context that the cities are now simultaneously sites of regulatory “prob-


006:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 69

MAGRIT MAYER

lems”, such as poverty, crime, joblessness, etc., sites of putative regulatory “solutions” (where new policy prototypes are developed and experimented with, which, if effective, will travel around the world) and sites of contradictions, conflicts, and opposition to such projects. But even if local and regional spaces are important sites for anti-neoliberal struggles, these struggles cannot, in their view, be lastingly effective in the absence of supralocal political mobilization to roll back geo-institutional arrangements oriented towards profit-based forms of social life. Currently, these supra-local arrangements – nation states, the EU, IMF, WTO, etc. –, which they call “rule regimes” or “context of contexts”, of course reinforce market-based forms of regulation. So, for any lasting transformation to occur, what matters is the relation between all three "layers of regulatory restructuring". The first (lowest) level is where regulatory experimentation – in fragmented, disarticulated (locality- and context-specific) form takes place. The second is the level of systems of interspatial policy transfer, where the experimental and fragmented forms of institutional reform are intensified in diverse spatial scales as well as in strategic zones ("a more tightly networked, transnationally orchestrated formation of mutually recursive … policy reform strategies"7). The third is the layer of the rule regimes, where neoliberalization tendencies either deepen, as they have been over the last 30 years8 – or where the neoliberal rule regime gets destabilized or dismantled by "deep socialization".9 According to Peck, Brenner and Theodore, both neoliberalization as well as its overcoming has developed or will have to develop from fragmented local experiments, via orchestrated systems, towards "deepening", i.e. from disarticulated neoliberalization (when zombie neoliberalization is still hegemonic on the supra-regional levels), via orchestrated interspatial policy transfer (eventually in the direction of counter-neoliberalization) to a new rule regime (eventually, to deepening socialization).

2. Contradictions of the Neoliberalization of the Urban In my own work I try to work with this conception of neoliberalization, I have distinguished four consecutive rounds, in which the consequences of this relentless project have reshaped cities and urban governance, first by addressing the limits of the Keynesian city, then by re-

acting to the contradictions and problems each round of neoliberalization has brought with it.10 Here I jump right into the third phase, where urbanization has gone global through the integration of financial markets that used their flexibility and deregulation in order to debt-finance urban development around the world (cf. Harvey 2008: 30). Debt-financing also became the primary mechanism with which urban households as well as governments rekindled new growth rates domestically as well – with the well-known consequence of the foreclosure crisis, which turned into a banking crisis, which became a global economic crisis, which became a debt crisis that is now refracted on the state (state crisis). The latest, current round of neoliberalization (where the neoliberal project, while discredited by the financial meltdown of 2008 and the ensuing economic crisis, is anything but weakened) is characterized by a devolved form of extreme fiscal constraint, projected largely on subnational state scales (but in Southern Europe projected from the EU and IMF onto national scales), everywhere else particularly on municipalities: we might call it austerity politics 2.0, because it is now cutting away not just at the local Keynesian (alien) institutions, but at the urban infrastructures and institutions that have survived and been shaped by cumulative rounds of neoliberal restructuring. I want to highlight the (new) features of contemporary neoliberal urbanism, because they have certain implications for movements: (i) At this juncture, neoliberal urbanism is still characterized by the pursuit of growth first, and urban managers still try to use various forms of urban spectacles and signature events to accelerate investment flows into the city. They may lean more towards symbolic and less costly forms of festivalization, and look for low-cost ways to attract "creative classes" to help culturally upgrade their brand for better placements in the interurban rivalry, but these (innovative, culture-led) efforts are still geared towards mobilizing city space for (unfettered) growth. (ii) They also continue to embrace entrepreneurial forms of governance: business models and privatized forms of governance are increasingly complemented by an increase in bidding for (speculative) investments,11 which has entailed more out-contracting and a shift towards task- and project-driven initiatives, where mayors and their partners from the business sector (bypassing council chambers) set up special agencies to deliver target-driven initiatives that focus on specific concrete objectives, such as attracting a certain event or developing

69


006:Layout 1

70

10/24/13

10:27 AM

Page 70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 67-72

a particular part of town. In the course of this informalization of the political process, global developers and international investors have come to play more leading roles, and are actually shaping the investor-driven upgrading of urban environments. (iii) There has also been intensified privatization, of services (social housing, public transport, utilities) and of the public sector, especially its socially oriented institutions have been rolled back and re- (or dis-)organized.12 Intensification of privatization has equally pertained to space, as more and more private spaces dedicated to elite consumption as well as gated communities have been created, while the privatization of other (public) areas has meant limiting access to or making the use of collective infrastructures more expensive. (iv) A further feature is the gap between economically thriving and struggling cities, which has been widening: those with strong market positions do well (while still reproducing within them sharper forms of uneven sociospatial development), while failing cities have a hard time to foster growth, not least because they suffer from governmental incapacitation. The thriving cities have been turning all their central areas (CBDs), and increasingly their not-so-central areas, over to gentrification. In the most "competitive" cities this has meant mega-gentrification, while new types of so-called "mixed use" policies are deployed to "improve" poor neighborhoods through influx of more affluent people. The area-based programs previously applied to "blighted" neighborhoods to presumably stem their downward spiral are increasingly superseded by blunt displacement strategies pushing low-income households out of central urban areas, to further and further peripheries. Precious city space needs to be rid of whoever might threaten to devalorize its exchange value or disrupt the exclusive business and elite consumption meant to take place there13 – city users who are deemed irritants to these new urban work-play environments are ruthlessly pushed out. Economically struggling cities, on the other hand, have experienced conditions of systemic austerity, where ongoing fiscal restraint has meant service retrenchment and even slides into default or receivership. In the US, the financial crisis of municipalities is often used to install unelected "emergency managers," who assume total control over areas declared to be in a financial state of emergency. Just like with the state of emergency invoked in Greece, laws get decreed that are violating or even abolishing essential political and social rights.

While the increasingly punitive regulation of poor and marginalized populations, for which Neil Smith coined the term "urban revanchism", generally has involved the strengthening of the repressive "right" arm of the (local) state (more surveillance and securitization which implied more physical fortressing, displacement and exclusion), cities at the forefront of austerity 2.0 increasingly have to downsize their police and penal institutions – creating yet another contradiction in today's neoliberal urbanism: after cuts of police forces crime has increased,14 prisons release inmates as their budgets are cut,15 municipalities turn off street lighting because they can no longer pay their utility bills,16 darkened neighborhoods invite more crime – especially as (youth) unemployment rates skyrocket – a cycle of spiraling insecurity and social disorganization, which can probably not be contained within select areas where the "outcasts" are confined. What we have then, thanks to neoliberal austerity measures, are cities and communities burdened with social and environmental externalities offloaded from higher scales, which they then seek to address by outsourcing, marketization and privatization of public services and social support – landing the costs and burdens with those at the bottom of the social hierarchy.17

3. What can movements do against and beyond the crisis? The contradictions of the neoliberalization of the urban are, alas, mirrored in the arena of social movements. We reproduce the unevenness and the competition, the playing out against each other of different regions, of plundered neighborhoods against tony ones, of indebted regions against those favored by finance capital, of policed and terrorized communities against those co-opted or pacified by concessions. I will illustrate this with just one of the many systemic contradictions of the neoliberalization of the urban, and leave us with the challenge this presents for urban movements to reach beyond the local, to play a role in the deepening socialization, which the model suggested by Peck et al. calls for. Today's activist landscape in most cities is characterized by a disparate make-up, which, I believe, is related to the contradictory set of changes cities have gone through under the impact of cumulative rounds of neoliberalization. Most activist networks nowadays exhibit some combination of the following social groupings:


006:Layout 1

10/24/13

10:27 AM

Page 71

MAGRIT MAYER

- radical autonomous, anarchist and alternative groups and various leftist organizations, - middle class urbanites who seek to defend their accustomed quality of life, - disparate groups that share a precarious existence, whether in the informal sector, in the creative industries, or among college students, - artists and other creative professionals which may cut across these backgrounds, - frequently, local environmental groups that fight problematic energy, climate, or development policies, - and finally, the marginalized, excluded, oppressed, people of color (not so present in Northern European cities, but very present in Southern Europe and North America). Though all of them are affected by contemporary forms of dispossession and alienation, they occupy very different strategic positions within the neoliberal city. It is crucial to acknowledge and understand these differences if we want to succeed in bringing these forces together and harnessing each other's energies. On the one hand, neoliberalization has fostered branding and creative city policies as competitive forms of urban development, and this has allowed cities to make concessions to those movement groups whose work may usefully be absorbed into the marketing strategies and the locational politics that municipalities everywhere are tailoring for attracting investors, creative professionals, and tourists. As municipalities have discovered cultural revitalization and creativity-led economic and urban development as useful strategies to enhance their brand and improve their global image, they became willing to make concessions to specific parts of urban movements. In fact, local authorities these days eagerly jump on (sub)cultural activism wherever it sprouts in order to harness it as location-specific asset and competitive advantage in the interurban/interlocality rivalry. This happens in run-down Detroit as well as in Berlin, where hip neighborhoods filled with clubs and beach bars have become key to official urban marketing discourses.18 Even radical squats and self-managed social centers have taken on ambiguous roles as they mark urban space as attractive. The sub- and counter- cultural activists charge such spaces with cultural capital, which in the scheme of 'creative city' policy then becomes transformed by investors into economic capital. On the other hand, movements that confront the other side of neoliberalizing urbanism occupy a completely

different strategic position. This side entails austerity measures, intensifying repressive strategies towards unwanted behaviors, and more disenfranchisement. This is what communities of color, informal workers, austerity victims, and urban rioters experience, and what shapes their position and their mobilizations. Their struggles – though often less visible than those of other urban movements – against the discrimination and dispossession they experience have been turning first-world cities into arenas of anti-colonial as well as anti-racist struggles. This field of struggle is enormously heterogeneous and fragmented, involving vastly different concerns and grievances, from homeless advocacy and activism, via anti-hunger and anti-poverty organizations, via the panoply of Workers Centers, all the way to the community organizations of peoples of color involved in various forms of transformative organizing.19 Most of their struggles face – if not deaf ears – far more restrictions, surveillance, and more aggressive policing than those of their more comfortably positioned (potential) allies in the alternative/anarchist/(counter-)cultural scenes. Even before accounting for differential forms of state repression, which exacerbate divisions between different movement groups, we have to recognize that there are huge distances in terms of cultural and everyday experience between the comparatively privileged movement groups and the "outcasts". The reality of these different experiences creates all kinds of hurdles for connecting their shared interests in contesting neoliberal urbanism. But the struggles of all those excluded from the neoliberal city, be they at the peripheries of this model (in the banlieues and ghettos) or invisibly servicing the privileged city users from subliminal and precarious spaces, will need to be connected if we want to make headway in destabilizing the neoliberal rule regime. To that end, the more privileged urban movements need to add their leverage to the struggles against the exclusivity of neoliberal urbanism (as has begun to happen in the new collaborations formed between Occupy and Indignado activists on the one side and neighborhood and community organizations on the other). The opportunities for collaborating – for example in anti-foreclosure campaigns, or in blockades to prevent evictions – have helped mend the reservations and mistrust between communities of color and other poor people, and Occupy/Indignado "radicals", between those who are the "outcasts" of the neoliberal city and those who are, in some ways, benefiting from it.

71


006:Layout 1

72

10/24/13

10:27 AM

Page 72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 67-72

Such collaborations would be a first step toward a stronger counter-hegemonic social movement. But, because neoliberalization operates through multi-scalar politics, and austerity involves devolving redistribution across scales and regions, progressive alternatives also need to reach beyond the local,20 anti-neoliberal movements need to scale up and coordinate across localities and regions, as they develop alternative – eco-socialist, solidaristic – models of regulation. Of this, too, we have seen glimpses in Indignado and Occupy movements. And we are seeing it here in this gathering of movement groups from all over Southern Europe. As you/we, in our everyday efforts, are challenging one or another of the features of contemporary neoliberal urbanism, we are at the forefront of important struggles, building new radical-democratic practices in the crisis-ridden cities of Southern Europe – as movements in Argentina, Chile and Mexico have done before. The point now becomes to connect with each other, and to move all those fragmented, locality- and context-specific experiments towards a more "tightly networked, transnationally orchestrated formation of mutually recursive … policy reform strategies",21 so that eventually we may get to the third level where the neoliberal rule regime gets dismantled by "deep socialization." Thanks to Encounter Athens for allowing us to build and deepen those connections and to move in this direction!

Σημειώσεις 3. "This dominance of the financial market, and neoliberalism, came to an end August 2008. Postneoliberal strategies can still lead to a restructuring of capitalism," he wrote in "Postneoliberalism or postcapitalism? The failure of neoliberalism in the financial market crisis," Development Dialogue 51, 2009: 73-87. 4. Aihwa Ong (in "Neoliberalism as a mobile technology") employs a concept of neoliberalism as a "migratory set of practices"/ "a migratory technology of governing" / "a technique of administration," which is actually a static concept. 5. Cf. Neil Brenner/Nik Theodore (eds.) «Spaces of Neoliberalism. Urban Restructuring in North America and Western Europe», Oxford: Blackwell 2002. 6. Peck/Theodore/Brenner, "Neoliberal Urbanism: Models, Moments, Mutations," The SAIS Review of International Affairs, 29/1, winter/spring 2009. 7. Brenner/Peck/Theodore, "After Neoliberalization?" 2010, p. 10 in Ms.

8. "…market-disciplinary reform agendas were institutionalized on a world scale through … worldwide, multilateral, multilevel, supranational juridico-institutional reforms … Through … marketdisciplinary redesign of global and supra-national arrangements, from the OECD, the Woρld Bank and the IMF to the WTO, the post-Maastricht EU and NAFTA… neoliberalization processes came to impact and restructure the very geoinstitutional frameworks of governing national and subnational forms of regulatory experimentation (Brenner/Peck/Theodore, "After neoliberalization?" Ms p. 10). 9. That is when "… the inherited institutional frameworks of neoliberalization are infiltrated at all spatial scales by social forces and political alliances oriented towards alternative, market- restraining agendas" (such as capital and exchange controls, debt forgiveness, progressive tax regimes, non-profit based, cooperatively run, deglobalized credit schemes, global redistribution, public works investments, decommodification and deglobalization of basic social needs), i.e. when "… an alternative … solidaristic and/or eco-socialist model of global regulation … (emerges, characterized by) radical democratization of decision-making and allocation capacities at all spatial scales" (13-14). 10. You can read up on these in my contribution to CITY 13/no 2-3 (2009) or in Cities for People, not for Profit, edited by Neil Brenner, Peter Marcuse, Margit Mayer, Routledge 2012. 11. Cf. NYT study on bidding wars: Louise Story, "As companies seek tax deals, governments pay high price," NYT December 1, 2012. Cf. also Jamie Peck: "Grant hustling and investment-chasing entrepreneurialism … become (even) less of a willed political strategy, more of a fiscal necessity," Austerity Urbanism: American Cities under extreme economy, in: CITY 16/6 (Dec 2012), 626-655. 12. Stuart Hodkinson, "The new urban enclosures," CITY 16/5 (October) 2012, pp. 500- 518. 13. Cf. K. Beckett, S. Herbert, Banished. The New Social Control in Urban America. Oxford UP 2010; Brenner/Theodore 2002: "Cities and the geographies of actually existing neoliberalism," Antipode, 34/3, 349-379. 14. Erica Goode, "Crime increases in Sacramento after deep cuts to police force", NYT, November 3, 2012. 15. Monica Davey, "Safety is issue as budget cuts free prisoners," NYT, March 5, 2010, p. A 1. 16. Monica Davey, "Darker nights as some cities turn off the lights," NYT, 29 December 2011, p. A15. 17. Cf. Peck 2012, p. 650-51. 18. Cf. for Berlin Scharenberg/Bader 2009: 331; for Detroit: Kathy Hughes, "Is Detroit the new Brooklyn?" The need to know on PBS, July 7, 2011 http://www.pbs.org/wnet/need-to-know/the-dailyneed/is-detroit-the-new-brooklyn/10290/, James Tulloch, "Detroit: von der Geister-zur Gartenstadt," Allianz, July 14, 2011. http://www. wissen.allianz.at/?1554/gruene- staedte- detroit- von- geisterzur- gartenstadt). 19. Cf. http://www.sojustlead.org/ny-transformative-organizing-initiative. 20. Peck 2012: 651. 21. Brenner/Peck/Theodore, "After Neoliberalization?" 2010, p. 10 in draft Ms.


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 73

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

Α

Λ

Λ

Α

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ Ρ

Α

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΙΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Απόστολος Γ. Παπαδόπουλος1, Λουκία-Μαρία Φρατσέα2 Περίληψη Ο τρόπος με τον οποίο οι μετανάστες και οι απόγονοί τους μπορούν να αποτελέσουν κομμάτι –προσωρινό ή μόνιμο– των κοινωνιών υποδοχής έχει αναχθεί σε επίκαιρο ζήτημα. Αναπόφευκτα η «ενσωμάτωση» ή η ένταξη των μεταναστών στις σύγχρονες κοινωνίες υποδοχής είναι μια δύσκολη όσο και περίπλοκη διαδικασία, η οποία αφορά τους μετανάστες ως άτομα αλλά και ως κοινότητες/ομάδες. Η σύγχρονη εμπειρία δείχνει ότι συχνά οι μετανάστες εντάσσονται ως ένα βαθμό στις κοινωνίες υποδοχής, καθώς καλύπτουν συγκεκριμένες θέσεις στην αγορά εργασίας ανάλογα με την εθνικότητα και το φύλο τους. Οι περισσότερο ειδικευμένοι μετανάστες ευνοούνται από τις πολιτικές των ευρωπαϊκών κοινωνιών υποδοχής, ενώ οι ανειδίκευτοι και/ή λιγότερο ειδικευμένοι θεωρούνται ανεπιθύμητοι. Παρόλα αυτά και οι δύο κατηγορίες μεταναστών συνεισφέρουν θετικά στις αγορές εργασίας. Στόχος του παρόντος κειμένου είναι η μελέτη της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των μεταναστών στις τοπικές αγορές εργασίας, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη την υφιστάμενη οικονομική κρίση. Το κείμενο τελικά καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τις υφιστάμενες δυνατότητες για την κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών στις τοπικές αγορές εργασίας.

The social and occupational mobility of migrants under the spectrum of their integration into the local labor market Apostolos G. Papadopoulos, Loukia-Maria Fratsea Abstract Questioning how immigrants and their descendants can constitute a temporary or permanent labour power in receiving societies lies at the heart of contemporary migration debate. Immigrant integration and/or incorporation constitutes a complex process implicating them both as individuals and as communities or groups. Recent immigration experience shows that there are different labor market integration rates depending on immigrants' nationality and gender. This paper aims at investigating the social and occupational mobility of immigrants in the Greek local labour markets and, taking into consideration the recent economic crisisthe concluding section, draws some closing remarks on the prospects for the social and occupational mobility of immigrants in the Greek receiving society.

1 Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο apospapa@hua.gr. 2 Υποψήφια Διδάκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, fratsea@hua.gr.

73


007:Layout 1

74

10/24/13

10:28 AM

Page 74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

Εισαγωγή Η μετανάστευση βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων για το σχεδιασμό πολιτικών, καθώς συνδέεται με τις κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές που έχουν δρομολογηθεί πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιτίας της σημαντικής μεγέθυνσης της κλίμακας, της εμβέλειας αλλά και της πολυπλοκότητας αυτού του φαινομένου, τα κράτη αλλά και οι εμπλεκόμενοι φορείς συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις που προσφέρει η διεθνής μετανάστευση τόσο για τις χώρες προέλευσης όσο και τις χώρες υποδοχής μεταναστών. Ακόμα και σε εποχές κρίσης, η μετανάστευση αποτελεί σημαντική ευκαιρία για τις χώρες υποδοχής, καθώς οι μετανάστες μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη προσαρμοζόμενοι με μεγαλύτερη ευχέρεια στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η οικονομική ύφεση. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι μετανάστες παρέχουν ευέλικτη εργασία η οποία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τις χώρες υποδοχής σε περιόδους οικονομικής κατάρρευσης. Επιπρόσθετα, η τρέχουσα περίοδος κρίσης προσφέρει ευκαιρίες για την ανασκόπηση των εθνικών και ευρωπαϊκών πολιτικών για τη μετανάστευση καθώς και για την καλύτερη διαχείρηση της εργασίας των μεταναστών (Agramunt 2010: 13). Η Παγκόσμια Επιτροπή για τη Διεθνή Μετανάστευση στη γνωστή έκθεσή της επισημαίνει ότι η διεθνής κοινότητα απέτυχε στο παρελθόν να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις προκλήσεις που συνδέονται με τη διεθνή μετανάστευση (GCIM 2005). Έτσι, η Επιτροπή θεωρεί ότι χρειάζεται μια νέα προσέγγιση για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση επικεντρώνοντας σε τρία ζητήματα τα οποία θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικά: τις ικανότητες, τη συνοχή και τη συνεργασία. Όσον αφορά τις ικανότητες επισημαίνεται ότι τόσο τα κράτη όσο και οι εμπλεκόμενοι φορείς αδυνατούν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν αποτελεσματικές μεταναστευτικές πολιτικές. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στην έλλειψη επαρκούς και έγκαιρης πληροφόρησης για τις πτυχές του φαινομένου της μετανάστευσης, αλλά και στην αδυναμία αξιοποίησης της διαθέσιμης εμπειρίας και τεχνογνωσίας. Η συνοχή των μεταναστευτικών πολιτικών είναι ένα μείζον ζήτημα που συνδέεται με την έλλειψη συντονισμού των διαφορετικών εμπλεκόμενων φορέων, τις διαφορετικές προτεραιότητες που προβάλλουν οι διαφορετικές θεματικές πολιτικές στο πεδίο της

μετανάστευσης και η έλλειψη πολιτικής βούλησης. Τέλος, δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστική συνεργασία μεταξύ των διεθνών οργανισμών σχετικά με τις προτεραιότητες της μεταναστευτικής πολιτικής (βλ., για παράδειγμα, την αξιολόγηση του Προγράμματος της Χάγης, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2009). Βέβαια δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι η μετανάστευση είναι ένα ζήτημα που αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο από τα κράτη, τις αγορές εργασίας και τους λοιπούς εμπλεκόμενους φορείς. Τα κράτη είναι συχνά εγκλωβισμένα στην εγχώρια πολιτική κατάσταση, ενώ παράλληλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επηρεάζουν την κοινή γνώμη σχετικά με μεταναστευτικά ζητήματα εστιάζοντας στις περισσότερο εντυπωσιακές και αρνητικές διαστάσεις του ζητήματος (Hollifield 2004, Moraes 2003). Οι αγορές εργασίας και οι επιχειρήσεις έχουν τις δικές τους επιδιώξεις σχετικά με τη δυνατότητα εξεύρεσης ειδικευμένου ή ανειδίκευτου μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού. Βέβαια, η συζήτηση για τη μετανάστευση είναι ένα πολιτικά επίκαιρο ζήτημα –και ιδιαίτερα στην παρούσα εποχή της οικονομικής ύφεσης– αλλά συχνά επικρατεί μια πόλωση σε εθνικό, υπερεθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, ανάλογα με τις επιμέρους προτεραιότητες και τις πολιτικές ατζέντες των διαφορετικών εμπλεκόμενων φορέων. Σε αυτό το πλαίσιο, η προσφορά και η ζήτηση μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού αποτελούν κεντρικά ζητήματα που απασχολούν και θα συνεχίσουν να απασχολούν τα κράτη και τους εμπλεκόμενους φορείς τα επόμενα χρόνια. Η εξισορρόπηση προσφοράς και ζήτησης μεταναστευτικού δυναμικού αποτελεί το ζητούμενο κυρίως από την πλευρά των χωρών υποδοχής, οι οποίες έχουν προχωρήσει σε όλο και πιο περιοριστικές μεταναστευτικές πολιτικές κατά τις τελευταίες δεκαετίες (Τριανταφυλλίδου και Μαρούκης 2010, Παπαδόπουλος 2010). Κατά τις επόμενες δεκαετίες, σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη θα αντιμετωπίσουν όλο και εντονότερα το φάσμα της πληθυσμιακής γήρανσης και της ραγδαίας μείωσης του εργατικού δυναμικού τους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις το μέγεθος του γηγενούς εργατικού δυναμικού στην Ε.Ε. των 25 κρατών-μελών θα μειωθεί κατά 16 εκατομμύρια ως το 2025 και κατά 44 εκατομμύρια ως το 2050 (Dayton-Johnson κ.ά. 2007: 16). Με αυτό το δεδομένο και σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αύξηση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού στις γειτονικές χώρες (π.χ. Αφρική, Ασία), παρουσιάζεται η ανάγκη πρόβλεψης ενός συστήματος για την κινητικότητα της ερ-


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 75

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

γασίας προκειμένου να ωφεληθούν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ υποστηρίζει την άποψη ότι η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας αποτελεί τον συνδετικό κρίκο των συμφερόντων τριών βασικών συλλογικών δρώντων υποκειμένων στο μεταναστευτικό σύστημα: των κοινωνιών αποστολής, των κοινωνιών υποδοχής και των ίδιων των μεταναστών (Dayton-Johnson κ.ά. 2007). Η προώθηση της κυκλικής μετανάστευσης μέσα από την εγκαθίδρυση ενός συστήματος κινητικότητας της εργασίας αποτελεί έναν ξεκάθαρα διατυπωμένο στόχο της Ε.Ε., γεγονός που αφορά ουσιαστικά την ενθάρρυνση της προσωρινής παραμονής των υπηκόων τρίτων χωρών στις χώρες της Ε.Ε. προκειμένου να αποφευχθεί η μόνιμη εγκατάστασή τους σε αυτές. Ειδικότερα, η κυκλική μετανάστευση θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη λύση και για τις τρεις πλευρές, δηλαδή τις κοινωνίες υποδοχής, τις κοινωνίες αποστολής αλλά και τους ίδιους του μετανάστες (CEC 2005). Πιο συγκεκριμένα, ως κυκλική μετανάστευση ορίζεται εκείνη «η μορφή μετανάστευσης η οποία γίνεται αντικείμενο διαχείρισης με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει ένα βαθμό νόμιμης κινητικότητας μεταξύ δύο χωρών» (CEC 2007: 8). Η διευκόλυνση της επιστροφής των μεταναστών και της κυκλικότητάς τους εξυπηρετεί, ιδιαίτερα στην περίπτωση των εποχικά εργαζόμενων μεταναστών, ενώ προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία την οποία έχουν ανάγκη κυρίως οι περιφερειακές αγορές εργασίας (Vertovec 2007). Υπογραμμίζεται ότι η κυκλική μετανάστευση θεωρείται ως μια λύση για την αντιμετώπιση των ζητημάτων έλλειψης εργατικού δυναμικού στις αναπτυγμένες χώρες, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει την αντιμετώπιση των κοινωνικών και πολιτισμικών προβλημάτων που συνδέονται με τη μόνιμη μετανάστευση προς αυτές. Παράλληλα, προσφέρει στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες τη δυνατότητα αποφυγής των πιέσεων λόγω του αυξημένου αριθμού του εργατικού δυναμικού που συσσωρεύεται σε αυτές, καθώς επίσης αποτελεί μια εναλλακτική λύση απέναντι στη μαζική μη-νόμιμη μετανάστευση από τις λιγότερο στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες (Fargues 2008). Η απασχόληση των μεταναστών ή, αλλιώς, η ένταξή τους στην αγορά εργασίας αποτελεί μια σημαντική προϋπόθεση για την κοινωνική τους ενσωμάτωση στις κοινωνίες υποδοχής. Βέβαια δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι η κάλυψη θέσεων στην αγορά εργασίας

συνδέεται με τη γνώση της γλώσσας της κοινωνίας υποδοχής, την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την απόκτηση εξειδίκευσης από την πλευρά των μεταναστών. Σύμφωνα με πρόσφατες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καθώς και άλλων οργανισμών, η κυκλική μετανάστευση μπορεί να αποσοβήσει για τις χώρες προέλευσης τα προβλήματα που απορρέουν από την απώλεια εξειδικευμένου δυναμικού και την αξιοποίηση του από τις χώρες υποδοχής χωρίς ωστόσο οι τελευταίες να έχουν καταβάλει στο κόστος συντήρησης και εκπαίδευσής του (Newland 2009). Επισημαίνεται ότι το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο αναφέρει ρητά ότι χρειάζεται «να ληφθεί μέριμνα, ενθαρρύνοντας την προσωρινή ή κυκλική μετανάστευση ώστε οι πολιτικές αυτές να μην ευνοούν τη διαρροή εγκεφάλων» (Υπουργείο Εσωτερικών 2008: 15). Εντούτοις, υπογραμμίζεται ότι η ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας δεν είναι μια στιγμιαία πράξη, αλλά συνιστά μια συνεχιζόμενη διαδικασία η οποία χρήζει μελέτης, καθώς αποτελεί μια σημαντική προϋπόθεση για την ένταξη των μεταναστών στις κοινωνίες υποδοχής. Παράλληλα, η υποδοχή των μεταναστών από τις Ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι η ίδια για όλες τις κατηγορίες μεταναστών. Είναι σαφές από τα κείμενα πολιτικής ότι οι περισσότερο ειδικευμένοι μετανάστες ευνοούνται από τις πολιτικές των Ευρωπαϊκών κοινωνιών υποδοχής, ενώ οι ανειδίκευτοι και οι λιγότερο ειδικευμένοι θεωρούνται ανεπιθύμητοι. Έτσι, παρότι και οι δύο κατηγορίες μεταναστών συνεισφέρουν θετικά στις αγορές εργασίας των χωρών υποδοχής, η στάση των τελευταίων δεν είναι ενιαία απέναντι στους μετανάστες. Συνεπώς επισημαίνεται ότι έχει αναπτυχθεί σταδιακά ένα μοντέλο διακυβέρνησης της μετανάστευσης που στηρίζεται στον οικονομικό υπολογισμό (κόστος/όφελος) μιας διαβαθμισμένης εισόδου, καθώς επίσης των δικαιωμάτων και των ευκαιριών που συνδέονται με χρησιμοθηρικές προσεγγίσεις. Πιο συγκεκριμένα, προωθείται η κατηγοριοποίηση, η διαφοροποίηση, η επιλογή και η στρωμάτωση των μεταναστών σε διάφορες ομάδες ανάλογα με τις ανάγκες κάθε κράτους μέλους. Τα κράτη-μέλη του βορρά ενδιαφέρονται περισσότερο για τους ειδικευμένους μετανάστες, ενώ τα κράτη-μέλη του νότου έχουν ανάγκη λιγότερο ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, τα κράτη-μέλη επιχειρούν να εισάγουν εργασία και όχι άτομα (Kofman 2007).

75


007:Layout 1

76

10/24/13

10:28 AM

Page 76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

Η έντονη διαφοροποίηση της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής ανάλογα με το ποιες κατηγορίες μεταναστών θεωρούνται –από τις αναπτυγμένες κοινωνίες υποδοχής– «επιθυμητές» και ποιες «ανεπιθύμητες» οδηγεί σε μια διαστρέβλωση του μεταναστευτικού φαινομένου, το οποίο επιδέχεται πολλαπλές τυπολογήσεις και ερμηνείες που συχνά οδηγούν σε αυθαιρεσίες ή/και απλουστεύσεις.

Η τμηματοποίηση της αγοράς εργασίας και ο ρόλος των μη-νόμιμων μεταναστών Στην παρούσα περίοδο της οικονομικής ύφεσης επανέρχεται το ζήτημα της σημασίας της απασχόλησης των μεταναστών στις αγορές εργασίας. Ειδικότερα, διατυπώνεται ένας σημαντικός προβληματισμός σχετικά με τη σκοπιμότητα της απασχόλησης μεταναστών ιδιαίτερα όταν η οικονομία των χωρών υποδοχής βρίσκεται σε οικονομική κρίση, μειώνονται οι ευκαιρίες απασχόλησης και ταυτόχρονα αυξάνεται σημαντικά η ανεργία. Τότε ακριβώς είναι που αναβιώνουν οι –εθνικιστικές ή/και συντηρητικές– απόψεις που υποστηρίζουν ότι οι μετανάστες αφαιρούν θέσεις εργασίας από το γηγενές εργατικό δυναμικό ή/και ωθούν στη μείωση των μισθών (Somerville and Sumption 2009: 3). Ποιές είναι όμως οι πραγματικές επιπτώσεις από την απασχόληση των μεταναστών στην αγορά εργασίας των γηγενών; Πιο συγκεκριμένα, υπάρχει προβληματισμός ως προς το αν η απασχόληση των μεταναστών δρα συμπληρωματικά ή ανταγωνιστικά της απασχόλησης των γηγενών. Οι δύο αυτές θέσεις αντιμετωπίζονται ως διιστάμενες προσεγγίσεις που αφορούν την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας των χωρών υποδοχής. Συχνά σημειώνεται σύγχυση σχετικά με το αν η παρουσία των μεταναστών συνοδεύεται από σημαντικό όφελος για τις χώρες υποδοχής και υπό ποιούς όρους. Σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης η εργασία των μεταναστών είναι ουσιώδης για την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος που είναι διαθέσιμο στους γηγενείς. Από την άλλη μεριά όμως, η εργασία των μεταναστών συνεπάγεται μια αναδιανομή εισοδήματος, η οποία επιβαρύνει τους γηγενείς στο βαθμό που τους ανταγωνίζονται οι μετανάστες εργάτες (Borjas 2006). Πρόσφατη μελέτη για την αγορά εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο και για την Ευρώπη γενικότερα υπογραμμίζει ότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι παρατηρείται μείωση μισθών των γηγενών στην αγορά εργα-

σίας ενώ παράλληλα αυξάνεται η ανεργία τους (Somerville and Sumption 2009: 6). Οι επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών είναι πολύ μικρότερες από ό,τι θα περίμενε κανείς, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι μετανάστες –ως επί το πλείστον– δεν είναι ανταγωνιστικοί σε αρκετά επαγγέλματα και ως εκ τούτου δεν αντικαθιστούν γηγενείς. Οι εργοδότες αναζητούν χαμηλής εξειδίκευσης μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό, ενώ παράλληλα οι μετανάστες συνεισφέρουν στην αύξηση της ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών υποδοχής (Somerville και Sumption 2009). Μια σημαντική διάσταση της μετανάστευσης στην Ευρώπη σήμερα είναι το μεγάλο ποσοστό μη-νόμιμων μεταναστών, οι οποίοι δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα παραμονής ή/και εργασίας στις χώρες υποδοχής. Η εισροή μη-νόμιμων μεταναστών έχει τροφοδοτήσει τις χώρες υποδοχής με φθηνή άτυπη εργασία, ενώ αντίστοιχα η απασχόληση νόμιμων μεταναστών αποτελεί μέρος μόνο της συνολικής απασχόλησης των μεταναστών (Baldwin-Edwards 2008: 1456). Όπως και στις ΗΠΑ έτσι και στην Ευρώπη, η εφαρμογή της νέας περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής έχει συνοδευτεί από μεγέθυνση των ροών μη-νόμιμων μεταναστών. Όσον αφορά την Ευρώπη, εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι περίπου 5 με 10 εκατομμύρια μετανάστες εργάζονται και διαμένουν σε χώρες της Ε.Ε. χωρίς να διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα (DaytonJohnson κ.ά. 2007: 17). Αυτό το μέγεθος στηρίζεται σε συγκλίνουσες εκτιμήσεις διαφόρων συγγραφέων ότι η ροή μη-νόμιμων μεταναστών ανέρχεται σε 400.000 με 600.000 διελεύσεις κατ' έτος, από τις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία παρατηρείται στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, ενώ ένα αυξανόμενο ποσοστό των διελεύσεων συντονίζεται και επιχειρείται από επαγγελματικά δίκτυα λαθρομετανάστευσης (Jandl 2007: 292). Αυτή η σημαντική εισροή μη-νόμιμων μεταναστών –η παρουσία των οποίων εγείρει τα αντανακλαστικά του γηγενούς πληθυσμού– τροφοδοτεί τη δευτερογενή αγορά εργασίας και ιδιαίτερα τον άτυπο τομέα της οικονομίας (Piore 1979, Pugliese 1995, Reyneri 2004). Το φαινόμενο της μη-νόμιμης μετανάστευσης που είναι κυρίως αποτέλεσμα των περιοριστικών μεταναστευτικών πολιτικών –ενώ επιτείνεται σε περιόδους κρίσης– δεν είναιι το συγκυριακό αποτέλεσμα μιας άστοχης μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά συνιστά ένα διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της μετανάστευσης γενικότερα στην Ευ-


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 77

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

ρώπη και ειδικότερα στη Νότια Ευρώπη (BaldwinEdwards 2008: 1457). Έτσι, λοιπόν, η μη νόμιμη μετανάστευση αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη κατασκευή της μεταναστευτικής πολιτικής αλλά ταυτόχρονα δικαιολογεί και τα περιοριστικά μέτρα για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών (Düvell 2008). Σύμφωνα με πρόσφατο κείμενο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η απασχόληση μεταναστών που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα έλξης (pull) των μεταναστών στις χώρες υποδοχής. Πιο συγκεκριμένα, «τα κράτη μέλη δημιουργούν παράγοντες έλξης για τους μετανάστες με την ανοχή της μη-νόμιμης εργασίας των υπηκόων τρίτων χωρών. Η δυνατότητα εξεύρεσης εργασίας ενώ κάποιος βρίσκεται παράνομα στην Ε.Ε. αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα έλξης, καθώς ο κίνδυνος από την αποκάλυψη αυτού του γεγονότος από τις υπεύθυνες αρχές παραμένει μικρός τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο. Επιπλέον, η απασχόληση μη-νόμιμων μεταναστών, ιδιαίτερα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και σε εποχικές εργασίες, υποσκάπτει έντονα την αξιοπιστία των δικτύων νόμιμης μετανάστευσης και μειώνει τα φορολογικά έσοδα των κρατών μελών. Αυτό μπορεί επίσης να οδηγήσει σε σημαντική εκμετάλλευση ή ακόμα και σε συνθήκες σκλαβιάς, φαινόμενα για τα οποία δεν μπορεί να υπάρχει ανοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση» (CEC 2006: 8). Ήδη από τη δεκαετία του 1990 ήταν φανερό ότι τα ολοένα διευρυνόμενα ρεύματα των μη-νόμιμων μεταναστών προσέφεραν μια λύση στην ανάγκη για εργατικό δυναμικό από την πλευρά των νέων χωρών υποδοχής μεταναστών κυρίως στη Νότια Ευρώπη, αλλά και κατ' επέκταση στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ειδικότερα, παρουσιάστηκαν διογκούμενες ανάγκες για εργατικό δυναμικό χαμηλής εξειδίκευσης που θα τροφοδοτούσε χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Η ύπαρξη αυτών των αναγκών αποτελεί παράγοντα έλξης για τα μεταναστευτικά ρεύματα, τα οποία προσανατολίζονται σε τομείς και εργασίες που δεν είναι σταθερές, καθώς οι μετανάστες είναι συνήθως διατεθειμένοι να δεχθούν χαμηλές αμοιβές και άσχημες συνθήκες εργασίας. Όμως πέρα από την «ευελιξία» της απασχόλησης παρατηρείται και σημαντική γεωγραφική κινητικότητα, εξαιτίας της εποχικότητας, της προσωρινότητας και της περιοδικότητας των εργασιών που είναι αναγκασμένοι να κάνουν οι μετανάστες προκειμένου να ενταχθούν στις (δευτερεύουσες) αγορές εργασίες των χωρών υποδοχής (Pugliese 1995, Mingione 1995).

