Περιοδικό Γεωγραφίες - Τεύχος 28

Page 1

cover_Layout 1 06/12/2016 11:44 π.μ. Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Labor’s Spatial Praxis and the Economic Geography of the Greek Crisis Χώρος και άτυπη εργασία. Η εθνογραφική εμπειρία της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας Νέες γεωγραφίες της δημιουργικής εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης: Από τη συνεργατικότητα στην κολεκτιβοποίηση Τα μεταβαλλόμενα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στην Ελλάδα της κρίσης Περιφερειακή κατανομή των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα και εξέλιξή τους κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 - ΤΕΥΧΟΣ 28

Doreen Massey 1944-2016 in memoriam

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 - ΤΕΥΧΟΣ 28

DOREEN MASSEY IN MEMORIAM

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Μαζική εγκατάσταση αιολικών πάρκων και αρνητικές επιπτώσεις στο τοπίο. Η περίπτωση της επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη» στο Βόρειο Αιγαίο

ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ

Σιδηροδρομική υποδομή και επιχειρησιακές οικολογίες στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο

ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ «Εξάρχεια 1974-2004: Σχεδιάσματα μιας ντελεζιανής γεωγραφίας»

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ (Ανα)προσεγγίζοντας κενά και εγκαταλειμμένα έγγεια αποθέματα στον αστικό χώρο: Η προοπτική των αστικών commons. Προκλήσεις στο κέντρο της Αθήνας ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

Νέες μορφές αστικοποίησης και τουριστική ανάπτυξη. Επενδύσεις στο Κάβο Σίδερο

Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr


cover_Layout 1 06/12/2016 11:44 π.μ. Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 28 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-7.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», ηλεκτρονικά με μέιλ στη διεύθυνση geographies@hua.gr. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Οι χάρτες, εικόνες, διαγράμματα, πίνακες κ.λπ., θα υποβάλλονται σε ξεχωριστό αρχείο εκτός του κυρίως κειμένου με τα υπομνήματά τους και εντός κειμένου θα αναφέρεται «εδώ σχήμα, χάρτης, πίνακας νο. 1, 2, 3 κ.ο.κ.». Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

N°28 - AUTUMN 2016

Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-7000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in geographies @hua.gr. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


000_Layout 1 06/12/2016 11:13 π.μ. Page 1

Π

3

Ε

Ρ

Ι

Ε

Χ

Doreen Massey 1944-2016 in memoriam

Ο

Μ

Ε

Ν

Α

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

75

Ευάγγελος Παυλής Μαζική εγκατάσταση αιολικών πάρκων και αρνητικές επιπτώσεις στο τοπίο. Η περίπτωση της επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη» στο Βόρειο Αιγαίο Ηώ Καρύδη Σιδηροδρομική υποδομή και επιχειρησιακές οικολογίες στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

85

4 12

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

24 35 48 58

Στέλιος Γκιάλης Εισαγωγή στο θεματικό αφιέρωμα Andrew Herod Labor’s Spatial Praxis and the Economic Geography of the Greek Crisis Μάνος Σπυριδάκης Χώρος και άτυπη εργασία. Η εθνογραφική εμπειρία της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας Βασίλης Αυδίκος Νέες γεωγραφίες της δημιουργικής εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης: Από τη συνεργατικότητα στην κολεκτιβοποίηση Μαρία Τσάμπρα, Στέλιος Γκιάλης Τα μεταβαλλόμενα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στην Ελλάδα της κρίσης Αλέξης Ιωαννίδης Περιφερειακή κατανομή των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα και εξέλιξή τους κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης

118

ΕΡΓΑ-

Δημήτρης Ιωάννου «Εξάρχεια 1974-2004: Σχεδιάσματα μιας ντελεζιανής γεωγραφίας»

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

122

Μυρτώ Γαλάνη

127

Λορένα Τσελεμέγκου

(Ανα)προσεγγίζοντας κενά και εγκαταλειμμένα έγγεια αποθέματα στον αστικό χώρο: Η προοπτική των αστικών commons. Προκλήσεις στο κέντρο της Αθήνας Νέες μορφές αστικοποίησης και τουριστική ανάπτυξη. Επενδύσεις στο Κάβο Σίδερο


000_Layout 1 06/12/2016 11:13 π.μ. Page 2

κυκλοφορούν από τις εκδόσεις νήσος

Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης

Ο χώρος στην αριστερή σκέψη Το βιβλίο εστιάζει στην αριστερή σκέψη για το χώρο επιχειρώντας ένα είδος συνθετικής («εσωτερικής» και «εξωτερικής») αριστερής ιστοριογραφίας. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαιτούσε εκτεταμένη διερεύνηση, την οποία το βιβλίο ανοίγει χωρίς να εξαντλεί. Αφετηρία για μια αριστερή προσέγγιση της έννοιας του χώρου και της υπόστασής του ως χωρικότητας είναι η αναγνώριση ότι ο χώρος δεν είναι κάτι έξω από την κοινωνία, κάτι που περιμένει κάπου εκεί έξω να ανακαλυφθεί, αλλά ότι ο χώρος παράγεται από την κοινωνία, εμπεριέχει τις, και εμπεριέχεται στις, κοινωνικές σχέσεις και γι’ αυτό είναι βαθύτατα πολιτικός.

Μάνος Σπυριδάκης (επιμέλεια)

Μετασχηματισμοί του χώρου Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις Σκοπός του τόμου είναι να αναδείξει τη διάσταση της έννοιας του χώρου ως διαδραστικής ολότητας, η οποία ενέχει κοινωνικές σχέσεις που, διαμεσολαβημένες καθώς είναι από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, με τη σειρά τους εκβάλλουν στον διαρκή ανασχηματισμό του διαμορφώνοντας επικράτειες τόσο κοινωνικών πρακτικών όσο και επιστημονικής έρευνας.

Νικόλαος Ίων Τερζόγλου

Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα Το βιβλίο επιχειρεί να διερευνήσει τους εννοιολογικούς μετασχηματισμούς της ιδέας του χώρου κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα, μέσα από ένα διεπιστημονικό πρίσμα μελέτης. Η διερεύνηση αυτή φανερώνει πως η κατανόηση, η ερμηνεία και η νοηματοδότηση της ιδέας του χώρου στον 20ό αιώνα από διακριτές επιστημονικές περιοχές ακολούθησε πολλαπλές πορείες, ρήξεις, συγκλίσεις και μεταμορφώσεις.


001_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 3

DOREEN MASSEY, 1944-2016, IN MEMORIAM

DOREEN MASSEY, 1944-2016. IN MEMORIAM Κωστής Χατζημιχάλης

Η Doreen Barbara Massey, διεθνώς γνωστή γεωγράφος, φεμινίστρια και πολιτική ακτιβίστρια της αριστεράς, πέθανε ξαφνικά τον Μάρτιο του 2016 στο σπίτι της, όπου ζούσε μόνη, στο Kilburn του βορειοδυτικού Λονδίνου. Το έργο της από το 1970 και έπειτα για τον χώρο, τον τόπο και την εξουσία ήταν διεθνώς γνωστό και ήταν ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ συναδέλφων, φίλων και ακτιβιστών στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μεγάλωσε σε εργατική οικογένεια στο Wythenshawe, γειτονιά του Μάντσεστερ και, όπως συχνά έλεγε, χάρη στο κοινωνικό κράτος τής δόθηκε η δυνατότητα για μόρφωση. Ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές της σπουδές στη γεωγραφία στην Οξφόρδη, εργάστηκε στο Centre for Environmental Studies το διάστημα 1968-1980 και συνέχισε, αφού έλαβε υποτροφία, τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Πενσιλβάνια των ΗΠΑ, το διάστημα 19711972. Το 1982 εκλέχθηκε καθηγήτρια στο Open University (OU), όπου παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή της, το 2009, και έδωσε διεθνή δυναμική στο Τμήμα Γεωγραφίας. Οι εργασίες με τον συνάδελφό της John Allen και οι ομαδικές συνεργασίες σε εκπαιδευτικές βιβλία, κατέστησαν τη γεωγραφία στο ΟU έναν σημαντικό κόμβο στη διεθνή διανόηση. Μεταξύ των σημαντικότερων βιβλίων της ήταν και τα Capital and Land (1978) (με την Alejandrina Catalano), The Anatomy of Job Loss (1982), (με τον Richard Meegan), Spatial Divisions of Labour (1984), Space, Place and Gender (1994), For Space (2005) και World City (2007), ανάμεσα σε πολλά άλλα. Η Doreen ήταν έντονα πολιτικοποιημένη και μόνιμα ενεργή σε κινήματα και εργατικούς αγώνες όπως στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων ενάντια στη Μάργκαρετ Θάτσερ στις αρχές του 1980, στο Greater London Council Socialist Project (με τους Hilary Wainwright και Robin Murray) αλλά και στη Λατινική Αμερική με τους Σαντινίστας στη δεκαετία του 1980, στη Venezuela του Hugo Chavez και στη Νότια Αφρική μετά το Απαρτχάιντ. Μετά το κλείσιμο του περιοδικού Marxism Today, στο οποίο έγραφε συχνά, το 1995 άρχισε να εκδίδει με τους Stuart Hall και Michael Rustin το αριστερό περιοδικό Soundings. Με την ίδια ομάδα και πολλούς/ές άλλους/ες ακτιβιστές και ακτιβίστριες συνέγραψαν το Kilburn Manifesto, μία διακήρυξη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Είχε τιμηθεί με δεκάδες βραβεία και τιμητικά διπλώματα, μεταξύ των οποίων και το βραβείο Vautrin Lud, το οποίο θεωρείται το Νόμπελ της γεωγραφίας, αλλά αρνήθηκε την τιμητική αναγόρευση σε Ιππότη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν πολύ γνωστή και αγαπητή στην Ελλάδα και είχε επισκεφθεί επαλειμμένα διάφορες περιοχές με αφορμές συνέδρια, διαλέξεις, πολιτικές επαφές αλλά και για διακοπές. Κατά τις επισκέψεις της έχει δώσει δεκάδες συνεντεύξεις σε εφημερίδες και περιοδικά. Τον Νοέμβριο του 2012 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτορας στο Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου. Σε ένα από τα προσεχή τεύχη των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ θα έχουμε εκτεταμένο αφιέρωμα στη ζωή και το έργο της.

3


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 4

4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 4-11

Θ

Ε

Μ

Α

Τ

Ι

Κ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Α

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Στέλιος Γκιάλης1

Geographies of work and uneven development in Europe during the crisis: an introduction to the special issue Stelios Gialis 1. Γεωγραφία της Εργασίας: για μια επιστημονική συζήτηση που άνοιξε και πρέπει να διευρυνθεί Οι εργασίες του ανά χείρας αφιερώματος αποτελούν προϊόν μιας θετικής συνύπαρξης των συγγραφέων τους στο πλαίσιο του μονοήμερου συνεδρίου/ημερίδας με τίτλο «Γεωγραφίες της εργασίας και της άνισης ανάπτυξης στην Ευρώπη της κρίσης», που διεξήχθη στις 30 Απριλίου του 2015 στην Αθήνα, στο κτήριο «Κωστής Παλαμάς» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών2. Η πρόταση της Συντακτικής Επιτροπής και του εκδότη των Γεωγραφιών για ένα αφιέρωμα του περιοδικού στη Γεωγραφία της Εργασίας, το οποίο θα συγκεντρώνει ορισμένες από τις ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν, έγινε άμεσα και αυτονόητα δεκτή. Στην εισαγωγή αυτή θα προσπαθήσω να παρουσιάσω σύντομα τα άρθρα που συναποτελούν το αφιέρωμα, καθένα εκ των οποίων ενσωματώνει σε διαφορετικό βαθμό τμήματα της σύγχρονης προβληματικής της Γεωγραφίας της Εργασίας. Πριν γίνει αυτό όμως θα προσπαθήσω να εισαγάγω τον αναγνώστη του αφιερώματος σε κάποιες, αναγκαστικά περιορισμένες, πτυχές της προβληματικής του σχετικά νεοσύστατου επιστημονικού αυτού πεδίου. Συγκεκριμένα, θα εστιάσω στη σχέση μεταξύ εργατικής δράσης και τοπικής κλίμακας. Περαιτέρω θεωρητικές, πολιτικές και εμπειρικές διαστάσεις της Γεωγραφίας της Εργασίας αναπτύσσονται αναλυτικά και για το ελληνόγλωσσο κοινό στο νεοεκδοθέν βιβλίο3 Γεωγραφία της Εργασίας: Εργατική δράση, ευέλικτη απασχόληση και χωρικές ανισότητες (βλέπε Γκιάλης και Ηerod, 2015). Συνοπτικά, η Γεωγραφία της Εργασίας είναι ο κλάδος της σύγχρονης κριτικής γεωγραφικής σκέψης ο οποίος: Πρώτον, μελετά και παρουσιάζει τους εργάτες από μια νέα θεωρητική σκοπιά, ως ενεργούς γεωγραφικούς δρώντες που αναπτύσσουν τα δικά τους χωρικά μορφώματα και προσπαθούν να εφαρμόσουν χωρικές στρατηγικές ως μέρος των πολιτικών και οικονομικών τους αγώνων. Μέσα από την προσπάθειά τους αυτή, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή, επιδιώκουν να διαμορφώσουν την οικονομική γεωγραφία του καπιταλισμού σύμφωνα με τους δικούς τους στόχους, αλλά όχι κάτω από συνθήκες αποκλειστικά δικής τους επιλογής. Δεύτερον, υποστηρίζει με βάση τα εννοιολογικά της εργαλεία αλλά και εμπειρικά ευρήματα πως, οι εργάτες χρειάζονται μια διαφορετική «χωρική παγιοποίηση» (spatial fixity) από εκείνη που προτάσσουν το κεφάλαιο ή το κράτος για να εξασφαλίσουν την καθημερινή ή την από γενιά σε γενιά αυτό-αναπαραγωγή τους. Με αυτήν την έννοια, τα «ιδανικά» χωρικά αποκρυσταλλώματα και σχέδια των εργατών, των καπιταλιστών και του κράτους συνήθως αλληλοσυγκρούονται. Αυτή η παραδοχή επιτρέπει μια πολύ πιο δυναμική θεώρηση του ότι η οικονομική 1. Επικουρος Καθηγητής, Τμ. Γεωγραφίας, Παν. Αιγαίου, stgialis@aegean.gr


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 5

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

γεωγραφία του καπιταλισμού είναι αντικείμενο ενεργών αγώνων ως μέρος της χωρικής πράξης του κάθε κοινωνικού δρώντος – δεν εξελίσσεται απλώς σύμφωνα με την εσωτερική λογική της καπιταλιστικής συσσώρευσης αλλά υπόκειται σε αμφισβήτηση, τόσο άμεση όσο και έμμεση. Τρίτον, μελετά την εργασία, το κεφάλαιο και το κράτος ως πολυσύνθετους και ενίοτε αντιφατικούς, και όχι σαν μονολιθικούς, κοινωνικο-χωρικούς δρώντες, καθώς διαφορετικά τμήματα μέσα στην καθεμία από αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες προτιμούν πολύ διαφορετικά χωρικά μορφώματα και αναπτύσσουν αποκλίνουσες στρατηγικές για να τα καθιερώσουν στο τοπίο. Αυτά τα αξιώματα αποτελούν μέρος της βασικής θεμελίωσης της αγγλόφωνης Γεωγραφίας της Εργασίας, ορισμένα εκ των οποίων αναλύονται περαιτέρω στις υπο-ενότητες που ακολουθούν με έμφαση στη σημασία της τοπικής κλίμακας.

2. Η σημασία του τόπου για τους εργαζόμενους και τη δράση τους H μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων στον σύγχρονο κόσμο είναι «δεμένη» με έναν συγκεκριμένο τόπο στον οποίο ζει και εργάζεται. Είναι με άλλα λόγια τοπικά προσδιορισμένη και οριοθετημένη. O κάθε τόπος (place) είναι ένα συγκεκριμένο τμήμα της γήινης επιφάνειας το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μοναδική αίσθηση του «ανήκειν» που τον καθιστά διαφορετικό από άλλους και ταυτόχρονα τον φορτίζει με σηματοδοτήσεις και νοήματα. O τόπος είναι ταυτισμένος από πολλούς γεωγράφους με την τοπική κλίμακα (local scale), την κλίμακα δηλαδή στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι ασκούν τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Η διαφορετικότητα ανάμεσα στους τόπους είναι προϊόν της ανθρώπινης πρόσδεσης, υλικής αλλά και συναισθηματικής, σε αυτούς. Οι εργαζόμενοι, που αποτελούν και το κέντρο της προσοχής του ανά χείρας αφιερώματος, ζουν και εργάζονται σε συγκεκριμένους τόπους και όχι σε άλλους και, κατά συνέπεια, είναι προσδεδεμένοι με τους τόπους αυτούς. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν συγκεκριμένα υλικά συμφέροντα από τη διαμονή τους εκεί, με κυρίαρχα αυτά της εργασίας, της κατοικίας και της αναψυχής, που πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένες χωρικές υπο-ενότητες του τόπου

τους. Πρώτα και κύρια, η έννοια της τοπικής πρόσδεσης (local-dependence) προκύπτει από το ότι οι ταξικές σχέσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις και εργοδότες αναπτύσσονται σε συγκεκριμένους τόπους και, με αυτή την έννοια, είναι τοπικά-προσδιορισμένες και εξειδικευμένες ταξικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια του βίου τους, δε, οι άνθρωποι αναπτύσσουν ένα ευρύτερο πλέγμα σχέσεων, πέραν των εργασιακών, με αποτέλεσμα η υλική τους επιβίωση και ευμάρεια να εξαρτώνται από τις εκάστοτε συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον «τόπο τους» και όχι σε άλλους τόπους. Αυτό εξηγεί και το γιατί, ακόμη και αν η εργασιακή πρόσδεσή τους εκεί έχει εκλείψει, συχνά οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν να αλλάξουν τόπο. Σημαντική παράμετρος διαμόρφωσης της φυσιογνωμίας των τόπων είναι η κανονικότητα και η επανάληψη των κοινωνικο-ταξικών, παραγωγικών αλλά και άλλων σχέσεων που αναπτύσσουν οι άνθρωποι που τους κατοικούν. Έτσι, τα θεσπισμένα ωράρια, οι νόμοι λειτουργίας των επιχειρήσεων και οι λοιποί θεσμοί και πρακτικές διαμορφώνουν μια καθημερινή, πλην ειδικών εξαιρέσεων, φυσιολογική λειτουργία των χώρων παραγωγής και κατανάλωσης, χωρίς την οποία η καθημερινή ζωή στον κάθε τόπο θα ήταν μη λειτουργική ή αβίωτη. Συνολικά λοιπόν, οι τόποι αποκτούν δομική υπόσταση και συνοχή, τόσο σε υλικό όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να είναι ξεχωριστοί για τους ανθρώπους και τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε αυτούς. Εξίσου σημαντική με τη μοναδικότητα και διαφορετικότητα, ως αναπόσπαστο στοιχείο προσδιορισμού του κάθε τόπου, είναι και η σημασία των υπερ-τοπικών ή δια-τοπικών σχέσεων. Πράγματι, η ανάπτυξη των επικοινωνιών μεταφορών και επικοινωνιών, αλλά και η «παγκοσμιοποίηση» των διαδικασιών παραγωγής και ανταλλαγής έχουν καταστήσει σημαντικό προσδιοριστικό στοιχείο της φυσιογνωμίας των τόπων τόσο το τι συμβαίνει μέσα σε αυτούς όσο και το τι συμβαίνει έξω από αυτούς. Αυτό γιατί, ό,τι συμβαίνει έξω από αυτούς επενεργεί στο εσωτερικό των τόπων και αδιαχώριστα αλληλοδιαπλέκεται με τις εσωτερικές διαδικασίες, έτσι που οι τόποι να είναι και τα δύο πράγματα ταυτόχρονα: τοπικές/εσωτερικές και μη-τοπικές/εξωτερικές διαδικασίες, πρακτικές και συμβάντα που διασταυρώνονται σε συγκεκριμένα «σημεία» και τα καθιστούν «ιδιαίτερους τόπους». Έτσι οι τόποι δεν χαρακτηρίζονται μόνο από την τοπικότητα αλλά και από την τοπική αποκρυ-

5


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 6

6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 4-11

στάλλωση της παγκοσμιότητας. Μία σειρά από πολυπλόκαμες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό ενός τόπου έχουν το ένα άκρο τους εκεί και τα υπόλοιπα σε άλλους τόπους του «παγκόσμιου χωριού». Έτσι, οι έννοιες του τόπου του χώρου δεν μπορούν πλέον να εύκολα να διαχωριστούν η μία από την άλλη, καθώς οι διαφορετικοί τόποι (στενά) αλληλοδιαπλέκονται και (άνισα) αλληλεξαρτώνται, διαρκώς επανα-συντιθέμενοι μεταξύ τους σε ενιαίους χώρους. Σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι και η εργασία που προσφέρουν είναι προσδεδεμένοι με συγκεκριμένους τόπους ή πακτωμένοι σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Εξαιρούμενων ορισμένων κλάδων των μεταφορών, στους οποίους οι εργαζόμενοι μετακινούνται συνεχώς και συχνά διανυκτερεύουν εκτός του τόπου κατοικίας τους, στη μεγάλη πλειονότητα των άλλων κλάδων η παραγωγική διαδικασία αναγκαστικά εμπλέκει τους εργαζόμενους σε δραστηριότητες και μετακινήσεις εντός τοπικών ορίων. Πράγματι, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι εργαζόμενοι σε εργοστάσια, καταστήματα εμπορίου, εταιρείες παροχής υπηρεσιών ή αποθήκες πρέπει να μετακινηθούν καθημερινά προς τις εγκαταστάσεις της επιχείρησης με την οποία έχουν συνάψει κάποιας μορφής σύμβαση εργασίας, ώστε να επιτελέσουν τα καθήκοντά τους. Ακόμη και σε σύγχρονες δραστηριότητες, που αξιοποιούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης ή εξ αποστάσεως εργασία ή παράλληλη απασχόληση των εργαζομένων σε διάφορα υποκαταστήματα, δεν παύει να απαιτείται η κατά περιόδους συστηματική παρουσία των εργαζομένων σε συγκεκριμένους τόπους εργασίας. Παράλληλα, οι εργάτες πρέπει να πάνε σπίτι για ύπνο κάθε βράδυ και επομένως υπάρχουν συγκεκριμένα «φυσικά» όρια εντός των οποίων μπορούν να μετακινηθούν σε καθημερινό επίπεδο. Έτσι, μπορεί η ανάπτυξη των υποδομών μεταφορών και οι συναφείς τεχνολογίες να έχουν επιτρέψει τη σημαντική διεύρυνση της μέσης ημερήσιας απόστασης εργασίας-κατοικίας, εντούτοις όμως η απόσταση αυτή παραμένει εντός κάποιων λελογισμένων ορίων. Όπως η παραγωγή νέων αξιών είναι αναγκαστικά τοπικής κλίμακας έτσι και η κατανάλωση των παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών είναι προσδεδεμένη με συγκεκριμένους τόπους. Κάποια τοποθεσία εντός της οποίας έχουν συσταθεί και λειτουργούν αγορές είναι απαραίτητη ώστε τα προϊόντα να διατεθούν προς πώληση, να αγοραστούν από τους εργαζόμενους-κατανα-

λωτές και, τελικά, να καταναλωθούν. Μεταξύ άλλων, αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη ώστε να ολοκληρωθεί ο κύκλος αναπαραγωγής του κεφαλαίου και να συνεχίσει σε διευρυμένη κλίμακα η κερδοφορία, εκ των ουκ άνευ παράγοντας για τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Επίσης, οι θεσμοί και οι πρακτικές πέρα από το ότι αποκρυσταλλώνονται σε τοπικές δομές γύρω από την εργασία, αποκτούν μιας μορφής «τοπική αδράνεια». Έτσι, οι νεότεροι εργαζόμενοι σε έναν τόπο, είτε έχουν μεγαλώσει σε αυτόν είτε είναι μετανάστες από άλλες περιοχές, γρήγορα εξοικειώνονται με όλες τις τοπικές δομές και δραστηριότητες που συγκροτούν την τοπική κοινωνία. Οι δομές αυτές μπορεί να συνδέονται με την παραγωγή, όπως, για παράδειγμα, μια περιοχή εγκατάστασης επιχειρήσεων, με την τοπική διοίκηση και τις δομές πρόνοιας, όπως ένα νοσοκομείο, ή την αναπαραγωγή και αναψυχή, όπως οι τοπικές ταβέρνες και χώροι διασκέδασης. Οι δομές αυτές χρησιμοποιούνται από τους κατοίκους και τους εργαζόμενους, νεότερους και ηλικιωμένους, και συνήθως δεν αλλάζουν δραματικά στο πλαίσιο λίγων δεκαετιών. Έτσι, οι εργαζόμενοι αποτελούν συστατικό κομμάτι των τοπικών δομών και δραστηριοτήτων και της σχετικής αδράνειας που αυτές φέρουν, και συμβάλλουν, με τη σειρά τους, στη σταθερότητα των δομών αυτών. Είναι, ούτως ειπείν, «μαθημένοι να ζουν» στους τόπους αυτούς και όχι σε κάποιους άλλους. Τα παραπάνω αποδίδουν στους τόπους εξαιρετικής σημασίας χαρακτηριστικά, τόσο υλικού όσο και συμβολικού χαρακτήρα. Είναι χαρακτηριστικό, και εύκολα αναγνωρίσιμο, πώς οι εργαζόμενοι έπειτα από αρκετά χρόνια εργασίας και ζωής, θεωρούν τον τόπο τους ως συστατικό κομμάτι της ύπαρξής τους, το οποίο δυσκολεύονται να αποχωριστούν. Έτσι, δεν είναι λίγα τα παραδείγματα όπου οι επιχειρήσεις εγκαταλείπουν τους τόπους αλλά οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να αναζητούν λύσεις εργασίας και επιβίωσης σε αυτούς, παρά το γεγονός ότι η φτώχεια και η ανεργία θα μπορούσαν δυνητικά να αντιμετωπιστούν, αν επέλεγαν να μεταναστεύσουν.

3. Τοπική γείωση και χωρική ευελιξία εργαζόμενων και επιχειρήσεων Οι τόποι είναι εξαιρετικής σημασίας για τους εργαζόμενους επειδή οι αγορές εργασίας εντός των οποίων βρίσκουν απασχόληση ή αναζητούν εργασία είναι θε-


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 7

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

μελιωδώς και κατ’ ουσίαν τοπικά συγκροτημένες. H τοπική συγκρότηση των αγορών εργασίας και της καθημερινής ζωής των εργατών είναι, σε κάθε περίπτωση, ένας επιπλέον παράγοντας που συμβάλλει στον κατακερματισμό τους σε επιμέρους αντιτιθέμενες ομάδες, και στον ελλιπή συντονισμό στη βάση των πραγματικών τους συμφερόντων. Μπορεί οι εργαζόμενοι ενός κλάδου να αναγνωρίζουν το δίκαιο των αιτημάτων των συναδέλφων τους σε κάποιους άλλους τόπους, και την ανάγκη να συμπλεύσουν με αυτούς διεκδικώντας τα κοινά τους συμφέροντα. Η βούλησή τους όμως αυτή, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, υπερκεράζεται από το γεγονός πως ζουν και εργάζονται σε έναν συγκεκριμένο τόπο, διαφορετικό από εκείνο των συναδέλφων τους, που «απαιτεί» από αυτούς να παραγνωρίσουν το «καθολικό συμφέρον» του κλάδου ή της τάξης τους, προς όφελος του «ειδικού συμφέροντος» της επιχείρησης και του τόπου τους. Η απειλή της απώλειας των θέσεων εργασίας μπορεί να ωθήσει τους τοπικούς εργάτες στην υποστήριξη των αιτημάτων των εργοδοτών, σε ευθεία αντιπαράθεση με εργαζόμενους άλλων περιοχών που επιλέγουν τη διεκδίκηση. Με τη σειρά τους και οι επιχειρήσεις είναι προσδεδεμένες σε συγκεκριμένους τόπους, παρά τη σχετικά μεγαλύτερη χωρική ευελιξία που το κεφάλαιο απολαμβάνει στις σύγχρονες κοινωνίες. Παρόλο που μοιάζει, και είναι, αντιφατικό το ότι οι επιχειρήσεις χρειάζονται τη «γείωση» σε συγκεκριμένους τόπους, ενώ ταυτόχρονα αναζητούν χωρική ευελιξία, εντούτοις υπάρχουν κλάδοι και δραστηριότητες που, όπως και οι εργαζόμενοι, είναι «παγιδευμένοι» σε κάποιους τόπους και στερούνται σημαντικών βαθμών «χωροθετικής ευελιξίας». Ενώ, παραδείγματος χἀρη, οι μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις μπορούν να αναθέσουν υπεργολαβικά μεγάλα τμήματα της παραγωγής τους σε άλλους τόπους, εντούτοις δεν είναι εύκολο να μετακινηθούν ολότελα σε άλλες περιοχές. Αυτό είναι φυσιολογική συνέπεια των επενδύσεων σε υποδομές και γη που έχουν κάνει στον αρχικό τόπο εγκατάστασής τους, της εξειδίκευσης των εργαζομένων στην περιοχή, των συνεπειών που θα έχει η απόσυρσή τους αυτή στις πωλήσεις των προϊόντων τους και μιας σειράς άλλων παραμέτρων. Η παρατήρηση αυτή φαίνεται να έρχεται σε αντίφαση με τη διαπιστωμένη μεγαλύτερη χωροθετική ευελιξία κεφαλαίου και επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν είναι όλες οι επιχειρήσεις στον ίδιο

βαθμό χωρικά ευέλικτες όπως, αντίστοιχα, δεν είναι και όλοι οι εργαζόμενοι στον ίδιο βαθμό τοπικά «πακτωμένοι». Ανάμεσα στην απεριόριστη χωρική ευελιξία και στην πλήρη τοπική αδράνεια βρίσκεται ένα εκτεταμένο συνεχές εντός του οποίου τοποθετούνται όλες οι διαφορετικές κατηγορίες και τύποι επιχειρήσεων. Η θέση που λαμβάνει μια επιχείρηση στο συνεχές αυτό καθορίζεται από σειρά παραμέτρων όπως, μεταξύ άλλων, ο κλάδος στον οποίον ανήκει, το μέγεθος και ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολεί ή η εταιρική της δομή. Αναμφίβολα, οι μεγάλες επιχειρήσεις με ανεπτυγμένο τεχνικό καταμερισμό εργασίας και ισχυρή κεφαλαιακή βάση έχουν τη δυνατότητα μεγαλύτερης χωρικής ευελιξίας και μπορούν να επιλέγουν τους τόπους εγκατάστασης των επιμέρους σταδίων της παραγωγικής διαδικασίας ανάλογα με τις ανάγκες τους. Με αυτήν την έννοια, μετεξελίσσονται από τοπικού ή εθνικού χαρακτήρα επιχειρήσεις σε πολυεθνικά εταιρικά σχήματα, ενώ όσες έχουν ήδη μια υπερεθνική δομή αναπτύσσουν περαιτέρω τη διεθνική τους διάρθρωση αναπροσδιορίζοντας τους τόπους εγκατάστασης των επιμέρους δραστηριοτήτων τους, εντάσσοντας νέους τόπους καινούργιων χωρών στο «μενού» των χωροθετικών τους επιλογών, και αφαιρώντας άλλους από τη σχετική λίστα. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι μεγαλύτερες των μεγάλων επιχειρήσεων δεν βρίσκονται σε συνεχή κίνηση ούτε μπορούν να λειτουργούν ως άλλα «μέσα μεταφοράς σε διαρκή κίνηση», προκειμένου να επιτελούν τον παραγωγικό τους ρόλο. Στον βαθμό που επιλέγουν να επενδύσουν σε έναν τόπο οφείλουν, και προσπαθούν, να επιδείξουν μια αφοσίωση σε αυτόν, αναπτύσσοντας τοπικούς δεσμούς και έναν ικανό βαθμό ενθήκευσης (local embeddedness). Επιλέγοντας τον εκάστοτε τόπο για να αντλήσουν φυσικούς πόρους ή να οργανώσουν την παραγωγή προϊόντων ή ακόμη για να πουλήσουν τα προϊόντα τους, αποκτούν αυτομάτως τοπικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα. Διαμέσου της διαδικασίας επιλογής τοπικών συνεργατών, πρόσληψης εργατών, δημιουργίας εγκαταστάσεων παραγωγής και πώλησης, αλλά και μέσω της προσπάθειας συμμόρφωσης με το τοπικό ρυθμιστικό πλαίσιο και πρακτικές, τα ενδιαφέροντα των επιχειρήσεων μετεξελίσσονται σε ισχυρά τοπικά συμφέροντα. Έτσι, οι τοπικοί δεσμοί, που περιλαμβάνουν την καλλιέργεια κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας με ποικίλους τοπικούς παράγοντες και

7


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 8

8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 4-11

φορείς γίνονται ισχυροί, και οι επιχειρήσεις επιθυμούν να μείνουν «εδώ» και όχι να μετεγκατασταθούν «εκεί». Ακόμη και αν η επιθυμία μετεγκατάστασης γίνει σταδιακά ισχυρή, η τελική απόφαση πρέπει να σταθμιστεί με μεγάλη προσοχή, καθώς περιλαμβάνει νέα κόστη, αποεπένδυση και απόσυρση από υφιστάμενες αγορές, απαξίωση εγκαταστάσεων, αλλά και συνυπολογισμό του ρόλου των επιχειρήσεων-ανταγωνιστών. Το επίπεδο χωρικής ευελιξίας των επιχειρήσεων, που είναι σημαντικά μεγαλύτερο ανάμεσα στις πολυεθνικές εταιρείες, όπως ήδη ειπώθηκε, είναι μεταβαλλόμενο ανάλογα με την οικονομική και πολιτική συγκυρία αλλά επηρεάζεται και από τον βαθμό μονοπώλησης του κάθε κλάδου. Έτσι, τις τρέχουσες δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος παρατηρείται υψηλός βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Μία έκφραση του γεγονότος αυτού είναι οι μερικές εκατοντάδες πολυεθνικών που ελέγχουν ένα τεράστιο, και ολοένα διευρυνόμενο, ποσοστό της παραγόμενης αξίας και, κατά συνέπεια, έχουν γιγάντια οικονομικο-πολιτική δύναμη και πλούτο. Οι επιχειρήσεις αυτές έχουν δεκάδες εκατοντάδες εγκαταστάσεων και γραφείων, απλωμένων σε εξίσου πολλούς τόπους του πλανήτη. Η δυνατότητά τους να επενδύουν σε έναν τόπο και να εγκαταλείπουν έναν άλλο, περισσότερο αυξημένη από ό,τι σε κάθε άλλη ιστορική περίοδο, εξακολουθεί να καθορίζεται από τοπικές αδράνειες, όπως αυτές που επισημάνθηκαν στις προηγούμενες παραγράφους. Παράλληλα, δε, η τοπική «γείωση» των πολυεθνικών αυτών γίνεται μέσω ενός πολύπλοκου δικτύου τοπικών θυγατρικών, δορυφορικών εταιρειών ή υπεργολάβων. Ειδικά στην περίπτωση των υπεργολάβων συνεργατών, που πολύ συχνά είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα φαινόμενα τοπικής πρόσδεσης είναι πολύ ισχυρά. Το γεγονός της κυριαρχίας των πολυεθνικών παραγωγικών/αξιακών αλυσίδων δεν αναιρεί την παρουσία ενός κατά πολύ μεγαλύτερου αριθμού μικρότερων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι σε σημαντικό βαθμό τοπικού χαρακτήρα και συνυπάρχουν σε σχέσεις συνεργασίας αλλά και ανταγωνισμού με τις χωρικά ευέλικτες πολυεθνικές. Με άλλα λόγια, η παραγωγική διαδικασία και οι αγοραπωλησίες προϊόντων στον σύγχρονο καπιταλισμό εξακολουθούν να είναι διαδικασίες ισχυρά συνυφασμένες με συγκεκριμένους τόπους απαιτώντας την τοπική ενθήκευση των επιχειρήσεων.

3. Κατακερματισμός στις αγορές εργασίας, επιχειρήσεις, ευέλικτη εργασία και Γεωγραφία της Εργασίας Εξίσου πολυδιάστατος και σύνθετος είναι και ο ρόλος των αγορών εργασίας, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν φαίνεται να λειτουργούν σύμφωνα με τις θετικιστικές προσεγγίσεις των νεοκλασικών οικονομολόγων, ούτε και με βάση τις νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες περί «ελεύθερης ανταλλαγής εμπορευμάτων σε αδιατάρακτα λειτουργούσες αγορές». Αυτό απορρέει, μεταξύ άλλων, και από την ιδιαίτερη φύση του «εμπορεύματος εργασία» το οποίο δεν μπορεί να ρυθμιστεί και να υπαχθεί σε καθεστώς ανταλλαγής παρά μόνο ατελώς. Αποτέλεσμα του ατελούς αυτού χαρακτήρα των αγορών εργασίας είναι πως μια υπάρχει μια ποικιλία δυνάμεων, φορέων και δρώντων που διαμεσολαβούν ανάμεσα στο εμπόρευμα «εργατική δύναμη» και την ίδια την αγορά εργασίας. Οι αγορές εργασίας κατασκευάζονται και ρυθμίζονται κοινωνικά αλλά και διαφοροποιούνται γεωγραφικά. Όσον αφορά την κοινωνική τους κατασκευή και ρύθμιση, αυτή συνδέεται με όλους εκείνους τους θεσμούς, τους μηχανισμούς και τις πρακτικές (π.χ., κρατικοί φορείς, ελεγκτικές αρχές, νομοθετικό πλαίσιο, καθιερωμένες μορφές απασχόλησης) που επιδρούν και αξιοποιούνται όποτε ένας εργαζόμενος βρίσκει απασχόληση σε κάποια επιχείρηση. Περιλαμβάνουν επίσης το σύνολο των μεμονωμένων αλλά και συλλογικών πρακτικών που τα δύο μέρη της εργασιακής σχέσης, δηλαδή οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, εφαρμόζουν όταν εμπλέκονται σε ρητές ή άρρητες συμφωνίες εργασίας. Οι θεωρίες κοινωνικο-χωρικής ανισότητας και κατακερματισμού στις αγορές εργασίας άσκησαν κριτική στις προγενέστερες εκδοχές τους κατηγορώντας τις για μονομερή εστίαση στο εθνικό επίπεδο ανάλυσης και έλλειψη «γεωγραφικής ευαισθησίας» για άλλες χωρικές κλίμακες, όπως η τοπική ή η περιφερειακή. Ενσωμάτωσαν, δε, στο ερμηνευτικό τους πλαίσιο τη χωρική διαφοροποίηση και τον ρόλο που αυτή έχει στα ζητήματα ρύθμισης και διαχωρισμού στις αγορές εργασίας. Μίλησαν έτσι για κατακερματισμό που, μεταξύ άλλων, προκαλείται και αναπαράγεται λόγω χωρικότητας, γεωγραφικής διαφοροποίησης και άνισης ανάπτυξης. Ο προσδιορισμός των τοπικών αγορών εργασίας δεν συνίσταται τόσο στη χαρτογράφηση των ορίων τους μέσα


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 9

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

από τον προσδιορισμό χρόνων και προτύπων διαδρομών μετάβασης από την κατοικία στην εργασία. Έχει να κάνει, αντίθετα, με τον προσδιορισμό των βαθύτερων εκείνων δομών και λειτουργιών που επενεργούν τοπικά και που καθιστούν την εκάστοτε αγορά εργασίας όμοια ή διαφορετική από ό,τι οι άλλες. Συνολικά, κατακερματισμός και η ευελιξία στην αγορά εργασίας είναι πρακτικά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, οι δύο αδιαίρετες πλευρές μιας ενιαίας διαδικασίας που ακούει στο όνομα «έλεγχος και αναδιάρθρωση». Παρά τις αλλεπάλληλες τέτοιες αναδιαρθρώσεις νεοφιλελεύθερου χαρακτήρα τις πρόσφατες δεκαετίες, οι υπαρκτές αγορές εργασίας σε τόπους και περιοχές της ΕΕ και αλλού απέχουν πολύ από τα νεοκλασικά πρότυπα ανόθευτου ανταγωνισμού και δυναμικών εξισορρόπησης. Αντίθετα, αυτό που παρατηρείται είναι οι ισχυρές διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε ομάδες εργαζομένων του «κεντρικού πυρήνα», που απολαμβάνουν καλύτερες εργασιακές σχέσεις και έχουν καλύτερες απολαβές, και σε «περιφερειακές ομάδες» εργαζομένων που απασχολούνται με ευέλικτες, άτυπες ή παράνομες μορφές εργασίας και χαμηλές αποδοχές. Φαίνεται μάλιστα να υπάρχει μια τάση διεύρυνσης του μεγέθους και του ειδικού βάρους της δεύτερης ομάδας εργαζομένων (περιφερειακή) έναντι της πρώτης (κεντρική), ειδικά σε χώρες, όπως η Ελλάδα, που χτυπήθηκαν έντονα από την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, διαφορετικές στρατηγικές ευέλικτης εργασίας, ανάλογα και με τους υπάρχοντες διαχωρισμούς στις αγορές εργασίας, εφαρμόζονται πάνω σε διαφορετικά τμήματα των εργαζομένων. Αυτές οι διαφορετικές στρατηγικές, με τη σειρά τους, συμβάλλουν σε μια διαρκή αλλαγή και επαναπροσδιορισμό των υφιστάμενων εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών. Συνολικά, πλάι στη βασική αντίθεση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, που είναι «διαρκώς και πανταχού παρούσα» υπάρχει και δρα μια σειρά από άλλες δευτερεύουσες, πλην όμως σημαντικές, αντιθέσεις. Τέτοιες είναι, η αντίθεση ανάμεσα σε γυναίκες και άνδρες, ανάμεσα σε νέους και παλαιούς εργαζόμενους, σε κεντρικούς και περιφερειακούς, σε εκείνους που απολαμβάνουν περισσότερες αποδοχές ή παροχές και στους άλλους που τις στερούνται. Πλάι σε αυτές τις δευτερεύουσες αντιθέσεις μπορεί να τοποθετηθεί και αυτή ανάμεσα σε εργαζόμενους μιας τοπικής αγοράς εργασίας ως προς αυτούς μια άλλης αγοράς εργασίας (π.χ., δύο γειτονικές πόλεις που διεκδικούν η μία από

την άλλη την εγκατάσταση μια μεγάλης εταιρείας που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας). Αντιθέσεις που, σε τελική ανάλυση, είναι αποτέλεσμα της ενδογενούς τάσης του καπιταλισμού να αναπτύσσει και βαθαίνει τον κοινωνικό και τεχνικό καταμερισμό της εργασίας.

4. Αντί επιλόγου: προλεγόμενα για τις εργασίες του ειδικού τεύχους/αφιερώματος Δεδομένων των περιορισμών που το ίδιο το μέγεθος του τεύχους θέτει, επιλέχθηκαν τελικά πέντε αντιπροσωπευτικές της θεματολογίας του συνεδρίου εργασίες που δημοσιεύονται στις σελίδες που ακολουθούν. Οι φίλοι και συνάδελφοι, στους οποίους απευθύνθηκα, στήριξαν πρόθυμα τόσο το συνέδριο, με τη συμμετοχή τους και τις εισηγήσεις τους, όσο και την ιδέα του παρόντος αφιερώματος, με τα κείμενά τους4. Διπλή η στήριξη, διπλές και οι ευχαριστίες που τους οφείλονται. Όχι μόνο γιατί ανταποκρίθηκαν με επιστημονική συνείδηση και επάρκεια αλλά, και κυρίως, επειδή θέλησαν να συμβάλουν στο εγχείρημα της διάδοσης του σύγχρονου προβληματισμού για το χώρο, την εργασία και τη δράση των εργαζομένων από τη δική τους σκοπιά και με τις δικές τους δυνάμεις. Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο του Andrew Herod, μαθητή του Neil Smith, αλλά και φίλου και δικού μου δασκάλου στα της χωρικότητας της εργατικής δράσης. Στην παρέμβαση του με τίτλο “Labor’s Spatial Praxis And The Economic Geography Of The Greek Crisis”, αναπτύσσει τις βασικές θέσεις και αρχές της Γεωγραφίας της Εργασίας, όπως πρώτος αυτός της εισηγήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, σηματοδοτώντας μια επιστημολογική τομή στη σύγχρονη Οικονομική Γεωγραφία. Παράλληλα, αναλύει τα ευρήματα δύο εμπειρικών μελετών που αφορούν σε διεκδικήσεις και αγωνιστικές αντιδράσεις οι οποίες εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης. Οι μελέτες αυτές εκπονήθηκαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας μας στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής μου έρευνας5, και ο Andrew Herod έδειξε από την αρχή μεγάλο ενδιαφέρον για τα σχετικά ευρήματα και την προσπάθεια εξαγωγής γενικεύσιμων συμπερασμάτων από τους αγώνες που πρόσφατα αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα. Έτσι, μελετάει τις χωρικές διαστάσεις των αντιστάσεων ενάντια στο περίφημο «χαράτσι», το φόρο δηλαδή επί της ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε

9


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 10

10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 4-11

μέσω των λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος, κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο, αλλά και τη γεωγραφική στρατηγική των χαλυβουργών κατά την πολύμηνη απεργιακή διεκδίκηση ενάντια στις απολύσεις στην Ελληνική Χαλυβουργία στον Ασπρόπυργο. Καταλήγει, δε, στο ότι η χειραφετική δράση των εργατών, παρά τις μεγάλες δυσκολίες της συγκυρίας, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία τοπίων προς όφελός τους. Για τον λόγο ακριβώς αυτόν καλεί σε μετάθεση του επίκεντρου εστίασης από τις δράσεις του κράτους και των εργοδοτών στη δυναμική της εργατικής δράσης και των κινημάτων, και στο πώς μπορεί αυτή να γίνει πιο αποτελεσματική. Στη συμβολή του με τίτλο: «Χώρος και άτυπη εργασία. Η εθνογραφική εμπειρία της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας», ο Μάνος Σπυριδάκης μετατοπίζει το ενδιαφέρον από τις άμεσες κινηματικού χαρακτήρα εργατικές αντιστάσεις, σε «έμμεσες», «σιωπηλές», καθημερινές και μικρότερης κλίμακας αντιδράσεις, μελετώντας παράλληλα το ανθρωπολογικό και ενθογραφικό πλαίσιο στο οποίο αυτές εντάσσονται. Συγκεκριμένα, εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης επιχειρούν να επιτύχουν τους όρους της κοινωνικής τους αναπαραγωγής σε ένα πλαίσιο άτυπων εργασιακών σχέσεων, στο Πέραμα του Πειραιά. Για τη μελέτη του αυτή αξιοποιεί ένα χωροκοινωνικά ευαίσθητο διαλεκτικό και μεθοδολογικό πλαίσιο. Καταλήγει αναλύοντας με ενάργεια πώς οι εργαζόμενοι αντιδρούν αλλά και προσαρμόζονται απέναντι σε ένα εξαιρετικά πειθαρχικό και ασύμμετρο άτυπο σύστημα εξουσίας, αξιοποιώντας τις ρωγμές αλλά και αφομοιούμενοι στο πλαίσιο της κοινωνικής τους αναπαραγωγής. Τη σκυτάλη του αφιερώματος παίρνει ο Βασίλης Αυδίκος με το άρθρο του «Νέες γεωγραφίες της δημιουργικής εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης: από τη συνεργατικότητα στην κολεκτιβοποίηση». Πρόκειται για μια συμβολή που αναλύει την ανάπτυξη των ευέλικτων και επισφαλών συνθηκών εργασίας στη λεγόμενη «δημιουργική οικονομία» και προβάλει το παράδειγμα των «τρίτων τόπων» (συνεργατικοί χώροι εργασίας) ως ένα εν δυνάμει αντίδοτο στις παραπάνω συνθήκες. Υπογραμμίζοντας τα υψηλά επίπεδα εργασιακής επισφάλειας, τόσο για τους μισθωτούς εργαζομένους όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες στις δραστηριότητες αυτές, προχωρά στη μελέτη του τρόπου οργάνωσης και των σχέσεων που αναπτύσσο-

νται στα συνεργατικά γραφεία. Σχέσεις οι οποίες μπορούν να εκτείνονται από την απλή συστέγαση των συνεργαζόμενων μέχρι και την κολεκτιβοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της εργασίας τους. Αναδεικνύει, έτσι, εναλλακτικούς τρόπους (και χώρους) αντίστασης στο κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο και την κρίση του, που αξίζουν προσοχή και μπορεί, υπό συνθήκες, να συνδυαστούν με μορφές συλλογικής δράσης και αντίστασης στους οποίους συνήθως εστιάζει η Γεωγραφία της Εργασίας. Οι επόμενες δύο συμβολές στο αφιέρωμα μετατοπίζουν εκ νέου την προβληματική του αφιερώματος, περνώντας στη μελέτη του έμμεσου αποτυπώματος των εργατικών δράσεων στις αγορές εργασίας (είτε μέσω της παρουσίας ή διά της απουσίας τους). Μελετούν, με άλλα λόγια, ζητήματα ευέλικτης εργασίας και κατακερματισμού μέσα στο κοινωνικο-χωρικό πλαίσιο των ελληνικών περιφερειών την περίοδο της κρίσης (20082011)· μία περίοδο κατά την οποία αναπτύχθηκαν πολλοί εργατικοί αγώνες και διεκδικήσεις, οι περισσότεροι εκ των οποίων δυστυχώς δεν υπήρξαν νικηφόροι ούτε κατάφεραν να αναστρέψουν την επίθεση σε βάρος των δικαιωμάτων της εργασίας. Συγκεκριμένα, η Μαρία Τσάμπρα και ο γράφων στο άρθρο τους με τίτλο: «Τα μεταβαλλόμενα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στην Ελλάδα της κρίσης» μελετούν τις περιφερειακές διαστάσεις της κρίσης, και το πώς αυτές συμβάλλουν στην αναπαραγωγή ευέλικτων και άτυπων μορφών εργασίας. Εντοπίζουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες ανάλογα με την παραγωγική τους εξειδίκευση, αλλά και μια κοινή τάση: την επέκταση κακοπληρωμένων και ιδιαίτερα επισφαλών μορφών απασχόλησης που συνδέονται, αναπόσπαστα, με τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις επαναρύθμισης/απορρύθμισης των αγορών εργασίας. Το αφιέρωμα ολοκληρώνεται με το άρθρο «Περιφερειακή κατανομή των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα και εξέλιξή τους κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης», του Αλέξη Ιωαννίδη, το οποίο, υιοθετώντας τη μεθοδολογία του διπλού συνδυασμού επαγγέλματος και τομέα οικονομικής δραστηριότητας, περιγράφει και κατηγοριοποιεί τις θέσεις εργασίας στις πολλαπλά χτυπημένες από την ύφεση ελληνικές περιφέρειες. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν σημαντικό μέρος των περιφερειακών ανισοτήτων στην κατανομή τόσο των μισθών όσο και των «καλών» και «κακών» θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.


002_Layout 1 06/12/2016 11:14 π.μ. Page 11

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

Με τα πέντε αυτά άρθρα-παρεμβάσεις ολοκληρώνεται το αφιέρωμα στη Γεωγραφία της Εργασίας. Ας επιτραπεί καταληκτικά ένα σύντομο σχόλιο προς όσους διαβάζουν τις γραμμές αυτές, και ειδικά στους νεότερους που πιθανά πραγματοποιούν τα πρώτα τους βήματα στην κριτική γεωγραφική σκέψη για την εργασία. Όπως και η συλλογική δράση των εργαζομένων που μελετούν και έχουν στο επίκεντρο, τα άρθρα αυτά είναι προϊόντα μιας σύνθετης και καθόλα αντιφατικής «διαδικασίας», που απαιτεί σημαντική προσήλωση και ειλικρινές ενδιαφέρον, αλλά περιλαμβάνει και αρκετές δυσκολίες. Για αυτό και χρειάστηκαν αρκετοί μήνες ανάμεσα στην πρώτη τους προφορική παρουσίαση, στο πλαίσιο του συνεδρίου, και στην τελική «αποκρυστάλλωσή τους στο χαρτί». Για αυτό, επίσης, και οι όποιες, μικρές ελπίζουμε, ελλείψεις που περιέχονται σε αυτά, παρά την πολύμηνη και πιστά ακολουθημένη διαδικασία των ανώνυμων κρίσεων από αξιόλογους συναδέλφους6. Ό,τι σχετικό εντοπιστεί αποτελεί καταρχήν και κυρίως ευθύνη του γράφοντα. Ελπίζω να είναι στοιχειωδώς επιδραστικά και εναύσματα για περαιτέρω μελέτη και δράση, όπως τέτοια υπήρξαν για μένα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 κάποια κείμενα της ελληνικής και διεθνούς γεωγραφικής σκέψης.

Σημειώσεις 2. Το διεθνές αυτό συνέδριο με τίτλο “Geographies of work and uneven development in Europe during the crisis” Seminar/ one-day conference, αποτέλεσε δραστηριότητα διάχυσης του The Southern-EUflexicurity project, υλοποιούμενη στο πλαίσιο της δράσης «Ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών» του επιχειρησιακού προγράμματος «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση (Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, συγχρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και Ελλάδας). Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στο https://laborgeographies.wordpress.com για πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμά του αλλά και στο κανάλι που έχει δημιουργηθεί στο youtube όπου μπορούν να παρακολουθήσουν βιντεοσκοπημένες τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν εκεί. 3. Eλεύθερα διαθέσιμο μέσω του ψηφιακού αποθετηρίου https://repository.kallipos.gr/handle/11419/4073. 4. Στην πορεία προστέθηκε και ένα επιπλέον κείμενο, το οποίο δεν είχε παρουσιαστεί τον Απρίλη του 2015 αλλά προσθέτει σημαντικά στη σύγχρονη προβληματική για τις αγορές εργασίας στην Ελλάδα της κρίσης και σε περιφερειακό επίπεδο, αυτό του Αλέξη Ιωαννίδη. 5. Οι ευκαιρίες για διεξοδική συζήτηση επί αυτών δόθηκαν τόσο στο πλαίσιο της πολύμηνης μετάβασής μου στην Athens, Georgia των

ΗΠΑ όσο και τα τη διάρκεια της σύντομης επίσκεψής του στην Ελλάδα, τις μέρες διεξαγωγής του συνεδρίου. 6. Στους οποίους οφείλονται θερμές ευχαριστίες.

Ενδεικτική βιβλιογραφία Bergene, A.C., Endresen, S.B., Knutsen, H.M. (Eds.) (2010). Missing Links in Labour Geography. UΚ: Ashgate, Farnham. Castree, N. (Ed.) (2004). Spaces of work: Global capitalism and geographies of labour. Sage. Castree, N. (2007). “Labour Geography: a work in progress”. International Journal of Urban and Regional Research 31 (4), 853–862. Coe, N.M., Lier, D.C. (2011). “Constrained agency? re-evaluating the geographies of labour”. Progress in Human Geography 35 (2), 211-233. Gialis, S., & Herod, A. (2014). “Of steel and strawberries: Greek workers struggle against informal and flexible working arrangements during the crisis”. Geoforum, 57, 138-149. Gialis, S., Herod, A., Myridis, M. (2014). “Flexicurity, informality and immigration: the insufficiency of the Southern EU framework, as illustrated through the case of Preveza, Greece”. Journal of Modern Greek Studies 32 (1), 25-54. Hadjimichalis, C., & Hudson, R. (2014). “Contemporary crisis across Europe and the crisis of regional development theories”. Regional Studies, 48 (1), 208-218. Harvey, D. (1999). The Limits to Capital (New Ed). London and New York: Verso. Harvey, D. (2011). The enigma of capital: and the crises of capitalism. Profile Books. Herod, A. (1997). “Labor as an agent of globalization and as a global agent”. In: Cox, K.R. (Ed.) Spaces of Globalization: Reasserting the Power of the Local. New York: Guilford Press. Herod, A. (2001). Labor Geographies: Workers and the Landscapes of Capitalism. New York: Guilford Press. Herod, A. (2014). “Geography of labor”. In: Warf, B. (Ed.) Oxford Bibliographies in Geography. New York: Oxford University Press. ILO (2013). “Global employment trends 2013: Recovering from a second jobs dip”. International Labour Office. Geneva. Mitchell, D. (2011). “Labor’s geography: capital, violence, guest workers and the post-world war II landscape”. Antipode 43 (2), 563–595. Peck, J. (2013). “Making space for labour”. in: Featherstone, D., Painter, J. (Eds.). Spatial Politics: Essays for Doreen Massey, 99-114. Chichester: Wiley-Blackwell. Tufts, S., Savage, L. (2009). “Labouring geography: negotiating scales, strategies and future directions”. Geoforum 40 (6), 945-948. Wright, E.O. (2000). “Working-class power, capitalist-class interests, and class compromise”. American Journal of Sociology 105 (4), 957-1002.

11


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 12

12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

LABOR’S SPATIAL PRAXIS AND THE ECONOMIC GEOGRAPHY OF THE GREEK CRISIS Andrew Herod1 Abstract In this paper I first outline some of the tenets of what has come to be called, in the Anglophonic world, Labor Geography. This is an approach to understanding the making of the economic geography of capitalism which sees workers as geographical agents whose political-economic behavior is both shaped by the spatiality of the landscapes within which they must live but which also reworks those landscapes in ways not imagined by either capital or the state. The second part of the paper briefly outlines two case studies of Greek workers playing active roles in remaking the economic geography of Greece during the crisis. The paper, then, suggests that worker agency will be important for creating more emancipatory landscapes as the crisis unfolds and that we should not just focus upon the actions of capital and the state to understand the economic geography of the crisis.

Χωρικές πρακτικές των εργαζόμενων και η οικονομική γεωγραφία της ελληνικής κρίσης Περίληψη Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζω καταρχήν μερικά από τα αξιώματα του πεδίου που έχει πλέον ονοματιστεί, τουλάχιστον στον Αγγλόφωνο ακαδημαϊκό κόσμο, ως Γεωγραφία της Εργασίας. Η Γεωγραφία της Εργασίας είναι ένας τρόπος κατανόησης της οικονομικής γεωγραφίας του καπιταλισμού που αντιλαμβάνεται του εργαζόμενους ως γεωγραφικά ενεργούς δρώντες. Δρώντες των οποίων η πολιτικο-οικονομική συμπεριφορά διαμορφώνεται από την χωρικότητα των τοπίων εντός των οποίων πρέπει να ζήσουν και εργαστούν, αλλά, ταυτόχρονα, διαμορφώνει αυτά τα τοπία με τρόπους που υπερβαίνουν τα σχέδια και τις επιλογές κεφαλαίου και κράτους. Στη συνέχεια του άρθρου παρουσιάζω, εν συντομία, δύο μελέτες περίπτωσης στο πλαίσιο των οποίων εργάτες στην Ελλάδα παίζουν ενεργό ρόλο στον επανακαθορισμό της οικονομικής γεωγραφίας της χώρας, την περίοδο της κρίσης. Το άρθρο ολοκληρώνεται υποστηρίζοντας ότι η δράση και αντίσταση των εργαζομένων θα είναι σημαντικός παράγοντας για τη δημιουργία περισσότερο χειραφετικών οικονομικο-πολιτικών τοπίων, καθώς η κρίση εξελίσσεται και πως δεν θα πρέπει να εστιάσουμε αποκλειστικά στις δράσεις κεφαλαίου και κράτους για να κατανοήσουμε την οικονομική γεωγραφία της κρίσης.

Introduction The new economic geography of Southern Europe more broadly –and Greece specifically– that is emerging out of the crisis has frequently been presented as being the product of the actions of capital and of the state. In terms of the former, a popular narrative has been that of how the banking sector has been busy reshaping the economies of countries such as Greece through its investment decisions, both in terms of helping to bring about the crisis and then in terms of responses to it. Hence, although the current global and Greek economic crises are in fact the result of deep and on-going problems with capital accumulation (Shaikh 2011), the crisis’s initial public phase is frequently seen to have been brought on by the actions of French bank BNP Paribas when, on August 9, 2007, it prohibited withdrawals from three hedge funds due to its fear that they lacked sufficient liquidity. These actions subsequently led to a geographically widespread banking panic that was manifested in such things as a run on the 1. Distinguished Research Professor of Geography, Adjunct Professor of International Affairs and Anthropology, Department of Geography, University of Georgia, Athens, GA, USA, aherod@uga.edu.


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 13

ANDREW HEROD

British bank Northern Rock – the first run on a major British bank since the 19th century (Elliott 2012). BNP Paribas’s actions themselves were a response to instability in the financial sector brought about because, for several years previously, banks and other financial institutions had been making investment gambles in the housing market, using new financial instruments (such as mortgage-backed securities, credit default swaps, and over-the-counter derivatives) which few people – including the bankers– really understood and without sufficient capital to pay off their debts should their gambles not pay off. Equally, the financial sector has been seen to have exacerbated the crisis once it emerged – for instance, a widely reported story in Bloomberg Business (Martinuzzi and Penty 2012) recounted how, five years after the emergence of the crisis, Goldman Sachs Group Inc., the largest stock underwriter in Europe, declined to underwrite bank restructurings in Spain, Portugal, and Italy for fear that it would have too little control over these latter institutions should they fail, actions which shaped capital flows and lines of corporate control within and across the continent. Whereas the banks, then, have been seen by many as major players in remaking the economic geography of Southern Europe, so, too, have various segments of the state. For instance, many observers have faulted the Greek government for spending too much money, for failing to implement a modern system of taxation and revenue generation, and for systematically and deliberately undercounting data on its debt levels and deficits (for more on explanations of the Greek case, see Mavroudeas 2015). Such actions led many financial institutions to worry about lending Greece additional funds, such that by 2010 the country was veering towards bankruptcy and required bailout assistance from the International Monetary Fund, the European Central Bank, and the European Commission (the so-called “Troika”). Such bailouts were conditioned upon the imposition of harsh austerity measures, the streamlining of government functions, ending tax evasion, and making Greece more “business friendly.” Likewise, in Spain many have suggested that a central element in that country’s crisis was the government’s relaxation of regulations governing the banking sector, such that Spanish banks were able to violate International Accounting Standards Board requirements and hide sig-

nificant loses (Weil 2012). These activities led the Spanish government to seek help from the European Stability Mechanism, an intergovernmental organization that provided monies for a bank recapitalization program. The quid pro quos upon which The Troika and other entities of the European Union have insisted for making loans to various Southern European governments – market liberalizations and austerity in return for financial support – have dramatically shaped, then, how the region’s economic landscapes are evolving as we move into the 21st century. Certainly, the activities of these actors are crucial in producing the new economic geography of Europe. What is far less frequently recognized, however, is that the actions of workers are also important in shaping the new economic geographies that are emerging as the crisis continues. From street demonstrations to strikes to smaller-scale forms of resistance like continuing to avoid paying taxes (which many workers view as a form of protest against the economic prescriptions laid out by The Troika), workers and their supporters are playing key roles in remaking Southern Europe’s economic landscapes. These workers’ actions raise important questions about how we understand the ways in which the economic geography of Southern Europe is presently being reconstituted. Consequently, in this paper I seek to do several things. First, I outline some of the ways in which critical geographers have thought about the relationship between the exercise of political power and the spatiality of capitalism. In particular, I detail some of the neo-Marxist work which has argued that the way in which the geography of capitalism is made is central to how capitalism as an economic system functions. I then explore some of the arguments made by various self-described “Labor Geographers” about how workers, too, play roles in shaping how the unevenly developed economic geography of capitalism is made in particular ways. Finally, I present two brief case studies on Greek workers’ actions during the crisis and how such actions are important to not overlook if we are to understand how the new economic geography of Greece is being made. Capital and the Making of the Unevenly Developed Geography of Capitalism Questions of the relationship between power and the structuring of the landscape have long interested

13


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 14

14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

thinkers. The ancient Greeks, for instance, saw the agora of their cities as “the…centered space that permitted all citizens to affirm themselves as isoi (equals), and homoioi (peers), and to enter with one another into a relation of identity, symmetry, and reciprocity [as part of] a united cosmos” (Naddaf 2005). For their part, Roman city planners sought to impose order on the built environment – and, by implication, upon society as a whole – by using grid systems and building codes as they laid out their cities. Meanwhile, the Conquistadors saw urban spaces as their indelible link to civilization, such that colonial Spanish cities were usually laid out on a grid – the central plaza in such cities served as both a marketplace but also as a place of execution, activities which emphasized the power of the Crown over the empire’s economy and its individual subjects (Burkholder and Johnson 2003: 236). However, it is to more recent thinking about the relationships between the exercise of political power and the making of the landscape in particular ways that I wish to turn for pondering how workers’ actions are playing important roles in reshaping the economic landscapes of Southern Europe during the crisis. In what follows, then, I detail some of the important theoretical work that has been done by neo-Marxist geographers to make connections between how capitalism as a political-economic system functions and the making of its geography. In order to do so, in this section of the paper I first begin with a brief discussion of the work of Michel Foucault and Henri Lefebvre, two French intellectuals with considerable interests in questions of space and power. I then outline some of the work conducted by a number of Anglophonic geographers, beginning in the 1970s, to link the social relations of capitalism with its spatial structures. Preliminaries – Space & Power Since the 1970s many neo-Marxist Anglophonic geographers have been interested in matters of space and power. Two of the major theoretical influences upon much early work were Foucault and Lefebvre. Importantly, though, whereas both Foucault and Lefebvre developed important insights into the relationship between space and power, they were interested in slightly different sets of questions. For his part, Foucault was principally interested in how the human body is disciplined in space, especially

in the institutions of the modern age – prisons, schools, factories, workplaces, and so forth. Specifically, he concerned himself with how institutions’ physical layouts have often been designed to control the behavior of those contained within them, suggesting that this was accomplished by two separate, but connected, processes – those which enclose and those which divide spaces. Hence, he maintained (1975 [1977]: 141, 143), discipline “sometimes requires [spatial] enclosure, the specification of a place heterogeneous to all others and closed in upon itself,” whilst at other times it relies upon partitioning space as a way to “break up collective dispositions [and] eliminate…the uncontrolled disappearance of individuals [i.e., individuals’ ability to make themselves invisible to those monitoring them], their diffuse circulation, their unusable and dangerous coagulation [and] to establish presences and absences, to know where and how to locate individuals, to set up useful communications, to interrupt others, to be able at each moment to supervise the conduct of each individual, to assess it, to judge it, to calculate its qualities or merits.” Put another way, by enclosing spaces the powers that be can control who enters and exits certain spaces whilst by partitioning spaces they can keep individuals separate so as to reduce the likelihood that they can create any kind of collective consciousness. For instance, when considering the workplace, the enclosure of a factory with a wall or fence allows the factory owner to control who enters (workers) and who is kept out (perhaps union organizers) whereas partitions inside the workplace can keep workers separated as part of a “divide and conquor” strategy (for actual examples, see: Biggs 1995; van Meel 2000; Andrzejewski 2008). The result, he suggested (p. 141), is that “[d]iscipline proceeds from the distribution of individuals in space”, for “[s]pace is fundamental in any exercise of power” (1984: 252). Whereas Foucault was interested in what we might call the micro-geographies of power and how space can be shaped at a very local scale to discipline workers’ – and others’ – bodies, Lefebvre was far more interested in the broader machinations of capitalism and how the production of space is central to what he called the “survival of capitalism.” Thus, he argued, capitalism has a particular geography to it and the landscapes produced under it –shaped, as they are, by things like the commodification of land– look different than the land-


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 15

ANDREW HEROD

scapes produced under, say, feudalism or central planning of the Soviet type. In two particularly influential books – his 1973 La survie du capitalisme; la re-production des rapports de production (published in English in 1976 as The Survival of Capitalism: The Reproduction of the Relations of Production) and his 1974 La production de l’espace (published in English in 1991 as The Production of Space) – Lefebvre argued (1974 [1991]: 53, 59) that “[e]very society produces a space, its own space” and that, therefore, “new social relationships call for a new space, and vice versa.” In such a socio-spatial dialectic (Soja 1980), “[s]pace is a (social) product...[It] serves as a tool of thought and of action...[I]t is also a means of control, and hence of domination, of power” (Lefebvre 1974 [1991]: 26). From this, Lefebvre argued two important points. First, he suggested (1973 [1976]: 21) that capital is able to manage – though not completely resolve – its internal contradictions by producing landscapes in particular ways. Second, he averred that there is a dialectical link between the mode of production and the landscape, such that not only does the landscape encapsulate the contradictions of the political-economic system under which it is produced but the manner in which it is produced thereby shapes how the mode of production evolves. This leads to a third argument for Lefebvre (1974 [1991]: 54) with regard to the exercise of political power, namely that any social “revolution that does not produce a new space has not realized its full potential; indeed, it has failed in that it has not changed life itself, but has merely changed ideological superstructures, institutions or political apparatuses.” For a social transformation to be “truly revolutionary in character, [then, it] must manifest a creative capacity in its effects on daily life, on language and on space.” Critical Geography and Theorizing Labor Beginning in the early 1970s, several Anglophonic Marxist geographers began to examine more closely the making of the geography of capitalism. They had three principle aims in so doing. First, they wanted to provide a perspective that did not simply view the economic geography of capitalism from the point of view of capitalists making investment decisions in which, as British geographer Doreen Massey (1973: 34) argued, “profit is the criterion, wages are simply labour costs.”

Second, they wanted to tie in the production of capitalism’s economic landscapes with the structural forces of capitalism itself, showing that the landscapes which are produced under capitalism are not merely accidental but reflections of deeper dynamics within the mode of production. Third, whereas economic geographers up until that point had largely drawn upon neo-classical theory to explain the form of the economic landscape and had viewed the economic landscape largely as an inert stage upon which social actors interacted – as Foucault (1980: 177) put it, in such an approach “[s]pace was treated as the dead, the fixed, the undialectical, the immobile. Time, on the contrary, was richness, fecundity, life, dialectic” – these early Marxist geographers suggested that how the economic landscape is structured is both a reflection of processes of capital accumulation but also constitutive of such processes. Thus, Massey (1984: x) argued that “[t]he geography of a society makes a difference to the way it works…It is not just that the spatial is socially constructed; the social is spatially constructed too.” In this regard, she outlined an approach which visualized capital investment being laid down in almost geological terms, like sedimentary rocks, with such layers interacting with the pre-existing economic landscape. Meanwhile, in the United States, David Harvey (1973; 1976; 1978) was also seeking to both shake up what he viewed as the conservative academic discipline of Geography and to seek to understand the spatial dynamics of capitalism – that is to say, he wanted to Marxify Geography and to spatialize Marx. Developing the concept of what he called the “spatial fix”, he argued (1982) that capitalists must create a particular geographical configuration of the means of production and consumption for accumulation to take place – they must collectively ensure that workers and raw materials can be brought together in the same place so that production can occur and that goods can get to markets so that they may be purchased and profits realized. This frequently involves the state, which generally constructs much of the infrastructure like roads and bridges which individual capitalists do not find profitable to construct but which are nevertheless essential to their goals. Following from Harvey, Neil Smith (1984 [1990]) argued that the unevenly developed landscapes pro-

15


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 16

16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

duced under capitalism are not the result of the impossibility of even development but are, rather, integrally connected to how capitalism functions as an economic system. In particular, he maintained that there is an inherent tension within the very structure of capital, between capitalists’ need to be fixed in particular places so that accumulation may take place and their desire to retain sufficient mobility to be able to move somewhere else should opportunities for higher profit rates arise. This tension leads to some places becoming more developed and others underdeveloped, although this situation can be quiet fluid – underdeveloped places can become focal points for capital investment whilst already-developed places can be underdeveloped through capital flight. Hence, for Smith (1986: 94) the landscape under capitalism “is not a dead ‘factor’.” Instead, it “comes alive neither as a separate thing, field or container but as an integral creation of the material relations of society.” Consequently, the fundamental question is “not just…what capitalism does to geography but rather…what geography can do for capitalism [and how] the geographical configuration of the landscape contribute[s] to the survival of capitalism” (Smith 1984 [1990]: xiii). These and other writers played important roles in theorizing how the economic landscape is made under capitalism, showing how the landscape’s form is fundamentally moulded by the actions of capital and how, in turn, its form shapes the possibilities for capital’s actions – capital must engage with a highly unevenly developed landscape as it seeks to secure surplus value, for instance. However, their approach largely focused upon capital as the active agent making the geography of capitalism and were, in this regard, rather capitalcentric. For example, Harvey (1978: 124, emphasis added) suggested that capital “represents itself in the form of a physical landscape created in its own image [and] builds a physical landscape appropriate to its own condition at a particular moment in time.” For his part, Smith (1984 [1990]: xv, emphasis added) averred that the geography of uneven development “derives specifically from the opposed tendencies, inherent in capital, towards the differentiation but simultaneous equalization of the levels and conditions of production,” with the result that what capital “achieves in fact is the production of space in its own image.”

Labor and the Making of the Unevenly Developed Geography of Capitalism The work of Marxist geographers like Massey, Harvey, and Smith, together with others, was essential to developing a more critical understanding of the relationship between the internal workings of the capitalist mode of production and the making of economic landscapes. It was also important for recognising the constitutive role played by the landscape in how the mode of production functions. Their work collectively explored the operation of what Soja (1980) called capitalism’s socio-spatial dialectic, in which the social relations of capitalism shape how its spatial structures are made but those spatial structures, in turn, shape how the social relations of capitalism develop. However, by the early 1990s a new generation of Marxist geographers had begun to feel that such capital-centric explanations of why the geography of capitalism looks the way it does were lacking. In particular, they argued that it was also important to take into consideration the role of workers as active geographical agents who also play a part in producing the economic geography of the capitalist mode of production. Adopting the terminology of the “spatial fix” developed by Harvey, such self-described “Labor Geographers” determined to explore how workers seek to make their own spatial fixes and so to shape the geography of capitalism. In so doing they adapted Marx’s (1852 [1963]) famous aphorism from the Eighteenth Brumaire to suggest that “Workers make their own geographies, but they do not make them just as they please; they do not make them under circumstances chosen by themselves, but under circumstances directly encountered, given and transmitted from the past. The landscapes made by all the dead generations weigh like a nightmare on the brain of the living.” Such Labor Geographers have argued that, just like capital, workers must engage with the unevenly developed geography of capitalism to create their own spatial fixes (for more on some of the key arguments, see: Herod 2001; Lier 2007; Rutherford 2010; Coe and Jordhus-Lier 2011). This is because, just like capital, they live lives which are shaped by significant geographical tensions. Thus, on the one hand, they are spatially embedded in particular places so that they may reproduce themselves socially and biologically on a


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 17

ANDREW HEROD

daily and generational basis – i.e., they must live somewhere (they do not exist on the head of a pin) and, as social beings, they are enmeshed in various social relationships (family, friends, jobs), which all have spatialities to them. On the other hand, they may be forced to consider moving across the landscape, either on a daily basis (such as short commutes from home to work) or perhaps more permanently (as when they migrate from one place to another in search of work, a process which may cause them to break some of the bonds linking them to the locality which they are leaving and which will cause them to have to develop new bonds linking them to the localities to which they are now moving). Through their actions, however, workers can shape how the geography of capitalism is made, as when they struggle to secure investment in their communities or to pressure the government to build infrastructure like roads and housing in particular places. In this regard, then, they must be seen as active geographical agents whose preferred plans for how to organize the economic landscape may be very different to those of capitalists – whereas capitalists may want to see investment leave a community for potentially higher profits elsewhere, workers may struggle to keep it in a particular community. In contemplating how workers’ visions of how the economic landscape should be made can often be quite different from those of capitalists, it is also important, though, to recognize that just as different capitalists may have varying opinions as to how capitalism’s economic geography should be constituted so, too, different groups of workers may have quite different visions for how this geography should be made. Workers, in other words, are not a monolithic bloc with a single set of interests. For instance, whereas one group of workers may struggle to keep investment in their communities, workers in other communities may work hard to entice capital to relocate to their communities. In other words, one community’s gain is often another’s loss. Likewise, some workers may wish to migrate elsewhere, thereby finding jobs and so shaping what kinds of work gets done in particular places (in many parts of the world, for instance, the local economy can only function thanks to the availability of migrant workers) whereas workers with nativist or xenophobic tendencies in those destination communities may work hard to keep such migrants out for various reasons – fear of

competition for jobs, a dislike of people from other cultures, and so forth. Whilst conflicts over the physical location of investment, jobs, and infrastructure are central elements in workers’ influence on how the economic geography of capitalism is made, it is also important to recognize that workers also shape the production of the spatiality of capitalism through their struggles to control the geographical scale at which decisions are made. For instance, some may urge that particular policies and regulations should be set at the national level so that all parts of a country are covered under the same set of rules whereas others may prefer particular decisions be made at the municipal or regional level because they believe that this gives them greater flexibility of action by better reflecting local conditions. Equally, they may seek to develop new geographical scales of their own social organization. For example, in the United States the dockers who work the ports of the East Coast traditionally negotiated their contracts on a port-by-port basis – New York dockers negotiated with New York employers, dockers in Boston negotiated with that port’s employers, dockers in New Orleans negotiated with the employers in the Port of New Orleans, and so forth (for more details, see Herod 1997). Beginning in the 1950s, however, this situation began to change in response to the introduction of containerization into the industry. Although containerization threatened to decimate jobs on the waterfronts all along the coast, its effects were first felt in New York, the East Coast’s largest port. Consequently, dockers there negotiated several job-saving and wage agreements with their employers. However, they quickly realized that if they only had these agreements in New York then the shipping companies could bring in goods through other nearby ports, like Boston and Philadelphia, and undermine the agreement in New York. As a result, the union set about trying to develop a new geographical scale of bargaining, moving from the old port-by-port system to a national agreement which would cover all of the East Coast ports. This eliminated the employers’ abilities to play dockers in different ports against each other because all dockers along the coast would now be paid the same hourly wage. In so doing, it transformed the economic geography of the industry. The creation of a national system of bargaining, though, was not the end of the story. After a few

17


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 18

18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

decades of this, some dockers in ports along the Gulf of Mexico believed that they needed to break out of this system so that they could once again negotiate their wage rates locally rather than nationally, because they feared competition coming locally from lower-paid, non-union dockers. This, too, helped shape the economic geography of the industry, both in terms of the geography of wage rates but also patterns of cargo shipping, as shippers diverted their cargoes to ports in the Gulf to take advantage of these lower wages. What this all means, then, is that dockers in the Gulf at one time saw their interests best served by helping to create a national system of wage bargaining in the industry (thereby increasing their wages and local spending power, with all of the consequences that this had for their local communities) whereas later they saw advantages to breaking out of that system and switching back to bargaining locally (which also had impacts upon their wages and local spending power). Similar geographical considerations are at play when workers try to develop transnational cross-spatial alliances to bring pressure to bear on globally organized firms – by transforming their own geographical scale of organization through participating in international campaigns and organizations, workers can play active roles in shaping global flows of investment and the movement of jobs, for instance. Greek Workers Shape the Economic Geography of the Crisis Having outlined above some of the ways in which workers’ actions are shaped by and shape the production of the geography of capitalism, in this section I want to return to the situation in Greece to show how the new economic landscapes being produced during the crisis are being moulded, at least in part, by the activities of workers. I do so by drawing upon two case studies, the details of which are reported on more fully elsewhere (see Gialis and Herod 2013 and Gialis and Herod 2014). Certainly, these are just two examples of workers playing a role in shaping the economic geography of the crisis and there are myriad others from which to choose. The point in highlighting them, though, is that they provide important empirical insights into how to better theorize the forces shaping how Greece’s new economic landscapes are being produced.

Case Study 1: Greek Powerworkers Challenge the State’s Power to Shape Capital Flows and so the Geography of Austerity In this first case study I explore a series of actions conducted by the Greek powerworkers’ union GENOPDEI, which supported widespread popular protests against a property tax introduced in 2011 to raise an estimated €2 to €3 billion in revenues as part of the quid pro quo for continued loans from the Troika. The powerworkers’ actions stem from the government’s decision to use the Public Power Corporation (Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού/Dimosia Epicheirisi Ilektrismou [DEI]) as, essentially, a collection agency for the tax. The government chose to do so because, at the time, DEI was the country’s sole electricity retailer and so most Greeks were customers. The tax, however, was deeply unpopular with many members of the public. Indeed, it was quickly dubbed the “haratsi,” a reference to unpopular taxes levied during the days when Greece was part of the Ottoman Empire. Crucially, the government indicated that DEI customers who did not pay the tax would have their electricity cut off. The public’s response to the government’s policy was quick and widespread. Hundreds of thousands of Greeks simply refused to pay the tax (even at the risk of having their electricity cut off) as what started out as localized resistance in Athens and Thessaloniki soon spread across the country. Many people padlocked their electricity meters so that DEI staff would be hardpressed to know exactly how much electricity they had used whereas other groups published pamphlets advising how to avoid paying the tax. In some municipalities the local government even provided information to residents concerning how to avoid the tax and/or supported efforts to evade it. In other places groups of electricians and others actually helped residents reconnect their power source in cases where buildings had been cut off for non-payment. A key organization in the struggle against the new tax, however, was the powerworkers’ union GENOPDEI. The union had been supportive of efforts to oppose the tax since it had been first implemented. For instance, in an important show of solidarity, union leaders ordered their members not to cut off the power to buildings whose owners had not paid the tax. This forced DEI to subcontract the job of cutting off power to private contractors. However, at GENOP’s urging,


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 19

ANDREW HEROD

activists then occupied the building of one of the subcontractors (Geroh Ltd.), forcing the latter to suspend some disconnections. The union, however, was not opposed to cutting off at least one building. Thus, on November 16, 2011, arguing that the government should not be exempt from its own policies, union members cut the electricity to the Health Ministry building because the Ministry had not paid its tax and owed some €3.8 million to DEI. Soon thereafter union members staged a sit-in at the administration building of the DEI unit responsible for cutting off people’s electricity. This took place a few days before the visit to Athens of German Chancellor Angela Merkel, who was widely seen as one of the key architects of the austerity measures being forced upon Greece under pressure from the Troika. In evaluating the actions of the powerworkers, it is important to recognize that they developed both “inplace” and “trans-spatial strategies.” With regard to the former, they drew upon local support in cities such as Athens to encourage those who occupied buildings and/or who refused to cut off the electricity to various buildings. Likewise, in many other municipalities they were able to conduct local operations against the central government’s wishes and also went so far as to urge the creation of “defence pickets” in working-class neighborhoods to resist disconnections. Union leaders were also successful, though, in generalizing across space opposition to the tax by using their organizational structure to link protestors in different cities, towns, and regions. Although such actions revealed geographical tensions within the union, as many unionists in peripheral cities and regions felt that the tax was inevitable and so that the best thing to do was not to try to oppose it outright but, rather, to make sure that society’s most vulnerable (the poor, the elderly, the sick, etc.) were protected from its worst excesses, such trans-spatial coordination was helpful in the union’s articulation of a series of rolling strikes across the country that began in late 2012. As a result of all of these actions, the government finally relented and allowed households to claim temporary relief from having to pay the tax, such that by the end of 2012 500,000 property owners had not paid it. Simultaneously, by early 2013 only about 20% of the disconnection orders issued by DEI were actually being enforced.

