Περιοδικό Γεωγραφίες_Τεύχος 25

Page 1

cover_Layout 1 26/05/2015 2:55 μ.μ. Page 1

Αφιέρωμα Τα αγρο-τροφικά συστήματα στην ανθρωπογεωγραφία και τον σχεδιασμό

Εναλλακτικοί χώροι, ποικίλες οικονομίες και αγροτροφικά δίκτυα: Μια επισκόπηση της ευρύτερης συζήτησης ως μια αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης Μητροπολιτικές περιοχές και δημόσιος χώρος: Ανθεκτικότητα και «μετάβαση» μέσα από το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων Οι γυναικίοι αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί στην εποχή της κρίσης: Διερεύνηση με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης

ΑΝΟΙΞΗ 2015 - ΤΕΥΧΟΣ 25

Εναλλακτικά αγροτροφικά δίκτυα και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Διερευνώντας την κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΝΟΙΞΗ 2015 - ΤΕΥΧΟΣ 25

Πολιτικές για τον γαστρονομικό τουρισμό: Ελληνικές γεύσεις και τοπική ανάπτυξη Χωρικός σχεδιασμός και διακυβέρνηση: Η πορεία της ανακλιμάκωσης στη μητροπολιτική Αθήνα Κουλτούρα σχεδιασμού στην Ελλάδα: Ερευνώντας τον ρόλο των πολεοδόμων στις διαδικασίες του σχεδιασμού

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΑ ΑΓΡΟ-ΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

Μικρογεωγραφίες: Ανάλυση του χώρου και δράσεις στην Αττική

ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ – ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Συνέδριο Urban Austerity: Impacts of the Global Financial Crisis on Cities in Europe, Βαϊμάρη, Δεκέμβριος 2014 Εκσυγχρονισμός, οδικό δίκτυο και πόλη. Το παράδειγμα της λεωφόρου Συγγρού στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα Προς Τήνο: Μια περίπτωση μετακίνησης της καλλιτεχνικής «δημιουργικής τάξης» σε έναν τόπο γεωγραφικής ασυνέχειας

Έμφυλος καταμερισμός εργασίας και εργασιακές κουλτούρες στους χώρους της συμβολικής οικονομίας Διαπραγματεύσεις ορίων και όρων συμβίωσης στο κέντρο της Αθήνας

Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

Ανθεκτικότητα: Οικονομική σταθερότητα, προσαρμογή και εξέλιξη στην περιφερειακή και τουριστική ανάπτυξη


cover_Layout 1 26/05/2015 2:55 μ.μ. Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 25 - ΑΝΟΙΞΗ 2015 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας, σε ξεχωριστό αρχείο, εκτός του αρχείου word του κειμένου. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου.

N°25 - SPRING 2015 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


000_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 1

Π

Ε

Ρ

Ι

Ε

Χ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΝΕΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΡΟ-ΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

3 13 24

36 51 62

Σοφία Σκορδίλη Εισαγωγή στο αφιέρωμα Θ. Ανθοπούλου, Μ. Παρταλίδου Εναλλακτικά αγροτροφικά δίκτυα και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Διερευνώντας την κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία Γιώργος Γριτζάς, Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος, Ειρήνη-Εριφύλη Τζέκου Εναλλακτικοί χώροι, ποικίλες οικονομίες και αγροτροφικά δίκτυα: Μια επισκόπηση της ευρύτερης συζήτησης ως μια αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης Ελισάβετ Θωίδου, Δημήτρης Φουτάκης Μητροπολιτικές περιοχές και δημόσιος χώρος: Ανθεκτικότητα και «μετάβαση» μέσα από το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων Σταυριανή Κουτσού Οι γυναικίοι αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί στην εποχή της κρίσης: Διερεύνηση με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης Κ. Τσακοπούλου, Κ. Μανίτσας, Μ. Βασιλείου Πολιτικές για τον γαστρονομικό τουρισμό: Ελληνικές γεύσεις και τοπική ανάπτυξη

ΑΛΛΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

77 92

Α. Παγώνης, Ι. Χωριανόπουλος Χωρικός σχεδιασμός και διακυβέρνηση: Η πορεία της ανακλιμάκωσης στη μητροπολιτική Αθήνα Αναστασία Τασοπούλου Κουλτούρα σχεδιασμού στην Ελλάδα: Ερευνώντας τον ρόλο των πολεοδόμων στις διαδικασίες του σχεδιασμού

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ

109

Χαρίκλεια Χάρη Μικρογεωγραφίες: Ανάλυση του χώρου και δράσεις στην Αττική

Ο

113

Μ

Ε

Ν

Α

Μαρία Καραγιάννη, Ματίνα Καψάλη Συνέδριο Urban Austerity: Impacts of the Global Financial Crisis on Cities in Europe, Βαϊμάρη, Δεκέμβριος 2014

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

117

ΕΡΓΑ-

Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου Εκσυγχρονισμός, οδικό δίκτυο και πόλη. Το παράδειγμα της λεωφόρου Συγγρού στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

122 127 132 136

Έφη Μαμούρη Προς Τήνο: Μια περίπτωση μετακίνησης της καλλιτεχνικής «δημιουργικής τάξης» σε έναν τόπο γεωγραφικής ασυνέχειας Κωνσταντίνα Τσακοπούλου Ανθεκτικότητα: Οικονομική σταθερότητα, προσαρμογή και εξέλιξη στην περιφερειακή και τουριστική ανάπτυξη Σωτηρία Καρασιώτου Έμφυλος καταμερισμός εργασίας και εργασιακές κουλτούρες στους χώρους της συμβολικής οικονομίας Εύα Παπατζανή Διαπραγματεύσεις ορίων και όρων συμβίωσης στο κέντρο της Αθήνας

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ

141 145

Νίκος Παπαμίχος Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου, Η ανάδυση της σύχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες - Πρόσωπα - Τοπία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2014 Γιώργος Βελεγράκης Αποανάπτυξη - Το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής. Degrowth: A Vocabulary of a new era, Routledge, 2014. Editors: Giacomo D’Alisa, Federico Demaria, Giorgios Kallis


000_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 2

κυκλοφορούν από τις εκδόσεις νήσος

Ντίνα Βαΐου, Κωστής Χατζημιχάλης

Ο χώρος στην αριστερή σκέψη Το βιβλίο εστιάζει στην αριστερή σκέψη για το χώρο επιχειρώντας ένα είδος συνθετικής («εσωτερικής» και «εξωτερικής») αριστερής ιστοριογραφίας. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα απαιτούσε εκτεταμένη διερεύνηση, την οποία το βιβλίο ανοίγει χωρίς να εξαντλεί. Αφετηρία για μια αριστερή προσέγγιση της έννοιας του χώρου και της υπόστασής του ως χωρικότητας είναι η αναγνώριση ότι ο χώρος δεν είναι κάτι έξω από την κοινωνία, κάτι που περιμένει κάπου εκεί έξω να ανακαλυφθεί, αλλά ότι ο χώρος παράγεται από την κοινωνία, εμπεριέχει τις, και εμπεριέχεται στις, κοινωνικές σχέσεις και γι’ αυτό είναι βαθύτατα πολιτικός.

Μάνος Σπυριδάκης (επιμέλεια)

Μετασχηματισμοί του χώρου Κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις Σκοπός του τόμου είναι να αναδείξει τη διάσταση της έννοιας του χώρου ως διαδραστικής ολότητας, η οποία ενέχει κοινωνικές σχέσεις που, διαμεσολαβημένες καθώς είναι από οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, με τη σειρά τους εκβάλλουν στον διαρκή ανασχηματισμό του διαμορφώνοντας επικράτειες τόσο κοινωνικών πρακτικών όσο και επιστημονικής έρευνας.

Νικόλαος Ίων Τερζόγλου

Ιδέες του χώρου στον εικοστό αιώνα Το βιβλίο επιχειρεί να διερευνήσει τους εννοιολογικούς μετασχηματισμούς της ιδέας του χώρου κατά την διάρκεια του 20ού αιώνα, μέσα από ένα διεπιστημονικό πρίσμα μελέτης. Η διερεύνηση αυτή φανερώνει πως η κατανόηση, η ερμηνεία και η νοηματοδότηση της ιδέας του χώρου στον 20ό αιώνα από διακριτές επιστημονικές περιοχές ακολούθησε πολλαπλές πορείες, ρήξεις, συγκλίσεις και μεταμορφώσεις.


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 3

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

Θ

Ε

Μ

Α

Τ

Ι

Κ

Ο

Α

Φ

Ι

Ε

Ρ

Ω

Μ

Α

Η ΝΕΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΓΡΟ-ΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Σοφία Σκορδίλη*

The new research agenda on agro-food systems in Human Geography and Urban Planning: An introduction to the Special Issue Sofia Skordili Δεν υπάρχει κάτι άλλο περισσότερο γεωγραφικό από το τρόφιμο μιας και διασυνδέει με μοναδικό τρόπο την παραγωγή με την κατανάλωση, τη φύση με την κοινωνία, τα σώματα με τα τοπία, το παγκόσμιο με το τοπικό. Goodman και Sage 2014

Πού αποδίδεται το, μέχρι πρόσφατα, περιορισμένο ενδιαφέρον; Μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, η μελέτη του αγροτροφικού τομέα δεν συγκαταλέγονταν στις ερευνητικές προτεραιότητες των κοινωνικών επιστημών. Κατά καιρούς, διάφορες όψεις του απασχόλησαν τις κοινωνικές επιστήμες. Οι νόμοι των Malthus (1798) και Engels (1857) έχουν ενσωματωθεί στα Οικονομικά από τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του πεδίου. Η Κοινωνιολογία ασχολήθηκε με τους προσδιοριστικούς παράγοντες της κατανάλωσης των τροφίμων. Η γαλλική ιστορική σχολή των Annals, κυρίως στα κείμενα του Braudel, ανέδειξε τον κεντρικό ρόλο της τροφής στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αντιμετώπιση ήταν αποσπασματική και οπωσδήποτε υποτονική, συγκριτικά με την κεφαλαιώδη σημασία του αγροτροφικού τομέα για την επιβίωση των ανθρώπων και την καθοριστική συμβολή του στο προϊόν και στην απασχόληση σ’ όλα τα πλάτη και μήκη της γης. Το μειωμένο ενδιαφέρον πρέπει να αποδοθεί σε μια σειρά γενικά χαρακτηριστικά του, κατά κύριο λόγο στην υψηλή εξάρτηση από βιολογικές διεργασίες. Ειδικότερα, διάφοροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη ότι η οικειότητα που αισθάνονται όλοι/ες για τον αγροτροφικό τομέα και το τρόφιμο γενικότερα, η κατεξοχήν γυναικεία απασχόληση που εξασφαλίζει, αλλά και το περιορισμένο ενδιαφέρον της κυρίαρχης αγγλο-αμερικάνικης σχολής στις κοινωνικές επιστήμες, έδρασαν ανασταλτικά στο μελετητικό ενδιαφέρον. Ο αγροτροφικός τομέας και τα προϊόντα του είναι κάτι πολύ οικείο και γνώριμο για όλους τους ανθρώπους, σε καθημερινή βάση. Σε κάποιες περιστάσεις, λοιπόν, φαντάζει απλό και αυτονόητο, ενώ σε άλλες τόσο μεγάλο και πολύπλοκο για να το αντιληφθούμε και να το μελετήσουμε (Steel 2008:ix). Ακόμη, η παραδοσιακή ενασχόληση των γυναικών με την αγορά των τροφίμων και την προετοιμασία των οικο-

**Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, e-mail: skordili@hua.gr

3


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 4

4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

γενειακών γευμάτων, αλλά και η υψηλή συμμετοχή τους στην απασχόληση του αγροτροφικού τομέα γενικότερα, αυτόματα τον μετατόπισε σε δευτερεύουσα θέση στην ανδροκρατούμενη κοινωνική έρευνα της εποχής (Mennel κ.ά. 1992). Επίσης, άλλη μία σοβαρή αιτία πρέπει να αποδοθεί στον εθνοκεντρισμό της κοινωνικής έρευνας και την εμμονή των κοινωνικών επιστημόνων να ασχολούνται με ζητήματα που είναι σημαντικά στο δικό τους εθνικό πλαίσιο (Hadjimichalis και Vaiou 2004). Η αγγλο-αμερικάνικη σχολή που κυριάρχησε σε όλο το φάσμα των κοινωνικών επιστημών τις μεταπολεμικές δεκαετίες είχε ελάχιστο ενδιαφέρον για τον αγροτικό τομέα, το τρόφιμο και τη γαστρονομία. Αντίθετα, το ενδιαφέρον των Γάλλων, Ολλανδών και Ιταλών επιστημόνων που πήγαζε από τις συγκεκριμένες πολιτισμικές στους καταβολές ήταν μεγάλο αλλά οι φωνές τους, εκτός της κυρίαρχης αγγλόφωνης επιστήμης, έμειναν περιθωριακές. Ωστόσο, ο καθοριστικός παράγοντας πρέπει να αναζητηθεί στην υψηλή εξάρτηση του αγρο-τροφικού τομέα από βιολογικές διεργασίες (Heffernan και Constance 1994). Οι ποσότητες και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εκάστοτε παραγόμενων αγροτροφικών προϊόντων, που προορίζονται είτε για τελική κατανάλωση είτε για εισροές παραγωγής στον κλάδο μεταποιητικής επεξεργασίας τροφίμων, δεν μπορούν να προβλεφθούν και να τηρηθούν με την ίδια ακρίβεια η οποία ισχύει για άλλες οικονομικές δραστηριότητες που προμηθεύονται βιομηχανικές εισροές. Η παραγωγή των αγροτικών προϊόντων, ακολουθεί αναγκαστικά τους χρόνους των φυσικών διεργασιών και χαρακτηρίζεται από αστάθεια, αφού επηρεάζεται άμεσα από ακραία καιρικά φαινόμενα, εκδήλωση επιδημιών και λοιπά έκτακτα –και άρα μη προβλέψιμα– γεγονότα (Dicken 2007:398). Ο αγροτροφικός τομέας, λοιπόν, είναι μια ιδιόμορφη δραστηριότητα που χαρακτηρίζεται από αδυναμία πρόβλεψης και δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί στις άκαμπτες υποθέσεις που θέτουν αυστηρά υποδείγματα των κοινωνικών επιστημών. Η Ανθρωπογεωγραφία και ο Αστικός Σχεδιασμός περιλαμβάνονται στις κοινωνικές επιστήμες που έχουν ασχοληθεί λιγότερο με τον αγροτροφικό τομέα. Παρότι από νωρίς έχει αναγνωριστεί ο προνομιακός ρόλος του αγροτροφικού τομέα στη Γεωγραφία, αφού συνδέει με μοναδικό τρόπο τη φύση με την κοινωνία και, άρα, μπορεί να αποτελέσει το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα

στη Φυσική και των Ανθρώπινη Γεωγραφία, οι αναφορές στον τομέα ήταν περιορισμένες μέχρι σχετικά πρόσφατα (Atkins και Bowler 2001). Παράλληλα με τις παραπάνω γενικές δεσμεύσεις που αφορούν το σύνολο των κοινωνικών επιστημών, οι κοινωνικές Επιστήμες του Χώρου είχαν να αντιμετωπίσουν μια σειρά επιπρόσθετων περιορισμών τους οποίους θέτει η περιορισμένη, ως ανύπαρκτη, κινητικότητα των συστατικών στοιχείων του αγροτροφικού τομέα, με βάση τις τεχνολογικές και ρυθμιστικές συνθήκες της εποχής. Επιπλέον, στις αναπτυγμένες χώρες ήταν βαθιά ριζωμένη η άποψη ότι ο αγροτροφικός τομέας συνδέεται αποκλειστικά με τον αγροτικό χώρο. Αυτόματα λοιπόν αποκλείσθηκαν από τα θέματα που εξετάζει η Αστική Γεωγραφία και ο Αστικός Σχεδιασμός (Pothukuchi και Kaufman 1999). Κατά κύριο λόγο, δύο μόνο κλάδοι της Ανθρωπογεωγραφίας, η Γεωγραφία της Αγροτικής Παραγωγής και η Οικονομική Γεωγραφία ασχολήθηκαν συστηματικά με τον κλάδο, υιοθετώντας την εννοιολογική προσέγγιση της αγροτροφικής αλυσίδας. Πρόκειται για μία σχηματική προσέγγιση, όπου τα τρία επιμέρους συστατικά το τροφικού κυκλώματος, η αγροτική παραγωγή, η μεταποιητική επεξεργασία και η κατανάλωση, είναι τρεις διακριτοί, διαδοχικοί κρίκοι μιας γραμμικής αλυσίδας: κάθε κρίκος τροφοδοτεί με εισροές τον επόμενό του και δέχεται εισροές από τον αμέσως προηγούμενό του (Burns 1983). Με βάση τους τεχνολογικούς και ρυθμιστικούς περιορισμούς της εποχής απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η χωρική γειτνίαση των τριών κρίκων της αλυσίδας. Η Ανθρωπογεωγραφία ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τα δύο πρώτα στάδια της παραγωγικής αλυσίδας: η Αγροτική Γεωγραφία με τον πρωτογενή τομέα και η Οικονομική Γεωγραφία με την μεταποιητική επεξεργασία των τροφίμων. Μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το ενδιαφέρον της Αγροτικής Γεωγραφίας περιοριζόταν στη μελέτη της χωρικής κατανομής της αγροτικής παραγωγής και τον εντοπισμό χωρικών προτύπων σε διαφορετικές κλίμακες. Αντιπροσωπευτικές μελέτες της περιόδου εκπονούνται σε σχετικά μεγάλη κλίμακα (περιφέρεια, κράτος, ομάδα κρατών, ή/και παγκόσμιο επίπεδο) και έχουν ως αντικείμενο τον ορισμό αγροτικών περιφερειών: περιφερειών με παρόμοιες καλλιέργειες και αγροτικές πρακτικές. Χαρακτηριστικό τους είναι η υπερτόνιση της σημασίας των φυσικών έναντι των αν-


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 5

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΡΔΙΛΗ

θρωπογενών παραγόντων, ενώ είναι φανερή η αδυναμία σύνθεσης των επιμέρους ευρημάτων (Ηealey και Ilberry 1991, Row και Atkins 1995). Την ίδια περίοδο η Οικονομική Γεωγραφία ασχολήθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, με το ζήτημα της χωροθέτησης των μεταποιητικών επιχειρήσεων επεξεργασίας τροφίμων. Οι μονάδες επεξεργασίας τροφίμων είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο τύπων περιοχών για την εγκατάστασή τους˖ σύμφωνα με το υπόδειγμα του ελάχιστου μεταφορικού κόστους του Alfred Weber (1912): είτε κοντά στις πηγές των πρώτων υλών, σε περίπτωση που χρησιμοποιούν λίγες πρώτες ύλες που χάνουν βάρος κατά την παραγωγική διαδικασία (π.χ., ζαχαροποιεία με πρώτη ύλη ζαχαρότευτλα) είτε στο κέντρο της περιοχής αγοράς τους, σε περιπτώσεις έντασης διανομής (π.χ., μονάδες παραγωγής αναψυκτικών). Η ευπάθεια, η μικρή διάρκεια ζωής και οι ειδικές συνθήκες μεταφοράς των εισροών και εκροών της παραγωγής, σε συνδυασμό με τη χαμηλή μοναδιαία τιμή των τροφίμων, έθεταν ανυπέρβλητα εμπόδια στην οργάνωση της παραγωγής των τροφίμων στα πλαίσια χωρικών δικτύων. Όλα τα στάδια της μεταποιητικής επεξεργασίας των τροφίμων ολοκληρώνονταν σε μία καθετοποιημένη μονάδα επεξεργασίας, ενώ οι διασυνδέσεις με άλλες μεταποιητικές μονάδες ήταν η εξαίρεση και όχι ο κανόνας (Hayter 2000). Δεν προξενεί έκπληξη λοιπόν ότι άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι, που είχαν την άνεση να αναπτύξουν από νωρίς χωρικά παραγωγικά συστήματα και να εισαγάγουν καινοτομίες στο σύστημα της βιομηχανικής οργάνωση της παραγωγής, ευρίσκονταν στο επίκεντρο της μελέτης της Οικονομικής Γεωγραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία. Ωστόσο, σπάνια αναφέρεται ότι ο Henry Ford σχεδίασε την κινούμενη γραμμή συναρμολόγησης που εφάρμοσε στην αυτοκινητοβιομηχανία του με βάση τον ταινιόδρομο που είχαν ήδη εγκαταστήσει τα μεγάλα Σφαγεία του Σικάγο, ενώ, ο Taiichi Ohno της αυτοκινητοβιομηχανίας Τοyota προχώρησε στην εφαρμογή του συστήματος της παραγωγής-για-όταν-χρειαστεί στην ιαπωνική αυτοκινητοβιομηχανία προσαρμόζοντας το πρωτοποριακό σύστημα προμηθειών που εφάρμοζαν τα αμερικάνικα σούπερ μάρκετ ήδη από τη δεκαετία 1950 (Rifkin 1997:198,204).

Η αργοπορημένη μεταστροφή του ενδιαφέροντος για τα αγροτροφικά συστήματα Στη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας έχει σημειωθεί εντυπωσιακή μεταστροφή του ενδιαφέροντος των κοινωνικών επιστημών για τον αγροτροφικό τομέα και τα τρόφιμα. Οι καταλύτες αυτής της μεταστροφής πρέπει να αναζητηθούν στον συνδυασμό πολλών παραγόντων που δρουν ταυτόχρονα και μετασχηματίζουν δραστικά το διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή και κατανάλωση των τροφίμων. Συχνά, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις πολλαπλές τεχνολογικές εφαρμογές σε διάφορα στάδια της αγροτικής παραγωγής, της μεταποιητικής επεξεργασίας, της μεταφοράς και συντήρησης των τροφίμων. Οι εντυπωσιακές τεχνολογικές εφαρμογές θα παρέμεναν κενό γράμμα αν δεν συνοδεύονταν από αντίστοιχες χαλαρώσεις των κανόνων που διέπουν τις διεθνείς εμπορικές και επενδυτικές ροές, καθώς και αν δεν προχωρούσε παράλληλα η ταχύτατη σύγκλιση των διεθνών διατροφικών και καταναλωτικών προτύπων. Οι καθοριστικοί ευρύτεροι μετασχηματισμοί, μεταξύ άλλων, απελευθερώνουν τον (μεγάλο) αγροτροφικό τομέα από τους δύο μακροχρόνιους περιορισμούς που έθεταν δεσμευτικά όρια στην ανάπτυξή του: οι μεταποιητικές μονάδες έχουν πλέον την άνεση να προχωρήσουν σε σταδιακή αποδέσμευση από την αγροτική παραγωγή, ενώ η μειωμένη κινητικότητα αποτελεί πια παρελθόν και το κύκλωμα παραγωγής και διάθεσης τροφίμων χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρη χωροθετική ευελιξία και κινητικότητα. Κατ’ αρχάς ο ραγδαία αναπτυσσόμενος κλάδος της βιοτεχνολογίας έχει μειώσει δραστικά την τις αστάθειες των αγροτικών εισροών παραγωγής. Παρά το ισχυρό ρεύμα κριτικής, βασικοί κλάδοι της μεταποίησης τροφίμων προμηθεύονται γενετικά τροποποιημένες διαγονιδιακές αγροτικές εισροές (κυρίως καλαμπόκι, σόγια, ρύζι και ντομάτες) εφοδιασμένες με μεγάλη αντοχή, για να ξεπεράσουν τους δυνητικούς κινδύνους που μπορεί να εμφανιστούν κατά το στάδιο της αγροτικής παραγωγής, και επιθυμητές προδιαγραφές για περαιτέρω μεταποιητική επεξεργασία (Weiss 2007, ETC 2008). Ωστόσο, για τις περισσότερες μεγάλες μονάδες επεξεργασίας η πλήρης αποδέσμευση από τον αγροτικό τομέα αποτελεί στρατηγική επιλογή και πραγματοποιείται συνήθως με δύο τρόπους: Πρώτον,

5


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 6

6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

προμηθεύονται νωπές ή ημιεπεξεργασμένες εισροές από ειδικευμένες Εταιρίες Παραγωγής Αγροτικών Εισροών (ΕΠΑΕ) που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στα πρώτα στάδια της παραγωγής και εμπορίας αγροτικών εμπορευμάτων. Σε αντίθεση με τις ευρύτατα γνωστές και εκτεθειμένες στην κοινή γνώμη Διεθνικές Εταιρίες (ΔΕ) επεξεργασίας τροφίμων οι οποίες διακινούν τα γνωστά επώνυμα τρόφιμα που αναζητούν οι καταναλωτές στα σούπερ μάρκετ, οι ΕΠΑΕ παραμένουν, σε μεγάλο βαθμό, οι «αόρατοι γίγαντες» των αγροτροφικών συστημάτων (Kneen 2002, Clap 2012). Δεύτερον, μεταφέρουν τη δραστηριότητά τους σε νέες σειρές προϊόντων, π.χ., λειτουργικά τρόφιμα, κατεψυγμένα γεύματα, εμπλουτισμένα ροφήματα κ.ά., χρησιμοποιώντας ελάχιστες αγροτικές πρώτες ύλες και κάνοντας ευρεία χρήση εισροών από τη χημική βιομηχανία (σταθεροποιητές, πρόσθετα, αρωματικές ουσίες, κ.ά.). Αυτές οι κατηγορίες χαρακτηρίζονται από χαμηλό κόστος παραγωγής και υψηλή κερδοφορία και αποτελούν το πιο δυναμικό κομμάτι της αγροτροφικής βιομηχανίας (Wilkinson 2002). Εξίσου άμεση ήταν η ανταπόκριση των μεγάλων μονάδων στις προκλήσεις του νέου επιχειρηματικού περιβάλλοντος που ευνοεί την επέκτασή τους σε μεγάλες γεωγραφικές αγορές. Καθετοποιημένες μονάδες περιφερειακού προσανατολισμού μετασχηματίστηκαν γρήγορα, μέσω ενός πρωτοφανούς κύματος εξαγορών και συγχωνεύσεων, σε διεθνικά δίκτυα που δραστηριοποιούνται σε εκτεταμένες, συχνά διηπειρωτικές, γεωγραφικές αγορές και ανταποκρίνονται με επιτυχία σε διαφοροποιημένες συνθήκες ζήτησης (Fold και Pritchard, 2005, Vorley 2006, Dicken 2007). Οι μονάδες αυτές υιοθετούν με αυξανόμενο ρυθμό έμμεσους τρόπους διεθνούς επέκτασης που ανταποκρίνονται καλύτερα στα χαρακτηριστικά του ευμετάβλητου και ασταθούς διεθνούς επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Αποτελεί κοινή πρακτική πλέον η διάσπαση της παραγωγικής αλυσίδας ακόμη και ευπαθών και φτηνών τροφίμων (π.χ., χυμός πορτοκαλιού, τεμαχισμένο κοτόπουλο) σε ανεξάρτητες φάσεις που ολοκληρώνονται σε μακρινές περιοχές του πλανήτη (Hefferman και Costance 2004, Morgan κ.ά. 2006, Skordili 2009). Οι αλλαγές αυτές αποτυπώνονται στην εντυπωσιακή αύξηση της αξίας και, πιο σημαντικά, σε σημαντικές ποιοτικές μεταβολές του διεθνούς εμπορίου τροφίμων. Οι εμπορικές ροές έχουν πυκνώσει εντυπωσιακά, εκκι-

νούν από νέες αφετηρίες (νέα αγροτικά κράτη, επιλεγμένες χώρες της Αφρικής που εξάγουν αγροτικά προϊόντα σε χώρες οι οποίες έχουν αποκτήσει δικαιώματα παραγωγής στη γη τους), περιλαμβάνουν νέες κατηγορίες προϊόντων (ευπαθή φρούτα και λαχανικά, ημιεπεξεργασμένα προϊόντα) και αφορούν ολοένα και περισσότερο ενδοκλαδικό και ενδοεταιρικό εμπόριο (Atkins και Bowler 2001, Dicken 2007, Cotula κ.ά. 2009). Έχει γίνει πια φανερό ότι η γραμμική διάταξη της αγρο-τροφικής αλυσίδας είναι εξαιρετικά απλουστευτική για να περιγράψει τις πολύπλοκες διασυνδέσεις και αλληλεξαρτήσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα συστατικά στοιχεία του αγροτικού τομέα. Η σχηματική διάταξη της αγροτροφικής αλυσίδας έχει αντικατασταθεί από τη σύνθετη και πολύπλοκη έννοια του αγροτροφικού συστήματος (ΑΤΣ). Η προσέγγιση του ΑΤΣ ενοποιεί συστηματικά τις δραστηριότητες όσων εμπλέκονται στην αγροτική παραγωγή, μεταποιητική επεξεργασία, διακίνηση, πώληση και κατανάλωση των τροφίμων με την τροφική ασφάλεια και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Θεωρεί ότι αυτές οι δραστηριότητες είναι διαδραστικές και δυναμικές και εμπεδώνονται σε συγκεκριμένα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά, ιστορικά και περιβαλλοντικά πλαίσια (Sage 2012: 297). Οι ΔΕ που κατέχουν δεσπόζουσα θέση σε βασικούς κλάδους των ΑΤΣ κατευθύνουν και ελέγχουν τον τρόπο που παράγονται, διακινούνται και καταναλώνονται τα τρόφιμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αποτελούν τους πυλώνες, τα σημεία στήριξης, του σύγχρονου Συμβατικού Αγροτροφικού Συστήματος (ΣΑΤΣ). Δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι το σύγχρονο ΣΑΤΣ έχει κατορθώσει να παράγει τεράστιες ποσότητες τροφίμων σε σχετικά χαμηλές τιμές (Fresco 2009). Ταυτόχρονα όμως, χαρακτηρίζεται από μια σειρά σοβαρές δυσλειτουργίες και προκαλεί και αναπαράγει σημαντικά προβλήματα. Στη διάρκεια των δύο-τριών τελευταίων δεκαετιών έχει γίνει αντικείμενο αυστηρής κριτικής που εστιάζει κυρίως στις βλαβερές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την αειφορία, στην ασφάλεια των τροφίμων (food safety) και στην επισιτιστική ανασφάλεια (food security). Το ρεύμα της κριτικής είναι πολύ ισχυρό στις χώρες-έδρες των μεγάλων ΔΕ στη Βόρεια Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική και αντικατοπτρίζεται σε όλα τα πεδία των κοινωνικών επιστημών. Τα αγροτροφικά συστήματα ευρίσκονται στο επίκεντρο όλων των σημα-


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 7

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΡΔΙΛΗ

ντικών συζητήσεων που διεξάγονται στις κοινωνικές επιστήμες την τελευταία εικοσαετία. Όπως σημειώνουν εύστοχα οι Atkins και Bowler (Atkins και Bowler 2001:vii): Η μελέτη των αγρο-τροφικών συστημάτων, είναι το βάριο που φωτίζει την ακτινογραφία κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών πολιτισμικών ζητημάτων, ένας μαρκαδόρος που υπογραμμίζει τις ευρύτερες διαρθρώσεις και διαδικασίες. Είναι ενδεικτική η συμβολή τους στις μεγάλες αφηγήσεις για την παγκοσμιοποίηση, την κλιματική αλλαγή και την παγκόσμια ανάπτυξη. Η διαμόρφωση γιγάντιων αγροτροφικών Διεθνικών Εταιριών, η ενθήκευσή τους στις τοπικές οικονομίες και η ομογενοποίηση των διατροφικών προτύπων κατέχουν κεντρική θέση στη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση (Dicken 2007, Patel 2007, Weiss 2007, Burt 2010). Το ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της βαθμιαίας εκχώρησης των ρυθμιστικών κανόνων από τα εθνικά κράτη στις ΔΕ, που κυριαρχεί στη συζήτηση για τις νέες μορφές παγκόσμιας διακυβέρνησης, συχνά μελετάται με αφορμή τα συστήματα ιδιωτικής ρύθμισης που έχουν εφαρμόσει αγροτροφικές ΔΕ (Fuchs κ.ά. 2009, Kalfagianni 2014). Οι πυκνές και μακροσκελείς μεταφορές βρώσιμων αγροτικών προϊόντων και τροφίμων, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η αγροτική παραγωγή στο πλαίσιο εντατικών συστημάτων, συμβάλλουν καθοριστικά στην επιτάχυνση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και στην εξάντληση πολύτιμων φυσικών πόρων. Η αγροτική παραγωγή έχει, με διαφορά, το μεγαλύτερο υδάτινο αποτύπωμα σε σχέση με κάθε άλλη ανθρώπινη δραστηριότητα. Εκτιμάται ότι απορροφά το 70% των αποθεμάτων πόσιμου νερού του πλανήτη (Hoekstra και Chapagain 2007). Επίσης, συμβάλλει καθοριστικά στη συνολική επιβάρυνση της ατμόσφαιρας με τα εξαιρετικά επιβαρυντικά θερμοκηπιακά αέρια CΗ4 (μεθάνιο) και N2O (υποξείδιο του αζώτου) που εκλύονται κατά τη βόσκηση των ζώων και την παραγωγή λιπασμάτων (Garnett 2008:18). Αυτή την περίοδο οι μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων απορροφώνται από τις καλλιέργειες δημητριακών που γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο λόγω των αυξημένων αναγκών της κτηνοτροφίας και των καλλιεργειών που προορίζονται για παραγωγή αγρο-βιοκαυσίμων (McMichael κ.ά. 2007, Sage 2012). Παράλληλα, η μετατροπή δασών και βοσκότοπων σε αγροτική γη

αποστερεί τον πλανήτη από τις μεγάλες φυσικές αποθήκες άνθρακα (Garnett 2008:25, Foresight 2011). Τα ζητήματα του υποσιτισμού, της αρπαγής εκτάσεων γόνιμης γης από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου για αποκλειστική παραγωγή αγροτικών προϊόντων και βιοκαυσίμων για εξαγωγή στις χώρες «επενδυτές» και οι δραματικές επιπτώσεις της παγκόσμιας διατροφικής κρίσης του 2008 στην επισιτιστική ασφάλεια, κυριαρχούν στην ατζέντα της συζήτησης για την παγκόσμια ανάπτυξη (Cotula κ.ά. 2009, van der Ploeg 2010, Lang 2010, Clancy 2013, Χατζημιχάλης 2014: 42-47). Σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις διεθνών οργανισμών στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού των επτά δισεκατομμυρίων περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι υποσιτίζονται συστηματικά και ζουν σε συνθήκες χρόνιας πείνας, ενώ άλλο ένα δισεκατομμύριο αντιμετωπίζει συνθήκες «κρυμμένης» πείνας: δεν λαμβάνει επαρκείς ποσότητες απαραίτητων διατροφικών ιχνοστοιχείων (βιταμίνες και μέταλλα), με συνέπεια να διακινδυνεύει να υποστεί μόνιμες σωματικές και πνευματικές βλάβες (Lang and Heasman 2009, Carolan 2013). Ανακύπτει λοιπόν ένα σοβαρό ζήτημα ηθικής. Είναι σκόπιμο να διατηρηθεί ένα αγρο-τροφικό σύστημα του οποίου η λειτουργία έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα, στο περιβάλλον, στην υγεία των πολιτών και στην κοινωνική δικαιοσύνη; (Patel 2007, Blay-Palmer 2008, Lawrence 2008). Οι επιστήμες του χώρου προσφέρουν προνομιακή οπτική για τη μελέτη των σύγχρονων αγροτροφικών συστημάτων. Η χωρική διάσταση είναι καθοριστική για την επιτυχία των δικτύων παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων. Ενώ, δομικά στοιχεία της Γεωγραφίας όπως, η συνθετική προσέγγιση και η συνδυασμένη μελέτη των φαινομένων σε διαφορετικές κλίμακες, εξασφαλίζουν την πληρέστερη κατανόηση των μηχανισμών που ευρίσκονται σε εξέλιξη και διαμορφώνουν την σύνθετη πραγματικότητα. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της Γεωγραφίας, η συνθετική μεθοδολογία, προσφέρεται για τη μελέτη των πολύπλοκων αγροτροφικών συστημάτων. Η σύνθετη πραγματικότητα έχει αναδείξει τις ανεπάρκειες των μονοδιάστατων αναλύσεων που υιοθετούν πολλές Κοινωνικές Επιστήμες και έχει προβάλλει τη Γεωγραφία σε ένα από τα παράθυρα με την καλύτερη θέα για

7


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 8

8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

να παρατηρήσεις την κοινωνία σε κίνηση (Storper & Walker 1989:5). Επίσης, η διαπλοκή των δραστηριοτήτων των ΔΕ με τοπικές επιχειρήσεις, παραδόσεις και πρακτικές είναι ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν την τρέχουσα συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση και αλληλεξάρτηση των οικονομιών. Στο πεδίο των αγροτροφικών συστημάτων η συζήτηση αυτή εξειδικεύεται στην επίδραση των ΣΑΤΣ και την ανάδυση Εναλλακτικών Αγροτροφικών Συστημάτων (ΕΑΤΣ). Η ανάπτυξη των ΕΑΤΔ συχνά συνδέεται με την επανατοπικοποίηση και επανασύνδεση της παραγωγής των τροφίμων με συγκεκριμένο τόπο, σε αντιπαραβολή με τις θεωρούμενες άτοπες ΔΕ που παράγουν τρόφιμα «από το πουθενά» (Morgan κ.ά. 2006). Η πλούσια συζήτηση που διεξάγεται αυτήν την περίοδο για τα ΕΑΤΣ (βλ. αναλυτικά το άρθρο των Γριτζά, Καβουλάκου και Τζέκου του αφιερώματος) απασχολεί το σύνολο των κοινωνικών επιστημών. Επιχειρεί να καταλήξει σε έναν περιεκτικό και σαφή ορισμό τους, εξετάζει τα όρια της αναπόφευκτης διαπλοκής τους με τα ΣΑΤΣ και διερευνά κατά πόσον μπορεί να είναι ταυτόχρονα κοινωνικά δίκαια και οικονομικά βιώσιμα (Allen 2010, Morgan και Sonino 2010, Levkoe 2011). Έχει ενδιαφέρον ότι γεωγραφικές έννοιες, όπως η χωρική διαφοροποίηση, υιοθετούνται από παραδοσιακά αχωρικές επιστημονικές περιοχές, όπως η Οικονομική των Επιχειρήσεων. Η γεωγραφική επέκταση και η εκμετάλλευση της χωρικής διαφοροποίησης αποτελούν κεντρικά σημεία στις στρατηγικές αναδιάρθρωσης των ΔΕ. Υποστηρίζεται πλέον ευρέως από επιφανείς μελετητές των επιχειρήσεων ότι η γεωγραφική επέκταση δεν πρέπει να αποφασίζεται μόνο με βάση οικονομικά κριτήρια αλλά οι διαφορές στον πολιτισμό και στις παραδόσεις, στα συστήματα αξιών και τις συμπεριφορές επιμένουν και μπορούν να αποβούν μοιραίες για τις ΔΕ αν δεν δείξουν τον ανάλογο σεβασμό (Ghemawat 2007). Οι, όχι σπάνιες, αποτυχημένες περιπτώσεις διείσδυσης ΔΕ επεξεργασίας και λιανικού εμπορίου τροφίμων σε νέες αγορές συχνά αποδίδονται, εκ των υστέρων, στην παράβλεψη σημαντικών γεωγραφικών χαρακτηριστικών (Coe και Hess 2005, Reardon κ.ά. 2007, Skordili 2013β). Όπως είναι αναμενόμενο, λοιπόν, αυτήν την περίοδο η μελέτη των αγροτροφικών συστημάτων ευρίσκεται στο επίκεντρο της ερευνητικής ατζέντας των επιστημών του χώρου.

Το ενδιαφέρον των παραδοσιακών περιοχών μελέτης των αγροτροφικών συστημάτων, της Γεωγραφίας της Αγροτικής Παραγωγής και της Οικονομικής Γεωγραφίας, έχει ανανεωθεί και εμπλουτιστεί με νέα αντικείμενα μελέτης. Η χωρική οργάνωση μακροσκελών δικτύων παραγωγής τροφίμων σε αντιδιαστολή με τις βραχείες – τοπικές αλυσίδες, οι επιπτώσεις της ενθήκευσης των ΔΕ στις τοπικές οικονομίες, τα περιθώρια δράσης των μικρών τοπικών αγροτροφικών επιχειρήσεων, συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον πολλών μελετητών (Morgan κ.ά. 2006, Dicken 2007, Skordili 2008, Sage 2012). Η σημαντικότερη εξέλιξη της περιόδου εντοπίζεται στο αναβαθμισμένο ενδιαφέρον για τις διαδικασίες διακίνησης και κατανάλωσης των τροφίμων που συστηματικά ήταν στο περιθώριο της Ανθρωπογεωγραφίας. Οι διαδικασίες διαμόρφωσης των διατροφικών προτύπων και ο ρόλος της κατανάλωσης τροφίμων ευρίσκεται στο επίκεντρο της Πολιτισμικής Γεωγραφίας, που γνωρίζει άνθηση λόγω της Πολιτισμικής Στροφής στις κοινωνικές επιστήμες (Bell και Valentine 1997, Colquhoun και Lyon 2001), ενώ η μεταφορά δύναμης από τη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων στις μεγάλες αλυσίδες λιανικού εμπορίου τροφίμων έχει προκαλέσει την ανάπτυξη μιας νέας αυτόνομης περιοχής της Ανθρωπογεωγραφίας, της Γεωγραφίας του Λιανικού Εμπορίου (Wrigley και Lowe 2002, Guy 2007, Dawson 2013). Η μελέτη των στρατηγικών διεθνούς επέκτασης των ΔΕ λιανικού εμπορίου τροφίμων, η οργάνωση διεθνικών δικτύων προμηθειών, οι διαδικασίες εκμάθησης των χαρακτηριστικών των τοπικών αγορών, η επίδρασή τους στα τοπικά διατροφικά πρότυπα και τις τοπικές οικονομίες, αποτελούν τις ερευνητικές προτεραιότητες της Γεωγραφίας Λιανικού Εμπορίου σε μεγάλη κλίμακα (Coe και Hess 2005, Reardon κ.ά. 2007, Burt 2010). Σε μικρή κλίμακα, σε επίπεδο αστικού κέντρου και γειτονιάς, εξετάζει την ανάπτυξη των δικτύων των αλυσίδων, τις διαδικασίες επιλογής του τόπου εγκατάστασης των νέων καταστημάτων, την επίδραση στην κτηματαγορά και το τοπικό λιανικό εμπόριο (Shaw 2006, Σκορδίλη 2013). Είναι φανερό ότι η μελέτη του λιανικού εμπορίου τροφίμων στην πόλη έχει πολλές διασυνδέσεις με την Οικονομική Γεωγραφία και την αναδυόμενη περιοχή του Αστικού Σχεδιασμού που έχει να κάνει με το Σχεδιασμό Σίτισης των Πόλεων.


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 9

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΡΔΙΛΗ

Η αναγκαιότητα δημιουργίας συστημάτων που θέτουν τις κατευθύνσεις και προτεραιότητες για την προμήθεια και τη διανομή των τροφίμων σε επίπεδο αστικών κέντρων, είναι μια καινούργια, γρήγορα αναπτυσσόμενη περιοχή του Αστικού Σχεδιασμού (βλ. αναλυτικά το άρθρο των Θωίδου και Φουτάκη στο αφιέρωμα). Με μεγάλη καθυστέρηση, πολλές μεγαλουπόλεις, αναγνωρίζοντας τις διαστάσεις του προβλήματος στην υγεία των κατοίκων, στη λειτουργία των πόλεων και στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος, προχωρούν στη θέσπιση Στρατηγικών Σίτισης που αποτελούν το πλαίσιο για την ανάπτυξη πιο δίκαιων και φιλικών αγρο-τροφικών συστημάτων και θέτουν όρια στη δράση των ΣΑΤΣ (APA 2007). Η συζήτηση ξεκίνησε στην εκπνοή του προηγούμενου αιώνα από πόλεις της Β. Αμερικής και γρήγορα εξαπλώθηκε και στις πέντε ηπείρους (Pothukuchi και Kaufman 1999, Pothukuchi 2005, Morgan 2009, Steel 2009). Οι στρατηγικές αυτές, σε γενικές γραμμές, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για την προσέλκυση επιχειρήσεων πώλησης υγιεινών τροφίμων σε υποβαθμισμένες περιοχές της πόλης για να αντιμετωπιστεί το σοβαρό ζήτημα των «αστικών ερήμων», ενθαρρύνουν τη διάδοση πρακτικών αστικής γεωργίας, προωθούν τη δημιουργία νέων δικτύων παραγωγής- διακίνησης τροφίμων, οργανώνουν προγράμματα ευαισθητοποίησης του πληθυσμού στη υγιεινή διατροφή, αλλά και των επιχειρήσεων στην τήρηση των προδιαγραφών υγιεινής και ασφάλειας των τροφίμων, κ.ά. (Reynolds 2010, Morgan & Sonnino 2010, Grewal και Grewal 2011). Η διάρθρωση του αφιερώματος Οι εργασίες που ακολουθούν παρουσιάστηκαν σε αρχική μορφή σε δύο ομότιτλες συνεδρίες στο πλαίσιο του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου της Γεωγραφικής Εταιρίας που οργανώθηκε από το τμήμα Γεωλογίας του ΑΠΘ και πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 2014. Οι συνεδρίες διοργανώθηκαν από την επιμελήτρια του αφιερώματος και συντονίστηκαν από τους καθηγητές του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας Λόη Λαμπριανίδη, και του ΑΠΘ Όλγα Ιακωβίδου. Οι πέντε εργασίες που ακολουθούν εντάσσονται σε δύο μεγάλες θεματικές της μελέτης των αγρο-τροφικών συστημάτων. Οι τρεις πρώτες εξετάζουν τα χαρακτηριστικά και τη δυναμική των ΕΑΤΔ προκειμένου να εκτιμήσουν τα όρια δράσης τους στην Ελλάδα της κρί-

σης. Οι δύο τελευταίες προσδιορίζουν τα κρίσιμα χαρακτηριστικά που πρέπει να ικανοποιούν πρωτοβουλίες που δραστηριοποιούνται στη σύζευξη του τουριστικού και του αγρο-τροφικού τομέα για να συμβάλλουν θετικά στην τοπική ανάπτυξη. Στην πρώτη εργασία με τίτλο «Εναλλακτικά αγροτροφικά δίκτυα και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Διερευνώντας την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία» η Θεοδοσία Ανθοπούλου και η Μαρία Παρταλίδου ασχολούνται με μια εναλλακτική μορφή γεωργικής παραγωγής και οργάνωσης των δικτύων διανομής τροφίμου, την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (ΚΥΓ), που άρχισε να εφαρμόζεται στην Ελλάδα όψιμα, μόλις το 2012. Η ΚΥΓ συνιστά ένα τύπο βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμου όπου αγρότες και καταναλωτές αναπτύσσουν στενή συνεργασία στη βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μοιράζοντας τους κινδύνους και τις ανταμοιβές της καλλιέργειας. Οι συγγραφείς παρουσιάζουν κριτικά πώς έχει εφαρμοστεί αυτό το πρότυπο σε διάφορες χώρες και σχολιάζουν τα αποτελέσματα ειδικά σχεδιασμένης Επιτόπιας Έρευνας σε καταναλωτές και παραγωγούς – μέλη ΚΥΓ σε αστική γειτονιά της Αθήνας. Παρόμοια ζητήματα εξετάζει και η εργασία των Γιώργου Γριτζά, Κάρολου – Ιωσήφ Καβουλάκου και Ειρήνης – Εριφύλης Τζέκου, με τίτλο «Εναλλακτικοί χώροι, ποικίλες οικονομίες και αγροτροφικά δίκτυα: Μία επισκόπηση της ευρύτερης συζήτησης και μία ενδεικτική αναφορά στην ελληνική περίπτωση». Η εργασία επικεντρώνει στα ΕΑΤΔ που περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα εγχειρημάτων όπως οι αγορές παραγωγών, η διακίνηση προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, η ΚΥΓ, τα κοινωνικά παντοπωλεία, κ.ά.. Το άρθρο παρουσιάζει μια γενική επισκόπηση της ειδικότερης συζήτησης για τα ΕΑΤΔ, με σκοπό να αναδείξει τις διαφορετικές προσεγγίσεις, ώστε να υπάρξει μία αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης. Αρχικά, παρουσιάζεται η θεωρητική συζήτηση για τις ποικίλες οικονομίες και τους εναλλακτικούς οικονομικούς και πολιτικούς χώρους. Ακολουθεί η εστίαση στα ΕΑΤΔ και σχολιάζονται τα όρια της διαφοροποίησης τους από τα Συμβατικά ΤΑΔ. Τέλος, παρατίθενται ενδεικτικές περιπτώσεις ΕΑΤΔ που δραστηριοποιούνται στον Ελλαδικό χώρο και επισημαίνονται ορισμένες διαφορές στις στοχεύσεις τους. Η εργασία των Ελισσάβετ Θωίδου και Δημήτρη Φουτάκη «Μητροπολιτικές περιοχές και δημόσιος

9


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 10

10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

χώρος: ανθεκτικότητα και “μετάβαση” μέσα από το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων» διερευνά τις στρατηγικές για την αξιοποίηση του δημόσιου χώρου των μητροπολιτικών περιοχών με συμμετοχή των πολιτών, μελετώντας την περίπτωση των κοινοτικών κήπων. Η τρέχουσα οικονομική κρίση έχει θέσει σε αμφισβήτηση το πρότυπο της συνεχούς οικιστικής επέκτασης των πόλεων και έχει δημιουργήσει κενούς χώρους που είναι συχνά διαθέσιμοι για ενδιάμεσες ή προσωρινές χρήσεις. Αυτοί οι ‘ενδιάμεσοι χώροι’ παρουσιάζουν ευκαιρίες αξιοποίησης άλλοτε με δράσεις της λεγόμενης δημιουργικής οικονομίας και άλλοτε με έμφαση στα περιβαλλοντικά στοιχεία και το πράσινο. Οι κοινοτικοί κήποι εκτός από την άμεση σύνδεσή τους με τον νεοεμφανιζόμενο σχεδιασμό σίτισης πόλεων αποτελούν μια μορφή της ‘μετάβασης’ που αναπτύσσεται στον δημόσιο χώρο. Το άρθρο εξετάζει τις αιτίες δημιουργίας και τα βασικά χαρακτηριστικά των κοινοτικών κήπων και εστιάζει στην περίπτωση μικρής κλίμακας δράσεων κοινοτικών κήπων στη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης. Υποστηρίζει ότι η σύνδεσή των κήπων με τον χωρικό σχεδιασμό μητροπολιτικής κλίμακας μπορεί να συμβάλει στην πολύπλευρη αξιοποίηση και τη βιωσιμότητά τους. Η Σταυριανή Κουτσού στην εργασία της «Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί ως στοιχείο εδαφικής ανάπτυξης της υπαίθρου» εξετάζει τη δυναμική των γυναικείων αγροτικών συνεταιρισμών στη Ελλάδα υπό το πρίσμα της εδαφικής ανάπτυξης. Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες της εδαφικής ανάπτυξης: α) το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής, το οποίο εκφράζεται μέσω των συνεργασιών και των συλλογικών δράσεων των δρώντων, καθώς και του συντονισμού τους και β) η κατασκευή ιδιότυπων πόρων, μέσω της αξιοποίησης του δυναμικού της περιοχής (φυσικού και πολιτιστικού). Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί και εκ πρώτης όψεως συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν στοιχείο του μοντέλου της εδαφικής ανάπτυξης, καθώς συνδυάζουν συνεργασία (σε οριζόντιο επίπεδο) και παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων. Ωστόσο τα αποτελέσματα ειδικά σχεδιασμένης έρευνας πεδίου δείχνουν ότι η κρίση των τελευταίων χρόνων έχει αναδείξει εγγενείς αδυναμίες των γυναικείων συν/σμων της Ελλάδας. Οι βασικές πηγές των προβλημάτων τους σχετίζονται άμεσα με πολύ κακές επιδόσεις και στους δύο πυλώνες της εδαφικής ανάπτυξης. Παρατηρείται ανυπαρξία διασυνδέσεων με την τοπική οικονομία αλλά

και απροθυμία να προχωρήσουν στην ιδιοτυποποίηση των προϊόντων τους, στην παραγωγή δηλαδή προϊόντων που φέρουν τα χαρακτηριστικά του τόπου παραγωγής τους. Τέλος, οι Κωνσταντίνα Τσακοπούλου, Κωνσταντίνος Μανίτσας και Μαξιμιλιανός Βασιλείου στην εργασία τους «Γαστρονομικός τουρισμός: ελληνικές γεύσεις και τοπική ανάπτυξη» διερευνούν τον κόσμο του γαστρονομικού τουρισμού που αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη μορφή τουρισμού εμπειρίας με μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης στην Ελλάδα. Ειδικότερα, εξετάζει τις δυνατότητες ενσωμάτωσης του στο τοπικό μιας και ο γαστρονομικός τουρισμός συνδέεται με την «κατανάλωση» του τόπου μέσα από την εμπειρία της τοπικής κουζίνας. Αρχικά σχολιάζεται το πρόσφατο ενδιαφέρον για το γαστρονομικό τουρισμό. Στη συνέχεια περιγράφονται οι διαφορετικοί τύποι αλυσίδων αξίας της εμπειρίας του γαστρονομικού τουρισμού και συζητούνται τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν παραγωγοί και αγοραστές στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν τοπικές αλυσίδες προμήθειας. Τέλος, παρουσιάζεται η πρόσφατη ανάπτυξη της προσφοράς υπηρεσιών γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα, καθώς και μια σειρά πολιτικών που αποσκοπούν κυρίως στην προώθηση και διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος μέσω του γαστρονομικού τουρισμού, καταλήγουν ωστόσο στη δημιουργία τοπικών αλυσίδων προμήθειας. Η θεματική των εργασιών είναι ενδεικτική των προτεραιοτήτων της συζήτησης που διεξάγεται στην Ελλάδα για τα αγροτροφικά συστήματα. Όπως είναι αναμενόμενο, λόγω της σφοδρότητας της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης αλλά και διαφορετικών δομικών χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας η κριτική που ασκείται στην Ελλάδα εστιάζει σε διαφορετικά ζητήματα από τις χώρες της Β. Ευρώπης. Τα σοβαρά ζητήματα της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και των διατροφικών κινδύνων είναι σαφέστατα υποβαθμισμένα και η κριτική επικεντρώνεται στις επιπτώσεις των στρατηγικών που εφαρμόζουν οι ΔΕ στις μικρές επιχειρήσεις, στην απασχόληση και στην κατανάλωση. Τα ζητήματα αυτά όπως και η δυναμική και τα όρια νέων πρωτοβουλιών του αγροτροφικού τομέα στη δημιουργία απασχόλησης και εισοδήματος, τοπικής ανάπτυξης και βιώσιμων πόλεων, απασχολούν ολοένα και περισσότερο τη σχετική συζήτηση.


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 11

ΣΟΦΙΑ ΣΚΟΡΔΙΛΗ

Βιβλιογραφία Allen, P. (2010) «Realizing justice in local food systems», Cambridge Journal of Regions, Economy and Sociology, 3(2): 295-308. APA (American Planning Association) (2007) Policy Guide on Community and Regional Food Planning, at https:// www.planning.org/policy/guides/adopted/food.htm Atkins, P. και Bowler, I. (2001) Food in Society: Economy, Culture, Geography, London: Hodder Arnold. Bay-Palmer, A. (2008) Food Fears: From Industrial to Sustainable Food Systems, London: Ashgate. Bell, D. και Valentine, J. (1997) Consuming Geographies: We are where we eat, London: Routledge. Burns, J. (1983) «A Synoptic View of the Food Sector», στο J. Burns, J. McInerney & A. Swinbank (επιμ.): The Food Industry: Economics and Policies, London: Heinemann: 127. Burt, S. (2010) «Retailing in Europe: 20 years on», The International Review of Retail, Distribution and Consumer Research, 20(1): 9-27. Carolan, M. (2013) Reclaiming Food Security, Lomdon: Earthscan from Routledge. Clancy, J. (2013) Biofuels and Rural Poverty, London: Earthscan from Routledge. Clapp, J. (2012) Food, Cambridge: Polity Press. Coe, N. & Hess, M. (2005) «The internationalization of retailing: implications for supply network restructuring in East Asia and Eastern Europe», Journal of Economic Geography, 5:449-73. Colquhoun A. & Lyon, P. (2001) «To everything there was a season: deconstructing UK food availability», Food Service Technology, 1: 93-102. Cotula L., Vermeulen, S., Leonrad, R. και Keeley, J. (2009) Land grab or development opportunity? Agricultural Investment and International Land Deals in Africa, London/Rome: IIED/FAO/IFAD. Dawson, J. (επιμ.) (2013) Retail Geography, London: Routledge. Dicken, P. (2007) Global Shift: Mapping the Changing Contours of the World Economy, London: Sage Publications, 5th edition. ETC (Erosion, Technology and Concentration) Group (2008) Who Owns Nature? Corporate Power and the Final Frontier in the Commodification of Life, Leusden: ETC Group. Fold, N. και Pritchard, B. (2005) «Introduction», στο N. Fold & B. Pritchard (επιμ.) Cross – Continental Food Chains, London: Routledge: 1-22. Foresight (2011) “The Future of Food and Farming: Challenges and Choices for Global Sustainability”, Final Project Report, The Government Office of Science, London. Fresco, L. (2009) “Challenges for food system adaptation today and tomorrow”, Environmental Science and Policy, 12(4): 378385. Fuchs, D., Kalfagianni, A. και Arentsen, M. (2009) “Retail power, private standards and sustainability in the global food system”, in J. Clapp, and D. Fuchs (επιμ.) Corporate Power in Global Agri-food Governance, Cambridge Ma.: MIT Press: 29-59.

Garnett, T. (2008) “Cooking up a storm: Food, greenhouse gas emissions and our changing climate”, Food Climate research Network, Centre for Environmental Strategy, University of Surrey, Research Report 09/2008. Ghemawat, P. (2007) «Why the world isn’t Flat», Foreign Policy, 159: 54-60. Goodman, D. και Sage, C. (2014) Food Transgressions: Making Sense of Contemporary Food Politics, London: Ashgate. Grewal, S. και Grewal, P. (2011) «Can cities become self-reliant in food?», Cities, 29: 1-11. Guy, C. (2007) Planning for Retail Development: a Critical View of the British Experience, London: Routledge. Hadjimichalis, C. και Vaiou, D (2004) «”Local” illustrations for “International” Geographical Theory», στο Baerenholdt, J.O. και Simonsen, K. (επιμ.) Space odysseys : spatiality and social relations in the 21st century, London: Ashgate: 171-182. Hayter,Ρ. (2000) The dynamics of industrial location, London: Wiley. Healey, M & Ilbery, M. (1990) Location and Change: Perspectives on Economic Geography, Oxford: Oxford University Press. Heffernan, W & Constance, D. (1994) «Transnational Corporations and the Globalisation of the Food System», στο A. Bonano, L, Busch, W. Friedland, L. Gouveia. και E. Mingione (επιμ.) From Colombus to Con Agra: the Globalisation of Agriculture and Food, Kansas: University Press of Kansas: 29-51. Hoekstra, A. και Chapagain, A. (2007) “Water footprints of nations: water use by people as a function of their consumption patterns”, Water Resource Management, 21, 35-48. Kalfagianni, A. (2014) “Addressing the Global Sustainability Challenge: The Potential and Pitfalls of Private Governance from the Perspective of Human Capabilities”, Journal of Business Ethics, 122(2): 307-320. Kneen, B. (2002) The Invisible Giant: Cargill and its Transnational Strategies, London: Pluto. Lang, T. (2010) «Crisis? What Crisis? The Normality of the Current Food Crisis», Journal of Agrarian Change, 10(1): 87-97. Lang, T. και Heasman, M. (2009) Food Wars: The Global Battle for Mouths, Minds and Markets, London: Earthscan. Lawrence, F. (2008) Eat your Heart Out: How the Food Business is Bad for the Planet and your Health, London: Penguin. Levkoe Zalman Charles (2011) «Towards a transformative food politics», Local Environment, 16(7): 687-705. Macias, T. (2008) «Working toward a just, equitable and local food system: the social impact of community based agriculture», Social Science Quarterly, 89(5): 1086-1101. McMichael, A., Powels, J., Butler, C. και Uauy, R. (2007) «Energy and Health, 5: Food, livestock production, energy, climate change and health», Lancet, 370: 1253-63. Mennell, S.,Murcott, A. και Van Otterloo, H. (1992) The Sociology of Food: Eating, Diets and Culture, London: Sage. Morgan, K. και Sonnino, R. (2010) «The urban foodscape: world cities and the new food equation», Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3: 209-224. Morgan, K. (2009) «Feeding the city: The Challenge of Urban Food Planning», International Planning Studies, 14(4): 341-348.

11


001_Layout 1 25/05/2015 9:42 π.μ. Page 12

12

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 3-12

Morgan, K., Marsden, T. και Murdoch, J. (2006) Worlds of Food: Place, Power and Provenance in the Food Chain, Oxford: Oxford University Press. Patel, R. (2007) Stuffed and Starved: Markets, Power and the Hidden Battle for the World Food System, London: Portobello. Pothukuchi, K. & Kaufman, J. (1999) «Placing the food system on hte urban agenda: The role of municipal institutions in food system planning», Agriculture and Human Values, 16: 213224. Pothukuchi, K. (2005) «Attracting Supermarkets to Inner-City Neighborhoods: Economic Development Outside the Box», Economic Development Quarterly, 19(3): 232-44. Raw, Μ. και Atkins, P. (1995) Agriculture and Food, London: Collins Educational. Reardon, T., Henson, S. και Berdegue, J. (2007) «‘Proactive fasttracking’ diffusion of supermarkets in developing countries: implications for market institutions and trade», Journal of Economic Geography, 7(4): 399-432. Reynolds, B. (2010) “Feeding a World City: The London Food Strategy”, International Planning Studies, 14:4, pp. 417424. Rifkin, J. (1997) Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της: Η δύση του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού και το χάραμα της μετά την αγορά εποχής, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη. Sage, C. (2012) Environment and Food, London: Routledge. Shaw, H.J. (2006) «Food deserts: towards the development of a classification», Geographiska Annaler, 88(2): 231-247. Skordili, S. (2013α) «Economic Crisis as a Catalyst for Food Planning: the case of Athens», International Planning Studies, v.13 (1): 128-141. Skordili,S. (2013β) «The sojourn of Aldi in Greece», Journal of Business and Retail Management Research, v.8 (1): 68-80. Σκορδίλη, Σ. (2013) «Νέες χωρικές πολιτικές επέκτασης των μεγάλων αλυσίδων και επιπτώσεις στο τοπίο του λιανικού

εμπορίου τροφίμων στην Αθήνα» στο Θ. Μαλούτας, Γ. Κανδύλης, Μ. Πέτρου και Ν. Σουλιώτης (επιμ.) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών σε συνεργασία με το τμήμα Γεωγραφίας Χαροκόπειου Πανεπιστήμιου: 119-143. Skordili, S. (2009) «Gross-continental agro-food chains and local agro-food complexes: the case of orange juice agro-food complex in the Peloponnese region», στο Changing European Spaces: Winners and Losers, Seminars of the Aegean Series, 111-124. Steel, C. (2008) Hungry City: How Food Shapes Our Lives, London: Vintage. Storper, M. και Walker, R. (1989) The Capitalist Imperative, NY: Basil Blackwell. van der Ploeg, J.D., (2010) «The Food Crisis, Industrialized Farming and the Imperial Regime», Journal of Agrarian Change, 10(1): 98-106. von Brown, J. (2006) Globalization of Food and Agriculture and the Poor, London: International Food Policy. Vorley, B. (2006) Food, Inc.: Corporate concentration from farm to consumer, London: International Institute of Environment and Development with the UK Food Group. Wilkinson, J. (2002) “The Final Foods Industry and the Changing Face of Global Agro-food System”, Sociologia Ruralis, 42(4): 329-346. Weis, T. (2007) The Global Food Economy: the Battle for the Future of Farming, London: Zed Books. Wrigley, N. και Lowe, P. (2002) Reading Retail: a geographical perspective of retailing and consumption spaces, London: Arnold. Χατζημιχάλης, Κ. (2014) Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΜ.


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 13

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΑΓΡΟΤΡΟΦΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΕΣ ΕΤΑΙΡΙΚΟΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΥΠΑΙΘΡΟΥ. ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Θ. Ανθοπούλου* και Μ. Παρταλίδου**

Περίληψη Τα τελευταία χρόνια οι εντεινόμενες ανησυχίες διεθνώς σχετικά με τους διατροφικούς κινδύνους, το περιβάλλον και την επισιτιστική ασφάλεια αναδεικνύουν νέες εναλλακτικές και κοινωνικά καινοτόμες μορφές οργάνωσης της αγροδιατροφικής αλυσίδας. Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία αποτελεί μια εναλλακτική μορφή παραγωγής και οργάνωσης δικτύων διανομής τροφίμου, χωρίς ενδιάμεσους, στη βάση συνεργασίας μεταξύ παραγωγού (ή ομάδας παραγωγών) και ομάδας καταναλωτών γειτονικής περιοχής. Πρόκειται για σύστημα εβδομαδιαίας διανομής καλαθιού στα μέλη τοπικής κοινότητας καταναλωτών που περιλαμβάνει φρέσκα, εποχικά και βιολογικά λαχανικά, βάσει εκατέρωθεν συμφωνίας επ’ ωφελεία και των δύο συμβαλλομένων. Στην Ελλάδα ανακαλύπτεται πολύ όψιμα. Μόλις το 2012, εν μέσω οικονομικής κρίσης, οργανώνεται το πρώτο δίκτυο παραγωγών-καταναλωτών στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας και ουσιαστικά εισάγεται η έννοια της ΚΥΓ στην επιστημονική συζήτηση και τον δημόσιο λόγο γενικότερα. Στο άρθρο αυτό διερευνούμε το φαινόμενο μέσω βιβλιογραφικής επισκόπησης και αξιοποίησης στοιχείων επιτόπιας έρευνας σε παραγωγούς, καταναλωτές και συντονιστές ομάδων ΚΥΓ σε γειτονιές της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών.

Alternative Food Networks and novel solidarity partnerships between the urban and the rural. Pondering on Community Supported Agriculture Anthopoulou Th., Partalidou M. Abstract Contemporary concerns over nutritional risks, environmental degradation and food security pose great challenges making imperative the emergence of alternative forms of governance alongside the food chain. Community Supported Agriculture is an Alternative Food Network considered to be the antipode of today’s globalized system, supporting ethical collaboration, on the principles of short supply chains, between a small farmer (or a group of farmers) and a group of urban dwellers in a close proximity to the farm. It takes the form of a weekly distribution box-basket scheme with fresh, seasonal and often organic fruits and vegetables. In Greece CSA is rather novel. Only after 2012, amidst the economic crisis the first solidarity network between farmers and consumers was established in the metropolitan area of Athens. In this paper we ponder on CSA by reviewing the literature and by drawing on in depth interviews with farmers, consumers-urban dwellers and key informants- organizers.

*

Αν.Καθ. Πάντειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, Αθήνα, e-mail: antho@panteion.gr. Επικ. Καθ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Γεωπονίας, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, e-mail: parmar@agro.auth.gr

**

13


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 14

14

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια οι εντεινόμενες ανησυχίες σχετικά με τους διατροφικούς κινδύνους, τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, που απορρέουν από το παραγωγιστικό1 μοντέλο της γεωργίας και τη βιομηχανική παραγωγή τροφίμου, επισημαίνουν το αυξανόμενο κοινωνικό αίτημα για ασφαλή τρόφιμα, ορθές γεωργικές πρακτικές και (επαν)ανάκτηση της σχέσης μας με την τροφή και τις διαιτητικές κουλτούρες. Οι καταναλωτές επιζητούν να γνωρίζουν από πού προέρχονται τα τρόφιμα, πώς έχουν παραχθεί και μεταποιηθεί και πόση απόσταση διανύουν μέχρι να φτάσουν στο τραπέζι τους. Προς τούτο, στρέφονται ολοένα και περισσότερο προς τα τοπικά τρόφιμα και τα εναλλακτικά δίκτυα παραγωγής και διανομής τροφίμου έναντι των κυρίαρχων «παγκόσμιων προϊόντων» και των διαιτητικών προτύπων του «γρήγορου» φαγητού που προτείνουν οι μεγάλες αγροβιομηχανίες και οι αλυσίδες σούπερ μάρκετ διεθνώς. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μια πλούσια βιβλιογραφία καταγράφει στις δυτικές κοινωνίες την «ποιοτική στροφή της κατανάλωσης» (Murdoch et al. 2000, Goodman 2003) και νέους τύπους συνεργασίας καταναλωτή- παραγωγού στο πλαίσιο Εναλλακτικών Αγροτροφικών Δικτύων (Alternative Food Networks), όπου οι καταναλωτές παίζουν ενεργό ρόλο στη λειτουργία τους (Ανθοπούλου και Muchnik 2013, Ilbery και Knafsey 1998, Muchnik 2010, Jarosz 2008, Tregear 2011, Renting et al. 2003, Weatherell et al. 2003, Whatmore et al. 2003). Τοπικά προϊόντα, γεωγραφικές ενδείξεις, βιολογική παραγωγή, κριτική κατανάλωση, αλληλέγγυο εμπόριο, τοπικοποιημένες και βραχείες αλυσίδες τροφικού εφοδιασμού αποτελούν βασικά ερείσματα που ενεργοποιούν και εδραιώνουν στον χρόνο εναλλακτικά και τοπικά αγροτροφικά συστήματα, αγορές και δίκτυα καταναλωτών-παραγωγών. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (Community Supported Agriculture), τις Αγορές Γεωργών (Farmers’ Markets) και τους Αστικούς Κοινοτικούς Λαχανόκηπους (Urban Community Gardens). Και ενώ αρχικά το ερευνητικό ενδιαφέρον εστίαζε στο ρόλο των παραγωγών και στη συμβολή των εναλλακτικών δικτύων στη βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη (διαφοροποίηση της εκμετάλλευσης, τοπικά προστιθέμενες αξίες, κ.λπ.), πρόσφατα το ενδιαφέρον αυτό παρατηρούμε ότι μετατοπίζεται στην οπτική της βιώσιμης κατανάλωσης, δίνοντας έμφαση στα κοινω-

νικά κινήματα και τους εναλλακτικούς οικονομικούς χώρους και στους τρόπους με τους οποίους μπορούν να μετασχηματίσουν τις δομές και την οργάνωση των αγροτροφικών συστημάτων (Renting et al. 2012). Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (ΚΥΓ) αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα οργάνωσης των τοπικών συστημάτων γεωργικής παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων στην αγορά, χωρίς ενδιάμεσους εμπόρους, καθιερώνοντας μια νέα γεωγραφία των τροφίμων στη βάση της εδαφικής εγγύτητας. Ο παραγωγός προμηθεύει απευθείας τον καταναλωτή της κοντινής πόλης με εβδομαδιαίο καλάθι φρέσκων, εποχικών και βιολογικών κηπευτικών (και άλλων διαθέσιμων προϊόντων της εκμετάλλευσης) βάσει εκατέρωθεν συμφωνίας. Τα δύο μέρη (γεωργός και καταναλωτές) συμφωνούν σχετικά με την ποικιλία, την ποσότητα και το κόστος του καλαθιού, με στόχο τις δίκαιες τιμές και μια ανταλλαγή επ’ ωφελεία και των δύο. Ειδικά δε όταν υπάρχει προπληρωμή της συμφωνίας του καλαθιού, ο παραγωγός εξασφαλίζει με την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου την αγορά του και το αρχικό του κεφάλαιο. Ο καταναλωτής, από την πλευρά του, εξασφαλίζει φρέσκα και ποιοτικά τρόφιμα σε προσιτή τιμή (πολύ χαμηλότερη τις περισσότερες φορές από άλλα σημεία της αγοράς). Συνεκτικά στοιχεία στη λειτουργία της συνεργασίας αυτής είναι η δημιουργία μιας κοινότητας, η αμοιβαία εμπιστοσύνη, καθώς και κοινές ιδεολογίες και αντιλήψεις που μοιράζονται παραγωγοί και καταναλωτές απέναντι στη συμβατική γεωργία και το παγκόσμιο σύστημα τροφίμου. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζονται οικολογικά υπεύθυνες γεωργικές πρακτικές που σέβονται το περιβάλλον (βιολογική παραγωγή, μείωση τροφομιλίων), τη βιοποικιλότητα (τοπικοί παραδοσιακοί σπόροι) και τις τοπικές διαιτητικές κουλτούρες και γαστρονομίες (τοπικά παραδοσιακά τρόφιμα). Κατ’ αυτήν την έννοια η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία (επανα)τοποθετεί τη γεωργία στη φυσική της θέση, δηλαδή μια γεωργία που ξαναβρίσκει τους δεσμούς της με τον τόπο παραγωγής (φυσικοί, ανθρώπινοι και πολιτισμικοί πόροι) και τις τοπικές κοινότητες (οργάνωση συλλογικοτήτων, δικτύωση). Στην Ελλάδα η Kοινοτικά Yποστηριζόμενη Γεωργία ως ένα εναλλακτικό πρότυπο παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης τροφίμου και μια νέα πρακτική για παραγωγούς και καταναλωτές ανακαλύπτεται πολύ όψιμα. Μόλις το 2012 οργανώνεται το πρώτο δίκτυο


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 15

Θ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΑΡΤΑΛΙΔΟΥ

παραγωγών-καταναλωτών στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας και ουσιαστικά εισάγεται η έννοια της ΚΥΓ στην επιστημονική συζήτηση και τον δημόσιο λόγο γενικότερα. Φαίνεται πώς με το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, που πλήττει με δραματικό τρόπο τόσο τα αστικά νοικοκυριά, προτρέποντάς τα σε επαναπροσδιορισμό του «οικογενειακού καλαθιού», όσο και τα αγροτικά νοικοκυριά τα οποία αναζητούν βιώσιμες παραγωγικές προοπτικές για τη γεωργική τους εκμετάλλευση, αναδύονται νέοι τύποι παραγωγής και διάθεσης αγροτροφικών προϊόντων και νέες διαδικασίες αλληλεπίδρασης πόλης-υπαίθρου χωρίς τη διαμεσολάβηση οιασδήποτε υφής μεσαζόντων που διαμορφώνουν τις αγορές και τα καταναλωτικά πρότυπα (αγροβιομηχανίες, χονδρέμποροι, ΜΜΕ, αλυσίδες σούπερ μάρκετ, κ.λπ.). Η ανάδυση πρωτοβουλιών ΚΥΓ και η διακίνηση των πρώτων καλαθιών σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, έστω και σε πρωτόλειες ακόμα μορφές με διαφοροποιημένους όρους και συμφωνίες, επισημαίνουν μεταξύ άλλων την ανάγκη των καταναλωτών να επαναπροσδιορίσουν τη διατροφική τους ταυτότητα και τη σχέση τους με τον αγροτικό χώρο και τη γεωργική γη. Στο άρθρο αυτό διερευνούμε αρχικά μέσω βιβλιογραφικής επισκόπησης την ΚΥΓ ως μια σχετικά νέα μορφή κοινωνικής γεωργίας σε διεθνές επίπεδο. Στη συνέχεια προβαίνουμε σε μια πρώτη αποτύπωση του φαινομένου στην Ελλάδα μέσα από την αξιοποίηση στοιχείων επιτόπιας έρευνας σε παραγωγούς, καταναλωτές και συντονιστές ομάδων ΚΥΓ σε γειτονιές της ευρύτερης περιοχής των Αθηνών. Διερευνώντας την Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία. Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (Community Supported Agriculture-CSA) αποτελεί μία εναλλακτική μορφή γεωργικής παραγωγής και οργάνωσης των δικτύων διανομής τροφίμου, χωρίς ενδιάμεσους εμπόρους, στη βάση της συνεργασίας μεταξύ ενός παραγωγού (ή ομάδας παραγωγών) και μιας ομάδας καταναλωτών κοντινής σχετικά περιοχής. Πρόκειται για ένα σύστημα εβδομαδιαίας διανομής καλαθιού στα μέλη μιας τοπικής κοινότητας καταναλωτών που περιλαμβάνει φρέσκα, βιολογικά λαχανικά (και τυχόν άλλα διαθέσιμα προϊόντα της γεωργικής εκμετάλλευσης, όπως φρούτα, αυγά, μέλι, πουλερικά, γαλακτοκομικά) (Hayden και Buck 2012, Hinrichs 2000).

Συγκεκριμένα, στην αρχή της κάθε καλλιεργητικής περιόδου (δύο φορές τον χρόνο, πριν τον εαρινό και τον χειμερινό λαχανόκηπο) παραγωγοί και καταναλωτές συζητούν και συναποφασίζουν για το περιεχόμενο και το κόστος του καλαθιού σε δίκαιες τιμές και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Στο ίδιο αυτό πνεύμα της αλληλέγγυας και συμμετοχικής γεωργίας, οι καταναλωτές προπληρώνουν το σύνολο των εβδομαδιαίων καλαθιών της καλλιεργητικής περιόδου, γεγονός που υποδηλοί ότι γίνονται ενεργοί μέτοχοι του αγροκτήματος κατά την περίοδο αυτή. Από την άλλη, οι αγρότες παραγωγοί δεσμεύονται ότι θα τηρούν το καλλιεργητικό πρόγραμμα, ώστε να συγκομίζουν και διαθέτουν την ποικιλία των προϊόντων στη βάση των συμφωνηθέντων (βιολογική παραγωγή, φρέσκια συγκομιδή, βάρος καλαθιού, τόπος παράδοσης). Πρόκειται εν ολίγοις για έναν ακόμα τύπο βραχείας αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμου (short food supply chain), όπου αγρότες και καταναλωτές της πόλης αναπτύσσουν στενή συνεργασία στη βάση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Σε αντίθεση με τις συμβατικές αγορές ο καταναλωτής συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης, προσφέροντας εθελοντικά τον χρόνο του την ημέρα της διάθεσης των καλαθιών (Hayden and Buck, 2012) ή συναποφασίζοντας στην αρχή της καλλιεργητικής περιοόδου μαζί με τον γεωργό τι θα καλλιεργηθεί (O’Hara and Stagl, 2001). Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ευθύνες, οι κίνδυνοι και οι ανταμοιβές της καλλιέργειας μοιράζονται από κοινού. Σε ό, τι αφορά τον παραγωγό, η συμμετοχή σε ένα δίκτυο ΚΥΓ τού εξασφαλίζει εκ των προτέρων την αγορά προσφέροντας χρηματοδοτική ασφάλεια και κεφάλαιο κίνησης κατά την έναρξη της καλλιεργητικής περιόδου, ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες (καιρικές, οικονομικές, προσωπικές κ.λπ.). Πέρα από την οικονομική διάσταση της συναλλαγής, η πρόσωπο-με-πρόσωπο επαφή του παραγωγού με τον καταναλωτή κατά την παράδοση του καλαθιού και η επαφή με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας αναπτύσσει τον κοινοτικό δεσμό. Για κάποιους παραγωγούς η σχέση αυτή δίνει την ικανοποίηση της κοινωνικής αξιοποίησης της εργασίας τους με την έννοια ότι απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων τους οποίους γνωρίζουν και με τους οποίους μοιράζονται κοινές αντιλήψεις και μπορούν ανταλλάξουν εμπειρίες (McLaughlin και Merrett 2002). Από την άλλη, ο καταναλωτής της πόλης με τη συμμετοχή του στο δίκτυο της ΚΥΓ αποκτά, εκτός από

15


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 16

16

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

την άμεση πρόσβαση σε υψηλής διατροφικής και γευστικής ποιότητας τρόφιμα (φρέσκα, εποχικά, βιολογικά, τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες κ.λπ.), τη δυνατότητα να ακολουθήσει μια ισορροπημένη δίαιτα (πλούσια σε φρέσκα εποχικά λαχανικά), να καλλιεργήσει δεσμούς με την ύπαιθρο και να δράσει ως ενεργός πολίτης αισθανόμενος ότι συμβάλλει με τη στάση του αυτή στη φροντίδα του περιβάλλοντος (βιολογική παραγωγή, μείωση τροφομιλίων, χαμηλότερο οικολογικό αποτύπωμα). Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σύμφωνα με σχετικές έρευνες σε καταναλωτές ΚΥΓ, οι οικονομικοί λόγοι (προϊόντα ποιότητας σε προσιτή τιμή) δεν φαίνεται να είναι μεταξύ των πρωταρχικών κινήτρων που ωθούν στη συμμετοχή τους στα εναλλακτικά αυτά αγροτροφικά δίκτυα. Στη βιβλιογραφία σχετικά με την ΚΥΓ και γενικότερα με τα τοπικά αγροτροφικά συστήματα και τις βραχείες αλυσίδες εφοδιασμού, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη συνεισφορά των εμπλεκόμενων καταναλωτών στη διατήρηση της τοπικής οικογενειακής γεωργίας και δη στην επιβίωση των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Και τούτο επειδή οι πολύ μικρές και μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις δεν μπορούν να ανταγωνιστούν στην αγορά εκείνες που κινούνται στα συμβατικά πλαίσια της παραγωγιστικής γεωργίας και των μεγάλων δικτύων διανομής (οικονομίες κλίμακας- τυποποιημένη ποιότητα) παρά μόνο μέσω «οικονομιών ποιότητας» και διάθεσης του προϊόντος τους σε εξειδικευμένες αγορές καταναλωτών που αναζητούν τοπικά προϊόντα και ιδιότυπες ποιότητες (Allaire 2011, Grey 2000, Hinrichs 2000, McLaughlin και Merrett 2002). Μια συνολική αποτίμηση της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας την αναδεικνύει ως ένα εναλλακτικό αγροτροφικό σύστημα το οποίο είναι «αγκυρωμένο» σε έναν συγκεκριμένο τόπο και το οποίο ενδιαφέρεται να είναι οικονομικά βιώσιμο για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές που συμμετέχουν, να χρησιμοποιεί περιβαλλοντικά ορθές πρακτικές παραγωγής και διακίνησης του αγροτροφίμου και να ενισχύει την κοινωνική δικαιοσύνη και τη δημοκρατία για όλα τα μέλη της κοινότητας (Feenstra 1997, Tregear 2011). Ιστορικά, η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία θεωρείται ότι έλκει τις ρίζες της από το κίνημα ΤΕΙΚΕΙi στην Ιαπωνία, το οποίο οργανώθηκε στις αρχές του 1970 από μητέρες ανήσυχες για την ποιότητα της τροφής που προσφέρουν στα παιδιά τους και για τους κιν-

δύνους από τη χρήση χημικών εισροών στη γεωργία. Συνασπίστηκαν σε ομάδες, απευθύνθηκαν σε αγρότες και προαγόραζαν μέσω συμβολαίου τα προϊόντα της καλλιεργητικής περιόδου με τον όρο να είναι βιολογικής παραγωγής (Bougherara et al., 2009). Την ίδια εποχή, εμφανίζονται και στην Ευρώπη τα πρώτα δίκτυα καταναλωτών- παραγωγών, ιδιαίτερα στην Ελβετία, την Αυστρία και τη Γερμανία μέσα στο γενικότερο προβληματισμό σχετικά με την ποιότητα των τροφίμων της βιομηχανικής γεωργίας αλλά και την απώλεια γεωργικής γης εξαιτίας της ραγδαίας εξάπλωσης των πόλεων. Αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 οι αντιλήψεις και οι πρακτικές αυτές μεταφέρονται στις ΗΠΑ, όπου καθιερώνεται ο όρος της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας (CSA) ως απάντηση στη σημαντική μείωση του αριθμού των γεωργών, καθώς και στη δυσκολία των κατοίκων των μεγαλουπόλεων, ιδιαίτερα των χαμηλών εισοδημάτων και των ευπαθών ομάδων, να έχουν πρόσβαση σε φρέσκα τρόφιμα και σε υγιεινή διατροφή. Στη Γαλλία τα περίφημα δίκτυα AMAPii (Association pour le Maintien d’une Agriculture Paysanne), βασικός εκφραστής της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας, ιδρύονται το 2000 προσβλέποντας στη διατήρηση και ενδυνάμωση της οικογενειακής γεωργίας, και δη των μικρών εκμεταλλεύσεων. Το κίνημα της ΚΥΓ ενισχύεται σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο καθώς εντείνονται διατροφικοί κίνδυνοι και επιμηκύνεται η αλυσίδα τροφικού εφοδιασμού από τη γεωργική εκμετάλλευση έως το τραπέζι του καταναλωτή. Σήμερα, σχήματα ΚΥΓ υπάρχουν σε διάφορες παραλλαγές σε ό,τι αφορά τη δομή του δικτύου, τον βαθμό δέσμευσης των μελών, τον τρόπο πληρωμής. Ωστόσο, η κεντρική ιδέα παραμένει η ίδια, δηλαδή μέσα από τη συνεργατική σχέση παραγωγών- καταναλωτών στη βάση μιας συμφωνίας μοιρασμένων κινδύνων και κερδών, οι αγρότες να μπορούν να διασφαλίζουν τους απαραίτητους πόρους για τις φροντίδες της εκμετάλλευσης (και για τη διαβίωσή τους) και οι καταναλωτές τρόφιμα υψηλής ποιότητας σε προσιτές τιμές χωρίς να παρεμβάλλονται μεσάζοντες (Schlicht et al. 2014). Μέσα σε αυτήν την ευελιξία του τρόπου συνεργασίας παραγωγών- καταναλωτών, το προφίλ των εμπλεκόμενων αμφότερων των ομάδων και οι προσδοκίες μπορεί να διαφοροποιούνται μέσα στη σφαίρα πάντοτε του εναλλακτικού απέναντι στο συμβατικό. Σε ό,τι


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 17

Θ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΑΡΤΑΛΙΔΟΥ

αφορά τους καταναλωτές, ενώ τα κίνητρα δημιουργίας της πρώτης ομάδας ΚΥΓ από τις γυναίκες στην Ιαπωνία αφορούσαν κυρίως την ανάγκη για περιορισμό των φυτοφαρμάκων και άλλων χημικών στα τρόφιμα, διεκδικώντας μια ασφαλή διατροφή για τα παιδιά τους, στις μέρες μας οι προσδοκίες των καταναλωτών είναι περισσότερο σύνθετες και πολυδιάστατες. Συγκεκριμένα, οι βιβλιογραφικές αναφορές συγκλίνουν σε μια συστάδα βασικών κινήτρων φυσικής, κοινωνικής και ηθικής τάξης. Κυρίαρχο στις περισσότερες περιπτώσεις είναι το κίνητρο της υγείας, δηλαδή η πρόσβαση σε φρέσκα, εποχικά, θρεπτικά και ποιοτικά προϊόντα, οργανικής προέλευσης. Ακολουθούν –κατά περίπτωση– η υποστήριξη των τοπικών μικρών γεωργών και της τοπικής οικονομίας, η αυτονομία έναντι των μεγάλων δικτύων διανομής και η προστασία του περιβάλλοντος. Όπως ήδη επισημάνθηκε, οι οικονομικοί λόγοι, δηλαδή η προμήθεια φρέσκων βιολογικών προϊόντων σε πιο πρόσφορη τιμή σε σχέση με τα αντίστοιχα τυποποιημένα του λιανικού εμπορίου, δεν φαίνεται να αποτελούν βασικό κίνητρο των καταναλωτών (Cooley και Lass 1998, Hinrichs 2000, Lea et al. 2006, Brown και Miller 2008, Cox et al. 2008, Guidi 2009, Lang 2010, Saltmarsh et al. 2011, Flora και Bregendahl 2012, Schlicht et al. 2014). Σε ό,τι αφορά το προφίλ των καταναλωτών, η εικόνα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, καθώς συναντά κανείς άτομα από διαφορετικές κοινωνικές και εισοδηματικές ομάδες με διαφορετικά ερείσματα συμμετοχής. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για μια αδιαφοροποίητη ομάδα καταναλωτών. Η βιβλιογραφική επισκόπηση δίνει, ωστόσο, κάποια αδρά χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα, εμπειρικές έρευνες σε ΗΠΑ (Νέα Υόρκη, Μέρυλαντ, Β.Καρολίνα, Αριζόνα), Αυστραλία (Μελβούρνη), Κίνα (Πεκίνο) και Ευρώπη (Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία) σκιαγραφούν το προφίλ των συμμετεχόντων ως πιο πιθανόν να είναι γυναίκες (κυρίως γιατί αποτελούν το μέλος του νοικοκυριού που έχει επιφορτιστεί με την καθημερινή αγορά των τροφίμων και την προετοιμασία του φαγητού), νεαρής σχετικά ηλικίας, με εισοδήματα υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου της χώρας τους και υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, ενώ δεν λείπουν και οι αναφορές σε ενεργούς-πολιτικοποιημένους αστούς με υψηλό βαθμό συμμετοχής στα κοινά (O’Hara και Stagl 2001, Guthman et al. 2006, Bougherara et al. 2009, MacMillan et al. 2012).