Σε αυτό το πλαίσιο, η θεωρία της τμηματοποίησης στην αγορά εργασίας υποστηρίζει ότι οι μεταναστευτικές ροές εξαρτώνται από τη σταθερή ζήτηση μεταναστευτικού δυναμικού και ότι το τελευταίο είναι εγγενές συστατικό της οικονομικής δομής των αναπτυγμένων χωρών (Reich κ.ά. 1973, Piore 1979, Massey κ.ά. 1993, Gordon 1995, Jennissen 2007). Η εργασία των μεταναστών είναι προϋπόθεση για τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη του καπιταλισμού, ακόμη και στη μεταφορντιστική εποχή, καθώς επιτρέπει την επέκταση των τμηματοποιημένων αγορών εργασίας. Ειδικότερα, η συνεχιζόμενη ζήτηση για απασχόληση μεταναστών αφορά τις ακόλουθες παραμέτρους: 1) επιχειρείται η κάλυψη γενικότερων ελλειμμάτων σε εργατικό δυναμικό, 2) επιδιώκεται η ικανοποίηση των αναγκών για κάλυψη των χαμηλότερων θέσεων στην κοινωνική ιεραρχία, και 3) επιδιώκεται η κάλυψη των απαιτήσεων στον δευτερογενή τομέα της δυαδικής αγοράς εργασίας (Piore 1979: 27-43). Επισημαίνεται ωστόσο ότι η διάκριση της αγοράς εργασίας σε κύρια και δευτερεύουσα δύναται να περιλαμβάνει τμηματικές αγορές εργασίας που διαφοροποιούνται εδαφικά κατά οικονομικό τομέα, τύπο εργασίας και φύλο. Η τμηματοποίηση της αγοράς εργασίας είναι μια ιστορική διαδικασία στην οποία επιδρούν πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες οι οποίοι επιμερίζουν την ευρύτερη αγορά εργασίας σε χωριστές τμηματικές αγορές, που διαφοροποιούνται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της αγοράς εργασίας, αλλά και συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς. Οι τμηματικές αγορές τέμνουν της επαγγελματική ιεράρχηση οριζόντια αλλά και κάθετα, ενώ μπορεί κανείς να ξεχωρίσει τέσσερις τουλάχιστον διαστάσεις της τμηματοποίησης: 1) Τη διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και δευτερογενούς αγοράς, όπου η πρώτη αφορά σταθερές εργασίες, σχετικά υψηλούς μισθούς και επαγγελματική ιεραρχία, ενώ η δεύτερη αφορά ευέλικτες εργασίες, χαμηλούς μισθούς και μικρή διαφοροποίηση των επαγγελμάτων. 2) Τη διάκριση στην πρωτογενή αγορά εργασίας ανάμεσα σε «εξαρτημένη» και «ανεξάρτητη» εργασία, γεγονός που αφορά τη διαφοροποίηση των προσδοκιών και της σταδιοδρομίας ανάλογα με την εξειδίκευση και προσόντα των ατόμων που συμμετέχουν σε αυτή την αγορά. 3) Την τμηματοποίηση ανάλογα με τις εθνικότητες οι οποίες «κατευθύνονται» σε συγκεκριμένα επαγγέλματα και ακολουθούν διαφορετικούς άξονες γεωγραφικής συγκέντρωσης. 4) Την τμηματοποίηση ανάλογα με το φύλο3 όπου υπάρχουν επαγ-

77


007:Layout 1

78

10/24/13

10:28 AM

Page 78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

γέλματα στα οποία εξειδικεύονται οι γυναίκες και σε άλλα οι άνδρες και όπου ο ρόλος της οικογένειας και της εκπαίδευσης είναι σημαντικός (Reich κ.ά. 1973). Όσον αφορά τη θέση των μεταναστών σε μια τμηματοποιημένη αγορά εργασίας, θα λέγαμε ότι ο ανταγωνισμός με τους γηγενείς είναι αρκετά περιορισμένος, καθώς το ντόπιο εργατικό δυναμικό είναι απρόθυμο να εκτελέσει εργασίες που κάποτε καλύπτονταν μόνο εν μέρει, όσον αφορά τη ζήτηση, σε τομείς όπως η γεωργία, οι κατασκευές, ο τουρισμός και οι χαμηλού βαθμού προσωπικές και οικιακές υπηρεσίες. Οι διαφορές μισθών ανάμεσα στους γηγενείς και τους μετανάστες, ιδιαίτερα όταν οι τελευταίοι είναι μη νόμιμοι, παγιώνουν τα όρια μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων της εργασίας (King και Zontini 2000: 42). Από το τέλος της δεκαετίας του 1980 είχε γίνει φανερό ότι τα συνεχώς διευρυνόμενα ρεύματα των μη νόμιμων μεταναστών ήρθαν να καλύψουν την ανάγκη σε εργατικό δυναμικό των νέων χωρών υποδοχής μεταναστών, κυρίως στη Νότια Ευρώπη (Hoggart και Mendoza 1999, Baldwin-Edwards 2004, Kasimis και Papadopoulos 2005). Έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες καταδεικνύουν την έκταση της τμηματοποίησης της αγοράς εργασίας σε αυτές και την ανάληψη από τους μετανάστες εργασιών με μειωμένο κύρος, χαμηλές αμοιβές και μικρή εξειδίκευση (Arango κ.ά. 2009: 24). Παράλληλα, επισημαίνεται ότι οι συγκρούσεις μεταξύ των μεταναστών και του γηγενούς πληθυσμού, ιδιαίτερα πριν την οικονομική κρίση, σπάνια αφορούσαν προβλήματα στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, σιγά σιγά άρχισε να επεκτείνεται, με κάποια χρονική καθυστέρηση, και στην υπόλοιπη Ευρώπη η απασχόληση μη νόμιμων μεταναστών σε τομείς της οικονομίας στους οποίους αυτοί εξαναγκάζονται να συνεισφέρουν τα μέγιστα (Jentch 2007, Rogaly 2008, Baldwin-Edwards 2008). Επιπρόσθετα, οι μετανάστες δεν είναι ισοδύναμα διεσπαρμένοι στην οικονομική δομή της κάθε χώρας αλλά τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους και συγκεκριμένα επαγγέλματα. Με άλλα λόγια, οι μετανάστες τείνουν να ειδικεύονται σε επαγγέλματα που διαφοροποιούνται σημαντικά από αυτά που επιλέγει να ασκήσει ο γηγενής πληθυσμός των χωρών υποδοχής. Το κοινό που έχουν οι εργασίες που αναλαμβάνουν οι μετανάστες είναι ότι αυτές είναι ως επί το πλείστον ανειδίκευτες, συχνά χαμηλά αμειβόμενες, αλλά σχεδόν πάντοτε χαμηλού κοινωνικού κύρους (Hoggart και

Mendoza 1999, King 2000, Bauder 2001, Solé 2004, Reyneri 2004, Kasimis and Papadopoulos 2005). Σε πολλές περιπτώσεις οι εργασίες αυτές γίνονται κάτω από δυσμενείς συνθήκες εργασίας, είναι επισφαλείς και σπάνια προσφέρουν δυνατότητες κοινωνικής ανόδου ή βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης. Επιπρόσθετα, αυτές εκτελούνται σε μη-αποδεκτά εργασιακά περιβάλλοντα από τους γηγενείς, ενώ παράλληλα οι εργασιακές σχέσεις των εργατών με τους επιστάτες ή/και τους εργοδότες είναι προσωπικές και ιεραρχικές. Βέβαια αυτές ακριβώς τις εργασίες είναι που αποφεύγει το γηγενές εργατικό δυναμικό, το οποίο προσβλέπει στη δυνατότητα ανόδου – λόγω εξειδίκευσης, δεξιοτήτων και εκπαίδευσης– στην κοινωνική ιεραρχία και την επαγγελματική κλίμακα (Piore 1979). Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η επαγγελματική ιεράρχηση είναι κρίσιμη για την κινητοποίηση και την ένταξη του μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας. Αρχικά οι μετανάστες όταν προέρχονται από άλλες κοινωνικές δομές όπου οι μισθοί είναι χαμηλότεροι και δεν έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις, είναι διατεθειμένοι να αποδεχτούν χαμηλού κύρους, βαριές, δύσκολες και επισφαλείς εργασίες (Piore 1986). Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, οι εργασίες αυτές δεν είναι απλώς αποδεκτές αλλά ελκυστικές, καθώς οι μετανάστες δεν επιδιώκουν κατ’ ανάγκη την ένταξη στις κοινωνίες υποδοχής. Στο βαθμό λοιπόν που οι μετανάστες αποδέχονται εργασίες που ανήκουν στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της κοινωνικής ιεραρχίας, επιτελούν σημαντικές λειτουργίες στις κοινωνίες υποδοχής, καθώς κάνουν επαγγέλματα που είναι αναγκαία για τις κοινωνίες αυτές και τα οποία κανείς άλλος δεν είναι διατεθειμένος να κάνει. Έτσι, οι εργοδότες αναζητούν εργατικό δυναμικό που είναι διαθέσιμο να εκτελέσει εργασίες ως το μόνο μέσο για προσπορισμό εισοδήματος και για το οποίο δεν προκύπτει ζήτημα κοινωνικής θέσης ή κύρους στις κοινωνίες υποδοχής (Massey κ.ά. 1993: 441-442). Στην αρχή της μεταναστευτικής διαδικασίας οι μετανάστες πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις και άρα λειτουργούν συμπληρωματικά με το γηγενή πληθυσμό στην αγορά εργασίας. Όταν οι μετανάστες αποκτούν μια πιο μόνιμη και σταθερή παρουσία στις αγορές εργασίας, φέρνουν τις οικογένειές τους στις χώρες υποδοχής και αντιμετωπίζουν τις τελευταίες ως τόπο εγκατάστασής τους, εμφανίζονται να υιοθετούν τα πρότυπα του γηγενούς εργατικού δυναμικού σχετικά με τις προσδοκίες κοινωνικής ανέλιξης,


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 79

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

επαγγελματικής κινητικότητας και αναζήτησης μιας κοινωνικής θέσης (ή κοινωνικού γοήτρου που απορρέει από την εργασία) για τους ίδιους και την οικογένειά τους (Piore 1986: 25). Εδώ λοιπόν γίνεται φανερό ότι η μελέτη της εκκίνησης της μεταναστευτικής διαδικασίας δεν επαρκεί για να μελετηθούν οι πτυχές της εξέλιξης του μεταναστευτικού φαινομένου το οποίο εκτυλίσσεται συνεχώς κάτω από νέες συνθήκες, και εμπεριέχει διαφορετικά μεταναστευτικά ρεύματα και αναπόφευκτα διαφορετικές πρακτικές και στρατηγικές των μεταναστευτικών ομάδων, οι οποίες επιδιώκουν, η καθεμία για λογαριασμό της, την κοινωνική ένταξη/ενσωμάτωσή τους στις κοινωνίες υποδοχής. Η μελέτη της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας είναι αρκετά χρήσιμη, καθώς συνιστά έναν βασικό άξονα που επιτρέπει να αξιολογηθούν οι ευκαιρίες που διατίθενται σε κάθε κοινωνία για τη μεταβολή της κοινωνικής θέσης των ατόμων σε συλλογικό επίπεδο. Συνεπώς, η εξέταση των ευκαιριών που απολαμβάνουν οι μετανάστες για κοινωνική κινητικότητα καταδεικνύει το βαθμό της κοινωνικής τους ένταξης στις κοινωνίες υποδοχής, αλλά παράλληλα βοηθά στην επισήμανση των εμποδίων που υφίστανται στη διαδικασία της κοινωνικής τους ενσωμάτωσης. Επισημαίνεται ότι καθώς η μελέτη της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας δεν είναι μονοδιάστατη στο χώρο και το χρόνο, σύμφωνα με βάση τη σχετική βιβλιογραφία (βλ., ενδεικτικά, Lipset και Bendix 1959, Savage 1998, Favel και Recchi 2010), αυτή αφορά τέσσερα τουλάχιστον επίπεδα: • Τη μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην είσοδο ενός ατόμου στην αγορά εργασίας και της θέσης που έχει κατακτήσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα στην εργασία του. • Τη διερεύνηση των μέσων που χρησιμοποιούν τα άτομα προκειμένου να επιτύχουν κοινωνική/επαγγελματική κινητικότητα (π.χ. εκπαίδευση, δεξιότητες, γλώσσα, επιδιώξεις, προσδοκίες). • Τη διαδικασία της κοινωνικής κινητικότητας που ακολουθούν τα άτομα. • Την εξέταση των επιπτώσεων της κοινωνικής κινητικότητας που έχουν επιτύχει τα άτομα σε μια κοινωνία. Η διερεύνηση της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των μεταναστευτικών πληθυσμών στις κοινωνίες υποδοχής των χωρών της Νοτίου Ευρώπης και ειδικότερα της Ελλάδας αφορά τόσο τη βελτίωση της

κοινωνικής τους θέσης ως αποτέλεσμα της μετακίνησης από τη χώρα προέλευσης στη χώρα υποδοχής, όπως επίσης τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες που διαθέτουν οι πληθυσμοί αυτοί συγκρινόμενοι με τους γηγενείς. Συνοπτικά, η τμηματοποίηση της αγοράς εργασίας στη Νότια Ευρώπη και ειδικότερα στην Ελλάδα συνδέθηκε με την «εσωτερική» ιεράρχηση των μεταναστευτικών εθνικοτήτων, αλλά και με την «αρχαιότητα» των μεταναστευτικών ρευμάτων, σύμφωνα με την οποία οι καλύτερες θέσεις στην αγορά εργασίας αναθέτονται σταδιακά στους «παλαιότερους» μετανάστες, ενώ οι σχετικά χειρότερες θέσεις, όσον αφορά το μισθό, τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλιση, απομένουν και δίνονται ή, καλύτερα, παραχωρούνται στους «νεότερους», και συχνά μη νόμιμους, μετανάστες (Papadopoulos 2009, Papadopoulos 2011).

Η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών στη Νότια Ευρώπη και την Ελλάδα Η θέση των μεταναστών στις χώρες της Νότιας Ευρώπης όπου απασχολούνται κυρίως σε ανειδίκευτες θέσεις εργασίας ή στον άτυπο τομέα της οικονομίας παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα συγκριτικά με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες όπου οι μετανάστες απασχολούνται σε πιο ειδικευμένα επαγγέλματα. Πρέπει να επισημανθεί η εκτεταμένη ετεροαπασχόληση των μεταναστών στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίοι εμφανίζονται σημαντικά υπερεκπαιδευμένοι σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν, γεγονός που συνεπάγεται τη μη πλήρη αξιοποίηση αυτού του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης, καθώς και ορισμένες στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη –όπως η Σουηδία, η Δανία, το Λουξεμβούργο, η Τσεχία και η Αυστρία– πρωτοστατούν στην απασχόληση μεταναστών σε θέσεις εργασίας για τις οποίες αυτοί διαθέτουν περισσότερα προσόντα (Γράφημα 1). Ειδικότερα, στην Ελλάδα το ποσοστό όσων αλλοδαπών απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερη εκπαίδευση σε σχέση τα προσόντα τους είναι τριπλάσιο συγκρινόμενο με αυτό των γηγενών. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζουν η Ισπανία και η Ιταλία, ενώ η Πορτογαλία ακολουθεί με σχετικά μικρότερο ποσοστό (OECD 2008: 140-141).

79


007:Layout 1

80

10/24/13

10:28 AM

Page 80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

Γράφημα 1. Υπερεκπαιδευόμενοι αλλοδαποί και γηγενείς σε χώρες του ΟΟΣΑ, 2000

Τα υψηλά ποσοστά ετεροαπασχόλησης στις χώρες της Νότιας Ευρώπης αποτελούν μια σημαντική ένδειξη των θεσμικών (άδεια παραμονής, αναγνώριση πολιτικών δικαιωμάτων κ.λπ.), κοινωνικών ή άλλων εμποδίων που τίθενται για την πληρέστερη ενσωμάτωση των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες υποδοχής. Υπογραμμίζεται ότι οι μετανάστες αποτελούν ένα αρκετά διαφοροποιημένο σύνολο αν λάβουμε υπόψη την εθνικότητα, το φύλο, την εκπαίδευση, τη διάρκεια παραμονής, το καθεστώς νομιμότητας, τις εργασίες στις οποίες εξειδικεύονται, τις επιλογές μόνιμης εγκατάστασης/ κινητικότητας/ κυκλικότητας, αλλά και τα επιμέρους σχέδια για την ένταξη/ ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία υποδοχής. Τα μεταναστευτικά ρεύματα προς την Ελλάδα αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις. κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης το 1989. Η εισροή μεταναστών στη χώρα συνεχίστηκε και συνεχίζεται για σημαντικό χρονικό διάστημα με την έλευση διαδοχικών «κυμάτων» από τα Βαλκάνια, την Ανατολική Ευρώπη και πιο πρόσφατα από την Ασία και την Αφρική. Την περίοδο 1990-1995, καταφθάνει η πλειοψηφία των Αλβανών μεταναστών, ενώ ένας σημαντικός αριθμός εισέρχεται το 1996 μετά δηλαδή από την κατάρρευση στην Αλβανία του συστήματος αποταμίευσης των «πυραμίδων». Κατά το δεύτερο κύμα μετανάστευσης προς την Ελλάδα (1996-2001), καθώς αυξάνεται η συμμετοχή των μεταναστών από άλλες Βαλκανικές χώρες, τις πρώην Σοβιετικές, το Πακιστάν, την Ινδία, η γεωγραφική εγγύτητα με τις χώρες αποστολής αντικαθίσταται σταδιακά από τη δυνατότητα πρόσβασης στην

Ελλάδα ως ενδιάμεσος σταθμός για τη μετακίνηση μεταναστών προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Aν και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες υπολογισμού των μεταναστών που διαμένουν σήμερα στη χώρα (Λιανός κ.ά. 2008, Maroukis 2012), ο πραγματικός τους αριθμός παραμένει άγνωστος. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, λιγότεροι από 519.000 υπήκοοι τρίτων χωρών διέθεταν άδεια διαμονής τον Μάρτιο 2010. Στα δεδομένα αυτά θα πρέπει να προστεθούν οι υπήκοοι χωρών της Ε.Ε., οι αιτούντες άσυλο και οι πρόσφυγες, καθώς και οι μετανάστες που δεν διαθέτουν νόμιμα έγγραφα. Συνολικά, εκτιμάται ότι στην Ελλάδα διαμένουν 1 με 1,2 εκατομμύρια μετανάστες που αντιστοιχούν στο 10% του πληθυσμού της χώρας και αντιπροσωπεύουν το 12%-14% του εργατικού δυναμικού της (Τριανταφυλλίδου και Μαρούκης 2010: 122). Με βάση τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού του 2001, η μετανάστευση προς την Ελλάδα προέρχεται κυρίως από τις Βαλκανικές χώρες, την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη (Αλβανοί 57,5% των μεταναστών οι Βούλγαροι (4,6%), Γεωργιανοί (3%), Ρουμάνοι (2,9%), Ρώσοι (2,3%) και μικρότερα ποσοστά συγκεντρώνουν οι μετανάστες από την Ασία και την Αφρική. Η αναλογία μεταξύ των δύο φύλων διαφοροποιείται σημαντικά από εθνικότητα σε εθνικότητα. Σε ορισμένες εθνικότητες υπερτερούν οι γυναίκες, όπως μεταξύ των Φιλιππινέζων, των εθνικοτήτων από την πρώην Σοβιετική Ένωση, των Βουλγάρων, των Πολωνών και των υπηκόων από χώρες-μέλη της Ε.Ε. Αντίθετα, σε εθνικότητες που προέρχονται από την Ασία όπως το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, η Ινδία, η Συρία και το Ιράκ υπερτερούν οι άνδρες μετανάστες. Η επαγγελματική και συνακόλουθα η κοινωνική ένταξη διαφέρει σημαντικά από εθνικότητα σε εθνικότητα (Πίνακας 1). Για παράδειγμα, οι υπήκοοι κρατών όπως η Κύπρος, ή χωρών μελών της Ε.Ε. ή των αναπτυγμένων χωρών καταλαμβάνουν συχνότερα υψηλότερου κύρους επαγγέλματα, ενώ αντίθετα υπήκοοι κρατών που έχουν καταφθάσει στη χώρα νωρίτερα από άλλους παρουσιάζουν αξιόλογα ποσοστά σε μεσαίου και υψηλού κύρους επαγγέλματα. Μια σημαντική παρατήρηση πάντως είναι ότι οι προερχόμενοι από χώρες της Ασίας και της Βαλκανικής παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά ανειδίκευτης εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) που αφορούν την απασχόληση των μεταναστών από τρίτες χώρες σε σύγκριση με την απασχόληση των γηγενών και των υπηκόων χωρών


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 81

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

Πίνακας 1. Κατανομή απασχολούμενων αλλοδαπών κατά ομάδες ατομικών επαγγελμάτων, 2001 Χώρα/ Περιφέρειες προέλευσης αλλοδαπών

Σύνολο

Υψηλού κύρους επαγγέλματα

Μεσαίου κύρους επαγγέλματα

Χαμηλού κύρους επαγγέλματα

Ανειδίκευτα επαγγέλματα & δεν δίπλωσαν επάγγελμα

Αλβανία Χώρες πρώην ΕΣΣΔ & Κεντρ. Ευρώπη Βουλγαρία Κράτη-Μέλη της Ε.Ε. Ρουμανία Αναπτυγμένες Χώρες εκτός της Ε.Ε. Πακιστάν Πολωνία Ινδία Κύπρος Φιλιππίνες Αίγυπτος Αφρικανικές Χώρες Μπανγκλαντές Συρία Ιράκ Χώρες πρώην Γιουγκοσλαβίας Τουρκία Λοιπές χώρες Σύνολο

226.300

2,3

9,6

8,0

80,1

37.204 23.147 16.007 14.808

5,3 3,4 47,3 4,0

17,1 12,4 27,5 10,9

3,4 9,5 4,5 7,9

74,2 74,7 20,7 77,3

11.602 9.238 7.333 6.062 5.670 4.948 4.823 4.320 4.101 3.679 2.662 2.567 2.469 4.684 391.624

40,8 1,5 4,9 1,4 62,9 3,4 8,5 14,7 2,0 9,0 4,0 20,1 30,2 25,5 7,4

27,9 7,2 12,3 3,1 17,5 12,6 15,5 26,9 17,0 7,6 16,6 25,9 25,6 23,8 12,6

7,5 4,0 2,0 19,4 1,4 2,4 6,6 1,9 0,8 0,7 0,5 7,1 2,0 2,9 6,9

23,7 87,3 80,8 76,1 18,1 81,6 69,4 56,5 80,2 82,7 78,9 46,9 42,2 47,8 73,0

Πηγή: ΕΣΥΕ. Απογραφή πληθυσμού 2001, Πίνακας 5.

μελών της Ε.Ε., οι πρώτοι βρίσκονται σε αρκετά δεινή θέση στην ελληνική αγορά εργασίας. Ο Πίνακας 2 δείχνει ότι εννέα στους δέκα μετανάστες των χωρών αυτών είναι μισθωτοί εργάτες, ενώ μεταξύ των γηγενών το αντίστοιχο ποσοστό περιορίζεται στο 62%. Αντίστοιχα, οι αυτοαπασχολούμενοι αποτελούν μόλις το 6% του πληθυσμού των μεταναστών και το 23% των γηγενών. Επιπρόσθετα, μικρό ποσοστό των μεταναστών συγκεκριμένων εθνικοτήτων, οι οποίοι κατά κύριο λόγο συμπεριλαμβάνονται στις παλαιότερες μεταναστευτικές ροές, κατατάσσεται στην πρωτεύουσα αγορά εργασίας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών κατατάσσεται στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον Πίνακα 3, περίπου 80% των μεταναστών που προέρχονται από τρίτες χώρες απασχολείται σε επαγγέλματα χαμηλού κύρους ή ανειδίκευτα,4 ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους γηγενείς δεν ξεπερνά το 37%. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ακόμα και μεταξύ των υπηκόων χωρών της Ε.Ε. το ποσοστό όσων απασχολούνται σε επαγγέλματα χαμηλού

κύρους ή ανειδίκευτα πλησιάζει τα δύο τρίτα του συνόλου των απασχολούμενων. Η μελέτη της εξέλιξης των μεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών που απασχολούνται σε επαγγέλματα χαμηλού κύρους ή ανειδίκευτα για την περίοδο 2005-2010 καταδεικνύει ότι το ποσοστό παραμένει αρκετά υψηλό και δεν διαφοροποιείται σημαντικά (Γράφημα 2). Αξίζει να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο ποσοστό των γηγενών έβαινε μειούμενο την αντίστοιχη περίοδο, ενώ το ποσοστό των υπηκόων χωρών της Ε.Ε. αυξήθηκε από 45% το 2005 σε 65% το 2010. Αυτή η μεταβολή οφείλεται στη μεγέθυνση του εργατικού δυναμικού που προέρχεται από χώρες της Ε.Ε. και ειδικότερα στην ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στην Ε.Ε. μετά το 2007. Οι υπήκοοι των χωρών αυτών εργάζονται σε επαγγέλματα χαμηλού κύρους ή ανειδίκευτα, όπως άλλωστε καταδεικνύεται και από τα στοιχεία της Απογραφής Πληθυσμού του 2011 (βλέπε Πίνακα 1). Αντίστοιχα, η μελέτη της εξέλιξη των μεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών που απασχολούνται σε επαγγέλματα υψηλού κύρους για την περίοδο 2005-2010 δεί-

81


007:Layout 1

82

10/24/13

10:28 AM

Page 82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

Πίνακας 2. Κατανομή απασχολούμενων Ελλήνων, υπηκόων χωρών Ε.Ε. και υπηκόων τρίτων χωρών με βάση τη θέση στο επάγγελμα Έτος Θέση στο επάγγελμα

Έλληνες

Υπήκοοι χωρών της Ε.Ε.

Υπήκοοι τρίτων χωρών

Εργοδότες 8,4 Αυτοαπασχολούμενοι 23,0 2005 Βοηθοί στην οικ.επιχ. 6,7 Μισθωτοί 61,9 Σύνολο 4.084.750

8,5 9,5 5,4 76,6 26.180

1,3 7,1 1,6 90,0 274.615

Εργοδότες 8,5 Αυτοαπασχολούμενοι 23,7 2010 Βοηθοί στην οικ.επιχ. 6,1 Μισθωτοί 61,7 Σύνολο 3.988.395

2,1 5,1 3,4 89,4 75.259

2,2 8,1 1,3 88,4 339.278

Πηγή: ΕΛΣΤAT. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Γ τρίμηνο. 2005-2010.

Πίνακας 3. Κατανομή απασχολούμενων Ελλήνων, υπηκόων τρίτων χωρών με βάση τις ομάδες ατομικών υπηκόων χωρών Ε.Ε. και επαγγελμάτων Έτος Επαγγέλματα

2005

2010

Έλληνες

Υψηλού κύρους 34,0 Μεσαίου κύρους 26.0 Χαμηλού κύρους 26,3 Ανειδίκευτο» 13,7 Σύνολο 4.084.750

Υπήκοοι Υπήκοοι χωρών της τρίτων χωρών Ε.Ε. 28,3 4,1 26.8 14,7 27,3 40,8 17,6 40.5 26.180 274.613

Υψηλού κύρους 36,6 Μεσαίου κύρους 26,3 Χαμηλού κύρους 23,4 Ανειδίκευτοι 13,7 Σύνολο 3.988.395

10,8 24.1 18.4 46.7 75.259

3,7 17.8 33.9 44.6 339.278

Πηγή: ΕΛΣΤAT. Έρευνα Εργατικού Δυναμικού, Γ τρίμηνο, 20052010.

χνει ότι το ποσοστό βαίνει μειούμενο καθ’ όλη την περίοδο, περιοριζόμενο κάτω από το 4% (Γράφημα 3). Το ποσοστό των γηγενών που απασχολείται σε υψηλού κύρους επαγγέλματα αυξήθηκε από το 34% το 2005 στο 37% το 2010. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ποσοστό των υπηκόων χωρών της Ε.Ε. που απασχολείται σε επαγγέλματα υψηλού κύρους μειώθηκε ραγδαία από το 28% το 2005 στο 11% το 2010.

Γράφημα 3. Εξέλιξη των απασχολούμενων σε επαγγέλματα με υψηλό κύρος, 2005-2010

Γράφημα 2. Εξέλιξη των απασχολούμενων σε επαγγέλματα με χαμηλό κύρος ή εντελώς ανειδίκευτα, 2005-2010

Οι μεταβολές αυτές θα πρέπει να συσχετιστούν επίσης με τη φθίνουσα οικονομική πορεία της χώρας την αντίστοιχη χρονική περίοδο, και ιδιαίτερα με την τρέχουσα οικονομική ύφεση. Η δραστική μείωση των θέσεων εργασίας κατά την περίοδο 2008-2010 είχε σαν αποτέλεσμα την επιτάχυνση του ποσοστού ανεργίας των

μεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών συγκριτικά με τον γηγενή πληθυσμό. Σαν αποτέλεσμα, η ανεργία των υπηκόων τρίτων χωρών αυξήθηκε από 6% το 2008 σε 14% το 2010, ενώ αντίστοιχα η ανεργία των γηγενών αυξήθηκε από 7% σε 12% (Γράφημα 4). Η ραγδαία επιδείνωση της ανεργίας των μεταναστών συγκριτικά με αυτή των γηγενών είναι εμφανής κατά την επόμενη περίοδο, με αποκορύφωμα το έτος 2012 όταν η ανεργία των μεταναστών άγγιξε το 35% και αυτή των γηγενών περιορίστηκε στο 24%. Επισημαίνεται ότι καθ’ όλη την περίοδο η ανεργία των υπηκόων χωρών της Ε.Ε. ακολουθεί τα ποσοστά ανεργίας των γηγενών και ότι το 2012 η ανεργία προσέγγιζε το 27%.


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 83

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

αυξανόμενης της ανεργίας όσο και της μεγέθυνσης της ευέλικτης εργασίας των μεταναστών.

Η επαγγελματική και κοινωνική κινητικότητα των μεταναστών σε δύο τοπικές αγορές εργασίας

Γράφημα 4. Εξέλιξη του ποσοστού ανεργίας ανά κατηγορία εργαζομένου, 2006-2012

Με την παραπάνω εικόνα συνάδουν και τα διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την προσωρινή απασχόληση των μεταναστών και των γηγενών την περίοδο 2005-2010. Ειδικότερα, σημειώνεται ότι το ποσοστό των προσωρινά απασχολούμενων μεταναστών υπηκόων τρίτων χωρών αυξήθηκε από 20% το 2005 σε 26% το 2010. Αντίστοιχα η προσωρινή απασχόληση των γηγενών παρέμεινε σταθερή σε όλη την περίοδο στο 11%. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το ποσοστό των προσωρινά απασχολούμενων υπηκόων χωρών της Ε.Ε. υπερδιπλασιάστηκε από περίπου 12% το 2005 σε 27% το 2010. Συνοψίζοντας, υπογραμμίζεται ότι οι μετανάστες που προέρχονται από τρίτες χώρες απασχολούνται κυρίως σε χαμηλού κύρους και ανειδίκευτα επαγγέλματα, ενώ η κατάσταση αυτή δεν φάνηκε να βελτιώνεται τα τελευταία έτη. Παράλληλα, παρατηρείται σημαντική αύξηση του ποσοστού των υπηκόων χωρών της Ε.Ε. (κυρίως λόγω των Βούλγαρων και των Ρουμάνων) που απασχολούνται σε χαμηλού κύρους και ανειδίκευτα επαγγέλματα. Το φαινόμενο αυτό συνεπάγεται την επέκταση της ετεροαπασχόλησης των μεταναστών που απασχολούνται στην αγορά εργασίας στη χώρα. Με τη σειρά της, η ετεροαπασχόληση των μεταναστών, οι οποίοι εμφανίζονται σημαντικά υπερεκπαιδευμένοι σε σχέση με τις θέσεις εργασίας που καταλαμβάνουν, οδηγεί σε σημαντικά προβλήματα στην αγορά εργασίας λόγω της μη πλήρους αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού τους (Lianos 2007), αλλά παράλληλα αποτελεί και σημαντική ένδειξη για τα διαρθρωτικά εμπόδια που υφίστανται για την πληρέστερη ένταξή τους στην ελληνική αγορά εργασίας. Η πρόσφατη οικονομική ύφεση έχει επιδεινώσει τη θέση των μεταναστών στην αγορά εργασίας τόσο μέσω της

Οι τοπικές αγορές εργασίας συνιστούν βασικές χωρικές μονάδες για τη μελέτη της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των μεταναστών, καθώς στο τοπικό επίπεδο συναντώνται και αποτιμώνται πληρέστερα οι μηχανισμοί ένταξής τους στην αγορά εργασίας όπως επίσης μελετώνται και οι πρακτικές της ενσωμάτωσής τους στην κοινωνία υποδοχής (Bauder 2001, Βαΐου και Παπαδόπουλος 2007). Στο παρόν τμήμα γίνεται μία επιλεκτική εξέταση των ευρημάτων εμπειρικής έρευνας που διενεργήθηκε την περίοδο 2007-2008 στην Ελλάδα. Βασικός στόχος της έρευνας ήταν να περιγράψει τις μεταναστευτικές ροές προς δύο διαφορετικές και διακριτές τοπικές αγορές εργασίας, καθώς επίσης να μελετήσει τα βασικά χαρακτηριστικά των μεταναστών και των επιπτώσεων από την απασχόλησή τους σε αυτές. Οι περιοχές έρευνας διαφοροποιούνται ανάλογα με τη διάρθρωση της απασχόλησης και με το βαθμό ειδίκευσης του ξένου εργατικού δυναμικού που απασχολείται σε αυτές: α) μια «εντατική αγροτική αγορά εργασίας» (στην Ηλεία), και β) μια «πολυλειτουργική αγορά εργασίας» όπου υπάρχουν ευκαιρίες απασχόλησης στον τουρισμό και τις υπηρεσίες και όπου ο ρόλος του αγροτικού τομέα είναι συμπληρωματικός (στη Ζάκυνθο) (Kasimis και Papadopoulos 2008). Οι ερωτώμενοι εντοπίστηκαν με τη μέθοδο της χιονοστιβάδας, η επιλογή της οποίας, αν και δε συνιστά τυχαία δειγματοληψία, υπαγορεύτηκε από το σημαντικό αριθμό των μη νόμιμων μεταναστών που ζούν και απασχολούνται στις δύο περιοχές και οποίοι δεν θα μπορούσαν να εντοπιστούν σε άλλη περίπτωση. Συνολικά συμπληρώθηκαν 205 ερωτηματολόγια, 103 στην «εντατική αγροτική αγορά εργασίας» και 102 στην «πολυλειτουργική αγορά εργασίας». Επίσης διεξήχθη ικανός αριθμός ποιοτικών συνεντεύξεων προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευρύτερη εικόνα σχετικά με την παρουσία και απασχόληση των μεταναστών στις δύο περιοχές έρευνας. Μια πρώτη ουσιαστική παρατήρηση που προκύπτει από την επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων είναι ότι καθεμία από τις δύο περιφερειακές αγορές εργασίας τροφοδοτείται από διαφορετικές κατηγορίες μεταναστών οι οποίοι πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις προκειμένου

83


007:Layout 1

84

10/24/13

10:28 AM

Page 84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

να επιλεγούν για να εργαστούν σε κάθε αγορά εργασίας. Ειδικότερα, η πλειοψηφία όσων εργάζονται στην «εντατική αγροτική αγορά εργασίας» της Ηλείας έχει χαμηλότερη εκπαίδευση, έλκει την καταγωγή της από αγροτικές περιοχές στη χώρα προέλευσης των μεταναστών, και, γενικότερα, η πλειοψηφία των ερωτώμενων διαθέτει κατά μέσο όσο μικρότερη διάρκεια παραμονής στη χώρα υποδοχής (7,7 έτη). Αντίστοιχα, οι περισσότεροι από τους μετανάστες που εργάζονται στην πολυλειτουργική αγορά εργασίας της Ζακύνθου διαθέτουν υψηλότερη εκπαίδευση, τείνουν να προέρχονται από αστικές περιοχές στη χώρα προέλευσής τους, διεθέτουν εργασιακή εμπειρία σε μη-γεωργικούς τομείς, και, γενικότερα, παρουσιάζουν κατά μέσο όρο συγκριτικά μεγαλύτερη διάρκεια παραμονής στη χώρα (11,1 έτη). Συνεπώς, η πολυλειτουργική αγορά εργασίας τείνει να προσελκύει περισσότερο ειδικευμένους εργάτες σε σχέση με την εντατική αγροτική αγορά εργασίας, η οποία τείνει να προσελκύει λιγότερο ειδικευμένους. Παράλληλα, οι μετανάστες τείνουν να καταλήγουν στην πρώτη τοπική αγορά εργασίας, αφού έχουν νωρίτερα ήδη επισκεφτεί άλλες, ενώ στον αντίποδα βρίσκεται η δεύτερη. Μία ερμηνεία για το γεγονός αυτό είναι ότι η εντατική αγροτική αγορά εργασίας έχει ανάγκη σημαντικού αριθμού εποχικών εργατών και, παράλληλα, οι τελευταίοι επιζητούν προσωρινή ή ευκαιριακή απασχόληση. Αντίθετα, η πολυλειτουργική αγορά εργασίας χρειάζεται σχετικά μόνιμο εργατικό δυναμικό που καλύπτει τις τοπικές ανάγκες για μακρύτερο χρονικό διάστημα. Η διάρθρωση της απασχόλησης των μεταναστών στις δύο αγορές εργασίας αντανακλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθεμιάς. Στην Ηλεία η απασχόληση των μεταναστών εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, ο οποίος παράγει κυρίως προϊόντα για εξαγωγή.5 Στη Ζάκυνθο, αντίθετα, η απασχόληση των μεταναστών προσαρμόζεται ευέλικτα στις ανάγκες της τοπικής αγοράς εργασίας οι οποίες διαφοροποιούνται εποχικά μεταξύ των τριών οικονομικών τομέων. Και στις δύο τοπικές αγορές εργασίας παρατηρείται, σε βάθος χρόνου, μια μετακίνηση των μεταναστών από τις λιγότερο στις περισσότερο ειδικευμένες θέσεις εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, συγκρίνοντας την πρώτη και την τελευταία απασχόληση των μεταναστών στις δύο αγορές εργασίας παρατηρείται η μετακίνηση των μεταναστών από τον αγροτικό τομέα στις κατασκευές και τις υπηρεσίες, καθώς επίσης από την εποχική στην μόνιμη απασχόληση (Γράφημα 5). Υπογραμμίζεται ότι η μετα-

κίνηση αυτή είναι πιο έντονη στην περίπτωση της πολυλειτουργικής αγοράς εργασίας σε σχέση με την εντατική αγροτική αγορά εργασίας όπου οι ευκαιρίες καλύτερης απασχόλησης είναι περιορισμένες. Οι διαθέσιμες ευκαιρίες για την εργασιακή και επαγγελματική ανοδική κινητικότητα των μεταναστών στις δύο αγορές εργασίας απεικονίζονται με ανάγλυφο τρόπο στο βαθμό ικανοποίησης που δηλώνουν οι μετανάστες από την τελευταία τους απασχόληση. Η ικανοποίηση των μεταναστών από την τελευταία τους απασχόληση είναι μικρότερη στην εντατική αγροτική αγορά εργασίας σε σχέση με την πολυλειτουργική αγορά εργασίας (Γράφημα 6). Λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο είναι πάνω από το ένα τρίτο των μεταναστών στην Ηλεία και μόλις το ένα δέκατο των μεταναστών στη Ζάκυνθο. Αντίθετα, αρκετά ικανοποιημένοι εμφανίζονται περισσότεροι από τα δύο τρίτα των μεταναστών στη Ζάκυνθο και λίγο περισσότεροι από τα δύο πέμπτα στην Ηλεία.

Γράφημα 5. Επαγγελματική κινητικότητα των απασχολούμενων μεταναστών στις δύο τοπικές αγορές εργασίας

Γράφημα 6. Ικανοποίηση από τη σημερινή απασχόληση


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 85

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

Οι διαφορές αυτές οφείλονται στους ξεκάθαρους περιορισμούς που υφίστανται για την εργασιακή και επαγγελματική ανοδική κινητικότητα των μεταναστών στην Ηλεία συγκριτικά με τη Ζάκυνθο. Οι περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης στην τοπική αγορά εργασίας της Ηλείας αφορούν κυρίως την ύπαρξη εποχικής εργασίας στα χωράφια της περιοχής, ενώ οι παλαιότεροι μετανάστες επιζητούν μονιμότερη και πιο ειδικευμένη απασχόληση στον αγροτικό τομέα ή στις κατασκευές (Γράφημα 7).

Γράφημα 7. Ειδίκευση ανάλογα με τις κατηγορίες ετών παραμονής στη χώρα

Γενικότερα, όμως, η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών αφορά τη μετακίνηση των παλαιότερων, νόμιμων και τοπικά αναγνωρίσιμων μεταναστών: α) από εποχική σε μόνιμη απασχόληση εντός του αγροτικού τομέα, β) από απασχόληση στον αγροτικό τομέα σε απασχόληση στον κλάδο των κατασκευών ή των υπηρεσιών, και γ) από εξαρτημένη εργασία σε ανεξάρτητη εργασία. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι μετακινήσεις αυτές συνδέονται με βελτίωση του εισοδήματος και βεβαίως έχουν άμεσες επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσης της οικογένειας. Μια αρκετά σημαντική επίπτωση είναι η εξεύρεση καλύτερης ενοικιαζόμενης κατοικίας ή σε ορισμένες περιπτώσεις και η εξεύρεση κατοικίας προς αγορά/κατασκευή. Σε κάθε περίπτωση, η βελτίωση του καταναλωτικού επιπέδου της οικογένειας οδηγεί στην κατάρτιση σχεδίων για το μέλλον των νεότερων μελών της οικογένειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επαγγελματική και κοινωνική κινητικότητα του μετανάστη και της οικογένειάς του δεν είναι τόσο άμεση, αλλά ακολουθείται η τακτική της πολυαπασχόλησης, όπως άλλωστε συμβαίνει και μεταξύ των γηγενών. Η πολυαπασχόληση φαίνεται να είναι ένα χαρακτηριστικό των εργασιακών επιλογών των Αλ-

βανών μεταναστών και εμφανίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό στην πολυλειτουργική αγορά εργασίας σε σύγκριση με την εντατική αγροτική αγορά εργασίας. Για τους αλβανούς μετανάστες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους διαμένουν στην Ελλάδα με την οικογένεια τους, η πολυαπασχόληση αποτελεί και μία «στρατηγική» για την εξασφάλιση υψηλότερου εισοδήματος για να ανταπεξέλθουν στο υψηλότερο κόστος διαβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, τείνουν να συνδυάζουν την απασχόληση στον αγροτικό τομέα με την απασχόληση στις κατασκευές και τις υπηρεσίες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ οι υπόλοιπες εθνικότητες δεν αλλάζουν τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Το γεγονός αυτό συνδέεται αφενός με τη διάρθρωση των τοπικών αγορών εργασίας, τις εργασιακές επιλογές των μεταναστών, καθώς και με τα δίκτυα που έχουν αναπτύξει οι μετανάστες στις δύο αγορές εργασίας. Ειδικότερα, οι Αλβανοί μετανάστες, αξιοποιώντας τις γνωριμίες που έχουν αναπτύξει με την τοπική κοινωνία επιδιώκουν σε μεγαλύτερο βαθμό την εύρεση απασχόλησης σε τομείς που προσφέρουν υψηλότερα εισοδήματα και ενδέχεται να βελτιώσουν τη θέση τους στην τοπική κοινωνία. Αντίθετα, οι υπόλοιπες εθνικότητες φαίνεται να προσδοκούν μονοσήμαντα την αύξηση του εισοδήματος χωρίς να επιδιώκουν τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης στην κοινωνία υποδοχής. Σε κάθε περίπτωση όμως η εποχικότητα και ο συμπληρωματικός χαρακτήρας των κλαδών στην περιοχή της Ζακύνθου, αποτυπώνεται και στην πολυαπασχόληση των μεταναστών. Έτσι, οι μετανάστες συνδυάζουν συνήθως τουρισμό και κατασκευές κατά τη θερινή περίοδο με αγροτικές εργασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα (Papadopoulos 2009, Papadopoulos 2011). Ένα άλλο φαινόμενο που είναι εύκολα ορατό σε τοπικό επίπεδο είναι η κοινωνική και επαγγελματική ιεράρχηση μεταξύ των παλαιότερων και νεότερων ομάδων μεταναστών τόσο ανάμεσα σε διαφορετικές εθνικότητες (π.χ. μεταξύ Αλβανών και των υπόλοιπων μεταναστών), όσο και εντός των ίδιων των εθνικοτήτων (π.χ. μεταξύ νόμιμων και μη-νόμιμων που είναι πιο πρόσφατα αφιχθέντες). Παράλληλα, παρατηρούνται εντάσεις και ανταγωνισμοί λόγω της αντιπαράθεσης στις τοπικές αγορές εργασίας των διαφορετικών ταχυτήτων/κυμάτων μεταναστών. Οι νεοαφιχθέντες, που πολύ συχνά δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νόμιμα έγγραφα για να εργαστούν, είναι διατεθειμένοι να δεχθούν χαμηλότερες αμοιβές ανταγωνιζόμενοι τους παλαιότερους στις εν λόγω αγορές εργασίας. Οι παλαιότεροι επιδιώκουν να λαμβάνουν μεγαλύ-

85


007:Layout 1

86

10/24/13

10:28 AM

Page 86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

τερα ημερομίσθια λόγω της μεγαλύτερης εμπειρίας την οποία διαθέτουν και εξαιτίας των αυξημένων αναγκών που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει παρακολουθώντας και αναπαράγοντας τον τρόπο ζωής των γηγενών. Επιδιώκοντας να ενσωματωθούν στις κοινωνίες υποδοχής αναπόφευκτα υιοθετούν τα χαρακτηριστικά και τις συνήθειες των γηγενών, γεγονός που μεγεθύνει το οικονομικό κόστος της διαβίωσής τους και αυξάνει την κατανάλωσή τους. Έτσι, οι παλαιότεροι μετανάστες λόγω της τάσης τους να ενσωματωθούν στην κοινωνία υποδοχής «συμπιέζονται» από δύο διαφορετικές πλευρές: από τη μια πλευρά, η πλήρης συμμετοχή τους στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική σφαίρα της κοινωνίας υποδοχής συνεπάγεται αυξημένα κόστη (π.χ. επαρκές καταναλωτικό επίπεδο ισοδύναμο με αυτό των γηγενών, εκπαίδευση των παιδιών, συμμετοχή σε εκδηλώσεις, κ.λπ.), ενώ από την άλλη πλευρά υφίστανται τον ανταγωνισμό –στα μεροκάματα– από τους νεοαφιχθέντες οι οποίοι είναι έτοιμοι να δεχθούν χαμηλότερες αμοιβές προκειμένου να επιβιώσουν, να προτιμηθούν ή να γίνουν αποδεκτοί στην κοινωνία υποδοχής. «Αν κατεβάζει λέει [το μεροκάματο] … Αν είναι για μας τις ντόπιοι καλά είμαστε το μεροκάματο που μας δίνουνε. Αλλά έρχονται και οι άλλοι από απέναντι, οι Βουλγάροι ας πούμε. Αυτοί … Τσακίζουνε τα μεροκάματα … Ερχότανε εδώ [ο Βούλγαρος], δούλεψε το σεζόν και έφευγε. Αν έμενε εδώ, πώς θα ήτανε, που πληρώνουμε τόσα έξοδα. Είναι και αυτό πρόβλημα.» (Συνέντευξη 8η Αλβανός, Ζάκυνθος). «Κάναμε εμείς … το 1997 ήτανε η αρχή από αυτό, κάναμε μια προσπάθεια να πάει το μεροκάματο λίγο παραπάνω, μπήκανε στη μέση οι Βούλγαροι. Αυτοί μένουν έξω δεν πληρώνουν νοίκια, δεν πληρώνουν τίποτα μόνο στα καλύβια και δεν τους ενδιαφέρει. Τώρα είναι και στην Ε.Ε., ασφάλειες δεν πληρώνουν, τίποτα δεν πληρώνουν και τους συμφέρει να δουλεύουν και με 20 ευρώ. Εγώ γι’ αυτό φεύγουν τους Αλβανούς από τη δουλειά γιατί δεν τους συμφέρει» (Συνέντευξη 1η Αλβανός, Ηλεία).