The struggle between DEI and the powerworkers’ union, however, did not end here. In 2014 the union’s members engaged in a series of strikes which led to rolling blackouts to protest a government proposal, at the behest of the Troika, to sell off part of the DEI (in which it held a 51% share) to private investors in exchange for a €1 billion loan. Such plans to privatize Greece’s energy sector had been in the works for a while and the privatization of the Independent Power Transmission Operator (ADMIE), itself a subsidiary of DEI, had begun in 2013. However, despite government threats of legal action against the strikers, the efforts of the powerworkers and others were eventually sufficient to lead Energy Minister Panagiotis Lafazanis to declare in February 2015 that the new SYRIZA government would not engage in such privatizations (Fintikakis 2015). Although opposition from the powerworkers and others had managed to halt discussion of privatization in early 2015, by July 2015, though, talk of privatizing ADMIE was back on the table as a central element in a three-year agreement between the government and the Troika, one in which Greece would receive an additional €86 billion bailout in exchange for implementing further reforms. Finally, at the end of 2015, the government proposed to spin off ADMIE to form a new entity that would be fully controlled by the Greek state, which would initially sell 20% of the company to a strategic private investor and then, later on, an additional 29% stake. Despite such efforts to “modernize” (at least in the eyes of the Troika) the Greek electricity sector, however, as of late November 2015 it was estimated that some 2.1 million customers still owed money to DEI (Anon 2015). The story of the powerworkers, then, shows at least two things. The first of these is that the union had to think geographically in terms of its strategy for dealing with the evolving crisis. Thus, it developed placespecific actions (such as occupying the administration building of the DEI unit responsible for cutting off people’s electricity and cutting off the electricity to the Health Ministry building) but it also established transspatial linkages, for example by making connections between groups in different municipalities and regions who were opposed to the government’s efforts to collect the new property tax via people’s electricity bills. Second, though, and perhaps more significant for the argument here, the actions of the union and its members

19


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 20

20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

shaped the process whereby the government’s austerity policies were implemented and thus who bore the brunt of them. This has affected how the new economic landscape is unfolding during the crisis. For instance, by refusing to cut off people’s electricity for failing to pay their bills, the union’s members shaped the geography of wealth and tax transfers across the country – people who would otherwise have to pay their bills or risk losing access to power were able to avoid doing so, which has shaped the movement of money across the landscape, keeping it in local communities rather than sending it to Athens in the form of tax payments and then, ultimately, out of the country in the form of loan repayments. Equally, this has meant that millions of Greeks have more money to spend on goods and services in their local communities than they otherwise would have, which has helped stimulate those local economies. At the same time, the activities of the union and its members have shaped the process of the privatization of the power grid, which has also impacted how the new economic geography of Greece is unfolding during the crisis. Without such actions on the part of the union and its supporters in the government, the process of privatization would likely have been conducted in quite different ways and more aggressively than it has been to date, and this would have dramatically influenced the geography of, amongst other things, access to electricity, the flow of capital investments across the landscape (there has been less foreign capital swooping in to Greece to purchase such assets than would likely otherwise have been the case, which has had implications for Greece’s neo-colonial relationship with creditor states like Germany and France), and the location of where decisions about the electricity system are made (in local municipalities versus in the offices of various government officials and/or private investment firms in Athens and/or overseas). Case Study 2: The Immigrant Strawberry Pickers of Nea Manolada Resist Precarity A hallmark of the economic situation in Greece in the lead-up to the crisis and since it emerged has been the desire by many European Union (EU) economic planners to make Greek labor markets more “flexible” by removing various structural impediments to labor reallocation – impediments that have been referred to by some as representing a condition of “Eurosclerosis.”

One element of this has been efforts to introduce socalled “flexicurity” (in which labor markets are supposedly made more flexible but without reductions in social protections) and to encourage more precarious work arrangements (like part-time and temporary work) as a way, supposedly, to stimulate the southern European economies (Zartaloudis 2014). Such efforts have the potential to affect Greece more than many other EU countries because Greece has one of the Union’s most inflexible labor markets (Kwiatkiewicz 2011). Such labor market restructuring, then, has the potential to dramatically transform the economic geography of this part of the world. Moreover, it is frequently assumed that such new models of employment relations are being forced upon workers by capital and the state and that, consequently, the landscape of employment types is a creation of these two sets of social actors. In this brief case study, however, I focus upon one group of extremely vulnerable workers – the strawberry pickers of Nea Manolada – to show that, in fact, even some of the most precarious workers can play important roles in shaping how the new employment relations of the early 21st century are playing out in Greece (and, by implication, elsewhere too). Nea Manolada, in southwestern Greece, produces about 90% of the country’s strawberries. Production is dominated by a small group of farmers who work together in a cooperative arrangement. The industry produces about 30,000 tonnes of strawberries annually and the industry has grown dramatically in recent years – Greece jumped from being the world’s 36th-largest producer in 2008 to its 24th-largest producer by 2011. Significantly, the industry is reliant upon migrant labor, much of which is of immigrant origin, especially Bulgarian Roma, Bangladeshis, and Pakistanis. This labor force is highly casualized and lives under poor conditions, often sleeping in the fields in rough shacks made from plastic and scavenged metal with neither electricity nor water. Given the questionable immigration status of some of the workers, there has been great fear amongst many that, if they were to protest their conditions, they would lose their jobs and be subject to deportation. Despite this, on April 18, 2008 hundreds of workers gathered in the town’s central square to protest against their poor working conditions and a several months’ delay in payment of their wages (by some estimates this amounted


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 21

ANDREW HEROD

to anywhere between about €130,000 and €200,000). In addition, they argued that they deserved higher wages, both because their industry was quite profitable and because their wages were so low – most earned only €23.50 for a 12-hour day, significantly below the €30 national minimum wage for “unskilled” work. However, after a three-day strike they were attacked by “security guards” hired by many of the farmers who, fearing losing significant amounts of money if the fruit were left on the plants in the fields, hoped to intimidate the strikers back to work. Significantly, although many local people –many of whom were either related to the farmers or did not like the immigrant workers because they felt that they had changed the “Greekness” of the local community– remained silent, the attacks led those in many other parts of Greece to offer the strikers support. Backers from across the country began to show up in Nea Manolada whilst the strawberry pickers received offers of help from various national Greek political parties and unions. Given the fact that many of the pickers were from the Indian subcontinent, they also received support from several international unions, such as the Centre of Indian Trade Unions, one of the biggest workers’ organizations in India. In understanding the geographical dynamics of their dispute it is important to recognize that the strawberry workers were able to transform the geographical dynamics of their struggle by “upscaling” it. What is meant by this is that they managed to develop linkages across the economic landscape to workers and supporters in other places, thereby transforming the dispute from a local one to a trans-local one that allowed them to draw upon resources outside the community and even outside the country. As mentioned, they received messages of support from organizations as far away as India, as well as from Greek organizations like the All Workers Militant Front [Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο/ Panergatiko Agonistiko Metopo – PAME] and various unionists and activists from other nearby municipalities (e.g., Patras and Pyrgos) and from across Greece. Many supporters in other towns also sent them food and money to help sustain them. The strawberry workers were also supported by demonstrations that took place in front of the Greek Ministry of Employment and the Ministry of Internal Affairs in Athens. As a result of such actions, after a few days the farmers agreed to negotiate with the im-

migrant workers. The settlement they reached provided a 20% increase in wages and a promise of improved living conditions. Despite such success, though, the strawberry pickers’ struggles continued and attitudes on both sides hardened, to the point where, in April 2013, representatives of the farmers shot 28 or so out of some 200 workers who had gathered to again demand back wages. In turn, this led many from outside the community to support the workers to an even greater extent, and a social media campaign was launched to boycott the Nea Manolada “blood strawberries.” Extralocal support also came in the form of action from the Council of Europe (the main European human rights watchdog), which issued a report detailing abuse against migrants in Greece. Such support from other parts of Greece and beyond became even more vociferous when local courts released the shooters with, essentially, a slap on the wrist. Adding insult to injury, the Greek court then ordered the strikers to pay court costs of some €12,000 (about €360 each). In response to this turn of events, in January 2016 some 42 migrant workers filed suit with the European Court of Human Rights (ECHR), charging that Greece had failed to enforce Article 4 of the European Convention on Human Rights, which prohibits slavery and forced labor. Regardless of the ultimate outcome of the case, it is important for at least two reasons. First, it represents a significant element in the “upscaling” of the strawberry pickers’ conflict with their employers, as they have now managed to bring the force of an EUwide entity to bear on their local conditions. The situation in Nea Manolada, in other words, has been Europeanized. Second, as a result of the negative publicity brought by filing suit with the ECHR, the Greek government will likely have to engage in a degree of legislative intervention to curb such labor abuses, which should benefit many thousands of immigrant workers who work not only picking strawberries but doing many other types of work. The case shows, then, that even workers who, on the surface, appear relatively powerless (low-paid, immigrant agricultural laborers) can have an influence on how the new economic geography of crisis-prone Greece is being made as, through their actions, they are not only reshaping work relations in the strawberry fields of Nea Manolada but also, potentially, across all of Greece.

21


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 22

22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 12-23

Conclusion In this paper I have sought to do two things. The first of these is to bring to a Greek audience some of the debates and developments around the topic of Labor Geography as the latter has developed in the Anglophonic world. In particular, this field has tried to explore how workers’ geographical situations can shape the possibilities of their economic and political activities and how, in turn, these activities can shape how the economic landscapes of capitalism are made. For instance, much work in the field of Anglophonic Labor Geography has sought to show how diverse sets of social actors are differentially tied into local, regional, national, and transnational spatial relationships and that how they are connected (or not) across space shapes their political-economic behavior. Thus, both capital and labor must negotiate the tensions between their needs for spatial fixity and for geographical mobility and this drives much of their economic praxis – capital must constantly look for new places of profitability even as it must be fixed in place so as to facilitate accumulation, whereas labor must determine whether migrating to new locations is worth abandoning current places of work and residence. Equally, Labor Geographers have explored how different sets of social actors often have quite different spatial visions concerning how they wish to see the geography of capitalism made and these varying spatial imaginations can result in significant political conflicts, between capital and labor but also between different segments of each of these groupings. The fact that these different groups struggle to shape the economic geography of capitalism in often quite different ways means that we must think of that geography as a deeply contested social product. Given, too, that landscapes are not merely a reflection of social relations but are also constitutive of them, analyzing workers’ political and economic practice requires an approach grounded in historico-geographical materialism. Such an approach recognizes that worker agency is spatially contextual and is shaped by, amongst other things, the different ways in which capital is embedded in the landscape (is capital relatively fixed in place or is it more spatially mobile?), how successful workers are at developing trans-local solidarities and networks of support (i.e., at building new geographical scales of operating), and the timing of struggles in relation to

trends in the sector and the economy in general (in the case of the strawberry workers, for instance, the fact that they struck during harvest time rather than at some other time of the year meant that they had greater negotiating power because for every day that their dispute went on the farmers risked losing a significant portion of their crop). Second, drawing upon the theoretical framework of Labor Geography, the two case studies outlined above show that, as we contemplate how the new economic geographies of Greece and the rest of Southern Europe are being made, it is important to understand that workers are playing a role in this too. In other words, workers are not merely flotsam and jetsam cast adrift on the oceans of economic restructuring which are being driven by the deep currents of capital flows. Rather, they are active agents in making the new economic geographies of the crisis, even if this is often in ways that they would not prefer. For sure, in some places workers have less power and in some places they have more. However, the fact that even the precarious immigrant strawberry workers of Nea Manolada have been able to stand up to powerful agricultural interests and to involve the European Court of Human Rights in their struggle, an involvement which may have much broader implications for the wider Greek economy, is indicative of how even workers who seem relatively powerless can be significant shapers of Greece’s new economic landscapes. Remembering this fact is important because it shows us that, through struggle, the landscapes proffered by capital and the state are not necessarily those which will end up being put in place. Instead, it reminds us that it is possible to produce more emancipatory landscapes, ones which enable workers to live fuller, more rewarding lives. References Andrzejewski, A.V. (2008). Building Power: Architecture and Surveillance in Victorian America. Knoxville: University of Tennessee Press. Anon (2015). «ΔΕΗ: Θα κόβει το ρεύμα σε όσους δεν είναι στο κοινωνικό τιμολόγιο!» Published in Newsit.gr (www.newsit.gr/oikonomia/DEI-THa-kovei-to-reyma-seosoys-den-einai-sto-koinoniko-timologio/442692), November 4. Biggs, L. (1995). “The engineered factory.” Technology and Culture 36, no. 2, Supplement: S174-S188.


003_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 23

ANDREW HEROD

Burkholder, M.A., and Johnson, L.L. (2003) Colonial Latin America, 5th edn. Oxford: Oxford University Press. Coe, N., and Jordhus-Lier, D. (2011). “Constrained agency? Reevaluating the geographies of labour.” Progress in Human Geography 35.2: 211-233. Elliot, L. (2012). “Three myths that sustain the economic crisis.” Available at www.theguardian.com/business/economicsblog/2012/aug/05/economic-crisis-myths-sustain. Fintikakis, G. (2015). «Λαφαζάνης: ‘Καμία ιδιωτικοποίηση στην ενέργεια και ας λέει το email». Published in Ta Nea.gr (www.tanea.gr/news/economy/article/5212883/lafazanhskamia-idiwtikopoihsh-sthn-energeia-kai-as-leei-to-email), February 25. Foucault, M. (1975 [1977]). Discipline and Punish: The Birth of the Prison. Pantheon Books: New York. Foucault, M. (1980). “Questions on Geography,” in Power/ Knowledge: Selected Interviews and Other Writings, 1972-1977, ed. C. Gordon. New York: Pantheon Books, 173-182. Foucault, M. (1984). “Space, knowledge, and power,” in The Foucault Reader: An Introduction to Foucault’s Thought, ed. P. London: Rabinow. Harmondsworth Press, pp. 239-256. Gialis, S., and Herod, A. (2013). “Resisting austerity: The case of Greece’s powerworkers and steelworkers.” Human Geography 6.2: 98-115. Gialis, S., and Herod, A. (2014). “Of steel and strawberries: Greek workers struggle against informal and flexible working arrangements during the crisis.” Geoforum 57: 138-149. Harvey, D. (1973). Social Justice and the City. London: Edward Arnold. Harvey, D. (1976). “Labor, capital, and class struggle around the built environment in advanced capitalist societies.” Politics and Society 6.3: 265-295. Harvey, D. (1978). “The urban process under capitalism: A framework for analysis.” International Journal of Urban and Regional Research 2.1: 101-131. Harvey, D. (1982). The Limits to Capital. Oxford: Basil Blackwell. Herod, A. (1997). “Labor’s spatial praxis and the geography of contract bargaining in the US east coast longshore industry, 1953-89.” Political Geography 16.2: 145-169. Herod, A. (2001). Labor Geographies: Workers and the Landscapes of Capitalism. New York: Guilford Press. Kwiatkiewicz, A. (2011). Joint Study of the European Social Partners – “The Implementation of Flexicurity and the Role of the Social Partners,” National Fiche: Greece. Report prepared for the “Project of the European Social Partners,” with the financial support of the European Commission. Available at www.erc-online.eu/wp-content/uploads/2014/ 04/2011-00554-E.pdf

Lefebvre, H. (1974 [1991]). The Production of Space. Oxford: Blackwell. Lefebvre, H. (1973 [1976]). The Survival of Capitalism: Reproduction of the Relations of Production. London: St. Martin’s Press. Lier, D. (2007). “Places of work, scales of organising: A review of Labour Geography.” Geography Compass 1.4: 814-833. Martinuzzi, E., and Penty, C. (2012). “Goldman turns down Southern Europe banks as crisis lingers.” Available at www.bloomberg.com/news/articles/2012-11-26/goldmansachs-turns-down-southern-europe-banks-as-crisis-lingers. Marx, K. (1852 [1963]). The Eighteenth Brumaire of Louis Bonaparte. International Publishers: New York (originally published in German in 1852; 2004 printing). Massey, D. (1973). “Towards a critique of industrial location theory.” Antipode 5.3: 33-39. Massey, D. (1984). Spatial Divisions of Labour: Social Structures and the Geography of Production. London: Macmillan. Mavroudeas, S. D. (2015). “The Greek saga: Competing explanations of the Greek crisis.” Economics Discussion Paper Series 2015-1, University of Kingston, London. Naddaf, G. (2005). The Greek Concept of Nature. Albany NY: SUNY Press. Rutherford, T. (2010). “De/re-centering work and class? A review and critique of Labour Geography.” Geography Compass 4.7: 768-777. Shaikh, A. (2011). “The first great depression of the 21st century,” in Socialist Register 2011: The Crisis This Time, eds. L. Panitch, G. Albo, and V. Chibber. Monthly Review Press: New York, pp. 44-63. Smith, N. (1984 [1990]) Uneven Development: Nature, Capital and the Production of Space. Oxford: Basil Blackwell. Smith, N. (1986). “On the necessity of uneven development.” International Journal of Urban and Regional Research 10.1: 87-104. Soja, E. (1980). “The socio-spatial dialectic.” Annals of the Association of American Geographers 70.2: 207-225. van Meel, J. (2000). The European Office: Office Design and National Context. Rotterdam: 010 Publishers. Weil, J. (2012). “The EU smiled while Spain’s banks cooked the books.” Available at www.bloombergview.com/articles/2012-06-14/the-eu-smiled-while-spain-s-bankscooked-the-books. Zartaloudis, S. (2014). The Impact of European Employment Strategy in Greece and Portugal: Europeanization in a World of Neglect. Basingstoke, UK: Palgrave Macmillan.

23


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 24

24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΑΤΥΠΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Η ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΝΑΥΠΗΓΟΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ Μάνος Σπυριδάκης1 Περίληψη Στη συμβολή αυτή εστιάζω στον τρόπο με τον οποίο οι εργάτες της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης επιχειρούν να επιτύχουν τους όρους της κοινωνικής τους αναπαραγωγής σε ένα πλαίσιο άτυπων εργασιακών σχέσεων στο Πέραμα Πειραιώς. Υποστηρίζω ότι η τοπική αγορά εργασίας και η εργασιακή διαδικασία έχουν διαμορφωθεί ιστορικά από τις ανάγκες του εθνικού και του διεθνούς ναυτιλιακού κεφαλαίου με οικονομικούς και χωρικούς όρους. Για τον λόγο αυτόν οι τοπικές κοινωνικές σχέσεις πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εργασία, χρειάζεται να θεωρούνται σε ένα χωροκοινωνικό διαλεκτικό πλαίσιο αναφοράς. Θεωρώ ότι οι εργαζόμενοι είναι δρώντες οι πρακτικές των οποίων δομούν και δομούνται από ένα εξαιρετικά πειθαρχικό και ασύμμετρο άτυπο σύστημα εξουσίας. Έχοντας επίγνωση αυτού του γεγονότος, προσπαθούν να διαχειρίζονται τις ρωγμές του συστήματος αυτού γινόμενοι ταυτόχρονα φορείς του, προκειμένου να επιτύχουν την κοινωνική τους αναπαραγωγή και να υιοθετούν, όποτε είναι δυνατόν, μια σιωπηλή πολιτική αντίστασης.

Space and informal work. The ethnographic experience of shipbuilding industry Manos Spyridakis Abstract In this paper I address the way day labourers attempt to make ends meet in the context of informal shipbuilding activities in the workplace of Perama zone, a suburb of western Piraeus area. I support the view that both local labour process and labour market have been formed historically out of the needs of national and international shipping capital in economic and spatial terms. It is for this reason that local social relations before, during and after work must be seen in a sociο-spatial dialectic frame of reference. I contend that local workers constitute active agents whose practices structure and are structured by a very disciplinary and asymmetrical informal power system. Being aware of this they try to manage the cracks of this system becoming at the same time its bearers in order to meet their social reproduction and to follow, whenever possible, a silent politics of resistance.

Εισαγωγή Στο άρθρο αυτό εστιάζω στη σχέση χώρου και εργασίας καθώς και στη σχετική με αυτήν εμπειρία, όπως αυτά συγκροτούνται κατά την προσπάθεια διαχείρισης των όρων κοινωνικής και εργασιακής αναπαραγωγής των εμπλεκομένων στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος. Οι σχετικές παραγωγικές δραστηριότητες εντοπίζονται γεωγραφικά σε μία ζώνη, όπως αυτή ορίζεται από τις περιοχές του κεντρικού λιμένα Πειραιά, Περάματος, Σκαραμαγκά, Ελευσίνας και Σαλαμίνας. Ενδεικτικά, η ευρύτερη ζώνη για την οποία γίνεται λόγος: 1) συγκεντρώνει το 87% της ναυπηγικής δραστηριότητας επί εθνικού εδάφους που χρησιμοποιείται για τέτοιους σκοπούς, 2) άμεση συνέπεια του δεδομένου αυτού είναι ότι, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1950, το 90% του εργατικού δυναμικού είναι σχεδόν μόνιμα εγκατεστημένο στην εν λόγω περιοχή, 3) το 67% του συνολικού αριθμού των πλωτών δεξα1.Αναπληρωτής Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής.


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 25

ΜΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

μενών, το 100% των μόνιμων δεξαμενών και το 100% των ναυπηγικών κλινών πανελλαδικά είναι εγκατεστημένο σε αυτήν την περιοχή, 4) υψηλό ποσοστό του συνολικού μήκους των προβλητών σε εθνική κλίμακα για επισκευές επιχωριάζει εντόπια (Βλάχος, 1996). Η έντονη αυτή χωρική και γεωγραφική οριοθέτηση των ναυπηγικών δραστηριοτήτων οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ιστορικούς και οικονομικούς λόγους. Είναι το αποτέλεσμα των μεγάλων αναγκών που γεννούσε το λιμάνι του Πειραιά και η ανάπτυξη της βιομηχανίας πριν από την περίοδο της Επταετίας. Άμεσο επακόλουθο της διάστασης αυτής ήταν και η σχεδόν ταυτόχρονη εμφάνιση παραναυπηγικών και παραναυτιλιακών επιχειρήσεων, υποστηρικτικών των κύριων ναυπηγοεπισκευαστικών μονάδων, μικρομεσαίου μεγέθους. Ο συνολικός τους αριθμός κυμαίνεται από 400 έως 1.600 ανάλογα με τις διακυμάνσεις της αγοράς. Οι επιχειρήσεις χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: 1) μικρά ναυπηγεία Περάματος-Σαλαμίνας, 2) μεγάλα καρνάγια εγκατεστημένα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, 3) επισκευαστικές μονάδες, μηχανουργεία, συνεργεία (είναι η κύρια επισκευαστική δύναμη που χρησιμοποιείται στους προβλήτες του ΟΛΠ), 4) βοηθητικές-προμηθευτικές μονάδες. Το εργατικό δυναμικό που απασχολείται, είτε μόνιμα είτε ευκαιριακά, στις μονάδες αυτές αφορά σε ειδικότητες ελασματουργών, λεβητοποιών, πελεκητών-καρφωτών, φλογοχειριστών, ηλεκτροσυγκολητών, σωληνουργών, μανουβραδόρων, μηχανουργών, σκαλωσατζήδων, εφαρμοστών, αμμοβολιστών, υδροβολιστών, μονωτών, ξυλουργών, ηλεκτρολόγων, καθώς και εργατών γενικών καθηκόντων. Η σύγχρονη ναυπηγική δραστηριότητα στην Ελλάδα που σηματοδότησε και την άνθηση της ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας στην περιοχή και, ουσιαστικά, στη χώρα μεταπολεμικά, ξεκίνησε με την ίδρυση της εταιρίας «Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ» στον Σκαραμαγκά, το 1956, μετά από την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Σταύρου Νιάρχου, σε περίοδο αλματώδους αύξησης των θαλάσσιων μεταφορικών μέσων (Σπυριδάκης, 2010).

Το πλαίσιο της απασχόλησης Στη ζώνη οι επισκευαστικές μονάδες, ακριβώς λόγω της επιδίωξης για μείωση του συνολικότερου παραγωγικού κόστους, προσλαμβάνουν συνεργεία εκτέλεσης

έργου, με τη διαδικασία της εργολαβίας και της υπεργολαβίας. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, μπορεί κανείς να συναντήσει ένα μείγμα τυπικών και άτυπων σχέσεων κατά την εργασιακή διαδικασία. Στην περίπτωση που η εργολαβία εντάσσεται στο πλαίσιο της άτυπης οικονομικής δραστηριότητας, η εσωτερική της δομή δεν ελέγχεται εύκολα και, το πιο σημαντικό, δεν είναι πάντοτε «ορατή» σε κάποιον που βρίσκεται εκτός του συστήματος όπου λαμβάνει χώρα. Από αυτήν την άποψη, η εργολαβία ως άτυπη οικονομική δραστηριότητα αφορά μια διαδικασία παραγωγής που αφενός «εξυπηρετεί» τις ανάγκες και τα συμφέροντα των εμπλεκομένων σε αυτή και αφετέρου, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, παραμένει «κρυμμένη» από την επιτήρηση των επίσημων αρχών. Η έννοια των άτυπων δραστηριοτήτων με αναφορά στην εργασία δεν είναι πάντοτε εύκολα προσδιορίσιμη διότι περιλαμβάνει μία σειρά από πρακτικές που ποικίλουν ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο αυτές θεωρούνται. Σύμφωνα με τον Pahl, πρέπει να εντάσσονται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, ώστε να μπορέσουν να γίνουν αντικείμενο κριτικής και εξέτασης καθώς, «είναι αδύνατον να καθοριστούν οικουμενικώς εφαρμοζόμενα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά άτυπων επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων μιας και αυτά τα χαρακτηριστικά ποικίλουν από οικονομία σε οικονομία, ανάλογα με τη φύση του κοινωνικού σχηματισμού» (Pahl, 1984: 114). Ως εκ τούτου, ορισμένες μορφές απασχόλησης, όπως, για παράδειγμα, η δουλειά με το κομμάτι που συνήθως λαμβάνει χώρα οίκαδε, μπορεί να είναι «παράνομες» σε ένα ιδιαίτερο πλαίσιο αλλά νόμιμες σε ένα άλλο. Εξάλλου, το ίδιο το κράτος μπορεί κάλλιστα να παρωθεί έμμεσα ένα κράμα άτυπων και τυπικών δραστηριοτήτων στο όνομα της «ανάπτυξης» (Castells and Portes, 1989). Για ένα σύνθετο πλέγμα λόγων, συνεπώς, η έννοια της άτυπης εργασίας πρέπει να οριστεί όχι μόνο σύμφωνα με το πλαίσιο αλλά και σύμφωνα με τη σχέση της με το τυπικό σύστημα ρύθμισης. Διότι αυτό που συμβαίνει στον άτυπο τομέα της οικονομίας εξαρτάται από αυτό που συμβαίνει στον επίσημο τομέα (Pahl, 1989: 95). Ο ένας έχει σημαντικό αντίκτυπο στον άλλο και αντίστροφα, και φυσικά ο ένας δεν υφίσταται δίχως τον άλλο. Σε γενικές γραμμές ως άτυπη απασχόληση εκλαμβάνεται αυτή η οποία διενεργείται σε ένα υπολειμματικό πλαίσιο ως προς τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν την τυπική μορφή της (Κουζής, 2001, Σπυριδά-

25


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 26

26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

κης 2010, Pardo, 2012). Σύμφωνα με τους Βαΐου και Χατζημιχάλη, η έννοια του άτυπου περιλαμβάνει: «…νόμιμες και/ή παράνομες δραστηριότητες που παρουσιάζουν διάφορα κοινά χαρακτηριστικά: α) παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες για την αγορά, β) δεν καταγράφονται επίσημα (στο σύνολό τους ή εν μέρει), γ) απορροφούν χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό, συνήθως γυναίκες, μειονότητες, ξένους, δ) αποφεύγουν τον αυξανόμενο έλεγχο του κράτους, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την τήρηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή της νομοθεσίας για την ασφάλεια και την κοινωνική ασφάλιση, ε) παρουσιάζουν γεωγραφική συγκέντρωση σε συγκεκριμένες περιοχές» (Βαΐου και Χατζημιχάλης 1997: 35).

Η εργασιακή δραστηριότητα στις επιχειρήσεις της ζώνης Περάματος λαμβάνει χώρα στο συνδυαστικό πλαίσιο των ως άνω αναφερόμενων διαστάσεων. Η συνύπαρξη τυπικών και άτυπων σχέσεων απασχόλησης με την ποικιλία των εργασιακών μορφών που τις χαρακτηρίζουν εξαρτάται τοπικά από το μέγεθος του κύκλου των ναυπηγοεπισκευαστικών δραστηριοτήτων που οι επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν. Στο μέτρο που στην τρέχουσα περίοδο ο κλάδος διέρχεται σοβαρή κρίση, οι δυνατότητες από πλευράς των εργαζομένων για την επίτευξη τυπικών εργασιακών συνθηκών φαντάζουν τουλάχιστον ως ακριβή πολυτέλεια. Οι άτυπες σχέσεις απασχόλησης αποτελούν δεδομένη και παγιωμένη τάξη πραγμάτων στη ζώνη, οι οποίες εξάλλου συνυπήρχαν με την ιστορική διαδικασία εμφάνισης και συγκρότησής της ως χώρου εργασίας. Τα συνεργεία εκτέλεσης έργου, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν καταγράφονται και δεν δηλώνονται, αναλαμβάνουν εργασίες τόσο εντός ζώνης όσο και στα μεγάλα ναυπηγεία. Διατηρούν συνήθως ως μόνιμο προσωπικό τον ιδιοκτήτη τους και λίγα ακόμη άτομα, κυρίως συγγενικά πρόσωπα και στελεχώνονται με επιπλέον προσωπικό ανάλογα με τη ζήτηση και τη φύση της εργασίας. Οι δουλειές, σε πρώτη φάση, «κλείνονται» διά λόγου, ως επί το πλείστον, με τη μεσολάβηση των μηχανικών ή καπετάνιων των πλοίων που εκπροσωπούν την πλευρά του παραγγελιοδότη. Σε αυτή τη συνάφεια, ένα σημαντικό ζήτημα είναι η ακαθόριστη δομή των επιχειρήσεων, η οποία προκύπτει από τα κενά και τα ρήγματα του ελεγκτικού κρατικού συστήματος, τα οποία χρησιμοποιούνται σκοπίμως, αναπαράγοντας έτσι την άτυπη απασχόληση. Τα συνεργεία εκτέλεσης έργου, συστήνονται και διαλύονται σχετικά εύκολα ακολουθώντας τις διακυ-

μάνσεις της αγοράς· συγκροτούν από τη μία, δίκτυα παραγωγής που εξαρτώνται από τις σχέσεις του εκάστοτε υπεύθυνου με τα εφοπλιστικά γραφεία ή με τους επικεφαλής των υπαρχουσών οργανωμένων μονάδων και από την άλλη, ευέλικτες εργασιακές συνενώσεις ενταγμένες σε έντονες και πυκνές διαπροσωπικές σχέσεις, στηρίζονται δε στην εκτέλεση έργου χωρίς την τήρηση πάντοτε των προβλεπόμενων από τον νόμο νόμιμων διαδικασιών για την περάτωσή του και στην ευελιξία κατά την παραγωγή. Τούτο έχει εκβάλει στη σταδιακή υποβάθμιση των εργασιακών συνθηκών, οι οποίες από το 1997 έως σήμερα έχουν οδηγήσει σε περισσότερα από 30 δημοσιοποιημένα θανατηφόρα ατυχήματα. Σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται οξείες κοινωνικές πολώσεις και διαχωρισμοί μεταξύ όσων έχουν δουλειά (οι πυρηνικοί εργάτες του κάθε «μαγαζιού») και όσων προσπαθούν να την ανακαλύψουν (δορυφορικοί εργάτες). Συνεκδοχικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η πραγματικότητα αυτή δεν είναι καινούργια, αλλά ότι οξύνεται τα τελευταία χρόνια, υπό το φως και της ενσκήπτουσας κρίσης, τα μεροκάματα που μπορεί πλέον να κάνει κανείς είναι πολύ λίγα σε σχέση με τις πραγματικές του ανάγκες. Το γεγονός αυτό οδηγεί μαθηματικά σε μεγάλα ποσοστά ανεργίας, σε εκτεταμένα εργασιακά διαλείμματα, σε μείωση ενδεχόμενων διεκδικήσεων κατά την εκτέλεση του έργου, σε έξαρση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων, σε ελάττωση των κοινωνικών αντανακλαστικών, στην υποαπασχόληση, στην ετεροαπασχόληση και στη μη σταθερή απασχόληση, κυρίως μη νόμιμη. Η φράση «είμαι δουλεμένος» σηματοδοτεί το γεγονός ότι ο κάθε υποψήφιος εργαζόμενος συμμετέχει στο τοπικό εργασιακό περιβάλλον τονίζοντας την παρουσία του και κυρίως το γεγονός ότι είναι διατεθειμένος να «λάβει μέρος» στο σύστημα ανταλλαγής και εναλλαγής της πληροφορίας σχετικά με την προσφορά εργασίας. Ιδιαίτερα σε μεγάλες περιόδους ανεργίας οι εργαζόμενοι υιοθετούν την τακτική των «αποστολών». Βασιζόμενοι στο δίκτυο σχέσεων και γνωριμιών τους (Kapferer, 1969) προσλαμβάνονται σε συνεργεία τα οποία μπορεί να δουλέψουν σε μία σειρά ναυπηγείων, από το Λίβερπουλ στο Γκτανσκ και από αυτά της Βαλτικής στα ιαπωνικά ή και τα κορεάτικα. Η εργασία είναι επικίνδυνη στο μέτρο που διενεργείται, για ευνόητους λόγους εν πλω, αλλά και πολύ επικερδής για όλους τους εμπλεκόμενους. Το κλείσιμο της συμφω-


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 27

ΜΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

νίας περιλαμβάνει ένα μεγάλο σύστημα ανταλλαγής πληροφορίας και καθορισμού του κέρδους. Το σύστημα αυτό, αφενός δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο και αφετέρου είναι δύσκολο να εντοπισθεί από τις αρχές, καθώς οι εργαζόμενοι εμφανίζονται είτε ως μέλη πληρώματος είτε καθόλου, ειδικά όταν το συνεργείο διεκπεραιώνει έργο στα λεγόμενα «τάγκια» (δεξαμενές) του πλοίου. Δεν είναι διόλου σπάνιο ένας εργαζόμενος να δουλέψει για μια εβδομάδα στη ζώνη Περάματος, άλλες δύο στα ναυπηγεία Χαλκίδας και να ετοιμάζει ταυτόχρονα τις βαλίτσες του για ένα μακρύ ταξίδι σε άλλα ναυπηγεία του εξωτερικού για ακαθόριστο εκάστοτε χρόνο.

Η χωρικότητα της εργασίας Σε αυτό το συγκείμενο, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνάς μου στο Πέραμα η ως άνω συνθήκη με προβλημάτισε ως προς τη σχέση της χωρικότητας της εργασίας σε συνδυασμό με τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων που αυτή λαμβάνει χώρα μέσα από την εκτύλιξη της κοινωνικής δραστηριότητας. Κατέστη προφανές ότι μέρος της απάντησης βρισκόταν στη θεώρηση της εργασίας ως κοινωνικής σχέσης, η οποία επιτελείται μέσα στην καθημερινότητα του συγκεκριμένου τόπου. Στον βαθμό που μελετά κανείς τη δράση των υποκειμένων, διερευνά την αντενέργεια που συγκροτείται από κοινωνικές διαδικασίες και τα αποτελέσματα της δράσης αυτής, η οποία είναι εγγεγραμμένη και ζυμωμένη στον χώρο και τον χρόνο. Η δράση αυτή συγκροτείται σε χωρικά όρια που εμπλουτίζονται με κοινωνικές λειτουργίες. Όμως η ίδια η ύπαρξη του ορίου συγκροτεί ταυτόχρονα και τη συνθήκη της μετάβασής του, καθώς η συνθήκη ύπαρξης μιας θέσης είναι η ίδια της η αντίθεση, δεν υπάρχει χωρίς αυτήν. Κατά συνέπεια ο χώρος είναι ένας τόπος σε λειτουργία, ένα σημείο συνάντησης κοινωνικών σχέσεων πριν και πάνω από όλα (Massey, 1985: 11). Ο τρόπος αυτός θέασης του χώρου μάς προτείνει ενδεχομένως μια μη περατωμένη εννοιολόγησή του, μας βοηθά όμως να αποφεύγουμε τη θεώρησή του ως παθητικού σώματος το οποίο αντιδρά σε κάποιο εξωτερικό ερέθισμα όπου ο χρόνος ισούται με τη μονογραμμική κίνηση, την πρόοδο ή τη στασιμότητα. Και τούτο διότι σε διαφορετική περίπτωση πώς θα μπορούσε κανείς να εξηγήσει την

κοινωνική αλλαγή, τη μετάβαση και τη διαφοροποίηση όχι μόνο μεταξύ τόπων αλλά και εντός τους; Σχετικά με αυτό το ζήτημα, το οποίο προκύπτει αυτή τη φορά, μια απάντηση μπορεί να δοθεί σε ένα γενικό και αφηρημένο επίπεδο: Η κοινωνική δράση και διαφοροποίηση οφείλεται στην κίνηση και τις ανάγκες του κεφαλαίου στην οικονομία της αγοράς που δημιουργεί νέους καθορισμούς εμπειρίας του χώρου μέσα από τη διαδικασία της δημιουργικής καταστροφής του, όπως το έθεσε ο Σουμπέτερ (2006). Ο καπιταλισμός, συνεπώς, είναι υπεύθυνος για την παραγωγή και τη διαμόρφωση του χώρου (Λοζκίν, 1977: 144), αλλά και του τρόπου της ποιοτικής ένταξης μας σε αυτόν (Σπυριδάκης, 2009). Είναι όμως μόνο αυτό; Ο βαθμός, επί παραδείγματι, μετακίνησης ανάμεσα σε οριακούς κατατμημένους χώρους κοινωνικής πρακτικής, όπως σε νυχτερινά κέντρα, σε ξένες χώρες και πόλεις, σε καφενεία, σε τόπους εργασίας και ούτω καθ’ εξής, δεν περιορίζεται και ορίζεται από το κεφάλαιο μόνο, αλλά και από το φύλο, την εθνότητα, την κοινωνική προέλευση, το θρήσκευμα, την ηλικία ή ακόμα και την πολιτική ένταξη παλαιότερα. Εάν αυτό είναι αποδεκτό, ως υπόθεση εργασίας, τότε θα χρειαστεί να ελέγξει κανείς και τον βαθμό, στον οποίο οι μεταβλητές που συγκροτούν τη δράση, δηλαδή ο χρόνος και ο χώρος, είναι παρόμοιες ή ίδιες για όλους. Έστω, συνεπώς, ότι το πεδίο αναφοράς είναι το παγκοσμιοποιημένο Πέραμα. Παγκοσμιοποίηση σημαίνει, κατά μια έννοια, σύντμηση και απεδαφοποίηση. Οι εφοπλιστές φέρνουν πλοία για επισκευή, μισθώνουν συνεργεία από Πολωνούς και Βουλγάρους, κλείνουν δουλειές με εργολάβους εντός και εκτός πόλης, με ευκολία στέλνουν τα πλοία τους για επισκευή σε άλλα φθηνότερα μέρη με μισθωμένο ελληνικό ή μη προσωπικό, φέρνουν με λίγα λόγια σε επαφή, σε μια σειρά δράσεων, έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Πώς όμως η δυναμική της κίνησης του κεφαλαίου επηρεάζει αυτούς που μένουν πίσω; Τις άνεργες γυναίκες, τους ενεργούς εργασιακά άντρες, οι οποίοι λόγω αδυναμίας ένταξης στα τοπικά κοινωνικά δίκτυα, λόγω ηλικίας ή λόγω «ακαταλληλότητας», βρίσκονται μακροχρόνια άνεργοι; Είναι γεγονός ότι στην περιοχή ο παγκοσμιοποιημένος χωροχρόνος δεν ευνοεί την επαφή αλλά την απομόνωση και την ανισότητα. Και αυτό το γεγονός δεν είναι μια απλή ηθική και πολιτική διαπίστωση για

27


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 28

28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

τις τοπικές κοινωνικές σχέσεις αλλά ένα εννοιολογικό σημείο κατανόησης της κοινωνικής διαφοροποίησης. Εδώ οι κατατμημένοι χώροι δράσης παρουσιάζουν μια γεωμετρία δύναμης, όπως θα το έθετε η Massey. Οι επικράτειες ανάμεσα στους χώρους δεν ορίζονται μονάχα από το ποιος κινείται και ποιος όχι, αλλά από το ποιος μπορεί να μετακινηθεί. Διαφορετικές κοινωνικές ομάδες έχουν διαφορετική σχέση με το συνεχές της οποιασδήποτε μορφής διαφοροποιημένης κινητικότητας: Κάποιοι ορίζουν ποιος θα κινείται βρισκόμενοι στην αρχή του συνεχούς και κάποιοι βρίσκονται περισσότερο στο αποτέλεσμα της δράσης των πρώτων, στο τέλος του. Οι πρώτοι μπορούν να ταξιδεύουν εύκολα, να επηρεάζουν την πληροφόρηση, να οργανώνουν τις επενδύσεις και τις διεθνείς χρηματικές συναλλαγές, με λίγα λόγια να έχουν τον έλεγχο των πραγμάτων. Όσον αφορά τους δεύτερους μπορεί να μετακινούνται, χωρίς να ελέγχουν καμιά διαδικασία στη σύσταση του προσωπικού τους χωροχρόνου, όπως συμβαίνει προσφάτως με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στα ελληνικά σύνορα ή με τους αντίστοιχους από το Μεξικό και τη Γουατεμάλα που συνωστίζονται στα σύνορα με τις ΗΠΑ (Zlolniski, 2006). Επιπλέον, υπάρχει και το παράδειγμα εκείνων, οι οποίοι έχουν από τη μία δανείσει στοιχεία της κουλτούρας τους στη διαμόρφωση της παγκόσμιας κουλτούρας, όπως η ethnic κουζίνα, η σάμπα ή το τάνγκο που χορεύονται στις σχολές εκμάθησης στο κέντρο της Αθήνας μέχρι και το Λονδίνο, από την άλλη όμως ζουν περιχαρακωμένοι σε παραγκουπόλεις ή εργάζονται άτυπα για το ΙΚΕΑ (Massey, 1991: 26). Πού οφείλεται η διαφοροποίηση αυτή; Από τη μία ο καπιταλισμός στην πάσης φύσεως επέκτασή του απελευθερώνει νέες οικονομικές δομές που διαβρώνουν και μετασχηματίζουν τις προϋπάρχουσες. Από την άλλη, η τάση αυτή έχει όρια τα οποία προσδιορίζονται από τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, την πρόοδο της τεχνολογίας, την οργάνωση της εργασίας, την κρατική παρέμβαση, την αντίσταση των εργαζομένων, δημιουργώντας έτσι και αναπαράγοντας νέες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και ανισότητες. Είναι πασιφανές ότι τα εμπορεύματα χρειάζεται να μετακινούνται, διαφορετικά το κεφάλαιο δεν συσσωρεύεται. Όσο ελαχιστοποιείται ο χρόνος μετακίνησης τόσο πιο μεγάλα είναι τα κέρδη. Στην κίνηση αυτή οποιαδήποτε εμπόδια, χρονικά, γεωγραφικά ακόμη και νομικά, πρέπει να

αίρονται. Τούτο είναι η συνάρτηση του βαθμού ανάπτυξης δικτύων μεταφορών και επικοινωνιών, των συνολικότερων υποδομών και του βαθμού λειτουργικότητας του δομημένου περιβάλλοντος, κάτι για το οποίο η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη, π.χ., δεν φημίζεται. Απαραίτητη συνθήκη για την εξέλιξη αυτή είναι ότι ένα τμήμα του κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να «βυθιστεί», καθώς λέγεται, στον χώρο για τη δημιουργία υποδομών και κοινωνικής δυναμικής αντίστοιχα, ώστε να αυξηθεί η γεωγραφική κινητικότητα· με άλλα λόγια να μετατραπεί σε ένα είδος χωροχρονικού fix (Harvey 2015: 252). Έτσι όμως η εκμηδένιση του χώρου από τον χρόνο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με την εκ νέου παραγωγή του χώρου. Συνεπακόλουθα, η δημιουργική καταστροφή επαναλαμβάνεται αενάως και κυκλικά καθώς η εκάστοτε κεφαλαιακή δράση αφήνει τα δακτυλικά της αποτυπώματα σε συγκεκριμένες ιστορικές και χρονικές περιόδους. Έτσι, όμως, δημιουργήθηκε το Πέραμα στην τωρινή του μορφή. Τα πρώτα συστήματα ύδρευσης η πόλη τα απέκτησε, όταν αυτό ήταν αναγκαίο για τις τοπικές επιχειρήσεις. Το ίδιο έγινε στη συγκοινωνία, αλλά και στο οδικό δίκτυο (Σπυριδάκης 2006). Δεν πρόκειται απλώς για το ότι κάποιοι θεμελιώνουν τις αποφάσεις τους στην ανισότητα επιλέγοντας τις περιοχές χωροθέτησης των οικονομικών τους δραστηριοτήτων και δομών, αλλά για τον τρόπο που αυτή δημιουργείται και αναδιαμορφώνεται, ώστε μερικοί να έχουν περισσότερη δύναμη από άλλους. Οι εκβολές των επιλογών αυτών δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι μορφές της απάντησης των κοινωνικών σχέσεων σε αυτές, στη συνάρτηση του χώρου και του χρόνου. Αναφερόμαστε κατά συνέπεια σε μια χωρο-κοινωνική διαλεκτική η οποία μετουσιώνεται και διαμεσολαβείται από αυτό που ο Lefebvre περιέγραψε ως χωρική πρακτική, με άλλα λόγια, τα σημεία μετάβασης και συνάντησης της κοινωνικής δράσης στον χώρο (Lefebvre, 1977). Ο εργάτης που ξεκινά την πρωινή διαδρομή του για να βρει ή να πιάσει δουλειά στα καρνάγια του Περάματος θα βιώσει μια ποικιλία εμπειριών που συγκροτούν τον δικό του χωροχρόνο δράσης. Στη πορεία θα λοξοδρομήσει, θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες, θα αναπτύξει δεξιότητες για να ξεπεράσει αντίξοες συνθήκες, θα σταματήσει στο αγαπημένο του στέκι, θα λάβει αποφάσεις, θα επιλέξει τρόπους δια-


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 29

ΜΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

χείρισης της εργασιακής του δύναμης. Στο τέλος, θα επιστρέψει στη βάση του ή θα ταξιδέψει στο εξωτερικό ή αλλού στη χώρα. Αυτή η ιδιαίτερη πορεία μετασχηματίζει αδιόρατα τον χώρο, θρυμματίζοντας την κυριολεξία της υφιστάμενης πολεοδομικής λογικής. Πρόκειται για αυτό που ο Ντε Σερτώ ονόμασε ρητορική του βαδίσματος (Ντε Σερτώ, 2010) και που παρώθησε τη δημιουργία και την εμφάνιση του οικισμού του Περάματος, με όρους αυθαίρετης για το μάτι της εξουσίας δόμησης, στη σημερινή του μορφή. Η αυθαιρεσία, ωστόσο, ενέχει μια αμφίδρομη σχέση και δεν αφορά μονάχα την ανοχή απέναντι σε μια παράνομη ενέργεια, αλλά και τον τρόπο που το ίδιο το κράτος μεταπολεμικά χρησιμοποίησε τη διαδικασία οικιστικής ανάπτυξης ως μέσο ιδεολογικής ενσωμάτωσης πλατιών κοινωνικών στρωμάτων και σφυρηλάτησης πελατειακών σχέσεων. Το ζήτημα του Περάματος φανερώνει ότι οι νομιμοποιήσεις των αυθαιρέτων, οι επεκτάσεις του σχεδίου πόλης, καθώς και οι αυξήσεις των συντελεστών δόμησης συμμορφώθηκαν προς μια επιλεκτικά προσαρμοσμένη πολιτική στις, όντως υφιστάμενες, κοινωνικές ανάγκες και όχι προς έναν συγκροτημένο και επαρκή πολεοδομικό προγραμματισμό. Οι τοπικοί κομματάρχες ικανοποιούσαν σχετικά αιτήματα «γεμίζοντας» έτσι το κενό που το κράτος άφηνε εν σχέση με μια ad hoc κοινωνική πολιτική περί στέγασης. Και όσο το κενό αυτό υφίστατο στην πορεία του χρόνου, ιδιαίτερα από το 1960 και μετά μέχρι και το πρόσφατο σχετικά παρελθόν, τόσο ο κενός χώρος μετατρέπονταν σε αυθαίρετα δομημένο περιβάλλον. Οι προχειροφτιαγμένες παράγκες εξακολουθούν να εμφανίζονται με την ταυτόχρονη στόχευση και προσπάθεια να «μονιμοποιηθούν», σάμπως να ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Η τοπική αγορά εργασίας Αν, συνεπώς, ως ερμηνευτική αφετηρία, θεωρήσει κανείς ότι το υποκείμενο συγκροτεί τον εαυτό του στις αντενέργειές του με το κοινωνικό του πεδίο, ως persona πολλαπλών ταυτοτήτων, τότε το ίδιο συμβαίνει και με τον χώρο. Ο χώρος αποκτά υπόσταση και φορτίζεται με κοινωνική σημασιοδότηση μόνο όταν αναγνωρίζεται ως τέτοιος από τα υποκείμενα στην πολλαπλή ταυτότητά του. Η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στο Πέραμα δεν συνιστά μονάχα χώρο εργασίας αλλά και τόπο έκφρασης αντιθέσεων, πηγή πληροφοριών και

διαμαχών, τόπο ανάπαυσης και δημιουργίας συγγενικών σχέσεων, πρόκειται και για κοινωνικό χώρο. Είναι υπό την οπτική αυτή που ο χώρος, εντέλει, δεν μπορεί να ταυτίζεται πάντοτε με τις συνδηλώσεις της έννοιας κοινότητα (Ζαιμάκης, 2002: 86). Η αίσθηση του χώρου για μια γυναίκα στο Πέραμα είναι τόσο διαφορετική από αυτή του άντρα της ή των παιδιών της όσο και αυτή του μετανάστη που δουλεύει εκεί παράνομα. Ταυτόχρονα, οι ίδιες οι κοινότητες, διαμεσολαβούνται από εσωτερικές δομές και εγκάρσιες τομές, όπως ο βαθμός συνδικαλιστικής παράδοσης, τα χαρακτηριστικά της προσφοράς εργασίας, το επίπεδο των αμοιβών, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού, η τεχνολογική στάθμη, η τοπική παράδοση και μνήμη σε άμεση συνάφεια με το συνδυασμό των διαδοχικών ρόλων που η περιοχή έχει κληθεί να διαδραματίσει στο πλαίσιο ευρύτερων, εθνικών και διεθνών χωρικών καταμερισμών εργασίας (Massey, 1992). Υπό την έννοια αυτή ο τρόπος χρήσης και ελέγχου της γης τοπικά έχει δημιουργήσει στην πορεία του χρόνου αυτό που ο Neil Smith έχει προσδιορίσει ως χωρική ιδιότητα. Με άλλα λόγια, ο τοπικός χώρος ως αποτέλεσμα της εθνικής και διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου, ενσωματώνει ιδιαίτερες κοινωνικές και εργασιακές διαδικασίες οι οποίες εκβάλουν στην πραγματοποίηση της αφηρημένης αξίας της εργατικής δύναμης και στην ικανοποίηση των περιοδικών απαιτήσεων της διεθνούς οικονομίας, ναυλαγοράς εν προκειμένω. Συνεπώς, από τη μία, η ιδιαιτερότητα των τοπικών κοινωνικών και εργασιακών σχέσεων φαίνεται ως απόλυτη χωρικά καθόσον μοιάζει να είναι συστατικό στοιχείο της κοινωνικής καθημερινότητας. Από την άλλη, ωστόσο, από τη στιγμή που οι σχέσεις αυτές είναι ενταγμένες σε παγκόσμια οικονομικά πλαίσια, ως έκφραση της αφηρημένης εργασίας, η παραγωγική διαδικασία ενοποιεί και ταυτόχρονα ρευστοποιεί τον χώρο (Smith, 1984: 82). Στην περιοχή του Περάματος υπάρχει μεγάλη προσφορά ευκαιριακού εργατικού δυναμικού, το οποίο είναι ακριβώς η ιστορική εκβολή της παραγωγής του χώρου τοπικά για την επίτευξη των αναγκών παραγωγής του εθνικού ναυτιλιακού κεφαλαίου και της ζήτησης της παγκόσμιας ναυλαγοράς. Έτσι, η χωρική ιδιότητα του Περάματος ως ναυπηγικής επικράτειας έχει ενσωματώσει στα γεωγραφικά της χαρακτηριστικά συγκεκριμένες εργασιακές σχέσεις. Καθώς η συντριπτική πλειοψηφία προσλαμβάνεται σε συνεργεία εκτέλεσης

29


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 30

30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

έργου, η αγοραπωλησία της εργατικής δύναμης διενεργείται με παζάρια γύρω από το ζήτημα του εργασιακού status, το λεγόμενο «σπασμένο μεροκάματο». Οι όροι υγιεινής και ασφαλείας δεν τηρούνται, καθώς είναι ζημιογόνοι, ενώ τα εργασιακά δικαιώματα καταπατούνται μέσα σε μια συνομωσία σιωπής. Ένσημα συνήθως δεν καταβάλλονται και η εγγενής αδυναμία των συνδικάτων διευκολύνει την εκμετάλλευση από τους εργολάβους οι οποίοι, σημειωτέον, μπορεί να εργάζονται και ως αρχιμάστορες σε άλλους εργολάβους. Το διαπροσωπικό δίκτυο σχέσεων αποτελεί την πηγή εξεύρεσης απασχόλησης, όταν υπάρχουν διαθέσιμα μεροκάματα σε μία περίοδο που ο κλάδος υφίσταται σοβαρή κρίση λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού. Το κάθε «μαγαζί» προσλαμβάνει κάθε φορά σταθερούς πυρηνικούς εργάτες, τους λεγόμενους «λαγούς» και δορυφορικούς ως προς αυτούς. Ταυτόχρονα, όπως προελέχθη, στρατολογούνται εργάτες για τις λεγόμενες «αποστολές», την εν πλω δηλαδή επισκευή πλοίων, διαδικασία που δεν φαίνεται και δεν δηλώνεται πουθενά, για τούτο και είναι επικερδής για όσους εμπλέκονται. Φυσικά, όλο αυτό το πλέγμα σχέσεων λειτουργεί υπό το καθεστώς της παράνομης ευελιξίας και της διάχυσης στον χώρο τόσο των εργολαβικών γραφείων όσο και των εφοπλιστικών που εδρεύουν στο μεγάλο λιμάνι. Από την άποψη αυτή το Πέραμα είναι μια τοπική αγορά εργασίας που λειτουργεί «αποτελεσματικά» και ως προς τη διάσπαση του κοινωνικού πεδίου και ως προς τον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής υπό την καλύπτρα των άτυπων εργασιακών σχέσεων. Έτσι το τοπικό εργατικό δυναμικό ενσωματώνεται στην αγορά εργασίας μέσα από ένα σύνολο ιδιοτήτων. Η χωροθετική επιλογή των τοπικών επιχειρήσεων θεμελιώθηκε πρώτιστα στην ύπαρξη άφθονου εργατικού δυναμικού που υπήρχε στην περιοχή και στον κατακερματισμό του, δηλαδή στη γεωγραφική κατανομή άντλησής του, καθώς βέβαια και στην ύπαρξη των μεγάλων ναυπηγείων του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας. Στο πλαίσιο αυτό η συσχέτιση εργασίας και χώρου χρειάζεται να προσδιορίζεται μέσα από τη διαλεκτική τους συνδιαμόρφωση χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάθε τόπος αναπαράγεται κατά το πρότυπο μιας Ευκλείδειας γεωμετρίας του χώρου ή ότι αντιστοιχεί μηχανιστικά και κλειστοφοβικά σε μια μορφή εργασίας. Για να υπάρξει η δημιουργική καταστροφή πρέπει να υπάρχει το μέγεθος του χρόνου. Ο χρόνος, όπως το θέτει η Massey, προϋποθέτει την αλληλεπίδραση. Για να

υπάρξει αλληλεπίδραση πρέπει να υπάρξει πολλαπλότητα. Για να υπάρξει πολλαπλότητα πρέπει να υπάρξει χώρος. Είναι για τον λόγο αυτόν που ο χώρος είναι πάντα ημιτελής (Massey, 2001). Έτσι, λόγου χάρη, η προσφορά διαφορετικού κατά περιοχές εργατικού δυναμικού, (επίπεδο μισθών, ειδίκευση, συνδικαλιστική παράδοση), παρέχει την ευχέρεια στο κεφάλαιο να επιλέγει μέσα από μια ποικιλία πλεονεκτημάτων διαφορετικούς τόπους χωροθέτησης στοχεύοντας στην ευελιξία, στο χαμηλό κόστος ή στην παραγωγικότητα των νέων τεχνολογιών. Αντίστροφα, οι επιλογές αυτές συγκροτούν εκείνο το πλαίσιο όπου διαμορφώνονται ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργατικού δυναμικού. Η σχέση αυτή είναι κυκλική ιστορικά. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τον Κουρλιούρο, μέρος του προσδιορισμού αυτής της συσχέτισης είναι: 1. Οι δημογραφικές και κοινωνικοοικονομικές περιστάσεις κάθε περιοχής. Οι περιοχές όπου επικρατούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης ενδεχομένως λειτουργούν αποτρεπτικά για νέες επιχειρήσεις. 2. Οι όροι αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης. Το κόστος εργασίας δεν σχετίζεται μόνο με τους μισθούς αλλά και με το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής. 3. Η παραγωγικότητα της εργασίας που παρουσιάζει μεγάλες χωρικές διαφοροποιήσεις και εξαρτάται από τις υποδομές, την εκπαίδευση και κατάρτιση καθώς και από την εργασιακή κουλτούρα κάθε περιοχής. 4. Η ποιότητα της εργασίας. Κάθε βιομηχανία ή επιχείρηση χρειάζεται εργατικό δυναμικό συγκεκριμένης ποσότητας και ποιότητας. 5. Η δυνατότητα ελέγχου της εργασίας από το κεφάλαιο. Εδώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει ο βαθμός συνδικαλισμού, ο οποίος πάντοτε εμποδίζει τη συσσωρευτική τάση του κεφαλαίου. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στα μεταφορικά μέσα, ωστόσο, σε συνδυασμό με τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις έχουν αυξήσει τη χωροθετική ελευθερία των επιχειρήσεων, έτσι ώστε η πλευρά των εργαζομένων να χάνει τη διαπραγματευτική της ικανότητα (Κουρλιούρος, 2001). Παρόμοιοι λόγοι ερμηνεύουν τη μετεγκατάσταση των δυτικών βιομηχανιών σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Από την άλλη χρειάζεται να έχει υπόψη του κανείς ότι οι εξελίξεις αυτές δεν είναι μονόδρομος. Οι μεγάλες αστικές περιοχές εξακολουθούν να προσελκύουν βιομηχανίες και επιχειρήσεις, παρά τον ενδεχόμενο βαθμό εργασιακής αντίστασης και διεκδικήσεων, καθόσον τα χωροθετικά οφέλη της συγκέντρωσης υπερκαλύπτουν το οποιοδήποτε κόστος. Η βιομηχανική ανάπτυξη και


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 31

ΜΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

η αστικοποίηση βάδιζαν πάντοτε μαζί. Ο εργατικός εποικισμός του Πειραιά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα (Λεοντίδου, 1989). Η εργασία, συνεπώς, και οι εργασιακές σχέσεις είναι ενσωματωμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε τόπου (Μπάδα, 2004) καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αυτός εντάσσεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Όπως το θέτουν οι Βαίου και Χατζημιχάλης: «Οι κύριες επιχειρήσεις μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικούς κλάδους και να προσφέρουν σχεδόν αποκλειστικά χειρωνακτική εργασία σε μια περιοχή ή μια ποικιλία θέσεων απασχόλησης σε άλλη. Καλά αμειβόμενες, ασφαλείς θέσεις απασχόλησης που απαιτούν πολλά προσόντα και προσδίδουν κύρος μπορεί να συγκεντρώνονται σε ορισμένες πόλεις και περιοχές, ενώ άλλες να χαρακτηρίζονται από τις αντίθετες τάσεις. Αυτές οι διαφορές γίνονται κατανοητές εάν διερευνήσει κανείς τους τρόπους λειτουργίας των τοπικών αγορών εργασίας και τις σχέσεις κάτω από τις οποίες συμβαίνει η ανταλλαγή της εργατικής δύναμης σε συγκεκριμένους τόπους» (Βαίου και Χατζημιχάλης 1997:43).

Το Πέραμα της κρίσης Η ανθρωπολογική έρευνα έχει αναδείξει ανάλογες εμπειρίες σε διαφορετικά εθνογραφικά πλαίσια και τοπικές αγορές εργασίας (Pardo, 1996, Ngai, 2005, Zlolniski, 2006, Spyridakis, 2013) όπου η άτυπη εργασία συνδυάζεται με εκτεταμένες εργολαβικές σχέσεις, καθώς στις χωροθετικές στρατηγικές των επιχειρήσεων τον βαρύνοντα ρόλο δεν παίζουν πλέον αποκλειστικά και μόνο τα πλεονεκτήματα ενός τόπου με την έννοια των πρώτων υλών και συνθηκών αγοράς αλλά η ίδια η ποιότητα και η μορφή της εργασίας τοπικά. Η τάση αυτή στις σημερινές συνθήκες της χρονικής επιτάχυνσης αφορά μια ποικιλία επιχειρήσεων και πάντως δεν είναι κάτι νέο, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και είναι για τον λόγο αυτόν που η εκβιομηχάνιση και αναδιάρθρωση μιας περιοχής δεν υφίστανται χωρίς την αποβιομηχάνιση και απαξίωση μιας άλλης ή για να τα πούμε πιο ωμά, ο θάνατος μιας περιοχής είναι η ζωή της άλλης (Harvey, 2009). Πέρα από το γεγονός ότι η ίδια η έννοια της εργασιακής ειδίκευσης αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων μια ασταθής συνθήκη η χωρική μετακίνηση του κεφαλαίου εκμεταλλεύεται θετικά την απόσταση και τη διαφοροποίηση με έναν τρόπο που το εργατικό δυναμικό δεν μπορεί να το κάνει καθώς αυτό είναι σχετικά

αμετακίνητο. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα λόγια ενός πρώην συνδικαλιστή στη ζώνη: «Κοίταξε να δεις, το αντικείμενο της δουλειάς λέγεται καράβι. Το αντικείμενό μας, το αντικείμενο της δουλειάς μας έχει μία προπέλα και αν δεν το καταλάβεις, επειδή έχει προπέλα πάει και παραδίπλα και δεν είναι εγκληματικό αυτό ούτε αντισοσιαλιστικό, ούτε αντικομουνιστικό να σου περάσει αυτή η σκέψη. Δεν καταφέραμε να δούμε έγκαιρα, να δούμε κάπως πιο συγκεκριμένα, προοπτικά τα πράγματα, γιατί αν θέλεις γι’ αυτή την κατάσταση που επικρατεί σήμερα εκεί πέρα, κατά την προσωπική μου άποψη, δεν έχει εμφανιστεί και κάποιος να την αντικρούσει, μπροστά. Πέρα από πολιτικές ευθύνες και χαράξεις πολιτικών που και καλά κάνουν τη δουλειά τους αυτοί, το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης το έχουμε εμείς οι εργαζόμενοι».

Έτσι, καθώς η Κίνα εμφανίστηκε ως ο οικονομικός αντίπαλος της Δύσης, η κατάρρευση των χωρών του ανατολικού μπλοκ σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση των εθνικών οικονομιών επιτάχυνε την οικονομική κρίση στην ευρωπαϊκή ναυπηγοεπισκευστική βιομηχανία. Η Ρουμανία, η Ουκρανία, η Ρωσική Ομοσπονδία και η Βουλγαρία έχουν υιοθετήσει μια πολιτική χαμηλού κόστους όσον αφορά τη ναυπηγική δραστηριότητα, κερδίζοντας έτσι πελάτες εις βάρος των ευρωπαϊκών ναυπηγείων και σαφώς εις βάρος της ζώνης. Το παιχνίδι αυτό του κεφαλαίου, ωστόσο, υποβαθμίζει τη σπουδαιότητα ολόκληρων περιοχών, όπως το Πέραμα. Στην τοπική αγορά εργασίας η «δημιουργική καταστροφή» με τη συνεπαγόμενη αποβιομηχάνιση και την ανεργία που έχει προκαλέσει διαμόρφωσε σκληρότερες συνθήκες ανταγωνισμού μεταξύ των εργατών. Από τη μία πρέπει να προσπαθούν να ανακαλύψουν την πληροφορία για τη δουλειά και από την άλλη πρέπει να δουλέψουν, όταν τη βρουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά για να την ξαναβρούν ή τουλάχιστον να μην τη χάσουν πλήρως. Επάνω στο πλοίο ο ανταγωνισμός είναι σκληρός, «είναι η πιο σκληρή μορφή καπιταλισμού», κατά την έκφραση ενός εργάτη βοηθού. Όπως το θέτει βιωματικά, «… αυτό το δημιουργεί πρώτον ο καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός θέλει φτωχά χέρια. Ο καπιταλισμός θέλει να σε πατάει και να τον παρακαλάς, σε παρακαλώ μη με σχολάσεις, σε παρακαλώ κράτησέ με. Ο καπιταλισμός πρέπει να σε διαλάει ψυχοσωματικά. Από εκεί ξεκινούν όλα. Ο καπιταλισμός δεν έχει να σε σεβαστεί σαν Μανώλη. Σε βλέπει και λέει, τι κονομάω σήμερα από τον Μανώλη; 10 ευρώ. Από τον Σωτήρη; 12 ευρώ. Διάλυσε τον Μανώλη, φά’ τονε. Τί μου κοστίζει ο Μανώλης; 5 ευρώ. Ο Σωτήρης; 4, ο Σωτήρης είναι προτιμότερος».

31


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 32

32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

Έτσι, οι εργάτες πασχίζουν να αποδείξουν ότι παράγουν καλύτερα και περισσότερο ώστε να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις επαναπρόσληψής τους. Από την άλλη, το δεδομένο της ανεργίας αποτελεί αντικείμενο εκμετάλλευσης χάρις την πολυμήχανη ευρηματικότητα των εργολάβων. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε κάθε σχεδόν συνεργείο ο κάθε εργολάβος ή εργοδηγός φροντίζει να προσλαμβάνει έναν «λαγό». Τούτο δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά έναν πολύ γρήγορο και παραγωγικό εργάτη, νεαρό συνήθως, που είναι πολύ γνωστός του μαγαζιού, ενδεχομένως συγγενής. Αποστολή ενός «λαγού» είναι να συμπαρασύρει, εκμεταλλευόμενος την ανταγωνιστική κουλτούρα της ζώνης, τους συναδέλφους του ώστε να γίνουν πιο παραγωγικοί για την επιχείρηση. Τέτοιο παράδειγμα είναι το σπασμένο μεροκάματο. Η παραβίαση της σύμβασης για το κατώτατο ημερομίσθιο προέρχεται από την ανασφάλεια για την εύρεση απασχόλησης. Οι εργάτες αποτελούν μια φτηνή δεξαμενή εργατικού δυναμικού για τα αφεντικά τους. Οι τελευταίοι σχεδόν μονίμως προσλαμβάνουν στα συνεργεία τους εργαζόμενους τους οποίους γνωρίζουν και τους οποίους έχουν προσλάβει και στο παρελθόν. Αντιμέτωποι με την αβεβαιότητα, οι εργάτες στη ζώνη προσπαθούν να πείσουν τους εργολάβους ότι είναι σε θέση να διατηρήσουν τη θέση τους, όχι μόνο στη δουλειά αλλά επίσης στις κλίκες που οι δεύτεροι δημιουργούν γύρω από την επιχείρησή τους. Στη συνάφεια αυτή, ο ίδιος πληροφορητής υποστηρίζει ότι ως εργάτες, «… δεν ξεχωρίζουμε από τους ξένους που έχουν κατακλύσει τη χώρα μας. Από πολλές απόψεις κι εγώ ο ίδιος νιώθω ξένος, παρόλο που εργάζομαι εδώ πέρα για περισσότερο από δέκα χρόνια. Όταν κατεβάζω αυτό το ζήτημα στους συναδέλφους μου απαντούν: “και λοιπόν;”. Δεν νιώθουν υπεύθυνοι για την κατάσταση που έχουν καθιερώσει στη ζώνη, και δεν συνειδητοποιούν ότι με αυτήν την πρακτική διευκολύνουν και ταυτόχρονα διαιωνίζουν την εκμετάλλευσή τους. Αντί να κάνουν τη ζωή των εργολάβων δύσκολη, τους δίνουν το χέρι».

Η εργασιακή αυτή κατάσταση, οξυμμένη από την υφιστάμενη κρίση δεν είναι κάτι καινούργιο στην ζώνη και πολύ περισσότερο δεν είναι κάποια αιφνίδια απόρροια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των νέων επιταγών που ανακύπτουν από αυτήν. Το κυρίαρχο συστατικό στη δομή των εργασιακών σχέσεων, η μη σταθερή εργασία ενυπάρχει στη ζώνη, την οποία η τρέχουσα πολιτική τεχνολογία θέλει να προβάλλει ως αυθύπαρκτο θύλακα κρίσης, από την αρχή της εμφάνισης

της εντόπιας ναυπηγικής δραστηριότητας. Συνυπήρχε πάντοτε με την μόνιμη απασχόληση που ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 1960 και 1970 ήταν στο απόγειό της. Η μία προϋπέθετε την άλλη ανάλογα με τη ζήτηση για εργατικά χέρια και τις ανάγκες του παγκόσμιου ναυτιλιακού κεφαλαίου. Το καινούργιο στοιχείο ωστόσο έγκειται στο ότι στην παρούσα περίοδο η επισφαλής εργασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τείνει να γίνει ρουτίνα και καθημερινή εμπειρία για έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό εργατικού δυναμικού (Gialis, 2015) καθόσον η παρούσα ύφεση επηρεάζει συνολικά το εισόδημα και, κατά συνέπεια, συμπαρασύρει και άλλες οικονομικές δραστηριότητες πέραν της ναυπηγοεπισκευαστικής. Σε περιόδους ύφεσης η δομή της εργασίας οδηγεί στη μακροχρόνια ανεργία ή στην πραγματοποίηση μικρού αριθμού ημερομισθίων. Μεγάλο, ωστόσο μέρος του εργατικού δυναμικού παραμένει συνδεδεμένο με τη ζώνη, ενώ εργάζεται κατά μέσο περίπου όρο πολύ λιγότερο από εκατό ημέρες τον χρόνο, πλησιάζοντας περισσότερο το δεδομένο της ανεργίας παρά της απασχόλησης. Άμεση συνέπεια είναι η εμφάνιση κρουσμάτων φτώχειας και απώλειας δυνατότητας συνταξιοδότησης, αν συνυπολογιστεί ότι ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων λόγω ηλικίας και λόγω έλλειψης θέσεων εργασίας και στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, αλλά και σε παρεμφερείς με το μέταλλο δραστηριότητες, παραμένει εργασιακά εγκλωβισμένος στη ζώνη. Σε αυτό το πλαίσιο οι εργάτες στη ζώνη στοχάζονται και λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τις προσωπικά βιωμένες εμπειρίες τους. Η εθνογραφία για την τοπική απασχόληση δείχνει ότι η κοινωνική δράση είναι ετερογενής, πολυφωνική και ευρηματική σε ένα πλαίσιο οξυμμένης και ογκούμενης ανισότητας. Οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούν τις διαδικασίες εκείνες μέσα από τις οποίες έχουν μάθει να ζουν και ανάλογα με τις συνθήκες αναπτύσσουν συγκεκριμένες στρατηγικές επιλέγοντας μέσα από μια σειρά δυνατοτήτων και ιδεολογικών αρχών. Με την έννοια αυτή η σημαντική ερώτηση που χρήζει απάντησης εκάστοτε δεν είναι το κατά πόσο η συναίνεση υπάρχει ή όχι, αλλά το ποια κυρίαρχη ομάδα επιχειρεί να την επιβάλει και για λογαριασμό τίνος. Υπό την οπτική αυτή υποστηρίζεται ότι οι δρώντες-εργαζόμενοι, στο μικρο-επίπεδο της καθημερινότητας, κερδίζουν τη ζωή τους εκμεταλλευόμενοι τη «ρωγμή» που δημιουργείται από το αποτέλεσμα της


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 33

ΜΑΝΟΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ

αντίθεσης ανάμεσα στις κυρίαρχες ομάδες που κατέχουν την οικονομική και πολιτική δύναμη και στην κουλτούρα της καθημερινής αντίστασης ως κυριαρχούμενοι, κατά την ενσυνείδητη εμπλοκή τους σε αυτό το ασύμμετρο παιχνίδι δύναμης και διαχείρισης της κοινωνικής αναπαραγωγής.

Αντί επιλόγου Στη μελέτη αυτή επιχείρησα να αναδείξω την εμπειρία των εργαζομένων στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από τη δυναμική σχέση χώρου και άτυπης εργασίας. Οι διαδικασίες και τα ζητήματα που εκτίθενται δεν είναι καινούρια ούτε προκύπτουν αποκλειστικά και μόνο ως η αιφνίδια επενέργεια κάποιων εξωγενών ως προς τη ζώνη διαδικασιών. Συνθέτουν μια κατάσταση εμπλουτισμένη από την τοπική βιομηχανική ιστορία και την εμπειρία των κοινωνικών σχέσεων εργασίας, όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί μέσα από τη διαρκή σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας. Είναι για αυτό το λόγο και υπό αυτό το πρίσμα που η διαδικασία σχηματισμού του Περάματος ως περιοχής συγκέντρωσης στρωμάτων της εργατικής τάξης χρειάζεται να θεωρηθεί στο φόντο της χωρο-κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης του ευρύτερου Πειραιά. Το Πέραμα, σε συνδυασμό με τη ζώνη που το χαρακτηρίζει, ήταν και παραμένει η «εργατομάνα» πόλη «έκτακτης ανάγκης», η ανάδυση της οποίας συνδέθηκε με την ελπίδα για καλύτερους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής για υποκείμενα που είτε διαμένουν είτε εργάζονται σε αυτή, ή και τα δύο. Η εμπειρία του εγχειρήματος αυτής της αναπαραγωγής διαμεσολαβείται από μία σειρά αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν διαχρονικά την τοπική οικονομική και κοινωνική ζωή. Οι δορυφορικοί εργάτες συνυπάρχουν με τους πυρηνικούς, η άτυπη παραγωγή με την επίσημη, οι παράνομοι τρόποι πρόσληψης με τους νόμιμους, οι συλλογικοί αγώνες με τους εξατομικευμένους, οι νόμιμα κατασκευασμένες κατοικίες με τις αυθαίρετες, οι απασχολούμενοι με τους ανέργους, η συλλογικότητα με το υπολογισμένο συμφέρον, η ωμή εκμετάλλευση με τους δεσμούς αλληλεγγύης, τα αισθήματα ανταγωνισμού με ισχυρά πλέγματα φιλίας, το κέρδος των προς το ζην με τα θανάσιμα εργατικά ατυχήματα.

Όπως προκύπτει από την εθνογραφία, είναι σε αυτό το συγκείμενο που οι εργαζόμενοι εξαναγκάζονται να εκτυλίσσουν την πρακτική και την τεχνογνωσία της επιβίωσής τους. Αυτό είναι εξαιρετικά πειθαναγκαστικό στο μέτρο που αναγνωρίζουν ότι χρειάζεται να συμμορφωθούν στις σχέσεις δύναμης και εξουσίας που επιβάλλονται από το τοπικό μοντέλο καπιταλιστικής παραγωγής. Οι μεταλλεργάτες στη ζώνη έχουν αποκτήσει με τα χρόνια σημαντική γνώση και μνήμη ως προς τη σχέση μεταξύ της πώλησης της εργατικής τους δύναμης, καθώς και της υπεραξίας που αυτή παράγει και της υπαγωγής στις επιδιώξεις και απαιτήσεις του κεφαλαίου. Επιπλέον, έχουν «μάθει» σημαντικά πράγματα από τις ήττες αλλά και από τις νίκες στους αγώνες τους, κάθε φορά που ήταν αντιμέτωποι με ανεπιθύμητες αποφάσεις που έλαβαν είτε οι τοπικοί εργοδότες είτε ο κρατικός μηχανισμός. Η εμπειρία αυτού του τύπου είναι ταυτόχρονα αναπόσπαστο τμήμα των τοπικών κοινωνικών σχέσεων (Massey, 1995: 51), αποτελεί ένα οπλοστάσιο γνώσεων και habitus πρακτικών (Bourdieu, 1977), οι παράμετροι των οποίων μετατοπίζονται επιλεκτικά με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στα καθημερινά καθήκοντα που χρειάζεται να διεκπεραιωθούν. Ως εκ τούτου, η τοπική κοινωνική εμπειρία επηρεάζει ταυτόχρονα το αποτέλεσμα των πρακτικών της εκβολών και εκφάνσεων, είναι μια επινοητικά ενεργός δύναμη. Εξάλλου, όπως το θέτει ο Bauman (1999), η επινοητική προσαρμογή ήταν πάντοτε η τέχνη των αδυνάτων.

Βιβλιογραφία Bauman, Z. (1999). Culture as praxis. London: Sage. Bourdieu, P. (1977). Outline of a Theory of Practice, Cambridge: Cambridge University Press. Castells, M. and Portes, A. (1989). “World Underneath: The Origins, Dynamics, and the Effects of the Informal Economy”, in, Portes, Α., Castells, Μ. andι Benton, L. A. (ed.), The Informal Economy. Studies in Advanced and Less Developed Countries. Βaltimore: The John Hopkins University Press. Βαΐου, Ν. και Χατζημιχάλης, Κ. (1997-2003). Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς. Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία, Αθήνα: Εξάντας. Βλάχος, Γ. Π. (1996). Προβλήματα και Προοπτικές της Ελληνικής Ναυπηγικής και Επισκευαστικής Βιομηχανίας. Αθήνα: Σταμούλης. Ντε Σερτώ, Μ. (2010). Επινοώντας την καθημερινή πρακτική. Η πολύτροπη τέχνη του πράττειν. Αθήνα: Σμίλη.

33


004_Layout 1 06/12/2016 11:15 π.μ. Page 34

34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 24-34

Gialis, S. (2015). “Recession and atypical employment: a focus on contemporary Greek metropolitan regions”, in Mavroudeas, S, (ed), Greek Capitalism in Crisis. London: Routledge. Ζαϊμάκης, Γ. (2002). Κοινοτική Εργασία και Τοπικές Κοινωνίες. Ανάπτυξη, συλλογική δράση, πολυπολιτισμικότητα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Harvey, D. (2009). «Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής», Ετερότητες 3. Αθήνα: Μεταίχμιο. Harvey, D. (2015). Δεκαεφτά αντιφάσεις και το τέλος του καπιταλισμού. Αθήνα: Μεταίχμιο. Κουζής, Γ. (2001). Εργασιακές Σχέσεις και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Ευελιξία και Απορρύθμιση ή Αναβάθμιση της Εργασίας; Αθήνα: ΙΝΕ-ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Lefebvre, H. (1977). Το Δικαίωμα στην Πόλη. Χώρος και Πολιτική. Αθήνα: Παπαζήσης. Κουρλιούρος, Η. (2001), Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου. Οικονομικές Γεωγραφίες της Παραγωγής και της Ανάπτυξης, Κριτική Γεωγραφική Σκέψη 1. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Λεοντίδου, Λ. (1989). Πόλεις της Σιωπής, Εργατικός Εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940. Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Λοζκίν, Ζ. (1977). «Συνεισφορά σε μια μαρξιστική θεωρία της καπιταλιστικής αστικοποίησης», στο, Καυκαλάς, Γ. και Γιαουτζή, Μ. (επιμ), Η πόλη στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Αθήνα: Οδυσσέας. Μπάδα, Κ. (2004). Ο Κόσμος της εργασίας. Οι ψαράδες της λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου (18ος-20ος αιώνας). Αθήνα: Πλέθρον. Massey, D. (1992). «Με ποια έννοια περιφερειακό πρόβλημα», στο, Χατζημιχάλης, Κ, (επιμ), Περιφερειακή ανάπτυξη και πολιτική. Κείμενα από τη διεθνή εμπειρία. Αθήνα: Εξάντας. Massey, D. (1985). “New directions in space”, in Gregory, D. και Urry, J. (ed), Social relations and spatial structures. London: Macmillan. Massey, D. (1991). “A global sense of place”, Marxism Today, June. Massey, D. (1995). Spatial Divisions of Labour. Spatial Structures and the Geography of Production. London: Macmillan.