Παρά τα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη, που τόσο εμφατικά υποστηρίζει πλήθος εμπειρικών ερευνών, μια κριτική προσέγγιση της Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας, αλλά και γενικότερα των Εναλλακτικών Αγροτροφικών Δικτύων, επισημαίνει του κινδύνους που ελλοχεύουν και προοπτικά υπονομεύουν αυτήν την ίδια την αειφόρο διάστασή τους. Από την πλευρά των παραγωγών και της συμβολής της ΚΥΓ στην τοπική αγροτική ανάπτυξη με την υποστήριξη της μικρής οικογενειακής γεωργίας και την ενσωμάτωση των μικρών εκμεταλλεύσεων στα τοπικά συστήματα παραγωγής, ένα βασικό ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο αυτές οι εκμεταλλεύσεις και μάλιστα των απομακρυσμένων σε σχέση με τα αστικά κέντρα αγροτικών περιοχών διαθέτουν πράγματι την απαραίτητη πληροφορία και τεχνογνωσία ώστε να προβούν σε ένα τέτοιο διάβημα. Κατά πόσο επίσης διαθέτουν τεχνικές και οργανωσιακές δεξιότητες ώστε να έρθουν σε επαφή και να δικτυωθούν (βλ. ηλεκτρονικές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας) με τοπικές κοινότητες καταναλωτών. Στην ίδια κατεύθυνση της αγροτικής ανάπτυξης και της κοινωνικής ενσωμάτωσης των τοπικών δρώντων επισημαίνεται ο κίνδυνος υπόκρυψης και αποσόβησης όψεων κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της απασχόλησης κάποιων συγκεκριμένων ομάδων εργαζομένων, όπως οι μετανάστες αγρεργάτες (χαμηλά αμειβόμενη και συχνά ανασφάλιστη εργασία) και οι γυναίκες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης (αθέατη, μη αμειβόμενη εργασία). (Jarosz 2008, Tregear 2011). Αντίστοιχα από την πλευρά των καταναλωτών, τίθεται ο προβληματισμός κατά πόσο έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα δίκτυο ΚΥΓ (βλ. πληροφόρηση, γνώσεις του διαδικτύου) και δη τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, οι ηλικιωμένοι, οι μετανάστες και γενικότερα οι κοινωνικές ομάδες των μεγαλουπόλεων που πλήττονται από τις αποκαλούμενες «τροφικές ερήμους» (Shaw 2006). Εν κατακλείδι, είναι ένα ζήτημα προς συζήτηση κατά πόσο η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία λειτουργεί ενδεχομένως ως ένα κλειστό «κλαμπ» ενήμερων-δικτυωμένων παραγωγών που απευθύνονται και συνεργάζονται με ενήμερους-δικτυωμένους καταναλωτές και αντίστροφα. Σε ό,τι αφορά τη διακυβέρνηση των εναλλακτικών αγροτροφικών δικτύων και τις κλίμακες μεταξύ του τοπικού και του εξω-τοπικού, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει τους κινδύνους παγίδευσης τέτοιων εγχειρημάτων από

17


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 18

18

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

ισχυρές κοινωνικο-πολιτικές ελίτ και οικονομικά συμφέροντα που εκμεταλλεύονται τα ιδεώδη και τους συμβολισμούς της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας ιδιοποιούμενοι τα οφέλη (πολιτικά, ιδεολογικά, οικονομικά). Όμοια, θα μπορούσε κανείς να αναφέρει τον κίνδυνο σφετερισμού της ιδέας και της φήμης της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας και της ανάγκης τόσο των παραγωγών (αναζήτηση νέων αγορών) όσο και των καταναλωτών (αναζήτηση ποιοτικών τροφίμων) προς ίδιο όφελος λειτουργώντας στην ουσία ως μεσάζοντες έμποροι των εν λόγω παραγωγών (Macias 2008, Jarosz 2008, Renting et al. 2012, Tregear 2011). Σε κάθε περίπτωση, η ανάδυση νέων μορφών συνεργασίας παραγωγών-καταναλωτών και η εξάπλωση της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας διεθνώς ενισχύουν την άποψη ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για την ποιότητα της τροφής και για τη συμμετοχή τους στα τοπικά αγροτροφικά συστήματα, παρακινούμενοι είτε από τη μεριά του παραγωγού είτε απο αυτή του καταναλωτή. Η ανάδυση της κοινοτικά στηριζόμενης παραγωγής στην Ελλάδα. Τα πρώτα καλάθια λαχανικών σε γειτονιές της Αθήνας. Στην Ελλάδα η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία, και γενικότερα τα Εναλλακτικά Αγροτροφικά Δίκτυα και άλλες συλλογικές κινήσεις γύρω από τα τοπικά αγροτροφικά συστήματα, όπως οι αστικοί λαχανόκηποι,iii οι τράπεζες σπόρων και οι διανομές τροφίμων χωρίς μεσάζοντες εμφανίζονται πολύ πρόσφατα και οργανώνονται συστηματικά στις γειτονιές της πόλης υπό την πίεση της κρίσης. Όπως πολύ συχνά επισημαίνεται στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με τη μεταπολεμική εξέλιξη της οικογενειακής γεωργίας και των σχέσεων πόλης-υπαίθρου, οι δεσμοί μεταξύ αγροτικού και αστικού κόσμου στην ουσία δεν έχουν διαρραγεί στην Ελλάδα, καθώς η αγροτική έξοδος ήταν σχετικά πρόσφατη (σε σχέση με τις χώρες της παλιάς εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης), ενώ οι μετανάστες στην πόλη διατήρησαν σε σημαντικό βαθμό την οικογενειακή περιουσία στον τόπο καταγωγής. Κατ’ αυτήν την έννοια, η επαφή με το χωριό, τη γεωργική γη και τα τοπικά τρόφιμα –θεωρούμενα στο φαντασιακό κόσμο των αστών καταναλωτών ασφαλή, γευστικά, σπιτικά, παραδοσιακά, κ.λπ.– ουσιαστικά δεν διακόπηκε. Η εμφάνιση μόλις το 2012 και η γρήγορη ανάπτυξη στη συ-

νέχεια εναλλακτικών δικτύων και αλληλέγγυων αγορών εν μέσω κρίσης (οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής) συνάδει γενικότερα με την ενίσχυση των κινημάτων πόλης. Κινήσεις πολιτών και συλλογικότητες εμφανίζονται δυναμικά διεκδικώντας –μεταξύ άλλων– την (επαν)οικειοποίηση των ελεύθερων δημόσιων χώρων για κοινωνικές χρήσεις και λειτουργίες (εξωραϊσμός και πρασίνισμα της πόλης, αστικές καλλιέργειες, αναψυχή και αθλητισμός, περιβαλλοντικές και εκπαιδευτικές λειτουργίες, κ.λπ.), καθώς και το δικαίωμα στην τροφή (ασφαλή και ποιοτική) για όλους τους πολίτες, ιδιαίτερα για τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες που έχουν τη μικρότερη πρόσβαση. Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρούμε μετά το 2012 και την ταχύτατη εξάπλωση των δημοτικών λαχανόκηπων σε όλον τον ελλαδικό χώρο, ως το κυρίαρχο μοντέλο αστικής γεωργίας στη χώρα μας. Παράλληλα αναπτύσσονται δυναμικοί συλλογικοί-κοινοτικοί λαχανόκηποι μέσα από κινηματικές πρωτοβουλίες, όπως ο «Αγρός του Ελληνικού» στην Αττική και οι «ΠΕΡ.ΚΑ» στη Θεσσαλονίκη, ενώ δεν λείπουν αντίστοιχες αξιόλογες πρωτοβουλίες κινήσεων πολιτών σε δήμους και γειτονιές των πόλεων στο πλαίσιο της φυσιολατρίας και της ανάγκης επανασύνδεσης με τις κοινοτικές αξίες.iv Μετά το αποκαλούμενο «κίνημα της πατάτας» (2012), αναδύονται επίσης σημαντικές πρωτοβουλίες διανομής τροφίμων από οργανωμένες συλλογικότητες σε δήμους και γειτονιές της πόλης, οι οποίες υπερασπίζονται τις αλληλέγγυες αγορές χωρίς μεσάζοντες και φέρνουν σε άμεση επαφή καταναλωτές και αγρότες παραγωγούς με συστηματικό τρόπο καθιερώνοντας μια νέα γεωγραφία των τροφίμων. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τη δημιουργία κοινοτήτων ενεργών καταναλωτών που σε άμεση επαφή και συνέργεια με αγρότες παραγωγούς αντιπροσωπεύουν νέες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου, εισάγοντας και στη χώρα μας τις έννοιες της αλληλέγγυας γεωργίας και της κριτικής κατανάλωσης (Ανθοπούλου κ.ά 2013). Η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία (ή Κοινοτικά Στηριζόμενη Αγροτική Παραγωγή- ΚΟΣΑΠ) εγκαινιάζεται στην Ελλάδα σε μια πρωτόλεια μορφή μόλις το 2010-11 με την εθελοντική πρωτοβουλία των «Αγροναυτών», το πρώτο δίκτυο αγροτών βιοκαλλιεργητών της Αττικής και ομάδων καταναλωτών στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Οι πρώτες διανομές καλαθιών με λαχανικά ξεκινούν το 2012 με τρεις ομάδες καταναλωτών στο Χαλάνδρι (που παρα-


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 19

Θ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΑΡΤΑΛΙΔΟΥ

δίκτυο ΚΥΓ, ώστε παραγωγοί και καταναλωτές να μένει από τις πιο δυναμικές ομάδες ΚΟΣΑΠ), τα Βριμπορούν να απολαμβάνουν πλήρως τα οφέλη του συλήσσια και το Παγκράτι και 20-30 καλάθια εβδομαδιστήματος αυτού. Οι παραδόσεις γίνονται απογευματιαίως ανά ομάδα. Στη συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι κανές και βραδινές ώρες σε συγκεκριμένους τόπους και ταναλωτές πολλαπλασιάζονται και οι διανομές επεώρες, όπου έχουν επιβεβαιώσει οι καταναλωτές στον κτείνονται σε πολλές γειτονιές της Αθήνας και γειτονιπαραγωγό την παραλαβή του από την προηγουμένη κών δήμων. Σήμερα (αρχές 2015) λειτουργούν τέσσεμέσω ηλεκτρονικού μηνύματος (sms ή e-mail). ρις σταθερές ομάδες καταναλωτών στο Χαλάνδρι, την Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας (Κεχαγιά 2014) που Αγία Παρασκευή, το Παγκράτι και το Θησείο ενώ μιδιεξήχθη σε καταναλωτές του δικτύου των Αγροναυκρότερες παραδόσεις (πέντε καλάθια ανά διανομή, αντί τών σε δέκα περιοχές ΚΟΣΑΠ (Χαλάνδρι, Παγκράτι, των είκοσι κατ’ ελάχιστον που είναι αναγκαία, αρκεί Πετράλωνα, Κουκάκι, Κυψέλη, Μοσχάτο, Ζωγράφουνα είναι συνδυαστικές με άλλες κοντινές παραδόσεις) Ηλύσια, Θησείο, Αργυρούπολη και Εξάρχεια),2 το προγίνονται και σε άλλες γειτονιές, όπως στη Κηφισιά, το Μαρούσι, την Ηλιούπολη, την Αργυρούπολη, τον φίλ των καταναλωτών προσομοιάζει με αυτό που απαΆλιμο, το Παλαιό Φάληρο, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη ντάται και στη διεθνή βιβλιογραφία. Συγκεκριμένα, σε και στου Γκύζη. Βασικοί προμηθευτές είναι δύο δυνασύνολο 75 ατόμων που αποκρίθηκαν στο ερωτηματομικοί βιοκαλλιεργητές από την Αττική (Κιούρκα και λόγιο της έρευνας απαντώνται: Μαραθώνα), αλλά και κάποιοι βιοκαλλιεργητές από τη α) νέοι ηλικιακά καταναλωτές, και σε κάθε περίΛακωνία και την Αργολίδα που παραδίδουν κατόπιν πτωση ενεργός πληθυσμός, καθώς οι περισσότεροι παραγγελίας εσπεριδοειδή και ελαιόλαδο στο πλαίσιο εντοπίζονται στις ηλικιακές κατηγορίες 36-45 έτη της ΚΟΣΑΠ. Ο πληθυσμός των καταναλωτών που (46,7%) και 46-55 έτη (25,3%), εφοδιάζονται το καλάθι σε μόνιμη βάση, αν και δεν β) άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου, καθώς η έχει ακόμα σταθεροποιηθεί, υπολογίζεται στις 300 πλειονότητα διαθέτει πτυχίο ανώτερου ή ανώτατου εκσυμμετοχές εβδομαδιαία σύμφωνα με τα στοιχεία των παιδευτικού ιδρύματος (73,3%) ενώ κάποιοι έχουν επίδύο παραγωγών (περί τα 250 και 50 αντίστοιχα). «Γνωσης ολοκληρώσει μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουρίστε τους αγρότες για να ξέρετε από πού προέρχεται δές (10,7%), η τροφή σας. Γίνετε μέρος μιας διατροφικής επανάγ) νοικοκυριά μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων στασης!» προτρέπουν στο δικτυακό τους τόποv οι καθώς περισσότερα από τα μισά (56%) διαθέτουν κα«Αγροναύτες». Το καλάθι, στην πραγματικότητα μεγάλη λευκή οικολογική τσάντα που επιστρέφεται άδεια στην επόμενη παραλαβή, περιλαμβάνει ποικιλία εποχικών λαχανικών βιολογικής παραγωγής, οκτώ περίπου κιλών (έως δέκα κιλά ενίοτε) έναντι δέκα ευρώ (αρχές 2015). Σε αυτήν την πρώτη φάση λειτουργίας της ΚΟΣΑΠ, το αντίτιμο πληρώνεται στον παραγωγό με την παράδοση του εβδομαδιαίου καλαθιού και όχι εκ των προτέρων. Βασικός στόχος των «Αργοναυτών» είναι μελλοντικά τα καλάθια να προπληρώνονται στην Σχήμα 1. Το προφίλ καταναλωτών ΚΥΓ στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας. Φωτογραφικό αρχείο: Θ.Άνεμος- Αγροναύτες αρχή της καλλιεργητικής σεζόν, Πηγή: Ανθοπούλου κ.ά. (2014) όπως τυπικά συμβαίνει σε ένα

19


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 20

20

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

θαρό μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα της τάξης των 1.000 έως 2.000 ευρώ και 33,3% λιγότερο από 1.000 ευρώ, δ) ευαισθητοποιημένοι καταναλωτές και εξοικειωμένοι με τα βιολογικά προϊόντα, καθώς ένα μεγάλο μέρος των ερωτώμενων (84%) απάντησε ότι επέλεγε βιολογικά τρόφιμα για τη διατροφή τους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και πριν ενταχθεί στο δίκτυο της ΚΟΣΑΠ. Σε ό,τι αφορά τα κίνητρα ένταξης των καταναλωτών σε μια ομάδα ΚΟΣΑΠ, φαίνεται ότι ο οικονομικός παράγοντας δεν είναι ο πιο σημαντικός στην ιεράρχηση, εμπειρικό εύρημα το οποίο, όπως ήδη επισημάνθηκε, καταγράφεται και στη διεθνή βιβλιογραφία. Σύμφωνα με την Κεχαγιά (2014) μεγάλος αριθμός των ερωτηθέντων (61,3%) προτάσσει ως βασικό κίνητρο προμήθειας καλαθιού από την ΚΟΣΑΠ, σε σχέση με τις συμβατικές αγορές (σούπερ μάρκετ, λαϊκές αγορές), την καλύτερη ποιότητα που διαθέτουν τα λαχανικά των βιοκαλλιεργητών. Ακολουθούν με σχετική απόσταση: η χαμηλότερη τιμή των προϊόντων του καλαθιού από ομοειδή τρόφιμα στις βιολογικές λαϊκές (36%) και η διάθεσή τους να υποστηρίξουν τις ομάδες ΚΟΣΑΠ, καθώς και τους μικρούς Έλληνες παραγωγούς στο πλαίσιο μιας πολιτικής ιδεολογίας (2,7%). Στο ερώτημα αν «η οικονομική κρίση σας ώθησε να ενταχθείτε σε μία ομάδα ΚΟΣΑΠ», γίνεται φανερό πως η απάντηση ήταν αρνητική, αφού το 53,4% δήλωσε «καθόλου» έως «όχι πολύ», ενώ μόλις το 12% παραδέχτηκε πως ήταν ένας σημαντικός λόγος συμμετοχής στο δίκτυο. Τουναντίον, τα ζητήματα στα οποία οι Έλληνες καταναλωτές έδειξαν να διαφοροποιούνται ως προς την ιεράρχηση των κινήτρων σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας είναι αυτά της προστασίας του περιβάλλοντος και της υποστήριξης της γεωργίας των εγγύς περιαστικών περιοχών. Στη συγκεκριμένη έρευνα τα ζητήματα αυτά ήταν τα λιγότερο σημαντικά για τους καταναλωτές, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να ερμηνευτεί από τη γενικότερη απουσία περιβαλλοντικής κουλτούρας στην Ελλάδα σε ό,τι έχει να κάνει με τις διαδικασίες γεωργικής παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων (καλές γεωργικές πρακτικές, μείωση τροφομιλίων, κ.λπ.). Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από την περαιτέρω διερεύνηση αντιλήψεων και πρακτικών παραγωγών και καταναλωτών μέσω συνεντεύξεων σε βασικούς πληροφορητές του δικτύου των «Αργοναυτών»3

(Οκτώβριος 2014). Πράγματι, παρά την οικονομική κρίση και τη φτωχοποίηση των νοικοκυριών, ιδιαίτερα των αστικών, η συμμετοχή των καταναλωτών σε δίκτυο ΚΥΓ δεν γίνεται καταρχήν για λόγους οικονομίας και ελάφρυνσης του οικογενειακού προϋπολογισμού σε δαπάνες διατροφής. Υπάρχουν καταναλωτές από όλα τα κοινωνικά στρώματα «Έχουμε καταναλωτές απ’ όλα τα στρώματα και ηλικίες, νέα ζευγάρια, άνθρωποι με μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, μεσαία εισοδήματα και φτωχοί… όχι όμως πλούσιους […]» [Αθανασία, συντονίστρια παραγγελιών του βιοκαλλιεργητή]. Αυτό που οι καταναλωτές αναζητούν κατά κύριο λόγο είναι ασφαλή και ποιοτικά τρόφιμα σε προσιτή τιμή, δηλαδή τη βελτιστοποίηση της σχέσης κόστουςωφέλειας σε μια φάση όπου η κρίση οδήγησε γενικότερα σε αναστοχασμό του μοντέλου κατανάλωσης και εξορθολογισμό του οικογενειακού καλαθιού. «Με το καλάθι των λαχανικών αρχίζουμε ν’ αλλάζουμε συνήθειες στο σπίτι. Μαθαίνουμε να τρώμε πιο υγιεινά, εδώ έχουμε ποικιλία λαχανικών […] παλιά στο σούπερ μάρκετ ξελογιαζόμασταν, παίρναμε ένα σωρό άχρηστες τροφές επειδή μας γυάλιζαν στο μάτι και πολλά τα πετούσαμε… και δεν μας ένοιαζε κιόλας. Τώρα παίρνουμε τα απαραίτητα της εβδομάδας και επειδή το καλάθι έχει μπόλικο πράγμα και δεν προλαβαίνουμε να τα καταναλώσουμε δίνουμε και σε κανέναν γείτονα, στους γονείς μας, τίποτα δεν πετιέται πια» [μέλος ΚΟΣΑΠ, γυναίκα, 48 ετών]. Ένα σημαντικό στοιχείο που επίσης προκύπτει από την επιτόπια έρευνα είναι η αλληλεπίδραση παραγωγού και καταναλωτών αφενός από την πρόσωπο- μεπρόσωπο επαφή κατά τη διανομή του καλαθιού και αφετέρου από τις επισκέψεις στο κτήμα του παραγωγού και τη διοργάνωση οικογιορτών. «Εδώ ξέρω από πού παίρνω, μιλώ με τον παραγωγό, μαθαίνω καινούρια πράγματα π.χ., δεν ήξερα τα χλωρά σκόρδα» [μέλος ΚΟΣΑΠ, γυναίκα 42 ετών]. «Τις προάλλες πήγαμε στο κτήμα του καλλιεργητή στα Κιούρκα, είναι μια ωραία εκπαιδευτική διαδικασία με τα παιδιά, μια ωραία σχέση με τον παραγωγό, τη γη, το χωράφι […]. Το καλάθι του παραγωγού μου μοιάζει πολύ έξυπνη ιδέα. Έχεις τη λαχαναγορά στα πόδια σου χωρίς να περιμένεις στις ουρές του σούπερ μάρκετ» [άνδρας ΚΟΣΑΠ, 42 ετών]. Μια πρώτη αποτύπωση της δυναμικής της κοινοτικά υποστηριζόμενης γεωργίας στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας δείχνει ότι το ενδιαφέρον των καταναλω-


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 21

Θ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΑΡΤΑΛΙΔΟΥ

τών εστιάζει κυρίως στην αναζήτηση φρέσκων, υγιεινών και ασφαλών τροφίμων για τα οποία γνωρίζει τον τόπο προέλευσης και τον παραγωγό έναντι των συμβατικών τροφίμων του λιανικού εμπορίου. Με άλλα λόγια, η συμμετοχή σε μια ομάδα ΚΟΣΑΠ δεν αντικατοπτρίζει την (υπαρκτή) ανάγκη ανακούφισης του οικογενειακού προϋπολογισμού εξαιτίας της κρίσης (απουσία μεσαζόντων), αλλά την αλλαγή καταναλωτικού προτύπου και τη διάθεση εξορθολογισμού του οικογενειακού καλαθιού σε τρόφιμα (βελτιστοποίηση σχέσης κόστουςωφέλειας, ελαχιστοποίηση σπατάλης). Συμπέρασμα- Συζήτηση Η ανάπτυξη διεθνώς της Κοινοτικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας ως μιας εναλλακτικής μορφής αγροτροφικού δικτύου είναι αποτέλεσμα διεργασιών συνυφασμένων τόσο με τα φαινόμενα αγροτικής αναδιάρθρωσης (οικονομική διαφοροποίηση, αλλαγές στη γεωργία, κοινωνική ανασύνθεση, περιβαλλοντικές μεταβολές), ιδιαίτερα στις περιαστικές αγροτικές περιοχές (εντονότερες πιέσεις της αστικοποίησης), όσο και της ποιοτικής στροφής της κατανάλωσης προς τα τοπικά συστήματα τροφίμου. Οι αγρότες αναζητούν νέους καινοτόμους τρόπους παραγωγής και απευθείας διάθεσης του προϊόντος σε κοντινές αγορές, ενώ οι αστοί καταναλωτές στρέφονται στα μικρά δίκτυα τοπικών τροφίμων και στη γεωργία της γειτονικής περιοχής. Πέρα όμως από την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων, τους καταναλωτές ενδιαφέρει επίσης η οικοδόμηση μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τον παραγωγό, και μέσω αυτού να έρθουν σε επαφή με τις αγροτικές αξίες, να συμβάλλουν στη διατήρηση του περιβάλλοντος (βιολογική καλλιέργεια, μείωση τροφομιλίων4) και να συμμετέχουν σε μια τοπική κοινότητα όπου τους συνδέουν κοινές ιδεολογίες και αντιλήψεις. Οι τάσεις αυτές συνυφαίνονται μέσα στους δημόσιους λόγους (πολιτικούς και επιστημονικούς) γύρω από τα τοπικά συστήματα τροφίμων, φέρνοντας το ζήτημα της τροφής και της επισιτιστικής ασφάλειας των πόλεων στην ατζέντα των δημόσιων πολιτικών στο πλαίσιο του αστικού αγροτροφικού σχεδιασμού (Pothukuchi και Kaufman 1999). Σε κάθε περίπτωση, αυτές οι κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές διεργασίες αντανακλούν το αυξανόμενο κοινωνικό αίτημα για (επανα)τοπικοποίηση των αγροδιατροφικών συστημάτων και (επαν)οικειοποίηση των διαιτητικών μας προτύπων (Ανθοπούλου κ.ά. 2013).

Στην Ελλάδα η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία ανακαλύπτεται πολύ πρόσφατα και εν μέσω κρίσης Το πρώτο δίκτυο παραγωγών-καταναλωτών στην Αττική (2012), οι «Αγροναύτες», καταγράφει κυρίως νέους ηλικιακά και μορφωμένους καταναλωτές, οι οποίοι προμηθεύονται το εβδομαδιαίο καλάθι φρέσκων λαχανικών όχι για λόγους οικονομικής ελάφρυνσης σε δαπάνες για τρόφιμα, αλλά πρωτίστως από ανησυχία για την ποιότητα της τροφής που βάζουν στο οικογενειακό τραπέζι. Φαίνεται πώς η πρόσφατη οικονομική κρίση δεν επηρέασε ευθέως τις καταναλωτικές συμπεριφορές αυτών των νοικοκυριών, με την έννοια της άμεσης περικοπής της οικογενειακής δαπάνης στα βασικά τρόφιμα. Την επηρέασε εμμέσως με τη βελτίωση της ποιότητας της όλης οικογενειακής δίαιτας (φρέσκα, εποχικά, βιολογικά) και κατ’ αυτόν τον τρόπο με τη βελτίωση της σχέσης κόστους-ωφέλειας (φτηνότερα από τα αντίστοιχα των συμβατικών δικτύων διανομής). Με άλλα λόγια, η κρίση οδήγησε σε αναστοχασμό του όλου μοντέλου κατανάλωσης (μείωση σπατάλης σε άχρηστη και χαμηλής διατροφικής αξίας τρόφιμα), παράλληλα με την ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στην τροφή και την αποκαλούμενη «τροφική δικαιοσύνη» (Gotlieb και Joshi 2013, Renting et al. 2012). Αν και διανύει ακόμα μια πρώτη φάση, όπου οι καταναλωτές δεν προπληρώνουν προς το παρόν το καλάθι της σεζόν ώστε να μοιράζονται με τους παραγωγούς ευθύνες, κινδύνους και οφέλη και να συμμετέχουν κατ’ αυτήν την έννοια ενεργά στη διαδικασία παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων, η Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία δείχνει να κερδίζει έδαφος ενώ εξαπλώνονται οι ομάδες ΚΟΣΑΠ σε γειτονιές της Αθήνας και δειλά και στη Θεσσαλονίκη. Όπως εξάλλου εξαπλώνονται και άλλες μορφές εναλλακτικών, αλληλέγγυων και τοπικών δικτύων αγροτροφίμου με προεξέχουσα την αστική γεωργία και τις «χωρίς μεσάζοντες» διανομές τροφίμου. Φαίνεται πως οι καταναλωτές στην Ελλάδα, εξοικειωμένοι να προμηθεύονται τρόφιμα μέσω προσωπικών τους γνωριμιών και άτυπων δικτύων (συγγενών, συγχωριανών, γνωστών τους προσώπων) και έχοντας σχετικά διατηρήσει πολιτισμικές αναφορές και δεσμούς με τον αγροτικό χώρο, ενστερνίζονται αυτές τις καινοφανείς μορφές αλληλέγγυας γεωργίας. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιείται είναι ότι θα πρέπει να μετακινηθούν από το ατομικό επίπεδο (προσωπικά δίκτυα αγοράς) στο συλλογικό, το

21


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 22

22

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 13-23

οποίο αντιπροσωπεύει η κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία. Να μετακινηθούν, κατ’ επέκταση, σε περισσότερο συμμετοχικές στάσεις και αντιλήψεις για την παραγωγή και την κατανάλωση τροφίμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το καλάθι θα αντανακλά πράγματι την ενεργό συμμετοχή παραγωγών και καταναλωτών σε μια κοινότητα πολιτών που ενδιαφέρονται για το περιβάλλον, τη δημόσια υγεία, την ποιότητα των τοπικών τροφίμων, τη διατήρηση της οικογενειακής γεωργίας στις περιαστικές περιοχές, την ενεργό στήριξη των μικρών γεωργών (Παρταλίδου 2014α), τις αξίες του κοινοτισμού. Στη συλλογιστική αυτή, το καλάθι θα αντανακλά ιδιωτικά και δημόσια αγαθά αποτυπώνοντας για άλλη μια φορά την αποκαλούμενη πολυλειτουργικότητα της γεωργίας και του αγροτικού χώρου.

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Allaire, G. (2011) « Petits agriculteurs et marchés locaux dans le contexte de la politique européenne de la qualité, Parlement Européen-DG Politiques Internes de l’Union- Agriculture et Développement Rural » (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα http://ec.europa.eu/agriculture/quality/policy/qualitypackage-2010/index_en.htm ). Ballingall, J. και Winchester, N. (2010) “Food Miles: Starving the Poor?”,. World Economy 33: 1201–1217. doi: 10. 1111/ j.1467-9701.2010.01270.x. Bougherara, D., Grolleau, G. και Mzoughi, N. (2009) “Buy local, pollute less: What drives households to join a community supported farm?”, Ecological Economics 68: 1488-1495. Brown, C. και Miller, S. (2008) “The impacts of local markets: a review of research on farmer’s markets and Community Supported Agriculture (CSA)”, American Journal of Agriculture Economics 90(5):1296-1302. Cooley J.P. και Lass, D.A. (1998) “Consumer Benefits from Community Supported Agriculture Membership”, Review of Agricultural Economics 20(1): 227-237. Cox, R., Holloway, L., Venn, L., Dowler, L. Hein, R. J., Kneafsey, M. και Tuomainen, H. (2008) “Common ground? Motivations for participation in a community-supported agriculture scheme”, Local environment 13(3): 203–218. Feenstra, G. (1997) “Local food systems and sustainable communities”, American Journal of Alternative Agriculture, 12(1): 28-36. Flora, C.B. και Bregendahl, C. (2012) “Collaborative Communitysupported Agriculture: Balancing Community Capitals for Producers and Consumers”, International Journal of Sociology of Agriculture and Food 19(3):329-346. Goodman, D. (2003) “The quality ‘turn’ and alternative food practices: reflections and agenda”, Journal of Rural Studies, 19(1): 1-7.

Gotlieb, R and Joshi, A. (2013) Food Justice, The MIT Press. Grey, M.A. (2000) “The industrial food stream and its alternatives in the United States: an introduction”, Human Organization, 2:14-150. Guidi, F. (2009) «Filiera corta: percorsi di innovazione tecnici, organizzativi e sociali nella gestione strategica delle nicchie. Esperienze in Toscana e in Provenza», [Dissertation thesis], Alma Mater Studiorum Università di Bologna. Dottorato di ricerca in Cooperazione internazionale e politiche per lo sviluppo sostenibile, 21 Ciclo. DOI 10.6092/unibo/amsdottorato/2058. Hayden, J. και Buck, D. (2012) “Doing community supported agriculture: Tactile space, affect and effects of membership”, Geoforum 43:332-341. Hinrichs, C.C. (2000) “Embeddedness and local food systems: notes on two types of direct agricultural market»” Journal of Rural Studies 16:295-30. llbery,B. και Kneafsey, Μ. (1998) “Product and place European”, Urban and Regional Quality Studies, 5(4):329�341. Jarosz, L. (2008) “The city in the country: Growing alternative food networks in Metropolitan areas”, Journal of Rural Studies 24:231–244. Lang, B.K. (2010) “The Changing Face of Community-Supported Agriculture”, Culture & Agriculture 32(1):17-26. Lea, Ε., Phillips, J. Ward, Μ. και Worsley, A. (2006) “Farmers’ and Consumers’ Beliefs About Community-Supported Agriculture in Australia: A Qualitative Study”, Ecology of Food and Nutrition 45(2): 61-86. Macias, T. (2008) “Working towards a just, equitable, and local food system: The social impact of Community-Based Agriculture”, Social Science Quarterly, 89(5): 1087-1101. MacMillan Uribe, A.L., Winham, D.M. και Wharton, C.M. (2012) “Community supported agriculture membership in Arizona. An exploratory study of food and sustainability behaviours”, Appetite 59:431-436. McLaughlin, P. και Merrett, C. (2002) “Community Supported Agriculture: Connecting Farmers and Communities for Rural Development”, Rural Research Report, 13(10): 1-8. Muchnick, J. (2010) “Localised agr-food systems: concepts development and diversity of situations”, Sviluppo locale, 14(35): 3-20. Murdoch, J., Marsden, T. και Banks, J., (2000) “Quality, nature and embeddedness: some theoretical considerations in the context of the food sector”, Economic Geography, 76(2): 107125. O’Hara, S.U. και Stagl, S. (2001) “Global Food Markets and Their Local Alternatives: A Socio-Ecological Economic Perspective”, Population and Environment: A Journal of Interdisciplinary Studies 22(6):533-554. Pothukuchi, Κ. και Kaufman, J.L. (1999) “Placing the food system on the urban agenda: The role of municipal institutions in food systems planning”, Agriculture and Human Values 16: 213–224. Renting, H., Marsden, T. και Banks, J. (2003) “Understanding alternative food networks: exploring the role of shor food supply chains in rural development”, Environment and Planning A, 35: 393-411. Renting, H., Schermer, M. και Rossi, A. (2012) “Building Food Democracy: Exploring Civic Food Networks and Newly


002_Layout 1 25/05/2015 9:43 π.μ. Page 23

Θ. ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΠΑΡΤΑΛΙΔΟΥ

Emerging Forms of Food Citizenship”, Intl. Jrnl. of Soc. of Agr. & Food,19(3): 289-307. Saltmarsh, Ν., Meldrum, J. και Longhurst, Ν. (2011) “The impact of community supported agriculture. The final report of Provenance’s evaluation for the Soil Association’s project to support CSA” (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα http:// www.soilassociation.org/LinkClick.aspx?fileticket=l3kfHn Nhvxg%3D&tabid=373). Schlicht, S., Volz, P. και Le Gallic, T. (2014) “Community Supported Agriculture: An overview of characteristics, diffusion and political interaction in France, Germany, Belgium and Switzerland” (διαθέσιμο από την ιστοσελίδα http:// www.agronauten.net/wp-content/uploads/2014/03/Community-Supported-Agriculture-An-overview-of-characteristics-diffusion-and-political-interaction-in-France-Germany-Belgium-and-Switzerland.pdf). Shaw, H. (2006) “Food Deserts: Towards the Development of a Classification”, Geografiska Annaler: Series B, Human Geography, 88(2): 31–247. Tregear, A. (2011) “Progressing knowledge in alternative and local food networks: Critical reflexions and a research agenda”, Journal of Rural Studies, 27: 419-430. Weatherell, C., Tregear, A. και Allinson, J. (2003) “In search of the concerned consumer: UK public perceptions of food, farming and buying local”, Journal of Rural Studies, 19:233244. Whatmore, S., Stassart, P. και Renting, H. (2003) “What’s alternative about alternative food networks? Guest editorial”, Environmental and Planning A, 35: 389-391.

Ελληνόγλωσση Ανθοπούλου, Θ., Παρταλίδου, Μ. και Κεχαγιά, Β. (2014) «Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία. Βραχείες αλυσίδες διανομής τροφίμου και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου». Εισήγηση που παρουσιάστηκε στο 10ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας. Η Γεωγραφία στην Εποχή της Κρίσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 22-24 Οκτωβρίου. Ανθοπούλου, Θ., Παρταλίδου, Μ., Νικολαΐδου, Σ., Κολοκούρης, Ο. και Μωυσίδης, Α. (2013) Αστική Γεωργία. Κοινωνική ένταξη και Βιώσιμη Πόλη. Μελέτη δύο αστικών δημοτικών αγροκηπίων (Δήμοι Θέρμης και Αλεξανδρούπολης). Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο- ΚΕΚΜΟΚΟΠ, 330 σελ. Κεχαγιά, Β. (2014) Αλληλέγγυες συμπράξεις γεωργών και καταναλωτών. Η περίπτωση της Κοινοτικά Στηριζόμενης Αγροτικής Παραγωγής (ΚΟ.Σ.Α.Π.) στην Αττική. Πτυχιακή Διατριβή, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας, Τμήμα Γεωπονίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κεχαγιά Β. και Παρταλίδου, Μ. (2014) «Αλληλέγγυες συμπράξεις γεωργών- καταναλωτών. Η περίπτωση της Κοινοτικά Στηριζόμενης Αγροτικής Παραγωγής (ΚΟ.Σ.Α.Π.) στην Αττική». 13ο Πανελλήνιο Συνέδριο Αγροτικής Οικονομίας, Ο ρόλος του αγροτικού τομέα στην παρούσα κρίση. Αθήνα 2122 Νοεμβρίου (πρακτικά υπό έκδοση). Muchnik, J. και Ανθοπούλου, Θ. (2013) «Τοπικοποιημένα Αγροδιατροφικά Συστήματα (SYAL) και αγροτική ανάπτυξη:

ένα νέο παράδειγμα», στο Ανθοπούλου, Θ. (επιμ.), Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τοφίμων. Μια εδαφική προσέγγιση των αγροτικών περιοχών, Αθήνα: Gutenberg, 3553. Παρταλίδου, Μ. (2014) Επανακτώντας τη ‘χαμένη σχέση’ με τη γη και τα τρόφιμα. Ερευνητικό έργο στο πλαίσιο της Δράσης «Ενίσχυση ερευνητών στη βαθμίδα του Λέκτορα». Τελική έκθεση αποτελεσμάτων. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Woods, Μ. (2011) Γεωγραφία της Υπαίθρου. Διαδικασίες, αποκρίσεις και εμπειρίες αγροτικής αναδιάρθρωσης. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

Σημειώσεις 1. Πρόκειται για την «κυρίαρχη τάση πολιτικής στη γεωργία από τη δεκαετία του 1940 έως τα μέσα του 1980 με σκοπό την αύξηση της γεωργικής παραγωγής. Περιλαμβάνει εντατικοποίηση και εκβιομηχάνιση της γεωργίας, την εισαγωγή αγροχημικών, την εξειδίκευση καλλιεργειών κ.λπ. με την έντονη υποστήριξη των κρατικών επιδοτήσεων» (Woods 2011: 107). 2. Η έρευνα διεξήχθη την άνοιξη 2014 στους τόπους συνάντησης παραγωγού και καταναλωτών σε γειτονιές της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας με τη χρήση ερωτηματολογίων που απευθύνθηκαν στους καταναλωτές. Το σύνολο των απαντημένων και επεξεργασμένων συνεντεύξεων ανέρχεται στα 75 (βλ. περισσότερα σχετικά με τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα της έρευνας στους καταναλωτές στο Κεχαγιά (2014) και Κεχαγιά και Παρταλίδου (2014). 3. Τα ποσοτικά στοιχεία της έρευνας της Κεχαγιά (2014) διερευνήθηκαν περεταίρω με συμμετοχική παρατήρηση και ανάλυση περιεχομένου ημι-κατευθυνόμενων συνεντεύξεων σε πληροφορητές- κλειδί στην ΚΟΣΑΠ Χαλανδρίου. Συγκεκριμένα ερωτήθηκαν παραγωγοί του δικτύου (δύο άτομα), συντονιστές του δικτύου από πλευράς των παραγωγών και των καταναλωτών (δύο άτομα) και καταναλωτές (τρία άτομα) (έρευνα σε εξέλιξη). 4. Δηλαδή η απόσταση που διανύουν ταξιδεύοντας τα τρόφιμα από το χωράφι μέχρι το πιάτο του καταναλωτή (Ballingall and Winchester 2010). Διακτυακοί τόποι i. http://www.joaa.net/english/teikei.htm ii. http://www.reseau-amap.org/amap.php. iii. http://www.localit.gr/archives/tag/%CE%B4%CE%B7% CE% BC%CE%BF%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%CE%BB%CE%B1%CF%87%CE%B1%CE%BD%CF%8C%C E%BA%CE%B7%CF%80%CE%BF%CF%82 iv. http://agroselliniko.blogspot.gr/ , http://perka.org/ v. http://agronaftes.blogspot.gr/

23


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 24

24

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ, ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΡΟΦΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ: ΜΙΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΩΣ ΜΙΑ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Γιώργος Γριτζάς*, Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος **, Ειρήνη-Εριφύλη Τζέκου *** Περίληψη Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βιώνει μία έξαρση δημιουργίας εναλλακτικών εγχειρημάτων σε πάρα πολλούς τομείς της οικονομίας. Μεταξύ αυτών των εγχειρημάτων αξιόλογη θέση κατέχουν όσα σχετίζονται με την αγροτροφική αλυσίδα. Ωστόσο, πριν επιχειρηθεί η διερεύνηση των Εναλλακτικών Αγροτροφικών Δικτύων (ΕΑΤΔ), είναι αναγκαίο πρώτα να γίνει κατανοητή η ένταξή τους στην ευρύτερη συζήτηση που αφορά τις ποικίλες οικονομίες και τους εναλλακτικούς –οικονομικούς και πολιτικούς– χώρους, η οποία απασχολεί με αυξανόμενη ένταση τη Γεωγραφία την τελευταία εικοσαετία. Οι εναλλακτικοί χώροι χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία και πολλοί διερευνούν τον βαθμό ετερότητας ορισμένων μορφών τους, συγκριτικά με αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συμβατικό, ενώ άλλοι προσπαθούν να αναδείξουν τα μετα-καπιταλιστικά χαρακτηριστικά τους. Στο πλαίσιο αυτό, θα παρακολουθήσουμε την ειδικότερη συζήτηση για τα ΕΑΤΔ, με σκοπό να αναδείξουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις, έτσι ώστε να υπάρξει μία αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης.

Alternative spaces, diverse economies and agrofood networks: A review of the wider debate as s kick-off point to explore the Greek case Giorgos Gritzas, Karolos-Iosif Kavoulakos, Irini-Erifili Tzekou Abstract In recent years, Greece has become the field of a rapid creation of alternative ventures in many economic sectors. Among these ventures, those related to the agro-food chain (Alternative Food Networks – AFNs) hold a remarkable place. In examining their role, first we have to understand their integration into the broader debate about diverse economies and alternative -economic and political- spaces, which has been become quite intense in the field of Geography in the past twenty years. Alternative spaces are characterized by great diversity and many scholars have been investigating the grade of alterity that define these spaces in comparison with spaces of the mainstream economy, while others have tried to reveal their post-capitalist features. In this context, we will follow the special discussion on AFNs in order to highlight the different approaches and create a starting point for exploring the Greek case.

(*) Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ, ggritzas@auth.gr (**) Λέκτορας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ, kkavoula@gmail.gr (***) Υπ. Διδάκτωρ, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ, irini1988@hotmail.com


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 25

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα βιώνει μία έξαρση δημιουργίας νέων εναλλακτικών εγχειρημάτων σε πάρα πολλούς τομείς της οικονομίας, γεγονός που συμπίπτει χρονικά με την περίοδο της οικονομικής κρίσης, χωρίς αυτή να αποτελεί τη μοναδική αιτία της προαναφερόμενης έκρηξης. Μεταξύ αυτών των εγχειρημάτων αξιόλογη θέση κατέχουν όσα σχετίζονται με την αγροτροφική αλυσίδα και ενδεικτική της ποικιλίας αυτού του οικονομικού χώρου μπορεί να θεωρηθεί η συνάντηση 103 ανάλογων εγχειρημάτων το 2014 στην Αθήνα (Αλληλεγγύη για όλους, 2014). Ωστόσο, πριν κάποιος επιχειρήσει να μιλήσει για τα Εναλλακτικά Αγροτροφικά Δίκτυα (ΕΑΤΔ) οφείλει να κατανοήσει την ένταξή τους στην ευρύτερη συζήτηση που αφορά τους εναλλακτικούς -οικονομικούς και πολιτικούς- χώρους, η οποία απασχολεί με αυξανόμενη ένταση την επιστήμη της Γεωγραφίας την τελευταία εικοσαετία (μεταξύ άλλων Fuller et al., 2010; Gibson-Graham, 1996, 2006a,; Gibson-Graham, Cameron et al., 2013a; Leyshon et al., 2003; Zademach and Hillebrand, 2013). Σύμφωνα με τα παραπάνω, στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τον διάλογο για τα Εναλλακτικά Αγροτροφικά Δίκτυα, όπως αυτός λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της συζήτησης για τους εναλλακτικούς χώρους, με απώτερη επιδίωξη να ληφθεί υπόψη η ελληνική περίπτωση στα όρια της σχετικής έρευνας. Η σύγχρονη ένταση του διαλόγου, οι εναλλακτικοί χώροι έχουν αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης, σχετικά με τη δυνατότητά τους να συμβάλλουν στην αλλαγή του κοινωνικο-οικονομικού γίγνεσθαι, από την εποχή των Marx και Proudhon, όταν ο πρώτος διαφωνεί με την άποψη ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν να αντισταθούν στην κυριαρχία του καπιταλισμού, ενώ ο δεύτερος συμφωνεί. Από την εποχή εκείνη, οι εναλλακτικοί χώροι έκαναν την εμφάνισή τους σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας, όπως, π.χ.,τα εναλλακτικά ανταλλακτικά δίκτυα σε ό,τι αφορά τις συναλλαγές, τα αλληλοασφαλιστικά ταμεία, σε ό,τι αφορά τη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα, τους καταναλωτικούς και παραγωγικούς συνεταιρισμούς και βέβαια τα εναλλακτικά αγροτροφικά δίκτυα (Moulaert και Ailenei, 2005). Ωστόσο, σε μία εποχή παγκοσμίων πολέμων και αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι συζητήσεις για το κράτος και τον ρυθμιστικό του ρόλο ήταν κυρίαρχες, αφήνοντας πολύ λίγο χώρο για την ανάδειξη των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να προ-

σφέρουν οι εναλλακτικοί χώροι. Στη συνέχεια, οι δεκαετίες του 1960 και 1970 αποτέλεσαν την αρχή γέννησης πληθώρας εναλλακτικών εγχειρημάτων, τα οποία αμφισβητούσαν τον τρόπο διαχείρισης και επίλυσης των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, ενώ παράλληλα προσπαθούσαν να λειτουργήσουν στη βάση άλλων αρχών και αξιών. Παράλληλα, η κρίση του κράτους πρόνοιας θα οδηγήσει τη δεκαετία του 1980 στις προσπάθειες απαξίωσής του και στην ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού ως τη μοναδική λύση μετά και την υιοθέτηση του δόγματος ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Αυτή τη δεκαετία η ακαδημαϊκή συζήτηση περιστρέφεται έντονα γύρω από ζητήματα που αφορούν την κοινωνική οικονομία και τον τρίτο τομέα, ενώ πολλοί θεωρούν ότι αυτή είναι δυνατόν να υποκαταστήσει το αποτυχημένο κράτος πρόνοιας. Οι επόμενες δεκαετίες φέρνουν στο προσκήνιο την παγκοσμιοποίηση και παράλληλα με περισσότερη ένταση τα νέα κοινωνικά κινήματα, τα οποία έρχονται σε ρήξη με τους κυρίαρχους πολιτιστικούς κώδικες, ενώ συγχρόνως δημιουργούν νέους (Melucci, 1996). Ο ρυθμός γέννησης των εναλλακτικών χώρων μεγαλώνει περισσότερο, ενώ συνεχίζει να βαίνει αυξανόμενος έως τις μέρες μας, συνεπικουρούμενος τόσο από τη δράση των νέων κοινωνικών κινημάτων, όσο και από τη στήριξη της κοινωνικής οικονομίας από κρατικές πολιτικές. Όπως θα δούμε στην πρώτη ενότητα του άρθρου, αυτοί οι εναλλακτικοί χώροι χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία, ενώ πολλοί αμφισβητούν τη σημαντική ετερότητα ορισμένων μορφών τους συγκριτικά με αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμβατικό. Στο πλαίσιο αυτό, στη δεύτερη ενότητα θα παρακολουθήσουμε την ειδικότερη συζήτηση για τα ΕΑΤΔ έτσι ώστε να αναδείξουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις και τα ανοικτά ζητήματα. Παράλληλα, στο τέλος της ίδιας ενότητας, με μία ενδεικτική αναφορά στην ποικιλία των αντίστοιχων εγχειρημάτων που εμφανίζονται στην Ελλάδα (από την καταγραφή μίας συνάντησής τους το 2014) επιθυμούμε να αναδείξουμε ότι η ελληνική περίπτωση είναι υπαρκτή και υπό την έννοια αυτή η επισκόπηση της διεθνούς συζήτησης, που είναι ο μοναδικός στόχος του άρθρου, μπορεί να αποτελέσει μία αφετηρία για την έρευνά τους.

25


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 26

26

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

1. Η σύγχρονη συζήτηση για τις ποικίλες οικονομίες και τους εναλλακτικούς οικονομικούς και πολιτικούς χώρους Στην ακαδημαϊκή συζήτηση, ένας από τους σημαντικότερους σταθμούς στην έρευνα των εναλλακτικών χώρων ήταν η προσέγγιση της Gibson-Graham,1 όπως διατυπώθηκε στο βιβλίο της The End of Capitalism (as we knew it) του οποίου η πρώτη έκδοση έγινε το 1996, ενώ ακολούθησε μία δεύτερη το 2006 παράλληλα με τη δημοσίευση του δεύτερου βιβλίου της A Postcapitalist Politics (Gibson-Graham, 1996, 2006a, 2006b). Η Gibson-Graham ασκεί κριτική στη στρουκτουραλιστική αντίληψη σχετικά με την κυριαρχία του καπιταλισμού, η οποία υποστηρίζει πως οποιοδήποτε διαφορετικό είδος επιχείρησης, τρόπου αμοιβής της εργασίας και συναλλαγών, πέραν της καπιταλιστικής επιχείρησης, της μισθωτής εργασίας και της αγοράς αντίστοιχα, είτε αποτελεί απλά μία διαφορετική έκφραση των αρχών του καπιταλιστικού συστήματος, είτε είναι καταδικασμένο να αποτύχει εξαιτίας της κυρίαρχης δύναμης του συστήματος που δεν επιτρέπει εναλλακτικές λύσεις. Ωστόσο, μία τέτοια αντίληψη τείνει να αγνοήσει τους πολλούς διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους λειτουργεί ήδη καθημερινά η οικονομία. Ειδικότερα, όπως φαίνεται στον πίνακα 1, σε ότι αφορά τις συναλ-

Πίνακας 1: Ποικίλες οικονομίες Πηγή: Gibson-Graham (2006α:71)

λαγές διαπιστώνεται, εκτός της ελεύθερης αγοράς, η ύπαρξη εναλλακτικών αγορών (π.χ., δίκαιου εμπορίου, δικτύων ανταλλαγών χωρίς επίσημο νόμισμα, αντιπραγματισμού, «μαύρης» αγοράς κ.ο.κ), αλλά και οικονομιών εκτός αγοράς (π.χ., τα δώρα, τα κοινωνικά παντοπωλεία, η συλλογή τροφής, η κλοπή κ.ο.κ). Σχετικά με την αμοιβή της εργασίας, αναδεικνύονται εναλλακτικοί τρόποι πληρωμής πλην του μισθού (π.χ., η αυτοαπασχόληση, η αμοιβή προς τα μέλη των συνεταιρισμών, η αμοιβαία παροχή εργασίας, η αμοιβή σε είδος κ.ο.κ), αλλά και εργασίες που δεν αμείβονται (π.χ., η εργασία στο σπίτι, η φροντίδα της οικογένειας, ο εθελοντισμός, η δουλεία κ.ο.κ). Τέλος, σε ότι αφορά το είδος των επιχειρήσεων, εκτός της καπιταλιστικής, αναδεικνύεται η ύπαρξη εναλλακτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων (π.χ., η κρατική επιχείρηση, η κοινωνικά υπεύθυνη επιχείρηση, η μη κερδοσκοπική επιχείρηση κ.ο.κ), αλλά και μη καπιταλιστικών επιχειρήσεων (π.χ. η κοινοτική επιχείρηση, η φεουδαρχική επιχείρηση, η δουλοκτητική επιχείρηση κ.ο.κ). Όλοι αυτοί οι διαφορετικοί τύποι συνυπάρχουν, δομώντας ένα μωσαϊκό στο οποίο ο καπιταλισμός αποτελεί μόνο μία εκδοχή οικονομικών σχέσεων. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στον πίνακα αυτόν κάθε τύπος δεν είναι απαραίτητα διακριτός από τους άλλους, γιατί ο στόχος δεν είναι η κατάταξη υφιστάμενων οικονομικών σχέσεων σε αυστηρές προϋπάρχουσες κατηγορίες. Η Gibson-Graham


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 27

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

(2006α:70) χρησιμοποιεί τη «μεταφορά του παγόβουνου» για να δείξει ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις είναι ένα ορατό, ωστόσο μικρό κομμάτι της οικονομικής ζωής, ενώ κάτω από το νερό υπάρχει ένα μεγάλο σύνολο αθέατων οικονομιών. Αντί λοιπόν να αναζητούμε τους νόμους του συστήματος που επιβάλλονται στους ανθρώπους, όπως συνήθως κάνουν οι στρουκτουραλιστικές προσεγγίσεις, η Gibson-Graham (2008) μας καλεί να δούμε την οικονομία ως ποικιλία (diverse economies), όπου η κυριαρχία δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, αλλά αποτέλεσμα μιας μάχης που δίνεται διαρκώς και το αποτέλεσμα της οποίας είναι πάντα ανοιχτό. Η προαναφερόμενη αντίληψη στηρίζεται στην έννοια της επιτελεστικότητας (performativity) όπως αυτή αναπτύχθηκε στο έργο της Judith Butler (1993). Σύμφωνα με τον Healy (2009: 338) ως επιτελεστικότητα μπορούμε να ορίσουμε «μια θεωρία κατά την οποία ο λόγος συμμετέχει στη διαμόρφωση της πραγματικότητας την οποία στοχεύει να παρουσιάσει». Έχοντας μία τέτοια οπτική για το ρόλο του λόγου και της θεωρίας, κεντρική θέση της προσέγγισης είναι ότι ο καπιταλισμός δεν πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων κυρίαρχος, υπό την έννοια ότι η κυριαρχία είναι το αποτέλεσμα της δράσης κάθε στιγμή διαφορετικών δυνάμεων, μεταξύ των οποίων και η ίδια η εκ των προτέρων αποδοχή, στον τρόπο σκέψης και τον λόγο, αυτής της κυριαρχίας. Αντίστοιχα οι εναλλακτικοί χώροι δεν πρέπει να θεωρηθούν εκ των προτέρων ως περιθωριακά φαινόμενα τα οποία είναι καταδικασμένα σε ενσωμάτωση ή αποτυχία, αλλά ως το δυνατό αποτέλεσμα αλλαγής που προκύπτει, αφενός με τη δράση της δύναμης του λόγου για την ηθική αξία διαφορετικών οικονομικών πρακτικών (πολλές από τις οποίες ήδη υπάρχουν) και αφετέρου με τη δύναμη του παραδείγματος και των αποτελεσμάτων των ίδιων των εναλλακτικών οικονομικών πρακτικών, τις οποίες δημιουργούν τα υποκείμενα που υιοθετούν τον προαναφερόμενο λόγο. Ο Jonas (2010) αποδεχόμενος την ποικίλη έκφραση της οικονομίας, θεωρεί πως η έννοια «εναλλακτικό» υπονοεί την τοποθέτηση σε σχέση με κάτι «άλλο», στο οποίο αντιτίθεται και το οποίο αντικαθιστά, γεγονός που όμως δεν συμβαίνει πάντοτε. Για αυτόν τον λόγο προτείνει την υιοθέτηση της έννοιας της «ετερότητας» (alterity) ως περισσότερο χρήσιμης επειδή είναι εσωτερική, και εντός ενός πλαισίου που περιλαμβάνει τα

εναλλακτικά εγχειρήματα, χωρίς να είναι απαραίτητη μία αντιδιαστολή ή εύρεση της σχέσης αυτών των εναλλακτικών με άλλα μη-εναλλακτικά εγχειρήματα, αλλά η ανάδειξη της ύπαρξής τους στο πλαίσιο μιας ποικίλης οικονομίας. Παράλληλα, ο ίδιος συγγραφέας υποστηρίζει ότι η έννοια της ετερότητας παραπέμπει στην ποικιλία και στην εξάρτηση από το κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικό (κοινωνικό πλαίσιο που επικρατεί σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές και σε συγκεκριμένους τόπους, με αποτέλεσμα η μορφή της εξάρτησης να είναι χωρο-χρονικά δυναμική. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι Fuller και Jonas (2003) θεωρούν ότι υπάρχουν τρεις κατηγορίες εναλλακτικών εγχειρημάτων που εμφανίζουν διαφορετική ετερότητα. Συγκεκριμένα μπορεί τα εναλλακτικά εγχειρήματα να είναι: (α) αντιτιθέμενα (oppositional), δηλαδή εγχειρήματα στα οποία οι συμμετέχοντες είναι ενεργά και συνειδητά εναλλακτικοί, ενσωματώνοντας το «διαφορετικό» με όρους λειτουργίας και αξιών, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν μία άρνηση των χαρακτηριστικών της ταυτότητας των κυρίαρχων τάσεων, (β) υποκατάστατα (substitute), δηλαδή εγχειρήματα που επέχουν το ρόλο του υποκατάστατου άλλων εγχειρημάτων, τα οποία δεν είναι παρόντα ή ήταν στο παρελθόν και απέτυχαν και τα οποία μπορεί να είναι (αλλά και να μην είναι) εναλλακτικά με την έννοια που περιγράψαμε στο (α) και τέλος (γ) επιπρόσθετα (additional), δηλαδή εγχειρήματα που αντιπροσωπεύουν μία επιπρόσθετη επιλογή σε άλλα υφιστάμενα, ενώ δε γίνονται απαραίτητα διακριτά ως εναλλακτικά με τον τρόπο που περιγράψαμε στο (α). Ο Lee (2010) εντάσσει τις προαναφερόμενες κατηγορίες σε μία κλίμακα ταξινόμησης ανάλογα με τον «βαθμό ετερότητάς τους» (grade of alterity), ο οποίος σχετίζεται με τη δύναμη μετασχηματισμού (επί των προσδιοριστικών παραγόντων της οικονομικής γεωγραφίας ενός τόπου) που έχει ένα εναλλακτικό εγχείρημα και το είδος της πολιτικής που ενσωματώνει. Πλην των τριών κατηγοριών εναλλακτικών εγχειρημάτων των Fuller και Jonas (αντιτιθέμενα, υποκατάστατα και επιπρόσθετα) προσθέτει επιπλέον (α) τα εναλλακτικά εγχειρήματα «εκτόπισης» (displacement alternatives) τα οποία θεωρεί ως εγχειρήματα ανατροπής των υφιστάμενων οικονομικών γεωγραφιών και αντικατάστασής τους από άλλες, (β) τις μη-οικονομικές οικονομικές γεωγραφίες (non-economic economic geographies), οι οποίες βασίζονται σε αξίες που δεν

27


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 28

28

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

διαμορφώνονται από οικονομικά κίνητρα και τέλος (γ) τον πολυποίκιλο καπιταλισμό (variegated capitalism), τον οποίο τοποθετεί στην αρχή του πίνακα ταξινόμησης και τον θεωρεί ως αποτέλεσμα διαμόρφωσης ποικίλων μορφών του, ανάλογα με την ιστορική γεωγραφία των ιδιαίτερων συνθηκών κάθε τόπου, εντός του οποίου αναπτύσσεται και σε αντιδιαστολή με τη θεώρηση ενός μοναδικού παγκόσμιου καπιταλισμού. Παράλληλα, θεωρεί ότι εκτός του βαθμού ετερότητας, υπάρχουν και διαφορετικές μορφές ετερότητας. Ειδικότερα, υφίστανται (α) λειτουργικά εναλλακτικές μορφές (operational alternatives) που αφορούν τη διαφορετική οργάνωση της παραγωγής/αναπαραγωγής (π.χ., συνεταιρισμοί, τράπεζες χρόνου κ.ο.κ). Τέτοιες εναλλακτικές μορφές θεωρεί ότι είναι εύκολο να υπονομευθούν και τελικά να αποτελέσουν τμήμα της «επικρατούσας τάσης» (Amin et al, 2002, όπως αναφέρεται στο Lee, 2010: 281), (β) περιβαλλοντικά εναλλακτικές μορφές (environmental alternatives) που εντάσσουν περιβαλλοντικές αξίες στις στοχεύσεις τους και τέλος (γ) κοινωνικά εναλλακτικές μορφές (social alternatives) που λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικές σχέσεις που βρίσκονται πίσω από την αξία και αναδεικνύουν το τι συνιστά πολύτιμο μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής του αξίας. Οι Gibson-Graham, Erdem et al (2013: 285) αρνούνται «μία εκ των προτέρων κρίση σχετικά με το αν μία πρακτική αξιολογείται ως καλή ή κακή», χωρίς ωστόσο κάτι τέτοιο να συνεπάγεται πως θεωρούν ότι όλες οι ποικίλες οικονομικές πρακτικές έχουν την ίδια αξία. Όπως υποστηρίζει η Gibson-Graham (2008: 630) «δεν ενδιαφερόμαστε να επιτελέσουμε το διαφορετικό καθεαυτό, ούτε ενδιαφερόμαστε απαραίτητα για τη μεγέθυνση των ‘εναλλακτικών οικονομικών δραστηριοτήτων’. Το πολιτικό και στρατηγικό μας ενδιαφέρον είναι η οικοδόμηση οικονομιών των κοινότητας». Ουσιαστικά η Gibson-Graham αναγνωρίζει την ύπαρξη δυνάμεων που αντιστρατεύονται, περιορίζουν, καταστρέφουν ή παραμερίζουν τις νέες προσπάθειες για τον επανακαθορισμό και επανασχεδιασμό του μέλλοντος της οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζει σε αυτές τις δυνάμεις μία στρουκτουραλιστική παντοδυναμία, αλλά τις θεωρεί ως ένα ενδεχόμενο αποτέλεσμα ηθικών αποφάσεων, πολιτικών προγραμμάτων και τοπικών πρακτικών που συνεχώς ωθούνται και έλκονται από διαφορετικά κάθε φορά αίτια (ελεύθερη απόδοση από Gibson-Graham, 2006b: xxxi).

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, ο Smith (2012) ισχυρίζεται ότι η θεώρηση ενός εγχειρήματος ως εναλλακτικού προϋποθέτει την εξέτασή του σχετικά με το αν διατηρεί ή αλλάζει τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας. Θέλοντας να αναδείξει τον ρόλο των σχέσεων εξουσίας, ο Lee (2006) επισημαίνει ότι, όπως κάθε οικονομικό εγχείρημα, έτσι και τα εναλλακτικά, συμμετέχουν στους κύκλους (παραγωγής, ανταλλαγής, κατανάλωσης) της αξίας που αποτελούν τη βασική λειτουργία της οικονομίας. Ωστόσο, η έννοια της αξίας είναι καταρχήν άρρηκτα συνδεδεμένη με τα μέσα (πράγματα, ιδέες, σχέσεις και πρακτικές) που είναι απαραίτητα για την κοινωνική αναπαραγωγή και τα οποία συμβάλλουν στη διατήρηση ή τη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας ή, με άλλα λόγια, στην επίτευξη των υλικών στόχων. Συνεπώς, η επιτυχία του οποιουδήποτε εγχειρήματος (εναλλακτικού ή μη) έγκειται ακριβώς στην ικανότητά του να παράγει τις λεγόμενες κατά τον Lee «ζωτικές αξίες». Παράλληλα όμως, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας, η αξία είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ηθικό κώδικα ο οποίος αποτελεί το πλαίσιο αξιολόγησης σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Συνεπώς η επιτυχία ενός εγχειρήματος δεν αφορά μόνο την ικανότητα κοινωνικής αναπαραγωγής, αλλά και την ταυτόχρονη ικανοποίηση των ηθικών αξιών αυτού του κώδικα. Όμως, οι ηθικές αξίες προσδιορίζονται από τις κοινωνικές σχέσεις οι οποίες είναι ποικίλες και δεν θα πρέπει να θεωρούνται εκ των προτέρων δεδομένες. Παρ’ όλα αυτά, όταν ένα είδος κοινωνικών σχέσεων εδραιωθεί, οι ομάδες που ωφελούνται από αυτές ενδιαφέρονται να τις διατηρήσουν ως σχέσεις εξουσίας, είτε με την άμεση άσκηση ισχύος, είτε με την κατασκευή γεωγραφικών φαντασιών που «πείθουν» ως προς την ορθότητά τους και γίνονται ευρέως αποδεκτές. Προϋπόθεση ωστόσο της αναπαραγωγής αυτών των σχέσεων εξουσίας παραμένει η παραγωγή των «ζωτικών αξιών» και αυτή η ίδια προϋπόθεση αφορά και τα εναλλακτικά εγχειρήματα, τα οποία όμως πρέπει να μπορούν να τις παράγουν κάτω από ένα διαφορετικό πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, που δημιουργεί και ένα διαφορετικό ηθικό κώδικα και κατά συνέπεια διαφορετικές ηθικές αξίες. Η προσπάθεια των εναλλακτικών εγχειρημάτων να υλοποιήσουν μία τέτοια στρατηγική έχει περιορισμούς που ασκούνται από τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας σε όλα τα επίπεδα (από το ατομικό έως το παγκόσμιο) με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αντιθέσεις και συγκρούσεις. Συνεπώς η πιθανή αποτυχία των εγχειρημάτων μπορεί να οφείλεται στην


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 29

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

ανικανότητά τους είτε να παράγουν «ζωτικές αξίες» είτε να επιλύσουν τις συγκρούσεις. Αν και οι παραπάνω προσεγγίσεις σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς δείχνουν να είναι διαφορετικές (Zademach and Hillebrant 2013) οι Gritzas και Kavoulakos (2015) θεωρούν ότι λειτουργούν συμπληρωματικά. Ειδικότερα, θεωρούν ότι ενώ η αναγνώριση των ποικίλων οικονομιών και της δυνατότητας επιλογής απελευθερώνει δυνάμεις και ανοίγει νέους δρόμους για τη δημιουργία εναλλακτικών χώρων, αυτοί υπόκεινται σε πολλαπλούς περιορισμούς, γεγονός που οδηγεί στη γέννηση αντιθέσεων που οφείλουν να αναγνωρισθούν και να αντιμετωπισθούν στον ίδιο βαθμό που οφείλουν να ανιχνεύονται και οι νέες δυνατότητες. 2. Εναλλακτικά Αγρο-τροφικά Δίκτυα (ΕΑΤΔ) Η παραπάνω ευρύτερη συζήτηση αφορά και επηρεάζει και τη συζήτηση για τα Εναλλακτικά Αγρο-τροφικά Δίκτυα (ΕΑΤΔ). Ένα ευρύ φάσμα εγχειρημάτων όπως για παράδειγμα οι αγορές παραγωγών, η σηματοδότηση των προϊόντων ως προερχόμενων από βιολογική καλλιέργεια, η διακίνηση προϊόντων χωρίς μεσάζοντες, η κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία (δηλαδή η χρηματοδοτούμενη από καταναλωτές παραγωγή) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως τέτοια (Goodman and Goodman, 2009). Τα ΕΑΤΔ προέκυψαν εν μέρει ως αποτέλεσμα μιας σειράς κρίσεων που αφορούσαν την τυποποιημένη τροφική αλυσίδα (σε σχέση με την ασφάλεια της τροφής, τη θρεπτική της αξία κ.ο.κ), καθώς και της αλλαγής των πολιτικών (της ΕΕ και του ΠΟΕ) σχετικά με τις στρατηγικές αγροτικής ανάπτυξης (Goodman and Goodman, 2009, Wilson, 2013). Όταν εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τα ΕΑΤΔ, λειτουργούσαν παράλληλα με τα συμβατικά δίκτυα. Ωστόσο, η ταχεία αλλαγή των προτιμήσεων των καταναλωτών, ιδιαίτερα των εύπορων ομάδων, οδήγησε στη δημιουργία ειδικών ραφιών με προϊόντα των ΕΑΤΔ σε συμβατικά σούπερ μάρκετ (Goodman and Goodman, 2009). Μάλιστα, οι Thompson και Coskuner-Balli (2007) υποστηρίζουν ότι η Κοινωνικά Υποστηριζόμενη Γεωργία γεννήθηκε ως ένα αντιστάθμισμα στην προηγούμενη αφομοίωση του κινήματος των οργανικών τροφίμων από τη συμβατική αγορά. Σύμφωνα με τους Goodman and Dupuis (2002) το κύριο χαρακτηριστικό των εγχειρημάτων αυτών έγκειται στην απόρριψη της εφαρμογής πρακτικών που αφο-

ρούν τόσο τη βιομηχανοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας (επεξεργασία, χρήση χημικών, γενετική τροποποίηση κ.λπ.) όσο και την παγκοσμιοποίησή της, εξαιτίας του περιβαλλοντικού και κοινωνικού κόστους που συνεπάγονται. Σύμφωνα με τους Morgan et al. (2006), ένας άλλος πολύ χρήσιμος, γενικός ορισμός είναι αυτός που δόθηκε από τους Whatmore et al. (2003). Σύμφωνα με αυτόν, στην κατηγορία των ΕΑΤΔ μπορούν να ενταχθούν τα εγχειρήματα που φέρουν τα εξής τρία χαρακτηριστικά: (α) αναδιανέμουν την αξία στο δίκτυο με τρόπο που είναι ενάντιος στη λογική της μαζικής παραγωγής προϊόντων, (β) επαναπροσδιορίζουν/αποκαθιστούν τις σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή και (γ) πραγματώνουν νέες μορφές πολιτικής συνεργασίας και διακυβέρνησης της αγοράς. Τέλος, η Jarosz (2008), δίνοντας έναν πιο αναλυτικό ορισμό, υποστηρίζει πως τα ΕΑΤΔ διακρίνονται από τα συμβατικά σε ότι αφορά τέσσερα κύρια χαρακτηριστικά τους: (1) η απόσταση ανάμεσα στους παραγωγούς και καταναλωτές είναι μικρή με αποτέλεσμα να μειώνονται τα περιβαλλοντικά κόστη που προκύπτουν από τη μεταφορά των προϊόντων σε μεγάλες αποστάσεις, να αυξάνεται το κέρδος των παραγωγών καθώς παρακάμπτονται οι μεσάζοντες και να αναπτύσσονται σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, παράλληλα με μια διαδικασία συνεχούς εκπαίδευσης στο ζήτημα της διατροφής, (2) τα αγροκτήματα έχουν μικρό μέγεθος και οι μέθοδοι καλλιέργειας είναι οργανικές/βιολογικές ή ολιστικές, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται η χρήση φυτοφαρμάκων, συνθετικών λιπασμάτων και γενετικά τροποποιημένων σπόρων με αποτέλεσμα η ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος να είναι σε γενικές γραμμές υψηλή (3) υπάρχουν ειδικά σημεία συνά ντησης / τόποι συγκέντρωσης για την αγορά των τροφίμων (π.χ., συνεταιριστικά καταστήματα τροφής, αγορές παραγωγών κ.λπ.) και (4) οι συμμετέχοντες στο δίκτυο εκδηλώνουν σημαντικό ενδιαφέρον σχετικά με τις κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις που χαρακτηρίζουν το συνολικό οικονομικό κύκλο της τροφής (παραγωγή, διανομή, κατανάλωση). Με βάση τα προαναφερόμενα, γίνεται κατανοητό ότι τα χαρακτηριστικά σύμφωνα με τα οποία θα ήταν δυνατόν να αναδειχθεί η ποικιλία των ΕΑΤΔ αφορούν τον τρόπο και την κλίμακα παραγωγής και διανομής, το είδος των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη του δικτύου και στη στάση των τελευταίων απέναντι σε όλα τα στάδια που διέρχεται η τροφή μέχρι την

29


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 30

30

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

τελική της κατανάλωση. Σύμφωνα με το γενικότερο πλαίσιο που αναπτύχθηκε στην πρώτη ενότητα (σχετικά με τις ποικίλες οικονομίες και τους εναλλακτικούς χώρους), η αξιολόγηση αυτής της ποικιλομορφίας μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα τριών διαφορετικών οπτικών. Σύμφωνα με την πρώτη οπτική, τα υπό συζήτηση εγχειρήματα ουσιαστικά δεν βρίσκονται σε κανένα βαθμό στον αντίποδα σε σχέση με τη θέση των συμβατικών αγροτροφικών συστημάτων. Αντίθετα, αποτελούν απλώς μία παράλλαξη των τελευταίων, χωρίς να αλλάζουν τις δομές στις οποίες αυτά στηρίζονται. Η επιχειρηματολογία αυτή της οπτικής στηρίζεται στο γεγονός ότι τα ΕΑΤΔ φαίνεται να απευθύνονται κυρίως στη μεσαία τάξη της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο, αλλά και το γεγονός πως γενικότερα -με βάση τους όρους λειτουργίας τους- αδυνατούν να αποκτήσουν διαταξικά και διαφυλετικά χαρακτηριστικά (Guthman, 2003; Slocum, 2006; Hinrichs, 2000; Goodman, 2000). Κατά συνέπεια, καταλήγουν να προωθούν έναν άκρατο τοπικισμό ο οποίος εδράζεται σε μια νέα τοπική ελίτ, καθώς και σε φυλετικές και ταξικές διακρίσεις. Αιτία των παραπάνω θεωρείται ότι είναι η αποδοχή της νεοφιλελεύθερης αντίληψης για τον άνθρωπο ως καταναλωτή, ο οποίος αποκλειστικά μέσω των ατομικών (καταναλωτικών) επιλογών του φέρει την ευθύνη για το πως διαμορφώνονται και λειτουργούν τα αγροτροφικά δίκτυα (Harris, 2009). Ωστόσο, η ως άνω επιχειρηματολογία, σύμφωνα με τον Harris (2009), χρησιμοποιώντας αποκλειστικά τον νεοφιλελευθερισμό ως αναλυτικό εργαλείο, καταλήγει να τον προβάλλει ως «κυρίαρχη αφήγηση», με αποτέλεσμα να αποκρύπτονται οι δυνατότητες που ενδεχομένως υπάρχουν ή μπορούν να δημιουργηθούν μέσα από τα ΕΑΤΔ για την αλλαγή των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών. Συνεχίζοντας, ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι μια διαφορετική ανάγνωση, η οποία θα εστιάζει στις δυνατότητες των ΕΑΤΔ και θα εξετάζει τις σχέσεις εξουσίας, όπως διαμορφώνονται σε συγκεκριμένα χωρο-χρονικά πλαίσια και όχι λαμβάνοντας αυτές ως δεδομένες (μη θεωρώντας δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό ως μία άνευ όρων κυρίαρχη δύναμη) μπορεί να αποβεί πιο εποικοδομητική ως προς το μετασχηματιστικό ρόλο και την προώθηση αυτών των εγχειρημάτων. Ο ως άνω προβληματισμός του Harris, μας φέρνει κοντά στις δύο άλλες οπτικές, σχετικές με τον τρόπο ανάγνωσης της ποικιλομορφίας των εναλλακτικών εγ-

χειρημάτων (τις οποίες έχουμε ήδη συναντήσει στην πρώτη ενότητα, στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης για τους εναλλακτικούς χώρους) και οι οποίες θα εξειδικευθούν εδώ σε ότι αφορά τα ΕΑΤΔ. Συγκεκριμένα, η δεύτερη οπτική, επιχειρεί τη διάκριση των ΕΑΤΔ, ακολουθώντας την λογική του διαφορετικού βαθμού ετερότητάς τους. Σχετικά με αυτή την προσέγγιση, ο Harris (2009) παρατηρεί πως για ορισμένους συγγραφείς η έμφαση των εγχειρημάτων στις διαδικασίες παραγωγής και διανομής (η οποία είναι περισσότερο διαδεδομένη στη Βόρεια Αμερική), θεωρείται πιο «ισχυρή» από την έμφαση στην τοπικότητα (που είναι περισσότερο διαδεδομένη στην Ευρώπη), εξαιτίας του ότι στην πρώτη περίπτωση δίνεται προτεραιότητα στην ύπαρξη ηθικών επιλογών σε όλα τα στάδια της αλυσίδας τροφής (π.χ., συνθήκες εργασίας), ενώ στη δεύτερη η έμφαση συνήθως δίνεται μόνο σε ζητήματα ενδυνάμωσης της τοπικής ανάπτυξης (π.χ., αύξηση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά) μέσω της επικέντρωσης αποκλειστικά στο τελικό προϊόν και όχι σε ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής και κατανάλωσής του. Ένα άλλο παράδειγμα της ίδιας λογικής αποτελεί η επιχειρηματολογία του Follet (2009), ο οποίος κατατάσσει τα δίκτυα ανάλογα με τον βαθμό «ετερότητάς» τους σε αδύναμα και ισχυρά τοπικά ΕΑΤΔ. Τα πρώτα θεωρεί ότι έχουν αρκετά κοινά στοιχεία με τις συμβατικές επιχειρήσεις καθώς εστιάζουν αποκλειστικά στην προστασία του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση δεν μπορούν να συμβάλλουν στην κοινωνική και πολιτική αλλαγή για 4 λόγους: (α) είναι κομμάτι της παγκόσμιας αγοράς με αποτέλεσμα να λειτουργούν και αυτά με όρους ανταγωνισμού βάσει της τιμής και της αποδοτικότητας, (β) επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ποιότητα της τροφής αγνοώντας άλλες πτυχές του αγροτροφικού συστήματος (π.χ., συνθήκες εργασίας, βιωσιμότητα κ.λπ.), (γ) η κατανομή της δύναμης (εξουσίας) στα πλαίσια της λειτουργίας τους δεν αμφισβητεί το υπάρχον σύστημα, αφού οι μεγάλες εταιρείες συνεχίζουν να είναι αυτές που κατά κύριο λόγο ελέγχουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς, ενώ οι παραγωγοί και οι καταναλωτές έχουν σχεδόν μηδαμινή διαπραγματευτική δύναμη (οι πρώτοι ως προς τις τιμές που πουλάνε τα προϊόντα τους και οι δεύτεροι ως προς το είδος και την ποιότητα των προϊόντων που καταναλώνουν) και (δ) διατηρούν μεγάλες αλυσίδες τροφής με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να μην γνωρίζουν την


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 31

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

προέλευση της τροφής που καταναλώνουν. Αντιθέτως, τα ισχυρά ΕΑΤΔ παρουσιάζουν μια μετασχηματιστική δύναμη η οποία προέρχεται από το γεγονός ότι δίνουν βαρύτητα σε ολόκληρη την αλυσίδα τροφής, εστιάζοντας ταυτόχρονα στις συνθήκες εργασίας, στην κλίμακα παραγωγής, στην ενίσχυση των τοπικών κοινοτήτων κ.λπ Ειδικότερα, τα χαρακτηριστικά των ισχυρών ΕΑΤΔ σύμφωνα με τον Follet (2009) είναι: (α) η άμεση σχέση μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών που προωθεί τη διαφάνεια και τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης, (β) η ύπαρξη πληροφόρησης σχετικά με την προέλευση και τη διαδικασία παραγωγής των προϊόντων, (γ) η όσο το δυνατόν λιγότερη χρήση χημικών εισροών και (δ) το μεγαλύτερο ενδιαφέρον αναφορικά με την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Ωστόσο, οι συγγραφείς που υιοθετούν την τρίτη οπτική ανάγνωσης της ποικιλομορφίας των ΕΑΤΔ θεωρούν ότι η εστίαση στους βαθμούς ετερότητας των εγχειρημάτων αποτελεί μία απλουστευτική εξέταση των δικτύων αυτών, η οποία αγνοεί τις μετασχηματιστικές δυνατότητές τους, αφού τους αποδίδει σχεδόν αυτόματα τις έννοιες του «ηθικού» και του «μη ηθικού» εστιάζοντας αποκλειστικά στον λόγο, στη μορφή και στον τρόπο λειτουργίας τους, χωρίς να δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις διαδικασίες υπό τις οποίες διαμορφώνονται και λειτουργούν (Wilson, 2013). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτής της τρίτης οπτικής, ο στόχος των υπό συζήτηση εγχειρημάτων είναι να διαμορφώσει εντελώς νέες πρακτικές και όχι απλά και μόνο να ξεπεράσει τις συμβατικές. Επομένως, υπάρχει η ανάγκη να ανακαλυφθούν εκείνες οι έννοιες και τα αναλυτικά πλαίσια, τα οποία να μπορούν να λάβουν υπόψη τους την πολυπλοκότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΕΑΤΔ (Wilson, 2013). Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί η επιχειρηματολογία των Holloway et al. (2007), οι οποίοι προτείνουν αντί της εξέτασης του βαθμού ετερότητας ενός εγχειρήματος, τη διερεύνησή του χρησιμοποιώντας ένα μεθοδολογικό πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει τα εξής επτά αναλυτικά πεδία: τόπος παραγωγής και μέθοδος παραγωγής της τροφής, εφοδιαστική αλυσίδα, σημείο πώλησης/ανταλλαγής, διάδραση παραγωγού-καταναλωτή, κίνητρα συμμετοχής και κατασκευή των ατομικών και ομαδικών ταυτοτήτων μέσω της συμμετοχής στο δίκτυο. Οι συγγραφείς θεωρούν ότι με βάση αυτό το μεθοδολογικό πλαίσιο μπορεί να αποκαλυφθεί όχι μόνο η ποικιλία των νέων πρακτικών, αλλά και εκείνων που ανθίστανται στις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας. Παραμένο-

ντας στην ίδια οπτική, που αρνείται να κατατάξει εκ των προτέρων τα εγχειρήματα ανάλογα με το βαθμό ετερότητάς τους, η Wilson (2013) ασκεί κριτική στην προαναφερόμενη προσέγγιση των Holloway et al. (2007), αν και τείνει να ξεφύγει από το δίπολο συμβατικό/εναλλακτικό. Υποστηρίζει πως αφενός η επικέντρωση, πρωτίστως, στην πλευρά του παραγωγού (στον βαθμό που το μεθοδολογικό πλαίσιο επιφυλάσσει ένα δευτερεύοντα ρόλο στους καταναλωτές, εστιάζοντας σε αυτούς κυρίως για να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με την παραγωγή) και αφετέρου η προσπάθεια για μια έμμεση ουσιαστικά κατηγοριοποίηση των εγχειρημάτων μέσω της εξέτασης των επτά παραπάνω αναλυτικών πεδίων -χωρίς παράλληλα να διευκρινίζεται το πρίσμα υπό το οποίο θα πρέπει αυτά να εξετάζονται- συνιστούν σημαντικά προβλήματα του συγκεκριμένου πλαισίου ανάλυσης. Παράλληλα, η Wilson (2013) προτείνει μια μεταστρουκτουραλιστική προσέγγιση, όπου συνδυάζεται η πολιτική οικονομία της τροφής (η οποία επικεντρώνεται περισσότερο στην πλευρά του παραγωγού) με την πολιτιστική θεωρία για την ανάλυση της τροφής (η οποία εστιάζει περισσότερο στην πλευρά του καταναλωτή) δημιουργώντας μια κοινή σφαίρα για την εξέταση των ατόμων ως φορέων και των δύο ταυτοτήτων (με διαφορετικό τρόπο και ανάλογα με τις περιστάσεις). Για να το κάνει αυτό, υιοθετεί το πλαίσιο των λεγόμενων «Αυτόνομων Αγροτροφικών Χώρων» (Autonomous Food Spaces), εμπνεόμενη από την έννοια των «Αυτόνομων Γεωγραφιών» που έχουν αναπτύξει οι Pickerill και Chatterton (2006) και ισχυριζόμενη ότι η δημιουργία αυτών των χώρων θα μπορούσε να είναι μία ακόμη, ανάμεσα σε άλλες, μετα-καπιταλιστική δυνατότητα. Ειδικότερα, οι «Αυτόνομες Γεωγραφίες», από τις οποίες εμπνέεται, χαρακτηρίζονται από ένα μίγμα σύγκρουσης και δημιουργίας, φέρνοντας κοντά τον ακτιβισμό και τους εναλλακτικούς χώρους, με σκοπό την εκτόπιση του καπιταλισμού και ταυτόχρονα τη δημιουργία μετα-καπιταλιστικών συλλογικών χώρων (Pickerill και Chatterton, 2006). Επιπλέον, ο Chatterton (2005) θεωρεί ότι οι χώροι αυτοί προσεγγίζονται βάσει των εξής τριών αλληλεπικαλυπτόμενων διαστάσεων της αυτoνομίας: της χωρικής, της υλικής και της κοινωνικής. Σε ότι αφορά πιο συγκεκριμένα τους «Αυτόνομους Αγροτροφικούς Χώρους», η Wilson (2013) θεωρεί ότι η χωρική διάσταση αφορά την ύπαρξη ενός εδαφικού χώρου όπου συντελείται η προσπάθεια για αποδέσμευση από το υπάρχον οικονομικό

31


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 32

32

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

πλαίσιο και τους θεσμούς του. Ειδικότερα, περιλαμβάνει τόσο τον φυσικό χώρο, όπου πραγματοποιείται η παραγωγή και η ανταλλαγή της τροφής, όσο και το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο υπό το οποίο πραγματώνεται η συμμετοχή στην κοινότητα και η αλληλεπίδραση των ατόμων. Η υλική διάσταση αναφέρεται στο κατά πόσο αυτή η προσπάθεια δημιουργεί νέα είδη οικονομίας έξω από το καπιταλιστικό πλαίσιο ή/και οδηγεί στην απο-εμπορευματοποίηση της τροφής, ενώ η κοινωνική διάσταση αφορά το είδος των κοινωνικών σχέσεων και τα κοινωνικά υποκείμενα που δημιουργούνται μέσα σε αυτούς τους χώρους, υπερβαίνοντας τις διακριτές ταυτότητες που δημιουργούνται και αναπαράγονται στο καπιταλιστικό σύστημα (παραγωγός, καταναλωτής, ιδιοκτήτης κ.λπ.). Συνοψίζοντας, όπως γίνεται κατανοητό από τα προαναφερόμενα, τα ΕΑΤΔ αποτελούν εγχειρήματα που έχουν πλουτίσει το εμπειρικό υλικό επί του οποίου αναπτύσσονται οι προσεγγίσεις για τους εναλλακτικούς χώρους, με αποτέλεσμα να δοθεί νέα ώθηση για την ανάπτυξη αυτών των προσεγγίσεων. Το ενδιαφέρον που προκύπτει από τα εγχειρήματα αυτά αφορά καταρχήν την ανάδειξη της πολύ μεγάλης ποικιλίας με την οποία είναι δυνατόν να γίνει η παραγωγή, η ανταλλαγή και η κατανάλωση της τροφής. Το δεύτερο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι επεκτείνουν τη συζήτηση για τους εναλλακτικούς χώρους αναδεικνύοντας αφενός την πλήρη εμπλοκή οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, πολιτικών και πολιτισμικών διαστάσεων και αφετέρου εστιάζοντας σε διαφορετικές εκδοχές ενός μετα-καπιταλιστικού μέλλοντος (όπως συμβαίνει με τους σχετικούς με την τροφή αυτόνομους χώρους). Η προαναφερόμενη συζήτηση, μπορεί να αποτελέσει μία αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης, η οποία χαρακτηρίζεται από σημαντική ποικιλομορφία, όπως φαίνεται από την ενδεικτική αναφορά που θα ακολουθήσει, με βάση μία συνάντηση των σχετικών εγχειρημάτων. Σημειώνεται εξαρχής ότι όσα θα αναδειχθούν στη συνέχεια δεν είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς και συστηματικής έρευνας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να τύχουν οποιασδήποτε γενίκευσης. Ουσιαστικά, παρατίθενται μόνο κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις της ποικιλίας που χαρακτηρίζει αυτόν τον χώρο στην Ελλάδα, επισημαίνοντας τις ορισμένες διαφορές και στοχεύσεις τους.2 Ωστόσο, αυτή η έστω και ενδεικτική αποκάλυψη της ποικιλίας αναδεικνύει την απαίτηση για περαιτέρω έρευνα με την αξιοποίηση του θεωρητικού πλαισίου που προαναφέρ-

θηκε. Τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται προέρχονται από την πρώτη συνάντηση συλλογικοτήτων-δομών τροφής και αυτόνομων παραγωγών, η οποία έλαβε χώρα στις 29 και 30 Μαρτίου του 2014 στο Γεωπονικό πανεπιστήμιο Αθηνών έπειτα από πρωτοβουλία της συλλογικότητας «Αλληλεγγύη για όλους» (Αλληλεγγύη για όλους, 2014). Στη συνάντηση συμμετείχαν 103 συλλογικότητες. Πριν αναφερθούμε στους επιμέρους τύπους εγχειρημάτων, αξίζει να σημειωθεί η διαπίστωση της ποικιλομορφίας τους από τους ίδιους τους συμμετέχοντες όπως φαίνεται σε δηλώσεις τους (σ.σ. οι εμφάσεις δικές μας): «αναγνωρίστηκε η ιδιαιτερότητα των μορφών δράσης […] ή των δημογραφικών συνθηκών (π.χ., Αθήνα-επαρχία) οι οποίες ορίζουν τη διαφορετικότητα και την ποικιλομορφία των υιοθετούμενων πρακτικών», «διαπιστώσαμε διαφορετικές προσεγγίσεις [...] (οι οποίες) έχουν να κάνουν τόσο με την ποικιλομορφία των δομών, την κοινωνική και οικονομική γεωγραφία των περιοχών δραστηριοποίηση ου χρόνου ύπαρξής τους και του μεγέθους τους, αλλά και τις θεωρητικές-ιδεολογικές αντιλήψεις τους». Ειδικότερα, στη συνάντηση συμμετείχαν τα ακόλουθα έξι είδη συλλογικοτήτων: τα δίκτυα «Χωρίς Μεσάζοντες» (Χ-Μ), τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται ως «αυτο-οργανωμένα και συνδεόμενα με τις τοπικές κοινωνίες κινήματα». Σε αυτά συμμετέχουν παραγωγοί και ενεργοί πολίτες προκειμένου να διοργανώσουν από κοινού την αδιαμεσολάβητη διάθεση προϊόντων των πρώτων. Τα σημεία ως προς τα οποία αναγνωρίστηκε διαφοροποίηση μεταξύ των δικτύων Χ-Μ είναι τα εξής: συμμετοχή ή όχι των παραγωγών στο κόστος της διοργάνωσης, συχνότητα των διανομών (από μηνιαίες έως εξαμηνιαίες), χώρος που γίνονται οι διανομές (δημόσιος χώρος με ή χωρίς άδεια της δημοτικής αρχής ή ιδιωτικός χώρος) και τρόπος διεξαγωγής της διανομής (με προ-παραγγελίες ή χωρίς). Σύμφωνα με αυτά που ειπώθηκαν στη συνάντηση, τα δίκτυα Χ-Μ στοχεύουν στη διάρρηξη/ανατροπή του «ρόλου του καταναλωτή» και του κυρίαρχου καταναλωτικού προτύπου, καθώς και στην αναγνώριση της ανάγκης για μία «δίκαιη τιμή-δίκαιη αμοιβή για παραγωγούς και εργαζομένους, ποιοτική τροφή και αλληλεγγύη σε πληττόμενα στρώματα» και αυτοδιαχείριση όχι μόνο της διακίνησης αλλά και της παραγωγής της τροφής. Δεύτερον, οι δομές ενίσχυσης νοικοκυριών με τρόφιμα, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά παντοπωλεία τα οποία παρέχουν δωρεάν ή έναντι ελάχιστου αντιτίμου είδη πρώτης ανάγκης σε οικογένειες και άτομα που


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 33

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

βρίσκονται σε ιδιαίτερα δυσμενή οικονομική κατάσταση και αδυνατούν να καλύψουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται δίκτυα/ δομές/λέσχες αλληλεγγύης οι οποίες διανέμουν δωρεάν τρόφιμα σε άπορα νοικοκυριά από δεκαήμερη έως μηνιαία βάση. Το απαραίτητο κεφάλαιο για τη δράση των δομών προέρχεται είτε από χρηματικές συνεισφορές, είτε από συνεισφορές σε είδος, είτε από συνδυασμό και των δύο. Επόμενη συλλογικότητα αποτελούν οι κοινωνικές κουζίνες στις οποίες το φαγητό ετοιμάζεται συλλογικά και παρέχεται δωρεάν σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Οι κοινωνικές κουζίνες στην Ελλάδα λειτουργούν σε καθημερινή έως και μηνιαία βάση και τα υλικά, όπως και στην περίπτωση των δομών ενίσχυσης νοικοκυριών, προέρχονται από δωρεές σε χρήματα και σε είδος. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν οι συνεταιρισμοί τροφής, οι οποίοι διακρίνονται σε καταναλωτικούς, παραγωγικούς και προμηθευτικούς. Τα εγχειρήματα αυτά παρέχουν συνήθως ποιοτικά προϊόντα σε προσιτές τιμές παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες και με αυτόν τον τρόπο «προτείνουν ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας», το συνεταιριστικό μοντέλο. Ακολούθως εμφανίζονται οι συλλογικοί αγροί στους οποίους γίνεται συλλογική καλλιέργεια ενός χώρου, ο οποίος μπορεί να είναι δημόσιος ή ιδιόκτητος και κατειλημμένος (ή όχι) με τα παραγόμενα προϊόντα να διατίθενται στους καλλιεργητές και σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ακόμη δραστηριοποιούνται οι ομάδες παραγωγών, οι οποίες αφορούν ενώσεις που συγκροτούν παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, με αντικείμενο δραστηριότητας ένα συγκεκριμένο προϊόν ή μια ομάδα ομοειδών προϊόντων (σε αντίθεση με τους παραγωγικούς συνεταιρισμούς γενικού τύπου). Τέλος, παρόλο που δεν συμμετείχε στη συνάντηση κάποιο ανάλογο εγχείρημα, συζητήθηκε το θέμα της Κοινωνικά Υποστηριζόμενης Γεωργίας (ΚΥΓ) ως μια πολύ ελπιδοφόρα πρακτική. Η ΚΥΓ, όπως αναφέρεται σε ένα από τα άρθρα της έκδοσης, «αφορά στην ανάπτυξη ομάδων καταναλωτών, οι οποίες συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό ενός ή περισσοτέρων αγροκτημάτων και καθορίζουν το είδος των παραγόμενων προϊόντων, καθώς και την ποσότητα που θα καλύπτει τις ετήσιες διατροφικές τους ανάγκες [...] Με αυτόν τον τρόπο τα άτομα, οι οικογένειες ή οι ομάδες [...]παραλαμβάνουν σε εβδομαδιαία βάση, ό,τι είναι εποχιακά ώριμο». Παράδειγμα ΚΥΓ αποτελεί αυτή τη στιγμή το εγχείρημα «Αγροναύτες» στην περιοχή της Αττικής (Ανθοπούλου,

Παρταλίδου και Κεχαγιά 2014). Όπως διατυπώθηκε στην κοινή συνέλευσή τους, οι κοινοί στόχοι όλων των παραπάνω δομών αφορούν την εφαρμογή ορθών πρακτικών για την παραγωγή και διάθεση φτηνού και ποιοτικού προϊόντος και την επικράτηση δίκαιων εργασιακών σχέσεων, την αλλαγή των κυρίαρχων αντιλήψεων και ιδιαίτερα της καταναλωτικής νοοτροπίας, καθώς και την κοινωνικοποίηση της γνώσης. Συμπεράσματα Στόχος του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τον σύγχρονο διάλογο για τα Εναλλακτικά Αγροτροφικά Δίκτυα, εντάσσοντάς τον στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης για τους εναλλακτικούς χώρους, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη στη σχετική έρευνα της ελληνικής περίπτωσης, η οποία εμφανίζει τα τελευταία χρόνια μία αξιοσημείωτη ποικιλία ανάλογων εγχειρημάτων. Προφανώς, η θεωρητική τεκμηρίωση οφείλει παράλληλα να συνοδεύεται –και να διαμορφώνεται– από την ανάδειξη όλων των μορφών αυτών των εγχειρημάτων σε διαφορετικά χωρο-χρονικά πλαίσια, αποτελώντας το ίδιο υλικό πηγή έμπνευσης για τη στρατηγική που χαράσσουν τα εγχειρήματα στην Ελλάδα, αλλά και αφορμή για την παγκόσμια δικτύωσή τους. Μία διαπίστωση, σχετική με την ευρύτερη συζήτηση για τους εναλλακτικούς χώρους, αφορά το ότι αν και η γέννηση των πρώτων εγχειρημάτων χρονολογείται από το 19ο αιώνα, η συζήτηση για αυτά εντάθηκε μόλις τα τελευταία είκοσι χρόνια με έμφαση σε μία μετα-στρουκτουραλιστική προσέγγισή τους. Στη σύγχρονη συζήτηση αναγνωρίζεται η ποικιλία που χαρακτηρίζει όλες τις επιμέρους συνιστώσες της οικονομίας, η οποία αφορά και στα ίδια τα εναλλακτικά εγχειρήματα, ενώ έμφαση δίνεται στο ότι το μέλλον είναι ανοικτό και αποτέλεσμα μίας συνεχούς μάχης τόσο στο επίπεδο του λόγου, όσο και των πρακτικών που αλληλοτροφοδοτούνται σε όλες τις κλίμακες (από αυτή του ατόμου, έως την παγκόσμια). Σύμφωνα με αυτή την οπτική, η αναγνώριση του ότι η προσέγγιση της ετερότητας μπορεί να οδηγήσει σε μία άκαμπτη κατηγοριοποίηση, έχει το ειδικό της βάρος, στον βαθμό που δεν επιτρέπει την αναγνώριση των διεργασιών που οδηγούν σε επιμέρους αλλαγές. Αυτές άλλωστε, ανάλογα με το χωρο-χρονικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται μπορούν να οδηγήσουν σε επιλογές που θα φέ-

33


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 34

34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 24-35

ρουν μία επόμενη φάση αλλαγών, αφήνοντας το πεδίο των εξελίξεων ανοικτό και μη-προδιαγεγραμμένο. Στο σημείο αυτό η παρέμβαση της επιστημονικής κοινότητας (με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, των όσων δηλαδή συμμετέχουν στη διερεύνηση, ανάδειξη και διάδοση των ήδη υπαρχόντων εναλλακτικών χώρων και δημιουργία νέων) μπορεί να παίξει ένα καταλυτικό ρόλο, στον βαθμό που φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο τον αθέατο κόσμο των οικονομιών (των πόρων, των σχέσεων, του λόγου, και των πρακτικών που διαμορφώνουν τους κύκλους της αξίας) της συγκεκριμένης κοινότητας/τόπου στην οποία διενεργείται η έρευνα δράσης, αλλά και κάθε κοινότητας / τόπου, δημιουργώντας τη βάση για μία συνεχή καινοτομία κάτω από διαφορετικούς πολιτιστ(μ)ικούς κώδικες. Παρ’ όλα αυτά, η παράλληλη αναγνώριση του διαφορετικού «βάθους» αυτών των αλλαγών μέσα από τον βαθμό ετερότητας, μπορεί να αποτελέσει μία μέθοδο αξιολόγησης και ανάδειξης των σχέσεων εξουσίας που αναφύονται σε επιμέρους χαρακτηριστικά των εγχειρημάτων, και υπό την έννοια αυτή, να αποτελεί ένα χρήσιμο αναλυτικό εργαλείο για την ανατροφοδότηση και τον σχεδιασμό τους. Κατά συνέπεια, η ανάπτυξη και η βιωσιμότητα των εναλλακτικών χώρων είναι ένα ανοικτό ζήτημα που εξαρτάται αφενός από τις δημιουργικές δυνάμεις των συλλογικών δρώντων –οι οποίες οικοδομούν διαφορετικούς πολιτιστικούς κώδικες και γεωγραφικές φαντασίες– ενώ παράλληλα κατορθώνουν να ικανοποιούν ζωτικές αξίες για την αναπαραγωγή της κοινωνίας και αφετέρου από την ανάδειξη, κατανόηση και κάμψη των περιορισμών που παράγουν αντιθέσεις και οφείλονται στις κάθε φορά διαμορφούμενες σχέσεις εξουσίας σε όλες τις κλίμακες. Μία ακόμη διαπίστωση, αφορά στο ότι η συζήτηση για τα ΕΑΤΔ επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από την ευρύτερη για τις ποικίλες οικονομίες και την ετερότητα, αλλά παράλληλα δημιουργεί νέες προκλήσεις αναδεικνύοντας τις πολλές διαστάσεις που πρέπει να ερευνώνται για να γίνουν κατανοητές οι νέες: δυνάμεις, πόροι, ταυτότητες, φαντασίες, σχέσεις και αξίες που γεννιούνται από τα εγχειρήματα αυτά ταυτόχρονα με την προσπάθεια απαλλαγής τους από περιορισμούς. Οι νέες αυτές προκλήσεις σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τροφής που επηρεάζουν την ποσότητα και ποιότητά της και τα οποία αφορούν την καθολική της αναγκαιότητα, τη συγκριτικά πιο έντονη πρόσδεσή της με τον τόπο και τα κοινωνικά του δίκτυα,

τις ευάλωτες συνθήκες παραγωγής της και την ανάγκη διαχείρισης -για αυτήν την παραγωγή της- ενός φυσικού διαθέσιμου που δέχεται έντονες πιέσεις από το συμβατικό φαντασιακό τής ανάπτυξης χωρίς όρια. Αυτά τα χαρακτηριστικά αυξάνουν την ποικιλία των δικτύων, εγείρουν ζητήματα ετερότητας και παράλληλα ανοίγουν νέους δρόμους όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην περίπτωση των «Αυτόνομων Αγροτροφικών Χώρων» στους οποίους επιχειρείται μεταξύ άλλων μία ανατροπή του δυισμού ανάμεσα σε παραγωγούς και καταναλωτές. Κλείνοντας το άρθρο είναι χρήσιμο να αναφερθούν ορισμένα από τα ανοικτά ζητήματα/ερωτήματα που προέρχονται από την ευρύτερη συζήτηση για τους εναλλακτικούς χώρους (North 2013), ωστόσο είναι δυνατόν να τεθούν και στην περίπτωση των ΕΑΤΔ: Ποιος είναι ο ρόλος της κλίμακας στην ανάπτυξη των αγροτροφικών συστημάτων και ποιος ο ρόλος της δικτύωσής τους; Ποια είναι τα όρια της ανάπτυξής τους μόνο σε τοπικό επίπεδο και πότε κάτι τέτοιο απειλεί τη βιωσιμότητά τους; Ποια είναι η έννοια της βιωσιμότητας και σε ποιο βαθμό μπορεί να συνυπάρξει με τη συνεχή οικονομική μεγέθυνση; Ποιος είναι ο ρόλος του κράτους και των κοινωνικών κινημάτων στον σχεδιασμό και την ανάπτυξή τους; Σε αυτά τα ερωτήματα καλείται η επιστημονική κοινότητα –με την ευρύτερη έννοια– να δώσει απαντήσεις, αποτελώντας ένας από τους καταλύτες της εξέλιξης των εναλλακτικών χώρων και παραμένοντας δεκτική στο καινούργιο (GibsonGraham 2008).

Αναφορές Αλληλεγγύη για όλους (2014) Μαζί θα (τους) φάμε, Πρακτικά συνάντησης για την τροφή 103 συλλογικοτήτων, 29-30 Μαρτίου 2014, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο, Αθήνα: Αλληλεγγύη για όλους. Ανθοπούλου, Θ., Παρταλίδου, Μ. και Κεχαγιά, Β. (2014) Κοινοτικά Υποστηριζόμενη Γεωργία: Βραχείες αλυσίδες διανομής τροφίμου και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου, in 10th International Congress of the Hellenic Geographical Society, Thessaloniki, 22-24 October 2014. Butler, J. (1993) Bodies That Matter: On the Discursive Limits of ‘Sex’. London: Routledge. Chatterton, P. (2005) Making autonomous geographies: Argentina’s popular uprising and the ‘Movimiento de Trabajadores Desocupados’ (Unemployed Workers Movement), Geoforum, 36(5), pp. 545-561.


003_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 35

Γ. ΓΡΙΤΖΑΣ, Κ.Ι. ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ., Ε.Ε. ΤΖΕΚΟΥ Ε

Follett, Jr (2009) Choosing a Food Future: Differentiating Among Alternative Food Options, Journal of Agricultural and Environmental Ethics, 22(1), pp. 31-51. Fuller, D. and Jonas, A.E.G. (2003) Alternative financial spaces in Leyshon, A., Roger, L. and Williams, C. C. (eds), Alternative Economic Spaces, London: SAGE, pp. 55-73. Gibson-Graham, J. K. (1996) The end of capitalism (as we knew it) a feminist critique of political economy. Minneapolis: University of Minnesota Press. Gibson-Graham, J. K. (2006a) A postcapitalist politics. Minneapolis: University of Minnesota Press. Gibson-Graham, J. K. (2006b) (2nd edition) The end of capitalism (as we knew it) a feminist critique of political economy. Minneapolis: University of Minnesota Press. Gibson-Graham, J. K. (2008) Diverse economies: performative practices for ‘other worlds’. Progress in Human Geography, 32(5), pp. 613-632. Gibson-Graham, J. K., Cameron, J. and Healy, S. (2013) Take Back the Economy ˗ University of Minnesota Press. University of Minnesota Press. Available from: http://www.upress. umn.edu/book-division/books/take-back-the-economy [Accessed: 11th July 2013]. Gibson-Graham, J. K., Erdem, E. and Özselçuk, C. (2013) Thinking with Marx For a Feminist Postcapitalist Politics in Jaeggi, R. and Loick, D. (eds), Karl Marx ˗ Perspektiven der Gesellschaftskritik: Texte zu Philosophie, Ökonomie und Politik, Berlin: Akademie Verlag, pp. 275-284. Goodman, D. (2000) Organic and conventional agriculture: Materializing discourse and agro-ecological managerialism, Agriculture and Human Values, 17(3), pp. 215-219. Goodman, D. and DuPuis, EM (2002) Knowing food and growing food: beyond the production˗consumption debate in the sociology of agriculture, Sociologia ruralis, 42(1), pp. 5-22. Goodman, D. and Goodman, M. (2009) Alternative food networks in Thrift, N. and Kitchin, R. (eds), International encyclopedia of human geography, Oxford: Elsevier. Gritzas, G. and Kavoulakos, K. I. (2015) Diverse economies and alternative spaces. An overview of approaches and practices, European Urban and Regional Studies, doi: 10.1177/0969776415573778. Guthman, J. (2003) Fast food/organic food: Reflexive tastes and the making of ‘yuppie chow’, Social & Cultural Geography, 4(1), pp. 45-58. Harris, E. (2009) Neoliberal subjectivities or a politics of the possible? Reading for difference in alternative food networks, Area, 41(1), pp. 55-63. Healy, S. (2009) Economies, alternative, in Thrift, N. and Kitchin, R. (eds), International Encyclopedia of Human Geography, Oxford: Elsevier. Hinrichs, C. C. (2000) Embeddedness and local food systems: notes on two types of direct agricultural market, Journal of Rural Studies, 16(3), pp. 295-303. Holloway, L., Kneafsey, M., Venn, L., et al. (2007) Possible Food Economies: a Methodological Framework for Exploring Food Production ˗ Consumption Relationships, Sociologia Ruralis, 47(1), pp. 1-19. Jarosz, L. (2008) The city in the country: Growing alternative food networks in Metropolitan areas, Journal of Rural Studies, 24(3), pp. 231-244.

Jonas, A. E. G. (2010) ‘Alternative’ this, ‘alternative’ that… interrogating alterity and diversity, in Fuller, D., Jonas, A. E. G., and Lee, R. (eds), Interrogating Alterity: Alternative Economic and Political Spaces, Farnham: Ashgate Publishing, pp. 3-27. Lee, R. (2006) The ordinary economy: tangled up in values and geography, Transactions of the Institute of British Geographers, 31(4), pp. 413-432. Lee, R. (2010) Spiders, bees or architects? Imagination and the radical immanence of alternatives/diversity for political economic geographies, in Fuller, D., Jonas, A. E. G., and Lee, R. (eds), Interrogating Alterity: Alternative Economic and Political Spaces, Farnham: Ashgate Publishing, pp. 273–287. Leyshon, A., Lee, R. and Williams, C. C. (eds) (2003) Alternative Economic Spaces, London: SAGE. Morgan, K., Marsden, T. and Murdoch, J. (2006) Worlds of Food: Place, Power, and Provenance in the Food Chain, UK: Oxford University Press. Moulaert, F. and Ailenei, O. (2005) Social Economy, Third Sector and Solidarity Relations: A Conceptual Synthesis from History to Present. Urban Studies, 42(11), pp. 2037-2053. Gibson-Graham, J. K., Cameron, Jenny and Healy, St. Take back the economy: An ethical guide for transforming our communities. Available from: https://radicalantipode.files.wordpress.com/2013/08/book-review_north-on-gibson-grahamet-al.pdf [Accessed: 5 April 2015]. Pickerill, J. and Chatterton, P. (2006) Notes towards autonomous geographies: creation, resistance and self-management as survival tactics. Progress in Human Geography, 30(6), pp. 730-746. Slocum, R. (2006) Anti-racist Practice and the Work of Community Food Organizations. Antipode, 38(2), pp. 327–349. Smith, A. (2012) The Insurmountable Diversity of Economies, in Barnes, T. J., Peck, J., and Sheppard, E. (eds), The WileyBlackwell Companion to Economic Geography, John Wiley & Sons, pp. 258-274. Thompson, C. J. and Coskuner-Balli, G. (2007) Countervailing market responses to corporate cooptation and the ideological recruitment of consumption communities, Journal of Consumer Research 34(2), pp. 135-152. Whatmore, S., Stassart, P., Renting, H., (2003) What’s alternative about alternative food networks? Guest Editorial, Environment and Planning A, 35(3), pp. 389-391. Wilson, A. D. (2013) Beyond Alternative: Exploring the Potential for Autonomous Food Spaces. Antipode, 45(3), pp. 719737. Zademach, H. M. and Hillebrand, S. (eds) (2013) Alternative economies and spaces: new perspectives for a sustainable economy. Bielefeld: Transcript-Verl.

