Περιοδικό Γεωγραφίες_Τεύχος 27

Page 1


000_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 1

Π

3 4 8

Ε

Ρ

Ι

Ε

Χ

Ed Soja 1940-2015 in memoriam Κωστής Χατζημιχάλης Για τον Ed Soja : ένα πολύ προσωπικό σημείωμα Ed Soja «Μετα-μητρόπολη, η νέα αστική πραγματικότητα», συνέντευξη στην «Καθημερινή», 30.10 2005

Ο

Γιώργος Μπάλιας Προσλήψεις της κλιματικής αλλαγής Emanuele Leonardi Για μια κριτική του δόγματος της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΩΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΔΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

17 28 44 72 89 103

Καλλιόπη Σαπουντζάκη Εισαγωγή στο αφιέρωμα Γεώργιος Μπαλούτσος, Αθανάσιος Μπουρλέτσικας, Κωνσταντίνος Καούκης Ξηρασία: Ένα ύπουλο και επικίνδυνο κλιματικό φαινόμενο με ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στη διαχείρισή του Κωνσταντίνος Χουβαρδάς, Χρήστος Παπαποστόλου Ποτάμιες πλημμύρες και διασυνοριακή συνεργασία: Η περίπτωση του Έβρου ποταμού Γαβριήλ Ξανθόπουλος Οι δασικές πυρκαγιές, η διαχείρισή τους στην Ελλάδα και το αποτύπωμά της στην Αττική Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν Ο συστημικός χαρακτήρας του καύσωνα και μακροπρόθεσμη πρόληψη: Η περίπτωση της Αθήνας Μιράντα Δανδουλάκη Ανασυγκρότηση μετά το σεισμό μεγέθους 9.0R στην Ανατολική Ιαπωνία το 2011, εστιάζοντας στο σχεδιασμό του χώρου

Ε

Ν

Α

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

120 137

ΓΕΩΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

13 15

Μ

Ευγενία Τούση Μόσχα: Διαδρομές χωρικού σχεδιασμού και σύγχρονες τάσεις σε μια μετα-κομμουνιστική παγκόσμια πόλη Δημήτρης Πέττας Ο δημόσιος χώρος ως πεδίο αστικών συγκρούσεων: Σχέσεις εξουσίας και καθημερινότητα στη πλατεία Αγίου Παντελεήμονα

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

154 158

ΕΡΓΑ-

Φερενίκη Βαταβάλη, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου Γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα της κρίσης. Επιστημονική μελέτη Πασχάλης Σαμαρίνης Χωρικές πολιτικές και λόγος για την πόλη την περίοδο της Δικτατορίας (1967-1974). Τομές και συνέχειες στη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού αστικού χώρου

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

162 166

Κωνσταντίνος Μανίτσας Θεωρητική προσέγγιση του γαστρονομικού τουρισμού και η αναπτυξιακή δυναμική του στον ευρωπαϊκό μεσογειακό χώρο Βασιλική Πεππέ Εμπρησμοί δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα: Μύθος ή πραγματικότητα; Η περίπτωση της Εύβοιας


000_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 2

Διορθώσεις τεύχους 26 1. Στις σελίδες 30 και 31 οι σωστές εξισώσεις είναι όπως ακολουθούν:

2. Στα περιεχόμενα, στα άλλα επιστημονικά άρθρα αναγράφεται δυο φορές ο ίδιος τίτλος «Εξόρυξη χρυσού στη Χαλκιδική και τοπικές αντιδράσεις; Ανάλυση των αποτελεσμάτων δημοτικών και βουλευτικών εκλογών» αντί του σωστού στη σελ 93 «Ο ρόλος του ανθρώπινου παράγοντα στην Ελλάδα της κρίσης: η εμπειρία των Κοινωνικών Συνεταιρισμών». Το ίδιο λάθος υπάρχει και στο οπισθόφυλλο. Ζητούμε συγγνώμη από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 3

EDWARD SOJIA 1940-2015 IN MEMORIAM

EDWARD SOJA, 1940-2015, IN MEMORIAM

Ο διακεκριμένος καθηγητής Edward Soja γεννήθηκε στο Bronx της Νέα Υόρκης από γονείς πολωνούς μετανάστες. Ήταν ο μόνος από τα 6 αδέλφια που ολοκλήρωσε ανώτατη εκπαίδευση. Η διατριβή του στο Syracuse University αφορούσε την πολιτική γεωγραφία του εκσυγχρονισμού στην Αφρική και τη δημιουργία εθνικών κρατών. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής στα πανεπιστήμια του Ibadan στη Νιγηρία και του Nairobi στην Κένυα. Η πρώτη του ακαδημαϊκή θέση στις ΗΠΑ ήταν στο Northwestern University, όπου παρέμεινε επτά χρόνια. Στο UCLA πήγε το 1972 και παρέμεινε μέχρι τέλους, με ετήσιες τρίμηνες επισκέψεις για διδασκαλία στο LSE τα τελευταία 20 χρόνια. Τα ενδιαφέροντά του κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η ανάπτυξη της Αφρικής, η αστικοποίηση, η ανάλυση των πόλεων, η περιφερειακή ανάπτυξη, ο προγραμματισμός και η χωρικότητα της κοινωνικής ζωής. Τις τελευταίες δεκαετίες στράφηκε αποκλειστικά στα αστικά φαινόμενα, αναλύοντας την οικονομία των πόλεων, τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις, τις διαδικασίες σχεδιασμού, τις αστικές μορφές και τους συμβολισμούς. Για τα παραπάνω είχε συχνές και εξαντλητικές αναφορές στον Ανρί Λεφέβρ (Henri Lefebvre) και τον Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault). Οι εμπνευσμένες εργασίες του έχουν διεθνή αναγνώριση και ήταν ένας από τους λίγους διαμορφωτές σε διεθνή κλίμακα της κριτικής προσέγγισης του χώρου. Αρχικά μέσω της χωρο-κοινωνικής διαλεκτικής και αργότερα με τη μεταμοντέρνα θεωρία των πολλαπλών μορφών της αστικής χωρικότητας. Η βασική του αναφορά είναι η μητρόπολη του Λος Άντζελες και οι διαδικασίες «μεταμοντερνοποίησης» της. Υπήρξε συγγραφέας, επιμελητής και συν-συγγραφέας πληθώρας άρθρων και βιβλίων. Μεταξύ των βιβλίων που συνέγραψε μόνος του είναι και τα: Postmodern Geographies, Verso (1989), ThirdSpace, Blackwell (1996), Postmetropolis, Blackwell (2000), Seeking Spatial Justice, Un. of Minnesota Press (2010) και το τελευταίο My Los Angeles, Un. of California Press (2014). To 2015 ανακοινώθηκε η βράβευση του με το διεθνές βραβείο VautrinLud, γνωστό ως Νόμπελ της Γεωγραφίας, αλλά λόγω της ασθένειας και τελικά του θανάτου του δεν ήταν παρών στη τελετή απονομής. Είχε επισκεφθεί επανειλημμένα την Ελλάδα, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Νάξο, τη Μήλο και τη Σύρο με αφορμή διαλέξεις, συνέδρια και τα Διεθνή Σεμινάρια του Αιγαίου. Το 2005 κήρυξε την έναρξη λειτουργίας του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου», στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Πέθανε στο Λος Άντζελες το 2015 έπειτα από μακροχρόνια ασθένεια.

3


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 4

4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

ΓΙΑ ΤΟΝ ED SOJA: ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ Κωστής Χατζημιχάλης Τα δυσάρεστα νέα για το θάνατο του Ed Soja έφτασαν σε μας από τη γυναίκα του Maureen. Είχαμε σποραδική ενημέρωση για την επιδείνωση της υγείας του, αλλά η αναγγελία του θανάτου ήταν ένα σοκ. Χάσαμε έναν πραγματικά μεγάλο γεωγράφο και φίλο. Αντίθετα από τους/τις περισσότερους/ες φοιτητές/ριες και συναδέλφους/σες του Ed, η πρώτη μου συνάντηση μαζί του ήταν εκτός πανεπιστημίου, σε μια ημι-ερασιτεχνική χορωδία που είχε στο ρεπερτόριο της λαϊκά τραγούδια από όλο τον κόσμο. Η ομάδα λεγόταν Songs of Earth, στη περιοχή Venice του Λος Άντζελες και είχε κυκλοφορήσει ήδη δύο δίσκους. Ήταν φθινόπωρο του 1974, πρώτη φορά σε ΗΠΑ και Λος Άντζελες. Είχα μόλις εγγραφεί στο πρώτο τρίμηνο του μεταπτυχιακού προγράμματος πολεοδομίας-χωροταξίας στο Graduate School of Architecture and Planning (GSAUP), UCLA, έχοντας πάρει διαβατήριο μετά τη πτώση της Χούντας. Όντας καλός τραγουδιστής και παίζοντας λίγη κιθάρα, με τράβηξε η πολιτισμική συγκρότηση της ομάδας και γρήγορα έγινα φίλος με τους περισσότερους/ες. Με το μέγεθος του σώματός του και τη βαθιά φωνή βαρύτονου, ο Ed αμέσως τράβηξε τη προσοχή μου και μετά την πρόβα καταλήξαμε, μαζί με άλλους, στο σπίτι του, στη Mar Vista, να πίνουμε και να αστειευόμαστε μαζί με τη γυναίκα του Maureen. Από κείνες τις μέρες άρχισε μια πολυετής φιλία η οποία με στήριξε σε όλη τη διάρκεια των σπουδών μου στο Λος Άντζελες, έφερε κοντά τις οικογένειες μας στο Λος Άντζελες, στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Νάξο (φωτ. 1), Σύρο, Μήλο, Λονδίνο, Maynooth, μέχρι τη τελευταία φορά που είδα τον Ed, τη Maureen και τα παιδιά τους Christopher και Erika με τα εγγόνια του, στη τελετή απονομής του Life Achievement Award ceremony στο συνέδριο της AAG, 2013, στο Λος Άντζελες. Ερχόμενος από την επτάχρονη Δικτατορία με πολλές ριζοσπαστικές ιδέες αλλά με λιγοστές γνώσεις και σύγχυση ιδεών, στις διαλέξεις του Ed (αλλά και του John Friedmann) ένας νέος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά μου σε τρεις κατευθύνσεις: η ανακάλυψη της ριζοσπαστικής γεωγραφίας, η έννοια του χώρου σε κάθε πλευρά της ανθρώπινης δραστηριότητας και η πρακτική της αυστηρής και τίμιας έρευνας.

Ed Soja, Μυρτώ, Ειρήνη, Κωστής, Νάξος 1983.


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 5

EDWARD SOJIA 1940-2015 IN MEMORIAM

Ο Soja ήταν πολύ απαιτητικός δάσκαλος, έδινε εξοντωτικές λίστες για διάβασμα, ήταν πολύ θεωρητικός αλλά και καθηλωτικός στις προφορικές παρουσιάσεις. Με προτεραιότητα στο Λόγο, σπάνια χρησιμοποιούσε εικόνες ή χάρτες αλλά το ακροατήριο τον άκουγε για ώρες με εκείνη τη βαθιά, με νεοϋρκέζικο τόνο, φωνή. Ειδικά στα μαθήματα της Συγκριτικής Αστικοποίησης ανέλυε με ευφάνταστο τρόπο την ανάπτυξη των πόλεων και από τότε «έχτιζε» τη θεωρία του για τη «μετα-μητρόπολη» (post-metropolis) που τον έκανε διεθνώς γνωστό στις δεκαετίες του 1980-1990. Στις αρχές του 1970, ο Soja έστρεψε τα ενδιαφέροντά του από τη πολιτική γεωγραφία του εκσυγχρονισμού στην Αφρική (θέμα της διατριβής του) στη χωρο-κοινωνική διαλεκτική και αργότερα στην έννοια της χωρικότητας. Μία σημαντική γέφυρα επιστημονικής και φιλικής επικοινωνίας ήταν η αμοιβαία ανταλλαγή γνώσεων από το 1974. Με εισήγαγε στη νέα για μένα, γοητευτική και πολλαπλά χρήσιμη επιστήμη της γεωγραφίας (προερχόμενος από την αρχιτεκτονική η γεωγραφία ήταν μόνο βουνά, λίμνες και ονόματα πόλεων) και έκανα επιπλέον προπτυχιακά μαθήματα στο Τμήμα Γεωγραφίας του UCLA. Η δική μου προσφορά (με τη συνδρομή της Ντίνας Βαΐου) ήταν οι πρώτες γνώσεις για τη δουλειά του Henri Lefebvre, του Raymond Ledrut και της Γαλλικής Μαρξιστικής Σχολής για τη παραγωγή του χώρου (η οποία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων και τους Jan Lojkine, Alain Lipietz, René Dulong, Francis Goddard), από τους οποίους κανείς δεν ήταν γεωγράφος. Μετά τις πτώσεις των δικτατοριών στη Νότια Ευρώπη φυσούσε ένας άνεμος αισιοδοξίας και αναζητήσεων για τις προοπτικές του δημοκρατικού σοσιαλισμού στις πόλεις και στις περιφέρεις με πολλές αναφορές στον Αντόνιο Γκράμσι και στον Νίκο Πουλαντζά. Είχα παθιασμένο ενδιαφέρον γι’ αυτά και ο Ed με βοήθησε να μετεξελιχθεί σε σοβαρό ερευνητικό εγχείρημα. Ήταν σπουδαία χρόνια η δεκαετία του 1970 στο GSAUP. Εκτός από τα μαθήματα του Soja και του Friedmann ακούγαμε και τους Peter Marcuse, Dolores Haiden, Allan Heskin, Peter Marris, David Stea, Robin Ligget και είχαμε την ευκαιρία να κερδίζουμε από τις συχνές επισκέψεις των Manuel Castells, David Harvey και Guillermo Geisse, μεταξύ άλλων. Σε αυτό το γόνιμο, αντι- ελιτίστικο διανοητικό περιβάλλον, πολλοί ριζοσπάστες φοιτητές βρήκαμε τον δικό μας χώρο για να αναπτύξουμε τις ιδέες μας και να χτίσουμε πολύτιμα δίκτυα επικοινωνίας, τα οποία κράτησαν χρόνια. Σε μία από τις επισκέψεις του Harvey, η ομάδα των μαρξιστών φοιτητών οργάνωσε πάρτι στον μεγάλο κήπο του σπιτιού του Ed, όπου ψήσαμε αρνί σε σούβλα που έφτιαξα από ξύλο (που να βρεις σούβλα στην Καλιφόρνια), η οποία υπήρχε μέχρι το 1995 στο γκαράζ του. Είχε πολύ πλάκα και ακόμη το θυμάται ο David.

Ed και Maureen στο κήπο του σπιτιού τους, Los Angeles, 1995

5


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 6

6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

Από αριστερά: Andrew Sayer, Vicente Granados, Ed Soja, Ντίνα Βαΐου, Σύρος, 2013.

Η κρίσιμη φιγούρα πίσω από τις διεθνείς επιτυχίες του Ed είναι η γυναίκα του Maureen (φωτ. 2). Κρατούσε το σπίτι τους ανοικτό σε όλους/ες για κάθε λογής διανοητικές συναντήσεις, ανοίγοντας φιλόξενα την αγκαλιά της, πάντα με καλό φαγητό και άφθονο κρασί. Με το εγγλέζικο χιούμορ της κατάφερνε να επιβιώσει από τις δεκάδες παραξενιές του Ed χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να το υποστηρίζει σε όλες του τις ενέργειες και τα δεκάδες ταξίδια στο εξωτερικό. Δεν κατάφερε ποτέ όμως να πείσει τον άνδρα της να κόψει το κάπνισμα, να σταματήσει να τρώει βλακείες από φαστφουντάδικα ή να παίρνει τακτικά τα χάπια του, να κάνει κάποιες ασκήσεις. Δυστυχώς ο Ed δεν άκουγε και όσο πέρναγαν τα χρόνια τα προβλήματα υγείας έγιναν μη αναστρέψιμα, παρά τις επεμβάσεις των παιδιά του Christopher και Erika. Δεν θα μπορούσε να επιβιώσει μέχρι τέλους χωρίς τη Maureen. Ο Soja ήταν ο βασικός επιβλέπων τόσο στο Master όσο και στο PhD (κοινό με Planning/Geography PhD στο UCLA) μου. Αν θυμάμαι καλά ήταν το πρώτο διδακτορικό που έδωσε. Ως επιβλέπων ήταν πολύ βοηθητικός με καινοτόμες ιδέες, έψαχνε συνεχώς για αόρατες συνδέσεις, σου άνοιγε δρόμους. Ήταν όμως και πολύ αυστηρός, καμιά φορά και πολύ δυσάρεστος. Είχαμε ώρες κουβέντα για τις πτυχές και τις αιτίες της άνισης γεωγραφικά ανάπτυξης, μου άνοιξε δρόμους σε αυτή την κατεύθυνση με την οποία ασχολούμαι μέχρι σήμερα. Θυμάμαι στη προφορική εξέταση, πριν από τη διατριβή (αν κοβόσουν, είχες άλλη μία ευκαιρία και μετά σε έδιωχναν), μου έκανε την πιο δύσκολη ερώτηση, έχασα τα λόγια μου και με έσωσαν δυο άλλα μέλη της επιτροπής. Μετά τις ερωτήσεις έφυγα για το σπίτι σίγουρος για την αποτυχία μου, αλλά εκεί με πείρε τηλέφωνο ο ίδιος για να μου πει ότι πέρασα με διάκριση και να πάω σπίτι του να τα πιούμε. Με έπεισε επίσης να στείλω τη μαρξιστική διατριβή μου Τhe Geographical Transfer of Value στον ετήσιο διαγωνισμό για διατριβές στην αγγλική γλώσσα της υπερ-συντηρητικής International Regional Science Association. Καταλαβαίνετε την έκπληξή μου όταν ανακοινώθηκε ότι πείρα ένα από τα τρία πρώτα βραβεία και εισιτήριο ΑθήναPittsburg για να παραλάβω το βραβείο και να παρουσιάσω εργασία στο συνέδριο της διεθνούς RSA. Αργότερα, μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα, συνέχιζε να με υποστηρίζει, όπως στο πρώτο βιβλίο μου στα αγγλικά Uneven Development and Regionalism: State, Territory and Class in Southern Europe, ανταλλάσσαμε σχόλια σε κείμενα μας και είχαμε πολλές φορές την ευκαιρία για χαλαρές στιγμές σε νησιά του Αιγαίου. Με πολλές αφορμές συνέχιζε να με πιέζει να πάω σε πα-


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 7

EDWARD SOJIA 1940-2015 IN MEMORIAM

Ed και Κωστής, Πύργος-Μοναστήρι Τιμίου Σταυρού, Νάξος, 2003.

νεπιστημιακή θέση στις ΗΠΑ, κάτι που το είχα αρνηθεί έχοντας την κοινωνική και πολιτική επιλογή παραμονής στην Ελλάδα. Είχαμε επίσης πολλές και σοβαρές διαφωνίες. Ήμουνα πολύ επικριτικός στη μεταμοντέρνα του στροφή, όπως αποτυπώθηκε στο Third Space και όχι στο PostModern Geographies, όπως νομίζουν πολλοί. Ανταλλάξαμε γράμματα με έντονα επιχειρήματα για τις αναγνώσεις που έκανε στο έργο του Lefebvre και του Foucault και ειδικά στο κεφάλαιο “The Stimulus of a little confusion: a contemporary comparison of Amsterdam and Los Angeles”, όπου προσπαθεί να συγκρίνει τις δύο πόλεις βρίσκοντας κοινά σημεία τα οποία αιωρούνται μεταξύ φιλάρεσκης υπερβολής και ανιστορικότητας. Από τη πλευρά του είχε μεγάλες επιφυλάξεις έως εχθρότητα για την εμμονή μου στη ριζοσπαστική-μαρξιστική γεωγραφία, αν και αναγνώριζε ότι δεν είμαι δογματικός. Δεν του άρεσε καθόλου η κριτική μου στη λεγόμενη Σχολή του Λος Αντζελες, της Νέας Περιφερειακότητας και της ευελιξίας. Εκνευρίστηκε πολύ κατά τη παρουσία της σχετικής εργασίας μας (με τον Ray Hudson), στη Σύρο το 2012, στα Διεθνή Σεμινάρια του Αιγαίου. Στην ίδια συνάντηση ήταν πολύ κριτικός στις παρουσιάσεις των ελλήνων υποψήφιων διδακτόρων, επειδή του φάνηκαν πολύ δομιστές και υλιστές, με άλλα λόγια όχι αρκετά μεταμοντέρνοι. Βέβαια το ίδιο βράδυ στο σχετικό πάρτι ήταν ο γνωστός γελαστός και ανοιχτός σε όλους/ες Ed έτοιμος για αστεία και πειράγματα (φωτ. 3). Ο Soja ήταν επίσης καθοριστική φυσιογνωμία στη λειτουργία και ανάπτυξη του GSAUP στο οποίο υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως διευθυντής, κινητοποιώντας και εμπνέοντας δεκάδες νεότερους/ες διδάσκοντες/σες και προσελκύοντας πάντα πολύ καλούς φοιτητές/ριες. Από το 1970 μέχρι το 1990 το GSAUP κατέκτησε ζηλευτή θέση ανάμεσα στις αντίστοιχες σχολές των ΗΠΑ και του Η.Β. μετακινούμενο από τη τεχνοκρατική άποψη περί προγραμματισμού σε περισσότερο ανθρωπιστικό περιεχόμενο (χωρίς να χάσει τις τεχνικές δεξιότητες). Τροφοδότησε γραφεία και υπηρεσίες σε όλο τον κόσμο με πολεοδόμους/χωροτάκτες που

7


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 8

8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

λειτουργούν ως κοινωνικοί καταλύτες και όχι ως γραφειοκράτες. Ο ρόλος του Soja σε αυτή την εξέλιξη ήταν καταλυτικός και απογοητεύθηκε βαθιά για τη μετάλλαξη που έγινε όταν καταργήθηκε η ανεξαρτησία του GSAUP και έγινε τομέας της νέας Σχολής Δημόσιων Υποθέσεων ή Δημόσιας Διοίκησης (School of Public Affairs). Ανταποκρίθηκα στο αίτημα του για γράμματα διαμαρτυρίας μαζί με δεκάδες άλλους/ες, αλλά ή απόφαση ήταν αμετάκλητη. Θα μπορούσα να συνεχίσω και άλλο με κίνδυνο να είμαι υπερβολικά θετικά προκατειλημμένος. Θα τελειώσω λέγοντας ότι, παρά τις πολλές και πικρές διαφωνίες μας για την τελευταία περίοδο της δουλειάς του, ο Ed Soja ήταν ο μέντοράς μου, ένας μεγάλος δάσκαλος και ένα πολύτιμος φίλος (φωτ. 4). Και αυτό ισχύει για δεκάδες αλλους/ες σε όλον τον κόσμο. Κοιτάζοντας πίσω μια γνωριμία 40 και πλέον ετών, συνειδητοποιώ την διεθνή επιρροή που είχε ο Soja στην αλλαγή της κυρίαρχης προσέγγισης για το χώρο προς τη κατεύθυνση της κριτικής χωρο-κοινωνικής ανάλυσης και βλέπω πραγματικά το μέγεθος της. Τώρα πήγε στον δικό του, προσωπικό ΤριτοΧώρο αφήνοντας πίσω του αναμνήσεις ενός μεγάλου ανθρώπου, όχι μόνο ως προς τις φυσικές του διαστάσεις.

«ΜΕΤΑ-ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ, Η ΝΕΑ ΑΣΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»1 Για τις αλλαγές που προκάλεσαν οι μετανάστες στις πόλεις μιλάει τον Οκτώβρη 2005 στη Θεσσαλονίκη, ο καθηγητής Έντουαρντ Σότζα 1 Καθημερινή 30 Οκτωβρίου 2005, Συνέντευξη στη ΓΙΩΤΑ ΜΥΡΤΣΙΩΤΗ, ευχαριστούμε τις Έφη Κωστοπούλου και Κατερίνα Λαμπρινού για τη βοήθεια.

Αν στη συνείδηση των περισσοτέρων η επιστήμη της γεωγραφίας παραπέμπει στη μελέτη του πλανήτη Γη, ο Αμερικανός καθηγητής γεωγραφίας και αστικού προγραμματισμού Έντουαρντ Σότζα εμβαθύνει στη θέαση των πραγμάτων μέσα από το χώρο και το χρόνο. «Τις περισσότερες φορές δίνουμε έμφαση στο χρόνο, στην ιστορία. Τα βλέπουμε όλα από ιστορική άποψη και αυτή η αντιμετώπιση είναι οικεία. Αυτό που προσπαθώ εγώ να κάνω ως γεωγράφος, είναι να ενδυναμώσω τη χωρική παράμετρο, ώστε χώρος και χρόνος να συνεργάζονται και να αλληλεπιδρούν», εξηγεί σε συνέντευξή του στην Καθημερινή. Ασχολούμενος με τα αστικά και τα περιφερειακά δίκτυα αλλά και την κοινωνιολογία των πόλεων, ο κ. Έντουαρντ Σότζα δανείζεται την ελληνική λέξη «μετά» για να αναλύσει τα νέα χαρακτηριστικά των μητροπόλεων και την νέα μορφή του αστικού χώρου από την εισροή των μεταναστών στις 400 περίπου μετα-μητροπόλεις του πλανήτη. Μια από αυτές και η Θεσσαλονίκη, για την οποία προειδοποιεί: «Αν δεν αναπτύξει στενές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, θα πάρει την πρωτοκαθεδρία στα Βαλκάνια η Κωνσταντινούπολη». «Αν κατανοήσουμε τη γεωγραφία του πλανήτη, οι δυνατότητες για ένα καλύτερο κόσμο θα αυξηθούν», επισημαίνει ο κ. Έντουαρντ Σότζα. Για το λόγο αυτόν στηρίζει το νέο μεταπτυχιακό τμήμα «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου» στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο ‒«το πρώτο μεγάλο προοδευτικό τμήμα γεωγραφίας στην Ελλάδα», όπως λέει‒ και δεν σταματά να μεταφέρει διδάσκοντας την αισιοδοξία του για την ειρηνική συνύπαρξη. «Πάντα υπάρχουν ευκαιρίες


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 9

EDWARD SOJIA 1940-2015 IN MEMORIAM

για βελτίωση. Καμιά φορά είναι δύσκολο να τις διακρίνουμε, αλλά πρέπει να τις βρούμε. Για να συμβεί αυτό πρέπει να έχουμε περισσότερη χωρική συνείδηση και σχεδιασμό σε περιφερειακό επίπεδο, από τη βάση ως την κορυφή». Η έννοια του «μετά» Τι σημαίνει για τον πλανήτη ασφυκτική αστική ανάπτυξη; Πού βαδίζουν οι έννοιες «πόλη» και «μητρόπολη» με το γιγαντισμό των μεγαλουπόλεων; Η αστική μορφή είναι σήμερα περισσότερο κυρίαρχη από ποτέ, ωστόσο το νέο μοντέλο που επικρατεί διαφέρει πολύ από την έννοια της μητρόπολης. Στην περίπτωση αυτή, η ελληνική λέξη «μετά» που χρησιμοποιώ είναι η ιδανικότερη για να εκφράσει τη νέα μορφή της μητρόπολης. Μετα-μητρόπολη, δηλαδή, γιατί έχει υπερβεί τα γνωστά χαρακτηριστικά της μητρόπολης. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιφέρειες. Πόλεις με πάρα πολύ μεγάλο πληθυσμό και μεγάλη εισροή ανθρώπων από όλον τον κόσμο. Οι σημερινές περιφερειακές μητροπόλεις είναι πλέον περισσότερο πολυκεντρικές. Γύρω από την παλιά μητρόπολη αναπτύσσονται πολλά νέα αστικά κέντρα. Δημιουργείται δηλαδή ένα είδος δικτυωμένης αστικής περιφέρειας και μάλιστα σε κάποια μέρη, όπως στο Randstad της Ολλανδίας, με ταχύτατους ρυθμούς. Προάστια-πόλεις Με αυτά τα δεδομένα, το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού στον πλανήτη κατοικεί πλέον σε μετα-μητροπόλεις… Ακριβώς. Περίπου 3,3 δισεκατομμύρια άνθρωποι κατοικούν σε 400 αστικές περιφέρειες αυτού του είδους σε όλον τον κόσμο, οι οποίες υπερβαίνουν το 1 εκατομμύριο σε πληθυσμό. Η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης λοιπόν, έχοντας πληθυσμό πάνω από 1.000.000 κατοίκους, μόλις έγινε μία από τις 400 αστικές περιοχές. Οι άνθρωποι που μένουν σε αυτές συνωστίζονται σε μία μικρή έκταση. Δεν είναι περιφέρειες με την παλιά έννοια ‒ερημικές, πράσινες, ανοιχτές‒ γύρω από το ζωντανό και ετερογενές κέντρο, αλλά παρατηρείται το φαινόμενο της περιφερειακής διάχυτης αστικοποίησης. Τα πρώην προάστια, δηλαδή, μετατρέπονται σε πόλεις, δημιουργώντας αυτό που ονομάζεται –μοιάζει παράδοξο‒ αστικοποίηση των προαστιακών περιοχών. Η προαστιακή περιοχή εξελίσσεται σε κάτι διαφορετικό από αυτό που ξέραμε σε σχέση με την παλιά μητρόπολη. Και είναι πλέον πολύ πιο δύσκολο να πούμε πού τελειώνει η πόλη και πού ξεκινάει η πόλη-προάστιο. Οι αστικές περιοχές γίνονται περισσότερο προαστιακές και οι προαστιακές περισσότερο αστικές. Τα κέντρα είτε υποβαθμίζονται είτε αναζωογονούνται, ανάλογα με την εισροή των μεταναστών, είτε μετατρέπονται σε ένα είδος μουσείου.

9


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 10

10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

Μετανάστες και διαμάχες Οι οικονομικοί μετανάστες ωστόσο έχουν αλλάξει τη σύνθεση των μεγαλουπόλεων. Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις αλλά και τα οφέλη στη δομή των μητροπόλεων; Οι πιθανές θετικές και αρνητικές επιδράσεις είναι πολλές. Σε ορισμένες πόλεις της Ευρώπης έχει οδηγήσει σε πολιτική πόλωση. Ο ντόπιος πληθυσμός, σε πολλές περιπτώσεις, συγκρούεται με τους μετανάστες και αυτό δημιουργεί ένα καινούργιο είδος πολιτικής με επικίνδυνες πτυχές ακόμη, ακόμα και στις πιο ανοιχτές και φιλελεύθερες χώρες, όπως η Ολλανδία. Όταν συγκατοικούν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι σε μια πόλη οι πολιτικές διαμάχες ενός άλλου μέρους του πλανήτη μεταφέρονται στην αστική ζωή της πόλης. Στην πόλη που ζω, το Λος Άντζελες, αν είσαι Τούρκος δεν το λες. Έχουμε τον μεγαλύτερο πληθυσμό Αρμενίων στον κόσμο, με αποτέλεσμα η διαμάχη Τούρκων και Αρμενίων να διαδραματίζεται και στο Λος Άντζελες, με φόνους, βία και καταστροφές. Επομένως, η μετα-μητρόπολη από τη μία πολλαπλασιάζει τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, από την άλλη όμως υπάρχει η ελπίδα για ένα θετικό μείγμα, μια υβριδοποίηση, μια αλληλεπίδραση και μια ειρηνική συνύπαρξη των πολιτισμών στο μέλλον. Υπάρχουν λοιπόν οι δύο όψεις των πόλεων, η βιτρίνα της ανάπτυξης και του πλούτου, από τη μια, η φτώχεια και οι δραματικές εξελίξεις, από την άλλη. Τι πρέπει να γίνει για να εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο; Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Αν δεν υπάρξει παρέμβαση, τα προβλήματα θα επιδεινωθούν. Ο ρόλος του κράτους για την αντιμετώπισή τους δεν επαρκεί. Απαιτείται από κοινού εθνική και υπερεθνική συμμετοχή. Στην Ευρώπη υπάρχει η ελπίδα ότι η ΕΕ θα δεσμευτεί να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα. Για παράδειγμα, το πετυχημένο μοντέλο ανάπτυξης της Ιρλανδίας αναπτέρωσε τις ελπίδες των ευρωπαϊκών περιφερειών. Πέρα από το ρόλο του κράτους ουσιαστική είναι και η οργάνωση από τη βάση – νέες μορφές συνασπισμών σε τοπικό επίπεδο, που να συνδέουν τα συνδικάτα με τους κοινοτικούς φορείς, τις φυλετικές, πολιτιστικές, θρησκευτικές οργανώσεις. Ένα ετερογενές μείγμα που θα παλεύει για τη δικαιοσύνη, την ισότητα και τη δημοκρατία. Η μεγάλη πρόκληση είναι οι ομάδες αυτές να ενώσουν τις δυνάμεις τους και μέσω των προγραμμάτων να παλέψουν για την ευρύτερη αστική περιφερειακή δημοκρατία. Η Ζωή στις ΗΠΑ Ποια ζητήματα του πλανήτη σας προβληματίζουν τούτη την περίοδο; Η οικονομική και η πολιτιστική ανάπτυξη, η δημιουργικότητα, η καινοτομία. Αυτό που με ενοχλεί και μου προκαλεί στενοχώρια είναι η υποβάθμιση των ΗΠΑ. Ποτέ η ζωή στις ΗΠΑ δεν ήταν τόσο δυσάρεστη όσο τώρα. Όλοι είναι υπεύθυνοι για αυτό. Κυρίως όμως η ηγεσία της. Μία δύναμη που βασίζεται στις ακροδεξιές, θρησκευτικές πεποιθήσεις έχει εισβάλει στην πολιτική με εντελώς νέους τρόπους.


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 11

EDWARD SOJIA 1940-2015 IN MEMORIAM

Τελικά ποιοι χειρίζονται τον χώρο, οι πολιτικοί ή οι πολίτες; Όλοι παίζουμε κάποιο ρόλο στην κοινωνική δημιουργία των χώρων όπου ζούμε. Συμμετέχουμε συλλογικά σε αυτή τη διαδικασία, γιατί αν πιστέψουμε ότι είναι φυσικό φαινόμενο ή δημιουργία της πολιτικής, τότε δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Αν όμως κατανοήσουμε ότι εμείς διαμορφώνουμε τους χώρους μας, τότε μπορούμε να συμμετέχουμε στη βελτίωσή τους. Ο τρόπος με τον οποίο η αμερικανική κυβέρνηση διαμορφώνει τη γεωγραφία, ειδικά σχετικά μετά τον τυφώνα «Κατρίνα» στην Νέα Ορλεάνη, βασίζεται στις πιο άπληστες, εγωιστικές, τρελές θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο Μπους μιλάει για μεγάλες επενδύσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν επενδύει ούτε σεντ για άμεση βοήθεια στους πληγέντες, εκτός δια μέσου των οργανώσεων, οι οποίες τελικά βοηθούν περισσότερο τους πλούσιους. Το Κογκρέσο έχει καταργήσει τις περιβαλλοντικές ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις, τις περιοριστικές διατάξεις για τις αμοιβές, άρα δεν μιλάμε για αποκατάσταση, αλλά για ενίσχυση των μεγάλων εταιρειών να αποκτήσουν περισσότερα χρήματα. Είναι εντελώς τρελό να συμβαίνει κάτι τέτοιο και να μην επαναστατεί ο αμερικανικός λαός. Η Θεσσαλονίκη και η Πόλη Έντουαρντ Σότζα: Αντίπαλες μητροπόλεις στα Βαλκάνια «Αν η Θεσσαλονίκη δεν αναπτύξει σχέσεις με τις γειτονικές χώρες, κινδυνεύει να χάσει την πρωτοκαθεδρία στα Βαλκάνια και το ρόλο αυτό να παίξει η Κωνσταντινούπολη», λέει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή ο αμερικανός γεωγράφος Εντουαρντ Σότζα, από τους ιδρυτές της «Σχολής του Λος Αντζελες» που έκαναν τη γεωγραφία κοινωνική επιστήμη. «Μέχρι στιγμής, η Θεσσαλονίκη δεν έχει πετύχει πολλά στο θέμα της επανασύνδεσής της με τα Βαλκάνια, και, αν η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, θα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή και η Κωνσταντινούπολη η πόλη με τη μεγαλύτερη επιρροή». Ο αμερικανός επιστήμονας δανείζεται την ελληνική λέξη «μετά» για να χαρακτηρίσει τις σημερινές μητροπόλεις (μεταμητροπόλεις), όπου το κέντρο παραχωρεί την πρώτη θέση στα προάστια. «Το κέντρο υποβαθμίζεται ή αναζωογονείται, ανάλογα με την εισροή των μεταναστών, που άλλαξαν ριζικά τις πόλεις. «Ο ντόπιος πληθυσμός, σε πολλές περιπτώσεις, συγκρούεται με τους μετανάστες και αυτό δημιουργεί ένα καινούργιο είδος πολιτικής με επικίνδυνες πτυχές, ακόμη και στις πιο φιλελεύθερες χώρες, όπως η Ολλανδία». Η Κωνσταντινούπολη απειλεί τη Θεσσαλονίκη Έχει αποδοθεί στη Θεσσαλονίκη ο τίτλος της «μητρόπολης των Βαλκανίων». Πιστεύεται ότι αυτό ισχύει στην πράξη; Λόγω της ιστορικής και γεωγραφικής θέσης της, η Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να είναι κεντρικό σημείο αναφοράς των Βαλκανίων. Βασική προϋπόθεση όμως είναι η δημιουργία διασυνοριακής περιοχής, η επανασύνδεσή της με τα Βαλκάνια. Γνωρίζω ότι έχουν γίνει κάποιες προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση με τη Βουλγαρία. Ωστόσο, δεδομένης της ιστορίας και της πολιτικής της FYROM, εκτιμώ ότι

11


001_Layout 1 07/06/2016 6:30 μ.μ. Page 12

12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

η Θεσσαλονίκη δεν έχει πετύχει και πολλά στο θέμα της σύνδεσής της με τις γειτονικές της χώρες. Ένα άλλο σημαντικό βήμα ‒το μεγαλύτερο ίσως‒ είναι οι σχέσεις της Θεσσαλονίκης αλλά και της Αθήνας με την Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη έχει εξελιχθεί σε κέντρο των Βαλκανίων, της Ανατολικής Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας. Η οικονομία της έχει ήδη επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό σε Βαλκάνια, Ανατολική Ευρώπη και Ρωσία. Αν η Τουρκία ενταχθεί στην ΕΕ, θα είναι η μεγαλύτερη χώρα της περιοχής και η Κωνσταντινούπολη η μεγαλύτερη πόλη. Επομένως, οι σχέσεις της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας με την Κωνσταντινούπολη είναι ένα από τα μεγάλα ζητήματα του μέλλοντος. Δεν έχει τόση σημασία αν η Θεσσαλονίκη θα είναι η κυρίαρχη πόλη, σημασία έχει να δημιουργήσει ένα υπεραστικό, διαπεριφερειακό δίκτυο σε εξέλιξη. Θεωρείτε δηλαδή ότι υπάρχει κίνδυνος κυριαρχίας της Κωνσταντινούπολης στα Βαλκάνια; Βεβαίως. Δεν μιλάμε για κίνδυνο. Η οικονομία της Κωνσταντινούπολης είναι ήδη επικρατέστερη. Πιστεύω ότι υπάρχει χώρος και για τις δύο πόλεις. Θα είναι πολύ δύσκολο όμως η Θεσσαλονίκη να ανταγωνιστεί την Κωνσταντινούπολη όσον αφορά τους πιο σημαντικούς οικονομικούς ρόλους. Ο στόχος δεν είναι ανέφικτος, όμως αυτή τη στιγμή, αν λάβουμε υπόψη τη δομή του κόσμου, τη δομή της ΕΕ και τα πολιτικά γεγονότα που ενδέχεται να συμβούν στο εγγύς μέλλον, θεωρώ ότι ο ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος. Έχουμε την Αθήνα να κυριαρχεί προς τη μια κατεύθυνση, την Κωνσταντινούπολη προς την άλλη και το Βελιγράδι να αναπτύσσεται γρήγορα. Η Θεσσαλονίκη επομένως για να ενισχύσει τη θέση της θα πρέπει να αναπτύξει τα δικά της στρατηγικά σημεία ‒ την επαναδημιουργία δηλαδή της άμεσης περιφερειακής ενδοχώρας σε σχέση με τα Σκόπια και τη Βουλγαρία, ίσως την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, και δεν ξέρω για το Κόσσοβο. Αυτή θα είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Αν η ανάπτυξή της παραμείνει εντός των ορίων της Ελλάδος, τότε η Θεσσαλονίκη δεν θα καταφέρει σε καμία περίπτωση να ανταγωνιστεί ούτε την Αθήνα, ούτε την Κωνσταντινούπολη. Ποιος είναι ο Έντουαρντ Σότζα Ο Έντουαρντ Σότζα ‒ένας από τους ιδρυτές της «Σχολής του Λος Αντζελες» που έφεραν τη μελέτη της γεωγραφίας και του χώρου στις κοινωνικές επιστήμες‒ είναι διακεκριμένος καθηγητής γεωγραφίας και αστικού προγραμματισμού στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες (UCLA) και στο London School of Economics (LSE). Είναι διεθνώς γνωστός για τις εργασίες του σχετικά με το χώρο των πόλεων και τα προβλήματα ανάπτυξης κυρίως της ευρύτερης περιοχής του Λος Άντζελες. Έχει γράψει αρκετά βιβλία εκ των οποίων τα τρία –μία τριλογία (Μεταμοντέρνες γεωγραφίες, Τριτοχώρος, Μετα-μητρόπολη)‒ έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το τελευταίο ήταν και το θέμα διάλεξής του στο συνέδριο «Γεωγραφίες της μητρόπολης –όψεις του ελληνικού φαινομένου» που διοργάνωσε το περιοδικό Γεωγραφίες (εκδόσεις Εξάντας), γιορτάζοντας τη 10η έκδοσή του στην Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον Οκτώβριο του 2005.


002_Layout 1 07/06/2016 6:31 μ.μ. Page 13

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Γ

Ε

Ω

-

Ε

Π

Ι

Κ

Α

Ι

Ρ

Ο

Τ

Η

Τ

Ε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Γιώργος Μπάλιας1 Παρά τη διαρκώς συσσωρευόμενη γνώση και την ευρέως αποδεκτή επιστημονική θέση για την (ανθρωπογενή) κλιματική αλλαγή, μερικοί επιστήμονες αλλά και αρκετοί πολίτες, ιδίως στις ΗΠΑ, συνεχίζουν να θεωρούν ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα. Δεν είναι η πρώτη φορά που, αν και υπάρχει σχεδόν καθολική συναίνεση στην επιστημονική κοινότητα για ένα σημαντικό περιβαλλοντικό πρόβλημα, ωστόσο αυτό δεν γίνεται αντιληπτό ή αποδεκτό από τους πολίτες (π.χ., η ασφαλής χρήση της πυρηνικής ενέργειας, η τοξικότητα ουσιών στα υπόγεια ύδατα όπως το αρσενικό ή το ραδόνιο ήταν μερικά τέτοια παραδείγματα κατά το παρελθόν). Στον τομέα της κοινωνιολογίας της επιστήμης και της γνωσιακής ψυχολογίας έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις αναφορικά με την περιορισμένη επιρροή της επιστήμης στη δημόσια συζήτηση για κρίσιμα θέματα που άπτονται της προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου. Η πρώτη προσέγγιση βασίζεται στην ιδέα περί μειωμένης πληροφόρησης των πολιτών. Αν, όμως, αποδίδαμε το γεγονός της περιορισμένης επιρροής της επιστήμης στην ελλιπή πληροφόρηση των πολιτών σε σχέση με εκείνη των επιστημόνων, θα ήταν λογικό να μειωνόταν η διαφωνία των πολιτών (π.χ., για την κλιματική αλλαγή) όσο αυξάνονταν τα επιστημονικά ευρήματα. Αυτό όμως δεν παρατηρείται, συχνά μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο, οι περισσότεροι σκεπτικιστές για την κλιματική αλλαγή να ανήκουν στις κοινωνικές ομάδες που κατανοούν καλύτερα τις επιστημονικές εξελίξεις. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει κάτι βαθύτερο σχετικά με τους λόγους για τους οποίους διαφωνούν οι πολίτες με τους επιστήμονες σε μείζονα ζητήματα όπως αυτό της κλιματικής αλλαγής. Το ρεύμα σκέψης που είναι γνωστό με τον όρο πολιτιστική αντίληψη του κινδύνου προβάλλει μια νέα εξήγηση αυτού του φαινομένου. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι πολίτες διαθέτουν ψυχολογικούς και γνωσιακούς μηχανισμούς μέσω των οποίων επιλέγουν κατά πόσο θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν με μια επιστημονική θέση ή ένα πρόβλημα όπως τίθεται από τους επιστήμονες. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την επιλογή διαδραματίζει η τάση τους να συνδέουν την πρόσληψη του κινδύνου με τις αξιακές εκτιμήσεις σχετικά με την επικινδυνότητα μιας δραστηριότητας. Έτσι, εμπιστεύονται τους επιστήμονες με τους οποίους μοιράζονται κοινές αξίες αναφορικά με το τι είναι καλό για την κοινωνία όπως αυτοί την οραματίζονται. Δηλαδή δεν αποδέχονται τον κίνδυνο που αντιβαίνει τις νόρ-

1 Επίκουρος καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, gbalias@hua.gr

13

Σ


002_Layout 1 07/06/2016 6:31 μ.μ. Page 14

14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

μες των κοινωνικών τους πλαισίων ή της κατ’ αυτούς ιδανικής κοινωνίας και συμφωνούν μόνο με τους επιστήμονες που έχουν το ίδιο αξιακό φορτίο. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι ιδεολογικά φορτισμένες πολιτικές απόψεις (και όχι εκείνες που εκφράζουν συμφέροντα) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόσληψη του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Έχει διαπιστωθεί ότι οι πολίτες που έλκονται από τις ιδέες της ισότητας και της υπεράσπισης των κοινών συμφωνούν με εκείνους τους επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι υφίσταται το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, το οποίο μάλιστα επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί καθόσον έχει ανθρωπογενείς αιτίες. Αντίθετα, οι πολίτες που έλκονται από τις ιδέες της ατομικής πρωτοβουλίας και της ιεραρχικής δομής της κοινωνίας συμφωνούν με τους επιστήμονες που εκφράζουν επιφυλάξεις για την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής, πολλώ δε μάλλον ανθρωπογενούς προέλευσης, και ως εκ τούτου θεωρούν ότι δεν χρειάζονται πολιτικές αντιμετώπισης (σχετικές έρευνες που έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά πραγματοποιήθηκαν από τους Dan Kahan, Donald Braman, Paul Slovic κ.ά.). Στο χώρο της επιστήμης φαίνεται πλέον ότι η μεγάλη πλειοψηφία υποστηρίζει την άποψη για την ύπαρξη της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής. Αυτό άλλωστε αντικατοπτρίζεται στη σύνθεση του Intergovernmental Panel on Climate Change (IPCC) και στις εκθέσεις που κατά καιρούς εκδίδει, ώστε να αναλάβει δράση η διεθνής κοινότητα για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Υπάρχουν, ωστόσο, επιστήμονες οι οποίοι εκφράζουν αμφιβολίες ή ακόμη αρνούνται την κλιματική αλλαγή. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι και για τους επιστήμονες ισχύουν ό,τι και για τους πολίτες με τη διαφορά ότι οι επιστήμονες σε αντίθεση με τους πολίτες, εκφράζουν την άποψή τους με επιστημονικό τρόπο και λόγο. Όπως έδειξαν οι νομπελίστες Amos Tversky και Daniel Kahneman, οι υποκειμενικές εκτιμήσεις του κινδύνου έχουν να κάνουν με την προερμηνευτική αντίληψη (bias) σύμφωνα με την οποία προβαίνουμε σε αξιολογήσεις στηριζόμενοι σε κρίσεις διαισθητικού χαρακτήρα (heuristics). Οι εν λόγω ιδιότητες, σύμφωνα με τους συγγραφείς, χαρακτηρίζουν τόσο τους απλούς πολίτες όσο και τους επιστήμονες. Στο ζήτημα, λοιπόν, της κλιματικής αλλαγής ο επιστημονικός λόγος συμφύρεται μεταξύ της επιστημονικής από τη μια μεριά και της αξιακού χαρακτήρα κρίσης από την άλλη. Μπροστά στην πραγματικότητα έτσι όπως σκιαγραφήθηκε απαιτείται μια ριζική αλλαγή του τρόπου σκέψης και δράσης. Αυτό σημαίνει ότι τόσο η μορφοποίηση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής (framing) όσο και η αξιολόγησή του θα πρέπει να αποτελούν μέριμνα όχι μόνο της λεγόμενης επιστημονικής κοινότητας αλλά και της κοινωνίας ευρύτερα. Θα πρέπει να οργανωθεί θεσμικά ένας ανοιχτός δημοκρατικός διάλογος σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, υιοθετώντας νέες μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας. Άλλωστε, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της στάσης των πολιτών και των επιστημόνων στην κλιματική αλλαγή, μόνο αν ενταχθούν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων όλοι όσοι υφίστανται τις επιπτώσεις από αυτή, θα είναι δυνατή η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους. Για να το πούμε διαφορετικά, εφόσον η κλιματική αλλαγή είναι δημοκρατική ‒καθόσο μάς αφορά όλους‒, δημοκρατική πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή της.


002_Layout 1 07/06/2016 6:31 μ.μ. Page 15

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΟΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ Εmanuele Leonardi1 Η εμπορία των δικαιωμάτων εκπομπών βασίζεται σε συγκεκριμένη, οικονομίστικη πρόσληψη της κλιματικής αλλαγής: αν η τελευταία προκύπτει από την ανεξέλεγκτη παραγωγή ρύπων σε παγκόσμια κλίμακα, τότε η εμπορευματοποίηση της παραγωγής ρύπων μπορεί να λειτουργήσει ελέγχοντας μέσω της αγοράς την άναρχη ρύπανση. [...] Η εμπορία δικαιωμάτων άνθρακα ως η αποκλειστική πολιτική επιλογή για το κλίμα είναι συνδεδεμένη με αυτό που αποκαλώ δόγμα της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών. Αυτό το δόγμα ισχυρίζεται ότι η αλλαγή του κλίματος, αν και αποτελεί συνέπεια της ιστορικής αποτυχίας της αγοράς (καθώς οι αρνητικές εξωτερικότητες δεν λαμβάνονται υπόψη στις τιμές), μπορεί να ανασχεθεί μόνο μέσω της περαιτέρω εμπορευματοποίησης. Συνεπώς δημιουργούνται συνεχώς νέες αγορές, που αφορούν νέα, αφηρημένα εμπορεύματα και τελικά ενισχύουν ένα καινούργιο, άνευ προηγουμένου, κύμα συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από αυτή την άποψη, το δόγμα της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, συνδέεται με το μεταπολιτικό «φετιχισμό του CO2» που εισάγει ο Erik Swyngedouw και με το «φετιχισμό του άνθρακα» κατά τον Steffen Böhm. Παρά το παράδοξο που εμφανίζεται (πώς μπορεί η ποσοτική αύξηση της αιτίας ενός προβλήματος να οδηγεί στη λύση του;), αυτή η λογική της κερδοφορίας μέσα από τις εκπομπές αποτελεί μάλλον δόγμα για όσους μετέχουν στις COP. [...] Στο πλαίσιο της δυνητικά καταστροφικής υπερθέρμανσης του πλανήτη, ένα τέτοιο δόγμα, λοιπόν, που βασίζεται στην αλήθεια της αγοράς, οδηγεί στην υιοθέτηση μιας εξίσωσης που θα μπορούσε να οριστεί ως εξής: κλιματική σταθερότητα = μειώσεις στις εκπομπές CO2 = εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών = βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να κάνω δύο παρατηρήσεις: α) για να μπορεί να είναι λειτουργικό το δόγμα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, προϋποθέτει ένα πολύ συγκεκριμένο όραμα για τη σχέση φύσης και αξίας και β) η παραγωγική ανεπάρκεια του συστήματος εμπορίας εκπομπών (δηλαδή η σύγκρουση μεταξύ του υποτιθέμενου περιβαλλοντικού στόχου και των μέσων ‒βλ. αγορά‒ που χρησιμοποιούνται) είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε την ισχύ του συστήματος, παρά το ανύπαρκτο οικολογικό του όφελος. Για την πρώτη παρατήρηση είναι χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι το περιβάλλον ως πολιτικό ζήτημα εμφανίζεται στον δημόσιο λόγο τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 λόγω του ισχυρού και ανταγωνιστικού ενάντια στο σύστημα λόγου των οικολογικών κινημάτων. Με άλλα λόγια, το κεφάλαιο αντιλαμβάνεται τότε το περιβαλλοντικό ζήτημα ως ένα εμπόδιο στην κερδοφορία του, ως ένα επιπλέον κόστος για τις επιχειρήσεις ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του André Gorz, ως μία κρίση αναπαραγωγής. Η φύση, η οποία μέχρι τότε χρησιμοποιείτο ως ελεύθερη και ανεξάντλητη πηγή πρώτων υλών ‒κατά την έναρξη της οικονομικής διαδικασίας‒ ή ως εξίσου ελεύθερος και άπειρος χώρος απόθεσης σκουπιδιών ‒στο τέλος της οικονομικής διαδικασίας‒ ξαφνικά, αρχίζει να σπανίζει. Η αμφιλεγόμενη έν-

1 O Εmmanuel Leonardi, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Κέντρο Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Coimbra (CES / UC) με αφορμή την πρόσφατη συνδιάσκεψη για το κλίμα στο Παρίσι (COP21). Το κείμενο αναδεικνύει την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών ως το θεμελιακό στοιχείο του κυρίαρχου λόγου και των πολιτικών για τη κλιματική αλλαγή. Μετάφραση - Επιμέλεια: Γιώργος Βελεγράκης.

15


002_Layout 1 07/06/2016 6:31 μ.μ. Page 16

16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016

νοια της βιώσιμης ανάπτυξης διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1980, ακριβώς για να αντιμετωπίσει πολιτικά αυτό το κρίσιμο θέμα. Στην πραγματικότητα, η κύρια θέση της βιώσιμης ανάπτυξης είναι ότι τα κέρδη και η προστασία του περιβάλλοντος μπορούν να βαδίζουν χέρι-χέρι. Στην ίδια κατεύθυνση, και ίσως πιο έντονα, η ρητορική της πράσινης οικονομίας τις δεκαετίες του 1990 και 2000 αντιπροσώπευε μια καπιταλιστική προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση αναπαραγωγής, με την ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών ορίων ως ένα νέο πεδίο συσσώρευσης και κερδοφορίας. Η προστασία του περιβάλλοντος και η οικονομική ανάπτυξη είναι συμβατές και μάλιστα η πρώτη είναι η κινητήρια δύναμη της δεύτερης. Για τη δεύτερη παρατήρηση, επιτρέψτε μου να αναλύσω την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών με κάποια τεχνικά εργαλεία. Το σημείο εκκίνησης είναι το Πρωτόκολλο του Κυότο (ΠΚ), που υπογράφηκε κατά τη διάρκεια της COP3 το 1997. Το ΠΚ είναι η πρώτη νομικά δεσμευτική συμφωνία για την κλιματική αλλαγή και προβλέπει ότι οι 37 χώρες του Παραρτήματος I (οι λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες) δεσμεύονται για τη μείωση έξι εκ των αερίων του θερμοκηπίου (5,2% κατά μέσο όρο την περίοδο 2008-2012, με το 1990 ως έτος αναφοράς), και όλες οι χώρες (συμπεριλαμβανομένων των χωρών του Παραρτήματος II, δηλαδή των λεγόμενων αναπτυσσόμενων χωρών) δεσμεύονται σε γενικές αρχές. Παρά το γεγονός ότι το ΠΚ αποσκοπεί στην επίτευξη μείωσης των εκπομπών μέσα από μια ποικιλία εργαλείων, κρίσιμη καινοτομία του είναι η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών, δηλαδή η ιδέα ότι η κατανομή και η ανταλλαγή εμπορευμάτων εκπομπών είναι η πιο αποτελεσματική λύση για την κλιματική κρίση. [...] Το βασικό οικονομικό σκεπτικό για τέτοιου είδους μηχανισμούς είναι ότι με το εμπόριο και τις πιστώσεις σε ειδικές αγορές θα μειωθεί το συνολικό κόστος της εκπλήρωσης των στόχων, θα προωθηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη σε μη βιομηχανικές χώρες και θα δημιουργηθούν ευκαιρίες κερδοφορίας για την πράσινη επιχειρηματικότητα. Όμως, κανένα από αυτά τα επιθυμητά αποτελέσματα δεν έχει επιτευχθεί μετά από δέκα χρόνια της πλήρους εφαρμογής του ΠΚ (τέθηκε σε πλήρη ισχύ το 2005). Συνεπώς, προκύπτει το εξής ερώτημα: Γιατί επιμένουμε στην εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών, όταν αυτή δεν λειτουργεί; Στην πραγματικότητα, ο μηχανισμός αυτός όχι μόνο δεν προσφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά πιθανότατα λειτουργεί στον αντίποδα. Ωστόσο, από οικονομική σκοπιά, οι αγορές δικαιωμάτων αποτελούν χρυσωρυχείο για τις εταιρείες που εμπλέκονται. [...] Είναι ίσως πιο ακριβές, να πούμε ότι η εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών δεν έχει καμία σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος παρά να ισχυριστούμε ότι απλά δεν λειτουργεί ως μηχανισμός. Λειτουργεί ως οικονομικός μηχανισμός και μάλιστα με μεγάλη κερδοφορία. [...] Αυτός είναι ο λόγος που η COP21 δεν μπορούσε παρά να αποτύχει. Κανείς σε αυτό το πλαίσιο δεν είναι πρόθυμος να αμφισβητήσει τα θεμέλια αυτού που ονομάζεται σήμερα «κλιματικός καπιταλισμός» (climate capitalism). Και αυτός είναι και ο λόγος που η μόνη λύση για την υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να βρεθεί από τα κινήματα κλιματικής δικαιοσύνης που ήδη υπάρχουν σε πολλά μέρη του πλανήτη. [...] Τα αληθινά βήματα μπροστά δεν θα πραγματοποιηθούν σε άλλη μια κεντρική συμφωνία μεταξύ των χωρών που υποτίθεται μάλιστα ότι είναι η «μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία του κόσμου». Τα βήματα μπροστά θα επιτευχθούν με την απελευθέρωση της πολιτικής μας φαντασίας από το υπάρχον status quo, κάτι που έχει ήδη αναγνωρίσει η ριζοσπαστική πολιτική οικολογία και καλούνται να αγκαλιάσουν και τα κινήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 17

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

Θ

Ε

Μ

Α

Τ

Ι

Κ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Α

ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΠΟΥ ΕΞΕΛΙΣΣΟΝΤΑΙ ΣΕ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΩΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΕΔΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Καλλιόπη Σαπουντζάκη1 Ο διάλογος για την προέλευση των κινδύνων και των καταστροφών Κίνδυνος στην καθημερινή γλώσσα σημαίνει το φόβο απέναντι σε απειλητικές καταστάσεις, την ανησυχία για ανεξέλεγκτες δυνάμεις της φύσης ή άλλες που προέρχονται από την αστοχία της τεχνολογίας, μπορεί ακόμη να σημαίνει την αβεβαιότητα για κέρδη ή απώλειες ή τη συγκίνηση της περιπέτειας (Jaeger et al., 2001). Στην επιστημονική γλώσσα η έμφαση μετατοπίζεται από το ενδεχόμενο ενός δυσμενούς γεγονότος στις συνέπειές του, τις εν δυνάμει απώλειες. Όταν οι απώλειες ξεπερνούν το ατομικό επίπεδο και πλήττουν κοινωνίες, που μάλιστα δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις και να ανακάμψουν με ίδια μέσα τότε αναφερόμαστε στον κίνδυνο καταστροφής. Η Ελεύθερη Εγκυκλοπαίδεια ουσιαστικά υιοθετεί για την καταστροφή τον ορισμό διεθνών φορέων διαχείρισης καταστροφών, ειδικότερα του Τμήματος των Ηνωμένων Εθνών για τη Μείωση Κινδύνου Καταστροφής (UNISDR) και της Διεθνούς Ομοσπονδίας του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (ΙFRC): «Καταστροφή είναι η σοβαρή διακοπή λειτουργίας μιας κοινωνίας η οποία συνδέεται με εκτεταμένες ανθρώπινες, υλικές, οικονομικές ή περιβαλλοντικές απώλειες και επιπτώσεις και η οποία υπερβαίνει την ικανότητα της πληγείσας κοινότητας να ανταπεξέλθει με ίδιους/ες πόρους και δυνατότητες» (Wikipedia, 2015). Ο ορισμός του φορέα UNΙSDR (2009) προσδιορίζει και τους παράγοντες που ενεργοποιούν την καταστροφή: «Οι καταστροφές περιγράφονται συνήθως ως ο συνδυασμός της έκθεσης (exposure) σε μια απειλή (hazard), των συνθηκών τρωτότητας (vulnerability) που προϋπάρχουν αλλά και της ανεπάρκειας ικανότητας αντιμετώπισης ή μέτρων μείωσης των ενδεχόμενων αρνητικών επιπτώσεων (coping capacity)». Η αξιολόγηση του μεγέθους μιας καταστροφής είναι αδύνατη χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση της πληγείσας κοινωνικής μονάδας. Οι δείκτες μέτρησης των επιπτώσεων των καταστροφών λαμβάνουν υψηλότερες τιμές όταν η εστίαση της θεώρησης μετατοπίζεται από την παγκόσμια στην εθνική, περιφερειακή, τοπική και τελικά την κλίμακα του νοικοκυριού. Επίσης η θεώρηση των καταστροφών πρέπει να έχει μακροχρόνια προοπτική (Hewitt 1983, Quarantelli 1989). Αυτό σημαίνει ότι τα κοινωνικά συστήματα που είναι ευάλωτα (τρωτά) στις καταστροφές πρέπει να μελετώνται τόσο πριν όσο και μετά από τα καταστροφικά γεγονότα. Οι κοινωνικοί επιστήμονες ξεχώρισαν τέσσερεις βασικές χωρο-χρονικές διαστάσεις των καταστροφών ως γεγονότων (Kreps, 1998): – Το χρόνο προειδοποίησης, τη χρονική απόσταση δηλαδή ανάμεσα στην ταυτοποίηση των επικίνδυνων συνθηκών και την έναρξη εκδήλωσης επιπτώσεων σε συγκεκριμένες περιοχές. – Το μέγεθος των επιπτώσεων, τη σοβαρότητα δηλαδή της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και των φυσικών βλαβών (απώλειες ζωής, τραυματισμοί, βλάβες στο φυσικό και κτισμένο περιβάλλον). – Την εμβέλεια των επιπτώσεων, δηλαδή την έκταση και το μέγεθος των γεωγραφικών ενοτήτων και κοινοτήτων που πλήττονται από τις φυσικές βλάβες και την κοινωνική αποδιοργάνωση.

1

Αναπληρώτρια καθηγήτρια, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, sapountzak@hua.gr

17


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 18

18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

– Τη διάρκεια των επιπτώσεων που αναφέρεται στη χρονική καθυστέρηση από την εμφάνιση της αποδιοργάνωσης και των βλαβών μέχρι τη θεραπεία τους ή την παύση της διαδικασίας πρόκλησής τους. Προκειμένου να ενσωματωθεί μια καταστροφή στη βάση δεδομένων της Διεθνούς Στρατηγικής των Ηνωμένων Εθνών για τη Μείωση των Καταστροφών (UNISDR) θα πρέπει να ικανοποιούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια: (α) αναφορά για 10 τουλάχιστον θανάτους, (β) αναφορά για 100 τουλάχιστον επηρεασμένους, (γ) κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης από την υπεύθυνη Κυβέρνηση και (δ) αίτημα της εθνικής κυβέρνησης για διεθνή βοήθεια. Πάντως, οι παραπάνω περιγραφικοί και στατιστικοί ορισμοί δεν μας διαφωτίζουν ιδιαίτερα για τη διαδρομή από τη γένεση των ακραίων γεωφυσικών, μετεωρολογικών, υδρολογικών, κλιματικών κ.ά. φαινομένων μέχρι το μετασχηματισμό τους σε καταστροφή. Ούτε βέβαια για τη διαδρομή από τις διαδικασίες γένεσης των συνθηκών τρωτότητας στις οποίες εγκλωβίζονται κάποιες κοινωνίες ή περιοχές μέχρι την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τις ανακυκλούμενες καταστροφές που τις πλήττουν. Ωστόσο, μόνο αν αντιληφθούμε πως εμφανίζονται οι κίνδυνοι καταστροφής θα μπορούσαμε να λάβουμε αποφάσεις για τη μείωση ή αποφυγή τους. Διαισθητικά αντιλαμβανόμαστε ότι οι κίνδυνοι είναι το φυσικό επακόλουθο της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης με τη φύση και την τεχνολογία, ή με άλλη διατύπωση, ότι οι κίνδυνοι είναι το αναπόφευκτο παραπροϊόν της επιδίωξης ωφελημάτων ή/και κερδών που είναι σημαντικά για τις κοινωνίες ή τις κυρίαρχες τάξεις τους, όπως, για παράδειγμα, η βελτίωση της ανθρώπινης υγείας ή η αύξηση της παραγωγικότητας. Η σκέψη ότι ο κίνδυνος είναι «παραπροϊόν» της ανθρώπινης σχέσης με την τεχνολογία και το περιβάλλον είναι απλή και σαφής, δεν είναι όμως επαρκής. Αφήνει αναπάντητα σημαντικά ερωτήματα. Για παράδειγμα, γιατί το χειρότερο βιομηχανικό ατύχημα στην ιστορία, συνέβη στο Bhopal της Ινδίας και όχι κάπου αλλού; Πώς συμβαίνει κάποιες ομάδες να αποκτούν κέρδη από ριψοκίνδυνες δραστηριότητες χωρίς να εκτίθενται άμεσα στον κίνδυνο, ενώ άλλες που εκτίθενται να μη λαμβάνουν κάποιο μερίδιο αυτών των ωφελημάτων (Tierney, 2014); Έχοντας κατά νου τις καταστροφές που ξεκινούν κατά βάση από ένα ακραίο φυσικό φαινόμενο τίθεται το ερώτημα: Ποιος είναι τελικά ο πιο σημαντικός από

τους καθοριστικούς παράγοντες, η εξωγενής απειλή (επικινδυνότητα) και η γεωγραφική θέση της εκτεθειμένης κοινότητας σε σχέση με τη χωρική εμβέλεια αυτής της επικινδυνότητας (η έκθεση), ή η αδυναμία αυτής της κοινότητας να αντιληφθεί, να προλάβει, να αποφύγει, να προστατευτεί από την απειλή και να ανακάμψει από τις επιπτώσεις της όταν εκδηλωθεί (η τρωτότητά της); Ο βαθμός στον οποίο μια καταστροφή είναι πράγματι φυσική (οφείλεται δηλαδή κυρίως στη φυσική επικινδυνότητα) και όχι ανθρωπογενής, ακόμη και αν πρόκειται για τις γνωστές μας σεισμικές ή πλημμυρικές καταστροφές, είναι θέμα μεγάλης συζήτησης που διαρκεί επί δεκαετίες στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας της διαχείρισης των λεγόμενων «φυσικών καταστροφών». Ο Gilbert (1998) πρότεινε την ταξινόμηση των θεωρητικών προσεγγίσεων των καταστροφών σε τρία βασικά εναλλακτικά ερμηνευτικά υποδείγματα. Το πρώτο αντιμετωπίζει την καταστροφή ως αποτέλεσμα της δράσης εξωτερικών δυνάμεων, ως πανομοιότυπο της πολεμικής προσβολής (η καταστροφή αποδίδεται σε μια εξωτερική πηγή και οι ανθρώπινες κοινότητες αντιδρούν στην «επίθεση» που δέχονται από αυτήν). Το δεύτερο «βλέπει» την καταστροφή ως έκφραση και απόρροια της κοινωνικής τρωτότητας. Καταστροφή είναι το αποτέλεσμα της υποκείμενης δομής της κοινωνίας, μια κατάσταση και μια δυναμική που «γεννάται» από μέσα, από τις ίδιες τις κοινωνικές διαδικασίες. Κατά το τρίτο υπόδειγμα καταστροφή είναι η είσοδος σε μια κατάσταση αβεβαιότητας. Σύμφωνα με το πρώτο υπόδειγμα οι αιτίες των καταστροφών εκκινούν και άρα πρέπει να αναζητούνται έξω από τις κοινότητες που πλήττονται. Το υπόδειγμα αυτό υιοθετείται εν μέρει ακόμη και σήμερα, μεταξύ άλλων επειδή διαθέτει απλότητα και σαφήνεια. Το υπόδειγμα συνδέεται με τη συγκυρία και τον τόπο όπου πρωτοεμφανίστηκε, συγκεκριμένα τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια όξυνσης του Ψυχρού Πολέμου. Οι βόμβες των υποτιθέμενων αεροπορικών επιδρομών ταίριαξαν καλά με την έννοια του «εξωτερικού παράγοντα» και οι πληθυσμοί που πλήττονταν από πλημμύρες, σεισμούς κ.λπ. παρουσίαζαν εξαιρετική ομοιότητα με τα θύματα των αεροπορικών επιδρομών. Η προσέγγιση του «πολεμικού μοντέλου» κριτικαρίστηκε έντονα και η παρέμβαση του Quarantelli (1970) δημιούργησε ένα μεγάλο σχίσμα στο πεδίο των καταστροφών. Σύμφωνα με το υπόδειγμά του οι εξω-


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 19

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ

τερικοί καταστρεπτικοί παράγοντες έπαψαν να εκλαμβάνονται ως οι αιτίες και έγιναν «οι επισπεύδοντες» της κρίσης και των αντιδράσεων που διαμορφώνονται ουσιαστικά από το κοινωνικό πλαίσιο. Το δεύτερο υπόδειγμα όχι μόνο αντιστρέφει την παλαιότερη ιεραρχία των καθοριστικών παραγόντων αλλά απαλλάσσεται επίσης από το δεσμευτικό αξίωμα της εξωτερικής απειλής. Η καταστροφή προσεγγίζεται ως διαδικασία που συνδέεται στενά και πρωτίστως με την κοινωνική τρωτότητα. Όταν οι κοινωνικοί κίνδυνοι από μέσα και όχι από έξω εκρήγνυνται τότε συμβαίνει καταστροφή. Αντιπροσωπευτικοί συγγραφείς του πρώτου υποδείγματος είναι οι Burton και Kates (1964) που περιέγραψαν τις φυσικές καταστροφές ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος επιβλαβή για τον άνθρωπο και προκαλούμενα από εξωγενείς σε σχέση με αυτόν δυνάμεις. Αυτός ο περιβαλλοντικός ντετερμινισμός κατηύθυνε το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών και της έρευνας για τη διαχείριση των καταστροφών προς περισσότερο φυσικές/τεχνολογικές και λιγότερο κοινωνικές αναλύσεις και ρυθμίσεις. Αντιπροσωπευτικός συγγραφέας του δεύτερου υποδείγματος είναι ο Hewitt (1983), ο οποίος, απαντώντας στην έλλειψη κριτικής ανάλυσης των ανθρωπογενών αιτίων των περιβαλλοντικών κινδύνων, ηγήθηκε μιας ριζοσπαστικής προσέγγισης στην ανάλυση των καταστροφών, αντλώντας από τη μαρξιστική παράδοση και τη θεωρία της Εξάρτησης. Ο ισχυρισμός του Hewitt ήταν ότι οι φυσικές καταστροφές θα έπρεπε να θεωρούνται ως μέρος μιας συνεχιζόμενης σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και τη φύση και όχι ανεξάρτητα ακραία γεγονότα που συμβαίνουν έξω από τη διαδικασία ανάπτυξης. Η στρουκτουραλιστική αυτή προσέγγιση έδωσε έμφαση στις διαφορές των κοινωνικών δομών για την παραγωγή μιας καταστροφής και αναγνώρισε μια στενή σχέση των περιβαλλοντικών καταστροφών με τα χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης ή τις συνθήκες περιθωριοποίησης των φτωχών στρωμάτων. Το δεύτερο υπόδειγμα απαλλάχθηκε από το «αποκούμπι» της εξωτερικής απειλής και έχασε ένα σημείο εκκίνησης βασισμένο στην κοινή λογική. Γιατί βέβαια είναι απλούστερο να πει κανείς ότι ένα ναυάγιο προκλήθηκε από μία θύελλα από το να ισχυριστεί ότι κατά τη διάρκεια της θύελλας εκδηλώθηκαν οι κίνδυνοι του πλοίου και του πληρώματός του. Η μεγαλύτερη συνεισφορά του έγκειται στο ότι εισήγαγε στο πεδίο των καταστροφών την έννοια της τρωτότητας, τόσο ως παρά-

γοντα-αίτιο της καταστροφής όσο και ως τον βασικό παράγοντα ρύθμισης για την αντιμετώπισή της (Gilbert, 1998). Το τρίτο υπόδειγμα μπορεί να συνοψιστεί σε τρία βασικά σημεία. Πρώτον, η καταστροφή έχει στενή σχέση με την αβεβαιότητα που δημιουργείται όταν κάποιος κίνδυνος, πραγματικός ή όχι, απειλεί μια κοινωνία και δεν μπορεί να εκτιμηθεί από τα αίτια και τα αποτελέσματά του. Δεύτερον, η αβεβαιότητα που εμφανίζεται στις σύγχρονες κοινωνίες είναι προϊόν της κοινωνικής οργάνωσης και σχετίζεται με την αυξανόμενη πολυπλοκότητά τους. Τρίτον, καταστροφή σε μια κοινότητα συμβαίνει όταν τα μέλη της, χάνουν την ικανότητά να αντιληφθούν την πραγματικότητα μέσω της συμβατικής κοινής λογικής και των παραδεδεγμένων αντιληπτικών πλαισίων. Πάντως, σε γενικές γραμμές, η ακαδημαϊκή κοινότητα θεωρεί τις καταστροφές ως το αποτέλεσμα κινδύνου ο οποίος δεν αντιμετωπίστηκε και ο οποίος προκύπτει από το συνδυασμό της έκθεσης σε απειλητική διαδικασία με ευάλωτες/τρωτές συνθήκες. Οι απειλές που πλήττουν περιοχές με χαμηλή ή ανύπαρκτη τρωτότητα δεν γίνονται ποτέ καταστροφές όπως στην περίπτωση των ακατοίκητων περιοχών του πλανήτη. Μεταξύ των κοινωνιολόγων και των γεωγράφων των καταστροφών υπάρχει συμφωνία, έστω και με αποκλίσεις: Οι κίνδυνοι και η τρωτότητα διαμορφώνονται από παράγοντες που είναι κατά βάση κοινωνικοί. Οι επιπτώσεις των τυφώνων, σεισμών, βιομηχανικών ατυχημάτων δεν προσδιορίζονται τόσο από τη φύση και την τεχνολογία, όσο από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις ιστορικές διαδικασίες που διαμορφώνουν σιγά-σιγά «την ταυτότητα της επικινδυνότητας ενός τόπου» και τις κοινωνικές ομάδες που είναι περισσότερο εκτεθειμένες και τρωτές. Ο κοινωνιολόγος Mileti (1999) στο βιβλίο του Disasters by Design (Σχεδιασμένες Καταστροφές) επιχειρηματολογεί ότι όλοι οι κίνδυνοι και όλες οι μορφές απωλειών, είτε από φυσικές είτε από τεχνολογικές καταστροφές, είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται ή δεν λαμβάνονται από κοινωνίες, οργανισμούς και πολιτικούς δρώντες. Οι καταστροφές του σήμερα έχουν «σχεδιαστεί» με αποφάσεις του παρελθόντοςκαι οι μελλοντικές θα είναι το αποτέλεσμα αποφάσεων που λαμβάνονται ή αποφεύγεται να ληφθούν σήμερα. Οι διαδικασίες που παράγουν τους κινδύνους και οι οποίοι συσσωρεύονται με το πέρασμα του χρόνου αποτελούν

19


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 20

20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

μέρος της κοινωνικής δομής και εξέλιξης (Tierney, 2014). Στο βιβλίο των Blaikie et al. (1994) με τίτλο At Risk: Natural Hazards, People’s Vulnerability and Disasters παρουσιάζεται μια συστηματική θεωρία και ένα μοντέλο για την κοινωνική παραγωγή του κινδύνου, το λεγόμενο μοντέλο «Πίεσης-Εκτόνωσης» (PAR – Pressure-Release Model), που εξηγεί τη διαδικασία διαμόρφωσης συνθηκών τρωτότητας (Εικόνα 1). Στην παραγωγή κινδύνων και τρωτότητας σε ασυνεχείς μάλιστα χώρους, τώρα ή/και για το μέλλον, συμβάλλουν και ορισμένες ιστορικά διαμορφωμένες και εμπεδωμένες στην κοινή γνώμη πολιτισμικές-νοητικές κατασκευές, όπως η κυρίαρχη στο Δυτικό κόσμο πρόσληψη της φύσης ως δεξαμενής πόρων και αποθετηρίου απορριμμάτων. Ο Ulrich Beck, με το βιβλίο του Risk Society: Towards a New Modernity (1992) αλλά και αυτά που ακολούθησαν, έφερε τους κινδύνους ως πανταχού παρόν ζήτημα της καθημερινότητας σε όλες τις μορφές διαλόγου για πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ο Beck προσέθεσε σε όσα γνωρίζαμε μια νέα συνθήκη στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, όπως την προσδιορίζει: Όχι μόνο οι κίνδυνοι αλλά και οι επικινδυνότητες (απειλές) σήμερα είναι

πρωτίστως προϊόν της ανθρώπινης και κοινωνικής στάσης, πράξης και επιλογής. Οι επικινδυνότητες-κίνδυνοι στους οποίους επικεντρώνεται ο Beck χαρακτηρίζονται από την ευρύτατη χωρική τους εμβέλεια και την ιδιότητά τους να επηρεάζουν τόσο τις σημερινές όσο και τις επόμενες γενιές. Πολλοί από αυτούς τους κινδύνους είναι πέρα από τον έλεγχο των κοινωνιών και των θεσμών τους, εν μέρει επειδή εκείνοι που τους παράγουν είναι σε θέση να μην αναλαμβάνουν τη σχετική ευθύνη και εν μέρει επειδή οι νέοι κίνδυνοι επεκτείνονται πέρα από τα σύνορα των εθνικών κρατών.

Τα διλήμματα της διαχείρισης κινδύνων και καταστροφών Σύμφωνα με τον ορισμό της Διεθνούς Στρατηγικής Μείωσης των Καταστροφών των Ηνωμένων Εθνών διαχείριση κινδύνου καταστροφής εννοείται η συστηματική διαδικασία αξιοποίησης διοικητικών αποφάσεων, οργανισμών, επιχειρησιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων υλοποίησης στρατηγικών και ικανότητας αντιμετώπισης της κοινωνίας και των κοινοτήτων, προκειμένου να μειωθούν οι επιπτώσεις των επικινδυνοτήτων και η πιθανότητα καταστροφής (UN ISDR

Εικόνα 1: Το μοντέλο «Πίεσης – Εκτόνωσης» (PAR - Pressure – Release Model) των Blaikie et al. (1994) Πηγή: Προσαρμογή από Blaikie et al. (1994)


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 21

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ

2009). Η διαχείριση κινδύνου καταστροφής αποσκοπεί στην αποφυγή, τη μείωση ή τη μεταβίβαση των αρνητικών συνεπειών των επικινδυνοτήτων μέσω δράσεων πρόληψης, μετριασμού και ετοιμότητας/προετοιμασίας. Στην προηγούμενη ενότητα έγινε αναφορά στους παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται ο κίνδυνος (οι εν δυνάμει απώλειες), ειδικότερα στην εξωγενή απειλή (επικινδυνότητα) και την εσωτερική επιρρέπεια σε βλάβες ή απώλειες (τρωτότητα) συμπεριλαμβανομένης της ανικανότητας αντιμετώπισης των εκτεθειμένων στοιχείων (έκθεση). Η μείωση έστω και ενός από τους τρεις παράγοντες συνεπάγεται μείωση του κινδύνου καταστροφής. Άρα η διαχείριση του κινδύνου περιλαμβάνει τη μείωση της έκθεσης στις επικινδυνότητες, τη μείωση της τρωτότητας ανθρώπων, δραστηριοτήτων, υποδομών και αποθεμάτων, την κατάλληλη διαχείριση της γης και του περιβάλλοντος και την προετοιμασία έναντι επικίνδυνων φαινόμενων. Σύμφωνα με τον Smith (1996) όλες οι εκδοχές αντιμετώπισης των κινδύνων ταξινομούνται σε τρεις ομάδες: (α) Τροποποίηση της φυσικής απειλής, (β) Τροποποίηση της ανθρώπινης τρωτότητας και (γ) Τροποποίηση του φορτίου των απωλειών. Η τελευταία αναφέρεται στις λιγότερο δραστικές αποκρίσεις που επιδιώκουν τη διάχυση της οικονομικής επιβάρυνσης σε ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας πέρα από τα άμεσα θύματα της καταστροφής. Πρόκειται συνήθως για προγράμματα ασφάλισης και ανακούφισης. Από την άλλη πλευρά, η τροποποίηση των φυσικών διαδικασιών γίνεται με τεχνική διορθωτική προσαρμογή των ακραίων γεγονότων. Ωστόσο, οι δυνατότητες διαχείρισης πολλών φυσικών επικινδυνοτήτων μέσω τεχνικών έργων είναι περιορισμένες. Πάντως ο σχεδιασμός κατασκευαστικής θωράκισης σε συνδυασμό με μέτρα έκτακτης ανάγκης εφαρμόζεται εκτεταμένα και συστηματικά σε ορισμένες φυσικές επικινδυνότητες και σε γεωγραφικές ζώνες υψηλού κινδύνου. Η τροποποίηση της ανθρώπινης τρωτότητας συνδέεται με μέτρα μείωσης των απωλειών μέσω της προσαρμογής των εκτεθειμένων κοινοτήτων στα καταστροφικά γεγονότα, π.χ. προγράμματα ετοιμότητας που αλλάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, συστήματα προειδοποίησης, ο μακροπρόθεσμος προληπτικός σχεδιασμός χρήσεων γης κ.ο.κ. Ο τελευταίος μπορεί να διαδραματίσει ρόλο με ιδιαίτερο βάρος στον αντικα-

ταστροφικό σχεδιασμό λόγω της μακροχρόνιας προστασίας που προσφέρει. Περιλαμβάνει εργαλεία όπως οι χωροταξικές ρυθμίσεις, η ζωνοποίηση και οι κανονισμοί τοπικής κλίμακας. Στην πράξη παρεμβαίνει στη διαδικασία ανάπτυξης περιοχών που απειλούνται από κινδύνους και που προς το παρόν φιλοξενούν χρήσεις χαμηλής έντασης (π.χ., δασικές ή γεωργικές) για να αποτρέψει την κατάληψή τους από εντατικές χρήσεις που αυξάνουν τις αξίες γης και οδηγούν σε μεγαλύτερες απώλειες. Βασικός στόχος είναι η πλοήγηση της οικιστικής, εμπορικής, βιομηχανικής ανάπτυξης μακριά από αναγνωρισμένες ως επικίνδυνες ζώνες, όμως αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Η διαχείριση των χρήσεων γης είναι μεγάλης σημασίας και σε περιοχές αυξημένης έκθεσης του πληθυσμού. Οι πολιτικές αυτές αναλαμβάνονται συνήθως από το τοπικό επίπεδο και λόγω του πολιτικού τους χαρακτήρα απαιτούν συναίνεση και υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας. Η επιτυχία του σχεδιασμού χρήσεων γης στη μείωση της τρωτότητας βασίζεται σε συνεργαζόμενα μέτρα. Στις πλημμυρικές λεκάνες π.χ., η ιδανική διαχείριση συνίσταται στο συνδυασμό κατασκευαστικών έργων ελέγχου των πλημμυρικών υδάτων και μη-κατασκευαστικών ρυθμιστικών κανόνων (Smith 1996). Ωστόσο, οι σημαντικές παρενέργειες αυτών των πολιτικών τις φέρνουν σε σύγκρουση με άλλους στόχους της κοινότητας που προωθούνται από ισχυρά συμφέροντα. Έτσι, για να είναι αποτελεσματικές θα πρέπει να ελέγξουν συμπεριφορές επιδίωξης γαιοπροσόδου και κερδοσκοπίας του ιδιωτικού τομέα. O αστικός σχεδιασμός χρήσεων γης, παρά την αναγκαιότητά του ως μέσο προστασίας από κινδύνους και καταστροφές, είναι δύσκολος στην εφαρμογή, επειδή αντιμετωπίζει εμπόδια, όπως αβεβαιότητες για τη θέση, τις περιόδους επανάληψης ή την ένταση των κινδύνων που επηρεάζουν αστικές περιοχές, την προ-υφιστάμενη ανάπτυξη, τη δυσκολία εξασφάλισης της διαρκούς εγρήγορσης της κοινότητας, τις πολιτικές αντιστάσεις έναντι των ελέγχων χρήσης της γης. Οι οικοδομικοί περιορισμοί των σχεδίων χρήσεων γης δεν είναι ποτέ δημοφιλείς ιδιαίτερα σε ιδιοκτήτες, κατασκευαστές, εργολάβους, κτηματομεσίτες, επενδυτές κ.λπ. Πολλές εκτάσεις επιρρεπείς σε κατολισθήσεις και πλημμύρες είναι προικοδοτημένες με ωραίες θέες και πλεονεκτήματα που τους εξασφαλίζουν υψηλές αξίες, όταν δεν υπάρχει επίγνωση των κινδύνων.

21


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 22

22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

Η προτίμηση στα τεχνικά έργα και εν γένει την τεχνολογία για την αντιμετώπιση φυσικών απειλών ενισχύεται από μία ακόμη πολιτισμική κατασκευή σχετικά με τη φύση, την ανάπτυξη και την πρόοδο: την ακλόνητη πεποίθηση για τις ωφέλειες της τεχνολογίας στον τομέα της προσαρμοστικής αντιμετώπισης κινδύνων. Η άποψη ότι «η τεχνολογία θα μας σώσει από τους κινδύνους, που είναι υποπροϊόντα ή παραπροϊόντα της ανάπτυξης» είναι πράγματι κυρίαρχη. Δεν είναι άλλωστε τυχαία η ανεξάντλητη τεχνολογική επινοητικότητα στην αναζήτηση κατασκευαστικών και πολεοδομικών λύσεων προστασίας από καταστροφές λόγω κλιματικής αλλαγής (και η διαφαινόμενη προώθησή τους στην αγορά του μέλλοντος) (βλέπε και Εικόνα 3). Η άκριτη, τυφλή πίστη στην τεχνολογία, ένα ακόμη στοιχείο-κλειδί της σύγχρονης νοοτροπίας στον δυτικό κόσμο, έχει δύο όψεις. Μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο αλλά μπορεί και να τον μεγεθύνει, να τον μεταφέρει αλλού ή να δημιουργήσει νέους κινδύνους. Το παράδειγμα των φραγμάτων και προστατευτικών κρηπιδωμάτων είναι χαρακτηριστική περίπτωση σύγκλισης της ώθησης και «όρεξης» για ανάπτυξη με την πίστη στα τεχνικά προστατευτικά συστήματα ασφάλειας. Ωστόσο, ανάλογα κατασκευαστικά έργα έναντι τσουνάμι αστόχησαν και δεν απέτρεψαν την καταστροφή στην Ανατολική Ιαπωνία το 2011, με περαιτέρω συνέπεια τον κλονισμό της πίστης του πληθυσμού στον προστατευτικό τους ρόλο (βλ. σχετικό άρθρο Αφιερώματος από Δανδουλάκη). Εκτός από το δίλημμα κατασκευαστικά μέτρα ή μέτρα μείωσης της ανθρώπινης/κοινωνικής τρωτότητας και έκθεσης, ένα ακόμη δίλημμα στη διαχείριση κινδύνου καταστροφής είναι αυτό της επιλογής μεταξύ μέτρων βραχυχρόνιας απόδοσης, όπως είναι τα σχέδια εκκένωσης, τα συστήματα προειδοποίησης ή οι ασκήσεις ετοιμότητας, και μακροχρόνιας απόδοσης, όπως οι προληπτικοί αντισεισμικοί κανονισμοί και τα προληπτικά σχέδια χρήσεων γης. Τα πρώτα ανήκουν στη βραχυχρόνια φάση προετοιμασίας ή ετοιμότητας πριν από την καταστροφή και λαμβάνονται με την υπόθεση ότι αυτή θα συμβεί, ας ελαχιστοποιήσουμε τουλάχιστον τις επιπτώσεις στις επείγουσες φάσεις έκτακτης ανάγκης και ανακούφισης (Εικόνα 2). Τα δεύτερα αναλαμβάνονται αργότερα, κατά το στάδιο ανασυγκρότησης ή πάντως πολύ πριν εκδηλωθεί η επόμενη καταστροφή, ως μέτρα μείωσης του κινδύνου ή και αποφυγής της. Ήδη από τη δεκαετία του 1930 η διαχείριση

της καταστροφής γίνεται αντιληπτή ως μια κυκλική διαδικασία διαδοχικών διακριτών αλλά διασυνδεδεμένων σταδίων σε καθεμία από τις οποίες αναλαμβάνεται ένα σύνολο δράσεων (Εικόνα 2). Αν θεωρήσουμε ως σημείο αρχής του κύκλου την καταστροφή, ακολουθούν το στάδιο της διαχείρισης της κρίσης (δράσεις έκτακτης ανάγκης και ανακούφισης), της ανασυγκρότησης με δράσεις μετριασμού του κινδύνου και περαιτέρω της μακροπρόθεσμης πρόληψης, και τέλος της βραχυπρόθεσμης ετοιμότητας με την υπόθεση ότι η καταστροφή θα συμβεί αύριο ή είναι ήδη εδώ. Ο κύκλος τονίζει τον αδιάλειπτο χαρακτήρα των προσπαθειών για τη μείωση των απωλειών.

Εικόνα 2: Ο κύκλος διαχείρισης του κινδύνου καταστροφής. Πηγή: INCA, EC project 2011

Από τη δεκαετία του 1990 και μετά εμπεδώνεται μία σημαντική αλλαγή στα μέχρι τότε κυρίαρχα υποδείγματα διαχείρισης, ιδίως αναφορικά με κοινότητες και κοινωνικές ομάδες που διαβιούν σε περιβάλλοντα κινδύνων. Η έμφαση της διαχείρισης μετατοπίζεται από τη θεραπεία των αδυναμιών και της ευπάθειας (τρωτότητας) στον εντοπισμό και την οικοδόμηση πλεονεκτημάτων για την αποφυγή ή την επιβίωση από καταστροφές. Αυτή η στροφή συμπίπτει με την ανάδειξη της «προσαρμοστικότητας/ανθεκτικότητας» (resilience) ως «πανάκεια» για τα προβλήματα εκείνων που βρίσκονται σε κίνδυνο ή πλήττονται από καταστροφές. Η έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου “World Disasters Report 2004–Focus on Community Resilience” (IFRC and RCS, 2004) υπογραμμίζει ότι τις δύο τε-


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 23

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ

λευταίες δεκαετίες η προσαρμοστικότητα έγινε μία λέξη «καραμέλα» που περιγράφει την ικανότητα επιβίωσης, προσαρμογής και ανάκαμψης και εφαρμόζεται με ελευθερία και άνεση σε οποιοδήποτε υποκείμενο, από τα οικοσυστήματα μέχρι τις επιχειρήσεις, και σε οποιοδήποτε επίπεδο, από του νοικοκυριού μέχρι της διεθνούς κοινότητας. Η προσαρμοστικότητα αναφέρεται στα δυνατά σημεία, τις δεξιότητες, τα αποθέματα, τους πόρους και τις κάθε λογής ικανότητες που είναι δυνατό να αξιοποιηθούν ή να αναλωθούν από το προσαρμοστικό υποκείμενο για να αντεπεξέλθει έναντι των αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει. Ωστόσο, στην ίδια έκθεση σημειώνεται με αινιγματικό τρόπο (IFRC and RCS, 2004): «Παραδόξως, η προσαρμοστικότητα μπορεί να λειτουργεί παράλληλα ως μονοπάτι επιστροφής στην τρωτότητα και να καταλήγει σε μια κατάσταση που είναι ίσως χειρότερη από εκείνη στην οποία βρισκόταν η κοινότητα πριν από την καταστροφή». Η προσαρμοστικότητα, που ως έννοια ξεκίνησε από την οικολογία, θεωρούμενη στο πεδίο των καταστροφών βασίζεται στην παραδοχή ότι οι φυσικές και τεχνολογικές επικινδυνότητες αποτελούν συγκεκριμένους τύπους εξωτερικής πίεσης, σοκ ή διατάραξης του συστήματος, όπου το τελευταίο αντιδρά μεταπηδώντας από μια κατάσταση ισορροπίας σε άλλη. Αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι γραμμικές και δεν συνδέονται με τις συγκεκριμένες απειλές με μία μονοσήμαντη σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Η εκδήλωση των επικινδυνοτήτων αποτελεί το έναυσμα αλλαγής, το σημείο εκκίνησης διαφορετικών ενδεχόμενων τροχιών του συστήματος. Η πρόγνωση αυτών των τροχιών είναι δύσκολη και αντιπροσωπεύει σημαντική πηγή αβεβαιότητας. Κατά συνέπεια, η προσαρμοστικότητα ή προσαρμογή είναι μια στρατηγική μεταστροφής από τις πολιτικές που επιδιώκουν να ελέγξουν την αλλαγή στα διαταραγμένα συστήματα προς άλλες πολιτικές που καταφέρνουν να καταστήσουν τα συστήματα ικανά από μόνα τους να «τα βγάλουν πέρα», να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, αλλά και να διαμορφώσουν τα ίδια τις αναπόφευκτες αλλαγές που θα υποστούν (Folke, 2006). Στο πεδίο των καταστροφών η προσαρμοστικότητα έχει συνδεθεί κυρίως με τις φάσεις έκτακτης απόκρισης και αποκατάστασης-ανασυγκρότησης, όπου μάλιστα η ταχύτητα ανάκαμψης μετά από καταστροφή έχει ερμηνευτεί ως μέτρο της προσαρμοστικότητας της πλη-

γείσας κοινότητας. Όπως όμως παρατηρούν οι Vale και Campanella στο βιβλίο τους The Resilient City-How modern cities recover from disaster (2005) η διαδικασία της ανακατασκευής από μόνη της δεν επαρκεί για να χαρακτηριστεί μία πληγείσα πόλη στη φάση της ανάκαμψης ως προσαρμοστική. Αυτό που έχει σημασία είναι το ποιος αποκαθίσταται, ποια στοιχεία της πόλης και με ποιους μηχανισμούς. Αξίζει η αναφορά στο σχετικό απόσπασμα (Vale and Campanella 2005): «… Δεν υπάρχει μια μοναδική, μονολιθική κοινή γνώμη η οποία να επιβεβαιώνει σύσσωμη την κυρίαρχη αφήγηση προσαρμογής σε συνθήκες καταστροφής. Αντ’ αυτού ηγετικές προσωπικότητες στα πλαίσια της κυρίαρχης κουλτούρας διεκδικούν την καθοδήγηση, την ώρα που περιθωριοποιημένα άτομα ή ομάδες αγνοούνται κατά τη διαδικασία του επιλεγμένου δρόμου ανασυγκρότησης». Σε έναν κόσμο κινδύνων, περιπλοκότητας και σχετικισμού, σε έναν κόσμο με πολλά απρόοπτα, οι θεωρίες που υπόσχονται να «συλλάβουν» την περιπλοκότητα είναι δελεαστικές και η θεωρία της προσαρμοστικότητας είναι ένα τέτοιο «πανταχού παρόν» θεωρητικό εργαλείο. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις, δυσκολίες και επισφάλεια στη μεταφορά θεωρητικών εργαλείων από ένα επιστημονικό πεδίο σε άλλο, και αντίστοιχα από τον φυσικό στον κοινωνικό κόσμο. Ένα πρόβλημα είναι το στοιχείο της πρόθεσης της ανθρώπινης δράσης που απουσιάζει από ένα ντετερμινιστικό μοντέλο, όπως αυτό των κύκλων προσαρμογής. Ένα ακόμη ερώτημα είναι η ιδέα-παραδοχή της ενότητας κοινωνικών-οικολογικών συστημάτων. Υπάρχει αντικειμενικά στη φύση ή ορίζεται υποκειμενικά από τον άνθρωπο; Προκύπτει δηλαδή ένα θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα για τα παραπάνω συστήματα ως λειτουργικά ολοκληρωμένες κοινότητες δρώντων και αντικειμένων (Welsh, 2013). Μία ακόμη πρόκληση σχετίζεται με τις πολιτικές διαστάσεις της προσαρμοστικότητας. Ποιο είναι το ακριβές επιθυμητό αποτέλεσμα και για ποιους; Στις ανθρώπινες κοινωνίες κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν κατά τη διαδικασία προσαρμογής. Προσαρμοστικότητα για κάποιους μπορεί να οδηγεί στην απώλεια προσαρμοστικότητας ή και την αύξηση τρωτότητας άλλων (Sapountzaki, 2012). Πράγματι, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις από σχετικές μελέτες ότι η προσαρμοστικότητα ατομικών δρώντων είναι υπεύθυνη για τη μετακύλιση τρωτότητας σε συλλογικά κοινωνικά υπο-

23


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 24

24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

κείμενα και ότι η βραχυπρόθεσμη προσαρμοστικότητα υπονομεύει τη μακροπρόθεσμη μείωση της τρωτότητας. Τίθενται κατά συνέπεια ζητήματα δικαιοσύνης σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων, την κατανομή της τρωτότητας καθώς και την κατανομή κόστους και ωφελειών προσαρμογής και προστασίας. Κριτικές προέρχονται ακόμη από τους πολέμιους της προσαρμοστικότητας ως ιδεολογίας. Σε μία εποχή γενικευμένων κρίσεων η προσαρμοστικότητα προσφέρει στα άτομα την ευκαιρία να μάθουν να ζουν με τις κοινωνικο-φυσικές αβεβαιότητες χωρίς να διαταράσσουν τις συλλογικές λειτουργίες του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος. Η έμφαση του νέου υποδείγματος στην προσαρμογή και την ευελιξία σκοπεύει στο να καταστήσει τα συστατικά του συστήματος (άτομα και ομάδες) κατάλληλα για τη διαιώνισή του. Υπό αυτή την έννοια η προσαρμοστικότητα γίνεται μία ιδεολογία σε συγχορδία με τις αβεβαιότητες της νεοφιλελεύθερης οικονομίας (Duffield, 2011). Οι Walker και Cooper (2011) γράφουν ότι έξω από τα τείχη του ακαδημαϊκού χώρου, η προσαρμοστικότητα έχει γίνει ένα κυρίαρχο ιδεολογικό ιδίωμα της παγκόσμιας διακυβέρνησης «που προωθεί μια μετα-πολιτική ζωή διαρκούς προσαρμογής με εγκατάλειψη των μακροπρόθεσμων προσδοκιών των κοινωνιών». Με άλλα λόγια, σε ένα πλαίσιο προσαρμοστικότητας οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται στις συνθήκες που τους κάνουν να υποφέρουν, απλά πρέπει να προσαρμόζονται σε αυτές. Ο πολιτικός χρωματισμός της προσαρμοστικότητας ενισχύεται και από την ιδιότητα της αυτο-οργάνωσης που είναι εγγενής στις διαδικασίες της προσαρμογής. Στον κοινωνικό χώρο η αυτο-οργάνωση συνδέεται με την αυτάρκεια και αν προσαρμοστική κοινότητα σημαίνει αυτάρκης, αυτό μπορεί να υποδηλώνει την υποχώρηση των κυβερνήσεων και του κράτους από τις ευθύνες τους για την ασφάλεια και την προστασία της κοινωνίας. Παρά τις επιστημονικές και ιδεολογικές επιφυλάξεις η προσαρμοστικότητα ως πολιτικό πρόταγμα και απάντηση στα προβλήματα της αβεβαιότητας και του αρνητικού αιφνιδιασμού κερδίζει συνεχώς έδαφος, συχνά μάλιστα με τον απόλυτα τεχνολογικό τρόπο στα όρια της επιστημονικής φαντασίας (Εικόνα 3). Συμπερασματικά, τα βασικά σύγχρονα διλήμματα στη διαχείριση κινδύνων καταστροφής είναι:

Εικόνα 3: Φωτο από άρθρο της ηλεκτρονικής εφημερίδας Daily Mail Online με τίτλο «Η Νέα Κιβωτός του Νώε: Επιπλέουσα πόλη που θα μπορούσε να εξαλείψει μετεωρολογικές καταστροφές σαν αυτή του τυφώνα Katrina στη Νέα Ορλεάνη το 2005». Πηγή: Daily Mail Online, 3/3/2011.

– Μακροπρόθεσμη πρόληψη για τη μείωση του κινδύνου ή διαχείριση της κρίσης «βεβιασμένα», όταν και αν εκδηλωθεί η επικινδυνότητα; – Τεχνικά-κατασκευαστικά μέτρα για την τροποποίηση του ακραίου φαινομένου ή μέτρα άμβλυνσης της κοινωνικής τρωτότητας και ενίσχυσης των συλλογικών θεσμών ικανότητας αντιμετώπισης (προληπτικός σχεδιασμός χρήσεων γης, εκπαίδευση-ενημέρωση, περίθαλψη και φροντίδα αδύναμων και ηλικιωμένων, πρόσβαση σε πόρους και όργανα λήψης αποφάσεων ασφάλειας κ.λπ.); – Προσαρμοστικότητα ή έλεγχος και αντίσταση στις δομές που παράγουν τρωτότητα και επικινδυνότητες; – Κατά την ανασυγκρότηση έπειτα από καταστροφές, απόδοση προτεραιότητας στην αποκατάσταση των υποδομών, της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων ή στην αποκατάσταση των άστεγων πληγέντων και της κοινωνικής συνοχής; Αυτά τα διλήμματα είναι παρόντα στη σπουδή συγκεκριμένων κινδύνων / καταστροφών και των προσπαθειών διαχείρισής τους σε συγκεκριμένους τόπους στα πλαίσια των εργασιών που ακολουθούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι συγκλίσεις και αποκλίσεις των συγγραφέων σε σχέση με την τοποθέτησή τους σε αυτά τα διλήμματα.