Massey, D. (2001). Φιλοσοφία και Πολιτικές της Χωρικότητας. Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ-Παπασωτηρίου. Ngai, P. (2005). Made in China. Women Factory Workers in a Global Workplace. Durham: Duke University Press. Pardo, I. (1996). Managing Existence in Naples: Morality, Action and Structure. Cambridge: Cambridge University Press. Pardo, I. (2012). “Entrepreneurialism in Naples: Formality and Informality”, Urbanities, vol.2, no1, pp. 30-45. Pahl, R .E. (1984). Divisions of Labour. Oxford: Basil Blackwell. Pahl, R. E. (1989). “From informal economy to forms of work: cross-national patterns and trend”, in Scase, R. (ed.), Industrial societies: crisis and division in Western capitalism and state socialism. London: Unwin Hyman. Smith, N. (1984). Uneven development. Nature, capital and the production of space. Oxford: Blackwell. Schumpeter, A. (2006). Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Αθήνα: Παπαζήσης. Σπυριδάκης, Μ. (2006). «Η πρακτική κατοίκησης ως διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγής. Εντάξεις και αποκλεισμοί στις συνοικίες του Περάματος, Πειραιά», στο Οικονόμου, X – Φερώνας, A (επιμ), Οι εκτός των τειχών. Φτώχεια και Κοινωνικός Αποκλεισμός στις σύγχρονες κοινωνίες. Αθήνα: Διόνικος. Σπυριδάκης, Μ. (2009). «Απασχόληση και ανάπλαση στην παράκτια πόλη. Η περίπτωση των λιπασμάτων Δραπετσώνας», στο Σπυριδάκης, Μ. (επιμ.), Μετασχηματισμοί του χώρου. Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Αθήνα: Νήσος. Σπυριδάκης, Μ. (2010). Εργασία και Κοινωνική Αναπαραγωγή στη Ναυπηγοεπισκευαστική Βιομηχανία του Πειραιά. Αθήνα: Παπαζήσης. Spyridakis, M. (2013). The Liminal Worker. An Ethnography of Work, Unemployment and Precariousness in Contemporary Greece. Farnham: Ashgate. Zlolniski, C. (2006). Janitors, Street Vendors, and Activists. The lives of Mexican Immigrants in Silicon Valley. Los Angeles: University of California Press.


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 35

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

ΝΕΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΕΚΤΙΒΟΠΟΙΗΣΗ Βασίλης Αυδίκος1 Περίληψη Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δημιουργικών βιομηχανιών είναι τα υψηλά επίπεδα εργασιακής επισφάλειας, τόσο για τους μισθωτούς εργαζόμενους όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Το άρθρο αναλύει την ανάπτυξη των ευέλικτων και επισφαλών συνθηκών εργασίας στη δημιουργική οικονομία και προβάλλει το παράδειγμα των τρίτων τόπων (συνεργατικοί χώροι εργασίας) ως ένα αντίδοτο στις παραπάνω συνθήκες. Μέσα από ανώνυμες προσωπικές συνεντεύξεις εργαζομένων σε τέσσερα συνεργατικά γραφεία αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους ελεύθεροι επαγγελματίες στη δημιουργική οικονομία επιλέγουν την εργασία σε συνεργατικά γραφεία, καθώς και τις οικονομίες κλίμακας που αναπτύσσονται εκεί. Επίσης, το άρθρο αναλύει τον τρόπο οργάνωσης των συνεργατικών γραφείων στο εσωτερικό τους και με βάση αυτό προχωρά στον διαχωρισμό των σχέσεων που αναπτύσσονται στα συνεργατικά γραφεία, οι οποίες μπορούν να εκτείνονται από την απλή συστέγαση των συν-εργαζόμενων μέχρι και την κολεκτιβοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της εργασίας σε αυτά.

New geographies of creative labour in the period of economic crisis: from collaboration to collectivism Vasilis Avdikos Abstract Οne of the main features of creative industries is the high levels of job insecurity for both waged labour and self-employed. The paper analyzes the development of flexible and precarious working conditions in the creative economy and shows in what ways the example of third places (coworking spaces) can act as antidote to the precarious conditions. Through personal anonymous interviews with employees in four coworking offices, it analyzes the reasons why freelancers in the creative economy choose to work in coworking offices and in what ways do economies of scale develop in such places. The article also analyzes the everyday organization of coworking offices and on that basis, the paper developes a typology of coworking relations, which can range from the simple co-location and collaboration of co-workers up to the collectivization of most of the work.

Εισαγωγή2 Οι δημιουργικές και πολιτιστικές βιομηχανίες θεωρούνται από τους πιο επισφαλείς τομείς της οικονομίας, όσον αφορά την εργασία και τις εργασιακές συνθήκες, κύρια για αυτούς που απασχολούνται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς η φύση της εργασίας (εργοληπτικές συμφωνίες), οι συνθήκες εργασίας (πολλές ώρες εργασίας με μικρές αποδοχές, μεγάλοι περίοδοι ανεργίας κ.ά.) και η έλλειψη συνδικαλιστικής εκπροσώπησης, εξατομικεύουν τον κίνδυνο και δημιουργούν ένα πολύ ευέλικτο και επισφαλές εργασιακό περιβάλλον. Ένα από τα αντίδοτα στην επι1. Λέκτορας Τμήματος Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Πάντειο Πανεπιστήμιο, v.avdikos@gmail.com

35


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 36

36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

σφάλεια των δημιουργικών επαγγελμάτων, το οποίο αναδείχθηκε λίγο πριν από την οικονομική κρίση του 2007-2008 και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο της κρίσης είναι η δημιουργία των λεγόμενων τρίτων τόπων (third places, Oldenburg, 1989). Ως τρίτοι τόποι μπορούν να νοηθούν οι συνεργατικοί χώροι (coworking spaces), οι θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων κ.ά. Επί της ουσίας, οι τρίτοι τόποι βοηθούν στην αποκόλληση του ελευθέρου επαγγελματία από την κατ’ οίκον εργασία και το αίσθημα μοναχικότητας που καλλιεργεί στον εργαζόμενο αυτή, ενώ αναπτύσσουν συνεργατικά περιβάλλοντα που βοηθούν τον εργαζόμενο με νέες ροές πληροφοριών, νέες ευκαιρίες για εργασία και συνεργασία, βοηθώντας τον στην ελαχιστοποίηση του ατομικού κινδύνου που αναλαμβάνει ως ελεύθερος επαγγελματίας. Στην Ελλάδα έχουμε δει την ανάπτυξη τρίτων τόπων κατά την τελευταία πενταετία, κύρια στα μεγάλα αστικά κέντρα. Μια νέα μορφή συνεργατικότητας είναι και αυτή των συνεργατικών γραφείων, που αναπτύσσονται όταν ένας μικρός αριθμός ελεύθερων επαγγελματιών του ίδιου ή συγγενικού αντικειμένου αποφασίζουν να λειτουργήσουν κάτω από κοινή στέγη, ελαχιστοποιώντας τα κόστη λειτουργίας ενός εργασιακού χώρου. Οι σχέσεις των συνεργαζομένων που αναπτύσσονται στα συνεργατικά γραφεία μπορεί να εκτείνονται από την απλή συστέγαση παραγωγικών δραστηριοτήτων μέχρι την κολεκτιβοποίηση ενός μεγάλου μέρους των εργασιών ενός γραφείου. Το άρθρο αναλύει τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας της δημιουργικής οικονομίας, καθώς και την επισφάλεια της τηλεργασίας και παρουσιάζει τους λόγους για τους οποίους οι τρίτοι τόποι μπορούν να νοηθούν ως αντίδοτο στα παραπάνω. Μέσα από τέσσερις περιπτώσεις μελέτης συνεργατικών γραφείων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους οι ελεύθεροι επαγγελματίες των δημιουργικών τομέων επιλέγουν την εργασία σε συνεργατικά γραφεία, καθώς και τις οικονομίες κλίμακας που αναπτύσσονται μέσα από την ενίσχυση οικονομιών εντοπιότητας στις γειτονιές όπου χωροθετούνται τα συνεργατικά γραφεία. Επίσης, το άρθρο αναφέρεται στον τρόπο οργάνωσης των συνεργατικών γραφείων στο εσωτερικό τους και με βάση αυτό προχωρά στον διαχωρισμό των συνεργατικών γραφείων, τα οποία μπορούν να εκτείνονται από την απλή συγκατοίκηση των

συν-εργαζόμενων μέχρι και την κολεκτιβοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της εργασίας σε αυτά. Δημιουργικές βιομηχανίες και εργασία: οι κυρίαρχες αφηγήσεις Οι δημιουργικές βιομηχανίες περιλαμβάνουν τις βιομηχανίες των εκδόσεων και εκτυπώσεων, την αρχιτεκτονική και το ειδικευμένο σχέδιο (design), την τηλεόραση και το ραδιόφωνο, την παραγωγή μουσικής και κινηματογραφικών ταινιών, τις αναπαραστατικές και εικαστικές τέχνες, την παραγωγή διαφημίσεων, τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, τη φωτογραφία και την παραγωγή λογισμικού. Έτσι, μπορεί να περιλαμβάνουν αμιγώς πολιτιστικά αγαθά, αλλά και αγαθά τα οποία είναι προϊόντα μιας ευρύτερης δημιουργικής διαδικασίας. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα δύο κύρια χαρακτηριστικά των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών είναι ότι τα αγαθά και υπηρεσίες που παράγουν α) αποτελούν σύμβολα, β) που προστατεύονται από νόμους για την πνευματική ιδιοκτησία (Αυδίκος, 2014). Η εμφάνιση του όρου «δημιουργικές βιομηχανίες», και η εν μέρει αντικατάσταση του όρου των «πολιτιστικών βιομηχανιών», πραγματοποίηθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν η κυβέρνηση των Νέων Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε το νέο παράδειγμα της «δημιουργικότητας» ως ένα από τα κεντρικά σημεία της νέας οικονομικής ατζέντας που προωθούσαν εκείνο τον καιρό (Caves, 2000, Flew, 2002, Potts and Cunningham, 2008). Έτσι, η δημιουργικότητα (και κατ’ επέκταση οι δημιουργικές βιομηχανίες) «δένονται» στο άρμα της νέας οικονομίας της γνώσης και των τεχνολογικών εξελίξεων που σηματοδοτούσαν τη νέα ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού εκείνη την περίοδο και τη νέα αρένα συσσώρευσης του κεφαλαίου (βλέπε την άνοδο των εταιρειών dot-com). Ο Nicholas Garnham (2005) αναφέρει ότι η αλλαγή του όρου από «πολιτιστική» σε «δημιουργική» σηματοδοτεί μια καλλιτεχνικοκεντρική στροφή των πολιτικών (προς την πλευρά της προσφοράς), ενώ η χρήση του όρου «πολιτιστικές» εστίαζε περισσότερο στη ζήτηση και την κατανάλωση. Την ίδια περίπου περίοδο (αρχές της δεκαετίας του 2000) αναδείχθηκε η επόμενη κυρίαρχη αφήγηση για τη δημιουργική οικονομία, αυτή του Richard Florida, ο οποίος υποστήριξε ότι η δημιουργικότητα είναι πλέον ο κεντρικός παράγοντας στη


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 37

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

νέα οικονομία της γνώσης, στην οποία έχει αναπτυχθεί μια νέα τάξη, η «δημιουργική τάξη». Η δημιουργική τάξη συμπεριλαμβάνει στον πυρήνα της μηχανικούς, ερευνητές, εκπαιδευτικούς, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες και διασκεδαστές, ενώ σε ένα δεύτερο στάδιο περιλαμβάνει τους δημιουργικούς επαγγελματίες των επιχειρήσεων και των χρηματοοικονομικών, τους δικηγόρους κ.λπ., καθώς και μια κατηγορία που περιλαμβάνει τους «μποέμ τύπους» (Florida, 2002). Για τον Florida, η κινητήρια δύναμη πίσω από την ανάπτυξη μιας πόλης είναι η ικανότητά της να προσελκύει και να διατηρεί τη «δημιουργική τάξη», η οικονομική λειτουργία της οποίας είναι η ανάπτυξη νέων ιδεών, νέων τεχνολογιών και νέων δημιουργικών περιεχομένων. Ο Florida πιστεύει ότι οι ταλαντούχοι άνθρωποι μεταναστεύουν στις περιφέρειες και στις πόλεις που έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες, όπως πολυπολιτισμικότητα, ανεκτικότητα και διαφορετικότητα. Έτσι, οι πόλεις και οι περιφέρειες δεν θα πρέπει να έχουν ως μοναδικό στόχο την προσέλκυση δημιουργικών εταιρειών ή εταιρειών έντασης γνώσης, αλλά ο πρωτεύων στόχος τους θα πρέπει να είναι η προσέλκυση των ανθρώπων που εργάζονται για αυτές τις εταιρείες ή αυτών που δύνανται να ξεκινήσουν τη σύσταση τέτοιων εταιρειών. Στη συνέχεια, η συγκέντρωση των δημιουργικών ανθρώπων σε αυτές τις πόλεις μαγνητίζει τις καινοτόμες εταιρείες και τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, με αποτέλεσμα τη μετανάστευση τέτοιων εταιρειών και την αύξηση του τοπικού παραγόμενου προϊόντος (Florida, 2005). Τα δύο σημειακά παραδείγματα που αναφέρθηκαν στο πεδίο της πολιτικής (Νέοι Εργατικοί) και στο επιστημονικό πεδίο (Richard Florida) εισήγαγαν, ίσως για πρώτη φορά τόσο καθαρά, στο επίκεντρο της συζήτησης τον δημιουργό και την ατομική δημιουργικότητα, συνδέοντας τη (τον) με τις διάφορες άμεσες και έμμεσες οικονομικές αξίες που αυτός/ή παράγει. Έτσι, θα περίμενε κάποιος οι συζητήσεις να στραφούν και σε ένα άλλο κεντρικό ζήτημα της προσφοράς˙ αυτό της επισφαλούς εργασίας στις δημιουργικές βιομηχανίες. Παρ’ όλα αυτά, και στις δύο περιπτώσεις οι νέες αφηγήσεις περί δημιουργικότητας, δημιουργικής οικονομίας και δημιουργικής τάξης φαίνεται πως αφομοίωσαν σχεδόν άκριτα τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας των δημιουργικών εργαζομένων και τις ανήγαγαν σε κυρίαρχο εργασιακό μοντέλο για τη νέα οικονομία της γνώσης και της δημιουργικότητας. Από τη μία πλευρά, οι Νέοι Εργατικοί εισήγαγαν πολιτικές για την εργα-

σία κύρια στο κομμάτι της ενίσχυσης των δεξιοτήτων (skills) των δημιουργικών εργαζομένων που αποσκοπούσε στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της δημιουργικής οικονομίας, ενώ ενίσχυσε περαιτέρω και το μοντέλο της «δημιουργικής ατομικότητας», δηλαδή την εργασία πέρα από κάθε έννοια συλλογικότητας που θα μπορούσε δυνητικά να περιορίσει ή και να εξαλείψει τους εργασιακούς κινδύνους και την εργασιακή ανασφάλεια. Μια πολιτική που «δανείστηκε» στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Ένωση, τόσο μέσα από την Πολιτική Συνοχής σε θέματα πολιτισμού και δημιουργικότητας, όσο και μέσα από τα πιο εξειδικευμένα προγράμματα ενίσχυσης της πολιτιστικής και δημιουργικής οικονομίας (Culture-Media, Creative Europe). Από την άλλη πλευρά, η ρητορική του Florida αποτέλεσε τη «σημαία» κάτω από την οποία πολλές πόλεις και περιφέρειες της ΕΕ και των ΗΠΑ προσπάθησαν να διαμορφώσουν στρατηγικές, που στηρίζονται στην εγχώρια δημιουργικότητα, για την προώθηση της εικόνας της πόλης ή της περιφέρειας (city branding, city marketing). Οι δημιουργικοί εργαζόμενοι (καλλιτέχνες, σχεδιαστές κ.λπ.) νοούνται, στο πιο πάνω παράδειγμα, ως κεφάλαια (assets) της πόλης και το τοπικό συλλογικό συμβολικό κεφάλαιο (Harvey, 2002, Avdikos, 2015) που παράγεται στις πόλεις υφαρπάζεται ως ένα νέο είδος υπεραξίας από τις κατασκευαστικές εταιρείες, την αγορά ακινήτων και την τουριστική οικονομία, ενώ την ίδια στιγμή οι δημιουργικοί εργαζόμενοι όχι μόνο δεν λαμβάνουν «μερίδιο» από τις διαδικασίες παραγωγής του συμβολικού κεφαλαίου, αλλά πολλές φορές οι αυξήσεις των τιμών των ακινήτων τούς εκτοπίζουν μακριά από τις γειτονιές που οι ίδιοι έχουν αναζωογονήσει με την καλλιτεχνική τους εργασία και την έκθεσή της στον δημόσιο χώρο (το φαινόμενο του εξευγενισμού).

Επισφαλής εργασία και οικονομική κρίση Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της εργασίας στις δημιουργικές βιομηχανίες είναι η εργασιακή ανασφάλεια που πηγάζει από το ύφος της εργασίας, η οποία συνήθως είναι στη βάση εργοληπτικών συμφωνιών (project based work, βλέπε Gill & Pratt, 2008) και άρα είναι προσωρινή. Δεδομένου ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων στις δημιουργικές βιομηχανίες (περίπου 40-60%, ανάλογα τον δημιουργικό

37


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 38

38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

τομέα) είναι αυταπασχολούμενοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες (freelancers) και άλλο ένα 20-30% αποτελείται από πολύ μικρές επιχειρήσεις των δύο ή τριών ατόμων, αυτό σημαίνει ότι το ρίσκο που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας ή η πολύ μικρή επιχείρηση είναι πολύ μεγάλο. Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν τα συνήθη φαινόμενα της ανασφάλιστης και αδήλωτης εργασίας και οι πολύ μικρές απολαβές (Finkel, 2009, Jenkins, 2009), όπως επίσης οι συχνές προσλήψεις-απολύσεις, η δεύτερη εργασία (το φαινόμενο του moonlighting) που συνήθως δεν έχει δημιουργικό περιεχόμενο (Menger, 1999, Bain, 2005) και η απουσία συλλογικών οργάνων διαπραγμάτευσης των εργασιακών δικαιωμάτων. Έτσι, παράγεται ένα μοντέλο «εξατομίκευσης του κινδύνου» που απαιτεί από τους εργαζομένους, κυρίως τους ελεύθερους επαγγελματίες, των δημιουργικών βιομηχανιών να καλύπτουν μόνοι τους τα έξοδα της εκπαίδευσής τους, της επαγγελματικής τους ανάπτυξης (σεμινάρια κατάρτισης), των επιδομάτων ασθένειας και μητρότητας κ.ά. (Gill, 2002) και παράλληλα να είναι καινοτόμοι μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον (Christopherson, 2008). Οι Bain & McLean (2013) ονομάζουν τους δημιουργικούς εργαζόμενους και τους καλλιτέχνες, «καλλιτεχνικό πρεκαριάτο3». Στην πρόσφατη έρευνα για την αγορά του ειδικευμένου σχεδιασμού (design) στην Ελλάδα (Αυδίκος κ.ά., 2015) έγινε εμφανές το μέγεθος της επισφάλειας της δημιουργικής εργασίας σε αυτόν τον τομέα. Η έρευνα έδειξε ότι 28,5% των ελλήνων σχεδιαστών έχει ετήσιο ατομικό εισόδημα κάτω από 5.000 ευρώ, ενώ άλλο 25,5% έχει εισόδημα κάτω από 10.000 ευρώ. Άλλα σημεία της παραπάνω έρευνας ανέδειξαν τις πολλές ώρες εργασίας των ελλήνων σχεδιαστών (30,1% πάνω από 50 ώρες εργασίας την εβδομάδα), τα υψηλά ποσοστά ανασφάλιστης εργασίας (15,5% στο σύνολο, το οποίο ανεβαίνει στο 25% στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών), την απλήρωτη υπερωριακή εργασία (84% των μισθωτών) και το επίσης υψηλό ποσοστό της δεύτερης εργασίας (80% των μισθωτών). Τέλος, η έρευνα έδειξε ότι οι τρείς πιο πιεστικοί παράγοντες στον εργασιακό βίο ενός σχεδιαστή είναι οι μικρές χρηματικές απολαβές (68,3%), ο χρόνος εργασίας (61,2%) και η εργασιακή ανασφάλεια (48,1%).

Η οικονομική κρίση του 2007-2008 φαίνεται πως έχει επηρεάσει τη δημιουργική εργασία και τον βαθμό της επισφάλειας αυτής σε πολλές διαστάσεις. Γενικά, αν και παρατηρήθηκε μια μικρή αύξηση της απασχόλησης στους δημιουργικούς τομείς στην ΕΕ (1,1% σε δέκα τομείς για την περίοδο 2008-2014, Avdikos and Kalogeresis, 2014), το γεγονός αυτό δεν στάθηκε ικανό να αλλάξει την εικόνα των μεγάλων μειώσεων της απασχόλησης σε συγκεκριμένα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, που συνολικά την εξαετία 20082014 έχασε περίπου 30.000 ή το 30,5% των απασχολούμενων στους δημιουργικούς τομείς. Την ίδια περίοδο σημειώθηκε μια ποιοτική αλλαγή στη διάρθρωση της εργασίας στις δημιουργικές βιομηχανίες. Η De Propris (2013), αναλύοντας στατιστικά δεδομένα για το Ηνωμένο Βασίλειο, έδειξε ότι υπάρχει μείωση των μισθωτών στα δημιουργικά επαγγέλματα και ταυτόχρονα αύξηση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων, καθώς το 75% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν την περίοδο 2008-2011 είναι θέσεις αυτοαπασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών. Περίπου το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και στην περίπτωση των ΗΠΑ, καθώς η Christopherson (2013) αναφέρει ότι στην περίοδο της οικονομικής κρίσης έχει αναπτυχθεί και πάλι μια “Do-It-Yourself” αντίληψη για την εργασία, ιδιαίτερα στους τομείς των media. Η «νέα» αυτή εξέλιξη της αύξησης της αυτοαπασχόλησης και του freelancing στον τομέα των μέσων έχει να κάνει με: α) την αυξανόμενη συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια των ομίλων διανομής των μέσων ενημέρωσης, που πλέον συνιστούν ολιγοπώλιο και β) τη συνεχιζόμενη τάση συρρίκνωσης της καθετοποιημένης παραγωγής και την αντίστοιχη αύξηση των υπεργολαβιών. Παρόλο που η οικονομική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα για πολλούς εργαζόμενους να «επιλέξουν» την αυτοαπασχόληση έναντι της μισθωτής εργασίας, η τάση για εργασιακή αυτονόμηση, είναι κάτι που είχε παρατηρηθεί πολύ πριν την οικονομική κρίση και έχει να κάνει περισσότερο με την αλλαγή της φύσης της εργασίας μέσω της τηλεργασίας και της αυξανόμενης τάσης των υπεργολαβιών που αναφέρθηκε παραπάνω. Το φαινόμενο της τηλεργασίας αναδείχθηκε όταν η ψηφιακή τεχνολογία και το διαδίκτυο έδωσαν τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να εργάζονται με φορητούς υπολογιστές από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη. Οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα οι ελεύθεροι επαγγελ-


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 39

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

ματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι που εργάζονται στη δημιουργική και ψηφιακή οικονομία, μπορούν πλέον να διαπραγματεύονται τα χωρο-χρονικά όρια μεταξύ των τυπικών εργασιακών χώρων, του σπιτιού τους, των μη-χώρων (non places, όπως τα αεροδρόμια και τα λόμπι ξενοδοχείων, Auge, 1995) και των τρίτων τόπων, καθώς και μεταξύ του χρόνου εργασίας και του χρόνου μη εργασίας (Αυδίκος, 2016). Η νέα αυτή τάση έδωσε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να επαναπροσδιορίσουν ακόμη και τα όρια μεταξύ της μισθωτής εργασίας και του ελεύθερου επαγγέλματος, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες έντασης γνώσης. Έτσι, πολλοί εργαζόμενοι πλέον επιλέγουν την αυτονομία του ελεύθερου επαγγελματία (αυτόνομοι εργαζόμενοι), αντί της μισθωτής εργασίας (Huws 2014). Η αυτονομία του ελεύθερου επαγγέλματος είναι μια απόφαση που λαμβάνεται σε μια πράξη αυτοδιάθεσης και ως συνειδητή απόρριψη της ρουτίνας της μισθωτής εργασίας (de Peuter, 2011, Hardt και Negri, 2000, Lorey, 2006, Lazzarato, 1996). Παράλληλα, η αναδυόμενη τάση αυτονόμησης του εργαζομένου συνέφερε, και τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες, πλέον είναι λιγότερο δαπανηρό να αναθέτουν εργασίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας σε τρίτους, παρά να τις «κρατούν» μέσα στις ίδιες τις εταιρείες, καθώς το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας βαραίνει πλέον τους αυτόνομους εργαζομένους-υπεργολάβους. Συνεπώς, η μετάβαση από τη μισθωτή εργασία στην αυτοαπασχόληση και το ελεύθερο επάγγελμα, που κύρια βασίζεται στις εργοληπτικές συμφωνίες (project based work) και αναθέσεις εργασιών από εταιρείες, δεν είναι ομαλή, αφού αυξάνει κατακόρυφα το ρίσκο που πλέον καλείται ο ελεύθερος επαγγελματίας να αναλάβει μόνος/η του/ης. Η αυτονόμηση από τη μισθωτή εργασία μπορεί να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας στον εργαζόμενο, την ίδια στιγμή όμως, αναδεικνύει τις επισφαλείς συνθήκες του ελεύθερου επαγγέλματος. Μία ακόμη μορφή κόστους που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας της τηλεργασίας είναι το αίσθημα μοναχικότητας και απομόνωσης «από τον έξω κόσμο» που δημιουργείται, λόγω της διάβρωσης των ορίων μεταξύ του σπιτιού και του επαγγελματικού βίου (Spinuzzi, 2012, Gurstein, 2001, Kylin & Karlsson, 2008). Η κατ’ οίκον εργασία είναι βασικό στοιχείο του ελεύθερου επαγγέλματος και της αυτοαπασχόλησης και, ενώ

δίνει αίσθηση ευελιξίας, απομονώνει τον εργαζόμενο και του αφαιρεί τα οφέλη της κοινωνικής και επαγγελματικής αλληλεπίδρασης που παράγει, υπό συνθήκες, η γεωγραφική εγγύτητα με άλλους εργαζόμενους (Αυδίκος, 2016). Η ανακατάκτηση της κοινωνικής και επαγγελματικής αλληλεπίδρασης μέσω της γεωγραφικής εγγύτητας είναι ένας από τους κύριους λόγους της ανάπτυξης των λεγόμενων τρίτων εργασιακών τόπων. Ο άλλος κύριος λόγος είναι η μείωση του ατομικού ρίσκου του ελεύθερου επαγγελματία μέσα από τον διαμοιρασμό του κόστους εγκατάστασης και λειτουργίας ενός κοινού χώρου με άλλους επαγγελματίες παρεμφερούς αντικειμένου, ιδιαίτερα μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

Η συνεργατικότητα και το φαινόμενο των τρίτων τόπων Η συνεργατικότητα υπήρξε πάντα μια εναλλακτική διέξοδος στη δημιουργική οικονομία, όπως και σε άλλους τομείς της οικονομίας. Τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν αναπτυχθεί χιλιάδες συνεργατικοί χώροι (coworking spaces, θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων, fab labs, hackerspaces κ.ά.), κύρια στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στη Νοτιοανατολική Ασία, οι οποίοι υποστηρίζουν τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους νέους δημιουργούς που βρίσκονται στο ξεκίνημα μιας νέας επιχείρησης ή του εργασιακού τους βίου. Στην Ελλάδα, αντίστοιχοι χώροι έχουν εμφανιστεί τα τελευταία έξι χρόνια κυρίως στην Αττική (για μία πιο διεξοδική ανάλυση βλέπε Αυδίκος, 2016). Σύμφωνα με τον Oldenburg (1989) οι παραπάνω χώροι καλούνται τρίτοι τόποι (third spaces). O Oldenburg διαχώρισε την κατ’ οίκον εργασία (πρώτος τόπος), από την εργασία σε έναν τυπικό εργασιακό χώρο (δεύτερος τόπος) και την εργασία σε έναν κοινόχρηστο χώρο όπου μπορούν να συναθροίζονται και να εργάζονται με ευέλικτους ρυθμούς επαγγελματίες, δημιουργώντας επαγγελματικές συνεργασίες και κοινωνικούς δεσμούς (τρίτος τόπος). Οι αρχικοί τρίτοι τόποι κατά τον Oldenburg μπορεί να είναι οι καφετέριες και οι χώροι εστίασης των μεγάλων αλυσίδων γρήγορου φαγητού στις ΗΠΑ, ενώ ο Moriset (2013) επισημαίνει ότι οι τρίτοι τόποι, όπως για παράδειγμα οι συνεργατικοί χώροι (coworking spaces), μπορούν να παρομοιαστούν με τα λογοτεχνικά καφέ (cafés

39


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 40

40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

littéraires) που άνθισαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ένα κύριο χαρακτηριστικό των τρίτων τόπων είναι ότι, πέρα από το γεγονός ότι οι χρήστες τους μοιράζονται διάφορους πόρους, η ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των εργαζομένων-χρηστών, που μπορεί να οδηγήσει στη λεγόμενη «συμπτωματική παραγωγή» (serendipity production). Δηλαδή, η τυχαία συνάντηση δύο ή περισσοτέρων επαγγελματιών σε έναν τέτοιο χώρο μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή μιας νέας ιδέας που αργότερα μπορεί να μετουσιωθεί σε μια νέα υπηρεσία ή προϊόν. Έτσι, οι τρίτοι τόποι και η γεωγραφική εγγύτητα που προσφέρουν στους χρήστες τους διευκολύνουν την ανταλλαγή γνώσεων και ενθαρρύνουν τη διαδραστική μάθηση, μέσω της ενίσχυσης άλλων μορφών εγγύτητας, όπως η γνωστική και η κοινωνική εγγύτητα (Boschma, 2005), με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα κλίμα συνεργατικότητας, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για την κινητοποίηση της συμπτωματικής παραγωγής αλλά και για την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ των εργαζομένων των τρίτων τόπων. Μια άλλη μορφή τρίτου τόπου, που έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι η δημιουργία συνεργατικών γραφείων. Τα συνεργατικά γραφεία σχηματίζονται όταν ένας μικρός αριθμός (συνήθως 2-10 άτομα) ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων ομοειδούς ή συγγενούς επαγγελματικού αντικειμένου ενοικιάζουν από κοινού έναν εργασιακό χώρο, μοιράζονται το ενοίκιο και τα λειτουργικά έξοδα του χώρου, και επωφελούνται από το συνεργατικό περιβάλλον που δημιουργείται. Συνήθως τα μέλη ενός συνεργατικού γραφείου λειτουργούν μέσω ενός κοινού δικτύου, έχουν μια επαγγελματική αλλά και κοινωνική εγγύτητα και πλέον των λειτουργικών εξόδων του χώρου, μπορεί να μοιράζονται projects, τεχνολογικό εξοπλισμό, γνώσεις, προσωπικά και επαγγελματικά δίκτυα και μέρος του ελεύθερου χρόνου τους. Πέρα από τη μείωση του ατομικού ρίσκου, την κοινωνική και επαγγελματική αλληλεπίδραση του δημιουργικού εργαζομένου και τις πιθανότητες για συμπτωματική παραγωγή, η δημιουργία τρίτων τόπων στη δημιουργική οικονομία, και δη συνεργατικών γραφείων, πολλές φορές είχε και πολιτικό υπόβαθρο, αν κοιτάξουμε πέρα από την τελευταία δεκαετία. Για παράδειγμα, οι χώροι που δημιούργησαν οι καλλιτέχνες των loft στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1980 που διεξο-

δικά ανέλυσε η Zukin (1989), οι κατειλημμένοι πολιτιστικοί χώροι στην Ιταλία (Bailey and Marcucci, 2013), οι συνεταιρισμοί καλλιτεχνών και τα κέντρα καλλιτεχνικής παραγωγής (artist-run centers) αποτελούν εγχειρήματα κολεκτιβισμού της δημιουργικής εργασίας, που λειτούργησαν ως αντιπαραδείγματα απέναντι στον ατομικισμό της μετανεωτερικότητας, στην εξατομίκευση του κινδύνου (Gill, 2002) και στον κορπορατισμό της πολιτιστικής και δημιουργικής παραγωγής. Οι De Peuter και Cohen (2015) αποκαλούν αυτά τα εγχειρήματα, τα οποία συνήθως αυτοδιοικούνται με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, «θεσμούς αμοιβαίας υποστήριξης». Έτσι αναδεικνύεται και μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον συνεργατισμό, που προβάλλεται μέσα από το παράδειγμα των τρίτων τόπων (και κύρια των συνεργατικών χώρων και των θερμοκοιτίδων) στην πρόσφατη βιβλιογραφία, και την κολεκτιβοποίηση της δημιουργικής εργασίας. Η διαφορά των δύο εδράζεται στην πολιτικοποίηση των εγχειρημάτων. Στα μεν συνεργατικά εγχειρήματα, η συνεργασία έχει τη βάση της στον διαμοιρασμό (κοινών) πόρων (τεχνολογικών, χώρων κ.λπ.), ενώ προστατεύει την ιδιωτικότητα και την ατομική ιδιοκτησία των εργαζομένων που εργάζονται εκεί, καθώς και ενισχύει την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Στις κολεκτίβες εργασίας τα μέλη μοιράζονται όχι μόνο κοινούς πόρους αλλά και πολιτικές ιδέες, λειτουργούν κάτω από ένα κοινό brand name, χωρίς να ιδιοποιούνται την εργασία τους και χωρίς να καρπώνονται υπεραξία από μισθωτή εργασία.

Ερευνητικά ερωτήματα και μεθοδολογία Στην Ελλάδα, όπως προαναφέρθηκε, πέρα από τους τυπικούς συνεργατικούς χώρους (κύρια coworking spaces και θερμοκοιτίδες) που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια, έχουμε δει τη δημιουργία πολλών άτυπων συνεργατικών γραφείων και κολεκτίβων εργασίας, κύρια στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ο στόχος του άρθρου είναι η αναζήτηση α) των λόγων για τους οποίους οι δημιουργικοί εργαζόμενοι συσπειρώνονται σε κολεκτίβες εργασίας και συνεργατικά γραφεία, β) ο ρόλος της γεωγραφίας κυρίως στη χωροθέτηση αυτών των εγχειρημάτων στις γειτονιές της πόλης και γ) οι τρόποι με τους οποίους τα εγχειρήματα αυτά οργανώνονται στο εσωτερικό τους, κάτι το οποίο θα βοηθήσει


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 41

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

στην αποσαφήνιση της έννοιας της εργασιακής κολεκτίβας έναντι της έννοιας του συνεργατικού γραφείου. Το δείγμα της έρευνας ήταν τέσσερα συνεργατικά εγχειρήματα, τρία από αυτά στην Αθήνα και ένα στη Θεσσαλονίκη. Συνολικά ο ερευνητής έκανε κρούση μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σε έξι συνεργατικά εγχειρήματα, από τα οποία απάντησαν τα τέσσερα από αυτά. Με τους εργαζόμενους έγιναν επτά ανώνυμες συνεντεύξεις, μέσω τεσσάρων συναντήσεων στο διάστημα 2/12/2015 με 20/12/2015, που διήρκησαν κατά μέσο όρο περίπου μια ώρα. Πιο ειδικά, στην Αθήνα έγιναν συνεντεύξεις με δύο εργαζόμενους του συνεργατικού εγχειρήματος Α, με δύο εργαζόμενους του Β και με δύο εργαζόμενους του Γ. Στη Θεσσαλονίκη έγινε μια συνέντευξη με έναν εργαζόμενο στο συνεργατικό εγχείρημα Δ. Οι συνεντεύξεις έγιναν με βάση ένα ημιδομημένο ερωτηματολόγιο. Η μέθοδος των ανώνυμων προσωπικών συνεντεύξεων προτιμήθηκε έναντι άλλων μεθόδων (π.χ., ομάδες εστίασης), επειδή οι προσωπικές συνεντεύξεις συνήθως προχωρούν σε μεγαλύτερο βάθος στην ανάλυση των σχέσεων που αναπτύσσονται σε συνεργατικά περιβάλλοντα.

Προφίλ συνεργατικών εγχειρημάτων Πιο συγκεκριμένα, το συνεργατικό εγχείρημα Α βρίσκεται στην οδό Λεωχάρους στο κέντρο της Αθήνας και δημιουργήθηκε το 2008 από πέντε γραφίστες και αρχιτέκτονες οι οποίοι είχαν γνωριστεί σε έναν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ενώ σήμερα εργάζονται εκεί τρείς ελεύθεροι επαγγελματίες στους χώρους της αρχιτεκτονικής, της γραφιστικής και του σχεδιασμού κοσμήματος, εκ των οποίων ο ένας διατηρεί εταιρεία που απασχολεί τρία άτομα προσωπικό. Το συνεργατικό εγχείρημα Β βρίσκεται στην οδό Σαχτούρη στου Ψυρρή, δημιουργήθηκε το 2009 από μια εταιρεία διακόσμησης και επικοινωνίας που είχε δημιουργηθεί από τέσσερις συμφοιτητές, η οποία έπαψε να λειτουργεί, λόγω και της κάθετης πτώσης του κατασκευαστικού κλάδου. Έτσι, οι εναπομείναντες ελεύθεροι επαγγελματίες, για να μειώσουν το κόστος λειτουργίας του χώρου, προσφέρουν θέσεις εργασίας (γραφεία) σε άλλους ελευθέρους επαγγελματίες. Τέλη του 2015 εργάζονται εκεί 10 ελεύθεροι επαγγελματίες, κυρίως γραφίστες, φωτογράφοι, διακοσμητές και επαγγελματίες του μάρκετινγκ.

Το συνεργατικό εγχείρημα Γ βρίσκεται στην οδό Πραξιτέλους στο κέντρο της Αθήνας και δημιουργήθηκε το 2011 από δύο αρχικά ελεύθερους επαγγελματίες στο χώρο της αρχιτεκτονικής. Τέλη του 2015 εργάζονται εκεί τέσσερις αρχιτέκτονες. Τέλος, το συνεργατικό εγχείρημα Δ βρίσκεται σε οδό παραπλεύρως της Ρωμαϊκής Αγοράς στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε το 2012 και παραμένει ως συνεργατικό εγχείρημα επτά αρχιτεκτόνων πάνω στα αντικείμενα της αρχιτεκτονικής, της διακόσμησης εσωτερικών χώρων και της γραφιστικής.

Λόγοι συσπειρώσεων σε συνεργατικά εγχειρήματα Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο οι εργαζόμενοι του δείγματος έχουν αποφασίσει να εργάζονται σε έναν συνεργατικό χώρο είναι το μειωμένο κόστος λειτουργίας που προσφέρει ένας τέτοιος χώρος. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απόφαση για πολλούς ελεύθερους επαγγελματίες να έχουν έναν ατομικό επαγγελματικό χώρο είναι πολύ δαπανηρή, σε αντίθεση με τον χώρο που μπορεί να προσφέρει ένα συνεργατικό γραφείο, μέσα στο οποίο τα κόστη λειτουργίας επιμερίζονται στα άτομα που εργάζονται εκεί και άρα μειώνεται ο ατομικός επιχειρηματικός κίνδυνος. Αυτό ήταν κάτι που επισημάνθηκε από όλους τους συνεντευξιαζόμενους, ενώ το εύρος του κόστους λειτουργίας μιας θέσης εργασίας σε ένα συνεργατικό γραφείο στο συγκεκριμένο δείγμα κυμαίνεται από 70-150 ευρώ ανά μήνα. Παρ’ όλα αυτά, το μειωμένο κόστος λειτουργίας ενός εργασιακού χώρου σε ένα συνεργατικό γραφείο δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο οι ελεύθεροι επαγγελματίες προτιμούν τους παραπάνω χώρους. Ένας ακόμη λόγος είναι η αποκόλληση από την κατ’ οίκον εργασία. Όπως δήλωσαν δύο συνεντευξιαζόμενοι: «Τελείωσα σπουδές το 2001 και για πέντε χρόνια εργαζόμουν σε ένα δώμα, πάνω από το σπίτι μου… είχα λοιπόν ανάγκη να έρθω σε έναν χώρο αμιγώς επαγγελματικό» (Α1). «Λόγω χαρακτήρα δεν μπορώ να συνδυάσω σπίτι και δουλειά… δεν έψαχνα κάτι σταθερό-μόνιμο, έρχομαι κάποιες μέρες στην Αθήνα και έψαχνα έναν χώρο» (Γ1).

Η τηλεργασία, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να δίνει μια αίσθηση αυτονομίας στον εργαζόμενο, την

41


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 42

42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

ίδια στιγμή δημιουργεί το φαινόμενο της α-χωρικής εργασίας, δηλαδή της εργασίας που μπορεί να επιτελεστεί σε όλους τους χώρους στους οποίους υπάρχει σύνδεση διαδικτύου (κατ’ οίκον, σε τυπικό εργασιακό χώρο, στο μετρό και στο τρένο, σε χώρους διασκέδασης και εστίασης κ.λπ.). Η ευελιξία που παρέχει η τηλεργασία διαβρώνει τα χωρικά σύνορα των παραπάνω τόπων και μπορεί να κάνει τον εργαζόμενο περισσότερο μοναχικό (το φαινόμενο του μοναχικού αετού, βλέπε Αυδίκος, 2016), αφαιρώντας του όλα τα οφέλη της γεωγραφικής εγγύτητας με άλλους εργαζομένους που μόνο οι τυπικοί εργασιακοί χώροι μπορούν να δημιουργήσουν. Ακόμη, η αποκόλληση από την κατ’ οίκον εργασία αυξάνει την παραγωγικότητα του εργαζομένου όπως ανέφερε ένας συνεντευξιαζόμενος, καθώς:

αναπτύσσεται σε τέτοιους χώρους διαβρώνει τα σύνορα του ιδιωτικού χώρου των εργαζομένων. Η οθόνη του υπολογιστή θεωρείται ότι βρίσκεται πάντα σε κοινή θέα δίνοντας το έναυσμα για ενδιαφέροντες διαλόγους μέσα σε ένα κοινοτικό κλίμα. Το κοινοτικό κλίμα φαίνεται πως καλλιεργείται στις περισσότερες των περιπτώσεων μελέτης, μέσω διαφόρων διαδικασιών, όπως η κοινή μεσημεριανή ώρα του φαγητού, όπου οι εργαζόμενοι σε κάθε συνεργατικό εγχείρημα τρώνε μαζί. Άλλη διαδικασία είναι ο κοινός κοινωνικός ελεύθερος χρόνος όπου η συνεργατικότητα μπορεί να επεκτείνεται στην κοινωνική ζωή πέρα από τον χώρο εργασίας (για ποτά σε ένα διπλανό μπαρ), αλλά και τα κοινά συμβάντα (events) που μπορούν να μαγνητίζουν τους συν-εργαζομένους. Όπως δήλωσε η συνεντευξιαζόμενη Β2:

«Το να έρθω σε έναν καθαρά χώρο εργασίας και να δουλέψω 5-6 ή 7 ώρες είναι πιο παραγωγικό από το να είμαι σπίτι και να προσπαθώ να κάνω την ίδια δουλειά μια ολόκληρη μέρα». (Δ1)

«Ο χώρος είναι θεματοφύλακας, πάντα υπάρχει μια κοινωνική ατζέντα, κάποια tasks, οπότε ο χωροχρόνος μας δεν είναι αδόμητος».

Επίσης, ο χώρος ενός συνεργατικού γραφείου δίνει την ευκαιρία για την παραγωγή νέων συνεργασιών μεταξύ των ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ δεν αποκλείεται και η λεγόμενη συμπτωματική παραγωγή. Όπως αναφέρθηκε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων: «Υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ μας, υπάρχουν επιρροές γιατί οι σχέσεις μας κυοφορούνται στον ίδιο χώρο» (Α2). «Στον χώρο περνάει κόσμος, είτε προγραμματισμένα είτε απρογραμμάτιστα, ακούει ή ενημερώνεται για το τι τρέχει αυτό τον καιρό και βάζει το δικό του λιθαράκι… και αυτό έπαιξε ρόλο και δημιουργικά και καινοτομικά… ακόμα και με άτομα με άσχετες ειδικότητες προς τις δικές μας, μπορεί να προκύψει η συμμετοχή κάποιων… να κάνει εύστοχες παρατηρήσεις και να βοηθήσει κάπως» (Β2). «Αυτό που για μένα είναι τροφή είναι άμα σηκώνομαι και κάνω ένα διάλειμμα, το μάτι μου πέφτει στην οθόνη του άλλου, κάτι το οποίο δεν το θεωρώ private, εγώ θεωρώ ότι όποιος έρχεται μπορεί να κοιτάξει την οθόνη μου και να με ρωτήσει “A, τι κάνεις εδώ;”… μπορεί να τον ενδιαφέρει και να παραχθεί ένας ενδιαφέρων διάλογος» (Γ1).

Οι ευκαιρίες για συνεργασία ή για ενδιαφέροντες διαλόγους δίδονται μέσω της γεωγραφικής εγγύτητας των εργαζομένων. Έτσι, μπορούν να προκύψουν νέες ιδέες που μπορούν να οδηγήσουν μετέπειτα σε κοινά project. Μεγάλη σημασία πάνω σε αυτό έχει το θέμα της ιδιωτικότητας του χώρου. Όπως δήλωσε ο συνεντευξιαζόμενος Γ1, το κλίμα συνεργατικότητας που

Έτσι, η κοινή δόμηση του ελεύθερου χρόνου και του κοινοτικού χρόνου των εργαζομένων ενός συνεργατικού εγχειρήματος επαυξάνουν το κλίμα συνεργατικότητας και φαίνεται να λειτουργούν ως αντίδοτο στο αίσθημα της μοναχικότητας του εργαζομένου που εργάζεται κατ’ οίκον ή σε άλλους απομονωμένους χώρους. Ωστόσο, οι συνεργασίες που μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα συνεργατικό εγχείρημα δεν αποτελούν κοινό γνώρισμα για όλους τους εργαζομένους. Ο συνεντευξιαζόμενος Α1 ήταν κατηγορηματικός: «Όχι, δεν συνεργάζομαι με συγκατοίκους, γιατί δεν θέλω να τσακωθώ με τον συγκάτοικο».

Η χρήση του όρου «συγκάτοικος» για τον συγκεκριμένο εργαζόμενο ξαναφέρνει στη συζήτηση τα όρια μεταξύ ιδιωτικού και κοινού, αφού φαίνεται πως η χρήση του συνεργατικού χώρου στη συγκεκριμένη περίπτωση μένει στην απλή συνύπαρξη με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και δεν επεκτείνεται στο επαγγελματικό κομμάτι. Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ακόμη δύο χαρακτηριστικά που φαίνονται κοινά στις τέσσερις περιπτώσεις μελέτης και έχουν να κάνουν με τους λόγους για τους οποίους τα συνεργατικά γραφεία προτιμώνται από ελεύθερους επαγγελματίες. Το πρώτο χαρακτηριστικό είναι ότι όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι δήλωσαν ότι οι ηλικίες των συν-εργαζομένων στα τέσσερα συ-


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 43

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

νεργατικά εγχειρήματα είναι από τα 30 μέχρι τα 40 έτη. Οι εργαζόμενοι σε αυτά τα εγχειρήματα συνήθως εισέρχονται μετά από μερικά έτη εργασίας, είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες που εργάζονται κατ’ οίκον, είτε ως μισθωτοί σε μια μεσαία ή μεγάλη εταιρεία. Έτσι, η απόφαση να εισέλθουν σε ένα συνεργατικό γραφείο έρχεται έπειτα από μερικά έτη μέσα από τα οποία ουσιαστικά δοκιμάζουν τον εργασιακό βίο μετά την αποφοίτηση από το πανεπιστήμιο. Αν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στο συνεργατικό γραφείο αποκτήσουν τη δική τους εταιρεία με μισθωτό προσωπικό, συνήθως χρειάζονται επιπλέον χώρο και έτσι αυτονομούνται και εξέρχονται του συνεργατικού χώρου, όπως ανέφερε μια συνεντευξιαζόμενη. Έτσι, φαίνεται πως υπάρχουν δύο συγκεκριμένα στάδια εισροών και εκροών στα συνεργατικά γραφεία, που συσχετίζονται με τον βαθμό επαγγελματικής ωριμότητας-εξέλιξης του ελεύθερου επαγγελματία και το αντίστοιχο επαγγελματικό ρίσκο που αναλαμβάνει: Το στάδιο της εισροής, όπου ο ελεύθερος επαγγελματίας είναι νέος ηλικιακά, με λίγα χρόνια στον εργασιακό βίο, όπου καλείται να δημιουργήσει το δικό του πελατολόγιο και portfolio και να επωμιστεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο μελλοντικής αποτυχίας και προσωπικής επισφαλούς εργασίας, από ό,τι ένας μεγαλύτερος ηλικιακά εργαζόμενος, ο οποίος έχει ‒και μέσα από την εργασία σε συνεργατικό χώρο‒ δημιουργήσει ένα επαρκές πελατολόγιο, που μετουσιώνεται σε ένα πιο σταθερό εισόδημα. Ο τελευταίος έχει μειώσει κατά πολύ τον προσωπικό επαγγελματικό κίνδυνο, ενώ πολλές φορές ο όγκος των εργασιών που αναλαμβάνει δημιουργεί την ανάγκη για προσλήψεις έμμισθου προσωπικού και άρα επιπλέον χώρων γραφείου. Ο επιπλέον χώρος δεν είναι όμως ο μόνος λόγος για να λάβει ο εργαζόμενος την απόφαση να εξέλθει του συνεργατικού χώρου: «Με ενοχλεί η φασαρία του co-working, δεν με βολεύει να είμαι πλέον έτσι… ακόμη, το πολύ χύμα (του χώρου) πειράζει κάποιους πελάτες μου, θα ήταν καλύτερα να είχα ένα πιο ντιζαϊνάτο δικό μου γραφείο… καθαρά για θέμα πρεστίζ με τους πελάτες, έτσι θα ανέβαζα την αμοιβή μου κατά 10-15%».

Για τον συγκεκριμένο συνεντευξιαζόμενο, οι εργασίες που λαμβάνουν χώρο στο συνεργατικό γραφείο και οι κοινοτικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων δημιουργούν φασαρία και ο χώρος νοείται ως «χύμα», κάτι που έχει επίπτωση στον τρόπο

που οι πελάτες αντιλαμβάνονται το επαγγελματικό κύρος του ελεύθερου επαγγελματία, σε αντίθεση με τον ιδιωτικό χώρο ενός τυπικού γραφείου το οποίο φέρει μια «ντιζαϊνάτη» υπογραφή, που μπορεί να βοηθήσει στην ανέλιξη του κύρους του επαγγελματία και να μετουσιωθεί σε μεγαλύτερες αμοιβές. Έτσι, η φάση του συνεργατικού εγχειρήματος, που ένας ελεύθερος επαγγελματίας επιλέγει να εργασθεί, φαίνεται να είναι μια φάση επαγγελματικής ενηλικίωσης, η οποία τον βοηθά να «σταθεί στα πόδια του», επιμερίζοντας το προσωπικό ρίσκο του ελεύθερου επαγγέλματος και δίνοντάς του τις ευκαιρίες για συνεργασίες και κοινωνικοποίηση μέσω της γεωγραφικής εγγύτητας με άλλους εργαζόμενους που προσφέρουν τα συνεργατικά εγχειρήματα. Από τη στιγμή που θα ενηλικιωθεί επαγγελματικά, οι παραπάνω ανάγκες που το συνεργατικό εγχείρημα μπορεί να του καλύψει, παύουν να υφίστανται ή ελαχιστοποιούνται, και νέες ανάγκες ανακύπτουν (π.χ., θέματα κύρους), με αποτέλεσμα το πέρασμα στον ιδιωτικό χώρο που περιλαμβάνει μια νέου είδους ιδιωτική, αυτή τη φορά, αυτονομία και την πιθανή υφαρπαγή υπεραξίας από τη μισθωτή εργασία τρίτων. Το τελευταίο είναι κάτι που θα απασχολήσει την ανάλυση στο τελευταίο μέρος του άρθρου.

Ο ρόλος της γεωγραφίας στη χωροθέτηση των συνεργατικών εγχειρημάτων Όπως αναφέρθηκε στη περιγραφή της μεθοδολογίας, όλα τα συνεργατικά εγχειρήματα του δείγματος χωροθετούνται στο παραδοσιακό εμπορικό και βιοτεχνικό τρίγωνο του κέντρου της Αθήνας (Πειραιώς, Σταδίου, Ερμού), ενώ στην περίπτωση του γραφείου της Θεσσαλονίκης, αυτό βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Όλα τα εγχειρήματα ενοικιάζουν χώρους από 20 μέχρι 150 τετραγωνικά σε ορόφους παλαιών πολυκατοικιών, που στις προηγούμενες δεκαετίες στέγαζαν μικρές βιοτεχνίες και γραφεία. Η απόφαση να επιλέξουν τους συγκεκριμένους χώρους πηγάζει από δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι τα φθηνά ενοίκια σε αυτές τις περιοχές, που είναι μεταξύ των 3-5 ευρώ ανά τετραγωνικό, αφού τα κτήρια είναι παλαιά (δεκαετίας 1960 και 1970), κάποια χωρίς βασικές υποδομές (π.χ., θέρμανση, είτε κεντρική είτε αυτόνομη) και σε γειτονιές που αν και δεν θεωρούνται κακόφημες, ο φόβος του εγκλήματος είναι παρών. Όπως δήλωσαν δύο συνεντευξιαζόμενες δια-

43


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 44

44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

φορετικών συνεργατικών γραφείων έχουν νιώσει πολλές φορές απειλούμενες από την παρουσία «έγχρωμων μεταναστών», ειδικά κατά τις βραδινές ώρες που θα πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Όπως απειλή έχουν νιώσει και πολλοί πελάτες που προσεγγίζουν τα συνεργατικά γραφεία για κάποια συνάντηση. Παρ’ όλα αυτά η απόφαση να εγκαταλείψουν τους συνεργατικούς χώρους για κάποια άλλη γειτονιά δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς έχουν αναπτυχθεί αισθήματα οικειοποίησης των χώρων, λόγω του ότι όταν τους ενοικίασαν, τους ανακαίνισαν με προσωπική εργασία. Όπως δήλωσε ο συνεντευξιαζόμενος Α1: «Όταν ήρθαμε εδώ μέσα γινόταν ένας χαμός, πρέπει να υπήρχε μια εταιρεία τηλεφωνικών κλήσεων εδώ και υπήρχαν παντού καλώδια, τα βγάλαμε όλα… όλο το γραφείο το φτιάξαμε με τα χέρια μας, μέσα από προσωπική εργασία».

Ενώ η συνεντευξιαζόμενη Β1 ανέφερε: «Ό,τι βλέπεις το φτιάξαμε εμείς και αργότερα και οι υπόλοιποι που ήρθαν έφτιαξαν από κάτι».

Ο δεύτερος λόγος είναι η ύπαρξη οικονομιών εντοπιότητας (localization economies) στις συγκεκριμένες γειτονιές. Οι οικονομίες εντοπιότητας σχηματίζονται όταν επιχειρήσεις με συγγενείς δραστηριότητες συγκεντρώνονται γεωγραφικά σε μια συγκεκριμένη περιοχή, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους παραγωγής λόγω της ευκολότερης πρόσβασης σε εξειδικευμένα προϊόντα, σε πληροφορίες κ.λπ. Όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι αναφέρθηκαν στις διευκολύνσεις που τους παρείχαν οι συγκεκριμένες γειτονιές στις οποίες έχουν επιλέξει να εγκατασταθούν: «Όλοι οι προμηθευτές και οι πελάτες μας είναι σε μια ακτίνα 30 μέτρων από εδώ, τυπογραφεία, χαρτικά κ.λπ., όλα βρίσκονται στη γειτονιά, αυτός με τα σαπούνια ήταν πελάτης σου, ο Αντώνης ήταν προμηθευτής σου, υπάρχει μια μικροοικονομία» (Β2). «Η γειτονιά βοηθά… υπάρχουν lazercuts, 3D printers και οτιδήποτε άλλο χρειάζομαι» (Γ2).

Ακόμη, οι γειτονιές στις οποίες είναι εγκατεστημένα τα συνεργατικά εγχειρήματα αποτέλεσαν μια νέα αγορά για τους εργαζόμενους σε αυτά. Σύμφωνα με δηλώσεις των συνεντευξιαζόμενων: «Όλες τις ανάγκες μου σε πρώτες ύλες τις εξυπηρετεί η περιοχή, όπου κάνω και υπεργολαβίες, όλα είναι σε πέντε τετράγωνα, αλλά βρίσκω και πελάτες μέσα από τον κόσμο που μπαινοβγαίνει εδώ» (Α1).

«Από τους άλλους ενοικιαστές στο κτήριό μας προέκυψαν πολλοί πελάτες (αναφέρει τρία παραδείγματα)… μας βοηθάει πολύ το ίδιο το κτήριο» (Β1). «Με τροφοδοτούν και οι συναντήσεις με άλλους στο κτήριο, όσο βρίσκεσαι σε εγγύτητα, ο άλλος θα σε έχει στο πλάνο του αν προκύψει κάτι» (Γ1). «Από τη γειτονιά έχουν προκύψει πολλοί πελάτες, οι οποίοι μετά μας σύστησαν σε άλλους κ.λπ.» (Δ1).

Συνεπώς, τα συνεργατικά εγχειρήματα μπορούν να βρίσκουν νέους πελάτες, είτε από τον κόσμο που μπαινοβγαίνει στο συνεργατικό γραφείο είτε από άλλους ενοικιαστές στο κτήριο όπου εργάζονται είτε μέσα από τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που υπάρχουν στη γειτονιά. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύουν τις ήδη υπάρχουσες οικονομίες εντοπιότητας στην κάθε γειτονιά, συνεισφέροντας στη δημιουργία ενός τοπικού «βόμβου» (local buzz). Ένας ακόμη λόγος που τους προέτρεψε να εγκατασταθούν σε γειτονιές του κέντρου της Αθήνας είναι οι ιδιαίτερες «χωρικές ατμόσφαιρες» που έχουν δημιουργηθεί εκεί, λόγω της βιοτεχνικής ιστορίας του ιστορικού τριγώνου και των παραδοσιακών κτηρίων, αλλά και λόγω των αυξημένων συγκεντρώσεων των καταστημάτων εστίασης και διασκέδασης που υπάρχουν εκεί. «Μας άρεσε το κτήριο που ήταν βιοτεχνικό, ήταν φθηνό το ενοίκιο… είχε μεγάλους χώρους, με τζαμαρίες κ.λπ. και η γειτονιά που είναι βιοτεχνική… ήταν ένας εναλλακτικός χώρος» (Α1). «Όταν ήρθαμε εδώ, όλος ο Ψυρρής ήταν σαν ένα coworking space σε λίγο μεγαλύτερη κλίμακα, εδώ βγαίναμε, εδώ τρώγαμε… τουλάχιστον παλαιότερα… υπήρχαν και περισσότερα γραφεία και ήταν και τα τυπογραφεία πιο ενεργά» (Γ2).

Η οργάνωση των συνεργατικών εγχειρημάτων Μία τελευταία περιοχή διερεύνησης του περιβάλλοντος των συνεργατικών εγχειρημάτων είναι οι τρόποι διαχείρισης των γραφείων στο εσωτερικό τους, καθώς και οι εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί. Στα τρία από τα τέσσερα εγχειρήματα οι αρχικοί ενοικιαστές του χώρου είναι αυτοί που κάνουν τη διαχείριση της συλλογής των μεριδίων από τους υπόλοιπους συνεργάτες για τις πληρωμές των ενοικίων, κοινοχρήστων κ.λπ. Ο κυριότερος λόγος για αυτό είναι ότι οι υπόλοι-


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 45

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

ποι ενοικιαστές του συνεργατικού χώρου εναλλάσσονται με άλλους μέσα στο πέρασμα του χρόνου, οπότε δεν υπάρχει μια σταθερή ομάδα συν-εργαζομένων. Επίσης, οι αρχικοί ενοικιαστές είναι αυτοί που αποφασίζουν για την είσοδο ενός νέου εργαζομένου στο συνεργατικό εγχείρημα. Έτσι, οι αρχικοί ενοικιαστές παίζουν το ρόλο του «φύλακα» του συνεργατικού εγχειρήματος, υπενοικιάζοντας, άτυπα στην ουσία, μέρος του γραφειακού χώρου. Διάφορες άλλες αποφάσεις, που έχουν να κάνουν με την καθημερινή διαχείριση του χώρου συνήθως παίρνονται συλλογικά. Στο τέταρτο εγχείρημα παρουσιάζονται μεγάλες διαφοροποιήσεις όσον αφορά την οικονομική διαχείριση του χώρου, οι οποίες επεκτείνονται (ή έχουν βάση) στις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων εκεί. Στο συνεργατικό εγχείρημα Δ η διαχείριση καθώς και η διοίκηση του χώρου και η διαχείριση των κοινών γίνονται μέσα από τη γενική συνέλευση των συν-εργαζομένων που γίνεται τουλάχιστον μία φορά κάθε μήνα, στην οποία κάθε μέλος έχει μία ψήφο. Στη συνέλευση, πέρα από τη διαχείριση, οι συζητήσεις περιλαμβάνουν θέματα που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία του γραφείου, καθώς: «Το γραφείο έχει βάρδιες… κάποιος πάντα είναι εδώ, οπότε λειτουργούμε σχεδόν καθημερινά από τις 9 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ»(Δ1).

Ακόμη, η γενική συνέλευση αποφασίζει σχετικά με εργασιακά ζητήματα, όπως την κατανομή των εργασιών, τις άδειες των μελών και τις ώρες εργασίας του κάθε εργαζομένου, αλλά και το θέμα των «ισότιμων αμοιβών». Όπως δήλωσε ο συνεντευξιαζόμενος Δ1: «Ο στόχος του γραφείου είναι να έχουμε όλοι δουλειά (μια σταθερή ροή εργασιών)… οι προσωπικές μας αμοιβές βγαίνουν από τις ώρες που έχει δουλέψει ο καθένας… δηλαδή υπάρχουν δύο ειδών σχέσεις: τα προσωπικά project, από τα οποία δίνει ο καθένας 5% για το κοινό ταμείο και τα κοινά, από τα οποία πάει στο ταμείο το 30%... μια φορά τον χρόνο κοιτάμε τι έχει βγάλει ο καθένας και αναλόγως πράττουμε… αν η Μαρία δεν είχε δουλειά, τη βάζουμε σε ένα project… προσπαθούμε να μην κάνει κάποιος μόνο προσωπικές δουλειές ή μόνο κοινές…».

Τα παραπάνω διαφοροποιούν το συγκεκριμένο συνεργατικό εγχείρημα από τα υπόλοιπα τρία, καθώς οι σχέσεις που αναπτύσσονται σε αυτό δεν εδράζονται μόνο στο μοίρασμα ενός γραφειακού χώρου, στις υπεργολαβικές σχέσεις και στο κοινωνικό επίπεδο, όπως είδαμε παραπάνω, αλλά επεκτείνονται και έχουν τη βάση τους στην κολεκτιβοποίηση της εργασίας. Έτσι, η προ-

τεραιότητα δίδεται στην ανάπτυξη της συλλογικότητας έναντι του ατόμου και της ατομικής εργασίας, η οποία παίζει πρωταρχικό ρόλο στα υπόλοιπα τρία συνεργατικά εγχειρήματα. Σύμφωνα με τον συνεντευξιαζόμενο Δ1 η κολεκτιβοποίηση που παρατηρείται εκεί έχει ένα πολιτικό υπόβαθρο, καθώς τα μέλη του γραφείου υπήρξαν συμφοιτητές και μέλη συγκεκριμένης αριστερής πολιτικής φοιτητικής παράταξης. Πλέον της κοινωνικής εγγύτητας που είχαν ως συμφοιτητές κατά το παρελθόν, εδώ παρατηρούμε ότι η πολιτική εγγύτητα που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά τους οδηγεί τις αποφάσεις τους στο εργασιακό επίπεδο, αναδεικνύοντας την κολεκτιβοποίηση ως τη βάση των μεταξύ τους εργασιακών σχέσεων. Συνεπώς, δημιουργείται ένα νέο υβρίδιο συνεργατικού γραφείου, αυτό της κολεκτίβας εργασίας που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία φτάνουν μέχρι την άρνηση της μίσθωσης εργασίας τρίτων: «Δεν θέλουμε υπαλλήλους, δεν θέλουμε να καρπωνόμαστε υπεραξίες, οπότε λέμε όχι στην εξαρτημένη εργασία… αν έχουμε ανάγκη για νέο μέλος, τότε θα δούμε το προφίλ του και, αν κολλάει με εμάς, τότε μπορεί να μπει στον χώρο και να δουλέψει».

Πέρα από την κοινή τεχνολογία και τεχνολογικό εξοπλισμό και τον κοινωνικό χρόνο που μοιράζονται μεταξύ τους, τα μέλη της κολεκτίβας μοιράζονται το portfolio, καθώς «κατεβαίνουν» ως ομάδα σε εκθέσεις και διαγωνισμούς. Ακόμη, φαίνεται πως υπάρχει μια μορφή αλληλεγγύης με αντίστοιχες κολεκτίβες, μέσω της ανάθεσης (ή ανάληψης) εργασιών σε (από) άλλα συνεργατικά εγχειρήματα, καθώς διαφαίνεται πως υπάρχει μια προτίμηση σε γραφεία που δουλεύουν με αντίστοιχους κολεκτιβικούς όρους.

Συμπεράσματα Όπως αναδείχθηκε από την ανάλυση των παραπάνω περιπτώσεων, η δημιουργία συνεργατικών γραφείων αποτελεί μία εναλλακτική εργασιακή διέξοδο, κυρίως για νέους ηλικιακά ελεύθερους επαγγελματίες που επιδιώκουν την ελαχιστοποίηση του κόστους λειτουργίας ενός τυπικού γραφειακού χώρου, τη γεωγραφική και κοινωνική εγγύτητα με άλλους συν-εργαζομένους και την κατ’ επέκταση ελαχιστοποίηση του ατομικού ρίσκου που καλούνται να αναλάβουν. Τα πλεονεκτήματα ενός τέτοιου χώρου φαίνονται να επεκτείνονται πέρα

45


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 46

46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 35-47

από την ελαχιστοποίηση του κόστους λειτουργίας του χώρου, καθώς οι συνεργασίες και το κλίμα συνεργατικότητας που αυτές ενισχύουν, δημιουργεί εσωτερικές και εξωτερικές οικονομίες κλίμακας. Κυρίως στις δεύτερες, τα συνεργατικά γραφεία ενισχύονται από τις διάφορες οικονομίες εντοπιότητας που βρίσκουν σε συγκεκριμένες αγορές στις γειτονιές όπου εγκαθίστανται, ενώ στο εσωτερικό τους οι κοινοί πόροι που μπορούν να χρησιμοποιούν οι συν-εργαζόμενοι μειώνουν το μέσο κόστος δημιουργώντας εσωτερικές οικονομίες κλίμακας. Τα συνεργατικά γραφεία μπορούν να νοηθούν ως τρίτοι τόποι, ενώ ο βαθμός συνεργασίας των εργαζομένων σε αυτά μπορεί να εκτείνεται από την απλή συστέγαση (συγκατοίκηση) στον ίδιο χώρο μέχρι και την κολεκτιβοποίηση της εργασίας. Βασικός προσδιοριστικός παράγοντας είναι οι εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στη χρήση του χώρου. Οι σχέσεις αυτές μπορούν να παραμένουν στη συστέγαση των εργαζομένων και στη χαλαρή κοινωνική συναναστροφή, χωρίς να υπάρχουν εργοληπτικές συμφωνίες ή εργασιακές διευκολύνσεις μεταξύ των εργαζομένων. Εδώ ο χώρος του γραφείου εξατομικεύεται και τα χωρικά όρια μεταξύ των εργαζομένων είναι ορατά. Από την άλλη, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι συν-εργαζόμενοι ανταλλάσσουν επαγγελματικές πληροφορίες, επιδιώκουν την ύπαρξη εργοληπτικών συμφωνιών μεταξύ τους και δημιουργούν συνεργατικά περιβάλλοντα που επεκτείνονται στη συλλογική αντιμετώπιση των επαγγελματικών κινδύνων. Ο βαθμός ριζοσπαστικοποίησης αυτών ποικίλλει και μπορεί να φθάσει μέχρι την κολεκτιβοποίηση της εργασίας, μέσα στην οποία ο χώρος ανα-παράγεται συλλογικά και αυτή η αναπαραγωγή εδράζεται στην ιδεολογική εγγύτητα των συν-εργατών. Το άρθρο προσπάθησε να συνδράμει στην καλύτερη κατανόηση του νέου φαινομένου των συνεργατικών εγχειρημάτων στη δημιουργική οικονομία, τα οποία έχουν κάνει την εμφάνισή τους στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Φυσικά, το μικρό μέγεθος του δείγματος δεν αφήνει περιθώρια για γενικεύσεις των κοινωνικο-οικονομικών χαρακτηριστικών των εργαζομένων στα συνεργατικά εγχειρήματα, των χαρακτηριστικών οργάνωσής τους και των σχέσεων που αναπτύσσουν στο επίπεδο της γειτονιάς και της πόλης. Μελλοντικές έρευνες πάνω στους τρίτους τόπους στην Ελλάδα και αλλού θα μπορούσαν να επεκταθούν α) στις

εσωτερικές σχέσεις των συνεργατικών εγχειρημάτων, δίνοντας περισσότερη έμφαση στους τρόπους που οι τρίτοι τόποι οργανώνονται, στις διαδικασίες ανάπτυξης της συμπτωματικής παραγωγής και στον βαθμό επαγγελματικής και κοινωνικής συνεργατικότητας και β) στις εξωτερικές σχέσεις των τρίτων τόπων, όπως στην επιρροή που έχουν στη γειτονιά που εγκαθίστανται, στις εξωτερικές οικονομίες κλίμακας που αναπτύσσουν, και στους τρόπους με τους οποίους οι τρίτοι τόποι πλαισιώνουν (ή αντιτίθενται σε) στρατηγικές αστικής ανάπτυξης (με κυρίαρχο το μοντέλο της επιχειρηματικής πόλης-entrepreneurial city) και διαδικασίες προώθησης τόπου.

Σημειώσεις 2. Ο συγγραφέας θα ήθελε να ευχαριστήσει την Μαρία Κούτσαρη για την βοήθειά της στην διεξαγωγή των συντελεστών. 3. Σύνθεση της γαλλικής λέξης précarité (αβεβαιότητα) και του proletariat (προλεταριάτου) (-> precariat).

Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση Αυδίκος, Β. (2016). «Τρίτοι (εργασιακοί) τόποι στη δημιουργική οικονομία: θερμοκοιτίδες νεοφυών επιχειρήσεων, συνεργατικοί χώροι και συνεργατικά γραφεία» στο Αυδίκος, Β και Καλογερέσης, Αθ. Κείμενα για τη δημιουργική οικονομία: αγορές, εργασία, πολιτικές. Αθήνα: Επίκεντρο. Αυδίκος, Β. (2014). Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες στην Ελλάδα. Αθήνα: Επίκεντρο, σελ., 224 Αυδίκος, Β., Καλογερέσης, Αθ., Δημητριάδης, Κ. Πενλιδης, Κ. (2015). «Το design στην Ελλάδα: Προσφορά, ζήτηση και συνθήκες εργασίας». Αθήνα, διαθέσιμο στο www.creativesurvey.gr Ξενόγλωσση Avdikos, V. (2015). “Processes of creation and commodification of local collective symbolic capital; a tale of gentrification from Athens”, City, Culture and Society,6 (4), pp. 117-123. Avdikos, V. and Kalogeresis, Ath. (2014). “The Creative and Cultural Industries in Europe during the times of recession; a statistical cross-country and sectoral analysis”, Regional Studies Association European Conference, 24-27 May 2014. Σμύρνη, Τουρκία. Auge, M. (1995). Non Places: Introduction to an Anthropology of Supermodernity. London: Verso. Bailey, S. & Marcucci, Μ. Ε. (2013). “Legalizing the Occupation: The Teatro Valle as a Cultural Commons”. South Atlantic Quarterly, vol .112, is .2, ss. 396-405. Bain, A. (2005). “Constructing an artistic identity”, Work, Employment, and Society, 19.


005_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 47

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Bain, A. & Mclean, H. (2013). “The artistic precariat”. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 6. Boschma, R. A, (2005). “Proximity and innovation: a critical assessment”. Regional Studies 39, pp. 61-74. Caves, R. (2000). Creative Industries: Contracts between art and commerce. Harvard University Press. Christopherson, S. (2008). “Beyond the self-expressive creative worker: an industry perspective on entertainment media”. Theory, Culture, and Society, 25. Christopherson, S. (2013). “Hollywood in decline? US film and television producers beyond the era of fiscal crisis”. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 6, pp. 141–157. De Peuter, G. (2011). “Creative Economy and Labor Precarity: A Contested Convergence”. Journal of Communication Inquiry 35 4 417–425. doi: 10.1177/0196859911416362. De Propris, L. (2013). “How are creative industries weathering the crisis?”. Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 6, pp. 23–35. Finkel, R. (2009). “A picture of the contemporary combined arts festival landscape”. Cultural Trends, 18, pp. 3-21. Flew, T. (2002). “Beyond ad hocery: Defining Creative Industries”. Cultural Sites Cultural Theory Cultural Policy the Second International Conference on Cultural Policy Research, 6, pp. 1–30. Florida, R. (2002). The Rise of the Creative Class: And How Its Transforming Work, Leisure, Community and Everyday Life. New York: Basic Books. Florida, R. (2005). Cities and the Creative Class. New York: Routledge Harvey, D. (2002). “The art of rent: Globalisation, monopoly and the commodification of culture”. Socialist Register, 38: 93– 110. Huws, U. (2014). Labor in the Global Digital Economy: The Cybertariat Comes of Age. New York: Monthly Review Press. Garnham, N. (2005). “From cultural to creative industries; an analysis of the implications of the ‘creative industries’ approach to arts and media policy making in the United Kingdom”. International Journal of Cultural Policy, vol. 11, no. 1.

Garnham, N. (1990). Capitalism and Communication. London: Sage. Gill, R. (2002). “Cool, creative, and egalitarian? Exploring gender in project-based new media work in Europe”. Information, Communication, and Society, 5. Gill, R. & PRATT, A. (2008). “In the social factory? Immaterial labour, precariousness and and cultural work”. Theory, Culture and Society, 25:1-30. O’Connor, J. (2007). The cultural and creative industries: A review of the literature. Creative Partnership Series, Arts Council, UK, Διαθέσιμο στο http://goo.gl/lGSUdA (19/3/2015). Oldenburg, R. (1989). The Great Good Place. New York: Paragon House. Jenkins, B. (2009). “Cultural spending in Ontario, Canada: trends in public and private funding”. International Journal of Cultural Policy, 15: 329–342. Kylin, C., & Karlsson, J. C. (2008). “Re-establishing boundaries in home-based telework”. In A. Haunschild (Ed.), Work less, live more? (σ. 173-190). Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan. Lorey, I. (2006). “Governmentality and self-precarization: On the normalization of cultural producers”. In L. Rosenblatt & D. Fink, Transversal. Διαθέσιμο στο http://goo.gl/4EIrhV. Menger, P. M. (1999). «Artistic labor markets and careers», Annual Review of Sociology, 25. Merkel, J. (2015). «Coworking in the City», Ephemera: theory & politics in organization, 15(1): 121-139. Moriset, B. (2013). Building new places of the creative economy. The rise of coworking spaces <halshs-00914075>. Potts, J. & Cunningham, S. (2008). «Four models of the creative industries». International Journal of Cultural Policy, 14 (3), pp.233–247. Spinuzzi, Cl. (2012). “Working Alone Together: Coworking as Emergent Collaborative Activity”. Journal of Business and Technical Communication, vol. 26 is. 4, pp. 399-441. Zukin, S. (1989). Loft living: culture and capital in urban change. Rutgers University Press, Piscataway, NJ.

47


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 48

48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 48-57

ΤΑ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΕΥΕΛΙΚΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Μαρία Τσάμπρα1, Στέλιος Γκιάλης2 Περίληψη Η οικονομική κρίση του 2008-2009 πυροδότησε σημαντικές μεταβολές στα πρότυπα συσσώρευσης παγκοσμίως, σηματοδοτώντας μια μετατόπιση προς υψηλότερα επίπεδα εργασιακής ευελιξίας στις ευρωπαϊκές αγορές εργασίας. Η εργασία αυτή μελετά τα μεταβαλλόμενα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στην Ελλάδα, τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη της κρίσης. Διερευνώντας τις ποικίλες διαδικασίες αναδιάρθρωσης ανάλογα με την κλαδική εξειδίκευση των περιφερειών της χώρας, η εργασία φέρνει στο προσκήνιο τα διαφορετικά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης και συγκεκριμένα, μερικής απασχόλησης, προσωρινής απασχόλησης και αυτοαπασχόλησης. Ο συνδυασμός κρίσης και απελευθέρωσης στην αγορά εργασίας προκαλεί μαζική ανεργία και οδηγεί σε μείωση της συνολικής απασχόλησης, της τυπικής μισθωτής εργασίας, καθώς και των ευέλικτων μορφών. Καταγράφονται άνισες και διαφοροποιημένες γεωγραφικά μεταβολές για τις διαφορετικές μορφές απασχόλησης, ανάλογα και με την περιφερειακή κλαδική εξειδίκευση. Συνολικά οι υποβαθμισμένες πρακτικές ευελικτοποίησης και επισφάλειας στις αγορές εργασίας της ΕΕ, και ειδικά στην Ελλάδα, θέτουν σε αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα και τη στόχευση των πρόσφατων εργασιακών θεσμικών μεταρρυθμίσεων.

The changing regional patterns of flexible employment in Greece under crisis Maria Tsampra, Stelios Gialis Abstract As the 2008-2009 crisis triggered changes in global accumulation patterns, European labour markets are being adjusted towards higher employment flexibilisation. The paper addresses the pre- and post-crisis diverse regional patterns of flexible employment in Greece, tracing diversity in regional industrial specialisation and restructuring processes under recession. As concluded, different patterns of flexible or even atypical labour prevail in different regional economies. Labour market liberalisation in Greece has so far induced massive unemployment, and reduced total employment, typical waged and flexible forms, though in geographically different ways and rates. “Low-road” flexibilisation and high insecurity in the peripheral labour markets of Europe, such as Greece, puts in question the validity of related labour market reforms.

1. Εισαγωγή3 Η απορρύθμιση και μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πυροδοτήθηκαν ήδη από τη μετάβαση των αναπτυγμένων οικονομιών σε μεταφορντικά καθεστώτα συσσώρευσης (Peters, 2008) και κορυφώθηκαν κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση (2008-2009). Η κριτική θεώρηση της προσαρμογής των αγορών εργασίας δίνει έμφαση στις τοπικές ιδιαιτερότητες και προϋπάρχουσες ανισότητες που καθορίζουν την εξέλιξη των παραγωγικών συστημάτων και, τελικά, διαφοροποιούν τον τρόπο και τη μορφή επέκτασης της ευέλικτης εργασίας και της άτυπης απασχόλησης σε διαφορετικές περιοχές (Castree et al., 2004, Barbieri, 2009). Στις νοτιοευρωπαϊκές περιφέρειες, μεγάλο 1. Επίκ. καθηγήτρια, Σχολή Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστήμιο Πατρών, email: mtsampra@upatras.gr 2. Επίκ. καθηγητής, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, email: stgialis@aegean.gr


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 49

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΠΡΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

ποσοστό της ευέλικτης ή άτυπης εργασίας έχει χαρακτηρισθεί ως διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ημιΦορντικής δομής της οικονομίας τους (Lipietz, 1997, Hadjimichalis and Sadler, 1995). Στην Ελλάδα, οι διαχρονικά διαμορφωμένες δομές άτυπης απασχόλησης μετασχηματίζονται προς μεγαλύτερη ευελιξία κατά τη δεκαετία του 1990, οπότε και προωθούνται θεσμικές μεταρρυθμιστικές αλλαγές στο πλαίσιο προώθησης των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών απασχόλησης της ΕΕ (Anagnostopoulos and Siebert, 2012). Σταδιακά θεσμοθετούνται ποικίλες μορφές ευέλικτης απασχόλησης, όπως οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή μερικής απασχόλησης. Οι σχετικές διαδικασίες όμως εντατικοποιούνται πολύ πιο πρόσφατα, με την αφορμή της δημοσιονομικής κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Έτσι, μετά το 2009 και υπό τις επιταγές των μνημονίων που οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις υπογράφουν, λιγότερο ή περισσότερο πρόθυμα, με τους δανειστές τους (όπως συνέβη και σε άλλες χώρες-μέλη του Νότου της ΕΕ), υιοθετούνται μαζικά θεσμικές μεταρρυθμίσεις που αποδιαρθρώνουν τις εργασιακές σχέσεις. Οι προωθούμενες πολιτικές διαμορφώνουν το νέο πιο φιλο-εργοδοτικό πλαίσιο για τις προειδοποιήσεις και αποζημιώσεις στην περίπτωση απολύσεων, την απίσχνανση των συλλογικών συμβάσεων και προνοιακών ρυθμίσεων, την αποδυνάμωση του καθεστώτος μόνιμης απασχόλησης και σειρά άλλων μέτρων που στόχο έχουν την περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας και των κανόνων της. Η σκοπιμότητα όμως των σχετικών μεταρρυθμίσεων εγείρει έντονη συζήτηση, αν όχι ανοικτή κριτική και δυσαρέσκεια, καθώς έχουν βαθύνει τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες και παράλληλα έχουν περιορίσει την προοπτική ανάκαμψης της απασχόλησης στις περιφέρειες και τις χώρες όπου έχουν εφαρμοσθεί (ILO, 2012). Στη βάση αυτή, το παρόν άρθρο διερευνά την εξέλιξη της συνολικής και τυπικής απασχόλησης, καθώς και το διαφοροποιημένο μοτίβο ευέλικτης απασχόλησης στις περιφέρειες της Ελλάδας κατά τη χρονική περίοδο ακριβώς πριν (2005-2009) και μετά την κρίση (20092011). Διερευνώντας τις ποικίλες διαδικασίες αναδιάρθρωσης ανάλογα με την κλαδική εξειδίκευση των περιφερειών της χώρας, φέρνει στο προσκήνιο τα διαφορετικά πρότυπα ευέλικτης εργασίας. Στόχος του άρθρου είναι να κοινωνήσει στο ελληνόγλωσσο κοινό την πρόσφατη ερευνητική συμβολή των συγγραφέων (βλέπε

Gialis and Leontidou, 2014 και Gialis et al., 2015) και να συμβάλει έτσι στην τρέχουσα συζήτηση για την ευέλικτη απασχόληση με έναν περιφερειακά στοχευμένο και γεωγραφικά ευαίσθητο τρόπο. Μεθοδολογικά στηρίζεται στην πλούσια παράδοση θεωρητικά ενημερωμένων εμπειρικών ερευνών (Mason, 2006) και συνδυάζει την ανάλυση στατιστικών στοιχείων για την απασχόληση και τις ευέλικτες μορφές της με την κριτική πολιτικο-οικονομική θεωρία, ώστε να επιτύχει την πιο ολοκληρωμένη κατανόηση κάποιων σχετικά αγνοημένων διαστάσεων της ευέλικτης εργασίας. Η εξάπλωση ή συρρίκνωση των διαφόρων μορφών ευέλικτης απασχόλησης στις ελληνικές περιφέρειες συνδέεται με τη φθίνουσα μεταποίηση, τον κορεσμό κλάδων των υπηρεσιών, την κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας, τη στασιμότητα του αγροτικού τομέα ή την ανθεκτικότητα του τουρισμού που κατά περίπτωση κυριαρχούν και χαρακτηρίζουν τις περιφερειακές οικονομίες της χώρας. Υιοθετώντας ένα κριτικό πολιτικο-οικονομικό ερμηνευτικό πλαίσιο, η παρούσα εργασία τονίζει πώς η αναδιάρθρωση των περιφερειακών παραγωγικών συστημάτων και η συνακόλουθη αναπροσαρμογή των επιχειρηματικών στρατηγικών απασχόλησης –που ήδη έχει δρομολογήσει η παγκοσμιοποίηση, αλλά εντατικοποίησε η τρέχουσα κρίση– διαμορφώνουν νέα χωρικά πρότυπα μεγέθυνσης και αναπαραγωγής της ευέλικτης εργασίας. Οι νέες επιταγές του ανταγωνισμού, καθώς και οι προϋπάρχουσες γεωγραφικές ανισότητες στην ανάπτυξη και την απασχόληση επιδρούν καταλυτικά στις διαδικασίες αυτές και καθορίζουν τα αποτελέσματά τους.