Σημειώσεις 1. Ψευδώνυμο των Katherine Gibson και Julie Graham. 2. Στα αναφερόμενα εγχειρήματα συμπεριλαμβάνονται μόνο αυτό-οργανωμένες συλλογικές δομές και όχι δομές οι οποίες λειτουργούν υπό δημόσια ή ιδιωτική πρωτοβουλία.

35


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 36

36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ: ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ «ΜΕΤΑΒΑΣΗ» ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΚΗΠΩΝ1 Ελισάβετ Θωίδου*, Δημήτρης Φουτάκης** Περίληψη Καθώς οι μητροπολιτικές περιοχές αποτελούν κεντρικό πεδίο προώθησης της χωρικής ανταγωνιστικότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ο δημόσιος χώρος τους έχει βρεθεί στο επίκεντρο των σχετικών στρατηγικών. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με φυσικούς και τεχνολογικούς κινδύνους έχουν αναδείξει τα όρια αυτών των στρατηγικών και την ανάγκη ανθεκτικότητας των μητροπολιτικών περιοχών. Νέες ιδέες και πρακτικές εμφανίζονται με άξονα τον δημόσιο χώρο και τον τρόπο που αυτός «κατασκευάζεται» με συμμετοχή των πολιτών. Το άρθρο διερευνά τα θέματα αυτά μέσα από το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων, με αφετηρία τη συζήτηση για τον «σχεδιασμό σίτισης των πόλεων» (food planning). Η σύνδεση των κοινοτικών κήπων με τον δημόσιο χώρο μπορεί να θεωρηθεί μια εκδοχή «μετάβασης» σε περισσότερο ανθεκτικές μητροπολιτικές περιοχές.

Metropolitan areas and public space: resilience and “transition” through the example of community gardens Elisavet Thoidou, Dimitris Foutakis Abstract Metropolitan areas have constituted a central arena for promoting territorial competitiveness in recent decades and their public spaces have been the focus of relevant strategies. The impact of the economic crisis combined with natural and technological risks have highlighted the limits of these strategies and the need for resilience in metropolitan areas. New planning ideas and practices have emerged, their axes being public space and the way it is being constructed with citizen participation. This article explores these issues through the example of community gardens, starting with the debate on “food planning”. Linking community gardens with public space could be considered a form of “transition” towards more resilient metropolitan areas.

Εισαγωγή Από τη δεκαετία του 1990 οι μητροπολιτικές περιοχές πρωτοστατούν στην επιδίωξη της ανάπτυξης των περιφερειών και των χωρών τους εφαρμόζοντας πολιτικές χωρικής ανταγωνιστικότητας για την προβολή τους και την αύξηση της ελκυστικότητάς τους προς επιλεγμένες επενδύσεις και ανθρώπινο δυναμικό. Οι συνέπειες των πολιτικών αυτών για τη χωρική οργάνωση και την εικόνα του χώρου στις μητροπολιτικές περιοχές αποτυπώνονται σε εμβληματικά έργα, real estate ανάπτυξη, περιφραγμένες κοινότητες (Low 2006). Η «ανταγωνιστική μητρόπολη»

* Επίκουρη Καθηγήτρια, Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, thoidouel@auth.gr. * Καθηγητής Εφαρμογών, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών & Μηχανικών Τοπογραφίας και Γεωπληροφορικής (ΤΕ), ΤΕΙ Κεντρικής Μακεδονίας, dfoutakis@teiser.gr.


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 37

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

συνδέεται με τη συνεχή επέκταση του δομημένου χώρου, την οικιστική ανάπτυξη, τις μεγάλης κλίμακας αστικές αναπλάσεις. Οι αλλαγές στην οικονομία των μητροπολιτικών περιοχών τις τελευταίες δεκαετίες έχουν οδηγήσει σε αλλαγές στη χωρική τους οργάνωση, στην εγκατάλειψη δομημένων και αδόμητων χώρων (εγκαταστάσεις παλιών λιμανιών, αποθήκες, εργοστάσια, στρατόπεδα κ.λπ.) παράγοντας «κενούς» χώρους με ζητούμενο την αλλαγή χρήσης για την αξιοποίησή τους. Ο δημόσιος χώρος συχνά προσλαμβάνει εμβληματικό χαρακτήρα με αυξανόμενη διείσδυση σε αυτόν από τον ιδιωτικό τομέα. Το ενδιαφέρον για την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην «αξιοποίηση» της δημόσιας γης μπορεί να θεωρηθεί μέρος μιας μεγαλύτερης εικόνας που χαρακτηρίζει τις χώρες της Δύσης μετά το 2000 και συνίσταται «σε μια κούρσα επενδύσεων στη γη είτε μέσω υφαρπαγής είτε μέσω εκτεταμένου real estate» (Χατζημιχάλης 2014, 36). Η οικονομική κρίση θέτει σε αμφισβήτηση πολλές πλευρές της σύγχρονης μητροπολιτικής ανάπτυξης: το πρότυπο της συνεχούς οικιστικής ανάπτυξης και των έργων προβολής έρχεται αντιμέτωπο με τα όριά του, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι η αφετηρία της κρίσης ήταν η βαθιά κρίση της αγοράς ακινήτων. Ερωτήματα τίθενται και για τον προνομιακό ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην «αξιοποίηση» του δημόσιου χώρου. Την ίδια περίοδο η βιώσιμη ανάπτυξη αντιπροσωπεύει μια δυνάμει “win-win” agenda η οποία υπόσχεται πως είναι εφικτή η επίτευξη τόσο της ανταγωνιστικότητας όσο και της συνοχής, με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος (Whitehead 2012). Όμως η οικονομική επιτυχία ορισμένων παραγόντων δεν μεταφράζεται αυτόματα σε ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής (Maloutas et al. 2008) η οποία είναι εφικτή υπό προϋποθέσεις στις περιπτώσεις θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων και κατάλληλων πολιτικών αναδιανομής. Η αμφισβήτηση της ιδέας της ανταγωνιστικής μητρόπολης ενισχύεται στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και εκφράζεται με ερωτηματικά ως προς τις προϋποθέσεις και τη δυνατότητα επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία εν τέλει αντικαθίσταται ή συμπληρώνεται από την έννοια της ανθεκτικότητας. Αυτή η τάση τροφοδοτείται και από την αυξημένη ευαισθητοποίηση απέναντι στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής (Raco and Flint 2012). Οι εξελίξεις που αφορούν τις μητροπολιτικές περιοχές συνδέονται με τους προσανατολισμούς του χω-

ρικού σχεδιασμού. Από τη δεκαετία του 1990 οι περιοχές αυτές αποτέλεσαν το προνομιακό πεδίο του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού ενώ η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας οδήγησε στη σταδιακή στροφή του σε νεοφιλελεύθερες πρακτικές (Olesen 2013). Τα όρια των πρακτικών αυτών γίνονται φανερά με την οικονομική κρίση. Αν και η επιδίωξη της ανταγωνιστικότητας έχει επικρατήσει στα στρατηγικά τους σχέδια, διαφαίνεται η ανάγκη να αναπροσανατολίσουν τα οράματα και τις πρακτικές τους, προκειμένου να μειώσουν την ευπάθεια και να αυξήσουν την ανθεκτικότητά τους στους σύγχρονους κινδύνους. Έτσι η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης εμπλουτίζεται με κοινωνικά περιβαλλοντικά και οικονομικά θέματα μιας διαφορετικής οπτικής που δεν καταγράφεται απλώς με δείκτες και δεν εξασφαλίζεται μόνο με επιστημονικά ορθές λύσεις και τεχνικές. Μεταξύ των νέων θεμάτων ο «σχεδιασμός σίτισης πόλεων» (food planning) κερδίζει έδαφος και συνδυάζεται με τον στρατηγικό σχεδιασμό των μητροπολιτικών περιοχών (Morgan 2009, Skordili 2013, Farmar-Bowers et al. 2013). Παράλληλα οι «πόλεις σε μετάβαση» (transition towns) αποτελούν έκφραση της ανάγκης για ανθεκτικότητα, ιδίως απέναντι στην κλιματική αλλαγή, με πρωτοβουλίες που βασίζονται στην κοινότητα και στις περιβαλλοντικές αξίες. Οι κοινοτικοί κήποι2 (community gardens) είναι στοιχείο αυτών των πρωτοβουλιών που συναρτάται με στοιχεία του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού, καθώς προϋποθέτουν την εξασφάλιση χώρου με ειδικά χαρακτηριστικά χωρικής οργάνωσης (μεταφορές, χρήσεις γης, περιβάλλον). Μπορούν να θεωρηθούν μέρος του συστήματος των δημόσιων χώρων της μητροπολιτικής περιοχής, προσφέροντας ένα πεδίο για την «κατασκευή» και βίωσή του από τους πολίτες σε αντιδιαστολή με τον καθιερωμένο τρόπο αξιοποίησής του μέσω συχνά μη προσπελάσιμων έργων, καθώς και ένα πεδίο «επανεισδοχής» της φύσης. Πρόσφατα, αρκετές περιπτώσεις κοινοτικών κήπων εμφανίζονται στις μητροπολιτικές περιοχές της Ελλάδας. Το άρθρο εξετάζει το θέμα γενικά και με αναφορές στην εμπειρία από τη μητροπολιτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, επιδιώκοντας να εμπλουτίσει το συγκεκριμένο παράδειγμα με τη χωρική διάσταση, ως συμβολή στον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό της μητροπολιτικής περιοχής και ειδικά στο θέμα του δημόσιου χώρου της. Μετά την εισαγωγή, στο δεύτερο

37


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 38

38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

μέρος παρουσιάζεται η λογική της «μετάβασης» που ευνοεί την αναζήτηση νέων εναλλακτικών ιδεών και πρακτικών. Στο τρίτο μέρος παρουσιάζονται οι διαφοροποιημένες εκδοχές ανάπτυξης του δημόσιου χώρου για την ανταγωνιστικότητα ή τη βιωσιμότητα. Τα χαρακτηριστικά των κοινοτικών κήπων με έμφαση στη χωρική τους διάσταση εξετάζονται στο τέταρτο μέρος, ενώ στο πέμπτο παρουσιάζεται η εμπειρία των κοινοτικών κήπων στη μητροπολιτική περιοχή Θεσσαλονίκης. Τέλος, διατυπώνονται συμπερασματικές παρατηρήσεις. Από την ανταγωνιστικότητα στην ανθεκτικότητα και τη φιλοσοφία της μετάβασης Από τη δεκαετία του 1990 στις μητροπολιτικές περιοχές κυριάρχησε η επιδίωξη της αστικής ανταγωνιστικότητας χωρίς να παραβλέπεται ο στόχος της βελτίωσης της ποιότητας ζωής κάτω από το πρόταγμα της βιώσιμης ανάπτυξης. Στις αναπτυγμένες χώρες όπου η βιώσιμη ανάπτυξη εξέφρασε το γνήσιο ενδιαφέρον πολιτών και κοινωνικών ομάδων, αναπτύχθηκαν εκ των κάτω παρεμβάσεις στον δημόσιο χώρο συμβαδίζοντας με (ή και υπαγορεύοντας) τις εκ των άνω κατευθύνσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ανατροπές που συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια σε ένα πλαίσιο πολύπλευρων κρίσεων, οδηγούν στην αναζήτηση νέων εννοιών για την αναγνώριση προβλημάτων και δυνατοτήτων και τον σχεδιασμό των μητροπολιτικών περιοχών, όπως οι έννοιες της ευπάθειας και της ανθεκτικότητας. Η πρώτη έχει αναλυθεί καταρχήν σε σχέση με τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή στο πλαίσιο του ΟΗΕ, ενώ πρόσφατα έχει επεκταθεί στους κινδύνους που προέρχονται από την οικονομική κρίση (Thoidou and Foutakis 2012). Παράλληλα εισάγεται η έννοια της ανθεκτικότητας των περιοχών ως συμπληρωματική της ευπάθειας, καθώς εκφράζει την απόκρισή τους σε αυτήν (ό.π.). Προέρχεται από πεδία όπως η Οικολογία και η Κοινωνιολογία, δηλώνοντας «την αντίδραση απέναντι σε κινδύνους, σοκ και αντιξοότητες» (Sapountzaki 2012). Η ανθεκτικότητα εκφράζει την ικανότητα διατήρησης των χαρακτηριστικών και των λειτουργιών ενός συστήματος ή/και προσαρμογής του όταν υφίσταται πιέσεις. Λειτουργεί ως έννοια συμπληρωματική ή παράλληλη της βιώσιμης ανάπτυξης, και εισάγει διαφορετικούς από τους καθιερωμένους, περισσότερο ριζοσπαστικούς, τρόπους σκέψης σχεδια-

σμού και δράσης (Φουτάκης 2012). Με την έννοια της ανθεκτικότητας η διάσταση της ανανέωσης και του αναπροσανατολισμού έχουν εντονότερο το στοιχείο της κριτικής της προηγούμενης κατάστασης και της υιοθέτησης νέας εναλλακτικής ατζέντας. Στον βαθμό μάλιστα που το ισχύον πρότυπο θεωρείται ότι οδήγησε σε αποτυχία υποστηρίζεται ότι εναλλακτικές μορφές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης θα μπορούσαν να προωθηθούν στο όνομα της βιωσιμότητας (Raco and Flint 2012). H Bristow (2010) εμπλουτίζει με την έννοια της ανθεκτικότητας τον ρόλο της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας και αμφισβητεί τον περιοριστικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η τελευταία. Κατά την ίδια οι ανθεκτικές περιφέρειες έχουν ορισμένα βασικά στοιχεία: ποικιλία (επιχειρήσεων, θεσμών, πηγών ενέργειας, τροφής, και μέσων διαβίωσης), συνάρθρωση – δικτύωση (ικανότητα αναδιοργάνωσης σε περίπτωση σοκ, κάλυψη βασικών αναγκών χωρίς εξάρτηση από τις μεταφορές), διασπορά αντί για κεντρικό έλεγχο (έμφαση στη μικρή κλίμακα, τοπικές δραστηριότητες προσαρμοσμένες στις τοπικές ικανότητες και όρια), αμοιβαιότητα (χωρική δικαιοσύνη, ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, υποστήριξη της οικογένειας, της γειτονιάς, της κοινωνίας των πολιτών). Ως αντίδραση στο μοντέλο που αποδείχθηκε ανεπαρκές για να εξασφαλίσει την ανθεκτικότητα των περιοχών, εμφανίζονται «εκ των κάτω» πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη «εναλλακτικών οικονομικών πρακτικών και χώρων». Χαρακτηριστικό είναι το «κίνημα της πόλης σε μετάβαση» (transition town movement) με εφαρμογές στην τοπική κλίμακα και δικτυώσεις σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Περιλαμβάνει εφαρμογές όπως: τοπικά νομίσματα για την υποστήριξη των τοπικών επιχειρήσεων και της τοπικά παραγόμενης τροφής, αστικές καλλιέργειες, επανάχρηση υλικών, ανακύκλωση κ.ά. (Bristow 2010). Σύμφωνα με τους Mason and Whitehead (2012) η κουλτούρα της «μετάβασης» ενοποιεί ιδέες και κινήματα που αντιδρούν σε σύγχρονες απειλές στο επίπεδο της πόλης που συνδέονται με το παγκόσμιο περιβάλλον. Ο χαρακτήρας τους ενάντια στην παγκοσμιοποίηση έχει δύο διαστάσεις: την αντίθεση στα επεκτεινόμενα παγκόσμια συστήματα εμπορίου και οικονομικής εξάρτησης και την αντίσταση κατά συστημάτων που μειώνουν τη δυνατότητα αυτοδιάθεσης των τοπικών κοινοτήτων. Το σύνολο των ιδεών αυτών συγκλίνουν


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 39

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

στο κοινό στοιχείο της ανάγκης για (επανα)τοπικοποίηση [(re)localization]. Mπορεί να αντιπαρατίθεται στην πολιτική αλλοτρίωση η οποία συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση. Μπορεί ακόμη να έχει τη μορφή του οικο-πραγματισμού που δίνει έμφαση στο κατά πόσο οι τοπικές κοινότητες μπορούν να εξασφαλίσουν πόρους και ικανότητες απαραίτητες για την επιβίωση (κατασκευές κατοικιών με φυσικά μέσα, κήποι για την παραγωγή τροφίμων, οικολογικά χωριά, κοινοτικά – τοπικά συστήματα ανταλλαγών - πίστωσης κ.ά.). Η φιλοσοφία αυτή συγκεντρώνει ιδέες και πρακτικές με διαφορετικές αφετηρίες που ξεκινούν από την ιδέα της “permaculture” για την ήπια γεωργία της δεκαετίας του 1970 που πλέον από τους υποστηρικτές της θεωρείται ως αειφόρος (permanent) πολιτισμός (culture). Στοιχεία των νέων ιδεών υιοθετούνται από επίσημες πολιτικές, για παράδειγμα το πρόγραμμα URBACT της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη πλευρά υποστηρίζεται ότι οι σχετικές δράσεις μπορεί να είναι συμβατές με τη νεοφιλελεύθερης προέλευσης επιδίωξη για μεταφορά ευθυνών δημόσιων αστικών πολιτικών από το τοπικό κράτος στους πολίτες (Rosol 2011). Στην πράξη, καθώς ο δημόσιος χώρος χαρακτηρίζει τα πρότυπα της οργάνωσης και τις προοπτικές των πόλεων και των μητροπολιτικών περιοχών, σε αυτόν αντικατοπτρίζονται οι παραπάνω τάσεις μιας «μετάβασης», ανεξάρτητα από το αν εντάσσονται ή όχι ρητά σε ένα «κίνημα μετάβασης». Τα ενδιαφέροντα αυτά τείνουν να ενσωματωθούν στον στρατηγικό σχεδιασμό των μητροπολιτικών περιοχών: «Σε πολλές πόλεις στον κόσμο, εκστρατείες σε επίπεδο τοπικών πρωτοβουλιών με αυξανόμενη υποστήριξη από τοπικούς πολιτικούς ηγέτες ζητούν περισσότερο ανθεκτικά, αειφόρα και δίκαια συστήματα και πόλεις [...] Τα θέματα αυτά αρχίζουν να λαμβάνονται υπόψη στην ανάπτυξη ορισμένων στρατηγικών μητροπολιτικού σχεδιασμού και τώρα επηρεάζουν τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά του σε μια σειρά πόλεων στον Δυτικό κόσμο» (Budge 2013, 369). Δημόσιος χώρος για την ανταγωνιστικότητα ή τη βιωσιμότητα Ο δημόσιος χώρος και ο τρόπος με τον οποίο εισχωρεί σε αυτόν ο ιδιωτικός τομέας χαρακτηρίζει τη σύγχρονη παγκόσμια μητρόπολη το πρότυπο της οποίας τείνει να

εξαπλωθεί σε μικρές και μεγάλες πόλεις παντού στον πλανήτη. Ο δημόσιος χώρος πρωταγωνιστεί σε ένα επαναλαμβανόμενο πρότυπο αστικών αναπλάσεων που καθιστούν τις μητροπολιτικές περιοχές αντίγραφα της Βαλτιμόρης ή της Βαρκελώνης (OECD 2006). Η δύναμη του δημόσιου χώρου στον σχεδιασμό σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από το γεγονός ότι προβάλει ιδέες, αξίες, δυνάμεις, πολύ περισσότερο από τα άλλα στοιχεία του χώρου. Μπορεί να αξιοποιηθεί ως στοιχείο προώθησης της βιώσιμης πόλης, με την έννοια της κοινωνικής συνοχής, όταν, για παράδειγμα, με τον κατάλληλο σχεδιασμό στις γειτονιές οι σχεδιαστές επιθυμούν να ενεργοποιήσουν την κοινωνικότητα και να προωθήσουν τη συμμετοχή ή, αντίθετα, ο δημόσιος χώρος μπορεί να λειτουργεί ως εικόνα, ως «σημείο πώλησης» δηλαδή προβολής για εμπορικές επιχειρήσεις και τοπικές διοικήσεις, «ένα όχημα για διαφοροποίηση, που συμβάλλει σε παραπέρα κατακερματισμό παρά σε κοινωνική ενσωμάτωση». Οι δύο εκδοχές του ρόλου του δημόσιου χώρου για την «κοινωνική συνοχή» ή για την «οικονομική ανταγωνιστικότητα» συμβαδίζουν με τη γενικότερη εξέλιξη της πόλης και την επικράτηση ή υποχώρηση της συλλογικότητας (Madanipour 2003, αναφέρεται στο Θωίδου 2011). Η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι εγγενές στοιχείο του δημόσιου χώρου, σύμφωνα με τον ορισμό της American Planning Association (APA):3 «Ένας δημόσιος χώρος μπορεί να είναι ένα σημείο συγκέντρωσης ή τμήμα της γειτονιάς, στο κέντρο της πόλης, [...] ή άλλη περιοχή που συμβάλλει στην προώθηση της κοινωνικής αλληλεπίδρασης και σε μια αίσθηση της κοινότητας [...]». Από τη διακήρυξη της Biennale of Public Space4 τονίζεται η σημασία της προσβασιμότητας από όλους χωρίς τον σκοπό του κέρδους καθώς και το θέμα της δημόσιας ιδιοκτησίας. Ως αντίδραση στις σύγχρονες τάσεις, ο δημόσιος χώρος συχνά ξεπερνά τα όρια του χωρικού σχεδιασμού και γίνεται αντικείμενο μιας αυθόρμητης διαδικασίας «κατασκευής» του, ως διαδικασία του “making public spaces” (Sassen, 2006). Η μεγάλη σύγχρονη πόλη, ιδίως η παγκόσμια, αποτελεί έναν στρατηγικό τόπο για το παγκόσμιο κεφάλαιο, αλλά επίσης και έναν χώρο όπου «εκδηλώνονται και παίρνουν συγκεκριμένη μορφή νέες διεκδικήσεις από άτυπους πολιτικούς δρώντες» (ό.π.). Τα αστικά κινήματα που εμφανίζονται έτσι «είναι κοινωνικά κινήματα μέσω των οποίων οι πολί-

39


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 40

40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

τες επιχειρούν να επιτύχουν κάποιον έλεγχο στο αστικό περιβάλλον που περιλαμβάνει το δομημένο περιβάλλον, τον κοινωνικό ιστό της πόλης και την τοπική πολιτική διαδικασία» (Pruijt 2007). Πρόσφατα, ο δημόσιος χώρος συνυπολογίζεται στον σχεδιασμό της δημιουργικής πόλης. Είναι αξιοσημείωτο ότι και αυτή η προσέγγιση, που σε γενικές γραμμές υποστηρίζει το μοντέλο της χωρικής ανταγωνιστικότητας, δεν περιορίζεται στη λειτουργία του ως «υποδοχέα» της πολιτιστικής δράσης αλλά επεκτείνεται στον τρόπο που ο δημόσιος χώρος ευνοεί τη συμμετοχή στα τεκταινόμενα σε αυτόν, για παράδειγμα μέσω του “place making”, για την ενίσχυση της δημιουργικότητας (βλ. και Θωίδου και Φουτάκης 2014). Οι κοινοτικοί κήποι είναι μια μορφή δημόσιου χώρου στον οποίο οι πολίτες μπορούν να συμμετέχουν δημιουργικά. Σε ότι αφορά τις χρήσεις γης συνδέονται με την «επανεισδοχή» της φύσης (renaturation) και τις «ενδιάμεσες χρήσεις» (interim uses). Η «επανεισδοχή» της φύσης είναι μια στρατηγική ολιστικής προσέγγισης πράσινων δικτύων, αξόνων και οάσεων που διατρέχουν μια πόλη από έξω προς τα μέσα (Fuhrich and Goderbauer 2010, 55). Οι «ενδιάμεσες χρήσεις», προκύπτουν εξαιτίας των μετασχηματισμών και αναδιαρθρώσεων των μητροπολιτικών περιοχών σε χώρους που είναι συχνά διαθέσιμοι για προσωρινές χρήσεις. Οι χρήσεις αυτές μπορεί να βελτιώνουν προσωρινά τη συγκεκριμένη (υποβαθμισμένη) περιοχή, ή να υποστηρίζουν τις επόμενες (οριστικές) χρήσεις, ή να αποδεικνύονται κατάλληλες για την περιοχή και να μονιμοποιούνται. Μπορεί να προκύπτουν εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος για real estate αξιοποίηση, αλλά τελικά καταλήγουν σε δημιουργικές παρεμβάσεις από τους πολίτες. Τέτοιες χρήσεις δεν είναι χωρίς προβλήματα, ιδίως όταν αλληλοεπιδρούν δρώντες με διαφορετικές επιδιώξεις (ό.π., 53). Οι «ενδιάμεσες χρήσεις» δεν αποτελούν νέο αλλά μάλλον κυκλικά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, όταν πολλές επενδύσεις σε ακίνητα παραμένουν αδρανείς δημιουργώντας «ευκαιρίες» αξιοποίησης, άλλοτε από τους «δημιουργικούς κλάδους» και άλλοτε με έμφαση στα περιβαλλοντικά στοιχεία και το πράσινο. Έτσι για τον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου τίθεται το θέμα της «μετάβασης» από την προηγούμενη χρήση στην ενδιάμεση και στη μελλοντική «ανάπτυξη», κάτι που εμπλέκει τις αντι-

λήψεις του κοινού και πιθανές αντιπαραθέσεις (Kamvasinou and Roberts 2013). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Βερολίνου όπου, λόγω της ιδιαιτερότητας της χωρικής του οργάνωσης, πολλές προσωρινές χρήσεις αναπτύχθηκαν σε κενούς (εγκαταλειμμένους) χώρους δημόσιων υποδομών, εργοστασίων, κτιρίων κ.ά. οι οποίοι προέκυψαν μετά την ενοποίηση, και μια πλούσια εμπειρία δημιουργικής τους αξιοποίησης έχει καταγραφεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η περίπτωση του Βερολίνου έδειχνε πως οι προσωρινές χρήσεις μπορούν να έχουν ιδιαίτερη επιτυχία, παρά τις προκαταλήψεις ότι συνδέονται με κρίση και έλλειψη οράματος (Urban Catalysts 2003). Όπως αναλύει η Colomb (2012, 135-138) από τις δεκαετίες του 1970 και 1980 το Βερολίνο υπήρξε ένας «θύλακας ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων» που βρήκαν χώρους έκφρασης μετά την επανένωση, σε υπαίθριες αγορές, κλαμπ μουσικής, αθλητικές εγκαταστάσεις, κοινοτικούς κήπους, καλλιτεχνικά εργαστήρια κ.ά. Οι πρακτικές αυτές αναδεικνύουν «έναν ευέλικτο τρόπο παραγωγής ελεύθερου χώρου της πόλης» που δεν βασίζεται όσο πριν σε δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Μετά το 2000 ο επίσημος σχεδιασμός για τη μητροπολιτική περιοχή του Βερολίνου άρχισε να υιοθετεί και να υποστηρίζει τέτοιες χρήσεις με τις στρατηγικές του, με εμφανείς τις επιρροές της ιδέας της «δημιουργικής τάξης». Όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι στρατηγικές αυτές οδήγησαν σε μετατόπιση των δημιουργικών χρήσεων και απομάκρυνση από τα αρχικά χαρακτηριστικά των περιοχών και των ανθρώπων, προκαλώντας τις αντιδράσεις των τελευταίων και ερωτήματα για τα όρια μιας τέτοιας αξιοποίησης (Colomb 2012, 145-146). Ο χώρος στον «σχεδιασμό σίτισης πόλεων» και οι κοινοτικοί κήποι Τα τελευταία χρόνια οι κοινοτικοί κήποι συνδέονται με τον σχεδιασμό για την εξασφάλιση σίτισης των πόλεων σε όρους ποσοτικούς και ποιοτικούς (food planning). H υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στις πόλεις και τις μητροπολιτικές περιοχές και η αύξηση του πληθυσμού στα όρια της φτώχειας οδηγεί στην ανάγκη αξιοποίησης της αστικής γεωργίας. Η οπτική αυτή εντάσσεται στην επιδίωξη της ανθεκτικότητας απέναντι στην οικονομική κρίση αλλά και απέναντι στους περιβαλλοντικούς κινδύνους και τις επιπτώσεις της κλιματικής


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 41

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

αλλαγής. Συνδυάζεται επομένως με τα κινήματα τοπικοποίησης προϊόντων και διαδικασιών παραγωγής στη λογική της «μετάβασης». Αν και η εξασφάλιση φρέσκιας και επαρκούς τροφής ήταν καθοριστικός παράγοντας για τη χωροθέτηση και την αστική μορφή μικρών και μεγάλων πόλεων από τη δημιουργία τους, στον μεταπολεμικό σχεδιασμό η εξασφάλιση σίτισης αναφέρεται αποκλειστικά στον αγροτικό χώρο, ενώ είναι αποσυνδεδεμένη από τον στρατηγικό σχεδιασμό των μητροπολιτικών περιοχών (Budge 2013, APA 2007). Ωστόσο οι αλλαγές που έχουν συμβεί ως προς τις χρήσεις γης, τη διαθεσιμότητα ενεργειακών πηγών και φυσικών πόρων, τη μόλυνση του περιβάλλοντος, την αύξηση του αστικού πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά και οι αλλαγές των αντιλήψεων για τον τρόπο ζωής γενικά και τη διατροφή ειδικότερα, έχουν οδηγήσει σε αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον «σχεδιασμό σίτισης» (food planning) των μητροπολιτικών περιοχών και τη σύνδεσή του με τον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό. Έχει προηγηθεί το ενδιαφέρον για το «οικολογικό αποτύπωμα» των πόλεων, τον περιορισμό της αστικής διάχυσης και την υγιή πόλη, που παραπέμπει στην αφετηρία του σχεδιασμού των πόλεων, δηλαδή την υγιεινή και την ποιότητα ζωής σε αυτές (Budge 2013, 369, 370–371). Σημαντική παράμετρος είναι ο «κίνδυνος λόγω ανασφάλειας σίτισης» (risk of food insecurity) των μητροπολιτικών περιοχών και η ευπάθειά τους ως προς το θέμα αυτό (Farmar-Bowers et al. 2013). Η αστική γεωργία μπορεί να ενταχθεί στο πλαίσιο του «σχεδιασμού σίτισης πόλεων». Ορίζεται ως «η καλλιέργεια φυτών ή/και η εκτροφή ζώων μέσα στον αστικό ιστό ή στις παρυφές της πόλης από τους κατοίκους της, αποβλέποντας κυρίως στην αυτοκατανάλωση των νοικοκυριών σε φρέσκα και ποιοτικά προϊόντα» (Ανθοπούλου και Νικολαΐδου 2013, 4). Παρά τη συμβολή της στην πρόληψη της ανασφάλειας ως προς τη σίτιση των πόλεων, δεν επαρκεί για τη λύση του προβλήματος. Μπορεί όμως να συμβάλει παρέχοντας τοπική, χαμηλών εκπομπών άνθρακα και υψηλής ποιότητας τροφή, παράλληλα με οφέλη οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά (Pires and Burton 2013, Καράγιωργας 2014). Με αυτό το πνεύμα, έχουν εμφανιστεί σχετικές κατευθύνσεις στον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό μητροπολιτικών περιοχών της Αυστραλίας στο πλαίσιο του σχεδιασμού για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (ό.π.).

Οι κοινοτικοί κήποι ειδικότερα είναι εκτάσεις όπου οι πολίτες μπορούν να καλλιεργήσουν λαχανικά και λουλούδια. Μπορεί να είναι λαχανόκηποι της γειτονιάς για ατομική κατανάλωση ή κάτι πιο οργανωμένο που απευθύνεται σε μετανάστες, άστεγους, νέους εκτεθειμένους σε κινδύνους (at-risk youth) (Lawson 2009, 202). Συνήθως αποτελούν πρωτοβουλίες τοπικών κοινοτήτων για αστικές καλλιέργειες σε χώρους εντός του αστικού ιστού ή στα όριά του, με συλλογικό τρόπο. «Διαχειρίζονται κυρίως από μέλη της κοινότητας παρά από τις τοπικές κυβερνήσεις (Δήμοι) αν και μπορεί να βρίσκονται σε δημοτικές εκτάσεις [...] μπορεί να είναι σύνολα ιδιωτικών τεμαχίων γης ή μεγάλης κλίμακας συνεργατικές δράσεις σε όφελος της ευρύτερης κοινότητας. Οι ρόλοι τους περιλαμβάνουν παραγωγή φρέσκιας οργανικής τροφής, δημιουργία χώρων για την κοινότητα και τη χρήση και διάδοση της επιστήμης και καινοτόμων τεχνολογιών» (Stocker and Barnett 1998). Ιστορικά στις ΗΠΑ των αρχών του 20ου αιώνα διαδόθηκαν για εξασφάλιση τροφής φτωχών κοινωνικών στρωμάτων σε περιόδους κρίσης με αυξανόμενο ρόλο από τον Α΄ στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και κατά την οικονομική κρίση του μεσοπολέμου. Αντίστοιχα αναπτύχθηκαν την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου στην Ευρώπη όπου υπάρχει και η παράδοση των διανομών αγροτεμαχίων σε μητροπολιτικές περιοχές. Η εμφάνισή τους τη μεταπολεμική περίοδο ήταν παράγωγο των κινημάτων για το περιβάλλον και για την κοινωνική δικαιοσύνη (ό.π., Mok et al. 2014). Eίναι ελκυστικοί ιδίως σε περιόδους κρίσης ή πολέμων, καθώς αποτελούν απόδειξη μιας αλλαγής χωρίς υψηλές δαπάνες και με άμεσα αποτελέσματα, απόδειξη του ότι κάποιος «παίρνει την τύχη στα χέρια του», με πρακτική και συμβολική λειτουργία (Lawson 2009, 204). Οι κοινοτικοί κήποι έχουν την ιδιαιτερότητα ότι συνδέουν την παραγωγή τροφής με την περιβαλλοντική διαχείριση (αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοπέδων) και τη συμμετοχή των πολιτών (δημιουργία σχέσεων, προώθηση της ευημερίας της γειτονιάς, τόνωση της πολιτιστικής παράδοσης) (Krasny and Tidball 2009). Αυτά τα στοιχεία τους συνδέουν με τον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό: οι διαδικασίες συμμετοχής και η συνάρτησή τους με την έκταση στην οποία αναπτύσσονται σε συνδυασμό με τα στοιχεία χωρικής οργάνωσης (μεταφορές, γειτονικές χρήσεις γης και ποιότητα περιβάλλοντος, πλέγμα πράσινων χώρων).

41


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 42

42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία συμμετοχής, οι κοινοτικοί κήποι αποτελούν μέρος ενός διευρυνόμενου παραδείγματος συνεργατικής παραγωγής χώρου, προϊόντων και υπηρεσιών σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις, με υποστήριξη και από προγράμματα αστικής αναζωογόνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το θεματικό δίκτυο “Sustainable Food in Urban Communities” στο πλαίσιο του URBACT (2014), αν και όπως υποστηρίζουν οι Oosterlynck and Gonzalez (2013, 1080) γενικά για το URBACT «δεν φαίνεται να επανεξετάζεται το μοντέλο της αστικής ανάπτυξης». Ως προς τη χωρική διάσταση, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κοινοτικών κήπων και οι προβλεπόμενες χρήσεις γης αποτελούν καθοριστικό στοιχείο της εξέλιξής τους. Πέρα από τις περιπτώσεις που παραδοσιακά προβλέπεται η διανομή αγροτεμαχίων για μεμονωμένους καλλιεργητές στον περιαστικό χώρο (π.χ. Λονδίνο, βλ. Mok et.al. 2014) η ανάπτυξη κοινοτικών κήπων τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται συνήθως στους λεγόμενους «ενδιάμεσους» χώρους δηλαδή στους κενούς χώρους που προκύπτουν από τις αλλαγές χρήσεων. Για τις ΗΠΑ η APA (2007) διαπιστώνει ότι υπάρχουν τέτοιες σημαντικές εκτάσεις κενής γης στο εσωτερικό των πόλεων, που «όταν χρησιμοποιείται για λαχανόκηπους από κατοίκους χαμηλών εισοδημάτων παράγει πολλαπλά οφέλη υγείας, οικονομικά και κοινωνικά». Στο Ντιτρόιτ δραστηριοποιείται ένα ζωντανό κίνημα που επιδιώκει την αξιοποίηση πολυάριθμων κενών αγροτεμαχίων, που μπορούν να διατεθούν από τους δημόσιους φορείς που τα κατέχουν (ό.π.). Γενικότερα οι εφαρμογές αστικής γεωργίας σε χώρους που θεωρούνται «ενδιάμεσοι» ή «ασαφείς» (terrains vague) αντιπροσωπεύουν μια αντικομφορμιστική προσέγγιση του δημόσιου (ή του ελεύθερου) χώρου. Οι προσωρινές χρήσεις που αναπτύσσονται σε αυτούς τους προσδίδουν χαρακτηριστικά ανθεκτικότητας συνιστώντας, όπως υποστηρίζουν οι Kamvasiou and Roberts (2013, 190) πιθανά τη «μόνη εύλογη πράξη σε ένα κλίμα περικοπών δημοσίων δαπανών, σπανιότητας εδαφικών πόρων, και μειωμένης χρηματοδότησης για τους δημόσιους χώρους». Συχνές είναι οι περιπτώσεις που οι κοινοτικοί κήποι αναπτύσσονται σε εγκαταλειμμένους χώρους ιδιοκτησίας του δημοσίου ή των Δήμων χωρίς να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη συνέχιση της χρήσης αυτής, καθώς σπάνια θεωρούνται «῾η υψηλότερου [επιπέδου] και καλύτερη’ χρήση της αστικής γης» (Lawson 2009). Από

την εμπειρία του South Los Angeles Community Garden κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000 αναδεικνύονται τα προβλήματα αξιοποίησης της γης με τον τρόπο αυτό και ερωτήματα από την αντίθετη πλευρά (π.χ. των διεκδικητών της γης με σκοπό την «αστική ανάπτυξη»). Κεντρικό ερώτημα είναι το κατά πόσο αυτή η χρήση, η οποία μπορεί να περιφράσσεται, έχει πράγματι δημόσιο χαρακτήρα όπως συμβαίνει με ένα πάρκο, ή εάν έχουν όλοι το δικαίωμα και τη δυνατότητα συμμετοχής, σε συνδυασμό με το γεγονός της «επένδυσης» προσωπικής εργασίας στον χώρο. Συχνά υποτιμάται η εργασία που έχει γίνει εκεί όταν μια άλλη δυνατότητα αξιοποίησης προκύπτει, με το επιχείρημα ότι θα εξασφαλιστούν θέσεις εργασίας ή έσοδα για τον Δήμο (Lawson 2009). Καθώς ο χώρος είναι κεντρικό στοιχείο των κοινοτικών κήπων, ο στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός έχει σημαντικές δυνατότητες επίδρασης στον «῾σχεδιασμό σίτισης πόλεων’: οι πολεοδόμοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν στρατηγικές διαχείρισης της ανάπτυξης για να προστατεύσουν αγροτική γη, ή να εισηγηθούν τις περιοχές όπου χωροθετούνται τα παντοπωλεία και τα εστιατόρια, ή να προτείνουν πολιτικές για την υποστήριξη των κοινοτικών κήπων και άλλους τρόπους για παραγωγή τροφής από τις κοινότητες» (APA 2007, 24). Επιδιώκοντας να υποστηρίξει αυτή την αλληλεπίδραση, η APA από το 2007 έχει υιοθετήσει έναν «Οδηγό Σίτισης Κοινοτήτων και Περιφερειών». Οι κατευθύνσεις πολιτικής εξειδικεύονται ως προς τους κοινοτικούς κήπους, με προτάσεις για τις χρήσεις γης και τη χωρική οργάνωση της μητροπολιτικής περιοχής, που περιλαμβάνουν: ένταξη των κοινοτικών κήπων στα γενικά και στα πιο λεπτομερή σχέδια χωρικής οργάνωσης γειτονιάς, προσωρινά περίπτερα για την προώθηση προϊόντων αστικής γεωργίας σε ελεύθερους χώρους δημόσιων και κοινωνικών εγκαταστάσεων, ζώνες για την τοπικά υποστηριζόμενη γεωργία σε υπάρχοντες οικισμούς και σε νέες περιοχές οικιστικής ανάπτυξης, ενθάρρυνση σχεδιασμού γειτονιάς μικτών χρήσεων που περιλαμβάνει μικρού μεγέθους παντοπωλεία, εποχιακές αγορές παραγωγών, ελεύθερους χώρους για κοινοτικούς κήπους, αντί της ζωνοποίησης. Επίσης κίνητρα σε περιοχές που χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια ως προς τη σίτιση, διευκόλυνση της άνετης και ασφαλούς πρόσβασης και λειτουργίας των χώρων αυτών (π.χ. συστήματα μεταφορών χαμηλού κόστους). Προφανώς οι κατευθύνσεις αυτές ανταποκρίνονται στα χα-


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 43

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

ρακτηριστικά και το σύστημα σχεδιασμού των πόλεων των ΗΠΑ και θα πρέπει να παραλληλίζονται προσεκτικά με πόλεις και μητροπολιτικές περιοχές άλλων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχύοντα σε κάθε περίπτωση χαρακτηριστικά της χωρικής οργάνωσης και των συστημάτων χωρικού σχεδιασμού. Γεγονός είναι ότι αρκετές πόλεις στον κόσμο εντάσσουν το θέμα αυτό στον στρατηγικό σχεδιασμό τους. Οι Kamvasinou and Roberts (2013, 190) αναφέρουν εκ των άνω πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν στο Λονδίνο την περίοδο 2009˗2010 σχετικά με διανομές αγροτεμαχίων και καλλιέργειες, «ως απάντηση στο γεγονός ότι μεγαλύτεροι ή μικρότεροι και συχνά κεντρικοί χώροι των πόλεων έμειναν αναξιοποίητοι μετά την οικονομική κρίση του 2008 ή γενικότερα εγκαταλείφθηκαν λόγω της έλλειψης πόρων για τη συντήρησή τους». Το ενδιαφέρον στη σύγχρονη εμπειρία του Λονδίνου είναι η ανάμιξη των εκ των άνω και εκ των κάτω πρωτοβουλιών καθώς η παράδοση είναι παλιά, με χαρακτηριστική στιγμή της το “Dig for Victory” στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (ό.π.). Στην Αυστραλία διαπιστώνεται ότι, ενώ σε επίπεδο στρατηγικών του κεντρικού κράτους υπάρχει βούληση για αποδοχή χρήσεων γης που σχετίζονται με την αστική γεωργία, σε τοπικό επίπεδο είναι δύσκολο να υλοποιηθούν οι προθέσεις, ελλείψει κατάλληλου θεσμικού και διοικητικού πλαισίου και της απαραίτητης ευελιξίας στην εφαρμογή τοπικών πρωτοβουλιών αστικής γεωργίας. Το ίδιο συμβαίνει επίσης διότι το τοπικό επίπεδο είναι εκείνο όπου ασκούνται τελικά οι πιέσεις για συγκεκριμένους τύπους «αξιοποίησης» της γης με οικονομικά αποδοτικότερους τρόπους για ορισμένους (Pires and Burton 2013, Cook and Harder 2013). Ο ρόλος του χωρικού σχεδιασμού είναι εμφανής σε περιπτώσεις ριζοσπαστικών κινημάτων αστικών καλλιεργειών που ξεκινούν εκ των κάτω, όπως οι “guerilla gardeners” (ακτιβιστές καλλιεργητές). Για τις περιπτώσεις αυτές υποστηρίζεται (Adams et al. 2013) ότι εμφανίζονται ανελαστικότητες του σχεδιασμού χρήσεων γης που στερούν από τον χωρικό σχεδιασμό τη δυνατότητα να αξιοποιεί τις καινοτομίες που εισάγονται από την πλευρά όχι των ειδικών αλλά των πολιτών και μπορούν να προάγουν οφέλη για το περιβάλλον και την κοινότητα σε βάθος χρόνου. Σε ό,τι αφορά την κλίμακα του χώρου, είναι φανερό ότι η ανάπτυξη των κοινοτικών κήπων και τα θέματα με τα οποία συνδέεται, από τις ενδιάμεσες χρήσεις και

την «επανεισδοχή» της φύσης στον χώρο των πόλεων ώς τον «σχεδιασμό σίτισης πόλεων» και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αφορούν όλα τα επίπεδα χωρικού σχεδιασμού. Aκόμα και στις περιπτώσεις που τα σχετικά θέματα μοιάζουν να εξαντλούνται στο επίπεδο των χρήσεων γης, οι κοινοτικοί κήποι δεν αρκεί να παραμένουν σε επίπεδο επιμέρους έργων και δράσεων. Η θεώρησή τους στο πλαίσιο του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού είναι καθοριστική, ιδιαίτερα για τις μητροπολιτικές περιοχές, αν τελικός στόχος είναι η συνολική ανθεκτικότητα σε όρους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς. Ο στρατηγικός σχεδιασμός έχει έναν προνομιακό ρόλο καθώς διαμορφώνει τις αρχές και κατευθύνσεις τις οποίες θα ακολουθήσει ο τοπικός σχεδιασμός και τα επιμέρους έργα και δράσεις. Είναι επομένως σημαντικές οι επιλογές που θα κάνει για τη συνολική αστική ανάπτυξη, προς την κατεύθυνση της ανθεκτικότητας με την ευρεία έννοια. Ένα τέτοιο πλαίσιο προϋποθέτει ισχυρή κοινότητα που συμμετέχει, προσαρμογή του χωρικού σχεδιασμού αλλά και προώθηση πρακτικών λύσεων στην πράξη, όπως προτείνεται για την περίπτωση της κλιματικής αλλαγής (Piper 2012). Απαιτεί γενικότερα τη διεύρυνση της κλίμακας των πρωτοβουλιών και δράσεων. Όπως αναφέρουν οι Kamvasinou and Roberts (2013) αυτό μπορεί να σημαίνει αναβάθμιση της σημασίας των ενδιάμεσων χρήσεων. Κοινοτικοί κήποι και δημόσιος χώρος: η εμπειρία στη Θεσσαλονίκη Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης κοινοτικοί κήποι εμφανίζονται μετά το 2010, με αυξανόμενο ρυθμό σε μικρές και μεγάλες πόλεις. Πρόκειται αφενός για οργανωμένες δράσεις από την πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και αφετέρου για αυθόρμητες πρωτοβουλίες με την έννοια της συλλογικής δράσης πολιτών με αφετηρία τις εναλλακτικές δράσεις της δεκαετίας του 1980 και επιρροές από Ευρώπη και ΗΠΑ. Η έλλειψη θεσμικού πλαισίου, κινήτρων, αλλά και εμπόδια, ιδίως ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς των καλλιεργούμενων εκτάσεων, αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες. Πρόσφατη έρευνα (Ανθοπούλου και Νικολαίδου 2013, 10) επιβεβαιώνει δυσκολίες «σχετικά με πολεοδομικές και ιδιοκτησιακές εμπλοκές, πολυνομία και χρονοβόρες διαδικασίες οργανωτικού, γραφειοκρατικού και διαδικαστικού τύπου, συγκρούσεις χρήσεων γης,

43


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 44

44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

κ.ο.κ., που αποθαρρύνουν, δυσαρεστούν και λειτουργούν αποτρεπτικά για τους δικαιούχους», αυξάνοντας την ευπάθεια αυτών των χώρων απέναντι σε πιέσεις για χρήσεις γης με υποσχόμενη μεγαλύτερη οικονομική αποδοτικότητα. Από το 2012 στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος του ΕΣΠΑ «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» προκηρύχθηκαν δράσεις «Κοινωνικών Δομών Άμεσης Αντιμετώπισης της Φτώχειας» που περιλαμβάνουν τη δημιουργία Δημοτικών λαχανόκηπων και δηλώνουν ως στόχο τη μείωση του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και την «οργανική διασύνδεση των πολιτικών κοινωνικής προστασίας με τις πολιτικές ανάπτυξης και απασχόλησης […]» (Υπουργείο Εργασίας 2012). Ο Δημοτικός λαχανόκηπος προσδιορίζεται ως: «Δομή που αποτελείται από έκταση ενιαίου αρδευόμενου και περιφραγμένου αγροκτήματος, η οποία κατανέμεται σε ισομερή τεμάχια, σε ωφελούμενα άτομα, προκειμένου να τα καλλιεργήσουν, με αποκλειστικό σκοπό τη σίτισή τους […] θα παρέχονται και υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και πληροφόρησης με στόχο την ενδυνάμωση και κοινωνική ενσωμάτωση των ωφελούμενων».5 Στη Θεσσαλονίκη αναπτύσσονται ήδη τέτοιες πρωτοβουλίες που συμβάλλουν στην αξιοποίηση των παραπάνω τυποποιημένων δράσεων. Μπορούν να διακριθούν σε δράσεις φορέων της πόλης που δίνουν τη δυνατότητα ατομικών καλλιεργειών στους πολίτες και σε συλλογικές δράσεις πολιτών που εξελίσσονται ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες με ευρύτερους στόχους βιώσιμης αστικής ανάπτυξης. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται οι εκπαιδευτικοί λαχανόκηποι στο αγρόκτημα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ο Δημοτικός λαχανόκηπος του Δήμου Θέρμης, ο αμπελώνας του Δήμου Θεσσαλονίκης και οι Δημοτικοί λαχανόκηποι των «Κοινωνικών Δομών». Συγκεκριμένα, οι εκπαιδευτικοί λαχανόκηποι του ΑΠΘ βρίσκονται σε έκταση του αγροκτήματός του και διατίθενται σε πολίτες της Θεσσαλονίκης (μετά από κλήρωση, με μικρό ενοίκιο). Εντάσσονται στην «Ολοκληρωμένη Περιβαλλοντική Διαχείριση στο ΑΠΘ» και οι στόχοι τους είναι εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί. Ο λαχανόκηπος του Δήμου Θέρμης απευθύνεται σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες (άνεργοι, πολύτεκνοι, μονογονεϊκές οικογένειες) με παραχώρηση μικρής έκτασης σε ετήσια βάση, με σκοπό την παραγωγή λαχανικών για προσωπική κατα-

νάλωση. Παρόμοια είναι η λειτουργία των Δημοτικών λαχανόκηπων των «Κοινωνικών Δομών» σε τρεις Δήμους της Θεσσαλονίκης. Η ένταξή τους στο ΕΣΠΑ εξασφαλίζει χρηματοδότηση αλλά θέτει και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η διάσταση της σύνδεσης μιας αστικής καλλιέργειας με τον δημόσιο χώρο είναι εμφανής στον αμπελώνα που δημιουργήθηκε το 2013 από τον Δήμο Θεσσαλονίκης, σε έκταση παλιού μηχανουργείου. Στη δεύτερη περίπτωση, των λαχανόκηπων που ξεκινούν από ομάδες πρωτοβουλίας, εντάσσονται οι καλλιέργειες στο πρώην στρατόπεδο Καρατάσσου στον Δήμο Παύλου Μελά όπου δραστηριοποιείται από το 2011 η ομάδα Περιαστικών Καλλιεργητών (ΠΕΡ.ΚΑ.) συνεργαζόμενη με τοπικούς πολιτιστικούς φορείς. Παράλληλα με την παραγωγή λαχανικών με φυσικές μεθόδους, την προστασία τοπικών σπόρων και του φυσικού οικότοπου, έχει κοινωνικούς στόχους όπως η υποστήριξη ευπαθών κοινωνικών ομάδων και η επαφή με τη φύση. Για τον δημόσιο χώρο υποστηρίζει ότι εφαρμόζει στην πράξη την άποψη για τη μη οικοπεδοποίηση και τσιμεντοποίησή του επιδιώκοντας να τον προ-


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 45

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

στατέψει ενεργά, ώστε να αξιοποιηθεί με ανάλογο τρόπο από τον Δήμο. Μικρότερης εμβέλειας είναι παρόμοια δράση σε πρώην στρατόπεδο στον Δήμο Καλαμαριάς. Πολλές πλευρές της σχέσης των κοινοτικών κήπων με τον δημόσιο χώρο αναδεικνύονται στην περίπτωση της ομάδας ΠΕΡ.ΚΑ. Αρκετά χρόνια πριν την τυποποίηση των σχετικών δράσεων μέσω συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, το ζήτημα της εξεύρεσης χώρου για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος ήταν καθοριστικό. Η αναζήτηση κατάλληλης έκτασης με βάση τα χαρακτηριστικά του εδάφους, την παροχή νερού, ευρισκόμενης στα όρια του αστικού ιστού και προσπελάσιμης με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, αλλά και σε «φιλικό» περιβάλλον από την πλευρά της τοπικής κοινωνίας για σύνδεση με άλλες πρωτοβουλίες κατοίκων, οδήγησε στην «αυθόρμητη» εγκατάσταση της πρώτης ομάδας το 2011 σε έκταση του πρώην στρατοπέδου Καρατάσσου. Το 2014, καθώς οι καλλιεργητές αυξήθηκαν, οι ομάδες γίνονται επτά. Η συγκεκριμένη δράση πήρε ιδιαίτερες διαστάσεις κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων για αυτοκατανάλωση γίνεται ανάγκη για όλο και περισσότερους πολίτες, όπως διαφάνηκε στις συγχρηματοδοτούμενες δράσεις των Δημοτικών λαχανόκηπων και δεν αφορά μόνο τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Επιπλέον, το ζήτημα της έκτασης στην οποία αναπτύσσεται παίρνει νέες διαστάσεις καθώς το αίτημα για «αξιοποίηση» τέθηκε με όρους οι-

κονομικής αποδοτικότητας για κάποια από τα πρώην στρατόπεδα της Θεσσαλονίκης (προτάσεις -μερικήςεπιχειρηματικής αξιοποίησης, πιθανή ιδιωτικοποίηση μέσω ΤΑΙΠΕΔ). Αυτό ακολουθεί τη γενική τάση οι κεντρικές και τοπικές αρχές να αντιμετωπίζουν τον δημόσιο χώρο «ως μέσο για τη βελτίωση της εικόνας της πόλης και ως πρόσφορο έδαφος για την παραγωγή εσόδων», ενώ παράλληλα «επαναπροσδιοριζόμενες αστικές κοινότητες βεβαιώνουν εκ νέου τον δημόσιο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου στην πόλη, πειραματιζόμενες με νέους τρόπους επιβίωσης, συλλογικότητας και αντιπροσώπευσης» (Athanasiou 2013). Βέβαια, έχει σημασία ο τρόπος που οι σχετικές εκτάσεις αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο του στρατηγικού σχεδιασμού της μητροπολιτικής περιοχής. Η Θεσσαλονίκη, «κληρονόμησε» από την ιστορική της δια-

45


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 46

46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

δρομή πολλά στρατόπεδα (έντεκα συνολικά, Παπαλιούρα 2007) που σήμερα είναι οι σημαντικότεροι ίσως «ενδιάμεσοι» χώροι για τη μητροπολιτική περιοχή. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 είχε αναδειχθεί το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης χώρων πρασίνου στη Θεσσαλονίκη. Με το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης (ΡΣΘ) του 1985 τονίσθηκε το θέμα των ελεύθερων χώρων (εξασφάλιση, σύνδεση μεταξύ τους και με χώρους πρασίνου, οργάνωση) σε συνδυασμό με τα στοιχεία της χωρικής οργάνωσης. Προβλεπόταν ότι η «εξασφάλιση ελεύθερων χώρων από απομάκρυνση στρατοπέδων, παλιών βιομηχανιών κ.λπ.» εντάσσεται μεταξύ των «ποιοτικών παρεμβάσεων μεγάλης κλίμακας» που αποσκοπούν στην «ποιοτική αναβάθμιση της Θεσσαλονίκης». Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου για το νέο ΡΣΘ (ΥΠΕΚΑ 2014) το οποίο εισήχθη στη Βουλή τον Μάρτιο του 2014 αλλά η ψήφισή του δεν προχώρησε: Στο «Πλαίσιο για την οργάνωση Αστικού και Περιαστικού Πρασίνου» (άρθρο 58) προβλέπεται ότι τα παλιά στρατόπεδα μπορούν κατά περίπτωση να είναι «μέρη των δικτύων πρασίνου». Για την υλοποίηση των κατευθύνσεων της «ενιαίας αστικής πολιτικής ως προς την ανάπτυξη αστικού˗περιαστικού πρασίνου» (άρθρο 60) προβλέπεται ότι: «Ανασυντάσσονται οι ελεύθεροι χώροι του ΠΣΘ μέσα από [...] ένταξη των στρατοπέδων που βρίσκονται εντός ή στις παρυφές του ΠΣΘ στο δίκτυο ελεύθερων χώρων με κύρια και κατά προτεραιότητα χρήση το αστικό πράσινο». Στις προτεραιότητες περιλαμβάνονται ο σχεδιασμός «της απόδοσης και χρήσης και η αξιοποίηση των ζωτικών για την πόλη χώρων των στρατοπέδων». Για την «Ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης στο νέο ΡΣΘ» (άρθρο 77)

και ειδικότερα για την προστασία του τοπίου: «[…] προωθούνται δράσεις που αφορούν στην αστική ανάπλαση, στη δημιουργία και αξιοποίηση ελεύθερων χώρων, όπως αύξηση αστικού πρασίνου, στην αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, καθώς και στην αξιοποίηση χώρων που υπόκεινται σε οργανωμένη αλλαγή χρήσεων». Είναι φανερό ότι η απόδοση των χώρων των πρώην στρατοπέδων σε χρήσεις πρασίνου και ελεύθερου χώρου αποτελεί κοινό αίτημα για τη μητροπολιτική περιοχή. Η «αξιοποίησή» τους γίνεται αντιληπτή με ποικίλους τρόπους. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι χώροι αυτοί συγκέντρωσαν την προσοχή φορέων, ακόμα και ιδιωτών σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις αντιμετωπίστηκαν ως προνομιακές εκτάσεις για κοινόχρηστες και κοινωφελείς εγκαταστάσεις οι οποίες σε λίγες περιπτώσεις υλοποιήθηκαν, ενώ σε άλλες εκπονήθηκαν σχέδια και μελέτες χωρίς να καταλήξουν σε δεσμεύσεις χρήσεων γης και χρηματοδότησης, παρά τις υποσχέσεις από κεντρικούς φορείς. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους περιπλέκει τα δεδομένα: σε γενικές γραμμές πρόκειται για δημόσιες εκτάσεις που πριν αρκετές δεκαετίες παραχωρήθηκαν στον στρατό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρήση τους, ενώ η χρήση μέρους της έκτασης στην οποία υλοποιούνται οι «Περιαστικές Καλλιέργειες» έχει παραχωρηθεί τα τελευταία χρόνια στον Δήμο. Η δημόσια διαβούλευση για το νέο ΡΣΘ, το 2011, έδωσε την ευκαιρία να τονιστεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση η ανάγκη «να αποδοθούν τα στρατόπεδα στην Τοπική Αυτοδιοίκηση για χρήσεις κοινής ωφέλειας και κοινωνικών υποδομών», για «δραστηριότητες πολιτισμού και ελεύθερου χρόνου». Η πρόταση του


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 47

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

Δήμου στα όρια του οποίου βρίσκεται η συγκεκριμένη έκταση ήταν: «[…] χρησιμοποίηση των στρατοπέδων Π. Μελά και Καρατάσσου ως χώρων πρασίνου υπερτοπικής σημασίας με δυνατότητες επιχειρηματικής αξιοποίησης αλλά και με δυνατότητα χωροθέτησης/παραλαβής υπηρεσιών διοίκησης, εκπαίδευσης, έρευνας και αθλητισμού, κατά προτεραιότητα υπερτοπικού μητροπολιτικού επιπέδου» με στόχο την αξιοποίηση της δημόσιας γης με όσο το δυνατόν λιγότερη δόμηση στον χώρο των στρατοπέδων και παράλληλη τόνωση της τοπικής οικονομίας. 6 Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης η δραματική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων και η μη επιλεξιμότητα κτιριακών εγκαταστάσεων από τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, ανέδειξε ένα κενό στην αντίληψη για τον τρόπο που οι εκτάσεις αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν. Καθώς η υλοποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού για τη μητροπολιτική περιοχή προχωρά με αργούς ρυθμούς, ένας άλλος de facto σχεδιασμός διαφάνηκε μετά το 2012, όταν ξεκίνησε η ένταξη τέτοιων εκτάσεων στα προς «αξιοποίηση» ακίνητα του ΤΑΙΠΕΔ. Εάν αυτή η εξέλιξη συνδυαστεί με τις ρυθμίσεις για δυνατότητα χωρικού σχεδιασμού με ειδικούς όρους και διαδικασίες,7 γίνεται φανερή η λογική για την αξιοποίηση που επικράτησε στο πλαίσιο επιλογών ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με τη γενικότερη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση τοπικών φορέων και πολιτών την ίδια περίοδο οδήγησαν στην κινητοποίηση και ενεργή συμμετοχή τους με προτάσεις για την απόδοση των χώρων των πρώην στρατοπέδων ως χώρων πρασίνου.8 Ο ρόλος των αστικών καλλιεργητών είναι σημαντικός στην ανάπτυξη των πρωτοβουλιών αυτών, μια που η ενεργητική παρουσία τους στον χώρο έχει την ικανότητα να μετατρέπει τις ιδέες σε πράξη. Ανάλογες πρωτοβουλίες εκδηλώνονται με συμμετοχή των πολιτών και σε άλλες περιπτώσεις στη λειτουργία του δημόσιου χώρου στη Θεσσαλονίκη (Χριστοδούλου 2013). Από την άλλη πλευρά, οι μελέτες για τον στρατηγικό σχεδιασμό της μητροπολιτικής περιοχής είχαν ολοκληρωθεί πριν την οικονομική κρίση, αδυνατώντας να λάβουν υπόψη πρόσφατες εξελίξεις για μια διαφοροποιημένη λογική λειτουργίας του δημόσιου χώρου. Είναι αξιοσημείωτο πως η δυναμική της ενεργής παρουσίας στον δημόσιο χώρο ενυπάρχει και στους

Δημοτικούς λαχανόκηπους που θεσμοθετούνται. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην πρόσκληση του Δήμου Νεάπολης˗Συκεών ότι «ο χώρος θα είναι κοινόχρηστος και θα επιτρέπεται η πρόσβαση σε όλους τους πολίτες για αναψυχή τις ώρες λειτουργίας του […]». Γεγονός είναι ότι η δημιουργική παρουσία πολιτών διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά ενός εν δυνάμει δημόσιου χώρου, ανεξάρτητα από το αν έχει σχεδιαστεί ως τέτοιος, και συμβάλλει σε σύγχρονες απαντήσεις για παλιά προβλήματα (αξιοποίησης, ανάδειξης, «πρασινίσματος», ανάκτησης των ελεύθερων δημόσιων χώρων). Αξιοσημείωτη είναι η συμβολή τους στην αντιμετώπιση των προβλημάτων φύλαξης, αλλά και η δυνατότητα ενσωμάτωσής τους σε ευρύτερες στρατηγικές για τον σχεδιασμό της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή σε επίπεδο μητροπολιτικής περιοχής, εντασσόμενοι στο σύνολο των ελεύθερων χώρων, καθώς «οι δράσεις για την κλιματική αλλαγή περιλαμβάνουν όλους τους τύπους αστικών ελεύθερων χώρων: περιφερειακά πάρκα, αστικά πάρκα και κήπους, δάση, διαδρόμους ποταμών, εκτάσεις αθλητικών δραστηριοτήτων, κοιμητήρια, δενδροστοιχίες, πράσινες στέγες […]» (Piper 2012, 15). Συμπερασματικές παρατηρήσεις Ο δημόσιος χώρος των μητροπολιτικών περιοχών βρίσκεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που τον απαξιώνουν αλλά ενδεχομένως και τον ελευθερώνουν από λειτουργίες οι οποίες έχουν φτάσει στα όριά τους. Παράλληλα αμφισβητείται ή/και ακυρώνεται η μονόπλευρη επιδίωξη της επιχειρηματικής αξιοποίησής του και των εμβληματικών έργων, ενώ διαμορφώνεται ένα κίνημα μετάβασης σε μια οικονομία και κοινωνία περισσότερο ανθεκτική, προσανατολισμένη σε περιβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες. Οι προσεγγίσεις για τον «ενδιάμεσο» ή «μεταβατικό» ή «ασαφή» δημόσιο χώρο τονίζουν τη διαδικασία της δημιουργικής του αξιοποίησης με συμμετοχή των πολιτών. Οι κοινοτικοί κήποι εκτός από την άμεση σύνδεσή τους με τον (νεοεμφανιζόμενο) «σχεδιασμό σίτισης πόλεων» αποτελούν μια μορφή της «μετάβασης» που αναπτύσσεται στον δημόσιο χώρο. Παράλληλα, το γεγονός ότι πρόκειται για μια λειτουργία απόλυτα εξαρτημένη από τα χαρακτηριστικά της γης στην οποία χωροθετείται, αναδεικνύει τη σχέση της με τον χωρικό σχεδιασμό.

47


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 48

48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

Στις μητροπολιτικές περιοχές η νέα πρακτική μπορεί να λειτουργήσει με βάση τις αρχές της «επανεισδοχής» της φύσης, της δημιουργικής αξιοποίησης ενδιάμεσων χώρων, της ενεργού συμμετοχής των πολιτών, σηματοδοτώντας, την ανανέωση των οραμάτων της μητροπολιτικής ανάπτυξης και των διαδικασιών του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού. Μπορεί ακόμα η πρακτική των κοινοτικών κήπων να αντιμετωπιστεί ως μια πλευρά της σχέσης πόλης υπαίθρου, με την άλλη πλευρά να συνίσταται στη διατήρηση πυρήνων αγροτικής ζωής στον εξωαστικό χώρο και ως βιώσιμη χρήση γης, αντί να εκλαμβάνεται ως εμπόδιο στην αστική ανάπτυξη. Διαφαίνεται ότι το επίπεδο της μητροπολιτικής περιοχής και του στρατηγικού χωρικού σχεδιασμού είναι καταλληλότερο για να εισχωρήσουν οι νέες προσεγγίσεις, καθώς είναι απαλλαγμένο από τις δεσμεύσεις του τοπικού επιπέδου. Στην περίπτωση της μητροπολιτικής περιοχής Θεσσαλονίκης, ο επίσημος λόγος για τον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα ανάκτησης και διαφύλαξης του δημόσιου χώρου και μάλιστα σε συνάρτηση με τον έλεγχο της αστικής ανάπτυξης και της αστικής διάχυσης, ενώ φαίνεται ότι βρίσκεται σε απόσταση από τη λογική της συμμετοχής στην «κατασκευή» του (place making) που πλέον ενσωματώνεται στον τυπικό χωρικό σχεδιασμό αρκετών μητροπολιτικών περιοχών. Πρόσφατα στη μητροπολιτική περιοχή αναπτύσσονται μικρής κλίμακας δράσεις κοινοτικών κήπων που συνήθως έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα. Καθώς ο προσωρινός χαρακτήρας εμπεριέχει μια δυναμική αλλά και αδυναμίες για αυτού του τύπου τη διαμόρφωση και λειτουργία του δημόσιου χώρου, η σύνδεσή τους με τον χωρικό σχεδιασμό μητροπολιτικής κλίμακας και ειδικά με τον σχεδιασμό του δημόσιου χώρου μέσω της δημιουργικής συμμετοχής μπορεί να συμβάλει στην πολύπλευρη αξιοποίηση και βιωσιμότητά του. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι παράλληλα με το πλαίσιο του «σχεδιασμού σίτισης πόλεων» οι δυνατότητες για ένταξη των κοινοτικών κήπων στον στρατηγικό χωρικό σχεδιασμό, ως μορφή ενίσχυσης της περιβαλλοντικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας της μητροπολιτικής περιοχής, αποτελούν ανοιχτά θέματα προς διερεύνηση.

Σημειώσεις 1. Μέρος αυτού του άρθρου σε προηγούμενη μορφή παρουσιάστηκε στο 10ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, 22-24 Οκτωβρίου 2014, Θεσσαλονίκη. 2. Ο όρος «κήποι» χρησιμοποιείται εδώ κυρίως με την έννοια των λαχανόκηπων. 3. Βλ. https://www.planning.org/greatplaces/spaces/characteristics.htm. 4. Βλ. file:///C:/Users/pc/Downloads/cps_english.pdf. 5. Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας ώς τα τέλη του 2014 (με διάρκεια 2013-2015) είχαν συσταθεί 25 Δημοτικοί λαχανόκηποι εκ των οποίων 9 στην Αττική και 3 στη Θεσσαλονίκη. 6. Από τη δημόσια διαβούλευση, βλ. http://orth.gr/ default. aspx?catid=178. Η Πρόταση τροποποίησης του ΓΠΣ Δήμου Πολίχνης (Στάδιο Β1) προβλέπει ότι: «Ορίζεται ως μητροπολιτικό πάρκο με εγκαταστάσεις κοινωνικής υποδομής υπερτοπικής σημασίας, η περιοχή του πρώην στρατοπέδου Καρατάσσου, με σκοπό την αξιοποίηση ενός ζωτικού ανοικτού χώρου για τη ζωή και τις ανάγκες του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος με τη χωροθέτηση δραστηριοτήτων προσαρμοσμένων στη διαδημοτική επιρροή του χώρου [...] σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 298/2012 Απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Παύλου Μελά, η έκταση του πρασίνου πρέπει να υπερβαίνει το 75% της συνολικής έκτασης του μητροπολιτικού πάρκου» (Γιαννακού κ.ά. 2012). 7. Όπως τα Ειδικά Χωρικά Σχέδια του νόμου 4629/2014. 8. Βλ. προτάσεις της «Κίνησης Πολιτών Καρατάσσου» στο http://www.karatasiou.gr/ και του Δήμου Παύλου Μελά στο http://www.pavlosmelas.gr/index.php?option=com_content&task= view&id=1840&Itemid=1450.

Ευχαριστίες Ευχαριστούμε τον Αντώνη Καράγιωργα για τις χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με τους Περιαστικούς Καλλιεργητές (ΠΕΡ.ΚΑ.), καθώς και τον Οδυσσέα Χιλιτίδη για τη διάθεση των φωτογραφιών.

Βιβλιογραφία Adams, D., Scott, A.J. and Hardman, M. (2013) “Guerrilla warfare in the planning system: revolutionary progress towards sustainability?”, Geografiska Annaler: Series B, Human Geography, 95(4), pp. 375-387. American Planning Association (APA) (2007) Policy Guide on Community and Regional Food Planning. Available from: https://www.planning.org/policy/guides/adopted/food.htm. Athanasiou, E. (2013) “Public Space in Thessaloniki in the Context of Crisis: From Urban Competitiveness to Urban Agriculture”, Shrinking Cities Expanding Landscapes Conference, University of Edinburgh, November 2013.


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 49

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΘΩΙΔΟΥ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΟΥΤΑΚΗΣ

Bristow, G. (2010) “Resilient regions: re-‘place’ing regional competitiveness”, Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, 3, pp. 153-67. Budge, Τ. (2013) “Is Food a Missing Ingredient in Australia’s Metropolitan Planning Strategies?”, in Q. Farmar-Bowers, V. Higgins and J. Millar (eds) Food Security in Australia. Challenges and Prospects for the Future, Springer, pp. 367380. Colomb, C. (2012) “Pushing the Urban Frontier: Temporary uses of space, city marketing, and the creative city discourse in 2000s Berlin”, Journal of Urban Affairs, 34(2), pp. 131152. Cook, N. and Harder, S. (2013) “By Accident or Design? PeriUrban Planning and the Protection of Productive Land on the Urban Fringe”, in Q. Farmar-Bowers, V. Higgins and J. Millar (eds) Food Security in Australia. Challenges and Prospects for the Future, Springer, pp. 413-424. Farmar-Bowers, Q., Higgins, V. and Millar, J. (eds) (2013) Food Security in Australia. Challenges and Prospects for the Future, Springer. Fuhrich, M. and Goderbauer, E. (2010) “Urban Restructuring Making ‘More’ from ‘Less’ ”, in Müller, B. (ed.) Urban Regional Resilience: How Do Cities and Regions Deal with Change?, Springer, pp. 49-58. Kamvasinou, K. and Roberts, M. (2013) “Interim Spaces: Vacant Land, Creativity, and Innovation in the Context of Uncertainty”, in Mariani, M. and Barron, P. (eds) Terrain Vague: Interstices at the Edge of the Pale, Routledge, pp. 187-200. Krasny, M. and Tidball, K. (2009) “Community gardens as context for science, stewardship and civic action learning”, Cities and the Environment, 2(1), pp. 1-18. Lawson, L. (2009) “The Precarious Nature of Semi-Public Space: Community Garden Appeal, Complacency, and Implications for Sustaining User-Initiated Places”, in Orvell, M. & Meikle, J.L. Public Space and the Ideology of Place in American Culture, Amsterdam: Rodopi Press, pp. 199-217. Low, S. (2006) “How Private Interests Take Over Public Space: Zoning, Taxes, and Incorporation of Gated Communities”, in Low, S. and Smith, N. The politics of public space, Routledge, pp. 81-104. Maloutas, T., Raco, M. and Taşan-Kok, T. (2008) “Conclusions˗Competitiveness and Cohesion: One Discourse, Multiple Realities and New Challenges for Policy and Research”, in Ache, P. et al. (eds) Cities between Competitiveness and Cohesion: Discourses, Realities and Implementation, Springer, pp. 259-273. Mason, K. and Whitehead, M. (2012) “Transition Urbanism and the Contested Politics of Ethical Place Making”, Antipode 44(2), pp. 493-516. Mok, H.F., Williamson, V.G., Grove, J.R., Burry, K., Barker, S.F. and Hamilton A.J. (2014) “Strawberry fields forever? Urban agriculture in developed countries: a review”, Agronomy for Sustainable Development, 34, pp. 21-43. Morgan, K. (2009) “Feeding the City: The Challenge of Urban Food Planning”, International Planning Studies, 14(4), pp. 341-348. OECD (2006) OECD Territorial Reviews. Competitive Cities: A New Entrepreneurial Paradigm in Spatial Development.

Olesen, K. (2013) “The neoliberalization of strategic spatial planning”. Planning Theory 0(0), pp. 1-16. Available from: http://plt.sagepub.com/content/early/2013/08/28/14730952 13499340. Oosterlynck, S. and Gonzalez, S. (2013) “Don’t Waste a Crisis: Opening up the City Yet Again for Neoliberal Experimentation”, International Journal of Urban and Regional Research, 37(3), pp. 1075-82. Pires, V. and Burton, P. (2013) “Help or Hindrance? The Relationship Between Land Use Planning and Urban Agriculture on the Gold Coast”, in Farmar-Bowers, Q., Higgins, V. and Millar, J. (eds) Food Security in Australia. Challenges and Prospects for the Future, Springer, pp. 380-396. Pruijt, H. (2007) “Urban Movements”, Preprint in Ritzer, G. (ed.) Blackwell Encyclopedia of Sociology, Malden: Blackwell, pp. 5115-5119. Available from: http://publishing.eur.nl/ir/ repub/asset/19231/Urban%20Movements%20preprint.pdf. Raco, M. and Flint, J. (2012) “Introduction: Characterizing the ‘new’ politics of sustainability: from managing growth to coping with crisis”, in Flint, J. and Raco, M. (eds) The Future of Sustainable Cities: Critical Reflections, Bristol: The Policy Press, pp. 3-28. Rosol, M. (2011) “Community Volunteering as Neoliberal Strategy? Green Space Production in Berlin”, Antipode 44(1), pp. 239-257. Sapountzaki, Κ. (2012) “Vulnerability management by means of resilience”, Natural Hazards, 60(3), pp. 1267-1285. Sassen, S. (2006) “Making Public Interventions in Today’s Massive Cities”, The London Consortium, Static, 4. Available from: http://static.londonconsortium. com/issue04/ pdf /sassen_publicintervensions.pdf. Skordili, S. (2013) “Economic Crisis as a Catalyst for Food Planning in Athens”, International Planning Studies, 18(1), pp. 129-141. Stocker, L. and Barnett, K. (1998) “The significance and praxis of community�based sustainability projects: Community gardens in western Australia”, Local Environment: The International Journal of Justice and Sustainability, 3(2). Thoidou, E. and Foutakis, D. (2012) “Towards Resilient regions: Some conceptual and policy issues”, AESOP 26th Annual Congress, METU, Ankara, 11-15 July 2012. Piper, J. (2012) The C-change project: C-Change 2009-2012, final report. Available from: http://www.cchangeproject. org/ home. URBACT Thematic Network (2014) Sustainable Food in Urban Communities: Developing low-carbon and resource-efficient urban food systems. Available from: http://www.sustainable-everyday-project.net/urbact-sustainablefood/files/2014/02/URBACT_Thematic-Interim-ReportGROWING_May-2014.pdf. Urban Catalysts (2003) Strategies for temporary uses ˗ potential for development of urban residual areas in European metropolises, research project funded under EU FP5 programme. Whitehead, M. (2012) “The sustainable city: an obituary? On the future form and prospects of sustainable urbanism”, in Flint, J. and Raco, M. (eds) The Future of Sustainable Cities: Critical Reflections, Bristol: The Policy Press, pp. 29-46.

49


004_Layout 1 25/05/2015 9:44 π.μ. Page 50

50

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 36-50

Ανθοπούλου, Θ. και Νικολαΐδου, Σ. (2013) «Δημοτικοί αστικοί λαχανόκηποι και βιώσιμη πόλη: τοποθετώντας το αγροδιατροφικό σύστημα στην αστική ατζέντα», 11ο Τακτικό Επιστημονικό Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας Περιφερειακής Επιστήμης ΕRSA-GR, 14-15 Ιουνίου 2013, Πάτρα. Γιαννακού, Α. και Συνεργάτες (2012) Τροποποίηση Γενικού Πολεοδομικού Σχεδίου Δήμου Πολίχνης (Νυν ΔΕ Πολίχνης Δήμου Παύλου Μελά) (Στάδιο Β1, Πρόταση). Θωίδου, Ε. (2011) «Ψηφιακή Διακυβέρνηση και διαδικασίες σχεδιασμού του δημόσιου χώρου», Συνέδριο Δημόσιος χώρος…αναζητείται, ΤΕΕ-ΤΚΜ, ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ, Τμήματα Αρχιτεκτόνων, 20-22 Οκτωβρίου 2011 (σσ. 378-382), Θεσσαλονίκη. Θωίδου, Ε. και Φουτάκης, Δ. (2014) «Μια νέα διάσταση του δημόσιου χώρου στις μητροπολιτικές περιοχές: κοινοτικοί κήποι και η περίπτωση της Θεσσαλονίκης», 10ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Γεωγραφικής Εταιρείας, 22-24 Οκτωβρίου 2014, Θεσσαλονίκη. Καράγιωργας, Α. (2014) «Αστικοί και περιαστικοί λαχανόκηποι στην πόλη». Ανακτήθηκε από: http://perka.org/node/213. Παπαλιούρα, Ε. (2007) «Το υποβαθμισμένο αστικό και περιαστικό τοπίο και η ανάκτησή του. Παράδειγμα εφαρμογής στην

πόλη της Θεσσαλονίκης», 5ο Διεπιστημονικό Διαπανεπιστημιακό Συνέδριο του ΕΜΠ, Σεπτέμβριος 2007, Μέτσοβο. ΥΠΕΚΑ (2014) Σχέδιο νόμου για τα νέα Ρυθμιστικά Σχέδια Αθήνας-Αττικής και Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε από: http:// www.opengov.gr/minenv/?p=5935. Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (2012) Πρόσκληση για υποβολή προτάσεων Άξονας 4: «Πλήρης ενσωμάτωση του συνόλου του ανθρώπινου δυναμικού σε μια κοινωνία ίσων ευκαιριών». Φουτάκης, Δ. (2012) «Χωρική ανάπτυξη και χωρική ανθεκτικότητα: εννοιολογικό πλαίσιο και πολιτικές», 10ο Τακτικό Επιστημονικό Συνέδριο ERSA-GR, 1-2 Ιουνίου 2012, Θεσσαλονίκη. Χατζημιχάλης, Κ. (2014) Κρίση χρέους και υφαρπαγή γης, Αθήνα: ΚΨΙΜ. Χριστοδούλου, Χ. (2013) «Πρακτικές αστικού σχεδιασμού και πολιτικές Τοπικής Διακυβέρνησης σε συνθήκες κρίσης ˗ Το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», Συνέδριο Μεταβολές κι ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Παν/μίου Θεσσαλίας, 1-3 Νοεμβρίου 2013, Βόλος.


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 51

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΙ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΕΔΑΦΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Σταυριανή Κουτσού*

Περίληψη Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί αποτέλεσαν πρότυπο γυναικείας συλλογικής επιχειρηματικότητας στην ύπαιθρο κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, προσελκύοντας το ενδιαφέρον των πολιτικών και των τοπικών φορέων. Σκοπός της εργασίας είναι να διερευνήσει τον βαθμό και τις στρατηγικές επιβίωσης της ιδιαίτερης αυτής μορφής επιχειρηματικότητας στις σημερινές συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Για τον σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκε έρευνα σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 63 γυναικείων συνεταιρισμών, από τους 142 που είναι εγγεγραμμένοι στα αρχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μέσω συνεντεύξεων με τις προέδρους των συνεταιρισμών κατά το διάστημα Οκτώβριος 2013Φεβρουάριος 2014. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η πλειονότητα των συνεταιρισμών υφίσταται έντονα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών. Ορισμένοι έχουν διακόψει τη λειτουργία τους, άλλοι βρίσκονται σε «κατάσταση αναμονής» και επιβιώνουν εκείνοι που αναπτύσσουν διασυνδέσεις με τοπικούς ή/και υπερτοπικούς φορείς και αναδεικνύουν ιδιότυπα προϊόντα.

Les coopératives agrotouristiques féminines à l’époque de crise : recherche sous l’approche du développement territorial Stavriani Koutsou Résumé Les coopératives agrotouristiques féminines ont constitué un modèle de l’entrepreneuriat collectif féminin pendant les décennies précédentes et ont attiré l’intérêt des politiques et des acteurs locaux. Le but de cet article est la recherche du niveau et des stratégies de survie de ce type spécial de l’entrepreneuriat dans les conditions actuelles de crise économique. Pour ce but, il est réalisé une recherche auprès d’un échantillon représentatif de 63 coopératives féminines parmi les 142 qui sont inscrites aux archives du Ministère de Développement Rural et des Aliments. La recherche est réalisée à travers des interviews avec les présidentes des coopératives du mois d’Octobre 2013 au Février 2014. D’après les résultats, la majorité des coopératives subissent vivement les conséquences de la crise actuelle. Certaines ont arrêté leur fonctionnement, d’autres se trouvent dans une situation d’attente et finalement survivent mieux celles qui développent des liens avec des acteurs locaux et ultralocaux et relèvent des produits spécifiques.

* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Αλεξάνδρειο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης, skoutsou@farm.teithe.gr

51


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 52

52

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

Εισαγωγή Η κρίση που βιώνει σήμερα ο αγροτικός χώρος, όπως και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, έθεσε με επιτακτικότητα ζητήματα τα οποία είχε ήδη δημιουργήσει η παγκοσμιοποίηση εδώ και δύο δεκαετίες σχεδόν: η ανθεκτικότητα και βιωσιμότητα τομέων, κλάδων, φορέων αλλά κυρίως οι δομές λειτουργίας και οργάνωσης του αγροτικού χώρου. Αυτά τα ζητήματα με τη σειρά τους θέτουν ένα γενικότερο και θεμελιώδες ερώτημα για το μοντέλο ανάπτυξης του αγροτικού χώρου που θα πρέπει να ακολουθηθεί, ιδιαίτερα στις μειονεκτικές περιοχές. Δεδομένου ότι το κύριο συστατικό της οικονομίας είναι η ανταγωνιστικότητα προϊόντων και περιοχών, ως γνωστόν, η παγκοσμιοποίηση, η οποία κυρίως συνίσταται στη διείσδυση των αγορών (Colletis 2010), δημιούργησε ανισότητες τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και σε επίπεδο ΕΕ, περιθωριοποιώντας αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα του Νότου, καθώς αυτές λόγω των δομικών τους χαρακτηριστικών αδυνατούν να εξασφαλίσουν την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής (Γούσιος 2013). Αυτό ισχύει τόσο για τις μονάδες παραγωγής (αγροτικές εκμεταλλεύσεις) όσο και για τις μονάδες μεταποίησης ή/και παροχής υπηρεσιών. Ωστόσο, τις δύο τελευταίες δεκαετίες φαίνεται να εμφανίζονται γι’ αυτές τις περιοχές νέες δυνατότητες εξόδου από την περιθωριοποίηση, αλλά και προοπτικές προόδου. Οι δυνατότητες αυτές συνδέονται με την ικανότητά τους να στηρίξουν την ανταγωνιστικότητά τους όχι στη μείωση του κόστους παραγωγής, καθώς αυτό αδυνατούν να το κάνουν, αλλά στη διακριτότητα και ιδιοτυπία των προϊόντων τους (Campagne et Pecqueur 2014). Πρόκειται ουσιαστικά για μια διαδικασία διαμόρφωσης ενός προτύπου ανάπτυξης, που είναι απάντηση ή/και αντίσταση στην παγκοσμιοποίηση. Το πρότυπο αυτό είναι εξ ορισμού εδαφικό, με την έννοια ότι έχει ισχυρούς δεσμούς με την περιοχή και κατά συνέπεια οδηγεί στην δημιουργία της εδαφικής περιοχής. Αυτή η εδαφοποίηση της ανάπτυξης οδηγεί στο πρότυπο της εδαφικής ανάπτυξης, έννοια η οποία αποτελεί διεθνώς αντικείμενο ανάλυσης και αναζήτησης από ερευνητές, οι οποίοι εστιάζουν στον εδαφικό πόρο από την πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης (Colletis 2005, 2008, 2010, Torré 2008, Γούσιος 2013, Campagne et Pecqueur 2014). Πράγματι, διαπιστώθηκε ότι περιοχές της Ευρώπης

εντασσόμενες σε μια διαδικασία εδαφικής ανάπτυξης, εξασφάλισαν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με άλλες πιο ευνοημένες περιοχές, κινητοποιώντας το ανθρώπινο δυναμικό τους και την κληρονομιά τους, φυσική ή πολιτιστική (Campagne and Pecqceur 2009). Η ανάγκη αναζήτησης νέων μοντέλων ανάπτυξης απορρέει από τη νέα αγροτικότητα η οποία διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα της κινητικότητας του πληθυσμού, των νέων αξιών, των νέων συνεργασιών κ.λπ. που εξελίσσονται και αναπτύσσονται στην ύπαιθρο. Επίσης στην αλλαγή στις συμπεριφορές και προσδοκίες των καταναλωτών από τον αγροτικό χώρο, τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες (Ανθοπούλου 2013). Παράλληλα, οφείλεται και στην αλλαγή στο πολιτικό πλαίσιο, το οποίο προωθεί κατά κάποιο τρόπο την αποκέντρωση δίνοντας αρμοδιότητες σε τοπικούς και περιφερειακούς φορείς, (Γούσιος 2013). Η έννοια του εδαφικού μοντέλου ανάπτυξης (territorial development, développement territorial) αποτελεί συνέχεια εκείνων της «εκ των κάτω» και της ενδογενούς ανάπτυξης. Αυτό που προσθέτει, που είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης αναπτυξιακών εμπειριών, είναι το κοινωνικό στοιχείο, ειδικότερα η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο θεωρείται μία βασική παράμετρος της ανάπτυξης. Έτσι, προκύπτει η έννοια της εδαφικότητας, η οποία ορίζεται ως το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων τις οποίες τα άτομα ομαδοποιημένα διατηρούν με τον χώρο. Αυτές οι σχέσεις μπορούν να ενεργοποιηθούν και κινητοποιηθούν στο πλαίσιο της εδαφικής ανάπτυξης για την κατασκευή και διαχείριση πόρων (Γούσιος 2013). Σύμφωνα με τους ερευνητές, δύο είναι οι βασικοί πυλώνες της οικοδόμησης της εδαφικής περιοχής, όπου στηρίζεται η εδαφική ανάπτυξη: α) η οργάνωση των δρώντων στο εσωτερικό της και β) η κατασκευή ιδιότυπων πόρων. Οι δύο αυτοί πυλώνες συνοψίζονται στην ικανότητα των τοπικών δρώντων να αξιοποιούν μια κοινή πολιτισμική βάση μέσω συνεργασιών και συντονισμού αυτών των συνεργασιών στις διάφορες φάσεις εντοπισμού, αποκάλυψης, ενεργοποίησης και ανάδειξης των τοπικών πόρων, με στόχο τη δημιουργία ιδιότυπων προϊόντων, χαρακτηριστικών της περιοχής. (Campagne et Pecqueur 2014). Η εδαφική προσέγγιση της ανάπτυξης μπορεί να φωτίσει και να ερμηνεύσει πορείες επιχειρήσεων, κλάδων και περιοχών, να φωτίσει δυνατά και αδύνατα σημεία και να χαράξει προοπτικές. Φαίνεται ότι η προσέγγιση αυτή ταιριάζει κα-


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 53

ΣΤΑΥΡΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥ

λύτερα στις αγροτικές περιοχές της Μεσογείου, καθώς υπάρχει μια τεράστια ποικιλία τόπων και προϊόντων, οι τοπικές αγροτικές κοινωνίες διαθέτουν ένα σχετικά υψηλό κοινωνικό κεφάλαιο και οι επιχειρήσεις είναι κατά κανόνα μικρές. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να δώσει τα μεθοδολογικά εργαλεία για τη μελέτη τους, που είναι η διερεύνηση του κατά πόσο παράγουν ιδιότυπα προϊόντα, σε ποιο βαθμό είναι αγκυρωμένες στον τόπο και σε ποιο βαθμό αναπτύσσουν διασυνδέσεις με τοπικούς και υπερτοπικούς φορείς. Στην εργασία αυτή διερευνώνται οι γυναικείοι αγροτικοί συνεταιρισμοί με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης. Το ενδιαφέρον για αυτούς πηγάζει από το γεγονός ότι σχεδόν στο σύνολό τους βρίσκονται σε μειονεκτικές περιοχές και εκ πρώτης όψεως συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά που τους καθιστούν στοιχείο του μοντέλου της εδαφικής ανάπτυξης, καθώς συνδυάζουν συνεργασία (σε οριζόντιο επίπεδο) και παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων. Αποτέλεσαν μια καινοτομία και παραδοξότητα για την ελληνική ύπαιθρο κατά την προ κρίσης περίοδο, καθώς σε μια εποχή γενικότερης απαξίωσης του συνεργατισμού, και μαζικής κατανάλωσης βιομηχανοποιημένων προϊόντων, αγρότισσες σε αρκετές περιοχές της χώρας συνεργάστηκαν, δημιούργησαν απασχόληση για τον εαυτό τους και παρήγαγαν παραδοσιακά προϊόντα (Koutsou et al 2009). Αυτή η δράση από μόνη της αποτέλεσε αντίσταση στο κυρίαρχο μοντέλο και ταυτοχρόνως καινοτομία για την ελληνική ύπαιθρο. Σήμερα που η κρίση δοκιμάζει τις δομές και τις λειτουργίες του αγροτικού χώρου και απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό τους, είναι ενδιαφέρον να διερευνηθούν οι γυναικείοι συνεταιρισμοί και οι στρατηγικές που εφαρμόζουν προκειμένου να ενταχθούν στο νέο περιβάλλον. Προς αναζήτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών Οι κίνδυνοι από την παγκοσμιοποίηση και οι απειλές της κρίσης των τελευταίων ετών οδήγησαν στην επιδείνωση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των περισσότερων κοινωνιών σε βορρά και νότο και υπονομεύουν βαθιά το όραμα της προόδου που συνδέεται με τα ισχύοντα πρότυπα ανάπτυξης (Muchnik 2013). Η ανταγωνιστικότητα, η οποία στηρίζεται στη βάση της χαμηλής τιμής (και κατά συνέπεια του χαμηλού κόστους παραγωγής), φάνηκε ότι δεν μπορεί να κατα-

κτηθεί από μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων ή/και τόπων. Ωστόσο, πολλές εμπειρικές έρευνες στην αγροτική Ευρώπη δείχνουν ότι η ανταγωνιστικότητα μπορεί να κατακτηθεί αν κινητοποιηθεί η τοπική κοινωνία και δοθεί έμφαση στα προϊόντα που φέρουν έντονη τη σφραγίδα του τόπου. Σε αντίθεση με αυτό που θα περίμενε κανείς, αποδεικνύεται ότι οι κίνδυνοι και απειλές της παγκοσμιοποίησης ενίσχυσαν παρά αποθάρρυναν τους δεσμούς και το αίσθημα της εδαφικής ταυτότητας σε αρκετές περιοχές (Γούσιος 2013). Αποδεικνύεται ότι η παγκοσμιοποίηση, η οποία κυρίως συνίσταται στη διείσδυση των αγορών, μπορεί να οδηγήσει ταυτοχρόνως στην κινητοποίηση δυναμικών «δημιουργίας» πόρων σε τοπικό επίπεδο. Αναδύεται έτσι σήμερα ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, αυτό της εδαφικής ανάπτυξης. Από το μοντέλο της γεωργικής ανάπτυξης των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, όπου ο σχεδόν αποκλειστικός «πρωταγωνιστής» στον αγροτικό χώρο ήταν ο πρωτογενής τομέας, οι δυτικές αγροτικές κοινωνίες γνώρισαν στη συνέχεια το μοντέλο της αγροτικής ανάπτυξης, όπου ο πρωτογενής τομέας ήταν ένας από τους οικονομικούς τομείς που δραστηριοποιούνται στον αγροτικό χώρο. Σήμερα περνάμε στο μοντέλο της εδαφικής ανάπτυξης όπου το στοιχείο που προστίθεται είναι ότι η ανάπτυξη «κατασκευάζεται» κοινωνικά μέσω της συνεργασίας και του συντονισμού των τοπικών δρώντων μιας περιοχής (δημόσιων και ιδιωτικών), που στοχεύουν στην αξιοποίηση των τοπικών πόρων (υλικών και άυλων) (Campagne et Pécqueur 2014). Οπωσδήποτε, η ανάδυση του μοντέλου της εδαφικής ανάπτυξης δεν οφείλεται μόνο στην ενδογενή δυναμική των αγροτικών κοινωνιών, αλλά και σε εξωγενείς παράγοντες. Αυτοί οι παράγοντες είναι αφενός η αλλαγή στο πολιτικό πλαίσιο, το οποίο προωθεί κατά κάποιο τρόπο την αποκέντρωση δίνοντας αρμοδιότητες σε τοπικούς και περιφερειακούς φορείς, αφετέρου στην αλλαγή στις συμπεριφορές και προσδοκίες των καταναλωτών από τον αγροτικό χώρο, τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες (Γούσιος 2013). Δύο είναι οι βασικοί πυλώνες της εδαφικής ανάπτυξης: α) το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής, το οποίο εκφράζεται μέσω των συνεργασιών και των συλλογικών δράσεων των δρώντων, καθώς και του συντονισμού τους και β) η κατασκευή ιδιότυπων πόρων, μέσω της αξιοποίησης του δυναμικού της περιοχής (φυσικού και πολιτιστικού) (Γούσιος 2013). Οι δύο πυ-

53


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 54

54

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

λώνες έχουν αμφίδρομη σχέση, καθώς οι συλλογικές δράσεις αποκαλύπτουν και αξιοποιούν ιδιότυπους πόρους και οι ιδιότυποι πόροι κινητοποιούν συλλογικές δράσεις. Έτσι, ένα ιδιότυπο προϊόν αποτελεί έναν εν δυνάμει πόρο για την τοπική κοινωνία, καθώς γύρω από αυτό μπορούν να αναπτυχθούν συλλογικές δράσεις και δυναμικές της ομάδας (Belletti 2013). Πρώτος πυλώνας της εδαφικής ανάπτυξης: το κοινωνικό κεφάλαιο Βασικός μοχλός του μοντέλου της εδαφικής ανάπτυξης είναι το κοινωνικό κεφάλαιο, η ικανότητα δηλαδή των μελών μιας κοινωνίας να συνεργάζονται. Σύμφωνα με τον Bourdieu (1980), το κοινωνικό κεφάλαιο είναι το σύνολο των υφιστάμενων ή δυνητικών πόρων που συνδέονται με την ύπαρξη ενός διαρκούς δικτύου σχέσεων λιγότερο ή περισσότερο θεσμοθετημένων, αλληλογνωριμίας ή αλληλοαναγνώρισης (Γούσιος 2013). Το κοινωνικό κεφάλαιο ορίζεται από τη λειτουργία του, που είναι η διευκόλυνση των δράσεων και διαδράσεων μεταξύ των ατόμων. Καθώς είναι άυλο, ορίζεται από αυτό που κάνει ή επιτρέπει να γίνει και όχι από αυτό που είναι. Υπό αυτή την έννοια, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι ένας υφιστάμενος ή/και δυνητικός πόρος για μια κοινωνία, καθώς διευκολύνει τις συλλογικές δράσεις. Στο πλαίσιο των συνεργασιών η εναρμόνιση των ειδικών και συλλογικών συμφερόντων αποτελεί βασικό διακύβευμα για τη συνοχή της εδαφικής περιοχής. Οι νέες συλλογικότητες, στηριζόμενες εν μέρει στις παλιές, μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της ικανότητας των δρώντων να ελέγξουν τις εξελίξεις που τους αφορούν. Αυτή η ικανότητα τοποθετείται στο επίκεντρο του ορισμού της εδαφικής ανάπτυξης (Deffontaines 2001). Μπορεί να πει κανείς ότι οι αναπτυξιακές πολιτικές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών εστίασαν περισσότερο στον ανταγωνισμό παρά στην οργανωμένη συνεργασία (Campagne et Pécqueur 2014). Σήμερα όμως που η στρατηγική αυτή αποδεικνύεται αναποτελεσματική στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οργανωμένη συνεργασία αναδεικνύεται ως η μόνη εφικτή λύση. Έτσι, οι δυναμικές που προκύπτουν στο πλαίσιο της εδαφικής ανάπτυξης δεν καθορίζονται ούτε από το μέγεθος της περιοχής, ούτε από τις υποδομές και τον φυ-