Η διάρθρωση του αφιερώματος Οι εργασίες που ακολουθούν καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα φυσικών και φυσικο-τεχνολογικών (Na-Tech)


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 25

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ

τύπων κινδύνων και καταστροφών, εκπροσωπώντας τους μετεωρολογικούς-κλιματολογικούς (ξηρασία, κύματα καύσωνα, δασικές πυρκαγιές), υδρολογικούς (ποτάμιες πλημμύρες), γεωφυσικούς (σεισμός) και τους φυσικο-τεχνολογικούς (σεισμός-τσουνάμι-πυρηνικό ατύχημα). Εξαρχής, επιδίωξη ήταν η επικέντρωση σε κινδύνους και καταστροφές συνήθεις στον ελληνικό χώρο. Ενδιέφεραν κυρίως οι φυσικές επικινδυνότητες στις οποίες η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή έκθεση μέχρι σήμερα. Μία δεύτερη επιδίωξη σχετικά με την αρχιτεκτονική του αφιερώματος ήταν όλα τα άρθρα να έχουν ένα σαφές χωροχρονικό στίγμα σε σχέση με τον εξεταζόμενο κύκλο διαχείρισης συγκεκριμένου κινδύνου. Σε κάθε γεωγραφική έρευνα ο χωροχρονικός προσδιορισμός είναι αναγκαίος, όμως στην περίπτωση της ανάλυσης και αξιολόγησης της διαχείρισης καταστροφής η χωροχρονική οριοθέτηση της έρευνας είναι περισσότερο από αναγκαία για δύο λόγους: • Ο χρόνος στη διαχείριση καταστροφών παρουσιάζει ιδιαιτερότητα. Είναι κυκλικός με 4-5 διακριτές φάσεις, όπου η τελευταία (της ανασυγκρότησης) εισχωρεί στην πρώτη (της μακροπρόθεσμης πρόληψης). • Αυτή η κυκλική εξέλιξη της διαχείρισης περιλαμβάνει φάσεις (έκτακτης ανάγκης) όπου ο χρόνος συμπιέζεται δραματικά και οι δραστηριότητες επιταχύνονται. Ο χρόνος τότε μετριέται με άλλα μέτρα και σταθμά από το χρόνο των κανονικών περιόδων. Έτσι, οι συγγραφείς ενθαρρύνθηκαν να αυτοπεριοριστούν στο μοτίβο «ένας τύπος κινδύνου/καταστροφής-μια φάση του κύκλου διαχείρισης-ένας τόπος». Στην περίπτωση του άρθρου για την ξηρασία αυτό το χωροχρονικό στίγμα είναι λιγότερο σαφές επειδή η ξηρασία εκδηλώνεται σε ευρείες χωροχρονικές κλίμακες. Με την εργασία για την ξηρασία των Γεώργιου Μπαλούτσου, Αθανάσιου Μπουρλέτσικα και Κωνσταντίνου Καούκη που φέρει τον τίτλο Η ξηρασία: Ένα ύπουλο και επικίνδυνο κλιματικό φαινόμενο με ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στη διαχείρισή του, ξεκινά το αφιέρωμα. Οι συγγραφείς ξεδιπλώνουν τα στάδια εξέλιξης και κλιμάκωσης του φαινομένου και αποσαφηνίζουν τις αιτιώδεις σχέσεις και τις χρονικές συνέχειες ή ασυνέχειες μεταξύ μετεωρολογικής, γεωργικής, υδρολογικής, οικολογικής και κοινωνικοοικονομικής ξηρασίας. Εστιάζοντας στην Ελλάδα, οι συγγραφείς αντιπαραβάλλουν το «συνετό» κύκλο διαχείρισης, που διακρίνεται από παράλληλη και σε μακροπρόθεσμη βάση λήψη μέτρων πρόληψης και ετοιμότητας, με

αυτόν που ονομάζουν «υδρο-παράλογο» κύκλο, στον οποίο δεν υπάρχει πρόληψη παρά μόνο διαχείριση επαναλαμβανόμενων κρίσεων. Στη συγκεκριμένη εργασία οι όροι «κίνδυνος» και «επικινδυνότητα» χρησιμοποιούνται αντίστροφα απο ότι στις άλλες εργασίες και στο παρόν εισαγωγικό σημείωμα. Ο «κίνδυνος» υποδηλώνει το ακραίο φυσικό φαινόμενο της μείωσης των κατακρημνισμάτων, ενώ η «επικινδυνότητα» τις ενδεχόμενες επιπτώσεις. Οι διαφορετικές γωνίες θεώρησης των όρων και των σημασιών τους από τις εμπλεκόμενες επιστημονικές ειδικότητες είναι συνήθεις στο πεδίο των καταστροφών. Η δεύτερη εργασία με τίτλο Ο συστημικός χαρακτήρας του καύσωνα και μακροπρόθεσμη πρόληψη: Η περίπτωση της Αθήνας και συγγραφέα τον Λουδοβίκο Βασενχόβεν, αναδεικνύει την αμοιβαία ενισχυτική σχέση μεταξύ του φυσικού φαινομένου του καύσωνα, των τρωτών αστικών δομών υψηλής έντασης οικοδόμησης και χρήσης που παράγουν αστικές θερμικές νησίδες και της Κλιματικής Αλλαγής. Παράλληλα οι περιοχές των πόλεων που είναι εκτεθειμένες στο συνδυασμό καύσωνα και αστικής θερμικής νησίδας είναι συχνά εκείνες που κατοικούνται από αδύναμα εισοδηματικά στρώματα και ηλικιωμένους σε χώρους κατοικίας εκτεθειμένους στις υψηλές θερμοκρασίες. Είναι επίσης οι ίδιες περιοχές που συνήθως χαρακτηρίζονται από ανεπαρκείς θεσμούς προστασίας ασθενών και ηλικιωμένων και εν τέλει οι περιοχές με τις σοβαρότερες επιπτώσεις. Τα μηνύματα του συγγραφέα είναι πολλαπλά. Η επικινδυνότητα των ακραία υψηλών θερμοκρασιών δεν είναι πλέον φυσική και οι ανθρώπινες απώλειες οφείλονται στη διαρκώς αυξανόμενη έκθεση αλλά και συσσωρευόμενη κοινωνική και θεσμική τρωτότητα. Ο συγγραφέας δείχνει την προτίμησή του στη μακροπρόθεσμη πρόληψη και εστιάζει στις σχετικές πολεοδομικές παρεμβάσεις στην περιοχή αποτυπώματος των θερμικών νησίδων. Η τρίτη εργασία με τίτλο Δασικές πυρκαγιές, η διαχείρισή τους στην Ελλάδα και το αποτύπωμά της στην Αττική και συγγραφέα τον Γαβριήλ Ξανθόπουλο αναδεικνύει επίσης το δίλημμα «μακροπρόθεσμη πρόληψη ή έμφαση στην καταστολή». Αν και ευρέως γνωστό ότι τα αίτια των δασικών πυρκαγιών είναι ανθρωπογενή οι αρμόδιοι φορείς τα καταγράφουν ως άγνωστα και συνεχίζουν να επενδύουν στους μηχανισμούς καταστολής. Αυτή η στάση κατά τον συγγραφέα βρίσκει την απόλυτη έκφρασή της στη μεταβίβαση στην ουσία όλων

25


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 26

26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 17-27

των αρμοδιοτήτων για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην Πυροσβεστική που είναι βασικά μηχανισμός καταστολής. Η Πολιτεία κλείνει τα μάτια ή αδυνατεί, ή δεν επιθυμεί να ελέγξει την επεκτατική δυναμική χρήσεων που συγκρούονται με το δασικό χαρακτήρα του εδάφους. Φαίνεται πως το πολιτικό κόστος της άσκησης αποτελεσματικής πολιτικής πρόληψης είναι μεγαλύτερο από το τεράστιο οικονομικό κόστος της διαρκούς μεγέθυνσης του μηχανισμού πυρόσβεσης. Η επόμενη εργασία των Κωνσταντίνου Χουβαρδά και Χρήστου Παπαστόλου με τίτλο Ποτάμιες πλημμύρες και διεθνής συνεργασία: Η περίπτωση του Έβρου ποταμού αναδεικνύει δύο ζητήματα. Το πρώτο αφορά την ανθρωπογενή επιδείνωση της πλημμυρικής επικινδυνότητας. Το δεύτερο αφορά τον κατακερματισμό της διαχείρισης των πλημμυρών από τρία διαφορετικά εθνικά-τοπικά συστήματα, όπου το καθένα δεν εμπιστεύεται τα άλλα ή ακόμη χειρότερα επιδιώκει την υπονόμευση τους ανάλογα με τις κατά καιρούς συγκυρίες στις διεθνείς, διμερείς ή τριμερείς σχέσεις. Η εργασία αναδεικνύει το πώς οι κακές διασυνοριακές σχέσεις μπορούν να αποτελέσουν την απώτερη αιτία μιας φυσικής καταστροφής. Η τελευταία εργασία της Μιράντας Δανδουλάκη με τίτλο Ανασυγκρότηση από το σεισμό 9.0 R στην Ανατολική Ιαπωνία το 2011, εστιάζοντας στο σχεδιασμό του χώρου αναφέρεται στην πρόσφατη βιβλική καταστροφή από σεισμό, τσουνάμι και πυρηνικό ατύχημα στις ακτές της Ανατολικής Ιαπωνίας, που έπληξε κυρίως την παράκτια ζώνη της Περιφέρειας Tohοku. Η εργασία είναι η μόνη από τις πέντε που εστιάζει στην ανασυγκρότηση, όμως μέσω αυτής και στην πρόληψη, αφού η ανασυγκρότηση από κάθε προηγούμενο γεγονός περικλείει την πρόληψη για το επόμενο. Η εργασία εστιάζει σε ένα γεγονός υψηλής αβεβαιότητας (μικρής πιθανότητας-μεγάλων επιπτώσεων) αλλά και ένα εγχείρημα διαχείρισης πρωτοφανούς κλίμακας. Πραγματεύεται και συζητά σχεδόν όλα τα σύγχρονα ερωτήματα και διλήμματα σχετικά με την προέλευση των καταστροφών, τη φύση των επικινδυνοτήτων του μέλλοντος, τις προτεραιότητες της μετακαταστροφικής ανασυγκρότησης και της πρόληψης ως προς το μίγμα κατασκευαστικών και μη μέτρων και το ρόλο της πρόσληψης του κινδύνου στην επιλογή λύσεων διαχείρισης. Όλες οι εργασίες του Αφιερώματος αναδεικνύουν κάποια σταθερά ζητήματα που εντείνουν τις ανησυχίες για το μέλλον:

• Σήμερα και στο μέλλον, όχι μόνο η τρωτότητα αλλά και οι επικινδυνότητες θα παράγονται όλο και περισσότερο από τα τρέχοντα μοντέλα ανάπτυξης-οικονομικής μεγέθυνσης και την κυρίαρχη αντίληψη για τη σχέση εκμετάλλευσης της φύσης από την κοινωνία με βασικό εργαλείο την τεχνολογία. Συχνά μάλιστα τα κατασκευαστικά-τεχνικά μέτρα αντιμετώπισης μετατοπίζουν τις επικινδυνότητες στο μέλλον ή σε άλλες γεωγραφικές περιοχές και κοινότητες. • Η εγρήγορση για τους κινδύνους και την ανάγκη προληπτικής διαχείρισής τους υπάρχουν μόνο όταν συμβαίνουν καταστροφές και για μικρά χρονικά διαστήματα μετά τη διάχυση της πληροφορίας για τις απώλειες και τα βάσανα που επιφέρουν. Σε αυτόν τον κύκλο λήθης-αφύπνισης τα ΜΜΕ διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. • Το μείγμα μέτρων πρόληψης-διαχείρισης κρίσης που υιοθετεί κάθε κοινωνία συνδέεται στενά με την πολιτιστική πρόσληψη/αντίληψη του κινδύνου. Το ισοζύγιο των προσπαθειών και των πόρων που αναλώνονται για την πρόληψη και τη διαχείριση κρίσεων είναι συνήθως πλεονασματικό υπέρ της δεύτερης. Τα κόστη της πρόληψης καταβάλλονται τώρα, ενώ τα οφέλη της είναι μελλοντικά και αόρατα, αφού στην ουσία πρόκειται για καταστροφές που δεν συνέβησαν ποτέ (βλ. και Annan, 1999). Οι συντελεστές αυτού του αφιερώματος ελπίζουν σε αλλαγές αντιλήψεων και μοντέλων ανάπτυξης που δεν θα προκύψουν για τη διεθνή κοινότητα αργά και αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα νέων και συχνότερων συμβάντων του μεγέθους της καταστροφής στην ανατολική Ιαπωνία το 2011.

Βιβλιογραφία και άλλες πηγές Annan, K. (1999) Introduction to Secretary-General’s Annual report on the Work of the Organization of UN (document A/54/1). Beck, U. (1992) Risk Society: Towards a New Modernity, London: Sage. Blaikie, P., Cannon, T., Davis, I., & Wisner, B. (1994) At Risk: Natural Hazards, People’s Vulnerability and Disasters, London: Routledge. Burton, I. and Kates, R.W. (1964) «The Perception of Natural Hazards in Resource Management», Natural Resources Journal, III (3): 412-441.


003_Layout 1 07/06/2016 2:02 μ.μ. Page 27

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΑΠΟΥΝΤΖΑΚΗ

Duffield, M. (2011) «Environmental terror: Uncertainty, resilience and the bunker», University of Bristol Working Paper, No 06-11. (www.bristol.ac.uk/spais/research/workingpapers/wpspaisfiles/duff ield-0611.pdf) Folke, C. (2006) «Resilience: The emergence of a perspective for social–ecological systems analyses», Global Environmental Change 16: 253-267. Gilbert, C. (1998) «Studying Disaster-Changes in the main conceptual tools», in E. L. Quarantelli (Ed.), What is a Disaster? Perspectives on the question (pp. 11-18), London and New York: Routledge. Hewitt, K. (1983) Interpretations of Calamity from the Viewpoint of Human Ecology, Boston: Allen and Unwin. IFRC - International Federation of Red Cross and Red Crescent Societies (2004), World Disasters Report-Focus on Community Resilience, Bloomfield: Kumarian Press Inc,. INCA Project (2009-2011), Linking Civil Protection and Planning by “Agreement on Objectives”, Civil Protection Financial Instrument of the European Commission. Jaeger, C., Renn, O., Rosa, E. & Webler, Th. (2001) Risk, Uncertainty, and Rational Action, London: Earthscan. Kreps, G. A. (1998) «Disaster as systemic event and social catalyst», in E. L. Quarantelli (Ed.), What is a Disaster? Perspectives on the question (pp. 31-55), London and New York: Routledge. Mileti, D. (1999) Disasters by Design: A Reassessment of Natural Hazards in the United States, Washington, DC: National Academies Press. Quarantelli, E. L. (1970) «Emergent accommodation groups: Beyond current collective behaviour typologies», in T. Shibutani (Ed.) Human Nature and Collective Behaviour, Englewoods Cliffs NJ: Prentice Hall.

Quarantelli, E. L. (1989) «The social science study of disasters and mass communication», in L. Walters, L. Wilkins and T. Walters (Eds.), Bad Tidinqs: Communication and Catastrophe (pp. 1-19), Hillsdale, NJ: Lawrence Erlbaurn Associates. Quarantelli, E.L. (Ed.) (1998) What is a Disaster: Perspectives on the Question, London: Routledge. Sapountzaki, K. (2012) «Vulnerability management by means of resilience», Natural Hazards, 60: 1267-1285. Smith, K. (1996) Environmental Hazards-Assessing Risk and Reducing Disaster (second edition), London and New York: Routledge. Tierney, K. (2014) The Social Roots of Risk-Producing disasters, promoting resilience, Stanford, California: Stanford University Press. UNISDR - United Nations Office for Disaster Risk Reduction (2009) Terminology. http://www.unisdr.org/we/inform/terminology UNU-EHS – United Nations University, Institute for Environment and Human Security (2006) Vulnerability – A conceptual and methodological review (J.C. Villagran De Leon), No 4/2006, Bonn: Publication Series of UNU-EHS. Vale L.J. & Campanella Th.J. (2005) «Conclusion: Axioms of Resilience», in L.J. Vale and Th.J. Campanella (Eds.) The Resilient-How Modern Cities Recover from Disaster (pp. 335356), Oxford University Press. Walker, J. & Cooper, C. (2011) «Genealogies of resilience: from systems ecology to the political economy of crisis adaptation», Security Dialogue, 42: 143-60. Welsh, M. (2014) «Resilience and responsibility: governing uncertainty in a complex world», The Geographical Journal, 180(1): 15-26.

27


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 28

28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

ΞΗΡΑΣΙΑ: ΕΝΑ ΥΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΚΛΙΜΑΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ Γεώργιος Μπαλούτσος1, Αθανάσιος Μπουρλέτσικας2, Κωνσταντίνος Καούκης3 Περίληψη Η ξηρασία είναι ευρέως γνωστή ως ένας ύπουλος και διάχυτος φυσικός κίνδυνος, εξαιτίας του τρόπου προσέγγισης μιας περιοχής. Είναι επίσης το πιο πολυσύνθετο κλιματικό φαινόμενο από όλους τους φυσικούς κινδύνους. Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος του άρθρου παρουσιάζονται και εξετάζονται συνοπτικά τα γνωρίσματα και οι ιδιαιτερότητες της ξηρασίας, οι τύποι αυτής, οι παράμετροι εκτίμησής της και οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές της επιπτώσεις. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται και αναλύεται συνοπτικά η διαχείριση της ξηρασίας και ειδικότερα η διαχείριση της επικινδυνότητας αυτής (προληπτικά μέτρα) και η διαχείριση της κρίσης (κατασταλτικά μέτρα). Η διαχείριση στηρίζεται στην ανάλυση του κύκλου αδράνειας και δράσης της και για κάθε μια προσέγγιση διαχείρισης, περιγράφονται και αναλύονται περιληπτικά τα απαραίτητα και αναγκαία μέτρα και έργα. Τέλος γίνονται αναφορές στις ιδιαιτερότητες, στα γνωρίσματα και στη διαχείριση των ξηρασιών της Ελλάδας.

Drought: an insidious and dangerous climatic phenomenon with peculiarities and difficulties in its management George Baloutsos1, Athanasios Bourletsikas2, Constantine Kaoukis3 Abstract Drought is widely known as an insidious and pervasive natural hazard due to the way it approaches an area. It is also the most complex and inadequately understood climate phenomenon of all natural hazards. Specifically, in the first part of the paper, the features and the peculiarities of drought, its types and estimation parameters and the economic, social and environmental impacts, are briefly presented and examined. In the second part of the paper, the drought management and particularly the risk management of drought (proactive measures) and the crisis management of it (reactive measures) are briefly presented and analyzed. Drought management is based on the analysis of the dormancy and activity cycle of it and for each approach of the two above categories of management, the required and necessary measures and actions are briefly described and analyzed. Finally it is added that references are made about the existing features and peculiarities and also about the management of droughts in Greece.

Εισαγωγή Η ξηρασία κατατάσσεται στους φυσικούς και ειδικότερα στους κλιματικούς κινδύνους ή στις εν δυνάμει κλιματικές απειλές για τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Είναι ακόμη το πιο πολυσύνθετο κλιματικό φαινόμενο

1 Δρ Δασολόγος-Υδρολόγος, Διατελέσας Τακτικός Ερευνητής του ΕΘΙΑΓΕ, email: balgeorg@otenet.gr 2 Δασολόγος-Υδρολόγος MSc, Υποψήφιος Διδάκτωρ, ΕΛ.Γ.Ο. «ΔΗΜΗΤΡΑ». Email: mpat@fria.gr 3 Δασοπόνος MSc, Διαχείριση Φυσικών και Ανθρωπογενών Καταστροφών, ΕΛ.Γ.Ο «ΔΗΜΗΤΡΑ». Email: kako@fria.gr


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 29

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

από όλους τους φυσικούς κινδύνους και επηρεάζει δυσμενώς το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων (Hagman 1984, Bryant, 1991). Τονίζεται όμως πως η μη επαρκής κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της έννοιας της ξηρασίας από τους επιστήμονες και τους διαμορφωτές της πολιτικής και των σχεδίων διαχείρισης αυτής, μπορεί να έχει πολύ οδυνηρά αποτελέσματα τόσο για τους πολίτες όσο και για το φυσικό περιβάλλον. Η ξηρασία δεν πρέπει να συγχέεται με τη λειψυδρία, αφού η δεύτερη αναφέρεται στη μεγαλύτερη ζήτηση νερού από τους χρήστες μιας περιοχής σε σχέση με τους εκμεταλλεύσιμους υδατικούς της πόρους. Η διάκριση όμως μεταξύ ξηρασίας και λειψυδρίας δεν είναι πάντοτε εύκολη, επειδή τα δύο φαινόμενα συχνά εμφανίζονται συγχρόνως. Στην Ελλάδα, ως μεσογειακή χώρα, και συνεπώς επιρρεπή σε αυτό τον κίνδυνο, εκδηλώνονται συχνά ξηρασίες. Ειδικότερα οι τελευταίες και ιδιαίτερα ισχυρές από αυτές ήταν οι διετείς των υδρολογικών ετών 198889/1989-90 και 1991-92/1992-93, καθώς και οι μονοετείς 1999-2000 και 2009-2010. Οι ξηρασίες αυτές και κυρίως οι διετείς, μας υπενθυμίζουν ακόμα και σήμερα τις κάθε μορφής οδυνηρές επιπτώσεις που είχαν και την έλλειψη οργάνωσης και ετοιμότητας των αρμόδιων φορέων της πολιτείας να τις μετριάσουν βραχυπρόθεσμα. Οι ίδιοι φορείς επέδειξαν επίσης αδυναμία να μετριάσουν μεσοπρόθεσμα την τρωτότητα τόσο των συστημάτων ύδρευσης, άρδευσης και γεωργικών καλλιεργειών της χώρας όσο και των λοιπών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων της. Βέβαια η τρωτότητα ανθρώπων και κοινωνιών στην ξηρασία, σύμφωνα με την πλειονότητα των ειδικών επιστημόνων, αυξάνεται συνεχώς για διάφορους λόγους. Οι κυριότεροι από αυτούς είναι η συνεχής αύξηση του πληθυσμού σε περιφέρειες που πλήττονται από ξηρασία και η εξάρτησή τους από περιορισμένους υδατικούς και άλλους φυσικούς πόρους (Wilhite, 1993α), οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες στην πρόσβαση σε υδατικούς πόρους, τα υφιστάμενα μοντέλα σχέσεων ανάπτυξης-κατανάλωσης υδατικών πόρων κ.λπ. Επισημαίνεται επίσης πως η ξηρασία είναι ένα κανονικό χαρακτηριστικό της φυσικής μεταβλητότητας του κλίματος. Επομένως ξηρασίες θα εκδηλωθούν και πάλι στην Ελλάδα κατά τους χρόνους που έρχονται. Το ανησυχητικό όμως είναι πως κάποιες από τις ξηρασίες του μέλλοντος στη χώρα μας πιθανόν να είναι πολύ ισχυρότερες και μεγαλύτερης διάρκειας από τις 32 που εκδηλώθηκαν στην Αττική και οι περισσότερες από αυτές και σε ολόκληρη την Ελλάδα, κατά την περίοδο

1859-2015 που γίνεται η καταμέτρηση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων στο λόφο του Αστεροσκοπείου Αθηνών (λόφο των Νυμφών). Η παραπάνω ανησυχία απορρέει, εκτός της πιθανής κλιματικής αλλαγής και από τα αποτελέσματα και συμπεράσματα δενδροχρονολογικών μελετών τόσο ατόμων μαύρης πεύκης του Ταΰγετου πολύ μεγάλης ηλικίας (Brandes, 2009) όσο και δειγμάτων ξύλου αρχαιολογικών χώρων, παλαιών μοναστηριών, εκκλησιών κ.λπ. της Πελοποννήσου (Kuniholm, 1990), που προσδιόρισαν περιόδους ισχυρών ξηρασιών και διάρκειας όχι μόνο ενός ή δύο ετών, αλλά τριών, τεσσάρων ή και πέντε ετών της περιόδου 1538-1999 (441 ετών). Ειδικότερα επισημαίνεται πως η ξηρασία της περιόδου 1712-1714 χαρακτηρίστηκε για την κεντρική και νότια Ελλάδα, σύμφωνα με την Xoplaki et al. (2001), ως η περίοδος «της πολύ μεγάλης πείνας», λόγω της σοβαρής ανομβρίας σε ολόκληρη τη χώρα. Η συγκεκριμένη ξηρασία προσδιορίστηκε επίσης και από τις δενδροχρονολογικές μελέτες της Πελοποννήσου (Brandes, 2009). Η αξιοπιστία των παραπάνω δενδροχρονολογικών αναλύσεων και μελετών ενισχύεται ακόμα και από τον προσδιορισμό ισχυρών ξηρασιών στην Πελοπόννησο κατά τις ίδιες χρονιές που εκδηλώθηκαν ισχυρές επίσης ξηρασίες και στην Αττική κατά τη χρονική περίοδο 1859-1999, όταν τα κατακρημνίσματα καταγράφονταν στο λόφο του Αστεροσκοπείου Αθηνών. Αυτό φανερώνει πως οι καταγραμμένες ισχυρές ξηρασίες της Αττικής την παραπάνω χρονική περίοδο, που είναι μέρος των δενδροχρονολογικών αναλύσεων της Πελοποννήσου (1538-1999), επεκτείνονταν τουλάχιστον έως και τη νότια Ελλάδα. Άλλη πληροφορία που εξάγεται από τη σύγκριση των ξηρασιών της Πελοποννήσου και Αττικής των περιόδων 1538-1999 και 1859-2015 αντίστοιχα, είναι πως τα 156 χρόνια μετρήσεων των κατακρημνισμάτων στο λόφο του Αστεροσκοπείου Αθηνών, είναι πολύ λίγα ώστε να καλύψουν το εύρος της διακύμανσης της έντασης και διάρκειας των μελλοντικών ξηρασιών στην Ελλάδα. Προστίθεται ακόμα πως όπως καταδεικνύεται από τη συσσώρευση πληθώρας πληροφοριών, τόσο η συχνότητα των ξηρασιών όσο και η έκταση των περιοχών που καλύπτουν έχουν αυξηθεί λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη (Dai et al., 2004). Ειδικότερα το ποσοστό της έκτασης αυξήθηκε στη δεκαετία του ’70 από 10 στο 15% και στις αρχές του 2000 ανήλθε στο 30%. Όλα όσα αναφέρθηκαν δείχνουν πως όχι μόνο θα συνεχίσουν να εκδηλώνονται ξηρασίες στην Ελλάδα,

29


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 30

30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

αλλά είναι πολύ πιθανόν κάποιες από αυτές να έχουν μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια από εκείνες που εκδηλώθηκαν κατά την περίοδο 1859-2015. Επομένως η αντιμετώπιση των επιπτώσεών τους πρέπει να απασχολεί σοβαρά τους αρμόδιους φορείς της πολιτείας, αλλά και την κοινωνία γενικότερα. Με αυτά τα δεδομένα σκοπός της παρούσας εργασίας είναι: 1) Η παρουσίαση των χαρακτηριστικών και ιδιομορφιών της ξηρασίας για την κατανόησή της ως φυσικού κινδύνου και των δυσκολιών αντιμετώπισής της, και 2) Η συνοπτική παρουσίαση και συζήτηση των απαραίτητων ενεργειών των κυριότερων σταδίων διαχείρισης της ξηρασίας με έμφαση στις φυσικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Ελλάδας.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ιδιαιτερότητες της ξηρασίας Η ξηρασία, ως φυσικό φαινόμενο, εκδηλώνεται τόσο σε αναπτυσσόμενες όσο και αναπτυγμένες χώρες αλλά και σε περιοχές με μικρό ή μεγάλο ετήσιο ύψος ατμοσφαιρών κατακρημνισμάτων. Για παράδειγμα, η πολύ ισχυρή ξηρασία που πλήττει στις μέρες μας τη Βραζιλία έχει περίοδο επαναφοράς 100 ετών (Gutierrez et al., 2014) και η αντίστοιχη, επίσης πολύ ισχυρή της Καλιφόρνιας στην Αμερική, διανύει το 2015 τον τέταρτο χρόνο εκδήλωσής της. Ταυτόχρονα, σε άλλες χώρες εκδηλώνονται πολύ ισχυρές και καταστροφικές πλημμύρες, όπως συνέβη και στην Ελλάδα στα τέλη των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2015. Υποστηρίζεται μάλιστα πως παραστατικά οι ξηρασίες ευρίσκονται στο ένα άκρο μιας τεράστιας νοητής «τραμπάλας» και οι πλημμύρες στο άλλο. Επομένως, όταν σε κάποιες περιοχές του πλανήτη εκδηλώνονται ξηρασίες, σε άλλες εκδηλώνονται πλημμύρες. Η εμφάνιση βέβαια του «διπόλου» ξηρασιών-πλημμυρών σε ετήσια ή διαφορετική χρονική κλίμακα είναι αναμενόμενη και φυσιολογική, αφού καμιά χρονιά δεν μπορεί να είναι πολύ ξηρή ή πολύ υγρή παντού στον πλανήτη. Και αυτό επειδή η ποσότητα του νερού που εξατμίζεται από την επιφάνεια της γης είναι σε ετήσια βάση αδρομερώς σταθερή. Επομένως όταν σε κάποιες περιοχές της αποφορτίζεται ελάχιστη ποσότητα νερού ή καθόλου, εκεί έχουμε ξηρασίες και σε άλλες όπου αποφορτίζεται με περίσσεια έχουμε πλημμύρες. Θα πρέπει να διευκρινιστεί ακόμα πως η ξηρασία δεν πρέπει να συγχέεται με την ξηρό-

τητα του κλίματος μιας περιοχής, η οποία είναι ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του με πολύ λίγες ετήσιες βροχοπτώσεις που καθορίζονται από τις κανονικές κατευθύνσεις των αερίων μαζών σε ευρεία πλανητική κλίμακα. Για παράδειγμα, η Σαχάρα χαρακτηρίζεται από ξηρότητα του κλίματος και όχι από ξηρασία. Προστίθεται ακόμα πως η ξηρασία, σε αντίθεση με την πλημμύρα, εκδηλώνεται σε μια περιοχή συρόμενη στην κυριολεξία δυσδιάκριτα, ύπουλα και αθόρυβα και δίνει την εντύπωση μη ύπαρξης ενός συγκεκριμένου συμβάντος –a non-event‒ (Hersfield et al., 1973). Για το λόγο αυτό η ξηρασία χαρακτηρίζεται και ως ένα φαινόμενο που, όπως αναφέρθηκε, διεισδύει ύπουλα και αθόρυβα (a creeping phenomenon, Gillette, 1950), ή ως κινητήρια δύναμη (prime mover), που έχει μόνο ιδιότητες ή συνέπειες (Beran and Rodier, 1985), ή ακόμα σαν σχετική και όχι απόλυτη έννοια (Drought Policy Review Task Force of Australia, 1990), αλλά και ως διάχυτος φυσικός κίνδυνος (Wilhite et al., 2014). Επομένως η ξηρασία, όπως αναφέρθηκε, είναι η πιο πολυσύνθετη από όλους τους φυσικούς κινδύνους (Wilhite et al., 2007). Τονίζεται επιπλέον πως οι κοινωνικές επιπτώσεις της ξηρασίας δεν είναι εύκολα προσδιορίσιμες και επεκτείνονται σε πολύ μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές από εκείνες άλλων φυσικών κινδύνων, όπως, π.χ., πλημμυρών, σεισμών κ.λπ. (Wilhite, 1993α). Επίσης η ξηρασία δεν προξενεί ζημιές σε οικοδομικές ή άλλες τεχνικές κατασκευές. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά και οι ιδιομορφίες της καθιστούν δύσκολο τον ορισμό της ξηρασίας, τον προσδιορισμό της αρχής και της λήξης της, την ποσοτικοποίησή της και κυρίως το σχεδιασμό και τη σύνταξη σχεδίων διαχείρισης για το μετριασμό ή την εξάλειψη των επιπτώσεών της.

Τύποι ξηρασίας και ορισμοί Δεν υπάρχει σαφής και με παγκόσμια αποδοχή ορισμός για την ξηρασία. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν για την αποδοχή ενός κοινού ορισμού, οι ειδικοί δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία. Μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί περισσότεροι από 150 ορισμοί για τη συγκεκριμένη έννοια (Wilhite and Glautz 1985). Αυτές οι αποκλίσεις στην κατανόηση και τον ορισμό του φαινομένου έχουν οδηγήσει στην αδρανοποίηση της διαχείρισης, δηλαδή στη μη λήψη αποφάσεων και ανάληψη ενεργειών εκ μέρους των αρμόδιων φορέων


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 31

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

και των ειδικών για κρίσιμα θέματα των ξηρασιών (Wilhite et al., 1986). Η αδυναμία διαμόρφωσης και κοινής αποδοχής ενός ορισμού για την ξηρασία έχει βέβαια τους λόγους της. Πιο συγκεκριμένα, η ξηρασία ξεκινάει κατά κανόνα από την έλλειψη ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων, ενώ η έλλειψη υγρασίας στο έδαφος, απορροής στα υδατορεύματα, η πτώση της στάθμης των λιμνών, των ταμιευτήρων, των υπόγειων νερών κ.λπ. δεν συμπίπτουν με το χρόνο μείωσης των κατακρημνισμάτων. Αυτό οφείλεται προφανώς στις πολύπλοκες διεργασίες μετασχηματισμού των κατακρημνισμάτων σε απορροή της κοίτης των ρευμάτων διά της επιφανειακής και υπεδάφιας απορροής αυτών, αλλά και διά της βαθιάς διείσδυσής τους διαμέσου των πετρωμάτων. Επιπρόσθετα, τα κατακρημνίσματα μελετώνται από τεχνικούς διαφόρων ειδικοτήτων και οι επιπτώσεις από τη μείωσή τους επηρεάζουν άμεσα την ύδρευση, την άρδευση, τη βιομηχανία, την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας, το φυσικό περιβάλλον, αλλά και έμμεσα μια πληθώρα άλλων κοινωνικοοικονομικών παραγόντων. Ως αποτέλεσμα έχουν διατυπωθεί πολλοί και δια-

φορετικοί ορισμοί της ξηρασίας που αναφέρονται στην έλλειψη νερού ορισμένης κατηγορίας, όπου ο κάθε ορισμός εξυπηρετεί το συγκεκριμένο σκοπό για τον οποίο μελετάται η ξηρασία (Sen, 1982). Τελικά πάντως οι ορισμοί της ξηρασίας ομαδοποιούνται σε τέσσερις κυρίως τύπους που αφορούν στη μετεωρολογική (κλιματική), στη γεωργική, στην υδρολογική και στην κοινωνικοοικονομική ξηρασία (Heim, 2002). Η πρόοδος εξέλιξης της ξηρασίας και οι σχέσεις μεταξύ των τεσσάρων παραπάνω τύπων απεικονίζονται στο Σχήμα 1. Η μετεωρολογική ξηρασία μιας περιοχής ορίζεται με βάση την απόκλιση των κατακρημνισμάτων της για μία ορισμένη χρονική περίοδο (εποχή, υδρολογικό έτος κ.λπ.) από τον υπερετήσιο «μέσο όρο» της ή κάτω από μια κρίσιμη τιμή τους που καθορίζει την έναρξη της ξηρασίας, δηλαδή την έναρξη των επιπτώσεων αυτής (Da Gruha, 1983). Κάθε μετεωρολογική ξηρασία πρέπει να αναφέρεται σε μια περιοχή με ορισμένες ατμοσφαιρικές συνθήκες που συμβάλλουν στη μείωση των κατακρημνισμάτων της. Αφού οι ατμοσφαιρικές αυτές συνθήκες διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, η σύγκριση δύο ή περισσοτέρων μετεωρολογικών ξηρα-

Σχήμα 1. Εξήγηση της προόδου εξέλιξης ξηρασίας και της σχέσης μεταξύ των τεσσάρων τύπων ξηρασιών. Οι τρεις κατηγορίες των επιπτώσεων στο κάτω μέρος του σχήματος είναι ανεξάρτητες από τη χρονική κλίμακα και μπορούν να εκδηλωθούν σε οποιοδήποτε στάδιο εξέλιξης μιας ξηρασίας (National Drought Mitigation Center, USA, 2008).

31


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 32

32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

σιών μπορεί να γίνει με στατιστικούς δείκτες οι οποίοι αναφέρονται παρακάτω. Η γεωργική ξηρασία ορίζεται με βάση τις επιδράσεις που ασκεί η μετεωρολογική ξηρασία στις γεωργικές καλλιέργειες. Τέτοιες επιδράσεις είναι αρχικά η έλλειψη διαθέσιμης εδαφικής υγρασίας για τα φυτά, στη συνέχεια το υδατικό έλλειμμα που παρουσιάζεται στους φυτικούς ιστούς τους και ακολουθεί η διαταραχή της φυσιολογικής τους λειτουργίας. Αν η έλλειψη εδαφικής υγρασίας συνεχιστεί, πιθανόν να επέλθει και νέκρωση (ξήρανση) των φυτών. Οι ανάγκες όμως των φυτών σε νερό εξαρτώνται από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, τα βιολογικά τους χαρακτηριστικά, τα στάδια ανάπτυξής τους και τις φυσικές και βιολογικές ιδιότητες του εδάφους. Επομένως ένας ικανοποιητικός προσδιορισμός της γεωργικής ξηρασίας θα μπορούσε να εξηγήσει τη μεταβαλλόμενη ευπάθεια των καλλιεργειών (τρωτότητα) σε σχέση με την έλλειψη εδαφικής υγρασίας σε όλα τα στάδια ανάπτυξής τους, από την πρώτη έκπτυξη έως την ωριμότητα. Η υδρολογική ξηρασία έχει σχέση με τις επιπτώσεις των μειωμένων κατακρημνισμάτων στην επιφανειακή και υπόγεια απορροή του νερού και ειδικότερα με τη μείωση της απορροής των ρευμάτων και πηγών, των αποθεμάτων των υπόγειων νερών, με την πτώση της στάθμης των λιμνών, των ταμιευτήρων και των υγροτόπων γενικότερα (Dracup et al., 1980, Klemes, 1987). Η υδρολογική ξηρασία έχει χρονική υστέρηση σε σχέση με την εκδήλωση της μετεωρολογικής και γεωργικής. Και αυτό επειδή το έλλειμμα των κατακρημνισμάτων επιδρά βαθμιαία στη μείωση της εδαφικής υγρασίας και μετά στην παροχή των ρευμάτων, στη στάθμη των λιμνών, και σε όλες τις υπόλοιπες υδρολογικές παραμέτρους που αναφέρθηκαν παραπάνω. Με την επανέναρξη όμως των κατακρημνισμάτων συμβαίνει επαναφόρτιση των επιφανειακών και υπόγειων υδατικών σωμάτων σε χρόνους που κυμαίνονται από μερικές ώρες έως και πολλά χρόνια, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των κατακρημνισμάτων και με τα υδρολογικά και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής εκδήλωσης της υδρολογικής ξηρασίας (Μαμάσης και Κουτσογιάννης, 2007). Η κοινωνικοοικονομική ξηρασία εκδηλώνεται σε περιοχές όπου η ζήτηση είναι μεγαλύτερη της προσφοράς σε κάποια προϊόντα ή υπηρεσίες τα οποία είναι σε έλλειψη εξαιτίας των καιρικών συνθηκών και ειδικότερα των τύπων των ξηρασιών που επικρατούν. Τέτοια προϊόντα είναι το πόσιμο και αρδευτικό νερό, τα

γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, η υδροηλεκτρική ενέργεια κ.λπ. Αυτά τα προϊόντα μπορούν να παρουσιάζουν έλλειψη και επομένως υψηλότερες τιμές όταν επικρατεί μετεωρολογική, γεωργική ή υδρολογική ξηρασία, ή και οι τρεις μαζί (Σχήμα 1). Αιτία της αυξημένης ζήτησης αυτών των προϊόντων μπορεί να είναι η αύξηση του πληθυσμού και επομένως και η συνολική αύξηση της κατανάλωσης και οι αλλαγές στα πρότυπα ζωής και κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, η κοινωνικοοικονομική ξηρασία εκφράζει την τρωτότητα ανθρώπων, νοικοκυριών, κοινωνικών ομάδων και ευρύτερων κοινωνιών στην έλλειψη νερού και η εκδήλωσή της εξαρτάται από τις κοινωνικοοικονομικές διεργασίες προσφοράς και ζήτησης των παραπάνω προϊόντων. Προστίθεται ακόμα πως επιρρεπείς περιοχές στην εκδήλωση κοινωνικοοικονομικής ξηρασίας είναι εκείνες που παράγουν αγροτικά προϊόντα και πολλά από αυτά υπό μορφή ξερικών καλλιεργειών, εκείνες που μεταφέρουν πόσιμο νερό από άλλες περιοχές (όπως, π.χ., οι καλλιεργούμενες πεδιάδες της χώρας μας και τα νησιά του Αιγαίου πελάγους), εκείνες που παράγουν υδροηλεκτρική ενέργεια με τη χρήση της παροχής των ποταμών και όχι με τη χρήση του νερού των ταμιευτήρων κ.λπ. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ακόμα πως εκτός των τεσσάρων παραπάνω τύπων ξηρασίας που είναι διεθνώς αποδεκτές και αντιπροσωπεύουν την πλειονότητα των 150 περίπου ορισμών που διατυπώθηκαν για αυτό το φαινόμενο, τα τελευταία χρόνια ήταν επιτακτική ανάγκη να προστεθεί σε διάφορες χώρες και ο τύπος της οικολογικής ξηρασίας. Η ανάγκη αυτή προέκυψε από τη σοβαρή υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος για πολλούς και ποικίλους λόγους και μεταξύ αυτών και της προελαύνουσας αλλαγής του κλίματος. Με βάση αυτά τα δεδομένα η οικολογική ξηρασία προσδιορίζεται ως ένα παρατεταμένο και πολύ εκτεταμένο έλλειμμα των φυσικών διαθέσιμων υδατικών πόρων μιας περιοχής ή χώρας που δημιουργεί στις μέρες μας πολλαπλές καταπονήσεις και επιπτώσεις στη χλωρίδα και πανίδα των φυσικών οικοσυστημάτων. Οι επιπτώσεις της οικολογικής ξηρασίας, όπως αναφέρθηκε, είναι ιδιαίτερα εμφανείς και σοβαρές αυτή την περίοδο σε πολλές χώρες και κυρίως στην Καλιφόρνια, όπου η ξηρασία «διανύει» το 2015 το τέταρτο συνεχόμενο έτος, στη Βραζιλία και αλλού. Βέβαια και στην Ελλάδα εκδηλώνεται οικολογική ξηρασία μαζί με την εκδήλωση της μετεωρολογικής και υδρολογικής και επηρεάζει σοβαρά κυρίως τη χλωρίδα και πανίδα των φυ-


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 33

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

σικών οικοσυστημάτων μας (π.χ., σοβαρές δασικές πυρκαγιές τη θερινή περίοδο, ξήρανση πολλών δασικών ειδών μας, (Εικόνες 1 και 2), μείωση του όγκου της ετήσιας αύξησης άλλων ειδών, επιπτώσεις στην πανίδα [Εικόνα 3], λόγω έλλειψης τροφής, νερού κ.λπ.). Για το μετριασμό αυτών των επιπτώσεων της οικολογικής ξηρασίας είναι απαραίτητη η έρευνα όλων των διεργασιών εξέλιξής της και ο σχεδιασμός διαχείρισής της.

Αιτίες της ξηρασίας στο μεσογειακό και ελληνικό χώρο Στον ελληνικό χώρο εκδηλώνονται η εποχιακή ή περιοδική ξηρασία (η γνωστή μας καλοκαιρινή) και η τυχαία. Η κυριότερη αιτία της εποχιακής ξηρασίας σύμφωνα με τον Μαχαίρα (1992), είναι η ετήσια κύμανση των υποτροπικών αντικυκλώνων προς τα νότια κατά τη διάρκεια

του χειμώνα και προς τα βόρεια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Ειδικότερα για τη Μεσόγειο η μετακίνηση του αντικυκλώνα του Ατλαντικού προς τα βόρεια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έχει ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση επίσης προς τα βόρεια του Πολικού μετώπου και τη διάλυση του Μεσογειακού μετώπου, κατά μήκος του οποίου σχηματίζονται οι υφέσεις (τα χαμηλά βαρομετρικά) κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Οι μεταβολές αυτές των δύο μετώπων έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση της εποχιακής ξηρασίας στην Ελλάδα. Η ένταση και διάρκεια της εποχιακής ξηρασίας στη Μεσογειακή λεκάνη γενικότερα εξαρτώνται από το γεωγραφικό πλάτος και μήκος των περιοχών που βρίσκονται σε αυτή. Επιπλέον οι νοτιότερες και ανατολικότερες περιοχές της Μεσογείου παρουσιάζουν την εντονότερη και μεγαλύτερη διάρκεια της ξηρασίας που κυμαίνεται από 5-7 μήνες (Μαχαίρας, 1992). Όσον αφορά στις αιτίες της τυχαίας ξηρασίας μιας περιοχής αυτές είναι απροσδιόριστες και ασαφείς μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται στη μη κανονική συμπεριφορά της κυκλοφορίας της ατμόσφαιρας όχι μόνο στην περιοχή που επικρατεί μία ξηρασία αλλά και σε άλλες περιοχές όπου το αποτέλεσμα μπορεί να εκφράζεται επίσης από επικράτηση ξηρασίας ή αντίθετα από επικράτηση έντονων βροχοπτώσεων, όπως αναφέρθηκε και στην υποενότητα 2. Βασικό ρόλο στην παραπάνω μη κανονική κυκλοφορία της ατμόσφαιρας έχει βέβαια η φυσική μεταβλητότητα του κλίματος. Κατά συνέπεια, η τυχαία ξηρασία στην Ελλάδα μπορεί να εκδηλωθεί οποιαδήποτε χρονιά (Σχήμα 2) και οποιονδήποτε μήνα (Μπαλούτσος κ.ά., 1993), χωρίς καμία περιοδικότητα.

Εικόνα 1 - Εκτεταμένες νεκρώσεις δέντρων στο ελατοδάσος της Πάρνηθας απο την ξηρασία του 1999-2000

Εικόνα 2 - Εκτεταμένες επίσης νεκρώσεις ελάτης στο Μαίναλο Αρκαδίας απο την ξηρασία του 2009-2010

Εικόνα 3 - Ο αδυσώπητος αγώνας επιβίωσης της χλωρίδας και πανίδας σε περίοδο ξηρασίας

33


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 34

34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

Παράμετροι εκτίμησης της ξηρασίας Οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση του μεγέθους της ξηρασίας είναι η ένταση, η χρονική διάρκεια, η γεωγραφική έκταση και η καταστροφικότητα ή σφοδρότητά της. Η ένταση της ξηρασίας εκφράζεται με την απόκλιση των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων και άλλων παραμέτρων που συνδέονται με την εξάτμιση (θερμοκρασίας, ανέμου, υγρασίας) από τις αναμενόμενες κλιματικές τιμές. Η ποσοτικοποίηση της έντασης

μπορεί να επιτευχθεί τόσο με στατιστικές μεθόδους, με τις οποίες εκτιμάται η πιθανότητα εμφάνισης των συγκεκριμένων τιμών των μετεωρολογικών μεταβλητών όσο και με τη χρήση διαφόρων δεικτών οι οποίοι ενσωματώνουν τις κλιματικές παραμέτρους (Μαμάσης και Κουτσογιάννης, 2007). Τέτοιοι δείκτες είναι ο τυποποιημένος δείκτης ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (SPI), ο δείκτης δριμύτητας ξηρασίας του Palmer (PDSI), ο δείκτης υγρασίας των καλλιεργειών (CMI), ο δείκτης παροχής επιφανειακών υδάτων (SWSI), ο δείκτης τρωτότητας της ξηρασίας (DVI) –Karavitis et al.,

Σχήμα 2. διαδοχή ξηρών (-) και υγρών (+) υδρολογικών ετών στο λόφο του Αστεροσκοπείου Αθηνών την περίοδο 1859/60 έως 2013/14 (155 έτη.)


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 35

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

2014‒ και άλλοι. Η ένταση της ξηρασίας αυξανόμενη κατατάσσεται στα τέσσερα παρακάτω επίπεδα: 1) μέτρια, 2) ισχυρή, 3) ακραία και 4) εξαιρετικά ακραία (National Drought Mitigation Center, 2008). Η χρονική διάρκεια της ξηρασίας καθορίζεται δύσκολα αφού οι χρονικές στιγμές έναρξης και λήξης της είναι ασαφείς. Και αυτό επειδή η έναρξη συμπίπτει με κάποιο χρονικό διάστημα από την έλλειψη κατακρημνισμάτων στην περιοχή εκδήλωσης της ξηρασίας και πιο συγκεκριμένα με εκείνο της εμφάνισης των πρώτων επιπτώσεών της, ενώ το τέλος της μπορεί να επεκτείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την επανέναρξη των κατακρημνισμάτων. Ως ελάχιστη χρονική διάρκεια θεωρείται συνήθως το τρίμηνο το οποίο μπορεί να επεκτείνεται από ένα έως αρκετά έτη, ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής εκδήλωσης. Για την Ελλάδα η τρίμηνη θερινή διάρκεια της ξηρασίας είναι πολύ συχνή και αυτή η διάρκεια, σύμφωνα με τις μεγάλου μήκους χρονοσειρές βροχομετρικών στοιχείων που υπάρχουν (1859-2015), μπορεί να επεκτείνεται έως και δύο έτη. Οι δενδροχρονολογικές μελέτες μακράς διάρκειας όμως στη χώρα μας, όπως τονίσθηκε και στην εισαγωγή, κατέδειξαν πως η διάρκεια των ξηρασιών μεγαλύτερων περιόδων επαναφοράς μπορεί να είναι και 3-5 έτη. Η γεωγραφική έκταση εκδήλωσης μιας ξηρασίας εξαρτάται από τις ατμοσφαιρικές συνθήκες οι οποίες επηρεάζουν τα αντίστοιχα κατακρημνίσματα. Επομένως μια ξηρασία στην Ελλάδα μπορεί να καλύπτει είτε μόνο κάποια εκτεταμένη περιοχή της (π.χ., ανατολική, νότια, δυτική κ.λπ.), ή ολόκληρη τη χώρα ή και να επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ΝΑ Μεσόγειο. Ακόμα η γεωγραφική έκταση μιας ξηρασίας συνδέεται και με τη διάρκειά της και ειδικότερα όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκειά της τόσο μεγαλύτερη είναι και η γεωγραφική της έκταση (Great Lakes Commission, 1990). Η συσχέτιση αυτή εξηγεί και τη μεγάλη γεωγραφική έκταση (ολόκληρη τη ΝΑ Μεσόγειο) που είχε η ακραία διετής ξηρασία στη χώρα μας κατά τα υδρολογικά έτη 198889 και 1989-90. Η καταστροφικότητα ή σφοδρότητα της ξηρασίας εκφράζει τις επιδράσεις της στις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες αλλά και στο φυσικό περιβάλλον. Το μέγεθος αυτής της παραμέτρου εξαρτάται από την ένταση, τη διάρκεια, την έκταση της ξηρασίας, τη χρονική κατανομή των κατακρημνισμάτων, αλλά και την τρωτότητα των υδατικών, οικολογικών και κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Με αυτά τα δεδομένα

υπόψη, όταν μια χώρα έχει σχεδιάσει εκ των προτέρων τη διαχείριση της επικινδυνότητας της ξηρασίας, δηλαδή τη λήψη προληπτικών μέτρων, τότε, όσο μεγάλη και αν είναι η ένταση μιας μελλοντικής ξηρασίας, η καταστροφικότητά της θα είναι περιορισμένη και ελεγχόμενη. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δεν υπάρχει το παραπάνω σχέδιο διαχείρισης της ξηρασίας και επιχειρηθεί η διαχείριση της κρίσης της, τότε η καταστροφικότητά της θα είναι μεγάλη και πιθανόν ανεξέλεγκτη.

Επιπτώσεις της ξηρασίας Οι επιπτώσεις της ξηρασίας είναι πολλές και ποικίλες και δημιουργούν ένα πολυσύνθετο ιστό ο οποίος αναδεύεται διά μέσου των πολλών τομέων της οικονομίας (Wilhite et al., 2007). Η πολυπλοκότητα των επιπτώσεων δημιουργείται από την εξάρτηση πολλών τομέων και δραστηριοτήτων με το νερό από το οποίο παράγεται μια πληθώρα προϊόντων και υπηρεσιών. Γενικά οι επιπτώσεις κατατάσσονται σε άμεσες και έμμεσες ή προσδιορίζονται ως πρώτης, δεύτερης ή τρίτης τάξης. Από εννοιολογικής άποψης όσο οι επιπτώσεις της ξηρασίας απομακρύνονται από την αρχική τους αιτία τόσο περιπλοκότερη γίνεται η σύνδεσή τους με αυτή. Για παράδειγμα, η απώλεια της γεωργικής παραγωγής εξαιτίας της ξηρασίας είναι άμεση ή πρώτης τάξης επίπτωση. Όμως οι συνέπειες της επίπτωσης αυτής και ειδικότερα η απώλεια του εισοδήματος, το κλείσιμο των αγροκτημάτων, η μετανάστευση του κόσμου, τα κυβερνητικά προγράμματα ανακούφισης των πληγέντων κ.λπ., είναι δεύτερης ή τρίτης τάξης επιπτώσεις (Wiltite, 1993α). Βασικά οι επιπτώσεις της ξηρασίας, ανάλογα με τον τομέα που προσβάλλουν, κατατάσσονται σε τρεις κύριες κατηγορίες και ειδικότερα στις οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές: Οι οικονομικές επιπτώσεις είναι οι μεγαλύτερες και κυμαίνονται αρχικά από τις άμεσες απώλειες του ευρέως γεωργικού τομέα μέχρι των συναφών με αυτόν κτηνοτροφικού, δασικού και αλιευτικού τομέα. Άλλες οικονομικές επιπτώσεις είναι εκείνες των υδροδοτικών και αρδευτικών συστημάτων, της αναψυχής και του τουρισμού, των μεταφορών, των τραπεζικών δραστηριοτήτων, της παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, της ανόδου των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών και πολλών άλλων. Οι κοινωνικές επιπτώσεις επεκτείνονται στη δημόσια ασφάλεια από τις δασικές πυρκαγιές, στην υγεία,

35


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 36

36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

στις συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων χρηστών νερού, στις αδικίες και μεροληψίες των προγραμμάτων ανακούφισης των πολιτών από τη φυσική καταστροφή, την απώλεια ζωών, τις κοινωνικές ανησυχίες και διαμαρτυρίες, τη μείωση του πληθυσμού των γεωργικών περιοχών λόγω μετανάστευσης, την υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής γενικότερα κ.λπ. Όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, αυτές περιλαμβάνουν την ξήρανση και απώλεια πολλών φυτικών και ζωικών ειδών, αντίστοιχα, την καταστροφή των βιοτόπων, την υποβάθμιση του νερού και του αέρα, την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, την υποβάθμιση των τοπίων, τη διάβρωση του εδάφους από τον αέρα μετά την ξήρανση της βλάστησης κ.λπ. Τονίζεται όμως εδώ πως παλαιότερες δυσκολίες ποσοτικοποίησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της ξηρασίας, που υπήρχαν εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία, δεν υπάρχουν στις μέρες μας, αφού το εμπόδιο αυτό έχει παρακαμφθεί εξαιτίας της κοινωνικής πίεσης προς τις αρμόδιες αρχές αλλά και της πρόσφατης αξιοποίησης προηγμένης τεχνολογίας για το θέμα αυτό.

Διαχείριση της ξηρασίας 7.1 Γενικά Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η ξηρασία ως μέρος της φυσικής μεταβλητότητας του κλίματος, θα πλήξει αργά ή γρήγορα όλες τις χώρες και κυρίως εκείνες που είναι επιρρεπείς σε αυτόν τον κλιματικό κίνδυνο. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται βέβαια και η Ελλάδα. Κάθε χώρα λοιπόν πρέπει να έχει τη δική της πολιτική για την ξηρασία, αλλά και σχέδιο διαχείρισής της. Η υποχρέωση αυτή γίνεται όλο πιο επιτακτική και αναγκαία καθώς εκδηλώνεται αυξανόμενη ανησυχία τα τελευταία χρόνια σε παγκόσμια κλίμακα εξαιτίας της πολύ πιθανής αύξησης της έντασης, συχνότητας και διάρκειας των ξηρασιών ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και της παρόμοιας συμπεριφοράς άλλων κλιματικών φαινομένων των τελευταίων ετών (Sivakumar, 2012). Η κατάληξη όμως στην ανάγκη ύπαρξης πολιτικής και σχεδίου αντιμετώπισης της ξηρασίας από κάθε χώρα πέρασε από πολλά στάδια και αυτά παρουσιάζονται παρακάτω πολύ συνοπτικά. Αναλυτικότερα, κατά τη διάρκεια ολόκληρου σχεδόν του 20ού αιώνα οι κυβερνήσεις και οι αντίστοιχοι φορείς στις διάφορες χώρες που επλήγησαν από ξηρασίες, επιχείρησαν να μετριάσουν τις επι-

πτώσεις τους με τη διαχείριση της κρίσης αυτών των κλιματικών φαινομένων, δηλαδή με οικονομικές κυρίως ενισχύσεις στους πληγέντες και με πληθώρα άλλων πολύ δαπανηρών κατασταλτικών και βραχυπρόθεσμων μέτρων που είναι περιορισμένης αποτελεσματικότητας. Για τους παραπάνω λόγους η διαχείριση της κρίσης της ξηρασίας από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά δέχθηκε έντονη κριτική από τους ειδικούς στο θέμα επιστήμονες, τους κυβερνητικούς φορείς, αλλά και από πληγέντες από αυτές, ως ακατάλληλη και αναποτελεσματική διαδικασία μετριασμού των επιπτώσεων και γενικά αντιμετώπισης της ξηρασίας (Wilhite, 1991). Το γεγονός αυτό αλλά και οι πολλές και ισχυρές ξηρασίες που εκδηλώθηκαν σε πληθώρα χωρών, συμπεριλαμβανόμενης βέβαια και της Ελλάδας, ήταν το έναυσμα να δοθεί έμφαση στην ανάγκη σχεδιασμού αντιμετώπισης της ξηρασίας με τη λήψη μέτρων πριν την εκδήλωσή της. Πιο συγκεκριμένα, δόθηκε έμφαση κυρίως στη διαχείριση της επικινδυνότητας της ξηρασίας και πολύ λιγότερη στη διαχείριση της κρίσης αυτής. Έτσι, η σύνταξη σχεδίων και γενικότερα η χάραξη εθνικής πολιτικής και στρατηγικής αντιμετώπισης των ξηρασιών από κάθε χώρα επιρρεπή σε αυτές θεωρήθηκε ως ενέργεια άμεσης προτεραιότητας (Wilhite, 1993b). Η ανάγκη αλλαγής πορείας στη διαχείριση της ξηρασίας επισημάνθηκε από τον υφυπουργό Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Πολιτειών Lyons James το Μάιο του 1994 (Knutson et al., 1998), όταν σε σχετικό συνέδριο τόνισε μεταξύ άλλων: «Δυστυχώς έχουμε την τάση να επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην ξηρασία όταν αυτή είναι ήδη σε εξέλιξη. Τότε πιεζόμαστε να δράσουμε, να ανταποκριθούμε σε άμεσες ανάγκες των πολιτών μας και επιπλέον να εφαρμόζουμε τις πιο πολυδάπανες συνταγές ανακούφισής. Επίσης τότε επιχειρούμε να ισορροπήσουμε ανταγωνιστικά συμφέροντα σε μια φορτισμένη ατμόσφαιρα. Οι ενέργειες αυτές δεν είναι καλή πολιτική, αλλά ούτε και καλή διαχείριση των πόρων μας. Έτσι εμφυτεύουμε στην αντίληψη του κοινού την ιδέα πως η κυβέρνηση δεν κάνει καλά τη δουλειά της και αντιδρά τότε, όταν ξεσπάει η κρίση της ξηρασίας. Αντίθετα πρέπει να επιδιώξουμε μια προληπτική προσέγγιση διαχείρισης της επικινδυνότητας της ξηρασίας για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Πρέπει να αναμένουμε το αναπόφευκτο –η ξηρασία θα έρθει και θα φύγει– και για το λόγο αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε μια προσέγγιση η οποία αποσκοπεί σε μετριασμένες επιπτώσεις της, όταν αυτή αναπόφευκτα εκδηλωθεί».


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 37

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

Εξαιτίας των παραπάνω πιέσεων, ενώ μόνο τρεις πολιτείες στις ΗΠΑ είχαν σχέδιο διαχείρισης επικινδυνότητας της ξηρασίας από το 1982, αυτές ανήλθαν στις 29 το 2000 όταν είχε ήδη ψηφιστεί ο νόμος για την πολιτική αντιμετώπισης και διαχείρισης της ξηρασίας το 1998 (Wilhite, 2000). Σήμερα βέβαια όλες οι πολιτείες της Αμερικής έχουν συντάξει σχέδιο διαχείρισης αυτού του κλιματικού κινδύνου. Παρόμοια σχέδια έχουν επίσης η Αυστραλία, η Ινδία, η Νότιος Αφρική, η Βραζιλία, η Κύπρος από το 2011 και πάρα πολλές άλλες χώρες επιρρεπείς στην ξηρασία. Επισημαίνεται όμως πως τα σχέδια αυτά διαφέρουν μεταξύ των διαφόρων χωρών ή και μεταξύ πολύ μεγάλων περιοχών της ίδιας χώρας, επειδή ανταποκρίνονται στα φυσικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά τους. Επομένως μόνο καθοδηγητικά μπορούν να ληφθούν υπόψη από μία χώρα για τη σύνταξη των δικών της σχεδίων. Στις χώρες βέβαια που έχουν σχέδια ξηρασίας υπάγεται και η Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, η Ειδική Γραμματεία Υδάτων του ΥΠΕΝ στο πλαίσιο εναρμόνισης της χώρας με την Οδηγία 2000/60/ΕΚ, συνέταξε σχέδια διαχείρισης της ξηρασίας για 12 από τα 14 Υδατικά Διαμερίσματα της χώρας (Ειδική Γραμματεία Υδάτων, προσωπική επικοινωνία). Επιπλέον συντάχθηκαν και σχέδια διαχείρισης της ξηρασίας και των υδατικών πόρων γενικότερα για ορισμένα υδατικά συστήματα της χώρας. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται, π.χ., το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας και των προαστίων της (Nalbantis et. al., 1992, Karavitis, 1999, Μαμάσης και Κουτσογιάννης, 2007). Σημαντικό είναι ακόμα να αναφερθεί πως το 2007 αποπερατώθηκε ερευνητικό πρόγραμμα της ΕΕ για την ξηρασία σε πέντε μεσογειακές χώρες (Ελλάδα, Κύπρος, Ισπανία, Μαρόκο και Τυνησία) με τίτλο «Μεσογειακή Ετοιμότητα και Σχεδιασμός Περιορισμού της Ξηρασίας» (Mediterranean Drought Preparedness and Mitigation Planning– MEDROPLAN Project 2007) και με συμμετέχοντα φορέα από την Ελλάδα το ΕΜΠ (Εργαστήριο Εγγειοβελτιωτικών Έργων και Διαχείρισης Υδατικών Πόρων). Από τα δημοσιευθέντα ευρήματα αυτού του προγράμματος είναι και οι «Οδηγίες Διαχείρισης της Ξηρασίας» από τις οποίες μπορούμε να εξαγάγουμε πολλές πληροφορίες για τη γενική πορεία σύνταξης, βελτίωσης ή συμπλήρωσης ενός σχεδίου διαχείρισης της επικινδυνότητας της ξηρασίας. Χρήσιμες πληροφορίες για το ίδιο θέμα είναι επίσης διαθέσιμες σε εργασίες που αναφέρονται στα σχέδια διαχείρισης της ξηρασίας στις ΗΠΑ (Wilhite et al., 2000).

Στις παραγράφους που ακολουθούν γίνεται μια συνοπτική αναφορά στην ορολογία του κύκλου διαχείρισης της επικινδυνότητας και κρίσης της ξηρασίας, επειδή η συζήτηση αυτών δεν μπορεί να γίνει χωρίς ένα ξεκάθαρο τοπίο για τις έννοιες και σημασίες των χρησιμοποιούμενων όρων. Σύμφωνα με τους Knutson et.al., 1998, τα Ηνωμένα Έθνη, 2006 και τους Wilhite et al., 2007, αυτοί οι όροι είναι: Κίνδυνος ξηρασίας (Drought hazard): Είναι η απειλή εκδήλωσης ξηρασίας η οποία μπορεί να καταστήσει ανεπαρκή την προσφορά νερού για να καλύψει τη ζήτηση αυτού από τα διάφορα συστήματα. Επικινδυνότητα ξηρασίας (Drought risk): Είναι η πιθανότητα εκδήλωσης επιζήμιων συνεπειών ή αναμενόμενων απωλειών που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ του κλιματικού κινδύνου της ξηρασίας και τρωτών συνθηκών. Τέτοιες συνέπειες ή απώλειες είναι η πιθανότητα έλλειψης υδατικών και αγροτικών πόρων, η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, η ανεργία, η μετανάστευση, η χειροτέρευση της υγείας των πολιτών κ.λπ. Τρωτότητα (Vulnerability) της κοινωνίας στην ξηρασία: Είναι το σύνολο των συνθηκών και διεργασιών που προκύπτουν από τα φυσικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της περιοχής εκδήλωσης της ξηρασίας και οι οποίες αυξάνουν την ευπάθεια της κοινωνίας στην επίδραση αυτού του κλιματικού κινδύνου. Εκτίμηση της τρωτότητας της κοινωνίας στην ξηρασία: Είναι το πλαίσιο προσδιορισμού ή πρόβλεψης των αιτιών που υποκρύπτονται στις επιπτώσεις της ξηρασίας. Ο βαθμός τρωτότητας μετράται με την ικανότητα της κοινωνίας να προβλέπει την ξηρασία και να αντεπεξέρχεται, να ανθίσταται και να ανακάμπτει από αυτή. Ετοιμότητα (Preparedness) στην ξηρασία: Είναι οι δραστηριότητες που σχεδιάζονται πριν την εκδήλωση της ξηρασίας για να βελτιώσουν ή να αυξήσουν το επίπεδο των επιχειρησιακών δυνατοτήτων ατόμων και κοινοτήτων για απόκριση στην έκτακτη ανάγκη μιας ξηρασίας. Η ετοιμότητα αναφέρεται και στα διάφορα υδατικά, αγροτικά, περιβαλλοντικά και λοιπά συστήματα και είναι μια ενέργεια μετριασμού των επιπτώσεων της ξηρασίας. Μετριασμός των επιπτώσεων της ξηρασίας (Mitigation of drought impacts): Είναι οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες ενέργειες, τα διάφορα προγράμματα, οι πολιτικές που υλοποιούνται κ.λπ., πριν από την εκδήλωση της ξηρασίας ή κατά τα πρώτα στάδια

37


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 38

38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

αυτής, με σκοπό τη μείωση του βαθμού της επικινδυνότητάς της αλλά και της έκθεσης και τρωτότητας ατόμων, κοινοτήτων και παραγωγικών δραστηριοτήτων, των οποίων πλήττονται οι περιουσίες, το εισόδημα και η παραγωγικότητα. Προσαρμοστικότητα (Resilience) στην ξηρασία: Είναι η ικανότητα της κοινωνίας να αποτρέπει, να ανταποκρίνεται και να προσαρμόζεται με διάφορες δράσεις στις επιπτώσεις της ξηρασίας. 7.2 Διαχείριση της επικινδυνότητας και κρίσης της ξηρασίας Επισημαίνεται από την αρχή πως διαχείριση της επικινδυνότητας της ξηρασίας είναι μια προσέγγιση που ενεργοποιείται πολύ πριν από την εκδήλωσή της. Επομένως τα μέτρα που προτείνονται μπορούν να μετριάσουν το βαθμό σοβαρότητας των επιπτώσεων της επόμενης ξηρασίας. Αντίθετα η διαχείριση της κρίσης της ξηρασίας είναι μια προσέγγιση κατά την οποία η απόκριση και οι ενέργειες των αρμόδιων φορέων και των κοινωνικών ομάδων υλοποιούνται όταν έχει ήδη εκδηλωθεί το φαινόμενο και χωρίς να υπάρχει κανένας σχεδιασμός εκ των προτέρων (Knutson et al., 1998). Διευκρινίζεται όμως πως οι δύο παραπάνω προσεγγίσεις διαχείρισης της ξηρασίας είναι επικουρικές και συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές. Οι προληπτικές και κατασταλτικές ενέργειες των δύο προσεγγίσεων αντίστοιχα, είναι πολλές και ποικίλες και έχουν ταξινομηθεί σε οκτώ κατηγορίες οι οποίες καταλαμβάνουν ολόκληρο το φάσμα του κύκλου αδράνειας και δράσης της ξηρασίας (Σχήμα 3). Παρακάτω παρουσιάζονται και συζητούνται συνοπτικά καθεμία από τις οκτώ κατηγορίες ενεργειών του Σχήματος που αναφέρθηκε για τις δύο προσεγγίσεις διαχείρισης της ξηρασίας. 7.2.1 Ετοιμότητα στην εκδήλωση ξηρασίας Η ετοιμότητα της κοινωνίας στην εκδήλωση ξηρασίας είναι ένα από τα σημαντικότερα προληπτικά μέτρα μετριασμού των επιπτώσεών της. Η ανάγκη μετριασμού των επιπτώσεων απορρέει από την αύξηση του κόστους αντιμετώπισής τους, από την πολυπλοκότητά τους, από την έντονη κοινωνική ανησυχία για αύξηση της συχνότητας, έντασης και διάρκειας των ξηρασιών στο μέλλον λόγω της κλιματικής αλλαγής κ.λπ. (Wilhite et al., 2007).

Η έννοια της ετοιμότητας (βλέπε ενότητα 7.1) κτίζεται κυρίως με την εφαρμογή τόσο της θεσμοθετημένης πολιτικής για την ξηρασία μιας χώρας όσο και των σχεδίων διαχείρισής της. Η ετοιμότητα στην ξηρασία μπορεί να οριοθετηθεί κυρίως από τις τρεις παρακάτω κατηγορίες προληπτικών μέτρων (Engle, 2013): 1. Την εκτίμηση των επιπτώσεων αλλά και της επικινδυνότητας της ξηρασίας. 2. Το μετριασμό των επιπτώσεων και την απόκριση σε αυτές. 3. Την παρακολούθηση και έγκαιρη προειδοποίηση για ξηρασία. Τα μέτρα αυτά περικλείονται στον κύκλο αδράνειας και δράσης της ξηρασίας και αναπτύσσονται συνοπτικά στις επόμενες ενότητες. Άλλο σημαντικό μέτρο ετοιμότητας στην ξηρασία είναι η σχεδίαση της ορθολογικής διαχείρισης των υδροδοτικών συστημάτων σε τοπικό επίπεδο. Με το μέτρο αυτό είναι δυνατό να παρέχεται στους καταναλωτές αποδεκτή ποσότητα νερού ακόμη και σε περίοδο ξηρασίας, αλλά και να εξασφαλίζονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες από τα οικοσυστήματα. Η συμμετοχή των πολιτών στην «εκστρατεία» για ενδυνάμωση της ετοιμότητας στην ξηρασία είναι πολύ σημαντική. Η συμμετοχή αυτή προϋποθέτει την ενημέρωση και εκπαίδευση των πολιτών για τις επιπτώσεις της ξηρασίας και τις στοχευμένες δράσεις πριν και έπειτα από αυτή, για τα μέτρα εξοικονόμησης νερού, για τη σημασία της δασικής βλάστησης και των έργων των βουνών στην εξασφάλιση ροής των ρευμάτων ακόμα και το καλοκαίρι και για πληθώρα άλλων δραστηριοτήτων. Η ετοιμότητα στην ξηρασία που κτίζεται με τα παραπάνω προληπτικά μέτρα, όπως υποστηρίζεται από πολλούς ερευνητές (Engle, 2013), επηρεάζει θετικά την προσαρμοστική ικανότητα της κοινωνίας και συνεπώς συμβάλλει στην προσαρμοστικότητά της, δηλαδή στην ανάκαμψη από τις αρνητικές επιπτώσεις της ξηρασίας. Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά, η Ελλάδα υστερεί στη λήψη πολλών από τα παραπάνω μέτρα. Βέβαια υπάρχουν φορείς και στη χώρα μας που συμβάλλουν στο κτίσιμο της ετοιμότητας στην ξηρασία και τέτοιοι είναι, π.χ., η ΔΕΗ και η ΕΥΔΑΠ, που διατηρούν στους ταμιευτήρες τους αποθέματα νερού ασφαλείας τουλάχιστον για δύο συνεχή έτη ξηρασίας.


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 39

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

Σχήμα 3: Ενέργειες διαχείρισης του κύκλου αδράνειας και δράσης της ξηρασίας. (Παραλλαγή του Σχήματος του Wilhite and Knutson, 2007).

7.2.2 Μείωση της επικινδυνότητας της ξηρασίας Η μείωση της επικινδυνότητας της ξηρασίας είναι απαραίτητη αλλά δύσκολη διαδικασία. Oι ενέργειες μείωσης της επικινδυνότητας της ξηρασίας πρέπει να αρχίζουν από τις επιπτώσεις της ξηρασίας και να κατευθύνονται προς τις άλλες παραμέτρους που επηρεάζονται από αυτές. Η μέθοδος αυτή προτείνεται από το Εθνικό Κέντρο Μετριασμού των Επιπτώσεων της Ξηρασίας που εδρεύει στη πολιτεία Nebraska των ΗΠΑ (Knutson et. al., 1998). Αναλυτικότερα οι ενέργειες που προτείνονται περικλείουν τα παρακάτω στάδια: 1. Τον προσδιορισμό των επιπτώσεων της ξηρασίας τόσο στην κοινωνία όσο και στα υδροδοτικά, αρδευτικά, γεωργικά και περιβαλλοντικά συστήματα της περιοχής εκδήλωσης μιας προηγούμενης ξηρασίας. Η ενέργεια αυτή απαιτεί τη συμμετοχή μιας διεπιστημονικής και έμπειρης ομάδας τεχνικών, οικονομολόγων, νομικών κ.λπ. και εφοδιασμένης με κάθε είδους πληροφορία από την προηγούμενη ξηρασία, ώστε να προσδιοριστούν όσο το δυνατόν καλύτερα όλες οι επιπτώσεις της ξηρασίας για καθένα από τα παραπάνω συστήματα. Οι επιπτώσεις προσδιορίζονται και ταξινομούνται κατά φθί-

νουσα τάξη βαθμού σοβαρότητας, ώστε να αντιμετωπιστούν πρώτα οι πιο σοβαρές από αυτές. 2. Την αναζήτηση των υποκρυπτόμενων κοινωνικοοικονομικών, υδατικών και περιβαλλοντικών αιτιών των παραπάνω επιπτώσεων της ξηρασίας. Και αυτό επειδή οι αιτίες εκδήλωσης των επιπτώσεων ανάγονται στην τρωτότητα των κοινωνικών και λοιπών συστημάτων. Οι επιπτώσεις δεν έχουν τη ρίζα τους στο φυσικό φαινόμενο της ξηρασίας, αλλά είναι συμπτώματά του. 3. Την αναζήτηση όλων των ενεργειών, δηλαδή όλων των δράσεων και μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοστούν σε κάθε ιδιαίτερη περίπτωση και οι οποίες μπορούν με την υλοποίησή τους να συμβάλλουν στη μείωση της τρωτότητας. Η εφαρμογή των παραπάνω σημαντικών και αναγκαίων σταδίων, με τη σειρά που αναφέρθηκαν, θα συμβάλει σημαντικά στο μετριασμό των επιπτώσεων και συνεπώς στη μείωση της τρωτότητας των συστημάτων και άρα της επικινδυνότητας της ξηρασίας. Οι προτάσεις μείωσης της επικινδυνότητας της ξηρασίας που παρουσιάστηκαν είναι ρεαλιστικές και μπορούν να εφαρμοστούν ευρύτερα και σε άλλες περιφέρειες και χώρες, προφανώς και στην Ελλάδα. Και αυτό

39


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 40

40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

επειδή από το παραπάνω Κέντρο της Nebraska που αναφέρθηκε, έχουν συνταχθεί Πίνακες για κάθε πιθανή επίπτωση της ξηρασίας ανά σύστημα, για κάθε υποκρυπτόμενη αιτία, αλλά και για κάθε πιθανή και στοχευμένη ενέργεια που μπορεί να μειώσει σημαντικά ή να εξαλείψει τις αιτίες που δημιουργούν τις σοβαρές επιπτώσεις στα διάφορα συστήματα μιας περιοχής. Από τους Πίνακες αυτούς οι διαχειριστές των ξηρασιών στην πράξη μπορούν να επιλέγουν εκείνες από τις παραπάνω τρεις κατηγορίες παραμέτρων που ανταποκρίνονται καλύτερα στα κοινωνικοοικονομικά, φυσικά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης τους. 7.2.3 Παρακολούθηση και έγκαιρη προειδοποίηση για ξηρασία Η λήψη προληπτικών μέτρων προκειμένου να εντοπιστούν τα «ίχνη» μιας επερχομένης ξηρασίας είναι αναγκαία και επιτακτική. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να υιοθετηθεί από την πολιτεία ένα ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης και έγκαιρης προειδοποίησης για ξηρασία. Σε ένα τέτοιο σύστημα η παρακολούθηση περιλαμβάνει τη μέτρηση και καταγραφή μετεωρολογικών, υδρολογικών, κοινωνικών και λοιπών παραμέτρων που σχετίζονται με την εκδήλωση μιας ξηρασίας. Τέτοιες παράμετροι είναι η υγρασία της ατμόσφαιρας, το ύψος βροχής και χιονιού σε διάφορους σταθμούς, η εξατμισοδιαπνοή, η παροχή των υδατορευμάτων και των πηγών, η στάθμη νερού των φυσικών λιμνών και των ταμιευτήρων, η υγρασία του εδάφους, η στάθμη των υπόγειων νερών, η αύξηση του πληθυσμού σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ., το καλοκαίρι στα νησιά) κ.λπ. Από τις τιμές των παραπάνω παραμέτρων γίνεται η εκτίμηση ενός συστήματος δεικτών ξηρασίας, οι οποίοι αποσκοπούν στο να συνοψίσουν τα αποτελέσματα πολύπλοκων αναλύσεων μεγάλου αριθμού στοιχείων σε απλές και κατανοητές τιμές που δίνουν σημαντικές πληροφορίες για την ύπαρξη η μη, την ένταση, το γεωγραφικό εύρος της ξηρασίας μιας περιοχής αλλά και τη χρονική περίοδο που αυτή αναμένεται να εκδηλωθεί. Στη συνέχεια ενημερώνονται έγκαιρα οι διαχειριστές των υδατικών πόρων και οι διαχειριστές λήψης αποφάσεων, προκειμένου να αξιολογήσουν τα επεξεργασμένα δεδομένα (τιμές των δεικτών ξηρασίας) και να επιλέξουν κατάλληλα άμεσα μέτρα και δράσεις για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της ξηρασίας.

Στην Ελλάδα, από όσα γνωρίζουμε, δεν υπάρχει στην πράξη ένα τέτοιο σύστημα παρακολούθησης και έγκαιρης προειδοποίησης για ξηρασία. 7.2.4 Η εκδήλωση της ξηρασίας ως φυσική καταστροφή Οι διάφορες κατηγορίες των προληπτικών μέτρων που περιλαμβάνονται στη διαχείριση της επικινδυνότητας της ξηρασίας και αναφέρθηκαν προηγούμενα, όσο τέλεια και αν σχεδιαστούν και όσο επιμελημένα και αν υλοποιηθούν, ποτέ δε θα εξαλείψουν εντελώς τις επιπτώσεις της επόμενης ξηρασίας σε μία περιοχή. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο γίνεται αναφορά στο μετριασμό των επιπτώσεων και όχι στην εξάλειψή τους. Κατά συνέπεια, η εκδήλωση της επόμενης ξηρασίας θα συνοδεύεται μεν από επιπτώσεις, αλλά λογικά ηπιότερου βαθμού σε σχέση με εκείνες αν δεν είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα. Βέβαια η επόμενη ξηρασία θα είναι προφανώς η υλοποίηση της απειλής εκδήλωσης του κλιματικού κινδύνου αυτής και η μετατροπή της σε μία φυσική καταστροφή. Μετά την εκδήλωσή της, ο περαιτέρω μετριασμός ή η εξάλειψη των μετριασμένων επιπτώσεων είναι στόχος πλέον της διαχείρισης της κρίσης της ξηρασίας. Κατά συνέπεια, τα τέσσερα παρακάτω μέτρα του κύκλου αδράνειας και δράσης της ξηρασίας (5,6,7 και 8, Σχήμα 3) που παρουσιάζονται συνοπτικά, είναι κατασταλτικά και όχι προληπτικά. 7.2.5 Αξιολόγηση της σοβαρότητας των επιπτώσεων Το παρόν μέτρο είναι το πρώτο κατασταλτικό και σκοπό έχει την αξιολόγηση της σοβαρότητας των επιπτώσεων της ξηρασίας κατά την προσέγγιση της διαχείρισης της κρίσης της. Η αξιολόγηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί δίνει απάντηση όχι μόνο στη σοβαρότητα των επιπτώσεων στο συγκεκριμένο στάδιο αλλά και για το πόσο αποτελεσματικά ήταν τα προληπτικά μέτρα κατά τη διαχείριση της επικινδυνότητας της ξηρασίας. Επομένως, αν διαπιστωθεί πως οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα σοβαρές, τότε πρέπει να δοθεί απάντηση αρχικά στο «γιατί» δεν απέδωσαν τα προληπτικά μέτρα και στη συνέχεια να γίνουν διορθωτικές κινήσεις για βελτίωση, ή αλλαγή κάποιων από αυτά. Άλλωστε δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός πως και οι δύο προσεγγίσεις διαχείρισης της ξηρασίας βρίσκονται σε μια δυναμική και όχι στατική κα-


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 41

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

τάσταση και σχέση, και επομένως μπορούν να δεχθούν βελτιώσεις ή αλλαγές σε όλα τα στάδια τους. Η αξιολόγηση των επιπτώσεων στο παρόν στάδιο γίνεται με τη σύγκριση του βαθμού σοβαρότητάς τους με εκείνο των αντίστοιχων επιπτώσεων άλλων ξηρασιών του παρελθόντος που είχαν ίδιες ή διαφορετικές εντάσεις. Αν βέβαια για κάποιες από τις ξηρασίες αυτές δεν είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα, τότε το γεγονός αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο τελικό αποτέλεσμα της αξιολόγησης. Προστίθεται ακόμα πως αν στις υπό εξέταση ξηρασίες του παρελθόντος περικλείονται η μέση και η μέγιστη της συγκεκριμένης περιοχής ως προς την ένταση και διάρκεια, τότε οι συγκρίσεις του βαθμού σοβαρότητας των επιπτώσεων μεταξύ της παρούσας και εκείνων του παρελθόντος, είναι πιο ενδιαφέρουσες. Όσον αφορά την Ελλάδα, τέτοιες αξιολογήσεις, από όσα γνωρίζουμε, δεν υλοποιούνται λόγω έλλειψης σχετικών πληροφοριών από ξηρασίες του παρελθόντος. 7.2.6 Απόκριση στις επιπτώσεις της ξηρασίας Εκτός της αξιολόγησης της σοβαρότητας των επιπτώσεων, σημαντικότατο στάδιο δράσης των αρμόδιων φορέων και των εκτεθειμένων κοινωνιών είναι η απόκριση στις επιπτώσεις της ξηρασίας κατά τη διαχείριση της κρίσης της. Οι πρώτες δράσεις επικεντρώνονται προφανώς στη διαχείριση του νερού εξαιτίας της έλλειψής του. Η διαχείριση αυτού του πόρου, σύμφωνα με τους Turton και Ohlsson (1999), περιλαμβάνει τρία κύρια στάδια τα οποία σχετίζονται με το ισοζύγιο της φυσικής προσφοράς και ζήτησης του νερού. Τα στάδια αυτά είναι: 1. Η φυσική προσφορά, παρά τη δράση της ξηρασίας, είναι μεγαλύτερη της ζήτησης. Στην περίπτωση αυτή οι ενέργειες επικεντρώνονται στη διαχείριση του νερού ώστε να επιτευχθεί ορθολογική διανομή του στους διάφορους χρήστες του. 2. Η φυσική προσφορά είναι μικρότερη της ζήτησης και το έλλειμμα μπορεί να καλυφθεί με την κατασκευή συμβατικών τεχνικών έργων. Τέτοια έργα είναι η άντληση υπόγειων νερών, η μεταφορά νερού από κοντινές περιοχές, η αφαλάτωση θαλασσινού και υφάλμυρου νερού κ.λπ. 3. Η φυσική προσφορά παραμένει μικρότερη της ζήτησης παρά την κατασκευή συμβατικών τεχνικών έργων. Στην περίπτωση αυτή οι δράσεις επικεντρώνονται στη μείωση της ζήτησης και η έμφαση δίνεται πρώτα στα συστήματα μεγάλης κατανάλωσης νερού, όπως είναι εκείνα της άρδευσης των καλλιεργειών και

της ύδρευσης. Όσον αφορά στο πρώτο σύστημα, οι δράσεις επικεντρώνονται στην εφαρμογή πιο οικονομικών σε νερό αρδευτικών δικτύων, στη συντήρηση των έργων μεταφοράς και διανομής νερού, στην ανακατανομή των καλλιεργειών, στη χρήση του διαθέσιμου νερού στα κρίσιμα στάδια ανάπτυξης των φυτών, στην καταπολέμηση των ζιζανίων, στην αναστολή χρήσης λιπασμάτων που αυξάνουν τη ζήτηση νερού και σε άλλες δράσεις σχετικές με τη μείωση της κατανάλωσης νερού από τις καλλιέργειες. Όσον αφορά τη μείωση της κατανάλωσης νερού για ύδρευση, οι κυριότερες δράσεις επικεντρώνονται: Στη μείωση των απωλειών των δικτύων μεταφοράς νερού στα διυλιστήρια και εκείνων της διανομής νερού στις οικιστικές περιοχές, στις ποικίλες τεχνικές μείωσης της μεγάλης και άσκοπης ποσότητας νερού που καταναλώνεται στις οικίες, στις αυλές, στα πάρκα, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην αύξηση της τιμής του κ.λπ. Εδώ πρέπει να τονιστεί όμως πως το θέμα μείωσης της κατανάλωσης του πόσιμου νερού γίνεται στη χώρα μας ιδιαίτερα κρίσιμο σε περίοδο ξηρασίας το καλοκαίρι, λόγω του αριθμού των τουριστών, των προσφύγων, των μεταναστών κ.λπ. 7.2.7. Ανάκαμψη της κατάστασης Αποτέλεσμα όλων των προηγούμενων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων και δράσεων που αναφέρθηκαν είναι η έναρξη και εμφάνιση της ανάκαμψης των διαφόρων συστημάτων της περιοχής που επλήγη από ξηρασία Η ανάκαμψη αυτή προϋποθέτει βέβαια τον επιτυχή σχεδιασμό και την αποτελεσματική υλοποίηση των μέτρων και ενεργειών του κύκλου αδράνειας και δράσης της ξηρασίας. Με τις προϋποθέσεις αυτές, όπως αναφέρθηκε, επιτυγχάνεται πρώτα ο μετριασμός των επιπτώσεων των κοινωνικών και λοιπών συστημάτων και κατά συνέπεια η μείωση της τρωτότητάς τους, αλλά και της επικινδυνότητας της ξηρασίας, δηλαδή των πιθανοτήτων εκδήλωσης αρνητικών επιπτώσεων. Η ανάκαμψη ενισχύεται και από το κτίσιμο της ετοιμότητας της κοινωνίας στην ξηρασία η οποία επιδρά θετικά στην προσαρμοστικότητά της, δηλαδή στην ανάκαμψη της κοινωνίας από τις αρνητικές επιπτώσεις. 7.2.8 Αποκατάσταση των ζημιών Το στάδιο αποκατάστασης των ζημιών (reconstruction) έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως για άλλους φυσικούς

41


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 42

42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 28-43

κινδύνους όπως είναι π.χ. οι πλημμύρες, οι σεισμοί, οι τυφώνες κ.λπ. και όχι τόσο για την ξηρασία. Και αυτό επειδή η ξηρασία, ως φυσική καταστροφή, πλήττει ύπουλα «τα θύματά» της και δεν προξενεί τεχνικές καταστροφές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση η αποκατάσταση των ζημιών θα μπορούσε να επικεντρωθεί στο αγροτικό και κτηνοτροφικό κεφάλαιο, στη μείωση της ανεργίας, στην αποκατάσταση των ζημιών στα φυσικά συστήματα κ.λπ. Σημαντικό όμως είναι να προστεθεί και στη συγκεκριμένη υποενότητα η μεγάλη σημασία που έχει για την αντιμετώπιση του κλιματικού κινδύνου της ξηρασίας η διαχείριση τόσο της επικινδυνότητας όσο και της κρίσης της. Συχνά όμως η διαχείριση της επικινδυνότητας παραγκωνίζεται μόλις αρχίσουν οι βροχές και επομένως τα έργα που έχουν προταθεί για τη διαχείριση του νερού από τις κυβερνήσεις ξεχνιούνται μέχρι να εκδηλωθεί η επόμενη ξηρασία. Αυτές οι όχι και τόσο οργανωτικές και λογικές ενέργειες διαχείρισης της κρίσης της ξηρασίας απεικονίζονται παρακάτω ως «ο υδρο–παράλογος κύκλος» της ξηρασίας στην παραλλαγή του σκίτσου του Σχήματος 4 (Drought Policy Review Task Force of Australia, 1990). Η ανάγκη και λογική επιβάλλει όμως τη διάσπαση «του υδρο-παράλογου κύκλου» της ξηρασίας και την εφαρμογή του χρυσού κανόνα που προτρέπει: «Σχεδίασε τώρα για τις ξηρασίες του μέλλοντος και ενέργησε αποφασιστικά και αποτελεσματικά όταν αυτές εκδηλωθούν».

7.3 Συμπερασματική ανασκόπηση 1. Η ανθρώπινη κοινωνία ποτέ δε θα μπορέσει να αποφύγει την ξηρασία αφού αυτή είναι ένα κανονικό χαρακτηριστικό του κλίματος. Οι πολλές και πολύπλοκες όμως επιπτώσεις της ξηρασίας στους διάφορους τομείς, προξενούν κατά την εκδήλωσή της προβλήματα και καταστροφικές υποβαθμίσεις του φυσικού περιβάλλοντος. 2. Επί δεκαετίες οι διάφορες χώρες αντιμετώπιζαν την ξηρασία με τη διαχείριση της κρίσης αυτής, δηλαδή με τη λήψη κατασταλτικών μέτρων όταν εκδηλώνονταν αυτό το φαινόμενο. Η προσέγγιση όμως αυτής της μορφής διαχείρισης, οδηγούσε, εκτός των άλλων μειονεκτημάτων, σε περαιτέρω επιδείνωση των επιπτώσεων στα διάφορα συστήματα. 3. Για τον παραπάνω λόγο τις δύο τελευταίες δεκαετίες πολλές χώρες συνέταξαν σχέδια διαχείρισης της επικινδυνότητας της ξηρασίας τα οποία αναφέρονται

στη λήψη πολλών και ποικίλων προληπτικών μέτρων. Τα μέτρα αυτά αποβλέπουν στο μετριασμό των επιπτώσεων της επόμενης ξηρασίας και συνεπώς στη μείωση της τρωτότητας των κοινωνικών και φυσικών συστημάτων και επιπλέον στη μείωση της επικινδυνότητας της ξηρασίας. 4. Μια ενδιάμεση προσέγγιση διαχείρισης της ξηρασίας, η οποία υποστηρίζεται από πολλούς ερευνητές, είναι ο συνδυασμός διαχείρισης της επικινδυνότητας και της κρίσης της. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην αδυναμία επιτυχίας σημαντικού μετριασμού των επιπτώσεων της ξηρασίας μόνο με προληπτικά μέτρα. Επιδιώκεται λοιπόν ο περαιτέρω μετριασμός αυτών με κατασταλτικά μέτρα κατά τη διαχείριση της κρίσης της ξηρασίας, όταν αυτή εκδηλωθεί. Βασική αρχή αυτής της προσέγγισης είναι η υλοποίηση όλων των αναγκαίων και απαραίτητων προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων του κύκλου αδράνειας και δράσης της ξηρασίας. 5. Η Ελλάδα ως μεσογειακή χώρα είναι επιρρεπής στις ξηρασίες και πλήττεται ανέκαθεν από αυτές. Η αντιμετώπιση των ξηρασιών στη χώρα μας, εκτός κάποιων εξαιρέσεων (π.χ., υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας, ΔΕΗ κ.λπ.), γίνεται μέχρι σήμερα με τη διαχείριση της κρίσης τους. Το γεγονός όμως πως τελευταία συντάχθηκαν από το ΥΠΕΝ σχέδια διαχείρισης της ξηρασίας για 12 από τα 14 Υδατικά Διαμερίσματα της χώρας, είναι μια σημαντική εξέλιξη. Επιπλέον υπάρχουν και λεπτομερείς Οδηγίες Διαχείρισης της Ξηρασίας για την Ελλάδα και άλλες Μεσογειακές χώρες. Κατά συνέπεια, επείγει για τη χώρα μας η έναρξη εφαρμογής των παραπάνω σχεδίων, αφού όλο και περισσότερες χώρες πλήττονται τα τελευταία χρόνια από ισχυρές και πολυετείς ξηρασίες οι οποίες δύσκολα αντιμετωπίζονται χωρίς την εφαρμογή σχεδίων με προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα.

Βιβλιογραφικές αναφορές Beran M.A. and Rodier J.A., 1985. “Hydrological aspects of drought. UNESCO – WMO”, Studies and Reports in Hydrology, n. 39, pp.149. Brandes R., 2009. “Dendrochronology on Pinus nigra in the Taygetos mountains, Southern Peloponnisos”. In Tree rings, Kings and old World Archaeology and Environment. Ed. by Manning S.W. and Bruce M.J., Oxbow Books, Oxford and Oakville, pp. 81-95. Bryant E.A., 1991. Natural Hazards. Cambridge University Press, Cambridge, England.


004_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 43

Γ. ΜΠΑΛΟΥΤΣΟΣ, Α. ΜΠΟΥΡΛΕΤΣΙΚΑΣ, Κ. ΚΑΟΥΚΗΣ

Da Cunha L.V., Vlachos E. and Yevjevich V., 1983. “Coping with droughts”, pp. 3-11. Water Resources Publications, Colorado, U.S.A. Dai A., Trenberth K.E. and Qian T., 2004. “A global set of Palmer Drought Severity Index for 1870-2002: relationship with soil moisture and effects of surface warning”. J. Hydrometeoral., 5: 1117-1130. Dracup J.A., Lee K.S. and Paulson G., JR.1980. “On the definition of droughts”. Water Resources Research, 16(2): 297-302. Drought Policy Review Task Force of Australia, 1990. National Drought Policy, Vol. 1, pp. 1-30, Australia Government Publishing Service, Camberra, Australia. Engle N.L. 2013. “The role of drought preparedness in building and mobilizing adaptive capacity in states and their community water systems”. Climate Change, vol.118: 291-306. Gillette H.P. 1950. A creeping drought under way. Water and Sewage Works, (March), pp. 104-105. Great Lakes Commission 1990. A guide book to drought planning, management and water level changes in the Great Lakes, Michigan, U.S.A. pp. 61. Gutierrez A.P.A., Engle N.L., De Nys E., Molejon C. and Martins E.S. 2014. “Drought preparedness in Brazil”. Weather and Climate Extremes, vol.3: 95-106. Hagman G., 1984. “Prevention better than cure. Report on Human and Natural Disasters in the Third World”. Swedish Red Gross, Stockholm. Heim Jr. R.R. 2002. “A review of twentieth century drought indices used in the United States”. Bulletin of the American Meteorological Society, 83(8): 1149-1165. Hersfield D.M., Brakensiek D.L. and Comer G.H., 1973. Floods and Droughts, pp. 491-502. Water Resources Publications, Colorado, U.S.A. Ηνωμένα Έθνη 2006. Διεθνής Στρατηγική για τη Μείωση των καταστροφών των Ηνωμένων Εθνών (UNISDR, 2006). Karavitis Ch. A. 1999. “Decision support systems for drought management strategies in Metropolitan Athens”. Water International, vol.24(1): 10-21. Karavitis C.A., Tsesmelis D.E., Skondras N.A., Stamatakos D., Alexandris S., et al., 2014. “Linking drought characteristics to impacts on a spatial and temporal scale”. Water Policy, 16: 1172–1197. Klemes V. 1987. “Drought predictions: A hydrological perspective”. In Wilhite D.A. and Easterling W.E., Eds. Planning for Drought: Toward a Reduction of Societal Vulnerability, chapter 7, pp: 81-94. Westview Press, Boulder, Colorado, U.S.A. Knutson C., Hayes M. and Phillips T. 1998. “How to reduce drought risk”. A guide prepared by the Preparedness and Mitigation Working Group of the Western Drought Coordination Council, National Drought Mitigation Center, Lincoln, Nebraska, U.S.A., pp: 43. Kuniholm P.I., 1990. “Archaeological evidence and non-evidence for climate change”. Phil. Trans. R. Soc. London. A 330: 645-655. Μαμάσης Ν. και Κουτσογιάννης Δ., 2007. «Φυσικές, κοινωνικές και τεχνολογικές πτυχές της ξηρασίας: Το παράδειγμα της Αθήνας». Στο Φυσικές και Τεχνολογικές Καταστροφές στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, Επιμέλεια Κ. Σαπουντζάκη, pp. 61-88, Gutenberg, Αθήνα. Μαχαίρας Π., 1992. «Αίτια και μετεωρολογικά χαρακτηριστικά της ξηρασίας στον Ελληνικό χώρο». Πρακτικά Συμποσίου ΓΕΩΤΕΕ, Θεσσαλονίκη, 17-18 Μαρτίου 1992, σελ: 159-169.

MEDROPLAN Project 2007. Mediterranean Drought Preparedness and Mitigation Planning. Euro-Mediterranean Regional Programme for Local Water Management of the European Commission. Μπαλούτσος Γ., Γκουντούφας Ε. και Καϊμάκη Σ., 1993. «Χαρακτηριστικά μετεωρολογικών ξηρασιών στο Λεκανοπέδιο Αττικής τα τελευταία 132 χρόνια». Γεωτεχνικά Επιστημονικά Θέματα, τόμος 4(2): 5-12. Nalbantis I., Koutsoyiannis D. and Xanthopoulos Th., 1992. “Modelling the Athens water supply system”. Water Resources Management, 6: 57-67 National Drought Mingation Center, 2007. Drought Preparedness Planning: The 10 Step Process. University of Nebraska, Lincoln, pp: 2. National Drought Mitigation Center, 2008. Drought National Weather Service, Public Fact Sheet, May, pp. 3. Sen Z. 1982. Statistical analysis of rainfull and runoff, pp. 637-650. Water Resources Publications, Colorado, U.S.A. Sivakumar M.V.K., 2012. “High-Level Meeting on National Drought Policy”. CSA News, December. American Society of Agronomy, Madison, Wisconsin, U.S.A. Turton A.R. and Ohlsson L. 1999. “Water scarcity and social stability: towards a deeper understanding of the key concepts needed to manage water scarcity in developing countries”. In Proceedings of the ninth Stockholm conference, pp.24. Stockholm, Sweden. Wilhite D.A. and Glantz M.H., 1985. “Understanding the drought phenomenon: The role of definition”. Water Inter., 10: 111120. Wilhite D.A., Rosenberg N.J. and Glantz M.H., 1986. Improving federal response to drought, J. of Climate and Applied Meteorology, 25: 332-342. Wilhite D.A. 1991. “Drought planning: A process of state government”. Water Resour. Bul., 27(1): 29-38. Wilhite D.A., 1993a. “The enigma of drought”. In Drought Assessment, Management and Planning: Theory and Case Studies, Ed. by Wilhite D.A., 1993, pp. 3-15, Kluwer Academic Publishers, Boston, Dordrecht, London. Wilhite D.A. 1993b. “Planning for drought: A methodology”. In Drought Assessment, Management and Planning: Theory and Case Studies, ed. By Wilhite D.A., pp: 87-108, Kluwer Academy Publishers, Boston, Dorsrecht, London. Wilhite D.A. 2000. “Drought as a natural hazard: Concepts and definitions”. In: Drought: A Global Assessment, Vol.1, Ed. by Wilhite D.A., Routledge, New York, pp. 1-18. Wilhite D.A., Hayes M.J., Knutson C. and Smith K.H., 2000. “Planning for drought: Moving from crisis to risk management”. J. American Water Resources Association, 36(4): 697-710. Wilhite D.A. and Knutson C.L., 2007. “Drought management planning: Conditions for success”. Options Μediterraneeness, Series A., n. 80, pp. 141-148. Wilhite D.A., Svoboda M.D. and Hayes M.J., 2007. “Understanding the complex impacts of drought: A key to enhancing drought mitigation and preparedness”. Water Resour. Management, 21: 763-774. Wilhite D.A., Sivacumur M.V.K. and Pulwarty R. 2014. “Managing drought risk in a changing climate: The role of national drought policy”. Weather and Climate Extremes, 3: 4-13. Xoplaki E., Maheras P. and Luterbucher J., 2001. “Variability of climate in Meridional Balkans during and periods 16751715 and 1780-1830 and its impact on human life”. Climatic Change, 48: 581-615.

43


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 44

44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

ΠΟΤΑΜΙΕΣ ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ Κωνσταντίνος Χουβαρδάς1, Χρήστος Παπαποστόλου2 Περίληψη Η παρούσα εργασία έχει σκοπό να δώσει μια σύντομη και ακριβή εικόνα του προβλήματος των πλημμυρών στον ποταμό Έβρο, έναν ποταμό με διασυνοριακά χαρακτηριστικά. Η εργασία στο πρώτο μέρος της αναφέρεται στα γεωγραφικά στοιχεία του ποταμού και γενικά της υδρολογικής λεκάνης απορροής του και τη διοικητική δομή των περιοχών που διασχίζει. Επίσης, περιγράφονται, οι κατασκευαστικές παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί στην ευρύτερη κυρίως ελληνική εδαφική έκταση. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το πρόσφατο ιστορικό πλημμυρών του ποταμού, καθώς και λύσεις και προτάσεις για την αντιμετώπιση του πλημμυρικού φαινομένου έτσι όπως αυτές προέκυψαν από συμπεράσματα κατά τη διαχείριση του φαινομένου αλλά και από μελέτες.

River Floods and Crossborder Cooperation: The case of Evros River Konstantinos Chouvardas, Christos Papapostolou Abstract This study aims to give a brief and accurate picture of the problem of flooding in the Evros river, a river with transboundary features. The work in the first place refers to the geographical features of the river and generally the hydrological basin and administrative structure of the regions crossed. Also described construction interventions that have taken place in GREEK territorial area. In second place presents the recent history of the river flood and solutions and proposals to address the flooding phenomenon such as those resulting from findings in the management of the phenomenon and studies.

Ζητήματα εννοιών: Η πλημμύρα, ο πλημμυρικός κίνδυνος και οι αρμοδιότητες αντιμετώπισης /διαχείρισης Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2007/60/ΕΚ «Για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας», ως πλημμύρα ορίζεται η προσωρινή κατάκλυση του εδάφους από νερό το οποίο, υπό κανονικές συνθήκες, δεν είναι καλυμμένο από νερό. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει πλημμύρες από ποτάμια, ορεινούς χείμαρρους και υδατορεύματα εφήμερης ροής, υπερχειλίσεις λιμνών, πλημμύρες από υπόγεια ύδατα και πλημμύρες από τη θάλασσα σε παράκτιες περιοχές. Ακόμη, περιλαμβάνει πλημμύρες από καταστροφές μεγάλων υδραυλικών έργων, όπως θραύσεις αναχωμάτων και φραγμάτων. (ΚΥΑ H.Π.31822/1542/Ε103/10/20-07-2010 – ΦΕΚ 1108/Β΄/2010). Επίσης, στην ανωτέρω Οδηγία 2007/60/ΕΚ ως κίνδυνος πλημμύρας ορίζεται ο συνδυασμός της πιθανότητας να λάβει χώρα πλημμύρα και των δυνητικών αρνητικών συνεπειών για την ανθρώπινη υγεία, το περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά και τις οικονομικές δραστηριότητες, που συνδέονται με αυτή την πλημμύρα.

1. Πολιτικός Μηχανικός Msc, Med, MBA, Προϊστάμενος Διευθυνσης Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ. 2. Τοπογράφος Μηχανικός ΤΕ, Msc, Τμήμα Πολιτικής Προστασίας Π.Ε. Εβρου.