2. Η από/επανα-ρύθμιση της αγοράς εργασίας και οι παλιές και νέες μορφές ευέλικτης απασχόλησης Διαφορετικές μορφές ευέλικτης απασχόλησης διαμορφώνονται από διαφορετικούς τύπους ευελιξίας στην αγορά εργασίας (Massey and Meegan, 1982, Atkinson, 1985). Οι κυριότεροι από τους τύπους αυτούς είναι οι εξής: αριθμητική ευελιξία (προσαρμογή του αριθμού των εργαζομένων στη ζήτηση μέσω άτυπων συμβάσεων και απολύσεων), λειτουργική (μετακίνηση των εργαζομένων μεταξύ διαφορετικών θέσεων εργασίας και αντίστοιχων δεξιοτήτων), χρονική (προσαρμογή της διάρκειας της απασχόλησης στη ζήτηση) και τέλος μισθολογική ευελιξία (προσαρμογή των απολαβών των

49


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 50

50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 48-57

εργαζομένων ανάλογα με τη διακύμανση του κέρδους). Σε όλες αυτές τις μορφές η ευελιξία σηματοδοτεί και συνδέεται με άνισες εργασιακές σχέσεις που διαφοροποιούνται ανάλογα με το οικονομικό και θεσμικό πλαίσιο αναφοράς: για παράδειγμα, στη Γερμανία και τη Γαλλία η ευέλικτη απασχόληση σημαίνει συνήθως μεγάλες μισθολογικές ανισότητες ανάμεσα στους ευέλικτα και τους τυπικά εργαζόμενους, ενώ στην Ιταλία και την Ελλάδα αντιστοιχεί κυρίως σε μεγάλες ανισότητες στο επίπεδο της εργασιακής ασφάλειας και προστασίας (Dunford and Greco, 2008, Barbieri, 2009). Κατά συνέπεια, τα πρότυπα ανάπτυξης της ευέλικτης απασχόλησης έχουν διαφορετικά αίτια και αποτελέσματα σε διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά και θεσμικά περιβάλλοντα. Σύμφωνα με την κριτική πολιτικο-οικονομική βιβλιογραφία, οι μεταβαλλόμενες μορφές της απασχόλησης και οι διαφορετικές αναλογίες στη χρήση τους καθορίζονται από: (α) τις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου και τις παραγωγικές δομές που τις εξυπηρετούν, (β) τις μακρο-οικονομικές συνθήκες και (γ) τις δομές του κράτους πρόνοιας – δηλαδή, του θεσμικού πλαισίου που διέπει την αγορά εργασίας, την προστασία της απασχόλησης, την κρατική πολιτική εκπαίδευσης και ανάπτυξης δεξιοτήτων, την εργασιακή ασφάλιση και συναφείς κοινωνικές παροχές (Rubery and Grimshaw, 2003, Karamessini, 2008). Οι θεωρίες περί λειτουργίας και κατακερματισμού στις αγορές εργασίας έχουν επιδιώξει να συλλάβουν την πολυπλοκότητα και τη ρευστότητα της μη τυπικής και ευέλικτης απασχόλησης. Στις θεωρήσεις περί «δυαδικότητας της αγοράς εργασίας» η έμφαση δίδεται στον κατακερματισμό λόγω τεχνολογίας και δομών της αγοράς. Ενώ στις ριζοσπαστικές θεωρήσεις η συζήτηση εστιάζει στο πώς η κατάτμηση στην αγορά εργασίας πυροδοτείται μέσω εδραιωμένων πρακτικών ζήτησης και προσφοράς ή αναπαράγεται μέσω κρατικών παρεμβάσεων ή πρακτικών των εργατικών σωματείων (Martin, 2000). Σε κάθε περίπτωση όμως, οι περισσότερες αναλύσεις αγνοούν τη χωρικότητα και δεν επιτυγχάνουν να ενσωματώσουν τη «νομοτέλεια» της γεωγραφικής ανισότητας. Τα νέα πρότυπα ευελιξίας και οι σύγχρονες μορφές απασχόλησης επανασχεδιάζουν τα όρια και την εσωτερική σύνθεση των διαφορετικών τμημάτων της αγοράς εργασίας. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των (υπό συρρίκνωση) εργαζομένων του «πυρήνα» και των (υπό επέκταση) «δευτερευόντων» ή περιφερειακών ομάδων

εργαζομένων παραμένει ισχυρή και χωρικά/τοπικά καθορισμένη. Η ποιοτική ευελιξία εφαρμόζεται με χρήση πολυειδικευμένων εργατών, ενώ η μισθολογική ευελιξία εφαρμόζεται με χρήση φθηνών και «αναλώσιμων» εργατών. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες για την Ισπανία και την Ιταλία (Polavieja, 2005, Barbieri, 2011), η διάκριση μεταξύ κεντρικών-περιφερειακών εργαζομένων έχει βαθύνει λόγω της εντατικής αναδιαμόρφωσης των θεωρούμενων άκαμπτων κανόνων προστασίας της απασχόλησης προς πιο ευέλικτες ρυθμίσεις. Η άτυπη απασχόληση σήμερα δεν είναι μόνο πιο επισφαλής αλλά εξαιρεί τους εργαζόμενους από δικαιώματα κοινωνικής πρόνοιας ή ακόμη και από την πρόσβαση στην κατάρτιση και σε ευκαιρίες καριέρας (Kleinknecht et al., 2006). Τα πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στις αγορές εργασίας της κρίσης και της ύφεσης, όπως οι περιφερειακές αγορές εργασίας στην Ελλάδα σήμερα, διαφοροποιούνται και αποκλίνουν, καθώς εντείνονται οι ανισότητες όχι μόνο μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου, αλλά και μεταξύ των διαφορετικών μορφών ευέλικτης απασχόλησης (και των προνοιακών παροχών που διασφαλίζουν), καθώς και μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών συστημάτων (και της ικανότητάς τους για οικονομική ανάκαμψη). Η πολυπλοκότητα και η ρευστότητα της γεωγραφίας της απασχόλησης αποτελούν συνέπειες της εξάπλωσης ευέλικτων πρακτικών διαχείρισης των εργαζομένων και περιορισμού της διαπραγματευτικής τους δύναμης (Peters, 2008). Στις ανεπτυγμένες οικονομίες της ΕΕ, η συνήθης αντίδραση σε μακροοικονομικά σοκ είναι η κατανομή αυξημένων αριθμών ανειδίκευτων εργατών σε δουλειές χαμηλής αμοιβής και υψηλής επισφάλειας. Στις περιφερειακές χώρες της ΕΕ, όμως, η μεταρρύθμιση προς την ευελιξία έχει κατεξοχήν πλήξει τους νέους ειδικευμένους εργαζόμενους (Barbieri, 2011). Τα φαινόμενα αυτά έχουν πλέον διογκωθεί λόγω της τρέχουσας κρίσης, ειδικά στις χώρες και περιφέρειες της νότιας Ευρώπης που παραδοσιακά χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό άτυπων δομών και πρακτικών, ανεπαρκείς κοινωνικές παροχές και φτωχό ρυθμιστικό πλαίσιο. Το αποτέλεσμα είναι η κοινωνικο-οικονομική κατάρρευση λόγω δραστικής μείωσης του ΑΕΠ και της απασχόλησης. Με άλλα λόγια, οι προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες διαφοροποιούν τις αγορές εργασίας των νοτιοευρωπαϊκών χωρών από αυτές της βορειοκεντρικής Ευρώπης (Hadjimichalis and Hudson, 2014). Οι ακό-


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 51

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΠΡΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

λουθες ενότητες του άρθρου έχουν στόχο την ανάδειξη των σύγχρονων ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής αγοράς εργασίας και της πολυπλοκότητάς τους σε διαπεριφερειακό επίπεδο και στο επίπεδο της ευέλικτης εργασίας. Επίσης, φιλοδοξούν να επισημάνουν, μέσω των στοιχείων που προσκομίζουν, την επιτακτική αναγκαιότητα της αναπροσαρμογής των πολιτικών για την αγορά εργασίας, με βάση τα «χωρικά προσδιορισμένα» συμφέροντα της πλειονότητας των εργαζομένων.

3. Ορισμοί και μεθοδολογική προσέγγιση Για τη διερεύνηση των παραπάνω ζητημάτων στην περίπτωση της Ελλάδας, το άρθρο παρουσιάζει τα αποτελέσματα ανάλυσης στατιστικών δεδομένων δύο διακριτών χρονικών περιόδων: (α) της περιόδου 20052009 με την οικονομική επιτάχυνση που ακολούθησε την ανάληψη της Ολυμπιάδας 2004 και (β) της περιόδου 2009-2011 που σηματοδοτεί την κρίση και την ύφεση της ελληνικής οικονομίας. Μεταγενέστερα του 2011 στοιχεία ανά κλάδο και περιφέρεια αποτελούν αντικείμενο ενδελεχούς ανάλυσης και αναμένεται να δημοσιευθούν από τους συγγραφείς μέσα στο 2016. Τα δεδομένα αντλήθηκαν από τις ετήσιες Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και της EUROSTAT για τις συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και αφορούν: τον αριθμό απασχολουμένων ανά περιφέρεια (NUTSII) και ανά μορφή ευέλικτης απασχόλησης. Στη βάση των στοιχείων που συλλέγει η ΕΛΣΤΑΤ για την ευέλικτη απασχόληση, οι μορφές που εξετάζουμε στην παρούσα εργασία προσδιορίζονται ως ακολούθως: - H προσωρινή απασχόληση, που συνήθως εφαρμόζεται μέσω συμβάσεων ορισμένου χρόνου που δεν προβλέπουν αποζημίωση απόλυσης. Αποτελεί μορφή αριθμητικής ευελιξίας που εξυπηρετεί τη στροφή και προσαρμογή της παγκόσμιας αγοράς προς νέους κλάδους υπηρεσιών αλλά ταυτόχρονα συναντάται και σε παραδοσιακές βιομηχανικές και συναφείς δραστηριότητες. Πρόκειται για ένα σύνολο πρακτικών εργασίας που χαρακτηρίζονται από αυξανόμενη επισφάλεια και αποδυνάμωση των εργασιακών δικαιωμάτων (Burgess and Connel, 2004). - H μερική απασχόληση, που αποτελεί ευρέως διαδεδομένη μορφή εργασίας με ωράριο μικρότερο (π.χ.,

για 4 ώρες την ημέρα) του τυπικού των συλλογικών συμβάσεων (40 ώρες εβδομαδιαίως) και ανάλογα μειωμένη αμοιβή. - H κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων χωρίς υπαλλήλους, η οποία με βάση μελέτες εκτιμάται πως συνίσταται σε σημαντικό βαθμό από οιονεί αυτοαπασχολούμενους, δηλαδή από επίσημα «αυτασφάλιστους» επαγγελματίες, συχνά όμως με συγκαλυμένη σχέση εξαρτημένης εργασίας ώστε να απαλλάσεται ο εργοδότης από ασφαλιστικές επιβαρύνσεις κ.ο.κ. Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα (και γενικά στη νότια Ευρώπη) μορφή ευέλικτης/άτυπης απασχόλησης, υψηλής επισφάλειας καθώς οι εν λόγω εργαζόμενοι εξαιρούνται από επιδόματα και παροχές που δικαιούνται οι μισθωτοί (Audretsch et al., 2006). Στη συνέχεια διερευνώνται η κλαδική σύνθεση και εξειδίκευση των ελληνικών περιφερειών, με όρους ακαθάριστης αξίας παραγωγής (ΑΠΑ) και απασχόλησης, προκειμένου να εντοπιστεί η παραγωγική τους εξειδίκευση. Για τον λόγο αυτόν υπολογίζονται οι αντίστοιχες τιμές του συντελεστή χωροθέτησης (Location Quotient – LQ, βλ. Gialis et al., 2015) και συσχετίζονται με τις μεταβολές στην επέκταση ή συρρίκνωση των εξεταζόμενων μορφών απασχόλησης προ και μετά κρίσης. Η αξιοποίηση των τιμών του συντελεστή χωροθέτησης λειτουργεί ενισχυτικά προς τα υπόλοιπα στοιχεία που παρουσιάζονται, αξιοποιώντας απλά εργαλεία της περιγραφικής στατιστικής και βοηθώντας στην καλύτερη κατανόηση των υπέρ- ή υπό- συγκεντρώσεων και επομένως των γεωγραφικών ανισοτήτων. Μία πιο ενδελεχής ανάλυση με αξιοποίηση και συγκριτική εξέταση και άλλων δεικτών, υπερβαίνει τα όρια της παρούσας προσπάθειας. Με βάση την ανάλυση διαμορφώνεται μια σύνθετη αλλά αρκετά διακριτή τυπολογία παραγωγικής εξειδίκευσης, σύμφωνα με την οποία οι ελληνικές περιφέρειες κατατάσσονται ως εξής (Πίνακας 1): Στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, που συγκεντρώνουν περίπου το 60% της ΑΠΑ και της απασχόλησης της χώρας. Πρόκειται για περιφέρειες υψηλής αστικοποίησης, εκ των οποίων η Αττική εξειδικεύεται σε (κορεσμένες ή φθίνουσες) δραστηριότητες υπηρεσιών και εμπορίου, ενώ η Θεσσαλονίκη στη (φθίνουσα) μεταποίηση. Στις περιφέρειες που κυριαρχεί ο τουρισμός: Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Νότιο Αιγαίο και Κρήτη. Με-

51


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 52

52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 48-57

ταξύ αυτών, η περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου εμφανίζει την υψηλότερη και σχεδόν αποκλειστική παραγωγική εξειδίκευση στον τουρισμό και στη συνακόλουθη οικοδομική δραστηριότητα, ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες σημειώνουν σημαντική εξειδίκευση και στον αγροτικό τομέα. Στις περιφέρειες που κυριαρχεί η μεταποιητική παραγωγή και απασχόληση: Δυτική Μακεδονία και Στερεά Ελλάδα. Οι περιφέρεις αυτές διατηρούν παράλληλα υψηλά μερίδια στον αγροτικό τομέα. Η βιομηχανική εξειδίκευση των συγκεκριμένων περιφερειών συνίσταται (α) στη μεταποίηση έντασης πρώτων υλών και εργασίας στη Δυτική Μακεδονία, που αποτελεί το κέντρο εξόρυξης λιγνίτη και παραγωγής ενέργειας της χώρας και (β) στη μεταποίηση έντασης εργασίας αλλά και έντασης κεφαλαίου στη Στερεά Ελλάδα. Παρά δε την αποβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών, ως συνέπεια αναζήτησης φθηνότερης εργασίας στις γειτονικές χώρες (Βαλκάνια, Τουρκία), το μερίδιο της βιομη-

χανικής απασχόλησης καταγράφει αύξηση στις εν λόγω περιφέρειες. Στις περιφέρειες που δεσπόζει η αγροτική παραγωγή και απασχόληση: Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Δυτική Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος και Πελοπόννησος. Οι δύο τελευταίες εξ αυτών καταγράφουν υψηλό LQ και στον βιομηχανικό τομέα. Πρέπει να σημειωθεί πως η πρωτογενής παραγωγή εμφανίζει ανθεκτικότητα στο σύνολο της χώρας, αλλά στις συγκεκριμένες περιφέρειες που κατατάσουμε ως αγροτικές η απασχόληση στον εν λόγω τομέα είναι σχεδόν διπλάσια του εθνικού μέσου όρου. Η παραπάνω ομαδοποίηση επιτρέπει τη συσχέτιση του μοτίβου εξάπλωσης ή συρρίκνωσης των εξεταζόμενων μορφών ευέλικτης απασχόλησης, με την παραγωγική εξειδίκευση και αναδιάρθρωση των περιφερειών της χώρας κατά τις χρονικές περιόδους μελέτης. Οι χωρικά διαφοροποιημένες τάσεις (αύξησης ή μείωσης) των άτυπων μορφών απασχόλησης ερμηνεύονται

Πίνακας 1: Ακαθάριστη Αξία Παραγωγής (ΑΠΑ) και Συντελεστές Χωροθέτησης (LQ) ανά περιφέρεια, Ελλάδα 2008-2010

(*): η ΑΠΑ (σε εκατ. Ευρώ) δεν είναι διαθέσιμη για τις δύο κυρίαρχες πόλεις (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στις αντίστοιχες περιφέρειες Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, (**): % μεταβολή 2008-2010 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ & EUROSTAT


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 53

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΠΡΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

ως αποτέλεσμα των κλαδικά προσδιορισμένων επιχειρηματικών πρακτικών ευελικτοποίησης και κατάτμησης της εργασίας που κυριαρχούν σε κάθε περιφέρεια της χώρας.

4. Διερευνώντας τα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης Η ανάλυση των ποσοστών μεταβολής σε εθνικό επίπεδο έδειξε πως το διάστημα 2005-2009 η συνολική (τυπική και άτυπη) απασχόληση και η άτυπη απασχόληση σημείωσαν μικρή αύξηση (3,1% και 2,5% αντίστοιχα). Την ίδια περίοδο, η ανεργία παρέμεινε σταθερή στο υψηλό επίπεδο του 9,5%. Αναφορικά με τις μορφές ευέλικτης απασχόλησης, η μερική αυξήθηκε θεαματικά κατά 20,4%, η προσωρινή/εποχιακή αυξήθηκε κατά 6,2%, ενώ η αυτοαπασχόληση παρέμεινε στάσιμη (-0,7%). Η επέκταση της μερικής και προσωρινής απασχόλησης επιβεβαιώνεται και σε περιφερει-

ακό επίπεδο, ενώ η αυτοαπασχόληση καταγράφει διαφοροποιημένες τάσεις (Πίνακας 2 και 3). Αποτυπώνεται δηλαδή κατά τη συγκεκριμένη περίοδο η διατήρηση καθιερωμένων στην ελληνική αγορά εργασίας μορφών ευέλικτης απασχόλησης, όπως είναι η αυτοαπασχόληση, παρά τη δυναμική εξάπλωση των πιο προσφατα αναδυόμενων μορφών μερικής και προσωρινής απασχόλησης. Εν κατακλείδι, η συνολική αύξηση της ευέλικτης απασχόλησης φαίνεται να έχει θετική επίδραση στην απασχολησιμότητα. Οι συνθήκες όμως αλλάζουν δραματικά με το ξέσπασμα της κρίσης και την περίοδο 2009-2011, η συνολική απασχόληση και η τυπική απασχόληση πέφτουν κατά 10%. Η ανεργία ανεβαίνει δραματικά στο 17,7% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, καταγράφοντας αύξηση στις 12 από τις 13 περιφέρειες της χώρας (αύξηση του απόλυτου αριθμού των ανέργων από 17,7% στο Νότιο Αιγαίο έως και 50,2% στη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας). Την ίδια περίοδο, οι προωθούμενες θεσμικές μεταρρυθμίσεις ελαστικοποίησης

Πίνακας 2: Απασχόληση και Συντελεστές Χωροθέτησης (LQ) ανά τομέα παραγωγής και περιφέρεια, Ελλάδα 2009-2011

(*): συνολικός αριθμός απασχολουμένων σε χιλιάδες, (**): % μεταβολή 2009 – 2011 Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ & EUROSTAT

53


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 54

54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 48-57

της αγοράς εργασίας με στόχο την αποσόβηση των μαζικών απωλειών θέσεων τυπικής απασχόλησης μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων ευέλικτης απασχόλησης δεν αποδίδουν. Η άτυπη απασχόληση μειώνεται κατά 6,5%, συντείνοντας στην κατάρρευση της συνολικής απασχόλησης που συνεχίζεται έως και το 2013. Οι μεταβολές αυτές συμβαδίζουν με το βάθεμα της τριτογενοποίησης στην οικονομία, όπως δείχνει η αύξηση στο 70,1% (+3.2% συγκριτικά με το 2009) του μεριδίου του τριτογενή τομέα στο σύνολο της απασχόλησης της χώρας. Την ίδια περίοδο, οι σημαντικότερες απώλειες θέσεων εργασίας καταγράφονται στη μεταποίηση και στον κλάδο της οικοδομικής δραστηριότητας. Ενώ, παράλληλα με τις υπηρεσίες και τον δημόσιο τομέα, ενισχύει τη συμμετοχή του στη συνολική απασχόληση της χώρας και ο τουρισμός (Πίνακες 2 και 3). Επισημαίνεται και μετά το 2009 η θετική συσχέτιση της μεταβολής της συνολικής και της ευέλικτης απασχόλησης, που αντανακλάται στη μείωση και των δύο αυτών μεγεθών. Σε εθνική κλίμακα, η μόνη μορφή ευέλικτης απασχόλησης που σημειώνει αύξηση είναι η μερική (+5,3%), ως συνέπεια της μαζικής μετατροπής των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης (ΙΝΕ 2011). Η προσωρινή απασχόληση σημειώνει τη μεγαλύτερη μείωση (-16,5%) σε επίπεδο χώρας, ακολουθώντας τη φθίνουσα πορεία των κλάδων που χρησιμοποιούν αυτήν τη μορφή ευέλικτης εργασίας, όπως η μεταποίηση και η οικοδομή. Σε περιφερειακό επίπεδο, η ανάλυση δίνει πιο διαφωτιστικά αποτελέσματα. Στις βιομηχανικές και αγροτικές περιφέρειες το μερίδιο της τυπικής απασχόλησης στο σύνολο της απασχόλησης ενισχύεται. Το αντίθετο παρατηρείται στις μητροπολιτικές/αστικές και ειδικά στις τουριστικές περιφέρειες όπου τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια και οι συναφείς υπηρεσίες κάνουν εκτεταμένη χρήση προσωρινής/εποχιακής απασχόλησης (Sabethai, 2000). Κατά συνέπεια, η προσωρινή απασχόληση εμφανίζεται σταθερή ή αυξημένη στις περιφέρειες της συγκεκριμένης οικονομικής εξειδίκευσης (Πίνακας 3). Λαμβάνοντας υπόψη τη χαμηλή πτώση της συνολικής απασχόλησης στις περιφέρειες αυτές (σχετικά με τις υπόλοιπες στη χώρα), μπορούμε να ισχυριστούμε πως ο τουρισμός και οι συναφείς υπηρεσίες αποτελούν κλάδους όπου η ευέλικτη εργασία ενισχύει την απασχολησιμότητα. Αν και σύμφωνα με σχετικές αναλύσεις (Gialis et al., 2015) οι αντίστοιχες συμ-

βάσεις εργασίας έχουν γίνει βραχύτερες και οι αμοιβές έχουν αντίστοιχα μειωθεί δραστικά. Ανάλογα, στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης η ευελικτοποίηση της αγοράς εργασίας οδηγεί σε μείωση της τυπικής απασχόλησης αναλογικά μεγαλύτερη της μείωσης της ευέλικτης απασχόλησης. Το μερίδιο της ευέλικτης απασχόλησης στη συνολική απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,3% στην Αθήνα και 1,8% στη Θεσσαλονίκη, συγκριτικά με το 2009. Και στις δύο αυτές περιφέρειες κυριαρχούν η μερική απασχόληση και η αυτοαπασχόληση, καθώς η οικονομία τους αναδιαρθρώνεται προς υψηλότερη τριτογενοποίηση. Την ίδια περίοδο καταγράφονται σημαντικές απώλειες στον μεταποιητικό τομέα, τόσο σε όρους ΑΕΠ όσο και θέσεων εργασίας – και ειδικά στη Θεσσαλονίκη (Gialis, 2011). Στην Αθήνα, η ραγδαία εξάπλωση της μερικής απασχόλησης αποτελεί συνέπεια της ευρείας μετατροπής συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εργασίας, 59.000 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης μετατράπηκαν σε μερικής – σημειώνοντας αύξηση κατά 258% από το 2009 στο 2011. Οι βιομηχανικές περιφέρειες καταγράφουν σταθερά ή φθίνοντα ποσοστά στην άτυπη απασχόληση, που συνδυάζονται με σχετικά χαμηλές μειώσεις της τυπικής απασχόλησης. Το αυξανόμενο μερίδιο της τυπικής απασχόλησης στη συνολική απασχόληση (π.χ., κατά 3,6% στη Δυτική Μακεδονία) μετά το 2009, είναι συχνά παραπλανητικό, καθώς δεν αποτελεί τεκμήριο αντιστροφής της ευελικτοποίησης της τοπικής αγοράς εργασίας, αλλά αποτέλεσμα του ασθενούς τριτογενή τομέα. Οι βιομηχανίες έντασης εργασίας και πρώτων υλών της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας έχουν παραδοσιακά στηριχθεί στην προσωρινή απασχόληση που πλέον έχει μειωθεί, ενώ αυξάνεται το μερίδιο της μερικής απασχόλησης (Πίνακας 3). Αντιθέτως, η χρήση της προσωρινής απασχόλησης ήταν χαμηλότερη στις βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου της Στερεάς Ελλάδας και της Αττικής, διαμορφώνοντας ένα διαφορετικό πρότυπο ευέλικτης απασχόλησης μετά την έναρξη της κρίσης. Οι περισσότερες αγροτικές περιφέρειες της χώρας καταγράφουν σταθερό μερίδιο ευέλικτης απασχόλησης στη συνολική απασχόληση, ενώ το ποσοστό της τυπικής απασχόλησης το 2011 σημειώνεται αυξημένο από το 2009 (π.χ., κατά 1,3% στη Δυτική Ελλάδα). Η ανεργία αυξάνεται με ρυθμό ίσο ή χαμηλότερο του εθνικού


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 55

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΠΡΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

Πίνακας 3: Συνολική Απασχόληση και αρ. εργαζομένων ανά τύπο ευέλικτης απασχόλησης και περιφέρεια, Ελλάδα 2005- 2009 & 2009-2011

(*): % μεταβολή 2005-2009 & 2009 – 2011 αντίστοιχα, (**): εξαιρούμενης της αυτο-απασχόλησης στον αγροτικό τομέα Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ & EUROSTAT

μέσου όρου. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται χαμηλή, ενώ η προσωρινή/εποχιακή απασχόληση δραστικά μειωμένη. Οι απώλειες θέσεων εργασίας ευέλικτης απασχόλησης είναι περισσότερες από τις απώλειες θέσεων εργασίας τυπικής απασχόλησης – αν και η αυτοαπασχόληση παραμένει ανθεκτική. Η υποβάθμιση των συγκεκριμένων περιφερειακών αγορών εργασίας –τόσο σε μέγεθος όσο και σε δυναμισμό– είναι αποτέλεσμα του φθίνοντα πρωτογενή και δευτερογενή τομέα, καθώς και της αδυναμίας του τριτογενή τομέα να απορροφήσει τις απώλειες (με ελαφρώς καλύτερες συνθήκες στις πιο αστικές περιφέρειες της Πελοποννήσου και της Θεσσαλίας).

5. Συμπεράσματα Στο ευρύτερο διεθνές πλαίσιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης, κρίσης και μεταβολής του μοντέλου συσσώρευσης, η παρούσα ανάλυση αποτυπώνει τη στροφή της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα προς εργασιακές

σχέσεις μεγαλύτερης ευελιξίας, που συνδυάζουν διαφορετικές πρακτικές ευέλικτης απασχόλησης σε ένα πλαίσιο γενικευμένης απαξίωσης και υποβάθμισης της συνολικής απασχόλησης (τυπικής και άτυπης). Σε διαπεριφερειακό επίπεδο, οι εξεταζόμενες άτυπες μορφές απασχόλησης παρουσιάζουν διαφορετικές τάσεις και διαμορφώνουν μια ανομοιογενή γεωγραφία, η οποία διέπεται από χωρικά προσδιορισμένες δομές που συνοψίζονται στα ακόλουθα συμπεράσματα. Πρώτον, το μοτίβο γεωγραφικής εξάπλωσης/συρρίκνωσης των διάφορων μορφών ευέλικτης απασχόλησης καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την κληρονομημένη και διαχρονικά διαμορφωμένη οικονομική διάρθρωση και παραγωγική εξειδίκευση κάθε περιφέρειας. Συγκεκριμένα, καταγράφεται η συρρίκνωση της προσωρινής και εποχιακής απασχόλησης σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας (π.χ., βιομηχανικές), παράλληλα με την αύξησή τους σε άλλες (π.χ., τουριστικές). Την ίδια στιγμή, εντείνεται η εξάπλωση της μερικής απασχόλησης και της οιονεί αυτοαπασχόλησης (που συγκαλύπτει μισθωτή εργασία) σε περιφέρειες

55


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 56

56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 48-57

στις οποίες κυριαρχεί ο τομέας των υπηρεσιών (κυρίως σε αστικές και μητροπολιτικές οικονομίες). Δεύτερον, η γενικευμένη απαξίωση όλων των κλάδων παραγωγής στο πλαίσιο της λιτότητας και της ύφεσης, που επέφερε η διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα, έχει δραστικά αναδιαρθρώσει την απασχόληση όλων των ελληνικών περιφερειών. Οι θεσμικές μεταρρυθμιστικές υποδείξεις των δανειστών της χώρας και η κυβερνητική εφαρμογή τους από το 2010 έχουν κλιμακώσει τον βαθμό προσωρινότητας και την επισφάλεια της εργασίας, διαμορφώνοντας έναν ρευστό συνδυασμό μορφών ευέλικτης ή άτυπης απασχόλησης και λιγότερο ασφαλούς/σταθερής τυπικής απασχόλησης. Στη βάση αυτή, σχετικοποιείται ο προσδιορισμός της τυπικής και άτυπης απασχόλησης (Mihail, 2003) και επανακαθορίζεται η παραδοσιακή διαίρεση της αγοράς εργασίας σε εργαζόμενους του πυρήνα και σε περιφερειακούς εργαζόμενους, καθώς διευρύνεται το τμήμα των μη προνομιούχων έναντι των καλύτερα εξασφαλισμένων. Τρίτον, το προϋπάρχον θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης της αγοράς εργασίας της χώρας έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την κατεύθυνση και τις συνέπειες της τρέχουσας από/μεταρρύθμισής της. Η ελληνική αγορά εργασίας διέπεται ήδη επί πολλά χρόνια από μεγάλο βαθμό ευελιξίας, γεγονός που τεκμηριώνεται από τα υψηλά επίπεδα απολύσεων και από τη μαζική αντικατάσταση της τυπικής απασχόλησης από άτυπη (OECD, 2007 και 2010, Sabethai, 2000). Σε αυτό έχουν συντελέσει δομικά χαρακτηριστικά, όπως το μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχειρηματικότητας και η ροπή της προς τη συμπίεση του εργατικού κόστους. Ενώ έχουν πλέον αρθεί και οι εναπομείνασες θεωρούμενες ακαμψίες (INE, 2011, Clauwaert and Schömann, 2012, OECD, 2012). Αποτέλεσμα της προωθούμενης αύξησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας στις ελληνικές περιφέρειες –είτε ανθεκτικών οικονομιών (π.χ., τουρισμού) είτε φθινουσών (π.χ., υπηρεσιών, κατασκευών και εμπορίου)‒ είναι η περαιτέρω συρρίκνωση της τυπικής απασχόλησης και η εξάπλωση ιδιαίτερα επισφαλών μορφών ευέλικτης απασχόλησης (μειωμένων ή ανύπαρκτων εργασιακών δικαιωμάτων ασφάλειας και πρόνοιας). Η εφαρμογή των σχετικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας (εργασιακές σχέσεις, προστασία απασχόλησης, ασφάλιση, κοινωνικές παροχές) της χώρας εμφανίζει διαφοροποιημένα αποτελέσματα σε περιφερειακό επίπεδο, εντός όμως ενός γενικού πλαισίου καλ-

πάζουσας ανεργίας. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες βιομηχανικές και αγροτικές οικονομίες αυξάνεται το ποσοστό της τυπικής απασχόλησης επί του συνόλου της μειωμένης περιφερειακής απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι μεταρρυθμίσεις σηματοδοτούν τόσο την αναπαραγωγή όσο και την κατάλυση εδραιωμένων προτύπων ευέλικτης απασχόλησης, αναδεικνύοντας νέες επισφαλείς μορφές που ανταποκρίνονται καλύτερα στις σημερινές προτεραιότητες ανταγωνισμού και συσσώρευσης. Η επισφάλεια εντείνεται από τις χαμηλές ευκαιρίες εργασίας και τη συρρίκνωση απολαβών και εισοδήματος, καθώς η αγορά προσπαθεί να μειώσει την απασχόληση –ιδιαίτερα τη μισθωτή‒, αυξάνοντας παράλληλα τον εργασιακό φόρτο (Mitsopoulos and Pelagidis, 2009). Επιβαρύνεται επιπλέον από το χαμηλό ποσοστό δικαιούχων του επιδόματος ανεργίας (λιγότερο του 30% των εγγεγραμμένων ανέργων) και από τις χαμηλές δαπάνες σε ενεργές πολιτικές απασχόλησης (0,22% του ΑΕΠ της χώρας, δεύτερη χαμηλότερη επίδοση στην ΕΕ το 2013). Όλα τα παραπάνω «ακυρώνουν» τη σκοπιμότητα και αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της τρόϊκας ΔΝΤ/ΕΚΤ/ΕΕ στην Ελλάδα (και στις περιφέρειες της νότιας Ευρώπης γενικά) για μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας και του πλαισίου εργασιακής ασφάλειας ως μέτρο αύξησης της απασχολησιμότητας. Η διατοπική εφαρμογή υπερτοπικά σχεδιασμένων ρυθμιστικών μηχανισμών για την αναπροσαρμογή των εργασιακών σχέσεων έχει διευρύνει τις ανισότητες μεταξύ των αγορών εργασίας του Νότου και του Βορρά της Ευρώπης και δραματικά υποβαθμίσει το καθεστώς απασχόλησης στις λιγότερο ενσωματωμένες οικονομίες της, όπως η Ελλάδα (Martin, 2000, Hadjimichalis και Hudson, 2014). Η επιθετική πολιτική της λιτότητας και η εφαρμογή των μνημονίων έχει αποδομήσει την ελληνική αγορά εργασίας σε βαθμό που κάνει αμφίβολο το ενδεχόμενο μελλοντικής ανάκαμψής της.

Σημείωση 3. H παρούσα εργασία αντλεί σημαντικά από την πρόσφατη δημοσιευμένη εργασία των συγγραφέων, βλέπε Gialis, S., Tsampra, M., & Leontidou, L. (2015). “Atypical employment in crisis-hit Greek regions: Local production structures, flexibilization and labour market re/deregulation”. Economic and Industrial Democracy, doi: 0143831X15586815.


006_Layout 1 06/12/2016 11:16 π.μ. Page 57

ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΜΠΡΑ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

Βιβλιογραφία Anagnostopoulos, A., Siebert, W. S. (2012). “The impact of Greek Labour Market Regulation on Temporary and Family Employment”. IZA DP No. 6504, April. Atkinson, J. (1985). Flexibility, uncertainty and manpower management (Vol. 89). Brighton: Institute of Manpower Studies. Audretsch, D.B., Caree, M.A., VanStel, A.J. and Thurik, A.R. (2006). Does Self Employment Reduce Unemployment?. Germany: Max Planck Institute. Barbier, J.C. (2011). “‘Employment precariousness’ in a European cross-national perspective. A sociological review of thirty years of research”. Documents de Travail du Centre d’Economie de la Sorbonne. Barbieri, P. (2009). “Flexible Employment and Inequality in Europe”. European Sociological Review 25(6), 621–628. Bekker, S., Wilthagen, T. (2008). “Europe’s Pathways to Flexicurity: Lessons Presented from and to the Netherlands”. In Forum: Flexicurity – a European Approach to Labour Market Policy, Intereconomics, March/April. Burgess, J., Connel J., (Eds.) (2004). International perspectives on temporary work and workers. London: Routledge. Castree, N., Coe, N.M., Ward, K., Samers, M. (2004). Spaces of work: global capitalism and geographies of labour. London: Sage. Clauwaert S., Schömann, I. (2012). “The crisis and national labour law reforms: a mapping exercise”. European Trade Union Institute. Working Paper, 2012.04. Dunford, M., & Greco, L. (2008). After the three Italies: Wealth, inequality and industrial change. New York: John Wiley & Sons. Gialis, S. (2011). “Restructuring strategies, firms’ size and atypical employment in the local productive system of Thessaloniki, Greece”. Industrial Relations Journal 42(5), 412-427. Gialis, S. and Leontidou, L. (2014). “Antinomies of flexibilization and atypical employment in Mediterranean Europe: Regions of Greece, Italy and Spain during the crisis”. European Urban and Regional Studies, doi: 10.1177/096977 6414538983. Gialis, S., Tsampra, M., & Leontidou, L. (2015). “Atypical employment in crisis-hit Greek regions: Local production structures, flexibilization and labour market re/deregulation”. Economic and Industrial Democracy, doi: 0143831X15586815. Hadjimichalis, C., & Hudson, R. (2014). “Contemporary crisis across Europe and the crisis of regional development theories”. Regional Studies, 48 (1), 208-218.

Hadjimichalis, C., & Sadler, D. (1995). Europe at the margins: new mosaics of inequality. New York: Wiley. ILO, (2012). Chapter 2: “Better jobs for a better economy”. In World of Work Report, International Labour Organization: Geneva. INE (2011). Annual Report: The Greek economy and employment (in Greek), Athens available at: [http://www.inegsee.gr]. Karamessini, M. (2008). “Continuity and change in the Southern European social model”. International Labour Review 147 (1), 43-70. Kleinknecht, A., Oostendorp R., Pradhan M., Naastepad M. (2006). “Flexible labour, firm performance and the Dutch job creation miracle”. International Review of Applied Economics 20(2), 171-87. Lipietz, A. (1997). “The post-Fordist world: labour relations, international hierarchy and global ecology”. Review of International Political Economy 4 (1), 1–41. Martin, L.R. (2000). “Local labour markets”. In G. Clark, P.M. Feldman and M. Gertler (Eds.), The Oxford handbook of economic geography. New York: Oxford University Press. Mason, J. (2006). “Mixing methods in a qualitatively driven way”. Qualitative research, 6 (1), 9-25. Massey, D.B., Meegan, R. (1982). The anatomy of job loss: the how, why and where of employment decline. London: Methuen. Mihail, D., 2003. Labour Flexibility in Greek SME’s. Personnel Review 33, 549–560. Mitsopoulos, M., Pelagidis, T. (2009). “Economic and Social Turbulence in Greece”. Intereconomics, July/August. OECD (2007). OECD Economic Surveys: Greece, Chapter: Easing Entry into the Labour Market, 85–102, OECD, Paris. OECD (2010). Employment Outlook: Moving beyond the jobs crisis. OECD, Paris. OECD (2012). Structural Reforms in times of Crisis. In Going for Growth: Economic Policy Reforms, OECD, Paris. Peters, J. (2008). “Labour Market Deregulation and the Decline of Labour Power in North America and Western Europe”. Policy and Society 27, 83-98. Polavieja, J. G. (2005). Flexibility or polarization? Temporary employment and job tasks in Spain. Socio-Economic Review, 3 (2), 233-258. Rubery, J. and Grimshaw D. (2003). The organization of employment: An international perspective. Basingstoke: Palgrave Macmillan. Sabethai, I. D. (2000). “The Greek labour market: features, problems and policies”. BANK OF GREECE, Economic Bulletin, 16 12/2000.

57


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 58

58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Αλέξης Ιωαννίδης1 Περίληψη Το άρθρο αυτό χρησιμοποιεί τη «Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας» για πρώτη φορά στη διερεύνηση των μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της Ελλάδας. Η διερεύνηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια των δεδομένων της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της Eurostat. Οι θέσεις εργασίας των μισθωτών εργαζομένων της ελληνικής οικονομίας ταξινομούνται σε πέντε κατηγορίες με βάση τον μισθό που αποφέρουν, ο οποίος αποτελεί ένδειξη και των υπόλοιπων θετικών ή αρνητικών χαρακτηριστικών τους. Στη συνέχεια εξετάζεται η κατανομή των πέντε αυτών ομάδων των θέσεων εργασίας ανά ελληνική περιφέρεια. Η ανάλυση πραγματοποιείται με τη βοήθεια του μέσου δεκατημόριου εισοδήματος από μισθωτή εργασία, που παρέχεται από την ΕΕΔ και διενεργείται για τα έτη πριν και αμέσως μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν σημαντικό μέρος των περιφερειακών ανισοτήτων στην κατανομή τόσο των μισθών όσο και των καλών και κακών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.

Regional distribution of jobs in Greece and their changes during the beginning of crisis Alexis Ioannidis Abstract This article utilizes for the first time the “Jobs approach” methodology to analyze the wage inequalities among the Greek peripheries, before and after the start of the recent deep economic crisis, with the help of Eurostat’s Labour Force Survey (LFS) microdata. Each Job of the Greek economy (for wage labourers) is classified into 5 groups, according to the wage it provides, which also reflects the rest of the Job quality characteristics. Then, the distribution of those groups of good and bad Jobs is examined among the Greek peripheries. The analysis is conducted with the help of the mean income decile which is provided by LFS and covers the years before and right after the start of the economic crisis. The findings reveal a big part of the existing inequalities in the distribution of wages and also of good and bad Jobs between the Greek peripheries.

1. Εισαγωγή Το άρθρο αυτό πραγματοποιεί μία πρώτη περιγραφή των χαρακτηριστικών της απασχόλησης στις γεωγραφικές περιφέρειες της Ελλάδας με τη βοήθεια της «Μεθοδολογίας των Θέσεων Εργασίας». Η «Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας» εστιάζει στον διπλό συνδυασμό επαγγέλματος και τομέα οικονομικής δραστηριότητας για να περιγράψει και να κατηγοριοποιήσει τις θέσεις εργασίας μιας οικονομίας. Η διπλή αυτή διάσταση που εκφράζει εν μέρει τη διπλή διάσταση του καταμερισμού εργασίας μπορεί να αποβεί χρήσιμη στην πιο εξειδικευμένη μελέτη των συνθηκών στην αγορά εργασίας. Η μέθοδος των θέσεων, που είναι σχετικά πρόσφατη διεθνώς, δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί στην Ελλάδα για τους σκοπούς της περιφερειακής ανάλυσης. Το άρθρο αυτό αποτελεί μία πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση για τη μελέτη των περιφερειακών χαρακτηριστικών της κατανομής των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα. Η κατανομή αυτή συνδυάζεται με τη χρήση δεδομένων για τους μισθούς, έτσι ώστε με βάση αυτό το κριτή1. Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης, Δ.Π.Θ., aioann@socadm.duth.gr


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 59

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

ριο να γίνει δυνατή η κατηγοριοποίηση των θέσεων εργασίας σε καλύτερες και χειρότερες και η μελέτη της διασποράς τους στον ελληνικό γεωγραφικό οικονομικό χώρο. Στόχος του άρθρου είναι η παρουσίαση μιας γενικής και περιεκτικής εικόνας για τη γεωγραφική κατανομή των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα κατά το έτος πριν από την έναρξη της οικονομικής κρίσης και για τα δύο έτη που ακολούθησαν2. Με τον τρόπο αυτόν αναδεικνύονται τόσο οι ιδιαιτερότητες κάθε περιφέρειας όσο και τα κοινά τους χαρακτηριστικά. Η δομή του άρθρου έχει ως εξής. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται συνοπτικά η «Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας» και τα δεδομένα που θα χρησιμοποιηθούν. Στο τρίτο κεφάλαιο δίνεται μία γενική εικόνα της απασχόλησης ανά ελληνική περιφέρεια και παρουσιάζεται η περιφερειακή κατανομή των καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας. Στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι βασικές θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια και εξηγείται η επίδρασή τους στη σύνθεση της απασχόλησης. Τέλος στο πέμπτο κεφάλαιο εξάγονται τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης.

2. Επισκόπηση της βιβλιογραφίας και μεθοδολογία 2.1 Η Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας Η «Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας» (Jobs Approach) είναι σχετικά πρόσφατη διεθνώς3 στην Ελλάδα έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένο βαθμό (Ιωαννίδης, 2015), ενώ το συγκεκριμένο άρθρο είναι το πρώτο που τη χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση περιφερειακής οικονομικής ανάλυσης. Σύμφωνα με αυτή τη μεθοδολογία, η Θέση Εργασίας (Job) ορίζεται ως το σύνολο των ομοειδών επαγγελμάτων που ασκούνται στον ίδιο τομέα οικονομικής δραστηριότητας. Η διπλή αυτή διάσταση εκφράζει εν μέρει τη διπλή διάσταση του καταμερισμού εργασίας, μεταξύ των διαφορετικών παραγωγικών μονάδων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και μεταξύ των διαφορετικών επαγγελμάτων που ασκούνται εντός του κάθε τομέα. Η διπλή διάσταση του καταμερισμού εργασίας απεικονίζεται από τη «Μήτρα των Θέσεων εΕργασίας» (Jobs matrix), η οποία περιγράφει το σύνολο των απασχολούμενων σε κάθε θέση εργασίας, αποτελώντας μία σχηματική παράσταση της δομής της απασχόλησης σε μία οικονομία. Χαρακτηριστικό της με-

θόδου των θέσεων εργασίας είναι η πρωτοκαθεδρία που επιφυλάσσει στην πλευρά της ζήτησης εργασίας (δηλαδή των αναγκών των επιχειρήσεων) και όχι στην πλευρά της προσφοράς (δηλαδή των χαρακτηριστικών των εργαζομένων) στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών κάθε θέσης εργασίας. Βασικός στόχος της μεθόδου είναι η περιγραφή των κύριων χαρακτηριστικών των θέσεων εργασίας και η προσέγγιση της έννοιας της ποιότητας της κάθε θέσης εργασίας. Η ποιότητα κάθε θέσης εργασίας έχει διάφορες διαστάσεις όπως είναι η ποιότητα της εργασιακής διαδικασίας αυτής καθεαυτής και η ποιότητα της σχέσης απασχόλησης, δηλαδή της εργασιακής σχέσης μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Ως προς το πρώτο σκέλος, η σχετική βιβλιογραφία αποδίδει σημαντικό βάρος στο επίπεδο ειδίκευσης που απαιτεί κάθε θέση εργασίας, το οποίο συσχετίζεται με το βαθμό τυποποίησης της εκτελούμενης εργασίας. Σύμφωνα με τις ελπίδες που γέννησε η τελευταία τεχνολογική επανάσταση, οι μηχανές θα αντικαθιστούσαν σε μεγάλο βαθμό κάποιες μη ενδιαφέρουσες εργασίες και επομένως η εργασία θα αναβαθμιζόταν. Έτσι προέκυψε η θεωρία για την τεχνολογική αλλαγή που ευνοεί την απόκτηση προσόντων (Skill-Biased Technical Change, SBTC), σύμφωνα με την οποία η παραγωγική διαδικασία αναζητά όλο και περισσότερο την τεχνολογική εξειδίκευση από τους εργαζόμενους αλλά ταυτόχρονα δεν παύει να χρειάζεται και ανειδίκευτα εργατικά χέρια για τις μη υποκαθιστάμενες από τις μηχανές, μη επαναλαμβανόμενες χειρωνακτικές εργασίες. Αντίθετα οι επαναλαμβανόμενες εργασίες που βρίσκονται στο μέσο της κλίμακας των εργασιών έχουν την τάση να υποκαθιστούνται από τις μηχανές. Αυτό αναμένεται να δημιουργήσει πόλωση (Job polarization) μεταξύ των καλά αμειβόμενων και καλύτερης ποιότητας θέσεων εργασίας (μη επαναλαμβανόμενη διανοητική εργασία) και των άσχημα αμειβόμενων (μη επαναλαμβανόμενη χειρωνακτική εργασία). Η πόλωση αυτή αναμένεται να εντείνει τις μισθολογικές ανισότητες και τη ζήτηση εργασίας προς όφελος των ειδικευμένων εργατών και εις βάρος των ανειδίκευτων. (Για μία αναλυτική παρουσίαση των θεωριών αυτών δες Acemoglu, 2002, Violante, 2008 και Katz & Autor, 1999, Autor, Levy & Murnane, 2003). Φυσικά η προσέγγιση αυτή είναι αποκλειστικά τεχνικού χαρακτήρα, παραμερίζοντας άλλους παράγοντες, όπως η ταξική πάλη στον χώρο εργασίας, οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγής και οι κινήσεις των κεφα-

59


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 60

60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

λαίων. Οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγικής διαδικασίας ωστόσο μπορούν να οφείλονται σε μετακινήσεις κεφαλαίων από κλάδο σε κλάδο λόγω της μεταβολής του ποσοστού κέρδους. Οι αλλαγές αυτές, που συντελούνται στην οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καθορίζονται από τις τεχνολογικές αλλά κυρίως από τις κοινωνικές εξελίξεις και την ταξική πάλη σε κάθε χώρο εργασίας. Ειδικά τα τελευταία χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΕ διεξάγεται μία έντονη προσπάθεια για τη μεταβολή των ταξικών συσχετισμών στους χώρους εργασίας εις βάρος της εργατικής τάξης (βλέπε σχετικά Δεδουσόπουλος, 2002, Κουζής, 2010, Μαυρουδέας, 2010). Η ερμηνεία αυτή είναι σαφώς ευρύτερη από αυτήν της τεχνικής αλλαγής. Ωστόσο, η έννοια της ποιότητας και των καλών και κακών θέσεων εργασίας παραμένει ουσιαστική ακόμη και με την υιοθέτηση αυτής της πιο πλήρους ερμηνείας των αλλαγών στην παραγωγική διαδικασία. Η μεθοδολογία των θέσεων εργασίας προσεγγίζει την έννοια της ποιότητας με τη χρήση του εισοδήματος που η κάθε θέση εργασίας παρέχει, σε αντίθεση με την τυπική νεοκλασική θεωρία των εξισωτικών μισθολογικών διαφορών (Rosen, 1986). Σύμφωνα με την τελευταία, ο μισθός κινείται σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θετικά χαρακτηριστικά κάθε εργασίας, μεγιστοποιώντας έτσι τη συνάρτηση χρησιμότητας του κάθε εργαζόμενου (Θεοχαράκης, 2005). Επομένως, όσο πιο καλά είναι τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά μίας θέσης εργασίας τόσο χαμηλότερος αναμένεται να είναι ο μισθός. Η θέση αυτή δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά (για μία αναλυτική περιγραφή της σχετικής βιβλιογραφίας δες Fernández-Macías, 2010). Παρατηρείται μάλιστα το αντίθετο φαινόμενο, δηλαδή θετική συσχέτιση μεταξύ αμοιβών και λοιπών θετικών χαρακτηριστικών κάθε εργασίας. Για τον λόγο αυτόν η πλειονότητα της σχετικής βιβλιογραφίας4 (όπως και η συγκεκριμένη έρευνα) χρησιμοποιεί τον μισθό ως ένδειξη των υπόλοιπων θετικών στοιχείων της εργασίας ως προς τις συνθήκες εργασίας και ασφάλειας. Επίσης ο υψηλότερος μισθός θα χρησιμοποιηθεί και ως προσέγγιση της καλύτερης σχέσης απασχόλησης, της μονιμότητας της εργασίας και της μικρότερης επισφάλειάς της. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι η προσέγγιση αυτή ακολουθείται λόγω αδυναμίας μιας πιο αναλυτικής περιγραφής της έννοιας της ποιότητας της εργασίας με τη χρήση των διαθέσιμων στατιστικών δεδομένων.

Η προσέγγιση των λοιπών ποιοτικών χαρακτηριστικών της εργασίας μέσω του μισθού μπορεί να ενισχυθεί και από την ανάλυση της σύνθετης εργασίας κατά τον Marx (1867), σύμφωνα με την οποία η σύνθετη εργασία αμείβεται με υψηλότερο μισθό, αφού η αναπαραγωγή της απαιτεί περισσότερα έξοδα και επομένως αυξάνει την αξία της συγκεκριμένης εργατικής δύναμης. Οι πιο σύνθετες εργασίες, οι οποίες είναι αυτές που κυρίως απαιτούν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, θα απολαμβάνουν μεγαλύτερο μισθό και είναι πολύ πιθανό να είναι και οι πιο ενδιαφέρουσες και όχι επαναλαμβανόμενες για τους εργαζόμενους. Η θέση αυτή δείχνει να ενισχύεται και από τις θεωρίες κατάτμησης της αγοράς εργασίας (ενδεικτικά Doeringer & Piore, 1972, Reich, Gordon & Edwards, 1973), οι οποίες συνδέουν τις υψηλότερες αμοιβές με τα καλύτερα χαρακτηριστικά τόσο της εργασίας όσο και της σχέσης απασχόλησης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο μισθός μπορεί βάσιμα να χρησιμοποιηθεί ως προσέγγιση των λοιπών και συνήθως αθέατων για τα στατιστικά δεδομένα ποιοτικών χαρακτηριστικών κάθε θέσης εργασίας. 2.2 Περιφερειακή ανάλυση μισθών και θέσεων εργασίας στην Ελλάδα Ενώ τα φαινόμενα της φτώχειας και των συνθηκών διαβίωσης έχουν μελετηθεί και σε περιφερειακό επίπεδο (βλέπε ενδεικτικά Ιωαννίδης κ.ά., 2012; Μπαλούρδος και Υφαντόπουλος, 2001) στην Ελλάδα, δεν έχει υπάρξει ανάλυση των μισθολογικών ανισοτήτων που δημιουργούνται από την κατανομή των θέσεων εργασίας ανά περιφέρεια. Η βιβλιογραφία για την Ελλάδα έχει εστιάσει περισσότερο στην περιφερειακή κατανομή της ανεργίας. Στο πλαίσιο αυτό έχει εξεταστεί η συσχέτιση της ανεργίας ανά περιφέρεια με τις μισθολογικές ανισότητες (Daouli et al., 2013; Livanos, 2010). Εντοπίζεται επομένως ένα κενό που υπάρχει στη βιβλιογραφία ως προς την εξέταση της περιφερειακής διάστασης των μισθολογικών ανισοτήτων. Επίσης δεν υπάρχει, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, έρευνα που να εξετάζει τις μισθολογικές ανισότητες με τη «Μεθοδολογία των Θέσεων Εργασίας» που αναφέρθηκε προηγουμένως. Το άρθρο αυτό είναι το πρώτο που εφαρμόζει τη συγκεκριμένη μεθοδολογία για την εξέταση της περιφερειακής κατανομής των καλών και λιγότερο καλών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα.


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 61

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

2.3 Στατιστικά δεδομένα Τα δεδομένα που θα χρησιμοποιηθούν στην παρούσα έρευνα, όπως και στις αντίστοιχες που πραγματοποιούνται για την ΕΕ, προέρχονται από την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) των Ελστατ - Eurostat και χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά για την εξέταση μισθολογικών ανισοτήτων στην Ελλάδα. Η ΕΕΔ αποτελεί μία από τις έρευνες με το μεγαλύτερο δείγμα επί του πληθυσμού, που για την Ελλάδα αποτελείται από δεκάδες χιλιάδες άτομα κατανεμημένα σε ολόκληρη τη χώρα, γεγονός που προσδίδει ιδιαίτερη αξιοπιστία στα δεδομένα της. Τα δεδομένα αυτά παρέχουν, μεταξύ άλλων, την κατάταξη των τομέων οικονομικής δραστηριότητας με βάση την ταξινόμηση κατά NACE Rev25, η οποία δεν έχει μεταβληθεί κατά τα εξεταζόμενα έτη. Παρέχουν επίσης μία κατηγοριοποίηση των επαγγελμάτων με βάση τη διεθνή κατάταξη ISCO 88, η οποία ίσχυε μέχρι και το έτος 2010. Για τα επόμενα έτη η κατάταξη αυτή αντικαταστάθηκε από την ISCO 08 η οποία δεν αντιστοιχεί πλήρως με τα επαγγέλματα της προηγούμενης κατάταξης. Για τον λόγο αυτόν η έρευνα αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί πέρα από το έτος 2010 παρά μόνο με νέα επαγγέλματα που θα αντιστοιχούν σε νέες θέσεις εργασίας, χάνοντας τη δυνατότητα σύγκρισης για τα έτη πριν και μετά το 2010. Ο στόχος της συγκεκριμένης έρευνας είναι η μελέτη της ελληνικής αγοράς εργασίας, όπως είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη της οικονομικής κρίσης, και η επίπτωση της

κρίσης σε αυτήν την κατάσταση. Επομένως η διερεύνηση αναγκαστικά περιορίζεται μέχρι το έτος 2010. Τέλος, η μελέτη θα στηριχτεί στα διαθέσιμα δεδομένα για το δεκατημόριο εισοδήματος από τη μισθωτή εργασία που παρέχονται στην ΕΕΔ για τα έτη 2009 και 2010. Για τον λόγο αυτόν δεν θα εξεταστεί η εργασία με αυτοαπασχόληση, αφού για αυτήν δεν παρέχονται αντίστοιχα δεδομένα.

3. Κατανομή των θέσεων εργασίας στις ελληνικές περιφέρειες 3.1 Θέσεις εργασίας και αμοιβή τους κατά την έναρξη της κρίσης Η διερεύνηση των εξελίξεων στην απασχόληση και πιο συγκεκριμένα στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα θα ξεκινήσει με την παρουσίαση του συνόλου των Θέσεων Εργασίας που αφορούν μισθωτή απασχόληση κατά τα εξεταζόμενη έτη πριν και μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Από τον Πίνακα 1 γίνεται φανερή η σημαντική μείωση της μισθωτής εργασίας (πλήρους ή μερικής απασχόλησης) που έφθασε το ύψος του 4,5% σε πανελλαδικό επίπεδο από το έτος 2008 έως το 2010. Όπως είναι φανερό, η μείωση αυτή δεν ήταν ομοιόμορφη για τις ελληνικές περιφέρειες. Τη μεγαλύτερη πτώση στη μισθωτή απασχόληση παρουσιάζει η Θεσσαλία, ακολουθούμενη εκ του σύνεγγυς από τη Στερεά

Πίνακας 1. Εξέλιξη των θέσεων εργασίας μισθωτής απασχόλησης, 2008, 2009, 2010

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

61


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 62

62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

Ελλάδα, την Ήπειρο, τα Ιόνια νησιά, την Πελοπόννησο και την Κρήτη, περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν σχεδόν διπλάσιο ποσοστό μείωσης από το πανελλαδικό. Αντίθετα η Δυτική Ελλάδα (που περιλαμβάνει τους νομούς Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας και Ηλείας) και οι τρεις περιφέρειες της Μακεδονίας-Θράκης παρουσιάζουν ποσοστό μείωσης παρόμοιο με το πανελλαδικό. Η ισορροπία στα ποσοστά επέρχεται λόγω του ποσοστού μείωσης στην περιφέρεια της Αττικής, που είναι αρκετά μικρότερη από τη μέση τιμή. Παρατηρούνται επίσης δύο ευχάριστες εξαιρέσεις, το Βόρειο και Νότιο Αιγαίο που παρουσιάζουν αύξηση της μισθωτής απασχόλησης και μάλιστα σημαντική. Συνοπτικά, τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα και η Δυτική Ελλάδα επλήγησαν λιγότερο από την έναρξη της κρίσης και αυτό ισχύει περισσότερο για την Αττική. Οι υπόλοιπες περιφέρειες κινήθηκαν σε διπλάσιο από το πανελλαδικό ποσοστό πτώσης με την εξαίρεση αυτών της Μακεδονίας και Θράκης, όπου η πτώση ήταν κοντά στη μέση τιμή, και φυσικά των δύο περιφερειών του Αιγαίου που παρουσίασαν απρόσμενη αύξηση. Στον Πίνακα 2 παρουσιάζεται το μέσο δεκατημόριο εισοδήματος για καθεμία από τις περιφέρειες της χώρας για το έτος 2009, το πρώτο για το οποίο αυτό το δεδομένο είναι διαθέσιμο, καθώς και για το έτος 2010. Παρατηρούμε ότι από τη μέση τιμή 5,5 για όλη τη χώρα (που είναι η μέση τιμή του 1ου και του 10ου δεκατημορίου) παρατηρούνται ανά περιφέρεια αποκλίΠίνακας 2. Μέση μισθολογική απόδοση ανά περιφέρεια, δεκατημόρια μισθών, 2009, 2010

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

σεις, οι οποίες στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Το υψηλότερο μέσο δεκατημόριο μισθών παρουσιάζεται στο Βόρειο Αιγαίο και τη Δυτική Μακεδονία για λόγους που θα εξηγηθούν στη συνέχεια (κεφάλαιο 4) και αμέσως μετά στην Αττική, η οποία βρίσκεται άνω της μέσης πανελλαδικής τιμής. Αντίθετα, η χειρότερη από αυτή την άποψη περιφέρεια είναι αυτή των Ιονίων νήσων ακολουθούμενη κατά πόδας από την Κεντρική Μακεδονία, όπου εντάσσεται και κυριαρχεί πληθυσμιακά η Θεσσαλονίκη. Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα ευρήματα αυτά είναι η αρκετά χειρότερη θέση της Θεσσαλονίκης ως προς την Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη Ελλάδα σε σχέση με τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, επειδή στις δύο αυτές πόλεις συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης της χώρας. Οι υπόλοιπες περιφέρειες δεν φαίνεται να παρουσιάζουν μεγάλη διαφορά από τον πανελλαδικό μέσο όρο, φανερώνοντας έτσι μία ομοιομορφία στην κατανομή των μισθών για την υπόλοιπη Ελλάδα. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η μέτρηση του εισοδήματος από μισθούς με τη χρήση των δεκατημορίων παρέχει μία συγκριτική εικόνα, που μπορεί να μην αποκαλύπτει μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των περιφερειών. Και αυτό γιατί οι πολύ μεγάλοι μισθοί κατατάσσονται στο δέκατο δεκατημόριο ανεξαρτήτως του μεγέθους τους. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται σημαντικά η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των πολύ μεγάλων και των υπόλοιπων μισθών, η οποία μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντική, σύμφωνα με τη συνήθη κατανομή των μισθών. Οι πολύ μεγάλοι μισθοί είναι πιο πιθανό να εντοπίζονται στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδίως στην Αθήνα όπου εδρεύουν σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας και εργάζονται οι περισσότεροι υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Για τον λόγο αυτόν η μισθολογική ανισότητα είναι πολύ πιθανό να είναι μεγαλύτερη από την αποκαλυπτόμενη με τη μέθοδο των δεκατημορίων. Ωστόσο, η Έρευνα Εργατικού Δυναμικού δεν παρέχει άλλου είδους δεδομένα για τους μισθούς, ενώ έρευνες που παρέχουν πιο αναλυτικά μισθολογικά δεδομένα (όπως η EU-SILC) δεν παρέχουν την αναγκαία περιφερειακή εξειδίκευση. Οι μεταβολές που πραγματοποιήθηκαν κατά το πρώτο έτος της κρίσης (2010) δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Παρατηρήθηκε αύξηση του (σχετικού με τις


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 63

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

εκπαίδευσης, ΙΣΤ. Η πρώτη πεντάδα συμπληρώνεται από τους εργαζόμενους στην εστίαση του τομέα που σχετίζεται με τον τουρισμό (Θ) και τους υπαλλήλους λογιστηρίου και δακτυλογράφους του τομέα ΙΕ (Δημόσια Διοίκηση). Στις πιο μαζικές θέσεις εργασίας εμφανίζονται αρκετές του τομέα της εκπαίδευσης και αυτού της Δημόσιας Διοίκησης, αφού οι θέσεις εργασίας του ιδιωτικού τομέα διασπείρονται σε περισσότερα επαγγέλματα και για αυτόν τον λόγο δεν είναι τόσο μαζικές, είναι όμως περισσότερες σε αριθμό. Στη συνέχεια πραγματοποιείται η ταξινόμηση όλων των θέσεων εργασίας της ελληνικής οικονομίας σε πέντε ομάδες, με βάση τον μέσο μισθό που αποφέρουν, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των θέσεων εργασίας. Η ταξινόμηση αυτή δεν εκφράζει μόνο τη μισθολογική 3.2 Ομάδες θέσεων εργασίας, 2008, 2009, 2010 απόδοση της κάθε θέσης εργασίας αλλά και τα υπόλοιπα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, σύμφωνα με όσα Η ανάλυση θα συνεχιστεί με τη βοήθεια της μεθοδοπροαναφέρθηκαν. Επομένως, η ταξινόμηση αυτή μπολογίας των θέσεων εργασίας. Σύμφωνα με τα προαναρεί να προσφέρει μία εικόνα για την ποιότητα των θέφερθέντα, κάθε εργαζόμενος εντάσσεται σε μία θέση σεων εργασίας γενικά και ανά περιφέρεια, με ό,τι αυτό εργασίας με βάση το επάγγελμα και τον τομέα οικονοσυνεπάγεται τόσο για τα εισοδήματα από την εργασία μικής δραστηριότητας που αυτό ασκείται. Ενδεικτικά, όσο και για τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που συγκροοι μαζικότερες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα και οι τούν κάθε θέση εργασίας και τις συνέπειες που έχει απασχολούμενοι σε κάθε μία από αυτές παρουσιάζοΠίνακας 3. Οι μαζικότερες θέσεις εργασίας της ελληνικής οικονομίας, 2009 αυτό στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Στην πρώτη ομάδα θέσεων εργασίας ταξινομήθηκαν οι χειρότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και στην πέμπτη ομάδα οι καλύτερα αμειβόμενες. Ενδεικτικά κάποιες χαρακτηριστικές και μαζικές θέσεις εργασίας που εντάσσονται σε κάθε μία από τις πέντε ομάδες παρουσιάζονται στον πίνακα 4. Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat Παρατηρούμε ότι η πρώτη ομάδα των πιο κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας πενται στον Πίνακα 3, όπου τα ελληνικά γράμματα υποριλαμβάνει την πιο μαζική θέση, που είναι οι πωλητές δηλώνουν τον τομέα και οι αριθμοί τα επαγγέλματα, του τομέα Ζ (Ζ520), τους καθαριστές σε δύο τομείς όπως έχουν κωδικοποιηθεί για τη συγκεκριμένη έρευνα (Κ910, Θ910), τους ανειδίκευτους εργάτες γης (Α920) (δες Παραρτήματα 1 και 2). και άλλους ανειδίκευτους εργάτες (που δεν φαίνονται στον πίνακα 4), καθώς και τους τεχνίτες υφαντουργίας Παρατηρούμε ότι τη μαζικότερη θέση εργασίας μι(Γ742), που φανερώνει τη δεινή οικονομική τους θέση, σθωτής απασχόλησης αποτελούν οι πωλητές του τομέα αν και ειδικευμένοι. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει Ζ (χονδρικό και λιανικό εμπόριο), ακολουθούμενοι από τους εργαζόμενους στην εστίαση (Θ511), τους χειριτους τεχνίτες ανέγερσης κτηρίων (τομέας ΣΤ) και τους στές μηχανών στη μεταποίηση (Γ820), τους υπαλλήκαθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του τομέα της άλλες περιοχές) εισοδήματος για την Αττική και αντίστοιχη για την Κεντρική Μακεδονία, με τη διαφορά τους να παραμένει στα ίδια επίπεδα, αρκετά σημαντική. Η πτώση για την περιφέρεια Βόρειου Αιγαίου είναι ισόποση με την άνοδο του Νότιου Αιγαίου, ενώ σημαντικά χαμηλότερα από το μέσο παραμένουν τα Ιόνια νησιά. Αξιοσημείωτη είναι και η πτώση κατά μία δεκαδική μονάδα της Πελοποννήσου, η οποία ήταν ήδη κάτω από τη μέση τιμή. Η μικρή άνοδος της Δυτικής Μακεδονίας την κατατάσσει πρώτη, ενώ οι υπόλοιπες περιφέρειες παραμένουν χωρίς αλλαγές και οι περισσότερες με τιμή ίση με τη μέση πανελλαδική τιμή.

63


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 64

64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

Πίνακας 4. Ενδεικτικές θέσεις εργασίας ανά ομάδα θέσεων εργασίας στην Ελλάδα λους λογιστηρίου του Ζ και ΙΓ τομέα, τους ανειδίκευτους εργάτες στα ορυχεία (που έχουν καλύτερη θέση από τους άλλους ανειδίκευτους εργάτες), δηλαδή γενικότερα περιλαμβάνει ειδικευμένους της μεταποίησης και υπαλλήλους γραφείου του Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat εμπορίου. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει θέσεις εργασίας όπως Η κατανομή των ομάδων των θέσεων εργασίας στις οι τεχνίτες ανέγερσης κτηρίων (ΣΤ τομέας), οι υπάλελληνικές περιφέρειες (σε επίπεδο NUTS 2) κατά το ληλοι λογιστηρίου του Η και ΙΖ τομέα (οι οποίοι είναι έτος πριν από την έναρξη της κρίσης, 2008, παρουσιάσε καλύτερη θέση από τους συναδέλφους τους άλλων ζεται στον πίνακα 5. τομέων), οι οδηγοί του τομέα Ζ και οι μηχανικοί στη Παρατηρούμε ότι στο σύνολο της χώρας το ποσομεταποίηση. Η τέταρτη ομάδα περιλαμβάνει θέσεις ερστό κάθε ομάδας θέσεων εργασίας δεν είναι το ίδιο, γασίας όπως οι καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευαφού λόγω των μαζικών θέσεων εργασίας οι ομάδες σης, οι οδηγοί του τομέα των μεταφορών (Η), οι νοδεν μπορούσαν να είναι απολύτως ίσες και επειδή ο αρσηλευτές (ΙΖ τομέας), οι υπάλληλοι λογιστηρίου και οι χικός διαχωρισμός των ομάδων έγινε για το έτος 2009, γραμματείς του ΙΕ τομέα της Δημόσιας Διοίκησης. για το οποίο ήταν διαθέσιμα τα δεδομένα για το εισόΤέλος στην πέμπτη ομάδα ενδεικτικά περιλαμβάνονται δημα. Η πρώτη ομάδα εργασίας είναι κατά τεκμήριο η οι θέσεις εργασίας των δασκάλων, των σωμάτων χειρότερη, όχι μόνο σε όρους μισθών αλλά και λοιπών ασφαλείας και των στρατιωτικών, όπως επίσης των ποιοτικών χαρακτηριστικών, περιγράφοντας τις χειρόγιατρών (ΙΖ τομέας) και των μηχανικών του ΙΓ τομέα. τερες από τις θέσεις εργασίας που υπάρχουν στην ΕλΗ παράθεση έγινε ενδεικτικά για να αποκτήσει ο αναλάδα. Σε σύγκριση με το πανελλαδικό ποσοστό της, γνώστης εικόνα για το είδος των θέσεων εργασίας που που είναι 17,1%, υπάρχει μία περιφέρεια, του Βορείου κατατάσσονται σε κάθε ομάδα. Αιγαίου, που παρουσιάζει σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό και μία ακόμη, των Ιονίων νήσων, η οποία παΠίνακας 5. Κατανομή των θέσεων εργασίας ανά ομάδα θέσεων εργασίας στις ελληνικές περιφέρειες

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 65

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

ρουσιάζει ακόμη πιο σημαντική απόκλιση αλλά προς τα πάνω, δηλαδή με σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό των πιο κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Οι υπόλοιπες περιφέρεις της χώρας εμφανίζουν μικρές αποκλίσεις από τον μέσο όρο για την πρώτη ομάδα. Η Αττική και περισσότερο η Κεντρική Μακεδονία, όπου βρίσκονται τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν ελαφρώς αυξημένη συμμετοχή της ομάδας αυτής, φανερώνοντας μία αυξημένη συμμετοχή τους στις κακές θέσεις εργασίας. Πέραν των λίγων, επομένως, εξαιρέσεων παρουσιάζει ενδιαφέρον η σχεδόν ομοιόμορφή κατανομή των εργαζομένων της ομάδας αυτής στις περιφέρειες της χώρας. Οι αποκλίσεις μεταξύ των περιφερειών είναι μεγαλύτερες για τη δεύτερη ομάδα θέσεων εργασίας. Τα Ιόνια νησιά εξακολουθούν να έχουν τα πρωτεία και σε αυτή τη μη προνομιούχα ομάδα, όμως τώρα ακολουθούνται με μικρή διαφορά από την Κεντρική Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα, το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη. Για την Κεντρική Μακεδονία αυτό είναι αποτέλεσμα των βιομηχανικών θέσεων εργασίας που σε μεγάλο βαθμό εντάσσονται στην ομάδα αυτή και έχουν ακόμη σημαντική βαρύτητα για αυτή την περιφέρεια, όπως θα φανεί και στη συνέχεια. Στον αντίποδα, το Βόρειο Αιγαίο, όπως και πριν, αλλά τώρα και η Δυτική Μακεδονία και η Ήπειρος παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερα ποσοστά για τη δεύτερη αυτή μη προνομιούχα ομάδα θέσεων εργασίας. Η Αττική είναι και πάλι κοντά στη μέση τιμή της χώρας, αλλά τώρα είναι ελαφρώς κάτω από αυτήν. Η τρίτη ομάδα των θέσεων εργασίας είναι αυτή που βρίσκεται στη μέση της εισοδηματικής κλίμακας και σε μεγάλο βαθμό μαζί με την τέταρτη ομάδα ορίζει τα μεσαία αμειβόμενα επαγγέλματα στην Ελλάδα, το συνδετικό κρίκο μεταξύ των μεγάλων και των μικρών μισθών, με σημαντική επίδραση στην κοινωνική συνοχή. Η Αττική και η Κεντρική Μακεδονία είναι πολύ κοντά στη μέση τιμή ενώ ξεχωρίζουν θετικά η Στερεά Ελλάδα, το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη, φανερώνοντας μία πιο ομοιόμορφη κατανομή των μισθών στις περιφέρειες αυτές. Αντίθετα στην Δυτική Μακεδονία και το Βόρειο Αιγαίο το μερίδιο αυτής της ομάδας είναι σημαντικά χαμηλότερο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό μερίδιο που παρατηρείται σε αυτές τις περιφέρεις για την πέμπτη ομάδα, φανερώνει μία σημαντική πόλωση των μισθών στις περιοχές αυτές.

Στην τέταρτη ομάδα θέσεων εργασίας ξεχωρίζει και πάλι αρνητικά το Ιόνιο, όπου τώρα η συμμετοχή του είναι πολύ μικρότερη από τον μέσο όρο όπως επίσης και η Στερεά Ελλάδα. Μεγαλύτερη συμμετοχή από τον μέσο όρο, που δείχνει τη σχετικά καλύτερη θέση τους εμφανίζουν οι περιφέρειες της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Ελλάδας. Στην πέμπτη ομάδα, αυτή των καλύτερων θέσεων εργασίας, εμφανίζονται μεγάλες διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιφερειών. Και πάλι ξεχωρίζουν αρνητικά τα Ιόνια νησιά, ακολουθούμενα τώρα από την Κρήτη. Επίσης η Κεντρική Μακεδονία που περιλαμβάνει τη Θεσσαλονίκη εμφανίζει σημαντική απόκλιση προς τα κάτω, μαζί με την Ήπειρο και το Νότιο Αιγαίο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ιδίως για τη Θεσσαλονίκη, η οποία λόγω του μεγέθους της δεν αναμένονταν να παρουσιάζει τόσο σημαντική απόκλιση από τη μέση πανελλαδική τιμή. Στην καλή πλευρά της κλίμακας ξεχωρίζει το Βόρειο Αιγαίο με μεγάλη απόκλιση προς τα πάνω, ακολουθούμενο από τη Δυτική Μακεδονία και την ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Εξετάζοντας ως προς κάθε περιφέρεια παρατηρούμε αρχικά ότι η περιφέρεια της Αττικής, με την Αθήνα εντός της, εμφανίζει τιμές για κάθε ομάδα επαγγελμάτων πολύ κοντά στις μέσες πανελλαδικές τιμές, δείχνοντας ότι η Αθήνα αποτελεί μία αντιπροσωπευτική εικόνα της ποιότητας των θέσεων εργασίας που παρατηρούνται σε όλη τη χώρα. Σχετικά κοντά στους μέσους όρους βρίσκεται και η Κεντρική Μακεδονία (με τη Θεσσαλονίκη), αλλά με μεγαλύτερη αναλογία χειρότερων θέσεων εργασίας και μικρότερη καλύτερων θέσεων, φανερώνοντας και πάλι τη σχετικά χειρότερη θέση της περιοχής αυτής σε σχέση με την Αθήνα και τον πανελλαδικό μέσο όρο. Η περιφέρεια της Δυτικής Ελλάδας όπως και της Θεσσαλίας, που ακολουθούν σε μέγεθος, παρουσιάζουν εμφανώς καλύτερη εικόνα από τον μέσο όρο με μικρότερα ποσοστά κακών θέσεων εργασίας και μεγαλύτερα καλών. Αντίστοιχη εικόνα παρουσιάζει και η Ήπειρος. Η περιφέρεια που ξεχωρίζει για το μεγαλύτερο ποσοστό καλών θέσεων εργασίας και αντίστοιχα μικρότερο ποσοστό κακών θέσεων εργασίας είναι το Βόρειο Αιγαίο. Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στη Δυτική Μακεδονία και σε μικρότερο βαθμό την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, που εμφανίζουν πολύ μεγάλα ποσοστά της πέμπτης και καλύτερης ομάδας θέσεων εργασίας και ελαφρώς μειωμένα σε όλες τις υπόλοιπες

65


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 66

66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

ομάδες, φαινόμενο αρκετά εντυπωσιακό, το οποίο φανερώνει την ύπαρξη καλών και μαζικών θέσεων στις περιοχές αυτές, αλλά και ταυτόχρονα μία σημαντική πόλωση μισθών μεταξύ των κατοίκων αυτών των περιοχών. Ακριβώς στον αντίποδα βρίσκεται μία άλλη νησιωτική περιφέρεια, τα Ιόνια νησιά, όπου κυριαρχούν οι κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας και είναι σχετικά πιο σπάνιες οι καλές θέσεις εργασίας. Η εξήγηση για τις διαφορές αυτές θα δοθεί στο επόμενο κεφάλαιο. Το Νότιο Αιγαίο και η Κρήτη παρουσιάζουν παρόμοια μεταξύ τους εικόνα, ελαφρώς χειρότερη από τον πανελλαδικό μέσο όρο. Τέλος, η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα εμφανίζουν λίγο καλύτερη η πρώτη και λίγο χειρότερη από τον μέσο όρο εικόνα η δεύτερη, παραμένοντας όμως κοντά στις πανελλαδικές τιμές. Συνοψίζοντας, η Αττική με την Αθήνα είναι εντυπωσιακά κοντά στον μέσο όρο της Ελλάδας, ενώ η Κεντρική Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη, χωρίς να έχουν μεγάλες αποκλίσεις ,είναι εμφανώς σε χειρότερη θέση. Ιδιαίτερα ξεχωρίζει αρνητικά η εικόνα των Ιόνιων νησιών και θετικά αυτή των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Τα υπόλοιπα νησιά παρουσιάζουν χειρότερη εικόνα από τον μέσο όρο αλλά συγκεντρώνουν τουλάχιστον πολλά επαγγέλματα που βρίσκονται στη μέση της κλίμακας, δηλαδή έχουν μεγαλύτερη ομοιομορφία μισθών. Στις υπόλοιπες ηπειρωτικές περιοχές, θετικά ξε-

χωρίζουν περισσότερο η Δυτική Μακεδονία και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ακολουθούμενες από κοντά από τη Δυτική Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Στη συνέχεια θα παρουσιαστεί η μεταβολή των θέσεων εργασίας για κάθε ομάδα και κάθε περιφέρεια για τα δύο επόμενα του 2008 έτη, δηλαδή κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης. (Πίνακας 6). Γίνεται φανερό ότι σε πανελλαδικό επίπεδο πραγματοποιήθηκε αύξηση του μεριδίου της πρώτης ομάδας, μείωση της δεύτερης και της τρίτης ομάδας των μεσαίων επαγγελμάτων και μικρή αύξηση της τέταρτης ομάδας με σημαντικότερη αύξηση του μεριδίου της πέμπτης ομάδας θέσεων εργασίας. Αυτό φανερώνει την πόλωση των θέσεων εργασίας που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, η οποία οδηγεί σε αύξηση των μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ αυτών που διατήρησαν την εργασία τους. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι επειδή η εξέταση κάθε ομάδας θέσεων εργασίας είναι συγκριτική, η αύξηση του ποσοστού των θέσεων εργασίας της πρώτης και της δεύτερης ομάδας θεωρείται αρνητική εξέλιξη για κάθε περιοχή, ειδικά αν είναι μεγαλύτερη από την πανελλαδική. Αυτό συμβαίνει επειδή η αύξηση του ποσοστού των χειρότερων θέσεων εργασίας οδηγεί σε αντίστοιχη μείωση του ποσοστού των καλύτερων ή των ενδιάμεσων θέσεων εργασίας.