σικό ή πολιτισμικό πλούτο που διαθέτει, ούτε από τον αριθμό των επιχειρήσεων στο εσωτερικό της, αλλά κυρίως από τη θέληση και την ικανότητα μιας ομάδας δρώντων να επιδιώξει, στο συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο, μέσα από τη θεσμική χειραφέτησή της, τη δημιουργία και πύκνωση των οριζόντιων και κάθετων δεσμών και την αγκύρωση των πόρων στον χώρο. Αυτή η διαδικασία συνιστά ουσιαστικά τη διαδικασία εδαφοποίησης μιας περιοχής, η οποία είναι δυνατόν να οδηγήσει στην κατασκευή μιας εδαφικής περιοχής. Με άλλα λόγια, η εδαφική περιοχή δεν είναι δοσμένη, αλλά κατασκευάζεται από τους τοπικούς δρώντες, που είναι οι τοπικοί φορείς, ομάδες επιχειρηματιών αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία που παρεμβαίνει και ορίζει το μέλλον της. (Γούσιος 2013). Ο ανταγωνισμός διαφοροποιείται πλέον από τα κλασικά μοντέλα (τα οποία αναφέρονται κυρίως στις τιμές των προϊόντων) και συνίσταται στο ότι οι προοπτικές δημιουργίας πόρων εξαρτώνται από τις ικανότητες των ατόμων και των ομάδων να οργανωθούν, να συνεργαστούν και να συντονιστούν (Colletis et Pécqueur 2005). Έτσι, η εδαφική περιοχή δεν μπορεί πλέον να εκλαμβάνεται ως ένας απλός χώρος όπου διαδραματίζονται κάποιες λειτουργίες, αλλά ως μια δυναμική κατασκευή που απορρέει από τις αλληλοεπιδράσεις μεταξύ των διαφόρων δρώντων στο πλαίσιο της εδαφικής περιοχής. Ουσιαστικά λοιπόν αποκαλύπτεται και προκύπτει από τον συντονισμό των δρώντων στο χρόνο και στον χώρο (Colletis 2010). Σύμφωνα με τους Brunet and Dollfus (1990) «ο καθορισμός της εδαφικής περιοχής από τους δρώντες συνιστά για τον χώρο ό,τι η ταξική συνείδηση για μια δυνητική κοινωνική τάξη». Σύμφωνα με τον Jean (2009) το σχέδιο της εδαφικής ανάπτυξης συνοψίζεται σε ένα συλλογικό όραμα για τον τόπο, το οποίο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τρία στοιχεία: τον άνθρωπο, την οικονομία, το περιβάλλον, δηλαδή θα πρέπει να ενσωματώνει στους στόχους του την εξασφάλιση της αναζωογόνησης της εδαφικής περιοχής βασισμένη στην κοινωνική ζωτικότητα της κοινότητας, στην οικονομική βιωσιμότητα της τοπικής οικονομίας και στην αναπαραγωγή των οικολογικών της συστημάτων. Η συλλογικότητα και η συλλογική δράση έχουν βαθιές ρίζες στην ελληνική ύπαιθρο. Τα θεμέλιά τους βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 55

ΣΤΑΥΡΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥ

οργάνωσαν ιστορικά τις σχέσεις τους με τον χώρο τους. Οι χωρικές διαμορφώσεις που προέκυψαν αντανακλούν αυτές τις κοινωνικές σχέσεις (Γούσιος 2013). Οι προκαπιταλιστικές αξίες (αμοιβαιότητα, συνεργασία) που αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν στην ελληνική αγροτική κοινωνία κάτω από δύσκολες ιστορικά συνθήκες και οι οποίες τυποποιήθηκαν με διάφορα συνεργατικά σχήματα, τις τελευταίες δεκαετίες ατόνισαν ή/και διαβρώθηκαν. Σήμερα, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας, οι ίδιες αξίες επανανακαλύπτονται όχι πλέον ως δοσμένες εγγενείς αξίες, αλλά ως κατασκευασμένες. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια αναδύονται κατά τόπους διάφορες μορφές συλλογικών δράσεων, γεγονός που είναι ενδεικτικό της ύπαρξης ενός ζωντανού κοινωνικού κεφαλαίου στην ελληνική ύπαιθρο. Δημιουργήθηκαν νέοι συνεταιρισμοί ή αναδιοργανώθηκαν παλαιότεροι, δημιουργήθηκαν ομάδες παραγωγών, δίκτυα επιχειρήσεων ή συνεταιριστικών οργανώσεων, σύμφωνα ποιότητας, τοπικές και υπερτοπικές συνεργασίες κ.λπ. Οι νέες ομαδοποιήσεις και συλλογικές δράσεις εμπλέκουν όλο και περισσότερους τοπικούς δρώντες (αγρότες, επιχειρηματίες, δημόσιο, ιδιώτες, κοινωνικούς φορείς). Αυτή η νέα κινητοποίηση των αγροτικών κοινωνιών μπορεί σύμφωνα με τον Γούσιο (2013) να οδηγήσει σε μια νέα διαδικασία εκμάθησης θεσμικής συνεργασίας, η οποία συμβάλλει στην οικοδόμηση μιας εδαφικής διακυβέρνησης. Ωστόσο, προκειμένου να κινητοποιηθεί το υπάρχον δυναμικό, μία συγκεκριμένη ομάδα δρώντων θα πρέπει να προβεί στη διαδικασία κατασκευής εδαφικών πόρων, πολύ πριν συνειδητοποιήσει η υπόλοιπη κοινωνία αυτή τη νέα αξία, αλλά και πριν γνωρίσει τις διαδικασίες αξιοποίησής της μέσω σχεδίων. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να δημιουργήσει ένα όραμα για την περιοχή. Δεύτερος πυλώνας της εδαφικής ανάπτυξης: τα ιδιότυπα προϊόντα Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο πυλώνα, της κατασκευής δηλαδή ιδιότυπων πόρων, η διαδικασία της ιδιοτυποποίησης αφορά την αποκάλυψη και ανάδειξη πόρων και τη σύνδεσή τους με το σύστημα στο οποίο αυτοί παράγονται. Σύμφωνα με τον Torré (2008), οι πόροι μετατρέπονται σε ιδιότυπους όταν οι δρώντες καταφέρνουν να επιτύχουν τη σύνδεσή τους με τον τόπο

(αγκύρωση) και έτσι να τους προσδώσουν έναν χαρακτήρα δύσκολα αναπαραγώγιμο σε άλλη περιοχή. Σε αντίθεση με τους κοινότυπους πόρους, οι ιδιότυποι πόροι ενσωματώνουν στοιχεία τόσο υλικά (έδαφος, κλίμα κ.λπ.), όσο και άυλα (ιστορία, τεχνογνωσία, συσσωρευμένη γνώση, εμπειρία), καθώς και τις συλλογικές αξίες μιας περιοχής, γεγονός που τους κάνει ιδιαίτερους και χαρακτηριστικούς της συγκεκριμένης περιοχής και τους δίνει το στοιχείο της μοναδικότητας. Ακριβώς στο στοιχείο αυτό έγκειται η ανταγωνιστικότητα μεταξύ ιδιότυπων προϊόντων και κατ’ επέκταση των εδαφικών περιοχών. Τα προϊόντα διαφορετικών εδαφικών περιοχών δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους με βάση την τιμή τους, αλλά με βάση την εδαφική περιοχή στην οποία εντάσσονται, με βάση δηλαδή την ιδιοτυπία τους. Έτσι, δεν έχουν σημασία τόσο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ενός προϊόντος (παράγω το ίδιο προϊόν με σένα αλλά εγώ το παράγω με καλύτερες συνθήκες), αλλά τα διαφοροποιά πλεονεκτήματα (παράγουμε όμοια, αλλά διαφορετικά προϊόντα). Επομένως, μια εδαφική περιοχή έχει περισσότερο ανάγκη στήριξης για την απόκτηση της ικανότητας κατασκευής ιδιότυπων προϊόντων, παρά βαριές υποδομές για την προσέλκυση επενδύσεων (Γούσιος 2013). Παράλληλα, αυτή η ιδιοτυποποίηση απαντά άμεσα στις προσμονές της κοινωνίας οι οποίες εστιάζονται στη σύζευξη της ποιότητας με την παράδοση και τη φύση. Αυτές οι συνθήκες ευνοούν τη συνεργασία και οργάνωση των δρώντων με στόχο να απαντήσουν αποτελεσματικά στον εξωτερικό ανταγωνισμό, στη βάση μιας συλλογικής ταυτοποίησης με έναν πολιτισμό και μια εδαφική περιοχή (Pecqueur 2008). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τον κλάδο των τροφίμων. Μετά από δεκαετίες δομικού εξορθολογισμού που αποσκοπούσε στην αναζήτηση τυποποιημένων και φθηνών τροφίμων για τους ραγδαία αυξανόμενους αστικούς πληθυσμούς, σήμερα υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση από την πλευρά των καταναλωτών για ασφαλή, τοπικά, υγιεινά και επενδυμένα σε πολιτισμικές αξίες τρόφιμα, κυρίως εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων διατροφικών σκανδάλων των τελευταίων ετών (Ritkonen 2013). Κατά συνέπεια, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για την ανάπτυξη μιας περιοχής δεν είναι τόσο ο άριστος συνδυασμός των δεδομένων συντελεστών παραγωγής που διαθέτει όσο η αποκάλυψη και κινητοποίηση πόρων και κρυμμένων ή κακώς χρησιμοποιούμενων δεξιοτήτων (Lardon 2003). Υπό αυτή την έννοια,

55


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 56

56

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

οι πόροι διακρίνονται σαφώς από τους συντελεστές παραγωγής. Μέσω της εδαφοποιημένης προσέγγισης της ανάπτυξης, οι αναλύσεις για την ανάπτυξη δεν περιορίζονται στις διαδικασίες της παραγωγής και τις λειτουργίες της αγοράς, αλλά επεκτείνονται στην ανάλυση των ιδιαίτερων σχέσεων που έχουν μεταξύ τους άνθρωποι και φορείς οι οποίοι εντάσσονται στις εδαφικές περιοχές και των ικανοτήτων τους να συνεργάζονται μεταξύ τους και να συντονίζονται για τη δημιουργία ιδιότυπων προϊόντων. Αυτό αποτελεί μια δυναμική διαδικασία, καθώς η εδαφική κληρονομιά θα πρέπει να επαναπροσδιορίζεται συνεχώς σε σχέση με το παρελθόν και με τα νέα προβλήματα που ανακύπτουν και πρέπει να αντιμετωπίζονται (Colletis et Pécqueur 2005). Οι γυναικείοι αγροτικοί συνεταιρισμοί: μοντέλο συλλογικής επιχειρηματικότητας Οι γυναικείοι συνεταιρισμοί από την αρχή της σύστασής τους, τη δεκαετία του 1980, απασχόλησαν αρκετούς ερευνητές στη χώρα, καθώς ως ιδεολογία αλλά κα ως εφαρμογή αποτέλεσαν ισχυρά στοιχεία διαμόρφωσης νέων δομών στον ελληνικό αγροτικό χώρο (Lassithiotaki 2011, Koutsou et al 2009, Gidarakou 2000). Παράλληλα συγκέντρωσαν το ενδιαφέρον των εθνικών και τοπικών φορέων και εντάχθηκαν στο πλαίσιο συγκεκριμένων κοινωνικών και αναπτυξιακών πολιτικών. Κατά εποχές αντιμετωπίστηκαν υπό το πρίσμα διαφορετικών λογικών, με επίκεντρο άλλοτε τις ίδιες τις γυναίκες, άλλοτε το αντικείμενο της δραστηριότητάς τους: στην αρχή (δεκαετία του 1980) υπό το πρίσμα της χειραφέτησης της αγρότισσας, μέσω της εξασφάλισης προσωπικών εισοδημάτων, καθώς η περιθωριοποίησή της από τη γεωργία λόγω του εκσυγχρονισμού της παραγωγικής διαδικασίας ήταν ταχύτατη. Στη συνέχεια (δεκαετία του 1990) στο πλαίσιο του πολυαπασχολούμενου αγροτικού νοικοκυριού, καθώς η ύπαιθρος κινδύνευε με αποψίλωση του πληθυσμού της, γεγονός που οδηγούσε στην αναζήτηση τρόπων ενίσχυσης του οικογενειακού εισοδήματος μέσω της απασχόλησης των μελών του αγροτικού νοικοκυριού σε εκτός γεωργίας δραστηριότητες. Τέλος, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στο πλαίσιο της αξιοποίησης της κληρονομιάς, καθώς η ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της κάθε περιοχής συνδέθηκε με την αξιοποίηση και ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων της (φυσικών και πο-

λιτισμικών). Επιπλέον σήμερα, αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας, ως εργαλείο δημιουργίας θέσεων απασχόλησης στην ύπαιθρο (Koutsou 2014). Η σύσταση γυναικείων συνεταιρισμών αποτέλεσε από μόνη της καινοτομία για τις αγροτικές κοινότητες. Η καινοτομία τους έγκειται στο γεγονός ότι συνδυάζουν τρία στοιχεία: το γυναικείο φύλο, τη συνεργασία και την κληρονομιά. Αν, σύμφωνα με τον Colletis (2013) «καινοτομία είναι μια διαδικασία η οποία κινητοποιεί τεχνογνωσία και δεξιότητες που επανεκφράζονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο (συνδυάζοντας έτσι κινητικότητα και σταθερότητα)», τότε οι αγρότισσες καινοτόμησαν παράγοντας ένα παλιό προϊόν με μια νέα διαδικασία, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα «νέο» προϊόν. Με άλλα λόγια διαφοροποιούνται όχι τόσο από το ίδιο το προϊόν, αλλά από τη δομή που δημιούργησαν, τον τρόπο και τη διαδικασία που συνεργάστηκαν μεταξύ τους για την παραγωγή του, γεγονός που υποδηλώνει την οργανική σύζευξη του οικονομικού με το κοινωνικό. Έτσι δημιούργησαν ένα νέο επάγγελμα και, κατ’ επέκταση, ένα μοντέλο γυναικείας επιχειρηματικότητας, ιδιαίτερα για εκείνες τις γυναίκες που είναι σχεδόν αποκλεισμένες από την αγορά εργασίας, δηλαδή για τις σχετικά ηλικιωμένες, με περιορισμένα τυπικά προσόντα, που αναζητούν μια ελαστική απασχόληση και δεν θα τολμούσαν να πάρουν το ρίσκο μιας ατομικής επιχείρησης. Γυναίκες που κατέχουν μια


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 57

ΣΤΑΥΡΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥ

παραδοσιακή τεχνογνωσία, αλλά δεν διαθέτουν κεφάλαια. Οι λόγοι που καθιερώθηκαν οι συνεταιρισμοί είναι τόσο εξωγενείς όσο και ενδογενείς. Το ασφαλιστικό είναι ένας σημαντικός λόγος, καθώς οι γυναίκες-μέλη ως αγρότισσες έχουν τον ασφαλιστικό τους φορέα (ΟΓΑ) και κατά συνέπεια δεν είναι υποχρεωμένες να ασφαλιστούν ως μέλη της επιχείρησης. Παράλληλα, οι παραχωρήσεις χώρων οι οποίες έγιναν σε πολλές περιπτώσεις από τους τοπικούς φορείς (παλιά σχολεία, αποθήκες κ.λπ.), αλλά και οι μικρού ύψους επενδύσεις που χρειάζονται αυτού του τύπου οι επιχειρήσεις, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον εξοπλισμό τους, οπωσδήποτε αποτελούν παράγοντες που μείωσαν ή απάλλαξαν τους συνεταιρισμούς από σημαντικά κόστη. Ένας άλλος παράγοντας αφορά τις στρατηγικές που εφαρμοστηκαν και οφείλεται στη νοοτροπία των γυναικών μελών, που είναι το απαύγασμα της νοοτροπίας της αγρότισσας: συντηρητισμός και επιφυλακτικότητα. Απόρροια αυτής της νοοτροπίας ήταν ότι η πλειονότητα των γυναικών αρνήθηκε να κάνει επενδύσεις μέσω τραπεζικών δανεισμών και αρκέστηκε σε επιδοτήσεις από προγράμματα και παροχές. Τέλος, ένας πολύ σημαντικός παράγοντας ήταν η εξαρχής αποδοχή από την πλευρά των γυναικών ότι το όποιο εισόδημα από τον συνεταιρισμό θα είναι συμπληρωματικό και μη τακτικό. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες αρκέστηκαν σε πολύ χαμηλά εισοδήματα και για μεγάλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, διαστήματα χωρίς απολαβές. Με βάση τα αρχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέχρι το 2013 έχουν επίσημα συσταθεί 142 συνεταιρισμοί. Συναντώνται σε ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας, καθώς και σε νησιωτικές και σε περιαστικές περιοχές (βλ. χάρτη). Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Αγροτικού Δικτύου Ελλάδας, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2013 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 49 συνεταιρισμών από όλη τη χώρα (35%), οι συνεταιρισμοί σε ποσοστό 85,7% παράγουν κυρίως προϊόντα παραδοσιακής διατροφής. Άλλες παράλληλες ή μεμονωμένες δραστηριότητες είναι η παραγωγή παραδοσιακών προϊόντων οικοτεχνίας, αγροτουριστικές μονάδες (καταλύματα) και η λειτουργία κέντρων εστίασης. Συνήθως οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούν είναι τοπικές και τα προϊόντα τους πωλούνται κατά κύριο λόγο επί τόπου από τα εκθετήρια των συνεταιρισμών, όπου πε-

λάτες είναι τουρίστες (κατά κανόνα έλληνες) και ο τοπικός πληθυσμός. Παράλληλα όμως προωθούνται και σε αγορές των αστικών κέντρων της χώρας, ενώ ελάχιστοι εξάγουν στο εξωτερικό. Σε ό,τι αφορά τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, η μέση ηλικία των γυναικών – μελών είναι σχετικά υψηλή (55 έτη). Αναλυτικότερα, 50,8% είναι ηλικίας 41-55 ετών, 25,6% 56-65 και 3,3% είναι άνω των 65 ετών. Πρόβλημα γήρανσης αντιμετωπίζουν περισσότερο οι παλαιότεροι συνεταιρισμοί (που συστάθηκαν κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990) καθώς δεν υπήρξε σημαντικός αριθμός προσχώρησης νέων μελών στην πορεία τους. Το ασφαλιστικό πλαίσιο, έμμεσα αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα ηλικιακής ανανέωσής τους, καθώς υποχρεώνει τα μέλη να είναι αποκλειστικά αγρότισσες (μόνο όσες είναι ασφαλισμένες στο Ταμείο του ΟΓΑ). Αυτό, από τη μία «προστατεύει» τους συνεταιρισμούς από την είσοδο μη αγροτισσών, διαφυλάσσοντας τους συνεταιρισμούς ως μια υπόθεση αποκλειστικά «αγροτική», από την άλλη όμως περιορίζει την είσοδο νέων μελών και κατά συνέπεια την ηλικιακή ανανέωση των συνεταιρισμών. Η ηλικιακή σύνθεση αντανακλάται και στο μορφωτικό επίπεδο των μελών, το οποίο σε γενικές γραμμές μπορεί να χαρακτηριστεί σχετικά χαμηλό, καθώς, 43,4% είναι απόφοιτες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, και μόνο 7,6% τριτοβάθμιας. Tο σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η έλλειψη άλλων δεξιοτήτων, σε συνδυασμό με την έλλειψη προηγούμενης επαγγελματικής εμπειρίας, δυσκολεύουν σε αρκετές περιπτώσεις τις γυναίκες να διαχειριστούν τον συνεταιρισμό-επιχείρηση. Η ιδιότητα του μέλους του συνεταιρισμού αποτελεί επάγγελμα που δεν απαιτεί μόνο την παραδοσιακή τεχνογνωσία αλλά και άλλες δεξιότητες πέρα από την παραγωγή των προϊόντων. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός δημιούργησε ένα νέο επάγγελμα, άγνωστο στις περισσότερες γυναίκες πριν από την ένταξή τους στους συνεταιρισμούς. Η απειρία και η έλλειψη δεξιοτήτων καθόρισε τη λειτουργία των συνεταιρισμών και αντανακλάται στις επιλογές και την πορεία τους. Οπωσδήποτε οι γυναικείοι συνεταιρισμοί αποτέλεσαν καινοτομία για την ελληνική ύπαιθρο και μοντέλο γυναικείας επιχειρηματικότητας. Καθώς η ανθεκτικότητα ενός μοντέλου δοκιμάζεται σε εποχές κρίσης, με την παρούσα έρευνα διερευνάται η πορεία τους κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και οι στρατηγικές

57


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 58

58

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

που εφάρμοσαν προκειμένου να την αντιμετωπίσουν. Επίσης κατά πόσο οι στρατηγικές αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο ένταξής τους σε ένα ευρύτερο εδαφικό αναπτυξιακό σχέδιο. Αποτελέσματα έρευνας Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 63 συνεταιρισμών (45% του συνόλου των εγγεγραμμένων), με γνώμονα την αντιπροσώπευση από όλες τις περιοχές της χώρας. Διενεργήθηκε κατά το διάστημα Οκτώβριος 2013 - Φεβρουάριος 2014. Πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με την πρόεδρο του κάθε συνεταιρισμού μέσω ερωτηματολογίου είτε τηλεφωνικά, είτε με επίσκεψη στον χώρο του συνεταιρισμού. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, από τους 63 συνεταιρισμούς οι δεκαέξι (25,4%) δήλωσαν ότι έχουν σταματήσει τη λειτουργία τους. Οι πέντε σταμάτησαν πριν το 2010 και οι έντεκα μετά το 2010. Ο λόγος παύσης για τους τρεις ήταν η γήρανση των μελών,2 και για τους υπόλοιπους οργανωτικά κυρίως προβλήματα (για όσους σταμάτησαν πριν από το 2010) ή η μείωση του κύκλου εργασιών τους (για όσους σταμάτησαν μετά το 2010), εκ των οποίων οι επτά ήταν συνεταιρισμοί ειδών οικοτεχνίας. Με τις προέδρους των υπόλοιπων 47 συνεταιρισμών συμπληρώθηκαν ερωτηματολόγια. Η κατανομή του δείγματος στη χώρα είναι η ακόλουθη: δεκαέξι από τη Βόρεια Ελλάδα, έντεκα από την Κεντρική, έξι από τη νότια, έντεκα από τα νησιά του Αιγαίου και τρεις συνεταιρισμοί από τα νησιά του Ιονίου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ενεργά μέλη σήμερα (2014) είναι συνολικά 428 γυναίκες (εννιά γυναίκες κατά μέσο όρο ανά συνεταιρισμό). Οι 40 συνεταιρισμοί παράγουν προϊόντα διατροφής, οι τέσσερις προϊόντα οικοτεχνίας και τρεις διαθέτουν εστιατόριο. Στο ερώτημα ποιες ήταν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης των τελευταίων ετών στους συνεταιρισμούς, 44 από τις 47 προέδρους δήλωσαν ότι μειώθηκε σημαντικά η ζήτηση των προϊόντων τους. Για το λόγο αυτό οι περισσότεροι περιορίζονται πλέον στις ποσότητες των παραγγελιών που δέχονται, γεγονός που σημαίνει τη σημαντική μείωση του χρόνου απασχόλησης των μελών. Η μείωση του αριθμού των πελατών, του ύψους των παραγγελιών, η παύση λειτουργίας πολλών καταστημάτων, η κατάργηση κοινωνικών παροχών (όπως η επιδότηση του κοινωνικού τουρισμού) είναι

μερικοί από τους λόγους της παραπάνω εξέλιξης, η οποία άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή τα δύο τελευταία χρόνια. Η μείωση του κύκλου εργασιών είναι κατά μέσο όρο της τάξης του 40-50%, με διακύμανση από 20% έως 80%. Παράλληλα όμως αυξήθηκε η φορολογία, καθώς επίσης και το κόστος παραγωγής (πρώτες ύλες, ενέργεια). Όλοι οι παραπάνω παράγοντες είχαν ως συνέπεια τη συμπίεση των εσόδων του συνεταιρισμού/επιχείρησης, η οποία κυμαίνεται κατά μέσο όρο γύρω στο 50%. Ιδιαίτερα έντονα βιώνουν την κρίση όσοι παράγουν προϊόντα οικοτεχνίας, καθώς η ζήτηση των προϊόντων τους έχει υποστεί κατακόρυφη πτώση. Μόνο τρεις από τους 47 συνεταιρισμούς της έρευνας δήλωσαν ότι είχαν αύξηση της ζήτησης των προϊόντων τους τα τελευταία χρόνια. Κατά συνέπεια οι απολαβές των γυναικών-μελών υπέστησαν την αντίστοιχη πτώση, η οποία προέρχεται από τη μείωση των ωρών απασχόλησής τους ή της ωριαίας αμοιβής τους ή και από τα δύο, καθώς σχεδόν το σύνολο δήλωσε αυτόν τον τρόπο αμοιβής των εργαζομένων. Η διακύμανση των μηνιαίων εισοδημάτων στους 47 συνεταιρισμούς, σύμφωνα με τις απαντήσεις, είναι από 100 έως 500 ευρώ. Παρόλο που θα ήταν αναμενόμενο να έχει σταματήσει τη λειτουργία του μεγαλύτερος αριθμός συνεταιρισμών, ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει, καθώς όπως φαίνεται, για πολλές γυναίκες - μέλη ο συνεταιρισμός δεν αντιπροσωπεύει μόνο μια δυνατότητα απασχόλησης. Προηγούμενες έρευνες έδειξαν ότι για την πλειονότητα των γυναικών-μελών η ένταξη στον συνεταιρισμό είχε ως στόχο την εξασφάλιση συμπληρωματικού εισοδήματος. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι απολαβές ήταν δευτερεύων στόχος, καθώς η κοινωνικοποίηση, η απασχόληση εκτός σπιτιού, το αίσθημα της δημιουργικότητας αποτελούσαν σημαντικότερα στοιχεία ένταξης. Αυτή η αντιμετώπιση τις κάνει να επιμένουν σήμερα να λειτουργούν τον συνεταιρισμό, παρόλο που οι απολαβές είναι ιδιαίτερα χαμηλές και, στις περισσότερες περιπτώσεις, μη τακτικές. Είναι ενδεικτικό ότι σε κανένα συνεταιρισμό δεν υπήρξε αποχώρηση μελών. « Από το να κάθομαι στο σπίτι, προτιμώ να έρχομαι εδώ και να βρίσκομαι με τις φίλες μου», δήλωσε μία πρόεδρος. Αυτή όμως η αντιμετώπιση, οπωσδήποτε έχει αντίκτυπο στη λειτουργία της επιχείρησης, αλλά και στην εικόνα που έχει στην τοπική κοινωνία και οπωσδήποτε αποτελεί αντικίνητρο για την προσχώρηση νέων γυναικών που αναζητούν απασχόληση με κανονικές απολαβές. « Οι


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 59

ΣΤΑΥΡΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥ

νέες θέλουν να πληρωθούν αμέσως. Δεν έχουν υπομονή, δεν μπορούν να περιμένουν. Εμείς ξέρουμε να περιμένουμε», δήλωσε μία άλλη. Μόνο πέντε συνεταιρισμοί δήλωσαν ότι εκφράστηκε ενδιαφέρον από νέες γυναίκες για ένταξή τους. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις η απασχόληση στον συνεταιρισμό, έστω με τα χαμηλά και μη τακτικά εισοδήματα που παρέχει, αντιμετωπίζεται ως η μοναδική δυνατότητα για την έστω και μικρή ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος. «Στην περιοχή έκλεισαν εργοστάσια, υπάρχει μεγάλη ανεργία. Αν κλείσουμε κι εμείς, δεν πρόκειται να δουλέψουμε πουθενά». Ένας παράγοντας που παρέχει ανθεκτικότητα και ελαστικότητα στους συνεταιρισμούς είναι οι επιλογές των προηγούμενων ετών. Μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε ότι στις σημερινές συνθήκες επιβιώνουν καλύτερα οι συνεταιρισμοί που μέσα στα πάγια έξοδά τους δεν περιλαμβάνονται δανειοληπτικές υποχρεώσεις. Όλοι οι συνεταιρισμοί της έρευνας έχουν πραγματοποιήσει κατά την προηγούμενη περίοδο επενδύσεις, στην πλειοψηφία τους όμως μικρού μεγέθους, αξιοποιώντας εθνικά και κοινοτικά προγράμματα ή με ίδια κεφάλαια. Από τους 47 συνεταιρισμούς της έρευνας, μόνο πέντε δήλωσαν ότι πληρώνουν σήμερα τη δόση κάποιου δανείου. Και άλλες προηγούμενες έρευνες διαπίστωσαν τη διστακτικότητα και άρνηση των γυναικών να επενδύσουν μέσω δανείων. Είναι ο παράγοντας που καθιστούσε τους συνεταιρισμούς «μη δυναμικές» επιχειρήσεις. Στις σημερινές όμως συνθήκες, αυτή ακριβώς η διστακτικότητα των γυναικών «έσωσε τους συνεταιρισμούς», όπως δήλωσαν αρκετές πρόεδροι, τις προφύλαξε δηλαδή από τον κίνδυνο της παύσης λειτουργίας τους, κίνδυνο που αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις στη χώρα. Η έλλειψη δηλαδή δανειοληπτικών υποχρεώσεων τις επιτρέπει να συνεχίζουν τη λειτουργία τους με ένα σχετικά χαμηλό πάγιο κόστος λειτουργίας, το οποίο είναι σε θέση να καλύψουν παρά τη σημαντική μείωση του κύκλου των εργασιών τους. Το ερώτημα είναι πώς αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και τι στρατηγικές εφαρμόζουν. Την κλασική μέθοδο της μείωσης της τιμής των προϊόντων οι περισσότεροι (30) δήλωσαν ότι αδυνατούν να την εφαρμόσουν, καθώς το χαμηλό περιθώριο κέρδους, με βάση το οποίο καθόριζαν τις τιμές των προϊόντων τους και η αύξηση του κόστους παραγωγής των τελευταίων ετών, καθιστούν αδύνατη αυτή τη

στρατηγική επιβίωσης. Ωστόσο, δεκαεπτά δήλωσαν ότι έκαναν μικρές μειώσεις στην τιμή ορισμένων προϊόντων. Η αναζήτηση λύσεων χωρίς οικονομικό κόστος, αλλά κυρίως η πολύ σημαντική μείωση των επισκεπτών, έστρεψε πολλούς συνεταιρισμούς στην τοπική κοινωνία. Αρκετοί επέλεξαν την εξυπηρέτηση των καθημερινών αναγκών της, όπως παρασκευή ψωμιού, αλλά κυρίως την κάλυψη κοινωνικών εκδηλώσεων (όπως γάμοι, βαφτίσεις, μνημόσυνα κλπ). Συστήματα πιστοποίησης των προϊόντων (βιολογικά, παραδοσιακά) ή των παραγωγικών διαδικασιών (HACCP), καθώς και η προβολή μέσω των κοινωνικών δικτύων εφαρμόζονται από ελάχιστους συνεταιρισμούς. Η προσαρμογή στις απαιτήσεις των καταναλωτών (όπως ζυμαρικά με λαχανικά, γλυκά με λιγότερη ζάχαρη, κατεψυγμένες πίτες κ.λπ) εφαρμόστηκαν από ορισμένους και κατά την προ κρίσης εποχή. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ιδιοτυπίας των προϊόντων που παράγουν, αυτό που διαπιστώνεται είναι ότι στην πλειονότητά τους παράγουν προϊόντα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σπιτικά», αλλά όχι πάντα ως τοπικά. Με άλλα λόγια, τα χαρακτηρίζει ο τρόπος παρασκευής, αλλά όχι η πρώτη ύλη. Είναι λίγοι οι συνεταιρισμοί (συνολικά δεκατέσσερις) που επιλέγουν τη στρατηγική της εστίασης σε ιδιότυπα προϊόντα, που χαρακτηρίζουν την περιοχή και τα αξιοποιούν ταυτίζοντας την εικόνα τους με αυτά. Τέτοια προϊόντα είναι τα κρητικά βουτήματα, τα αμυγδαλωτά Λέσβου, το κυδωνόπαστο Ζακύνθου, το καρυδάκι Θάσου, αλεύρι από τοπικές ποικιλίες σιταριού κ.λπ. «Εξειδικευόμαστε στα προϊόντα που χαρακτηρίζουν τον τόπο και εμάς» δήλωσε μία πρόεδρος. Σε ό,τι αφορά τη διασύνδεσή τους με τοπικούς και μη φορείς, ενώ οι συνεταιρισμοί αποτελούν κατά βάση συνεργατικό σχήμα, δεν εντάσσουν ωστόσο στις στρατηγικές τους τη συνεργασία και διασύνδεση με τοπικούς και υπερτοπικούς φορείς, αλλά ούτε επιδιώκουν τη διασύνδεση μεταξύ τους. Αυτό έχει διαπιστωθεί και από την πρόσφατη έρευνα του Εθνικού Αγροτικού Δικτύου Ελλάδας (2013), σύμφωνα με την οποία είναι χαμηλό το ποσοστό των συνεταιρισμών που συνεργάζονται μεταξύ τους και πολύ χαμηλότερο το ποσοστό αυτών που συμμετέχουν σε τυπικές οργανώσεις. Σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, είναι μικρός ο αριθμός των συνεταιρισμών που περιέλαβαν στις στρατηγικές τους τέτοιους στόχους. Πρόκειται για τους συνεταιρι-

59


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 60

60

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 51-61

σμούς που διασυνδέθηκαν, π.χ., με τους τοπικούς ξενοδόχους στο πλαίσιο του «ελληνικού πρωινού», για συνεταιρισμούς που συνεργάζονται με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς αστικών κέντρων, για εκείνους που αξιοποιούν το δίκτυο και τους συλλόγους της διασποράς. Αυτές τις στρατηγικές εφάρμοσαν κυρίως οι νησιωτικοί συνεταιρισμοί (κρητικοί, λέσβιοι) και οι συνεταιρισμοί των περιαστικών περιοχών (κυρίως του Νομού Θεσσαλονίκης), συνολικά δεκαεπτά συνεταιρισμοί από τους 47 της έρευνας. Δεν διαπιστώνονται όμως διασυνδέσεις σε τοπικό επίπεδο με άλλους επαγγελματίες, τοπικούς φορείς, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ. στο πλαίσιο άτυπων ή τυπικών συνεργασιών (π.χ., τοπικά σύμφωνα ποιότητας, δίκτυα κ.λπ.). Μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε ότι οι συνεταιρισμοί που εφάρμοσαν μία ή και τις δύο από τις παραπάνω στρατηγικές (ιδιότυπα προϊόντα, διασυνδέσεις) έχουν τις λιγότερες απώλειες: αντιπροσωπεύουν το 44,2% των 47 συνεταιρισμών της έρευνας, δηλώνουν πως έχουν θετικές προοπτικές για το μέλλον και είναι αισιόδοξες. «Έχουμε όραμα και το παλεύουμε με κάθε τρόπο. Αλλιώς θα βυθιστούμε» δήλωσε μία πρόεδρος. Ωστόσο αν αυτό το ποσοστό αναχθεί στο σύνολο του δείγματος, τους 64 συνεταιρισμούς, ανέρχεται στο 32,8% και κρίνεται χαμηλό. Ένα ποσοστό 39,5% των συνεταιρισμών χαρακτηρίζεται από σχετική απραξία και μια «στάση αναμονής». Συνεχίζουν την υποτονική λειτουργία του συνεταιρισμού αναμένοντας την αλλαγή του ευρύτερου περιβάλλοντος, χωρίς να αναλαμβάνουν κάποιες ιδιαίτερες πρωτοβουλίες. «Θα συνεχίσουμε έστω και χωρίς εισόδημα. Έχουμε επενδύσει εδώ τη ζωή μας», «Είναι κρίμα να κλείσουμε μετά από τόσα χρόνια», «Ήταν μεγάλο μεράκι, δε θα τα παρατήσουμε εύκολα», «Τον πονάμε τον συνεταιρισμό, δε θα κλείσουμε εύκολα. Θα περάσει η κρίση» είναι μερικές από τις εκφράσεις που καταγράφηκαν, οι οποίες καταδεικνύουν τον συναισθηματικό δεσμό και ταύτιση των γυναικών-μελών με τον συνεταιρισμό τους, τον οποίο θεωρούν «έργο ζωής». Τέλος ένα μικρότερο ποσοστό, 16,3%, δηλώνουν ότι θα σταματήσουν τη λειτουργία του συνεταιρισμού, καθώς οι απολαβές είναι ελάχιστες ή ανύπαρκτες και δεν «έχουν το κουράγιο να συνεχίσουν» όπως δήλωσαν.

Συμπέρασμα Η διερεύνηση των γυναικείων συνεταιρισμών με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης ανέδειξε ενδιαφέρουσες πτυχές της λειτουργίας και των στρατηγικών που εφαρμόζουν. Η κρίση των τελευταίων χρόνων ανέδειξε εγγενείς αδυναμίες τους, οι οποίες κατά την προ κρίσης εποχή δεν ήταν τόσο ορατές. Ανέδειξε επίσης την αδυναμία της πλειονότητας να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Είναι γεγονός ότι οι οργανωτικές τους ιδιαιτερότητες δεν τους επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουν τη στρατηγική της μείωσης του κόστους παραγωγής προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης. Πολλοί από αυτούς βρίσκονται σε αδιέξοδο και συνεχίζουν να υφίστανται λόγω της συναισθηματικής ταύτισης των μελών με τον συνεταιρισμό τους. Διερευνώντας τη λειτουργία τους με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης, διαπιστώνεται ότι η πλειονότητα από τη μια μεριά δεν επιδιώκει διασυνδέσεις με τοπικούς και μη φορείς και δεν αρθρώνονται έτσι ώστε να αποτελέσουν στοιχείο της εδαφικής περιοχής. Από την άλλη, ενώ το αντικείμενό τους είναι τα παραδοσιακά προϊόντα, αρκετοί από αυτούς δεν στοχεύουν στην ιδιοτυποποίηση, στην παραγωγή δηλαδή προϊόντων χαρακτηριστικών του τόπου, προϊόντων που φέρουν την ταυτότητά του. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, μια μειοψηφία των συνεταιρισμών εφαρμόζει μία ή και τις δύο παραπάνω στρατηγικές και έχει σχετικά ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον. Οι δυσκολίες των τελευταίων ετών οδηγούν σε φθίνουσα πορεία μεγάλο μέρος των συνεταιρισμών ή σε «κατάσταση αναμονής», κινδυνεύοντας να καταρρεύσει το πρωτότυπο μοντέλο της γυναικείας συλλογικής επιχειρηματικότητας που ξεκίνησε ευοίωνα κατά τη δεκαετία του 1980. Αν στην προ κρίσης εποχή οι συνέργειες δεν ήταν απόλυτα απαραίτητες, καθώς η ποιότητα και η ιδιαιτερότητα των προϊόντων ήταν σημαντικό στοιχείο και αρκετό για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας, σήμερα, στο πλαίσιο των νέων συνθηκών, η επιβίωση και η ανάπτυξη γίνεται μια όλο και πιο πολύπλοκη διαδικασία. Εκτός από την ποιότητα, εξαρτάται επί πλέον σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από την ικανότητα των δρώντων να αναπτύξουν νέες στρατηγικές, οι οποίες συνοψίζονται στις διασυνδέσεις και στην ιδιοτυπία των


005_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 61

ΣΤΑΥΡΙΑΝΗ ΚΟΥΤΣΟΥ

προϊόντων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ίδιοι οι συνεταιρισμοί θα πρέπει να ξεφύγουν από την απομόνωση και την εσωστρέφεια και να δουν τον εαυτό τους ενταγμένο σε ένα πλέγμα δικτύων τοπικών και υπερτοπικών και να διαμορφώσουν στρατηγικές για την ένταξή τους. Από την άλλη μεριά, αν οι πολιτικές θέλουν να παραμείνει το μοντέλο της συλλογικής γυναικείας επιχειρηματικότητας στην ύπαιθρο, θα πρέπει να συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, προσανατολίζοντας και ενθαρρύνοντας τους συνεταιρισμούς στην ανάπτυξη των παραπάνω στρατηγικών. Τέλος, ο ρόλος των τοπικών φορέων θα πρέπει να είναι ο συντονισμός αυτών των προσπαθειών στο πλαίσιο ενός τοπικού οράματος για την κατασκευή και ανάδειξη των εδαφικών περιοχών, με στόχο την εδαφική ανάπτυξη.

Σημειώσεις 1. Πρόκειται για συνεταιρισμούς που συστάθηκαν κατά τη δεκαετία του 1980 και καθώς δεν υπήρξε ανανέωση των μελών τους, σήμερα τα μέλη είναι άνω των 70 ετών.

Βιβλιογραφία Ανθοπούλου Θ. (2013), Γεωγραφικές ενδείξεις και δυναμικές εδαφικής ανάπτυξης στην Ελλάδα. Η δύσκολη ανάδυση της συλλογικής δράσης, στο Ανθοπούλου Θ. (επιμ.) Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τροφίμων, Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 255-279. Belleti G. και Marescotti Α. (2013), Τυπικά αγροδιατροφικά προϊόντα, τοπικοί πόροι και αειφόρος αξιοποίηση, στο Ανθοπούλου Θ. (επιμ.) Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τροφίμων, Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 121-141. Bourdieu P. (1980), Le capital social. Notes provisoires, Actes de recherche en sciences sociales (31). Campagne P. et Pecqueur B. (2014), Le développement territorial, Charles Léopold Mayer, Paris. Campagne P. et Pecqueur B. (2009), «Zones difficiles, territoires de développement?», in Sghaier M. (eds), Sociétés en transition et développement local en zones difficiles DELZOD, Medenine: Institut des zones arides, pp. 19-40. Colletis G. (2013), «L’entreprise de l’Economie sociale comme vecteur de sortie de crise», Conférence International, Coopératives des ouvriers et des consommateurs, Emplois Production – Consommation, GSEE, Athènes, 13 et 14 Mai. Colletis G. (2008), «Mobilité, attractivité et mondialisation», in Laurent C. Tetre C. (eds) Secteurs et territoires dans les régulations émergentes, L’Harmattan, Paris.

Colletis G. (2010), «Co-évolution des territoires et de la technologie : une perspective institutionnaliste», Revue d’Economie Régionale et Urbaine, No 2, pp. 235-249. Colletis G. et Pecqueur B. 2005, Révélation de ressources spécifiques et coordination située, Revue Economie et Institution, No 6-7, 1er et 2eme semestres 2005. Colletis G. et Rychen F. (2004), «Entreprise et territoires : proximités et développement local», in Pecqueur B. et Zimmerman J.-B. (eds) Economie de proxomité, Editions Hermès, Paris. Deffontaines, J.P., Marcepoil, E., Moquay, P. (2001), «Le développement territorial : une diversité d’interprétations». In: S. Lardon (Editeur), P. Maurel (Editeur), V. Piveteau (Editeur), Représentations spatiales et développement territorial (p. 39-56). Paris, FRA : Hermès Science Publications. Γούσιος Δ. (2013), «Η εδαφική προσέγγιση της ανάπτυξης της υπαίθρου: από την κληρονομημένη στην κατασκευασμένη εδαφική περιοχή», στο Ανθοπούλου Θ. (επιμ.) Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τροφίμων, Εκδόσεις Παπαζήση, σσ.72-105. Gidarakou I. (2000), “Farm women’s new vocational activities: prospects and problems of women’s cooperatives and small on-farm business in Greece”, Journal of Rural Studies 19, 1-7. Koutsou S. (2014), «Les coopératives féminines rurales grecques en période de crise», Révue POUR, No 222, pp. 173-181. Koutsou S., Notta O., Samathrakis V., Patralidou M. 2009. “Women’s entrepreneurship and rural tourism in Greece. Private enterprises and cooperatives”, South European Society and Politics, 14(2), 191-209. Lardon S. (2003), «Diagnostic de territoire et représentations spatiales : les chorèmes, graphes et jeux », in B. Debardieux, S. Landon (dir.), Les figures du projet territorial, Ed. de l’Aube/DATAR, Bibliothèque des territoires, La Tourd’Aigues, 2003, pp. 109-129. Lassithiotaki A. (2011), “Rural women and entrepreneurship: a case study in Heraklion Crete Prefecture”, Greece, Journal of Development Entrepreneurship, Vol. 16, No 2, pp.269-284. Muchnik J. και Ανθοπούλου Θ. (2013), «Τοπικοποιημένα αγροδιατροφικά συστήματα (SYAL): Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και πολιτικής έρευνας και ανάπτυξης αγροτικών περιοχών», στο Ανθοπούλου Θ. (επιμ.) Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τροφίμων, Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 35-53. Petridou E., Glaveli N. (2008), “Rural women entrepreneurship within co-operatives: training support”. Gender in Management: An International Journal, 23(4), 262-277. Rytkonen P. και Andren T. (2013), «Η Σουηδία ως οινοπαραγωγός χώρα: αξιοποίηση περιθωριακών εδαφών για νέους τύπους παραγωγής», στο Ανθοπούλου Θ. (επιμ.) Περί εντοπιότητας και ιδιοτυπίας των τροφίμων, Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 190-215. Torré A.et al. 2008, «Le local à l’épreuve de l’économie spatiale : Agriculture, environnement, espaces ruraux», Paris : INRA (Ed. Etudes et Recherches, no 33).

61


006_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 62

62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

ΠΟΛΙΤΙΚEΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚO ΤΟΥΡΙΣΜO: ΕΛΛΗΝΙΚEΣ ΓΕYΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΠΙΚH ΑΝAΠΤΥΞΗ Τσακοπούλου K.*, Μανίτσας K.**, Βασιλείου M.*** Περίληψη Επισκέψεις σε χώρους παραγωγής, διαδρομές στην ιστορία τοπικών προϊόντων, μαθήματα μαγειρικής ή και ένα καλό γεύμα σε κάποια παραδοσιακή ταβέρνα, ο κόσμος του γαστρονομικού τουρισμού αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια ιδιαίτερη μορφή τουρισμού εμπειρίας. Το άρθρο εξετάζει πολιτικές για την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα, υιοθετώντας την οπτική των αλυσίδων αξίας. Διερευνάται το ερώτημα κατά πόσο οι πολιτικές αυτές ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη διαφοροποίηση και την αναγνωρισιμότητα των ελληνικών τουριστικών προορισμών ή αν, επιπλέον, διαμορφώνουν επαρκείς προϋποθέσεις για την τοπική ενθήκευση του γαστρονομικού τουρισμού. Μετά από εκτενή επισκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τη διαμόρφωση τοπικών αλυσίδων αξίας γαστρονομικού τουρισμού και δευτερογενή έρευνα στο διαδίκτυο και σε έγγραφα των εμπλεκόμενων φορέων, φαίνεται ότι οι εν λόγω πολιτικές δεν απαντούν στα βασικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι εταίροι στην προσπάθειά τους να εδραιώσουν τοπικές αλυσίδες αξίας γύρω από τον γαστρονομικό τουρισμό.

Culinary tourism policies: Greek tastes and local development K. Tsakopoulou, M. Manitsas, M. Vasiliou

Abstract Visits to production sites, trails through the history of artisanal products, hands-on cooking classes or even a good meal in a traditional restaurant, the world of culinary tourism has been acknowledged in recent years as a significant form of experience-based tourism. The paper discusses policy initiatives to enhance culinary tourism in Greece, using the perspective of value chain analysis. It examines whether the policies in question aim solely at differentiating greek tourist destinations or whether they also offer adequate space to forge local supply chain networks. Based on an extended review of the international literature concerning culinary tourism local value chains and on internet sources, the paper concludes that the policies concerned don’t tackle the key issues stakeholders face in their attempt to localize the culinary tourism value chain.

Εισαγωγή Ο τουρισμός συχνά προωθείται ως λύση για τη διαφοροποίηση του αγροτικού εισοδήματος και την ανάπτυξη της υπαίθρου. Ωστόσο, ερευνητές και πολιτικοί επισημαίνουν ότι το όφελος που προσφέρει η τουριστική ανάπτυξη

*υποψήφια διδάκτωρ, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, c.tsakopoulou@hua.gr **Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Εκπαιδευτήρια Ο Πλάτων, εκπαιδευτήρια Ν. Ζαγοριανάκου, gus.manitsas@gmail.com ***Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, PIERCE- Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, Mvasiliou@acg.edu


006_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 63

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

στην κοινότητα εξαρτάται από τον βαθμό ενσωμάτωσής της στην τοπική οικονομία (Eastham 2003:228229). Η παρούσα μελέτη εξετάζει τις δυνατότητες ενσωμάτωσης στο τοπικό μιας ειδικότερης μορφής τουρισμού, του γαστρονομικού, ο οποίος κατ’ εξοχήν συνδέεται με την «κατανάλωση» του τόπου μέσα από την εμπειρία της τοπικής κουζίνας. Για τον σκοπό αυτό υιοθετείται η προσέγγιση των αλυσίδων αξίας. Στο πρώτο μέρος σκιαγραφείται το φάσμα των δραστηριοτήτων του γαστρονομικού τουρισμού. Στη συνέχεια, περιγράφονται οι δυνατές αλυσίδες αξίας του γαστρονομικού τουρισμού και παρουσιάζεται η συζήτηση γύρω από τα προβλήματα για την εδραίωση ενός τοπικού δικτύου παραγωγής και διάθεσης τροφίμων μέσω του γαστρονομικού τουρισμού μέσα από την επισκόπηση της σχετικής διεθνούς βιβλιογραφίας. Τέλος, εξετάζεται η προσφορά προϊόντων γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται κυρίως σε πολιτικές για την ενίσχυση της γαστρονομικής ταυτότητας των προορισμών, οι οποίες σχεδιάστηκαν από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ως απάντηση στην κυρίαρχη παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα αξίας του μαζικού τουρισμού. Εξετάζεται η στόχευση και οι δράσεις των πολιτικών αυτών μέσα από έρευνα σε διαδικτυακές πηγές και σε διοικητικά έγγραφα των φορέων για να διερευνηθεί κατά πόσο συντείνουν στην τοπική ενθήκευση της τουριστκής δραστηριότητας. Γαστρονομικός τουρισμός Η βιομηχανία του τουρισμού αποτελεί έναν ιδιαίτερα δυναμικό κλάδο που συνεισφέρει στην ανάπτυξη των εθνικών και τοπικών οικονομιών. Το 2012 καταγράφηκαν για πρώτη φορά πάνω από 1 δις μετακινήσεις ατόμων για τουριστικούς σκοπούς (UNWTO 2013). Τo 2013 τα έσοδα από τον τουρισμό παγκοσμίως ανήλθαν στα 1,4 τρις δολάρια. Σύμφωνα με το τελευταίο βαρόμετρο του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, οι εισπράξεις σε προορισμούς σε όλο τον κόσμο από τις δαπάνες διεθνών ταξιδιωτών για διαμονή, φαγητό και ποτό, διασκέδαση, ψώνια και άλλες υπηρεσίες και αγαθά, άγγιξαν περίπου τα 1,159 τρις δολάρια (873 δις ευρώ) πέρυσι, σημειώνοντας αύξηση 5%. Τα υπόλοιπα 218 δις δολάρια προέρχονται από διεθνείς μεταφορές επιβατών. Το ένα τρίτο των δαπανών ενός τουριστικού ταξιδιού αφορούν έξοδα γύρω από το φαγητό (Herera et al. 2012).

Ο τουρισμός αναλύεται ως προϊόν, ήδη από τη δεκαετία του 1980, αφού προσφέρεται στην αγορά για κατανάλωση με στόχο την ικανοποίηση αναγκών και επιθυμιών (Kotler 1984). Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO 2009) ως τουρίστας ορίζεται το άτομο που ταξιδεύει και μένει εκτός του συνηθισμένου του περιβάλλοντος για λιγότερο από ένα συνεχόμενο χρόνο για διασκέδαση, εργασία ή άλλους σκοπούς. Η σχέση τουρισμού-γεωγραφίας είναι στενή: οι τουριστικοί προορισμοί περιγράφονται με γεωγραφικές παραμέτρους ως “tourism places, landscapes, sites, zones, countries and continents” (Vukonic 1997). Η συνεχής ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου με ποσοτικούς όρους, αλλά και η έμφαση σε ποιοτικά στοιχεία, έχει οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην ανάδυση νέων τουριστικών προϊόντων, όπως αυτό του γαστρονομικού τουρισμού. Ο γαστρονομικός τουρισμός αποτελεί μέρος των μορφών ειδικού-εναλλακτικού τουρισμού, νέων και πολυσύνθετων τουριστικών προϊόντων, που χαρακτηρίζονται από δυναμική ζήτηση και ανταποκρίνονται σε ειδικά κίνητρα. Φαίνεται να αποτελούν αντίδραση προς την κυριαρχία του μοντέλου «ήλιος, άμμος, θάλασσα», συχνά όμως λειτουργούν συμπληρωματικά προς αυτό διαφοροποιώντας και εμπλουτίζοντας την εμπειρία του μαζικού τουρισμού. Ενδεικτικά, μορφές ειδικού εναλλακτικού τουρισμού αποτελούν ο συνεδριακός τουρισμός, ο αστικός τουρισμός, ο θαλάσσιος, ο αθλητικός, ο θρησκευτικός, ο τουρισμός υπαίθρου, ο γεωτουρισμός και ο πολιτισμικός τουρισμός, μέρος του οποίου μπορεί να θεωρηθεί και ο γαστρονομικός τουρισμός. Στην παγκόσμια βιβλιογραφία οι ορισμοί για τον γαστρονομικό τουρισμό (culinary) ή τουρισμό τροφίμων (food tourism) είναι πολλοί. Προϊόντος του χρόνου, παρατηρείται μία βασική διαφοροποίηση που ουσιαστικά απαντά στο ερώτημα αν ο γαστρονομικός τουρισμός αφορά μόνο στον τουρίστα που έχει ως αποκλειστικό κίνητρο την εμπειρία που του προσφέρει η γνωριμία με τον γαστρονομικό πολιτισμό του τόπου ή αφορά και αυτόν που ενδιαφέρεται, μεταξύ άλλων, για τη γαστρονομία του τόπου που επισκέπτεται. Για πρώτη φορά στον όρο αναφέρεται η Long το 1998 για να υπογραμμίσει την εμπειρία της επαφής με άλλους πολιτισμούς μέσω του φαγητού (Wolf 2004 στο Hennessey et al. 2011). Oι Hall και Mitchell (2001) αναφέρονται στον γαστρονομικό τουρισμό ως επισκέ-

63


006_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 64

64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

ψεις σε παραγωγούς τροφίμων, εστιατόρια, φεστιβάλ και χώρους όπου η γαστρονομία αποτελεί τον κύριο παράγοντα πραγματοποίησης του ταξιδιού, ενώ ο Wolf (2002) αναφέρεται στον γαστρονομικό τουρισμό ως ταξίδι που έχει ως σκοπό την αναζήτηση και την απόλαυση ποτών και φαγητού όχι κατ’ ανάγκη σε καλά εστιατόρια αλλά και στις καντίνες των δρόμων. Όπως συνάγεται από τους παραπάνω ορισμούς, αρχικά ο γαστρονομικός τουρισμός αναφερόταν σε όλους όσοι είχαν ως πρωταρχικό κίνητρο για το ταξίδι την κατανάλωση τοπικών τροφίμων και ποτών. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στροφή στη διατύπωση ορισμών, άρα και νοηματοδότησης του γαστρονομικού τουρισμού στην κατεύθυνση ενσωμάτωσης και τουριστών που καταναλώνουν τρόφιμα και ποτά ως μέρος της γενικότερης ταξιδιωτικής τους εμπειρίας, χωρίς να αποτελεί η γαστρονομική εμπειρία το μείζον κίνητρό τους. Έτσι, σύμφωνα με τους Herrera et al.(2012:7, ιδία μετάφραση) «ο γαστρονομικός τουρισμός αναφέρεται σε τουρίστες και επισκέπτες που σχεδιάζουν τα ταξίδια τους με αποκλειστικό ή μερικό γνώμονα να γευτούν την τοπική κουζίνα ή να εμπλακούν σε δραστηριότητες σχετικές με τη γαστρονομία». Συγκρίνοντας το προφίλ του μέσου ταξιδιώτη πριν από είκοσι και τριάντα χρόνια και του σημερινού, οι ταξιδιώτες σήμερα είναι πιο απαιτητικοί, έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο και διαθέσιμο εισόδημα. Οι σημερινοί σαραντάρηδες και άνω αναζητούν μέσα από τις διακοπές τους κάτι διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν: την καινοτομία και τις νέες εμπειρίες μάθησης. Προϊόντος του χρόνου οι προτιμήσεις τους αλλάζουν. Σύμφωνα με έρευνες των TIA (2009) και Mintel (2009) όπως αναφέρονται στον Σύλλογο Ελληνικών Τουριστικών Επιχερήσεων ΣΕΤΕ (2009), τα ηλικιακά γκρουπ των τουριστών που ενδιαφέρονται για τη γαστρονομία είναι κυρίως 30-50 ετών και δευτερευόντως 51-64 ετών, ενώ έχουν το παρακάτω προφίλ: • Επαγγελματικά καταξιωμένοι • Υψηλό εισόδημα και μορφωτικό επίπεδο • Είναι περιπετειώδεις και έμπειροι ταξιδιώτες • Αγαπούν τον πολιτισμό • Δαπανούν πολλά χρήματα σε δραστηριότητες γαστρονομικού ενδιαφέροντος, Αν θεωρήσουμε το φαγητό και το ποτό ως το κέντρο της γαστρονομικής εμπειρίας, ένα μίγμα προϊόντων και υπηρεσιών υφίστανται παράλληλα, με σκοπό

την προσφορά μίας ολιστικής γαστρονομικής- ταξιδιωτικής εμπειρίας. Στην πιο πρόσφατη έκδοση του Παγκόσμιου Οργανισμού Γαστρονομικού Τουρισμού του2014 Have Fork will Travel, αναφέρονται τέσσερις βασικές εμπλεκόμενες ομάδες: α) μονάδες φαγητού και ποτού που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων εστιατόρια, μπαρ, καταστήματα, παραγωγούς, μεταποιητές, διανομείς, σχολές γαστρονομίας, φεστιβάλ και γαστρονομικά αξιοθέατα β) μονάδες τουρισμού που περιλαμβάνουν οργανισμούς προώθησης προορισμών, ταξιδιωτικά γραφεία και operators, μονάδες διαμονής, συνέδρια γ) εμπλεκόμενες ομάδες όπως ΜΜΕ, εκπαιδευτικά ιδρύματα, ενώσεις, επιμελητήρια, κρατικοί φορείς και δ) τουρίστες-καταναλωτές (Καλπίδης 2014). Σε ανάλογη καταγραφή του «γαστρονομικού μίγματος», ο ΣΕΤΕ (2009) αναφέρεται σε χαρτοφυλάκιο με πυρήνα το φαγητό και το ποτό, ενώ γύρω από τον πυρήνα συγκαταλέγονται χώροι εστίασης και ξενοδοχεία. Στην περιφέρεια του μείγματος τοποθετούνται άυλα στοιχεία του γαστρονομικού πολιτισμού, όπως ιστορία, παράδοση, μύθοι γύρω από το φαγητό καθώς και δραστηριότητες, όπως ειδικά μαθήματα μαγειρικής ή περιηγήσεις. Το πλήθος των υποκειμένων, των προϊόντων και των δραστηριοτήτων που εμπλέκονται σε ένα τυπικό γαστρονομικό χαρτοφυλάκιο δεικνύουν ότι τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από τον σωστό σχεδιασμό, την υλοποίηση και τελικά την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού είναι πολλαπλά τόσο σε εθνικό και περιφερειακό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Σύμφωνα με τους Quan και Wang (2004), τα βασικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν είναι τα εξής: • ανάπτυξη του αγροτουρισμού και συνακόλουθα της αγροτικής οικονομίας • ανάπτυξη γαστρονομικών φεστιβάλ και ενδυνάμωση του τουριστικού μάρκετινγκ μίας περιοχής • συνολικότερη ανάπτυξη του τουρισμού μίας περιφέρειας έχοντας ως αφορμή την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού. Επιπρόσθετα, και ειδικότερα για τις αγροτικές περιφέρειες της Ελλάδας, η ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας που σχετίζεται με την αξιοποίηση της αγροτικής κληρονομιάς και των τοπικών τεχνογνωσιών μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη μίας νέας υπαίθρου στην οποία ο αγροτικός χαρακτήρας δεν θα κυριαρχεί κατ’ ανάγκη, ενώ ολοένα και περισσότερα νέα υποκεί-


006_Layout 1 25/05/2015 9:45 π.μ. Page 65

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

μενα θα εμπλέκονται ενεργά στην τοπική οικονομία και κοινωνία. Υπό αυτό το πρίσμα ο γαστρονομικός τουρισμός αποτελεί εργαλείο για τον εκ νέου προσδιορισμό των τοπικών χωρικών ενοτήτων με σκοπό την τοπική ανάπτυξη και την ανάδειξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Οι προοπτικές σε παγκόσμιο επίπεδο θεωρούνται εξαιρετικά ευοίωνες. Ο γαστρονομικός τουρισμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο κάθε χρόνο (Karimi 2014). Σύμφωνα με έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού (UNWTO 2012) σε μέλη του, το 88,2 % θεωρούν τη γαστρονομία ως στρατηγικό στοιχείο στην προσπάθεια ανάπτυξης της επωνυμίας ενός τόπου. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η ανάδειξη του ξεχωριστού, της ιδιαίτερης ταυτότητας ενός χώρου θα πρέπει να θεωρείται κύριο εργαλείο προσέλκυσης επισκεπτών. Επιπρόσθετα, τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μίας νέας πραγματικότητας: ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ με θέμα την μαγειρική, περιοδικά μαγειρικής, περιοδικά ποικίλης ύλης που απευθύνονται σε άτομα υψηλών εισοδημάτων καθώς επίσης και διάφορες εκπομπές στην τηλεόραση, συμβάλλουν ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του ενδιαφέροντος γύρω από τη γαστρονομία γενικότερα και τον γαστρονομικό τουρισμό, ειδικότερα. Επιπρόσθετα, ο τουρισμός επικεντρώνεται πλέον στην ανάδειξη της εμπειρίας: οι άνθρωποι δεν αγοράζουν απλώς τουριστικά προϊόντα αλλά την προσδοκία μίας εμπειρίας (Σιγάλα και Χρήστου 2014). Η γαστρονομία μπορεί να συμβάλλει ιδιαίτερα σε αυτή την κατεύθυνση. Σύμφωνα με τον Taleb Rifai (2012), γενικό γραμματέα του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού, η επιστροφή εκατομμυρίων τουριστών σε οικεία και γνωστά μέρη για να γευτούν εκ νέου γεύσεις που συνδέονται με τον εκάστοτε τόπο, η αναζήτηση νέων προορισμών με γαστρονομική παράδοση και ιδιαίτερη κουζίνα αποτελούν μέρος της ταξιδιωτικής εμπειρίας. Η αλυσίδα αξίας του γαστρονομικού τουρισμού Επιχειρώντας επομένως να ανταποκριθούν στις μεταβολές των προτιμήσεων του τουρίστα καταναλωτή και ταυτόχρονα να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες των προορισμών για ανάπτυξη και αναγνωρισιμότητα, οι φορείς διαχείρισης και ο επιχειρηματικός κόσμος επεδίωξαν σταθερά τα τελευταία χρόνια την ανάπτυξη του

γαστρονομικού τουρισμού. Ίσως όμως ο ουσιαστικότερος τρόπος να ερμηνεύσουμε τη στροφή αυτή είναι με όρους παγκοσμιοποίησης, αξιοποιώντας την έννοια των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας. Πρόκειται για μια έννοια η οποία έχει κυρίως χρησιμοποιηθεί στους κλάδους της μεταποίησης και πολύ λιγότερο στον τομέα των υπηρεσιών. Στον τουρισμό αξιοποιήθηκε πρόσφατα για να αναδείξει τις σχέσεις μεταξύ των βασικών δρώντων του κλάδου, την κατανομή της αξίας και την θέση των προορισμών στην παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα του τουρισμού (Βογιατζής 2013: 149-155). Στο πλαίσιο αυτό η ανάπτυξη της γαστρονομικής ταυτότητας των προορισμών αποτελεί εργαλείο με το οποίο επιχειρείται αφενός η ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας των υπηρεσιών που προσφέρονται στον προορισμό και επομένως η διασύνδεσή του με την παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα αξίας του τουρισμού με ευνοϊκούς όρους. Αφετέρου δίνεται η δυνατότητα τοπικής ενθήκευσης της αλυσίδας μέσω της διασύνδεσης του τουρισμού με το τοπικό αγροδιατροφικό σύμπλεγμα. Βασικό ερώτημα που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια είναι κατά πόσο πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα για την ένταξη της ελληνικής κουζίνας στο τουριστικό προϊόν δημιούργησαν επαρκείς προϋποθέσεις για την τοπική ενθήκευση της αλυσίδας. Πρώτα όμως θα περιγράψουμε τους διαφορετικούς τύπους αλυσίδας αξίας του γαστρονομικού τουρισμού, όπως αναδεικνύονται από τη διεθνή έρευνα γύρω από το θέμα, τον βαθμό στον οποίο ενσωματώνονται στο τοπικό και τα προβλήματα που δυσχεραίνουν τη διαδικασία τοπικής ενσωμάτωσης. Συνοψίζοντας τη σχετική βιβλιογραφία οι Smith και Xiao (2008) ορίζουν την αλυσίδα προμηθειών του γαστρονομικού τουρισμού από την οπτική του τουρίστακαταναλωτή: είναι ο τρόπος με τον οποίο παραγωγοί, ενδιάμεσοι, σημεία διάθεσης, υπηρεσίες προβολής και σχεδιασμού, άλλες υποστηρικτικές υπηρεσίες και καταναλωτές συνδέονται σε μια αλυσίδα, στην οποία κάθε κρίκος προσθέτει αξία στις εισροές του, ώστε να διαμορφώσουν τις διαφορετικές εμπειρίες γαστρονομικού τουρισμού που απολαμβάνει ο τουρίστας. Η κατανόηση της αλυσίδας είναι σημαντική, ώστε να μπορεί κάθε φορά «το σωστό προϊόν να παραδοθεί στον σωστό πελάτη, στο σωστό μέρος, στη σωστή στιγμή, σε σωστές συνθήκες, στη σωστή ποσότητα, στο σωστό κόστος» (ό.π.:292, ιδία μετάφραση).

65


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 66

66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

Ο όρος «σωστό» εδώ εμπλουτίζεται σημασιολογικά από το γεγονός ότι το τελικό προϊόν είναι μια εμπειρία: το εστιατόριο, το ξενοδοχείο ή οποιαδήποτε άλλη τουριστική επιχείρηση θέλει να προσφέρει την εμπειρία του γαστρονομικού τουρισμού θα πρέπει να διαχειριστεί την αλυσίδα ώστε να δημιουργήσει μια ξεχωριστή εμπειρία για τον επισκέπτη, μια εμπειρία αυθεντική και αξιομνημόνευτη. Έτσι, ο σεφ σε ένα εστιατόριο που θέλει να προσφέρει την εμπειρία της τοπικής κουζίνας θα πρέπει να γνωρίζει: α) ποια τοπικά προϊόντα είναι διαθέσιμα κάθε εποχή β) από ποιους παραγωγούς γ) σε ποια ποιότητα και ποσότητα δ) πότε είναι διαθέσιμα τα προϊόντα αυτά ώστε να τηρήσει τις προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας και ε) ποια η διαδικασία παραγωγής τους. Ο ίδιος καλείται να προσθέσει τη δική του «αξία» στο τελικό προϊόν: α) συνδέει τους κατάλληλους κρίκους της αλυσίδας μεταξύ τους, β) επιλέγει παραδοσιακές συνταγές ή δημιουργεί νέες και γ) επιμελείται το μενού ώστε να αποτυπώσει όλες αυτές τις πληροφορίες για την τοπικότητα και να τις διοχετεύσει στον πελάτη (π.χ., αναγράφει τους παραγωγούς από τους οποίους προμηθεύεται). Για τον τουρίστα αυτή η πληροφόρηση αποκτά σημασία διαπαιδαγώγησης στην τοπική κουλτούρα (Murphy and Smith 2008:218). Με αυτό το σκεπτικό δεν κάνουμε πια λόγο για αλυσίδα προμηθειών, αλλά για αλυσίδα αξίας που ενσωματώνει περισσότερες υπηρεσίες και εμπλέκει περισσότερους φορείς –ιδιωτικούς και δημόσιους– για τη διαμόρφωση και προώθηση ενός πολιτισμικού αγαθού: της γαστρονομικής κουλτούρας του προορισμού. Το ζητούμενο, σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, είναι η σχέση ανάμεσα στους κρίκους της αλυσίδας και η είσπραξη από την τοπική κοινωνία της προστιθέμενης αξίας που η ίδια παράγει. Οι Hall, Mitchell και Sharples (2003: 40-49) περιγράφουν πέντε διαφορετικούς τύπους αλυσίδας προμηθειών τροφίμων, οι οποίοι διαμορφώνουν ανάλογες τουριστικές εμπειρίες και καθορίζουν τη διακυβέρνηση της αλυσίδας αξίας (σχήματα 1-5). Το κλασικό βιομηχανικό πρότυπο συνδέεται κυρίως με την εμπειρία του μαζικού τουρισμού, αποσυνδέει την τοπική παραγωγή από την τοπική κατανάλωση, παρεμβάλλει ένα δίκτυο διεθνών μεσαζόντων και κατά συνέπεια μειώνει το εισόδημα των αγροτών και υπονομεύει τη διάχυση του οικονομικού οφέλους στην τοπική κοινωνία. Για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα αυτά παραγωγοί και τοπικές επιχειρήσεις διαμόρφωσαν αλυσίδες αξίας γα-

Σχήμα1: Κλασικό βιομηχανικό πρότυπο. Πηγή: Hall et al., 2003:40-49, ιδία επεξεργασία

Σχήμα 2: άμεση πώληση. Πηγή: Hall et al., 2003:40-49, ιδία επεξεργασία

Σχήμα 3:δίκτυο παραγωγών. Πηγή: Hall et al., 2003:40-49, ιδία επεξεργασία


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 67

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

Σχήμα 4: διάθεση παραγωγής μέσω εστιατορίου/ξενοδοχείου. Πηγή: Hall et al., 2003:40-49, ιδία επεξεργασία

Σχήμα 5: δίκτυο παραγωγών, επιχειρήσεων, αγορών. Πηγή: Hall et al., 2003:40-49, ιδία επεξεργασία

στρονομικού τουρισμού με βάση την «αυθεντικότητα» και την «τοπικότητα», δημιουργώντας δίκτυα τοπικής παραγωγής και διάθεσης. Για την αναλυτική μελέτη των δικτύων γαστρονομικού τουρισμού έχει διεξαχθεί σειρά εμπειρικών ερευνών (Cambourne and Macionis 2003, Eastham 2003, Sharples 2003, Smith and Hall 2003, Telfer and

Hashimoto 2003, Smith and Xiao 2008, Green and Dougherty 2009) οι οποίες διερευνούν τη στάση των εμπλεκομένων απέναντι στην προοπτική της συνεργασίας. Στις έρευνες αυτές συχνά αναφέρεται η θετική στάση εστιατορίων/ξενοδοχείων απέναντι στην τοπική προμήθεια τροφίμων. Οι επιχειρηματίες: • αντιλαμβάνονται τις συνέργειες των δύο τομέων και τη σημασία της δημιουργίας επωνυμίας για την περιοχή • προσλαμβάνουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών για τα τοπικά προϊόντα και αντιλαμβάνονται ότι η χρήση τους δημιουργεί σχέση εμπιστοσύνης με τον πελάτη • εκτιμούν την ποιότητα των προϊόντων και το γεγονός ότι γνωρίζουν καλύτερα τη διαδικασία παραγωγής τους. Χαρακτηριστική είναι η στάση των chefs των εστιατορίων Relais et Châteaux (Murphy and Smith 2008) οι οποίοι εκτιμούν ιδιαίτερα την προσωπική συνεργασία με τους τοπικούς παραγωγούς, επειδή αποδίδει τα παραδοσιακά προϊόντα που χρειάζονται για τα πιάτα τους. Αντίστοιχα οι παραγωγοί εκτιμούν την αύξηση του αριθμού των πωλήσεων, καθώς πωλούν σε περισσότερους αγοραστές (Green and Dougherty 2009: 155). Συχνά οι κοινωνικές σχέσεις –η εμπιστοσύνη, το γεγονός ότι ωφελούν τους δικούς τους ανθρώπους– οδηγούν επιχειρηματίες και παραγωγούς να προτιμούν την τοπική αγορά. Ο παράγοντας της ηθικής παρεμβάλλεται έτσι στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας (Green and Dougherty 2009: 153). Γιατί παρά τα προφανή πλεονεκτήματα δεν αναπτύσσονται αυτά τα συνεργατικά δίκτυα στον βαθμό που θα αναμέναμε; Ποια τα εμπόδια στην επανένωση της αλυσίδας παραγωγής και κατανάλωσης τροφίμων μέσω του γαστρονομικού τουρισμού; Οι έρευνες αποτέλεσαν και έναν πρώτο χώρο συζήτησης γύρω από τις δυσχέρειες της τοπικής αγοράς και την αντιμετώπισή τους. Στη συνέχεια συνοψίζονται τα βασικά εμπόδια και οι προτάσεις όπως προέκυψαν μέσα από τις έρευνες (σχήμα 6). Αυτές οι δυσκολίες αναγκάζουν επιχειρηματίες και παραγωγούς να διαπραγματεύονται συνεχώς τον τρόπο με τον οποίο ορίζουν το τοπικό. Τα εστιατόρια για παράδειγμα όταν αντιμετωπίζουν προβλήματα στην προμήθεια επαρκούς ποσότητας προϊόντων που έχουν παραχθεί τοπικά, αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ση-

67


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 68

68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

μασιοδοτούν το τοπικό και περιλαμβάνουν απλώς προϊόντα που προέρχονται από τοπικούς προμηθευτές ανεξάρτητα από τον τόπο παραγωγής τους (Sims, 2010: 111), υπονομεύοντας την εμπειρία του γαστρονομικού τουρισμού. Πολλά από τα προβλήματα θεωρείται ότι επιλύονται σε ένα περιβάλλον δικτύου συνεργασίας: το δίκτυο αποτελεί χώρο επικοινωνίας για τα μέλη και εδραίωσης εμπιστοσύνης, ενώ μπορεί να διαθέσει κοινούς πόρους για την προβολή και κατάρτιση των μελών. Διαμορφώνοντας τοπικές αλυσίδες αξίας: ελληνικοί προορισμοί και γαστρονομικός τουρισμός Στρεφόμενοι στη μελέτη της ελληνικής περίπτωσης, μπορούμε να διακρίνουμε μία σειρά από πολιτικές για την ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού είτε από κεντρικούς φορείς, όπως ο ΣΕΤΕ και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΞΕΕ) είτε από τοπικά επιμε-

λητήρια και επαγγελματικές οργανώσεις. Πρόκειται για πολιτικές που διαφοροποιούνται μεταξύ τους: αν και σε όλες τις περιπτώσεις γίνεται λόγος για την τοπική γαστρονομική παράδοση, η στόχευση ποικίλλει από τη διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος συνολικά, τη δημιουργία ενός νέου κινήτρου για τις τουριστικές εισροές στη χώρα μας και συνακόλουθα τη βελτίωση βασικών τουριστικών δεικτών στους οποίους υστερεί ο ελληνικός τουρισμός (τουριστική δαπάνη, μέση διάρκεια παραμονής) με σκοπό την οικονομική μεγέθυνση, έως την αναγνωρισιμότητα τοπικών προορισμών και, πρόσφατα, την ανάπτυξη τοπικών διασυνδέσεων με τον πρωτογενή τομέα. Αυτές οι τελευταίες πολιτικές έρχονται ως απόκριση των τοπικών φορέων στην αίσθηση ότι το πρότυπο του μαζικού τουρισμού στην Ελλάδα δημιούργησε και συντηρεί σχέσεις εξάρτησης από τους διεθνείς κρίκους της αλυσίδας αξίας του τουρισμού εις βάρος της ενδογενούς ανάπτυξης.

Σχήμα 6: Τα συνηθέστερα εμπόδια για την υλοποίηση δικτύων συνεργασίας γαστρονομικού τουρισμού και προτάσεις για την επίλυσή τους. Πηγές: Cambourne and Macionis, 2003; Eastham, 2003; Sharples, 2003; Smith and Hall, 2003; Telfer and Hashimoto, 2003; Smith and Xiao, 2008; Green and Dougherty, 2009. Ιδία επεξεργασία.


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 69

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

Παράλληλα με τις πολιτικές αυτές, οι οποίες αριθμούν πλέον αρκετά χρόνια παρουσίας στη χώρα μας, θα αναφερθούμε και σε τουριστικά πακέτα γαστρονομικού τουρισμού, τα οποία διαμορφώθηκαν αρκετά πρόσφατα από την πλευρά των ελληνικών επιχειρήσεων και εξελίσσονται ταχύτατα. Η παγκοσμιοποιημένη αλυσίδα αξίας του τουρισμού στην Ελλάδα Στην παρούσα οικονομική συγκυρία γίνεται λόγος για τον τουρισμό ως κινητήριο μοχλό της ελληνικής οικονομίας. Μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ΙΟΒΕ (2012) προσδιορίζει τη συνολική επίδραση (άμεση, έμμεση και προκαλούμενη) του τουρισμού (τουριστική δαπάνη και επενδύσεις) στους εγχώριους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας σε 34,4 δις ευρώ το 2010. Αναλυτικά: • η άμεση επίδραση της τουριστικής δαπάνης κατανέμεται κυρίως στα καταλύματα (45,3%) και στην εστίαση (18%), αναδεικνύοντας τη σημασία του φαγητού στην τουριστική οικονομία • η έμμεση επίδραση στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών ανέρχεται σε 310 εκ. ευρώ και στον πρωτογενή τομέα σε 173 εκ. ευρώ. Ωστόσο, στοιχείο προβληματισμού αποτελεί η κατανομή της επίδρασης της τουριστικής δαπάνης ανάμεσα στη διεθνή, εγχώρια και τοπική αγορά. Αφενός οι αναλύσεις αυτές δεν αποτυπώνουν την επίδραση στις τοπικές οικονομίες, στοιχείο υποεκτιμημένο στη μελέτη του ελληνικού τουρισμού. Αφετέρου, ο βαθμός στον οποίο εξαρτάται ο ελληνικός τουρισμός από το παγκόσμιο δίκτυο παραγωγής και διάθεσης τουριστικών υπηρεσιών διαμορφώνει μια αλυσίδα αξίας στην οπoία δεσπόζουσα θεση κατέχουν οι διεθνείς tour op-

erators. Αυτοί καταλαμβάνουν περισσότερες θέσεις στην αλυσίδα (Βογιατζής 2013). Ως χονδρέμποροι αγοράζουν προϊόντα και υπηρεσίες (διαμονή, μεταφορά, εστίαση) σε χαμηλές τιμές, διαμορφώνουν το πακέτο και το πωλούν σε τουριστικά γραφεία. Ως παραγωγοί αποκτούν μερική ή ολική ιδιοκτησία καταλυμάτων και τοπικών τουριστικών γραφείων και πωλούν απευθείας σε καταναλωτές. Η δομή της τουριστικής αλυσίδας εξηγεί και την κατανομή της τουριστικής δαπάνης ανά χωρικό επίπεδο: 40% της συνολικής αξίας που παράγει ο ελληνικός τουρισμός παραμένει στη χώρα (Παπανίκος 2005, όπως αναφέρεται στο Βογιατζής 2013: 369), ποσοστό που θα πρέπει να εκτιμηθεί χαμηλότερα αν μιλήσουμε για συγκράτηση εσόδων στην τοπική οικονομία. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας επέτεινε την εξάρτηση από τα διεθνή κανάλια διανομής λόγω της καθίζησης της εγχώριας αγοράς. Η εξάρτηση είναι ακόμη περισσότερο αισθητή για τα μικρά και χαμηλής τάξεως καταλύματα που χρειάζονται τους διαμεσολαβητές για να αποκτήσουν πρόσβαση στη διεθνή αγορά (Βογιατζής 2013). Έτσι το 2012 τα μικρά ξενοδοχεία (1-50 δωμάτια) και οι μονάδες 3 αστέρων και κάτω για να παραμείνουν ανταγωνιστικές και ελκυστικές απέναντι στην εγχώρια αγορά αλλά και στους tour operators, αναγκάστηκαν σε μείωση των τιμών τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος [Ινστιτούτο Τουριστικών Εερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ) 2013]. Το 2011 παρατηρήθηκε μείωση των εσόδων των μικρών οικογενειακών ξενοδοχείων κατά 3,4% και 5,6% για τις μονάδες 2 και 1 αστέρων αντίστοιχα (ΙΤΕΠ 2013: 40). Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδας (ΞΕΕ) επισημαίνει ότι βρίσκεται σε κίνδυνο «η βιωσιμότητα των μικρών οικογενειακών μονάδων» (ΙΤΕΠ 2013: 50). Η κρίση των μικρών μονάδων θα έχει περαιτέρω συνέπειες για τη διάχυση του εισοδήματος στην τοπική

Πίνακας 1: τουριστική και εμπορική κίνηση σε κύριους σημαντικούς τουριστικούς προορισμούς. Πηγή Επί + Επί, 2014: 18

69


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 70

70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

κοινωνία. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία (Andriotis,2002), τα μικρού μεγέθους καταλύματα είναι εκείνα που ανήκουν συνήθως σε ιδιοκτήτες από την τοπική κοινωνία και απασχολούν μέλη της οικογένειας, τάσεις που επιβεβαιώθηκαν από έρευνα στα καταλύματα της Κρήτης: • οι μικρότερες μονάδες απασχολούσαν μεγαλύτερο αριθμό μελών της οικογένειας • το 85% των επιχειρήσεων προμηθευόταν τα νωπά τρόφιμα από την ίδια την περιοχή. Αυτό δεν ίσχυε για τις λοιπές προμήθειες (μεταποιημένα τρόφιμα, ποτά), ενώ όσο μεγαλύτερες ήταν οι μονάδες τόσο πιθανότερο να προμηθευτούν εισροές έξω από την τοπική κοινότητα προκειμένου να εκμεταλλευθούν τις οικονομίες κλίμακας. Η μικρή διάχυση του οικονομικού οφέλους στην τοπική κοινωνία αναδεικνύεται και από πρόσφατες έρευνες σχετικά με την επίδραση του τουρισμού στην εμπορική ζήτηση. Αναλύοντας τα αποτελέσματα για το πρώτο εξάμηνο του 2014, η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) επισημαίνει ότι, παρά την αύξηση των αφίξεων και την ανοδική πορεία του δείκτη κύκλου εργασιών του τουρισμού από το δεύτερο εξάμηνο του 2013, το εμπόριο εξακολουθεί να καταγράφει πτώση του τζίρου (Επί + Επί, 46, 2014: 17-18). Βασικός λόγος θεωρείται η προτίμηση των τουριστών σε διακοπές τύπου all inclusive. Χαρακτηριστικά παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα τουριστικών περιοχών : Εκτεταμένες έρευνες για την επίδραση της τουριστικής κίνησης στην εμπορική αγορά της Ρόδου και της Κρήτης [Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝΕΜΥ) 2013] κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα ως προς την κατανομή της τουριστικής δαπάνης: το μεγαλύτερο μέρος της μέσης δαπάνης των τουριστών στα δύο νησιά αφορά τη διαμονή και τη μεταφορά (δύο από τα στάδια του ταξιδιού που ελέγχονται περισσότερο από τους διεθνείς κρίκους της αλυσίδας), ενώ το 40% για την Κρήτη και το 35,3% για τη Ρόδο της δαπάνης αφορούν έξοδα που πραγματοποιούνται κατά την παραμονή στον προορισμό. Ενδιαφέρον είναι ωστόσο ότι και στις δύο περιπτώσεις ως βασικότερος λόγος για τον οποίο οι τουρίστες πραγματοποιούν αγορές στον προορισμό αναφέρεται η επιθυμία να αγοράσουν τοπικά προϊόντα, κυρίως τρόφιμα. Για να πραγματοποιήσει ο τουρισμός την υπόσχεσή του για πολλαπλασιαστική επίδραση στην τοπική οι-

κονομία θα πρέπει οι τουριστικές επιχειρήσεις να προμηθεύονται αγαθά και υπηρεσίες από επιχειρήσεις εντός της οικονομίας αυτής (Eastham 2003:233). Θα πρέπει επιπλέον να αναπτυχθούν τουριστικά προϊόντα που θα βασίζονται στην τοπική παραγωγή και τη συμμετοχή πολλών διαφορετικών φορέων όχι μόνο από τον χώρο του τουρισμού ή της εστίασης. Στο πλαίσιο αυτό κινούνται σε διεθνές επίπεδο προγράμματα όπως το “New Nordic food”1 ή και το “Sweden – The new culinary nation”.2 Ο γαστρονομικός τουρισμός αποτελεί εδώ τμήμα μιας ευρύτερης προσέγγισης. Οι άξονες αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων, την τόνωση της επιχειρηματικότητας, την ενημέρωση του πληθυσμού αναφορικά με διατροφικά πρότυπα και την πρόσβαση σε τρόφιμα από όλη τη χώρα. Προωθούνται νέα διατροφικά και καταναλωτικά πρότυπα με αφετηρία την υγεία και τη βιωσιμότητα τα οποία προκύπτουν κατόπιν συνεργασίας ποικίλων φορέων, από σεφ μέχρι πανεπιστήμια. Στον προβληματισμό για την τοπική διάχυση της τουριστικής δαπάνης αλλά και στις καταναλωτικές τάσεις των τουριστών, όπως αναδεικνύονται από τη διεθνή τουριστική αγορά και από την έρευνα στους ελληνικούς προορισμούς, ανταποκρίνεται η προσφορά προϊόντων γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα. Πρόκειται για πρωτοβουλίες της ίδιας της αγοράς όπως τα τουριστικά πακέτα με μαθήματα ελληνικής κουζίνας που θα παρουσιάσουμε εν συντομία στη συνέχεια – αλλά και για πολυετείς πλέον πολιτικές για την ανάπτυξη τοπικών δικτύων γαστρονομικού τουρισμού. Πρωταρχικό μέλημα των πολιτικών αυτών είναι η αναγνωρισιμότητα του προορισμού και ο εμπλουτισμός της εμπειρίας των τουριστών, απολήγουν όμως στη διασύνδεση αγροτικής παραγωγής, μεταποίησης και τουριστικών επιχειρήσεων σε τοπικό επίπεδο: οι προδιαγραφές για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων τις αναγκάζουν έως ένα βαθμό να δημιουργήσουν τοπικές αλυσίδες αξίας. Η αναδυόμενη προσφορά γαστρονομικού τουρισμού στην Ελλάδα: μαθήματα ελληνικής κουζίνας Η έρευνα στο διαδίκτυο καταδεικνύει πως όλο και αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων προσφέρουν τουριστικά πακέτα μαθημάτων ελληνικής κουζίνας, σε βαθμό που κάθε δευτερογενής έρευνα χρειάζεται μηνιαία επικαιροποίηση. Στο πλαίσιο της μελέτης του το-


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 71

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

πικού χαρακτήρα της υπηρεσίας, παρουσιάζει ενδιαφέρον η μορφή που παίρνει η υπηρεσία στην Ελλάδα. Η συντριπτική πλειονότητα των πακέτων που προσφέρονται στην Ελλάδα είναι με τρόπο τέτοιο δομημένη ώστε ο επισκέπτης: • να παρακολουθήσει μαθήματα μαγειρικής • να επισκεφθεί τόπους που σχετίζονται με την τοπική κουζίνα (λαϊκή αγορά, καταστήματα τοπικών προϊόντων, εστιατόρια τοπικής κουζίνας) • να επισκεφθεί τόπους που σχετίζονται με το αγροδιατροφικό σύστημα της περιοχής (χώρους παραγωγής προϊόντων, βοσκοτόπια, αμπέλια) • να γνωρίσει τον τοπικό πολιτισμό. Η έρευνα στο διαδίκτυο καταδεικνύει πληθώρα προσφερόμενων πακέτων τα οποία κινούνται στην παραπάνω φιλοσοφία. Μερικά προσθέτουν και ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα στην υπηρεσία μέσω μικρών διαφοροποιήσεων (μαγειρική για χορτοφάγους, διαδρομές με ποδήλατο). Τα περισσότερα διαρκούν πέντε έως οκτώ ημερών, εκτός από τα αμιγώς αστικά τα οποία διαρκούν συνήθως τρεις ημέρες. Κοινό στοιχείο είναι οι υψηλές τιμές. Η λογική αυτή συναντάται σε διεθνές επίπεδο, όπου οι υπηρεσίες του γαστρονομικού τουρισμού κοστίζουν περισσότερο από ό,τι θα κόστιζε ένα πακέτο διακοπών στην ίδια περιοχή. Συχνά οι τιμές αφορούν μόνο στην υπηρεσία του γαστρονομικού τουρισμού και όχι στη διαμονή και στη μετάβαση. Ανομοιογένεια υπάρχει στον τρόπο προσέγγισης του παρόχου από τον πελάτη. Πολλά πακέτα προσφέρονται μέσω διεθνών πρακτορείων γαστρονομικού τουρισμού, τα οποία λειτουργούν ως εγγυητές ποιότητας, διατηρούν μικρό μέγεθος και σχεδόν αποκλειστική εξειδίκευση στον γαστρονομικό τουρισμό και διευθύνονται από άτομα με βαθιά γνώση του χώρου.3 Άλλα προσφέρονται μέσω ιδίων ιστοσελίδων του παρόχου της υπηρεσίας και βασίζονται συχνά σε προσωπικές επαφές, στη δραστηριοποίηση του παρόχου σε blog, βιβλία κ.ά. Ταυτόχρονα κάνουν την εμφάνισή τους στην Ελλάδα πρακτορεία τουρισμού που προσφέρουν πακέτα γαστρονομικού τουρισμού σε διάφορες περιοχές της χώρας.4 Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα μορφή τουρισμού, η οποία είναι με τέτοιο τρόπο δομημένη ώστε μοιάζει αναπόφευκτο να υπάρχει διάχυση πλούτου στην τοπική κοινωνία και ταυτόχρονη προστασία των πολιτισμικών

στοιχείων που σχετίζονται με τη διατροφή. Κατά πόσο συμβαίνει αυτό τελικά είναι ένα ερώτημα προς απάντηση, το οποίο απαιτεί πρωτογενή έρευνα. Πολιτικές για τη διαμόρφωση τοπικών δικτύων γαστρονομικού τουρισμού AEGEAN CUISINE Το δίκτυο Aegean cuisine αποτελεί κοινή δράση του Κέντρου Επιχειρηματικής και Τεχνολογικής Ανάπτυξης Ν. Αιγαίου με τα επιμελητήρια Κυκλάδων και Δωδεκανήσων. Αποτελεί δίκτυο επιχειρήσεων που σχετίζονται με την τοπική κουζίνα είτε προσφέροντάς την σε επισκέπτες μέσω εστιατορίων είτε παράγοντας και πουλώντας τοπικά προϊόντα στην αγορά. Κατά συνέπεια μέλη μπορούν να γίνουν εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, ξενοδοχεία, παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, οινοποιεία και ποτοποιεία, εμπορικά καταστήματα, βιοτεχνίες τροφίμων. Οι επιχειρήσεις υπόκεινται σε διαδικασία πιστοποίησης. Νέες προδιαγραφές τέθηκαν τον Απρίλιο του 2014 σε συνεργασία με την TŰV Hellas, με τις οποίες έμφαση τίθεται στη χρήση τοπικών προϊόντων (του νησιού ή, αν αυτό δεν είναι εφικτό, άλλων νησιών του Αιγαίου) και τοπικών συνταγών. Πρωταρχικός σκοπός είναι η προώθηση του γαστρονομικού τουρισμού στην περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, δηλαδή τελικά η ανάδειξη του τοπικού γαστρονομικού πολιτισμού και η παράλληλη αύξηση των ατόμων που έρχονται στην περιφέρεια για να γνωρίσουν τον πολιτισμό αυτό. Έτσι προωθούνται οι επιχειρήσεις μέλη κυρίως με την καθιέρωση του εμπορικού σήματος του φορέα και αναπτύσοονται δράσεις κατάρτισης. Όλες οι προαναφερθείσες επιχειρήσεις μπορούν να αποτελέσουν μέρος μιας ευρύτερης αλυσίδας για τον γαστρονομικό τουρισμό. Ο επισκέπτης που ενδιαφέρεται για τη γαστρονομία μιας περιοχής συχνά επιθυμεί να δει όλη την πορεία που ακολουθούν τα τοπικά προϊόντα από τον πρωτογενή, στο δευτερογενή και τελικά στον τριτογενή τομέα. Η επιθυμία αυτή δημιουργεί την ανάγκη για τη δημιουργία δικτύων των τοπικών κοινωνιών, τόσο μεταξύ των σχετιζόμενων επιχειρήσεων, όσο και μεταξύ αυτών και άλλων κρατικών ή μη φορέων.

71


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 72

72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΩΪΝΟ Πρόκειται για δράση του ΞΕΕ που υλοποιείται σταδιακά από το 2010 με κύριο σκοπό τον εμπλουτισμό του πρωινού που προσφέρουν τα ελληνικά ξενοδοχεία. Ο εμπλουτισμός αυτός γίνεται προκειμένου οι επισκέπτες των ελληνικών ξενοδοχείων να έρθουν σε επαφή με παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν κομμάτι της από την UNESCO προστατευόμενης μεσογειακής διατροφής και ενεργό κομμάτι του τοπικού πολιτισμού. Το ΞΕΕ θέτει προϋποθέσεις συμμετοχής στο πρόγραμμα: κύριο στοιχείο είναι η επιλογή τοπικών υλικών σε ποσοστό τουλάχιστον 50%. Συνολικά στο πρόγραμμα συμμετέχουν 410 ξενοδοχειακές μονάδες, 50 προμηθευτές και έχουν διαμορφωθεί 21 πρότυπα ελληνικού πρωινού για διάφορες περιοχές της χώρας. Το πρόγραμμα του ελληνικού πρωινού έχει ως βασικό στοιχείο ανάπτυξής του τα Τοπικά Σύμφωνα Ελληνικού Πρωινού. Εδώ την πρωτοβουλία αναλαμβάνει η τοπική κοινωνία (παραγωγοί, ξενοδόχοι, αυτοδιοίκηση, επιμελητήρια κ.λπ.) και την καθοδήγηση το ΞΕΕ. Η τοπική κοινωνία συγκαλεί περιφερειακή συνάντηση, όπου απεσταλμένος του ΞΕΕ παρουσιάζει το πρόγραμμα για συζήτηση και εμπλουτισμό. Το κίνημα επιθυμία είναι, να είναι καθαρά τοπικό και να δίνει μεγάλη έμφαση σε προϊόντα ΠΟΠ, ΠΓΕ και ΕΠΙΠ της κάθε περιφέρειας και στις τοπικές πολιτιστικές ιδιαιτερότητες αυτής. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η προμήθεια τοπικών υλικών από παραγωγούς. Αυτό καθιστά την ξενοδοχειακή μονάδα και τον παραγωγό συνεργάτες. Δίνει αξία στο τουριστικό προϊόν που προ-

σφέρει το ξενοδοχείο, προσφέρει αναγνωρισιμότητα στα προϊόντα του παραγωγού και προωθεί την τοπική κουζίνα σε έλληνες και αλλοδαπούς. ΚΡΗΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ Το κρητικό σύμφωνο ποιότητας υλοποιείται από την «Αγροδιατροφική Σύμπραξη της Περιφέρειας Κρήτης», μια μη κερδοσκοπική εταιρεία με βασικό εταίρο την Περιφέρεια Κρήτης. Σκοπό δημιουργίας του έχει την διάσωση, προβολή και διάδοση του προτύπου της κρητικής διατροφής αλλά και την πιστοποίηση χώρων εστίασης που προσφέρουν κρητική κουζίνα. Η αγροδιατροφική σύμπραξη της περιφέρειας Κρήτης αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση λόγω του εύρους του δικτύου που δημιουργεί. Στη δράση συμμετέχουν επιμελητήρια, ομάδες παραγωγών, αγροτικοί συνεταιρισμοί και ιδιώτες που δραστηριοποιούνται στον αγροδιατροφικό τομέα. Ο οργανισμός πιστοποιεί ποιοτικά κρητικά προϊόντα, εστιατόρια και οινοποιεία, χορηγώντας τρία σήματα ποιότητας αντίστοιχα. Οι δράσεις του αποσκοπούν στην ενίσχυση της ποιοτικής ταυτότητας των κρητικών προϊόντων και της εμπορικής τους αξία στις αγορές εντός και εκτός του νησιού, στη δικτύωση παραγωγών και επιχειρήσεων του αγροδιατροφικού τομέα και στη διασύνδεση της αγροτικής παραγωγής με τον τουρισμό μέσα από την αύξηση της κατανάλωσης κρητικών προϊόντων στις ξενοδοχειακές μονάδες της Κρήτης και την ενίσχυση και αξιοποίηση του αγροτουρισμού, και του γαστρονομικού και οινικού τουρισμού.

Πίνακας 2: ποσοστό συμμετοχής των ξενοδοχείων στο πρόγραμμα «Ελληνικό Πρωινό», Πηγή Ξ.Ε.Ε. Ιδία επεξεργασία


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 73

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

ΤΟΠΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ ΤΑ «ΟΡΕΙΝΑ» Το συγκεκριμένο τοπικό σύμφωνο ποιότητας αποτελεί επί της ουσίας δράση συντονισμού επιχειρήσεων, με σκοπό τη δημιουργία μιας «ταυτότητας ποιότητας», η οποία θα χαρακτηρίζει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της περιοχής. Εκτείνεται στις ορεινές περιοχές της Αρκαδίας, της Κορινθίας και της Αργολίδας. Δεν περιορίζεται μόνο στον κλάδο του τουρισμού, αν και πολλά από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρονται προορίζονται συχνά για επισκέπτες. Αφορά κυρίως σε εστιατόρια και ταβέρνες, ξενώνες, παραδοσιακά καταλύματα και ξενοδοχεία, οινοποιεία, μελισσοκομικά εργαστήρια και ενώσεις βιοκαλλιεργητών και επιχειρήσεις τυποποίησης και εμπορίας καταναλωτικών προϊόντων. Το σύμφωνο αριθμεί 87 μέλη. Το σύμφωνο περιέχει αναλυτικές προδιαγραφές συμμετοχής για εργαστήρια, καταλύματα και χώρους εστίασης. Πέρα από την υγιεινή και ασφάλεια των τροφίμων και τη λειτουργία της επιχείρησης, οι προδιαγραφές αφορούν στην προμήθεια τοπικών πρώτων υλών, προτείνουν την προσφορά παραδοσιακών πιάτων, την εξοικείωση του πελάτη με την ερμηνευτική τους ιστορία, την πώληση τοπικών προϊόντων και την εναρμόνιση με την αισθητική της περιοχής. Βασική αρχή είναι η δέσμευση όλων των φορέων για συνεργασία με σκοπό την ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης. Το δίκτυο επιδιώκει διεθνείς συνεργασίες με εκπαιδευτικά και ερευνητικά προγράμματα για την αποτελεσματικότερη δικτύωση και την απόκτηση τεχνογνωσίας.

ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ Το 1993, δεκατρείς οινοπαραγωγοί της Βορείου Ελλάδας ίδρυσαν την «Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Μακεδονίας». Το 2002 μετονομάστηκε σε «Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Βορείου Ελλάδος», με την είσοδο μελών από τη Θράκη και την Ήπειρο. Το 2010 οι οινοπαραγωγοί αποφάσισαν την αλλαγή της εικόνας της εταιρείας, η οποία πλέον καλείται «Οίνοι Βορείου Ελλάδος». Κύριο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο πλαίσιο του γαστρονομικού τουρισμού, το γεγονός πως προχώρησαν στη δημιουργία των «Δρόμων του κρασιού της Βορείου Ελλάδας», που αποτελεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα οινοτουρισμού. Η εταιρεία εκδίδει ενημερωτικά έντυπα στα οποία ο επισκέπτης πληροφορείται για τα οινικά προϊόντα των περιοχών στις οποίες η εταιρεία δραστηριοποιείται. Πολλοί επισκέπτες δεν έχουν πληροφόρηση για το κρασί ή για τις περιοχές που αναφέρονται. Έτσι προτείνονται «οινικές διαδρομές», με βάση τη γεωγραφία ή τις ημέρες που έχει στη διάθεσή του ο επισκέπτης. Προωθείται έτσι μια σειρά επιχειρήσεων –εστιατόρια, καταλύματα και καταστήματα τοπικών προϊόντων– τα οποία με τη σειρά τους σέβονται τον τοπικό χαρακτήρα της περιοχής και αναπτύσσουν ήπιες μορφές τουρισμού, μια εκ των οποίων είναι και ο γαστρονομικός. Συμπεράσματα Η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια γύρω από την ενσωμάτωση των αλυσίδων αξίας του αγροτικού και τουριστικού τομέα σε τοπικό επίπεδο

Πίνακας 3: Στόχοι και δράσεις των Οίνων Β. Ελλάδας. Πηγή: http:www.wineroads.gr/

73


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 74

74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

οδήγησε στη διαμόρφωση αξιόλογων πολιτικών για τον σχεδιασμό τοπικών αλυσίδων αξίας γαστρονομικού τουρισμού σε διεθνές επίπεδο. Στην Ελλάδα αναπτύχθηκαν ορισμένες σημαντικές πρωτοβουλίες, κυρίως από δημόσιους φορείς, οι οποίες πλέον έχουν αρκετά χρόνια παρουσίας και αποφέρουν σταδιακά τα πρώτα αποτελέσματα. Οι πολιτικές αυτές ακολουθούν τα βήματα της διεθνούς πρακτικής και τις επισημάνσεις της βιβλιογραφίας. Συγκροτούν έναν χώρο επικοινωνίας, ιδιαίτερα μέσα από τη διαβούλευση για την εδραίωση τοπικών συμφώνων. Χαρακτηριστική είναι η διαδικασία διαμόρφωσης του ελληνικού πρωινού σε κάθε περιοχή. Ωστόσο μένει να αποδειχθεί κατά πόσο η επικοινωνία αυτή θα οδηγήσει στη διαμόρφωση ενός δικτύου συνεργασίας προμηθευτών προϊόντων, παρόχων συμβουλευτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών προβολής και τουριστικών επιχειρήσεων. Και αυτό γιατί τα εν λόγω προγράμματα δεν θέτουν μέχρι στιγμής προς συζήτηση τα βασικά εμπόδια που απασχολούν σε διεθνές επίπεδο τους εταίρους που επιδιώκουν τη δημιουργία τοπικών αλυσίδων αξίας γαστρονομικού τουρισμού, όπως είναι το κόστος προϊόντων και υπηρεσιών, ή ο από κοινού σχεδιασμός της παραγωγής (βλ. σχήμα 6). Εξάλλου, στο ερώτημα ποια είναι η λειτουργία που σύμφωνα με τις πολιτικές αυτές, επιτελεί ο γαστρονομικός τουρισμός στο πλαίσιο της παγκόσμιας τουριστικής αλυσίδας αξίας, η απάντηση φαίνεται να κλίνει περισσότερο προς την ενίσχυση της αναγνωρισιμότητας και της διαφοροποίησης των ελληνικών προορισμών προκειμένου να αναβαθμιστεί η θέση τους στην αλυσίδα και όχι προς την τοπική ενθήκευση του τουριστικού κλάδου. Χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις οι προσπάθειες επιστεγάζονται με την πιστοποίηση και τη χορήγηση του σήματος, το οποίο αποτελεί κατεξοχήν εργαλείο προώθησης. Θετικό παραμένει το γεγονός ότι εκπεφρασμένο σκοπό των φορέων δεν αποτελεί μόνο η προώθηση των ελληνικών προορισμών, αλλά και η τοπική ανάπτυξη η οποία ορισμένες φορές διατυπώνεται ρητά με όρους σύνδεσης της τουριστικής δαπάνης με την τοπική οικονομία (ΞΕΕ 2014: 5-6). Αναλυτική καταγραφή των αποτελεσμάτων των πολιτικών αυτών για την τοπική οικονομία μένει να πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο από πρωτογενή έρευνα.

Στοχευμένες δράσεις προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης τοπικών αλυσίδων αξίας γαστρονομικού τουρισμού αναμένεται να χρηματοδοτηθούν στο πλαίσιο της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-2020 και της υλοποίησης της στρατηγικής ευφυούς εξειδίκευσης (RIS3): ήδη σε περισσότερα κείμενα διαβούλευσης, στα οποία αποτυπώνεται η στρατηγική που προτίθεται να ακολουθήσει η εκάστοτε περιφέρεια, προτείνεται η τοπική διασύνδεση των αλυσίδων διανομής του αγροδιατροφικού τομέα με τις τουριστικές επιχειρήσεις (περιφέρειες Ν. Αιγαίου, Κρήτης, Θεσσαλίας). Κρίσιμη είναι επομένως η έρευνα και καταγραφή των υφιστάμενων αλυσίδων αξίας γαστρονομικού τουρισμού, αλλά και γενικότερα των αλυσίδων προμήθειας ξενοδοχείων/εστιατορίων. Η περιγραφή των αλυσίδων υποστηρίζει αφενός τους φορείς στη διαμόρφωση πολιτικής για την παρέμβαση στις αλυσίδες αυτές αναδεικνύοντας εμπόδια και αποτελέσματα, επιτυχημένα δίκτυα και πολιτικές που έχουν εγκαταλειφθεί. Αφετέρου υποστηρίζει τους ίδιους τους επιχειρηματίες, οι οποίοι καλούνται να κατανοήσουν το κόστος και το όφελος των διαφορετικών αλυσίδων και να τοποθετήσουν την επιχείρησή τους σε αυτές ώστε να προσθέσει αξία στο τελικό προϊόν, την τουριστική εμπειρία. Τέλος, παρά το γεγονός ότι όλες οι σημασίες με τις οποίες έχει ενδυθεί το τοπικό είναι ιδιαίτερα ελκυστικές (βιώσιμη ανάπτυξη, οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, αυθεντικότητα) η διερεύνηση των πρωτοβουλιών που αναπτύσσονται θα μας βοηθήσει να αποτιμήσουμε με περισσότερη διαύγεια τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα και να αποφύγουμε τις παγίδες της ρητορικής του πολιτικού λόγου (Murphy and Smith 2009:220). Ευχαριστίες Ευχαριστούμε το Επιμελητήριο Κυκλάδων, και ιδιαίτερα τον κ. Τσιάντη και το τμήμα Τεχνολογίας και Πληροφοριακών Συστημάτων της ΕΤ.Α.Π., για την αποστολή ενημερωτικού υλικού για το δίκτυο Aegean Cuisine.

Σημειώσεις 1. New Nordic food, http://newnordicfood.org/


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 75

Κ. ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Κ. ΜΑΝΙΤΣΑΣ, Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ.

2. Κυβέρνηση της Σουηδίας, http://www.government.se/sb/d/14680/a/180133 3. Βλ. για παράγμειγμα τις ακόλουθες ιστοσελίδες εξειδικευμένων πρακτορείων γαστρονομικού τουρισμού: http://epiculinary.com/home, http://www.gourmetsafaris.com.au/, http://www. epicopia.com/. 4. Ιστοσελίδα ταξιδιωτικού πρακτορείου γαστρονοµικού τουρισµού “Culinary Experiences”

Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση Cambourne B. and Macionis N. (2003), “Linking food, wine and tourism: the case of the Australian capital region”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 268-284. Eastham J. (2003), “Valorising through tourism in rural areas: moving towards regional partnership”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 228248. Green G.P. and Dougherty M. (2008), “Localising linkages for food and tourism: culinary tourism as a community development strategy”. Community Development, 39 (3), 148-158. Hall C.M. and Mitchell R. (2001), “Wine and food tourism”. In N. Douglas and R. Derrett, (eds) Special interest tourism, John Wiley, Australia, 307-325. Hall C.M. and Sharples L. (2003), “The consumption of experiences or the experience of consumption? An introduction to the tourism of taste”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R., Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 1-24. Hall C.M., Mitchell R. and Sharples L. (2003), “Consuming places: the role of food, wine and tourism in regional development”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R., Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 24-59. Herera C., Herranz J.B. and Arilla J. (2012), “Gastronomy’s importance in the development of tourism destinations in the world”. Global report on food tourism, UNWTO, Madrid, 6-9. Available at <http://dtxtq4w60xqpw. cloudfront. net/sites/all/files/pdf/food_tourism_ok.pdf>. [25/4/2014] Karimi S. (2014), “What is culinary tourism?”. USA today, N.p., n.d. W. Available at <http://traveltips.usatoday.com/culinary-tourism-1910.html>. [20/4/2014] Kotler P. (1984), Marketing Management: Analysis, Planning and Control, Prentice-Hall, New York, 627p. McKinsey and Company (2012), Greece Ten Years Ahead: Defining Greece’s New Growth Model and Srategy. Tourism. McKinsey Athens Office, Athens, 63p. Murhpy J. and Smith S. (2009), “Chefs and suppliers: an exploratory look at supply chain issues in an upscale restaurant alliance”. International Journal of Hospitality Management, 28, 212-220. Quan S.and Wang, N. (2004), “Towards a structural model of tourist experience: an illustration from food experience in tourism”. Tourism Management, 25, 297-305.

Rifai T. (2012), “Foreward”. Global report on food tourism, UNWTO, Madrid, 4-5. Available at <http://dtxtq4w60xqpw.cloudfront.net/sites/all/files/pdf/food_touris m_ok.pdf>. [25/4/2014] Sharples L. (2003), “Food tourism in the Peak District National Park, England”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 206-227. Sims R. (2010), “Putting place on the menu: the negotiation of locality in UK food tourism , from production to consumption”, Journal of Rural Studies, 26, 105-115. Smith A. and Hall C.M. (2003), “Restaurants and local food in New Zealand”. In Hall C.M., Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/Heinemann, 249-267. Smith S. and Xiao H. (2008), “Culinary tourism supply chains: a preliminary examination”. Journal of Travel Research, 46, 289-299. Telfer D. and Hashimoto A. (2003), “Food tourism in the Niagara region: the development of a nouvelle cuisine”. In Hall C.M. Sharples L., Mitchell R, Macionis N. and Cambourne B. (eds.), Food Tourism around the World, Butterworth/ Heinemann, 158-177. UNWTO (2009), UNWTO technical manual: Collection of Tourism Expenditure Statistics. Available at <http://pub.unwto.org/ WebRoot/>. [28/04/2013] UNWTO (2012), “What Our Members Say”. Global Report on Food Tourism, Madrid, 12-15. Available at http://dtxtq4w60xqpw.cloudfront.net/sites/all/files/pdf/food _tourism_ok.pdf. [25/4/2014] UNWTO (2013), World Tourism Barometer. Available at <http:// mkt.unwto.org/en/barometer>. [28/04/2013] Vukonic B. (1997), “Selective tourism Growth. Targeted tourism destinations”. in Wahab S., Pigram J. (eds.), Tourism, Development and Growth, Routledge, London and New York, 86-98. Yun D., Hennessey S. and MacDonald R. (2011), “Understanding culinary tourists: segmentations based on past culinary experiences and attitudes toward food-related behavior”. International CHRIE Conference-Refereed Track, Event 15, 1-13. Available at <http://scholarworks.umass.edu/refereed/ICHRIE_2011/Friday/15>. [26/7/2014] Zhang X., Song H and Huang G. (2009), “Tourism supply chain management: a new research agenda”. Tourism Management, 30, 345-358.

Ελληνόγλωσση Aegean Cuisine, (2014a), Προδιαγραφές πιστοποίησης αιγαιοπελαγίτικης κουζίνας, Κ.Ε.Τ.Α. Διαθέσιμο στο, http://www.ekyklades.gr/images/1AEGEANCUISINE_SPECIFICATION_F4427.pdf. [4/6/2014] Aegean Cuisine, (2014b), Διαδικασία πιστοποίησης – απονομής σήματος Aegean Cuisine, Κ.Ε.Τ.Α. Διαθέσιμο στο <http:// www.e-kyklades.gr/images/2AEGEANCUISINE_PROCEDURE01_F4476.pdf>. [4/6/2014] Βογιατζής Ν. (2013), «Εξέταση της παγκόσμιας αλυσίδας του τουρισμού – Χωρικές διαστάσεις. Εφαρμογή στην ελληνική

75


006_Layout 1 25/05/2015 9:46 π.μ. Page 76

76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 62-76

περίπτωση», διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος. Επιμελητήριο Ρεθύμνης, (2014), «Προβληματισμός από την ΕΣΕΕ από τον απολογισμό της τουριστικής περιόδου για τις τουριστικές εμπορικές επιχειρήσεις», Επί + Επί, 46,16-18. ΙΝΕΜΥ -ΕΣΕΕ (2013), Εμπόριο και τουρισμός στην Κρήτη, ΙΝΕΜΥ Αθήνα. ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ (2013), Εμπόριο και τουρισμός στη Ρόδο, ΙΝΕΜΥ, Αθήνα. ΙΟΒΕ (2012), Η επίδραση του τουρισμού στην ελληνική οικονομία. Διαθέσιμο στο, <http://www.iobe.gr/docs/research/RES_ 05_ E_01092012REP_GR.pdf>. [25/2/2014] ΙΤΕΠ (2013), Εξελίξεις στον τουρισμό και στα βασικά μεγέθη της ελληνικής ξενοδοχίας το 2012. Διαθέσιμο στο <http:// www.grhotels.gr/GR/BussinessInfo/News/Lists/List/Attachments/408/GR_GreekToursmHotels2013.pdf>. [12/3/2014] Καλπίδης Χ. (2014), Γαστρονομικός Τουρισμός. Mία συνολική θεώρηση στη σύνδεση γαστρονομίας και τουρισμού, Captain Book.gr, Αθήνα, σελ. 221. Λυβιάκης Γ. (2014), «Φιλοξενία αλλά και έλλειψη υποδομών για τους ξένους επισκέπτες», Επί + Επί, 46, 11-15. ΞΕΕ (2013), Έρευνα συνόρων και έρευνα ετήσιας καταγραφής της περιφερειακής τουριστικής δαπάνης ΞΕΕ– TNC ICAP – QUANTOS. Διαθέσιμο στο <http://www.grhotels.gr/GR/ BussinessInfo/News/Lists/List/Attachments/408/GR_Gree kToursmHotels2013.pdf>.[09/01/2014] ΞΕΕ (2014), Ελληνικό πρωινό. Εγχειρίδιο ξενοδόχων . Διαθέσιμο στο <http://www.greekbreakfast.gr/docs/egxeiridio-ksenodoxon.pdf>. [10/2/2014] Οίνοι Βορείου Ελλάδας (2014), Οι δρόμοι του κρασιού της Βορείου Ελλάδας – ένας μικρός οδηγός. Διαθέσιμο στο <http://

www.wineroads.gr/fileviewer.php?file_id=1045>. 5/8/2014 Σ.Ε.Τ.Ε. (2009), Η γαστρονομία στο μάρκετινγκ του ελληνικού τουρισμού. Διαθέσιμο στο <http://sete.gr/_fileuploads/gastro_files/100222gastronomy_f.pdf>.[10/3/2014] Σιγάλα Μ. και Χρήστου Ε. (2014), «Από τον μαζικό τουρισμό στον τουρισμό εμπειρίας», στο Μασουράκης Μ. και Γκόρτσος Χ. (επιμ.), Ανταγωνιστικότητα για ανάπτυξη. Προτάσεις πολιτικής. Ελληνική Ένωση Τραπεζών, Αθήνα, 191-206. Ιστοσελίδες New Nordic Food (2014), New Nordic Food. Διαθέσιμο στο <http://newnordicfood.org/>. [20/7/2014]. Visit Sweden (2015), Sweden: The New Culinary Nation. Διαθέσιμο στο <http://www.visitsweden.com/sweden/Featured/ Sweden-the-new-culinary-nation/>. [20/3/2015]. Aegean Cuisine (2014), Επιχειρήσεις. Διαθέσιμο στο < http:// www.aegeancuisine.gr/>. [20/10/2014]. Δρόμοι του κρασιού Βορείου Ελλάδας (2015), Εταιρεία-Οινικές διαδρομές. Διαθέσιμο στο <http://www.wineroads.gr/>. [5/4/2015]. Ελληνικό Πρωινό (2014), Πρόγραμμα- ξενοδοχεία- προμηθευτές πρότυπα πρωινά. Διαθέσιμο στο <http://www.greekbreakfast.gr/el/>. [22/10/2014]. Κρητικό Σύμφωνο Ποιότητας (2015), Αγροδιατροφική Σύμπραξη Περιφέρειας Κρήτης. Διαθέσιμο στο < http://www. aegeancuisine.gr/>. [2/4/2015]. Τοπικό Σύμφωνο Ποιότητας Βόρειας Πελοποννήσου «Τα Ορεινά» (2015), Παρουσίαση του Τοπικού Συμφώνου Ποιότητας Β. Πελοποννήσου «Τα Ορεινά». Διαθέσιμο στο http:// peloponet.gr/%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%B9%CE %BA%CF%8C-%CF%83%CF%8D% CE% BC% CF%86%CF%89%CE%BD%CE%BF/. [27/3/2015].


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 77

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

Α

Λ

Λ

Α

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

Α

ΧΩΡΙΚOΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜOΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒEΡΝΗΣΗ: Η ΠΟΡΕIΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΙΜAΚΩΣΗΣ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚH ΑΘHΝΑ Α. Παγώνης*, Ι. Χωριανόπουλος** Περίληψη Το άρθρο επικεντρώνεται στις θεματικές του «χωρικού σχεδιασμού» και της «μητροπολιτικής διακυβέρνησης», δύο κομβικές πτυχές του διαλόγου για την «ανακλιμάκωση». Αντλώντας από τη συζήτηση για τις αλλαγές στις χωρο-πολιτικές δομές των μητροπολιτικών περιφερειών της δυτικής Ευρώπης εξετάζει τη δυναμική της ανακλιμάκωσης στη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στην περίοδο που ακολούθησε τη χωρο-πολιτική μεταρρύθμιση του προγράμματος «Καλλικράτης» (2010). Η εμπειρία της χωρικής διακυβέρνησης της Αθήνας, υποστηρίζεται, είναι στενά συνδεδεμένη με τον βαρύνοντα πολιτικά και διαχρονικά στόχο της γρήγορης, χωρίς φραγμούς, ανάπτυξης που προωθείται συστηματικά από το κεντρικό κράτος. Ο στόχος αυτός επαναπροσδιορίζεται και στην πιο πρόσφατη περίοδο. Η δημοσιονομική κρίση της χώρας και η επακόλουθη αναζήτηση ταχέων αναπτυξιακών διεξόδων συνδέεται με την ενίσχυση του κρατικού συγκεντρωτισμού στον τομέα του χωρικού σχεδιασμού, αναστέλλοντας τη μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων στις μητροπολιτικές περιφερειακές δομές που δημιουργήθηκαν στα πλαίσια του Καλλικράτη.

Spatial planning and governance: Path dependent trajectories of rescaling in Metropolitan Athens Α. Pagonis, Ι. Chorianopoulos Abstract This paper explores the “spatial planning” and “metropolitan governance” dimensions of the discussion on state rescaling. It draws from the respective literature on the western European metropolitan regions and focuses on Athens. The underdeveloped governance traits of the Athenian metropolis, it is argued, were influenced by pro-growth spatial planning priorities, defined at the national level and promoting unhindered urbanization as a shortcut to economic development. The political dominance of this viewpoint re-emerged shortly after the launch of the “Kallikratitis” initiative (2010), a rescaling attempt that transferred spatial planning responsibilities to a newly instituted metropolitan tier of political administration. The decentralization of spatial planning duties carried with it the potential of a thorough reform in metropolitan spatial regulation. The country’s current sovereign debt crisis, however, and the consequent quest for rapid economic development via unregulated urban expansion, led to the suspension of this reform, suggesting path dependent trajectories in metropolitan governance.

Εισαγωγή Η έννοια της «χωρικής κλίμακας» παραπέμπει στις απτές, ορατές και θεσμοποιημένες πολιτικό-διοικητικές ενότητες μέσω των οποίων είναι οργανωμένος ο κρατικός χώρος. Oι εθνικές και οι τοπικές διοικήσεις, οι δήμοι, οι * Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Πατησίων 42, Αθήνα, 106 82, tpagonis@arch.ntua.gr ** Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Λόφος Πανεπιστημίου, Μυτιλήνη 81100, ichorian@geo.aegean.gr

77


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 78

78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

περιφέρειες και οι αποκεντρωμένες αρχές των υπουργείων, κατανοούνται ως ιεραρχικά κλιμακούμενες χωρικές μονάδες με καθορισμένες αρμοδιότητες, οι οποίες επιτρέπουν ή αναστέλλουν συγκεκριμένες πολιτικές επιδιώξεις. Ο πολιτικός προσανατολισμός των κλιμάκων αυτών, όμως, δεν παραμένει σταθερός αλλά μεταβάλλεται συνεχώς, τόσο λόγω των αλλαγών των πολιτικό-οικονομικών συνθηκών και στόχων, όσο και μέσω της σχετικής αυτονομίας δράσης των επιμέρους ενοτήτων (Howitt 1998). Η δυναμική αυτή διάσταση της έννοιας της χωρικής κλίμακας συνίσταται σε μια κοινωνικά εξαρτημένη διαδικασία η οποία προσδίδει συνεχώς νέο περιεχόμενο στις κρατικές χωρικές δομές, ασκώντας πιέσεις για το μετασχηματισμό τους (Paasi 2004, Gualini 2006). Η αλλαγή της δομής οργάνωσης του κρατικού χώρου, καθώς και η θέσπιση νέων βαθμίδων χωρικής διακυβέρνησης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι αναδυόμενες πολιτικές προτεραιότητες, χαρακτηρίζεται από τη βιβλιογραφία ως «ανακλιμάκωση» (Smith 2003). Οι κινήσεις ανακλιμάκωσης που παρατηρούνται στις χώρες της δυτικής Ευρώπης τις τρεις τελευταίες δεκαετίες προσδιορίζονται από την ανασύνταξη του εθνοκεντρικού προτύπου παρέμβασης

της μεταπολεμικής περιόδου. Στόχος τους, η προώθηση αποκεντρωμένων μορφών διακυβέρνησης και η ανάδειξη αυτόνομων, τοπικών και ανταγωνιστικών ρυθμιστικών πλαισίων, ικανών να κινηθούν ανεξάρτητα από το εθνικό πλαίσιο στη διεθνοποιημένη οικονομική πραγματικότητα (Jessop κ.ά. 2008, Brenner 2009). Το άρθρο αυτό επικεντρώνεται στις θεματικές του χωρικού σχεδιασμού και της μητροπολιτικής διακυβέρνησης, δύο κομβικές πτυχές του διαλόγου για την ανακλιμάκωση (Chorianopoulos 2012). Σε αυτό το πλαίσιο, αντλεί από τη συζήτηση για την ανακλιμάκωση στις μητροπολιτικές περιφέρειες της δυτικής Ευρώπης και εξετάζει τη δυναμική της χωρικής ανακλιμάκωσης στη μητροπολιτική περιφέρεια της Αθήνας.1 Η εμπειρία της χωρικής διακυβέρνησης της Αθήνας, τονίζεται, είναι στενά συνδεδεμένη με τον βαρύνοντα πολιτικά και διαχρονικά στόχο της γρήγορης, χωρίς φραγμούς, ανάπτυξης, γεγονός που αναστέλλει συστηματικά τις προσπάθειες του χωρικού σχεδιασμού, ενώ παράλληλα ο έλεγχος αυτής της διαδικασίας απευθείας από την κεντρική κρατική διοίκηση αντιτίθεται στην ανακλιμάκωση. Η πολιτική κυριαρχία αυτής της θέσης διαφαίνεται χαρακτηριστικά έως και την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) κατά τη διάρκεια της οποίας ο ρόλος του κεντρικού κράτους στον χωρικό σχεδιασμό παίρνει νέα ενεργητική τροπή και αλλάζει προσανατολισμό μέσω ενός ειδικού προσωρινού πλέγματος ρυθμίσεων και οργανωτικών σχημάτων που παρεμβάλλονται στη συμβατική λειτουργία της διοίκησης. Ο ρόλος αυτός όμως επανεμφανίζεται και στο διάστημα που ακολούθησε τη χωρο-πολιτική μεταρρύθμιση του προγράμματος «Καλλικράτης» (2010), μία ιδιόμορφη περίπτωση ανακλιμάκωσης που εμπεριείχε δυνατότητες αποκέντρωσης και εξορθολογισμού του χωρικού σχεδιασμού της μητρόπολης. Στη μετα-Καλλικρατική περίοδο, η δημοσιονομική κρίση της χώρας και η επακόλουθη αναζήτηση αναπτυξιακών διεξόδων με πιεστικό τρόπο μέσω του κεντρικού κράτους ανέστειλαν τη μεταφορά των σχετικών αρμοδιοτήτων στις νέες αυτοδιοικητικές δομές της Αθήνας. Πιο συγκεκριμένα, η κεντρική κρατική διοίκηση αρνήθηκε τη μεταφορά των χωρικών σχεδιαστικών αρμοδιοτήτων στις τοπικές πολιτικές αρχές που η ίδια είχε θεσπίσει, ενώ στήριξε και προώθησε μονομερώς αποσπασματικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες με-


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 79

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

γάλης εμβέλειας που δημιουργούν σημαντικές δεσμεύσεις ως προς τις μελλοντικές αναπτυξιακές προοπτικές της μητροπολιτικής περιοχής. Για μία ακόμη φορά, η επιλογή της εξυπηρέτησης οικονομικών προτεραιοτήτων βραχυπρόθεσμου ορίζοντα απόδοσης μέσα από ένα ασθενικό και ελεγχόμενο από την κεντρική διοίκηση πλαίσιο χωρικού σχεδιασμού προσδιορίζει τον τύπο της διακυβέρνησης της μητροπολιτικής Αθήνας. Το άρθρο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος σκιαγραφεί τη μορφή οργάνωσης του κρατικού χώρου στις δυτικό-Ευρωπαϊκές χώρες κατά τη μεταπολεμική περίοδο, αναδεικνύοντας τη σχέση ανάμεσα στον χωρικό σχεδιασμό και τη θέσπιση μητροπολιτικών κλιμάκων ρύθμισης του χώρου. Η διαδικασία της ανακλιμάκωσης που παρατηρείται στις χώρες αυτές τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και η στροφή των προτεραιοτήτων του χωρικού σχεδιασμού προς τον στόχο της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, προσεγγίζονται κριτικά. Το δεύτερο μέρος συζητά τη σχέση ανάμεσα στον χωρικό σχεδιασμό και στη διακυβέρνηση της μητροπολιτικής Αθήνας από τα μεταπολεμικά χρόνια ως και την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων (2004), έχοντας ως χωρική αναφορά τα διοικητικά όρια της Περιφέρειας Αττικής. Καταγράφονται οι προθέσεις ανακλιμάκωσης που σηματοδότησε η χωρο-πολιτική μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη». Στη συνέχεια, σχολιάζονται οι πρόσφατες θεσμικές αλλαγές στο πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού, οι οποίες, υιοθετημένες υπό καθεστώς δημοσιονομικού αδιεξόδου και επιτήρησης, αναιρούν τις μεταρρυθμιστικές προβλέψεις. Στον επίλογο, το άρθρο επιστρέφει στη συζήτηση που αφορά τα κοινωνικό-οικονομικά επακόλουθα της υιοθέτησης ανταγωνιστικών και αποσπασματικών αναπτυξιακών προτύπων, εγγράφοντας στο διάλογο την ιδιαιτερότητα της μητροπολιτικής Αθήνας. Η ευρωπαϊκή εμπειρία της «ανακλιμάκωσης» Σύμφωνα με τη σχολή της «ρύθμισης», συγκεκριμένες περίοδοι σχετικά σταθερών κοινωνικο-πολιτικών συνθηκών επιτρέπουν τη διεξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων για τους στόχους που εξυπηρετούνται από τη μορφή οργάνωσης του κρατικού χώρου. Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεωρητικοί της σχολής της ρύθμισης προσεγγίζουν και κατανοούν τη μεταπολεμική περίοδο στη

δυτική Ευρώπη ως μια ιδιαίτερη μακρο-οικονομική συνθήκη συγκεκριμένων και εθνικά προσδιορισμένων «συμβιβασμών» (Aglietta 1979). Η αποκαλούμενη και «φορντιστική» περίοδος, χαρακτηρίζεται από τη σταθερά διευρυνόμενη μηχανοποίηση της παραγωγής καθώς και από την αύξηση της παραγωγικότητας, βασισμένη σε οικονομίες κλίμακας. Παράλληλα, το «Κεϋνσιανό» κράτος πρόνοιας εγγυούνταν και εξασφάλιζε τη συλλογική κατανάλωση, επιτρέποντας την πλήρη ανάπτυξη της μαζικής παραγωγής (Jessop 1991). Αναγνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητες του κάθε εθνικού πλαισίου, η συνακόλουθη πολιτική δέσμευση για την πλήρη απασχόληση και την ισόρροπη ανάπτυξη προώθησε μια αντίληψη για τον χωρικό σχεδιασμό η οποία προσπάθησε να διαχειριστεί ταυτόχρονα τους σχετικούς αναπτυξιακούς αλλά και αναδιανεμητικούς στόχους. Οι γοργά αναπτυσσόμενες μητροπολιτικές περιφέρειες δέχτηκαν σημαντικές μεταφορές προνοιακών πόρων, καθώς και δημόσιες επενδύσεις σε φυσικές υποδομές, ανάλογες των κοινωνικών τους αναγκών και του πληθυσμιακού τους μεγέθους. Συγχρόνως, υιοθετήθηκαν συντονισμένες αναπτυξιακές πολιτικές και στις λιγότερο δυναμικές περιφέρειες, σταθμίζοντας την κατανομή των ωφελειών στο σύνολο του εθνικού χώρου. Αυτές περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, κίνητρα για τη μετεγκατάσταση των βιομηχανιών στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, καθώς και επενδύσεις στους τομείς της στέγασης, των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των μεταφορών (Martin & Sunley 1997). Η συγκεκριμένη πολιτική συνθήκη εξυπηρετήθηκε χωρικά μέσα από τη δημιουργία νέων μητροπολιτικών βαθμίδων διακυβέρνησης. Συνέβαλε δε στην εμφάνιση πρωτόγνωρων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, καθώς και στη συστηματική, για τρεις περίπου δεκαετίες, μείωση των δια-περιφερειακών ανισοτήτων (Dunford & Perrons 1993). Η παγκόσμια οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 και οι επακόλουθες αναδιαρθρωτικές διαδικασίες άλλαξαν ουσιαστικά τον συγκεκριμένο ρυθμιστικό προσανατολισμό (Healey 2004). Η βιβλιογραφία αναγνωρίζει στη δεκαετία του 1980 την εμφάνιση μιας ευρείας τάσης αλλαγής στις διακηρυγμένες προθέσεις της πολιτικής για τον χωρικό σχεδιασμό, οι οποίες περιλαμβάνουν πλέον ρητά τον στόχο της «ανταγωνιστικότητας» (Albrechts, Healey & Kunzmann 2003). Στη συνέχεια, τη δεκαετία του 1990, τα στρατηγικά πλαίσια του χωροταξικού σχεδιασμού στα περισσότερα πλέον κράτη μέλη της ΕΕ

79


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 80

80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

εστίασαν την προσοχή τους σε συγκεκριμένες μητροπολιτικές περιοχές, οι οποίες παρουσιαστήκαν ως εμβληματικές για την αναπτυξιακή προοπτική των χωρών τους (Delladetsima 2003). Τα εθνικά χωροταξικά σχέδια της Ολλανδίας (1990) της Δανίας (1992) της Γερμανίας (1993) αλλά και της Γαλλίας (1994) αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του νέου προτύπου χωρικής παρέμβασης, το οποίο διαφοροποιεί τις περιοχές της χώρας, στηρίζοντας με μεγαλύτερη ένταση τις αναπτυξιακά υποσχόμενες μητροπολιτικές περιφέρειες (Brenner 2004a· Faludi & Van DerValk 1994· Lefèvre 2003). Η υιοθέτηση των αποσπασματικών αυτών χωροταξικών, δίνει έμφαση στη δημιουργία υποδομών μεγάλης κλίμακας στις στρατηγικά επιλεγμένες αστικές περιφέρειες, με στόχο την ενίσχυση των διεθνών συγκριτικών τους πλεονεκτημάτων2 (Bozzi 1995). Τα χαρακτηριστικά της χωρικής πολιτικής που εμφανίζονται σε αυτές τις περιοχές λαμβάνουν πολλές μορφές. Ένα κοινό αντιπροσωπευτικό τους γνώρισμα αποτελεί η θέσπιση «ιδιαίτερων» χωροταξικών και πολεοδομικών προβλέψεων που παρακάμπτουν το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο, διευκολύνοντας τις παρεμβάσεις (Swyngedouw, Moulaert, & Rodriguez 2002). Οι κινήσεις που περιγράφονται εδώ αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας των κρατών να επηρεάσουν και να προσελκύσουν τις διεθνοποιημένες και διαρκώς μεταβαλλόμενες οικονομικές διαδικασίες (Smith 2003). Η μεταφορά κρατικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικούς οργανισμούς, όπως η NAFTA και η ΕΕ, αποτελεί παράλληλη έκφανση της ίδιας προσπάθειας (Jessop κ.ά. 2008). Στην πορεία, οι εθνοκεντρικές δομές οργάνωσης των κρατών, όπως αυτές σχηματοποιήθηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο, εμφανίζουν προβλήματα λειτουργικής ανταπόκρισης, με αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό τους. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, παρατηρείται η αποδόμηση και, τελικά, η κατάργηση των πολιτικών-διοικητικών εκείνων δομών που στήριζαν τους εθνικά προσδιορισμένους χωρικούς αναδιανεμητικούς στόχους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα εμφανίζονται στη Βρετανία (Greater London Council, English metropolitan counties), την Ολλανδία (Rijnmond), τη Δανία (Greater Copenhagen Council), αλλά και την Ισπανία (Madrid Metropolitan Area Planning and Coordinating Commission, Barcelona Metropolitan Corporation) (Brenner 2004a). Η αναδιάταξη των προτεραιοτήτων της κρατικής πολιτικής,

με άλλα λόγια, επέφερε ριζικές αλλαγές και στον τρόπο με τον οποίο είχε οργανωθεί χωρικά η κρατική διοίκηση, ανασυνθέτοντας τόσο την ιεραρχία των κλιμάκων ρύθμισης όσο και τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο τους. Η νέα χωρο-διοικητική δομή των δυτικό-ευρωπαϊκών χωρών τείνει προς τη συγκρότηση αυτόνομων πολιτικο-οικονομικών οντοτήτων, οι οποίες θεωρούνται υπεύθυνες για την χάραξη των αναπτυξιακών τους διαδρομών, αλλά και για τις πιθανές αρνητικές συνέπειες των επιλογών τους (Etherington & Jones 2009). Η αποσύνδεση των τοπικών κοινωνικο-οικονομικών προοπτικών από την ευθύνη της κρατικής διοίκησης διευκολύνει την επιλεκτική εστίαση των εθνικών χωροταξικών στις αναπτυξιακά υποσχόμενες μητροπολιτικές περιφέρειες. Σε αυτό το πλαίσιο, η βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι η στήριξη συγκεκριμένων αστικών περιφερειών από την κρατική διοίκηση δύναται να δρομολογήσει θετικές, αν και άνισα κατανεμημένες, οικονομικές εξελίξεις σε αυτές τις περιοχές (Pelkonen 2013). Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, η υιοθέτηση αποσπασματικών αναπτυξιακών προσεγγίσεων, θεωρείται ότι απορρυθμίζει τη σχετική συνεκτικότητα με την οποία ήταν οργανωμένος ο εθνικός χώρος. Η επακόλουθη αύξηση των δια-περιφερειακών ανισοτήτων, τονίζεται, υποσκάπτει και υποβαθμίζει συνολικότερα τις αναπτυξιακές προοπτικές των κρατών (Peck 2002). Η διαδικασία της ανακλιμάκωσης, ωστόσο, δεν επιχειρείται στο κενό. Πρότερες ρυθμιστικές προτεραιότητες, καθώς και οι χωρικές και θεσμοποιημένες δεσμεύσεις που πήγασαν από αυτές, επηρεάζουν τόσο την κατεύθυνση όσο και την πορεία της υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών προθέσεων (Pierson & Skocpol 2012). Το επόμενο μέρος του άρθρου εστιάζει στην περίπτωση της Αθήνας, εξετάζοντας την πορεία εξέλιξης της συγκεκριμένης κλίμακας ρύθμισης ως τη χωρο-πολιτική μεταρρύθμιση του Προγράμματος «Καλλικράτης» (2010). Η περίπτωση της Μητροπολιτικής Αθήνας Τα χαρακτηριστικά της κρατικής οργανωτικής δομής καθώς και της χωρικής πολιτικής που εμφανίζει η Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο περιστρέφονται γύρω από τρεις αλληλοεξαρτώμενους άξονες. Πρώτος, η παρουσία περιόδων πολιτικής έντασης (μετεμφυ-


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 81

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

λιακή περίοδος) και αυταρχικών κυβερνήσεων (δικτατορία 1967-1974), η οποία προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά της κρατικής διοίκησης. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα, η τοπική κλίμακα διακυβέρνησης συγκροτούνταν από 6.000 περίπου οργανισμούς (δήμους και κοινότητες), οικονομικά εξαρτώμενους και πολιτικά ελεγχόμενους από την κεντρική διοίκηση (Chorianopoulos 2012). Δεύτερος άξονας, το πρόσταγμα της ταχείας εκβιομηχάνισης ως μέσο πολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος. Τα πενταετή προγράμματα ανάπτυξης της περιόδου στήριξαν την εκβιομηχάνιση των συγκριτικά ανταγωνιστικότερων περιοχών και υλοποιήθηκαν αποκλειστικά από το Υπουργείο Συντονισμού (Ανδρικοπούλου κ.ά. 1988). Τρίτος, ο ειδοποιός ρόλος της αστικοποίησης στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης ακολούθησε χρονικά τη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις και ενισχύθηκε μέσω της δημιουργίας αστικών οικονομιών. Ως συνέπεια του κυρίαρχου αναπτυξιακού διακυβεύματος της περιόδου, η κρατική χωρική πολιτική στήριξε μορφές γρήγορης αστικοποίησης μέσω της χαλάρωσης του σχετικού κανονιστικού πλαισίου (Λεοντίδου, 2001). Τα οικονομικά αποτελέσματα αυτής της περιόδου ήταν αξιοσημείωτα. Η μέση ετήσια αύξηση του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος την περίοδο 1960-1980 κυμάνθηκε στο 4-6%, και ήταν η υψηλότερη των χωρών του ΟΟΣΑ, εξαιρούμενης της Ιαπωνίας (Williams 1984: 8). Η έλλειψη της προοπτικής της ισόρροπης ανάπτυξης του συνόλου του επικράτειας, όμως, οδήγησε σε εντυπωσιακές χωρικές ασυμμετρίες. Το 1980, το 57% του αστικού πληθυσμού της χώρας ζούσε στην ευρύτερη περιοχή της ασχεδίαστα εξαπλωνόμενης Αθήνας, συγκροτώντας μια μητροπολιτική περιφέρεια χωρίς πολιτική κλίμακα ρύθμισης (CEC 1992: 62 & 67). Το αίτημα της αντιμετώπισης των προβλημάτων της μητρόπολης μέσω μιας συγκροτημένης πολιτικής ρυθμιστικού σχεδιασμού έχει ήδη διατυπωθεί από τη δεκαετία του 1960 στις επιστημονικές συζητήσεις.3 Ωστόσο, η θεσμική έκφραση ενός ιδιαίτερου πλαισίου πολιτικής για το μητροπολιτικό σχεδιασμό καταγράφεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με τη θεσμοθέτηση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας (ΡΣΑ) και την ίδρυση του Οργανισμού της Αθήνας (ΟΡΣΑ) ως ξεχωριστού τεχνοκρατικού φορέα υπεύθυνου για την παρακολούθηση και την εφαρμογή του. Αυτή η

χρονική υστέρηση στην εμφάνιση της μητροπολιτικής χωρικής κλίμακας ως διακριτού επιπέδου πολιτικής σχετίζεται με την ιδιαίτερη κοινωνικοοικονομική σημασία που χαρακτηρίζει την παραγωγή του χτισμένου περιβάλλοντος στα πλαίσια του κυρίαρχου προτύπου οικονομικής ανάπτυξης (Βαΐου κ.ά. 2000). Η χωρική πολιτική είναι χαρακτηριστικά αδύναμη και αντιμετωπίζει με ad hoc λύσεις τις αναπτυξιακές πιέσεις που διαμορφώνονται. Ως εκ τούτου, οι φιλόδοξες προσπάθειες θεσμοθέτησης μακρόπνοων σχεδίων που επιχειρούνται κατά καιρούς ακυρώνονται συστηματικά έμμεσα ή άμεσα από άλλα νομοθετήματα που ευνοούν την δόμηση και την τόνωση του κλάδου των κατασκευών. Σε αυτό το παιχνίδι των περιοδικών διατυπώσεων προθέσεων πολιτικής σε όλο το διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου που στη συνέχεια ανατρέπονται/ακυρώνονται στην πορεία με χειρισμούς που δεν είναι άσχετοι από την κάρπωση πολιτικών ωφελειών (βλέπε πολιτικές ένταξης αυθαιρέτων και αύξησης Συντελεστών Δόμησης στην περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας) αναδεικνύεται κεντρικός ο ρόλος του κράτους. Ειδικότερα στην περίπτωση της Αθήνας η συγκριτικά μεγάλη διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων καθιστά την ανάπτυξη της μητροπολιτικής περιοχής δυναμικό πεδίο έκφρασης των κυβερνητικών πολιτικών, πολύ σημαντικό για να αφεθεί στην δικαιοδοσία μιας αυτοδύναμης μητροπολιτικής διοίκησης. Η αρμοδιότητα της κεντρικής διοίκησης στον μητροπολιτικό σχεδιασμό συστηματοποιείται στις δεκαετίες του 1960 και 1970 μέσω της δραστηριοποίησης του Γραφείου Ρυθμιστικού στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων υπό τη διεύθυνση του Προκόπη Βασιλειάδη. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης ο ρόλος αυτός ισχυροποιείται θεσμικά μέσω του άρθρου 24 του Συντάγματος, όπου προσδιορίζεται με σαφήνεια ότι ο πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός συνιστούν κρατική ευθύνη. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ο ΟΡΣΑ ιδρύεται ως εποπτευόμενος οργανισμός του αρμόδιου υπουργείου για τα θέματα του χωρικού σχεδιασμού (ΥΠΕΧΩΔΕ) και όχι μέρος μιας ανεξάρτητης πολιτικής αρχής δεν ξενίζει τότε. Αντίθετα αποτελεί μάλλον πρωτοποριακό γεγονός η ίδρυση ενός ξεχωριστού οργανισμού για τo μητροπολιτικό σχεδιασμό της Αθήνας με έστω σχετική λειτουργική αυτονομία από το Υπουργείο. Παράλληλα, κανείς δεν συσχετίζει αυτή την αρμοδιότητα με την νεοϊδρυθείσα διοικητική Περιφέρεια

81


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 82

82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

Αττικής (1986). Η σύνδεση των δομών και διαδικασιών του χωρικού σχεδιασμού με το αίτημα της πολιτικής εκπροσώπησης δεν τίθεται άρα ως πολιτική προτεραιότητα στη δεκαετία του 1980, καθώς ο σχεδιασμός εξακολουθεί να γίνεται αντιληπτός κατά βάση ως τεχνοκρατική δραστηριότητα. Αν και αναγνωρίζεται η ουσιωδώς πολιτική φύση των επιλογών της χωρικής πολιτικής και θεσπίζονται πρακτικές συμμετοχικών διαδικασιών, κανείς δεν τολμά να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ρόλου της κεντρικής διοίκησης στην εξισορρόπηση των αντικρουόμενων απόψεων και συμφερόντων που εκφράζονται στον χώρο. Ενδεικτικό στοιχείο της μη σύνδεσης μεταξύ των πεδίων της χωρικής-πολιτικής ανακλιμάκωσης και του χωρικού σχεδιασμού αποτελεί το γεγονός ότι οι πολύ σημαντικές προσπάθειες διοικητικής μεταρρύθμισης της δεκαετίας του 19904 συζητιούνται κυρίως ως προς τη διάσταση του εξορθολογισμού της διοίκησης και μόνο περιφερειακά ως προς τη διάσταση του χωρικού σχεδιασμού. Η αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων συσχετισμών διαπιστώνεται εκ των υστέρων εξαιτίας των προβλημάτων τα οποία προκύπτουν σχετικά με το ακανθώδες ζήτημα της μεταβίβασης πολεοδομικών αρμοδιοτήτων από το κεντρικό κράτος προς τις νέες αυτοδιοικητικές μονάδες. Το γεγονός αυτό συνδέεται με διάφορες υπαναχωρήσεις στο εύρος των μεταρρυθμίσεων στην προσπάθεια αντίκρουσης των αντιτιθέμενων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ). Αυτές οι περιπλοκές είναι ενδεικτικές του πόσο λίγο είχε σκεφτεί ο νομοθέτης αυτή την διάσταση εξαρχής (Βασενχόβεν κ.ά. 2010). Από την πλευρά του χωρικού σχεδιασμού ως πιο σημαντική ανταπόκριση στις προσπάθειες χωρικής ανακλιμάκωσης μπορεί να θεωρηθεί η αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου της πολεοδομίας-χωροταξίας της δεκαετίας του 1990, με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ/ΣΧΟΟΑΠ) σε αντιστοιχία προς τα χωρικά χαρακτηριστικά και την κλίμακα των νέων Καποδιστριακών Δήμων. Αυτή η εξέλιξη, όμως, δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την Αθήνα-Αττική εξαιτίας των περιορισμένων συγχωνεύσεων δήμων και κοινοτήτων που έλαβαν χώρα στην περιοχή. Παράλληλα η αναβάθμιση των πέντε νομαρχιακών διοικήσεων (Αθηνών, Πειραιώς, «Υπερ-νομαρχία» Αθηνών-Πειραιώς, Ανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής) σε πολιτικές αρχές (1994) δεν προξενεί κάποια ουσιαστική μεταβολή στις αρμοδιό-

τητες του μητροπολιτικού σχεδιασμού. Οι λόγοι ασφαλώς δεν είναι άσχετοι με την ειδική σημασία που έχει ο σχεδιασμός της πόλης για την κεντρική διοίκηση και την κυβερνητική πολιτική. Το αίτημα της ανακλιμάκωσης και η σύνδεσή του με τις αρμοδιότητες του χωρικού σχεδιασμού στη μητροπολιτική περιοχή της Αθήνας ανακινείται τελικά μέσα από μία άλλη δίοδο, στο πλαίσιο της στροφής στις κατευθύνσεις της αστικής πολιτικής και την ανάδειξη της σημασίας του στόχου της αστικής ανταγωνιστικότητας στα μέσα της δεκαετίας του 1990, με εφαλτήριο τους Ολυμπιακούς Αγώνες (Οικονόμου κ.ά. 2001). Αυτό συνδέεται με μια σημαντική στροφή στους προσανατολισμούς της εθνικής περιφερειακής πολιτικής με ανάδειξη της Αθήνας ως «μηχανής ανάπτυξης της χώρας», κάτι που υποστηρίζεται από το εκτεταμένο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων μητροπολιτικής εμβέλειας το οποίο υλοποιείται. Η συγκυρία αυτή συνδέεται με την ανάδυση του όρου της «μητροπολιτικής διακυβέρνησης» στην εγχώρια επιστημονική συζήτηση. Σε αυτό το σημείο ο λόγος για την Αθήνα συναντιέται με τις τρέχουσες διεθνείς τάσεις για τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των μητροπολιτικών περιοχών ως προς τον συσχετισμό μεταξύ μητροπολιτικής διακυβέρνησης και χωρικού σχεδιασμού ως εκφράσεις του αιτήματος χωρικής ανακλιμάκωσης (Καυκαλάς 2006). Η σχετική επιχειρηματολογία που συγκροτείται σταδιακά οργανώνεται γύρω από το ζήτημα της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των σύνθετων προβλημάτων που καταγράφονται στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή και την ανάγκη συντονισμού μεταξύ διαφορετικών φορέων και επιπέδων διοίκησης (Μπεριάτος 1996). Η άποψη αυτή υποστηρίζεται από την αύξηση της συνθετότητας του πλέγματος των φορέων της κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης που διαπλέκονται στον σχεδιασμό της Αθήνας και αφορούν πολύ μεγαλύτερο φάσμα ζητημάτων και αρμοδιοτήτων, από τις μεταφορές και τις υποδομές έως το περιβάλλον και την οικονομική ανάπτυξη, που μόνο μερικώς και έως ένα βαθμό είναι σε θέση να παρακολουθήσει ο Οργανισμός της Αθήνας (Ευαγγελίδου 2004). Ειδικότερα η ισχυροποίηση της διάστασης του αναπτυξιακού προγραμματισμού μέσω των Διαρθρωτικών Ταμείων αναδεικνύει χαρακτηριστικά ένα παράλληλο πλαίσιο μητροπολιτικού σχεδιασμού προς αυτό του ΡΣΑ (Οικονόμου 2000). Αρχίζει άρα να διαμορφώνεται η άποψη μεταξύ των ειδικών ότι έχουν


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 83

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ωριμάσει οι συνθήκες για μια πιο φιλόδοξη θεσμική μεταρρύθμιση. Η άποψη αυτή καταγράφεται σε επιστημονικές συζητήσεις και ερευνητικά πονήματα (ΙΑΠΑΔ 2002,· OECD, 2003) και μέλλει να αναδειχθεί σε κεντρική θεματική η οποία θα κυριαρχήσει την περίοδο 1997-2009, όταν η συζήτηση για τη χωρική πολιτική στην Αθήνα διαμορφώνεται γύρω από τα διακυβεύματα των Ολυμπιακών σχεδιασμών. Χαρακτηριστικό, όμως, είναι το γεγονός ότι πέρα από τις επιστημονικές συζητήσεις και τις δηλώσεις πολιτικής, καμία θεσμική μεταβολή δεν λαμβάνει χώρα σε όλο αυτό το διάστημα που να ανατρέπει την πρωτοκαθεδρία του κεντρικού κράτους στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα ζητήματα του μητροπολιτικού σχεδιασμού της Αθήνας. Η συγκυρία της Ολυμπιάδας, αντίθετα, συνδέεται με την ισχυροποίηση της παρουσίας του κεντρικού κράτους στον σχεδιασμό της πόλης η οποία νομιμοποιείται εξαιτίας του καθεστώτος κατεπείγοντος των αγώνων. Παρά την κομβική σημασία των παρεμβάσεων που επιχειρούνται για τη μελλοντική ανάπτυξη της πόλης, το όλο εγχείρημα αντιμετωπίζεται ως ειδικό διακυβερνητικό επεισόδιο στη συμβατική λειτουργία της διοίκησης, και ως εκ τούτου υλοποιείται μέσω ενός ειδικού νομοθετικού και οργανωτικού πλαισίου το οποίο εξασφαλίζει αυξημένες αρμοδιότητες σε ad hoc φορείς και κυβερνητικές επιτροπές.5 Οι πρακτικές αυτές αφενός ακύρωσαν την όποια μεταρρυθμιστική δυναμική και αφετέρου αποδυνάμωσαν σημαντικά το κύρος των ήδη υφιστάμενων φορέων προγραμματισμού, όπως ο Οργανισμός της Αθήνας. Έτσι, τελικά η απόφαση για την σύσταση μιας δημοκρατικά υπόλογης πολιτικής αρχής υπεύθυνης για το σύνολο της μητροπολιτικής περιοχής δεν προωθήθηκε. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η αδυναμία διαχείρισης ζητημάτων μητροπολιτικής εμβέλειας που παρήγαγε αυτή η αποσπασματική λογική κατέστη εμφανής, αναιρώντας, έως ένα βαθμό, τα όποια πλεονεκτήματα προσέδωσε το εγχείρημα της Ολυμπιακής συγκυρίας στην Αθήνα (Chorianopoulos, κ.ά. 2010). Καλλικράτης: Η θέσπιση της Μητροπολιτικής Περιφέρειας Αττικής. Οι συζητήσεις για την αναδιάρθρωση της κρατικής χωρικής οργάνωσης ξεκίνησαν το 2009 και επηρεάστηκαν από την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, καθώς και από την κυρίαρχη αφήγηση για την ανα-

γκαιότητα της υιοθέτησης ριζικών τομών στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η κρατική διοίκηση. Η δημόσια διαβούλευση διήρκησε εφτά μήνες, διάστημα κατά το οποίο τα υψηλά ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, καθώς και το μέγεθος του δημοσίου χρέους, οδήγησαν σε δημοσιονομικό αδιέξοδο. Ο στόχος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ευδιάκριτος στο νομοθέτημα, το οποίο κατήργησε τα δύο τρίτα των περίπου 6.000 οργανισμών και επιχειρήσεων της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης (υπουργείο Εσωτερικών 2010: 7). Πέρα από αυτές τις κινήσεις, ο θεσμικός πυρήνας της μεταρρύθμισης ακολούθησε ένα συντεταγμένο προσανατολισμό. Ρητός του στόχος, η «επαναθεμελίωση της αυτοδιοίκησης» με τρόπο που να «…εναρμονίζει και το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης στο θεσμικό κεκτημένο του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης των κρατών και των Περιφερειών» (υπουργείο Εσωτερικών 2010: 8). Η αναδιάρθρωση αντλεί από τη «Λευκή Βίβλο για την Πολυεπίπεδη Διακυβέρνηση» της Επιτροπής των Περιφερειών (CoR 2009).6 Η σχετική βιβλιογραφία προσφέρει εκτενή παρουσίαση των μεταρρυθμίσεων του προγράμματος «Καλλικράτης» (βλ. Chorianopoulos 2012). Στόχος της συγκεκριμένης εισήγησης είναι η εστίαση του αναλυτικού πρίσματος στη μητροπολιτική Αθήνα και η διερεύνηση των μεταβολών που επέφερε η συγκεκριμένη αναδιοργάνωση στο πεδίο του χωρικού σχεδιασμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εισαχθείσες θεσμικές αλλαγές είναι αξιοσημείωτες. Όσον αφορά τις δομές της χωρικής οργάνωσης της κρατικής διοίκησης, παρατηρούμε τις συνενώσεις των 122 Δήμων και Κοινοτήτων της Αττικής σε 66 μονάδες, την κατάργηση των πέντε Νομαρχιών καθώς και τη μετατροπή της Περιφέρειας σε πολιτική οντότητα με αιρετό –άμεσα εκλεγμένο με καθολική ψηφοφορία– συμβούλιο και περιφερειάρχη. Η μεταρρυθμιστική διαδικασία αγνόησε τα λειτουργικά όρια της Περιφέρειας, και προσδιόρισε τα νέα χωρο-διοικητικά όρια των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ μέσω της απλής συνένωσης όμορων τοπικών αυτοδιοικήσεων (βλ. Αρβανιτίδης και Δωρής 2011). Παρά ταύτα, ο περιορισμός των επιπέδων της διοίκησης καθώς και των μονάδων που τις αποτελούσαν, υποδηλώνει προθέσεις εξορθολογισμού των πεδίων ευθύνης των ΟΤΑ. Σύμφωνα με τα επίσημα κείμενα, οι νέες μεγαλύτερης κλίμακας αυτοδιοικητικές μονάδες θεωρούνται περισσότερο ικανές

83


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 84

84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

να παρέμβουν ρυθμιστικά στο χώρο της δικαιοδοσίας τους (υπουργείο Εσωτερικών, 2010). Οι προβλέψεις για την απόδοση νέων αρμοδιοτήτων στους πρωτοβάθμιους ΟΤΑ στους τομείς του αναπτυξιακού και του χωρικού σχεδιασμού, αλλά και των μεταφορών στηρίζουν αυτό το επιχείρημα (βλ. σχήμα 2).

Όπως επίσης φαίνεται στο σχήμα 2, σημαντικές αρμοδιότητες μητροπολιτικής διακυβέρνησης μεταφέρονται στην Περιφέρεια Αττικής, καλύπτοντας το πάγιο αίτημα για τη δημιουργία μιας πολιτικής κλίμακας ρύθμισης του σχετικού χώρου. Ειδικότερα, το πρόγραμμα

προβλέπει τον καθοριστικό ρόλο της νέας μητροπολιτικής αρχής στους τομείς της ανάπτυξης (ΕΣΠΑ), καθώς και σε αυτούς του χωροταξικού και του πολεοδομικού σχεδιασμού 7 (ΦΕΚ 87Α: 1884, 7 Ιουνίου 2010). Παράλληλα, επιδιώκεται ρητά η συνεργασία ανάμεσα στις δύο βαθμίδες των ΟΤΑ μέσω της «Περιφερειακής Επιτροπής Διαβούλευσης», ενώ η αυξημένη παρουσία τοπικών συλλογικοτήτων και ομάδων συμφερόντων στη συγκεκριμένη συμμετοχική πλατφόρμα στοχεύει στην κοινωνική νομιμοποίηση της επανιεράρχησης των στόχων (υπουργείο Εσωτερικών 2010: 10). Με το σχέδιο «Καλλικράτης», με άλλα λόγια, ο χώρος των νέων ΟΤΑ νοηματοδοτείται ως «πεδίο δράσης» ανεξάρτητων πολιτικών φορέων, αλλάζοντας τη μέχρι τότε αντίληψη για τα κυρίαρχα ρυθμιστικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων κλιμάκων. Στο επίπεδο των διακηρυγμένων προθέσεων, το πρόγραμμα Καλλικράτης σηματοδοτεί μια απόπειρα ανακλιμάκωσης, ανάλογη αυτής που παρατηρούμε στις υπόλοιπες χώρες μέλη της ΕΕ. Οι τοπικές κοινωνίες χρίζονται υπεύθυνες για τις συνέπειες των επιλογών τους, ενώ η αναπτυξιακή τους προοπτική βασίζεται, όλο και περισσότερο, στην ικανότητά τους να ανταποκριθούν επαρκώς στο ανταγωνιστικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου. Ο Ευρωπαϊκός αναπτυξιακός προσανατολισμός των νέων δομών είναι εμφανής. Οι διευρυμένες αυτό-διοικητικές μονάδες μπορούν πλέον να συμμετέχουν σε Ευρωπαϊκούς Ομίλους Εδαφικής Συνεργασίας, σε αναπτυξιακές, δηλαδή, «κοινοπραξίες» με φορείς άλλων χωρών μελών της ΕΕ με στόχο την προώθηση των κοινών οικονομι-


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 85

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

κών τους συμφερόντων. Σημαντική αλλαγή αποτελεί και η αντιπροσώπευση της Αθήνας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών μέσω της Μητροπολιτικής Περιφέρειας. Η παρουσία της κεντρικής κρατικής αρχής εγγράφεται στη νέα πολιτικό-διοικητική δομή της μητροπολιτικής Αθήνας με την ίδρυση της «Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής», τα γεωγραφικά όρια της δικαιοδοσίας της οποίας ταυτίζονται με αυτά της Περιφέρειας. Οι επίσημες εκθέσεις που συνόδευαν το πρόγραμμα τονίζουν ότι η συγκρότηση της συγκεκριμένης κλίμακας αποτελεί Συνταγματική επιταγή (άρθρο 101, παρ. 1 και 3), καθώς και ότι τα αποκεντρωμένα κρατικά όργανα έχουν γενική αποφασιστική αρμοδιότητα για τις υποθέσεις της ενότητας τους (υπουργείο Εσωτερικών 2010: 17). Εξετάζοντας προσεκτικότερα τον ρόλο της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής στη θεματική του χωρικού σχεδιασμού, παρατηρούμε την ύπαρξη ανάλογων αρμοδιοτήτων με αυτές της Περιφέρειας, μια πρόβλεψη που γεννά ερωτήματα σχετικά με τη διακριτή συμβολή της κάθε κλίμακας στα ζητήματα της ρύθμισης του χώρου (ΦΕΚ 87Α: 1910-1911, 7 Ιουνίου 2010). 8 Σύμφωνα με τα διευκρινιστικά κείμενα του προγράμματος, οι δύο βαθμίδες των ΟΤΑ συνιστούν αυτοτελή συστήματα διοίκησης, ενώ ο εποπτικός ρόλος της αποκεντρωμένης διοίκησης στοχεύει στον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεών τους, καθώς και στην ενότητα της διοικητικής λειτουργίας του κράτους (υπουργείο Εσωτερικών, 2010: 13). Στην περίοδο που ακολούθησε το πρόγραμμα «Καλλικράτης», όμως, οι πρωτοβουλίες στην περιοχή του χωρικού σχεδιασμού που ελήφθησαν τόσο από την Αποκεντρωμένη όσο και από άλλες δομές της κεντρικής κρατικής διοίκησης, προσέλαβαν επικυρίαρχα χαρακτηριστικά. Η σημερινή περίοδος: Κρίση, συμβιβασμοί και αναπροσανατολισμός Στην τρέχουσα περίοδο, μετά το 2011, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της χωρικής ανακλιμάκωσης προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις ειδικές συνθήκες που διαμορφώνονται στο πλαίσια της κρίσης και των μνημονιακών δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν με την ένταξη της χώρας σε καθεστώς δημοσιονομικής επιτήρησης. Οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν με πολλαπλούς τρόπους τη μητροπολιτική διακυβέρνηση της Αθήνας.

Βασικός παράγοντας που επαναπροσδιορίζει το πεδίο διαμόρφωσης των διακυβερνητικών δυναμικών είναι καταρχήν η μετατόπιση στις κατευθύνσεις της μητροπολιτικής πολιτικής (Pagonis 2013). Η κυριαρχία του στόχου της προώθησης της αστικής ανταγωνιστικότητας υποχωρεί σαφώς κατά τη μετα-Ολυμπιακή περίοδο καθώς οι όποιες προσδοκίες οικονομικής ανάπτυξης μέσω της ανάδειξης του διεθνούς ρόλου της πόλης εξασθενούν σταδιακά με την οικονομική ύφεση που ακολουθεί, η οποία εξελίσσεται σε κρίση δημόσιου χρέους μετά το 2009. Αυτό ανατρέπει τον πυρήνα της πολιτικής με την οποία είχε συνδεθεί ο στόχος της προώθησης της μητροπολιτικής διακυβέρνησης σε όλο το προηγούμενο διάστημα και τα με αυτόν συνδεόμενα οφέλη, δηλαδή την προσέλκυση δυναμικών οικονομικών κλάδων και διεθνών κεφαλαίων ως απόρροια της βελτίωσης των θεσμικών δομών και υποδομών μητροπολιτικής χωρικής κλίμακας. Η οικονομική συρρίκνωση που καταγράφεται στον αστικό χώρο, ιδιαίτερα στις κεντρικές περιοχές ως συνέπεια της κρίσης εντεινόμενη και από τις περικοπές των δημόσιων δαπανών, οδηγεί σε αναδίπλωση από τις πολιτικές αστικής επέκτασης της περασμένης περιόδου και αναδεικνύει νέες προτεραιότητες αστικής αναζωογόνησης και εστιασμένες δηλώσεις πολιτικής και παρεμβάσεις στο κέντρο της Αθήνας.9 Ωστόσο, η προώθηση μορφών επιχειρηματικής αστικής ανάπτυξης δεν εκλείπει στην τρέχουσα περίοδο. Αντίθετα επανέρχεται με νέα σημασιοδότηση και περιεχόμενο ως πολιτική που εξυπηρετεί τον στόχο αποπληρωμής του δημόσιου χρέους. Αυτή η διάσταση στην Αθήνα εκφράζεται κυρίως μέσω δύο αλληλοσυνδεόμενων θεσμικών εκφράσεων κυβερνητικής πολιτικής, αφενός το πλαίσιο για την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας του υπουργείου Οικονομικών με κύριο παράδειγμα το διαγωνισμό για την αξιοποίηση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού από το ΤΑΙΠΕΔ και αφετέρου το πλαίσιο για την προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων του υπουργείου Ανάπτυξης με κύριο παράδειγμα την πολιτική αξιοποίησης του παράκτιου μετώπου του Σαρωνικού από την ΑΤΤΙΚΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΕ. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για σχεδιασμούς μητροπολιτικής εμβέλειας που προωθούνται μέσω ειδικών θεσμικών σχημάτων έξω από τον έλεγχο της χωρικής πολιτικής. Ένα τρίτο πλαίσιο μητροπολιτικής πολιτικής αποτελούν και οι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί που προωθεί ο Οργανι-

85


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 86

86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

σμός Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) για τη χρήση και την εκμετάλλευση της χερσαίας και της θαλάσσιας λιμενικής ζώνης. Οι νέες αυτές προτεραιότητες δημοσιονομικών και τομεακών πολιτικών παρεμβάλλονται εμβόλιμα στον μητροπολιτικό σχεδιασμό και επαναπροσδιορίζουν de facto τις κατευθύνσεις πολιτικής για την Αθήνα. Ένα δεύτερο στοιχείο που προσδιορίζει τις δυναμικές της μητροπολιτικής διακυβέρνησης την τρέχουσα περίοδο είναι η αβεβαιότητα και η ρευστότητα που παράγονται από την έλλειψη πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, καθώς και τις συνεχείς ρυθμιστικές αλλαγές που προωθούνται υπό το ειδικό διακυβερνητικό καθεστώς των μνημονίων. Οι εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ακινήτων, η ανατροπή της σημασίας της ιδιοκτησίας εξαιτίας των αλλαγών στο πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις σημαντικής έκτασης αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού και διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας αποτελούν ορισμένους από τους παράγοντες που συνθέτουν το περιβάλλον της αβεβαιότητας. Οι ειδικές αυτές συνθήκες δυσχεραίνουν τη δυνατότητα διάγνωσης των μελλοντικών προοπτικών και αναστέλλουν τις προσπάθειες διατύπωσης πολιτικών μακροπρόθεσμου ορίζοντα για τη μητροπολιτική περιοχή. Ενδεικτικές είναι οι δυσκολίες που συναντά η πορεία αναθεώρησης του ΡΣΑ με τις διαδοχικές προσπάθειες επαναδιατύπωσης του στο διάστημα 2009-2014 που ματαιώνονται από τις ανατροπές των οικονομικών συνθηκών και του πολιτικού σκηνικού. Έτσι παρατηρούμε ότι η σημαντικής έκτασης προσπάθεια επαναδιατύπωσης των κατευθύνσεων μητροπολιτικής πολιτικής από τις θέσεις του Σχεδίου του 2009 (Αθήνα-Αττική), η οποία επιχειρείται στα πλαίσια της εκπόνησης του Σχεδίου του 2011 (Μεσογειακή Πόλη), αδρανοποιείται για ένα χρονικό διάστημα, προκειμένου στη συνέχεια να αντικατασταθεί το 2014 από ένα κείμενο αρκετά πιο μετριοπαθές σε έκταση και διατυπώσεις ως προς τα ζητήματα τα οποία επιχειρεί να ρυθμίσει. Ο λόγος δε που αυτό τελικά προωθείται προς θεσμοθέτηση δεν θα πρέπει να εκληφθεί τόσο ως έκφραση μιας πολιτικής προτεραιότητας που ανταποκρίνεται στην ανάγκη διατύπωσης μιας νέας μακρόπνοης χωρικής στρατηγικής για την υπέρβαση της κρίσης, όπως ίσως θα ήταν απαραίτητο (Μαντουβάλου 2014), αλλά περισσότερο ως διασφάλιση θεσμικής κατοχύ-

ρωσης των προτεραιοτήτων της κυβερνητικής πολιτικής ή έστω διασφάλιση ότι δεν θα υπάρξουν εμπόδια στην εφαρμογή τους μέσω του πλαισίου της χωρικής πολιτικής. Αυτή η τελευταία παρατήρηση αναδεικνύει και το τρίτο στοιχείο που προσδιορίζει σε μεγάλη έκταση τις διακυβερνητικές δυναμικές της εξεταζόμενης περιόδου και έχει να κάνει με το καθεστώς της λήψης αποφάσεων και την ισχυροποίηση του ρόλου του κεντρικού κράτους με συγκέντρωση εξουσιών στην κεντρική διοίκηση. Αν η περίοδος της Ολυμπιάδας χαρακτηρίστηκε από τη συστηματική λήψη αποφάσεων σε ένα ειδικό καθεστώς θεσμοθετημένων εξαιρέσεων από το συμβατικό πλαίσιο του χωρικού σχεδιασμού με το πρόσχημα της ανταπόκρισης στα πιεστικά χρονοδιαγράμματα της προετοιμασίας της διοργάνωσης, η πρακτική αυτή σαφώς ισχυροποιείται στην εξεταζόμενη περίοδο και γίνεται ο κανόνας στον τρόπο επιβολής της κυβερνητικής πολιτικής. Χαρακτηριστική ένδειξη έκφρασης αυτής της δυναμικής αποτελεί η πολύ μεγάλη παραγωγή νομοθετικού έργου σχετικά με τα θέματα της ρύθμισης του χώρου τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια, γεγονός που εκφράζει την πρόθεση ρύθμισης όσο το δυνατόν περισσότερο των κρίσιμων θεμάτων που σχετίζονται με τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής με νόμους, έτσι ώστε να μην είναι απαραίτητη η σύμπνοια με άλλα επίπεδα πολιτικής για την εφαρμογή τους. Διαμορφώνεται έτσι ένα κλίμα αντιπαλότητας μεταξύ των υψηλότερων κλιμακίων της κρατικής εξουσίας και λοιπών θεσμικών και κοινωνικών εκφράσεων συμφερόντων, κάτι το οποίο δεν αφήνει ανεπηρέαστη και τη σχέση μεταξύ κεντρικής διοίκησης και νεοϊδρυθέντων οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και τη δυναμική της χωρικής ανακλιμάκωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που εικονογραφεί την παραπάνω δυναμική αποτελεί το ζήτημα της συστηματικής ματαίωσης μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων χωρικού σχεδιασμού από την κεντρική διοίκηση στη Μητροπολιτική Περιφέρεια. Όπως είδαμε η αρμοδιότητα αυτή παραμένει στον Οργανισμό της Αθήνας ουσιαστικά αμετάβλητη σε όλο το διάστημα των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών των δεκαετιών του 1990 και 2000. Με το νόμο του Καλλικράτη και την ενίσχυση του θεσμού της Μητροπολιτικής Περιφέρειας εκφράζεται για πρώτη φορά η πρόθεση της χωρο-σχεδιαστικής ανακλιμάκωσης. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή δεν


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 87

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ενεργοποιείται. Αντίθετα, ακόμα και όταν στα πλαίσια των συγχωνεύσεων δημόσιων υπηρεσιών ανακοινώνεται η κατάργηση του αποδυναμωμένου πλέον Οργανισμού Αθήνας στο τέλος του 2013, η θεσμική λύση που προωθείται είναι η ενσωμάτωση αυτής της αρμοδιότητας στο υπουργείο Περιβάλλοντος (ΥΠΕΚΑ). Αυτή η εξέλιξη, ακόμη και αν υπαγορεύτηκε από λόγους δημοσιονομικής εξυγίανσης και περικοπών, δεν παύει να συνιστά υπαναχώρηση από τις θέσεις του 1985 καθώς μια πολύ κομβική αρμοδιότητα για τα θέματα της μητροπολιτικής διακυβέρνησης επιστρέφει στη διεύθυνση του υπουργείου και υπόκειται σε περιορισμό της λειτουργικής και πολιτικής της αυτονόμησης. Το ζήτημα των αρμοδιοτήτων του μητροπολιτικού χωρικού σχεδιασμού παίρνει νέα τροπή με τη δημοσιοποίηση του σχεδίου νόμου για τη μεταρρύθμιση του συστήματος της πολεοδομίας-χωροταξίας, όπου γίνεται με σαφήνεια η διάκριση ανάμεσα στο «στρατηγικό» και το «ρυθμιστικό» επίπεδο του σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, τα παλιά ρυθμιστικά σχέδια του Ν.

2508/1997 που είχαν μεικτό χαρακτήρα καταργούνται και οι προβλέψεις τους ενσωματώνονται στα νέα Περιφερειακά Πλαίσια. Στην αρχική μορφή του Σχεδίου Νόμου που δημοσιοποιείται, το ΡΣΑ μετονομάζεται «Μητροπολιτικό Σχέδιο Αττικής» και αντιμετωπίζεται σαφώς ως σχέδιο στρατηγικού χαρακτήρα. Ωστόσο, στην τελική διατύπωση του νόμου που ψηφίζεται στη Βουλή τον Ιούνιο του 2014 (Ν.4269/2014) η διάταξη αυτή έχει αφαιρεθεί και αναφέρεται απλώς ότι «για την Αττική θέση Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου επέχει το ΡΣΑ όπως εκάστοτε ισχύει», παγιώνοντας έτσι την υπάρχουσα κατάσταση. Έτσι, οι όποιες δυναμικές αναπροσδιορισμού της κατανομής των αρμοδιοτήτων μητροπολιτικού σχεδιασμού μεταξύ κεντρικής διοίκησης και Μητροπολιτικής Περιφέρειας που θα μπορούσε να ανακινήσει η διάκριση ανάμεσα στο στρατηγικό και το ρυθμιστικό επίπεδο σχεδιασμού αναστέλλονται για ακόμη μια φορά. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει την ανθεκτικότητα των κληρονομημένων συσχετισμών ισχύος σχετικά με το πλαίσιο λήψης απο-

87


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 88

88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

φάσεων για το μητροπολιτικό σχεδιασμό της Αθήνας. Στην περίοδο που εξετάζουμε η δραστηριοποίηση της Περιφέρειας στον μητροπολιτικό χωρικό σχεδιασμό περιορίζεται στην εκπόνηση μελετών και ερευνών συμβουλευτικού χαρακτήρα χωρίς θεσμική ισχύ. Ολοκληρώνοντας αυτή την ενότητα σχολίων, ένα ακόμη στοιχείο της εξεταζόμενης περιόδου το οποίο θα άξιζε να αναφερθεί, περισσότερο βέβαια ως προσδιοριστικό χαρακτηριστικό των διακυβερνητικών δυναμικών της περιόδου και λιγότερο ως στοιχείο που σχετίζεται απευθείας με το ζήτημα της χωρικής ανακλιμάκωσης, αποτελεί η καταλυτική παρουσία των κοινωφελών ιδρυμάτων σε πρωτοβουλίες μητροπολιτικού σχεδιασμού της Αθήνας. Αυτό εκδηλώνεται τόσο στην περίπτωση του έργου της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου το οποίο υποστηρίχτηκε από το ίδρυμα Ωνάση όσο και στην περίπτωση της ανάπλασης του Φαληρικού Μετώπου, η οποία έχει επανέλθει στο προσκήνιο μετά τη μετα-Ολυμπιακή αδράνεια εξαιτίας της εμπλοκής του ιδρύματος Νιάρχου σε επέκταση των σχεδιασμών του Πολιτιστικού Πάρκου που εκτελούνται στη ζώνη του πρώην Ιπποδρόμου. Και στις δύο περιπτώσεις, πρόκειται για στρατηγικούς σχεδιασμούς μεγάλης εμβέλειας και κομβικής σημασίας για το σύνολο της μητροπολιτικής περιοχής και είναι αξιοσημείωτο το ότι η ευθύνη της προώθησης τους αναλαμβάνεται από ιδιωτικούς φορείς, ανεξαρτήτως του υψηλού κύρους τους, χωρίς πολιτική εκπροσώπηση. Ως προς το ζήτημα της χωρικής ανακλιμάκωσης θα πρέπει να καταγραφούν ως μια νέα δυναμική η οποία επηρεάζει τους προσανατολισμούς της πολιτικής μητροπολιτικού σχεδιασμού διαμέσου του κεντρικού κράτους. Το σχήμα 3 (παραπάνω) εικονογραφεί ορισμένα από τα πεδία της κρατικής αρμοδιότητας στον μητροπολιτικό σχεδιασμό της Αθήνας την πρόσφατη περίοδο επιχειρώντας να αντιστοιχήσει φορείς και πρωτοβουλίες σε συγκεκριμένες τομεακές πολιτικές υπουργείων. Παράλληλα δείχνει το πώς μεταβάλλεται το τοπίο της κρατικής παρέμβασης από την αμέσως προηγούμενη περίοδο με την κατάργηση-συγχώνευση ορισμένων φορέων και παράλληλα δημιουργία νέων.10 Η εικόνα επιβεβαιώνει αφενός την ισχυρή παρουσία του κεντρικού κράτους στον μητροπολιτικό σχεδιασμό της Αθήνας και αφετέρου την αποσπασματικότητα των τομεακών πολιτικών και πρωτοβουλιών που εξακολουθούν να μην εγγράφονται στο πλαίσιο της χωρικής πολιτικής. Τέλος, εντυπωσιακή είναι η έκταση της παράκαμ-

ψης της τοπικής αυτοδιοίκησης – συγκρίνοντας κανείς το σχήμα 3 με το σχήμα 2 παρατηρεί δύο παράλληλες πραγματικότητες με πολύ λίγα σημεία επαφής. Συμπεράσματα Η ευρεία αναδιάταξη του μεταπολεμικού μοντέλου κρατικής χωρικής οργάνωσης που εμφανίζεται στις δυτικό-Ευρωπαϊκές χώρες τις τρεις τελευταίες δεκαετίες εστιάζει στις μητροπολιτικές περιφέρειες. Η αλλαγή στις χωρο-πολιτικές δομές στοχεύει στην αυτονόμηση των αναπτυξιακών προοπτικών των επιμέρους χωρικών κλιμάκων, διευκολύνοντας τόσο τις κινήσεις τους στη διεθνοποιημένη οικονομία, όσο και την κρατική στήριξη των περισσότερο ανταγωνιστικών από αυτές (Brenner 2004a, Gualini 2006). Η ενθάρρυνση της εμφάνισης διαφορετικών τύπων και ταχυτήτων τοπικής διακυβέρνησης και κρατικής στήριξης σηματοδοτεί τη μεταστροφή από το «καθολικό», συγκροτημένο και αναδιανεμητικό μοντέλο κρατικής ρύθμισης της μεταπολεμικής περιόδου. Οι επιπτώσεις αυτής της στροφής καταγράφονται μέσα από την αύξηση των ενδο- και δια-περιφερειακών ανισοτήτων, ενώ η οργανωτική απορρύθμιση του εθνικού οικονομικού χώρου επηρεάζει αρνητικά το σύνολο της οικονομίας των κρατών (Brenner 2004b) . Στην περίπτωση της μητροπολιτικής Αθήνας, η στήριξη της τοπικής ανταγωνιστικότητας προσλαμβάνεται ως πολιτική προτεραιότητα τη δεκαετία του 1990, και προωθείται με βασικό όχημα τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων από το κεντρικό κράτος. Παρά την έντονη θεσμική κινητικότητα της περιόδου, οι σχετικές πολιτικές πρωτοβουλίες δεν συνοδεύτηκαν από ανάλογες αλλαγές στις χωρο-πολιτικές δομές με αποτέλεσμα τη μη ενεργοποίηση των όποιων θεσμικών πλεονεκτημάτων προσδίδει στη δυναμική της ανακλιμάκωσης η σχετική βιβλιογραφία. Ο συγκεντρωτισμός του ελληνικού ρυθμιστικού και χωρικού-σχεδιαστικού πλαισίου που παρατηρούμε εδώ, δεν διαφέρει ως προς τα χαρακτηριστικά του από τον αντίστοιχο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Υιοθετώντας διαφορετικές αφηγήσεις, αναπαράγεται διαχρονικά μέσω της συστηματικής παρεμβολής βραχυπρόθεσμων αναπτυξιακών προτεραιοτήτων που αντιμάχονται την εγκατάσταση θεσμικών μορφών πολιτικής εκπροσώπησης στο σχεδιασμό του χώρου έξω από τον έλεγχο της κεντρικής διοίκησης. Οι επιπτώσεις της ασύμμετρης αναπτυ-


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 89

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ξιακής στήριξης της Αττικής έχουν ήδη καταγραφεί από τη βιβλιογραφία. Η Αττική προσέλκυσε την προηγούμενη δεκαετία το 87% του συνόλου των Ξένων Άμεσων Επενδύσεων της χώρας, διευρύνοντας το αναπτυξιακό χάσμα που τη χωρίζει από τις υπόλοιπες Ελληνικές περιφέρειες. (Monastiriotis & Jordaan 2010: 142-143). Παράλληλα, η παράκαμψη του πλαισίου χωρικού σχεδιασμού στο όνομα της ανταγωνιστικότητας οδήγησε στην ασχεδίαστη διάχυση των αστικών χρήσεων γης προς τα ανατολικά της περιφέρειας, αλλοιώνοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της - χρήζουσας προστασίας κατά το ΡΣΑ - ζώνης των Μεσογείων (Sayas 2006, Chorianopoulos κ.ά. 2010). Ακολουθώντας το Ευρωπαϊκό παράδειγμα ανακλιμάκωσης, οι μεταρρυθμιστικές προβλέψεις του «Καλλικράτη» στηρίζουν ρητά τον στόχο της τοπικής ανταγωνιστικότητας (Χωριανόπουλος 2006). Η διαδικασία της αυτονόμησης των νέων κλιμάκων ρύθμισης, όμως, περιελάμβανε και τη μεταφορά αρμοδιοτήτων χωρικού σχεδιασμού στις νέες πολιτικές δομές. Στην Αθήνα η ανακλιμάκωση οδήγησε στη θεμελίωση ενός νέου φορέα μητροπολιτικής διακυβέρνησης, την Περιφέρεια Αττικής, με πρωτοεμφανιζόμενες αρμοδιότητες στον χωρικό σχεδιασμό. Δημιουργήθηκαν, με άλλα λόγια, οι προϋποθέσεις για τη στροφή από το κυρίαρχο μεταπολεμικό μοντέλο χωρικού σχεδιασμού το οποίο συντηρούσε αδρανείς τις τοπικές δομές. Ωστόσο, οι πρόσφατες αρνητικές οικονομικές εξελίξεις έχουν αναστείλει αυτή την προοπτική. Οι αρμοδιότητες των κρατικών τομεακών πολιτικών στον χωρικό σχεδιασμό ενισχύθηκαν με διάφορους τρόπους υπό την πίεση των νέων πολιτικών προτεραιοτήτων που σχετίζονται με την προβληματική δημοσιονομική πραγματικότητα της χώρας. Ως εκ τούτου το αίτημα της ταύτισης μεταξύ των πολιτικο-διοικητικών δομών και της χωρικής πολιτικής που εκφράστηκε μέσω της μεταρρύθμισης του Καλλικράτη παραμένει ζητούμενο και οι ακολουθούμενες πολιτικές για την Αθήνα εξακολουθούν να στερούνται πολιτικής εκπροσώπησης.

Σημειώσεις 1 Ο όρος «μητροπολιτική περιφέρεια» ή «μητροπολιτική περιοχή», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο, αναφέρεται στη λειτουργική περιοχή ενός σημαίνοντος (σε σειρά δημογραφικών, οικονομικών ή άλλων δεικτών) αστικού κέντρου ή, με άλλα λόγια, στο φάσμα της χωρικής επιρροής που ασκούν οι κοινωνικό-οικο-

νομικές δραστηριότητες του αστικού αυτού πυρήνα. Παρότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή μέθοδος προσδιορισμού της έκτασης της μητροπολιτικής περιφέρειας, ο δείκτης της «ημερήσιας χωρικής ζώνης διακίνησης του πληθυσμού» εμφανίζεται στις περισσότερες σχετικές μεθοδολογίες (Λύκος, 2006). Η δημιουργία πολιτικό-διοικητικών δομών στο επίπεδο της μητρόπολης στοχεύει στον αποτελεσματικότερο συντονισμό της παρέμβασης σε τομείς όπως ο χωρικός σχεδιασμός, οι υποδομές και οι μεταφορές. Στην περίπτωση της Αθήνας, ως μητροπολιτική περιφέρεια ορίστηκε αρχικά ο Νομός Αττικής μέσα από τη θέσπιση του ΡΣΑ (1985) και αργότερα, στα πλαίσια της μεταρρύθμισης του Καλλικράτη, η Περιφέρεια Αττικής (Βλ. Σχήμα 1). Και στις δύο περιπτώσεις, ο προσδιορισμός της μητροπολιτικής περιοχής έγινε κεντρικά, χωρίς την εκπόνηση συγκεκριμένης έρευνας η οποία θα αναδείκνυε τα λειτουργικά όρια του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Αθήνας. 2 Στη Δανία της δεκαετίας του 1990, ο στόχος της ισομερούς ανάπτυξης της χώρας δίνει τη θέση του σε αποσπασματικά αλλά και εμβληματικά έργα μητροπολιτικής παρέμβασης, όπως η γέφυρα του Oresund (Majoor & Salet 2008). Στη Γαλλία, η μεταπολεμική χωρική προτεραιότητα του «métropoles d’équilibre» μετριάστηκε από τις παρεμβάσεις στο Παρίσι (La Defance, Channel tunnel και TGV hub) που στόχο είχαν τη στήριξη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της πόλης (Lefèvre 2003). Επίσης, το «Mainports Project» στην Ολλανδία της δεκαετίας του 1990 προσεγγίζεται από τη σχετική βιβλιογραφία ως ορόσημο της απομάκρυνσης του χωρικού σχεδιασμού από τον στόχο της «ελεγχόμενης αστικοποίησης» (Lambregts & Zonneveld 2004). 3 Χαρακτηριστική είναι η συζήτηση σχετικά με τα προβλήματα της Μείζονος Περιοχής Αθηνών στο Ε΄ Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Συνέδριο που λαμβάνει χώρα το 1965. 4 Αναφέρομαι στην ίδρυση δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης και τη σε μεγάλη κλίμακα συγχώνευση δήμων και κοινοτήτων στο πλαίσιο του προγράμματος Καποδίστριας. 5 Χαρακτηριστική είναι η εμφάνιση εκείνη την περίοδο μιας σειράς νέου τύπου κρατικών φορέων ειδικού σκοπού που ενεργοποιούνται σε διάφορα πεδία αρμοδιότητας αναλαμβάνοντας να υλοποιήσουν το πρόγραμμα των Ολυμπιακών σχεδιασμών υπό την εποπτεία της κεντρικής κρατικής διοίκησης. Μεταξύ αυτών θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς τις Ειδικές Υπηρεσίες Δημοσίων Έργων (ΕΥΔΕ) των Υπουργείων Πολιτισμού και ΠΕΧΩΔΕ, την Ενοποίηση των Αρχαιολογικών Χώρων ΑΕ, την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ και τους νέους φορείς αστικών συγκοινωνιών, αλλά και τους φορείς αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας που σε ορισμένες περιπτώσεις αναλαμβάνουν σημαντικές ευθύνες μητροπολιτικού σχεδιασμού, όπως η Εταιρία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ) και τα ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ (Παγώνης 2006). 6 Περιελάμβανε τέσσερεις κατευθυντήριους πυλώνες: α) Τη μεταφορά αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση προς τις χαμηλότερες αυτό-διοικητικές βαθμίδες.. β) Τη βελτίωση της σχέσης κόστους-αποτελεσματικότητας στην παροχή των υπηρεσιών μέσω της δημιουργίας οικονομιών κλίμακας. γ) Τη στήριξη της ανάληψης αναπτυξιακών πρωτοβουλιών από τους ΟΤΑ τόσο στο εθνικό όσο και στο Ευρωπαϊκό πεδίο. δ) Τη δημιουργία νέων τοπικών διακυβερνητικών δομών που ενθαρρύνουν τη «συμμετοχικότητα» στη λήψη των αποφάσεων (υπουργείο Εσωτερικών 2010: 9-12). 7 Αναλυτικότερα, σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων:

89


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 90

90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 77-91

«Η εξειδίκευση των κατευθυντήριων γραμμών περιβαλλοντικής πολιτικής σε επίπεδο μητροπολιτικής περιφέρειας. Η εξειδίκευση των γενικών κατευθύνσεων και η έκδοση οδηγιών στα θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού οικιστικής πολιτικής και κατοικίας, καθώς και οικοδομικού και κτιριοδομικού κανονισμού. Η εξειδίκευση των στρατηγικών κατευθύνσεων για το χωροταξικό σχεδιασμό σε επίπεδο μητροπολιτικής περιφέρειας» (ΦΕΚ 87Α: 1884, 7 Ιουνίου 2010). 8 Αναφορά γίνεται, μεταξύ άλλων, στα εξής εδάφια του σχετικού πλαισίου: «Η εισήγηση για την απευθείας εκποίηση δημοσίων εκτάσεων ή για την παραχώρηση κοινόχρηστων δημοτικών ή κοινοτικών εκτάσεων για ίδρυση ή επέκταση βιομηχανικών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων. Η εξειδίκευση των γενικών κατευθύνσεων και οδηγιών στα θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού, οικιστικής πολιτικής και κατοικίας, καθώς και οικοδομικού και κτιριοδομικού κανονισμού. Η έγκριση σημειακών-εντοπισμένων τροποποιήσεων των εγκεκριμένων ρυμοτομικών σχεδίων και των χρήσεων και όρων δόμησης αυτών, σε Ο.Τ. επί του Βασικού Οδικού Δικτύου του νομού Αττικής» (ΦΕΚ 87Α: 1910-1911, 7 Ιουνίου 2010). 9 Αναφέρονται ενδεικτικά τα Πορίσματα της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής για το κέντρο της Αθήνας (Ιαν. 2010), ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός ΑΘΗΝΑ Χ4 της ΕΑΧΑ (2010), το Σχέδιο Δράσης ΑΘΗΝΑΙ του Δήμου Αθηναίων (2011), η Γνώμη Πρωτοβουλίας της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής Ελλάδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του κέντρου της Αθήνας (2012), το σύμφωνο συνεργασίας μεταξύ Δήμου Αθηναίων και Υπουργείου Ανάπτυξης για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στο κέντρο της Αθήνας (2012), το ερευνητικό πρόγραμμα του ΥΠΕΚΑ-ΕΜΠ για τα συζυγή κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά (2012) και το RETHINK ATHENS, το πρόγραμμα REACTIVATE ATHENS του Ιδρύματος Ωνάση (2014), καθώς και το πρόσφατα εγκεκριμένο Σχέδιο Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) του Δήμου Αθηναίων (2014). 10 Παρατηρούμε χαρακτηριστικά την συγχώνευση των Ολυμπιακών Ακινήτων στην Εταιρία Ακινήτων Δημοσίου ΑΕ (ΕΤΑΔ) μαζί με την ΚΕΔ και την ΕΤΑ, την ενσωμάτωση των Οργανισμού Αθήνας και της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας στο ΥΠΕΚΑ, την ανασύνταξη των φορέων συγκοινωνιών (συγχώνευση ΤΡΑΜ, ΑΜΕΛ και ΗΣΑΠ στην ΣΤΑΣΥ και των ΗΛΠΑΠ, ΕΘΕΛ στον ΟΣΥ), τη δημιουργία νέων κρατικών φορέων σχεδιασμού που εξυπηρετούν τη δημοσιονομική πολιτική (ΤΑΙΠΕΔ και ΑΤΤΙΚΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΜΕΤΩΠΟ) και ιδιωτικών πρωτοβουλιών (Rethink Athens, Κέντρο Πολιτισμού Στ. Νιάρχος) που προωθούν μητροπολιτικούς σχεδιασμούς για λογαριασμό του κεντρικού κράτους.

Βιβλιογραφία Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία Ανδρικοπούλου Ε., Γετίμης Π., και Καυκαλάς Γ, (1988), «Η Ρύθμιση του Χώρου στην Ελλάδα: από την κεντρική διαχείριση στον κορπορατισμό», στο Μνήμη Σάκη Καράγιωργα. Τιμητικός Τόμος, Αθήνα: Ινστιτούτο Περιφερειακής Ανάπτυξης ΠΑΣΠΕ. Αρβανιτίδης Π.Α., Δωρής Γ. (2011), «Λειτουργικές Αστικές Περιοχές: Mια προσπάθεια προσδιορισμού της οικονομικής

επιρροής των ελληνικών αστικών κέντρων», Αειχώρος 15: 130-151. Βαΐου Ν., Μαντουβάλου Μ., Μαυρίδου Μ. (2000), «Η μεταπολεμική ελληνική πολεοδομία μεταξύ θεωρίας και συγκυρίας», στο: 2ο Συνέδριο Εταιρείας Ιστορίας της Πόλης και της Πολεοδομίας «Η πολεοδομία στην Ελλάδα από το 1949-1974». Βόλος. Πρακτικά συνεδρίου: 25-37. Βασενχόβεν Λ., Σαπουντζάκη Κ., Ασπρογέρακας Ε., Γιαννίρης Η., Παγώνης Θ. (2010), Χωρική διακυβέρνηση: Θεωρία, Eυρωπαϊκή εμπειρία και η περίπτωση της Ελλάδας, Κριτική, Αθήνα. Ευαγγελίδου Μ. (2004), «Θεσμικές προϋποθέσεις για την άσκηση μιας πολιτικής τόνωσης του διεθνούς ρόλου της Αθήνας», Γεωγραφίες (7): 127-135. ΙΑΠΑΔ (2002), Αναδιάρθρωση της Διοίκησης/Αυτοδιοίκησης της Μητροπολιτικής Περιοχής Αθήνας-Αττικής. Σύνοψη ερευνητικού προγράμματος, Υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα. Καυκαλάς Γ. (2006), «Στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός και μητροπολιτική διακυβέρνηση: Ευρωπαϊκή εμπειρία και το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης», Γεωγραφίες (12): 11-24. Λεοντίδου Λ. (2001), Πόλεις της Σιωπής: Εργατικός Εποικισμός της Αθήνας και του Πειραιά, 1909-1940, Αθήνα: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Λύκος, Μ. (2006), «Το “μητροπολιτικό όριο” στην Ελλάδα με γνώμονα τη διεθνή εμπειρία», Αειχώρος, 5 (2): 26-45. Μαντουβάλου Μ. (2014), Σημειώσεις για το Ρυθμιστικό Σχέδιο ως πολιτικό διακύβευμα µε αφορµή την κατάθεση νέου «Ρυθµιστικού Σχεδίου για την Αθήνα-Αττική 2021». Αυγή: Οικοτριβές. 26.01.2014. Μπεριάτος Η. (1996), «Ο ρόλος της κεντρικής διοίκησης και της αυτοδιοίκησης στην οργάνωση και τη λειτουργία των φορέων διαχείρισης μητροπολιτικών περιοχών», στο ΑθήναΑττική: Στρατηγικός σχεδιασμός για μια βιώσιμη ανάπτυξη, 22-24 Μαΐου 1996, ΟΡΣΑ, Αθήνα. Οικονόμου Δ. (2000), «Το Ρυθμιστικό Σχέδιο της Αθήνας: εμπειρίες και εναλλακτικές προσεγγίσεις για το μέλλον», στο Δεκαεπτά κείμενα για το σχεδιασμό, τις πόλεις και την ανάπτυξη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος. Οικονόμου Δ., Γετίμης Π., Δεμαθάς Ζ., Πετράκος Γ. και Πυργιώτης Γ. (2001), Ο Διεθνής Ρόλος της Αθήνας. ΥΠΕΧΩΔΕ-Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, Βόλος. Παγώνης Α. (2006), Ολυμπιακή και Μετα-Ολυμπιακή Αθηναϊκή πολεοδομία. Η μετατόπιση της συλλογιστικής του σχεδιασμού του χώρου ως συνέπεια του κατακερματισμού των δομών αρμοδιότητας. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή. ΕΜΠ, Αθήνα. Υπουργείο Εσωτερικών (2010), Πρόγραμμα Καλλικράτης: Αιτιολογική Έκθεση για τη Νέα Αρχιτεκτονική της Αυτοδιοίκησης και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, Υπουργείο Εσωτερικών, Αθήνα. Χωριανόπουλος Ι. (2006), «Αστική Διακυβέρνηση και Ανταγωνισμός: Οι Ελληνικές Πόλεις στις Ευρωπαϊκές Πρωτοβουλίες Αστικής Πολιτικής», Γεωγραφίες, 11: 19-33.

Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Aglietta M. (1979), A Theory of Capitalist Regulation, New Left Books, London.