Συνεπώς, οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι που δεν προσβλέπουν στην εγκατάσταση τους στις δύο περιοχές, είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με πολύ χαμηλότερη αμοιβή «χτυπώντας» έτσι τα μεροκάματα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η αμοιβή των Αλβανών στη Ζάκυνθο κυμαίνεται στα 45 ευρώ ενώ των βούλγαρων μεταναστών στα 20-30 ευρώ. Την ίδια στιγμή όμως επισημαίνεται από τους ίδιους

τους αλβανούς μετανάστες ότι υπάρχει διαφορά στην ποιότητα της εργασίας των ιδίων και των Βούλγαρων. Οι συνεχιζόμενες ροές μεταναστών προσθέτουν μία ακόμη διάσταση στη συζήτηση για την ένταξη των μεταναστών στις τοπικές αγορές εργασίας. Με το πέρασμα του χρόνου, οι αλβανοί μετανάστες που διαμένουν περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα μεταβάλουν τον τρόπο θέασης της κοινωνικοοικονομικής τους θέσης στην τοπική κοινωνία υποδοχής. Έτσι, μία στρατηγική ένταξης των μεταναστών που αναδύεται έγκειται στη σύγκρισή τους με τους μετανάστες που ζουν πολλά χρόνια στην Ελλάδα, και διακρίνουν τους εαυτούς τους σε σχέση με τους νεοεισερχόμενους μετανάστες. Με άλλα λόγια, κατά τη διάρκεια παραμονή τους και επιχειρώντας να ενταχθούν στις τοπικές κοινωνίες φαίνεται να αλλάζουν κοινωνική «ομάδα αναφοράς» (reference group). Στη σχετική βιβλιογραφία επισημαίνεται η επιλογή της ομάδας αναφοράς κατά την είσοδο των μεταναστών στη χώρα και ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίζει στη διαδικασία ένταξής τους (Kosic κ.ά. 2004). Ωστόσο, στην πορεία οι μετανάστες προσβλέπουν την αλλαγή της ομάδας αναφοράς τους, ώστε με τον τρόπο αυτό να έχουν καλύτερες προοπτικές ένταξης. Πιο συγκεκριμένα, οι ίδιοι οι μετανάστες υπογραμμίζουν την καλύτερη κοινωνικοοικονομική τους θέση στην τοπική κοινωνία, όταν συγκρίνουν τους εαυτούς τους με τους νεοεισερχόμενους μετανάστες. «[Ε]δώ στη Μανολάδα δεν μπορείς να περνάς μέσα από χωράφια, έχουνε φτιάξει όλοι [οι Βούλγαροι] καλύβια. Εμάς δεν θα δεις οικογένεια αλβανικιά να μένει σε τέτοια. Δεν θα δεις κανέναν. Εδώ στην περιοχή μας κανέναν. Όλοι μένουνε σε σπίτι». (Συνέντευξη 1η Αλβανός, Ηλεία).

Η αλλαγή στην ομάδα αναφοράς τους συνεπάγεται και μία μεταβολή στις προσδοκίες τους αναφορικά με τη σχέση τους με τους φορείς της κοινωνίας υποδοχής. Σε αυτό το πλαίσιο, προσδοκούν σε μία διαφορετική θεσμική μεταχείριση από μέρος τους κράτους σε σχέση με τους υπόλοιπους μετανάστες. «Αλλά τώρα μ’ αυτή την κάρτα που εγώ το έχω διαβάσει στο ίντερνετ που λέει ότι αυτοί που έχουνε δέκα χρόνια ο νόμος λέει ότι μπορούν να κάνουν κάτι παραπάνω, όχι όπως οι άλλοι που έχουν έρθει από το 2001. Εμείς που έχουμε δέκα χρόνια μπορούμε να κάνουνε κάτι παραπάνω. Εγώ που είμαι τόσα χρόνια, να φτιάξω κάθε δύο χρόνια και να μην έχω ... να είμαι πώς


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 87

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

να στο πω κάτι παραπάνω από τους άλλους. Εγώ είμαι σαν να έρχεται ένας να φτιάξει τα χαρτιά του τώρα. Το ίδιο είμαστε;». (Συνέντευξη 6η Αλβανός, Ζάκυνθος). «Το μόνο που με ενοχλεί είναι τα χαρτιά μας και όταν πάω δηλαδή με κρατικές δουλειές δεν θέλει να με δει ο κόσμος σαν Αλβανός γιατί είμαι κάτοικος. Είμαι κάτοικος στην Ελλάδα, ζω εδώ πέρα στην Ελλάδα, αγαπάω την Ελλάδα και δεν θέλω να χάσω την Ελλάδα. Γιατί μη σου πω πρώτη πατρίδα, είναι δεύτερη πατρίδα για μένα και την αγαπάω και την πονάω». (Συνέντευξη 12η Αλβανός, Ζάκυνθος).

Θα λέγαμε ότι το κλειδί της ενσωμάτωσης των μεταναστών στις κοινωνίες υποδοχής είναι η υιοθέτηση των προτύπων εργασίας και κατανάλωσης των γηγενών, γεγονός όμως που τους εγκλωβίζει και τους αναγκάζει να αντιπαρατεθούν σε άλλες μεταναστευτικές ομάδες (π.χ. μη-νόμιμοι, ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας, ελάττωση στο μεροκάματο από εποχικούς ή μετακινούμενους) και σε τρόπους συμπεριφοράς που αποδοκιμάζουν και οι γηγενείς στις κοινωνίες υποδοχής. Συνοπτικά, υπογραμμίζεται ότι οι παλαιότεροι και νόμιμοι μετανάστες έχουν καταλάβει τα πιο μόνιμα επαγγέλματα, απολαμβάνουν της αναγνώρισης των γηγενών, διατηρούν καλές σχέσεις με τους ντόπιους εργοδότες που τους έχουν εμπιστοσύνη και τους βοηθούν, ενώ οι πιο πρόσφατα αφιχθέντες απολαμβάνουν λιγότερης εμπιστοσύνης, στηρίζονται από τους συμπατριώτες τους και έχουν ανάγκη δικτύωσης και στήριξης προκειμένου να βρίσκουν εργασία σε καθημερινό επίπεδο. Αυτή η διάκριση απεικονίζεται σε ένα βαθμό και στις προθέσεις των μεταναστών όσον αφορά τα μελλοντικά τους σχέδια στις δύο περιοχές έρευνας. Οι αλβανοί μετανάστες περισσότερο από τις άλλες εθνικότητες μετα-

Γράφημα 8. Μελλοντικά σχέδια ανάλογα με την εθνικότητα των ερωτώμενων

ναστών καταγράφουν την πρόθεσή τους να παραμείνουν στην περιοχή (Γράφημα 8). Βέβαια, και σε αυτή την παράμετρο υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο τοπικών αγορών εργασίας, καθώς οι μετανάστες επιθυμούν σε μεγαλύτερο βαθμό να παραμείνουν στην πολυλειτουργική αγορά εργασίας. Επιπλέον, στην πολυλειτουργική αγορά εργασίας, όπου υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης, σημαντικό ποσοστό των υπολοίπων εθνικοτήτων διατυπώνει την πρόθεση να παραμείνει στην περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι τοπικές συνθήκες συνιστούν βασικό παράγοντα για την ενσωμάτωση των μεταναστών στις κοινωνίες υποδοχής. Οι οικογενειάρχες μετανάστες έχουν διαμορφώσει ευνοϊκές προϋποθέσεις ώστε να είναι νόμιμα απασχολούμενοι οι ίδιοι και τα μέλη της οικογένειάς τους, ενώ δρομολογείται η βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου των παιδιών προκειμένου αυτά να απολαμβάνουν στο μέλλον καλύτερες συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, δεδομένου ότι θα είναι περισσότερο εκπαιδευμένα σε σχέση με τους γονείς τους αλλά και πιο αποδεκτά ως μέλη των τοπικών κοινωνιών υποδοχής. Επιδιώκεται έτσι η διαγενεακή ανοδική κοινωνική κινητικότητα μέσω της βελτίωσης της επαγγελματικής κατάστασης των παιδιών των μεταναστών. Το στοίχημα της κοινωνικής καταξίωσης και της επιτυχίας των μεταναστών με οικογένεια μετατίθεται στη δεύτερη γενιά μεταναστών που αυτή τη στιγμή εκπαιδεύεται και εντάσσεται στην αγορά εργασίας.

Συμπέρασμα Σε μία περίοδο όπου αναζωπυρώνεται η συζήτηση για τον έλεγχο και την αναχαίτιση των «παράνομων» μεταναστευτικών ροών, εντείνονται οι ανησυχίες του γηγενούς πληθυσμού για τη σχέση της οικονομικής κρίσης και της μετανάστευσης, στο πλαίσιο της Ε.Ε. προβάλλεται όλο και περισσότερο η ανάγκη σχεδιασμού πολιτικών, οι οποίες θα παρέχουν τη δυνατότητα νόμιμης εισόδου και απασχόλησης στις χώρες υποδοχής (προσωρινή/εποχική μετανάστευση). Ειδικότερα, σε μία περίοδο οικονομικής ύφεσης ο σχεδιασμός πολιτικών για την απασχόληση των μεταναστών στις τοπικές αγορές εργασίας παραμένει το ζητούμενο. Ωστόσο, θα πρέπει να συνυπολογιστούν δύο βασικοί παράγοντες. Καταρχήν, η μονοδιάστατη θεώρηση της μετανάστευσης υπό το πρίσμα της αγοράς εργασίας και η «ταύτιση του μετανάστη με τον εργάτη»

87


007:Layout 1

88

10/24/13

10:28 AM

Page 88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

(Davis 1989) αποδυναμώνει τη διαδικασία ένταξης. Παράλληλα, με δεδομένο ότι η ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική έχει σχεδιαστεί με βάση τη διαφοροποίηση των μεταναστευτικών πληθυσμών και ομάδων, δεν έχουν όλες οι μεταναστευτικές κατηγορίες τις ίδιες ευκαιρίες για να ενταχθούν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες υποδοχής. Επιπλέον, η –ρητή ή άρρητη– ιεράρχηση της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής σχετικά με το ποιες ομάδες ή κατηγορίες μεταναστών θεωρούνται «επιθυμητές» και ποιες «ανεπιθύμητες» οδηγεί σε μια διαστρέβλωση του μεταναστευτικού φαινομένου, το οποίο επιδέχεται πολυάριθμες τυπολογήσεις και ερμηνείες από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες των κοινωνιών υποδοχής που συχνά οδηγούν σε αυθαιρεσίες και απλουστεύσεις. Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο στον ευρωπαϊκό νότο, οι μετανάστες που στην πλειοψηφία τους εισήλθαν στη χώρα με μη νόμιμο τρόπο έχουν τροφοδοτήσει την «άτυπη» αγορά εργασίας, ενώ ακόμα και όταν επιτυγχάνουν τη νομιμότητα οι θέσεις εργασίας που είναι διαθέσιμες για αυτούς προϋποθέτουν χαμηλή εξειδίκευση, ενώ συνεπάγονται χαμηλές αμοιβές, σημαντικό μόχθο και περιορισμένες ευκαιρίες για βελτίωση της κοινωνικής και επαγγελματικής τους θέσης. Η δυνατότητα κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας των μεταναστών αποτελεί μια αρκετά σημαντική προϋπόθεση για την ένταξή τους στην κοινωνία υποδοχής, και όπου αυτή επιτυγχάνεται αυτό οφείλεται περισσότερο στις προσπάθειες των ίδιων των μεταναστών, των οικογενειακών στρατηγικών τους, των δικτύων γηγενών που αυτοί έχουν συγκροτήσει, της προσαρμοστικότητας που έχουν επιδείξει και του κοινωνικού κεφαλαίου το οποίο έχουν αναπτύξει στην κοινωνία υποδοχής. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η έντονη γεωγραφική κινητικότητα των μεταναστών προκειμένου να εντοπίσουν όσο το δυνατόν καλύτερες ευκαιρίες και συνθήκες απασχόλησης. Οι ευκαιρίες που απολαμβάνουν οι μετανάστες για κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα στην Ελλάδα είναι αρκετά περιορισμένες λόγω της σημαντικής ετεροαπασχόλησής τους και των περιορισμένων ευκαιριών που είναι διαθέσιμες για ειδικευμένες ή ημι-ειδικευμένες θέσεις εργασίας, στις οποίες ακόμα και όταν υπάρχουν προτιμώνται οι γηγενείς. Οι πολυλειτουργικές τοπικές αγορές εργασίες προσφέρουν περισσότερες ευκαιρίες για την κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών, ενώ οι αγροτικές τοπικές αγορές εργασίες προσφέρουν περιορισμένες ευκαιρίες όπου οι πα-

λαιότεροι και καλύτερα δικτυωμένοι μετανάστες είναι σε θέση να σημειώσουν περιορισμένη κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα. Γενικότερα, εκεί όπου υπάρχουν περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης και επαγγελματικής ανέλιξης οξύνονται οι ανταγωνισμοί και παγιώνονται οι ιεραρχήσεις στην αγορά εργασίας, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις μεταξύ των μεταναστευτικών πληθυσμών αλλά και σε φαινόμενα περιθωριοποίησης των ευκαιριακά απασχολούμενων μεταναστών. Το παράδειγμα της εντατικής αγροτικής αγοράς εργασίας στην Ηλεία είναι χαρακτηριστικό. Στην τρέχουσα περίοδο κρίσης, οι περισσότερο ενταγμένοι μετανάστες στην αγορά εργασίας είναι αυτοί που πλήττονται από την οικονομική κρίση, καθώς αυτοί χάνουν πρώτα από όλους τη δουλειά τους. Ειδικότερα, η ανεργία επιδρά αρνητικά περισσότερο στους μετανάστες παρά στο γηγενή πληθυσμό. Η μόνη διέξοδος που μένει για τους μετανάστες είναι η αναζήτηση εργασίας στην «άτυπη» αγορά εργασίας, υποχωρώντας σε θέσεις εργασίας που βρίσκονται χαμηλότερα στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχική κλίμακα. Οι «νεοφερμένοι» μετανάστες είναι αυτοί που θίγονται συγκριτικά λιγότερο σε σχέση με τους «παλαιότερους» μετανάστες που έχουν σε μεγάλο βαθμό διεκδικήσει και επιτύχει μεγαλύτερη ασφάλεια στην εργασία. Όμως, όπως και για τον γηγενή μισθωτό πληθυσμό, το επίπεδο ζωή των τελευταίων συμπιέζεται όχι μόνο γιατί το κόστος διαβίωσής τους είναι μεγαλύτερο λόγω των οικογενειακών και κοινωνικών τους υποχρεώσεων αλλά και λόγω των μειούμενων αποδοχών τους λόγω της οικονομικής κρίσης. Έτσι για πολλούς από τους πιο ενταγμένους μετανάστες μένουν ως εναλλακτικοί διέξοδος μένει είτε η αναζήτηση εργασίας χαμηλότερα αμειβόμενης και χαμηλότερου κύρους, είτε η μετακίνηση πίσω στη χώρα προέλευσης (με ό,τι και αν σημαίνει αυτό για τον μετανάστη και την οικογένειά του) ή η προώθησή του σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα όπου θα αναζητήσει μια νέα αρχή. Η οικονομική κρίση ήρθε να «ακυρώσει» πολλές από τις διαδικασίες ενσωμάτωσης των μεταναστών και να δημιουργήσει αδιέξοδα στους «επιτυχημένους» στη χώρα υποδοχής μετανάστες, σπρώχνοντας παράλληλα στην κοινωνική ισοπέδωση όλους τους μετανάστες που ξαφνικά στοχοποιούνται στην χώρα υποδοχής γιατί είναι άνεργοι ή κάνουν «δουλειές του ποδαριού». Συμπερασματικά, η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών είναι το αποτέλεσμα των πρακτικών και στρατηγικών που έχουν διαμορφώσει οι


007:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 89

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΥΚΙΑ-ΜΑΡΙΑ ΦΡΑΤΣΕΑ

ίδιοι οι μετανάστες στην πορεία τους εντός της ελληνικής κοινωνίας υποδοχής σε συνδυασμό με τις ευκαιρίες που προσφέρονται από τις τοπικές αγορές εργασίας. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πολλές από τις κοινωνικές διεξόδους που υπήρχαν έκλεισαν ερμητικά ενώ σε πολλές περιπτώσεις η ανοδική κοινωνική κινητικότητα των μεταναστών ακυρώθηκε σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Για πολλούς από τους «επιτυχημένους» κοινωνικά και επαγγελματικά μετανάστες ήταν ένα πλήγμα η αναγκαστική επιστροφή σε θέσεις εργασίας και επαγγέλματα που χαρακτηρίζουν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και το περιθωριοποιημένο εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, η εξίσωσή τους με τους «νεοφερμένους» μετανάστες αποτέλεσε ένα κοινωνικό στίγμα τη στιγμή που οι ίδιοι θεώρησαν ότι άφησαν πίσω τους ένα παρελθόν που τους θύμιζε την προέλευσή τους. Άλλωστε όσο ευχάριστη είναι η ανοδική κοινωνική κινητικότητα άλλο τόσο και περισσότερο επώδυνη είναι η αντιστροφή της, η οποία παίρνει τη μορφή κοινωνικής καθόδου και περιθωριοποίησης των μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων των μεταναστών. Το στοίχημα της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας μεταφέρεται σταδιακά στην επόμενη γενιά μεταναστών. Τα παιδιά των μεταναστών που διαμένουν στις τοπικές αγορές εργασίας, αν και εμφανίζουν καλύτερες προοπτικές ένταξης στις τοπικές κοινωνίες υποδοχής, προσθέτουν μία επιπλέον διάσταση στη συζήτηση, καθώς καλούνται να αντιμετωπίσουν τις όποιες διακρίσεις σε βάρος τους και να αγωνιστούν για την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού που πιθανότατα ορθώνεται από συγκροτημένες ομάδες γηγενών στην κοινωνία υποδοχής.

Σημειώσεις 3. Η νέα θεωρία της τμηματοποίησης της αγοράς εργασίας υποστηρίζει ότι η υπηκοότητα και η ύπαρξη θέσεων εργασίας προσωρινής απασχόλησης διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην κατανομή των μεταναστών στη δευτερεύουσα αγορά εργασίας από ό,τι η φυλή ή το φύλο (Hudson 2007). 4. Η κατηγοριοποίηση των ομάδων ατομικών επαγγελμάτων σε επαγγέλματα υψηλού, μέσου και χαμηλού κύρους έχει γίνει ως ακολούθως: α) τα «μέλη βουλευομένων σωμάτων», τα «πρόσωπα που ασκούν επιστημονικά επαγγέλματα» και οι «τεχνολόγοι-τεχνικοί βοηθοί» εντάσσονται στα επαγγέλματα υψηλού κύρους, β) οι «υπάλληλοι γραφείου» και οι «απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών» κατατάσσονται στα επαγγέλματα μεσαίου κύρους, γ) οι «ειδικευμένοι γεωργοί» στα επαγγέλματα χαμηλού κύρους, και δ) οι «τεχνίτες και χειριστές μεταφορικών μέσων», όσοι «δήλωσαν ανεπαρκώς ή ασαφώς επάγγελμα» και όσοι «δεν δήλωσαν επάγγελμα» κατατάσσονται στην κατηγορία ανειδίκευτοι.

5. Η ανάπτυξη του αγροτικού τομέα στην περιοχή της Ηλείας αφορά την καλλιέργεια της φράουλας στην οποία απασχολείται η πλειοψηφία των ερωτώμενων μεταναστών. Η εντατική καλλιέργεια της φράουλας στηρίχθηκε στη διαθεσιμότητα της εργασίας των μεταναστών, γεγονός που οδήγησε στην επέκτασή της και στην αύξηση των εξαγωγικών επιδόσεων της περιοχής.

Βιβλιογραφικές αναφορές Ελληνικές Βαΐου, Ν. και Παπαδόπουλος, Α.Γ. (2007), «Μετανάστευση και Αστικός Χώρος: Επίπεδα και Πρακτικές Ένταξης», Γεωγραφίες 13: 11-19. ΕΛΣΤΑΤ (2001), Απογραφή Πληθυσμού 2001. ΕΛΣΤΑΤ (2011), Έρευνα Εργατικού Δυναμικού ετών 2006-2009 (διαθέσιμα στοιχεία μέσω της ιστοσελίδας http://www.statistics.gr). Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2009), Δικαιοσύνη, Ελευθερία και Ασφάλεια στην Ευρώπη μετά το 2005: Αξιολόγηση του Προγράμματος της Χάγης και Σχέδιο Δράσης, Βρυξέλλες: COM(2009) 263 τελικό. Λιανός, Θ.Π., Κανελλόπουλος, Κ., Γρέγου, Μ., Γκέμι, Ε. και Παπακωνσταντίνου, Π. (2008), Εκτίμηση του Όγκου των Αλλοδαπών που Διαμένουν Παράνομα στην Ελλάδα: Αθήνα: Ι.ΜΕ.ΠΟ. Παπαδόπουλος, Α.Γ. (2010), «Η διαχείριση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη απέναντι στην απασχόληση και ένταξη των μεταναστών στις τοπικές κοινωνίες», στο Α.Χ. Τάκης (επιμ), Μετανάστευση, Ετερότητα και Θεσμοί Υποδοχής στην Ελλάδα: Το Στοίχημα της Κοινωνικής Ένταξης, Αθήνα: Σάκκουλας: 81-107. Τριανταφυλλίδου, Α. και Μαρούκης, Θ. (2010) (επιμ), Η Μετανάστευση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, Αθήνα: Κριτική. Υπουργείο Εσωτερικών (2008), Ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. Υπουργείο Εσωτερικών (2010), Άδειες Παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών, Μάρτιος 2010. Ξενόγλωσσες Agramunt, P. (2010), «The impact of the global economic crisis on migration in Europe», Council of Europe, Parliamentary Assembly, Doc. 12200 (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα: http://assembly.coe.int/). Baldwin-Edwards, M. (2008), «Towards a Theory of Illegal Immigration: Historical and Structural Components», Third World Quarterly 29(7): 1449-1459. Bauder, H. (2001), «Culture in the labour market: Segmentation theory and perspectives of place», Progress in Human Geography 25(1): 37-52. Borjas, G.J. (2006), «The Impact of Immigration and the Labour Market», Prepared for the Conference on Labor and Capital Flows in Europe Following Enlargement (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα http://www.jvi.org/index.php?id=4447). Commission of the European Communities (CEC) (2005), Green Paper on an EU approach to managing economic migration, COM(2004) 811 final. Commission of the European Communities (CEC) (2006), The Global Approach to Migration one year on: Towards a Comprehensive European Migration Policy, COM (2006) 735 final.

89


007:Layout 1

90

10/24/13

10:28 AM

Page 90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 73-90

Commission of the European Communities (CEC) (2007), On circular migration and mobility partnerships between the European Union and third countries, COM(2007) 248 final. Davis K. (1989), «Social Science Approaches to International Migration», στο M.S. Teitelbaum και J.M. Winter (επιμ.), Population and Resources in Western Intellectual Traditions, Νέα Υόρκη: American Association for the Advancement of Science: 245-261. Dayton-Johnson, J., Katseli, L.T., Maniatis, G., Münz, R. και Papademetriou, D. (2007), Gaining from Migration: Towards a New Mobility System, Παρίσι: OECD. Düvell, F. (2008), «Clandestine Immigration in Europe», Social Science Information 47(4): 479-497. Fargues, P. (2008), «Circular Migration: Is it relevant for the South and East Mediterranean», CARIM Analytic and Synthetic Notes 2008/40, Robert Schuman Centre for Advanced Studies. Favell, A. και Recchi, E. (2010), «Social Mobility and Spatial Mobility», στο A. Favell και V. Guiraudon (επιμ.), Sociology of the European Union, Basingstoke, Palgrave Macmillan: 50-75. Global Commission on International Migration (GCIM) (2005), Migration in an interconnected world: New directions for action, Report of the GCIM. Gordon, I. (1995), Migration in a segmented labour market, Transactions of the Institute of British Geographers 20: 139-155. Hoggart, K. και Mendoza, C. (1999), «African Immigrant Workers in Spanish Agriculture», Sociologia Ruralis 37(4): 538-562. Hollifield, J.F. (2004), «The Emerging Migration State», International Migration Review 38(3): 885-912. Hudson, K. (2007), «The new labor market segmentation: Labor market dualism in the new economy», Social Science Research 36: 286-312. Jandl, M. (2007), «Irregular Migration, Human Smuggling, and the Eastern Enlargement of the European Union», International Migration Review 41(2): 291-315. Jennissen, R. (2007), «Causality Chains in the International Migration Systems Approach», Population Research and Policy Review 26: 411-436. Kasimis, C. και Papadopoulos, A.G. (2005), «The Multifunctional Role of Migrants in Greek Countryside: Implications for Rural Economy and Society», Journal of Ethnic and Migration Studies 31(1): 99-127. Kasimis, C. και Papadopoulos, A.G. (2008), Qualitative Empirical Study of Migrants’ Impact on Receiving Local Economies in Greek Regions, Final Report, HuReDePIS, INTERREG IIIB, Agricultural University of Athens. King, R. (2000), «Southern Europe in the Changing Global Map of Migration», στο R. King, G. Lazaridis και Ch. Tsardanidis (επιμ.), Eldorado or Fortress? Migration in Southern Europe, Λονδίνο: MacMillan Press. Kofman, E. (2007), «The Knowledge Economy, Gender and Stratified Migrations», Studies in Social Justice 1(2): 122-135. Kosic, A., Kruglanski, A.W., Pierro, A. και Mannetti, L. (2004), «The Social Cognition of Immigrants' Acculturation: Effects of the Need for Closure and the Reference Group at Entry», Journal of Personality and Social Psychology 86(6): 796-813. Lianos, T.P. (2007), «Brain Drain and Brain Loss: Immigrants to Greece», Journal of Ethnic and Migration Studies 33(1): 129140.

Lipset, S.M. και Bendix, R. (1959), Social Mobility in Industrial Society, Μπέρκλεϊ: University of California Press. Maroukis, Th. (2012), «Update report Greece: The number of irregular migrants in Greece at the end of 2010 and 2011», Database on Irregular Migration, Update report http://irregularmigration.net/. Massey, D., Arango, J., Hugo, G., Kouaouci, A., Pellegrino, A., και Taylor, J.E. (1993), «Theories of International Migration: A Review and Appraisal», Population and Development Review 19(3): 431-466. Mingione, E. (1995), «New Aspects of Marginality in Europe», στο C. Hadjimichalis and D. Sadler (επιμ.), Europe at the Margins: New Mosaics of Inequality, Chichester, J. Wiley: 15-32. Moraes, C. (2003), «The Politics of European Union Migration Policy», The Political Quarterly 74: 116-131. Newland, K. (2009), Circular Migration and Human Development, Research Paper 42, UNDP, Human Development Reports. OECD (2008) A Profile of Immigrant Populations: Data from OECD Countries, Παρίσι: OECD. Papadopoulos, A.G. (2009), «“Begin from the bottom to move on”: Social Mobility of Immigrant Labour in Rural Greece», Méditerranée, revue géographique des pays méditerranéens 113(3/4): 25-39. Papadopoulos, A.G. (2011), «Transnational Immigration in rural Greece: Analysing the Different Mobilities of Albanian Immigrants», στο C. Hedberg και R.M. do Carmo (επιμ.), Translocal Ruralism: Mobility and Connectivity in European Rural Spaces, Dordrecht, Springer: 163-183. Piore, M.J. (1979), Birds of Passage, Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Piore, M.J. (1986), «The Shifting Grounds for Immigration», The Annals of the American Political and Social Science 485(1): 2333. Pugliese, E. (1995), «New International Migrations and the 'European Fortress'», στο C. Hadjimichalis και D. Sadler (επιμ.), Europe at the Margins: New Mosaics of Inequality, Chichester, J. Wiley: 51-68. Reich, M., Gordon, D.M. και Edwards, R.C. (1973), «Dual Labour Markets: A Labour Market Segmentation», American Economic Review 63(2): 359-365. Reyneri, E. (2004), «Immigrants in a Segmented and often Undeclared Labour Market», Journal of Modern Italian Studies 9(1): 71-93. Savage, M. (1988), «The missing link? The relationship between spatial mobility and social mobility», The British Journal of Sociology 39(4): 554-577. Solé, C. (2004), «Immigration policies in Southern Europe», Journal of Ethnic and Migration Studies 30(6): 1209-1221. Somerville, W. και Sumption, M. (2009), Immigration and the Labour Market: Theory, Evidence and Policy, Migration Policy Institute. Vertovec, S. (2007), «Circular Migration: The way forward in global policy?», Working Paper 4, International Migration Institute, Oxford (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα http://www.imi.ox.ac. uk/pdfs/imi-working-papers/wp4-circular-migrationpolicy.pdf).


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 91

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

ΑΝΑΠΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ «ΘΕΣΜΙΚΗ» GENTRIFICATION ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ ΜΕΤΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΕΝΩΣΗ Άρης Καλαντίδης1 Περίληψη Το άρθρο αυτό διερευνά το ρόλο των κρατικών θεσμών στην κοινωνική μεταβολή της περιοχής Prenzlauer Berg στο Βερολίνο, στην πρώτη δεκαετία μετά τη γερμανική επανένωση το 1990. Το παρόν άρθρο έχει στόχο να παρέμβει στη συζήτηση περί gentrification δείχνοντας το ρόλο του κράτους στη διαμόρφωση της αγοράς κατοικίας στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εισάγεται η περιοχή μελέτης για να δειχτεί περιληπτικά με ποιους τρόπους η ιστορία της μέχρι τη γερμανική επανένωση είχε επιπτώσεις στην περαιτέρω εξέλιξή της. Το δεύτερο μέρος του άρθρου μελετά το θεσμικό πλαίσιο αυτής της εξέλιξης κυρίως μέσα από τρία θέματα: α) την επιστροφή ακίνητης περιουσίας σε πρώην ιδιοκτήτες, β) τις ιδιαιτερότητες της νομοθεσίες για τις περιοχές ανάπλασης, και γ) το ρόλο (κρατικών) οργανισμών στο δρόμο που ακολούθησε τελικά αυτή. Τέλος, στο τρίτο μέρος του άρθρου παρουσιάζονται και σχολιάζονται διάφορες ερμηνείες για την κοινωνική αλλαγή που συνέβη στο Prenzlauer Berg μετά τη γερμανική επανένωση. Λέξεις κλειδιά: Βερολίνο, Prenzlauer Berg, gentrification, αγορά κατοικίας, ιδιωτικοποιήσεις

Urban renewal and “institutional” gentrification in Berlin after German reunification Ares Kalandides Abstract This article examines the role of state institutions in the social changes that took place in the Prenzlauer Berg area in Berlin in the 1990s. This article aims at contributing to the discussion on gentrification in showing the role of the state in the formation of the housing market in the particular case study. In the first part of the article the study area is introduced in a historical perspective. The second part of the article examines the institutional frame of this development, in particular around three topics: a) restitution of property to former owners, b) the particularities of the legislation governing urban renewal areas, and c) the role of (state) organizations in the path that development finally took. Finally, in the third part of the article, different interpretations on the social change in Prenzlauer Berg after German unification are presented and commented upon. Key words: Berlin; Prenzlauer Berg; gentrification; housing market; privatization

Εισαγωγή Στο άρθρο αυτό διερευνώ το ρόλο των κρατικών θεσμών στη gentrification της περιοχής Prenzlauer Berg στο Βερολίνο, στην πρώτη δεκαετία μετά τη Γερμανική επανένωση το 1990. Η συζήτηση γύρω από το gentrification είναι συχνά (αλλά σε καμία περίπτωση αποκλειστικά) επικεντρωμένη γύρω από δυνάμεις της αγοράς και φωτίζει είτε την πλευρά της ζήτησης είτε αυτή της προσφοράς (Beauregard 1986, Smith 1996, Redfern 2003, Atkinson και Bridge 2005, Clark 1 Georg Simmel Centre for Metropolitan Studies, Humboldt University, Berlin, ares.kalandides@nyu.edu.

91


008:Layout 1

92

10/24/13

10:28 AM

Page 92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

2005, Καλαντίδης 2007). Η συγκεκριμένη περιοχή μελέτης, το Prenzlauer Berg, έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης συζήτησης και για το πώς ακριβώς διαδραματίζεται μια διαδικασία ανάπλασης και απομάκρυνσης χαμηλότερων στρωμάτων (Häußermann και Kapphan 2000, Bernt και Holm 2002, Bernt 2003, Holm 2006, Marquardt 2006), αλλά και πολύ ευρύτερα για το αν πρόκειται για πραγματική gentrification ή όχι (βλ. Bernt και Holm 2002 για μια συνοπτική παρουσίαση της αντιπαράθεσης). Το παρόν άρθρο έχει στόχο να παρέμβει στη συζήτηση δείχνοντας το ρόλο του κράτους στη διαμόρφωση της αγοράς κατοικίας στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης. Βασίζεται πάνω σε έρευνα στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής (Καλαντίδης 2012) που εκπόνησα με ένα συνδυασμό μεθόδων: αποδελτίωση βιβλιογραφίας, συλλογή και ανάλυση δημοσιεύσεων σε τέσσερις εφημερίδες από το 1990-2011 και, τέλος, 48 συντεντεύξεις με γυναίκες και άντρες που εμπλέκονται με το Prenzlauer Berg. Μια ιδιαίτερη περίπτωση ανάλυσης κειμένου στη βιβλιογραφία αποτέλεσαν οι συνεντεύξεις από δεύτερο χέρι. Με αυτό εννοώ συνεντεύξεις που έχουν καταγραφεί από άλλους και είναι δημοσιευμένες σε βιβλία. Οι τελευταίες είναι σημειωμένες με υποσημειώσεις κι όχι με ημερομηνία μέσα στο κείμενο. Στο πρώτο μέρος του άρθρου εισάγεται η περιοχή μελέτης για να δειχτεί περιληπτικά με ποιους τρόπους η ιστορία της μέχρι τη γερμανική επανένωση είχε επιπτώσεις στην περαιτέρω εξέλιξή της. Το δεύτερο μέρος του άρθρου μελετά το θεσμικό πλαίσιο αυτής της εξέλιξης κυρίως μέσα από τρία θέματα: α) την επιστροφή ακίνητης περιουσίας σε πρώην ιδιοκτήτες μετά την επανένωση, β) τις ιδαιτερότητες της νομοθεσίας για τις περιοχές ανάπλασης και γ) το ρόλο (κρατικών) οργανισμών στον δρόμο που ακολούθησε τελικά αυτή. Τέλος στο τρίτο μέρος του άρθρου επιχειρώ να συλλέξω κάποιες σκέψεις που βγαίνουν από τα προηγούμενα.

Το Prenzlauer Berg στο Βερολίνο Το Prenzlauer Berg είναι μια συνοικία2 μέσα στο δήμο του Pankow (πρώην ανατολικό Βερολίνο) που άλλαξε ταχύτατα μετά την πτώση του Τείχους το 1989. Περιοχή ανάπλασης μέσα στη δεκαετία του 1990, έχει μελετηθεί από πολλούς ως παράδειγμα για το πέρασμα από ένα πολιτικό σύστημα στο άλλο, για τη σημασία της ιδιοκτησίας και της γαιοπροσόδου (Reimann 2000), για τη χωροκοινωνική πόλωση (Häußermann κ.ά. 2002) ή για την

gentrification (Bernt 2003, Holm 2006). Οι εφημερίδες και οι τουριστικοί οδηγοί από την άλλη, μέσα από μια συγκεκριμένη ρητορική, μοιάζει να έχουν κατασκευάσει μια υπεραπλουστευμένη εικόνα μιας περιοχής μορφωμένων και trendy μεσοαστών με παιδιά, περιθωριοποιώντας έτσι όλες τις άλλες αποκλίνουσες βιογραφίες. Φαίνεται να υπάρχει ένας κατασκευασμένος μύθος για το τι είναι και τι ήταν το Prenzlauer Berg, ένας μύθος που παρουσιάζεται ως νομοτελειακή εξέλιξη από τη μια ομοιογενή δομή στην επόμενη: η εργατική συνοικία του ύστερου 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα, μια περιοχή διανοούμενων αντιφρονούντων στην πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), γειτονιά παράδειγμα και θύμα μια διαδικασίας gentrification μετά το 1990. Τις απαρχές της δόμησης του Prenzlauer Berg πρέπει να τις αναζητήσει κανείς στον 19ο αιώνα. Από τη δεκαετία του 1830 και ως συνέπεια της Πρωσσικής αγροτικής μεταρρύθμισης (ουσιαστικά με το τέλος της φεουδαρχίας), αρχίζει μια συνεχώς εντεινόμενη εσωτερική μετανάστευση, κυρίως από ακτήμονες αγρότες, πολλοί από τους οποίους φτάνουν στην πρωτεύουσα (το Βερολίνο) αναζητώντας δουλειά στη βιομηχανία που αρχίζει να αναπτύσσεται έξω από την πόλη (Haeder και Wüst 1994: 63). Το πολεοδομικό σχέδιο που έμελε να καθορίσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τη μορφή του Prenzlauer Berg (κι αυτή του Βερολίνου έξω από τα τείχη γενικότερα) είναι το λεγόμενο σχέδιο Hobrecht του 1862. Οι αρχές, αντιδρώντας στη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού (τη δεκαετία του 1840 αυξάνει κατά 30% φτάνοντας τους 430.000 στα εσωτερικά των τειχών), αναθέτουν στον τοπογράφο Hobrecht να σχεδιάσει την επέκταση της πόλης, ένα κομμάτι της οποίας είναι το σημερινό Prenzlauer Berg (Haeder και Wüst 1994: 71ff). Στα χρόνια της οικονομικής ευφορίας που ακολουθούν τον γαλλογερμανικό πόλεμο (1869-1871) και ενθαρρυμένες από τον νέο νόμο για τις ανώνυμες εταιρείες του 1869, παίζουν σημαντικό ρόλο για τη μελλοντική διαμόρφωση του Prenzlauer Berg δυο κτηματικές εταιρείες, η Deutsch-Holländische Actienbauverein και η Bauverein Königstadt. Τη δεκαετία του 1870 και οι δυο εταιρείες αγοράζουν την περιουσία των τοπικών γαιοκτημόνων. Με μία σειρά από ανταλλαγές και αγοραπωλησίες μεταξύ τους μοιράζουν στα δύο όλη την περιοχή που ορίζεται από τα τείχη της πόλης (σημερινή Torstrasse) στα νότια, μέχρι τον πρώην αγροτικό δρόμο επικοινωνίας, τη σημερινή Danziger Strasse στα βόρεια, προς τα δυτικά από την Schönhauser, και την Prenzlauer


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 93

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

«Σε μια πολυκατοικία [Mietskaserne], βρίσκεται στον 1ο όροφο ένα διαμέρισμα με ενοίκιο 500 τάλαρα, στο ισόγειο και στον 2ο όροφο από δύο διαμερίσματα για 200 τάλαρα, στον 3ο δύο διαμερίσματα για 150 τάλαρα, στον 4ο τρία διαμερίσματα για 500 τάλαρα, στο υπόγειο, στη σοφίτα ή στις πίσω πτέρυγες πολλά διαμερίσματα για 50 τάλαρα. [...] Στην πολυκατοικία μας πηγαίνουν τα παιδιά από το υπόγειο στο δημόσιο ενώ από τον ίδιο διάδρομο περνούν τα παιδιά των διευθυντών και επιχειρηματιών για να πάνε στο ιδιωτικό γυμνάσιο. Ο μικρός τσαγκάρης από τη σοφίτα, η άρρωστη κυρία στην πίσω πτέρυγα, η κόρη της που κερδίζει το ψωμί της ως μοδίστρα και παραδουλεύτρα, είναι γνωστά πρόσωπα για τους πλούσιους του 1ου ορόφου. Άλλες φορές, μπορεί να είναι ένα πιάτο σούπα για να δυναμώσει τον άρρωστο, άλλοτε ένα ρούχο, ίσως ένα μάθημα δωρεάν – όλα αυτά αποτέλεσμα των ήπιων σχέσεων ανάμεσα σε ομοίους, όσο διαφορετική και Σημαντικοί δρόμοι (με αραβικούς αριθμούς) και πλατείες (με λατινικούς) του Prenzlauer Berg. Οι τρεις πλατείες: I) Kollwitzplatz, III) Helmholtzplatz, και III) Senefelderplatz. Οι τρεις άξονες να είναι η κοινωνική τους τάξη, μια από τα πρώην τείχη της πόλης: 1) Schönhauser Allee, 2) Prenzlauer Allee και 3) Greifswalder βοήθεια που έχει και εξευγενιστικές Strasse. Οι δυο σχεδόν ομόκεντροι δρόμοι: 4) Torstrasse και 5) Danziger Strasse. Η ορθή γωνία επιπτώσεις σε αυτόν που δίνει. Κι ανάτων: 6) Oderbergerstrasse και 7) του σημαντικού άξονα Kastanienallee (Pappelallee μετά τη μεσα σε αυτά τα δυο άκρα, κινούνται οι διαστραύρωση με την Danziger Strasse). Οι δρόμοι γύρω από την Kollwitzplatz: 8) Husemannφτωχοί από τον 3ο και 4ο όροφο, κοιstrasse, 9) Kollwitzstraße και 10) Sredzkistrasse. νωνικές τάξεις μεγάλης σημασίας για των πολιτισμό μας, ο δημόσιος υπάλAllee στα ανατολικά. Eνώ η Actien-Bauverein ληλος, ο καλλιτέχνης, ο μορφωμένος, ο δάσκαλος κ.λπ. Königstadt στο νότιο κομμάτι κοντά στα τείχη της πόλης Σε αυτές τις τάξεις βρίσκεται κυρίως η πνευματική σηείναι κυρίως μια κτηματική εταιρεία που αγοράζει γη, μασία του λαού μας». (O James Hobrecht στο δοκίμιό τη χωρίζει σε οικόπεδα, ετοιμάζει την τεχνική υποδομή, του περί «Δημόσιας Υγείας» το 1868. Aναφέρεται στο παίρνει τις απαραίτητες άδειες και ξαναπουλάει, η Hegemann 1988/1930: 232-233).