Πίνακας 6. Μεταβολή της κατανομής των ομάδων θέσεων εργασίας ανά περιφέρεια, 2008 έως 2010

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 67

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Οι περιφέρειες στις οποίες αυξήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό το ποσοστό της πρώτης και χειρότερης ομάδας των θέσεων εργασίας είναι η Δυτική Ελλάδα η Πελοπόννησος και η Κρήτη, φανερώνοντας μία επιδείνωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας τόσο απόλυτη όσο και σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα, αφού το ποσοστό της πρώτης ομάδας θέσεων εργασίας αυξήθηκε και πανελλαδικά. Αντίθετα η Αττική αύξησε το ποσοστό αυτό σε μικρότερο βαθμό από τον πανελλαδικό μέσο όρο ενώ τα Ιόνια νησιά παρουσιάζουν μεγάλη μείωση η οποία βέβαια απλώς αντιρροπεί σε κάποιο βαθμό το μεγάλο αρχικό ποσοστό αυτών των θέσεων εργασίας που είχαν κατά το έτος 2008. Εκτός από τα Ιόνια νησιά και την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, οι περισσότερες άλλες περιφέρειες αύξησαν αυτές τις θέσεις σε μεγαλύτερο βαθμό από τη μέση τιμή και αυτό δείχνει μία επιδείνωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας σε αυτές τις περιοχές. Αντίθετα, ελαφριά βελτίωση παρατηρείται για την Αττική, τη Δυτική Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Οι ίδιες τάσεις συνεχίζονται και το έτος 2010, με την Κρήτη, τη Δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο να κατέχουν τα πρωτεία στην αύξηση των χειρότερων θέσεων εργασίας. Η Αττική εξακολουθεί να αυξάνει τις χειρότερες θέσεις εργασίας σε μικρότερο βαθμό από τον πανελλαδικό μέσο όρο και για τον λόγο αυτό βελτιώνει τη σχετική της θέση ως προς την ποιότητα των θέσεων εργασίας, η οποία ήταν σχετικά καλύτερη ήδη από το 2008. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται και αυτή από όχι τόσο καλής αμοιβής και ποιότητας θέσεις εργασίας. Πανελλαδικά παρουσίασε σημαντική πτώση. Εξετάζοντας τις αθροιστικές μεταβολές για τα δύο έτη (2009 και 2010) παρατηρούμε σημαντική αύξηση των θέσεων αυτών στην Ήπειρο και στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές η τάση είναι παρόμοια με την πανελλαδική. Η τρίτη ομάδα θέσεων εργασίας αποτελείται από αυτές που βρίσκονται στο μέσο της μισθολογικής κλίμακας και αποτελούν τον συνεκτικό κρίκο μεταξύ των καλών και των κακών θέσεων εργασίας, έχοντας αντίστοιχα αποτελέσματα και για τη συνοχή των τοπικών κοινωνιών. Η ομάδα αυτή μειώθηκε σημαντικά σε πανελλαδική κλίμακα, εκφράζοντας την πόλωση που περιγράφηκε νωρίτερα. Η Αττική κινήθηκε πολύ κοντά στον μέσο όρο, ενώ η Κεντρική Μακεδονία εμφάνισε μεγαλύτερη από τη μέση μείωση σε αυτή την ομάδα.

Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν η Ήπειρος και η Στερεά Ελλάδα, ενώ αντίθετα σημαντική είναι η βελτίωση που παρατηρήθηκε στη Δυτική Μακεδονία και το Βόρειο Αιγαίο, οι οποίες όμως είχαν και από τα μικρότερα ποσοστά στην ομάδα αυτή. Η τέταρτη ομάδα αποτελείται από συγκριτικά καλές θέσεις εργασίας και ενώ πανελλαδικά παρουσίασε στασιμότητα, στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία παρουσίασε βελτίωση. Η μεγάλη μείωση αυτής της ομάδας παρατηρήθηκε στην Πελοπόννησο, την Ήπειρο και το Βόρειο και Νότιο Αιγαίο. Οι καλύτερες θέσεις εργασίας πανελλαδικά (πέμπτη ομάδα) αύξησαν το μερίδιό τους, ωστόσο παρουσίασαν σημαντική μείωση στη Δυτική Μακεδονία, στο Βόρειο Αιγαίο και τη Δυτική Ελλάδα, σε περιοχές που ήταν όμως ήδη αρκετά υψηλά. Συνοπτικά, η Αττική κινήθηκε ελαφρώς καλύτερα από την υπόλοιπη χώρα ως προς τη μεταβολή της ποιότητας των θέσεων εργασίας της κατά τα δύο πρώτα έτη της κρίσης, βελτιώνοντας ελαφρώς τη θέση της. Στην Κεντρική Μακεδονία αντίθετα παρουσιάστηκε πιο έντονη η πόλωση με αύξηση των καλών και των κακών και μείωση των ενδιάμεσων θέσεων εργασίας σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στην υπόλοιπη χώρα. Η Δυτική Ελλάδα και η γειτονική Πελοπόννησος κινήθηκαν έντονα αρνητικά, με αύξηση των κακών θέσεων εργασίας και μείωση των καλών. Εδώ δεν υπήρξε πόλωση αλλά γενική επιδείνωση της ποιότητας των θέσεων εργασίας. Αντίστοιχη αλλά σε μικρότερο βαθμό ήταν η επιδείνωση στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο, όπου η αύξηση των κακών θέσεων εργασίας συνδυάστηκε με μείωση των πολύ καλών και άρα με μείωση της πόλωσης, προς όφελος όμως των χειρότερων θέσεων. Κίνηση αντιθετική στην πόλωση εμφάνισαν επίσης η Δυτική Μακεδονία και η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, οι οποίες όμως ήταν ήδη αρκετά πιο πολωμένες ήδη από το 2008.

4. Βασικές θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν οι πολυπληθέστερες6 θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια για το έτος 2009. Η εικόνα αυτή θα βοηθήσει να γίνουν κατανοητές κάποιες από τις διαφορές και τις μεταβολές μεταξύ των περιφερειών που παρατηρήθηκαν νωρίτερα.

67


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 68

68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

Συγκρίνοντας τις περιφέρεις Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας και Δυτικής Ελλάδας (πίνακας 7), όπου βρίσκονται οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας παρατηρούμε μία σημαντική ομοιομορφία στις μαζικότερες θέσεις εργασίας, που είναι ακόμη πιο μεγάλη μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Κυριαρχούν και στις τρεις περιφέρειες οι πωλητές (τομέας Ζ), ακολουθούμενοι από τους καθηγητές μέσης εκπαίδευσης (ΙΣτ) και τους τεχνίτες ανέγερσης κτηρίων (Στ), με την τέταρτη θέση να καταλαμβάνεται από τους εργαζόμενους στην εστίαση. Οι υπάλληλοι γραφείου και λογιστηρίου Πίνακας 7. Μαζικότερες θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια, 2009

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

του Δημοσίου (ΙΕ410) κατέχουν σημαντικό μερίδιο, όπως αναμενόταν αλλά με μικρότερο βάρος στην Κεντρική Μακεδονία. Διαφοροποίηση μεταξύ των περιφερειών συνιστούν οι οδηγοί του τομέα των μεταφορών και οι καθαριστές στην Αττική, σε σχέση με τους χειριστές μηχανών μεταποίησης στην Κεντρική Μακεδονία και τους υπάλληλους των σωμάτων ασφαλείας (ΙΕ512) στη Δυτική Ελλάδα. Πίνακας 8. Μαζικότερες θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια, 2009

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

Οι ομοιότητες αυτές εξηγούν εν μέρει τη συμπεριφορά αυτών των περιφερειών που κινούνται παραπλήσια με την πανελλαδική κατανομή καλών και κακών

θέσεων εργασίας, δεν εξηγούν όμως τη σχετική υστέρηση της Κεντρικής Μακεδονίας και την καλύτερη θέση της Αττικής, οι οποίες οφείλονται στη σύσταση των υπόλοιπων θέσεων εργασίας και σε μισθολογικές ανισότητες για τις ίδιες θέσεις εργασίας. Στις επόμενες τρεις περιφέρειες (πίνακας 8) το πιο μαζικό πανελλαδικά επάγγελμα (Ζ520) έρχεται δεύτερο, με τους καθηγητές και τους δάσκαλους να κυριαρχούν, φανερώνοντας τη μικρότερη επίπτωση του ιδιωτικού τομέα στην οικονομική τους δραστηριότητα. Ιδιαιτερότητα της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης αποτελεί ο μεγάλος αριθμός των στρατιωτικών (ΙΕ10) και άλλων υπαλλήλων του Δημοσίου (ΙΕ410) οι οποίοι, λόγω των υψηλών αμοιβών τους, ερμηνεύουν την καλύτερη επίδοση ως προς την κατανομή των καλών και κακών θέσεων εργασίας που παρουσίασε η περιφέρεια αυτή στη σχετική ανάλυση που προηγήθηκε. Η σημαντική επίδραση των θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα είναι φανερή και στη Δυτική Μακεδονία (ΙΕ410, ΙΕ512) και σε συνδυασμό με την πολύ καλά αμειβόμενη θέση Β810 που περιλαμβάνει τους χειριστές εγκαταστάσεων ορυχείων, λόγω της παρουσίας της ΔΕΗ στην περιοχή, εξηγούν την απρόσμενα καλή επίδοση που παρουσίασε η περιοχή αυτή ως προς την ποιότητα των θέσεων εργασίας της. Η περιφέρεια της Πελοποννήσου (πίνακας 9) ακολουθεί μία πιο πλουραλιστική κατανομή θέσεων εργασίας, με τους πωλητές να κατατάσσονται πρώτοι, τους τεχνίτες ανέγερσης κτηρίων να τους ακολουθούν και μόλις στην τρίτη θέση να βρίσκονται οι καθηγητές. Σημαντική είναι η παρουσία των εργατών γης και των εργαζομένων στην εστίαση που είναι μία σημαντική αιτία για τη χειρότερη ποιότητα των θέσεων εργασίας που επέδειξε η περιοχή αυτή σε σχέση με την πανελλαδική εικόνα. Και στην Ήπειρο, η επίπτωση του δημόσιου τομέα είναι σχετικά μειωμένη, ενώ σημαντική είναι η συμβολή των τεχνιτών ανέγερσης κτηρίων, των πωλητών και των εργαζομένων στην εστίαση, βασικοί λόγοι για τους οποίους η περιοχή


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 69

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Πίνακας 9. Μαζικότερες θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια, 2009

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

αυτή επίσης υστερεί σε ποιότητα θέσεων εργασίας ως προς τον μέσο όρο. Αντίστοιχα μειωμένη είναι η επιρροή του Δημοσίου στις μαζικές θέσεις εργασίας της Στερεάς Ελλάδας, με τους πωλητές και τους τεχνίτες ανέγερσης να προηγούνται. Σημαντική είναι η επίπτωση τόσο των εργατών γης όσο και των χειριστών μηχανημάτων στη μεταποίηση, που φανερώνει τόσο τον αγροτικό όσο και τον βιομηχανικό χαρακτήρα της περιφέρειας αυτής. Τέλος, συγκρίνοντας τις νησιωτικές περιφέρειες, παρατηρούνται σημαντικές διαφορές. Το Βόρειο Αιγαίο ξεχωρίζει με την ισχυρή παρουσία των στρατιωτικών, που έχουν υψηλούς μισθούς, και άλλων θέσεων εργασίας του Δημοσίου (εκπαιδευτικοί και ΙΕ410) που αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία για τα μεγάλα ποσοστά καλών θέσεων εργασίας τα οποία συγκεντρώνει η περιοχή αυτή και τα αντίστοιχα μικρά ποσοστά των κακών θέσεων εργασίας, όπως και για τη σταθερότητα της απασχόλησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργαζόμενοι στην εστίαση, του τομέα Θ, δεν κατατάσσονται καν στην πρώτη επτάδα των θέσεων εργασίας. Αντίθετα, στις υπόλοιπες νησιωτικές περιφέρειες κυριαρχούν οι θέσεις του τομέα που σχετίζεται με τον

τουρισμό (Θ) και των κατασκευών (ΣΤ), που συνήθως κατατάσσονται στην πρώτη και δεύτερη ομάδα των πιο κακοπληρωμένων θέσεων εργασίας. Φυσικά οι καθηγητές και δάσκαλοι που είναι από τις μαζικότερες θέσεις εργασίας πανελλαδικά έχουν και εδώ σημαντική παρουσία, ωστόσο δεν αρκούν για να αναστρέψουν την εικόνα της κακής ποιότητας των θέσεων εργασίας στις περιοχές αυτές. Είναι χαρακτηριστική η εμφάνιση στην πρώτη επτάδα της θέσης Θ910 (καθαριστές κλπ.) τόσο στο Ιόνιο όσο και στην Κρήτη, που είναι μία από τις πιο κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας του τουριστικού τομέα. Γενικά, στις μικρές περιφέρειες η ύπαρξη ειδικών συνθηκών, όπως η έντονη παρουσία του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας και ειδικών καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας (όπως των ορυχείων για τη Δυτική Μακεδονία), φαίνεται να βελτιώνει σημαντικά το ποσοστό των καλών και ποιοτικών θέσεων εργασίας και να μειώνει αντίστοιχα αυτό των κακοπληρωμένων. Αντίθετα η ύπαρξη γεωργικών μισθωτών επαγγελμάτων και ισχυρής επίδρασης του τουριστικού τομέα και του εμπορίου φαίνεται να έχει μία σημαντική αρνητική επίπτωση στην ποιότητα των θέσεων εργασίας που περιλαμβάνει κάθε περιφέρεια. Στις μεγάλες πληθυσμιακά περιφέρειες η κυριαρχία των θέσεων εργασίας του ιδιωτικού κυρίως τομέα λειτουργεί ομογενοποιητικά ως προς τον μέσο όρο, με τη διαφορά βέβαια να παραμένει μεταξύ της Αττικής και της Κεντρικής Μακεδονίας.

Πίνακας 10. Μαζικότερες θέσεις εργασίας ανά περιφέρεια, 2009

5. Συμπεράσματα

Πηγή: Ιδία επεξεργασία μικροδεδομένων της ΕΕΔ της Eurostat

Η έναρξη της οικονομικής κρίσης επιδείνωσε σημαντικά τη θέση της μισθωτής απασχόλησης στην Ελλάδα. Η μείωση της μισθωτής εργασίας ήταν αναλογικά μικρότερη για την περιφέρεια της Αττικής, και κοντά στην πανελλαδική μέση τιμή για την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας. Για τις περισσότερες από τις υπόλοιπες περιφέρειες ήταν

69


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 70

70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

σημαντικά μεγαλύτερη από τη μέση τιμή, φανερώνοντας τη μεγαλύτερη επίπτωση της κρίσης στη μισθωτή απασχόληση, στην υπόλοιπη πέραν Αθήνας και Θεσσαλονίκης χώρα. Εξαίρεση αποτέλεσαν κάποιες μικρές πληθυσμιακά περιφέρειες με σημαντικό μερίδιο θέσεων εργασίας του δημόσιου τομέα οι οποίες, κυρίως για τον λόγο αυτό, δεν επιδείνωσαν τόσο πολύ ή ακόμη και βελτίωσαν τη θέση τους. Ως προς τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία, παρατηρούνται σχετικά μικρές διαφορές μεταξύ των περιφερειών με κάποιες εξαιρέσεις. Τα Ιόνια νησιά και η Κεντρική Μακεδονία είναι οι δύο χειρότερα αμειβόμενες περιοχές, ενώ η Δυτική Μακεδονία και η Αττική οι δύο καλύτερα αμειβόμενες, με τις υπόλοιπες να είναι κοντά στον μέσο όρο. Το πιο σημαντικό ίσως εύρημα είναι η μεγάλη διαφορά που παρατηρείται διαχρονικά μεταξύ της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (μέσω των αντίστοιχων περιφερειών τους) που φανερώνει σημαντικές διαφορές στη δομή της απασχόλησης και των αμοιβών μεταξύ των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας. Η διερεύνηση της ποιότητας των θέσεων εργασίας ανέδειξε σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ελληνικών περιφερειών. Η Αττική με το πολύ μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου των θέσεων εργασίας βρίσκεται πολύ κοντά στον μέσο όρο της χώρας σε όλες τις κατηγορίες, παρουσιάζοντας μία αντιπροσωπευτική εικόνα των θέσεων εργασίας της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό βέβαια με την προηγηθείσα παρατήρηση για την ύπαρξη σημαντικά υψηλότερων αμοιβών σε αυτή την περιφέρεια. Η Κεντρική Μακεδονία βρίσκεται και αυτή κοντά αλλά κάτω από τον μέσο όρο της κατανομής των καλών και κακών θέσεων εργασίας, σε χειρότερη θέση και σε αυτό το πεδίο. Αντίθετα η Δυτική Ελλάδα και η Θεσσαλία παρουσιάζουν καλύτερη κατανομή καλών και κακών θέσεων εργασίας από την πανελλαδική εικόνα, ακολουθούμενες εν μέρει και από την Ήπειρο. Οι μεγάλες θετικές αποκλίσεις παρατηρούνται στις περιφέρεις του Βορείου Αιγαίου, της Δυτικής Μακεδονίας και της Ανατολικής ΜακεδονίαςΘράκης, όπου υπάρχει αυξημένο μερίδιο καλών θέσεων εργασίας αλλά ταυτόχρονα και αυξημένη πόλωση μεταξύ καλών και κακών θέσεων εργασίας, για λόγους που σχετίζονται κυρίως με τον ρόλο του Δημοσίου (και των ενόπλων δυνάμεων) αλλά και ειδικού χαρακτήρα επιχειρήσεων. Ο ρόλος του Δημοσίου είναι σημαντικός στη δημιουργία καλών θέσεων εργασίας

και γίνεται καθοριστικός σε μικρές πληθυσμιακά περιφέρειες, όπου το Δημόσιο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Στον αντίποδα, η χειρότερη περιφέρεια από την άποψη της ποιοτικής κατανομής των θέσεων εργασίας είναι τα Ιόνια νησιά, τα οποία δεν απολαμβάνουν τον εξισορροπητικό ρόλο του Δημοσίου, επηρεαζόμενα πολύ από τον τουριστικό τομέα, ο οποίος συνήθως δεν δημιουργεί καλές θέσεις εργασίας. Η επίδραση του τομέα αυτού είναι εμφανής και στην όχι καλή επίδοση της Κρήτης και του Νότιου Αιγαίου, ωστόσο στις περιοχές αυτές υπάρχουν παράγοντες που βελτιώνουν αρκετά τη γενική εικόνα. Η διερεύνηση των συνθηκών απασχόλησης στις ελληνικές περιφέρειες με τη βοήθεια της μεθόδου των θέσεων εργασίας, που προηγήθηκε, αν και κινήθηκε σε ένα γενικό επίπεδο ανάλυσης παρείχε αρκετά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Η ανάλυση αυτή μπορεί να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο, επιτρέποντας το σχηματισμό μίας πλήρους εικόνας των ανισομερειών που εμφανίζονται στην πανελλαδική κατανομή της απασχόλησης και των θέσεων εργασίας.

Σημειώσεις 2. Δυστυχώς η αλλαγή της κωδικοποίησης των επαγγελμάτων δεν επιτρέπει τη σύγκριση με τα επόμενα του 2010 έτη. 3. Κάποιες από τις πρώτες μελέτες που χρησιμοποίησαν αυτή τη μεθοδολογία είναι: Ilg, 1996, Ilg & Haugen, 2000, Wright & Dwyer, 2000, Wright & Dwyer, 2003, OECD, 2003, Goos & Manning, 2007, Fernández-Macías & Hurley, 2008. 4. Ενδεικτικά Wright & Dwyer, 2003, Goos & Manning, 2007, Ehrel, Davoine & Guergoat-Lariviere, 2008, Leschke & Watt, 2008, Fernández-Macías, 2012. 5. Βλέπε παράρτημα 1. 6. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι τιμές είναι ενδεικτικές, αφού προκύπτουν από την αναγωγή του δείγματος στον πληθυσμό. Επίσης, σύμφωνα με τις οδηγίες της Eurostat, οι τιμές κάτω από 5.000 θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, αφού είναι πολύ ευαίσθητες στη διακύμανση της δειγματοληψίας. Για τον λόγο αυτόν οι τιμές παρατίθενται σαν ενδεικτικές του μεγέθους κάθε θέσης εργασίας και όχι σαν ακριβείς εκτιμήσεις.

Βιβλιογραφία ελληνόγλωσση Δεδουσόπουλος, Α. (2002). Η Κρίση στην Αγορά Εργασίας: Ρύθμιση- Ευελιξίες- Απορρύθμιση, Τόμος Δεύτερος, Οι Αναδιαρθρώσεις της Παραγωγής. Αθήνα: Τυπωθήτω-Δάρδανος.


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 71

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Θεοχαράκης, Ν. (2005). Η Νεοκλασική Θεωρία της Εργασίας: Μια κριτική επισκόπηση υπό το πρίσμα της ιστορίας της οικονομικής σκέψης. Αθήνα: Τυπωθήτω- Δάρδανος. Ιωαννίδης Α. (2015). Η Δομή των Θέσεων Εργασίας στην Ελλάδα. Γενική Εικόνα και Εξέλιξη. Ερευνητική μονάδα Απασχόλησης και Εργασιακών Σχέσεων. Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ. Κουζής, Γ. (2010). «Η πορεία της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης της εργασίας και το άλλοθι της κρίση». Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης. Αθήνα: Τόπος. Μαυρουδέας, Στ. (2010). «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού». Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης, Αθήνα: Τόπος. Ξενόγλωσση Acemoglou, D. (2002). “Technical Change, Inequality, and the Labor Market”. Journal of Economic Literature, Vol. XL (March), pp.7-72. Autor, D., Levy, F. & Murnane, R. (2003). “The Skill Content of Recent Technological Change: An Empirical Exploration”. Quarterly Journal of Economics, CXVIII 1279–1333. Doeringer, P. & Piore, M. (1972). Internal Labor Markets and Manpower Analysis. Lexington Erhel, C., Davoine, L. & Guergoat-Lariviere, M. (2008). “Monitoring quality in work: European Employment Strategy indicators and beyond”. International Labour Review, Vol. 147, No. 2-3. Fernández-Macías, E. (2010). Changes in the Structure of employment and job quality in Europe (Doctoral dissertation). University of Salamanca, Salamanca, Spain. Fernández-Macías, E. (2012). “Job Polarization in Europe? Changes in the Employment Structure and Job Quality, 1995-2007”. Work and Occupations, 39(2), pp. 157-182. Fernández-Macías, E., & Hurley, J. (2008). More and better jobs: Patterns of employment expansion in Europe (ERM Report

2008). Dublin, Ireland: European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions. Goos, M., & Manning, A. (2007). “Lousy and lovely jobs: The rising polarization of work in Britain”. Review of Economics and Statistics, 89(1), pp. 118-133. Ilg, R. (1996). “The Nature of Employment Growth, 1989-95”. Monthly Labor Review, June, pp. 29-36. Ilg, R. & Haugen, S. (2000). “Earnings and Employment Trends in the 1990s”. Monthly Labor Review, March, pp. 21-33. Katz, L. & Autor D. (1999). “Changes in the Wage Structure and Earnings Inequality”. Ιn Orley Ashenfelter and David Card (eds.), Handbook of Labor Economics, vol. 3A (pp. 1463– 1555). Amsterdam: North-Holland. Leschke, J., & Watt, A. (2008). Putting a number on job quality: Constructing a European job quality index (ETUI working paper). Retrieved from http://www.wddw.org/IMG/pdf/ Putting_a_number_on_Job__Quality.pdf Marx, K. (1867). Capital I, International Publishers. New York: NY [1967]. OECD (2003). Employment outlook 2003. Paris, France: OECD. Reich, M., Gordon, D. M. & Edwards, R. C. (1973). A theory of labour market segmentation. American Economic Review, 63, 359-365. Rosen, S. (1986). “The Theory of Equalizing Differences”. Ιn Ashenfelter, O. & Layard, R. (eds.), Handbook of Labor Economics. Amsterdam: North-Holland. Violante, G. L. (2008). “Skill-biased technical change”, ιn S. N. Darlauf & L. E. Blume (Eds.), The new Palgrave dictionary of economics. New York, NY: Palgrave Macmillan. Wright, E.O. & Dwyer, R.E. (2000). “The American Jobs Machine: the trajectory of good and bad jobs in the 1960s and 1990s”. Boston Review, December issue. Wright, E.O. & Dwyer, R.E. (2003). “Patterns of job expansions in the USA: a comparison of the 1960s and 1990s”. SocioEconomic Review 1, pp. 289- 325.

71


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

72

Παράρτημα Παράρτημα 1. Μονοψήφιοι κωδικοί τομέων οικονομικής δραστηριότητας κατά NACE Rev. 2 στην ελληνική γλώσσα και αντιστοίχιση με λατινικά σύμβολα Α ΓΕΩΡΓΙΑ, ΔΑΣΟΚΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΛΙΕΙΑ. SECTION A Β ΟΡΥΧΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΑ. SECTION B Γ ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ. SECTION C Δ ΠΑΡΟΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ, ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ, ΑΤΜΟΥ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΣΜΟΥ. SECTION D Ε ΠΑΡΟΧΗ ΝΕΡΟΥ. ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΛΥΜΑΤΩΝ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ. SECTION E ΣΤ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ. SECTION F Ζ ΧΟΝΔΡΙΚΟ ΚΑΙ ΛΙΑΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΟ. ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΩΝ. SECTION G Η ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ. SECTION H Θ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΕΣΤΙΑΣΗΣ. SECTION I Ι ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ. SECTION J ΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. SECTION K ΙΒ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ. SECTION L ΙΓ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. SECTION M ΙΔ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. SECTION N ΙΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ. SECTION O ΙΣΤ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. SECTION P ΙΖ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ. SECTION Q ΙΗ ΤΕΧΝΕΣ, ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ. SECTION R ΙΘ ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. SECTION S Κ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ ΩΣ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ. ΜΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΩΝ, ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΑΓΑΘΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΓΙΑ ΙΔΙΑ ΧΡΗΣΗ. SECTION T ΚΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΞΩΧΩΡΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΕΩΝ. SECTION U ΚΒ ΕΛΛΕΙΨΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

Παράρτημα 2. Τροποποιημένη κωδικοποίηση τριψήφιων κωδικών επαγγελμάτων που ακολουθείται στο άρθρο Κωδ. επαγγ. Περιγραφή τριψήφιου κωδικού 110 Μέλη των βουλευομένων σωμάτων και ανώτερα διοικητικά στελέχη της Δημόσιας Διοίκησης Γενικοί διευθυντές και ανώτερα διευθυντικά στελέχη μεγάλων δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων και οργανισμών 120

Διευθυντές παραγωγικών και λειτουργικών μονάδων μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα Διευθυντές υπηρεσιών υποστήριξης

130

Διευθύνοντες επιχειρηματίες και προϊστάμενοι μικρών επιχειρήσεων

210

Φυσικοί, χημικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Μαθηματικοί, στατιστικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα στον τομέα της πληροφορικής Βιολόγοι, γεωπόνοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα 211 Αρχιτέκτονες, μηχανικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

220

Επαγγελματίες υγείας (εκτός νοσηλευτικής)

230

Καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και λοιποί

231

Καθηγητές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης

232

Δάσκαλοι δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγοί

240

Λογιστές και άλλα στελέχη επιχειρήσεων. Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

241

Νομικοί εν γένει

242

Διοικητικά στελέχη δημόσιου τομέα (πτυχιούχοι ΑΕΙ) Αρχειοθέτες, βιβλιοθηκονόμοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα στον τομέα της τεκμηρίωσης και της πληροφόρησης

243

Συγγραφείς και λοιποί καλλιτέχνες


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 73

ΑΛΕΞΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

244

Κληρικοί εν γένει

310

Τεχνολόγοι των επιστημών της φυσικής και της μηχανικής Τεχνολόγοι πληροφορικής εν γένει Χειριστές οπτικού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού Επιθεωρητές ασφάλειας και ποιοτικού ελέγχου

311

Χειριστές και τεχνικοί πλοίων και αεροσκαφών

320

Τεχνολόγοι βιολογικών εν γένει επιστημών και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Τεχνικοί βοηθοί ιατρικής και συναφών προς την ιατρική επιστημών, με εξαίρεση το νοσηλευτικό προσωπικό

321

Επαγγελματίες νοσηλευτικής και μαιευτικής Νοσοκόμοι και μαίες πτυχιούχοι ΤΕΙ ή άλλων σχολών

330

Βοηθητικό διδακτικό προσωπικό ειδικής εκπαίδευσης και λοιπό μ.α.κ.

340

Πρόσωπα που αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα στους τομείς των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και των πωλήσεων Εμπορευματομεσίτες και πράκτορες παροχής υπηρεσιών σε επιχειρήσεις

341

Γραμματείς διοικήσεως, βοηθοί νομικών και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

342

Υπάλληλοι - ελεγκτές τελωνείων, δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών και συναφών δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών

343

Αξιωματικοί σωμάτων ασφαλείας και ιδιωτικοί αστυνομικοί (ντετέκτιβ)

344

Κοινωνικοί λειτουργοί, πτυχιούχοι ΤΕΙ ή άλλων σχολών Καλλιτεχνικά, ψυχαγωγικά και αθλητικά βοηθητικά επαγγέλματα Θρησκευτικά βοηθητικά επαγγέλματα 410 Στενογράφοι, δακτυλογράφοι και υπάλληλοι που χειρίζονται μηχανές με πληκτρολόγιο Υπάλληλοι λογιστηρίου και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Υπάλληλοι βιβλιοθηκών, ταχυδρομικοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Λοιποί υπάλληλοι γραφείου

411

Υπάλληλοι καταγραφής υλικών και υπηρεσιών μεταφορών

420

Ταμίες, ταμειολογιστές, πράκτορες στοιχημάτων, κρουπιέρηδες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Υπάλληλοι πληροφόρησης πελατών (Υπάλληλοι ταξιδιωτικών γραφείων, Υπάλληλοι υποδοχής και ενημέρωσης πελατών, Χειριστές τηλεφωνικών κέντρων

510

Απασχολούμενοι στην παροχή προσωπικής φροντίδας και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Λοιποί απασχολούμενοι στην παροχή προσωπικών υπηρεσιών Ταξιδιωτικοί φροντιστές και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

511

Οικονόμοι και εργαζόμενοι στις υπηρεσίες εστίασης

512

Απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας (Πυροσβέστες, αστυνομικοί, δεσμοφύλακες)

520

Πωλητές σε καταστήματα, υπαίθριους πάγκους και υπαίθριες αγορές Μοντέλα επίδειξης μόδας (μανεκέν) και άλλα μοντέλα (Ελάχιστοι συνολικά)

610

Καλλιεργητές γεωργικών προϊόντων

611

Ειδικευμένοι κτηνοτρόφοι, πτηνοτρόφοι κ.π.α.ε.

612

Ειδικευμένοι γεωργοκτηνοτρόφοι μικτών εκμεταλλεύσεων

613

Δασοκόμοι, υλοτόμοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Ειδικευμένοι αλιείς, επαγγελματίες κυνηγοί και παγιδευτές θηραμάτων

710

Τεχνίτες ανέγερσης κτηρίων και άλλων δομικών έργων Τεχνίτες αποπεράτωσης κτηρίων και άλλων δομικών έργων

711

Ελαιοχρωματιστές, βαφείς, στιλβωτές, καθαριστές και ασκούντες συναφή Επαγγέλματα

712

Μεταλλωρύχοι, λατόμοι, λιθοκόπτες και λιθοξόοι

720

Χύτες και κατασκευαστές τύπων (καλουπιών) και πυρήνων μεταλλουργίας συγκολλητές και φλογοκόπτες μετάλλων, ελασματουργοί - φανοποιοί, τεχνίτες μεταλλικών δομικών κατασκευών και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Σιδηρουργοί, κατασκευαστές εργαλείων και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

721

Μηχανικοί, εφαρμοστές και συντηρητές μηχανών

73


007_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 58-74

74

730

Τεχνίτες που εκτελούν εργασίες ακριβείας σε μεταλλικά και συναφή υλικά Αγγειοπλάστες, τεχνίτες γυαλιού και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Χειροτέχνες ξύλου, υφάσματος, δέρματος και συναφών υλικών

731

Τυπογράφοι και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

740

Τεχνίτες επεξεργασίας τροφίμων, ποτών και καπνού

741

Τεχνίτες επεξεργασίας ξύλου, επιπλοποιοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

742

Τεχνίτες υφαντουργίας, ειδών ενδύσεως και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

743

Τεχνίτες βυρσοδεψίας Υποδηματοποιοί και κατασκευαστές ειδών κυρίως από δέρμα με εξαίρεση τα ενδύματα

810

Χειριστές εγκαταστάσεων ορυχείων και εγκαταστάσεων επεξεργασίας μεταλλευμάτων Χειριστές εγκαταστάσεων μεταλλουργίας Χειριστές εγκαταστάσεων υαλουργίας, κεραμικής και συναφών βιομηχανιών Χειριστές εγκαταστάσεων επεξεργασίας ξύλου και παραγωγής χαρτοπολτού, χαρτοποιίας και χαρτονοποιίας Χειριστές εγκαταστάσεων χημικής επεξεργασίας Χειριστές εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας και συναφών εγκαταστάσεων Χειριστές βιομηχανικών ρομπότ

820

Χειριστές εργαλειομηχανών παραγωγής και επεξεργασίας μεταλλικών προϊόντων και μη μεταλλικών ορυκτών Χειριστές μηχανών παραγωγής χημικών προϊόντων Χειριστές μηχανών παραγωγής προϊόντων από πλαστικό και καουτσούκ Χειριστές μηχανών παραγωγής προϊόντων ξύλου Χειριστές εκτυπωτικών μηχανημάτων, μηχανών βιβλιοδεσίας και μηχανών παραγωγής προϊόντων από χαρτί και χαρτόνι Χειριστές μηχανών παραγωγής κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, γούνινων και δερμάτινων προϊόντων Χειριστές μηχανών παραγωγής ειδών διατροφής ποτών και καπνού Συναρμολογητές (μονταδόροι) Άλλοι χειριστές μηχανών μ.α.κ.

830

Οδηγοί αυτοκινούμενων οχημάτων

831

Χειριστές μηχανοκίνητων αγροτικών και δασοκομικών μηχανημάτων, γερανών, γερανοφόρων οχημάτων, ανυψωτήρων και παρόμοιων μηχανημάτων Μηχανοδηγοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

832

Ναυτικοί-πλήρωμα καταστρώματος και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

910

Οικιακοί βοηθοί, καθαριστές, πλύντες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

911

Συλλέκτες απορριμμάτων, οδοκαθαριστές και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

912

Πλανόδιοι πωλητές και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Στιλβωτές υποδημάτων και πρόσωπα που παρέχουν μικροϋπηρεσίες στον δρόμο Επιστάτες - διαχειριστές κτηρίων, καθαριστές παραθύρων και ασκούντες συναφή επαγγέλματα Αγγελιοφόροι, αχθοφόροι, θυρωροί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

920

Ανειδίκευτοι αγρεργάτες, αλιεργάτες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα

930

Ανειδίκευτοι εργάτες μεταποιητικών βιομηχανιών Φορτοεκφορτωτές μεταφορικών μέσων, λιμενεργάτες κ.π.α.ε.

931

Ανειδίκευτοι εργάτες ορυχείων και κατασκευών

010

Ένοπλες δυνάμεις


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 75

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

Α

Λ

Λ

Α

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

75

Α

ΜΑΖΙΚΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΙΟΛΙΚΩΝ ΠΑΡΚΩΝ ΚΑΙ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΤΟΠΙΟ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΕΝΔΥΣΗΣ «ΑΙΓΑΙΑ ΖΕΥΞΗ» ΣΤΟ ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ Ευάγγελος Παυλής1

Περίληψη Στο άρθρο πραγματοποιείται μια γενική αναφορά σε πιθανές αρνητικές επιδράσεις/επιπτώσεις της επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη», που αφορά μαζική εγκατάσταση ανεμογεννητριών μεγάλου μεγέθους, στο πολυδιάστατο τοπίο του Βορείου Αιγαίου. Παράλληλα, προτείνεται ένας τρόπος αποτίμησης ανάλογων περιπτώσεων μεγάλων επενδύσεων στο τοπίο. Συμπεραίνεται ότι η μεγάλη κλίμακα της εν λόγω επένδυσης είναι ασύμβατη με τη μικρή κλίμακα του νησιωτικού τοπίου. Συνεπώς, θα μπορούσε να εξετάζεται/προωθείται το ενδεχόμενο εγκατάστασης ανεμογεννητριών σε πολύ μικρότερη κλίμακα, πάντα βάσει ορθολογικού χωροθετικού σχεδιασμού και μιας μακρόπνοης στρατηγικής διαχείρισης ενεργειακών πόρων.

Massive installation of wind parks and negative effects on the landscape. The case study of “Aegean Link” project in the North Aegean Evangelos Pavlis Abstract The article presents an analysis of possible negative impacts/effects of massive onshore installations of large size wind turbines (the “Aegean Link” project) on the multidimensional landscape of the North Aegean and proposes a form of assessing such projects’ impacts on the landscape. It concludes that the enormous scale of this project does not apply to the small scale of the insular landscape under study. Consequently, in similar cases, wind farm installation should proceed in much smaller scale, always on the basis of rational spatial planning and on a long-term energy strategy.

1. Εισαγωγή Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν τη σημαντικότερη εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της εξάντλησης των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθρακας, φυσικό αέριο), τα οποία καλύπτουν το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των σύγχρονων ενεργειακών μας αναγκών. Στην ΕE, ειδικότερα, έχει τεθεί ως στόχος, για το 2020, το 20% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας να προέρχεται από ΑΠΕ. Η συμβολή της αιολικής ενέργειας σε αυτόν τον στόχο είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τόσο στην υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και στην Ελλάδα, όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, παρατηρείται μια ανοδική τάση του αριθμού και μια αύξηση της ισχύος των εγκατεστημένων αιολικών πάρκων (α/π). 1. Διδάκτωρ-ερευνητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Λόφος Πανεπιστημίου, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, 81100 Λέσβος, e-mail: epavlis@geo.aegean.gr


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 76

76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

Διάγραμμα 1. Συνολική εγκατεστημένη αιολική ισχύς ανά έτος στην Ελλάδα Πηγή: Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας, 2015

Ειδικά μετά τοn νόμο «Επιτάχυνση και διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων» (N. 3894/2010, «νόμος fast track»), οι επενδύσεις έχουν πολλαπλασιαστεί και από τα μικρά α/π και την εγκατάσταση ανεμογεννητριών (α/γ) που δεν ξεπερνούσαν τα 30-35 μέτρα ύψος, έχουμε περάσει σε μαζική εγκατάσταση Βιομηχανικών ΑΠΕ (ΒΑΠΕ). Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει για λόγους αυτάρκειας των νήσων, αλλά εξαγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στην ηπειρωτική χώρα, δεδομένης της αδυναμίας αποθήκευσής του. Σύμφωνα με τα ανεμολογικά στοιχεία του European Renewable Energy Council (2010), το αιολικό δυναμικό (αιολική ταχύτητα) των νησιών του Αιγαίου είναι το υψηλότερο της χώρας και από τα υψηλότερα της Ευρώπης (εικόνα 1). Έτσι, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι βάσει νέων κατατιθέμενων επενδυτικών προτάσεων, αναμένεται ραγδαία αύξηση της αιολικής ισχύος και μεγάλης κλίμακας επενδύσεις σε νησιά του Αιγαίου και συγκεκριμένα στην Κρήτη (33 α/π ισχύος 1077 MW και 36 α/π ισχύος 1005 MW – πάνω από 700 α/γ), την Τήνο, τη Νάξο και την Πάρο (72 α/γ ισχύος 165,6 MW ), στην Άνδρο (46 α/γ ισχύος 105,8 MW), τη νότια Σκύρο (111 α/γ ισχύος 333 MW), την Ικαρία (110 α/γ ισχύος 330 MW), τη Λήμνο (125 α/γ ισχύος 250 MW), τη Χίο (75 α/γ ισχύος 150 MW), τη Λέσβο (153 α/γ ισχύος 306 MW), σε Ανάφη, Ίο, Αμοργό (α/π ισχύος 317 MW) κ.α.

Εικόνα 1. Τα ευρωπαϊκά αποθέματα αιολικής ενέργειας Πηγή: Rise DTU National Laboratory, 1989 (European Renewable Energy Council , 2010:98)

Ακολουθεί χάρτης του Χατζημιχάλη (2014) που αποτυπώνει την εκτιμώμενη έκταση α/π της Ελλάδας για το 2010 (εικόνα 2). Βέβαια, οι fast track επενδύσεις, μέσω μαζικής εγκατάστασης ΒΑΠE, δεν αποτελούν τον μόνο τρόπο αξιοποίησης της ενέργειας η οποία προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές και το ερώτημα είναι αν αποτελούν τον πλέον ενδεδειγμένο. Σαφώς υπάρχουν διάφοροι τρόποι αξιοποίησης της αιολικής ενέργειας (υπεράκτια α/π, πλωτές οικολογικές μονάδες αφαλάτωσης κ.ά.) ή αξιοποίησης διαφόρων μορφών ΑΠΕ (γεωθερμική, ηλιακή, υδροηλεκτρική, κυματική και παλιρροιακή ενέργεια, ενέργεια ρευμάτων, βιομάζα κ.ά.). Ως εκ τούτου, το επίκαιρο ερευνητικό ερώτημα που τίθεται μέσω αυτής της εργασίας έχει ως εξής: Ποιες είναι οι βασικότερες ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις των νέων fast track αιολικών επενδύσεων που προωθούνται για το νησιωτικό τοπίο του Βορείου Αιγαίου με γνώμονα μια ορθότερη διαχείριση του αιγιακού τοπίου; Εξετάζεται η περίπτωση της ΒΑΠΕ επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη».


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 77

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

Εικόνα 2. Εκτάσεις περιοχών με αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, 2010 Πηγή: Χατζημιχάλης, 2014

2. Τα χαρακτηριστικά της επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη» και οι επεμβάσεις στο περιβάλλον Πρόσφατα, ο Όμιλος Ρόκας-Iberdrola Renewables, ο οποίος, μεταξύ άλλων, δραστηριοποιείται και στον κλάδο των ΒΑΠΕ, ξεκίνησε μια επένδυση που έχει τίτλο «Αιγαία Ζεύξη» και αφορά τη δημιουργία 28 α/π συνολικής ισχύος 706 ΜW, στο Βόρειο Αιγαίο − από τα οποία, 10 α/π πρόκειται να εγκατασταθούν στη Λέσβο, 11 α/π στη Λήμνο και 7 α/π στη Χίο. Το εν λόγω έργο αποσκοπεί στην ενεργειακή σύνδεση του Βορείου Αιγαίου με το Ηπειρωτικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Ο προαναφερθείς όμιλος, ήδη λειτουργεί αυτήν τη στιγμή 17 α/π, συνολικής ισχύος 255,3 MW πανελλαδικά και επιθυμεί να αυξήσει την ισχύ του σχεδόν 3 φορές περισσότερο. Για τη

νέα επένδυση επιλέχθηκαν τα νησιά του Βορείου Αιγαίου, λόγω του αιολικού τους δυναμικού, της γεωγραφικής τους θέσης και του μεγέθους τους. Ως προς τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου έργου, θα πραγματοποιηθεί εγκατάσταση 353 α/γ συνολικά, από τις οποίες οι 153 θα βρίσκονται στη Λέσβο, οι 125 στη Λήμνο και οι 75 στη Χίο (η αποτύπωση και η διασπορά τους στον χώρο αναπαρίσταται στις εικόνες 4, 5, 6 της τεχνικής έκθεσης του έργου). Οι α/γ αυτές προβλέπεται να τοποθετηθούν σε κορυφογραμμές με χαμηλή φρυγανώδη βλάστηση και να συνδέονται μεταξύ τους με υπόγεια καλώδια μεσαίας τάσης. Σύμφωνα με τις τεχνικές εκθέσεις του έργου, η κάθε α/γ του έργου θα έχει ισχύ 2 MW, ύψος 67 μέτρα, πτερύγιο 39 μέτρα (άρα συνολικό ύψος 106 μ. η μία)

77


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 78

78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

Εικόνα 3. Σχηματική αναπαράσταση ανεμογεννήτριας Gamesa Εοlica G 80 - 2 ΜW Πηγή: Τεχνική έκθεση αιολικών πάρκων στη νήσο Λέσβο συνολικής ισχύος 306 MW, έργο «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 4. Απεικόνιση έργου σε Λέσβο Πολύγωνα Α/Π, χωροθέτηση Α/Γ, προσαιγιαλώσεις (κυανό), οδοποιία προς διάνοιξη (μπλε), θέσεις υποσταθμών (SS), υπόγεια καλώδια ΥΤ (πράσινο), υποβρύχια καλώδια ΥΤ (κόκκινο), καλώδια ΜΤ (πορτοκαλί) Πηγή: Τεχνική έκθεση αιολικών πάρκων στη νήσο Λέσβο συνολικής ισχύος 306 MW, έργο «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 5. Απεικόνιση έργου σε Λήμνο Πολύγωνα Α/Π, χωροθέτηση Α/Γ, προσαιγιαλώσεις (κυανό), οδοποιία προς διάνοιξη (μπλε), θέσεις υποσταθμών (SS), υπόγεια καλώδια ΥΤ (πράσινο), υποβρύχια καλώδια ΥΤ (κόκκινο), καλώδια ΜΤ (πορτοκαλί) Πηγή: Τεχνική έκθεση αιολικών πάρκων στη νήσο Λήμνο συνολικής ισχύος 250 MW, έργο «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 6. Απεικόνιση έργου σε Χίο Πολύγωνα Α/Π, χωροθέτηση Α/Γ, προσαιγιαλώσεις (κυανό), οδοποιία προς διάνοιξη (μπλε), θέσεις υποσταθμών (SS), υπόγεια καλώδια ΥΤ (πράσινο), υποβρύχια καλώδια ΥΤ (κόκκινο), καλώδια ΜΤ (πορτοκαλί) Πηγή: Τεχνική έκθεση αιολικών πάρκων στη νήσο Χίο συνολικής ισχύος 150 MW, έργο «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 79

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

και βάρος 231 τόνους, ενώ η συχνότητά του παραγόμενου ρεύματος θα είναι 50 Hz (εικόνα 3). Επιπλέον, προβλέπεται εγκατάσταση υποσταθμών σε κάθε Δημοτική Ενότητα (ΔΕ), οικίσκων ελέγχου (όπου θα γίνεται πλήρης τηλεχειρισμός των α/π), σταθμών μετατροπής τάσης της ενέργειας κ.ά. Σύμφωνα με τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και τις τεχνικές εκθέσεις της εταιρείας, έχει γίνει επιλογή σημείων μικρότερης δυνατής περιβαλλοντικής όχλησης, οι οποίες υποστηρίζεται ότι δεν είναι κατοικημένες περιοχές ή περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος/αναψυχής, ότι έχει ληφθεί υπόψη η τήρηση των αποστάσεων μεταξύ των α/γ και όλα τα (ποσοτικά) κριτήρια του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού για τις ΑΠΕ, ενώ, σε περίπτωση απομάκρυνσης της επένδυσης, προβλέπεται αποκατάσταση πρότερης κατάστασης του εδάφους και του θαλάσσιου πυθμένα, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των Περιβαλλοντικών Όρων του έργου. Ως προς τις επεμβάσεις στο περιβάλλον, οι οποίες θα γίνουν για τις ανάγκες της επένδυσης και μόνο, θα πραγματοποιηθούν διανοίξεις πολλών νέων χωμάτινων οδών (περίπου 200 χλμ. από τα οποία 97 χλμ. στη Λέσβο, 48 χλμ. στη Λήμνο και 51 χλμ. στη Χίο), εκσκαφές εκατοντάδων χιλιομέτρων (330 χλμ. για καλωδιώσεις μεσαίας και υψηλής τάσης), εκσκαφές μεγάλων θεμελίων με οπλισμένο σκυρόδεμα (353 θεμέλια μήκους και πλάτους περίπου 15 μ. και βάθους 2,4 μ.) και ισάριθμες διαμορφώσεις πλατειών μεγάλων διαστάσεων (45 μ.x25 μ.), επιχώσεις/επιχωματώσεις μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θεμελίωσης καθώς και εργοταξιακοί χώροι 386.000 τ.μ. (που συνεπάγονται μεγάλες συγκεντρώσεις μπαζών, άχρηστων υλικών κ.λπ.), συνολικά.

3. Εισαγωγή στην έννοια του «τοπίου» Το τοπίο έχει περιγραφεί ως τμήμα γήινης επιφάνειας που γίνεται αντιληπτό με μια ματιά (Jackson, 1984: 3), ως «καθρέφτης της εξέλιξης του χώρου» (ΑνανιάδουΤζημοπούλου, 1992: 10), ως «ορατή έκφραση ανθρωπογενούς περιβάλλοντος» (Τερκενλή, 2010: 41, Olwig, 1996, Meinig, 1979, Cosgrove, 1984). Βάσει της εξέλιξης της γεωγραφίας, τη δεκαετία του 1980, το τοπίο εκλαμβάνεται όχι μόνο ως άποψη ενός τόπου αλλά και

ως «τρόπος θέασης» (Cosgrove, 1984), που εμπεριέχει την υποκειμενική, ιδεολογική και ηθική υπόσταση της ανθρώπινης ματιάς (ουμανιστική παράδοση) αλλά και τις κοινωνικό-οικονομικές δομές που διερευνώνται ως προς τις σχέσεις ισχύος, κυριαρχίας και ελέγχου στον χώρο (μαρξιστική παράδοση). Tη δεκαετία του 1990, παρατηρείται η μετάβαση από τις «δομές» στις «σχέσεις» και το τοπίο αποτελεί έναν ολοκληρωμένο τρόπο προσέγγισης των σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και χώρου, αποτελώντας τον καθρέφτη της σχέσης αυτής που χαρακτηρίζονται από ανομοιογένεια, ανομοιότητα, ρευστότητα και επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών (Harvey, 1989, Featherstone, 1991, Soja, 1996, 2001, Rose, 2003) και τοπίο θεωρείται τόσο ο χώρος όσο και η αναπαράσταση/είδωλό του, τόσο το «σημαίνον» όσο και το «σημαινόμενο», τόσο το κάδρο όσο και το περιεχόμενο, τόσο η συσκευασία όσο και το προϊόν εντός της (Hadjimichalis, et al., 2012: 235, Mitchell, 1994). Κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, παρατηρείται μια μετάβαση από την αναπαράσταση μέσω της θεωρίας, στη βιωματική πρακτική μέσω του ανθρώπινου σώματος (π.χ., βίωση μέσω πεζοπορίας, οδήγησης, ποδηλασίας, ανάβασης, κηπουρικής) και από την κυριαρχία του οπτικού στη σημαντικότητα της ολότητας των αισθήσεων μέσω των οποίων βιώνεται το τοπίο (Thrift, 1996, Lorimer, 2005, 2007, Wylie, 2007, Dewsbury et al., 2002). Το τοπίο δεν είναι πλέον «τρόπος θέασης» αλλά «μέσο της ίδιας της θέασης» και μεταβάλλεται από «σκηνικό θέασης» σε «χώρος ζωής», ενώ ο άνθρωπος από «παρατηρητής» γίνεται «συμμετέχων» (Wylie, 2007: 149). Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο (Ν. 3827/2010), «τοπίο» θεωρείται «μία περιοχή, όπως γίνεται αντιληπτή από ανθρώπους, της οποίας ο χαρακτήρας είναι το αποτέλεσμα της δράσης και αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή ανθρώπινων παραγόντων». Το τοπίο εκλαμβάνεται ως πόρος πολυδιάστατης ανάπτυξης και κοινή κληρονομιά που συνδέεται με την ποιότητα ζωής και την ατομική και κοινωνική ευημερία. Η ερμηνεία του τοπίου είναι μεν δύσκολο να περιέχει το στοιχείο της αντικειμενικότητας, ωστόσο μπορεί να περιέχει το στοιχείο της δι-υποκειμενικότητας και σίγουρα περιέχει αυτό της υποκειμενικότητας (Τερκενλή, 1996). Το ελληνικό τοπίο χαρακτηρίζεται από ποικιλία, αλλά και από δυναμικές τάσεις ομοιομορφίας και ομοι-

79


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 80

80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

ογένειας, όπως και τάσεις αταξίας και άναρχης εξάπλωσης (Χατζημιχάλης, 2011, Hadjimichalis, et al., 2012). Κάποια από τα μεγαλύτερα προβλήματά του θεωρούνται η ρύπανση του περιβάλλοντος, οι φυσικές καταστροφές και η έλλειψη επαρκών μέτρων αντιμετώπισής τους, η ερήμωση των αγροτικών περιοχών/ εγκατάλειψη της υπαίθρου, η ανεξέλεγκτη ρίψη απορριμμάτων, η οικοπεδοποίηση λιβαδικών/δασικών εκτάσεων, η άναρχη, ανεξέλεγκτη/εκτός σχεδίου δόμηση, η απουσία σχεδίου χρήσεων γης, η αδυναμία εφαρμογής χωροταξικού σχεδιασμού και η άναρχη τουριστική ανάπτυξη. Η σχέση του Έλληνα με το τοπίο διαγράφεται ελλειμματική, προβληματική και συγκεχυμένη και αυτό αποτελεί ένα πολιτισμικό πρόβλημα, ενώ η διαμόρφωση συνείδησης τοπίου του σύγχρονου Έλληνα, βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο, συγκρινόμενη με αυτή άλλων σύγχρονων κρατών-μελών της Ευρώπης (Παυλής, 2012). Αυτό, μεταξύ άλλων, συνέβη λόγω του ότι η Ελλάδα δεν πέρασε από τη φάση της Αναγέννησης, δεν βίωσε μια ολοκληρωμένη βιομηχανική επανάσταση και κυριαρχεί η δυσδιάστατη μορφή απεικόνισης, που αποτελεί χαρακτηριστικό της ελληνορθόδοξης τέχνης (Terkenli and Pavlis, 2012). Ιδιαίτερα η αστικοποίηση και η ερήμωση της υπαίθρου, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, επέφεραν ανακατανομή του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο και είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον συλλογικό ψυχισμό του σύγχρονου Έλληνα (Δαμιανάκος, 2002, Μπεόπουλος και Παπαδόπουλος, 2008). Έτσι, σήμερα, δεν φαίνεται να υπάρχει ανεπτυγμένη αίσθηση του τοπίου ως κοινού αγαθού. Οι τεχνικές εκθέσεις και η ΜΠΕ της εταιρείας λανθασμένα ανάγουν το τοπίο σε οπτικό σχήμα, θεωρώντας υποκειμενική την άποψη περί όχλησης του τοπίου, κάνοντας λόγο για «μηδενική επιβάρυνση του τοπίου», για «αποκατάσταση τοπίου μετά το πέρας των εργασιών» κ.λπ. Γενικότερα, όπως συμβαίνει σε αρκετές αντίστοιχες επενδύσεις, ο διάλογος μεταξύ αρμοδίων υπηρεσιών, υποψήφιων επενδυτών, τοπικής αυτοδιοίκησης και ευρύτερου κοινού, δεν στηρίζεται στην έννοια του τοπίου, ως παραγώγου των σχέσεων ανθρώπου και χώρου.

4. Οι αρνητικές επιπτώσεις της επένδυσης στο πολυδιάστατο τοπίο των νησιών του Βορείου Αιγαίου Κατ’ αντιστοιχία της παραπάνω εξέλιξης της έννοιας, η βασική κατηγοριοποίηση των διαστάσεων του τοπίου έχει ως εξής: α) φυσικές διαστάσεις β) αναπαραστατικές/αισθητικές διαστάσεις, γ) λειτουργικές/χρηστικές διαστάσεις δ) κοινωνικο-οικονομικές διαστάσεις ε) συμβολικές/αξιακές διαστάσεις, και στ) βιωματικές/εμπειρικές διαστάσεις. Η κατηγοριοποίηση ανταποκρίνεται στην παραπάνω εξέλιξη της έννοιας του τοπίου και σε πρότερα κριτήρια ανάλυσης τοπίων (μορφές, λειτουργίες και αξίες του τοπίου, Terkenli, 2001, κάλυψη γης-μορφές, χρήσεις γης-λειτουργίες, αξίες γης-συμβολισμοί, Terkenli και Kizos, 2002, φυσικά αβιοτικά στοιχεία, φυσικά βιοτικά στοιχεία και πολιτισμικά στοιχεία, Χασανάγιας, 2010: 49, Krause και Kloeppel, 1996). Οι διαστάσεις αυτές έχουν εξίσου φυσικογεωγραφικά και ανθρωπογεωγραφικά χαρακτηριστικά σε διαφορετικές αναλογίες, είναι αλληλοεξαρτώμενες και αλληλοεπηρεαζόμενες και το σύνολό τους συνθέτει τοπία, τα οποία προσλαμβάνονται και ερμηνεύονται διά μέσου του συνόλου των ανθρώπινων αισθήσεων, καθώς το τοπίο υπάρχει μόνο μέσα από τον άνθρωπο. Χρησιμοποιούνται εμπειρικές μέθοδοι ανάλυσης του τοπίου και στοιχεία που συλλέγονται μέσω παρατήρησης (4.1, 4.2), ουμανιστικές μέθοδοι ανάλυσης του τοπίου (4.3) που προσπαθούν να κατανοήσουν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης σκέψης, αντίληψης, συναισθήματος, εμπειρίας, συμπεριφοράς, νοοτροπίας, ανάμνησης, φαντασίας, αισθητικής κ.ά. και στρουκτουραλιστικές μέθοδοι ανάλυσης (4.4) που προσπαθούν να ανάγουν τα αίτια των φαινομένων σε μηχανισμούς, δομές ή λειτουργίες που δεν είναι φανερές με την παρατήρηση. Ακολουθεί μια κριτική ανάλυση των τοπιακών διαστάσεων και μια πρώτη αποτίμηση των αρνητικών επιπτώσεων μιας τέτοιας επένδυσης στο νησιωτικό τοπίο, η οποία οδηγεί σε ορισμένες γενικές διαπιστώσεις, με την επιφύλαξη ότι απαιτείται πολύ περισσότερη εμπειρική επιστημονική έρευνα για την εξαγωγή συμπερασμάτων που να ανταποκρίνονται στο ύψος των απαιτήσεων και στο εύρος των συνεπειών ενός τέτοιου εγχειρήματος. Μια τέτοια ανάλυση μπορεί να προσαρμόζεται και να χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση με-


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 81

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

γάλης κλίμακας επενδύσεων στο τοπίο και, στη συνέχεια, απαιτεί ενδελεχή έρευνα. Για το τοπίο του Βορείου Αιγαίου επιχειρείται μια κριτική ανάλυση έξι του διαστάσεων που εμπεριέχουν στοιχεία και των έξι παραπάνω βασικών κατηγοριοποιήσεων. 4.1 Γεωλογική-γεωμορφολογική διάσταση του τοπίου Μέσω αυτής της διάστασης, που αφορά το έδαφος και το υπέδαφος, αναδεικνύονται οι σχηματισμοί του αναγλύφου (βουνά, θάλασσα, ακρωτήρια, κόλποι, χερσόνησοι, πεδιάδες κ.ά.) και η δομή των γεωλογικών χαρακτηριστικών (π.χ., καρστικά φαινόμενα, γεωθερμικά πεδία). Σε περιπτώσεις τόσο μεγάλων επενδύσεων, χρειάζονται έλεγχοι ευστάθειας και έλεγχοι φέρουσας ικανότητας εδάφους. Επιπλέον, ενδεχομένως να χρειαστούν και άλλα έργα υποδομής για τη σταθεροποίηση πρανών και την αποφυγή κατολισθητικών φαινομένων, τη διαχείριση της απορροής των υδάτων κ.ά. (Τζαφτάνη, 2013, Kωτούλας, 2001), ενώ τίθενται σημαντικά ζητήματα διάβρωσης (Μήτσιος, Πασχαλίδης και Παγανιάς, 1995). Η παρούσα διάσταση του τοπίου επίσης αφορά και την επιρροή του μικροκλίματος (που επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωμορφολογία), το οποίο αποτελεί αβιοτικό παράγοντα διαμόρφωσης της ποικιλίας του τοπίου. Η λειτουργία α/γ δύναται να επηρεάσει το μικροκλίμα της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης και της υγρασίας, και το μέγεθος της επιρροής αυτής εξαρτάται από την κλίμακα της εκάστοτε επένδυσης σε συνδυασμό με την ατμοσφαιρική ροή και

άλλες συνθήκες της εκάστοτε περιοχής και τη χρονική περίοδο (Zhou et al., 2012, 2013, Tabassum-Abbasi et al, 2014, Walsh-Thomas et al., 2012). Αυτό συμβαίνει διότι οι α/γ αναμειγνύουν τα στρώματα θερμού αέρα (που έχει την τάση να ανεβαίνει ψηλότερα) και ψυχρού αέρα, δρώντας ως ανεμιστήρες. Έτσι, το γεγονός αυτό, μεταξύ άλλων, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της θερμοκρασίας του εδάφους. Διαφορές έχουν καταγραφεί κυρίως σε νυχτερινές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Τα μεγάλα α/π δύναται να επηρεάσουν και τη βροχόπτωση (Kaiser et al, 2011, Zeng and Viswanathan, 2012). Τα υπό εγκατάσταση α/π θα μεταβάλλουν τη σύνθεση των εδαφικών σχηματισμών (γεωμορφών) διά της μεγάλης τους χωρικής τους επέκτασης, της κατασκευής χωμάτινων οδών για τις ανάγκες της επένδυσης, των μεγάλων εκσκαφών για καλωδίωση και κατασκευή θεμελίων και της εναπόθεσης μεγάλου όγκου μπαζών, προκαλώντας προβλήματα υποβάθμισης εδαφικών πόρων και διάβρωση του εδάφους. Συγκεκριμένα, θεωρείται πιθανή η διάβρωση του παλαιότερου και του νεότερου οδικού δικτύου από τις βροχοπτώσεις, γεγονός που σε συνδυασμό με το βάρος των οχημάτων μεταφοράς, πιθανότατα θα επιφέρει οικονομικές ζημιές, οι οποίες από μόνες τους θα μπορούσαν και να υπερβούν τα στοιχειώδη ανταποδοτικά οφέλη που προσφέρονται. Οι αεροφωτογραφίες από τις τεχνικές εκθέσεις της εταιρείας, αποτυπώνουν την έκταση της συνολικής επένδυσης (εικόνες 4, 5, 6). Στις εικόνες 7 και 8 ενδεικτικά παρουσιάζεται μια άποψη του αγροτικού δικτύου

Εικόνα 8. Μεταφορά τμήματος ανεμογεννήτριας όχημα βαρέως τύπου Πηγή: http://www.statkraft.com/ Εικόνα 7. Αγροτικό δίκτυο και άποψη κορυφογραμμής από τμήμα υποψήφιου αιολικού πάρκου στη Λέσβο Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

81


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 82

82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

της περιοχής των α/π από τη ΜΠΕ του έργου και μια άποψη μεταφοράς τμήματος μεγάλης α/γ με όχημα βαρέως τύπου της εταιρείας Statkraft. Ως προς το υπέδαφος, στη Λέσβο υπάρχουν πολλά απολιθώματα ιδιαίτερης πολιτισμικής και επιστημονικής αξίας (παγκοσμίου ενδιαφέροντος) στην ευρύτερη περιοχή του Απολιθωμένου Δάσους του Σιγρίου (εικόνα 9, από τη ΜΠΕ του έργου), η οποία καταλαμβάνει το 89% της συνολικής έκτασης των 51 κηρυγμένων Διατηρητέων Μνημείων της Φύσης της Ελλάδας (160/Α/1985) και αποτελεί παγκόσμιο πόλο έλξης τουριστών (Zouros, 2010). Σύμφωνα με γνωμοδότηση του υπεύθυνου φορέα διαχείρισης του μνημείου (αριθ. πρωτ. 1185/10.9.2012), δεν υπάρχει πρόβλεψη των επιπτώσεων του έργου στους απολιθωμένους κορμούς και στους σχετικούς σχηματισμούς του ανάγλυφου, ούτε πρόβλεψη των απαιτούμενων ενεργειών για την προστασία των απολιθωμάτων. Επίσης, στην ευρύτερη περιοχή, συνεχώς ανακαλύπτονται νέοι κορμοί. Θα μπορούσε να προστεθεί ότι το αναφερόμενο βάθος της θεμελίωσης της κάθε α/γ (2,4 μέτρα) δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στις ανάγκες θεμελίωσής της. Παράλληλα, από τον Σεπτέμβριο 2012, ολόκληρη η Λέσβος εντάχθηκε στο παγκόσμιο Δίκτυο Γεωπάρκων της UNESCO. Στη Λήμνο, το έδαφος της περιοχής της Χερσονήσου του Φακού αποτελείται από ηφαιστειακά πετρώματα, όπου έχουν βρεθεί απολιθωμένα δέντρα ηλικίας 17-20 εκατομμυρίων ετών, ενώ απολιθωμένοι κορμοί δέντρων έχουν εντοπισθεί και στον λόφο Παραδείσι, περιοχές που προορίζονται για εγκατάσταση α/π.

(Kosmas, Kirkby and Geeson, 1999, Kosmas, Danalatos, Gerontidis, 2000, Κοσμάς κ.ά., 2008). Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΚΥΑ 99605/3719), που αποτελεί ένα πλαίσιο μέτρων πρόληψης και ανάσχεσης της ερημοποίησης, τα νησιά του Αιγαίου είναι χαρακτηρισμένα ως περιοχές υψηλού κινδύνου. Ειδικότερα, ανάμεσα στις περιοχές υψηλότερου κινδύνου, στις οποίες θα ξεκινήσει πιλοτικά η εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση της ερημοποίησης, βρίσκεται η δυτική Λέσβος «όπου υπάρχουν αρκετά δεδομένα και έχουν διεξαχθεί εντατικές έρευνες για την ερημοποίηση»2 (αριθ. πρωτ. 1557/12-8-2011). Το μικροκλίμα του κάθε νησιού επηρεάζει και την παραγωγή των ιδιαίτερων προϊόντων του. Για παράδειγμα, η δυτική Λέσβος έχει πολύ περιορισμένη φυτική κάλυψη, έχει 45% λιγότερες βροχοπτώσεις από την ανατολική που είναι κατάφυτη προοριζόμενη για κτηνοτροφικές χρήσεις (βοσκοτόπια), και, αντιμετωπίζει προβλήματα διάβρωσης του εδάφους, απειλούμενη, έτσι, με ερημοποίηση (Μπεόπουλος, 2008). Το μικροκλίμα του νότιου τμήματος της Χίου είναι ο παράγοντας που ευνοεί την καλλιέργεια της μαστίχας, η οποία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει σε άλλα μέρη (παρόλο που σχίνοι υπάρχουν σε όλη τη Μεσόγειο), ακόμα και εντός νησιού, λόγω κυρίως, των κλιματολογικών παραγόντων, αλλά και των εδαφικών, όπως και της σύστασης και μορφολογίας του υπεδάφους (Σαββίδης, 2000). Δεν έχει ακόμη αποσαφηνισθεί εάν θα υπάρχουν και ποιες θα είναι οι οποιεσδήποτε επιπτώσεις της επένδυσης στην καλλιέργεια της μαστίχας. 4.2 Οικολογική διάσταση του τοπίου

Εικόνα 9. Όριο Απολιθωμένου Δάσους, Πηγή: ΜΠΕ Υποέργο Λέσβου Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Επιπροσθέτως, η περιοχή της δυτικής Λέσβου έχει διερευνηθεί ως χαρακτηριστική περιοχή ερημοποίησης

Η οικολογική διάσταση του τοπίου έχει να κάνει με τα διάφορα οικοσυστήματα που συνθέτουν τοπία και τη διαχείριση της βιοποικιλότητάς τους. Οι εκτατικές καλλιέργειες των υπό επένδυση περιοχών συμβάλλουν στην οικολογική διαχείριση εδαφών (π.χ., έλεγχος πυρκαγιάς), προσφέρουν ένα μοναδικό αγροτικό τοπίο με αναβαθμίδες και αποτελούν σπουδαίο καταφύγιο βιοποικιλότητας (Αραχωβίτη, 2010, Κίζος, 2005, Μπεόπουλος και Παπαδόπουλος, 2008, Rackham and Moody, 1996/2004, Μπεόπουλος και Σκούρας, 1999). Παραμένει άγνωστος ο τρόπος που θα απομακρυνθούν οι α/γ (π.χ., έπειτα από 20 χρόνια, όταν η τεχνολογία τους έχει εξελιχθεί) και θα αποκατασταθούν η χλωρι-


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 83

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

στική και ζωική βιοποικιλότητα και γενικά το οικοσύστημα, το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και το τοπίο, στην πρότερή τους κατάσταση, μετά τη λήξη της επένδυσης (π.χ., Μπρόφας, 1987, 2000, Μερτζάνης κ.ά., 2004, Εκσίογλου και Στεργιάδου, 2012). Όλα τα α/π της Χίου, το μεγαλύτερο μέρος τους στη Λέσβο και ένα σημαντικό μέρος τους στη Λήμνο προτίθενται να χωροθετηθούν εντός προστατευόμενων περιοχών NATURA: GR4130003-«Βόρεια Χίος», GR4110003-«Δυτική Χερσόνησος-Απολιθωμένο Δάσος» και «έλος Διαπόρι και Χερσόνησος Φακός» GR4110006, όπως δείχνουν οι χάρτες των νησιών στις εικόνες 10, 11 και 12 που αντλήθηκαν από τη ΜΠΕ του έργου. Επίσης, κάποια από αυτά της Λέσβου γειτνιάζουν με τη NATURA περιοχή GR4110004-«Κόλπος Καλλονής και Χερσαία Παράκτια Ζώνη» (έχει χαρακτηριστεί και ως ΖΕΠ ορνιθοπανίδας) ιδιαίτερα πλούσια σε αξιόλογα είδη χλωρίδας και πανίδας (Κακαλής και Γαληνού, 2009β, Bourdakis and Vareltzidou, 2000, Handrinos and Akriotis, 1997).

Εικόνα 11. Θέσεις ανεμογεννητριών και περιοχές Natura 2000 στη Λήμνο Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 10. Θέσεις ανεμογεννητριών και περιοχές Natura 2000 στη Λέσβο Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Οι περιοχές αυτές εντάχθηκαν στο δίκτυο NATURA λόγω της ιδιαίτερης βιολογικής και αισθητικής αξίας τους, με πολλά αξιόλογα είδη φυτών, πτηνών, θηλαστικών και ερπετών, αρκετά από αυτά παγκοσμίως σπάνια, ευπαθή, κινδυνεύοντα και προστατευόμενα. Ανάμεσά τους ο μαυροπετρίτης, του οποίου το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαράγεται στη χώρα μας και το σμυρνοτσίχλονο, που μεταναστεύει το καλοκαίρι στην Ελλάδα και φωλιάζει μόνο στη Λέσβο, τη Χίο και τη Σκύρο και μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού

Εικόνα 12. Θέσεις ανεμογεννητριών και περιοχές Natura 2000 στη Χίο Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

πληθυσμού αναπαράγεται σχεδόν αποκλειστικά στη Λέσβο (Λεγάκις και Μαραγκού, 2009, Βάση Δεδομένων «Φιλότης»-ΕΜΠ, 2011, Κακαλής και Γαληνού

83


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 84

84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

2009α, Μπουρδάκης, 2005, Handrinos and Akriotis 1997, Κακαλής, 2009). Η εγκατάσταση και λειτουργία α/γ επηρεάζουν πουλιά και νυχτερίδες, όχι απλώς και μόνο στο πέρασμά τους, αλλά στη μετανάστευση, στις κατοικίες και στην αναπαραγωγή τους (Lehnert et al., 2014, Hayes, 2013, Carrete et al., 2012, Dahl et al., 2012), και ειδικά τα σπάνια και κινδυνεύοντα είδη, με μεγαλύτερο άνοιγμα φτερών και μικρότερους ρυθμούς αναπαραγωγής (Furness et al., 2013, Carrete et al., 2010), ενώ η καταγραφή όλων αυτών των περιστατικών δεν μπορεί να είναι πλήρης, κάτι που ενδεχομένως, σε κάποιες περιπτώσεις, να υποβαθμίζει τον κίνδυνο (Pearce-Higgins et al., 2012). Οι α/γ του έργου ενδέχεται να επηρεάσουν τη μεταναστευτική όσο και την καθημερινή πορεία ορισμένων ειδών πτηνών, ειδικά στη Χίο και τη Λέσβο, όπως δείχνει η εικόνα 13 της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. Κατά τη διάρκεια εγκατάστασης υπόγειων υποβρύχιων καλωδιώσεων προς δημιουργία της υποβρύχιας γραμμής διασύνδεσης (π.χ., στη θέση Κάμπος της Δ.Ε. Ερεσού-Αντίσσης που είναι εντός της περιοχής

Εικόνα 14. Τα σημεία προσαιγιάλωσης στη Λέσβο Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 15. Φωτογραφία από το σημείο προσαιγιάλωσης στην παραλία Κάμπος της Λέσβου Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

Εικόνα 13. Μεταναστευτικοί διάδρομοι πτηνών στην Ελλάδα Πηγή: Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, 2013

NATURA και αποτυπώνεται στις εικόνες 14, 15, 16 που προέρχονται από τη ΜΠΕ του έργου) όπου θα διεξαχθεί θαλάσσια μεταφορά εξοπλισμού, υπάρχουν δει-

νές προοπτικές όχλησης και πιθανής καταστροφής οικοσυστημάτων και οικοφωλεών αρκετών αμφιβίων ειδών. Η Ορνιθολογική Εταιρεία και η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού με το υπ’ αριθ. 12/196/18.7.2012 έγγραφό τους συνοδευόμενο από αναλυτικό υπόμνημα (Κακαλής, Καστρίτης και Κορμπέτη, 2012) χαρακτηρίζουν τις Ειδικές Ορνιθολογικές Μελέτες και τη ΜΠΕ του έργου ως ελλιπείς, αναφέροντας ότι υποεκτιμάνε τη σημαντικότητα των περιοχών για τη βιοποικιλότητα και τις επιπτώσεις του


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 85

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

Εικόνα 16. Αναπαράσταση Google Earth από το σημείο προσαιγιάλωσης στην παραλία Κάμπος της Λέσβου Πηγή: ΜΠΕ έργου «Αιγαία Ζεύξη», Ρόκας Αιολική

έργου στην ορνιθοπανίδα και την οικολογική ακεραιότητα των περιοχών Ζωνών Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ). Βάσει των παραπάνω χαρακτηριστικών της προτεινόμενης επένδυσης, δεν διασφαλίζεται η διατήρηση του προστατευτέου αντικειμένου της περιοχής (άρθρ. 5, παρ. 8 του Ν. 3937/2011 που αφορά τη διατήρηση βιοποικιλότητας). 4.3 Οπτική-αισθητική διάσταση του τοπίου Το τοπίο ως εικόνα, θέαμα ή/και παράσταση, ‒υλική, φανταστική ή συμβολική‒ δημιουργείται στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Μέσα από τη σχέση τοπίου και παρατηρητή, το άτομο επανατοποθετείται σε ένα επαναπροσδιοριζόμενο κόσμο, τόσο υλικό όσο και συμβολικό, τόσο υποκειμενικό όσο και αντικειμενικό (Τερκενλή, 2005). Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της διάστασης είναι ο χαρακτήρας, τα χαρακτηριστικά και η κλίμακα του τοπίου. O χαρακτήρας προκύπτει από τους συνδυασμούς διαφορετικών συστατικών του που παρέχουν στον άνθρωπο μια «αίσθηση του τόπου» (sense of place) και κάνουν ένα τοπίο διαφορετικό από ένα άλλο (Swanwick, 2002). Χαρακτηριστικά του τοπίου είναι οι αναβαθμίδες (Rackham and Moody, 1996/2004), οι φυτοφράκτες (Μπεόπουλος, 2010), οι περιφράξεις (πέτρινες, φυτικές), τα μονοπάτια, τα πέτρινα κτίσματα, τα οποία έχουν μεγάλη οικολογική και πολιτισμική αξία, αλλά φθίνουν και χάνονται, πράγμα που φαίνεται ειδικά στις πέτρινες κατασκευές, η συντήρηση των οποίων απαιτεί συγκεκριμένη τεχνογνωσία και ανάλογη ικανότητα, δύσκολα να βρεθούν στις μέρες μας (Kizos and Koulouri, 2006). Η κλίμακα του τοπίου

δίνει τη δυνατότητα μετάβασης από αντικείμενα μικρότερου μεγέθους σε αντικείμενα μεγαλύτερου και διευκολύνει την κατανόηση του γεωγραφικού περιβάλλοντος (Τερκενλή, 1996: 100). Η ύπαρξη κλίμακας καταργεί την προσέγγιση «ένα μέγεθος ταιριάζει παντού» (“one size fits all”) και καθορίζει την ικανότητα μιας περιοχής που θα φιλοξενήσει α/π, τόσο οριζόντια όσον αφορά στην έκταση, όσο και κάθετα όσον αφορά στο ύψος των α/γ. Η εύρεση κατάλληλης κλίμακας γίνεται με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά του εκάστοτε τοπίου. Για παράδειγμα, ένα ανάγλυφο που χαρακτηρίζεται από μικρά σπίτια ή αγροτόσπιτα, δάση πεύκης, χαμηλές περιφράξεις, μικρούς λόφους κ.λπ. δεν συνάδει με τοποθέτηση α/γ μεγαλύτερων των 100 μ., κάτι που, αν λάμβανε χώρα, θα αναπαριστούσε μια ετερόκλητη σχέση, ανορθολογική από πολλές απόψεις (Scottish Natural Heritage, 2009). Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση κάποιων οδηγιών ορθής τοποθέτησης των α/γ στον χώρο που εμπεριέχεται στην αναφορά «Τοπίο και Ανεμογεννήτριες» (Council of Europe, 2011) που εκδόθηκε στο πλαίσιο της 6ης σύσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το τοπίο στο Στρασβούργο (διάγραμμα 2). Τα παραπάνω κυρίαρχα στοιχεία του τοπίου, επιπλέον του προσδίδουν αισθητική αξία που έχει να κάνει με την αναζήτηση, ενσάρκωση και απόλαυση ποιοτήτων του (π.χ., θέα, ομορφιά, αρμονία, γαλήνη, ιερότητα, αλλά και σύνδεση με γεγονότα), που οδηγούν στην αναβάθμιση της ανθρώπινης ποιότητας ζωής. Για να εκδηλωθεί, πρέπει ο παρατηρητής του τοπίου να υπερβεί τους πρακτικούς δεσμούς που τον συνδέουν με τα αντικείμενα της καθημερινότητας, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με αυτά, πέραν της λειτουργικής τους ωφελιμότητας. Ωστόσο, επηρεάζεται και από χρηστικά στοιχεία που καθιστούν ένα τοπίο ελκυστικό ή αποκρουστικό. Ο παράγοντας της αισθητικής επιδρά στον ανθρώπινο ψυχισμό, παίζοντας κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της αντίληψης του τοπίου (Knudsen et al., 2008: 16). Υπάρχουν υποκειμενικά, αλλά και δι-υποκειμενικά (δηλαδή κοινά για ένα ευρύτερο σύνολο) κριτήρια αισθητικής (Adorno, 1970/2000). Τα υποκειμενικά κριτήρια βασίζονται στη βιολογία και την προσωπικότητα του ατόμου, ενώ τα δι-υποκειμενικά στους ηθικούς, συμπεριφορικούς, αντιληπτικούς και σημειολογικούς κώδικες και στη συλλογική πολιτισμική εμπειρία της ομάδας.