007_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 91

Α. ΠΑΓΩΝΗΣ, Ι. ΧΩΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Albrechts L., Healey P., Kunzmann K.R. (2003), Strategic spatial planning and regional governance in Europe. Journal of the American Planning Association, 69 (2), 113-129. Bozzi C. (1995) Policies for territorial competition: The case of Milan. Στο, Cheshire P., Gordon I., (Επιμ.), Territorial Competition in an Integrating Europe, Avebury, Aldershot, 267–294. Brenner N. (2004a), New State Spaces: Urban Governance and the Rescaling of Statehood, Oxford University Press, New York. Brenner N. (2004b), Urban governance and the production of new state spaces in Western Europe, 1960–2000. Review of International Political Economy, 11(3): 447–488. Brenner N. (2009), Open questions on state rescaling, Cambridge Journal of Regions, Economy and Society 2(1): 123–139. CEC (1992), Urbanisation and the Functions of Cities in the European Community, Office for Official Publications of the European Communities, Luxembourg. Chorianopoulos I., Pagonis T., Koukoulas S., Drymoniti S. (2010), “Planning, competitiveness and sprawl in the Mediterranean city: The case of Athens”, Cities 27(4): 249-259. Chorianopoulos I. (2012), “State spatial restructuring in Greece: Forced rescaling, unresponsive localities”, European Urban and Regional Studies, 19(4): 331–348. CoR. (2009), The Committee of the Regions’ White Paper on Multilevel Governance, Committee of the Regions, Brussels. Delladetsima P. (2003), What prospects for urban policy in Europe?, City 7(2), 154-165. Dunford M., Perrons D. (1993), “Regional inequality as a cause and consequence of slower growth”, in Getimis P., Kafkalas G. (ed.), Urban and Regional Development in the New Europe: Policies and Institutions for the Development of Cities and Regions in the Single European Market, Topos, Athens, 9-35. Etherington D., Jones M. (2009), “City-regions: new geographies of uneven development and inequality”, Regional Studies, 43(2): 247–265. Faludi A., Van Der Valk A. (1994), Rule and Order: Dutch Planning Doctrine in the 20th Century, Kluwer, Dordrecht. Gualini E. (2006), “The Rescaling of Governance in Europe: New Spatial and Institutional Rationales”, European Planning Studies 14(7), 881-904. Healey P. (2004), The treatment of space and place in the new strategic spatial planning in Europe, International Journal of Urban and Regional Research, 28 (1), 45-67. Howitt R. (1998), Scale as relation: Musical metaphors of geographical scale, Area, 30: 49–58. Jessop B. (1991), Thatcherism and flexibility: The white heat of post-Fordist revolution, in Jessop B., Kastendiek H., Nielsen K., Pedersen O. (ed.) The Politics of Flexibility: Restructuring State and Industry in Britain, Germany, and Scandinavia, Edward Elgar, Aldershot, 135-161. Jessop B., Brenner N., Jones M. (2008), Theorizing Sociospatial Relations, Environment and Planning D: Society and Space 26: 389–401. Lambregts B., Zonneveld W. (2004) From Randstad to Deltametropolis: changing attitudes towards the scattered metropolis, European Planning Studies, 12 (3), 299-321.

Lefèvre C. (2003), Paris - Ile-de-France region, in Salet W., Thornley A., Kreukels A. (ed.) Metropolitan Governance and Spatial Planning, Spon, London, 287-300. Majoor S.J.H., Salet W.G.M. (2008), “The enlargement of local power in trans-scalar strategies of planning: Recent tendencies in two European cases”, GeoJournal, 72: 91–103. Martin R., Sunley P. (1997), “The post-Keynesian state and the space economy”, in Lee R., Wills J. (ed.), Geographies of economies, Arnold, London, 278–289. Monastiriotis V., Jordaan, J.A. (2010), Does FDI promote regional development? Evidence from local and regional productivity spillovers in Greece, Eastern Journal of European Studies, 1(2): 139–164. OECD (2003),The review of Athens. 5th Session of the working party on territorial policy in urban areas, 22 Oct 2003, Sevilla, Spain. Public governance and territorial development directorate, Territorial Development Committee. Paasi A. (2004), “Place and Region: Looking Through the Prism of Scale”, Progress in Human Geography, 28(4): 536–546. Pagonis A. (2013), “The evolution of metropolitan planning policy in Athens over the last three decades: Linking shifts in the planning discourse with institutional changes and spatial transformation”, Proceedings of the international conference on Changing Cities, University of Thessaly. Peck J. (2002), “Political economies of scale: fast policy, interscalar relations and neoliberal workfare”, Economic Geography, 78 (3): 332–60. Pelkonen A. (2013), “Rescaling and urban-regional restructuring in Finland and in the Helsinki region”, European Urban and Regional Studies, (doi: 10.1177/0969776413492785). Pierson P., Skocpol T. (2002), “Historical institutionalism in contemporary political science”, in Katznelson I., Milner H. (ed.) Political Science: The State of the Discipline, W.W. Norton, New York, 693–721. Sayas, J. (2006), “Urban Sprawl in the periurban coastal zones of Athens”, The Greek Review of Social Research 121(C), 71104. Smith N. (2003), “Remaking scale: Competition and cooperation in prenational and postnational Europe”, in Brenner N., Jessop B., Jones M., MacLeod G. (ed.) State/Space: A Reader, Blackwell, Oxford, 227–238. Swyngedouw E., Moulaert F., Rodriguez A. (2002), “Neoliberal urbanization in Europe: Large-scale urban development projects and the new urban policy”, Antipode, 34 (3): 542-577. Williams A.M.(1984), Southern Europe transformed: Political and economic change in Greece, Italy, Portugal and Spain, Harper and Row, London.

91


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 92

92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ1 Αναστασία Τασοπούλου* Περίληψη Ο χωρικός σχεδιασμός είναι μια σύνθετη δραστηριότητα που λειτουργεί σε συγκεκριμένα πολιτισμικά και κοινωνικά πλαίσια. Η «κουλτούρα σχεδιασμού» αναδύεται ως το αποτέλεσμα των συναθροιζόμενων συμπεριφορών, αξιών, κανόνων, προτύπων και πεποιθήσεων των εμπλεκόμενων παικτών. Η φιλοσοφία, οι αρχές και οι διαδικασίες του σχεδιασμού μπορούν να γίνουν αντιληπτές με διαφορετικούς τρόπους από τους διάφορους εμπλεκόμενους, αντίληψη που σχετίζεται και με τους ρόλους που καλούνται ή επιδιώκουν κάθε φορά να διαδραματίσουν. Η παρούσα εργασία εξετάζει την «υποκειμενική» συμπεριφορά των Ελλήνων πολεοδόμων, καθώς και τις επιδράσεις της στη διαδικασία του σχεδιασμού. Βασική υπόθεση είναι ότι οι προσωπικές τάσεις, συμπεριφορές, πεποιθήσεις και αξίες συνιστούν μεταβλητές με σημαντική επίδραση στην πρακτική του σχεδιασμού. Μέσω της διεξαγωγής συνεντεύξεων με Έλληνες πολεοδόμους, επιδιώκεται η εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τις υποκείμενες πεποιθήσεις τους, αντιλήψεις, αξίες και πρότυπα σε σχέση με τις αρχές της αειφορίας και της συμμετοχής, καθώς και τον ρόλο τους στη διαδικασία του σχεδιασμού. Βασική διαπίστωση είναι ότι οι προσωπικές αντιλήψεις και στάσεις των πολεοδόμων δεν είναι ανεπηρέαστες από τις τοπικές και ευρύτερες θεσμικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι οποίες συμβάλλουν παράλληλα στη δημιουργία μιας αίσθησης ενός αδύναμου ρόλου τους στη διαμόρφωση του τελικού σχεδίου.

Planning culture in Greece: Investigating planners’ role in the planning process Anastasia Tasopoulou Abstract Spatial planning constitutes a composite activity that operates within specific cultural and social contexts. ‘Planning culture’ emerges as the end result of accumulated behaviours, values, norms, standards and beliefs of the involved actors. Different actors hold different perceptions of planning philosophy, principles and processes, taking into account the roles that are officially assigned to them or the ones they aspire to play themselves. The present paper investigates the ‘subjective’ behaviour of Greek planners, as well as its influence on the planning process. The basic assumption of the paper is that personal inclination, behaviour, beliefs and values constitute key variables with significant influence on planning practice. Based on semi-structured interviews with Greek planners, we seek to reach conclusions about their underlying beliefs, perceptions, values and standards regarding the sustainability and participation principles, as well as about their role in the planning process. One basic conclusion is that local and/or wider institutional, social, political and cultural specificities affect planners’ personal perceptions and attitudes and contribute to a feeling of having a rather weak role in forming the final planning outcome.

*Χωροτάκτης-Πολεοδόμος Μηχ. (M.Sc. UCL, Ph.D. ΑΠΘ), Γ. Γκόγκου 8, 55236 Πανόραμα Θεσσαλονίκης, e-mail: ntasopo@yahoo.gr


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 93

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Εισαγωγή Ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη βασίζονται αλλά και περιορίζονται από το πολιτισμικό πλαίσιο ή τα γνωρίσματα της κοινωνίας. Διαμορφώνονται και υφίστανται σε συνάρτηση με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο «κουλτούρας», το οποίο προσδιορίζεται από τις σχέσεις και αλληλεπιδράσεις των εμπλεκόμενων παικτών, τα γνωστικά τους πλαίσια, τις διαδικασίες και τα εργαλεία του σχεδιασμού, ιστορικές ιδιαιτερότητες, συμπεριφορές, πεποιθήσεις και αξίες, πολιτικές και νομικές παραδόσεις, ερμηνείες των καθηκόντων και των σκοπών του σχεδιασμού κ.ά. (Knieling και Othengrafen 2009α και 2009β). Κατά τη δεκαετία του 1990 υπήρξε μια στροφή στη θεωρητική συζήτηση για το ζήτημα της κουλτούρας (“cultural turn”) στον σχεδιασμό, η οποία έδινε έμφαση στην αξία της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Η «κουλτούρα» αποτελεί μια «πλουραλιστική, αποσπασματική, αμφίθυμη, δυναμική και αντανακλαστική» έννοια (Knieling και Othengrafen 2009α: xxv), όχι απαραίτητα γενικευμένα αντιληπτή, καθώς προσδιορίζεται από το θεσμικό πλαίσιο, την ετερογένεια των κοινωνικών ομάδων, τις παραδόσεις, τις αξίες και τις συμπεριφορές των συμμετεχόντων σε κάθε περιοχή. Αυτή η διαφορετικότητα ωθεί κάθε σύστημα σχεδιασμού να προσαρμόζεται και «να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες πολιτισμικές, κανονιστικές και χωρικές καταστάσεις» (Pallagst 2010: i), οδηγώντας σε διαφοροποιημένες πρακτικές και λύσεις σχεδιασμού σε σύγκριση με άλλες περιοχές. Η παρούσα έρευνα επιχειρεί να διερευνήσει την «υποκειμενική» συμπεριφορά των Ελλήνων πολεοδόμων, καθώς και τις επιδράσεις της στο προϊόν του σχεδιασμού. Έχοντας ως αφετηρία τη θεώρηση του Othengraphen (2010: 88) ότι η έννοια της κουλτούρας σχεδιασμού συνασπίζει το «μικρο-επίπεδο» (εμπειρίες των πολεοδόμων) και το «μακρο-επίπεδο» (θεσμικό και κοινωνικό πλαίσιο), το πεδίο διερεύνησης συνίσταται σε αυτό ακριβώς το μικρο-επίπεδο, στις εμπειρίες των πολεοδόμων. Σύμφωνα με τον Sanyal (2005: xxi), η κουλτούρα σχεδιασμού συνίσταται από «το συλλογικό ήθος (ethos) και τις κυρίαρχες στάσεις (attitudes) των πολεοδόμων όσον αφορά τον κατάλληλο ρόλο του κράτους, των δυνάμεων της αγοράς, και της κοινωνίας των πολιτών στον επηρεασμό των κοινωνικών αποτελεσμάτων».

Πέρα από το παρόν εισαγωγικό τμήμα, το υπόλοιπο σώμα της εργασίας αποτελείται από πέντε ενότητες. Στην πρώτη εξ’ αυτών τίθενται οι θεωρητικές αφετηρίες και οι ερευνητικές παραδοχές και υποθέσεις της έρευνας. Οι θεωρητικές αφετηρίες επικεντρώνονται αφενός στην έννοια της «κουλτούρας» σχεδιασμού και αφετέρου στη θεωρητική τοποθέτηση των ερωτημάτων και αξιώσεων της έρευνας σε σχέση με τις επιμέρους πτυχές της. Στη συνέχεια παρουσιάζονται συνοπτικά ορισμένα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν διαχρονικά το κυρίαρχο μοντέλο της αστικής πολιτικής και του πολεοδομικού σχεδιασμού στη χώρα, σκιαγραφώντας με αυτόν τον τρόπο το πλαίσιο εντός του οποίου εμπίπτει η συγκεκριμένη εργασία. Ακολουθεί η παρουσίαση της μεθοδολογίας και η περιγραφή των αποτελεσμάτων ανά επιμέρους πτυχή της έρευνας. Στην τελευταία ενότητα των συνθετικών συμπερασμάτων συνοψίζονται τα πορίσματα της έρευνας και επιχειρείται η σύνδεσή τους με ευρύτερα ζητήματα που απασχολούν την τρέχουσα περίοδο τον σχεδιασμό και σχετίζονται με τις νέες δυναμικές και σχέσεις που διαμορφώνονται ως απόρροια της οικονομικής κρίσης. Θεωρητικές αφετηρίες, ερευνητικές παραδοχές και υποθέσεις Η έννοια της «κουλτούρας» δεν είναι ξεκάθαρη και είναι δύσκολο να προσδιοριστεί (Gullestrup 2009). Βιβλιογραφικά, η κουλτούρα σχεδιασμού γίνεται συχνά αντιληπτή ως στοιχείο της ευρύτερης θεωρητικής συζήτησης περί διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός του Friedmann (2005: 184) σύμφωνα με τον οποίο η «κουλτούρα» σχεδιασμού αναφέρεται «στους τρόπους, επίσημους και ανεπίσημους, με τους οποίους συλλαμβάνεται, καθιερώνεται και θεσπίζεται ο χωρικός σχεδιασμός σε μια δεδομένη πολυ-εθνική περιοχή, χώρα ή πόλη». Σύμφωνα με μια εκ των τελικών εκθέσεων του προγράμματος CULTPLAN (2005-2007),2 η κουλτούρα είναι το «“λογισμικό” της αλληλεπίδρασης και της συνεργασίας μεταξύ των περιφερειών» (CULTPLAN 2007: 3). Για να μελετήσει κανείς την κουλτούρα στις διαδικασίες συνεργασίας και διαμόρφωσης πολιτικής, πρέπει να λάβει υπόψη τις σχέσεις μεταξύ θεσμών, ατόμων και συλλογικών ταυτοτήτων. Η έρευνα γύρω από τις κουλτούρες σχεδιασμού εξελίσσεται σε διαφορετικές κλίμακες.3.Ενδεικτικά, ο

93


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 94

94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

Sanyal (2005) ασχολήθηκε με μία σειρά μελετών περίπτωσης σε αναπτυσσόμενες και βιομηχανοποιημένες χώρες, η Pallagst (2010) ανέλυσε τις κουλτούρες σχεδιασμού στο πλαίσιο των συρρικνωμένων πόλεων σε ΗΠΑ και Ευρώπη, ο Keller και οι συνεργάτες του (1993) μελέτησαν συγκριτικά τις κουλτούρες σχεδιασμού σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και Ιταλία, το Compendium των ευρωπαϊκών συστημάτων σχεδιασμού (EC 1997) συνέκρινε τα συστήματα σχεδιασμού των κρατών-μελών, ενώ το ευρωπαϊκό πρόγραμμα CULTPLAN ερεύνησε το ζήτημα των κουλτούρων σχεδιασμού στο πλαίσιο του INTERREG III. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η δουλειά των Knieling και Othengrafen (2009β), οι οποίοι παρουσιάζουν ένα μοντέλο (culturised theoretical model) αναφορικά με το πώς πρέπει να προσεγγίζεται το διηνεκές φαινόμενο της κουλτούρας και οι επιδράσεις της στις σύγχρονες πρακτικές χωρικού σχεδιασμού και ανάπτυξης. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν στοιχεία που είναι εύκολα κατανοητά γιατί αναφέρονται στα «τεχνουργήματα του σχεδιασμού», όπως οι αστικές δομές και τα πολεοδομικά master plans, ή οι θεσμοί σχεδιασμού και οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί παίκτες που εμπλέκονται στη διαδικασία σχεδιασμού. Από την άλλη, υπάρχουν οι πολιτισμικές αξίες, οι παραδόσεις, οι συμπεριφορές και οι συνήθειες που έχουν σημαντική επίδραση στις δομές, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματα του σχεδιασμού, που συνήθως δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά. Τα τελευταία διακρίνονται σε δύο διαστάσεις: το «περιβάλλον του σχεδιασμού» και το «κοινωνικό περιβάλλον». Το «περιβάλλον του σχεδιασμού» αναφέρεται στις συγκεκριμένες υποθέσεις (assumptions) και αξίες (values) που έχουν οι εμπλεκόμενοι παίκτες και περιλαμβάνουν τις επιδιώξεις και τις αρχές στις οποίες στοχεύει ο σχεδιασμός (παροχή ίσων ευκαιριών ποιότητας ζωής, αειφορία κλπ.), τις παραδόσεις και την ιστορία του σχεδιασμού, την προσέγγιση του σχεδιασμού (καθολικός σχεδιασμός σε αντιδιαστολή με τον σχεδιασμό μέσω συγκεκριμένων έργων) και πολιτικές, διοικητικές, οικονομικές και οργανωτικές δομές. Το «κοινωνικό περιβάλλον» περιγράφει υποκείμενες υποθέσεις που είναι περισσότερο δύσκολο να αντιληφθεί κανείς και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την αντίληψη του καθενός για τον σχεδιασμό, την αποδοχή του σχεδιασμού από τους ανθρώπους, αλλά και διαφορετικές αντιλήψεις όσον αφορά τη δικαιοσύνη, τις επιδράσεις

των κοινωνικο-οικονομικών και κοινωνικο-πολιτικών μοντέλων στον σχεδιασμό, την αντίληψη για το περιβάλλον και τη φύση (αναγνώριση της αναγκαιότητας ή μη προστασίας και επιλογή διαφορετικών κατευθύνσεων για τον σχεδιασμό: π.χ., αστικοποίηση-προαστικοποίηση, οικονομική ανταγωνιστικότητα-περιβαλλοντική προστασία) κ.λπ.4 Η Steinhauer (2011), έχοντας ως σημείο εκκίνησης το μοντέλο των Knieling και Othengrafen (2009β), προτείνει ένα μοντέλο που εστιάζει όχι μόνο στις διοικητικές και θεσμικές δομές εντός του σχεδιασμού αλλά και στην επίδραση της κουλτούρας στις καθημερινές διαδικασίες και πρακτικές. Η βασική δομή του αναλυτικού της πλαισίου συντίθεται από τρεις διαστάσεις: το εθνικό περιβάλλον (γεωγραφικά χαρακτηριστικά, οικιστική δομή και προσβασιμότητα, πολιτικό, διοικητικό και θεσμικό περιβάλλον), τις δομές σχεδιασμού (επίσημες θεσμοθετημένες πτυχές του συστήματος σχεδιασμού: συνταγματικό και διοικητικό πλαίσιο, νομοθεσία και επίσημα εργαλεία του σχεδιασμού, σχετικές πολιτικές) και την πρακτική του σχεδιασμού (οι τρόποι με τους οποίους ασκείται ο σχεδιασμός: ανεπίσημες και περισσότερο αόρατες διαδικασίες). Η πληροφορία για τις πρώτες δύο διαστάσεις είναι εμφανής και μπορεί να συλλεχθεί από υπάρχουσες βιβλιογραφικές πηγές και κείμενα πολιτικής, ενώ για την τρίτη περίπτωση απαιτείται εμπειρική έρευνα. Σε μία διαφορετική προσέγγιση, οι Nadin και Stead (2008: 355) χρησιμοποιούν την έννοια των «μοντέλων της κοινωνίας» (ή ιδανικών τύπων κοινωνιών) για να περιγράψουν «τις ποικίλες αξίες και πρακτικές που διαμορφώνουν τις σχέσεις μεταξύ του κράτους, της αγοράς και των πολιτών σε συγκεκριμένους χώρους». Η σχετική έννοια των «κοινωνικών μοντέλων» χρησιμοποιείται για να γενικεύσει τις συλλογικές αξίες που υποστηρίζουν τις θέσεις πολιτικής. Και οι δύο έννοιες, κατά τους συγγραφείς, «χρησιμοποιούν ιδανικούς τύπους για να εξηγήσουν την περισσότερο σύνθετη πραγματικότητα των μοντέλων σε συγκεκριμένα κράτη και περιφέρειες». Η προσέγγισή τους, όπως προτείνουν οι συγγραφείς, μπορεί να συμβάλλει στην ερμηνεία των διαφοροποιήσεων ανάμεσα στα συστήματα χωρικού σχεδιασμού. Η παρούσα έρευνα έχει ως αφετηρία προηγούμενη μελέτη της συγγραφέως (Τασοπούλου 2011), η οποία ασχολήθηκε με τον τρόπο με τον οποίο οι δομές δια-


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 95

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

κυβέρνησης, τόσο επίσημες όσο και ανεπίσημες, επηρεάζουν τη διαδικασία σχεδιασμού και το τελικό προϊόν του στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώθηκε στην οριζόμενη ως «αντικειμενική» συμπεριφορά των διαφόρων παικτών, δηλαδή στις πραγματοποιούμενες δράσεις, συνεργασίες, πιέσεις, αντιπαραθέσεις κ.λπ., και όχι στις «υποκειμενικές» πεποιθήσεις και απόψεις των ατόμων αναφορικά με τον σχεδιασμό. Διαπιστώθηκε, πάντως, ότι εκτός από τις θεσμικές προβλέψεις και εγκαθιδρυμένες αρμοδιότητες, οι διαδικασίες διακυβέρνησης και ο ίδιος ο σχεδιασμός επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό και από τις προσωπικές πεποιθήσεις, αντιλήψεις, φιλοδοξίες και στάσεις των εμπλεκόμενων παικτών. Το τελευταίο αυτό ζήτημα επιχειρείται να αναδειχθεί περαιτέρω στην παρούσα εργασία υπό το πρίσμα της «κουλτούρας» σχεδιασμού. Η φιλοσοφία του σχεδιασμού αλλά και οι διαδικασίες που διαμορφώνουν το τελικό προϊόν του μπορούν να γίνουν αντιληπτά με διαφορετικούς τρόπους από τους διάφορους εμπλεκόμενους, καθώς διαφορετικοί παίκτες έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα τόσο στο τοπικό πεδίο εφαρμογής της πολιτικής σχεδιασμού όσο και στο ανώτερο (περιφερειακό – εθνικό). Αυτό βεβαίως σχετίζεται και με τους ρόλους που οι φορείς αυτοί καλούνται ή και οι ίδιοι επιδιώκουν κάθε φορά να διαδραματίσουν. Οι διάφοροι παίκτες εξαρτώνται από τα θεσμικά πλαίσια και αντιδρούν απέναντι σε αυτά, επηρεασμένοι από τις προσωπικές τους προτιμήσεις, συμπεριφορές και προσανατολισμούς. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν με επίκεντρο την επιστημονική και επαγγελματική κοινότητα στην Ελλάδα: επαγγελματίες πολεοδόμοι, πολεοδόμοι της διοίκησης και ακαδημαϊκοί πολεοδόμοι. Βασική υπόθεση της έρευνας είναι ότι οι προσωπικές τάσεις, συμπεριφορές, πεποιθήσεις και αξίες συνιστούν μεταβλητές-κλειδιά με σημαντική επίδραση στην πρακτική του σχεδιασμού. Η έρευνα περιέλαβε τη διεξαγωγή συνεντεύξεων σε Έλληνες πολεοδόμους, επιδιώκοντας την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τις υποκρύπτουσες πεποιθήσεις, αξίες και αντιλήψεις τους σε σχέση α) με τις αρχές της αειφορίας και της συμμετοχής και β) με τον ρόλο τους στη διαδικασία του σχεδιασμού. Η επιλογή αυτών των παραμέτρων βασίστηκε στις ακόλουθες διαπιστώσεις και αξιώσεις από πλευράς έρευνας:

Α. Η ευρέως αποδεκτή έννοια της αειφορίας έχει καταλήξει, σύμφωνα με μια άποψη, να είναι μια «κεντρική φιλοσοφική γενίκευση για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό» (Riddell, 2004: 13), η οποία επιβάλλεται σε όλο τον κόσμο, συχνά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια και ιδιαιτερότητες. Ειδικά για την Ελλάδα, έχει υπάρξει η κριτική ότι, παρόλο που οι αρχές που πλαισιώνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη αποτελούν επιδιώξεις πολιτικής σχεδιασμού, η βιώσιμη ανάπτυξη «δεν αποτελεί μια εφικτή πρόταση για τον σχεδιασμό … και δεν προσφέρει πολλά στον μετριασμό των προβλημάτων αστικής ανάπτυξης και εξάπλωσης» (Delladetsima, 2012: 2). Η έρευνα ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο αξιώνει την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τα στοιχεία της κουλτούρας ή/και της παράδοσης σχεδιασμού αλλά και της προσωπικής κουλτούρας των εμπλεκόμενων παικτών, και ιδίως των πολεοδόμων, που επιδρούν στην υλοποίηση (ή μη υλοποίηση) του σχεδιασμού βάσει των εκπεφρασμένων στόχων. Β. Η συμμετοχή πρέπει να γίνεται κατανοητή «ως ένα ευρύτερο πλαίσιο οικονομικής και πολιτικής εξουσίας» (INTERACT, undated: 18). Ο σχεδιασμός αφενός συνίσταται από ανταγωνιζόμενα συμφέροντα αφετέρου καθοδηγείται από ανομοιογενείς αξίες πλήθους εμπλεκόμενων δρώντων. Οι διαδικασίες συμμετοχής και η δημόσια συζήτηση πάνω στις αξίες και τους στόχους του σχεδιασμού συμβάλλει στην αποκατάσταση μιας βαθύτερης εμπιστοσύνης και πρέπει να αναζητηθεί με την εγκαθίδρυση νέων, συλλογικών και σχεσιακών αξιών που τις εμπιστεύονται περισσότερες από μία ομάδες ή συμφέροντα (Swain και Tait 2007). Συχνά, ωστόσο, πολλές συμμετοχικές πρακτικές αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν εμπιστοσύνη και θεωρούνται από τις τοπικές αρχές χρονοβόρες πρακτικές που αποτρέπουν από την επίτευξη στόχων ή/και ευνοούν τις θέσεις ισχυρών ομάδων. Ο ρόλος του πολεοδόμου είναι καθοριστικός στη διασφάλιση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε έναν πλουραλισμό ομάδων αλλά και ανάμεσα στους πολίτες και

95


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 96

96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

τους θεσμούς (Swain και Tait 2007). Στην Ελλάδα η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών υπήρξε διαχρονικά περιορισμένη και έχει παρεμποδισθεί από τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους και των πολιτικών κομμάτων, τις πελατειακές σχέσεις, την έλλειψη πληροφόρησης και ενδιάμεσων θεσμών που να προωθούν τη συμμετοχή διαφόρων ομάδων στις διαδικασίες σχεδιασμού, στο κλίμα δυσπιστίας και ανασφάλειας απέναντι στη συνεργασία και τη δικτύωση κ.λπ. (Getimis και Demetropoulou 2004). Η έρευνα ως προς τη συγκεκριμένη παράμετρο εξετάζει τις αντιλήψεις και τη στάση που διατηρούν οι πολεοδόμοι απέναντι στις συμμετοχικές διαδικασίες και τον ρόλο και τις αντιλήψεις των τοπικών αρχών και λοιπών εμπλεκόμενων διακυβευματιών. Γ. Ο ρόλος του πολεοδόμου αποτελεί κεντρικό ζήτημα προς διερεύνηση της παρούσας εργασίας. Στην πράξη «διαφορετικοί πολεοδόμοι, ανάλογα με το υπόβαθρο, το όραμα και το σύστημα αξιών τους, δρουν διαφορετικά», γεγονός που οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα (Abukhater 2009: 74). Ο πολεοδόμος δεν μπορεί, επίσης, να είναι ουδέτερος, αλλά υποστηρίζει συγκεκριμένα αποτελέσματα έναντι άλλων, συγκεκριμένα συμφέροντα ορισμένων ομάδων έναντι άλλων, συγκεκριμένες μορφές διακυβέρνησης, συγκεκριμένες έννοιες για τη δικαιοσύνη, συγκεκριμένα πρότυπα μελλοντικής ανάπτυξης κ.ο.κ. (Beauregard 1989, Forester 1989, Webber 1978).6 Έτσι, η δράση των πολεοδόμων ποικίλει και συσχετίζεται με το πλήθος των συμφερόντων που έχουν απέναντί τους. Στην παρούσα έρευνα εξετάζεται ο ρόλος των Ελλήνων πολεοδόμων στις διαδικασίες του πολεοδομικού σχεδιασμού, όπως τον αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Χαρακτηριστικά αστικής πολιτικής και αδυναμίες του πολεοδομικού σχεδιασμού Από τα μέσα του περασμένου αιώνα και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, το μοντέλο της αστικής πολιτικής στην Ελλάδα προσδιορίστηκε από τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά: τη σταθερή στήριξη της μικρής ιδιοκτησίας, τους υψηλούς συντελεστές δόμησης

και τις μικρές αρτιότητες (τόσο στις περιοχές εντός όσο και εκτός σχεδίου), τον ρόλο της παράνομης δόμησης ως βασικού μηχανισμού αστικής ανάπτυξης, την αμελητέα δημόσια δαπάνη για αστικές υποδομές, την υποταγή των αστικών πολιτικών σε προτεραιότητες άλλων πολιτικών και τις αδυναμίες του πολεοδομικού σχεδιασμού (Economou κ.ά. 2007). Συγκεκριμένα, ο έντονος τεμαχισμός της γης και το υψηλό ποσοστό ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με μια παράδοση πελατειακών σχέσεων στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και με εκλογικές πιέσεις, οδήγησαν στην αδιάλειπτη υποστήριξη της μικροϊδιοκτησίας και στη συνεχή μεγέθυνση των δικαιωμάτων δόμησης (αύξηση ΣΔ, μείωση αρτιότητας). Παράλληλα, η πολιτική, από πλευράς κράτους, αποθάρρυνσης της συγκέντρωσης του κεφαλαίου στην κατασκευαστική βιομηχανία (Economou κ.ά. 2007 και Δελλαδέτσιμας 2004) είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της δόμησης μέσω του μηχανισμού της αντιπαροχής (Economou κ.ά. 2007). Με τον τρόπο αυτό, η μικρή ιδιωτική ιδιοκτησία κατέστη ο βασικός χρηματοδοτικός μηχανισμός της κατασκευαστικής βιομηχανίας (Δελλαδέτσιμας 2004), η οποία για πολλά χρόνια ήταν ένας από τους περισσότερο ισχυρούς οικονομικούς τομείς στην Ελλάδα. Όπως διατυπώνει ο Παγώνης (2013: 394), «η πριμοδότηση της οικιστικής παραγωγής αποτελεί προϊόν συνειδητής επιλογής οικονομικής πολιτικής» που στοχεύει στην εκπλήρωση μιας σειράς οικονομικών στόχων, γεγονός που δημιουργεί ταυτόχρονα συστημικές στρεβλώσεις που δεν γίνονται άμεσα αντιληπτές. Η παράνομη δόμηση, βασικό χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής αστικής πολιτικής, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαδικασία αστικοποίησης στη χώρα, επιφέροντας μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων στο περιβάλλον. Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, καταγράφεται μία ανεκτικότητα ή ακόμα και ενθάρρυνση αυτού του φαινομένου από πλευράς κράτους, ενώ επιπλέον η ένταξη των αυθαίρετων οικιστικών περιοχών στο σχέδιο πόλης αποτέλεσε το βασικότερο κριτήριο για τις επεκτάσεις των ορίων των οικισμών (Economou κ.ά. 2007). Αυτό το «είδος» σχεδιασμού, ερχόταν εκ των υστέρων να λειτουργήσει ως μηχανισμός αύξησης των αξιών και όχι ως εργαλείο οριοθέτησης της λειτουργίας της αγοράς (Παγώνης, 2013). Ταυτόχρονα, οι περιορισμένες παρεμβάσεις εντός αστικού ιστού υποδήλωναν μια σαφή πρόθεση: «να μη θίγονται εδραιωμέ-


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 97

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

νες ιδιοκτησιακά καταστάσεις» (Δελλαδέτσιμας 2004: 53). Μαζί με τις παραπάνω πρακτικές, κοινός παρανομαστής στις διαδικασίες αστικοποίησης και αστικής ανάπτυξης υπήρξε «η ελαχιστοποίηση των δημοσίων επενδύσεων στην τεχνική και κοινωνική υποδομή» (Economou κ.ά. 2007: 199), πρακτική της οποίας οι επιδράσεις άργησαν πολύ να συνειδητοποιηθούν. Αυτά τα στοιχεία του συστήματος, οδήγησαν στην παρουσία οξυμένων προβλημάτων «ανορθολογικής οργάνωσης» τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο (Γετίμης 1994: 316). Όσον αφορά ειδικότερα τις αδυναμίες του πολεοδομικού σχεδιασμού, πέρα από το επίσημο σύστημα πολεοδομικών σχεδίων, «υπήρχε ένα πλήθος άλλων τύπων σχεδίων που κάλυπταν διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις, από τους μικρούς αγροτικούς οικισμούς μέχρι τις οργανωμένες αναπτύξεις», ενώ απουσίαζαν «σχεδιαστικά εργαλεία κατάλληλα για την αποτελεσματική εφαρμογή των σχεδίων» (Economou κ.ά. 2007: 199). Οι αλλαγές στη χρήση γης δεν υπόκειντο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, σε κάποιου είδους έλεγχο, ενώ η οικοδομική άδεια ήταν απαραίτητη μόνο στις περιπτώσεις κατασκευαστικών έργων και αφορούσε ρυθμίσεις δόμησης αλλά όχι την ίδια τη χρήση της γης. Επιπλέον, η παραδοσιακή κρατικο-κεντρική μορφή της διοίκησης, με τις χρονοβόρες διαδικασίες ολοκλήρωσης του σχεδιασμού, συντελούσε σε μια περιορισμένη αποτελεσματικότητα του συστήματος σχεδιασμού και στην ύπαρξη ενός χάσματος μεταξύ σχεδιασμού και πραγματικότητας. Στα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν να προστεθούν η πολιτική ατολμία και η αδυναμία παραγωγής «τεχνογνωσίας» και αξιοποίησής της στην επεξεργασία της χωροταξικής και πολεοδομικής πολιτικής (Ευαγγελίδου 2004). Εντούτοις, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έλαβαν χώρα μια σειρά αλλαγών –σε θεσμικό επίπεδο– που κρίνονται σημαντικές. Όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες, αυξήθηκαν σημαντικά αυτές που αφορούν τις αστικές υποδομές, ως απόρροια της οικονομικής βοήθειας από την ΕΕ, πρωτίστως μέσω των τριών Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, αλλά και ως απόρροια της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Ωστόσο, δεδομένου ότι η αλλαγή αυτή επηρεάστηκε είτε εξωγενώς είτε από ιδιαίτερες συνθήκες, δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι έλαβε χώρα μία πάγια μεταστροφή όσον αφορά τον προγενέστερο προσανατολισμό της αστικής πολιτικής (Economou κ.ά. 2007).

Παρά τις αναμορφώσεις στο θεσμικό πλαίσιο του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού της δεκαετίας του 1990, δεν επήλθαν εμφανείς τομές με ριζοσπαστικό χαρακτήρα και «το παλαιότερο πρότυπο παρέμεινε ενεργό»: α) κυριαρχία της μικροϊδιοκτησίας, β) δύσκαμπτος, χρονοβόρος και αναποτελεσματικός σχεδιασμός, γ) «υποταγή» της πολεοδόμησης στο κύκλωμα της παράνομης κατάτμησης, της αυθαίρετης δόμησης, της νομιμοποίησης των αυθαιρέτων, της εκτός σχεδίου δόμησης, δ) κυριαρχία του δημόσιου τομέα ως ο σχεδόν αποκλειστικός επισπεύδων της πολεοδόμησης (Οικονόμου και Πετράκος 1999: 417-419). Σε επίπεδο επίτευξης των τεθέντων στόχων και προτεραιοτήτων (όπως η βιώσιμη ανάπτυξη των πόλεων και οικισμών) τα αποτελέσματα ήταν φτωχά (βλ. Τασοπούλου 2011). Η ιδιόμορφη ανάπτυξη του συστήματος γης και κατοικίας στη χώρα καθόρισε σε σημαντικό βαθμό και τη συγκρότηση και εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου για τον σχεδιασμό, με τρόπο μάλιστα «ασύγχρονο», δηλαδή χωρίς να συμβαδίζει χρονικά με τις αντίστοιχες φάσεις εξέλιξης της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας (Γιαννακούρου 1999). Ως αποτέλεσμα, υπήρξε μια σειρά αρνητικών συνεπειών «στο πεδίο της συνοχής, λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας του θεσμικού πλαισίου: απουσία κεντρικής θεσμικής στρατηγικής και εμπειρισμός, νομικός πληθωρισμός και συνύπαρξη ετερόκλητων και ασυντόνιστων ρυθμίσεων και θεσμικών καθεστώτων, αναντιστοιχία στόχων, εργαλείων και μέσων άσκησης πολεοδομικής πολιτικής, καθώς και συχνή σύγχυση ή ταύτιση αιτίου και αποτελέσματος» (Γιαννακούρου 1999: 477). Έμειναν έτσι αναπάντητα ερωτήματα, όπως ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της δημόσιας παρέμβασης και ποιες οι νέες μορφές συλλογικής δράσης, πώς προσδιορίζεται το συλλογικό συμφέρον, πώς μέσα από τους θεσμούς θα επιτευχθεί η κοινωνική δικαιοσύνη και η συνοχή, ποιες είναι οι επιπτώσεις της διεθνοποίησης και ποιες οι δυνατότητες και τα όρια των εθνικών πολιτικών (Γιαννακούρου 1999). Σήμερα, το νέο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον που διαμορφώνεται ως απόρροια της κρίσης επιτάσσει τον μετασχηματισμό των μέχρι σήμερα κυρίαρχων αντιλήψεων και πρακτικών. Το παραδοσιακό πρότυπο οικιστικής ανάπτυξης έχει αποδομηθεί, με βασικό χαρακτηριστικό την «απαξίωση της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας» (Γιαννακούρου και

97


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 98

98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

Καυκαλάς 2014: 516). Νέα πρότυπα οικιστικής και επιχειρηματικής ανάπτυξης αναδύονται, με κεντρικό στοιχείο την αξιοποίηση μεγάλων δημόσιων εκτάσεων και τη θεσμοθέτηση ειδικών και ταχέων διαδικασιών χωροθέτησης και αδειοδότησης επενδυτικών σχεδίων (Γιαννακούρου και Καυκαλάς 2014), επιδιώκοντας «τη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών προσέλκυσης κεφαλαίων στην αστική ανάπτυξη» (Παγώνης 2013: 398). Αναμφισβήτητα, η τρέχουσα συγκυρία έχει επιφέρει μεταλλαγές στα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο παράγεται ο χώρος στην Ελλάδα, ενώ οι συμβατικές προσεγγίσεις του σχεδιασμού μοιάζει να μην επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τις διαφοροποιημένες προκλήσεις που αναδύονται. Το πώς μπορεί όμως ο σχεδιασμός να λειτουργήσει αποδοτικά και αποτελεσματικά σε συνθήκες κρίσης αποτελεί μείζων ζήτημα και ζητούμενο. Η σχετική συζήτηση σχετικά πρόσφατα έχει ανοίξει. Εντούτοις, όπως και σε παλαιότερες συγκυρίες (βλ. Ολυμπιακοί Αγώνες) θα πρέπει να συνειδητοποιηθεί ότι ακόμα και οι έντονες μεταλλαγές και τα μεγάλης κλίμακας εγχειρήματα πραγματοποιούνται σε ένα χώρο όπου υπάρχουν συγκεκριμένες δυναμικές και εγκαθιδρυμένες επί μακρόν πρακτικές, ενώ επίσης οι ρυθμίσεις που προωθούν τις μεταλλαγές δεν αποτελούν πάντα μια συνειδητή επιλογή (Βαΐου κ.ά. 2004). Μεθοδολογία της έρευνας Η εμπειρική έρευνα συνίσταται στη διεξαγωγή και ανάλυση συνεντεύξεων στη βάση ημι-δομημένου ερωτηματολογίου σε Έλληνες πολεοδόμους, και συγκεκριμένα α) επαγγελματίες πολεοδόμους, β) ακαδημαϊκούς και γ) πολεοδόμους της δημόσιας διοίκησης (στελέχη της διοίκησης υπεύθυνα για την επίβλεψη ή/και προώθηση της έγκρισης των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ) ή των Πολεοδομικών Μελετών). Συνολικά διεξήχθησαν 20 συνεντεύξεις. Το δείγμα που επιλέχτηκε είναι ενδεικτικό της σύστασης των Ελλήνων πολεοδόμων, καθώς συμπεριέλαβε επαγγελματίες με αρχικό υπόβαθρο σπουδών και των τριών Σχολών των οποίων οι απόφοιτοι έχουν κατοχυρωμένο επαγγελματικό δικαίωμα εκπόνησης πολεοδομικών μελετών: αρχιτέκτονες μηχ., μηχ. χωροταξίας, πολεοδομίας και περιφερειακής ανάπτυξης και τοπογράφοι μηχανικοί.7 Στο δείγμα συμμετείχαν πολεοδόμοι διαφόρων ηλικιακών ομάδων, ώστε να περιλαμβάνει τόσο την «παλαιά» όσο και τη «νέα» γενιά πολεοδόμων. Επι-

πλέον, συμπεριλήφθηκαν συνεντευξιαζόμενοι που επιλέχθηκαν λόγω διπλής ιδιότητας: είτε κατέχουν δύο ιδιότητες σήμερα (π.χ., πολεοδόμος μελετητής που είναι ταυτόχρονα και ακαδημαϊκός) είτε κατείχαν μία άλλη θέση στο παρελθόν και μπορούν να μεταφέρουν την εμπειρία τους και από τους δύο αυτούς χώρους (π.χ. ακαδημαϊκός σήμερα και πρώην στέλεχος της δημόσιας διοίκησης, ή μελετητής σήμερα και πρώην στέλεχος της δημόσιας διοίκησης κ.λπ.). Οι συμμετέχοντες στην έρευνα με την ιδιότητα του στελέχους της δημόσιας διοίκησης είναι αντιπροσωπευτικοί, καθώς προέρχονται από όλα τα επίπεδα διοίκησης που έχουν αρμοδιότητες χωρικού σχεδιασμού: Δήμοι, Περιφερειακή Διοίκηση, Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Θεσσαλονίκης. Τέλος, ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στο δείγμα έχουν εμπειρία από το εξωτερικό, είτε έχοντας παρακολουθήσει μεταπτυχιακές σπουδές σε κάποιο Πανεπιστήμιο του εξωτερικού είτε/και έχοντας εργαστεί εκεί. Το ημι-δομημένο ερωτηματολόγιο ήταν διαρθρωμένο με τρόπο ώστε να καλύψει τις απόψεις των συνεντευξιαζόμενων για τις τρεις ευρείες πτυχές της έρευνας: α) την αειφορία και το βιώσιμο πολεοδομικό σχεδιασμό, β) τις συμμετοχικές διαδικασίες και γ) τον ρόλο των πολεοδόμων στη διαδικασία του σχεδιασμού. Ειδικότερα θέματα που συμπεριλήφθηκαν στις συνεντεύξεις ανά πτυχή της έρευνας παρουσιάζονται συνοπτικά και επιλεκτικά στη συνέχεια. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι οι συζητήσεις με τους πολεοδόμους σε σημαντικό βαθμό κατευθύνθηκαν κατά περίπτωση από την ειδικότερη εμπειρία και αντίληψη του εκάστοτε συμμετέχοντα σε καθένα από τα επιμέρους ζητήματα. Ειδικότερα θέματα που συζητήθηκαν για το ζήτημα της αειφορίας: • Αντίληψη, κατανόηση, αποδοχή των σχετικών εννοιών (αειφορία, βιώσιμη ανάπτυξη, βιώσιμος πολεοδομικός σχεδιασμός, συμπαγής πόλη) • Εισαγωγή των εννοιών στο ελληνικό θεσμικό πλαίσιο και το σύστημα σχεδιασμού: πώς προέκυψε • Απόσταση πλαισίου/πολιτικής και σχεδιασμού • Προβλήματα εφαρμογής των παραπάνω εννοιών • Οικιστικές επεκτάσεις: με ποια κριτήρια σχεδιάζονται, με ποιες διαδικασίες οριστικοποιούνται, τι είδους παρεμβάσεις συναντώνται • Συσχέτιση με το θεσμικό πλαίσιο • Συσχέτιση βιώσιμης ανάπτυξης και βιώσιμου σχεδιασμού με την τρέχουσα οικονομική συγκυρία.


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 99

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ειδικότερα θέματα που συζητήθηκαν για το ζήτημα της συμμετοχής: • Αποδοχή των διαδικασιών συμμετοχής από τους πολεοδόμους • Πολιτική εξουσία και πρόθεση/κίνητρα ανάπτυξης συμμετοχικών διαδικασιών • Ρόλος του πολεοδόμου κατά τις συμμετοχικές διαδικασίες • Συμμετοχικές διαδικασίες και επίτευξη συναίνεσης/αποδοχής του σχεδιασμού • Εμπλεκόμενοι φορείς, ομάδες και συμφέροντα και η σημασία τους στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος του σχεδιασμού • Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων/παρατάξεων στις συμμετοχικές διαδικασίες. Ειδικότερα θέματα που συζητήθηκαν για το ζήτημα του ρόλου των πολεοδόμων: • Αντίληψη του ρόλου των πολεοδόμων στις διαδικασίες του σχεδιασμού και στη διαμόρφωση του τελικού προϊόντος του σχεδιασμού • Ελευθερία έκφρασης των απόψεων και της επιστημοσύνης των πολεοδόμων σε σχέση με επίσημες και ανεπίσημες διαδικασίες • Ρόλος της δημόσιας διοίκησης στις διαδικασίες του σχεδιασμού • Προβλήματα σε σχέση με τον ρόλο που αναλαμβάνουν οι διάφορες βαθμίδες διοίκησης και αυτοδιοίκησης • Ισχύς, σημασία και κρισιμότητα του ρόλου των διαφορετικών εμπλεκόμενων παικτών στον σχεδιασμό • Διαφαινόμενες αλλαγές στον ρόλο του πολεοδόμου • Σημασία και ρόλος των θεσμών στη διαδικασία του σχεδιασμού • Σχεδιασμός και λογοδοσία: ποιος είναι υπόλογος/υπεύθυνος• Σχεδιασμός και τρέχουσα οικονομική συγκυρία: αντιλήψεις για ενδεχόμενη αλλαγή του ρόλου και του περιεχομένου του σχεδιασμού. Πορίσματα της έρευνας Τα πορίσματα της έρευνας συνίστανται στις απόψεις των συμμετεχόντων αναφορικά με τις τρεις πτυχές της έρευνας, με ομαδοποιήσεις και σύνθεσή τους, αλλά και κατά περίπτωση ανάδειξη διαφοροποιήσεων.

Η αειφορία στον σχεδιασμό Σημαντικό μέρος των ερωτώμενων δήλωσε ότι η έννοια της αειφορίας δεν είναι κατανοητή και χρήζει αποσαφήνισης, ενώ ένα άλλο, επίσης σημαντικό, μέρος αντιλαμβάνεται την αειφορία ως περιβαλλοντική προστασία (Πίνακας 1). Η αντίληψη του όρου της αειφορίας συσχετισμένης κατά βάση με την περιβαλλοντική διάσταση θα πρέπει εν μέρει να αποδοθεί στην επιλογή του συγκεκριμένου ελληνικού όρου που χρησιμοποιήθηκε για τη μετάφραση του αγγλικού όρου “sustainability”. Η κοινωνική και οικονομική διάσταση της έννοιας στην πλειονότητα των περιπτώσεων αγνοήθηκε, ενώ κεντρικό ζητούμενο που αναδείχθηκε αποτελεί η ανάγκη «κεντρικής» καθοδήγησης για την αποσαφήνιση των εννοιών και την πρακτική τους εφαρμογή. Η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα δήλωσε ότι ενστερνίζονται την αειφορία ως καθοδηγητική αρχή στην πρακτική του σχεδιασμού, αλλά ταυτόχρονα ορισμένοι από αυτούς δήλωσαν ότι η αειφορία είναι α) μια «αφηρημένη ιδέα» που οδηγεί σε πρακτικές που επηρεάζονται από προσωπικές αντιλήψεις και τάσεις, β) «ένας ασαφής όρος που χρησιμοποιείται με βάση προσωπικά κριτήρια», γ) «ένας βολικός όρος», δ) ένας «υποκειμενικός» όρος που ερμηνεύεται με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με τις αντιλήψεις του ατόμου που σχεδιάζει, του ατόμου που παρακολουθεί και επιβλέπει τον σχεδιασμό, του αρμόδιου για την έγκριση, αλλά και ανάλογα με το επιθυμητό αποτέλεσμα, ε) μια ιδέα που «μπορεί να οδηγήσει σε στασιμότητα και συντηρητισμό», στ) «μια ευρεία ευχή που μπορεί να πλαισιώσει οποιαδήποτε πολιτική». Πολύ λίγοι συμμετέχοντες πιστεύουν ότι η ενσωμάτωση του στόχου της αειφορίας και των αρχών της στο ελληνικό πλαίσιο σχεδιασμού ήταν το αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης, από πλευράς πολιτικής και κοινωνικής κοινότητας, μιας ανάγκης διευθέτησης της διαχείρισης του δομημένου περιβάλλοντος και της αστικής ανάπτυξης με ένα βιώσιμο τρόπο. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες απέδωσαν την εισαγωγή της έννοιας στην προσχώρηση της χώρας στην Ευρωπαϊκή

99


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 100

100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

Ένωση, διαφωνώντας ωστόσο με την άποψη ότι επρόκειτο για μια ιδέα που «επιβλήθηκε» στη χώρα εκ των άνω. Για ορισμένους, η εισαγωγή της έννοιας αποδίδεται στη «μόδα» της εποχής. Διαπιστώθηκε ότι, παρ’ όλο που η αειφορία αποτελεί μία εύκολα αποδεκτή έννοια στη θεωρία, η ιδιαίτερα αόριστη και ασαφής ενσωμάτωσή της στην πρακτική του σχεδιασμού και η ανεπάρκεια ή καθυστέρηση διάχυσης των πρακτικών εφαρμογών της στα στελέχη της διοίκησης, εντείνει τα προβλήματα αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας του συστήματος σχεδιασμού. Επιπλέον, το ήδη διαμορφωμένο, σε σημαντικό βαθμό, αστικό και περιαστικό δομημένο περιβάλλον στις ελληνικές πόλεις πριν από τις όποιες απόπειρες σχεδιασμού θεωρείται βασικό

εμπόδιο για το βιώσιμο πολεοδομικό σχεδιασμό. Αυτή η ιδιαιτερότητα υπογραμμίζει τη δυσκολία στη διαχείριση ενός υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης, το οποίο ως γνωστόν, σε πολλές περιπτώσεις, βασίζεται σε αυθαίρετη ανάπτυξη. Κανένας συνεντευξιαζόμενος δεν συσχέτισε την αειφορία με τη διαδικασία, αλλά μόνο με το ίδιο το προϊόν του σχεδιασμού, παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των μελετητών και στελεχών της διοίκησης θεωρούν ότι οι ανεπίσημες παρεμβάσεις κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού ευθύνονται, σε σημαντικό βαθμό, για τα μη βιώσιμα πρότυπα ανάπτυξης. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες παραδέχτηκαν ότι ο σχεδιασμός στην Ελλάδα είναι ισχυρά εξαρτώμενος από


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 101

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

τα συμφέροντα της μικρο-ιδιοκτησίας, τα οποία έχουν την ισχύ να επηρεάσουν αρνητικά τις σχεδιαστικές αποφάσεις. Η «ευαισθησία» της τοπικής διοίκησης απέναντι στις απαιτήσεις και φιλοδοξίες του εκλογικού σώματος επιτρέπει αξιοσημείωτες αποκλίσεις από τον αρχικό σχεδιασμό των πολεοδόμων, καθώς και αποκλίσεις από το επιστημονικά αποδεκτό και ρεαλιστικά αιτιολογημένο μέγεθος της οικιστικής ανάπτυξης. Η έμφυτη προσδοκία της αύξησης της υπεραξίας, η παρουσία ανεπίσημων διαπραγματεύσεων που ευνοούν συγκεκριμένα συμφέροντα και οι οποίες λαμβάνουν χώρα σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης, αλλά και οι αξιώσεις συντεχνιακών / επαγγελματικών συμφερόντων, υποβαθμίζουν το στόχο της αειφορίας. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι τα πορίσματα της έρευνας αναφορικά με το ειδικότερο ζήτημα της συμπαγούς ή συνεκτικής πόλης. Η έννοια δεν είναι εύκολα κατανοητή από τους συμμετέχοντες στην έρευνα ή συσχετίζεται με ορισμένες μόνο πτυχές του συγκεκριμένου προτύπου (π.χ., περιορισμός της αστικής μεγέθυνσης). Η ανεπάρκεια αντίληψης της έννοιας συσχετίστηκε με έλλειψη εξειδίκευσης και προσαρμογής της στις ιδιαιτερότητες του ήδη διαμορφωμένου προτύπου αστικής ανάπτυξης και στα ειδικά χαρακτηριστικά της ιδιοκτησίας γης στην Ελλάδα. Διαπιστώθηκε από ορισμένους συνεντευξιαζόμενους η ανάγκη υιοθέτησης διαφορετικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση διαφορετικών φαινομένων ή/και την κάλυψη ζήτησης για διαφορετικά οικιστικά πρότυπα, ώστε να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές συνέπειες από τη ‘μονοκαλλιέργεια’ ενός μοναδικού μοντέλου ανάπτυξης. Ωστόσο, μια τέτοια επιδίωξη θα απαιτούσε νέα εργαλεία σχεδιασμού για το χειρισμό των ελληνικών ιδιαιτεροτήτων και ιδιομορφιών, όπως είναι ενδεικτικά: α) η δυσκολία της εντατικοποίησης της υφιστάμενης ανάπτυξης εντός των κέντρων των πόλεων, β) η αδυναμία επανάχρησης και εκ νέου ανάπτυξης υφιστάμενων υποβαθμισμένων ή εγκαταλελειμμένων κτιρίων όπως και επανάχρησης αδρανών ελεύθερων χώρων, γ) η δυσκολία απόκτησης ενιαίας και ικανού μεγέθους έκτασης γης για ανάπτυξη λόγω πολύ-ιδιοκτησίας, δ) η έλλειψη κατευθύνσεων και μεθόδων για την αποδοτική αξιοποίηση και εφαρμογή εργαλείων αστικής ανάπλασης, κ.ά. Οι πολεοδόμοι διακατέχονται από διαφορετικές αντιλήψεις αναφορικά με το ποιο μοντέλο οικιστικής

ανάπτυξης (σε σχέση με το ΣΔ) θεωρείται «συνεκτικό» ή όχι. Για παράδειγμα, φαίνεται ότι δεν υπάρχει κοινή αντίληψη όσον αφορά το μοντέλο που παράγεται με βάση τις διατάξεις της εκτός σχεδίου δόμησης και το κατά πόσο αυτό ανταποκρίνεται ή όχι σε βιώσιμα πρότυπα. Ταυτόχρονα, τόσο μελετητές όσο και στελέχη της διοίκησης παραδέχτηκαν ότι οι σχεδιαστικές επιλογές και αποφάσεις τους σε σημαντικό βαθμό επηρεάζονται από τη δεδομένη συνήθη πρακτική της υπέρβασης της επιτρεπόμενης δόμησης, κατανοώντας εκ των προτέρων ότι αυτή η ιδιομορφία της ελληνικής πρακτικής θα διαμορφώσει εν τέλει ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης από το σχεδιαζόμενο (για παράδειγμα ένα μοντέλο σημαντικά υψηλότερης πυκνότητας). Με αφορμή την επικείμενη μεταρρύθμιση του συστήματος για το χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό, οι συνεντευξιαζόμενοι κλήθηκαν να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με το βαθμό ευελιξίας ή αυστηρής ρύθμισης του συστήματος, της νομοθεσίας και του ίδιου του σχεδιασμού. Οι απαντήσεις που έδωσαν ήταν ανάμεικτες. Από τη μια πλευρά, για ορισμένους η μεγάλη ακαμψία στην τροποποίηση των σχεδίων αλλά στην προσωπική στάση στελεχών της διοίκησης αντικατοπτρίζει μια «αντι-αναπτυξιακή» αντίληψη. Από την άλλη, αν και αρκετοί τάσσονται υπέρ ενός περισσότερο στρατηγικού σχεδιασμού, εμφανίζονται σκεπτικοί απέναντι στην ευρεία ευελιξία. Υποστηρίζουν ότι δεν είναι εύκολο να διαχειριστεί κανείς την ευελιξία ή τον έλεγχο της εφαρμογής ενός ευέλικτου σχεδιασμού, δεδομένης της ελληνικής κουλτούρας, είτε πρόκειται για την κουλτούρα του σχεδιασμού, είτε για την προσωπική κουλτούρα είτε για την «ανωριμότητα» της ίδιας της κοινωνίας να αποδεχθεί την ευελιξία (αγνόηση νόμων και θεσμών ή αγνόηση των επιπτώσεων των προσωπικών δράσεων απέναντι στους άλλους). Αυτός ο σκεπτικισμός αντανακλά επίσης μια έλλειψη πίστης στους θεσμούς και στα συγκεκριμένα άτομα που θα κληθούν να διαχειριστούν έναν περισσότερο ευέλικτον σχεδιασμό. Η επιτυχία ενός αυστηρού ή ευέλικτου σχεδιασμού εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την “ποιότητα” τόσο των πολεοδόμων όσο και των στελεχών της δημόσιας διοίκησης, δηλαδή από την κουλτούρα, την ηθική, την επιστημονική γνώση και το επαγγελματικό ήθος. Στελέχη της διοίκησης αναφέρθηκαν στην «αδιαφορία», τη «διαπλοκή» και τη «διαφθορά» στελεχών της διοίκησης καθώς και

101


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 102

102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

στην έλλειψη εκπαίδευσης, ενημέρωσης και βούλησης των μελετητών. Από την πλευρά τους ορισμένοι επαγγελματίες πολεοδόμοι διέκριναν την ‘τυπολατρία’ ως ένα σημαντικό αρνητικό χαρακτηριστικό των στελεχών της διοίκησης. Οι συμμετοχικές διαδικασίες Κρίσιμο ζήτημα της συγκεκριμένης ενότητας των συνεντεύξεων αποτέλεσε ο βαθμός συμμετοχής των πολιτών στις συμμετοχικές διαδικασίες και η δυνατότητα ουσιαστικής επιρροής τους επί των αποφάσεων. Οι ερωτώμενοι αναγνώρισαν συνολικά ότι υπάρχει έλλειψη δημόσιας συμμετοχής, η οποία οφείλεται συχνά στη μη κατανόηση του αντικειμένου και του σκοπού αυτής της συμμετοχής. Η συμμετοχή των πολιτών σε ελάχιστες περιπτώσεις υπερβαίνει το ατομικό συμφέρον και ιδιαίτερα της ένταξης ή μη στο σχέδιο της προσωπικής ιδιοκτησίας. Η επάρκεια ή η έλλειψη συμμετοχής συνδέθηκε από ορισμένους και με το συγκεκριμένο τόπο, την κλίμακα, το μορφωτικό επίπεδο, την οικονομική ευμάρεια. Διακρίνοντας μεταξύ των δύο υφιστάμενων επιπέδων πολεοδομικού σχεδιασμού στη χώρα (Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο και Πολεοδομική Μελέτη), διατυπώθηκαν ειδικότερες απόψεις. Στο επίπεδο των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων (ΓΠΣ), η περιορισμένη συμμετοχή των πολιτών σχετίζεται κατά κύριο λόγο με προσωπική αδιαφορία και δευτερευόντως με έλλειψη ενημέρωσης, τόσο επί της διαδικασίας όσο και περί του αντικειμένου και περιεχομένου του σχεδίου. Εντούτοις, υπάρχει ένα μέρος αυτών των διαδικασιών που είναι ουσιαστικές. Πρόκειται για το τυπικό μέρος της κατοχύρωσης του εγκρίνοντος το σχέδιο απέναντι σε ένα μελετητή και στις τυχόν προσωπικές του αντιλήψεις ή επιδιώξεις ή ακόμη και προσωπικά συμφέροντα. Πέραν τούτου, πρόκειται για μια διαδικασία κατοχύρωσης αλλά και έκφρασης γνώμης ορισμένων συμμετεχόντων με ειδική γνώση των προβλημάτων και αναγκών της εκάστοτε περιοχής μελέτης. Στον αντίποδα, διατυπώθηκε από αρκετούς η άποψη ότι πρόκειται για μια μη εποικοδομητική διαδικασία που οδηγεί στην περιπτωσιολογία και επομένως στην απώλεια της ουσίας της. Οι συζητήσεις που συνήθως λαμβάνουν χώρα δεν επικεντρώνονται στη συνολική στρατηγική προσέγγιση για την περιοχή, αλλά σε προσωπικά ή «πολιτικά

ευαίσθητα» προβλήματα χωρίς πάντα καλή προαίρεση. Στο επίπεδο της Πολεοδομικής Μελέτης, η συμμετοχή των πολιτών είναι βεβαίως περισσότερο υπαρκτή, δεδομένων των περισσότερο κατανοητών για τον πολίτη ζητημάτων που χειρίζεται και τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στην προσωπική ιδιοκτησία. Ποια είναι όμως η στάση των ίδιων των πολεοδόμων απέναντι στις συμμετοχικές διαδικασίες; Η πλειονότητα των μελετητών δήλωσε ότι θα επιθυμούσε να τις αποφύγει. Οι λόγοι για τη συγκεκριμένη στάση σχετίζονται με την πιθανότητα δημιουργίας εμπλοκών στην ομαλή εξέλιξη της μελέτης, με την αύξηση του κόστους απασχόλησής τους, με την αίσθηση ότι το επιστημονικά ορθό είναι δευτερεύουσας σημασίας σε αυτές τις διαδικασίες, ή/και με την αναφερόμενη προηγουμένως αδυναμία κατανόησης από πλευράς πολιτών του αντικειμένου και περιεχομένου της μελέτης. Το ζήτημα της εκπροσώπησης φορέων και κοινωνικών ομάδων είναι επίσης ένα ζήτημα που αμφισβητούν και ενισχύει την ενδογενή αρνητική τους στάση απέναντι στις συμμετοχικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται επιφυλακτικοί απέναντι στις οργανωμένες ομάδες που συμμετέχουν στις ανοικτές διαδικασίες και αμφιβάλλουν για τη θεσμική υπόσταση ορισμένων από αυτές αλλά και για τα συμφέροντα τα οποία φέρονται να εκπροσωπούν. Ακόμα και οι παρεμβάσεις αυτών των ομάδων θεωρούν πως έχουν ως σκοπό την προβολή και ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων μέσα από συλλογικά όργανα. Για ψηφοθηρικούς λόγους, ωστόσο, διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες του σχεδιασμού. Παρά τη γενικότερη δυσπιστία τους απέναντι στις συμμετοχικές διαδικασίες αλλά και την εγγενή απροθυμία τους να συμμετάσχουν σε αυτές, οι πολεοδόμοι μελετητές έχουν σχετικά κοινή άποψη για το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος τους σε αυτές τις διαδικασίες: ενημερωτικός, επεξηγηματικός, εν μέρει διαπαιδαγωγικός. Ο πολεοδόμος πρέπει να έχει την ικανότητα να δημιουργεί ένα πλαίσιο διαλόγου και ανταλλαγής απόψεων, να κρίνει τις απόψεις που διατυπώνονται και να αξιοποιεί την επιστημοσύνη του για να αξιολογεί πτυχές που ενδεχομένως ο ίδιος δεν έχει εντοπίσει. Ωστόσο, η οικονομική -και όχι μόνο- εξάρτησή τους από τον εργοδότη, τους οδηγεί στην ανάληψη ενός ρόλου συνηγόρου των συμφερόντων του, χωρίς πάντα


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 103

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ο ρόλος αυτός να συνάδει με τις προσωπικές τους αντιλήψεις, αξίες και πρότυπα. Η πλειονότητα των συνεντευξιαζόμενων αμφιβάλλει για την ενσωμάτωση των πορισμάτων των συμμετοχικών –ανοικτών– διαδικασιών κατά τη διαμόρφωση του τελικού σχεδίου και για την επίτευξη συναίνεσης. Η πολλαπλότητα και η συνθετότητα των εμπλεκόμενων συμφερόντων εγείρει έντονες και διαφοροποιημένες αντιδράσεις, των οποίων η αποτελεσματική διαχείριση είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Συνολικά μοιάζει ότι το τελικό σχέδιο αποτελεί έναν συμβιβασμό μεταξύ Δήμου, Διευθύνουσας Υπηρεσίας και μελετητή, αν και η ισορροπία μεταξύ αυτών δεν είναι συνήθως εφικτή. Ως περισσότερο ισχυρούς παίκτες κατατάσσουν οι μελετητές την τοπική αυτοδιοίκηση, τη διευθύνουσα ή επιβλέπουσα υπηρεσία των μελετών και, κατά περίπτωση, την τοπική κοινωνία. Οι συνεντευξιαζόμενοι ρωτήθηκαν για τους λόγους που κατά τη γνώμη τους οδηγούν στο εντεινόμενο -τα τελευταία χρόνια- ενδιαφέρον της πολιτικής εξουσίας για ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών. Οι απαντήσεις δεν παρουσίασαν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την ουσία τους: «για πολιτικούς λόγους», «για ψηφοθηρία», «για να επιδείξει έργο στους ψηφοφόρους», «για να νομιμοποιήσει τις αποφάσεις», «για να κατοχυρώσει», «για να είναι τυπικά εντάξει», «για να μην κατηγορηθεί ότι δεν ακολούθησε συμμετοχικές διαδικασίες». Η πλειονότητα θεωρεί ότι η πολιτική αρχή δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις διαδικασίες ως ουσιαστικές.8 Ιδιαίτερες αναφορές έγιναν από μελετητές για περιπτώσεις υποδείξεων Δημάρχων για «απόκρυψη» συγκεκριμένων «ευαίσθητων» ζητημάτων κατά τη διάρκεια της ανοικτής παρουσίασης μελέτης, υπό την ανησυχία των αντιδράσεων από το ακροατήριο. Ανάλογη υπόδειξη έχει υπάρξει σε κάποιους μελετητές και από πλευράς Τεχνικής Υπηρεσίας για την αποφυγή αντιδράσεων της πολιτικής αρχής. Τέλος, ορισμένοι παραδέχτηκαν ότι αυτός ο χειρισμός έχει αποτελέσει και δική τους προσωπική επιλογή σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αναφορικά με τον ρόλο των πολιτικών παρατάξεων στις ανοικτές διαδικασίες, φαίνεται ότι δεν θεωρείται από τους επαγγελματίες πολεοδόμους ουσιαστικός, αφού σκοπός των όποιων παρεμβάσεων είναι η εξασφάλιση συγκεκριμένων δικαιωμάτων και ωφελειών για τους ψηφοφόρους τους. Αν και επί της ουσίας φαίνεται να μην υπάρχουν ουσιαστικές διαφοροποιήσεις

μεταξύ των παρατάξεων που απαρτίζουν ένα Δημοτικό Συμβούλιο όσον αφορά τη συνολική στρατηγική, ο έκδηλος ανταγωνισμός και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις αντανακλούν σχεδόν αποκλειστικά την επιδίωξη αποφυγής «πολιτικής ήττας». Ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων εν γένει θεωρείται ανύπαρκτος. Τα κόμματα δεν διαθέτουν συνήθως επεξεργασίες για τοπικά θέματα και όταν πράγματι εκφράζουν απόψεις για τον σχεδιασμό αυτές έχουν διαμορφωθεί από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες και συμφέροντα που ανήκουν στο συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, εκφράστηκε από αρκετούς συνεντευξιαζόμενους η άποψη ότι τα επαγγελματικά συμφέροντα επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις διαδικασίες του σχεδιασμού. Τονίστηκε ότι ακόμα και υψηλά ιστάμενα στελέχη δημοσίων υπηρεσιών εξυπηρετούν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων και αντιστέκονται στην εισαγωγή νέων προσώπων, με νέες ιδέες, ακόμα και με διαφορετικά επαγγελματικά συμφέροντα, στη δημόσια διοίκηση. Όσον αφορά τις επίσημες διαδικασίες γνωμοδότησης των δημόσιων φορέων που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο εκπόνησης μελετών ΓΠΣ (Β1 Στάδιο), είναι κατά την άποψη των περισσότερων μελετητών τυποποιημένες και τυπικές, και κατ’ εξαίρεση μπορούν να γίνουν ουσιαστικές. Το «φιλτράρισμα» (και αναλόγως η συμπερίληψη ή αγνόηση) των γνωμοδοτήσεων εξαρτάται από τον εκάστοτε υπεύθυνο για τον σχεδιασμό φορέα, τις προσωπικές θεωρήσεις τόσο επιστημονικές όσο και διαδικαστικές (επί παραδείγματι τυχόν εμπλοκές που μπορεί να εντοπίσει) του εκάστοτε επιβλέποντα και την ισχύ των αρμοδιοτήτων του εμπλεκόμενου φορέα σε σχέση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής μελέτης. Η αναγκαιότητα συσχέτισης και «ώσμωσης» μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων σχεδιασμού δε γίνεται αντιληπτή από τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης, όπως διατυπώθηκε τόσο από τους ίδιους όσο και από τους μελετητές. Το ζήτημα συσχετίστηκε με την άγνοια για κρίσιμες πτυχές του σχεδιασμού, την απαξίωση των συμμετοχικών διαδικασιών, την αδιαφορία απέναντι στην προσωπική επιστημονική εξέλιξη, αλλά και έλλειψη πίστης στους θεσμούς. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας κυρίως των προβλημάτων εφαρμογής που προέκυψαν μετά τη θεσμοθέτηση των πρώτων ΓΠΣ και αποτυπώθηκαν στην πράξη κυρίως κατά τη διαδικασία των αδειοδοτήσεων, δημιουργήθηκε το

103


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 104

104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

πλαίσιο για την κατανόηση της σημασίας της ουσιαστικής και στοχευμένης συμμετοχής των δημοσίων φορέων στις διαδικασίες γνωμοδότησης. Ο ρόλος του πολεοδόμου Αναφορικά με τον ρόλο του πολεοδόμου κατά τη διαδικασία του πολεοδομικού σχεδιασμού, η πλειονότητα των μελετητών δήλωσε ότι ο μελετητής εκφράζει κατά κύριο λόγο την άποψη του εργοδότη και εν μέρει, ιδίως στα αρχικά στάδια της μελέτης, την προσωπική του άποψη, βασισμένη στις αρχές της επιστήμης και στη στρατηγική που ο ίδιος κρίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει ο συγκεκριμένος σχεδιασμός. Η έκφραση της άποψης του εργοδότη είναι κατά την άποψη ορισμένων «μοιραία», καθώς ο πολεοδόμος είναι εν πολλοίς ένας «επαγγελματίας εξαρτημένης εργασίας». Επομένως, κατ’ ανάγκη τίθενται ερωτήματα αναφορικά με την «ελευθερία» του. Η σημασία του πολιτικού κόστους σε συνδυασμό με την προσωπική αντίληψη του εκάστοτε Δημάρχου επισημάνθηκε ως στοιχείο καθοριστικό για την εξέλιξη του σχεδιασμού. Ο σχεδιασμός και οι μελετητές –είτε άμεσα είτε έμμεσα- υφίστανται έντονες πιέσεις, στις οποίες μάλιστα συχνά δεν προτίθενται / επιθυμούν να αντιδράσουν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αναλαμβάνουν ένα ρόλο συμβιβαστικό ανάμεσα στην τοπική αυτοδιοίκηση και στην αρμόδια δημόσια αρχή του σχεδιασμού (κεντρική / αποκεντρωμένη). Τα στελέχη της διοίκησης, από την πλευρά τους, αντιλαμβάνονται τον ρόλο τους ως διαπραγματευτές που προσπαθούν να συμβιβάσουν τις τοπικές απαιτήσεις, ανάγκες και προσδοκίες με τις θεσμικές κατευθύνσεις για τον σχεδιασμό. Θεωρούν πάντως την εξάρτηση του μελετητή από τον εργοδότη ως τροχοπέδη για τον άρτιο σχεδιασμό. Σε σχέση με το ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του πολεοδόμου, οι απαντήσεις επικεντρώθηκαν στην ερμηνεία της νομοθεσίας και του πλαισίου, στην παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τον εργοδότη, στην επιστημονική ερμηνεία και επεξήγηση των επιλογών του σχεδιασμού, στην αναζήτηση της χρυσής τομής ανάμεσα σε αντικρουόμενες απόψεις. Ορισμένοι ερωτώμενοι επικεντρώθηκαν σε πτυχές που σχετίζονται με την προσωπικότητα του εκάστοτε μελετητή: τις προσωπικές αντιστάσεις απέναντι στις πιέσεις που δέχεται και τη δυνατότητά του να ελιχθεί

απέναντι σε αυτές, τη σχετική του ανεξαρτησία από τον εργοδότη, τη δυνατότητα αποδέσμευσης ή αποστασιοποίησης από τις πελατειακές σχέσεις, την ικανότητα και διάθεση υποστήριξης της επιστημονικής του γνώσης κ.λπ. Παράλληλα αναγνωρίστηκε η σημασία της διοίκησης ως προς τον έλεγχο του προϊόντος του σχεδιασμού πριν την έγκρισή του. Δεδομένου ότι η νομοθεσία είναι συχνά ασαφής και επιτρέπει περιθώρια παρεκκλίσεων και διαφορετικών χειρισμών (είτε επίσημα είτε ανεπίσημα και συχνά «υπόγεια»), ακόμα και η διαδικασία τελικού ελέγχου και έγκρισης του σχεδίου μπορεί να υποστεί σημαντικές παρεμβάσεις. Και σε αυτή την περίπτωση, η προσωπικότητα και η εξουσία που κατέχουν συγκεκριμένα άτομα ή αντίστοιχα η ατομική αντίσταση συγκεκριμένων στελεχών της διοίκησης απέναντι στις πιέσεις καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό το τελικό προϊόν του σχεδιασμού. Μάλιστα, η υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της διοίκησης προσδίδει στα στελέχη μεγαλύτερη ισχύ και μεγαλύτερη δυνατότητα παρεμβάσεων και επηρεασμού των τελικών επιλογών. Συμπληρωματικά, η διάθεση της διοίκησης για υιοθέτηση νέας επιστημονικής γνώσης, αναγνώρισης δικών της προβληματικών χειρισμών και λήψης διορθωτικών πράξεων βασισμένη στην προϋπάρχουσα εμπειρία, καταδείχθηκαν από τους μελετητές ως «αρετές» για την ομαλή ολοκλήρωση ενός σχεδίου. Ποιός είναι εν τέλει ο ισχυρός παίκτης στην όλη διαδικασία; Οι απαντήσεις δεν ήταν εύκολο να δοθούν και ήταν μικτές. Αρκετοί ερωτώμενοι απάντησαν ότι κατά περίπτωση ο ισχυρός παίκτης διαφοροποιείται. Ο πολεοδόμος συχνά έχει σύμμαχό του την τοπική αυτοδιοίκηση, άλλοτε έχει απέναντί του την τοπική κοινωνία (που κατά περίπτωση μπορεί να είναι ένας ισχυρός παίκτης), άλλοτε βρίσκεται σε σύγκρουση με τη Διευθύνουσα Υπηρεσία (συχνά υποκινούμενη από μικροσυμφέροντα) κ.λπ. Άλλοι θεωρούν τη Δημοτική Αρχή ως τον ισχυρό παίκτη και άλλοι τον επιβλέποντα, ο οποίος δίνει στο μελετητή την εντολή και τις κατευθύνσεις για την ολοκλήρωση της μελέτης, συνδυάζοντας τα πορίσματα των επίσημων διαδικασιών αλλά και βασισμένος στις προσωπικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις. Μια ενδιαφέρουσα άποψη είναι ότι ο ισχυρός παίκτης είναι αυτός που εκπροσωπεί τα πελατειακά συμφέροντα (ο οποίος μπορεί να εντάσσεται είτε στο τοπικό επίπεδο είτε στην κεντρική διοίκηση), ή «οι ανεπίσημες συναλλαγές και η διαπλοκή». Ιδιαί-


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 105

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

τερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι μόνο ένας μελετητής δήλωσε ότι όταν οι διαδικασίες είναι «ισορροπημένες» τον κύριο ρόλο τον έχει ο μελετητής. Η μεγαλύτερη δυσκολία στις απαντήσεις των συνεντευξιαζόμενων αφορούσε το ζήτημα της λογοδοσίας και το ερώτημα «ποιος θα έπρεπε να είναι υπόλογος για τον σχεδιασμό», με τον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε αυτός μέχρι σήμερα. Η πλειονότητα των ερωτώμενων και των τριών κατηγοριών (μελετητές, ακαδημαϊκοί, στελέχη της δημόσιας διοίκησης) θεωρούν ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, ο πολεοδόμος δεν μπορεί να έχει υψηλή ευθύνη. Αν και εκφράστηκαν απόψεις ότι κατά τη διάρκεια εκπόνησης της μελέτης πρόκειται για «συνευθύνη» (κυρίως μελετητή και επιβλέποντος), φαίνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης εν τέλει αποδίδεται στην πολιτεία, στη διοίκηση και ακόμα πιο συγκεκριμένα (στην πλειονότητα των απαντήσεων) στην υπηρεσία που εγκρίνει το σχέδιο. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, από τη στιγμή που η μελέτη φτάνει σε επίπεδο έγκρισης και σε επίπεδο σύνθεσης των απόψεων που προκύπτουν από τις συμμετοχικές διαδικασίες -οπότε ο μελετητής λαμβάνει συγκεκριμένες και σαφείς εντολές για την ολοκλήρωση της μελέτης- η ευθύνη του τουλάχιστον υποβαθμίζεται, αν όχι εξαλείφεται. Συνθετικά συμπεράσματα Η «κουλτούρα σχεδιασμού» (planning culture) αποτέλεσε το θεωρητικό υπόβαθρο της παρούσας έρευνας. Στο επίκεντρο της έρευνας τέθηκε η «υποκειμενική» συμπεριφορά των Ελλήνων πολεοδόμων, που καθορίζεται από τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, αντιλήψεις, αξίες, γνώση, λογική, προτιμήσεις και ηθικά πρότυπα, επιχειρώντας την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτή επιδρά και επηρεάζει τις διαδικασίες του σχεδιασμού. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι πολεοδόμοι διατηρούν τις δικές τους αξίες και στάσεις απέναντι στον σχεδιασμό και εκφράζουν, σε συνδυασμό με την επιστημονική τους γνώση, μια συγκεκριμένη στρατηγική ανάπτυξης και οργάνωσης. Ωστόσο, εξωτερικοί παράγοντες και πιέσεις μπορούν να διαφοροποιήσουν ή/και να λειτουργήσουν ενάντια στις αξίες τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν την ύπαρξη απόστασης μεταξύ δηλωθέντων αρχών πολιτικής και διαδικασίας διαμόρφωσης σχεδίων. Η αειφορία

συγκεκριμένα, παρότι αποτελεί μια αρχή αποδεκτή από την επαγγελματική κοινότητα, δεν γίνεται άρτια κατανοητή για μια σειρά από λόγους: έλλειψη κεντρικής καθοδήγησης, εξειδικευμένης εκπαίδευσης και συνεχούς κατάρτισης και συγκεχυμένη θεωρητική και πρακτική ερμηνεία των σχετικών εννοιών. Ταυτόχρονα, διαχρονικά εγκαθιδρυμένα χαρακτηριστικά του πλαισίου και της παράδοσης σχεδιασμού στην Ελλάδα, όπως αυτά περιγράφηκαν σε προηγούμενη ενότητα, επηρεάζουν αρνητικά την ενσωμάτωση των αρχών της αειφορίας στην πρακτική του σχεδιασμού. Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί η διαπίστωση ότι η προσωπική κουλτούρα και συγκεκριμένα οι αξίες, οι πεποιθήσεις και οι προσωπικές ερμηνείες των συμμετεχόντων στις διαδικασίες του σχεδιασμού, διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό το τελικό προϊόν και εν προκειμένω συμβάλλουν στην απόκλιση μεταξύ των εκπεφρασμένων στόχων και αποτελέσματος. Οι προσωπικές και κοινωνικές προτιμήσεις αναφορικά με το κατάλληλο ή προτιμητέο μοντέλο ανάπτυξης και μοντέλο ποιότητας ζωής καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τις επιλογές του σχεδιασμού. Τόσο η πολιτική όσο και η επαγγελματική κοινότητα στερούνται κατανόησης των διαφορετικών αναγκών που προκύπτουν από διαφορετικά περιβάλλοντα, πλαίσια και συνθήκες. Άλλωστε, η αιτία για την αποτυχία μεταφύτευσης εννοιών, εργαλείων και θεσμών θα πρέπει να αποδοθεί σε σημαντικό βαθμό στα ισχύοντα πρότυπα ανάπτυξης, τις κυρίαρχες επίσημες και ανεπίσημες διαδικασίες, και τις προσωπικές ή/και συλλογικές κουλτούρες. Η επίδραση της κουλτούρας στις διαδικασίες του σχεδιασμού αποτυπώνεται στις αντιλήψεις της επαγγελματικής κοινότητας και στα αποτελέσματα των ακολουθούμενων συμμετοχικών διαδικασιών. Η αξία της συμμετοχής δεν είναι αυτόματα αποδεκτή ακόμα και για τους ίδιους τους –εν δυνάμει- «ενορχηστρωτές» αυτών των διαδικασιών, τους πολεοδόμους, τουλάχιστον με δεδομένες τις ισχύουσες θεσμικά προβλέψεις και τις ανεπίσημες παρεμβάσεις που χαρακτηρίζουν διαχρονικά τη διαδικασία του σχεδιασμού. Οι θεσμικά προβλεπόμενες διαδικασίες συμμετοχής και διαβούλευσης διατηρούν ένα συμβολικό ρόλο, χαρακτηρίζονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων ως τυπικές και τυποποιημένες, με επιλεγμένες μόνο περιπτώσεις να προσπερνούν την έννοια της υποχρέωσης και του πολιτικά ορθού. Η αντίληψη περί έλλειψης ουσίας των συμμετοχικών διαδικασιών σχετίζεται με την έλ-

105


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 106

106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

λειψη πίστης στους θεσμούς αλλά και αδιαφορία απέναντι στην προσωπική επιστημονική εξέλιξη στελεχών της διοίκησης, την περιορισμένη αντίληψη και γνώση τους, την έλλειψη συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών υπηρεσιών, αλλά και μια διάχυτη αίσθηση ότι ο επηρεασμός του προϊόντος του σχεδιασμού εξαρτάται από την ισχύ του εκάστοτε φορέα. Συνεπώς, τόσο η διοικητική λογική όσο και η στάση των πολεοδόμων δεν είναι συνυφασμένη με την ουσιαστική ενσωμάτωση και ενθάρρυνση της συμμετοχής ατόμων και ομάδων στη διαδικασία του σχεδιασμού, συμβάλλοντας σε πολλές περιπτώσεις στη δόμηση μιας «ψευδο-συμμετοχικής διαδικασίας» και μιας «ψευδο-συναίνεσης». Αναμφισβήτητα, ο σχεδιασμός επηρεάζεται από την εξουσία και την πολιτική. Το ότι το κατά κοινή ομολογία πελατειακό μοντέλο διακυβέρνησης στη χώρα κυριαρχείται από την επιμονή ή ακόμα και εμμονή των τοπικών διοικήσεων να διατηρούν ευνοϊκή στάση απέναντι στο εκλογικό τους σώμα ή ακόμα και απέναντι σε συγκεκριμένα συμφέροντα είναι γνωστό. Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι με αυτό το δεδομένο σε συνδυασμό με την οικονομική εξάρτηση από τον εργοδότη, οι μελετητές πολεοδόμοι θεωρούν τον ρόλο τους στη διαδικασία του σχεδιασμού και, κυρίως, στη διαμόρφωση του τελικού του προϊόντος, αδύναμο. Τα πελατειακά συμφέροντα είτε άμεσα είτε ως υποκινητές υπηρεσιών της διοίκησης θεωρείται ότι διαδραματίζουν ισχυρό ρόλο. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποδίδεται στους μελετητές υψηλή ευθύνη για ενδεχόμενη αποτυχία του σχεδιασμού, τόσο από τους ίδιους όσο και από στελέχη της δημόσιας διοίκησης. Το κύριο βάρος της ευθύνης και η λογοδοσία αφορά την πολιτεία και το εγκρίνον όργανο του σχεδιασμού. Οι θεσμοί αποτελούν το εργαλείο της εγκαθίδρυσης κανόνων και προτύπων και του προσδιορισμού του πλαισίου και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, προκρίνοντας αρχές και στρατηγικές, οι οποίες ωστόσο συχνά δε βρίσκουν εφαρμογή. Ποια θα έπρεπε να είναι η βαρύτητα του ρόλου των θεσμών στην πρακτική του σχεδιασμού; Διαπιστώνεται ότι η ικανότητα του σχεδιασμού να επιτυγχάνει επιθυμητά αποτελέσματα δεν εξαρτάται απόλυτα ή αποκλειστικά από τα θεσμικά συστήματα κανόνων που προσδιορίζουν ρόλους, διαδικασίες και επιδιωκόμενους στόχους, καθώς αυτά δε γίνονται αυτόματα κοινωνικά αποδεκτά. Οι πραγματικές σχέσεις που αναπτύσσονται κατά τις διαδικασίες του σχεδιασμού αμφισβητούν τους στόχους και τους ρό-

λους, βασίζονται σε προσωπικές αντιλήψεις, προσμονές και το επίπεδο κατανόησης των παικτών, στην επαγγελματική κουλτούρα και το ήθος των πολεοδόμων, στις προσωπικές αντιστάσεις απέναντι στις πιέσεις και στη δυνατότητα ελιγμών, στη δυνατότητα αποδέσμευσης ή αποστασιοποίησης από τις πελατειακές σχέσεις και στην ικανότητα των διοικητικών μηχανισμών να λειτουργήσουν ως καθοδηγητές. Τα παραπάνω αποτελούν στοιχεία-κλειδιά για τη διατήρηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στην πολιτική, την εξουσία και τον έλεγχο κατά τη διαδικασία του σχεδιασμού, είτε πρόκειται για ένα ευέλικτο είτε για ένα περισσότερο αυστηρό σύστημα. Η Ελλάδα σήμερα, δεδομένης της τρέχουσας οικονομικής κρίσης, βρίσκεται εν μέσω ενός θεσμικού αναβρασμού. Στο πεδίο του σχεδιασμού έχει αναπτυχθεί και συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη –ακόμα και μετά την πρόσφατη έγκριση του Ν. 4269/2014 για τη «Χωροταξική και πολεοδομική μεταρρύθμιση – Βιώσιμη ανάπτυξη»- μια ευρεία συζήτηση αναφορικά με την αναμόρφωση του συστήματος χωρικού σχεδιασμού, χωρίς να είναι απολύτως ξεκάθαρο σε ποιο βαθμό είναι το αποτέλεσμα μιας εγγενούς συνειδητοποίησης της ανάγκης για αλλαγή και όχι το προϊόν μιας διαδικασίας που επιβλήθηκε από υπερ-εθνικούς σχεδιασμούς και προτεραιότητες. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνας, η πλειονότητα των πολεοδόμων διατηρεί μια σαφή και ισχυρή άποψη για την τροποποίηση των ισχυόντων επιπέδων σχεδιασμού ή των υφιστάμενων τύπων σχεδίων, όμως η αντίληψή τους για τις επιπτώσεις ενός ισχυρά ρυθμιστικού ή ενός περισσότερο ευέλικτου συστήματος δεν είναι ξεκάθαρη. Σε κάθε περίπτωση, μοιάζει ότι οι συμβατικές προσεγγίσεις του χωρικού σχεδιασμού δεν επαρκούν για να αντιμετωπίσουν τις διαφοροποιημένες προκλήσεις που αναδύονται ως συνέπεια της κρίσης και επιτάσσουν μετασχηματισμό των μέχρι σήμερα κυρίαρχων αντιλήψεων και πρακτικών. Στο πλαίσιο αυτό «αναμένονται δραστικές αλληλεπιδράσεις με την τρέχουσα «παράδοση» σχεδιασμού» (Βιτοπούλου κ.ά. 2013: 42). Ο σχεδιασμός εμφυτεύεται στην κουλτούρα μιας περιοχής και ως εκ τούτου είναι ιστορικά θεμελιωμένος (Friedmann, 2005). Ωστόσο, διαστάσεις όπως αυτές που απορρέουν από την τρέχουσα συγκυρία επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στις θεσμικές δομές, διαδικασίες και πεδίο του σχεδιασμού και επηρεάζουν, επομένως, την «κουλτούρα». Η στάση των πολεοδόμων δεν είναι


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 107

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

ανεπηρέαστη από τις τοπικές ή/και ευρύτερες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες και παράγοντες, ενώ επίσης αναδιαμορφώνεται ως ανταπόκριση στις μεταβαλλόμενες πολιτικές προτεραιότητες και στοχεύσεις. Οι «νέες» δυναμικές που αναπτύσσονται αμφισβητούν τους στόχους και τους ρόλους των εμπλεκομένων και ενδέχεται να οδηγήσουν σε μεγάλες και καθοριστικής σημασίας αλλαγές. Ερώτημα προς εμπειρική διερεύνηση παραμένει το κατά πόσο τα ιστορικά εδραιωμένα χαρακτηριστικά του σχεδιασμού στην Ελλάδα, που διαμορφώθηκαν και λειτούργησαν μέσα σε μια ιστορική πορεία πολύ διαφορετική από την τρέχουσα και σε ένα γενικότερο κλίμα ευφορίας (Δελλαδέτσιμας 2004) είναι σε θέση να μεταλλαχθούν και να οδηγήσουν σε επαναπροσδιορισμό των σχετικών ισορροπιών. Η υιοθέτηση και εφαρμογή ενός επιτυχημένου συστήματος κατευθύνσεων και αρχών σχεδιασμού φαίνεται να εξαρτώνται σημαντικά από την ικανότητα των πολεοδόμων να αντιμετωπίσουν τις νέες σχέσεις εξουσίας, τις ευρύτερες και τοπικές πιέσεις, και να ανακτήσουν την ελλείπουσα πίστη στον σχεδιασμό και τους θεσμούς.

Σημειώσεις 1. Το παρόν άρθρο βασίζεται στη μεταδιδακτορική έρευνα της συγγραφέως που εκπονήθηκε στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ (επιβλέπων Καθηγητής: Γρ. Καυκαλάς) και χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών ΑΠΘ στο πλαίσιο υποτροφίας αριστείας για μεταδιδακτορικούς ερευνητές 2012. 2. http://www.cultplan.org/. Το Πρόγραμμα CULTPLAN αναλύει τις επιρροές της κουλτούρας και τον τρόπο που εκδηλώνονται στα προγράμματα του INTERREG III, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αναγνώριση και η διαχείριση αυτών των διαφορών. Το Πρόγραμμα καταλήγει σε συμπεράσματα και προτάσεις για τη διαχείριση των διαφορών κουλτούρας στις πρωτοβουλίες INTERREG και σε διεθνείς συνεργασίες σχεδιασμού. 3. Για αναλυτικότερη παρουσίαση βλ. Steinhauer (2011). 4. βλ. επίσης Othengrafen (2010). 5. βλ. επίσης και Stead και Nadin (2009: 283-300). 6. Όπως αναφέρεται από Albrechts, 2003: 252. 7. Δικαίωμα λήψης μελετητικού πτυχίου στη συγκεκριμένη κατηγορία έχουν και οι πολιτικοί μηχανικοί, ωστόσο η συμμετοχή τους στο συνολικό δυναμικό των μελετητών πολεοδομικών μελετών είναι μικρή. Ενδεικτικά, στην περιοχή του Ν. Θεσσαλονίκης, όπου πραγματοποιήθηκε η παρούσα έρευνα, ανέρχεται μόλις στο 2,86% του συνόλου των μελετητών πολεοδομικών μελετών, ενώ τα ¾ εξ αυτών κατέχουν μελετητικό πτυχίο Α’ τάξης, που ενδεχομένως συνεπάγεται και έλλειψη εμπειρίας σε μελέτες ως ανάδοχοι (Πηγή: http://www.ypex-mele.gr, Ημερομηνία έρευνας: 13/02/ 2013).

8. Μελετητές αναφέρθηκαν σε περιπτώσεις αποχώρησης των Δημάρχων από τις ανοικτές συμμετοχικές διαδικασίες πριν την ολοκλήρωσή τους.

Βιβλιογραφία Ελληνική Βιτοπούλου, Α., Γεμενετζή, Γ., Γιαννακού, Α., Καυκαλάς, Γ. και Τασοπούλου, Α. (2013), «Θέσεις και θεματικές για τις πόλεις και την οικονομική κρίση», «π» Ενημερωτικό Δελτίο ΣΕΜΠΧΠΑ 12: 37-43. Βαΐου, Ν., Μαντουβάλου, Μ. και Μαυρίδου, Μ. (2004), «Εισαγωγικό Σημείωμα», ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ αφιέρωμα με θέμα: «Αθήνα 2004. Στα μονοπάτια της παγκοσμιοποίησης;» 7: 13-25. Γετίμης, Π. (1994), «Αστική Ανάπτυξη και Πολιτική», στο Γετίμης, Π., Καυκαλάς, Γ. και Μαραβέγιας, Ν. (επιμ.), Αστική και Περιφερειακή Ανάπτυξη. Θεωρία – ανάλυση και πολιτική, Αθήνα: Θεμέλιο, 307-333. Γιαννακούρου, Γ. (1999), «Το Θεσμικό Πλαίσιο του Σχεδιασμού των Πόλεων στην Ελλάδα: Ιστορικές Μεταμορφώσεις και Σύγχρονα Αιτήματα», στο Οικονόμου, Δ. και Πετράκος, Γ. (επιμ.) Η ανάπτυξη των Ελληνικών πόλεων. Διεπιστημονικές προσεγγίσεις αστικής ανάλυσης και πολιτικής, Βόλος: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Θεσσαλίας-Guttenberg, 457480. Γιαννακούρου, Γ. και Καυκαλάς, Γ. (2014), «Επανεξετάζοντας τη χωροταξία σε περίοδο κρίσης: αναγκαιότητα, περιεχόμενο και προϋποθέσεις της μεταρρύθμισης», στο Μασουράκης, Μ. και Γκόρτσος, Χ. (επιμ.), Ανταγωνιστικότητα για Ανάπτυξη: προτάσεις πολιτικής, Αθήνα: Ελληνική Ένωση Τραπεζών, 511-522. Δελλαδέτσιμας, Π.Μ. (2004), «Η τρέχουσα δυναμική της ανάπτυξης της Αθήνας: Συμβατικό-νέο πρότυπο και έργα υποδομής», ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ αφιέρωμα με θέμα: «Αθήνα 2004. Στα μονοπάτια της παγκοσμιοποίησης;» 7: 48-64. Ευαγγελίδου, Μ. (2004), «Θεσμικές προϋποθέσεις για την άσκηση μιας πολιτικής τόνωσης του διεθνούς ρόλου της Αθήνας», ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ αφιέρωμα με θέμα: «Αθήνα 2004. Στα μονοπάτια της παγκοσμιοποίησης;» 7: 127-135. Παγώνης, Θ. (2013), «Επανεξετάζοντας το πρότυπο οικιστικής παραγωγής στην Ελλάδα μέσα από την οπτική της σημερινής συγκυρίας», Πρακτικά Συνεδρίου «Μεταβολές και ανασημασιοδοτήσεις του χώρου στην Ελλάδα της κρίσης», Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος, 1-3.11.2013, 391-399, http://www.arch.uth.gr/crisisconference/proceedings/LettersPDF/P. pdf (πρόσβαση Ιούνιος 2014). Τασοπούλου, Α. (2011), Αστική διακυβέρνηση: Πολεοδομική πολιτική και διαχείριση του χώρου με εφαρμογή στα ΓΠΣ-ΣΧΟΟΑΠ στην Ελλάδα, Διδακτορική Διατριβή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΑΠΘ.

Ξενόγλωσση Abukhater, A. (2009), “Rethinking planning theory and practice: A glimmer of light for prospects of integrated planning to combat complex urban realities”, Theoretical and Empirical Researches in Urban Management 2(11): 64-79.

107


008_Layout 1 25/05/2015 9:47 π.μ. Page 108

108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 92-108

Albrechts, L. (2003), “Reconstructing decision-making: planning versus politics”, Planning Theory 2(3): 249–268. CULTPLAN (2007), Cultural differences in European cooperation - learning from INTERREG practice, http://www.cultplan.org/downloads/RAPPORT%20DEF%202%20LR.pdf (πρόσβαση Μάιος 2013). Delladetsima, P.M. (2012), “Sustainable development and spatial planning: Some considerations arising from the Greek case”, European Journal of Spatial Development, Refereed article no. 46, http://www.nordregio.se/Global/EJSD/Refereed%20articles/refereed46.pdf (πρόσβαση Φεβρουάριος 2013). EC (European Commission) (1997), The EU Compendium of spatial planning systems and policies, Luxemburg: Office for Official Publications of the European Communities. Economou, D., Petrakos, G. και Psycharis, Y. (2007), “National Urban Policy in Greece”, στο Van Den Berg, L., Braun, E. και Van Der Meer, J. (επιμ.), National policy responses to urban challenges in Europe, England and USA: Ashgate, 193-216. Gullestrup, H. (2009), “Theoretical reflections on common European (planning-) cultures”, στο Knieling, J. και Othengrafen, F. (επιμ.), Planning cultures in Europe. Decoding cultural phenomena in urban and regional planning, Urban and Regional Planning and Development Series, England and USA: Ashgate, 3-21. Friedmann, J. (2005), “Globalization and the emerging culture of planning”, Progress in Planning 64: 183–234. Getimis, P. και Demetropoulou, L. (2004), “Towards new forms of regional governance in Greece: the Southern Aegean Islands”, Regional & Federal Studies 14(3): 355-378. INTERACT (undated), Urban Governance in Practice, Final Report of the Interact Network, funded by the European Commission under the 5th Framework Research Programme within Key action 4 ‘City of Tomorrow and Cultural Heritage’, http://www.eaue.de/metropolis/INTERACT-engl.pdf (πρόσβαση Μάιος 2013). Keller, D.A., Koch, M. και Selle, K. (επιμ.) (1993), Planungskulturen in Europa, Erkundungen in Deutschland, Frankreich,

Italien und der Schweiz, Darmstadt: Verlag für wissenschaftliche Publikationen. Knieling, J. και Othengrafen, F. (2009α), “Spatial planning and culture – Symbiosis for a better understanding of cultural differences in planning systems, traditions and practices”, στο Knieling, J. και Othengrafen, F. (επιμ.), Planning cultures in Europe. Decoding cultural phenomena in urban and regional planning, Urban and Regional Planning and Development Series, England and USA: Ashgate, xxiii-xxxv. Knieling, J. και Othengrafen, F. (2009β), “En route to a theoretical model for comparative research on planning cultures”, στο Knieling, J. και Othengrafen, F. (επιμ.), Planning cultures in Europe. Decoding cultural phenomena in urban and regional planning, Urban and Regional Planning and Development Series, England and USA: Ashgate, 40-62. Nadin, V. και Stead, D. (2008), “European spatial planning systems, social models and learning”, DISP 172(1): 35-47. Othengrafen, F. (2010), “Spatial planning as expression of culturised planning practices. The examples of Helsinki, Finland and Athens, Greece”, Town Planning Review 81(1): 83-110. Pallagst, K. (2010), “The planning research agenda: shrinking cities – a challenge for planning cultures”, Town Planning Review 81(5): i-vi. Riddell, R. (2004), Sustainable urban planning. Tipping the balance, USA, UK & Australia: Blackwell Publishing Ltd. Sanyal, B. (επιμ.) (2005), Comparative planning cultures, New York: Routledge. Stead, D. και Nadin, V. (2009), “Planning cultures between models of society and planning systems”, στο Knieling, J. και Othengrafen, F. (επιμ.), Planning cultures in Europe. Decoding cultural phenomena in urban and regional planning, Urban and Regional Planning and Development Series, England and USA: Ashgate, 283-300. Steinhauer, C. (2011), “International knowledge transfer - Analysis of planning cultures”, Proceedings REAL CORP 2011, Tagungsband, 18-20 May 2011. Swain, C. και Tait, M. (2007), “The crisis of trust and planning”, Planning Theory & Practice 8(2): 229-247.