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 45

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

σης και λειτουργίας των πάσης φύσεως αντιπλημμυρικών έργων, υποδομών και δικτύων όσο και των λοιπών φορέων πολιτικής προστασίας που εμπλέκονται άμεσα στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και τη διαχείριση των συνεπειών, καθώς απαιτείται ο μεταξύ τους συντονισμός και συνεργασία για την από κοινού αντιμετώπιση του καταστροφικού φαινομένου.

Εικόνα 1, Περιγραφή : Πύθιο Πλημμύρα 2015 Πηγή : Αυτοτελή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ, Τμήμα Π.Ε. Έβρου

Συμφωνα με την 8184 εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (ΑΔΑ: ΨΩΙΣ465ΦΘΕΥΚ4) κατά τη διάρκεια και μετά την εκδήλωση της καταστροφής, το έργο της άμεσης αποκατάστασης της λειτουργίας των πάσης φύσης έργων αντιπλημμυρικής προστασίας έχει χαρακτήρα κατεπείγουσας ανάγκης, ειδικά όταν συνδέεται με την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών, και εκτελείται από τους φορείς που έχουν τη θεσμική αρμοδιότητα λειτουργίας και συντήρησης των έργων αυτών. Στις περιπτώσεις αυτές, οι φορείς συντήρησης και λειτουργίας των έργων αντιπλημμυρικής προστασίας και του οδικού δικτύου καλούνται να προσφέρουν έργο πολιτικής προστασίας, που συνδέεται με την άμεση αποκατάσταση της λειτουργίας των έργων και έχει χαρακτήρα κατεπείγουσας ανάγκης, με στόχο τη μείωση των συνεπειών από το καταστροφικό φαινόμενο. Η κατεπείγουσα ανάγκη συνδέεται κυρίως με το έργο της απόσυρσης πλημμυρικών υδάτων, την προστασία κατοικημένων περιοχών κ.λπ. και δύναται στα ανωτέρω έργα να συμπεριλαμβάνονται και τυχόν μικρά τεχνικά έργα προσωρινού χαρακτήρα που κρίνονται αναγκαία στη φάση της αντιμετώπισης (π.χ. πρόχειρα αναχώματα, κ.λπ). Για τους ανωτέρω λόγους, το έργο της άμεσης αποκατάστασης της λειτουργίας των πάσης φύσεως αντιπλημμυρικών έργων αρμοδιότητας των ΟΤΑ, υποστηρίζεται από τις αρμόδιες οργανικές μονάδες Πολιτικής Προστασίας τους, οι οποίες με εντολή των Αποκεντρωμένων Οργάνων Πολιτικής Προστασίας συντονίζουν το έργο της διάθεσης δυναμικού και μέσων για την άμεση αποκατάστασή τους. Συνεπώς, για την αποτελεσματική διαχείριση καταστροφών λόγω πλημμυρικών φαινομένων έχει βαρύνουσα σημασία ο προσδιορισμός των ρόλων και αρμοδιοτήτων, τόσο των φορέων συντήρη-

Ο ποταμός Έβρος: Φυσικογεωγραφικά χαρακτηριστικά και διοικητική ένταξη Ο ποταμός Έβρος είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός στα Βαλκάνια, μετά τον Δούναβη, Πηγάζει από την οροσειρά Ρίλα της δυτικής Βουλγαρίας στα νότια της Σόφιας και κυλά νοτιοανατολικά σε βουλγαρικό έδαφος, σχηματίζοντας κοιλάδα ανάμεσα στις οροσειρές της Ροδόπης και του Αίνου και διερχόμενος από τις πόλεις Πλόβντιβ (Φιλιππούπολη), Χαρμανλί και Σβίλενγκραντ, ενώ παράλληλα δέχεται πλήθος παραποτάμων. Από το ύψος του Ορμενίου ο Έβρος αποτελεί τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μέχρι την περιοχή του τριεθνούς και κατόπιν αποτελεί τα ελληνοτουρκικά σύνορα μέχρι την συμβολή του π. Άρδα κοντά στο χωριό Καστανιές. Στη συνέχεια εισέρχεται για λίγα χιλιόμετρα σε τουρκικό έδαφος σχηματίζοντας το τρίγωνο του Καραγάτς, κοντά στην Αδριανούπολη, όπου δέχεται τους κυριότερους παραποτάμους του, τον Τούντζα από τα βόρεια και τον Άρδα από τα δυτικά. Το συνολικό μήκος του ποταμού είναι 528 χιλιόμετρα από τα οποία τα 310 χιλιόμετρα ανήκουν στην Βουλγαρία, ενώ 208 χιλιόμετρα καθορίζουν τα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. (Εικόνα 2). Η λεκάνη απορροής του ποταμού μοιράζεται ανάμεσα στα τρία κράτη που διασχίζει ως εξής: • τα 35.085 τετραγωνικά χιλιόμετρα (66,2%) ανήκουν στην Βουλγαρία, • τα 14.575 τετραγωνικά χιλιόμετρα (27,5%) ανήκουν στην Τουρκία, και • τα 3.340 τετραγωνικά χιλιόμετρα (6,3%) ανήκουν στην Ελλάδα. Στο βουλγαρικό τμήμα η λεκάνη του Έβρου (Maritsa) ανήκει διοικητικά στις Επαρχίες Σόφιας (Sofiya), Πλοβντίβ (Plovdiv), Χάσκοβο (Khaskovo) και Μπουργκάς (Burgas). Κυριότερες πόλεις στο βουλ-

45


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 46

46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

Εικόνα 2, Το υδρολογικό δίκτυο των ποταμών στα σύνορα με Βουλγαρία, Τουρκία και Ελλάδα, Πηγή: Ειδική Γραμματεία Υδάτων, 2013

γαρικό τμήμα της λεκάνης του Έβρου είναι το Pazardik (130.000 κ.), Plovdiv (340.000 κ.), Stara Zagora (150.000 κ.) και Maskovo (80.000 κ.) Στο τουρκικό τμήμα η λεκάνη του Έβρου (Meric) ανήκει διοικητικά στις Επαρχίες Αδριανούπολης (Edirne), Κιρκλαρελί (Kirklareli) και Τεκιρντάγκ (Tekirdag). Κυριότερη πόλη στο τουρκικό τμήμα της λεκάνης του Έβρου είναι η Αδριανούπολη (Edirne, 120.000 κ.) Στο ελληνικό τμήμα, με βάση την τελευταία διοικητική μεταρρύθμιση, η λεκάνη ανήκει διοικητικά εξ ολοκλήρου στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας - Θράκης και στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, μοιράζεται ανάμεσα σε τέσσερις Δήμους και 12 Δημοτικές Ενότητες. Κυριότερες πόλεις στην ελληνική πλευρά, είναι η Ορεστιάδα, το Διδυμότειχο, το Σουφλί, οι Φέρες και η Αλεξανδρούπολη. (ΕΓΥ, 2013) Ιδιαίτερα σημαντική είναι η διεθνής υπόστασή του, καθώς η λεκάνη απορροής του κατανέμεται μεταξύ Ελλάδας, Βουλγαρίας και Τουρκίας. (Εικόνα 3) «Η διεθνής αυτή υπόσταση του Έβρου προσδίδει διαστάσεις όχι μόνο τεχνικές αλλά και οργανωτικές,

διαχειριστικές και διεθνούς συνεργασίας. Οποιεσδήποτε ρυθμίσεις ή έργα αποτροπής των δυσμενών επιπτώσεων από τις πλημμύρες θέτουν θέματα διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών, που πολλές φορές εμπλέκονται με γεωπολιτικές συγκυρίες». (Περιφέρεια Ανατολικής ΜακεδονίαςΘράκης, 2006, σελ. 23) Η κλίση του ποταμού είναι ομαλή στα λοφώδη τμήματα και καταλήγοντας σε μια πεδιάδα προς τις εκβολές του έχει μικρές και ομαλές κλίσεις. Η ευρεία λεκάνη, η οποία τροφοδοτεί με τα νερά της τον ποταμό Έβρο έχει επιφάνεια 53.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και καταλαμβάνει τμήματα της Βουλγαρίας, της Τουρκίας και του Νομού Έβρου στην Ελλάδα. (Υπουργείο Συντονισμού, 1950 Α’) Στην εικόνα 3 απεικονίζεται σχηματικά η κατανομή των λεκάνων απορροής των ποταμών μεταξύ των τριών χωρών: Οι κυριότεροι παραπόταμοι του Έβρου είναι οι (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007): • Ο Άρδας, ο οποίος στην αρχαιότητα ονομαζόταν Άρπησσος. Η λεκάνη απορροής του είναι 5.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα , από αυτά τα 5.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα βρίσκονται στη Βουλγαρία και τα 344 τετραγωνικά χιλιόμετρα στην Ελλάδα. Πηγάζει στη Δυτική Ροδόπη (Βουλγαρία) και έχοντας διανύσει περίπου 240 χιλιόμετρα σε βουλγαρικό έδαφος με ανατολική πορεία, στα βόρεια της Ανατολικής Ροδόπης, εισέρχεται στο ελληνικό έδαφος. Μετά από 35 χιλιόμετρα σε αυτό συμβάλλει στον ποταμό Έβρο στο ύψος των Καστανιών απέναντι από την Αδριανούπολη. • Ο Τούντζας, του οποίου η λεκάνη απορροής είναι περίπου 8.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα , από τα οποία 7.900 τ.χλμ βρίσκονται στη Βουλγαρία και 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου στην Τουρκία. Πηγάζει στην κεντρική Βουλγαρία. Αφού εισέλθει στο τουρκικό έδαφος και μετά από 50 χλμ σε αυτό, συμβάλλει στον ποταμό Έβρο στο ύψος της Ανδριανούπολης, απέναντι από τις Καστανιές. • Ο Εργίνης, του οποίου η λεκάνη απορροής είναι 11.300 τετραγωνικά χιλιόμετρα περίπου. Πηγάζει στα βουνά της Ανατολικής Θράκης. Συμβάλλει στον ποταμό Έβρο απέναντι από το Τυχερό, στο ύψος του Ιμπρικτεπέ. • Ο Ερυθροπόταμος, σημαντικός παραπόταμος του Έβρου, με συνολική λεκάνη απορροής 1.570 τετραγωνικά χιλιόμετρα εκ των οποίων 970 τετραγωνικά χι-


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 47

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Εικόνα 3. Οι λεκάνες απορροής του Έβρου και των παραποτάμων του Πηγή: Ειδική Γραμματεία Υδάτων, 2013

λιόμετρα στο ελληνικό έδαφος. Συμβάλλει με τον Έβρο κοντά στο Διδυμότειχο. Ένα τμήμα της λεκάνης του ανήκει στη Βουλγαρία (ανάντη Μεταξάδων). Στο ύψος του Μικρού Δερείου, ο Ερυθροπόταμος αφήνει για λίγο το ελληνικό έδαφος και κινείται επί βουλγαρικού εδάφους, ενώ λίγο μετά αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ των δύο χωρών μέχρι την επανεισδοχή του στο ελληνικό έδαφος στο ύψος των Μεταξάδων. Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι εκβολές του ποταμού που αποτελούν το Δέλτα του Έβρου και το οποίο προστατεύεται από τη συνθήκη Ramsar. Έχει αναγνωριστεί ως διεθνής υγρότοπος (Σύμβαση του Ramsar, 1971). Αποτελεί προστατευόμενη περιοχή (Οδηγία 79/409/ΕΟΚ και Σύμβαση της Βαρκελώνης 1977) και καταφύγιο θηραμάτων, όπου ζουν ή διαχειμάζουν πολλά σπάνια ή απειλούμενα είδη. Έχει συνολική έκταση 111.937 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σχηματίστηκε από τις φερτές ύλες και την αλληλεπίδραση της ροής γλυκού ύδατος του ποταμού με τα θαλάσσια ρεύματα. Παράλληλα, στη διπλή εκβολή του Έβρου στο Θρακικό πέλαγος σχηματίζονται μικρές νησίδες (Ασάνη, Ξέρα Ασάνη, Καραβιού Ξηράδι), αμμοθίνες, λιμνοθάλασσες (Δράνα, Λακί, Μονολίμνη, Παλούκια), λίμνες γλυκού νερού (Νυμφών, Τσεκούρι, Σκέπη, Σπίτια, Γυναίκα), βάλτοι, καθώς και έλη αλμυρού και υφάλμυρου νερού. (Δ.Ν.Ε, 2010) Στο βουλγαρικό τμήμα του Έβρου συμβάλλουν περί τα 100 μικρότερα υδατορεύματα, συμμετρικά κατανεμημένα στη βόρεια και στη νότια πλευρά. Το μέσο

υψόμετρο στο τμήμα της λεκάνης επί βουλγαρικού εδάφους είναι 580 μέτρα περίπου και η μέση κλίση της κοίτης είναι 0,7%. Από την πλευρά της Τουρκίας, με εξαίρεση τον Εργίνη, δεν υπάρχουν συμβολές σημαντικών υδατορευμάτων στον Έβρο. Σημαντικότερο θα μπορούσε να θεωρηθεί το Σαζλί Ντερέ που συμβάλλει στον Έβρο στην περιοχή απέναντι από την Ορεστιάδα. (Ειδική Γραμματεία Υδάτων, 2013) Όσον αφορά τα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα της κοιλάδας του ποταμού, μετά την κατάργηση της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων Αντιπλημμυρικής προστασίας της κοιλάδας του ποταμού Έβρου και των παραποτάμων του (ΕΥΔΕ/ ΕΒΡΟΥ) με τον νέο Οργανισμό του Υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, ορίζεται ότι αρμόδια για την ανάθεση, επίβλεψη, έλεγχο και έγκριση των αναγκαίων μελετών αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων είναι η Δ/νση Αντιπλημμυρικών & Εγγειοβελτιωτικών Έργων της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων ενώ αρμοδιότητα Διευθύνουσας Υπηρεσίας για την εκτέλεση των νέων αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων έχει το Τμήμα Κατασκευής Έργων (ΤΚΕ) Έβρου, της Ειδικής Υπηρεσίας Δημοσίων Έργων (ΕΥΔΕ) Κατασκευής Υδραυλικών Υποδομών της Γενικής Γραμματείας Υποδομών του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων. Σημειώνεται ότι η συντήρηση των υφιστάμενων αντιπλημμυρικών και εγγειοβελτιωτικών έργων της κοιλάδας του ποταμού Έβρου ανήκει στις αρ-

47


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 48

48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

μόδιες οργανικές μονάδες της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3852/2010 (Π.Δ. 54/2011, ΦΕΚ 135/Α΄/2011 – Π.Δ. 10/2012, 13/Α΄/2012). (Γ.Γ.Π.Π., 2015) Στο βουλγαρικό τμήμα, η λεκάνη του Έβρου (MARITZA) ανήκει διοικητικά στις επαρχίες Σόφιας, Πλοβντίβ, Χασκόβου, Μπουργκάς. Γι’ αυτήν είναι αρμόδιο το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Υδάτων της Βουλγαρίας (Ministry of Environment and Water of Bulgaria). (http://www.moew.government.bg) Στο τουρκικό τμήμα, η λεκάνη του Έβρου (MERIC) ανήκει διοικητικά στις επαρχίες Ανδριανούπολης, Κιρκλαρελί και Τεκιρντάγκ. Η αρμόδια υπηρεσία γι’ αυτήν είναι ο XI Τομέας της Κρατικής Υπηρεσίας Υδραυλικών Έργων (DSI, XI, BOLGE MUDURLUGU). (http://www.dsiedirnenehir.com)

Χρήσεις γης και νερού στη λεκάνη απορροής του ποταμού από τις τρεις χώρες Οι καλλιέργειες του ελληνικού τμήματος της λεκάνης απορροής είναι: καπνός, βαμβάκι, ζαχαρότευτλα, σιτάρι, καλαμπόκι, ηλίανθοι, ντομάτες και σπαράγγια. Στην Ορεστιάδα, το εργοστάσιο ζάχαρης αποτελεί μια σημαντική τοπική βιομηχανική δραστηριότητα που επαναλειτούργησε το 2015. Στην ίδια πόλη καθώς και στην Αλεξανδρούπολη υπάρχουν εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων με αποδέκτη για την πρώτη τον ποταμό Έβρο και για τη δεύτερη τη θάλασσα. Σύμφωνα με στοιχεία του Corine Land Cover 2000, οι γεωργικές εκτάσεις καταλαμβάνουν το 52,4% της συνολικής έκτασης της Λεκάνης Απορροης του Ποταμού (ΛΑΠ) Έβρου. Η μη αρδεύσιμη αρόσιμη γη καταλαμβάνει το 25,99% της συνολικής έκτασης της ΛΑΠ Έβρου, ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό, που συνολικά καταλαμβάνουν οι δασικές εκτάσεις. Οι καλλιέργειες στο βουλγαρικό τμήμα της λεκάνης απορροής είναι: δημητριακά, καπνά, ροδόκηποι, λαχανόκηποι, χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοποι και δασώδεις εκτάσεις και εκτάσεις ακαλλιέργητες ή σε αγρανάπαυση. Στο μεγαλύτερο μέρος του βουλγαρικού τμήματος το 66% του συνολικού πληθυσμού εξυπηρετείται από αποχετευτικά δίκτυα και το 24% με εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Τέλος, οι καλλιέργειες στο τουρκικό τμήμα της λεκάνης απορροής αποτελούνται από: σιτηρά, ρύζι και ηλίαν-

θους. Επίσης, καλλιεργούνται σουσάμι, καλαμπόκι, ζαχαρότευτλα και οπωροκηπευτικά. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007)

Τεχνικά έργα στη ΛΑΠ Έβρου: Φράγματα, αρδευτικά δίκτυα και ταμιευτήρες Στο ελληνικό τμήμα της λεκάνης του ποταμού Έβρου και ιδίως στο βόρειο τμήμα αυτής, απαντώνται πολυάριθμα αρδευτικά έργα. Ο Έβρος και ο Άρδας παρέχουν το αρδευτικό νερό, ενώ οι γεωτρήσεις χρησιμοποιούνται σε ποσοστό 25% για την άρδευση πολλών επιπλέον εκτάσεων. Στο βουλγαρικό τμήμα, τα αρδευτικά δίκτυα τροφοδοτούνται από φράγματα του Έβρου εντός αυτού. Στο βουλγαρικό τμήμα υπάρχουν τα παρακάτω φράγματα: (Εικόνα 4,5) • Μπέλκεμεν στον ποταμό Κρίβα (άρδευση και βιομηχανική υδροδότηση). • Γκόλιαμ Μπεγλίκ στον ποταμό Τσέρνο Ντερέ (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας). • Μπατάκ στον ποταμό Μάτνιτσα (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, άρδευση και βιομηχανική υδροδότηση). • Βάτσα στον ομώνυμο ποταμό (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και άρδευση). • Τράκιετς στον ποταμό Ολού Ντερέ (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, άρδευση). • Τοπόλνιτσα στον ομώνυμο ποταμό (άρδευση). • Πιάσατσνικ στον ομώνυμο ποταμό (άρδευση). • Ντόμλιαν στον ποταμό Σβεζένκα (άρδευση). Yπάρχουν επίσης οι ταμιευτήρες: Ovcharitsa, Gavanovo, Krichim, Rozov Kladenets, Rozov Chaira. Στο τουρκικό τμήμα, η τροφοδότηση των αρδευτικών δικτύων γίνεται μέσω υδροληψιών. Υπάρχουν επίσης οι ταμιευτήρες Süloglu Dam, Karaidemir, Karasaz, Kirishane, Küplü, Altinyazi – Alic και Kadikoy Dam. (Εικόνα 4,5) Τα φράγματα του ελληνικού τμήματος της λεκάνης του Έβρου που χρησιμοποιούνται για άρδευση είναι τα παρακάτω: Το φράγμα της Λύρας ΙΙ στη θέση «Μαυρόρεμα». Το φράγμα του Προβατώνα στη θέση «Ρέμα Ξέφωτο», στα βόρεια της Λευκίμης, του Προβατώνα και του Τυχερού.


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 49

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Εικόνα 4α, Θέσεις Φραγμάτων, Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας, Τμήμα Π.Ε. Έβρου

Εικόνα 4β, Θέσεις Ταμιευτήρων σε Ελλάδα, Βουλγαρία, Τουρκία, Πηγή ΕΓΥ 2015

Το φράγμα του Αρδανίου και της Καβησσού στη θέση «Μέγα Ρέμα», στα βόρεια των Φερρών, του Αρδανίου και της Καβησσού. Το φράγμα του Άρδα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, νότια της Μηλέας και του Κυπρίνου. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Στο τμήμα της λεκάνης του ΄Αρδα υπάρχουν οι ταμιευτήρες: Κίρτζαλι, Στούντεντς Κλάντενετς, Ιβαηλοφγκραντ, ενώ στο τμήμα της λεκάνης του Τούντζα βρίσκονται οι ταμιευτήρες: Κομπρίνκα, Ζρέμπσεβο, Σάρκοβο. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Η ενημέρωση για την πληρότητα των φραγμάτων που έχουν υπογραμιστεί παραπάνω είναι σημαντική

για την προετοιμασία και οργάνωση της πρόληψης κατάντη. (Δνση Πολιτικής Προστασίας, 2011)

Ιστορικό συμφωνιών. Οι συμφωνίες της Ελλάδας με την Τουρκία Το πρόβλημα της προστασίας των παρέβριων πληθυσμών από τις πλημμύρες του ποταμού Έβρου εμφανίστηκε από το 1922, οπότε και καθορίστηκαν με τη Συνθήκη της Λοζάνης τα σημερινά σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τα οποία, στο σύνολό τους, ακολουθούσαν την κύρια διαδρομή του ποταμού Έβρου. Από τότε οι Έλληνες και Τούρκοι αγρότες κατασκεύαζαν μικρά και προσωρινά έργα εκατέρωθεν του

49


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 50

50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

ποταμού για να προστατευτούν οι καλλιέργειές τους από τις πλημμύρες του ποταμού. Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια να δημιουργηθούν προστριβές μεταξύ τους λόγω των υπονοιών για σκόπιμες ζημιές από τη μία στην άλλη πλευρά. Επίσης, τα έργα αυτά διόλου δεν επέφεραν σημαντική προστασία από τις πλημμύρες. (Υπουργείο Συντονισμού, 1950 Α’) Έτσι, προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας μόνιμων έργων από τις ελληνικές και τούρκικες κυβερνήσεις, η οποία ικανοποιήθηκε το 1934, με τη σύναψη της ελληνοτουρκικής συμφωνίας στην Άγκυρα «περί κανονισμού των υδραυλικών έργων επ’ αμφότερων των οχθών του ποταμού Έβρου». Βάσει της συμφωνίας αυτής, ανατέθηκε από κοινού, το 1953, εκ μέρους των δύο χωρών η εκπόνηση της «Γενικής Μελέτης Αντιπλημμυρικών Έργων, Αποστράγγισης, Άρδευσης και Γεωργικής Εκμετάλλευσης του ποταμού Έβρου» στην Αμερικανική Εταιρεία HARZA (Harza Engineering Company). Η επίβλεψη της μελέτης αυτής γινόταν από την «Μόνιμη Ελληνοτουρκική επιτροπή Έβρου ποταμού». (ΠΑΜΘ, 2006) «Η μελέτη αυτή αποτέλεσε τη βάση των αντιπλημμυρικών έργων που κατασκευάστηκαν από τότε κατά μήκος της κοίτης του Έβρου». (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Μετά την έγκριση της μελέτης και του 5ετούς χρονοδιαγράμματος (1955 – 1959), οι περιφερειακές υπηρεσίες των δύο χωρών ανέλαβαν την επίβλεψη κατασκευής των εργασιών και η «Μόνιμη Ελληνοτουρκική επιτροπή» ήταν υπεύθυνη για τη διευθέτηση των διαφορών. «Βάσει της συμφωνίας αυτής έγιναν τα κυρίως αναχώματα του Έβρου και τρεις ευθυγραμμίσεις του ποταμού, μια στον Πέπλο και μια στο Αινήσιο Δέλτα από την ελληνική πλευρά και μια στον Πόρο από την τουρκική πλευρά». (ΠΑΜΘ, 2006, σελ.28) Από το 1956 και έπειτα επήλθε κρίση στη σχέση των δύο χωρών και έτσι ανακόπηκε η πορεία των έργων με αποτέλεσμα να μείνουν ανολοκλήρωτα τα παρακάτω: • Η τέταρτη ευθυγράμμιση του ποταμού στη Γεμιστή. • Η ανταλλαγή εδαφών μεταξύ των δυο χωρών. • Τα σημαντικά αντιπλημμυρικά έργα επί αμφότερων των οχθών. Παρ’ όλα αυτά, τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική πλευρά κατασκεύασαν τόσο τα έργα αναχωμάτων

όσο και τα έργα αποστράγγισης που προέβλεπε η εν λόγω μελέτη. Με μεταγενέστερες συμφωνίες των δύο χωρών υλοποιήθηκαν κι άλλα έργα όπως κατασκευή θερινών – υπερβλητών αναχωμάτων κοντά στην χαμηλή κοίτη του ποταμού για προστασία των παρόχθιων περιοχών από τις χειμερινές παροχές του και κατασκευή προβόλων στις όχθες της κοίτης. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Η Ελλάδα και η Τουρκία υπέγραψαν διμερή συμφωνία/πρωτόκολλο στις 10/06/2006 σχετικά με τη διασυνοριακή συνεργασία για την ενίσχυση της αποτροπής πλημμυρών στην παρόχθια περιοχή του διασυνοριακού ποταμού Έβρου. Διαδοχικά, μια κοινή ελληνική-τουρκική τεχνική επιτροπή συστάθηκε τον Νοέμβριο του 2006, προκειμένου να εξετάσει και να προτείνει μέτρα άμβλυνσης των επιπτώσεων (τόσο «τεχνικών όσο και ήπιας μορφής») εντός της κοίτης του Έβρου αλλά και για την προστασία των παρόχθιων περιοχών από τις ανεξέλεγκτες πλημμύρες. Η ειδική τεχνική επιτροπή έχει συμφωνήσει ένα μνημόνιο για ένα πρόγραμμα ορισμένων τεχνικών μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση / αύξηση της ροής του νερού (π.χ., εκκαθάριση / κοπή μεγάλων δέντρων, μεταβολές στις όχθες του ποταμού, κ.λπ.). (ΥΠΕΚΑ, 2014)

Οι συμφωνίες της Ελλάδας με τη Βουλγαρία Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 έγιναν βάσει σχετικής συμφωνίας τα παρακάτω έργα: • Ευθυγράμμιση και διευθέτηση της κοίτης του ποταμού με ανταλλαγή εδαφών. • Κατασκευή κύριων αναχωμάτων του ίδιου ύψους. • Βαθιά κεντρική κοίτη, της οποίας ο άξονας είναι ταυτόχρονα και η μεθοριακή γραμμή. (ΠΑΜΘ, 2006, σελ. 27) Επίσης η Ελληνική κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών διοργάνωσε επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη Σόφια, στη Βουλγαρία στις 14-15 Απριλίου 2006. Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η επίσημη δήλωση που υπογράφηκε από τους πρωθυπουργούς της Ελλάδας και της Βουλγαρίας στην οποία περιγράφεται ένα νέο πλαίσιο για τη διμερή συνεργασία όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τα μέτρα πολιτικής και τις δράσεις για την αποτροπή πλημμυρών στη


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 51

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

λεκάνη απορροής του ποταμού Έβρου». Επίσης, έχει αποφασιστεί ότι ως πρώτο βήμα/στόχος των κοινών προσπαθειών θα είναι η ανάπτυξη της παρακολούθησης και των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης. Με ευκαιρία αυτή, την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας πραγματοποιήθηκε και το άνοιγμα ενός νέου συνοριακού σημείου διέλευσης στον Κυπρίνο (Άρδα, παραπόταμο του Έβρου). (ΥΠΕΚΑ, 2014) Στις 27/10/2010 ή Υπουργός Περιβάλλοντος και Υδάτων της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας και η Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της Ελληνικής Δημοκρατίας υπέγραψαν κοινή διακήρυξη όπου περιλαμβάνουν τις παρακάτω δεσμεύσεις • Λαμβάνοντας υπόψη το στόχο της αειφόρου διαχείρισης των υδατικών πόρων στις αντίστοιχες επικράτειες των κοινών λεκανών απορροής ποταμού, τα μέρη θα συντονίζουν τα σχέδια διαχείρισης λεκανών απορροής ποταμού, σύμφωνα με τις αρχές και τις υποδείξεις που ορίζονται στην Κοινοτική Οδηγία 2000/60/ΕΚ. • Με στόχο την πρόληψη των πλημμυρών και των δυσμενών υδατικών επιπτώσεων, τα μέρη θα συντονίζονται και θα συνεργάζονται για την εφαρμογή ενός κοινού σχεδίου διαχείρισης πλημμύρας ή την εφαρμογή χωριστών αλλά συντονισμένων σχεδίων για κάθε λεκάνη απορροής ποταμού, που θα στοχεύουν στην προστασία και ετοιμότητα, σύμφωνα με τις αρχές και τις υποδείξεις που ορίζονται στην Κοινοτική Οδηγία 2007/60/ΕΚ. Τα σχέδια διαχείρισης πλημμύρας θα αντιμετωπίζουν όλες τις πλευρές της διαχείρισης πλημμυρών, εστιάζοντας στην πρόληψη, προστασία, ετοιμότητα, συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων πρόωρης προειδοποίησης και λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά των λεκανών απορροής ποταμού σύμφωνα με τις αρχές και τις υποδείξεις που ορίζονται στην Κοινοτική Οδηγία 2007/60/ΕΚ . • Τα μέρη επιβεβαιώνουν την κοινή βούλησή τους να αναπτύξουν περαιτέρω τις διμερείς σχέσεις μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας στον τομέα των υδάτων, ειδικότερα μέσω της εγκατάστασης και συντήρησης συστήματος πρόωρης προειδοποίησης από τις πλημμύρες των ποταμών Στρυμόνα, Έβρου, Νέστου και του Άρδα στις αντίστοιχες επικράτειες της κάθε χώρας σύμφωνα με τα κριτήρια και τις απαιτήσεις της Κοινοτικής Οδηγίας για τις Πλημμύρες, της προστασίας έναντι των δυσμενών υδατικών επιπτώσεων, καθώς και της παρακο-

λούθησης και επίλυσης περιβαλλοντικών προβλημάτων στον τομέα των υδάτων, σε συμφωνία με τη σχετική νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (ΥΠΕΚΑ 2010)

Οι πλημμυρικές παροχές Σύμφωνα με τη μελέτη της HARZA, οι πλημμυρικές παροχές του ποταμού Έβρου για περίοδο επαναφοράς T= 15 έτη και T= 50 έτη εκτιμήθηκαν όπως φαίνεται στον πίνακα 1 που ακολουθεί. Οι πλημμυρικές παροχές του ποταμού Έβρου για περιόδους επαναφοράς Τ=15 και Τ=50 έτη. ΘΕΣΗ

ΠΑΡΟΧΗ ΓΙΑ Τ= 15 ΕΤΗ (κ.μ/ δλ)

ΠΑΡΟΧΗ ΓΙΑ Τ= 50 ΕΤΗ (κ.μ/ δλ)

Έβρος: τμήμα ανάντη συμβολής Άρδα

3.900

6.200

Έβρος: τμήμα κατάντη συμβολής Άρδα και ανάντη συμβολής Τούντζα

4.350

7.000

Έβρος: τμήμα κατάντη συμβολής Τούντζα και ανάντη συμβολής Ερυθροπόταμου

5.000

8.000

Έβρος: τμήμα κατάντη 5.500 συμβολής Ερυθροπόταμου και ανάντη συμβολής Εργίνη

8.500

Έβρος: τμήμα κατάντη συμβολής Εργίνη και μέχρι εκβολές

10.000

6.300

Πίνακας 1. Περίοδος επαναφοράς πλημμυρικών παροχών σύμφωνα με τη μελέτη Harza Πηγή: (προσαρμοσμένο) ΠΑΜΘ, 2006

Σύμφωνα με την «Έρευνα Ολοκληρωμένου Σχεδιασμού Αντιπλημμυρικής – Περιβαλλοντικής Προστασίας της Ευρύτερης Περιοχής Έβρου» για την ΠΑΜΘ από ερευνητική ομάδα της Πολυτεχνικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ), 1999, προέκυψε ότι: • Πλημμυρικές παροχές της τάξης των 1.000 κ.μ/δλ εμφανίζονται συχνά.

51


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 52

52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

• Παροχές της τάξης των 2.000 κ.μ/δλ εμφανίζονται ανά 3.5 χρόνια. • Παροχές της τάξης των 3.000 κ.μ/δλ εμφανίζονται ανά 8.5 χρόνια. • Παροχές της τάξης των 4.000 κ.μ/δλ εμφανίζονται ανά 25 χρόνια. • Παροχές της τάξης των 5.000 κ.μ/δλ εμφανίζονται ανά 75 χρόνια. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Σύμφωνα με τον Ν. Κωτσοβίνο: «Έχουν εμφανιστεί και πλημμύρες της τάξεως των 8.000 κ.μ/δλ – μία το 1897 και μια το 1940-, ενώ έχουν εμφανιστεί πλημμύρες με παροχή μεγαλύτερη των 4.500 κ.μ/δλ 1 φορά κάθε 12 χρόνια. Παροχές της τάξεως των 1000 κ.μ/δλ έχουν περίοδο επαναφοράς κάθε 2 χρόνια ένω πλημμύρες με παροχή της τάξεως 2000 κ.μ/δλ εχουν περίοδο επαναφοράς 3.5 χρόνια και 3000 κ.μ/δλ έχουν περίοδο επαναφοράς 8.5 χρόνια». (ΠΑΜΘ, 2006, σελ. 70) Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η τουρκική πλευρά πλήττεται, συνήθως, από πλημμύρες των 1000 κ.μ/ δλ, ενώ η ελληνική πλευρά από πλημμύρες των 1.500 κ.μ/δλ. (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) Μάλιστα, στο 3ο ευρωπαϊκό φόρουμ Πολιτικής Προστασίας που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Νοέμβριο του 2009 στις Βρυξέλλες, ο εκπρόσωπος της Τουρκίας κατηγόρησε Βουλγαρία και Ελλάδα ότι αν και χώρες μέλη της ΕΕ δεν εφαρμόζουν τις σχετικές ευρωπαϊκές Οδηγίες, για την διαχειρηση των υδάτων, με αποτέλεσμα να προκαλούν ζημιές και θύματα στην τουρκική πλευρά.

(α) Κύρια αναχώματα: Είναι τα αναχώματα αυξημένης διατομής που κατασκευάστηκαν ως πρώτα βασικά αντιπλημμυρικά έργα μέχρι το 1963 σε απόσταση 600-1.000 μέτρων από τον ποταμό Έβρο. Κατασκευάστηκαν, κυρίως, για προστασία των οικισμών Φερρών, Πόρου, Λαγηνών, Λυκόφης, Τυχερού, Σουφλίου, Ορεστιάδας με τα παλιά δεδομένα των πλημμυρικών παροχών του ποταμού (12.000 κ.μ/δλ), εκ των οποίων τα μισά περίπου προέρχονταν από τον Άρδα (εικόνα 4γ) πρίν την κατασκευή των τριών αλληλοτροφοδοτούμενων βουλγαρικών φραγμάτων. (β) Υπερβλητα ή Δευτερευοντα αναχωματα: Με τη συστηματική εκμετάλλευση των παρέβριων αφύλακτων από τις πλημμύρες γεωργικών εκτάσεων μετά το 1963, παρέστη η ανάγκη προστασίας των εκτάσεων αυτών με την κατασκευή μικρού ύψους αναχωμάτων για την ανάσχεση μικρών πλημμυρών.

Εικόνα 4γ, Κύρια και Υπερβλητά αναχώματα, Google Earth Πηγή : Δνση Πολιτικής Προστα-

Τα υφιστάμενα αναχώματα στο ελ- σίας, Τμήα ΠΕ Εβρου. ληνικό τμήμα της λεκάνης απορροής Υπάρχουν τρεις κατηγορίες υφιστάμενων ελληνικών αναχωμάτων στη λεκάνη απορροής του ποταμού Έβρου. Αυτές είναι (Τσεσμελής, 2002):

Με την πάροδο των ετών με διαρκείς συμπληρώσεις και βελτιώσεις, τα υπερβλητά αναχώματα απέκτησαν ύψος 2,5-3 μέτρα και περιέλαβαν όλες τις παρέβριες πεδινές εκτάσεις, ώστε σήμερα να μην υφίσταται καμία απροστάτευτη περιοχή. Στις ίδιες ενέργειες αλλά με βραδύτερο ρυθμό προέβησαν από την


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 53

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

πλευρά τους και οι Τούρκοι, ώστε, σήμερα, ο Έβρος να περιορίζεται μόνο στα 150-180 μέτρα της βαθιάς του κοίτης, στερουμένων 1.600-2.000 μέτρων των παλιών κοιτών πλημμυρών. Τα σημαντικότερα υπερβλητά αναχώματα αναφέρονται στον Πίνακα 2. (γ) Τριτεύοντα αναχώματα: Είναι περιορισμένου ύψους, δηλαδή περίπου 1 μέτρο χαμηλότερα από τα υπερβλητά. Εξυπηρετούν, συνήθως, τη διακίνηση κατά μήκος της παρέβριας ζώνης και προστατεύουν για σχετικά μικρές παροχές. Μοναδικό είναι το τριτεύον ανάχωμα ΙσαακίουΠραγγίου, στη θέση «Παλιό Νησί» με μήκος 4.400 μέτρα και προστατευόμενη καλλιεργήσιμη έκταση περίπου 800 στρέμματα. Τα υπερβλητά αναχώματα του Νομού Έβρου ΘΕΣΗ ΑΝΑΧΩΜΑΤΟΣ

ΜΗΚΟΣ

ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ

Πέταλο – Πέπλος Γέφυρα Κήπων – Πέπλου Πόρου Γεμιστή Τυχερό Λυκόφη – Λαγυνά Κορνοφωλιά Σουφλί Μάνδρα Αμόριο – Λάβαρα Ψαθάδες Διδυμότειχο- Πραγγί Πετράδες Πύθιο – Ρήγιο Πύθιο – Θούριο Ορεστιάδα

10.500μ

7.000 στρέμματα

12.500μ 3.500μ 8.500μ 10.000μ 4.500μ 6.500μ 2.000μ 14.500μ 2.500μ

9.000 στρέμματα 3.000 στρέμματα 8.000 στρέμματα 9.000 στρέμματα 3.000 στρέμματα 6.000 στρέμματα 1.000 στρέμματα 13.500 στρέμματα 2.000 στρέμματα

12.000μ 20.000μ

10.000 στρέμματα 17.000 στρέμματα

12.500μ

12.000 στρέμματα

τήθηκαν σε 6 θέσεις μετά τις πλημμύρες του 2006 μέσω του προγράμματος Evros river. Από τους παραπάνω σταθμούς 3 παρασύρθηκαν η καταστράφηκαν από τις πλημμύρες 2008-2010 και 2014 .Σήμερα γίνεται προσπάθεια από την Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της ΠΑΜΘ να επαναλειτουργήσουν οι 3 από τους εναπομείναντες. Με το πρόγραμμα ARDAFORECAST το οποίο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2012 με επικεφαλής εταίρο το Εθνικό Ινστιτούτο Μετεωρολογίας και Υδρολογίας της Βουλγαρίας (NIMH), σε συνεργασία με το East Aegean Basin Directorate (EABD) στο Plovdiv, το Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης (ΠΤΑ ΑΜΘ - RD REMTH) στην Κομοτηνή και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (DUTH) στην Ξάνθη, δημιουργθηκε ένα σύστημα προειδοποίησης πλημμύρας για την παρακολούθηση των περιοχών επικινδυνότητας σε ολόκληρη τη λεκάνη απορροής του Άρδα που διαχέει τις πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο. Το πρόγραμμα αυτό είχε ως στόχο τη στήριξη της υλοποίησης μέτρων άμβλυνσης του αντίκτυπου των πλημμυρών και τη μείωση των αντίξοων συνεπειών εξαιτίας των πλημμυρών στην υγεία των ανθρώπων, στο περιβάλλον, την πολιτιστική κληρονομιά και την

Πίνακας 2. Πηγή: (προσαρμοσμένο) Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007

Υδρομετρικά - Mετεωρολογικά δεδομένα – Μετριτικοί σταθμοί προβλέψεις Έως το 2006 οι ενδείξεις της στάθμης του ποταμού γίνονταν κατά την διάρκεια μιας κρίσης πλημμύρας με οπτική ανάγνωση σε σταδίες που υπάρχουν ακόμα στα βάθρα γεφυρών. Η χρήση γίνεται ακόμα και σήμερα και υπάρχουν ως εναλλακτικό μέσο σε περίπτωση απώλειας των νέων ηλεκτρονικών σταθμών. (Εικόνα 4δ,4ε) Οι πρώτοι ηλεκτρονικοί σταθμοί δεδομένων τοποθε-

Εικόνα 4δ, Σταδία στα βάθρα γέφυρας, Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

53


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 54

54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

Εικόνα 4ε Οπτική σταδία για μέτρηση στάθμης, Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Επιπλέον, χρησιμεύει ως βάση για την προώθηση της διασυνοριακής συνεργασίας και της εκπαίδευσης του τοπικού πληθυσμού σχετικά με τον κατάλληλο τρόπο αντίδρασης και πρόληψης παρόμοιων κινδύνων. Οι δραστηριότητες του έργου ARDAFORECAST περιλαμβάναν την εγκατάσταση και λειτουργία αξιόπιστων εργαλείων πρόβλεψης για ακριβείς και έγκαιρες προβλέψεις πλημμύρας με επαρκή χρόνο αντίδρασης. Αυτό επιτεύχθηκε με τη βελτίωση της πυκνότητας και συχνότητας του υφιστάμενου δικτύου παρακολούθησης, την εγκατάσταση επιπλέον σταθμών αυτόματης μέτρησης, τη θέσπιση συστήματος υδρομετεωρολογικών δεδομένων, την ανάπτυξη βάσης δεδομένων ΣΓΠ (GIS) και πρότυπων πρόβλεψης, με σκοπό τη διευκόλυνση της διάχυσης δεδομένων στη διασυνοριακή περιοχή, σε πραγματικό χρόνο. Η αυτοτελής Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης στον ιστοτόπο της http://cp.pamth.gov.gr παρέχει τις

μετρήσεις για τους δύο σταθμούς της λεκάνης απορροής του ποταμού Αρδα στο φράγμα στο Θεραπιό και στη γέφυρα της Εγνατίας στις Καστανιές. (Εικόνα 4στ) Από τις ενδείξεις των σταθών μέτρησης που είχαν εγκατασταθεί σε τρεις ιστορικές θέσεις (δηλ. τη γεφυρα Πυθίου, την οδική γέφυρα Πετάλου�Πέπλου και τη γεφυρα Κήπων), καταγράφονται σε βάση δεδομένων από την Δνση Π.Π. της ΠΑΜΘ στην ιστοσελίδα http://cp.pamth.gov.gr Συγκεκριμένα σε περιόδος κρίσης (ανόδος της στάθμης των υδάτων) εισάγονται οι οπτικές ενδείξεις των σταθμημέτρων για το Πύθιο (Εικόνα 4ε) στην ιστοσελίδα http://cp.pamth. gov.gr/civil/ ardas/viewgr.php?id=2 (εικόνα 5) και για το Πέταλο του Πέπλου στην ιστοσελίδα http://cp.pamth.gov.gr/ civil/ardas/viewgr.php?id=4. Επίσης έχουν προκύψει και οι συχνά αναφερόμενες σε περιόδους πλημμυρικών κρίσεων στάθμες επιφυλακής και συναγερμού οι οποίες χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση του πλημμυρικού κινδύνου και το σχεδιασμό των όποιων παρεμβάσεων με σκοπό την προφύ-


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 55

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Εικόνα 4στ, Σταθμός μέτρησης στάθμης Θεραπειό, Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ.

λαξη ορισμένων σημείων από καταστροφές, την ελεγχόμενη εκτόνωση της πλημμύρας (Πίνακας 3). Ορια

Φράγμα Αρδα

Σιδ. Γεφ. Πυθίου

Οδική Γεφ. Πετάλου Πέπλου

Οδική Γέφ. Κήπων

Επιφυλακής Συναγερμού

4,80 5,20

4,70 5,70

5,60 6,00

3,60 4,00

Πίνακας 3. Ορια Επιφυλακή και Συναγερμού. Πηγή: Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

Οι σημαντικότεροι βουλγαρικοί μετεωρολογικοί σταθμοί βρίσκονται στη Φιλιππούπολη και στο Σβέλιγκραντ (Έβρος), στο Ιβαήλοφγκραντ (Άρδας) και στο Έλχοβο (Τούντζας). Τα δελτία σχετικά με τις υδρομετρήσεις δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Υδάτων της Βουλγαρίας: http://www.moew.government.bg. Επίσης μέσω της σελίδας αυτή οι Βουλγαρικές αρχές δίνουν πληροφορίες σχετικά με τους συναγερμούς αλλα και για την στάθμη των υδάτων. Η Βουλγαρία μέσω του National Institute of Meteorology and Hydrology (NIMH) παρέχει μέσω Διαδικτύου δεδομένα στάθμης για τους ποταμούς

Έβρο, Άρδα και Τούντζα http://plovdiv.meteo.bg/en/ hydrostations.php?img=1 (Εικόνα 6α) Επίσης μέσω του προγράμματος ARDAFORCAST η Βουλγαρία δίνει πρόβλεψη σχετικά με την παροχή του ποταμού Αρδα για 6 μέρες (http://arda.hydro.bg/data/view. php?stan=9). Επίσης οι βουλγαρικές αρχές μέσω της ιστοσελίδας http://maritsa.meteo.bg/apache2-default/maritsa/ index.php, η οποία δημιουργήθηκε μέσω του προγράμματος Phare (Capacity Improvement for Flood Forecasting in the BG-TR CBC Region), παρουσιάζουν εκτιμήσεις για την κατάσταση των ποταμών Έβρου (Maritza) και Τούντζα (Tundja) σε διάφορες περιοχές. Οι χρωματικές ενδείξεις στοους ιστότοπους των Βουλγαρικών αρχών εχουν τέσσερεις διαβαθμίσεις «Ασφαλής Ροή» με πράσινο χρώμα, «Προειδοποίηση» (Κατάσταση Ετοιμότητας) με κίτρινο χρώμα, «Προσοχή - κίνδυνος πλημμύρας» (Αυξημένη Ετοιμότητα – Πρωτά στάδια αντιμετώπισης) με πορτοκαλί χρώμα και τη ζώνη «Πλημμύρα» (Αντιμετώπιση-Διαχείριση) με κόκκινο χρώμα. (Εικόνα 6β) To NIMH μέσω της σελίδας http://plovdiv.meteo. bg/en/hydrostations.php?img=1 παρουσιάζει διαγράμματα στάθμης στους υδολογικούς σταθμούς Plovdiv, Svilengrad, Parvomay, Elhovo, Bachkovo, Ivaylovgrad

55


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 56

56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

μός Νο 105 (Εργίνης). (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007) H Κρατική Υπηρεσία Υδραυλικών Έργων της Τουρκίας DSI - General Directory of State Hydraulic Works (Τουρκία) σε συνεργασία με τη Βουλγαρία έχει εγκαταστήσει τους παρακάτω σταθμούς (Πίνακας 4) για τους οποίους παρέχεται πληροφόρηση στον ιστότοπο http://www.dsiedirnenehir.com/ (Εικόνα 7) Η αυτοτελής Δνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας ΑΜΘ και συγκεκριμένα ο προϊστάμενος της Δνσης Χουβαρδάς κατασκεύασε σύστημα ανοικτού λογισμικού (open source) έγκαιρης προειδοποίησης εμπλεκόμενων φορέων Πολιτικής Προστασίας για πλημμυρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφές από ανοικτά δεδομένα που προέρχονται είτε από μετρητές στάθμης ποταμών, είτε από εξόρυξη δεδομένων από ιστοτόπους, είτε από δεδομένα ροής EXtensible Markup Language (XML) χρησιμοποιώντας όλες τις παραπάνω πηγές που αναφέρθηκαν στον Πίνακα 4. Το σύστημα υλοποιήθηκε σε γλώσσα προγραμματισμού PHP και αποστέλλει μηνύματα Εικόνα 5, Διαγραμμα στάθμης ύδατος στο Πύθιο, Πηγή: Δνση Πολιτικής Προστασίας έγκαιρης προειδοποίησης κοντινού χρόΠΑΜΘ νου (near time) με email, sms και με την για τους ποταμούς Εβρο, Τούντζα, Αρδα και Chaya. χρήση του πρωτοκόλλου XMPP αποστέλλει αυτόματη (Εικόνα 6γ) ειδοποίηση σε account Google hangouts ή σε οποιοδήΕπί του τουρκικού εδάφους υπάρχουν οι σταθμοί μέποτε account χρησιμοποιεί jabber instant messenger. τρησης παροχών και ποιότητας υδάτων: ο σταθμός Νο 103 (Έβρος), ο σταθμός Νο 104 (Γιούνκα) και ο σταθIστορικό των πλημμυρών των τελευταίων ετών Ποταμός

Περιοχές - θέσεις

Αρδας (ARDA) Τούντζας (TUNCA)

Ivoylovgrad Elhova, Suakacağı (Επί οδικής γέφυρας, μετά την είσοδο στην Τουρκία) Harmanl, Svilengrad, Kirişhane (Κατάντη της συμβολής Τούντζα), Ιpsala İnanlı, Lüleburgaz, Yenicegörece (Ανάντη συμβολής στον Έβρο)

Εβρος (MER)

ERGENE

Πίνακας 4. Σημεία Μέτρησης Παροχής. Πηγή DSI

Μεγάλη πλημμύρα σημειώθηκε το 1963, όταν κινδύνευσε η γέφυρα των Κήπων λόγω τεράστιων μεταφερόμενων τεμαχίων πάγου, τα οποία δεν μπορούσε να θραύσει στρατιωτική επιχείρηση με όλμους. (Τσεσμελής, 2002). Αργότερα συντελέστηκαν μεγάλες πλημμύρες στον ποταμό Έβρο τα έτη 1996, 1997, 1998, 2005, 2006 με επιπτώσεις τόσο στην τοπική οικονομία, όσο και στη γεωργία, στις υποδομές, στις συγκοινωνίες κ.ά


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 57

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Εικόνα 6α. Πρόβλεψη παροχής 5 ημερών, Πηγή NIMH

Εικόνα 6β. Πρόβλεψη στάθμης για το Svilengrad, Πηγή NIMH

57


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 58

58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

Εικόνα 4γ. Διαγράμματα στάθμης, Πηγή NIMH

Εικόνα 7. Παροχές βάση σταθμών μέτρησης της DSI – Χάρτης θέσεων μετρητικών σταθμών. Πηγή DSI


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 59

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Ιδιαίτερα καταστροφικές ήταν οι πλημμύρες του Μαρτίου 2006, με τον κατακλυσμό 200.000 στρεμμάτων, την απώλεια 2.000 ζώων, την εκκένωση 72 κατοικιών και τις ζημιές να ανέρχονται σε 370 εκατομμύρια ευρώ. Οι πλημμύρες που σημειώθηκαν κατά την περίοδο 2007-2008 δεν είχαν επαναληφθεί από το 1987. Πολλές πόλεις κατά μήκος του ποταμού, όπως το κέντρο της Αδριανούπολης, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα στην τουρκική πλευρά, είναι αρκετά «ευάλωτες» στις πλημμύρες. Οι πλημμύρες προέρχονται από τις ορεινές περιοχές της περιοχής του ποταμού Έβρου και των παραποτάμων του στο βουλγαρικό έδαφος. Η Τουρκία και η Ελλάδα εξαρτώνται από τη Βουλγαρία για ακριβείς και έγκαιρες πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο πλημμύρας, λόγω της έλλειψης επαρκούς χρόνου προειδοποίησης ιδιαίτερα στην περίπτωση της Τουρκίας. Οι πλημμύρες του Φεβρουαρίου 2010 που έπληξαν ιδιαίτερα την ελληνική πλευρά κατέκλυσαν 350.000 στρέμματα, με ζημιές σε καλλιέργειες και με επακόλουθα επίσης την εκκένωση κατοικιών στα χωριά Λάβαρα (Εικόνα 8), Πραγγί, Μάνδρα και Πόρο καθώς και την διακοπή του σιδηροδρομικού δικτύου του Νομού. (Χάρτης 2) Στις 06/02/2012, στις 07:00 πμ περίπου το φράγμα Ivanovo που βρισκόταν περίπου 11 χιλιόμετρα ανατολικά του βουλγαρικού χωριού Biser στον παραπόταμο του Έβρου Biserna και περί τα 40 χιλιόμετρα από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα (απόσταση κατά μήκος της ροής), κατέρρευσε μετά από τριήμερο ισχυρών βροχο-

πτώσεων. Σύντομα το χωριό σαρώθηκε από πλημμυρικό κύμα ύψους περί τα 2,5 μέτρα, με αποτέλεσμα το θάνατο έξι ανθρώπων, ενώ άλλοι δύο σκοτώθηκαν όταν κατέρρευσε γέφυρα από την πλημμύρα. Παράλληλα, στις 06 και 07/02/2012 πλημμύρισε το χωριό Ορμένιο (Εικόνα 9β,9γ), στο Ελληνικό τμήμα του ποταμού, γεγονός ασυνήθιστο για την περιοχή, αφού ο οικισμός προστατεύεται συνήθως από το επίχωμα της Σιδηροδρομικής Γραμμής. (ΕΓΥ 2013) Σύμφωνα με την ΔΠΠ της ΠΑΜΘ πλημμύρισαν 87 κατοικίες και 15 επιχειρήσεις καθώς και όλος ο κάμπος 7000 στρέμματα στο Ορμένιο. Επίσης πλημμύρισαν 4000 στρέμματα στο Πύθιο, 2000 στρ στο Πραγγί και εκκενώθηκαν κτηνοτροφικές μονάδας. Το τελευταίο πλημμυρικό φαινόμενο που έπληξε την Π.Ε. Εβρου ήταν αυτό του Δεκεμβρίου του 2014 που κράτησε έως τον Μάιο του 2015. (Εικόνα 1 και 9δ) Έγινε θραύση αναχωμάτων σε 84 σημεία, κατακλύστηκαν περίπου 230.000 στρέμματα και χρειάστηκε η μερική εκκένωση των Λαγυνών, πλημμύρισαν 54 κατοικίες (Χάρτης 3). Ενώ οι μέγιστες παροχές στο διάστημα αυτό σύμφωνα με την DSI ήταν στο Ivaylovgrant 1570 m3/sec, στο Svilegrant 1234 m3/sec, στο Kirishane 2137 m3/sec και στα Ipsala 2787 m3/sec Σύμφωνα με το σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας της Λεκάνης Απορροής Έβρου η συνολική έκταση των Ζωνών Δυνητικά Υψηλού Κινδύνου Πλημμύρας που προσδιορίσθηκαν ανέρχεται στα 426.470 στρέμματα, εκ των οποίων (ΕΓΥ 2015):

Εικόνα 8 Περιγραφή Λάβαρα – Δημος Σουφλίου 2010. Πηγή Τσεσμελής

Εικόνα 9β. Ορμένιο 2012. Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

59


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 60

60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

Έτος

Εικόνα 9γ. Ορμένιο 2012. Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

• 369.410 στρέμματα αφορούν στην περιοχή νοτίως της Νέας Βύσσας μέχρι τις εκβολές • 44.440 στρέμματα αφορούν τις περιοχές του βόρειου Έβρου (βορείως της συμβολής του Άρδα) και πέριξ του Άρδα ποταμού και • 12.160 στρέμματα αφορούν την παραλιακή περιοχή δυτικά του χειμάρρου Λουτρού. Με βάση το ΥΠΕΚΑ (2015) η κατανομή των πλημμυρικών γεγονότων εμφανίζονται στον Πίνακα 5 και απεικονίζονται στο χάρτη 1.

1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006 2007 2008 2009 2010 2011 2012

Πλήθος γεγονότων 1 0 0 0 0 3 0 0 4 6 10 8 51 12 1 0 5 20 0 63 81 26 7 13 60 2 1

Πίνακας 5. Πλημμυρικά συμβάντα στο Ν. Έβρου ανά έτος, περίοδος 1986-2012. Πηγή: ΥΠΕΚΑ 2015

Οι πολλαπλές διαστάσεις του προβλήματος πλημμυρών του Έβρου

Εικόνα 9δ. Πραγγί, Μάρτιος 2015. Πηγή Δνση Πολιτικής Προστασίας ΠΑΜΘ

Επίσης στον Πίνακα 6 εμφανίζονται οι μέγιστες παροχές σε ιστορικές πλημμύρες στον ποταμό Έβρο. Ενώ στον Πίνακα 7 παρουσιάζονται ιστορικά πλημμυρικά συμβάντα στη λεκάνη απορροής του Ποταμού Έβρου με βάση τις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ.

Οι πλημμύρες του Έβρου είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα που επιτείνεται ακόμη περισσότερο, λόγω της διασυνοριακότητας του ποταμού. Πολλοί είναι και οι παράγοντες που ευθύνονται για την πρόκληση πλημμυρών (Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε, 2007). Ειδικότερα: Παρόλον ότι από τη δεκαετία του 1950 μελετήθηκαν και κατασκευάστηκαν βασικά έργα αντιπλημμυρικής προστασίας της περιοχής, οι μετέπειτα, χρήσεις γης στην ευρύτερη κοίτη του Έβρου (έντονες γεωργικές δραστηριότητες, αρδευτικά δίκτυα, δρόμοι, αντλιοστάσια κ.λπ.) δημιούργησαν νέες συνθήκες πλημμυρικής επικινδυνότητας, οι οποίες δεν υπήρχαν κατά την περίοδο που συντάσσονταν οι γενικές μελέτες του 1950 και οι οποίες, θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 61

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Χάρτης 1. Πλήθος Πλημμυρικών Γεγονότων. Πηγή ΥΠΕΚΑ 2015 Ημερομηνία

Θέση, περιοχή

Πλημμυρική παροχή (m3/sec)

1844 τια

Έβρος, κατάντη συμβολής

Άγνωστη, καταστράφηκαν 1200 σπί-

1858

Τούντζα και Άρδα Έβρος, Φιλλιπούπολη

1897 Φεβρουάριος 1916 Δεκέμβριος 1929 Μάρτιος 1936 Ιούνιος 1940 2 Μάιος 1944 30 Ιανουάριος 1947 6 Νοέμβριος 1950 Ιανουάριος 1956 Φεβρουάριος 1956 Φεβρουάριος 1963

Έβρος, Πύθιο Έργίνης Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο Έβρος, Πύθιο

στην Ανδριανούπολη(1) Άγνωστη, καταστράφηκαν 700 σπίτια στην Φιλλιπούπολη(1) 4.800 m3/sec(2) 5.200 m3/sec(1) 4.800 m3/sec(1) 4.800 m3/sec(1) 8.000 m3/sec(2) 1.500 m3/sec(2) 4.200 m3/sec(2) 1.850 m3/sec(2) 2.700 m3/sec(1) 4.600 m3/sec(1) 4.900 m3/sec(1)

Πίνακας 6. Ιστορικές πλημμύρες στον π. Έβρο πριν το 1986. Πηγή: ΥΠΕΚΑ 2015

πλέον υπόψη για την αντιμετώπιση της αντιπλημμυρικής προστασίας. Εξαιτίας των προβλημάτων στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας δεν υπήρξε στενή συνεργασία για τις θέσεις και το είδος των έργων που κατασκευάζονταν, με αποτέλεσμα η κάθε πλευρά να υλοποιεί έργα χωρίς την ειδοποίηση της άλλης πλευράς. Έπειτα από τις πλημμύρες που κατέστρεφαν τα αναχώματα γίνονταν εργασίες ανακατασκευής τους, για τις οποίες δεν υπήρχε διμερής συνεργασία, με αποτέλεσμα να εκτελούνται διαφορετικές εργασίες στις δύο πλευρές, πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες. (4) Η μείωση της υγρής (χαμηλής κοίτης πλημμυρών) διατομής του ποταμού εξαιτίας της στερεοπαροχής και της απόθεσης φερτών, τα οποία έχουν δημιουργήσει σημαντικές νησίδες εντός της κοίτης, είναι επίσης σημαντικός παράγοντας επαύξησης της επικινδυνότητας. (5) Οι επεμβάσεις στην υψηλή πλημμυρών κοίτη του ποταμού στο ελληνοτουρκικό τμήμα που έχουν εκτελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες και έχουν Σημειώσεις (1) Με βάση την «Έρευνα ολοκληρωμένου σχεδιασμού αντιπλημμυρικής – περιβαλλοντικής προστασίας της Ευρύτερης περιοχής Έβρου», Πολυτεχνικής Σχολής, ΑΠΘ, 1999. (2) Με βάση τη «Master Plan for Meric‐Evros River Development, Γενική Μελέτη Αντιπλημμυρικών έργων, Αποστράγγισης, Άρδευσης και Γεωργικής Εκμετάλλευσης ποταμού Έβρου», Harza Engineering Company, 1953.

61


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 62

62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

A/A

Πλημμυρικό Συμβάν

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47

30/12/1994 9/5/1998 9/5/1998 10/5/1998 11/5/1998 11/5/1998 11/5/1998 12/5/1998 3/5/1998 17/5/1998 12/5/2000 9/2/2003 10/3/2003 10/3/2003 10/3/2003 15/3/2005 15/3/2005 31/3/2005 15/3/2006 17/4/2006 17/4/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 1/5/2006 9/6/2006 10/4/2007 19/11/2007 19/4/2008 15/12/2009 12-21/02/2010 20-27/02/2010 22/2/2010 22/2/2010 27/2/2010 27/2/2010 15/4/2010 15/4/2010 15/4/2010 15/5/2010 15/5/2010 06-07/02/2012

Σύνδεση

NAI NAI NAI NAI NAI NAI NAI NAI NAI

ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ

ΝΑΙ ΝΑΙ

ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ

ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ

Περιοχή

Αποτίμηση ΕΛΓΑ, φυτικό Αποζημίωση Έκταση (€) (στρ)

ΦΕΡΕΣ 71.7530 ΤΥΧΕΡΟ 687.384 ΛΑΓΥΝΑ 294.383 ΠΕΠΛΟ 399.817 ΜΑΝΗ 294.637 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 294.225 ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 468.289 ΠΥΘΙΟ 438.405 ΦΕΡΕΣ 624.053 ΛΑΒΑΡΑ 361.237 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 249.772 ΤΥΧΕΡΟ 217.493 ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΞΙΠΑΡΑ 125.48 ΧΑΝΔΡΑΣ 140.188 ΑΜΠΕΛΑΚΙΑ 223.327 ΤΥΧΕΡΟ 235.448 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 415.06 ΦΕΡΕΣ 137.178 ΤΥΧΕΡΟ 706.213 ΠΕΠΛΟ 206.858 ΦΕΡΕΣ 723.356 ΛΑΓΥΝΑ 430.083 ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ 403.7 ΠΕΠΛΟ 756.343 ΑΜΟΡΙΟ 238.299 ΛΑΒΑΡΑ 563.651 ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 381.803 ΣΟΥΦΛΙ 318.881 ΤΥΧΕΡΟ 1.765.082 ΦΕΡΕΣ 931.953 ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 407.917 ΦΕΡΕΣ 164.922 ΠΥΘΙΟ 83.463 ΦΕΡΕΣ 81.47 ΦΕΡΕΣ 292.169 ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ 358.913 ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 515.058 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 429.45 ΤΥΧΕΡΟ 456.801 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 350.744 ΠΥΘΙΟ 206.795 ΚΟΡΝΟΦΩΛΙΑ 266.56 ΠΕΠΛΟ 646.09 ΦΕΡΕΣ 1.813.648 ΝΕΑ ΒΥΣΣΑ 250.982 ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ 228.124 ΟΡΜΕΝΙΟ(3)

5.668 21.191 5.875 11.285 4.033 5.729 8.397 5.816 23.067 5.783 16.878 1.579 6.262 7.215 13.107 875 1.531 5.131 874 2.616 8.869 4.635 4.590 8.101 2.075 6.478 5.821 3.651 18.944 15.623 6.149 5.792 5.216 5.895 10.068

1.544 973 4.009 4.366 1.369 3.649 13.003 4.441 4.884

Δένδρα

Αποζ. Ζωικό (€)

Αποζ. σε οικισμούς(2)

208

67

222

146.433(1) 88.325 146.433(1)

Πίνακας 7. Σημαντικά ιστορικά πλημμυρικά συμβάντα στη λεκάνη απορροής του ποταμού Εβρου με βάση τις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ. Σημειώσεις (1) Συνολική αποζημίωση στον οικισμό Ν. Βύσσας για τα δύο πλημμυρικά συμβάντα του Φεβρουαρίου 2010. (2) Με βάση τον πληθυσμό του οικισμού κατά το έτος πλημμύρας όπως εκτιμάται στην παράγραφο 5.1.3 του παρόντος. (3) Αξιολογείται ως σημαντική καθώς συνέπεσε με τη θραύση του φράγματος Ivanovo, βλ. παράγραφο 6.2.2. (4) Όλες οι τιμές αποζημίωσης του πίνακα δίνονται σε ευρώ, σε τρέχουσες τιμές.


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 63

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Χάρτης 2, Πλημμυρικός Χάρτης Φεβρουαρίου 2010, Πηγή Δ.Π.Θ.

63


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 64

64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

μειώσει την ευρεία κοίτη πλημμυρών, δημιουργώντας νέες εντατικές γεωργικές εκτάσεις, οι οποίες και έχουν παραχωρηθεί σε αγρότες, είναι ένα ακόμη πρόβλημα. (6) Αρνητικά συμβάλλει και η απουσία έργων ανάσχεσης πλημμύρας στα ανάντη τμήματα της λεκάνης απορροής του Έβρου στο βουλγαρικό και τουρκικό έδαφος. (7) Πρόβλημα συνιστά και η κακοδιαχείριση της λειτουργίας των υφιστάμενων φραγμάτων στη λεκάνη του Έβρου. (8) Τέλος, πρόσθετες δυσκολίες προκύπτουν από τα στρατιωτικά έργα κατά μήκος της κοίτης (ναρκοπέδια, καταβιβασμός στάθμης αναχωμάτων για προσπέλαση κ.ά.) που δυσχεραίνουν τις προσπάθειες συντήρησης των υφιστάμενων αναχωμάτων αλλά και την εκτέλεση νέων έργων. Με την Αριθμό Πρωτοκόλλου 29310/2003 ΥΑ εγκρίθηκε το «Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης». Στην Ενότητα 2.2. «Χωροταξική οργάνωση. Αξιολόγηση και προοπτικές» του Άρθρου 3 του ΠΠΧΣΑΑ αναγνωρίζεται η ανάγκη αντιπλημμυρικής προστασίας της Περιφέρειας και ιδιαίτερα της πεδινής περιοχής του Νομού Έβρου: «Τα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της Περιφέρειας και ο μεγάλος όγκος των υδάτων, σε συνδυασμό με τα ανεπαρκή αντιπλημμυρικά έργα και κυρίως την κακή διαχείριση των ποταμοχειμαρρων, προκαλούν, σχεδόν ετησίως, φαινόμενα εκτεταμένων πλημμυρών. Για την προστασία και βελτίωση των καλλιεργειών και την προστασία των οικισμών απαιτούνται αποστραγγιστικάαποχετευτικά και αντιπλημμυρικά έργα σε εκτεταμένες περιοχές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιπλημμυρικής προστασίας παρουσιάζεται στην πεδινή περιοχή του Ν. Έβρου. Στην περιοχή έχουν κατασκευαστεί σημαντικά και σύνθετα αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία εκτεταμένης γεωργικής γης υψηλής παραγωγικότητας (περί τα 350.000 στρμ), που όμως προστατεύεται ανεπαρκώς σε περιπτώσεις πλημμυρικών συνθηκών. Η εκ νέου μελέτη του συνολικού αντιπλημμυρικού-αποχετευτικού συστήματος, με ολοκληρωμένη θεώρηση της υδραυλικής λειτουργίας του συστήματος των ποταμών, τάφρων, αναχωμάτων και αντλιοστασίων κρίνεται επιβεβλημένη».

Η μη ικανοποιητική συνεργασία Ελλάδας – Τουρκίας και Βουλγαρίας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση έργων που αφορούν στην αντιπλημμυρική προστασία στον Έβρο συνιστάένα σοβαρό εμπόδιο. Πρόσφατα έχουν αρχίσει να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για συνεργασία στον τομέα αυτό. Το σημαντικότερο πρόβλημα στο βουλγαρικό έδαφος παραμένει η υπερχείλιση των φραγμάτων που προκαλούν σημαντική και απότομη αύξηση της στάθμης στα κατάντη τμήματα Ελλάδος-Τουρκίας. Τα περισσότερα και πιο περίπλοκα προβλήματα εντοπίζονται στο ελληνοτουρκικό τμήμα του Έβρου. Συνοπτικά, αφορούν, κυρίως, την κατασκευή από την τουρκική πλευρά προβόλων διαστάσεων και ύψους μεγαλύτερου από αυτά που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών, ακόμα και πίσω από νησίδες με αποτέλεσμα την έμφραξη ανατολικών κλάδων και την προσκόλληση των νησίδων στο τουρκικό έδαφος αλλά και στην κατασκευή ή ανακατασκευή αναχωμάτων σε μεγάλα μήκη με ύψος μεγαλύτερο από τα προβλεπόμενα στη μελέτη της Harza ή από τα συμφωνηθέντα από τα διμερή πρωτόκολλα. Στην ελληνική πλευρά, τα προβλήματα εντοπίζονται κυρίως στην απόδοση εκτάσεων της ευρείας κοίτης πλημμυρών σε αγρότες και στα έργα που έχουν γίνει στο Δέλτα, τα οποία επιδεινώνουν τα προβλήματα στην τουρκική πλευρά. Στην υψηλή κοίτη πλημμυρών αναπτύχθηκαν, μετά το 1950, εντατικές γεωργικές καλλιέργειες και κατασκευάστηκαν αρδευτικά και οδικά δίκτυα, αντλιοστάσια κ.λπ., καθώς και υπερπηδητά αναχώματα προστασίας από τις πλημμύρες. Επίσης, έγινε αναδασμός και παραχωρήθηκαν τίτλοι κυριότητας της γης μεταξύ κύριων και υπερπηδητών αναχωμάτων. Στη χαμηλή κοίτη πλημμυρών δημιουργήθηκαν πολλές νησίδες, πρόβολοι και διάφορα άλλα τεχνικά έργα. Έως το 2003, δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ των γειτονικών χωρών σχετικά με τις πλημμύρες. Μετά η Ελλάδα και η Βουλγαρία άρχισαν να συνεργάζονται για τη μεταφορά δεδομένων και πληροφοριών, και τις προγνώσεις και την ενεργοποίηση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης για πλημμύρες. Έως το 2006 δεν ήταν επαρκές το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης από τη Βουλγαρία, στην οποία ανήκει εξ αντικειμένου το «κλειδί» των νερών (ΠΑΜ-Θ, 2006). Από το 2007 και με την είσοδο της Βουλγαρίας στην ΕΕ


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 65

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

έχει βελτιωθεί η συνεργασία και η ροή πληροφοριών ως προς τη στάθμη και την παροχή των υδάτων στο βουλγαρικό έδαφος. Η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία διαμόρφωσαν κοινά έργα μέσω των προγραμμάτων διασυνοριακής συνεργασίας της ΕΕ, κάποια εκ των οποίων αφορούν την ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων σε πραγματικό χρόνο και κάποια την πρόβλεψη πλημμυρών και την έγκαιρη προειδοποίηση. Αυτά τα έργα είναι τα πρώτα κοινά προγράμματα στην περιοχή σε θέματα πρόβλεψης. Δυστυχώς, τα συστήματα πρόβλεψης πλημμυρών επί του παρόντος εξακολουθούν να διαμορφώνονται σε εθνικό επίπεδο, ενώ ένα κοινό σύστημα πρόβλεψης των πλημμυρών και έγκαιρης προειδοποίησης στη λεκάνη του ποταμού είναι απολύτως απαραίτητο. (ΠΑΜΘ, 2012) Το 2007 με την έναρξη του πρόγραμματος PHARE μεταξύ Βουλγαρίας και Τουρκίας “Capacity Improvement for Flood Forecasting in the Bulgarian-Turkey Cross Border Cooperation Region” δημιουργήθηκε η υποδομή ώστε να υπάρχει πρόβλεψη για πλημμύρες κατά μήκος των ποταμών Έβρου (Maritza) και Τούντζα (Tundja). Επίσης με το πρόγραμμα ARDAFORECAST Βουλγαρία και Ελλάδα συνεργάστηκαν για τη δημιουργία ενός διασυνοριακού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης στον ποταμό Άρδα για την εξασφάλιση των ανθρώπων που κατοικούν κατά μήκος των ποταμών εκτεθειμένοι στη μεγαλύτερη πλημμυρική επικινδυνότητα στα νοτιοανατολικά Βαλκάνια. Ιδιαίτερα για τα τελευταία είκοσι χρόνια, τα αίτια των πλημμυρών στην Περιφερειακή Ενότητα Εβρου συνοψίζονται στα ακόλουθα: • Οι κλιματικές αλλαγές επηρέασαν το φαινόμενο των πλημμυρών. • Η κακή διευθέτηση της κοίτης του ποταμού που συντελέστηκε τις τελευταίες δεκαετίες, υπό την πίεση των αγροτών για απόδοση περισσότερων αρδευόμενων εκτάσεων με μαζικές παρεμβάσεις και με περιορισμό της ευρείας κοίτης πλημμυρών οδήγησε σε μείωση των απαραίτητων εκτάσεων για την εκτόνωση των πλημμυρικών παροχών. • Η μείωση της διατομής του, λόγω του στερεού φορτίου που μεταφέρεται καθημερινά και επικάθεται εντός της κοίτης του ποταμού σχηματίζοντας νησίδες και διάφορες άλλες προσχώσεις, όξυνε το πρόβλημα. Η διάβρωση των εδαφών λόγω μείωσης της επιφάνειας των δασών (υλοτόμηση και πυρκαγιές) συμβάλλει,

ώστε η κατάσταση να επιδεινώνεται κάθε χρόνο, με τη μεταφορά άμμου και αμμοχάλικων που επικάθονται στην κοίτη του ποταμού στα σημεία που μειώνεται η ταχύτητά του. Ταυτόχρονα, το σύνολο των πηγών του ποταμού Έβρου και των κύριων παραποτάμων του βρίσκονται στους ορεινούς όγκους της Βουλγαρίας, όπου εκδηλώνεται έντονη διάβρωση και απόπλυση του επιφανειακού υλικού, ενώ στα πεδινά κυρίως (περιοχή ελληνοτουρκικών συνόρων) γίνονται οι αποθέσεις των υλικών που μεταφέρονται. Έως το 2006, η βουλγαρική πλευρά έκανε κακοδιαχείριση όσον αφορά την ποσότητα και τη χρονική περίοδο της απορροής των υδάτων από το φράγμα στον ποταμό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για τις πλημμύρες της χειμερινής περιόδου 2005-2006, η γενεσιουργός αιτία τους –σύμφωνα με την ελληνική πλευρά– ήταν «η ανεπιτυχής διαχείριση των αποθεμάτων υδάτινων όγκων εντός των ταμιευτήρων των φραγμάτων, λόγω της οποίας υπήρξε ανεξέλεγκτη υπερχείλιση, που δημιούργησε εντός της ελληνικής επικράτειας και επί της κοίτης του ποταμού Έβρου παροχές της τάξης των 3.000 κ.μ/δλ, με αποτέλεσμα τις καταστροφικές συνέπειες που βίωσε η ελληνική πολιτεία και ιδιαίτερα η παραμεθόριος περιοχή του Έβρου». (Π-ΑΜΘ, 2006, σελ.114)

Το κρίσιμο ζήτημα της διασυνοριακότητας του Έβρου Δεδομένου ότι ο ποταμός Έβρος διατρέχει τη Βουλγαρία, την Τουρκία και την Ελλάδα, προκύπτει ότι η διασυνοριακή συνεργασία για τη διαχείριση του κινδύνου πλημμυρών είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά απολύτως απαραίτητη. Η έγκαιρη προειδοποίηση από τις περιοχές που προηγούνται στο ρου του ποταμού μπορεί να σώσει ζωές και να μειώσει τις οικονομικές απώλειες. Επιπλέον, η συνεργασία συμβάλλει στην ενίσχυση της βάσης γνώσεων και πληροφορίας και διευρύνει το σύνολο των διαθέσιμων στρατηγικών. Η διεύρυνση της γεωγραφικής περιοχής στο σχεδιασμό της προστασίας από πλημμύρες δίνει τη δυνατότητα εξεύρεσης καλύτερων και αποδοτικότερων λύσεων. Ακόμη, η διαχείριση των καταστροφών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έγκαιρη ενημέρωση και προϋποθέτει την καταγραφή των δεδομένων και προβλέψεων από το σύνολο της λεκάνης απορροής. Πολλές προκλήσεις παρεμποδίζουν την αποτελεσματική δια-

65


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 66

66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

συνοριακή συνεργασία εν γένει και τη συνεργασία στη διασυνοριακή διαχείριση των πλημμυρών, ειδικότερα. Η έλλειψη μηχανισμών και πόρων, τα ανεπαρκή στοιχεία, οι διαφορετικές θεσμικές δομές, η έλλειψη πολιτικής βούλησης –και μάλιστα η δυσπιστία σε ορισμένες περιπτώσεις– αποτελούν σοβαρά εμπόδια. (ΠΑΜΘ, 2012) Αναπόφευκτα, η διαχείριση των υδατικών πόρων των ανάντη χωρών, όπως της Βουλγαρίας, επηρεάζει άμεσα κάθε οικονομική, βιομηχανική και τουριστική ανάπτυξη, καθώς και την προστασία των οικοσυστημάτων. Αν και η λεκάνη απορροής του Έβρου είναι κοινή για τις τρεις χώρες, υπάρχει έλλειψη μιας τριμερούς συμφωνίας που οφείλεται κυρίως, στις παλαιότερα ψυχρές πολιτικές σχέσεις μεταξύ των εν λόγω χωρών. Η ιδιαιτερότητα του ποταμού Έβρου είναι ότι ακολουθεί σε μεγάλο μήκος του, κατά την πορεία του προς τη θάλασσα, αρχικά τα ελληνοβουλγαρικά και στη συνέχεια τα ελληνοτουρκικά σύνορα. Κατά συνέπεια, ο Έβρος και οι παραπόταμοί του βρίσκονται σε στρατιωτικά ελεγχόμενη περιοχή. Άρα, απαιτείται ειδική άδεια από τις στρατιωτικές αρχές για όλες τις επιστημονικές ή άλλες δραστηριότητες. Η προσέγγιση, λοιπόν, πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα αυτής της ιδιαιτερότητας, των δικαιωμάτων αλλά και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συγκυριαρχία των τριών χωρών επί του ποταμού. Εν γένει, η διαχείριση των υδάτων του ποταμού διακρίνεται από έλλειψη λειτουργικότητας και προγραμματισμού, καθώς δεν υπάρχει ένα διαχειριστικό σχέδιο υλοποίησης έργων και δράσεων για να μετριαστούν οι καταστροφικές πλημμύρες. Όμως, η ορθολογική και ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων επιβάλλει την υλοποίηση ενός κοινού σχεδίου διαχείρισης της λεκάνης απορροής του ποταμού Έβρου, μέσω μιας τριμερούς συμφωνίας. Εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, είχε δημιουργηθεί το Δίκτυο Νομαρχιών Ελλάδας-Τουρκίας-Βουλγαρίας με στόχο τη διεύρυνση των λύσεων σε διασυνοριακά προβλήματα. Αυτό είχε σημαντική συμβολή στην αντιμετώπιση των έκτακτων φαινομένων, αποτελώντας ουσιαστικά το Κέντρο Επιχειρήσεων και Συντονισμού κατά τη διάρκεια πλημμυρών. «Το δίκτυο, πέραν του αισθήματος συνεργασίαςασφαλείας, στόχευε να προχωρήσει σε δράσεις που έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα για τη ζωή των πολιτών.

Πρόκειται για δράσεις και ενέργειες πρόληψης, επίλυσης και αντιμετώπισης διασυνοριακών προβλημάτων που υπεισέρχονται στην καθημερινότητα των πολιτών. Τέτοιου είδους δράσεις είναι δύσκολο και δυσκίνητο να αναληφθούν και πραγματοποιηθούν σε επίπεδο κρατών. Αν αναληφθούν μάλιστα τοπικά δεν επηρεάζουν κυβερνητικές πολιτικές εθνικού επιπέδου». (Δ.Ν.Ε, 2010) Σήμερα με τη νέα διοικητική δομή (Καλλικράτης) το δίκτυο έχει απενεργοποιηθεί Υπάρχουν σκέψεις για επανενεργοποίησή του σύμφωνα με τη νέα διοικητική δομή σε επίπεδο περιφέρειας και σε τεχνική βάση με την ιδρυση της νέας υπηρεσίας διαχείρησης υδάτων του ποταμού Έβρου, της ΕΥΔΕ ΕΒΡΟΥ. Το πλαίσιο διεθνούς συνεργασίας στον τομέα διαχείρισης των διασυνοριακών υδάτων με τις γείτονες χώρες, επηρεάζεται όπως είναι φυσικό από το διαφορετικό καθεστώς σε σχέση με την ΕΕ και την υποχρέωση εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που έχουν η Βουλγαρία και η Τουρκία αντίστοιχα. Η Βουλγαρία, ως μέλος της ΕΕ από το 2007, έχει την υποχρέωση να εφαρμόσει πλήρως την Οδηγία 60/2007. Η περίπτωση της Τουρκίας είναι διαφορετική, καθώς η χώρα δεν αποτελεί μέλος της ΕΕ και συνεπώς δεν έχει υποχρέωση εφαρμογής της Οδηγίας. Αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο η ελληνική όσο και η τουρκική πλευρά δίνουν μεγάλη έμφαση στο θέμα κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος των πλημμυρών του Έβρου. (ΕΓΥ, 2012) Η πρόσφατη κινητικότητα στον τομέα της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τη διαχείριση των διασυνοριακών υδάτων με την Βουλγαρία ξεκίνησε στις 27/7/2010 με την Κοινή Διακύρηξη του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της Ελλάδας και του Υπουργού Περιβάλλοντος και Υδάτων της Βουλγαρίας. Η ανακοίνωση επιβεβαίωνε την πρόθεση των δύο χωρών να συνεργαστούν σε θέματα διαχείρισης των υδατικών πόρων των διασυνοριακών λεκανών απορροής και ανακοίνωνε την ίδρυση μιας Κοινής Ομάδας Εργασίας Εμπειρογνωμόνων (Joint Expert Working Group) με αντικείμενο την συνεργασία σε θέματα υδάτων και περιβάλλοντος στις διασυνοριακές λεκάνες. Η Κοινή Ομάδα Εργασίας συνεδρίασε για πρώτη φορά στη Δράμα, στις 16/5/2011 και πραγματοποίησε την δεύτερη συνάντησής της στη Σόφια στις 12/10/2011.


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 67

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Σε ό,τι αφορά τη συνεργασία με την Τουρκία, έχει ιδρυθεί η Κοινή Επιτροπή (Ad Hoc Joint Committee) σχετικά με θέματα συνεργασίας για τον ποταμό Έβρο, η οποία πραγματοποίησε την πρώτη της συνεδρίαση στις 30/5/2010. Στο πλαίσιο των εργασιών της, η Κοινή Επιτροπή συνέστησε Κοινή Ομάδα Εργασίας με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και δεδομένων για τον ποταμό Έβρο και τις αντίστοιχες υπολεκάνες απορροής του στην Ελλάδα και την Τουρκία. Η Κοινή Ομάδα Εργασίας έχει ήδη συνεδριάσει δύο φορές, την πρώτη φορά στην Αδριανούπολη στις 24/6/2011 και την δεύτερη φορά στην Αλεξανδρούπολη, στις 8/11/2011. Η ελληνο-βουλγαρική κοινή Ομάδα Εργασίας έχει ως αντικείμενο τη συνεργασία σε θέματα τόσο της Οδηγίας 2000/60 για τη διαχείριση των υδάτων όσο και της Οδηγίας 2007/60 για την διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας. Η σύνθεση της Ομάδας Εργασίας έχει ως ακολούθως: - Από βουλγαρικής πλευράς: • Ο/η Δ/ντης της Περιοχή Λεκάνης Απορροής Ποταμού (ΠΛΑΠ) Ανατολικού Αιγαίου, ως Εθνικός Αντιπρόσωπος • Ο/η Δ/ντης της ΠΛΑΠ Δυτικού Αιγαίου, ως Εθνικός Αντιπρόσωπος • Προβλέπεται μια (1) θέση Αναπληρωτή Εθνικού Αντιπροσώπου, ο οποίος στην παρούσα φάση προέρχεται από το Εθνικό Ινστιτούτο Υδρολογίας και Μετεωρολογίας της Βουλγαρίας. • Έξι (6) ακόμα τακτικά μέλη - Η ομάδα εργασίας της ελληνικής πλευράς συγκροτείται από τα παρακάτω μέλη: • Τον Ειδικό Γραμματέα Υδάτων ως εθνικό αντιπρόσωπο • Προβλέπεται μια (1) θέση αναπληρωτή εθνικού αντιπρόσωπου • Τρία (3) μέλη από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ) • Ένα (1) μέλος από την ΓΓ Πολιτικής Προστασίας • Ένα (1) μέλος από την Δ/νση Υδάτων Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης • Ένα (1) μέλος από την Δ/νση Υδάτων Κεντρικής Μακεδονίας • Ένα (1) μέλος από το Υπουργείο Εξωτερικών (ΥΠΕΞ) Προβλέπεται επίσης η δυνατότητα για ειδικούς επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται με το αντικείμενο της Ομάδας Εργασίας ώστε να συνδράμουν κατά περί-

πτωση το έργο της Ομάδας όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. Οι σκοποί της Ομάδας Εργασίας είναι οι παρακάτω: • Να θέσει τις βάσεις για μία από κοινού συμφωνημένη διαδικασία συλλογής, αξιολόγησης και ανταλλαγής πληροφοριών που αφορούν στα ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα των υδατικών πόρων και για την ανταλλαγή εμπειρίας και τεχνογνωσίας στην εφαρμογή διεθνών συμφωνιών, της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και του σχετικού εθνικού νομικού πλαισίου. • Να συντονίσει τα Σχέδια Διαχείρισης σε συμμόρφωση με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, να προωθήσει τη συνεργασία για την προστασία των υδάτων από βλαβερές επιδράσεις και την συνεργασία για την παρακολούθηση και την επίλυση περιβαλλοντικών προβλημάτων σε συμφωνία με την νομοθεσία της ΕΕ. Επίσης, ανάμεσα στους σκοπούς της Ομάδας Εργασίας περιλαμβάνεται η συνεργασία σε θέματα αντιμετώπισης των κινδύνων από πλημμύρες στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας 60/2007.

Συμπεράσματα για τον πλημμυρικό κίνδυνο Έβρου και οι προοπτικές διασυνοριακής διαχείρισής του Σύμφωνα και με τα στρατηγικά συμπεράσματα του σχεδίου διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας της λεκάνης απορροής του ποταμού Έβρου: • Τα υπάρχοντα κύρια (πρωτεύοντα) αντιπλημμυρικά αναχώματα κατά μήκος του κυρίως Έβρου νοτίως της Ν. Βύσσας (τα κατασκευασθέντα με βάση τη μελέτη Harza) υπό την προϋπόθεση μη θραύσης τους, επαρκούν υψομετρικά για την προστασία της περιοχής που καλύπτουν από πλημμύρες περιόδου επαναφοράς έως 100 ετών, υπό διάφορα δυσμενή σενάρια συνδυασμού πλημμυρικών φαινομένων. Για τα αναχώματα κατά μήκος του Β. Έβρου (ελληνοβουλγαρική μεθόριος – συμβολή Άρδα) και κατά μήκος του π. Άρδα, το επίπεδο προστασίας ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. • Tα υπάρχοντα δευτερεύοντα (υπερβλητά ή θερινά) αντιπλημμυρικά αναχώματα που περιορίζουν την κυρίως κοίτη του π. Έβρου νοτίως της Ν. Βύσσας, προσφέρουν επίπεδο προστασίας το οποίο, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, είναι χαμηλότερο έως αρκετά χαμηλότερο των επεισοδίων με περίδο επαναφοράς Τ=10 έτη.

67


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 68

68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

• Εκτιμάται ότι οι υφιστάμενες προτάσεις-προερχόμενες κυρίως από την τουρκική πλευρά-περί αύξησης της παροχετευτικότητας της κυρίως κοίτης (π.χ. αφαίρεση νησίδων, κ.λπ.) πέραν του προβληματικού τους χαρακτήρα (θέματα συνόρων, περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, κ.λπ.) δε μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην αντιμετώπιση των πλημμυρικών επιπτώσεων εάν διατηρηθεί (όπως υπονοείται) το σημερινό εύρος της κυρίως κοίτης, καθώς η παροχετευτικότητά της μεταξύ των υπερβλητών αναχωμάτων είναι ήδη πολύ περιορισμένη (< Τ=10 έτη της φυσικής πλημμύρας, χωρίς ενδεχόμενη επιβάρυνση από την υπερχείλιση Άρδα ή άλλους παράγοντες). • Οι παρεμβάσεις επί της κυρίως κοίτης πρέπει να περιοριστούν στις αναγκαίες ώστε να αποκατασταθεί η παροχέτευση ενός ελάχιστου επιπέδου πλημμυρικής απορροής (Τ=10 ετών) και υπό κανονικές συνθήκες, με σκοπό την μείωση των «συνήθων» πλημμυρικών φαινομένων. Σπανιότερα πλημμυρικά γεγονότα, ή γεγονότα που προκύπτουν από δυσμενή συνδυασμό πολλαπλών αιτίων θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι θα εκτονώνονται στην πλημμυρική ζώνη που ορίζεται από τα κύρια αντιπλημμυρικά αναχώματα, η οποία ζώνη θα πρέπει να υπόκειται σε συγκεκριμένη διαχείριση. • Το επίπεδο πλημμυρικού κινδύνου σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης εξαρτάται κυρίως από τον εκάστοτε συνδυασμό των επιμέρους πηγών πλημμυρικής απορροής (κυρίως Έβρος, Άρδας, Εργίνης, κ.λπ.) και λιγότερο από το μέγεθος της παροχής της κάθε πηγής ξεχωριστά, για όλες τις περιόδους επαναφοράς έως 100 ετών. Η μόνη εξαίρεση είναι ο Άρδας, οι πλημμυρικές παροχές του οποίου, λόγω της απότομης υπερχείλισης των βουλγαρικών φραγμάτων, μπορούν να προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις και από μόνες τους. Μετά τα προβλήματα που εκτέθηκαν παραπάνω, πολυάριθμες είναι και οι προτάσεις που μπορούν να βοηθήσουν σε μια κατεύθυνση επίλυσης του προβλήματος των πλημμυρών του Έβρου (ΠΑΜ- Θ, 2006): • Η διαχείριση των υδατικών πόρων της λεκάνης του Έβρου να γίνει κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2000/60/ ΕΚ. • Να εφαρμοστούν θεσμικές αλλαγές για κοινή διαχείριση των υδατικών πόρων, των πλημμυρών, την αντιμετώπιση των έκτακτων αναγκών και της περιβαλλοντικής προστασίας. Εφόσον, σήμερα, και η Βουλγαρία είναι μέρος της ΕΕ, όπως και η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκεται σε ενταξιακό καθεστώς σε αυτή,

είναι σημαντικό να υπάρξει αξιοποίηση του γεγονότος αυτού και να γίνει προσπάθεια ένταξης στα κοινοτικά προγράμματα της διαχείρισης των πλημμυρών. • Να ολοκληρωθεί το υπό εφαρμογή πρόγραμμα έγκαιρης προειδοποίησης πλημμυρών. • Να υλοποιηθεί στο πλαίσιο κοινοτικών ή και εθνικών προγραμμάτων η διαχείριση των πλημμυρών του Έβρου, η οποία είναι μέρος της ευρύτερης διαχείρισης υδατικών πόρων. • Να γίνεται παρακολούθηση και έλεγχος της ποιότητας του νερού παρά τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις εκ μέρους της Τουρκίας για την κάμψη των οποίων θα πρέπει να αναζητηθούν τα χρήματα από κοινωνικούς πόρους για τη χρηματοδότηση έργων επεξεργασίας λυμάτων στο τουρκικό τμήμα της λεκάνης του Έβρου. • Με τη συνεργασία της Ελλάδας και της Τουρκίας να μελετηθούν και υλοποιηθούν ο καθαρισμός των νησίδων με την κοπή και εκρίζωση των δέντρων, με στόχο την αύξηση της διοχετευτικότητας του ποταμού. Γι’ αυτόν το σκοπό να εκπονηθεί και από ελληνικής πλευράς η σχετική έρευνα με παράλληλη εκτίμηση των κινδύνων τυχόν δυσμενών επιπτώσεων και σε συνεργασία με την τουρκική πλευρά να διαμορφωθεί κοινό πρόγραμμα για τη σταδιακή υλοποίηση αυτής της παρέμβασης. • Όσον αφορά την Ελλάδα, το θέμα της αντιπλημμυρικής προστασίας της περιοχής πρέπει να μελετηθεί συνολικά και ολοκληρωμένα σε συνδυασμό όχι μόνο με την τεχνική επάρκεια και την οικονομική αξιοπιστία των έργων αλλά και με σεβασμό προς το περιβάλλον και τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες της περιοχής. • Να πραγματοποιηθούν «εγκάρσια έργα» δηλαδή φράγματα, αναβαθμοί συγκράτησης φερτών κ.λπ. που η κατασκευή τους γίνεται, κυρίως, στο ορεινό τμήμα του ποταμού, δηλαδή στη Βουλγαρία, και «παράλληλα έργα» δηλαδή έργα πάνω στις όχθες του ποταμού που συνήθως γίνονται στο πεδινό τμήμα του, άρα έργα στην ελληνοτουρκική μεθόριο, όπου απαιτείται η συναίνεση και των δύο χωρών για να γίνουν. • Να ελεγχθεί η δυνατότητα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την ολοκλήρωση των εργασιών που προέβλεπε η μελέτη της HARZA, δηλαδή να κατασκευαστεί από τουρκικής πλευράς η τέταρτη ευθυγράμμιση του ποταμού στην περιοχή Γεμιστής-Τυχερού και να γίνουν οι προβλεπόμενες ανταλλαγές εδαφών μεταξύ των δύο χωρών.


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 69

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Χάρτης 3. Πλημμυρικά φαινόμενα 2014 Πηγή: Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας

69


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 70

70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 44-71

• Να αποτυπωθούν σε μία ενιαία μελέτη τα αντιπλημμυρικά έργα και των τριών χωρών, να ελεγχθούν τα γεωμετρικά τους χαρακτηριστικά και να γίνουν παρεμβάσεις, ώστε να πραγματοποιηθούν ισοβαρή αντιπλημμυρικά έργα επί των δύο οχθών του ποταμού σε οποιαδήποτε θέση του. • Να γίνουν παρεμβάσεις διευθέτησης της πεδινής κοίτης, με τη δημιουργία χώρων πεδινών λεκανών εκτόνωσης των πλημμυρών κοντά στην κοίτη, ή ακόμα και τη δυνατότητα κατασκευής ανά τμήματα αγωγών ελεύθερης ροής, παράλληλων προς την κύρια κοίτη του ποταμού, οι οποίες θα εκβάλουν κατάντη και πάλι στην κυρίως κοίτη, με σκοπό την παραλαβή της υπερχειλίζουσας παροχής, προστατεύοντας, έτσι, τα ευπαθή τμήματα των υπερβλητών αναχωμάτων. • Να γίνει στερέωση των υπερβλητών αναχωμάτων, χρησιμοποιώντας υλικά κατάλληλης αντοχής με ανάλογη φυτοπροστασία, προσαρμοσμένα ταυτόχρονα στο περιβάλλον και στην αισθητική του χώρου. • Να γίνει διερεύνηση δυνατοτήτων κατασκευής λεκανών εκτόνωσης πλημμυρικών παροχών από τα κατάντη μικρά φράγματα ελεγχόμενων διαρροών – μέχρι 5 μέτρα ύψος. Εξαιρετικά επωφελής θα ήταν να έχουν οι λεκάνες εκτόνωσης των πλημμυρικών αιχμών τη δυνατότητα να κατακρατούν και, έτσι, να αποθηκεύουν ένα σημαντικό όγκο νερού για άρδευση τους καλοκαιρινούς μήνες. • Να γίνουν έργα ορεινής υδρονομίας δηλαδή βασικά έργα ανάσχεσης των στερεομεταφορών, μείωσης της κλίσης με βαθμίδες, διαμόρφωσης και σταθεροποίησης της κοίτης, προστασίας των πρανών, δασοκάλυψης, χλοοκάλυψης κ.λπ. Ιδανική λύση που συνδυάζει την προστασία με την αξιοποίηση της περιοχής, είναι η δημιουργία μικρών ταμιευτήρων ύδατος διάσπαρτων στην περιοχή, έτσι ώστε να εξοικονομούνται υδατικοί πόροι για άρδευση και ύδρευση. Τα θεσμικά διαχειριστικά θέματα που προκύπτουν λόγω της διεθνούς υπόστασης του ποταμού πρέπει να αγγίζουν θέματα κοινής διαχείρισης υδάτινων πόρων, ενιαία πολιτική αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών, περιβαλλοντικής προστασίας και κοινής τουριστικής αξιοποίησης.

Βιβλιογραφία ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ – ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΓΓΡΑΦΑ Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2009). Υπ’ αριθμ. Nο 070401/2009/534328/ SUB/A3 European Commission DG Environment «Grant Agreement: Complex Floods Management in European Union Vulnerable Areas through effective Reaction and Joint Operations Simulation in 2010, Acronym: EVROS 2010/ Συμφωνία Χρηματοδότησης: Διαχείριση Σύνθετων Πλημμυρών σε ευάλωτες περιοχές της Ε.Ε, μέσω προσομοίωσης αποτελεσματικής αντίδρασης και κοινών επιχειρήσεων προσομοίωσης το 2010», Βρυξέλλες. EE (2007a), Οδηγία 2007/ 60/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007 «για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 6.11.2007.OJ L288. EE (2007b), Απόφαση 2007/162/ΕΚ του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 2007 «για τη θέσπιση χρηματοδοτικού μέσου πολιτικής προστασίας», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαικής Ένωσης της 10.03.2007, L 71. EE (2000), Οδηγία 2000/ 60/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2000 «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων», Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22.12.2000, L 327:1 – 75. Ν. 1650/ 1986. «για την προστασία του περιβάλλοντος» (ΦΕΚ Α΄ 160/ 15-16.10.1986). Ν. 1739/ 1987. «για τη διαχείριση των υδατικών πόρων» (ΦΕΚ Α΄ 201/ 19-20.11.1987). Ν.3013/ 2002. «περί αναβάθμισης της Πολιτικής Προστασίας» (ΦΕΚ Α΄102/ 1.5.2002). Ν.3199/ 2003. «για την προστασία και διαχείριση των υδάτων» (ΦΕΚ Α΄ 280/ 9.12.2003). Υ.Α 1299/2003. «Έγκριση του από 7.4.2003 Γενικού Σχεδίου Πολιτικής Προστασίας με τη συνθηματική λέξη «ΞΕΝΟΚΡΑΤΗΣ» (ΦΕΚ 423/Β/10.4.2003). Π.Δ 51/2007. «Καθορισμός μέτρων και διαδικασιών για την ολοκληρωμένη προστασία και διαχείριση των υδάτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ» (ΦΕΚ Α’ 54/8-3-2007). ΝΔΕ, (2010). «Ιστορικό των πλημμυρών του Φεβρουαρίου 2010 στο Νομό Έβρου. Καταγραφή από το Τμήμα Πολιτικής Προστασίας του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Έβρου», Αλεξανδρούπολη. ΝΔΕ, (2009). Υπ’ αριθμ. Φ.311.3/400/2-11-2009, «Σχέδιο Αντιμετώπισης Πλημμυρών του Τμήματος Πολιτικής Προστασίας του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Έβρου», Αλεξανδρούπολη. ΝΔΕ, (2008). «Οργανισμός Εσωτερικών Υπηρεσιών Νομαρχιακού Διαμερίσματος Έβρου» (ΦΕΚ 2416/ τ.Β΄/ 28-11-2008), Αλεξανδρούπολη. Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδόνίας και Θράκης (ΠΑΜΘ), (2012). Περιφερειακή Έκθεση Καλών Πρακτικών, Project CivPro (Regional Strategies for Disaster Prevention), INTERREG IVC


005_Layout 1 07/06/2016 2:03 μ.μ. Page 71

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΑ European Exchange Circle on Flood Mapping (EXCIMAP) (2007). Handbook on good practices for flood mapping in Europe. Brussels Ανακτήθηκε απο : http://ec.europa.eu/environment/water/flood_risk/flood_atlas/pdf/handbook_goodpractice.pdf Λέκκας Ε., (2000). Φυσικές & Τεχνολογικές Καταστροφές Τόμος Β’. Αθήνα. Access Pre-press. Παραλίκας Α., Γαλανόπουλος Δ., Βώρου Ρ., Χάλαρης Μ. (2009). Χαρακτηριστικά κινδύνων και καταστροφών. Αθήνα: Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης .Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδόνίας και Θράκης (ΠΑΜΘ) (2006). Η μάχη του Έβρου. Ένα μοντέλο διαχείρισης κρίσης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (2007). Παρουσίαση και αξιολόγηση υφιστάμενης κατάστασης αντιπλημμυρικής προστασίας σε περιοχές λεκάνης απορροής του ποταμού Έβρου, συνοπτική έκθεση , Αθήνα Υπουργείο Συντονισμού. (1950). Ο ποταμός Έβρος – το πρόβλημα των δυο χωρών, Τόμος Α’, Αθήνα ΆΡΘΡΑ - ΜΕΛΕΤΕΣ J.R.C, (2010). Hungary activates the EU Civil Protection Mechanism and request sandbags to combat river overflow, Joint Research Centre, Δελτίο Τύπου. Ανακτήθηκε απο : http://ec.europa.eu/dgs/jrc/index.cfm?id=1410&obj_id=1 0650&dt_code=NWS&lang=en, Γιαννόπουλος Σ., Γιαννοπούλου Ι., Ντούλας Α., Πέτκου Ολ., (2008). Αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας στην Ε.Ε, σύμφωνα με τις Οδηγίες 2000/60/ΕΚ και 2007/60/ΕΚ. Ανακτήθηκε απο : http://www.topo.auth.gr/greek/ORG_DOMI/EMERITUS/TOMOS _TZIMOPOULOS/papers/Yannopoulos_Yannopoulou_Nt oulas_Petkou.pdf, Δίκτυο Διασυνοριακής Συνεργασίας Νομαρχιών Ελλάδας – Τουρκίας- Βουλγαρίας, (2010). Ο ποταμός Έβρος.

Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης (ΔΠΘ), (2010). Γεωγραφικά στοιχεία και κλίμα του ποταμού Έβρου. Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ανακτήθηκε από: http://diocles.civil.duth.gr/links/home/database/evros/pr1 2ge.pdf. Κούσης Α., (2007). Κίνδυνοι από πλημμύρες και διαχείρισή τους, Συνέδριο: «εκτίμηση και αντιμετώπιση φυσικών κινδύνων», ΙΝΕΠ, ΕΚΔΔΑ, Αθήνα 21-23 Νοεμβρίου 2007 Κουφάκη Ι., (2007). Οι νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για την αξιολόγηση και τη διαχείριση κινδύνων πλημμύρας. Ημερίδα Τ.Ε.Ε με τίτλο: «Αντιπλημμυρικός σχεδιασμός – διαχείριση κινδύνου πλημμυρών», Αθήνα 5 Δεκεμβρίου 2007 Τάτσης Λ., (2008). Η πορεία εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο για τα Ύδατα στην Ελλάδα. Προβλήματα και προοπτικές. Ανακτήθηκε από : http://www.prosanatolismoi.gr/main/index.php?option=com_content&task=view&id=171&Itemid=1, ΤΕΕ, (2007). Αντιπλημμυρικός σχεδιασμός – διαχείριση κινδύνου πλημμυρών, συμπεράσματα. Ημερίδα με ομώνυμο τίτλο, Αθήνα, 5 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε από: http://library.tee.gr/digital/m2291/m2291_simperasmata.pdf Τσεσμελής Γ., (2002). Χειρόγραφες σημειώσεις από το Τμήμα Πολιτικής Προστασίας του Νομαρχιακού Διαμερίσματος Έβρου. Αρχειακό Υλικό. Υπουργείο Περιβάλλοντος & Ενέργειας. Εισαγωγικά σχόλια για την Οδηγία 2007/60/ΕΚ, Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Ανακτήθηκε από : http://www.ypeka.gr/Default.aspx?tabid=252, Ειδική Γραμματεία Υδάτων (ΕΓΥ) (2013) Προκαταρκτική Αξιολόγηση Κινδύνων Πλημμύρας Λεκάνης Απορροής π. Έβρου. Ανακτήθηκε από: http://floods.ypeka.gr/ Ειδική Γραμματεία Υδάτων (ΕΓΥ) (2015) Προσχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας Λεκάνης Απορροής π. Έβρου Ανακτήθηκε από: http://floods.ypeka.gr/

71


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 72

72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

ΟΙ ΔΑΣΙΚΕΣ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ, Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ Γαβριήλ Ξανθόπουλος1 Περίληψη Η παρούσα εργασία αφορά τις δασικές πυρκαγιές και τη διαχείρισή τους. Αρχικά γίνεται συνοπτική αναφορά στο πλήθος των παραγόντων που υπεισέρχονται στην έναρξή τους, τα χαρακτηριστικά εξάπλωσής τους, το δυναμικό καταστροφής, την αντιμετώπισή τους και τις οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειές τους ώστε να γίνει αντιληπτή η πολυπλοκότητα και η ανάγκη για ολοκληρωμένη προσέγγιση στη διαχείρισή τους. Ακολουθεί αναφορά στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας και περιγράφεται το αποτύπωμα αυτής στην περίπτωση της Αττικής. Με βάση αυτά, γίνονται διαπιστώσεις και προτάσεις για το μέλλον. Προτείνεται αλλαγή από τη σημερινή μονομερή έμφαση στην καταστολή, με την εκπόνηση μιας πολύπλευρης και συντονισμένης ορθολογικής, ολιστικής και ισορροπημένης πολιτικής διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, βασισμένης σε σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις αλλά και στη συμβολή όλων των εμπλεκόμενων φορέων, ώστε να επιτευχθεί ένας καλός συνδυασμός αποτελεσματικότητας και οικονομικής αποδοτικότητας, ελέγχοντας μεταξύ άλλων το υπέρογκο κόστος που επωμίζεται σήμερα η κοινωνία.

Forest fires, their management in Greece, and its reflection in Attica Gavriil Xanthopoulos Abstract This work reviews forest fire management in Greece. Initially it makes brief reference to the multitude of factors affecting the occurrence of fires, their behavior, their control, and their ecological and socio-economic effects, in order to demonstrate their complexity and the need for an integrated approach to their management. Then follows reference to the Greek reality, presenting the overall situation in regard to the management of forest fires in general and its reflection in Attica, the densely inhabited region where Athens is located. Based on these, It is proposed to change the fire suppression oriented approach that currently prevails in Greece, by developing a multifaceted and coordinated, rational, holistic and balanced policy for the management of forest fires, based on modern scientific knowledge and the contribution of all stakeholders, in order to achieve a good combination of effectiveness and efficiency.

Εισαγωγή Οι δασικές πυρκαγιές είναι ένα φαινόμενο με σημαντικό φυσικό ρόλο στα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα. Αν και ο φυσικός αυτός ρόλος έχει τεκμηριωθεί σαφέστατα από πλήθος επιστημονικών εργασιών (Αριανούτσου-Φα-

1 Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός «ΔΗΜΗΤΡΑ». Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων. gxnrtc@fria.gr


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 73

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ραγγιτάκη & Καζάνης, 2012) κατά τις τελευταίες δεκαετίες, για μία σειρά από λόγους που έχουν να κάνουν με τον άνθρωπο, τις ενέργειές του και τις ανάγκες του, δεν παύουν να θεωρούνται ως σημαντικός φυσικός κίνδυνος και η διαχείρισή τους ως σημαντικό πρόβλημα για τα σύγχρονα κράτη, ιδίως τα μεσογειακά, όπως η Ελλάδα. Όπως και πολλοί άλλοι φυσικοί κίνδυνοι, οι δασικές πυρκαγιές χαρακτηρίζονται από μεγάλη πολυπλοκότητα. Καθώς μάλιστα, σε αντίθεση με κινδύνους όπως σεισμοί και τσουνάμι, έχουν μια σαφή βιολογική διάσταση, η πολυπλοκότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αυτή η πολυπλοκότητα παρουσιάζεται συνοπτικά ώστε να κατανοηθούν οι παράμετροι που επηρεάζουν τον κίνδυνο και να γίνει αντιληπτό το τι περιλαμβάνει η διαχείρισή τους. Με βάση αυτή την κατανόηση, στη συνέχεια γίνεται αναφορά στους τρόπους οργάνωσης και προετοιμασίας στο πλαίσιο της διαχείρισης των πυρκαγιών στη χώρα μας και περιγράφεται το αποτύπωμα αυτής στην περίπτωση της Αττικής. Με βάση αυτά, γίνονται διαπιστώσεις και προτάσεις για το μέλλον.

Παράμετροι του κινδύνου Οι παράμετροι που αφορούν τις δασικές πυρκαγιές αναφέρονται στην έναρξή τους, τα χαρακτηριστικά εξάπλωσής τους, το δυναμικό καταστροφής, την αντιμετώπιση και τις οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειές τους. Οι παράμετροι αυτές είναι πολλές σε αριθμό, επηρεάζουν τις παραπάνω πλευρές του φαινομένου με διαφορετική βαρύτητα, άλλοτε με γραμμικό και άλλοτε με μη γραμμικό τρόπο, συχνά μάλιστα επιδρώντας σε περισσότερες από μία πλευρές του κινδύνου.

Η έναρξη των πυρκαγιών Η έναρξη των δασικών πυρκαγιών προκαλείται από φυσικά αίτια ή είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας, οπότε ομιλούμε για ανθρωπογενή αίτια. Το κυριότερο φυσικό αίτιο είναι οι κεραυνοί, ενώ σπανιότατα αναφέρονται άλλες πηγές θερμότητας, όπως ηφαίστεια, σπινθήρες από πτώση βράχων, αλλά και αυτα-

νάφλεξη συσσωρευμένης καύσιμης ύλης (όχι όμως σε φυσική διάταξη στο δάσος). Τα ανθρωπογενή αίτια διακρίνονται σε τυχαία και εκ-προθέσεως. Τα πρώτα διακρίνονται περαιτέρω στα πραγματικά ατυχήματα, όπως τα οδικά, τα βιομηχανικά και οι εκρήξεις διαφόρων τύπων, και στις αμέλειες. Ο κατάλογος των αμελειών είναι μεγάλος και περιλαμβάνει από την απόρριψη αναμμένων τσιγάρων σε δασική βλάστηση ως τις διάφορες εργασίες στο ύπαιθρο, και από τους σπινθήρες που προέρχονται από μηχανήματα διαφόρων τύπων ως το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οι πυρκαγιές που ξεκινούν από πρόθεση διακρίνονται σε εκείνες που ξεκινούν από άτομα με ψυχικές παθήσεις (π.χ., πυρομανείς) ή μειωμένης ευθύνης (διανοητικά ανάπηροι, μικρά παιδιά) και σε εκείνους τους εμπρησμούς που αποσκοπούν στην αποκόμιση κάποιου οφέλους (οικονομικού, εκδίκησης, απόκρυψης εγκλήματος, διαχείρισης της γης, κ.λπ.). Ενώ υπάρχουν αραιοκατοικημένες περιοχές στον πλανήτη μας όπου περισσότερο από 80% ή και 90% των πυρκαγιών ξεκινούν από φυσικά αίτια, σε χώρες με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού και εύφλεκτη βλάστηση, όπως η Ελλάδα, περισσότερο από το 95% των πυρκαγιών προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες. Η ύπαρξη πηγής θερμότητας είναι μεν αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την εκδήλωση πυρκαγιάς. Οι φυσικές και χημικές ιδιότητες της καύσιμης ύλης που καθορίζουν την ευφλεκτικότητά της, καθώς και η οριζόντια και κάθετη συνέχειά της, είναι καθοριστικοί παράγοντες για να ξεσπάσει μια πυρκαγιά και να αρχίσει η εξάπλωσή της. Η πιθανότητα για την έναρξη επηρεάζεται σημαντικά από τα χαρακτηριστικά της πηγής θερμότητας αλλά και από αυτά της καύσιμης ύλης με προεξάρχοντα τη θερμοκρασία και περιεχόμενη υγρασία αυτής, τη χημική σύσταση και τις διαστάσεις της. Ξερή καύσιμη ύλη λεπτών διαστάσεων, όπως πευκοβελόνες και χόρτα, ιδιαίτερα μάλιστα αν είναι εκτεθειμένη στο ήλιο, είναι πολύ εύκολο να αναφλεγεί καθώς, όντας ξερή και θερμή, απαιτεί λιγότερη θερμική ενέργεια για να φθάσει σε θερμοκρασία ανάφλεξης. Επίσης, η ένταση του ανέμου παίζει σημαντικό ρόλο επηρεάζοντας με περίπλοκο τρόπο την πιθανότητα έναρξης (Xanthopoulos et al., 2006).

73


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 74

74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

Εξάπλωση πυρκαγιάς Ο τρόπος εξάπλωσης μιας δασικής πυρκαγιάς αναφέρεται με τον όρο «συμπεριφορά της πυρκαγιάς». Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται κυρίως στα ποσοτικά χαρακτηριστικά «ταχύτητα διάδοσης» (Rate Of Spread [ROS]) σε km/h και «μήκος φλόγας» (Flame Length [FL]) σε m. Επίσης είναι σημαντικά διάφορα ποιοτικά χαρακτηριστικά όπως το αν η πυρκαγιά είναι έρπουσα, καίγοντας οργανική ύλη στο έδαφος, επιφανείας, καίγοντας καύσιμα επάνω από την επιφάνεια του εδάφους, όπως χόρτα, φρύγανα, και θάμνοι, ή κόμης, σε υψηλό δάσος καίγοντας και τις κόμες των δένδρων, το αν μεταδίδεται με καύτρες και το αν παρουσιάζει εκρηκτική συμπεριφορά. Η συμπεριφορά μιας πυρκαγιάς επηρεάζεται από τα χαρακτηριστικά της καύσιμης ύλης, την τοπογραφία και τις μετεωρολογικές συνθήκες. Οι τελευταίες επηρεάζουν τόσο την καύσιμη ύλη (θερμοκρασία και υγρασία της) όσο και τον τρόπο και την αποτελεσματικότητα μετάδοσης της θερμότητας με ακτινοβολία, επαγωγή ή καύτρες που εξαρτάται κυρίως από την επίδραση του ανέμου. Από τους τρεις γενικούς παράγοντες στην πραγματικότητα ο άνθρωπος μπορεί να επέμβει μόνο στην καύσιμη ύλη, προκειμένου να τροποποιήσει τη συμπεριφορά της πυρκαγιάς.

Το δυναμικό καταστροφής Από οικολογική σκοπιά οι δασικές πυρκαγιές μπορούν να έχουν τόσο θετικό όσο και αρνητικό ρόλο όπως περιγράφεται παρακάτω στην παράγραφο για τις οικολογικές συνέπειες. Όμως, όσον αφορά τον άνθρωπο και την κοινωνία, τις περιουσίες, τις δραστηριότητές και την οικονομία, οι πυρκαγιές μπορούν να προξενήσουν πολύ σημαντικές καταστροφές. Το δυναμικό καταστροφής μιας πυρκαγιάς εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της, ιδίως την έντασή της ή ισοδύναμα το μήκος της φλόγας, σε συνδυασμό όμως με το τι είναι εκτεθειμένο στη φωτιά και πόσο ευαίσθητο είναι αυτό. Ο άνθρωπος είναι προφανώς ποιο ευαίσθητος, τόσο στην ακτινοβολία της φωτιάς όσο και στην επαφή/εισπνοή θερμών αερίων και καπνού από ότι οι τοίχοι μιας κατοικίας. Με τη σειρά τους οι ξύλινοι τοίχοι είναι πολύ ποιο εύφλεκτοι από τους κατασκευασμένους με οπλι-

σμένο σκυρόδεμα και τούβλα ή από πέτρες, που προφανώς είναι άφλεκτοι. Όμως, κάθε κατοικία είναι τόσο τρωτή όσο το ποιο αδύναμο σημείο της και αυτό μπορεί να είναι η στέγη όταν είναι κατασκευασμένη με εύφλεκτα υλικά (όπως πισσόχαρτο κάτω από κεραμίδια) ή τα παντζούρια όταν είναι κατασκευασμένα από βινύλιο ή απροστάτευτο και πολυκαιρισμένο ξύλο. Το δυναμικό καταστροφής όμως εξαρτάται και από τη θέση του κτιρίου σε σχέση με τις φλόγες και το μήκος τους. Έτσι, ένα κτίριο που βρίσκεται σε πλαγιά με έντονη κλίση με πυκνή βλάστηση χαμηλότερα από αυτό, κινδυνεύει πολύ περισσότερο από ένα αντίστοιχο σπίτι με ίδια βλάστηση που όμως είναι σε επίπεδο έδαφος. Αν για φλόγες μήκους δύο μέτρων μία απόσταση 6-7 μέτρων από τη βλάστηση σε επίπεδο έδαφος εξασφαλίζει επαρκώς ότι δεν θα αναφλεγούν οι τοίχοι ή η σκεπή από την ακτινοβολία ή την επαγωγή, στην περίπτωση κλίσης αυτή η απόσταση θα πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερη. Όμως και τότε υπάρχει περίπτωση ανάφλεξης, π.χ., της στέγης, αν ο ιδιοκτήτης δεν έχει φροντίσει να μην υπάρχουν εκεί εύφλεκτα υλικά, όπως πευκοβελόνες. Τα φλεγόμενα σωματίδια που δημιουργούνται από τη φωτιά και μεταφέρονται από τον άνεμο (καύτρες) μπορούν εύκολα να ανάψουν τις πευκοβελόνες που με τη σειρά τους θα ανάψουν το πισσόχαρτο κάτω από τα κεραμίδια, οδηγώντας στην καταστροφή της στέγης και του σπιτιού. Όμως και το πώς θα αντιδράσει ο ιδιοκτήτης παίζει σημαντικό ρόλο στην πιθανότητα καταστροφής. Αν με την εμφάνιση της πυρκαγιάς ξεκινήσει να φύγει χωρίς να κλείσει τα παράθυρα και τα παντζούρια, οι καύτρες εισερχόμενες στο σπίτι και αναφλέγοντας κουρτίνες, στρώματα κ.λπ. μπορούν να προκαλέσουν την καταστροφή της κατοικίας ακόμη και αν η πυρκαγιά δεν φθάσει ποτέ στο σπίτι. Συμπερασματικά, η ίδια η πυρκαγιά, η θέση και η προετοιμασία της κατοικίας αλλά και η αντίδραση του ιδιοκτήτη καθορίζουν συνδυαστικά την πιθανότητα καταστροφής (κίνδυνο καταστροφής), χωρίς φυσικά να αποκλείεται και ο ρόλος του παράγοντα τύχη. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει στην πιθανότητα των πυρκαγιών να προκαλέσουν ανθρώπινα θύματα. Αν και πολλοί θεωρούν ότι μόνο οι μεγάλης έντασης πυρκαγιές μπορούν να εγκλωβίσουν ανθρώπους προκαλώντας το θάνατό τους αυτό, δεν είναι πάντοτε σωστό. Οι μεγάλες πυρκαγιές συνήθως προειδοποιούν με την όψη και τη θερμική τους ισχύ και οδηγούν στην


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 75

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

απομάκρυνση των πολιτών αλλά και των δασοπυροσβεστών. Εξαίρεση αποτελούν οι πυρκαγιές εκρηκτικής συμπεριφοράς όπου υπάρχουν αλλεπάλληλες αναφλέξεις με καύτρες σε απροσδόκητα σημεία και σημαντική απόσταση ή όπου ιδιαίτεροι παράγοντες ανέμου και τοπογραφίας προκαλούν απρόσμενη για τους ανυποψίαστους επιτάχυνση της φωτιάς. Το τελευταίο είναι συνηθισμένο φαινόμενο σε περιπτώσεις τοπογραφίας δασωμένου «κλειστού φαραγγιού» το οποίο λειτουργεί σαν καμινάδα για μια πυρκαγιά που εισέρχεται στη βάση του (Xanthopoulos, 2015). Επίσης, μεγάλους κινδύνους εγκυμονούν οι πυρκαγιές που κινούνται με πολύ μεγάλη ταχύτητα, έστω και αν δεν έχουν πολύ μεγάλη ένταση, και οι πυρκαγιές που αλλάζουν ξαφνικά ένταση ή/και διεύθυνση. Αυτό είναι συχνό φαινόμενο σε πυρκαγιές που εξαπλώνονται σε καύσιμη ύλη λεπτών διαστάσεων, όπως ξερά χόρτα και φρύγανα. Αυτές οι πυρκαγιές ανταποκρίνονται ταχύτατα σε αλλαγές έντασης ή/και διεύθυνσης του ανέμου. Γενικότερα, όσον αφορά την έκθεση στον κίνδυνο, ειδικά σε χώρες όπου οι κατοικίες είναι κτισμένες με αδρανή ή δύσφλεκτα υλικά άρα και σχετικά ασφαλείς, η πιθανότητα πρόκλησης θανάτου από δασική πυρκαγιά είναι πολύ μεγαλύτερη για εκείνους που προσπαθούν να εκκενώσουν σε πανικό μία περιοχή χωρίς να έχουν σιγουρευτεί ότι υπάρχει ασφαλής διέξοδος, από εκείνους που αποφασίζουν εγκαίρως να βρουν καταφύγιο στην (δύσφλεκτη) κατοικία τους ή κάποιον άλλο ασφαλή δομημένο χώρο και προετοιμάζονται κατάλληλα γι’ αυτό. Η συντριπτική πλειοψηφία των 80 θυμάτων των μεγάλων δασικών πυρκαγιών του 2007 στην Ελλάδα ήταν άνθρωποι που εκτέθηκαν στις φλόγες στην ύπαιθρο, μακριά από την κατοικία τους, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το δυστύχημα κοντά στο χωριά Αρτέμιδα όπου ο εγκλωβισμός από τις φλόγες, σε έναν ελαιώνα, κατοίκων που εκκένωναν το χωριό κόστισε τη ζωή σε 21 πολίτες και 3 εποχικούς πυροσβέστες (Xanthopoulos et al. 2009).

Αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών Η αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών είναι ένα δύσκολο και επικίνδυνο έργο που υλοποιείται τόσο από το έδαφος όσο και από τον αέρα. Τα εναέρια μέσα δασοπυρόσβεσης περιλαμβάνουν αεροπλάνα διαφόρων

μεγεθών που ανεφοδιάζονται με νερό από αεροδρόμια, αμφίβια αεροσκάφη που έχουν τη δυνατότητα υδροληψίας από τη θάλασσα ή από λίμνες και ελικόπτερα που χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για τη μεταφορά και ρίψη νερού. Το νερό είναι το απλούστερο και φθηνότερο υλικό κατάσβεσης αλλά σε πολλές περιπτώσεις η αποτελεσματικότητά του αυξάνεται με την προσθήκη αφρού, ειδικών υγρών σε μορφή τζελ ή επιβραδυντικών ουσιών μακρόχρονης δράσης που επιδρούν με χημικό τρόπο (long term fire retardants). Τα εναέρια μέσα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα κατά την πρώτη φάση μιας πυρκαγιάς, καθώς μπορούν να φθάσουν ταχύτατα ακόμη και σε απομακρυσμένες πυρκαγιές και να καθυστερήσουν την εξέλιξή τους ή να βοηθήσουν τις πρώτες επίγειες δυνάμεις στις προσπάθειες κατάσβεσης. Επίσης, μπορούν να μειώσουν την ένταση μιας μεγάλης πυρκαγιάς που είναι σε εξέλιξη, ώστε να μπορέσουν να πλησιάσουν οι επίγειες δυνάμεις για να την κατασβέσουν. Συχνά μπορούν να φθάσουν σε περιοχές που η τοπογραφία και η έλλειψη δρόμων κάνει δύσκολη την πρόσβαση των πυροσβεστών. Παρ’ όλα αυτά όμως, η τελική κατάσβεση των πυρκαγιών γίνεται, κατά κανόνα, από τις επίγειες δυνάμεις στο έδαφος. Γι’ αυτό, απαιτείται η ύπαρξη κατάλληλων και επαρκών επιγείων δυνάμεων και ο καλός συντονισμός τους με τις εναέριες δυνάμεις. Η επάρκεια των δυνάμεων, τόσο εναέριων όσο και επίγειων, αφορά την αποστολή σε μια πυρκαγιά επαρκών σε αριθμό και κατάλληλων για τις συνθήκες μέσων και προσωπικού. Όσον αφορά την καταλληλότητα, απαιτείται εξαιρετική εκπαίδευση, ανάλογα με τα καθήκοντα, του προσωπικού κάθε κατηγορίας, από τον απλό πυροσβέστη ως τον συντονιστή μιας πυρκαγιάς και τον επικεφαλής του συντονιστικού κέντρου δασοπυρόσβεσης, και από τον μηχανικό των εναέριων μέσων ως τον αρχηγό σμήνους. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται και πολύ καλή φυσική κατάσταση. Όποια και να είναι η ισχύς και οι δυνατότητες του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού, υπάρχουν πάντα περιπτώσεις που η προσβολή της φλόγας στο μέτωπο, δηλαδή η λεγόμενη άμεση προσβολή, δεν είναι δυνατή. Παραδείγματα αποτελούν οι πυρκαγιές ακραίας συμπεριφοράς, συχνά αποκαλούμενες μεγα-πυρκαγιές (Williams et al., 2011), περιπτώσεις εξαιρετικά δύσκολης τοπογραφίας χωρίς δρόμους, περιπτώσεις όπου δεν

75


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 76

76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

υπάρχει διαθεσιμότητα νερού, κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές εξετάζεται η λύση της έμμεσης προσβολής, δηλαδή προσπάθεια κατάσβεσης της πυρκαγιάς με εφαρμογή τεχνικών κατάσβεσης μακριά από το μέτωπο. Κατά κανόνα η προσπάθεια επικεντρώνεται στο να σταματήσει η πυρκαγιά από έλλειψη καύσιμης ύλης. Η δημιουργία αντιπυρικών ζωνών χειρωνακτικά ή με χρήση βαρέων μηχανημάτων (μπουλντόζες, γκρέιντερ) σε απόσταση γύρω από την πυρκαγιά εξυπηρετεί αυτόν το σκοπό όμως το απαιτούμενο πλάτος μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο (ανάλογα με τις συνθήκες ίσο έως και 2 φορές με το μήκος φλόγας). Όμως, η διάνοιξη μιας τόσο πλατιάς ζώνης δεν είναι πάντοτε εφικτή ειδικά, π.χ., αν δεν υπάρχουν μηχανήματα ή αν δεν επαρκεί ο χρόνος. Εναλλακτική λύση αποτελεί η χρήση «αντιπύρ», δηλαδή το άναμμα, από εκπαιδευμένο προσωπικό, φωτιάς στο κράσπεδο αντιπυρικής ζώνης ή δρόμου προς την πλευρά του επερχόμενου μετώπου, δηλαδή κόντρα στον άνεμο, με στόχο να καταναλώσει αυτή την καύσιμη ύλη πριν φτάσει εκεί το μέτωπο, οπότε εμποδίζεται η εξάπλωση αυτού. Το «αντιπύρ» αποτελεί σημαντικό εργαλείο που εφαρμόζεται ευρέως σε άλλες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Πορτογαλία, κ.λπ., αλλά επισήμως δεν αποτελεί επιλογή για τους πυροσβέστες στην Ελλάδα, καθώς δεν καλύπτεται από τη νομοθεσία. Η δυνατότητα για αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών είναι σημαντικό θέμα για κάθε κράτος και έρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που υπάρχουν μεγάλες καταστροφές. Για τον απλό πολίτη φαίνεται λογικό ότι ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να είναι ικανός να αντιμετωπίσει κάθε αντιξοότητα. Αυτό όμως που διαφεύγει κατά κανόνα της σκέψης αλλά και πολλών υποτιθέμενων σοβαρών αναλύσεων είναι το κόστος ενός υπερβολικά μεγάλου μηχανισμού. Τίθεται δηλαδή το ερώτημα αν είναι διατεθειμένος ο ίδιος ο διαμαρτυρόμενος πολίτης να πληρώσει μεγαλύτερους φόρους ή να έχει μειωμένες παροχές, π.χ., σε παιδεία και υγεία, προκειμένου να διατηρείται ένας πανίσχυρος αλλά και υπέρογκος μηχανισμός δασοπυρόσβεσης που, σημειωτέον, θα υποαπασχολείται τον περισσότερο χρόνο. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι κανένα κράτος και καμία κοινωνία, αλλά ακόμη και τα ίδια τα άτομα δεν είναι διατεθειμένα να είναι έτοιμα για την απόλυτα χειρότερη περίπτωση κινδύνου. Έτσι τίθενται συγκεκριμένοι στόχοι. Παραδείγματος χάριν, στόχος μπορεί να είναι η ύπαρξη της δυνατότητας αντι-

μετώπισης πολλαπλών πυρκαγιών κάτω από συνθήκες υψηλού κινδύνου αλλά και η δυνατότητα του μηχανισμού αν χάσει τον έλεγχο, να ανακάμψει γρήγορα και να ελέγξει ξανά την κατάσταση σε μικρό χρόνο ,αμέσως μόλις αλλάξουν οι ακραίες συνθήκες. Απαραίτητα στοιχεία για να επιτευχθεί αυτό, με δεδομένο ένα επίπεδο δαπανών που προκύπτει από ανάλυση της ανάγκης σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους, είναι η επίτευξη πολύ καλής αξιοποίησης των πιστώσεων για την καταστολή, δηλαδή η δημιουργία και διατήρηση ενός πολύ αποτελεσματικού αλλά και αποδοτικού μηχανισμού καταστολής των πυρκαγιών, σε συνδυασμό με μείωση του φορτίου δασοπυρόσβεσης (που εξαρτάται κυρίως από τον αριθμό των πυρκαγιών) σε περιόδους κρίσιμων καιρικών συνθηκών. Όσον αφορά το μηχανισμό, η επιλογή και εκπαίδευση του προσωπικού, η επίτευξη σωστής ισορροπίας (και διάθεσης πιστώσεων) μεταξύ επιγείων και εναέριων δυνάμεων, η επιλογή των κατάλληλων επίγειων και εναέριων μέσων δασοπυρόσβεσης, αλλά και η γενικότερη οργάνωση και φιλοσοφία δράσης είναι καθοριστικά στοιχεία για την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος. Σημαντικός μπορεί να είναι ο ρόλος της κινητοποίησης, μετά από (προϋπάρχουσα της αντιπυρικής περιόδου) κατάλληλη προετοιμασία όλων των δυνάμεων της χώρας που μπορούν να συνεισφέρουν (ένοπλες δυνάμεις, δυνάμεις τοπικής αυτοδιοίκησης, εθελοντές, κ.λπ.) όταν οι συνθήκες προβλέπεται να γίνουν κρίσιμες με πιθανότητα να ξεπεράσουν τα όρια του «κανονικού» μηχανισμού δασοπυρόσβεσης. Επιπλέον, στη σύγχρονη πραγματικότητα, προκειμένου να αντιμετωπίζονται ακραίες συνθήκες, τα κράτη φροντίζουν να εξασφαλίζουν διεθνείς συνεργασίες ώστε να ανταλλάσουν χωρίς χρονοτριβή βοήθεια με άλλες χώρες υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντιμετωπίζουν όλοι ταυτόχρονα αυξημένα προβλήματα πυρκαγιών (Xanthopoulos, 1999). Παραδείγματα αποτελούν η συνεργασία για αλληλοβοήθεια μεταξύ ΗΠΑ-ΚαναδάΜεξικού και ΗΠΑ-Αυστραλίας-Νέας Ζηλανδίας, που βασίζεται στην υιοθέτηση ενός κοινού Συστήματος Διοίκησης Περιστατικών (Incident Command System [ICS]), αλλά και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας (EU Civil Protection Mechanism) που εξασφαλίζει βοήθεια με εναέρια μέσα δασοπυρόσβεσης σε χώρες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα μέσω του Κέντρου Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Ανα-


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 77

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

γκών (Emergency Response Coordination Centre [ERCC]) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Όσον αφορά το μέγιστο φορτίο δασοπυρόσβεσης, που προέρχεται κυρίως από τον αριθμό των πυρκαγιών, αυτό μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί με ολοκληρωμένα προγράμματα πρόληψης, όπως αναλύεται παρακάτω στο αντίστοιχο υποκεφάλαιο.

Οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές συνέπειες Όπως προαναφέρθηκε οι δασικές πυρκαγιές είναι ένα φυσικό φαινόμενο με σημαντικό φυσικό ρόλο στα περισσότερα δασικά οικοσυστήματα, ιδίως τα μεσογειακά, συνεισφέροντας στην ολοκλήρωση του κύκλου ζωής τους. Γι’ αυτό η πλήρης εξάλειψή τους δεν είναι δυνατή αλλά ούτε και επιθυμητή. Αυτό όμως που οπωσδήποτε είναι ανεπιθύμητο είναι τα αρνητικά αποτελέσματά τους τα οποία, εκτός από τις καταστροφές που προαναφέρθηκαν, μπορεί να έχουν και σημαντικές αρνητικές οικολογικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις. Οι επιπτώσεις αυτές βέβαια εξαρτώνται από το οικοσύστημα που καίγεται, τον τόπο, το χρόνο και την έκταση που καίγεται, τη δριμύτητα της καύσης (fire severity), αλλά και τη μεταπυρική τύχη της καμένης περιοχής. Ως προς τις οικολογικές επιπτώσεις οι δασικές πυρκαγιές έχουν σοβαρή επίδραση στο έδαφος και το νερό (Neary et al., 2005), τη βλάστηση (Brown and Smith, 2000), την πανίδα (Smith, 2000), τη βιοποικιλότητα, τον αέρα (Sandberg et al., 2002), τη δέσμευση του άνθρακα (Frame, 2010), τους πολιτιστικούς πόρους και την αρχαιολογία (Lyrintzis et al., 2010, Ryan et al., 2012). Όλες αυτές οι επιπτώσεις εξαρτώνται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις πλήθους παραγόντων που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά της φωτιάς και τα χαρακτηριστικά του οικοσυστήματος αλλά και από τυχαίους παράγοντες όπως το αν και κατά πόσο είναι ραγδαίες οι πρώτες βροχοπτώσεις μετά την πυρκαγιά, το αν τα επόμενα ένα ή δύο έτη θα είναι βροχερά ώστε να ευνοηθεί η φυσική αναγέννηση, το αν το κυρίαρχο δασικό είδος διαθέτει σπόρο για αναπαραγωγή τη στιγμή της πυρκαγιάς, κ.λπ. Κατά κανόνα, όταν προβλέπονται ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις εξετάζεται η δυνατότητα παρεμβάσεων για την προστασία του εδάφους, την εξασφάλιση της επαναδημιουργίας του καμένου δάσους και γενικά την αποκατάσταση της καμένης πε-

ριοχής και των λειτουργιών της (Καρέτσος κ.ά., 2014). Η μεταπυρική αποκατάσταση καμένων περιοχών αφορά τις δράσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών των πυρκαγιών, όπως η προστασία του εδάφους, η πρόληψη πλημμυρών και κατολισθήσεων, η επαναφορά της καμένης περιοχής ως προς τη βλάστηση, τις υποδομές αλλά και τη συνολική της λειτουργία στα ίδια (ή και καλύτερα) επίπεδα με εκείνα που υπήρχαν πριν από την πυρκαγιά. Οι δασικές πυρκαγιές έχουν αρκετές κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις, καθώς μεγάλο ποσοστό τους προκαλείται από τον άνθρωπο, η εμφάνισή τους αποτελεί σοβαρό κίνδυνο και οι καταστροφές που προξενούν έχουν άμεσες οικονομικές επιπτώσεις. Όταν οι πυρκαγιές συμβαίνουν σποραδικά και σε μικρή κλίμακα, συνήθως οι κοινωνικές και οικονομικές τους επιπτώσεις είναι σχετικά μικρές και παραγνωρίζονται. Υπάρχουν όμως κάθε μερικά χρόνια ιδιαίτερα καταστροφικές αντιπυρικές περίοδοι, όπως το 2000 και το 2007 στην Ελλάδα, που οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειές τους γίνονται ιδιαίτερα προφανείς. Απόδειξη είναι ότι το 2007 έχει χαραχθεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων και έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στους κατοίκους των περιοχών της Πελοποννήσου που έζησαν τον τρόμο, θρήνησαν θύματα, και έχασαν σπίτια, καλλιέργειες και εισόδημα, καθώς και πλουτοπαραγωγικούς πόρους. Μάλιστα, η αναποτελεσματικότητα των αρχών για την οργάνωση και υλοποίηση ολοκληρωμένων δράσεων αποκατάστασης επαύξησε τις δευτερογενείς κοινωνικοοικονομικές συνέπειες (Παπαγεωργίου κ.ά., 2013)

Οργάνωση και προετοιμασία για τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών Η αντιμετώπιση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών δεν είναι μία απλή διαδικασία που στηρίζεται στη δημιουργία και βελτίωση ενός δασοπυροσβεστικού μηχανισμού με πολύ προσωπικό και ισχυρά επίγεια και εναέρια μέσα ανάλογα με το μέγεθος του προβλήματος. Ο λόγος είναι ότι το πρόβλημα των πυρκαγιών είναι δυναμικό και ιδιαίτερα περίπλοκο, επειδή επηρεάζεται από πλήθος βιολογικών, άλλων περιβαλλοντικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών αλλά και τεχνικών παραμέτρων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό. Αντίστοιχα και η πολιτική δια-

77


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 78

78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

χείρισης των δασικών πυρκαγιών δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Λανθασμένες επιλογές στον τομέα αυτό αργά ή γρήγορα οδηγούν σε μεγάλες καταστροφές (Xanthopoulos, 2007). Αν και συχνά η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών συνδέεται από πολλούς αποκλειστικά με την καταστολή τους, στη διεθνή βιβλιογραφία κατά κανόνα ο όρος περιλαμβάνει «το σύνολο των ενεργειών που γίνονται σχετικά με τις πυρκαγιές, δηλαδή την πρόληψη, την καταστολή και τη μεταπυρική αποκατάσταση» (Chandler et al., 1983, FAO, 1986). Ως πρόληψη των δασικών πυρκαγιών ορίζεται το σύνολο των ενεργειών που γίνονται πριν από την έναρξη μιας πυρκαγιάς, με σκοπό: • τη μείωση ή εξάλειψη της πιθανότητας εκδήλωσης πυρκαγιών (τροποποίηση της επικινδυνότητας έναρξης) • τη μείωση της πιθανότητας εξάπλωσης κάθε εκδηλούμενης πυρκαγιάς (τροποποίηση της επικινδυνότητας εξάπλωσης) • τη μείωση των καταστροφών σε περίπτωση πυρκαγιάς (μείωση τρωτότητας και κινδύνου) και • την ύπαρξη ενός μηχανισμού ικανού να εντοπίσει γρήγορα κάθε νέα πυρκαγιά, αποστέλλοντας τις απαιτούμενες δυνάμεις για άμεση καταστολή της (αύξηση της ικανότητας αντιμετώπισης). Ως καταστολή ορίζεται το σύνολο των ενεργειών που γίνονται από τη στιγμή που εντοπίζεται μία πυρκαγιά μέχρι τον πλήρη έλεγχο και κατάσβεσή της. Μέρος της πρόληψης, καθώς λαμβάνει χώρα πριν την έναρξη των πυρκαγιών, και συνδετικός της κρίκος με την καταστολή, είναι οι προκατασταλτικές δραστηριότητες, Αυτές περιλαμβάνουν το σχεδιασμό και όλες τις ενέργειες προετοιμασίας που γίνονται πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών και στοχεύουν στη δημιουργία ή την καλύτερη αξιοποίηση ενός μηχανισμού, ικανού για τον γρήγορο εντοπισμό κάθε πυρκαγιάς και την ταχεία αποστολή των κατάλληλων δυνάμεων για τον άμεσο έλεγχό της. Η μεταπυρική αποκατάσταση καμένων περιοχών αφορά τις δράσεις που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των συνεπειών των πυρκαγιών, όπως προαναφέρθηκε. Για να μην αποτελούν οι πυρκαγιές πρόβλημα και πηγή καταστροφών για μια περιοχή ή μία χώρα, η διαχείριση πρέπει να είναι συνολική και να αφορά όλες τις παραπάνω κατηγορίες ενεργειών, εξασφαλίζοντας

μάλιστα ένα καλό επίπεδο ισορροπίας μεταξύ τους, τόσο ως προς την έμφαση όσο και ως προς τη χρηματοδότηση. Για να γίνει αυτό σωστά απαιτείται η χάραξη της πολιτικής να ξεφύγει από προκαταλήψεις και προειλημμένες αποφάσεις και να βασιστεί σε μια ολοκληρωμένη ανάλυση του προβλήματος, στηριγμένη σε επιστημονικές βάσεις και αξιόπιστα στοιχεία. Η σύντομη αναφορά παρακάτω στα επιμέρους στοιχεία της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών βοηθάει στο να γίνει κατανοητό το εύρος του περιεχομένου τους αλλά και η πολυπλοκότητα του ισορροπημένου συνδυασμού τους, ιδίως υπό το πρίσμα περιορισμών στη χρηματοδότηση (Ξανθόπουλος, 2012).

Η πρόληψη των δασικών πυρκαγιών Για τους περισσότερους πολίτες η έννοια της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών είναι συνυφασμένη με τα τηλεοπτικά φιλμάκια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης που παρακολουθούν κάθε καλοκαίρι στην τηλεόραση. Για πολλά από τα στελέχη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης η πρόληψη είναι συνυφασμένη με έργα όπως η κατασκευή και συντήρηση δρόμων, δεξαμενών, κ.λπ. και ο καθαρισμός της παρόδιας βλάστησης. Όμως, οι ενέργειες που περιλαμβάνονται στην πρόληψη είναι πολύ περισσότερες και περιλαμβάνουν (Chandler et al., 1983, Velez, 1997, FAO, 2006): • Διερεύνηση των αιτίων και ανάλυση στατιστικών. Η διερεύνηση των αιτίων των πυρκαγιών από εκπαιδευμένα στελέχη, ακολουθούμενη από σύλληψη και τιμωρία των εμπρηστών, η συλλογή στατιστικών στοιχείων για κάθε πυρκαγιά και η οργάνωση, επεξεργασία και ανάλυση των βάσεων δεδομένων αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την οργάνωση της πρόληψης στη σωστή κατεύθυνση. Ισχύει ότι «αν δεν γνωρίζεις το πρόβλημα δεν μπορείς να δώσεις την κατάλληλη λύση». • Ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των πολιτών. Αυτή είναι ιδιαίτερα πολυσχιδής, καθώς ξεκινάει από τους μαθητές και το σχολείο, όπου και μπορεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, και επεκτείνεται σε μηνύματα και πληροφορίες που μπορεί να λάβει ο πολίτης από το πλήθος των διαθέσιμων μέσων επικοινωνίας (τηλεόραση, ραδιόφωνο, ντοκιμαντέρ, εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία, διαδίκτυο, σήματα κ.λπ.) αλλά και από


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 79

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

προσωπικές επαφές. Το περιεχόμενό της είναι αντίστοιχα πολυσχιδές και κατάλληλα εστιασμένο, προσαρμοζόμενο στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. • Τεχνικά μέτρα. Ορισμένα αίτια των πυρκαγιών μπορούν να προληφθούν με τεχνολογικές βελτιώσεις σε χρησιμοποιούμενα μέσα και πρακτικές που προκαλούν συχνά πυρκαγιές. Παραδείγματα αποτελούν οι καταλύτες των αυτοκινήτων, οι σπινθηροπαγίδες των κινητήρων εσωτερικής καύσης, τα υλικά των φρένων των συρμών του σιδηροδρόμου, τα υλικά των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και η διατήρησή τους σε καλή κατάσταση, τα καπνιστήρια που χρησιμοποιούνται από τους μελισσοκόμους για το κάπνισμα των μελισσών, κ.λπ. Τόσο η τεχνολογική εξέλιξη όσο και η προώθηση των βελτιωμένων λύσεων στην πράξη αποτελούν σημαντικά στοιχεία πρόληψης. • Νομοθετικά μέτρα. Αυτά είναι απολύτως απαραίτητα, όταν η υπάρχουσα νομοθεσία, (κενά, σφάλματα στο ποινολόγιο, μη εφαρμογή της) επιτρέπει να δημιουργούνται στρεβλώσεις, αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις πολιτών-κράτους, ή ευκαιρίες πλουτισμού που οπλίζουν το χέρι εμπρηστών. Παραδείγματα αποτελούν η νομοθεσία για τη δημιουργία δασολογίου και δασικών χαρτών, η αντίστοιχη σχετικά με τα ιδιοκτησιακά προβλήματα και το πλαίσιο ανάπτυξης του μη αστικού χώρου, οι κατευθύνσεις της δασικής πολιτικής, η σωστή εφαρμογή της κείμενης δασικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας για τις τιμωρίες των παραβατών κ.λπ. • Κατάλληλη διαχείριση του δάσους. Η διαχείριση του δάσους είναι ο κεντρικός άξονας της επιστήμης της δασολογίας. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο αντικείμενο καθώς με βάση τη γνώση για το πώς λειτουργεί και αυξάνεται ένα δασικό οικοσύστημα ο διαχειριστής καθορίζει τον τρόπο για την απόληψη της μέγιστης δυνατής παραγόμενης βιομάζας και των άλλων ωφελειών του δάσους με αειφορικό τρόπο. Δεδομένου του ότι η διαχείριση του δάσους αποτελεί παραγωγική διαδικασία, ο συνδυασμός της με την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών είναι καθοριστικός για να παραμείνει υπό έλεγχο το πρόβλημα χωρίς υπέρμετρη αύξηση των συνολικών δαπανών διαχείρισης των πυρκαγιών. Στο πλαίσιο της διαχείρισης απομακρύνεται μέρος της παραγόμενης δασικής βιομάζας και απομακρύνονται νεκρά και προσβεβλημένα από παθογόνους οργανισμούς και έντομα δένδρα, γίνονται χειρισμοί, όπως αραιώσεις και κλαδεύσεις που μειώνουν την πιθανό-

τητα για μελλοντική πυρκαγιά κόμης αλλά και την ένταση τυχόν πυρκαγιάς γενικότερα, διανοίγονται μονοπάτια και δασικοί δρόμοι ή συντηρούνται όσοι προϋπάρχουν, κ.λπ. Ταυτόχρονα, το δάσος αναγνωρίζεται ως πλουτοπαραγωγικός πόρος στην τοπική κοινωνία, καθώς προσφέρει εργασία και αμοιβές στους δασεργάτες, έργο μεταφοράς σε μικρές μεταφορικές εταιρείες, πρώτη ύλη (ξύλο) για τοπικές βιοτεχνίες, καυσόξυλα, κ.λπ.. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, επιπλέον της μείωσης του δυναμικού πυρκαγιάς, να υπάρχει κίνητρο και ενδιαφέρον στην τοπική κοινωνία για προστασία του δάσους τόσο ως προς την πρόληψη των πυρκαγιών όσο και με συμμετοχή στην καταστολή. • Προκατασταλτικός (αντιπυρικός) σχεδιασμός. Ο σχεδιασμός αυτός αφορά το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων. Βασίζεται σε μία «ανάλυση απειλής» στο χώρο και το χρόνο από την οποία προκύπτουν οι προτεραιότητες προστασίας. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται στην αξιολόγηση των επιμέρους στοιχείων από τα οποία εξαρτάται η απειλή. Τα στοιχεία αυτά είναι η πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς, η ένταση της πυρκαγιάς και οι απειλούμενες αξίες, λαμβανομένης υπόψη της πιθανής έκθεσης στον κίνδυνο, της ικανότητας αντιμετώπισης του φαινομένου, της τρωτότητας των κατοικιών, της οικονομικής και άλλης αξίας, κ.λπ. (Pearce and Majorhazi, 2003, Majorhazi, 2006). Απαραίτητα δεδομένα αποτελούν η χωρική κατανομή της καύσιμης ύλης, τα ιστορικά στοιχεία των πυρκαγιών, τα κλιματικά δεδομένα, η κατανομή των «αξιών» στο χώρο, κ.λπ. Με βάση την ανάλυση απειλής δημιουργείται ο συνολικότερος αντιπυρικός σχεδιασμός στον οποίο καθορίζονται οι δράσεις και τα έργα που πρέπει να γίνουν, οι δυνάμεις, τα μέσα και η κατανομή τους, οι τρόποι κινητοποίησης, οι τρόποι συνεργασίας με άλλους φορείς κ.λπ. Ο αντιπυρικός σχεδιασμός έχει στατικά στοιχεία, όπως γενικότερη οργάνωση και έργα, αλλά και δυναμικά στοιχεία όπως το επίπεδο κινητοποίησης, οι περιπολίες κ.λπ., που καθορίζονται εκ των προτέρων, συνδεόμενα με το επίπεδο του ημερήσιου προβλεπόμενου κινδύνου. • Προκατασταλτικά έργα (δρόμοι, δεξαμενές, ελικοδρόμια, αντιπυρικές ζώνες κ.λπ.). Αυτά προκύπτουν από τον αντιπυρικό σχεδιασμό από τον οποίο καθορίζονται όχι μόνο τα έργα αλλά και το επίπεδο προτεραιότητάς τους. Έτσι γίνεται δυνατός ο καθορισμός της σειράς με την οποία πρέπει αυτά να γίνουν στα πλαίσια του διαθέσιμου προϋπολογισμού.

79


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 80

80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

τόπο της ΓΓΠΠ (www. http://civilprotection.gr), (Εικόνα 1). • Επίγειες περιπολίες στο δάσος. Είναι σημαντικό στοιχείο της πρόληψης γιατί αφενός εγείρουν την προσοχή των πολιτών αφετέρου μπορεί να προλάβουν το ξεκίνημα πυρκαγιών από αμέλειες (π.χ., άναμμα ψησταριάς στο δάσος σε ημέρες υψηλού κινδύνου) ή και κακόβουλους εμπρησμούς. Ιδανικά, ο αριθμός και η συχνότητα περιπολιών των διατιθέμενων δυνάμεων καθώς και το δρομολόγιό τους, προκαθορίζονται από το αντιπυρικό σχέδιο με βάση το επίπεδο κινδύνου πυρκαγιάς. • Εντοπισμός των πυρκαγιών από το έδαφος, τον αέρα και το διάστημα. Ο άμεσος εντοπισμός μιας πυρκαγιάς και η γρήγορη αναγγελία της αποτελούν κρίσιμα στοιχεία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή της. Ένα επίγειο δίκτυο πυροφυλακίων αποτελεί κατά κανόνα το βασικό μέσο του επίγειου εντοπισμού των πυρκαγιών. Συνεπικουρείται από τις ομάδες φορέων Εικόνα 1. Ημερήσιος χάρτης πρόβλεψης κινδύνου πυρκαγιάς της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και εθελοντών που κάνουν περιπολίες, τα πληρώματα πυροσβεστικών οχημάτων που είναι διεσπαρμένα σε δασικές περιοχές, αλλά • Ετοιμότητα-σύστημα εκτίμησης κινδύνου. Στόχος και τους πολίτες που αναφέρουν καινούριες πυρκαγιές ενός τέτοιου συστήματος είναι η δυνατότητα πρόβλεπου πέφτουν στην αντίληψή τους. Η ευρεία διαθεσιψης του κινδύνου εκδήλωσης και εξέλιξης πυρκαγιών μότητα των κινητών τηλεφώνων κατά την τελευταία για την επόμενη χρονική περίοδο (ημέρα ή ημέρες). δεκαπενταετία έχει αυξήσει κατά πολύ την αποτελεΑποτελεί στοιχείο στο οποίο βασίζεται το δυναμικό σματική συμβολή των πολιτών στον εντοπισμό πυρμέρος του αντιπυρικού σχεδιασμού. Με την κατάλληλη καγιών στο ξεκίνημά τους, ιδίως σε πυκνοκατοικημέαξιοποίησή του επιτυγχάνεται αυξημένη επιφυλακή νες περιοχές. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στα και μέτρα κατά τις κρίσιμες ημέρες, ενώ εξοικονομούμέσα εντοπισμού πυρκαγιών έχουν προστεθεί και επίνται δυνάμεις και πόροι όταν ο κίνδυνος είναι σχετικά γεια συστήματα με κάμερες. Αυτά περιλαμβάνουν ήπιος. Έτσι αυξάνεται η αποτελεσματικότητα ενώ ταυοπτικές κάμερες που στέλνουν εικόνα σε οθόνες σε ένα τόχρονα περιστέλλονται οι δαπάνες. Ακόμη, η πρόκέντρο επιτήρησης οι οποίες ελέγχονται από παρατηγνωση του κινδύνου είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την ρητή, αλλά και εξελιγμένα συστήματα ψηφιακών καενημέρωση των πολιτών, ώστε να επιδεικνύουν αυξημερών που λειτουργούν με διάφορες αρχές (υπέρυθρη μένη προσοχή. Στην Ελλάδα, μέχρι τη 1 μ.μ. κάθε ημέακτινοβολία, πολυφασματική εικόνα, αναγνώριση κίρας εκδίδεται ένας ημερήσιος χάρτης πρόγνωσης κιννησης καπνού) και έχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίδύνου πυρκαγιάς για την επόμενη ημέρα από τη Γενική ζουν αυτόματα πιθανές εστίες πυρκαγιάς και να σηΓραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ). Ο χάρτης μαίνουν συναγερμό (Matthews et al., 2010). Επίσης, αυτός αποστέλλεται αμέσως σε όλους τους εμπλεκόευρίσκονται υπό δοκιμή και άλλα επίγεια συστήματα μενους φορείς και δημοσιοποιείται από τον δικτυακό


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 81

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

εντοπισμού αποτελούμενα από ειδικούς αισθητήρες (θερμοκρασίας, ήχου, χημικούς) διασπαρμένους στο υπό παρατήρηση δάσος που στοχεύουν επίσης στον αυτόματο εντοπισμό κάθε εκδηλούμενης πυρκαγιάς. Από τον αέρα όλοι οι πιλότοι, περιλαμβανομένων εκείνων της πολιτικής αεροπορίας, έχουν την υποχρέωση να αναφέρουν πυρκαγιές που υποπίπτουν στην αντίληψή τους. Επιπλέον, κατά τις ημέρες και ώρες υψηλού κινδύνου γίνονται περιπολίες επιτήρησης-εντοπισμού από μικρά συνήθως αεροσκάφη της Πολεμικής Αεροπορίας, αερολεσχών, κ.λπ. Σε φάση δοκιμών ευρίσκονται τεχνολογίες που αξιοποιούν ειδικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAVs). Τέλος, προσπάθειες εντοπισμού γίνονται και από δορυφόρους που έχει αποδειχθεί ότι μπορούν να συμβάλουν στο έργο αυτό (Sifakis et al., 2011). Βασικό περιορισμό όμως αποτελούν η συχνότητα με την οποία οι διάφοροι εμπορικοί δορυφόροι σαρώνουν κάθε περιοχή της γης και η διακριτική τους ικανότητα, γιατί δεν συμπίπτουν με τις ανάγκες, κυρίως ως προς την ταχύτητα εντοπισμού των πυρκαγιών. Στην επιλογή της μεθόδου εντοπισμού των πυρκαγιών πρέπει να συνυπολογίζονται πολλοί παράγοντες (σημασία δασών (π.χ., εθνικός δρυμός), μορφολογία εδάφους, κόστος, τεχνολογική ικανότητα φορέων για αξιοποίηση και συντήρηση προηγμένων συστημάτων, διαθεσιμότητα παρατηρητών, κ.λπ.).

Η καταστολή των δασικών πυρκαγιών Η καταστολή των πυρκαγιών είναι ένα δύσκολο, ακριβό και επικίνδυνο έργο. Η επιτυχία της απαιτεί έναν καλά οργανωμένο και συντονισμένο δασοπυροσβεστικό μηχανισμό με επαρκή μέσα και κυρίως με προσωπικό που διαθέτει γνώσεις, αφοσίωση, πειθαρχία, θάρρος και καλή φυσική κατάσταση. Οι επιλογές οργάνωσης της δασοπυρόσβεσης είναι πάρα πολλές και αφορούν μία σειρά από θέματα όπως: • Χαρακτηριστικά του φορέα που έχει την κύρια ευθύνη της καταστολής των πυρκαγιών. Βασική επιλογή αποτελεί το αν την κύρια ευθύνη θα έχει ο φορέας διαχείρισης του δάσους (Δασική Υπηρεσία) ή κάποιος φορέας που ασχολείται με την αντιμετώπιση καταστροφών (Πολιτική Προστασία) ή εξειδικευμένα με την κατάσβεση των πυρκαγιών (Πυροσβεστική Υπηρεσία). Η επιλογή αυτή επηρεάζει άμεσα τόσο το κόστος όσο και

την φιλοσοφία της συνολικής διαχείρισης των πυρκαγιών. • Τρόποι συνεργασίας του κύριου φορέα δασοπυρόσβεσης με τους άλλους φορείς. Οι επιλογές ξεκινούν από την αποκλειστική ευθύνη ενός κρατικού φορέα, προχωρούν στον καθοριστικό ρόλο της συμβολής εθελοντών όπως η Rural Fire Service στην Αυστραλία και φθάνουν μέχρι την ύπαρξη ενός συστήματος που καθορίζει τη συνεργασία πολλών φορέων όπως το Εθνικό Διαφορεϊκό Σύστημα Διαχείρισης Συμβάντων (National Interagency Incident Management System [NIIMS]) στις ΗΠΑ κάτω από το οποίο συνεργάζονται για όλους τους τύπους καταστροφών έξη ομοσπονδιακοί φορείς, πολιτειακοί φορείς και εθελοντές (Ξανθόπουλος, 2000). • Επιλογές και βαθμός έμφασης στα επίγεια ή εναέρια μέσα δασοπυρόσβεσης. Και εδώ οι επιλογές είναι πολλές. Η ορθολογική επιλογή δασοπυροσβεστικών μέσων πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στις υπάρχουσες συνθήκες περιβάλλοντος (βλάστηση, τοπογραφία, οδικό δίκτυο, ύπαρξη νησιών, κ.λπ.) και το επίπεδο γνώσεων του προσωπικού, αλλά και να λαμβάνει υπόψη πολύ σοβαρά το κόστος. • Συγκεντρωτική ή αποκεντρωμένη φιλοσοφία οργάνωσης, κινητοποίησης και συντονισμού μέσων. - Προσεγγίσεις στην επιλογή και τον τρόπο λειτουργίας και αξιοποίησης των εναέριων μέσων. Βασικές επιλογές αποτελούν: - Η επιλογή αεροπλάνων ή ελικοπτέρων και οι αντίστοιχες δυνατότητες υδροληψίας, ρίψης επιβραδυντικών ουσιών, μεταφοράς προσωπικού κ.λπ. - Οι τύποι που θα επιλεγούν καθώς οι δυνατότητες και το κόστος διαφέρουν - Ο αριθμός μέσων από τον κάθε τύπο - Η προμήθεια και λειτουργία των μέσων από το κράτος ή η ενοικίαση υπηρεσιών από ιδιωτικές εταιρείες . • Βαθμός στον οποίο οι δασοπυροσβεστικές δυνάμεις είναι επαγγελματικές, ποσοστό εθελοντικών δυνάμεων, εκπαίδευση και οργάνωση αυτών και βαθμός εμπλοκής τους. • Χαρακτηριστικά (ηλικία, ικανότητες, εκπαίδευση, φυσική κατάσταση) των δασοπυροσβεστών αλλά και των επικεφαλής τους. • Προτίμηση στις μεθόδους δασοπυρόσβεσης (άμεση ή έμμεση προσβολή, βαθμός αξιοποίησης του

81


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 82

82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

νερού και των χειρωνακτικών μεθόδων στη δασοπυρόσβεση). • Χρήση της φωτιάς ως εργαλείο στη δασοπυρόσβεση. Αν και το νερό είναι το αποτελεσματικότερο μέσο δασοπυρόσβεσης, σε πολλές περιπτώσεις, όπως όταν δεν είναι διαθέσιμο ή όταν δεν μπορεί να φθάσει εύκολα στη φωτιά, απαιτείται η χρήση εναλλακτικών τρόπων δασοπυρόσβεσης με έμμεση προσβολή στους οποίους περιλαμβάνεται το «αντιπύρ». Από όλα τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι οι επιλογές είναι πολλές και η οργάνωση απαιτεί πολύ καλή μελέτη, χωρίς προκαταλήψεις, και αποφασιστικότητα για εφαρμογή ορθολογικών και τεκμηριωμένων λύσεων. Ειδικότερα, τα εναέρια μέσα μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην πρόληψη και την καταστολή των πυρκαγιών, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της άμεσης επέμβασης με την αναγγελία της πυρκαγιάς. Ταυτόχρονα όμως, λόγω του υψηλού τους κόστους, μπορούν να αυξήσουν σημαντικά το κόστος της διαχείρισης των πυρκαγιών. Επιπλέον, χωρίς ικανές επίγειες δυνάμεις και καλή συνεργασία η αποτελεσματικότητα των εναερίων μέσων περιορίζεται σημαντικά. Έτσι, γίνεται προφανές ότι η ορθολογική επιλογή των μέσων και η βέλτιστη αξιοποίησή τους μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα αλλά και την αποδοτικότητα του μηχανισμού καταστολής των πυρκαγιών.

Η μεταπυρική αποκατάσταση Όπως προαναφέρθηκε, η μεταπυρική αποκατάσταση περιλαμβάνει όλα τα μέτρα που έχουν σκοπό να επουλώσουν τυχόν πληγές που δημιουργήθηκαν από τις πυρκαγιές, να προλάβουν δευτερογενείς καταστροφές και να επαναφέρουν τις καμένες περιοχές στην προηγούμενη ή και σε βελτιωμένη κατάσταση. Τα μέτρα αυτά αφορούν κυρίως την τύχη των ιστάμενων καμένων κορμών δένδρων, την προστασία του απογυμνωμένου από βλάστηση εδάφους από τη διάβρωση, μέχρι να ξανακαλυφθεί από βλάστηση και την παράλληλη προστασία από πλημμύρες και κατολισθήσεις, και την επανάκαμψη της βλάστησης με σπορά ή αναδάσωση, κατά κανόνα μόνο εκεί όπου η φυσική αναγέννηση δεν είναι εξασφαλισμένη. Παράλληλα, επιβάλλεται προ-

στασία της καμένης περιοχής από τη βοσκή, τις αλλαγές χρήσης της γης και τις καταπατήσεις.

Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα Το μοντέλο οργάνωσης που προαναφέρθηκε μερικώς μόνο εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Στη χώρα μας η σημερινή οργάνωση βασίζεται σε μία απόφαση που ελήφθη το 1998 για τη μεταφορά της ευθύνης καταστολής των δασικών πυρκαγιών από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Η απόφαση εκείνη παρέβλεπε την πολυπλοκότητα του προβλήματος και τη βιολογική, κοινωνική και οικονομική του διάσταση και επικέντρωνε όλη την προσοχή στην προσπάθεια καταστολής. Αν και η ευθύνη μεγάλου μέρους της πρόληψης παρέμεινε στη Δασική Υπηρεσία, η έντονη απαξίωση και υποχρηματοδότηση που υπέστη αυτή στα έτη που ακολούθησαν είχαν σαν αποτέλεσμα να πέσει η πρόληψη, όπως και η διαχείριση των δασών, σε δεύτερη μοίρα. Ως προς την πρόληψη δόθηκαν σταδιακά αυξημένες πιστώσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά χωρίς ειδικές γνώσεις των υπαλλήλων της, με κυμαινόμενο ενδιαφέρον από την πλευρά των αιρετών, χωρίς σωστό έλεγχο για την αξιοποίηση των πιστώσεων και χωρίς καλή συνεργασία μεταξύ των φορέων τα αποτελέσματα ήταν μάλλον φτωχά. Το πρόβλημα των πυρκαγιών ουσιαστικά χειροτέρεψε. Καθώς οι προειδοποιήσεις για τα σφάλματα πολιτικής δεν εισακούστηκαν (Ξανθόπουλος 1998, 2007, Xanthopoulos, 2007), η χώρα είδε τον προϋπολογισμό του Πυροσβεστικού Σώματος να υπερδιπλασιάζεται (Εικόνα 2) χωρίς αντίστοιχη βελτίωση της αποτελεσματικότητας (Εικόνα 3). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι κατά την περίοδο 19811997 η μέση ετησίως καείσα έκταση ήταν 46.462 εκτάρια, ενώ για την περίοδο 1998-2014 ανήλθε στα 48.952 εκτάρια παρά την αφειδή ενίσχυση του Πυροσβεστικού Σώματος με μέσα δασοπυρόσβεσης. Το χειρότερο είναι ότι σε αυτή την περίοδο, περιλαμβάνονται και οι δύο χειρότερες ιστορικά αντιπυρικές περίοδοι, εκείνη του 2000 με 16 νεκρούς και 1,67 εκατομμύρια καμένα στρέμματα δασικής και αγροτικής γης και του 2007 με 80 νεκρούς, περισσότερες από 3.000 κατοικίες κατεστραμμένες ή με σοβαρές ζημιές, 2,7 εκατομμύρια καμένα στρέμματα και ολόκληρους νομούς σε κοινωνική και οικονομική κρίση. Ακόμη και σχετικά πρόσφατα


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 83

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

έχουν συμβεί πολλές μεγάλες πυρκαγιές που δείχνουν ότι ακόμη υπάρχουν σημαντικές οργανωτικές αδυναμίες.

Εικόνα 2. Εξέλιξη των δαπανών πυροπροστασίας της Δασικής Υπηρεσίας (1989-1997), του προϋπολογισμού της Μονάδας Αεροπορικής Εξυπηρέτησης Δημοσίων Υπηρεσιών (ΜΑΕΔΥ) της Πολεμικής Αεροπορίας (1989-2014) η οποία έχει την ευθύνη λειτουργίας των αεροσκαφών PZL και GRUMMAN, και του συνολικού ετήσιου προϋπολογισμού του Πυροσβεστικού Σώματος (19892014) που αφορά όλο το έργο του, σε τιμές του 2009 (Πηγές: Δασική Υπηρεσία, ετήσιοι προϋπολογισμοί του ελληνικού κράτους).

Εικόνα 3. Εξέλιξη της ετησίως καιόμενης έκτασης στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1955-2014.

To αποτύπωμα της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών στην Αττική Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών στην Αττική, αν και υπόκειται στην ίδια νομοθεσία όπως σε όλη τη χώρα, στην πραγματικότητα παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες. Ιδιαίτερα στοιχεία που επηρεάζουν το πρόβλημα των πυρκαγιών στην Αττική είναι:

• Η ιδιαίτερα εύφλεκτη βλάστηση της Αττικής, ιδίως στις περιοχές χαμηλού υψομέτρου, αποτελούμενη κυρίως από πευκοδάση, θαμνώνες και φρύγανα. Η περιφέρεια περιλαμβάνει επτά δασαρχεία που κατατάσσονται όλα στην πρώτη ζώνη επικινδυνότητας. • Ο πολύ μεγάλος πληθυσμός και οι δραστηριότητές του μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις. • Οι εκτεταμένες ζώνες μεσίξης δασών-οικισμών, είτε για πρώτη είτε για εξοχική κατοικία. Εκεί η δυσκολία διαχείρισης είναι μεγαλύτερη και οι πιθανές καταστροφές εξαιρετικά σημαντικές. • Η πολύ μεγάλη αξία της γης και οι πολλές διεκδικήσεις ιδιοκτησίας δασικών εκτάσεων που αποτελούν ισχυρό κίνητρο εμπρηστών με στόχο τις καταπατήσεις και την αλλαγή χρήσης γης • Το μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον και η έντονη παρουσία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Όσον αφορά τη διαχείριση των πυρκαγιών, ως ευνοϊκά μπορούν να χαρακτηριστούν: • Ο μεγάλος αριθμός πυροσβεστών και πυροσβεστικών οχημάτων του Πυροσβεστικού Σώματος καθώς αυτά καλύπτουν και τον αστικό ιστό. • Η μεγάλη συγκέντρωση εναέριων μέσων δασοπυρόσβεσης που ορμώμενα από τα υπάρχοντα αεροδρόμια στην Αττική απαιτούν ελάχιστο χρόνο για να φθάσουν στη φωτιά. • Η σχετικά μικρή απόσταση των περισσότερων σημείων από τη θάλασσα που επιτρέπει την υδροληψία των εναέριων μέσων και επομένως την αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους. • Ο μεγάλος αριθμός οργανωμένων εθελοντικών ομάδων που έχουν αρκετά μεγάλο αριθμό εθελοντών, σε αντιστοιχία με το μέγεθος του πληθυσμού, και αρκετά πυροσβεστικά οχήματα. Στο μητρώο εθελοντικών οργανώσεων που είναι διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (http://civilprotection.gr/el/μητρώο-εθελοντικών-οργανώσεων) περιλαμβάνονται 76 ομάδες από την Περιφέρεια Αττικής, από τις οποίες, με βάση τον τίτλο τους, τουλάχιστον είκοσι συμβάλουν στην δασοπροστασία. • Το πυκνό και αρκετά καλό οδικό δίκτυο. Καθώς τα παραπάνω στοιχεία δεν είναι άγνωστα στις αρχές, θα ήταν αναμενόμενο να έχει δημιουργηθεί ένας καλός σχεδιασμός ικανός να αποτρέψει την επέκταση μεγάλων πυρκαγιών στην Αττική. Δυστυχώς, αυτό δεν έχει συμβεί. Παρά τις ετήσιες προπαρασκευ-

83


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 84

84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

αστικές συσκέψεις των εμπλεκόμενων φορέων με τη συμμετοχή της πολιτικής ηγεσίας, οι μεγάλες και καταστροφικές πυρκαγιές κάθε λίγα χρόνια στην Αττική αποτελούν μια ζοφερή πραγματικότητα. Αυτό ίσχυε παλαιότερα, όταν η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης ανήκε στη Δασική Υπηρεσία (εικόνα 4) και έγινε ακόμη πιο έντονο κατά τα τελευταία έτη παρά την ανάληψη της ευθύνης από το Πυροσβεστικό Σώμα και την κατακόρυφη αύξηση των δασοπυροσβεστικών μέσων. Όπως φαίνεται και στην εικόνα 5 (Pleniou et al., 2012, Koutsias et al., 2013) πολλές δασικές περιοχές έχουν καεί έως και 6 φορές. Καθώς οι συχνά επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές, ιδίως όταν συνδυάζονται με έντονη

βόσκηση των καμένων περιοχών, οδηγούνται συχνά σε υποβάθμιση του τοπίου και ερημοποίηση (Αριανούτσου και Καζάνης, 2012), το πρόβλημα για την Αττική παρουσιάζεται ιδιαίτερα μεγάλο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πυροσβεστικού Σώματος στην περιοχή της Αττικής εκδηλώθηκαν τουλάχιστον 2759 δασικές πυρκαγιές που έκαψαν 307.416 στρέμματα κατά την περίοδο 2003-2011. Αποτελεί γενική πεποίθηση των πολιτών και των δημοσιογράφων ότι ο μεγάλος αριθμός των πυρκαγιών οφείλεται κυρίως στην προσπάθεια καταπάτησης και οικιστικής ανάπτυξης δασικών εκτάσεων, συχνά από οργανωμένους οικοδομικούς συνεταιρισμούς (εικόνα 4). Όμως,

Εικόνα 4. Χάρτης των ορίων των μεγάλων δασικών πυρκαγιών που έλαβαν χώρα στην περιοχή της Πεντέλης στην Αττική κατά την περίοδο 1977-1998 και θέσεις διεκδίκησης εκτάσεων από οικοδομικούς συνεταιρισμούς (Πηγή: Εφημερίδα « Ελευθεροτυπία» 11-102003).


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 85

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

επ’ αυτού δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία. Αντίθετα, είναι σαφές ότι, παρά τα ισχυρά δασοπυροσβεστικά μέσα, υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες αρκετές πυρκαγιές ξεφεύγουν την αρχική προσβολή και εξαπλώνονται ανεξέλεγκτα με τις πυροσβεστικές δυνάμεις να μην μπορούν να τις ελέγξουν, παρά τη θεωρητικά μεγάλη τους δύναμη, μέχρι να αλλάξουν οι καιρικές συνθήκες, η τοπογραφία, ή η συνέχεια της βλάστησης. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελούν οι πυρκαγιές που έκαψαν το όρος Πεντέλη το 1995 (21-24 Ιουλίου, 6.200 εκτάρια) και το 1998 (2-5 Αυγούστου, 7.500 εκτάρια) (Εικόνα 4) (Xanthopoulos, 2002), αλλά και η πυρκαγιά της ΒΑ Αττικής της που ξεκίνησε πολύ βο-

ρειότερα, στην περιοχή του Γραμματικού, και έκαψε και πάλι την Πεντέλη το 2009 (21-24 Αυγούστου, 21.000 εκτάρια) (Εικόνα 6) (Ξανθόπουλος και Αθανασίου, 2013). Και οι τρεις έκαψαν ασταμάτητες το βουνό και αντιμετωπίστηκαν μόνο όταν κατέβηκαν στις νότιες υπώρειές του, λίγο πριν τη λεωφόρο Μαραθώνα, όπου διακόπτεται η συνέχεια της δασικής βλάστησης. Επίσης, είναι χαραγμένες στη μνήμη των πολιτών της Αθήνας οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές που κατέκαψαν το όρος Υμηττός κατά την τελευταία εικοσαετία (1996, 22-7-1998, 9-7-2005, 16-7-2007, 25-62008, 15-6-2009, 26-9-2011, 17-7-2015) καθώς ήταν άμεσα ορατές και μάλιστα δύο από αυτές στοίχισαν αν-

Εικόνα 5. Χαρτογράφηση των δασικών πυρκαγιών της περιόδου 1984-2011 με βάση δορυφορικές εικόνες από την οποία γίνεται εμφανές ότι πολλές δασικές περιοχές έχουν καεί πολλές φορές μέσα σε αυτή την χρονική περίοδο (Pleniou et al., 2012, Koutsias et al., 2013).

85


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 86

86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

Εικόνα 6. Εξέλιξη της πυρκαγιάς της βορειανατολικής Αττικής της 21-24 Αυγούστου 2009 (Ξανθόπουλος και Αθανασίου 2013).

θρώπινες ζωές (1998, 2015). Στον Υμηττό από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δραστηριοποιείται ο Σύνδεσμος Προστασίας και Ανάπτυξης Υμηττού ενώ λειτουργεί πλήθος εθελοντικών ομάδων. Παρ’ όλα αυτά, και ενώ προσπαθούν να συνεργάζονται μεταξύ τους και με το Πυροσβεστικό Σώμα, τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Σε όλες τις περιπτώσεις των πυρκαγιών που αναφέρθηκαν παραπάνω η γρήγορη κίνηση της πυρκαγιάς, η μεγάλη ένταση αλλά και ο κίνδυνος για κατοικημένες περιοχές ανέδειξαν τεράστιες αδυναμίες σχεδιασμού αντιμετώπισης και συντονισμού των δυνάμεων. Επίσης, μπορεί να καταλογιστεί στις αδυναμίες της διαχείρισης η αποτυχία ελέγχου πυρκαγιών που ξεκίνησαν με ήπιες σχετικά συνθήκες αλλά υπήρξε ολιγω-

ρία και ασυνεννοησία κατά την αρχική προσβολή παρά το ότι ήταν προφανές ότι εάν η πυρκαγιά δεν ελεγχθεί σε αυτή την φάση η κατάσταση θα χειροτερεύσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η πυρκαγιά της Πεντέλης του 1998 (Ξανθόπουλος, 2002), η πυρκαγιά της Πάρνηθας του 2007 και της βορειανατολικής Αττικής του 2009 (Ξανθόπουλος και Αθανασίου, 2013). Και οι τρεις αυτές πυρκαγιές δεν στάθηκε δυνατό να αντιμετωπισθούν κατά τη διάρκεια της νύχτας και η μεγάλη εξάπλωσή τους έγινε όταν ενισχύθηκε ο άνεμος και ανέβηκε η θερμοκρασία την επόμενη ημέρα. Ειδικότερα για την πυρκαγιά της 22ας Αυγούστου 2009, ανακοίνωση του Πυροσβεστικού Σώματος ανέφερε ότι: «για την κατάσβεση των πυρκαγιών επιχειρούν ισχυρές δυνάμεις με 130 οχήματα και 390 πυροσβέστες, 120 άτομα πεζοπόρο τμήμα, συνολικά 1.298 άνδρες του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας, 26 πυροσβεστικά οχήματα του Στρατού, 30 υδροφόρες από δήμους, 562 οχήματα ΟΤΑ και 16 εθελοντικά οχήματα. Από το πρώτο φως έως το βράδυ τα 12 αεροπλάνα Canadair πραγματοποίησαν 660 ρίψεις με συνολικά 3.960 τόνους νερού. Τις ελληνικές δυνάμεις συνέδραμαν δύο ελικόπτερα από την Ιταλία, ενώ το βράδυ έφτασαν δύο από τα τέσσερα γαλλικά αεροπλάνα και ένα κυπριακό ελικόπτερο Kamov». Οι μεγάλες δυνάμεις του Πυροσβεστικού Σώματος στο έδαφος και οι ιδιαίτερα σημαντικές δυνάμεις αεροπυρόσβεσης, η ύπαρξη ισχυρής υποστήριξης από τους δήμους και την Περιφέρεια που διαθέτουν υδροφόρα οχήματα που ανεφοδιάζουν τα πυροσβεστικά οχήματα και άλλα χωματουργικά μηχανήματα, ο μεγάλος αριθμός εθελοντών, αλλά και όταν απαιτείται η ενίσχυση με προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων είναι προφανές ότι χωρίς καλή οργάνωση, σχεδιασμό και συντονισμό δεν είναι αρκετά για να αποκλείσουν τις μεγάλες καταστροφές.

Συμπεράσματα Αν και έχουν περάσει αρκετά έτη από την καταστροφική αντιπυρική περίοδο του 2007 και έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες βελτίωσης, οι αδυναμίες παραμένουν και σήμερα. Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών είναι ένα σύνθετο έργο που δεν επιδέχεται απλουστεύσεις στην


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 87

ΓΑΒΡΙΗΛ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

προσέγγιση οργάνωσης και υλοποίησης. Δυστυχώς στη χώρα μας αυτό δεν έχει επιτευχθεί καθώς, με την ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα έχει δοθεί έμφαση μόνο στην καταστολή. Έτσι, παρά τα μεγάλα κονδύλια που έχουν διατεθεί και παρά την ενίσχυση αυτού του φορέα, το πρόβλημα συνεχίζει να παραμένει. Με δεδομένο μάλιστα ότι κατά τα τελευταία έτη, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, υπάρχει αναγκαστικά περιορισμός δαπανών και σε αυτόν το τομέα, το αποτέλεσμα είναι ένα χαμηλότερο κατώφλι δυσκολίας πέρα από το οποίο αναμένεται να εκδηλωθούν οι αδυναμίες του συστήματος. Η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί μόνο αν εκπονηθεί μια πολύπλευρη και συντονισμένη πολιτική, βασισμένη στις επιστημονικές γνώσεις αλλά και στη συμβολή όλων των εμπλεκόμενων φορέων, η οποία θα αφορά σε όλα τα συναφή θέματα από τη χωροταξία των ζωνών μίξης δασών-οικισμών ως την κάλυψη των αναγκών χρήσης γης του πληθυσμού της υπαίθρου, από τη δασοπονία με αειφορική διαχείριση ως τις τουριστικές δραστηριότητες, από την επιλογή, εκπαίδευση και κινητοποίηση των κρατικών στελεχών ως την οργάνωση και αξιοποίηση των εθελοντών και την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού, και από την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών ως την καταστολή και την μεταπυρική αποκατάσταση. Τελικός στόχος πρέπει να είναι να πάψουν οι δασικές πυρκαγιές να αποτελούν πρόβλημα για τη χώρα και την κοινωνία, μέσα από μια ορθολογική, ολιστική και ισορροπημένη πολιτική διαχείρισης που θα επιτύχει ένα καλό συνδυασμό αποτελεσματικότητας και οικονομικής αποδοτικότητας, ελέγχοντας μεταξύ άλλων και το υπέρογκο κόστος που επωμίζεται σήμερα η κοινωνία.

Βιβλιογραφία Αριανούτσου-Φαραγγιτάκη, Μ., και Δ. Καζάνης, 2012. «Ο οικολογικός ρόλος της φωτιάς στα χερσαία οικοσυστήματα της Ελλάδας», σσ. 103-116, στο βιβλίο Το Δάσος-Μία ολοκληρωμένη προσέγγιση, Παπαγεωργίου Α. Κ., Καρέτσος, Γ., Κατσαδωράκης Γ. (επιμέλεια). WWF Ελλάς σελ. 265 . Brown, J. K., Smith, J. K. 2000, Wildland fire in ecosystems: effects of fire on flora. Gen. Tech. Rep. RMRS-GTR-42-vol. 2. Ogden, UT: U.S. Department of Agriculture, Forest Service, Rocky Mountain Research Station, p 257. Chandler, C., P. Cheney, P. Thomas, L. Trabaud, and D. Williams, 1983. Fire in Forestry: Volume II. Forest Fire Management and Organization, John Wiley & Sons.

FAO. 1986. Wildland Fire Management Terminology. Food and Agriculture Organization of the United Nations, FAO Forestry Paper p. 70, p. 257. FAO. 2006. Fire management: voluntary guidelines. Principles and strategic actions. Fire Management Working Paper 17. Rome (also available at www.fao.org/forestry/ site/ 35853/en). Frame, C. (2010). “Sink or source? Fire and the forest carbon cycle”, JFSP briefs, paper 44, issue 86, January 2010. Καρέτσος, Γ., Ξανθόπουλος, Γ., και Τσάρτσου, Ε, 2014. Μέθοδοι και Σχεδιασμός Αποκατάστασης των Δασικών Οικοσυστημάτων και Τοπίου μετά από Φυσικές Καταστροφές ή άλλες Επεμβάσεις: Εγχειρίδιο Εφαρμογής, ΕΛΓΟ Δήμητρα, Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων, Αθήνα, σελ. 303. Koutsias, Ν., Pleniou, M., Mallinis, G., Nioti, F., and Sifakis, N.I., 2013. A rule-based semi-automatic method to map burned areas: exploring the USGS historical Landsat archives to reconstruct recent fire history. International Journal of Remote Sensing. 34(20): 7049-7068. Lyrintzis, G., Baloutsos G., Karetsos G., Daskalakou E.Ν., Xanthopoulos G., Tsagari C., Mantakas G., Bourletsikas A, 2010. Olympic Rebirth. Wildfire 19(1):12-20. Neary, D. G., Ryan, K. C., DeBano, L. F., eds. 2005. (revised 2008). “Wildland fire in ecosystems: effects of fire on soils and water”, Gen. Tech. Rep. RMRS-GTR-42-vol.4. Ogden, UT: USDA, Forest Service, Rocky Mountain Research Station, p. 250. Majorhazi K.W. 2006. New Zealand Wildfire Threat Analysis-Workbook. National Rural Fire Authority, Wellington. Version 2.2, May 2006. Matthews, S., A. Sullivan, J. Gould, R. Hurley, P. Ellis, and J. Larmour, Evaluation of three fire detection systems. Report Number: CSE-BDA-002. Bushfire Cooperative Research Centre. CSIRO, Australia. 78 p. Ollero, A., J. R. Martinez-de Dios, and B. C. Arrue. 1998. Integrated systems for early forest-fire detection. pp. 1977-1988. In proceedings of the 3rd Int. Conf. on Forest Fire Research. November 16-20, 1998, Luso-Coimbra, Portugal. Domingos Xavier Viegas, editor. Published by ADAI, Coimbra, Portugal, p 2718. Παπαγεωργίου, Χ., Α. Χρονοπούλου-Σερέλη, και Γ. Ξανθόπουλος. 2013. Πορεία αποκατάστασης της Ηλείας μετά τις μεγαπυρκαγιές του 2007. Σελ. 297-307. Στα πρακτικά του 16ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, 6-9 Οκτωβρίου 2013, Θεσσαλονίκη. Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη. 1144 σελ. Pearce, H.G., and K. Majorhazi. 2003. Application of Fire Behaviour to Fire Danger and Wildfire Threat Modelling in New Zealand. In proceedings of the 3rd International Wildland Fire Conference in Sydney, Australia, 3-6 October 2003. Available at: http://www.fire.uni-freiburg.de/summit2003/3-IWFC/Papers/3-IWFC-053-Pearce.pdf Pleniou, Μ., Xystrakis F., Dimopoulos P., and Koutsias N. 2012. Maps of fire occurrence – spatially explicit reconstruction of recent fire history using satellite remote sensing. Journal of Maps. 8(4): 499-506. Ryan, K. C., Jones, A. T., Koerner, C. L., Lee, K. M., tech. eds. 2012. Wildland fire in ecosystems: effects of fire on cul-

87


006_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 88

88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 72-88

tural resources and archaeology . Gen. Tech. Rep. RMRSGTR-42-vol. 3. Fort Collins, CO: USDA, Forest Service, Rocky Mountain Research Station. 224 p. Sandberg, D. V., Ottmar, R. D., Peterson, J. L., Core, J. 2002. Wildland fire on ecosystems: effects of fire on air. Gen. Tech. Rep. RMRS-GTR-42-vol. 5. Ogden, UT: USDA, Forest Service, Rocky Mountain Research Station. 79 p. Sifakis, N., C. Iossifidis, C. Kontoes, and I. Keramitsoglou. 2011. Wildfire Detection and Tracking over Greece Using MSGSEVIRI Satellite Data. Remote Sens. 3: 524-538. Smith, J. K., ed. 2000. Wildland fire in ecosystems: effects of fire on fauna. Gen. Tech. Rep. RMRS-GTR-42-vol. 1. Ogden, UT: USDA, Forest Service, Rocky Mountain Research Station. 83 p. Williams, J., D. Albright, A.A. Hoffmann, A. Eritsov, P.F. Moore, J.C. Mendes De Morais, M. Leonard, J. San Miguel-Ayanz, G. Xanthopoulos, P. Van Lierop. 2011. Findings and Implications from a Coarse-Scale Global Assessment of Recent Selected Mega-Fires. pp. 27-40. In Proceedings “FAO at the 5th International Wildland Fire Conference”, 9-13 May, 2011, Sun City, South Africa. Working Paper FM/27/E, FAO, Rome, Italy. 168 p. Ξανθόπουλος, Γ. 1998. Δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα: Παρελθόν, παρόν και μέλλον. Επίκεντρα. 6: 62-71. Xanthopoulos, G. 1999. International Cooperation on Wildfires. Wildfire. 8(3):35-40. Xanthopoulos, G., D. Ghosn and G. Kazakis. 2006. Investigation of the wind speed threshold above which discarded cigarettes are likely to be moved by the wind. International Journal of Wildland Fire. 15: 567–576.

Ξανθόπουλος, Γ. 2007. Δασικές Πυρκαγιές στην Ελλάδα: 10 χρόνια αργότερα ΕΘΙΑΓΕ - Τριμηνιαία έκδοση του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας. 28: 6-9. Xanthopoulos, G., 2007. Forest fire policy scenarios as a key element affecting the occurrence and characteristics of fire disasters. p. 129. In book of abstracts of the “IV International Wildland Fire Conference”, May 13-17, 2004, Seville, Spain. Full paper on the CD accompanying the book of abstracts. Xanthopoulos, G., D. X. Viegas, and D. Caballero. 2009. The fatal fire entrapment of Artemida (Greece) 2007. pp. 65-75. In “Recent Forest Fire Related Accidents in Europe”. Domingos Xavier Viegas (Editor). European Commission, Joint Research Centre, Institute for Environment and Sustainability. EUR 24121 EN. 75 p. Ξανθόπουλος, Γ. 2012. Το φαινόμενο της δασικής πυρκαγιάς ως πρόβλημα: χαρακτηριστικά, προσεγγίσεις αντιμετώπισης και συνολική διαχείριση. Σελ 187-200 στο βιβλίο «Το Δάσος – Μία ολοκληρωμένη προσέγγιση». Παπαγεωργίου Α. Κ., Καρέτσος, Γ., Κατσαδωράκης Γ. (επιμέλεια). WWF Ελλάς. 265 σελ. Ξανθόπουλος, Γ., και Μ. Αθανασίου. 2013. Η εξέλιξη της πυρκαγιάς της ΒΑ Αττικής της 21-24 Αυγούστου 2009 και η αντιμετώπισή της. Σελ. 73-83. Στα πρακτικά του 16ου Πανελλήνιου Δασολογικού Συνεδρίου, 6-9 Οκτωβρίου 2013, Θεσσαλονίκη. Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, Θεσσαλονίκη. 1144 σελ. Xanthopoulos, G. 2015. Wildfire and safety issues in Greece. pp.157-175. In “Current International Perspectives on Wildland Fires, Mankind and the Environment”. B. Leblon and M. C. Alexander (editors). Nova Science Publishers, New York, USA. 262 p.


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 89

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Ο ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΥΣΩΝΑ ΚΑΙ ΜΑΚΡΟΠΡΟΘΕΣΜΗ ΠΡΟΛΗΨΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ1 Λουδοβίκος Κ. Βασενχόβεν*

Περίληψη Οι καύσωνες (ή θερμά κύματα) αποτελούν μια ιδιόμορφη περίπτωση φυσικού κινδύνου. Διαφοροποιούνται από άλλες μορφές αστικών κινδύνων, λόγω των συστημικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ενός φυσικού φαινομένου και των πόλεων ως ανθρώπινων κατασκευών και ως υποδοχέων κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων που επηρεάζουν την ατομική, κοινωνική, οικονομική και θεσμική τρωτότητα της πόλης. Το ιστορικό επεισοδίων καύσωνα που βίωσαν η Αθήνα και άλλες πόλεις καταδεικνύει την αλυσιδωτή αλληλουχία επιπτώσεων στους κατοίκους, ιδίως τους πιο ευάλωτους και αδύναμους, και στις οικονομικές δραστηριότητες. Οι επιπτώσεις εντείνονται από τη εμφάνιση της αστικής θερμικής νησίδας, για την οποία ευθύνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα, και από την κλιματική αλλαγή. Η ενίσχυση της ικανότητας αντιμετώπισης του συστήματος της πόλης απαιτεί βιοκλιματικές παρεμβάσεις σε κτίρια, υποδομές και ελεύθερους χώρους. Εντούτοις, η μόνη οδός αντιμετώπισης του κινδύνου του καύσωνα στις πόλεις είναι η μακροπρόθεσμη πρόληψη μέσα από ριζική αναδιοργάνωση της δομής των ευάλωτων αστικών περιοχών. Στο άρθρο ο συστημικός χαρακτήρας του κινδύνου προσεγγίζεται μέσα από την οπτική της πολεοδομίας και όχι των φυσικών επιστημών.

The systemic character of heat waves and long term mitigation: The case of Athens Louis C. Wassenhoven Abstract Heat waves are a sui generis case of natural risk. They differ from other forms of urban risks, because of the systemic interactions which develop between the natural phenomenon and cities as human constructs and as containers of social and economic activity and thus affect human, social, economic and institutional vulnerability. The history of heat wave events experienced by Athens and other cities demonstrates the chain sequence of impacts on residents, especially the most vulnerable and weak, and on productive activities. The impacts are intensified by the formation of the urban heat island, itself due to human activity, and by climate change. Strengthening the coping capacity of the urban system requires bioclimatic interventions in buildings, infrastructures and open spaces. However, the only way to deal with the heat wave risk in cities is long term mitigation, through a radical restructuring of vulnerable urban areas. In this paper, the systemic character of heat wave risk is approached through the lens of urban planning and not that of natural science.

* Ομότιμος Καθηγητής Πολεοδομίας και Χωροταξίας, ΕΜΠ. lwassen@arch.ntua.gr

89


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 90

90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Λεξικογραφικό προοίμιο • Λατινικά. Canicula: Μικρή σκύλα. Υποκοριστικό του Canis (κύων). • Γαλλικά. La Canicule: Αστερισμός κυνός. Canicule: Καύσωνας. • Κύων, Μέγας και Μικρός: Αστερισμοί, νότιος και βόρειος. • Κυνικά καύματα: Περίοδοι εξαιρετικά θερμού και υγρού καιρού (αγγλ. dog days, γαλλ. canicule).

Οι καύσωνες της Αθήνας Το καλοκαίρι του 2007, η Ελλάδα, και κυρίως η Αθήνα, έζησαν τρεις απανωτούς καύσωνες, διάρκειας περίπου μιας εβδομάδας ο καθένας, με θερμοκρασίες που κατέρριψαν το προηγούμενο ρεκόρ του 1916. Στη διάρκεια του πρώτου επεισοδίου, τον Ιούνιο, η θερμοκρασία έφτασε τους 44.8˚C στο Εθνικό Αστεροσκοπείο και τους 46.2˚C στη Νέα Φιλαδέλφεια (Founda and Giannakopoulos 2009). 18 άνθρωποι πέθαναν στην Ελλάδα τον Ιούνιο και Ιούλιο από θερμοπληξία. Βέβαια, ο αριθμός αυτός, συγκρινόμενος με τους 2.000 θανάτους που προκάλεσε ο καύσωνας του Ιουλίου 1987 (Φούρα 2000),2 μοιάζει ασήμαντος. Υψηλές θερμοκρασίες επαναλήφθηκαν έκτοτε, π.χ. ο Ιούλιος 2012 ήταν ο πιο θερμός των 115 προηγούμενων ετών στην Ελλάδα και το 2015 αναμενόταν να είναι τα θερμότερο έτος παγκοσμίως στην ιστορία. Το καλοκαίρι του 2015, οι θερμοκρασίες στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά υψηλές, αν και δεν υπήρξε σοβαρό επεισόδιο καύσωνα.3 Αυτό που έκανε το 2007 ιδιαίτερο σε διεθνή κλίμακα είναι ότι ήταν το θερμότερο έτος όλων των εποχών στο βόρειο ημισφαίριο, με τις υψηλές θερμοκρασίες να προκαλούν τον θάνατο 500 ανθρώπων στη νοτιανατολική Ευρώπη (Moore, 2008). Ειδικότερα στην Αθήνα, ο καύσωνας του 2007 θα μείνει αλησμόνητος λόγω του συνδυασμού των θερμοκρασιών με την καταστροφική πυρκαγιά που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας (Ζιακόπουλος 2009, 139) και με τις εκτεταμένες διακοπές της ηλεκτροδότησης. Προκειμένου να μην καταρρεύσει το σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, οι αρχές αποφάσισαν τη διακοπή ρεύματος σε γειτονιές και προάστια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.4 Την ημέρα του Ιουνίου που ο καύσωνας έφτανε

στο τέλος του καιγόταν η Πάρνηθα, ενώ πολλές περιοχές της Αθήνας και το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ελλάδας είχαν μείνει χωρίς ρεύμα. Νέες διακοπές χρειάστηκαν τον Ιούλιο, που επηρέασαν, τη 12η Ιουλίου, όλη τη χώρα. Μία βασική αιτία της αυξημένης κατανάλωσης ήταν η χρήση κλιματιστικών μηχανημάτων, που είχε αυξηθεί κατακόρυφα μετά τον καύσωνα του 1987. Τον Ιούλιο 2007 η κατάσταση επιδεινώθηκε και από την κατάρρευση της ηλεκτροπαραγωγής σε γειτονικές βαλκανικές χώρες από τις οποίες γινόταν εισαγωγή φορτίων σε περιόδους αιχμής. Οι μικροκλιματικές επιπτώσεις από την απώλεια του πράσινου πνεύμονα της Πάρνηθας έγιναν γρήγορα οδυνηρά αισθητές.

Οι καύσωνες ως κίνδυνος και οι πόλεις Ο καύσωνας (heat wave ή θερμό κύμα) μπορεί απλά να οριστεί ως μία παρατεταμένη περίοδος εξαιρετικά θερμού καιρού (Ζιακόπουλος 2009, 131) ή μια περίοδος ασυνήθιστα και ενοχλητικά θερμών, συχνά και υγρών, καιρικών συνθηκών, διάρκειας τουλάχιστον μιας ημέρας, αν και συνήθως περισσότερων,5 ή ως μια απόκλιση από τις μέσες θερμοκρασίες, όπου κρίσιμοι είναι οι παράγοντες της φαινόμενης θερμοκρασίας, δηλαδή ο υψηλός δείκτης δυσφορίας, και της διάρκειας (Milligan et al. 2004: 38). Όπως εξηγεί ο Ζιακόπουλος (2009, 136), τα προβλήματα στους ανθρώπους δημιουργούνται, όταν «η θερμοκρασία του περιβάλλοντος υπερβαίνει τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος (36.6˚C), οι θερμοκρασίες είναι ασυνήθιστα υψηλές, και το φαινόμενο έχει μεγάλη διάρκεια». Ο τρόπος που αντιδρούν τα άτομα και οι ανθρώπινες κοινότητες σε φαινόμενα ακραίων θερμοκρασιών καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις επικρατούσες κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές που προσδιορίζουν την ικανότητα αντιμετώπισης ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. «Τα βασικά κριτήρια … της παρακολούθησης της υπερβολικής θερμοκρασίας και του συστήματος προειδοποίησης συνίστανται σε ένα δείκτη της ημέρας μεγαλύτερο ή ίσο προς 40.6˚C …, με χαμηλές τιμές νύκτας μεγαλύτερες ή ίσες προς 26.7˚C …, για δύο συνεχόμενες μέρες» (Robinson 2001, 764), τα κριτήρια όμως μεταβάλλονται ανάλογα με τοπικές συνθήκες. Ο καύσωνας συνεπάγεται μια υψηλή θερ-


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 91

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

μική καταπόνηση που προκαλεί προσωρινή αλλαγή του τρόπου ζωής και ενδεχομένως προβλήματα υγείας (όπ. αν., 763). Εντούτοις, για διάφορους λόγους, οι καύσωνες δεν γίνονται συνήθως αντιληπτοί ως κίνδυνος, με την έννοια που αντιμετωπίζονται οι σεισμοί ή οι πλημμύρες. Ο Klinenberg προσπάθησε να δώσει μία εξήγηση στο βιβλίο όπου περιγράφει τον φονικό καύσωνα που προκάλεσε 739 θανάτους στο Σικάγο το 1995. Οι καύσωνες δεν προσελκύουν την προσοχή του κοινού όπως οι σεισμοί, διότι οι επιπτώσεις τους είναι συγκριτικά αφανείς. Φονεύουν σιωπηλά, κυρίως τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς και τα περιθωριακά άτομα. Ο όλεθρος που προξενούν δεν είναι τόσο θεαματικός και δεν καταγράφεται ως είδηση (Klinenberg 2002, 17). Ο κόσμος φοβάται περισσότερο άλλους φυσικούς κινδύνους, που συγκεντρώνουν τα φώτα της δημοσιότητας, λόγω του «παράγοντα τρόμου». Οι καύσωνες, κατά τους Milligan et al. (2004, 38-39), προκαλούν αλυσιδωτές και μη αναγνωρίσιμες καταστροφές, πράγμα που εξηγεί γιατί πολλές κυβερνητικές αρχές συχνά αποτυγχάνουν να σημάνουν έγκαιρο συναγερμό. Οι καύσωνες δεν είναι συμβατικές φυσικές καταστροφές, διότι διαφέρουν τα χαρακτηριστικά τους, δηλαδή η βραδεία συσσώρευση των προβλημάτων που προκαλούν, η ακαταλληλότητα των παραδοσιακών σχεδίων μαζικής περίθαλψης και τεχνικών διάσωσης και η απαίτηση για παροχή φροντίδας σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου (Riebsame 1985). Εντούτοις, στις ΗΠΑ πρέπει να αθροίσει κανείς τους θανάτους από όλες τις άλλες φυσικές καταστροφές για να ξεπεράσει τον ετήσιο αριθμό θανάτων μόνο από καύσωνες (U.S. Department of Commerce/a). Στην Ευρώπη, ο καύσωνας του Αυγούστου 2003 προξένησε 22.000 έως 35.000 θανάτους, σύμφωνα με διαφορετικές εκτιμήσεις (Milligan et al. 2004, 37), που άλλοι ανεβάζουν σε 70.000 (Robine et al., 2008). Τα αίτια των θανάτων και η αβέβαιη σύνδεσή τους με τον καύσωνα εξηγούν τις διαφορές. Αυτός ο «σιωπηλός» ή «κρυφός» χαρακτήρας του καύσωνα ως φυσικής καταστροφής είναι και η αιτία της υποτίμησης της επικινδυνότητας (Valleron et Boumendil, 2004), παρά τη διαπίστωση ότι η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη έχει ενδεχομένως διπλασιάσει την πιθανότητα φονικού καύσωνα, σε σύγκριση με αυτόν της Ευρώπης του 2003 (Wang and Chameides 2005).

Οι καύσωνες πλήττουν μία στενά καθορισμένη μερίδα του πληθυσμού, δηλαδή τους ηλικιωμένους, τα παιδιά, τους ασθενείς και τους φτωχούς. Οι ηλικιωμένοι και οι μακροχρόνια ασθενείς, ιδίως όταν ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ή όταν δεν στηρίζονται από κοινωνικά δίκτυα προστασίας, δεν μπορούν να προστατευθούν εύκολα. Οι επιπτώσεις του καταστροφικού φαινομένου εκδηλώνονται βαθμιαία μέσα σε μεγάλη χρονική περίοδο, κυρίως διότι το φαινόμενο επιδρά στην υγεία ευάλωτων ατόμων. Κατά τη διάρκεια του καύσωνα απλώς ξεκινά μια αλυσιδωτή, συστημική διαδικασία, που επηρεάζει ακόμη και τις θεσμικές και τεχνικές δομές και πρακτικές μιας κοινωνίας. Η θεσμική απόκριση παίρνει τη μορφή κινητοποίησης των υπηρεσιών δημόσιας υγείας και κοινωνικής προστασίας. Από τεχνικής πλευράς, ένας τεράστιος αριθμός νοικοκυριών καταφεύγει, αν φυσικά έχει την οικονομική δυνατότητα, στην εντατική χρήση κλιματιστικών και ψυκτικών εγκαταστάσεων, με αποτέλεσμα τη φόρτιση του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας και τις αναπόφευκτες διακοπές. Σε ακραίες συνθήκες υπάρχουν συνέπειες για το δίκτυο μεταφορών ή την παροχή ύδατος, είτε λόγω υπερφόρτωσης του δικτύου, είτε λόγω βλαβών σε υποδομές. Οι καύσωνες είναι ένας κίνδυνος, η σοβαρότητα του οποίου θα αυξηθεί με την κλιματική αλλαγή και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Όπως αναφέρεται στη γνωστή Stern Review: «το 2050, με την παραδοχή ενός σεναρίου σχετικά υψηλών εκπομπών [άνθρακα], οι θερμοκρασίες που έγιναν αισθητές κατά τον καύσωνα του 2003 θα χαρακτηρίζουν ένα μέσο καλοκαίρι. Η άνοδος της συχνότητας των θερμών κυμάτων θα γίνει αισθητή πολύ έντονα στις πόλεις, όπου οι θερμοκρασίες θα αυξάνονται λόγω του φαινομένου της θερμικής νησίδας» (Stern 2007, 17). Υπενθυμίζεται ότι κατά την πρόσφατη Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ στο Παρίσι επιτεύχθηκε συμφωνία μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου (UN 2015). Οι πόλεις είναι ιδιαίτερα τρωτές στους καύσωνες ή, για να το διατυπώσουμε αντίστροφα, οι καύσωνες είναι κατεξοχήν ένας αστικός φυσικός κίνδυνος (Milligan et al. 2004, 42). Οι πόλεις που είναι εκτεθειμένες επαυξάνουν τις συστημικές συνέπειες του καύσωνα και συμβάλλουν στη διεύρυνση της έκθεσης άρα και της φυσικής, οικονομικής και κοινωνικής τρωτότητας. Μία βασική αιτία είναι ότι οι πόλεις αποθηκεύουν θερμό-

91


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 92

92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

τητα σε μαζική κλίμακα. Η ρύπανση είναι μεγάλη και η θερμοκρασία του περιβάλλοντος πολύ υψηλότερη από εκείνη της περιαστικής υπαίθρου λόγω του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας (Ζιακόπουλος, 2009, WWF Ελλάς, 2009 και Κουλίδης, 2010). Η πολυσύνθετη και συστημική δομή του αστικού χώρου επιτείνει τον συστημικό χαρακτήρα του καύσωνα, τον καθιστά φονικότερο και επαυξάνει τις συνέπειες αποδιοργάνωσης που προκαλεί ο καύσωνας. Συστημικές διασυνδέσεις υφίστανται τόσο από των πλευρά των συνεπειών του καύσωνα όσο και από την πλευρά της ίδιας της γένεσης και έντασής του. Μπορούμε να αναφέρουμε τη μαζική συγκέντρωση κτιρίων, τη συχνή μη βιώσιμη κατασκευή τους, την ύπαρξη τεράστιων επιφανειών που απορροφούν θερμότητα, την έλλειψη πράσινων εκτάσεων, τον όγκο της κυκλοφορίας οχημάτων, την ατμοσφαιρική ρύπανση, τη συγκέντρωση δραστηριοτήτων που εκπέμπουν θερμότητα και βέβαια την παρουσία της θερμικής νησίδας, που φυσικά παράγεται και η ίδια από όλους αυτούς τους συντελεστές μαζί και από τις καιρικές συνθήκες. Αυτή η αλυσίδα αλληλεπιδράσεων πλήττει πολλές δραστηριότητες, μεταξύ άλλων τον τουρισμό, που είναι ευάλωτος σε ασυνήθιστες και παρατεταμένες υψηλές θερμοκρασίες και όχι μόνο σε μεμονωμένα επεισόδια καύσωνα.

Ελλάδα και κλιματική αλλαγή Η κλιματική αλλαγή δεν αφήνει προφανώς αδιάφορη την Ελλάδα. Όπως αναφέρεται σε επίσημη έκθεση του 2014, οι θερμοκρασίες του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα ήταν κατά πάσα πιθανότητα υψηλότερες από οποιαδήποτε 50ετία των τελευταίων 500 ετών, ίσως και 1.300 ετών (MEECC 2014, 18). Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει την πολιτική της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου.6 Στη σχετική Λευκή Βίβλο αναγνωρίζεται ρητά ότι για τον σκοπό αυτό χρειάζεται στρατηγικός και μακροπρόθεσμος χωροταξικός σχεδιασμός Commission of the European Communities 2009, 3-4 και Κατσιμπάρδης και Μαυρογένης, 2009). Η ανάγκη αυτή πολλαπλασιάζεται στις πυκνοκατοικημένες περιοχές.