Deutsch-Holländischer Actien-Bauverein παίζει διπλό ρόλο, ως κτηματική και ως κατασκευαστική εταιρεία. Αποτέλεσμα αυτής της κατασκευαστικής έξαρσης και της πληθυσμιακής έκρηξης του Βερολίνου (από 800.000 το 1871 σε 1.800.000 το 1900) είναι το Prenzlauer Berg να εξελιχθεί στο τέλος του 19ου αιώνα σε μία από πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της πόλης. Το παρακάτω κείμενο (του ίδιου του Hobrecht) περιγράφει πολύ παραστατικά (αν και εξιδανικευμένα) τις συνθήκες κατοικίας στα τέλη του αιώνα σε περιοχές όπως το Prenzlauer Berg, όπου επικρατεί η πενταόροφη πολυκατοικία, γνωστή ως «Mietskaserne»:

Πρέπει εδώ να τονιστεί πως, αν και τη δεκαετία 1920 και στη συνέχεια τη δεκαετία του 1980 χτίζονται σημαντικά συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας, εδώ δεν γίνεται κανένας λόγος γι’αυτά γιατί δεν αποτέλεσαν κομμάτι των διαδικασιών που περιγράφονται στο άρθρο.

Η γέννηση ενός μύθου: το Prenzlauer Berg στο Ανατολικό Βερολίνο «Το όνομα ‘Prenzlauer Berg’ έχει παραμείνει στους λογοτεχνικούς κύκλους ως διεύθυνση κατοικίας νέων κι

93


008:Layout 1

94

10/24/13

10:28 AM

Page 94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

ανεξημέρωτων ποιητών στο Ανατολικό Βερολίνο, ξεχασμένων από την εξουσία την τελευταία δεκαετία της ΛΔΓ. Το “Prenzlauer Berg” ήταν σε όλη τη χώρα το σύμβολο ανυποταξίας και αντίστασης κατά της αρχής. Όσοι ήθελαν να ξεφύγουν από τις μικρές πόλεις της επαρχίας ερχόντουσαν σε αυτήν την πολυτραγουδισμένη ζούγκλα στη σκιά του Τείχους» (Εφημερίδα Die Zeit, Dieckmann 1994).

Από τη δεκαετία του 1970 πολλοί κάτοικοι στο Ανατολικό Βερολίνο εγκαταλείπουν την περιοχή και τα παλιά διαμερίσματα, από τα οποία συνήθως λείπουν και οι τουαλέτες και η κεντρική θέρμανση, για να πάνε να κατοικήσουν στις καινούργιες πόλεις που έχουν χτιστεί στην περιφέρεια ή στα καινούργια προκατασκευασμένα κτίρια στην καρδιά της πόλης. Το 20% όλων των διαμερισμάτων στις παλιές πολυκατοικίες ήταν σε τόσο κακή κατάσταση που θεωρούνταν μη κατοικίσιμα, και δεν αφορούσαν την κεντρική διαχείριση. Όσοι ήθελαν να μείνουν εκεί ουσιαστικά μπορούσαν να το κάνουν ανεξέλεγκτα (Häußermann κ.ά. 2002: 53). Η μόνιμη αντιπαράθεση είναι με τις καινούργιες πόλεις προκατασκευασμένων στην περιφέρεια (Marzahn και Hellersdorf) από τις οποίες επρόκειτο να μεταφερθεί ο πληθυσμός του κέντρου.3 Η πολιτική στέγασης στην ανατολική Γερμανία είναι οργανωμένη κεντρικά, αλλά οι αντιδράσεις όσων προτίμησαν να μείνουν στα παλιά διαμερίσματα στο κέντρο της πόλης είναι χαρακτηριστικές: «Σε τέτοιες συνοικίες από μπετόν όπως στο Marzahn ή το Hohenschönhausen δε θα νιώθω ποτέ άνετα. Ξέρω πως πολλοί είναι ευτυχείς να μετακομίσουν σε ένα νεόκτιστο διαμέρισμα, αλλά οι απόψεις διαφέρουν» ή «δε θα ήθελα να πάω πουθενά αλλού. Εδώ είναι οι φίλοι μου και ό,τι μου είναι οικείο» (και τα δύο από έκθεσεις μαθητών 15 χρονών για το Prenzlauer Berg, αναφέρονται στο Dahn 1987: 124) ή «μετά από 15 χρόνια στη λίστα αναμονής μπορούμε επιτέλους να πάρουμε ένα καινούργιο διαμέρισμα στην Greifswalder Strasse. Θα μπορούσαμε να μετακομίσουμε από χρόνια στο Marzahn, ο αδερφός μου είναι εκεί πολύ ευχαριστημένος, αλλά ανήκω στο Prenzlauer Berg» (Η.Ν. 45, αναφέρεται στο Dahn 1987: 133). «Λόγω της κακής κατάστασης των παλιών πολυκατοικιών στη ΛΔΓ αυτές οι περιοχές δεν ήταν δημοφιλείς. Αντίθετα, για τους περισσότερους θεωρούνταν μεγάλο προνόμιο να έχουν τη δυνατότητα να μετακομίσουν σε ένα νέο διαμέρισμα στις προκατασκευασμένες πολυκατοικίες της περιφέρειας. Κυρίως σε νέες οικογένειες με παιδιά δινόταν αυτή η ευκαιρία. Καθώς όμως μέχρι

το τέλος της ΛΔΓ η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την προσφορά, πολλοί που θα προτιμούσαν να είχαν μετακομίσει ήταν αναγκασμένοι να παραμείνουν στα παλιά διαμερίσματα. Αλλά μη οικειοθελείς κάτοικοι υπήρχαν και για άλλους λόγους: όσοι π.χ. είχαν κάνει αίτηση για να εγκαταλείψουν τη χώρα αποκλείονταν αυτόματα από τη διαδικασία για παροχή στέγης. Το ίδιο ίσχυε για τους ηλικιωμένους ή για για τους λεγόμενους «αντικοινωνικούς», όπως τους άεργους, αλκοολικούς κ.λπ.» (Häußermann κ.ά. 2002: 52-53).

Με αυτό τον τρόπο, το Prenzlauer Berg προσελκύει νέους ανθρώπους απ’όλη τη ΛΔΓ και γίνεται τόπος συνάντησης για όσους αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους ζωής (Grubitzsch 1995: 174). Πολλοί καλλιτέχνες κατοικούν γύρω από την Kollwitzplatz, την πλατεία με το όνομα της γνωστής γλύπτριας Käthe Kollwitz (1867-1945) που κατοικούσε εκεί, «σα να θέλουν να κρατήσουν ζωντανή μια παράδοση» (Dahn 1987: 77). «300 ζωγράφοι και γραφίστες και 35 συγγραφείς είναι εγγεγραμένοι στο Prenzlauer Berg», κατά την Daniela Dahn, «αλλά αυτό δεν είναι περισσότερο απ’ότι σε άλλες περιοχές. … Απλώς εδώ τους βλέπεις, δίνουν ζωή στους δρόμους και τα καφέ. … Ίσως ο κοινός παρονομαστής όλων είναι η άρνηση σε οτιδήποτε επίσημο» (Dahn 1987: 226). Από τη δημοσιογράφο/λογοτέχνη Dahn, αλλά και πολλούς άλλους κατασκευάζεται (ή αναπαράγεται) μια εικόνα για το τι ήταν το Prenzlauer Berg στην Ανατολική Γερμανία: ένας τόπος αντικαθεστωτικών διανοούμενων και καλλιτεχνών, ένα άντρο αντίστασης στο κατεστημένο, μια εναλλακτική περιοχή στην ομοιομορφία του υπαρκτού σοσιαλισμού. Το Prenzlauer Berg παρουσιάζεται ως το καταφύγιο της διαφορετικότητας σε μια ομοιόμορφη καθημερινότητα. «Ήταν φιγούρες που έδιναν χρώμα στην πολύχρωμη ζωή του Prenzlauer Berg. Και είχαν πάνω τους κάτι το ανατρεπτικό, γιατί η εικόνα του ανθρώπου στην ΛΔΓ ήταν κατασκευασμένη από το κόμμα. Αυτός ο σοσιαλιστικός άνθρωπος, ευθύς, πειθαρχημένος, στρατευμένος, καθαρός και τακτικός στην προσωπική του ζωή, αυτός ο φριχτός μικροαστός καλοθελητής του κράτους – ακόμη κι ο αλκοολικός φάνταζε μπροστά του ανατρεπτικός».4 Η πτώση του Τείχους αποσταθεροποιεί όλα όσα γνώριζαν οι κάτοικοι του Prenzlauer Berg.5 Μέχρι τότε περίμεναν τη στιγμή που θα μπορέσουν να βγούνε και να πάνε αλλού. Ξαφνικά αυτό το «αλλού» ήρθε στο σπίτι τους και δεν ξέρουν τι να το κάνουν. Οι αναπλάσεις που ακολουθούν την επανένωση είναι δίκοπο μαχαίρι: τα κτί-


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 95

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

ρια δεν μπορουσαν να μείνουν στην κατάσταση που ήταν, αλλά με τις καινούργιες προσόψεις είναι σαn να βάζει κανείς «καπάκι στο φέρετρο της δικής μας ιστορίας».6 Και μέσα σε όλα αυτά το συναίσθημα της απώλειας: «Στο Kollwitzplatz δεν γνωρίζω πλέον τίποτα»,7 «καμιά φορά έχω διάθεση για ένα Currywurst από τον Konnopke αλλά το τρώω αλλού. Αλλιώς θα καταστρέψω όλες μου τις ψευδιαισθήσεις».8 «Όταν έχει αλλάξει όλος ο πληθυσμός, όταν δηλαδή φύγουν οι λεγόμενοι ιθαγενείς γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν το ενοίκιο κι εδώ είναι περισσότερο από πενήντα τοις εκατό από τη Δυτική Γερμανία, τότε θα αλλάξουν όλα έτσι κι αλλιώς. Ποιος ξέρει για πόσο θα είμαστε ακόμη εδώ».9 Όσο για το Prenzlauer Berg, «φαντάζει σχεδόν ανιστορικό παρά τα κτίριά του που είναι σχεδόν 100 χρόνων» (Felsmann και Gröschner 1999: 14). Περιστασιακά κάτι σώζεται, όπως ο συνεταιρισμός που αγόρασε την πολυκατοικία στην Kollwitzstrasse: «σώσαμε ένα δικό μας νησί. Κατά τ’άλλα σε λίγο για μένα δε θα υπάρχει τίποτα που να με κρατάει στο Prenzlauer Berg».10 Η αίσθηση απώλειας, ο φόβος της απειλής οδηγεί κάποιους να μη βγαίνουν σχεδόν από το σπίτι τους.11

Αναπλάσεις και gentrification μετά το 1990 «Οι περισσότεροι ένοικοι έφευγαν οικειθελώς, αν και τα λεφτά που τους δίναμε ήταν καλοδεχούμενα. Γιατί να μείνουν σε διαμερίσματα που τα θέρμαιναν με σόμπες, και που η μόνωση ήταν τόσο κακή που βάζανε κουρέλια μπροστά στα παράθυρα να μην μπάζουν; Το αργότερο με το που άρχιζε ο θόρυβος της ανακαίνισης γύρω τους 15 ώρες τη μέρα, έφευγαν. Είναι πολύ πιο εύκολο να πουλήσεις άδειο διαμέρισμα, παρά διαμέρισμα με ενοίκους, αν και το είχαμε κι αυτό. Οι τιμές εδώ είναι περίπου 500 Ευρώ το τετραγωνικό ψηλότερες από την υπόλοιπη πόλη για τις ίδιες προδιαγραφές. Είναι το Prenzlauer Berg bonus. Σε όλη τη χώρα διαβάζουν εφημερίδες και ακούν τις φήμες γι’αυτήν τη μυθική γειτονιά και είναι πρόθυμοι να πληρώσουν το καπέλο για να γίνουν κομμάτι του μύθου» (B. 52 χρονών).

Ο Β. είναι μέτοχος σε μια μεγάλη κτηματοκατασκευαστική εταιρεία με έδρα το Αμβούργο, που εδώ και πολλά χρόνια κάνει δουλειές με πολυκατοικίες στο Prenzlauer Berg, αγοράζει, ανακαινίζει, πουλάει, νοικιάζει, χτίζει και διαχειρίζεται. Αν και ο Β. δεν δίνει τον

ακριβή αριθμό, αφήνει να εννοηθεί πως πρόκειται για περίπου 30 πολυκατοικίες. Η αρχή με την οποία δούλεψαν ήταν απλή: Λίγο μετά την πτώση του Tείχους αγόρασαν τις πρώτες πολυκατοικίες στην Kollwitzstrasse από τους ιδιοκτήτες τους, στους οποίους μόλις είχαν επιστραφεί μετά την αλλαγή καθεστώτος. Άλλες τις πούλησαν ξανά μισό χρόνο αργότερα με σημαντικό κέρδος χωρίς να κάνουν τίποτα –κερδίζοντας μόνο από την άνοδο των τιμών στην πόλη συνολικά και στην περιοχή ειδικά– άλλες τις ανακαίνισαν με ιδιωτικό κεφάλαιο και τις πούλησαν διαμέρισμα-διαμέρισμα. Σε κάθε περίπτωση κρατούν τη διαχείριση της πολυκατοικίας με ένα συμβόλαιο 5 χρόνων μετά την πώληση. «Αποφύγαμε να χρησιμοποιήσουμε οποιοδήποτε μοντέλο κρατικής επιχορήγησης. Από τη στιγμή που μπαίνεις σ’αυτό το παιχνίδι αρχίζουν οι υποχρεώσεις. Το κράτος σου βάζει περιορισμούς στις τιμές και, το χειρότερο, σε υποχρεώνει να του διαθέσεις έναν αριθμό διαμερισμάτων με χαμηλά ενοίκια για να βάζει μέσα δικούς του ένοικους – όσους δεν μπορούν να πληρώσουν. Αυτό έλειπε να μην μπορούμε να αποφασίσουμε σε ποιον θα νοικιάσουμε. Αρκεί να έχεις ένα τέτοιο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία και μετά δεν πιάνεις πια τιμές που να αξίζουν» (B.). Πολύ μεγάλο κέρδος απέφερε η μετατροπή των παλιών σοφιτών σε ρετιρέ. Καθώς τα περισσότερα διαμερίσματα είναι σχετικά μικρά σε μέγεθος, αλλά υπάρχουν πολλά νοικοκυριά που θέλουν και μπορούν να πληρώσουν μεγαλύτερους χώρους, δόθηκαν άδειες για την προσθήκη ορόφου, η οποία όμως δεν ξεπερνά το κέλυφος του παλιού κτιρίου. «Αυτά είναι συνήθως τα διαμερίσματα με τις βεράντες. Σε κάθε πολυκατοικία που ανακαινίσαμε, πουλήσαμε το ρετιρέ χρυσό». Τα περισσότερα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες που αγόρασαν ήταν κατοικημένα. Με τους παλιούς ένοικους έβαλαν σε εφαρμογή διαφορετικές τακτικές: σε άλλους πρόσφεραν ένα χρηματικό ποσό για να πάνε αλλού, σε άλλους έκαναν απλές ανακαινίσεις ανεβάζοντας το ενοίκιο όσο επέτρεπε ο νόμος. Με το δήμο σπάνια έχει προβλήματα. Ο υπάλληλοι είχαν τόσο φόρτο εργασίας που ήταν ευτυχείς να έχουν μπροστά τους κάποιον που ήξερε τι κάνει και δε χρειαζόταν συμβουλές. «Τώρα για πρώτη φορά χτίζουμε εδώ και σε κενό οικόπεδο. Είναι εντελώς άλλο επάγγελμα αυτό, αλλά η εταιρεία το κάνει από χρόνια σε άλλες πόλεις».

95


008:Layout 1

96

10/24/13

10:28 AM

Page 96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς μετά την πτώση του Τείχους Το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην πρώην ΛΔΓ παρέμεινε πολλά χρόνια μετά τη γερμανική επανένωση ένα αρκετά πολυσύνθετο ζήτημα, του οποίου το ξεκαθάρισμα κράτησε πολλά χρόνια και για το οποίο χρειάστηκαν πολύπλοκες δικαστικές διαδικασίες (Reimann 2000). Σε σχέση με την πολεοδομία, αυτό αποδείχθηκε να έχει ιδιαίτερα δυσάρεστες επιπτώσεις, αν και το μέγεθος του προβλήματος διέφερε σημαντικά από τόπο σε τόπο. Κάποιες επικεντρωμένες τοπικές έρευνες δείχνουν τις επιπτώσεις που είχαν οι αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστός στη μετέπειτα εξέλιξη των περιοχών. Εδώ όμως είναι αναγκαία μια ευρύτερη εισαγωγή για το πώς διευθετήθηκε το ζήτημα της ιδοκτησίας μετά την επανένωση: Η ιδιωτικοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας, συμπεριλαβανομένης και της ακίνητης, ήταν από τις σημαντικότερες διαστάσεις στην διαδικασία της γερμανικής επανένωσης (Reimann 2000: 19). Ο «Νόμος για τη διευθέτηση ανοικτών περιουσιακών ζητημάτων» (στο εξής VermG) περνάει από τη μεταβατική κυβέρνηση της ΛΔΓ στις 28 Σεπτεμβρίου του 1990 λίγες μέρες πριν από την επίσημη επανένωση στις 3 Οκτωβρίου και γίνεται παράρτημα του Συμβολαίου της Επανένωσης ανάμεσα στις δύο Γερμανίες. Αυτή η λεπτομέρεια έχει σημασία για να φανεί πόσο σημαντική θέση πήρε η υπόθεση της ιδιοκτησίας κατά τη διαδικασία αυτή. Αυτό που ορίζει ο νόμος VermG είναι η διαδικασία με την οποία επιστρέφεται περιουσία σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων στο έδαφος της πρώην ΛΔΓ από το 1933 μέχρι το 1989. Κύρια αρχή αυτού του νόμου ήταν ότι η επιστροφή ακίνητης περιουσίας προηγείται της αποζημίωσης, με άλλα λόγια πως η ιδιοκτησία καταρχήν επιστρέφεται στους πρώην ιδιοκτήτες, ενώ η αποζημίωση αποτελεί μόνο εξαίρεση. Η ίδια νομοθεσία καλύπτει και το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εποχής 1933-1945, της εποχής δηλαδή του Ναζισμού. Αυτή ήταν η νομική διάταξη, αποτέλεσμα πολύ σκληρών διαπραγματεύσεων από τις δυο μεριές, βάσει της οποίας πρώην ιδιοκτήτες μπορούσαν να ζητήσουν πίσω την περιουσία τους (Kinkel 1991, Schäuble 1991). Ενώ η Δυτικογερμανική πλευρά (με ηγέτη των διαπραγματεύσεων τον Wolfgang Schäuble) απαιτεί άμεση επέκταση της ισχύος του Δυτικογερμανικού νόμου στην Ανατολική Γερμανία, η Ανατολική πλευρά προσπαθεί –μάταια όπως θα φανεί τελικά– να

προστατέψει ένα μέρος τουλάχιστον από τη λαϊκή ιδιοκτησία.12 Σε γενικές γραμμές ο νόμος αυτός ορίζει το εξής: Πρώην ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση μέχρι το τέλος του 1992 για να τους επιστραφεί η παλιά τους απαλλοτριωμένη περιουσία. Όμως για να παρθεί η κατάλληλη απόφαση έπρεπε να ξεκαθαριστούν κάποιοι παράγοντες όπως το είδος της ιδιοκτησίας, η περίοδος και ο τρόπος με τον οποίο αδικήθηκε ο ιδιοκτήτης (με ή χωρίς αποζημίωση, αιτία της απαλλοτρίωσης κ.λπ.). Χρονικά η επιστροφή ακίνητης περιουσίας αφορά δυο περιόδους: Η πρώτη είναι η περίοδος 1933-1945 και αφορά απαλλοτριώσεις κατά τη διάρκεια του Ναζισμού – κυρίως εβραϊκής ιδιοκτησίας. Η δεύτερη είναι η περίοδος της ΛΔΓ 1949-1989. Οι απαλλοτριώσεις στην περίοδο 1945-1949, κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής κατοχής που αφορούν κυρίως μεγαλοκτηματίες ή συνεργάτες των ναζί, εξαιρούνται από τη νομοθεσία, δηλαδή δεν επιστρέφονται. Στην πράξη, ο νόμος ήταν πολύ πιο πολύπλοκος από αυτό, με πολλές επί μέρους διατάξεις, εξαιρέσεις και αλλαγές, πράγμα που οδήγησε σε μακρόχρονες δικαστικές διαδικασίες για το ξεκαθάρισμα πολλών υποθέσεων. Μέχρι το τέλος της προθεσμίας στις 31 Δεκεμβρίου του 1992 είχαν κατατεθεί περίπου 2 εκατομύρια αιτήσεις για επιστροφή, κάτι που αντιπροσωπεύει 15% όλων των ακινήτων στην πρώην ΛΔΓ (Scholz 1993). Στο Βερολίνο σχεδόν για τα 3/4 όλων των οικοπέδων υπάρχουν αιτήσεις επιστροφής (Reimann 1997: 39). Στο 1/4 αυτών των υποθέσεων στην επικράτεια της πρώην ΛΔΓ αποφασίζεται μέχρι το 1998 θετικά υπέρ των αιτούντων, ενώ στο Βερολίνο το ποσοστό είναι μεγαλύτερο, και ανέρχεται στο 1/3 (Reimann 2000: 38). Λίγους μήνες μετά τον πρώτο νόμο έγινε σαφές πως οι νέοι κανονισμοί θα προκαλούσαν δυσκολίες για νέα ανάπτυξη καθώς, με ανοιχτό το θέμα της ιδιοκτησίας, κανείς δυνητικός επενδυτής δεν θα έμπαινε στη ριψοκίνδυνη διαδικασία της επένδυσης. Έτσι, τον Ιούλιο του 1992 περνάει ο «νόμος προτεραιότητας στις επενδύσεις» (στο εξής InVorG) που προβλέπει, σε περίπτωση ύπαρξης ενδιαφερομένου επενδυτή (που είναι σε θέση να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας), να δίνεται στον παλιό ιδιοκτήτη μόνον αποζημίωση στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και το ακίνητο να πωλείται στον δυνητικό επενδυτή. Ο νόμος αυτός βρήκε εφαρμογή συχνά σε παλιές βιομηχανικές περιοχές, δεν είχε όμως


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 97

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

σχεδόν κανένα αντίκτυπο στις αστικές περιοχές κατοικίας, όπως το Prenzlauer Berg. Ως επένδυση στην κατοικία ορίζεται από το νόμο μόνο η δημιουργία νέας ή η ανακαίνιση μη κατοικίσιμης κατοικίας. Η ανακαίνιση κατοικίας που σύμφωνα με όλες τις προδιαγραφές θα θεωρούνταν μη κατοικίσιμη, αλλά εκ των πραγμάτων κατοικείται, δεν θεωρείται από τον συγκεκριμένο νόμο επένδυση στην οποία να δίνει προτεραιότητα. Έτσι σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις εφαρμόστηκε το νόμος για την προτεραιότητα στις επενδύσεις (InVorG) για τις πολυκατοικίες του 1900 (Expertenkommission 1995). Πέρα από αυτό, ο νόμος προβλέπει και ένα πάγωμα παρέμβασης και εμποδίζει κάθε μακρόχρονη δέσμευση σε κατοικίες για τις οποίες στο τέλος του 1992 υπάρχει αίΗμερομηνία

Όνομα

τα δύο θα σήμαιναν δέσμευση για τον όποιον μελλοντικό (πρώην) ιδιοκτήτη. Καθώς η πολιτική αυτή μπλόκαρε για πολλά χρόνια οποιαδήποτε επένδυση στην κατοικία, πέρασε το 1997 ένας ακόμη νόμος για τη «Διασφάλιση της ανακαίνισης κατοικιών» (στο εξής WoModSiG), που επεκτείνει το νόμο InVorG και στις κατοικημένες πολυκατοικίες, διευκολύνοντας ταυτόχρονα τη διαδικασία επιστροφής (Rodenbach 1997). Με αυτό τον τρόπο δίνεται στους διαχειριστές (δηλ. στις δημοτικές εταιρείες) η δυνατότητα και να κάνουν ανακαινίσεις ακόμη κι αν υπάρχουν αιτήσεις επιστροφής ή και να πουλήσουν το κτίριο σε τρίτους που ενδιαφέρονται να επενδύσουν, δηλαδή να το ανακαινίσουν. Σε αυτή την περίπτωση, ο διαχειριστής Περιεχόμενο

Νομοθετικές ρυθμίσεις για την ιδιοκτησία 1990

Νόμος για τη διευθέτηση ανοικτών περιουσιακών ζητημάτων (VermG)

1992

Nόμος προτεραιότητας στις επενδύσεις (InVorG)

1997

Διασφάλιση της ανακαίνισης κατοικιών (WoModSiG)

Επιστροφή περιουσίας σε περιπτώσεις απαλλοτριώσεων στο έδαφος της πρώην ΛΔΓ από το 1933 μέχρι το 1989. Η επιστροφή ακίνητης περιουσίας προηγείται της αποζημίωσης. Σε περίπτωση ύπαρξης ενδιαφερομένου επενδυτή δίνεται στον παλιό ιδιοκτήτη μόνον αποζημίωση στο ύψος της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και το ακίνητο να πωλείται στον επενδυτή. Η ανακαίνιση κατοικημένης κατοικίας δεν θεωρείται επένδυση. Επεκτείνει το νόμο InVorG και στις κατοικημένες πολυκατοικίες

Πολεοδομικές παρεμβάσεις 1993-1995

Περιοχές ανάπλασης (Sanierungsgebiete)

1995

Θέσπιση ανώτατων ενοικίων στις περιοχές ανάπλασης Περιοχές διατήρησης (Erhaltungsgebiete)

1997-2000

Κινητοποιήση ιδιωτικού κεφάλαιου σε περιοχές όπου η αγορά από μόνη της δεν προσφέρεται, αλλά όπου υπάρχει ανάγκη αναβάθμισης

Προστασία περιοχής από οικοδομικές ή κοινωνικές αλλαγές (και δρα συνήθως ως φρένο στην ελεύθερη επένδυση)

Φορολογικές ρυθμίσεις 1992-1998

Πρόσθετες φορολογικές ελαφρύνσεις

1999

Νέος νόμος για επιχορηγήσεις στο έδαφος της πρώτην ΛΔΓ

Φορολογικές ελαφρύνσεις σε ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, εφόσον τα ανακαινίσουν. 50% (αργότερα 40%) των εξόδων εκσυγχρονισμού (Modernisierung) αποσβαίνονται μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια, ενώ τα συνολικά έξοδα ανακαίνισης μέσα στα 10 χρόνια Επιχορηγήσεις 15% για κάθε είδους εργασία ανακαίνισης μέχρι το ποσό των 1200 μάρκων (600 ευρώ) ανά τ.μ. Κατώτερο κατώφλι των συνολικών εξόδων για να δικαιούται ο ιδιοκτήτης επιχορήγηση είναι τα 5000 μάρκα (2500 ευρώ).

Θεσμικές ρυθμίσεις (ιδιοκτησιακό καθεστώς, πολεοδομικές παρεμβάσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις) που εφαρμόστηκαν στο Prenzlauer Berg τη δεκαετία του 1990.

τηση επιστροφής, μέχρι να ξεκαθαριστεί η υπόθεση. Σε όλες τις ανοιχτές υποθέσεις μπαίνει διαχειριστής13 κατά κανόνα μια δημοτική κατασκευαστική εταιρεία, στην οποία όμως δεν επιτρέπεται ούτε να κάνει τις απαραίτητες ανακαινίσεις στα συχνά σχεδόν ετοιμόρροπα κτίρια ούτε να κλείσει νέα συμβόλαια με ενοίκους, καθώς και

οφείλει πρώτα να προσφέρει το ακίνητο προς αγορά σε όποιον έχει κάνει αίτηση επιστροφής. Σε περίπτωση που υπάρχει παραπάνω από ένας αιτών, το αγοράζει αυτός που προσφέρει περισσότερα. Αν δεν το αγοράζει κανείς τους (γιατί π.χ. δεν μπορεί ή γιατί ποντάρει σε δωρεάν επιστροφή) ο διαχειριστής έχει τις εξής επιλογές: Να το

97


008:Layout 1

98

10/24/13

10:28 AM

Page 98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

πουλήσει σε τρίτο που ενδιαφέρεται να επενδύσει (δηλ. να το ανακαινίσει), να το αγοράσει ο ίδιος ή να κάνει «απλές ανακαινίσεις». Στην τρίτη περίπτωση, ο μελλοντικός ιδιοκτήτης οφείλει να επιστρέψει στον διαχειριστή 50.000 μάρκα (περίπου 25.000 ευρώ) ανά διαμέρισμα ή επαγγελματικό χώρο, μετά την επιστροφή του ακινήτου στον πρώτο. Ο νόμος δηλαδή αυτός ουσιαστικά επιτρέπει στις δημοτικές επιχειρήσεις να κάνουν απλές παρεμβάσεις χωρίς δικό τους έξοδο στις πιο επείγουσες περιπτώσεις. Όμως κι αυτός ο νόμος έφερε ανεπιθύμητα αποτελέσματα (Schaffelder 1996). Την αίτηση για απλοποιημένη διαδικασία επιστροφής σύμφωνα με το νόμο WoModSiG μπορεί να την κάνει είτε ο διαχειριστής είτε ο αιτών (ή οι αιτούντες) την επιστροφή. Οι δημοτικοί διαχειριστές δεν κάνουν χρήση του δικαιώματος που τους παρέχει ο νόμος για απλές ανακαινίσεις σε ύψος 50.000 μάρκων ανά διαμέρισμα, γιατί θέλουν να αποφύγουν οποιαδήποτε σύγκρουση με τον μελλοντικό ιδιοκτήτη (Reimann 2000: 45). Οι πρώην ιδιοκτήτες δεν μοιάζει να έχουν ούτε το κεφάλαιο αλλά ούτε τη διάθεση να ανακαινίσουν. Αντίθετα η επιθυμία τους να αγοράσουν με την απλοποιημένη διαδικασία μοιάζει να συνδέεται με την απόφασή τους να ξαναπουλήσουν αμέσως. Έτσι και ο Β. με τον οποίο συνομίλησα εγώ: «Μας περίμεναν με ανοιχτές αγκάλες. Τους βρίσκαμε, τους προσφέραμε περισσότερα χρήματα απ’όσα θα βλέπανε σε ολόκληρη της ζωή τους και μας τα πουλούσανε. Καμιά τράπεζα δε θα τους έδινε δάνειο για ανακαίνιση και να τους το έδινε δεν θα ήξεραν πώς να την κάνουν» (Β.). Στο δήμο του Mitte υπάρχουν το 1993 αιτήσεις για επιστροφές στο 96,7% όλων των οικοπέδων (15% στο σύνολο της ΛΔΓ) (Dieser 1996) και στο Prenzlauer Berg τα ποσοστά μοιάζει να είναι παρόμοια (Reimann 2000: 49). Επίσης, πιο ψηλά από την υπόλοιπη επικράτεια είναι οι θετικές υπέρ των αιτούντων λύσεις των υποθέσεων. Ενώ στην υπόλοιπη ΛΔΓ τα ποσοστά αυτά κυμαίνονται στο 1/4, στο Βερολίνο συνολικά είναι με 1/3 ψηλότερα από το μέσο όρο, και στο κομμάτι του Mitte που ακουμπάει το Prenzlauer Berg (Spandauer Vorstdadt) τα ποσοστά φτάνουν το 80%. Οι αιτίες αυτής της διαφοράς είναι πολύπλοκες και δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος. Αυτό που αρκεί να φανεί εδώ είναι πόσο μεγάλο ποσοστό ακινήτων άλλαξε χέρια μετά την Επανένωση ως συνέπεια του σχετικού νόμου. Ήδη το 1994 έχει περάσει παραπάνω από το 50% όλων των ιδιωτικών κατοικιών στην Ανατολική Γερμα-

νία σε δυτικογερμανικά χέρα, ποσοστό που αντιπροσωπεύει 23% όλων των κατοικιών (ιδιωτικών και δημόσιων), ενώ μόλις 20% ανήκει σε ανατολικογερμανούς (Häußermann 1996: 323). «Οι επιστροφές ακινήτων θα αυξήσουν την μεταφορά αξίας στη Δύση [...] και μαζί θα αυξηθεί ή ήδη υπάρχουσα ανισότητα στην ιδιοκτησία κατοικίας ανάμεσα στα Ανατολικά και Δυτικά νοικοκυριά» παρατηρεί η Reimann (Reimann 2000). «Αυτό σημαίνει πως η εξέλιξη ανατολικογερμανικών πόλεων στο μέλλον σε πολύ λίγες περιπτώσεις θα εξαρτάται από τοπικούς ιδιοκτήτες ακινήτων, αλλά πολύ περισσότερο από τα ενδιαφέρονται α-τοπικών, ανώνυμων ιδιοκτητών. Τα ακίνητα, με τα οποία οι ιδιοκτήτες δεν έχουν καμιά προσωπική σχέση ούτε ενδιαφέρονται να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι ως κατοικία, σημαίνουν κυρίως επένδυση κεφαλαίου. Αυτό μπορεί να έχει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα για την εξέλιξη ανατολικογερμανικών πόλεων καθώς, σε αντίθεση με το μακροπρόθεσμο ενδιαφέρον στη χρηστική αξία που φαίνεται να δείχνουν άλλοι ιδιοκτήτες, τα ενδιαφέροντα των α-τοπικών και ανώνυμων ιδιοκτητών μπορούν να αλλάξουν βραχυπρόθεσμα, ανάλογα με τις μεταβολές της αγοράς» (Reimann 2000: 129).

Μια έρευνα της Bettina Reimann για το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην Kollwitzstrasse δείχνει πως 90% των ακινήτων που είχαν περάσει στην ΛΔΓ σε δημόσια χέρια, έχουν επιστραφεί μέχρι το 1998 στους παλιούς ιδιοκτήτες ή στους κληρονόμους τους. Από αυτούς, τα 3/4 κατοικούν είτε στην πρώην Δυτική Γερμανία είτε στο Δυτικό Βερολίνο και λιγότεροι από 1/5 στο εξωτερικό (Reimann 2000: 116f). Και οι ιδιοκτήτες αλλά και οι κληρονόμοι τους είναι κατά μέσο όρο σε πολύ μεγάλη ηλικία. Η ηλικία των ιδιοκτητών, οι πολυάριθμοι κληρονόμοι αλλά και η απόσταση από το ακίνητο αναφέρονται και ως βασικοί λόγοι που οι νέοι (παλαιοί) ιδιοκτήτες κατά κανόνα ξαναπουλάνε αμέσως. Τα 2/3 όλων τον ακινήτων στην Kollwitzstrasse ξαναπουλιούνται αμέσως μόλις ξεκαθαρίζεται το ιδιοκτησιακό καθεστός. Από το 1/3 που δεν πουλήθηκε, τα περισσότερα είναι ιδιοκτησία του Βερολίνου. Μόλις σε τρία από τα κενά οικόπεδα (καταστροφές του πολέμου) η δημοτική κατασκευαστική εταιρεία χτίζει κοινωνική κατοικία. Το συμπέρασμα είναι πως η πλειοψηφία όλων των ιδιωτικών ακινήτων στο δρόμο όπου έγινε η έρευνα πουλήθηκε αμέσως σε νέους ιδιοκτήτες που δεν έχουν καμιά άμεση τοπική σύνδεση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός πως οι νέοι ιδιοκτήτες είναι σχετικά νέοι (30-55) και πολλοί από αυτούς


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 99

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

προέρχονται από τεχνικά-κατασκευαστικά επαγγέλματα (αρχιτέκτονες κ.λπ.). Όπως επιβεβαιώνουν και οι συνεντεύξεις, πρόκειται για κύκλους με υψηλή τεχνογνωσία στην ανακαίνιση κτιρίων, κάτι που τους διευκολύνει την απόφαση να αγοράσουν ακίνητα. Η ανάγκη τεχνογνωσίας στην ανακαίνιση κτιρίων σχετίζεται άμεσα και με τη νομοθεσία για τις αστικές ανάπλασεις όπως αυτή διαμορφώνεται από το 1992 (βλ. παρακάτω). Αυτές οι μεταβολές σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς (που αφορούσαν όμως όλη την επικράτεια της πρώην ΛΔΓ, παρά τις πολύ ιδιαίτερες τοπικές πρακτικές), συνοδεύτηκαν από μια άλλη σειρά μέτρων που αφορούσαν τις αστικές αναπλάσεις. Όπως δείχθηκε παραπάνω τα κτίρια στο Prenzlauer Berg ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, καθώς η επένδυση στην ανακαίνισή τους μέχρι το 1990 ήταν –με κάποιες εξαιρέσεις– μηδαμινή. Η αναπροσαρμογή του υφιστάμενου νόμου που αφορούσε τις αστικές αναπλάσεις έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο για το μέλλον της περιοχής. Περιοχές ανάπλασης και διατήρησης στο Prenzlauer Berg «Η δημόσια διοίκηση βρέθηκε μπροστά σε ένα σχεδόν άλυτο δίλημμα στις παλιές περιοχές κατοικίας στην ΛΔΓ. Από τη μία έπρεπε να φροντίσει να σώσει τα κτίρια από την ολική κατάρρευση, διατηρώντας κατά το δυνατόν την ιστορική τους εικόνα, αλλά και να τα προσαρμόσει σε σύγχρονες συνθήκες διαβίωσης. Ταυτόχρονα έπρεπε να φροντίσει να μην εκδιωχθούν οι κάτοικοι, να προστατέψει δηλαδή τον τοπικό πληθυσμό από τις αρνητικές επιπτώσεις μιας πολύ ακριβής ανάπλασης» (Häußermann κ.ά. 2002: 57-58).