009_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 109

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 109-112

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ

Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

-

Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

ΜΙΚΡΟΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΤΤΙΚΗ Χαρίκλεια Χάρη*

* Αρχιτέκτων-εικαστικός, www.microgeographies.nonplan.gr

Οι Μικρογεωγραφίες είναι ένα έργο εν εξελίξει που ξεκίνησε το 2011. Αποτελείται από μικρές αρχιτεκτονικές ιστορίες και στοχεύει στη διερεύνηση των μετασχηματισμών ορισμένων νευραλγικών και παραμελημένων κοινωνικών και γεωγραφικών περιοχών. Διερευνούν τις καταστάσεις ερημοποίησης των ελληνικών πόλεων σε σχέση με την οικονομική, την κοινωνική και την προσωπική κρίση. Εστιάζουν στις διαδικασίες επανακατοίκησης, επανάχρησης και ενεργοποίησης εγκαταλελλειμένων κτιρίων και σε μεθοδολογίες ένταξης των έρημων αρχαιολογικών τόπων στην καθημερινότητα, ενώ εξετάζουν δυνατότητες πολιτιστικής και τουριστικής ανάπτυξης και συνεργάζονται με την τοπική κοινωνία και τους τοπικούς συλλόγους και θεσμούς που αναζητούν συμμετοχικές απαντήσεις σε σύγχρονα ζητήματα ανοικοδόμησης της πόλης. Η αφήγησή τους εξελίσσεται μέσα από επιτόπια έργα, εγκαταστάσεις και δράσεις και συνδυάζει την έρευνα πεδίου με καλλιτεχνικές και ανθρωπολογικές πρακτικές. Από τις 26 Σεπτεμβρίου έως τις 20 Δεκεμβρίου 2014, στο πλαίσιο του διεθνούς πρότζεκτ World Wide Storefront (WWSf) παρουσιάζουν μία σειρά εκθέσεων, εγκαταστάσεων, αστικών δράσεων, συζητήσεων στον δημόσιο

χώρο και σε κατοικίες και ιδιωτικούς χώρους. Το World Wide Storefront (WWSf) είναι μία διεθνής διατοπική πλατφόρμα, με έδρα τη Νέα Υόρκη, που αποτελείται από δέκα διαφορετικούς χώρους στην Αμερική, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και παρουσιάζεται στον δικτυακό τόπο WWStore front.org. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο οι τόποι στους οποίους εστιάζουμε την αφήγηση είναι: στην Αθήνα (προαύλιος χώρος ναού Αρτέμιδας ΑγροτέραςΜετς, Αυτοδιαχειριζόμενος Χώρος «Ορίζοντας Γεγονότων»-Κεραμεικός, Γραφείο, Δημόσιο Σήμα, Δώμα, Έρημο Κτίριο Στενών Πόρτας, Εργαστήριο Arch_06, Κενός Χώρος-Ψυρρή, Προσφυγικά Αλεξάνδρας, πεζοδρόμιο Υπουργείου Οικονομικών-Σύνταγμα), στην Καισαριανή (Σκοπευτήριο), στην Κερατέα, στο Χαϊδάρι (Στρατόπεδο Χαϊδαρίου) και στον Σκαραμαγκά (Ιερό Αφροδίτης, αρχαίο τμήμα Ιερά Οδού, Λίμνη Ρειτών, Ακτή Σκαραμαγκά). Καθένας από αυτούς τους τόπους είναι συνυφασμένος με ένα ή περισσότερα δρώμενα. Τα δρώμενα αυτά συνιστούν μία δυναμική αφήγηση της αρχιτεκτονικής καθημερινότητάς μας. Η αφήγηση αυτή γίνεται σε συνεργασία με αρχιτέκτονες, πολεοδόμους,

109


009_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 110

110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 109-112

καλλιτέχνες, πολιτικούς επιστήμονες, συγγραφείς, τοπικούς συλλόγους και φορείς και ανεξάρτητους χώρους τέχνης. Αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές δράσεις που έγιναν στο πλαίσιο του προγράμματος World Wide Storefront, στους ακόλουθους τόπους: 1) Άρτεμις Αγροτέρα, Μετς Οι Μικρογεωγραφίες, σε συνεργασία με τον Εξωραϊστικό Πολιτιστικό και Αθλητικό Σύλλογο «Ο ΑΡΔΗΤΤΟΣ», εστιάζουν στον ναό της Αρτέμιδος Αγροτέρας, έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Αθήνα, που βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο που περικλείεται από τις οδούς Αρδηττού, Θωμοπούλου, Κεφάλου και Κούτουλα στην περιοχή Αρδηττός, Μετς. Ο ναός συνδέθηκε άμεσα με τη νίκη των Αθηναίων στη Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), τον Μαραθώνιο και την άνθηση της πόλης των Αθηνών. Το 1778, ο ναός κατεδαφίστηκε και υλικά του χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του τείχους των Αθηνών γύρω από την Ακρόπολη. Πρόσφατα στις 17/6/2014 γνωστοποιήθηκε από την Γ΄ Εφορία Προϊστορικών & Κλασικών Αρχαιοτήτων ότι στο δυτικό τμήμα του αρχαιολογικού χώρου βρέθηκε το θεμέλιο ενός δεύτερου ναού αφιερωμένου στον Μειλίχιο Δία. Αναφορά σε ναό του Μειλίχιου Διός στην περιοχή κάνει και ο Παυσανίας και πιθανότατα η νέα και σημαντική αυτή ανακάλυψη να επιβεβαιώνει την τοπογραφία του αρχαίου περιηγητή. Σήμερα, ο συγκεκριμένος χώρος είναι περιφραγμένος και αφανής από τον δρόμο και αποτελεί ένα αστικό-αρχαιολογικό κενό στην περιοχή. Οι Μικρογεωγραφίες συμβάλλουν στην ανάγκη των κατοίκων του Μετς να ενταχθεί ο αρχαιολογικός χώρος στην καθημερινότητα της γειτονιάς και να αναδειχθεί ως τοπικός αλλά και διεθνής ιστορικός τόπος.

Η αφήγηση του τόπου της Αρτέμιδας Αγροτέρας εστιάζεται στη σταδιακή από-ιεροποίησή του μέσα στα χρόνια. Επιχειρήσαμε να ξαναζωντανέψουμε «συμβολικά» τα αρχαία μνημεία μέσα από τη θεραπευτική χρήση της καλλιτεχνικής επιτέλεσης (περφόρμανς). Συνολικά επιτελέστηκαν τέσσερις δράσεις και δύο δημόσιες παρουσιάσεις. Η Κατερίνα Βέλλιου, στις 26 Σεπτεμβρίου, ξεκινά αυτή τη διαδικασία με την επιτόπια δράση MetsGiving (The Gift), μία συμβολική χειρονομία μοιράσματος: Η Βέλλιου συλλέγει μία τυχαία πέτρα από το έδαφος της περιοχής και τη θρυμματίζει. Με τα ελάχιστα λίθινα θραύσματα συνθέτει ένα φυλαχτό: ράβοντας τα κομμάτια πάνω σε ένα σεντόνι προίκας, ανασυνθέτοντάς τα σε ένα καινούριο ενιαίο σώμα. Την ημέρα των εγκαινίων τεμαχίζει ξανά το συλλογικό αυτό σώμα, φτιάχνοντας φυλαχτά για τους επισκέπτες και τους κατοίκους. Μας λέει η ίδια: «Η συμβολική πράξη λειτουργεί ως διαμεσολαβητική συμφιλίωση μεταξύ “τόπου-ανθρώπου” προσδοκώντας τη σημασιοδότηση της “αλήθειας” ενός τόπου». Στη συνέχεια, την Κυριακή 9 Νοεμβρίου, ημέρα του Μαραθωνίου δρόμου, με τη συμμετοχή των καλλιτεχνών Μαριάννας Λύρα και Νίκου Σταθόπουλου και των κατοίκων του Μετς, παρουσιάσαμε δύο επιτόπια διαδραστικά έργα με χαρακτήρα αστικής περφόρμανς: -Η Ανύψωση, διαδραστική περφόρμανς του εικαστικού Νίκου Σταθόπουλου. Πρόκειται για ένα διαδραστικό έργο όπου ο καλλιτέχνης βιώνει το αστικό περιβάλλον αναρτώμενος από ένα εύκαμπτο μεταλλικό κλουβί. Ο θεατής μπορεί να συμμετέχει στη διαδικασία. Το έργο Ανύψωση δίνει την δυνατότητα στον θεατή να βρεθεί στο ύψος που υπήρχε το μνημείο της Αρτέμιδος Αγροτέρας στα κλασικά χρόνια. Από

εκεί ο θεατής έχει τη δυνατότητα να βλέπει ταυτόχρονα το εσωτερικό του περιφραγμένου αρχαιολογικού χώρου και τη θέα προς τα σημαντικά γειτονικά μνημεία της περιοχής (Στύλους Ολυμπίου Διός), με φόντο την Ακρόπολη. -Η Πομπή, αστική τοιχογραφία της εικαστικού και κατοίκου του Μετς Μαριάννας Λύρα. Η αστική τοιχογραφία με τίτλο Η Πομπή πλαισιώνει την οδό Κεφάλου, έναν από τους τέσσερις δρόμους που οριοθετούν τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο και αποτυπώνει δύο πομπές, το παρελθόν και το παρόν που προσφέρουν τα συμβολικά τους δώρα στο μέλλον. Μας λέει η εικαστικός: «O συγκεκριμένος αρχαιολογικός χώρος αποτελεί ένα πεδίο σύγκρουσης από το 1962 μεταξύ των δυνάμεων της οικοδόμησης και των δυνάμεων της διατήρησης της ιστορικής και αρχαιολογικής μνήμης». Η σκέψη της εικαστικού Μαριάννας Λύρα είναι «να δημιουργήσει με τη συμμετοχή των κατοίκων του Μετς, ένα έργο εξευμενισμού, μια χειρονομία συμφιλίωσης του παρελθόντος με το παρόν μαζί με μια ευχή να ειρηνέψουν μετά από τόσα χρόνια τα πνεύματα στον πολύπαθο αυτόν χώρο, να θεραπευτεί από τις πληγές του και να αναγνωριστεί ως ιερός και ιστορικός τόπος από τους Αθηναίους πολίτες του 21ου αιώνα». Στη συνέχεια, ακολούθησε συζήτηση στον χώρο του συλλόγου «Ο ΑΡΔΗΤΤΟΣ» όπου εστιάσαμε στη σταδιακή απο-ιεροποίηση του συγκεκριμένου τόπου μέσα στα χρόνια. • Αναφερθήκαμε σε υλοποιημένα παραδείγματα και δράσεις που έχουν γίνει στον συγκεκριμένο αλλά και άλλους τόπους. • Εμβαθύναμε στην έννοια του αρχαιολογικού τόπου και τη σχέση του με το αστικό και το φυσικό τοπίο. • Τονίσαμε την τωρινή σχέση του αττικού τοπίου με τις σύγχρονες πο-


009_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 111

ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΧΑΡΗ

λεοδομικές και ιδιωτικές παρεμβάσεις.

• ο αρχαιολογικός τόπος του Οβριόκαστρου.

Στις 20 Νοεμβρίου, παρουσιάσαμε το έργο Άρτεμις Αγροτέρα: Ερευνώντας το Πλαίσιο του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου Ιωσήφ Ευφραιμίδη και του φωτογράφου Παναγιώτη Λάμπρου, στο Athens Center. Στις 21 Νοεμβρίου παρουσιάσαμε την περφόρμανς της Χαρίκλειας Χάρη Reveries du Promeneur Solitaire: Stewart and Revett’s lost temple στον προαύλιο χώρο του ναού.

Τα υπάρχοντα κτίρια περιλαμβάνουν τόπους που έχουν μία ειδική σημασία στην καθημερινότητα της τοπικής κοινότητας όπως: • Το «Άπαρτο Κάστρο» του οδικού μπλόκου στο 45ο χιλιόμετρο της Αθηνών -Λαυρίου • Ο Πολιτιστικός Χώρος του Συνδέσμου «Χρυσή Τομή» και κτίρια που έχουν μία ειδική συμβολική σημασία όπως • τα έρημα κτίρια του τοπικού σιδηροδρομικού δικτύου

2) Κερατέα: Διάσπαρτο Ανοιχτό Μουσείο Αττικής, Παρουσιάσαμε τη διαδικασία διαμόρφωσης των τόπων και του προγράμματος του Διάσπαρτου Ανοιχτού Μουσείου Αττικής, ένα έργο του Αρχιτεκτονικού Εργαστηρίου NonPlan και του Συλλόγου Κερατέας «Χρυσή Τομή». Πιο αναλυτικά, το Μουσείο είναι μία ανοιχτή διάσπαρτη δομή στην Κερατέα Αττικής. Η συλλογή του περιέχει αρχαία και σύγχρονα αντικείμενα που αφηγούνται την ιστορία, τις παραδόσεις, τα τελετουργικά, τους μύθους και τις προφορικές παραδόσεις, την τέχνη, τη χειροτεχνία, την οικονομία, καθώς και τις βιοπολιτικές και αισθητικές σχέσεις της περιοχής και της τοπικής κοινωνίας. Η αρχιτεκτονική και περιβαλλοντική του υποδομή είναι διάσπαρτη σε «ανοιχτές τοποθεσίες» (open air sites) και σε υπάρχοντα κτίρια: -Οι ανοιχτές τοποθεσίες είναι μη στεγασμένοι τόποι που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της κοινότητας και συμπεριλαμβάνουν ευρήματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος: • ενσωματωμένοι αρχαίοι δομικοί λίθοι ή αρχιτεκτονικά μέλη σε τοίχους και αυλές σπιτιών • αρχαιότητες που βρίσκονται παραπλεύρως οδικών δικτύων

Τα Εγκαίνια του Μουσείου θα πραγματοποιηθούν την άνοιξη του 2015, με μία έκθεση σύγχρονης τέχνης σε συνδυασμό με λαογραφικά και αρχαιολογικά ευρήματα που ανήκουν στη μόνιμη «συλλογή» του Μουσείου (βλ. συλλογή κου Ορνεράκη), σε επιλεγμένους τόπους (από τους προαναφερθέντες) και με μία σειρά διαλέξεων με στόχο να διευκρινίσουμε την ανάγκη ύπαρξης ενός Αυτοδιαχειριζόμενου Τοπικού Μουσείου και να διερευνήσουμε τρόπους υλοποίησής του. 3) Αρχαίο Τμήμα Ιεράς Οδού και περιοχή Σκαραμαγκά: Ονειροπολήσεις και Πραγματικότητες (Reveries and Realities). Πρόκειται μία ενότητα έργων και διαδρομών προσωπικών και συλλογικών, που αφορούν τη βιωματική εμπειρία έρημων τόπων και ξεκινούν από τα απομεινάρια της αρχαίας Ιεράς Οδού καταλήγοντας στα παράλια της Δυτικής Αττικής και τον Πειραιά. Σε συνεργασία με τον Οικολογικό Πολιτιστικό Σύλλογο Χαιδαρίου «ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ». Στις 31 Οκτωβρίου, ο Σύλλογος «ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ» διενεργεί περιβαλλοντική ξενάγηση με άξονα την ιστορία και την πραγματικότητα της περιοχής: μας ξεναγεί στην αρχαία ιερά

Οδό, στη λίμνη των Ρειτών (Κουμουνδούρου) και στην Ακτή Σκαραμαγκά. Στην έναρξη της διαδρομής μας στο Ιερό Αφροδίτης (Ντουλαπάκια), ο Γιάννης Θεοδωρόπουλος στήνει ένα προσωρινό αφιερωματικό γλυπτό και η Χαρίκλεια Χάρη παρουσιάζει την περφόρμανς Οφηλία ΙΙ. 4) Κεραμεικός: Δημόσιο Σήμα. Σε συνεργασία με τον Ορίζοντα Γεγονότων Ανάγνωση του Επιταφίου Λόγου του Περικλή στο σημείο που εικάζεται ότι έγινε η αρχική του εκφώνηση από τον Περικλή. Συζήτηση με θέμα «η πόλη των Αθηνών είμαστε εμείς οι Αθηναίοι». 5) Ορίζοντας Γεγονότων, Κεραμεικός: Στον φιλόξενο αυτοδιαχειριζόμενο χώρο του «Ορίζοντα Γεγονότων» παρακολουθήσαμε την εικαστική εγκατάσταση ταξίδι του «Ορίζοντα» με θέμα Αόρατα Νησιά και το αντίστοιχο ταξίδι του σε ελληνικά νησιά. Αφορμή του ταξιδιού η νομοθεσία περί αιγιαλού. Συμμετοχικό εργαστήριο και brainstorming με ιδέες και προτάσεις περιβαλλοντικής στρατηγικής (Συντονισμός Ορίζοντας Γεγονότων, Non Plan Architectural Lab). 6) Πύργος Πειραιά, Κτίριο Λιάπη στο Μικρολίμανο: Ο αρχιτέκτονας Μανώλης Οικονόμου πραγματοποίησε μία ξενάγηση-βιωματική δράση στον «Ουρανοξύστη»: ο Πύργος του Πειραιά, όπως είναι γνωστός, είναι ένα κτίριο φάντασμα που στέκει στο λιμάνι του Πειραιά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ημιτελές. Αστικοί μύθοι έχουν συνδεθεί με την ύπαρξή του, όμως ποια είναι η πραγματική του θέση στην ιστορία της πόλης; Συζητήσαμε για τη σχέση του αττικού τοπίου με τα ψηλά

111


009_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 112

112

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 109-112

κτίρια, μία σχέση ασύμβατη, με την οποία η αρχιτεκτονική του 1970 φλέρταρε. Και παρατηρήσαμε ότι η τάση αυτή, συνδεδεμένη σήμερα με στρατηγικές εξευγενισμού της πόλης, επανέρχεται, π.χ., στο Ελληνικό. Στο κτίριο του Λιάπη συνεχίσαμε τη συζήτηση για την έρημα κτίρια που αμήχανα προέκυψαν από την εποχή της δικτατορίας.

πρόσοψη του κτιρίου προβάλλει ταυτόχρονα εικόνες από την καταστροφή του βουνού από πυρκαγιά και από τη συλλογική ζωή των ορειβατών στο βουνό. Με συμβολικό τρόπο μας δείχνει τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος: από τη μία η έλλειψη αγάπης και η αδιαφορία και από την άλλη η αλληλοβοήθεια και ο σεβασμός που μας στηρίζει στην καθημερινή διαβίωση.

7) Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών: Περιπλανώμενο Φωτογραφικό Εργαστήριο «Ερείπια ενός Βιομηχανικού Παρελθόντος».

Στις Μικρογεωγραφίες συμμετέχουν με αστικές δράσεις, εικαστικές παρεμβάσεις, συντονισμό εικαστικών εργαστηρίων και επιτόπια έργα: Γιώργος Ανεστόπουλος, Βασίλης Βασιλακάκης, Δήμητρα Βασιλάκου/ Metoo.gr, Γιώργος Βασιλακόπουλος, Κατερίνα Βέλλιου, Αριστοτέλης Γιαννακούρος, Βαγγέλης Γκόκας, Ιωσήφ Ευφραιμίδης, Τζίμης Ευθυμίου, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Γιάννης Θεοδωρόπουλος, Νίκος Καζέρος, Παναγιώτης Λάμπρου, Αλίκη Κακουλίδου/ Metoo.gr, Πάνος Κούρος, Μιχάλης Κυριαζής, Ρίκα Κριθαρά, Χρήστος Κωτσούλας (Capten), Μαριάννα Λύρα, Caroline May, Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη, Νομαδική Αρχιτεκτονική, Μανώλης Οικονόμου, Δημήτρης Παπαχρήστος, Ηώ Πάσχου, Ελένη Πετούρη, Περιπλανώμενο Εργαστήριο Φωτογραφίας (Επιμ:Αγγελική Σβορώνου σε συνεργασία με Μαρία Ζητάκη, Φατμά Εργκιουνγκέρ, Δημήτρης Κριτσωτάκης, Ραφαέλλα Κωνσταντίνου, Χρήστος Μαρμέρης, Ελίνα Νιάρχου, Ευαγγελία Ραφτοπούλου, Ειρήνη Τηνιακού), Μαρία Σαρρή, , Άγγελος Σκούρτης, Νίκος Σταθόπουλος, Ελένη

Πρόκειται για μία καλλιτεχνική δράση φοιτητών της ΑΣΚΤ, την οποία διοργανώνει η εικαστικός Αγγελική Σβορώνου. Στο πλαίσιο του εργαστηρίου θα δούμε μία ενότητα επιτόπιων έργων και διαδρομών, προσωπικών και συλλογικών, που αφορούν τη βιωματική εμπειρία έρημων και παραμελημένων βιομηχανικών τόπων γύρω από την περιοχή της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών στον Ταύρο. Στις 19/12 παρακολουθήσαμε την παρουσίαση της έρευνας και της καλλιτεχνικής δράσης της ομάδας εργασίας στην ΑΣΚΤ, σε ειδικά διαμορφωμένο εκθεσιακό χώρο του Εργαστηρίου του Πάνου Χαραλάμπους. 8) Ερημο Κτίριο Οδού Στενών Πόρτας 6 Η καλλιτέχνης Ρίκα Κριθαρά φωτίζει συμβολικά με το έργο της το σκοτεινό κτίριο, με τη βιντεοπροβολή. Στην

Τζιρτζιλάκη, Κώστας Τσώλης, Νίκος Τρανός, Πάνος Χαραλάμπους, Χαρίκλεια Χάρη, Orco. Συμμέχουν με θεωρητικές τοποθετήσεις: Μαρία Κενανίδου, Αλέξανδρος Κιουπκιολής, Σωτήρης Μπαχτσετζής, Έλενα Στεφανοπούλου, Γιάννης Χαμηλάκης, Γιώργος Τζιρτζιλάκης, Θεόφιλος Τραμπούλης. Σε συνεργασία με τους Συλλόγους και τοπικούς φορείς: Αρχιτεκτονικό Τμήμα Δήμου Καισαριανής, Οικολογικός Πολιτιστικός Σύλλογος Χαιδαρίου «ΟΙΚΟ.ΠΟΛΙ.Σ», Πολιτιστικός Σύλλογος «Αρδηττός», Σύνδεσμος Πνευματικής και Κοινωνικής Δραστηριότητας Κερατέας «Χρυσή Τομή». Ιδέα, Σχεδιασμός, Υλοποίηση: Χαρίκλεια Χάρη. Βοηθός σχεδιασμού: Παναγιώτης Νιώτης Επιμέλεια Οπτικοακουστικού Υλικού: Σπύρος Τσιφτσής Οργάνωση: NonPlan Architectural Lab Σύνδεσμοι με υλικό για τις υλοποιημένες δράσεις των Μικρογεωγραφιών στο πλαίσιο του WorldWide Storefront, ένα πρότζεκτ του Storefront for Art and Architecture (NY): http://wwstorefront.org/project4.ht ml http://wwstorefront.org/blog/ http://www.microgeographies.org/ http://xpolis.blogspot.gr/ https://www.facebook.com/orizont as?fref=ts


010_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 113

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 113-116

ΣΥΝΕΔΡΙΟ URBAN AUSTERITY: IMPACTS OF THE GLOBAL FINANCIAL CRISIS ON CITIES IN EUROPE, ΒΑΪΜΑΡΗ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2014 Μαρία Καραγιάννη1, Ματίνα Καψάλη2

1. Μαρία Καραγιάννη (Υπ. Διδάκτορας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, mkaragi@arch. auth.gr). 2. Ματίνα Καψάλη, (Υπ. Διδάκτορας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, skapsali@arch. auth.gr).

Αυτό που ξεκίνησε το 2007 ως κρίση ενυπόθηκων δανείων, συνεχίστηκε το 2008 ως διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και εντέλει μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους από το 2010 και έπειτα. Σε όλες αυτές τις φάσεις, οι πόλεις βρέθηκαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και αποτέλεσαν προνομιακά πεδία άσκησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά και ανάδυσης νέων κινημάτων και πρακτικών αντίστασης, αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε το Διεθνές Συνέδριο “Urban Austerity: Impacts of the Global Financial Crisis on Cities in Europe” στις 4-5 Δεκεμβρίου 2014 στο Bauhaus-Universitat στην Βαϊμάρη της Γερμανίας. Το συνέδριο διοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Αστικών Σπουδών (Institute for European Urban Studies) του Bauhaus-Universitat της Βαϊμάρης και το Ίδρυμα Hermann-Henselmann και χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στόχος του συνεδρίου ήταν να προωθήσει μια διεπιστημονική συζήτηση, η οποία να εκθέτει τα σημερινά αστικά προβλήματα, να διερευνά την κοινωνική και αστική αναδιάρθρωση που εντάσσεται στο πλαίσιο των αστικών πολιτικών λιτότητας (austerity urbanism) και να εξερευνά τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων πόλης που αγωνίζονται για την ανάδειξη εναλλα-

κτικών τρόπων ζωής. Στο συνέδριο συμμετείχαν περίπου τριάντα νέοι ερευνητές/τριες, υποψήφιοι/ες διδάκτορες, ακαδημαϊκοί, επαγγελματίες και πολιτικοί/ες ακτιβιστές/στριες, οι οποίοι/ες εστίασαν ιδιαίτερα στην περιοχή της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αλλά και σε πόλεις και χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Εννέα έλληνες εισηγητές/τριες συμμετείχαν, οι οποίοι/ες προέρχονται από τα πεδία της γεωγραφίας, της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας, ενώ οι παρουσιάσεις οργανώθηκαν σε ολομελειακές συζητήσεις (plenary sessions) και σε παράλληλες θεματικές συνεδριάσεις (parallel sessions). Και οι δύο ημέρες του συνεδρίου έκλεισαν με τις ομιλίες των κύριων ομιλητών. Ειδικότερα, η πρώτη ημέρα του συνεδρίου ξεκίνησε με την ομιλία υποδοχής από τους διοργανωτές του συνεδρίου και στην συνέχεια με τις ομιλίες των Δημήτρη Πούλιου (ΕΜΠ, Αθήνα), Θάνου Ανδρίτσου (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα) και Δήμητρας Σιατίτσα (ΕΜΠ, Αθήνα). Οι δύο πρώτοι ομιλητές εστίασαν στο πώς ο κυρίαρχος λόγος για τις αστικές πολιτικές στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από την έννοια της «εξαίρεσης» και πώς η κρίση επηρεάζει τη χάραξη νεοφιλελεύθερων αστικών πολιτικών, δημιουργώντας ένα νέο μοντέλο χάραξης, εφαρμογής και μεταφοράς πολιτικών. Η δεύτερη ομιλήτρια εστίασε στο

113


010_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 114

114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 113-116

ζήτημα της κατοικίας την ίδια περίοδο στην Αθήνα, επισημαίνοντας ότι αρχίζει να αναδύεται ένα νέο θεσμικό πλαίσιο το οποίο περιστρέφεται γύρω από τη διαχείριση της φτώχιας, δημιουργώντας δομές φιλανθρωπίας και εξάρτησης. Παράλληλα, επισήμανε τη μεγάλη και καίρια ανάγκη για διεύρυνση των συλλογικών μορφών κατοίκησης και των εναλλακτικών μορφών δημόσιας παρέμβασης. Η πρώτη αυτή ημέρα του συνεδρίου, έκλεισε με την ομιλία του κεντρικού ομιλητή, Jamie Peck (UBC, Vancouver), ο οποίος εστίασε στην εξέταση των αναδυόμενων γεωγραφιών των αστικών πολιτικών λιτότητας στις ΗΠΑ, συζητώντας το πρόσφατο κύμα πτωχεύσεων δήμων, όπως του Ντιτρόιτ. Ο Peck ανέλυσε την πτώχευση τόσο ως μία κρίση διαχείρισης αυτή καθαυτήν, όσο και ως μία κρίση του συστήματος νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Ωστόσο, τόνισε πως αυτή δεν ήταν μόνο μια τοπική κρίση, αλλά χρησιμοποιήθηκε για την ιδεολογική στήριξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε κρατικό και διεθνές επίπεδο, αλλά και σε αστικό και κοινωνικό. Η δεύτερη ημέρα του συνεδρίου περιλάμβανε τρεις διπλές παράλληλες παρουσιάσεις, οι οποίες οργανώθηκαν θεματικά ως εξής: 1. Αστικές πολιτικές λιτότητας (θεματική συνεδρίαση 1) Σε αυτή τη συνεδρίαση, ο Joe Penny (UCL, London) εξέτασε την περίπτωση του Λονδίνου και το κατά πόσο οι τοπικές αρχές και κοινότητες ενδυναμώθηκαν ή περιορίστηκαν ως προς τις δυνατότητές τους να δράσουν απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές κατά την περίοδο της κρίσης. Ακολούθησε ο Felix Wiegand (Goethe University, Frankfurt) ο οποίος επικεντρώθηκε στη δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή τη διαχειρίστηκε σε επίπεδο εθνικού κράτους, ομοσπονδια-

Εικόνα 1: Η κάρτα του συνεδρίου «Urban Austerity: Impacts of the global financial crisis on cities in Europe».

κού κράτους και δήμων από το 20082009. Τέλος, οι Dieter Rink και Annegret Haase (Helmholtz-Zentrum fur Umweltforschung, Leiptzig), μέσα από το παράδειγμα του Leipzig (Γερμανία), εξέτασαν τις απόψεις των πολιτών σχετικά με τις αποφάσεις που παίρνει ο δήμος για να διαχειριστεί την κρίση του χρέους σε τοπικό επίπεδο. 2. Κρίση κατοικίας (θεματικές συνεδριάσεις 2 & 4 ) Αυτή η ενότητα εισηγήσεων άνοιξε με την παρουσίαση των Μαρία Καραγιάννη και Ματίνα Καψάλη (ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη), οι οποίες παρουσίασαν την έρευνά τους σχετικά με την ανάδυση μιας νέας κοινωνικο-χωρικης τάξης στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη μέσω της νομιμοποίησης της κρίσης κατοικίας και της αορατότητας των νέο-άστεγων. Στη συνέχεια, η Laura Calbet (CMS, Berlin), μέσα από το παράδειγμα του Βερολίνου συζήτησε τις εξελίξεις στον τομέα της κατοικίας από το 2009, ερμηνεύοντάς την ως έναν μηχανισμό εμπορευματοποίησης ο οποίος αυξάνει τις τιμές, ενώ παράλληλα οδηγεί σε μεγαλύτερα ποσοστά αστεγίας για τα φτωχά νοικοκυριά. Η Stefania Animento (University of Milano Bicocca) έκανε μία παρουσίαση του εν εξελίξει διδακτο-

ρικού της σχετικά με τις διαδικασίες μετανάστευσης από χώρες της Νότιας Ευρώπης στο Βερολίνο και την δυναμική της αγοράς κατοικίας στο Βερολίνο. Έπειτα, ο Icaro Obeso Muniz (Universidad de Oviedo) εμπλούτισε τη συζήτηση αναλύοντας τη γεωγραφική κατανομή των εξώσεων στην Ισπανία με τη χρήση παραδοσιακών εργαλείων, όπως χαρτών, ενώ η Elodie Vittu (Bauhaus-Uiversitat, Weimar) επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση του δικαιώματος στην πόλη από ακτιβιστικές ομάδες που αγωνίζονται για το τέλος της αστεγίας και της φτώχειας στη Βουδαπέστη.Oι Silvia Aru και Matteo Puttilli (University of Cagliari) ανέδειξαν το πώς άλλαξε η αντίληψη των κατοίκων του Sant Elia (Ιταλία) για την ιδέα της αστικής δικαιοσύνης/αδικίας κατά τη διάρκεια της κρίσης υπό το πρίσμα των πρόσφατων αλλαγών στις συνθήκες κατοικίας. Οι εισηγήσεις με θέμα την κατοικία ολοκληρώθηκαν με τους Knut Unger (Ένωση Ενοικιαστών του Witten) και Iva Marčetić (Zagreb). Ο πρώτος παρουσίασε μία εκτενή ανάλυση της αγοράς ενοικιαζόμενων κατοικιών στη Γερμανία, ενώ η δεύτερη στη φύση της κατοικίας στην Πρώην Γιουγκοσλαβία.


010_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 115

ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ, ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΨΑΛΗ

Εικόνα 2: To ιστορικό κεντρικό κτίριο του Bauhaus-Universität Weimar, που κτίστηκε την περίοδο 1904–1911 και σχεδιάστηκε από τον Henry van de Velde, όπου έλαβε χώρα το συνέδριο.

3. Αστική διακυβέρνηση και σχεδιασμός (θεματική συνεδρίαση 3) Ο Αθανάσιος Παπαϊωάννου (Leuphana University, Luneburg) αναφέρθηκε στις επιπτώσεις της κρίσης στις πόλεις της Ευρώπης και πιο συγκεκριμένα στις νέες προκλήσεις και τον νέο ρόλο της αστικής διακυβέρνησης και σχεδιασμού. Έπειτα, ο Φίλιππος Κατσίνας (King’s College, London) ανέλυσε τον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές πόλεις προωθούν πολιτικές ανάπτυξης και ανταγωνισμού κατά την περίοδο μιας ενταμένης κρίσης, εστιάζοντας στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Ο Robert Ogman (De Montfort University, Leicester) επικεντρώθηκε στο πώς, μέσω στοχευμένων παρεμβάσεων κοινωνικής πολιτικής, κατασκευάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ένας λόγος για την κρίση ως

ανάκαμψη, ενώ παράλληλα περιορίζονται οι θεσμικοί «διάδρομοι» για πολιτική δράση. Τέλος, ο Christian Smigiel (University of Leipzig) επιδιώκοντας να ερμηνεύσει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ανάπτυξης και κρίσης, εξερεύνησε ποικίλες πρωτοβουλίες και πολιτικές «έξυπνων πόλεων» στον ευρωπαϊκό νότο. 4. Άνιση κοινωνικο-χωρική ανάπτυξη (θεματική συνεδρίαση 5) Ο Christian Scholl (University of Louvain) ανοίγοντας τον κύκλο της συζήτησης, μίλησε για τις πρόσφατες διαμαρτυρίες κατά της λιτότητας σε πόλεις της Ευρώπης και υποστήριξε ότι θα πρέπει να γίνουν κατανοητές ως μία ιστορικά ειδική έκφραση της πολιτικής σχέσης της περιφέρειας με την κεντρική-ηγεμονική Ευρωπαϊκή Ένω-

ση. Στη συνέχεια, ο Cesare Di Feliciantonio (Sapienze-Universita di Roma & KU Leuven) αναφέρθηκε στην ανάδυση ενός κύματος καταλήψεων στέγης στις πόλεις της Ισπανίας και της Ιταλίας ως αποτέλεσμα της διαδικασίας υποκειμενοποίησης του «χρεωμένου ανθρώπου» (Lazzarato, 2012, 2013) μέσα στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων αστικών πολιτικών λιτότητας. Έπειτα, ο Daniel Mullis (Goethe University, Frankfurt) εστιάζοντας στην περίπτωση της Αθήνας και στο πρόγραμμα Rethink Athens υποστήριξε πως αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό όχι μόνο ως ένα μεγάλο project αστικής ανάπλασης αλλά και ως ένα project που στοχεύει να δημιουργήσει μια εικόνα ανάπτυξης για την πόλη, αποθαρρύνοντας την έκρηξη διαμαρτυριών. Τέλος, η Julia

115


010_Layout 1 25/05/2015 9:48 π.μ. Page 116

116

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 113-116

Tulke (ανεξάρτητη ερευνήτρια, Βερολίνο) παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας εθνογραφικής έρευνας που πραγματοποίησε στην Αθήνα το 2013, επιδιώκοντας να εξετάσει την αντιστασιακή αστική δημιουργικότητα των εξεγερμένων κομματιών της κοινωνίας, όπως αυτή εκφράζεται στους τοίχους της πόλης. 5. Αστικές υποδομές (θεματική συνεδρίαση 6). Η ενότητα αυτή ξεκίνησε με την παρουσίαση της Elena Besussi (UCL, London), η οποία εξέτασε τις περιπτώσεις του London Borough of Wandsworth και της πόλης Ferrara στην Ιταλία και υποστήριξε πως στο πλαίσιο της κρίσης τα δημόσια αγαθά αποκτούν πλέον μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία παρά αξία χρήσης και γίνονται αντιληπτά ως ευκαιρίες επένδυσης στην αγορά ακινήτων. Στη συνέχεια, η Katja Thiele (Humboldt-Universitat, Berlin) αναφέρθηκε στην πολιτική ακινήτων στο Βερολίνο και εξέτασε την εκτενή θεσμική αναδιάρθρωση και τον ρόλο των κινημάτων που αντιστέκονται σε αυτήν στο πλαίσιο του νέου καθεστώτος λιτότητας. Έπειτα, η Αναστασία Ρουκούνη (ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη) εξέτασε τις δυνατότητες μιας εναλλακτικής στρατηγικής χρηματοδότησης για τις υποδομές μεταφορών, υποστηρίζοντας πως εάν εφαρμοστεί προσεκτικά μπορεί να στηρίξει τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα και να βοηθήσει στην έξοδο από την κρίση. Τέλος, η Daniela Patti (Vienna Technical University) ανέ-

λυσε την ανάδυση νέων «από τα κάτω» διαδικασιών στη Ρώμη, οι οποίες επικεντρώνονται σε θέματα όπως η σύνδεση υπηρεσιών και εγκαταστάσεων των επίσημων αρχών και των τοπικών αυτοοργανωμένων εγχειρημάτων, τη διαχείριση του στοκ των ακινήτων, ή το ζήτημα της διαφάνειας και συμμέτοχης στην πρόσβαση σε χώρους της πόλης. Η δεύτερη και τελευταία ημέρα του συνεδρίου έκλεισε με δύο κύριους ομιλητές. Αρχικά, ο Κωστής Χατζημιχάλης (Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα) μίλησε για τις πολλαπλές κλίμακες στις οποίες αναπτύσσονται οι μορφές αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές λιτότητας τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, εστιάζοντας στη δυναμική παρουσία μεγάλου τμήματος της κοινωνίας στις κινητοποιήσεις, στο γεγονός ότι βασικός τομέας δράσης είναι η καθημερινή ζωή και, τέλος, στα ισχυρά δίκτυα που έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των νέων μορφών συνεργασίας και αλληλεγγύης. Το συνέδριο έκλεισε με την παρουσίαση της Margit Mayer (CMS, TU Berlin), η οποία, επιδιώκοντας να αμφισβητήσει τις μονοσήμαντες κατανοήσεις των πόλεων ως χώρους ιδιωτικών συμφερόντων, εξευγενισμού και γενικότερα νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, εστίασε στον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων τα τελευταία χρόνια στην επανοηματοδότηση του αστικού χώρου. Συμπερασματικά, το συνέδριο “Urban Austerity: Impacts of the Global Financial Crisis on Cities in

Europe” ήταν μια ευκαιρία για την κατανόηση των πολλαπλών επιπτώσεων και αλλαγών που συνέβησαν στις ευρωπαϊκές πόλεις κατά την περίοδο της κρίσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι παρουσιάσεις από ερευνητές και ακαδημαϊκούς των πληττόμενων από την κρίση χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Ωστόσο, ξεχωριστής προσοχής χρήζει και η παρουσία πολλών ερευνητών που ζουν και εργάζονται σε πανεπιστήμια της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης και οι οποίοι ασχολούνται με ζητήματα που αφορούν κυρίως τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Αυτό μαρτυρά την παραγωγή εκείνης της ακαδημαϊκής γνώσης που επιδιώκει να διαπεράσει τις διχοτομίες Βορράς-Νότος και να αναπτύξει μια νέα ανάγνωση των αστικών μετασχηματισμών. Εξάλλου, η περίοδος της κρίσης μπορεί να λειτουργήσει ως μία ευκαιρία πειραματισμού, τόσο στο επίπεδο εφαρμογής πολιτικών, όσο και παραγωγής ακαδημαϊκής έρευνας. Τέλος, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως αυτό το συνέδριο έδωσε βήμα σε νέους επιστήμονες και επιστημόνισσες οι οποίοι/ες παρουσίασαν τη δουλειά τους και είχαν εποικοδομητικές συζητήσεις με έμπειρους ακαδημαϊκούς και επαγγελματίες ή ακτιβιστές. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πλέγμα ανταλλαγής απόψεων, το οποίο σίγουρα συνέβαλε στην εν εξελίξει έρευνα πολλών μελετητών του αστικού χώρου και της αστικής ανάπτυξης.


011_Layout 1 25/05/2015 9:49 π.μ. Page 117

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 117-121

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΚΑΙ ΠΟΛΗ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 19Ο ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ1

Ευαγγελία Χατζηκωνσταντίνου2

1. Διδακτορική διατριβή (σύνοψη), Τομέας Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, 2014. Τριμελής συμβουλευτική επιτροπή Μαρία Μαυρίδου (επιβλέπουσα), Βίλμα Χαστάογλου και Γιάννης Πολύζος. 2. Δρ. Αρχιτέκτονας - Πολεοδόμος ΕΜΠ, vgl1@hotmail.com

Η διατριβή επιχειρεί τη σύνδεση της συζήτησης για την κατασκευή υποδομών με τη συγκρότηση του μοντέρνου χώρου της ελληνικής πόλης. Η λεωφόρος Συγγρού χρησιμοποιείται ως παράδειγμα αναφοράς, καθώς είναι ένας εμβληματικός άξονας που διαμορφώθηκε σε διαφορετικούς ιστορικούς χρόνους και συναρτήθηκε με την πολεοδομική εξέλιξη της σύγχρονης Αθήνας. Η επιλογή του συγκεκριμένου παραδείγματος προσφέρεται για τη σύνδεση της ιστορίας της πόλης με τη θεωρία και ιστορία των υποδομών, ως τεχνολογία και πολιτική κατασκευή. Αυτή η σύνδεση της υποδομής με την πόλη ανοίγει νέες διόδους για τη μελέτη της νεωτερικότητας όπως αυτή εκφράζεται στην περιφέρεια της Ευρώπης. Η αφήγηση ξεκινά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όποτε συγκροτούνται οι σύγχρονες πολεοδομικές θεωρίες, και κλείνει τα χρόνια του Μεσοπολέμου, κατά τα οποία θεωρώ πως παίρνει πλέον συγκροτημένη μορφή η συζήτηση περί εκσυγχρονισμού. Με βάση τα παραπάνω μελετώ πώς έγινε αντιληπτή και υλοποιήθηκε στην Ελλάδα η ιδέα του εκσυγχρονισμού μέσω της κατασκευής υποδομών, πώς αρθρώθηκε με την ιδέα της προόδου, την αστική και περιφερειακή ανάπτυξη και τις προσδοκίες χειραφέτησης ευρύτερων κοινωνικών ομάδων. Η μελέτη των υποδομών της ελ-

ληνικής πόλης επιχειρείται στη βάση τριών μεθοδολογικών αξόνων. Αυτοί σχετίζονται με την επιδίωξη διεπιστημονικής μελέτης του χώρου και των υποδομών, την ανάγκη επανατοποθέτησης της ιστορίας στη Μελέτη της πόλης και με την επιλογή ένταξης της ελληνικής πόλης σε ένα χώρο παραδειγμάτων που σχετίζονται και αλληλεπιδρούν και για τον λόγο αυτό εντάσσονται σε μια κοινή ιστορία. Στα πρώτα κεφάλαια της διατριβής αναλύεται το νεωτερικό ιδεώδες των υποδομών, η γενεαλογία και η συγκρότησή του τον 19ο αιώνα. Προκειμένου να πλαισιώσω τη συζήτηση πάνω στις υποδομές, εμβόλιμα εξετάζω προσεγγίσεις από τις οικονομικές σπουδές, την κοινωνιολογία και την ιστορία της τεχνολογίας. Στα επόμενα κεφάλαια εστιάζω στη συγκρότηση του τεχνοκρατικού λόγου στην Ελλάδα, σε επίπεδο τεχνικό και πολιτικό, ενώ στο επίμετρο της διατριβής η έμφαση μεταφέρεται στις αναπαραστάσεις της Συγγρού και τις προσλήψεις του μοντέρνου χώρου. Οι πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα έχουν σημασία για την Αθήνα, καθώς οι εκσυγχρονιστικές διαδικασίες διαμορφώνονται στη νέα πρωτεύουσα σε συνάρτηση με τη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας. Πρώτη πράξη για την ανάπτυξη της σύγχρονης ελληνικής πόλης συνιστά ο σχε-

117


011_Layout 1 25/05/2015 9:49 π.μ. Page 118

118

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 117-121

διασμός της πρωτεύουσας. Οι υποδομές, όπως και η πόλη, συγκροτούνται αρχικά σε θεσμικό επίπεδο. Στα μέσα του 19ου αιώνα διαμορφώνεται ένα πλαίσιο για τις διαδικασίες κατασκευής οδών σε εντός και εκτός σχεδίου περιοχές. Το πλαίσιο αυτό ακολουθεί ρυθμίσεις που όριζαν τις δυνατότητες παρέμβασης στα δικαιώματα ιδιοκτησίας σε χώρες της δυτικής Ευρώπης. Βλέπουμε λοιπόν πως την περίοδο αυτή είναι η νομοθεσία που θα χαράξει άξονες και υποδομές. Η διαδικασία αυτή βασίζεται σε μία αντίληψη κατά βάση τεχνοκρατική. Με τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους οργανώνεται ένας πυρήνας εκπαιδευμένων τεχνικών που θα διεκδικήσει ρόλο πρωτοπόρου στον μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας. Η ομάδα αυτή συνδέθηκε με τον λόγο και με μέλη του σαινσιμονικού κινήματος που ήρθαν στην χώρα και εργάστηκαν στις τεχνικές υπηρεσίες του κράτους στην προσπάθεια να εφαρμόσουν τις ιδέες τους μέσω της δημιουργίας κοινωνικο-τεχνικών δικτύων. Ακολουθώντας τις διεθνείς συζητήσεις, η ιδέα του εκσυγχρονισμού συναρτήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα με τη δημόσια υγεία και εξυγίανση μέσω της κατασκευής υποδομών. Στην κατεύθυνση αυτή διαμορφώνονται χώροι πρασίνου και εξοχικοί άξονες, όπως η οδός Φαλήρου, ενώ η επέκταση της πρωτεύουσας συνδέεται με τη δημιουργία αγροτικών οικισμών στην περιφέρειά της. Ο αγροτικός συνοικισμός στην αρχή του δρόμου προς το Φάληρο εγκρίθηκε το 1864. Καθώς οι απαλλοτριώσεις δεν προχώρησαν, κτηματίες της περιοχής προσέφυγαν στο δημοτικό συμβούλιο. Στην προσπάθεια προώθησης των συμφερόντων τους, τους βρίσκουμε να μιλάνε για αγρότες που «υποφέρουν τα χείριστα μην έχοντες χώρο για να συνοικισθώσι και θέσωσι τα ζώα των». Τους απασχολεί η εικόνα της πόλης που καταστρέφεται από την αυθαίρετη δό-

μηση και το κοινωνικό ζήτημα που προκύπτει από την υπερτίμηση της γης. Το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε τη δημιουργία συνοικισμού για τους αγρότες της Πλάκας και τριών προαστίων «χάριν των γεωργών και πενητών». Σε θεσμικό επίπεδο, είχε προηγηθεί ο ορισμός μιας ζώνης γύρω από το σχέδιο της Αθήνας όπου απαγορευόταν η δόμηση. Αν και ο νόμος στόχευε στην προστασία της περιαστικής γης, περιείχε εργαλεία που αναιρούσαν τη βασική του στόχευση. Ένα από αυτά ήταν η συνάρτηση των δικαιωμάτων δόμησης από το οδικό δίκτυο και τον χαρακτηρισμό περιαστικών αξόνων ως αστικών λεωφόρων. Από την πρώτη θεσμική της χρήση η έννοια της αστικής λεωφόρου δεν προέκυπτε από χαρακτηριστικά των δρόμων, αλλά από το γεγονός ότι διαπερνούσαν τη ζώνη των πόλεων επιτρέποντας την ανέγερση οικοδομών. Και ενώ η αγροτική γη εντάσσεται στη συζήτηση για την αστική ανάπτυξη, γίνεται ο ανασχεδιασμός του δρόμου προς το Φάληρο. Σε έκθεση του 1874 που σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους ο αξιωματικός του Μηχανικού Ιωάννης Σέχος σημειώνει: «Την διά περίπατον μάλλον χρησιμεύουσα οδόν Φαλήρου, μελετώ να διαγράψω ευθεία αρχόμενη από του Καταστήματος της Εκθέσεως μέχρις, ει δυνατόν, του πρώτου απαντομένου υψώματος μετά τον Ιλισσόν, ίνα ούτω από της αρχής της οδού ταύτης ορατός καθίζαται ο του Φαλήρου κόλπος και εκτεταμένον έχει ενώπιον του ορίζοντα ο δια περίπατον εξερχόμενος προς το μέρος τούτο». Στην πρότασή του ο δρόμος έχει πλάτος 26 μέτρα και διπλή σειρά δενδροστοιχιών, ώστε να επαρκεί «διά τας σημερινάς ανάγκας του περιπάτου». Είναι η περίοδος που η αγροτική περιοχή γύρω από τον Ιλισό αποκτά σύγχρονα κέντρα και μπιραρίες και η ανακατασκευή της λεωφόρου προς τη θάλασσα συναρτάται με τις νέες εγκαταστάσεις αναψυχής,

τα εξοχικά προάστια και τις μεταφορικές υποδομές που κατασκευάζονται στο φαληρικό πεδίο. Το όραμα του Σέχου θα ενσωματωθεί στο σχέδιο επέκτασης της Αθήνας που εκπονήθηκε το 1885 από μέλη της γαλλικής αποστολής μηχανικών που ήρθαν στην Ελλάδα για την οργάνωση των έργων της Τρικουπικής περιόδου. Η γαλλική αποστολή μεσολάβησε στη μεταφορά νεωτερικών απόψεων για την πόλη και τις υποδομές. Με τον ίδιο τρόπο που η επαφή με το σαινσιμονισμό συνέβαλε στη συγκρότηση ενός πυρήνα ατόμων με πρώιμη τεχνοκρατική αντίληψη, η γαλλική αποστολή συνέχισε την παράδοση προσφυγής στην ξένη τεχνική βοήθεια, πρακτική η οποία εφαρμόστηκε σε πολλές χώρες της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Οι Γάλλοι τεχνικοί πέρα από τα οδικά, σιδηροδρομικά και λιμενικά έργα ασχολήθηκαν και με τον σχεδιασμό της Αθήνας. Το σχέδιό τους άνοιγε την πόλη προς την περιφέρειά της, αρθρώνοντας τους αστικούς και περιαστικούς δρόμους και μετασχηματίζοντας τη σχέση της με τη φύση. Μαζί με τη γειτονική επέκταση στη συνοικία Βαθρακονησίου που, όπως έδειξε η αρχειακή έρευνα ανατρέποντας προηγούμενες παραδοχές, εκπονήθηκε επίσης από τη γαλλική αποστολή, συνιστούν την πιο εκτεταμένη και φιλόδοξη επέκταση της πόλης τον 19ο αιώνα. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς αποτελεί κεντρική συζήτηση για την οργάνωση του μοντέρνου χώρου. Και ενώ το σχέδιο επέκτασης της πόλης προς το Φάληρο θα συναντήσει αντιστάσεις, ξεσπά μια διαμάχη για τις απαλλοτριώσεις εθνικών/επαρχιακών οδών που διέρχονται από τα όρια της πόλης. Το ζήτημα ήταν ποιος ήταν υπόχρεος να καταβάλλει αποζημίωση, το κράτος, οι ιδιοκτήτες ή οι δήμοι. Η διαμάχη έβαλε σε δημόσια συζήτηση την κατανομή υπεραξίας από την κατασκευή οδών και αποτυπώθηκε σε σειρά δια-


011_Layout 1 25/05/2015 9:49 π.μ. Page 119

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

τάγματα τροποποίησης του σχεδίου στο αστικό τμήμα του δρόμου προς Φάληρο. Η λεωφόρος Συγγρού, ο πλατύτερος δρόμος που είχε ποτέ η Αθήνα, κατασκευάστηκε τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα. Η λεωφόρος πήρε το όνομα του Ανδρέα Συγγρού, γνωστού τραπεζίτη της διασποράς, καθώς τμήμα της περιουσίας του δόθηκε από την κληρονόμο του Ιφιγένεια Συγγρού για την κατασκευή του. Με ειδικό νόμο, που συνδύαζε τα καθεστώτα ρύθμισης του χώρου σε εντός και εκτός σχεδίου περιοχές και το κληροδότημα Συγγρού έγιναν οι απαλλοτριώσεις για την εφαρμογή του σχεδίου της γαλλικής αποστολής δύο δεκαετίες μετά τη θεσμοθέτησή του. Η Συγγρού είχε 35 μέτρα πλάτος, διπλές σειρές δενδροστοιχιών, ενώ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ήταν ότι η οργάνωση των κινήσεων γινόταν σε αποκλειστικούς διαδρόμους κυκλοφορίας. Η πρακτική αυτή χρησιμοποιούνταν στο σχεδιασμό δρόμων αναψυχής στην Αμερική, όπου διαμορφώθηκε η τυπολογία των parkways. Οι parkways, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά βουλεβάρτα, αποτέλεσαν βάση της προαστιακής ανάπτυξης. Συνιστούν ένα πρώιμο παράδειγμα κανονικοποίησης των λειτουργιών του δρόμου και ταυτόχρονα μια μορφή τοπιακής παρέμβασης. Κατά αντιστοιχία με τους parkways, στη λεωφόρο Συγγρού απαγορεύτηκε η μεταφορά φορτίων, επιβλήθηκε πρασιά στις ιδιοκτησίες, ενώ η χρήση της συνδέθηκε με την αναζήτηση αναψυχής μέσα από την ταχύτητα. Επιπλέον, δόθηκε σημασία στη φύτευση του άξονα και τη δημιουργία χώρου αστικού πρασίνου εκεί που συναντούσε την ακτή. Για να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο εκφράστηκε η ιδέα τεχνικού εκσυγχρονισμού στη λεωφόρο Συγγρού δεν αρκεί η ανάλυση των υλικών της χαρακτηριστικών. Κοιτάζοντας τις κοινωνικές ομάδες που αναδύθηκαν

την περίοδο εκείνη διεκδικώντας τον χώρο τους, αυτές που έκαναν τη Συγγρού τον πλέον πολυσύχναστο άξονα για κόσμο εργατικό, που συνέρρεαν στα μαζικά θεάματα, τους αγώνες αυτοκινήτων και τις δοκιμαστικές πτήσεις, και βλέποντας πώς προσαρμόστηκαν νεωτερικές πρακτικές στο τοπικό πλαίσιο, διανοίγεται μια δυνατότητα υπέρβασης της ηρωικής αφήγησης του σχεδιασμού. Το πλήθος αυτό, προβάλλοντας τα αιτήματά του στον δρόμο, θα διεκδικήσει τον μοντέρνο χώρο συνδέοντας τους κάθε είδους νεωτερισμούς με την προσδοκία για ένα καλύτερο μέλλον. Βλέπουμε λοιπόν πως ενώ σε επίπεδο προθέσεων η λεωφόρος Συγγρού μεταφέρει κυρίαρχες διεθνώς πρακτικές κατοικίας και αναψυχής της αστικής τάξης, οι αναδυόμενοι αστικοί πληθυσμοί θα τη διεκδικήσουν σθεναρά. Κοιτάζοντας με όρους «κοινωνικής κατασκευής» το πέρασμα από τον εξοχικό προαστιακό δρόμο του 19ου αιώνα στη μηχανοκίνητη λεωφόρο του Μεσοπολέμου, προκύπτει πως η συγκρότηση αυτού του πρότυπου μοντέρνου δρόμου συναρτήθηκε με ανταγωνισμούς που βρίσκονται στον πυρήνα της παραγωγής του μοντέρνου χώρου. Αρχικά, στα όρια της λεωφόρου κατασκευάστηκαν πολυτελείς οικίες με πρασιές. Η τυπολογία αυτή δεν όρισε την ανάπτυξη της περιοχής, η οποία συναρτήθηκε με την έλευση των προσφύγων, ένα γεγονός απρόβλεπτο και ανατρεπτικό της οποιας συνέχειας. Για την υπέρβαση της ηρωικής αφήγησης του σχεδιασμού δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ανάλογες ρήξεις εκτυλίχθηκαν στο εσωτερικό δυτικών κοινωνιών, τις οποίες αντιλαμβανόμαστε συχνά στατικά ως δυτικό παράδειγμα. Η αποδοχή της πολλαπλότητας του χώρου αποτελεί στην κατεύθυνση αυτή προϋπόθεση για την αναγνώριση της αντιφατικότητας των νεωτερικών διαδικασιών. Με το πρόγραμμα εθνικής οδοποιίας του Μεσοπολέμου, η προσπάθεια

ορθολογικής οργάνωσης του χώρου μετατοπίζεται από την πόλη στον εθνικό χώρο. Στο εγχείρημα αυτό η λεωφόρος Συγγρού θα αποτελέσει ενδιάμεσο τόπο πειραματισμού. Είχε προηγηθεί ο σχεδιασμός της παραλιακής λεωφόρου Αθηνών -Σουνίου από το υπουργείο Συγκοινωνιών σε μία περίοδο κατά την οποία ο σχεδιασμός οδών βρισκόταν διεθνώς στην αιχμή του χωρικού σχεδιασμού. Τα οδικά έργα –μαζί με την ίδρυση προσφυγικών οικισμών– προκάλεσαν πρωτόγνωρες ανακατατάξεις στον χώρο. Η υλοποίησή τους, με την ανάθεσή τους υπεργολαβικά πρώτα σε μεγάλες τεχνικές εταιρείες και μετά σε πλήθος μικρών σε τοπικό επίπεδο, δημιούργησε έναν καταμερισμό που δεν μετέβαλε τις υπάρχουσες κοινωνικές ιεραρχίες. Όπως και η παραγωγή της πόλης, η κατασκευή του οδικού δικτύου αποτέλεσε πεδίο συμμαχιών και συναινέσεων μεταξύ κράτους και διαφορετικών ομάδων. Με τον τρόπο αυτό, οι εντάσεις ανάμεσα στις υποσχέσεις και τους αποκλεισμούς της νεωτερικότητας απόκτησαν υλική μορφή, συγκροτώντας ένα χώρο που διέφερε από το δυτικό παράδειγμα, αν και προέκυψε από εξίσου νεωτερικές διαδικασίες. Οι λογοτέχνες της γενιάς του 1930 θα χρησιμοποιήσουν τη λεωφόρο Συγγρού ως σύμβολο για να τοποθετηθούν στις ιδεολογικές διαμάχες της περιόδου. «Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την αχτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές», γράφει το 1929 ο Θεοτοκάς στο Ελεύθερο Πνεύμα. Περισσότερο γόνιμο από το να δώσουμε στις παραπάνω διαδικασίες αυτοτελή αξία είναι να τις καταλάβουμε ως ανοιχτές σε νοηματοδοτήσεις στο πλαίσιο πολιτικών διεργασιών. Παρότι η κατασκευή δρόμων δεν χειραφετεί εξ ορισμού, στην Ελλάδα συνέβαλε στην κοινωνική διάχυση της τεχνολογίας, δίνοντας ευκαι-

119


011_Layout 1 25/05/2015 9:49 π.μ. Page 120

120

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 117-121

ρία σε μη προνομιούχες ομάδες να προσεγγίσουν αγαθά από τα οποία ήταν αποκλεισμένες. Οι δρόμοι, ως συνδέσεις αλλά και διαδικασίες υλοποίησης, αποτέλεσαν πεδίο διαπραγμάτευσης με κρίσιμο ρόλο στην κοινωνική κινητικότητα και την ανάδυση των μεσαίων στρωμάτων. Διατρέχοντας τις αφηγήσεις της διατριβής, αναδύονται κατά τη γνώμη μου τα εξής σημεία: • Συνεισφέροντας στη συζήτηση για τη νεωτερικότητα, η οποία εμφανίζει κρίσιμες αντιφάσεις, προκύπτει πως η προσέγγιση των νεωτερικών διαδικασιών «από τα κάτω» και η σύνδεσή τους με υλικές εκφράσεις της μοντέρνας εποχής, όπως οι υποδομές, μπορεί να αναδείξει τη σύνθετη γεωγραφία της νεω-

τερικότητας συμβάλλοντας στην υπέρβαση απλουστευτικών τρόπων σκέψης. • Στη διατριβή επιχείρησα να φέρω σε διάλογο τη συζήτηση για την κοινωνική παραγωγή του χώρου με κριτικές προσεγγίσεις της ιστορίας της τεχνολογίας. Η προσπάθεια αυτή, η οποία είχε ως αφετηρία τη μελέτη της λεωφόρου Συγγρού, μπορεί να οδηγήσει σε χρήσιμες συγκλίσεις. • Η συζήτηση για τον φετιχισμό ξεκίνησε από τη συνειδητοποίηση της γοητείας που άσκησε το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, όχι μόνο στις αστικές ελίτ, αλλά και σε ευρύτατες ομάδες πληθυσμού. Αυτό όμως που δεν φαίνεται στην ηρωική αφήγηση της λεωφόρου είναι ότι οι νεωτερικές διαδικασίες συγκροτήθηκαν μαζί με την κοινωνική

Αττική, 1932. Πηγή: Οργανισμός Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος.

παραγωγή του χώρου. Ισχυρίζομαι δηλαδή πως η αδυναμία κατανόησης των χωρικών σχέσεων βρίσκεται στον πυρήνα του «φετιχιστικού χαρακτήρα» της Συγγρού και γενικά των δρόμων στην Ελλάδα. Α. Αρχειακές πηγές Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), Αθήνα Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα Πρακτικά των συζητήσεων του Δημοτικού Συμβουλίου Δήμου Αθηναίων Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»


011_Layout 1 25/05/2015 9:49 π.μ. Page 121

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Αρχείο χαρτών του Υπουργείου Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΥΠΕΚΑ), Αθήνα Β. Ενδεικτική βιβλιογραφία Αγριαντώνη Χριστίνα (2003), «Χτίζοντας την Αθήνα. Η διαμόρφωση του κατασκευαστικού Τομέα στο πρώτο Μισό του 20ού αιώνα», στο Ο Ελληνικός Αστικός Χώρος. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας. Καραδήμου-Γερόλυμπου Αλέκα (2002), Καταβολές και Εξέλιξη της Νεώτερης Ελληνικής Πόλης, Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Πανεπιστημιακό Τυπογραφείο.

Μπογιατζής Βασίλης (2012), Μετέωρος Μοντερνισμός: Τεχνολογία, Ιδεολογία της Επιστήμης και Πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, Αθήνα: Ευρασία. Aibar Eduardo and Wiebe E. Bijker (1997), “Constructing a City: The Cerdΰ Plan for the Extension of Barcelona”, Science, Technology, & Human Values 22, no. 1: 3 -30. doi:10.1177/ 016224399702200101. Harvey David (2006), Paris, Capital of Modernity. New York: Routledge. Hastaoglou-Martinidis Vilma (1995), “City Form and National identity: Urban Designs in the Nineteenth-Century Greece”, Journal of Modern Greek studies 13: 99-123.

Mom Gijs and Tissot Laurent, eds (2007), Road History. Planning, Building and Use. Collection History of Transport, Tourism and Travel. Suisse: Alphil editions. Nasr Joe and Mercedes Volait (2003), Urbanism imported or exported?, Chichester: Wiley Academy. Picon Antoine (πρώτη έκδοση 2002), Οι Σαινσιμονιστές. Ορθός λόγος, φαντασιακό, ουτοπία, Αθήνα: Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς. Wagner Peter (1994), A Sociology of Modernity: Liberty and Discipline, London: Routledge.

121


012_Layout 1 25/05/2015 9:50 π.μ. Page 122

122

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 122-126

ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

ΠΡΟΣ ΤΗΝΟ: ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ» ΣΕ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΣΥΝΕΧΕΙΑΣ1 Έφη Μαμούρη2

Αντικείμενο και μεθοδολογία της έρευνας

1. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, ΠΜΣ Εφαρμοσμένη Γεωγραφία & Διαχείριση του Χώρου, Ευρωπαϊκές Πολιτικές & Ανάπτυξη του Χώρου, Επιβλέπουσα: Αναπλ.. Καθηγήτρια Σοφία Σκορδίλη. 2. Στέλεχος Υπουργείου Εσωτερικών, e-mail: e.mamouri@ypes.gr

Η νέα ανθρωποκεντρική προσέγγιση της οικονομικής ανάπτυξης που πρότεινε η θεωρία της «δημιουργικής τάξης» συνδέθηκε στενά με τον χώρο. Ο ανθρώπινος παράγοντας και τα χαρακτηριστικά των τόπων που τους καθιστούν ελκυστικούς αποτέλεσαν με πρωτοποριακό τρόπο μοχλό ευημερίας. Συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες της νέας «τάξης» μεταξύ των οποίων και αυτή των καλλιτεχνών αποδείχθηκαν έντονα κινητικές εντός του αστικού χώρου αλλά και πέραν αυτού. Τα κίνητρα και τα αίτια της μετακίνησης αλλά και οι παράγοντες που επιδρούν στην επιλογή του τόπου διαμονής των καλλιτεχνών σε έναν τόπο ιδιόμορφων συνθηκών και δομικών προβλημάτων που έχουν τη βάση τους στο μόνιμο φαινόμενο της γεωγραφικής ασυνέχειας, όπως η Τήνος, απασχολούν την παρούσα εργασία. Μέσα από βιβλιογραφική επισκόπηση και μια τοπικά προσδιορισμένη έρευνα πεδίου, με τη διεξαγωγή δεκαέξι (16) ατομικών συνεντεύξεων, με έντεκα (11) καλλιτέχνες και πέντε (5) προνομιακούς πληροφορητές τοπικών δομών και φορέων πολιτισμού, η εργασία αποπειράται να κατανοήσει τις ανάγκες, τις στάσεις, τις προτιμήσεις, τα χαρακτηριστικά και τα προβλήματα μιας ομάδας του «υπερ-δημι-

ουργικού πυρήνα», και επιχειρεί να απαντήσει στα «πώς» και τα «γιατί» της επιλογής του συγκεκριμένου τόπου. Θεωρητικά Ζητήματα Η θεωρητική συζήτηση του τρόπου με τον οποίο ο χώρος και ο ανθρώπινος παράγοντας επηρεάζουν τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας έχει μακρά και πλούσια ιστορία. Θεμελιακές αυτής της προσέγγισης απόψεις, εξετάζουν την καινοτομία μεταξύ των επιχειρήσεων ενός κλάδου με γεωγραφική εγγύτητα, τονίζουν τη σημασία της γόνιμης διασταύρωσης και αλληλεπίδρασης των καινοτόμων ιδεών μεταξύ βιομηχανιών, οικονομικών φορέων και κοινότητας, δίνουν έμφαση στην εγγύτητα και πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, στη σημασία των γεωγραφικών συγκεντρώσεων παραγωγικών μονάδων του ίδιου κλάδου ή επικεντρώνονται στον ρόλο του ανθρώπινου κεφαλαίου τονίζοντας τη σημασία του για γρήγορη ανάπτυξη. Ωστόσο, το «δημιουργικό περιβάλλον» παρέμενε ένα άμορφο κατασκεύασμα σε σχέση με τη σαφή ταυτότητα φορέων, δομών και μηχανισμών που σύμφωνα με τις διάφορες θεωρητικές προσεγγίσεις έπρεπε κάθε φορά να εμφανίζονται εντός του. Η θεωρία της «δημιουργικής τάξης» (creative class) όπως διατυπώ-


012_Layout 1 25/05/2015 9:50 π.μ. Page 123

ΕΦΗ ΜΑΜΟΥΡΗ

θηκε από τον Richard Florida, αφορά μια πολύπλευρη έννοια αντιπροσωπευτική μιας νέας «τάξης», έναν αναδυόμενο τομέα της οικονομίας και ένα νέο εργαλείο σχεδιασμού αστικής κυρίως πολιτικής για την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη. Στερούμενη ταξικής συνείδησης η εννοιολογική κατασκευή της επιτυγχάνεται στη βάση της ανθρώπινης δημιουργικότητας (ορίζοντας έτσι το «δημιουργική») και του βιοτικού και εργασιακού status (το οποίο ορίζει την έννοια της «τάξης»). Συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους οι οποίοι απασχολούνται σε επαγγέλματα με σκοπό τη δημιουργία αγαθών/υπηρεσιών στη βάση μιας νέας σύλληψης και μιας νέας μορφής προχωρώντας έτσι πέρα από την παραδοσιακή παραδοχή ενός εργατικού δυναμικού, υψηλών προσόντων. Τα συστατικά μέρη της εντοπίζονται στον «υπερ-δημιουργικό πυρήνα» (supercreative core) ο οποίος περιλαμβάνει όσους είναι πραγματικά δημιουργικοί και καινοτόμοι στην καθημερινή τους εργασία, όπως πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, ερευνητές, διαμορφωτές της κοινής γνώμης κ.ά. και τους «δημιουργικούς επαγγελματίες» (creative professionals) δηλαδή εκείνους που είναι δημιουργικοί από ρουτίνα και οι οποίοι εργάζονται σε ένα ευρύ φάσμα βιομηχανιών έντασης γνώσης, όπως τομείς υψηλής τεχνολογίας, νομικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, κ.ά. Η έμφαση δίνεται στην τεχνολογία (technology), το ταλέντο (talent) και την ανοχή (tolerance), υποστηρίζοντας πως η εμφάνιση των 3Τ σε μια περιοχή αποτελεί πόλο έλξης σημαντικού αριθμού «δημιουργικών εργαζομένων» (creative workers) και δημιουργεί ένα είδος «ανθρώπινου κλίματος» (people climate), το οποίο χαρακτηρίζεται από ανοιχτότητα, ποικιλομορφία, δυναμισμό και χαλαρότητα, απαραίτητο για την εμφάνιση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας.

Κατά την κυκλική διαδικασία συγκέντρωσης δημιουργικών ανθρώπων, και δημιουργίας αναβαθμισμένων και καινοτόμων περιβαλλόντων, τα οποία ευνοούν την περαιτέρω αύξηση και συγκέντρωση δημιουργικού κεφαλαίου «οι θέσεις εργασίας ακολουθούν τους ανθρώπους» αντιστρέφοντας την για χρόνια πάγια υπόθεση της βιομηχανικής εποχής σύμφωνα με την οποία «οι άνθρωποι ακολουθούν την εργασία». Η νέα προοπτική αναπτυξιακής πολιτικής, κοινωνικής απελευθέρωσης, ανοχής και σεβασμού στο διαφορετικό, έτυχε μεγάλης απήχησης και ανάλογης κριτικής αναφορικά με την έντονη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική της χροιά, την απλουστευτική κυκλικότητα της υπόθεσής της, την αποτυχία διατήρησης μιας λογικής ισορροπίας μεταξύ ακρίβειας και πληρότητας καθώς και την έλλειψη εστίασης σε θέματα όπως ανισότητες και αρνητικές εξωτερικότητες. Η γεωγραφία του ταλέντου Η «δημιουργική τάξη» εμφανίζεται ως αποτέλεσμα ενός βασικού οικονομικού μετασχηματισμού στη βάση μιας ατομοκεντρικής προσέγγισης της παραγωγικής διαδικασίας. Η οικονομία της γνώσης, κατανοεί ορισμένους πόρους ως μετακινούμενους μετατοπίζοντας έτσι την εστίαση από τους εντοπισμένους χωρικά πόρους στη δημιουργία αξίας, η οποία στηρίζεται ολοένα και περισσότερο σε άυλους. Έτσι, γεωγραφικοί περιορισμοί του παρελθόντος, καθίστανται μη ρυθμιστικοί παράγοντες παραγωγικής διαδικασίας και σταδιακά αντικαθίστανται από το ανθρώπινο ταλέντο αναδεικνύοντας τη γεωγραφία του ταλέντου σε σημαντικό παράγοντα αναπτυξιακής διαδικασίας. Η ανάλυση της γεωγραφικής κινητικότητας της «δημιουργικής τάξης» επικεντρώνεται σε πόλεις και αστικές

περιοχές, υποδηλώνοντας έτσι τον αστικό χαρακτήρα του φαινομένου. Πρόσφατα, το ενδιαφέρον των ερευνητών συγκέντρωσαν μελέτες περίπτωσης απομακρυσμένων τόπων (remote areas), ειδικών γεωμορφολογικών και κλιματικών συνθηκών, στους οποίους εμφανίζονται σημαντικά ποσοστά «δημιουργικών ανθρώπων». Η βιβλιογραφία διαπιστώνει, ότι οι μεταναστευτικές συμπεριφορές της «δημιουργικής τάξης» διαφέρουν από τις εν γένει μεταναστευτικές συμπεριφορές, ως προς την ένταση και τους λόγους που οδηγούν στη λήψη της απόφασης μετακίνησης και στην επιλογή των τόπων διαμονής. Η «τοπική ατμόσφαιρα», η έννοια της οποίας περιλαμβάνει συγκεκριμένους πόρους και τοπικά χαρακτηριστικά αποτελεί τον ισχυρότερο παράγοντα έλξης (pull factor) για το δυνητικά μετακινούμενο και περιζήτητο «ταλέντο», ιδιαίτερα στην περίπτωση των καλλιτεχνών. Η κατανόηση του συμπεριφορικού μοντέλου των τελευταίων, αναφορικά με την κινητικότητα, επιτυγχάνεται στη βάση ιδιαιτεροτήτων που εμφανίζουν, όπως το ισχυρό κίνητρο μετακίνησης όταν ένα περιβάλλον παύει να προσφέρει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που τους έλκει, τα υψηλά επίπεδα αυτο-απασχόλησης, η ανεξαρτησία και ελευθερία που τους χαρακτηρίζει σε σχέση με άλλους εργαζόμενους αλλά και η πολιτική αναδιάρθρωσης και μετατόπισης της παραγωγικής δραστηριότητας περιοχών της περιφέρειας από τον πρωτογενή τομέα προς τον τουρισμό και άλλες εναλλακτικές οικονομικές δραστηριότητες. Η συζήτηση των ευρημάτων Η Tήνος, υπήρξε πατρίδα πολλών μεγάλων καλλιτεχνών που θεμελίωσαν ουσιαστικά τη νεώτερη ελληνική τέχνη. Η σύνθεση των ειδικών τοπικών, ιστορικών, γεωγραφικών και θρησκευτικών παραγόντων που επι-

123


012_Layout 1 25/05/2015 9:50 π.μ. Page 124

124

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 122-126

κράτησαν στο νησί, βοήθησαν στη γέννηση μιας έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας και διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα του. Τα ευρήματα της έρευνας, η οποία διενεργήθηκε τον Δεκέμβρη του 2014 αναζητώντας τους λόγους και τα κίνητρα που οδήγησαν σε κινητικότητα τα μέλη του «υπερ-δημιουργικού πυρήνα» εκτός του αστικού χώρου, συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με αυτά που εμφανίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Ως κυριότεροι παράγοντες άπωσης (push factors) που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης μετακίνησης, εμφανίζονται η εκπλήρωση των ατομικών αναγκών των καλλιτεχνών, η αντίληψη που έχουν για τον τόπο που διαμένουν πριν την μετακίνηση και για τον τρόπο με τον οποίο η ζωή τους διαμορφώνεται εντός αυτού. Οι απόψεις τους, δομούνται στη βάση στερεοτυπικών αρνητικών αναπαραστάσεων και αποτυπώνονται με χαρακτηριστικές λέξεις και εκφράσεις. Παράγοντες όπως η ποιότητα ζωής, ο περιβαλλοντικά επιβαρυμένος αστικός χώρος, η εγκληματικότητα, οι φρενήρεις ρυθμοί της πόλης αλλά και σημα-

ντικές αλλαγές που επήλθαν στη ζωή τους, εμφανίζονται επίσης με μεγάλη συχνότητα (Πιν. 1). Στην αντίθετη κατεύθυνση εμφανίζονται οι παράγοντες έλξης (pull factors), οι οποίοι οδήγησαν στην επιλογή του νησιού ως τόπου διαμονής και εικαστικής δημιουργίας. Θετικές αναπαραστάσεις και οργανωτικά διανοητικά κατασκευάσματα, τροφοδοτούνται από τον προσωπικό ορισμό του καθενός για το «ειδυλλιακό». Επιπρόσθετα, η επιλογή καθορίζεται από ένα είδος «προσωπικής τροχιάς» (personal trajectory) η οποία διαμορφώνεται από στοιχεία όπως η καταγωγή των ιδίων ή κάποιου γονέα από τον τόπο ή/και η πρότερη γνωριμία με αυτόν (τόπος διακοπών, σπουδών, διαμονής φίλων κ.ά.). Σε σημαντικό παράγοντα έλξης αναδεικνύεται η «αίσθηση του τόπου», υπό την έννοια της υποκειμενικής και συναισθηματικής σχέσης που οι καλλιτέχνες αναπτύσσουν με τον χώρο της Τήνου. Πλεονεκτήματα κλίμακας, γεωμορφολογίας, φυσικών, υλικών και άυλων χαρακτηριστικών του νησιού καθώς και η ισχυρή συμβολικής αξίας πολιτισμική

παράδοση εμφανίζονται να λειτουργούν ως πρώτη ύλη και πόρος για την εικαστική δημιουργία (Πιν. 2). Αντικείμενο διερεύνησης αποτέλεσε και ο βαθμός ένταξης των καλλιτεχνών στη τοπική κοινωνία. Το αμφίδρομο της διαδικασίας δεν επιτυγχάνεται στη μικρή, κλειστή και με ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς κοινωνία της Τήνου. Μεταξύ των δύο κοινοτήτων δεν αναπτύσσονται δεσμοί κοινωνικού κεφαλαίου καθώς η «δημιουργική τάξη» δίνει έµφαση στη «δημόσια ζωή» (public life) και όχι στη ζωή «εντός της κοινότητας» (community life). Ανεξάρτητες πολιτικά φωνές, κοινωνικά ανήσυχοι και ευαισθητοποιημένοι. Από την πλευρά της κοινότητας παρατηρούνται ισχυρές τάσεις αποκλεισμού των «ξένων», οι οποίοι ως φορείς νοημάτων που αξιώνουν ισχύ, απειλούν, καθώς είναι σε θέση να διαταράξουν και να αμφισβητήσουν την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων (Πιν. 3). Ενδιαφέροντα ευρήματα προκύπτουν για τη σχέση τέχνης και πολιτικής. Μια σχέση διπολική και εξαρχής υπονομευμένη στη βάση διαφορετι-


012_Layout 1 25/05/2015 9:50 π.μ. Page 125

ΕΦΗ ΜΑΜΟΥΡΗ

125


012_Layout 1 25/05/2015 9:50 π.μ. Page 126

126

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 122-126

Ενδεικτική βιβλιογραφία

κών κοσμοθεωριών, ήθους, προτεραιοτήτων. Για τους καλλιτέχνες, η πολιτισμική πολιτική που ασκείται στο νησί πέρα από ένα επίπεδο αισθητικής, το οποίο πολλές φορές δεν καταφέρνει να διατηρήσει, δεν κατανοεί τα εργαλεία και τον τρόπο έκφρασής τους, επιχειρώντας πολλές φορές την κυριαρχία επί της δημιουργίας τους. Στον αντίποδα, από τους φορείς πολιτισμικής πολιτικής, συντηρείται μια στερεοτυπική εικόνα των καλλιτεχνών, που αφορά την αναρχική και ατομικιστική τους φύση, μια ποιότητα που αψηφά τον σχεδιασμό και τον προγραμματισμό (Σχήμα 1).

Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει και ένα παράδοξο εύρημα. Το νησί της Τήνου αποτελεί τόπο ο οποίος στερείται των χαρακτηριστικών εκείνων που σύμφωνα με τη βιβλιογραφία τον καθιστούν ελκυστικό για τη «δημιουργική τάξη». Παρά την απουσία «ανοιχτότητας», «ημιανωνυμίας» χαλαρών κοινωνικών δεσμών, χαμηλών εμποδίων εισόδου, το νησί συγκεντρώνει και διατηρεί τα μέλη του «υπερ-δημιουργικού πυρήνα». Η παρατηρούμενη εμφάνιση σημειώνει αυξητικό πρόσημο και ενδεχομένως αυτό το «παράδοξο» να αποτελεί εφαλτήριο για την παραπέρα διερεύνηση του φαινομένου.

Borén, T. and Young, C. (2013), ‘The Migration Dynamics of the “Creative Class”: Evidence from a Study of Artists in Stockholm Sweden», Annals of the Association of American Geographers, 103(1): 195210. Florida, R. (2002a/2012). The Rise of the Creative Class, New York: Basic Books. Florida, R. (2007). The flight of the creative class: The new global competition for talent, New York: Harper Collins. Hansen, K.J. and Niedomysl, T. (2009), ῾Migration of the creative class: evidence from Sweden᾿, Journal of Economic Geography, 9: 191– 206. Ling, C. and Dale, A. (2011), ῾Nature, Place and the creative class: Three Canadian case studies᾿, Landscape and Urban Planning, 99: 239–247. McGranahan, D.A., Wojan, T. and Lambert, D. (2011), ῾The rural growth trifecta: outdoor amenities, creative class and entrepreneurial context᾿, Journal of Economic Geography, 11: 529-557. Peck, J. (2005), ῾Struggling with the creative class᾿, International Journal of Urban and Regional Research, 29(4): 740-70. Γιαννισοπούλου, Μ. (2004). «Τήνος το νησί των αντιθέσεων. Μια πρόκληση για τον ερευνητή», Τηνιακά Σύμμεικτα, Περίοδος ΄Β (1): 5-8.


013_Layout 1 25/05/2015 9:51 π.μ. Page 127

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ, ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ1 Κωνσταντίνα Τσακοπούλου2

Εισαγωγή

1. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, ΠΜΣ: Εφαρμοσμένη Γεωγραφία, Κατεύθυνση: Ευρωπαϊκές Πολιτικές, Σχεδιασμός και Ανάπτυξη του Χώρου, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, 2013. Επιβλέπουσα: Σοφία Σκορδίλη. 2. Υποψήφια διδάκτωρ, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, e-mail: c.tsakopoulou@ hua.gr

Η συζήτηση για την ανθεκτικότητα (resilience) ξεκίνησε στις περιβαλλοντικές επιστήμες για να περιγράψει την ικανότητα των οικοσυστημάτων να επιβιώνουν σε ακραίες συνθήκες. Ο όγκος της βιβλιογραφίας δείχνει ότι η μεταφορά της ανθεκτικότητας έχει κάτι να πει για τα συστήματα πολύ διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, όπως η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, οι οικονομικές επιστήμες. Γιατί η ανθεκτικότητα είναι τόσο δημοφιλής σήμερα; Στην παρούσα συγκυρία η έννοια ανταποκρίνεται στην αίσθηση ότι ο κίνδυνος υφίσταται σε περισσότερους τομείς (οικονομία, κοινωνία, περιβάλλον) αλλά και σε περισσότερες χωρικές και χρονικές κλίμακες. Διαμορφώνει επίσης ένα πεδίο έρευνας στο οποίο διαφορετικές επιστημονικές προσεγγίσεις μπορούν να συνδιαλεχθούν πάνω στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν κρίσιμα ζητήματα, όπως ο χρόνος (στιγμιαίος ή εξελικτικός), η σχέση ανάμεσα στις χωρικές κλίμακες, οι θεσμοί (έλεγχος εκ των άνω ή συνδιαχείριση του συστήματος) και η δράση των υποκειμένων. Μας υποχρεώνει τέλος να επανεξετάσουμε τις επιστημονικές προσεγγίσεις μέσα από ένα ερώτημα σκοπού. Πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε την ανθεκτικότητα; Θέτει δηλαδή την επι-

στημονική έρευνα υπό το πρίσμα της πολιτικής πράξης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η εξέλιξη της έννοιας στις περιφερειακές και τουριστικές σπουδές. Έμφαση δίνεται στη χρησιμότητα και στους περιορισμούς αυτής της ανάλυσης και στην επίδρασή της στη διαμόρφωση του δημόσιου λόγου. Ο λόγος της επαναφοράς: μηχανική ανθεκτικότητα Στον δημόσιο λόγο που αναπτύχθηκε μετά την καταστροφή της Ν. Ορλεάνης από τον τυφώνα Κατρίνα και τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους, επικροτήθηκε η ανθεκτικότητα των περιοχών αυτών, καθώς ανέκτησαν τα αρχικά επίπεδα πληθυσμού, δόμησης ή απασχόλησης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πρόκειται για τη μηχανική ανθεκτικότητα (engineering resilience), η οποία περιγράφει την ικανότητα του συστήματος να ανακτά γρήγορα το σημείο ισορροπίας του. Μέτρο της είναι ο χρόνος t που χρειάζεται το σύστημα για να επανέλθει στο σημείο ισορροπίας του μετά από μια διαταραχή. Όσο πιο γρήγορα επανέλθει το σύστημα και όσο πιο μικρή η διακύμανση, τόσο πιο ανθεκτικό είναι. Η θεώρηση αυτή συντάσσεται με την κλασική οικονομική θεωρία: μια διαταραχή αναγκάζει την οικονομία να παρεκκλίνει από το σημείο ισορ-

127


013_Layout 1 25/05/2015 9:51 π.μ. Page 128

128

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 127-131

ροπίας της αλλά το σύστημα αυτορυθμίζεται ώστε να επανέλθει. Θεωρείται ότι τα συστήματα έχουν ένα φυσικό σημείο ισορροπίας. Ωστόσο, όπως απέδειξε το παράδειγμα της Ν. Ορλεάνης, το αρχικό σημείο ισορροπίας μπορεί να απέχει πολύ από το επιθυμητό. Επιπλέον μελέτες που στηρίζονται στη μηχανική ανθεκτικότητα αποτιμούν την ανθεκτικότητα συγκεκριμένων μετρήσιμων μεταβλητών, όπως το ΑΕΠ ή η απασχόληση. Ακόμη και αν οι μεταβλητές αυτές επανέλθουν στα αρχικά τους επίπεδα, δεν συνεπάγεται ότι και η δομή της οικονομίας (ο θεσμικός της ιστός, η σύνθεση των οικονομικών κλάδων) έχει επανέλθει. Ωστόσο μεταβολές στην οικονομική δομή μιας περιφέρειας επηρεάζουν την ανθεκτικότητά της μακροπρόθεσμα και την ικανότητά της να αντιδράσει στο μέλλον. Περνώντας το κατώφλι: οικολογική ανθεκτικότητα Την έννοια της οικολογικής ανθεκτικότητας (ecological resilience) ανέπτυξε για πρώτη φορά ο Holling (1973). Ανέτρεψε τη μέχρι τότε κυρίαρχη αντίληψη της μηχανικής ανθεκτικότητας στις περιβαλλοντικές σπουδές, σύμφωνα με την οποία τα οικοσυστήματα έχουν ένα σταθερό σημείο ισορροπίας –την ισορροπία της φύσης– στο οποίο επανέρχονται μετά από κάθε πλήγμα. Ο Holling άσκησε κριτική στην προσπάθεια του ανθρώπου να διαχειριστεί το οικοσύστημα έτσι ώστε να βελτιστοποιήσει την απόδοσή του. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, οι υπεύθυνοι προσδιορίζουν το ανώτατο ποσό παραγωγής που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε χωρίς να διαταράξουμε την ικανότητα του οικοσυστήματος να αναπαραχθεί, μεγιστοποιούν την απόδοση της γης χρησιμοποιώντας χημικά λιπάσματα και ελέγχουν

επιβλαβείς παράγοντες με ζιζανιοκτόνα και εντομοκτόνα. Η αντίληψη ότι μπορούμε να φέρουμε ένα σύστημα στη βέλτιστη κατάσταση και να το σταθεροποιήσουμε εκεί δεν συνάδει με τον τρόπο που λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος. Δεν λαμβάνουμε υπόψη ότι το ίδιο το οικοσύστημα μπορεί να στηρίζεται σε μεγάλες αυξομειώσεις των πληθυσμών του με σημαντικό χρόνο επιστροφής στην αρχική τους κατάσταση για να επιβιώσει.

Η οικολογική ανθεκτικότητα αποδέχεται λοιπόν την ύπαρξη περισσότερων σημείων ισορροπίας. Διαταραχές μπορεί να προκαλέσουν τη μετάπτωση του συστήματος από το ένα σημείο ισορροπίας στο άλλο. Τότε το σύστημα υπερβαίνει ένα κατώφλι. Αντιστοίχως οι περιφέρειες παρουσιάζουν περισσότερα σημεία ισορροπίας. Ανάλογα με την αντίδρασή τους μετά από ένα πλήγμα οι περιφέρειες θεωρούνται ανθεκτικές, όταν ανακτούν το αρχικό σημείο ισορροπίας και επανέρχονται στα επίπεδα απα-


013_Layout 1 25/05/2015 9:51 π.μ. Page 129

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

σχόλησης και ΑΕΠ ή όταν η απελευθέρωση πόρων λόγω της καταστροφής παλαιών δομών και η αξιοποίησή τους σε νέες δραστηριότητες βελτιώνουν τις οικονομικές επιδόσεις της περιφέρειας. Αντιθέτως, οι περιφέρειες χαρακτηρίζονται ως μη ανθεκτικές όταν μετά το πλήγμα εγκλωβίζονται σε χαμηλότερο επίπεδο απασχόλησης και ΑΕΠ. Αν η διαταραχή καταστρέψει μεγάλο μέρος της οικονομικής δομής της περιφέρειας, τότε είναι πιθανόν η περιφέρεια να μην μπορεί να ανακτήσει τον προηγούμενο ρυθμό ανάπτυξης. Αν και η οικολογική ανθεκτικότητα έχει μεγαλύτερη ερμηνευτική ισχύ από τη μηχανική, καμία δεν ερμηνεύει την εξέλιξη των περιφερειών. Η εξέλιξη παρουσιάζεται ως διαδοχή κατώτερων ή ανώτερων σημείων ισορροπίας στην οικονομία μιας περιφέρειας, η οποία προκαλείται από διαταραχές. Ο χρόνος μετράται σε στιγμές: πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πλήγμα. Εξελικτική ανθεκτικότητα Πώς εξελίσσονται τα συστήματα; Τι καθορίζει αν μια περιφέρεια μεταβεί

σε ανώτερο ή κατώτερο μονοπάτι ανάπτυξης; Στην εξελικτική (evolutionary) ανθεκτικότητα το ενδιαφέρον στρέφεται από την ικανότητα του συστήματος να διατηρήσει ένα συγκεκριμένο καθεστώς στη διαδικασία προσαρμογής στο εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον. Υπάρχουμε σ’ ένα πολύπλοκο (complex) κοινωνιο-οικολογικό σύστημα. Είναι ένα σύστημα δρώντων (ατόμων, φορέων, οργανισμών) σε διαφορετικές χωρικές και χρονικές κλίμακες. Είναι ανοικτό και μη γραμμικό: δεν μπορούμε να τροποποιήσουμε μία μεταβλητή του συστήματος κρατώντας σταθερό το υπόλοιπο. Οι αλλαγές που επιφέρουμε σε έναν τομέα αναγκάζουν τους υπόλοιπους δρώντες να προσαρμοστούν, επιφέροντας συχνά απρόβλεπτες μεταβολές στο σύνολο. Οι μακροδομές του συστήματος αναδύονται αυθόρμητα από τη δυναμική αλληλεπίδραση των στοιχείων της μικροδομής. Καθώς αντιδρούν στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, τα συστήματα μεταβάλλουν τη δομή τους και περνούν από διαφορετικές φάσεις ενός κύκλου προσαρμογής. Διακρίνουμε τέσσερις διαδοχικές φάσεις ανάπτυξης, συντήρησης, απελευθέρωσης και αναδιορ-

γάνωσης, στις οποίες το σύστημα χαρακτηρίζεται από διαφορετικό βαθμό συνοχής, ανθεκτικότητας και πόρων. Τα συστήματα (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό κ.λπ.) βρίσκονται σε διαφορετικές φάσεις του κύκλου και συνολικά αποτελούν ένα ιεραρχημένο σύνολο κύκλων προσαρμογής σε αλληλεπίδραση, την παναρχία (panarchy). Επειδή αποτελούν ένα σύνολο εγκιβωτισμένων κύκλων προσαρμογής, τα συστήματα είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικά και καινοτόμα: είναι συνεκτικά και ταυτόχρονα ελεύθερα να πειραματιστούν «γιατί αυτές οι ιδιότητες εκδηλώνονται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και σε διαφορετικές κλίμακες» (Davoudi,2012: 304). Η εξελικτική ανθεκτικότητα και οι όροι που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτήν διαμόρφωσαν ένα πλαίσιο χρήσιμο για τη διερεύνηση της ανθεκτικότητας των τουριστικών προορισμών. Ανθεκτικότητα και τουρισμός Στη βιβλιογραφία για τον τουρισμό, η συζήτηση βασίστηκε αρχικά στην ανθεκτικότητα με την έννοια της διατήρησης της ισορροπίας του συστήματος και επικεντρώθηκε γύρω από την ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί ανάμεσα στην τουριστική ζήτηση και προσφορά, την τοπική κοινωνία και το περιβάλλον. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Με τον έλεγχο του συστήματος, τον υπολογισμό της φέρουσας ικανότητας, την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Απηχείται εδώ η μηχανιστική αντίληψη για τον κόσμο: ο κόσμος μπορεί να κατανοηθεί πλήρως και μπορούμε να τον ελέγξουμε με προβλέψιμα αποτελέσματα. Ωστόσο για να καταστεί ρεαλιστικός ο σχεδιασμός της τουριστικής ανάπτυξης, πρέπει να ενσωματώσει την πολυπλοκότητα του τουριστικού συστήματος. Οι πολιτικές για την τουριστική ανάπτυξη επιδρούν σε μια

129


013_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 130

130

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 127-131

σειρά συστημάτων σε διαφορετικές φάσεις του κύκλου προσαρμογής με αποτελέσματα δυσανάλογα προς την αρχική δράση. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του τουριστικού συστήματος στο Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο στην Αυστραλία (Biggs, 2011). Στον πυρήνα βρίσκονται οι τουριστικές επιχειρήσεις (καταδυτικός τουρισμός, καταλύματα, εστίαση, επιχειρήσεις ψυχαγωγίας) και η τοπική οικονομία που συνδέεται με αυτές. Οι επιχειρήσεις εξαρτώνται από την κατάσταση του υφάλου, η οποία με τη σειρά της καθορίζεται από διεθνείς και τοπικές παραμέτρους (κλιματική αλλαγή, υπεραλίευση, απορροές από τις αγροτικές καλλιέργειες). Οι ροές των τουριστών καθορίζονται από τους παράγοντες έλξης του προορισμού και από διεθνείς εξελίξεις (κόστος ταξιδιού, ύφεση). Για να οικοδομήσει αποτελεσματικά την ανθεκτικότητα του συστήματος ο φορέας διαχείρισης του θαλάσσιου πάρκου αναγνώρισε τη σημασία όλων των εταίρων και ξεκίνησε

ένα πρόγραμμα συνεργασίας με όλους όσους ζουν από τον ύφαλο. Διακυβέρνηση: με σκοπό την ανθεκτικότητα των τουριστικών προορισμών Σημαντικός παράγοντας στην οικοδόμηση της ανθεκτικότητας είναι και το σχήμα διακυβέρνησης μιας χωρικής ενότητας και ο τρόπος που τα άτομα και οι ομάδες συνδέονται σε αυτό. Έρευνα για την αποτελεσματικότητα του συστήματος διακυβέρνησης στην αποκατάσταση της Ταϊλάνδης μετά το τσουνάμι του 2004 έδειξε ότι παρά το γεγονός ότι συμμετείχαν διεθνείς, εθνικοί και τοπικοί φορείς, στην αποκατάσταση συνέβαλαν περισσότερο οι τοπικές ελίτ, οι οποίες κινητοποίησαν τα κοινωνικά και πολιτικά τους δίκτυα. Τα αποτελέσματα της έρευνας υπογραμμίζουν ότι η τρωτότητα μιας ομάδας, ενός ατόμου, μιας περιοχής απέναντι στην καταστροφή εξαρτάται από την πρόσβαση που έχει σε οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς πόρους. Αν θέλουμε να απο-

τιμήσουμε την ανθεκτικότητα ενός συστήματος θα πρέπει να ανιχνεύσουμε πώς διαφορετικές ομάδες συνδέονται με τους πόρους του συστήματος και κατά πόσο μπορούν να ενεργοποιήσουν τους πόρους αυτούς, κάτι που εξαρτάται βέβαια από τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας, όποια μορφή και αν παίρνουν αυτές (πολιτισμικές νόρμες, ιδεολογίες). Διαφορετικό σχήμα διακυβέρνησης αποτελεί η προσαρμοστική συνδιαχείριση (adaptive co-management), στην οποία το σύστημα εξελίσσεται μέσα από τη δοκιμή και την πλάνη με σκοπό να διασφαλίσει τη βιώσιμη πορεία της κοινότητας. Επιτυχημένο παράδειγμα αποτελεί ο κοινοτικός τουρισμός στην Agua Blanca, μια κοινότητα 260 αυτοχθόνων στο εθνικό πάρκο Machalilla στον Ισημερινό. Μέσα από συλλογικές αποφάσεις η κοινότητα αξιοποίησε τους φυσικούς και πολιτισμικούς πόρους της περιοχής έτσι ώστε το τουριστικό εισόδημα να διαχέεται σε όσο το δυνατόν περισσότερες οικογένειες. Η έρευνα έδειξε ότι η συνδιαχείριση ενίσχυσε την ανθεκτικότητα της κοινότητας, καθώς τη διαπαιδαγώγησε στην αυτοοργάνωση και στην ανταπόκριση στις διακυμάνσεις της τουριστικής αγοράς. Επιπλέον, οι κάτοικοι ανασυγκρότησαν τη μνήμη της κοινότητας για να τη μεταδώσουν στον επισκέπτη, διατηρώντας χαρακτηριστικά που θα είχαν χαθεί. Έτσι ενισχύθηκε το απόθεμα διαθέσιμων πόρων που μπορούσε να ενεργοποιήσει η κοινότητα σε περίπτωση κρίσης. Συμπεράσματα: ο λόγος για την επιβίωση και ο λόγος για τη ζωή Η συζήτηση για την ανθεκτικότητα έχει διαμορφώσει δύο αντιτιθέμενες αφηγήσεις. Η μηχανική και οικολογική ανθεκτικότητα οριοθετούν τον λόγο της επιβίωσης: οικονομίες και άτομα αναπτύσσονται σε ένα περι-


013_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 131

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

βάλλον κινδύνου στο οποίο είναι ευάλωτοι. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον επιδιώκουν να διατηρήσουν τη μορφή και τη λειτουργία τους. Ο δημόσιος κυβερνητικός λόγος κυριαρχείται από αυτή την αφήγηση, διαμορφώνοντας το πλαίσιο μιας συντηρητικής πολιτικής που αποσκοπεί στη διατήρηση των κεκτημένων. Καθώς εκπορεύεται από φορείς εξουσίας με πρόσβαση στα μέσα επικοινωνίας, ο λόγος της επιβίωσης αποτελεί την κοινή αντίληψη για την ανθεκτικότητα. Αντιθέτως, η εξελικτική ανθεκτικότητα οριοθετεί τον λόγο για τη ζωή, για την ικανότητα να μαθαίνεις και να προχωράς. Αναρωτιέται πώς μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε την αλλαγή. Προβάλλει την επίδραση των μικρότερων χωρικών επιπέδων στο σύστημα. Διαμορφώνει μια πιο ριζοσπαστική πολιτική, που αποδέχεται διαφορετικές φωνές και εναλλακτικούς τρόπους οικονομικής εκμετάλλευσης. Η διάδοση της ανθεκτικότητας στη δημόσια σφαίρα της πολιτικής ανέδειξε τον κανονιστικό χαρακτήρα της έννοιας: και οι δύο αφηγήσεις θέτουν

αξίες και στόχους για την κοινωνία. Η οικοδόμηση της ανθεκτικότητας μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικές διαδρομές που πηγάζουν από διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Αυτό πρέπει να ενσωματωθεί στην κοινή αντίληψη για την ανθεκτικότητα. Σε κάθε περίπτωση η ανθεκτικότητα δημιουργεί στον δημόσιο λόγο έναν χώρο όπου, σε περιόδους κρίσης, μπορούμε να συζητήσουμε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και όπου, επιπλέον, μπορούν σταδιακά να αξιοποιηθούν οι συνδηλώσεις της εξελικτικής ανθεκτικότητας.