85


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 86

86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

σαφώς, θα επηρεάσουν ευρύτερα οικοσυστήματα, αφού αναπόφευκτα θα επηρεαστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Τα παραπάνω θα έχουν αρνητικό αντίκτυπο και στην αισθητική αξία του τοπίου, ιδιαίτερα σε προστατευόμενες περιοχές ΝATURA, αλλά και σε χαρακτηρισμένα Τοπία Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους (π.χ., η νήσος Λήμνος, ΦΕΚ 1278/2000, αριθ. ΔΠΑ/10081). Το μεγαλύτερο μέρος των νησιών του Βορείου Αιγαίου ανήκει στην κατηγορία «ειδικά τοπία» (special landscapes) που αναφέρεται στην αναφορά «Τοπίο και Ανεμογεννήτριες» (Council of Europe, 2011) και πρέπει να λάβουν ειδικής προσοχής. 4.4 Κοινωνικο-οικονομική διάσταση του τοπίου

Διάγραμμα 2. Παραδείγματα προτεινόμενων τρόπων τοποθέτησης ανεμογεννητριών α) κατά μήκος ενός γραμμικού δομικού στοιχείου (π.χ. ενός δρόμου), β) σε ένα λόφο (η κλίμακα πρέπει να διατηρείται), γ) σε περιοχές ανομοιογενούς μορφολογίας, όπου πρέπει να ακολουθείται το ανάγλυφο του εδάφους, δ) κατά αναλογία με τις κορυφές και ε) σε μια κορυφή ενός οροπεδίου. Πηγή: Council of Europe, 2011

Στην προκειμένη περίπτωση της «Αιγαίας Ζεύξης», προβλέπονται μεταβολές στις μορφές των εδαφικών σχηματισμών οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν τη σχέση του ανθρώπου με τον χώρο και την ίδια την αντίληψη του για το τοπίο του. Συνεπώς, η μορφή, το σχήμα, το χρώμα, η γραμμή και η υφή των νησιωτικών τοπίων του Βορείου Αιγαίου σε σχέση με τη μεγάλη κλίμακα της επένδυσης που έγκειται στο μέγεθος, τον αριθμό και τη συγκέντρωση των α/γ, την έκταση των α/π και τις αποστάσεις μεταξύ τους, σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανάγκες μαζικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς εξαγωγή, επηρεάζουν την ένταξη και ενσωμάτωση τέτοιων επενδύσεων στο τοπίο. Οι μεγάλες α/γ μπορούν εύκολα να κυριαρχήσουν σε κάποια τοπία, βοηθώντας στη μεταβολή του χαρακτήρα τους. Πέρα από τον χαρακτήρα, τα δεκάδες εκτεταμένα α/π,

Tο τοπίο μπορεί να γίνεται όλο και περισσότερο προϊόν κατανάλωσης (π.χ., συμβόλων, ιδεών, ιδεολογικών αξιών, ειδυλλίων), αλλά η βαθύτερη κατανόησή του απαιτεί διερεύνηση των διαδικασιών παραγωγής του, καθώς δεν συντίθεται απλώς από φυσικά/υλικά προϊόντα, αλλά επιπλέον από κοινωνικά και οικονομικά, τα οποία αποκτούν συμβολική αξία (Wylie, 2007, Mitchell, 2003). Μέσα από το τοπίο συναντάμε τις διαφορετικές πτυχές που συνθέτουν την πολιτισμική ταυτότητα ενός λαού (Τερκενλή, 1996). Οι μεταβαλλόμενες σχέσεις ισχύος, κυριαρχίας και ελέγχου, επηρεάζουν ή κατευθύνουν την παραγωγή και την κατανάλωση του τοπίου. Ένα ομογενοποιημένο βιομηχανικό τοπίο αναρίθμητων α/γ (ΒΑΠΕ) παράγεται και καταναλώνεται ως προϊόν και υπηρεσία της αιολικής βιομηχανίας. Σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων με την τοπική τουριστική βιομηχανία, η οποία, με τη βοήθεια μύθων, εικόνων, συμβόλων, ιστοριών, ιδεολογιών, κ.λπ., επίσης κατασκευάζει ή/και διαχειρίζεται τοπία. Πέραν τούτου, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επιστροφής στην ύπαιθρο για λόγους κατοικίας ή αναψυχής ή επιχειρηματικότητας (Σχίζας, 2009, Καραλέτσου-Πασιά, 2009, Σπιλάνης και Βαγιάννη, 2009, Αραχωβίτη, 2010, Λαμπριανίδης, 2005, Λαμπριανίδης και Μπέλλα, 2004), ειδικά μετά την κρίση, που είναι πιο έντονη στις αστικές περιοχές και παρατηρείται μια «αντίστροφη κινητικότητα» προς την ύπαιθρο, δημιουργώντας προϋποθέσεις ανάπτυξης (Κασίμης και Ζωγραφάκης, 2014). Δεδομένου ότι οι ΒΑΠΕ εγκαθίστανται κυρίως σε δημόσια γη, ο Χατζημιχάλης (2014: 115), κάνει λόγο για υφαρπαγή


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 87

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

δημόσιας γης «από επιδοτούμενες κερδοσκοπικές επενδύσεις με περιορισμένη συμβολή στην τοπική/περιφερειακή ανάπτυξη» και για «έμμεση υφαρπαγή διατροφικών πόρων από τη μετατροπή της καλλιεργήσιμης γης σε βιομηχανική» (2014: 118). Αν ανάλογες fast track επενδύσεις λάβουν χώρα σε νησιωτικά τοπία και δη σε αυτό του Βορείου Αιγαίου, ενδέχεται η βιομηχανική να υπερισχύσει των άλλων του διαστάσεων και αναμένεται η αιολική βιομηχανία να παρεμβαίνει και να διαχειρίζεται ένα σημαντικό κομμάτι του νησιωτικού τοπίου, βάσει της προσφοράς και της ζήτησης ενέργειας, προσαρμόζοντας τη νησιωτική πραγματικότητα σε μια καπιταλιστική αναγκαιότητα. Τα νέα υπερμεγέθη τοπιακά σύμβολα θα επικοινωνούν ανάλογα μηνύματα σε βάρος των τοπικών φυσικών και πολιτισμικών συστημάτων. Η επένδυση αναμένεται να έχει επίδραση στους παραγωγικούς τομείς της αιγαιοπελαγίτικης οικονομίας (γεωργία και κτηνοτροφία), εφόσον θα επέλθουν αλλαγές στη μορφή, τις λειτουργίες και τη διαχείριση των οικοσυστημάτων που πιθανότατα θα οδηγήσουν σε μετεγκατάσταση κάποιων κτηνοτροφικών μονάδων και ενδεχομένως να έχουν διάφορες άλλες αρνητικές επιπτώσεις σε τοπικά προϊόντα-διατροφικούς πόρους (π.χ., στη μελισσοκομία της Λήμνου). Απαιτείται αναλυτικότερη αποτίμηση του μεγέθους των σχετικών επιπτώσεων. Οι Τρούμπης κ.ά. (2012), στη γνωμοδότησή τους για τις ΑΠΕ της Λήμνου, εκτιμούν ότι η παραγόμενη ισχύς των α/π αναμένεται να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού, χαρακτηρίζοντας ανεπαρκή τα αντισταθμιστικά οφέλη σε σχέση µε την κλίμακα του έργου και τις συνέπειές του στην τοπική οικονομία, αφού αυτά είναι τα ελάχιστα προβλεπόμενα από τον νόμο και αφορούν περιορισμένο τμήμα του εντόπιου πληθυσμού, και όχι το σύνολό του. Συνεπώς, στόχος φαίνεται να είναι η επαύξηση του οικονομικού κέρδους της εταιρείας διαχείρισης του έργου, με το λιγότερο δυνατό κόστος. Ως προς τις νέες θέσεις απασχόλησης που προτείνονται από την εταιρεία, αυτές είναι λίγες συγκριτικά με το μέγεθος του έργου (κάλυψη καταναλωτικών αναγκών ενέργειας του 14% του συνόλου των ελληνικών νοικοκυριών), και σε τοπικό επίπεδο φαίνεται να αφορούν ελάχιστες θέσεις, κυρίως ανειδίκευτων εργατών (π.χ., φύλακες, καθαρίστριες), αφού για τη συντήρηση των μηχανημάτων θα απαιτηθούν, κατά πάσα πιθανότητα, τεχνικοί της κατασκευάστριας εταιρείας, με εξειδικευμένες

γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός περί δημιουργίας μόνιμων θέσεων απασχόλησης προς τόνωση της τοπικής αγοράς εργασίας είναι ανακριβής. Επιπροσθέτως, όπως αναγράφεται στο 12/10/2012 έγγραφο της ΡΑΕ προς την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, οι δαπάνες ενεργειακής διασύνδεσης των νησιωτικών δικτύων θα ανακτηθούν «μέσω της επιβολής τελών χρήσης Συστήματος και Δικτύου στους καταναλωτές της επικράτειας». Παράλληλα, λόγω έλλειψης κτηματολογίου, οι δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις όπου θα φιλοξενηθούν τα α/π κατά τεκμήριο ανήκουν στο Δημόσιο (σε αντίθετη περίπτωση οι ιδιώτες πρέπει να προσφύγουν στην αργή ελληνική δικαιοσύνη), με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ο οικοτουρισμός (παρατήρηση πουλιών, τουρισμός φύσης και άγριας ζωής), ο οποίος ήδη αποφέρει σημαντικό ‒οικονομικό και όχι μόνο‒ κέδρος στα νησιά του Βορείου Αιγαίου και ειδικά στη Λέσβο, στηρίζοντας σταθερά την τοπική οικονομία (Σπιλάνης, κ.ά., 2005), φαίνεται ότι μπορεί να πληγεί σημαντικά από την επένδυση, λόγω των ενδεχομένων επιπτώσεων των α/π στην πλούσια πανίδα και χλωρίδα του νησιού (βλ. οικολογική διάσταση του τοπίου), πράγμα που δήλωσε και ο περίφημος παρατηρητής πουλιών Steve Dudley, συγγραφέας του Lesvos Birds (Οδηγός παρατήρησης πτηνών της Λέσβου) και ιδιοκτήτης του Lesvosbirding. com (πίνακας 1). Εν γένει, υπάρχει η περίπτωση να καταστεί δυσκολότερη ή ακόμα και απαγορευτική, η περαιτέρω διάδοση εναλλακτικών μορφών τουρισμού (που, σε πολλές περιπτώσεις, αλληλο-εξαρτώνται μεταξύ τους) που απαιτούν ακέραιους και αξιοποιημένους φυσικούς και πολιτισμικούς πόρους. Όχι τυχαία, οι Τρούμπης, κ.ά. (2012) δεν εστιάζουν στις επιπτώσεις του έργου, αλλά ισχυρίζονται ότι «το σημαντικότερο πρόβλημα έγκειται στο ότι η επένδυση θα οδηγήσει στη δραστική μετακίνηση του νησιού από το σημερινό παραγωγικό χαρακτήρα σε ενεργειακό πόλο, βιομηχανικής κλίμακας». 4.5 Ιστορική-εθνική διάσταση του τοπίου Το τοπίο συντίθεται όχι μόνο μέσα από τις σύγχρονες λειτουργίες του, αλλά και μέσα από τις παλαιότερες, λειτουργώντας ως παλίμψηστο (Bender, 1993, Crang, 1998, Muir, 1999, Rackham and Moody, 2012). Αποτελεί πλούσιο ιστορικό αρχείο, τεκμήριο εποχής, μωσαϊκό, αλλά και ταυτοχρόνως μαρτυρία εξέλιξης της

87


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 88

88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

ιστορικής/πολιτισμικής πορείας ενός κοινωνικού συνόλου. Τα τοπία, ως συμβολικά πεδία εθνικής ιστορίας εκφράζουν και ενσαρκώνουν την αίσθηση του «ανήκειν», διεκδικώντας και διατηρώντας σημαντικές μνήμες, συνδέοντας ιστορία και γεωγραφία, μέσω μύθων, θρύλων και αναμνήσεων (Hayrymen, 1998, Soovali et al., 2003, Schama, 1995, Olwig, 1993). H εθνική ταυτότητα του τοπίου δεν παραμένει σταθερή, αλλά αλλάζει, αναδιοργανώνεται και ανακατασκευάζεται, στο πλαίσιο της γεωγραφικής του διαφοροποίησης, της λειτουργικής του ιδιαιτερότητας ή/και της μοναδικής συμβολικής του αξίας (Terkenli, 2001: 202). Σε αυτήν την περίπτωση, «εάν το παρελθόν μεταμορφώνει το παρόν, βοηθώντας στην κατασκευή του, τότε και το παρόν κατασκευάζει το παρελθόν» (Massey, 1995: 187). Σύμφωνα με τον Meinig (1979: 164): «Κάθε ώριμο έθνος έχει τα συμβολικά του τοπία [...] που αποτελούν κομμάτι της συλλογικής σειράς ιδεών, μνήμης και αισθημάτων, που δένουν τους ανθρώπους μαζί». Η Τερκενλή (2010: 45) αναφέρει ότι η δόμηση κρατών-εθνών ως φαντασιακών κοινοτήτων στηρίζεται στο τοπίο και σημειώνει «το τοπίο αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνιστώσες της ιδεολογικής βάσης δόμησης των εθνοτήτων». Μέρος του τοπίου, που αφορά τη συγκεκριμένη επένδυση, ενδέχεται να πάψει να λειτουργεί ως παλίμψηστο, αφού κάποιες ανεξερεύνητες αρχαιολογικές θέσεις κινδυνεύουν να πληγούν ή/και θα χαθούν λόγω της βίαιης αναμόρφωσής του με διανοίξεις δρόμων, εκσκαφές θεμελίων κ.λπ. Όσον αφορά τη Χίο, υπάρχουν περιοχές όπως το οροπέδιο του Αίπους (θέσεις Ρημόκαστρο, Αστυφιδόλακκος, Καμπούρη Γύρισμα, Εβριακή), η θέση Φλώρι (όπου υπάρχει και σπήλαιο), οι Μπαμπακιές, κ.ά., οι οποίες είναι διάσπαρτες από λιθοσωρούς και εκτεταμένες ξερολιθιές που μαρτυρούν κατοίκηση ή/και εκμετάλλευση της γης από την αρχαιότητα (Ζερβούδης, 2008). Παράλληλα, κάποιες από τις περιοχές αυτές, όπως το οροπέδιο του Αίπους (βλ. Μνημείο Ηρώων της Μάχης του Αίπους, 15-111912), αποτελούν περιοχές ιδιαίτερης ιστορικής-εθνικής σημασίας και αξίας. Το ίδιο ισχύει και για τις ευρύτερες περιοχές της Αρχαίας Άντισσας και της Ερεσού της Λέσβου (Αξιώτης, 1992), της Αγίας Σοφίας και της Φισίνης της Λήμνου, όπου έχουν εντοπισθεί μεσαιωνικές εγκαταστάσεις (Παρθενόμτος και Αγιομάρνος). Οι νησιώτες του Βορείου Αιγαίου βλέπουν τον εαυτό τους, την ταυτότητα και την κοινωνία τους, όπως αυτά αντανακλώνται στα τοπία τους, τα οποία αποτυ-

πώνουν τη φύση και ποιότητα των επιλογών τους, εκφράζοντας και αποκαλύπτοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία των πολιτισμικών τους συστημάτων. Αν οι άνθρωποι αυτοί πάψουν να βλέπουν τον εαυτό τους στα τοπία τους, διατρέχουν τον κίνδυνο, να εγκαταλείψουν/απορρίψουν τα συγκεκριμένα τοπία και να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό, την κοινωνία και την ταυτότητά τους μέσα από τον (νέο) καθρέφτη των τοπίων που θα τους προσφέρει ο κάθε επενδυτής που λειτουργεί βάσει των επιταγών της αγοράς. 4.6 Βιωματική διάσταση του τοπίου Η τοπιακή εμπειρία δεν έχει να κάνει μόνο με την όραση, αλλά και με την αφή, την όσφρηση, τη γεύση και την ακοή (Bourassa, 1991). Ακόμη και η προστασία της θέας και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς πρέπει πλέον να λαμβάνει υπόψη και τα ακούσματα ενός τόπου. Έχει διαπιστωθεί ότι επενδύσεις μαζικής εγκατάστασης α/π μπορούν να προκαλέσουν σημαντική ακουστική όχληση, απώλεια ύπνου και διαφόρων ειδών ψυχολογικές επιβαρύνσεις (Tabassum-Abbasi et al, 2014, Bakker et al, 2012). Με τον ίδιο τρόπο, πέρα από τον «ακουστικό χάρτη», υπάρχει και ο «οσμητικός χάρτης» μιας περιοχής (όμορφα αρώματα από γειτονιές με λουλούδια, χαρακτηριστικές οσμές φαγητού από ψαροταβέρνες ή άσχημες οσμές από προβληματικά συστήματα αποχέτευσης, από χοιροστάσια, από πυρηνελαιουργεία, κ.λπ.), ο «απτικός χάρτης» των ποικίλων υποστρώσεων του δαπέδου της πόλης (καλντερίμια, πλακόστρωτα, μαρμάρινες πλάκες, χωματόδρομοι κ.λπ.), «ο γευστικός χάρτης» (ή γαστρονομικός χάρτης), που ενσωματώνει την παράδοση, την τεχνική, την ιδιαιτερότητα, την ταυτότητα και τις διάφορες διαστάσεις της κουλτούρας μιας περιοχής (Στεφάνου και Στεφάνου, 2005: 244-247, Κοβάνη και Αβδελλίδη, 2002, Στεφάνου και Βασιλαρά, 2001). Στην προκειμένη περίπτωση, η συνεχής έκθεση στον ήχο των 50 Hz της κάθε μιας α/γ ενδέχεται να προκαλέσει ακουστική όχληση και υποβάθμιση του τοπίου, καθώς και προβλήματα για την ανθρώπινη υγεία. Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και κατά το στάδιο κατασκευής των α/π. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, πρέπει να εκπονηθεί και ειδική μελέτη ακουστικής όχλησης για την επένδυση, που να λαμβάνει υπόψη τη συχνότητα/ ένταση του παραγόμενου ήχου και τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο και στο τοπίο. Ομοίως, από τις αλλαγές


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 89

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

στο τοπίο πρόκειται να επηρεαστούν και τα δίκτυα περιπατητικών διαδρομών που υπάρχουν σε κάθε νησί (π.χ., τα Μονοπάτια του Ροδόδεντρου, της Ξερολιθιάς και της Λάβας στην Καλλονή και στην Ερεσό-Άντισσα, οι πεζοπορικές διαδρομές Σιδερούντα-Ρετσινάδικα, Φλώρι-Σπήλαιο, Ψαρός-Ευαγγελίστρια-Αη Γιώργης Κρασάς, Άγιος Γιάννης-Άγιο Γάλα, στην Ομηρούπολη, στα Καρδάμυλα και στην Αμανή της Χίου) και που αποτελούν εστίες ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού, όπως ο αγροτουρισμός και o οικοτουρισμός, αλλά και εστίες αγροτικής αναψυχής. Τα τελευταία χρόνια, στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, αναπτύσσονται αρκετές νέες δραστηριότητες στην ύπαιθρο και στο βουνό (π.χ., συχνή χρήση δικτύου περιπατητικών διαδρομών από ορειβατικούς συλλόγους, ανάβαση-κατάβαση βράχων, ορεινή ποδηλασία, τζιπ-σαφάρι κ.ά.) σε συνδυασμό με παλαιότερες (π.χ., κυνήγι, αγροτικές εργασίες). Παράλληλα, μέσω της σύγχρονης τάσης «κοντά στη φύση» και «επιστροφής στην ύπαιθρο», μπορούν να αναπτυχθούν μια σειρά από αναψυχικές/τουριστικές, αλλά και ερευνητικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες που δίνουν νέες ευκαιρίες ανάπτυξης περισσότερων βιωματικών σχέσεων με το τοπίο και αναβάθμισης ποιότητας ζωής και καλλιεργούν ζήτηση νέων προϊόντων και υπηρεσιών (π.χ., οικομουσεία). Τα παραπάνω ενδέχεται να παρεμποδιστούν από την εν λόγω επένδυση.

5. Συμμετοχή του κοινού και δημόσια διαβούλευση Μία πολύ σημαντική παράμετρος του θέματος είναι η δημόσια διαβούλευση (που προάγεται και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο), στην οποία θα πρέπει να υπάρχει πολύπλευρη και επαρκής πληροφόρηση του κοινού, τόσο για τα οφέλη όσο και για τις αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας επένδυσης, αλλά και γενικότερα για το τοπίο, την κλίμακα, τα χαρακτηριστικά, τις λειτουργίες και τις αξίες του. Στην προκειμένη περίπτωση της «Αιγαίας Ζεύξης», δεν διοργανώθηκαν από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, οι απαραίτητες παρουσιάσεις του συνόλου των στοιχείων που αφορούν το συγκεκριμένο έργο, πέρα από κάποιες ενημερωτικές συναντήσεις δίχως, όμως, τη συμμετοχή φορέων που έχουν γνωματεύσει αρνητικά για αυτό. Από τα στοιχεία (που παρουσιάζονται στον πίνακα 1 και που

έχουν δημοσιοποιηθεί στην ιστοσελίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, http: //www.pvaigaiou.gov.gr /web/guest/publicity/windfarms) και τις αποφάσεις που αφορούν την επένδυση προκύπτει ότι η πλειονότητα των επιστημονικών φορέων, θεσμικών παραγόντων και συλλογικοτήτων του ευρύτερου κοινού φαίνεται να γνωμοδοτεί αρνητικά για το έργο (ΟΤΑ, τοπικοί φορείς, επιστημονικοί φορείς, περιβαλλοντικοί, αθλητικοί, κυνηγετικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι, ενώσεις εργαζομένων, αλλά και επιστήμονες και πολίτες)3. Οι κυριότερες ενστάσεις τους ήταν ως προς: 1) Τη μεγάλη κλίμακα της επένδυσης (μεγάλο μέγεθος, συγκέντρωση και έκταση των α/γ) σε σχέση με την κλίμακα και τη φέρουσα ικανότητα του τοπίου των νησιών του Βορείου Αιγαίου, 2) την υποθαλάσσια διασύνδεση των νησιών του Βορείου Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα, η οποία δεν έχει ακόμα προχωρήσει, ούτε φαίνεται να έχει συμπεριληφθεί στον προγραμματισμό του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας για το 2014-20234), 3) τις επιπτώσεις στην ορνιθοπανίδα, στα απολιθώματα και σε περιοχές NATURA 20005 (όπου προβλέπεται ειδική επιστημονική μελέτη εγκατάστασης όταν πρόκειται για α/π), 4) τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στον προσοδοφόρο οικοτουρισμό, ειδικά για τη Λέσβο, 5) την αλλαγή της αναπτυξιακής κατεύθυνσης των νησιών που είναι ήπιας μορφής και προβλέπει αειφόρο διαχείριση των φυσικών και ανθρωπογενών πόρων και συνδυαστική αξιοποίηση των δυνατοτήτων και ευκαιριών της γεωργίας-κτηνοτροφίας, βιοτεχνίας, ενέργειας και τουρισμού, 6) την ελλιπή ενημέρωση και τις ανεπαρκείς υποδομές για τη συμμετοχή του κοινού από την αρχή της διαδικασίας, 7) τις λίγες θέσεις εργασίας, και 8) τα ανεπαρκή αντισταθμιστικά οφέλη που προσφέρονται. Όπως παρατηρεί η Roe (2012), σε κάποιες περιπτώσεις η επιθυμία του κοινού να διατηρήσει το τοπίο δεν έχει να κάνει τόσο με την αισθητική, αλλά με την αντίληψη ότι το τοπίο εμπεριέχει μια σειρά από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αξίες που απαιτούν πολλά χρόνια για να οικοδομηθούν και τη συναίσθηση ότι πρέπει να διαφυλαχτούν οι ποιότητες του το-

89


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 90

90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

πίου, όπως είναι ο χαρακτήρας, η ταυτότητα και η κληρονομιά. 6. Συμπεράσματα

Παραπάνω παρουσιάστηκαν οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις μιας τέτοιας επένδυσης στο πολυδιάστατο νησιωτικό τοπίο του Βορείου Αιγαίου, οι οποίες είναι αλληλεξαρτώμενες και αλληλοεπηρεαζόμενες.

Πίνακας 1. Αρνητικές και θετικές γνωμοδοτήσεις για το έργο «Αιγαία Ζεύξη» Πηγή: Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, 2012 http://www.pvaigaiou.gov.gr/web/guest/publicity/windfarms


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 91

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

Σε περιπτώσεις εγκατάστασης α/π, υπάρχουν τρία βασικά σενάρια: Σενάριο 1. Προτεραιότητα στη μέγιστη δυνατή εγκατάσταση α/π, δεχόμενοι ένα σημαντικό βαθμό απώλειας τοπίου. Σενάριο 2. Ισορροπία μεταξύ τοπίου και εγκατάστασης α/π, προσπαθώντας να ενσωματωθεί το μέγεθος και η ποσότητα των α/γ στην κλίμακα του τοπίου. Σενάριο 3. Προτεραιότητα στη διαφύλαξη του τοπίου, μη δεχόμενοι νέα εγκατάσταση επίγειων α/π και ανάλογες παρεμβάσεις. Συνήθως σε περιπτώσεις νησιωτικών ή άλλων ευαίσθητων τοπίων, προτείνεται το δεύτερο ή το τρίτο σενάριο, αναλόγως του κορεσμού τους. Ειδικότερα, στην περίπτωση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, προτείνεται το δεύτερο σενάριο. Η όποια εκμετάλλευση φυσικών πόρων θα πρέπει να γίνεται με ορθολογικό τρόπο, ώστε να μην οδηγήσει σε καταστροφή πολύτιμων φυσικών και πολιτισμικών πόρων στους οποίους βασίζονται τα νησιά για την ανάπτυξή τους. Εφόσον λυθεί το ζήτημα της ενεργειακής διασύνδεσης (όπως προβλέπει το άρθρ. 8, παρ. 1 του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ), η εν λόγω επένδυση, αλλά και κάθε επένδυση ίδιας φύσεως, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή με δραστική μείωση του αριθμού και του μεγέθους των α/γ, οι οποίες θα πρέπει να χωροθετηθούν ορθά (βάσει ολοκληρωμένου χωροταξικού σχεδιασμού) και να ενσωματωθούν αρμονικά στο τοπίο, αφότου πραγματοποιηθεί η πρέπουσα δημόσια διαβούλευση (85/337/EΟΚ, σύμβαση Aarhus). Εν γένει, βάσει της παραπάνω ανάλυσης, θα μπορούσε να εξετασθεί η ανάγκη επικαιροποίησης του Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τις ΑΠΕ, ώστε να λαμβάνει υπόψη την ποικιλία μεγεθών των α/γ, την ανάγκη προσμέτρησης και ποιοτικών κριτηρίων ένταξης α/γ στο τοπίο, τη σύγχρονη έννοια του τοπίου, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο (Ν. 3827/2010) και τις συστάσεις προς κράτη-μέλη της ΕΕ σε θέματα ένταξης α/π στο τοπίο (όπως, π.χ. η αναφορά «Τοπίο και Ανεμογεννήτριες», Council of Europe, 2011). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ότι η Λέσβος, η Χίος και η Λήμνος, όπως και τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, διαθέτουν και άλλες, ιδιαίτερα αξιοποιήσιμες και φιλικές προς το περιβάλλον, μορφές ενέργειας, όπως η γεωθερμική, η ηλιακή, η υδροηλεκτρική και η βιομάζα. Αυτές οι μορφές ενέρ-

γειας μπορούσαν συνδυαστικά να αξιοποιηθούν για την παραγωγή ενέργειας (Koroneos, Michailidis and Moussiopoulos, 2004, Kaldellis and Zafirakis, 2007). Επίσης, οι α/γ στη θάλασσα (υπεράκτια α/π) είναι –υπό προϋποθέσεις (Bailey et al, 2014)– μια λύση που συνεχώς βελτιώνεται σε κόστος και απόδοση (Committee on Climate Change, 2011). Για την αξιοποίηση των ΑΠΕ, θα μπορούσαν να εξετασθούν προτάσεις εκμετάλλευσης της κυματικής ενέργειας, της ενέργειας της παλίρροιας (σε στενώσεις κόλπων και εκβολές) και των ρευμάτων (εγκατάσταση υποθαλάσσιων κατασκευών), παραγωγής ενέργειας από τον άνεμο με αφαλάτωση (πλωτά α/π) κ.λπ. Παράλληλα, για τη ζητούμενη μείωση των εκπομπών CO2, θα πρέπει να διαμορφωθούν πολιτικές εξοικονόμησης ενέργειες. Η όποια τέτοια αξιοποίηση πρέπει πάντοτε να γίνεται με σεβασμό στο τοπίο και με ικανοποιητικά ανταποδοτικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, αειφόρα και μακροπρόθεσμα και όχι απαραίτητα μόνο οικονομικά, καθώς το τοπίο αποτελεί αγαθό και πόρο, που ανήκει σε όλους, διαχρονικά. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνεται αναγκαία η πολύπλευρη και επαρκή ενημέρωση/εκπαίδευση του τοπικού πληθυσμού, των τοπικών φορέων, αρχών και υπηρεσιών, γύρω από την έννοια, τον ρόλο και την αξία του τοπίου ως κοινού, συλλογικού αγαθού και σημαντικού πόρου βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης, ειδικά τώρα που προστέθηκαν ειδικές ενότητες για το τοπίο στους χωροταξικούς σχεδιασμούς6.

Σημειώσεις 2. http: //www.hellenicparliament.gr/UserFiles/67715b2c-ec814f0c-ad6a-476a34d732bd/7465598.pdf 3. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία Rokas-Iberdrola έχει προχωρήσει και σε δωρεά ποσού στο Δήμο Λέσβου, αποδεχόμενη το αίτημά του: http: //www.voreioaigaiosos.gr/wpcontent/uploads/2012/11/rokas.jpg 4.Το Σχέδιο που δεν συμπεριλαμβάνει το Β. Αιγαίο: http: //www.admie.gr/fileadmin/groups/EDAS_DSS/DPA_20142023_Schedio_pros_RAE_CHARTIS.pdf Το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ 2014-2023: http: //www.admie.gr/uploads/media/DPA_2014-2023_Prokatarktiko_ Schedio.pdf 5. Οι κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε για εγκατάσταση αιολικών πάρκων σε περιοχές NATURA: http: //europa.eu/rapid/pressrelease_IP-10-1450_el.htm. Το αναλυτικό κείμενο (guidance document): http: //ec.europa.eu/environment/nature/natura2000/management/docs/Wind_farms.pdf

91


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 92

92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

6. Το Τεύχος για το τοπίο στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου: http: //www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=9drNKrux0E0%3d &tabid=232&language=el-GR

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Αντόρνο, Θ. (1970/2000). Αισθητική Θεωρία. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Bailey, H, Brookes, K.L, Thompson, P.M. (2014). “Assessing environmental impacts of offshore wind farms: lessons learned and recommendations for the future”. Aquatic Biosystems, 10(8) http: //www.aquaticbiosystems.org/content/10/1/8 Bakker, R.H, Pedersen, E., van den Berg, G.P., Stewart, R.E., Lok, W., Bouma, J. (2012). “Impact of wind turbine sound on annoyance, self-reported sleep disturbance and psychological distress”. Science of the Total Environment, 425, pp. 42-51. Bender, B. (1993). Landscape: Politics and Perspectives. Oxford: Berg. Bourassa, S.C. (1991). The Aesthetics of Landscape. London: Belhaven Press. Bourdakis, S., Vareltzidou, S. (2000) Greece pp 261-333. In M.F. Heath, M.I. Evans (eds.) Important Bird Areas in Europe: Priority sites for conservation. 2: Southern Europe, Cambridge, UK, BirdLife International. BirdLife Conservation Series No. 8 Carrete, M., Sanchez-Zapata, J.A., Benitez, J.R., Lobon, M., Donazar, J.A. (2010). “Large scale risk-assessment of windfarms on population viability of a globally endangered long-lived raptor”. Biological Conservation, 142 (12), pp. 2954-2961. Carrete, M., Sánchez-Zapata, J.A., Benítez, J.R., Lobón, M., Montoya, F., Donázar, J.A. (2012). “Mortality at wind-farms is positively related to large-scale distribution and aggregation in griffon vultures”. Biological Conservation, 145 (1), pp. 102-108. Committee on Climate Change (2011). “Costs of low-carbon generation technologies”, May 2011, Mott MacDonald http:// hmccc.s3.amazonaws.com/Renewables%20Review/MML %20final%20report%20for%20CCC%209%20may%2020 11.pdf Cosgrove, D. (1984). Social Formation and Symbolic Landscape. London: Croom Healm. Council of Europe (2011) “Landscape and Wind Turbines”, Report, 6th Council of Europe Conference on the European Landscape Convention, Strasbourg, 3-4 May 2011 (21 March 2011, CEP-CDPATEP, 11E). http://ochronaprzyrody.gdos. gov.pl/files/artykuly/22448/zalacznik_2_Landscape_and_ Wind_Turbines.pdf Crang, M. (1998). Cultural Geography. London: Routledge. Dahl, E.L., Bevanger, K., Nygård, T., Røskaft, E., Stokke, B.G. (2012). “Reduced breeding success in white-tailed eagles at Smøla windfarm, western Norway, is caused by mortal-

ity and displacement”. Biological Conservation, 145 (1), pp. 79-85. Dewsbury, J.D., Harrison, P., Rose, M. and Wylie, J. (2002). “Enacting geographies”. Geoforum, vol. 33, pp. 437-440. European Renewable Energy Council (2010). Renewable Energy in Europe: Markets, Trends and Technologies, 2nd Edition. London: Routledge, Washington, DC. Featherstone, M. (1991). Consumer Culture and Postmodernism. London: Sage Furness, R.W., Wade, H.M., Masden, E.A. (2013). “Assessing vulnerability of marine bird populations to offshore wind farms”. Journal of Environmental Management, 119, pp. 56-66. Handrinos, G., Akriotis, T. (1997). The Birds of Greece. London: Helm Publishers. Harvey, D. (1989). The Condition of Postmodernity. Oxford: Blackwell. Hadjimichalis, C, Melissourgos, Y, Moungolia, A., Girti, D., Faka, A. “Improving and focusing research on Greek landscapes: the Greekscapes programme”. In Papayannis, T, Howard, P. Reclaiming the Greek landscape. Athens: Med-INA, pp. 233-244. Hayes, M.A. (2013). “Bats Killed in Large Numbers at United States Wind Energy Facilities”. BioScience 63 (12), pp. 975-979. Hayrynen, M. (1998). “Isänmaan äidinkasvot. The images of fatherland”. In Luostarinen, M. and Yli-Viikari, A. (Eds.) Maaseudun kulttuurimaisemat. Rural landscapes in Finland. Finnish Environment Institute, Helsinki, pp. 30-34. Jackson, J. B. (1984). Discovering the vernacular landscape. New Haven: Yale University Press. Kaiser, J., Petrovic, V., Chandramouli, V., Nnanna, A. (2011). “Indiana Rainfall Pattern Trends: The Influence of Large Wind Farms”. In Beighley, R.E., Kilgore, M.W. (Eds.) Proceedings of the World Environmental and Water Resources Congress 2011, May 22-26, 2011, Palm Springs, California, pp. 4148-4155. Kaldellis, J.K., Zafirakis, D. (2007). “Present situation and future prospects of electricity generation in Aegean Archipelago islands”. Energy Policy, 35 (9), pp. 4623-4639. Kizos, T., Koulouri, M. (2006). :Agricultural landscape dynamics in the Mediterranean: Lesvos (Greece) case study using evidence from the last three centuries”. Environmental Science and Policy, 9 (4), pp. 330-342. Koroneos, C., Michailidis, M., Moussiopoulos, N. (2004). “Multiobjective optimization in energy systems: the case study of Lesvos Island, Greece”. Renewable Sustainable Energy Reviews, 8 (1), pp. 91-100. Kosmas, C, Danalatos, N.G., Gerontidis, S. (2000). “The effect of land parameters on vegetation performance and degree of erosion under Mediterranean conditions”. Catena 40, pp. 3–17. Kosmas, C., Kirkby, M, Geeson, N. (1999). “The Medalus project Mediterranean desertification and land use: Manual on key indicators of desertification and mapping environmentally sensitive areas to desertification”. Project Report, European Commission, http: //www.kcl.ac.uk/projects/desertlinks/ downloads/publicdownloads/ESA%20Manual.pdf


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 93

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

Knudsen, D.C., Greer, C.E., Metro-Roland, M.M., Soper, A.K, Greer, C.E. (2008). Landscape, Tourism, and Meaning, Aldershot. Hampshire, UK: Ashgate. Lehnert, L.S, Kramer-Schadt, S., Schönborn, S., Lindecke, O., Niermann, I., Voigt, C. C. (2014). “Wind farm facilities in Germany kill noctule bats from near and far”. PloS one, 9 (8), PMID: http: //www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/2511 8805 Lorimer, J. (2005). “Cultural geography: the busyness of being ‘more-than-representational”’. Progress in Human Geography, vol. 29, pp. 83-94. Lorimer, J. (2007). “Cultural geography: wordly shapes, differently arranged”. Progress in Human geography, vol. 31, pp. 89100. Massey, D. (1995). “Places and Their Pasts”. History Workshop Journal, 39, pp. 183-192. Meinig, D.W. (1979). The Interpretation of Ordinary Landscapes. New York: Oxford University Press. Mitchell, D. (2003). “California living, California dying: dead labor and the political economy of landscape”. In Anderson, K., Pile, S., Thrift, N. (Eds.) Handbook of Cultural Geography. London: Sage, pp. 233-248. Muir, R. (1999). Approaches to Landscape. Houndmills: Macmillan Press. Olwig, K.R. (1993). “Sexual cosmology: nation and landscape at the conceptual interstices of nature and culture: or, what does landscape really mean?”. In Bender, B. (Ed.) Landscape: politics and perspectives. Oxford: Berg, pp. 307343. Pearce-Higgins, J.W., Stephen, L., Douse, A., Langston, R.H.W. (2012). “Greater impacts of wind farms on bird populations during construction than subsequent operation: results of a multi-site and multi-species analysis”. Journal of Applied Ecology, 49 (2), pp. 386-394. Rackham, O., Moody, J. (1996/2004). Η δημιουργία του κρητικού τοπίου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Rackham, O., Moody, J. (2012). “Drivers of change and the landscape history of Cavo Sidero”. In Papayannis, T, Howard, P. Reclaiming the Greek landscape. Athens: Med-INA, pp. 245-254. Rose, G. (2003). “Family photographs and domestic spacings: a case study”. Transactions of the Institute of British Geographers, vol. 28, pp. 5-18 Roe, M. (2012). “Public participation and governance in landscape decisions”. In Papayannis, T, Howard, P. Reclaiming the Greek landscape. Athens: Med-INA, pp. 255-270. Schama, S. (1995). Landscape and Memory. London: Harper Collins. Scottish Natural Heritage (2009). Siting and Designing Windfarms in the Landscape. December 2009 http: //www.snh.gov.uk/ docs/A337202.pdf Soja, E.W. (1996). Thirdspace: journeys to Los Angeles and other real-and-imagined places. Cambridge: Blackwell. Soja, E. (2001). Postmodern Geographies. The Reassertion of Space in Critical Social Theory. London: Verso. Sooväli, H., Palang, H., Külvik, M. (2003). “The role of rural landscapes in shaping Estonian national identity”. In Unwin, T., Spek, T. (Eds.) European Landscapes: From Mountain to Sea. Proceedings of the 19th session of the Permanent Eu-

ropean Conference for the Study of the Rural Landscape at London and Aberystwyth, Huma, Tallinn, pp. 114-121. Swanwick, C. (2002). Recent practice and the evolution of Landscape Character Assessment. Topic Paper 1. Countryside Agency, Cheltenham and Scottish Natural Heritage, Battleby (http: //tinyurl.com/otqwb82). Tabassum, A., Premalatha, M., Abbasi, T., Abbasi, S.A. (2014). “Wind energy: Increasing deployment, rising environmental concerns”. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 31, pp. 270-288. Terkenli, T.S. (2001). “Towards a theory of the landscape: The Aegean landscape as a cultural image”. Landscape and Urban Planning, 57 (3-4), pp. 197-208. Terkenli T. Kizos T. (2002). “A System of Agricultural Landscape Indicators for Greece” paper presented in NIJOS/OECD Workshop on Agricultural Landscape Indicators, 7-9 October 2002, Oslo, Norway. Terkenli, T.S and Pavlis, E (2012). “Landscape conscience: awareness raising, training and education”. In Papayannis, T, Howard, P. Reclaiming the Greek landscape. Athens: MedINA, pp. 245-254. Thrift, N. (1996). Spatial Formations. Sage, CA: Thousand Oaks. Walsh-Thomas J.M., Cervone G., Agouris P., Manca G. (2012). “Further evidence of impacts of large-scale wind farms on land surface temperature”. Renewable and Sustainable Energy Reviews, 16, pp. 6432-6437. Wylie, J. (2007). Landscape. New York: Routledge. Zeng, L., Viswanathan, C. (2012). “Analyzing the Influence of Large Wind Farms over Rainfall Pattern Using Radar Data”. In Loucks, E.D. (Ed.) Proceedings of the World Environmental and Water Resources Congress 2012, New Mexico, May 20-24, 2012, pp. 3764-3769. Zhou, L., Tian, Y., Roy, S.B., Thorncroft, C., Bosart, L.F., Hu, Y. (2012). “Impacts of wind farms on land surface temperature”. Nature Climate Change, 2, pp. 539-543. Zhou, L., Tian, Y., Chen, H., Dai, Y., Harris, R.A. (2013). “Effects of Topography on Assessing Wind Farm Impacts Using MODIS Data”. Earth Interactions, 17, pp. 1-18. Zouros, N. (2010). “Lesvos Petrified Forest Geopark, Greece: Geoconservation, Geotourism, and Local Development”. The George Wright Forum Journal, Volume 27, Number 1, pp. 19-28. Ελληνόγλωσση Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. (1992). Αρχιτεκτονική Τοπίου, Σχεδιασμός Αστικών Χώρων: Κριτική και θεωρία. Σύγχρονες τάσεις σχεδιασμού τοπίων. Θεσσαλονίκη: Ζήτης. Αξιώτης, Μ. (1992). Περπατώντας στη Λέσβο (2 τόμοι), Μυτιλήνη. Αραχωβίτη, Ε. (2010). «Ο αγροτουρισμός ως ευκαιρία αναζωογόνησης και ανασυγκρότησης της ελληνικής υπαίθρου». Στο Ευθυμιόπουλος, Η. και Μοδινός, Η. (Επιμ.) Πού βαδίζει η γεωργία; Η ιστορία, η κρίση και (οικολογικό) μέλλον του αγροτικού χώρου. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη, Διεπιστημονικό Ινστιτούτο Περιβαλλοντικών Ερευνών (ΔΙΠΕ),σσ. 231-246. Βάση Δεδομένων Φιλότης http: //filotis.itia.ntua.gr/home/, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 201

93


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 94

94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 75-95

Δαμιανάκος, Σ. (2002). Από τον χωρικό στον αγρότη: Η ελληνική αγροτική κοινωνία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: Εξάντας/ΕΚΚΕ. ENVECO A.E., Δ. Αργυρόπουλος και Συνεργάτες Ο.Ε. (2011). Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων έργου Αιγαίας Ζεύξης, ήτοι ανάπτυξης αιολικών πάρκων συνολικής ισχύος 706 MW στις νήσους Χίο, Λήμνο, Λέσβο και συνοδών έργων οδοποιίας και διασύνδεσης. Χ. ΡΟΚΑΣ Α.Β.Ε.Ε. Εσκίογλου Π., (2010), Δασική Οδοποιία, Σχεδιασμός – Χάραξη, Κατασκευή δασικών δρόμων, Περιβαλλοντική Οδοποιία, Εκδόσεις Σαράντης, σελ. 247, Θεσσαλονίκη. Εσκίογλου Π. και Στεργιάδου Α. (2013) Περιβαλλοντικές επεμβάσεις σε έργα οδοποιίας, Τιμητικός τόμος για τον ομότιμο καθηγητή Δημήτριο Τολίκα. Έκδοση Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Τομέας Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος, σελ. 287-296. Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κύρωση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο, Ν. 3827/2010, Αριθ. Φύλλου 30, 25 Φεβρουαρίου 2010 Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας, Διατήρηση της βιοποικιλότητας και άλλες διατάξεις, Ν. 3937/2011, Αριθ. Φύλλου 60, 31 Μαρτίου 2011 Ζερβούδης, Γ. (2008). Από τις χώρες και την πόλη, στη χώρα και τα χωριά. Χίος: Αιγέας. Κακαλής, Ε. (2009). Έκθεση Ορνιθολογικής αξιολόγησης περιοχής «GR132 Λίμνες Χορταρόλιμνη και Αλυκή, Κόλπος Μούδρου, Έλος Διαπόρι και Χερσόνησος Φακός». Στο Δημαλέξης, Α., Μπούσμπουρας, Δ., Καστρίτης, Θ., Μανωλόπουλος, Α. και Saravia, V. (Συντονιστές Έκδοσης). Τελική αναφορά προγράμματος επαναξιολόγησης 69 σημαντικών περιοχών για τα πουλιά για τον χαρακτηρισμό τους ως Ζωνών Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα. http://www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?file ticket=6oePKPP1GuI%3Dκαιtabid=572 Κακαλής, Ε., Γαληνού, Ε. (2009α). Σχέδιο δράσης για τη Ζώνη Ειδικής Προστασίας «GR4130003 Βόρεια Χίος». Στο Δημαλέξης, Α., Μπούσμπουρας, Δ., Καστρίτης, Θ., Μανωλόπουλος, Α. και Saravia, V. (Συντονιστές Έκδοσης) Τελική αναφορά προγράμματος επαναξιολόγησης 69 σημαντικών περιοχών για τα πουλιά για τον χαρακτηρισμό τους ως Ζωνών Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα. http: //www.ypeka.gr/LinkClick.aspx? fileticket=xgVa%2FgGy9f0%3Dκαιtabid=572 Κακαλής, Ε., Γαληνού, Ε. (2009β). Έκθεση Ορνιθολογικής αξιολόγησης περιοχής «GR137 Κόλπος Καλλονής». Στο Δημαλέξης, Α., Μπούσμπουρας, Δ., Καστρίτης, Θ., Μανωλόπουλος, Α. και Saravia, V. Συντονιστές Έκδοσης) Τελική αναφορά προγράμματος επαναξιολόγησης 69 σημαντικών περιοχών για τα πουλιά για τον χαρακτηρισμό τους ως Ζωνών Ειδικής Προστασίας της Ορνιθοπανίδας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα. http: //www.ypeka.gr/LinkClick.aspx?file ticket=u1mLe9lym3w%3Dκαιtabid=572 Κακαλής, Λ., Καστρίτης, Θ., Κορμπέτη, Μ. (2012). Αιολικοί σταθμοί «Αιγαία Ζεύξη»: Κριτική στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων και Σημαντικές Επιπτώσεις στην Ορνιθοπανίδα, Υπόμνημα Ορνιθολογικής Εταιρείας, Ιούλιος 2012. Καραλέτσου-Πασιά, Κ. (2009). «Η κατοικία διακοπών». Στο Μανωλίδης, K., Καναρέλης, Θ. (Επιμ.) Η διεκδίκηση της υπαί-

θρου. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Αθήνα: Ίνδικτος, σσ. 223236. Κασίµης, Χ., Ζωγραφάκης, Σ. (2014). Κρίση και Επιστροφή στη Γεωργία. Στο Ζαµπαρλούκου, Σ. και Κούση, Μ. (Επιµ.) Κοινωνικές Όψεις της Κρίσης στην Ελλάδα. Αθήνα: Πεδίο, σσ. 135-170. Κίζος, Θ. (2005). «Πολιτική Ανάπτυξης της Υπαίθρου και Αγροτικό Τοπίο στα Νησιά του Αιγαίου». Στο Τσάλτας, Γ. (Επιμ.) Αειφορία και Περιβάλλον: ο Νησιωτικός Χώρος στον 21ο αιώνα. Αθήνα: Σιδέρης. Κοβάνη, Ε.Θ., Αβδελλίδη, Κ. (2002). Λιμνών αποξηράνσεις: μελέτη αειφορίας και πολιτιστικής ιστορίας, ΕΚΚΕ, Αθήνα. Κοσμάς, Κ., Γιάσογλου, Ν., Κουναλάκη, Α, Καϊρης, Ο. (2008). «Η Εγκατάλειψη της γης». Lucinda Project, Σειρά Φυλλαδίων 4, Αριθμός 4 http: //geografia.fcsh.unl.pt/lucinda/booklets/ B4_Booklet_Final_GR.pdf Λαμπριανίδης, Λ. (2005). Η επιχειρηματικότητα στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο: Η περίπτωση της Ελλάδας. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης. Λαμπριανίδης, Λ., Μπέλλα, Ι. (2004). «Η εγκατάσταση κατοίκων των αστικών κέντρων στην ύπαιθρο και η αναπτυξιακή δυναμική της». Τόπος: Επιθεώρηση χωρικής ανάπτυξης, σχεδιασμού και περιβάλλοντος, 22-23, σσ. 135-154. Λεγάκις, A., Μαραγκού, Π. (Επιμ. εκδ.) (2009). Κόκκινο βιβλίο των απειλούμενωνζώων της Ελλάδας, Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία, Αθήνα http: //dipe.ker.sch.gr/kainotomes/ To_Kokkino_biblio.pdf Μερτζάνης, Α., Σκοτίδα, A., Ευθυµίου, Γ., και Ζακυνθινός, Γ. (2004). «Διαχρονική εξέλιξη της κατάστασης περιβάλλοντος (γεωλογία-γεωμορφές) και των χρήσεων γης, σε αργούντα λατομεία του Πεντελικού Όρους (Αττική)». ∆ελτίο της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρείας, τοµ. XXXVI, Πρακτικά 10ου Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσ/νίκη. http: //wwwgeo.auth.gr/ege2004/articles/EN3_125.pdf Μήτσιος, Ι, Πασχαλίδης, Χ, Παγανιάς, Κ. (1995). Διάβρωση Εδαφών - Αντιδιαβρωτικά Μέτρα Προστασίας. Αθήνα: Εκδόσεις Zymel. Μπεόπουλος, Ν. (2010). «Σκέψεις και ερωτήματα από την εμφάνιση δημόσιων παρεμβάσεων στο τοπίο μέσω μέτρων αγροπεριβαλλοντικής πολιτικής». Στο: Παπαγιάννης, Θ. και Σορώτου, Α. (Επιμ). Σε αναζήτηση του ελληνικού τοπίου. Αθήνα: Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (Med-INA), σελ. 53-64. Μπεόπουλος, Ν. (2008). «Δυτική Λέσβος: η ασταθής ισορροπία ανάμεσα στην πληθυσμιακή σταθεροποίηση και την υποβάθμιση των εδαφών». Στο Μπεόπουλος, Ν. και Παπαδόπουλος, Α.Γ. (Επιμ.) Ερημοποίηση: Ανθρώπινη Απουσία και Στειρότητα των Τόπων. Αθήνα: Gutenberg. Μπεόπουλος, Ν. και Παπαδόπουλος, Α.Γ. (2008). «Η ερημοποίηση ως ανθρώπινη παρουσία και στειρότητα τόπων: Μια εισαγωγή σε ένα αμφιλεγόμενο φαινόμενο». Στο Μπεόπουλος, Ν. και Παπαδόπουλος, Α.Γ. (Επιμ.) Ερημοποίηση: Ανθρώπινη Απουσία και Στειρότητα των Τόπων. Αθήνα: Gutenberg. Μπεόπουλος Ν. Σκούρας Δ. (1999). «Γεωργία και Περιβάλλον: Η Ετερομορφία μιας Σχέσης». Στο Κασίμης, Χ., Λουλούδης, Λ. (Επιμ.) Ύπαιθρος Χώρα – Η Ελληνική Αγροτική Κοινωνία στο Τέλος του Εικοστού Αιώνα. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Αθήνα: Πλέθρον, σσ. 33-53.


008_Layout 1 06/12/2016 11:17 π.μ. Page 95

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΥΛΗΣ

Μπουρδάκης, Ε. (2005). Έκθεση ορνιθολογικής αξιολόγησης της περιοχής «GR134 Νοτιοδυτική Χερσόνησος - Aπολιθωμένο Δάσος Λέσβου», για τον χαρακτηρισμό της ως Ζώνης Ειδικής Προστασίας. ΥΠΕΧΩΔΕ, Αθήνα και Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), Θέρμη. http: //www. ypeka.gr/LinkClick.aspx?fileticket=kSxdqsFv2n0%3dandtabid=539andlanguage=el-GR Μπρόφας, Γ. (2000). «Αποκατάσταση του τοπίου διαταραγμένων περιοχών από μεταλλευτικές και λατομικές δραστηριότητες». Πρακτικά Συνεδρίου Ελληνικής Δασολογικής Εταιρείας, Κοζάνη, 17-21 Οκτωβρίου, σσ. 52-56. Μπρόφας, Γ. (1987). «Έρευνα για την αποκατάσταση του τοπίου στο λατομικό χώρο της Πεντέλης». Περιοδικό Δασική Έρευνα, τόμος 8, τεύχος 2, σσ. 149-186. Παυλής, Ε. (2012). Προς μια γεωγραφική προσέγγιση της χωρικής συνείδησης με εφαρμογή στο τοπίο: Η περίπτωση της ελληνικής υπαίθρου, Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη. Σαββίδης, Θ. (2000). Το μαστιχόδεντρο της Χίου. Θεσσαλονίκη: Αφοι Κυριακίδη. Σπιλάνης, Γ., Βαγιάννη, Ε. (2009). «Η συνεισφορά των Ε.Ε.Μ.Τ στην τοπική και νησιωτική ανάπτυξη». Στο Σωτηριάδης, Μ., Φαρσάρη, Ι. (Επιμ) Εναλλακτικές και Ειδικές Μορφές Τουρισμού: Σχεδιασμός, Μάνατζμεντ και Μάρκετινγκ. Αθήνα: Εκδόσεις Interbooks, σσ. 174-197. Σπιλάνης Ι., Βαγιάννη E., Βακουφάρης Χ., Κονδύλη Ι. (2005). «Βιώσιμη ανάπτυξη νησιωτικού χώρου». Στο Τσάλτας Γρ. Ι. (Επιμ.), Αειφορία και Περιβάλλον: Ο νησιωτικός χώρος στον 21ο αιώνα. Αθήνα: Σιδέρης, σσ. 105-117. Στεφάνου, Ι., Βασιλαρά, Α. (2001). Οι μη οπτικές διαστάσεις του τοπίου. Η φυσιογνωμία ενός τόπου. Ο χαρακτήρας της ελληνικής πόλης του 21ου αιώνα, Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ, Αθήνα. Στεφάνου Ι., Στεφάνου, Ι. (2005). «Η φυσιογνωμία της ελληνικής πόλης». Στο Δουκέλλης, Π. (Επιμ.) Το ελληνικό τοπίο. Μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τοπίου. Αθήνα: Εστία, σσ. 237-252.

Σχίζας, Γ. (2009). «Η ψυχαγωγική χρήση της υπαίθρου». Στο Μανωλίδης, K., Καναρέλης, Θ. (Επιμ.) Η διεκδίκηση της υπαίθρου. Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Αθήνα: Ίνδικτος, σσ. 83107. Τερκενλή, Θ.Σ. (2010). «Η σχέση άνθρωπος-τοπίο στη σύγχρονη Ελλάδα: μια πολιτισμική προσέγγιση». Στο: Παπαγιάννης, Θ. και Σορώτου, Α. (Επιμ). Σε αναζήτηση του ελληνικού τοπίου. Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Άνθρωπο (Med-INA), Αθήνα, σσ. 37-52. Τερκενλή, Θ.Σ. (2005). «Ένας Χώρος, Πολλά Τοπία: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις της Τοπιακότητας». Στο Λουλούδης Λ., Μπεόπουλος, Ν. και Τρούμπης, Α. (Επιμ.) Το Αγροτικό Τοπίο: το παλίμψηστο αιώνων γεωργικού μόχθου.Αθήνα: Κτήμα Μερκούρη, σσ. 76-88. Τερκενλή, Θ.Σ. (1996). Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Τζαφτάνη, Φ. (2013). Τα αίτια και ο μηχανισμός λειτουργίας των κατολισθητικών φαινομένων στις ορεινές λεκάνες απορροής των χειμαρρικών ρευμάτων του ελλαδικού χώρου. Αρχές και συστήματα διευθέτησης. Διδακτορική Διατριβή, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη. Τρούμπης Α., Χαραλαμπόπουλος Δ., Γαγάνης Π., Βάσιος Γ., Κοντός Θ., Οικονόμου Β. (2012). Στρατηγική Αξιολόγηση Ανάπτυξης Α/Π στη Λήμνο: Γνωµοδότηση επί της προτεινόµενης επένδυσης Α/Π του Ομίλου Ρόκα στη Λήµνο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ιούλιος 2012. http: //www.voreioaigaiosos.gr/wpcontent/uploads/2012/07/Παν.Αιγαιου-Μελέτη-γιαΛήμνο.pdf Χασανάγιας, Ν.Δ (2010). Κοινωνιολογία Τοπίου. Αθήνα: Παπασωτηρίου. Χατζημιχάλης, Κ. (2014). Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης. Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ. Χατζημιχάλης, Κ. (επιμ) (2011). Σύγχρονα Ελληνικά τοπία. Αθήνα: Εκδόσεις Μέλισσα.

95


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 96

96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ* Ηώ Καρύδη1 Περίληψη Με την αφορμή της τμηματικής προόδου στο πρόσφατο έργο εκσυγχρονισμού της σιδηροδρομικής γραμμής Πελοποννήσου που παραμένει αποκομμένη για περισσότερο από μία δεκαετία –απαίτηση που διαμορφώνεται μέσα από το Διευρωπαϊκό Δίκτυο Μεταφορών ΤΕΝ-Τ‒ αναδύονται ζητήματα που αφορούν τις δυνατότητες ενσωμάτωσης της σιδηροδρομικής υποδομής στις διαδικασίες αστικοποίησης. Στην παρούσα εργασία υποστηρίζεται αυτή η δυνατότητα ανάγοντας το τρένο σε συντελεστή ευρύτερων δικτυακών τοπιακών υποδομών οι οποίες ενεργοποιούν συνέργειες για πολύ-τομεακή ανάπτυξη εστιάζοντας στα τοπικά χαρακτηριστικά της οικονομίας και τις υφιστάμενες γεωγραφικές ιδιαιτερότητες του τόπου. Η σκοπιμότητα της πρότασης που αναλύουμε δεν εξαρτάται από τη βελτιστοποίηση ενός στοιχείου υποδομής (δηλαδή της σιδηροδρομικής) ή μιας εδαφικής ενότητας (δηλαδή ανάπλασης τμήματος της Πάτρας) αλλά αφορά περισσότερο τη δημιουργία ενός συνθετικού τοπίου δικτύωσης. Σημαντικό στοιχείο της μεθοδολογία αυτής είναι η κατανόηση των σχέσεων και των διαδικασιών ανάμεσα σε πολιτικό-οικονομικές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης και σε οργανωτικές και χρηστικές πρακτικές που προδιαγράφουν επιχειρησιακές οικολογίες σε διάφορες κλίμακες.

Railway Infrastructure and Service Ecologies in Northwestern Peloponese Io Carydi

Abstract The project unveils how the rail infrastructure network of North Peloponnese, redundant for more than a decade, can act as a synergetic field for multi-sectoral development with the mobilization of landscape infrastructures through the appropriation of existing spatio-geographical characteristics. This demand is a crucial one, since European Policies demand the technological upgrade of the railway in order to meet the standards of the TEN-T corridor. In parallel, this condition raises a wider challenge for urbanization. The proposal does not rely upon the optimization of a single infrastructural element or territorial scale, but rather on the creation of a synthetic landscape of networked infrastructures contributing to varying service ecologies operating across scales.

1. Εισαγωγή Σιδηροδρομικά, η πόλη της Πάτρας, όπως και το βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, παραμένουν αποκλεισμένα την τελευταία δεκαετία (Καραγιάννης, 2015). Τα έργα εκσυγχρονισμού της γραμμής Κιάτο-Πάτρα υλοποιούνται τμηματικά (ypodomes.gr, 11/09/2014), με σημαντικές καθυστερήσεις στις επιμέρους εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων οι οποίες απαιτούνται για την παράδοση ολοκληρωμένων τμημάτων (Ζυγογιάννη, 2008 ), ενώ όσον αφορά τη διέλευση μέσα από το αστικό συγκρότημα της Πάτρας και τη σύνδεση με το Νέο Λιμάνι έχουν και τα δύο παγώσει. Η διέλευση, oπως συμπεριλήφθηκε στο Αναθεωρημένο Πολεοδομικό Σχέδιο της Πόλης το 2011, 1. Αρχιτέκτων, Δρ. ΕΜΠ, MA The Architectural Association, Φράττι 14, 11742, Αθήνα, 6937449622, iocarydi@gmail.com


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 97

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

είχε προγραμματιστεί από τον ΟΣΕ να είναι υπόγεια ή Το παρόν άρθρο θα σταθεί κριτικά σε αυτά τα φαισε όρυγμα συμπεριλαμβανομένου ενός υπόγειου σταθνόμενα. Η πολιτική αποκλεισμού της διέλευσης του μού (Scholl, 2015). Η προοπτική αυτή έπαψε να υποτρένου από την πόλη της Πάτρας έχει άμεση επιρροή στηρίζεται καθώς κρίθηκε από οικονομική και περιστις επενέργειες της συνδεσιμότητας του σιδηροδρό2 βαλλοντική σκοπιά μη βιώσιμη . Ωστόσο, το αίτημα μου στη βορειοδυτική Πελοπόννησο ευρύτερα. Όχι της επαναφοράς της επιφανειακής χάραξης, στο ίχνος μόνο θέτει εκ προοιμίου παρωχημένες ερμηνείες γύρω επάνω στο οποίο αναπτύχθηκε η πόλη για περισσότερο από θέματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης αλλά προαπό εκατό χρόνια μοιάζει να μη γίνεται ευρύτερα αποοικονομεί ένα τεράστιο πολιτικό, κοινωνικό και οικοδεκτό. Ετερογενείς και ανισότροπες διεκδικήσεις θένομικό κόστος για τις αναδυόμενες διαδικασίες αστιτουν, από τη μία πλευρά, το ζήτημα της επαναλεικοποίησης με τις οποίες συνεργεί η δικτύωση μεταφοτουργίας υφιστάμενων τοπικών γραμμών3, για την εξυρικών υποδομών. Στο πλαίσιο μιας διαφορετικής αντίπηρέτηση διαπεριφερειακών ενοτήτων σε όλη την Πεληψης πολιτισμικής «εξημέρωσης» της υποδομής με 4 λοπόννησο ενώ, σε αντίρροπη ρότα, το θέμα του τεεπίκεντρο τη σιδηροδρομική χάραξη του βορειοδυτιχνικού χαρακτήρα της διέλευσης της γραμμής Intercity κού κλάδου της Πελοποννήσου, το ζητούμενο της αναμέσα από την αχαϊκή πρωτεύουσα αντιμετωπίζει τόσο διαπραγμάτευσης του σιδηροδρομικού δικτύου απαιεμπλοκές αρμοδιότητας μεταξύ των φορέων ΟΣΕ και τεί την αποδέσμευσή του από μια παραδοσιακή μόνοΕΡΓΟΣΕ (Χεκίμογλου, 2015) όσο και τη δυστοκία της λειτουργική και αποσπασματική τεχνική θεώρηση σχε5 Δημοτικής Αρχής Πατρών , η οποία εμμένει σε ασύμδιασμού. Η θεώρηση αυτή, όπως θα αποδειχθεί, επιφορες λύσεις υπογειοποίησης ή περιμετρικής διέλευτρέπει τη δυναμική ενσωμάτωση του σιδηροδρομικού σης (Μηλιώνης, 2016), ισχυριζόμενη μια αμεσότερη δικτύου στην πόλη μέσα από σύνθετες τοπιακές υποσύνδεση πόλης-θάλασσας (ypodomes.gr, 17-2-2016). Ας δομές, οι οποίες δεν συμπιέζουν την αστική διάρθρωση σημειωθεί ότι στα δέκα και πλέον χρόνια που η πόλη παραμένει αποκλεισμένη σιδηροδρομικά δεν αντιτάχθηκαν στρατηγικές για να αποκτηθεί «αστικό πρόσωπο» στη θάλασσα, δεν υπήρξε καμία προσπάθεια σχεδιασμού στο θέμα της εγκάρσιας διάσχισης των γραμμών (Δήμας, κ.ά. 2010: 13) και δεν έγιναν διαπραγματεύσεις εκχώρησης και παραγωγικής αξιοποίησης εγκαταλελειμμένων εκτάσεων και depot του σιδηροδρόμου μέσα στον αστικό ιστό. Απεναντίας, προωθήθηκαν μεγάλα τεχνικά έργα (Νέος Λιμένας Πατρών, οδική περιφερειακή διέλευση και ανισόπεδη κατάληξή στο λιμάνι, μπάζωμα των εκβολών του Γλαύκου Ποταμού), τα οποία εντέλει συνέβαλαν στον κατακερματισμό της αστικής εξάπλωσης και στη διακοπή της αστικής παράκτιας Διάγραμμα 1. Η επιδίωξη μεγάλων τεχνικών έργων την τελευταία εικοσαετία στην Περιφέρεια Πατρών προώθησε κυρίως έργα οδικών υποδομών ( π.χ., Περιφερειακή Οδός Πατρών). Πηγή συνέχειας (Διάγραμμα 1). εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

97


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 98

98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

αλλά αντίθετα κινητοποιούν νέες προγραμματικές και αναπτυξιακές δυνατότητες με παραγωγική συμβίωση αλληλοεπιδρώντων πεδίων.

2. Παράμετροι διερεύνησης Η προβληματική που εισάγει το θέμα, αν και άπτεται διεπιστημονικών ζητημάτων που θα απαιτούσαν την εμβάθυνση στο θεσμικό και το οικονομικό πεδίο, συνδέεται με τρεις βασικές παραμέτρους: Πρώτον, βλέπει τη διασύνδεση του ρόλου των υποδομών με τις διαδικασίες αστικοποίησης ως αμοιβαία συνέργεια συγκοινωνιακού και χωρικού σχεδιασμού (Γιαννακού και Νάτσινας, 2009). Η απαίτηση αυτή συνδυάζεται με την παρατηρούμενη έλλειψη διάδρασης μεταξύ μεταφορικών υποδομών και ευρύτερου χωρικού σχεδιασμού αλλά και τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της μέσα από συνδυασμένες πολιτικές. Κατά τους Cascetta και Pagliara (2009) και Priemus (2008), η τάση αυτή έχει σε μεγάλο βαθμό μεταβάλλει την προσέγγιση σε σύγχρονα έργα σιδηροδρομικών6 ενώ θέτει το πλαίσιο για μια σταδιακή «εκλέπτυνση» στο ζήτημα της μελέτης και ενσωμάτωσης δικτυακών υποδομών σε αναπτυξιακές χωρικές δράσεις. Με τούτο το σκεπτικό, δεν εξετάζεται το τρένο αυστηρά ως τεχνολογική οντότητα αλλά διερευνάται ως μια ευρύτερη δικτυακή και συσχετιστική συνθήκη γεωγραφικής μεταβολής του χώρου. Η στάση αυτή παρακολουθεί μια ενιαία συγκρότηση φυσικο-τεχνητών συστημάτων7 η οποία υπογραμμίζεται από μελετητές, όπως ο Thrift και ο Urry (Graham και Marvin, 2001: 30), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα δικτυακά μεταφορικά πλέγματα δεν μπορούν εύκολα να απομονωθούν ή να αποσπαστούν από τον αστικό ιστό, καθότι αποτελούν κοινωνικο-τεχνικά υβρίδια τα οποία επιτρέπουν μέσω διασυνδέσεων και αλληλοσυσχετισμών την παρατήρηση και μελέτη της συμβολής τους στην αστική ανάπτυξη. Δεύτερον, προσεγγίζει τις δικτυακές υποδομές και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επενεργούν στην αστικοποίηση μέσα από τις σύγχρονες πρακτικές τοπιακού σχεδιασμού8. Σε πρόσφατες έρευνες όπως στο έργο των Shannon και Smets (2010), Stoll (2010), Belanger (2009, 2012) και Lister (2006), ο ρόλος των υποδομών διακατέχεται από μια παραδειγματική στροφή όσον αφορά

τον τρόπο που αυτές ενσωματώνονται σε ευρύτερα δίκτυα «τοπιακών» συστημάτων αναστέλλοντας την αυστηρά τεχνική μονολειτοργική τους διάταξη στο χώρο. Τρίτον, βασίζεται στη διατύπωση διεργασιακών λογικών με τις οποίες ο τόπος, οι φυσικοί, πολιτιστικοί πόροι και το κοινωνικό κεφάλαιο αξιοποιούνται ως παραγωγικές βάσεις μέσα σε ένα δίκτυο κοινών συνεργειών για την ανα-δραστηριοποίηση του τόπου ευρύτερα. Αυτό, αφενός προσανατολίζει τη δικτυακή θεώρηση υποδομών και αστικοποίησης μέσα από μια ευρύτερη «πολύ-κλιμακική» συνθήκη δυνατοτήτων τοπιακής μεταβολής. Αφετέρου, εστιάζει στις διαδικασίες και τους τρόπους παραγωγής του χώρου μέσω διεργασιών μεταξύ κοινωνίας, τεχνικών και διαχειριστικών επιλογών και μεταβολής του φυσικού υποβάθρου στο οποίο προσαρμόζονται ή το προσαρμόζουν (Lister, 2006). Τα παραπάνω ενισχύουν την κεντρική υπόθεση ότι το τρένο ως καταλύτης κοινωνικο-τεχνικών και τοπιακών υποδομών αποτελεί μέρος των διαδικασιών αστικοποίησής ενώ δύναται να υποκινήσει σειρά βιώσιμων και αποδοτικών συνεργειών ενσωματωμένων σε μια δικτυακή προσέγγιση. Για τον σκοπό αυτόν, το άρθρο εστιάζει στις επενέργειες των δικτυωμένων διαδικασιών, στις συνέργειες παραγωγικών συστημάτων, στο είδος της μεταβολής και το εν δυνάμει ανταποδοτικό όφελος που επιφέρει η περιγραφή της διάρθρωσης μιας τέτοιας οργανωτικής λογικής, ενώ προοικονομεί την αποδέσμευση της υποδομής από μια μονοσήμαντα «συγκοινωνιακή» ταυτότητα.

3. Το «κλειδί» στη σχέση δικτυακών υποδομών αστικοποίησης και η διαστολή του όρου «υποδομή» σε οργανωτική λογική τοπιακού σχεδιασμού Στο πλαίσιο διερεύνησης της χωρικής επενέργειας του σιδηροδρόμου είναι απαραίτητη η ερμηνευτική προσέγγιση των παραμέτρων ενδοπεριφερειακής διασύνδεσης των υποδομών με ευρύτερα γεωγραφικά και τοπιακά χαρακτηριστικά του χώρου. Η υποδομή στον τοπιακό σχεδιασμό9 δεν θεωρείται μόνο «τεχνολογική επίλυση» αλλά και ιεραρχημένο δίκτυο που ολοκληρώνει την αστική οργάνωση ως νέο αστικό τοπίο. Η αλληλεπίδραση δικτυακών υποδομών με το αστικό πε-


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 99

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

ριβάλλον εμφανίζεται ως εξάρτηση από υλικά και τεχνολογικά δίκτυα, ως αλληλεπικάλυψη, αυξανόμενη πυκνότητα, ως ταχύτητα εξειδίκευσης και περιπλοκότητας των πιο ισχυρών και εξελιγμένων συστημάτων, καθότι εμπλέκει ανταλλαγές ροών και πληροφοριών. Ωστόσο, κάθε διαμορφωτική επέμβαση στον αστικό χώρο αποτελεί και παράμετρο αλλαγής των ισορροπιών του ευρύτερου φυσικού περιβάλλοντος και άρα προϋποθέτει για την περιγραφή της δικτυακής οντότητας μια σχέση εξάρτησης μεταξύ τεχνικών επιλογών σχεδιασμού και φυσικών διεργασιών. Η προσέγγιση αυτή εντέλει διαστέλλει τον όρο «υποδομή». Η αναφορά δεν γίνεται μόνο στην τεχνική και τη διάταξη κατασκευών10 αλλά στο σύνολο του χειρισμού του φυσικού υπόβαθρου με ευρύτερες τεχνοδιαχειριστικές λειτουργίες οι οποίες συναρμόζουν τον σχεδιασμό εδάφους-υποδομών-διαδικασιών11. Τούτη η ερμηνευτική, ενσωματώνεται στη διαχείριση και περιγραφή του αστικού φαινομένου μέσω μιας «πολεοδομίας υποδομών» (Rahul, 2011: 50) στηριζόμενης σε δικτυακές υποδομές «… σε διαλεκτικό συσχετισμό με λοιπούς οικολογικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες που μετέχουν στη διεργασία της πόλης»12. Υποστηρίζεται ότι η ενσωμάτωση των υποδομών στη μελέτη ευρύτερων περιβαλλοντικών μετασχηματισμών και στα σχετικά προωθούμενα δίκτυα ροών, μεταφορών και ενέργειας και κυρίως στον τρόπο που όλα τούτα μεταβάλλονται σε χώρο και σε χρόνο καθιστά, σύμφωνα με τον Harvey, τις ίδιες τις διαδικασίες παραγωγής τους πολύ πιο σημαντικές στη διαμόρφωση της πόλης και της περιφέρειας (1996) από παλαιότερες αντιλήψεις οι οποίες θεωρούσαν ότι η πόλη, με τις συναφείς υποδομές, μπορεί να κατασκευαστεί με επιτυχία κατά τρόπο που να ελέγχει, να περιέχει και να μεταβάλλει τις κοινωνικές διαδικασίες (1996: 415-419). Σε αυτή τη συλλογιστική, κατά την επιχειρηματολογία των Graham και Marvin13 (2001: 178-214), ο διαμεσολαβητικός ρόλος των δικτυακών υποδομών οργανώνει τοπία ευελιξίας, ροών και συσσώρευσης τοποθετώντας τις διαδικασίες συγκρότησής τους μέσα στη μεταβολική σχέση φυσικού-τεχνητού-ανθρωπογενούς14. Η μεταβολή της σιδηροδρομικής υποδομής σε έκταση, πυκνότητα και ένταση αλληλο-συνδεδεμένων συστημάτων και ο τρόπος με τον οποίο αυτή συναρτά στον χώρο νέες γεωμετρίες ισχύος άμεσα συσχετισμέ-

νες με κοινωνικο-οικολογικές διαδικασίες εκμετάλλευσης φυσικών πόρων (Massey, 1992, Swyngedow, 1997, Gandy, 2005, Kaika, 2005) έχει σημαντική προτεραιότητα στην περιγραφή της δικτύωσης που πραγματεύεται το παρόν άρθρο. Η οργανωτική και εργαλειακή προτεραιότητα που αποκτά η σιδηροδρομική υποδομή ως ευρύτερη χωρική επίλυση εντείνει το ενδιαφέρον για την περιγραφή έμμεσων χωρικών οργανώσεων στις οποίες επενεργεί πέρα από την αφανή υποστήριξη ή την πλαισίωση του αστικού τοπίου. Η εφαρμογή αυτού του ερμηνευτικού πλαισίου είναι κεντρική διότι υποδεικνύει φορέα ο οποίος θα αποδίδει διαφορετικό επενδυτικό χαρακτήρα στην ίδια την υποδομή, εξετάζοντας τους τρόπους που αυτή συνεργεί με τους διαθέσιμους πόρους του ευρύτερου περιβάλλοντος, επανεκτιμώντας εφαρμογές προγραμματισμού και δυνατότητες διαμόρφωσης ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος όπως αναλύεται στη συνέχεια.

4. Το σιδηροδρομικό δίκτυο Πελοποννήσου ως τοπιακή υποδομή 4.1 Εξειδίκευση της προσέγγισης Η διεύρυνση του όρου «υποδομή» όπως τεκμηριώθηκε, παρακινεί σε μια διαφορετική ανάγνωση του ρόλου της σιδηροδρομικής διέλευσης λόγω του κοινωνικο-τεχνικού χαρακτήρα της. Η μελέτη της υποδομής πολεοδομικά δεν εξαντλείται στην εκτενή εξυπηρέτηση και τον προγραμματισμό λειτουργιών μέσα από στάσεις, τροχιές και κατευθύνσεις διέλευσης αλλά εξετάζεται συσχετιστικά με τις παραγωγικές δυνατότητες και τον μεταβολισμό φυσικών πόρων οι οποίοι εξυπηρετούν ροές ανθρώπων και λειτουργιών στη βάση μιας ολοκληρωμένης προγραμματικής και διεργασιακής διάστασης. Με αυτή την προϋπόθεση, η θεώρηση η οποία μας επιτρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα του σιδηροδρομικού άξονα ως ευρύτερο κοινωνικό-οικολογικό σύστημα, σημαίνει την κατανόηση καίριων πτυχών της διάδρασης μεταξύ της κοινωνικής υλικής παραγωγής και της σχετισμένης με αυτή διαμόρφωσης του φυσικού. Ο τρόπος με τον οποίο συνέρχονται σε μια χωρική δικτυακή λογική οι δύο αυτοί παράγοντες (φυσική

99


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 100

100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

διεργασία και κοινωνικο�τεχνική διαδικασία) με σκοπό την ενσωμάτωση του σιδηροδρόμου σε μια ευρύτερη τοπιακή υποδομή παραμένει ελάχιστα μελετημένος ή και εφαρμοσμένος σε ελληνικά χωροταξικά προγράμματα. Μια οικολογικά οργανωμένη ομαδοποίηση υποδομών προσαρτά ένα πλέγμα συμπληρωματικών δράσεων παραγωγής και προώθησης νέων ποιοτήτων στη δημόσια διαχείριση. Μια τέτοια ομαδοποίηση οριζόντιων συσχετισμών κατά τους Nikolin (2011), Vigano και Secchi (2006)- γίνεται αφετηρία για προσεγγίσεις ευέλικτου προγραμματισμού μέσα από πλέγματα διαδράσεων ροών και ανταλλαγών σε περιοχές δραστηριότητας, νησίδες και πεδία που αποτελούν κόμβους δικτυώσεων. Ετούτο, αποβαίνει οικονομικά σκόπιμο πολύπλευρα: Καινοτόμες εξυπηρετήσεις, διεύρυνση ομάδων κινητικότητας, πλαίσιο βιώσιμων μεταφορών, ελκυστικότεροι κοινόχρηστοι χώροι, προστιθέμενη αξία, αναβάθμιση του φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος ευρύτερα και ανταποδοτικότητα στοιχειοθετούν τα κριτήρια αποτίμησης αυτού του εγχειρήματος. Στην περίπτωση του σιδηροδρομικού δικτύου η εφαρμοστική πτυχή μιας τέτοιας κατεύθυνσης αφορά λιγότερο την οντολογική διάσταση διαμορφώσεων και επεμβάσεων σε φυσικό χώρο και περισσότερο τη μελέτη και την περιγραφή της οργανωτικής λογικής του δικτύου, τη λειτουργία και τη μεταβολή του απέναντι σε δυναμικές διεργασίες15. Στον ορίζοντα μιας συστημικής λογικής, η μελέτη της σιδηροδρομικής υποδομής δεν μπορεί να γίνει «έξω από το περιβάλλον της» αλλά μέσα από τα πλέγματα παραγόντων τεχνικής και οργανωτικής φύσεως (Skyttner, 2005) τα οποία προδιαγράφουν και τις επενέργειές του στην κοινωνία, την οικονομία και τον πολιτισμό, ερμηνεύοντάς το ως ευρύτερη κοινωνική οικολογία. 4.2 Συρρίκνωση των περιβαλλοντικών επενεργειών του σιδηροδρόμου Ο προσανατολισμός του Επιχειρησιακού Σχεδιασμού της ΕΡΓΟΣΕ (2013) στα έργα χάραξης και διέλευσης, αποσκοπεί σε τεχνικές βελτιώσεις (συστήματα επιδομής διέλευσης, εκσκαφές και επιχώσεις, γέφυρες, σηματοδότηση και τηλεπικοινωνίες) οι οποίες απαντούν κυρίως σε «εσωτερικού» χαρακτήρα ζητήματα ανα-

βάθμισης της γραμμής, εστιάζοντας κυρίως στη βαρύτητα του συγκοινωνιακού χαρακτήρα της υποδομής, ακόμη και αν αυτές αφορούν επιδράσεις και επιπτώσεις στο άμεσο περιβάλλον. Επιπλέον, οι επιμέρους μελέτες στις οποίες διασπάστηκε το σιδηροδρομικού έργο στο τμήμα Κιάτο-Πάτρα, δεν ενσωμάτωσαν εξαρχής την περιβαλλοντική διάσταση στη διαδικασία προγραμματισμού των αρχικών μελετών (Ζυγογιάννη, 2009: 99). Η αποσπασματική υλοποίηση μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ΜΠΕ) και η έγκριση περιβαλλοντικών όρων ανα τοπική δημοτική αρχή και νομαρχιακή αυτοδιοίκηση αποδομούν την κατεξοχήν δικτυακή φύση του περιορίζοντάς το σε σημειακή οντότητα. Αποτέλεσμα αυτής της παραπλανητικής πρακτικής είναι να παραγκωνίζεται η εξέταση ευρύτερων κοινωνικο-οικολογικών παραμέτρων της φέρουσας ικανότητας και του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της σιδηροδρομικής γραμμής, και τα δύο συναρτημένα με τις παραμέτρους τεχνικών επιλογών που θα αποσκοπούσαν στη μείωση του περιβαλλοντικού ρίσκου στη μεταβολική σχέση με τη διαμορφούμενη φύση. Άλλωστε, η πρόσδεση των ΜΠΕ σε επιμέρους σημειακά έργα δεν αφήνει περιθώρια να εκτιμηθούν τυχόν μεταβολές στο επίπεδο του ευρύτερου τοπίου, όπου η εξάρτηση των φαινομένων σε ποικίλες κλίμακες και ο μεταβολισμός άγνωστων ή τυχαίων διεργασιών στα οικοσυστήματα μακροπρόθεσμα αποτελεί αστάθμητη μεταβλητή. Αν «… η περιβαλλοντική πολιτική […] συρρικνώνεται στην αποφυγή ή τους περιορισμούς των επιπτώσεων των έργων» (Τρούμπης, 1999: 193), τότε δεν μπορεί να υπάρξει μεθοδολογία σχεδιασμού η οποία να αναδεικνύει τη συνέργεια τεχνικών υποδομών με παραμέτρους προσαρμογής τους σε ευρύτερες οικοσυστημικές διεργασίες. Σε μη σημειακά έργα, θα έπρεπε να εξετάζονται, κατά τον Τρούμπη, ευρύτερες χωροταξικές και οικονομικές αξιολογήσεις μαζί με τους πολύπλοκους ρυθμιστικούς οικολογικούς μηχανισμούς (1999: 201-203). Μένουν έτσι ανοιχτά ερωτήματα για ζητήματα επιχειρησιακού σχεδιασμού στην εγγύτητα με άλλες υποδομές (πορθμοί, λιμάνια, αεροδρόμια), σε παραγωγικές, οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής, σε χέρσες μη αξιοποιημένες εκτάσεις, στο εγκαταλελειμμένο δυναμικό κτηριακών κελυφών του ΟΣΕ, στη διέλευση μέσα από ένα πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο, αλλά και στη


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 101

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

γειτνίαση και εν δυνάμει προσβασιμότητα σε πολιτιστικούς και φυσικούς πόρους (Διάγραμμα 2). Το σύνολο όλων αυτών των πόρων μοιάζει να παραμένει «αόρατο» ή να παρακάμπτεται μέσα στις συζητήσεις φορέων οι οποίοι κοιτούν την ενσωμάτωση ή μη της υποδομής στον αστικό ιστό μέσα από αυστηρά οικονομοτεχνικά κριτήρια ή πλαίσια περιβαλλοντικής ανάσχεσης. 4.3 Προς μια χωρική δικτυακή λογική Το σιδηροδρομικό έργο δεν φέρνει μόνο πλησιέστερα μεταξύ τους τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά διατρέχει και εν δυνάμει οργανώνει την ευρύτερη περιφέρεια της βορειοδυτικής Πελοποννήσου σε όλο το φάσμα οικονομικής δραστηριότητας (πρωτογενής, δευτερογενής και τριτογενής). Στη θεώρηση ενός ενιαίου διαδρόμου από την Αθήνα μέχρι τον Πύργο και την Κυπαρισσία, το τρένο συνδέει αστικά κέντρα πρώτου και δεύτερου επιπέδου με το ενυπάρχον φυσικό κεφάλαιο (χώροι αποθήκευσης - επιμελητείας) και την καλλιεργούμενη πεδινή περιοχή υψηλής παραγωγικότητας της βορειοδυτικής Πελοποννήσου σε μια ενιαία δικτυακή οντότητα.