Στο Prenzlauer Berg βρίσκονται to 2000 σχεδόν 32.000 κατοικίες με σχεδόν 50.000 κατοίκους σε 5 περιοχές ανάπλασης και άλλες 30.000 στις 9 περιοχές διατήρησης. Οι πρώτες ορίστηκαν τα χρόνια 1993-1995 οι δεύτερες 1997-2000. Με αυτό τον τρόπο, σχεδόν σε όλες οι περιοχές του Prenzlauer Berg με πολυκατοικίες του 1900 εφαρμόζεται ο λεγόμενος ειδικός πολεοδομικός νόμος. Οι μόνες περιοχές που δεν συμπεριλαβάνονται σε κάποια από αυτά τα προγράμματα είναι ουσιαστικά όσες κατασκευάστηκαν είτε στο μεσοπόλεμο είτε στην ΛΔΓ (Häußermann κ.ά.: 58-59). Τα δύο αυτά νομικά εργαλεία έχουν σημαντικές διαφορές: Ενώ ο στόχος της ανάπλασης είναι να κινητοποιήσει ιδιωτικό κεφάλαιο σε μια περιοχή όπου η αγορά από μόνη της δεν προσφέρεται, αλλά όπου υπάρχει ανάγκη αναβάθμισης, η διατήρηση

προστατεύει μια περιοχή από τις αλλαγές –οικοδομικές ή κοινωνικές– και δρα συνήθως ως φρένο στην ελεύθερη επένδυση. Μέχρι το τέλος του 1999, 50% των διαμερισμάτων στην περιοχή ανάπλασης Kollwitzplatz έχουν ανακαινιστεί, από αυτά το 77% χωρίς δημόσια επιχορήγηση. Συνολικά στις περιοχές ανάπλασης η σχέση επιχορηγούμενης και ελεύθερης χρηματοδοτημένης ανάπλασης είναι 1:1 (Häußermann κ.ά.: 61). Τα χρόνια 1992-1998 δίνονται πρόσθετες (δηλ. πέρα από τις ήδη υπάρχουσες) φορολογικές ελαφρύνσεις σε ιδιοκτήτες ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων, εφόσον τα ανακαινίσουν (Eichstädt-Bohlig 1994: 186). Το 50% (αργότερα 40%) των εξόδων εκσυγχρονισμού14 (Modernisierung) αποσβαίνονται μέσα στα πέντε πρώτα χρόνια, ενώ τα συνολικά έξοδα ανακαίνισης μέσα στα 10 χρόνια. Οι διατάξεις που αφορούν περιοχές ανάπλασης ορίζονται στη Γερμανία από τις παραγράφους §§136-181 της οικοδομικής νομοθεσίας (BauGB) που, ανάμεσα στα άλλα, θέτει ως στόχο της ανάπλασης τη διατήρηση της κοινωνικής δομής μιας περιοχής. Οι παραπάνω φορολογικές ελαφρύνσεις είναι ενδιαφέρουσες μόνον για τα ψηλά εισοδήματα – και αφορούν κατά κανόνα τη Δυτική Γερμανία. Εφόσον οι ιδιοκτήτες αποφασίσουν να κάνουν χρήση αυτών των φορολογικών ελαφρύνσεων υποχρεώνονται σύμφωνα με το νόμο να περιορίσουν το ύψος του ενοικίου σε επίπεδα που ορίζονται από το κράτος. Έτσι ο δήμος του Prenzlauer Berg, με την απόφασή του τον Απριλίο του 1995, θέτει ανώτερα όρια ενοικίων στις περιοχές ανάπλασης. Ο νόμος, παρόλα αυτά, επιτρέπει πολλές εξαιρέσεις, τις οποίες οι πιο ικανοί επενδυτές καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους. Οι φορολογικές ελαφρύνσεις γίνονται με αυτό τον τρόπο πιο ενδιαφέρουσες από τα οποιαδήποτε έσοδα από τα ενοίκια. Τα μέτρα αυτά δίνουν κίνητρα σε ένα συγκεκριμένο τύπο ιδιοκτήτη, αυτόν που έχει σημαντικά έσοδα από άλλες πηγές και ενδιαφέρεται (τουλάχιστον για την πρώτη δεκαετία) κυρίως για τις φορολογικές ελαφρύνσεις. Από την 1η Ιανουαρίου του 1999 ισχύει καινούργιος νόμος για τις επιχορηγήσεις στην πρώην ΛΔΓ και αντικαθιστά τους κανονισμούς περί φορολογικών ελαφρύνσεων. Με τις καινούργιες διατάξεις δίνονται επιχορηγήσεις της τάξης του 15% για κάθε είδους εργασία ανακαίνισης μέχρι το ποσό των 1.200 μάρκων (περίπου 600 ευρώ) το τετραγωνικό μέτρο. Κατώτερο κατώφλι των συνολικών εξόδων για να δικαιούται ο ιδιοκτήτης επιχορήγηση είναι τα 5.000 μάρκα (2.500 ευρώ). Στόχος

99


008:Layout 1

100

10/24/13

10:28 AM

Page 100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

του νέου κανονισμού είναι να δοθούν κίνητρα σε κύκλους για τους οποίους οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν παρουσίαζαν κανένα ενδιαφέρον, όπως σε χαμηλά εισοδήματα, σε κοινωφελείς ή δημοτικές κατασκευαστικέςοικιστικές επιχειρήσεις κατοικίας, σε συνεταιρισμούς ιδιοκτητών κ.λπ. Με το πολύ χαμηλό κατώφλι των 5.000 μάρκων επιχορηγούνται και οι πολύ μικρές παρεμβάσεις, ενώ το ανώτερο όριο των 1.200 μάρκων το τετραγωνικό κάνει το μέτρο μη ελκυστικό για τις μεγάλες επενδύσεις στην ανάπλαση. Σε σχέση με τις αναπλάσεις και τις διευθετήσεις για την ιδιοκτησία, η Bettina Reimann ισχυρίζεται πως ο τύπος ιδιοκτήτη ακινήτων όπως διαμορφώνεται στα τέλη του 1990 είναι ποιοτικά εντελώς καινούργιος (Reimann 2000: 121-130). Ενώ από την κατασκευή των πολυκατοικιών μέχρι την επανένωση για τους ιδιοκτήτες έπαιζε ρόλο και η ανταλλακτική αλλά και η χρηστική αξία των ακινήτων, μετά τις επιστροφές στους παλιούς ιδιοκτήτες τον κύριο ρόλο παίζει το ακίνητο ως επένδυση. Η ερευνήτρια χωρίζει τους καινούργιους ιδιοκτήτες σε τρεις τύπους: σε όσους αγοράζουν γιατί κυρίως τους ενδιαφέρει να κατοικήσουν (με βάρος δηλαδή στην χρηστική αξία του ακινήτου), όσους αγοράζουν για επένδυση (με βάρος στην ανταλλακτική αξία) και σε έναν μικτό τύπο όσων ενδιαφέρονται μεν για την επένδυση, αλλά ενδιαφέρονται και να κατοικήσουν οι ίδιοι στην ιδιοκτησία τους. Μέσα από συνεντεύξεις, κατατάσσει τον μεγαλύτερο αριθμό των νέων ιδιοκτητών στην κατηγορία των αμιγώς επενδυτών, σε αυτούς δηλαδή που ενδιαφέρονται μόνο για το ακίνητο ως επένδυση. Αναπλάσεις από το Kreuzberg στο Prenzlauer Berg Ο Matthias Bernt (2003), προς αναζήτηση της συσχέτισης πολιτικών δυνάμεων στο Βερολίνο, παρακολουθεί την εξέλιξη των αναπλάσεων από τη δεκαετία του 1960 για να δείξει πώς οι δυτικοί θεσμοί εφάρμοσαν τις δυτικές αντιλήψεις για την πόλη, καταλαμβάνοντας όλες τις σημαντικές θέσεις μετά την επανένωση και στο Prenzlauer Berg. Κυρίως η διαδικασία των μεγάλων αναπλάσεων της δεκαετίας του 1980 στο διαμέρισμα του Kreuzberg, κατά την παγκόσμια αρχιτεκτονική έκθεση ΙΒΑ,15 είναι κατά τον Bernt το κλειδί για να καταλάβουμε τι συνέβη τη δεκαετία του 1990 στο Prenzlauer Berg. Κάνοντας αποτίμηση της ΙΒΑ 15 χρόνια περίπου μετά το τέλος της, καταλήγει σε μια σειρά από ενδιαφέ-

ροντα συμπεράσματα, από τα οποία θα κρατήσω εδώ επιλεκτικά κάποια για τις ανάγκες της διατριβής: Πρώτον, αποκεντρώθηκαν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων, αλλά και ευρύτερα αποδυναμώθηκε η κρατική ισχύς. Μέσα από τις αναπλάσεις, μπήκαν στο παιχνίδι μια σειρά από νέους παράγοντες, όπως οι κάτοικοι, οι πρωτοβουλίες πολιτών ή τα γραφεία που συμβούλευαν τους ενοίκους (Bernt 2003: 74). Δεύτερον, ιδιωτικοποιήθηκε η ανάπλαση μέσα από την εξασθένηση των κοινωφελών δημοτικών θεσμών (κατασκευαστικές εταιρείες) και με την ταυτόχρονη κινητοποίηση ιδιωτικού κεφαλαίου για την πραγματοποίησή της. Εδώ συμφωνεί και η Reimann (2000: 130) όταν παρατηρεί πως οι δημοτικές κατασκευαστικές εταιρείες που στη Δυτική Γερμανία μέχρι την επανένωση ήταν από τις κύριες κινητήριες δυνάμεις πίσω από την αστική ανάπλαση, δεν παίζουν πλέον παρά έναν εντελώς περιθωριακό ρόλο. Η δημόσια κατοικία (δηλ. η επιχορηγούμενη κατοικία) είναι ολοένα και λιγότερη στις περιοχές ανάπλασης. Έτσι, το κράτος χάνει τη δυνατότητα ελέγχου της αγοράς κατοικίας ή, τουλάχιστον, τη δυνατότητα να προστατεύσει ένα κομμάτι της. Τρίτον, εγκαταλείφθηκαν οι «μεγάλες αφηγήσεις» και η ιδεολογία περί «ιδανικής ανάπτυξης» υπέρ των τοπικών μικρών σε κλίμακα λύσεων –καμιά φορά από κτίριο σε κτίριο– και με έμφαση στη διαδικασία. Τονίσθηκε ιδιαίτερα η διαδικασία της επικοινωνίας, των διαπραγματεύσεων και της από κοινού εύρεσης λύσεων. Όμως, παρατηρεί ο Bernt, η εμμονή στο διάλογο επισκίασε κάποια σημαντικά ζητήματα όπως τα δικαιώματα των ενοίκων, τον έλεγχο της συντήρησης από τους ιδιοκτήτες, τις σχέσεις ιδιοκτησίας ή τη συμμετοχή των πολιτών, με αποτέλεσμα μια «αποπολιτικοποίηση του αντικείμενου του σχεδιασμού» (Bernt 2003: 78). Τέταρτον, το Kreuzberg και η ΙΒΑ έγιναν πρότυπα αστικών παρεμβάσεων, γνωστά πολύ έξω από τα σύνορα της χώρας. Η αρνητική πλευρά αυτής της γρήγορης φήμης είναι πως γρήγορα η ιδέα της ήπιας ανάπλασης έχασε τη σημασία της και πήρε πολλές διαφορετικές έννοιες, μέχρι που στο τέλος έμεινε μια κούφια λέξη χωρίς νόημα. Έτσι, με την πτώση του τείχους, ήταν πολύ εύκολο να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο λύσης και για εντελώς νέα προβλήματα με απολύτως διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές. Τέλος, η ΙΒΑ γέννησε μια νέα ελίτ από αρχιτέκτονες, πολεοδόμους και κοινωνιολόγους, έναν κύκλο από σπουδασμένους ανθρώπους στα 30 τους, που συνεργάστηκε για την υπολοποίηση των έργων, μοιράστηκε προβληματισμούς και αγώνες. Αυτή η «οικογένεια», η «γενιά ΙΒΑ» (Bernt


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 101

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

2003: 82), έπιασε πολλά σημαντικά πόστα στην πολεοδομία από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, καθορίζοντας έτσι σημαντικά την πορεία των αναπλάσεων. Με το θεσμικό κενό που δημιουργείται στο Ανατολικό Βερολίνο μετά την πτώση του τείχους, δίνεται η ευκαιρία σε σημαντικά πρόσωπα και οργανώσεις από το Δυτικό να πάρουν θέσεις-κλειδιά στο Ανατολικό. Αν και μέσα από τα κινήματα πολιτών στο Prenzlauer Berg είχαν προκύψει κατάλληλοι άνθρωποι με σημαντική γνώση του τόπου, αυτοί δεν απασχολούνται σχεδόν καθόλου από τις καινούργιες δομές. Ήδη το 1991, πριν καν ανακηρυχθούν στο Prenzlauer Berg οι περιοχές ανάπλασης, δίνεται στη S.T.E.R.N. η ευθύνη για την υλοποίησή τους. Η «γενιά ΙΒΑ» με την τεχνογνωσία από τη μια και τις διασυνδέσεις που διαθέτει από την άλλη μοιράζεται τα πόστα μεταξύ της, μεταφέροντας και το αντίστοιχο μοντέλο ανάπλασης. Με τη θεσμοθέτηση όμως των πρώτων δύο περιοχών ανάπλασης στο Prenzlauer Berg (Kollwitz και Helmholtz Platz) το 1993, έγινε προφανές πως οι προτεραιότητες της πολιτικής είχαν αλλάξει ριζικά από τη δεκαετία του 1990. Δεν βρίσκονται πλέον οι πολιτικές ανακατονομής στο προσκήνιο, αλλά τα μεγάλα έργα βιτρίνας: η υποψηφιότητα για τους Ολυμπιακούς, η ανοικοδόμηση της Potsdamer Platz κ.λπ. Όμως στο πρόγραμμα (ειδικό κανονισμό) της περιοχής ανάπλασης ο χαμηλός προϋπολογισμός θεωρείται σχεδον φυσικό δεδομένο, κι όχι προϊόν πολιτικής απόφασης (Bernt 2003: 145). Αποτελεί πλαίσιο και σημείο αφετηρίας για την ιδιωτικοποίηση της ανάπλασης. Αν στο πρόγραμμα εξακολουθούν να υπάρχουν κοινωνικοί στόχοι, είναι γιατί επιζούν ακόμα ισχυρά υπολείματα από την προηγούμενη φάση ανάπλασης –θεσμοί, άτομα και πρακτικές– αλλά και μια κυρίαρχη αφήγηση, ο μύθος του Kreuzberg (Bernt 2003: 135, 147). Η ανάπλαση στο Prenzlauer Berg δεν γεννήθηκε στο κενό, αλλά έχει προϊστορία, την οποία πρέπει να αναζητήσει κανείς αλλού.

Ιδιοκτησιακό καθεστώς, αστικές αναπλάσεις και gentrification Όπως δείχνουν τα παραπάνω, στο Prenzlauer Berg μέσα στις δυο δεκαετίες που ακολουθούν την πτώση του Τείχους συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές και ανακατατάξεις. Δεν είναι τυχαίο πως η βιβλιογραφία πάνω στην περιοχή είναι τεράστια, αν και οι διάφορες ερευνήτριες και

ερευνητές δίνουν διαφορετική σημασία σε αυτά που παρατηρούν. Για τον Andrej Holm, οι μεταβολές του Prenzlauer Berg πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μια ξεκάθαρη περίπτωση gentrification που ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το γνωστό μοντέλο των δύο φάσεων: πρωτοπόροι/κατεξοχήν gentrification (Holm 2006: 242 ff). Στη δεκαετία του 1990 το κυρίαρχο διαφοροποιητικό στοιχείο των νέων κατοίκων της περιοχής δεν είναι το εισόδημα αλλά ο τρόπος ζωής. Και είναι ο τρόπος ζωής αυτής της ομάδας που μπορεί να κυριαρχήσει στην αγορά κατοικίας, η οποία σηματοδοτεί με τον δικό της τρόπο το χώρο της γειτονιάς, μεταβάλλοντάς τον. Πρόκειται για μια «συμβολική gentrification», που προηγείται οποιασδήποτε οικοδομικής ή κοινωνικής μεταβολής. Σε αυτή τη φάση μετρά το «γούστο», η αισθητική αξία της γειτονιάς, τα κοινωνικά δίκτυα μέσα από τα οποία μαθαίνει κανείς για άδεια διαμερίσματα ή και η χειρωνακτική ικανότητα (που κάνει πιο εύκολη την ανακαίνιση) (Holm 2006: 243-244). Οι νέοι κάτοικοι καταναλώνουν μια εικόνα (image), μια φήμη κι ένα μύθο. Τα πολυάριθμα καφέ και εστιατόρια στρέφονται προς μια πελατεία με «πολιτιστικό κεφάλαιο» (Holm 2006: 245). Κυρίως εκεί (στα εστιατόρια και καφέ) φαίνεται η συμβολική σηματοδότηση του χώρου (Holm 2006: 290). Όπως παρατηρούν οι Häußermann κ.ά. (2002: 55) το Prenzlauer Berg γίνεται ελκυστική περιοχή κατοικίας για πολλούς λόγους: είναι η μοναδική περιοχή του Βερολίνου στην οποία σώζεται τόσο μεγάλο κομμάτι του κτιριακού αποθέματος του 1900, οι δρόμοι είναι φαρδείς και δενδροφυτευμένοι, οι πλατείες προσφέρουν ελεύθερους χώρους και η πυκνή συνεχής δόμηση δίνει στην περιοχή έναν πολύ «αστικό χαρακτήρα». Οι Häußermann κ.ά. (2002) υποστηρίζουν, για παράδειγμα, πως μπορεί να πρόκειται για μια «καθυστερημένη κινητικότητα», πως δηλαδή με την πτώση του τείχους έγιναν μετακινήσεις οι οποίες αλλού είχαν γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες, μιλούν δηλαδή για μια «ομαλοποίηση» της μέχρι τότε εξαίρεσης Prenzlauer Berg, που με αυτήν την εξέλιξη απλώς ακολούθησε το δρόμο που είχαν ήδη πάρει άλλες περιοχές της πόλης (Häußermann κ.ά. 2002: 79-81). Προτείνουν διάφορα επίπεδα ερμηνειών για να εξηγήσουν γιατί δεν πέτυχε αυτός ο στόχος της ανάπλασης, δηλαδή να παραμείνει σταθερή η κοινωνική δομή της περιοχής. Σε ένα πρώτο επίπεδο ισχυρίζονται πως η αλλαγή ήταν αναπόφευκτη, με την έννοια πως δεν συνδέεται με

101


008:Layout 1

102

10/24/13

10:28 AM

Page 102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

τις πολιτικές ανάπλασης (ό.π.: 208-211). Οι επενδύσεις που έγιναν ήταν αναγκαίες καθώς το κτιριακό απόθεμα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση και, επιπλέον, η νέα θέση της περιοχής μέσα στην επανενωμένη πόλη τις έκανε πολύ προσοδοφόρες. Ο πληθυσμός άλλαξε λόγω της αυξημένης ζήτησης για κατοικία στην ελκυστική πλέον περιοχή, λόγω της καθυστερημένης κινητικότητας και λόγω οικειοθελούς φυγής των παλιών κατοίκων. Η υψηλή ποιότητα του αστικού χώρου, η πολιτιστική υποδομή, η αυξανόμενη προσφορά σε υπηρεσίες για νοικοκυριά, αλλά και η εικόνα, το image, της περιοχής αύξησαν τη ζήτηση για κατοικία στο Prenzlauer Berg. Από την άλλη, πολλοί από τους κατοίκους βρήκαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν την περιοχή και να κατοικήσουν σε καλύτερες συνθήκες (π.χ. στις νέες πόλεις της περιφέρειας), κάτι που σκόπευαν να κάνουν από χρόνια χωρίς να τους δίνεται η δυνατότητα. Ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνειών των Häußermann κ.ά. (ό.π.: 211-212) είναι πως πρόκεται για επιπτώσεις έξω από τον κατεξοχήν στόχο της ανάπλασης. Κάθε ανάπλαση, ισχυρίζονται, κρύβει και μια υποβόσκουσα ιδεολογία, ένα τρόπο αντίληψης για το τι σημαίνουν σύγχρονες συνθήκες και τρόπος ζωής, ένα είδος «αναγκαστικού εκσυγχρονισμού» για τους κατοίκους. Αυτό που για κάποιους μπορεί να είναι βελτίωση, για άλλους είναι μια υποχρεωτική αλλαγή στον τρόπο ζωής τους. «Οι αναπλάσεις μπορεί να έχουν επιπτώσεις σε διάφορα επίπεδα, αλλά πάντοτε σημαίνουν μια παρέμβαση στη σχέση ανθρώπου και χώρου» (ό.π.: 211). Οι ρουτίνες και οι συνήθειες της καθημερινότητας, τα αυτονόητα, ξαφνικά αναταράσσονται και κανείς μπαίνει σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, η οποία μπορεί ποτέ να μην είχε μπει σε κίνηση χωρίς αυτήν την αφορμή. Τέλος, σε ένα τρίτο επίπεδο, πρόκειται για αποτελέσματα αποφάσεων στη διάρκεια της ανάπλασης και μια αναμέτρηση δυνάμεων ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και στους ενοίκους. Διαφορετικοί ιδιοκτήτες είχαν διαφορετικούς στόχους (από το γρήγορο κέρδος μέχρι την ιδιοκατοίκηση), οι ένοικοι διαφορετικές δυνατότητες (οικονομικούς πόρους ή κοινωνικές διασυνδέσεις), αλλά και ο τρόπος κρατικής παρέμβασης και επιχορήγησης άλλαξε επανειλημμένα στη διάρκεια της δεκαετίας. Οι άπειροι συνδυασμοί των τριών αυτών παραμέτρων (στόχοι, δυνατότητες/πόροι, θεσμικό πλαίσιο) είχαν ως αποτέλεσμα πολύ διαφορετικές αποφάσεις όσων εμπλέκονταν στην ανάπλαση.

Η νομοθεσία για τις επιστροφές ακινήτων και αυτή για τις αναπλάσεις προώθησε επιλεκτικά συγκεκριμένο τύπο ιδιοκτητών στη Kollwitzstrasse, το πεδίο έρευνας της Bettina Reimann. Μια διαφορετική πολιτική, ισχυρίζεται η Reimann (2000: 180), που θα έδινε κίνητρα στους ενοίκους να αγοράσουν τα διαμερίσματά τους, θα είχε πολύ πιο θετικές επιπτώσεις στη διατήρηση της κοινωνικής σύνθεσης της περιοχής. Υπήρχαν πολλοί ένοικοι που ενδιαφέρονταν να αγοράσουν και με μεγάλη διάθεση να βάλουν οι ίδιοι χέρι στην ανακαίνιση – το οποίο για πολλούς λόγους δεν μπόρεσε να γίνει. Το κράτος ευνόησε την επικράτηση του ιδιοκτήτη-επενδυτή με όλες τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που θα έχει αυτό στην κοινωνική σύνθεση της περιοχής. Aντιφατικός είναι και ο τελικός απολογισμός που βγάζει ο Bernt για τα αποτελέσματα των αναπλάσεων: Από τη μία δείχνει πως κανένας από τους κοινωνικούς προγραμματικούς στόχους δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Ούτε μπόρεσε να εμποδιστεί η απομάκρυνση των παλιών κατοίκων ούτε προσανατολίστηκε η ανάπλαση στις ανάγκες του πληθυσμού. Αντίθετα, είναι προσαρμοσμένη στα μέτρα των επενδυτών που είναι οι τελικοί νικητές της διαδικασίας. Από την άλλη, αν συγκρίνει κανείς το Βερολίνο με άλλες πόλεις της Γερμανίας και πώς εξελίχθηκαν την ίδια περίοδο, μπορεί να παρατηρήσει πως εδώ έχουν επιζήσει ακόμη κάποιες αρχές ενός κράτους πρόνοιας στην κατοικία, που αλλού έχουν εξαφανιστεί εντελώς (Bernt 2003: 257-259). Πέρα από τη συζήτηση για το κατά πόσο πρόκειται για gentrification ή όχι (που στο τέλος-τέλος ανάγεται σε ζήτημα ορισμού), αυτό που η μέχρι τώρα έχει δείξει η έρευνα είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο υπήρξε καταλυτικό για την καταγεγραμμένη κοινωνική μεταβολή της περιοχής: Πρώτα από όλα, η πολιτική απόφαση (σε εθνικό επίπεδο) να δοθεί ακίνητη περιουσία σε πρώην ιδιοκτήτες επέφερε μια ταχύτατη αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, με αποτέλεσμα μεταφορά αξίας μέσα σε πολύ λίγα χρόνια, που σχεδόν ισοδυναμεί με υφαρπαγή γης. Στη συνέχεια, οι διαδοχικοί νόμοι για επενδύσεις και αναπλάσεις (σε εθνικό επίπεδο και επίπεδο κρατιδίου) έδωσαν ώθηση σε συγκεκριμένο τύπο ιδιοκτήτη, αυτό που ομονάσαμε παραπάνω «αμοιγώς επενδυτή», για τον οποίο η κατοικία έχει μόνον ανταλλακτική αξία. Ένοικοι, συνεταιρισμοί ή άλλα εναλλακτικά συλλογικά μορφώματα αποκλείστηκαν εκ των πραγμάτων καθώς οι θεσμοί λειτούργησαν ευνοϊκά προς μια λογική αγοράς που ενίσχυε τους ήδη ισχυρούς. Αυτού του τύπου η ιδιο-


008:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 103

ΑΡΗΣ ΚΑΛΑΝΤΙΔΗΣ

κτησία ώθησε και τις τιμές κατοικίας προς τα πάνω. Τέλος, στοιχεία που είχαν συμπυκνωθεί στο εσωτερικό θεσμικών όργανων όπως η εταιρεία S.T.E.R.N και μεταδοθεί από το Δυτικό Βερολίνο της δεκαετίας του 1980 (όπως η συγκεντρωμένη τεχνογνωσία, τα προσωπικά δίκτυα, η ιδεολογική στάση) δεν στάθηκαν από μόνα τους ικανά να σταματήσουν τις εξελίξεις που οδήγησαν τελικά στην εκδίωξη των οικονομικά ασθενέστερων από το Prenzlauer Berg.

Σημειώσεις 2. Στα Γερμανικά «Stadtteil». 3. O Klaus Gendreizig στην Annett Gröschner (ό.π.: 119) 4. O Heiner Sylvester στην Barbara Felsmann (ό.π.: 441) 5. Πιο εκτενής παρουσίαση των αναπλάσεων γίνεται στο επόμενο υποκεφάλαιο. 6. Ο Jörg Foth στην Annett Gröschner (ό.π.: 92). 7. O Mario Achsnick στην Barbara Felsmann (ό.π.: 38). 8. O Peter Brasch στην Annett Gröschner (ό.π.: 63). 9. O Peter Brasch το 1998 στην Annett Gröschner, (ό.π.: 65). 10. O Mario Achsnick στην Barbara Felsmann (ό.π.: 39). 11. O Peter Brasch στην Annett Gröschner (ό.π.: 66). 12. Περισσότερα για το πώς διευθετήθηκε το ζήτημα σε άλλες χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού μπορεί να βρει κανείς στο Roggemann 1996. 13. Ο ρόλος του διαχειριστή αφορά τη λειτουργία της πολυκατοικίας: συλλογή απορριμάτων, καθαρισμός, μικροεπισκευές, υπολογισμός και είσπραξη κοινοχρήστων. Μπορεί όμως όπως στην περίπτωση πολυκατοικιών που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες ή στο δημόσιο να συμπεριλαμβάνουν και μίσθωση διαμερισμάτων όπως και την είσπραξη του ενοικίου. 14. Η γερμανική νομοθεσία (§559 BGB) διαχωρίζει, στην περίπτωση ανακαίνισης κτιρίων, ανάμεσα στην Modernisierung και στην συντήρηση. Ως Modernisierung (εκσυγχρονισμός) ορίζονται όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην αύξηση της αξία χρήσης του μισθωμένου ακινήτου, στη βελτίωση των γενικών συνθηκών διαβίωσης σε μακροπρόθεσμη βάση ή στην εξοικονόμηση ενέργειας. Όλες οι άλλες εργασίες, κυρίως κάθε είδους επισκευές, θεωρούντες εργασίες συντήρησης. Ο διαχωρισμός είναι σημαντικός γιατί το κόστος της συντήρησης, σε αντίθεση με το κόστος της αναβάθμισης, δεν επιτρέπεται να έχει επιπτώσεις στο ύψος των ενοικίων. 15. Η ΙΒΑ του 1987 ήταν αρχιτεκτονική έκθεση με δύο σκέλη: ανακαίνιση παλαιών κτιρίων (γνωστή και ως IBA-alt) και οικοδόμηση καινούργιων (IBA-neu). Κεντρικό ρόλο στις αναπλάσεις του Kreuzberg έπαιξε η S.T.E.R.N., δημόσια εταιρεία ιδιωτικού δικαίου θυγατρική της ΙΒΑ που ιδρύθηκε και χρηματοδοτήθηκε από το κρατίδιο του Βερολίνου για να πραγματοποιήσει της αναπλάσεις.

Βιβλιογραφία Καλαντίδης, Α. (2007), «Για μια πιο αυστηρή χρήση του όρου gentrification», Γεωγραφίες 13: 158-172.

Καλαντίδης, Α. (2012), Ταυτότητα του τόπου: Πολλαπλές αφηγήσεις από το Prenzlauer Berg στο Βερολίνο, Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Πολεοδομίας-Χωροταξίας, ΕΜΠ.

Atkinson, R. (2002), «Does gentrification help or harm urban neighbourhoods? An assessment of the evidence-base in the context of the new urban agenda», CNR Paper 5: June. Atkinson, R. και Bridge, G. (επιμ.) (2005), Gentrificaton in a Global Context: The new urban colonialism, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge. Beauregard, R. (1986), «The chaos and complexity of Gentrification», στο N. Smith and P. Williams (επιμ.) Gentrification of the City, Βοστώνη: Allen and Unwin: 35-55. Bernt, M. (2003), Rübergeklappt. Die ‘Behutsame Stadterneuerung’ im Berlin der 1990er Jahre, Βερολίνο: Schelzky & Jeep. Bernt, M. και Holm, A. (2002), «Gentrification in Ostdeutschland— der Fall Prenzlauer Berg», Deutsche Zeitschrift für Kommunalwissenschaften II/2002: 125-150. Bernt, M. και Holm, A. (2005), «Gentrification of a particular type. The case of Prenzlauer Berg», στο R. Atkinson και G. Bridge (επιμ.) Gentrification in a Global Perspective, Λονδίνο: Blackwell: 106-125. Bernt, M. και Holm, A. (2009), «Is it, or is not? The conceptualisation of gentrification and displacement and its political implications in the case of Berlin-Prenzlauer Berg», City 13(23): 312-324. Clark, E. (2005), «The order and simplicity of Gentrification», στο R. Atkinson and G. Bridge (επιμ.), Gentrification in a global context, Routledge, London and New York. Dahn, D. (1987), Kunst und Kohle. Die ‚Szene’ am Prenzlauer Berg, Berlin, DDR, Darmstadt και Neuwied: Sammlung Luchterhand. Dieckmann, C. (1994), Auferstanden aus Urinen, στην Die Zeit, φύλλο της 07/10/1994. Dieser, H. (1996), «Restitution: Wie funktioniert sie und was bewirkt sie?», στο Η. Häußermann και R. Neef (επιμ.), Stadtentwicklung in Ostdeutschland. Soziale und räumliche Tendenzen, Opladen: Leske und Budrich: 110-114. Eichstädt-Bohlig, F. (1994) «Die größten Brocken gehen an gutbetuchte Wessis. Ortsansässige Bürger werden behindert, aber kapitalkräftige Investoren hofiert», στη Frankfurter Rundschau, φύλλο της 18/4/1994. Expertenkommission Wohnungspolitik (2005), Wohnungspolitik für die neuen Länder, Tübingen. Felsmann, B. και Gröschner, A. (επιμ.) (1999), Durchgangszimmer Prenzlauer Berg. Eine Berliner Küstlersozialgeschichte in Selbstauskünften, Βερολίνο: Lukas Verlag. Grubitzsch, P. (1995), Prenzlauer Berg. Geschichte der Berliner Verwaltungsbezirke, Τόμος 21, Βερολίνο: Stapp Verlag. Hannemann, C. (1993), «Stadterneuerung = Bevölkerungserneuerung? Anmerkungen zu sozialräumlichen Konsequenzen der Berliner Stadterneuerung’, in Jahrbuch Stadterneuerung 1993», Βερολίνο: Institut für Stadt- und Regionalplanung der Technischen Universität Berlin. Haeder M. και Wüst, U. (1994), Prenzlauer Berg, Besichtigung einer Legende, Βερολίνο: edition q.

103


008:Layout 1

104

10/24/13

10:28 AM

Page 104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 91-104

Häußermann, H. και Kapphan, A. (2000), Berlin: Von der geteilten zur gespaltenen Stadt? Sozialräumlicher Wandel seit 1990, Opladen: Leske + Budrich. Häußermann, H. και Siebel, W. (1991), «Berlin bleibt nicht Berlin», Leviathan 19(3): 353-371. Häußermann, H., Holm, A. και Zunzer, D. (2002), Stadterneuerung in der Berliner Republik. Modernisierung in Berlin-Prenzlauer Berg, Opladen: Leske + Budrich. Hegemann, W. (1930/1976), Das steinerne Berlin, Braunschweig: Friedr. Vieweg + Sohn Verlagsgesellschaft mbH. Holm, A. (2006), Die Restrukturierung des Raumes. Stadterneuerung der 90er Jahre in Ostberlin. Interessen und Machtverhältnisse, Μπίλεφελντ: Τranscript. Kil, W. (1992), «Prenzlauer Berg. Aufstieg und Fall einer Nische», στο H.G. Helms (επιμ.) Die Stadt als Gabentisch. Beobachtungen der aktuellen Städtebauentwicklung, Λειψία: ReclamVerlag: 508–520. Kinkel, K. (1991), «Bei der Einheit weder Sieger noch Besiegte. Ein Jahr danach: Rückblick eines Beteiligten», στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, Φύλλο της 2/10/1991. Levine, M. (2004), «Government Policy, the local state and gentrification: The case of Prenzlauer Berg (Berlin), Germany», Journal of Urban Affairs 26(1): 89-108. Marquardt, T. (2006), Käthes neue Kleider. Gentrifizierung am Berliner Kollwitzplatz in lebensweltlicher Perspektive, Tübingen: Vereinigung für Volkskunden e.V.

Rada, U. (1997), Hauptstadt der Verdrängung. Berliner Zukunft zwischen Kiez und Metropole, Βερολίνο: Assoziation A. Redfern, P.A. (2003) «What Makes Genrification ‘Gentrification’?», Urban Studies 40(12): 2351-2366. Reimann, B. (1997), «The transition from people’s property to private property: consequences of the restitution principle for urban development and urban renewal in East Berlin’s innercity residential areas», Applied Geography 17(4): 301-314. Reimann, B. (2000), Städtische Wohnquartiere. Der Einfluss der Eigentümerstruktur. Eine Fallstudie aus Berlin Prenzlauer Berg, Βερολίνο: Leske + Budrich. Rodenbach, H.-J. (1997), «Die Änderungen des Investitionsvorranggesetzes und der Gründstücksverkehrsordnung durch das Wohnungsmodernisierungs-sicherungsgesetz», Zeitschrift für offene Vermögensfragen (ZOV), έτος 7, τεύχος 5: 306-312. Schaffelder, C. (1996), «Vom Regen in die Taufe? Die Rückübertragung restitutionsbelasteter Häuser soll vereinfacht werden», στο Scheinschlag, Sanierungsbeilage, φύλλο της 7/11/1996. Schäuble, W. (1991), Der Vertrag. Wie ich über die deutsche Einheit verhandelte, Στουτγκάρδη: Deutsche Verlags-Anstalt. Scholz, C. (1993), Stadtentwicklung im Umbruch. Eine Bestandsaufnahme der spezifischen Entwicklungsbedingungen ostdeutscher Städte und Regionen, Βερολίνο: Deutsches Institut für Urbanistik. Smith, N. (1996), The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Routledge.


009:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 105

ΒΑΣΩ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ, ΧΑΡΗΣ ΤΣΑΒΔΑΡΟΓΛΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ ΩΡΑΙΟΠΟΥΛΟΥ

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ

Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

-

Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ: ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ / ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΙΟΥΝΙΟΣ 2013, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΑΠΘ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Βάσω Μακρυγιάννη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου, Ειρήνη Ωραιοπούλου1

1 Υυποψήφιοι/ες διδάκτορες, Τμήματος Αρχιτεκτόνων ΑΠΘ.

Το εργαστήριο «Συναντήσεις και Συγκρούσεις στην πόλη» πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα Βαλεντή της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο του 2013. Συγκροτήθηκε από ομάδα υποψήφιων διδακτόρων του τμήματος Αρχιτεκτόνων (Βάσω Μακρυγιάννη, Ορέστης Πάγκαλος, Χάρης Τσαβδάρογλου, Ειρήνη Ωραιοπούλου), με τη συμβολή της Εύης Αθανασίου, της Λίας Γυιόκα, του Δημήτρη Κωτσάκη, της Σάσας Λαδά και του Κώστα Αθανασίου. Σκοπός του εργαστηρίου ήταν η δημιουργία μιας σειράς ανοιχτών συζητήσεων, παρουσιάσεων και διαλέξεων για την πόλη και το χώρο στην εποχή της παγκόσμιας κρίσης. Η ιδέα για τη σύσταση του εργαστηρίου προέκυψε από την έλλειψη ενός χώρου συζήτησης, συνάντησης (και σύγκρουσης) με αναφορά στα ερευνητικά μας ενδιαφέροντα. Aναγνωρίσαμε την έλλειψη τέτοιων πεδίων συζήτησης εντός του πανεπιστημίου και τη συρρίκνωση των ήδη υπαρχόντων. Στη συγκυρία αυτή και στη σύγχρονη συνθήκη της κρίσης βρίσκουμε κρίσιμη όχι μόνο την προώθηση της ακαδημαϊκής γνώσης και έρευνας αλλά και τη φυσική και πνευματική μας επιβίωση. Προσπαθήσαμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τις διδακτορικές μας διατριβές και ως συλλογική δουλειά, μέσα από τη συνάντηση, το διάλογο και την κυκλοφορία της γνώσης, με την ελπίδα να αναδυθούν και να συζητηθούν περιεχόμενα και εργασίες που συχνά αποτελούν μοναχικές δουλειές κλειδωμένες σε βιβλιοθήκες και

ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Θεωρήσαμε καίρια την επικοινωνία των υποψήφιων διδακτόρων τόσο μεταξύ τους (για την προώθηση και εξέλιξη της δουλειάς τους) όσο και με τους προπτυχιακούς φοιτητές. Παράλληλα κρίναμε απαραίτητη τη δικτύωση και με ερευνητές εκτός συνόρων ενάντια στην απομόνωση και την εσωστρέφεια που επιβάλλουν οι νέοι κανόνες της οικονομίας. Επιπλέον, θεωρήσαμε τη διεπιστημονικότητα ως ένα κρίσιμο στοιχείο του εργαστηρίου έναντι στον κατακερματισμό της γνώσης και την περιχαράκωση των επιστημονικών ειδικοτήτων. Κατεύθυνση του εργαστηρίου υπήρξε η διαλεκτική κριτική προσέγγιση του χώρου καθώς και η υπέρβαση των διαιρέσεων των επιστημονικών ειδικοτήτων. Οι θεματικές ενότητες με βάση τις οποίες οργανώθηκαν οι συζητήσεις ήταν η πόλη –ως τόπος αλλαγών και ως τόπος διεκδίκησης μέσα από τη διαλεκτική του δημόσιου-ιδιωτικούκοινού χώρου–, η σημερινή παγκόσμια κρίση και ο τρόπος με τον οποίο καθορίζεται στην πόλη, τα υποκείμενα που βρίσκονται, δημιουργούν και αναδύονται μέσα στην πόλη της κρίσης. Διαπραγματευτήκαμε τη μετανάστευση, την κινητικότητα, διαδικασίες υποκειμενοποίησης, πολιτικές ταυτότητας, καθώς και τις έννοιες της τάξης, του έθνους και του φύλου. Παράλληλα θέσαμε μια σειρά από ερωτήματα: Στον μεταβαλλόμενο χώρο της πόλης, τον καιρό της παγκόσμιας κρίσης, τι είδους κοινωνικές σχέσεις και τρόπους επικοινωνίας συγκροτούν τα

105


009:Layout 1

106

10/24/13

10:28 AM

Page 106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 105-108

χώρου στη Θεσσαλονίκη της κρίσης». Παρουσίασε κριτικά τις νέες πρακτικές διαχείρισης του δημόσιου χώρου στη Θεσσαλονίκη που εμπλέκουν αφενός ιδιωτικές επιχειρήσεις αφετέρου τους πολίτες ως εθελοντές, και θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια τη συγκρότηση της έννοιας του δημόσιου χώρου. Εντοπίζοντας ταυτόχρονα μια αντίρροπη τάση, εστίασε σε δίκτυα, κινήσεις και νέες κοινότητες στην πόλη της κρίσης που διατυπώνουν ευρύ και ανομοιογενές φάσμα διεκδικήσεων σε σχέση με τον δημόσιο χώρο και δοκιμάζουν νέες σχέσεις ανοχής, αλληλεγγύης και συμμετοχής.

αναδυόμενα υποκείμενα; Πώς οι πολιτισμικές και πολιτικές πράξεις συγκροτούν κοινωνικά κινήματα, κοινότητες, δίκτυα, εξεγέρσεις και πώς προσδιορίζεται το δικαίωμα στην πόλη; Ποιες σημασίες αποκτά η φύση, με ποιον τρόπο λειτουργούν οι νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές και τα έργα ανάπτυξης, και ποιος ο χαρακτήρας των νέων περιφράξεων; Το εργαστήριο οργανώθηκε σε 9 εβδομαδιαίες συναντήσεις. Σε κάθε συνάντηση είχαμε δύο έως τρεις παρου-

σιάσεις από καλεσμένους/ες που δουλεύουν πάνω σε ζητήματα χώρου και πόλης, ενώ στη συνέχεια ακολουθούσε συζήτηση. Παρουσιάζουμε συνοπτικά τα περιεχόμενα των συναντήσεων : «Θεσσαλονίκη την εποχή της κρίσης» (Δευτέρα 8 Απριλίου) Το άνοιγμα του εργαστηρίου έκανε η Εύη Αθανασίου (επ. καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) μιλώντας για τους «Μετασχηματισμούς του δημόσιου

«Έμφυλες προσεγγίσεις του χώρου» (Δευτέρα 15 Απριλίου) Η Φωτεινή Μάμαλη (υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) παρουσίασε μέρος της μεταπτυχιακής διπλωματικής της εργασίας σχετικά με την μεταστροφή ενός παλιού βικτωριανού νεκροταφείου σε cruisingspot. Ανέδειξε τη σημασία των χωρικών ρωγμών ως πεδίων όπου «μπορεί να ανθήσει μια πρακτική της ετερότητας που συνήθως αποσιωπείται πίσω από όρια, απαγορεύσεις και διαδικασίες ετεροκανονικής καπιταλιστικής αστικής ανάπτυξης». Στη συνέχεια, η Ελένη Κυρατσού (Δρ. Πανεπιστημίου Αιγαίου) παρουσίασε συνοπτικά τη διδακτορική της διατριβή με θέμα την κατάσταση και τα χαρακτηριστικά των εξωοικιακών τουαλετών στη Θεσσαλονίκη. Η ομιλία ανέδειξε πως, μέσα από μελέτη των αγνοημένων αυτών χώρων, μπορούν να εξερευνηθούν σημαντικά κοινωνικά νοήματα και πολιτισμικές αντιλήψεις και να αναδειχθούν ιδέες για το ανθρώπινο σώμα, το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την εθνική ταυτότητα, το δημόσιο χαρακτήρα του αστικού χώρου, την οικολογία, την κατανάλωση, την πολιτική ή την οικονομία. Η Κατερίνα Χατζηκωνσταντίνου (υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ), μέσα από το παράδειγμα της φυματίωσης και το χώρο του σανατορίου, μίλησε για


009:Layout 1

10/24/13

10:28 AM

Page 107

ΒΑΣΩ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ, ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ, ΧΑΡΗΣ ΤΣΑΒΔΑΡΟΓΛΟΥ, ΕΙΡΗΝΗ ΩΡΑΙΟΠΟΥΛΟΥ

την αντίληψη της «υγιεινής» και τον ορισμό του «ιδανικού» σώματος. Προσέγγισε τα σανατόρια ως ένα είδος ιατρικού εξοπλισμού που παρείχε δομή στην «κοινωνική υγιεινή», και τη μοντέρνα αρχιτεκτονική ως ένα είδος ιατρικού παράγοντα που κατάφερε να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην προώθηση αυτού του υγιεινού τρόπου ζωής. «Χώρος και μετανάστευση-κινητικότητα» (Δευτέρα 13 Μαΐου) Στην εισήγησή της, η Χρύσα Γιαννοπούλου (υπ. διδάκτωρ ΠΑ.ΜΑΚ.) χρησιμοποίησε την ιδέα της «ετεροτοπίας» για να ερμηνεύσει τα κέντρα υποδοχής ανήλικων αιτούντων άσυλο προσεγγίζοντάς τα ως «ετεροτοπίες» της μετανεωτερικής εποχής. Παρουσίασε εμπειρικό υλικό από επιτόπια έρευνα που έγινε στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής στο κέντρο της Αγιάσου Λέσβου και της Κόνιτσας Ιωαννίνων. Συνεχίζοντας, ο Δημήτρης Μπαλαμπανίδης (υπ. διδάκτωρ Χαροκοπείου Πανεπιστημίου) περιέγραψε γεωγραφίες της εγκατάστασης των μεταναστών στον Δήμο Αθηναίων. Εξετάζοντας την πρόσβαση στην κατοικία και τις σχέσεις συνύπαρξης στις γειτονιές, αποσταθεροποίησε τη θεμελίωση του μίσους ανάμεσα σε «εμάς» και τους «άλλους», περιγράφοντας πώς η παρουσία των μεταναστών στις γειτονιές της πόλης μπορεί να έχει πολλαπλές θετικές συμβολές . «Χώρος και πολιτική εξουσία» (Δευτέρα 20 Μαΐου) Το εργαστήριο ξεκίνησε με την εισήγηση της Ειρήνης Ηλιοπούλου (υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής, TU Βερολίνο) που διερεύνησε τη σχέση συναισθηματικής εμπλοκής και χωρικής πρόσληψης, ως σχέση που παράγει χώρο με όρια, διαιρέσεις, επαφές, διαδρομές, κόμβους, άκρα, ορόσημα κ.λπ. Χρησιμοποίησε αφηγήσεις, νοητικές χαρτογραφήσεις, οργανωμένα σύνολα και πολιτικές τοποθετήσεις, για να μελετήσει τη σχέση

αυτή στη Λευκωσία στη σύγχρονη συνθήκη μερικής άρσης της διαίρεσης της, ενώ στάθηκε και στη συγκυρία της «κυπριακής κρίσης». Ο Κώστας Αθανασίου (Δρ. Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ), μελετώντας τη Μινωική Κρήτη, αμφισβήτησε την επικρατούσα άποψη που προβάλλει μια ιεραρχική κοινωνία με τον βασιλιά-ιερέα στην κορυφή, ο οποίος με κέντρο την Κνωσό και με τη βοήθεια του ιερατείου και μιας ομάδας ελίτ εξουσίαζε την Κρήτη. Διερεύνησε πιθανές ετεραρχικές δομές της μινωικής κοινωνίας με βάση την διάταξη των οικισμών, την αρχιτεκτονική των κτιρίων και τη δομή της οικογένειας. Τέλος, η Λία Γυιόκα (επ. καθηγήτρια Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) μίλησε για έναν νέο διχασμό του δημόσιου χώρου σε σχέση με την «μουσειοποίηση του πολιτικού στις σύγχρονες μνημονικές πρακτικές». Εξετάζοντας την ώσμωση μουσείου και μνημείου στην Ευρώπη, περιέγραψε την ανάδυση ενός νέου διαχωρισμού της μνημονικής από την πολιτική δράση και ως εκ τούτου έναν νέο διχασμό στην αντίληψη του δημόσιου/πολιτικού χώρου. «Πολιτισμικές προσεγγίσεις του χώρου» (Δευτέρα 27 Μαΐου) Ο Ορέστης Πάγκαλος (υπ. Διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) αναφέρθηκε σε νεανικά πολιτισμικά μορφώματα από την δεκαετία του πενήντα ως σήμερα. Εστίασε στους όρους «υποκουλτούρες» και «αντικουλτούρα» και σε ένα σχεδιάγραμμα της γενεαλογίας τους με παράλληλες αναφορές στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό τους πλαίσιο. Επιχείρησε μια εκτίμηση της παρουσίας τους σήμερα, αφήνοντας ερωτήματα για την σημασία τους στις πιθανές μελλοντικές εκφράσεις της εποχής που διανύουμε. Ο Νίκος Σούζας (υπ. διδάκτωρ ΕΚΠΑ) ανέπτυξε τον ρόλο των πολιτισμικών πρακτικών στη συγκρότηση των κοινωνικών κινημάτων. Προσέγγισε τα κοινωνικά κινήματα ως πειραματικά εργαστήρια παραγωγής και επεξεργασίας νέων πολιτισμικών και