Ενδεικτική βιβλιογραφία Biggs, D. (2011) Case study: the resilience of the nature-based tourism system on Australia’s Great Barrier Reef, Department of Sustainability, Environment, Water, Population and Communities. Davoudi, S. (2012) ῾Resilience: a bridging concept or a dead end?᾿, Planning Theory and Practice, 13 (2): 299307. Larsen, R.K., Calgaro, E., Thomalla, F. (2011) ῾Governing resilience

building in Thailand’s tourism-dependent coastal communities: conceptualising stakeholder agency in socio-ecological systems᾿, Global Environmental Change, 21: 481491. Leach, M. (ed.) (2008) Re-framing Resilience: A Symposium Report, STEPS, Working Paper 13, Brighton, STEPS Centre. Martin, R. (2011) ῾Regional economic resilience, hysteresis and recessionary shocks᾿, Plenary Paper Presented at the Annual International Conference of the Regional Studies Association, Newcastle, 17-20 April, 2011. Ruiz-Ballesteros, E. (2011) ῾Social-ecological resilience and community based tourism. An approach from Agua-Blanca, Equador᾿, Tourism Management, 32: 655-666. Simmie, J., Martin, R. (2009) ῾The economic resilience of regions: toward an evolutionary approach᾿, Cambridge Journal of Regions, Economy and Society, pp. 1-17. Walker, B., Salt, D. (2006) Resilience Thinking. Sustaining Ecosystems and People in a Changing World, Washington, Covelo, London: Island Press.

131


014_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 132

132

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 132-135

ΈΜΦΥΛΟΣ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ1 Σωτηρία Καρασιώτου2

Εισαγωγή

1. Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, ΔΠΜΣ Πολεοδομία-Χωροταξία, Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, Ιούλιος 2014, επιβλ.: Βαΐου Ντίνα. 2. soti_arch@yahoo.com

Αντικείμενο της έρευνας είναι η σχέση έμφυλου σώματος και αμειβόμενης εργασίας και κεντρικό ερώτημα πώς εμφυλοποιείται η εργασία και σωματοποιούνται τα έμφυλα υποκείμενα στους χώρους εργασίας. Πεδίο έρευνας αποτελούν οι χώροι της συμβολικής οικονομίας – οι χώροι, δηλαδή, της εμπορευματοποιημένης πολιτισμικής παραγωγής και κατανάλωσης (Zukin 1995). Συγκεκριμένα, εστιάζω στα καφέ και μπαρ, έναν τύπο χώρων εργασίας όπου τα υποκείμενα ενορχηστρώνονται σε μια σειρά συναλλαγών και αλληλεπιδράσεων που είναι ταυτόχρονα υλικές [οικονομικές] και συμβολικές [πολιτισμικές]. Η προσέγγιση αποτελεί προσπάθεια συνάρθρωσης της έννοιας της κουλτούρας με εκείνη της οικονομίας (Βαΐου κ.ά. 2002) και οι πρακτικές που παράγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες προς κατανάλωση προσεγγίζονται ως πραγματώσεις σημασιοδοτήσεων, σχέσεων και αναπαραστάσεων, δημιουργώντας μία αμοιβαία διαδικασία (ανα)παραγωγής πρακτικών και νοημάτων και μια άμεση συσχέτιση εργασίας και έμφυλων ταυτοτήτων. Μεθοδολογικά η προσέγγιση τοποθετείται στο πεδίο της ποιοτικής έρευνας, ενώ χρησιμοποιείται ως βασική μέθοδος η ποιοτική συνέντευξη με εργαζόμενες σερβιτόρες και η επιτόπια παρατήρηση στους χώρους ερ-

γασίας. Η κάθε περίπτωση μελέτης είναι πολύ συγκεκριμένα τοποθετημένη –κοινωνικά, πολιτισμικά και γεωγραφικά– και, επομένως, το νόημά της συμπυκνώνεται στη συγκρότησή της ως το ιζηματοποιημένο αποτέλεσμα των κοινωνικών δομών, διαδικασιών και σχέσεων. Εννοιολογική θεώρηση Στο θεωρητικό επίπεδο της έρευνας θα χρησιμοποιήσω τρείς εννοιολογικές θεωρήσεις. Η πρώτη αφορά την εμφυλοποίηση της εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών, η δεύτερη τη σχέση σώματος και φύλου και η τρίτη τη σχέση σώματος και κεφαλαίου. Η εμφυλοποίηση της εργασίας προσεγγίζεται κυρίως μέσα από το έργο της φεμινίστριας γεωγράφου L. McDowell (1997, 2009). Η McDowell αμφισβητεί την κυρίαρχη «ρητορική ριζικής αλλαγής» η οποία επικρατεί στις αφηγήσεις σχετικά με το τι άλλαξε στις εργασιακές σχέσεις και συνθήκες στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου με το πέρασμα στις μετα-βιομηχανικές οικονομικές σχέσεις και τη μεγάλη ανάπτυξη του τομέα υπηρεσιών και εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο η εμφυλοποίηση της εργασίας συγκροτείται μέσα από σχέσεις, νοηματοδοτήσεις και αναπαραστάσεις που συνδέονται με την κυρίαρχη διάκριση αμειβόμενης και μη-αμειβόμενης εργασίας.


014_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 133

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΣΙΩΤΟΥ

Η σχέση σώματος και φύλου εξετάζεται μέσα από τη θεωρία της επιτελεστικότητας του φύλου της J. Butler (2006, 2008[1993]) η οποία υποστηρίζει ότι το έμφυλο υποκείμενο συγκροτείται μέσα από μια καθημερινή, στιλιζαρισμένη διαδικασία επανάληψης πράξεων, οι οποίες επιτελούνται, επιβεβαιώνοντας έμφυλα κανονιστικά πρότυπα και παράγουν τελικά το φύλο ως ένα ιζηματοποιημένο αποτέλεσμα, τοποθετώντας τις διαδικασίες σωματοποίησης εντός μιας κυρίαρχης ετεροσεξουαλικής μήτρας σχέσεων. Αντλώντας από αυτήν τη σκέψη, οι εργασιακές διαδικασίες εξετάζονται εδώ ως διαδικασίες έμφυλης επιτελεστικότητας και αναζητούνται οι τρόποι μέσω των οποίων τα εργασιακά υποκείμενα αναπαράγονται ως συγκεκριμένες αρρενωπότητες και συγκεκριμένες θηλυκότητες. Τέλος, η σχέση σώματος - κεφαλαίου εξετάζεται μέσα από τη σκέψη του Harvey (2000) και του Bourdieu (1986, 2006[1980]). Εδώ, επιχειρείται μια σύνδεση ανάμεσα στην ανάλυση του Harvey σχετικά με τους τρόπους που συγκροτείται το σώμα υπό τις καπιταλιστικές εργασιακές σχέσεις, στα τρία στάδια της ανακύκλησης του μεταβλητού κεφαλαίου –παραγωγή, συνδιαλλαγή και κατανάλωση– και τη θεωρία του Bourdieu για το ενσώματο πολιτισμικό κεφάλαιο – μιας άυλης, δηλαδή, μορφής κεφαλαίου που συσσωρεύεται επιτελεστικά, λειτουργεί συμβολικά και εσωτερικοποιεί εντέλει τις συνθήκες ανάδυσης των έμφυλων υποκειμένων. Το νήμα που συνδέει τις τρείς παραπάνω θεωρήσεις είναι ο χώρος. Προκειμένου να διερευνηθεί η αμοιβαία σχέση (ανα)παραγωγής εργασιακών πρακτικών και έμφυλων νοηματοδοτήσεων συγκροτείται μία θεώρηση του χωρικού που αντλεί από τις προσεγγίσεις της Massey (2001), του Lefebvre (1991[1974]) και του Harvey (2005). Έτσι, το χωρικό προσεγγίζεται

ως συνεχώς εν τω γίγνεσθαι (Massey 2001) μέσα από μια διαλεκτική σχέση αναπαραγωγής με το κοινωνικό – ως μια ανοιχτή συνθήκη που συγκροτείται από διαφορετικά χωρικά πλαίσια ανάμεσα στα οποία ολισθαίνουμε συνεχώς: o χώρος ως χωρικές πρακτικές, ως αναπαραστάσεις και ως χώρος αναπαραστάσεων (Lefebvre 1991[1974]) σε απόλυτη, σχετική και σχεσιακή διάσταση (Harvey 2005). Εμπειρική ανάλυση: το πεδίο έρευνας και οι συνεντεύξεις/αφηγήσεις των εργαζομένων Οι μελέτες περίπτωσης της έρευνας – τα τέσσερα καφέ και μπαρ– αποτελούν παραδείγματα χώρων της συμβολικής οικονομίας του κέντρου της Αθήνας. Πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με πέντε εργαζόμενες σε αυτούς τους χώρους, ενώ προηγήθηκε μία συζήτηση με μια «προνομιακή πληροφορήτρια» (βλ. Βαΐου κ.ά. 2002). Οι βασικές θεματικές διερεύνησης που διαμορφώθηκαν είναι το σέρβις ως επαγγελματική επιλογή μέσα στο γενικότερο βιογραφικό πλαίσιο ζωής, οι σχέσεις με τα υπόλοιπα υποκείμενα του εργασιακού χώρου, καθώς και οι πρακτικές που υλοποιούν τις σχέσεις αυτές: καθήκοντα, κινήσεις, ρουτίνες, συζητήσεις, διεκδικήσεις, ο καταμερισμός εργασίας, οι εργασιακές πρακτικές ως διαδικασίες σωματοποίησης – και το πώς γίνονται αντιληπτά ή κατασκευάζονται τα προσόντα και η σύνδεση των πρακτικών αυτών με τον χώρο– αλλά και ο τρόπος με τον οποίο βιώνουν οι ερευνώμενες τον χώρο στην υλική και συμβολική του διάσταση. Μέσα από την ανάλυση των αφηγήσεων και την εμπειρική διεύρυνση αναδείχθηκαν ορισμένα σημεία τα οποία επανατοποθετούν τις αρχικές θεωρήσεις. Παρακάτω παρατίθενται μαζί με αποσπάσματα από τις αφηγήσεις των εργαζομένων:

Η εργασία στο σέρβις αποτελεί για τις ερευνώμενες μια περιστασιακή δουλειά, η οποία όμως στις παρούσες οικονομικοεργασιακές συνθήκες «κανονικοποιείται» και μετατρέπεται σε βασική πηγή επαρκούς εισοδήματος και σημαντικό παράγοντα οργάνωσης της κοινωνικής τους ζωής. «Παρεμπιπτόντως χτες έκλεισα ένα χρόνο… και είναι περίεργο γιατί όταν πήγα είπα… ξέρεις… θα φύγω νωρίς, δηλαδή κάτι θα βρεθεί, ψάχνω παράλληλα… ψάχνω… ψάχνω… κατά βάση κοιτάω για δουλειές γραφείου, γραμματειακή υποστήριξη, τέλος πάντων οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι τέτοιας φύσεως (…) αλλά δεν πρόκειται να αφήσω το καφέ αν δεν βρω κάτι άλλο. Γιατί καλώς ή κακώς βγαίνει τώρα. (…) Εδώ είμαι αυτόνομη υπό την έννοια ότι νοίκιασα δικό μου σπίτι, γενικά είναι λίγα τα έξοδα, μου φτάνει για να περνάω τον μήνα μου, να συντηρώ το αυτοκίνητο μου… εντάξει έχει μεταβληθεί η ζωή μου αρκετά γιατί πλέον είναι δικά μου τα έξοδα, όλα… όμως βγαίνει κουτσά στραβά». Οι εργαζόμενες συνήθως αντιμετωπίζουν την ελαστική και ευέλικτη μορφή της εργασιακής σχέσης ανάμεσα σε αυτές και τους/τις εργοδότες/τριες ως θετικό, καθώς θεωρούν ότι τους επιτρέπει να επενδύουν χρόνο σε προσωπικές δραστηριότητες, σπουδές και ασχολίες. «… κι επειδή είναι λίγο φλου και το πρόγραμμα και οι μέρες δουλειάς μπορείς να το ρυθμίσεις στην πορεία, δηλαδή αν δεις ότι χρειάζεσαι περισσότερα χρήματα, μπορείς να ζητήσεις να δουλεύεις μια επιπλέον μέρα, αν δεις ότι είσαι εντάξει μπορείς να μειώσεις τις μέρες σου, οπότε υπάρχει λίγο αυτό το… μη δεσμευτικό που νομίζω όλους τους βολεύει…». Στο πλαίσιο αυτό, σπάνια διεκδικούν τα εργασιακά τους δικαιώματα και σε ακόμη μικρότερο βαθμό οργανώνονται σε κάποιο εργατικό σωματείο ή συνδικάτο του κλάδου.

133


014_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 134

134

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 132-135

«Εντάξει, τώρα εκεί η δουλειά ήτανε… φίλοι όλοι… φίλοι;… θέλω να πω ήταν στην ηλικία μας όλοι, με τις βλακείες, με… δεν ήταν κανένας αφεντικό, με όλα τα λάθη βέβαια μέσα… ξέρεις ενώ μου άρεσε, από την άλλη πιο εύκολα υπομένεις χαζομάρες…». «… είναι για μένα ένα ερώτημα κιόλας πώς μπορείς να παρέμβεις στον ίδιο χώρο που εργάζεσαι… είναι πολύ μεγάλο το ζήτημα αυτό, εγώ δεν το έχω λήξει… και ειδικά όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που είναι και φίλος, συγγενής σου…». Παρ’ όλα αυτά δεσμεύονται στις διαδικασίες, στα καθήκοντα και στις απαιτήσεις της εργασίας καθημερινά και με κόπο, συμβάλλοντας έτσι στην παγίωση και νομιμοποίηση των άνισων εργασιακών σχέσεων εξουσίας και καθεστώτων εκμετάλλευσης. «… όχι… δεν μου αρέσει καθόλου… αλλά θα σου πω κάτι… εκτιμώ πάρα πολύ το γεγονός ότι βιοπορίζομαι από αυτό, για αυτό και προσπαθώ να είμαι καλά και με τον εαυτό μου και με τους άλλους γύρω μου…». Ταυτόχρονα, διερευνώντας τις στρατηγικές πρόσληψης των επιχειρήσεων στις οποίες εστίασε η έρευνα αλλά και τις διαδικασίες αναζήτησης εργασίας από τη μεριά των ερευνώμενων, διαπιστώθηκε η χρησιμοποίηση ενός ευρύτερου φιλικού/οικογενειακού δικτύου το οποίο λειτουργεί ως «δεξαμενή» εργατικού δυναμικού ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης και τις ανάγκες των εργαζομένων ανά εποχή. «… δούλευε μια φίλη μου εκεί, οπότε εγώ πήγαινα συχνά να βλέπω τη φίλη μου… σε κάποια φάση χρειαζόμουν λεφτά… ε, με ήξεραν ήδη… εγώ νομίζω ότι έπαιξε και το ότι υπήρχε ένα κλίμα εμπιστοσύνης... ε, κι έτσι πήγα (…) δεν είναι πολύ εύκολο να περάσεις και να σε πάρουνε…». «… έτυχε και η ιδιοκτήτρια να είναι νονά μου κι έφυγε μια κοπέλα και μου είπε “Αν θες, έλα να δοκιμάσουμε

κ.λπ.…” οπότε εντάξει σχετικά με το φιλικό κλίμα σε αυτό το κομμάτι...». Το δίκτυο αυτό εξασφαλίζει για τους/τις εργοδότες/-ριες την αίσθηση της εμπιστοσύνης ως προς τα πρόσωπα των εργαζομένων, διαμορφώνοντας στους χώρους εργασίας σχέσεις τις οποίες οι ερευνώμενες βιώνουν με αμφιθυμία, ως οριακές ανάμεσα στο τυπικό (επαγγελματικό) και το άτυπο (φιλικό/ οικογενειακό). «(…) γιατί το νοιάζομαι το μαγαζί γιατί τα δύο κιόλας παιδιά είναι φίλοι αδελφικοί. Οπότε το νοιάζομαι…». Οι σχέσεις αυτές διαπλέκονται συχνά με μια έμφυλη αίσθηση ασφάλειας από τη μεριά τους απέναντι σε «κινδύνους» –υπαρκτούς και μη– παράγοντας με τον τρόπο αυτόν έμφυλες αναπαραστάσεις σχέσεων εξουσίας σε κλίμακα πόλης και δημόσιας σφαίρας. «(…) Δεν ξέρω, ίσως επειδή είναι και πολύ ασφαλές το περιβάλλον, ξέρεις είναι όλοι φίλοι και αυτά, αν γίνει κάτι ξέρεις ότι έχεις από πίσω σου πέντε, όχι έναν να επέμβει, πέντε… δεν είσαι μόνη σου, ξεκάρφωτη…». «…αν κάτι υπάρχει από άποψη ασφάλειας είναι αργά τη νύχτα… τα διπλανά μαγαζιά είναι φίλοι της και έχουν άντρες ιδιοκτήτες, οπότε υπάρχει ένα… άμα γίνει κάτι (…)». Η εργασιακή καθημερινότητα στους συγκεκριμένους χώρους οργανώνεται από τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες και κυρίως από τους τρόπους με τους οποίους αυτά επιτελούνται από τα διαφορετικά υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά. «Οι αρμοδιότητές μου δεν ήταν ξεκάθαρες, και ακόμη δεν είναι 100% ξεκάθαρες… (…) και μετά στο κλείσιμο θα καθαρίσουμε λίγο το μαγαζί, θα σκουπίσουμε, θα μετρήσω το ταμείο μου… τουαλέτα: μαζεύω σκουπίδια εγώ, αδειάζω τις σακούλες, τα μεταφέρει κάποιο αγόρι…». Οι ρουτίνες των εργαζομένων ως σερβιτόρες συγκροτούνται βάσει του έμφυλου καταμερισμού εργασίας που

κυριαρχεί στους χώρους και επαναλαμβάνονται μέσα από πρακτικές, κινήσεις, εκφράσεις και ομιλίες που παραπέμπουν σε έμφυλα κανονιστικά πρότυπα. Στη συνεχώς επανεπιβεβαιωτική επιτελεστικότητά τους τα πρότυπα αυτά υλικοποιούνται και παράγουν τα έμφυλα σώματα ως διανοήσιμα και κατανοητά εντός έμφυλων στερεοτυπικών ρόλων και σχέσεων εξουσίας. «(…) γιατί ε; νομίζω, και τι θα κάνανε μετά τα αγόρια, θα δούλευαν σέρβις; … μας βοηθάγανε, θα βγαίνανε, δεν είναι ότι δεν το κάνανε, έπρεπε να τους τραβήξεις λίγο όμως… αλλά να σου πω, να βγει κανονικά σερβιτόρος αγόρι… βράδυ μ… δεν ξέρω να παίζει ρόλο το ότι πήγαμε σε μια έτοιμη κατάσταση; αυτό ήτανε…». Στον βαθμό που οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις σχέσεων σεξουαλικότητας, επιθυμίας και εξουσίας εξασφαλίζουν την επιχειρηματική επιτυχία των χώρων που αποτέλεσαν το πεδίο έρευνας, οι επικράτειες των πολιτισμικά διανοητών –ή μη– έμφυλων σωμάτων αποτελούν τα πλαίσια αξιολόγησης τους ως χρήσιμα και παραγωγικά. «(…) σε κάποια φάση κάποια παιδιά σέρβιραν, αγόρια, αλλά… γενικά, εντάξει… και αυτό το ότι βάζεις κοπέλα δεν είναι απαραίτητα πιο ευγενική, πιο… δηλαδή στην ανάγκη θα βάλουνε αγόρι, αλλά ναι… απλά νομίζω ότι επειδή δεν μπορούνε να βάλουνε κοπέλα μέσα στο μπαρ λόγω δεξιοτήτων, δεν θα μπορούσε κάποια να είναι μέσα». Όσο οι εργαζόμενες επιτελούν τα εργασιακά τους καθήκοντα κινητοποιούμενες από τα ρυθμιστικά πρότυπα της έμφυλης ετεροκανονικότητας, η εργασία που συσσωρεύεται ως μεταβλητό κεφάλαιο στο στάδιο της παραγωγής συμπυκνώνει συμβολισμούς, νοήματα και αναπαραστάσεις που προσδίδουν στο τελικό προϊόν προς κατανάλωση, δηλαδή στη συνολική


014_Layout 1 25/05/2015 9:52 π.μ. Page 135

ΣΩΤΗΡΙΑ ΚΑΡΑΣΙΩΤΟΥ

εμπειρία που παράγεται στους συγκεκριμένους χώρους, μεγαλύτερη αξία. «… επειδή καλώς ή κακώς οι σερβιτόρες είναι το πρόσωπο του μαγαζιού, αυτές έρχονται σε επαφή με το 90% του κόσμου και είναι και λίγο υπεύθυνες για το αν θα ξανάρθει κάποιος στο μαγαζί σου ή όχι… ». «(…) γιατί το μαγαζί το πουλάς και συ με κάποιο τρόπο…». Η επιτελεστικότητα του φύλου λειτουργεί στη συμβολική οικονομία και στις συγκεκριμένες παραγωγικές διαδικασίες ως ενσώματο κεφάλαιο που ιδιοποιείται από τους/τις εργοδότες/-ριες με άρρητους τρόπους. «…γενικά αυτή προτιμάει κορίτσια (…) πλασάρει ένα συγκεκριμένο στιλ το οποίο είναι κορίτσια που έχουν σπουδάσει, που έχουν μια κουλτούρα, που ακούνε τζαζ, κλασσική κ.λπ. (…) νομίζω ότι είναι το στιλ αυτό που της αρέσει, να διαβάζει το βιβλίο της, να είναι ήσυχη, αυτό… και ευγενική (…) αλλά σίγουρα πλασάρει ένα στιλ, λίγο γαλλικό, ιταλικό καφέ, το οποίο έτσι με αγόρι δεν ξέρω αν θα το κάλυπτε αυτό το πράγμα… δεν έχει δουλέψει ποτέ αγόρι εκεί…». Στα πλαίσια αυτά, δεξιότητες και ικανότητες που οι εργαζόμενες έχουν αποκτήσει με διαφορετικούς τρόπους μέσα στον χρόνο, μέσω εργασιακής εμπειρίας, σπουδών, προσωπικών ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων, παρότι κεφαλαιοποιούνται στις παραγωγικές διαδικασίες, σε καμία περίπτωση δεν αναγνωρίζονται ως εργασιακά προσόντα. «…στο σέρβις πρέπει να είσαι εντελώς ανειδίκευτος, δεν χρειάζεται να ξέρεις κάτι (…) νομίζω ότι η επαφή που έχω με τον κόσμο δεν έγκειται στο ότι έχω κάνει διάφορες δουλειές, έγκειται στο ότι ήμουν από παιδί, ας πούμε, κοινωνική…». Εν τέλει οι εργαζόμενες αξιολογούνται ως «καλές στη δουλειά τους»

όταν επιτελούν το φύλο τους «σωστά» και με τον τρόπο αυτό σωματοποιούνται ως έμφυλα υποκείμενα στους χώρους εργασίας μέσα σε αλλά και ως μια μήτρα έμφυλων σχέσεων, η οποία παγιώνει την ετεροκανονική ηγεμονία στη συγκρότηση αυτού που αξιολογείται ως βιώσιμο, αποδεκτό, χρήσιμο και παραγωγικό σώμα. «… τότε ο Κ. δεν μπορούσε να δεχτεί ότι Σάββατο βράδυ δούλευε η Ε. (…) Η Ε. είναι αγοροκόριτσο, μιλούσε έτσι… (…) αλλά ήτανε άμεση με τους πελάτες, την συμπαθούσαν όλοι και οι γυναίκες και οι άντρες (…) δηλαδή στη δουλειά της ήταν καλή, ήταν γρήγορη, δεν κουραζόταν, δεν παραπονιόταν ποτέ… απλά δεν τους άρεσε ας πούμε, το στιλάκι της, το ότι ερχόταν εντελώς απεριποίητη, παίζει να ερχόταν με το μαλλί… δεν την ένοιαζε, δεν βαφόταν ποτέ, όχι ότι το χρειαζόταν (…) απλά του Κ. δεν του άρεσε αυτή η κοπέλα για το μαγαζί του, ας πούμε…». Επίλογος Τα πεδία της εργασίας διαμορφώνονται μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα σχέσεων και διαμορφώνουν σύνθετα καθεστώτα δύναμης και εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν την καθημερινότητα που διαμορφώνει τις ζωές των περισσότερων από εμάς που ζούμε και εργαζόμαστε στις πόλεις του δυτικού κόσμου. Για το λόγο αυτόν, αξίζει να ανιχνευθούν και να διερευνηθούν όλοι εκείνοι οι τρόποι με τους οποίους οι πρακτικές που λαμβάνουν χώρα στη μικρο-κλίμακα των χώρων εργασίας και στο μικρο-επίπεδο της καθημερινότητάς τους, στον βαθμό που γίνονται αντιληπτές ως πραγματώσεις σημασιοδοτήσεων, αποτελούν στην ουσία πεδίο υλικοποίησης εξουσιαστικών σχέσεων και κανονιστικών ρυθμιστικών προτύπων στα σώματα αλλά και, ταυτόχρονα, το προνομιακό πεδίο

αντίστασης, διαπραγμάτευσης και ανατροπής των κυρίαρχων έμφυλων καθεστώτων. Ενδεικτική Βιβλιογραφία Βαΐου, Ντ., N. Gregson, K. Simonsen (2002) «Πέρα από την αντιπαράθεση οικονομίας- κουλτούρας στην Ευρωπαϊκή συζήτηση για το χώρο», Γεωγραφίες, (4), σσ. 9-29. Bourdieu, P. (1986) «The Forms of Capital», στο J. Richardson (επιμ.) Handbook of Theory and Research for the Sociology of Education. New York: Greenwood. Bourdieu, P. (2006 [1980]) Η αίσθηση της Πρακτικής, μφτρ. Θ.Παραδέλλης. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Butler, J. (2006) «Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: Δοκίμιο πάνω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία» στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική θεωρία και πολιτισμική κριτική. Αθήνα: νήσος. Butler, J. (2008 [1993]) Σώματα με σημασία, μτφρ. Π. Μαρκέτου. Αθήνα: Εκκρεμές. Harvey, D. (2000) Spaces of Hope. Berkeley & Los Angeles: University of California. Harvey, D. (2005) Ο χώρος ως λέξηκλειδί, Γεωγραφίες, 10, σελ. 2142. Lefebvre, H. (1991 [1974]) The Production of Space, trans. D.NicholsonSmith. Oxford: Blackwell. Massey, D. (2001) Φιλοσοφία και πολιτικές της χωρικότητας. Αθήνα: Τμήμα Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ – Παπασωτηρίου. McDowell, L. (1997) Capital Culture. Wiley- Blackwell. McDowell, L. (2009) Working Bodies: Interactive Service Employment and Workplace Identities. WileyBlackwell. Wolkowitz, C. (2006) Bodies at Work. London Thousand Oaks N.Delhi: Sage Publications. Zukin, S. (1995) The Cultures of Cities. Oxford: Blackwell Publishers.

135


015_Layout 1 25/05/2015 9:53 π.μ. Page 136

136

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 136-140

ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΡΩΝ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ1 Εύα Παπατζανή2

1. Διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία, Ε.Μ.Π. Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Δ.Π.Μ.Σ.: Αρχιτεκτονική-Σχεδιασμός του Χώρου, Πολεοδομία-Χωροταξία, Μάρτιος 2015. Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Ντίνα Βαΐου. 2. Αρχιτέκτων Μηχανικός Α.Π.Θ., Μεταπτ. Πολεοδομία-Χωροταξία Ε.Μ.Π., evaliapap@yahoo.gr

Εισαγωγή

Ερευνητικά Ερωτήματα

Με την Ελλάδα να αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις βασικές πύλες εισόδου των μεταναστευτικών ρευμάτων προς την Ευρώπη, η Αθήνα διατηρεί τον ρόλο του πρώτου πόλου έλξης των νέων πληθυσμών. Η ιστορία ανάπτυξης της πόλης σε συνδυασμό με τις άτυπες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, έχει διαμορφώσει πρότυπα εγκατάστασης μεταναστών, διαφορετικά από αυτά των χωρών του ευρωπαϊκού ή αμερικάνικου Βορρά. Μια σημαντική παρακαταθήκη ερευνών έχει επισημάνει τον χαμηλό εθνοφυλετικό διαχωρισμό που χαρακτηρίζει την Αθήνα και έχει εντοπίσει τόπους συγκατοίκησης και κοινωνικής ένταξης των μεταναστών (Βαΐου 2007). Σε αυτούς, τα τελευταία χρόνια της κρίσης έχουν προστεθεί και κάποιοι νέοι, με διαφορετικά, ιδιαίτερα οξυμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Οι κυρίαρχες εθνικές και κοινοτικές πολιτικές για τη μετανάστευση, η επικρατούσα ρητορική για τη «γκετοποίηση» του κέντρου, οι επιχειρήσεις διωγμού των μεταναστών από αυτό και η ανάδυση για πρώτη φορά στην Αθήνα του ρατσισμού με όρους «τοπικού κινήματος» (Κανδύλης 2013), δημιουργούν νέου τύπου συγκρουσιακές συνθήκες στο κέντρο της πόλης.

Όλα τα παραπάνω, θέτουν την άτυπη συμβίωση ντόπιων και μεταναστών των προηγούμενων δεκαετιών σε κρίση, με το ερώτημα της διερεύνησης τάσεων κοινωνικής συγκατοίκησης να ξανατίθεται με νέα δεδομένα. Μοιάζει να διαμορφώνεται ένας νέος χάρτης, ένα πλέγμα «τόπων μέσα στην πόλη», «θυλάκων» με διαφορετικά χωρο-κοινωνικά χαρακτηριστικά, που συχνά όχι μόνο γειτνιάζουν, αλλά και αλληλεπικαλύπτονται ή συγκρούονται μεταξύ τους. Η διπλωματική εργασία, επιχειρεί να διερευνήσει τα νέα συστατικά στοιχεία και τους διαφορετικούς τόπους από τους οποίους συγκροτείται το κέντρο της Αθήνας. Τα ερωτήματα που απασχολούν, έχουν να κάνουν με τους τρόπους που οι διαφορετικοί «θύλακες» διαντιδρούν μεταξύ τους και με το πώς συναντιούνται ή συγκρούονται οι ιστορίες κατοίκησης των μεταναστών με τους τόπους καταστολής και ρατσιστικών πρακτικών. Το αν και πώς οι εκάστοτε διεκδικήσεις χώρου οδηγούν στη χάραξη χωρο-κοινωνικών ορίων στο κέντρο της πόλης, πόσο διαπερατά είναι αυτά και αν οι καθημερινές διαπραγματεύσεις των «συσχετισμών εξουσίας» παράγουν έναν πιο ομογενοποιημένο χώρο και μια πόλη κοινωνικής συγκατοίκησης ή όχι.


015_Layout 1 25/05/2015 9:53 π.μ. Page 137

ΕΥΑ ΠΑΠΑΤΖΑΝΗ

Μεθοδολογική Προσέγγιση Η εργασία βασίζεται στα θεωρητικά εργαλεία της θεώρησης του τοπικού ως πρωτεύον και συνεχώς «ανοιχτό» σε διαπραγμάτευση (Massey 1994) και της καθημερινής ζωής ως εργαλείο ανάλυσης και διεκδίκησης του «δικαιώματος στην πόλη». Πεδίο της έρευνας αποτελεί η περιοχή δυτικά της πλατείας Ομόνοιας (από την οδό Ευριπίδου μέχρι το ύψος της πλ. Βάθης), τμήμα του ιστορικού κέντρου που έχει μπει αφενός στο επίκεντρο των πολιτικών σχεδιασμού (πολιτικές «ανακατάληψης») και αφετέρου στο στόχαστρο ενός ακραίου κυρίαρχου λόγου («άβατο» κέντρο), συνοδευμένου από αντίστοιχες ρατσιστικές και κατασταλτικές πρακτικές (επιχείρηση «Ξένιος Δίας»). Η έννοια της «κοινότητας-γειτονιάς» (Forrest 2004) αποτέλεσε την αφετηρία για την ανάγνωση του συγκεκριμένου τόπου, στον οποίο τα χωρικά χαρακτηριστικά της «γειτονιάς» δεν υπάρχουν και έτσι η μελέτη της «γειτνίασης» ως σχέσεις δηλαδή της «γειτονίας» και της κοινότητας, κρίνεται πολύπλοκη και ενδιαφέρουσα. Υποκείμενα διερεύνησης είναι οι εγκατεστημένοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί στη συγκεκριμένη περιοχή, με τις όποιες διαφοροποιήσεις τους. Πρόκειται κυριότερα για ρεύματα από τις χώρες της Νότιας Ασίας και Βόρειας Αφρικής, που χαρακτηρίζονται από το πρόσφατο του ερχομού, το ανδρικό φύλο, το νεαρό της ηλικίας, τη μετανάστευση χωρίς οικογένεια, την πρόθεση συνέχισης του ταξιδιού και την εγκατάσταση κυρίως στο κέντρο της Αθήνας. 3 Η πρωτογενής εμπειρική έρευνα αποτέλεσε ένα από τα βασικότερα στάδια της μελέτης και χρησιμοποιήθηκαν τα εργαλεία των ποιοτικών συνεντεύξεων και των επιτόπιων «ξεναγήσεων» στην περιοχή με κάποιους από τους πληροφορητές. Συνεντεύξεις

πραγματοποιήθηκαν με τρεις ομάδες υποκειμένων: με εννέα μετανάστες των εθνικοτήτων που προαναφέρθηκαν, με δύο εκπροσώπους συλλόγων μεταναστών και δύο Έλληνες επιχειρηματίες της περιοχής. Ο τόπος Η περιοχή μελέτης αποτελεί ιστορικά το τμήμα του κέντρου με τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα και την οικονομικότερη αγορά, με βασικές χρήσεις μέχρι και σήμερα το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τις υπηρεσίες και τα γραφεία. Βάσει των στοιχείων της απογραφής του 2001, στην περιοχή έχει σημειωθεί μείωση του γηγενούς και του συνολικού πληθυσμού μεταξύ των ετών 1991 και 2001 και αύξηση του ποσοστού των γηγενών ηλικιωμένων κατοίκων (Αράπογλου κ.ά. 2013). Μεταναστευτικοί πληθυσμοί είναι εγκατεστημένοι στην περιοχή, ήδη από τη δεκαετία του 1920 (πρόσφυγες), ενώ το 2001 οι μετανάστες αποτελούσαν το 48,8% του πληθυσμού της περιοχής. Την ίδια στιγμή που σήμερα η «προσωρινότητα» της μεταναστευτικής εγκατάστασης είναι πιο έντονη από παλαιότερα, τα νέα «υποκείμενα σε μετάβαση» εντάσσονται σε έναν τόπο που δεν αποτελεί «κενό δοχείο» αλλά έχει διαμορφωθεί από τους ήδη εγκατεστημένους πληθυσμούς οι οποίοι με ιστορίες χρόνων έχουν δημιουργήσει στην περιοχή τύπους και τόπους υποδοχής, δεσμούς και κοινότητες. Όπως προέκυψε από τις συνεντεύξεις η περιοχή γίνεται γνωστή στους νεοεισερχόμενους κατά την παραμονή τους στην προηγούμενη χώρα-σταθμό του μεταναστευτικού τους ταξιδιού. Είναι χαρακτηριστικό πως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές,4 δύο ξενοδοχεία στην οδό Μενάνδρου φιλοξενούν αποκλειστικά Σύριους πρόσφυγες, στους οποίους έγιναν γνωστά κατά την παραμονή

τους στην Τουρκία. «Πρώτη μέρα, κατέβηκα σταθμός λεωφορείων εκεί Αθήνα, και μετά αυτός μου είχε πει “πάρε ταξί, πήγαινε Ομόνοια - Κάποιος όταν πάει Αθήνα, πάει Ομόνοια”. Μετά πήρα ταξί, Ομόνοια. Κατέβηκα εδώ, ήτανε 1 η ώρα τη νύχτα. Έφυγα, πήγα hotel, πολλή φασαρία, πήγα μέσα, δωμάτια πάνω - πάνω, πολλοί άνθρωποι, φουλ» (Abdul 8/11/2014). Εργασία, κατοικία και ελεύθερος χρόνος Στην περιοχή της Ομόνοιας, είναι σύνηθες το φαινόμενο της εργασίας μεταναστών (συνήθως σε συνθήκες επισφάλειας ειδικά για όσους δεν έχουν χαρτιά) σε καταστήματα γηγενών – με την πλειονότητα των επιχειρήσεων να έχουν ιδρυθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Την ίδια στιγμή η περιοχή είναι αυτή που ίσως και πανελλαδικά κατέχει τα πρωτεία στη συγκέντρωση μικρο-επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταναστών5 διαφόρων εθνικοτήτων, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Σύμφωνα με μαρτυρίες μεταναστών καταστηματαρχών της περιοχής, «η Ομόνοια αντέχει» τις πιέσεις και της οικονομικής κρίσης αλλά και της διαφαινόμενης μείωσης της κυκλοφορίας των μεταναστών στον δημόσιο χώρο. Αντέχει «γιατί είναι κέντρο», παρά το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις «τώρα πάνε παντού» (π.χ., περιοχή οδού Αχαρνών). Άλλωστε, τα καταστήματα των μεταναστών δεν προσφέρουν μονάχα τις αντίστοιχες υπηρεσίες αλλά λειτουργούν ως ζωτικός χώρος για τους ομοεθνείς. Έξω από αυτά κοινωνικοποιούνται, συλλέγουν πληροφορίες για εύρεση εργασίας, δομούν προσωπικές σχέσεις, ψάχνουν τρόπους να φύγουν από τη χώρα. Ένας επιπλέον τύπος μικρο-επιχειρηματικότητας είναι η εγκατάσταση καταστημάτων στους ορόφους του οικιστικού αποθέματος (συχνά σε παλιά βιοτε-

137


015_Layout 1 25/05/2015 9:53 π.μ. Page 138

138

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 137-141

Τόποι κρατικής καταστολής και ρατσιστικών πρακτικών

Διάγραμμα 1: Διάγραμμα καταστημάτων μεταναστών ανά εθνικότητα, σε απόλυτους αριθμούς. Καταγράφηκαν οι εθνικότητες με πάνω από ένα (1) καταστήματα. Πηγή: Στοιχεία μητρώου 2014 Ε.Β.Ε.Α., ίδια επεξεργασία.

χνικά κτίρια ή κτίρια γραφείων), μια μορφή ιδιαίτερα διαδεδομένη μέχρι και το 2011 ενώ σήμερα σχετικά μειωμένη. Σε ότι αφορά την κατοικία, το υπάρχον απόθεμα είναι ως επί το πλείστον παλιές κατασκευές, με μικρή επιφάνεια και σημαντικές ελλείψεις λειτουργικού εξοπλισμού (Αράπογλου κ.ά. 2009). Από τις συνεντεύξεις επιβεβαιώνεται το σχήμα της κάθετης εθνοτικής διαστρωμάτωσης, με τους περισσότερους πληροφορητές να κατοικούν από το υπόγειο μέχρι και τον δεύτερο όροφο, ενώ στους ανώτερους ορόφους μένουν συνήθως Έλληνες ηλικιωμένοι ή και μετανάστες παλιότερων ρευμάτων (π.χ., Αλβανοί). Ο Saif (Συρία), θέτει ως σημαντικότερο παράγοντα επιλογής του κέντρου τα οικονομικά ενοίκια ενώ σημειώνει ως συχνό το φαινόμενο να κατοικούν έξιεπτά άτομα σε μια γκαρσονιέρα: «μπορείς να βρεις σε μία πολυκατοικία από έξι ορόφους, 60 διαμερίσματα, από όλες τις κοινότητες, γι’ αυτό ο μετανάστης, ο πρόσφυγας, δεν ξέρω νιώθει μήπως ασφάλεια, που

είναι όλοι ξένοι, δεν θα ακούσει ρατσιστικά. Νιώθει ασφάλεια, νιώθει ασφάλεια» (Saif 17/12/14). Οι μορφές κατοίκησης στην περιοχή ποικίλουν, με χαρακτηριστική αυτή στα ξενοδοχεία αλλά και τη μαζική κατοίκηση σε παλιό απόθεμα κτιρίων γραφείων. Επιπλέον, εντοπίζεται ακόμα ένας τύπος που έχει οργανωθεί από τους «διακινητές» με δίκτυα κατοικιών έτοιμα να φιλοξενήσουν τους νεοεισερχόμενους και με σκοπό οι πρώτοι να κερδίσουν οικονομικά από αυτούς. Οι πέντε στους εννέα πληροφορητές (από διάφορες χώρες καταγωγής και με ποικίλα χρονικά διαστήματα παραμονής στην Ελλάδα) συχνάζουν στην Ομόνοια, μη έχοντας σχέση κατοίκου ή εργαζόμενου. Πέρα από τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου που προαναφέρθηκαν, σημειώνεται και αυτή της προσευχής στα άτυπα τζαμιά που υπάρχουν, καθώς και η σημασία των εγκατεστημένων κοινοτήτων και συλλόγων μεταναστών από διάφορες χώρες προέλευσης.

Στην περιοχή, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί συνεχίζουν μέχρι σήμερα τη δράση που ανέπτυξαν κυρίως κατά το 2012 και 2013, με σχετικά μειωμένη ένταση. Η πλειοψηφία των πληροφορητών «με χαρτιά», σημείωσαν πως οι πρακτικές αυτές δεν επηρεάζουν τη συχνότητα επισκέψεών τους: «Εκεί είναι όλοι οι φίλοι μου. Πού να πάω αλλού» (Nasir 9/11/14). Αντίθετα, όσοι δεν έχουν χαρτιά, αποφεύγουν να κυκλοφορούν συχνά στον δημόσιο χώρο και επιλέγουν την ιδιωτικότητα της κατοικίας τους. Οι πρακτικές αυτές επιπλέον, πέρα από την ενσώματη παρουσία των μεταναστών, έχουν διαφοροποιήσει -σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια- και κάποιες λειτουργίες σε επίπεδο ισογείων αλλά και ορόφων (κλείσιμο καταστημάτων μετά από ελέγχους κ.ά.). Τα περιστατικά ρατσιστικής βίας που έχουν καταγραφεί είναι αρκετά, παρόλο που δεν έλαβαν ακραία μαζικές διαστάσεις (όπως έγινε, π.χ., στον Αγ. Παντελεήμονα). «Εμείς δεν βγαίνουμε έξω όταν δεν υπάρχει λόγος. Βγαίνουμε έξω όταν είμαστε 2 άτομα. Και ξέρουμε τις περιοχές που δεν περνάμε από εκεί. Με τίποτα» (Mubashir 07/12/14). Οι Έλληνες καταστηματάρχες πληροφορητές έχουν κοινές απόψεις σχετικά με τις παραπάνω δράσεις, θεωρώντας πως η αστυνομία «έκανε δουλειά» αλλά ότι θα έπρεπε να ενισχυθεί ο ρόλος της. Αντιφατικά στοιχεία με τις γενικές απόψεις τους, διαφαίνονται όταν περιγράφουν περιστατικά στα οποία υπήρξαν μάρτυρες και κατά τη διάρκεια των οποίων στάθηκαν αλληλέγγυοι σε μετανάστες με τους οποίους είχαν αναπτύξει σχέσεις. «Θύλακες» και σχέσεις Διερευνώντας το μωσαϊκό ανθρώπων και δραστηριοτήτων στην περιοχή,


015_Layout 1 25/05/2015 9:53 π.μ. Page 139

ΕΥΑ ΠΑΠΑΤΖΑΝΗ

εντοπίζονται συγκεντρώσεις με διαφορετικά γνωρίσματα. Χαρακτηριστική είναι η χωρική εγγύτητα επιχειρήσεων με ομοεθνείς ιδιοκτήτες –φαινόμενο που είχε εντοπιστεί ήδη πριν δεκαετίες (Ψημμένος 1995), τα «πηγαδάκια» στον δημόσιο χώρο μεταναστών από τις ίδιες χώρες καταγωγής, ή οι συγκεντρώσεις κατά φύλο– που στην περίπτωση της πλατείας Αγ. Κωσταντίνου λαμβάνουν σαφή έκφραση στο χώρο (στέκι οικιακών βοηθών από τα Βαλκάνια και τη Ρωσία). «Πας ας πούμε σε έναν δρόμο κάτω στην Ομόνοια, βρίσκεις μία εθνικότητα Πακιστανοί. Πας σε έναν άλλο δρόμο βλέπεις Ινδοί, πας σε άλλο βλέπεις Αφγανοί» (Saif 17/12/14). Η διερεύνηση ξεδίπλωσε κάποιους από τους παράγοντες συγκρότησης αυτών των «θυλάκων», παράγοντες που χαρακτηρίζονται από πολυπλοκότητα και δημιουργούν ένα πλέγμα κριτηρίων και επιλογών, ικανών να απο-

τελέσουν ταυτόχρονα, τα μέσα διάρρηξης των ορίων των ίδιων αυτών συγκεντρώσεων: Οι γηγενείς πελάτες στα καταστήματα των μεταναστών· οι σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών καταστηματαρχών· οι μετανάστες υπάλληλοι σε καταστήματα γηγενών· η συνάντηση κάθε Κυριακής μεταξύ των γυναικών από τα Βαλκάνια με τις νεότερες ομάδες από τη Νότια Ασία· οι υπό ανάπτυξη σχέσεις μεταξύ διαφόρων κοινοτήτων· η κοινή γλώσσα μεταναστών από διαφορετικές χώρες καταγωγής (π.χ., αραβικά) που ξεπερνά τα όρια των εθνοτικών δικτύων· η επιλογή δημιουργίας σχέσεων βάσει των χρόνων παραμονής στην Ελλάδα ή/και της κτήσης νομιμοποιητικών εγγράφων που συχνά αποτελεί στοιχείο διαχωρισμού· η παρουσία άλλων ευάλωτων ομάδων που γειτνιάζουν με τους μετανάστες ή αλληλεπικαλύπτονται· τα σημεία παρουσίας των κατασταλτικών

Χάρτης 1: Διαδρομές καθημερινότητας πληροφορητών. Πηγή: Συνεντεύξεις, ίδια επεξεργασία.

μηχανισμών ως φράγματα κίνησης στην περιοχή και η ταυτόχρονη διάρρηξή τους από τους μετανάστες λόγω της ύπαρξης ισχυρών κοινωνικών δικτύων που ξεπερνά τον φόβο του ελέγχου, είναι κάποια από τα παραδείγματα που εντοπίστηκαν. Διεκδικήσεις χώρου στην πόλη Από τα παραπάνω διαφαίνεται πως κανένας από τους εντοπισμένους παράγοντες (π.χ., εθνικότητα, γλώσσα, φύλο, νομική υπόσταση) δεν αποτελεί τη μοναδική αναγκαία συνθήκη συγκρότησης «τόπων μέσα στον τόπο», αντίθετα· οι συγκεντρώσεις αυτές δεν δημιουργούν τόπους αποκλειστικής παρουσίας εθνικοτήτων/κοινωνικών κατηγοριών, ούτε κρίνονται ως «σαφώς οριοθετημένες» ή αμετάβλητες. Χαρακτηρίζονται από ποικιλότητα και διαπερατότητα, με τα όριά τους να είναι συνεχώς υπό διαπραγ-

Εικόνα 1: Άτυπο τζαμί στην περιοχή μελέτης. Πηγή: Επιτόπια έρευνα, προσωπικό αρχείο.

139


015_Layout 1 25/05/2015 9:53 π.μ. Page 140

140

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 25, 2015, 137-141

5. Η «εθνοτική» επιχειρηματικότητα όπως έχει χαρακτηριστεί, έχει απασχολήσει τα τελευταία χρόνια σημαντικό κομμάτι ερευνητών (Τσίγκανου, 2013).

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Χάρτης 2: Χάρτης συγκεντρώσεων καταστημάτων ανά εθνικότητα. Πηγή: Στοιχεία μητρώου 2014 Ε.Β.Ε.Α., ίδια επεξεργασία.

μάτευση μέσω των σχέσεων που τα υποκείμενα τα οποία τις συγκροτούν, συνάπτουν σε καθημερινή βάση. Η διάρρηξη των φραγμάτων στον χώρο είναι υπαρκτή και υλοποιείται συνεχώς μέσω των συνηθειών της καθημερινής ζωής, των καθημερινών κινήσεων στην πόλη, των ατομικών και συλλογικών «στρατηγικών επιβίωσης». Έτσι από τη μία πλευρά, η ίδια η συγκρότηση θυλάκων αποτελεί διεκδίκηση χώρου μέσα στην πόλη και από την άλλη, οι καθημερινές διαπραγματεύσεις των ορίων τους, θέτουν τις βάσεις για τη διεκδίκηση χώρου στην κοινωνική συνθήκη.

Σημειώσεις 3. Στον όρο «μετανάστης», συγκαταλέγονται οι οικονομικοί μετανάστες αλλά και οι πρόσφυγες που αναζητούν άσυλο, καθώς εδώ ενδιαφέρει η μελέτη της εγκατάστασης των πληθυσμών συνολικά, άσχετα με τα κίνητρα της μετανάστευσης. Επιπλέον, δεν διαχωρίζονται οι μετανάστες ανάλογα με τη νομική τους υπόσταση, με εξαίρεση την επισήμανση του καθεστώτος των «χωρίς χαρτιά» όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο. 4. Το φθινόπωρο του 2014 χαρακτηρίστηκε από την απεργία πείνας Σύριων προσφύγων αιτούντων άσυλο στην πλατεία Συντάγματος. Η κινητοποίησή τους κράτησε 26 μέρες, κατέληξε σε συμφωνία με το Υπουργείο Εσωτερικών και έληξε μετά από «επιχείρηση-σκούπα» από το Δήμο Αθήνας.

Αράπογλου, Β., Καβουλάκος, Κ.Ι., Κανδύλης, Γ., Μαλούτας, Θ. (2009) «Η νέα κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση», Σύγχρονα Θέματα, τ. 107, σσ. 57-67. Βαΐου, Ντ. (επιστ. υπ.) (2007) Διαπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Ντόπιες και μετανάστριες στις γειτονιές της Αθήνας, τελική έκθεση ερευνητικού προγράμματος ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ ΙΙ, Αθήνα: ΕΜΠ – Σχολή Αρχιτεκτόνων Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας. Forrest, R. (2004) ῾Who Cares About Neighbourhoods?᾿, Community Neighbourhood Research Paper 26, November 2004. Κανδύλης, Γ. (2013) «Ο χώρος και ο χρόνος της απόρριψης των μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας», στο Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ., Σουλιώτης, Ν. (επιμ.) (2013) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, Μελέτες – Έρευνες ΕΚΚΕ, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σσ. 257-279. Massey, D. (1994) Space, Place, and Gender, Minneapolis: University of Minnesota Press. Τσίγκανου, Ι. (2013) «Επιχειρηματικότητα, ῾κίνδυνοι᾿ και ανταγωνισμός στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας: η κατασκευή ενός ερευνητικού αντικειμένου» στο Μαλούτας, Θ., Κανδύλης, Γ., Πέτρου, Μ., Σουλιώτης, Ν. (επιμ.) (2013) Το κέντρο της Αθήνας ως πολιτικό διακύβευμα, Μελέτες – Έρευνες ΕΚΚΕ, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, σσ. 145-167. Ψημμένος, Ι. (1995) Μετανάστευση από τα Βαλκάνια. Κοινωνικός αποκλεισμός στην Αθήνα, Αθήνα: Παπαζήσης.


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 141

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ

Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες - Πρόσωπα - Τοπία, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2014

Νίκος Παπαμίχος1

1. Πολεοδόμος - χωροτάκτης. nikospapamichos@gmail.com

Η Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου και το έργο της είναι πολύ γνωστά, όπως εξίσου γνωστές είναι και οι δημόσιες παρεμβάσεις της σε κρίσιμα ζητήματα της πόλης. Αντί λοιπόν εκτεταμένων αναφορών, θα τονίσω απλώς ότι οι μελέτες της γύρω από την πολεοδομική ιστορία της σύγχρονης Θεσσαλονίκης άνοιξαν ένα νέο πεδίο ιστορικής έρευνας. Το πρώτο βιβλίο της, Η ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά την πυρκαγιά του 1917, αποτέλεσε το έναυσμα για νέες προσεγγίσεις της ιστορία της πόλης. Με το δεύτερο βιβλίο, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19ου αιώνα, το ερευνητικό αντικείμενο διευρύνεται χωρικά και θεματικά. Στο τρίτο, πρόσφατο, βιβλίο Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης. Ιστορίες - Πρόσωπα – Τοπία περιλαμβάνονται εργασίες των τελευταίων 15 χρόνων συγκεντρωμένες σε ένα τόμο. Χάρη σε αυτή τη συγκέντρωση μας δίνεται η ευκαιρία να έχουμε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο έργο, με το οποίο βλέπει κανείς γιατί η δημιουργία μιας μητρόπολης, η «κατασκευή» μιας σύγχρονης πόλης, είναι πρώτα απ όλα προϊόν κοινωνικών διεργασιών που συμβαίνουν σε ένα ευρύτερο ιστορικό περιβάλλον. Ο εύστοχος τίτλος του: Η ανάδυση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, σε καμιά περίπτωση δεν παραπέμπει στην εικόνα μιας πόλης

που αναδύεται από τη θάλασσα, σαν άλλη Αφροδίτη, σαν να ήταν κρυμμένη στον πυθμένα του Θερμαϊκού. Αν η πόλη αναδύθηκε από κάπου, αυτή είναι η χύτρα της Ιστορίας, όπου ποικίλα υλικά, ριγμένα από πολλές πλευρές και από πολλούς, ανακατεύτηκαν από το δυνατό χέρι του χρόνου. Η πόλη είναι το αποτέλεσμα σύνθεσης πολλών και πολλές φορές αντιφατικών δυνάμεων: γεωγραφία, οικονομία, εσκεμμένες παρεμβάσεις, τυχαία γεγονότα, καταστροφές, προωθητικές πρωτοβουλίες και αδράνειες, ιδιωτικά συμφέροντα, δημόσιες πολιτικές, οράματα πολεοδόμων, πρακτικές επαγγελματιών μηχανικών, διεθνή συμβάντα, εθνικές επιδιώξεις. Δυνάμεις που, χωρίς να συγκλίνουν σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο, συντελούν ωστόσο ώστε μια εσωτερική δυναμική να διαμορφώσει το χωρικό αποκρυστάλλωμα. Και αν αυτό ισχύει γενικά, στη Θεσσαλονίκη του μακρύ εικοστού αιώνα εμφανίστηκε με ιδιαίτερη ένταση. Γιατί η πόλη βρέθηκε πολλές φορές στην ιστορία της μπλεγμένη στη δίνη ισχυρών ρευμάτων που ελάχιστα ή και καθόλου μπορούσε να επηρεάσει: Οθωμανικοί εκσυγχρονισμοί, εθνικισμοί, παγκόσμιοι πόλεμοι, εκριζώσεις πληθυσμών, Ολοκαύτωμα, ψυχρός πόλεμος, νέα ευρωπαϊκή συνθήκη και τώρα η κρίση. Και όμως, όλα αυτά τα γεγονότα έδωσαν τελικά μια ιδιαίτερη

141


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 142

142

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 169-171

τοπική μορφή καθώς διαπλέχθηκαν με ήδη υφιστάμενες καταστάσεις, κοινωνικές σχέσεις, αντιλήψεις, προσμονές και σχέδια. Συνεπής σε αυτή την ερμηνευτική οπτική, η Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου δεν επιχειρεί μια γραμμική αφήγηση της μεταμόρφωσης μιας οθωμανικής πόλης σε σύγχρονη μητρόπολη. Μας προτείνει μια καλειδοσκοπική θέαση αυτής της μετάβασης μέσα από την ανάδειξη εμμονών και υπερβάσεων, συνεχειών και τομών, ρουτίνας και καθοριστικών στιγμών, καθημερινών ανθρώπων και πρωταγωνιστών, συναινέσεων και αντιθέσεων, ιδεολογίας και πραγματισμού. Η εστίαση του βιβλίου σε χαρακτηριστικές στιγμές της μετάλλαξης μιας σημαντικής οθωμανικής πόλης σε μια σύγχρονη (και ελληνική) πόλη, τη Θεσσαλονίκη, αναδεικνύει τις αμφίδρομες σχέσεις μεταξύ των χωρικών αποκρυσταλλώσεων και των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό είναι το μάθημα από την μακροχρόνια ερευνητική δουλειά της συγγραφέα, που ξεδιπλώνεται πειστικά και γλαφυρά στο νέο της βιβλίο. Τα τεκμήρια που η συγγραφέας φέρνει στο φως επιτρέπουν να δούμε μέσα από ποιους δρόμους οι κοινότητες των χριστιανών, των Εβραίων και των μουσουλμάνων υπήρξαν οι ίδιες φορείς εκσυγχρονισμού του αστικού χώρου ανταποκρινόμενες στις απαιτήσεις των νέων καιρών. Πώς οι κοινότητες επιχείρησαν να διαφυλάξουν τη συνοχή τους με νέους τρόπους: χτίζοντας σύγχρονα εκπαιδευτήρια, οικοδομώντας εκκλησίες, συστήνοντας συλλόγους, οριοθετώντας νεκροταφεία. Σε ποιες συνθήκες κοινωνικά στρώματα, θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε νέες θέσεις, είτε βίαια, είτε ωθούμενες από τις δυνάμεις της αγοράς. Πόσο καθοριστικοί υπήρξαν για τη διαμόρφωση της νέας πόλης οι έντονοι ανταγωνισμοί γύρω από την κατοχή της αστικής γης και τις χρήσεις της, ή οι διαμάχες για

την ιδιοποίηση και τη διαχείριση των αστικών προσόδων που ήταν πάντα επίδικα ζητήματα. Αυτή η πολύπλευρη θεώρηση της ιστορίας της πόλης δεν θα μπορούσε παρά να συμπληρώνεται με ιδιαίτερη αναφορά στο σχεδιασμό της σύγχρονης πόλης, στα ιδεολογικά ρεύματα από τα οποία επηρεάστηκε και τα σχεδιαστικά πρότυπα που ακολουθήθηκαν. Και, τελικά, πως όλα αυτά συναρτήθηκαν με μείζονα ζητήματα κρατικής πολιτικής, όπως ο οθωμανικός εξευρωπαϊσμός και, κυρίως, ο εξελληνισμός της πόλης και ο νέος της ρόλος στο πλαίσιο του επεκτεινόμενου εθνικού κράτους. Θα σχολιάσω τρία κυρίως θέματα που αναδεικνύονται από αυτή την πολυπρισματική ανάγνωση του παρελθόντος της Θεσσαλονίκης και αφορούν τη διαμόρφωση βασικών μεγεθών πολεοδομικής συγκρότησης: την αστική επέκταση, το χαρακτήρα των πολεοδομικών παρεμβάσεων και τους πρωταγωνιστές τους και τέλος, τα οράματα για το μέλλον της πόλης που ενέπνευσαν τους εκάστοτε πολεοδομικούς σχεδιασμούς. Οι αστικές επεκτάσεις ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε άλλες οθωμανικές πόλεις, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ειδικότερο πρόβλημα αποτέλεσαν οι περιτειχισμένες πόλεις, όπου έπρεπε να παρακολουθηθεί η αστική δυναμική που ωθούσε στην υπέρβαση της άχρηστης πλέον ασφάλειας του περιτειχίσματος. Το Οθωμανικό Κράτος δεν άφησε τις πόλεις στην τύχη τους. Αντίθετα πήρε μέτρα που συνδέονταν με τις πολιτικές «εξευρωπαϊσμού» της Αυτοκρατορίας. Έτσι, εγκαταλείφθηκε η υφιστάμενη τότε πολιτική του αυστηρού περιορισμού στις επεκτάσεις των παράκτιων πόλεων και η Θεσσαλονίκη, όπως νωρίτερα ο Βόλος και η Καβάλα, επεκτάθηκαν σε νέα εδάφη, με ένα θεσμικό πλαίσιο που άρχισε να διαμορφώνεται ήδη από το 1864.

Στα σχετικά κεφάλαια, παράλληλα με τις τεχνικές διαδικασίες των επεκτάσεων, εντοπίζονται και ευρύτερες συνέπειές τους. Συνέπειες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αφορούν την παραδοσιακή κοινοτική δομή της πόλης και τα ποικίλα συμφέροντα που επενδύονται στη γη. Ένα απόσπασμα από το βιβλίο είναι χαρακτηριστικό: «Παρακολουθώντας τις διαδρομές των μεταβιβάσεων σε τρία μόνο οικόπεδα που για μια επταετία ανήκουν στον έγκριτο μουσουλμάνο και βουλευτή Θεσσαλονίκης Ραχμί Εβρενοζαντέ μπέη, ο ερευνητής βλέπει να παρελαύνουν μπροστά του ο σύνθετος, πολύπλοκος κόσμος της Θεσσαλονίκης και οι επενδυτικές του κινήσεις στο γύρισμα του εικοστού αιώνα. Εμπλέκονται πολυμήχανοι ευρωπαίοι, όπως ο Πωλ Νταρμπλαί, οι Κάρολος Ποσεδών και Ευγένιος Δεμπουσιάν, ο Ζωρζ Αλλαρδέ, χριστιανοί καμποτζηδιανοί κτηματίες, αγρότες και αριστοκράτες μουσουλμάνοι, εκπρόσωποι νεωτερικών αστικών στρωμάτων, (μηχανικοί, διανοούμενοι, οινοποιοί), συνεταιρισμένοι μικρομεσαίοι και πρόσφυγες και οι πάντα κυρίαρχοι του παιχνιδιού Αλλατίνη». Και μόνο αυτό το απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό των δραστικών συνεπειών μιας μεμονωμένης πράξης αστικής επέκτασης στις κατεστημένες κοινωνικές σχέσεις της πόλης. Πόσο γοργά αναδύονται νέα κοινωνικά υποκείμενα και πως εκ των πραγμάτων υπερβαίνεται το κοινοτικό πλαίσιο. Η επένδυση στη γη, ο σκληρός πυρήνας του καπιταλισμού, επανατοποθετείται στον πυρήνα των διεθνοτικών σχέσεων. Το δεύτερο σημείο στο οποίο θα αναφερθώ είναι ο χαρακτήρας των πολεοδομικών παρεμβάσεων και το εύρος των συνεπειών τους. Στην κοινή αντίληψη η πολεοδομία εκλαμβάνεται συνήθως ως μια τεχνική/«ορθολογική» αντιμετώπιση «ορατών» δυσλειτουργιών στον αστικό χώρο, όπως προβλήματα κυκλοφορίας, ελλείψεις κοινοχρήστων χώρων, κακή δημόσια αισθη-


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 143

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΟΣ

τική. Για τους πιο ειδικούς όμως, η πολεοδομική θεωρία και πρακτική έρχεται πάντα αντιμέτωπη με υπόγειες και αφανείς διεργασίες που έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην αστική ζωή. Για κατανοηθούν αυτές οι διεργασίες απαιτούνται ωστόσο σύνθετες προσεγγίσεις που να κινούνται στο κοινό έδαφος της αστικής κοινωνιολογίας, της αστικής ανθρωπολογίας αλλά και της τεχνολογίας. Η Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου αναδεικνύει πειστικά τα ερμηνευτικά οφέλη μιας τέτοιας επιστημολογικής σύζευξης στο κεφάλαιο «Οι εβραϊκές συνοικίες στη Θεσσαλονίκη, 1870 1920. Χωροθετικές επιλογές σε έναν μεταβαλλόμενο αστικό χώρο». Το κεφάλαιο αυτό είναι μια ουσιαστική συμβολή για την κατανόηση των μεταβολών της χωρικής διάρθρωσης της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια μιας περιόδου-καμπής στην εξέλιξη της πόλης. Κρίσιμα ερωτήματα τίθενται και εξετάζονται για πλευρές αυτής της εξέλιξης, όπως, για παράδειγμα, ποιες υπήρξαν οι διαδικασίες αναχωροθέτησης των πληθυσμιακών ομάδων; Πόσο βάρυναν τα οικονομικά κριτήρια στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης; Η κεντρόφυγη τοποθέτηση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων στα όρια του αστικού σχηματισμού έγινε αυθόρμητα και τυχαία ή υπάκουε σε κάποια «καθοδήγηση»; Τα στοιχεία που προσκομίζονται δείχνουν ότι οι μετοικήσεις, ωθούμενες από γενικότερες αλλαγές στις αξίες γης, δεν ήταν αφημένες εντελώς στις δυνάμεις της αγοράς: «… εκθέσεις, αναφορές και ποικίλα στοιχεία καταγράφουν την δραστηριοποίηση της Ισραηλιτικής Κοινότητας της Θεσσαλονίκης». Η συγγραφέας, εντρυφώντας στα αρχεία της Διεθνούς Ισραηλιτικής Ένωσης στο Παρίσι, διαπιστώνει ότι την Κοινότητα ενδιαφέρει ο προγραμματισμός, η κατασκευή και η διαχείριση συγκροτημάτων κατοικίας για τα φτωχά στρώματα των Εβραίων της πόλης, συνέπεια μιας έκδηλης αγωνίας για την

κατάσταση της κατοίκησης, για τη δημόσια υγεία και τη δημόσια ηθική, την πορνεία και τον αλκοολισμό ιδιαίτερα. Στάση, που δείχνει συγχρόνως τις εμφανείς επιρροές προβληματισμών που απασχολούν την Ευρώπη. Αν η νέα κατανομή των πληθυσμιακών ομάδων συνδέεται με τη μετάβαση της Θεσσαλονίκης στη σύγχρονη εποχή, σε αυτή τη διαδικασία οι κοινότητες, μαζί με το κράτος και τους Ευρωπαίους και ντόπιους επενδυτές, είναι ισότιμοι φορείς του εκσυγχρονισμού. Η ιστορία των εβραϊκών συνοικιών, όπως μας την αφηγείται η συγγραφέας, δείχνει πώς η εκσυγχρονιστική διαδικασία μπορεί μεν να κλονίζει τις παραδοσιακές κοινότητες, συμβάλλει όμως εξίσου στην αναπαραγωγή των κοινοτικών δεσμών σε νέες βάσεις. Αποτελεί δηλαδή μια διαδικασία εκ των πραγμάτων αντίρροπη, εγγενώς αντιφατική και, επομένως, ανοιχτή. Ο εκδυτικισμός της Θεσσαλονίκης, πόλης με έντονα «παραδοσιακή» οθωμανική χωρική δομή, απασχολεί έντονα και την οθωμανική διοίκηση, όπως φαίνεται σε διάφορα σημεία του βιβλίου. Είναι όμως στο πλαίσιο του ελληνικού εθνικού κράτους που κρίνεται απολύτως αναγκαίος. Οι απαντήσεις που δόθηκαν μετά το 1912 σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα παρουσιάζονται και συζητούνται διεισδυτικά: ποια μορφή θα έπρεπε να πάρει η πόλη; Ποιοι θα ήταν οι αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί; Ποια ευρωπαϊκά πρότυπα θα ακολουθηθούν; Θα επαρκούσε η επιλογή προτύπων της «εξωραϊστικής» πολεοδομίας του 18ου¨αιώνα, όπως πρότεινε ο Αριστοτέλης Ζάχος; Πώς θα αντιμετωπίζονταν τα προβλήματα εφαρμογής τέτοιων ριζικών απόψεων σε μια πολυεθνοτική πόλη με ρευστή ακόμη την ελληνική κυριαρχία; Είναι ενδιαφέρον να δει κανείς πόσο πρώιμη είναι η μέριμνα του ελληνικού κράτους για τον εκδυτικισμό του χώρου της οθωμανικής πόλης, πόσο νωρίς συζητούνται ο εξωραϊσμός της, η σύσταση

αρχαιολογικού μουσείου, η συντήρηση των βυζαντινών εκκλησιών, η ίδρυση ωδείου και η οικοδόμηση δημαρχιακού μεγάρου. Πρωτοβουλίες που δείχνουν ότι το ελληνικό κράτος αναζητά νομιμοποίηση όχι μόνο ως δύναμη «απελευθέρωσης» αλύτρωτων πληθυσμών, αλλά και ως μείζων φορέας εκπολιτισμού στον χώρο των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Ως από μηχανής θεός, η πυρκαγιά του 1917 επιτάχυνε τις εξελίξεις και έλυσε δια μιας τα ζητήματα εφαρμογής όλων αυτών των σχεδίων. Η πραγμάτευση της πυρκαγιάς δίνει την ευκαιρία στην Αλέκα ΚαραδήμουΓερόλυμπου να επανέλθει στο προσφιλές της θέμα με μια φρέσκια ματιά και να υπογραμμίσει τη σημασία ενός μείζονα παράγοντα στην πολεοδομική πορεία της Θεσσαλονίκης, φωτίζοντας αυτή τη φορά και τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα σχέδια. Εμπλουτίζεται η μελέτη της κατασκευής της σύγχρονης πόλης με πολύτιμες πληροφορίες για πολιτικούς και σχεδιαστές, για θεσμούς και κρατικούς λειτουργούς. Μαζί με τους πρωταγωνιστές αυτής της περιπέτειας, τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και τον Ερνέστ Εμπράρ, στο κάδρο των συντελεστών αναγνωρίζονται και άλλοι, λιγότερο γνωστοί. Αναδεικνύεται για παράδειγμα η συμβολή του Αριστοτέλη Ζάχου, οι σχεδιαστικές προτάσεις του οποίου αν και δεν υιοθετήθηκαν προκάλεσαν ωστόσο έντονες αντιπαραθέσεις, ωριμάζοντας κοινό και ειδικούς. Εξίσου χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Δημητρακόπουλου, ο οποίος με τη μακρόχρονη και συνεπή άσκηση διοικητικών αρμοδιοτήτων συνέβαλε στη διαμόρφωση του πρώτου πολεοδομικού θεσμικού πλαισίου και στην εφαρμογή σχεδίων και πολιτικών. Το κρατικό στέλεχος διεκδικεί εδώ τη θέση του στην ιστορία, δίπλα στον «ήρωα-οραματιστή» πολεοδόμο. Αλλά και οι αρχιτέκτονες και μηχανικοί της πράξης, με αναφορά στις συλλογικές τους ομαδο-

143


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 144

144

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 169-171

ποιήσεις αλλά στους επαγγελματικούς τους ανταγωνισμούς, εμφανίζονται, και πολύ σωστά θα έλεγα, στο προσκήνιο. Πολιτικοί, τεχνικοί, διοικητικά στελέχη, όλοι τους σχεδίασαν το μέλλον. Όμως ποιο ακριβώς μέλλον έβλεπαν για τη Θεσσαλονίκη στους νέους καιρούς που για την πόλη ήταν ήδη το παρόν; Σε ποια στρατηγική εντάχθηκε ο εκσυγχρονισμός της; Ο σχεδιασμός μιας πόλης προϋποθέτει ένα σενάριο για το μέλλον, στην περίπτωσή μας μια απάντηση στο ερώτημα ποιος θα ήταν ο ρόλος της Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Διαβάζουμε: «Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, όταν φιλόδοξες προθέσεις επενδύονταν στον ρόλο που η πόλη θα μπορούσε να παίξει ως μητροπολιτικό κέντρο της νέας βαλκανικής πραγματικότητας, ο γνωστός αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος επεξεργάστηκε ένα νέο σχέδιο για την πόλη». Κάτι μας θυμίζει αυτό: Η Θεσσαλονίκη μητρόπολη των Βαλκανίων, το

όραμα μιας πόλης που αναδεικνύεται κέντρο μιας ευρύτατης ενδοχώρας εξακολουθεί και σήμερα να στοιχειώνει τις αναπτυξιακές στρατηγικές. Η εμπειρία όμως μας έδειξε ότι για την κατάκτηση ενός ρόλου που γεωγραφικές και γεωπολιτικές προφάνειες δείχνουν ρεαλιστικό, δυστυχώς, δεν αρκούν ούτε τα οράματα ούτε οι εθναγετικές ρητορείες. Ακόμα και οι ευνοϊκές συνθήκες που εμφανίστηκαν μετά το 1990 δεν ήταν αρκετές για να αναδειχθεί η πόλη σε κάτι περισσότερο από περιφερειακό κέντρο. Το βιβλίο της Αλέκας ΚαραδήμουΓερολύμπου, από το οποίο σχολίασα τρία μόνο θέματα, προσφέρει ένα πρωτότυπο αφήγημα του μακρύ 20ού αιώνα της Θεσσαλονίκης, ένα αφήγημα που πάει πέρα από νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαμένου κοσμοπολιτισμού ή από τραυματικές διηγήσεις εθνικιστικής ή φυλετικής βίας. Και αυτό οφείλεται στην οπτική που υιοθετείται και η οποία επιβεβαιώνει την

υπόθεση ότι η κτισμένη, δομημένη πόλη δεν είναι ένα αδρανές δοχείο που περιέχει τους κατοίκους. Δεν είναι απλώς το ενδιαίτημα των ανθρώπινων κοινοτήτων. Αντίθετα, είναι κάτι πολύ περισσότερο από το σκηνικό της κοινωνικής συνθήκης. Η πόλη, όπως εύστοχα έχει ειπωθεί, είναι ένας «κοινωνικός πυκνωτής». Αναμοχλεύει τις εγκαταστημένες κοινωνικές σχέσεις, πολλαπλασιάζει τις επαφές, αλλάζει και εγκαθιδρύει συμπεριφορές, διαμορφώνει αντιλήψεις, αλλάζει τις απόψεις μας για τον κόσμο. Γιατί, όσο και αν η πόλη, η Θεσσαλονίκη, υφίσταται τις συνέπειες κατακλυσμιαίων γεγονότων που δεν μπορεί να ελέγξει, είναι η τοπική δυναμική η οποία συμβάλλει στην αναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, στην ανάδυση νέων συμπεριφορών και αντιλήψεων. Και αυτή η δυναμική κάνει τελικά την πόλη μήτρα της πολιτικής κοινωνίας, χώρο της ελευθερίας και της δημοκρατίας.


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 145

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ

Αποανάπτυξη – Το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής Degrowth: A Vocabulary of a new era, Routledge, 2014. Editors: Giacomo D’Alisa, Research Fellow at the Autonomous University of Barcelona, Spain, Federico Demaria, PhD candidate at the Autonomous University of Barcelona, Spain και Giorgios Kallis, ICREA Professor at the Autonomous University of Barcelona, Spain

Γιώργος Βελεγράκης

«Όταν η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι ανεπαρκής για να εκφράσει αυτό που ζητάει να αρθρωθεί, τότε είναι καιρός για ένα νέο λεξιλόγιο». Από την εισαγωγή του βιβλίου1

Υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικής Οικολογίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, μέλος του πανευρωπαϊκού δικτύου ENTITLE – www.politicalecology.eu

Το βιβλίο Αποανάπτυξη–το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής2 είναι ίσως η σημαντικότερη έκδοση στον χώρο της ριζοσπαστικής οικολογικής σκέψης όχι μόνο για το προηγούμενο έτος, οπότε και εκδόθηκε (Νοέμβριος 2014), αλλά για μια πολύ ευρύτερη περίοδο. Στην πραγματικότητα, ως η πρώτη προσπάθεια συνολικής παρουσίασης των ερωτημάτων, των αναλύσεων αλλά και των προτάσεων της αποαναπτυξιακής σκέψης επιτυγχάνει αυτό που θέτουν οι επιμελητές της έκδοσης εξ αρχής: Να ορίσει και να περιγράψει μια νέα εποχή, αν όχι με τη μορφή λεξιλογίου σίγουρα με τη μορφή ερωτημάτων. Η αποανάπτυξη («décroissance» στα γαλλικά) ξεκινάει από τη Γαλλία και εξαπλώνεται στον υπόλοιπο κόσμο ως ένα κίνημα ακτιβιστών και ακαδημαϊκών που σκοπό έχουν την αποδόμηση της οικονομικής ανάπτυξης ως κοινωνικό στόχο και την «αποαποικιοποίηση της δημόσιας συζήτησης από τον οικονομισμό» (sic). Η αποανάπτυξη σηματοδοτεί συνεπώς το πρόταγμα των κοινωνικών που επιθυμούν να οργανώσουν την κοινωνική τους ζωή και καθημερινότητα με ένα ριζικά διαφορετικό τρόπο χρησιμοποιώντας

λιγότερους φυσικούς πόρους. Οι θεωρητικές ρίζες αυτών των ιδεών εντοπίζονται από τους επιμελητές της έκδοσης στον μετα-μαρξιστικό οικοσοσιαλισμό των Γκορζ, Καστοριάδη και Ελύλ, τον κοινοτικό οικοαναρχισμό των Ίλιτς και Μπούκσιν, την πολιτική φιλοσοφία της Χάνα Άρεντ, την οικονομική ανθρωπολογία του Πολαϊνί και την κριτική της ανάπτυξης από την οποία προέρχεται και ο Σερζ Λατούς, βασικός εισηγητής του επιχειρήματος. Σε αυτό το πλαίσιο έννοιες, όπως «απλότητα», «ευθυμία», «αυτονομία», «φροντίδα» και «κοινά» είναι μερικές από τις λέξεις που εκφράζουν πώς μπορεί να μοιάζει μια κοινωνία αποανάπτυξης. Όμως η έκδοση προχωράει αρκετά βήματα παρακάτω και συνθέτει μια – αναγκαία σήμερα– συζήτηση για τη σχέση των κοινωνιών με τη φύση, τη σύνδεση ριζοσπαστικών πολιτικών εγχειρημάτων με τον περιβαλλοντισμό αλλά και την ανάπτυξη της σύγχρονης πολιτικής οικολογίας τόσο στο θεωρητικό (αναλυτικό) πεδίο όσο και στο πολιτικό, δηλαδή στη διαμόρφωση αιτημάτων και μεθόδων διεκδίκησής τους. Το λεξιλόγιο της νέας εποχής είναι εκτός των άλλων και ένας διάλογος για την οικολογία σήμερα, ο οποίος είναι επιτακτικός ακριβώς διότι γίνεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο και, δυστυχώς, ασφυκτικό πλαίσιο: Από τη μία ο καπιταλισμός και η υπερπαραγωγή που επι-

145


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 146

146

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 21, 2013, 169-171

τάσσει επεκτείνει την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε φυσικό διαθέσιμο, από την άλλη η συνολική κρίση του καπιταλισμού σήμερα επιβάλλει το ξεπέρασμα λανθασμένων βεβαιοτήτων του παρελθόντος και την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο επίκεντρο εγχειρημάτων (και κυρίαρχα της αριστεράς) που στοχεύουν στην πολιτική εξουσία. Προτείνω, λοιπόν, το βιβλίο να διαβαστεί ως ένας καμβάς μελετών, προσεγγίσεων και προτάσεων που όμως υπηρετούν τον κοινό στόχο της διαμόρφωσης ριζικά διαφορετικών κοινωνιών και τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης. Εξάλλου, η επιλογή ανάλυσης δύσκολων και διφορούμενων αλλά κρίσιμων εννοιών το επιτρέπει. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι θεωρητικές αφετηρίες με ανάλυση εννοιών όπως «κριτική στην ανάπτυξη», «περιβαλλοντική δικαιοσύνη» και «πολιτική οικολογία». Το δεύτερο μέρος αποτελεί το περιεχόμενο της αποανάπτυξης όπου κυριαρχούν όροι όπως «αυτονομία», «καπιταλισμός και αντικαπιταλισμός», «η σημασία του πολιτικού» και «τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης». Το τρίτο μέρος έχει να κάνει με τις συγκεκριμένες προτάσεις αλλά και τις υπαρκτές αυτό-οργανωμένες δράσεις και εμπειρίες: «συνεταιρισμοί», «οικο-κοινότητες», «συλλογικότητες υπεράσπισης των κοινών», «συνδικάτα». Τέλος, στο τέταρτο μέρος παρουσιάζονται άλλα κινήματα που αλληλεπιδρούν με την αποανάπτυξη όπως τα «φεμινιστικά οικονομικά» και το «buen vivir». Η διάρθρωση της έκδοσης, λοιπόν, μαζί με τη συμπύκνωση της ερευνητικής δράσης τόσο παλαιότερων και καταξιωμένων ακαδημαϊκών όσο και νέων ερευνητών θέτουν τις βάσεις για να δημιουργηθεί και να αναπτύσσεται συνεχώς ένας νέος χώρος ανάλυσης για το σύνολο της οικολογικής σκέψης τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου όσο και σε αυτό της μεθοδολογίας. Στα στοιχεία που συνθέτουν αυτόν τον νέο

χώρο, νομίζω έχει σημασία να σταθούμε περισσότερο. Πριν απ’ όλα η αποαναπτυξιακή σκέψη με την παρούσα έκδοση κρατάει ζωντανή και ανατροφοδοτεί τη στρατηγική όχι μόνο για τον εαυτό της (ως διακριτό ρεύμα) αλλά για το σύνολο της ριζοσπαστικής οικολογίας. Θέτει συγκεκριμένα πολιτικά αιτήματα, διεκδικήσεις και προτάσεις για τα θέματα της οικονομίας, της κοινωνικής ζωής, του κράτους και των παροχών, αλλά ταυτόχρονα αναμετράται με τη θεωρία και σκαλίζει τις στρατηγικές επιλογές. Ίσως χωρίς να το επιδιώκει εκ προοιμίου, θέτει το προγραμματικό πλαίσιο μιας πολιτικής προσέγγισης που διαρθρώνεται γύρω από τις έννοιες του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής και της οικονομίας των αναγκών. Μια άρρητη ενοποιητική γραμμή όλων των κειμένων της έκδοσης είναι ότι με επίκεντρο τις ανάγκες των πολλών και την ενεργό συμμετοχή τους γίνεται δυνατός ο μετασχηματισμός προς μια οικονομία των αναγκών με κατανάλωση λιγότερων φυσικών πόρων και συνεπώς προς μια νέα, δημοκρατικότερη σχέση κοινωνίας-φύσης. Σε αυτό το πλαίσιο η αποαναπτυξιακή σκέψη, ίσως και πάλι χωρίς να είναι ο πρώτος στόχος της, θέτει τις κόκκινες γραμμές απέναντι και στον συστημικό περιβαλλοντισμό: Η οπτική του κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εργασία, την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας και τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος ως κόστος. Σε μια αντίθετη οπτική η εργασία και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν τη βάση (και το σκοπό) ανασυγκρότησης και προώθησης του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής. Το παραπάνω ζήτημα μάλιστα τίθεται σε μία περίοδο στην οποία έχει ιδιαίτερη σημασία. Η κρίση του καπιταλισμού και κυρίως η οικολογική της διάσταση προφανώς αναγκάζει όλες τις αντισυστημικές-αντικαπιταλιστικές

προσεγγίσεις και πρακτικές να απαντήσουν σε νέα ερωτήματα. Ταυτόχρονα, όμως, η σημερινή περίοδος είναι και η συμπύκνωση μεγάλων και πλατιών διεργασιών σε κοινωνικό, κινηματικό και πολιτικό επίπεδο. Σε μία προηγούμενη περίοδο ο νεοφιλελευθερισμός φάνταζε ανίκητος και ο καπιταλισμός ως το «τέλος της ιστορίας», καθώς είχε καταφέρει οι βασικές ιδέες του όπως ο κοινωνικός ανταγωνισμός, το ατομικό συμφέρον και το ιδιωτικό έναντι του δημόσιου να κυριαρχούν όχι μόνο ως η μόνη δυνατή πολιτική πρακτική αλλά και ως μαζική κοινωνική συνείδηση. Στις αρχές του 21ου αιώνα από το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα μέχρι τα κινήματα occupy ανά τις ευρωπαϊκές πόλεις, την αραβική άνοιξη και τις πολλές εστίες πολιτικών ανατροπών στη Λατινική Αμερική, φαίνεται ότι το ένα και μοναδικό παγκόσμιο υπόδειγμα ανάπτυξης και κοινωνικής οργάνωσης τουλάχιστον αμφισβητείται. Πιθανώς κάποιος/α να αντιτάξει ότι οι κυρίαρχες πολιτικές δεν ανατράπηκαν αλλά μάλλον μετασχηματίστηκαν προς το αυταρχικότερο εν μέσω της κρίσης. Αυτό είναι αληθές και μάλιστα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνθηκαν. Το σίγουρο όμως είναι ότι αφενός η κοινωνική συναίνεση δεν είναι πλέον καθόλου δεδομένη, αφετέρου σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο γίνεται η προσπάθεια σκιαγράφησης νέων υποδειγμάτων. Τα πολλά μικρά ή μεγάλα κινήματα ανά τον κόσμο που αναγκαστικά αναμετρώνται με το ζήτημα της εξουσίας και της ισχύος αλλά πολύ περισσότερο οι νέοι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί σε Ευρώπη και Λατινική Αμερική οι οποίοι διεκδικούν επί ίσοις όροις –ή και καταλαμβάνουν– την πολιτική εξουσία είναι χαρακτηριστικά αυτής της νέας συνθήκης. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η ριζοσπαστική οικολογική σκέψη και πρακτική έπαιξαν και παίζουν καταλυτικό ρόλο: Από τη μία σε πολλές, περιπτώσεις λει-


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 147

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΕΓΡΑΚΗΣ

τούργησαν ενοποιητικά για κινήματα που σε μια προηγούμενη περίοδο φαίνονταν σπασμωδικά και απομονωμένα (βλ., για παράδειγμα, τα οικολογικά κινήματα που σήμερα ενοποιούνται υπό την ομπρέλα εναντίωσης στην κλιματική αλλαγή). Από την άλλη μετασχημάτισαν και μετασχηματίζουν τα ριζοσπαστικά πολιτικά υποκείμενα τα οποία διεκδικούν την εξουσία προς μια κατεύθυνση όπου η οικολογία δεν είναι παράπλευρο ζήτημα αλλά ο πυρήνας του προγράμματος και της πολιτικής τους. Σε αυτή την ιστορική κίνηση η αποανάπτυξη είχε και έχει τα αντανακλαστικά να συνομιλήσει με τις νέες κοινωνικές διεργασίες, να ριζοσπαστικοποιήσει μέρος των προσεγγίσεών τους και σε πολλές περιπτώσεις να εκφράσει κινήματα και να μαζικοποιηθεί από αυτά. Σε μία περίοδο κρίσης κατά τη διάρκεια της οποίας άλλα ιστορικά ρεύματα, όπως ο οικοσοσιαλισμός ή η βαθιά οικολογία, αδυνατούν να αντιστρέψουν το κυρίαρχο ερώτημα «επανεκκίνησης της οικονομίας και ανάπτυξης έναντι των πολιτικών για το περιβάλλον» και να μαζικοποιηθούν, η αποανάπτυξη το καταφέρνει. Όποιος/α συμμετείχε στο τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο της αποανάπτυξης τον περασμένο Σεπτέμβρη (2014) στη Λειψία παρατήρησε ότι στην ουσία ήταν μια συνάντηση πολλών και διαφορετικών κινημάτων που δεν αναφέρονται γραμμικά στην αποανάπτυξη, αλλά συνομιλούν και συνδιαμορφώνουν τη σύγχρονη ριζοσπαστική οικολογική σκέψη και την αντίστοιχη πολιτική πρακτική.

Το τελευταίο σημείο το οποίο θέλω να υπογραμμίσω ξεφεύγει από τα όρια της οικολογίας και έχει να κάνει με τη νέα παραγωγή επιστημονικής σκέψης. Στο βιβλίο συναντώνται μία σειρά από ερευνητές, κυρίως της πολιτικής οικολογίας, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και ενεργά μέλη σημαντικών οικολογικών κινημάτων. Σε αυτό το πλαίσιο ο διάλογος δεν αφορά αποκλειστικά αναλυτές που συνομιλούν για την κοινωνική κίνηση ή παράγουν επιστημονική γνώση προς όφελος των κινημάτων αλλά συμπράττουν ενεργά και ισότιμα με αυτά. Διαμορφώνεται έτσι μια αμφίδρομη σχέση παραγωγής επιστημονικής γνώσης αλλά και νέων (επιστημονικών) όρων. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι το νέο λεξιλόγιο που προσφέρει η έκδοση σε πολλές περιπτώσεις αφορά τόσο έννοιες όσο και ένα αξιακό πλαίσιο που έρχεται απευθείας από τα κοινωνικά κινήματα. Και αυτό σε μία περίοδο που τα πανεπιστήμια παγκόσμια γίνονται όλο και πιο περίκλειστα με τα πολύ υψηλά δίδακτρα, τις ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης και την αποκλειστικά ποσοτική αξιολόγηση του έργου τους. Στον αντίποδα, τέτοια εκδοτικές προσπάθειες και έρευνες προτάσσουν ένα νέο, δημόσιο ανοικτό πανεπιστήμιο με παραγωγή γνώσης προς όφελος των μεγάλων κομματιών της κοινωνίας και όχι αποκλειστικά των ελίτ. Θεωρώ ότι αυτό το πρόταγμα πρέπει και μπορεί να υπηρετείται συνεχώς και να αποτελέσει ηγεμονική πρόταση και διεκδίκηση όλων των ακαδημαϊκών και ερευνητών που θέλουν να παράγουν επιστημονική γνώση με άλλους όρους.

Δεν είμαι σίγουρος αν η αποανάπτυξη είναι συνολικά το λεξιλόγιο μιας νέας εποχής καθώς υπάρχουν σίγουρα ανοικτά ζητήματα ως προς τις θεωρητικές αναφορές όσο και τις τελικές διεκδικήσεις. Είμαι σίγουρος όμως ότι συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο τα ερωτήματα μιας νέας εποχής, καθώς και τις βασικές αρχές απάντησης τους που δεν μπορούν παρά να έχουν τον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό στον πυρήνα τους. Συνεπώς, πέρα από το να μελετήσουμε προσεκτικά το βιβλίο, καλούμαστε, συμφωνούντες και διαφωνούντες στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής οικολογίας, να αναμετρηθούμε με τα ερωτήματα που θέτει, να αναμοχλεύσουμε συνολικά τη στρατηγική μας και να παράξουμε νέες ιδέες, πρακτικές και διεκδικήσεις.

Σημειώσεις 1. Η μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά είναι δική μου. 2. Το βιβλίο εκδόθηκε στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Routledge - http://www. routledge.com/books/details/978113800077 3/. Επιμελητές της έκδοσης είναι οι: Giacomo D’Alisa, Research Fellow at the Autonomous University of Barcelona, Spain, Federico Demaria, PhD candidate at the Autonomous University of Barcelona, Spain και Giorgios Kallis, ICREA Professor at the Autonomous University of Barcelona, Spain. Οι επιμελητές είναι μέλη του δικτύου Research and Degrowth. Περισσότερες πληροφορίες στη σελίδα http://vocabulary. degrowth.org/ και στο βίντεο http://vimeo. com/110013401.

147


016_Layout 1 25/05/2015 9:54 π.μ. Page 148

C

O

SPECIAL SECTION: THE NEW RESEARCH AGENDA ON AGROFOOD SYSTEMS IN HUMAN GEOGRAPHY AND URBAN PLANNING

3 13

Th. Anthopoulou, M. Partalidou

36

51

62

Giorgos Gritzas, KarolosIosif Kavoulakos, Irini-Erifili Tzekou Alternative spaces, diverse economies and agrofood networks: A review of the wider debate as a kick-off point to explore the Greek case Elisavet Thoidou, Dimitris Foutakis Metropolitan areas and public space: resilience and “transition” through the example Stavriani Koutsou Les coopératives agrotouristiques féminines à l’époque de crise: recherche sous l’approche du développement territorial K. Tsakopoulou, M. Manitsas, M. Vasiliou Culinary tourism policies:

T

E

N

Greek tastes and local development

T

77

92

A. Pagonis, I. Chorianopoulos Spatial planning and governance: Path dependent trajectories of rescaling in Metropolitan Athens Anastasia Tasopoulou Planning culture in Greece: Investigating planners’s role in the planning process

122

127

132

EVENTS AND DEBATES

109 113

Chariclea Chari Microgeographies: spatial analysis and cultural actions Maria Karagianni, Matina Kapsali Conference: Urban austerity: Impacts of the global financial crisis on cities in Europe, Weimar, December 2014

136

Evaggelia Chatzikonstantinou Modernization, road network and the city. The paradigm of Syngrou Avenue in Athens at the turn of the 19th century

Effi Mamouri To Tinos: A mobility case of artistic and “creative” class in a place of geographic discontinuity Konstantina Tsakopoulou Resilience: economic stability, adjustment and evolution in regional and tourist development Sotiria Karasiotou Gendered divisions of labour and work cultures in the spaces of symbolic economy Eva Papatzani Negotiating boundaries and terms of coexistence in the centre of Athens

BOOK REVIEWS

141

RESEARCH BRIEFING

117

S

STUDENTS’ FORUM

ARTICLES

Sofia Skordili An Introduction to the Special Issue

Alternative Food Networks and novel solidarity partnerships between the urban and the rural. Pendering on Community Supported Agriculture

24

N

145

Nikos Papamichos Aleka Karadimou-Gerolymbos (2014) The rise of modern Thessaloniki: Histories Personalities - Landscapes, Thessaloniki: University Studio Press Giorgos Velegrakis Degrowth: A Vocabulary of a new era, Routledge, 2014. Editors: Giacomo D’Alisa, Federico Demaria, Giorgios Kallis


cover_Layout 1 26/05/2015 2:55 μ.μ. Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 25 - ΑΝΟΙΞΗ 2015 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόπειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας, σε ξεχωριστό αρχείο, εκτός του αρχείου word του κειμένου. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 325, fax: 210 95 14 759, e-mail: geographies@hua.gr. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: info@nissos.gr ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου.

N°25 - SPRING 2015 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, hadjimichalis@hua.gr Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. Finally, they should be submitted in a separate file. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text.

Price: 15€ One-year subscription: 25€. Students: 20€. Organizations and Libraries: 45€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 325, geographies@hua.gr Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, info@nissos.gr

ISSN: 1109-186X


cover_Layout 1 26/05/2015 2:55 μ.μ. Page 1

Αφιέρωμα Τα αγρο-τροφικά συστήματα στην ανθρωπογεωγραφία και τον σχεδιασμό

Εναλλακτικοί χώροι, ποικίλες οικονομίες και αγροτροφικά δίκτυα: Μια επισκόπηση της ευρύτερης συζήτησης ως μια αφετηρία για την έρευνα της ελληνικής περίπτωσης Μητροπολιτικές περιοχές και δημόσιος χώρος: Ανθεκτικότητα και «μετάβαση» μέσα από το παράδειγμα των κοινοτικών κήπων Οι γυναικίοι αγροτουριστικοί συνεταιρισμοί στην εποχή της κρίσης: Διερεύνηση με την προσέγγιση της εδαφικής ανάπτυξης

ΑΝΟΙΞΗ 2015 - ΤΕΥΧΟΣ 25

Εναλλακτικά αγροτροφικά δίκτυα και νέες αλληλέγγυες εταιρικότητες μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Διερευνώντας την κοινοτικά υποστηριζόμενη γεωργία

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΑΝΟΙΞΗ 2015 - ΤΕΥΧΟΣ 25

Πολιτικές για τον γαστρονομικό τουρισμό: Ελληνικές γεύσεις και τοπική ανάπτυξη Χωρικός σχεδιασμός και διακυβέρνηση: Η πορεία της ανακλιμάκωσης στη μητροπολιτική Αθήνα Κουλτούρα σχεδιασμού στην Ελλάδα: Ερευνώντας τον ρόλο των πολεοδόμων στις διαδικασίες του σχεδιασμού

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: ΤΑ ΑΓΡΟ-ΤΡΟΦΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

Μικρογεωγραφίες: Ανάλυση του χώρου και δράσεις στην Αττική

ΧΩΡΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ – Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΩΝ ΣΤΙΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ – ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ

Συνέδριο Urban Austerity: Impacts of the Global Financial Crisis on Cities in Europe, Βαϊμάρη, Δεκέμβριος 2014 Εκσυγχρονισμός, οδικό δίκτυο και πόλη. Το παράδειγμα της λεωφόρου Συγγρού στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα Προς Τήνο: Μια περίπτωση μετακίνησης της καλλιτεχνικής «δημιουργικής τάξης» σε έναν τόπο γεωγραφικής ασυνέχειας

Έμφυλος καταμερισμός εργασίας και εργασιακές κουλτούρες στους χώρους της συμβολικής οικονομίας Διαπραγματεύσεις ορίων και όρων συμβίωσης στο κέντρο της Αθήνας

Τα παλιά τεύχη του περιοδικού είναι διαθέσιμα ηλεκτρονικά στο www.geographies.gr

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

Ανθεκτικότητα: Οικονομική σταθερότητα, προσαρμογή και εξέλιξη στην περιφερειακή και τουριστική ανάπτυξη


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.