Ωστόσο, το κρίσιμο ζητούμενο ανάπτυξης η οποία ωφελείται από τη δικτυακή χωρική λογική διασυνδέσεων και κόμβων, μαζί με τις επιδράσεις και τους συσχετισμούς που επιφέρει, δεν έχουν προσδιοριστεί χωρικά για το σιδηροδρομικό δίκτυο ούτε ως προς το μέγεθός τους ούτε ως προς το ακριβές περιεχόμενό τους. Αν και το «κοινωνικό κεφάλαιο» του σιδηροδρόμου εντάσσεται στις προδιαγραφές του Περιφερειακού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΦΕΚ1470Β, 0910-2003) όπου υποστηρίζεται η συνεκτικότητα και αναβάθμιση των υποδομών, δεν διατυπώνεται χωρικά το πώς ακριβώς υλοποιείται δικτυακά η σύνδεση και η συνέργεια ανάμεσα σε προωθητικές δραστηριότητες και αναπτυξιακές υποδομές. Μάλιστα υποστηρίζεται πως οι επιδράσεις διασυνδέσεων και η μελέτη διάχυσής τους στην τοπική-περιφερειακή οικονομία «δεν έχουν προσδιοριστεί ούτε ως προς το μέγεθος τους, δηλαδή την ποσοτική διάσταση ούτε ως προς το περιεχόμενο τους, δηλαδή την ποιοτική τους διάσταση» (Σκούρας κ.ά., 2010: 2). Τα ζητήματα αυτά καθιστούν απαραίτητη τη διερεύνηση κατευθύνσεων χωρικής διάχυσης συνδυασμένων επιδράσεων του σιδηροδρομικού δικτύου στην τοπική και περιφερειακή οικονομία.

5. Μεθοδολογία και πλαίσιο για επιχειρησιακές οικολογίες

Διάγραμμα 2. Διάγραμμα του βασικού κορμού σιδηροδρομικής και οδικής σύνδεσης στην Πελοπόννησο με αναγνώριση της ισχυρής κομβικότητας ως προς τον προγραμματισμό συνδυασμένων μεταφορών και λειτουργιών, πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

Στόχος τη προσέγγισης είναι η περιγραφή των συνδεδεμένων κλάδων που επηρεάζονται και επωφελούνται από το σιδηροδρομικό δίκτυο, δημιουργώντας πρόσθετα οφέλη στην τοπική και περιφερειακή οικονομία. Καταγράφεται με πολύ-επίπεδο και διαγραμματικό τρόπο στην ευρύτερη περιφέρεια Πατρών η κομβική λειτουργία του τρένου ως προς: τη δυνατότητα που δίνει σε επιχειρήσεις να έχουν ανταγωνιστικές εισροές λόγω πολυτροπικών μεταφορών, τη μεταφορά και ανταλλαγή πληροφορίας και τεχνογνωσίας, τις επιδράσεις του στην εκροή (παραγόμενο προϊόν) από συνέργειες με τον μεταπρατικό τομέα και τη μεταφορά αγροτικών προϊόντων, αλλά και ο ρόλος του στην προσπελασιμότητα και τουριστική προβολή του πολιτιστικού και φυσικού κεφαλαίου. Η περιγραφή αυτή στοχεύει στις αλληλεπιδράσεις διαφορετικών τομέων, στη γεωγραφική και διαγραμματική αναπαράσταση των ροών

101


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 102

102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

αγαθών ή υπηρεσιών και του τρόπου με τον οποίο αυτές ομαδοποιούνται και ταξινομούνται ως συνδυαζόμενες δραστηριότητες στις οποίες επιδρά άμεσα ή έμμεσα το σιδηροδρομικό δίκτυο. Η μέθοδος αυτή επιτρέπει τον εμφανή συσχετισμό ετερογενών μεγεθών που αφορούν τόσο το φυσικό υπόβαθρο (υδάτινοι πόροι, καλλιέργειες), την επανάχρηση του διαθέσιμου φυσικού κεφαλαίου του ΟΣΕ (αποθήκες και αμαξοστάσια ή σιδηροδρομικά κέντρα), όσο και στις τεχνο-διαχειριστικές λογικές οι οποίες επιτρέπουν συσχετισμούς πολυκλαδικών παραγόντων μεταξύ των παραπάνω μέσα από μια ενιαία οργανωτική λογική στην οποία η εκροή ενός κλάδου είναι εισροή ενός άλλου16. Η σκοπιμότητα της πρότασης που αναλύουμε δεν περιορίζεται στη βελτιστοποίηση ενός στοιχείου υποδομής (δηλαδή της σιδηροδρομικής) ή μιας εδαφικής ενότητας (δηλαδή της ανάπλασης τμήματος της Πάτρας) αλλά αφορά τη δημιουργία ενός συνθετικού τοπίου δικτύωσης. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη συνεξέταση σιδηροδρομικής υποδομής και αστικοποίησης αναδύεται μέσα από συνέργειες ενεργοποίησης παραγωγικών πόρων της περιφέρειας Πελοποννήσου μέσω του τρένου (έδαφος, άνθρωποι, κεφάλαιο, εξοπλισμός). Μειώνεται έτσι μέσα από τις εσωτερικές οικονομίες (οικονομίες κλίμακας, οικονομίες ταχύτητας, οικονομίες εμβέλειας), το κόστος παραγωγής και η τελευταία ανακτά μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς και οργανωτική ισχύ, προσανατολισμένη στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Περιφέρειας που εξυπηρετεί (Καρύδη κ.ά., 2007). Με αυτό το σκεπτικό η έρευνα δεν περιορίζεται στον τρόπο με τον οποίον η τεχνική σιδηροδρομική υποδομή «ράβεται» στο φυσικό περιβάλλον της, αλλά επεκτείνεται στη συγκρότηση μιας πολύπλευρης δικτύωσης ανάμεσα στο υπάρχον φυσικό «κεφάλαιο, στο ανθρώπινο δυναμικό και τις συμπυκνωμένες σε αυτό πτυχές δραστηριοτήτων. Τέτοιοι συσχετισμοί εντοπίζονται σε «επιχειρησιακές οικολογίες», κατάλληλες να συνδυάσουν ανταποδοτικά οφέλη εμπλέκοντας την ανάπτυξη του σιδηροδρομικού άξονα σε σχέσεις και διαδικασίες που αναπτύσσουν πολιτικό-οικονομικές και περιβαλλοντικές προϋποθέσεις μέσα από οργανωτικές και χρηστικές πρακτικές. Σκοπός της μελέτης στο πλαίσιο μιας τέτοιας οργανωμένης χωρικής προσέγγισης δεν είναι ο σχεδιασμός των «οικολογιών» αλλά η διεργασία η οποία θα προετοιμάσει ένα

τοπίο ικανό να τις εξυπηρετήσει και να τους επιτρέψει να αναδυθούν με δημιουργικούς και απρόβλεπτους τρόπους ως ένα δυνητικό πλέγμα δραστηριοτήτων αντί ενός δικτύου προκαθορισμένων λειτουργιών. Ό,τι μόλις ορίστηκε ως «επιχειρησιακή οικολογία»17 αντιστοιχεί σε κάθε τύπου ενεργοποίηση και συντονισμό υλικών και άυλων ενεργειών, με στόχο την εξυπηρέτηση μιας λειτουργίας μέσα από μια πολυδιάστατη συνθετική διαδικασία. Οι οικολογίες αυτές εξαρτώνται από την «ενορχήστρωση» διαφορετικών στοιχείων, εν προκειμένω από τους παράγοντες και τα ειδικά τοπιακά χαρακτηριστικά, τη φυσική γεωγραφία και των εξοπλισμό του εδάφους, το πολιτισμικό κεφάλαιο υποδομών, τη σιδηροδρομική κληρονομιά18 αλλά και τα οικονομικά και κοινωνικά «ενεργήματα» και τα ρυθμιστικά πλαίσια στα οποία εμπίπτει19. Το δικτυακό αποτύπωμα της καταγραφής των επιχειρησιακών οικολογιών συντίθεται ως διάγραμμα με έμφαση στην αποτύπωση, περιγραφή και προβολή της δικτυακής οντότητας φυσικότεχνητών μορφωμάτων. Στη μακροσκοπική της προσέγγιση η συνδυαστική πρόταση φέρνει σε επικοινωνία τρείς κατηγορίες δομημένων συστημάτων: α) το μετρικό ‒αναξιοποίητο σήμερα‒ δίκτυο αλλά και νέο δίκτυο υποκείμενο σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό με διπλή ηλεκτροδοτούμενη γραμμή), β) λιμενικές υποδομές και γ) κτηριακές υποδομές του ΟΣΕ. Τούτο το απόθεμα, στη συνέχεια, διαχέεται σε υφιστάμενες λανθάνουσες οικονομικές δραστηριότητες της περιοχής εξασφαλίζοντας τις παρακάτω συνέργειες (Διάγραμμα 3): • Στο πεδίο της Έρευνας και Καινοτομίας: Η προηγμένη έρευνα και γνώση που παράγεται στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της ευρύτερης περιοχής αναφοράς τίθεται κυριολεκτικά σε ράγες προωθώντας της διάχυση γνώσης στα πλαίσια τοπικοποίησης της οικονομίας. • Στο πεδίο του Πολιτισμού: Η συγχρονισμένη λειτουργία ενός δικτύου συνδυασμένων μεταφορών με ραχοκοκαλιά το αναβαθμισμένο σιδηροδρομικό δίκτυο ευνοεί τη διαφοροποίηση του επιβατικού κοινού, διασύνδεση προορισμών και την προσπελασιμότητά τους, ευνοώντας την ανάπτυξη του τουρισμού με παραγωγική ώθηση σε ένα σύνολο περιοχών. Η δυνατότητα χαρτογράφησης τέτοιων συνεργειών καθιστά τον σχεδιασμό ως μία «εκ των έσω» διαδικασία διατύπωσης του αποτελέσματος της διάδρασης που


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 103

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

Διάγραμμα 3. Πλαίσιο για Επιχειρησιακές Οικολογίες: Η αναβάθμιση του σιδηροδρομικού δικτύου αντιμετωπίζεται ως πλαίσιο και μέσο ενεργοποίησης συνεργειών μεταξύ διαφορετικών παραγωγικών πεδίων στοχεύοντας σε μία ολοκληρωμένη λειτουργική ανάπτυξη τόσο σε τοπικό όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

προκύπτει από τη συσχέτιση των επιμέρους μερών του συστήματος. Έτσι, η δικτύωση αναδύεται ως προσέγγιση ενός σύστηματος αλληλεπιδράσεων, και των παραγόντων του μαζί, όπου δημιουργείται μια από κοινού βιώσιμη υπηρεσία ή επιτελεστική διαδικασία στην οποία συνδράμουν όλα τα μέρη συμμετοχικά. Στη συνέχεια, θα εξετάσουμε αναλυτικά τα στοιχεία του παραγόμενου τοπίου και τις δυνατότητες της ενεργοποίησης των παραπάνω συνεργειών. Η βαρύτητα δίνεται στην εκ των κάτω προς τα άνω ελαστική δικτυακή οργάνωση διαφορετικών συγκροτήσεων, με επιλεκτική ενεργοποίηση παραμέτρων προκειμένου να δημιουργηθεί ένα πλέγμα πιθανών δραστηριοτήτων και όχι ένα ντετερμινιστικά προκαθορισμένο πλαίσιο χρήσεων γης και λειτουργών. Το σύνθετο πλέγμα υποδομών που ενσωματώνουν οι επιχειρησιακές οικολογίες δίνει μεγάλη βαρύτητα

στα ενδογενή, τοπικά χαρακτηριστικά. Όπως έχουν υποστηρίξει οι Scot και Storper (2003: 579-593), οι τοπικές γεωγραφικές αλληλεξάρτησες στηρίζουν την αποτελεσματικότητα και καινοτομία ενίσχυσης ομάδων κεφαλαίου και εργασίας, με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη. Αντλώντας από τις δυναμικές διασύνδεσης και τις συνέργειες ανάμεσα σε εντοπισμένα ενδογενή χαρακτηριστικά του τόπου αναλύονται διαδικασίες διάδρασης, ανταλλαγής και κυκλοφορίας ύλης και ενέργειας τις οποίες ενεργοποιεί η σιδηροδρομική υποδομή. Οι διαδικασίες αυτές αφορούν τόσο κοινωνικές όσο και υλικές διαμορφώσεις και τύπους οικονομίας βασιζόμενες στο παραγόμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο προκύπτει από τη συσχέτιση διαφορετικών παραγωγικών /μεταφορικών δυνατοτήτων παράλληλα με την ανάκτηση και αναμόρφωση ωφέλιμων

103


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 104

104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

μεγεθών: τα υλικά και φυσικά δίκτυα και οντότητες του άμεσου περιβάλλοντος. 5.1 Συνέργειες δια-μεταφοράς: αγροτική παραγωγή και λιμένες H υφιστάμενη μετρική γραμμή του δικτύου Πελοποννήσου, διατρέχει γη υψηλής παραγωγικότητας με ανοδικά εξαγωγικά μεγέθη (Κρόκου, 2016) ενώ συνδέει το λιμάνι της Πάτρας (κυρίως εισαγωγικού χαρακτήρα)20 με τους λιμένες Αιγίου και Κυλλήνης21. Όσο το δίκτυο σιδηροδρόμων είναι ανενεργό, η εξυπηρέτηση των εξαγωγών παραμένει μονοπωλιακή από κατακερματισμένες και εξατομικευμένες υπηρεσίες οδικής μεταφοράς και επιμελητείας, ελάχιστα συμβατές με προϋποθέσεις εξωστρέφειας και δια-συνδεσιμότητας μεταφορών στο πρότυπο σύγχρονων εφοδιαστικών αλυσίδων (World Bank, 2013). Το γεωγραφικό πλεονέκτημα γειτνίασης τρένου-λιμένων θεωρείται καταλυτικό απέναντι σε ένα ευρύτερο αίτημα αποτελεσματικής διατροπικότητας μεταφορών η οποία, κατά τους Kapros και Panou (2007: 325), βασίζεται σε ομαλές συνδέσεις μεταξύ των φορέων που μετέχουν στις εφοδιαστικές αλυσίδες αλλά και στην παρουσία διασυνδεδεμένων δραστηριοτήτων σε θαλάσσιους πορθμούς (terminals). Το τρένο ως επιμέρους παράμετρος της αλυσίδας αξίας, με την επαναλειτουργία του στους πορθμούς Κυλλήνης και Αιγίου, δύναται να επιταχύνει τη συμπληρωματικότητα εμπορικών λειτουργιών μεταξύ λιμένων, αντιστρέφοντας το πρόσφατο καθεστώς «λειτουργικής αυτονομίας» και «απουσίας ολοκληρωμένου σχεδίου αναπτυξιακής στρατηγικής» (Siamas κ.ά., 2012). Στην απόληξη του ευρωπαϊκού κορμού μεταφορών, η διασύνδεση τρένου-πλοίου έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και σημαντικό ενεργειακό όφελος στις οργανωτικές δομές των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης ομαλών εφοδιαστικών αλυσίδων (Ιακώβου, 2015), όπου η διασύνδεσή τους με δίκτυα παραλαβής και διάθεσης των προϊόντων αποτελεί κεντρικό ρυθμιστή της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής (Πανάγος, 2015: 26). Η δικτύωση λιμένων όσο και η συνδυαστική ευελιξία και επιλογή διατροπικών μεταφορών στη Δυτική Πύλη της Ελλάδας, αν δεχτούμε πως δεν αφορά μονο-

σήμαντα τον Λιμένα Πατρών αλλά εννοείται ως ευρύτερη δικτυωμένη περιοχή «πορθμών», δύναται να εξυπηρετήσει καλύτερα τις προϋποθέσεις ολοκλήρωσης του Ευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών, το οποίο συνοδεύεται και από ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις (TEN-T, 2013). Κατά τον Ιακώβου, ένας μεμονωμένος λιμένας (εν προκειμένω, ο λιμένας Πατρών) βρίσκεται σε ευάλωτη θέση. Μόνον η εξάρτησή του από συνεργατικά δίκτυα τον καθιστά κατάλληλο για ανάπτυξη (2015). Αντίστοιχα, κατά τους Hesse και Rodrigue (2004), η μεταφορική υποδομή δεν μπορεί να θεωρείται ως «παράγωγη ζήτηση» αλλά ενσωματωμένη παράμετρος δραστηριοτήτων φυσικής διανομής και υλικής διαχείρισης οι οποίοι συμπράττουν στην ανάπτυξη αποτελεσματικών δικτύων logistics. Με τη γεωγραφική παγίωση και διάρθρωση του σιδηροδρομικού συστήματος σε διανεμημένο εμπορευματικό διάδρομο διατροπικών μεταφορών σε Αίγιο και Κυλλήνη, η σιδηροδρομική υποδομή καθίσταται ρυθμιστής της ευέλικτης οργάνωσης και του συγχρονισμού ροών σε ένα ενιαίο δίκτυο λιμένων και χερσαίων μεταφορικών υποδομών συμβάλλοντας στην ανακάμπτουσα πορεία των ελληνικών logistics22. Η προώθηση διαμεταφορών πλοίου-τρένου παρουσιάζει πλεονεκτήματα έναντι της μεταφοράς με φορτηγά ιδίως αν ληφθεί υπόψη η μεταφορά μεγάλων φορτίων σε μακρινές αποστάσεις όπου προκύπτει όφελος από το μικρότερο χιλιομετρικό κόστος, συμβάλλοντας στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας των αγροτικών προϊόντων (Μπουρής, Καλδής, κ.ά., 2011: 10). Συνυπολογίζοντας το χαμηλότερο εξωτερικό κόστος23 των σιδηροδρομικών μεταφορών έναντι των οδικών (Hesse και Rodrigue, 2004: 13) τη φιλική στο περιβάλλον λειτουργία του σιδηροδρόμου δικτύου με χαμηλότερες εκπομπές CO2 έναντι των οδικών (UBA, 2009: 2), ένα ολοκληρωμένο σύστημα διάθεσης της παραγωγής με υψηλή συνδεσιμότητα από τρένο σε πλοίο και αντίστροφα εμφανίζει στρατηγικό πλεονέκτημα ως μέτοχος παραγόντων που αναζητούν χαμηλότερες ενεργειακές δαπάνες και συμμετοχή σε «πράσινες εφοδιαστικές αλυσίδες»24. Η παραδοχή της συμπληρωματικότητας λειτουργιών των λιμένων Αιγίου-Πάτρας-Κυλλήνης μέσω ενός συστήματος διανεμημένων μεταφορών υψηλού βαθμού συνδεσιμότητας αντί της υπερσυγκέντρωσης δραστηριοτήτων στο λιμάνι Πατρών δημιουργεί και ορι-


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 105

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

Διάγραμμα 4. Ενεργοποίηση διανεμημένου συστήματος λιμένων αξιοποιώντας υφιστάμενες υποδομές ενεργών ή υπό αναβάθμιση λιμένων. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com

Διάγραμμα 5. Παραθέσεις τομών κατά μήκος του παράκτιου μετώπου αντιπαραβάλλοντας τις περιπτώσεις μερικής ή πλήρους υπογειοποίησης της σιδηροδρομικής γραμμής με εκείνη της επιφανειακής χάραξης και ενσωμάτωσης του τρένου στις παραμέτρους της αστικής εμπειρίας. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

σμένα πλεονεκτήματα τα οποία μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν ως αστικό-κοινωνικό κέρδος για την πόλη και την ευρύτερη περιφέρειά της. Στο νέο λιμάνι της Πάτρας το υφιστάμενο σύστημα φορτοεκφόρτωσης είναι Ro-Ro διότι ο αρχικός σχεδιασμός του δεν προέβλεπε άμεση σιδηροδρομική σύνδεση. Το «πρόβλημα» αυτό θα μπορούσε να παραμεριστεί εφόσον υπήρχε ενιαίος συντονισμός και σύμπραξη διαφοροποιημένων

δραστηριοτήτων στα λιμάνια Αιγίου και Κυλλήνης με σύστημα Lo-Lo25. Έτσι, ανακατευθύνεται μέρος των εμπορικών φόρτων και μειώνονται όσα διασχίζουν το αστικό συγκρότημα της Πάτρας προς τον Πειραιά και το Εμπορευματικό κέντρο στο Θριάσιο26. Σε τοπική κλίμακα, η σύνδεση του λιμένα Πατρών με το τρένο θα απαιτούσε, με βάση πρόταση της ΕΡΓΟΣΕ, νέα διακλάδωση της υφιστάμενης γραμμής σε

105


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 106

106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

Διάγραμμα 6. Συγκριτικά διαγράμματα υφιστάμενης κατάστασης και πρότασης εμπορευματικής αναβάθμισης λιμένων. Η με ενεργοποίηση συστημάτων βιώσιμης υδρολογικής διαχείρισης. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com

παράκτιο μεταφορικό διάδρομο, ο οποίος θα αμβλύνει τον αστικό κατακερματισμό στη σχέση πόλης-θάλασσας (Παππάς, κ.ά. 2010: 97). Απεναντίας, η πρόταση εκμετάλλευσης του λιμένα του Αιγίου στηρίζεται τόσο στο φυσικό πλεονέκτημα της προϋπάρχουσας σιδηροδρομικής υποδομής που εξυπηρετούσε για χρόνια το εξαγωγικό εμπόριο της σταφίδας όσο και στα τοπογραφικά δεδομένα της πόλης η οποία αναπτύσσεται σε ψηλότερο επίπεδο από τις εμπορευματικές λιμενικές δραστηριότητες. Με την αποδέσμευση της άμεσης σύνδεσης του Λιμένα Πατρών με το τρένο απελευθερώνεται ένα κρίσιμο τμήμα δημόσιας γης προς αστική αξιοποίηση η οποία εξασφαλίζει έναν ενιαίο παράκτιο διάδρομο μέχρι την Κάτω Αχαΐά αντισταθμίζοντας την οριζόντια εξάπλωση των σκληρών μεταφορικών υποδομών κατά μήκος της ακτογραμμής (Διάγραμμα 5). Επιπλέον, ο Λιμένας Πατρών συνδυαστικά με την Κυλλήνη μπορεί να παραλάβει ελαφρύ φορτίο και αγροτικά προϊόντα προς εξαγωγή τα οποία αμοιβαία

θα εξυπηρετούνται από τη δημιουργία διαμετακομιστικού σταθμού διανομής στον ανενεργό σήμερα αλλά κομβικού χαρακτήρα χώρο της βιομηχανικής περιοχής Πατρών και ειδικότερα στον χώρο της «Πειραϊκής-Πατραϊκής» όπου προβλέπεται η δημιουργία «επιχειρησιακού κέντρου» (ΓΠΣ, ΦΕΚ 358ΑΑΠ/2011), προσελκύοντας ευρύτερες λειτουργίες της εφοδιαστικής αλυσίδας. 5.2 Δικτύωση Τουριστικών Προορισμών Η χάραξη τη σιδηροδρομικής γραμμής στο πεδινό τμήμα και σε κοντινή απόσταση από την ακτή σε όλο το μήκος της βόρειας Πελοποννήσου, αναδεικνύει μια μοναδική δυνατότητα συνδυασμένων σιδηροδρομικών και ακτοπλοϊκών συνδέσεων. Ο συνδυασμός αυτός εκφράζεται μέσω ορισμού διανεμημένων κόμβων θαλάσσιας συγκοινωνίας, ευνοώντας την άγνωστη μέχρι σήμερα κινητικότητα στον Πατραϊκό και τον Κοριν-


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 107

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

Διάγραμμα 7. Η θάλασσα ως πόρος για μία διαφοροποιημένη οικονομική ανάπτυξη του ΟΣΕ: Ο σιδηρόδρομος ως διάδρομος Γνώσης, Έρευνας & Ανάπτυξης και Πολιτισμού. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com

θιακό κόλπο. Ένα τέτοιο σύστημα (Διάγραμμα 7) θα μπορούσε να συνδέει πολιτιστικούς και φυσικούς πόρους οι οποίοι βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από κομβικές στάσεις του σιδηροδρομικού δικτύου. Η διασύνδεσή τους με συμπληρωματικά μεταφορικά μέσα αλλά και με την ταχέως αναπτυσσόμενη υποδομή του αεροδρομίου του Αράξου27, διαφοροποιεί τη μεταφορική κινητικότητα της γραμμής μέσα από διαθεματικές εκδρομές υψηλού τουριστικού ενδιαφέροντος28, ενισχύει το επιβατικό προφίλ στη σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας – Πάτρας και ταυτόχρονα διευκολύνει την προσπελασιμότητα επισκεπτών σε πόρους που παραμένουν μερικώς αξιοποιούμενοι (ΕΟΤ, 2003). Ειδικότερα, η προτεινόμενη στρατηγική ανάπτυξης εισάγει τη δημιουργία ενός δικτύου συνδυαστικών μεταφορών εντός τριών θαλάσσιων λεκανών: 1) Του Πατραϊκού κόλπου, δημιουργώντας ανταποκρίσεις μεταξύ της Πάτρας και της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου και το Κοτύχι, καθιστώντας τον θαλάσσιο χώρο ένα ζωντανό οικολογικό πάρκο.

2) Του Κορινθιακού Κόλπου, συνδέοντας, τη Ναύπακτο, το Γαλαξίδι και την Ιτέα/Δελφούς της απέναντι ακτής με την Ακράτα, της Αρχαίες Αιγές Αχαΐας, το Κιάτο και την Αρχαία Σικυώνα και το Λέχαιον κοντά στην Κόρινθο. 3) Του Σαρωνικού, με τον καθορισμό τριγωνικής σύνδεσης μεταξύ Επιδαύρου, Αίγινας και ακρωτήριου Σουνίου και κόμβο αναφοράς την Αθήνα και τον Πειραιά. Οι στοχεύσεις αυτές συγκροτούν ένα πλαίσιο συνδυαστικού επιχειρηματικού περιεχομένου, με την αναγνώριση και καταγραφή δυναμικών ή ώριμων γεωγραφικών ενοτήτων από την πλευρά της προσφοράς που μπορούν να συνεισφέρουν ως τουριστικοί πόροι και προορισμοί. 5.3 Ο διάδρομος γνώσης, έρευνας και καινοτομίας Η αγροτική παραγωγή στην περιοχή επιρροής του τρένου αφορά κατά κανόνα μικρή και μεσαία κλίμακα

107


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 108

108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

εξατομικευμένης παραγωγικής δραστηριότητας με χαμηλή τεχνολογία καλλιεργητικών πρακτικών (Keeler and Skuras, 1990) χωρίς άμεση πρόσβαση σε οικονομίες κλίμακας και καινοτομία (National Bank of Greece, 2015). Από την άλλη πλευρά, και σε αλληλεπίδραση με τις προηγούμενες συνέργειες, ο σιδηροδρομικός διάδρομος θα μπορούσε να είναι καταλυτικός για τη σύνδεση Πανεπιστημιακών τμημάτων και Ανώτατων Τεχνολογικών Ιδρυμάτων29 τα οποία μπορούν να ωφελήσουν τον αγροδιατροφικό τομέα. Η προϋπόθεση αξιόπιστης και γρήγορης συνδεσιμότητάς τους όχι μόνο ενισχύσει τη συμπληρωματικότητα μεταξύ των ίδιων των θεσμικών οργάνων αλλά επιτρέπει την εξασφάλιση κινητικότητας ερευνητών μεταξύ κέντρων παραγωγής και κέντρων έρευνας σε κλάδους που αφορούν τον αγροτοπαραγωγικό τομέα. Ειδικότερα σε όσους έχουν κοινή επιστημονική βάση η εξασφάλιση διάχυσης της γνώσης δύναται να συμβάλλει κατά τους Feldman και Audretsch σε συμπληρωματικές οικονομικές δραστηριότητες συστήνοντας έναν συνεκτικό γεωγραφικό χώρο για την παραγωγή και την προώθηση καινοτομίας (1999). Η σιδηροδρομική υποδομή εξασφαλίζει την κινητικότητα, ενισχύει την επικοινωνία και την εντατικοποίηση ερευνητικών ανταλλαγών ανάμεσα σε επιστημονικές συμπράξεις και κέντρα επιχειρηματικών εφαρμογών, εξασφαλίζοντας συνεκτικές, εντοπισμένες γεωγραφικά, διαδρομές (Storper, 1998). Διασφαλίζεται έτσι η δυνατότητα διάδρασης και επικοινωνίας μεταξύ εντοπισμένων δραστηριοτήτων στον πρωτογενή-δευτερογενή και τριτογενή τομέα καθιστώντας ευρύτερα προσπελάσιμες διαδικασίες τεχνογνωσίας για υψηλής ποιότητας παραγόμενο προϊόν και για μεθόδους ορθολογικών αγροτικών πρακτικών, τυποποίησης, συσκευασίας και πρόσβασης σε οργανωτικές πρακτικές ανταγωνιστικών εφοδιαστικών αλυσίδων. Και αντίστροφα όμως, εφόσον ένας τέτοιος διάδρομος γνώσης παρέχει τις απαραίτητες αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα σε κέντρα καινοτομίας, παραγωγής και προώθησης, θα μπορούσαν οι ίδιοι οι παράγοντες που εξυπηρετούνται από αυτόν (παραγωγοί, συνεταιρισμοί, κέντρα καινοτομίας, επιχειρήσεις) να συμμετέχουν στα επενδυτικά σχέδια της αναδιάρθρωσης και επέκτασής του30.

5.4 Υδρολογικές συνέργειες και αστικές τοπιακές υποδομές Το τρένο αποτελεί ενεργό αστικό συντελεστή της αστικής συγκρότησης της πόλης. Μάλιστα, το κοινωνικό αίτημα που συνοδεύει την επιφανειακή λειτουργία του σιδηροδρόμου δεν είναι αμελητέο. Όπως παρατηρεί ο Bertolini, τα επίγεια μέσα σταθερής τροχιάς ευνοούν την «αστικότητα» και δίνουν πρόσβαση στην κινητικότητα σε ευρύτερες κοινωνικές ομάδες (2000). Αντίστοιχα, υποστήριζεται οτι «… η ανατροπή της “τρενοφοβίας” μπορεί να συνδυαστεί με μια νέα κουλτούρα αστικής κινητικότητας», επαναφέροντας τη λειτουργία του τρένου στο υφιστάμενο ίχνος «... το οποίο έχει αποτυπωθεί ήδη ως βιωμένη εμπειρία στο συλλογικό ασυνείδητο της πόλης [..] και μπορεί και στο μέλλον να αξιοποιηθεί σαν κυρίαρχο στοιχείο της νέας αστικής ταυτότητας της πόλης» (Scholl, 2015: 21). Η πρόκληση της επιφανειακής διέλευσης καθώς και της ενσωμάτωσής του στον αστικό ιστό είναι πολλαπλή: α) ως συμβατή παράλληλη κίνηση πεζών και ποδηλατών με εξασφάλιση πυκνών ισόπεδων διελεύσεων, β) ως μέρος μιας ευρύτερης κινητικότητας και αξιοποίησης των χρήσεων γης στη ζώνη άμεσης επιρροής του σιδηροδρόμου, γ) ως καθοριστικός παράγοντας στην εικόνα της πόλης ορίζοντας σταθμούς ευρύτερης κομβικής και επιχειρησιακής σημασίας και δ) ως υποδομή συνδυασμένης αντιπλημμυρικής διαχείρισης για την πόλη συνολικότερα μέσω εφαρμογής συστημάτων βιώσιμης υδρολογικής διαχείρισης. Η τελευταία παράμετρος μάλιστα, είναι επιτακτική ανάγκη στη συναξιολόγηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του Υδάτινου Διαμερίσματος της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Στην περιοχή αυτή η ζώνη του τρένου διατρέχει περιοχή με έντονο ανάγλυφο και εμφανίζει σημαντικά γεωδυναμικά χαρακτηριστικά (Ειδική Γραμματεία Υδάτων, 2013). Τόσο τα μεγάλα ποσοστά βροχόπτωσης, τα οποία εντείνουν τη διάβρωση των εδαφών και επιταχύνουν φαινόμενα κατολισθήσεων, όσο και το πυκνό υδρογραφικό δίκτυο, το οποίο αποτελείται από λεκάνες απορροής ποταμο-χειμάρρων, επιφορτίζουν το τεχνικό έργο της διέλευσης της γραμμής με ζητούμενα πρόσθετα αντιπλημμυρικά και αντιδιαβρωτικά έργα στα ανάντι. Αντιστοίχως, οι σκληρές υποδομές που συνοδεύουν τη χωρική παγίωση δρα-


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 109

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

στηριοτήτων επιμελητείας τόσο σε απαιτούμενη έκταση όσο και σε πυκνότητα, εξαπλωμένες στις ιδιαίτερα προσχωσιγενείς περιοχές των παράλιων και πεδινών περιοχών θέτουν εκ προοιμίου ζητήματα διαχείρισης των επιφανειακών υδάτων31. Όσον αφορά τους λιμένες, μια αντισταθμιστική περιβαλλοντική αναβάθμιση των εμπορευματικών σταθμών θα στόχευε στα πρότυπα λειτουργίας των ecoports32, ενώ όσον αφορά τη δημιουργία «επιχειρησιακού κέντρου» στην «Πειραϊκή-Πατραϊκή», στο πλαίσιο προώθησης ενεργειακής αυτονομίας θα μπορούσαν να προωθηθούν συνδυαστικές με την πολιτεία δράσεις και εφαπτομενικές δραστηριότητες εκμετάλλευσης των άφθονων υδάτινων πόρων ως μέσω προώθησης συστήματος βιώσιμης υδρολογικής διαχείρισης (Διάγραμμα 6) και ανταποδοτικής εξασφάλισης νερού χρήσης. Η υδροσυλλογή και επεξεργασία επιφανειακών υδάτων μετατρέπει σε «πλεονέκτημα» το διαρκές «πρόβλημα» πλημμυρικής διαχείρισης που αντιμετωπίζουν οι πεδινές περιοχές και ιδιαίτερα εκείνες όπου οι φυσικοί υδροκρίτες καταπατώνται από την υψηλή αστική συγκέντρωση. Στην περίπτωση της πρότασης μερικής ή πλήρους υπογειοποίησης της διέλευσης του τρένου, η αντιπλημμυρική προστασία θα σήμαινε μορφολογικές αλλοιώσεις και παράπλευρα σκληρά τεχνικά έργα με επιπλέον επιβάρυνση κόστους. Στην περίπτωση της επιφανειακής διέλευσης η περίπτωση διασυνδεδεμένων πρακτικών αντιμετώπισης με ενσωμάτωση ήπιων πρακτικών βιώσιμης αστικής υδρολογίας στο μεταβατικό ενδιάμεσο τρένου-πόλης για αντιπλημμυρική διαχείριση και ανακύκλωση των επιφανειακών υδάτων ενέχει μικρότερο οικονομικό κόστος, ενώ εσωκλείει ανταποδοτικά οφέλη. Η διαχείριση του ενδιάμεσου αυτού χώρου, μεταξύ σιδηροδρομικής υποδομής και αστικού ή περιαστικού χώρου στηρίζεται στην παραδοχή ότι το τρένο είναι αστικός συντελεστής αλλά και εν δυνάμει κοινωνικοοικολογικός ρυθμιστής στον χώρο. Ο σιδηρόδρομος παράγει μια εδαφική συνθετότητα, είναι ίχνος που μεταβάλλει τον χώρο μέσα στην πόλη και είναι αδύνατον να μη συναρτάται με κρίσιμες επιλογές «αστικού μεταβολισμού», όπως το επικαλούνται οι Kaika και Swyngedouw (2012). Μάλιστα υποστηρίζεται ότι τα στοιχεία της γεωμορφολογίας, της τοπογραφίας, της

Διάγραμμα 8. Συστήματα τοπιακών υποδομών με έμφαση στη Βιώσιμη Υδρολογική Διαχείριση αξιοποιώντας το πλούσιο και πυκνό υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής και ενσωματώνοντάς το στις παραγόμενες υποδομές της Σιδηροδρομικής Γραμμής. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

Διάγραμμα 9. Ο πράσινος διάδρομος θέτει ως προτεραιότητα την εισαγωγή βιώσιμων συστημάτων υδρολογικής διαχείρισης τόσο για την απομείωση πλημμυρικών φαινομένων όσο και για την αποθήκευση και ορθή επανάχρηση προάγοντας ουσιαστικά ένα αυτό-τροφοδοτούμενο οικολογικό κύκλο στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

υδρολογίας και του κλίματος δεν είναι ανεξάρτητα από τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες, αντιθέτως αποτελούν μαζί με τα ανθρωπογενή συστή-

109


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 110

110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

Διάγραμμα 10. Εξασφάλιση πράσινου διαδρόμου με ελάττωση του πλάτους διέλευσης της Σιδ/κής γραμμής σε μονή για μήκος 3χλμ στο τμήμα από Μποζαίτικα έως Αγ. Ανδρέα και διαμόρφωση μεικτής κυκλοφορίας. Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία

ματα συστατικό της κεφαλαιακής συσσώρευσης και της αναπαραγωγής του κεφαλαίου (Heinen, Kaika και Swyngedouw, 2005). Συνεπώς, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να θεωρούνται αυτόνομα ή διαχειρίσιμα σε μεμονωμένα πλαίσια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν κατά το τέλος του έργου ή μέσα από ανεξάρτητες εργολαβίες. Αντιθέτως, εδώ μελετώνται ως καθοριστικοί συντελεστές στη μεταβολικά διαμορφούμενη «αστική φύση»33. Γνωρίζοντας ότι στα πυκνοδομημένα τμήματα του αστικού ιστού, όπως στην αστική περιοχή της Πάτρας, το 40% της βροχόπτωσης μετατρέπεται σε επιφανειακή απορροή (Hough, 1995), διαπιστώνουμε ότι μια προοπτική μεταβολικής διαχείρισης συνδυαστικά ενσωματωμένη με την ανάπτυξη της επιφανειακής διέλευσης του τρένου συμβάλλει στη μείωση του πλημμυρικού ρίσκου αλλά και στην ανάταξη περιβαλλοντικά υποβαθμισμένων παραρρεμάτιων τοπίων (έλος Αγιάς, Δέλτα π. Γλαύκου, π. Μείλιχος κ.ά.). Ακριβέστερα, μέσα από ένα πλέγμα φυσικά διαμορφωμένων καναλιών υδροσυλλογής και αποστράγγισης των επιφανειακών υδάτων στα ανάντι της σιδηροδρομικής γραμμής (Διάγραμμα 8), αποφεύγονται σκληρές λογικές ανάσχεσης, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνονται προϋποθέσεις πράσινων υποδομών οι οποίες όχι μόνο συμβάλλουν σε τοπία-αναψυχής και χώρους δημόσιου συλλογικού πρασίνου αλλά καθιστούν εμφανή τη μεταβολική λειτουργία του νερού, τα κριτήρια επάρκειας, ανακύκλωσης και ορθολογικής διάθεσης του υδάτινου δυναμικού για νερό άρδευσης σε καλλιέργειες και νερό

χρήσης σε αστικούς υποδοχείς και υποδομές του σιδηροδρόμου (Διάγραμμα 9). Η ανάπτυξη του πράσινου διαδρόμου συναρτάται και με τη διέλευση του τρένου σε τάφρο μειωμένου πλάτους μονής ηλεκτροδοτούμενης γραμμής. Η εξασφάλιση αυτή εντοπίζεται στο πυκνοδομημένο τμήμα του αστικού ιστού και σε εύρος 3 χιλιομέτρων μειωμένης ταχύτητας συρμών στα 28 χλμ/ώρα (από τα Μποζαίτικα έως τον Αγ. Ανδρέα)34. Με τη δυνατότητα αυτή, παράλληλα με τις τοπιακές υποδομές υδάτινης διαχείρισης, ανακτάται δημόσιος χώρος και εξασφαλίζονται παράπλευρες διελεύσεις ήπιας κυκλοφορίας (Διάγραμμα 10). Στους κεντρικής σημασίας κόμβους οι οποίοι στηρίζουν τις επιχειρησιακές οικολογίες στο αστικό συγκρότημα της Πάτρας αναφέρθηκε ήδη ο ρόλος του επιχειρησιακού πάρκου στον χώρο της «Πειραϊκής Πατραϊκής» (Π3, στο Διάγραμμα 11). Εδώ συναξιολογηθηκε η εγγύτητα τρένου και λιμένων με την αγροτική ενδοχώρα ως παρονομαστής της λειτουργικής και επιχειρησιακής καινοτομίας της εφοδιαστικής αλυσίδας προϊόντων. Αντίστοιχα, η στρατηγική επιλογή αναμόρφωσης ενός σύνθετου Κόμβου με χαρακτήρα Κεντρικού Σιδηροδρομικού Σταθμού, στο ντεπό του Αγίου Διονυσίου (Π1) μαζί με τη Βόρεια Προβλήτα του Λιμανιού δύναται να συμβάλλει στην αστική πύκνωση προγράμματος αναψυχής και πολιτισμού όσο και στην εξασφάλιση διασυνδεδεμένων υποδομών επιβατικής εξυπηρέτησης, κατά τα πρότυπα πρόσφατων ευρωπαϊκών παραδειγμάτων35. Η αντίθετη στρατηγική, δηλαδή της αραίωσης και απελευθέρωσης του αστικού


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 111

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

ιστού είναι αυτή που προωθείται στο ντεπό του Αγίου Ανδρέα (Π2) με έμφαση στην παραχώρηση αστικών καλλιεργειών και μεταποιητικών μονάδων σε υφιστάμενα αναξιοποίητα κελύφη του ΟΣΕ. Σε κάθε περίπτωση, η ενσωμάτωση της επιφανειακής σιδηροδρο-

μικής διέλευσης στον υφιστάμενο αστικό ιστό συνεργεί σε εμπλουτισμό δραστηριοτήτων και υπηρεσιών και εξασφάλιση εγγύτητας και πυκνότητας διασυνδέσεων σε εγγενώς διαφοροποιημένες ζώνες δημόσιων αστικών λειτουργιών.

Διάγραμμα 11. Εγγύτητα, δια-συνδεσιμότητα και πλέγματα επιχειρησιακών οικολογιών με καταλύτη τον επιφανειακό Σιδηροδρομικό Διάδρομο και την περιοχή αμέσου επιρροής του στην αστική και περιαστική ζώνη της Πάτρας Πηγή εικόνας: ©iocarydi.com, ιδία επεξεργασία.

111


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 112

112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

6. Συμπεράσματα Το πλέγμα επιχειρησιακών οικολογιών που παρουσιάστηκε στηρίχθηκε στη μεγιστοποίηση και την προσαρμογή συνδυασμένων υποδομών σε δικτυακό παράδειγμα το οποίο αναδεικνύει ανταγωνιστικά οφέλη μέσα από συσχετισμούς στους οποίους το τρένο λειτουργικά και επιτελεστικά ενεργοποιεί διαφορετικούς οικονομικούς τομείς. Οι εισηγήσεις των συνεργειών οικονομίας της γνώσης-αγροτικής καινοτομίας-πολιτισμού-τοπιακών υποδομών, κατέστησαν δυνατή την περιγραφή ενός συνεκτικού τοπίου παρεμβάσεων στην τοπική κλίμακα των οποίων η οργανωτική λογική ανάγεται και στη μεγάλη κλίμακα. Στην περιγραφή της δικτυακής συγκρότησης, η υποδομή του τρένου εξαρτάται λιγότερο από σημειακές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας και περισσότερο από τη διασπορά δυνατοτήτων ολοκληρωμένης ανάπτυξης, ενώ προσελκύσει επιπλέον επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα. Οι τελευταίες εντοπίζονται στις ευκαιρίες που προκύπτουν από τη σύνδεση με το συνολικό πλέγμα των θετικών εξωτερικών οικονομιών οι οποίες δημιουργούνται από τις πολλαπλές εξυπηρετήσεις του σιδηροδρομικού δικτύου και των αναδυόμενων οικονομίων. Σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο ενεργοποιούνται κίνητρα ανάπτυξης για τους γεωργικούς συνεταιρισμούς μέσω επενδύσεων σε νέες οργανωτικές δραστηριότητες αλλά και συμμετοχής στα προγράμματα επενδύσεων της σιδηροδρομικής αναδιάρθρωσης. Οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται για τη διευκόλυνση, εντατικοποίηση και αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα, μαζί με καινοτομίες οι οποίες ενθαρρύνουν τον τομέα έρευνας και τεχνολογίας με «όχημα» το τρένο, έχουν άμεση σύνδεση με δυνατότητες ένταξης χρηματοδοτήσεων οι οποίες στοχεύουν σε επενδύσεις συνδυαστικού οφέλους, αντί της μονομερούς ή επιλεκτικής χρηματοδότησης δικτύων υποδομής χωρίς βιώσιμο χαρακτήρα. Οι προτάσεις σταδιακής αναβάθμισης και μετατροπής των σιδηροδρομικών γραμμών μαζί με τη διαφοροποιημένη χρήση του προσαρμοσμένου τροχαίου υλικού σε σύνθετες τοπιακές υποδομές μέσα στην Πάτρα αναπτύσσεται στη λογική ενός ενιαίου διαδρόμου ο οποίος προσφέρει μια πολύπλοκη λειτουργική βάση. Ο

ολοκληρωμένος σχεδιασμός και η διείσδυση τεχνολογικών εφαρμογών στη γη, ενεργοποιούμενοι παράλληλα με το έργο διέλευσης του τρένου, δεν αποτελούν έξω-οικονομική φυσική κατηγορία. Σύμφωνα με τον Σοφούλη (1979), μια τέτοια συνδυαστική επένδυση κατά μήκος της γραμμής του τρένου καθιστά το έδαφος παραγώγιμο συντελεστή της παραγωγής με δυνατότητα πρόκλησης προστιθέμενης αξίας36. Με αυτό το σκεπτικό η σιδηροδρομική υποδομή καθίσταται αφορμή για συν-προγραμματισμό έργων που αφορούν την αναβάθμιση φυσικών πόρων αλλά και τη διαχείριση/εκμετάλλευση του υδάτινου δυναμικού με πολλαπλό όφελος. Γίνεται φανερό ότι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της σιδηροδρομικής υποδομής επηρεάζεται από το κοινωνικό πλαίσιο που σχετίζεται με τον τόπο και τις αναπτυσσόμενες συνέργειες. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαρτήσεις από την άμεση βιο-περιφέρεια (όπως η υποστήριξη της αγροτικής παραγωγής και της μεταποίησης στη συσχέτισή της με συστήματα που επιτρέπουν την εγγύτητα, την πρόσβαση σε καινοτομίες μέσω της οικονομίας γνώσης που εξυπηρετεί το τρένο) αναδεικνύουν τις πτυχές δια-λειτουργικότητας και της βιώσιμης συνεκμετάλλευσης.

Σημειώσεις * Αφορμή για την σύνταξη του άρθρου αποτελεί η σχεδιαστική πρόταση “Train, By All Means!“ που υλοποιήθηκε από το γραφείο iocarydi.com (επιστημονική ομάδα εργασίας: Η. Καρύδη, Φ. Καφαντάρης, Γ. Νικολαΐδης, Ν. Κατσίκης, Δ. Καρύδης) στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος CODE PATRAS, H μέθοδος TEST PLANNING για την PATRA (TPP), υπό το συντονισμό του πανεπιστημίου ETH της Ζυρίχης με επικεφαλής τον καθηγητή Β. Scholl. Η πρωτοβουλία έγινε σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Πατρών (επιστ. υπεύθυνος: κ. Β. Παππάς) και το ΕΜΠ (επιστ. υπεύθυνος: κ. Κ. Μωραΐτης ) στο πρώτο εξάμηνο του 2015. Αφορμή για το εγχείρημα του ETH στάθηκε η αδιέξοδη και μη συμφέρουσα οικονομικά, πρόταση της ΕΡΓΟΣΕ για υπόγεια διέλευση της γραμμής του τρένου μέσα από την Πάτρα και η απουσία εναλλακτικών προτάσεων επιφανειακής διέλευσης. Η διαδικασία του προγράμματος ακολούθησε μια μέθοδο συμμετοχικού σχεδιασμού προσεγγίζοντας την πολεοδομική διάσταση της σιδηροδρομικής υποδομής ως σύνθετο χωρικό και συγκοινωνιακό πρόβλημα (βλέπε Scholl, 2015: 10). Το ακριβές αντικείμενο που τέθηκε σε σχεδιαστική διερεύνηση σε τέσσερα διεθνή γραφεία αφορούσε την παραγωγή προτάσεων για την περίπτωση της επιφανειακής διέλευσης του Σιδηροδρόμου μέσα από το αστικό συγκρότημα της Πάτρας. Οι στρατηγικές σχεδιασμού που παρέδωσε στο TPP η ομάδα του γραφείου iocarydi.com αποτελούν εφαλτήριο του παρόντος επιστημονικού άρθρου το οποίο εμβαθύνει στο ζήτημα της επιρροής του σιδηροδρόμου στις δυναμικές αστικοποίησης της περιφέρειας της Πάτρας.


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 113

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

2. Πράγματι, η προεκτίμηση κόστους για την υπόγεια διέλευση της γραμμής μέσα από το αστικό συγκρότημα της Πάτρας, άγγιζε τα 700 εκατομμύρια ευρώ. Στοίχιζε δηλαδή όσο ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου Κιάτο-Πάτρα (Scholl, 2015: 10). 3. Ειδικότερα σε σχέση με την απήχηση του αιτήματος από κοινωνικές ομάδες βλ. http: //epivatisproastiakou.blogspot.gr 4. Στην περίπτωση της Πάτρας η υφιστάμενη μετρική γραμμή αξιοποιείται ήδη από Προαστιακό σιδηρόδρομο ο οποίος εξυπηρετεί καθημερινά περισσότερους από 5000 πολίτες. O Προαστιακός εξυπηρετείται με ντιζελοκίνητα βαγόνια, προσαρμοσμένα να λειτουργούν στην υφιστάμενη μετρική γραμμή εξυπηρετώντας επιβάτες που κατοικούν στις περιοχές της Αγιάς, του Καστελόκαμπου, του Ρίου κ.λπ. Παράλληλα, εξυπηρετεί μεγάλο αριθμό επιβατών που κινούνται από και προς το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο και το Πανεπιστήμιο Πατρών, με την συνδυαστική δρομολόγηση αστικών λεωφορείων από τον Καστελόκαμπο. Αντίστοιχα, τους καλοκαιρινούς μήνες η κίνηση διπλασιάζεται, εξυπηρετώντας την πρόσβαση στις περιαστικές παραλίες του Ρίο και του Αγίου Βασιλείου, (ypodomes.com, 24/04/2015). 5. Κατά τον Μηλιώνη, η πολιτική αρχή του τόπου μοιάζει να μην μπορεί να δει τις προοπτικές μιας διευρυμένης ολοκληρωμένης ανάπτυξης στην περίπτωση της επίγειας χάραξης η οποία άλλωστε αποδεικνύεται οικονομικά πιο βιώσιμη. Σε αντίρροπη οπτική, πολλαπλά δημοσιεύματα σε ηλεκτρονικούς ιστοτόπους κάνουν λόγο για «τοίχο» προς τη θάλασσα και «όριο» στην πόλη ή μονομερή εξυπηρέτηση εμπορευματικών συμφερόντων (ανώνυμο, 2015) αποσιωπώντας τη δυνατότητα εξέτασης εναλλακτικών βιώσιμων προτάσεων επίγειας χάραξης και ομαλού συσχετισμού της σιδηροδρομικής υποδομής με την αστική οργάνωση στην άμεση επιρροή της. 6. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα μελέτης περίπτωσης στο οποίο συναρθρώθηκαν συνδυασμένες πολιτικές χωρικής και σιδηροδρομικής ανάπτυξης αποτελεί η στρατηγική που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια στη Νάπολη και την ευρύτερη περιφέρεια της Campania στην Ιταλία με το σύστημα εκτεταμένου προαστιακού σιδηροδρόμου. Στην περίπτωση αυτή δόθηκαν κίνητρα για κατάλληλη συνεκμετάλλευση χρήσεων γης και μεταφορικής υποδομής για ανταγωνιστικότερη συμμετοχή των μέσων σταθερής τροχιάς στην επιβατική κίνηση τουριστών και πολιτών, για εξυπηρέτηση του κέντρου της Νάπολης σε συνδυασμό με προβολή της πολιτισμικής κληρονομιάς με αρχιτεκτονική προβολή νέων σιδηροδρομικών εγκαταστάσεων και στρατηγική οργάνωση συμπληρωματικότητας υπηρεσιών μεταξύ συνδεόμενων πόλων και ελεγχόμενη οικιστική ανάπτυξη της περιφέρειας. 7. Με τον όρο φυσικο-τεχνητά συστήματα υποδομών γίνεται λόγος για δικτυακές υποδομές οι οποίες ενεργούν ανάμεσα στην τεχνική επιλογή και τη φυσική διεργασία, αξιοποιώντας πολύπλευρα τη μεταβολική ιδιότητα των ροών ύλης και ενέργειας. Οι «πράσινες» υποδομές που προωθεί το αγγλοσαξονικό παράδειγμα μέσα από την εφαρμογή νόμων και κανονισμών για την αστική διάρθρωση απέναντι σε περιβαλλοντικά ζητήματα, αποτελούν τέτοια συστήματα και παρουσιάζουν αναδυόμενα πλεονεκτήματα έναντι παραδοσιακών σκληρών υποδομών οι οποίες βασίζονται στην ανάσχεση φυσικών φαινομένων και στη συμπίεση του βιο-φυσικού περιβάλλοντος. 8. Στις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρείται μια σημαντική μετατόπιση στον ρόλο και τον χαρακτήρα των υποδομών στον τοπιακό σχεδιασμό. Τούτη τροφοδοτείται τόσο από το ταχύτατα αναπτυσσόμενο πεδίο διερεύνησης, με σημαντικές οικολογικές ‒τοπιακές‒ και αρχιτεκτονικές προεκτάσεις (Corner, 2006) όσο και από το υλοποιημένο έργο αστικού και πολεοδομικού χαρακτήρα στα οποία ο σχεδιασμός ενσωματώνει τεχνικές υποδομές και φυσικά συστήματα. Τέτοιες αφορούν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ενσωμάτωση και διαχείριση του

«φυσικού» μαζί με τις ευμετάβλητες παραμέτρους των δυναμικών συστημάτων του χώρου και σε συνάρτηση με την κοινωνικο-οικονομική στόχευση του συγκεκριμένου τόπου κατά τα πρότυπα ενός περιβαλλοντικά συνειδητού σχεδιασμού. Η «τοπιακή» μεθόδευση και η παραγωγή τεχνο-φυσικών υποδομών ως εφαπτομενικές πρακτικές γίνεται βάση για τη μελέτη μεταβολών της αστικοποίησης, της αστικής αναδιάρθρωσης αλλά και της περιβαλλοντικής κρίσης. 9. Ας σημειωθεί εδώ ότι το δικτυακό παράδειγμα υποδομών στις πρακτικές του τοπιακού σχεδιασμού έχει δεχθεί σημαντικές επιρροές τόσο από το πεδίο της Γεωγραφίας όσο και από τις συνδέσεις που αυτή ανέπτυξε στα χρόνια μετά το 1990 μέσα από νεότερα πεδία της Οικολογίας, της Αστικής Πολιτικής Οικολογίας και του Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού. Ερμηνευτικές απαρχές της συνδυασμένης θεώρησης υποδομών και αστικοποίησης αναγνωρίζουμε τόσο στο έργο του Lefebvre (2003, (c) 1970) όσο και στη θεωρητική παραγωγή της Αγγλοσαξονικής σχολής Γεωγραφίας. Ιδίως στο έργο των Harvey (1990) και Soja (1989), η συσχετιστική προσέγγιση αποκτά διαστάσεις ως εξαπλούμενο στο χώρο πυκνό δίκτυο από δεσμούς ανταλλαγής, και τεχνολογικά προωθημένα συστήματα παραγωγής και υπηρεσιών. Αντίστοιχα, σε μια σύντομη ανασκόπηση, κοινωνιολόγοι, γεωγράφοι και οικονομολόγοι, όπως ο Castells (1996), ο Peter Hall (2005), η Sassen (2002) και ο Ascher (1995), έχουν εξετάσει συχνά την σύνδεση δικτυακών υποδομών και οικονομικών λειτουργιών στην ανάπτυξη των πόλεων. 10. Να σημειωθεί ότι η έννοια τη υποδομής γενικά, όπως έχει προσεγγιστεί και νομοθετικά (βλ. Ν.2229/94, ΦΕΚ -138 Α΄ «Δημόσια έργα και ρυθμίσεις συναφών θεμάτων») αφορά «ανθρωπογενή έργα που «καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου συμβάλλοντας στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της χώρας και γενικά αποσκοπούν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των λαών» αφορά δηλαδή το έργο που παράγεται με τεχνικό πρόγραμμα και σκοπεύει σε μία συγκεκριμένη λειτουργική εξυπηρέτηση. Αφορά κατασκευή που εκφράζει μια αυτονομημένη τεχνική προτεραιότητα επάνω στο τοπίο θέτοντας σκόπιμα σε εξωτερική διάσταση την κοινωνικό-οικολογική δυναμική των συστημάτων ανάμεσα στα οποία εγκαθίσταται. 11. Στις περιπτώσεις που το τεχνολογικό πρότυπο έδρασε εξολοκλήρου μεμονωμένα και αποσπασματικά στη συσχέτισή του με οτιδήποτε άλλο μέσα στο δομημένο αστικό περιβάλλον, αναφέρει ο Meyer (1999) μιλώντας για το παράδοξο της «αστοχίας» μεγάλων έργων υποδομής στα πλαίσια στρατηγικών αμιγώς τεχνολογικού ντετερμινισμού, δεν συνέβαλε στην αστική ανάπτυξη με αποτέλεσμα τη σταδιακή απαξίωση τέτοιων υποδομών 12. Εδώ ο Rahul υπενθυμίζει το βασικό επιχείρημα του Guattari από το δοκίμιό του «Οι τρείς Οικολογίες» [ελλ. μτφρ] (1989). Ο τελευταίος βλέπει την κοινωνικο�φυσική ανάγνωση και αντιμετώπιση του περιβάλλοντος στη σύγχρονη συγκρότηση του χώρου μέσα από μια συσχετιστική και ολιστική προσέγγιση μέσω τριών αλληλεξαρτώμενων επιπέδων: του περιβάλλοντος, των κοινωνικών συσχετισμών και του ανθρώπινου υποκειμένου 13. Ειδικά ενδιαφέρει η αναφορά τους στο κεφάλαιο “The City as a Socio-technical Process” του βιβλίου τους Splintering Urbanism. 14. Τούτη τη δικτυακή θεώρηση τεκμηριώνουν και οι Brenner και Schmid (2012) προσεγγίζοντας τις παραμέτρους της διαδικασίας αστικοποίησης ως δικτυακό και σχεσιακό τοπίο μίας κοινωνικο-χωρικής διαφοροποίησης. Αυτή αφορά σε πολιτικο-οικονομικούς συσχετισμούς σε ευρεία κλίμακα, στις φυσικές ζώνες και στα δίκτυα υποδομών τα οποία διατρέχουν το τοπίο ως ενσωματωμένα τμήματα ενός δυναμικού ιστού.

113


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 114

114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

15. Με άλλα λόγια, εκείνο που ενδιαφέρει είναι η μελέτη των ίδιων των διαδικασιών που διέπουν την οργάνωση και την προσαρμογή του ή τη λογική της ενσωμάτωσής του σε συνέργειες με φυσικο-τεχνητά συστήματα του αστικού και περιαστικού χώρου. 16. Εισάγεται εδώ μια λογική ανάδρασης, η οποία εξηγείται αναλυτικά μέσα από εποπτικά διαγραμματικά στα οποία αναπαράγονται οι δομές σχέσεων διαδικασίας και απόδοσης, όπως θα δούμε στη συνέχεια. 17. Κατά τον Forlizzi (2013), η έννοια της επιχειρησιακής οικολογίας, προέρχεται από τον θεωρητικό πεδίο της κοινωνικής οικολογίας και λειτουργεί εδώ ως μεθοδολογικό πλαίσιο για τη συγκρότηση μιας ολιστικής προσέγγισης των ζητημάτων του χώρου και των διαδράσεων που προκύπτουν μεταξύ κοινωνικών προτεραιοτήτων, τεχνολογικών δυνατοτήτων και υφιστάμενων υποδομών. 18. Με αναφορά τόσο τις υποδομές όσο και το κτηριακό απόθεμα προς αξιοποίηση. 19. Ας σημειωθεί πως, οι επιχειρησιακές οικολογίες μπορούν να αποτελέσουν και τον τρόπο κατανόησης επιμέρους λειτουργιών: της οικονομίας (π.χ., το ευρύτερο τοπίο κάθε αλυσίδας βασικών αγαθών και κάθε δικτύου παραγωγής μπορεί να νοηθεί ως επιχειρησιακή οικολογία), της περιβαλλοντικής διαχείρισης (π.χ., βιώσιμη υδρολογική διαχείριση). 20. Οι πρόσφατες εμπορευματικές μεταφορές αγγίζουν τα 230.000T, αλλά μόλις το 10% αφορά εξαγωγές με βάση τα τελευταία στατιστικά του ΟΛΠΑ (βλ. www.patrasport.gr). 21. Για αναλυτικότερη κατάταξη της εμβέλειας και της σημασίας των λιμένων Κυλλήνης και Αιγίου οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως εθνικής και μείζονος σημασίας λιμένες βλέπε «Εθνικο Στρατηγικό Σχέδιο Λιμένων», Υπουργείο Ναυτιλίας Και Αιγαίου, 2013. 22. Έρευνα της World Bank κατατάσσει με βάσει το δείκτη Logistics Performance Index, την Ελλάδα στην 44η θέση για το 2014 ανάμεσα σε 155 χώρες, με βελτίωση από το 2012 (69η θέση). 23. Παράμετροι του εξωτερικού κόστους θεωρούνται ο θόρυβος, η ρύπανση, τα απαιτούμενα καύσιμα μεταφοράς ειδικότερα όταν αφορούν μη ανανεώσιμες πηγές όπως το πετρέλαιο κ.ά. 24. Σε δημοσίευμα στην ηλεκτρονική Εφημερίδα Πελοπόννησος αναφέρουν εκπρόσωποι του Συνδέσμου Εγκατεστημένων Επιχειρήσεων στη ΒΙΠΕ Πατρών ότι «οι μεταφορές αποτελούν το 60% του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων. Αν σε αυτό συνυπολογιστούν οι στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας και η παράμετρος των ακριβών διοδίων στις οδικές μεταφορές, τότε επαυξάνεται δυσανάλογα το τελικό λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων» (βλέπε εφημερίδα Πελοπόννησος 15/5/2015). 25. Αφορά πλοία φορτοεκφόρτωσης με σύστημα Lift on – Lift off από τρένο σε πλοίο. Το σύστημα φορτοεκφόρτωσης Lo-Lo είναι περιβαλλοντικά φιλικότερο και οικονομικότερο του συστήματος Ro-Ro (δηλ. από φορτηγό σε πλοίο, Roll-on/Roll-off), το οποίο συμβάλλει σε μεγαλύτερες εκπομπές CO2 αν και το τελευταίο, όπως υποστηρίζεται από τον Mateo, παρότι δαπανηρό, εξασφαλίζει χρονικά ταχύτερη φορτοεκφόρτωση από ότι το πρώτο με βάση πρόσφατες αναλύσεις (2014). 26. Αν και τρέχοντα στατιστικά στοιχεία του λιμένα Πατρών ( http: //www.patrasport.gr/) όσον αφορά τον μεταφορικό όγκο εμπορευμάτων, δείχνουν απότομη πτωτική τάση, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, ακόμη και αν η προηγούμενη τάση αντιστρέφεται στο μέλλον, θα πρέπει να αποφευχθεί η διέλευση βαρέων εμπορευματικών αμαξοστοιχιών από το κέντρο της Πάτρας με στόχο τη διαφύλαξη της αστικότητας της πόλης. 27. 80.000 επιβάτες κατά το έτος 2000 (Τσούκα κ.ά., 2001 ).

28. Οι περιοχές αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την Ολυμπία, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, τους Δελφούς και την Κόρινθο. Στους προορισμούς αρχαιολογικού ενδιαφέροντος εντάσσονται και περιοχές φυσικού κάλους όπως οι λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και οι προστατευόμενες περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου (Κοτύχι, λίμνη Καϊάφα κ.λπ.). 29. Το Πανεπιστήμιο Πατρών, στα τμήματα Αγρινίου και Πατρών φιλοξενεί πάνω από 33.000 φοιτητές, (http: //www.upatras.gr). Επιπλέον, το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δυτικής Ελλάδας έχει Τμήματα στην Πάτρα, το Αίγιο, τη Ναύπακτο, το Μεσολόγγι, την Αμαλιάδα, τον Πύργο και το ΤΕΙ Ιονίων Νήσων έχει τμήματα στη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά. Μεγάλο ποσοστό των επιστημονικών τμημάτων συνδέεται με ζητήματα τεχνολογίας του αγροτοπαραγωγικού τομέα. 30. Ας σημειωθεί πως η πρόσφατη ευρωπαϊκή πολιτική διαμορφώνει ήδη το έδαφος προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα και κανονισμούς οι οποίοι προσανατολίζονται σε συνδυαστικούς στόχους Έρευνας και Καινοτομίας μέσα από συμπράξεις ΣΔΙΤ που προϋποθέτουν αειφόρες μεταφορές. Χαρακτηριστική τέτοια δράση προωθεί η πρωτοβουλία σύστασης κοινής επιχείρησης «Shift2Rail» στα πλαίσια του ευρωπαϊκού προγράμματος έρευνας και καινοτομίας με στόχο τη δημιουργία ελκυστικότερων σιδηροδρομικών μεταφορών. 31. κατά τα πρότυπα της ευρωπαϊκής οδηγίας πλαίσιο 2000/60 για τα Ύδατα. 32. Το δίκτυο λιμένων Eco-ports αποτελείται από Eυρωπαϊκά λιμάνια τα οποία έχουν αξιολογήσει την περιβαλλοντική τους επίδοση σύμφωνα με κριτήρια περιβαλλοντικής επίδοσης κατά το διεθνές πρότυπο ISO 14001 και το σύστημα περιβαλλοντικής διαχείρισης λιμένων PERS (Port Environmental Review System). Στις προδιαγραφές διαχείρισης εντάσσονται έλεγχοι και στρατηγικές για την ποιότητα του αέρα, την ηχορύπανση, την ανακύκλωση αποβλήτων, τη διαχείριση και εξοικονόμηση υδάτινων πόρων κ.ά. βλ. www.ecoports.com 33. Τα παράγωγα της μεταβολικής διαδικασίας όπως εξηγούν οι Heinen, Kaika και Swyngedouw συνθέτουν φυσικο�κοινωνικούς τύπους –ή χαρακτήρες‒ υποδομών στους οποίους χάνεται πλέον ο διαχωρισμός ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό. Έτσι ανοίγεται ένας προβληματισμός ο οποίος φωτίζει στην εξέτασή μας τον ρόλο των φυσικών πόρων – εν προκειμένω τον ρόλο των υδάτινων πόρων. Το νερό, τόσο ως περιβαλλοντικός πόρος όσο και ως καταναλωτικό αγαθό, συνδέει φυσικές και κοινωνικές διαδικασίες ως μεταβολικό στοιχείο. Ως τέτοιο συγκροτεί μέρος του υλικού που «ρέει» μέσα και έξω από τον αστικό χώρο καθοριζόμενο από κοινού από τις βιοφυσικές συνιστώσες και τα ανθρωπογενή συστήματα. 34. Διερεύνηση του γραφείου iocarydi.com στα πλαίσια του CODEPATRAS έδειξε ότι παρά τη μονή γραμμή εξασφαλίζεται ομαλά η λειτουργία της γραμμής με 12 αμαξοστοιχίες και στις δυο κατευθύνσεις ανα ώρα, ώστε να λειτουργούν ο προαστιακός Σιδηρόδρομος της Πάτρας και ταυτόχρονα τόσο επιβατικές αμαξοστοιχίες Intercity με τερματισμό στον Άγιο Διονύσιο, όσο και διερχόμενες αμαξοστοιχίες προς /και από τη μονή γραμμή μετά τον Άγιο Διονύσιο, (CODE PATRAS, 2015: 78). 35. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ανάπτυξης κεντρικών σταθμών με προσανατολισμό στη διεύρυνση αστικών λειτουργιών αποτελούν οι περιπτώσεις του Oerlikon Zürich Railway Station, του Basel Hauptbahnhof κ.ά. 36. Οι θετικές εξωτερικές οικονομίες στην προκειμένη περίπτωση απορρέουν π.χ. από τη δημιουργία προϋποθέσεων επανεκμετάλλευσης και επανάχρησης από την πολιτεία του φυσικού κεφαλαίου του ΟΣΕ. (depot, αποθήκες, κτήρια κ.λπ.) κατά το πρότυπο που ενεργοποιήθηκε


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 115

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

στις περιπτώσεις του σταθμού Αγίου Διονυσίου και Αγίου Ανδρέα. Επιπλέον αφορά τη βελτίωση της ποιότητας του συστήματος υδάτινης διαχείρισης, όπως υποστηρίχτηκε, και στη δημιουργία γραμμικού πάρκου παράλληλα με τις γραμμές.

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Ascher, F. (1995). Métapolis, ou, l’Avenir des villes. Paris: Odile Jacob. Belanger, P. (2009). “Landscape as Infrastructure”. Landscape Journal-Design, Planning & Management of the Land, v.28. Belanger, P. (2012). Landscape Infrastructure: Urbanism beyond Engineering. University of Toronto Press. Bertolinni, L. (2000). “Planning in the Borderless City. A conceptualization and an application to the case of station-area development” Town Planning Review, 71 (4), pp. 455-475. Brenner N. και Schmid, C. (2012). “Planetary Urbanization”. In Gandy, M. (ed.), Urban Constellations. Berlin: Jovis. Cascetta, E. και Pagliara, F. (2009). “Rail Friendly Transport and Land-use Policies: The Case of the Regional Metro System of Naples and Campania”. In Curtis, C. Et.al. (Eds), Transit Oriented Development: making it happen. England and USA: Ashgate, pp. 49-63. Castells, M. (1996). The rise of the Network Society, London: Blackwell. CODE PATRAS, (2015). «Σιδηρόδρομος και Πόλη, Η μέθοδος TEST-PLANNING για την Πάτρα». IRL- Institut für Raum- und Landschaftsentwucklung Professur für Raumentwicklung, Zurich: ETH, διαθέσιμο στο: http: //www.codepatras.ethz.ch Corner, J. (2006). “Terra Fluxus”. In Waldheim, C. (Ed) The Landscape Urbanism reader. NY: Princeton Architectural Press. Forlizzi, J. (2013). “The Product Service Ecology: Using a Systems Approach in Design”. In Sevaldson, Β., Jones P. (Eds), RSD2, Relating Systems Thinking and Design 2013 Symposium Proceedings, The Oslo School of Architecture and Design. Παρατίθεται στο: www.systemic-design.net [πρόσβαση 12-12- 2015]. Feldman, M.P. and Audretsch, D.B. (1999). “Innovation in cities: Science-based diversity, specialization and localized competition”. European Economic Review 43, pp. 409 – 429. Gandy, M. (2005). “Cyborg Urbanization: Complexity and Monstrosity in the Contemporary City”. International Journal of Urban and Regional Research, vol. 29.1 Graham και Marvin, (2001). Splintering Urbanism, networked infrastructures, technological motilities and the urban condition. London: Routledge. Guattari, F. (1989). The Three Ecologies. New Jersey, London: Athlon Press. Hall, P. (2005). “The World’s Urban Systems: A European Perspective”. In Global Urban, vol. 1 Issue 1, Διαθέσιμο στο: http: //www.globalurban.org/ [Τελευταία Πρόσβαση: 12/1/2016]

Harvey, D. (1996). Justice, Nature and the Geography of Difference. London: Blackwell. Harvey, D. (2009, ©1990). Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής. Αθήνα: Μεταίχμιο. Hauck, T. Keller, R. et.al. (Eds) (2012). Infrastructural Urbanism Addressing the In-between. Berlin: Dom publishers. Hesse, M. και Rodrigue, J. (2004). “The transport geography of logistics and freight distribution”. Journal of Transport Geography, 12, pp. 171–184. Heynen N., Kaika, M et.al., (2005). In the Nature of Cities, Urban Political Ecology and the Politics or Urban Metabolism. NY, London: Routledge. Iakovou, E., Vlachos, D. Charissios, A. κ.ά. (2014). “Design of sustainable supply chains for the agrifood sector: a holistic research framework”. Agricultural Engineering International, ειδικό τεύχος 2014: Agrifood and biomass supply chains, 1-10. Kaika, M. (2005). The Urbanization of Nature, City of Flows. London: Routledge Kaika, M. and Swygendow, E. (2012). “Scarcity: Architecture in an Age of Depleting Resources”. AD 82, iss. 4. Kapros S. και Panou, C. (2007). “Coastal shipping and intermodality in Greece: the weak link”. In Pallis, Α. (Ed.) “Maritime transport: the Greek paradigm”, Research in Transportation Economics, vol. 21, Elsevier. Keeler, M.E. and Skuras, D.G. (1990). “Land fragmentation and consolidation policies in Greek agriculture”. Geography, vol. 75 (1), 73-76. Lister, N.M. (2006). Industrial Ecology as Ecological Design: Opportunities for Re (dis)covery. Lefebvre (2003, ©1970). The Urban Revolution. Minnesota and London: University of Minnesota Press. Massey, D. (1992), Politics and Space �Time, New Left Review, 196. Mateo, F. (2014). Lo-Lo or Ro-Ro: A Strategic choice, στο Market 14, Ειδικό Τεύχος του οργανισμού Econostrum, Διαθέσιμο στο http: //en.econostrum.info/LoLo-or-Ro-Ro-AStrategic-choice_a320.html#ixzz3yLxizEGs [τελευταία πρόσβαση: 12-1-2016]. Meyer, H. (1999). City and Port, Transformation of Port�cities, London, Barcelona, New York, Rotterdam, Utrecht: International Books. National Bank of Greece, (2015). Sectoral report 2015: Unlocking the potential of Greek agro-food industry, διαθέσιμο στο: https: //www.nbg.gr/greek/the-group/pressoffice/espot/reports/Documents/Sectoral%20Report_Agriculture%202015.pdf [τελευταία πρόσβαση 18-6-2016]. Nikolin, P. (2011). Landscapes and Infrastructures, Lotus Magazine, p. 21. Priemus, H. (2008). “Urban Dynamics & Transport Infrastructure: Towards Greater Synergy”. In Brushna, F. et.al. (Eds), Railway Development, Heidelberg: Physica –Verlag, pp. 15-34. Rahul, P. (2011). “From Object Line to Vector Field- Τhe Social Instrument”. In Hauck, T. Keller, R. Kleinekort, V. (Eds), Infrastructural Urbanism. Addressing the In-between. Berlin: DOM publishers, 49-61. Sassen, S. (2002). Global Networks: Linked Cities. NY: Routledge.

115


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 116

116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 96-117

Shannon, K. και Smets, M. (2010). Water Urbanisms. Amsterdam: SUN. Scholl, B. (2015). CODE PATRAS, Σιδηρόδρομος και Πόλη, Η μέθοδος TEST-PLANNING για την Πάτρα, IRL- Institut für Raum- und Landschaftsentwucklung Professur für Raumentwicklung, Zurich: ETH, διαθέσιμο στο: http: //www.codepatras.ethz.ch Scott, A. and Storper, M. (2003). Regions, Globalization, Development, Regional Studies, V.37.6&7 Siamas I., Iakovou E., Vlachos D., (2012). Strategic Mapping of a National Logistics & Supply Chain System: The Case of Greece, 2o Διεθνές Συνέδριο Εφοδιαστικών Αλυσίδων, Κατερίνη, 5/10/2012. Skyttner, L., (2005). General Systems Theory; problems perspectives, practice, Singapore: World Scientific Publishing. Co, Ptc, ltd, p.36. Soja, E. (1989). Postmodern Geographies: The reassertion of Space in Critical Social Theory. New York: Verso books. Stoll. K. και Scott L. (2010). “Infrastructure as architecture: designing composite networks. Berlin: Jovis Storper, Μ. (1998). Globalization, Localization and Trade”. In Clark, G.L., Feldman, M.P. et.al, (Επιμ), The Oxford Handbook of Economic Geography, Oxford University Press, 146-165. Swyngedouw, E. (1997). Power, Nature and the City: the conquest of water and the political ecology of urbanization in Guayaquil, Ecuador, 1880�1990, Environment and Planning A, vol. 29 no. 2, pp. 311-332 TEN-T, (2013). The Core Network Corridors, Trans European Transport Network, διαθέσιμο στο: http: //www.tentdays2013.eu/ [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. UBA (2009). Umweltbundesamt (German Federal Environment Agency) I Section I 3.1, Environment and Transport I. Διαθέσιμο στο: http: //www.umweltbundesamt.de/ [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Vigano, P. and Secchi, B. (2006). Water and Asphalt: The project of Isotropy, 10th Architectural Biennale Venice, AD, 2009. World Bank (2013). Greek Logistics: Unlocking Growth Potential through Regulatory Reform and Complementary Measures, διαθέσιμο στο: http: //documents.worldbank.org/ [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Ελληνόγλωσση Δυτική Ελλάδα (2015). ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΑ: Υψώνουν διπλό φράχτη από την Παναχαϊκή μέχρι τον Άγιο Ανδρέα, 30/10/2015Διαθέσιμο στο: http: //dete.gr [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Γιαννακού, Α., Νάτσινας Θ. (2009). Χωρική Δομή και Προαστιακός Σιδηρόδρομος στην Κεντρική Μακεδονία: Αναζητώντας τη συνέργεια χωρικού και συγκοινωνιακού σχεδιασμού, στο Τεχνικά Χρονικά, Επιστημονική Έκδοση ΤΕΕ, Σειρά Ι, τεύχος 1-2, Διαθέσιμο στο: http: //portal.tee. gr/portal/page/portal/PUBLICATIONS/SCIENTIFIC_PUB LICATIONS/2010/1o_teuxos2010/A-05.pdf [τελευταία πρόσβαση: 12/01/2015]. Δήμας, Α., Παππάς, Β. και Τσεκούρας, Κ. (2010). Τεύχος 01: Συνοπτική παρουσίαση και βασικά συμπεράσματα, στο Ερευνητικό Πρόγραμμα: Πάτρα: Θαλάσσιο Μέτωπο, Λιμένας,

Πόλη, Πανεπιστήμιο Πατρών, Επιστημονικός Υπεύθυνος: Κουμπιάς, Σ. Ειδική Γραμματεία Υδάτων, (2013). «Σχέδιο Διαχείρισης των Λεκανών Απορροής Ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Βορείας Πελοποννήσου». Διαθέσιμο στο: http: //wfd. ypeka.gr/index.php?option=com_content&task=view&id= 113&Itemid=19 [τελευταία πρόσβαση 18-6-2016] Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Δυτικής Ελλάδας –Πελοποννήσου και Ιονίων Νήσων, 2017-2013, Ιούνιος 2007, Διαθέσιμο στο: http: //www.dytikiellada-peloponnisos-ionio.gr/elibrary/ Episimo_Keimeno_EP_DEPIN.pdf, σσ 101-102 ΕΟΤ, (2003). «Μελέτη Τουριστικής Ανάπτυξης Δυτικής Ελλάδας», Περίληψη. Διαθέσιμο στο: http: //www.gnto.gov.gr/sites/ default/files/files_basic_pages/perilipsi_dytik_ellada.pdf, [τελευταία πρόσβαση 18-6-2016]. ΕΡΓΟΣΕ (2013). «Επιχειρησιακός Σχεδιασμός και Βασικοί Στόχοι». Διαθέσιμο στο: http: //www.ergose.gr/files/1857 04434456af72dfcd55f719331833.pdf ,[τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. ΕΣΠΑ 2014-2020. Διαθέσιμο στο: https: //www.espa.gr/el/pages/ news.aspx [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Εφημερίδα «Πελοπόννησος» 15/05/2015 , Στον βυθό για δέκα χρόνια το εμπορευματικό τμήμα του νέου λιμανιού της Πάτρας. Διαθέσιμο στο http: //www.pelop.gr/?page=article& DocID=226211 [Τελευταία Πρόσβαση 12/01/2016]. Ζυγογιάννη, Κ. (2009). Έγκριση περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή προαστιακής σιδηροδρομικής γραμμής στην περιοχή Κιάτο – Ροδοδάφνη (Αίγιο), μεταπτυχιακή εργασία στο μάθημα: Προσεγγίσεις του σχεδιασμού στην Ελλάδα, περίοδος: 2008-2009, Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Πολεοδομία - Χωροταξία» Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, διαθέσιμο στο: http: //courses.arch.ntua.gr/fsr/132664/07_ZYGOGIANNH.pdf. Ιακώβου, Ε. (2015). Βιώσιμες Θαλάσσιες Μεταφορές και Εφοδιαστικές Αλυσίδες: Ευκαιρίες Ανάπτυξης για τους Ελληνικούς Λιμένες, Εσπερίδα του ECOCITY, Θεσσαλονίκη 2015 – Η Περιβαλλοντική Σχέση Λιμανιού Και Πόλης, Θεσσαλονίκη, 19/3/2015. Κανονισμός“Shift2Rail” 642/2014 διαθέσιμο στο: http: //eurlex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX: 32014R0642&from=EN [τελευταία πρόσβαση 18-6-2016]. Καρύδη, Η. Μιχαηλίδης, Τ. et.al. (2010). Διερεύνηση δεικτών αστικής ανταγωνιστικότητας Ευρωπαϊκών μητροπόλεων, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Συγκλητική Επιτροπή Βασικής Έρευνας (ΣΕΒΕ), Πρόγραμμα Ενίσχυσης Βασικής Έρευνας (ΠΕΒΕ 2007), Επιστ. Υπεύθυνος: κ. K, Σερράος. Κρόκου, Μ. (2016). Οι εξαγωγές των νωπών οπωροκηπευτικών, Διαθέσιμο στο: http: //www.agronews.gr/ [Τελευταία Πρόσβαση: 20/05/2016]. Καραγιάννης, Ν. (2015). Πάτρα, η 3η μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας, αποκλεισμένη οδικά και σιδηροδρομικά, 2/12/2015. Διαθέσιμο στο: http: //www.ypodomes.com/, [Τελευταία Πρόσβαση: 20/05/2016]. Μηλιώνης, Ν. (2016), Θέλουμε το σύγχρονο τρένο στην Πάτρα; Προτάσεις για τη χάραξη, 12/03/2016. Διαθέσιμο στο: http: //www.ypodomes.com/, [τελευταία πρόσβαση: 20/05/ 2016]. Μπουρής, I. Καλδής, Π. et.al (2011). Οδηγός καινοτόμων τρόπων προώθησης αγροτικών προϊόντων, Πρόγραμμα ΓΓΝΓ: Επιστημονική Υποστήριξη Νέων Αγροτών, Τ.Ε.Ι. Πειραιά,


009_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 117

ΗΩ ΚΑΡΥΔΗ

Επιστημονικός Υπεύθυνος: Δημήτριος Τσελές, Καθηγητής, σ 10. Ν.2229/94, ΦΕΚ -138 Α’, πηγή http: //www.geoteepk.gr/ nomothesia/N%201418_84%20Dimosia%20Erga.pdf [τελευταία πρόσβαση 6-7-2013]. Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα, 2000/60/ΕΚ, διαθέσιμο στο: http: //eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=URIS ERV%3Al28002b [τελευταία πρόσβαση 18-6-2016]. ΟΛΠΑ, Εμπορευματική Κίνηση 2013-2015. Διαθέσιμο στο: www.patrasport.gr, [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Πανάγος, Γ. (2015). Περιορίζονται οι επιλογές των αγροτών στις εαρινές καλλιέργειές, εφημερίδα AGRENDA, 24/12/2015, σ.26. Παππάς, B., Βαγιώτα, Σ., Ταραπέρας, Χ. κ.ά., (2010). Τεύχος 05: Χωροταξική-Πολεοδομική Διερεύνηση του θαλασσίου Μετώπου της Πόλης των Πατρών, στο Ερευνητικό Πρόγραμμα: Πάτρα: Θαλάσσιο Μέτωπο, Λιμένας, Πόλη, Πανεπιστήμιο Πατρών, Επιστημονικός Υπεύθυνος: Κουμπιάς, Σ. Σκούρας, Δ., Τσεκούρας, Κ., Ψαλτόπουλος, Δ. κ.ά., (2010). Τεύχος 02: Λιμάνια και Τοπικές Οικονομίες. Σύνοψη της Διεθνούς Βιβλιογραφία και Μεθοδολογική προσέγγιση του έργου, στο Ερευνητικό Πρόγραμμα: Πάτρα: Θαλάσσιο Μέτωπο, Λιμένας, Πόλη, Πανεπιστήμιο Πατρών, Επιστημονικός Υπεύθυνος: Κουμπιάς, Σ. Σοφούλης, Κ. Μ. (1979). Το έδαφος ως Παραγόμενος Συντελεστής της Παραγωγής, Αθήνα: Παπαζήσης. Τρούμπης, Α. (1999). Λόγια Οικολογία, Η επιστήμη της Φύσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, Αθήνα: Τυποθήτω. Τσούκα, Δ., Ματσούκης, Ε., κ.ά. (2001). Αερομεταφορική εξυπηρέτηση Πελοποννήσου

στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου Για Τις Αερομεταφορές Και Τα Αεροδρόμια, Πανεπιστήμιο Πατρών, Δεκέμβριος 2000. Διαθέσιμο στο: www.spoudmet.civil.upatras.gr/2001/ pdf/6_3.pdf [τελευταία πρόσβαση: 01/06/2016]. Ypodomes.com, Σιδηρόδρομος: Ανένδοτος ο Δήμαρχος Πατρέων, ζητά περιμετρική διέλευση του τρένου, 17/02/2016. Διαθέσιμο στο: http: //www.ypodomes.com [Τελευταία Πρόσβαση: 20/05/2016]. Ypodomes.com, Αγκάλιασε... η Πάτρα τον Προαστιακό Σιδηρόδρομο της πόλης 24/04/2015. Διαθέσιμο στο: http: //www.ypodo mes.com [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου (2012), «Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Λιμένων». Διαθέσιμο στο: http: //www.mindev.gov. gr/images/Meletes_Ellinikou_Dimosiou/epiteliki-domiespa-tomeas-naytilias/stratigiko-sxedio-limenwn-10.pdf [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. ΦΕΚ 358/ΑΑΠ/30-12-2011 Εγκριση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου της Δημοτικής Ενότητας Πατρέων Δήμου Πατρέων Νομού Αχαΐας. Διαθέσιμο στο: http: //www.apd-depin. gov.gr/index.php, [τελευταία πρόσβαση: 20/05/2016]. ΦΕΚ1470Β, 09-10-2003, Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Διαθέσιμο στο: www.ypeka.gr/LinkClick.aspx? fileticket=6PEuFLE9BoE%3d&tabid=514&language=elGR [τελευταία πρόσβαση 17-6-2016]. Χεκίμογλου, Α. (2015). «Στα δύο και πάλι ο Σιδηρόδρομος, Ο ΟΣΕ ζήτησε από την ΕΡΓΟΣΕ να αναλάβει τη σύνδεση της Πάτρας με τη νέα γραμμή». Εφημερίδα Το Βήμα, 23/01/2015. Διαθέσιμο στο: http: //www.tovima.gr/society/article/? aid=669917 [τελευταία πρόσβαση 17/06/2016].