Στη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα υπέφερε από έναν τριπλασιασμό των θερμών κυμάτων, σε σύγκριση με την προηγούμενη 30ετία (Ακύλας, Λυκούδης και Λάλας, 2005, και ΙΣΤΑΜΕ, 2006). Προς το τέλος του αιώνα μεταξύ των πιο σοβαρών κλιματικών αλλαγών θα είναι τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι μέγιστες θερμοκρασίες στις νότιες περιοχές της χώρας, περιλαμβανομένης της Αττικής, αναμένεται να αυξηθούν κατά 7-8˚C στην 30ετία 2071-2100 (Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, 2005). Πολύ νωρίτερα όμως, στην 30ετία 2021-2050, προβλέπεται ότι πολλές πόλεις της Ελλάδας θα έχουν έως και 15-20 περισσότερες «πολύ θερμές» ημέρες ετησίως (WWF Ελλάς 2009, 12-13). Παρά τη μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στο πρόβλημα υπήρξε, και ακόμη υπάρχει, μεγάλη καθυστέρηση στη δραστηριοποίηση της πολιτείας στο θέμα της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Η απουσία επίσημης πολιτικής, που περιορίστηκε επί μεγάλο χρονικό διάστημα σε γενικόλογες δηλώσεις, είναι ανησυχητική, ιδιαίτερα στο θέμα της τρωτότητας των πόλεων και του κινδύνου του καύσωνα, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς τις επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών στην κατάστρωση στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.7 Ακόμη και σε μία επίσημη έκθεση της ελληνικής κυβέρνησης του Ιανουαρίου 2014 στο πλαίσιο της Σύμβασης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, στην ενότητα για τα μέτρα προσαρμογής, ενώ εξετάζεται, π.χ., το θέμα της υγείας, δεν υπάρχει χωριστή αναφορά στις πόλεις (MEECC 2014). Ένας ερευνητής που αναζήτησε το λήμμα «θερμική νησίδα» σε όλες τις νομικές βάσεις δεδομένων δεν το βρήκε πουθενά (Κουλίδης, 2010) και ας πρόκειται για «το πλέον τεκμηριωμένο φαινόμενο κλιματικής μεταβολής» (Σανταμούρης/α). Σε αντίθεση με την επίσημη στάση, το θέμα της προσαρμογής απασχόλησε μη κυβερνητικές οργανώσεις και η ανησυχία εκδηλώθηκε σε διάφορες εκθέσεις, π.χ. του WWF, του ΙΣΤΑΜΕ και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (WWF Ελλάς, 2009, ΟΚΕ, 2008β, Μυλόπουλος κ.ά., 2009 και Βασενχόβεν κ.ά., 2009), ή σε ερευνητικά προγράμματα (Wassenhoven and Sapountzaki, 2010). Η επίσημη τοποθέτηση ήρθε πρόσφατα με τη δημοσιοποίηση από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή, που τέθηκε σε διαβούλευση τον Νοέμβριο 2015 (ΥΠΕΝ 2015).


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 93

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

Στο κείμενο υπάρχει μεν μια ειδική ενότητα για το δομημένο περιβάλλον, η αναφορά όμως στους καύσωνες και τη θερμική νησίδα είναι παροδική και περιορισμένη.

νωνικής φροντίδας θα αποδειχθούν ανεπαρκείς και η θεσμική τρωτότητα θα φανεί σε όλη της την έκταση.

Τρωτότητα αστικών χωρικών συστημάτων Θεσμική τρωτότητα στον καύσωνα και μετριασμός του κινδύνου Η θεσμική τρωτότητα είναι μια κρίσιμη παράμετρος στην περίπτωση του καύσωνα, όπως έδειξαν τα επεισόδια καύσωνα στο Σικάγο το 1995 και στο Παρίσι το 2003. Λόγω της χαμηλής πρόσληψης του κινδύνου από το κοινό, των θεσμικών αδυναμιών και των παρατεταμένων και ετεροχρονισμένων συνεπειών για την υγεία έπειτα από ένα επεισόδιο καύσωνα, τα επεισόδια αυτά δεν λαμβάνουν την ίδια προσοχή, αν και μπορεί να προκαλέσουν περισσότερους θανάτους, π.χ., από ένα σεισμό (Nash 2008). Ακόμη και ο αριθμός των θανάτων συνήθως υποεκτιμάται, λόγω της χρονικής απόστασης από το επεισόδιο (Ostro et al., 2009). Η έγκαιρη προειδοποίηση είναι καίριας σημασίας, έχει όμως διαπιστωθεί στις ΗΠΑ ότι είναι αμφίβολο εάν φτάνει στις ομάδες-στόχο, δηλαδή στα πιο ευάλωτα άτομα (Semenza et al., 2008). Το βάρος της αποτελεσματικής απόκρισης πέφτει συνήθως στους ώμους αυτοδιοίκητων οργανισμών που καλούνται να αναπτύξουν δράσεις ετοιμότητας για την περίπτωση έκτακτων αναγκών, παράλληλα με το καθήκον τους να λάβουν μέτρα πρόληψης, πολεοδομικά και χρήσεων γης, στα οποία θα αναφερθούμε σε σχέση με την τρωτότητα των χωρικών συστημάτων. Το τοπικό επίπεδο της διοίκησης είναι αυτό όπου συνήθως εκδηλώνονται τα προβλήματα της θεσμικής τρωτότητας. Μελέτες για πόλεις των ΗΠΑ έδειξαν την ανεπάρκεια απόκρισης χωρίς ομοσπονδιακή βοήθεια (Bernard και McGeehin, 2004 και White, 2004). Όπως και αλλού, έτσι και στην Ελλάδα, τα μέτρα λειτουργίας κέντρων δροσισμού και αυξημένων εφημεριών των νοσοκομείων δεν αρκούν, αν αυξηθούν η συχνότητα και διάρκεια των καυσώνων. Όπως δήλωσε προ ετών ένας κατεξοχήν ειδικός στο θέμα, υπάρχει φόβος να κλάψουμε στην Ελλάδα χιλιάδες θυμάτων στα επόμενα χρόνια.8 Μπορεί αυτό να μην έχει συμβεί από τότε αλλά δεν θα πρέπει να επαναπαυόμαστε. Σε μια τέτοια ακραία περίπτωση οι υπηρεσίες υγείας και κοι-

Τονίσαμε ήδη ότι οι πόλεις είναι πολύ ευάλωτες στους καύσωνες και ότι σύνθετες και συστημικές αλληλουχίες συμβάντων ξεδιπλώνονται στη διάρκεια επεισοδίων ακραίων θερμοκρασιών. Το φαινόμενο έχει εμφανιστεί επανειλημμένα στις ΗΠΑ, π.χ., στο Σικάγο το 1995, όπως ήδη αναφέραμε, αλλά και σε άλλες αμερικανικές πόλεις έκτοτε (Naughton et al., 2002, Ellis et al., 1975 και Nash, 2008). Η χορήγηση κλιματιστικών μηχανημάτων και ανεμιστήρων, η προμήθεια νερού και η λειτουργία κέντρων δροσισμού (U.S. Department of Commerce /b), δεν επαρκεί στην περίπτωση πραγματικά ευάλωτων, μοναχικών και ασθενών ηλικιωμένων προσώπων, που δεν μετακινούνται εύκολα (Bernard και McGeehin 2004). Ο Αύγουστος του 2003 ήταν, τουλάχιστον μέχρι τότε, ο θερμότερος Αύγουστος όλων των εποχών στο βόρειο ημισφαίριο (Milligan et al., 2004) και όλη σχεδόν η Ευρώπη υπέφερε από ακραία φαινόμενα, με 14.800 θανάτους στο Παρίσι και 900 στο Λονδίνο. Η ποσοστιαία υπέρβαση του δείκτη θνησιμότητας9 στο Παρίσι ήταν της τάξης του 140% (Canoui-Poitrine et al., 2006), προκαλώντας έντονη κριτική για την επάρκεια των υπηρεσιών υγείας (Boyer et al., 2005). Παρόμοια περιστατικά καταγράφηκαν και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως στη Γένοβα (Conti et al., 2007) και στην Πράγα (Kyselý, 2009). Αναφέραμε ήδη τη διαπίστωση της Έκθεσης Stern ότι καύσωνες σαν αυτόν του 2003 στην Ευρώπη θα είναι συνηθισμένοι στα μέσα του αιώνα. Με δεδομένες αυτές τις προγνώσεις, είναι παράδοξο ότι χρειάστηκε πολύς χρόνος μέχρι να αναγνωριστεί η σημασία της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, κυρίως στις πόλεις (Huq et al., 2007). Ίσως αυτή η καθυστέρηση να οφείλεται στο ότι είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς πώς θα προσαρμοστούν, κυρίως πώς πρέπει να προσαρμοστούν, οι αστικοί πληθυσμοί, οι υποδομές και ο αστικός ιστός, δηλαδή οι «μετασχηματιστές των επιπτώσεων», όπως τους αποκαλούν οι Kinney et al. (2008). Αναμφίβολα ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η ρύθμιση των χρήσεων γης θα έχουν κρίσιμο ρόλο (Clarke, 1972 και Coutts et al., 2008).

93


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 94

94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Αναφερθήκαμε ήδη στο φαινόμενο της αστικής θερμικής νησίδας, αλλά το ενδιαφέρον μας για την περίπτωση της Αθήνας μάς αναγκάζει να επανέλθουμε, όχι μόνο λόγω της σημασίας του φαινομένου, αλλά και της χρησιμότητας της θερμικής νησίδας ως αναλυτικού εργαλείου. Σε απλοποιημένη διατύπωση, η δημιουργία της θερμικής νησίδας πάνω από τις αστικές περιοχές οφείλεται στα χαρακτηριστικά των πόλεων, δηλαδή των κτιρίων και των υλικών τους, των σκληρών επιφανειών τους, της απουσίας πρασίνου, του αστικού ιστού και των στενών δρόμων και, τέλος, της εκπομπής θερμότητας από οικιακές εγκαταστάσεις (Ζιακόπουλος 2009, 161-162, WWF Ελλάς 2009, 11, Σανταμούρης/α, Μακροπούλου και Γοσποδίνη, 2013 και Κουλίδης, 2010). Η βιβλιογραφία είναι γεμάτη από αναλύσεις των συνεπειών της θερμικής νησίδας (Rahola et al., 2009). Ο Οργανισμός Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ δίνει και αυτός μια εκλαϊκευμένη ανάλυση της διαδικασίας. Καθώς αναπτύσσονται οι αστικές περιοχές, μεταβάλλεται το τοπίο, δηλαδή κτίρια, δρόμοι και υποδομές παίρνουν τη θέση των ελεύθερων χώρων και της βλάστησης. Οι επιφάνειες που ήταν κάποτε διαπερατές από το νερό και υγρές γίνονται αδιαπέραστες και ξηρές. Η εξέλιξη αυτή καθιστά τις αστικές περιοχές θερμότερες από το αγροτικό τους περιβάλλον δημιουργώντας μία νησίδα με υψηλότερες θερμοκρασίες. Θερμικές νησίδες εμφανίζονται τόσο στην επιφάνεια της γης όσο και στην ατμόσφαιρα. Οι επιφανειακές αστικές θερμικές νησίδες είναι συνήθως παρούσες μέρα και νύκτα, αλλά τείνουν να είναι εντονότερες την ημέρα λόγω ηλιοφάνειας. Αντίθετα, οι ατμοσφαιρικές αστικές θερμικές νησίδες είναι συχνά λιγότερο θερμές αργά το πρωί και κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά γίνονται πιο αισθητές μετά τη δύση του ηλίου λόγω της βραδείας εκπομπής θερμότητας από τις αστικές υποδομές και τις οικοδομές.10 Στις περιαστικές αγροτικές ζώνες η επίδραση της ηλιακής ενέργειας που απορροφάται από το έδαφος ελαχιστοποιείται από το δροσισμό που προκαλεί η εξατμισοδιαπνοή, κάτι που δεν συμβαίνει στις δομημένες ζώνες. Εκεί, η εκπομπή θερμότητας από κτίρια και οχήματα και η «χαραδροειδής» δομή του οδικού δικτύου συμβάλλουν στην εμφάνιση της θερμικής νησίδας (King και Davis, 2007), ενώ, παράλληλα, η πολεοδομική διαμόρφωση των σκληρών επιφανειών και των δομημένων εκτάσεων επηρεάζει και αυτή το μικροκλίμα (Morgan et al., 1977 και Rizwan et al., 2008).

Η επίδραση της θερμικής νησίδας δεν συναντάται μόνο σε μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές. Αφορά και τις μικρότερες πόλεις (Unger et al., 2006 και Stathopoulou και Cartalis, 2007). Επιπλέον, η χωρική κατανομή της επίδρασης δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την έκταση μιας πόλης (Saaroni et al., 2000), πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένες περιοχές και κοινωνικές ομάδες ενδέχεται να πλήττονται πιο σοβαρά (Harlan et al., 2006 και Harlan et al., 2007). Το συμπέρασμα είναι ότι η διαδικασία της αστικής ανάπτυξης τείνει να επιδεινώνει τις αρνητικές συνέπειες του κλίματος (King και Davis, 2007) και συνδέεται ευθέως με το πρόβλημα της θερμικής νησίδας (Rizwan et al., 2008). Η θερμική νησίδα είναι ανθρώπινο δημιούργημα, το οποίο βέβαια αποκτά τα χαρακτηριστικά του με τη διαμεσολάβηση φυσικών διαδικασιών, όπως της ηλιακής ακτινοβολίας. Επιπλέον, η θερμική νησίδα δίνει ένα χειροπιαστό μέτρο χωρικότητας και ταυτόχρονα αποτελεί έναν συστημικό σύνδεσμο μεταξύ, από τη μία, της αστικής δομής και της υφής της αστικής γης, και, από την άλλη, του φαινομένου των καυσώνων, των οποίων ενισχύει τις επιπτώσεις. Το χωρικό αποτύπωμα της θερμικής νησίδας ξεπερνά τα όρια της δομημένης έκτασης της πόλης, γι’ αυτό και σωστά τονίζεται ότι σε μία μελέτη του κλίματος αστικής περιοχής, σε ό,τι αφορά τη χωρική διάσταση, «η εργασία πρέπει να επεκταθεί από τα όρια των πόλεων στα περιβάλλοντα βουνά και τα περιαστικά δάση» (WWF Ελλάς 2009, 11). Ένα σοβαρό πρόβλημα για τις αστικές περιοχές και ειδικά για την Αθήνα είναι οι πιθανές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και των ακραίων θερμοκρασιών για τον αστικό τουρισμό, που έχουν προκαλέσει μεγάλη ανησυχία και έχουν συζητηθεί επανειλημμένως. Τονίζεται βέβαια ότι οι ακραίες θερμοκρασίες δεν είναι η μόνη συνέπεια της κλιματικής αλλαγής. Αν και το θέμα δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ στην αναγκαία έκταση, επισημαίνεται ότι ήδη από το 2003, σε μία διεθνή διάσκεψη που οργάνωσε ο Διεθνής Οργανισμός Τουρισμού αναγνωρίστηκε ότι η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει άμεσα πολλούς τουριστικούς προορισμούς (WTO 2003). Τόσο η κατεύθυνση των τουριστικών μετακινήσεων όσο και η εποχική κατανομή θα επηρεαστούν άμεσα ή έμμεσα από ακραία καιρικά φαινόμενα στα λεγόμενα hotspots τουριστικής τρωτότητας, τα οποία περιλαμβάνουν την Ελλάδα και άλλες μεσογειακές χώρες (Simpson et al., 2008 και Commission of the European


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 95

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

Communities, 2008). Αυτό καθιστά επιτακτική την ανάγκη προσαρμογής των τουριστικών προορισμών στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες, δεδομένου ότι αντί των προορισμών μπορούν να προσαρμοστούν πιο εύκολα οι τουρίστες αποφεύγοντας τους θερμούς προορισμούς (WTO, 2007a και 2007b).

Η θερμική νησίδα της Αθήνας Για την περίπτωση της Αθήνας, αν και οι καύσωνες πλήττουν όλες τις αστικές δραστηριότητες, θεωρούμε σκόπιμο να εστιάσουμε κυρίως στις περιοχές κατοικίας ευάλωτων ομάδων και τον τουρισμό. Αναφερθήκαμε ήδη στα κύματα καύσωνα του 2007, για τα οποία οι Founda και Giannakopoulos (2009) πραγματοποίησαν μία σε βάθος μελέτη, επιβεβαιώνοντας τις συνέπειες της αστικής ανάπτυξης και της συγκέντρωσης δραστηριοτήτων και τις πιθανές επιπτώσεις στη ζωή της πόλης και την υγεία των κατοίκων. Οι προγνώσεις που έλαβαν από ένα μοντέλο προσομοίωσης ήταν ότι το καλοκαίρι του 2007 έμοιαζε μάλλον με τα προβλεπόμενα για την περίοδο 2071-2100, παρά με εκείνα της περιόδου 2021-2050. Η θερμική νησίδα της Αθήνας συμβάλλει και αυτή στα ακραία αυτά φαινόμενα. Ο Σανταμούρης (2005α) εκτίμησε ότι η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ του κέντρου της Αθήνας και των περιαστικών περιοχών είναι της τάξης των 9-10˚C, λόγω της θερμικής νησίδας. Αργότερα, με βάση συστηματικές δειγματοληψίες από αστικούς και περιαστικούς μετρητικούς σταθμούς, διαπίστωσε ότι στην Αθήνα κατά τη θερινή περίοδο οι πρώτοι κατέγραψαν μέγιστη θερμοκρασία υψηλότερη κατά 5-6˚C από τους δεύτερους (Σανταμούρης/α). Οι Santamouris et al. (2007) εκτίμησαν την έκταση του οικολογικού αποτυπώματος της θερμικής νησίδας και βρήκαν ότι το μέγεθός της είναι περίπου 1,5-2 φορές το μέγεθός της εντός σχεδίου περιοχής της πόλης. Πρόκειται για μία ένδειξη της έκτασης που απαιτείται για να εξασφαλίζει την απορρόφηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Έχουμε λοιπόν μία εκτίμηση των επιπτώσεων της θερμικής νησίδας με χωρικούς όρους. Το χωρικό σύστημα που υποφέρει από ακραίες θερμοκρασίες δεν ορίζεται συνεπώς μόνο από τα όρια της δομημένης περιοχής, αλλά και από τα όρια του αποτυπώματος της θερμικής νησίδας.

Αναφέραμε ήδη το ρόλο των κτιρίων και των αστικών σκληρών επιφανειών που συμβάλλουν στη θερμική νησίδα, άρα και στην επιδείνωση των κυμάτων καύσωνα. Κρίσιμης σημασίας είναι η διαχείριση των υπαίθριων χώρων και ο βιοκλιματικός σχεδιασμός τους. Το θέμα εκφεύγει των ορίων του παρόντος άρθρου, αξίζει όμως να τονιστούν τρεις παράγοντες που επηρεάζουν το σχεδιασμό και αναλύονται από τις Μακροπούλου και Γοσποδίνη (2013), δηλαδή οι ιδιότητες εξωτερικών και δομικών υλικών, οι υδάτινες επιφάνειες, η βλάστηση και η χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στην περίπτωση της Αθήνας το πρόβλημα των κτιρίων και των σκληρών επιφανειών έχει διερευνηθεί από την «Ομάδα Φυσικής Κτιριακού Περιβάλλοντος» του Πανεπιστημίου Αθηνών.11 Στην Ελλάδα, ο κτιριακός τομέας καταναλώνει περίπου 30% της τελικής καταναλισκόμενης ενέργειας, δεδομένου ότι η χρήση ενέργειας στα κτίρια αυξήθηκε θεαματικά στην 20ετία 1990-2010 (Σανταμούρης/γ), μεταξύ άλλων και λόγω της χρήσης κλιματισμού. Τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων παρουσιάζουν μεγαλύτερη τρωτότητα, επειδή κατοικούν ως επί το πλείστον σε κτίρια ανεπαρκώς προστατευμένα από ακραίες θερμοκρασίες. Το καλοκαίρι του 2007 έγιναν μετρήσεις της θερμοκρασίας εσωτερικών χώρων σε 60 κατοικίες χαμηλών εισοδημάτων της Αθήνας, που δεν διέθεταν θερμομόνωση, διπλούς υαλοπίνακες και κλιματισμό. Για χρονική διάρκεια μεγαλύτερη του 50% του 24ώρου η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 34˚C φθάνοντας ακόμη και τους 42˚C, υπήρχαν μάλιστα περίοδοι 145 συνεχόμενων ωρών με θερμοκρασία άνω των 34˚C. Σειρά μέτρων περιλαμβάνεται στις σχετικές προτάσεις που έχει διατυπώσει η ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών για να βελτιωθούν οι θερμικές συνθήκες εσωτερικών χώρων, αλλά και γενικότερα το αστικό μικροκλίμα. Εντούτοις, τα αποτελέσματα της απογραφής του 2011, που δημοσιοποιήθηκαν το 2014, έδειξαν ότι μόνο το 59,2% των κατοικούμενων κατοικιών της χώρας διαθέτει κάποιου είδους μόνωση.12

Η πολιτική ενεργειακής απόδοσης κτιρίων ως η μοναδική κατά της θερμικής καταπόνησης της Αθήνας Οι επίσημες δράσεις της πολιτείας που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι στοχεύουν και στον περιορισμό των

95


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 96

96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

επιπτώσεων της θερμικής καταπόνησης στην Αθήνα είχαν ως βασικό κίνητρο την εξοικονόμηση ενέργειας και υπαγορεύθηκαν από τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο 1993, 2002, 2010, 2012, 2013), που ενσωματώθηκαν στο εθνικό δίκαιο με μεγάλη χρονική υστέρηση (ΚΥΑ 1998, Ν.3661/2008, ΚΕΝΑΚ 2010, Ν.4122/2013, Ν.4342/2015). Ο τελευταίος νόμος είχε τεθεί σε διαβούλευση τον Ιούλιο 201513. Ευεργετικά ήταν και τα μέτρα για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και των εκπομπών αερίων, τον περιορισμό της χρήσης ιδιωτικών αυτοκινήτων και τη βελτίωση των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Εντούτοις, και αυτών των μέτρων ο κύριος στόχος ήταν διαφορετικός. Όσο για τη δημιουργία και επέκταση χώρων πρασίνου, η πρόοδος είναι μηδαμινή. Η προσπάθεια δημιουργίας μεγάλων πάρκων έχει αποτελματωθεί, αλλά και αυτών η θετική περιβαλλοντική επίδραση θα αφορούσε μια μάλλον περιορισμένη περιβάλλουσα αστική ζώνη (Σανταμούρης, 2007 και Zoulia et al., 2008). Ο απολογισμός αναγκαστικά περιορίζεται στην ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, που δεν είναι το κύριο θέμα του άρθρου αυτού, και σε μεμονωμένες βιοκλιματικές παρεμβάσεις σε ελεύθερους χώρους. Στόχος της Οδηγίας του 2002 ήταν «η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων … λαμβάνοντας υπόψη … και τις κλιματικές απαιτήσεις των εσωτερικών χώρων» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 2002 και Χόνδρου-Καραβασίλη, 2005), διατύπωση που επαναλήφθηκε και στην Οδηγία του 2010. Η Οδηγία του 2012 (άρθρο 1) θέσπισε πλαίσιο μέτρων για «να διασφαλίσει την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου 2020 της Ένωσης για 20% στην ενεργειακή απόδοση». Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να θέσουν ενδεικτικούς εθνικούς στόχους για το 2020 (Mellár 2015). Τα αποτελέσματα της εφαρμογής των νόμων για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων θα φανούν μακροπρόθεσμα, ιδίως των μέτρων που αφορούν την πιστοποίηση νέων κτιρίων ή υφιστάμενων ανακαινιζόμενων κτιρίων, όπως ορίζει ο Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ 2010). Ο ΚΕΝΑΚ καλύπτει όλο το φάσμα θεμάτων από την κατανάλωση ενέργειας και τις συνθήκες άνεσης μέχρι το σχεδιασμό του κελύφους των κτιρίων και τα δομικά υλικά. Το 2009 τέθηκε σε εφαρμογή πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων («Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον») που συνεχίζεται ακόμη (Χόνδρου-Καραβασίλη, 2009).14

Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς αν νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων και ευάλωτα άτομα, από αυτά που αποτελούν συνήθως τα θύματα ενός καύσωνα, θα επωφεληθούν των δυνατοτήτων του προγράμματος ενεργειακής αναβάθμισης. Πάντως η δέσμη μέτρων για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί δυνητικά να ωφελήσει μεγάλο αριθμό νοικοκυριών και ευρείες αστικές ζώνες στην Αθήνα και άλλες πόλεις.

Βιοκλιματικές αναπλάσεις κατά των κυμάτων καύσωνα Οι ριζικές παρεμβάσεις αστικών αναπλάσεων και διαμόρφωσης του αστικού τοπίου θα μπορούσαν να αποδώσουν μεγαλύτερης εμβέλειας αποτελέσματα, αλλά έχουν διευρυμένες χρηματοδοτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις, πράγμα που εξηγεί την έλλειψη μεγάλων και ριζοσπαστικών πρωτοβουλιών. Το κεντρικό ζήτημα όμως δεν παύει να είναι πολεοδομικό, με όλες τις συστημικές του διακλαδώσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, σωστή λοιπόν ήταν η προσπάθεια της Χόνδρου-Καραβασίλη (2009) να διευρύνει τον ουσιαστικό προβληματισμό πέρα από τα όρια της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και του αρχιτεκτονικού βιοκλιματικού σχεδιασμού, θέτοντας και θέμα πολεοδομικού σχεδιασμού για τη βελτίωση της δομής και λειτουργίας των πόλεων. Ο βιοκλιματικός σχεδιασμός των κτιρίων (ΚΑΠΕ 2002) είναι μία πολύτιμη προοπτική για το μέλλον, αλλά το πλέγμα που συνδέει τον καύσωνα ως φυσικό κίνδυνο με τη δομή της πόλης υπερβαίνει το μεμονωμένο κτίριο, το θερμικά απροστάτευτο κτιριακό απόθεμα ή ακόμη και τους περιορισμένους και διάσπαρτους ελεύθερους δημόσιους χώρους. Φυσικά έχουν και αυτοί τη βαρύτητά τους, αφού με κατάλληλο σχεδιασμό συμβάλλουν στη βελτίωση των συνθηκών θερμικής άνεσης στον υπαίθριο χώρο (Χρυσομαλλίδου κ.ά. 2004, 37). Το εθνικό πρόγραμμα αστικών βιοκλιματικών αναπλάσεων του 2011, για το οποίο εκδόθηκαν και ειδικές προδιαγραφές (ΚΑΠΕ, χχ) ήταν ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση (Σανταμούρης, 2011),15 στην ουσία όμως ήταν ένα πρόγραμμα για υπαίθριους αστικούς χώρους. Οι χρηματοδοτήσεις, που τελικά εγκρίθηκαν το 2013, αφορούσαν μεμονωμένα δημόσια κτίρια ή κάποιες αναπλάσεις στον Δήμο Αμαρουσίου και πόλεις εκτός Αττικής (Σέρρες, Λάρισα, Κορδελιό).16 Ο Δήμος


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 97

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

Αθηναίων ενεργοποιείται όταν εμφανίζεται πρόβλημα καύσωνα με τη λειτουργία κλιματιζόμενων αιθουσών, ακόμη και τον Ιούλιο 2015.17 Μακροπρόθεσμα, πιο σημαντικές είναι οι πρωτοβουλίες για βιοκλιματικές αναπλάσεις ελεύθερων χώρων που προωθεί, π.χ., της πλατείας Σωτήρη Πέτρουλα στον Κολωνό. Βιοκλιματικές αναπλάσεις έχουν γίνει και σε άλλες πλατείες (Παγκράτι, Θυμαράκια και Γουδή), ενώ μελέτες έχουν γίνει και για την πλατεία Κοτζιά και αλλού.18 Θα μπορούσε κανείς εδώ να αναφέρει και τη βιοκλιματική ανάπλαση του Πεδίου του Άρεως, αρμοδιότητας της Περιφέρειας Αττικής, που σύντομα περιέπεσε σε πλήρη εγκατάλειψη.19 Με γενικά σπάνιες και μικρής κλίμακας πρωτοβουλίες αστικών βιοκλιματικών αναπλάσεων, η Αθήνα παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη σε ακραία καιρικά φαινόμενα και στις τάσεις που προοιωνίζονται από την κλιματική αλλαγή. Αυτό που απαιτείται είναι ριζικές δράσεις χωρικού σχεδιασμού και αστικών αναπλάσεων μεγάλης κλίμακας, που μόνο σε ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα μπορούν να ενταχθούν, όπως και ενσωμάτωση της αντιμετώπισης των θερμών κυμάτων στις προδιαγραφές του πολεοδομικού σχεδιασμού, ιδίως των μεγάλων πόλεων (Βασενχόβεν κ.ά., 2009 και Wassenhoven and Sapountzaki, 2010). Το κατά πόσο είναι εφικτές παρόμες αστικές αναπλάσεις είναι βέβαια μεγάλο θέμα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, αλλά και πολιτικών επιλογών που αφορούν την ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα.

Συστημική τρωτότητα και Αθήνα Τα κυνικά καύματα (dog days), με τη μορφή πολύ θερμών περιόδων το καλοκαίρι, υπήρξαν από πολλά χρόνια ένα οικείο φαινόμενο για τους κατοίκους της Αθήνας. Οι καύσωνες (heat waves), όπως ορίζονται στις μέρες μας, τείνουν να καθιερωθούν ως φαινόμενα μεγαλύτερης συχνότητας, διάρκειας και έντασης, μία τάση που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχιστεί με ανοδική πορεία στο μέλλον. Η εμφάνισή τους συνδέεται στενά με τη γενικότερη κλιματική αλλαγή που βρίσκεται σε εξέλιξη, κάτι που ανεβάζει την κλίμακα, και διευρύνει το μέτωπο των προβλημάτων που χρήζουν αντιμετώπισης και μεταθέτει ίσως την προσοχή από το ειδικό θέμα του καύσωνα στο γενικότερο της κλιματικής αλλαγής. Αυτό μπορεί και να εξηγεί, τουλάχιστον

στην Ελλάδα, την επανάπαυση που παρατηρείται κάθε φορά που οι θερινοί καύσωνες παρέρχονται χωρίς σοβαρές συνέπειες, όπως έχει συμβεί μετά το 2007. Το πρόβλημα όμως δεν είναι απλώς ο κίνδυνος του καύσωνα ως φυσικού φαινομένου. Όπως είδαμε, οι επιπτώσεις αυτού του φυσικού φαινομένου διαμεσολαβούνται στη συνέχεια, σε πρώτη φάση, από τη μορφή και τη χωρική οργάνωση της αστικής ανάπτυξης, όπως επίσης από τη μορφή και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά της αστικής δομής, των αστικών επιφανειών, των κτιρίων και των υποδομών. Σε δεύτερη όμως φάση, η χωρική οργάνωση, τα δίκτυα και όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της πόλης, από την κίνηση των οχημάτων μέχρι τη βιομηχανική παραγωγή, αλληλεπιδρούν με συστημικό τρόπο με την εισβολή του θερμικού κύματος, προκαλώντας πολλαπλές συνέπειες στον αστικό πληθυσμό, την οικονομική δραστηριότητα και τη λειτουργία των θεσμών, ιδίως αυτών που έχουν την ευθύνη αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων και υγειονομικής φροντίδας. Ένας χαρακτηριστικός παράγοντας διαμεσολάβησης μέσα σε αυτό το πολυσύνθετο σύστημα τροφοδότησης και ανατροφοδότησης είναι η αστική θερμική νησίδα που σχηματίζεται στο έδαφος και στην ατμόσφαιρα της πόλης, ως αποτέλεσμα των θερμικών ιδιοτήτων του αστικού ιστού, των σκληρών επιφανειών της πόλης και των εκπομπών αερίων από αστικές δραστηριότητες, οικιακές, παραγωγικές και μεταφορών. Η συνολική τρωτότητα του συστήματος προκύπτει μέσα από αυτό το σύνθετο πλέγμα αλληλεπιδράσεων. Το σύστημα που παράγει και ενισχύει την επικινδυνότητα των καυσώνων είναι το ίδιο που εκτίθεται και είναι τρωτό σε αυτήν. Η αστική θερμική νησίδα συμβάλλει στη θερμική καταπόνηση της πόλης και εντείνει την επίπτωση του φυσικού φαινομένου του καύσωνα. Τελικώς, τόσο το φαινόμενο της νησίδας, όσο και η εξωτερικά εισαγόμενη στο σύστημα άνοδος της θερμοκρασίας, είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν της αστικής-βιομηχανικής οργάνωσης της πόλης. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα εντείνονται σε συχνότητα και μέγεθος από την κλιματική αλλαγή, που και αυτή, οφείλεται στη λειτουργία της αστικής-βιομηχανικής κοινωνίας. Η θερμική νησίδα είναι τυπικό χαρακτηριστικό των αστικών, ιδίως μητροπολιτικών, συγκεντρώσεων, και έμμεσα της οικονομικής και κοινωνικής διαδικασίας. Μέσα από αυτή τη σπειροειδή εξέλιξη, το πλέγμα των συστημικών σχέσεων διευρύνεται και η τρωτότητα επαυξάνεται.

97


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 98

98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Το ανθρώπινο, κοινωνικό και οικονομικό «περιεχόμενο» της πόλης βρίσκεται παγιδευμένο μέσα σε αυτό το δίχτυ αμοιβαίων επιδράσεων, που συμπαρασύρει και τις δομές και φορείς διακυβέρνησης. Ακριβώς εδώ εκδηλώνεται αισθητά η τρωτότητα και γίνονται εμφανή τα συμπτώματά της. Το θεσμικό στοιχείο υπόκειται και αυτό σε επιλογές (άμεσες ή έμμεσες) που ορίζονται από συνολικότερες οικονομικές και κοινωνικές δεσμεύσεις, υποχρεώσεις, προτεραιότητες, κοντόφθαλμες πολιτικές σκοπιμότητες και διαδικασίες. Οι περιορισμοί μέσα στους οποίους λειτουργεί, π.χ., για την εξασφάλιση αποτελεσματικών γραμμών ζωής, προστασίας της ευημερίας των ατόμων, μετριασμού του κινδύνου, φροντίδας υγείας και κινητοποίησης έκτακτης ανάγκης, δεν είναι ανεξάρτητοι αυτών των δεσμεύσεων και προτεραιοτήτων, παρά το γεγονός ότι επηρεάζονται ασφαλώς και από την εκάστοτε εθνική και τοπική πολιτική και κοινωνική κουλτούρα και το πλαίσιο οικονομικής ανάπτυξης. Ας σημειωθεί ότι στο θεσμικό στοιχείο που αναφέραμε ανήκουν και οι ευθύνες της διοίκησης, π.χ., για τον χωρικό σχεδιασμό και τη θέσπιση κανονισμών

δόμησης, κατάλληλων για την παραγωγή ενός αστικού περιβάλλοντος προσαρμοστικού, άρα και ανθεκτικού, στη θερμική καταπόνηση. Το ανθρώπινο περιεχόμενο της πόλης περιλαμβάνει και κοινωνικές ομάδες με υψηλή τρωτότητα, λόγω μεγάλης ηλικίας, χαμηλού εισοδήματος, ανισοτήτων και περιθωριοποίησης, ιδιότητες στατιστικά συσχετισμένες με την ποιότητα της κατοικίας τους και το αστικό περιβάλλον, μέσω των οποίων διαμεσολαβείται η θερμική καταπόνηση. Αυτοί είναι οι κύριοι φορείς της τρωτότητας. Το περιεχόμενο οικονομικής δραστηριότητας της πόλης περιλαμβάνει κλάδους ιδιαίτερα ευαίσθητους στην περιβαλλοντική θερμική άνεση, διότι εξαρτώνται από τις επιλογές που κάνουν οι πελάτες τους. Πρόκειται κατεξοχήν για τον τουριστικό τομέα, που εξαρτάται από τις αποφάσεις χιλιάδων τουριστών που επιθυμούν ενδεχομένως να αποφύγουν τις ακραίες συνθήκες θερμοκρασίας. Όλες αυτές οι συστημικές αλληλεπιδράσεις εικονογραφούνται ενδεικτικά και αφαιρετικά στο διάγραμμα που ακολουθεί (Διάγραμμα 1).

Διάγραμμα 1. Συστημικές αλληλεπιδράσεις των επιπτώσεων του καύσωνα στο αστικό σύστημα


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 99

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

Το αστικό σύστημα που υποφέρει από καύσωνα είναι μία περίπτωση τρωτότητας έναντι της φυσικής απειλής και των συστημικών επιπτώσεών της. Η τρωτότητα επηρεάζει τον πληθυσμό πρώτα άμεσα και στη συνέχεια έμμεσα μέσω των επιπτώσεων στο φυσικό κεφάλαιο. Τρωτές είναι κατά κύριο λόγο ορισμένες ομάδες και δραστηριότητες, των οποίων η τρωτότητα ενισχύεται από την έκθεση στη θερμότητα που απορροφάται, και κατόπιν εκπέμπεται, από δομικά στοιχεία ακατάλληλης κατασκευής και ανεπαρκούς εξοπλισμού, Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μία αλυσιδωτή αλληλουχία επαύξησης της επικινδυνότητας και πρόκλησης της τρωτότητας και της έκθεσης, αύξησης των επιπτώσεων και ανάδειξης της θεσμικής τρωτότητας, αρχικά στη φάση προ της φυσικής καταστροφής, όταν αναπτύσσονται βαθμιαία η αστική δομή και ο αστικός ιστός, κατόπιν στη φάση εκδήλωσης της καταστροφής, όταν οι αδυναμίες του φυσικού κεφαλαίου διαδραματίζουν έναν ενεργό ρόλο, και, στη συνέχεια, στην άμεση μετα-καταστροφική περίοδο, όταν εμφανίζονται όλες οι συνέπειες της θερμικής καταπόνησης και υπόκειται σε μεγάλη δοκιμασία η θεσμική απόκριση. Στην περίπτωση που μας απασχολεί, η έκθεση σε κίνδυνο του αστικού συστήματος δεν μπορεί να οριστεί σε σχέση με τη γεωγραφική θέση της απειλής, παρά μόνο σε σχέση με τη χωρική οριοθέτηση του φαινομένου που μεγιστοποιεί την απειλή, δηλαδή του φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας. Το οικολογικό αποτύπωμα της νησίδας ορίζει το όριο του χωρικού συστήματος σε κίνδυνο. Η ικανότητα αντιμετώπισης που έχει το αστικό σύστημα όταν πλέον έχει εκδηλωθεί το θερμό κύμα, οριοθετείται από τους πόρους που διαθέτουν οι αποδέκτες της απειλής· πόρους συνήθως περιορισμένους λόγω της θέσης των αποδεκτών στην κοινωνική και οικονομική ιεραρχία και λόγω της συνήθως ανεπαρκούς θεσμικής ικανότητας των δημόσιων αρχών, όπως έχει δείξει η εμπειρία του παρελθόντος, ακόμη και σε πλούσιες χώρες. Παρά τις δυνατότητες βελτιώσεων της ικανότητας αντιμετώπισης, το γεγονός παραμένει ότι ο μόνος ριζικός τρόπος αντιμετώπισης είναι η μακροπρόθεσμη και ασφαλώς δαπανηρή προληπτική μείωση του κινδύνου, που θα στηριχθεί σε αλλαγή των αστικών δομών, ριζικές και τολμηρές αστικές αναπλάσεις, μετασκευή κτιρίων και βελτιώσεις του αστικού ιστού. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει και

η Αθήνα. Πρόκειται για το «ασφαλιστικό σύστημα» της πόλης για τον 21ο αιώνα.

Σημειώσεις 1. Το άρθρο, με πολλές προσθήκες και τροποποιήσεις, βασίζεται στο Wassenhoven, L., 2009. Territorial vulnerability: Heat waves and the case of Athens. Case study report. Research project ENSURE: Enhancing resilience of communities and territories facing natural and na-tech hazards. Funded by the European Commission, 7th Framework Programme, Area “Environment”. 2. Οι εκτιμήσεις της απώλειας ζωής στην Αθήνα από τον καύσωνα του 1987 ποικίλλουν από 1.280 σε 4.500 θανάτους. Η θνησιμότητα παρουσίασε αύξηση μέχρι διπλασιασμού των συνήθων τιμών (Mazarakis and Mayer, 1991). 3. Βλ. ειδησεογραφία σε Καθημερινή, 22/8/2012, Τα Νέα, 17/12/2015, και Euronews, 22/10/2015. Οι προσβάσεις σε διαδικτυακές πηγές έγιναν τον Δεκέμβριο 2015 και Ιανουάριο 2016. 4. Βλ. 2007 European heat wave <www.wikipedia.org> 5. Glickman, T.S. Glossary of Meteorology, American Meteorological Society: Boston, 2000. Βλ. <http://en.wikipedia.org/wiki/ Heat_waves> 6. Βλ. European Climate Change Programme και 2050 Low Carbon Economy (European Union). 7. Για εθνικές στρατηγικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, βλ. Bundesinstitut für Bau-, Stadt- und Raumforschung (BBSR). Nationale Strategien europäischer Staaten zur Anpassung an den Klimawandel aus Perspektive der Raumordnung/Raumentwicklung. 8. Μάνθος Σανταμούρης, Καθηγητής ΕΚΠΑ, στην Ελευθεροτυπία, 6/4/2009. 9. Η υπέρβαση του δείκτη θνησιμότητας, με άλλα λόγια το «πλεόνασμα» θανάτων, υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ των διαπιστωμένων θανάτων και των αναμενόμενων ως φυσιολογικών, με βάση τις μέσες τιμές προηγούμενων περιόδων αναφοράς για τις αντίστοιχες ηλικιακές ομάδες. Υπέρβαση της τάξης των 700 θανάτων καταγράφηκε στην Γαλλία και με τον πολύ πιο ήπιο καύσωνα (canicule) του Ιουλίου 2015. Βλ. Le Monde.fr (16-7-2015). 10. Βλ. US Environmental Protection Agency. Heat Island Effect. 11. Την ομάδα διευθύνει ο Καθηγητής Μ. Σανταμούρης. Τα ποσοτικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σ’ αυτήν την ενότητα έχουν ληφθεί από διαλέξεις του Μ. Σανταμούρη στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο και στην Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (Σανταμούρης 2005α, 2005β και 2007 και Σανταμούρης /α, β, γ, χωρίς χρονολογία). 12. Βλ. ειδησεογραφία στην Καθημερινή, 31/10/2015. 13. Βλ. Δελτίο Τύπου της 26-6-2015 του τότε ΥΠΑΠΕΝ και αναγγελία ολοκλήρωσης της δημόσιας διαβούλευσης της 1/7/2015. 14. Βλ. επίσης ΥΠΕΝ «Εξοικονόμηση κατ’ Οίκον» και Καθημερινή, 29/7/2009, 13/5/2011, 14/11/2011, 22/9/2012 και 31/10/2015. 15. Βλ. ΥΠΕΚΑ, Πρόγραμμα 60 εκ. ευρώ για βιοκλιματικές αστικές αναπλάσεις. 16. Βλ. Το Βήμα, 6-9-2013, και Econews, 28/11/2013. 17. Βλ. TVXS, 27-7-2015, και Skai.gr, 27/7/2015. 18. Βλ. Δήμος Αθηναίων, Έργα και Δράσεις (2014), ειδησεογραφία στο Real.gr, 14/8/2012 και Σανταμούρης 2007. 19. Βλ. Καθημερινή, 1/10/2011, 18/12/2011 και 4/12/2013.

99


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 100

100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Βιβλιογραφία Σημ. Οι προσβάσεις σε διαδικτυακές πηγές έγιναν τον Δεκέμβριο 2015 και Ιανουάριο 2016. Ο συμβολισμός χχ σημαίνει «χωρίς χρονολογία».

Ελληνική βιβλιογραφία Ακύλας, Ε., Σ. Λυκούδης και Δ. Λάλας, 2005. Κλιματική αλλαγή στον Ελλαδικό Χώρο - Ανάλυση παρατηρήσεων: τάσεις των τελευταίων 100 ετών. Παρατηρητήριο Κλιματικών Αλλαγών. Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Βασενχόβεν, Λ. (συντονιστής), Ε. Δούση, Χ. Κουταλάκης, Α. Λάλος και Μ. Χουσιανάκου, 2009. Κλιματική αλλαγή, περιβαλλοντική τρωτότητα και Ευρωπαϊκές προκλήσεις. Στο ΙΣΤΑΜΕ, Πράσινη Ανάπτυξη: Κείμενα διαβούλευσης. Αθήνα, σσ. 3-54. Γιαννακόπουλος, Χ., 2009. Επιπτώσεις Κλιματικής Αλλαγής στη Μεσόγειο. Παναττικό Δίκτυο Κινημάτων Πόλης και Ενεργών Πολιτών. Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, 2005. Περιοχικές Κλιματικές Προγνώσεις στην Περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου για τη Χρονική Περίοδο 2071-2100. Αθήνα. ΕΕΠΠ (Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού), 2005. Σειρά διαλέξεων «Βιοκλιματική Αρχιτεκτονική». 26.9 – 28.11.2005. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ―, 1993. Οδηγία 1993/76 της 13ης Σεπτεμβρίου 1993 για περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακος με τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης (SAVE). ―, 2002. Οδηγία 2002/91 της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. ―, 2010. Οδηγία 2010/31 της 19ης Μαîου 2010 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων. ―, 2012. Οδηγία 2012/27 της 25ης Οκτωβρίου 2012 για την ενεργειακή απόδοση. ―, 2013. Οδηγία 2013/12 της 13ης Μαΐου 2013 «για την προσαρμογή της Οδηγίας 2012/27/ΕΕ ... για την ενεργειακή απόδοση…». Ζιακόπουλος, Δ., 2009. Καιρός-Ο Γιός της Γης και του Ήλιου. Τόμος ΙΙ: Η πρόγνωση. Αθήνα. ΙΣΤΑΜΕ (Ινστιτούτο Στρατηγικών και Αναπτυξιακών Μελετών), 2006. Κριτική Αποτίμηση της Κατάστασης του Περιβάλλοντος στην Ελλάδα. Κείμενο Έρευνας. Αθήνα. ΚΑΠΕ (Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών και Εξοικονόμησης Ενέργειας) ―, 2002. Βιοκλιματικός Σχεδιασμός στην Ελλάδα: Ενεργειακή απόδοση και κατευθύνσεις εφαρμογής. Πρόγραμμα ALTENER Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αθήνα. ―, 2004. Σχεδιασμός Υπαίθριων Αστικών Χώρων με Βιοκλιματικά Κριτήρια. Αθήνα. ―, χχ. Πρόγραμμα αστικών βιοκλιματικών αναπλάσεων: Προκαταρκτική παρουσίαση. Προδιαγραφές μελετών-Απαιτούμενα δικαιολογητικά-Προκαταρκτικά κείμενα.

Κατσιμπάρδης, Κ. και Σ. Μαυρογένης, 2009. Κλιματική Αλλαγή και Κλιματική Πολιτική στη Μεσόγειο: Ενδυναμώνοντας τη συνεργασία στον τομέα της προσαρμογής. ΚΕΝΑΚ (Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων), 2010. Κοινή Υπουργική Απόφαση. ΦΕΚ 407 Β’ / 2010. Κουλίδης, Α., 2010. Αίτια, αποτελέσματα και συσχετισμοί με ευρύτερες εξελίξεις. Παρουσίαση σε ημερίδα «Το φαινόμενο της θερμικής νησίδας». ΚΥΑ (Κοινή Υπουργική Απόφαση), 1998, «περί περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα … για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων». ΦΕΚ 880 Β’ / 1998. Μακροπούλου, Μ. και Ά. Γοσποδίνη, 2013. Πράσινος Αστικός Σχεδιασμός και Υπαίθριοι Χώροι στην Ελλάδα. Mellár, Balázs, 2015. Ενεργειακή Απόδοση. Βλ. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Μυλόπουλος, Γ. κ.ά., 2009. Κλιματική αλλαγή-Φυσικό περιβάλλον-Ανάπτυξη υπαίθρου. Στο ΙΣΤΑΜΕ, Πράσινη Ανάπτυξη: Κείμενα διαβούλευσης. Αθήνα. Σελ. 55-162. Ν.3661/2008. ΦΕΚ 89 Α’ / 2008 (ενεργειακή κατανάλωση κτιρίων). Ν.4122/2013. ΦΕΚ 42 Α’ / 2013 (ενεργειακή απόδοση κτιρίων). Ν.4342/2015. ΦΕΚ 143 Α’ / 2015 (ενεργειακή απόδοση κ.ά.) ΟΚΕ (Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή) ―, 2008α. Τουρισμός και Περιβάλλον. Γνώμη της ΟΚΕ, αριθ. 192. ―, 2008β. Κλιματική Αλλαγή. Γνώμη της ΟΚΕ, αριθ. 208. Σανταμούρης, Μ. ―, 2005α. Ο Ρόλος του Κλίματος, Φυσικές Διεργασίες και Παράγοντες Επηρεασμού της Ανθρώπινης Άνεσης, ΉλιοςΑέρας-Νερό, Εξοικονόμηση Ενέργειας και Περιβαλλοντική Προστασία στον Τομέα των Κτιρίων. Παρουσίαση. Βλ. ΕΕΠΠ 2005. ―, 2005β. Οικονομικές Παράμετροι στο Δομημένο Περιβάλλον. Παρουσίαση. Βλ. ΕΕΠΠ 2005. ―, 2007. Περιβαλλοντική Ποιότητα του Δομημένου Χώρου στην Ελλάδα. Παρουσίαση. Βλ. ΕΕΠΠ 2005. ―, 2011. Αστικές Βιοκλιματικές Αναπλάσεις: Ένα νέο πρόγραμμα του ΥΠΕΚΑ για την ανάσχεση της κλιματικής μεταβολής στον αστικό χώρο. 19-4-2011 ―, /α (χχ). Το φαινόμενο της θερμικής νησίδας στην Αττική. ―, /β (χχ). Εισαγωγή στη περιβαλλοντική ποιότητα των κτιρίων: Βασικές γνώσεις, πρότυπα και σχεδιασμός. Παρουσίαση. ―, /γ (χχ). Κτίρια στην Ελλάδα – Ενεργειακή και περιβαλλοντική ποιότητα-Προοπτικές μετά την εφαρμογή της Οδηγίας. ΥΠΕΝ (Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας), 2015. Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή. Κείμενο Διαβούλευσης. 24-11-2015. <http://ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=CoyXhegNBHQ%3d&t abid=232&language=el-GR>. Φλόκας, Α..Α., 1997. Μαθήματα Μετεωρολογίας και Κλιματολογίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη. Φούρα, Γ., 2000. Οι επιπτώσεις στης ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Καθημερινή, 24-9-2000. Επίσης σε διδακτικό υλικό, επιμ. Ιω. Τσουδερού. Χειμερινό εξάμηνο 2008-2009. Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. WWF Ελλάς, 2009. Το αύριο της Ελλάδας: επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα κατά το άμεσο μέλλον. Μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών για λογαριασμό του WWF Ελλάς. Αθήνα.


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 101

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Κ. ΒΑΣΕΝΧΟΒΕΝ

Χόνδρου – Καραβασίλη, Μ., 2005. Θεσμικό Πλαίσιο στην Ευρώπη και Ελλάδα για Αειφόρες Πόλεις. Παρουσίαση. Βλ. ΕΕΠΠ 2005. Χόνδρου – Καραβασίλη, Μ., 2009. Βιοκλιματικός - Ενεργειακός σχεδιασμός. Εκδήλωση ΤΕΕ Θράκης «Η εφαρμογή του Νόμου 3661/08 για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων». Κομοτηνή, 9-5-2009. Χρυσομαλλίδου, Ν., Μ. Χρυσομαλλίδης και Θ. Θεοδοσίου, 2004. Αρχές σχεδιασμού και εφαρμογές. Στο ΚΑΠΕ, Σχεδιασμός Υπαίθριων Αστικών Χώρων με Βιοκλιματικά Κριτήρια. Αθήνα. Σελ. 37-41. Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Amelung, B., Nicholls, S. and Viner, D., 2007. Implications of global climate change for tourism flows and seasonality. Journal of Travel Research. Vol. 45, pp. 285-296. Bernard, S.M. and McGeehin, M.A., 2004. Municipal heat wave response plans. American Journal of Public Health. Vol. 94:9, pp. 1520-1522. Boyer, L., Robitail, S., Debensason, D., Auquier, P. and San Marco, J.-L., 2005. Média et santé publique: L’ exemple de la canicule pendant l’ été 2003 en France. Revue d’ Épidémiologie et de Santé Publique. Vol. 53:5, pp. 525-534. Canoui-Poitrine, F., Cadot, E., Spira, A. and Spira, A., 2006. Surmortalité pendant la canicule d’ août 2003 à Paris, France. Revue d’ Épidémiologie et de Santé Publique. Vol. 54:2, pp. 127-135. Ceron,J.-P. and Dubois, G., 2005. The potential impacts of climate change on French tourism. Current Issues in Tourism. Vol. 8:2, pp. 125-139. Clarke, J.F., 1972. Some effects of the urban structure on heat mortality. Environmental Research. Vol. 5:1, pp. 93-104. Commission of the European Communities. Communication from the Commission to the European Council “A European Economic Recovery Plan”, COM(2008) 800 final, Brussels, 26.11.2008. Commission of the European Communities, 2008. Regions 2020: An assessment of future challenges for EU regions, Commission Staff Working Document, SEC(2008), Brussels, November 2008. Commission of the European Communities, 2009. White Paper “Adapting to climate change: Towards a European framework for action”, COM(2009) 147 final, Brussels, 1.4.2009. Conti, S. et al., 2007. General and specific mortality among the elderly during the 2003 heat wave in Genoa (Italy). Environmental Research. Vol. 103:2, pp. 267-274. Coutts, A.M., Beringer, J. and Tapper, N.J., 2008. Investigating the climatic impact of urban planning strategies through the use of regional climate modelling: A case study for Melbourne. Australia, International Journal of Climatology. Vol. 28:14, pp. 1943-1957. Ehmer, P. and Heymann, E., 2008. Climate Change and Tourism: Where will the journey lead?, Deutsche Bank Research, April. Ellis, F.P., Nelson, F. and Pincus, L., 1975. Mortality during heat waves in New York City, July 1972 and August and

September 1973. Environmental Research. Vol. 10:1, pp. 1-13. Ellis, F.P. and Nelson, F., 1978. Mortality in the elderly in a heat wave in New York City, August 1975. Environmental Research. Vol. 15:3, pp. 504-512. Founda, D. and Giannakopoulos, C., 2009. The exceptionally hot summer of 2007 in Athens, Greece – A typical summer in the future climate?. Global and Planetary Change. Vol. 67:3-4, pp. 227-236. Godschalk, D.R., 2003. Urban hazard mitigation: Creating resilient cities. Natural Hazards Review. Vol. 4:3, pp. 136-143. Harlan, S.L., Brazel, A.J., Prashad, L., Stefanov, W.L. and Larsen, L., 2006. Neighborhood microclimates and vulnerability to heat stress. Social Science and Medicine. Vol. 63:11, pp. 2847-2863. Harlan, S.L., Brazel, A.J., Jenerette, G.D., Jones, N.S., Larsen, L., Prashad, L. and Stefanov, W.L., 2007. In the shade of affluence: The inequitable distribution of urban heat island. Research in Social Problems and Public Policy. Vol.15, pp. 173-202. Huq, S., Kovats, S., Reid, H. and Satterthwaite, D., 2007. Editorial: Reducing risks to cities from disasters and climate change. Environment and Urbanization. Vol. 19:1, pp. 3-15. ICOMOS (International Council on Monuments and Sites), 2008. Global Climate Change: Every Cultural Site at Risk?”. In Petzet, M. and Ziesemer, J. Heritage at Risk: ICOMOS World Report 2006/2007 on Monuments and Sites in Danger, Altenburg: E. Reinhold-Verlag, pp. 194-195. ICOMOS (International Council on Monuments and Sites). Recommendations from the Scientific Council Symposium “Cultural Heritage and Global Climate Change (GCC)”. Pretoria, South Africa, 7 October 2007 (final draft: 21 March 2008). King, Johnson V. and Davis, C., 2007. A case study of urban heat islands in the Carolinas. Environmental Hazards. Vol. 7:4, pp. 353-359. Kinney, P.L., O’Neill, M.S., Bell, M.L. and Schwartz, J., 2008. Approaches for estimating effects of climate change on heat-related deaths: Challenges and opportunities. Environmental Science and Policy. Vol. 11:1, pp. 87-96. Klinenberg, E., 2002. Heat Wave: A social autopsy of disaster in Chicago. Chicago: The University of Chicago Press. Kyselý, H., 2009. Recent severe heat waves in central Europe: How to view them in a long-term prospect?. International Journal of Climatology. Published Online. Mazarakis, A. and H. Mayer, 1991. The extreme heat wave in Athens in July 1987 from the point of view of human biometeorology. Atmospheric Environment. Part B. Urban Atmosphere. Vol. 25:2, pp. 203-211. Milligan, J. et al., 2004. Heatwaves: The developed world’s hidden disaster. In World Disasters Report: Focus on community resilience. Geneva: International Federation of Red Cross and Red Crescent Societies. MEECC (Ministry of Environment, Energy and Climate Change), 2014. 6th National Communication and 1st Biennial Report under the United Nations Framework Convention on Climate Change. Athens

101


007_Layout 1 07/06/2016 2:04 μ.μ. Page 102

102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 89-102

Moore, F.C., 2008. 2007 Second Warmest Year on Record: Northern Hemisphere temperature highest ever, Earth Policy Institute, 10.1.2008 Morgan, D., Myrup, L., Rogers, D. and Baskett, R., 1977. Microclimates within an urban area. Annals of the Association of American Geographers. Vol. 67:1, pp. 5565. Nash, J., 2008. Global Warming Induced Heat Waves are more Deadly than a Killer Virus, Content for Reprint. Naughton, M.P. et al., 2002. Heat-related mortality during a 1999 heat wave in Chicago. American Journal of Preventive Medicine. Vol. 22:4, pp. 221-227. Nicholls, M., 2014. Climate Change: Implications for tourism. Key findings from the Intergovernmental Panel on Climate Change Fifth Assessment Report. University of Cambridge. Ostro, B.D., Roth, L.A., Green, R.S. and Basu, R., 2009. Estimating the mortality effect of the July 2006 California heat wave. Environmental Research. Vol. 109:5, pp. 614-619. Rahola, B.S., Van Oppen, P. and Mulder, K., 2009. Heat in the City: An inventory of knowledge and knowledge deficiencies regarding heat stress in Dutch cities and options for its mitigation. Delft: TU Delft and SBR. Riebsame, W.E., 1985. Climate hazards: Lessons from recent events in the United States. Disasters. Vol. 9:4, pp. 295-300. Rizwan, A.M., Dennis, L.Y.C. and Liu, C., 2008. A review of the generation, determination and mitigation of urban heat island. Journal of Environmental Sciences. Vol.20:1, pp. 120-128. Robine, J.-M. et al., 2008. Plus de 70 000 décès en Europe au cours de l’ été 2003. Comptes Rendus Biologies. Vol. 331:2, pp. 171-178. Robinson, P.J., 2001. On the definition of a heat wave. Journal of Applied Meteorology. Vol. 40:4, pp. 762-775. Santamouris, M., Paraponiaris, K. and Mihalakakou, G., 2007. Estimating the ecological footprint of the heat island effect over Athens, Greece. Climatic Change. Vol. 80:3-4, pp. 265-276. Semenza, J.C., Wilson, D.J., Parra, J., Bontempo, B.D., Hart, M., Sailor, D.J. and George, L.A., 2008. Public perception and behavior change in relationship to hot weather and air pollution. Environmental Research. Vol. 107:3, pp. 401411. Saaroni, H., Ben-Dor, E., Bitan, A. and Potchter, O., 2000. Spatial distribution and microscale characteristicsof the urban heat island in Tel-Aviv, Israel. Landscape and Urban Planning. Vol. 48: 1-2, pp. 1-18. Simpson, M.C., Gössling, S., Scott, D., Hall, C.M. and Gladin, E., 2008. Climate Change Adaptation and Mitigation in the Tourism Sector: Frameworks, tools and practices. Paris: UNEP, University of Oxford, UNWTO and, WMO. Stathopoulou, M. and Cartalis, C., 2007. Daytime urban heat islands from Landsat ETM+ and Corine land cover data: An

application to major cities in Greece. Solar Energy. Vol. 81:3, pp. 358-368. Stern, N., 2007. The Economics of Climate Change: The Stern Review. Cambridge UK: Cambridge University Press. UN, 2015. Framework Convention on Climate Change: Adoption of the Paris Agreement. 12 December 2015 Unger, J., Sümeghy, Z., Gulyás, Å., Bottyán, Z. and Mucsi, L., 2006. Land-use and meteorological aspects of the urban heat island. Meteorological Applications. Vol. 8:2, pp. 189194. U.S. Department of Commerce /a. Heat Wave: A major summer killer, Brochure, National Oceanic and Atmospheric Administration, National Weather Service. U.S. Department of Commerce /b. August 2007 Heat Wave Summary, National Climatic Data Center (US. Department of Commerce) and NOAA Sattelite and Information Service. Valleron, A.-J. et A. Boumendil, 2004. Épidémiologie et canicules: Analyses de la vague de chaleur 2003 en France. Comptes Rendus Biologies. Vol. 327:12, pp. 1125-1141. Wang, J. and B. Chameides, 2005. Global Warming’s Increasingly Visible Impacts. Environmental Defense Wassenhoven, L. and K. Sapountzaki, 2010. Adaptation to climate change - Greek case study. Project “Nationale Strategien europäischer Staaten zur Anpassung an den Klimawandel aus Perspektive der Raumordnung/Raumentwicklung“. Bundesinstitut für Bau-, Stadt- und Raumforschung (BBSR). White, R.R., 2004. Managing and interpreting uncertainty for climate change risk. Building Research and Information. Vol. 32:5, pp. 438-448. WTO (World Tourism Organization), 2003. Climate Change and Tourism, Proceedings of the 1st International Conference on Climate Change and Tourism, Djerba, Tunisia, 9-11 April 2003. WTO (World Tourism Organization), 2007a. From Davos to Bali: A Tourism Contribution to the Challenge of Climate Change. WTO (World Tourism Organization), 2007b. Climate Change and Tourism: Responding to global challenges. Advanced Summary, Report of a team of experts for the 2nd International Conference on Climate Change and Tourism held in Davos, Switzerland (1-3 October 2007). WTO (World Tourism Organization), 2008. Climate Change and Tourism: Responding to global challenges. Madrid. Zoulia, I., Santamouris, M. and Dimoudi, A., 2008. Monitoring the effect of urban green areas on the heat island in Athens, Environmental Monitoring and Assessment. Διαδικτυακή πρόσβαση.


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 103

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΕΙΣΜΟ ΜΕΓΕΘΟΥΣ 9.0R ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΙΑΠΩΝΙΑ ΤΟ 2011, ΕΣΤΙΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ Μιράντα Δανδουλάκη1 Περίληψη Με αφετηρία το σεισμό στην ανατολική Ιαπωνία, το 2011, το άρθρο αυτό επιχειρεί να παρακολουθήσει την κατάσταση από την καταστροφή μέχρι σήμερα, εστιάζοντας στο σχεδιασμό του χώρου. Εξετάζει την ανασυγκρότηση από τη σκοπιά σύγχρονων κομβικών ερωτημάτων αναφορικά με τις καταστροφές και τους κινδύνους. Πόσο ασφαλές είναι το «αρκετά ασφαλές»; Ποιος αποφασίζει γι’ αυτό και πώς; Μπορεί ο κίνδυνος καταστροφής να εκτιμηθεί αξιόπιστα για γεγονότα-έκπληξη (μικρής πιθανότητας και μεγάλων επιπτώσεων); Πόσο αποτελεσματικά είναι τα κατασκευαστικά μέτρα και πώς μπορεί να εφαρμοστεί μία πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση; Ποιος, πόσο και γιατί οφείλει να επενδύει στην ασφάλεια έναντι εξαιρετικά σπάνιων γεγονότων με μεγάλες επιπτώσεις;

Reconstruction after the East Japan Earthquake of 2011 (M=9.0), focusing on spatial planning Miranda Dandoulaki Abstract This paper attemps to look at the reconstruction from the Great East Japan triple disaster of 2011, focusing on urban planning. It does so using the lences of contemporary matters in the field of crises and disasters. How safe is “safe enough”? Who and how decides on this? How reliably can be estimated the risk of extreme disasters due to low probability - high impact events? How wise is to fully rely on structural measures for such events? How can a more comprehensive disaster risk reduction approach be developed and implemented? Who, how and why should invest on this?

1. Εισαγωγή Στις 11 Μαρτίου 2011, 14:46 τοπική ώρα, σεισμός μεγέθους Μw=9.0 σημειώθηκε στον υποθαλάσσιο χώρο του Ειρηνικού, ΒΑ του νησιού Honshu της Ιαπωνίας. Πρόκειται για τον τέταρτο μεγαλύτερο καταγεγραμμένο σεισμό παγκόσμια από το 1900 και τον μεγαλύτερο στην Ιαπωνία. Προκλήθηκε τσουνάμι με μέγιστο ύψος 9,3 μέτρων στην ανοιχτή θάλασσα και 35 μέτρων στην ακτή. Εκτιμάται ότι 560 τετραγωνικά χιλιόμετρα παράκτιας ζώνης πλημμύρησαν (Koshimura et al., 2014). Το τσουνάμι προκάλεσε βλάβες σε αντιδραστήρες του πυρηνικού εργοστασίου Fukushima Daiichi και μεγάλο πυρηνικό ατύχημα, το οποίο χαρακτηρίστηκε ως 7 βαθμών της κλίμακας INES (International Nuclear and Radiological Event Scale) (WNA, 2015), επίπεδο ίσο με αυτό της καταστροφής στο Chernobyl το 1986. Ως αποτέλεσμα, απαγορεύτηκε η παραμονή του πληθυσμού σε ζώνες γύρω από το εργοστάσιο και χρειάστηκε η εκκένωση περίπου 154.000 ανθρώπων, ενώ λόγω της ραδιολογικής ρύπανσης προκλήθηκαν σημαντικά προβλήματα σε διάφορους τομείς της οικονομίας, όπως ο αγροτικός και ο τουριστικός. Κάτω από την πίεση του πληθυσμού, και ως προληπτικό μέτρο, όλα τα πυρηνικά εργοστάσια της Ιαπωνίας διέκοψαν τη λειτουργία τους με σημαντικότατες επιπτώσεις στην ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, δεδομένου ότι περίπου 30% της παραγόμενης στην Ιαπωνία ενέργειας ήταν πυρηνική (Okada, 2015). 1 Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. mdand@tee.gr, mdandoulaki@ekdd.gr

103


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 104

104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (Reconstruction Agency, 10/12/2015) ο αριθμός των θανάτων είναι 15.893, 2.565 είναι οι αγνοούμενοι, περίπου 6.000 οι τραυματίες. Λόγω της καταστροφής, περισσότεροι από 470.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους (Reconstruction Agency, στοιχεία στις 3/02/2016). Η Κυβέρνηση της Ιαπωνίας τον Ιούνιο 2011 εκτίμησε τη συνολική άμεση ζημιά από την καταστροφή σε 16,9 τρισεκατομμύρια γεν (ή 199 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ) (Government of Japan, 2011β) και η Διεθνής Τράπεζα εκτίμησε τις συνολικές οικονομικές απώλειες σε 235 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Η εκτιμηθείσα άμεση ζημιά αντιστοιχεί σε περίπου 4% του συνολικού παγίου κεφαλαίου της Ιαπωνίας του έτους 2009 (The Cabinet Office, 16/5/2011). Παρά το ύψος των οικονομικών απωλειών σε απόλυτες τιμές, οι οικονομικές επιπτώσεις στην ιαπωνική οικονομία είναι περιορισμένες, δεδομένων ότι η πληγείσα περιοχή συμμετείχε μόνο με 2,5% στο σύνολο της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας (ΜΕΧΤ, 2013) και ότι η αυτή καταστροφή είναι ελαφρώς μικρότερη σε οικονομικούς όρους, από το σεισμό του Kobe το 1995 (Governmet of Japan, 2011). Η καταστροφή από το σεισμό στην ανατολική Ιαπωνία το 2011 έπληξε μια αναπτυγμένη χώρα με ηγετική θέση στο πεδίο της διαχείρισης καταστροφών. Σεισμός, τσουνάμι και τεχνολογικό ατύχημα συνέθεσαν μια κατάσταση ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη στη διαχείρισή της, η οποία μάλιστα επέφερε διεθνείς επιπτώσεις, αν όχι με άλλο τρόπο πάντως οπωσδήποτε μέσω των διεθνικών εφοδιαστικών αλυσίδων. Ιδιαίτερα το πυρηνικό ατύχημα απαίτησε προσπάθειες υπό καθεστώς αβεβαιότητας τόσο ως προς την εξέλιξη του ατυχήματος όσο και ως προς το εύρος και την έκταση των επιπτώσεών του (WNA, 2015). Επιπλέον είναι η πρώτη σύγχρονη καταστροφή που βρίσκει την Ιαπωνία σε συνθήκες οικονομικής και δημογραφικής συρρίκνωσης, ενώ οι περιοχές που επλήγησαν ήταν κυρίως αγροτικές και ήδη αντιμετώπιζαν δυσκολίες ως προς την ανάπτυξή τους, τη δημογραφική κατάσταση και την πολεοδομική τους συγκρότηση. Η χώρα είχε επενδύσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ σε προστατευτικά κατασκευαστικά έργα έναντι τσουνάμι (όπως τοίχοι και αναχώματα κατά μήκος της ακτής, κυματοθραύστες στα μεγαλύτερα λιμάνια κ.ά.)

(Ranghieri & Ishiwatari, 2014). Η αλυσιδωτή καταστροφή που επακολούθησε την αστοχία των προστατευτικών έργων κλόνισε το αίσθημα ασφάλειας που δημιουργούσαν αυτά, καθώς και την εμπιστοσύνη του πληθυσμού στη σύγχρονη τεχνολογία. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να εξετάσει τα παραπάνω ερωτήματα με επίκεντρο το σχεδιασμό του χώρου στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης μετά το σεισμό στην ανατολική Ιαπωνία το 2011. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανασυγκρότηση δεν έχει ολοκληρωθεί και επομένως δεν μπορεί να αποτιμηθεί βάσιμα, η εργασία εστιάζεται στη βασική προσέγγιση που ακολουθείται και στις διαδικασίες ανασυγκρότησης, ιδίως σε τοπικό επίπεδο, καθώς και στην μέχρι τώρα πρόοδο. Θίγει ακόμη το ζήτημα της επίδρασης των πολιτικών ανασυγκρότησης από την καταστροφή αυτή, στις παγκόσμιες πολιτικές μείωσης του κινδύνου καταστροφής. Η εξέταση των παραπάνω βασίζεται σε επιστημονική βιβλιογραφία και σε διαθέσιμη στο Διαδίκτυο πληροφορία. Αξιοποιεί επίσης τη γνώση που αποκτήθηκε επί τόπου από επίσκεψη στην πληγείσα περιοχή στις 13 Μαρτίου 2015 και από τη συμμετοχή στην 3η Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για τη Μείωση των Καταστροφών (3rd WCDRR) που πραγματοποιήθηκε στο Sendai της Ιαπωνίας στις 14-18 Μαρτίου 2015. Στα επόμενα παρουσιάζονται συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της πληγείσας περιοχής και οι επιπτώσεις της καταστροφής, ιδίως δε στις χωρικές τους διαστάσεις, καθώς και το προϋφιστάμενο πλαίσιο όσον αφορά την προστασία από καταστροφές και το σχεδιασμό του χώρου. Εξετάζεται η προσέγγιση, οι θεσμικοί μηχανισμοί και τα εργαλεία σχεδιασμού και υλοποίησης της ανασυγκρότησης σε διάφορα διοικητικά επίπεδα. Αναλύεται η πορεία της ανασυγκρότησης και επισημαίνονται ζητήματα που έχουν αναδειχθεί ιδίως στο τοπικό επίπεδο. Αναδεικνύονται νέα ζητήματα και προκλήσεις της ανασυγκρότησης και συζητιέται η επίδραση της εν λόγω καταστροφής στις παγκόσμιες πολιτικές για τη μείωση του κινδύνου καταστροφής, ιδίως αναφορικά με τις πολιτικές μείωσης του κινδύνου καταστροφής από μικρής πιθανότητας αλλά μεγάλων επιπτώσεων γεγονότα.


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 105

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

2. Το σύστημα προστασίας από καταστροφές στην Ιαπωνία Η Ιαπωνία είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες στον κόσμο. Επιπρόσθετα, λόγω των γεωγραφικών, τοπογραφικών και μετεωρολογικών συνθηκών, η χώρα υποφέρει συχνά από τυφώνες, κατακλυσμιαίες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις (The Cabinet Office, 2015). Η μεγάλη εμπειρία από καταστροφές έχει οδηγήσει βήμα-βήμα τη χώρα στην οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου και πρωτοπόρου συστήματος διαχείρισης καταστροφών. 2.1 Συνοπτική αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο, τις πρακτικές και τα μέσα διαχείρισης καταστροφής Ήδη από το 1949, μετά το σεισμό Swova Nankai (Μ=8.0) του 1946 που προκάλεσε 8.000 θανάτους, θεσπίζεται η Πράξη Ανακούφισης από Καταστροφές. Ακρογωνιαίο λίθο της διαχείρισης καταστροφών στην Ιαπωνία συνιστά όμως η θέσμιση, το 1961, μετά τον τυφώνα Ise-wan το 1959, της Βασικής Πράξης για

Μέτρα Αντιμετώπισης Καταστροφών. Αυτή προβλέπει αυξημένο ρόλο της εθνικής κυβέρνησης στην πρόληψη των καταστροφών και στην αποκατάσταση, παρότι μόνο 4 από τα 109 άρθρα της αναφέρονται σε αυτήν (Mochizuki, 2014). Η Βασική Πράξη για Μέτρα Αντιμετώπισης Καταστροφών εξακολουθεί, αναθεωρούμενη και τροποποιούμενη, να αποτελεί τη θεσμική ραχοκοκαλιά της διαχείρισης καταστροφών στη χώρα. Ιστορικά, ώθηση στις πολιτικές και πρακτικές διαχείρισης έδωσαν οι μεγάλες καταστροφές από το σεισμό του Kanto το 1923 που κατέστρεψε το Edo (το σημερινό Τόκιο) και από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και, αργότερα, η σεισμική καταστροφή του Kobe το 1995. Η διαχείριση καταστροφών αποτελεί εθνική προτεραιότητα και η Ιαπωνία κατέχει ηγετικό ρόλο παγκόσμια στο πεδίο της διαχείρισης καταστροφών και της μείωσης του σχετικού κινδύνου. Σταδιακά, έχει οικοδομηθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα για όλες τις φάσεις μιας καταστροφής, σε όλα τα διοικητικά επίπεδα και το οποίο εμπλέκει τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό αλλά και τον κοινωνικό τομέα (για το σύστημα προστασίας από καταστροφές στην Ιαπωνία

Εικόνα 1. Περιοχές όπου αναμένονται μεγάλοι σεισμοί στην ανατολική Ιαπωνία Πηγή: The Cabinet Office, 2015

105


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 106

106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

βλέπε The Cabinet Office, 2015). Εξάλλου, σύμφωνα με τον Βασικό Νόμο η Κυβέρνηση υποβάλει ετησίως στη Βουλή αναφορά (White Paper) για τις καταστροφές που συνέβησαν και τα μέτρα που ελήφθησαν. Αυξημένα μέτρα προστασίας προβλέπονται για τις περιοχές όπου με βάση επιστημονικές εκτιμήσεις υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να συμβούν μεγάλοι σεισμοί, στις οποίες ανήκει και η περιοχή που επλήγη από την καταστροφή του 2011 (Εικόνα 1). Μάλιστα, το 2006 το Κεντρικό Συμβούλιο Διαχείρισης Καταστροφών προχώρησε στην εκπόνηση σεισμικών σεναρίων αναφορικά με οκτώ αναμενόμενους μεγάλους σεισμούς, όμως οι εκτιμηθείσες αναμενόμενες απώλειες ήταν σημαντικά χαμηλότερες των πραγματικών από την καταστροφή του 2011 (Imamura & Anawat, 2012). Η ασφάλεια ενάντια σε τσουνάμι είναι κεντρική στο σχεδιασμό των παράκτιων πόλεων σε όλη την Ιαπωνία. Στην ανατολική ακτή έχουν δημιουργηθεί εκατοντάδες χώροι και κτίρια καταφυγής σε περίπτωση τσουνάμι, ενώ είχαν κατασκευαστεί προστατευτικά έργα διαφόρων τύπων που εκτείνονται κατά μήκος τουλάχιστον του 40% από τα 34.751 χιλιόμετρα της ακτογραμμής της (Inamura & Awate, 2012). Η Ιαπωνία υπερηφανεύεται για το παγκοσμίως πρωτοπόρο σύστημα προειδοποίησης που διεθέτει. Οι ασκήσεις ετοιμότητας πραγματοποιούνται συστηματικά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Λειτουργεί σύστημα προειδοποίησης για τσουνάμι ήδη από το 1952, ενώ το 2011 αυτό περιλάμβανε 300 αισθητήρες στο Ιαπωνικό Αρχιπέλαγος και είχε δυνατότητα πρόγνωσης του ύψους, της ταχύτητας, της θέσης και του χρόνου άφιξης του τσουνάμι. Η Μετεωρολογική Υπηρεσία είναι σε θέση να εκδώσει προειδοποίηση μέσα σε 2-3 λεπτά μετά το σεισμό και να κοινοποιήσει ανακοινώσεις για το εκτιμώμενο ύψος και ώρα άφιξης. Το σύστημα προστασίας από καταστροφές της Ιαπωνίας θεωρείται σε μεγάλο βαθμό προσανοτολισμένο προς τα κατασκευαστικά μέτρα και μάλλον συγκεντρωτικό και ιεραρχικό, με την κεντρική κυβέρνηση να παίζει καθοριστικό ρόλο (Δανδουλάκη, 2008). Ο σεισμός Kobe Hanshin το 1995 αποτέλεσε σταθμό για την πολιτική προστασίας από καταστροφές που εστράφη προς πιο ανθρωποκεντρικές πολιτικές για κοινωνική και οικονομική υποστήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (Leng, 2015).

Οι πολιτικές αντισεισμικής προστασίας στην Ιαπωνία αναπτύσσονται σε βάθος χρόνου και έχουν μεγάλη σπουδαιότητα στην συνολική πολιτική ατζέντα. Ενδεικτικό είναι ότι, σύμφωνα με τη Βασική Πράξη του 1961, το Κεντρικό Συμβούλιο Διαχείρισης Καταστροφών υπάγεται απευθείας στο Πρωθυπουργικό Γραφείο και ότι η ασφάλεια εντάσσεται στους βασικούς στόχους των Εθνικών Σχεδίων Ανάπτυξης. Η Ιαπωνία είναι ένα ενιαίο κράτος στο οποίο η εθνική κυβέρνηση, 47 Νομαρχίες και 1718 Δήμοι και Κοινότητες μοιράζονται τη διαχείριση καταστροφών (Aoki, 2016). Η εθνική κυβέρνηση στην Ιαπωνία συντονίζει ένα δίκτυο διαφορετικών φορέων και ενδιαφερομένων σε επίπεδο περιφέρειας, νομού και τοπικό. Γενικά, η Κυβέρνηση αναμένεται να παράσχει τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων ανασυγκρότησης. Η Νομαρχία έχει κεντρικό ρόλο στην αποκατάσταση των υποδομών στις παράκτιες και αγροτικές περιοχές και των λιμανιών, καθώς και για κάποιο μέρος του οδικού δικτύου και των ποταμών. Το τοπικό επίπεδο διανέμει βοήθεια προς τους πληγέντες σε μορφή αποζημιώσεων, μεριμνά για την αποκατάσταση τοπικών υποδομών και εξυπηρετήσεων (πάρκα, αποχέτευση κ.λπ.) και για το σχεδιασμό του χώρου σε τοπικό επίπεδο. 2.2 Ο χωρικός σχεδιασμός υπό το πρίσμα της προστασίας από καταστροφές Ο σχεδιασμός του χώρου στην Ιαπωνία, αν και αδύναμος, είναι στενά συνδεδεμένος με τις καταστροφές, φυσικές ή άλλες, και την ανασυγκρότηση (Akimoto, 2012), αλλά και τη διακυβέρνηση (Cho, 2014). Κατά τους Murakami et al. (2014), υπήρξαν τρία «κύματα» όσον αφορά στο χωρικό σχεδιασμό. Το πρώτο κύμα συνδέεται με το Βασιλικό Σχέδιο Αναζωογόνησης από τη σεισμική καταστροφή του Kanto το 1923 και το δεύτερο με το Μεταπολεμικό Σχέδιο Αναζωογόνησης του Edo (νυν Τόκιο) μετά τις καταστροφές από βομβαρδισμούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Την καταστροφή ακολούθησαν μεγαλόπνοοι και φιλόδοξοι σχεδιασμοί ανοικοδόμησης της πρωτεύουσας ως μιας νέας σύγχρονης πόλης με ορθολογική δομή. Οι εξαγγελίες αυτές και τα σχετικά σχέδια δεν υλοποιήθηκαν παρά σε ελάχιστο ποσοστό, καθώς συνάντησαν μεγάλες δυσκολίες στην υλοποίησή τους (Δανδουλάκη, 2008). Πάντως, και τα δύο αυτά κύματα έδωσαν


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 107

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

ώθηση στις πολεοδομικές διαστάσεις της ανασυγκρότησης. Κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με πρωτεργάτη την εθνική κυβέρνηση, άνθισε ο πολεοδομικός σχεδιασμός στο πλαίσιο ανασυγκρότησης από καταστροφές, σε μια εποχή οικονομικής και δημογραφικής μεγέθυνσης. Προτεραιότητα της ανασυγκρότησης ήταν η αποκατάσταση των υποδομών, ενώ η στέγαση από την προσωρινή στέγαση έως την κοινωνική κατοικία, αποτέλεσε δευτερεύοντα στόχο. Κατά την περίοδο αυτή, τα σχήματα παροχής ενισχύσεων και οι μηχανισμοί χρηματοδότησης ήταν δεδομένα και ελάχιστα προσαρμόζονταν στις τοπικές ανάγκες (Murakami et al., 2014). Η ανασυγκρότηση βασιζόταν στην εμπιστοσύνη στον ηγετικό ρόλο της εθνικής κυβέρνησης να δημιουργήσει, με την υποστήριξη του βιομηχανίας, ένα κράτος πρόνοιας και να επιτύχει όχι μόνο ταχεία αποκατάσταση αλλά και οικονομική μεγέθυνση (Nakajina 2013 όπως αναφέρεται από τους Murakami et al., 2014). Η προσέγγιση αυτή άφηνε στο περιθώριο του σχεδιασμού το τοπικό επίπεδο και τους πολίτες. Όσον αφορά το σχεδιασμό του χώρου, οι πολεδομικές επεμβάσεις ήταν κυρίως δύο τύπων (Δανδουλάκη, 2008). Η πολεοδομική τακτοποίηση (urban readjustment) αποσκοπεί στη σχετική βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης (λόγου χάρη μέσω κανονικοποίησης του αστικού ιστού, βελτίωσης της εκκένωσης πληθυσμού, δημιουργίας ανοιχτών χώρων). Στις περιοχές πολεοδομικής τακτοποίησης κάθε ιδιοκτησία εισφέρει γη και ακολουθεί πολεοδομικός ανασχεδιασμός. Ριζικότερη επέμβαση αποτελεί η αστική ανασυγκρότηση (urban redevelopment). Στην περίπτωση αυτή αγοράζονται όλες οι ιδιοκτησίες και στη συνέχεια η περιοχή ανασχεδιάζεται και αναδομείται πλήρως. Περιοχές υψηλού κινδύνου καταστροφής θεωρούνται επιλέξιμες για επεμβάσεις αυτού του είδους, τα οποία συχνά υλοποιούνται μέσω συμπράξεων ιδιωτικών και δημόσιων φορέων. Τις τελευταίες δεκαετίες και ιδίως κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε στην Ιαπωνία ένα τρίτο κύμα σχεδιασμού του χώρου που ονομάστηκε «machizukuri» (από τη λέξη «machi» που μπορεί να αποδοθεί ως κοινότητα και τη λέξη «zukuri» που σημαίνει κατασκευή/δημιουργία) (Woodend, 2013). Πρόκειται για δραστηριότητες μικρής κλίμακας που αναπτύσσονται σε επίπεδο κοινότητας και με συμμετοχικές διαδικασίες (Sorensen, 2002). Τέτοιες είναι,

ενδεικτικά, η δημιουργία κοινοτικών χώρων συγκέντρωσης των κατοίκων, διάφορα προγράμματα ευαισθητοποίησης και συμμετοχής σε επίπεδο γειτονιάς και αποκατάσταση τοπικών παραδοσιακών κτιρίων και εμπορικών δρόμων με συμμετοχή των κατοίκων (βλέπε Woodend, 2013). Η δεκαετία του 1990 χαρακτηρίζεται στην Ιαπωνία ως «χαμένη δεκαετία». Είναι μία περίοδος κατά την οποία τα μακροοικονομικά μεγέθη χειροτέρευαν και οι συνήθεις διορθωτικές πολιτικές που βασίζονταν σε ενίσχυση του κατασκευαστικού τομέα μέσω δημοσίων έργων μεγάλης κλίμακας και σε μεγάλη οικονομική ένεση προς στις τράπεζες, δεν απέδιδαν (Uzuhashi, 2003). Η σεισμική καταστροφή του Κόμπε το 1995 αποτέλεσε έναυσμα για ένταξη του «machizukuri» στον επίσημο σχεδιασμό του χώρου, καταρχήν μέσω της αναγνώρισης του ρόλου των ομάδων κατοίκων γειτονιάς (Shaw & Gota, 2004). Η μετάβαση από τα μεγάλα πολεοδομικά έργα με πρωτεργάτη την εθνική κυβέρνηση σε μικρής κλίμακας προγράμματα στα οποία συμπράττουν η κυβέρνηση, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα και κάτοικοι, συνδυάζεται με δραστικές μειώσεις στις επενδύσεις στον κατασκευαστικό τομέα, ενδεικτικά από 14,9 τρισεκατομμύρια γεν το 1998 σε 6,2 τρισεκατομύρια το 2011 (Hirano, 2013). Έπειτα από τη σεισμική καταστροφή η αποκατάσταση των υποδομών προχώρησε γρήγορα και, κατά την αντίληψη της κυβέρνησης, ολοκληρώθηκε σε τρία έως πέντε χρόνια (Shaw & Goda 2004), οπόταν η οικονομία του Κόμπε είχε ανακάμψει από 75% έως 95% ανάλογα με τον τομέα (RMS, 2005). Ωστόσο, η αντίληψη των κατοίκων, που έβλεπαν την αποκατάσταση καθηλωμένη «στο 80%», ήταν λιγότερο θετική (Shaw & Goda 2004). Οι απαιτήσεις των πληγέντων και πιέσεις από διάφορες ομάδες, οδήγησαν, το 1998, σε αναθεώρηση του Σχεδίου Αποκατάστασης, ώστε να επικεντρώνεται περισσότερο στις ανάγκες των σεισμόπληκτων σε επίπεδο νοικοκυριού και γειτονιάς και λιγότερο στα μεγάλα έργα. Η ανασυγκρότηση μπήκε σε μια νέα φάση που χαρακτηρίζονταν από στροφή στο άτομο και το νοικοκυριό, τη μικρή κλίμακα, στις συμμετοχικές διαδικασίες, τη συμβολή των Μη Κερδοσκοπικών Ιδρυμάτων (ΜΚΙ), ενώ προωθήθηκαν πολεοδομικές επεμβάσεις στην κατεύθυνση «machizukuri» (Μamula-Seadon et al., α.ε). Πάντως, η κατεύθυνση «machizukuri» έχει υποστεί την κριτική ότι υποκρύ-

107


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 108

108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

πτει υποχώρηση των κρατικών πολιτικών και νεοφιλελευθερισμό (Bosman, 2013). 3. Η ανασυγκρότηση μετά την καταστροφή του 2011 3.1 Τα χαρακτηριστικά της πληγείσας περιοχής και οι επιπτώσεις της καταστροφής Η καταστροφή έπληξε κυρίως την παράκτια ανατολική ζώνη της περιφέρειας Tohoku και ιδίως τους Νομούς Fukushima, Iwate, Miyagi (Εικόνα 2). Η περιφέρεια που επλήγη ήταν η δεύτερη πληθυσμιακά μετά το Kanto το 19ο αιώνα, αλλά έχασε σταδιακά τη θέση αυτή με την εκβιομηχάνιση της παράκτιας ζώνης του Ειρηνικού και συνακόλουθα, με τη μετανάστευση προς το Τόκιο και άλλες πόλεις. Το 2000 η περιοχή είδε για πρώτη φορά μείωση του πληθυσμού και το 2010 ο πληθυσμός της ήταν 9.336.000 άτομα ή 7,3% του συνολικού πληθυσμού της Ιαπωνίας. Το Tōhoku είναι παραδοσιακά ο τροφοδότης της Ιαπωνίας καθότι αποτελεί τον κύριο παραγωγό αγροτικών προϊόντων που κατευθύνονται προς το ΤόκιοYokohama και το Sendai. Ενδεικτικά, εκεί παράγεται το 20% περίπου της παραγωγής ρυζιού της Ιαπωνίας. Τη δεκαετία του 1960 άρχισε η εκβιομηχάνισή της περιοχής με παραγωγή ιδίως σιδήρου, ατσαλιού, χημικών, με διυλιστήρια πετρελαίου, μονάδες χαρτομάζας κ.λπ., αλλά η περιοχή εξακολουθεί να διατηρεί τον αγροτικό της χαρακτήρα. Όσον αφορά στο πολεοδομικό και χωροταξικό περιβάλλον, η πληγείσα περιοχή βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων, όπως (Hirano, 2013): α) Μεγάλη δημογραφική μείωση και πολύ μεγάλη γήρανση του πληθυσμού, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, β) Υποβάθμιση των κεντρικών περιοχών των πόλεων και ενίσχυση των περιαστικών εμπορικών πάρκων, γ) Προβλήματα στην αγορά ακινήτων όσον αφορά την οριοθέτηση και τις μεταβιβάσεις των ιδιοκτησιών καθώς και ανισορροπίες ανάμεσα στην αγορά και τη ζήτηση στέγης σε καθεστώς δημογραφικής μείωσης, και δ) Επιδίωξη μετάβασης από την αστική διάχυση στη συμπαγή πόλη. Η ανασυγκρότηση είχε λοιπόν να λάβει υπόψη όχι μόνο τις καταστροφές που προκλήθηκαν αλλά επίσης, προκαταστροφικές αρνητικές τάσεις και δυσκολίες. Η καταστροφή στην ανατολική Ιαπωνία το 2011, ήταν βιβλική. Περισσότερα από 121.000 κτίρια κατα-

στράφηκαν και από 1 εκατομμύριο υπέστησαν βλάβες. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (Reconstruction Agency, στοιχεία στις 10/12/2015) ο αριθμός των θανάτων είναι 15.893, 2.565 είναι οι αγνοούμενοι, περίπου 6.000 οι τραυματίες. Συνολικά περισσότεροι από 470.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τις εστίες τους ενώ τον Αύγουστο 2015 ο αριθμός αυτός είχε μειωθεί σε λιγότερες από 200.000 με περίπου 70.000 άτομα να ζουν σε προσωρινά καταλύματα. Στις 11/03/2011 η Μετεωρολογική Υπηρεσία της Ιαπωνίας (JMA) κατέγραψε σεισμικά κύματα μέχρι και 22 δευτερόλεπτα πριν γίνει αισθητός ο σεισμός και η πρώτη τηλεοπτική ανακοίνωση του σεισμού ανέφερε σεισμό Μ=7.9. Τρία λεπτά μετά την έναρξη της σεισμικής διάρρηξης του κυρίου σεισμού αποφασίστηκε η έκδοση προειδοποίησης για τσουνάμι 6 μέτρων στο Miyagi και 3 μέτρων στο Iwate και στη Fukushima, ενώ 28 λεπτά αργότερα το ύψος επανεκτιμήθηκε σε 10 μέτρα (Imamura & Anawat, 2014). Η τελευταία αυτή προειδοποίηση δεν ήταν δυνατόν, ωστόσο, να φτάσει στον πληθυσμό λόγω απώλειας της λειτουργίας των υποδομών επικοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, το ύψος του κύματος υποεκτιμήθηκε πολύ, καθώς σύμφωνα με επιτόπου μετρήσεις τα πραγματικά ύψη που έπληξαν την παράκτια ζώνη έφτασαν τα 39 μέτρα. Στην περιφέρεια Tohoku είχαν κατασκευαστεί 300 χιλιόμετρα παράκτιων προστατευτικών έργων κατά μήκος των 1.700 χιλιομέτρων ακτής των Νομών Iwate, Miyagi και Fukushima τα προηγούμενα 50 έτη, από τα οποία τα 190 χιλιόμετρα καταστράφηκαν ή υπέστησαν σοβαρές βλάβες (Ranghieri & Ishiwatari 2014). Τέτοια έργα (τσουναμότοιχοι, κυματοθραύστες, φράγματα, παράκτιες δασικές ζώνες) υπέστησαν βλάβες και αποδείχτηκαν ανεπαρκή για την προστασία του πληθυσμού. Αντιπλημμυρικά έργα, όπως φράγματα, τα οποία θα μπορούσαν να προστατεύσουν από την πλημμύρα κάποιες ζώνες, δεν κατέστη δυνατό να κλείσουν έγκαιρα. Καθοριστικό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της καταστροφής ήταν το δευτερογενές πυρηνικό ατύχημα. Τσουνάμι προκάλεσε βλάβες σε αντιδραστήρες του πυρηνικού εργοστασίου Fukishima Daiichi και μεγάλο πυρηνικό ατύχημα 7 βαθμών της κλίμακας INES (International Nuclear and Radiological Event Scale) (WNA, 2015). Ως προληπτικό μέτρο, όλα τα πυρηνικά εργοστάσια της Ιαπωνίας διέκοψαν τη λειτουργία τους. Για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ανεπάρκειας, ξεκίνησαν κυλιόμενες διακοπές ρεύματος που επηρέα-


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 109

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

Εικόνα 2. Πληγέντες Νομοί από την καταστροφή στην ανατολική Ιαπωνία το 2011 Πηγή: Δανδουλάκη, 2011

σαν περί τα 45 εκατομμύρια άτομα. Ακόμη, επιβλήθηκαν περιορισμοί της ενεργειακής κατανάλωσης σε επιχειρήσεις και έγινε έκληση προς στον πληθυσμό και τις επιχειρήσεις να περιορίσουν την κατανάλωση ενέργειας (Ranghieri & Ishiwatari, 2014). Στις 16/12/2011 ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας ανήγγειλε ότι επετεύχθη «ψυχρό κλείσιμο» του εργοστάσιου Fukushima Daiichi, ωστόσο η διακοπή λειτουργίας των πυρηνικών εργοστάσιων συνεχίστηκε και το 2015. Σταδιακά, το μείζον ζήτημα της ενεργειακής επάρκειας αντιμετωπί-

στηκε με εισαγωγές και αναπροσαρμογή του ενεργειακού μίγματος, επιφέροντας βέβαια αντίστοιχη επιβάρυνση στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών και στο κόστος της ενέργειας (ΜΕΤΙ, 2015). Αμέσως μετά την καταστροφή οι οικονομικοί δείκτες, κατέρρευσαν αλλά μέχρι τον Αύγουστο 2011 επήλθε ανάκαμψή τους τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο περιφέρειας (Ranghieri & Ishiwatari, 2014). Μεγαλύτερη δυσκολία αντιμετώπισε ο Νομός Miyagi όπου η οικονομική δραστηριότητα συγκεντρωνόταν

109


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 110

110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

στην παράκτια ζώνη. Οι επιπτώσεις της τριπλής αυτής καταστροφής στον αγροτικό τομέα ήταν μεγάλες (Bachev & Ito, 2016) και ιδίως οι επιπτώσεις στην αλιεία καθώς καταστράφηκαν αλιευτικά καταφύγια, σκάφη και εξοπλισμός, αλλά επίσης κλονίστηκε η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στα παραγόμενα προϊόντα. Ο τουρισμός ιδίως όσον αφορά αφίξεις από το εξωτερικό επλήγη επίσης, ενώ ο τουρισμός στις πληγείσες περιοχές εξακολουθεί να παραμένει σημαντικά κάτω του εθνικού μέσου όρου (MLIT, 2013). 3.2 Η διαχείριση της καταστροφής και η προσέγγιση της ανασυγκρότησης Η καταστροφή έπληξε περισσότερους από 200 Δήμους και συνεπώς ανέκυψε ανάγκη αντιμετώπισης της κατάστασης τόσο σε εθνικό, όσο και σε επίπεδο Νομαρχίας και Δήμου. Η ένταση, η έκταση και η συνθετότητα της καταστροφής δημιούργησε μεγάλες απαιτήσεις όσον αφορά το συντονισμό των δράσεων σε διάφορους τομείς, και σε διάφορα χωρικά και διοικητικά επίπεδα. Λόγω της έντασης και έκτασης της καταστροφής συγκροτήθηκε αμέσως μετά το σεισμό Εθνική Επιτροπή Συντονισμού υπό τον πρωθυπουργό. Ήταν πρώτη φορά που συστήθηκε τέτοιο όργανο από το σεισμό του Κάντο του 1923. Μεγάλης σημασίας επίσης είναι η σύσταση, ένα χρόνο μετά το σεισμό, μιας νέας μονάδας, του Φορέα Ανασυγκρότησης (Reconstruction Agency) ο οποίος αναφέρεται απευθείας στο Πρωθυπουργικό Γραφείο. Ο νέος φορέας έχει ως σκοπό να σχεδιάσει και να συντονίσει τις πολιτικές και τα μέτρα ανασυγκρότησης και να υποστηρίξει τις τοπικές αρχές στο έργο της ανασυγκρότησης ως υπηρεσία μιας στάσης “one-stop shop”. Στην συγκεκριμένη καταστροφή, λόγω του τεράστιου όγκου των ερειπίων, η Κυβέρνηση ανέλαβε τον συντονισμό της απομάκρυνσης και απόθεσης των ερειπίων και του χειρισμού των ραδιενεργών ερειπίων, αν και ο καθαρισμός των οδών και η απομάκρυνση των ερειπίων αποτελεί αρμοδιότητα τοπικού επιπεδου. Ανέλαβε επίσης πιο κεντρικό ρόλο στο σχεδιασμό της ανασυγκρότησης, αναλαμβάνοντας, σε συνεργασία με τους Δήμους, την εκτίμηση των βλαβών και την επισήμανση των κατάλληλων μέτρων ανασυγκρότησης, ενώ προέβη σε νομικές ρυθμίσεις για την διευκόλυνση της ανασυγκρότησης, όπως εξαίρεση σχετικών προγραμμάτων από τις κανονικές ρυθμιστικές διαδικασίες.

Εξάλλου, η Κυβέρνηση προχώρησε στην ενίσχυση του ρόλου του τοπικού επιπέδου, δηλαδή στην ενδυνάμωση των Δήμων ώστε να προχωρήσουν την ανασυγκρότηση, διότι αυτοί είναι πιο κοντά στον πολίτη και στα τοπικά προβλήματα. Ο δικός της ρόλος περιορίστηκε στην υποστήριξη των Δήμων για την εκπόνηση σχεδίων αποκατάστασης, στη θέσμιση ειδικών ζωνών ανασυγκρότησης και στην παροχή της αναγκαίας χρηματοδότησης για την ανασυγκρότηση, ενώ παρείχε υποστήριξη για την εκτίμηση της επικινδυνότητας των παράκτιων ζωνών έναντι τσουνάμι (MLIT, 2012). Οι Βασικές Κατευθύνσεις για την Ανασυγκρότηση δημοσιεύθηκαν τρεις μήνες μετά την καταστροφή (Reconstruction Design Council in Response to the Great East Japan την ανασυγκρότηση με τίτλο «Προς την ανασυγκρότηση: Ελπίδα μετά την καταστροφή». Πρόκειται για μια εμπνευσμένη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της ανασυγκρότησης που εκτείνεται από την αποκατάσταση του δομημένου περιβάλλοντος και την αποκατάσταση από το πυρηνικό ατύχημα της Fukushima μέχρι την οικονομική ανάκαμψη σε περιφερειακό επίπεδο και την μακροπρόθεσμη έρευνα σε θέματα ανασυγκρότησης από καταστροφές και την αναβάθμιση της Ιαπωνίας σε διεθνές επίπεδο. Το όραμα της ανασυγκρότησης προβλέπει ηγετικό ρόλο των τοπικών αρχών, ενώ προάγει την ενσωμάτωση της μείωσης των καταστροφών σ την ανασυγκρότηση. Οι κατευθύνσεις αυτές αποτυπώθηκαν στον βασικό Νόμο και σε όλο το θεσμικό πλαίσιο για την Ανασυγκρότηση. Πρώτη προτεραιότητα της χώρας ήταν η οικονομική αναζωογόνηση και η εστίαση στις πολιτικές που προάγουν την οικονομική αναζωογόνηση, την ανασυγκρότηση και τη διαχείριση καταστροφών. Ο χρονικός ορίζοντας για την ανασυγκρότηση ετέθη στα 10 χρόνια, με αυξημένους ρυθμούς για τα πρώτα 5 χρόνια. Ο συνολικός προϋπολογισμός εκτιμήθηκε στα 23 γεν τρισεκατομμύρια από τα οποία τα 19 γεν τρισεκατομμύρια τα πρώτα 5 έτη. Αργότερα, η χρηματοδότηση της ανασυγκρότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα πρώτα 5 χρόνια αυξήθηκε σε 25 τρισεκατομμύρια γεν (266 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ). 3.2.1 Πόσο ασφαλές είναι αρκετά ασφαλές; Το τσουνάμι είχε ήδη καταστρέψει ισχυρές προστατευτικές κατασκευές. Μόνο η ύψους 15 μέτρων θύρα στο Fudai προστάτευσε τους οικισμούς πίσω από


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 111

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

αυτήν. Το τσουνάμι είχε ύψος 17 μέτρα και την υπερέβη, αλλά μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα πλημμύρησαν. Όμως, οι θαλάσσιοι προστατευτικοί τοίχοι στο Taro στο Νομό Miyagi, στο Otsuchi και στη Yamada κατέρρευσαν και μεγάλη περιοχή πλημμύρισε, με βάθος νερού μάλιστα που υπερκάλυπτε ένα ή δύο ορόφους. Τα κτίρια καταφυγής για εκκένωση καθ’ ύψος σε περίπτωση τσουνάμι δεν ήταν αρκετά ψηλά και κάποια από αυτά υπέστησαν βλάβες ή ανατράπηκαν (Inamura & Anawat, 2012). Επιπρόσθετα, οι πράσινες ζώνες, συνήθως από πεύκα, που αποτελούν ένα μέσο προστασίας των παράκτιων περιοχών αποδείχθηκε ότι δεν παρείχαν αρκετή προστασία. Για παράδειγμα στην πόλη Rikuzentakata στο Sanriku, από τα 4.000 πεύκα που υπήρχαν μεταξύ του οικισμού και της θάλασσας μόνο ένα επέζησε και αποτελεί σήμερα μνημείο επιβίωσης από την καταστροφή. Από την άλλη πλευρά προστατευτικός τοίχος ύψους 15 μέτρων προστάτευσε πλήρως χωριό από το τσουνάμι του 2011. Προκαταστροφικά, η εμπιστοσύνη στα προστατευτικά έργα ήταν μεγάλη. Μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις όπου άτομα δεν αναζήτησαν προστασία σε υψη-

λίου 2011 μια νέα Επιτροπή («Επιτροπή για την Τεχνική Εξέταση Μέτρων Αντιμετώπισης των Σεισμών με βάση τα Μαθήματα από το Σεισμό του 2011 στο Tohoku, στην ακτή του Ειρηνικού»). Περίπου τρεις μήνες αργότερα, η Επιτροπή κατέληξε σε μια απόφαση για τα μέτρα προστασίας της Ιαπωνίας από τσουνάμι τα οποία αφορούσαν ολόκληρη τη χώρα και συνεπώς, και τις πληγείσες περιοχές. Με βάση τις προτάσεις αυτές εκδόθηκε η Πράξη για Δημιουργία Κοινοτήτων Ανθεκτικών σε Τσουνάμι που προβλέπει τη βελτίωση των συστημάτων παρακολούθησης και προειδοποίησης, την εκπαίδευση του πληθυσμού και την πραγματοποίηση ασκήσεων έναντι τσουνάμι, καθώς και την κατασκευή έργων προστασίας. Αναφέρεται ακόμη, στη δημιουργία ολοκληρωμένων σχεδίων και σε περιορισμούς δόμησης σε επικίνδυνες περιοχές. Επιπρόσθετα, έγιναν οι απαραίτητες τροποποιήσεις στη Βασική Πράξη Αντιμετώπισης Καταστροφών ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους Δήμους να καθορίζουν χώρους καταφυγής και επείγουσας στέγασης. Ο σκοπός αυτών των ρυθμίσεων είναι η πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των τσουνάμι.