οργανωτικών μορφών και τα παρακολούθησε να συγκροτούν άτυπα συγκρουσιακά δίκτυα, να πολλαπλασιάζονται και να υποχωρούν, να διαδίδουν τα πολιτισμικά τους προϊόντα και να συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας συλλογικής μνήμης. Η Χριστίνα Γραμματικοπούλου (Διδάκτωρ Πανεπιστήμιου Βαρκελώνης) περιέγραψε πώς ο ψηφιακός κόσμος έχει επαναπροσδιορίσει θεμελιώδεις ισορροπίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά τον τρόπο που βιώνουμε το σώμα μας και τον κοινωνικό μας περίγυρο. Χρησιμοποίησε παραδείγματα καλλιτεχνικής και πολιτικής δράσης, από το internet art και το software art έως την ενισχυμένη πραγματικότητα (augmented reality) ώστε να υπογραμμιστούν αλλαγές και νέοι δρόμοι έκφρασης. «Χώρος, εξουσία, πολιτική και κράτος» (Πέμπτη 30 Μαΐου) Η Γεωργία Αλεξανδρή (υπ. διδάκτωρ Χαροκόπειου) εστίασε στις κοινωνικές και χωρικές μεταβολές που παρατηρούνται στην Αθήνα, στη γειτονιά του Μεταξουργείου, μέσα από το θεωρητικό σχήμα του «gentrification». Υποστήριξε ότι η χωρική έκφανση της διαδικασίας του gentrification διακρίνεται από σημειακότητα και διασπορά, ενώ παρατήρησε τον ταυτόχρονο εποικισμό των μεσαίων τάξεων και εκτοπισμό των ασθενέστερα κοινωνικοοικονομικά ομάδων. Η Αντιγόνη Γέροντα (υπ. διδάκτωρ, UPC Βαρκελώνη) παρουσίασε μια συγκριτική έρευνα για τις πρακτικές οικειοποίησης του δημόσιου χώρου με βάση την εθνογραφική παρατήρηση. Η έρευνα έγινε σε τρεις γειτονιές ψαράδων και ναυτικών, στο Πόρτο, στη Βαρκελώνη και στη Βαλένθια, που διατηρούν ακόμη μια ταυτότητα ανθεκτική στις πολιτικές εξομοίωσης και αλλοίωσης του αστικού χώρου. Έδειξε πώς η παραγωγή του δημόσιου χώρου αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές δομές ετερότητας και συνύπαρξης, μέσα από ποικίλες πτυχές ανταγωνισμού και διεκδική-

107


009:Layout 1

108

10/24/13

10:28 AM

Page 108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 105-108

σεων. Τέλος παρακολουθήσαμε ένα διάλογο μεταξύ της Παρασκευής Κούρτη (υπ. διδάκτωρ Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) και του Γιάννη Σταυρακάκη (αν. καθηγητής Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ) που αφορούσε τις επίσημες πολιτικές και ανεπίσημες πρακτικές που αναδεικνύουν συγκεκριμένες περιπτώσεις διαχείρισης δημόσιων χώρων στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Εξετάστηκε τι αναδεικνύεται και σχηματοποιείται κάθε φορά ως χωρικό πρόβλημα, κατά πόσο οι ιστορικές συνθήκες κατοίκησης μιας περιοχής δεσμεύουν τις δυνατότητες διατύπωσης εναλλακτικών προτάσεων για το χώρο, ποιες ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας επηρεάζουν τις προοπτικές διαχείρισης ενός χώρου. «Παραγωγή του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης» (Δευτέρα 3 Ιουνίου) Η Μαρία Ευθυμίου (αρχιτέκτονας ΑΠΘ) έφερε στο τραπέζι το ζήτημα των μεταλλείων χρυσού στην ΒΑ Χαλκιδική. Έθεσε ερωτήματα σε σχέση με τη χωρική ανάπτυξη και την νομιμοποίηση της «αξιοποίησης» του φυσικού περιβάλλοντος στη συνθήκη της κρίσης. Παρουσίασε το πλήθος των συγκρούσεων και συμμαχιών που αναδύονται και εστίασε στους εν εξελίξει τοπικούς αγώνες ενάντια στα μεταλλεία. Η Βάσω Μακρυγιάννη και ο Χάρης Τσαβδάρογλου (υπ. διδάκτορες αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) αναφέρθηκαν στις κοινωνικοχωρικές επιδράσεις της μικροϊδιοκτησίας και της αυθαίρετης δόμησης στην Ελλάδα στην εποχή της κρίσης, μέσα από τη μαρξική κατηγορία της μονιμότητας της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης. Η ιδιοκτησία εξετάστηκε ως κοινωνική σχέση, ενώ τονίστηκε πως τόσο η μικροϊδιοκτησία όσο και η αυθαίρετη δόμηση αποτελούν κανόνα στην παραγωγή του ελληνικού χώρου. Ο Κωστής Χατζημιχάλης (ομότιμος καθηγητής Χαροκόπειου) μίλησε για την υφαρπαγή της γης στην Ελλάδα της κρίσης. Περιέγραψε πώς το «καθεστώς έκτατης ανάγκης»

που έχει επιβληθεί μετά το 2010 έχει ανάγει την υφαρπαγή της γης, δημόσιας και ιδιωτικής, σε έναν από τους στρατηγικούς στόχους που θα συμβάλουν στην υποτιθέμενη ανάπτυξη, ενώ στην πραγματικότητα υλοποιείται μια βίαιη ταξική αναδιανομή γαιοπροσόδου. Εστίασε στις διεθνείς και εθνικές τάσεις υφαρπαγής της γης, στις δραματικές αλλαγές στο θεσμικό και χρηματοπιστωτικό πλαίσιο και ανέδειξε συγκεκριμένα παραδείγματα στην Ελλάδα. «Κοινωνικός χώρος της πόλης» (Δευτέρα 10 Ιουνίου) Ο Αντώνης Βραδής (Δρ. LSE), αντλώντας από τη διδακτορική του διατριβή, παρουσίασε την έννοια του «χωρικού συμβολαίου» ως ερευνητικό εργαλείο για την κατανόηση των μετασχηματισμών του δημόσιου χώρου. Με βάση αυτό, παρουσίασε ένα συλλογικό ερευνητικό εγχείρημα που αφορά τους μετασχηματισμούς των δημόσιων χώρων στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της κρίσης και εξήγησε πώς οι εντάσεις και οι συγκρούσεις βρίσκονται σε αφθονία στους χώρους της καθημερινότητας. Στη συνέχεια, ο Χάρης Τσαβδάρογλου (υπ. διδάκτωρ αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) συζήτησε τη διαλεκτική των αστικών κοινών και περιφράξεων στην Ελλάδα της κρίσης. Προσέγγισε την κρίση ως την κρίσιμη στιγμή της κυκλοφορίας του κεφαλαίου έναντι της κυκλοφορίας των αγώνων για τον έλεγχο των κοινών. Εξέτασε το παράδειγμα των αστικών κοινών και των νέων περιφράξεων στον φυσικό-νοητικό-κοινωνικό χώρο και είδε τα κοινά στο επίκεντρο των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων. Τέλος, ο Σταύρος Σταυρίδης (καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ), αντλώντας από την εμπειρία των κατειλημμένων πλατειών και του κινήματος Occupy, εξέτασε τη μεταμόρφωση του δημόσιου χώρου σε «κοινό χώρο». Επιπλέον, ανίχνευσε τη χωρική διάσταση των θεσμίσεων που επιτρέπουν τη διαρκή ανάπτυξη των κύκλων του κοινού με την

διάρρηξη των ορίων κάθε κοινότητας, που τείνει να εντοπίσει και να περικλείσει τα κοινά στο εσωτερικό της. «Ο χώρος των κοινών και της κρίσης» (Δευτέρα 17 Ιουνίου) Ο Massimo de Angelis (καθηγητής Πανεπιστημίου Ανατολικού Λονδίνου) ξεκίνησε τη συζήτηση εισάγοντάς μας στην έννοια του κοινού. Χρησιμοποίησε τα σχήματα PlanΑ (Neoliberalism), Β (Keynesianism), C&D (Commons&Democracy), E&F (Exclusion and Fascism) για να συζητήσει το κεφάλαιο, την κρίση ως αδιέξοδο και τις αντιτιθέμενες κοινωνικές δυνάμεις. Εστιάζοντας στο Plan C&D, παρουσίασε τις δυνατότητες που ανοίγονται μέσα από τις κοινωνικές δυνάμεις που σχηματοποιούνται, είτε για να επιλύσουν άμεσα ζητήματα αναπαραγωγής, είτε ως κινήματα ενάντια στις πολιτικές του κεφαλαίου. Στη συνέχεια, o Δημήτρης Κωτσάκης (επ. καθηγητής Αρχιτεκτονικής ΑΠΘ) επεξεργάστηκε την έννοια του κοινού με έμφαση στον κοινωνικό χώρο και τον τρόπο επικοινωνίας. Προσέγγισε την έννοια του κοινού μέσα από τις έννοιες της κοινότητας, του πλήθους και του τετραμερούς του κοινωνικού χώρου (προσωπικός-συλλογικός-χώρος των πολιτών-πολιτειακός). Πρότεινε ως ορισμό του κοινού χώρου την ενότητα του χώρου των πολιτών με τους συλλογικούς χώρους. Με αφετηρία τις παραπάνω έννοιες, συζήτησε για τον κοινό χώρο ως χώρο διασφάλισης της ελευθερίας του προσώπου και ως χώρο της άμεσης δημοκρατίας. Το εργαστήριο ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2013 και τα μέλη του θα συναντηθούν ξανά το Σεπτέμβριο του 2013 με σκοπό τη συνέχιση των συναντήσεων. Για πληροφορίες ή επικοινωνία μπορείτε να επισκεφθείτε το http://urbanconflicts.wordpress.com/ ή να επικοινωνήσετε στη διεύθυνση urbanconflicts@gmail.com.


010:Layout 1

10/24/13

10:29 AM

Page 109

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ, ΘΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ

1O ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ENTITLE: «ΚΟΙΝΑ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ» Γιώργος Βελεγράκης1, Θάνος Ανδρίτσος2

1. Υποψήφιος διδάκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. 2. Υποψήφιος διδάκτορας, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.

Από τις 9 μέχρι τις 14 Ιουλίου 2013 πραγματοποιήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1ο θερινό σχολείο του προγράμματος ENTITLE. Tο θερινό σχολείο διοργάνωσε το τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, ένα από τα επιστημονικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Το εκπαιδευτικό, ερευνητικό πρόγραμμα ENTITLE εντάσσεται στη δράση «Δίκτυα Αρχικής Κατάρτισης (ΙΤΝ)/Marie Curie/7ο ΠΠ» και έχει ως στόχο την εκπαίδευση 18 διδακτορικών και μεταδιδακτορικών φοιτητών/τριών και ερευνητών/τριών στον τομέα της Πολιτικής Οικολογίας. Το δίκτυο συντονίζεται από το Ινστιτούτο για την Περιβαλλοντική Επιστήμη και Τεχνολογία (ICTA) του Αυτόνομου Πανεπιστήμιου της Βαρκελώνης (UAB) και συμμετέχουν 11 ακόμη ακαδημαϊκοί και μη-κυβερνητικοί εταίροι. Το δίκτυο ENTITLE προσεγγίζει τα περιβαλλοντικά και οικολογικά ζητήματα υπό το πρίσμα της κοινωνικής διανομής, των κοινωνικών συγκρούσεων και των δομών εξουσίας. Μια βασική παραδοχή, εξάλλου, της Πολιτικής Οικολογίας είναι ότι σε οποιοδήποτε οικολογικό μετασχηματισμό υπάρχουν πάντα κόστη και οφέλη που είναι γεωγραφικά (και κοινωνικά) άνισα κατανεμημένα με βάση ταξικούς, φυλετικούς ή έμφυλους διαχωρισμούς και όλα αυτά πρέπει να μελετώνται. Αυτή τη ριζοσπαστική προσέγγιση, που έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την κυρίαρχη αντίληψη περί διαχείρισης και κριτηρίων αγοράς στην «επίλυση» των περιβαλλοντικών προβλημάτων προσπαθεί να αποτυπώσει το δίκτυο με τις δουλειές των νέων

ερευνητών/τριών, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη μέθοδο. Στο 1ο θερινό σχολείο μετείχαν, εκτός των συμμετεχόντων του προγράμματος, και ένας σημαντικός αριθμός ερευνητών/τριών από διαφορετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα ανά τον κόσμο και από διαφορετικά επιστημονικά πεδία (π.χ. Γεωγραφία, Αρχιτεκτονική, Πολιτικές Επιστήμες, Πολιτική Οικονομία, Κοινωνιολογία). Συνολικά το πρόγραμμα του θερινού σχολείου παρακολούθησαν: 11 ερευνητές/τριες από την Ισπανία, 3 από το Ηνωμένο Βασίλειο, 3 από τη Γερμανία, 2 από την Πορτογαλία, 5 από την Ελλάδα, 2 από την Τουρκία, 2 από την Ιταλία, 4 από τη Δανία, 3 από τη Σουήδια, 3 από τις Η.Π.Α, 2 από τη Χιλή, 1 από την Ολλανδία και 1 από την Παλαιστίνη. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τρεις, σχετικά διακριτές ενότητες: 1. Παρουσίαση των ερευνητικών εργασιών των ερευνητών/τριών Οι διδακτορικοί και μεταδιδακτορικοί φοιτητές/τριες ολοκλήρωσαν τον Ιούλιο το πρώτο έτος, και παρουσίασαν την πρόοδο της έρευνάς τους. Οι ερευνητικές εργασίες, παρόλες τις διαφορετικές αφετηρίες τους, επεξεργάζονται από κοινού ερευνητικά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με βασικούς τομείς της Πολιτικής Οικολογίας και των (γενικευμένων) περιβαλλοντικών συγκρούσεων που είναι κυρίως η κοινωνική και γεωγραφική διανομή του περιβαλλοντικού κόστους και των οφελών, η υφαρπαγή των κοινών, η δημοκρατία και οι δομές εξουσίας, η εμπορευματοποίηση της φύσης και οι σχέσεις υπερεθνικών οργα-

109


010:Layout 1

110

10/24/13

10:29 AM

Page 110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 109-112

νισμών/κράτους/τοπικών κοινωνιών στους κοινωνικοοικολογικούς μετασχηματισμούς. Όσον αφορά το περιεχόμενό τους, καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα των σύγχρονων οικολογικών ζητημάτων που κατηγοριοποιούνται σχηματικά ως εξής: i) Οι εξορυκτικές δραστηριότητες και οι πολλαπλές συνέπειές τους σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Σε αυτή την ενότητα οι ερευνητές/τριες παρουσίασαν την έρευνά τους για τις εξορύξεις χρυσού στη Χαλκιδική, την παγκόσμια αγορά χρυσού, τον «νέο εξορυκτισμό» χωρών της Λατινικής Αμερικής όπως η Βενεζουέλα και ο Ισημερινός, τις μετα-εξορυκτικές αναπτυξιακές προτάσεις σε περιοχές με μεγάλη εξάρτηση από τις εξορυκτικές δραστηριότητες όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία, καθώς και την εξόρυξη πετρελαίου στη Χιλή υπό την οπτική των τοπικών ιθαγενικών κοινοτήτων. ii) Η υφαρπαγή της γης προς όφελος της συσσώρευσης του κεφαλαίου με παρουσίαση συγκεκριμένων ερευνών για τις περιπτώσεις της γεωργικής γης στην Αιθιοπία και του δάσους του Αμαζονίου στη Βραζιλία. iii) Οι περιφράξεις των κοινών. Σε αυτή τη θεματική παρουσιάστηκαν έρευνες για την εντατική αλιεία στη Μεσόγειο και τη βιομηχανική ζωοπαραγωγή στη Μαλαισία, τον αποκλεισμό των κατοίκων της Παλαιστίνης από την πρόσβαση στο νερό και τη δημιουργία

μεγάλων φραγμάτων στην Ινδία με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τοπικών κοινοτήτων από την πρόσβαση στο νερό και την ενέργεια. iv) Η νέα εμπορευματοποίηση της φύσης υπό το καθεστώς της καπιταλιστικής κρίσης με ερευνητικές εργασίες που αφορούν τη διαχείριση απορριμμάτων στη Νάπολη και τη Βαρκελώνη, τη φυγή πληθυσμών από τα μεγάλα αστικά κέντρα προς την ύπαιθρο ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης καθώς και την «επανοικολογικοποίηση» με ειδικό ενδιαφέρον για τις αναδασώσεις σε περιοχές της Χιλής. II. Διαλέξεις από διδάσκοντες/ουσες του προγράμματος και ειδικούς προσκεκλημένους Η ενότητα αυτή ξεκίνησε με την παρουσίαση της Stefania Barca (πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα, Πορτογαλία) για τις Θεωρίες των Κοινών (Theories of the Commons) και τη σύνδεσή τους με το αντικείμενο της Πολιτικής Οικολογίας. Η διάλεξη περιλάμβανε τις θεωρητικές αφετηρίες της έννοιας των κοινών, την ιστορική διαδρομή της έννοιας, τη σχετική βιβλιογραφία καθώς και τη σύγχρονη προβληματική γύρω από αυτά. Η πλούσια συζήτηση που ακολούθησε ανέδειξε τη σημασία του προβληματισμού για τα κοινά στη νέα εποχή της κρίσης, και τις διαφορετικές προσεγγίσεις που αναπτύσσονται. Η Isabebelle Anguelovski (Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης,

Ισπανία) παρουσίασε την έρευνά της για τον Περιβαλλοντισμό των φτωχών (Revisiting the environmentalism of the poor)3 με ειδικά πεδία (συγκριτικής) μελέτης την αναμόρφωση φτωχών γειτονιών και περιοχών αστικού πρασίνου στη Βοστώνη και τη Χαβάη των Η.Π.Α. και τη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Εξέθεσε τους προβληματισμούς της κατά πόσο και με ποιο τρόπο τα κινήματα για περιβαλλοντική δικαιοσύνη στα μεγάλα αστικά κέντρα εντάσσονται στις προσεγγίσεις μας για τον περιβαλλοντισμό των φτωχών. Ο Eric Clark (Πανεπιστήμιο του Λουντ, Σουηδία), στη διάλεξή του για το ζήτημα της χρηματιστικοποίησης/ εμπoρευματοποίησης των ωκεανών και με ειδικό ενδιαφέρον στην αλιεία, ανέπτυξε την προβληματική για τις «περιφράξεις των θαλασσών» μέσα από την οικονομική εκμετάλλευσή τους και τα αποτελέσματα της καθώς και τη σύγκρουση δημόσιου-ιδιωτικού-κοινοτικού στη διαχείριση και προστασία τους. Έθεσε το ερώτημα κατά πόσο τελικά υπάρχει μια κοινότητα προστασίας της θάλασσας, πώς ορίζεται αυτή και ποιες οι πρακτικές της π.χ. στο θέμα της αλιείας. Ο Gavin Bridge (Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, Ηνωμένο Βασίλειο) και ο Hugo Romero (Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο, Χιλή) μίλησαν για τις κοινωνικές συγκρούσεις που ανακύπτουν σε περιοχές με εξορυκτικές δραστηριότητες. Ο πρώτος επέμεινε στο θεωρητικό πλαίσιο προσέγγισης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων υπό το πρίσμα της Πολιτικής Οικολογίας, Πολιτικής Οικονομίας και Γεωγραφίας. Έδωσε στοιχεία για την παγκόσμια εικόνα των δραστηριοτήτων με ειδικό βάρος στο πετρέλαιο και το χρυσό και παρέθεσε την άποψή του για το αυξημένο βάρος που έχουν οι αγορές και ο ανταγωνισμός για επενδυτές στην εύρεση νέων πεδίων εξόρυξης. Ο δεύτερος παρέθεσε στοιχεία για τη Χιλή, μια χώρα που στηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής


010:Layout 1

10/24/13

10:29 AM

Page 111

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ, ΘΑΝΟΣ ΑΝΔΡΙΤΣΟΣ

της δραστηριότητας στις εξορύξεις μεταλλευμάτων, ιδιαίτερα χαλκού και χρυσού. Παρουσίασε τις διαφορετικές κλίμακες προσέγγισης του ζητήματος και τα (επίσης κλιμακούμενα) κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά τους αποτελέσματα. Τέλος, εστίασε στην ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων ενάντια στις εξορύξεις με κύριο άξονα την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και του περιβάλλοντος στις γύρω περιοχές. Ο Kenneth Hermele (Πανεπιστήμιο του Λουντ, Σουηδία) ανέπτυξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον θέμα για την Πολιτική Οικολογία, την Οικολογικά Άνιση Ανταλλαγή. Τόσο η παρουσίαση όσο και η συζήτηση που ακολούθησε επικέντρωσαν στη μεθοδολογική και θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος, δηλαδή στην προσπάθεια ανάπτυξης εργαλείων μέτρησης της περιβαλλοντικής ανταλλαγής πέρα από τα (γνωστά) οικονομομετρικά εργαλεία της κυρίαρχης αντίληψης. Η διάλεξη των Guy Baeten και Anders Lund Hansen (Πανεπιστήμιο του Λουντ, Σουηδία) αφορούσε το θέμα του gentrification και πιο ειδικά των συνεπειών του στο ζήτημα της στέγης σε διάφορες σκανδιναβικές πόλεις. Η έρευνά τους αφορούσε κυρίως την πρωτεύουσα της Δανίας (Κοπεγχάγη) και την πόλη Λαντσκρόνα (Landskrona) της Σουηδίας. Το ζήτημα της κατοικίας και οι στεγαστικές πολιτικές,

οι κοινωνικοί αγώνες αλλά και το σύγχρονο δικαίωμα στην πόλη μέσα στην κρίση κυριάρχησαν στη συζήτηση καθώς και οι συγκρίσεις με άλλες περιοχές του «παγκόσμιου Νότου» όπου το πρόβλημα είναι ακόμα εντονότερο. Ο Giacomo d’ Alisa (Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης) παρουσίασε τη διδακτορική του διατριβή για το ζήτημα της διαχείρισης των σκουπιδιών στην Καλαβρία της Ιταλίας. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της παρουσίασης είχε να κάνει με την ανάπτυξη νέων, πρωτοποριακών εργαλείων και τεχνικών για τη μέτρηση του περιβαλλοντικού κόστους από τη (μη) διαχείριση των απορριμμάτων στην περιοχή. Οι Γιώργος Καλλής (Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης) και Giacomo d’ Alisa, με αφορμή μία έρευνά τους για την πολιτική του ιταλικού κράτος ως προς την αποκατάσταση μιας ιταλικής περιοχής που είχε πληγεί από κατολισθήσεις, ανέπτυξαν τις βασικές έννοιες του περιβαλλοντικού κινδύνου, της περιβαλλοντικής ασφάλειας, της τρωτότητας (vulnerability) και της προσαρμοστικότητας (adaptation) στην Πολιτική Οικολογία και τις Περιβαλλοντικές Σπουδές. Κατέληξαν στην ανάγκη μελέτης του κράτους και των κρατικών πολιτικών επιχειρώντας μια σύγχρονη ανάγνωση της γκραμσιανής σκέψης και τη σύνδεσή της με τα περιβαλλοντικά ζητήματα.

Η Begum Ozkaynak (Πανεπιστήμιο Boğaziçi, Ιστανμπούλ, Τουρκία) συνέδεσε το ζήτημα των περιβαλλοντικών συγκρούσεων με το φύλο και ειδικότερα τις έμφυλες διαστάσεις των οικολογικών αγώνων. Πέρα από το θεωρητικό πλαίσιό του, ανέδειξε ιδιαίτερες πτυχές για την υποβάθμιση της γυναικείας καθημερινότητας (και) εξαιτίας των οικολογικών πιέσεων όσο και για την (ισχυρή) παρουσία των γυναικών στα κινήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Πέρα των καθηγητών/τριών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα ENTITLE, στο θερινό σχολείο συμμετείχαν και προσκεκλημένοι ομιλητές. Η Καλλιόπη Σαπουντζάκη (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα) έδωσε διάλεξη για τις αντιλήψεις κινδύνου με ειδική αναφορά σε ζητήματα όπως η τρωτότητα και η διακινδύνευση, το φάσμα των σύγχρονων κινδύνων και οι δυσκολίες στην αντιμετώπισή τους, η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία και η έννοια της διακυβέρνησης των κινδύνων. Ειδικό βάρος είχε, τέλος, η συμμετοχή του David Harvey (Graduate Center του City University της Νέας Υόρκης, Η.Π.Α.). Ο ριζοσπάστης γεωγράφος συνέδεσε το επιστημονικό αντικείμενο της Πολιτικής Οικολογίας με αυτό της Πολιτικής Οικονομίας και της Ριζοσπαστικής Γεωγραφίας και παρουσίασε τη δική του οπτική για τη λειτουργία και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Παράλληλα παρουσίασε μέρος

111


010:Layout 1

112

10/24/13

10:29 AM

Page 112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 109-112

του νέου του βιβλίου Οι 17 αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού, που αναφέρεται στο πώς οι συστημικές αντιφάσεις του κεφαλαίου4 «κατασκευάζονται» χωρικά και κοινωνικά, και στο κατά πόσο αυτές οι αντιφάσεις και οι ανισότητες δημιουργούν τη βάση για εναλλακτικές πολιτικές και πολιτισμικές πορείες πέρα από τον καπιταλισμό. III. Δημόσιες συζητήσεις και στρογγυλό τραπέζι για τη σύνδεση της Πολιτικής Οικολογίας με τα κοινωνικοοικολογικά ζητήματα, τις συγκρούσεις και τα κινήματα των τοπικών κοινωνιών Στην προσπάθεια σύνδεσης της Πολιτικής Οικολογίας με τις περιβαλλοντικές συγκρούσεις και τα τοπικά κινήματα σήμερα, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του θερινού σχολείου μια σειρά από συζητήσεις-εκδηλώσεις: Αρχικά, υπήρξε μια συζήτησηστρογγυλό τραπέζι με τον τίτλο «Πώς ορίζεται το πολιτικό εντός της Πολιτικής Οικολογίας;». Ο Erik Swyngedouw άνοιξε τη συζήτηση θέτοντας τη διάκριση μεταξύ Πολιτικού (Political) και συγκεκριμένων πολιτικών (Politics) καθώς και την προσέγγισή του για αυτό που ονομάζει διευρυμένη μεταδημοκρατία του σύγχρονου καπιταλισμού, δηλαδή μια προσπάθεια απομάκρυνσης του πολιτικού από τη δημόσια σφαίρα ως έκφραση των αιτημάτων και συμφερόντων των διαφορετικών τάξεων και κοινωνικών ομάδων σε ένα πλαίσιο συναίνεσης για τα «κοινά» προβλήματα (π.χ. η κλιματική αλλαγή). Παράλληλα έθεσε προτάσεις για την υπέρβαση αυτού του «ολοκληρωτικού» πλαισίου υποστηρίζοντας ότι τα διαφορετικά ταξικά συμφέροντα και η άνιση διανομή του περιβαλλοντικού κόστους παραμένουν στο προσκήνιο και πρέπει να διεκδικηθούν πολιτικές προς όφελος των αδυνάτων. Ο Joan Martinez-Alier από την πλευρά του πρότεινε την ανάγκη να πάρουμε μαθήματα (σε πολιτικό αλλά και επιστημονικό/θεωρητικό επίπεδο) από τις τοπικές κοινωνίες, τα τοπικά κι-

νήματα και τους αγώνες και διεκδικήσεις στη «μικρή κλίμακα» και να στρέψουμε ευρύτερα την προσοχή μας προς τα εκεί προκειμένου να απαντήσουμε και το ζήτημα του Πολιτικού. H Isabelle Anguelovski και η Stefania Barca επέμειναν στην ανάγκη σύνδεσης τριών πτυχών της Πολιτικής Οικολογίας: της προστασίας των κοινών ενάντια στην προσπάθεια περίφραξής τους από το κεφάλαιο, των τοπικών κοινωνικο-οικολογικών αγώνων και μετασχηματισμών και της ευρύτερης πολιτικής αντιπαράθεσης με τις πολιτικές εμπορευματοποίησης της φύσης εις βάρος και των τοπικών κοινωνιών. Ο Felipe Milanez (Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα) και η Irina Velicu –εκ μέρους των φοιτητών– ανέπτυξαν το ζήτημα της δημοκρατίας ως συστατικό στοιχείο κατανόησης του Πολιτικού εντός της Πολιτικής Οικολογίας. Η σημαντικότερη δημόσια συζήτηση έλαβε χώρα στο κτίριο του Επιμελητηρίου Κυκλάδων με τίτλο «Πολιτική Οικολογία σε καιρούς κρίσης», υπό την αιγίδα του Δήμου Σύρου-Ερμούπολης και με τη συμμετοχή τοπικών φορέων. Ο Κωστής Χατζημιχάλης (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) παρουσίασε το πρόγραμμα ENTITLE και τις επιδιώξεις του δικτύου Πολιτικής Οικολογίας. Στη συνέχεια, ανέπτυξε τα ζήτηματα που πραγματεύεται η Πολιτική Οικολογία στο πλαίσιο της Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης και της σύνδεσης με τους τοπικούς φορείς. Ο Νίκος Αλμπανόπουλος (Αντιδήμαρχος Σύρου-Ερμούπολης) στην παρέμβασή του έδωσε παραδείγματα συγκεκριμένων οικολογικών διλημμάτων που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι τοπικές κοινωνίες (και που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Κυκλάδες) όπως είναι η διαχείριση των απορριμμάτων και η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Ο Joan Martinez-Alier και η Stefania Barca στις ομιλίες τους επικεντρώθηκαν στα σύγχρονα προβλήματα του χρέους, των οικολογικών πιέσεων και την προοπτική της απο-ανάπτυξης.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η συζήτηση με τη συμμετοχή προσκεκλημένων ερευνητών και ακτιβιστών που μελετούν ή (και) δραστηριοποιούνται σε σημερινές περιβαλλοντικές συγκρούσεις στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Μελισσουργός (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) εστίασε στο ζήτημα των τουριστικών δραστηριοτήτων και των πιέσεων που ασκούνται στις τοπικές κοινωνίες ενώ η Μαίρη Χριστιανού (Επιτροπή Κατοίκων ενάντια στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής) μετέφερε τις εμπειρίες της από τον αγώνα ενάντια στην εξόρυξη του χρυσού στη Χαλκιδική. Το δίκτυο ENTITLE θα πραγματοποιήσει το επόμενο θερινό σχολείο στο Λουντ της Σουηδίας τον Μάρτιο του 2014 με θέμα «Πολιτική Οικολογία και Κοινωνικά Κινήματα» με τη συμμετοχή ερευνητών/τριών και καθηγητών/τριών από όλα τα σχετιζόμενα με την Πολιτική Οικολογία πεδία. Το θερινό σχολείο της Σύρου κρίθηκε επιτυχημένο καθώς από τη μία έθεσε τις βάσεις για μια πιο συστηματική και ενιοποιητική μελέτη και έρευνα στο πλαίσιο της Πολιτικής Οικολογίας και, από την άλλη, προσπάθησε να ανοίξει την προβληματική σε συνομιλία με τις τοπικές κοινωνίες, τις συγκρούσεις και αντιφάσεις αυτών και τα υπαρκτά σημερινά κοινωνικοοικολογικά προβλήματα.

Σημειώσεις 3. Ο όρος «Environmentalism of the poor» έχει εισαχθεί στη διεθνή βιβλιογραφία από τον Joan Martinez-Alier (Καθηγητή Οικονομικών και Οικονομικής Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της ΒαρκελώνηςUAB, Ισπανία) επίσης μέλος του δικτύου ENTITLE. Ενδεικτικά: Martinez-Αlier, J. (2003), The environmentalism of the poor. A study of ecological conflicts and valuation, Edward Elgar Publishing. 4. Μία από τις σημαντικότερες αντιφάσεις του κεφαλαίου, κατά τον Harvey, αφορά το σύγχρονο οικολογικό ζήτημα.


011:Layout 1

10/24/13

10:29 AM

Page 113

ΝΤΙΝΑ ΒΑΪΟΥ

ΜASCULINS/FÉMININS. DIALOGUES GÉOGRAPHIQUES ET AU-DÉL`A (ΑΡΣΕΝΙΚΟ/ΘΗΛΥΚΟ. ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΣΤΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ) ΓΚΡΕΝΟΜΠΛ, ΓΑΛΛΙΑ, 10-12 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ, 2012 Ντίνα Βαΐου1

1 Καθηγήτρια, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας ΕΜΠ, divaiou@central.ntua.gr.

Τον Δεκέμβριο του 2012 πραγματοποιήθηκε στη Γκρενόμπλ το τρίτο μιας σειράς συνεδρίων των γάλλων γεωγράφων με θέμα τις έμφυλες προσεγγίσεις του χώρου και της χωρικότητας. Η πρώτη συνάντηση είχε γίνει στη Λυών (2004), η δεύτερη στο Μπορντώ (2010), όπου και αποφασίστηκε η καθιέρωση μιας «biennale-genre», ενώ ήδη προγραμματίζεται η τέταρτη για το 2014. Το συνέδριο στη Γκρενόμπλ, στο οποίο αναφέρεται η παρουσίαση αυτή, είχε τον γενικό τίτλο Μasculins/Féminins. Dialogues géographiques et au-délà (Αρσενικό/θηλυκό. Διάλογοι στη Γεωγραφία και πέραν αυτής) και επιδίωκε να αποτελέσει ένα χώρο συνάντησης γεωγράφων και άλλων κοινωνικών επιστημόνων που ασχολούνται με την έρευνα γύρω από ζητήματα φύλου και χώρου. Οργανώθηκε από την UMR PACTETerritoires του πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, με υπεύθυνη την Sophie Louargan και με τη συμβολή μιας διεθνούς επιστημονικής επιτροπής, πήρε δε ιδιαίτερη δημοσιότητα στα τοπικά μέσα ενημέρωσης και προσέλκυσε το ενδιαφέρον της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Στο πεδίο της γεωγραφίας, οι προσεγγίσεις από μια οπτική φύλου έχουν πλέον τη δική τους μικρή ή μεγαλύτερη «τοπική» ιστορία, στο πλαίσιο της οποίας έχει αναπτυχθεί πλούσιος προβληματισμός –και συχνά πολεμική– για την επιστημολογική βάση, τις αξίες και τη νομιμοποίησή τους, μέχρι να φτά-

σουν να θεωρούνται σήμερα μια περιοχή γεωγραφικής έρευνας που προσφέρει σημαντικές εμβαθύνσεις στα γεωγραφικά φαινόμενα. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το συνέδριο στη Γκρενόμπλ, σε συνέχεια των προηγουμένων, τα οποία έχουν διαμορφώσει ένα διακριτό χώρο διαλόγου στη γαλλόφωνη γεωγραφία ανοίγοντας ταυτόχρονα διαύλους επικοινωνίας με άλλες γλωσσικές/επιστημονικές παραδόσεις. Τόσο οι ομιλίες σε ολομέλεια, όσο και τα εργαστήρια/θεματικές ενότητες σε παράλληλες συνεδρίες ακολούθησαν και προχώρησαν μια θεματολογία που ήδη είχε ξεκινήσει να συγκροτείται από τα προηγούμενα συνέδρια και συνδέει το φύλο με καθιερωμένα και νέα αντικείμενα γεωγραφικής έρευνας: πρακτικές μετακίνησης/κινητικότητας, διάθεση του ελεύθερου χρόνου, το καθημερινό και το φαντασιακό, το σώμα, οι μειονότητες, μορφές εργασίας και διαχείρισης πόρων, πρακτικές εξουσίας και μορφές συλλογικής οργάνωσης – κοινωνικής, πολιτισμικής, πολιτικής, χωρικής. Στη διάρκεια του συνεδρίου οργανώθηκαν παράλληλα: (α) ένα στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Τι κάνει η γεωγραφία στις γυναίκες, τι κάνουν οι γυναίκες στη γεωγραφία;», όπου συζητήθηκαν οι επαγγελματικές και ακαδημαϊκές διαδρομές γυναικών γεωγράφων κυρίως στη Γαλλία, (β) μία συνεδρία με θέμα «το βλέμμα του καλλιτέχνη» στα ζητήματα που απασχόλησαν το συνέδριο και (γ) τρεις παράλληλες εκθέσεις με θέματα

113


011:Layout 1

114

10/24/13

10:29 AM

Page 114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 113-115

Άποψη συνεδρίασης ολομέλειας

αντίστοιχα «Τα επαγγέλματα έχουν φύλο;», «Δημόσιος χώρος: μικτός χώρος;» και «Η ισότητα γυναικών-ανδρών στις δημόσιες πολιτικές. Μια προσέγγιση της μητροπολιτικής περιοχής της Γκρενόμπλ». Στις πέντε συνεδρίες σε ολομέλεια παρουσιάστηκαν 15 ανακοινώσεις και στα πέντε εργαστήρια που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια των τριών ημερών του συνεδρίου συζητήθηκαν 75 ερευνητικές εργασίες, πολλές από τις οποίες από νέες ερευνήτριες και ερευνητές. Στη συνέχεια παρουσιάζονται ορισμένα από τα θέματα που συζητήθηκαν στα εργαστήρια/θεματικές ενότητες, με τα οποία ήταν συσχετισμένες σε μεγάλο βαθμό και οι ομιλίες στην ολομέλεια. 1. Φύλο, μετακινήσεις, κινητικότητα: στην ενότητα αυτή συζητήθηκαν κυρίως έμφυλες πλευρές της μετανάστευσης, με ιδιαίτερη εστίαση στη μετανάστευση γυναικών από/προς τον αραβικό κόσμο και από την Αφρική προς την Ευρώπη. Αναπτύχθηκε προβληματισμός για τη σημασία του φύλου, της κοινωνικής τάξης, του μορφωτικού επιπέδου και της ηλικίας/γενιάς στις αποφάσεις και δυνατότητες για κινητικότητα ή καθήλωση σε συγκεκριμένους τόπους. για τις ευκαιρίες που (μπορεί να) προσφέρει η μετανάστευση σε πολλές γυναίκες να ξεφύγουν από κοινωνι-

Άποψη συνεδρίασης ομάδας εργασίας

κές δομές που περιορίζουν τις δυνατότητές τους. για τις χωρικές πρακτικές, τις αναπαραστάσεις του χώρου και τις δυνατότητες εγκατάστασης και ένταξης σε περιοχές του αστικού χώρου όπου η παρουσία των κρατικών μηχανισμών είναι περιορισμένη. 2. Φύλο, σώμα, ετερότητα: η θεματική αυτή ενότητα εστίασε στη συγκρότηση της αρρενωπότητας και στις χρήσεις του (ανδρικού) σώματος ως αναπαράσταση του ανήκειν σε συγκεκριμένες πολιτισμικές ομάδες και ως μέθοδος επιτέλεσης στο χώρο έμφυλων υποκειμενικοτήτων. Συζητήθηκε από διαφορετικές οπτικές πώς οι αρρενωπότητες και οι θηλυκότητες συγκροτούνται μέσα από σώματα έμφυλα και σεξουαλικά προσδιορισμένα τα οποία παράγουν ιδιαίτερες χωρικότητες, όπου το εφήμερο, η διαφοροποίηση και η διάχυση στο χώρο αποτελούν τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένα υποκείμενα και ομάδες διαπραγματεύονται την πρόσβαση και ορατότητα στο δημόσιο χώρο της πόλης και σε διαφορετικές δραστηριότητες (πχ αθλητικές, τουριστικές, ελεύθερου χρόνου). 3. Φύλο, ευθραυστότητα και πόροι: η ενότητα αυτή προσέγγισε θέματα που έχουν να κάνουν με διαδικασίες ενδυνάμωσης των γυναικών μέσα από τη συμμετοχή τους σε αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, σε δίκτυα micro-credit και

αυτο-αποταμίευσης και στη διαμόρφωση στρατηγικών επιβίωσης. Μέσα από τέτοιες διαδικασίες υποστηρίχθηκε ότι οι γυναίκες μπορούν να διαπραγματευθούν σχέσεις φύλου, ηλικίας, κοινωνικής τάξης, κάστας. Ένα ιδιαίτερο πεδίο διαπραγμάτευσης αποτελούν οι χωροχρόνοι (εξατομικευμένης) φροντίδας που προσφέρουν, μέσα από ενσώματες πρακτικές, μετανάστριες από τον παγκόσμιο Νότο σε σπίτια/νοικοκυριά στον παγκόσμιο Βορρά. Συζητήθηκαν ακόμη ζητήματα θεσμικών παρεμβάσεων σε διαφορετικά γεωγραφικά συμφραζόμενα (πχ συνταγματική κατοχύρωση δικαιωμάτων, νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, κλπ σε αστική, περιφερειακή ή εθνική κλίμακα). 4. Φύλο, χώρος, διακυβέρνηση: εδώ εντάχθηκαν εργασίες που αφορούσαν χωρικές πολιτικές (π.χ. ασφάλεια στο χώρο, αστικές αναπλάσεις, προγράμματα κατοικίας), πολιτικές ισότητας από δήμους και περιφέρειες, αναπτυξιακά προγράμματα για τις χώρες του παγκόσμιου Νότου, όπου δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών. Στην ενότητα αυτή συμμετείχαν ως προσκεκλημένοι/ες και στελέχη της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης της Γκρενόμπλ. 5. Φύλο, ιδιότητα του πολίτη και κατηγοριοποίηση: οι εργασίες της ενότητας αυτής εστίασαν στην κατασκευή


011:Layout 1

10/24/13

10:29 AM

Page 115

ΝΤΙΝΑ ΒΑΪΟΥ

Από την έκθεση φωτογραφιών «Τα επαγγέλματα έχουν φύλο;»

της ετερότητας, του «άλλου» και του «ξένου», μέσα από κοινωνικές κατηγοριοποιήσεις που προσδιορίζουν το «κανονικό». Από τους διαλόγους του Πλάτωνα μέχρι τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, και από τις πρακτικές «περάσματος» (passing) ως Αρείων των εβραίων της Πολωνίας μέχρι τις καταλήψεις χώρων από μετανάστες «χωρίς χαρτιά», οι εργασίες εξέτασαν διαφορετικούς τρόπους και συγκυρίες αποκλεισμού, αλλά και αντίστασης σε αυτόν. Ιδιαίτερο τμήμα της ενότητας αποτέλεσε ο τρόπος διδασκαλίας της γεωγραφίας στα γαλλικά σχολεία, η (μη) ένταξη του φύλου σ’ αυτήν και η θέση των γυναικών γεωγράφων. Όπως υποστηρίχθηκε από πολλούς/ες, η γεωγραφία, ως επι-

στήμη των κατακτητών, των εμπόρων και των οικιστών, αντικατοπτρίζει τις κυρίαρχες ανδρικές κουλτούρες και τις επιθυμίες τους στο χώρο, οι οποίες συνδέονται με τον εξωτισμό, τον ερωτισμό, την εξουσία του ανδρικού φύλου και την αφάνεια της φροντίδας. Από αυτή την άποψη, είναι αναγκαία η «αποαποικιοποίηση» της γεωγραφικής σκέψης, τόσο σε σχέση με τη γνώση που παράγουν οι πρώην αποικιοκρατούμενοι, όσο και σε σχέση με τα διαφορετικά υποκείμενα, τα οποία ο κυρίαρχος λόγος και πρακτικές κατασκευάζουν ως «άλλο», για το οποίο χρειάζεται να διαμορφωθούν κάθε φορά ειδικές ρυθμίσεις, αφού δεν εμπίπτει στην προβαλλόμενη ως οικουμενική συνθήκη.