117


010_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 118

118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 118-121

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

«ΕΞΑΡΧΕΙΑ 1974-2004: ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΝΤΕΛΕΖΙΑΝΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ»* Δημήτρης Ιωάννου1

* Συνοπτική παρουσίαση διδακτορικής διατριβής, ΕΜΠ, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Τμήμα ΙΙ: Πολεοδομίας-Χωροταξίας. Συμβουλευτική Επιτροπή: Μαρία Μαντουβάλου, Ομότιμη Καθηγήτρια ΕΜΠ (επιβλέπουσα), Ιωάννα Καυταντζόγλου, τ. Επίκουρη Καθηγήτρια ΕΚΠΑ, Μαρία Μαυρίδου, τ. Επίκουρη Καθηγήτρια ΕΜΠ. Ημερομηνία υποστήριξης: 22/03/2016. 1. Δρ. Αρχιτέκτων-πολεοδόμος ΕΜΠ, dioa23@gmail.com

Η διατριβή αποτελεί μια απόπειρα διερεύνησης των τρόπων με τους οποίους τα Εξάρχεια, μια ιστορική συνοικία του αθηναϊκού κέντρου, απέκτησαν σταδιακά μετά τη μεταπολίτευση τη φήμη του επικίνδυνου, ανομικού γκέτο σε συνδυασμό με τον, θετικό ή αρνητικό, ανάλογα με τη θέση εκφοράς, ρόλο της χωρικής εστίας της «αντίστασης στην εξουσία». Τα δύο κύρια πεδία αναφοράς αυτής της εικόνας, το πολιτικό («αναρχικοί») και το κοινωνικό («αλητεία», «ναρκωτικά» κ.λπ.) συμπίπτουν στον φαντασιακό τοπολογικό χώρο του «περιθωρίου», ο οποίος βρήκε στον γεωγραφικό-κοινωνικό χώρο των Εξαρχείων (με όλη την ιδιαίτερη προϊστορία του) μιαν ακριβή αντιστοίχιση2. Από αυτή την άποψη, τα Εξάρχεια αποτελούν προνομιακό πεδίο διερεύνησης των πολύπλευρων σχέσεων χώρουεξουσίας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας. Το πρώτο μέρος της διατριβής διερευνά τη σχέση εξουσίας και χώρου από θεωρητική άποψη, με κύρια φιλοσοφική/θεωρητική αναφορά την οντολογική διάσταση του έργου του Gilles Deleuze σε συνδυασμό με τις επεξεργασίες του Michel Foucault. Στις τελευταίες, η διερεύνηση των μετασχηματισμών της εξουσίας ανέδειξε ταυτόχρονα την εγγενή χωρική της διάσταση,

αλλά και τη σχέση της με τα συστήματα παραγωγής γνώσης και με τις διαδικασίες διαμόρφωσης των σύγχρονων υποκειμένων. Ωστόσο, η βασική θεωρητική αναφορά της διατριβής είναι, όπως φαίνεται από τον υπότιτλο ήδη, ο Deleuze, και ο λόγος είναι πως το δικό του φιλοσοφικό σχέδιο (που βρισκόταν σε ανοιχτό διάλογο με την παράλληλα αναπτυσσόμενη στις φυσικές επιστήμες «θεωρία της πολυπλοκότητας») επέτρεπε την ένταξη των πολύτιμων επεξεργασιών του Foucault σε μια εμμενή οντολογία του κοινωνικού με οικουμενική ισχύ, χωρίς περιορισμό στα συγκεκριμένα ιστορικά και γεωγραφικά πλαίσια στα οποία αυτές αναφέρονταν, απαιτώντας ταυτόχρονα τη θέαση των πραγμάτων στη μη-αναγώγιμη ιστορικότητα και χωρικότητά τους, δηλαδή την ενδεχομενικότητα, την υλικότητα και τις εξωτερικές σχέσεις τους. Με βάση αυτά, στο δεύτερο μέρος διαμορφώνονται παράλληλα, αφενός μια οπτική για το πεδίο/αντικείμενο της έρευνας, βασισμένη στην ντελεζιανή έννοια των «συναρμολογημάτων» ως των σύνθετων, ετερογενών και δυναμικών μηχανισμών υλοποίησης της κοινωνικής πραγματικότητας, και αφετέρου μια μεθοδολογία προσέγγισής του βασισμένη κυρίως στη φουκωική ανάλυση λόγου του ημερήσιου Τύπου


010_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 119

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

(εστιάζοντας για διάφορους λόγους στην Ελευθεροτυπία), με τον διπλό στόχο να αποκαλυφθούν απ’ τη μια οι μηχανισμοί συγκρότησης των «Εξαρχείων» ως συστατικού αντικειμένου λόγου του μεταλλασσόμενου ηγεμονικού λογοθετικού σχηματισμού της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, και απ’ την άλλη να αναδειχθεί ο ιδιαίτερος χωρικός ρόλος των Εξαρχείων στη μεταβαλλόμενη κοινωνικοπολιτική γεωγραφία της περιόδου. Το τρίτο, καθαυτό ερευνητικό, σκέλος της διατριβής αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο εξ αυτών παρουσιάζεται η σταδιακή ανάδυση των «Εξαρχείων» κατά την περίοδο της πρώιμης μεταπολίτευσης (1974-1980), τόσο ως αντικειμένου πολλαπλών και ενίοτε ανταγωνιστικών λόγων, που όμως συνδιαμορφώνουν έναν οιονεί σταθερό ιδεολογικο-πολιτικό σχηματισμό, όσο και ως συνιστώσας μιας σειράς χωρικών πρακτικών, διεκδικήσεων και αναδιατάξεων. Η εξέταση αυτής της διπλής ανάδυσης ξεκινά με την εξέταση της υπόθεσης ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973 αποτέλεσε «ιδρυτικό συμβάν» των μεταπολιτευτικών Εξαρχείων, τόσο λόγω της βαρύτητας της πολιτισμικής συνιστώσας για το φοιτητικό αντιδικτατορικό κίνημα, όσο και λόγω της απώθησης αυτής της σημασίας εκτός του κομματικο-πολιτικού «πεδίου κανονικότητας» που προσπάθησε να ενσωματώσει συμβολικά την εξέγερση τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Αντίστοιχα, οι πρώτες μεταπολιτευτικές διαδηλώσεις ανέδειξαν ένα πολύ σημαντικό χωρικό/συμβολικό δίπολο (Βουλή/Πολυτεχνείο) με συμπληρωματικά και ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά (αστικός κοινοβουλευτισμός/λαϊκή αγωνιστικότητα), το νόημα του οποίου παρέμεινε ως ανοιχτό διακύβευμα και ειδική αφορμή αγωνιστικών εκδηλώσεων, ενώ οι

πρώτες συγκρούσεις της περιόδου ανάμεσα σε διαδηλωτές και αστυνομία επιβεβαίωσαν επίσης την καθοριστική σημασία των βασικών χαράξεων του αθηναϊκού κέντρου και της διασποράς των χώρων πολιτικής και συμβολικής ισχύος σε αυτό μέσα από την ανάδυση επαναλαμβανόμενων μοτίβων στην κινητικότητα και επιτελεστικότητα των αντιμαχόμενων πλευρών. Η μελέτη των ανταγωνιστικών αυτών εκδηλώσεων οδηγεί στη διερεύνηση της λογοθετικής διασποράς των όρων που επιστρατεύθηκαν για να κατονομάσουν τα ανταγωνιστικά υποκείμενα που αναδείχθηκαν μέσα από αυτές –«εξτρεμιστές», «προβοκάτορες», «κουκουλοφόροι», «αριστεριστές»‒ διατυπώνοντας παράλληλα υποθέσεις για την υλική αντιστοίχιση και την ιδεολογική λειτουργία των όρων αυτών. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται φυσικά στους «αναρχικούς», των οποίων η λογοθετική καθιέρωση πιθανότατα αντιστοιχεί και στην υλική και εκφραστική τους εδαφικοποίηση στον χώρο των Εξαρχείων, η ταύτισή τους όμως με αυτά αποτέλεσε και λογοθετική τακτική της πολύπλευρης καταστολής του ευρύτερου (χωρικά και πολιτικά) «αυτόνομου» κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το δεύτερο ερευνητικό μέρος εξετάζει την παγίωση των «Εξαρχείων» ως περιθωριακού κοινωνικού χώρου. Με αφορμή τις καταλήψεις στέγης που ξεκινούν από τη γειτονιά στα τέλη του 1981, τα Εξάρχεια εξετάζονται ως η «ετεροτοπία» ενός «μειονοτικού» συναρμολογήματος το οποίο, ιδίως μετά τη φονική καταστολή των πολιτικών του συνιστωσών στο «Πολυτεχνείο 1980», στρέφεται προς τις προϋπάρχουσες υποπολιτισμικές του συνάφειες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε δύο συμπλοκές και αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες που εξελίσσονταν καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στα Εξάρχεια: την αυ-

τοσυγκρότησή τους ως ένα είδος παραισθητικής ελευθεριακής ουτοπίας (προκειμένου να εκτεθεί το κυρίαρχο κοινωνικό υπόδειγμα ως ακόμα πιο απατηλό), και την κατάδειξή τους ως ένα είδος ανομικής δυστοπίας (προκειμένου να προβληθεί ο «υπόλοιπος» κοινωνικός και αστικός χώρος, με όλα του τα προβλήματα, ως προτιμητέος). Η επόμενη περίοδος ενδιαφέροντος είναι η ταραγμένη διετία 19841986 που ξεκίνησε με τις αστυνομικές «Επιχειρήσεις Αρετή» κατά των punks της πλατείας Εξαρχείων, οι αποτρόπαιες φιγούρες των οποίων λειτούργησαν ως μετωνυμία ενός ευρύτερου «κοινωνικού προβλήματος» («κρίση της νεολαίας») που την εποχή εκείνη απασχολεί την κοινή γνώμη σε διάφορες υποπολιτισμικές εκδοχές και μορφές παραβατικότητας με κοινό παρονομαστή το ροκ3. Εντούτοις, οι ανακοινώσεις της Γενικής Γραμματέως Νέας Γενιάς της περιόδου αναδείκνυαν ως πρόβλημα των Εξαρχείων, όχι την αναζήτηση υποπολιτισμικών ταυτοτήτων από τους νέους, αλλά αντίθετα την υποτιθέμενη παρεμπόδισή της από τη συμπεριφορά των «αυτόκλητων αντιεξουσιαστών», υποδεικνύοντας τις πολιτικές-ιδεολογικές διαστάσεις και στοχεύσεις των αστυνομικών επιχειρήσεων. Η περίοδος που ακολουθεί χαρακτηρίζεται από διαδοχικά επεισόδια αστικών ταραχών (επίσκεψη Λεπέν, κατάληψη Χημείου, δολοφονία Καλτεζά, αντιπυρηνικές διαδηλώσεις) τα οποία σε μεγάλο βαθμό εντοπίζονται και περιορίζονται στα Εξάρχεια ή εμπλέκουν το αναρχικό/αντιεξουσιαστικό συναρμολόγημα με τη δεδομένη πια χωρική αναφορά. Οι μηχανισμοί πυροδότησης των συγκρούσεων, η εμπλοκή νέων δρώντων σε αυτούς (όπως οι κρατικές ΜΕΑ) και η ευρύτερη πολιτικο-οικονομική συγκυρία (το νεοφιλελεύθερο «Πρόγραμμα Σταθερότητας»), καθιστούν βάσιμη την υπόθεση πως η βίαιη κλιμάκωση απο-

119


010_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 120

120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 118-121

τελούσε πιθανότατα στρατηγική κρατική επιλογή αντιπερισπασμού από τα κεντρικά πολιτικά επίδικα της περιόδου, με τη χωρική της διάσταση να ισορροπεί ανάμεσα στη συντήρηση μιας γενικευμένης αίσθησης απειλής και στον τοπικό περιορισμό της προκειμένου να μην πραγματοποιηθεί. Η επεισοδιακή αυτή περίοδος κλείνει με το σχέδιο ανάπλασης των Εξαρχείων που αναγγέλθηκε και εκπονήθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ ως αντίδοτο στο διπλό πρόβλημα της νεανικής παραβατικότητας και της πολεοδομικής υποβάθμισης. Το σχέδιο που, αν και προετοιμάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ημερήσιο Τύπο (ιδίως, το τελευταίο διάστημα, με μια χωροποίηση του προβλήματος της τοξικομανίας), δεν συζητήθηκε σε αυτόν σχεδόν καθόλου, είχε ως ρητά διατυπωμένους στόχους την απομάκρυνση «οχλουσών» δραστηριοτήτων από την περιοχή και την προσέλκυση υψηλότερων εισοδημάτων. Οι ποικίλες αντιδράσεις που προκάλεσε το σχέδιο – από συναυλίες και ανοιχτές συζητήσεις στη γειτονιά μέχρι βομβιστικές ενέργειες‒ συνέτειναν στη μη εφαρμογή του, αν και πιθανότατα αυτή ήταν αποτέλεσμα πιο σύνθετων διεργασιών. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος, παρουσιάζεται πιο συνοπτικά η επόμενη μακρά περίοδος έως το 2004, κατά την οποία τα «Εξάρχεια», παρά τα εν πολλοίς παγιωμένα χαρακτηριστικά τους ως αντικείμενο του δημόσιου λόγου, εξακολουθούν να μεταλλάσσονται. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού της δεκαετίας του 1990, παρατηρείται μια προϊούσα απεδαφικοποίηση και του ανταγωνιστικού και του υποπολιτισμικού συναρμολογήματος, η οποία ξεκινά με τη διασπορά των καταλήψεων στέγης και την έκρηξη των φοιτητικών και μαθητικών κινητοποιήσεων τη διετία 1989-1991, συνεχίζεται με τη διάσπαση της «ανεξάρτητης» μουσικής σκηνής, και κορυφώ-

νεται με το Πολυτεχνείο 1995. Οι δύο πρώτες διαδικασίες λαμβάνουν χώρα εν πολλοίς μακριά από την προσοχή των ΜΜΕ, τα οποία εστιάζουν μόνο στις πιο θεαματικές και εκδηλώσεις της πρώτης και μάλιστα, στην περίπτωση τουλάχιστον της «Ελευθεροτυπίας», με αμφίθυμο και μεταβαλλόμενο τρόπο: ενώ συμβάντα όπως η δολοφονία του Τεμπονέρα, ο δολοφονικός εμπρησμός του «Κάπα Μαρούσης» και η πυρπόληση της Πρυτανείας του ΕΜΠ αποδίδονται σχεδόν ευθέως σε παρακρατικές πρακτικές του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού της περιόδου, οι «αντιεξουσιαστές» αντιμετωπίζονται όλο και πιο εχθρικά ως εκφραστές ενός ανορθολογικού περιθωρίου και βασικοί υπαίτιοι του μαρασμού του κινήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, το Πολυτεχνείο το 1995 αποτέλεσε τομή, τόσο για τις λογοθετικές αναπαραστάσεις των «κουκουλοφόρων» (μια και, αντί για «πενήντα χούλιγκαν των Εξαρχείων», αποκαλύπτεται ότι στην κατάληψη συμμετείχαν αρχικά πάνω από επτακόσιοι νεαροί, οι περισσότεροι μεσοαστικής προέλευσης) όσο και για το ίδιο το πολλαπλό συναρμολόγημα των Εξαρχείων που σχεδόν διαλύθηκε. Σε ό,τι αφορά την τελευταία χρονική φάση της μελέτης, από το 1996 έως το 2004, την περίοδο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η ανάλυση στρέφεται στη συνοπτική εξέταση του νεοφιλελευθερισμού ως υποδείγματος παραγωγής μιας αυτόνομης, ανταγωνιστικής υποκειμενικότητας αλλά και στις θεσμικές και νομοθετικές αλλαγές απ’ τη μια, και στις μεταλλαγές της δημόσιας σφαίρας απ’ την άλλη, που διαμόρφωσαν μια ιδιαίτερη τεχνολογία παραγωγής νεοφιλελεύθερης υποκειμενικότητας στην Ελλάδα της περιόδου. Επιστρέφοντας στο κατεξοχήν πεδίο της έρευνας, το ενδιαφέρον εστιάζεται στις ειδικές μορφές χωρι-

κής διαχείρισης των καταστάσεων «έκτακτης ανάγκης» (μαζική παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, προληπτική καταστολή, χρήση τεχνολογικών μέσων για την επιτήρηση του χώρου και τον σχεδιασμό των επεμβάσεων, προληπτική χωροθέτηση θυλάκων/ζωνών εξαίρεσης), οι οποίες συνθέτουν ένα γενικευμένο υπόδειγμα χωρικού ελέγχου που αναπτύσσεται παράλληλα με το πολύμορφο και πρωτεϊκό «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης» αλλά και τη νομοθετική/θεσμική θωράκιση του Κράτους (ιδίως μετά την «11η Σεπτεμβρίου» 2001). Τέλος, με αφορμή την ανάπλαση της πλατείας Εξαρχείων εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, στη διατριβή περιγράφεται εν συντομία το πλαίσιο σχεδιασμού και παραγωγής των «μεγάλων έργων», στο οποίο μοιάζει και αυτή να εντάσσεται, παρά τη μικρή της κλίμακα. Κατά τα δέκα και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν από το όριο της έρευνας, τα Εξάρχεια, παρότι με μια έννοια μοιάζουν «στάσιμα» και πολυπλεύρως «ξεπερασμένα» από τα ζητήματα που έχουν εν τω μεταξύ αναδυθεί και εξελιχθεί, εν τούτοις εξακολουθούν και παραμένουν, με τη μία ή την άλλη αφορμή, στην επικαιρότητα. Αυτό το παράδοξο είναι βέβαια μόνο φαινομενικά τέτοιο: είναι ακριβώς η στρωματική σταθεροποίηση των Εξαρχείων που τους διασφαλίζει μια θέση στον τρέχοντα πολιτικό λόγο ως ένα παγιωμένο αντικείμενο, που εγείρει μονίμως του ίδιου τύπου διαμάχες και πολεμικές, αν και οι αφορμές ανάδυσής τους στην επικαιρότητα ποικίλλουν, αντανακλώντας όπως πάντα ευρύτερες χωροκοινωνικές μεταλλαγές.

Σημειώσεις 2. Βασικά στοιχεία αυτού του χωρικού και ιστορικού υποβάθρου: α) η φυσική οριοθέτηση από το λόφο του Στρέφη, τα στενά «ακανόνιστα» δρομάκια (πολλά από τα


010_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 121

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

οποία διατηρούνται) βορειοανατολικά της πλατείας Ομονοίας, η συρραφή δύο, διαφορετικών διευθύνσεων, ιπποδάμειων καννάβων (οδός Θεμιστοκλέους, πλατεία Εξαρχείων),˙ β) η εγγύτητα (αλλά όχι η ταύτιση) με το καθαυτό συμβολικό και θεσμικό κέντρο της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στη χώρα,˙ γ) η χωροθέτηση μεγάλων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και σχολών στα όρια της γειτονιάς, που είχε ως αποτέλεσμα την προσέλκυση αφενός φοιτητικού/νεανικού πληθυσμού και αφετέρου συμβατών και συμπληρωματικών χρήσεων (τυπογραφεία, εκδοτικοί οίκοι, βιβλιοπωλεία, αλλά και υποδομές εστίασης, αναψυχής κ.λπ.) που συνέτειναν στη σταδιακή εγκατάσταση στην περιοχή καλλιτεχνών, διανοούμενων κ.λπ,.˙ δ) λόγω των προηγούμενων, η περιοχή είχε μακρά (αν και όχι ιδιαίτερα πυκνή) ιστορία φοιτητικών ξεσηκωμών και συγκρούσεων με την αστυνομία, με διάφορες αφορμές. 3. Ο εντοπισμός (και) αυτού του προβλήματος στα Εξάρχεια οφείλεται, αφενός στο ότι αυτά αποτελούσαν πια αναγνωρισμένη εστία περιθωριακών, αφετέρου στη μετακόμιση εκεί πολλών ροκ στεκιών από την υπό ανάπλαση Πλάκα, ήδη από τα τέλη του 1983. Με αυτή την αφορμή, στη διατριβή επιχειρείται και μια συνοπτική παρουσίαση του «ανεξάρτητου» rock/post-punk υποπολιτισμικού μορφώματος της εποχής, το οποίο ήταν εν μέρει συνέχεια και εν μέρει ανταγω-

νιστική μετεξέλιξη του «μειονοτικού» αντίστοιχου της προηγούμενης δεκαετίας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Allen, J. (2003). Lost Geographies of Power. Oxford: Blackwell. De Landa, M. (2002). Intensive Science and Virtual Philosophy. London & New York: Continuum. De Waresquiel, Ε. (Επιμ.) (1999). Ο Αιώνας των Ανατροπών: Το Λεξικό των Κινημάτων Αμφισβήτησης στον 20ο Αιώνα. Αθήνα: Οξύ. Deleuze, G. (1988). Foucault. London & New York: Continuum. Fowler, R. (1991). Language in the News: Discourse and Ideology in the Press. London & New York: Routledge. Patton, P. (2000). Deleuze and the Political. London & New York: Routledge. Ελληνόγλωσση Βαμβακάς Β., Παναγιωτόπουλος Π. (Επιμ.) (2010). Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό. Αθήνα: Το Πέρασμα.

Μπελαντής, Δ. (2004). Αναζητώντας τον «Εσωτερικό Εχθρό»: Διαστάσεις της Αντιτρομοκρατικής Πολιτικής. Αθήνα: Προσκήνιο. Σούζας, Ν. (2015). «Μη Μιλάς για Θάνατο, Μωρό μου»: Πολιτική και Κουλτούρα στο Ανταγωνιστικό Κίνημα στην Ελλάδα (1974-1998). Θεσσαλονίκη: Ναυτίλος. Φουκώ, Μ. (1989). Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής. Αθήνα: Ράππα.

Η διατριβή συνοδεύεται από πολυσέλιδο παράρτημα με τα δημοσιεύματα (προερχόμενα κυρίως από την Ελευθεροτυπία και προσβάσιμα στη Βιβλιοθήκη Μικροταινιών της Βουλής) τα οποία συγκρότησαν το βασικό αρχείο της έρευνας.

121


011_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 122

122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 122-126

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

(ΑΝΑ)ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΚΕΝΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΑ ΕΓΓΕΙΑ ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ: Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ COMMONS. ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ* Μυρτώ Γαλάνη1 Εισαγωγή

* Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία. Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας, Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΠΜΣ) «Εφαρμοσμένη Γεωγραφία και Διαχείριση του Χώρου», Κατεύθυνση Β’ «Ευρωπαϊκές Πολιτικές, Σχεδιασμός και Ανάπτυξη του Χώρου», Ιούλιος 2015. Επιβλέπων Καθηγητής: Παύλος-Μαρίνος Δελλαδέτσιμας. Η διπλωματική εργασία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη υποτροφίας «Ι.Κ.Υ. Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ελλάδα«Πρόγραμμα SIEMENS». Η εργασία υπεβλήθη στην αγγλική γλώσσα, με πρωτότυπο τίτλο: “(RE)APPROACHING VACANT AND ABANDONED LANDED ASSETS IN URBAN AREAS: THE ENABLING POTENTIAL OF URBAN COMMONS. Challenges in Athens City Center.” 1. Επικοινωνία: mygalani4@gmail.com

Φαινόμενα κενών και εγκαταλελειμμένων έγγειων αποθεμάτων, «κενής γης», σε αστικές περιοχές αποτελούν ζητήματα-προκλήσεις με άμεσες επιπτώσεις στη χωρική ανάπτυξη. Τα κυρίαρχα μοντέλα πολιτικών διαχείρισης κενής γης, υποκινούμενες «από τα πάνω» εκ μέρους δημόσιων φορέων ή συνεργασιών αυτών με ιδιωτικούς φορείς, έχουν αποδυναμωθεί λόγω κρίσης, ενισχύοντας τον ρόλο της αγοράς σε λήψη αποφάσεων και ρύθμιση οργάνωσης του χώρου. Παραδόξως, στο ίδιο πλαίσιο συναντώνται συγχρόνως πρωτοβουλίες «από τα κάτω», διεκδικώντας δικαίωμα στην πόλη και πρόσβαση σε γη, η οποία επιτυγχάνεται με διάφορες «εναλλακτικές» μορφές κοινής χρήσης και συν-διαχείρισης εκ μέρους κοινοτήτων, οργανώσεων, ομάδων. Σε αυτές μπορούν να ενταχθούν η έννοια και πρακτικές των αστικών commons2, ως ενδιάμεσες, εναλλακτικές μορφές ιδιοκτησιακών σχέσεων, που παρουσιάζουν ευκαιρίες για βιώσιμη διαχείριση γης και πόρων και ικανοποίηση τοπικών κοινωνικών αναγκών τις οποίες το συμβατικό, απόλυτο δίπολο δημόσιας-ιδιωτικής ιδιοκτησίας ενδέχεται να αδυνατεί να καλύψει. Στόχος της διπλωματικής εργασίας ήταν να αναδείξει την προοπτική των αστικών commons ως μέσο-ευκαιρία αξιοποίησης κενής γης. Θεωρώντας

την παράμετρο του πλαισίου (θεσμικό, χωρικό, ιδιοκτησιακό, κοινωνικό-οικονομικό) ως καθοριστική, η εργασία εστίασε στην ελληνική εμπειρία διαχείρισης κενής γης και τις ευελιξίες που επιτρέπουν οι σχέσεις ιδιοκτησίας, εστιάζοντας σε προκλήσεις στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας. Η εργασία βασίστηκε σε βιβλιογραφική ανασκόπηση, μελέτη θεσμικού πλαισίου και πολιτικών και συλλογή δεδομένων από δευτερεύουσες πηγές. Περίληψη βασικών σημείων της εργασίας Ο όρος «κενά» μπορεί να αφορά ένα εύρος γης και έγγειων πόρων. Στην εργασία χρησιμοποιήθηκε, για λόγους μεθοδολογίας, ο γενικός όρος «Κενή Γη» (Vacant Land), που περιλαμβάνει όχι μόνο δημόσια και ιδιωτική αχρησιμοποίητη ή εγκαταλελειμμένη γη ή γη που κάποτε περιελάμβανε εγκαταστάσεις, αλλά και γη που περιλαμβάνει εγκαταστάσεις εγκαταλελειμμένες, ερειπωμένες, μερικώς κατεστραμμένες ή λεηλατημένες (Bowman και Pagano, 2004). Καθοριστικές παράμετροι ως προς το χαρακτηρισμό της κενής γης ως διαχειρίσιμη είναι το ιδιοκτησιακό της καθεστώς και η δυνατότητες ανάπτυξης που επιτρέπει («developability»). Στο ελληνικό πλαίσιο θεσμών και πολιτικών συναντώνται διάφοροι ορισμοί για έγγεια αποθέματα κενά, εγκαταλελειμμένα,


011_Layout 1 06/12/2016 11:18 π.μ. Page 123

ΜΥΡΤΩ ΓΑΛΑΝΗ

ερημωμένα ή χωρίς ιδιοκτήτη, αλλά η έλλειψη ενός καθολικού ορισμού συχνά οδηγεί σε σύγχυση3. Παρά το γεγονός ότι τα «κενά» ταυτίζονται με υποβαθμισμένες περιοχές, στην πραγματικότητα συναντώνται σε κάθε αστική γειτονιά, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες συγκεντρώσεις (Goldstein κ.ά., 2001). Αν και δεν υπάρχει αρχείο ενιαίας καταγραφής, το χωρικό αποτύπωμα κενής γης στο ευρύτερο Αθηναϊκό κέντρο4 είναι ιδιαίτερα έντονο. Φαινόμενα εγκατάλειψης και υποβάθμισης έχουν παρουσία δεκαετιών, αλλά έχουν λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις την τελευταία δεκαετία λόγω κρίσης (Μαλούτας κ.ά., 2013; Τουρνικιώτης κ.ά., 2011). Πρόκειται κυρίως για κτήρια μεγάλου εύρους χρήσεων, ή υπο-χρησιμοποιούμενους ελεύθερους χώρους και μικρούς αδόμητους χώρους μεταξύ οικοπέδων. Ως προς τα κτήρια, συναντάται πληθώρα μικρών κατακερματισμένων ιδιωτικών ιδιοκτησιών σχετικής παλαιότητας, αλλά και αξιοσημείωτος αριθμός κενών κτηρίων περιουσίας δημοσίου (Ασφαλιστικών Φορέων, Υπουργείων, Δήμου, κ.λπ.) που παραμένουν αναξιοποίητα. Η ύπαρξη κενών και εγκαταλελειμμένων έγγειων αποθεμάτων αποδίδεται «παραδοσιακά» στα φαινό-

μενα της αποβιομηχάνισης και της αστικής διάχυσης από τα κέντρα στα προάστια αλλά ουσιαστικά εξαρτάται από ένα φάσμα θεσμικών, κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και ιστορικών παραγόντων μακρο- και μικρο- κλίμακας, διαφορετικών ανά πόλη. Η κρίση στην Αθήνα, όπως και σε άλλες πόλεις, κλόνισε πάγιες δομές και πρακτικές διαχείρισης ιδιοκτησίας, έφερε στην επιφάνεια χρόνια ζητήματα εγκατάλειψης που δημόσιες πολιτικές δεν είχαν επιτυχώς διαχειριστεί και γιγάντωσε τη χωρική τους εμβέλεια (Μαλούτας κ.ά., 2013; Τουρνικιώτης κ.ά., 2011, ΕΚΔΔΑ, 2011). Η εγκατάλειψη είναι ουσιαστικά μια κυκλική διαδικασία, στην οποία τα αίτια μετατρέπονται σε συνέπειες, και οι συνέπειες με τη σειρά τους σε αίτια: «η εγκατάλειψη προκαλεί περαιτέρω εγκατάλειψη» (Mallach, 2006; Goldstein, κ.ά., 2001). Πέρα από την υποβάθμιση της γενικότερης ποιότητας ζωής, παρατηρείται απαξίωση, περιθωριοποίηση («γκέτο») ολόκληρων αστικών περιοχών του κέντρου και των κατοίκων τους, δημιουργώντας κατ’ επέκταση εμπόδια στην αστική αναζωογόνηση. Όσον αφορά μορφές διαχείρισης των φαινομένων εγκατάλειψης, η εργασία έδωσε έμφαση στην αντίστιξη

Πίνακας: Χωρικές συγκεντρώσεις κενών και εγκαταλελειμμένων κτηρίων ανά κατηγορία χρήσεων γης (ισογείου) στο κέντρο της Αθήνας

Πηγές: Συγκεντρωτικές ενδείξεις από Τουρνικώτης κ.ά. (2011), ΣΟΑΠ για το κέντρο της Αθήνας (2014), Καταγραφές Περιφέρειας Αττικής. Ιδία επεξεργασία.

«παραδοσιακών» πολιτικών, και «εναλλακτικών», καινοτόμων πρωτοβουλιών. Εκάστοτε στόχοι διαχείρισης (ή μη) απορρέουν από το τι συμβολίζει η κενή γη: είτε πρόβλημα είτε ευκαιρία (Bowman και Pagano, 2004). Στις «παραδοσιακές», μακροσκοπικές προσεγγίσεις, όπου βασίζονται διαχρονικά οι αστικές πολιτικές, η κενή γη νοείται ως «εμπόρευμα» και επενδυτικό ρίσκο που εμποδίζει την κίνηση της αγοράς. Η ανάπτυξη είναι αντιληπτή με όρους οικονομικής μεγέθυνσης και οι όποιες πολιτικές διαχείρισης συχνά απορρέουν «από τα πάνω» (κράτος ή αγορά, μέσω κρατικοποιήσεων ή ιδιωτικοποιήσεων αντίστοιχα), παίρνουν μορφές gentrification ή μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεων με προσανατολισμό αρχιτεκτονικό ή «ωραιοποίησης» (Χατζημιχάλης, 2013). Στον αντίποδα, στα πλαίσια εναλλακτικής οπτικής, αποθέματα κενής γης δύνανται, υπό συνθήκες, να αποτελέσουν «αστικούς πόρους» στους οποίους μπορεί να βασιστούν πρωτοβουλίες ανα-διοργάνωσης του αστικού χώρου και ευκαιρίες τοπικής ανάπτυξης και ικανοποίησης χωρο-κοινωνικών αναγκών. Κίνητρο είναι να αναδειχθεί η αξία της γης ως πόρος της κοινότητας, και η διαχείριση ιδιοκτησιών να ανταποκρίνεται σε δημόσιες και συλλογικές αξίες, αντί κερδοσκοπικές επιδιώξεις (Goldstein κ.ά., 2000). Τέτοιες πρακτικές βασίζονται σε μορφές διακυβέρνησης «από τα κάτω» (με θεσμική ή πρακτική στήριξη εκ μέρους δημοσίων φορέων και συνεργασίες μεταξύ δημοσίου, ιδιωτών και κοινωνικών οργανώσεων) ή/και αυτο-διαχείριση (Mallach, 2006). Διαχρονικά, οι όποιες πρακτικές διαχείρισης κενής γης στο ευρύτερο αθηναϊκό κέντρο, είτε ιδιωτικές πρωτοβουλίες είτε δημόσιες πολιτικές αναπλάσεων, χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα δράσεων και σαφείς ελλείψεις (θεσμικές και πρακτι-

123


011_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 124

124

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 122-126

κές) για ουσιαστική, ολοκληρωμένη διαχείριση. Παρεμβάσεις στις περιοχές Πλάκα, Ψυρρή, Γκάζι-Κεραμεικός και Μεταξουργείο, οι οποίες είχαν/έχουν να αναδείξουν εκτεταμένο κενό έγγειο απόθεμα, επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Ανάλογες τάσεις αντικατοπτρίζονται διαχρονικά στην ελληνική εμπειρία διαχείρισης ιδιοκτησίας, τα πρότυπα της οποίας αναδεικνύουν ολοένα αυξανόμενο ρόλο του κεφαλαίου στην ανάπτυξη του χώρου (Delladetsima, 2006), και το γενικότερο έλλειμμα χωρικού προγραμματισμού και σχεδιασμού, που προβάλλει παραγνώριση τοπικών προβλημάτων και λειτουργικών αναγκών και αδυναμία εξυπηρέτησης δημόσιου και συλλογικού συμφέροντος υπέρ της ανάδειξης ιδιωτικού (Χατζημιχάλης, 2013). Αξιοαναφερθείσα, βέβαια, είναι η πρόσφατη επισήμανση της έκτασης και της κρισιμότητας φαινομένων εγκατάλειψης σε επίπεδο πολιτικής στον Δήμο Αθηναίων, όπως μέσω του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) για το κέντρο της Αθήνας (ΦΕΚ Β΄ 6416.01.2015) και ακολούθου σχεδίου νόμου για εγκαταταλελειμμένα, κενά και αγνώστων ιδιοκτητών κτήρια (δεν έχει εγκριθεί) ή των προτάσεων στα πλαίσια του Re-Think Athens, ή άλλων μεμονωμένων πρωτοβουλιών (αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, καταγραφή εγκαταλελειμμένων δημοσίων κτηρίων από την περιφέρεια Αττικής, προγράμματα κατεδαφίσεων εγκαταλελειμμένων κτηρίων). Αν και δεν έχουν προχωρήσει σε αξιοσημείωτη πρακτική εφαρμογή και έχουν επίσης χαρακτηρισθεί αμφιλεγόμενες ως προς την αποτελεσματικότητα και τα κίνητρά τους, εντούτοις οι όποιες πρωτοβουλίες θεωρούνται βήμα για μια ευρύτερης κλίμακας ατζέντα πολιτικής. Η θεώρηση της κενής γης ως πόρος της κοινότητας και αντικείμενο τοπικής διαχείρισης, αναδεικνύει και

αναδεικνύεται μέσα από την ευρεία και πολύπλευρη έννοια των commons. Γενικότερα, ως «κοινή» νοείται γη που ανήκει σε μια οντότητα, πάνω στην οποία μια άλλη οντότητα έχει δικαιώματα κοινής χρήσης. Η έννοια έχει διαχρονικά εξελιχθεί από την «παραδοσιακή» της μορφή (συλλογική διαχείρισης γης και έγγειων πόρων από κοινότητες για αγροτικούς σκοπούς), ζωτικής σημασίας για την οργάνωση των φεουδαρχικών συστημάτων της Μεσαιωνικής Ευρώπης, κατάφερε να επιβιώσει από τα μαζικά κινήματα των περιφράξεων 18ου19ου αιώνα, και να (επαν)εμφανιστεί ως βιώσιμη εναλλακτική διαχείρισης γης και πόρων στα μέσα του 20ού αιώνα, στον αντίποδα πολιτικών που εξιδανίκευαν λύσεις ιδιωτικοποιήσεων και κεντρικής κρατικής παρέμβασης ως μόνες αποτελεσματικές επιλογές (Harvey, 2012). Μορφές commons επιβίωσαν και εξελίχθηκαν, αποκτώντας νέες εφαρμογές, σε αγροτικές αλλά και σε αστικές περιοχές. Μία από αυτές τις σύγχρονες μορφές είναι τα αστικά (urban) commons, έννοια που μπορεί να αναφέρεται μεταξύ άλλων σε συλλογικούς πόρους, χώρους, ή συστήματα διαχείρισης αυτών που εμπεριέχουν το στοιχείο του «κοινού» (Foster, 2012). Συχνότατα, πρακτικές αστικών commons συνδέονται με διαχείριση κενής γης. Σύγχρονα παραδείγματα είναι τα Κοινοτικά Trust Γης (Community Land Trusts), τα Trust Οικονομικά Προσιτής Κατοικίας (Tenement Trusts) και άλλες μορφές συλλογικής ή «συν-κατοικίας», οι Αστικοί Λαχανόκηποι και Πρακτικές Κοινής Διαχείρισης δημόσιων χώρων (πάρκα, πλατείες) και κτηρίων από κοινωνικές ομάδες, αλλά και περιοχές βελτίωσης επιχειρηματικότητας (Business Improvement Districts). Τα commons στηρίζονται στο επιχείρημα ότι η θεώρηση της ιδιοκτησίας γης υπό το αυστηρό δίπολο «δημόσια ή ιδιωτική», και ως «τίτλος»

αντί «σύνολο δικαιωμάτων (bundle of rights)» μπορεί να δημιουργεί εμπόδια σε συλλογικούς στόχους διαχείρισης χώρου (Gaisler και Daneker, 2000). Βασικό χαρακτηριστικό των commons είναι ότι (πρέπει να) απορρέουν από κοινωνικές συλλογικές ανάγκες και δεν υποκινούνται από ατομικές επιδιώξεις για εμπορευματοποίηση γης και πόρων. Επιπλέον, σημαντικό ρόλο παίζει η «κοινότητα» (τοπικός φορέας μικρής ή μεγάλης κλίμακας, αλλά σαφώς προσδιορισμένος), στα πλαίσια της οποίας τα commons δημιουργούνται και εξελίσσονται, με σκοπό να διατηρήσουν αυτόν τον χαρακτήρα παρά τις όποιες εξωτερικές πιέσεις (Harvey, 2012). Η διεθνής εμπειρία υποδεικνύει ότι «καλές» πρακτικές υπάρχουν, αλλά συχνά μπορεί να είναι μεμονωμένες, και δύσκολο να αναπαραχθούν από χώρα σε χώρα. Για την εφαρμογή, βιωσιμότητα, αλλά και διάδοση πρακτικών commons συχνά δεν αρκούν ενδογενείς προϋποθέσεις συνεργασίας των μελών μιας κοινότητας, αλλά και εξωγενείς παράγοντες. Μεταξύ άλλων, το πλαίσιο που διέπει ιδιοκτησιακά καθεστώτα ανά χώρα καθορίζει αντίστοιχα την ευελιξία ή τα εμπόδια πρακτικής εφαρμογής τους: το τι μπορούν να κάνουν τη γη που κατέχουν ιδιώτες και κράτος εξαρτάται από θεσμικές ρυθμίσεις και άυλες σχέσεις (πολεοδομικού, χωροταξικού, περιβαλλοντικού χαρακτήρα) (Χατζημιχάλης, 2014). Στην Ελλάδα η έννοια των commons δεν είναι οικεία σε θεσμούς και πολιτικές, αλλά ούτε και σε κοινωνικές ομάδες, καθώς απέχει από κυρίαρχα αναγνωρισμένες και αποδεκτές μορφές ιδιοκτησιακών καθεστώτων που σχετίζονται με το δίπολο δήμοσιας περιουσίας και ιδιωτικής ιδιοκτησίας [αντίστιξη του διαχρονικά σημαντικού μοντέλου μικρο-ιδιοκτησίας και ιδιοχρησίας με μεγάλης κλίμακας επενδύσεις και ιδωτικοποιήσεις δημόσιας γης, και τα δύο με σχετική αυτο-


011_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 125

ΜΥΡΤΩ ΓΑΛΑΝΗ

νομία από το χωρικό σχεδιασμό (Delladetsima, 2006)]. Η γενικότερη ασάφεια έχει οδηγήσει, ενδεικτικά, σε ταύτιση της έννοιας των commons με καταλήψεις-καταπατήσεις ιδιωτικών ή δημόσιων εγκαταλελειμμένων χώρων (οι οποίες συχνά αντιμετωπίζονται με αστυνομική παρέμβαση) άρα και την καταδίκη τους, ή τη de facto σύνδεση της κοινής γης με τη ανοιχτής πρόσβασης δημόσια γη. Η εκτός συναλλαγής δημόσια γη (π.χ. δασικές εκτάσεις, περιοχές περιβαλλοντικής προστασίας, αιγιαλός) μπορεί εν δυνάμει να μετατραπεί σε κοινή γη, αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κοινή κτήση και χρήση (Χατζημιχάλης, 2014). Επιπλέον, ευέλικτοι θεσμοί όπως η ενεργός πολεοδομία, το ενεργό οικοδομικό τετράγωνο και οι Πολεοδομικές Επιτροπές Γειτονιάς (Ν. 1337/83; Ν.2508/97) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν πλαίσια ενίσχυσης πρακτικών αστικών commons, όμως η εφαρμογή τους είναι αδρανής. Στην πράξη, απόπειρες κοινής κτήσης που βασίζονται κατά πλειοψηφία σε αυτο-διαχείριση εκ μέρους μικρών κοινοτήτων (με ελάχιστη ή καθόλου στήριξη δημοσίων φορέων) συναντώνται σε αστικές περιοχές. Στην Αθήνα, τέτοιες είναι ο χώρος Ακαδημίας Πλάτωνος, το πάρκο Ναυαρίνου στα Εξάρχεια, κτήρια του συγκροτήματος προσφυγικών πολυκατοικιών της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, το Θέατρο «Εμπρός» στου Ψυρρή, και άλλες. Ωστόσο, οι όποιες πρωτοβουλίες συναντούν ελλείψεις θεσμικών εργαλείων, και εμπόδια που απορρέουν από το ευρύτερο πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού και διαχείρισης γης που χαρακτηρίζεται από κεντρικότητα, στατικότητα και έλλειψη ευελιξίας μορφών διακυβέρνησης. Κατά συνέπεια, «καλές πρακτικές» είναι σημαντικά σποραδικές συγκριτικά με πόλεις του εξωτερικού, ενώ ο αντίκτυπός τους στην οργάνωση του χώρου, αντίστοιχα, είναι χωρικά περιορισμένος

και τα όποια πλεονεκτήματα δε γίνονται διακριτά σε ευρύτερη κλίμακα πέραν της τοπικής. Ουσιαστικά, το κεντρικό ζήτημα περιστρέφεται γύρω από την πρόσβαση σε γη, και πως πρωτοβουλίες συλλογικών ομάδων μπορούν να την επιτύχουν μέσω πλαισίων αναδιοργάνωσης θεσμών και πολιτικών σχεδιασμού και ιδιοκτησίας. Αν και τα commons παραμένουν αδύναμη ως έννοια θεσμικά, εν τούτοις, στην πράξη, το τεράστιο απόθεμα γης ή κτηρίων τα οποία υπο-χρησιμοποιούνται, είναι κενά ή/και έχουν εγκαταλειφθεί, ιδιοκτησίες κυρίως δημοσίου αλλά και ιδιωτικές που εν δυνάμει μπορούν να παρέλθουν σε δημόσιους φορείς ή άλλες ομάδες, θεωρείται ότι μπορεί να αποτελέσουν «υποψηφίους» για πιλοτική εφαρμογή πρακτικών commons, στα πλαίσια στρατηγικών διαχείρισης κενής γης από δημόσιους φορείς σε συνεργασία με κοινότητες, ομάδες και ιδιωτικούς φορείς, στήριξης και ανάδειξης τοπικού δυναμικού και πρακτικών αυτο-διαχείρισης. Η παρούσα εργασία δεν προχώρησε σε έρευνα πεδίου. Ωστόσο, δόθηκαν ορισμένες γενικές, οριζόντιες κατευθύνσεις πολεοδομικού σχεδιασμού και διακυβέρνησης προς δημιουργία ενός κατάλληλου, «φιλόξενου» πλαισίου για commons αλλά και καλύτερη διαχείριση κενής γης, οι οποίες συνοψίζονται παρακάτω: Αναπροσαρμογή των στόχων πολιτικών ανάπλασης, με γνώμονα τόσο την προστασία όσο και τον περιορισμό των ιδιωτικών ιδιοκτησιακών επιδιώξεων, την προώθηση δημοσίου συμφέροντος και την ανάδειξη συλλογικών αναγκών. Υιοθέτηση διττής προσέγγισης σε μακρο- και μικρο- επίπεδο εκ μέρους δημοσίων φορέων σχετικά με τη διαχείριση του κενού αποθέματος, υπό την προοπτική ολοκληρωμένης διαχείρισης αντί αποσπασματικών πα-

ρεμβάσεων με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Προώθηση συμμετοχικών μορφών σχεδιασμού και διακυβέρνησης, με έμφαση σε τοπικά χωρο-κοινωνικά προβλήματα και δυναμικές. Επιλεκτική και στοχευμένη αποκέντρωση αρμοδιοτήτων μεταξύ φορέων του δημοσίου, και συνεργασίες μεταξύ φορέων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα με κοινωνικές οργανώσεις και ομάδες. Στοχευμένη χρησιμοποίηση εργαλείων σχεδιασμού και πολιτικών γης στα πλαίσια στόχων τοπικής ανάπτυξης και λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικά αιτήματα. Θεσμική διαπραγμάτευση, υποστήριξη και προώθηση ευέλικτων, «κοινών» ιδιοκτησιακών σχέσεων και πρακτικών συλλογικής τοπικής δράσης, και αναγνώριση τους ως μακροπρόθεσμες λύσεις αντί ως προσωρινά μέτρα έως την ανάκαμψη της αγοράς.

Σημειώσεις 2. Στην εργασία χρησιμοποιείται ο αγγλικός όρος. Αν μεταφραστεί στα ελληνικά, προτιμότερος είναι ένας όρος όπως «συστήματα κοινής-συλλογικής-συνεργατικής χρήσης και διαχείρισης», αντί «κοινά», επιδιώκοντας έμφαση σε μορφές, σχέσεις και δικαιώματα ιδιοκτησίας και τις παραμέτρους (θεσμοί, πολιτικές) σχεδιασμού και διακυβέρνησης που καθορίζουν τις σχέσεις αυτές. 3. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ορισμοί στα άρθρα 268, 422 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, το άρθρό 6 του Ν.4030/2011, το άρθρο 1 του σχεδίου Νόμου ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΑ, ΚΕΝΑ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΩΝ Ι∆ΙΟΚΤΗΤΩΝ ΚΤΙΡΙΑ, ∆ΙΑ∆ΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΣΕ ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ (δεν έχει εγκριθεί), και οι ορισμοί της ΕΛΣΤΑΤ για κενές κατοικίες. 4. Το αθηναϊκό κέντρο ως περιοχή μελέτης δεν προσεγγίστηκε «αυστηρά» με διοικητικά όρια. Η έρευνα συμπεριέλαβε συνοικίες του ευρύτερου κέντρου και πλησίον αυτού, όπως, π.χ., μελετήθηκαν από το ΣΟΑΠ (2014), τους Μαλούτας κ.ά. (2013) και Τουρνικιώτης κ.ά. (2011), και οι οποίες εμφανίζουν σημαντικά ποσοστά κενής γης.

125


011_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 126

126

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 122-126

Ενδεικτική Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Bowman, A. και Pagano, M. (2004). Terra Incognita: Vacant Land and Urban Strategies. Washington DC: Georgetown University Press. Delladetsima, P.M. (2006). “The Emerging Property Development Pattern in Greece and its Impact on Spatial Development”. European Urban and Regional Studies July 2006 vol. 13 no. 3 245-278. Goldstein, J., Jensen, M., και Reiskin, E., (2001). “Urban vacant land redevelopment: Challenges and progress”. Lincoln Institute of Land Policy Working Paper. Cambridge: MA. Foster, S. (2012). “Collective Action and the Urban Commons”, Notre Dame Law Review, 87 (57) Fordham Law Legal Studies Research Paper No. 1791767. [online].

Gaisler C., and Daneker G. (Ed), (2000). Property and Values: Alternatives to Public and Private Ownership, Washington DC: Island Press Harvey, D. (2012). “The Creation of the Urban Commons”. In D. Harvey, (Ed.) Rebel Cities: From the Right to the City to the Urban Revolution (Chapter 3). London: Verso. Mallach, A. (2006). Bringing buildings back. From abandoned properties to community assets: a guidebook for policymakers and practitioners. New Jersey: Rutgers University Press. Ελληνόγλωσση Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ) (2011). «Καινοτόμο Εργαστήρι «Αθήνα: Πόλη σε κρίση;», Έκθεση Πολιτικής. Αθήνα, Ιούλιος 2011. Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ. και Σουλιώτης, Ν. (Eπιμ) (2013).

Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα. Αθήνα: ΕΚΚΕ-Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Τουρνικιώτης, Π. κ.ά. (2011). «Μεταλλασσόμενοι Χαρακτήρες και Πολιτικές στα κέντρα πόλης Αθήνας και Πειραιά». Ερευνητικό Πρόγραμμα (Α, Β, Γ Φάση). Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Χατζημιχάλης, Κ. (2014). Κρίση Χρέους και Υφαρπαγή Γης. Αθήνα: ΚΨΜ. Χατζημιχάλης, Κ. (2013). «Ο διεθνής ρόλος της Αθήνας, το έλλειμμα σχεδιασμού για το δημόσιο συμφέρον και το κέντρο της πόλης», στο Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ. και Σουλιώτης, Ν. (Eπιμ) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα. Αθήνα: ΕΚΚΕ-Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 127

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 127-131

ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ. ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟ ΣΙΔΕΡΟ* Λορένα Τσελεμέγκου1

* Διπλωματική Μεταπτυχιακή Εργασία. Τομέας Πολεοδομίας Χωροταξίας. Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Επιβλέπουσα: Ντίνα Βαΐου, 2016 1. Υποτροφίες Αριστείας Ι.Κ.Υ. Μεταπτυχιακών Σπουδών στην Ελλάδα - Πρόγραμμα Siemens. lwrena@yahoo.gr

Οι μεγάλες τουριστικές επενδύσεις που επιχειρούνται εδώ και δεκαοκτώ χρόνια στο Κάβο Σίδερο της Ανατολικής Κρήτης συνιστούν έργα πολλών ταχυτήτων και εκατομμυρίων και προβλέπεται να έχουν άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στο κοινωνικοχωρικό και οικονομικό επίπεδο της περιφέρειας Κρήτης και της χώρας ευρύτερα. Το πρώην «Cavo Sidero Resort» και νυν «Έργο Ίτανος Γαία» αφορούν στην εγκατάσταση ενός πολυτελούς, σύνθετου τουριστικού συγκροτήματος (Ν. 4002/2011) σε ένα άθικτο και ιδιαίτερου φυσικού κάλλους τοπίο. Οι επενδύσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε πλήθος συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε κράτος, εκκλησία, θεσμούς και τοπική κοινωνία, καθώς εγείρουν ποικίλους προβληματισμούς όσον αφορά τα πρότυπα παραγωγής και ανάπτυξης του χώρου που προωθούνται (και) μέσα από την τουριστική εκμετάλλευση περιοχών. Με αφορμή τα παραπάνω έργα, η παρούσα έρευνα εστιάζει σε μια χωρική προσέγγιση του τουριστικού φαινομένου και αναζητά τα πολυεπίπεδα σημεία τομής της σύγχρονης τουριστικής δραστηριότητας με τις νέες μορφές και διαδικασίες της αστικοποίησης και την εκτεταμένη διάχυση του «αστικού» φαινομένου στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας. Τα κεντρικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούν στους τρόπους με τους οποίους η παραγωγή

«νέων χώρων» για τους σκοπούς της τουριστικής κατανάλωσης συνδέεται: α) με τη στροφή του κεφαλαίου και του επενδυτικού ενδιαφέροντος στο δομημένο περιβάλλον και στη γη, β) με συγκεκριμένα πρότυπα κατοίκισης, ιδιοκτησίας, κινητικότητας και τρόπου ζωής, και γ) με το σχεδιασμό του χώρου και τις χωρικές πολιτικές που προωθούνται στην Ελλάδα, με σημείο αναφοράς την κρίση.

Νέες μορφές αστικοποίησης και εκτεταμένη διάχυση του «αστικού» Από τη δεκαετία του 1970 και μετά, σε συνάρτηση με τις δραστικές μεταβολές που επέφερε η αναδιάρθρωση της παραγωγής και της οικονομίας, έχει αναπτυχθεί ένας τεράστιος διάλογος σχετικά με τις νέες μορφές και διαδικασίες της αστικοποίησης που δρομολόγησε η παγκοσμιοποίηση. Ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων του χώρου σημειώνουν πως διανύουμε τη «νέα αστικοποιημένη εποχή» και ότι οδεύουμε προς την ολοκληρωτική αστικοποίηση του κόσμου, μια διαδικασία που, μεταξύ άλλων, την αποκαλούν «πλανητική» ή εκτεταμένη αστικοποίηση (Lefebvre 2003, Soja & Kanai 2006, Brenner & Shmid 2011, κ.α.). Κοινή συνισταμένη των προσεγγίσεων αυτών αποτελεί η παραδοχή πως ο πλανήτης δεν εμφανίζει πλέον διακριτές και χωρικά

127


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 128

128

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 127-131

οριοθετημένες αστικές νησίδες και δεν διαμορφώνεται πια από σαφείς διαχωρισμούς μεταξύ αυστηρών δίπολων (πόλης – υπαίθρου, αστικού – αγροτικού, Βορρά – Νότου, κοκ). Για να κατανοήσουμε τη σφαιρικότητα των διαδικασιών της αστικοποίησης θα πρέπει αφενός να απαλλαχτούμε από τις διχοτομικές αυτές ερμηνείες, αφετέρου να συλλάβουμε και να εξετάζουμε το χώρο μέσα από την ευρύτερη σημασία του όρου (υλικός, κοινωνικός, οικονομικός, πολιτισμικός χώρος κλπ). Ως εκ τούτου, η έννοια της εκτεταμένης αστικοποίησης και της διάχυσης του αστικού δεν αφορά μόνο στις μεταβολές στο δομημένο ή στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και σε κάθε είδους ορατούς ή αόρατους μετασχηματισμούς, όπως οι αξίες, τα πρότυπα, ο τρόπος ζωής και οι νοηματοδοτήσεις του κοινωνικού χώρου. Οι διαδικασίες παραγωγής και μετασχηματισμού του χώρου βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το δίπολο τοπικό-παγκόσμιο και τις πρωτοφανείς μορφές εξάρτησης περιοχών και περιφερειών που έχουν αναδυθεί ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης. Η άνιση επέκταση του αστικού-βιομηχανικού καπιταλισμού και η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχουν οδηγήσει ταυτόχρονα στην υπανάπτυξη και υπερανάπυξη περιοχών, μέσα από διαδικασίες διάχυσης (αποκέντρωσης) και πόλωσης (συγκέντρωσης), συμβάλλοντας, έτσι, στην αναπαραγωγή των τοπίων της άνισης ανάπτυξης και στη διεύρυνση των κοινωνικοχωρικών και οικονομικών ανισοτήτων. Στη βάση της «νέας αστικοποιημένης εποχής», ο χώρος ως σύνολο, αλλά και κάθε σπιθαμή γης ξεχωριστά αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα και αξία ως πηγή άμεσης ή εν δυνάμει κερδοφορίας (Ανδρίτσος 2011) και μετασχηματίζονται συνεχώς από την ανθρώπινη δραστηριότητα σε περιβαλλοντικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Κεντρικό ρόλο στη διαδικα-

σία αυτή κατέχει η αυξανόμενη τάση για συσσώρευση των κεφαλαίων στη γη, σε συνδυασμό με ολόκληρο το πολιτικοοικονομικό σύστημα που αναπτύσσεται γύρω από αυτή τη διεθνοποιημένη οικονομική δραστηριότητα, η οποία περιλαμβάνει τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, επενδυτικούς ομίλους, πολιτικές ρύθμισης και σχεδιασμού του χώρου. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι διαδικασίες της εκτεταμένης αστικοποίησης θεμελιώνονται στην επέκταση των οικονομικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, η διάχυση του «αστικού» αφορά σε όλο το φάσμα της καθημερινής ζωής και πρακτικής των κατοίκων τόσο της πόλης όσο και της υπαίθρου. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν η ανάπτυξη των υποδομών, της τεχνολογίας, της τηλεπικοινωνίας και των ευέλικτων μορφών εργασίας, καθώς και η αδιάκοπη κινητικότητα ανθρώπων, αγαθών, πληροφορίας, υπηρεσιών, τουριστών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο χώρος και τα συστατικά στοιχεία κάθε κοινωνικού σχηματισμού εμφανίζουν όλο και πιο έντονα χαρακτηριστικά ομογενοποίησης και κατακερματισμού ταυτόχρονα, ενώ ο τόπος και η τοπικότητα προσλαμβάνεται ως ένα ενδιάμεσο πεδίο που αλληλεπιδρά με όλες τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές και γεωγραφικές κλίμακες.

Νέες μορφές αστικοποίησης και τουριστική ανάπτυξη Ο τουρισμός, ως ένα κατεξοχήν παγκόσμιο κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο που πραγματοποιείται στο χώρο, διαμορφώνει και διαμορφώνεται από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και άρα της αστικοποίησης. Η παγκοσμιότητα του τουρισμού αφορά τόσο στις ποικίλες κινητικότητες ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της

τουριστικής κατανάλωσης, όσο και σε ολόκληρο το παραγωγικό σύστημα που κινητοποιείται για την προσφορά του, στο οποίο δραστηριοποιούνται οικονομικά υποκείμενα σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο. Είναι γεγονός ότι ο τουρισμός επεμβαίνει στη δυναμική του χώρου και της κοινωνίας, τους οποίους και μετασχηματίζει. Έτσι, συντελεί και αυτός με τη σειρά του στην περαιτέρω επέκταση του αστικού φαινομένου με την ευρύτερη σημασία της έννοιας, δηλαδή, τόσο στην υλική (κτισμένο περιβάλλον) όσο και στην άυλη μορφή του (τρόπος ζωής, αντίληψεις κλπ). Ωστόσο, ο βαθμός που επιδρά στην παραγωγική, οικονομική και κοινωνικοχωρική δομή του γεωγραφικού χώρου όπου αναπτύσσεται εξαρτάται σημαντικά τόσο από το μέγεθος και το είδος της τουριστικής δραστηριότητας, όσο και από τις εθνικές χωρικές πολιτικές και τις μορφές τουριστικής ανάπτυξης που αυτές προωθούν. Το είδος της τουριστικής ανάπτυξης στο οποίο εστιάζει η έρευνα αφορά σε ορισμένες ειδικές μορφές τουρισμού που απαιτούν τη δημιουργία «νέων χώρων» καθεαυτό για την εξυπηρέτηση του τουρισμού - αναψυχής, όπως είναι, μεταξύ άλλων, τα σύνθετα τουριστικά συγκροτήματα. Αυτά αποτελούν, με έναν τρόπο, μια μετεξέλιξη των “τουριστικών χωριών” («all inclusive» resorts) και των συνταξιοδοτικών κοινοτήτων που εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. αντίστοιχα μεταπολεμικά. Πρόκειται για ένα είδος τουριστικής – οικιστικής ανάπτυξης που αποτελεί διεθνώς μία από τις πλέον σύγχρονες τάσεις της τουριστικής βιομηχανίας και του κτηματομεσιτικού κλάδου και βασίζεται στην προσφορά μιας «συνολικής τουριστικής εμπειρίας» μέσα σε αυτόνομα τουριστικά συγκροτήματα. Τα τελευταία, εκτός από κλασικά ξενοδοχειακά καταλύματα περιλαμβάνουν και τουριστικές κατοι-


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 129

ΜΥΡΤΩ ΓΑΛΑΝΗ

κίες, ενώ πλαισιώνονται από ειδικές τουριστικές εγκαταστάσεις, όπως γήπεδα γκολφ, τένις, spa, συνεδριακά κέντρα κ.α. Για την ανάπτυξή τους, απαιτούνται μεγάλες εκτάσεις γης και επιλέγονται, συνήθως, σπάνιας ομορφιάς τοπία που χαρακτηρίζονται από πλούσιο φυσικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει πως αυτές οι χωρικές δομές αφενός μιμούνται τη μορφή και τη δομή “παραδοσιακών” οικισμών, αφετέρου παρέχουν τη δυνατότητα αγοράς ή μακροχρόνιας ενοικίασης των τουριστικών κατοικιών εντός του συγκροτήματος. Η ετήσια λειτουργία τους αλλά και ένα μεγάλο μέρος της απόσβεσης των εξόδων των επενδύσεων αυτών βασίζεται στην εκμετάλλευση των κατοικιών. Ο συνδυασμός των παραπάνω έχει οδηγήσει, από τη μία, στην ανάδυση νέων μορφών κινητικότητας του παγκόσμιου πληθυσμού που συμβαδίζει με μια μετανεωτερική αντίληψη για τον τόπο και την τουριστική εμπειρία - κατανάλωση. Παράλληλα, έχει συμβάλλει στην ανάπτυξη νέων μορφών ιδιοκτησίας και στην εμφάνιση ενός νέου μοντέλου τουρίστα, αυτό του «οικιστή» – εποχικού μετανάστη και μόνιμου συνιδιοκτήτη των πόρων μιας περιοχής έναντι της αντίληψης του επισκέπτη – περιηγητή (Μπαλατσινός 2008). Η μετανάστευση των συνταξιούχων συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση τόσο του νέου «τουρίστα – οικιστή», όσο και στην κατεύθυνση που έχει πάρει η τουριστική ανάπτυξη σήμερα. Όπως σημειώνει και ο Deane Simpson (2010), η ανάδυση της κοινωνικής οντότητας των συνταξιούχων μεταπολεμικά, δρομολόγησε οικονομικές και χωροκοινωνικές διαδικασίες που οδήγησαν στην «αστικοποίηση της τρίτης ηλικίας», μέσα από ένα δίκτυο χώρων που ο ίδιος ονομάζει «συνταξιοδοτικές ουτοπίες των νέων-γέρων». Από την άλλη, η ένταξη και ο τρόπος εκμετάλλευσης της κατοικίας σε

αυτό το ιδιαίτερο είδος «αστικού χώρου», που κατασκευάζεται κατεξοχήν για την κατανάλωση της αναψυχής, αναδεικνύει ότι το αυξημένο ενδιαφέρον των διεθνών κερδοσκοπικών κεφαλαίων για επενδύσεις στη γη και του τρόπου που αυτές υποστηρίζονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές σε όλο τον κόσμο (Χατζημιχάλης, 2014) αφορά έντονα και στην τουριστική βιομηχανία. Τα “νέα” πρότυπα παραγωγής και ανάπτυξης του χώρου που προωθούνται από μεγάλους επενδυτικούς ομίλους και το τουριστικό real estate, σε συνδυασμό με τις χωρικές πολιτικές που τα κατοχυρώνουν, αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τις διαφορετικές όψεις των διαδικασιών της «πλανητικής» αστικοποίησης. Όπως αναφέρει και ο Lefebvre (1991: 353) «ο τουρισμός και η αναψυχή συνιστούν πυλώνες επενδύσεων και κερδοφορίας στην παραγωγή χώρων κατανάλωσης, ενισχύοντας τον κατασκευαστικό τομέα, την κερδοσκοπία επί των ακινήτων, την εκτεταμένη αστικοποίηση». Η αλληλεπίδραση παγκόσμιου - τοπικού, η αλληλοδιείσδυση του «αστικού» στο «αγροτικό» και αντίστροφα, η υπεροχή της ανταλλακτικής αξίας έναντι της αξίας χρήσης του χώρου, η ιδιωτικοποίηση της γης και οι εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις που αυτά επιφέρουν είναι εμφανείς πλέον σε κάθε γεωγραφική κλίμακα χώρου.

Επενδύσεις στο Κάβο Σίδερο, χωρικές πολιτικές και εκτεταμένη αστικοποίηση Το μέγεθος, το είδος και η δομή των επενδύσεων στο Κάβο Σίδερο ενσωματώνουν σχεδόν όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά τουριστικής ανάπτυξης, η οποία αποτελεί μια σχετικά νέα πραγματικότητα για τον ελληνικό χώρο. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι επενδύσεις δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα, το πλαίσιο ανάλυσης και σύνδεσής

τους με τις θεωρητικές προσέγγισες περιορίζεται στην αποδελτίωση του λόγου που χρησιμοποιεί από τη μία η επενδυτική εταιρεία (Minoan Group) και, από την άλλη, η ελληνική πολιτεία (θεσμικό πλαίσιο), τα οποία καθόρισαν σημαντικά την πορεία του επενδυτικού σχεδίου. Ο κλάδος του τουρισμού στην Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται ως “μοχλός” διεξόδου από την οικονομική κρίση, έχει πλαισιωθεί από πλήθος νομοθετημάτων που διευκολύνουν την ανάπτυξη της τουριστικής δραστηριότητας σχεδόν παντού, με τρόπους και όρους που αντιβαίνουν σε οποιαδήποτε επικαλούμενη αρχή αειφορίας, κοινωνικής δικαιοσύνης και προσπάθεια μείωσης ανισοτήτων (Κλαμπατσέα 2011). Το νέο θεσμικό πλαίσιο “επιτάχυνσης και διαφάνειας στρατηγικών επενδύσεων” ουσιαστικά προωθεί την παραγωγή «νέων χώρων» και νομιμοποιεί διαδικασίες ιδιωτικής πολεοδόμησης, μονοπωλιακής εκμετάλλευσης της γης και τουριστικής ανάπτυξης σε προστατευόμενες περιοχές. Την πραγματικότητα αυτή αποτυπώνει και το «Έργο Ίτανος Γαία», που το 2012 χαρακτηρίστηκε ως στρατηγικής σημασίας επένδυση (μέσω fast-track, Ν. 3894/2010), η υλοποίηση του οποίου αφορά στην τουριστική αξιοποίηση μιας έκτασης 25.000 στρεμμάτων που ανήκει στο οικολογικό δίκτυο NATURA2000, με ένα τμήμα της να αποτελεί Ζώνη Ειδικής Προστασίας για την Ορνιθοπανίδα. Η εκτενής μελέτη των διαθέσιμων από την επενδυτική εταιρία δεδομένων για το έργο έδειξε πως η πρόταση αφορά ουσιαστικά στην “εκ-του-μηδενός” κατασκευή μιας «αστικής ουτοπίας» σε ένα φυσικό τοπίο. Το επενδυτικό σχέδιο περιλαμβάνει την κατασκευή πέντε, πολυτελών θεματικών ξενοδοχείων συνολικής δυναμικότητας 1936 κλινών, εκ των οποίων τα τρία είναι μικτού τύπου και τα δύο

129


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 130

130

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 28, 2016, 127-131

αποκλειστικά επιπλωμένων διαμερισμάτων/«κατοικιών». Το συγκρότημα, συνολικής δόμησης 108.000 στρεμμάτων, αναπτύσσεται σε πέντε διακριτές τοποθεσίες (βλ. ζώνες Α1, χάρτης ΕΣΧΑΣΕ), και κάθε μονάδα πλαισιώνεται από συμπληρωματικά και διαφοροποιημένα προϊόντα - υπηρεσίες, όπως ένα γήπεδο γκολφ, εγκαταστάσεις spa, γαστρονομία κ.α. Η ανάπτυξη διαφορετικών τύπων καταλυμάτων και δραστηριοτήτων σε πέντε επιμέρους θύλακες συνδράμει στη διαφοροποίηση του προϊόντος σε δύο χωρικές κλίμακες, αυτή του «χωριού»/μονάδας, και αυτή του συγκροτήματος συνολικά, γεγονός το οποίο εξασφαλίζει στους επενδυτές τη δυνατότητα να καρπώνονται μεγάλες οικονομίες κλίμακας και εύρους (Μελισσουργός 2008). Τέλος, ο «οικιστικός χαρακτήρας» του έργου διαφαίνεται από τη δυνατότητα μακροχρόνιας μίσθωσης ή πώλησης των τουριστικών κατοικιών, η οποία κατοχυρώνεται πλέον από τις κείμενες διατάξεις του θεσμικού πλαισίου, ενώ αποτελεί σαφής και επεκφρασμένη επιδίωξη των επενδυτών (Σ.τ.Ε. 2015). Συνοψίζοντας, τα παραπάνω φανερώνουν ότι αφενός το έργο ανταποκρίνεται στις πλέον σύγχρονες επιταγές της τουριστικής αγοράς, και αφετέρου ότι εισάγεται και στην Ελλάδα μια νέα μορφή τουρισμού, μέσω του οποίου προωθείται η διάχυτη, εκτεταμένη αστικοποίηση και επαναπροσδιορίζεται ο ρόλος και η μορφή της ιδιοκτησίας και του χωρικού σχεδιασμού. Η εγκατάσταση σύνθετων τουριστικών συγκροτημάτων σε απομονωμένα και ευαίσθητα οικοσυστήματα, αδιαμφισβήτητα δημιουργεί νέες αστικές πυκνότητες σε πρώην αγροτικές περιοχές διαταράσσοντας τις υπάρχουσες ισορροπίες στο περιβαλλοντικό, κοινωνικοοικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο του τόπου. Παράλληλα, συνδράμει στη δημιουργία νέων χωρικών και οικονομικών δι-

κτύων, παράγοντας πολυσύνθετους συσχετισμούς σε τοπική, εθνική και παγκόσμια κλίμακα. Η ανάπτυξη αυτόνομων χωρικών ενοτήτων που προορίζονται αποκλειστικά για την κατανάλωση της αναψυχής προωθεί τη συγκέντρωση έναντι της διάχυσης της οικονομίας τουρισμού και των τουριστών με την τοπική οικονομία και κοινωνία αντίστοιχα, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλει στο μετασχηματισμό του τοπίου και της τοπικής ταυτότητας.

Αποτελεί, λοιπόν, πράγματι αυτό το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης την ιδανική λύση «εξόδου» της χώρας από την κρίση; Και, αν ναι, σε τι βαθμό αλληλεπιδρά και ανταποκρίνεται στις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας; Τόσο τα ζητήματα που θέτουν οι προσεγγίσεις της «πλανητικής» αστικοποίησης, όσο και τα υλοποιημένα παραδείγματα που ακολουθούν αυτό το μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης διεθνώς, καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να

Το Ειδικό Σχέδιο Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικής Επένδυσης (Ε.Σ.Χ.Α.Σ.Ε.) «Έργο Ίτανος Γαία» όπου έχουν οριστεί οι ζώνες χρήσεων γης της επένδυσης. Να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ακόμα άλλο, δημοσιευμένο και αναγνώσιμο σχέδιο από την Εταιρεία.


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 131

ΜΥΡΤΩ ΓΑΛΑΝΗ

ορίσουμε πώς, για ποιόν και με ποιούς τρόπους σχεδιάζουμε το χώρο.

Βιβλιογραφικές Αναφορές Ανδρίτσος, Θ. 2011, «Κρίση στην αγορά κατοικίας και σύγχρονος καπιταλισμός. Προσωρινή δυσλειτουργία ενός σταθερού συστήματος ή μόνιμη λειτουργία;» Τετράδια ανυπότακτης θεωρίας, Αθήνα: ΚΨΜ Brenner, N. & Schmid, C. 2011, “Planetary urbanization”, Urban Constellations. Ed. Matthew Grandy. Berlin Jovis.2011:10-13 Κλαμπατσέα, Ε. 2011, «Χωρικά αποτυπώματα και προκλήσεις σχεδιασμού σε συνθήκες κρίσης: η ελληνική περίπτωση», Πρακτικά 9ου Εθνικού Συνεδρίου της ERSA-GR με θέμα: “Περιφερειακή ανάπτυξη και οικονομική κρίση: Διεθνής εμπειρία και Ελλάδα”, Αθήνα: 67/5/2011

Lefebvre, H. 2003 [1970], “The Urban Revolution”, Trans. Robert Bononno. Minneapolis, MN.: University of Minnesota Press. Lefebvre, H. 1991 [1974]. “The Production of Space”, Trans. Donald Nicholson - Smith, Oxford UK and Cambridge USA: Basil Blackwell Ltd. Μελισσουργός, Γ. 2008, «Τοπική – περιφερειακή ανάπτυξη και η γεωγραφία των χωροθετικών αντιθέσεων: Μελέτη δύο περιπτώσεων τουριστικής ανάπτυξης σε Ελλάδα και Ισπανία», αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αθήνα: Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Μπαλατσινός, Ν. 2008, «Τουρισμός – Παραθεριστική Κατοικία: Μια ανταγωνιστική σχέση», Δαίμων της οικολογίας (Τεύχος 87, 11/08) Ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Θέματα αρμοδιότητας Υπουργείων Οικονο-

μικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης». Ν. 3894/2010 «Επιτάχυνση και Διαφάνεια υλοποίησης Στρατηγικών Επενδύσεων» Π.Ε. Σ.τ.Ε. 29/2015, Έγκριση Ειδικού Σχεδίου Χωρικής Ανάπτυξης Στρατηγικής Επένδυσης “Ίτανος Γαία” στη θέση Χερσόνησος Σίδερο, στην περιοχή Δ.Ε. Ιτάνου, Δήμου Σητείας της Περιφέρειας Κρήτης, Πρόεδρος: Σ. Ρίζος, Εισηγητής: Χ. Ντουχάνης Χατζημιχάλης, Κ. 2014, «Κρίση χρέους και υφαρπαγή της γης», Αθήνα: ΚΨΜ Simpson, D. 2010, “Third Age Urbanism: Retirement Utopias of the YoungOld”, PhD dissertation submitted for the degree of Doctor of Sciences: ETH Zurich Soja, E. & Kanai, M. 2006, “The urbanization of the world. The Endless City”. Eds. Ricky Burdett and Deyan Sudjic. London: Phaidon

131


012_Layout 1 06/12/2016 11:19 π.μ. Page 132

C

3

O

Doreen Massey 1944-2016 in memoriam

SPECIAL SECTION. GEOGRAPHIES OF WORK AND UNEVEN DEVELOPMENT IN EUROPE DURING THE CRISIS

4 12 24 35

Stelios Gialis Introduction to the special issue Andrew Herod Labor’s Spatial Praxis and the Economic Geography of the Greek Crisis Manos Spyridakis Space and informal work. The ethnographic experience of shipbuilduing industry Vasilis Avdikos New geographies of creative labour in the period of eco-

N

48 58

T

E

N

nomic crisis: from collaboration to collectivism Maria Tsampra, Stelios Gialis The changing regional patterns of flexible employment in Greece under crisis Alexis Ioannidis Regional distribution of jobs in Greece and their changes during the beginning of crisis

ARTICLES

75

96

Evangelos Pavlis Massive installation of wind parks and negative effects on the landscape. The case study of “Aegean Link” project in the North Aegean Io Carydi Railway Infrastructure and Service Ecologies in Northwestern Peloponese

T

S

STUDENTS’ FORUM

122 127

Myrto Galani Re-approaching empty and abandon urban space: the future of urban commons in Athens Center Lorena Tselemegkou New Forms of Urbanization and Touristic Development. Investments in Cavo Sidero


cover_Layout 1 06/12/2016 11:44 π.μ. Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 28 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-7.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», ηλεκτρονικά με μέιλ στη διεύθυνση geographies@hua.gr. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Οι χάρτες, εικόνες, διαγράμματα, πίνακες κ.λπ., θα υποβάλλονται σε ξεχωριστό αρχείο εκτός του κυρίως κειμένου με τα υπομνήματά τους και εντός κειμένου θα αναφέρεται «εδώ σχήμα, χάρτης, πίνακας νο. 1, 2, 3 κ.ο.κ.». Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

N°28 - AUTUMN 2016

Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-7000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in geographies @hua.gr. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


cover_Layout 1 06/12/2016 11:44 π.μ. Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Labor’s Spatial Praxis and the Economic Geography of the Greek Crisis Χώρος και άτυπη εργασία. Η εθνογραφική εμπειρία της ναυπηγοεπισκευαστικής βιομηχανίας Νέες γεωγραφίες της δημιουργικής εργασίας στην περίοδο της οικονομικής κρίσης: Από τη συνεργατικότητα στην κολεκτιβοποίηση Τα μεταβαλλόμενα περιφερειακά πρότυπα ευέλικτης απασχόλησης στην Ελλάδα της κρίσης Περιφερειακή κατανομή των θέσεων εργασίας στην Ελλάδα και εξέλιξή τους κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 - ΤΕΥΧΟΣ 28

Doreen Massey 1944-2016 in memoriam

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2016 - ΤΕΥΧΟΣ 28

DOREEN MASSEY IN MEMORIAM

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΙΣΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Μαζική εγκατάσταση αιολικών πάρκων και αρνητικές επιπτώσεις στο τοπίο. Η περίπτωση της επένδυσης «Αιγαία Ζεύξη» στο Βόρειο Αιγαίο

ΤΟΠΙΟ ΚΑΙ ΑΙΟΛΙΚΑ ΠΑΡΚΑ

Σιδηροδρομική υποδομή και επιχειρησιακές οικολογίες στη Βορειοδυτική Πελοπόννησο

ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΥΠΟΔΟΜΗ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ «Εξάρχεια 1974-2004: Σχεδιάσματα μιας ντελεζιανής γεωγραφίας»

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ (Ανα)προσεγγίζοντας κενά και εγκαταλειμμένα έγγεια αποθέματα στον αστικό χώρο: Η προοπτική των αστικών commons. Προκλήσεις στο κέντρο της Αθήνας ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

Νέες μορφές αστικοποίησης και τουριστική ανάπτυξη. Επενδύσεις στο Κάβο Σίδερο

Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.