Επίπεδο τσουνάμι

Περίοδος επανάληψης

Σκοπός

Μέτρα Δράσεις

Ε1

50-60 έως 150-160 έτη

Λήψη κατασκευαστικών μέτρων προστασίας της παράκτιας ζώνης

Ε2

Μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες έτη

Η μείωση των απωλειών στους ανθρώπους, τις κατοικίες, τις περιουσίες και την οικονομική δραστηριότητα Η προστασία της ζωής, με βασικό εργαλείο την εκκένωση του πληθυσμού

Λήψη ολοκληρωμένων μέτρων προστασίας (κυρίως μη κατασκευαστικού χαρακτήρα)

Πίνακας 1. Προτάσεις για την αντιμετώπιση των τσουνάμι. Πηγή: The Cabinet Office, 2015

λότερο έδαφος επειδή είχαν εμπιστοσύνη στην ικανότητα των προστατευτικών τοίχων (Yun & Yamada, 2012). Η καταστροφή κλόνισε την εμπιστοσύνη στα προσατευτικά έργα και έπληξε την εμπιστοσύνη στον ηγετικό, προστατευτικό ρόλο της εθνικής κυβέρνησης και λόγω της σύγχυσης που ακολούθησε το πυρηνικό ατύχημα και των αντιφατικών επίσημων ανακοινώσεων που εκδόθηκαν. Συνακόλουθα, η αξιόπιστη εγγύηση της ασφάλειας έναντι μελλοντικών καταστροφών στη χώρα αναδείχθηκε σε θεμελιώδες ζήτημα. Δεδομένης της κατάστασης, το Κεντρικό Συμβούλιο Πρόληψης Καταστροφών σύστησε στις 27 Απρι-

Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, υιοθετούνται δύο επίπεδα προστασίας (Πίνακας 1). Ε1 50-60 έως 150-160 έτη Η μείωση των απωλειών στους ανθρώπους, τις κατοικίες, τις περιουσίες και την οικονομική δραστηριότητα Λήψη κατασκευαστικών μέτρων προστασίας της παράκτιας ζώνης Ε2 Μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες έτη Η προστασία της ζωής, με βασικό εργαλείο την εκκένωση του πληθυσμού Λήψη ολοκληρωμένων μέτρων προστασίας (κυρίως μη κατασκευαστικού χαρακτήρα)

111


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 112

112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

Το Επίπεδο 1 αναφέρεται στο όχι σπάνιο τσουνάμι, δηλαδή αυτό που έχει περίοδο επανάληψης 50-60 έως 150-160 έτη. Ως προς το τσουνάμι Ε1, επιδιώκεται η προστασία των ανθρώπων και περιουσίας και λαμβάνονται κυρίως κατασκευαστικά προστατευτικά μέτρα, όπως η κατασκευή κυματοθραυστών. Τα σχετικά έργα σχεδιάζονται και κατασκευάζονται με απαίτηση να μην αστοχήσουν, αλλά και να μην υπερχειλιστούν σε περίπτωση τουνάμι Ε1. Το Επίπεδο 2 αναφέρεται σε τσουνάμι με περίοδο επανάληψης μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες έτη. Για τσουνάμι αυτού του επιπέδου (σημειωτέον δε, ότι το τσουνάμι του 2011 είναι αυτού του επιπέδου) επιδίωξη είναι η προστασία των ανθρώπων και η διατήρηση της λειτουργίας των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών λειτουργιών. Για τσουνάμι Ε2 θεωρείται ότι δεν είναι δόκιμη (για λόγους οικονομικοτεχνικούς, περιβαλλοντικούς, ποιότητας ζωής κ.ά.) η λήψη κυρίως κατασκευαστικών μέτρων, αλλά απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση που συνδυάζει διαφορετικά μέτρα κατασκευαστικού και μη κατασκευαστικού χαρακτήρα. Τέτοια μέτρα είναι η μεταφορά των οικισμών στα ανάντη, η κατάλληλη χωροθέτηση χρήσεων, η χωροθέτηση και κατασκευή χώρων και κτιρίων καταφυγής, η εκπόνηση σχεδίων εκκένωσης του πληθυσμού και η πραγματοποίηση τακτικών ασκήσεων εκκένωσης. Τα μέτρα προστασίας έναντι τσουνάμι Ε2 αποτελούν μέρος των σχεδίων ανασυγκρότησης για τα οποία έχουν την αρμοδιότητα οι δήμοι. Σημειωτέον, ότι υπάρχει απαίτηση μη αστοχίας των κατασκευαστικών έργων σε περίπτωση τσουνάμι Ε2, αλλά δεν υπάρχει απαίτηση μη υπερχείλισής τους (Raby et al. 2015). Οι Νομαρχίες σε συνεργασία με την Κυβέρνηση και με αξιοποίηση ιδιωτών μελετητών, προέβησαν σε εκτίμηση του ύψους των αναγκαίων προστατευτικών τοίχων και σε εκπόνηση σεναρίων για τσουνάμι Ε1 και τσουνάμι Ε2. O Hirano (2013), αναφέρει ενδεικτικά για των ύψος των προστατευτικών τοίχων έναντι τσουνάμι Επιπέδου 1 και Επιπέδου 2: για την περιοχή Μinami-Sanriku της περιφέρειας Μiyagi, το ύψος των προστατευτικών τοίχων για τσουνάμι Επιπέδου 1 εκτιμάται σε 8,7 μέτρα και για τσουνάμι Επίπεδου 2 σε 20 μέτρα, ενώ για τη θέση Otsuchi της περιφέρειας Iwate το ύψος για τσουνάμι Ε1 είναι 14,5 μέτρα ενώ για τσουνάμι Ε2 15,1 μέτρα. Μεγάλες διαφορές στα απαιτούμενα ύψη των προστατευτικών τοίχων υπολογίζο-

νται στο νότιο μέρος της ακτής ria, ενώ το απαιτούμενο ύψος των τοίχων Ε1 για το πεδινό μέρος της περιφέρειας Miyagi είναι μικρότερο από αυτό που απαιτείται για προστασία από παλίρροια. Η Κυβέρνηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή προστατευτικών τοίχων έναντι τσουνάμι Ε1 κατά μήκος όλης της ακτογραμμής των περιοχών που επλήγησαν από το τσουνάμι του 2011. Προσδιορίστηκαν λοιπόν, 24 παράκτιες ζώνες στην Περιφέρεια Iwate, 22 στην Περιφέρεια Miyagi και 14 στην Περιφέρεια Fukushima, όπου θα κατασκευαστούν προστατευτικοί τοίχοι με χρηματοδότηση της κεντρικής κυβέρνησης (Mochizuki, 2014). Εν τέλει, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε, δίνει μια κατασκευαστικού χαρακτήρα λύση στο πρόβλημα ως προς φαινόμενα συνήθη (Επιπέδου 1), με την αίρεση βέβαια του πιθανοτικού/στοχαστικού χαρακτήρα που έχουν οι εκτιμήσεις αυτού του τύπου. Αφήνει όμως ανοιχτό το ζήτημα της προστασίας από τσουνάμι Επιπέδου 2 ως προς το οποίο καλούνται να δώσουν τα σχέδια ανασυγκρότησης σε τοπικό επίπεδο. 3.3 Ζητήματα ανασυγκρότησης σε τοπικό επίπεδο Λαμβάνοντας υπόψη τα μαθήματα από την καταστροφή, θεσπίστηκαν προβλέψεις για την ενίσχυση κοινών υποστηρικτικών δραστηριοτήτων από τις τοπικές κυβερνήσεις, όπως μέτρα για την ενίσχυση της εκκένωσης του πληθυσμού και την προστασία των πληγέντων και μέτρα για τα εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης (The Cabinet Office, 2015). 3.3.1 Θεσμικές προβλέψεις για την ανασυγκρότηση σε τοπικό επίπεδο Μετακαταστροφικά, εκδόθηκε ένα σύνολο νομικών ρυθμίσεων αναφορικά με την αποκατάσταση και την ανασυγκρότηση, μεταξύ αυτών 7 νόμοι για την υποστήριξη των θυμάτων, 5 για την αποκατάσταση και το «machizukuri», 3 για την ανασυγκρότηση των επιχειρήσεων, 6 για την υποστήριξη προς τις δημοτικές αρχές, 9 για την αντιμετώπιση του πυρηνικού ατυχήματος και 12 για θέματα χρηματοδότησης και άλλα. Επιπρόσθετα, η Κυβέρνηση κατ’ εφαρμογή της Βασικής Πράξης του 1961, προχώρησε σε νομικές ρυθμί-


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 113

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

σεις προκειμένου: α) Να συστήσει Φορέα Αποκατάστασης, β) Να δημιουργήσει ειδικές ζώνες αποκατάστασης και γ) Να εκδοθούν ομόλογα αποκατάστασης και να ληφθούν άλλα μέρα (Mochizuki, 2014). Προκειμένου να επιταχυνθεί η ανασυγκρότηση, παρέχεται σε 227 Δήμους ένα πακέτο ειδικών μέτρων τα οποία περιλαμβάνουν διευκολύνσεις και απλοποιήσεις διαδικασιών, φορολογικές ελαφρύνσεις, οικονομική και χρηματοδοτική υποστήριξη, καθώς και αναδιάρθρωση των χρήσεων γης. Συγκεκριμένα, οι διευκολύνσεις και απλοποιήσεις αφορούν στη μετατροπή της αγροτικής γης σε άλλες χρήσεις, φοροαπαλλαγές για τους εργαζόμενους και τις νέες επιχειρήσεις, χρηματοδότηση και επιδότηση επιτοκίου για αποκατάσταση, καθώς και ειδικές πολεοδομικές ρυθμίσεις για αστική ανασυγκρότηση, καθώς και αύξηση του συντελεστή δόμησης για κτίρια κατακόρυφης εκκένωσης (Reconstruction Agency, 2013). Οι Δήμοι μόνοι τους ή σε συνεργασία με τη Νομαρχία, εκπονούν τα σχέδια προκειμένου να χαρακτηριστεί μια περιοχή ως Ειδική Ζώνη. Οι προτεινόμενες αλλαγές πρέπει να ανακοινωθούν και επιδειχτούν στο κοινό, ενώ προβλέπονται σχετικές ακροάσεις και διαβουλεύσεις πριν την οριστικοποίησή τους. Στις Ειδικές Ζώνες διευκολύνεται σημαντικά η αλλαγή χρήσης γης (π.χ., από γεωργική γη σε κατοικία) και η οικιστική ανάπτυξη σε ζώνες που προηγουμένως είχαν κριθεί ακατάλληλες. Οι συνήθως χρονοβόρες διαδικασίες πολεοδομικού σχεδιασμού στις οποίες εμπλέκεται ένα σύνολο φορέων, έχουν απλοποιηθεί σημαντικά και οι σχετικές άδειες εκδίδονται από μια μόνο αρχή. Επίσης, οι αναθεωρήσεις Σχεδίων Πόλης, τα Σχέδια Αξιοποίησης της Γεωργικής Γης και τα Αναπτυξιακά Σχέδια εκδίδονται από μια μόνο υπηρεσία. Οι Δήμοι έχουν την αρμοδιότητα να εκπονήσουν τα πολεοδομικά σχέδια στα οποία προσδιορίζονται οι «μπλε» ζώνες όπου μεταφέρεται η κατοικία, «κόκκινες» ζώνες όπου επιτρέπονται μόνο εμπορικές και βιομηχανικές χρήσεις και «πράσινες» ζώνες όπου επιτρέπεται η εγκατάσταση χρήσεων σχετικών με την αλιεία. Ακόμη, έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τοπικούς κανονισμούς αντί των εθνικών που προβλέπονται από την Πράξη για την Κατασκευή Βιομηχανιών και την Πράξη για την Προώθηση της Κατασκευής Επιχειρήσεων, καθορίζοντας μικρότερες περιβαλλοντικές απαιτήσεις και απαιτήσεις πρασίνου. Υπάρχει επίσης, η δυ-

νατότητα να μειωθούν οι περιορισμοί για χωροθέτηση βιομηχανίας, εφόσον το προτεινόμενο σχέδιο συμφωνεί με τη βασική πολιτική του Σχεδίου Προαγωγής της Ανασυγκρότησης. Παραδείγματος χάρη, σε μια εμπορική ζώνη που επλήγη, δίδεται άδεια κατασκευής μιας βιομηχανίας επεξεργασίας αλιευμάτων δίπλα σε εστιατόρια ή καταστήματα εμπορίας ψαριών, προκειμένου να προωθηθεί στη ζώνη αυτή η καθετοποίηση των σχετικών επιχειρήσεων. Άλλο παράδειγμα είναι η κατασκευή καταστημάτων και κτιρίων μετρίου ύψους μετά την κατασκευή αναχώματος, σε ζώνες που πριν ήταν αποκλειστικά βιομηχανικές, προκειμένου να ενισχυθεί η συγκέντρωση εμπορικών δραστηριοτήτων (Reconstruction Agency, 2013). 3.3.2 Εργαλεία και πρακτικές ανασυγκρότησης σε τοπικό επίπεδο Τα σχέδια και προγράμματα ανασυγκρότησης διαφέρουν σημαντικά ως προς την προσέγγιση τους, σε διάφορους Δήμους και συνοικίες. Μία βασική επιλογή πρέπει να γίνει ανάμεσα στη μεταφορά σε ασφαλέστερη θέση των περιοχών κατοικίας που βρίσκονται σε επικίνδυνη ζώνη και στην παραμονή στην πρότερη θέση, λαμβάνοντας μέτρα ασφαλείας. Η επιλογή είναι σημαντική και δύσκολη και οι τοπικές κοινότητες και οι κάτοικοι έχουν βέβαια λόγο σε αυτήν. Σε περίπτωση μεταφοράς του οικισμού, τίθεται ένα δίλημμα μεταξύ ταχύτητας και ποιότητας. Οι προσεγγίσεις από τα επάνω, όπου η κυβέρνηση έχει τον πρώτο λόγο είναι ταχύτερες, ενώ οι συμμετοχικές διαδικασίες απαιτούν χρόνο και προσπάθεια. Τα σχέδια ανασυγκρότησης σε επίπεδο Δήμου υιοθέτησαν τρεις κύριες προσεγγίσεις για προστασία από τσουνάμι Ε2 και συγκεκριμένα: «Μετακίνηση σε υψηλότερο έδαφος», «Προστασία πολλών επιπέδων» και «Κανόνας 2-2» (Hirano 2013). Μετακίνηση σε υψηλότερο έδαφος Η ανατολική ακτή του Tohoku έχει πληγεί επανειλημμένα από τσουνάμι. Έτσι λοιπόν, πολλοί οικισμοί μετά την καταστροφή τους από τσουνάμι, είχαν ανακαταστευαστεί σε υψηλότερο έδαφος και δεν επλήγησαν από το τσουνάμι του 2011. Όμως, κάποιο οικισμοί, με την αύξηση του πληθυσμού, είχαν πάλι επεκταθεί σε

113


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 114

114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

χαμηλό έδαφος και καταστράφηκαν. Πριν ακόμη ανακοινωθούν κατασκευαστικά μέτρα προστασίας, κάποιες αρχές πρότειναν, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη εμπειρία καταστροφών, τη μετακίνηση των οικισμών που είχαν πληγεί, σε ψηλότερο έδαφος. Αυτή η επιλογή παρατηρείται κυρίως στην ακτή ria στο βόρειο μέρος της ακτής του Tohoku.

ζώνη όπου το ύψος του νερού είναι μεταξύ 1 και 2 μέτρων («κίτρινη ζώνη») μπορεί να επιτραπεί η χωροθέτηση κατοικίας, εφόσον ληφθούν κατασκευαστικά προστατευτικά μέτρα, όπως υπερύψωση των κτιρίων. Προκειμένου να αυξηθεί η περιοχή όπου θα επιτραπεί η εγκατάσταση κατοικιών, πραγματοποιούνται έργα επιχωμάτωσης για την ανύψωση του εδάφους.

Κανόνας 2-2

Προστασία πολλών επιπέδων

Κατασκευάζεται τσουναμότοιχος ο οποίος προστατεύει μόνο από το τσουνάμι Επίπεδου 1, ενώ είναι βέβαιο ότι ένα τσουνάμι Επιπέδου 2 θα προκαλέσει πλημμύρα στην περιοχή. Για να μειωθούν οι βλάβες από τσουνάμι Επίπεδου 2 είναι σημαντικό να εξεταστούν τα αναμενόμενα επίπεδα βλάβης. Από μελέτες τρωτότητας που έλαβαν υπόψη εμπειρικά δεδομένα, φάνηκε ότι υπάρχει ένα άλμα στην πιθανότητα βλάβης για ύψος νερού περισσότερο από 2 μέτρα και ταχύτητα μεγαλύτερη από 2m/s. Έτσι λοιπόν, πολλές κοινότητες χρησιμοποιούν αυτή τη γνώση ως βάση του σχεδιασμού ανασυγκρότησης. Όπου οι μελέτες δείχνουν ότι το τσουνάμι Επιπέδου 2 θα προκαλέσει πλημμύρα ύψους μεγαλύτερου από 2 μέτρα και με ταχύτητα νερού μεγαλύτερη από 2m/s («κόκκινη ζώνη»), απαγορεύεται η ανοικοδόμηση κατοικιών, αν και επιτρέπεται η χωροθέτηση εμπορικών και βιομηχανικών χρήσεων. Στη

Στις πεδιάδες του Sendai ο υπερυψωμένος αυτοκινητόδρομος East Sendai Expressway σταμάτησε το τσουνάμι, όπως ένας τσουναμότοιχος. Με αφετηρία αυτό, γεννήθηκε μια νέα ιδέα για την προστασία από μεγάλα τσουνάμι στο μέλλον: Ο συνδυασμός ενός τσουναμότοιχου που θα προστατεύει από τσουνάμι Επιπέδου 1 και θα ανακόπτει την ενέργεια των τσουνάμι Επιπέδου 2 και ενός υπερυψωμένου αυτοκινητόδρομου ή υπερυψωμένων σιδηροτροχιών που θα λειτουργούν ως επίγειος κυματοθραύστης για τα τσουνάμι Επιπέδου 2 (Εικόνα 3). Η λύση αυτή είναι προσαρμοσμένη στη γεωμορφολογία του νότιου Tohoku όπου δεν υπάρχουν βουνά ή λόφοι και το πεδινό του εδάφους δεν επιτρέπει ανοικοδόμηση σε υψηλότερο έδαφος. Επίσης αξιοποιούνται φυσικά εμπόδια και ελεγχόμενα δάση στα οποία η ρίζωση ενισχύεται προκειμένου να ανθίστανται στην ορμή του τσουνάμι (Muchizuki, 2014) .

Εικόνα 3. Σχηματική απεικόνιση συνδυασμένων κατασκευαστικών και μη μέτρων έναντι τσουνάμι Πηγή: Εικόνα από Sendai City, 2015, ίδια μετάφραση


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 115

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

Βασική κατεύθυνση από την Κυβέρνηση είναι να μην επιτρέπεται η εγκατάσταση κατοικίας στη επικίνδυνη ζώνη από τσουνάμι Ε2, ενώ η χωροθέτηση κατοικίας επιτρέπεται μόνο στη ζώνη όπου το εκτιμώμενο βάθος του νερού από πλημμύρα λόγω τσουνάμι Ε2 είναι μικρότερο από 2 μέτρα. Εξάλλου, ο νέος κανονισμός δόμησης επιτρέπει την οικοδόμηση κτιρίων το πολύ 5 ορόφων με πάρκινγκ ή κατάστημα στο ισόγειο. Στην Εικόνα 4 παρουσιάζεται σχηματικά η εφαρμογή προστατευτικών μέτρων στην παράκτια ζώνη της πόλης Sendai (πρωτεύουσα του Tohoku με πληθυσμό ένα εκατομμύριο). Ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης σε επίπεδο Δήμου απαιτεί την αντιμετώπιση πλειάδας ζητημάτων όπως αβεβαιότητα στην εκτίμηση και μείωση του κινδύνου καταστροφής, δυσκολίες στις χρηματοδοτήσεις, περιπλοκές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των ακινήτων και τις χρήσεις γης, θέματα υποδομών, πολύπλοκες και χρονοβόρες συμμετοχικές διαδικασίες και δυσκολίες στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων. Η όλη διαδικασία σχεδιασμού σε τοπικό επίπεδο αξιοποιεί επιτροπές κατοίκων, εμπειρογνώμονες, εκπροσώπους τοπικών φορέων κ.λπ. και περιλαμβάνει έρευνές, συναντήσεις, διάχυση πληροφορίας και διαβουλεύσεις. Η κεντρική κυβέρνηση διέθεσε ιδιώτες εμπει-

ρογνώμονες στους Δήμους για να τους ενισχύσουν σε τεχνικά θέματα και προβλήματα εκτίμηση του κινδύνου. Πάντως, οι διαδικασίες αυτές αλλού είναι επιτυχημένες και αλλού όχι. Για παράδειγμα στο Sendai πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από 80 συναντήσεις και εργαστήρια και στη σχετική διαβούλευση υποβλήθηκαν περισσότερα από 2.000 σχόλια και προτάσεις. Σε κάποιους Δήμους η συμμετοχή των κατοίκων έπαιξε ρόλο, ενώ σε άλλους Δήμους όπως στο Ishinomaki οι σχετικές διαβουλεύσεις και συμμετοχικές διαδικασίες ήταν μάλλον προσχηματικές (Murakami et al., 2014). Η μετεγκατάσταση πληθυσμού ακολουθεί επίσης διαφορετικές στρατηγικές. Μια περιοχή κατοικίας που βρίσκεται σε επικίνδυνη ζώνη μπορεί να μετακινηθεί σε μια άλλη ασφαλή (ξεχωριστή μετακίνηση), διαφορετικές περιοχές κατοικίας να μεταφερθούν μαζί σε μια ασφαλή περιοχή (συννενωμένη μετακίνηση) ή συνδυασμός των παραπάνω. H συνενωμένη μετεγκατάσταση κατοικίας αναφέρεται σε οργανωμένα προγράμματα όπου το κόστος της αγοράς γης αναλαμβάνεται από την κεντρική κυβέρνηση, αλλά το κόστος κατασκευής των κτιρίων αναλαμβάνεται από το νοικοκυριό με πιθανή μερική οικονομική ενίσχυση από την πολιτεία. Η όλη διαδικασία διαφέρει από μέρος σε μέρος.

Εικόνα 4. Σχηματική απεικόνιση συνδυασμένων κατασκευαστικών και μη μέτρων έναντι τσουνάμι Πηγή: Εικόνα από Sendai City, 2015, ίδια μετάφραση

115


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 116

116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

Ο Pushpalal (2013) αναφέρει το παράδειγμα της περιοχής Tamaura. Σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική, η κυβέρνηση θα αγοράσει από τους ιδιοκτήτες τη γη στην επικίνδυνη ζώνη σε τιμές προκαταστροφικές (μάλιστα, με ένα σύστημα που υπερεκτιμά τις τιμές της γης με πρόσωπο σε μεγάλους αυτοκινητόδρομους). Οι τιμές γης κατά μήκος της ακτής ήταν πολύ χαμηλές, ενώ οι τιμές στη θέση μετεγκατάστασης σε ασφαλή γη στα ανάντη έχουν πολλαπλασιαστεί πολλές φορές σε σχέση με τις προ-καταστροφικές. Οι ιδιοκτήτες που αδυνατούν να αγοράσουν γη στη νέα θέση, λόγω των αυξημένων τιμών, μπορούν να ενοικιάσουν κατοικία (μονοκατοικία ή διαμέρισμα) σε οργανωμένα δημόσια συγκροτήματα. Συνολικά η διαδικασία ανασυγκρότησης μπορεί να περιγραφεί ως μια διαδικασία από επάνω προς τα κάτω κατά την οποία η κεντρική και περιφερειακή διοίκηση προσδιορίζουν το ύψος των προστατευτικών τοίχων και οι τοπικές κυβερνήσεις προσαρμόζουν το σχεδιασμό του χώρου ανάλογα. Σε αυτό το σχήμα, η κεντρική κυβέρνηση προσφέρει ένα κατάλογο πιθανών προγραμμάτων στις τοπικές κυβερνήσεις και οικονομική στήριξη με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι προδιαγραφές που θέτει (Muchizuki, 2014). Στην πράξη πάντως η υλοποίηση της ανασυγκρότησης σε τοπικό επίπεδο απαιτεί συντονισμό και διαβουλεύσεις με μεγάλο βαθμό συνθετότητας. Οι τοπικές κυβερνήσεις μπορεί να υποβάλουν αιτήματα για χρηματοδότηση προγραμμάτων μέσω της επίσημης οδού, δηλαδή μέσω του Φορέα Ανασυγκρότησης, αλλά αξιοποιούνται, επίσης, άτυπες οδοί. Ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο η ανασυγκρότηση έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά διλήμματα και συγκεκριμένα (Hirano, 2013): Η μεταφορά της κατοικίας σε υψηλότερο έδαφος για λόγους ασφάλειας, αυξάνει τις δυσκολίες πρόσβασης στις εμπορικές και βιομηχανικές χρήσεις που παραμένουν κοντά στη θάλασσα, αλλά και την αλιεία και γεωργία που αποτελούν πόρους διαβίωσης των κατοίκων. Οι παράκτιοι υπερυψωμένοι αυτοκινητόδρομοι εμποδίζουν περαιτέρω την επαφή με τη θάλασσα, ενώ οι υψηλοί προστατευτικοί κυματοθραύστες δημιουργούν περιβαλλοντικά προβλήματα, εμποδίζουν τη θέα προς τη θάλασσα και μειώνουν την ποιότητα του τοπίου. Με δεδομένο την τάση εγκατάλειψης πολλών πληγεισών περιοχών προ-καταστροφικά, οι δυσκολίες

αυτές ενδέχεται να ενισχύσουν περαιτέρω τη δημογραφική συρρίκνωση των πληγέντων οικισμών. Η εγκατάλειψη των παράκτιων ζωνών από την κατοικία αφήνει ανοιχτό το ζήτημα πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτές οι περιοχές στο μέλλον. Πολλές πόλεις προγραμματίζουν την κατασκευή Πάρκων Μνήμης τα οποία όμως έχουν μεγάλο κόστος συντήρησης στο οποίο οι παρακμάζουσες οικονομικά περιοχές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν. Κάποιοι δήμοι σχεδιάζουν την επαναφορά της γεωργίας στις ζώνες αυτές, αλλά απαιτούνται έργα για τη μετατροπή σε γεωργική, της γης όπου ήταν εγκατεστημένες κατοικίες. Εξ άλλου ο διαχωρισμός των χρήσεων ανάλογα με την επικινδυνότητα της ζώνης οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη αστική διάχυση, παρότι στην ιαπωνική πολεοδομία κυριαρχεί το πρόταγμα της συμπαγούς πόλης. Στα παραπάνω πρέπει να προστεθούν δυσκολίες στην ανασυγκρότηση λόγω ιδιότυπων ιδιοκτησιακών προβλημάτων σε πλγείσες ζώνες που προκαλούν καθυστερήσεις και τριβές μεταξύ των κατοίκων (Yonekura, 2013). Πέραν των τεχνικών ζητημάτων, η προωθούμενη και επαγγελόμενη ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών καθώς και η προαγωγή της διακυβέρνησης, προσκρούει σε έλλειψη κουλτούρας συμμετοχής και σε ανεπάρκειες των διαδικασιών διαλόγου (Aoki, 2016 . Cho 2014 . Mochizuki, 2014) που καθιστούν προβληματικές τις σχετικές διαδικασίες σε πολλούς Δήμους (Platt, 2013 . Murakami et al. 2014). Συνεπώς, παρά τη θεαματική πρόοδο που έχει γίνει στην αποκατάσταση στο μέρος που αφορά την εθνική κυβέρνηση και τις περιφέρειες, το τοπικό επίπεδο ακόμη αγωνίζεται να ανταποκριθεί στις μεγάλες προκλήσεις και να αναστρέψει προκαταστροφικές αρνητικές δυναμικές (Reconstruction Agency, 2016).

Σύνοψη και συζήτηση Η καταστροφή στην ανατολική Ιαπωνία το 2011 έπληξε μια αναπτυγμένη χώρα, με μεγάλη εμπειρία από καταστροφές και εκ των παγκοσμίων ηγετών στις πολιτικές και πρακτικές διαχείρισης τους. Επρόκειτο για μια σύνθετη καταστροφή όπου σεισμός, τσουνάμι και πυρηνικό ατύχημα δημιούργησαν μια πολύπλοκη και πολυδιάστατη κατάσταση με τοπικές, περιφερειακές, εθνικές αλλά και διεθνείς διαστάσεις.


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 117

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

Η χώρα είχε επενδύσει σημαντικά σε γνώση και τεχνογνωσία, υποδομές και μέσα αναφορικά με τη διαχείριση καταστροφών και συνακόλουθα, είχε δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και είχε προσελκυθεί ανάπτυξη και πληθυσμός στην παράκτια ζώνη. Ωστόσο, η καταστροφή δεν απετράπη και μάλιστα συνέβη σε περίοδο που η χώρα βρισκόταν σε συνθήκες οικονομικής και δημογραφικής συρρίκνωσης, έπληξε δε κυρίως αγροτικές περιοχές που ήδη αντιμετώπιζαν οικονομικά, δημογραφικά και πολεδομικά προβλήματα. Το έναυσμα της καταστροφής ήταν ένα φαινόμενο εξαιρετικά μικρής πιθανότητας, από αυτά που θεωρούνται έκπληξη και δεν αποτελούν βάση των πολιτικών μείωσης του κινδύνου καταστροφής. Αναμφίβολα, η πρόοδος που είχε συντελεστεί στο πεδίο της διαχείρισης καταστροφών και της μείωσης του κινδύνου καταστροφής συνέβαλε σε μετριασμό της καταστροφής. Η καταστροφή κλόνισε παρόλα αυτά την εμπιστοσύνη στα μέσα και μέτρα προστασίας, αλλά και στον προστατευτικό, ηγετικό ρόλο της εθνικής κυβέρνησης. Τα ερώτηματα που αναδείχθηκε είναι θεμελιώδη. Πόσο αξιόπιστα μπορεί να εκτιμηθεί ο κίνδυνος καταστροφής, ιδιαίτερα δε στην περίπτωση της καταστροφής – έκπληξης; Ποιος, πόσο και γιατί οφείλει να επενδύει στην ασφάλεια έναντι τέτοιων εξαιρετικά σπάνιων μεγάλων επιπτώσεων γεγονότων; Η απάντηση που δόθηκε σύντομα μετά την καταστροφή και η οποία καθόρισε την ανασυγκρότηση των πληγεισών περιοχών, ήταν η θεώρηση της ασφάλειας σε δύο επίπεδα. Τσουνάμι που θεωρούνται συνήθη, δηλαδή εκτιμάται επιστημονικά ότι αναμένεται να συμβούν τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια ζωής ενός δομήματος, θεωρείται δόκιμο να αντιμετωπίζουνται κυρίως με κατασκευαστικού χαρακτήρα μέτρα. Σπάνια, μικρής πιθανότητας, αλλά μεγάλων επιπτώσεων τσουνάμι θεωρείται σκόπιμο να αντιμετωπίζονται με ένα ολοκληρωμένο πλέγμα κατασκευαστικών και μη κατασκευαστικών μέτρων, το οποίο εξειδικεύεται σε τοπικό επίπεδο. Η προσέγγιση αυτή αποτελεί οδηγό για την Ιαπωνία και κατ’ επέκταση και για τις πληγείσες περιοχές και καθορίζει τα χωρικά σχέδια τοπικού επιπέδου. Στην Ιαπωνία παραδοσιακά η εθνική κυβέρνηση αναλαμβάνει την αποκατάσταση των υποδομών και να προωθεί κατά προτεραιότητα την αποκατάσταση της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων, ενώ η αποκατά-

σταση των κατοικιών και της κοινωνικής συνοχής έπεται. Η προσέγγιση αυτή σταδιακά αλλάζει με σημείο – καμπής την καταστροφή του Kobe το 1995. Η καταστροφή του 2011 οδήγησε σε περαιτέρων ενίσχυση αυτής της στροφής και σε ενισχυση του ρόλου του τοπικού επιπέδου στην ανασυγκρότηση. Η ανοικοδόμηση οικισμών σε θέσεις που επλήγησαν από το τσουνάμι ή η μεταφορά σε άλλη θέση είναι απόφαση τοπικού επιπέδου, αλλά η κεντρική και η περιφερειακή κυβέρνηση αναλαμβάνει τα έργα προστασίας από «συχνό» τσουνάμι όπως προστατευτικοί τοίχοι, με προδιαγραφές υψηλότερης ασφάλειας. Στην περίπτωση που αποφασιστεί η παραμονή στην ίδια θέση, στη ζώνη που προστατεύεται από σύνηθες τσουνάμι αλλά αναμένεται να πληγεί από σπάνιο (μικρής πιθανότητας τσουνάμι) λαμβάνονται ολοκληρωμένα μέτρα προστασίας κυρίως μη κατασκευαστικού χαρακτήρα όπως περιορισμός των χρήσεων γης, βελτίωση του σχεδιασμού και των προϋποθέσεων για αποτελεσματική εκκένωση πληθυσμού. Θα αποδειχθεί άραγε αρκετά ασφαλές αυτό στο μέλλον, όταν και αυτή η καταστροφή θα έχει ξεχαστεί και θα επικρατούν άλλες προτεραιότητες στην οικονομία και την κοινωνία; Η πολιτική ανασυγκρότησης που ακολουθείται εξακολουθεί πάντως να δίνει μεγάλη σημασία στις κατασκευές και τα κατασκευαστικά μέτρα. Πέντε χρόνια μετά το σεισμό του 2011 η σχετική προσπάθεια –ενδεικτικά- για διαχείριση των ερειπίων και αποθέσεων, κατασκευή προστατευτικών τοίχων, φραγμάτων και ανύψωμενων οδικών και σιδηροδρομικών αξόνων, ανύψωση του εδάφους, ανακατασκευή λιμένων και αλιευτικών καταφυγίων, είναι γιναντιαία και προχωρά με γοργούς ρυθμούς, ενώ υπάρχει σημαντική βελτίωση των σχετικών κανονισμών και προδιαγραφών (Raby et al. 2015). Πιο σύνθετη και ανομοιογενής είναι η κατάσταση όσον αφορά την ανασυγκρότηση σε τοπικό επίπεδο όπου οι Δήμοι έχουν σημαντικό ρόλο. Η έμφαση στην οικοδόμηση μετά την καταστροφή του 2011 αντικατοπτρίστηκε στις παγκόσμιες πολιτικές για τη μείωση του κινδύνου καταστροφής. Το Παγκόσμιο Συνεδρίο για τη Μείωση του Κινδύνου Καταστροφής που έθεσε τις κατευθύνσεις στο πεδίο αυτό για τα επόμενα 15 έτη πραγματοποιήθηκε στο Sendai της Ιαπωνίας 14-18 Μαρτίου 2015, στην καρδιά της πληγείσας περιοχής του Νομού Miyagi. Έδωσε την ευκαιρία σε 5.500 συμμετέχοντες και συμμετέχουσες από κυβερνήσεις, κοινωνικούς φορείς, την ακαδημαϊκή κοι-

117


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 118

118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 103-119

νότητα και τον ιδιωτικό τομέα να δουν από κοντά τα επιτεύγματα της ανασυγκρότησης. Στο Πλαίσιο του Sendai για Μείωση του Κινδύνου Καταστροφής 20152030 που υιοθετήθηκε, το βασικό μότο της Ιαπωνικής κυβέρνησης «να χτίσουμε πάλι καλύτερα» (“build back better”) περιλαμβάνεται σε μια από τις τέσσερεις προτεραιότητες των δράσεων για μείωση του κινδύνου καταστροφής. Η ανασυγκρότηση έχει δεκαετή χρονικό ορίζοντα και έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει (Reconstruction Agency, 2016). Επομένως, οι αξιολόγηση είναι πρώιμη τόσο ως προς την προσέγγιση και τους στόχους που υιοθετήθηκαν, όσο και ως προς τις αστοχίες, τις ανισότητες και τις ανισορροπίες –οικονομικές, περιφερειακές, κοινωνικές, δημογραφικές- που μπορεί να προκαλέσει. Ακολουθώντας τις σύγχρονες επιταγές, η Ιαπωνία κινείται ήδη από το σχεδιασμό με βάση σενάρια καταστροφών και τήρηση κανόνων στη δημιουργία ικανότητας αντιμετώπισης και ανάκαμψης (resilience) (National Resilience Promotion Office, 2015). Είναι αυτό ικανό να αποτρέψει μελλοντικές καταστροφές – έκπληξη σε ένα όλο και πιο ασταθές διεθνές περιβάλλον; Μπορεί και υπό ποιες προϋποθέσεις να ενισχυθεί η ικανότητα χειρισμού μελλοντικών κρίσεων ή κατά τον Lagatec (2005) «καταστάσεων που δεν τις είχαμε φανταστεί σε πλαίσια που δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε;».

Βιβλιογραφία και πηγές Akimoto, F. (2012).Irony of Plan-Making: reconstruction plans from the Great Kanto Earthquake to the Great East Japan Earthquake. 15th International planning History Conference. Ανακτήθηκε από: http://www.fau.usp.br/iphs/abstractsAndPapersFiles/Sessions/13/AKIMOTO.pdf (17/02/2016) Aoki, N. (2016). Adaptive governance for resilience in the wake of the 2011 Great East Japan earthquake and tsunami. Habitat International, 52 (2016), 20-25. Bachev, H. & Ito, F. (2016). Agri-food sector impact of March 2011 earthquake and tsunami in Northeastern Japan. Trends Journal of Sciences Research, 2(1):21-38. Bosman C. (�2007). Building Community Places— Machizukuri—Neoliberalism, Suburbanisation and ‘Americanisation’. Ανακτήθηκε από: http://www98.griffith.edu.au/dspace/bitstream/handle/10072/17270/47768_1.pdf;jsessionid=3BBDE505A9 565C9110E1DA00B4795630?sequence=1 (17/02/2016)

Cho, A. (2014). Post-tsunami recovery and reconstruction: governance issues and implications of the Great East Japan Earthquake. Disasters, 38(2): 157-178. Δανδουλάκη, Μ. (2008). Σχεδιασμός του χώρου και αντισεισμική προστασία στην Ελλάδα. Διδακτορική διατριβή στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. Government of Japan (2011). Economic impact of the Great East Japan Earthquake and current status of recovery. Ανακτήθηκε από: http://www.meti.go.jp/english/earthquake/recovery/pdf/20 110811_impact.pdf (17/02/2016) Hirano, K. (2013). Difficulties in post-tsunami reconstruction plan following Japan’s 3.11 mega disaster: Dilemma between protection and sustainability. Journal of JSCE, Vol.1, 1-11. Special topic “Great East Japan Earthquake” Imamura, F. & Anawat, S. (2012). The 2011 earthquake and tsunami. Proceedings of the International Symposium on Engineering Lessons Learned from the 2011 Great East Japan Earthquake, March 1-4, 2012, Tokyo, Japan. Koshimura, Sh., Hayashi S. & Gokon, Η. (2014). The impact of the 2011 Tohoku earthquake tsunami disaster and implications to the reconstruction. Soils and Foundations, 2014, 54(4):560–572. Lagadec, P. (2005). Crisis management in the 21st century: “Unthinkable events in “inconceivable’ contexts. ECOLE POLYTECHNIQUE, Centre national de la Researche Scientifique, Cahier n° 2005-003. http://www.patricklagadec.net/fr/pdf/PL_Unthinkable.pdf Leng, R. (2015). Japan’s Civil Society from Kobe to Tohoku: Impact of Policy Changes on Government NGO relationship and effectiveness of post disaster relief. Electronic Journal of Contemporary Japanese Studies, Volume 15, Issue 1 (Article 2 in 2015). Ανακτήθηκε από: http://scholar.harvard.edu/files/rachel_leng/files/ejcjs_-_japans_civil_society_from_kobe_to_tohoku_rachel_leng.pdf?m=14496464 42 (17/02/2016) Mamula-Seadon, L., Kobayashi, I. and Maki N. (άγνωστο έτος). Place-making after a disaster: Japanese practice of Machizukuri. (http://www.parliament.nz/resource/ennz/51SCLGE_EVI_00DBHOH_BILL66263_1_A462623 /3b0e68cd4f874384025e66aa6f49d9e1c4870f45 ) ΜΕΤΙ - Ministry of Economy, Trade and Industry (2015)a. FY 2014 Annual Report on Energy (Energy White Paper 2015) Outline. Ανακτήθηκε από: http://www.meti.go.jp/english/report/downloadfiles/2015_outline.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/02/2016) ΜΕΧΤ – Ministry of Exterior and Trade (2013). Impact on Japanese economy. Παρουσίαση. Ανακτήθηκε από: http://www.mext.go.jp/component/english/__icsFiles/afiel dfile/2013/01/15/1329766_04.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/02/2016) MLIT – Ministry of Land, infrastructure and Transport (2013). White Paper on tourism in Japan - The Tourism Situation in FY2013. Ανακτήθηκε από: http://www.mlit.go.jp/common/001064757.pdf (17/02/2016) MLIT (2012). Guide to Determining the Potential Tsunami Inundation. Ανακτήθηκε από:


008_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 119

ΜΙΡΑΝΤΑ ΔΑΝΔΟΥΛΑΚΗ

http://www.nilim.go.jp/english/earthquake/tsunami.pdf (17/02/2016) Mochizuki, J. (2014). Decision-making, policy choices and community rebuilding after the Tohoku disaster. IDRIM, (2014)4(2). Murakami, K., Murakami Wood, D., Tomita, H., Miyake, S., Shiraki, R., Murakami K., Itonaga K. & Dimmer Ch. (2014) Planning innovation and post-disaster reconstruction: The case of Tohoku, Japan/Reconstruction of tsunami devastated fishing villages in the Tohoku region of Japan and the challenges for planning/Postdisaster reconstruction in Iwate and new lanning challenges for Japan/Towards a “network community” for the displaced town of Namie, FukushimaResilience design and community support in Iitate Village in the aftermath of the Fukushima Daiichi nuclear disaster/Evolving place governance innovations and pluralising reconstruction practices in post-disaster Japan, Planning Theory & Practice, 15:2, 237-242. National Resilience Promotion Office, Cabinet Secretariat (2015). Building National resilience: Creating a Strong and Flexible Country. Okada, T. (2015). Policy change in Japan and the Asian energy trends. Παρουσίαση στο Workshop “Energy trends in Japan”, October 5 , 2015. Ανακτήθηκε από: https://www.iea.org/media/workshops/2015/egrdoct/1Oka da_ANRE_EnPolJpn.pdf (17/02/2016) Platt S (2013). Urban planning and recovery. In: Recovery two years after the 2011 Tohoku Earthquake and Tsunami: a return mission report by EEFIT. London: EEFIT. Ανακτήθηκε από: http://www.carltd.com/sites/carwebsite/ files/CAR%20Platt%20EEFIT%20Tohoku%20urban%20p lanning.pdf (17/02/2016) Pushpalal, D. (2013). A Journey through the Lands of the Great East Japan Earthquake. In: Pushpalal, D., Rhyner, J. & Hossini V. eds. Proceedings of Conference “The Great Eastern Japan Earthquake: Lessons learnt and research questions”, UNU, March 11, 2013, pp. 14-26. Yonekura H. (2013). Resettlement after the Great East Japan Earthquake and Tsunami in Tohoku. In: Pushpalal, D., Rhyner, J. & Hossini V. eds. Proceedings of Conference “The Great Eastern Japan Earthquake: Lessons learnt and research questions”, UNU, March 11, 2013, pp. 35-45. Raby, A., Macabuag, J., Pomonis, A. & Wilkinson, S. (2015). Implications of the 2011 Great East Japan Tsunami on sea defence level. International Journal of Disaster Risk Reduction, 14(2013), 332-346. Ranghieri, F. & Ishiwatari, M. Eds. (2014). Learning from megadisasters: Lessons from the Great East Japan Earthquake. Washington: The World Bank. Reconstruction Agency (2013). Examples of Initiatives Aimed at Reconstruction. Ανακτήθηκε από: http://www.reconstruction.go.jp/english/130228_Examples_of_Initiatives.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/02/2016) Reconstruction Agency (2016). Current Status of Reconstruction and Challenges (March, 2016). Ανακτήθηκε από: http://www.reconstruction.go.jp/english/topics/Progress_t

o_date/image/20160307_Current_Status_of_Reconstruction_and_Challenges_rev1.pdf (17/02/2016) Reconstruction Design Council in Response to the Great East Japan Earthquake (2011). Towards Reconstruction “Hope beyond the Disaster”. Report was submitted to the Prime Minister on 25 June 2011. Ανακτήθηκε από: http://www.reconstruction.go.jp/english/topics/Basic_Act _on_Reconstruction.pdf (3/02/2016) Sendai City (2011). Sendai City Earthquake Disaster Reconstruction Plan - Interim draft (digest version). Ανακτήθηκε από: http://www.city.sendai.jp/shinsai/shinsaihukkokentou/pdf/keikakus hiryou/plan English.pdf (27/01/2016) Shaw, R. & Goda, K. (2004). From disaster to sustainable society: The Kobe experience. Disasters, 2004, 28(1), p.16-40. Sorensen A. (2002). The Making of Urban Japan: Cities and planning from Edo to the twenty-first century. London: Routledge. The Cabinet Office, Government of Japan (2015). Disaster management in Japan. Ανακτήθηκε από: http://www.bousai. go.jp/1info/pdf/saigaipanf_e.pdf (2/02/2016) Uzuhashi, T. (2003). «Japanese Model of Welfare State: How it was changed throughout “the lost decade” of the 1990’s?». Paper for East Asia-Europe-USA Progressive Scholars’ Forum 2003, 11-15 October, 2003. Hokkaido University Working Paper Series. Ανακτήθηκε από: (http:// lex.juris.hokudai.ac.jp/global-g/paper/1-19.pdf ) (3/02/2016) WNA - World Nuclear Association (2015). Fukushima accident (updated October 2015). Ανακτήθηκε από: http://www. World-nuclear.org/info/safety-and-security/safety-ofplants/fukishima-accident/ (27/01/2016) Woodend, L. (2013). A study into the practice of machizukuri (community building) in Japan. Report submitted to The George Pepler International Award. Yonekura H. (2013). Resettlement after the Great East Japan Earthquake and Tsunami in Tohoku. In: Pushpalal, D., Rhyner, J. & Hossini V. eds. Proceedings of Conference “The Great Eastern Japan Earthquake: Lessons learnt and research questions”, UNU, March 11, 2013, pp. 35-45. Yun, N.Y. & Hamada, M. (2012). A study on evacuation behaviors in the 2011 Great Japan Earthquake. Proceedings of the 15th WCEE. Ανακτήθηκε από: http://www.iitk.ac.in/nicee/wcee/article/WCEE2012_121 3.pdf (17/02/2016) Ιστοσελίδες Governmenet of Japan. White Papers and Annual Reports (http://www.e-gov.go.jp/en/white_papers.html) Reconstruction Agency, “Great East Japan Earthquake” (http://www.reconstruction.go.jp/english/topics/GEJE/ind ex.html ) The Cabinet Office, Governement of Japan (http://www.cao.go.jp/index-e.html)

119


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 120

120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

Α

Λ

Λ

Α

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

Α

ΜΟΣΧΑ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΗ Ευγενία Τούση* Περίληψη Αντικείμενο διερεύνησης αποτελεί η σταδιακή πολεοδομική μετεξέλιξη της πόλης της Μόσχας, η οποία συγκαταλέγεται πια στον κατάλογο των παγκόσμιων πόλεων. Η διαδρομή της στα διαφορετικά κοινωνικο-πολιτικά συστήματα, αποτυπώνεται στη δομή και τη φυσιογνωμία της πόλης. Μέσα στο άρθρο αυτό περιγράφονται οι μεταλλαγές στη φιλοσοφία αστικού σχεδιασμού διαχρονικά, καταλήγοντας στη σημερινή εικόνα, όπου σύγχρονες προσεγγίσεις σχεδιασμού εισάγουν δυναμικά τη Μόσχα στα διεθνή αρχιτεκτονικά δρώμενα. Απώτερος στόχος του άρθρου, είναι να αναδείξει τις διαφορετικές προσεγγίσεις χωρικού σχεδιασμού, όπως αναπτύχθηκαν σε κρίσιμες χρονικές περιόδους. Έμφαση δίνεται στις σύγχρονες πολιτικές, οι οποίες στοχεύουν πέραν όλων των άλλων στο να συστήσουν εκ νέου την πόλη στη διεθνή σκηνή, μέσα από πολεοδομικές αναπλάσεις που κινούνται στη λογική του “re-branding the city”.

Moscow: Different paths of spatial planning and contemporary tendencies in a post-communist global city EvgeniaTousi Abstract This essay presents the urban development of the city of Moscow through the lapse of time, emphasizing on the contemporary aspects of urban planning and design. The urban history of Moscow is divided in to three periods: from the 16th century to 1917, 1917-1991, 1991 until today, meaning pre-communist era, communist era and post-communist era. The presentation of these three periods reveals the socio-spatial transformations that this city has undergone until nowadays. In these three periods, different ideas about the city had been expressed and applied through master plans. From this point of view, this essay tries to enlighten the discrepancies between the different socio-political notions about the city of Moscow since the 16th century. Moreover, emphasis is given on the contemporary urban regeneration programs as presented today in urban forums, architectural competitions and international events. These projects are concerned as efforts to re-brand the city, re-introducing Moscow to the global scene. As a post-communist global city, Moscow has to deal with several issues from socio-spatial inequalities to environmental problems. Above all, these projects serve the purpose of reinforcing the prestige of the city, revealing its contemporary physiognomy. The aim of this essay goes further than presenting contemporary urban projects. It tries to reveal the alterations on urban policies according to each socio-political system, with the view to contribute to the comprehension of Moscow’s gradual development.

Ι.α Εισαγωγικά Στοιχεία Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι πόλεις διαμορφώνουν πλέγματα πολύπλοκων δικτυώσεων, υπερβαίνοντας τις παραδοσιακές ερμηνείες ανάπτυξης του χώρου. Ο ρόλος που διαδραματίζουν ορισμένες από αυτές στη διεθνή σκηνή, είναι καθοριστικός για την ανατροπή ή διατήρηση ισορροπιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο στρα-

* Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος ΕΜΠ, tousi@yahoo.gr


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 121

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

τηγικός σχεδιασμός πια, πέρα από τις έννοιες «εθνικό» και «περιφερειακό», λαμβάνει υπόψη και τους διεθνείς συσχετισμούς. Στη συναφή βιβλιογραφία, η «παγκόσμια πόλη» (global city, Sassen, 2001) είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο της Saskia Sassen. Ο όρος “global city” παρουσιάζεται ως μία προσπάθεια περιγραφής των εξειδικεύσεων και ιδιαιτεροτήτων της έννοιας του παγκόσμιου όπως εκφράζεται στη σύγχρονη εποχή. Σύμφωνα με τη Sassen (2001), ο υψηλός βαθμός κινητικότητας πληροφορίας, ανθρώπων, αγαθών, κεφαλαίων, δεν καταλήγει σε α-χωρικές μορφές αλλά επαναπροσδιορίζει την έννοια του τοπικού, μέσα από κομβικά σημεία στις global cities, όπως πύλες εισόδου-εξόδου και περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος (Sassen, 2005). Ο χωρικός σχεδιασμός επηρεάζεται συνεπώς, από τους συσχετισμούς αυτούς, οδηγώντας σε νέα πρότυπα και κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις επιταγές της διεθνούς αγοράς. Η διασύνδεση όμως με τα παγκόσμια δίκτυα, παρά το ότι επέφερε τη δημιουργία νέων τύπων ανάπτυξης, δεν συνέβαλε τελικά στην εξάλειψη των ανισοτήτων (Sassen, 2005), με ορατές τις χωρο-κοινωνικές τους εκφράσεις. Στο πλαίσιο των παγκόσμιων αυτών δικτυώσεων έρχονται να προστεθούν σημαντικές πόλεις της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίες βρίσκονται σε φάση μετασχηματισμού(Loughlin, 2006). Σύμφωνα με τη συναφή βιβλιογραφία (Apetroaie, 2012), η εξέλιξη του αστικού ιστού στις μετα-κομμουνιστικές χώρες, βρίσκει αναλογίες με τις αναλύσεις της Aiwa Ong, οι οποίες αφορούν ασιατικές μητροπόλεις. Κοινό στοιχείο στις δύο αυτές περιπτώσεις αποτελεί η προσπάθεια εφαρμογής προτύπων σχεδιασμού από τον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο, αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες τοπικού χαρακτήρα (Ong, 2011). Υπό το πρίσμα αυτό, οι παρεμβάσεις στον αστικό χώρο βασίζονται στην τυποποίηση, εκφρασμένες μέσα από μια συνεχή σύγκριση με κάποια ιδεατή πόλη-πρότυπο (Apetroaie, 2012 και Ong, 2011). Σε αυτές τις παγκοσμιοποιημένες συνθήκες, ο νεοφιλελευθερισμός, εμφανίζεται ως η μόνη διεθνοποιημένη νόρμα που δύναται να συμβάλει στην «ορθή» μετεξέλιξη της αστικής μορφής (Ong, 2011 και Watson, 2009). Οι πρακτικές αυτές, από-πολιτικοποιούν τα αστικά προβλήματα, πρεσβεύοντας πως χρειάζονται μόνο τεχνικές λύσεις (Ong, 2011). Συχνά, σύγχρονες τάσεις «πράσινης ανάπτυξης» ακολουθούν τέτοιες λο-

γικές, απομακρύνοντας από το προσκήνιο την κοινωνική διάσταση των πολεοδομικών παρεμβάσεων. Τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται στο τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου, πλησιάζουν τέτοιου τύπου προσεγγίσεις. Η γρήγορη διάδοση των διεθνοποιημένων αυτών πρακτικών, συμβάλλει στην άνθηση ενός αστικού τοπίου βασισμένου σε απροσδόκητα δάνεια, οικειοποιήσεις και συμμαχίες, που ισοπεδώνουν ταξικές, ιδεολογικές και εθνικές διαφορές (Ong, 2011). Όπως επισημαίνει η Vanessa Watson (2009) στο άρθρο της “The planned city sweeps the poor away: Urban planning and 21st century urbanization”, αυτές οι πρακτικές αστικού σχεδιασμού, εκτός των άλλων, ενισχύουν τον κοινωνικό αποκλεισμό, περιθωριοποιώντας τις ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες. Οι διαδικασίες αυτές που αποκλείουν τελικά τους «μη-προνομιούχους», σχετίζονται με την προσπάθεια δημιουργίας «διεθνούς προφίλ» για την εκάστοτε ανερχόμενη μητρόπολη (Ong, 2011), χρησιμοποιώντας συχνά την αίγλη διασήμων αρχιτεκτόνων(“starchitects”, Ponzini, 2010). Σχεδιασμοί τύπου “carte blance” με αφετηρία το παράδειγμα του Billbao, συναντώνται σε πολλές χώρες (Polo, 2013, “Bilbao effect”). Οι τέτοιου τύπου ριζικοί μετασχηματισμοί μέσα από έργα ναυαρχίδες, είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη λογική του «μάρκετινγκ τόπου», διαμορφώνοντας πόλους έλξης διεθνούς εμβέλειας με στόχο την προσέλκυση επενδύσεων (Kaika, 2010). Οι λογικές αυτές σχεδιασμού εντοπίζονται και στις μετα-κομμουνιστικές χώρες και ειδικότερα στην περίπτωση της Μόσχας. Η διαφοροποίηση των προσεγγίσεων αυτών σε σύγκριση με το ιστορικό παρελθόν της αποτέλεσε έναυσμα για τη συγγραφή του παρόντος άρθρου. Στόχος του είναι να αναδείξει τις μεταβολές στις κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού διαχρονικά, καταλήγοντας στο σήμερα, όπου σύγχρονες τάσεις περιλαμβάνουν τεχνολογίες αιχμής και «πράσινες λύσεις». Μετά το πέρασμα από τη σοβιετική περίοδο, η πόλη ακολουθεί πια διεθνοποιημένες νόρμες σχεδιασμού που προσελκύουν επενδύσεις, παραμερίζοντας την ανάγκη ενίσχυσης περιοχών με ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες. Ενδεικτικό της τάσης αυτής είναι το γεγονός, ότι εντοπίζεται σαφής διαφοροποίηση στις προτάσεις ανάπλασης περιοχών κατοικίας εντός ζωνών επενδυτικού ενδιαφέροντος, σε σχέση με εκείνες που βρίσκονται εκτός (Revzin, 2015). Σύμφωνα με τη συ-

121


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 122

122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

ναφή βιβλιογραφία, η Μόσχα εμφανίζει σήμερα σημαντικές κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες στη στέγαση. Αυτό σχετίζεται με τη φθορά του κτιριακού αποθέματος της σοβιετικής περιόδου, τις ελλείψεις σε υποδομές και τη δημιουργία σύγχρονων κτιρίων κατοικίας βασισμένων σε νέα πρότυπα, στη λογική των «πολυτελών κατοικιών» σε ζώνες στρατηγικού ενδιαφέροντος (Medvedkov et al., 2007). Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί το γεγονός, ότι η μελέτη του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού στη Μόσχα, αρχίζει να προσελκύει ερευνητικό ενδιαφέρον κατά τη μετα-κομμουνιστική περίοδο, συνδεόμενο με την κοινωνική πόλωση που δημιουργήθηκε (Akhmetzyanova, 2015). Προγενέστερα, οι χωρο-κοινωνικές διαφοροποιήσεις στην πόλη της Μόσχας είχαν μελετηθεί στο πλαίσιο της ιστορικής συνέχειά τους, σαν φυσικό επακόλουθο του καταμερισμού της εργασίας, αλλά και της κατανομής των χρήσεων γης (Akhmetzyanova, 2015 αναφορά στους Rukavishnikov 1983; Trushkov 1983; Barbash 1986; Shulga, 1988). Το μοντέλο ανάπτυξης της πόλης κατά τη σοβιετική περίοδο κινούμενο σε εντελώς διαφορετική φιλοσοφία από τα αντίστοιχα του καπιταλιστικού κόσμου, στόχευε στην εξάλειψη των ανισοτήτων. Μετά την αλλαγή του πολιτικού συστήματος, πλήθος ερευνητών εμβαθύνει στις ριζικές αλλαγές που υπέστη η κοινωνική δομή της πόλης, δίνοντας έμφαση στον καθοριστικό ρόλο που έπαιξαν οι όμιλοι επιχειρήσεων, οι οποίοι επανακαθόρισαν το χαρακτήρα του κέντρου της πόλης, επηρεάζοντας και την νέο-αναδυόμενη αγορά ακινήτων (Mozolin, 1994 και Vendina, 1997). Στη συνέχεια του άρθρου, η περιγραφή του κρίσιμου χαρακτήρα κάθε περιόδου στο πρώτο σκέλος, αλλά και η παρουσίαση ορισμένων σύγχρονων τάσεων στο δεύτερο, αναδεικνύει το διαφορετικό χαρακτήρα κάθε εποχής, ο οποίος έχει αφήσει το αποτύπωμά του πάνω στην πόλη. Η παρουσίαση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε χρονικής περιόδου που ακολουθεί, συμβάλλει στην κατανόηση της σημερινής φυσιογνωμίας της. Τα έργα ανάπλασης που παρουσιάζονται στο τελευταίο κεφάλαιο του άρθρου, δεν δηλώνουν μόνο την προσπάθεια για αστική αναβάθμιση, αλλά κυρίως την πρόθεση να εκφραστεί το σύγχρονο «παγκοσμιοποιημένο» προφίλ της πόλης στη διεθνή σκηνή. Πρόκειται για περιοχές επενδυτικού ενδιαφέροντος οι οποίες εντάσσονται σε ειδικά πλαίσια αναβάθμισης σε αντίθεση με

εκείνες, που αν και αντιμετωπίζουν προβλήματα, βρίσκονται εκτός του αναπτυξιακού σχεδιασμού.

ΙΙ. Μεθοδολογικές επιλογές Χωρικό πεδίο διερεύνησης αποτελεί η πόλη της Μόσχας, όπως σταδιακά εξελίχθηκε στην παγκόσμια πόλη που γνωρίζουμε σήμερα. Η δομή του άρθρου διακρίνεται σε δ;yο σκέλη. Το πρώτο περιγράφει το διαχρονικά κεντρικό χαρακτήρα της πόλης και εμβαθύνει στις διαφορετικές προσεγγίσεις χωρικού σχεδιασμού από τοn 16ο αιώνα μέχρι σήμερα. Το δεύτερο εστιάζει σε σύγχρονες προτάσεις ανάπλασης ως απόρροια των “market-oriented” πολιτικών. Το πρώτο κομμάτι της ανάλυσης εμβαθύνει, λοιπόν, στην περιγραφή της διαδρομής των κατευθύνσεων χωρικού σχεδιασμού για την πόλη της Μόσχας, συσχετίζοντάς τις με το κοινωνικο-πολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και εφαρμόστηκαν. Η επισκόπηση της πολεοδομικής της μετεξέλιξης διακρίνεται σε τρεις φάσεις, για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου. Από το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο έως το 1917, από το 1917 έως το 1991 και από το 1991 έως σήμερα. Οι διαφορές στις επιλογές σχεδιασμού στις τρεις αυτές περιόδους αποτυπώνονται στη φυσιογνωμία και τον ιστό της πόλης και είναι σε μεγάλο βαθμό ορατές έως και σήμερα. Ειδικότερα οι μετασχηματισμοί της πόλης κατά τη σοβιετική περίοδο1 και οι αλλαγές γύρω από το χαρακτήρα της επηρέασαν καταλυτικά την ταυτότητά της και παρά τις όποιες μεταβολές, ο απόηχός τους φθάνει έως σήμερα. Για την περίοδο αυτή, η ανάλυση είναι πιο εκτενής, λόγω της σημασίας της τόσο για την ίδια την πόλη, όσο και για το γενικότερο προβληματισμό σχετικά με τον πολεοδομικό σχεδιασμό στον 20ό αιώνα. Το υπόβαθρο που δημιούργησε η περίοδος αυτή σε χωρο-κοινωνικό επίπεδο, αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για την πόλη και τους κατοίκους της. Υπό το πρίσμα αυτό, η παρούσα εργασία, λαμβάνει υπόψη την αμφίδρομη σχέση κοινωνικού και γεωγραφικού χώρου, καθώς και το ότι ο χώρος βρίσκεται διαρκώς σε διαδικασίες γίγνεσθαι, θέσεις που έχουν υποστηριχθεί από πλήθος επιστημόνων (Μάσσευ, 2001). Οι αλλαγές σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο υπαγορεύουν αλλαγές στις επιλογές σχεδιασμού χώρου, όπως αναδεικνύεται από τη διαδρομή της πόλης στις διάφορες περιόδους.


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 123

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

Το δεύτερο κομμάτι εστιάζει στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, όπου η Μόσχα προσπαθεί να συστήσει εκ νέου τον εαυτό της στη διεθνή σκηνή, ακολουθώντας εκτός των άλλων και περιβαλλοντικές πολιτικές, τεχνολογίες αιχμής και «έξυπνα υλικά». Επιλέχθηκαν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων έργων, τα οποία χωροθετούνται σε κομβικά σημεία του ιστού και εκφράζουν τις νέες αυτές τάσεις. Η διερεύνηση περιλαμβάνει μελέτη της συναφούς βιβλιογραφίας για κάθε χρονική περίοδο, επεξεργασία αρχειακού υλικού για τη σοβιετική περίοδο από τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Πούσκιν Αθήνας, στοιχεία πρόσφατων δημοσιεύσεων, λαμβάνοντας υπόψη το state-of-the art, καθώς και υλικό από την παρουσία της Ρωσίας στη Μπιενάλε Βενετίας 2014. Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν τη διαχρονική αναπτυξιακή διαδρομή της Μόσχας, η οποία κατέχει πια μια σημαντική θέση στον κατάλογο των παγκόσμιων πόλεων.

ΙΙ. Ο ρόλος της Μόσχας ως διαχρονικό κέντρο εξελίξεων Η Μόσχα λειτουργεί διαχρονικά, ως πολιτικό, διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, στο πλαίσιο διαφορετικών κοινωνικο-πολιτικών συστημάτων. Τόσο στην τσαρική Ρωσία, όσο και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η Μόσχα αποτελούσε σημαντικό κέντρο, υποστηριζόμενο από μικρότερες πόλεις δορυφόρους, αναφερόμενο σε διαφορετικές περιφέρειες κατά περίπτωση (Khromov, 1981). Ειδικότερα σήμερα, ο κεντρικός χαρακτήρας της παραμένει αναλλοίωτος, ενισχυόμενος συνεχώς από πολιτικές που την εισάγουν δυναμικά, στη διεθνή καπιταλιστική σκηνή (Loughlin, 2006). Σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού βάση «δυτικών προτύπων», «πράσινη ανάπτυξη» και νέες τεχνολογίες, εμπλουτίζουν τη σύγχρονη ατζέντα αστικού σχεδιασμού, με σημαντικές επιπτώσεις στη φυσιογνωμία της πόλης. Η σύντομη ιστορική αναδρομή που ακολουθεί αναδεικνύει τον καίριο ρόλο της από την αρχή της δημιουργίας της έως και σήμερα. Η πρώτη αναφορά στην πόλη της Μόσχας χρονολογείται γύρω στο 1147. Ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο πρίγκιπας Yuri Dolgoruki (Khromov, 1981). Ήδη από το 1328, η Μόσχα λειτουργούσε ως κέντρο για τις γύρω περιοχές, αποτελώντας την πρωτεύουσα του κρά-

τους μέχρι το 1713, όταν ο Μέγας Πέτρος μετέφερε το πολιτικό κέντρο στην Αγ. Πετρούπολη (Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1985). Από τον 16ο αιώνα, η Μόσχα αποτελούσε σημαντικό πολιτιστικό, εκπαιδευτικό και διοικητικό κέντρο. Από το 1564, λειτουργούσε στην πόλη τυπογραφείο, ενώ κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ιδρύθηκαν ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα2 (Khromov, 1981). Τον 18ο αιώνα, είχε έκταση 2.000 εκτάρια και θεωρούταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις της εποχής (Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1985). Στα τέλη του 19ου αιώνα, λειτουργεί ως σημαντικό εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο (Khromov, 1981). Το 1918 η Μόσχα γίνεται η πρωτεύουσα της σοβιετικής Ρωσίας και το 1922 η πρωτεύουσα της ΕΣΣΔ. Μετά την περίοδο της στασιμότητας3 όσον αφορά τα έργα υποδομής και τα σχέδια ανάπτυξης, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην εξέλιξη της πόλης (Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1985). Ειδική έμφαση δόθηκε στον προγραμματισμό με στόχο την πολεοδομική ανασυγκρότησή της. Κατά την περίοδο αυτή, η κυριαρχία της εκφραζόταν μέσα από τη χωροθέτηση κυβερνητικών υπηρεσιών, την εμπλοκή της στις διαδικασίες διανομής αγαθών, τον τομέα του πολιτισμού και της εκπαίδευσης, αλλά κυρίως από τη βιομηχανική της παραγωγή (Jenni, 2006). Η ενίσχυση του «κεντρικού» χαρακτήρα της, εκτός των άλλων, πραγματοποιήθηκε και μέσα από σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα, πολεοδομικές προτάσεις και έργα υποδομής (Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1985). Οι ριζικές κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οδήγησαν στο σχηματισμό του ρωσικού κράτους όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Σύμφωνα με τη συναφή βιβλιογραφία (Stadelbauer, 2006) η Μόσχα συνεχίζει να διατηρεί κύρος και ισχύ, παρά τον μεταβατικό χαρακτήρα της περιόδου. Οι μεταβολές στη λειτουργική σημασία της εκφράστηκαν κατά κύριο λόγο στον τριτογενή τομέα παραγωγής. Παρόλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1990 το 80% των οικονομικών συναλλαγών στη Ρωσία πραγματοποιούνταν μέσω Μόσχας. Ξεπερνώντας τη νομισματική κρίση της 17ης Αυγούστου του 1998, η πόλη εδραιώνεται ξανά στην εθνική και διεθνή τραπεζική σκηνή (Stadelbauer, 2006). Ειδικότερα, τα τελευταία χρόνια η Μόσχα συγκεντρώνει το 40-60% των ξένων επενδύσεων της Ρωσίας (Medvedkov et al., 2007).

123


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 124

124

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

Οι κατευθύνσεις σχεδιασμού του Συντάγματος του 1993, συνέβαλαν προς την κατεύθυνση αυτή. Περιλάμβαναν τη συγκέντρωση των διοικητικών δραστηριοτήτων, του ξένου εμπορίου και των τραπεζικών ομίλων εντός της πόλης, καθώς και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Προέβλεπαν τη χωροθέτηση χρήσεων έρευνας και τεχνολογίας (R and D departments) σε συσχετισμό με κρατικά ινστιτούτα, συνδεόμενα με διοικητικά όργανα και υπηρεσίες (Stadelbauer, 2006). Παράλληλα, η έμφαση που δόθηκε στον τομέα των υποδομών εντός της πόλης, συνέβαλε στη σταδιακή βελτίωση της ποιότητας ζωής, σε σχέση με άλλες ρωσικές πόλεις. Έτσι τη δεκαετία του 1990, η πόλη καταγράφεται ως «μεγάπολη» παρά το γεγονός, ότι οι κυρίαρχες διαδικασίες αστικοποίησης ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια εξέλιξης, σε σχέση με τις αντίστοιχες πόλεις της βόρειας Ευρώπης και των ΗΠΑ (Stadelbauer, 2006). Το πληθυσμιακό μέγεθος των 8 εκατομμυρίων κατοίκων, το οποίο σύμφωνα με τη βιβλιογραφία λειτουργεί ως ένας από τους προσδιοριστικούς παράγοντες των megacities, βρίσκει αντιστοιχίες στην περίπτωση της Μόσχας, παρά τις αυξομειώσεις πληθυσμού κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στις σύγχρονες αξιολογήσεις, η Μόσχα κατέχει πια μια σημαντική θέση στον κατάλογο των παγκόσμιων πόλεων (Taylor, 2000 και Gritsai, 1997) αποτελώντας σημαντικό οικονομικό κόμβο διασυνοριακών συναλλαγών.

Εικόνα 1: Η περιοχή της πόλης της Μόσχας και της διοικητικής περιφέρειας στην οποία ανήκει. Αεροφωτογραφία υπόβαθρο google earth, ίδια επεξεργασία.

Όσον αφορά τα πληθυσμιακά μεγέθη, η απογραφή του 2010, βρίσκει την πόλη με 11,5 εκατομμύρια κατοίκους, ενώ η επέκταση των 2.511 τετραγωνικών χιλιομέτρων., που έγινε το 2012, πρόσθεσε 233.000 νέους κατοίκους στα όριά της4. Σήμερα είναι η βορειότερη «παγκόσμια πόλη», με 4.581 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο., σύμφωνα με στοιχεία του 2014. Η διοικητική δομή της απαρτίζεται από 12 περιφέρειες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε 123 υποενότητες. Ο πληθυσμός της εμφανίζει αυξητικές τάσεις, σύμφωνα με αναφορά του World Population Review. Έτσι, ο σχεδιασμός χώρου καλείται σήμερα πέραν όλων των άλλων να αντιμετωπίσει και την πληθυσμιακή αύξηση, με τη συνακόλουθη επέκταση των ορίων της πόλης.

ΙΙΙ. Διαδρομές χωρικού σχεδιασμού Α. Από τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια έως το 19175 Σύμφωνα με συναφείς πηγές6 από τον 16ο αιώνα, εντοπίζονται σχέδια πόλης για τη Μόσχα. Μια σειρά επιλογών, όπως περιγράφεται πιο κάτω, θέτει τις βάσεις για την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης ήδη από τον 17ο αιώνα. Συγκεκριμένες σχεδιαστικές επιλογές εκφρασμένες μέσα από διατάγματα ή πολεοδομικά σχέδια, οριοθέτησαν χρήσεις γης, επέκταση ιστού και τρόπους δόμησης, με συγκροτημένο τρόπο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι οι πρώτες γεωμετρικές χαράξεις διατηρήθηκαν διαχρονικά αντανακλώντας τον κεντρικό χαρακτήρα της πόλης, μέσα από το ακτινοκεντρικό σύστημα σχεδίασης. Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Μόσχας χρονολογείται στα 1596-1597, την περίοδο του τσάρου Boris Godunov. Το σχέδιο αυτό αποτέλεσε τη βάση για επόμενα που ακολούθησαν κατά το 17ο αιώνα. Η ενίσχυση της κυριαρχίας της πόλης, όπως περιγράφηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, εκφράστηκε μέσα από τις κατευθύνσεις των σχεδίων έως και το 1713, χρονιά που πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του πολιτικού κέντρου στην Αγία Πετρούπολη (Χιούζ, 1998). Η περίοδος του Μεγάλου Πέτρου επηρέασε σημαντικά την φυσιογνωμία της πόλης τόσο λόγω της έμφασης που δόθηκε στην Αγία Πετρούπολη όσο και λόγω διαταγμάτων που επηρέασαν τους τρόπους δόμησης, αλλά και το ρόλο των αρχιτεκτόνων στο σχεδιασμό και ανέγερση κτιρίων (Khromov, 1981). Ουσιαστικά στην πρώτη αυτή


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 125

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

περίοδο, μπορούμε να διακρίνουμε μια σημαντική τομή λόγω της πολιτικής του Μεγάλου Πέτρου (Χιούζ, 1998). Η μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αγία Πετρούπολη (1713-1918) δήλωνε την πρόθεση κυριαρχίας του στις περιοχές της Βαλτικής αλλά και τη διάθεση για ανοιχτή αλληλεπίδραση με τη «δύση». Στο πλαίσιο αυτό, η ίδρυση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στη Μόσχα την περίοδο αυτή αποτελεί έκφραση της μεταρρυθμιστικής του πολιτικής (Χιούζ, 1998). Παρά την έμφαση που δόθηκε στην Αγία Πετρούπολη, ο χωρικός σχεδιασμός στη Μόσχα συνεχίζει να εκφράζεται μέσα από πληθώρα σχεδίων, τα οποία αν και δεν είχαν την ισχύ νομοθετήματος με τη σημερινή έννοια, εντούτοις όριζαν το πλαίσιο εξέλιξης του αστικού ιστού (Golubchikov, 2004). Η προσπάθεια διατύπωσης κατευθύνσεων σχεδιασμού, συμβατών με την πραγματική ζωή στην πόλη, αντικατοπτρίζεται μέσα από προσπάθειες, όπως το σχέδιο του 1739 που βασιζόταν σε έρευνα χρήσεων γης, η οποία υλοποιήθηκε από τον Ivan Michurin. Το εγχείρημα αυτό αποτέλεσε την πρώτη απόπειρα εναρμόνισης χωρικού σχεδιασμού με τις πραγματικές ανάγκες της πόλης και των κατοίκων της7. Κομβικό σημείο το έτος 1762, όπου δημιουργείται η «Επιτροπή Δόμησης» για τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Την επόμενη χρονιά επιβάλλεται η εκπόνηση σχεδίων για όλες της πόλεις της Ρωσίας. Ακολουθεί η ίδρυση του ειδικού τμήματος «Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Κατασκευών» το 1774. Την επόμενη χρονιά εντοπίζεται το πιο σημαντικό ίσως σχέδιο πόλης για τη Μόσχα, το οποίο ακολούθησε μετά από τις δραματικές επιπτώσεις των πυρκαγιών κατά το 17738. Το σχέδιο αυτό βασίστηκε σε προηγούμενη απόπειρα του 1763. Πληθώρα άλλων σχεδίων ακολούθησαν την τελευταία δεκαετία της περιόδου της Μεγάλης Αικατερίνης. Ειδικότερα, το 1796 δημοσιεύεται το σχέδιο πόλης του 1792 μαζί με βιβλίο-θεωρητική υποστήριξη του σχεδίου. Το 1812, την περίοδο κατάληψης της Μόσχας από τον Ναπολέοντα, καταστράφηκε το μεγαλύτερο τμήμα των παλαιών ξύλινων κατασκευών της πόλης, λόγω πυρκαγιάς. Την επόμενη χρονιά η Επιτροπή Δόμησης ξεκίνησε τις εργασίες ανασυγκρότησης του τμήματος αυτού της πόλης9. Μέσα από πλήθος σχεδίων που άλλοτε εφαρμόστηκαν και άλλοτε όχι, η Ρωσία στο σύνολό της αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα «πολεοδομικά εργαστήρια», ιδιαίτερα μετά το 1914 (Mulazzani, 2014).

Χάρτης 2: Χάρτης Μόσχας 1812, με απεικόνιση των καταστροφών από την πυρκαγιά (τμήμα χάρτη με διαγράμμιση) πηγή: http://map.etomesto.ru/base

Δεκαετίες πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού πειραματισμού, παρήγαγαν λύσεις για μία ευρεία γκάμα δημογραφικών αναγκών, μέσα σε διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά συστήματα (Baratta, 2014). Σημαντική τομή στη χωρο-κοινωνική εξέλιξη της πόλης αποτέλεσε η Οκτωβριανή Επανάσταση, η οποία σηματοδότησε μια νέα περίοδο με διαφορετικά οράματα ως προς το ρόλο της πόλης και τους τρόπους ζωής που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή, η οποία παρουσιάζεται στο κεφάλαιο που ακολουθεί.

125


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 126

126

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

Β. Η σοβιετική περίοδος (19171991) Η αλλαγή του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος το 1917 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην πολεοδομική ιστορία της πόλης, αλλά και στους προβληματισμούς γύρω από τον πολεοδομικό σχεδιασμό του 20ού αιώνα. Έτος εκκίνησης της σοβιετικής πολεοδομίας θεωρείται το 1918, όταν η γη με διάταγμα περιήλθε στην κυριότητα του κράτους (Παπαδοπούλου, 1995), δίνοντας τη δυνατότητα πλήρους εφαρμογής των σχεδίων γύρω από τη σοβιετική πόλη. Με επιρροές από το κίνημα της «Νέας Αρχιτεκτονικής» που εμφανίστηκε την περίοδο αυτή στην Ευρώπη, οι σοβιετικοί πολεοδόμοι διατυπώνουν τις δικές τους ιδέες, δίνοντας έμφαση στον κοινωνικό χαρακτήρα της πόλης (Βαϊου κ.ά., 2012). Τα κινήματα της περιόδου10 έρχονται σε δημιουργική αλληλεπίδραση μεταξύ τους, διαμορφώνοντας ένα πλούσιο πεδίο πειραματισμών γύρω από τα ζητήματα πολεοδομικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Πρακτικές όπως η κολεκτιβοποίηση της γης, η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, η συλλογική κατοίκηση, κατέχουν καίριο ρόλο στις νέες κατευθύνσεις σχεδιασμού (Βαϊου κ.ά., 2012). Τα σχέδια που εκπονήθηκαν την περίοδο αυτή για τη Μόσχα, στόχευαν στο να εδραιώσουν την πόλη ως το κέντρο της Σοβιετικής Ένωσης (Jenni, 2006). Κάτω από την επιρροή του Καθηγητή Boris Sakulin, σχεδιάστηκε η Μόσχα ως ένας πυρήνας οικονομικού κέντρου, ο οποίος περιλάμβανε τρεις οικιστικούς ομόκεντρους κυκλικούς δακτυλίους. Το Κρεμλίνο και οι πρώτοι δύο δακτύλιοι ήταν διαχωρισμένοι με ενδιάμεσες πράσινες ζώνες στη λογική του “green belt». Στη συνέχεια, συμπλήρωση του σχεδίου αυτού προέβλεπε την επέκταση της πόλης κατά 120 χιλιόμετρα προς κάθε κατεύθυνση, σύμφωνα με τις προτάσεις του Καθηγητή S. Shestakov, την περίοδο 1921-1925. Το 1918, η ίδρυση του «Γραφείου Σχεδιασμού Κεντρικής Μόσχας και Προαστίων» ασχολήθηκε

Χάρτης 3: Σχέδιο πολεοδομικής ανασυγκρότησης Μόσχας, 1931. Pηγή: http://map.etomesto.ru/base

με τη λεπτομερή σχεδίαση της «Νέας Μόσχας» με τη βοήθεια σημαντικών αρχιτεκτόνων, όπως οι Ivan Zholtovsky και Alexei Shchusev11 (Mulazzani, 2014). Το πρώτο σχέδιό τους, αν και φιλόδοξο, δεν κατόρθωσε να υλοποιηθεί, διότι δεν έλαβε επίσημη έγκριση από την κυβέρνηση, αφού θεωρήθηκε πως δεν κάλυπτε τις πραγματικές ανάγκες της πόλης. Έτσι, η σοβιετική Κυβέρνηση αποφάσισε να πραγματοποιήσει διεθνή διαγωνισμό για το καλύτερο πολεοδομικό σχέδιο, στον οποίο συμμετείχαν σημαντικοί αρχιτέκτονες της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρονται οι: G. Krasin, G. Mayer, V. Kratyuk, οι VOPRA Ρωσική Ομάδα νέων «Proletarian Architects» (Baburov, Karpov, Kychakov, Vasilyev, Fridman), N. Ladovsky, E. May, S. Gorny, Le Corbusier κ.ά (Jenni, 2006). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η εμπλοκή του Le Corbusier, του οποίου πειραματισμοί πάνω στην πολεοδομική ανασυγκρότηση της Μόσχας οδήγησαν στη δημιουργία του έργου του “Radiant City” (Cohen, 1996). Παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο του αντιμετώπισε σκληρή κριτική (Στιβενσον, 2007), κατέχει σημαντική θέση στο πεδίο των


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 127

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

πολεοδομικών πειραματισμών. Μετά από συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, αποφασίστηκε το πλαίσιο πολεοδομικής αναδιοργάνωσης της πρωτεύουσας την περίοδο 1931-1935. Το γενικό σχέδιο της Μόσχας του 1935 θεωρήθηκε ως μία προσπάθεια ενίσχυσης του κεντρικού ρόλου της πόλης, εστιάζοντας κυρίως στον τομέα της πολιτικής εξουσίας. Οι γεωμετρικές χαράξεις με τους κυκλικούς δακτυλίους αποτελούν, τελικά, μια κυριολεκτική αναπαράσταση της «κεντρικότητας», την οποία ενίσχυσαν οι ακτινωτές μνημειώδεις οδοί. Παράλληλα, η παρουσία του Lazar M. Κaganovich, ο οποίος διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Μόσχα, οδήγησε τα πολεοδομικά σχέδια σε μια πιο «ρεαλιστική» οδό, απομακρύνοντας τις παλαιότερες avant-garde προσεγγίσεις (Jenni, 2006). Η ομιλία του στο 16ο συνέδριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος θεωρείται ως ένα σημαντικό κείμενο για τον πολεοδομικό σχεδιασμό, πέρα από τις πολιτικές του διαστάσεις (Jenni, 2006). Ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται η πολιτική με την αρχιτεκτονική και τον χωρικό σχεδιασμό στην ομιλία αυτή, καθόρισε τις κατευθύνσεις σχεδιασμού στη Σοβιετική Ένωση για πολλές δεκαετίες (Jenni, 2006). Υπό το πρίσμα αυτό, ο σχεδιασμός χώρου παρουσιάστηκε ως ένα σημαντικό εργαλείο εφαρμογής κοινωνικο-πολιτικών οραμάτων στον πραγματικό χώρο ζωής των κατοίκων. Η προσέγγιση αυτή συχνά συναντάται στη βιβλιογραφία ως «ολιστική»,12η οποία θα είχε εφαρμογή στο σχέδιο του 1935 για τη Μόσχα (Jenni, 2006). Δίνοντας έμφαση στα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου, ο Kaganovich έκανε ειδική μνεία στο ζήτημα της στέγασης, προτείνοντας ανέγερση νέων συγκροτημάτων κατοικιών. Βασικό μέλημα αποτέλεσε η δημιουργία προτύπου μονάδας κατοικίας, «το διαμέρισμα του εργάτη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, όπου θα διερευνώνταν οι βέλτιστες λύσεις οδηγώντας στην τυποποίηση των κατασκευών. Επιπρόσθετα σε αυτό, επεσήμανε την ανάγκη προσαρμογής των κατασκευών και των χρήσεων στο ισχύον κοινωνικο-πολιτικό μοντέλο, τονίζοντας την ανάγκη για χώρους που θα λειτουργούσαν ως «συλλογικές κουζίνες», μονάδες φροντίδας βρεφών και νηπίων, χώρους συλλογής και καθαρισμού ενδυμάτων κ.ά. Ανάλογη έμφαση έδωσε και στον τομέα των τεχνικών υποδομών με σημαντικότερη πρό-

ταση τη δημιουργία υπογείου συστήματος μεταφορών (Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1979). Το όραμά του για το χωρικό σχεδιασμό, εντασσόταν στο τρίπτυχο που περιλάμβανε: αλλαγή του τρόπου ζωής, αλλαγή στη φιλοσοφία για το σχεδιασμό χώρου και την κατανομή των χρήσεων, επέκταση των υφιστάμενων πόλεων και πιθανή δημιουργία νέων. Ειδικότερα, πρότεινε την ομοιόμορφη κατανομή των βιομηχανικών χρήσεων ώστε να εξαλειφθεί η διαφοροποίηση πόλης-υπαίθρου (Jenni, 2006). Συνεχίζοντας το συλλογισμό αυτό, σημειώνει πως η εξισορρόπηση των διαφορών θα πραγματοποιηθεί μέσα από την πολιτιστική, εκπαιδευτική, οικονομική αναβάθμιση των περιοχών της υπαίθρου. Η γενικότερη προσέγγιση σχεδιασμού ως προς τη σχέση πόλης-υπαίθρου διαφοροποιείται σημαντικά κατά τη σοβιετική περίοδο, οδηγώντας σε νέα μοντέλα αστικοποίησης13 (Jaques, 2014). Ως προς το μέγεθος της πόλης απομακρύνεται από τα καπιταλιστικά πρότυπα πόλεων των ΗΠΑ και θέτει πληθυσμιακούς περιορισμούς στην ανάπτυξη της Μόσχας από 2 έως 5 εκατομμύρια κατοίκους. Η γενικότερη φιλοσοφία σχεδιασμού, αντιμετώπιζε την πόλη ως ενότητα-ολότητα και όχι ως συναρμογή επιμέρους κατασκευών. Αν και επιλέχθηκε ο σχεδιασμός σε επιμέρους χωρικές ενότητες των 15 εκταρίων, οι οποίες λειτουργούσαν ως πρότυπες αστικές χωρικές μονάδες,14 δόθηκε βαρύτητα στη συνολική αλληλεπίδραση των μονάδων αυτών, οι οποίες τελικά συνέθεταν το σύνολο της πόλης (Jenni, 2006). Οι μονάδες αυτές λειτουργούσαν και ως πόλεις μέσα στην πόλη, διαθέτοντας όλες τις απαραίτητες κοινωνικές και τεχνικές υποδομές για τη λειτουργία τους(Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ, 1979). Οι εργασίες για την υλοποίηση του πολεοδομικού σχεδίου του 1935, διακόπηκαν την περίοδο 1941-1945 κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1951 η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα δεκαετές πρόγραμμα για την ανασυγκρότηση της Μόσχας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Dmitry Chechulin. Το πρόγραμμα αυτό αντλούσε στοιχεία από το σχέδιο του 1935, έχοντας επιπλέον καινοτόμες προτάσεις με στόχο την ουσιαστική αναβάθμιση της ποιότητας ζωής στην πόλη. Οι προτάσεις αυτές κατά κύριο λόγο αφορούσαν τη χάραξη των κύριων οδικών αρτηριών, τις εισόδους στην πόλη, τον καθορισμό προστατευόμενων περιοχών. Επιπρόσθετα, το πρόγραμμα αυτό μεριμνούσε για την ει-

127


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 128

128

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

σαγωγή σύγχρονων μεθόδων δόμησης στις κατασκευές μέσα από τοποθετήσεις, που εκφράστηκαν στο εθνικό συνέδριο του 1954. Η μετάβαση στις νέες μεθόδους κατασκευής περιλάμβανε τυποποίηση και ορθολογικοποίηση των σχεδιαστικών προσεγγίσεων. Το 1960 ξεκίνησε μία σπουδή πάνω στη διερεύνηση της δυνατότητας υλοποίησης ενός σχεδίου που θα περιλάμβανε επέκταση της πόλης, ώστε να συνδέσει όλες τις χωρικές ενότητες μέσα στον κυκλικό δακτύλιο MKAD (Rudolph et al., 2005). Η μελέτη αυτή εγκρίθηκε το 1966, σηματοδοτώντας μια δεκαετή περίοδο ανασυγκρότησης της Μόσχας, που ουσιαστικά αποτελούσε το πρώτο στάδιο υλοποίησης του «Νέου Σχεδίου Πολεοδομικής Ανάπτυξης». Το 1971 διαμορφώθηκε το πλαίσιο πολεοδομικού σχεδιασμού για την περίοδο 1985-1990, συμπεριλαμβάνοντας προβλέψεις ως προς την επέκταση της πόλης και τα πληθυσμιακά μεγέθη έως το 2000. Ο σχεδιασμός εστίαζε στην αναβάθμιση περιοχών εντός του δακτυλίου MKAD, προβλέποντας και επιλεγμένες περιοχές επέκτασης της πόλης εκτός των ορίων του. Η αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος στις αρχές του 1990 οδήγησε σε διαφορετική οδό τις προσεγγίσεις σχεδιασμού, απομακρύνοντάς τις από το όραμα για τη σοβιετική πόλη, όπως παρουσιάζεται στο κεφάλαιο που ακολουθεί. Γ. Από τη δεκαετία του 1990 έως και σήμερα Οι κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές και η οικονομική αστάθεια της δεκαετίας του 1990 έθεσαν σε νέα τροχιά τους στόχους του πολεοδομικού σχεδιασμού. Η μεταβολή της σχέσης πολιτικού συστήματος-αγοράς, επηρέασε την εξέλιξη της πόλης (Pagonis, 2000). Έτσι, πέρα από τη βελτίωση των όρων διαβίωσης, ο σχεδιασμός πια στοχεύει στην αποκατάσταση της αίγλης της Μόσχας και τη σύνδεσή της με τις διεθνείς αγορές (Pagonis, 2000). Η μετα-κομμουνιστική αυτή «μεγάπολη» διαφέρει σημαντικά σε σχέση με αντίστοιχες της βόρειας Ευρώπης και των ΗΠΑ, όμως ο σχεδιασμός που ακολουθεί πια συμβαδίζει με τέτοιου τύπου πρότυπα. Σταδιακά μέσα στη δεκαετία του 1990, η εικόνα της πόλης αλλάζει. Σημαντική η κατασκευαστική «έκρηξη», όπου καίριο ρόλο τόσο στη διαχείριση των έργων όσο και στην ιδιοκτησία γης έχει η τοπική αυτοδιοίκηση και συγκεκριμένα ο τότε δήμαρχος της πόλης (Pagonis, 2000 και Golubchikov, 2004). Μεγάλα έργα ανάπλασης, όπως τα “Manezh Square Development”, το επιχειρη-

ματικό κέντρο “Moskva City”, η ανακατασκευή του καθεδρικού ναού του Ιησού Σωτήρα, ως γενικότερη τάση ανακατασκευής κτιρίων που κατεδαφίστηκαν κατά τη σταλινική περίοδο, εκφράζουν τα πρώτα μετα-κομμουνιστικά χρόνια. Αναφορικά με τις χρήσεις γης, η περιοχή που περικλείεται από τον «Πράσινο Δακτύλιο» (Garden Ring), αποτελεί την πιο δημοφιλή μη οικιστική ζώνη της πόλης. Διαδικασίες μετατόπισης πληθυσμού μεταξύ των ετών 1992-1996, επηρέασαν καταλυτικά τη σύνθεση των χρήσεων στα υφιστάμενα κτίρια της πόλης, με κυρίαρχη την τάση μετατροπής κτιρίων κατοικίας σε κτίρια γραφείων ή καταστήματα λιανικού εμπορίου (Stadelbauer, 1996). Ειδικότερα, η είσοδος του λιανικού εμπορίου διαφοροποιεί σημαντικά τη λογική χωρικού σχεδιασμού (Pagonis, 2000). Στο εσωτερικό της πόλης διακρίνονται πια σημαντικές ανομοιογένειες. Καταγράφονται διαφοροποιήσεις στις οικιστικές περιοχές ως προς την ποιότητα ζωής, την περίοδο κατασκευής και κατάσταση συντήρησης των κτισμάτων, αναδεικνύοντας την κοινωνική πόλωση στον ιστό της (Akhmetzyanova, 2015). Πιο ελκυστικές θεωρούνται ζώνες που εκτείνονται κατά μήκος της άνω όχθης του ποταμού, καθώς και στο νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης. Οι περιοχές αυτές, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια, συμπεριλαμβάνονται σε πρόγραμμα ανάπλασης με ορίζοντα το 2035. Αντίθετα, δυσμενέστερους όρους διαβίωσης, κυρίως λόγω ρύπανσης, θεωρείται ότι παρέχουν οι οικιστικές περιοχές της νοτιοανατολικής πλευράς, που γειτνιάζουν με βιομηχανικές μονάδες παραγωγής. Τις διαφοροποιήσεις αυτές αντικατοπτρίζουν και οι αξίες γης στις περιοχές αυτές (Stadelbauer, 2006). Σύμφωνα με αναλυτές, οι σύγχρονες τάσεις, πέραν όλων των άλλων προθέσεων, αποσκοπούν στην προσέλκυση επενδυτών (Stadelbauer, 2006). Ο πολεοδομικός ανασχεδιασμός πια εμπλέκει αναπόφευκτα και διαδικασίες εξευγενισμού (Loughlin, 2006) διαφοροποιώντας τις ισορροπίες, εντείνοντας την περιθωριοποίηση. Η μαζική ιδιωτικοποίηση της γης15 και η απελευθέρωση των τιμών δημιουργεί νέο πλαίσιο σχεδιασμού (Golubchikov, 2004). Παράλληλα, με την υλοποίηση έργων με στόχο την προσέλκυση επενδυτών, τo 1998 θεσπίζεται το “Urban Development Code” (UDC), διατυπώνοντας μια πυραμιδοειδή δομή θεσμικών οργάνων και υπηρεσιών από το περιφερειακό στο τοπικό επίπεδο. Μέσα από αυτό επαναπροσδιορίζονται οι στόχοι με κατεύθυνση προς


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 129

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

την αειφόρο ανάπτυξη και την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων (Golubchikov, 2004). Αντλώντας στοιχεία από το “zoning” των ΗΠΑ, θεσπίζει θεσμικό πλαίσιο γύρω από τον πολεοδομικό σχεδιασμό, δηλώνοντας τη σαφή νομική ισχύ του. Κριτική στο σχέδιο αυτό στηλιτεύει το γεγονός, ότι δίνει γενικές αρχές χωρίς να εκφράζει με σαφήνεια το πώς θα εφαρμοστούν (Golubchikov, 2004). Το 2001, η εφαρμογή του “Νew Νational Land Code” προσπαθεί να περιορίσει την καταστροφή των ελεύθερων πράσινων εκτάσεων εκφράζοντας προβληματισμούς για τα περιβαλλοντικά προβλήματα της Μόσχας (Golubchikov, 2004). Αναγνωρίζει παράλληλα την ανάγκη αξιοποίησης των πρώην βιομηχανικών εκτάσεων, προτείνοντας εντατικοποίηση των χρήσεων εντός της πόλης (Golubchikov, 2004). Ειδικός προβληματισμός εκφράζεται για την προστασία περιοχών έξω από το δακτύλιο MKAD, εντός του Moscow Oblast (εικόνα 1), οι οποίες περιλαμβάνουν σημαντικά κομμάτια δασικών εκτάσεων (Rudolph et al. , 2005). Η έμφαση που δίνεται στα περιβαλλοντικά προβλήματα, αντανακλά μεν πραγματικούς προβληματισμούς για την ποιότητα ζωής, μιμείται δε, διεθνοποιημένα πρότυπα. Ο σχεδιασμός πια ακολουθεί τις επιταγές της αγοράς με ερευνητές να τον χαρακτηρίζουν ως “market-oriented”(Rudolph.et al. , 2005). Το “New General Plan” του 1999, αποτελεί επιλογή που υπηρετεί τη μετατροπή της πόλης σε διεθνές οικονομικό κέντρο, με ορίζοντα σχεδιασμού το 2020 (Kuzmin, 2001). Οι σταδιακές μεταβολές στην πολιτική σχεδιασμού χώρου, τόσο ως προς τη γενικότερη φιλοσοφία της όσο και ως προς αυτές καθαυτές τις σχεδιαστικές επιλογές, συνθέτουν την εικόνα της πόλης. Τα ίχνη του ιστορικού παρελθόντος είναι ορατά στη σύγχρονη πραγματικότητα, τόσο ως στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και ως μοτίβα ζωής. Η ύπαρξη κτιρίων διαφορετικών περιόδων εκφράζει τη συνύπαρξη διαφορετικών ιδεολογικών προσανατολισμών, όπως αυτοί αποτυπώθηκαν στον ιστό της πόλης. Από τη μια πλευρά κτίρια της τσαρικής εποχής κατασκευάζονται ξανά και από την άλλη επιβιώνουν σημαντικοί κτιριακοί τύποι της σοβιετικής περιόδου, όπως οι συλλογικές κατοικίες “Kommunalka”, με τη λογική σχεδιασμού που περιγράφθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Τα τελευταία σχέδια της περιόδου 2007, φτάνουν σε προγραμματισμό έως το 2025, λαμβάνοντας υπόψη

πληθυσμιακά μεγέθη, κοινωνικο-οικονομικές παραμέτρους αλλά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Σύγχρονοι διεθνείς αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, επιστημονικά συνέδρια, διεθνή πολεοδομικά φόρουμ, ασχολούνται σήμερα με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, μέσα από εμβάθυνση στις εναλλακτικές παραμέτρους σχεδιασμού σε μια μετα-κομμουνιστική παγκόσμια πόλη. Προβληματισμοί γύρω από τις τελευταίες εξελίξεις, σχετίζονται με το κατά πόσο η στροφή αυτή στο χωρικό σχεδιασμό, δύναται να βελτιώσει ουσιαστικά την ποιότητα της ζωής των κατοίκων. Ενδεικτικό είναι το γεγονός, ότι την περίοδο 1995-2000 όλες οι οικονομικές επενδύσεις διοχετεύτηκαν στο κεντρικό κομμάτι της πόλης, όπου κυριαρχούν οι εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες (Central business District) (Rudolph et al. , 2005). Παράλληλα, σημαντικοί ρυθμιστές των τελικών επιλογών φαίνεται να είναι τραπεζικοί όμιλοι, βιομηχανίες πετρελαίου και φυσικού αερίου που δραστηριοποιούνται στην ευρύτερη περιοχή του Moscow Oblast (Rudolph et al. , 2005). Ερωτήματα λοιπόν προκύπτουν για τις πιθανότητες αναβάθμισης οικιστικών περιοχών με σημαντικά προβλήματα υποδομών και φθορών κτιριακού αποθέματος, οι οποίες βρίσκονται εκτός ζωνών στρατηγικού ενδιαφέροντος (Revzin, 2015). Στον αντίποδα των παραμελημένων αυτών περιοχών βρίσκονται τμήματα της πόλης που παρουσιάζουν επενδυτικό ενδιαφέρον, όπως τα παραδείγματα που αναπτύσσονται στη συνέχεια.

ΙV. Εμβαθύνοντας στις σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού: α. Περιβάλλον και αειφόρος ανάπτυξη; Η περιγραφή της διαδρομής των κατευθύνσεων χωρικού σχεδιασμού που προηγήθηκε ανέδειξε τις διαφορετικές προσεγγίσεις και επιλογές. Οι επιλογές αυτές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με το πολιτικό σύστημα και τη φιλοσοφία γύρω από τη ζωή στην πόλη που αυτό υπαγορεύει. Μετά τη δεκαετία του 1990, το «άνοιγμα» της Μόσχας στις διεθνείς αγορές οδήγησε τον αστικό σχεδιασμό σε νέα μονοπάτια. Σε μεγάλο βαθμό η διάθεση για προσέλκυση επενδύσεων αλλά και η επιστράτευση διάσημων αρχιτεκτόνων καταλήγει σε χωρο-κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Στις σύγχρονες αυτές τάσεις έρχεται να προστεθεί ο προβληματισμός γύρω από

129


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 130

130

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

τα περιβαλλοντικά προβλήματα ή και να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός αστικής ανανέωσης επισκιάζοντας τις κοινωνικές τους προεκτάσεις. Με γνώμονα την κατεύθυνση αυτή, μακροχρόνιοι προγραμματισμοί στοχεύουν στην αναβάθμιση περιοχών επενδυτικού ενδιαφέροντος, αφήνοντας εκτός τις υπόλοιπες. Στο πλαίσιο αυτό του διεθνούς προβληματισμού των τελευταίων δεκαετιών, σχετικά με το περιβάλλον, ερευνητικοί και κυβερνητικοί φορείς στη Ρωσία, εστιάζουν στην αξιολόγηση και αντιμετώπιση των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων.16 Αναγνωρίζοντας πως η Ρωσία στο σύνολό της αντιμετωπίζει σημαντικά περιβαλλοντικά προβλήματα, κυρίως λόγω της βιομηχανικής παραγωγής,17 γίνονται προσπάθειες για αναβάθμιση. Σύμφωνα με τη δημοσίευση18 των αποτελεσμάτων του προγράμματος LEAD CIS Program 2000, η Μόσχα είναι μια από τις πιο επιβαρυμένες περιβαλλοντικά περιοχές της Ρωσίας. Τόσο όσον αφορά την εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, όσο και ως προς τον όγκο και τη διαχείριση των απορριμμάτων, η υφιστάμενη κατάσταση είναι ιδιαίτερα δυσμενής. Ειδικότερα εξαιτίας κλιματολογικών συνθηκών, η φυσική ανανέωση των οικοσυστημάτων ακολουθεί πιο βραδείς ρυθμούς, τόσο στο χερσαίο όσο και στον υδάτινο χώρο, επηρεάζοντας αρνητικά το αστικό μικροκλίμα. Παράλληλα, φυσικές καταστροφές όπως οι πυρκαγιές του 2010, δημιούργησαν πληθώρα περιβαλλοντικών προβλημάτων (Gorchakov, 2011). Σημαντικό ζήτημα αποτελεί, επίσης, η διαχείριση και αποκατάσταση των “brownfields” τόσο στη Μόσχα, όσο και σε άλλες πόλεις της πρώην ΕΣΣΔ (Burinskienė, 2015). Πρόκειται για εκτάσεις με προηγούμενη βιομηχανική κυρίως χρήση, οι οποίες πια έχουν εγκαταλειφθεί (Jaques, 2014). Συχνά το έδαφος τους χρειάζεται εξυγίανση πριν από την εγκατάσταση νέων χρήσεων, λόγω ύπαρξης επιβλαβών ουσιών εξαιτίας της προηγούμενης λειτουργίας τους. Αν και συχνά οι επεκτάσεις των οικιστικών ζωνών πραγματοποιούνται στα λεγόμενα “greenfields”19 σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού υπαγορεύουν την αξιοποίηση των brownfields, περιορίζοντας τις επεκτάσεις στις τυχόν ελεύθερες πράσινες ζώνες (Jaques, 2014). Σύμφωνα όμως με τη συναφή βιβλιογραφία, ήδη έχει καταστραφεί σημαντικό κομμάτι των greenfields λόγω επεκτάσεων και κατασκευών της προηγούμενης δεκαετίας (Rudolph et al., 2005).