Ο πλούσιος προβληματισμός του συνεδρίου της Γκρενόμπλ και η μεγάλη συμμετοχή κυρίως νέων ερευνητών και ερευνητριών αποτελεί παρακαταθήκη για τη συνέχιση της σειράς «biennalegenre», η τέταρτη συνάντηση της οποίας έχει ήδη πραγματοποιήσει τα πρώτα οργανωτικά βήματα.

115


012:Layout 1

116

10/24/13

10:30 AM

Page 116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 116-119

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

ΔIΚΤΥΑ ΑΝΤΑΛΛΑΓHΣ ΚΑΙ ΠΑΡAΛΛΗΛΑ ΝΟΜIΣΜΑΤΑ: ΘΕΩΡΗΤΙΚEΣ ΠΡΟΣΕΓΓIΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡAΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛAΔΑΣ

Ειρήνη Σωτηροπούλου

1. Εισαγωγή

1. Εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη αρχικά του καθηγητή Γεωργίου Σταθάκη και έπειτα του καθηγητή Βασιλείου Καρδάση, με μέλη της Τριμελούς Επιτροπής τις καθηγήτριες Ντίνα Βαϊου (Σχολή Αρχιτεκτόνων, Ε.Μ.Π.) και Μαρία Καραμεσίνη (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο). Ξεκίνησε το Φεβρουάριο 2009 και περατώθηκε τον Δεκέμβριο 2012.

Η διδακτορική διατριβή με τίτλο «Δίκτυα ανταλλαγής και παράλληλα νομίσματα: Θεωρητικές προσεγγίσεις και το παράδειγμα της Ελλάδας» εκπονήθηκε στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης.1 Αντικείμενο της διατριβής είναι οι συναλλαγές χωρίς επίσημο νόμισμα που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα και δεν πρόκειται για αχρήματες συναλλαγές μεταξύ συγγενών ή φίλων, αλλά ούτε και για φιλανθρωπική δραστηριότητα. Η έρευνα επικεντρώθηκε σε ομάδες και δίκτυα που λειτουργούν τοπικά ή πανελλαδικά και με διάφορες μεθόδους επιτρέπουν στα μέλη τους να συναλλάσσονται χωρίς να χρησιμοποιούν το ευρώ. Υπάρχουν και άνθρωποι που πραγματοποιούν τέτοιες συναλλαγές χωρίς να είναι μέλη κάποιας ομάδας, αλλά η δυνατότητα να καταγραφεί αυτή η δραστηριότητα εκτός των ομάδων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Η τυπολογία που χρησιμοποιήθηκε τελικά για την έρευνα διέκρινε τα μελετώμενα σχήματα σε: α) παράλληλα νομίσματα, δηλαδή μονάδες μέτρησης της αξίας της συναλλαγής που δημιουργούνται από τους ίδιους τους χρήστες-μέλη της ομάδας. Δύο κύρια είδη παράλληλων νομισμάτων που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι τα νομίσματα αμοιβαίας πίστωσης (mutual

credit) και οι τράπεζες χρόνου (χρονοτράπεζες). β) δίκτυα ανταλλαγής, δηλαδή ομάδες όπου οι συναλλαγές γίνονται χωρίς καμμία κοινή μονάδα μέτρησης, αλλά με αναλογίες που συμφωνούνται κατά περίπτωση. Τα δίκτυα ανταλλαγής διακρίνονται σε γενικά και ειδικευμένα. γ) χαριστικά δίκτυα, που είναι διαδικτυακές ομάδες όπου τα μέλη προσφέρουν χωρίς αντάλλαγμα και λαμβάνουν χωρίς αντάλλαγμα, και χαριστικάανταλλακτικά παζάρια, όπου τα είδη προς χάρισμα συγκεντρώνονται σε ένα φυσικό χώρο όπου γίνονται οι χαριστικές συναλλαγές. Τα χαριστικά παζάρια διακρίνονται σε μόνιμα, τακτικά και κατά περίσταση. δ) ιδιότυπα σχήματα, που δεν μπορούν να καταταγούν στις παραπάνω κατηγορίες. Εκτός από τη συνεχή εξάπλωση αυτού του είδους της οικονομικής δραστηριότητας ακριβώς κατά το χρόνο που διεξαγόταν η έρευνα, η άλλη μεγάλη δυσκολία ήταν ότι η δραστηριότητα αυτή δεν έχει μελετηθεί στην Ελλάδα για τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια σε ένα πλαίσιο οικονομικής επιστήμης, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών, πράγμα που συνεπάγεται ένα κενό βιβλιογραφίας το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί ως τέτοιο. Την ίδια στιγμή, μολονότι υπάρχει διεθνής βιβλιογραφία για τα


012:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 117

ΕΙΡΗΝΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

παράλληλα νομίσματα, η βιβλιογραφία για αχρήματες συναλλαγές είναι πάρα πολύ περιορισμένη, ειδικά αν αφορά το αστικό τοπίο ή χώρες που ανήκουν στις λεγόμενες καπιταλιστικά αναπτυγμένες χώρες. 2. Θεωρητικά ερωτήματα και θεωρητικές προσεγγίσεις Ερωτήματα που η έρευνα διερεύνησε ήταν, πέρα από το ίδιο το ερώτημα αν αυτή η δραστηριότητα ανήκει ως αντικείμενο έρευνας και μελέτης στην οικονομική επιστήμη: Πώς μπορούμε να μελετήσουμε αυτή τη δραστηριότητα μέσα σε ένα οικονομικό πλαίσιο, ενώ η δραστηριότητα περιλαμβάνει συναλλαγές χωρίς ακριβή μέτρηση και χωρίς γραμμική αντίληψη του χρόνου; Πώς γίνονται αντιληπτές οι έννοιες της αγοράς και της οικονομίας και διαμορφώνονται μέσα από τη δραστηριότητα των μελών των σχημάτων, και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό για τις πρακτικές τιμολόγησης, για την αποπληρωμή υποχρεώσεων και για ολόκληρη την αντίληψη περί αμοιβαιότητας; Ποιες είναι οι συνέπειες για την αξία των πραγμάτων και της ανθρώπινης προσπάθειας, όταν τοποθετούνται στο πλαίσιο μιας συναλλαγής χωρίς επίσημο νόμισμα; Ποιος ήταν ο ρόλος της πρόσφατης οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης στην ενίσχυση της συμμετοχής στα σχήματα και στην εξάπλωσή τους και πώς μπορούμε να ερευνήσουμε πραγματικά μια τέτοια σύνδεση; Χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα θεωρητικά επιχειρήματα για να εξηγήσουν αυτή τη δραστηριότητα, τα οποία έχουν ως εξής: 2.1. Το πρώτο επιχείρημα μελετά την οικονομική δραστηριότητα χωρίς επίσημο νόμισμα ως μια ρωγμή ή ένα σύνολο ρωγμών στην επικρατούσα καπιταλιστική οικονομία. Οι ρωγμές δεν δείχνουν αναγκαστικά ακόμη την

κατεύθυνση (αντι-ή μετα-καπιταλιστική) των μελλοντικών δομών. 2.2. Το δεύτερο επιχείρημα μελετά το ίδιο αντικείμενο ως μια δημιουργική προσπάθεια των ανθρώπων να ξεφύγουν από την κατάσταση διπλών δεσμών που έχει επιβληθεί σε βάρος τους από μια σχιζοειδή καπιταλιστική οικονομία. 2.3. Το τρίτο επιχείρημα διερευνά την πιθανότητα όλη η δραστηριότητα να είναι ένας αγώνας για να επαναπροσδιορίσουμε συλλογικά οικονομικές αξίες, να τις καθιερώσουμε και υποστηρίξουμε κατά προτεραιότητα. Όλα αυτά σχήματα-δομές είναι τα εργαλεία και/ή μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται από τα μέλη των σχημάτων για να επιτευχθεί αυτό. 2.4. Το τέταρτο επιχείρημα εξακολουθεί να είναι χωρίς όνομα σε αυτήν τη διατριβή. Στοχεύει στη διερεύνηση διαφόρων στερεοτύπων σχετικά με τη χρήση πολλαπλών νομισμάτων και τη μη νομισματική οικονομία ως παρωχημένα, προσωρινά και ως λύσεις έκτακτης ανάγκης μόνο. Στο τέλος, θέτει ένα πλαίσιο για να διερευνήσουμε κατά πόσον η μελετώμενη οικονομική δραστηριότητα ήταν πάντα σύγχρονη με την επικρατούσα καπιταλιστική οικονομία και τώρα, κάτω από ορισμένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, θέτει μια τελείως διαφορετική ατζέντα από αυτή που ορίζεται στο πλαίσιο στον άξονα καπιταλιστική-αντικαπιταλιστική. 3. Μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν Για να προσεγγίσω ένα τέτοιο ιδιαίτερο αντικείμενο, τη στιγμή που υπάρχει περιορισμένη βιβλιογραφία βασισμένη σε έρευνα πεδίου, επέλεξα να χρησιμοποιήσω ένα συνδυασμό μεθόδων αντί για μία μόνο. Παρατήρηση και συμμετοχική παρατήρηση, ελεύθερες συζητήσεις με τους συμμετέχοντες, ανάλυση κειμένου και τήρηση σημειώσεων μέσω πυκνής περιγραφής χρησι-

μοποιήθηκαν κατά το προκαταρκτικό στάδιο της έρευνας, αλλά και κατά τη διάρκεια ολόκληρου του έργου. Οι συνεντεύξεις με τους βασικούς πληροφορητές με βάση σύντομο ερωτηματολόγιο ανοικτών απαντήσεων ήταν η ποιοτική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για το πρώτο στάδιο της έρευνας. Μια έρευνα με ερωτηματολόγιο χρησιμοποιήθηκε για τη συλλογή στοιχείων σχετικά με το προφίλ των μελών των σχημάτων και με τα ποσοτικά χαρακτηριστικά των συναλλαγών που μελετήθηκαν. Το ενδιάμεσο στάδιο της έρευνας αποτελείτο από χαρτογράφηση του αριθμού των μελών των συστημάτων σε όλη τη χώρα, όπου αυτό ήταν δυνατό και τα σχετικά στοιχεία ήταν διαθέσιμα. Η χαρτογράφηση λειτούργησε ως καταλύτης για να κατασκευαστεί το τέταρτο θεωρητικό επιχείρημα της διατριβής (βλ. παραπάνω επιχείρημα 2.4). 4. Συμπεράσματα της διατριβής 4.1. Οι δυσκολίες μέτρησης και οι διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με την ποσότητα, τη μέτρηση και το χρόνο δεν είναι λόγοι για να αποκλειστεί αυτή η δραστηριότητα από την οικονομική έρευνα. Μάλιστα, η χρήση ενός συνδυασμού μεθόδων και διεπιστημονικής εμπειρίας, που υπάρχουν στις κοινωνικές επιστήμες εν γένει, αποδείχθηκε καρποφόρα όσον αφορά στην προσέγγιση ενός τέτοιου ιδιαίτερου ερευνητικού θέματος. 4.2. Οι έννοιες της αγοράς και της οικονομίας που γνωρίζουμε από τα εγχειρίδια της οικονομικής επιστήμης είναι μόνο μία δυνατότητα μεταξύ πολλών. Σε αντίθεση με την επικρατούσα ιδέα ότι η αγορά και η οικονομία μπορούν να είναι ανεξάρτητες από την κοινωνία, φαίνεται ότι μέσα στα σχήματα οι κοινωνικές και οικονομικές δραστηριότητες δεν μπορούν να διακριθούν οι μεν από τις δε και ότι τα μέλη των σχημάτων επίτηδες έχουν

117


012:Layout 1

118

10/24/13

10:30 AM

Page 118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 116-119

επιλέξει να συμβαίνει αυτό. Επιπλέον, μια αγορά μπορεί να υπάρχει χωρίς χρήματα στην τυπική μορφή της, και μια οικονομία μπορεί να υπάρχει χωρίς οι οικονομολόγοι είναι σε θέση να μετρήσουν σε επίσημο νόμισμα. 4.3. Το θέμα της αξίας ήταν από τα πιο δύσκολα που είχε να αντιμετωπίσει η διατριβή. Μέσω των μη κυρίαρχων τρόπων συναλλαγής οι άνθρωποι δείχνουν ξεκάθαρα ότι προτιμούν άλλες διαδικασίες αξιολόγησης και άλλα αποτελέσματα αποτίμησης από την κυρίαρχη οικονομία, ή τουλάχιστον, προσπαθούν να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες αξιολογήσεις και αγωνίζονται για την υποστήριξη των δικών τους αντιλήψεων περί αξίας. Η συλλογική φύση της πρόκλησης αυτής είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό. Από τη μία πλευρά, φαίνεται ότι ακολουθεί την τυπική μορφή πάλης των κοινωνικών ομάδων που αγωνίζονται συλλογικά ενάντια σε επιλογές που επιβάλλονται από δομές έξω από την επιρροή τους. Από την άλλη πλευρά, τα ζητήματα τάξης, φύλου, μορφωτικού επιπέδου, ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, είναι ανοιχτά και φαίνεται ότι αναδιατάσσονται με τρόπους αρκετά διαφορετικούς από τη συνηθισμένη ταξική πάλη. 4.4. Φαίνεται ότι τα οικονομικά οφέλη μπορεί να περιλαμβάνουν λαμβανόμενα πολύ πιο πέρα από ό,τι θα μπορούσε κανείς να μετρήσει σε επίσημο νόμισμα. Η διασφάλιση ότι οι αξιολογήσεις σου και οι αξιολογήσεις της κοινότητάς σου λαμβάνονται υπόψη και προστατεύονται είναι ένα σημαντικό οικονομικό όφελος. Η εγκαθίδρυση νέων οικονομικών διευθετήσεων, όπου η φύση και οι άνθρωποι δεν αντιτίθενται μεταξύ τους, είναι επίσης ένα σημαντικό οικονομικό όφελος. 4.5. Στο πλαίσιο αυτό, θα γινόταν κατανοητή η ποικιλία των κινήτρων που συνυπάρχουν στις εξηγήσεις των συμμετεχόντων για την ίδρυση ή/και

συμμετοχή σε ένα σχήμα. Οι μονοδιάστατες εξηγήσεις δεν θα μπορούσαν να ισχύσουν καθόλου, αλλά θα ίσχυε ένας πολυεπίπεδος συλλογισμός όπου τα οικονομικά κίνητρα συνυφαίνονται με τα κοινωνικά. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η οικονομική δραστηριότητα δεν θεωρείται ως αποκομμένη από την κοινωνία. Επίσης, επισημαίνεται ότι ούτε τα πολιτικά κίνητρα μπορούν να διαχωριστούν από τους οικονομική στόχους. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά των ανθρώπων που πραγματοποιούν συναλλαγές χωρίς επίσημο νόμισμα γίνεται ένα μείζον θέμα της πολιτικής οικονομίας και η μονοδιάστατη σύνδεση μεταξύ της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης της συμμετοχής και εξάπλωσης των συστημάτων δεν υπάρχει και θα ήταν παράλογο να υπάρχει, δεδομένων των προαναφερθέντων ζητημάτων. 4.6. Η μικρή παραγωγή σε όλους τους κύριους τομείς της ανθρώπινης προσπάθειας είναι αυτό που συνάντησα κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας. Τα σχήματα φαίνεται να ευνοούν τη μικρή παραγωγή και τη μικρή κατανάλωση σε όλες τις πτυχές τους, με την ανακατανομή τυχόν πλεονάσματος και με αναδιανομή τεχνογνωσίας, εργαλείων, απλών/μικρών μηχανών, ανακυκλωμένων πραγμάτων/υλικών και αχρησιμοποίητων αποθεμάτων σε ντουλάπια ή μικρά καταστήματα που κλείνουν. Επιπλέον, η μικρή παραγωγή στην ανθρώπινη προσπάθεια, δηλαδή τις υπηρεσίες, επίσης ευνοείται ή, τουλάχιστον, φαίνεται ότι μπορεί να ευνοηθεί πολύ αφού τα σχήματα ενθαρρύνουν τα μέλη τους να παρέχουν ποικιλία υπηρεσιών και να χρησιμοποιούν τις ποικίλες δεξιότητές τους, αντί για μία μόνο επαγγελματική υπηρεσία. 5. Επίλογος Περισσότερο από ασφαλή συμπεράσματα, η έρευνα ανέδειξε ερωτήματα και στην πραγματικότητα έθεσε πολλές

κατευθύνσεις για περαιτέρω μελέτη και εμπειρική διερεύνηση. Η οικονομική δραστηριότητα χωρίς επίσημο νόμισμα βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε ανάπτυξη στην Ελλάδα και το επιστημονικό ενδιαφέρον αναπτύσσεται αντίστοιχα. Θα ήταν ελπιδοφόρο αν άλλοι ερευνητές και ερευνήτριες, όχι μόνο από την οικονομική, αλλά και από άλλες επιστήμες, ασχοληθούν με αυτό το αντικείμενο για το οποίο γνωρίζουμε ελάχιστα. Η διδακτορική έρευνα έλαβε υποστήριξη στo πλαίσιο υλοποίησης του έργου «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΙΙ Πανεπιστημίου Κρήτης» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια βίου Μάθηση 2007 - 2013» (Ε.Π.Ε.Δ.Β.Μ.) του Ε.Σ.Π.Α. (2007-2013), το οποίο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο) και από εθνικούς πόρους. Για το πλήρες κείμενο της διατριβής και άλλες δημοσιεύσεις, μπορεί κανείς να επισκεφθεί τις σελίδες http://www. scribd.com/Irene_Sotiropoulou και http://independent.academia.edu/IreneSotiropoulou .

Βασική βιβλιογραφία: Arensberg, Conrad M., Pearson, Harry W. και Polanyi, Karl (επιμ.) (1957), Trade and market in early empires, Γκλενκόου, Ιλινόις: Free Press. Bateson, Gregory (1972), Steps to an ecology of the mind – Collected essays in anthropology, psychiatry, evolution and epistemology, Νιου Τζέρσι και Λονδίνο: Jason Aronson Inc. Biddle, Erika, Graeber, David και Shukaitis, Stevphen (επιμ.) (2007), Constituent Imagination: Militant Investigations//Collective Theorization, Oakland-Edinburgh-West Virginia: AK Press. Creutz, H. (1982), The money syndrome – Paths to an economic order free from crises, preliminary translation in English by H.Eisencolb & R.Mittelstaedt, accessible online at http:// userpage.fu- berlin.de/~roehrigw/ creutz/geldsyndrom/english/.


012:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 119

ΕΙΡΗΝΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

Douthwaite Richard (2006), Short Circuit, online edition updated till July 2006, διαθέσιμο στο www.feasta. org/documents/shortcircuit/index.ht ml. Ehrenreich, Barbara και Russell Hochchild Arlie (επιμ.) (2003), Global Woman – Nannies, maids and sex workers in the new economy, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Granta Books & Metropolitan Books. Fayazmanesh, Sasan (2006), Money and exhange – Folktales and reality, Νέα Υόρκη και Λονδίνο: Routledge-Taylor & Francis Group. Goerner, Sally, Lietaer, Bernard, McLaren, Nadia και Ulanowicz, Robert E. (2010), «Is our monetary structure a systemic cause for financial instability? Evidence and remedies from nature», Journal of Future Studies 14(3): 89-108. Graeber, David (2001), Towards an anthropological theory of value – The false coin of our dreams, Houndmills & New York: Palgrave. Gregory, Christopher A. (1997), Savage money – The anthropology and pol-

itics of commodity exchange, The Netherlands: Harwood Academic Publishers. Kennedy, Margrit (1995): “Interest and Inflation Free Money”, Seva International, downloaded on 04.09.2004, διαθέσιμο στο www.appropriateeconomics.org/ebooks/kennedy/ken nedy.htm. Mazower, Mark (2002), Τα Βαλκάνια [The Balkans], trans. Constantinos Kouremenos, Αθήνα: Πατάκης. Peckham, Robert S. (2004), «Internal colonialism – Nation and region in 19th century», στο Todorova, M. (επιμ.) Balkan identities-Nation and memory, Λονδίνο: Hurst & Company: 41-58. Peterson, Spike V. (2010), «A long view of globalization and crisis», Globalizations 7(1-2): 187-202. Schoenberger, Erica (2008), «The origins of the market economy: state power, territorial control and modes of war fighting», Comparative Studies in Society and History 50(3): 663-691. Schumacher, E.F. (1974), Small is beautiful – A study of economics as if people

mattered, Λονδίνο: Abacus Edition – Sphere Books. Seaford, Richard (2004), Money and the early Greek mind, Κέμπριτζ και Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. Starn, Randolph (1971), «Historians and “crisis”», Past & Present 52 (August): 3-22 Taussig, Michael (2010), The devil and commodity fetishism in Latin America, 30th anniversary edition with a new chapter by the author, Chapel Hill: The University of North Carolina Press. Todorova, Maria (1994), «The Balkans: From Discovery to Invention», Slavic Review 52(2) Summer: 453482. Weiner Annette (1992), Inalienable Possessions, Μπέρκλεϊ και Λος Άντζελες: University of California Press. Zelizer, Viviana (1997), The social meaning of money: Pin money, paychecks, poor relief and other currencies, Πρίνστον: Princeton University.

119


013:Layout 1

120

10/24/13

10:30 AM

Page 120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 120-122

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ: ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ

Γιώργος Βλάχος1, Παύλος Καρανικόλας2

1. Επίκουρος Καθηγητής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, gvlahos@aua.gr 2. Επίκουρος Καθηγητής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο pkaranik@aua.gr

Τα τελευταία χρόνια γίνεται ευρέως αποδεκτή η άποψη ότι η επίτευξη του στόχου της βιωσιμότητας ή αειφορίας απαιτεί ριζικές αλλαγές, δηλαδή αλλαγές στο επίπεδο ενός ευρύτερου συστήματος και όχι απλές διορθωτικές κινήσεις περιορισμένης θεματικής, χρονικής ή τοπικής εμβέλειας. Προκρίνεται έτσι η θεώρηση της μετάβασης στη βιωσιμότητα όχι ως απλή τεχνολογική προσαρμογή, αλλά ως δυναμική διαδικασία αλλαγών στην οικονομία, την κοινωνία, τους θεσμούς, το περιβάλλον, τον πολιτισμό, τις αξίες και φυσικά στην τεχνολογία. Ως μετάβαση ορίζεται η ριζική μεταστροφή ενός επικρατούντος συστήματος-«καθεστώτος» (regime) σε πιο βιώσιμη (sustainable) κατάσταση. Για την επίτευξη ενός τέτοιου εγχειρήματος απαιτείται η συνδρομή διαδικασιών που σημειώνονται σε δύο άλλα επίπεδα: η μεταβολή σ’ ένα προϋπάρχον σύστημακαθεστώς προέρχεται από καινοτομίες που έχουν ξεκινήσει στο επίπεδο ενός θώκου ή «φωλεάς» (niche), οι οποίες προοδευτικά συνδέονται με το καθεστώς και το αλλάζουν. Παράλληλα επηρεάζεται από τις εξελίξεις στο ευρύτερο –χωρικά και χρονικά– κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον (socio-technical landscape). Το ευρύτερο αυτό περιβάλλον ασκεί πιέσεις στο καθεστώς, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν πολύ σημαντικές ευκαιρίες για ουσιαστικές αλλαγές. Οπότε,

για να πραγματοποιηθεί η μετάβαση πρέπει να ευθυγραμμιστούν διαφορετικές εξελίξεις σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, ανοίγοντας ένα δρόμο ανάπτυξης που βασίζεται σε νέες πρακτικές, τεχνολογίες, γνώσεις, θεσμούς κοινωνικής οργάνωσης και σε διαφορετικές αρχές και αξίες. Σε αναλυτικούς όρους, τόσο το καθεστώς, όσο και οι φωλεές εξετάζονται σε τρεις διαστάσεις, την τεχνολογική, την κοινωνική και την θεσμική-αξιακή, επιτρέποντας την καλύτερη κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι καινοτομικές πρωτοβουλίες «αγκυρώνονται» και «επωάζονται» μέσα στο υπάρχον καθεστώς. Καθώς η ίδια η έννοια της βιωσιμότητας/αειφορίας επιδέχεται πολλαπλές προσεγγίσεις και ορισμούς, η μετάβαση προς τη βιωσιμότητα προϋποθέτει την ενεργό εμπλοκή πολλών δρώντων υποκειμένων μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, καθώς επίσης και μια θεώρηση σε ποικίλες χρονικές και χωρικές κλίμακες. Μόνο μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες είναι δυνατόν να εξεταστούν επαρκώς οι καθ’ όλα θεμιτές πολλαπλές προσεγγίσεις καθώς και η εγγενής αβεβαιότητα των εναλλακτικών συστημάτων και των διαδρομών προς τα συστήματα αυτά. Ένα σημαντικό βήμα είναι συνεπώς να προσδιοριστούν και να εκτιμηθούν οι μελλοντικές διαδρομές μετάβασης, π.χ. προβλέποντας πιθανές μελ-


013:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 121

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΟΣ, ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΡΑΝΙΚΟΛΑΣ

λοντικές πορείες ενός καθεστώτος. Αυτό αντιμετωπίζεται με τη χρήση της δια-θεματικής (transdisciplinary) έρευνας, δηλαδή με την άμεση εμπλοκή των ενδιαφερόμενων εταίρων στη διαδικασία της έρευνας. Το Πρόγραμμα FarmPath Το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Farming Transitions: Pathways towards regional sustainability of agriculture in Europe» και ακρωνύμιο FarmPath είναι ένα τριετές ερευνητικό πρόγραμμα που χρηματοδοτείται μέσω της 7ης Οδηγίας-Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο του 2014. Ο γενικός στόχος του FarmPath είναι να εντοπίσει και να εκτιμήσει εναλλακτικές διαδικασίες μετάβασης της γεωργίας προς τη βιωσιμότητα σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Σκοπό έχει επίσης έχει να εκτιμήσει τις ανάγκες για κοινωνικές και τεχνολογικές καινοτομίες ώστε να ξεκινήσει και να επιτύχει η διαδικασία της μετάβασης. Οι ερευνητικές ομάδες του προγράμματος προέρχονται από το James Hutton Institute από τη Σκωτία (συγχώνευση του Macaulay Land Use Research Institute με το Scottish Crop Research Institute), το οποίο και συντονίζει το πρόγραμμα, το University of Natural Resources and Life Sciences της Βιέννης (BOKU), το University of National and World Economy της Σόφιας, το Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας και Ανάπτυξης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, το Institute for Rural Development (IFlS) της Φρανκφούρτης, το Czech University of Life Sciences της Πράγας, το Πανεπιστήμιο του Plymouth (Ηνωμένο Βασίλειο), το Πανεπιστήμιο της Evora από την Πορτογαλία, και το Institute for Life, Food and Horticultural Sciences and Landscape της Ρεν από τη Γαλλία. Η ερευνητική ομάδα στην Ελλάδα αποτελείται από τους Γιώργο Βλάχο

(Επ. Καθηγητή, Γ.Π.Α.), Γιάννη Γούσιο (Γεωπόνο ΜSc, ΕΕΔΙΠ), Παύλο Καρανικόλα (Επ. Καθηγητή, Γ.Π.Α.), Λεωνίδα Λουλούδη (Καθηγητή Γ.Π.Α.), Νίκο Μαρτίνο (Ομ. Καθηγητή Γ.Π.Α.), Χαρίκλεια Μινώτου (Δρ. Γεωπόνο) και Εμη Τσακάλου (Γεωπόνο ΜSc). Οι εξεταζόμενες μελέτες περίπτωσης ομαδοποιήθηκαν σε επτά συστάδες, η καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει τρεις μελέτες περίπτωσης από διαφορετικές χώρες: παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη γεωργία, νέοι τρόποι χρήσης της υπαίθρου, νέες μορφές διακυβέρνησης, νέες μορφές συνεργασίας μεταξύ των γεωργών, εναλλακτικά δίκτυα εμπορίας, γεωργικά συστήματα υψηλής φυσικής αξίας και μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της γεωργίας. Στην Ελλάδα εξετάζονται τρεις μελέτες περίπτωσης: τα κρασιά ποιότητας της Σαντορίνης, το σύστημα της ολοκληρωμένης διαχείρισης καλλιεργειών στην Ημαθία και το σύμφωνο ποιότητας στην περιοχής της λίμνης Πλαστήρα. Επίσης, σε ιδιαίτερα πακέτα εργασίας του προγράμματος εξετάζονται: α) διαφορετικά σενάρια για την πορεία μιας περιοχής προς τη βιωσιμότητα, με την ενεργό συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών. Στην Ελλάδα, τα σενάρια αυτά αναπτύχθηκαν για την Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας, β) προτάσεις πολιτικής σε διαφορετικά επίπεδα, και γ) ο ρόλος που παίζουν οι νέοι γεωργοί και οι νεοεισερχόμενοι στη γεωργία, στη διαδικασία της μετάβασης. Πρώτα ερευνητικά αποτελέσματα Η εισαγωγή και καθιέρωση του εν λόγω συστήματος έχει ήδη αποδώσει θετικά αποτελέσματα, καθώς οι συνεταιρισμοί/ομάδες παραγωγών είδαν τη διαπραγματευτική τους δύναμη να αυξάνεται εντός της αλυσίδας της παραγόμενης αξίας και οι ιδιώτες έμποροι στην

πραγματικότητα ακολουθούν τις τάσεις που καθορίζονται από τους συνεταιρισμούς. Το γεγονός αυτό μαζί με την, σε σημαντικό βαθμό, αποδοχή του προαιρετικού συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρισης της καλλιέργειας του ροδάκινου από τους παραγωγούς της ΠΕ Ημαθίας, την επέκταση του δικτύου των συμβούλων και την αλλαγή του ρόλου των δικτύων, με τις ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που επέφεραν στην αγορά εργασίας, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ενδείξεις κοινωνικής βιωσιμότητας του συστήματος. Επίσης, η μείωση των χρησιμοποιούμενων εισροών (νερού, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων) αλλά και οι ηπιότερες για το περιβάλλον πρακτικές φυτοπροστασίας που υιοθετήθηκαν σε ευρύτατη κλίμακα, τεκμηριώνουν μια θετική επίδραση στο περιβάλλον της περιοχής. Διαπιστώνεται έτσι ότι η πολυεπίπεδη εξέταση της μετάβασης στο επίπεδο του ευρύτερου τεχνικού και κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος, αυτό του καθεστώτος και του θώκου, αλλά και των επιδράσεων μεταξύ τους ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη. Ο εντοπισμός της συνδρομής πολλαπλών αλλά συγκεκριμένων επιδράσεων του ευρύτερου περιβάλλοντος και ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξαν στην διαδικασία της μετάβασης, πρόσθεσε μια ισχυρή και αξιόπιστη ερμηνευτική παράμετρο, που λείπει σε πολλές από τις αναλύσεις στη βιβλιογραφία της αγροτικής ανάπτυξης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι, σε αυτή την περίπτωση, η μετάβαση είχε μια «αμυντική» αφετηρία, αφού η συγκυρία στο ευρύτερο περιβάλλον ήταν ιδιαίτερα αρνητική για την επιβίωση του προϋπάρχοντος καθεστώτος (παλιότερα «χωματερές», αργότερα απώλεια εξαγωγικών αγορών, νέα τεχνικά εμπόδια στις ελληνικές εξαγωγές από τις ανταγωνίστριες χώρες κ.ά.). Στο επίπεδο του προϋπάρχοντος καθεστώτος, η ανάλυσή του σε τρεις διαστάσεις, την τεχνολογική, την κοινωνική και την θεσμική-αξιακή, επέτρεψε

121


013:Layout 1

122

10/24/13

10:30 AM

Page 122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 120-122

την καλύτερη κατανόηση της διαδικασίας με την οποία η πρωτοβουλία που εξετάστηκε, «αγκυρώθηκε» και «επωάστηκε» μέσα στο υπάρχον καθεστώς. Έτσι, οι σημαντικές τεχνολογικές αλλαγές που επήλθαν και οι καινοτομίες δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν, πρώτον, αν θεσμικοί φορείς του προϋπάρχοντος καθεστώτος δεν προσαρμόζονταν σε νέους «υβριδικούς» ρόλους, όπως ο ΟΠΕΓΕΠ (ρυθμιστής και υποκινητής της όλης προσπάθειας) και οι συνεταιριστικές οργανώσεις (με καθήκοντα εμπορίας αλλά και εκπροσώπησης) και, δεύτερον, αν τα υπάρχοντα δίκτυα δεν άλλαζαν στόχους, οργάνωση και εύρος. Ανέλαβαν όλοι οι ενδιαφερόμενοι εταίροι τη συν-ευθύνη της διαδικασίας μετάβασης, προσαρμόζοντας το πρότυπο της ολοκληρωμένης διαχείρισης στις ανάγκες τους και προσαρμοζόμενοι οι ίδιοι στις ευμετάβλητες συνθήκες της αγοράς, στον αντικειμενικά μάλλον δύσκαμπτο κλάδο των δενδρωδών καλλιεργειών. Το θεωρητικό πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε, λόγω της έμφασης που δίνει στον δυναμικό χαρακτήρα της μετάβασης βοήθησε στην περιγραφή και την κατανόηση της διαδικασίας. Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει βέβαια ότι η χρησιμότητα της θεωρίας της μετάβασης για τη διαμόρφωση προτά-

σεων πολιτικής, πέραν της χρήσης ως παραδείγματος, ήταν μάλλον περιορισμένη, ειδικά με τη μέχρι τώρα χρήση της στην εξέταση της εξέλιξης ολόκληρων κλάδων ή τομέων σε εθνικό ή και υπερεθνικό επίπεδο. Κι αυτό γιατί τα συμπεράσματα που μπορούν να αντληθούν είτε είναι τόσο γενικά που καταλήγουν σε κοινοτοπίες είτε είναι τόσο εξειδικευμένα στη περίπτωση που μελετάται που οποιαδήποτε απόπειρα γενίκευσης, έστω και κάποιων από αυτά, είναι αδύνατη. Η προσπάθεια που γίνεται στο παρόν ερευνητικό πρόγραμμα να εφαρμοστεί σε περιφερειακό ή και υποπεριφερειακό επίπεδο και με διαφορετικά σημεία αφετηρίας επιχειρεί να γεφυρώσει το χάσμα αυτό και, από τα πρώτα αποτελέσματα, διαφαίνονται κάποιες δυνατότητες. Η απάντηση σε ερωτήματα, που αφορούν π.χ. τις αιτίες της διαφοροποίησης της διαδικασίας στα διαφορετικά τελικά προϊόντα (ροδάκινο επιτραπέζιο και κονσερβοποιίας) ή μεταξύ περιοχών, αναμένεται να φωτίσει καλύτερα τη δυναμική διαδικασία της συνεξέλιξης που είναι η μετάβαση στη βιωσιμότητα. Επίλογος Η μετάβαση προς τη βιωσιμότητα αποτελεί τα τελευταία χρόνια ένα από τα

πιο δυναμικά διεπιστημονικά ερευνητικά πεδία, που εξετάζει τη δυναμικήεξελικτική πορεία ενός συστήματος προς τη βιωσιμότητα, ως αποτέλεσμα των συνδυασμένων επιδράσεων που δέχεται από καινοτομίες που επωάζονται σε «φωλεές» και από πιέσεις προερχόμενες από το ευρύτερο μακρο-περιβάλλον. Οι θεωρητικές αφετηρίες της εν λόγω προσέγγισης ανάγονται στη θεωρία των συστημάτων και σε σχολές οικονομικής σκέψης, όπως η θεσμική και εξελικτική οικονομική (institutional and evolutionary economics). Το ερευνητικό πρόγραμμα FarmPath εστιάζει το ενδιαφέρον του σε θέματα τα οποία μέχρι σήμερα ελάχιστα έχουν ερευνηθεί στο πλαίσιο της θεωρίας της μετάβασης: α) τη γεωργία, τον αγροτοδιατροφικό τομέα και τον αγροτικό χώρο, β) την περιφερειακή κλίμακα και γ) την «εν εξελίξει» μετάβαση, αυτή δηλαδή που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Τα θέματα αυτά αποτελούν γόνιμες ερευνητικές προκλήσεις και εγείρουν σειρά μεθοδολογικών ζητημάτων. Η εφαρμογή της προτεινόμενης μεθοδολογίας σε 21 μελέτες περιπτώσεων σε επτά ευρωπαϊκές χώρες έχει ήδη δώσει αξιόλογα ερευνητικά αποτελέσματα.


014:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 123

ΒΙΒΙΑΝ ΓΛΕΝΗ

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ1

Βίβιαν Γλένη2

1. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Ιανουάριος 2013, επιβλέπουσα Ντίνα Βαΐου. 2. vivian_gleni@hotmail.com.

Η έρευνα αυτή πραγματοποιείται μέσα στην περίοδο της κρίσης που διανύει η χώρα μας, μιας κρίσης η οποία δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Αυτό που επιδιώκεται μέσα από την παρατήρηση του χώρου ως κοινωνικού προϊόντος, που εμπεριέχει και εμπεριέχεται στις κοινωνικές σχέσεις, είναι η ανίχνευση της σύγχρονης κρίσης στον αστικό χώρο, αναλύοντας το παράδειγμα της πόλης του Πειραιά. Όμως, η παρατήρηση των μεταλλαγών στον αστικό χώρο στο σήμερα δεν μπορεί να γίνει τραβώντας βίαια μια διαχωριστική γραμμή στο έτος 2008, χρονολογία κατά την οποία εγγράφεται επίσημα στη σύγχρονη ιστορία αλλά και τη συλλογική συνείδηση των κατοίκων της χώρας η έναρξη της κρίσης. Κρίνεται ότι, για να μπορέσει κανείς να μιλήσει για τον αστικό χώρο του Πειραιά, θα πρέπει να αναζητήσει τη διαδρομή των μετασχηματισμών του και τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αυτοί πραγματοποιήθηκαν. Στόχος είναι η σύνθεση ενός μωσαϊκού, που θα αποτελείται από μικρότερα και μεγαλύτερα θραύσματα, όπως αυτά προκύπτουν από την παρατήρηση του αστικού χώρου, ο οποίος είναι διαχωρισμένος και αποσπασματικός, αλλά ταυτοχρόνως ομοιογενής μέσα στην ολότητα του, σύμφωνα με τον Lefebvre

(Lefebvre 2007: 218). Ένα μωσαϊκό που δεν θα εξαντλήσει τα όρια του, καθώς οι ψηφίδες του δεν είναι προκαθορισμένες και μετρημένες με ακρίβεια για να συνθέσουν μια ολοκληρωμένη και αυτοτελή εικόνα. Επιδιώκεται, όμως, τα διάφορα θραύσματα που μελετώνται στην έρευνα αυτή να «ενωθούν» στη συνέχεια με άλλα, όπως για παράδειγμα την ιστορία της πόλης ή τις πρόσφατες μελέτες για την πόλη ή τις προσλήψεις των κατοίκων της πόλης για την πόλη, και με αυτό τον τρόπο η έρευνα να μην ολοκληρωθεί, αλλά να μείνει ανοιχτή ώστε να μπορούν σε κάθε πτυχή της να εφαρμόσουν νέα κομμάτια. Έτσι, θα συντίθεται σιγά σιγά μια εικόνα, ένα κείμενο και μια συνείδηση για την πόλη μέσα σε αυτή τη νέα ιστορική συγκυρία, η οποία θα επικαιροποιείται και θα ολοκληρώνεται διαρκώς. Η πόλη την περίοδο της κρίσης προσεγγίζεται μεθοδολογικά μέσα από την τριμερή διαλεκτική διάκριση του Lefebvre, δηλαδή α) μέσα από τις χωρικές πρακτικές και τον υλικό χώρο, εδώ εμπίπτουν οι απεικονίσεις της κρίσης στον δημόσιο χώρο της πόλης του Πειραιά, β) μέσα από τις αναπαραστάσεις του χώρου, αντιλήψεις του χώρου που συγκροτούν τις ιδέες μας για το τι είναι δυνατόν – το επίπεδο αυτό περιλαμβάνει την παρατήρηση της ιστορικής εξέλιξης του Πειραιά, τις επιστημονικές έρευνες για την πόλη, τις σχεδιαστικές προτάσεις,

123


014:Layout 1

124

10/24/13

10:30 AM

Page 124

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 123-127

τους ορισμούς και τις διατυπώσεις, τα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα για τον αστικό χώρο και τον τοπικό πληθυσμό, και γ) μέσα από τους χώρους της αναπαράστασης και το λόγο για το χώρο, με άλλα λόγια μέσα από τον βιωμένο χώρο, το χώρο των κατοίκων και των χρηστών, ο οποίος προσεγγίζεται μέσα από την εμπειρική έρευνα, την αποδελτίωση του τοπικού τύπου, τη συνομιλία με οργανωμένους και μη φορείς της πόλης του Πειραιά, καθώς και με άτομα από τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Μέσα από την προσέγγιση αυτή αναδύεται η χωροκοινωνική διαλεκτική, με την οποία αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε τα «νέα» κοινωνικά φαινόμενα που εμφανίζονται στην πόλη την περίοδο της κρίσης (Βαΐου 2012: 86-87). Η ανάλυση των τοπικών διαδικασιών και σχέσεων στην περίοδο αυτή αναδεικνύει και υπογραμμίζει την πολλαπλότητα, την ετερογένεια και τη διαφορετικότητα των φαινομένων, αλλά και των ερμηνειών τους (Τσίκλη 2012: 284). Ξεκινώντας από τη μεγάλη αφήγηση της ιστορίας του Πειραιά, δηλαδή τους χωρικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που παρατηρούνται στο χώρο σε κεντρικούς άξονες οργάνωσης της ζωής της πόλης, φτάνω στο σήμερα και στις μικρές αφηγήσεις της καθημερινότητας. Οι αφηγήσεις της καθημερινής ζωής, που θεωρείται σημείο τομής – και επομένως το κατάλληλο σημείο για τη διερεύνηση κοινωνικών σχέσεων, χωρικών δομών, ανθρώπινης παρέμβασης, συνθέτουν μια σύγχρονη εικόνα της πραγματικότητας και μια επικαιροποιημένη αντίληψη για την πόλη την εποχή της κρίσης (Βαΐου 2012: 89). Ειδικότερα, κατά τη μελέτη της περίπτωσης του Πειραιά, συγκροτούνται οι βασικοί άξονες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της, οι οποίοι στη συνέχεια εμπλουτίζονται, «γεμίζονται» με όψεις/γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, μέσα στην περίοδο της κρίσης. Με αυτό τον τρόπο

φτάνω στο σήμερα και ειδικότερα στο χρονικό σημείο που εμφανίζονται τα πρώτα ίχνη της κρίσης, δηλαδή το έτος 2008. Ειδικότερα, παρατηρείται ότι το λιμάνι του Πειραιά διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη της πόλης. Η παρατήρηση των εξελίξεων γύρω από το λιμάνι τα τελευταία χρόνια και οι πολιτικές, οικονομικές και θεσμικές επιλογές για την ανάπτυξή του μας οδηγούν σε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τη στρατηγική για το χώρο, που υιοθετούν οι κυβερνήσεις αυτό τον καιρό. Στη συνέχεια, οι ενότητες κοινωνία και τριτογενής τομέας παραγωγής αναλύονται στην έρευνα αντλώντας εικόνες, παρατηρήσεις και στοιχεία μέσα από τη σύγχρονη πραγματικότητα, στο πλαίσιο των μικρών αφηγήσεων της καθημερινότητας. Πειραιάς: πόλη-λιμάνι Στο επίπεδο λοιπόν των μεγάλων αφηγήσεων, που αφορούν τις σύγχρονες ιστορικές εξελίξεις, διαπιστώνεται ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού και η προσπάθεια συντήρησης και επιβίωσής του οδηγεί στην κατάκτηση ακόμη περισσότερου χώρου (Harvey 2007: 151). Έτσι, παρατηρείται ότι η δημόσια περιουσία περνά σταδιακά σε ιδιώτες και επιχειρήσεις και ειδικότερα σε περίοδο κρίσης, και αυτό συμβαίνει με συνοπτικότερες διαδικασίες, όπως γίνεται με το λιμάνι του Πειραιά, με χαρακτηριστική περίπτωση την επιχείρηση της COSCO, που λειτουργεί με πολύ προνομιακούς όρους (φορολογικές απαλλαγές, ανταγωνιστικό εργασιακό καθεστώς, έλλειψη κρατικού ελέγχου κ.λπ.) και αποτελεί ένα σύγχρονο πρότυπο/μοντέλο εκμετάλλευσης της δημόσιας περιουσίας. Επομένως, η ανάγκη μεγιστοποίησης της απόδοσης των κερδών των επιχειρήσεων, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αποτελεί βασικό κριτήριο σχεδιασμού και χω-

ροθέτησης δραστηριοτήτων στην πόλη του Πειραιά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πολιτικές που υιοθετούνται για το λιμάνι του (Εικόνα 1).