Τα έργα ανάπλασης μεγάλης κλίμακας που θα υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια, προσπαθούν να συμβάλουν στην αναβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος, ακολουθώντας σύγχρονες μεθόδους περιβαλλοντικού σχεδιασμού, μέσα από τη χρήση νέων υλικών και τεχνολογιών. Με πολυδάπανες κατασκευές και προηγμένες τεχνολογικές εφαρμογές, κινούνται στην κατεύθυνση σχεδιασμού «φιλικού προς το περιβάλλον». Ερωτήματα όμως προκύπτουν για το κατά πόσο βελτιώνουν πραγματικά τη ζωή των κατοίκων, τόσο ως προς την περιβαλλοντική όσο και ως προς την κοινωνικο-οικονομική πλευρά. Ειδικότερα, θύλακες κατοικίας που γειτνιάζουν με περιοχές επενδυτικού ενδιαφέροντος τυγχάνουν άλλης μεταχείρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους. Η ανάπλαση κατά μήκος του ποταμού Μόσχοβα που ακολουθεί, αναδεικνύει αυτή την πτυχή του σχεδιασμού. Η διαχείριση με αυτό τον τρόπο του ζητήματος της κατοικίας, διαφέρει ριζικά από τη λογική της σοβιετικής περιόδου, αντικατοπτρίζοντας τις νέες “market-oriented”τάσεις σχεδιασμού (Rudolph et al. , 2005). Παράλληλα, η περιγραφή του εγχειρήματος δημιουργίας τεχνητού μικροκλίματος εντός της πόλης στην ανάπλαση του Πάρκου Ζαριάντγιε, δηλώνει με σαφήνεια τις σύγχρονες προσεγγίσεις σχεδιασμού μέσα από τη χρήση τεχνολογιών αιχμής. β. Μερικά παραδείγματα Στις αρχές του 21ου αιώνα η Μόσχα αποτελεί και πάλι πρόσφορο πεδίο πειραματισμού για αρχιτέκτονες και πολεοδόμους. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, 37 πρότζεκτ είχαν το ύφος πειραματικού ντιζάιν. Ορισμένα από τα έργα αυτά οδήγησαν σε νέες μορφές αστικοποίησης, όπως οι μεγάλου ύψους κατασκευές σε δύο δακτυλίους παράλληλα στους δακτυλίους κυκλοφορίας γύρω από το κέντρο της πόλης (Stadelbauer, 2006), συμβάλλοντας στο μετασχηματισμό του αστικού τοπίου. Οι σύγχρονες προσεγγίσεις σχεδιασμού στρέφονται γύρω από την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, εστιάζοντας, παράλληλα, στην αλληλεπίδραση της ρωσικής πραγματικότητας με τη διεθνή σκηνή. Ενδεικτική από την άποψη αυτή ήταν και η παρουσία της Ρωσίας στη Μπιενάλε Βενετίας 2014, όπου για τις ανάγκες της έκθεσης ακολουθήθηκε η λογική


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 131

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

του “fair trade”, εκφρασμένη μέσα από την παγκόσμια γλώσσα του διεθνούς εμπορίου. Πέρα από τη συμβολική της παρουσίας του ρωσικού περιπτέρου στη Μπιενάλε, αναπλάσεις που θα υλοποιηθούν στα επόμενα χρόνια εκφράζουν πολύ πιο έντονα την πρόθεση για μετασχηματισμό της φυσιογνωμίας της πόλης, σε πρακτικό αλλά και συμβολικό επίπεδο. Έργα ανάπλασης, όπως το πάρκο στην περιοχή Ζαριάντγιε και η ανάπλαση κατά μήκος του Μόσχοβα, πρόκειται να αλλάξουν σημαντικά το αστικό τοπίο. Ανάπλαση κατά μήκος του ποταμού Μόσχοβα (Transform Moscow Riverfront) Πρόκειται για ανάπλαση κατά μήκος του παραποτάμου Μόσχοβα, του ποταμού Βόλγα, ο οποίος διασχίζει την πόλη. Η τελική πρόταση που επιλέχθηκε διακρίθηκε μέσα από διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, όπου έλαβαν μέρος διάσημοι αρχιτέκτονες, ακολουθώντας τη λογική των “starchitects”(Ponzini, 2010). Βασικό κριτήριο για την πρόταση ανάπλασης αποτέλεσε το ότι ο ποταμός διασχίζει περιοχές της πόλης με διαφορετική χωρο-κοινωνική φυσιογνωμία και διαφορετικές χρήσεις γης (Kuznetsov, 2015) . Οι περιοχές αυτές ανήκουν σε ζώνη στρατηγικού ενδιαφέροντος, με κυρίαρχη τη βιομηχανική ζώνη 900 εκταρίων στη νότια πλευρά και το επιχειρηματικό κέντρο της πόλης. Παράλληλα, η περιοχή περιλαμβάνει και οικιστικές ζώνες που βρίσκονται σε διαδικασία μετασχηματισμού. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η παρόχθια ζώνη σχετίζονται τόσο με τη ρύπανση των υδάτων και τη συνακόλουθη διατάραξη των οικοσυστημάτων όσο και με την απαξίωση της χερσαίας παρόχθιας έκτασης. Αξιολογώντας τα προβλήματα, δημιουργήθηκε μακροπρόθεσμο πλάνο σχεδιασμού από το 2014 έως το 2035. Στόχος αυτής της πολιτικής είναι η δημιουργία στρατηγικών αναβάθμισης των παρόχθιων περιοχών, η οποία θα κινείται σε κοινωνικοοικονομικό, περιβαλλοντικό και αρχιτεκτονικό, αισθητικό επίπεδο (Kuznetsov, 2015). Η συνολική έκταση που πρόκειται να αξιοποιηθεί υπολογίζεται στα 10.000 εκτάρια, καθιστώντας το έργο αυτό σημαντικό για τα διεθνή δεδομένα, λόγω της χωρικής του εμβέλειας και του χρονικού ορίζοντα που πρόκειται να καλύψει. Η πρόταση “Project Meganom”που διακρίθηκε στήριξε την ιδέα σχεδιασμού στη δημιουργία κόμβων-λιμανιών τα οποία εντάσσονται σε ένα ενδελεχώς σχε-

διασμένο πλέγμα σημείων στάσης και κίνησης κατά μήκος του παρόχθιου μετώπου. Η πρόταση περιλαμβάνει δημιουργία χώρων για πεζούς, υπαίθριους χώρους πρασίνου, σχεδιασμένους με σύγχρονες τεχνολογίες και υλικά (Kuznetsov, 2015). Αποσκοπεί στο να καταστήσει το ποτάμι κυρίαρχο στοιχείο του αστικού ιστού, γύρω από το οποίο θα οργανώνεται η ζωή στην πόλη. Μεγάλη βαρύτητα δόθηκε στην αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας στα υδάτινα οικοσυστήματα και στα χερσαία παρόχθια, τα οποία έχουν επιβαρυνθεί από τις χρήσεις που εντοπίζονται στη ζώνη αυτή έως σήμερα (Kuznetsov, 2015). Η χρήση κατάλληλων ειδών χλωρίδας θα συμβάλει στην αποκατάσταση και φυσική ανανέωση των οικοσυστημάτων και η δημιουργία χώρων πρασίνου στην περιοχή του καναλιού Vodootvodny, θα ενισχύσει την παρουσία του φυσικού στοιχείου στον αστικό ιστό. Παράλληλα, θα δημιουργηθεί πάρκο αθλοπαιδιών στην περιοχή Strogino και έκθεση σχετικά με τις δυνατότητες αειφόρου σχεδιασμού στη Ρωσία, που θα στεγάζεται σε έξι χωροθετημένα «πράσινα» κτίρια στις έξι ζώνες του πάρκου (Kuznetsov, 2015). Για την οικιστική περιοχή Mnevniki, η πρόταση περιλαμβάνει τη δημιουργία δρόμων ήπιας κυκλοφορίας, πεζοδρόμων, ποδηλατοδρόμων, χώρων πρασίνου, χωροθέτηση σταθμού μετρό και λιμανιού-κόμβου. Στο σημείο αυτό πρόκειται να μεταφερθούν και διάφορες διοικητικές υπηρεσίες, καθιστώντας την ενότητα αυτή σημαντικό διοικητικό κέντρο. Το παλαιό εργοστάσιο ZIL πρόκειται να ανακατασκευαστεί, ώστε να φιλοξενήσει εμπορικές χρήσεις και χρήσεις πολιτισμού, καθώς και οικιστικές συνοδευόμενες με λειτουργίες αναψυχής. Τμήμα του θα στεγάσει ερευνητικά κέντρα και εταιρίες (Kuznetsov, 2015). Η εκ νέου οργάνωση της κυκλοφορίας και των κινήσεων πρόκειται να οδηγήσει στην απελευθέρωση ζωνών κίνησης για πεζούς και ποδηλάτες κατά μήκος του ποταμού, ενισχύοντας τη βιώσιμη κινητικότητα στην πόλη. Προβλέπεται παράλληλα η δημιουργία τροχιόδρομου κατά μήκος της παρόχθιας ζώνης για μελλοντική κατασκευή και χρήση. Ειδική χωροθέτηση για τη στάθμευση οχημάτων, οργανώνεται σε χώρους κάτω από το χερσαίο τμήμα των γεφυρών που ενώνουν τις δύο όχθες του ποταμού (Kuznetsov, 2015). Η πρόταση αυτή πρόκειται να αλλάξει ριζικά όχι μόνο την παρόχθια ζώνη της πόλης αλλά και ολόκληρη τη Μόσχα, αφού η χωροθέτηση νέων λειτουργιών και

131


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 132

132

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

Εικόνα 5: Απεικόνιση περιοχής ανάπλασης, πηγή υποβάθρου: google earth, ίδια επεξεργασία Εικόνα 4: Απεικόνιση τμημάτων περιοχής ανάπλασης, πηγή υποβάθρου: google earth, ίδια επεξεργασία

χρήσεων θα επαναπροσδιορίσει τους συσχετισμούς μέσα στον ιστό της πόλης. Η βαρύτητα που δόθηκε στις περιβαλλοντικές παραμέτρους εκφράζει τη στροφή του σχεδιασμού σε πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον, σύμφωνα με τις σύγχρονες επιταγές, οι οποίες θέτουν με οξύτητα το ζήτημα της «αειφόρου» διαχείρισης. Προβληματισμοί όμως ανακύπτουν για τις κοινωνικές επιπτώσεις μιας τέτοιου τύπου παρέμβασης, η οποία πιθανά να οξύνει ανισότητες και αντιθέσεις. Πάρκο Ζαριάντγιε (Zaryadye Park)20 Στο πλαίσιο της Μπιενάλε Βενετίας 2014, παρουσιάστηκε η έκθεση “Moskva: Urban Space”, η οποία απεικόνιζε με πρωτότυπο τρόπο την ιστορική εξέλιξη του αστικού χώρου στην πόλη της Μόσχας, μέσα από το πρίσμα της ανάπλασης στην περιοχή Ζαριάντγιε. Η περιοχή αυτή είναι απέναντι από το Κρεμλίνο, στις όχθες του ποταμού Μόσχοβα. Πρόκειται για ζώνη στρατηγικού ενδιαφέροντος κατά μήκος της οποίας έχει προταθεί η εκτεταμένη ανάπλαση 10.000 εκταρίων, που συνοπτικά παρουσιάστηκε πιο πάνω. Ο λόγος που επιλέχθηκε το παράδειγμα αυτό δεν σχετίζεται τόσο με το μέγεθος του πάρκου, παρά το ότι θεωρείται το μεγαλύτερο των τελευταίων πενήντα χρόνων στην περιοχή (Kuznetsov, 2015), αλλά κυρίως με τη θέση του και τις νέες τεχνολογίες που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν

για την κατασκευή τεχνητού μικροκλίματος, όπως παρουσιάζεται στη συνέχεια. Η σημασία της αξιοποίησης των ελεύθερων δημοσίων αστικών χώρων, έχει επισημανθεί ως απαραίτητη κίνηση για την αναβάθμιση της πόλης, από πλήθος επιστημόνων (Kuznetsov, 2015). Συγκεκριμένα, εδώ υπάρχει η πρόθεση δημιουργίας υπαίθριου χώρου-τοποσήμου μέσα από την πρόταση ανάπλασης. Για πολλές δεκαετίες, η φυσιογνωμία της Μόσχας καθορίστηκε από την αρχιτεκτονική των κτιρίων της, που ήταν συνυφασμένη με πολιτικές επιλογές, εντασσόμενες σε ένα ευρύτερο κοινωνικό μοντέλο για τη ζωή στην πόλη. Η εντατική ανοικοδόμηση στις αρχές του 2000 οδήγησε στη μείωση των ελεύθερων υπαίθριων χώρων, δημιουργώντας αστικές χωρικές ενότητες με πυκνή δόμηση. Η χωρική ενότητα του Ζαριάντγιε προοριζόταν για οικιστική εκμετάλλευση, όμως η κρίση στην αγορά ακινήτων του 2008 , ανάγκασε αρχιτέκτονες και πολεοδόμους να αναθεωρήσουν.21 Στην κεντρική ιδέα σχεδιασμού“Wild Urbanism” αρχιτεκτονικά έργα, άνθρωποι και στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος έχουν ίση σημασία και αξία στις προτεραιότητες σχεδιασμού, συνθέτοντας μια αδιάσπαστη ενότητα-ολότητα. Στις προθέσεις σχεδιασμού συμπεριλαμβάνεται η ανάδειξη της πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της περιοχής, παράλληλα με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογιών και υλικών.22 Ο σχεδιασμός του πάρκου στοχεύει στην αναπαραγωγή των τεσσάρων τυπικών οικοσυστημάτων που συναντώνται στη Ρωσία, δημιουργώντας διαφορετικά τε-


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 133

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

χνητά μικροκλίματα μέσα στα όρια του πάρκου: στέπα, τούνδρα, υδροβιότοπος, δάσος (τάιγκα). Καινοτόμες λύσεις δίνουν τη δυνατότητα δημιουργίας διαφορετικών συνθηκών ως προς τη θερμοκρασία, την υγρασία, την ηλιακή ακτινοβολία και την απομόνωση ή μη από τους ήχους της πόλης. Η χρήση υλικών, όπως η τεχνολογία των ινών fiberC Bionics, συμβάλλει στην επίτευξη διαφορετικών συνθηκών θερμικής άνεσης στις επιμέρους χωρικές ενότητες εντός του πάρκου, δίνοντας τη δυνατότητα χρήσης του σε όλη την διάρκεια του έτους, ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες. Το έργο αυτό θεωρείται πολύ σημαντικό τόσο ως προς την ενίσχυση του ρόλου του φυσικού στοιχείου στην πόλη όσο και ως προς την παρουσίαση του σύγχρονου χαρακτήρα της Μόσχας στη διεθνή σκηνή (Kuznetsov, 2015). Οι εργασίες για την κατασκευή του δεν έχουν ξεκινήσει ακόμη, όμως το χρονοδιάγραμμα του έργου προβλέπει σημαντική πρόοδο των εργασιών έως το 2017.

V. Συμπεράσματα Στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα πλήθος ερευνητών ασχολείται με την αξιολόγηση των παγκόσμιων πόλεων ως προς διάφορα κριτήρια (Τan, 2014). Πρόσφατες έρευνες, έχουν οδηγήσει στη δημιουργία του “Global Liveable Cities Index”, μιας κατάταξης που αφορά το «κατά πόσο είναι βιώσιμη μια παγκόσμια πόλη». Η Μόσχα στην αξιολόγηση αυτή έρχεται σε πολύ χαμηλή θέση, κυρίως εξαιτίας των περιβαλλοντικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, αλλά και των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων (Τan, 2014). Στο πλαίσιο του προβληματισμού αυτού, δράσεις όπως το “How-to-fix-Moscow” αλλά και διεθνείς επιστημονικές συναντήσεις όπως το “Urban Forum” που πραγματοποιείται στην πόλη, προσπαθούν να προτείνουν βιώσιμες λύσεις για τη βελτίωση των όρων ζωής. Τα έργα ανάπλασης που περιγράφηκαν προηγουμένως, εντάσσονται στο σκεπτικό αυτό, συνδυαζόμενα με επενδύσεις σε στρατηγικά σημεία εντός της πόλης. Σύγχρονες προσεγγίσεις, αναγνωρίζουν μια γενικότερη προσπάθεια επανα-προώθησης της Μόσχας, στη λογική του “re-branding” (Roberts, 2015). Έργα ανάπλασης όπως αυτά που περιγράφηκαν εδώ, τείνουν να

εξελίσσονται σε εργαλεία προβολής της εικόνας της πόλης εντασσόμενα στη λογική των “flag ship projects”(Μιχαηλίδης, 2014). Τα έργα αυτά συμβάλλουν στην άνθιση του μάρκετινγκ πόλεων, μιας τάσης των τελευταίων δύο δεκαετιών, η οποία περιλαμβάνει στρατηγικές ανάδειξης και βελτίωσης της εικόνας της πόλης μέσα από επικοινωνιακά εργαλεία ή ακόμη και έργα χωρικού σχεδιασμού (Δέφνερ, 2014). Κριτική στις προσεγγίσεις αυτές, επισημαίνει την παράβλεψη των αρνητικών κοινωνικών επιπτώσεων στις ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες εκτοπίζονται από τις περιοχές παρέμβασης. Παράλληλα, η μέριμνα και η δαπάνη κονδυλίων για συγκεκριμένες μόνο περιοχές εντείνει τις κοινωνικο-οικονομικές αντιθέσεις, ενισχύοντας τις ζώνες αποκλεισμού, κάτι που τείνει να συμβεί και στην περίπτωση της Μόσχας. Οι σημερινές κατευθύνσεις σχεδιασμού διαφέρουν ριζικά από τις αντίστοιχες παλαιοτέρων δεκαετιών και ειδικότερα της σοβιετικής περιόδου. Οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει, γεγονός που αποτυπώνεται στις επιλογές σχεδιασμού. Στρατηγικά σημεία εντάσσονται σε ειδικά πλαίσια αναβάθμισης, ενώ οικιστικές ενότητες σε άλλα τμήματα της πόλης συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Ο χωρικός σχεδιασμός καλείται σήμερα να διαπραγματευτεί, πέραν όλων των άλλων, το θέμα των χωρο-κοινωνικών ανισοτήτων οι οποίες εμφανίζονται στον αστικό ιστό της μετα-κομμουνιστικής αυτής παγκόσμιας πόλης. Η «αειφόρος» προσέγγιση των τελευταίων ετών οφείλει πρωτίστως να μεριμνήσει για την εξάλειψη των ανισοτήτων. Το αστικό περιβάλλον διαμορφώνεται άλλωστε από την αλληλεπίδραση κοινωνικών και χωρικών παραμέτρων και όχι μόνο από την εφαρμογή τεχνοκρατικών λύσεων.

Ευχαριστίες Ιδιαίτερα σημαντική για την ολοκλήρωση της έρευνας αυτής ήταν η συμβολή του Ινστιτούτου Πούσκιν καθώς και της κ. Όλγας Τσαρένκο για τη μετάφραση αποσπασμάτων βιβλίων τα οποία είναι διαθέσιμα μόνο στη ρωσική γλώσσα.

133


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 134

134

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

Σημειώσεις 1. Σύμφωνα με μελετητές, η σοβιετική περίοδος μπορεί να διακριθεί σε πέντε επιμέρους χρονικές ενότητες: 1918-1930, 1931-1944, 1945-1953, 1954-1968, 1969-1985 (Παπαδοπούλου, 1995). Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου δεν ακολουθείται μια τόσο λεπτομερής περιγραφή, αλλά επισημαίνονται τα σημαντικά στοιχεία γύρω από την πολεοδομική εξέλιξη της Μόσχας κατά τη σοβιετική περίοδο. 2. Όπως το «Ανώτατο Τεχνολογικό Ίδρυμα Μαθηματικών και Ναυπηγικής» (1701), το Πανεπιστήμιο της Μόσχας (1755) και η «Φιλολογική Ακαδημία» (1868), όπου διδασκόταν η ελληνική, η λατινική και η σλαβική γλώσσα και λογοτεχνία. 3. Λόγω της έμφασης που είχε δοθεί στην Αγ.Πετρούπολη. 4. http://worldpopulationreview.com/world-cities/ moscow-population/ 5. Η περιγραφή των πολεοδομικών προτάσεων για τη Μόσχα από τον 16ο αιώνα έως και σήμερα στηρίχθηκε σε αναφορές βασισμένες στη συναφή βιβλιογραφία, αρχειακό υλικό της Ένωσης Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ από τη βιβλιοθήκη του Ινστιτούτου Πούσκιν και στοιχεία από τον επίσημο δικτυακό τόπο «Moscow City Government” http://www.mos.ru/en/about/plan/, της πόλης της Μόσχας. 6. Ό.π. 7. Από τον επίσημο δικτυακό τόπο «Moscow City Government” http://www.mos.ru/en/about/plan/, της πόλης της Μόσχας. 8. Ό.π. 9. Ό.π. 10. Ρωσική Πρωτοπορία, Κονστρουκτιβισμός, γερμανικό Bauhaus, ολλανδικό De stijl, γαλλικό Esprit Nouveau, Modernismo Καταλονίας ( Βαϊου Ν., Χατζημιχάλης Κ. [2012] Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Νήσος, Αθήνα, σσ. 46-48). 11. Ρώσος αρχιτέκτονας (1873-1949), σημαντική προσωπικότητα του ακαδημαϊκού χώρου. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγεται το εσωτερικό του περιπτέρου της ΕΣΣΔ το 1934 στη Μπιενάλε Βενετίας, το μαυσωλείο του Λένιν στην Κόκκινη Πλατεία, το κτίριο του Υπουργείου Γεωργίας στη Μόσχα, πλήθος κτηρίων της Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ, το μνημειώδες ξενοδοχείο Moskva, Ρωσική Εκκλησία και ξενώνας προσκυ-

νητών στο Μπάρι Ιταλίας κ.α. Έργα του όπως το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού, έχουν τιμηθεί με Βραβείο Στάλιν (1941). Θεωρείται επίσης βασικός ιδρυτής του μουσείου αρχιτεκτονικής, το οποίο φέρει το όνομά του. Σημαντική επίσης ήταν η συνεσφορά του στον πολεοδομικό σχεδιασμό καθώς ασχολήθηκε με την πολεοδομική αναδιοργάνωση του 1918. 12. Στα γερμανικά συναντάται η προσέγγιση αυτή σχεδιασμού με τον όρο“ Gesamtkunstwerk”, συνολικό έργο, αντιμετώπιση της πόλης ως ολότητας. 13. Στη συναφή βιβλιογραφία επισημαίνεται η έμφαση που δόθηκε τόσο στην αγροτική παραγωγή όσο και στη βιομηχανική, επιλογή που οδήγησε στη δημιουργία νέων πόλεων δορυφόρων στην ΕΣΣΔ, στις οποίες οι προθέσεις σχεδιασμού απομακρύνονταν από τη λογική διαφοροποίησης «χωριό-μεγάλη πόλη» (Jaques, 2014). 14. Ο όρος αποδίδεται στα αγγλικά ως «quartaly» και στα γερμανικά “Blockrandbebauung”. 15. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία στη Μόσχα σημαντικό τμήμα της γης διατήρησε η δημοτική αρχή στην ιδιοκτησία της (Golubchikov, 2004). 16. DCI Environmental Center , National Intelligence Council (1999) “The Environmental Outlook in Russia”, ηλεκτρονική δημοσίευση στοhttp://fas.org/irp/ nic/environmental_outlook_russia.html, ανακτήθηκε 21/7/2015. 17. Ρύπανση εδάφους, ατμόσφαιρας και υδάτινων φυσικών αποδεκτών λόγω απόθεσης επιβλαβών ουσιών. 18. Ηλεκτρονική δημοσίευση στο http://www.leadnet.ru/mep/english/conclusion.htm, ανακτήθηκε 20/7/2015. 19. Ελεύθερες φυσικές εκτάσεις. 20. Το υλικό για την ανάπλαση στην περιοχή Ζαριάντγιε προέρχεται από σχετική ενημέρωση κατά την επίσκεψη στο χώρο της έκθεσης (Ιούλιος 2014) και συναφείς δημοσιεύσεις. 21. Ό.π. 22. Ό.π. 23. Το υλικό διατίθεται μόνο στη ρωσική γλώσσα, αποδίδεται ο τίτλος στα ελληνικά για τις ανάγκες του άρθρου. 24. Ό.π.


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 135

ΕΥΓΕΝΙΑ ΤΟΥΣΗ

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση AkhmetzyanovaL. (2015) “Modeling Income-Based Residential Segregation in Moscow, Russian Federation”, Thesis Department of Geography and Economic History, UMEÅ, Sweden, ηλεκτρονικήδημοσίευσηστοwww.diva-portal.org /smash/get/diva2:824483/FULLTEXT01.pdf. Apetroaie V. (2012) “Post-communist urban planning. From concrete jungles to global cities”, Katholieke Universiteit Leuven Faculty of Social Sciences, ηλεκτρονική δημοσίευση στο https://www.academia.edu/3779106/Post-communist_urban_planning._From_concrete_jungles_to_global_cities, ανακτήθηκε 20/2/2016. Baratta P. (2014) Fundamentals Catalogue, 14th International Architecture Exibition, Venice Biennale, Marsilio, Venice, Italy. Burinskienė M., Lazauskaitė D., Bielinskas V. (2015) “Preventive Indicators for Creating Brownfields”, Sustainability 2015, 7, 6706-6720; doi:10.3390/su7066706, ηλεκτρονική δημοσίευση στο http://www.mdpi.com/journal/sustainability, ανακτήθηκε 23/7/2015. Cohen J.L. (1992) Le Corbusier and the mystique of the USSR: Theories and projects for Moscow 1928-1936, Princeton University Press. DCI Environmental Center, National Intelligence Council (1999) “The Environmental Outlook in Russia”, ηλεκτρονική δημοσίευση στο http://fas. org/irp/nic/environmental_outlook_russia.html, ανακτήθηκε 21/7/2015 Golubchikov O. (2004) “Urban Planning in Russia: Towards the Market” European Planning Studies, Vol. 12, No. 2, March 2004, Taylor and Francis Ltd Gorchakov G., Semoutnikova E. , Karpov A., Lezina E. (2011)” Air Pollution in Moscow Megacity”, Advanced Topics in Environmental Health and Air Pollution Case Studies, Prof. AncaMo ldoveanu (Ed.), ISBN: 978-953-307-525-9, InTech, DOI: 10.5772/18231. Διαθέσιμο στο http://www.intechopen.com/books/advancedtopics-in-environmental-health-and-air-pollution-case-studies/air-pollution-in-moscowmegacity, ανακτήθηκε 24/7/2015.

Gritsai Ο .(1997) “Moscowunder Globalization and Transition: Paths of Economic Restructuring.” Urban Geography, 18, 2: 155-165. Jacques R. (2014) The European Territory: From historical roots to global challenges, Routhledge, New York, USA. Jenni R. (2006) “Learning from Moscow – planning principles of the 1935 General Plan for Reconstruction and its political relevance”, ηλεκτρονική δημοσίευση. Kaika M. (2010) Architecture and crisis: re-inventing the icon, re-imag(in)ing London and re-branding the City, Trans Inst Br Geogr NS 35 453–474 2010 ISSN 0020-2754. Transactions of the Institute of British Geographers, Royal Geographical Society (with the Institute of British Geographers) Khromov S. (1981) History of Moscow, Progress Publishers, Moscow. KhusnullinΜ. (2015) “Moscow Perspective, Urban Agenda, Moscow Urban Forum, issue 4, Spring 2015. Kuznetsov S. (2015) “Moscow and the river: four roads to the future”, Urban Agenda Moscow Urban Forum, issue 4, Spring 2015. Loughlin O.J., Kolossov V (2006) “Moscow-Post-Soviet Developments and Challenges”, ηλεκτρονική δημοσίευση, στο http://www.colorado. edu/ibs/pec/johno/pub/introduction.html, ανακτήθηκε 19/7/2015. Medvedkov Y., Medvedkov O. (2007)“12 Upscale housing in post-Soviet Moscow and its environs”, K. Stanilov (ed.), The Post-Socialist City, pp.245–265. Mozolin, M. (1994): “The Geography of Housing Values in the Transformation to a Market Economy: A Case Study of Moscow”, Urban Geography, 15(2), 107-127. Mulazzani M.(2014) Guide to the Pavilions of the Venice Biennale since 1887, Electa architecture, Milan, Italy. Revzin G. (2015) “Norms of garbage: the fate of a postsoviet city” Urban Agenda, Moscow Urban Forum, issue 4, Spring 2015. Roberts G. (2015) “From Gorky Park to Nike Town: Rebranding Moscow on Russian Social Media”, ηλεκτρονική δημοσίευση στο https://www.acad-

135


009_Layout 1 07/06/2016 6:32 μ.μ. Page 136

136

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 120-136

emia.edu/4576766/From_Gorky_Park_to_Nike _Town_Rebranding_Moscow_on_Russian_Social_Media. Sassen S., (2005) “The Global City: introducing a Concept”, Brown Journal of World Affairs, vol. xi, issue 2. Sassen S. (2001) The Global City: New York, London, Tokyo , Princeton University Press, NY Stadelbauer J. (2006) “Moscow: capital of a decimated world power”, in Schneider R. Sliwa, (2006) Cities in Transition: Globalization, Political Change and Urban Development (GeoJournal Library). StadelbauerJ. (1996) “Moskau. Postsozialistische Megastadt im Transformationsprozess.” Geographische Rundschau, 48, 2: 113-120, February 1996. Ong A. (2011) Worlding Cities: Asian Experiments and the Art of Being Global, Wiley-Blackwell. Pagonis T., Thornley A. (2000) “Urban Development Projects in Moscow: Market/State Relations in the New Russia”, European Planning Studies, vol. 8, No. 6, 2000, Taylor & Francis Ltd Polo J.F. (2013) The Istanbul Modern Art Museum: An Urban Regeneration Project?, European Planning Studies, 23:8, 1511-1528, DOI: 10.1080/09654313.2013.819074. Ponzini D. (2010) Bilbao effects and narrative defects: A critical rearrraisal of an urban rethoric Working Papers of the Program “ Villes et Territoires”, Paris, Sciences Po. , ηλεκτρονική δημοσίευση στοhttp://blogs.sciences-po.fr/recherche-villes/, ανακτήθηκε 17/8/2015 Rudolph R., Brade I., (2005) Moscow: Process of restructuring in the post-soviet metropolitan periphery. Tan K. G., Woo W. T., Tan B.S. (2014) “A New Instrument to Promote Knowledge-led Growth: The Global Liveable Cities Index”, World Review of Science, Technology and Sustainable Development, vol. 11, No. 2, pp.176 Taylor P. J. (2000) “World Cities and Territorial States under Conditions of Contemporary Globalization.” Political Geography, 19, 1: 5-32, January 2000.

Vendina, O.I. (1997) “Transformation processes in Moscow and intra-urban stratification of population”, GeoJournal, 42(4), 349-363. Watson V. (2009) The planned city sweeps the poor away: Urban planning and 21st century urbanization, Progress in Planning 72 (2009) 151–193, Elsevier Ltd. Ελληνόγλωσση ΒαίουΝ., ΧατζημιχάληςΚ. (2012) Ο χώρος στην αριστερή σκέψη, Νήσος, Αθήνα Δέφνερ Α.Μ., Καραχάλης Ν.(2012) Marketing και Branding τόπου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Μάσσευ Ντ. (2001) Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας, Παπασωτηρίου Αθήνα. Μιχαηλίδης Τ.(2012) «Έργα-ναυαρχίδες (flagshipprojects) και Μάρκετινγκ Πόλεων: Η διεθνής Εμπειρία από τις Ευρωπαϊκές πόλης και η ελληνική προοπτική» στο Δέφνερ Α.Μ., Καραχάλης Ν.(2012) Marketing και Branding τόπου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου Π.(1995) Πόλη και Πολεοδομία στην Πρώην Σοβιετική Ένωση, 19171985, Αφοι Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη. Στίβενσον Ντ. (2007) Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, Κριτική, Αθήνα. Χιούζ Λ. (1998) Η Ρωσία την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα. Δικτυακοί τόποι http://historic-cities.huji.ac.il/russia/moscow/ maps/de_laveau_1824_moscow.html http://www.library.yale.edu/MapColl/mosc1794.gif http://www.etomesto.ru/eng/ http://www.raumbureau.ch/files/Learning_from_Mosc ow.pdf http://www.colorado.edu/ibs/pec/johno/pub/introductio n.html http://www.mos.ru Αρχειακό Υλικό Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ (1987) Αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά πρότζεκτ της περιόδου 1979-1983, Μόσχα. 23 Ένωση Αρχιτεκτόνων ΕΣΣΔ (1975) Αρχιτεκτονικά έργα, Μόσχα.24


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 137

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΝ: ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ Δημήτρης Πέττας1 Περίληψη Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα αποτέλεσε την τελευταία δεκαετία έναν δημόσιο χώρο αντιπαράθεσης και σύγκρουσης σχετικά με ζητήματα εγκατάστασης μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας. Συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα τόσο υποστήριξης όσο και απόρριψης των μεταναστών χρησιμοποίησαν το συγκεκριμένο χώρο ως πεδίο ανάπτυξης της δράσης τους αλλά και ως τόπο αντιπαράθεσης με φορείς ανταγωνιστικών αφηγήσεων. Το παρόν άρθρο εξετάζει τις σχέσεις εξουσίας οι οποίες αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της λειτουργίας της πλατείας ως πεδίο σύγκρουσης, καθώς και τα αποτελέσματα των σχέσεων αυτών στη διαμόρφωση της καθημερινής ζωής του δημόσιου χώρου. Για τη διερεύνηση των παραπάνω χρησιμοποιήθηκε μια μικτή ερευνητική προσέγγιση, η οποία στηρίχθηκε κυρίως στην εξαγωγή ποιοτικών δεδομένων μέσα από μία επαγωγική ερευνητική διαδικασία. Η έρευνα αναδεικνύει παραμέτρους της συγκρότητησης και της επίδρασης των σχέσεων εξουσίας στις κοινωνικές συνθήκες της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα, οι οποίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός δημόσιου χώρου αποκλεισμού και διαχωρισμού.

Urban struggles and public space: Power relations and everyday life in Agios Panteleimonas’ Square Dimitris Pettas Abstract Agios Panteleimonas Square has been a public space of confrontation concerning issues of immigrants’ inhabitation of central Athens. Collective social entities that either support or oppose this development use this public space as a field of their activity and as an arena of confronting antagonistic groups and narrations. This paper examines power relations that develop within Agios Panteleimonas Square’s operation as a field of urban struggle and their results in the formation of everyday life and use practices. Towards this goal, a mixed methodology approach is adopted, which nevertheless is heavily based on qualitative data, extracted through an inductive research procedure. The research features the parameters that define the type and the degree of a public space’s operation as a field of urban struggle influence on everyday life and use practices.

Εισαγωγή Η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα ανήκει στο 6ο Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων και φιλοξενεί μικτές χρήσεις γης, με κυρίαρχη την κατοικία. Το 6ο Δημοτικό Διαμέρισμα, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του κέντρου της Αθήνας αποτέλεσε από τη δεκαετία του 1990 τόπο εγκατάστασης μεταναστών, κυρίως αλβανικής, βουλγαρικής και πολωνικής καταγωγής, ενώ μετά το 2000 παρατηρείται αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων από

1 Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ. pettasdimit@gmail.com

137


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 138

138

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

χώρες της Αφρικής και της Ασίας (Antonopoulos, 2006; Αράπογλου και άλλοι, 2009; Kandylis and Kavoulakos, 2012; Τσίγκανου, 2010). Σε σχέση με το ζήτημα της εγκατάστασης μεταναστών συγκροτήθηκαν κινήματα και μηχανισμοί απόρριψης αλλά και υποστήριξής τους. Στην αφήγηση του κινήματος απόρριψης, η μαζική εγκατάσταση μεταναστών –κυρίως αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής– αποτελεί τον κύριο παράγοντα υποβάθμισης της περιοχής. Εντούτοις, η υποβάθμιση του κέντρου της Αθήνας είναι ήδη εμφανής από τη δεκαετία του 1990 (Kandylis and Kavoulakos, 2012), διαδικασίες υποβάθμισης σε ό,τι αφορά αξίες γης και περιστατικά βίας και αποκλεισμού εντάθηκαν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων του 2014 (Dalakoglou, 2012), ενώ η εγκατάσταση μεταναστών στη συγκεκριμένη περιοχή είναι αποτέλεσμα ευρύτερων μετασχηματισμών του αστικού περιβάλλοντος και της αγοράς εργασίας (Arapoglou and Maloutas, 2011). Παρά την εγκατάσταση αντίστοιχων αριθμών μεταναστών σε γειτονικές περιοχές του Αγίου Παντελεήμονα (πλατεία Αττικής, πλατεία Αμερικής, Ομόνοια κ.α.), οι κάτοικοι της συγκεκριμένης περιοχής τοποθετούνται αρνητικά σε σχέση με τους μετανάστες σε μεγαλύτερο βαθμό από κατοίκους γειτονικούς περιοχών (Dinas et al., 2013). Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την υψηλή συχνότητα εγκλημάτων φυλετικού μίσους (Human Rights First, 2011; Human Rights Watch, 2012; Racist Violence Recording Network, 2012) και την επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής από το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής ως προνομιακό τόπο ανάπτυξης της δράσης του (Dinas et al., 2013; Loudos, 2014), καθιστα τον Άγιο Παντελεήμονα μία από τις πλέον προβληματικές περιοχές σε σχέση με την ένταξη των μεταναστών. Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα βρίσκεται στην ομώνυμη συνοικία και περιβάλλεται από τις οδούς Αχαρνών, Αγορακρίτου, Αλκιβιάδου και Πιπίνου. Ο συγκεκριμένος δημόσιος χώρος αποτέλεσε σύμφωνα με τη Βαΐου (2013) έναν από τους χώρους της κεντρικής Αθήνας, όπου εμφανίστηκαν φαινόμενα αποκλεισμού, με αντικείμενο ομάδες μεταναστών. Ο Καβουλάκος (2013) υποστηρίζει ότι αντίστοιχα φαινόμενα, τα οποία θεωρεί τμήμα ενός «κινήματος απόρριψης» των μεταναστών, εντοπίζονται για πρώτη φορά στον Άγιο Παντελήμονα το 2008 και είναι στη συγκεκριμένη περιοχή όπου το κίνημα αυτό είχε την πλέον έντονη παρουσία και αποτελεσματική –ως προς τους σκοπούς

του– δράση. Η λειτουργία της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα ως πεδίο αστικών συγκρούσεων αρθρώνεται σε μηχανισμούς οι οποίοι έχουν σε πολλές περιπτώσεις ευρύτερο πεδίο δράσης και αναφοράς από τον υπό έρευνα δημόσιο χώρο και την ευρύτερη περιοχή. Τα δεδομενα που παρατίθενται στο πλαίσιο της παρουσίασης της έρευνας πεδίου αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης έρευνας σχετικά με την επίδραση των σχέσεων εξουσίας στην καθημερινότητα και τις πρακτικές χρήσης δημόσιων χώρων οι οποίοι λειτουργούν ως πεδία αστικών συγκρούσεων και χωροθετούνται στην κεντρική Αθήνα1. Ο Σταυρίδης (2009) περιλαμβάνει στον όρο αστικές συγκρούσεις «όλες τις μορφές τις οποίες λαμβάνει ο κοινωνικός ανταγωνισμός, όταν οι μάχες στις οποίες ο ανταγωνισμός αυτός οδηγεί λαμβάνουν χώρα στο αστικό περιβάλλον». Στο πλαίσιο της έρευνας εξετάστηκαν –εκτός της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα– οι πλατείες Εξαρχείων και Συντάγματος, στις οποίες εμφανίζονται περιορισμένες αναφορές στη συνέχεια. Το παρόν άρθρο επειχειρεί να απαντήσει σε δύο κύρια ερευνητικά ερωτήματα: • Πώς συγκροτείται η καθημερινή ζωή στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα; Πώς μπορεί να αξιολογηθεί η καθημερινή κοινωνική ζωή του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου υπό το πρίσμα της λειτουργίας του ως πεδίο σύγκρουσης; • Πώς μηχανισμοί που αναπτύσσονται σε σχέση με το διακύβευμα της σύγκρουσης επεμβαίνουν στις πρακτικές χρήσης και διαμορφώνουν την καθημερινή ζωή; Πως αναπτύσσονται μεταξύ τους σχέσεις εξουσίας, οι οποίες συμμετέχουν στη διαμόρφωση των πρακτικών χρήσης;

1.Θεωρητικές προσεγγίσεις και εργαλεία Ο δημόσιος χώρος αποτελεί διεπιστημονικό πεδίο έρευνας και, ως εκ τούτου, το περιεχόμενο των ορισμών του ποικίλει: λειτουργίες, ιδιοκτησιακό καθεστώς, αντίθεση με τον ιδιωτικό χώρο, δικαιώματα χρήσης και συνθήκες πρόσβασης και αποκλεισμού αποτελούν κεντρικά ζητήματα στη βιβλιογραφία. Οι Derek et al. (2009, σελ. 602) στο Dictionary of Human Geography ορίζουν τον δημόσιο χώρο ως «χώρο στον οποίο το σύνολο των πολιτών έχει δικαίωμα πρόσβασης. Ο δημόσιος χώρος αντιπαραβάλλεται με τον ιδιωτικό χώρο ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με κανόνες της ιδιωτικής ιδιοκτησίας […] Σε αντί-


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 139

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

θεση με τον ιδιωτικό χώρο, ο δημόσιος χώρος είναι κατά τεκμήριο ανοιχτός σε όλους». Το περιεχόμενο της έρευνας, το οποίο συγκροτείται σε σημαντικό βαθμό σε σχέση με δικαιώματα χρήσης και πρακτικές αποκλεισμού και διαχωρισμού, καθιστά κρίσιμη την αναφορά στους τύπους διαχωρισμού οι οποίοι εμφανίζονται στον αστικό δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με τον Malone (2002), τα σύνορα που διακρίνονται στο αστικό περιβάλλον αποτελούν προϊόντα κοινωνικών δομών και σχέσεων, δίνουν ταυτότητα σε συγκεκριμένους χώρους και εγκαθιδρύουν σχέσεις κυριαρχίας πάνω και μέσα σε αυτούς. Ανάμεσα στους κύριους μηχανισμούς διαχωρισμού στον δημόσιο χώρο περιλαμβάνονται η καταστολή και επιτήρηση (Atkinson, 2002; Davis, 1990; Dixon, 2006), ο αποκλεισμός με βάση την καταναλωτική δύναμη (Eriksson et al., 2007; Minton, 2006) και η συνειδητή περιχαράκωση ομάδων και χρηστών (Iveson, 1998; Malone, 2002). Εντούτοις, στην περίπτωση της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα, ο αποκλεισμός δεν εμπίπτει στις παραπάνω κατηγοριοποιήσεις: συνδέεται με την απόρριψη ταυτοτήτων και πρακτικών στη βάση φυλετικών χαρακτηριστικών, τα οποία για τους συμμετέχοντες στο κίνημα απόρριψης των μεταναστών συνεπάγονται μειωμένα δικαιώματα χρήσης και πρόσβασης (Kandylis and Kavoulakos, 2012). Η εγκατάσταση των μεταναστών δημιούργησε στην ευρύτερη περιοχή και ιδιαίτερα στον δημόσιο χώρο της ένα νέο πεδίο συγκρισιμότητας πάνω στο οποίο ταυτότητες, ετερότητες και διαχωρισμοί εδραιώθηκαν κυρίως μέσα από τις αφηγήσεις και τις πρακτικές του κινήματος απόρριψης. Οι συμμετέχοντες στο κίνημα της απόρριψης παρουσιάζονται ως συμμετέχοντες σε μία ενιαία, «ανώτερη» ταυτότητα, στα χαρακτηριστικά της οποίας εντάσσουν το σύνολο των «ελλήνων κατοίκων» της περιοχής. Ο Debord (1967), αναφέρεται στις εκδηλώσεις ρατσισμού και εθνικισμού ως «ψευδείς αντιθέσεις, επιφορτισμένες να μεταμορφώσουν τη χυδαιότητα των ιεραρχικών θέσεων μέσα στην κατανάλωση σε φανταστική οντολογική ανωτερότητα». Η ένταξη σε ταυτότητες αποτελεί κρίσιμη παράμετρο της κοινωνικής αναπαραγωγής. Η υιοθέτηση ταυτοτήτων σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται ως απόπειρα ένταξης σε κυρίαρχες κοινωνικές διαδικασίες (Καστοριάδης, 1975; Σταυρίδης, 2010; Vanegeim, 1967). Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το Foucault (1975) δομές οι οποίες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση εντός σχέσεων εξουσίας χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εντάσσουν άτομα και ομάδες σε ταυτότητες προκειμένου αφενός να προ-

βαίνουν σε ιεραρχικές κατηγοριοποιήσεις και αφετέρου να διαμορφώνουν τα όρια κανονικού-μη κανονικού. Στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, μηχανισμοί, ομάδες και άτομα τα οποία συμμετέχουν στην αφήγηση του κινήματος απόρριψης προβαίνουν σε κατανομές σε ταυτότητες και ρόλους, με κριτήρια τα οποία αναλύονται στην έρευνα πεδίου. Στην έρευνα πεδίου, πραγματοποιείται ανάλυση των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα σε συλλογικά κοινωνικά υποκείμενα. Η εξουσία ορίζεται ως «μια σχέση μέσω της οποίας ο ένας προσπαθεί να καθοδηγήσει τη συμπεριφορά κάποιου άλλου» (Foucault, 1982, σελ. 371) και η σχέση εξουσίας ορίζεται ως «ένας τρόπος δράσης που δεν ενεργεί ευθέως και άμεσα στους άλλους, αλλά ενεργεί στην ίδια τους τη δράση» (Foucault, 1991, σελ. 91). Στη σχέση αυτή αρθρώνονται δύο στοιχεία: το άτομο ή η ομάδα, στην οποία ασκείται η εξουσία, παραμένει υποκείμενο δράσης και αναγνωρίζεται ως τέτοιο, και η σχέση εξουσίας, που διαμορφώνει ένα πεδίο δυνατών αντιδράσεων και αποτελεσμάτων. Επομένως, η άσκηση εξουσίας αφορά «έναν τρόπο για τους μεν να ορίσουν το πεδίο δυνατής δράσης των δε» (Foucault, 1991, σελ. 95). Με βάση τα παραπάνω, και σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας, οι σχέσεις εξουσίας δεν λαμβάνουν αποκλειστικά τη μορφή απευθείας αντιπαράθεσης. Εξίσου σημαντικό τμήμα των πρακτικών οι οποίες αναπτύσσονται αφορούν τη διαμόρφωση του ευρύτερου πλαισίου και πεδίου δράσης των «αντίπαλων» συλλογικών υποκειμένων και μηχανισμών. Οι πρακτικές αντιπαράθεσης εκτείνονται από την απόπειρα μεταβολής θεσμικών πλαισίων έως τη διαμόρφωση ενός «αφιλόξενου» φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, χωρίς στις διαδικασίες αυτές να αποτελεί απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο η απευθείας αντιπαράθεση. Το επίπεδο της καθημερινής ζωής επιλέγεται ως βάση της ανάλυσης, χωρίς εντούτοις να παραλείπονται τακτικά, μη καθημερινά γεγονότα και παρεμβάσεις. Ο Lefebvre (1968; 1958) υποστηρίζει πως το κύριο επίπεδο διαμόρφωσης της αστικής ζωής είναι η καθημερινότητα και το δικαίωμα στην πόλη έγκειται στη δυνατότητα επιρροής της καθημερινής ζωής και λειτουργιών του αστικού χώρου. Η επιρροή αυτή δεν συμβαίνει αποκλειστικά μέσα από τη μεταβολή των καθημερινών ρυθμών και πρακτικών αλλά και μέσα από τακτικές δράσεις και λειτουργίες. Με βάση τα παραπάνω, ο όρος «πρακτικές χρήσης» αναφέρεται στους τρόπους ατομικής και συλλογικής παρουσίας στον δημόσιο χώρο –τόσο σε επίπεδο καθημερινότητας, όσο και σε τακτι-

139


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 140

140

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

κές δράσεις– καθώς και στους τρόπους ατομικής και συλλογικής πρόσληψης της ισορροπίας μεταξύ των διαστάσεων και λειτουργιών του δημόσιου χώρου, στην ανάπτυξη μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ αυτής και ατόμων ή ομάδων χρηστών και στις καθημερινές πρακτικές, οι οποίες διαμορφώνονται από –και διαμορφώνουν– τη σχέση αυτή. Η ανάλυση που ακολουθεί καλύπτει τόσο καθημερινές όσο και έκτακτες πρακτικές σε σχέση με το διακύβευμα της σύγκρουσης το οποίο συγκροτείται πάνω στο δικαίωμα χρήσης και στον αποκλεισμό των μεταναστών από τον δημόσιο χώρο.

2.Μεθοδολογία Η έρευνα πεδίου πραγματοποιήθηκε από τον Μάιο έωστον Αύγουστο του 2014 και διαχωρίζεταιι σε δύο στάδια. Το πρώτο αφορά την παρουσίαση και αξιολόγηση της καθημερινότητας της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα. Η ανάλυση της καθημερινής κοινωνικής πραγματικότητας στηρίζεται και αντλεί στοιχεία από έρευνες (Carmona et al.,2003; Carr et al.,1992; Gehl,1996; Holland,2007; Loukaitou και Sideris,1998; Marusic,2010; Montgomery,1998; Project for Public Spaces, 2000; Shaftoe, 2008; Whyte,1980) οι οποίες, αν και δίνουν έμφαση σε ζητήματα σχεδιασμού, χρησιμοποιούν εργαλεία και αναδεικνύουν πεδία αξιολόγησης κοινωνικών πτυχών της καθημερινότητας του δημόσιου χώρου. Με βάση τις παραπάνω εργασίες κατασκευάστηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης της καθημερινής ζωής τα οποία παρατίθενται συγκεντρωτικά στον πίνακα 1. Στο πρώτο στάδιο της έρευνας επιστρατεύτηκαν τα εργαλεία της άμεσης παρατήρησης, της πραγματοποίησης επισκόπησης με τη χρήση ερωτηματολογίων τα οποία απευθύνθηκαν σε χρήστες του δημόσιου χώρου, της αποδελτίωσης αναφορών σε ηλεκτρονικά ΜΜΕ και των συνεντεύξεων με σταθερούς παρατηρητές. Η άμεση παρατήρηση διήρκησε 36 ώρες και συγκεκριμένα ένα πλήρες 24ωρο και 12 συμπληρωματικές ώρες παρατήρησης κατά το διάστημα στο οποίο παρατηρήθηκε υψηλή πυκνότητα χρήσης. Η παρατήρηση έλαβε χώρα διαφορετικές ημέρες, αλλά με κριτήρια το να μην περιλαμβάνονται σε αυτές σαββατοκύριακα και να υπάρχουν ευνοϊκές για την ύπαρξη χρηστών καιρικές συνθήκες. Το 24ωρο χωρίστηκε σε οκτώ τρίωρα και

καλύφθηκε ολόκληρο το εύρος του. Αντικείμενα της άμεσης παρατήρησης ήταν: • Το φυσικό περιβάλλον του δημόσιου χώρου • Το ευρύτερο αστικό περιβάλλον • Οι χρήστες και η συμπεριφορά τους στα εξής επίπεδα: εμφάνιση (ηλικία, φύλο, ντύσιμο), δραστηριότητες και μεταξύ τους διαδράσεις, ομαδοποιήσεις, κίνηση στο χώρο • Η παρουσία και δράση συλλογικών υποκειμένων και μηχανισμών. Η βάση δεδομένων από την άμεση παρατήρηση περιλαμβάνει εκτεταμένες σημειώσεις και παρατηρήσεις, φωτογραφίες και σκαριφήματα των δράσεων, της θέσης και των χαρακτηριστικών των χρηστών και της κίνησης στο χώρο. Τα ερωτηματολόγια απευθύνθηκαν σε εκατό χρήστες του δημόσιου χώρου με τυχαία δειγματοληψία. Οι χρήστες οι οποίοι συμμετείχαν στην επισκόπηση βρίσκονταν στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα κατά τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων, είτε σε τραπεζοκαθίσματα επί της πλατείας είτε στο υπόλοιπο της. Η επισκόπηση έλαβε χώρα από τετραμελή ομάδα αποτελούμενη από αρχιτέκτονες και κοινωνιολόγους στις 19/4/2014 από τις 18:00 έως τις 21:00, καθώς τότε εμφανίστηκαν κατά την άμεση παρατήρηση οι υψηλότερες πυκνότητες χρήσης και περιέλαβε ερωτήσεις κλειστού και ανοιχτού τύπου. Οι πρώτες αφορούσαν: • δημογραφικά χαρακτηριστικά: φύλο, ηλικία, εισόδημα, επίπεδο εκπαίδευσης, τόπο κατοικίας • βαθμό άνεσης, οικειότητας και αίσθησης ασφάλειας • αξιολόγηση δράσεων και παρεμβάσεων συλλογικών υποκειμένων και μηχανισμών στον δημόσιο χώρο. Οι δεύτερες αφορούσαν παράγοντες ελκυστικότητας ή μη ελκυστικότητας των δημόσιου χώρου και περιγραφή του με μια λέξη ή φράση. Ταυτόχρονα με τα παραπάνω –προκειμένου να επιτευχθεί τριγωνισμός σχετικά με την επιλογή των συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων που δραστηριοποιούνται στην πλατεία– διενεργήθηκε διαδικτυακή έρευνα για τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο σε σχέση με τη πενταετία 200920014, καθώς και τρεις συνεντεύξεις με σταθερούς παρατηρητές, εκ των οποίων οι δύο αφορούσαν ιδιοκτήτες περιπτέρων και η μία κάτοικο. Το δεύτερο στάδιο αφορά την ανάλυση των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα σε συλλογικά κοινωνικά υπο-


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 141

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

Πεδία αξιολόγησης

Ποικιλομορφία

Ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της παρουσίας των χρηστών

Άνεση και ασφάλεια Άλλα

Παράμετροι • Δημογραφικά χαρακτηριστικά χρηστών • Ιδεολογική τοποθέτηση χρηστών • Αξιολογήσεις χρηστών • Παρουσία γυναικών • Φυσικό περιβάλλον και παρεμβάσεις στο χώρο • Συσχέτιση βαθμού ασφάλειας και άνεσης/ οικειότητας χρηστών • Συσχέτιση/ απόκλιση με τους υπό έρευνα μηχανισμούς

Ποικιλόμορφοι/ ανοιχτοί χώροι • Διασπορά δημογραφικών χαρακτηριστικών • Διασπορά ιδεολογικής τοποθέτησης • Αυξημένη παρουσία γυναικών • Θετικές αξιολογήσεις από χρήστες • Xαμηλές συγκεντρώσεις σε κοινές φαντασιακές προσλήψεις • Ποικιλομορφία φυσικού περιβάλλοντος και παρεμβάσεων • Παρουσία πολλαπλών ταυτοτήτων • Σύγκλιση στο βαθμό ασφάλειας και άνεσης • Διασπορά απόψεων για τους μηχανισμούς

Ομοιογενείς/ κλειστοί χώροι • Συγκεντρώσεις δημογραφικών χαρακτηριστικών • Συγκεντρώσεις ιδεολογικών τοποθετήσεων • Μειωμένη παρουσία γυναικών • Υψηλές συγκεντρώσεις σε κοινές φαντασιακές προσλήψεις • Ομοιογένεια φυσικού περιβάλλοντος και παρεμβάσεων • Παρουσία μίας ταυτότητας ή δίπολου ταυτοτήτων • Απόκλιση στο βαθμό ασφάλειας και άνεσης • Υψηλές συγκεντρώσεις θετικών ή αρνητικών αξιολογήσεων για μηχανισμούς

• Τύποι δραστηριοτήτων • Ύπαρξη ομαδοποιήσεων • Πυκνότητα χρήσης κατά τη διάρκεια της ημέρας • Συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις

Ενεργητική χρήση του χώρου • Ενεργητικές δραστηριότητες • Παρουσία ομαδοποιήσεων • Αυξημένη πυκνότητα χρηστών • Διασπορά της πυκνότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας • Ανάπτυξη συλλογικών δράσεων/ αυξημένη συμμετοχή σε αυτές

Παθητική χρήση του χώρου • Παθητικές δραστηριότητες • Παρουσία μεμονωμένων ατόμων • Μειωμένη πυκνότητα χρηστών • Συγκεντρώσεις της πυκνότητας κατά τη διάρκεια της ημέρας • Απουσία συλλογικών δράσεων / μειωμένη συμμετοχή σε αυτές

• Βαθμός άνεσης χρηστών • Βαθμός ασφάλειαςχρηστών • Περιστατικά βίας ή παραβατικότητας

Αυξημένα επίπεδα ασφάλειας • Υψηλός βαθμός άνεσης και ασφάλειας χρηστών • Απουσία περιστατικών βίας και αποκλεισμού • Αρνητική αξιολόγηση του δημόσιου χώρου, της κοινωνικής ζωής του και των νοημάτων του

Χαμηλά επίπεδα ασφάλειας • Μειωμένος βαθμός άνεσης και ασφάλειας χρηστών • Ανάπτυξη περιστατικών βίας και αποκλεισμού • Θετική αξιολόγηση του δημόσιου χώρου, της κοινωνικής ζωής του και των νοημάτων του

Αξιολογήσεις χρηστών

Πίνακας 1: Πεδία, παράμετροι και κριτήρια αξιολόγησης των πρακτικών χρήσης και της καθημερινής κοινωνικής ζωής του δημόσιου χώρου (Πηγές: Carmona et al.,2003; Carr et al.,1992; Gehl,1996; Holland,2007; Loukaitou και Sideris,1999; Marusic,2010; Montgomery,1998; Project for Public Spaces, 2000; Shaftoe, 2008; Whyte,1980. Επεξεργασία: Δ. Πέττας (2015).

κείμενα και μηχανισμούς οι οποίοι αναπτύσσονται στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και εντάσσονται σε τρεις κατηγορίες: οικονομικοί μηχανισμοί, οι οποίοι αποτελούνται από καταστηματάρχες περιμετρικά της πλατείας και μεσίτες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, μηχανισμοί του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι περιλαμβάνουν σώματα της αστυνομίας και τον Δήμο Αθηναίων, και οργανώσεις πολιτών/ συλλογικότητες, οι οποίοι περιλαμβάνουν την Κί-

νηση Κατοίκων 6ου Δημοτικού Διαμερίσματος, την Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα και συλλογικότητα του αντιεξουσιαστικού χώρου η οποία δραστηριοποιείται στην περιοχή. Συνολικά πραγματοποιήθηκαν έντεκα ανοικτές, σε βάθος συνεντεύξεις με συμμετέχοντες ή εκπροσώπους των παραπάνω μηχανισμών οι οποίες στη συνέχεια απομαγνητοφωνήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν. Η ανάλυση των σχέσεων εξουσίας πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα: απόψεις, πρα-

141


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 142

142

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

κτικές και σχέσεις μεταξύ των μηχανισμών. Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εξουσίας, η ερμηνεία προέκυψε από παραδοχές και αφηγήσεις περιστατικών από τους συμμετέχοντες, αλλά και ευρήματα της πρώτης φάσης της έρευνας. Κριτήρια ύπαρξης κατάστασης κυριαρχίας προς όφελος ενός μηχανισμού ή μιας ομαδοποίησης μηχανισμών αποτελούν τα εξής: • Σημαντικός βαθμός παρεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον και στην κοινωνική ζωή του δημόσιου χώρου • Παραδοχή της κατάστασης κυριαρχίας από άλλους μηχανισμούς • Εξάρτηση των παρεμβάσεων άλλων μηχανισμών από τις παρεμβάσεις ενός μηχανισμού • Υψηλή αποδοχή των παρεμβάσεων από τους χρήστες • Ιδεολογική - όπου οι μηχανισμοί συγκροτούνται σε ιδεολογική βάση-σύγκλιση μηχανισμού και χρηστών.

3.Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα 3.1 Περιγραφή και αξιολόγηση της καθημερινής ζωής και των πρακτικών χρήσης Ποικιλομορφία Σε ό,τι αφορά την καθημερινή παρουσία μηχανισμών στον δημόσιο χώρο της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα, με βάση την άμεση παρατήρηση, υπήρξε παρουσία του συνόλου των υπό έρευνα μηχανισμών με διαφορετικές συχνότητες. Η αστυνομία είχε σταθερή παρουσία, ιδιαίτερα κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς αυτούς, οι περιπολίες έχουν καθιερωθεί τα τελευταία χρόνια, με σκοπό την αποτροπή περιστατικών βίας και παραβατικότητας. Από το Δήμο Αθηναίων δραστηριοποιήθηκαν συνεργεία καθαρισμού τις πρωινές ώρες, καθώς και συνεργεία έργων, τα οποία όμως εκδιώχθηκαν (βλ. παρακάτω). Προβληματικές εμφανίζονται οι συνθήκες για τους οικονομικούς μηχανισμούς στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα. Αν και το σύνολο των ισόγειων χώρων περιμετρικά της πλατείας είναι προορισμένο για εμπορική χρήση, σημαντικό ποσοστό των χώρων αυτών είναι άδειοι και προς ενοικίαση. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μια εικόνα εγκατάλειψης και περιορισμένη ανάπτυξη δραστηριοτήτων.

Εικόνα 1:Κλειστά καταστήματα περιμετρικά της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα

Σε ό,τι αφορά τις οργανωμένες ομάδες και τους κινηματικούς μηχανισμούς, η πρώτη επίσκεψη στο χώρο της πλατείας στο πλαίσιο της άμεσης παρατήρησης (8/4/2014, 12:00) αποτέλεσε μία χαρακτηριστική εισαγωγή στις συνθήκες του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου. Ομάδα κατοίκων της περιοχής, υποστηριζόμενη από μέλη του νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής με επικεφαλής τον υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων του συγκεκριμένου κόμματος απέτρεψε την πραγματοποίηση εργασιών από συνεργεία του Δήμου Αθηναίων. Οι εργασίες σχετίζονταν με τη μεταφορά της παιδικής χαράς εντός της πλατείας.

Εικόνα 2: Συνθήματα στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα

Στο φυσικό περιβάλλον της πλατείας εντοπίζονται αφηγήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο της σύγκρουσης, αλλά και τα αντιτιθέμενα μέρη.


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 143

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

Ομάδες αντιθετικής ιδεολογικής συγκρότησης, η οποία μεταφράζεται σε αντίθετες τοποθετήσεις σε σχέση με την παρουσία μεταναστών στον δημόσιο χώρο, αντιπαρατίθενται σε επίπεδο συνθημάτων και αφηγήσεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα συνθήματα αποδομούνται και μεταλλάσσονται εκατέρωθεν, όπως φαίνεται στην εικόνα 2. Εντούτοις, αφηγήσεις και οπτικές οι οποίες εμφανίζονται συχνότερα πρόσκεινται θετικά προς τη Χρυσή Αυγή, καθώς και σχετιζόμενες με αυτή νεοναζιστικές τοποθετήσεις. Από την αποδελτίωση αναφορών στο Διαδίκτυο και συνεντεύξεις με σταθερούς παρατηρητές, προέκυψε παρουσία και δραστηριοποίηση τόσο τοπικών, όσο και ευρύτερων κινηματικών μηχανισμών. Σε άλλες πλατείες οι οποίες εξετάστηκαν στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας (Π., 2015), σημαντικό τμήμα της ανάλυσης των χαρακτηριστικών της καθημερινότητας στηρίχθηκε σε δεδομένα τα οποία προέκυψαν από ερωτηματολόγια, τα οποία συμπληρώθηκαν από χρήστες. Στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, εξίσου σημαντικά συμπεράσματα προέκυψαν από την ίδια τη διαδικασία της συλλογής των δεδομένων και την αλληλεπίδραση μεταξύ της ομάδας έρευνας και των χρηστών, η οποία ανέδειξε την κυριαρχία ενός καθεστώτος φόβου και ανασφάλειας Ενώ στις πλατείες Εξαρχείων και Συντάγματος η πλειοψηφία των χρηστών συμμετείχε στην έρευνα, με τους χρήστες ταυτόχρονα να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της εργασίας, κάνοντας επιπλέον ερωτήσεις, παρατηρήσεις, σχόλια κ.λπ., στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα μεγάλο μέρος των χρηστών αρνήθηκε να απαντήσει σε ερωτήματα τα οποία αφορούσαν ιδεολογικές τοποθετήσεις και αξιολογήσεις μηχανισμών. Έλληνες χρήστες ανέφεραν ότι φοβούνται να τοποθετηθούν αρνητικά απέναντι στη Χρυσή Αυγή και τους υποστηρικτές της στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και ανάμεσα στους μετανάστες χρήστες υπήρξε φόβος αφενός λόγω ομάδων και οργανώσεων οι οποίες προβαίνουν σε βίαιες εναντίον τους επιθέσεις και αφετέρου λόγω απουσίας απαραίτητων δικαιολογητικών για την παραμονή τους στη χώρα. Σύμφωνα με τη Βαρούξη (2009), εντοπίζονται αρνητικές διακρίσεις σε ότι αφορά τα δικαιώματα απέναντι στους μετανάστες. Οι διακρίσεις αυτές εδράζονται τόσο σε πρακτικές δημόσιων φορέων και οργανισμών όσο και στη χαμηλή κοινωνική αναγνώριση δικαιωμάτων.

Όπως προέκυψε από την επισκόπηση, η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, παρά τις αυξημένες αναφορές σε αυτή στη δημόσια συζήτηση και σφαίρα, αποτελεί έναν δημόσιο χώρο τοπικής απεύθυνσης. Το 65% των χρηστών διαμένει στην ευρύτερη περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα, το 26% στο κέντρο της Αθήνας και το 9% σε άλλη περιοχή ή εκτός Αθήνας. Σε ό,τι αφορά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των χρηστών, παρατηρήθηκαν υψηλές συγκεντρώσεις χρηστών χαμηλού εισοδήματος και χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 82% των χρηστών έχουν ετήσιο εισόδημα έως 20.000 ευρώ, ενώ σε ό,τι αφορά τους μετανάστες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 100%. Επιπλέον, εμφανίζονται χαμηλές συγκεντρώσεις χρηστών αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (18%) και κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών (6%). Στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα παρατηρούνται υψηλές συγκεντρώσεις ηλικιωμένων και χρηστών μέσης ηλικίας. Το 28% του δείγματος ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 45-60 ετών και το 21% έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 61 ετών. Ο διαχωρισμός του δείγματος δείχνει και μία δημογραφική τάση στους χρήστες της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα, καθώς οι μετανάστες ανήκουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους (89%) σε νεότερες ηλικιακές ομάδες, σε αντίθεση με τους Έλληνες όπου τα αντίστοιχα ποσοστά είναι μόλις 30%. Με τα παραπάνω, γίνεται εμφανές ότι οι δημογραφικές κατανομές στην ευρύτερη περιοχή (βλ. Kandylis and Kavoulakos, 2012) μεταφράζονται σε αντίστοιχες κατανομές στους χρήστες του δημόσιου χώρου. Σε ότι αφορά τις αξιολογήσεις των μηχανισμών και συλλογικών υποκειμένων από τους χρήστες, η δράση και η παρουσία καταστημάτων και επιχειρήσεων αξιολογείται θετικά και μάλλον θετικά από έλληνες και μετανάστες χρήστες σε ποσοστό 61%, έναντι 25% αρνητικών και μάλλον αρνητικών αξιολογήσεων. Η Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα ανάμεσα στους έλληνες χρήστες συγκεντρώνει 54% θετικών και μάλλον θετικών αξιολογήσεων έναντι 33% αρνητικών και μάλλον αρνητικών. Τα αντίστοιχα ποσοστά σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση από μετανάστες χρήστες είναι 0% και 89%. Η Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος συγκεντρώνει σε ποσοστό 29% θετικές και μάλλον θετικές αξιολογήσεις και σε ποσοστό 54% αρνητικές και μάλλον αρνητικές από τους έλληνες χρήστες. Οι μετανάστες χρήστες σε ποσοστό 54% την αξιολογούν θε-

143


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 144

144

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

τικά και σε ποσοστό 0,5% αρνητικά. Η διαφοροποίηση των αξιολογήσεων ανάμεσα σε έλληνες και μετανάστες χρήστες επεκτείνεται σε ό,τι αφορά το μηχανισμό της αστυνομίας και τις παρεμβάσεις του. Οι έλληνες χρήστες τις αξιολογούν θετικά και μάλλον θετικά σε ποσοστό 73%, σε αντίθεση με τους μετανάστες χρήστες, όπου το ποσοστό θετικών αξιολογήσεων είναι 20% και το αντίστοιχο ποσοστό αρνητικών και μάλλον αρνητικών 68%. Η αξιολόγηση του Δήμου Αθηναίων είναι περισσότερο ισορροπημένη και αφορά το σύνολο των χρηστών. Το 45% του δείγματος αξιολογεί αρνητικά τις παρεμβάσεις του Δήμου Αθηναίων έναντι του 35%, το οποίο τις αξιολογεί θετικά. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι, όταν τα δεδομένα αναλύονται συγκεντρωτικά, οι αξιολογήσεις εμφανίζονται μοιρασμένες και ισορροπημένες. Εντούτοις, όταν το δείγμα διαχωρίζεται σε έλληνες και μετανάστες χρήστες, προκύπτουν διαφορετικές αξιολογήσεις και προσλήψεις των μηχανισμών αυτών. Η διαφοροποίηση αυτή εκτείνεται στις προσλήψεις των ελκυστικών και μη ελκυστικών χαρακτηριστικών του δημόσιου χώρου, αλλά και στις περιγραφές του. Οι χρήστες, στο πλαίσιο της επισκόπησης, αρχικά κλήθηκαν να αναφέρουν παράγοντες ελκυστικότητας και μη ελκυστικότητας της πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και στη συνέχεια κλήθηκαν να περιγράψουν τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο με δύο λέξεις ή φράσεις. Οι

απαντήσεις οδήγησαν στη διαμόρφωση πέντε κατηγοριών, όπως αυτές παρουσιάζονται στη συνέχεια. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω γραφήματα, οι κατηγοριοποιήσεις των παραγόντων ελκυστικότητας και μη ελκυστικότητας της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα ανάμεσα σε έλληνες και μετανάστες χρήστες συμπίπτουν. Επιπλέον, ταυτίζονται ως προς το περιεχόμενο σε ό,τι αφορά την κατηγορία του φυσικού περιβάλλοντος. Εντούτοις, το περιεχόμενο της κατηγορίας της κοινωνικής καθημερινότητας και συγκεκριμένα των παραγόντων μη ελκυστικότητας είναι σε σημαντικό βαθμό διαφοροποιημένο. Οι έλληνες χρήστες αναφέρουν ως αρνητικούς παράγοντες την παρουσία μεταναστών και αλλοδαπών γενικότερα, ενώ εμφανίζονται σε χαμηλό ποσοστό αναφορές στην παρουσία και δράση ακροδεξιών και ρατσιστικών ομάδων. Οι μετανάστες χρήστες, όπως προέκυψε και από τις συζητήσεις κατά τη συλλογή των δεδομένων, αφενός εκδηλώνουν αισθήματα φόβου σε σχέση με ελέγχους και επεμβάσεις της αστυνομίας και αφετέρου αναφέρουν επιθέσεις εναντίον τους και αρνητικές αλληλεπιδράσεις με έλληνες χρήστες και μηχανισμούς, όπως η Χρυσή Αυγή και η Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα. Στο γράφημα 3 παρουσιάζονται οι περιγραφές του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου από το σύνολο των χρηστών. Όπως γίνεται εμφανές, υπάρχει μία ισχυρή θετική πρόσληψη του φυσικού περιβάλλοντος του δημόσιου χώρου της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα και μία αντίστοιχα ισχυρή αρνητική πρόσληψη της κοινωνικής καθημερινότητας σε αυτόν. Εντούτοις, όταν το δείγμα διαχωριστεί σε έλληνες και μετανάστες χρήστες, προκύπτει μία εντελώς διαφορετική πρόσληψη του δημόσιου χώρου στο σύνολό του.

Η πρόσληψη της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα είναι αρνητική για τους έλληνες χρήστες και θετική για τους μετανάστες χρήστες: οι δύο Γράφημα 1 & Γράφημα 2: Γρανάζια παραγόντων ελκυστικότητας και μη ελκυστικότητας της πλα- αυτές ομάδες χρηστών διαφοτείας Αγίου Παντελεήμονα σύμφωνα με έλληνες και μετανάστες χρήστες


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 145

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

Όταν οι δυο παραπάνω κατηγορίες καλούνται να περιγράψουν την πλατεία με δύο λέξεις ή φράσεις δημιουργούνται επομένως δύο εντελώς διαφοροποιημένες προσλήψεις και αποδόσεις: οι πρώτοι προσλαμβάνουν μία αρνητική εικόνα της πλατείας, την οποία αποδίδουν στις κοινωνικές συνθήκες σε αυτή και κυρίως στην παρουσία μεταναστών, την οποία θεωρούν προβληματική. Αντίθετα, οι μετανάστες χρήστες, αν και όπως είδαμε στις αναφορές σε παράγοντες ελκυστικότητας και μη ελκυστικότητας αναφέρθηκαν σε αρνητικά χαρακτηριστικά της κοινωνικής καθημερινότητας, προσλαμβάνουν την πλατεία ως έναν όμορφο, μεγάλου μεγέθους δημόσιο χώρο τον οποίο χρησιμοποιούν ως τόπο συναναστροφής και ψυχαγωγίας.

Γράφημα 3: Γρανάζι περιγραφών της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα από τους χρήστες

Ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά πρακτικών χρήσης και δραστηριοτήτων Κατά τη διάρκεια της άμεσης παρατήρησης δεν πραγματοποιήθηκαν συλλογικές δραστηριότητες στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα. Οι συλλογικές δράσεις, οι οποίες αναπτύσσονται στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας αλλά

Γράφημα 4 & Γράφημα 5: Γρανάζια περιγραφών της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα από έλληνες και μετανάστες χρήστες

ροποιούνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα γραφήματα θα μπορούσαν να αναφέρονται σε δύο διαφορετικούς δημόσιους χώρους. Εκτός της διαφοροποίησης των προσλήψεων ανάμεσα σε θετικές και αρνητικές, εμφανίζεται επιπλέον διαφοροποίηση στις κατηγορίες των περιγραφών, καθώς οι έλληνες χρήστες επικεντρώνονται στις κοινωνικές συνθήκες, ενώ οι μετανάστες χρήστες στο φυσικό περιβάλλον.

και κατά τα προηγούμενα έτη, πραγματοποιούνται κυρίως στη βάση ζητημάτων μετανάστευσης και παρουσίας μεταναστών στον δημόσιο χώρο. Οι δράσεις του κινήματος απόρριψης των μεταναστών λαμβάνουν κυρίως μορφή διαμαρτυρίας, ενώ οι δράσεις κινηματικών μηχανισμών υποστηρικτικών προς τους μετανάστες περιλαμβάνουν δράσεις πολιτισμού, ενημέρωσης κ.λπ. Οι δύο αυτές κατηγορίες μηχανισμών πραγματοποιούν επίσης συχνά αντι-εκδηλώσεις, οι οποίες λαμβάνουν

145


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 146

146

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

χώρα ταυτόχρονα με τις κύριες εκδηλώσεις. Οι χρήστες της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα παρουσιάζουν χαμηλή συμμετοχή σε συλλογικές δράσεις και άλλες εκδηλώσεις. Μόλις το 17% των χρηστών έχει συμμετάσχει σε κάποια δράση ή εκδήλωση και το 10% έχει συμμετάσχει σε δράση είτε του κινήματος απόρριψης είτε του κινήματος υποστήριξης των μεταναστών. Το γεγονός αυτό αποτελεί μία πρώτη ένδειξη σχετικά με τα υποκείμενα της σύγκρουσης, τα οποία σε σημαντικό βαθμό είναι εξωτερικά ως προς τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο. Μόνο ένα περιορισμένο ποσοστό των χρηστών της πλατείας αποτελεί υποκείμενο των δράσεων είτε του κινήματος απόρριψης είτε του κινήματος υποστήριξης, ενώ οι μετανάστες χρήστες απουσιάζουν από δράσεις του κινήματος υποστήριξης.

Γράφημα 7:Επιθυμητές δράσεις στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα σύμφωνα με τους χρήστες

Ατομικές πρακτικές χρήσης και δραστηριότητες Η πλατεία Αγίου Παντελεήμονα είναι ένας δημόσιος χώρος τοπικής απεύθυνσης. Οι καθημερινές πρακτικές χρήσης, αλλά και οι πυκνότητες χρήσης κατά τη διάρκεια του 24ώρου παραπέμπουν σε έναν δημόσιο χώρο γειτονιάς.

Γράφημα 6: Συμμετοχή των χρηστών της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα σε συλλογικές δράσεις

Σημαντικό τμήμα των χρηστών, σε σχέση με δράσεις και εκδηλώσεις τις οποίες θεωρούν επιθυμητές στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα, αναφέρεται σε δράσεις ή αποτροπή δράσεων αποκλεισμού ομάδων, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει στους δημόσιους χώρους της πλατείας Εξαρχείων και Συντάγματος οι οποίοι εξετάστηκαν στο πλαίσιο της ευρύτερης έρευνας (Π., 2015) και στους οποίους οι χρήστες επιθυμούν σε σημαντικά ποσοστά πολιτιστικές δράσεις και εκδηλώσεις. Αντίθετα, η πλειοψηφία των χρηστών στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα επιθυμεί είτε την παύση είτε την ένταση πράξεων αποκλεισμού από τον δημόσιο χώρο.

Γράφημα 8:Πυκνότητα χρήσης κατά τη διάρκεια του 24ώρου στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα

Οι υψηλότερες πυκνότητες χρήσης παρατηρούνται το απόγευμα και νωρίς το βράδυ. Στο γεγονός αυτό καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει η παρουσία παιδιών και συνοδών τους. Χάρη στην αυξημένη παρουσία των παιδιών, η πλατεία φιλοξενεί σε σημαντικό βαθμό ενεργητικές χρήσεις. Το παιχνίδι αποτελεί και τη μοναδική συνύπαρξη σε δραστηριότητες ελλήνων και μεταναστών χρηστών, έστω και αν αφορά αποκλειστικά


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 147

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

παιδιά. Οι ατομικές δραστηριότητες και πρακτικές χρήσης οι οποίες αναπτύσσονται στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα είναι κυρίως ενεργητικές, έστω και αν εξαιρεθούν δραστηριότητες οι οποίες αφορούν παιχνίδι, καθώς εμφανίζεται μεγάλος αριθμός χρηστών ο οποίος καταναλώνει χρόνο σε ομαδοποιήσεις εντός των οποίων αναπτύσσονται συζητήσεις και αλληλεπίδραση. Επιπλέον, οι έλληνες χρήστες εκτός τραπεζοκαθισμάτων είναι στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι, ενώ οι ομαδοποιήσεις μεταναστών αφορούν κυρίως νέους, με υψηλή συχνότητα εμφάνισης οικογενειών. Στην πλατεία συνυπάρχουν σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου έλληνες και μετανάστες χρήστες. Κατά τη διάρκεια της άμεσης παρατήρησης δεν προέκυψε κάποιο περιστατικό, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί συνέχεια ή αποτέλεσμα των συγκρούσεων οι οποίες αναφέρθηκαν προηγουμένως και θα αναλυθούν περισσότερο στη συνέχεια. Ωστόσο, παρά την ανυπαρξία αρνητικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ ελλήνων και μεταναστών χρηστών, δεν παρατηρήθηκε κάποια αλληλεπίδραση με θετικό περιεχόμενο. Έλληνες και μετανάστες χρήστες δεν ανέπτυξαν καμίας μορφής και περιεχομένου αλληλεπίδραση, ενώ παρατηρήθηκε απόσταση σωμάτων και δράσεων. 3.2.Απόψεις και πρακτικές μηχανισμών Απόψεις Η λειτουργία του συγκεκριμένου δημόσιου χώρου ως πεδίο αστικών συγκρούσεων λαμβάνει χώρα με βάση το δικαίωμα χρήσης από μετανάστες. Εντούτοις, οι μετανάστες συμμετέχουν στη σύγκρουση αυτή με παθητικό τρόπο. Με βάση τα δεδομένα τα οποία προέκυψαν από την άμεση παρατήρηση, τα ερωτηματολόγια, τις συνεντεύξεις και την αποδελτίωση των αναφορών στο Διαδίκτυο δεν προέκυψε ανάπτυξη και δράση οργανωμένων ομάδων μεταναστών, οι οποίες προβαίνουν σε πράξεις επίθεσης ή ενεργητικής αποτροπής των εις βάρους τους επιθέσεων. Με τη διαπίστωση αυτή δεν υπονοείται ανυπαρξία ομαδοποιήσεων μεταναστών μεταναστών, αλλά μη συγκρότηση ομάδων μεταναστών πάνω στη βάση του περιεχομένου της σύγκρουσης στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο. Το σύνολο των υπό έρευνα μηχανισμών προβαίνει σε αξιολογήσεις των κοινωνικών συνθηκών και της καθημερινότητας με βάση αναφορές στην παρουσία μεταναστών και στις

παρεμβάσεις και δράσεις μηχανισμών σε σχέση με τη συνθήκη αυτή. Οι αξιολογήσεις αναφέρονται στο σύνολό τους σε συνθήκες υποβάθμισης και εγκατάλειψης, αλλά διαφοροποιύνται εντελώς ως προς το περιεχόμενο. Το περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνει η κοινά διαπιστωμένη υποβάθμιση της περιοχής, δεν είναι ενιαίο ανάμεσα στους συμμετέχοντες στα υπό έρευνα συλλογικά υποκείμενα και μηχανισμούς και συγκροτούνται δύο αντιθετικές αφηγήσεις για τις αιτίες της υποβάθμισης. Η πρώτη, η οποία αναπαράγεται από μέρος των καταστηματαρχών, την Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα και –όπως αναλύθηκε προηγουμένως– μέρος των ελλήνων χρηστών, αναδεικνύει την ύπαρξη μεταναστών ως τον κύριο παράγοντα υποβάθμισης της περιοχής και του δημόσιου χώρου. Αντίθετα, η αφήγηση μέρους των καταστηματαρχών, της αναρχικής συλλογικότητας, της Κίνησης Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος, μέρους των ελλήνων χρηστών και το σύνολο των μεταναστών χρηστών αναδεικνύει ως παράγοντα υποβάθμισης τη δράση ακροδεξιών και ρατσιστικών ομάδων. Σε ό,τι αφορά το μηχανισμό της αστυνομίας, αν και δεν υπάρχει απόλυτα ενιαία τοποθέτηση, στο σύνολο των αφηγήσεών της τονίζεται ως παράγοντας αυξημένης εγκληματικότητας η υψηλή παρουσία μεταναστών και δικαιολογείται η δυσαρέσκεια προς αυτή κατοίκων. Στη συνέχεια, θα εξεταστεί το περιεχόμενο της απόρριψης των μεταναστών και των δράσεων αποκλεισμού τους από τον δημόσιο χώρο. Είναι κρίσιμο για την έρευνα να καταστεί ξεκάθαρο εάν η πρόθεση και οι συνεπαγόμενες πράξεις αποκλεισμού λαμβάνουν χώρα στο επίπεδο της απόρριψης πρακτικών ή στο επίπεδο της απόρριψης ταυτοτήτων. «Θέλουμε να ζούμε σε μια γειτονιά ελληνική και όχι πακιστανική, αυτοί έχουν διώξει όλους τους έλληνες από δω πέρα και σε λίγο θα είναι μόνο τέτοιοι». Ν.Κ., καταστηματάρχης «Ο πληθυσμός εδώ αλλάζει, μείναμε οι γέροι […] Κλείστηκαν οι έλληνες μέσα και κυκλοφορούνε μελαμψοί και μαντήλες. Και παιδιά τρία-τρία, πέντε-πέντε […] Φτάνει να μη γίνουνε πάρα πολλοί και γίνουν πιο πολλοί από εμάς. Γιατί αυτή την ώρα κινδυνεύουμε να είναι πιο πολλοί οι ξένοι από εμάς […]Δεν μπορούμε να τους αφήσουμε να γίνουνε πλειοψηφία. Μας ενοχλεί. Μας ενοχλεί και αισθητικά δηλαδή […] Στα σχολεία τα 90

147


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 148

148

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

παιδιά είναι ξένα και τα 10 είναι ελληνάκια». Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα «Απλά ο κόσμος εκεί πέρα είναι αγανακτισμένος, γιατί βλέπει ότι δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στη γειτονιά του. Όταν πλέον στον Αγ. Παντελεήμονα οι Έλληνες που μένουνε είναι μειονότητα, φοβούνται. Βλέπουνε όλα αυτά τα σκηνικά που γίνονται. Βγαίνουν Πακιστανοί με Αφγανούς και σφάζονται με χατζάρες. Μες στο δρόμο τώρα. Δηλαδή λες και είναι σε τίποτα τριτοκοσμικές χώρες». Α.Τ. Ομονοίας Οι παραπάνω χαρακτηριστικές αφηγήσεις, τμήμα και δομικό συστατικό του κινήματος απόρριψης των μεταναστών, απαντούν στα προηγούμενα ερωτήματα (βλ. συμπληρωματικά «Επιστολή 1.000 κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών», 2008). Το κίνημα απόρριψης δεν αποκλείει κυρίως με βάση πρακτικές των μεταναστών, παράνομες ή παραβατικές. Αντίθετα, στο επίκεντρο της αφήγησής του είναι η αντιμετώπιση της δημογραφικής αλλαγής η οποία επιτελείται στην ευρύτερη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα. Οι μετανάστες, στην περίπτωση αυτή, γίνονται στόχος αποκλειστικά λόγω της διαφορετικότητάς τους σε πολιτισμικό επίπεδο και της υψηλής πληθυσμιακά παρουσίας τους. Το κίνημα απόρριψης εντάσσει το σύνολο των μεταναστών σε μία ενιαία ταυτότητα, τη ταυτότητα του «ξένου», με την έννοια του έτερου προς το υποκείμενο, του άλλου. Οι παραπάνω τοποθετήσεις, θέτοντας ζητήματα πολιτισμού, συγκροτούν μία ρατσιστική αφήγηση, στο πλαίσιο της οποίας οι μετανάστες υποβαθμίζουν το πολιτισμικό περιβάλλον της ευρύτερης περιοχής. Στόχος είναι οι ξένες ταυτότητες, οι οποίες, αν και δεν είναι ενιαίες, θεωρούνται από το κίνημα απόρριψης στο σύνολό τους αντιθετικές προς αυτές των ελλήνων κατοίκων. Μέσα στην αφήγηση αυτή αναπαράγονται ρατσιστικά στερεότυπα πέρι «ανθρωποφάγων» υπάρχουν αναφορές σε ενόχληση σε επίπεδο αισθητικής κ.λπ. Αντίθετα, μηχανισμοί οι οποίοι λειτουργούν υποστηρικτικά προς τους μετανάστες χαρακτηρίζουν το σύνολο του κινήματος απόρριψης και τις παρεμβάσεις του ως παράγοντα υποβάθμισης της περιοχής. Ταυτόχρονα, υποστηρίζουν ότι το κίνημα αυτό έχει αναπτύξει συνέργειες και στενή συνεργασία με την αστυνομία, αλλά και το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής. Σύμφωνα με την ετήσια αναφορά του Racist Violence Recording Network (2012), σε μερίδα των ρατσισικών επιθέσεων συμμετείχαν αστυνομικοί. Ταυ-

τόχρονα, ανάμεσα στα θύματα των επιθέσεων εδράζεται η πεποίθηση ότι η αναφορά στα αρμόδια αστυνομικά τμήματα δεν θα οδηγήσει στη δικαίωσή τους, ενώ ενδέχεται να τους δημιουργήσει περεταίρω προβλήματα. Πρακτικές και παρεμβάσεις των μηχανισμών Το κίνημα απόρριψης των μεταναστών θέτει ως προτεραιότητα στις δράσεις και παρεμβάσεις του την αυξημένη παρουσία ελλήνων χρηστών στo πλαίσιo μιας απόπειρας «επανακατάληψης» του δημόσιου χώρου. Οι δράσεις και οι εκδηλώσεις του έχουν αποκλειστικά χαρακτήρα αποκλεισμού των μεταναστών, χωρίς να προωθούν ή να χρησιμοποιούν νέες χρήσεις και δραστηριότητες στον δημόσιο χώρο. Επιπλέον, συμμετέχοντες στο κίνημα απόρριψης αναπτύσσουν έντονη παρουσία στη δημόσια σφάιρα μέσα από τα ΜΜΕ, με αναφορές στην υποβάθμιση της περιοχής. Η παρουσία αυτή είναι κοινή διαπίστωση ότι συντέλεσε στην επιδείνωση των συνθηκών της περιοχής. Ταυτόχρονα, το κίνημα απόρριψης πραγματοποίησε παρεμβάσεις σε θεσμικούς φορείς του κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι κινηματικοί μηχανισμοί οι οποίοι είναι υποστηρικτικοί προς τους μετανάστες παρουσίασαν μειωμένη δυνατότητα πραγματοποίησης δράσεων στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα. Οι παρεμβάσεις τους είχαν χαρακτήρα ενημέρωσης μέσω της προβολής αφηγήσεων αντίθετων με αυτούς του κινήματος απόρριψης, αλλά και της απόπειρας ένταξης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία και ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής μέσα από πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επιπλέον, η Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος ακολούθησε εκτός κινηματικών δράσεων και θεσμικές οδούς, ειδικά σε ό,τι αφορά την επιδιωκόμενη επαναλειτουργία της παιδικής χαράς: επιστολές στο Δήμο Αθηναίων, απεύθυνση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, συλλογή υπογραφών κ.λπ. Οι μηχανισμοί της οικονομίας δεν έχουν πραγματοποιήσει κάποια οργανωμένη συλλογική δράση ή παρέμβαση στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα. Η όποια συμμετοχή σε σχετικά γεγονότα λαμβάνει χώρα στη βάση της τοποθέτησής τους απέναντι στην παρουσία μεταναστών και στους υπό έρευνα κινηματικούς μηχανισμούς, αλλά και στην ιδεολογική τους τοποθέτηση. Οι μετανάστες, η παρουσία και κοινωνική ένταξη των οποίων αποτελεί το διακύβευμα των συγκρούσεων


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 149

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο, δεν έχουν συγκροτήσει οργανωμένες δομές στην περιοχή και οι όποιες ομαδοποιήσεις προκύπτουν μέσα από κοινωνικά και θρησκευτικά δίκτυα, χωρίς να αποκτούν πολιτικά ή ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, απουσιάζουν εκ μέρους τους συλλογικές δράσεις και παρεμβάσεις, ενώ και η συμμετοχή και αλληλεπίδραση με υποστηρικτικούς σε αυτούς μηχανισμούς είναι περιορισμένη. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται ομαδοποιήσεις μεταναστών, οι οποίοι είτε διαμένουν για μακρά περίοδο στην περιοχή, είτε είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς, οι οποίοι τοποθετούνται στο κίνημα απόρριψης των νέων μεταναστών. Το κίνημα απόρριψης αντιμετωπίζει με διαφορετικά κριτήρια ομάδες μεταναστών οι οποίες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή τη δεκαετία του 1990, κυρίως αλβανικής και πολωνικής καταγωγής σε σχέση με μετανάστες ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής οι οποίοι άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή στα μέσα της δεκαετίας του 2000 (Kandylis and Kavoulakos, 2012). «Δεν καταφέρανε οι οργανώσεις μεταναστών να έχουνε έτσι μια δυνατή πολιτική υπόσταση. Για να μπορούμε κι εμείς και για τα καλά και για τα κακά να συνεργαστούμε». Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος «Όταν μας βρίζανε σε εκείνον το δρομάκο, υπήρχανε παρέες μεταναστών που ήταν πολύ περισσότεροι απ’ τους άλλους, απ’ τους φασίστες. Οι οποίοι ήταν σε φάση… απλά κοιτάγανε, δεν ασχολιόντουσαν. Και το βρίσκανε και λίγο γραφικό ρε παιδί μου». Συλλογικότητα του αναρχικού χώρου 3.3.Σχέσεις εξουσίας Ανάπτυξη συμμαχιών και προσλήψεις των σχέσεων εξουσίας Το κίνημα απόρριψης παρουσιάζει υψηλή επίδραση σε έλληνες χρήστες της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα και κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Επιπλέον, το κίνημα υποστήριξης δεν έχει καταφέρει να αναπτύξει ισχυρές συνεργασίες με ομάδες μεταναστών, οι οποίοι διαμένουν στην περιοχή. Τα δύο αυτά αντιθετικά κινήματα συνδέονται με ευρύτερους μηχανισμούς, καθώς στο πλαίσιο της έρευνας πεδίου παρουσιάστηκαν αναφορές από τη μία πλευρά σε ενεργή υποστήριξη από το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής και από την άλλη –και συγκεκριμένα από την Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος– αναφορές σε υποστήριξη από

αντιρατσιστικές οργανώσεις, δημοτικές παρατάξεις αλλά και κόμματα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ειδικά η δράση της Χρυσής Αυγής είναι κομβική για την άρθρωση των σχέσεων εξουσίας στη πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Σύμφωνα με τον Loudos (2014), η δράση της Χρυσής Αυγής στη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα αποτέλεσε κομβικό σημείο για την εδραίωση των πρακτικών της ενάντια σε μετανάστες, μειονότητες και ομάδες αντίθετης ιδεολογίας. Εντούτοις, η κυριαρχία των ρατσιστικών αφηγήσεων η οποία σε σημαντικό βαθμό επετεύχθη στον Άγιο Παντελεήμονα δεν επεκτάθηκε σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από τα δεδομένα της παρούσας έρευνας σε σχέση με την υψηλή επίδραση των ρατσιστικών αφηγήσεων στη τοπική κοινωνία του Αγίου Παντελεήμονα. Η επίδραση αυτή αποτελεί και τον κύριο παράγοντα χαμηλής δυνατότητας παρέμβασης από το κίνημα υποστήριξης. Σε ό,τι αφορά το μηχανισμό της αστυνομίας, διακρίνεται μία θετική προσέγγιση του κινήματος απόρριψης, υπό την έννοια αφενός της κοινής θεώρησης της συνθήκης αυξημένης παρουσίας μεταναστών ως προβληματικής και αφετέρου της αφήγησης περιστατικών τα οποία αφορούν αποκλειστικά παραβατικές συμπεριφορές μεταναστών. Επιπλέον, η αρνητική αξιολόγηση των επεμβάσεων της αστυνομίας από τους μηχανισμούς του κινήματος υποστήριξης συμπληρώνεται από θετικές εξιολογήσεις από τους μηχανισμούς του κινήματος απόρριψης. Στη συνέχεια, αναφέρονται παθητικές προσλήψεις των διαμορφωμένων σχέσεων εξουσίας στον δημόσιο χώρο της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα, τόσο μέσα από παραδοχές όσο και μέσα από αφηγήσεις περιστατικών. «Δεν μπορούσαμε ούτε να περάσουμε από την πλατεία. Δηλαδή πολλοί από εμάς που είμαστε γνωστοί, ούτε από τους γύρω δρόμους. Πράγμα που δεν ισχύει τώρα, τώρα έχουνε συμμαζευτεί, δεν είναι πια επιθετικοί, έχουνε μια άλλη συμπεριφορά […] Τον τελευταίο καιρό –από τότε που έγινε η κατάληψη– δεν μπορούσαμε να διοργανώσουμε τίποτα. Μόνο κάτι που κάναμε, και το κάναμε όχι μόνοι μας, το κάναμε με την Ανοιχτή Πόλη και με άλλες αντιρατσιστικές κινήσεις, το κάναμε τον Οκτώβριο, την πρώτη εκδήλωση –και έγινε μεγάλη εκδήλωση πράγματι– υπήρχε κάλεσμα στην αθηναϊκή κοινωνία και ανταποκρίθηκε ο κόσμος, ο οποίος ήταν φοβισμένος». Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος

149


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 150

150

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

«Και κατά τ’ άλλα, αυτό που λειτουργεί αποτρεπτικά είναι οι κάτοικοι, οι οποίοι θα πάρουν και τους μπάτσους, χαρακτηριστικά μπορώ να σου πω 15 σκηνικά. Ας πούμε κολλήσαμε μια αφίσα σε κοντινό τοίχο μαγαζιού και βγήκαν απέναντι οι προπατζήδες και ο μαγαζάτορας και –γεμάτη μετανάστες οι πλατεία– να μας κράξουνε […] Το όλο τους discourse, η διαλεκτική, είναι ότι εμείς ερχόμαστε από πλούσιες περιοχές να πουλήσουμε ιδεολογία σ’ αυτούς. Αυτό μας το είπαν ανεξάρτητα πολύς κόσμος». Συλλογικότητα του αναρχικού χώρου

Από το σύνολο των συνεντεύξεων προκύπτει μία πλεονεκτική θέση του κινήματος απόρριψης μεταναστών στο πλαίσιο των σχέσεων εξουσίας στον δημόσιο χώρο της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα. Οι σχέσεις εξουσίας αρθρώνονται σε τρεις ενότητες: κίνημα απόρριψης, κίνημα υποστήριξης και μετανάστες. Το κίνημα απόρριψης έχει επιτύχει, τόσο σε επίπεδο απευθείας αντιπαράθεσης στον δημόσιο χώρο, όσο και σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση ευρύτερων κοινωνικών συνθηκών, μέσω της ένταξης σε αυτό κατοίκων και καταστηματαρχών, την παρεμπόδιση πραγματοποίησης δράσεων και εκδηλώσεων από το κίνημα υποστήριξης. Εντούτοις, σε ό,τι αφορά την παρουσία μεταναστών, δεν έχει επιτύχει τον αποκλεισμό τους από τον δημόσιο χώρο της πλατείας. Οι μηχανισμοί, οι οποίοι εντάσσονται στο κίνημα υποστήριξης των μεταναστών αναφέρουν ότι η δραστηριοποίησή τους στην πλατεία είναι περιριορισμένη, λόγω της απώθησής τους, τόσο από μηχανισμούς του κινήματος απόρριψης όσο και από κατοίκους και καταστηματάρχες της περιοχής. Σύμφωνα με τους ίδιους, συνεπικουρικά στους μηχανισμούς απόρριψης και προς την παρεμπόδιση της δρασης τους στην πλατεια του Αγίου Παντελεήμονα λειτουργεί ο μηχανισμός της αστυνομίας. Τρόποι επιβολής και μέσα αντιμετώπισης «εχθρικών» μηχανισμών Σε ό,τι αφορά απευθείας επεμβάσεις στις δράσεις του κινήματος υποστήριξης, το κίνημα απόρριψης προσπαθεί να τις περιορίσει με την πραγματοποίηση αντι-εκδηλώσεων, με σκοπό την αποτροπή τους ή την ταυτόχρονη προβολή των δικών του αφηγήσεων και πρακτικών. Η Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα δη-

λώνει ότι απορρίπτει τη χρήση βίας. Εντούτοις, η εκτεταμένη βία, η οποία ασκήθηκε από το νεοναζιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής δεν αποδοκιμάζεται, αλλά τονίζεται η συνεπικουρική επίδρασή ως αποτελεσματική. Τέλος, σε ό,τι αφορά την απόπειρα περιορισμού της παρουσίας μεταναστών στον δημόσιο χώρο, η Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα προβαίνει, αφενός, σε δράσεις με σκοπό τη συγκέντρωση πλήθους το οποίο να μετέχει της αφήγησής της και, αφετέρου, στο κλείσιμο της παιδικής χαράς, με σκοπό τη μείωση της παρουσίας νέων μεταναστών και παιδιών. Ενδεικτικό της προαναφερθείσας πλεονεκτικής θέσης του κινήματος απόρριψης είναι το γεγονός ότι η Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα δεν αναφέρει περιστατικά κατά τα οποία εμποδίστηκε ή απετράπη η δράση της, σε αντίθεση με συμμετέχοντες στο κίνημα υποστήριξης. Η Κίνηση Κατοίκων 6ου Διαμερίσματος, προκειμένου αφενός να ενισχύσει το δικαίωμα των μεταναστών στη χρήση του δημόσιου χώρου και αφετέρου να εδραιώσει την παρουσία του κινήματος υποστήριξης στην πλατεία Αγίου Παντελεήμονα και στην ευρύτερη περιοχή, επιλέγει ως κύριο μέσο την πραγματοποίηση δράσεων και εκδηλώσεων πολιτιστικού περιεχομένου, ανοιχτών για το σύνολο των χρηστών. Οι δράσεις της στοχεύουν κυρίως στη μεταβολή των αρνητικών για το σύνολο του κινήματος υποστήριξης συνθηκών στην περιοχή και λιγότερο στην αποτροπή δράσεων του κινήματος απόρριψης. Έχουν ως στόχο την αύξηση της υποστήριξης των αφηγήσεων και πρακτικών της από μετανάστες χρήστες, κατοίκους και καταστηματάρχες στο πλαίσιο μιας απόπειρας ανάδειξης των συγκεκριμένων πρακτικών, ως παράγοντες αναβάθμισης των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην περιοχή. Οι δράσεις του κινήματος απόρριψης γίνεται απόπειρα να αντιμετωπιστούν κυρίως μέσω νομικά θεσμισμένων οδών: προσέγγιση Δήμου Αθηναίων και αστυνομίας, συλλογές υπογραφών κ.λπ. Η συλλογικότητα του αναρχικού χώρου αποπειράται κυρίως να αυξήσει την αλληλεπίδραση με τους μετανάστες, ως εν δυνάμει υποκείμενα της δράσης της. Στο πλασιο αυτό επιθυμεί τη δημιουργία σταθερών δομών ένταξης των μεταναστών στη δημόσια σφαίρα και την αύξηση της ενασχόλησής τους με τις υφιστάμενες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της περιοχής. Ταυτόχρονα, διατηρεί μία περισσότερο επιθετική στάση απέναντι στο κίνημα απόρριψης, εντός της


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 151

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

οποίας είναι δυνατό να επιστρατευτεί και η βία ως μέσο αντιμετώπισης των μηχανισμών του συγκεκριμένου κινήματος.