Εικόνα 1

Παρατηρείται ακόμη ότι ο πολεοδομικός και αρχιτεκτονικός σχεδιασμός παύουν σταδιακά να ταυτίζονται με τον πολιτειακό ρόλο της πόλης και υποστηρίζουν συχνά ατομικές λύσεις που μεροληπτούν. Γίνεται, δηλαδή, διάκριση μεταξύ προνομιακών τόπων για συγκεκριμένες δραστηριότητες και δυνατότητα πρόσβασης/οικειοποίησης αυτών υπό όρους και του υπόλοιπου χώρου (Χατζηβασιλείου 2012: 274). Ειδικότερα στην περίπτωση του Πειραιά, οι σχεδιαστικές προτάσεις της Ο.Λ.Π. Α.Ε., που υιοθετούνται σε πολλά σημεία από το Ρ.Σ.Α. 2021 και αποβλέπουν στη δημιουργία ενός λιμένα ανταγωνιστικού και κερδοφόρου, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω πραγματικότητας. Ο σχεδιασμός αυτός δέχεται την κριτική του Δήμου και άλλων οργανωμένων συλλογικοτήτων της πόλης, καθώς συνιστά υιοθέτηση μιας μεμονωμένης πρότασης ιδιωτικού φορέα, που αγνοεί τη γνώμη των τοπικών φορέων και των κατοίκων της, καθώς και τις σύγχρονες ανάγκες της τοπικής κοινωνίας (Εικόνα 2). Νεόπτωχοι, νεοάστεγοι: θεσμοθετημένες και μη δομές αλληλεγγύης Η έρευνα, όμως, ανέδειξε και μεταλλαγές που δημιούργησε ή ενέτεινε η κρίση στην καθημερινή ζωή της τοπικής κοινωνίας και στον αστικό χώρο. Ειδικό-


014:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 125

ΒΙΒΙΑΝ ΓΛΕΝΗ

σιών του Δήμου που δημιουργούνται την εποχή αυτή, όπως π.χ. το Κοινωνικό Παντοπωλείο, το Γραφείο Εθελοντισμού και Αγάπης, αλλά και η καθιέρωση ιδιόμορφων συνεργασιών ανάμεσα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, την Εκκλησία και τις Μ.Κ.Ο, όπως π.χ. οι Γιατροί του Κόσμου, με έμφαση στον εθελοντισμό για την αντιμετώπιση της νέας φτώχειας (συσσίτια, συλλογή και διανομή τροφίμων, συλλογή ρουχισμού, ιατρική περίθαλψη) (Εικόνα 4).

Εικόνα 2

τερα, παρατηρήθηκε ότι κομβικοί τομείς απορρόφησης εργατικού δυναμικού στην πόλη του Πειραιά (π.χ. ναυτιλία, εμπόριο) έχουν πληγεί από την κρίση, καθώς η ανεργία καλπάζει, ενώ πολλά καταστήματα (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις) κλείνουν. Οι άστεγοι στους δρόμους της πόλης πληθαίνουν, όπως και οι άνθρωποι που ψαχουλεύουν στους κάδους των σκουπιδιών. Στην κεντρική πλατεία του Πειραιά, την πλατεία Κοραή κάτω από το Δημαρχείο, στήνονται περίπτερα και συλλέγονται ρούχα και τρόφιμα για τις άπορες οικογένειες. Έξω από τα συσσίτια των εκκλησιών οι άνθρωπου σχηματίζουν ουρές, ενώ στους χώρους αναμονής του λιμανιού τα καθίσματα μετατρέπονται σε αυτοσχέδια κρεβάτια. Την ίδια στιγμή στα σχολεία υπάρχουν μαθητές που λιποθυμούν από την πείνα, ενώ σε κάποιο άλλο σημείο της πόλης κάτοικοι προμηθεύονται πατάτες από τα φορτηγά των παραγώγων, ενάντια στην ακρίβεια των τροφίμων. Αυτές είναι μόνο κάποιες όψεις της κρίσης στους δημόσιους χώρους της πόλης. Το κράτος και οι τοπικές αρχές της πόλης (Δήμος, δημοτικές παρατάξεις, Εκκλησία, Μ.Κ.Ο. κ.ά.) καλούνται να

αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα αυτά και να απαντήσουν στις νέες ανάγκες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αντιμετώπιση του φαινομένου των «νεοάστεγων», οι οποίοι σκιαγραφούνται συχνά ως άνθρωποι νεαρής ηλικίας, άνεργοι, που βρίσκονται αντιμέτωποι με την έλλειψη ή απώλεια ιδιόκτητης κατοικίας και την απουσία υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος. Τα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού έχουν κυρίως αποσπασματικό χαρακτήρα, π.χ. έκτακτα μέτρα στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, ενώ η μέριμνα για τη διατροφή και την ένδυση τους στηρίζεται στα συσσίτια της εκκλησίας και σε νεοσυσταθείσες κοινωνικές υπηρεσίες (Εικόνα 3). Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί το πλήθος των νέων κοινωνικών υπηρε-

Εικόνα 3

Εικόνα 4

Τα τελευταία καταδεικνύουν τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και επαληθεύουν τη διατύπωση του Bauman, σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές υπηρεσίες στη σύγχρονη κοινωνία (και πόσο μάλλον την εποχή της κρίσης) προορίζονται για τους φτωχούς και για αυτό είναι φτωχές υπηρεσίες (Bauman 2004: 142). Παράλληλα, την περίοδο αυτή παρατηρούνται αυξημένα τα αντανακλαστικά της τοπικής κοινωνίας απέναντι στις νέες συνθήκες και ανάγκες, για αυτό γεννώνται πολλές μη θεσμοθετημένες, αυτοργανωμένες δομές αλληλεγγύης από διάφορες συλλογικότητες και κατοίκους της πόλης, όπως π.χ. το κίνημα της πατάτας, τα προϊόντα χωρίς μεσάζοντες, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις παρατηρείται και ανάληψη/υιοθέ-

125


014:Layout 1

126

10/24/13

10:30 AM

Page 126

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 123-127

τηση αυτών των κινηματικών πρωτοβουλιών από τους ίδιους Δήμους (Εικόνα 5).

Εικόνα 5

Εμπόριο-κλειστά καταστήματα στο κέντρο της πόλης Το ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου ο κλάδος του εμπορίου ευημερούσε και αναπτυσσόταν σταθερά, σήμερα γεμίζει με κενά, σκοτεινά ισόγεια στη θέση των άλλοτε ελκυστικών βιτρινών. Έτσι, η εικόνα των κεντρικών εμπορικών δρόμων του Πειραιά αποκαλύπτει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τις επιπτώσεις της κρίσης στην αστικό χώρο (Εικόνα 6, 7). Τα ευρήματα των ετήσιων ερευνών του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά για τα αποτελέσματα της κρίσης στην το-

πική αγορά, όπως παρουσιάζονται συγκριτικά από το 2007 έως το 2011 (Πίνακας 1) δείχνουν ότι ο τζίρος των καταστημάτων παρουσιάζει εντυπωσιακά φθίνουσα πορεία και, ενώ το 2009 καταμετρώνται 104 καταστήματα που έκλεισαν στο εμπορικό κέντρο του Πειραιά, το 2011 ο αριθμός των κλειστών καταστημάτων σχεδόν τετραπλασιάζεται και φτάνει τα 440. Οι καταναλωτές εμφανίζονται φοβισμένοι, λόγω των συνεχών μέτρων που λαμβάνονται από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της κρίσης και διστακτικοί στις αγορές τους.

Πίνακας 1 Συγκριτικός πίνακας τζίρου καταστημάτων-περίοδος χειμερινών και θερινών εκπτώσεων, 2007-2011

Στον χάρτη που ακολουθεί απεικονίζονται τα κλειστά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο του Πειραιά, σύμφωνα με τον κατάλογο του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, που φέρει ημερομηνία 16/3/2012 και στον οποίο απαριθμούνται οι διευθύνσεις 315 κλειστών καταστημάτων στο κέντρο της πόλης (Χάρτης 1). Συμπεράσματα

Εικόνα 6

Εικόνα 7

λαγών στους χώρους αυτούς, την περίοδο της κρίσης αναδύθηκε ο προβληματισμός σχετικά με το τι συμβαίνει με εκείνες τις κοινωνικές ομάδες που η κεντρική εξουσία ωθεί σε κοινωνικές και γεωγραφικές παρυφές, αλλά και τι επιπτώσεις έχει σε μια καταναλωτική κοινωνία, η αδυναμία «αγοράς» των δραστηριοτήτων της πόλης και του χρόνου που τους αντιστοιχεί από ένα μεγάλο μέρος τους πληθυσμού. Από την έρευνα προκύπτει ότι δεν φτάσαμε στην κρίση ξαφνικά αλλά, αντιθέτως, εξελικτικά. Ενώ παρατηρείται ακόμη ότι η διαχείριση της κρίσης

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, παρατηρείται ότι ο χώρος, για να πουληθεί και να αγοραστεί, ομογενοποιείται ενώ ταυτόχρονα παραμένει κατατμημένος. Σε αυτό τον κατατμημένο χώρο αντιστοιχεί ένας κατατμημένος χρόνος, που και αυτός πουλιέται και αγοράζεται: χρόνος εργασίας, κατανάλωσης, ανάπαυσης, ελεύθερος χρόνος (Lefebvre 2007: 217). Εστιάσαμε λοιπόν σε κάποιες κεντρικές δραστηριότητες με τις οποίες είναι οργανωμένη η πόλη. Από την παρατήρηση των μεταλ-

συνίσταται σε πολιτικές επιλογές, οι οποίες αντανακλώνται αλλά και διαμορφώνονται και από τον ίδιο τον αστικό χώρο και τον τρόπο που αυτός είναι οργανωμένος/διαχωρισμένος. Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και την ανάγκη διαρκούς διεκδίκησης του δικαιώματος στην πόλη. Η σύγκρουση αυτή λαμβάνει μεγαλύτερες διαστάσεις όταν υπάρχει μια τοπική κοινωνία που βιώνει τα αποτελέσματα της κρίσης και οι ανάγκες της έχουν μεταβληθεί σε σημαντικό βαθμό ώστε σταδιακά να φτωχοποιείται (αύξηση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, άστεγοι, άνεργοι κ.ο.κ). Ανάλογα λοιπόν με τις ασκούμενες κάθε φορά πολιτικές, ο πολεοδομικός σχεδιασμός σε μεγάλη αλλά και μικρή κλίμακα μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο ρύθμισης, ενσωμάτωσης και κυριαρχίας, υιοθετώντας επιλογές που παρουσιάζονται ως αναπόδραστες (Βαΐου


014:Layout 1

10/24/13

10:30 AM

Page 127

ΒΙΒΙΑΝ ΓΛΕΝΗ

Χάρτης 1

Κλειστά μαγαζιά στο κέντρο του Πειραιά. Ιδία επεξεργασία και Πολίνας Πρέντου, αρχιτέκτονα μηχανικού, σπουδάστριας, ΔΠΜΣ: Πολεοδομία-Χωροταξία, Αρχιτεκτονική Σχολή, ΕΜΠ

2012: 67). Αντίθετα, ο συμμετοχικός σχεδιασμός και η αυτοδιαχειριστική διαδικασία είναι μια προσέγγιση που αφήνει χώρο για «άλλους» από τους συνήθεις παίχτες της πολεοδομικής διαδικασίας, ορατούς και λιγότερο ορατούς, και τους επιτρέπει να εμπλακούν στη λήψη αποφάσεων και να αναλάβουν τον έλεγχο των χώρων στην περιοχή που ζουν (Χατζηβασιλείου 2012: 274) Η διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη ανάγεται σε κοινωνικό αίτημα και ανάγκη την εποχή της κρίσης και μεταφράζεται στη διεκδίκηση του χώρου της πόλης ως χώρου πραγμάτωσης μιας ανανεωμένης αστικότητας, χωρίς τους αποκλεισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας και τους χώρους και τους χρόνους που αυτή παράγει (Βαΐου 2012: 91).

Βιβλιογραφία Βαΐου, Ντ. και Χατζημιχάλης, Κ. (2012), Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Τσίκλη, Α. (2012), Νέες τεχνολογίες και μορφές χωρικής αναδιάρθρωσης, Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Χατζηβασιλείου, Σ. (2012), Νησίδες περιφέρειας στο κέντρο της πόλης. Τα προσφυγικά της λεωφόρου Αλεξάνδρας, Ο Χώρος στην Αριστερή Σκέψη, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Bauman, Z. (2002), Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο. Harvey, D. (2007), Η Κατάσταση της Μετανεωτερικότητας-Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής, Αθήνα: Μεταίχμιο.

Lefebvre, H. (2007), Δικαίωμα στην πόλη – Χώρος και πολιτική, Αθήνα: Κουκίδα.

127


015:Layout 1

128

10/24/13

10:31 AM

Page 128

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 128-132

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ1

Ίων-Σπυρίδων Μαλέας, Αλεξάνδρα Μούργου

Η διπλωματική εργασία αφορά τη δημιουργία ενός δικτύου δημόσιων ελεύθερων χώρων και κτιρίων στον αστικό ιστό της Δραπετσώνας στον Πειραιά με όσο το δυνατό ηπιότερες παρεμβάσεις, δίνοντας έμφαση στην αξία χρήσης της γης. Κύριο μέλημα είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος των κατοίκων στην πόλη. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, προσπαθήσαμε να συγκροτήσουμε μια μεθοδολογία διαβούλευσης και στη συνέχεια σχεδιασμού μαζί με αυτούς που θα τη ζουν, δηλαδή τους κατοίκους της. Ταυτόχρονη ανάγκη μας ήταν να γίνουμε κι εμείς ένα κομμάτι της γειτονιάς. Δραπετσώνα του χτες, του σήμερα και του αύριο

1. Διπλωματική εργασία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ, Μάρτιος 2013. Επιβλέπουσα:: Βαΐου, Ντ. , Σύμβουλοι καθηγητές: Μπελαβίλας, Ν., Μωραΐτης, Κ.

Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της περιοχής, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να προσεγγίσουμε τα στάδια εξέλιξής της. Ξεκινώντας από τα τέλη του 19ου αιώνα, μελετάμε τη χωροθέτηση της βιομηχανικής ζώνης, της ζώνης του Ο.Λ.Π. (Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς), τη συγκρότησή της ως εργατούπολη, μέχρι την αποβιομηχάνιση, την ανακήρυξη των πρώην Βιομηχανικών Περιοχών (ΒΙ.ΠΕ.) και κτιρίων ως περιοχές ανάπλασης. Η συγκρότηση και η εξέλιξη της γειτονιάς μέσα στο χρόνο και το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτή αποτελούν ένα ιδιαίτερο ζήτημα, που διερευνάται ταυ-

τόχρονα με τις μεταλλαγές του αστικού χώρου και των εκάστοτε συνθηκών κατοίκησης, καθώς και τις αναδιαρθρώσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ανάπτυξης και τη συγκρότηση κοινωνικών τάξεων και ομάδων στο χώρο. Η παράλληλη μελέτη της οικονομικής, αστικήςοικιστικής και πολιτικής εξέλιξης της περιοχής, από τη μία, και η διαμόρφωση του ανθρώπινου δυναμικού που την απαρτίζει σε διάφορα επίπεδα, από την άλλη, καθορίζουν την πορεία που χαράσσεται τελικά και γίνεται κληροδότημα για το σήμερα και το αύριο. Η Δραπετσώνα είναι μια χερσόνησος δυτικά του Πειραιά. Όμως, παρά τα γεγονός ότι βρέχεται από τρεις πλευρές από τη θάλασσα, ο αστικός της ιστός είναι αποκλεισμένος από αυτή, αφού το κομμάτι της ακτογραμμής της αποτελείται από εκτάσεις υποδομών και ανενεργές εκτάσεις πρώην ρυπογόνων χρήσεων βιομηχανίας (Ο.Λ.Π. και τμήμα της πρώην Βιομηχανικής ζώνης-ΒΙ.ΠΕ. Κερατσινίου-Δραπετσώνας). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί η τεράστια υψομετρική διαφορά του αστικού ιστού από το λιμάνι (πάνω από 20 μέτρα) και οι αυτοκινητόδρομος που παρεμβάλλεται μεταξύ τους (Εικόνα 1). Αναλύοντας σε πιο λεπτομερή κλίμακα τον αποκλεισμό της Δραπετσώνας από την ακτογραμμή, εντοπίζει κανείς τα εξής: δυτικά εκτείνεται η περιοχή της πρώην ΒΙ.ΠΕ. που αποτελείται από συγκρότημα της Lafarge (πρώην Α.Γ.Ε.Τ.


015:Layout 1

10/24/13

10:31 AM

Page 129

ΙΩΝ-ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΛΕΑΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΟΥΡΓΟΥ

Ηρακλής) το οποίο υπολειτουργεί, καθώς και τις ανενεργές από το 1999 εκτάσεις της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ). Η έκταση αυτή ανήκει κατά μεγαλύτερο ποσοστό στην Εθνική Τράπεζα, και κατά μικρότερο σε άλλους μετόχους, όπως η BP και ο Ο.Λ.Π. Σε περίπτωση επανάχρησής της δίνεται στο δήμο 30% της έκτασής της. Νότια και Ανατολικά, εκτείνεται τμήμα του επιβατηγού λιμένα του Οργανισμού Λιμένα Πειραιώς (Ο.Λ.Π) (Πύλες Ε1, Ε2, Ε3). Και οι δύο περιπτώσεις, έχουν αποτελέσει, συνολικά ή τμηματικά, πρόσφορο πεδίο για προτάσεις παρέμβασης. Έχουν εκπονηθεί πολλές μελέτες που αποδίδουν νέες χρήσεις στα πεδία αυτά. Πιο συγκεκριμένα, για την περιοχή της ΒΙ.ΠΕ. έχουν πραγματοποιηθεί από το 1996 (πριν ακόμα κλείσουν οριστικά τα Λιπάσματα) έξι επίσημες μελέτες, μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Terra Posidonia, η πρόταση του Ο.Λ.Π. για μαρίνα επιβίβασης για κρουαζιερόπλοια και τελευταία (2011), η πρόταση του Δημάρχου Κερατσινίου-Δραπετσώνας κυρίου Τζαννή για δημιουργία πίστας formula 1. Στον αντίποδα βρίσκονται ομάδες πολιτών και δημοτικές κινήσεις που δραστηριοποιούνται στο ζήτημα της ανάπλασης της περιοχής και χαρακτηρίζουν τις πιο πάνω προτάσεις αρνητικές. Υποστηρίζουν πως οι προτάσεις αυτές δεν κατευθύνονται σε μία λογική προς όφελος της πόλης, των κοινωνικών υποδομών και του περιβάλλοντος και διεκδικούν τη μετατροπή της περιοχής σε μητροπολιτικό άλσος. Καμία όμως από τις ανεπίσημες ή τις επίσημες προτάσεις δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Από την άλλη, ο Ο.Λ.Π. προτείνει την αντικατάσταση της χρήσης του επιβατηγού λιμανιού στην πύλη Ε2 με πολιτιστικές χρήσεις, τη λεγόμενη «Πολιτιστική Ακτή» απέναντι από την Ηετιώνεια Πύλη για την οποία προβλέπεται η επανάχρηση διατηρητέων πρώην βιομηχα-

Εικόνα 1: Αποκλεισμός της Δραπετσώνας

νικών συγκροτημάτων και η δημιουργία μουσείων, μεταξύ των οποίων το μουσείο ενάλιων αρχαιοτήτων στο SILO για το οποίο πραγματοποιήθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός στις αρχές της φετινής χρονιάς (Εικόνα 1). Υπαγορεύεται λοιπόν η δημιουργία έργων υποδομής με έντονο εμπορευματικό χαρακτήρα, που προδιαγράφει έντονες φορτίσεις στο «αύριο» της γειτονιάς. Στις δύο πλευρές πρόκειται να δημιουργηθούν δύο υπερτοπικοί πόλοι, που θα ασκήσουν πίεση στην μικρή τοπική κλίμακα της γειτονιάς της Δραπετσώνας. (Ανα)γνωρίζοντας τη γειτονιά μαζί με τους κατοίκους Μέσα σε όλα όσα συμβαίνουν γύρω, οι πολίτες, οι Δραπετσωνίτες, δεν υπολογίζονται, ενώ οι ίδιοι αγωνιούν και δραστηριοποιούνται προκειμένου να επηρεάσουν τις εξελίξεις στο βαθμό που μπορούν. Τον Ιούνιο 2012, για παράδειγμα, επιχειρούν να επανοικειοποιηθούν την πρώην ΒΙ.ΠΕ., μπαίνοντας για πρώτη φορά μέσα στο χώρο αυτό και

διοργανώνοντας πολιτιστικές δραστηριότητες με θέμα το άνοιγμα της πόλης τους στο παραλιακό μέτωπο. Το ζήτημα άλλωστε αυτό είναι ένα από τα πρωταρχικά που απασχολούν εδώ και χρόνια την τοπική κοινωνία. Καθώς επιχειρούσαμε μια ανάγνωση/αναγνώριση της περιοχής και των επερχόμενων φορτίσεων, οι προσπάθειες παρέμβασης και τα αιτήματα των κατοίκων άρχισαν να διαμορφώνουν νέα «πολεοδομικά δεδομένα» για την εργασία μας – δεδομένα που μας ώθησαν να αναζητήσουμε μαζί με τους κατοίκους νέες ποιότητες για το μέλλον της γειτονιάς/πόλης τους. Έτσι, προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε μία μεθοδολογία σχεδιασμού μαζί με τους κατοίκους σε μία κατεύθυνση που θα βασιζόταν στο «πάτημα» της γειτονιάς πάνω στα υπερτοπικά σχέδια προς όφελος της. Προσπαθήσαμε δηλαδή να δημιουργήσουμε μια διαδικασία διαβούλευσης και στη συνέχεια σχεδιασμού μαζί τους, δανειζόμενοι ιδέες από υλοποιημένα παραδείγματα συμμετοχικού σχεδιασμού, όπως για παράδειγμα στη Θήβα (1984-1992), στη Louvain, Βέλ-

129


015:Layout 1

130

10/24/13

10:31 AM

Page 130

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 128-132

Εικόνα 2: Αναλύοντας τον αποκλεισμό

γιο (1981-1982) ή στη Θεσσαλονίκη (2012) (Εικόνα 2). Ο συμμετοχικός σχεδιασμός αποτελεί μια πειραματική μεθοδολογία, που επιχειρεί να σχεδιάσει μαζί με τους πιθανούς χρήστες του χώρου, και όχι στο όνομά τους. Ιστορικά, γεννήθηκε τη δεκαετία του 1960 στη Σκανδιναβία ως απάντηση σε μια στείρα λογική σχεδιασμού του μοντερνισμού (οι «ειδικοί» σχεδιάζουν από τα γραφεία τους, μέθοδοι zoning, κ.λπ.). Δεν μπορεί όμως να οριστεί με απόλυτο τρόπο. Μπορεί να αφορά ζητήματα σχεδιασμού φυσικού περιβάλλοντος, αστικού σχεδιασμού, χωροταξίας, πολεοδομίας, συλλογικής κατοίκησης, κ.λπ. Δεν υπάρχει καθιερωμένη συγκεκριμένη αυστηρή μέθοδος, καθώς το εγχείρημα εξαρτάται κάθε φορά από τοπικές ιδιαιτερότητες και μπορεί να περιλαμβάνει πολλά επίπεδα και κλίμακες συμμετοχής.2 Με τις ιδέες και τα εργαλεία αυτά, προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε μια διαδικασία συμμετοχής των κατοίκων στο σχεδιασμό, παράλληλα με μεταβά-

σεις σε διάφορες κλίμακες σχεδιασμού κατά τη διάρκεια της εκπόνησης ολόκληρης της εργασίας. Πρόκειται για μία διαδικασία σίγουρα χρονοβόρα, καθώς εμπεριέχει τη συμμετοχή πολλών ατόμων, και τη δημιουργία από το μηδέν ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας σχετικά με το «λεξιλόγιο» του σχεδιασμού. Στο πρώτο στάδιο αναγνώρισης της περιοχής, λοιπόν, ξεκινήσαμε με συνεντεύξεις με κατοίκους-προνομιακούς πληροφορητές, ψηλαφίζοντας τη σχέση τους με τη πόλη. Το ζήτημα της επαφής της γειτονιάς τους με την ακτογραμμή και τη θάλασσα ήταν το πιο συχνό θέμα που προέκυπτε μέσα από τη συζήτηση. Στη συνέχεια, παρακολουθήσαμε και συμμετείχαμε σε τοπικές συνελεύσεις κατοίκων και συνομιλήσαμε με διαφορετικές συλλογικότητες (όπως τη λαϊκή συνέλευση της περιοχής, διάφορες δημοτικές παρατάξεις, δημοτικές αρχές, κ.ά.), προσπαθώντας να εντοπίσουμε τα ζητήματα που αναδεικνύονταν συχνότερα. Στη συνέχεια, με όσους είχαν ασχοληθεί εκτεταμένα με το ζήτημα της

γειτονιάς, ξεκινήσαμε να περπατάμε μαζί στην περιοχή ζητώντας τους να αποτυπώσουν σε χάρτη τα σημεία που αναγνωρίζουν ως κρίσιμα. Εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι οι χάρτες των κατοίκων σε μεγάλο βαθμό ταυτίζονταν, όπως και τα σχόλιά τους. Έμφαση κυρίως δόθηκε στο μέτωπο της γειτονιάς που βρίσκεται σε οπτική επαφή με τη θάλασσα καθώς και σε συγκεκριμένα αστικά κενά μέσα στον πολεοδομικό ιστό ενώ μεγάλη αγωνία εξέφραζαν σχετικά με τη νεολαία της περιοχής που φεύγει από την περιοχή της Δραπετσώνας. Οι νέοι μάλιστα στην πλειοψηφία τους εξέφρασαν έντονα ότι αυτή τους την ανάγκη που προέρχεται από το γεγονός ότι στη γειτονιά δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ιδιωτικότητα στο επίπεδο της κοινωνικοποίησής τους. Μέσα από το υλικό που προέκυψε από τις συνεντεύξεις και συζητήσεις με τους (διαφορετικούς) κατοίκους,3 συγκροτήσαμε δύο λίστες τις με προτεινόμενες χρήσεις για υπαίθριους και στεγασμένους χώρους, επιχειρώντας


015:Layout 1

10/24/13

10:31 AM

Page 131

ΙΩΝ-ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΜΑΛΕΑΣ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΟΥΡΓΟΥ

Εικόνα 3: Χάρτης κατοίκων-ιδιοκτησιακά στοιχεία περιοχής

μία επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χώρου μέσα από το σχεδιασμό. Στην κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιήσαμε καθιερωμένα εργαλεία (χάρτες χρήσεων γης, ελεύθερων χώρων, ύψη κτιρίων), αλλά και, κυρίως, επιτόπιες συστηματικές καταγραφές για τη ζωή της πόλης, τα σημεία και τους χώρους που συσσωρεύουν ένα κομμάτι της κοινωνικής ζωής, της καθημερινότητας κ.λπ. Έτσι συμπυκνώσαμε τα στοιχεία που μας έδωσαν οι κάτοικοι σε έναν νέο χάρτη, που θα μπορούσε να αποτυπώσει σε ένα βαθμό βιωματικά στοιχεία των κατοίκων για την περιοχή. Παράλληλα δημιουργήσαμε μία πινακίδα με ανάλυση των ιδιοκτησιακών στοιχείων στα σημεία ενδιαφέροντος έτσι ώστε να εντοπίσουμε το βαθμό και τον τρόπο που θα μπορούσαμε να προτείνουμε παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο. Η παραπάνω διαδικασία πέρασε μέσα από αλλεπάλληλες επισκέψεις στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου και την Πο-

λεοδομική Υπηρεσία καθώς και διαδοχικές συναντήσεις με τους κατοίκους. Η εργασία με χάρτες της περιοχής τελικά οδήγησε στην εκπόνηση από κοινού του γενικού σχεδίου διάταξης (masterplan) (Εικόνα 3). Η σύνταξη ενός γενικού σχεδίου-Masterplan - και εντοπισμένων επεμβάσεων Οι αναζητήσεις που επιγραμματικά αναφέραμε εκκινούν από ένα πλέγμα ιδεών για το δημόσιο χώρο ως πεδίο που διαμορφώνει τις υλικές συνθήκες της κοινωνικής ζωής και ταυτόχρονα διαμορφώνεται από αυτήν. Στο βαθμό που αυτός αποτελεί πεδίο διεκδίκησης της κοινωνικής ζωής, θεωρούμε πως λόγος πρέπει να δίνεται σε εκείνους που θα ζουν εκεί, τους κατοίκους της περιοχής, μιας και οι όποιες απόπειρες επανάχρησης θα προκαλέσουν πολύπλευρες ανακατατάξεις. Για την εργασία μας πρόταγμα λοιπόν είναι η δημιουργία ενός φίλτρου που θα συμπυ-

κνώνει χρήσεις και μορφές τέτοιες που να ευνοούν τη συνεύρεση μεταξύ των ανθρώπων και τη διακίνηση των ιδεών. Ως τέτοιο προτείνεται ο σχεδιασμός ενός δικτύου δημόσιων χώρων, με υπαίθρια και στεγασμένα τμήματα διαρθρώνεται σε τέσσερις θύλακες στο μέτωπο της πόλης (ψυχαγωγίας, νεολαίας-αθλητισμού-πρασίνου, πολιτισμού και βιομηχανικής ιστορίας της Δραπετσώνας) που στόχο έχουν την αποδέσμευσή του από τη λογική της εμπορευματοποίησης. Οι προτεινόμενες χρήσεις πηγάζουν από το προηγούμενο στάδιο διαβούλευσης με τους κατοίκους και παίρνουν υπόψη ήδη υπάρχουσες γειτονικές χρήσεις. Οι επεμβάσεις μας είναι όσο το δυνατόν πιο ήπιες και χαμηλού κόστους, ενώ πραγματοποιούνται αυστηρά σε δημόσιο χώρο και σε κτίρια που ανήκουν στο δήμο (με εξαίρεση το οικόπεδο Μελετόπουλου, το οποίο διεκδικεί δικαστικά ο Δήμος εδώ και κάποια χρόνια, και για το οποίο

131


015:Layout 1

132

10/24/13

10:31 AM

Page 132

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 128-132

Εικόνα 4: Γενική διάταξη σχεδίου-masterplan

υποθέτουμε πως κερδίζει τη δίκη ο Δήμος). Ο πρώτος θύλακας είναι το «καστράκι», που βρίσκεται δίπλα από την Ηετιώνεια Πύλη. Εδώ ο δήμος σχεδιάζει να δημιουργήσει αμφιθέατρο και δημοτικό αναψυκτήριο (έχει πραγματοποιηθεί μελέτη το 1996 την οποία θα υλοποιήσει με επιδότηση από το ΕΣΠΑ). Ο δεύτερος είναι θύλακας αθλητισμού και νεολαίας, που βρίσκεται πίσω από το 2ο Γ.Ε.Λ. Δραπετσώνας. Προβλέπεται η επανάχρηση υφιστάμενων κελυφών, και προτείνεται η δημιουργία σε αυτά στεκιού νεολαίας, πρόνοιας άπορων παιδιών, δημοτικού γυμναστηρίου και κολυμβητηρίου (για το τελευταίο ο δήμος ήδη είχε πάρει απόφαση να χωροθετηθεί στο σημείο αυτό). Δίπλα ακριβώς σχεδιάζεται ένα πάρκο με αθλητικές χρήσεις στο εσωτερικό του. Ο τρίτος θύλακας βρίσκεται δίπλα στο υφιστάμενο Κέντρο Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης Δραπετσώνας (Κ.Π.Ε.Δ.) και είναι θύλακας πολιτισμού και περιβάλλοντος. Επαναχρησιμοποιούνται κελύφη που στεγάζουν

το Πολιτιστικό Κέντρο Δραπετσώνας και τον Δημοτικό Κινηματογράφο και στον υπαίθριο χώρο οργανώνεται μια έκταση με αστικές καλλιέργειες που θα τις διαχειρίζεται το Κ.Π.Ε.Δ. σε όφελος των κατοίκων. Ο τέταρτος θύλακας, τέλος, που είναι και το «πάτημα» στην περιοχή των λιπασμάτων, είναι το Πάρκο Εργατιάς όπως λέγεται, που θα στεγάσει στο «οίκημα» (πρώην εργατική κατοικία της Α.Ε.Ε.Χ.Λ.Π) το αρχείο βιομηχανικής ιστορίας της Δραπετσώνας που αυτή τη στιγμή φυλάσσεται κάτω από κακές συνθήκες. Οι θύλακες αυτοί συνδέονται μεταξύ τους αλλά και με τη γειτονιά με άξονες που διαμορφώνουν διαφορετικές ποιότητες, όπως πεζόδρομοι, ποδηλατόδρομοι, δρόμοι ήπιας κυκλοφορίας, δρόμοι παράλληλοι κίνησης αυτοκινήτου και πεζού. Η μελέτη πλαισιώνεται επίσης και με ρύθμιση κυκλοφοριακού συστήματος, μέσων μαζικής μεταφοράς, οργάνωση και αύξηση χώρων στάθμευσης, ρύθμιση Σ.Δ. στην πρώτη γραμμή ιδιοκτησίας, κ.λπ. (Εικόνα 4).

Θεωρούμε σημαντική την ύπαρξη διαφορετικών θυλάκων στον αστικό ιστό σε αντιδιαστολή με τη δημιουργία ενός ενιαίου κέντρου, μιας και η πόλη από μόνη της συμπυκνώνει και μεταφράζει σε χώρο ένα σύνολο κοινωνικών συσχετισμών. Η διάρθρωση των χώρων σε διαφορετικά σημεία του αστικού ιστού μπορεί να τονώσει την αξία χρήσης της γης και να ενθαρρύνει τη συνεύρεση στο δημόσιο χώρο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Τέλος, η διπλωματική προχώρησε σε ακόμη μικρότερη κλίμακα σχεδιασμού, εστιάζοντας στο δεύτερο θύλακα που περιλαμβάνει στέκι νεολαίας, κέντρο πρόνοιας για άπορα παιδιά, αθλητικό εξοπλισμό και πάρκο υψηλού πρασίνου. Ο σχεδιασμός στην κλίμακα αυτή συνδέθηκε με ένα ακόμη επίπεδο διαβούλευσης με τους κατοίκους, στην περίπτωση αυτή με μαθητές της Β’ τάξης του Γ.Ε.Λ. Δραπετσώνας. Η διαδικασία αυτή διήρκησε τρεις μήνες, και περιλάμβανε διαδοχικές συναντήσεις και εργασία από κοινού στην τάξη. Βασικά εργαλεία μας ήταν οι μακέτες και τα σχέδια της πε-


015:Layout 1

10/24/13

10:31 AM

Page 133

Εικόνα 5: Σχεδιάζοντας στην τάξη με τους μαθητές

ριοχής. Ο σχεδιασμός του πάρκου έγινε με τρόπο ώστε να παραλαμβάνει κινήσεις από την πόλη και να τις περνάει μέσα από το πάρκο συνδέοντάς τες με το παραλιακό μέτωπο. Οι χρήσεις που τοποθετούνται μέσα στο πάρκο είναι λίγες και αφορούν στον αθλητισμό και την ψυχαγωγία νέων. Η επιλογή της φύτευσης έγινε μαζί με τους μαθητές συμβουλευόμενοι βιβλιογραφία για τα χαρακτηριστικά των φυτών που ενδείκνυνται για αστική φύτευση κοντά στη θάλασσα, στο πλαίσιο της επιδίωξής μας για χαμηλότερο κόστος με την υψηλότερη δυνατή αξία. Έτσι, δώσαμε έμφαση στην εντοπιότητα και την αντοχή των δέντρων και των θάμνων στο ιδιαίτερο μικροκλίμα της περιοχής. Τα αειθαλή δέντρα δημιουργούν ορισμένες διαδρομές μες στο πάρκο, ενώ τα φυλλοβόλα διαμορφώνουν χώρους στάσης με θέα στις οπτικές φυγές προς τη πο-

λιτιστική ακτή, το λιμάνι και το παραλιακό μέτωπο. Στο κέντρο διαμορφώνεται πλατεία, που παραλαμβάνει τις διάφορες κινήσεις του πάρκου για να τις μεταφέρει στην κεντρική διαδρομή που καταλήγει από τη μία στο παραλιακό μέτωπο κι από την άλλη σε ένα από τα νευραλγικά σημεία του αστικού ιστού. Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού του πάρκου μας απασχόλησε ιδιαίτερα η δυναμική αλλαγή του τοπίου κατά την αλληλουχία των τεσσάρων εποχών, γι’ αυτό και δώσαμε έμφαση στις διαφορετικές περιόδους άνθισης των φυτών (Εικόνα 5). Σημαντικότερος στόχος της εργασίας μας ήταν, μέσα από τον επανασχεδιασμό του χώρου με παρεμβάσεις χαμηλής κλίμακας, να διαφυλάσσεται ο χαρακτήρας της γειτονιάς, δίνοντας βήμα στους κατοίκους να επανοικειοποιηθούν το δημόσιο χώρο, μέσα από τη

δημιουργία ενός πλέγματος σχέσεων μεταξύ των εμπλεκόμενων στη διαδικασία αυτή. Παραμένει μία εργασία που διαπραγματεύεται τον αστικό σχεδιασμό της περιοχής, στοχεύοντας όμως στη δημιουργία των υλικών συνθηκών ώστε οι κάτοικοι να μπορούν να συνομιλούν, να σχεδιάζουν και να διεκδικούν το χώρο τους μέσα στην πόλη.

Σημειώσεις 2. Αναγνωστάκη, Α. και Κλειδωνάς, Α., (2013), «Κουαρτέτο για 4 φτυάρια», Αρχιτέκτονες, τεύχος 00. 3. Τα Δημογραφικά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την περιοχή δείχνουν ότι οι κάτοικοι είναι σε μεγάλο ποσοστό εργατοτεχνίτες ή οικονομικά μη ενεργοί, και πως η παρουσία νέων οικονομικά ενεργών είναι μικρή σε σύγκριση με την υπόλοιπη Αττική.


015:Layout 1

10/24/13

10:31 AM

Page 134

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 22, 2013, 128-132

134

C

O

N

T

G E O - C O M M E N T A R Y ABOUT WATER PRIVATIZATIONS

3 7 10

David Hall Remunicipalising municipal services in Europe Tasos Hovardas Thessaloniki struggles for democracy against water privatization

14 30 31 43 45 49 52 67

Fereniki Vatavali, Penny Koutrolikou, Dimitris Balabanidis, Dimitra Siatitsa Introduction Mauro Castro, Beatriz Garcia, Fereniki Vatavali, Maria Zifou Ultra-neoliberal urban development in Spain and Greece. The case of Port Vell in Barcelona and Hellinikon Airport in Athens Housing crisis in Southern Europe: causes, consequences and social struggles Dimitris Balabanidis, Elena Patatouka, Dimitra Siatitsa The right to housing in Greece during the crisis Irene di Noto Housing crisis in Italy Marc Mart Housing bubble, crisis and social struggle in Spain Rita Silva Housing crisis in Portugal Penny Koutrolikou, Dimitra Spanou The local as an arena for emerging mobilizations and solidarity in the context of the current crisis Magrit Mayer Against and beyond the crisis: The role of urban social movements

N

T

S

A R T I C L E S

73 91

In memory of Thalis

A R T I C L E S SPECIAL SECTION: CRISIS REGIMES AND EMERGING SOCIAL MOVEMENTS IN SOUTHERN EUROPE: URBAN DEVELOPMENT, HOUSING AND LOCAL STRUGGLES

12

E

Apostolos G. Papadopoulos, Loukia-Maria Fratsea The social and occupational mobility of migrants under the spectrum of their integration into the local labor market Aris Kalandides Urban renewal and “institutional” gentrification in Berlin after German reunification

E V E N T S

105 109 113

A N D

D E B A T E S

Vaso Makrygianni, Orestis Pagalos, Charis Tsavdaroglou, Irene Oreopoulos Workshops: encounters/conflicts in cities, School of Architecture, AUTH, Thessaloniki Giorgos Velegrakis, Thanos Adritsos 1st ENTITLE Summer School Commonx, Conflicts and Dissasters, Syros Island, July 2013 Dina Vaiou Masculins/Féminins. Dialoques géographiques et au-dél`a

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

116 120

Irene Sotiropoulou Exchange networks and parallel currencies: theoretical approaches and the case of Greece George Vlahos, Pavlos Karanikolas Transition to regional sustainability of agriculture: a research in progress

S T U D E N T S ’

123 128

ΕΡΓΑ-

F O R U M

Vivian Gleni Treasing the crisis in the city of Piraeus Ion-Spyros Maleas, Alexandra Mourgou Walking in Drapetsona with local residents


cover:Layout 1

10/24/13

11:59 AM

Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 22 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 150 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά και μέχρι 6 λέξεις-κλειδιά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας, σε ξεχωριστό αρχείο, εκτός του αρχείου word του κειμένου. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου. Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

N°22 - AUTUMN 2013 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 150 words in Greek and English or French and up to 6 key-words. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


11:59 AM

Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΓΕΩΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ Για την ιδιωτικοποίηση του νερού ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ Υπερ-νεοφιλελεύθερη αστική ανάπτυξη στην Ισπανία και την Ελλάδα. Η περίπτωση του Port Vell στη Βαρκελώνη και του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στην Αθήνα

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 - ΤΕΥΧΟΣ 22

10/24/13

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΠΟΛΗΣ ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΕΥΡΩΠΗ

Η κρίση στον τομέα της κατοικίας στη Νότια Ευρώπη: Αιτίες, επιπτώσεις και κοινωνικοί αγώνες Το δικαίωμα στην κατοικία την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ GENTRIFICATION ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Housing crisis in Italy Housing bubble, crisis and social struggle in Spain Housing crisis in Portugal Το τοπικό ως πεδίο αναδυόμενων κινητοποιήσεων και κοινωνικής αλληλεγγύης στο πλαίσιο της σημερινής κρίσης Against and beyond the crisis: The role of urban social movements Η κοινωνική και επαγγελματική κινητικότητα των μεταναστών υπό το πρίσμα της ένταξής τους στις τοπικές αγορές εργασίας Αναπλάσεις και «θεσμική» Gentrification στο Βερολίνο μετά τη γερμανική επανένωση Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013 - ΤΕΥΧΟΣ 22 ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

cover:Layout 1


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.