Συμπεράσματα Η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα δεν είναι η μοναδική συνοικία του κέντρου της Αθήνας η οποία αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες τόπο εγκατάστασης μεταναστών. Εντούτοις, η συγκεκριμένη περιοχή είναι εκείνη η οποία αντιμετωπίζει τα σημαντικότερα προβλήματα σε επίπεδο κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών. Στο παρόν άρθρο, η καθημερινή ζωή της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα αναλύθηκε και αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα της λειτουργίας της ως πεδίο σύγκρουσης. Η ανάλυση αυτή συνδέθηκε στη συνέχεια με τις σχέσεις εξουσίας οι οποίες αναπτύσσονται ανάμεσα σε συλλογικά υποκείμενα και μηχανισμούς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή και τα αποτελέσματα της σύγκρουσης στον δημόσιο χώρο. Σε ό,τι αφορά τις κοινωνικές συνθήκες, η έρευνα πεδίου εντόπισε ένα διευρυμένο καθεστώς φόβου και ανασφάλειας, στο οποίο μετέχει το συνολο των χρηστών, έστω και αν το καθεστώς αυτό λαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο ανάμεσα σε διαφορετικές κατηγορίες χρηστών. Οι σχέσεις εξουσίας, αναπτυσσόμενες συχνά πάνω σε πρακτικές βίας και αποκλεισμού και η αναπαραγωγή των πρακτικών αυτών από τα ΜΜΕ έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομικές συνθήκες της περιοχής, γεγονός το οποίο αντικατοπρίζεται τόσο στις υφιστάμενες περιμετρικά της πλατείας δραστηριότητες, όπου εντοπίζονται κλειστά καταστήματα και χαμηλή δραστηριότητα όσων καταστημάτων λειτουργούν, όσο και στην αγορά γης και ενοικίων στην ευρύτερη περιοχή. «Πράγματι, είναι πιο έντονη στον Άγιο Παντελεήμονα (σ.σ. η μείωση τιμών ακινήτων στην περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα σε σχέση με γειτονικές περιοχές). Θα’ λεγα παίζει ρόλο ίσως και η προβολή που δώσανε τα ΜΜΕ γενικότερα στον Άγιο Παντελεήμονα και ξέρεις αυτά είναι πολύ εύκολο να διαμορφώνουν άποψη στον κόσμο και νομίζω ότι αυτό παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Δηλαδή, η τηλεόραση κυρίως, που δείχνει συνέχεια ρεπορτάζ της περιοχής, της συγκεκριμένης περιοχής. Και η παρουσία των κατοίκων στα ΜΜΕ τους γυρίζει μπούμερανγκ, γιατί ο κόσμος βλέπει ότι η περιοχή

εκεί πέρα δεν είναι ό,τι καλύτερο και αυτό συνέχεια ρίχνει τις τιμές, απαξιώνει την περιουσία τους. Άρα, οι ίδιοι ουσιαστικά συμμετέχουν στην απαξίωση της περιουσίας τους». Γ.Α., εταιρεία Real Estate Μέσω της έρευνας αναδυκνείονται δύο συνθήκες της σύγκρουσης οι οποίες ενισχύουν τα αποτελέσματα των σχέσεων εξουσίας και τους προσδίδουν αναπαραγωγικά χαρακτηριστικά. Η πρώτη συνθήκη αφορά τη συγκρότηση των σχέσεων εξουσίας, η οποία δεν πραγματοποιείται πάνω στην προώθηση αντιθετικών ή διαφορετικών χρήσεων και λειτουργιών του δημόσιου χώρου. Οι σχέσεις εξουσίας αναπτύσσονται πάνω στο ζήτημα του δικαιώματος χρήσης από μία κατηγορία χρηστών, η οποία αφενός δεν αποτελεί μηχανισμό υπό την έννοια ότι δεν έχει αναπτύξει οργανωμένες δομές και δράσεις και αφετέρου προβαίνει σε ενεργητικές δράσεις και χρήσεις του δημόσιου χώρου με θετικό περιεχόμενο. Το περιεχόμενο της απόρριψης δεν διαμορφώνεται σε σχέση με τον δημόσιο χώρο και τις πρακτικές χρήσης, οι οποίες αναπτύσσονται σε αυτόν. Ο δημόσιος χώρος εισέρχεται ως παράμετρος της απόρριψης, καθώς λειτουργεί ως το πεδίο, όπου η δημογραφική αλλαγή η οποία επιτελείται στην περιοχή γίνεται ορατή. Είναι στον δημόσιο χώρο, όπου γίνονται ορατές αφενός υψηλές συγκεντρώσεις μεταναστών, ως αποτέλεσμα της αύξησης του πληθυσμού τους στην ευρύτερη περιοχή, και αφετέρου διαφορετικές πολιτισμικές πρακτικές, εμφανισιακά χαρακτηριστικά κ.λπ. Επιπλέον, ο δημόσιος χώρος είναι ο τόπος όπου εμφανίζεται το μόνο δυνατό πεδίο αντιπαράθεσης με τις υφιστάμενες συνθήκες. Ο δημόσιος χώρος για το κίνημα απόρριψης, όπως αυτό εκφράστηκε από την Επιτροπή Κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα, δεν αποτελεί κυρίως διακύβευμα, αλλά κυρίως πεδίο της δράσης του. Το κίνημα απόρριψης δεν έρχεται να αντιπαρατεθεί με πρακτικές, αλλά με ταυτότητες καθ’ αυτές και η ταυτότητα αφορά το «ξένο», το διαφορετικό προς τον εαυτό και το οποίο προσλαμβάνεται ως απειλή. Στο παραπάνω πλαίσιο, το κλείσιμο της παιδικής χαράς σε συμβολικό επίπεδο δεν αποτελεί αποκλειστικά σύμβολο ελέγχου του χώρου, όπως αναφέρθηκε από μηχανισμούς υποστήριξης των μεταναστών. Η πράξη αυτή του κινήματος απόρριψης συνιστά μία άρνηση αποδοχής, αφενός του γεγονότος ότι οι νεότερες πληθυσμιακά ομάδες της περιοχής αποτελούνται σε μεγάλο ποσοστό από μετανάστες και αφετέρου

151


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 152

152

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 137-153

Εικόνα 3: Η κλειστή παιδική χαρά στην πλατεία Αγ. Παντελεήμονα

του γεγονότος ότι οι μετανάστες δεν προσλαμβάνουν τον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο αρνητικά, αλλά τον χρησιμοποιούν, τον οικειοποιούνται ενεργητικά μέσα από μία από τις πλέον σημαντικές λειτουργίες του, το παιχνίδι. Η χρήση της παιδικής χαράς από παιδιά μεταναστών λειτουργεί και προσλαμβάνεται ως προπομπός των μελλοντικών συνθηκών στην πλατεία και με βάση αυτό το χαρακτηριστικό βρέθηκε στο επίκεντρο της δράσης του κινήματος απόρριψης. Η εργαλειακή χρήση των λειτουργιών του δημόσιου χώρου δεν περιορίζεται στο κίνημα απόρριψης, αλλά εκτείνεται στο κίνημα υποστήριξης. Το κίνημα αυτό, ενώ προωθεί και επιδιώκει νέες χρήσεις του δημόσιου χώρου με εμφαση σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, αντιλαμβάνεται και επιστρατεύει τις χρήσεις αυτές ως μέσο αφενός ένταξης των μεταναστών στην κοινωνική ζωή του δημόσιου χώρου και αφετέρου ενίσχυσης της δικής του επιρροής σε μεμονωμένους χρήστες, κατοίκους και καταστηματάρχες, σε επίπεδο αφηγήσεων και πρακτικών. Δεύτερη συνθήκη, η οποία ενισχύει τα αποτελέσματα της λειτουργίας της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα ως πεδίο σύγκρουσης, είναι το γεγονός ότι σε επίπεδο καθημερινότητας δεν εμφανίζονται σχέσεις κυριαρχίας κάποιων μηχανισμών ή εμφανίζονται σε χαμηλό βαθμό. Επιπλέον, δεν υπάρχει ενοποίηση της πλειοψηφίας των χρηστών σε επίπεδο συμβολισμών και νοημάτων. Το ζήτημα του δικαιώματος χρήσης της πλατείας από μετανάστες δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο από το σύνολο των υπό έρευνα μηχνανισμών. Αποτελεί παράγοντα διχασμού και αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μηχανισμούς και χρήστες και η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι περιοδική ή έκτακτη, αλλά καθημερινή. Έστω και αν, όπως προέκυψε από την έρευνα, οι αφηγήσεις και οι πρακτικές του κινήματος

απόρριψης παρουσιάζουν ισχυρότερη επίδραση σε μεμονωμένους έλληνες χρήστες, κατοίκους και καταστηματάρχες, οι αντιθετικές αφηγήσεις και πρακτικές δεν έχουν αποκλειστεί εντελώς, ενώ ταυτόχρονα η υψηλή παρουσία μεταναστών κατοίκων, τόσο στον δημόσιο χώρο της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα όσο και στην ευρύτερη περιοχή δεν καθιστά εύκολα πραγματοποιήσιμη μία κυριαρχία του κινήματος απόρριψης. Η ένταξη των μεταναστών και η συνύπαρξή με τους έλληνες κατοίκους στον δημόσιο χώρο της πλατείας Αγίου Παντελήμονα αξιολογούνται με βάση τα δεδομένα της έρευνας ως προβληματική. Ως βασικοί παράγοντες παρεμπόδισης διαδικασιών ένταξης και αρμονικής συνύπαρξης αναδεικνύονται τόσο συγκεκριμένοι μηχανισμοί, οι οποίοι σχηματίζουν ένα μπλοκ κινήματος απόρριψης των μεταναστών, όσο και η υψηλή επίδραση των οπτικών και πρακτικών τους στη τοπική κοινωνία και συγκεκριμένα κατοίκους, χρήστες του δημόσιου χώρου και καταστηματάρχες. Με βάση τα παραπάνω, η επίδραση των σχέσεων εξουσίας οι οποίες αναπτύσσονται στον συγκεκριμένο δημόσιο χώρο αξιολογείται ως αρνητική στο σύνολό της, καθώς σε πλεονεκτική θέση βρίσκονται οπτικές και πρακτικές διαχωρισμού, αποκλεισμού και ρατσισμού. Επιπλέον, η συνθήκη αυτή εμφανίζεται να λειτουργεί αναπαραγωγικά και ενισχυτικά στην κοινά διαπιστωμένη υποβάθμιση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.

Σημείωση Πέττας Δ. (2015), «Ο δημόσιος χώρος ως πεδίο αστικών συγκρούσεων: Η επίδραση των σχέσεων εξουσίας στη καθημερινότητα και τις πρακτικές χρήσης» (Διδακτορική διατριβή), Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ.


010_Layout 1 07/06/2016 2:06 μ.μ. Page 153

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΕΤΤΑΣ

Βιβλιογραφία Antonopoulos, G. A. and Winterdyk, J. (2006), The smuggling of migrants in Greece: an examination of its social organization, European Journal of Criminology, vol.3 (4), pp.439461. Arapoglou V. and Maloutas T. (2011), Segregation, inequality and marginality in context: The case of Athens, The Greek Review of Social Research, special issue, 136 C´, pp. 135-155. Αtkinson, R. (2002), Domestication by cappuccino or a revenge on urban space? Control and empowerment in the management of public spaces, Urban Studies, vol.40 (9), pp.1829- 1843. Carmona et al. (2003) Public places- Urban spaces: The dimensions of urban design, Architectural Press, Oxford. Carr, S. et al. (1992) Public space, Cambridge University Press, Cambridge. Dalakoglou D. (2012), The crisis before The Crisis: Violence and urban neoliberalization in Athens, Social Justice, Vol. 39 (1), pp. 24-42. Davis, M. (1990) City of quartz: Excavating the future in Los Angeles, Verso, London. Debord, G. (1967) Η Κοινωνία του θεάματος (1986), Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα. Derek G. et al. (2009), The dictionary of human geography, Wiley Blackwel publication Ltd, UK. Dinas, E. et al. (2013), From dusk to dawn: Local party organization and party success of right-wing extremism, Party Politics, vol. 19 (7), pp. 1–13. Dixon, J. et al. (2006) Locating impropriety: Street drinking, moral order and the ideological dilemma of public space, Political Psychology, vol.27 (2), pp.187- 206 Eriksson E. et al. (2007), Reclaiming public space: Designing for public interaction with private devices, TEI ’07, Baton Rouge, Los Angeles. Foucault, M. (1975) Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής (2011), Πλέθρον, Αθήνα. Foucault, M. (1982) Το μάτι της εξουσίας (1994), Βασνίας/ Περάσματα, Θεσσαλονίκη. Foucault, M. (1991) Η μικροφυσική της εξουσίας, Ύψιλον, Αθήνα. Gehl, J. (1996) Life between buildings: Using public space, Skive, Arkitektens Forlag. Holland, C. et al. (2007) Social interactions in urban public spaces, The Policy Press, Bristol. Human Rights First, (2011), Combating Xenophobic Violence: A framework for action, New York. Human Rights Watch, (2012), Μίσος στους δρόμους: Ξενοφοβική βία στην Ελλάδα. Iveson, K. (1998) Putting the public back into public space, Urban Policy and Research, vol. 16 (1), pp.21-33. Kandylis, G. and Kavoulakos, K. (2012) Framing Urban inequalities: Racist mobilization against immigrants in Athens, The Greek Review of Social Research, 136 C´, 157-176. Lefebvre H. (1958), Critique of everyday life Volume I: Introduction (1991), Verso, London.

Lefebvre, H. (1968) Δικαίωμα στην Πόλη (2007), Κουκίδα, Αθήνα. Loudos N. (2014), The Resistible Rise of Golden Dawn, Irish Marxist Review, vol. 3 (9), pp. 17-26. Loukaitou - Sideris, A. and Banerjee, T. (1998) Urban design downtown: Poetics and politics of form, Berkeley, University of California Press. Malone, K. (2002) Street life: Youth, culture and competing uses of public space, Environment and Urbanization, vol. 14, pp.157- 168. Marusic, B. (2010) Analysis of Patternof spatial occupancy in urban open space using behavior maps and GIS, Urban Design, vol. 16, pp.36-50. Minton, A. (2006) The Privatisation of public space, Royal Institute of Chartered Surveyors. Montgomery, J. (1998), Making a city: Urbanity, vitality and urban design, Journal of urban design, vol. 3 (1), pp.93- 116. Project for Public Spaces (2000) How to turn a place around: A handbook for creating successful public spaces, PPS, New York. Racist Violence Recording Network (2012), 2012 Annual Report. Shaftoe, H. (2008) Convivial urban spaces: Creating public urban places, Earthscan, London. Stavrides, S. (2009), The December 2008 youth uprising in Athens: Glimpses of a possible city of thresholds, paper presented in 2009 ISA RC21 Sao Paolo Conference. Vanegeim, R. (1967) Η Επανάσταση της καθημερινής ζωής (1990), Άκμων, Αθήνα Whyte, W.H. (1980) The social life of small urban spaces, Conservation Foundation, Washington DC. Αράπογλου, Β. και άλλοι (2009) Η νέα κοινωνική γεωγραφία στην Αθήνα: Μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση, Σύγχρονα Θέματα, 107, σσ. 57-66. Βαΐου, Ν. (2013) Γειτονιές στο κέντρο τη πόλης: Αφηγήσεις και κλίμακες συνύπαρξης στη Κυψέλη στο Κονδύλης, Γ. και άλλοι (2013) Το Κέντρο της Αθήνας ως Πολιτικό διακύβευμα, ΕΚΚΕ, Αθήνα. Βαρούξη Χ. (2009), «Μεταναστευτική πολιτική και δημόσια διοίκηση: Μια ανθρωποδικαιωματική προσέγγιση. Συμπεράσματα έρευνας πεδίου», στο Όψεις μετανάστευσης και μεταναστευτική πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα, ΕΚΚΕ, Αθήνα Επιστολή 1000 κατοίκων Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών, 2008. Διαθέσιμο στο http://www.politismospolitis.org/archives/1365 [Πρόσβαση 17/6/2014]. Καβουλάκος, Ι.Κ. (2013) Κινήματα και δημόσιοι χώροι στην Αθήνα: Χώροι ελευθερίας, χώροι δημοκρατίας, χώροι κυριαρχίας στο Κονδύλης, Γ. και άλλοι (2013) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, ΕΚΚΕ, Αθήνα. Καστοριάδης, Κ. (1975) Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας (2010), Κέδρος, Αθήνα. Σταυρίδης, Σ. (2010) Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αλεξάνδρεια, Αθήνα. Τσίγκανου Ι. (2010), Μετανάστευση και εγκληματικότητα: Μύθοι και πραγματικότητα, ΕΚΚΕ, Αθήνα.

153


011_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 154

154

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 154-157

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

Φερενίκη Βαταβάλη1, Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου2

1 Δρ. αρχιτέκτων-πολεοδόμος, fereniki3@hotmail.com 2 Δρ. αρχιτέκτων-πολεοδόμος, vgl1@hotmail.com

Από το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ελλάδα το 2010 η οικιακή χρήση της ενέργειας έχει αναδειχθεί σε κρίσιμη πτυχή των γεωγραφικών μετασχηματισμών της Αθήνας και σε σημαντικό παράγοντα για την ανάδυση νέων προκλήσεων και πεδίων αντιπαράθεσης στον αστικό χώρο. Τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις υπό την επιτήρηση υπερεθνικών οργανισμών και θεσμών, που δρουν εξ ονόματος των δανειστών του ελληνικού κράτους, οδήγησαν σε συρρίκνωση των προνοιακών παροχών, ραγδαία άνοδο της ανεργίας, μείωση των διαθέσιμων εισοδημάτων και αύξηση της φτώχειας (Μπαλούρδος & Πετράκη, 2012). Υφιστάμενες μορφές φτώχειας διευρύνθηκαν και νέες μορφές χωροκοινωνικών αποκλεισμών και ανισοτήτων αναδύθηκαν, μεταβάλλοντας τη δομή της πόλης και την καθημερινότητα των κατοίκων της. Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσβαση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σε αγαθά και υπηρεσίες έχει αλλάξει σημαντικά, το επίπεδο ζωής μεγάλης μερίδας του πληθυσμού έχει επιδεινωθεί και οι επιλογές εγκατάστασης, τα κοινωνικά δίκτυα και οι καθημερινές πρακτικές των νοικοκυριών έχουν επαναπροσδιοριστεί. Σε συνδυασμό με τις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και τη χαμηλή ενεργειακή απόδοση των κτι-

ρίων, όλο και περισσότερα νοικοκυριά αδυνατούν ή δυσκολεύονται να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, όπως δείχνει και μία σειρά από σχετικές έρευνες στον ελλαδικό χώρο (Santamouris et al., 2013; Πάνας, 2012; WWF και Public Issue, 2013), αναδεικνύοντας την ενεργειακή φτώχεια ή ενεργειακή αποστέρηση σε ένα κρίσιμο κοινωνικό φαινόμενο και στην Ελλάδα. Η ενεργειακή αποστέρηση ήταν ένα πρόβλημα για πολλά νοικοκυριά και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, εξαιτίας του υψηλού κόστους της ενέργειας και της χαμηλής ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων στις ελληνικές πόλεις, επηρεάζοντας κυρίως τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων (Santamouris et al., 2007). Ωστόσο, όπως και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (Walker & Day, 2012; Atanasiu et al., 2014), μόνο πρόσφατα η δυσκολία πρόσβασης των νοικοκυριών στην ενέργεια αναδείχθηκε σε σημαντικό πρόβλημα για πλατιά κοινωνικά στρώματα και ταυτόχρονα η ενεργειακή αποστέρηση και η ενεργειακή απόδοση των κτιρίων απέκτησε προτεραιότητα στην πολιτική ατζέντα και την επιστημονική συζήτηση (Πάνας 2012; Greenpeace ,2013; Santamouris et al., 2013; WWF & Public Issue 2013; Dagoumas & Kitsios, 2014). Πιο συγκεκριμένα,


011_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 155

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

κατά τη διάρκεια των τελευταίων χειμώνων, η πρόσβαση στην ενέργεια αποτέλεσε ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα, όχι μόνο για τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, αλλά και για μεγάλη μερίδα των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων, εξαιτίας της απότομης μείωσης των εισοδημάτων, των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, αλλά και των διαφοροποιήσεων ανάμεσα στις οικονομικές δυνατότητες και προτεραιότητες των νοικοκυριών που μένουν σε πολυκατοικίες με σύστημα κεντρικής θέρμανσης. Τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στις βασικές πηγές θέρμανσης των νοικοκυριών, μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης (WWF & Public Issue 2013; Dagoumas & Kitsios, 2014; ΔΕΣΦΑ, 2015), επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και υιοθέτηση αυτοσχέδιων λύσεων για την κάλυψη της ανάγκης για θέρμανση που προκάλεσαν φαινόμενα έντονης ατμοσφαιρικής ρύπαν-

σης στις αστικές περιοχές και σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησαν και σε θανάτους. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε μια νέα αγορά για εξοπλισμό θέρμανσης και υπηρεσίες διαχείρισης κτιρίων, σε συνάρτηση με τις οικονομικές δυνατότητες των νοικοκυριών. Ωστόσο, σε λίγες περιπτώσεις νοικοκυριών που είχαν τη σχετική οικονομική άνεση οι δυσκολίες σε σχέση με τη θέρμανση αποτέλεσαν αφορμή για την αναβάθμιση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων, με χρήση πιο αποδοτικών τεχνολογιών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατανάλωση ενέργειας συνδέεται με τα χαρακτηριστικά των κτιρίων, τους πόρους των νοικοκυριών και τις εφαρμοζόμενες πολιτικές και κατά συνέπεια είναι βαθιά εδραιωμένη στη γεωγραφία των πόλεων (Buzar, 2007; Bouzarovski, 2014), στην επιστημονική μελέτη με θέμα «Γεωγραφίες της ενεργειακής φτώχειας στην Αθήνα της κρίσης» που χρηματοδοτήθηκε από το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση

αναλύουμε όψεις των γεωγραφικών μετασχηματισμών της Αθήνας στη συγκυρία της κρίσης, μέσα από τη μελέτη της ενεργειακής κατανάλωσης και της ενεργειακής αποστέρησης. Εστιάζοντας στις καθημερινές προκλήσεις και διαμάχες που συνδέονται με τη θέρμανση, διερευνάται η συσχέτιση της ενεργειακής αποστέρησης με ένα ευρύ πεδίο υλικών και μη υλικών παραγόντων (ποιότητα κατοικίας, κόστη ενέργειας, τεχνικά δίκτυα, δομή των νοικοκυριών, καθεστώς ιδιοκτησίας, πολιτικές κ.λπ.) που είναι κρίσιμοι για τη γεωγραφία της πόλης. Με αφετηρία τη θεωρητική συζήτηση για τον κοινωνικό χώρο, την καθημερινή ζωή και τις πρακτικές (Lefebvre 1991), την ανάλυση της κοινωνικής παραγωγής του αστικού χώρου (Harvey 2006; Lefebvre 1991) και τη μελέτη της πολυπλοκότητας των κοινωνικών σχέσεων σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες (Massey 2005), προσεγγίζουμε την ενεργειακή αποστέρηση και τις ατομικές και συλ-

155


011_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 156

156

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 154-157

λογικές πρακτικές για την αντιμετώπισή της μέσα από δύο θεωρητικούς φακούς: πρώτον, μέσα από την πρόσφατη συζήτηση για την ενίσχυση και την εμβάθυνση των κοινωνικών ανισοτήτων εξαιτίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των πολιτικών λιτότητας (Musterd & Ostendorf 2012), που αναδεικνύει νέα διακυβεύματα για την παραγωγή του αστικού χώρου και τη ζωή στις πόλεις (Harvey 2007; Peck 2012) και δεύτερον, μέσα από τις κριτικές προσεγγίσεις της τεχνολογίας που εστιάζουν στον υλικό κόσμο και αναλύουν τις κοινωνικές προτεραιότητες που ενσωματώνονται σε ποικίλες τεχνικές δομές και συστήματα, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους τα αντικείμενα αυτά διαμεσολαβούν στις ανθρώπινες σχέσεις (Pinch & Bijker 1987; Latour 1993). Υιοθετούμε μία μεικτή διεπιστημονική μέθοδο, η οποία συνδυάζει τη μακροσκοπική ανάλυση της οικιακής κατανάλωσης ενέργειας και της ενεργειακής αποστέρησης στο Δήμο Αθηναίων με τη μελέτη των κοινωνικών πρακτικών σε τοπικό επίπεδο. Θεωρούμε ότι στην περίπτωση της Αθήνας η μελέτη της ενεργειακής αποστέρησης απαιτεί τη διερεύνηση των ιδιαίτερων τοπικών διαδικασιών αστικής ανάπτυξης και την κατανόηση στην μικρο-κλίμακα (σε επίπεδο νοικοκυριού, πολυκατοικίας και γειτονιάς) των κοινωνικών σχέσεων, των δικτύων και των καθημερινών πρακτικών, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στη μακρά διάρκεια και επαναπροσδιορίζονται στη διάρκεια της κρίσης. Ειδικότερα, έχουμε επιλέξει τις παρακάτω μεθόδους και εργαλεία: Ανάλυση στατιστικών στοιχείων σχετικά με τον πληθυσμό, το κτιριακό απόθεμα και την οικιακή κατανάλωση ενέργειας. Οι σχετικές πληροφορίες έχουν αντληθεί από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ), τη Eurostat, το

Δήμο Αθηναίων, την Περιφέρεια Αττικής, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (ΕΤΕΑΝ ΑΕ), από εκθέσεις και παρουσιάσεις κρατικών φορέων και ιδιωτικών εταιρειών, καθώς και από ερευνητικά προγράμματα και έρευνες. Πληροφορίες για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, το προφίλ των οικιακών καταναλωτών, τις διακοπές και επανασυνδέσεις παροχής αντλήθηκαν από το Διαχειριστή του Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ ΑΕ). Αξιολόγηση πολιτικών. Εκτός από τη μελέτη του θεσμικού πλαισίου και των επίσημων εκθέσεων, πραγματοποιήθηκαν δεκατέσσερις συνεντεύξεις με ειδικούς που εργάζονται στην τοπική αυτοδιοίκηση, την κεντρική κυβέρνηση, ΜΚΟ, εταιρείες ενέργειες, εταιρείες διαχείρισης ακινήτων και ερευνητικά κέντρα. Συνεντεύξεις με νοικοκυριά σε συγκεκριμένες πολυκατοικίες. Η συγκεκριμένη μέθοδος επιλέχθηκε προκειμένου να κατανοήσουμε σε βάθος τις επιπτώσεις της ενεργειακής αποστέρησης στην ιδιωτική και ημι-ιδιωτική σφαίρα. Αυτή η επιλογή βασίζεται στο γεγονός ότι η χρήση της ενέργειας, οι εμπειρίες της ενεργειακής αποστέρησης, οι επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή των νοικοκυριών και οι ατομικές και συλλογικές πρακτικές για την αντιμετώπισή της δεν καταγράφονται επίσημα και δεν είναι προσεγγίσιμες με ποσοτικές μεθόδους. Συνολικά το χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2014 έως το Νοέμβριο του 2015 πραγματοποιήθηκαν είκοσι τρεις ημιδομημένες συνεντεύξεις με ενοίκους δώδεκα πολυκατοικιών που βρίσκονται στο Δήμο Αθηναίων. Οι πολυκατοικίες και οι πληροφορητές σε κάθε μία από αυτές επιλέχτηκαν με τη μέθοδο δειγματοληψίας χιονοστιβάδας. Για τη διαμόρφωση μιας γενικής εικόνας για τις χωρικές διαστάσεις της

ενεργειακής αποστέρησης, επεξεργαστήκαμε πρωτογενή ποσοτικά δεδομένα από διαφορετικές πηγές που αφορούν στα χαρακτηριστικά και τη χρήση των κτιρίων, τα οικογενειακά εισοδήματα, την κατανάλωση ενέργειας, τη συμμετοχή σε προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης για άτομα που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και τους δικαιούχους επιδότησης για την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών. Από τη χαρτογράφηση των στοιχείων αυτών προέκυψε ότι δεν παρατηρούνται καθαροί διαχωρισμοί μεταξύ των συνοικιών του Δήμου Αθηναίων, καθώς υπάρχει διάχυση της εγκατάλειψης και των χαμηλών ενεργειακών προδιαγραφών των κτιρίων, της φτώχειας και της μείωσης της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο εντοπίστηκαν μικρότερες ή μεγαλύτερες περιοχές όπου τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα οξυμένα. Ταυτόχρονα, η συμμετοχή στα χρηματοδοτικά προγράμματα, είτε πρόκειται για επανασυνδέσεις ηλεκτρικού ρεύματος είτε για χρηματοδότηση εργασιών ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, είναι εξαιρετικά περιορισμένη και παρουσιάζει μεγάλη γεωγραφική διασπορά, χωρίς ιδιαίτερη συγκέντρωση στις περιοχές με τα μεγαλύτερα προβλήματα. Επιπλέον, σημειώνεται ότι το είδος της χρησιμοποιούμενης ενέργειας για θέρμανση που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το κόστος της, συνδέεται κυρίως με ιστορικούς και γεωγραφικούς λόγους και όχι με εισοδηματικούς παράγοντες. Σε τοπικό επίπεδο, η πολυκατοικία, μια τυπολογία κτιρίου που έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στις μεταπολεμικές διαδικασίες αστικής ανάπτυξης και στη διαμόρφωση της αστικής ζωής στην Ελλάδα, επιλέχθηκε ως βασικό αντικείμενο αναφοράς της επιστημονικής μελέτης. Με επίκεντρο την πολυκατοικία αναλύσαμε τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, πολιτικών, τεχνικών υποδομών και υλικών κατασκευών και


011_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 157

ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

των δράσεων, ατομικών, συλλογικών ή θεσμικών. Εξετάστηκαν συγκεκριμένες περιπτώσεις πολυκατοικιών που βρίσκονται σε διαφορετικές γειτονιές της Αθήνας ως μελέτες περίπτωσης, με στόχο να αναδειχθούν οι αντιδράσεις των κατοίκων στις σχετικές πολιτικές, αλλά κυρίως η ποικιλομορφία των ατομικών και συλλογικών πρακτικών που σχετίζονται με την ενεργειακή αποστέρηση, ιδιαίτερα όσον αφορά στην πρόσβαση σε επαρκή θέρμανση. Από την έρευνα προκύπτει ότι η κρίση δημιούργησε πολλαπλές ταχύτητες και πολώσεις στις πολυκατοικίες της Αθήνας, κάτι που αναδεικνύεται έντονα συζητώντας για τα θέματα της θέρμανσης. Σε πολλές περιπτώσεις έχουν γίνει ατομικές επιλογές ως προς τη θέρμανση που δημιουργούν μία απόσταση ανάμεσα στα νοικοκυριά. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν διεύρυνση της απόστασης στις συνθήκες διαβίωσης των ενοίκων της ίδιας πολυκατοικίας και η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στην κρίση μετασχηματίζει το ρόλο της πολυκατοικίας ως μηχανισμού ενσωμάτωσης και διαμόρφωσης της κοινής ζωής στην πόλη. Συνοψίζοντας, από την επεξεργασία των ευρημάτων της έρευνας προκύπτει ότι στην Αθήνα η ενεργειακή αποστέρηση δεν συνδέεται απλά με το εισόδημα, την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και το κόστος της ενέργειας, όπως αναφέρεται στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία, αλλά διαπλέκεται με τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ανάπτυξης του αστικού χώρου μέσα στο χρόνο, καθώς επίσης με τις ατομικές και συλλογικές πρακτικές. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της κρίσης και των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που εφαρμόζονται, η ενεργειακή αποστέρηση αναδεικνύεται σε παράγοντα που επηρεάζει την καθημερινότητα και τις πρακτικές των ανθρώπων, εντείνοντας τις υφιστάμενες και δημιουργώντας νέες κοινωνικές

ανισότητες στην πόλη. Με αυτό το πρίσμα, προκύπτει ότι η μελέτη των ατομικών και συλλογικών απαντήσεων στην ενεργειακή αποστέρηση στην Αθήνα μας δίνει την ευκαιρία να ξεδιπλώσουμε την πολυπλοκότητα και τη δυναμική της παραγωγής του αστικού χώρου σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες.

Βιβλιογραφία Atanasiu B., E. Kontonasiou, and M. Francesco (2014), Alleviating fuel poverty in the EU. Investing in home renovation, a sustainable and inclusive solution, Buildings Performance Institute Europe. Bouzarovski, S. (2014), “Energy poverty in the European Union: Landscapes of vulnerability,” WIREs Energy and Environment, 3: 276289. Buzar, S. (2007), Energy poverty in Eastern Europe. Hidden geographies of deprivation, Ashgate. Dagoumas A. and F. Kitsios (2014), “Assessing the Impact of the Economic Crisis on Energy Poverty in Greece,” Sustainable Cities and Society, Special Issue on Energy Poverty in Cities and Urban Settlements, 13: 267-278. Greenpeace (2013), Εσύ κρυώνεις σπίτι σου; Καμπάνια ενημέρωσης, http://www.greenpeace.org/greece/ krioneis-spiti-sou/#!/ (τελευταία πρόσβαση: 5/5/2013). Harvey, D. (2006), “Space as a Key Word”, in Castree N. and D. Gregory eds, David Harvey: A Critical Reader, Blackwell Publishing. Harvey, D. (2007), A Brief History of Neoliberalism, Oxford University Press. Latour B. (1993), Reassembling the Social. An Introduction to Actor-NetworkTheory, Oxford University Press. Lefebvre H. ([1974] 1991), The Production of Space, Blackwell. Massey D. (2005), For Space, Sage. Musterd, S. and W. Ostendorf, (2012), “Inequalities in European Cities,” in Smith, S. J., M. Elsinga, L. Fox O’Mahony, O. Seow Eng, S. Wachter, D. Clapham, (ed), Inter-

national Encyclopedia of Housing and Home, Vol 4. Oxford: Elsevier: 49-55. Peck, J. (2012), “Austerity Urbanism. American Cities under Extreme Economy,” City 16(6): 625-655. Pinch T. J. and W.E. Bijker (1987), “The Social Construction of Facts and Artifacts: Or How the Sociology of Science and the Sociology of Technology Might Benefit Each Other,” in: Bijker W. E., T.P. Hughes, and T. J. Pinch (eds), The Social Construction of Technological Systems. New Directions in the Sociology and History of Technology, MIT Press. Santamouris M., J. Paravantis, D. Founda, D. Kolokotsa, P. Michalakakou, A. Papadopoulos, N. Kontoulis, A. Tzavali, E. Stigka, Z. Ioannidis, A. Mehilli, A. Matthiessen, and E. Servou, (2013), “Financial crisis and energy consumption: A household survey in Greece,” Energy and Buildings, 65: 477–487. Santamouris, M., K. Kapsis, D. Korres, I. Livada, C. Pavlou, and M.N. Assimakopoulos (2007), “On the relation between the energy and social characteristics of the residential sector,” Energy and Buildings, 39:893-905. Walker, G. and R. Day (2012), “Fuel poverty as injustice: Integrating distribution, recognition and procedure in the struggle for affordable warmth,” Energy Policy, 49: 69-75. WWF Ελλάς και Public Issue (2013), Έρευνα για το πρόγραμμα «Καλύτερη ζωή», Διαγραμματική παρουσίαση της έρευνας, Ιούλιος 2013, http://www.wwf.gr/images/pdfs/p ublicIssue-graphs-better-life.pdf (τελευταία πρόσβαση: 4/10/2015). ΔΕΣΦΑ (2015), Μελέτη Ανάπτυξης ΕΣΦΑ για τα έτη 2016-2025, Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου. Μπαλούρδος Δ. και Μ. Πετράκη (2012), Νέα φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός, Βουλή των Ελλήνων. Πάνας Ε. (2012), Έρευνα για την ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Στατιστικής.

157


012_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 158

158

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 158-161

ΧΩΡΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ (1967-1974). ΤΟΜΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ1

Πασχάλης Σαμαρίνης*

* Διδάκτορας Πολεοδομίας – Χωροταξίας, ΕΜΠ. paschalissamarinis@gmail.com

Το αντικείμενο της διατριβής αφορά την κρίσιμη για τη διαμόρφωση του ελληνικού αστικού χώρου μεταπολεμική περίοδο, εστιάζοντας στην επταετία 1967-1974 της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ειδικότερα μελετάται η περίοδος ως προς τις συνέχειες και τομές στις διαδικασίες της μεταπολεμικής αστικοποίησης και κυρίως σε σχέση με τις πολιτικές, το σχεδιασμό και το λόγο για την πόλη. Η εργασία τοποθετείται στην κοινή περιοχή δύο ευρύτερων θεματικών περιοχών και των αντίστοιχων οπτικών: των ιστορικών διερευνήσεων της περιόδου της στρατιωτικής Δικτατορίας και των θεωρητικών και ιστορικών διερευνήσεων της μεταπολεμικής ελληνικής πόλης και πολεοδομίας. Ως οπτική εκφράζει αντίστοιχα την πρόθεση για μια ιστορικο-γεωγραφική προσέγγιση της πόλης, ως δυναμικά μετασχηματιζόμενου και «ανοιχτού» χώρου, ως χώρου δηλαδή κατεξοχήν πολιτικού. Ως βασικό πεδίο αναφοράς επιλέγεται η Αθήνα, το επίκεντρο της μεταπολεμικής αστικοποίησης και κατεξοχήν τόπος συγκέντρωσης κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δυναμικών και συγκρούσεων. Το πρώτο μέρος της διατριβής επιχειρεί μια κριτική ανάγνωση της βιβλιογραφίας στις παραπάνω θεματικές περιοχές, αναδεικνύοντας τις συσχετίσεις των κοινωνικών μεταμορφώσεων της μεταπολεμικής περιόδου, με τις

σύγχρονες χωρικές δυναμικές και τις διακυβεύσεις που ανέκυπταν για τον χωρικό σχεδιασμό (Βαΐου κ.ά., 2000). Η εισαγωγή της ιστορικής παραμέτρου διά μέσου μιας πολλαπλά φορτισμένης περιόδου, όπως η επταετία της Δικτατορίας, θέτει πρόσθετες προκλήσεις στην έρευνα της πόλης και των χωρικών πολιτικών. Περισσότερα από 40 χρόνια μετά την πτώση του καθεστώτος, η περίοδος παραμένει μια από τις πιο «σκοτεινές» για την ελληνική ιστοριογραφία, παρότι έγινε αντικείμενο σημαντικών πρώτων μελετών (μεταξύ άλλων Clogg κ.ά., 1972, Πουλαντζάς, 1975) αλλά και συγκριτικών αναλύσεων (Αθανασάτου κ.ά., 1999). Όσον αφορά ειδικότερα την ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας, οι αναφορές στη βιβλιογραφία είναι σπάνιες, συνοπτικές, συνήθως διάσπαρτες σε ευρύτερες αναλύσεις για την μεταπολεμική πόλη, ενώ το ερευνητικό ενδιαφέρον για την περίοδο φαίνεται να εξαντλείται στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Φιλιπππίδης, 1990, Leontidou, 1990). Η Δικτατορία περιγράφεται συχνά ως μια «παρένθεση», ως μια περίοδος «παγώματος» της συλλογικής επιστημονικής δραστηριότητας και της δημόσιας συζήτησης γύρω από τα ζητήματα του χώρου και του σχεδιασμού (Βασενχόβεν, 1995). Τα «χρόνια στο γύψο» έρχονται, έτσι, να αποτελέσουν μία σαφή τομή σε σχέση με την «άνοιξη» της μεταπολεμικής


012_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 159

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ

αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960. Από την άλλη, στοιχεία για την αστικοποίηση και για τη διαχρονική ανάπτυξη του οικοδομικού και κατασκευαστικού κλάδου τεκμηριώνουν τη συνέχιση και εντατικοποίηση του μεταπολεμικού αναπτυξιακού μοντέλου στα χρόνια της επταετίας (Emmanuel, 1981), με επίκεντρο την Αθήνα αλλά και με εξάπλωση των πιέσεων σε περιφερειακά αστικά κέντρα και προορισμούς της υπαίθρου. Ως μία πρώτη θέση, η διατριβή υποστηρίζει ότι η έλλειψη αναλυτικής έρευνας ‒και κατ’ επέκταση συγκροτημένου δημόσιου διαλόγου‒ είναι αναντίστοιχη τόσο με την επίδραση της περιόδου της Δικτατορίας στη διαμόρφωση της σύγχρονης ελληνικής πόλης και υπαίθρου όσο και με τις δυνατότητες που η μελέτη της προσφέρει για την κατανόηση των πολιτικών, κοινωνικών και χωρικών μετασχηματισμών της μεταπολεμικής περιόδου. Η συγκεκριμένη έρευνα επερωτά την αφήγηση της «παρένθεσης», αντιμετωπίζει την περίοδο ως μια κρίσιμη και αντιφατική «στιγμή» της νεωτερικής πορείας της χώρας και διερευνά τις συνέχειες- τομές με τη «σύντομη δεκαετία του 1960» (Ρήγος κ.ά., 2008) και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Σε αυτή την κατεύθυνση, η διατριβή συμβάλλει αναδεικνύοντας πλευρές της κοινωνικής πραγματικότητας της εποχής που έχουν μείνει μέχρι σήμερα στο περιθώριο της έρευνας, όπως η χάραξη τομεακών πολιτικών, η ανάδειξη και ο ρόλος της σύγχρονης τεχνοκρατίας, η παρουσία συλλογικών επιστημονικών φορέων, οι σχέσεις κράτους – ιδιωτικού τομέα, ακόμα η καθημερινότητα της εργασίας στις ιδιόμορφες συνθήκες που επέβαλλε το καθεστώς. Αφετηρία της κυρίως έρευνας αποτελούν οι πολύπλευρες εξελίξεις και δυναμικές γύρω από τα θέματα της πόλης και του χωρικού σχεδιασμού

κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Μέσα από τη μελέτη έντυπου υλικού, μελετών αλλά και μέσω προσωπικών συνεντεύξεων καταγράφεται το κυρίαρχο κλίμα άνθησης της ιδεολογίας και της πρακτικής του σχεδιασμού, όπως εκφράστηκε στα εγχειρήματα διοικητικού εκσυγχρονισμού, στην ανάπτυξη της έρευνας από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, στα πρώτα σημαντικά κύματα αναθέσεων πολεοδομικών και ρυθμιστικών μελετών (Αρχιτεκτονικά Θέματα, 1977). Το σύνολο αυτών των δυναμικών, οι ταχύτατοι χωρικοί μετασχηματισμοί, η ανάπτυξη της κοινότητας των επιστημόνων του χώρου και η διεκδίκηση της παρουσίας τους, οι μετατοπίσεις στο περιεχόμενο της πολεοδομικής θεωρίας/δημόσιου λόγου, θέτουν τα βασικά ερωτήματα σε σχέση με την περίοδο της Δικτατορίας: - Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της πολεοδομικής πολιτικής της περιόδου και πώς ενσωματώνονταν στην πολιτική του καθεστώτος το ιστορικά διαμορφωμένο παράδειγμα αστικής ανάπτυξης, αλλά και τα οράματα εκσυγχρονισμού του χώρου; - Παράχθηκε στην περίοδο της Δικτατορίας μία διακριτή αντίληψη για τα πολεοδομικά πράγματα συναρτημένη με τα χαρακτηριστικά και την ιδεολογία του καθεστώτος; Μπορούμε να μιλήσουμε δηλαδή για μια «δικτατορική πολεοδομία» και με ποιους όρους; - Τι συνθήκες διαμορφώθηκαν για τους ειδικούς εντός και εκτός του κρατικού μηχανισμού και ποιες οι στάσεις τους απέναντι στο καθεστώς; Ποιοι ήταν οι ρόλοι τους στη χάραξη της πολιτικής και ποια τα περιθώρια της ελευθερίας τους; Ποια τα προσωπικά διλήμματα, οι ατομικές στρατηγικές και ποιες μορφές λάμβανε η συλλογική τους παρουσία; - Και αν αυτή η συλλογική παρουσία αναπτύσσονταν, ελάχιστο χρόνο πριν, στα συμφραζόμενα της πολιτι-

κής και πολιτιστικής άνοιξης της «σύντομης δεκαετίας 1960», πώς εκδηλώθηκε στη νέα συνθήκη; - Με ποιους τρόπους διασταυρώνονταν τα ζητήματα του χώρου με τη δημόσια πολιτική συζήτηση και ποιες οι εξελίξεις στις έκτακτες συνθήκες της επταετίας; Τα παραπάνω ερωτήματα, διαμορφώνουν το πλαίσιο αναζητήσεων και κατευθύνουν τις μεθοδολογικές επιλογές της έρευνας. Μία κατ’ αρχάς επιλογή αφορά στην ένταξη της προσωπικής αυτής μελέτης στο συλλογικό και συνεχιζόμενο εγχείρημα εξέτασης της περιόδου. Δεδομένου ότι αυτή παραμένει σε μεγάλο βαθμό αδιερεύνητη, οι στόχοι που τέθηκαν δεν είναι οι οριστικές απαντήσεις των ερωτημάτων και η εξάντληση του αντικειμένου, αλλά η πρόταση ενός πλαισίου διερεύνησης-διαλόγου με υπάρχουσες προσεγγίσεις, η ανάδειξη ερωτημάτων και η συγκέντρωση-οργάνωση υλικού το οποίο μπορεί να αποτελέσει βάση για συνεχιζόμενη έρευνα, το οποίο και παρατίθεται στα παραρτήματα της διατριβής. Μία δεύτερη βασική επιλογή αποτελεί η προσέγγιση των τεκμηρίων, μελετών, προτάσεων, θεσμικών κειμένων, όχι μόνο ως προς το επιστημονικό ή ιδεολογικό περιεχόμενό τους, αλλά κυρίως μέσα από τις διαδικασίες και τις συγκεκριμένες συνθήκες παραγωγής τους. Με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύεται το γενικότερο κλίμα της περιόδου της Δικτατορίας, αλλά και οι μικρο-ιστορίες, οι πρωταγωνιστές, η σχέση μεταξύ κοινωνικών συνθηκών, θεσμικών προσδιορισμών και υποκειμενικών πρωτοβουλιών-στάσεων. Η έρευνα προτείνει μια διεπιστημονική μεθοδολογία που αντλεί εργαλεία ποιοτικής ανάλυσης από τις επιστήμες του χώρου, από την θεσμική, την προφορική και δημόσια ιστορία. Το κυρίως μέρος της διατριβής οργανώνεται σε τέσσερα κεφάλαια, τα οποία αντιστοιχούν και σε διαφορετι-

159


012_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 160

160

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 158-161

κούς χώρους έκφρασης λόγου, παραγωγής προτάσεων και διαλόγου για την πόλη και τη χωρική πολιτική. Οι παράλληλες και διαπλεκόμενες πορείες τους μελετώνται στην προδικτατορική και τη δικτατορική περίοδο μέσα από την εξέταση μελετών-σχεδίων, αρχειακού υλικού, του Τύπου καθώς και μέσα από μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν ενεργά όλο αυτό το διάστημα στα σχετικά εγχειρήματα. Το κείμενο πλαισιώνεται, έτσι, με τη μορφή παράλληλης αφήγησης από τις προσωπικές μαρτυρίες και σκέψεις ανθρώπων που έζησαν την εποχή και δραστηριοποιούνταν στα θέματα σχεδιασμού, έρευνας και ευρύτερης συλλογικής δράσης: πολεοδόμους και χωροτάκτες - μέλη δημόσιων ερευνητικών φορέων, ιδιώτες μελετητές, μέλη της διοίκησης και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Διερευνώνται ειδικότερα: α. Η παρουσίαση των επίκαιρων θεμάτων του χώρου και η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα μέσω του Τύπου στο πλαίσιο των ιδιαίτερων συνθηκών της Δικτατορίας: Επιλέχθηκε το εβδομαδιαίο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος, το οποίο συνέχισε την έκδοσή του καθ’ όλη τη διάρκεια και μετά την επταετία, καλύπτοντας μεταξύ άλλων θέματα προγραμματισμού, χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Αποδελτιώθηκε υλικό που καλύπτει το διάστημα από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, το οποίο οργανώθηκε με μορφή χρονολογίου. Πρόκειται για ένα ογκώδες και πολλαπλά «χρωματισμένο» υλικό, στο οποίο μπορούμε, ωστόσο, να αναγνωρίσουμε με σαφήνεια την ανάδυση και ωρίμανση, ήδη στη διάρκεια της επταετίας, νέων ζητημάτων ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως το περιβάλλον, η πολιτιστική κληρονομιά και η τοπική ταυτότητα και ένας γενικότερος προβληματισμός για τις προοπτικές του μεταπολεμικού μοντέλου ανά-

πτυξης. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, εξάλλου, είναι ότι γύρω από αυτά τα ζητήματα βρίσκει χώρο να αναπτυχθεί ένας άλλοτε έμμεσος, άλλοτε άμεσος και ενίοτε ιδιαίτερα οξύς αντιπολιτευτικός λόγος. β. Ο χώρος των θεσμικών φορέων έρευνας και προγραμματισμού: Ως παράδειγμα επιλέχθηκε η δραστηριότητα του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) και η πορεία του από την ίδρυση το 1961, ως Κέντρο Οικονομικών Ερευνών (ΚΟΕ), στη διεύρυνση, ώστε να περιλάβει στις αρμοδιότητές του την χωρική έρευνα και την εκπόνηση αναπτυξιακών προγραμμάτων και τελικά στην μετάβασή του Κέντρου στα χρόνια της δικτατορίας. Μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες μελών του Κέντρου και με την παράλληλη εξέταση του εμβληματικού για την περίοδο Προγράμματος Μακροχρονίου Αναπτύξεως (ΚΕΠΕ 1972), καταγράφονται οι κινήσεις και πρωτοβουλίες που σηματοδοτούν την εισαγωγή της χωρικής οπτικής στην χάραξη δημόσιων αναπτυξιακών πολιτικών αλλά και ο συνεχής διάλογος με τις διεθνείς επιστημονικές τάσεις. Παράλληλα, ο χειρισμός του δημόσιου ερευνητικού φορέα από το καθεστώς, η αδιάλειπτη παραγωγή έργου και η παρουσία των μελών του Κέντρου αναδεικνύουν τις βαθύτερες συνέχειες, εν μέσω διλημμάτων και αντιφάσεων, του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού πριν κατά τη διάρκεια και μετά την Δικτατορία. Συνέχειες που ήταν συναρτημένες με την κυρίαρχη τεχνοκρατική-εκσυγχρονιστική αντίληψη εντός συγκεκριμένων φορέων σχεδιασμού πολιτικής, την οποία το καθεστώς επεδίωξε συστηματικά να κεφαλαιοποιήσει συμβολικά. γ. Η δραστηριότητα σχετικά με την εκπόνηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας: Η ιδιαιτερότητα της δικτατορικής περιόδου, η οποία την καθιστά και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα,

συνίσταται στην παράλληλη εξέλιξη δύο διακριτών και αντιφατικών πρωτοβουλιών/διαδικασιών εκπόνησης, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε διαφορετικούς πόλους εξουσίας εντός του κρατικού μηχανισμού. Οι δύο διαδικασίες συνδέθηκαν αντίστοιχα με εμβληματικούς για τον ελληνικό πολεοδομικό σχεδιασμό φορείς, το Γραφείο Δοξιάδη στο οποίο έγινε απευθείας ανάθεση από το Υπουργείο Προγραμματισμού του Χωροταξικού Σχεδίου και Προγράμματος Περιοχής Πρωτευούσης, και το Γραφείο Ρυθμιστικού στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, το οποίο υπό τον Προκόπη Βασιλειάδη συνέχισε την επεξεργασία του Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας που είχε ξεκινήσει προδικτατορικά. Αν και οι επικαλύψεις, η πολυδιάσπαση και οι συγκρούσεις αρμοδιοτήτων αποτελούν διαχρονική σταθερά στην άσκηση χωρικής πολιτικής στη σύγχρονη Ελλάδα, η σαφής αυτή διάσπαση της κρατικής βούλησης στη διάρκεια της επταετίας φωτίζει ενδιαφέρουσες όψεις του αυταρχικού δικτατορικού κράτους και της αντιφατικής λειτουργίας του. Στην περίπτωση ιδιαίτερα του Γραφείου Δοξιάδη, η έρευνα της αλληλογραφίας μεταξύ του Κ. Δοξιάδη και των στελεχών της κυβέρνησης αναδεικνύει και τις ιδιόμορφες σχέσεις που αναπτύχθηκαν μεταξύ του δικτατορικής κυβέρνησης και ενός από τους εμβληματικούς φορείς του μεταπολεμικού εκσυγχρονισμού στον ιδιωτικό τομέα. δ. Ο δημόσιος, αλλά και οριοθετημένος κοινωνικοεπαγγελματικός χώρος του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανωτάτων Σχολών (ΣΑΔΑΣ) και η παρουσία του στη διάρκεια της επταετίας: Οι διεργασίες και η δημόσια παρέμβαση του Συλλόγου εξετάζονται μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες και μέσα από το υλικό του μηνιαίου Δελτίου του Συλλόγου για την περίοδο (1969-1976), το οποίο οργανώνεται όπως και το πρώτο κε-


012_Layout 1 07/06/2016 6:33 μ.μ. Page 161

ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΣΑΜΑΡΙΝΗΣ

φάλαιο με τη μορφή χρονολογίου. Η εξέταση του υλικού αναδεικνύει την κλιμάκωση της δραστηριοποίησης του Συλλόγου, τόσο ως προς το περιεχόμενο του λόγου, ο οποίος μετατοπίζεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τα τεχνικά θέματα στις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις της χωρικής πολιτικής, όσο και ως προς τη δημόσια παρέμβαση η οποία θα λάβει, ιδιαίτερα στη συγκυρία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, ανοιχτά αντικαθεστωτικά χαρακτηριστικά. Η περίοδος της επταετίας αναδύεται έτσι ως έντονα μεταβατική: μια νέα γενιά αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων, ανοιχτών προς τον προβληματισμό και τις κριτικές κοινωνικές προσεγγίσεις που αναπτύσσονται στο διεθνή χώρο, έρχεται στο προσκήνιο ανανεώνοντας τη συζήτηση για το παρελθόν, το παρόν και τις προοπτικές της ελληνικής πόλης. Τα ειδικά αφιερώματα του Δελτίου, όπως αυτό για τις πολιτικές μαζικών απαλλοτριώσεων στη διάρκεια της Δικτατορίας, φωτίζουν εξάλλου αντιφάσεις της πολιτικής του καθεστώτος καθώς και κοινωνικές αντιστάσεις που έχουν μελετηθεί μάλλον δυσανάλογα λίγο σε σχέση με τη σημασία τους. Συνοψίζοντας τα ευρήματα από την εξέταση αυτού του πολύπλευρου υλικού, θέλω να επιστρέψω στην παρατήρηση ότι η διερεύνηση των χωρικών πολιτικών και των λόγων για την πόλη της περιόδου της Δικτατορίας δεν εξαντλείται εδώ. Η διατριβή αποτελεί συνεισφορά σε ένα εγχείρημα, το οποίο είναι εκ των πραγμάτων και συλλογικό και διεπιστημονικό. Καταδεικνύει θεωρώ παράλληλα, ότι το εγ-

χείρημα είναι και σημαντικό και καίριο: η περίοδος της επταετίας δεν υπήρξε κενή διεργασιών αλλά ούτε και «παρένθεση», αντίθετα χαρακτηρίζεται από πυκνότητα εξελίξεων και εγχειρημάτων, από συνέχειες στο επίπεδο του κράτους αλλά και κοινωνικές, επιστημονικές, ιδεολογικές μετατοπίσεις που συνδέονται με τις διεθνείς δυναμικές και με την κρίση του μεταπολεμικού κοινωνικού και αναπτυξιακού μοντέλου. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύουν την απελευθέρωση της κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής της πρώτης περιόδου της Μεταπολίτευσης, η κατανόησή τους όμως βρίσκεται στο επίκεντρο και των κρίσιμων σημερινών αναζητήσεων.

Σημείωση 1. Η διατριβή εκπονήθηκε στον Τομέα Πολεοδομίας και Χωροταξίας του ΕΜΠ και ολοκληρώθηκε με τη δημόσια υποστήριξή της τον Ιούνιο του 2014. Επιβλέπουσα της διατριβής ήταν η Ντ. Βαΐου, Καθηγήτρια ΕΜΠ και μέλη της τριμελούς επιτροπής οι Μ. Μαντουβάλου, Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΜΠ και Ι. Πολύζος, Ομότιμος Καθηγητής ΕΜΠ. H έρευνα υποστηρίχθηκε από το ΙΚΥ και από το συγχρηματοδοτούμενο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (ΕΣΠΑ) – Ερευνητικό Έργο: Ηράκλειτος ΙΙ.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία - Πηγές Αθανασάτου, Γ., Ρήγος, Ά., Σεφεριάδης Σ., (επιμ.) (1999), Η Δικτατορία 30 Χρόνια Μετά: Καθεστώς - Καταβολές - Επιπτώσεις, πρακτικά συνεδρίου της «Ελληνικής Εταιρείας

Πολιτικής Επιστήμης», Δεκέμβριος 1997, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα: Καστανιώτης. Βαΐου, Ντ., Μαντουβάλου, Μ., Μαυρίδου, Μ., (2001), «Η μεταπολεμική Ελληνική πολεοδομία, μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας», στο Η Πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949 ως το 1974, Πρακτικά 2ου Συνεδρίου της Εταιρείας Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας. Βασενχόβεν, Λ., (1995), «Χωροταξικός Σχεδιασμός στη Δεκαετία του ’60», στο Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Η Ελληνική Κοινωνία κατά την πρώτη Μεταπολεμική Περίοδο (1945-1967), Αθήνα: Πρακτικά 4ου Επιστημονικού Συνεδρίου, Β’ Τόμος, σσ. 109-123. ΚΕΠΕ - Έκθεσις Επιτροπής Εθνικού Προτύπου Αναπτύξεως (1972), Σχέδιον Προτύπου Μακροχρονίου Αναπτύξεως της Ελλάδος, Αθήνα: ΚΕΠΕ. Πουλαντζάς, Ν., (2006, πρώτη έκδοση 1975), Η κρίση των Δικτατοριών, Πορτογαλία -Ελλάδα - Ισπανία, Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς - Θεμέλιο. Ρήγος, Α., Σεφεριάδης, Σ., Χατζηβασιλείου, Ε. (επιμ.) (2008), Η «Σύντομη» Δεκαετία του ’60, Αθήνα: Ελληνική Εταιρία Πολιτικής Επιστήμης - Εκδόσεις Καστανιώτη. Φιλιππίδης, Δ., (1990), Για την ελληνική πόλη – μεταπολεμική πορεία και μελλοντικές προοπτικές, Αθήνα: Θεμέλιο. Clogg, R. Γιαννόπουλος, Γ., (επιμ) (1972), Η Ελλάδα κάτω από στρατιωτικό ζυγό, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Leontidou, L., (1990), The Mediterranean city in transition. Social change and urban development, Cambridge: Cambridge University press.

161


013_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 162

162

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 162-165

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟ ΧΩΡΟ1 Κωνσταντίνος Μανίτσας2

Εισαγωγή

1. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στην εφαρμοσμένη γεωγραφία και διαχείριση χώρου στον τομέα εξειδίκευσης «Eυρωπαϊκές πολιτικές, σχεδιασμός και ανάπτυξη του χώρου». Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, 2014. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Σοφία Σκορδίλη 2. Ιδιωτικός εκπαιδευτικός, e-mail: gus. manitsas@gmail.com

Ο τουρισμός αποτελεί για πολλές χώρες μία σημαντική αναπτυξιακή οδό. Παρ’ όλα αυτά η οικονομική μεγέθυνση που έρχεται από τη μαζική μορφή αυτού ακολουθείται και από πολλά αρνητικά στοιχεία τόσο για την κοινωνία όσο και για το περιβάλλον. Στις έντονα τουριστικά αναπτυγμένες μεσογειακές χώρες, στις οποίες ο μαζικός τουρισμός έπαιζε αλλά και παίζει ακόμα βασικό ρόλο, άρχισε να γίνεται κατανοητό ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 ότι το τουριστικό προϊόν πρέπει να αρχίσει να εμπλουτίζεται και να διαφοροποιείται με στοιχεία «τοπικότητας» αλλά και να γίνει πιο ήπιο στην έντασή του. Τέτοιες μορφές τουρισμού είναι για παράδειγμα ο περιηγητικός-ορειβατικός τουρισμός , ο αγροτουρισμός, ο ιαματικός, γαστρονομικός τουρισμός κ.ά. Ο ήπιος τουρισμός είναι τουρισμός χαμηλών ρυθμών, δίνει έμφαση στην αξία και στην ποιότητα και στο επίκεντρο βρίσκονται οι ντόπιοι. Στοχεύει στην προστασία του πολιτιστικού και φυσικού στοιχείου, καθώς αυτό αναδεικνύεται και είναι το βασικό αντικείμενο της επίσκεψης (Ανδριώτης, 2013). Η μετάβαση από τον μαζικό τουρισμό στον ήπιο δεν είναι καθόλου εύκολη, καθώς ο μαζικός τουρισμός έχει ήδη δημιουργήσει δομές και συμφέροντα τοπικά ή υπερτοπικά και ακόμα και σήμερα για πολ-

λές περιοχές αποτελεί ξεκάθαρα την κυρίαρχη μορφή τουρισμού (Dodds, 2010). Ο γαστρονομικός τουρισμός αποτελεί μια ήπια μορφή τουριστικής ανάπτυξης, η οποία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει έντονη άνθηση. Οι κύριοι στόχοι της παρούσας έρευνας είναι αφενός η μελέτη του φαινομένου του γαστρονομικού τουρισμού και αφετέρου η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με το κατά πόσο ο οργανωμένος γαστρονομικός τουρισμός στην παρούσα μορφή του μπορεί να αποτελέσει διέξοδο για μια ήπια τοπική ανάπτυξη, που θα αναδεικνύει και θα προωθεί τοπικά πολιτιστικά στοιχεία. Ο γαστρονομικός τουρισμός Πολλοί επισκέπτες σε έναν τόπο κάποια στιγμή θα έρθουν σε επαφή με την κουζίνα αυτού. Στη συγκεκριμένη μορφή τουρισμού όμως, η επαφή με την κουζίνα ενός τόπου αποτελεί την κύρια αιτία πραγματοποίησης του ταξιδιού. Η κουζίνα είναι ένα πολιτιστικό στοιχείο ενός τόπου και συχνά αυτό καταδεινύεται από διεθνείς οργανισμούς όπως, π.χ., η UNESCO και η αναγνώριση, προστασία και ανάδειξη από αυτήν, της μεσογειακής διατροφής ή του μεξικάνικου τρόπου παραγωγής τροφίμων.


013_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 163

ΚΩΝΣΤΝΑΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΤΣΑΣ

Τα οφέλη από τον γαστρονομικό τουρισμό Τα οφέλη από τη συγκεκριμένη μορφή τουρισμού είναι αρκετά και διαχέονται σε πολλούς φορείς (Ching Shu Su and Jeou, 2012). • Οι επισκέπτες απολαμβάνουν φαγητό υψηλής ποιότητας, γνωρίζουν καλύτερα τον τοπικό πολιτισμό, αγοράζουν προϊόντα που πιθανώς δεν θα βρουν εύκολα αλλού και τελικά βιώνουν συνολικά μια εμπειρία η οποία δεν μπορεί να αναπαραχθεί αλλού. • Οι πάροχοι γαστρονομικών προϊόντων αυξάνουν τον τζίρο τους, αναπτύσσουν τεχνικές και δίκτυα μάρκετινγκ, δημιουργούν συνεχώς ποιοτικότερα προϊόντα και υπηρεσίες, θέτουν τις βάσεις για πλεονεκτική θέση στην αγορά και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας στους χώρους τους. • Οι κάτοικοι ωφελούνται από τις νέες αυτές θέσεις εργασίας, βλέπουν την τουριστική ανάπτυξη να ωφελεί τον τόπο τους μέσω της διάχυσης της τουριστικής δαπάνης στην τοπική οικονομία και έρχονται σε επαφή με ανθρώπους που πραγματικά ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό τους.

• Αυξανόμενη δαπάνη για διατροφικά προϊόντα: Υπάρχει η επιθυμία από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των χωρών της Δύσης κυρίως να καταναλώνονται όλο και πιο τοπικά και ποιοτικά τρόφιμα ακόμα και αν αυτό σημαίνει μεγαλύτερη καταναλωτική δαπάνη. • Απόρριψη γρήγορου φαγητού: Το γρήγορο και ανθυγιεινό φαγητό είναι παντού και δεν φαίνεται άμεσα αυτό να αλλάζει. Αυτό που αλλάζει είναι πως υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων οι οποίοι απορρίπτουν την επιλογή αυτή τόσο στον τόπο κατοικίας τους όσο και όταν επισκέπτονται ένα άλλο μέρος. Υπάρχουν πολλά κινήματα σχετικά με το φαγητό, διαφορετικής προσέγγισης το κάθε ένα (π.χ., slow food, locavores κ.ά.) αλλά όλα έχουν ως κοινό τους την ποιότητα στην διατροφή που είναι στοιχείο του τοπικού πολιτισμού). Η επαφή με νέες κουζίνες: Είναι πλέον αρκετά συνηθισμένο τουλάχιστον στις μεγάλες πόλεις του δυτικού κόσμου να υπάρχουν εστιατόρια που προσφέρουν φαγητό από διάφορα μέρη του κόσμου. Αυτά συχνά ανήκουν σε μετανάστες και αποτελούν μια πρώτη επαφή με μια ξένη κουζίνα,

η οποία μπορεί να οδηγήσει στην επίσκεψη της χώρας για μια πιο αυθεντική εμπειρία. Η διατροφή έχει μεγάλη προβολή: Η ενασχόληση με τη διατροφή και όχι άδικα είναι κάτι που έχει τεράστια προβολή τα τελευταία χρόνια στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτό έχει να κάνει με τη σημασία της διατροφής στη ζωή μας και με το γεγονός ότι η διατροφή φέρνει έσοδα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και αυτά την προβάλλουν. Υπάρχουν εκπομπές μαγειρικής για το σπίτι, εκπομπές μαγειρικής-ταξιδιών, εκπομπές για τη σημασία της διατροφής στην υγεία, οι σεφ γίνονται διάσημοι κ.ά. Δημογραφία: Πολλά δημογραφικά χαρακτηριστικά ευνοούν την ανάπτυξη της μορφής αυτής τουρισμού. Οι ηλικιωμένοι με διαθέσιμο εισόδημα και διάθεση να ταξιδεύουν είναι όλο και περισσότεροι. Πολλά ζευγάρια δεν κάνουν παιδιά ή άλλα κάνουν μόνο ένα και παρουσιάζουν έντονη διάθεση και δυνατότητα για ταξίδια. Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ (2009) οι γαστρονομικοί τουρίστες είναι κυρίως 30-50 ετών, είναι καταξιωμένοι επαγγελματικά με υψηλότερο εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο από τον μέσο του-

Λόγοι ανάπτυξης του γαστρονομικού τουρισμού Ο γαστρονομικός τουρισμός τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Οι αιτίες πίσω από αυτό είναι αρκετές με μερικές να είναι οι παρακάτω: Κριτική στο συμβατικό αγροτροφικό σύστημα και τις μακρές και πολύπλοκες αλυσίδες τροφίμων, που αποξενώνει τον καταναλωτή από τον παραγωγό, δημιουργεί ζητήματα ποιότητας των τροφίμων και θέματα που συνδέονται με τη δικαιοσύνη για τους παραγωγούς και τις τοπικές κοινωνίες. Αυτή η κριτική εκφράζεται κυρίως ως:

Εικόνα 1: κύριοι λόγοι ανάπτυξης του γαστρονομικού τουρισμού Πηγή: “Barcelona Field Studies Centre”3

163


013_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 164

164

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 162-165

ρίστα, ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, ταξιδεύουν συχνά και όποτε ταξιδεύουν δαπανούν μεγάλο τμήμα των χρημάτων τους σε γαστρονομικού ενδιαφέροντος δραστηριότητες. Μερικές ενδεικτικές τουριστικές υπηρεσίες των γαστρονομικών τουριστών είναι οι παρακάτω: • Μαθήματα μαγειρικής • Επισκέψεις σε εστιατόρια που προσφέρουν τοπική κουζίνα από τοπικά υλικά • Επισκέψεις σε χώρους παραγωγής «τοπικής υψηλής κουζίνας» • Εστιατόρια ξενοδοχείων που προσφέρουν τοπική κουζίνα • Επισκέψεις σε χώρους καλλιέργειας και σε βοσκοτόπια • Επισκέψεις σε χώρους παραγωγής και επεξεργασίας • Επισκέψεις σε καταστήματα που εμπορεύονται τοπικά προϊόντα • Συμμετοχή σε εκδηλώσεις με γαστρονομικό ενδιαφέρον • Επισκέψεις σε μουσεία • Επισκέψεις σε εκθέσεις • Επισκέψεις σε χώρους ιδιαίτερου πολιτιστικού ενδιαφέροντος που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη διατροφή • Επισκέψεις στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής.

Μελέτη οργανωμένου γαστρονομικού τουρισμού Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του φαινομένου του γαστρονομικού τουρισμού πιο ειδικά, αλλά αυτό παρουσιάζει έντονες δυσκολίες, μιας και, όπως αναφέρθηκε, πολλοί άνθρωποι ταξιδεύοντας έρχονται σε επαφή με την κουζίνα ενός τόπου και δεν υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ανθρώπων οι οποίοι ενδιαφέρονται για τη διατροφή σε έναν τόπο που επισκέπτονται και στους γαστρονομικούς τουρίστες. Το φαινόμενο του γαστρονομικού τουρι-

σμού μπορεί να μελετηθεί έμμεσα, δηλαδή με την παρακολούθηση της προσφοράς υπηρεσιών γαστρονομικού τουρισμού από τουριστικούς φορείς και την προσπάθεια εξαγωγής συμπερασμάτων από αυτή. Πρακτορεία Υπηρεσίες γαστρονομικού τουρισμού παρέχουν πρακτορεία τα οποία εξειδικεύονται στη συγκεκριμένη μορφή, ενώ σπάνια παρέχονται από μεγάλα πρακτορεία που ειδικεύονται στον μαζικό τουρισμό. Οι πάροχοι «γαστροτουριστικών» πακέτων προωθούν το προφίλ μικρών, ανθρώπινων επιχειρήσεων που έχουν δημιουργηθεί από ανθρώπους με αγάπη στα ταξίδια, τον πολιτισμό και τη διατροφή και πολλοί από αυτούς είναι ενεργοί και στη συγγραφή βιβλίων και μπλογκ σχετικών με τη διατροφή. Τα πρακτορεία αυτά δεν είναι απρόσωπες επιχειρήσεις, αλλά λειτουργούν ως εγγυητές ποιότητας της γαστρονομικής ταξιδιωτικής εμπειρίας. Πολλά από αυτά είναι μέλη κινημάτων και οργανισμών που σχετίζονται με την προστασία και ανάδειξη της τοπικής γαστρονομίας. Τα πακέτα Η μελέτη των προσφερόμενων πακέτων για μεσογειακούς προορισμούς από έναν ενδεικτικό αριθμό πρακτορείων δείχνει πως οι χώρες με τη μεγαλύτερη προσφορά τουριστικών πακέτων είναι η Ιταλία και η Γαλλία. Εντός των χωρών αυτών υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις με την περιοχή της Τοσκάνης στην Ιταλία, για παράδειγμα, να έχει τη μεγαλύτερη προσφορά. Σε όλες τις χώρες εμφανίζεται ανισοκατανομή στην προσφορά πακέτων μεταξύ διαφόρων περιοχών. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δράσεις που συμπεριλαμβάνονται στα πακέτα είναι παρεμφερείς και προσαρμόζονται στα δεδομένα της κάθε περιοχής και της εποχής. Σχεδόν όλα τα πακέτα προσφέρουν μαθήματα μαγειρικής,

επισκέψεις σε τοπικές αγορές, σε χώρους παραγωγής τοπικών προϊόντων και επισκέψεις σε εστιατόρια που προσφέρουν τοπική κουζίνα με ντόπια υλικά. Πολλά πακέτα περιλαμβάνουν επισκέψεις σε αγροκτήματα, σε μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς, σε εκθέσεις τροφίμων ή φεστιβάλ αφιερωμένα στη διατροφή. Πολλά πακέτα προσπαθούν να διαφοροποιηθούν εντάσσοντας στοιχεία και από άλλες μορφές ήπιου τουρισμού, όπως περπάτημα ή ποδήλατο, ενώ άλλα εξειδικεύουν το κομμάτι της διατροφής με τρόπο τέτοιο που να καλύπτουν και άλλες ομάδες πληθυσμού, όπως, για παράδειγμα, τους χορτοφάγους. Βασικό χαρακτηριστικό όλων των προγραμμάτων είναι η ιδιαίτερα υψηλή τιμή τους. Τα προγράμματα συχνά περιλαμβάνουν και διαμονή, ενώ συνήθως η μετάβαση επιβαρύνει τον επισκέπτη επιπλέον. Οι τιμές είναι αρκετά υψηλές με μερικά παραδείγματα να είναι: • 8 ημέρες μαγειρικής και περπατήματος στο Αμάλφι, 4.161 ευρώ • 5 ημέρες στα κάστρα του Λίγηρα, 2.200 ευρώ • 4 ημέρες στη Νίκαια της Γαλλίας, 1.085 ευρώ • 8 ημέρες στον Πόρο, 1.140 ευρώ • 6 ημέρες στην Κέα, 1.555 ευρώ (χωρίς διαμονή). Τα πρακτορεία κρατούν τον αριθμό των ατόμων της ομάδας σε μικρά επίπεδα, για να διασφαλίζεται η ποιότητα της υπηρεσίας. Για να προωθήσουν τις υπηρεσίες τους, τονίζουν την επαφή με τρόφιμα που είναι είτε γνωστά είτε προστατευόμενα (π.χ., ΠΟΠ και ΠΓΕ). Δίνουν μεγάλη έμφαση στην αυθεντικότητα της εμπειρίας, στην προστασία και ανάπτυξη του περιβάλλοντος και δημιουργούν δίκτυα με επαγγελματίες της περιοχής και με ιδιωτικούς κα δημόσιους φορείς.


013_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 165

ΚΩΝΣΤΝΑΤΙΝΟΣ ΜΑΝΙΤΣΑΣ

Συμπεράσματα-σημεία προσοχής Η μελέτη του γαστρονομικού τουρισμού παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Δεν υπάρχει ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή μεταξύ τουρίστα που ενδιαφέρεται αρκετά για το φαγητό και γαστρονομικού τουρίστα. Η προσέγγιση που έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορούσε τη μελέτη του φαινομένου έμμεσα, μέσα από την προσφορά υπηρεσιών και μόνο σε περιοχές της Μεσογειακής Ευρώπης που παρουσιάζουν κάποια κοινά στοιχεία (κλίμα, πολιτισμός, διατροφή) στον επισκέπτη. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει πως ο οργανωμένος γαστρονομικός τουρισμός δεν αποτελεί μια επιλογή για το μέσο επισκέπτη και αυτό λόγω του πολύ αυξημένου κόστους του. Στο μέλλον αυτό μπορεί να αλλάξει, εάν η προσφορά αυξηθεί, αλλά όπως είναι τώρα τα πράγματα, ο οργανωμένος γαστρονομικός τουρισμός είναι μια απόφαση που αφορά την οικονομική ελίτ. Δεν είναι ξεκάθαρο πώς η αναπτυξιακή δυναμική του γαστρονομικού τουρισμού μπορεί να βοηθήσει στην ισόρροπη ανάπτυξη μεταξύ των περιφερειών μιας χώρας. Τα περισσότερα πακέτα προσφέρονται σε περιοχές οι οποίες είναι ήδη τουριστικά αναπτυγμένες (π.χ., για την Ελλάδα στις Κυκλάδες, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα)και έχουν ισχυρά τουριστικά δίκτυα, ενώ περιοχές με μεγάλο γαστρονομικό και πολιτιστικό πλούτο αλλά με χαμηλές υπάρχουσες τουριστικές υποδομές φαίνεται να μένουν πίσω. Η ιδιωτική πρωτοβουλία θα αναπτυχθεί εκεί όπου υπάρχει κέρδος και αυτό σημαίνει ανάπτυξη σε περιο-

χές που είναι ήδη καταξιωμένες τουριστικά, πλην εξαιρέσεων πάντα. Στο συγκεκριμένο κομμάτι η συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα καθίσταται απαραίτητη, αν είναι επιθυμία ο γαστρονομικός τουρισμός να φέρει οφέλη που θα διαχέονται σε κάθε περιφέρεια. Τα πακέτα κοστίζουν πολύ, αλλά δεν είναι σαφές πόσα από αυτά τα χρήματα καταλήγουν στα χέρια της τοπικής οικονομίας. Κάποια από αυτά σίγουρα καταλήγουν και αυτό είναι σε κάθε περίπτωση όφελος. Αλλά πολλά πρακτορεία δεν έχουν την έδρα τους στη χώρα όπου γίνεται η επίσκεψη και άλλα που την έχουν μπορεί να ανήκουν σε ανθρώπους που δεν είναι ντόπιοι και απλά επισκέπτονται την περιοχή για επαγγελματικούς λόγους. Η φύση του γαστρονομικού τουρισμού είναι τέτοια που, ακόμα και με τους περιορισμούς που φέρει, προστατεύει τον τοπικό πολιτισμό, μιας και αυτός βρίσκεται στον πυρήνα όλων των δράσεων. Η αφετηρία των επιχειρηματιών-παρόχων είναι ωφελιμιστική αλλά η ύπαρξή τους εξαρτάται από την παροχή αυθεντικών τοπικών εμπειριών, άρα είναι προς ώφελός τους η προστασία των χαρακτηριστικών της «τοπικότητας» και τελικά η ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.

Σημείωση 3. Barcelona Field Studies Centre, http:// geographyfieldwork.com/FoodTourism.htm

Ενδεικτική βιβλιογραφία Ανδριώτης Κ., (2003), «Ο εναλλακτικός τουρισμός και τα διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά του», Τόπος, Επι-

θεώρηση Χωρικής Ανάπτυξης, Σχεδιασμού και Περιβάλλοντος, 20 – 21/2003, σσ. 139-154. Καλπίδης Χαρίλαος, (2014), Γαστρονομικός Τουρισμός – Μια Συνολική Θεώρηση στη Σύνδεση Γαστρονομίας και Τουρισμού, Captainbook.gr. Bramwell B., (2004), “Coastal Mass Tourism: Diversification and Sustainable Development in Southern Europe (Aspects of Tourism)”, Channel View Publications Ltd. Ching-Shu Su and Jeou-Shyan Horng (2012). Recent Developments in Research and Future Directions of Culinary Tourism: A Review, Visions for Global Tourism Industry - Creating and Sustaining Competitive Strategies, Dr. Murat Kasimoglu (Ed.), ISBN: 978-953-510520-6, InTech. Dimitrios Buhalis (2001) “Tourism in Greece: Strategic Analysis and Challenges”, Current Issues in Tourism, 4:5, 440-480. Dodds R., Butler R., “Barriers to implementing Sustainable Tourism Policy in Mass Tourism Destinations”, Tourismos: An International Multidisciplinary Journal of Tourism, Volume 5, Number 1, Spring 2010, pp. 35-53. Smith S., Xiao H., (2008), “Culinary Tourism Supply Chains: A Preliminary Examination”, Journal of Travel Research 46: 289. Stewart, J., Bramble, L., and Ziraldo, D. (2008), “Key challenges in wine and culinary tourism with practical recommendations”. International Journal of Contemporary Hospitality Management, 20(3), 303-312.

165


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 166

166

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 166-171

ΕΜΠΡΗΣΜΟΙ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΜΥΘΟΣ Ή ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ; Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ Βασιλική Πεππέ

1. Εισαγωγή Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν το ταχύτερο μέσο αφανισμού των δασών στην περιφέρεια της Μεσογείου. Τα τελευταία χρόνια, η διαφοροποίηση στο κλιματικό καθεστώς, σε συνδυασμό με την αύξηση της βιομάζας, λόγω υποχώρησης των αγροτικών δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο, έχουν επιδεινώσει το πρόβλημα (Μανωλάς, 2009). Επιπλέον, η αυξανόμενη πίεση για οικιστική ανάπτυξη αλλά και η αμέλεια, ο εμπρησμός, οι συγκρούσεις χρήσεων γης και η κερδοσκοπία αποτελούν αιτίες αύξησης του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών. Οι δυσκολίες τόσο στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών όσο και στην αναγνώριση των αιτίων που τις προκαλούν είναι μεγάλες. Ανάμεσα στις δυσκολίες είναι και το γεγονός ότι οι δασικές πυρκαγιές αφορούν πλέον όχι καθαρά δασικές περιοχές αλλά περιοχές μείξης δασών-οικισμών, όταν μέσα στα δάση διεισδύουν νόμιμα ή παράνομα κατοικίες και άλλες ανθρωπογενείς χρήσεις και δραστηριότητες. Οι πυρκαγιές αυτές αυτού του είδους, τείνουν να γίνουν ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος του δασοπυροσβεστικού μηχανισμού τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες (Ξανθόπουλος, 2007). Με αυτά τα δεδομένα, τίθενται ορισμένα ερωτήματα που σχετίζονται με τα άμεσα και έμμεσα (ριζικά) αίτια των δασικών πυρκαγιών. Μήπως στα δεύτερα συγκαταλέγονται διαδικασίες

όπως η αστικοποίηση και η αστική διάχυση ή ακόμη η προσπάθεια επέκτασης των συμφερόντων του κατασκευαστικού τομέα σε προηγουμένως φυσικές μη αστικές περιοχές; Ασφαλώς τα άμεσα συνδέονται με τα έμμεσα (ριζικά) αίτια. Άρα το ζητούμενο δεν είναι μόνο να τιμωρηθεί ο μεμονωμένος εμπρηστής αλλά να ταυτοποιηθούν οι ευρύτερες διαδικασίες που βάζουν «φιτίλι» στο δάσος μέσα από το χέρι του εμπρηστή αλλά και την αμέλεια των οικιστών του δάσους. Ένα δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τις δύσκολες διαδικασίες αναγνώρισης των άμεσων αιτίων που θα οδηγήσουν και στα έμμεσα. Η επίλυση των ερωτημάτων αυτών, αλλά και η βελτίωση των μεθόδων προσέγγισης των άμεσων και απώτερων αιτίων, είναι ο μόνος τρόπος σχεδίασης και άσκησης πολιτικής πρόληψης κατά των δασικών πυρκαγιών.

2. Οι δασικές πυρκαγιές στον διεθνή χώρο Παγκοσμίως, οι δασικές πυρκαγιές στο μεγαλύτερο ποσοστό τους οφείλονται σε ανθρωπογενή αίτια και επηρεάζουν 3-4 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα. της επιφάνειας της Γης ετησίως (Camia et al., 2013). Την περίοδο 2006-2010, στη βόρεια Ευρώπη η σχετική συχνότητα πυρκαγιάς από πρόθεση ήταν εξαιρετικά χαμηλή (13,9%) ενώ το 78,8% των πυρκαγιών προκλήθηκαν από


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 167

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΠΠΕ

αμέλεια ή τυχαία (Διάγραμμα 1). Στην κεντρική Ευρώπη οι εμπρησμοί φαίνεται να έχουν την ίδια συχνότητα με τη νότια Ευρώπη (56,4%), ενώ τα φυσικά αίτια ανέρχονται σε 0,5%.

3. Οι δασικές πυρκαγιές και τα αίτιά τους στην Ελλάδα Τα τελευταία 40 χρόνια, ο αριθμός των πυρκαγιών στην Ελλάδα υπερτριπλασιάσθηκε ως αποτέλεσμα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων και των πολλαπλών πιέσεων διαφόρων ομάδων συμφερόντων για την υποχώρηση της δασοκάλυψης και την αλλαγή της δασικής χρήσης της γης (Ξανθόπουλος, 1998). Η προέλευση των δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας είναι κυρίως ανθρωπογενής για την περίοδο 19832010 (Πίνακας 1). Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, το ειδικότερο ανθρωπογενές αίτιο έναρξης δεν έχει Αιτία Άγνωστη αιτία Φυσικά Τυχαία Αμέλεια Πρόθεση Σύνολο

αναγνωριστεί (ποσοστό 54%). Μεγάλα ποσοστά φαίνεται να καταλαμβάνουν τόσο η ανθρώπινη αμέλεια (27%) όσο και η πρόθεση (12%). Το σύνηθες φυσικό αίτιο στην Ελλάδα είναι οι κεραυνοί που προέρχονται από τις ηλεκτροφόρες καταιγίδες, με ποσοστό 4% (Θανασούλας, 2011). Σύμφωνα με τον Α. Γκόφα, το 2001 τα συχνότερα και κυριότερα ανθρωπογενή αίτια στην Ελλάδα είναι σπινθήρες μηχανών, ανεξέλεγκτες χωματερές-σκουπιδότοποι, αναμμένα τσιγάρα, καύση καλαμιών και γεωργικών υπολειμμάτων, κατασκηνωτές, βελτίωση ή επέκταση αγρών και βοσκοτόπων, κατοχύρωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη γη (σύνηθες στην περίπτωση της Εύβοιας), κατάργηση του δασικού χαρακτήρα του εδάφους για οικοπεδοποίηση, διάνοιξη δρόμων, τηλεόραση-δημοσιότητα (πολυπαρουσίαση από τα ΜΜΕ του θέματος των δασικών πυρκαγιών) και

Σύνολο Πυρκαγιών 18.183 1.492 930 9.070 3.981 33.661

Ποσοστό (%) 54 4 3 27 12 100

Πίνακας 1: Προέλευση δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα την περίοδο 1983-2010. Πηγή: European Commission, 2013

άλλες αιτίες (βολές στρατοπέδων, πυλώνες ΔΕΗ) (Γκόφας, 2001). Μηχανισμοί καταγραφής και διερεύνησης αιτιών δασικών πυρκαγιών σε μεσογειακές χώρες Οι πλέον ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για τη διείσδυση στα άγνωστα (άμεσα) αίτια των δασικών πυρκαγιών στις μεσογειακές χώρες είναι αυτές που υιοθετούνται στην Αλγερία, την Ιταλία και την Ισπανία. α) Η μέθοδος “Delphi” στην Αλγερία και την Ιταλία: Η Αλγερία έχει μια μακρά ιστορία σε σχέση με τις δασικές πυρκαγιές. Ένα χαρακτηριστικό του φαινομένου στην Αλγερία είναι η συντριπτική υπεροχή των αιτίων που ταξινομούνται ως «άγνωστα» (Meddour et al., 2012). Για την περίοδο 1985 – 2010, το «άγνωστο αίτιο» αντιπροσωπεύει το 79,79% όλων των πυρκαγιών. Την περίοδο εκείνη, 42.555 πυρκαγιές έκαψαν συνολικά 910.640 εκτάρια δασικής έκτασης (Πίνακας 2). Ένα χρήσιμο εργαλείο που αξιοποιείται στην Αλγερία για τη διερεύνηση των αιτίων και των κινήτρων που οδηγούν σε πυρκαγιές είναι η μέθοδος “Delphi”. Βασίζεται στην αντίληψη και ενημερωμένη κρίση μιας ομάδας εμπειρογνωμόνων. Αποτελεί μία επαναληπτική διαδικασία που χρησιμοποιείται για να συλλέξει και να «αποστάξει» τις κρίσεις των εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι έχουν στη διάθεση τους ερωτηματολόγια που διανθίζονται με ανατροφοδότηση. Η μέθοδος “Delphi” χαρακτηρίζεται από 4 φάσεις (Meddour et al., 2013): 1. Διερευνάται το υπό συζήτηση θέμα, με κάθε άτομο που συμβάλλει με τις πληροφορίες και απόψεις του. 2. Ακολουθεί συγκέντρωση των σχολίων και απαντήσεων και ελέγχεται αν επιτυγχάνεται συμφωνία μεταξύ των ερωτώμενων.

167


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 168

168

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 166-171

Αιτία

Αριθμός πυρκαγιών

Ποσοστό (%)

Αμέλεια Τυχαία Πρόθεση Άγνωστη Σύνολο

1.260 256 7.009 34.030 42.555

3 0,6 16,4 80 100

Πίνακας 2: Αίτια δασικών πυρκαγιών στην Αλγερία την περίοδο 1985–2010. Πηγή: Meddour et.al, 2012

3. Εξετάζονται οι διαφωνίες και οι ελλοχεύοντες λόγοι για τις διαφορές. 4. Ολοκληρώνονται νέοι κύκλοι διαβούλευσης με τους ερωτώμενους που έρχονται πλέον αντιμέτωποι με τις διαφορετικές απόψεις άλλων ερωτώμενων. Η Δασική Υπηρεσία της Ιταλίας το 2001, εκτίμησε ότι η κύρια αιτία πρόκλησης δασικών πυρκαγιών στη χώρα ήταν ο εμπρησμός (59,3%). Οι υπόλοιπες περιπτώσεις οφείλονταν σε φυσικά αίτια (0,7%), αμέλεια (17,8%) και σε άγνωστη αιτία (22,2%). Πιο πρόσφατα (την περίοδο 1997 – 2007), η ιταλική βάση δεδομένων για τις φωτιές, έχοντας πιο αξιόπιστα στοιχεία (βάσει της μεθόδου “Delphi”), παρουσίασε τα ακόλουθα επίσημα ποσοστά: αμέλεια 17,27%, πρόθεση 58,96%, φυσικά 1,23% και άγνωστα 22,54% (Lovreglio et al., 2010). β) Η μέθοδος των «Φυσικών Αποδείξεων» στην Ισπανία: Στην Ισπανία, την περίοδο 19882006 το 82% των πυρκαγιών προκλήθηκαν από εμπρησμούς ενώ το 5% από ατυχήματα ή αμέλεια. Η άγνωστη αιτία αντιπροσώπευε μόνο το 9% σε όλη την χώρα (Chas-Amil et al., 2010). Η Δασική Υπηρεσία της Ισπανίας εφαρμόζει τη «μέθοδο των Φυσικών Αποδείξεων» στη διερεύνηση αιτίου πυρκαγιάς. Αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990 και αποτελείται από 3 φάσεις: 1. Εντοπισμός του σημείου έναρξης της φωτιάς από αναπαράσταση

της εξέλιξης της περιμέτρου πυρκαγιάς. Οι φυσικοί δείκτες που άφησε στο πέρασμα της η φωτιά καθορίζουν την περιοχή αρχικής εστίας. 2. Λεπτομερής ανάλυση στην περιοχή αρχικής εστίας και στη συνέχεια προσδιορισμός της πηγής θερμότητας που προκάλεσε την πυρκαγιά. 3. Προσδιορισμός της αιτίας και αν είναι εφικτό των υπεύθυνων για τη φωτιά. Βασίζεται στο αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης και την κατάθεση των μαρτύρων. 4. Αξίζει να σημειωθεί πως με τη χρήση της μεθόδου αυτής, το ποσοστό του «άγνωστου αιτίου» έχει μειωθεί σημαντικά (Savazzi et al., 2010). Η διερεύνηση του αιτίου πυρκαγιάς στην Ελλάδα Σε αντίθεση με άλλες μεσογειακές χώρες, όπου η διερεύνηση του αιτίου πυρκαγιάς πραγματοποιείται από τη Δασική Υπηρεσία, στην Ελλάδα η διαδικασία αυτή διεξάγεται σήμερα από την Πυροσβεστική, ενώ στο παρελθόν από το Δασαρχείο (πριν από το 1998). α) Η διαδικασία διερεύνησης σήμερα από την Πυροσβεστική Υπηρεσία; Στην Ελλάδα η διερεύνηση του αιτίου πυρκαγιάς είναι μια υπόθεση παραμελημένη και χρονοβόρα. Το ποσοστό της άγνωστης αιτίας παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία εστιάζει περισσότερο

στην κατάσβεση της φωτιάς παρά στη διερεύνηση της αιτίας που την προκάλεσε. Η εξιχνίαση του αιτίου σύμφωνα με τον Ανθυποπυραγό Ν. Χουρδάκη (Προσωπική Συνέντευξη, 2015) περιλαμβάνει τα βήματα που περιγράφονται στο Διάγραμμα 2: β) Η διαδικασία διερεύνησης στο παρελθόν από το Δασαρχείο: Η διαδικασία της διερεύνησης του αιτίου πυρκαγιάς από το Δασαρχείο γινόταν χωρίς τον κατάλληλο τεχνολογικό εξοπλισμό που αξιοποιείται σήμερα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Δρ. Γ. Ξανθόπουλο (Προσωπική συνέντευξη, 2015) η εξιχνίαση φαίνεται να ήταν πιο επιτυχής αφού το ποσοστό των επιβεβαιωμένων αιτίων ξεπερνούσε το 50% ενώ σήμερα αγγίζει μόλις το 20% των περιπτώσεων. Η διαδικασία της διερεύνησης από το Δασαρχείο φαίνεται στο Διάγραμμα 3: Διαχρονική εξέλιξη των πυρκαγιών σε αγροτοδασικές εκτάσεις της Εύβοιας Η Εύβοια αποτελεί μία από τις πυρόπληκτες περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Τα στοιχεία του Πυροσβεστικού Σώματος περιόδου 2003-2013 δείχνουν ότι κάθε χρόνο ξεσπούν στην περιοχή περίπου 250-300 δασικές πυρκαγιές. Το 2007 και 2008 η Εύβοια ήρθε αντιμέτωπη με πυρκαγιές οι οποίες κατέκαψαν συνολική έκταση 252.977 και 11.180 στρέμματα αντίστοιχα (Διαγράμματα 4 και 5). Μάλιστα, οι φωτιές του 2007, από τις φονικότερες της δεκαετίας, είχαν ως αποτέλεσμα να αποτεφρωθούν περισσότεροι από 10 δήμοι και χωριά πλούσια σε δασικές εκτάσεις, πολλές κατοικίες, ενώ υπήρξαν και 6 θύματα. .


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 169

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΠΠΕ

Διάγραμμα 2: Η διαδικασία διερεύνησης του αιτίου πυρκαγιάς από την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Πηγή: Χουρδάκης, Προσωπική Συνέντευξη 2015

Διάγραμμα 3: Η διαδικασία διερεύνησης του αιτίου πυρκαγιάς από το Δασαρχείο (πριν το 1998).

Από τα παραπάνω διαγράμματα φαίνεται πως οι διακυμάνσεις του αριθμού των πυρκαγιών αλλά και των καμένων εκτάσεων σχετίζονται με την αντίστοιχη περιοδικότητα θερμών και ξηρών ετών αλλά και με έτη εκλογών, κάτι που επιβεβαιώνει διαπιστώσεις της σχετικής βιβλιογραφίας. Αίτια πρόκλησης των αγροτοδασικών πυρκαγιών στην Εύβοια Από τα στοιχεία των Βιβλίων Συμβάντων της Εύβοιας για τα αίτια πυρκα-

γιών την περίοδο 2007-2013, διαπιστώνουμε πως η άγνωστη αιτία και η αμέλεια κυμαίνονται στο ίδιο ποσοστό (34% περίπου), ενώ οι εμπρησμοί ανέρχονται σε 24,76% (Διάγραμμα 6). Προβλήματα και προτάσεις στην υφιστάμενη μέθοδο διερεύνησης αιτίου πυρκαγιάς Ένα δημόσιο σύστημα διαχείρισης πυρκαγιών που δεν ενδιαφέρεται και δεν επιδιώκει συστηματικά την αναζήτηση των αιτίων των πυρκαγιών,

σημαίνει ένα σύστημα που δεν επιδιώκει ή δεν είναι σε θέση να ασκήσει πολιτικές πρόληψης κατά των δασικών πυρκαγιών. Γιατί χωρίς γνώση των άμεσων και απώτερων (ριζικών) αιτίων των πυρκαγιών πρόληψη δεν γίνεται. Σημαντικό πρόβλημα στην υφιστάμενη διερεύνηση του άμεσου αιτίου πυρκαγιάς στην Ελλάδα είναι η μεγάλη καθυστέρηση στην επιτόπια έρευνα της καμένης έκτασης (μέχρι και 5 μήνες). Έτσι, τυχόν πειστήρια στον τόπο της πυρκαγιάς έχουν απομακρυνθεί ή και εξαφανιστεί στο χρόνο που μεσολαβεί από την κατάσβεση και μετά. Από την άλλη πλευρά, η εξακρίβωση του αιτίου πυρκαγιάς αποτελεί εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία, που συνήθως δεν ολοκληρώνεται επιτυχώς. Οι δικογραφίες που σχηματίζονται δεν είναι αρκετά τεκμηριωμένες για την αποκάλυψη των κινήτρων και των υπαιτίων. Επιπλέον, δεν υπάρχουν οι αναγκαίες σύγχρονες υλικοτεχνικές υποδομές ώστε η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εγκλημάτων Εμπρησμού (Δ.Α.Ε.Ε.) να ενεργήσει με την απαιτούμενη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι τα απώτερα ριζικά αίτια των δασικών πυρκαγιών αναδεικνύονται αρκετά αργότερα από το είδος της εξέλιξης των καμένων εκτάσεων. Γιατί η καταστροφή των δασών δεν επέρχεται άμεσα και δεν εξαρτάται τόσο από την ίδια τη φωτιά, όσο από την μετέπειτα εξέλιξη των καμένων εκτάσεων. Αυτή η εξέλιξη θα αποκαλύψει τις δυνάμεις που πίεζαν το δασικό χαρακτήρα του εδάφους και την αντικατάστασή του από άλλες κερδοφόρες ιδιωτικές χρήσεις. Βέβαια τότε θα είναι αργά για την άσκηση πολιτικής! Όμως οι πυρκαγιές σε κάθε τόπο έχουν το ιστορικό τους και αυτό το ιστορικό θα πρέπει να ενσωματωθεί στη διαδικασία διερεύνησης των αιτίων των δασικών πυρκαγιών. Τα δελτία συμβάντων θα

169


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 170

170

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 27, 2016, 166-171

αποβλέπουν πιθανότατα στην οικοπεδοποίηση των αποτεφρωμένων εκτάσεων, τη βελτίωση των βοσκοτόπων και την επέκταση της γεωργικής γης. Το ιστορικό της περιοχής επίσης σχετίζεται με πυρκαγιές ως μέσο επίλυσης ιδιοκτησιακών αμφισβητήσεων και για την κατοχύρωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη γη. Πολιτικές που επιλύουν αυτά τα προβλήματα ή ακυρώνουν τις παραπάνω επιδιώξεις ίσως να συνιστούν αποτελεσματικές προληπτικές απαντήσεις στα ριζικά αίτια της καταστροφής των δασικών οικοσυστημάτων με μέσο τη φωτιά.

Βιβλιογραφία

πρέπει να δομηθούν με τρόπο που ενσωματώνει τη συσχέτιση με και αναφορά στα ιστορικά αίτια των δασικών πυρκαγιών στον συγκεκριμένο τόπο. Επίσης, η ενίσχυση της διαδικασίας εντοπισμού των αιτίων με παράλληλη εφαρμογή της μεθόδου “Delphi” σε ομάδα προνομιακών πληροφορητών και εμπειρογνωμόνων θα συνέβαλε

στην αξιόπιστη αναζήτηση των αιτίων. Η Εύβοια είναι από τις περιοχές της χώρας που μαστίζεται περισσότερο από αγροτοδασικές πυρκαγιές. Την περίοδο 2007-2013, διαπιστώθηκε πως η ανθρώπινη αμέλεια και η πρόθεση κατέχουν πρωταρχικό ρόλο στην εκδήλωση τους. Οι περισσότερες

Γκόφας, Α. (2001), Εγχειρίδιο Δασοπροστασίας, Β’ Έκδοση, Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη. Θανασούλας, Δ. (2011). Χωροθέτηση Επίγειων Πυροσβεστικών Δυνάμεων για Άμεση Κατάσβεση Δασικών Πυρκαγιών, Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Πατρών. Μανωλάς, Ε.Ι. (2009), Εισαγωγή στη Δασολογική και Περιβαλλοντική Επιστήμη, Α’ Τόμος, Περιοδική Έκδοση Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δ.Π.Θ, σσ. 39-40. Ξανθόπουλος, Γ. (1998), Δασικές Πυρκαγιές στην Ελλάδα: Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, Επίκεντρα, Αριθμός 6, σσ.62-71. Ξανθόπουλος, Γ. και D. Caballero (2007), Πυρκαγιές στη Ζώνη Μίξης Δασών-Οικισμών: Μαθήματα από πρόσφατες καταστροφές, στο βιβλίο Σαπουντζάκη, Κ. (επιμ.), Το αύριο εν κινδύνω: φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα, σσ. 131-136. Camia, A., Durrant, T. and San-MiguelAyanz, J. (2013), Harmonized classification scheme of fire causes in the EU adopted for the European Fire Database of EFFIS, JRC Scientific and Policy Reports, European Commission, pp. 1-49. Lovreglio, R., Leone, V., Giaquinto, P., and Notarnicola A. (2010), Wildfire


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 171

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΕΠΠΕ

cause analysis: four case – studies in southern Italy, Journal of Biogeosciences and Forestry, SISEF, Vol. 3, pp. 8-15. Meddour, O., Meddour, R., Leone, V., Lovreglio, R. and Derridj A. (2013), Analysis of forest fire causes and their motivations in Northern Algeria: the Delphi method, Journal of Biogeosciences and Forestry, SISEF, Vol. 6, pp. 247-254. Meddour, O., Gonzalez – Caban, A., Meddour, R. and Derridj A. (2012), Wildfire Management Policies in

Algeria: Present and Future Needs, General Technical Report PSW-GTR-245, pp. 382-395. Michetti, M. and Pinar M. (2013), Forest Fires in Italy: An Econometric Analysis of Major Driving Factors, Centro Euro – Mediterraneo per I Cambiamenti Climatici, Research Paper, No. 152. Savazzi, R., Duche, Y., Ganteaume, A., Piwnicki, J., Galante, M., Bento Goncalvez, A., Ferreira, A. and Suarez – Beltran J. (2010), Analysis of fire causes classification schemes adopted in Europe and

elsewhere (Final Report), Deliverable D. 2.2, Contract Number 384 340, “ Determination of forest fire causes and harmonization for reporting them”, European Commission-JRC, pp. 21. Προσωπικές Συνεντεύξεις: Ξανθόπουλος Γαβριήλ (2015), Αναπληρωτής Ερευνητής – Υπεύθυνος Εργαστηρίου Δασικών Πυρκαγιών. Χουρδάκης Νικόλαος (2015), Ανθυποπυραγός Πυροσβεστικού Σώματος.

171


014_Layout 1 07/06/2016 6:34 μ.μ. Page 172

C

3 4 8

O

Ed Soja 1940-2015 in memoriam Costis Chatzimichalis For Ed Soja: a very personal note

44

Ed Soja Post-metropolis, the new urban reality, interview, Kathimerini, 30.10.2005

GEO-COMMENTARY

13

George Balias

15

Factors shaping climate change perceptions Emanuele Leonardi For a critique of Carbon Trading Dogma

SPECIAL SECTION. RISK AND DISASTERS: NATURAL OR MANMADE?

17 28

N

Kalliopi Sapountzaki Introduction George Baloutsos, Athanasios Bourletsikas, Constantine Kaoukis Drought: an insidious and dangerous climatic phenom-

72 89 103

T

E

N

enon with peculiarities and difficulties in its management Konstantinos Chouvardas, Christos Papapostolou River floods and crossborder cooperation: The case of Evros river Gavriil Xanthopoulos Forest fires, their management in Greece, and its reflection in Attica Louis C. Wassenhoven The systemic character of heat waves and long term mitigation: The case of Athens Miranda Dandoulaki Reconstruction after the East Japan Earthquake of 2011 (M=9.0), focusing on spatial planning

ARTICLES

120 137

Evgenia Tousi Moscow: Different paths of spatial planning and contemporary tendencies in a post-communist global city Dimitris Pettas Urban struggles and public

T

S space: Power relations and everyday life in Agios Panteleimonas Square

EVENTS AND DEBATES

154 158

Fereniki Vatavali Geographies of energy poverty in Athens in the context of the crisis. Scientific project Paschalis Samarinis Urban politics and public discourses on the city during the Greek dictatorship (19671974): Continuities and ruptures in the development of the postwar Greek city

STUDENTS’ FORUM

162 166

Konstantin Manitsas A theoretical approach to gastronomic tourism and its development dynamic in the Euro-Mediterranean space Vasiliki Peppe Forest area arsons in Greece: A myth or a reality? The case of the Prefecture Euboea



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.